Tas_aw_-_metaksourgio_h_armonia.pdf

  • Uploaded by: bill
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Tas_aw_-_metaksourgio_h_armonia.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 128,757
  • Pages: 521
Loading documents preview...
Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

Τίτλος πρωτοτύπου: THE HARMONY SILK FACTORY Από τις Εκδόσεις FOURTH ESTATE, Λονδίνο, 2005 Τίτλος βιβλίου: Μεταξουργείο η Αρμονία Συγγραφέας: Tash Aw Μετάφραση: Βαγγέλης Κατσάνης Επιμέλεια — Διόρθωση κειμένου: Άννα Φ. Καζούρη Σύνθεση εξωφύλλου: Χρυσούλα Μπουκουβάλα Σελιδοποίηση: Ελισάβετ Καρβούνη Εκτύπωση: Ιωάννης Κοτσάτος & ΣΙΑ Ο.Ε. Βιβλιοδεσία: Κωνσταντίνο Παναγιώτου © Tash Aw, 2005 © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα, 2005 Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2005, 3.000 αντίτυπα ISBN 960-274-959-8

Τυπώθηκε σε χαρτί ελεύθερο χημικών ουσιών χλωρίου και φιλικό προς το περιβάλλον

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. Μαυρομιχάλη 1 106 79 Αθήνα Τηλ.: 2103302234-6 Telefax: 2103302098 http://www.psichogios.gr e-mail: [email protected]

PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. 1, Mavromichali Str. 106 79 Athens - Greece Tel.: 2103302234-6 Telefax: 2103302098 http://www.psichogios.gr e-mail: [email protected]

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

Στους γονείς μου

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Τζόνι

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

Εισαγωγή εταξουργείο Η Αρμονία». Το κατάστημα που αγό­ ρασε ο πατέρας μου το 1942, με σκοπό να το χρη­ σιμοποιεί ως προκάλυμμα για τις παράνομες δρα­ στηριότητές του, είχε αυτή την επωνυμία. Το ίδιο το κτίριο δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1930 από πλανόδιους Κινέζους κούληδες -μια κατηγορία εργατών από τους οποίους κατάγομαι κατά πάσα πιθανότητα κι εγώείναι το μεγαλύτερο οικοδόμημα του κεντρικού δρόμου που διασχίζει την πολιτεία. Πίσω από τη γυμνή ασβεστωμένη πρόσοψή του απλώνεται μια φαρδιά, σκοτει­ νή σαν σπηλιά αίθουσα που αρχικά προοριζόταν για την αποθήκευση του μηχανικού εξοπλισμού και τη στέ­ γαση των τεχνιτών ενός ανώνυμου ζαχαροπλαστείου. Οι σειρές των ξύλινων ερμαριών που είχε στήσει ο πα­ τέρας μου όταν αγόρασε το εργαστήριο υπάρχουν μέχρι σήμερα. Τα ράφια αυτά ήταν από ξύλο τικ και φτιαγμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί ν' αποθη­ κεύει και να εκθέτει κανείς εκεί ολόκληρα τόπια υφά­ σματα. Όμως, απ' όσο θυμάμαι, δε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ γι' αυτόν το σκοπό, καθώς ήταν μόνιμα φορτωμέ­ να με κουτιά που περιείχαν γυναικεία εσώρουχα από

Digitized by @PriOri™

12

ΤΑΣ Ο

την Αγγλία, τα οποία ο πατέρας μου έκλεβε από τις αποβάθρες με τη βοήθεια κάποιων γνωστών του. Πολύ αργότερα, όταν πια είχε γίνει ονομαστός και πολύ πλούσιος -ο Πρεσβύτερος Αδελφός σε όλη την κοιλάδα- τα ερμάρια αυτά φιλοξενούσαν τη συλλογή του που αποτελούνταν από αρχαία όπλα. Το σπου­ δαιότερο κομμάτι ήταν ένα φαρδύ κρις -μαχαίρι της Μαλαισίας- που η παράξενα κυματιστή λεπίδα του φανέρωνε την προέλευση του. Σύμφωνα με τα λεγόμε­ να του πατέρα μου ανήκε στον Χανγκ Τζεμπάτ, τον θρυλικό πολεμιστή που, όπως είναι γνωστό, πολέμησε τον 16ο αιώνα εναντίον των Πορτογάλων αποικιστών. Κάθε φορά που ο πατέρας μου διηγόταν στους επισκέ­ πτες του αυτή την ιστορία, η συνήθως μονότονη φωνή του αποκτούσε μια βραχνή, σχεδόν θεατρική χροιά όλο σοβαρότητα και οι πάντες εντυπωσιάζονταν με την ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα στον ίδιο και στον Τζεμπάτ, δύο μεγάλους άντρες οι οποίοι αγωνίζονταν ενάντια στους ξένους δυνάστες. Η συλλογή του περι­ λάμβανε επίσης κυρτά μαχαίρια των Γκούρκας, κατάλ­ ληλα για να ξεκοιλιάζουν ακαριαία τον αντίπαλο, ιαπω­ νικά σπαθιά των Σαμουράι, καθώς και στιλέτα από το Ρατζαστάν, με λαβές στολισμένες με πολύτιμες πέτρες. Τα όπλα αυτά προκαλούσαν τον γενικό θαυμασμό των καλεσμένων. Για περίπου σαράντα χρόνια, το «Μεταξουργείο Η Αρμονία» ήταν το πιο γνωστό κατάστημα της περιοχής, μα σήμερα στέκει άδειο, σιωπηλό, γεμάτο σκόνη. «Το χέρι του θανάτου σβήνει οριστικά και αμετάκλητα κάθε ίχνος ζωής». Έτσι μου είχε πει κάποια φορά ο πατέρας· κι ήταν αυτά, τα μόνα φιλοσοφημένα λόγια που ξεστό­ μισε σ' όλη του τη ζωή.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

13

Το σπίτι που μέναμε το χώριζε από το εργαστήριο μια μικρή χορταριασμένη αυλή που δεν την έβλεπε σχεδόν καθόλου ο ήλιος. Με τον καιρό, καθώς ο πατέρας μου δεχόταν όλο και περισσότερους επισκέπτες, το σπίτι έγινε κι αυτό γνωστό ως «Μεταξουργείο Η Αρμονία» όχι μόνο για λόγους ευκολίας, αφού το επισκέπτονταν μό­ νο αυτοί που είχαν επαγγελματικά πάρε-δώσε με τον πατέρα, αλλά και διότι οι ποικίλες δραστηριότητές του είχαν επεκταθεί κατά τέτοιον τρόπο, ώστε εξασφάλι­ ζαν αρκετό ελεύθερο χρόνο για ιδιαίτερου είδους ψυχα­ γωγία. Έτσι ερχόταν πιο βολικό στους επισκέπτες να λένε, «Πρέπει να πάω για κάποια δουλειά στο "Μετα­ ξουργείο Η Αρμονία"». Το σπίτι μας δεν ήταν το είδος του χώρου που μπο­ ρούσε να τον επισκεφθεί όποιος ήθελε. Για να μπει κανείς έπρεπε να έχει ειδική πρόσκληση, και το κατώ­ φλι του το περνούσαν μόνο κάποιοι γνωστοί προνο­ μιούχοι. Για να γίνει κανείς δεκτός έπρεπε να είναι του ιδίου φυράματος με τον πατέρα μου -ψεύτης, απατεώ­ νας, προδότης και γυναικάς- αλλά και ν' ανήκει στην υψηλή κοινωνική τάξη. Από το παράθυρο του πάνω ορόφου είχα τη δυνατό­ τητα να παρακολουθώ όλα όσα διαδραματίζονταν. Χωρίς ο πατέρας να μου έχει πει ποτέ τίποτε, ήξερα περίπου τι σκάρωνε και με ποιον συναντιόταν. Αλλωστε αυτό δεν ήταν δύσκολο. Κατά κύριο λόγο έκανε λαθρε­ μπόριο όπιου, ηρωίνης και αμερικανικού ουίσκι· κι όλα αυτά τα πουλούσε στη «μαύρη αγορά» στην Κουάλα Λουμπούρ, εισπράττοντας πολλαπλάσια ποσά από αυτά που είχε δώσει στους Ταϊλανδούς στρατιώτες των συνόρων, τους οποίους δωροδοκούσε επίσης με αμερι­ κανικά τσιγάρα και δεύτερης ποιότητας πολύτιμες πέτρες. Κάποτε ήρθε στο σπίτι μας ένας Ταϊλανδός

Digitized by @PriOri™

14

ΤΑΣ Ο

στρατηγός. Φορούσε ένα φτηνό γκρίζο πουκάμισο και τα δόντια του ήταν από αληθινό, ατόφιο χρυσάφι. Δεν έμοιαζε πολύ με στρατιωτικό αλλά είχε ένα αμάξι Μερτσέντες, στο πίσω κάθισμα του οποίου καθόταν μια γυναίκα. Η γυναίκα ήταν ανοιχτόχρωμη, λευκή σαν το αλάτι στις αλυκές. Κάπνιζε ένα τσιγάρο - νομίζω από αυτά που τα φτιάχνουν στο Κρέτεκ- και τα μαλλιά της τα στόλιζε ένα άσπρο χρυσάνθεμο. Ο πατέρας με πρόσταξε να πάω πάνω. «Έχει έρθει ο φίλος μου ο στρατηγός», μου είπε. Οι δυο τους κλειδώθηκαν στο Δωμάτιο Ασφαλείας και, μολονότι σήκωσα το μουσαμά του δαπέδου και κόλλησα το αυτί μου στο πάτωμα, το μόνο που κατά­ φερα ν' ακούσω ήταν το αχνό κουδούνισμα ποτηριών και ο υπόκωφος ήχος που ήδη γνώριζα ότι οφειλόταν στο κύλισμα των άκοπων διαμαντιών πάνω στο τραπέ­ ζι με την γκρίζα τσόχα. Χαιρέτησα τη γυναίκα που βρισκόταν στο αυτοκίνη­ το κουνώντας το χέρι μου. Ήταν νέα κι όμορφη, μα όταν μου χαμογέλασε διαπίστωσα πως είχε μικρά μαυρισμέ­ να δόντια. Εξακολουθούσε να μου χαμογελάει ακόμη κι όταν το αυτοκίνητο πήρε μπρος κι απομακρύνθηκε σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης, ενώ ο οδηγός κόρναρε επίμονα στους ποδηλάτες καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα στον κεντρικό δρόμο. Την εποχή εκείνη, σπάνια συνα­ ντούσε κανείς στα μέρη μας ακριβά αυτοκίνητα και αριστοκράτισσες γυναίκες από την πόλη. Όμως, ό,τι από αυτά τα δύο «είδη» -γυναίκες και αυτοκίνητα- τύχαινε να υποπέσει στην αντίληψη των περαστικών, κυκλοφο­ ρούσε πάντα γύρω από το σπίτι μας· και η αλήθεια είναι ότι κανείς από τους επισκέπτες μας δε μου είχε δώσει σημασία. Η μόνη που με πρόσεξε ήταν εκείνη η γυναίκα με το κατάλευκο δέρμα και τα χαλασμένα δόντια.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

15

Όταν μίλησα γι' αυτή στον πατέρα μου και αναφέρ­ θηκα στο χαμόγελο που μου είχε στείλει, αντέδρασε όπως ακριβώς το περίμενα. Άπλωσε αργά αργά το χέρι του, μ' άρπαξε από το αυτί, μου το έστριψε και το ζούληξε τόσο, που έγινε άσπρο. «Πάψε να λες παραμύ­ θια!» μου φώναξε, και με χαστούκισε δυο φορές. Η αλήθεια είναι πως ήμουν μαθημένος σε τέτοιου είδους επιπλήξεις. Από πολύ μικρός ήξερα τι ακριβώς έκανε ο πατέρας μου και δεν ένιωθα καθόλου περήφανος γι' αυτό. Μα δε μ' ένοιαζε και πολύ. Εντούτοις, σήμερα θα έδινα τα πάντα για να είμαι ο γιος ενός απλού ψεύτη και απα­ τεώνα αφού, όπως έχω ήδη αναφέρει, εκείνος υπήρξε κάτι πολύ χειρότερο. Απ' όλες τις αξιοκατάκριτες κατά καιρούς πράξεις του, οι χειρότερες έλαβαν χώρα πολύ πριν μπουν στη ζωή του τα μεγάλα αυτοκίνητα, οι όμορφες γυναίκες και το «Μεταξουργείο Η Αρμονία». Μα είναι πια καιρός ν' αφηγηθώ την ιστορία του. Κάνοντας επιτέλους σωστή αξιοποίηση της χρηματο­ δοτημένης από εγκληματικές πράξεις μόρφωσής μου και προκειμένου να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη, στρώθηκα και μελέτησα προσεκτικά όλα όσα αναφέρο­ νται στον πατέρα μου σε βιβλία, περιοδικά και εφημερί­ δες. Για το σκοπό αυτόν πέρασα κάμποσα χρόνια της άχρηστης ζωής μου μελετώντας, με εκπληκτική για το χαρακτήρα μου επιμέλεια και προσήλωση, τα διάφορα κείμενα στις βιβλιοθήκες ή ακόμη και στα κυβερνητικά γραφεία. Οφείλω να παραδεχτώ πως δεν υπήρξα ποτέ σπουδαίος μελετητής. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, απέδειξα πως είμαι ικανός για ορθολογιστικό, οργανω­ μένο σύστημα μελέτης, παρότι ο πατέρας μου είχε τη γνώμη πως θα έμενα για πάντα «ονειροπαρμένος, σκορποχέρης και χαραμοφάης».

Digitized by @PriOri™

16

ΤΑΣ Ο

Υπάρχει όμως ένας ακόμη λόγος που με κάνει να νιώθω πως είμαι ο πλέον κατάλληλος για να εξιστορή­ σω την πραγματική ζωή του πατέρα μου. Ο διορατικός αναγνώστης μπορεί να έχει ήδη διαισθανθεί πως η απο­ κάλυψη της αλήθειας μου προκαλεί, κατά παράξενο τρόπο, ηρεμία σε μεγάλο βαθμό. Δεν ντρέπομαι να ομο­ λογήσω πως σε όλη μου τη ζωή αποζητούσα πράγμα­ τι κάτι τέτοιο. Έτσι, τώρα που επιτέλους γνωρίζω την αλήθεια δεν αισθάνομαι ούτε καν οργή. Αντίθετα, νιώθω απόλυτη γαλήνη. Κάθισα λοιπόν και συνέθεσα όσο πιο επιδέξια μπο­ ρούσα μια ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη εικόνα των γεγονότων που απαρτίζουν το φοβερό παρελθόν του πατέρα μου. Και λέω «όσο πιο επιδέξια μπορούσα» αφού η αφήγηση μιας ιστορίας δεν μπορεί να είναι εντε­ λώς ακριβής, ιδίως όταν γίνεται από άτομο με μέτριο, όπως εγώ, δείκτη ευφυΐας. Τη διάνθισα με διάλογους και άλλα στοιχεία που μπορεί να είναι φανταστικά, πιστεύω όμως πως δεν απέχουν πολύ από την πραγ­ ματικότητα. Είμαι έτοιμος λοιπόν να σας διηγηθώ την Αληθινή Ιστορία του Ανήθικου Κινέζου, του Επιλεγό­ μενου Τζόνι.

Digitized by @PriOri™

Η Ιστορία του Ανήθικου Κινέζου, του Επιλεγόμενου Τζόνι (τα πρώτα χρόνια) ρισμένοι ισχυρίζονται πως ο Τζόνι γεννήθηκε το 1920, τη χρονιά που ξέσπασαν οι ταραχές στην Ταϊπίνγκ εξαιτίας μιας διαμάχης ανάμεσα στους ομιλούντες τη διάλεκτο Χάκα και στους ομιλούντες τη Χόκιεν -παρακάτω θα τους αναφέρω ως «Χάκα» και «Χόκιεν» χάριν απλούστευσης- σχετικά με τα δικαιώμα­ τα εκμετάλλευσης μεταλλεύματος κασσίτερου το οποίο είχε ανακαλυφθεί πριν από λίγο καιρό κοντά στον ποταμό Σλιμ. Δε γνωρίζουμε ποιοι ήταν οι γονείς του Τζόνι. Το πιθανότερο είναι πως ήταν κινεζικής καταγω­ γής, εργάτες στα νότια της χώρας, και πως τους είχαν μεταφέρει στη Μαλαισία οι Βρετανοί στα τέλη του 19ου αιώνα για να δουλέψουν στα μεταλλεία της περιοχής. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν γνωστοί ως Κινέζοι κούληδες, όρος που όπως γενικά πιστεύεται, προέρχεται από την παραφθορά της λέξης κούλι, ονομασία κάποιας τοπι­ κής φυλής στο Γκουτζαράτ της Ινδίας. Οι αγράμματοι αυτοί άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τις πλημμύρες, την πείνα και την καταθλιπτική φτώχεια, αποτόλμησαν ένα επικίνδυ­ νο ταξίδι διασχίζοντας τη Νότια Κινεζική Θάλασσα για

Digitized by @PriOri™

18

ΤΑΣ Ο

να φτάσουν στις πλούσιες ισημερινές περιοχές για τις οποίες είχαν ακούσει να γίνεται λόγος. Επρόκειτο κυρίως για άντρες, ιδίως για όλους τους νέους του ίδιου χωριού. Ταξίδευαν χωρίς να έχουν μαζί τους τίποτε, με μοναδικό σκοπό να κερδίσουν αρκετά χρήματα ώστε αργότερα να μπορέσουν να φέρουν κοντά τους και τις οικογένειές τους. Με το πέρασμα των αιώνων οι Κινέζοι του Νότου, αυτοί τους οποίους οι καλλιεργημένοι επικυρίαρχοι της αυτοκρατορικής Βόρειας Κίνας αντιμετώπιζαν εκ πα­ ραδόσεως ως απολίτιστους χωριάτες, κατάφεραν να επιβιώνουν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Βέβαια, η καινούργια ζωή τους δεν ήταν λιγότερο τρα­ χιά από το είδος ζωής που είχαν αφήσει πίσω τους· βρήκαν όμως έναν τόπο που τους προσέφερε ελπίδα, έναν τόπο που κατά μία άποψη τους ανήκε. Τον τόπο αυτό τον ονόμαζαν απλώς Ναν-γιανγκ Νότιες Θάλασσες. Οι Κινέζοι του Νότου διαφέρουν αισθητά από τους βόρειους συμπατριώτες τους. Ενώ οι Βόρειοι έχουν κίτρινο, στο χρώμα του κεριού δέρμα και παγερά, έντο­ να χαρακτηριστικά που προδίδουν τη μικτή εν μέρει μογγολική καταγωγή τους, οι Νότιοι είναι πιο σκληρο­ τράχηλοι και με πιο ανθεκτικό δέρμα, που μαυρίζει εύκολα στον ήλιο. Έχουν επίσης πιο αδρά, πιο ζεστά χαρακτηριστικά και πιο εύρωστα κορμιά, που με το πέρασμα των χρόνων, τη ραθυμία και την καλοπέραση εξελίσσονται -όπως στην περίπτωση του πατέρα μουσε κοντόχοντρα. Βέβαια, πρόκειται για γενίκευση που αποσκοπεί στο να δώσει κάποια ιδέα σε όσους αγνοούν τις βασικές φυλετικές ιδιομορφίες. Η απόδειξη για την αναξιοπι­ στία του γενικού αυτού κανόνα είμαι εγώ ο ίδιος, που

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

19

τα χαρακτηριστικά μου θυμίζουν πιο πολύ Κινέζο του Βορρά παρά του Νότου, αν αυτά θεωρούνται κινεζικά — στην πραγματικότητα μου έχουν πει πως μοιάζω με Ιάπωνα πρίγκιπα. Έχω ήδη αναφέρει πως οι πρόγονοί μου προέρχο­ νται κατά πάσα πιθανότητα από τη Νότια Κίνα και συγκεκριμένα από τις επαρχίες Γκουανγκντόνγκ και Φουτζιάν. Πάντως πρέπει να προσθέσω πως ακόμη και σ' αυτές τις δύο μεγάλες επαρχίες οι κάτοικοι μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημα­ σία, αφού η γλώσσα που μιλά κανείς καθορίζει επίσης το ποιοι είναι οι φίλοι του και ποιοι οι εχθροί του. Οι πιο πολλοί από τους κατοίκους της πόλης μας μιλούν τη διάλεκτο Χόκιεν, ωστόσο υπάρχουν αρκετοί που μιλούν τη διάλεκτο Χάκα, όπως για παράδειγμα ο θείος μου Τόνι, που παντρεύτηκε τη θεία μου Μπέιμπι. Το όνομα Χάκα σημαίνει κατά κυριολεξία «οι φιλοξενούμενοι», και υποδηλώνει τους απόγονους κάποιων φυλών που ητ­ τήθηκαν στα αρχαία χρόνια και υποχρεώθηκαν να κα­ τοικούν έξω από τα τείχη της πόλης. Οι «Χόκιεν» και οι άλλοι Κινέζοι της περιοχής θεωρούν τους «Χάκα» υπο­ δεέστερα άτομα και με εμφανώς εγκληματικές τάσεις. Για την παραδοσιακή ένταση που επικρατεί στην περιοχή και για τα άσχημα αισθήματα που τρέφουν οι μεν για τους δε, αναμφίβολα ευθύνονται σε μεγάλο βαθ­ μό οι ίδιοι οι «Χόκιεν». Διαθέτουν εντούτοις ένα πλεονέ­ κτημα στο οποίο συχνά καταφεύγουν χρησιμοποιώ­ ντας δόλια τεχνάσματα. Πρόκειται για την ομοιότητα ανάμεσα στη διάλεκτό τους και σ' αυτή των Μανδα­ ρίνων, δηλαδή την εκλεπτυσμένη επίσημη γλώσσα της Αυτοκρατορικής Αυλής, πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα ν' αποκρύπτουν εύκολα την αμφίβολης

Digitized by @PriOri™

20

ΤΑΣ Ο

εντιμότητας καταγωγή τους. Αυτό ακριβώς βοήθησε σημαντικά το θείο Τόνι, ο οποίος είχε εξελιχθεί σε μεγα­ λοεπιχειρηματία ξενοδοχειακών μονάδων -hotelier, όπως αρέσκεται να λέει ο ίδιος- να πείσει διευθυντές τραπεζών και γενικώς τον κόσμο πως έλαβε λαμπρή μόρφωση (Ελεύθερο Σχολείο της Πενάνγκ και Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου), ενώ στην πραγματικότητα ήταν κι αυτός αγράμματος σαν τον πατέρα μου και -το κυριότερο- εντελώς ακαλλιέργητος. Πάντως τον τιμά το ότι κατόρθωσε να ξεπεράσει το πιο χτυπητό χαρα­ κτηριστικό της βραδύνοιας των «Χάκα», το ότι δηλαδή λείπει από τη γλώσσα τους ένας ορισμένος ήχος, με αποτέλεσμα να τον αντικαθιστούν με κάποιον άλλον όταν μιλούν τη μανδαρινική ή μαλαισιακά, ή ακόμη και αγγλικά, κάτι που φαντάζει εντελώς γελοίο. Να ένα παράδειγμα: Εγώ (σκόπιμα όταν ήμουν νέος): «Σήμερα κοντά στο ποτάμι πλήρωσα μια κοπέλα για να μ' αφήσει να την αγγίξω». Ο θείος Τόνι (προτού γίνει μεγιστάνας): «Ο Θεόχ να χε χυχωρέχει». Δεν πρέπει να παραλείψω να αναφέρω πως μέσα σε όλα τ' άλλα, ο θείος Τόνι ασπάστηκε το Χριστιανισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το αληθινό όνομα του πατέρα μου δεν ήταν Τζόνι Λιμ. Στην αρχή της ζωής του τον αποκαλούσαν με το αληθινό όνομά του, δηλαδή Λιμ Σενγκ Τσιν, ένα κοινό, κοινότατο όνομα των «Χόκιεν». Επέλεξε το όνομα Τζόνι στα τέλη του 1940, στα είκοσί του χρόνια, επηρεασμένος από τις κινηματο­ γραφικές ταινίες με τον Ταρζάν. Αυτό το λέω επειδή μέσα στα λιγοστά χαρτιά του που βρέθηκαν μετά το

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

21

θάνατό του υπήρχαν και κάποιες παλιές φωτογραφίες λεκιασμένες και τσακισμένες στις γωνίες, κομμένες προ­ σεκτικά από περιοδικά και πιασμένες όλες μαζί μ' ένα σκουριασμένο συνδετήρα. Σ' αυτές εικονιζόταν ο ίδιος άντρας σχεδόν γυμνός, ζωσμένος μονάχα ένα κομμάτι ύφασμα δεμένο όπως όπως κάτω από τη μέση του, που συχνά κρατούσε στην αγκαλιά του μια χαριτωμέ­ νη γυναίκα, το πλούσιο αμερικανικό στήθος της οποίας ξεχείλιζε από το στηθόδεσμό της. Σε μία από τις φωτο­ γραφίες ο άντρας και η γυναίκα στέκονται σ' ένα ψεύτι­ κο κλαδί δέντρου, κρατιούνται από αναρριχητικά φυτά της ζούγκλας και ο άντρας ανιχνεύει συνοφρυωμένος τον ορίζοντα σαν να περιμένει κάποιον άγνωστο κίνδυ­ νο, ενώ η γυναίκα έχει καρφωμένο το βλέμμα της στον άντρα. Πίσω τους υπάρχει ένα ζωγραφιστό σκηνικό που παρουσιάζει δασωμένους λόφους. Σε μιαν άλλη φωτογραφία απεικονίζεται ο ίδιος ευρύστερνος άντρας με τους ώμους του κατάστικτους κόμπους ιδρώτα, φέροντας την επιγραφή: ΤΖΟΝΙ ΒΑΪΣΜΙΛΕΡ, ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΗΣ. Δεν είμαι σε θέση να ερμηνεύσω το λόγο για τον οποίον ο Τζόνι Βαϊσμίλερ επηρέασε τόσο πολύ τον πατέρα μου. Οι δυο τους δεν έμοιαζαν σε τίποτε κι όπως φαντάζεστε, η σκέψη και μόνον οποιασδήποτε σύγκρισης μεταξύ τους θα ήταν το λιγότερο διασκεδα­ στική. Τζόνι Βαϊσμίλερ: Αμερικανός, μυώδης, σαγηνευ­ τικός, με μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες. Τζόνι Λιμ: κοντόχοντρος, φαλακρός, απελπιστικά μονόχνωτος άνθρωπος χωρίς καθόλου κοινωνικούς τρόπους. Στην πραγματικότητα θα μπορούσε να πει κανείς πως πιο πολλά κοινά με τον Τζόνι Βαϊσμίλερ έχω εγώ, αφού του­ λάχιστον είμαι ψηλός και με πλούσια κόμη. Τα χαρακτη­ ριστικά μου -χαρακτηριστικά Ιάπωνα πρίγκιπα, όπως έχω ήδη αναφέρει- είναι αδρά και η μύτη μου πλατιά

Digitized by @PriOri™

22

ΤΑΣ Ο

αλλά όχι πλακουτσωτή. Όταν είμαι στις καλές μου, ορι­ σμένοι με θεωρούν ωραίο. Δεν ήταν ασυνήθιστο οι άντρες της γενιάς του πατέ­ ρα μου να υιοθετούν τα απίθανα ονόματα των διαφό­ ρων κινηματογραφικών ειδώλων. Ανάμεσα στους φίλους του υπήρχε ένας Ρούντολφ Τσεν, ένας Βαλεντίνο Βονγκ, ένας Γκάρι Γκόπαλ, ο συνεταίρος του Ράντολφ Μουτουσάμι, ένας Ροκ Χάτσον Χο, ένας Μοντγκόμερι Χασίμ, τουλάχιστον τρεις Γκάρι (Ο Γκάρι Γκοχ -ο «τρε­ λός» Γκάρι-, ένας άλλος που δεν μπορώ να τον θυμηθώ και ο κουτσός Γκάρι), και τόσο πολλοί Τζέιμς, που μου είναι δύσκολο να τους αναφέρω έναν έναν. Ενώ όμως ήταν αναμφισβήτητο πως οι διάφοροι Γκάρι είχαν πάρει το όνομα αυτό από τον Γκάρι Κούπερ, δεν ήταν ξεκάθαρο ποιον είχαν ως πρότυπο οι Τζέιμς: τον Τζέιμς Ντιν ή τον Τζέιμς Στιούαρτ; Κάθε φορά που όλοι αυτοί επισκέπτονταν το εργα­ στήριο, παρατηρούσα προσεκτικά τον τρόπο που περ­ πατούσαν, που κάπνιζαν ή που ήταν ντυμένοι. Αραγε ο Τζέιμς Ντιν στην ταινία Ανατολικά της Εδέμ είχε ανοιχτό ή κλειστό το γιακά του πουκαμίσου του; Δεν ήμουν καθόλου βέβαιος. Ήξερα όμως με σιγουριά πως ο θείος Τόνι πήρε τ' όνομά του από τον Τόνι Κέρτις, πράγμα που το είχε παραδεχτεί εμμέσως και ο ίδιος, αφού με πήρε μαζί του έξι φορές να δούμε την ταινία Μερικοί το προτιμούν καυτό! Συμπερασματικά μπορώ να πω ότι σε γενικές γραμ­ μές υπήρξα τυχερός. Εμένα με λένε Τζάσπερ - Ί α σ π ι - και το όνομα αυτό το οφείλω στον πατέρα μου, αφού εκείνος το επέλεξε. Αργότερα στο σχολείο έμαθα πως αυτή την ονομα­ σία έχει κι ένας ημιπολύτιμος λίθος. Ένα ορυκτό. Αυτό όμως είναι άσχετο με την περίπτωσή μου.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

23

Ας ξαναγυρίσουμε στην ιστορία του Τζόνι. Γνωρί­ ζουμε πως το όνομά του το άλλαξε στην ηλικία των είκοσι ενός ετών περίπου. Σε κάποια περιστασιακά -και ασήμαντα- άρθρα των εφημερίδων του 1940 που αναφέρονται στις δραστηριότητες του Μαλαισιανού Κομμουνιστικού Κόμματος, μνημονεύονται διαλέξεις και μπροσούρες οι οποίες οφείλονταν σ' ένα νεαρό ακτιβιστή με το όνομα «Τζόνι» Λιμ. Το 1941, ωστόσο, εξαφανί­ ζονται τα εισαγωγικά και παρουσιάζεται αυτούσιο το όνομα: Τζόνι Λιμ. Αγνοούμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του Τζόνι πριν από εκείνη την εποχή. Αυτό οφείλεται στο ότι μέχρι τότε ζούσε όπως ζουν συνήθως οι χωριάτες στα μικρά χωριά, άρα η ζωή του δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδια­ φέρον. Έτσι, δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες που να αναφέρονται ειδικά σ' αυτόν. Κυκλοφορούν απλώς κάποιες τοπικές φήμες τις οποίες οφείλει να αντιμετω­ πίσει κανείς με περίσκεψη. Για να σας δώσω πάντως μια ιδέα για το ποια θα μπορούσε να ήταν η ζωή του εκεί, θα παραθέσω ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπά­ σματα από το βασικό κείμενο που αναφέρεται στη ζωή των χωριών αυτών - δηλαδή τη σπουδαία μελέτη που εξέδωσε το 1954 ο αιδεσιμότατος Σεντ Τζον Άνγουιν με τον τίτλο Αγροτικά Χωριά της Κάτω Μαλαισίας, την οποία μπορεί να βρει και να αναγνώσει κανείς στη Γενική Βιβλιοθήκη του Ίπο. Ο Άνγουιν υπήρξε για αρκε­ τά χρόνια δημόσιος υπάλληλος στην Τζοχόρ και οι πα­ ρατηρήσεις του έχουν γίνει γενικά αποδεκτές ως οι πιο λεπτομερείς και ακριβείς που υπάρχουν. Βέβαια, παρέφρασα κάπως το κείμενό του ώστε να μην κατηγορηθώ για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, ωστόσο σπεύδω να αναγνωρίσω με ευγνωμοσύνη πως αποτέλεσε την κύρια πηγή των πληροφοριών μου.

Digitized by @PriOri™

24

ΤΑΣ Ο

Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη του Άνγουιν τα συμ­ περάσματά μου συνοψίζονται ως εξής: • Η ζωή στις αγροτικές κοινότητες ήταν απλή και σπαρτιάτικου τύπου - το σωστό μάλιστα θα ήταν να πει κανείς πως σε σύγκριση με το δυτικό μοντέλο δια­ βίωσης, το δικό τους επίπεδο ήταν πρωτόγονο. • Το 1920 δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα πέρα από ακτίνα δύο ή τριών μιλίων γύρω από τα διοικητικά κέντρα των περισσότερων επαρχιών της Μαλαισίας. • Αυτό βέβαια σήμαινε: κακό φωτισμό με επιβλαβείς επιπτώσεις στην όραση· έλλειψη νυχτερινής ψυχαγω­ γίας - στην πραγματικότητα, παντελή έλλειψη ψυχα­ γωγίας· καταφυγή στα κεριά και στις λάμπες πετρε­ λαίου· αναφλέξεις στο εσωτερικό των σπιτιών. • Αρα τα παιδιά δεν «έπαιζαν». • Αντίθετα, βοηθούσαν στις χειρωνακτικές εργασίες με τις οποίες ασχολούνταν οι γονείς τους. Η ύπαιθρος της Μαλαισίας ήταν κατά βάση γεωργική, πράγμα που σήμαινε ότι οι άνθρωποι δούλευαν είτε σε ορυζώνες είτε στις φυτείες καουτσούκ είτε στις φυτείες φοινικόδε­ ντρων για την παραγωγή φοινικέλαιου. Η δουλειά στις φυτείες θεωρούνταν πλεονεκτικότερη από τις άλλες, γιατί σ' αυτήν εργοδότες ήταν Αγγλοι ή Γάλλοι γαιοκτή­ μονες. Οι άνθρωποι απασχολούνταν επίσης, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, σε οπωρώνες και σε διάφορες άλλες δραστηριότητες όπως ήταν η συσκευασία μεγάλων φύλ­ λων καουτσούκ για εξαγωγή στην Ευρώπη, η ραφή σάκων από τη φυτική ίνα γιούτα ή η παρασκευή παρά­ νομου τόντι - κρασιού από χυμό φοινικόδεντρων. Όλα αυτά συνδέονταν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη γεωργία. Δεν ήταν όπως στις μέρες μας που σε όλη την ύπαιθρο, ακόμη και στο Μπάτου Γκάτζα, υπάρχουν ημιαυτοματοποιημένα και κλιματιζόμενα εργοστάσια.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

25

• Στους υγρούς και δροσερούς λόφους οι οποίοι υψώνονταν κατά μήκος της χώρας, υπήρχαν τεϊοφυτείες. Είναι φορές που αναρωτιέμαι αν ο Τζόνι δούλεψε ποτέ του μαζεύοντας τσάι στα Υψίπεδα Κάμερον. Ο ίδιος πάντως αγαπούσε το τσάι. Συνήθιζε να βράζει πορτοκαλόχρωμα φύλλα μαύρου τσαγιού, πάρα πολύ λεπτά και τόσο διάφανα, ώστε μπορούσε μέσα από αυτά να διακρίνει κανείς τα μικροσκοπικά ραγίσματα στον πάτο των μικρών, από λουστραρισμένη πράσινη πορσελάνη φλιτζανιών. Του έπαιρνε ώρα για να φτιά­ ξει το τσάι του και το έπινε αργά αργά, καθώς από τη μια γουλιά ως την άλλη μεσολαβούσε μια αιωνιότητα. Αυτό το έκανε όταν πίστευε πως δε βρισκόμουν εκεί γύρω, λες και ήθελε να είναι μόνος με το τσάι του. Αργότερα, όταν είχε πια τελειώσει την τελετουργική του διαδικασία, εξέταζα τα φλιτζάνια, την τσαγιέρα και τα φυλλαράκια του τσαγιού ελπίζοντας πως θα έβρι­ σκα κάποια μυστηριώδη -έτσι, αόριστα- ένδειξη. Δε βρήκα ποτέ τίποτε. • Τα παιδιά των αγροτικών περιοχών, λοιπόν, σκλη­ ραγωγούνταν από νωρίς. Συστηματικές τουαλέτες δεν υπήρχαν - ούτε μέσα στα σπίτια ούτε έξω από αυτά. • Αντί για τουαλέτες χρησιμοποιούσαν φαρδιές σανίδες κάτω από τις οποίες υπήρχαν μεγάλα δοχεία νυκτός. Κάτω από τις σανίδες κυκλοφορούσαν επίσης διάφορα τρωκτικά, κυρίως ποντίκια, καθώς και βάρανοι -αυτά τα σαυροειδή ερπετά- που έτρωγαν τα πο­ ντίκια αλλά και τα περιττώματα. Ένα από τα αγαπημέ­ να παιχνίδια των παιδιών των αγροτικών περιοχών ήταν να συλλαμβάνουν αυτά τα σαυροειδή. Για να το πετύχουν, κρεμούσαν μια θηλιά πάνω από το δοχείο νυκτός· έτσι, μόλις ο βάρανος έχωνε το κεφάλι του μέσα στο αχνιστό δοχείο με τα περιττώματα αιχμαλω-

Digitized by @PriOri™

26

ΤΑΣ Ο

τιζόταν, οπότε τα παιδιά τον έδεναν σ' ένα στύλο λες και επρόκειτο για κατοικίδιο ζώο ή -πιο συχνά- το που­ λούσαν στην αγορά για το κρέας και το δέρμα του. Τον καιρό που ήμουν παιδί αυτό θεωρούνταν μια πολύ συνηθισμένη πράξη. Καθώς περνούσαμε με το αυτοκί­ νητο μέσα από τα χωριά έβλεπα αυτά τα σαυροειδή -τέσσερα πόδια μάκρος το καθένα- να γρατσουνίζουν το χώμα καθώς το σκοινί που ήταν δεμένο γύρω από το λαιμό τους τεντωνόταν, με αποτέλεσμα να φαντάζουν εντελώς αξιολύπητα. Οι πιο πολλοί βάρανοι ήταν γκριζόχρωμοι, ενώ το δέρμα κάποιων από τους μικρότε­ ρους φαινόταν ν' αποτελείται από μικροσκοπικά διαμά­ ντια, χιλιάδες μαργαριτόχρωμα και μαύρα πετράδια που κάλυπταν κάθε πόντο του κορμιού τους. Συχνά το σκοινί είχε μπει τόσο βαθιά στο λαιμό τους, που έδιναν την εντύπωση ότι φορούσαν περιδέραιο από αίμα. Οι φτωχοί χωριάτες έτρωγαν ό,τι κρέας έβρισκαν. Η πρωτεΐνη ήταν είδος που σπάνιζε. Γι' αυτό ο πατέρας μου είχε σε όλη του τη ζωή αδύνατα χέρια και πόδια, ακόμη κι όταν η κοιλιά του είχε στρογγυλέψει από την καλοπέραση στα επόμενα χρόνια. Στον υποσιτισμό επίσης οφείλεται και το ότι πολλοί από τη γενιά του Τζόνι είναι πολύ κοντοί, ιδίως σε σύγκριση μ' εμένα που είμαι σχεδόν τριάντα πόντους πιο ψηλός από τον πατέρα μου. • Το σκορβούτο, η ραχίτιδα και η πολιομυελίτιδα έκαναν θραύση, ιδίως στα παιδιά. Το ίδιο και ο τύφος, η ελονοσία, ο δάγκειος πυρετός και η χολέρα. • Στις αγροτικές περιοχές δεν υπήρχαν σχολεία. • Ψέματα! Υπήρχαν μερικά σχολεία αλλά μόνο για τα παιδιά της βασιλικής οικογένειας και τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών και των δημοσίων υπαλλήλων. Τα σχολεία αυτά τα είχαν ιδρύσει οι Βρετανοί. Στο

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

27

σημείο αυτό αντιγράφω επακριβώς το κείμενο του κυ­ ρίου Άνγουιν, στο οποίο αναφέρονται τα εξής: «Χτι­ σμένα σε περίοπτες θέσεις, τα σχολεία αυτά είναι θαυ­ μαστά δείγματα αποικιακής αρχιτεκτονικής, καθώς συν­ δυάζουν τον εδουαρδιανό ρυθμό με τον μαλαϊκό». Όταν βρεθεί κανείς μπροστά σ' αυτά τα σχολεία αντιλαμβάνε­ ται αμέσως ότι δεσπόζουν στο γύρω τοπίο. Οι ομαλές πράσινες εκτάσεις τους απλώνονται μπροστά σε λευκές βεράντες στολισμένες με κιονοστοιχίες και μοιάζουν με λαμπρούς καταπράσινους ωκεανούς στη μέση της γκριζοπράσινης ζούγκλας που τα περιβάλλει. Τα φρούρια αυτά της εκπαίδευσης έχουν χτιστεί ειδικά για την άρχουσα τάξη της Μαλαισίας. Εκεί έχουν δικαίωμα να φοιτήσουν μόνο οι πολύ πλούσιοι Κινέζοι - όπως ο γιος του Τζόνι Λιμ, που πήγε σ' ένα από αυτά, και συγκε­ κριμένα στο Κολέγιο Κλίφορντ της Κουάλα Λίπις. • Στα σχολεία αυτά τα παιδιά μαθαίνουν να μιλούν σωστά την αγγλική γλώσσα. • Διαβάζουν επίσης αναγνώσματα του Ντίκενς. • Για τα παιδιά αυτά η ζωή είναι καλή, όχι όμως πάντα. Υπάρχουν καλές και κακές περίοδοι. • Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα των τουαλετών. Στην πραγματικότητα οι σανίδες ήταν σε χρήση ακόμη και πολύ μετά το 1960. Αυτό όμως δεν ίσχυε για μένα. Ο πατέρας ήταν ο πρώτος που εγκατέστησε το 1947, βόρεια της Κουάλα Λουμπούρ, στο «Μεταξουργείο Η Αρμονία», λεκάνη με καζανάκι και σηπτικό βόθρο. Πριν από αυτά χρησιμοποιούσαμε κι εμείς επισμαλτωμένα δοχεία νυκτός. Το αγαπημένο μου δοχείο ήταν στολι­ σμένο με κόκκινα και μαύρα χρυσόψαρα ζωγραφισμένα με το χέρι. • Φανταστείτε λοιπόν ένα παιδί σαν τον Τζόνι να μεγαλώνει στην άκρη ενός χωριού, στις παρυφές, ας

Digitized by @PriOri™

28

ΤΑΣ Ο

πούμε, μιας φυτείας καουτσούκ, συλλέγοντας καου­ τσούκ και πιάνοντας ζωάκια για να τα πουλήσει και να εξοικονομήσει μερικές πενταροδεκάρες για χαρτζιλίκι. Το πιθανότερο είναι πως δε θα ήξερε το παραμικρό για τον κόσμο που τον περιέβαλλε. Οι μόνες του γνωριμίες θα ήταν τα παιδιά των άλλων που δούλευαν στη συγκο­ μιδή του καουτσούκ, τα μόνα με τα οποία θα είχε παρέ­ δωσε. Κάπου κάπου θα έβλεπε το μαύρο αυτοκίνητο του ιδιοκτήτη της φυτείας καθώς θα διέσχιζε το χωριό με κατεύθυνση προς την πόλη, στη Λέσχη των Ιδιο­ κτητών Φυτειών. Ο θόρυβος της μηχανής -ένα μεταλλι­ κό κροτάλισμα- θα γέμιζε τ' αυτιά του Τζόνι. Ίσως μάλι­ στα, καθώς το αυτοκίνητο περνούσε με ταχύτητα μπροστά του, να έβλεπε το ροδαλό πρόσωπο και το άσπρο σακάκι του οδηγού-ιδιοκτήτη της φυτείας. Οι δυο τους δεν επρόκειτο να μιλήσουν ποτέ μεταξύ τους. Ο Τζόνι δε θα είχε τη δυνατότητα να συνομιλήσει ποτέ με πλούσιους Κινέζους, από εκείνους που μένουν στα μεγάλα σπίτια και διαθέτουν υπηρέτες και τραπεζομά­ ντιλα και γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος. • Η ιστορία, σύμφωνα με την οποία ένα παιδί σαν τον Τζόνι κατάφερε να εξελιχθεί σε δυναμικό έμπορο υφαντουργικών προϊόντων, φαντάζει απίστευτη. Πρά­ γματι, έτσι είναι. Κι αυτός ο ίδιος αποτελεί μια παρα­ ξενιά της φύσης. • Δεν είναι περίεργο το γεγονός πως πολλοί φτωχοί Κινέζοι γίνονται κομμουνιστές. Όχι βέβαια όλοι, πά­ ντως πολλοί. Το ίδιο και τα παιδιά τους.

Το έξοχο βιβλίο του κυρίου Άνγουιν μας δίνει μια πράγ­ ματι ζωντανή εικόνα, σκιαγραφώντας τα καθέκαστα με ρεαλισμό. Εντούτοις πρόκειται για μια γενική μελέτη

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

29

όλων των χωριών της χώρας και δε λαμβάνονται υπό­ ψη οι ιδιαιτερότητες κάποιων περιοχών ή κοινοτήτων. Αυτό το λέω χωρίς διάθεση επίκρισης - δεν είμαι άλλω­ στε σε θέση να κάνω κριτική σ' έναν επιστήμονα με τέτοια ευρυμάθεια. Ωστόσο, από την περισπούδαστη αυτή μελέτη που έχει άμεση σχέση με την ιστορία του Τζόνι, λείπει κάτι πολύ σημαντικό: ο λαμπερός κασσίτερος, που τότε βρι­ σκόταν βαθιά θαμμένος στα πλούσια χώματα της κοι­ λάδας Κίντα.

Digitized by @PriOri™

Η κοιλάδα Κίντα κοιλάδα Κίντα είναι μια μακρόστενη λωρίδα γης στην πραγματικότητα δεν είναι κανονική κοιλάδα. Έχει μήκος εβδομήντα πέντε μίλια και το πλάτος της στο φαρδύτερο σημείο της είναι είκοσι μίλια. Εκτείνεται από το λόφο Μάξγουελ στα βόρεια και φτά­ νει στον ποταμό Σλιμ, στα νότια. Στα ανατολικά υψώ­ νονται ασβεστολιθικοί όγκοι σκεπασμένοι με πυκνά δάση, ενώ υπάρχουν παρόμοιοι σ' ολόκληρη την κοιλά­ δα. Πρόκειται για χαμηλά βουναλάκια σημαδεμένα με σπηλιές, όμοια με μαύρες σταγόνες δακρύων πάνω σε αργασμένο πρόσωπο. Μες στη ζούγκλα ανοίγονται μο­ νοπάτια που οδηγούν στις σπηλιές. Τα μονοπάτια αυτά έχουν σχηματιστεί από τα βήματα των ζώων σαμπάρ, -πυρρόξανθα ελάφια-, αγριοβούβαλοι, κάπροι και γι­ γάντια βόδια πηγαινοέρχονται ασταμάτητα καθώς κα­ τηφορίζουν απ' τους λόφους και πάνε να βοσκήσουν εκεί όπου το δάσος συνορεύει με τις πλούσιες φυτείες οπωροφόρων δέντρων. Όταν ήμουν παιδί συνήθιζα να σεργιανίζω σ' αυτά τα μονοπάτια. Η ζούγκλα ήταν υγρή, δροσερή και ανή­ λια, ωστόσο εγώ είχα μάθει πού να πατάω και πώς ν' α­ ποφεύγω τις ρίζες των δέντρων και τις φωλιές στο

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

31

χώμα όπου μπορούσες, χωρίς να το καταλάβεις, να στραμπουλήξεις το πόδι σου. Την πρώτη φορά που ανακάλυψα μιαν από αυτε'ς τις σπηλιές μπήκα τόσο βαθιά εκεί μέσα, ώστε κατέληξα να μη διακρίνω το φως που ερχόταν απ' έξω κι αναγκάστηκα να ψηλαφώ με το χέρι μου για να βρω κάπου να καθίσω. Το δάπεδο και τα τοιχώματά της ήταν υγρά και καλυμμένα με γκουανό - στρώση από τα περιττώματα των θαλάσσιων πτη­ νών. Στον αέρα πλανιόταν μια ξεθυμασμένη μυρωδιά καπνού σαν αυτή που αναδίδουν οι στάχτες μιας παρά­ ξενης και γλυκερής φωτιάς με ξυλοκάρβουνα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το απαλό στάξιμο του νε­ ρού. Το πηχτό σκοτάδι ολόγυρά μου ρουφούσε κάθε μου κίνηση. Δεν μπορούσα να δω τα χέρια και τα πόδια μου, ούτε ν' ακούσω την ίδια μου την αναπνοή. Ήταν σαν να είχα πάψει να υπάρχω. Κάθισα εκεί, κι εγώ δεν ξέρω για πόσες ώρες, και δεν είμαι σε θέση να πω πώς τελικά βρήκα το δρόμο της εξόδου ή τι μ' έσπρωξε να φύγω. Όταν βγήκα έξω είχε πέσει πια η νύχτα, μα εμένα δε μου φάνηκε καθόλου σκοτεινή. Καθώς κίνησα για το σπίτι μου, ακόμη και το χλομό φως του μισοφέγ­ γαρου αποδείχτηκε ενοχλητικά δυνατό για τα ευαίσθη­ τα μάτια μου. Οι πρώτοι που ανακάλυψαν τις σπηλιές αυτές πριν από εκατό περίπου χρόνια ήταν οι Κινέζοι κούληδες, οι οποίοι έχτισαν μέσα σ' αυτές βουδιστικούς ναούς. Για τους ανθρώπους εκείνους οι σπηλιές έγιναν τόποι παρηγοριάς, καταφυγής και ανακούφισης. Μερικοί από τους πιο μεγάλους ναούς εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα· ο αγαπημένος μου είναι ο Κεκ Λουνγκ, μέσα στον οποίο βρίσκεται ένας πελώριος Χαμογε­ λαστός Βούδας. Ο κόσμος λέει πως από την έκφρασή του απορρέει απέραντη σοφία και αγάπη, εντούτοις

Digitized by @PriOri™

32

ΤΑΣ Ο

εμένα μου έδινε πάντα την εντύπωση μικρού αγοριού που κρυφογελά πονηρά για κάποια σκανταλιά του. Θα περίμενε κανείς πως η κοιλάδα Κίντα θα οριζό­ ταν, όπως όλες οι κοιλάδες, από δύο οροσειρές. Σε τούτη την περίπτωση δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στα δυτικά, μόλις διασχίσει κανείς τον ποταμό Πέρακ, αρχί­ ζουν οι βάλτοι με τα μαγκρόβια - αυτά τα φυτά που τα λένε και ριζοφόρους. Το έδαφος είναι επίπεδο και λασπερό και το διασχίζουν ρυάκια που κυλούν αργά. Κατά τη διαδρομή ως την ακτή περνά κανείς μέσ' από φυτείες κοκκοφοινίκων και ψαροχώρια. Παντού υπάρ­ χουν λεπτές καλαμωτές με απλωμένα εκεί πάνω ψάρια που ξεραίνονται και αλμυρίζουν στον ήλιο και στη θαλασσινή αύρα. Σε πολλά σημεία της παραλίας είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς πού τελειώνει η στεριά και πού αρχίζει η θάλασσα. Η γραμμή της παραλίας διακόπτεται από χίλια νησάκια δημιουργώντας έτσι έναν καμβά κεντημένο με κολπίσκους. Εδώ ακριβώς συνήθιζε να κρύβεται ανάμεσα στις φυτείες των μαγκρόβιων ο διαβόητος πειρατής του 19ου αιώνα Ματ Χίταμ, κι από δω εξαπέλυε τις επιδρο­ μές του κατά των εκατοντάδων εμπορικών πλοίων που ακολουθούσαν τα μελτέμια κι έπλεαν προς τα Στενά της Μελάκα, διαδρομή που επί τρεις αιώνες υπήρξε η πιο επικερδής ναυτιλιακή γραμμή του κόσμου. Η περιο­ χή των στενών είναι ένας χώρος γαλήνιος και προστα­ τευμένος - ο ιδανικός δρόμος για τα πλοία τα οποία, φορτωμένα με τσάι, βαμβάκι, μετάξι, πορσελάνες ή όπιο, ταξιδεύουν μεταξύ Κίνας και Ινδίας. Οι άνθρωποι αυτών των πλοίων είχαν τη δυνατότητα να ξαποστά­ σουν εδώ, ξεκουράζοντας τις αποκαμωμένες ψυχές τους. Προστατευμένοι από την απεραντοσύνη των ύπουλων νερών του Ινδικού Ωκεανού, ανασυντάσσο-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

33

νταν ψυχικά προτού ανοιχτούν στη Νότια Κινεζική Θάλασσα. Οι ψαράδες και οι ναυτικοί των εμπορικών πλοίων έλεγαν πως τα στενά εκείνα ήταν τα ομορφότε­ ρα στον κόσμο. Πράγματι, ήταν τόσο γαλήνια, που μπορούσε ν' αρμενίσει εκεί ακίνδυνα ακόμη κι ένα παιδι­ κό καραβάκι. Τα απαλά κύματα αιχμαλώτιζαν το κεχριμπαρένιο φως του ήλιου που βασίλευε ενώ η αύρα, αδιάκοπη και ζεστή, έσπρωχνε τα πλοία με ταχύτητα σταθερή, τόσο που οι ναυτικοί έλεγαν πως στο τέλος γοητεύονταν και υπνωτίζονταν. Μάλιστα ορισμένοι επέμεναν πως είχαν νιώσει την παρουσία του ίδιου του θεού. Σ' αυτό τον ειδυλλιακό τόπο δρούσαν ο Ματ Χίταμ και οι άντρες του και, για περίπου είκοσι χρόνια τα μι­ κρά, ταχύπλοα σκάφη τους τρομοκρατούσαν τα γε­ μάτα ακριβά φορτία μεγάλα εμπορικά πλοία. Ο ίδιος ο Χίταμ έφτασε στο σημείο να θεωρείται θεϊκή μορφή και οι πάντες έτρεμαν την αγριότητά του. Είναι βεβαιωμένο πως επρόκειτο για σπάνιο είδος ανθρώπου αφού, αν και Κινέζος, είχε μαύρο χρώμα. Κανείς δε γνώριζε με βεβαιότητα από πού είχε έρθει. Ορισμένοι υποστήρι­ ζαν πως τόπος προέλευσής του ήταν η επαρχία Γιουνάν, στη Νότια Κίνα. Γενικά όμως πιστεύουν πως δεν καταγόταν από κάποια μακρινή, εξωτική χώρα αλλά ότι είχε γεννηθεί σ' εκείνες τις ακτές. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως η ασυ­ νήθιστη όψη του τον βοήθησε πολύ στην ανάπτυξη της άνομης δράσης του. Πέθανε το 1830 -ή περίπου τότεκατά την αρχική περίοδο της βρετανικής κυριαρχίας στη Μαλαισία. Τελευταίο του θύμα υπήρξε ο Χουάν Φερνάντες ντε Μαρτίν, ένας Ιησουίτης ιεραπόστολος ο οποίος, την ώρα που του έκοβαν το λαιμό, καταράστη­ κε τόσο βαριά τον Ματ Χίταμ, που αυτός πέθανε έπει-

Digitized by @PriOri™

34

ΤΑΣ Ο

τα από δύο εβδομάδες από ειλεό. Καθώς ξεψυχούσε, από τα μάτια του έτρεχε αίμα και το πρόσωπό του ήταν «φρικτό σαν την Κόλαση και παραμορφωμένο από τη μανία». Το πνεύμα του εξακολουθεί να επιζεί στα κρυμμένα μες στους βράχους λιμανάκια και στα φαινομενικά ήρεμα -σαν να βρίσκονται σε ύπνωση- ψαροχώρια που είναι σπαρμένα στην παραλία. Η περιοχή είναι αδύνα­ τον να αστυνομευτεί, κι από αυτό το μέρος ο Τζόνι πέρασε λαθραία είκοσι χιλιάδες τόνους ρύζι από τη Σουμάτρα κατά την ξηρασία του 1958. Μου έχουν πει ότι στην περιοχή καταπλέουν καθημερινά πλοιάρια με λαθρομετανάστες από την Ινδονησία και είμαι σίγουρος πως αν ο Τζόνι ζούσε σήμερα, θα είχε βρει τρόπο να κερδίσει χρήματα από αυτή την περίπτωση. Σε καναδυό σημεία της ακτής η θάλασσα προβάλλει ολοκάθαρη και σαν να μην τελειώνει πουθενά - τίποτε δε διακόπτει την απεραντοσύνη της. Ένα τέτοιο σημείο είναι και το Ρέμις, όπου με πήγε κάποτε για κολύμπι ο πατέρας μου. Ήταν η πρώτη φορά που κολύμπησα στη θάλασσα. Καθώς βάδιζα στην παραλία, οι ξερές βελόνες των δέντρων καζουαρίνα με τις οποίες ήταν διάσπαρτη η άμμος, αγκύλωναν τις πατούσες μου. Ήταν μια ζεστή μέρα και, παρότι οι απογευματινές ακτίνες του ήλιου γίνονταν όλο και πιο αδύναμες, η άμμος εξακολουθούσε να διατηρεί αυτό το λευκό εκτυ­ φλωτικό χρώμα και τη θερμότητά της. Όταν το νερό μού έφτανε ως τη μέση γύρισα και κοίταξα προς τη μεριά του πατέρα μου. Στεκόταν στη σκιά των δέντρων και με παρακολουθούσε με τα μπράτσα του δεμένα στο στήθος και τα μάτια μισόκλειστα. Συνέχισα να προχω­ ρώ μέχρι που τα δάχτυλα των ποδιών μου μόλις και μετά βίας ακουμπούσαν στο βυθό, κι ύστερα άρχισα να

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

35

κολυμπώ κουνώντας άτσαλα, σαν βάτραχος, τα πόδια μου. Κάποια στιγμή σταμάτησα κι άρχισα να προχωρώ με ήρεμες απλωτές. Η θάλασσα ήταν βαθυπράσινη, στο χρώμα του παλιού σκοτεινού νεφρίτη. Παρατή­ ρησα για πρώτη φορά το δέρμα μου. Δεν ήταν ούτε καφετί ούτε κίτρινο ούτε άσπρο, δεν είχε κάποιο ξεχω­ ριστό στοιχείο όπως το πλούσιο και μυστηριώδες πρά­ σινο νερό που απλωνόταν ολόγυρά μου. Κοίταξα πάλι προς τη μεριά του πατέρα μου. Διέκρινα με δυσκολία τη σιλουέτα του στη σκιά, πάντως βρισκόταν συνέχεια στο ίδιο μέρος με το ένα χέρι ακουμπισμένο στη μέση και με το άλλο σκιάζοντας τα μάτια του. Στο δρόμο της επιστροφής τον ρώτησα αν θα μπο­ ρούσα να ξαναπάω για κολύμπι. Την εποχή εκείνη ήμουν δώδεκα χρόνων κι ήθελα να επισκεφθώ τα νησιά που είναι γύρω από το Πανγκόρ. Είχα ακούσει πως εκεί ο ήλιος έκανε την άμμο να μοιάζει με μικρά κρύσταλλα. Λαχταρούσα να δω με τα ίδια μου τα μάτια τις Επτά Παρθένες, τα νησιά εκείνα που, σύμφωνα με την παρά­ δοση, εξαφανίζονταν μόλις βασίλευε ο ήλιος· ήθελα πάρα πολύ να γνωρίσω τα ζεστά νερά τους. Όμως ο πατέρας μού είπε πως δεν μπορούσε να με πάει. «Τα μέρη αυτά δεν υπάρχουν πια», απάντησε. «Είναι κομμάτια μιας παλιάς ιστορίας· μιας παλιάς και άχρη­ στης ιστορίας». «Δε γίνεται να πάμε έστω και για μια μέρα;» τόλμησα να προτείνω. «Τα επισκέφθηκες ποτέ, πατέρα;» «Σου είπα όχι. Μισώ τα νησιά». «Γιατί;» «Η αλήθεια είναι πως δεν αγαπώ καθόλου τη θάλασ­ σα», μου αποκρίθηκε ξερά. Ήξερα πολύ καλά πως δεν έπρεπε να του αντιμιλώ όταν βρισκόταν σε τέτοια ψυχολογική διάθεση. Εντού-

Digitized by @PriOri™

36

ΤΑΣ Ο

τοις παρατήρησα πως αν και είχα περάσει όλο το από­ γευμα στον ήλιο, το δέρμα μου εξακολουθούσε να είναι άσπρο σε σύγκριση με το δικό του· δεν είχε μαυρίσει και παρέμενε άχρωμο και δίχως κηλίδες, θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι θύμιζε άσπρο σεντόνι πλάι στα δικά του διάστικτα από τις πανάδες μπράτσα. Κανείς δε σταματά για να επισκεφθεί την κοιλάδα. Τα λεωφορεία που κατευθύνονταν βόρεια, προς την Πενάνγκ -ή Τζόρτζταουν- περνούσαν βιαστικά και δε σταματούσαν παρά μόνο για μια σύντομη ανάπαυλα στο Πάριτ ή στην Ταϊπίνγκ. Οι επιβάτες τους στέκο­ νταν για δέκα λεπτά σε υπόστεγα με τενεκεδένια στέγη που βρίσκονταν κοντά στο δρόμο, κι αφού έπιναν κόκ­ κινη Φάντα και τσιμπολογούσαν νόστιμα μπισκότα με γεύση κοτόπουλου ξανάφευγαν βιαστικά, λες και ήθε­ λαν ν' αφήσουν πίσω τους όσο πιο γρήγορα γινόταν τους μουντούς κάμπους της κοιλάδας, για να βρεθούν στις παραθαλάσσιες και φωτισμένες με λαμπτήρες νέον λεωφόρους της Πενάνγκ. Τον καιρό που ήμουν παιδί, μπορούσε να περάσει κανείς ολόκληρη εβδομάδα στο Ίπο χωρίς ν' ακούσει έστω μία αγγλική λέξη. Εκείνη την εποχή κανείς -εκτός από μας, βέβαια- δε διέθετε τηλεόραση. Τότε -όπως και τώρα- οι επισκέπτες από τη Δύση ήταν σπάνιο φαινόμενο. Οι μόνοι λευκοί που έβλεπα ήταν αυτοί που υποχρεώνονταν εξαιτίας των ασχολιών τους να μένουν στην κοιλάδα - αλκοολικοί ιδιοκτήτες φυτειών και συνο­ φρυωμένοι δημόσιοι υπάλληλοι, θυμάμαι πως έτυχε να δω τουρίστα μία και μόνη φορά, δεν ήμουν βέβαιος, όμως, πως το 'χε προσχεδιάσει να έρθει στην κοιλάδα. Εκείνη την ημέρα διασκέδαζα μ' ένα αγαπημένο παιχνί­ δι όλων των παιδιών. Σκαρφάλωσα στα χαμηλότερα κλαδιά της γιγάντιας βεγγαλικής συκιάς που δέσποζε

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

37

στην όχθη του ποταμού κοντά στο «Μεταξουργείο Η Αρμονία», αρπάχτηκα από τις χοντρές περικοκλάδες των αναρριχητικών φυτών, διέγραψα μια μεγάλη καμπύλη κι όταν έφτασα ψηλά με θέα τον ζαλιστικό ουρανό, έκανα τούμπα κι έπεσα στο χλιαρό νερό του ποταμού. Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια αντίκρισα έναν Άγγλο που καθόταν στην όχθη με τα χέρια γύρω από τα διπλωμένα γόνατά του. Στους ώμους του κρε­ μόταν χαλαρά ένα πάνινο σακίδιο. Τα άλλα παιδιά της παρέας είχαν πάψει να παίζουν και πλατσούριζαν αθό­ ρυβα στα ρηχά, προσπαθώντας να κρύψουν με νευρι­ κές κινήσεις μέσα στο θολό νερό τη γύμνια τους. Ήθελα να σκαρφαλώσω στο δέντρο και να βουτήξω στο ποτά­ μι άλλη μια φορά, μα ο Άγγλος καθόταν πολύ κοντά στον κορμό, κουρνιασμένος άβολα στις όλο εξογκώμα­ τα ρίζες. Η παρουσία μου δεν του προκάλεσε ταραχή. Εγώ ανηφόρισα τη γλιστερή όχθη πηγαίνοντας προς το δέντρο και πέρασα πλάι του. Παρατήρησα πως δε με κοίταξε, και πως το βλέμμα του ήταν χαμένο κάπου μακριά. Δεν ήταν μεγάλης ηλικίας, μα το πρόσωπό του έμοιαζε με το αργασμένο πρόσωπο του πατέρα μου, ενώ εκείνη την έκφραση κούρασης, λύπης και απογοή­ τευσης που αποτυπωνόταν στα χαρακτηριστικά του, σπάνια την είχα δει στο πρόσωπο άλλων ανθρώπων. Έμοιαζε σαν χαμένος. Είμαι σίγουρος πως είχε βρεθεί στην κοιλάδα κατά λάθος. Σκαρφάλωσα γρήγορα στο δέντρο, σύρθηκα ως την άκρη ενός μεγάλου κλαδιού και, καθώς έπεφτα στο νερό, έριξα μια κλεφτή ματιά στα πυκνά ασημόχρωμα μαλλιά του άντρα. Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια είχε φύγει και τα παιδιά άρχισαν πάλι τις φωνές και τα τραγούδια. Όλοι καταλήξαμε γελώντας στο συμπέρα­ σμα πως θα έπρεπε να ήταν κατάσκοπος ή τρελός. Ή

Digitized by @PriOri™

38

ΤΑΣ Ο

φάντασμα, είπε ο Όρσον Λάι, που είχε επιστρέψει στον τόπο κάποιου φοβερού εγκλήματος. Ναι, συμφωνήσα­ με οι υπόλοιποι, με φωνή σιγανή από τον παιδικό φόβο. Πρέπει να ήταν φάντασμα. Την κοιλάδα μας δεν την επισκεπτόταν ποτέ κανείς. Σήμερα, από τις μικρές πόλεις της Κίντα περνούν ακόμη λιγότερα αυτοκίνητα. Ο καινούργιος αυτοκινητό­ δρομος που συνδέει το Βορρά με το Νότο, επιτρέπει στους ταξιδιώτες να διασχίζουν την κοιλάδα σε λιγότε­ ρο από τρεις ώρες. Η διαδρομή είναι ήρεμη και δίχως προβλήματα. Κοιμάσαι με άνεση μες στη δροσιά που προσφέρει ο κλιματισμός και, για να πούμε την αλήθεια, δε χάνεις και πολλά πράγματα. Η ύπαιθρος ανάμεσα στους λόφους και στην αθέατη θάλασσα είναι επίπεδη και δεν προσφέρει κάτι το αξιοπρόσεκτο. Το μόνο που βλέπει κανείς είναι η πληθώρα των εγκαταλειμμένων ορυχείων, ήδη γεμάτων από το νερό της βροχής. Σ' ολό­ κληρη την κοιλάδα αφθονούν οι σκοτεινές, θλιβερές λιμνούλες με μαύρο νερό. Συνήθιζα να αναζητώ τις πιο μεγάλες από αυτές, εκείνες που ήταν αρκετά πλατιές ώστε να μου δίνουν την απατηλή εντύπωση πως βρι­ σκόμουν στον ίδιο τον ωκεανό. Όμως η ψευδαίσθηση αυτή σπάνια πετύχαινε. Μόλις προχωρούσα πιο μέσα από το χλιαρό, λασπερό χείλος της λιμνούλας, βρισκό­ μουν σε απρόσμενο βάθος, όπου το νερό σκέπαζε πια τα έργα των προγόνων μου. Εκεί μέσα η θερμοκρασία έπεφτε κατακόρυφα. Κάθε χρόνο στις λιμνούλες αυτές πνίγονταν αρκετά παιδιά από την πόλη μας. Η ταραχή εξαιτίας του κρύου προκαλούσε μούδιασμα των μυών. Έτσι ακριβώς πέθα­ νε και ο φίλος μου Ρούμπι Γουόνγκ. Ήμαστε φίλοι από τα παιδικά μας χρόνια και ήταν ένας από τους καλύτε­ ρους κολυμβητές. Πράγματι, κολυμπούσε με ήρεμες,

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

39

άνετες κινήσεις που μόλις και τάραζαν τα νερά αλλά του έδιναν σταθερή ώθηση και του επέτρεπαν να κινεί­ ται αρκετά γρήγορα, μολονότι ήταν λεπτοκαμωμένος και όχι τόσο δυνατός όσο εγώ. Μπορούσε να κολυμπά μια ολόκληρη ώρα ασταμάτητα. Κάποια ημέρα κολυμπούσαμε μαζί στα ταραγμένα καφετιά νερά του ποταμού Πέρακ. Ο Ρούμπι προπο­ ρευόταν ως συνήθως. Φτάνοντας στην απέναντι όχθη δεν είχαμε καν λαχανιάσει. Εκείνη τη φορά είχαμε διαλέξει το παλιό ορυχείο κοντά στο Κάστρο Κέλι. Ήταν γνωστό πως μόνο οι πιο θαρραλέοι κολυμβητές ήταν σε θέση να κολυμπήσουν στις πιο μεγάλες λίμνες, κι εκείνη ήταν από τις ελάχι­ στες εκτεταμένες που είχαν απομείνει. Ήμαστε μόλις δεκατεσσάρων χρόνων, ωστόσο δε διστάσαμε ούτε στιγμή. Όταν φτάσαμε στο χείλος της λίμνης είχε αρχί­ σει πια να νυχτώνει. Γδύθηκα γρήγορα γιατί βιαζόμουν να νιώσω την αίσθηση του νερού πάνω μου. Το κολύμπι στα σκοτεινά μ' έκανε να νιώθω παράξενα, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, αφού μες στο λιγοστό φως το δέρμα μου δε φάνταζε ξασπρουλιάρικο. Μαύρα σύννε­ φα σκέπαζαν τον ουρανό. Δεν είχε φεγγάρι και τίποτε δε φώτιζε το τοπίο. Ακόμη και το ρυτίδιασμα του νερού δεν ήταν ορατό όταν βούτηξα μέσα. Όπως κάθε φορά, έτσι και τότε δεν είχαμε συγκεκρι­ μένο σκοπό που κολυμπούσαμε, δεν υπήρχε κάποιος ανόητος συναγωνισμός για το ποιος θα βγει πρώτος στην αντίπερα όχθη. Απλώς μας άρεσε το κολύμπι. Λίγα βήματα πριν από το χείλος της λιμνούλας προετοιμά­ στηκα ψυχολογικά για το κρύο που θα ένιωθα. Μόλις βούτηξα, η παγωνιά άδραξε ολόκληρο το κορμί μου και μου έκοψε την ανάσα. Πήρα βαθιά αναπνοή κι ένιωσα να πνίγομαι, μα το γνώριζα καλά αυτό το συναίσθημα

Digitized by @PriOri™

40

ΤΑΣ Ο

και συνέχισα να κολυμπώ. Απλωτές· κλοτσιές. Άκουσα την πνιγμένη αναπνοή του Ρούμπι που μου φάνηκε σαν αντίλαλος της δικής μου, εντούτοις συνέχισα να κολυ­ μπώ μες στο σκοτάδι, με τα μάτια κλειστά. «Τζας...» ήρθε το πρώτο κάλεσμα. Η φωνή του Ρούμπι ακουγόταν σαν ανάσα - κοφτή, λαχανιασμένη, αγωνιώδης. «Τζας». Ανοιξα τα μάτια και προσπάθησα να τον εντοπίσω μες στο απέραντο σκοτάδι. «Ρούμπι;» φώναξα, εξακο­ λουθώντας να κολυμπώ προς τα εμπρός. Όταν έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα συνειδητο­ ποίησα πως δε βρισκόταν πια κοντά μου, ήταν πολύ αργά. Κολύμπησα μανιασμένα προς κάθε κατεύθυνση μη ξέροντας προς τα πού να κοιτάξω και προς τα πού να στραφώ. Εκείνη την αφέγγαρη νύχτα ο νους μου πήγε στα κοτόπουλα που είχαμε στην αυλή, πίσω από το εργαστήριο. Δεν ξέρω για ποιο λόγο τα σκέφτηκα. Πάντως όταν έμπαινα στο κοτέτσι για να πιάσω κάποιο από αυτά για σφάξιμο, εκείνα έφευγαν τρέχο­ ντας από δω κι από κει χωρίς να ξέρουν προς τα πού πήγαιναν κι από τι πάσχιζαν να ξεφύγουν. Το θύμα έχει πάντα μια χαμένη έκφραση. Δεν είναι ούτε τρομαγμένο ούτε καν λυπημένο· απλώς σαστισμένο. Από καθαρή τύχη, το πρώτο αυτοκίνητο που συνά­ ντησα έπειτα από μιας ώρας οδοιπορία στον έρημο δρόμο ήταν του πατέρα μου. Φαίνεται πως ήταν γρα­ φτό να με βρει εκείνος σ' αυτή την κατάσταση, γυμνό και με αγριεμένο βλέμμα. Του εξήγησα φωναχτά τι είχε συμβεί στον Ρούμπι αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος αν του τα είπα όπως έπρεπε. «Φαντάζομαι να μην παίζει κάποιο κόλπο σε βάρος σου», είπε ο πατέρας. Έτσι ακριβώς μιλούσαμε μεταξύ μας. Δεν κάναμε ποτέ ερωτήσεις. Μόνο δηλώσεις.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

41

«Όχι. Είμαι σίγουρος!» ούρλιαξα. «Δε μου λες παραμύθια». Δε χρειάστηκε ν' αποκριθώ. «Τότε είναι ήδη νεκρός», είπε ο πατέρας ανοίγοντάς μου την πόρτα του αυτοκινήτου για να μπω. «Θα 'ρθούμε αύριο να πάρουμε τα ρούχα του». Φοβήθηκα πως ήταν θυμωμένος μαζί μου επειδή χρειάστηκε να ξαναγυρίσει στο σπίτι εξαιτίας μου και να ξανακάνει τη διαδρομή ως το Καμπάρ, όπου κάθε βράδυ πήγαινε κι έπαιζε χαρτιά. Δεν είπα λοιπόν λέξη. Κάτω από αυτές περίπου τις συνθήκες χάθηκε ο φίλος μου Ρούμπι Γουόνγκ. Αυτή είναι η κοιλάδα Κίντα, στριμωγμένη ανάμεσα σε βάλτους και λόφους, αυτή είναι η κοιλάδα που κατέλη­ ξε να γίνει η μικρή αυτοκρατορία του Τζόνι, αυτός είναι ο τόπος όπου ο πατέρας έζησε τα παιδικά του χρόνια και την ωριμότητά του, δημιούργησε οικογένεια, κέρδι­ σε το σεβασμό του κόσμου, και κατέστρεψε τα πάντα.

Digitized by @PriOri™

Πώς ο Ανήθικος Τζόνι έγινε κομμουνιστής και πολλά άλλα ο 1933 συνέβησαν δύο σημαντικά γεγονότα: έπεσε η τιμή του καουτσούκ κατά τέσσερα σεντ της λίρας, και ο Τζόνι σκότωσε έναν άνθρωπο. Ήταν ο πρώτος που σκότωνε και, παρότι κυκλοφόρησε η φήμη πως βρισκόταν σε αυτοάμυνα, πιστεύω πως δεν απο­ κλείεται να διέπραξε τη φοβερή αυτή πράξη προμελε­ τημένα - πράγμα που ισοδυναμεί με δολοφονία. Όπως και να 'χει το πράγμα, τα ακριβή γεγονότα παραμένουν αδιευκρίνιστα, και στα αρχεία του Δικαστηρίου της Ταϊπίνγκ η υπόθεση φαίνεται κάπως μπερδεμένη. Την εποχή εκείνη ο Τζόνι δούλευε στα Τρία Αλογα, ένα μεταλλείο κασσίτερου λίγο πιο πέρα από το δρόμο Σίπουτ-Ταϊπίνγκ. Πολλοί νέοι -καθώς και γυναίκεςείχαν αρχίσει να δουλεύουν στα μεταλλεία αλλά η τιμή του καουτσούκ είχε πέσει τόσο, ώστε πολλοί ιδιοκτήτες φυτειών-ακόμη και Άγγλοι και Γάλλοι- αναγκάστηκαν να αναστείλουν τις δραστηριότητές τους. Οι φυτείες έπαψαν να λειτουργούν και πολύ γρήγορα τις καταβρό­ χθισε η ζούγκλα που απλωνόταν ολόγυρά τους. Οι πρωινές καμπάνες που ξυπνούσαν τους εργάτες δε σήμαιναν πια και οι λάμπες πετρελαίου που φώτιζαν

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

43

τους χαρακωμένους κορμούς των δέντρων δεν άναβαν. Έτσι οι νέοι άρχισαν να εγκαταλείπουν σιγά σιγά τα χωριά τους αναζητώντας αλλού εργασία, και οι πιο πολλοί κατέληξαν στα μεταλλεία. Σύμφωνα με όλες τις αφηγήσεις εκείνης της εποχής, ο Τζόνι ήταν ένα συμπαθητικό αγόρι, γλυκομίλητος, ευσυνείδητος, προσγειωμένος, συνεπώς συγκέντρωνε όλα τα προσόντα για να εργαστεί στα μεταλλεία. Πα­ ρότι είχε μόλις περάσει την εφηβική ηλικία, είχε πάψει ν' απασχολείται σε χειρωνακτικές εργασίες. Μ' άλλα λόγια, επειδή είχε ξεπεράσει το στάδιο αυτό, δεν έσκα­ βε πια δώδεκα ώρες την ημέρα το υγρό και βαρύ χώμα ούτε ανέβαζε απ' τον πυθμένα των ανοιχτών πηγαδιών καλάθια γεμάτα μετάλλευμα για να προωθηθεί στη συνέχεια στο χωνευτήριο. 'Ολ' αυτά δεν ήταν πια υπο­ χρεωμένος να τα κάνει, αφού είχε το χάρισμα να τα καταφέρνει με τις μηχανές, μολονότι δεν ήταν ιδιαίτερα ευφυής. Κυκλοφορεί μια ιστορία γύρω από το πώς ο Τζόνι ανακάλυψε ότι είναι ικανός να συναρμολογεί και να χειρίζεται μηχανές. Η ουσία της ιστορίας αυτής, της οποίας υπάρχουν πολλές εκδοχές, είναι η ακόλουθη: Την εποχή εκείνη ο Τζόνι ήταν δεκατριών χρόνων. Έπινε τόντι από άνθη φοινικιάς με άλλα ανήλικα «μούτρα» σαν αυτόν και το απολάμβανε. Η αίσθηση του ποτού ήταν κάτι καινούργιο γι' αυτόν και ευχάριστη όσο ο πρωινός ήλιος έπειτα από μια νύχτα καταρρακτώδους βροχής. Είχε πάει να επισκεφθεί ένα γέρο Ινδό που ζούσε στις παρυφές μιας φυτείας καουτσούκ και που έφτιαχνε τόντι με την παλιά μέθοδο, τη μόνη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν τότε -πολλοί μάλιστα τη χρησι­ μοποιούν ακόμη και σήμερα-, κρυμμένος στο μισοσκό­ ταδο της ζούγκλας, αφού αυτό που έκανε ήταν παρά-

Digitized by @PriOri™

44

ΤΑΣ Ο

νομο. Ο γέρος μάζευε τα καινούργια άνθη μόνος του, στη συνέχεια τ' άφηνε να μουλιάσουν κι αγόραζε μαγιά από το Κολντ Στόριτζ της Πενάνγκ. Ζύμωνε το ρούμι με στοργή, σαν να ετοίμαζε τροφή για μωρά. Θυμόταν την ακριβή ημερομηνία -ακόμη και την ώρα- που γέμιζε το κάθε βαρέλι και θυμόταν τι καιρό έκανε την ημέρα που το είχε γεμίσει -που γεννιόταν- αφού ήξερε πως αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει το υπό παρασκευή ποτό. Ήξερε ποια βαρέλια περιείχαν γλυκό τόντι και ποια πικρό, ποια δυνατό και ποια άγευστο. Κάθε φορά που έφτιαχνε κάτι αξιόλογο, δηλαδή τόντι θαυμαστής καθα­ ρότητας ή ξεχωριστής γεύσης, του έδινε κι ένα ειδικό όνομα, όπως για παράδειγμα Άσπρο Λακσμί ή Σχεδόν Τόσο Καλό Όσο Το Μητρικό Γάλα. Ό λ ' αυτά είχαν γοητεύσει τον Τζόνι. Επισκεπτόταν πολλές φορές το γέροντα κι έπινε συχνά. Όλο αυτό τον καιρό, ωστόσο, τον ανησυχούσε ο τρόπος απόσταξης του τόντι. Δεν του άρεσαν οι παλιοί τενεκέδες πετρε­ λαίου που χρησιμοποιούσε ο γέρο-Ινδός για τη ζύμωση του ποτού. Μερικοί από αυτούς ήταν σκουριασμένοι και σε κάποιους άλλους το καπάκι δεν έκλεινε κανονικά. Ο γέροντας επέμενε πως αυτός ήταν ο σωστός τρόπος και πως η γεύση του τόντι έπρεπε να ποικίλλει. Κάθε γουλιά έπρεπε να σου δίνει την αίσθηση πως πηδούσες από κάποιο βράχο χωρίς να ξέρεις τι βρισκόταν από κάτω. Είναι τρελός, σκεφτόταν ο Τζόνι. Δε δεχόταν μια τόσο ακραία τοποθέτηση. Εκείνος ήθελε, η κάθε γουλιά τόντι να είναι τόσο καλή όσο και το ποτό που είχε απο­ λαύσει μέχρι τότε. Δεν του άρεσε να ανακαλύπτει πως το τόντι που δοκίμαζε ήταν πιο πικρό ή με καινούργια, ασυνήθιστη γεύση. Ήξερε επίσης πως αρκετές φορές αρρώστησαν, τυφλώθηκαν ή πέθαναν άνθρωποι εξαι­ τίας του ποτού. Εξάλλου κάποια ημέρα που γέμιζαν τα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

45

μπουκάλια, είχαν βρει στον πάτο ενός τενεκέ έναν ποντικό. Έπλεε ανάμεσα στα κατακάθια, κουλουριασμένος και συντηρημένος από το αλκοόλ. Ακόμη και η γάτα που τον πλησίασε όταν τον πέταξαν στα ψηλά χορτάρια, ούτε που τον άγγιξε. Ο Τζόνι έφυγε και βάλθηκε να σκέφτεται για αρκετές ημέρες. Έκανε σχέδια στην άμμο, και τ' απογεύματα που δεν είχε άλλη απασχόληση, σχεδίαζε τις μηχανές που φανταζόταν να φτιάξει. Δεν ήξερε τι ακριβώς θα έκανε, ήξερε όμως ενστικτωδώς ότι απ' όλο αυτόν το σχεδιασμό θα προέκυπτε κάτι καλό. Οι άνθρωποι της κοιλάδας εξακολουθούν να μιλούν ακόμη και σήμερα για την επινόηση του Τζόνι. Λένε πως ποτέ μέχρι τότε δεν είχε συμβεί κάτι τόσο μαγικό. Ακόμη και η περιστρεφόμενη τραπεζαρία στο κατάστημα, την οποία ο πατέρας έφτιαξε όταν εγώ βρισκόμουν στην εφηβεία, δεν μπορούσε ν' ανταγωνιστεί την πρώτη ενστικτώδη δημιουργία του. Αυτό και μόνο αποτελεί πραγματικό έπαινο, αφού η περιστρεφόμενη τραπεζα­ ρία ήταν ένα άξιο θαυμασμού χαρακτηριστικό του κτι­ ρίου. Το δάπεδο άνοιγε στα δύο κι από ένα υπόγειο κάτω από το πάτωμα ξεπρόβαλλε ένας τοίχος που χώ­ ριζε το μεγάλο δωμάτιο σε δύο μικρότερα. Κρυμμένος στην οροφή, πίσω από τους τοίχους και κάτω από το πάτωμα υπήρχε ένας απλός αλλά πολύ αποτελεσμα­ τικός ωρολογιακός μηχανισμός. Η λουστραρισμένη ξύλι­ νη επένδυση από μαόνι τραβούσε την προσοχή του επισκέπτη -ιδιαίτερα των αστυνομικών ή των αντίπα­ λων «επιχειρηματιών»- αποσπώντας το βλέμμα από το σημείο της καταπακτής. Στους τοίχους, πλαισιωμένα από επιχρυσωμένα κάδρα, κρέμονταν αντίγραφα ευρωπαϊκών αριστουργημάτων φτιαγμένα από καλλι­ τέχνες της Πενάνγκ. (Αργότερα, όταν πήγα σχολείο, τα

Digitized by @PriOri™

46

ΤΑΣ Ο

αντίγραφα αυτά τα συνάντησα μέσα σε βιβλία, ανακα­ λύπτοντας πως τα δύο αγαπημένα μου ήταν Η Πτώση του Ίκαρου του Μπρέγκελ και Ο Θάνατος του Ακταίωνα του Τιτσιάνο.) Το πιο μικρό από τα δύο δωμάτια ήταν κατασκευα­ σμένο μέσα στον φαρδύ πίσω τοίχο του εργαστηρίου, είχε ηχομόνωση και προσέφερε απόλυτη ασφάλεια. Σκοπός της κατασκευής του ήταν να χρησιμοποιείται σαν κρησφύγετο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Κα­ τασκευάστηκε την εποχή που στην περιοχή είχε έρθει καινούργιος αστυνομικός επιθεωρητής, αποφασισμένος να βάλει τέλος στην εγκληματική δράση, ξεκινώντας από την πιο ασήμαντη κλοπή και φτάνοντας στις πιο μεγάλες, οργανωμένες από τους κακοποιούς απάτες. Έβλεπα συχνά αυτό το καινούργιο Αφεντικό με το φου­ ντωτό, κατακόκκινο, άψογα περιποιημένο μουστάκι του και το ωχρό αγγλικό κι ανέγγιχτο -κατά περίεργο τρό­ π ο - από τις ακτίνες του ήλιου δέρμα, να πηγαινοέρχε­ ται στον κεντρικό δρόμο της μικρής πόλης μας. Δε μιλού­ σε ποτέ σε κανέναν, και ο κόσμος είχε αρχίσει να τον φοβάται. Τότε ακριβώς κατασκευάστηκε η περιστρεφό­ μενη τραπεζαρία. Για την κατασκευή της έγιναν άπειρα σχέδια, παραγγέλθηκαν υλικά απ' τη Σιγκαπούρη, κλή­ θηκαν ξυλουργοί απ' όλη τη χώρα και κόπηκαν ξύλα στη Βόρεια Βόρνεο. Μέχρι να τοποθετηθεί ο απαραίτητος μηχανισμός, όμως, ο Τζόνι είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του επιθεωρητή Μάλκολμ. Εκείνος ερχόταν αργά το βράδυ στο εργαστήριο κι έπινε γαλλικό κονιάκ, και με τον καιρό απέκτησε μια Κινέζα ερωμένη, τη Γουέντι. Παρατήρησα πως όταν ερχόταν στο σπίτι μας φορούσε στο χέρι του ένα χρυσό ρολόι με φιλντισέ­ νια πλάκα, που από τη στάμπα του καταλάβαινε κανείς πως ήταν πανάκριβο.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

47

Παρ' όλα αυτά, η πρώτη κατασκευή του Τζόνι, η Καταπληκτική Μηχανή για Τόντι, ήταν το πλέον ονο­ μαστό δημιούργημα και με διάρκεια μέσα στο χρόνο. Μολονότι ελάχιστοι ήταν εκείνοι που έτυχε να τη δουν, η φήμη της εξαπλώθηκε γρήγορα, κι ακόμη πιο γρήγο­ ρα άρχισε ο κόσμος να κάνει χρήση του προϊόντος της και να το απολαμβάνει. Κύριο στοιχείο της νέας αυτής εφεύρεσης ήταν ένα φαρδύ γυάλινο δοχείο όπου ανα­ κατεύονταν τα διάφορα συστατικά. Εκεί μέσα μπο­ ρούσε να δει κανείς τα πάντα -την αρχική χημική αντί­ δραση, το χρώμα, τη σύσταση- και με την ανάλογη ρύθμιση το προϊόν παρασκευαζόταν πιο εύκολα. Τί­ ποτε δεν αφηνόταν στην τύχη. Η διαφάνεια της μηχα­ νής επέτρεπε στον παρασκευαστή να επεμβαίνει μόλις κάτι δεν πήγαινε καλά. Το γυάλινο δοχείο ήταν ερμητικά κλεισμένο κι έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να εισχωρήσουν ακαθαρσίες, ούτε βεβαίως τρωκτικά. Καθώς το σύστημα εξελισσόταν, ο Τζόνι βρήκε τρόπο ν' αυξήσει θεαματικά την απόδοσή του - προ­ στέθηκαν νέοι γυάλινοι σωλήνες με τους οποίους ενώ­ νονταν μεταξύ τους οι διάφορες δεξαμενές όπου το προϊόν υφίστατο τα διάφορα στάδια ζύμωσης. Σε κάποιο σημείο προστέθηκε ένας μηχανισμός απόστα­ ξης που εξασφάλιζε την καθαρότητα και την απαλότητα του προϊόντος, κάνοντάς το να μοιάζει με νερό πηγής. Για μικρό χρονικό διάστημα -και για λόγους νεωτερισμού- το τόντι διυλιζόταν μέσα από αλλεπάλ­ ληλες στρώσεις ξυλανθράκων από ξύλο μαγκρόβιων κι αποσταζόταν αργά αργά. Ο κόσμος ξαφνιάστηκε από τη γεύση του αλλά ταυτόχρονα γοητεύτηκε, και πολύ σύντομα χρειάστηκε να προστεθούν και νέοι γυάλινοι σωλήνες καθώς και νέες δεξαμενές. Λένε πως όταν η μηχανή έφτανε στο ύψιστο σημείο παραγωγής, έμοια-

Digitized by @PriOri™

48

ΤΑΣ Ο

ζε με κρυστάλλινο βουνό που ακτινοβολούσε μια κα­ θαρά δική του ζωή. Η χαρισματική ικανότητα του Τζόνι να χειρίζεται τις μηχανές μού ήταν από πάντα γνωστή. Ήξερα πως πολ­ λοί ήταν σε θέση να λύσουν τη μηχανή ενός αυτοκινήτου και να την ξαναμοντάρουν, κανείς όμως δεν μπορούσε να το κάνει τόσο καλά όσο ο Τζόνι. Το σημαντικό δεν ήταν αυτό που έκανε αλλά ο τρόπος με τον οποίον το έκανε - σταθερά και ήρεμα, μ' ένα δικό του ρυθμό. Τα κομμάτια της μηχανής γλιστρούσαν στα χέρια του σαν να ήταν από μετάξι. Κρατούσε τις γρασαρισμένες ατσά­ λινες βίδες με την τρυφερότητα που εσείς ή εγώ θα κρα­ τούσαμε ένα μωρό. Συνήθιζα να τον παρακολουθώ όταν επιδιόρθωνε τα διάφορα αντικείμενα. Κάθε φορά που επισκεύαζε ένα ρολόι τοίχου -αυτή η διαδικασία ήταν η αγαπημένη μου-, τα κοντόχοντρα χωριάτικα δάχτυλά του, αδέξια για οτιδήποτε άλλο, γίνονταν ξαφ­ νικά λεπτεπίλεπτα, σαν τα χέρια υφάντριας μεταξιού. Εκεί όπου άλλοι θα μεταχειρίζονταν μικρές λαβίδες και κατσαβίδια, ο Τζόνι χρησιμοποιούσε μόνο τα δάχτυλά του αγγίζοντας μ' αυτά τα διάφορα εξαρτήματα του ρολογιού. Προσποιόμουν πάντα πως ήμουν απασχολη­ μένος με κάτι άλλο, πως περνούσα από το δωμάτιο τυχαία ή πως διάβαζα ένα βιβλίο, και ποτέ δεν έμαθε πως στην πραγματικότητα τον παρακολουθούσα.

Η κατασκευή της Μηχανής για την Παρασκευή Τόντι αποτέλεσε την απαρχή ενός ξεχωριστού επεισοδίου στη ζωή του Τζόνι, το οποίο συνεχίστηκε περίπου με τον τρόπο που περιγράφω παρακάτω. Το ταλέντο του και η γνώση του για τις μηχανές τον έκαναν πασίγνωστο. Δεν υπήρχε κανείς σε όλη την κοι-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

49

λάδα που να μην είχε ακουστά για το τόντι και για τον νεαρό που το παρασκεύαζε σε δικής του επινόησης μηχανή. Στο μεταξύ, στα μεταλλεία χρειάζονταν εργατικά χέρια για να δουλέψουν, μα οι καιροί ήταν δύσκολοι για τα κινεζικά μεταλλεία. Στην κοιλάδα πριν από πενήνταεξήντα χρόνια, και προτού κατασκευαστεί η σιδηροδρο­ μική γραμμή Πορτ Γουέλντ-Μπάτεργουορθ, υπήρχαν μεταλλεία ανοιχτής επιφάνειας εξοπλισμένα με παλιο­ μοδίτικες αντλίες, με στρώση αμμοχάλικου. Όμως δεν πήγαιναν καθόλου καλά, αφού σε όλη την κοιλάδα είχαν ανοίξει καινούργια ορυχεία - βρετανικά. Εκείνο που έκανε τα βρετανικά ορυχεία να διαφέ­ ρουν από τα κινεζικά ήταν πως τα πρώτα δεν είχαν ανάγκη από εκατοντάδες εργατικά χέρια κούληδων για να λειτουργήσουν. Αυτό οφειλόταν στο ότι το κεντρικό στοιχείο κάθε ορυχείου το αποτελούσε ένας μηχανικός κολοσσός που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί σ' εκείνα τα μέρη. Ονομαζόταν εκσκαφέας κι έκανε τη δουλειά χιλιά­ δων κούληδων. Καθόταν καβάλα στο ορυχείο, όπως κάθεται η θεά Γκουάν Γιν μέσα σε μια πλατιά λίμνη αρμενίζοντας αιώνια. Οι Κινέζοι φοβόνταν αυτή τη μηχανή, απλούστατα γιατί δεν είχαν δει παρόμοια. Οι Βρετανοί δεν είχαν την ανάγκη πολλών ανθρώ­ πων. Χρειάζονταν λίγους και καλούς. Απ' όλους τους Κινέζους που ζούσαν στην κοιλάδα, ένας μόνο ήταν σε θέση να κατανοήσει τη λειτουργία του εκσκαφέα, και βέβαια οι Βρετανοί δεν άργησαν να πληροφορηθούν την ύπαρξή του. Όταν ο Τζόνι αντίκρισε για πρώτη φορά τον εκσκα­ φέα, αντέδρασε όχι όπως οι υπόλοιποι - σαν να είχε βρεθεί μπροστά σε μια τεράστια θυμωμένη μηχανή. Αντίθετα, τον αντιμετώπισε σαν ζωντανό πλάσμα και

Digitized by @PriOri™

50

ΤΑΣ Ο

κατανόησε αμέσως τη λειτουργία του. Είδε σ' αυτόν πόδια -τεράστια μηχανικά πόδια- και κορμί, διαισθανό­ μενος πως βαθιά μέσα σ' εκείνο το σώμα υπήρχαν κρυμ­ μένα διάφορα όργανα· και καρδιά. Ήταν σαν να τον ήξερε από παλιά. Όταν του έδειξαν τη μηχανή, τα λόγια με τα οποία του εξήγησαν τη λειτουργία της ήχησαν στα αυτιά του σαν το οικείο αυξομειούμενο φύσημα των υγρών ανέμων του Νοέμβρη, που το είχε ακούσει χιλιά­ δες φορές μέχρι τότε. Ακόμη κι εκείνη την πρώτη ημέρα, θέλησε ν' αρχίσει να δουλεύει αμέσως με τη μηχανή. Ο Βρετανός υπεύθυνος στάθηκε πίσω του και παρα­ κολούθησε πώς ο Τζόνι χειρίστηκε τους μοχλούς με τους οποίους στρέφονταν τα γρανάζια κι έμπαινε σε κί­ νηση η αντλία, η οποία με τη σειρά της δραστηριο­ ποιούσε τα πιστόνια που ανέβαζαν το μετάλλευμα από τα βάθη του ορυχείου στην επιφάνεια. Τα πέντε λεπτά δοκιμής για να εξακριβωθεί αν ο Τζόνι είχε αφομοιώσει τη λειτουργία της μηχανής, γρήγορα έγιναν δέκα, είκοσι, σαράντα... μία ώρα. Ο Τζόνι και η μηχανή δεν μπορού­ σαν πια να χωρίσουν. Ήταν κάτι παραπάνω από σί­ γουρο πως η μηχανή ήθελε για χειριστή της τον Τζόνι. «Αξιοθαύμαστο», είπε ο υπεύθυνος. «Ο εκσκαφέας αγαπάει αυτό εδώ το αγόρι». Ήταν σαν μάνα και παιδί που πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου γεμάτοι αγαλλίαση έπειτα από μακροχρόνιο χωρισμό. Στη συνέ­ χεια οδήγησαν τον Τζόνι στο παράπηγμα όπου στεγά­ ζονταν οι ειδικευμένοι εργάτες· ήταν φτιαγμένο από τραχύ, αροκάνιστο ξύλο όλο αγκίδες που μπήκαν στα πόδια και στα χέρια του. Η βροχή έπεφτε με πάταγο πάνω στην τσίγκινη στέγη αλλά ο χώρος ήταν στεγνός και ασφαλής. Ο Τζόνι κοιμόταν σ' ένα λεπτό στρώμα απλωμένο καταγής. Το βράδυ άκουγε τα γρατσουνίσματα των μικρών τρωκτικών, μόνο που αυτά βρίσκο-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

51

νταν έξω ενώ ο ίδιος ήταν μέσα. Του έδωσαν ένα κομμά­ τι χαρτί και του είπαν πως είναι πια υπάλληλος της μεγάλης εταιρείας «Μεταλλεία Κασσίτερου Ντάρμπι». Όλοι του χαμογελούσαν, δίχως να φαντάζονται τι κακές πράξεις επρόκειτο να κάνει στο εγγύς μέλλον. Δύο μήνες αργότερα ο εκσκαφέας χάλασε για πρώτη φορά. Στην αρχή κανείς δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνουν για να αποκαταστήσουν τη λειτουργία του. Στους ερ­ γάτες είχαν πει πως σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, κάποιος από αυτούς έπρεπε να τρέξει να σημάνει τρεις φορές δυνατά και μακρόσυρτα τη σειρήνα. Βέβαια, ο όρος «έκτακτη ανάγκη» δεν ήταν ξεκάθαρος. Μέχρι τότε η σειρήνα είχε ηχήσει μόνο δύο φορές - τη μία όταν οι μουσώνες ήταν πιο δυνατοί από κάθε άλλη φορά και προκάλεσαν την κατάρρευση ολόκληρης πλευράς του μεταλλείου, και τη δεύτερη όταν η γυναίκα του αρχιμη­ χανικού, η μόνη Αγγλίδα σε όλη την περιοχή, εμφανί­ στηκε ξαφνικά και δίχως λόγο κάποιο απόγευμα στο χώρο εργασίας. Σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη κι όταν κάποιος τραυματιζόταν βαριά ή υπέκυπτε στα τραύ­ ματά του ύστερα από κάποιο ατύχημα, δε σήμαινε συναγερμός και η εργασία συνεχιζόταν κανονικά. Για αρκετή ώρα επικράτησε απόλυτη σιγή. Ο βρυχηθμός του εκσκαφέα, ο οποίος συνήθως έπνιγε κάθε άλλο θόρυβο, ούτε που ακουγόταν, και οι εργάτες δεν ήξεραν πώς να ενεργήσουν. Όταν τελικά η σειρήνα αντήχησε θλιβερά τρεις φορές μες στον πρωινό αέρα, και ο ήχος της έφτασε μέχρι το ασβεστωμένο σπιτάκι όπου κάθονταν οι Βρετανοί αφέντες ξεφυλλίζοντας εφημερίδες που κανείς άλλος δεν είχε τη δυνατότητα να διαβάσει, πετάχτηκαν έξω ο ένας μετά τον άλλο, φορώ­ ντας με φούρια το καπέλο τους. Τα πουκάμισά τους, υγρά, κολλούσαν στο κορμί τους και οι εργάτες πρόσε-

Digitized by @PriOri™

52

ΤΑΣ Ο

ξαν πως το πρόσωπό τους ήταν ταλαιπωρημένο από τη ζέστη, την κούραση και τη δυσφορία. «Καλέστε αμέσως αυτό τον Κινέζο τον Τζόνι», φώνα­ ξε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. Σ' ένα λεπτό, καθώς όλοι στέκονταν άπραγοι μπρο­ στά στο χαλασμένο μαμούθ, κατέφθασε ο Τζόνι. Τα χέρια του ήταν γεμάτα γράσο μέχρι τους αγκώνες, και το πρόσωπό του λερωμένο και χλομό από τη σκόνη και την έλλειψη ύπνου. «Τι συμβαίνει μ' αυτό το σκατομηχάνημα;» ρώτησε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. «Δεν είμαι βέβαιος, κύριε». «Δεν είσαι βέβαιος; Τότε γιατί νομίζεις πως σε πλη­ ρώνουμε;» ούρλιαξε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. «Ησύχασε. Αυτό το θλιβερό πλάσμα δε σε καταλα­ βαίνει», είπαν μ' ένα στόμα τα υπ' αριθμόν Δύο και Τρία αφεντικά. «Ρίξ' του μια ματιά. Δε βλέπεις πώς είναι;» Ο Τζόνι στεκόταν με τα μαυρισμένα χέρια του κρεμα­ σμένα χαλαρά στο πλάι. «Καλώς. Ξέρεις πού βρίσκεται το πρόβλημα;» ρώτη­ σε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό, αργά αργά τούτη τη φορά. Ο Τζόνι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Τότε πάμε να μας δείξεις αντί να στέκεσαι έτσι, σαν ηλίθιος». Μπήκαν όλοι μαζί στα έγκατα της μηχανής. Τα εργα­ λεία του Τζόνι ήταν με τάξη απλωμένα πάνω σ' ένα κα­ θαρό γαλάζιο πανί στρωμένο καταγής, έτοιμα να χρησι­ μοποιηθούν. Ένα σωρό εργαλεία, όλα καθαρά κι αστρα­ φτερά. «Εδώ», είπε ο Τζόνι δείχνοντας σ' ένα σημείο. Τα αφεντικά σχημάτισαν κύκλο γύρω από το εξάρ­ τημα της μηχανής που τους έδειξε ο Κινέζος εργάτης.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

53

Το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό στεκόταν με τα χέρια στις τσέπες, το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό κοίταζε τα νύχια του καθώς βάδιζε πάνω-κάτω, το υπ' αριθμόν Τρία αφεντικό έτριβε το μέτωπό του, ενώ τα υπ' αριθμόν Τέσσερα και Πέντε αφεντικά ούτε μιλούσαν ούτε έκα­ ναν κάτι - ήταν καινούργιοι και δεν ήξεραν τίποτε. «Είναι ο ιμάντας», αποφάνθηκε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. «Είναι ο έλικας», αποφάνθηκε το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό. «Είναι ο τροφοδότης των καυσίμων», αποφάνθηκε το υπ' αριθμόν Τρία αφεντικό. «Νομίζω πως τα εξαρτήματα μέσα στο κιβώτιο τα­ χυτήτων έχουν σπάσει», μίλησε δειλά δειλά ο Τζόνι, «και δε λειτουργούν». «Ε, λοιπόν φτιάξε το!» τον πρόσταξε το υπ' αριθμόν Τρία αφεντικό. «Η μηχανή... χρειάζεται καινούργια ανταλλακτικά», είπε ο Τζόνι. «Ηλίθιε, φτιάξε το τώρα αμέσως!» φώναξε άγρια το υπ' αριθμόν Τρία αφεντικό. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και γυάλιζε από τον ιδρώτα. Τα αφεντικά παρακολούθησαν τον Τζόνι να προχω­ ρεί προς τη μηχανή. Δεν ήξερε τι θα έκανε και πώς θα έλυνε αυτό το περίπλοκο πρόβλημα. Ήταν ωστόσο βέβαιο πως θα έβρισκε κάποιον τρόπο. Με κάποιον τρόπο θα τα κατάφερνε. Ο Τζόνι έλυσε κομμάτι κομμάτι το κιβώτιο ταχυτή­ των, βούρτσισε κάθε εξάρτημα με μια συρμάτινη βούρ­ τσα, το έπλυνε με νερό κι ύστερα το άλειψε με γράσο δίνοντάς του καινούργια ζωή. Δε φοβόταν τα χέρια του ήταν σταθερά και δυνατά και το βλέμμα του ψυχρό και ήρεμο. Καθώς γύρισε για να πιάσει ένα εργαλείο,

Digitized by @PriOri™

54

ΤΑΣ Ο

πρόσεξε ότι το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό είχε τα μάτια του μισόκλειστα προσπαθώντας να τα προστατέψει από τη σκόνη και τον ήλιο του απομεσήμερου. Τελικά στράφηκε προς τα αφεντικά και είπε: «Είναι έτοιμο». Τα αφεντικά αλληλοκοιτάχτηκαν. «Καιρός ήταν, που να πάρει ο διάβολος», είπε θυμω­ μένα το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. Ο Τζόνι πλησίασε στο κιβώτιο ελέγχου κι ακούμπησε εκεί πάνω τα χέρια του. Είχε εμπιστοσύνη στη μηχανή, είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Ο βόμβος του εκσκα­ φέα ήχησε στην αρχή αβέβαιος, μα σε λίγο έγινε ένας σταθερός ήχος κι έπειτα, ο συνηθισμένος βρυχηθμός σκέπασε όλο το χώρο κι απλώθηκε ταχύτατα σ' ολό­ κληρη την κοιλάδα, ενώ στ' αυτιά του Τζόνι ηχούσε σαν γλυκιά μελωδία. Τα αφεντικά επέστρεψαν το ένα μετά το άλλο στο ασβεστωμένο σπιτάκι τους. «Για φαντάσου... Κάτω απ' τα πόδια μας υπάρχουν θαμμένοι εκατομμύρια τόνοι μεταλλεύματος», είπε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό φορώντας το πλατύγυρο καπέλο του. «Αυτός ο καταραμένος Κινέζος σίγουρα θα μας καταστρέψει». «Κοντεύει οκτώ και τέταρτο», είπε το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό. «Ώρα για τσάι», είπε το υπ' αριθμόν Τρία αφεντικό. Ο Τζόνι μάζεψε τα εργαλεία του και τα καθάρισε προσεκτικά ένα ένα από το γράσο και τη μουντζούρα. Τα τύλιξε στο γαλάζιο ύφασμα, ενώ στ' αυτιά του ηχού­ σε το τραγούδι της μηχανής. Έπειτα από τέσσερις ημέρες το μηχάνημα ξαναχάλασε. Φώναξαν για μιαν ακόμη φορά τον Τζόνι να το φτιάξει, κι εκείνος για μιαν ακόμη φορά τα κατάφερε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

55

Την επομένη όμως το μηχάνημα ξαναχάλασε. Το ίδιο και τη μεθεπομένη. Ο Τζόνι είχε καταλήξει να κοιμάται πλάι στο ελαττωματικό κομμάτι της μηχανής κι έτσι μπορού­ σε ν' ακούει τους χτύπους της καρδιάς της, να αφου­ γκράζεται τους παλμούς της. Ήταν αδύναμοι, ακανό­ νιστοι, και κάθε τόσο έσβηναν. Οι εργάτες είχαν πια συνηθίσει στην απόλυτη σιωπή που απλωνόταν κάθε τόσο στο μεταλλείο. Ήξεραν πως θα έμεναν χωρίς δουλειά. Χωρίς το μηχάνημα, το μετάλ­ λευμα θα παρέμενε θαμμένο βαθιά κάτω από τα πόδια τους. Δεν είχαν τίποτε για να ξεπλύνουν, τίποτε για να ξεχωρίσουν, τίποτε για ν' αποθηκεύσουν ή να λιώσουν. Κάθονταν λοιπόν ένα γύρω μασώντας ατάραχα καπνό ή φύλλα μπετέλ, και η χρωστική ουσία από τους σπό­ ρους του ναρκωτικού κυλούσε στα χείλη και στη γλώσ­ σα τους. Η ημέρα έφτασε στο τέλος της και η ξερή γη γύρω από το παράπηγμα σπάρθηκε με στίγματα κόκκι­ νου σάλιου. Στην αρχή της δεύτερης χωρίς μηχάνημα εβδομάδας τ' αφεντικά πήγαν εκεί όπου δούλευε ο Τζόνι. Τα εργα­ λεία βρίσκονταν απλωμένα πλάι στο στρώμα του και τα πιο πολλά είχαν αναπαυτεί πολύ περισσότερο από τον ίδιο. «Τι στα κομμάτια κάνει αυτός ο άθλιος πίθηκος;» είπε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. «Εγώ σας προειδοποίησα να μην εμπιστευτείτε τον εκσκαφέα στα χέρια ενός Κινέζου», είπε το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό. Ο Τζόνι τους κοίταξε, και τα νεανικά του μάτια έδει­ χναν γερασμένα από την κούραση. «Λοιπόν;» τον ρώτησε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. «Τι έχει να μας πει η αφεντιά σου;» Ο Τζόνι ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Τα λευκά κοστού-

Digitized by @PriOri™

56

ΤΑΣ Ο

μια τους έλαμπαν εκτυφλωτικά μες στο φως του ήλιου. «Χρειάζομαι καινούργια εξαρτήματα», τους είπε με την πλάτη γυρισμένη στο μηχάνημα. «Πώς τολμάς ν' αντιμιλάς!» φώναξε το υπ' αριθμόν Τρία αφεντικό. «Εξαρτήματα». «Έτσι κι αλλιώς είναι δικό σου το φταίξιμο». «Μπορείς να μας πεις πότε θα το φτιάξεις;» ρώτη­ σε αργά αργά το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. Το στήθος του Τζόνι ανεβοκατέβαινε βαριά. Δυσκο­ λευόταν να αναπνεύσει. Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει. «Σύντομα», απάντησε. Ωστόσο ήξερε πως τα λόγια ήταν ανώφελα. Το μηχάνημα ξεψυχούσε στα χέρια του όπως ένα άρρωστο παιδί στον κόρφο της μητέρας του. «Σύντομα;» ούρλιαξε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό. «Σύντομα;» επανέλαβε σαν ηχώ το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό. «Τι σημαίνει αυτό;» είπαν μ' ένα στόμα τα υπ' αριθ­ μόν Τρία, Τέσσερα και Πέντε αφεντικά. Αργότερα τ' αφεντικά έκαναν μιαν ανακοίνωση σε μια εξαιρετικά οργισμένη συγκέντρωση έξω απ' το ασβεστωμένο σπιτάκι. Είπαν στους εργάτες πως δεν μπορούσαν να τους πληρώνουν για να κάθονται. Δεν μπορούσαν να πληρώνουν υπέρογκους μισθούς όσο το μεταλλείο δεν έβγαζε μετάλλευμα. «Είναι αντιοικονομικό για τα Μεταλλεία Ντάρμπι να συνεχίσουν έτσι», μίλησε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό με φωνή δυνατή, που ακούστηκε πάνω από τα θυμω­ μένα μουρμουρητά, «όσο ο εκσκαφέας δε δουλεύει...» «Μα δε φταίμε εμείς γι' αυτό!» φώναξε κάποιος. «...όσο ο εκσκαφέας παραμένει χαλασμένος». «Δεν είναι δική μας δουλειά! Κάντε αυτή την κωλομηχανή να δουλέψει!»

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

57

«Μέχρι ν' αποκατασταθεί η λειτουργία της μηχα­ νής», ανακοίνωσε το υπ' αριθμόν Ένα αφεντικό με όσο περισσότερη επισημότητα μπορούσε, «ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΠΛΗΡΩΜΕΣ! Πηγαίνετε σπίτι σας. Όλοι!» «Αυτό είναι το πρόβλημα με τους κούληδες», μίλησε το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό καθώς όλοι ξαναμπήκαν στο ασβεστωμένο σπιτάκι τους και κλείδωσαν πίσω τους την πόρτα. «Πού βρίσκεται αυτό το τεμπελόσκυλο;» φώναξαν οι άνθρωποι απ' έξω. «Πού είναι ο Τζόνι; Για όλα φταίει αυτός ο μπάσταρδος!» «Πάμε να τον βρούμε, να του δώσουμε ένα μάθημα!» «Τα παιδιά μου θα κοιμηθούν απόψε νηστικά!» «Γαμώ τη μάνα του!» «Το κάνει επίτηδες για να μας βγάλει από τη μέση!» Όταν βρήκαν τον Τζόνι έδρασαν άμεσα και βάναυ­ σα. Τον χτύπησαν επανειλημμένα με τις γυμνωμένες γροθιές και με τα πόδια τους. Με το που δέχτηκε τα πρώτα χτυπήματα ο Τζόνι έκλεισε τα μάτια κι έπεσε πάνω στο μηχάνημα· το ένιωσε παγερό κι άψυχο να του πιέζει το κορμί. Πολύ σύντομα όμως έπαψε να νιώ­ θει πόνο. Και τους άντρες που έβαλαν φωτιά στο στρώμα του ούτε τους έβλεπε ούτε τους άκουγε. «Αυτό θα σου γίνει μάθημα για να πάψεις να κοιμά­ σαι ολημερίς κι ολονυχτίς, τεμπελόσκυλο. Έπειτα από τόσο ξύλο ίσως δουλέψεις για να φτιάξεις τη μηχανή». Τη στιγμή της αναχώρησής τους ο θυμός τους είχε ξεθυμάνει. Βγήκαν αργά αργά από το μεταλλείο και τράβηξαν για το σπίτι τους με το κεφάλι σκυμμένο και τα χέρια πεσμένα χαλαρά στο πλάι. Όταν ο Τζόνι ξανάνοιξε τα μάτια του ήταν νύχτα. Μέσ' από τα πρησμένα του βλέφαρα διέκρινε τον γκρί­ ζο όγκο της μηχανής και, καθώς κούνησε το κεφάλι του,

Digitized by @PriOri™

58

ΤΑΣ Ο

το αυτί του σύρθηκε πάνω στον εκσκαφέα. Δεν άκουγε το παραμικρό· ξαφνικά τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι και το στήθος του άρχισαν να τον πονούν. Σωριάστηκε πάλι καταγής. «Εσύ φταις», άκουσε τη φωνή του υπ' αριθμόν Δύο αφεντικού. «Δεν είσαι τόσο έξυπνος όσο νόμιζα». Μες στο σκοτάδι που επικρατούσε ο Τζόνι διέκρινε με δυσκολία την κοψιά του υπ' αριθμόν Δύο αφεντικού που έσκυβε από πάνω του. «Τον προειδοποίησα», είπε το υπ' αριθμόν Δύο αφε­ ντικό βηματίζοντας πάνω-κάτω. «Του είπα να μην πάρει ένα βρομοκινέζο σαν κι εσένα. Τον προειδοποίησα πως η θέση ενός Κινέζου είναι στα μεταλλεία, να φορτώνει και να κουβαλάει, αλλά εκείνος πού ν' ακούσει... Του είχε κολλήσει η σκέψη να σε βάλει υπεύθυνο του μηχα­ νήματος. Φαντάσου! Ένας Κινέζος να χειρίζεται τον πιο μεγάλο εκσκαφέα που υπάρχει σ' αυτή την κοιλάδα! Γελοίο. Δεν είναι γελοίο; Και επιπλέον σε τάιζε και σε έντυνε και σου είχε εξασφαλίσει και στέγη. Τι βλακεία...» «Χρειάζομαι καινούργια εξαρτήματα...» ψιθύρισε ο Τζόνι. «Σιγά μη σ' τα δώσουν!» φώναξε το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό. «Θα περάσουν πάνω απ' το πτώμα μου! Είσαι ο μόνος υπεύθυνος για όλη αυτή την ανακατω­ σούρα. Κατάλαβες;» Κλότσησε τα εργαλεία του Τζόνι σκορπώντας τα δεξιά κι αριστερά. Πολλά από αυτά είχαν καεί μαζί με το στρώμα, και η γυαλιστερή επιφάνεια τους ήταν μαυ­ ρισμένη από την κάπνα. «Μάζεψέ τα και δίνε του», συνέχισε το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό. «Δε θέλω να σε ξαναδώ εδώ μέσα». Ο Τζόνι άρχισε να μαζεύει με δυσκολία τα εργαλεία του· ήταν ακόμη ζεστά από τη φωτιά.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

59

«Και μην ξεχνάς πως είσαι υπεύθυνος γι' αυτό εδώ το μηχάνημα. Είναι δικό σου λάθος», του τόνισε με άγριο ύφος το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό. Ο Τζόνι σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. «Τολμάς και με κοιτάς;» είπε εκείνος. Τον κλότσησε δυνατά και τον έσπρωξε μακριά με τη μύτη του παπου­ τσιού του. Το χέρι του αρχιεργάτη μπερδεύτηκε στο σωρό των εργαλείων του. Ανακάλυψε πως κρατούσε ένα κατσαβί­ δι. Η λαβή του ήταν μαλακή και ζεστή από τη φωτιά. Το έσφιξε και το έχωσε βαθιά στο μηρό του υπ' αριθμόν Δύο αφεντικού. Η αγωγή που εκδικάστηκε υπήρξε σύντομη αλλά αποδείχτηκε περίπλοκη. Παρουσιάστηκαν πολλές δυ­ σκολίες. Πρώτα πρώτα, κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα πόσων χρόνων ήταν ο Τζόνι· ούτε καν ο ίδιος. Δεν ήταν ασυνήθιστο να μην έχει εκδοθεί πιστοποιητικό γέννησης για τα παιδιά που ανήκαν στις κατώτερες αγροτικές τάξεις -τι το χρειάζονταν άλλωστε;- κι έτσι η ακριβής ημερομηνία και ο τόπος γέννησης του αρχιεργάτη έμει­ ναν αδιευκρίνιστα. Οι δικηγόροι που ενεργούσαν ως πληρεξούσιοι των «Μεταλλείων Κασσίτερου Ντάρμπι», επέμεναν πως ο Τζόνι έπρεπε να δικαστεί με την πιο σοβαρή κατηγορία: απόπειρα φόνου. Ισχυρίζονταν πως απ' το παρουσιαστικό του συμπέραινε κανείς ότι ήταν τουλάχιστον δεκαοκτώ χρόνων. Ο Τσάρλι Γκόπαλαν, όμως, ένας ντόπιος δικηγόρος που ειδικευόταν σε τέτοιου είδους εγκλήματα, έπεισε τον ανακριτή πως ο νεαρός ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών, επομένως δε θα έπρεπε να μπει φυλακή, αφού σ' αυτή την περίπτω­ ση θα περνούσε αναπόφευκτα στην επιρροή των κομ­ μουνιστών ανταρτών. Ο κύριος Γκόπαλαν ήταν από εκείνους που είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη των

Digitized by @PriOri™

60

ΤΑΣ Ο

Βρετανών. Είχε σπουδάσει στο Ίνερ Τέμπλ, και τα κομψά ρούχα του τα παράγγελλε στη Σιγκαπούρη. Τα στρογγυλά γυαλιά του προσέδιδαν κύρος στην εμφάνι­ σή του. Οι δημοσιευμένες φωτογραφίες στις εφημερί­ δες που μπορεί να βρει κανείς στη Δημόσια Βιβλιοθήκη, τον παρουσιάζουν ένα μικροκαμωμένο, καλοντυμένο άνθρωπο που κρατά συνήθως χαρτοφύλακα και καπέ­ λο. Λέγεται ακόμη πως είχε αρχίσει να μεταφράζει στα μαλαισιακά την Οδύσσεια του Ομήρου. Βέβαια, το θέμα είναι πως ο λόγος του είχε πέραση. Υπήρχε όμως και το σοβαρό θέμα της κατάστασης του υπ' αριθμόν Δύο αφεντικού. Ο Τζόνι τον είχε χτυπή­ σει στο σαρκώδες σημείο του μηρού, εκεί όπου η αρτη­ ρία είναι πιο χοντρή, με αποτέλεσμα να προκληθεί ακα­ τάσχετη αιμορραγία. Αναφέρθηκε στο δικαστήριο πως ο Τζόνι και το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό είχαν βρεθεί αναίσθητοι να σαλεύουν ελαφρά σαν να κολυμπούσαν μέσα σε μια ρηχή λιμνούλα αίμα. Μετά τον τραυματισμό του, το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό παρέμεινε επί έναν ολόκληρο μήνα στο Γενικό Νοσοκομείο του Ίπο. Παρότι για αρκετές ημέρες βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανά­ του, η κατάστασή του βελτιωνόταν σταθερά. Οι γιατροί παίνευαν την παλικαριά του και θαύμαζαν την «όμοια με βούβαλου» αντοχή του. Η βελτίωση του ήταν θεαμα­ τική σε τέτοιο βαθμό, ώστε όταν έγινε η δίκη μπορούσε να περπατάει, αν και κούτσαινε κάπως. Το συνήθως ροδαλό χρώμα του είχε ξαναγυρίσει στα μάγουλά του. Έτσι η διεξαγωγή της δίκης του Τζόνι έγινε με μισή καρδιά, και με την πάροδο των ημερών οι δικηγόροι βαριόνταν όλο και περισσότερο. Χάρη στα πειστικά επιχειρήματα του κυρίου Γκόπαλαν, ο δικαστής έκρινε πως ο Τζόνι έπρεπε να τιμωρηθεί απλώς με δέκα βουρδουλιές, «ώστε τ' αγόρια της ηλικίας σου να μάθουν

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

61

καλά ποια είναι η θέση τους στην κοινωνία και να επι­ δεικνύουν τον οφειλόμενο σεβασμό». Ταυτόχρονα τον απάλλαξε απ' όλες τις άλλες κατηγορίες. Εκείνο που δεν ήξερε κανείς τότε, ήταν πως το αίμα του υπ' αριθμόν Δύο αφεντικού είχε μολυνθεί από γάγ­ γραινα ή σηψαιμία ή από κάποιο μυστηριώδες μικρόβιο που δεν το είχαν αντιληφθεί οι γιατροί. Κάποια στιγμή λοιπόν κατέρρευσε και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου για μιαν ακόμη φορά συνήλθε κατά τρόπο θαυμα­ τουργό. Οι γιατροί θαύμασαν και πάλι τη δύναμη με την οποία τον είχε προικίσει ο θεός, επαναλαμβάνοντας τα περί παλικαριάς και αντοχής. Έτσι, όταν κατέρρευσε για τρίτη φορά, ήταν βέβαιοι πως θα τα κατάφερνε και πάλι. Πράγματι έτσι έγινε. Αυτό συνεχίστηκε επί μήνες, ώσπου τελικά το υπ' αριθμόν Δύο αφεντικό πέθανε ακριβώς σ' ένα χρόνο κι ένα μήνα από την ημέρα που είχε τραυματιστεί από τον Τζόνι. Ο ιατροδικαστής δεν μπορούσε να κάνει διαφορετι­ κά από το να γράψει: «θάνατος από φυσικά αίτια» στην αναφορά του. Δεν πιστεύω πως ο Τζόνι λυπήθηκε όταν έμαθε το θάνατο του υπ' αριθμόν Δύο αφεντικού. Νομίζω μάλι­ στα πως αυτός ο πρώτος φόνος ενίσχυσε μιαν αρχική του απόφαση. Ήταν πια ένας φονιάς, αλλά αυτό δεν τον έκανε να νιώθει καθόλου άσχημα. Είχε γνωρίσει για πρώτη φορά στη ζωή του αυτή την αίσθηση που έμελ­ λε να του γίνει τόσο οικεία - εκείνο το συναίσθημα που νιώθει ένας δολοφόνος όταν διαπράξει ένα έγκλημα και στη συνέχεια απαλλαγεί από τις συνέπειες της πράξης του. Αυτό ακριβώς το γεγονός τον έσπρωξε να επιλέξει το δρόμο που ακολούθησε στη μετέπειτα ζωή του και να γίνει το τέρας που τελικά έγινε.

Digitized by @PriOri™

62

ΤΑΣ Ο

Επί χρόνια δεν έβρισκε εύκολα δουλειά. Οι απλοί, καθη­ μερινοί άνθρωποι φοβόνταν ένα άτομο σαν αυτόν. Σύμφωνα με το γράμμα του νόμου μπορεί να μην ήταν εγκληματίας, ωστόσο ο νόμος δεν είναι σε θέση να ερ­ μηνεύσει την ανθρώπινη φύση. Ο νόμος, έλεγαν οι άνθρωποι, δεν μπορεί να ξεχωρίσει πάντα το καλό από το κακό. Ο Τζόνι πήγαινε για καιρό από πόλη σε πόλη κι από φυτεία σε φυτεία χωρίς να ξέρει πόσο θα έμενε ή τι θα έκανε στη συνέχεια. Χωρίς την καλοσύνη των ξένων θα είχε πάει σίγουρα χαμένος. Αυτή ακριβώς την περίοδο της ζωής του ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τους κομμουνιστές. Ήταν αναπόφευκτο. Την εποχή εκείνη η κοιλάδα ξεχείλιζε από δαύτους - αντάρτες, συνοδοιπόρους, συμπαθούντες, πολιτικούς ακτιβιστές. Ο Τζόνι ήταν ένας δυσαρεστημένος νεαρός γεμάτος μίσος -για τους Βρετανούς, την Αστυνομία, την ίδια τη ζ ω ή - και αποτελούσε πρώτης τάξεως «εργαλείο» για τους κομμουνιστές. Είμαι βέβαιος πως τις περισσότερες από τις αμέτρητες περιστασιακές δουλειές στις οποίες απασχολήθηκε εκείνα τα χρόνια, του τις εξασφάλισαν αυτοί - κάτι που δεν είναι παράξενο, αν λάβει κανείς υπόψη του πως ένας στους δύο καταστηματάρχες, αγρότες ή εμπόρους καουτσούκ, ήταν κομμουνιστές. Οι άνθρωποι αυτοί προσέφεραν στον Τζόνι κάτι παραπά­ νω από μια ιδεολογία· του προσέφεραν ένα ασφαλές μέρος για να κοιμηθεί, τροφή και μερικά χρήματα. Την εποχή εκείνη αυτά ήταν τα μόνα πράγματα που τον ενδιέφεραν.

Digitized by @PriOri™

Ο Τζόνι και ο Τίγρης α χρόνια που ο Τζόνι τα πέρασε πηγαίνοντας από τη μια δουλειά στην άλλη, προτιμώ να τα χαρα­ κτηρίζω «χαμένα χρόνια», διαγραμμένα από τη ζωή του χρόνια - μια εποχή κατά την οποία χάθηκε στην ύπαιθρο. Τον βλέπω να εξαφανίζεται παιδί μέσα στα δάση και να επανεμφανίζεται από κει μέσα άντρας. Και κατά παράδοξο τρόπο φαίνεται πως αυτό ακριβώς συνέβη. Ποιος ξέρει... Μπορεί μέσα στην ερημιά κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων να αντιμετώπισε κάτι τρο­ μερό, κάτι που συνέτεινε στη μεταμόρφωσή του σε τέρας. Μπορεί πάλι να ευθύνεται η ακατανίκητη δύνα­ μη της μοίρας που τον οδήγησε στο μονοπάτι αυτό· ή ίσως ήταν γραμμένο από την πρώτη στιγμή της γέννη­ σής του να πηδήσει από εκείνο το φορτηγό στον σκονι­ σμένο και δίχως δέντρα κεντρικό δρόμο του Καμπάρ, μπροστά στο πιο μεγάλο μαγαζί υφασμάτων της κοι­ λάδας. Κανείς δε γνωρίζει το παραμικρό για την πιθανή οδύσσεια της ζωής του, που οδήγησε τα βήματά του στο Καμπάρ. Το μόνο σίγουρο είναι πως εκείνη την ημέ­ ρα έπιασε αμέσως δουλειά στο φημισμένο μαγαζί που διηύθυνε ο «Τίγρης» Ταν, την πρώτη τακτική δουλειά του μετά το συμβάν στα Μεταλλεία Ντάρμπι.

Digitized by @PriOri™

64

ΤΑΣ Ο

Οι λόγοι που ο Τίγρης είχε αποκτήσει αυτό το παρω­ νύμιο παραμένουν ένα μυστήριο. Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, ο ίδιος ήταν ένας ευγενικός, με γλυκούς τρόπους άνθρωπος που του άρεσε η σπιτική ζωή. Μολονότι ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους στην κοιλάδα που είχαν την οικονομική ευχέρεια να τρώνε καθημερινά κρέας, δεν το άγγιζε ποτέ, όντας πιστός βουδιστής. Τα παχουλά χέρια του κρέμονταν χαλαρά στο πλάι όταν περπατούσε, ενώ οι κινήσεις του ήταν αργές κι αβίαστες, λες και είχε στη διάθεσή του πάρα πολύ χρόνο. Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως αυτός ο πιο πλούσιος, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έμπορος της περιοχής, στον ελεύθερο χρόνο του ήταν ο Διοικητής του Κομμουνιστικού Στρατού σ' ολόκληρη την κοιλάδα. Την εποχή που ο Τζόνι προσλήφθηκε στην «Εμπορική Εταιρεία Τίγρης», η ζωή του Τίγρη Ταν φαινόταν απόλυ­ τα τακτοποιημένη. Έπειτα από χρόνια έδειχνε πως είχε ξεχάσει τα ατυχή γεγονότα που συνδέονταν με τον σύντομο και θλιβερό γάμο του. Η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει λίγο μετά το γάμο τους παίρνοντας μαζί της και την κόρη τους που ήταν ακόμη μωρό, ασπάστη­ κε τον Ισλαμισμό κι έγινε η τρίτη γυναίκα του τέταρτου γιου του αντιβασιλέα του Πέρακ. Μετά τον καινούργιο της γάμο εγκαταστάθηκε στο φτιαγμένο από ξύλο τικ παλάτι, στις απαλές πλαγιές του λόφου Μάξγουελ, όπου το παιδί της μεγάλωσε μέσα στην πολυτέλεια που μόνο τα μέλη της βασιλικής οικογένειας έχουν τη δυνα­ τότητα ν' απολαύσουν. Στο κοριτσάκι έδωσαν το αραβι­ κό όνομα Ζαχάρα, που σημαίνει «αστραφτερό άνθος», μα ούτε αυτό το όνομα ούτε η γερή χωριάτικη κινεζική κράση του το προστάτεψαν, κι έτσι πέθανε στα επτά χρόνια του από τυφοειδή πυρετό. Ύστερα από το θά-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

65

νατο του παιδιού η μητέρα του, κρυμμένη πίσω από τα μεγάλα κλειστά παραθυρόφυλλα του παλατιού τρα­ γουδούσε κινεζικά ερωτικά τραγούδια με όλη τη δύναμη της φωνής της. Τραγουδούσε με υπέροχο τρόπο, κα­ θώς η γλώσσα της αιχμαλώτιζε τις λέξεις και τις εξαπέλυε στην κοιλάδα σαν σπόρους χλόης στον άνεμο. Όσοι τύχαινε να διαβούν από το μονοπάτι που πήγαινε πα­ ράλληλα με το κτήμα γύρω από το παλάτι, άκουγαν κά­ ποιες φορές αυτό το τραγούδι: Κάποιος ταξιδευτής ήρθε από μακριά και μου 'φερε ένα γράμμα. Στο πάνω μέρος έγραφε: «Θα σ' αγαπώ παντοτινά», και κάτω κάτω διάβασα: «Πρέπει για πολύ καιρό να χωριστούμε». Φύλαξα στον κόρφο μου το γράμμα. Έχουν περάσει τρία χρόνια κι οι λέξεις δεν ξεθώριασαν. Τι κι αν εκράτησε άσβεστη την πίστη η καρδιά μου; Φοβάμαι πως ποτέ δε θα το μάθεις. Πάνω από είκοσι χρόνια έκανε να ξεπεράσει ο Τίγρης τον πόνο που του προξένησε η φυγή της γυναίκας του. Τον πρώτο καιρό, όλες τις ώρες που ήταν ξύπνιος προ­ σπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως η γυναίκα και το παιδί του είχαν πεθάνει. Μονολογούσε αδιάκοπα λέγο­ ντας πως έφυγαν για κάποιες μακρινές χώρες κι είχαν πεθάνει στο ταξίδι. Καθώς τα χρόνια περνούσαν άρχισε σιγά σιγά να το συνειδητοποιεί. Οι φίλοι του και όλοι όσοι έρχονταν στο μαγαζί, απέφευγαν συστηματικά να αναφέρονται στη

Digitized by @PriOri™

66

ΤΑΣ Ο

θλιβερή κατάληξη του σύντομου γάμου του, διότι έβλε­ παν πόσο υπέφερε και δεν ήθελαν να οξύνουν τον πόνο του. Αντιλαμβάνονταν πως το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί παράξενα, και σιγά σιγά ξεχνάει ό,τι απο­ φεύγεις να του θυμίσεις. Γι' αυτό άλλωστε μπορούμε όλοι και ξεχνάμε ακόμη και τα πιο τρομερά πράγματα που μας έχουν συμβεί. Έτσι έγινε και με τον Τίγρη. Από τη μνήμη του άρχισε να ξεθωριάζει η εικόνα της γυναί­ κας και της κόρης του, εωσότου έπαψε ν' αποτελεί μέρος του εσωτερικού του κόσμου. Ό λ ' αυτά είχαν συμβεί πολύ πριν εμφανιστεί στο μαγαζί ο Τζόνι, και η ζωή του Τίγρη κυλούσε από καιρό μες στην ηρεμία. Οι δουλειές του πήγαιναν καλά εδώ και χρόνια, και ο ίδιος είχε αρχίσει να απολαμβάνει όλο και περισσότερο την άνεση του σπιτιού του, ενός όχι ιδιαί­ τερα μεγάλου αλλά πολυτελούς, συγκριτικά με τ' άλλα, σπιτιού φτιαγμένου από ξύλο τικ και πέτρα στις παρυ­ φές της μικρής πόλης. Το είχε γεμίσει με εξωτικά έπιπλα - πορτογαλικές πολυθρόνες από τη Μελάκα, αγγλικά τραπέζια από πεύκο αλειμμένα με κερίπου τα προστά­ τευε από την υγρασία, και ζωγραφισμένα ερμάρια από τη «Βόρεια Ευρώπη». Διέθετε επίσης μια καταπληκτική συλλογή βιβλίων. Τα πιο πολλά ήταν μαρξιστικά κείμε­ να μεταφρασμένα στα κινεζικά· είχε όμως και αρκετά βιβλία Βρετανών συγγραφέων στα οποία περιλαμβανό­ ταν μικρή συλλογή έργων του Γέιτς. Στον απλόχωρο κήπο του σπιτιού του υπήρχε ένας μικρός οπωρώνας που τα δέντρα του τα φρόντιζε ο ίδιος με πολλή προσοχή. Είχε ξεχωριστή αδυναμία στο δέντρο που ονομάζεται μαγγιφόρος η ινδική, επειδή του άρεσαν τα σκούρα, σε σχήμα γλώσσας φύλλα του τα οποία προσέφεραν όλο το χρόνο πυκνή σκιά. Πάντως εκείνα τα φρούτα που αγαπούσε πιο πολύ ήταν τα ρα-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

67

μπουτάν κι όσα καλλιεργούσε ήταν ιδιαίτερα όμορφα, με βαθύ κόκκινο χρώμα και χωρίς χνούδι. Τα πήγαινε στην αγορά όπου τα πουλούσε χονδρικά, και τα λιγοστά χρήματα που του απέφερε η πώλησή τους του προ­ ξενούσαν πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση απ' όση τα δολάρια που κέρδιζε κάθε μήνα κατά χιλιάδες από το εμπόριο υφασμάτων και ενδυμάτων. Έτσι, άρχισε να αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στον κήπο του. Κλάδευε τα δέντρα του με τρόπο που τα έκανε ελκυστι­ κά και τα καινούργια κλαδιά τους πιο γερά, αγωνιζόταν να βρει ποιο απ' όλα έπρεπε να χρησιμοποιήσει για να φυτέψει καταβολάδες, ενώ για τα καλύτερα φρούτα του χρησιμοποιούσε χαρτοσακούλες με τις οποίες τα προστάτευε από τις μεγάλες οπωροφάγες νυχτερίδες και τα κάθε λογής έντομα. Αποδείχτηκε ότι η εμφάνιση στην «Εμπορική Εται­ ρεία Τίγρης» ενός νέου, δυνατού, διψασμένου για δράση άντρα που έψαχνε για δουλειά, έγινε την κατάλληλη για τον Τίγρη ώρα. Όταν ο Τζόνι έφτασε για πρώτη φορά στην πόλη, έκανε αυτό που συνήθιζε πάντα να κάνει: πήγε στο πλησιέστερο καφενείο, παρήγγειλε ένα ποτήρι παγω­ μένο καφέ και μια φέτα ψωμί αλειμμένη με συμπυκνω­ μένο γάλα και ζήτησε από τον ιδιοκτήτη δουλειά, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού όλα σχεδόν τα καφενεία ήταν τόσο μικρά, ώστε δούλευαν εκεί τα ίδια τα μέλη της ιδιοκτήτριας οικογένειας και προσέφεραν ελάχιστες ευκαιρίες για εργασία σε άλλους. Μόλις βγήκε στο δρόμο σταμάτησε μερικούς ανθρώπους και τους ρώτη­ σε πού θα μπορούσε να βρει δουλειά. Όλοι του έδωσαν την ίδια απάντηση - όπως ακριβώς και ο ιδιοκτήτης του καφενείου: «Στο πασίγνωστο μαγαζί του Τίγρη Ταν», του αποκρίθηκαν δείχνοντάς του ένα απλόχωρο μαγαζί

Digitized by @PriOri™

68

ΤΑΣ Ο

στον κεντρικό δρόμο, στο μέσο ενός υψώματος. Επρό­ κειτο για έναν πολυσύχναστο χώρο που έμοιαζε γεμά­ τος με ακριβά, υψηλής ποιότητας εμπορεύματα. Πλη­ σιάζοντας στο μαγαζί διαπίστωσε πως κατά τη διάρ­ κεια του τρίωρου ταξιδιού του από το Ταντζούνγκ Μαλίμ, στα ρούχα του είχε κατακαθίσει ένα λεπτό στρώ­ μα κόκκινης σκόνης. «Ζητάω δουλειά», είπε σ' ένα κορίτσι που ξεφόρτωνε μεγάλες μπάλες βαμβάκι από ένα φορτηγό. Το κορίτσι του έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού προς τα μέσα του μαγαζιού. «Ρώτα το αφεντικό», είπε. Ο Τζόνι δίστασε λίγο προτού μπει. Το μαγαζί έλαμπε από καθαριότητα και δεν υπήρχε ίχνος σκόνης. Μέσα βρίσκονταν αρκετοί πελάτες, κι ακούγονταν γέλια κι ένα ανακάτεμα φωνών τονισμένο από τον μεταλλικό ήχο των σφαιριδίων καθώς σέρνονταν πάνω στον άβακα το αριθμητήριο για τους υπολογισμούς. «Εκείνος εκεί με το κίτρινο πουκάμισο», είπε το κορί­ τσι καθώς τον προσπέρασε. Ο Τζόνι κοίταξε προς το μέρος μιας σκοτεινής γω­ νιάς. Μπροστά σ' ένα σωρό χαρτιά κι ένα μικρό κουτί για κέρματα καθόταν ένας καλοντυμένος άντρας. Είχε βγάλει τα παπούτσια του και καθόταν σταυροπόδι. Κά­ θε λίγο σήκωνε το κεφάλι του κι έκανε αέρα με μια δέσμη χαρτιά. Τα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα και πασα­ λειμμένα με μπριγιαντίνη. «Γυρεύω δουλειά», του είπε δίχως περιστροφές ο Τζόνι. «Είμαι εργάτης». Ο Τίγρης του έριξε μια διαπεραστική ματιά και τον ζύγιασε στο άψε-σβήσε. Έπειτα από τόσα χρόνια στο επάγγελμα είχε εξελιχθεί σε οξυδερκή κριτή χαρακτή­ ρων. Ήταν σε όλους γνωστό πως μπορούσε να δει στον καθένα πράγματα που ο άλλος δεν είχε συνειδητοποιή­ σει καν ότι υπάρχουν.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

69

«Πώς σε λένε;» ρώτησε τον Τζόνι. «Λιμ». «Από πού είσαι;» «Από πουθενά». «Τι θα πει από πουθενά; Όλοι είμαστε από κάπου». «Θα πει πως δεν ξέρω». «Εντάξει. Από πού έρχεσαι;» «Από το Ταντζούνγκ Μαλίμ». «Και πριν από αυτό;» «Από το Γκρικ». «Και πριν από κει;» «Σημείωσε: Καμπούνγκ Κοχ, Τελούκ Ανσόν, Μπάτου Γκάτζα, Ταϊπίνγκ». «Πολλά μέρη για ένα παιδί της ηλικίας σου», παρατή­ ρησε ο Τίγρης. Το αγόρι εκείνο του είχε φανεί εντελώς φυσιολογικό, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ασυνήθιστη συμπε­ ριφορά. Θα μπορούσε να ήταν σαν τους διάφορους αλανιάρηδες νεαρούς που εμφανίζονταν κατά καιρούς στο μαγαζί του. Εντούτοις απέπνεε κάτι το περίεργο, κάτι το ξεχωριστό, που ο Τίγρης δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν. «Τσάι;» ρώτησε δείχνο­ ντας στον Τζόνι μια καρέκλα να καθίσει. Εκείνος κάθισε, και το κοντό τσαλακωμένο πανταλό­ νι του τραβήχτηκε προς τα πάνω αποκαλύπτοντας τα σκληρά, γεμάτα χαρακιές γόνατά του. «Σε ποιαν απ' όλες τις δουλειές που έκανες έμεινες περισσότερο;» «Στη φυτεία του Γέο». «Αυτή κοντά στην Ταϊπίνγκ;» «Ναι». «Εννοείς τη φυτεία του Γέο, αυτή με τους ανανάδες όπου κανεί κουμάντο ο Μεγαλομάτης Τσιου;»

Digitized by @PriOri™

70

ΤΑΣ Ο

Ο νεαρός κατένευσε. Ο Τίγρης χαμογέλασε αχνά μισοκλείνοντας τα μάτια. «Κι ο λόγος;» «Μ' άρεσαν οι άλλοι εργάτες», είπε ο Τζόνι καρφώνο­ ντας το βλέμμα του στα κοκκινισμένα από τη σκόνη πάνινα παπούτσια του. «Μ' άρεσε ο τρόπος που ζού­ σαν. Όλοι μαζί. Το ίδιο και τ' αφεντικά». «Γνωρίζω καλά τον καταυλισμό τους». «Οι εργάτες εκεί ήταν σαν κι εμένα. Μα δεν μπορού­ σα να μείνω περισσότερο. Έπρεπε να φύγω». «Γιατί;» «Ο κόσμος έλεγε πως είχα κάνει άσχημα πράγματα». «Αυτά συμβαίνουν συχνά». Ο Τζόνι ξερόβηξε. Ο Τίγρης του έβαλε κι άλλο τσάι. «Σε τι τα καταφέρνεις καλύτερα;» «Στα πάντα. Εκτός από τις μηχανές». Ο Τζόνι αποδείχτηκε από τους πιο επιμελείς υπαλ­ λήλους που είχαν εργαστεί ποτέ στην «Εμπορική Εται­ ρεία Τίγρης». Στην αρχή έκανε ό,τι ακριβώς και οι υπό­ λοιποι περιστασιακοί εργάτες - πακέταρε, φόρτωνε, αποθήκευε, άνοιγε δέματα. Η δουλειά ήταν εξουθενωτι­ κή, όμως ο νεαρός δεν ήταν σαν τους άλλους αγράμμα­ τους εργάτες. Παρακολουθούσε και μάθαινε. Σύντομα είχε μάθει τα ονόματα των διαφόρων υφασμάτων με τα οποία ασχολούνταν και τη σύνθεσή τους. Έμαθε να ξε­ χωρίζει το κρετόν από το τσίτι, το κινεζικό μετάξι από το ταϊλανδέζικο, το ζέρσεϊ από την καπαρντίνα. Του άρεσαν ιδιαίτερα τα φτιαγμένα στη Σιγκαπούρη βαμ­ βακερά υφάσματα τα οποία, κατ' απομίμηση των γαλ­ λικών, είχαν τυπωμένα σχέδια με βοσκοπούλες και αχυ­ ρώνες. Πιο πολύ απ' όλα, όμως, του άρεσαν τα υφά­ σματα μπατίκ και τα χρυσοΰφαντα σόνγκετ· τα έφερ­ ναν στο μαγαζί οι γριές Μαλαίσιες οι οποίες τα ύφαιναν

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

71

εκεί, στην κοιλάδα, παρότι είχαν καταρράκτη και λογικά θα έπρεπε η όραση τους να είναι εξασθενημένη. «Βάλε τα εκεί, στο τελευταίο ράφι», έλεγε ξεφυσώ­ ντας δυνατά ο Τίγρης και δείχνοντας μιαν απόμερη γωνιά στην απέναντι πλευρά του καταστήματος, κάθε φορά που έφτανε μια καινούργια παραλαβή. «Χαμηλής ποιότητας πράγματα. Σκουπίδια». Πράγματι, σε σύγκριση με τα εισαγόμενα υφάσματα, τα μπατίκ ήταν φτιαγμένα άτεχνα. Τα χρώματα δεν είχαν ποτέ τον ίδιο τόνο ενώ τα σχέδια, καθώς ήταν καμωμένα με το χέρι, χαρακτηρίζονταν από ασυμμε­ τρία. Ακόμη και στα καλύτερα από αυτά η βαφή ξεθώ­ ριαζε γρήγορα αφήνοντας μια σκοτεινή αποτύπωση των αρχικών αποχρώσεων. Όμως στον Τζόνι άρεσαν τα ακανόνιστα σχέδια. Πράγματι, όταν αργότερα ήταν πια σε θέση ν' αγοράζει και να φορά ό,τι του έκανε κέφι, φορούσε πάντα μπατίκ σε ειδικές περιπτώσεις, όπως στις εκδηλώσεις για την Κινεζική Πρωτοχρονιά και το Τσινγκ Μινγκ. Τα θεωρούσε επίσης γούρικα και τα φορούσε όταν κάποιο άλογό του έτρεχε σε μια μεγά­ λη κούρσα στο Ί π ο · κι όταν ήταν υποχρεωμένος να ντύνεται με σακάκι και γραβάτα, φορούσε πάντα κάτω από το κολαριστό άσπρο πουκάμισό του ένα «γούρικο» πουκάμισο μπατίκ, έστω κι αν αυτό τον έκανε να ζεσταίνεται και να ιδρώνει. Διέθετε κόκκινα, γαλάζια και πράσινα πουκάμισα. Τα γαλάζια ήταν τα αγαπημένα του. Όταν δε μ' έβλεπε, ακολουθούσα με το βλέμμα μου τις γραμμές των σχεδίων τους. Τα καφετιά πιτσιλωτά σχήματα απλώνονταν σαν νεύρα και κολυμπού­ σαν στις βαθιές λιμνούλες του γαλάζιου περιγράμμα­ τος. Οι σκιές αυτές χοροπηδούσαν στην πλάτη του κι άλλαζαν γρήγορα θέση - κρύβονταν, διπλώνονταν, έπε­ φταν η μια πάνω στην άλλη.

Digitized by @PriOri™

72

ΤΑΣ Ο

Πάντως στο κατάστημα του Τίγρη τα μπατίκ τα θεω­ ρούσαν υφάσματα δεύτερης κατηγορίας, τα οποία σχε­ δόν δεν άξιζαν να πουληθούν. Όποιος ήθελε ν' αγορά­ σει συνηθισμένα υφάσματα από εκείνα που τα έφτια­ χναν στα μισογκρεμισμένα υπόστεγα του Ματσάνγκ, δεν επισκεπτόταν το μαγαζί του Τίγρη Ταν. «Να θυμάστε πάντα πως εδώ είναι ένα μέρος όπου πουλάμε όνειρα», έλεγε συχνά ο Τίγρης στους υπαλ­ λήλους του. Πριν περάσει πολύς καιρός, ανατέθηκαν στον Τζόνι πιο σοβαρά καθήκοντα, όπως για παράδειγμα η κατα­ μέτρηση των αποθεμάτων, και τελικά η εξυπηρέτηση των πελατών. Ο Τίγρης του έδωσε δύο καινούργια άσπρα πουκάμισα για να τα φορά στο κατάστημα όταν εξυπηρετούσε τους πελάτες, και ο νεαρός φρόντιζε να τα διατηρεί πάντα καθαρά και καλοσιδερωμένα. Απο­ δείχτηκε πως ήταν γεννημένος πωλητής μ' ένα εντελώς δικό του, άνετο στιλ. Όπως ακριβώς ο εργοδότης του, έτσι κι αυτός μιλούσε χαμηλόφωνα, προσπαθούσε να πείσει τον πελάτη αλλά ποτέ φορτικά, κολάκευε αλλά σπάνια γινόταν υπερβολικός. Παρότι σκοπός του ήταν να πουλήσει πάντα τα πιο ακριβά υφάσματα, ήξερε πως ήταν καλύτερα να πουλήσει κάτι πιο φτηνό παρά να μην κάνει καμία πώληση. Διαισθανόταν τι ήθελε ο πελάτης και κατάφερνε πάντα να τον ικανοποιεί. Για παράδειγμα, το συμβάν με τη Λευκή Γυναίκα έμει­ νε θρυλικό. Φαίνεται πως το γεγονός αυτό -όπως ένα σωρό άλλα γεγονότα στη ζωή του Τζόνι- συνέβη ανεξή­ γητα κι απροσδόκητα. Κανείς δε θα μάθει ποτέ γιατί εκείνη, απ' όλους τους υπαλλήλους του μαγαζιού είχε διαλέξει τον Τζόνι. Μπορεί να μην υπήρχε συγκεκριμέ­ νος λόγος ή ίσως ήταν ένα μικρό βήμα στο παράξενο μονοπάτι της μοίρας.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

73

Η Λευκή Γυναίκα ήταν μια μιγάδα χήρα, πανύψηλη, με έντονη και παράξενη ομορφιά. Μολονότι όλοι συμ­ φωνούσαν πως είχε εκπληκτικά χαρακτηριστικά, κανείς δεν ήταν σε θέση να τα περιγράψει με ακρίβεια, και ο καθένας έδινε μια εντελώς διαφορετική περιγραφή. Το πρόσωπό της ήταν παχουλό ή οστεώδες; Το βλέμμα της ελαφίσιο ή σκληρό; Το δέρμα της απαλό σαν βούτυρο ή λευκό σαν πουδραρισμένο; Ήταν ερωμένη ενός ιδιοκτή­ τη φυτείας, κάποιου Γάλλου που ονομαζόταν Κλουέ (ο κόσμος τον έλεγε Κλουτ) ο οποίος έπινε πολύ σάμσου και δε νοιαζόταν σταλιά για τη φυτεία του. Στη μεγάλη οικονομική κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930, είχε υποστεί μεγάλη ζημιά, και ό,τι του απέμεινε ήταν μερικές εκατοντάδες εκτάρια με ξεραμένα καουτσουκόδεντρα και μια σύζυγος που μισούσε τα κουνούπια και τις ασθένειες των τροπικών χωρών. Αγαπούσε μια γυ­ ναίκα που όμως η ζωή της ακολουθούσε διαφορετικό μονοπάτι. Δεν μπορούσε να ζήσει μ' αυτήν ούτε να τον δουν μαζί της δημόσια, διότι θα κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Δεν του επιτρεπόταν να την πάρει μαζί του ούτε καν στη Λέσχη Ιδιοκτητών Φυτειών. Κάθε τό­ σο, η οικιακή βοηθός που του καθάριζε το σπίτι πήγαινε στην πόλη και διέδιδε πως ο Κλουτ θα έφευγε με τη Λευκή Γυναίκα για τη Γαλλία. Όλοι ήξεραν, ωστόσο, πως κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο ποτέ να συμβεί. Όταν η Λευκή Γυναίκα μπήκε στο μαγαζί του Τίγρη, απλώθηκε απ' άκρη σ' άκρη σιωπή. Εκείνη κοντοστάθη­ κε κι άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί στα ράφια επιθεωρώντας τα τόπια με τα υφάσματα και τους σωρούς των καλοδιπλωμένων ενδυμάτων. Πήγαινε στο μαγαζί του Τίγρη τρεις φορές το χρόνο κι αγόραζε τα καλύτερα από τα καινουργιοφερμένα εμπορεύματα. Συνήθως ειδοποιούσε από πριν για την επίσκεψή της,

Digitized by @PriOri™

74

ΤΑΣ Ο

ώστε ο ιδιοκτήτης να ξέρει πότε ακριβώς η υψηλή πελάτισσά του θα επισκεπτόταν το μαγαζί και τι ακρι­ βώς ήθελε ν' αγοράσει. Εκτός από τα πράγματα που περιλαμβάνονται συνήθως στον κατάλογο μιας πλού­ σιας γυναίκας, όπως γαλλικά τραπεζομάντιλα και ινδι­ κά υφάσματα από καθαρό βαμβάκι για τη στολή των υπηρετών, ο δικός της κατάλογος περιείχε επίσης γυναικεία βαμβακερά υποκάμισα και νυχτικά - ήξερε πως ο Τίγρης θα της τα ετοίμαζε σε μικρά διακριτικά πακέτα που δε θα τραβούσαν το βλέμμα των άλλων πελατών. Ο ίδιος φρόντιζε να βρίσκεται πάντα εκεί για να την περιποιηθεί «αυτοπροσώπως», τη φορά εκείνη ωστόσο δεν είχε προηγηθεί προειδοποιητικό μήνυμα. Η Λευκή Γυναίκα πέρασε εντελώς απρόσμενα από το Καμπάρ. Η γέφυρα που είχε χτιστεί πρόσφατα στον ποταμό Τούα κατέρρευσε από τις πλημμύρες του προηγούμενου μήνα, και η κατασκευή της καινούργιας δεν είχε ξεκινήσει ακόμη. Η παράκαμψη λοιπόν που υποχρεώθηκε να κάνει η πελάτισσα του Τίγρη, την είχε φέρει πολύ κοντά στο μαγαζί του· και πώς ν' αντισταθεί στον πειρασμό... Ο ιδιοκτήτης, όμως, έτυχε να μην είναι στο μαγαζί εκείνη την ημέρα και όλοι οι παρευρι­ σκόμενοι παρατήρησαν την έκφραση δυσαρέσκειας που αποτυπώθηκε στο πρόσωπό της. Δεν έβγαλε το καπέλο της και βάλθηκε να παίζει με τις χάντρες της τσάντας της κοιτώντας ολόγυρα, μέχρι που το περιφρονητικό της βλέμμα σταμάτησε στον Τζόνι. «Μπορώ να σας περιποιηθώ εγώ, αν βέβαια θέλετε», της είπε ο νεαρός. Ήταν ο μόνος απ' όλους τους υπαλ­ λήλους που τόλμησε να της απευθύνει το λόγο. «Πού είναι ο κύριος Ταν;» «Σήμερα λείπει για δουλειές», της αποκρίθηκε ο Τζό­ νι. «Έχει αφήσει όμως εμένα στη θέση του».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

75

Εκείνη πλησίασε στον πάγκο κι ακούμπησε την τσά­ ντα της πάνω στις γυάλινες βιτρίνες όπου φάνταζαν δαντελένια μαντίλια. Ο Τζόνι πρόσεξε την τσάντα· ήταν από μαύρο σατέν κεντημένο προσεκτικά με χάντρες που απεικόνιζαν ένα δράκο ο οποίος κυνηγούσε ένα μαργαριτάρι σε τρικυμισμένη θάλασσα. «Τι θα θέλατε, κυρία;» «Θα ήθελα να μου δείξεις κάτι όμορφο», είπε η Λευκή Γυναίκα ατενίζοντας τον νεαρό πωλητή. «Νομίζεις πως μπορείς να το κάνεις αυτό;» Την κοίταξε κατάματα. «Νομίζω πως δε θα σας απο­ γοητεύσω». Κινήθηκε αργά αργά από τη μια γωνιά του καταστή­ ματος στην άλλη, αγγίζοντας τόπια υφάσματα και ψαύοντας με τα δάχτυλά του την υφή τους για ν' απο­ φασίσει αν έπρεπε να τα πάρει στα χέρια του. Κάπου κάπου ξετύλιγε κάποιο κομμάτι και το παρατηρούσε στο φως μισοκλείνοντας τα μάτια, ενώ κανείς από τους άλλους υπαλλήλους δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήθελε να κάνει. Φαινόταν σαν να έψαχνε για κάτι κρυμμένο. Στο μεταξύ η Λευκή Γυναίκα τον παρακολουθούσε με ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον, και η αρχική της αγανάκτηση είχε αρχίσει να καταλαγιάζει. Δεν μπορού­ σε να φανταστεί τι έκανε ο παράξενος εκείνος νεαρός. Τις κινήσεις του φαινόταν να τις υπαγορεύει μια μυστη­ ριώδης σκέψη. Αλλά τι ακριβώς ήταν αυτή; «Ορίστε», είπε τελικά ο Τζόνι. «Νομίζω πως αυτό θα σας αρέσει». «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε κρατώντας ανάμεσα στα δάχτυλά της το ύφασμα και ψηλαφώντας το. Ήταν απαλό και μεταξένιο, με άσπρα λουλούδια. «Είναι γαλλικό ύφασμα».

Digitized by @PriOri™

76

ΤΑΣ Ο

«Μπα· δε μου φαίνεται γαλλικό. Τα σχέδιά του δεν είναι πλούσια». «Κι όμως, είναι γαλλικό, κυρία· και μάλιστα, όπως με ενημέρωσαν, η τελευταία λέξη της μόδας. Τους ζεστούς μήνες μπορείτε να το φοράτε ακόμη και κατάσαρκα. Βλέπετε πόσο απαλό είναι; Ορίστε», της είπε, σέρνο­ ντας απαλά το ύφασμα πάνω στο χέρι της. «Εμένα μου φαίνεται πως κάνει μάλλον για τραπεζο­ μάντιλο». «Αυτό», είπε ο Τζόνι ρίχνοντας ένα άλλο ύφασμα στους ώμους του, «είναι κάτι εντελώς ξεχωριστό». «Δεν έχει καθόλου σχέδια». «Δε διαφωνώ. Δείτε όμως πώς λάμπει πάνω του το φως και πώς περνά ανάμεσά του». «Κάνει για φόρεμα;» «Όχι βέβαια! Κάνει όμως για τα παράθυρά σας, τα οποία υποθέτω πως είναι αρκετά μεγάλα. Μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε για κουρτίνες». «Για κουρτίνες; Ένα ύφασμα χωρίς σχέδια;» «Έχω δει τέτοιες κουρτίνες σε πρόσφατα αμερικανι­ κά περιοδικά», είπε ο Τζόνι κρατώντας το ύφασμα μπροστά στο πρόσωπό του. «Δείτε, παρακαλώ, κυρία. Μπορώ και σας βλέπω μέσα από αυτό. Εσείς μπορείτε να με δείτε;» «Όχι». «Αυτό εδώ είναι το αγαπημένο μου. Είμαι σίγουρος πως θα σας κόψει την ανάσα», συνέχισε ο νεαρός κα­ θώς άνοιγε ένα καφετί πακέτο. «Μα είναι μπατίκ», είπε ξερά και κάπως κοροϊδευτι­ κά η Λευκή Γυναίκα. Ο Τζόνι έσπρωξε προς τη μεριά της ένα πιάτο με ροδόχρωμα γλυκά από λωτό και της γέμισε ένα φλιτζά­ νι με τσάι.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

77

«Τα εξάγουμε στην Ευρώπη». Μίλησε χαμηλόφωνα, τόσο που η φωνή του ήχησε σαν ψίθυρος. «Είναι κάτι που δεν το ξέρει κανείς ακόμη. Αυτό εδώ είναι φτιαγμέ­ νο αποκλειστικά για μας... Κατόπιν παραγγελίας μας. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν...» «Εμένα μου φαίνεται σαν συνηθισμένο μπατίκ». «Μια παρτίδα από αυτό το ίδιο ύφασμα με τα ίδια ακριβώς σχέδια το στείλαμε ήδη στο Πορτ Γουέλσλι, για να το φορτώσουν από κει για το Λονδίνο, το Παρίσι και την Αμερική». «Α! Μάλιστα!» Οι υπάλληλοι του μαγαζιού ξαφνιάστηκαν. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν για αποστολή μπατίκ στην Ευρώπη. Το μυαλό τους άρχισε να γυρίζει. Ήταν δυνα­ τόν τα ίδια σαρόνγκ που φορούσαν οι γιαγιάδες τους να τα φορούσαν τώρα στο Λονδίνο; Γιατί ο Τίγρης τους το είχε κρατήσει μυστικό; Η παραγγελία δόθηκε, τα χρήματα πληρώθηκαν και τα εμπορεύματα στάλθηκαν την ίδια κιόλας ημέρα στο σπίτι της Λευκής Γυναίκας. «Μπατίκ! Μα να της πουλήσεις μπατίκ!» έλεγε και ξανάλεγε ο Τίγρης όταν άκουσε τι είχε συμβεί, ενώ πή­ γαινε να πάρει το μπουκάλι με το ουίσκι. «Δε θα ξανάρ­ θει στο μαγαζί». Πάντως η διάθεσή του έφτιαξε μόλις συνειδητοποίησε πως ο Τζόνι είχε πουλήσει όλη την παρακαταθήκη των υφασμάτων που έμεναν αζήτητα εδώ και μήνες στα ράφια. Είχε επίσης καταφέρει να ξεφορτωθεί σε υπερβολικά διογκωμένη τιμή μια μεγά­ λη ποσότητα φτηνών κινεζικών αραχνοΰφαντων υφα­ σμάτων. Το μεταξωτό εμπριμέ στο χρώμα της παιώνιας -μια τραγικά λανθασμένη επιλογή του Τίγρη, αφού είχε παραγγείλει τεράστια ποσότητα στο καινούργιο υφαντουργείο της Σιγκαπούρης δίχως να δει προηγου-

Digitized by @PriOri™

78

ΤΑΣ Ο

μένως δείγμα του- είχε πουληθεί εύκολα, και μάλιστα χωρίς την ελάχιστη έκπτωση. Έπειτα από μερικές ημέρες έφτασε στο κατάστημα ένα σημείωμα από τη Λευκή Γυναίκα η οποία ευχαρι­ στούσε την «Εμπορική Εταιρεία Τίγρης» επειδή πάντα διέθετε παρακαταθήκη όμορφων αλλά και χρήσιμων υφασμάτων. Το σημείωμα υπογράμμιζε πως άξιζαν συγχαρητήρια στον Τζόνι, και ο Τίγρης το έδειχνε όλο καμάρι στους πελάτες. Αρχισε επίσης να βλέπει κάτω από διαφορετικό πρίσμα τον άξιο υπάλληλό του. Την περίοδο που ο Τζόνι δούλευε στο κατάστημα έμενε στο σπίτι του Τίγρη με αρκετούς άλλους νεαρούς άντρες και νεαρές γυναίκες που όλοι -όπως είχε κατα­ λάβει- εργάζονταν κατά διαφόρους τρόπους για το κόμμα. Παρότι ήταν κι αυτοί υπάλληλοι στο κατάστημα του Τίγρη, οι δρόμοι τους δεν είχαν ποτέ συναντηθεί. Το βράδυ οι υπάλληλοι χαιρετούσαν κι εξαφανίζονταν μες στο σκοτάδι. Επανεμφανίζονταν στις πέντε και τέταρ­ το το άλλο πρωί, την ώρα του προγεύματος. Ο Τζόνι αναρωτιόταν τι έκαναν όταν έφευγαν κρυφά από το σπίτι τη νύχτα. Ίσως παρακολουθούσαν παθιασμένες διαλέξεις, κατέστρωναν σχέδια επιθέσεων κατά διαφό­ ρων κρατικών κτιρίων σε όλη την κοιλάδα, κατασκό­ πευαν τους αξιωματούχους του Ίπο, καθάριζαν πολυ­ βόλα, τοποθετούσαν παγίδες βαθιά στη ζούγκλα. Μπο­ ρεί ακόμη και να σκότωναν ανθρώπους. Η σκέψη αυτή τον έκανε να ανατριχιάζει από την έξαψη. Θα ήθελε να συμμετέχει σε κάθε μορφή δράσης. Ο Τζόνι δεν είχε αποκτήσει ακόμη πείρα για το τι σήμαινε η ζωή ενός αληθινού κομμουνιστή. Μέχρι τότε, βέβαια, είχε εργαστεί σε πολλά μέρη όπου τ' αφεντικά είχαν κομμουνιστικές τάσεις αλλά δεν τον είχαν πλησιά­ σει ποτέ για να του ζητήσουν να κάνει κάτι συγκεκριμέ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

79

νο. Μια φορά κάποιος του είχε δώσει ένα φυλλάδιο. Οι λέξεις πάνω στο λεπτό χαρτί έμοιαζαν ψυχρές και τον άφησαν αδιάφορο. Προσπάθησε να διαβάσει ορισμένα βιβλία από τη βιβλιοθήκη του Τίγρη. Αρχισε με το Κεφά­ λαιο του Μαρξ, χωρίς να ξέρει γιατί. Ίσως είχε ακούσει το όνομα αυτό ή μπορεί και να τον είχε γοητεύσει. Ο απλός, ισχυρός ήχος των λέξεων καθώς το διάβαζε αργά και φωναχτά, τον ώθησε να το πάρει στο δωμά­ τιό του. Κε-φά-λαι-ο. Το 'λεγε και το ξανάλεγε, κι όπως το πρόφερε, ένιωθε να τον κατακλύζει ένα περίεργο συναίσθημα κι αισθανόταν παράξενα αναζωογονημέ­ νος. Πάντως δεν κατάλαβε τίποτε από το βιβλίο. Αν και μεταφρασμένο στα κινεζικά, του φαινόταν ακατανόη­ το. Αυτό που έλεγαν οι λέξεις ήταν ξεκάθαρο, αλλά το νόημα που κρυβόταν πίσω από αυτές παρέμενε γι' αυ­ τόν μυστηριώδες. Κατέληξε ότι η αγγλική μετάφραση ήταν καλύτερη - πιο κατανοητή. Κάθε νύχτα άνοιγε το βιβλίο και με τα φτωχά αγγλικά του διάβαζε μερικές αράδες, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα έβρισκε ένα πορτάκι, ώστε μέσα από αυτό να τρυπώσει στον πλα­ τύ κόσμο που ήξερε ότι κρυβόταν πίσω από εκείνες τις σελίδες. Η ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου τον έκανε κατά κάποιον τρόπο να νιώθει πιο σημαντικός, πιο ώριμος, σαν ν' αποτελούσε νευραλγικό τμήμα ενός υγιούς συνόλου. Το απόγευμα μιας Παρασκευής που τα μαγαζιά ήταν κλειστά και η φωνή του μουεζίνη απλωνόταν στην πόλη, ο Τζόνι συνάντησε στον κήπο του Τίγρη έναν άντρα. Καθόταν στον ίσκιο ενός δέντρου τσίκου με τα πόδια ανοιχτά κι ανάμεσά τους κρατούσε κι ακόνιζε με απαλά, παράξενα χτυπήματα ένα παράνγκ. Τόσο τα πόδια του όσο και το γυμνό στήθος του ήταν «σπαρμέ­ να» με τούφες χλόης και τα χέρια του γεμάτα χώματα.

Digitized by @PriOri™

80

ΤΑΣ Ο

«Πρέπει να βάλω φωτιά για να κάψω τα ξερά χόρτα και τα φύλλα», του είπε ο Τζόνι. «Μπορείς να μου πεις σε πόση ώρα τελειώνεις;» «Τελείωσα», του αποκρίθηκε ο άνθρωπος που το όνομα του ήταν Γκαν. Ο νεαρός Κινέζος προχώρησε προς την απέναντι μεριά του κήπου όπου φύλαγε τα εργαλεία του σε κά­ ποια γωνιά, πίσω από τα οπωροφόρα. Ο σταθερός, μεταλλικός ήχος της λεπίδας που ακόνιζε ο άνθρωπος ηχούσε διαπεραστικός μέσα στον ζεστό απογευματινό αέρα. «Έι», του είπε ο Γκαν. «Έχω ακούσει για σένα». «Έχεις ακούσει τι;» τον ρώτησε ο Τζόνι γυρίζοντας προς το μέρος του. «Για εκείνο το περιστατικό στα Μεταλλεία Ντάρμπι. Όλοι το ξέρουν». «Και λοιπόν; Εγώ πάντως ούτε καν το θυμάμαι». Ο Γκαν άρχισε να γελά τσιριχτά, και το γέλιο του θύμιζε κραυγή πληγωμένου ζώου της ζούγκλας. «Έι, αδερφάκι· μην παίρνεις τέτοιο ύφος. Είσαι στ' αλήθεια ήρωας. Δεν το ξέρεις; Όλοι μιλούν για το παλικάρι που κλάδεψε το πόδι του Αγγλου μπάσταρδου». «Δεν του κλάδεψα το πόδι». «Μπα... Καθόλου...» συνέχισε ο Γκαν με τα μάτια του μισόκλειστα από τα γέλια. «Έλα, κάθισε εδώ». «Ποιος σου το είπε; Ο Τίγρης;» ρώτησε ο Τζόνι κοι­ τώντας τον διαπεραστικά. Το μαχαίρι ισορροπούσε λαμπυρίζοντας ανάμεσα στα γόνατα του Γκαν. «Όχι. Αλλά είναι κάτι που το γνωρίζουν όλοι. Όπως σου είπα, είσαι πασίγνωστος. Γιατί θαρρείς πως έχεις μείνει ακόμη ζωντανός και βρίσκεις εύκολα δουλειά; Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό; Το χρωστάς σε μας,

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

81

τους πατριώτες σου, το λαό σου εδώ στην κοιλάδα που φροντίζουμε ο ένας τον άλλον. Κι αυτό συμβαίνει σε όλη την μπαστάρδικη κωλοχώρα. Σε όλο τον καταραμένο κόσμο. Συμφωνείς;» «Μάλλον...» «Ωραία. Ακου λοιπόν, μικρέ· θα σου εξηγήσω κάτι. Έλα...Κάθισε. Απ' όσο ξέρω είσαι καινούργιος εδώ, πα­ ρότι είσαι κιόλας ένας αναθεματισμένος φονιάς!» Ξέ­ σπασε πάλι σ' ένα γέλιο που αποκάλυψε τα κιτρινισμέ­ να από το τσιγάρο δόντια του. «Έχεις σκατά στο μυα­ λό σου και δεν ξέρεις τίποτε γι' αυτά που κάνουμε». «Ξέρω απέξω κι ανακατωτά ό,τι έχει σχέση με το μαγαζί». Ο Γκαν τον κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Δε λέω για το μαγαζί, βρε ηλίθιε, αλλά για το στρα­ τό. Τον κομμουνιστικό στρατό. Το Μ.Κ.Κ.», είπε ψιθυρι­ στά. «Ξέρεις τι σημαίνουν αυτά τ' αρχικά; Μαλαισιανό Κομμουνιστικό Κόμμα. Γι' αυτό δουλεύουμε». «Το ξέρω», αποκρίθηκε ο Τζόνι, κλοτσώντας μια τού­ φα χορτάρια. «Πού δουλεύετε;» «Δε φαντάζομαι να περιμένεις να σου πω, κωλόπαι­ δο... σκατό του σκύλου... Δεν είσαι ένας από μας... ή τουλάχιστον δεν είσαι προσώρας. Το κακό είναι πως ο Τίγρης σε χρειάζεται στο μαγαζί κι όχι εκεί έξω για να κάνεις ό,τι κάνουμε εμείς οι υπόλοιποι». «Δηλαδή τι κάνετε;» Ο Γκαν σήκωσε το μαχαίρι και κράτησε την ακονι­ σμένη λεπίδα του μπροστά στο πρόσωπο του Τζόνι. Τον κοίταξε με τα παγερά, μαύρα μάτια του και χαμο­ γέλασε, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά τα κιτρινι­ σμένα δόντια του. Με μια γρήγορη κυματιστή κίνηση κατέβασε τη λεπίδα και την έμπηξε στο χώμα κάνοντάς τη να κροταλίσει ανάμεσα στα χαλικάκια. Χαμογέλασε

Digitized by @PriOri™

82

ΤΑΣ Ο

στον Τζόνι, κι οι άκρες των χειλιών του κύρτωσαν από ένα σκληρό μορφασμό. «Αυτό κάνουμε». Ο Τζόνι κοκκίνισε κι ένιωσε το αίμα του να βράζει. Με το πέρασμα του παράνγκ μπροστά από το πρόσω­ πό του αισθάνθηκε ένα κύμα αέρα στα μάγουλά του, πρόσεξε το αστραποβόλημα της λεπίδας, και κατάλαβε επιτέλους μέσα του πως ήταν κι αυτός ένας κομμουνι­ στής. Οριστικά και αμετάκλητα. «Σκέφτομαι πως όποιος έχει τα κότσια να μαχαιρώ­ σει και να σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια ένα μεγάλο και τρανό βρομοάγγλο, μπορεί να μας φανεί πολύ χρή­ σιμος», είπε ο Γκαν, ανασύροντας το παράνγκ μέσ' από το χώμα και σκουπίζοντάς το με τα δάχτυλά του. «Είμαι έτοιμος να πολεμήσω με όλο μου το είναι για να ελευθερώσω τις ψυχές των ανθρώπων από τις αλυ­ σίδες της μπουρζουαζίας», είπε ο Τζόνι. Ο Γκαν τον κοίταξε ανέκφραστα. «Τι θες να κάνω;» ρώτησε ο νεαρός. Ο Γκαν γέλασε· ο Τζόνι δεν κατάλαβε αν ήταν από περιφρόνηση ή από φιλική διάθεση. «Αυτό εξαρτάται από τον Τίγρη», του είπε. Το μοναδικό πρόβλημα για να γίνει κομμουνιστής ο νεαρός ήταν πως η ένταξή του θα επηρέαζε τη δουλειά του, θα επηρέαζε τη λειτουργία του καταστήματος και την εξυπηρέτηση των πελατών από μέρους του, καθώς και τις αποφάσεις του για το ποια υφάσματα θα έπρε­ πε να εκθέσουν στις γυάλινες βιτρίνες. Για τον Τίγρη, αποτελούσε ένα από τα προβλήματα που το είχε αντι­ μετωπίσει εδώ και χρόνια. Είχε συνηθίσει πια στο απαί­ σιο και μόνιμο αίσθημα του φόβου να ανακαλυφθεί και να συλληφθεί, και στον κίνδυνο της προδοσίας. Ναι. Πε­ ριστοιχιζόταν από δικούς του ανθρώπους, ανθρώπους που τους είχε εμπιστοσύνη. Παράλληλα φρόντιζε να μη

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

83

δημιουργεί εχθρούς. Δεν εκμεταλλευόταν ποτέ τους πελάτες ή τους προμηθευτές του. Οι άνθρωποι είναι πάντα άνθρωποι, σκεφτόταν. Μια απλή εκδικητική κουβέντα που θα μπορούσε να φτάσει στ' αυτιά του τοπικού αστυνομικού διευθυντή ήταν αρκετή ώστε να βρεθεί σιδηροδέσμιος για όλη του τη ζωή στις φυλακές Ταμπούν. Πάνω από μια δεκαετία ο ευγενικός εκείνος κύριος συντόνιζε μέσα από τον ψευτοαριστοκρατικό χώρο του καταστήματός του τις δραστηριότητες των ανταρτών του Πέρακ. Τώρα, καθώς η δεκαετία του 1930 έφτανε στο τέλος της, αυτή η διπλοπροσωπία, αυτό το διπλό παιχνίδι τον βάραινε αφόρητα. Η επίγνωση πως έστελ­ νε νεαρούς να σκοτωθούν, να βασανιστούν ή να φυλα­ κιστούν για όλη τους τη ζωή, άρχισε να ταράζει τον ύπνο του. Ήθελε να κλείσει την πόρτα του στον κόσμο, ν' απομονωθεί μες στο σπίτι του έχοντας μόνη συντρο­ φιά τα βιβλία, τα έπιπλα και τα οπωροφόρα δέντρα του. Μα δε γινόταν. Τα μηνύματα που έρχονταν από την Κίνα γίνονταν όλο και πιο επείγοντα, όλο και πιο βίαια. Οι Ιάπωνες βρίσκονταν πια στη Μαντζουρία κι οι απανταχού της γης Κινέζοι είχαν κληθεί να πάρουν τα όπλα. Είχε φτάσει ο καιρός για δράση, έλεγε το κόμμα, γιατί ο εχθρός ήταν προ των πυλών. Όμως ο Τίγρης δεν επιθυμούσε τίποτε περισσότερο από το να δημιουργή­ σει το τέλειο τροπικό δέντρο γουάβα. Ένιωθε το βάρος της ηλικίας στα κόκαλά του και το δισταγμό στην καρ­ διά του. Τις νύχτες της αγρύπνιας του, στο μυαλό του γύριζε και ξαναγύριζε η ίδια πάντα σκέψη. Έπρεπε να σταματήσει. Δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο. Ήταν ευτυχής που είχε κοντά του τον Τζόνι. Κάποιο απόβραδο, όταν ο ήλιος είχε πάρει ένα βαθύ κεχριμπαρένιο χρώμα, του Τίγρη του ήρθε μια ιδέα που

Digitized by @PriOri™

84

ΤΑΣ Ο

τον έκανε να ανατριχιάσει από ευδαιμονία. Είχε περά­ σει την ημέρα του φυτεύοντας σπόρους παπάγια από καρπούς δικής του παραγωγής. Παρότι η δουλειά δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες, ήταν αρκετή ώστε ένας άνθρωπος της ηλικίας του να νιώσει πως είχε δικαίωμα για λίγη ανάπαυση. Αφού λοιπόν έκανε ένα κρύο ντους κάθισε στην καλαμένια πολυθρόνα της βι­ βλιοθήκης έχοντας μαζί του το πιάτο με το δείπνο του: κρύα νουντλ - κινεζικά λαζάνια. Μόλις απόφαγε, γέμισε ένα μικρό ποτήρι με κονιάκ. Εκείνη την ημέρα δεν είχε πάει καθόλου στο μαγαζί. Η σκέψη του φτερούγισε στον Τζόνι, φτερούγισε στους πελάτες· προσπάθησε να φέρει στ' αυτιά του τους θορύβους του μαγαζιού, τον απαλό και συνάμα κοφτό ήχο των βαριών ψαλιδιών καθώς έκοβαν τα υφάσματα, τη χαμηλή, σχεδόν μουρμουριστή φωνή του νεαρού Κινέζου και το κουδούνισμα των κερμάτων πάνω στον γυάλινο πάγκο. Αναρωτή­ θηκε πώς θα ήταν το μαγαζί χωρίς αυτόν, και η εικόνα χωρίς τη δική του παρουσία δεν τον ενόχλησε διόλου. Κατάλαβε τότε πως η «Εμπορική Εταιρεία Τίγρης», μετά το θάνατό του όχι μόνο θα υπήρχε αλλά και θα γνώρι­ ζε μεγάλη άνθηση. Ο κόσμος που είχε δημιουργήσει με τα χέρια και το μυαλό του θα εξακολουθούσε να ανα­ πτύσσεται ασταμάτητα. Η σκέψη του αυτή επιβεβαιώθηκε όταν είδε τον Τζόνι να μπαίνει στο σπίτι ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά της εισόδου. Ένιωσε απέραντη χαρά και ανα­ κούφιση. Ήξερε πως δεν υπήρχε πια λόγος να συνε­ χίσει τον αγώνα του. «Τζόνι!» φώναξε, μη μπορώντας να κρατήσει άλλο για τον εαυτό του τις σκέψεις του. «Τι τρέχει, Τίγρη; Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο νεαρός και το μέτωπό του ρυτιδώθηκε από την αμφιβολία.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

85

«Θέλω να 'ρθεις και να καθίσεις κοντά μου», είπε ο Τίγρης. Ο νεαρός κάθισε στην άκρη μιας πολυθρόνας απένα­ ντι από τον εργοδότη του. Μέσα από τη μαλακή ταπε­ τσαρία της ένιωσε το ξύλο να του πιέζει τους γλουτούς. «Θέλεις λίγο κονιάκ Κουρβουαζιέ;» ρώτησε ο Τίγρης με τρυφερότητα, καθώς σήκωνε ψηλά και του έδειχνε το μπουκάλι. «Όχι, ευχαριστώ». «Λένε πως το ν' ασχολείσαι με τον κήπο σου κάνει καλό στην ψυχή σου», είπε ο καταστηματάρχης με το πρόσωπό του ξαναμμένο. «Μπορώ να πάρω όρκο πως πράγματι έτσι συμβαίνει. Έπειτα από μια ολόκληρη ημέρα που την πέρασα δουλεύοντας στον κήπο νιώθω εξαγνισμένος. Δεν είναι αστείο;» Γέλασε συγκρατημένα. Ο Τζόνι τον κοίταξε σαστισμένος. «Δεν ξέρω πώς να σ' το εξηγήσω αυτό το συναίσθη­ μα», συνέχισε εκείνος. «Θα 'λεγε κανείς πως η δουλειά στον κήπο και η περιποίηση των φυτών μου μ' έκαναν καλύτερο άνθρωπο, μ' έκαναν να νιώθω πως μέσα μου υπάρχει πολλή καλοσύνη...» «Μα είσαι καλός». «...και τις λίγες ώρες που ασχολούμαι με τον κήπο κανένα από τα άσχημα πράγματα που έκανα στη ζωή μου δε φαίνεται να έχει σημασία. Οι ασχήμιες δεν υπάρ­ χουν μες στον κήπο μου». «Μα δεν έχεις κάνει άσχημα πράγματα». Ο Τίγρης χαμογέλασε. «Μη μιλάς. Ακου. Ξέρεις καλά πόσο ανησυχούσα για το μαγαζί. Και ξέρεις πως είμαι πια γέρος. Αυτό δε σημαίνει πως δεν ανησυχώ για το μέλλον του μαγαζιού και για το μέλλον όσων εργάζονται σ' αυτό, για όσους εξαρτώνται από αυτό. Όμως είμαι

Digitized by @PriOri™

86

ΤΑΣ Ο

γέρος και κουρασμένος κι όπου να 'ναι θα πεθάνω. Το ξέρω πως τώρα τελευταία περνώ πολλές ώρες στον κήπο μου, μα νιώθω πως αυτό δε θα ζημιώσει κανέναν. Και ξέρεις γιατί; Επειδή έχω εσένα. Κι εσύ είσαι έτοιμος για πολύ μεγαλύτερα πράγματα». «Μεγαλύτερα πράγματα;» επανέλαβε ο Τζόνι μ' εκεί­ νο το ανέκφραστο ύφος του. «Ακριβώς! Πες μου, τι θα γίνει το μαγαζί όταν πεθά­ νω; Το 'χεις σκεφτεί;» «Μη λες τέτοια λόγια». «Εντάξει. Αλλά αν...Τι θα γίνει αν εγώ... Τι θα έκανες σε μια τέτοια περίπτωση;» «Τίποτε. Δεν ξέρω», πείσμωσε ο νεαρός Κινέζος, που σκυθρώπιασε. «Πιστεύεις πως το μαγαζί θα συνέχιζε απρόσκοπτα τη λειτουργία του;» «Ναι». Η απάντηση ήταν αυθόρμητη. «Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» Ο Τζόνι παρέμει­ νε σιωπηλός. «Η επιχείρηση θα συνεχίσει να υπάρχει χάρη σε σένα. Όταν πεθάνω, όλα όσα έχω θα γίνουν δικά σου». Ο νεαρός δε διαμαρτυρήθηκε· παρέμεινε ανέκφρα­ στος όπως και προηγουμένως. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν σημειώθηκε στην κοι­ λάδα μια μικρή επανάσταση στην αγορά υφασμάτων. Ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων εταιρειών της Κουάλα Αουμπούρ και της Πενάνγκ, ο Τζόνι εγκαι­ νίασε την πώληση από χωριό σε χωριό. Πίστευε πάντα πως υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που θα ήθελαν να επι­ σκεφθούν το μαγαζί αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο για διαφόρους λόγους. Σε πολλά σημεία της

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

87

κοιλάδας οι δρόμοι δε διέφεραν από στενά χωμάτινα μονοπάτια όλο στροφές, που οδηγούσαν κατευθείαν μες στη ζούγκλα. Την εποχή των βροχών οι δρόμοι αυτοί γέμιζαν λάσπες ενώ το καλοκαίρι η σκόνη ήταν τόσο πυκνή και ο ήλιος έκαιγε τόσο δυνατά, που οι ταξιδιώτες κρατούσαν με δυσκολία τα μάτια τους ανοι­ χτά. Ο Τζόνι λοιπόν έκανε τη σκέψη πως αφού αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πάνε στο μαγαζί, καλό θα ήταν να πήγαινε το μαγαζί σ' αυτούς... Κάθε Τρίτη διέσχιζε τη ζούγκλα με το ποδήλατό του, έχοντας μαζί του δείγματα από τα διάφορα υφάσματα. Τραβούσε προς τα μικρά χωριά που βρίσκονταν πέρα από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, ανάμεσα στο Κα­ μπάρ και το Ίπο, και κάθε εξόρμησή του διαρκούσε δύο ολόκληρα μερόνυχτα. Το πρωί της τρίτης ημέρας εμφα­ νιζόταν στο μαγαζί έχοντας ξεπουλήσει όλα τα εμπο­ ρεύματα. Στο πίσω μέρος του ποδηλάτου του είχε τοποθετήσει ένα μικρό κουτί φτιαγμένο από παλιό κομ­ μάτι ξύλο τικ, που ήταν κάποτε το κάθισμα μιας πολυ­ θρόνας, φθαρμένο από τα χρόνια. Το έδενε γερά στο ποδήλατό του και στη συνέχεια έδενε πάνω σ' αυτό τα τόπια των διαφόρων υφασμάτων που προεξείχαν κάθετα από τη μια και την άλλη μεριά του ποδηλάτου σχηματίζοντας μ' αυτό ορθή γωνία. Πολύ σύντομα κατέληξε να γίνει μια οικεία μορφή στα μικρότερα χω­ ριά της κοιλάδας - ένας βλοσυρός άντρας καβάλα σε μια παράξενη κατασκευή που θύμιζε πιο πολύ κινούμε­ νο σωρό υφασμάτων παρά ποδήλατο. Τα παιδιά περί­ μεναν με μεγάλη ανυπομονησία ν' ακούσουν το χτύπη­ μα του κουδουνιού και ν' αντικρίσουν τον άντρα με τα υφάσματα, επειδή κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα μεγάλο σάκο με βρασμένα γλυκίσματα που τους τα μοί­ ραζε απλόχερα.

Digitized by @PriOri™

88

ΤΑΣ Ο

Όμως ο Τζόνι δεν κουβαλούσε μόνο γλυκά. Στο καθένα από τα χωριά που πήγαινε αναζητούσε εκείνους που ήταν γνωστοί ως συμπαθούντες τους κομμουνιστές. Τους έφερνε νέα από τον Τίγρη για τη δράση του κόμμα­ τος στην υπόλοιπη κοιλάδα. Αναφερόταν στις μυστικές διαλέξεις και στους εράνους για τη συγκέντρωση χρημά­ των που προορίζονταν για την οργανωτική δραστηριό­ τητα στην Κίνα. Συγκέντρωνε επίσης πληροφορίες και πολύ σύντομα γνώριζε ποιοι αγρότες είχαν γιους που ήθελαν να ενταχθούν στο κόμμα, ποια χωριά δεν επιθυ­ μούσαν να λάβουν μέρος στον αγώνα, και σε ποιους μπορούσε να βασιστεί για δωρεές. Γνώρισε τα χωριά και τους ανθρώπους, έφτασε μάλιστα στο σημείο να μάθει ποιοι από αυτούς ήταν φιλικοί, ποιοι διστακτικοί και ποιοι εντελώς εχθρικοί. Ανάμεσά τους υπήρχαν όμορφοι και άσχημοι, έξυπνοι κι ανόητοι, ανυπάκουοι και τολμη­ ροί. Σε μικρό διάστημα ήξερε τα πάντα, πολύ περισσό­ τερα απ' όσα γνώριζε ο ίδιος ο Τίγρης. Στις εξορμήσεις του αυτές ο Τζόνι ένιωθε να γεννιέ­ ται και να γιγαντώνεται μέσα του η αίσθηση του καθή­ κοντος. Εργαζόταν για να εξασφαλίσει το μέλλον του μαγαζιού, ενώ παράλληλα διέδιδε και τα μηνύματα του κόμματος. Βέβαια, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να συγκριθεί με μια μάχη σώμα με σώμα μες στη ζούγκλα, ωστόσο το να παρουσιάζει τις αρχές του κόμματος ήταν σίγουρα περισσότερο τιμητικό και απαιτητικό. Έπρεπε να το κάνει με ευστροφία κι εξυπνάδα, πάνω απ' όλα όμως έπρεπε να ξέρει να γράφει και να διαβά­ ζει. Στον τομέα αυτόν είχε ξεπεράσει κατά πολύ τους άλλους γιατί διέθετε ένα μεγάλο όπλο: στοιχειώδη μόρ­ φωση και ικανοποιητικές γνώσεις γραφής κι ανάγνω­ σης. Σε κάθε εξόρμησή του στα χωριά έπαιρνε μαζί του το Κομμουνιστικό Μανιφέστο μεταφρασμένο στ' αγγλι-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

89

κά, καθώς κι ένα λεξικό τσέπης που είχε ανακαλύψει στη βιβλιοθήκη του Τίγρη. Είχε επίσης ένα τετράδιο όπου κατέγραψε όλες τις λέξεις που του ήταν άγνω­ στες: Αδελφοσύνη, Αυταρχισμός, Ανταγωνιστικός, Νο­ μολογία. Τις κατέγραψε σε μια σελίδα και ακριβώς στην απέναντι έγραφε στα κινεζικά τη σημασία τους, απλου­ στεύοντας τες και παραφράζοντας τες κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να τις απομνημονεύει εύκολα· για παράδειγμα, Προλεταριάτο/Εγώ. Στη συνέχεια κοί­ ταζε απλώς τον κατάλογο των λέξεων και τις μάθαινε απέξω. Καθώς διέσχιζε με το ποδήλατό του τους ανώ­ μαλους δρόμους κάνοντας ασταμάτητα ελιγμούς για να αποφεύγει τις πέτρες και τις επικίνδυνες λακκούβες που είχαν δημιουργήσει οι πλημμύρες και οι περίοδοι ξηρασίας, πρόφερε μεγαλόφωνα τις αγγλικές λέξεις, ενώ η κινεζική μετάφρασή τους ηχούσε μέσα στο μυαλό του. Στην αρχή οι λέξεις ακούγονταν παράξενες και γοητευτικές, κάποιες φορές μάλιστα είχε την εντύπωση πως η φωνή που τις πρόφερε δεν ήταν δική του - δεν αναγνώριζε το πρόσωπο που παρήγε εκείνους τους θαυμαστούς ήχους. Πολύ σύντομα, ωστόσο, κατέληξε να τους αγαπά.Του άρεσε να νιώθει τις λέξεις να σχη­ ματίζονται στο βάθος του λάρυγγά του κι έπειτα να αναβλύζουν και να γεμίζουν το στόμα του προτού φτε­ ρουγίσουν στον ακύμαντο αέρα της ζούγκλας. Στο σπίτι, συνήθιζε να τρυπώνει όλο και πιο συχνά στη βιβλιοθήκη του Τίγρη. Για αρκετό διάστημα, αυτός ήταν ένας χώρος που του προκαλούσε τρόμο, σύγχυ­ ση και αμηχανία. Με τον καιρό, όμως, είχε αρχίσει να τον νιώθει πιο οικείο και λιγότερο απαγορευτικό. Η γοη­ τεία που ασκούσε η βιβλιοθήκη πάνω του γινόταν όλο και πιο ισχυρή. Ποια βιβλία όμως έπρεπε να διαβάσει; Του φαίνονταν όλα ίδια. Ήταν πια σε θέση να διαβάσει

Digitized by @PriOri™

90

ΤΑΣ Ο

τις περισσότερες από τις λέξεις που ήταν γραμμένες στη ράχη τους αλλά τα ονόματα -διότι επρόκειτο χωρίς αμφιβολία για τα ονόματα των συγγραφέων τους- εξα­ κολουθούσαν να παραμένουν αινιγματικά και άγνωστα. Κάποια ημέρα τα δάχτυλά του διέτρεξαν μια σειρά βιβλία με εξώφυλλα σε χρώμα του τροπικού δέντρου γουάβα και ψηλάφησε με τις άκρες των δαχτύλων του τα τυπωμένα χρυσά γράμματά τους. Μπορεί εκείνο το άγγιγμα να του αποκάλυπτε ξαφνικά τα κάθε λογής κρυμμένα μυστικά. Απομακρύνθηκε με κομμένη την ανάσα κρατώντας ένα βιβλίο που περιείχε μία επιλογή από τα ποιήματα του Σέλεϊ κι ένα άλλο γραμμένο από τον Γέιτς. Τα δύο αυτά βιβλία τον απασχόλησαν για αρκετές εβδομάδες. Γέμισε τρία τετράδια με καινούρ­ γιες λέξεις που θα τον συντρόφευαν σε όλη την υπόλοι­ πη ζωή του. Πολλά χρόνια αργότερα, γέρος πια, κάθε φορά που νόμιζε πως δεν τον άκουγε κανείς σιγοψιθύ­ ριζε στίχους του Σέλεϊ, που αναφέρονταν στις άστατες αλλαγές της βροχής και στο απάτητο δάπεδο της Αβύσσου... Πιστεύω πως δεν καταλάβαινε τι ακριβώς σήμαιναν όλ' αυτά. Ωστόσο, κάθε φορά που αναλογιζόταν τη σκοτεινή και σκληρή ζωή κάποιων στρατιωτών σαν τον Γκαν, τον διαπερνούσε ένα ρίγος ενθουσιασμού. Κάποτε έτυχε να επισκεφθεί σε κάποιο χωριουδάκι το σπίτι ενός κομ­ μουνιστή αξιωματούχου -επιφανούς στελέχους του Κομμουνιστικού Κόμματος- κι από μια μισάνοιχτη πόρ­ τα είχε δει ακουμπισμένο στον ξύλινο τοίχο ένα τουφέ­ κι. Έστεκε εκεί φανερά και προκλητικά, σαν να ήταν ένα συνηθισμένο εργαλείο του νοικοκυριού, έτοιμο να χρησι­ μοποιηθεί ανά πάσα στιγμή. Εκείνη τη νύχτα ο Τζόνι κοιμήθηκε στο πλαϊνό δωμάτιο δέκα βήματα μακριά από το όπλο, και στον ύπνο του είδε πως περπατούσε

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

91

ξυπόλυτος στη νυχτωμένη ζούγκλα κρατώντας στα χέρια του εκείνο το τουφέκι. Είχε φτάσει σ' ένα ξέφωτο φωτισμένο από μια φωτιά. Ο τόπος μύριζε κρέας και λάσπη. Οι άντρες γελούσαν με το κεφάλι γερμένο πίσω και το στόμα ορθάνοιχτο. Το όπλο το 'νιωσε ελαφρύ στα χέρια του όταν τους πυροβόλησε διαδοχικά όλους στο κεφάλι. Με το που ξύπνησε κοίταξε τα χέρια του. Ήταν δυνατά και δεν έτρεμαν διόλου· αλλά ο σφυγμός του είχε γίνει πολύ γρήγορος.

Digitized by @PriOri™

Τρία αστέρια ρισμένοι άνθρωποι γεννιούνται με το σπέρμα της κακίας μέσα τους. Απλώνεται σ' ολόκληρο το κορμί, δηλητηριάζει το αίμα και κολυμπά στις φλέ­ βες τους σαν μυστηριώδης ιός. Μπορεί να ελλοχεύει απαρατήρητο για χρόνια και να έρχεται στην επιφάνεια εντελώς περιστασιακά. Αλλες φορές πάλι, όταν όλα εξε­ λίσσονται ομαλά, καταλαγιάζει προσωρινά κι εκείνος που το κουβαλά μέσα του εμφανίζεται καλοπροαίρετος και έντιμος. Αργά ή γρήγορα, ωστόσο, το ψυχρό μίσος επικρατεί. Πρόκειται για αθεράπευτη κατάσταση. Είμαι σε θέση να προσδιορίσω επακριβώς τη στιγμή που βεβαιώθηκα πως ο πατέρας μου έπασχε από αυτή τη φοβερή ασθένεια. Είχα τελειώσει το σχολείο κι του ανήγγειλα την πρόθεσή μου να μην επιστρέψω ποτέ στην κοιλάδα. Δεν ήθελα να ξαναδώ στα μάτια μου το «Μεταξουργείο Η Αρμονία». Ο πατέρας άκου­ σε τη δήλωσή μου ατάραχος. Κούνησε απλώς το κεφά­ λι του και είπε: «Θα σε πάω εγώ στα λεωφορεία». Έβρεχε δυνατά καθώς κατευθυνόμαστε προς την Ταϊπίνγκ, όπου θα με άφηνε στο σταθμό των λεωφο­ ρείων. Διασχίσαμε την περιοχή της λίμνης Γκάρντενς διαβαίνοντας από λεωφόρους πλαισιωμένες από τα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

93

ομπρελωτά φυλλώματα γερμένων τζακαράντα - αυ­ τού του τροπικού δέντρου με το αρωματικό ξύλο. Οι σταγόνες της βροχής έβρισκαν διέξοδο ανάμεσα από το μικρό άνοιγμα των παραθύρων κι έπεφταν απαλά στα χέρια μου. Ξαφνικά ο πατέρας μου μείωσε εντελώς απροειδο­ ποίητα την ταχύτητα του αυτοκινήτου, σταμάτησε και βγήκε έξω. Προχώρησε πάνω στη χλόη και στάθηκε κάτω από τη βροχή ατενίζοντας τις ασημόχρωμες λίμνες. Δεν είχα καμιά διάθεση να γίνω μούσκεμα κι έτσι αποφάσισα να παραμείνω στο αυτοκίνητο. Δεν είχα ιδέα τι έκανε. Τελικά δεν μπόρεσα ν' αντέξω άλλο και, κρατώντας πάνω από το κεφάλι μου ένα εφεδρικό πουκάμισο, έτρεξα προς το μέρος του. Στάθηκα για μια στιγμή πλάι του κι εκείνος μου πρότεινε να περπατή­ σουμε. Είχε μια παράξενη έκφραση, λες κι η προσοχή του ήταν επικεντρωμένη σε κάτι μακρινό. «Ξέρεις, η λέξη Παράδεισος προέρχεται από μιαν αρχαία περσι­ κή λέξη που σημαίνει Κήπος», είπε ήρεμα σαν να μιλού­ σε στον εαυτό του. Δεν του αποκρίθηκα και προσπάθη­ σα να θυμηθώ αν υπήρχε κάποιο άρθρο γι' αυτό το θέμα στο τελευταίο τεύχος του Ρίντερς Ντάιτζεστ. «Οι Πέρσες είχαν πολύ όμορφους κήπους, όλο λιμνούλες, σιντριβάνια και λουλούδια. Ήθελαν να ξαναφτιάξουν στη γη τον Παράδεισο». Η βροχή που έπεφτε πάνω του τον έκανε ν' ανοι­ γοκλείνει τα μάτια κι εγώ προσπάθησα να ανακαλύψω τι ακριβώς παρατηρούσε με τόση προσήλωση. Μου πέρασε η σκέψη πως μπορεί να ήταν σε θέση να εκτι­ μήσει την ομορφιά· τελικά ίσως δεν ήταν τόσο κακόψυ­ χος όσο νόμιζα και τιποτένιος. Μες στη δυνατή βροχή άρχισα να νιώθω ενοχές που όλ' αυτά τα χρόνια τον είχα κρίνει τόσο άδικα και σκληρά. Ταυτόχρονα ένιωσα

Digitized by @PriOri™

94

ΤΑΣ Ο

και κάτι σαν τρόμο, επειδή ξαφνικά είχα βρεθεί μπρο­ στά σε κάποιον εντελώς διαφορετικό άνθρωπο από εκείνον που με είχε αναθρέψει. Τη στιγμή εκείνη άκουσα ένα κοφτό χτύπημα, κι είδα πως ο πατέρας μου είχε λιώσει με το χέρι του ένα κου­ νούπι πάνω στο λαιμό του. Κάτω από το πλαϊνό μέρος του πιγουνιού του, στο σημείο ακριβώς όπου είχε λιώ­ σει το κουνούπι, διέκρινα ένα μαυροκόκκινο λεκέ. «Κωλόπραμα!» έκανε οργισμένος καθώς γυρίζαμε για να επιβιβαστούμε στο αυτοκίνητο. Η φωνή του ήταν και πάλι σκληρή και παγερή, όπως πάντα, το βλέμμα του αγριωπό. Καθώς απομακρυνόμαστε από εκείνο το σημείο, σιγουρευόμουν όλο και περισσότερο πως έκανα λάθος. Η τρυφερή σκηνή ήταν μια στιγμιαία παρέκκλιση - τίποτε δεν είχε αλλάξει. Ο πατέρας μου είχε γεννηθεί με το μικρόβιο μιας ασθένειας, κάτι που τελικά τον κατέφαγε, κάτι που τον μόλυνε ολοκληρωτικά εξαλεί­ φοντας ό,τι καλό υπήρχε μέσα του. Δε γνωρίζω το λόγο που δεν κληρονόμησα κι εγώ αυτή την ασθένεια. Στην κηδεία του Τζόνι κάποιος μου είπε πως οι γιοι δε μοιάζουν ποτέ στους πατεράδες τους. Αυτό που περνάει από τους μεγαλύτερους στους μικρότερους βρίσκεται βαθιά κάτω από την επιφάνεια κι ούτε φαίνεται ούτε το νιώθει κανείς ποτέ. Μπορεί να 'ναι έτσι. Όμως, αν τα στοιχεία κληρονομικότητας πα­ ραμένουν μόνιμα θαμμένα μέσα μας, πώς είμαστε βέ­ βαιοι πως πράγματι υπάρχουν; Εγώ πάντως είμαι ευγνώμων που δε θα αναγνωρίσω ποτέ στον εαυτό μου χαρακτηριστικά του πατέρα μου. Ακόμη και σε χίλια χρόνια δε θα μπορούσα να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους έφτασε στο έγκλημα.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

95

Δε χρειάστηκε πολύς καιρός για να γίνει ο Τζόνι γνω­ στός σε όλη την κοιλάδα. Ως στενός συνεργάτης -το δεξί χέρι- του Τίγρη κέρδιζε αυτόματα το σεβασμό των ανθρώπων που συναντούσε και, καθώς ο εργοδότης του αποτραβιόταν όλο και περισσότερο από την ενερ­ γό δράση, η παρουσία του Τζόνι γινόταν ολοένα και πιο αισθητή. Τελικά όσοι είχαν να δώσουν κάποιες πληρο­ φορίες ή χρήματα, αντί να καταφεύγουν πρώτα στον Τίγρη πήγαιναν απευθείας στον νεαρό συνεργάτη του. Τότε ακριβώς, την εποχή που η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του είχε φτάσει στο κατακόρυφο, ο Τζόνι έκανε στον Τίγρη μια συγκεκριμένη πρόταση. «Θέλω να δώσω μια δημόσια διάλεξη σαν αυτές που συνήθιζες να δίνεις εσύ. Έχω διαβάσει, βλέπεις, αρκε­ τά βιβλία». Τα μάτια του Τίγρη άστραψαν από περηφά­ νια. Το αγόρι εκείνο είχε γίνει αληθινός άντρας. «Όχι τίποτε σπουδαίο», συνέχισε ο νεαρός. «Θέλω απλώς να τους μιλήσω για τα βιβλία που έχω διαβάσει. Για την ιδεολογία». «Α! Μάλιστα... Για την ι-δε-ο-λο-γί-α. Πες μου όμως, γιε μου, τι είναι αυτό που σε κάνει να επιθυμείς τόσο πολύ κάτι τέτοιο;» «Θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους... έτσι όπως βοήθησες εσύ εμένα». «Τι κάνει ο λαός μας αυτό τον καιρό; Έχεις σταματή­ σει να μου φέρνεις νέα. Φαντάζομαι πως όλα βαίνουν καλώς, έτσι;» «Όλα πάνε μια χαρά. Παρουσιάστηκαν δυο-τρία μικροπροβλήματα· τίποτε το στενόχωρο. Είπα λοιπόν να μη σ' ανησυχώ μιας και δεν υπήρχε κάτι πραγματι­ κά σοβαρό». «Κατάλαβα... Σ' ευχαριστώ... Έχεις κάτι άλλο στο μυαλό σου;»

Digitized by @PriOri™

96

ΤΑΣ Ο

«Όχι. Τίποτ' άλλο». «Αν σκέφτεσαι κάτι πρέπει να μου το πεις. Είσαι μια χαρά παλικάρι και πολύ ικανός. Μα δεν είσαι ακόμη έτοιμος για να εμφανιστείς δημόσια». «Δεν είμαι, ε;» Τις επόμενες εβδομάδες ο Τζόνι διέδωσε πως θα έδινε μια διάλεξη στο Κουά, κάτω από την προστασία του Τίγρη. Ισχυριζόταν ότι στη διάρκεια των εξορμήσεων του είχε ανακαλύψει πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, πως υπήρχε κάποιο σκουλήκι που κατέτρωγε την καρδιά του και πως η φοβερή αυτή εξέλιξη έπρεπε να λάβει τέλος. «Διάλεξη; Τι είναι πάλι αυτό; Τι σημαίνει;» απορού­ σαν μερικοί. «Πρόκειται για μια μεγάλη συγκέντρωση με δωρεάν μπίρες για όλους», εξηγούσε ο Τζόνι. Η διάλεξη δόθηκε σε μια μάλλον ευρύχωρη παράγκα στις δυτικές παρυφές της Φυτείας Καουτσούκ του Λι, κοντά στο Κουά. Ανάμεσα στις σειρές των καουτσουκόδεντρων είχαν θεριέψει ένα σωρό αγριόχορτα κι ήταν πολύ δύσκολο να βρει κανείς μες στη ζούγκλα τα μονο­ πάτια που οδηγούσαν στην παράγκα. Πάντως επρόκει­ το για έναν πολύ ιδιαίτερα χώρο. Παλιά, πριν από πολλά χρόνια, τη χρησιμοποιούσαν για ν' αποθηκεύουν τα επεξεργασμένα φύλλα καουτσούκ, επειδή όμως βρι­ σκόταν σε μεγάλη απόσταση από το διοικητικό κέντρο της φυτείας, οι ιδιοκτήτες του κτήματος την είχαν εγκα­ ταλείψει εδώ και καιρό, και είχε ήδη μετατραπεί σ' ένα όχι και τόσο μυστικό μέρος όπου μαζεύονταν οι νέοι για να πιουν ρούμι και σάμσου. Η παράγκα ήταν σχεδόν γεμάτη από ανθρώπους

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

97

που κάθονταν στο βρόμικο, χωμάτινο δάπεδο σταυροπόδι είτε γονατιστοί πάνω στις φτέρνες. Από τα σκου­ ριασμένα καρφιά των τοίχων κρέμονταν λάμπες πετρε­ λαίου που φώτιζαν με το πενιχρό φως τους την ολιγά­ ριθμη συγκέντρωση. Κάθε φορά που οι πεταλουδίτσες της νύχτας πετούσαν πολύ κοντά στις λάμπες το φως τρεμούλιαζε και κυμάτιζε, και μες στην παράγκα χορο­ πηδούσαν σκιές σε περίεργα σχήματα. «Το μυστικό της επιβίωσης είναι η ισχυρή αρχηγία», άρχισε να λέει ο Τζόνι, ενώ έκανε το γύρο της παρά­ γκας. Φορούσε ένα τραχύ πράσινο πουκάμισο από λι­ νάτσα, που στο ύψος του στήθους είχε χοντροκεντημένα τα τρία αστέρια του Μαλαισιανού Κομμουνιστικού Κόμματος. Στο ένα του χέρι κράδαινε ένα αντίτυπο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου -στα αγγλικά, για μεγαλύ­ τερη δημιουργία εντυπώσεων- και με το άλλο μοίραζε μπουκάλια ζεστής μπίρας Ανκορ. Οι περισσότεροι εκεί μέσα ήταν τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν ν' αγορά­ σουν μπίρα, ενώ υπήρχαν και κάποιοι που δεν την εί­ χαν γευτεί ποτέ. «Χωρίς ισχυρή ηγεσία είμαστε χαμέ­ νοι». Μίλησε με δυνατή, επιτακτική φωνή - τις προη­ γούμενες εβδομάδες είχε κάνει απανωτές πρόβες για να το πετύχει αυτό. «Ένας αρχηγός που δεν έχει κότσια, ένας αρχηγός που δε ζει με τους άντρες του, είναι επι­ ζήμιος για το Σκοπό». Πίεσε με δύναμη τα τρία αστέρια πάνω στο στήθος του. «Ναι... Ναι... Είναι επιζήμιος για το Σκοπό!» βρυχήθηκαν μερικοί άνθρωποι σηκώνοντας ψηλά τα μπουκάλια τους. «Είναι επιζήμιος για το Σκοπό!» επανέλαβαν εν χορώ οι υπόλοιποι. «Σήμερα δεν μπορεί να είναι κανείς ήπιος και ανεκτι­ κός. Δεν μπορούμε να καθόμαστε μισοξαπλωμένοι και

Digitized by @PriOri™

98

ΤΑΣ Ο

να κουνάμε τα πόδια μας. Να επαναπαυόμαστε στις δάφνες μας, όπως λένε οι Δυτικοί. Δείτε τι γίνεται στην Κίνα». «Δείτε τι γίνεται στην Κίνα!» «Δείτε τι γίνεται στην Κίνα!» Ο Τζόνι έπνιξε ένα χαμόγελο βλέποντας πόσο γρή­ γορα άδειαζαν τα μπουκάλια μπίρας αλλά και πόσο γρήγορα ξάναβαν τα πρόσωπα των ακροατών του. «Αν ο ιαπωνικός στρατός κάνει τον ερχόμενο μήνα εισβολή στην κοιλάδα, θα είμαστε σε θέση να τον αντι­ μετωπίσουμε με επιτυχία;» συνέχισε. «Όχι βέβαια! Και ξέρετε γιατί; Επειδή δεν είμαστε προετοιμασμένοι. Και γιατί δεν είμαστε προετοιμασμένοι; Επειδή δεν έχουμε δυναμικούς αρχηγούς». «Κατάρα στους αρχηγούς μας! Ανάθεμά τους, τους άχρηστους!» «Αν δεν έχουμε τη σωστή ηγεσία, οι Ιάπωνες, οι Βρε­ τανοί... οι πάντες μπορούν να μας καταστρέψουν», συνέχισε απτόητος ο Τζόνι ανοίγοντας μια κάσα με ουίσκι. «Όχι! Κανείς δεν μπορεί να μας καταστρέψει!» «Ναι, αλλά μόνο αν έχουμε δυναμικούς αρχηγούς. Οι αρχηγοί μας όμως δεν έχουν δύναμη». Μπουκάλια με ουίσκι εμφανίστηκαν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Άντρες και γυναίκες έπιναν κατευ­ θείαν από το μπουκάλι, κι όλοι ρουφούσαν μια δυνατή γουλιά πριν το περάσουν στον διπλανό τους. «Καλά, κι αυτός ο φοβητσιάρης ο Τίγρης; Τι κάνει; Ε;» φώναξε κάποιος. «Πού είναι;» «Ο Τίγρης; Ποιος είναι αυτός; Έχει γίνει άφαντος τώρα τελευταία». «Παλιά έκανε πολύ καλή δουλειά», αποκρίθηκε ο Τζόνι.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

99

«Παλιά; Σκατά! Το θέμα είναι τι κάνει σήμερα». «Παλιά ήταν μια χαρά. Μα στο μέλλον μπορεί να βρεθώ εξαιτίας του τρία μέτρα κάτω από το χώμα!» «Ο Τίγρης είναι καλός άνθρωπος», επέμεινε ο Τζόνι. «Δεν έχει όμως τα κότσια για αρχηγός!» «Ναι. Δεν έχει τα κότσια για αρχηγός!» «Αρχηγός μας πρέπει να είναι ο Τζόνι!» φώναξε κά­ ποιος, κι αμέσως ένα σωρό άλλοι βάλθηκαν να φωνά­ ζουν όλοι μαζί τ' όνομα του. Ο Τζόνι χαμογέλασε. «Ο Τίγρης είναι καλός άνθρωπος», επανέλαβε απλά. Έχω συχνά αναρωτηθεί πώς θα πρέπει να αισθανόταν ο Τζόνι καθώς γύριζε με το ποδήλατό του έπειτα από εκείνη τη θριαμβευτική διάλεξή του, όπου είχε γευτεί για πρώτη φορά την αληθινή δύναμη της εξουσίας. Φαντάζομαι πως το βλέμμα του θα ήταν σκοτεινό ενώ το μυαλό του θα δούλευε πυρετικά κάνοντας συνέχεια υπολογισμούς. Έχω ταξιδέψει και ως παιδί και ως ενή­ λικος σε πολλούς από αυτούς τους δρόμους. Σήμερα είναι επιστρωμένοι με γκρίζα, χιλιοραγισμένη άσφαλτο. Εξακολουθούν να υπάρχουν ένα σωρό λακκούβες, και η πίσσα είναι αδύνατον ν' αντέξει στην ορμητικότητα μιας ξαφνικής καταιγίδας. Πριν από λίγο καιρό αποφά­ σισα να πάω με το ποδήλατο από το Κουά στο Καμ­ πάρ, από εκεί όπου βρισκόταν η κατεστραμμένη εδώ και χρόνια παράγκα μέχρι το σημείο όπου θα πρέπει να ήταν παλιά η «Εμπορική Εταιρεία Τίγρης». Δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω. Η ζούγκλα είχε ρουφήξει πριν από πολύ καιρό την παλιά φυτεία καουτσούκ κι έτσι, ύστερα από πρόχειρο υπολογισμό, βάλθηκα να πηγαί­ νω κατά μήκος της νοητής δυτικής παρυφής του εξα-

Digitized by @PriOri™

100

ΤΑΣ Ο

φανισμένου κτήματος. Όπως προανέφερα, δεν υπήρ­ χαν πια ούτε τα καουτσουκόδεντρα ούτε η παράγκα. Τίποτε. Μόνο τα φαντάσματα έστηναν χορό μες στο μυαλό μου. Ξεκίνησα για το Καμπάρ στις πέντε το απόγευμα, όταν ο ήλιος είχε αρχίσει να χάνει τη λάμψη του. Ο δρό­ μος ήταν έρημος. Δεν υπήρχε - και δεν υπάρχει - λόγος να επισκεφθεί κανείς στο Κουά, και σε πολλές μεριές το οδόστρωμα καλυπτόταν από ένα παχύ στρώμα ανοι­ χτόχρωμης λάσπης. Η βροχή είχε χαράξει στη λάσπη ρηχά αυλάκια κι αποφάσισα να τα ακολουθήσω, κάτι που με υποχρέωνε να λοξοδρομώ συνέχεια. Φαντα­ ζόμουν πως ήταν τα χνάρια που είχε αφήσει πίσω του ο Τζόνι αμέσως μετά τη διάλεξη, και δεν ήταν σε ευθεία γραμμή, επειδή εκείνος προχωρούσε σίγουρα με­ θυσμένος - από τη δύναμη της εξουσίας. Διέτρεξα έτσι με το ποδήλατό μου αρκετά μίλια, με το μουσκεμένο α­ πό τον ιδρώτα πουκάμισό μου να κολλάει στην πλάτη μου και τα μάτια θαμπωμένα από τον ήλιο. Παρ' όλα αυτά δεν μπόρεσα να νιώσω την έξαψη του Τζόνι, δεν κατάφερα να κάνω δικές μου τις σκέψεις του, κι έτσι δεν είμαι σε θέση να εξηγήσω το λόγο για τον οποίο συνέχισε τις αποτρόπαιες πράξεις του. Ένα μήνα μετά τη διάλεξη, ο Τίγρης Ταν βρέθηκε νεκρός σ' ένα ξέφωτο της ζούγκλας, όχι πολύ μακριά από το σπίτι του. Τον είχαν πυροβολήσει δυο φορές, καρφώνοντάς του μία σφαίρα στο πρόσωπο και μία στην καρδιά, αλλά η νεκροψία δεν μπόρεσε ν' αποφαν­ θεί με σιγουριά ποια από τις δύο είχε προκαλέσει το θάνατό του. Ασχετα από αυτό, όλα έδειχναν πως σίγουρα γνώριζε το δολοφόνο του. Οι βολές ήταν καθα­ ρές και ακριβείς κι είχαν ριχτεί από πολύ κοντά, πράγ­ μα που σήμαινε πως αυτός και ο δολοφόνος του βρί-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

101

σκονταν μαζί. Από το πρόσωπό του, το μόνο που είχε απομείνει ήταν το στόμα. Στα πολυάριθμα δημοσιεύμα­ τα των εφημερίδων μετά το φόνο αναφερόταν απλώς πως το στόμα του έχασκε «ορθάνοιχτο». Ήταν όμως φανερό πως το ορθάνοιχτο στόμα έδειχνε ταραχή και τρόμο, καθώς οι τελευταίες πνιγμένες κραυγές του θα είχαν ηχήσει υπόκωφα μες στην απεραντοσύνη της ζούγκλας. Βέβαια, ίσως και να μην πρόλαβε να φωνά­ ξει. Μπορείνα είχε ανοίξει για τελευταία φορά το στό­ μα του για να ρωτήσει «Γιατί;» Το βέβαιο ήταν πως επρόκειτο για φοβερό τρόπο θανάτου. Έπειτα από πολλά χρόνια, ένα μικρό αγόρι που δεν πίστευε στο Θρύλο του Τίγρη Ταν, έτυχε να ψαρεύει στον τόπο της δολοφονίας. Μπορεί μάλιστα και να πέρασε πάνω ακρι­ βώς από το σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα. Καθώς λοιπόν τσαλαβουτούσε μες στα κρύα, ρηχά νερά, αντι­ λήφθηκε έναν άντρα που περιπλανιόταν άσκοπα ανά­ μεσα στα δέντρα. Ο άντρας αυτός πότε φαινόταν και πότε χανόταν μέσα στα πυκνά φυλλώματα, φορούσε συνηθισμένα ρούχα κι έδινε την εντύπωση πως μιλού­ σε μόνος του. «Θα πρέπει να είναι τρελός», μονολόγη­ σε κοροϊδευτικά το αγόρι και συνέχισε να ψαρεύει. Την ώρα που έβγαινε από τη ζούγκλα άκουσε τον άντρα να επαναλαμβάνει ασταμάτητα τη λέξη Γιατί. «Για ποιο πράγμα "μιλάς, παππού;» του φώναξε πλησιάζοντάς τον, αλλά μόλις εκείνος γύρισε προς το μέρος του, το αγόρι είδε πως το πρόσωπό του ήταν μια φρικτή μάζα άμορφης σάρκας. Από τις τσέπες του Τίγρη δεν έλειπε το παραμικρό· δεν του είχαν πάρει ούτε το χρυσό ρολόι του χεριού ού­ τε το δαχτυλίδι με το νεφρίτη. Η αστυνομία παρέδωσε αργότερα τα πράγματα αυτά στον Τζόνι. Τα είχαν τυλί­ ξει σ' ένα άσπρο μπροκάρ ύφασμα που ο αστυνομικός

Digitized by @PriOri™

102

ΤΑΣ Ο

διευθυντής το είχε αγοράσει πριν από καιρό από το μαγαζί του Τίγρη, και είχαν τοποθετήσει αυτό το πακέ­ το σ' ένα μαύρο λακαρισμένο κουτί που το έφεραν στο μαγαζί όπου ο Τζόνι έκανε τις προετοιμασίες για την κηδεία. Οι αστυνομικοί υποκλίθηκαν και του έδωσαν το κουτί. Όσοι βρέθηκαν μπροστά σ' εκείνη τη σκηνή είπαν πως τα μάτια του νεαρού, που ήταν γνωστό πως δεν έκλαιγε ποτέ του, ήταν «κατακόκκινα σαν αίμα» και «γυάλιζαν» από τα δάκρυα. Δέχτηκε ευγενικά το κουτί και είπε ήρεμα: «Αρχίζει μια καινούργια περίοδος», κι αυτοί που ήταν παρόντες ένιωσαν πως το εννοούσε. Ο Τζόνι έφερε μαζί του αυτό το κουτί σε όλη την υπόλοιπη ζωή του - σαν ένα σύμβολο θριάμβου ή του­ λάχιστον σαν αφετηρία μιας καινούργιας ζωής. Η κηδεία κράτησε τρεις ολόκληρες ημέρες, στη διάρ­ κεια των οποίων το κατάστημα παρέμεινε κλειστό σε ένδειξη σεβασμού. Την τρίτη ημέρα, όταν πια οι δευτε­ ρεύουσες εθιμοτυπικές πράξεις πήραν τέλος, έγιναν στο κέντρο του Καμπάρ οι τελευταίες προσφορές στο πνεύμα του Τίγρη. Μπορούσαν να τις παρακολουθή­ σουν όλοι όσοι γνώριζαν τον Τζόνι, και το πλήθος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται προτού το πρωινό γίνει υπερβολικά ζεστό. Πολλοί που είχαν ταξιδέψει όλη τη νύχτα για να παρευρεθούν στην τελετή, στέκονταν και περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να αποτί­ σουν φόρο τιμής στον μεγάλο νεκρό. Ακόμη και μικρά παιδιά στέκονταν στην ουρά για να χαιρετίσουν. Μόλις έφταναν μπρος στο φέρετρο κοίταζαν ταραγμένα τη σορό κι οι γονείς τους τα διέταζαν: «Πάι!» Τότε εκείνα έσκυβαν το κεφάλι κι ανεβοκατέβαζαν τρεις φορές τα αναμμένα κινεζικά εθιμοτυπικά κλαδάκια τους. Σε όλους τους παρευρισκόμενους δόθηκαν μικρά πακέτα με χαρτονομίσματα σημαδεμένα με ασήμι και

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

103

χρυσάφι, και ο καθένας που έπαιρνε το πακέτο το έρι­ χνε σ' ένα φαρδύ τύμπανο από κασσίτερο μέσα στο οποίο έκαιγε μια ζωηρή φωτιά - μια φωτιά με θεϊκά χρήματα για τη μεταθανάτια ζωή του Τίγρη. Την ημέρα της κηδείας ο Τζόνι αποτελούσε το επίκε­ ντρο της προσοχής. Βρισκόταν παντού, οργάνωνε τα πάντα, μιλούσε με όλους. Πολλοί παρατήρησαν πόσο δύσκολες ώρες περνούσε αλλά και πόσο καλά τα κατά­ φερνε. Βέβαια ήταν κάτι αναμενόμενο - δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ήταν ένας μεγάλος άντρας, έλε­ γαν, ένας μαθητής-αντίγραφο του δασκάλου, ένας γιος κατ' εικόνα και ομοίωση του πατέρα του... Στα μέσα του απογεύματος, κι ενώ ο κόσμος περίμε­ νε την άφιξη του ιερέα ο οποίος είχε αργήσει, φάνηκε να πλησιάζει τον Τζόνι ένας προμηθευτής υφασμάτων. Κανείς δεν άκουσε τι ακριβώς ειπώθηκε ανάμεσα στους δύο άντρες, ωστόσο έγινε ευρύτερα γνωστό πως ο προμηθευτής θέλησε να μιλήσει με το «διάδοχο της εταιρείας» για δουλειές ακριβώς την ώρα της κηδείας. Μπορείνα του ζήτησε να πληρωθεί προκαταβολικά ή να θέλησε να διακόψει προσωρινά την πίστωση προς την επιχείρηση ή ν' απαίτησε από εκείνον την είσπραξη μεγάλου χρηματικού ποσού, απειλώντας τον πως θα αποκάλυπτε τους δεσμούς του καταστήματος με τους κομμουνιστές. Πιθανόν όμως να είχε παρεξηγήσει το χαρακτήρα του Τζόνι πιστεύοντας πως ο νεαρός ήταν ευάλωτος σε σχέση με τον εργοδότη του. Μέγα λάθος. Ο «διάδοχος» στράφηκε προς τη μεριά του με πύρινο βλέμμα και τον χτύπησε στο πρόσωπο με την ανάστρο­ φη του χεριού του. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό, που ο προμηθευτής στριφογύρισε και σωριάστηκε στο δά­ πεδο. Ο Τζόνι υπέδειξε στους ανθρώπους του να τον βγάλουν έξω και να τον ρίξουν στον σκονισμένο δρόμο

Digitized by @PriOri™

104

ΤΑΣ Ο

όπου τον παράτησαν να συνέλθει μες στην απόλυτη σιγή και μπροστά στα μάτια όλων αυτών που συμμετεί­ χαν στο πένθος. Δεν ακούστηκε η παραμικρή έκφραση συμπόνιας, μερικοί μάλιστα τον κατέκριναν και δεν παρέλειψαν να του τονίσουν πως έπρεπε να ντρέπεται για την έλλειψη ευγένειας. Κανείς επίσης δεν τον λυπή­ θηκε όταν, μερικούς μήνες αργότερα, μαθεύτηκε από κάποιες ειδήσεις που έφτασαν από την Πενάνγκ πως είχε πεθάνει μαχαιρωμένος άγρια μέσα σ' ένα μπαρ της πόλης. Ο Τζόνι είχε μεριμνήσει ώστε να στηθεί μέσα στο μα­ γαζί ένας βωμός για τον Τίγρη. Ήταν απλός και καθό­ λου φανταχτερός, φτιαγμένος από άσπρο μάρμαρο πλαισιωμένο από σκαλιστό νεφρίτη. Στη λεία επιφά­ νεια του μαρμάρου είχε στερεωθεί μια φωτογραφία του νεκρού από την εποχή της νεότητάς του. Απεικονι­ ζόταν με τα μαλλιά καλοχτενισμένα και καλολαδωμένα και μ' ένα ευγενικό χαμόγελο που αποκάλυπτε ένα μόνο χρυσό δόντι. Μπροστά στο βωμό είχε τοποθετηθεί μια προσφορά για τον αποθανόντα - χρυσάνθεμα και βρα­ σμένα αυγά κι ένα ψητό κοτόπουλο. Είχε τοποθετηθεί επίσης κι ένα πήλινο βάζο γεμάτο εθιμοτυπικά κινεζικά κλαδάκια, τα οποία άναβαν όσοι έρχονταν να πενθή­ σουν και να υποκλιθούν μπροστά στην εικόνα του. Δεν ακούστηκε το παραμικρό σχόλιο όταν ο Τζόνι ανέλαβε την «Εμπορική Εταιρεία Τίγρης» κι άρχισε να διευθύνει και να ελέγχει ολοκληρωτικά την επιχείρηση. Το πράγμα φάνηκε απολύτως φυσιολογικό. Θα μπο­ ρούσε μάλιστα να πει κανείς πως αν δεν την είχε αναλά­ βει ο Τζόνι, θα ξαφνιάζονταν όλοι οι κάτοικοι της κοιλά­ δας. Στο κατάστημα έπνεε ένας αέρας αλλαγής. Η δου­ λειά διεκπεραιωνόταν με γρήγορους ρυθμούς, όπως πάντα, αλλά τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι πελάτες

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

105

πρόσεξαν πως υπήρχε μεγαλύτερη δραστηριότητα. Κανείς δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. Η μόνη εξήγη­ ση ήταν πως αυτό οφειλόταν στον νέο διευθυντή. Έγι­ ναν επίσης μερικές μικροαλλαγές. Τοποθετήθηκαν και­ νούργιοι ηλεκτρικοί λαμπτήρες και το μαγαζί έγινε πιο φωτεινό. Έτσι, υπήρχε η δυνατότητα να παραμένει ανοιχτό και πιο αργά, αρκετή ώρα μετά τον ερχομό της νύχτας και οι άνθρωποι, καθώς επέστρεφαν στο σπίτι τους για το δείπνο, σταματούσαν εκεί για να πουν δυο κουβέντες. Αντάλλασσαν αστεία με τον καινούργιο ιδιο­ κτήτη ή και μεταξύ τους, ενώ εκείνος στεκόταν πίσω από τον πάγκο και μετρούσε τις εισπράξεις της ημέρας. Το φως έκανε τα πάντα μες στο μαγαζί να φαίνονται χρυσά. Πολύ σύντομα ο κόσμος άρχισε να ξεχνά τον Τίγρη. Ωστόσο έγιναν για μικρό διάστημα ζωηρές συζητήσεις και υποθέσεις γύρω από το ποιος θα μπορούσε να τον είχε σκοτώσει. Μήπως η αστυνομία; Απίθανο. Δεν υπήρχαν επαρκείς αποδείξεις για το ότι ανακατευόταν και με «άλλες» δραστηριότητες. Μήπως κάποιος αντί­ παλος επιχειρηματίας; Ούτε λόγος. Ο Τίγρης δεν είχε ανταγωνιστές. Αλλωστε δε θα υπήρχε εμπορική δρα­ στηριότητα χωρίς αυτόν. Κάποια συμμορία ληστών; Όχι. Θυμηθείτε πως είχαν βρεθεί πάνω του όλα τα αντικείμενα αξίας. Το πιθανότερο ήταν πως τον είχε σκοτώσει κάποιος προδότης, κάποιος που ο Τίγρης τον είχε ξεμοναχιάσει για να τον επιπλήξει. Ο άντρας -ή η γυναίκα- πανικοβλήθηκε και τον πυροβόλησε. Όμως ορισμένοι άνθρωποι -όταν έπιναν πολύ και μεθούσανάρχιζαν να λένε για τον Τίγρη κάποια πράγματα που δε θα είχαν τολμήσει να τα ξεστομίσουν όσο εκείνος ζούσε. Έλεγαν λοιπόν πως μπορεί και να του άξιζε αυτό που είχε πάθει, πως είχε παραγίνει χοντρός και τεμπέλης

Digitized by @PriOri™

106

ΤΑΣ Ο

και πως απολάμβανε το χρήμα περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Βέβαια, προσέφερε πολλά στο κόμμα, μα είχε καταντήσει επικίνδυνος. Δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτόν που κρατούσε στην κοιλάδα ζωντανό το Σκοπό του κόμματος πηγαίνοντας με το ποδήλατό του από το ένα χωριό στο άλλο· δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτόν που κέρ­ διζε στο κατάστημα χρήματα με τα οποία θα μπορού­ σαν ν' αγοράσουν τρόφιμα και ρούχα για τους αγωνι­ στές μέσα στη ζούγκλα. Το μόνο που έκανε ήταν να φροντίζει τα καταραμένα δέντρα του, ορισμένες μάλι­ στα φορές τον είχαν δει -για τ' όνομα του Θεού!- να ξεχορταριάζει τον κήπο του, πράγμα εντελώς ηλίθιο για έναν άνθρωπο σαν αυτόν. Κανείς δεν έλεγε πως ο θάνατός του τον είχε χαροποιήσει. Κανείς όμως δεν έλεγε και το αντίθετο. Στο μεταξύ ο Τζόνι εξακολουθούσε να βρίσκει χρόνο για να περιοδεύει στα χωριά όπως και πριν. Όμως οι παλιοί σύνδεσμοί του ήξεραν πως το αγόρι ήταν πια άντρας και πως ήταν υποχρεωμένοι να ταξιδεύουν μαζί του. Μερικές φορές το χρόνο οργάνωνε διαλέξεις - όλο και λιγότερο μυστικές, όλο και περισσότερο πομπώδεις. Αυτές τις συναθροίσεις τις χαρακτήριζε μεγάλη γενναιο­ δωρία· προσφέρονταν σε όλους δωρεάν μπίρα και φαγητό, επειδή επρόκειτο περισσότερο για διασκέδαση και λιγότερο για διαφώτιση. Όλοι οι άνθρωποι αγαπού­ σαν τον Τζόνι. Όπως όλοι, έτσι κι αυτοί ήθελαν κάποιον να τον θαυμάζουν και να τον λατρεύουν, κι έτσι εναπό­ θεταν τις ελπίδες και τους φόβους τους σ' εκείνο τον νεαρό που δεν τον γνώριζαν - κι ούτε επρόκειτο ποτέ να τον γνωρίσουν πραγματικά. Σ' αυτήν ακριβώς την καμπή της ζωής του, ακριβώς την εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται ονομαστός, ο Τζόνι γνώρισε τη μητέρα μου.

Digitized by @PriOri™

Σνόου μητέρα μου, η Σνόου Σουνγκ, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα της κοιλάδας. Πράγματι, ήταν μια από τις πιο γοητευτικές γυναίκες της χώρας και θα μπο­ ρούσε να επισκιάσει κάθε άλλη ακόμη και στη Σιγκα­ πούρη, την Πενάνγκ ή την Κουάλα Λουμπούρ. Την ημέ­ ρα που γεννήθηκε, οι μαμμές έμειναν άφωνες από την ποιότητα του δέρματός της - από την καθαρότητά του και τη λεπτεπίλεπτη διαύγειά του. Λένε πως τους θύμι­ σε την πιο φίνα κινεζική πορσελάνη· η παρατήρηση αυτή έμελλε να λεχθεί επανειλημμένα στη διάρκεια της πολύ σύντομης ζωής της. Η φωτεινότητα του δέρμα­ τός της άφηνε κατάπληκτους όλους αυτούς που τη γνώριζαν, είτε ήταν χωριάτες είτε αξιωματούχοι. Κάποια φορά, ένας περαστικός από τα μέρη μας Κι­ νέζος πολιτικός έκανε τη μνημειώδη παρομοίωση πως η εμφάνισή της θύμιζε κύπελλο κρασιού ειδικά καμωμέ­ νο για τον αυτοκράτορα Τσενγκ Χούα - ήταν αψεγάδια­ στη, ακηλίδωτη, ικανή να συλλαμβάνει και ν' ακτινοβο­ λεί την ίδια την ουσία του φωτός. Επίσης τα μαλλιά της -λες κι ήθελαν να τονίσουν την ποιότητα του δέρματός της- ήταν κατάμαυρα, χτενισμένα πάντα προσεκτικά προς τα πίσω και -πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για την

Digitized by @PriOri™

108

ΤΑΣ Ο

εποχή της- πολύ μακριά και γυαλιστερά. Λέγεται πως όταν βρισκόταν μαζί με άλλους ήταν ταυτόχρονα από­ μακρη και καταδεκτική. Ορισμένοι την έβρισκαν ακατάδεκτη και ψυχρή ενώ άλλοι έλεγαν πως αυτοί που τους περιέβαλλε με τη θέρμη της προσοχής της, ένιωθαν να ξαναγεννιούνται. Ήταν μαγική, επιβλητική και γεμάτη αγάπη, αλλά δεν έχω καμιάν ανάμνηση από αυτήν. Στην προσπάθειά της να με φέρει στον κόσμο εξα­ ντλήθηκε τόσο, που πέθανε λίγο μετά τη γέννησή μου. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό θανάτου της, άφησε την τελευταία της πνοή λίγες μόνον ώρες μετά την πρώτη δική μου πνοή... Ο Τζόνι δεν ήταν παρών σε κανένα από αυτά τα δύο συμβάντα. Ο θάνατός της απλώς καταγράφτηκε χωρίς ιδιαίτε­ ρες λεπτομέρειες. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, οφειλόταν σε «εσωτερική αιμορραγία». Εκείνη την εποχή τα νοσοκομεία δε λειτουργούσαν όπως σήμερα. Παρόλο που πολλές εφημερίδες μνημόνευσαν τον θάνατο της Σνόου Σουνγκ, συζύγου του επιχειρηματία Τζόνι Λιμ και θυγατέρας του Φιλόλογου και Μεγιστάνα του Κασ­ σίτερου Τ.Κ. Σουνγκ, τα ρεπορτάζ ήταν σύντομα και καθόλου πομπώδη. Ανέφεραν μόνο την ηλικία της και τον τόπο θανάτου της -22 ετών, Γενικό Νοσοκομείο του Ί π ο - και τη γέννηση ενός γιου, προσώρας χωρίς όνομα. Αυτή η ένδεια σχολίων για ένα πρόσωπο διακεκριμένο όσο εκείνη, ήταν πράγματι εκπληκτική. Η μόνη αξιοση­ μείωτη ιστορία που έχει κάποια σχέση με τη γέννησή μου -και το θάνατο της Σνόου- είναι η απόλυση την ημέρα εκείνη μιας νοσοκόμας, απλώς και μόνο επειδή δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας μου. Καθώς ο Τζόνι έλειπε εκείνη την ημέρα, η κακομοίρα η νοσοκόμα που

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

109

ανέλαβε να συμπληρώσει το πιστοποιητικό γέννησής μου είχε την ατυχία να ρωτήσει -δικαίως, κατά τη γνώμη μου- ποιος είναι ο πατέρας του νεογέννητου. Η άγνοια και η απρέπεια της νοσοκόμας άφησαν κατά­ πληκτο το γιατρό που ταράχτηκε και αγανάκτησε τό­ σο, ώστε έμπηξε τις φωνές. Ήταν αδύνατον να πιστέ­ ψει πως η νοσοκόμα αγνοούσε την ιστορία του Τζόνι Λιμ και της Σνόου Σουνγκ. Η οικογένεια της Σνόου καταγόταν -από τη μεριά του πατέρα της- από μια μακρά σειρά δασκάλων της Κινεζικής Αυτοκρατορικής Αυλής. Ο παππούς της είχε φτάσει σ' εκείνες τις θερμές περιοχές το 1880 όχι ως ένας από τους μελλοντικούς κούληδες αλλά ως ταξιδιώ­ της, ιστορικός και παρατηρητής ξένων πολιτισμών. Ήθελε να παρακολουθήσει με τα ίδια του τα μάτια τη δημιουργία εκείνων των νέων χωρών, την εγκατάσταση πολυάριθμων κινεζικών πληθυσμών μακριά από την πατρώα γη, ήθελε να καταγράψει με τα δικά του λόγια το φαινόμενο αυτό. Ωστόσο,όπως και οι φτωχότεροι συμπατριώτες του, έτσι κι αυτός άρχισε να γοητεύεται από την πνιγηρή, όλο ευωδιές φρούτων ζέστη της μαλάίκής υπαίθρου. Τελικά εγκαταστάθηκε εκεί, αγόρα­ σε σπίτι και -το κυριότερο- παντρεύτηκε την κόρη ενός από τους πλουσιότερους εμπόρους της νέας εμπορικής τάξης σ' εκείνη την περιοχή. Η κίνησή του αυτή αποδεί­ χτηκε πράγματι εμπνευσμένη. Λένε πως τη γυναίκα του τη γοήτευσε ο γάμος της μ' έναν αληθινό Κινέζο ευγενή, τον μοναδικό στα Ομόσπονδα Μαλαϊκά Κράτη. Εκείνος πάλι γοητεύτηκε με τη σειρά του από τη νεαρή νόνια. Γι' αυτόν ήταν μια ντελικάτη και μυστηριώδης κούκλα που φορούσε όμορφα πολύχρωμα ενδύματα, κόκκινα, ροδόχρωμα και μαύρα, στόλιζε τα μαλλιά της με χά­ ντρες και μακριές βελόνες και μιλούσε με μια παράξενη

Digitized by @PriOri™

110

ΤΑΣ Ο

προφορά που έκανε τις ίδιες λέξεις να ηχούν σαν να επρόκειτο για διαφορετική γλώσσα. Ο συνδυασμός παραδοσιακής καλλιέργειας και ακαλλιέργητου πλού­ του αποδείχτηκε εξαρχής πολύ επιτυχημένος, ιδιαίτερα για τον παππού Σουνγκ -όπως κατέληξε να γίνει γνω­ στός-, οι οικονομικοί πόροι του οποίου είχαν αρχίσει ήδη να εξαντλούνται με ιδιαίτερα ταχύ ρυθμό. Φαίνεται πως το ταλέντο του να βρίσκει τις κατάλ­ ληλες λύσεις το κληροδότησε στο γιο του Τ.Κ., ο οποίος αποδείχτηκε ακόμη πιο έξυπνος. Ενώ κατάφερε να μυηθεί στη μορφωτική κληρονομιά του πατέρα του, μπόρεσε επίσης να μάθει και τις μεθόδους των καινούρ­ γιων Κινέζων - τις μεθόδους του εμπορίου και της βιο­ μηχανίας. Αυτό το πέτυχε μέσω της γυναίκας του Πάτι, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν κόρη του πιο έμπι­ στου βοηθού του ίδιου του καπιτάν της Μελάκα. Ο Τ.Κ. και η Πάτι αποτέλεσαν ένα πράγματι καταπληκτικό ζευγάρι. Ο Τ.Κ. έδειξε από μικρός πως διέθετε χαρισματική προσωπικότητα. Αποφοίτησε με «Άριστα» από τη Νο­ μική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μαλαισίας και σπούδασε για μικρό διάστημα και στο Χάρβαρντ μέχρι που η ανυπομονησία, η πλήξη και το ψυχρό κλίμα τον υποχρέωσαν να επιστρέψει στην πατρίδα του. Κάποια στιγμή σκέφτηκε ν' ακολουθήσει σταδιοδρομία τραπεζι­ κού στη Σιγκαπούρη, τελικά όμως επέλεξε να γυρίσει στην κοιλάδα μολονότι εκεί δεν υπήρχαν οι ψυχαγωγι­ κές ευκαιρίες τις οποίες προσέφερε απλόχερα η Σιγκα­ πούρη - νυχτερινή ζωή, συνάλλαγμα, γυναίκες. Ήταν αξιόλογος καλλιγράφος και ζωγράφος και το σπίτι του ήταν στολισμένο με πολυάριθμους παπύρους με ποιή­ ματα της εποχής των Τανγκ, γραμμένα με το ίδιο του το χέρι. Πολλοί από αυτούς τους παπύρους ξανακρεμά-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

111

στηκαν σ' εκείνο το παλιό σπίτι, αυτό που πια ανήκε στη Σνόου και που -πολύ σύντομα- έγινε σπίτι και του Τζόνι. Σήμερα κατοικούν εκεί συγγενείς της Πάτι - εξα­ δέλφια μου, υποθέτω, παρότι δεν τα ξέρω καθόλου. Ο Τ.Κ. ήταν -όπως κι εγώ- το μοναχοπαίδι πλούσιας οικογένειας σε μια περιοχή όπου οι πλούσιες οικογέ­ νειες δεν αποτελούν συνηθισμένο... είδος. Ο κόσμος τον ήξερε και μιλούσε γι' αυτόν ακόμη και προτού πετύχει αξιοσημείωτα πράγματα, μόνο και μόνο επειδή διέθετε το «προσόν» του πλούτου. Πάντως κάτι τέτοιο σου κάνει τη ζωή δύσκολη. Το να ξέρεις ότι όλοι μιλούν πίσω από την πλάτη σου για σένα ενώ σε κοιτάζουν σιωπη­ λά, σ' επηρεάζει καμιά φορά πολύ άσχημα, αφού ο κόσμος μπορεί να σε θαυμάζει για την κοινωνική σου θέση, συγχρόνως όμως μπορεί να βράζει μέσα του από μίσος και ζήλια. Σε κάνει επίσης να σκέφτεσαι διαφορε­ τικά από τους άλλους και κάποια στιγμή προκαλεί αλλοίωση της προσωπικότητάς σου. Αυτό ακριβώς συ­ νέβη και με τον παππού μου. Ένας νεαρός σαν κι αυτόν που φορούσε κομψά ρούχα από τη Δύση και ξόδευε τον καιρό του ζωγραφίζοντας, έπρεπε να είχε προκα­ λέσει πολλά σχόλια. Τελικά, κάτω από το βάρος όλων όσα λέγονταν γύρω του, υποχρεώθηκε να κατασταλά­ ξει και να φτιάξει τη ζωή του δημιουργώντας οικογέ­ νεια, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο πατέρας του. Πρώτα απ' όλα άλλαξε την εμφάνισή του, και τα κομψά δυτικότροπα ρούχα που φορούσε ως τότε τα αντικατέστησε με παραδοσιακά κινεζικά, όμοια μ' εκεί­ να που φορούσε ο πατέρας του, υιοθετώντας μ' άλλα λόγια το ντύσιμο δημόσιου υπαλλήλου των Μαντσού μακριές πουκαμίσες φτιαγμένες από πλούσια μπροκάρ υφάσματα, και πανταλόνια από σκέτο, καλό μετάξι. Για την αγροτική Μαλαισία ένα τέτοιο ντύσιμο ήταν εξί-

Digitized by @PriOri™

112

ΤΑΣ Ο

σου χτυπητό, και πολλοί πίστεψαν πως επρόκειτο για κάποιο καπρίτσιο κι ότι ο Τ.Κ. περνούσε ένα μεταβατι­ κό στάδιο. Όμως εκείνος διατήρησε αυτό το στιλ μέχρι το τέλος της ζωής του. Έτσι ακριβώς ντυμένος ποζά­ ρει στητός κι αλύγιστος στις φωτογραφίες που έχουν διασωθεί. Συνέχισε να γράφει, να ζωγραφίζει και να διαβάζει κλασικά κινεζικά κείμενα, αλλά η συμπεριφο­ ρά του άλλαξε. Ενώ πριν ήταν ορμητικός κι αρπαζόταν με το παραμικρό, είχε γίνει πια σοβαρός και λιγομίλητος. Τελικά, προς μεγάλη ανακούφιση των γονιών του στράφηκε προς τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύτηκε τις σχέσεις της οικογένειάς του κι ανακατεύτηκε σε μεγά­ λες δουλειές όπως η χορήγηση εμπορικών δανείων και η εξαγωγή κασσίτερου και καουτσούκ στην Ευρώπη. Επίσης παντρεύτηκε. Λένε πως η Πάτι ήταν μια γυναίκα αξιοσημείωτης ομορφιάς, παρότι η ομορφιά της κατά τη γνώμη μου αντιστοιχούσε στον συνηθισμένο τύπο εκείνης της επο­ χής. Βέβαια, οι φθαρμένες, ξεθωριασμένες προσωπο­ γραφίες δεν αποδίδουν πιστά τους εικονιζόμενους. Όμως ακόμη κι έτσι, εκείνη φαίνεται μουτρωμένη και απόμακρη. Αν παρατηρήσεις από πιο κοντά, θα διαπι­ στώσεις από ποιον είχε κληρονομήσει η Σνόου την ψυχρότητα που λένε πως τη χαρακτήριζε. Τα λεπτά χείλη της Πάτι είναι σφιγμένα, το βλέμμα της σκοτεινό και σκληρό. Τα χαρακτηριστικά της δε διαφέρουν και πολύ από αυτά της κόρης της αλλά η ομορφιά της -πρόκειται πράγματι για όμορφη γυναίκα- είναι μια πιο σκληρή παραλλαγή της. Όσο κι αν κλείσω τα μάτια κι ανασκαλέψω τη μνήμη μου, δε θυμάμαι να είδα ποτέ τον Τ.Κ. και την Πάτι, δη­ λαδή τον παππού και τη γιαγιά μου. Υπάρχουν μόνον ως φαντάσματα, ως όμορφες σκιώδεις παρουσίες εντυ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

113

πωμένες στο μυαλό μου. Κάπου κάπου αναρωτιέμαι αν θα μου άρεσαν, αν θα τους είχα αγαπήσει, αφού στο κάτω κάτω δεν είναι απίθανο ν' αγαπήσει κανείς σκιές και φαντάσματα. Όμως η απάντηση είναι πάντα αρνη­ τική. Δε θα μπορούσα να τους είχα αγαπήσει ακόμη κι αν τους είχα γνωρίσει, διότι αν ζυγίσει κανείς τα υπέρ και τα κατά, ο Τ.Κ. και η Πάτι βρίσκονται πάντα από την κακή πλευρά της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Τη μητέρα μου την έριξε στην αγκαλιά του Τζόνι η επιθυμία τους να τη δουν παντρε­ μένη μ' έναν πλούσιο άντρα· και μόνο γι' αυτό, δεν πρό­ κειται να εξιλεωθούν ποτέ στη συνείδησή μου.

Την εποχή που η Σνόου έφτασε σε ηλικία γάμου, η φήμη του Τζόνι είχε ήδη εξαπλωθεί σε όλη την κοιλάδα. Ο Τζόνι Λιμ είχε στην αποκλειστική ιδιοκτησία του την πιο κερδοφόρα επιχείρηση της περιοχής και οι πάντες έτρεφαν γι' αυτόν απέραντο θαυμασμό. Εξάλλου στο σπίτι της Σνόου -όπως συνέβαινε με όλες τις όμορφες νεαρές γυναίκες της υψηλής κοινωνίας- οι υποψήφιοι γαμπροί πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, ενώ τα προξε­ νιά αποτελούσαν σύνηθες φαινόμενο. Οι γονείς της προκαλούσαν και υπέθαλπαν τέτοιες καταστάσεις· δεν παρέλειπαν να την παίρνουν μαζί τους στη Σιγκα­ πούρη, στην Πενάνγκ και στην Κουάλα Λουμπούρ και να την επιδεικνύουν παντού σαν πολύτιμο κόσμημα. Τον πρώτο σοβαρό υποψήφιο, ωστόσο, τον βρήκαν κοντά στο σπίτι τους και συγκεκριμένα στις ιπποδρο­ μίες του Ί π ο . Ήταν ένα καλοφτιαγμένο παλικάρι με λευκό δέρμα, σαν πουδραρισμένο, παρόμοιο με της Σνόου. Είχε μεγάλα φωτεινά μάτια, ήταν ψηλός και στη­ τός και είχε το ύφος που αρμόζει στο γιο του αστυνο-

Digitized by @PriOri™

114

ΤΑΣ Ο

μικού διευθυντή. Όταν τον σύστησαν στη Σνόου, της φίλησε το χέρι -μάλιστα, της το φίλησε!- φιλοφροσύνη που την είχε υιοθετήσει κατά τη διάρκεια της παραμο­ νής του στην Ευρώπη. Έκανε επίσης κολακευτικά σχό­ λια για το βαρύτιμο μπροκάρ φόρεμα της Πάτι και ψιθύρισε στο αυτί του Τ.Κ. μια εμπιστευτική πληροφο­ ρία για την επόμενη ιπποδρομία. Πολύ σύντομα επέτρεψαν στη Σνόου και στο γιο του αστυνομικού διευθυντή να πάρουν μαζί το τσάι τους, στη διάρκεια του οποίου οι δυο τους συζήτησαν όμορ­ φα κι ευγενικά. Η Σνόου αναφέρθηκε σε βιβλία -στα μυ­ θιστορήματα που είχε διαβάσει- ενώ εκείνος κουνούσε το κεφάλι του συμφωνώντας με όσα του έλεγε. Παρότι ο Τ.Κ. και η Πάτι ήταν πολύ ευχαριστημένοι με τους ευγενικούς τρόπους του νεαρού και την κοινωνική του θέση, εκείνο που τους ενθουσίασε σε αφάνταστο βαθ­ μό ήταν το πατρικό του σπίτι. Πράγματι, ο αστυνομι­ κός διευθυντής είχε αποκτήσει μόλις πριν από λίγο καιρό ένα σύγχρονο, δυτικού τύπου σπίτι, στα περισ­ σότερα δωμάτια του οποίου υπήρχαν χαλιά κρεμασμέ­ να απ' άκρη σ' άκρη στους τοίχους. Ο ένας τοίχος της κύριας τραπεζαρίας ήταν από σκέτο γυαλί κι έδινε την εντύπωση ενός πελώριου παράθυρου. Βέβαια, τέτοια τολμηρή κατασκευή μαρτυρούσε και μεγάλη οικονομι­ κή άνεση, πράγμα που το επιβεβαίωνε και η ποιότητα των κοσμημάτων από νεφρίτη τα οποία φορούσε η μητέρα του νέου. Ήταν σε σκούρο χρώμα με σχεδόν λεία επιφάνεια. Επιπλέον η Σνόου και ο νεαρός αποτε­ λούσαν ταιριαστό ζευγάρι κι ήταν σίγουρο πως θ' απο­ σπούσαν θετικά σχόλια όταν θα έφτανε η ώρα να κάνουν δημόσια την εμφάνισή τους. Ευτυχώς, προτού καταλήξουν σε συμφωνία, ο Τ.Κ. και η Πάτι ανακάλυψαν πως οι γονείς του νέου δεν ήταν

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

115

τόσο πλούσιοι όσο έδειχναν. Το πάθος του αστυνομικού διευθυντή για τις ιπποδρομίες είχε προκαλέσει συρρί­ κνωση των οικονομικών της οικογένειας, και τα κοσμή­ ματα που φορούσε η σύζυγός του της τα είχαν δανείσει κάποιοι πονόψυχοι συγγενείς τους. Γινόταν φανερό πως το ποσό της προίκας που ο Τ.Κ. και η Πάτι περί­ μεναν να λάβουν ως αντάλλαγμα για την κόρη τους, ήταν αδύνατον να δοθεί στο ακέραιο. Τρομαγμένοι από αυτή την εμπειρία, ο Τ.Κ. και η Πάτι έγιναν πολύ πιο επιφυλακτικοί ιδίως σε ό,τι αφορούσε την εκτίμησή τους ως προς τις οικονομικές δυνατότητες των πιθανών μνηστήρων. Ρωτούσαν ένα σωρό πράγμα­ τα κι επιδίδονταν σε συστηματικές έρευνες. Δεν ήθελαν να διαπράξουν το ίδιο λάθος για δεύτερη φορά. Ήταν άστοχο από μέρους τους που είχαν αφήσει το γιο του αστυνομικού διευθυντή να προχωρήσει τόσο πολύ. Το να κάνουν μια φορά ένα τέτοιο λάθος ήταν συγχωρητέο· το να το επαναλάβουν, όμως, ήταν εντελώς ασυγχώρη­ το, όχι μόνο γιατί θα κακοχαρακτηρίζονταν οι ίδιοι αλλά και γιατί θα υποβαθμιζόταν η αξία της ομορφιάς της Σνόου, οπότε θα μειωνόταν ανάλογα και το ύψος της προίκας. Έπειτα από προσεκτικές έρευνες, ωστόσο, απομακρυνόταν όλο και περισσότερο η προοπτική ενός καλού γάμου της κοπέλας, αφού αποκαλύπτονταν αρ­ νητικά στοιχεία για τις διάφορες οικογένειες - μεγάλης έκτασης σκάνδαλα, αμφίβολης εντιμότητας σχέσεις: παράφρονες παππούδες, ομοφυλόφιλοι θείοι, νόθα παιδιά, χρέη από τυχερά παιχνίδια, μυστικά διαζύγια. Η αλήθεια είναι πως το 1940 υπήρχαν στην κοιλάδα ελάχιστοι με χρήματα και σίγουρα κανείς που τα οικο­ νομικά του θα μπορούσαν να παραβληθούν με τον πλούτο της οικογένειας Σουνγκ. Βέβαια, η Σνόου δεν είχε κλείσει ακόμη τα είκοσι· παρ' όλα αυτά, οι γονείς

Digitized by @PriOri™

116

ΤΑΣ Ο

της θεωρούσαν ότι έπρεπε να βρεθεί το συντομότερο ο κατάλληλος γαμπρός. Παρότι ο Τ.Κ. και η Πάτι σχεδίαζαν την κάθε τους κί­ νηση προσεκτικά, η πρώτη επίσημη συνάντηση με τον Τζόνι καθορίστηκε από απρόβλεπτα γεγονότα. Την εποχή εκείνη διορίστηκε επικεφαλής της βρετα­ νικής εταιρείας που λειτουργούσε στην κοιλάδα ένας κομψός νεαρός, ο Φρέντερικ Χόνεϊ. Πέρα από την εμφά­ νιση, και τα τυπικά προσόντα του ήταν άριστα: βρα­ βείο στο ράγκμπι, στην Οξφόρδη, και σπουδές στη Σχολή Ανατολικών Μελετών - υγιεινή των τροπικών χωρών και νομικά των αποίκων. Η θητεία του στη Βρε­ τανική Μεταλλευτική Επιχείρηση Κασσίτερου υπήρξε σύντομη, αφού χάθηκε σε θαλασσινό ατύχημα το 1941, όταν το σκάφος στο οποίο επέβαινε βούλιαξε στ' ανοι­ χτά του νησιού Πανγκόρ έπειτα από ξαφνική θύελλα. Το πτώμα του δε βρέθηκε ποτέ. Πάντως στη διάρκεια της σύντομης σταδιοδρομίας του στην κοιλάδα τον θαύ­ μαζαν πολύ. Εννοείται πως ο Τ.Κ. Σουνγκ αντιλήφθηκε αμέσως πόσο σημαντικό θα ήταν γι' αυτόν να είχε σύμ­ μαχο του τον κύριο Χόνεϊ, κι έσπευσε να τον εντυπω­ σιάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Η οικογένεια Σουνγκ, λοιπόν, αποφάσισε να στείλει στον κύριο Χόνεϊ ένα δώρο το οποίο θα αποδείκνυε την κοινωνική θέση των Σουνγκ και την επιρροή τους στην κοιλάδα - κάτι εντε­ λώς ασυνήθιστο, που δεν μπορούσε ν' αποκτήσει ένας νεοφερμένος στη χώρα Άγγλος. Τι όμως; Μήπως ένα ψητό γουρουνόπουλο; Όχι. Πολύ εξεζητημένο. Μήπως να του έστελναν έναν πάπυρο με λεπτή κινεζική ζω­ γραφική; Ούτε. Δεν ήταν μεγάλο δώρο. «Τι θα 'λεγες για μερικά υφάσματα;» πρότεινε μες στην απόγνωσή της η Πάτι στο σύζυγό της. «Από εκεί­ νο τον... πώς τον λένε; Τζόνι Λιμ;»

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

117

Ο Τ.Κ. δεν της αποκρίθηκε. Η πρώτη του αντίδραση ήταν ν' απορρίψει αμέσως την ιδέα, μα η ανεπάρκεια των προηγούμενων προτάσεων τον έπεισε πως έπρε­ πε να τη λάβει υπόψη του. «Δε θα ωφελήσει σε τίποτε», είπε έπειτα από σκέψη. Παρ' όλα αυτά αποφάσισε να καλέσει τον Τζόνι στο σπίτι. Ο νεαρός επιχειρηματίας είχε πάψει από καιρό να γυρίζει με το ποδήλατό του στην ύπαιθρο, η πρόσκλη­ ση του Σουνγκ, όμως, δεν ήταν από εκείνες που μπο­ ρούσε να τις αρνηθεί. Έφτασε στο σπίτι των Σουνγκ όπου βρέθηκε θρονιασμένος στο πελώριο σαλόνι υπο­ δοχής των επισκεπτών. Εντυπωσιασμένος από την έκταση του χώρου, δεν είχε μάτια παρά για τις διάφο­ ρες λεπτομέρειες: τους ανεμιστήρες της οροφής από ινδικό κάλαμο, που γύριζαν αργά αργά, αλαζονικά, θα 'λεγε κανείς, αναδεύοντας ελαφρά τον αέρα, την απαλότητα του φωτός που γλιστρούσε από τις γρίλιες των παραθυρόφυλλων, και βέβαια τα βιβλία που κάλυπταν ολόκληρο τοίχο, τοποθετημένα σε άψογα ράφια. «Έχουμε ακούσει πολλά καλά για σας», του είπε ο Τ.Κ., καθώς ο Τζόνι άρχισε ν' ανοίγει τα πακέτα του πά­ νω στο τραπέζι που είχε τοποθετηθεί ειδικά γι' αυτή την περίπτωση. «Σας ευχαριστώ», του αποκρίθηκε εκείνος, εντυπω­ σιασμένος πάντα από την τεράστια βιβλιοθήκη. Η Πάτι τράβηξε πίσω από την πλάτη του Τζόνι τον Τ.Κ. από το μανίκι. «Πόσων ετών είναι;» ψιθύρισε. Είχε ακούσει πως ο Τζόνι ήταν πολύ νέος και τον είχε φα­ νταστεί έναν αναμαλλιασμένο και φωνακλά νεαρό, άξε­ στο, με βρόμικα νύχια. Να όμως που τώρα στεκόταν μπροστά της ένας άνθρωπος συγκροτημένος και καθα­ ρός, με κινήσεις αργές, έμπειρες και μετρημένες, που έδειχνε ωριμότητα. Από το μυαλό της πέρασε φευγα-

Digitized by @PriOri™

118

ΤΑΣ Ο

λέα μια εικόνα: ο Τζόνι και η Σνόου καθισμένοι στους νυφιάτικους θρόνους - κινεζικό έθιμο που χάθηκε στη δύση του 19ου αιώνα. «Πρέπει να σας πω, κύριε Λιμ», είπε κρατώντας ανά­ μεσα στα δάχτυλά της ένα κομμάτι αγγλικό βαμβακερό εμπριμέ, «πως τώρα που βλέπω τα εμπορεύματά σας καταλαβαίνω γιατί ο κόσμος μιλά τόσο κολακευτικά για σας. Εννοώ για το κατάστημά σας». Ο Τζόνι έσκυψε το κεφάλι και δεν αποκρίθηκε. Ξεδί­ πλωσε ένα αστραφτερό χρυσοκέντητο τόπι σόνγκετ πλουμισμένο με περίτεχνα σχέδια. «Για παράδειγμα, αυτό εδώ το ύφασμα», συνέχισε η Πάτι σέρνοντας τα δάχτυλά της πάνω σ' ένα κομμάτι μπροκάρ, «είναι πολύ όμορφο. Θα ταίριαζε πολύ σε μια γυναίκα. Εσείς τι λέτε;» Ο Τζόνι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Όχι βέβαια σε μια ηλικιωμένη γυναίκα σαν κι εμένα αλλά σε μια νεότερη. Συμφωνείτε, κύριε Λιμ; Θα πρέπει σίγουρα να το προτιμούν όλες οι καλοντυμέ­ νες κυρίες». «Όχι και τόσο. Είναι πολύ ακριβό». «Ω, κύριε Λιμ», γέλασε η Πάτι. «Πείτε μου, πιστεύετε πως θα ταίριαζε σε μια νεαρή γυναίκα... όχι ιδιαίτερα ξεχωριστή ή όμορφη;» Εκείνος σήκωσε ελαφρά τους ώμους και κούνησε αόριστα το κεφάλι του. «Θα σας πείραζε αν έφερνα την κόρη μου να το δει; Ξέρω πως είστε πολύ απασχολημένος ώστε να χάσετε την ώρα σας μαζί της. Αν όμως μπορούσατε να της δια­ θέσετε μερικά λεπτά...» «Θα ήταν χαρά μου να συναντήσω την κόρη σας», αποκρίθηκε ο Τζόνι κι ένιωσε το σφυγμό του να χτυπά πιο γρήγορα. Μολονότι είχε ακούσει πολλά για την όμορφη κόρη των Σουνγκ, δεν είχε περάσει στιγμή από

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

119

το μυαλό του η σκέψη πως κάποτε θα τη συναντούσε. «Είμαι σίγουρη πως το κάνετε από ευγένεια, κύριε Λιμ», είπε η Πάτι γελαστά καθώς σηκώθηκε για να βγει από το δωμάτιο. «Στο κάτω κάτω, η κόρη μου δεν είναι κάτι εξαιρετικό. Πιστεύω πως θ' απογοητευτείτε». «Είμαι βέβαιος πως δε θ' απογοητευτώ καθόλου». «Αφού επιμένετε...» Και η Πάτι εξαφανίστηκε πίσω από την πόρτα. Ξαναφάνηκε σε δυο λεπτά περίπου. «Η κόρη μου η Σνόου», ανήγγειλε. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά για να συνέλθει ο Τζόνι από την ταραχή και την απογοήτευσή του. Περίμενε πως θα έβλεπε ένα λεπτό, εξαίσιο πετράδι, και ξαφνικά είχε βρεθεί μπροστά σε μια γυναίκα που φάνταζε πολύ ψηλότερή του. Πήρε βαθιά αναπνοή και προσπάθησε να φουσκώσει το στήθος και να υψώσει τους ώμους για να φανεί ψηλότερος. Όταν σήκωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της, εκείνη τον ατένιζε κατάματα. Έσπευσε να κοιτάξει αλλού. Ένιωθε αμήχανος κι εξαπατημένος - αν και δεν ήξερε για ποιο ακριβώς πράγμα. Η κακομοίρα η Σνόου... Είχε συνηθίσει να τη φλερτά­ ρουν ζωηροί, περιποιητικοί άντρες, και ξαφνικά είχε απέναντί της έναν υποψήφιο μνηστήρα που φαινόταν να δίνει περισσότερη προσοχή στα νύχια της. Κάποια στιγμή πρόσεξε πως είχε καρφώσει το βλέμμα σ' ένα ση­ μείο ακριβώς πάνω από το στήθος της και πίστεψε πως παρατηρούσε το λαιμό της, μέχρι που συνειδητοποίησε πως κοιτούσε τα ράφια με τα βιβλία που βρίσκονταν πίσω της. Προσπάθησε ν' ανοίξει μαζί του κουβέντα χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο παράξενος εκείνος άντρας στεκόταν μπροστά της σαν κωφάλαλο παιδάκι. Ήταν μικρόσωμος, με σκούρο δέρμα και ανεξιχνίαστο, στρογ­ γυλό σαν φεγγάρι πρόσωπο. Η Σνόου έψαξε να βρει

Digitized by @PriOri™

120

ΤΑΣ Ο

κάτι που θα της έδινε κάποιες ενδείξεις για το χαρακτή­ ρα του, μα δε βρήκε το παραμικρό. Αρχισε να τον λυπά­ ται. Αργότερα οι γονείς της της είπαν πως ήταν έμπο­ ρος υφασμάτων, πολύ πλούσιος και πολύ γνωστός. Δεν είχε ξανακούσει τ' όνομά του. Καθώς όμως τον έβλεπε να φεύγει από το σπίτι ήξερε, από την ικανοποίηση που έδειχναν οι γονείς της, πως τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν καταλήξει σε μια πρώτη συμφωνία. Οι διαπραγ­ ματεύσεις -και οι ερωτοτροπίες, βέβαια- θ' άρχιζαν σε λίγες ημέρες. Πάντως η συμφωνία είχε ήδη κλειστεί. Εκείνο το ίδιο απόγευμα ο Τ.Κ. και η Πάτι αγόρασαν από τον Τζόνι μερικά μέτρα σόνγκετ καθώς και χειρο­ ποίητα ευρωπαϊκά βαμβακερά υφάσματα, με τα οποία υπολόγιζαν να εξαγοράσουν την εύνοια των Βρετανών. Ό σ ο για τον Τζόνι, είχε καταφέρει χωρίς δυσκολία να εξασφαλίσει την είσοδό του στον κόσμο όπου ονειρευό­ ταν πάντα να μπει.

Οι πρώτες οργανωμένες συναντήσεις του Τζόνι και της Σνόου έγιναν δημόσια και χωρίς συνοδεία. Αυτό ήταν κάτι που δε συνηθιζόταν αλλά ο Τ.Κ. και η Πάτι, βλέπο­ ντας πόσο μετρημένος και άψογος ήταν ο τρόπος που συμπεριφερόταν ο υποψήφιος γαμπρός, θεώρησαν πως δε θα ήταν απρονοησία τους αν επέτρεπαν στο ζευγάρι να συναντηθεί κάτω από αυτές τις συνθήκες. Άλλωστε δε φοβόνταν το κουτσομπολιό που αναπό­ φευκτα θα επακολουθούσε, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν μια σχέση που ήθελαν να συζητηθεί απ' όλους. Το έν­ στικτό τους τους έλεγε πως επρόκειτο για ένα ζευγά­ ρωμα για το οποίο θα έπρεπε να ήταν περήφανοι. Μόλις ο Τζόνι και η Σνόου εμφανίστηκαν μαζί στον καινούργιο κινηματογράφο του Ί π ο , στο ακροατήριο

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

121

ξέσπασε ελαφρά αναταραχή κι όλοι στράφηκαν προς το μέρος τους για να διαπιστώσουν αν αλήθευαν οι φή­ μες. Το ζευγάρι που είχε μπει στον κινηματογράφο ήταν πράγματι ο Τζόνι Λιμ και η φημισμένη για την ομορφιά της κόρη των Σουνγκ; Πώς να ήταν άραγε εκείνη; Που ήταν; Οι περισσότεροι δυσκολεύονταν ν' αντιμετωπί­ σουν το βάρος μιας τέτοιας συνάντησης και σε όλη τη διάρκεια της προβολής, μες στην αίθουσα απλωνόταν ένα συνεχές μουρμουρητό. Πολλοί έβλεπαν τη Σνόου για πρώτη φορά. Ορισμένοι άντρες έγερναν μπροστά και κοίταζαν προς το διάδρομο για να δουν έστω φευγαλέα το πίσω μέρος του κεφαλιού της, ενώ κάποιες γυναίκες έψαυαν το πρόσωπό τους, διαπιστώνοντας ξαφνικά πως σε σύγκριση μαζί της ήταν κυριολεκτικά ασήμα­ ντες. Όταν άναψαν τα φώτα επακολούθησε πανδαιμό­ νιο. Ο Τζόνι και η Σνόου είχαν γίνει άφαντοι. Στη συνέχεια το ζευγάρι δείπνησε στο ονομαστό εστιατόριο Χάκα Ιν. Για τον Τζόνι, αυτό αποτελούσε την ενσάρκωση τόσων και τόσων ονείρων της παιδικής του ηλικίας. Τους σέρβιραν ψητό γουρουνόπουλο του γάλα­ κτος γαρνιρισμένο με μέδουσες, μαύρα μανιτάρια και στρείδια, αχνιστή γκαρούπα και μια πιατέλα με νουντλ. Ήταν φαγητά που ο Τζόνι δεν τα είχε γευτεί ποτέ, κι ένιωθε φοβερά αμήχανος μέσα σ' εκείνο το πολυτελές εστιατόριο με τα πολλά φώτα, τη μεγάλη κίνηση και τον υπερβολικό θόρυβο, έχοντας συνεχώς την εντύπωση πως τον παρακολουθούσαν καθώς έτρωγε. Μέχρι τότε είχε δειπνήσει σε εστιατόριο μόνο κάποιες φορές που γιόρταζε τη σύναψη μιας ιδιαίτερα σημαντικής εμπορι­ κής συμφωνίας. Προσπάθησε λοιπόν ν' αντιμετωπίσει και την παρούσα περίπτωση ως τη μεγαλύτερη εμπο­ ρική συναλλαγή της ζωής του. Γι' αυτόν ήταν πράγματι έτσι: μια συναλλαγή.

Digitized by @PriOri™

122

ΤΑΣ Ο

Μόλις ξεπέρασε την αρχική αμηχανία του, κατάφερε να παρατηρήσει πόσο πλούσιο και γευστικό ήταν το φαγητό. Έτρωγε γρήγορα, ενώ βυθιζόταν με ευδαιμο­ νία σ' εκείνο τον καινούργιο κόσμο των μελωμένων αρω­ μάτων και των μεταξένιων γεύσεων. Έμοιαζε με τον ποντικό του παιδικού παραμυθιού ο οποίος έπεσε μέσα σ' ένα βουνό αρωματικό ρύζι. «Το φαγητό είναι καλό». Η Σνόου, που δεν κατάλαβε αν επρόκειτο για ερώτηση ή δήλωση, περιορίστηκε να κουνήσει απλώς το κεφάλι της κι ο Τζόνι βυθίστηκε πάλι στη μοναχική ευτυχία του. Η Σνόου τον παρακολουθούσε που έτρωγε. Όπως κάθε φορά που έβγαινε μ' έναν υποψήφιο γαμπρό, έτσι και τώρα αναρωτιόταν αν θα ήταν ευτυχισμένη με τον άντρα που καθόταν απέναντί της. Το έπαιρνε πάντα ως δεδομένο πως θα κατέληγε να γίνει σύζυγος του εκάστοτε συνοδού της. Δεν είχε το δικαίωμα της επιλο­ γής· επομένως, όσο πιο νωρίς δεχόταν την προδια­ γραμμένη μοίρα της τόσο μικρότερο θα ήταν το τελικό σοκ. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε συναντήσει κάποιον που να την έκανε να νιώσει ότι θα ήταν ευτυχισμένη πλάι του. Ακόμη κι ο γιος του αστυνομικού διευθυντή, παρότι έλαμπε από ομορφιά, ήταν ακατάλληλος για σύζυγος, όντας εσωστρεφής και περιχαρακωμένος μες στη ματαιοδοξία του, σε σημείο να μη δίνει καμιά σημα­ σία στην υποψήφια νύφη. Το να ζήσει μαζί του θα ήταν το ίδιο σαν να μετρούσε τ' αστέρια. Απ' όσο ήξερε, ένας γάμος δεν μπορεί να έχει ευτυχισμένες βάσεις αν ο σύ­ ζυγος είναι πιο όμορφος από τη γυναίκα του. Όμως ούτε κι αυτός ο καινούργιος υποψήφιος της άφηνε περιθώρια ελπίδας. Κατά τη γνώμη της, το πρό­ βλημα δεν ήταν πως εκείνη θεωρούσε τον εαυτό της πολύ καλύτερο από αυτόν -όμορφες σύζυγοι και άσχη-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

123

μοι άντρες γίνονταν καμιά φορά πολύ ταιριαστά ζευγά­ ρια- αλλά ότι εκείνος έδειχνε πως δεν τη θεωρούσε καθόλου ελκυστική. Για λίγο παρηγορήθηκε με τη σκέψη πως ίσως ήταν βαθιά πληγωμένος από το θάνατο κάποιας που είχε αγαπήσει, οπότε υπήρχε σοβαρός λόγος που τον έκανε να μοιάζει τόσο απόμακρος, μιας και κουβαλούσε μέσα του μια ολόπικρη ιστορία. Τον κοί­ ταξε πιο προσεκτικά και προσπαθούσε να διακρίνει στο πρόσωπό του τα ίχνη μιας τρομερής ιστορίας ή ενός χαμένου έρωτα. Όμως η ματιά της έπεσε πάνω του την ώρα ακριβώς που εκείνος προσπαθούσε να χώσει στο στόμα του ένα ολόκληρο μαύρο μανιτάρι, που ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα και τον δυσκόλευε. Στην προσπάθειά του να το πετύχει είχε τεντώσει το στόμα του που έχασκε ολάνοιχτο, καθώς οι άκρες των χειλιών είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω θυμίζοντας χαμογελαστό ψάρι, ενώ τα χείλη του έτρε­ μαν από τον αγώνα του για να γευτεί εκείνο το βαρύτι­ μο δώρο που κρεμόταν από το κινεζικό ξυλαράκι. Κά­ ποια στιγμή τα κατάφερε αλλά αφού μασούλησε με δυσκολία καναδυό φορές, αναγκάστηκε να φτύσει το μανιτάρι στο πιάτο του. Μόλις αυτό προσγειώθηκε πάνω στο περιχυμένο με πλούσια σάλτσα ρύζι εκείνος επανέλαβε την προσπάθειά του κι αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν αρκετά εύκολα. Καθώς τα ξυλαράκια του αναζήτησαν αμέσως ένα καινούργιο μανιτάρι, αντι­ λήφθηκε πως τον παρατηρούσε η Σνόου. Τα χείλη του ήταν πασαλειμμένα με λίπος και γυάλιζαν. «Το φαγητό είναι καλό», είπε, σηκώνοντας ελαφρά τα φρύδια του. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της με το βλέμμα καρφωμένο στα χείλη του. Όχι, σκέφτηκε. Δεν κουβαλά μέσα του καμιά ιστορία αγάπης. Δεν είναι ικα-

Digitized by @PriOri™

124

ΤΑΣ Ο

νός ν' αγαπήσει. Καλύτερα λοιπόν να ήταν από τώρα προετοιμασμένη γι' αυτό. Τη συνόδευσε ως τη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι της. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά, πράγμα που σήμαινε συνήθως πως η Πάτι στεκόταν και κρυφάκουγε πίσω από το σκοτεινό παράθυρο. «Η βραδιά πέρασε ευχάριστα», είπε ο Τζόνι, και η Σνόου για μιαν ακόμη φορά δεν ήταν βέβαιη αν επρό­ κειτο για ερώτηση ή δήλωση. Εντούτοις δεν μπόρεσε να μη συμφωνήσει. «Πιστεύω πως θα ξαναϊδωθούμε», του είπε και μπή­ κε στο σπίτι. Προχώρησε γρήγορα προς την κάμαρά της για ν' αποφύγει τυχόν ερωτήσεις της μητέρας της. Όμως -πράγμα παράξενο- δεν άκουσε ούτε τα βήματα της Πάτι ούτε πόρτες που ανοιγόκλειναν. Στο σπίτι βασίλευε απόλυτη σιωπή, που μαρτυρούσε εμπιστοσύ­ νη κι επιδοκιμασία γι' αυτή τη σχέση.

Ο γάμος τους έγινε έξι μήνες αργότερα, έπειτα από ένα φλερτ «όλο εντιμότητα κι ευγένεια», όπως έλεγε ο κύριος Σουνγκ. Μέχρι να βρει σπίτι γι' αυτόν και τη γυναίκα του ο Τζόνι εγκαταστάθηκε στους Σουνγκ, όπου απόλαυσε με την καρδιά του την απλόχερη φιλο­ ξενία τους. Συνήθισε μάλιστα τόσο πολύ εκεί μέσα, που σχεδόν κατέληξε να πιστεύει πως ο γενναιόδωρος οικο­ δεσπότης ήταν αυτός, πως αυτός ήταν που έδινε πλου­ σιοπάροχες γιορτές, δικοί του ήταν οι μάγειροι που ετοίμαζαν τα πλούσια εδέσματα και δικοί του οι καλε­ σμένοι που τους επισκέπτονταν. Όσο για τους ίδιους τους καλεσμένους, γι' αυτούς ήταν προφανές πως τα έξοδα όλων εκείνων των όλο πολυτέλεια και απλοχεριά εκδηλώσεων τα πλήρωνε από την τσέπη του ο νέος και

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

125

πλούσιος μεγιστάνας· κι ο Τζόνι δεν έκανε καμιάν απο­ λύτως κίνηση για να τους βγάλει από την πλάνη τους. Γιατί να το 'κανε άλλωστε; Αντίθετα, υιοθέτησε μια σεμνή συμπεριφορά η οποία ενίσχυσε την άποψη πως επρόκειτο για ένα μεγαλόψυχο αλλά και κάπως ντρο­ παλό οικοδεσπότη. Καλεσμένοι: «Σας ευχαριστούμε, κύριε Λιμ, γι' αυτό το υπέροχο δείπνο». Τζόνι (με όσο μεγαλύτερη μετριοφροσύνη γινόταν): «Ω... Σας παρακαλώ... Όχι εμένα. Την κυρία και τον κύριο Σουνγκ. Αυτούς θα πρέπει να ευχαριστείτε. Στο κάτω κάτω δικό τους είναι το σπίτι. Και ξέρω πόσο πολύ χάρηκαν που ήρθατε». Καλεσμένοι (από μέσα τους): «Τι λεπτός, τι αξιοπρε­ πής άνθρωπος που είναι αυτός ο Τζόνι Λιμ. Τόσο ευγε­ νικός, που αρνείται να δεχτεί ακόμη και συγχαρητήρια. Και με τι σεβασμό φέρεται στα πεθερικά του... Πόσο πολιτισμένα...» Παράδειγμα, η Γιορτή του Φθινοπώρου τη χρονιά που παντρεύτηκαν αυτός και η Σνόου. Οι εορταστικές εκδηλώσεις έγιναν στο σπίτι των Σουνγκ κι έμειναν στα χρονικά ως η «Γιορτή του Τζόνι Λιμ», παρότι εκείνος δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό. Το ότι δεν ανακατεύτηκε καθόλου στη διοργάνωσή της αποδεικνύεται περίτρανα από το υπερβολικό αλλά και καλαίσθητα οργανωμένο γλέντι που έγινε εκείνη τη βραδιά, κι από το είδος των ανθρώπων που έλαβαν μέρος. Ήταν η πρώτη σημαντι­ κή γιορτή που δόθηκε στο σπίτι των Σουνγκ από την ημέρα του γάμου της Σνόου με τον Τζόνι κι άφησε τέτοιες εντυπώσεις, που επί χρόνια μιλούσαν γι' αυτήν. Πολλοί από τους καλεσμένους ήταν Αγγλοι - όχι μόνον ο Μορφωτικός Επίτροπος της περιοχής αλλά και πολ­ λές άλλες προσωπικότητες, όπως ο Φρέντερικ Χόνεϊ και

Digitized by @PriOri™

126

ΤΑΣ Ο

όλοι οι άλλοι τουάν μπεσάρ των βρετανικών εμπορικών εταιρειών. Λέγεται πως για εκείνη τη βραδιά είχαν προσκληθεί ακόμη και δυτικής καταγωγής μουσικοί από τη Σιγκα­ πούρη. Ένας εκπληκτικός τενόρος κοντά δύο μέτρα ψηλός τραγούδησε παράξενα τραγούδια στα ιταλικά και στα γαλλικά. Το πρόσωπό του ήταν πασαλειμμένο με θεατρικά χρώματα που σκέπαζαν τα λεπτά χαρα­ κτηριστικά του, αλλά ακόμη κι έτσι μίλησαν όλοι κολα­ κευτικά για την ομορφιά του και τη λαμπρότητα του ενδύματός του - μια κυματιστή κάπα από οθωμανικό μετάξι, επενδυμένη εσωτερικά με κόκκινη ιριδίζουσα φόδρα. Τραγούδησε αγγελικά κι έπαιξε πιάνο με τόση δεξιοτεχνία, που δεν έμεινε ούτε ένας που να μην πιστέ­ ψει πως δεν προερχόταν από κάποιες μεγάλες ευρω­ παϊκές αίθουσες συναυλιών. «Τι δουλειά έχει εδώ, στα μέρη μας, κάποιος σαν αυτόν;» αναρωτιόνταν μεγαλό­ φωνα όλοι, καθώς εκείνος ξεσήκωνε το ακροατήριό του αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε γνωστά τραγούδια. Ο ευγε­ νικός κύριος Χόνεϊ, φερόμενος ιπποτικά, χόρεψε με όλες τις κυρίες· τελικά χόρεψε μαζί με τους συντρόφους του κι έναν παραδοσιακό κελτικό χορό, όπου όλοι πιάστη­ καν απ' τα χέρια και βάλθηκαν να χτυπούν ανάλαφρα τα πόδια τους στο σανιδένιο δάπεδο. Ο Τζόνι στεκόταν αμήχανος σε μια γωνιά παρακολουθώντας τις σκιές και βάζοντας τα δυνατά του να δείχνει ευπρεπής και ήρε­ μος. Χαμογελούσε, και κάποια στιγμή δοκίμασε να κρα­ τήσει με το πόδι του το ρυθμό της μουσικής, μα δεν τα κατάφερε. Έξω, στην αυλή, ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στους υπηρέτες και την τάξη ανέλαβε να την επαναφέ­ ρει ο αυταρχικός μα κι αξιοπρεπής κύριος Χόνεϊ. Όλη τη νύχτα η μουσική δεν έπαψε ούτε στιγμή να παίζει. Οι νότες ξεχύνονταν σαν χείμαρρος, σε συνδυα-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

127

σμό με το αλκοόλ που έρεε άφθονο. «Κάτι τέτοιες νύ­ χτες νιώθει κανείς ευτυχής που βρίσκεται στη Μα­ λαισία», έλεγαν οι καλεσμένοι καθώς παρακολουθούσαν τον κύριο Χόνεϊ να διασκεδάζει μια ομάδα αντρών διηγούμενος περιπετειώδεις ιστορίες. Στο τέλος της βρα­ διάς, όταν ο αέρας δρόσισε, οι κουρασμένοι καλεσμένοι που άρχισαν να φεύγουν απρόθυμα για το σπίτι τους, διαπίστωσαν πως η μουσική είχε σταματήσει και το καπάκι του πιάνου ήταν ερμητικά κλειστό. Καθώς ανα­ χωρούσαν από το σκοτεινιασμένο σπίτι τρίβοντας τα πονεμένα μηνίγγια τους, προσπαθούσαν να συγκε­ ντρώσουν τη σκέψη τους και να θυμηθούν τι ακριβώς είχε συμβεί στο διάστημα εκείνης της βραδιάς. Ήταν τόσο όμορφη, που φάνταζε εξωπραγματική. Και ο βαμ­ μένος τροβαδούρος, που είχε ξάφνου βυθιστεί μες στην τροπική νύχτα σαν φάντασμα, ήταν πράγματι αληθι­ νός; Τι υπέροχη γιορτή ήταν αυτή που έδωσε ο Τζόνι Λιμ, σκέφτονταν και τι σπουδαίος άνθρωπος ήταν... Αυτός και η Σνόου αποτελούσαν πράγματι ένα θαυμά­ σιο ζευγάρι.

Μία μόνο φωτογραφία της μητέρας μου έχει διασωθεί. Σ' αυτή φαίνεται να φοράει ένα απαλόχρωμο σαμφού πλουμισμένο με πεταλούδες. Το κινεζικό ένδυμα σφίγ­ γει ελαφρά την κορμοστασιά της που είναι λεπτή και δυνατή σαν τον κορμό της πλουμερίας της ερυθράς αυτού του υπέροχου δέντρου. Τα μαλλιά της είναι στο­ λισμένα με πετράδια τόσο μικρά, που δεν μπορώ να δια­ κρίνω τι λογής είναι. Όταν αποπειραθώ να την κοιτά­ ξω με μεγεθυντικό φακό, η κακή ποιότητα του φθαρμέ­ νου χαρτιού κάνει την εικόνα να προβάλλει θαμπή και γλυκανάλατα συναισθηματική. Το πρόσωπο της μητέ-

Digitized by @PriOri™

128

ΤΑΣ Ο

ρας μου είναι φρέσκο κι απαλό. Καμιά φορά στερεώνω τη φωτογραφία στην κορνίζα ενός καθρέφτη έτσι ώστε να δω το πρόσωπό μου δίπλα στο δικό της. Νομίζω πως τα μάτια μου είναι ίδια με τα δικά της. Η φωτογραφία είναι τόσο παλιά, που αδυνατώ να αντλήσω άλλα στοιχεία. Ήμουν δεκαπέντε χρόνων όταν τη βρήκα μαζί με τις φωτογραφίες του Ταρζάν σ' ένα παλιό τενεκεδένιο κουτί του πατέρα. Ήταν τοποθετη­ μένη σε μια ξεγδαρμένη δερμάτινη κορνίζα υπερβολικά μεγάλη σε σχέση με τη φωτογραφία, κι όταν την παρα­ τήρησα καλύτερα διαπίστωσα πως αυτό οφειλόταν στο ότι είχε κοπεί προσεκτικά στη μέση· θα πρέπει να υπήρ­ χαν άλλοι δύο ή τρεις άνθρωποι, μα δε φαίνονταν παρά μόνο η μητέρα κι ο πατέρας, καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλο, χωρίς ν' ακουμπούν μεταξύ τους. Κάθονταν σ' ένα τραπέζι μετά το τέλος ενός γεύματος. Μπροστά τους υπάρχουν τα υπολείμματα του φαγητού τους που ξεχωρίζουν σαν μαύροι λεκέδες πάνω σε άσπρο τραπε­ ζομάντιλο, ενώ πίσω τους φαίνονται μόνο δέντρα. Πέρα από τα δέντρα διακρίνεται το τμήμα ενός κτιρίου - ίσως πρόκειται για κάποιο ερείπιο σε μια τοποθεσία που δεν την αναγνωρίζω. Πάντως είμαι βέβαιος πως δε βρίσκε­ ται στην κοιλάδα. Όλ' αυτά τα χρόνια ξεφύλλιζα εκατο­ ντάδες βιβλία με εικόνες που δείχνουν ερειπωμένα σπί­ τια, ερειπωμένους ναούς κι ερειπωμένα ανάκτορα τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό. Κανένα δε μοιάζει με το μέρος που δείχνει η φωτογραφία. Δεν ξέρω πού μπορεί να βρίσκεται. Ίσως και να μην υπάρχει πια. Στη μια μεριά αυτής της κομμένης φωτογραφίας φαίνεται ένα χέρι που ακουμπά στον ώμο της μητέρας. Πρόκειται για ανδρικό χέρι· γι' αυτό είμαι σίγουρος. Το δέρμα του είναι σίγουρα ανοιχτόχρωμο -δεν υπάρχει αμφιβολία- και στο μικρό του δάχτυλο φορά ένα δαχτυ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

129

λίδι, κατά πάσα πιθανότητα χρυσό. Δείχνει συμπαγές και βαρύ. Το έχω παρατηρήσει κατ' επανάληψη με τον μεγεθυντικό φακό αλλά δε μου προσφέρει κανένα χρή­ σιμο στοιχείο. Είναι απλώς ένα δαχτυλίδι. Πήρα το πολύτιμο ντοκουμέντο και το έκρυψα στο δωμάτιό μου. Ο πατέρας δεν έκανε ποτέ λόγο γι' αυτό. Το ίδιο κι εγώ. Ήθελα να τον ρωτήσω αν υπήρχαν κι άλλες φωτογραφίες της μητέρας μου μα δεν το έκανα, επειδή έτσι θα μάθαινε πως είχα κλέψει τη συγκεκριμέ­ νη φωτογραφία. Δεν τόλμησα ποτέ να τον ρωτήσω για τη μητέρα μου. Δεν ήξερα ποτέ τι ερωτήσεις έπρεπε να του κάνω. Εξάλλου ήμουν βέβαιος πως ακόμη κι αν τον ρωτούσα δε θα μου απαντούσε. Το μόνο στοιχείο πάνω στο οποίο πρέπει να βασιστώ είναι αυτή η φωτο­ γραφία. Και κάθε φορά που την κοιτάζω τη διπλώνω με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη φαίνεται ο Τζόνι και να έχω την εικόνα μόνο της μητέρας μου.

Εδώ και μερικά χρόνια έκανα κάτι που δεν πίστευα πως θα το τολμούσα. Επισκέφθηκα το παλιό σπίτι των Σουνγκ - εκεί όπου έζησαν ο πατέρας κι η μητέρα μου. Ήξερα πως βρισκόταν κουρνιασμένο σε απόσταση ενός περίπου μιλίου μακριά από τον παλιό παραλιακό δρόμο, δυτικά του ποταμού Πέρακ, δεν το είχα δει ποτέ. Αυτό οφειλόταν και στο ότι ήταν δύσκολο να φτάσει κανείς εκεί. Στο σημείο εκείνο δεν υπάρχουν γέφυρες, και για να περάσεις τον ποταμό πρέπει να τραβήξεις προς τα νότια και στη συνέχεια να επιστρέ­ ψεις, προχωρώντας αργά προς τα βόρεια από στε­ νούς, στριφογυριστούς δρόμους που περνούν μέσ' από τα βαλτοτόπια. Στο τελευταίο διάστημα της κατοχής, το σπίτι το χρησιμοποιούσε ως τοπικό διοικητήριο η

Digitized by @PriOri™

130

ΤΑΣ Ο

Ιαπωνική Μυστική Υπηρεσία. Προσήγαν εκεί όσους υποπτεύονταν ότι ήταν κομμουνιστές ή συνοδοιπόροι και τους βασάνιζαν μέσα στα ίδια δωμάτια όπου είχαν κοιμηθεί κάποτε ο Τ.Κ., η Πάτι, ο Τζόνι και η Σνόου. Οι κραυγές των βασανισμένων εκείνων ανθρώπων είχαν διαποτίσει τους τοίχους του σπιτιού κι όταν ήμουν μικρός πίστευα -όπως κι όλα τα άλλα παιδιά- πως το μέρος εκείνο ήταν στοιχειωμένο. Τότε δεν ήξερα πως το συγκεκριμένο σπίτι ανήκε παλιά στη Σνόου και στον Τζόνι. Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε σαν ένα από τα μέρη που τα παιδιά τα φοβόνταν, όπως ακριβώς ένιω­ θαν φόβο για το Κάστρο Κέλι ή για τον παλιό παράκτιο δρόμο όπου οι Ποντιάνακ -τρομερές υπάρξεις που είχαν πάρει τ' όνομά τους από την ομώνυμη πόλη- τρέ­ φονταν με το αίμα και τις ψυχές των μοναχικών ταξι­ δευτών όταν αυτοί περνούσαν από κει. Μας είχαν μάθει να φοβόμαστε τέτοια μέρη χωρίς να κάνουμε ερωτήσεις. Πιστεύαμε σ' αυτό που μας είχαν πει όπως πιστεύαμε στην ίδια τη ζωή. Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν τελικά έμαθα τι σήμαινε εκείνο το σπίτι για μένα, χαμογέλασα έτσι όπως θα χαμογελούσα αν κάποιος μου έκανε ένα αστείο. Τι αστείο που είναι, όταν η ιστορία της οικογένειάς σου, της ζωής σου, βρίσκεται για τόσο πολλά χρόνια κάτω από τη μύτη σου κι εσύ δεν έχεις πάρει μυρωδιά... Όταν λέω «επισκέφθηκα το παλιό σπίτι των Σουνγκ», κάπως υπερβάλλω. Η πρώτη μου απόπειρα να επισκεφθώ το μέρος εκείνο δε στέφθηκε από απόλυ­ τη επιτυχία. Είχα σχεδιάσει τα πάντα με πολύ μεγάλη προσοχή, τελικά όμως οι προσπάθειές μου δεν καρπο­ φόρησαν. Αποφάσισα να πάω ως πωλητής πλαστικών σκευώντάπερ. Αυτό ήταν το πρώτο που μου ήρθε στο νου,

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

131

γιατί εκείνη την εποχή τα πλαστικά σκεύη ήταν πολύ «του συρμού» στην κοιλάδα. Αγόρασα λοιπόν μια μεγάλη ποσότητα τάπερ σε διάφορα χρώματα και μεγέθη, και τα φόρτωσα στο αμάξι μου. Έκλεψα ένα φυλλάδιο από την αίθουσα αναμονής του οδοντιάτρου μου κι αγόρασα μια τσάντα μέσα στην οποία έβαλα αρκετά «έντυπα παραγγελιών» που τα είχα τυπώσει εγώ ο ίδιος. Βέβαια, φόρεσα γραβάτα και χτένισα διαφορετικά τα μαλλιά μου. Τα είχα αφήσει να μακρύνουν πιο πολύ απ' ό,τι συνήθως, κάνοντας τη σκέψη πως αυτό θα με βοηθούσε να νιώσω σαν να ήμουν άλλος άνθρωπος. Προτού ξεκι­ νήσω κοιτάχτηκα στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου μου κι έμεινα ικανοποιημένος με την εικόνα μου. Δε θα με αναγνώριζε ούτε η ίδια η μάνα μου... Μου άνοιξε την πόρτα ένα μεγαλούτσικο παιδί σχεδόν έφηβος. Αν και ήταν ντυμένο σαν αγόρι μού έδωσε την εντύπωση πως ήταν κορίτσι. Διερεύνησα με τα μάτια το πρόσωπο του ψάχνοντας να βρω κάποια ομοιότητα μ' εμένα αλλά δεν εντόπισα το παραμικρό. Εκείνο με κοίταξε εχθρικά. «Τι πουλάς;» με ρώτησε με τραχιά φωνή που φαινό­ ταν ν' ανήκει σε παιδί μεγαλύτερης ηλικίας. «Πλαστικά σκεύη», αποκρίθηκα, αντλώντας ξαφνικά σιγουριά. Παραμέρισα και της έδειξα το αυτοκίνητό μου. Από το παράθυρο φαίνονταν οι στοίβες των τάπερ. «Δε χρειαζόμαστε». «Τά-περ», είπα αργά αργά. «Έχεις την καλοσύνη να ρωτήσεις τη μητέρα σου;» «Δεν είναι εδώ». «Είναι κανείς άλλος;» Έκλεισε την πόρτα και την αμπάρωσε. «Είναι ένας ψηλός που πουλάει πράγματα», την άκουσα να λέει σε

Digitized by @PriOri™

132

ΤΑΣ Ο

κάποιον μέσα στο σπίτι. Όταν η πόρτα ξανάνοιξε, στο κατώφλι της φάνηκε μια γυναίκα. Με κοίταξε ψυχρά χωρίς να πει λέξη. «Πουλάω πλαστικά σκεύη. Τάπερ», επανέλαβα. «Α­ μερικανικά. Πολύ χρήσιμα». Παρέμεινε σιωπηλή. Ένιωσα το θάρρος μου να με εγκαταλείπει. Έπρεπε να κάνω μια τελευταία απόπει­ ρα. «Μπορώ να μπω να σας τα δείξω;» τη ρώτησα χαμογελώντας. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα παρατηρώντας με. Κράτησα την ανάσα μου για να κρύψω τη νευρικότητα που με διακατείχε και προσπάθησα να μην ανοιγοκλεί­ νω τα βλέφαρα. «Εντάξει», είπε και με οδήγησε μέσα. Στάθηκα στη μέση του ευρύχωρου σαλονιού και κοί­ ταξα γύρω μου. Το δωμάτιο έβγαζε σε μια βεράντα που απλωνόταν σε όλο το πίσω μέρος του σπιτιού. Από τα μισάνοιχτα παντζούρια είδα το κτήμα που έφτανε ως τη ζούγκλα η οποία φαινόταν σαν απαλό, πράσινο χαλί. Στους τοίχους, μακρόστενοι πάπυροι με κινεζικά καλλιγραφήματα τραβούσαν την προσοχή. Οι χαρα­ κτήρες ήταν φανταχτεροί, σχεδιασμένοι από έμπειρο χέρι, υπερβολικά τονισμένοι κι όλο στολίδια. Η ματιά μου έπεσε σ' έναν από αυτούς όπου ήταν γραμμένο το φημισμένο ποίημα της εποχής της δυναστείας των Τανγκ, συνθεμένο από τον Λι Πο. Το φεγγαρόφωτο λάμπει μπρος στο κρεβάτι μου κι είναι σαν πάχνη που 'χει πάνω στο πάτωμα παγώσει. Σηκώνω το κεφάλι κι αντικρίζω το φεγγάρι, γέρνω το κεφάλι κι ονειρεύομαι το σπίτι.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

133

«Τι κοιτάς;» με ρώτησε η γυναίκα. Είχε ισχνό πρόσω­ πο και φωτεινό δέρμα. Ούτε αυτή μου έμοιαζε. «Θαυμάζω τα καλλιγραφήματά σας», είπα. «Είναι πολύ όμορφα. Εσείς τα φτιάξατε;» «Όχι», απάντησε πνίγοντας ένα χαμόγελο. Οι ώμοι της χαλάρωσαν και η φωνή της ήχησε απαλότερη. «Όχι... Τα έχει φτιάξει ο μεγάλος θείος». «Αλήθεια; Θα πρέπει να είναι κάποιος διάσημος καλ­ λιτέχνης, ε;» Σιγογέλασε. «Όχι, δεν ήταν. Έχει πεθάνει πια. Πέθα­ νε στη διάρκεια του πολέμου. Η οικογένειά μας κατάφε­ ρε να περισώσει τα έργα του γλιτώνοντάς τα από τα χέρια των Ιαπώνων και τα ξανακρέμασε στους τοίχους έτσι όπως ήταν όταν ζούσε ο θείος». «Πολύ ενδιαφέρον. Είπατε ότι ο θείος σας πέθανε στη διάρκεια της κατοχής; Πώς τον έλεγαν; Ίσως τον έχω ακουστά». «Τ.Κ. Σουνγκ», αποκρίθηκε εκείνη. «Μα, για στάσου! Σαν να μου φαίνεται πως κάνεις πολλές ερωτήσεις, ε;» «Ω... Με συγχωρείτε πολύ... Μα δεν τυχαίνει συχνά σ' έναν πλασιέ σαν κι εμένα να πέφτει πάνω σε καλλι­ γραφήματα τέτοιας ποιότητας». Μου έστειλε και πάλι ένα χαμόγελο. «Έπειτα, όπως σας είπα, μπορεί να τον ήξερα». Κοίταξα τους παπύρους άλλη μια φορά φρο­ ντίζοντας να της έχω γυρισμένη την πλάτη ώστε να μην μπορεί να παρακολουθεί τη ματιά μου. Μολονότι κρα­ τούσα το κεφάλι μου γερμένο προς τα πίσω, το βλέμ­ μα μου περιπλανιόταν στους μπουφέδες αναζητώντας φωτογραφίες ή κάθε λογής οικογενειακά ενθύμια. «Δε νομίζω πως θα μπορούσες να τον είχες γνωρί­ σει», απάντησε η γυναίκα. «Πόσων χρόνων είσαι;» «Α! Ποιος κάνει τώρα ερωτήσεις;» είπα γελαστά. «Πόσο σας φαίνομαι;»

Digitized by @PriOri™

134

ΤΑΣ Ο

«Άσε με να σε δω καλά», μου αποκρίθηκε. Έκανε μεταβολή και βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. «Συ­ νήθως καταφέρνω να μαντεύω την ηλικία των ανθρώ­ πων. Όμως μ' εσένα δεν είναι εύκολο». Παρατήρησα το είδωλό μου σ' έναν παλιό καθρέφτη στον τοίχο πίσω της. Το κρύσταλλό του ήταν θαμπό, όλο χαρακιές και σκονισμένο, ενώ στην πίσω μεριά του κρέμονταν ξεφτισμένες ασημένιες λωρίδες. «Γιατί έπιασες τα μάγουλά σου;» με ρώτησε. «Μή­ πως δε νιώθεις καλά;» «Όχι», απάντησα χαμογελαστά. «Λοιπόν; Πόσων ε­ τών με κάνετε;» «Θα έλεγα σαράντα. Ίσως και πιο πολύ. Σαράντα και βάλε...» Γούρλωσα τα μάτια μου παριστάνοντας τον τρομαγ­ μένο. «Δεν πέσατε και πολύ έξω». «Ε, τότε αποκλείεται να γνώρισες τον μεγάλο θείο· εκτός βέβαια κι αν τον γνώρισες όταν ήσουν μωρό. Πέθανε το 1943». «Από τι πέθανε;» «Μμ...» Κοίταξε τα δάχτυλά της. «Ξέρεις...» «Συγγνώμη για την ερώτηση. Είμαι ξένος σ' αυτά τα μέρη... και...» «Εντάξει. Δεν πειράζει. Θα σου πω... Οι Ιάπωνες. Έτσι λένε όλοι. Δεν ξέρω λεπτομέρειες». «Είχε παιδιά;» «Μόνο ένα. Την εξαδέλφη της μητέρας μου. Μάλλον ήταν δεύτερη εξαδέλφη της· δεν είμαι σίγουρη». «Έμενε κι αυτή σε τούτο το σπίτι; θέλω να πω, έμενε με τον πατέρα της;» «Φυσικά. Όλα τα παιδιά με τους γονείς τους μένουν. Έτσι κι αυτή. Έμενε εδώ ακόμη κι όταν παντρεύτηκε». «Πολύ ωραίο αυτό».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

135

«Είχε παντρευτεί τον Τζόνι Λιμ... Ξέρεις... Τον περι­ βόητο Τζόνι Λιμ». «Α, ναι; Νομίζω πως έχω ακούσει να μιλούν γι' αυ­ τόν. Δεν είμαι από δω, ξέρετε». «Μπα! Κι από πού είσαι, κύριε Ψηλέα;» «Από την Κουάλα Λουμπούρ». «Α! Πολύς δρόμος...» «Δεν είναι τόσο άσχημα. Μένω μια εβδομάδα στο Ίπο κάθε φορά που έρχομαι κατά δω». «Δείχνεις σαν να έχεις επιθυμήσει το σπίτι σου». «Όχι και πολύ. Ώστε η εξαδέλφη της μητέρας σας παντρεύτηκε τον Τζόνι...» «Λιμ». «Μάλιστα. Τον Τζόνι Λιμ. Υποθέτω πως αυτό εκεί θα πρέπει να ήταν το δωμάτιο της», είπα δείχνοντας μια πόρτα που φαινόταν να οδηγεί σ' ένα μεγαλύτερο δωμάτιο. «Όχι. Αυτό ήταν το δωμάτιο του θείου και της θείας μου. Του Τζόνι και της Σνόου ήταν αυτό εκεί», αποκρί­ θηκε δείχνοντάς μου μια κλειστή πόρτα. Σταμάτησε και με κοίταξε κατάματα σαν να είχε ξάφνου θυμηθεί κάτι. «Ε!» φώναξε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου. «Νομίζω πως δείχνεις αφύσικο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις. Τι συμβαίνει;» Προσπάθησα να χαμογελάσω αλλά ένιωσα το πρό­ σωπό μου να φουντώνει. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε πίσω από μια κλειστή πόρτα η φωνή ενός γέρου. «Ποιος είναι, Γιουν;» «Κανείς, πατέρα. Συνέχισε τον υπνάκο σου». Η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε ένας φαλακρός, σκυφτός άντρας. Είχε ζωηρά φωτεινά μάτια που άνοιξαν διάπλατα μόλις με είδε. «Καλό σας απόγευμα», είπα, προσπαθώντας να

Digitized by @PriOri™

136

ΤΑΣ Ο

φανώ πρόσχαρος. «Πουλάω τάπερ». Τα λόγια μου ήχη­ σαν ψεύτικα. Δεν τον ήξερα. Ήμουν βέβαιος πως δεν τον είχα δει ποτέ στη ζωή μου, κι επιπλέον ήμουν σίγουρος πως ούτε εκείνος με είχε ξαναδεί. Παρ' όλ' αυτά, ο τρόπος που με κοίταξε μου προκάλεσε νευρικότητα. «Σε ξέρω», είπε. «Α, ναι;» πετάχτηκε η γυναίκα αχνογελώντας. «Σί­ γουρα τον ξέρεις, παππού;» «Το πρόσωπό σου», είπε εκείνος. «Γνωρίζω το πρό­ σωπό σου. Σε ξέρω από παλιά». «Ποιος είναι, παππού; Πες μου», συνέχισε η νεαρή γυναίκα. «Πεθαίνω από περιέργεια». «Με συγχωρείτε», είπα ξαφνικά. «Σας ζητώ συγγνώ­ μη που τάραξα το απομεσήμερό σας». Προχώρησα προς την πόρτα, την άνοιξα με μια γρή­ γορη κίνηση, κι όταν έφτασα στην κορφή της σκάλας το 'βαλα στα πόδια πηδώντας τρία τρία τα σκαλιά. «Έι, κύριε Ψηλέα! Τι θα γίνει με τα τάπερ;» φώναξε η γυναίκα που είχε έρθει ξοπίσω μου. Δε γύρισα καν να κοιτάξω καθώς πήρα τον χωματέ­ νιο δρόμο που περνούσε στριφογυριστά μέσ' από τη φυτεία. Το αυτοκίνητο χοροπηδούσε σε πέτρες και λακ­ κούβες αλλά δεν ησύχασα παρά μόνον όταν έφτασα στον κεντρικό δρόμο. Ήμουν αναψοκοκκινισμένος από τη στενοχώρια και την αγανάκτηση. Δεν είχα καταφέρει να δω το δωμάτιο όπου κοιμόταν η μητέρα μου - όπου είχε περάσει όλη σχεδόν τη ζωή της. Φτάνοντας στο σπίτι είχα πάρει πια την απόφαση πως έπρεπε να ξαναπάω στο σπίτι των Σουνγκ όσο πιο σύντομα γινόταν.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

137

Έπειτα από μερικούς μήνες ξαναπήγα εκεί. Είχα αφήσει να μεσολαβήσει ένα διάστημα έξι μηνών - αρκετό ώστε να ξαναβρώ το κουράγιο μου αλλά και να έχουν ξεχάσει οι άνθρωποι του σπιτιού τον παράξενο πλασιέ τάπερ, που το 'χε βάλει ξαφνικά στα πόδια χωρίς να τους που­ λήσει τίποτε. Διάβηκα μέσ' από τα βαλτοτόπια, ενώ από τ' ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου εισέβαλλε ο αρμυρός θαλασσινός αέρας. Αφησα το αυτοκίνητο και διέσχισα με τα πόδια το τελευταίο μίλι που οδηγούσε στη φυτεία. Προχωρούσα με βήμα ρυθμικό και ήρεμο. Η νύχτα ήταν απόλυτα διαυγής. Το φεγγάρι, ίδιο με βολ­ βό, αρμένιζε σ' ένα βελούδινο ουρανό κι έκανε τα ρούχα μου να λάμπουν. Σταμάτησα και παρατήρησα τα χέρια μου· το δέρμα τους φάνταζε κι αυτό ωχρό και φωσφορίζον. Τι όμορφη νύχτα! Το σπίτι ήταν σκοτεινό. Έμοιαζε ακριβώς με το σπίτι που κυριαρχούσε στους παιδικούς εφιάλτες μου. Ήταν έτοιμο να με καταβροχθίσει. Ανέβηκα τη σκάλα και προ­ σπάθησα ν' ανοίξω την μπροστινή πόρτα. Ακούμπησα το αυτί μου εκεί και αφουγκράστηκα. Καμιά κίνηση, κανένας ήχος. Τίποτε. Προχώρησα κατά μήκος της βε­ ράντας κι έφτασα ως τις κλειστές, φτιαγμένες από ξύλο τικ μπαλκονόπορτες. Ακούμπησα το χέρι μου στα ξεπλυμένα από τη βροχή τζάμια κι έσπρωξα απαλά. Οι μπαλκονόπορτες άνοιξαν στη στιγμή, αθόρυβα. Το δωμάτιο πλημμύρισε από το φεγγαρόφωτο. Οι σανίδες του πατώματος στα σημεία όπου έπεφταν οι ωχρές ακτίνες φάνταζαν αστραφτερά λευκές. Αντίκρισα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Όταν όμως άπλωσα το χέρι μου να το αγγίξω ο καθρέφτης έσπασε σε χίλια κομμάτια, και στα κομμάτια αυτά έβλεπα μέρη του προσώπου μου, και στο άγγιγμά μου τα ένιωθα ζεστά. Διάβηκα πάνω από τα σπασμένα γυαλιά και προχώρη-

Digitized by @PriOri™

138

ΤΑΣ Ο

σα στο δωμάτιο της Σνόου. Στάθηκα στο κατώφλι. Μπήκα σ' ένα μικρό, χωρίς παράθυρα χολ. Διέκρινα δύο πολυθρόνες κι ένα τραπεζάκι, και στην απέναντι μεριά του δωματίου μια πόρτα. Προχώρησα προς τα κει. Την ξέρω αυτή την πόρτα, σκέφτηκα. Το γνωρίζω αυτό το μέρος. Έχω ξαναβρεθεί χιλιάδες φορές εδώ. Το κουβα­ λούσα μέσα μου από τον καιρό που γεννήθηκα και ήξερα τι ακριβώς υπήρχε εκεί. Ένα κρεβάτι· και πάνω στο κρεβάτι ένας γέρος που κοιμόταν. Πλάι του, μια όμορφη γυναίκα: η Σνόου. Στους τοίχους κρέμονταν καταρράκτες μεταξιού σε έντονο κόκκινο. Η Σνόου ανοίγει τα μάτια κι ανασηκώνεται. Τα μαλ­ λιά της είναι μπερδεμένα από τον ύπνο αλλά μπορώ να δω πως τα μάτια της είναι ανοιχτά. Εδώ και πολλά χρό­ νια δεν έχουν ξεκουραστεί. Γυρίζει προς το μέρος μου και χαμογελάει. Έλα, μου ψιθυρίζει, κι εγώ προχωρώ με αργό βήμα προς τα κει. Ανοίγει διάπλατα τα χέρια της και γονατίζω μπροστά της αργά αργά ακουμπώντας το κεφάλι μου στο στήθος της. Τα χέρια της μ' αγκαλιά­ ζουν. Τα χέρια της μου χαϊδεύουν τα μαλλιά. Μην κλαις, μου λέει. Μην κλαις, παιδί μου. Μην κλαις, γιε μου. Τα δάχτυλά της διατρέχουν απαλά τα μάγουλά μου, το μέτωπό μου, τα στεγνά, σκασμένα χείλη μου. Με τα μακριά κατάλευκα δάχτυλά της βγάζει και ρίχνει πλάι την άσπρη πουκαμίσα του σαμφού της. Βάζει το άσπρο της στήθος στο στόμα μου. Πιες, παιδί μου, πιες, γιε μου, μου λέει. Κι εγώ πίνω. Όταν τελειώνω, μπορώ να οσμιστώ την ανάσα της. Είναι γλυκιά κι απαλή. Σ' αρέσει, γιε μου; με ρωτάει, κι εγώ κουνάω καταφατικά το κεφάλι. Μα νιώθω κάτι κρύο και σκληρό στο μάγουλό μου, κι όταν γυρίζω το πρόσωπό μου δια­ πιστώνω πως πρόκειται για ένα πιστόλι. Το πιστόλι του Τζόνι. Η Σνόου στρέφει έτσι το κορμί της ώστε να

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

139

μπορέσω να δω το γέρο που είναι πλαγιασμένος στο κρεβάτι. Δε βλέπω το πρόσωπό του αλλά ξέρω πως είναι ο Τζόνι. Το ξέρω. Η Σνόου μου βάζει το πιστόλι στο χέρι κι ακουμπά τα χείλη της στο αυτί μου. Η ανάσα της είναι παγερή και κοφτή - φτεροκοπά σαν έντομο. Πυροβόλησέ τον, μου λέει. Πυροβόλησέ τον για όλ' αυτά που έχει κάνει. Χώνω για μιαν ακόμη φορά το πρόσωπό μου στο στήθος της, μα αυτή γελά και πιέζει το πιστόλι στο χέρι μου. Σκότωσέ τον, μου λέει. Το δέρ­ μα της είναι υγρό από τα δάκρυά μου. Μητέρα... Μη­ τέρα, ψιθυρίζω. Το όπλο είναι παγερό και σκληρό, το δέρμα της απαλό και υγρό. Μην κλαις, γιε μου, μου λέει. Μην κλαις. Κολλάω πάνω της μ' όλη μου τη δύναμη κι εκείνη με φιλά στο μέτωπο.

Digitized by @PriOri™

Πώς ο Τζόνι έγινε (για κάποιους) θεός ο 1957, την ημέρα που η χώρα απέκτησε την ανε­ ξαρτησία της έπειτα από τετρακόσια πενήντα χρόνια ξενικής διαδοχικής κυριαρχίας, κάποιος άγνωστος οπλοφόρος αποπειράθηκε να σκοτώσει τον πατέρα μου. Όμως, παρότι τον πυροβόλησε δύο φορές κι από κοντινή απόσταση, δεν πέτυχε το στόχο του. Η επίθεση αυτή δεν ήταν η πρώτη. Πράγματι, είχαν επι­ χειρήσει να τον σκοτώσουν και το 1944, κατά τη διάρ­ κεια του πολέμου. Ενώ όμως εκείνη η πρώτη απόπειρα του είχε αφήσει απλώς μια ουλή -ένα ωχρό, συρρικνω­ μένο αστέρι στον αριστερό του μηρό- η δεύτερη επη­ ρέασε σοβαρά την όλη του εμφάνιση, αφού οι σφαίρες θρυμμάτισαν τα κόκαλα και τους μυς του δεξιού του ώμου. Παρά τις προσπάθειες των καλύτερων γιατρών της πόλης ο ώμος του έκτοτε και μέχρι το τέλος της ζωής του έγερνε αφύσικα προς τα εμπρός. Η επίθεση εναντίον του έγινε την ώρα που το έθνος, συγκεντρωμένο μπρος στις οθόνες της τηλεόρασης, παρακολουθούσε εκστασιασμένο την παρέλαση στην Κουάλα Λουμπούρ, με την ευκαιρία της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας. Οι σκηνές εκείνες, που έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στο νου μας, ήταν τότε νωπές κι

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

141

εντυπωσιακές - νεογέννητες εικόνες ενός νεογέννητου κόσμου. Το παντάνγκ -το επίσημο γήπεδο κρίκετ στο μέσο της πόλης- είχε μετατραπεί σε τρικυμισμένη θάλασσα από λάβαρα και ανθρώπους. Μέχρι τότε, εκεί βλέπαμε μόνο Άγγλους που σεργιάνιζαν με αξιοπρέπεια και αργό βήμα στην πλατιά πράσινη έκταση ενώ πίσω τους υψωνόταν πελώριο, σιωπηλό και σκυθρωπό το ασπρόμαυρο οίκημα της Λέσχης, κατασκευασμένο κατά το ήμισυ από ξύλο. Σ' εκείνη την ίδια έκταση συνωστίζο­ νταν ήδη χιλιάδες άνθρωποι. Φαινόταν σαν να βρισκό­ μαστε σε ξένη χώρα. Μέχρι τότε δεν είχαμε δει ανθρώ­ πους να χορεύουν δημόσια και οπωσδήποτε όχι μ' αυτό τον τρόπο - άντρες με άντρες, γυναίκες με γυναίκες, ακόμη και άντρες με γυναίκες. Χόρευαν το χορό τζόγκετ τινάζοντας το κορμί τους, διαγράφοντας με πλάγια βή­ ματα κύκλους υψώνοντας κι αφήνοντας τους ώμους τους να πέφτουν με παράξενο ρυθμό. Κρατούσαν κι ανέμιζαν τις νέες σημαίες τους - με δεκατρείς ερυθρό­ λευκες λωρίδες, ένα μισοφέγγαρο κι ένα αστέρι. Παρευ­ ρισκόταν κι ο «Τούνκου» Αμπντούλ Ραχμάν, που ύψωσε το χέρι του κι επανέλαβε τρεις φορές τη λέξη Μερντέκα. Οι άνθρωποι στο παντάνγκ την επανέλαβαν και οι ζητωκραυγές που έφτασαν στα αυτιά μας μέσ' από τις συσκευές της τηλεόρασης ήταν καθαρές και διαπερα­ στικές, όπως ακριβώς ο ήχος του γυαλιού όταν σπάει. Ανεξαρτησία. Ελευθερία. Καινούργια Ζωή. Να τι σήμαι­ νε για μας εκείνη η λέξη. Μολονότι στα χρόνια που ακο­ λούθησαν τα όνειρα που είχαμε για τη χώρα μας πνίγη­ καν μες στις καταστροφικές, προσωπικές μας φιλοδο­ ξίες, τίποτε δε θα μπορέσει ποτέ να μειώσει εκείνο που νιώσαμε τότε, τίποτε δε θα μπορέσει να απαλείψει από τη μνήμη μας εκείνες τις μεθυστικές απαλόχρωμες εικό­ νες της Ημέρας της Μερντέκα.

Digitized by @PriOri™

142

ΤΑΣ Ο

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή -μετά την τρίτη κραυγή Μερντέκα- διάλεξε για να χτυπήσει ο επίδοξος δολοφό­ νος. Ο πατέρας κι εγώ είχαμε πάει στο Ίπο κι εκείνος, επειδή ήθελε να ρυθμίσει κάποιες εκκρεμότητες, με είχε αφήσει να τριγυρίζω μόνος στους δρόμους. Κάθισα όπως πάντα στα σκαλιά της Τράπεζας Χονγκ ΚονγκΣαγκάης. Ήταν η αγαπημένη μου θέση· από κει μπο­ ρούσα να βλέπω ν' ανοίγονται μπροστά μου όλοι οι δρό­ μοι. Τα πάντα ήταν σιωπηλά κι έρημα. Καθόμουν ακίνη­ τος και παραμόνευα για κάποια κίνηση. Τίποτε. Μόνο ένας αδέσποτος σκύλος πλανιόταν άσκοπα μες στον ήλιο του απομεσήμερου· εμφανιζόταν κάθε τόσο σε δια­ φορετικό σημείο, οσμιζόταν ανόρεχτα το έδαφος και ξαναχανόταν. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έψαχνε να βρει. Κάπου κάπου, στο κατώφλι κάποιου κτιρίου πρόβαλλε ένας άνθρωπος που απομακρυνόταν τρέχο­ ντας και χανόταν μέσα σε άλλο κτίριο. Είχα την εντύπω­ ση πως την ημέρα εκείνη όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν κλειδωθεί μες στα σπίτια, φροντίζοντας να βρί­ σκονται μπροστά σε μια συσκευή τηλεόρασης. Ο πατέρας κι εγώ είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε στο καθορισμένο σημείο συνάντησης - το ανώνυμο καφενείο του Φράνκι από το νησί Χαϊνάν, στην οδό Σουίτενχαμ. Κάθε φορά που ο πατέρας μου πήγαινε εκεί, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης Φράνκι έσπευδε να τον αγκαλιάσει. Ο πατέρας τον αγκάλιαζε κι αυτός, πάντα όμως ψυχρά και τυπικά. Έχουν περάσει τόσα χρόνια, μα η εικόνα του ιδιοκτήτη δεν έχει ξεθωριάσει στη μνήμη μου, επειδή ήταν το μόνο πρόσωπο που είδα ποτέ ν' αγκαλιάζει ο πατέρας μου. Ενώ βρισκόμουν καθ' οδόν για το καφενείο του Φράνκι, έφτασε στ' αυτιά μου το σπινθήρισμα των ρα­ διοφωνικών συσκευών και η ματιά μου έπιασε μια στιγ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

143

μιαία αναλαμπή από οθόνη τηλεόρασης. Η παρέλαση είχε αρχίσει. Συνειδητοποίησα πως είχα αργήσει κι άνοιξα το βήμα μου. Όταν έφτασα στο καφενείο κοίτα­ ξα πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος και είδα πως η μεγάλη παρέλαση έφτανε ήδη στο αποκορύφωμά της. Ο «Τούνκου», ο Πατέρας του Έθνους, είχε αφήσει τη θέση του και προχωρούσε προς το μικρόφωνο, η αγγλι­ κή σημαία ήδη κυμάτιζε και οι ζητωκραυγές που αντι­ λαλούσαν μέσ' από την οθόνη γίνονταν όλο και πιο δυνατές. Μερικοί από τους θαμώνες του καφενείου ύψωσαν στον αέρα τις γροθιές τους έτσι όπως ακριβώς και το πλήθος στην τηλεόραση. Αναζήτησα με το βλέμ­ μα τον πατέρα μου και τον είδα να παρακολουθεί με μεγάλη προσήλωση τα τεκταινόμενα, γερμένος προς τα εμπρός. Από την πίσω μεριά του καφενείου όπου βρι­ σκόμουν παρατήρησα πως πολλοί από τους θαμώνες ψιθύριζαν αργά και με δυσκολία τη λέξη Μερντέκα, σαν να μην ήξεραν πώς να την προφέρουν. Ό,τι συνέβη την επόμενη στιγμή, μου φάνηκε πως υπήρξε μέρος όλων εκείνων των καινούργιων, εξω­ πραγματικών εικόνων. Στο μέσο του καφενείου στεκό­ ταν ένας άνθρωπος με τα χέρια ανοιγμένα διάπλατα. Κανείς δεν τον πρόσεχε. Μόνο εγώ είδα το όπλο που κρατούσε. Στεκόταν στη θέση του ήρεμος και τελείως ακίνητος, σαν άγαλμα ναού. Με το που ξεχύθηκε από την οθόνη της τηλεόρασης το τρίτο κύμα ζητωκραυ­ γών, ο άνθρωπος σήκωσε το πιστόλι του και ο πατέρας μου έκανε αιφνίδια μεταβολή. Ίσως έψαχνε για μένα, ίσως ήθελε να βεβαιωθεί πως παρακολουθούσα κι εγώ τις εκδηλώσεις ή μπορεί να τον είχε προειδοποιήσει για τον επερχόμενο κίνδυνο το αλάθητο ένστικτό του. Ο οπλοφόρος πυροβόλησε στα τυφλά αλλά ο πατέ­ ρας είχε ήδη σκύψει και προσπαθούσε να κρυφτεί

Digitized by @PriOri™

144

ΤΑΣ Ο

σπρώχνοντας τον κόσμο και τρυπώνοντας το κεφάλι του μες στο πλήθος που συνωστιζόταν γύρω του. Η σφαίρα διαπέρασε τον ώμο του και κατέληξε στη συσκευή της τηλεόρασης προκαλώντας έκρηξη, ενώ αναπηδούσε ένα θεαματικό σιντριβάνι από γαλάζιες λάμψεις και ασημένιες σπίθες. Καθώς ο Τζόνι σωριάστη­ κε καταγής, σύρθηκε ως τα πόδια του πιο κοντινού τρα­ πεζιού, βγαίνοντας για ένα δέκατο του δευτερολέπτου από το βεληνεκές του δολοφόνου. Οι άνθρωποι ολόγυ­ ρά μου βάλθηκαν να τρέχουν ψάχνοντας να βρουν μέρος για να κρυφτούν. Τους έβλεπα, μα δεν άκουγα τα ουρλιαχτά τους. Απλώς τους παρακολουθούσα βουβά, καθώς ο δολοφόνος ξανασήκωσε το όπλο του. Τη φορά αυτή το είδα καθαρά: ήταν ένα ξεθωριασμένο μαύρο, πολυχρησιμοποιημένο 38άρι. Πρόσεξα επίσης τον άνθρωπο. Ήταν Κινέζος, απροσδιόριστης ηλικίας -με­ ταξύ δεκαοκτώ και σαράντα- και φορούσε χακί παντα­ λόνι και λευκό βαμβακερό πουκάμισο - ντύσιμο εντελώς συνηθισμένο. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα με χωρί­ στρα, κοντοκομμένα στα πλάγια και στο σβέρκο. Αν τύχαινε να τον ξαναδώ δε θα τον αναγνώριζα. Πυροβόλησε ακόμη μια φορά. Δεν ξέρω πώς έγινε, δεν ξέρω πώς η σφαίρα βρήκε τον Φράνκι στο στομά­ χι. Είδα τον ηλικιωμένο άνθρωπο να καταρρέει, να δι­ πλώνεται στα δύο, να πέφτει στα γόνατα και τελικά να σωριάζεται καταγής. Το πλαϊνό μέρος του κεφαλιού του χτύπησε στο τσιμεντένιο δάπεδο κι ο γδούπος ήχησε στ' αυτιά μου βροντερός. Η τρίτη βολή ήταν στην τύχη, δίχως συγκεκριμένο στόχο. Ένα γυάλινο βάζο με σπυριά καφέ έγινε κομμάτια, κι ο αέρας γέμισε με τη γλυκιά μυρωδιά καβουρντισμένου χαϊνανέζικου καφέ. Ο οπλοφόρος με απώθησε βίαια καθώς έφευγε τρέ­ χοντας. Τα χέρια του ήταν γλιστερά από τον ιδρώτα και

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

145

τα ρούχα του μύριζαν ώριμα φρούτα και λάσπη. Ένιω­ σα στο πρόσωπο την καυτή, βαριά ανάσα του κι άκου­ σα το ελαφρύ βράσιμο του στήθους του. Μέσα σ' ένα λεπτό το μαγαζί είχε αδειάσει. Παρακολούθησα τον κόσμο που εξαφανίστηκε στον ηλιόλουστο σκονισμένο δρόμο, λες και τον ρούφηξε το φως του ήρεμου απομε­ σήμερου. Πλησίασα τον πατέρα μου. Στα χείλη του χαράχτηκε ένα αχνό χαμόγελο. «Παρακολούθησες τη Μερντέκα;» με ρώτησε. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Μέσ' από το μαύρο αίμα και τις ξεσκισμένες σάρκες διέκρινα το κόκαλο του ώμου του. Ήταν κάτασπρο και λαμπερό. Πήγα από την άλλη μεριά και προσπάθησα να τον ανα­ σηκώσω και να τον σύρω έξω από το μαγαζί. Ήταν βαρύς και μετακινιόταν δύσκολα. Μισόκλεισε τα μάτια και κρυφογέλασε - ένα χαιρέκακο γέλιο. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα. Τελικά τον έβαλα στο πίσω κάθισμα της Μερτσέντες. Την επομένη έκλεινα τα δεκαπέντε, κι όπως ήταν φυσικό δεν είχα οδηγήσει ποτέ μέχρι τότε. Παρ' όλα αυτά μπόρεσα να διασχίσω έστω και σκαμπανεβάζοντας τους έρημους δρόμους και να τον μεταφέρω στο Γενικό Νοσοκομείο. Οι νοσο­ κόμες μ' αγκάλιασαν και με καθησύχασαν λέγοντάς μου πως δεν έπρεπε ν' ανησυχώ. Μου έφεραν ζεστό χυμό πράσινου μήλου και πολυκαιρισμένα γλυκά με κάρι. «Μπορείς να το φανταστείς; Ολομόναχος! Κανείς δεν τον βοήθησε! Κουβάλησε εδώ τον πατέρα του ολο­ μόναχος», έφτασε στ' αυτιά μου η φωνή μιας νοσοκό­ μας απ' το πλαϊνό δωμάτιο. «Αυτό θα πει να 'χει κανείς γιο», ψιθύρισε μια άλλη. Αργότερα, το ίδιο εκείνο απόγευμα, ενώ καθόμουν και περίμενα να με ενημερώσουν για την κατάσταση

Digitized by @PriOri™

146

ΤΑΣ Ο

του πατέρα μου, μια νοσοκόμα μου έφερε το γαλάζιο μπατίκ πουκάμισό του. Έλειπε το ένα μανίκι και μερικά κουμπιά. Εντούτοις οι άνθρωποι του νοσοκομείου είχαν φροντίσει να το πλύνουν, να το σιδερώσουν και να το διπλώσουν πολύ προσεκτικά. Μόνο αν το κοίταζες στο φως θα διέκρινες το θαμπό περίγραμμα των πλυμένων αιμάτινων κηλίδων. Εκτός από μένα δεν υπήρχαν άλλοι αυτόπτες μάρτυ­ ρες. Κανείς εκεί δεν παραδέχτηκε πως ήταν παρών στο συμβάν. Οι άνθρωποι φοβόνταν να μπλέξουν με την αστυνομία. Παράλληλα δεν ήθελαν να γίνουν και οι ίδιοι στόχος των σκληροπυρηνικών υπολειμμάτων των κομ­ μουνιστών ανταρτών οι οποίοι κινούνταν στα σκοτεινά βάθη της ζούγκλας, εκεί όπου δεν τολμούσε να πλησιά­ σει ούτε καν ο βρετανικός στρατός. Η αποτυχία των κομμουνιστών να σκοτώσουν τον πατέρα μου ενίσχυσε τη γενική εντύπωση πως ήταν ανίκητος. Ο κόσμος άρχισε να λέει πως κανείς δεν μπο­ ρούσε να σκοτώσει τον Τζόνι και πως είχε επιζήσει για να κυβερνήσει την κοιλάδα, παρότι η σφαίρα είχε δια­ περάσει την καρδιά του. Αλλοι όμως υποστήριζαν πως αυτό είχε συμβεί επειδή δεν είχε καρδιά, επειδή ήταν αλλιώτικος από τους άλλους ανθρώπους, χωρίς σάρκα και αίμα, δηλαδή ένα φάντασμα. Ο γιος του επίσης ήταν κι αυτός μισός άνθρωπος μισός φάντασμα... Πολύ σύντομα παρατήρησα πως κάθε φορά που εκείνος κι εγώ εμφανιζόμαστε σ' ένα μαγαζί ή σε κάποιον άλλο δημόσιο χώρο, απλωνόταν αμέσως σιωπή κι όλοι χαμή­ λωναν το βλέμμα. Ο πατέρας μου άρχισε σιγά σιγά να γίνεται πιο ανέ­ μελος. Ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του κι έπαψε να παίρνει μαζί του όπλο· παρότι μάλιστα πολλοί από τους συνενόχους του διατηρούσαν οπλισμένους σωμα-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

147

τοφύλακες, ο ίδιος κυκλοφορούσε μόνος στους κεντρι­ κούς δρόμους των πόλεων της κοιλάδας. Ο δεξιός ώμος του κρεμόταν παράξενα, άκαμπτος κι αφύσικος, και κάθε τόσο τιναζόταν μ' ένα σπασμό, δίνοντας την εντύπωση πως «προσπαθούσε» να ευθυ­ γραμμιστεί με τον άλλον από μόνος του... Πιθανόν να φανταστείτε πως το γεγονός αυτό συνέτεινε στην αλ­ λαγή συμπεριφοράς του Τζόνι, πως το πνεύμα ανεξαρ­ τησίας τον επηρέασε, εμφυσώντας του αισθήματα ανθρώπινης περηφάνιας και συμπόνιας. Κάθε άλλο. Παρέμεινε απόμακρος και κλείστηκε ακόμη περισσότε­ ρο στον εαυτό του. Για να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο τον μισούσαν τόσο πολύ οι κομμουνιστές -αυτοί που στο κάτω κάτω ήταν δικοί του άνθρωποι- θα πρέπει να ανατρέξει στον πόλεμο. Θα πρέπει επίσης να αναλογιστεί, όπως το έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές, ότι ο Τζόνι, εκτός από κομμουνιστής ήταν και ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος της κοιλάδας. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι ο πλουσιότερος άνθρωπος της κοιλάδας ήταν ο πεθερός του, ο Τ.Κ. Σουνγκ. Όμως, ακόμη και ο αδιαφιλονίκητος υπ' αριθμόν Ένα μεγιστάνας, οφείλει να πειθαρχεί σε κάποιο θεό. Και ο Τζόνι το ήξερε αυτό πολύ καλά. Όταν, στα μέσα του 1941, οι Ιάπωνες άρχισαν να απο­ βιβάζονται στην Ταϊλάνδη, φαίνεται πως ο Τζόνι υπήρ­ ξε ο μόνος στην κοιλάδα που σκέφτηκε ότι κάποια ημέρα, και μάλιστα πολύ σύντομα, θα εισέβαλλαν και στη Μαλαισία. Κάποιοι από αυτούς που έμπαιναν στο μαγαζί μουρμούριζαν κρυφά: «Γιατί το κάνουν αυτό στην Κίνα οι μπάσταρδοι;» ενώ άλλοι, πιο συνετοί,

Digitized by @PriOri™

148

ΤΑΣ Ο

συνέχιζαν αμέριμνοι τις δουλειές τους. Ακόμη και οι Άγγλοι ιδιοκτήτες φυτειών τους οποίους συναναστρέφονταν ο Τ.Κ. και ο Τζόνι, έδειχναν να μην ενδιαφέρο­ νται. Καθώς έπιναν το ουίσκι τους αστειεύονταν για το τι θα συνέβαινε αν - ο Θεός να μην το έδινε- οι Ιάπωνες έκαναν πράγματι εισβολή. «Θα τους θερίσω με το οπλοπολυβόλο μου. Όλους. Όλα αυτά τα λοξομάτικα ζώα». «Θα τους ρίξω στα σκυλιά μου για τροφή». «Θα τους προσκαλέσω να πιουν τσάι με την πεθερά μου, κι έτσι θα τους δολοφονήσω με τη φιλοξενία μου». Η αντίδραση του Τ.Κ. ήταν εξίσου χλιαρή. Με την ακλόνητη βεβαιότητα που χαρακτηρίζει τους πολύ πλούσιους, φερόταν λες και η ζωή γι' αυτόν και τους φίλους του θα συνεχιζόταν όπως πάντα, ακόμη κι αν οι σειρήνες του πολέμου ηχούσαν και στη Μαλαισία. «Βρετανοί, Ιάπωνες, Ολλανδοί, Ρώσοι, είναι όλοι το ίδιο πράγμα», έλεγε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους. Η συμπεριφορά του αυτή ξάφνιαζε τον Τζόνι, μα δεν τον ανησυχούσε. Αντίθετα, τον έκανε να αισθάνεται πολύ πιο έξυπνος και πολύ πιο συνετός ακόμη κι απ' τους σοφούς γέροντες. Μόνο αυτός ήταν βέβαιος πως οι Ιάπωνες θα κατάφερναν κάποια στιγμή να φτάσουν στην κοιλάδα Κίντα - το ερώτημα ήταν, πόσο σύντομα θα γινόταν αυτό. Αρχισε λοιπόν να παρακολουθεί στον ραδιοφωνικό του δέκτη τις όλο παράσιτα εκπομπές της Παγκόσμιας Υπηρεσίας. Δεν κατηγορούσε ούτε τον Τ.Κ. ούτε τους άλλους γέρους ανόητους που πίστευαν πως η Μαλαισία δε θα έπεφτε ποτέ στα χέρια των μισητών εχθρών, αφού οι διάφορες αναφορές ακούγονταν καθη­ συχαστικές και εξέφραζαν απεριόριστη εμπιστοσύνη στην ισχύ του βρετανικού στρατού. Ωστόσο ο Τζόνι, με το αλάθητο ένστικτό του, οδη-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

149

γούνταν σε άλλα συμπεράσματα. Έτσι, πήρε ένα κομ­ μάτι χαρτί, το χώρισε με μια κάθετη μολυβιά στη μέση, έγραψε στο ένα τμήμα τη λέξη Ημερομηνία και στο άλλο τη λέξη Τοποθεσία και στη συνέχεια άρχισε να κρατά σημειώσεις σύμφωνα με όσα άκουγε στο ραδιό­ φωνο. Έκανε έτσι απλή καταγραφή των γεγονότων, όπως για παράδειγμα, «24 Ιουλίου/Κόλπος Κάμραν». Κι όταν το χαρτί γέμισε, αποδείχτηκε για μιαν ακόμη φορά η διορατικότητα του πανούργου Τζόνι. Οι Ιάπωνες κα­ τευθύνονταν τάχιστα και με στυγνό τρόπο προς το Νότο κι όπως όλα έδειχναν, τίποτε δεν μπορούσε να αναχαιτίσει την προέλασή τους. Ένας γρήγορος, νοερός υπολογισμός οδήγησε τον Τζόνι στο συμπέρασμα πως θα βρίσκονταν στη Μαλαισία πριν από το τέλος του έτους. Ως κομμουνιστής, διέτρεχε ιδιαίτερο κίνδυνο. Είχαν φτάσει στ' αυτιά του φήμες για τις μεθόδους βασανισμού που εφάρμοζαν οι Ιάπωνες, και δεν είχε διάθεση να δοκιμάσει στο πετσί του την επαλήθευση αυτών των φημών. Έπρεπε να ενεργήσει αστραπιαία. Εκείνο το βράδυ στο δείπνο παρατηρούσε τον Τ.Κ., που φορούσε μια μεταξωτή πουκαμίσα με κολάρο, ίδια με των Μανδαρίνων. Με τ' άσπρα του μαλλιά και τη γαμψή μύτη του ο Τ.Κ. ακτινοβολούσε, εκπέμποντας σιωπηρά κύρος και αξιοπιστία. Ο Τζόνι θυμήθηκε την εποχή που ο Χάμφρεϊ Γιαπ, ένας άλλος πλούσιος -αλλά όχι τόσο όσο οι άλλοι- ιδιοκτήτης μεταλλείων, τους είχε επισκεφθεί μαζί με τον τουάν Φρέντερικ Χόνεϊ. Μετά το δείπνο είχαν αποσυρθεί και οι τέσσερις για να συζητή­ σουν διάφορα θέματα όπως το μέλλον των μεταλλείων και η επιλογή του νέου περιφερειακού διοικητή - πράγ­ ματα συνηθισμένα κι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Στην αρχή ο Τζόνι ένιωσε κολακευμένος που βρισκόταν με τέτοια συντροφιά· ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να

Digitized by @PriOri™

150

ΤΑΣ Ο

το έχει διανοηθεί πριν από μερικά χρόνια. Προσπάθησε να συμμετάσχει στη συζήτηση, ωστόσο αντιλήφθηκε πως κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατον να συμβεί. Τον αγνοούσαν προκλητικά. Ούτε μια φορά δεν του απηύ­ θυναν άμεσα το λόγο, κάνοντάς τον να αισθάνεται αόρατος, λες κι είχε ξάφνου διαλυθεί μες στον ανάλα­ φρο αέρα. Χωρίς καν να τον κοιτάζει, ο τουάν Χόνεϊ τον διέταξε σχεδόν να ζητήσει να τους φέρουν κι άλλο τσάι· κι έπειτα κονιάκ· και στη συνέχεια ακόμη ένα κονιάκ. Στο μεταξύ οι υπόλοιποι γελούσαν κι αστειεύονταν μεταξύ τους και κάποια στιγμή το 'ριξαν στο τραγούδι, και πάλι χωρίς τη συμμετοχή του Τζόνι. Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος ήταν ο Τ.Κ., όχι αυτός. Φαντάστηκε έναν Ιάπωνα στρατηγό ο οποίος περιόδευε για πρώτη φορά στα κατακτημένα μέρη όρθιος πάνω σ' ένα άρμα μάχης. «Φέρτε μου τον πιο σημαντικό και ισχυρό άντρα της περιοχής», θα έλεγε ο στρατηγός, και δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα οδηγούσαν ενώπιόν του τον Τ.Κ. Σουνγκ, όχι τον Τζόνι Λιμ. Η σκέψη του φτερούγισε στο μαγαζί. Άραγε για πόσα χρόνια ακόμη θα πουλούσε υφάσματα εωσότου γίνει αξιοσέβαστος όπως ο Τ.Κ.; Μπορεί να μη γινόταν ποτέ. Το κατάστημα εξακολουθούσε -για το θ ε ό ! - να φέρει το όνομα του Τίγρη. Αναλογίστηκε τις σειρές των τυλιγμένων σε σφιχτά τόπια και τοποθετημένων στα παλιά ξύλινα ράφια υφασμάτων. Στην πραγματικότη­ τα ποτέ δεν τον ενδιέφεραν. Πόσο ταπεινωτικό ήταν, αλήθεια, να πουλάει εκείνα τα ξεθωριασμένα κουρέλια που οι άνθρωποι τα φορούσαν κατάσαρκα στο ιδρωμέ­ νο κορμί τους... Το μαγαζί του, το πιο φημισμένο σε όλη την κοιλάδα, δεν ήταν παρά ένα αναθεματισμένο και άχρηστο μαγαζί. Τον θαύμαζαν -ή ακόμη και τον αγα­ πούσαν- όλοι, εκτός από εκείνους οι οποίοι τον ενδιέ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

151

φεραν. Όταν οι Ιάπωνες θα έφταναν στο Καμπάρ, θα βρίσκονταν μπροστά σ' ένα άχρηστο σκατομάγαζο και σ' έναν άχρηστο σκατομαγαζάτορα... Εκτός κι αν μπορούσε να κάνει κάτι για ν' αλλάξει αυτή η κατάσταση. Παρατηρώντας τον Τ.Κ. κατά τη διάρκεια του δεί­ πνου, ένιωσε στη στιγμή πώς έπρεπε να ενεργήσει. Του χρειάστηκαν κάποιες ημέρες για να καταστρώ­ σει το σχέδιό του. Για να συγκεντρώσει τα απαραίτητα σύνεργα, δε δίστασε να πάει ως το Ταντζούνγκ Μαλίμ. Επισκέφθηκε πολλούς από τους παλιούς συνδέσμους του, που χάρηκαν όταν τον είδαν έπειτα από τόσο καιρό. Όλοι πρόσεξαν πως βρισκόταν σε ιδιαίτερα καλή διάθεση, κάτι που επηρέασε θετικά κι όσους είχαν αρχίσει να λιποψυχούν. Κάλεσε όλους να επισκεφθούν το μαγαζί και υποσχέθηκε να τους κάνει ειδικές εκπτώ­ σεις. «Όταν βρίσκονται πολλοί άνθρωποι μαζί, συμβαί­ νουν πάντα σπουδαία πράγματα», είπε. Στο σπίτι του, εξάλλου, προσπαθούσε να συμπεριφέρεται φυσιολογι­ κά, ωστόσο δεν ήταν εύκολο να κρύψει την έξαψή του, ιδίως όσο πλησίαζε η ώρα να βάλει σε εφαρμογή το σα­ τανικό σχέδιό του. «Πώς πάει το μαγαζί;» τον ρώτησε κάποια βραδιά στο δείπνο ο πεθερός του. «Εργάζεσαι πολύ σκληρά και μένεις εκεί μέχρι αργά». «Έτσι κι έτσι», αποκρίθηκε ο Τζόνι. Κι έπειτα από ολι­ γόλεπτη παύση, συμπλήρωσε: «Υπάρχουν, βέβαια, κά­ ποια μικροπροβλήματα αλλά όχι κάτι σοβαρό». «Προβλήματα;» Ο Τ.Κ. ακούμπησε τα ξυλάκια του στο τραπέζι και τον κοίταξε κατάματα. Δεν του άρεσε να υπάρχουν προβλήματα. «Δεν πρόκειται για κάτι σοβαρό». «Για πες μου. Τι ακριβώς συμβαίνει;»

Digitized by @PriOri™

152

ΤΑΣ Ο

«Τίποτε το σπουδαίο. Είναι τόσο μικρά, σχεδόν ασή­ μαντα, που δε θα 'πρεπε καν να τα αναφέρω». «Αν έχεις κάποιο πρόβλημα, ίσως βοηθούσε το να μου μιλήσεις. Στο κάτω κάτω είσαι γαμπρός μου κι έχω κάθε λόγο να ενδιαφέρομαι για τις δουλειές σου». «Όπως σου ανέφερα, δεν πρόκειται για κάτι σπου­ δαίο», είπε ο Τζόνι και χαμογέλασε. «Πάντως θα προτι­ μούσα να μην το συζητήσουμε εδώ, μέσα στο σπίτι». Έριξε μια ματιά στην Πάτι και τη Σνόου. «Σωστά. Πολύ σωστά», συμφώνησε εκείνος. «Δεν είναι σωστό να κουβεντιάζει κανείς τέτοια πράγματα μπροστά στις γυναίκες». «Θα 'θελες να έρθεις στο μαγαζί;» «Ναι. Έτσι θα μπορέσεις να μου αναφερθείς λεπτο­ μερώς στα προβλήματα που τυχόν έχουν ανακύψει». «Καλή ιδέα». «Να πούμε αύριο;» «Όχι. Καλύτερα μεθαύριο». «Μετά χαράς. Τι θα 'λεγες για τις έντεκα η ώρα;» Εκείνη τη νύχτα ο Τζόνι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ταξίδευε στον κόσμο των ολόθερμων μα και θολών ονείρων του. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Σνόου. «Τίποτε», της αποκρίθηκε και γύρισε στο πλευρό. Ήταν αδύνατον να τον πάρει ο ύπνος. Την ημέρα που ο Τ.Κ. πήγε στο μαγαζί είχε ξεσπάσει απροσδόκητα δυνατή βροχή. Ήταν μέσα Αυγούστου και η ζέστη κατέκαιγε τα πάντα. Τα ποτάμια, κατάξερα, είχαν μεταβληθεί σε καφετιά κομμάτια γης όλο ραγίσματα, τα υπερώριμα μάνγκο σάπιζαν και οι αρτόκαρποι -οι καρποί των αρτόδεντρων- μαύριζαν στο

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

153

έδαφος. Κάθε τέτοια εποχή οι άνθρωποι της κοιλάδας κλειδώνονταν το απομεσήμερο στο σπίτι τους, έκαναν αέρα με διπλωμένες εφημερίδες και περίμεναν να δρο­ σίσει, να φυσήξει μια μικρή ευεργετική αύρα. Κάπου κάπου, ακόμη και τις πιο άνυδρες περιόδους του χρό­ νου ξεσπούσαν ξαφνικές μπόρες που ξέπλεναν την κοιλάδα απ' άκρη σ' άκρη και ύγραιναν κάπως τα ξερά φύλλα των δέντρων. Έπειτα από μια ώρα, ωστόσο, η γη ήταν πάλι κατάξερη και δεν ανέδιδε τη γνωστή οσμή του νοτισμένου χώματος. Όμως η βροχή που έπεφτε την ημέρα εκείνη, όταν ο Τ.Κ. ξεκίνησε να πάει στο μαγαζί του γαμπρού του, δεν ήταν από τις γνωστές ξαφνικές μπόρες. Η κοιλάδα είχε ξυπνήσει μέσα σε μιαν ασυνήθιστη ευωδιά, τη γλυκιά λουλουδάτη μυρωδιά της ολονύχτιας βροχής. Ο ουρα­ νός ήταν γκρίζος και σκυθρωπός κι από νωρίς το πρωί οι άνθρωποι είχαν βγει στους δρόμους και περπατού­ σαν κάτω από το ζεστό νερό πλατσουρίζοντας σαν παι­ διά στις λιμνούλες των δρόμων, φορώντας λεπτά παπούτσια από καουτσούκ. Ψώνιζαν τρόφιμα στην αγορά όπου το νερό σχημάτιζε ρυάκια στους μουσαμά­ δες των υπόστεγων, που χύνονταν στο έδαφος, κάνο­ ντας το μαλακό και γλιστερό. Κάπου κάπου σταγόνες βροχής έπεφταν πάνω στις αναμμένες με ξυλοκάρβουνα φωτιές στις οποίες έψηναν σαρδέλες και σουπιές, κι ο αέρας γέμιζε από μια θαλασσινή ευωδιά. Ο Τζόνι αναρωτιόταν μήπως η βροχή θα επηρέαζε τα σχέδιά του κι ανησυχούσε μη τυχόν όλα εκείνα τα μικρά φιτίλια και τα σύρματα που ετοίμαζε τόσο καιρό είχαν γίνει μούσκεμα στη διάρκεια της νύχτας. Δεν είχε λάβει υπόψη του την ξαφνική μπόρα. Ξαφνικά ένιωσε να τον διαπερνά ένα ρίγος αμφιβολίας. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Τα πάντα είχαν τεθεί σε λειτουργία. Αν

Digitized by @PriOri™

154

ΤΑΣ Ο

ήθελε πράγματι να γίνει ο πιο φημισμένος άνθρωπος της κοιλάδας, έπρεπε να προχωρήσει χωρίς δισταγμό. Ήταν αποφασισμένος να πετύχει. Το περίπλοκο σύστημα που το αποτελούσαν σύρμα­ τα, φιτίλια και χρονόμετρα, απλωνόταν σε όλο το μαγα­ ζί και ήταν επιμελώς κρυμμένο πίσω από τα σανιδένια κράσπεδα, τους μεντεσέδες, και κάτω από τα σανίδια του πατώματος. Μόλις ο Τζόνι έφτασε στο γραφείο του, κατευθύνθηκε στον μικρό πίνακα ελέγχου. Όλα φαίνονταν να είναι εντάξει. Ένα νυσταγμένο αγόρι είχε έρθει πολύ νωρίς και η λεπτή φανέλα του ήταν διαποτι­ σμένη από τη βροχή. «Αντε, φτιάξε λίγο τσάι», είπε ο Τζόνι, «και πάρε από το μαγαζί ένα καινούργιο φανελάκι». Μόλις έμεινε πάλι μόνος, έλεγξε ολόκληρο το κύκλω­ μα και δοκίμασε τους συνδέσμους και τους διακόπτες για να βεβαιωθεί πως δεν είχαν επηρεαστεί από την υγρασία. Από ολόκληρο το σύστημα χρειαζόταν αντικα­ τάσταση ένα μονάχα τμήμα που βρισκόταν πίσω από μερικές πήλινες γλάστρες σ' ένα διάδρομο χωρίς σκεπή. Καθώς διόρθωνε εκείνη τη μικρή βλάβη συγκράτησε με δυσκολία ένα χαμόγελο. Θα ήταν η πιο σπουδαία ημέρα της ζωής του. Στο μαγαζί παρατηρούνταν έντονη δραστηριότητα όταν έφτασε εκεί ο Τ.Κ. Σουνγκ. Πελάτες κάθονταν σε ψηλά σκαμνιά και περίμεναν υπομονετικά να τους εξυ­ πηρετήσουν, πίνοντας σε φλιτζάνια στο χρώμα του κοραλιού το τσάι που προσέφερε ο καταστηματάρχης στα πλαίσια της θρυλικής πια φιλοξενίας του. Εκείνο το πρωί τον κόσμο τον εξυπηρετούσε ο ίδιος ο Τζόνι, που στεκόταν όρθιος πίσω από τον πάγκο. Οι πελάτες είχαν προσέξει πως έδειχνε εξαιρετικά ζωηρός και ευδιάθετος, κι όλοι ήταν χαρούμενοι που τον ξανάβλε-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

155

παν να εργάζεται στο μαγαζί, ανταλλάσσοντας μαζί του αστεία και πειράγματα για την καλή υγεία του. «Θα πρέπει να οφείλεται στο γάμο», έλεγαν κλείνοντας πονηρά το μάτι και ξεσπώντας σε γέλια. «Α! Να κι ο άνθρωπος στον οποίον οφείλω τα πά­ ντα», είπε δυνατά ο Τζόνι όταν εμφανίστηκε ο πεθερός του. Όλοι γύρισαν προς τα κει και μια συγχορδία χαι­ ρετισμών αντήχησε σ' ολόκληρο το μαγαζί: «Κύριε Σουνγκ, καλημέρα σας», είπαν οι παρευρισκόμενοι σκύ­ βοντας ελαφρά το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού. Ο Τ.Κ. ύψωσε αιφνιδιασμένος τα παχιά κατάλευκα φρύδια του. «Σας παρακαλώ... Κάντε μου τη χάρη όλοι σας. Συγγνώμη, αλλά ο κύριος Σουνγκ δεν έρχεται κάθε μέρα στο μαγαζί, κι όταν αποφασίσει να έρθει οι πάντες γνω­ ρίζουμε πως υπάρχει σοβαρός λόγος», είπε ο Τζόνι. «Έχουμε να συζητήσουμε κάποια δικά μας θέματα». «Σαν τι; Μήπως με ποιον τρόπο θ' αγοράσετε από τους Βρετανούς όλη την κοιλάδα Κίντα;» πετάχτηκε κάποιος, και οι παρευρισκόμενοι γέλασαν πρόσχαρα. «Ο πεθερός μου δε χρειάζεται τη βοήθειά μου για να το κάνει», είπε ο Τζόνι, και οδήγησε τον Τ.Κ. στον ιδιαί­ τερο χώρο-γραφείο. Έδωσε εντολή να φέρουν μια τσαγιέρα με φρέσκο τσάι. Ο Τ.Κ. προτιμούσε το τσάι τύπου Ουλόνγκ. Ο Τζόνι τακτοποίησε τα φλιτζάνια κι έβαλε το τσάι να γίνεται μέσα στην τσαγιέρα. Το άφησε δύο λεπτά, έπει­ τα άδειασε την τσαγιέρα και την ξαναγέμισε με νερό που μόλις είχε βράσει. «Βλέπω πως έχεις μάθει να φτιάχνεις σωστά το τσάι», παρατήρησε ο πεθερός. «Ναι. Από σένα, βέβαια», αποκρίθηκε ο γαμπρός. Προτού καθίσει έκλεισε τη βαριά πόρτα και την κλεί-

Digitized by @PriOri™

156

ΤΑΣ Ο

δωσε, γυρίζοντας το κλειδί δυο φορές στην κλειδαριά. «Παρατήρησα πως σ' αγαπούν όλοι στο μαγαζί», είπε ο πεθερός. «Έχουν δίκιο όσοι σε αποκαλούν άνθρω­ πο του λαού». «Προσπαθώ», απάντησε με μετριοφροσύνη ο γα­ μπρός, ενώ κοίταζε τη μακριά γενειάδα του πεθερού. «Και τώρα, προτού ανοίξουμε συζήτηση για τα προ­ βλήματά σου, πες μου πώς σου φαίνεται η κόρη μου. Είσαι ικανοποιημένος από αυτήν;» «Ασφαλώς και είμαι». Ο Τζόνι έλεγε ψέματα, αφού δεν ήξερε πώς ένιωθε η Σνόου ή τι θα μπορούσε να κάνει τη σύζυγό του να νιώσει ικανοποίηση. Πάντως η αλήθεια είναι πως του ίδιου καρφί δεν του καιγόταν... «Μίλησέ μου τώρα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζεις»,τον προέτρεψε ο πεθερός. «Προβλήματα;» Ένιωσε ακόμη μεγαλύτερο μίσος για τον πεθερό του. «Όπως έχω ήδη αναφέρει δεν πρόκει­ ται για κάτι σοβαρό». «Πες μου λοιπόν». Ο Τζόνι τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν φωτιές. «Πρόκειται για τρία μικρά ζητήματα», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Το πρώτο αφορά ένα καινούργιο φορτίο υφασμάτων για σακιά το οποίο μου έχουν προ­ τείνει να το πουλήσω στην αποθήκη του Τζιμ, στην Κουάλα Λουμπούρ, το δεύτερο μια καινούργια επιχείρη­ ση με ρύζι που λογαριάζω να εισαγάγω από την Ταϊλάνδη, και το τρίτο έχει να κάνει με το μέλλον των μεταλλευτικών επιχειρήσεών σου όταν εσύ εγκαταλεί­ ψεις τα εγκόσμια». «Πώς το είπες αυτό; Είμαι ακόμη ζωντανός και μια χαρά στην υγεία μου». «Ασφαλώς... Ασφαλώς... Εγώ απλώς κάνω σχέδια για το μέλλον».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

157

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς... Τα μεταλλεία είναι οικογενειακή μας επιχείρηση εδώ και χρόνια». «Αρα είναι καλύτερα να μείνουν στην οικογένεια». «Ναι, υποθέτω. Δε μ' έχει απασχολήσει καθόλου αυ­ τό το θέμα». Ο Τζόνι ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του. «Πατέρα, σου είπα πως η Σνόου κι εγώ σχεδιάζουμε να κάνουμε παιδί; Θα είναι σίγουρα γιος». Τα μάτια του πεθερού άνοιξαν διάπλατα. «Ναι», συνέχισε ο γαμπρός Είχε ανακαλύψει πως του ήταν πολύ εύκολο να λέει ψέματα. «Ελπίζω να μη σου έχει πει τίποτε η Σνόου. Τέτοια ζητήματα είναι καλύτερα να τα κουβεντιάζουν γαμπρός και πεθερός». «Καταλαβαίνω... Καταλαβαίνω...» είπε ο Τ.Κ. μ' ένα πλατύ χαμόγελο. «Καταλαβαίνω γιατί ήσουν τόσο μυστηριώδης γύρω από αυτά που αποκαλείς προβλή­ ματα. Όχι δα! Δεν έχεις προβλήματα. Απλώς θέλησες να δώσεις χαρά σ' ένα γέρο». «Αρα συμφωνείς πως τα μεταλλεία πρέπει να μεί­ νουν στην οικογένεια». «Ούτε συζήτηση! Το ίδιο και η επιχείρηση του καου­ τσούκ και η τεϊοφυτεία... Όλα θα περιέλθουν στην κατοχή σου, που θα τα διαχειρίζεσαι κι αργότερα θα τα εμπιστευτείς στον εγγονό μου. Τι άλλο μπορώ να κάνω; Έτσι κι αλλιώς δεν έχω γιους. Α! Πόσο ευτυχισμένος είμαι! Σ' ευχαριστώ». «Είσαι σίγουρος πως όλα πρέπει να περιέλθουν σε μένα;» «Μα σε ποιον άλλον; Μπορεί μέχρι σήμερα να είχα κάποιες αμφιβολίες για σένα, ήδη όμως διαπιστώνω πως είσαι ένας πράγματι άξιος άνθρωπος!» Ο Τζόνι χαμογέλασε, έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε τι ώρα έδειχνε το ρολόι του πεθερού του.

Digitized by @PriOri™

158

ΤΑΣ Ο

«θα ήθελες λίγο τσάι ακόμη;» ρώτησε. «Γιατί όχι;» αποκρίθηκε ο Τ.Κ. ενώ ο Τζόνι του γέμιζε ήδη το φλιτζάνι. «Έχω μάλιστα να κάνω μια πρόποση». Σήκωσε το φλιτζάνι του ψηλά. «Στον Τζόνι Λιμ και στον εγγονό μου!» είπε. Με μιαν αργή κίνηση οι δυο τους τσούγκρισαν απαλά τα διάφανα φλιτζάνια τους. Η πρώτη έκρηξη ήταν βροντερή, διαπεραστική, κι ακούστηκε ολοκάθαρα. Η δεύτερη που ακολούθησε ακριβώς έξι λεπτά αργότερα, ήταν ακόμη πιο δυνατή αλλά ο τρομερός βρόντος μετριάστηκε κάπως από το θόρυβο των τοίχων που γκρεμίζονταν και των ξύλων που κομματιάζονταν. Η αρχική έκρηξη, η οποία έγινε τη στιγμή ακριβώς της πρόποσης, ήταν αιτία να χυθεί λίγο τσάι στο μανίκι του Τ.Κ. Σουνγκ. Κι ενώ αυτός προσπα­ θούσε να το στεγνώσει με το μαντίλι του, ο Τζόνι πετά­ χτηκε πάνω κι έτρεξε προς την πόρτα. «Φωτιά, φω­ τιά!» φώναζαν άνθρωποι από την κουζίνα. «Μην κουνηθείς καθόλου», είπε ο Τζόνι στον πεθερό του. «Εδώ είσαι ασφαλής. Οι τοίχοι είναι από πέτρα και η πόρτα χοντρή». Εκείνος τον κοίταξε ξαφνιασμένος και συνέχισε να σκουπίζει το μανίκι του. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, ο Τζόνι έκλεισε πίσω του την πόρτα και την κλείδωσε. Ο απόρρητος χώρος-γραφείο βρισκόταν ανάμεσα στην κουζίνα και στο μαγαζί. Από το σημείο όπου στε­ κόταν, ο Τζόνι μπόρεσε να δει τις φλόγες που είχαν τυλίξει την κουζίνα κι ένα πλήθος πελατών που έφευ­ γαν τρέχοντας. «Γρήγορα! Γρήγορα! Βγείτε όλοι έξω!» φώναξε στους υπαλλήλους που εξακολουθούσαν να βρίσκονται μες στο κατάστημα. «Βγείτε όλοι έξω προτού τιναχτούν τα πάντα στον αέρα!»

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

159

Από μια τρίτη μικρή έκρηξη μέσα στο ίδιο το κατά­ στημα έγιναν θρύψαλα οι γυάλινες βιτρίνες και κατρα­ κύλησαν από τα ράφια τα τόπια με τα υφάσματα. Ακούγονταν ουρλιαχτά. Οι άνθρωποι κοίταξαν ολόγυ­ ρα. Η έκρηξη φαινόταν σαν να είχε προέλθει από την οροφή αλλά τα σανίδια ήταν άθικτα, ενώ δημιουργού­ νταν η εντύπωση ότι ο εκκωφαντικός θόρυβος ερχόταν από παντού. Κανείς δεν ήξερε από πού θα πρόβαλλε ο κίνδυνος την επόμενη στιγμή. Η φωτιά απλωνόταν πια μες στην κουζίνα ενισχυμέ­ νη από πολλές μικρές εκρήξεις που σημειώνονταν ανά­ μεσα στις τεράστιες φλόγες. Τα παλιά σανίδια άρχισαν να γκρεμίζονται και να πέφτουν πάνω στις μαυρισμέ­ νες σόμπες και στα σακιά με το ρύζι. Δεν υπήρχε τρό­ πος να διαφύγει κανείς από το πίσω μέρος του κτιρίου. Ο Τζόνι άκουσε στριγκλιές. Κάποιος ή κάποιοι -δεν μπορούσε να διακρίνει- έπρεπε να είχαν παγιδευτεί μέσα σ' εκείνο τον πύρινο τάφο. Είδε έναν άνθρωπο που προχωρούσε παραπατώντας στα τυφλά μέσα στις φλόγες και που τον προσπέρασε ουρλιάζοντας από τρόμο. Ο Τζόνι του γύρισε την πλάτη και πήγε στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού όπου η ατμόσφαιρα ήταν ακόμη καθαρή. «Τρέξτε!» φώναξε μ' όλη τη δύναμη της φωνής του. «Και μείνετε όσο πιο μακριά γίνεται!» Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί απ' έξω πισωπάτησε. Πρόσεξαν ότι στο πρόσωπο του ιδιοκτήτη ήταν ολοφάνερη η αγωνία. Η κάψα της φωτιάς τον δυσκό­ λευε να κρατήσει τα μάτια ανοιχτά, ενώ τα ρούχα του ήταν μαυρισμένα από τον καπνό και τα χαρακτηριστικά του αλλοιώνονταν από τους μορφασμούς, καθώς προ­ σπαθούσε να δείχνει ψύχραιμος. Πίσω του διακρίνονταν οι πρώτες φλόγες που είχαν αρχίσει να ξεπηδούν από

Digitized by @PriOri™

160

ΤΑΣ Ο

την κουζίνα και να γλείφουν τον κύριο χώρο του μαγαζι­ ού στο μπροστινό μέρος. Ο καπνός είχε αρχίσει να πνί­ γει τον Τζόνι αλλά εκείνος εξακολουθούσε να στέκει στο κατώφλι με τα χέρια ανοιγμένα διάπλατα για να εμποδί­ σει τους άλλους να μπουν μέσα σ' εκείνη την πύρινη κόλαση. «Βγες έξω κι έλα μαζί μας!» φώναζε ο κόσμος. Ο Τζόνι έκανε μεταβολή κι όρμησε μέσα σ' εκείνη την όλο καπνούς και φλόγες θάλασσα. Ακούστηκαν κραυγές και πνιχτές συγκεχυμένες φω­ νές. Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Όλοι ήξεραν πως ο καταστηματάρχης είχε ορμήσει μέσα για να σώ­ σει εκείνους που είχαν παγιδευτεί στο εσωτερικό του μαγαζιού. Αψήφησε τον κίνδυνο για να σώσει τον πε­ θερό του. Διακινδύνευε την ίδια του τη ζωή για ανθρώ­ πους που κατά πάσα πιθανότητα ήταν νεκροί. Μα ο μόνος που μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο ήταν ο Τζόνι. Κανείς δεν ήταν σε θέση να πει με βεβαιότητα πόση ώρα έμεινε ο ιδιοκτήτης μέσα σ' εκείνη την πύρινη λαί­ λαπα. Αλλοι λένε πως έμεινε δέκα περίπου λεπτά κι άλλοι, μια ολόκληρη ώρα. Οι πάντες όμως συμφωνού­ σαν πως το διάστημα εκείνο φάνηκε ατέλειωτο. Η δυ­ νατή πρωινή βροχή εξακολουθούσε να πέφτει μα, όπως όλα έδειχναν, ήταν αδύνατον να περιορίσει την έκταση της πυρκαγιάς. Σε όποιο σημείο εκείνης της κό­ λασης έπεφτε μια σταγόνα νερό, πεταγόταν στον αέρα μια λεπτή στήλη καπνού σφυρίζοντας· και καθώς η φωτιά όλο και δυνάμωνε, δεν άργησε να μεταβληθεί ολόκληρο το μαγαζί σ' ένα γιγάντιο τέρας που ξερνούσε φλόγες, τυλιγμένο μέσα σε αιθαλομίχλη. Αργότερα έλε­ γαν πως το φοβερό εκείνο θέαμα ήταν ορατό από από­ σταση πενήντα μιλίων, ακόμη κι από τις πλαγιές του λόφου Μάξγουελ.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

161

Οι άνθρωποι οπισθοχώρησαν ακόμη περισσότερο αφού η κάψα ήταν τόσο δυνατή, που ακόμη και τα μου­ σκεμένα από τη βροχή πρόσωπα δεν μπορούσαν να την αντέξουν. Ένιωθαν το πύρωμα της φωτιάς να σέρ­ νεται στις παρειές τους, κι όσο κι αν σκέπαζαν τη μύτη και το στόμα τους, δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν από τον αποπνικτικό καπνό. Κάπου κάπου πολλοί από αυτούς αντάλλασσαν μεταξύ τους ματιές. Κανείς δε θα μπορούσε ν' αντέξει μέσα σε τέτοια πυρκαγιά. Μόνο ένας θεός θα επιζούσε· έτσι έλεγαν οι ματιές τους. Επακολούθησε ακόμη μια μικρή έκρηξη που προκά­ λεσε την κατάρρευση της μισής πρόσοψης του κατα­ στήματος, και πολλοί σκέφτηκαν πως αυτό σήμαινε και το τέλος του Τζόνι. Εκείνο που συνέβη στη συνέχεια δεν το αμφισβητεί κανείς από τους επιζώντες αυτόπτες μάρτυρες. Γέροι, νέοι, άντρες, γυναίκες, Κινέζοι, Ινδοί, Μαλαίσιοι, όλοι λένε το ίδιο μ' ένα στόμα. Δεν είναι επειδή τρελάθηκαν από τη φωτιά ή την ταραχή· ούτε το φαντάστηκαν. Έγινε στην πραγματικότητα. Οι φλόγες, λένε, άνοιξαν. Η φωτιά, που χόρευε και τριζοβολούσε, χωρίστηκε στα δύο σαν να την είχε προστάξει ο Αλλάχ ή ο ΚουάνΓιν ή ο Βούδας ή ο Σίβα - τέλος πάντων ένας θεός. Και μέσα από τις φλόγες που άνοιξαν πρόβαλε ο Τζόνι. Ολόγυρά του η φωτιά συνέχιζε να καίει παντο­ δύναμη κι ολόλαμπρη, αλλά δεν τον άγγιζε. Εκείνος προ­ χώρησε σταθερά με το υπέροχο κεφάλι του υψωμένο περήφανα. Στους ώμους του μετέφερε το πλαδαρό και μαυρισμένο από τον καπνό κορμί του πεθερού του· ο ίδιος όμως φαινόταν φρέσκος κι άθικτος. Παρότι το πρόσωπό του ήταν λερωμένο απ' τη μουντζούρα, τα μάτια του έλαμπαν ζωηρά. Κουβάλησε τον Τ.Κ. ως εκεί

Digitized by @PriOri™

162

ΤΑΣ Ο

όπου ήταν μαζεμένο το πλήθος και τον απόθεσε απαλά στο έδαφος. Του έβγαλε αργά αργά την πουκαμίσα και την κράτησε απλωμένη πάνω από τον ταλαίπωρο γέρο για να τον προστατέψει από τη βροχή. Με τη μιαν άκρη του σκούπισε το πρόσωπο και το καθάρισε από την καπνιά, και στη συνέχεια έβαλε το αυτί του στο στόμα του πεθερού του· κι όταν άκουσε την αδύναμη ανασεμιά του ανασήκωσε αργά το κεφάλι, κοίταξε τους ανθρώπους ολόγυρά του, χαμογέλασε αχνά και είπε με τα μάτια: έσωσα αυτό τον άνθρωπο. Όλοι στέκονταν ακίνητοι και σιωπηλοί. Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσουν. Με τα μάτια καρφωμένα στον Τζόνι, έκαναν όλοι την ίδια ακριβώς σκέψη: ο άντρας εκείνος δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος αλλά κάτι περισσότερο. Ο Τ.Κ. κειτόταν στο χώμα ανασαίνοντας με δυσκο­ λία. Τα πειραγμένα από τον καπνό πνευμόνια του έμελ­ λε να μη λειτουργήσουν πια ποτέ το ίδιο καλά. Θα περ­ νούσε το υπόλοιπο της ζωής του με κλονισμένη υγεία, ανήμπορος αλλά γεμάτος εμπιστοσύνη για τον άνθρω­ πο που του είχε σώσει τη ζωή την ώρα που όλα έδει­ χναν πως ήταν σίγουρα χαμένος. Με το κεφάλι ακου­ μπισμένο στα γόνατα του γαμπρού του ο Τ.Κ. άνοιξε τα μάτια, ενώ στο πρόσωπό του έπεφτε η απαλή βροχή. Λίγο πιο πέρα, το φημισμένο κατάστημα «Εμπορική Εταιρεία Τίγρης» κάπνιζε, χαμένο για πάντα. Ό π ω ς όλοι οι παρευρισκόμενοι, έτσι κι ο Τ.Κ. ήξερε πως είχε σημάνει το τέλος ενός μεγάλου και δυνατού ανθρώπου - το τέλος του. Ήξερε πως άρχιζε μια και­ νούργια περίοδος στην ιστορία του τόπου.

Digitized by @PriOri™

Το τέλος ίγο καιρό μετά την καταστροφή του μαγαζιού από την πυρκαγιά και τη διάσωση του Τ.Κ. από τον Τζόνι, οι Ιάπωνες πραγματοποίησαν εισβολή στη Μαλαισία. Προέλασαν απρόσκοπτα στις βόρειες πολι­ τείες και μέσα σε δύο μήνες κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλη τη χώρα. Η Πενάνγκ, το Μαργα­ ριτάρι της Ανατολής και η Σιγκαπούρη, η Μεγάλη Πολιτεία του Λιονταριού, παραδόθηκαν μέσα σε λίγες ημέρες. Στο μεταξύ, το διάστημα ανάμεσα στην κατά­ ληψη των δύο αυτών πόλεων-θησαυρός, περιήλθε στα χέρια των Ιαπώνων και χωρίς να το πάρει σχεδόν κανείς είδηση η κοιλάδα. Οι Ιάπωνες διάβηκαν μέσ' από τα χωριά και τις κωμοπόλεις σταματώντας μόνον όσο χρόνο χρειάζονταν για να υψώσουν τη σημαία του Ανατέλλοντος Ηλίου. Η κόκκινη σκόνη που σήκωναν οι μπότες των στρατιωτών γέμιζε τον αέρα δίνοντάς του μια κόκκινη απόχρωση προτού κατακαθίσει στα φύλλα των δέντρων. Κατά μήκος όλων των δρόμων τα δέντρα έγιναν κόκκινα, λέγεται μάλιστα ότι σε ορισμένα μέρη της κοιλάδας τα ρυάκια είχαν πάρει κι αυτά ένα βαθύ πορφυρό χρώμα. Πάνω απ' όλη τη χώρα απλώθηκε σιωπή. Τις νύχτες οι άνθρωποι έκλειναν τα μάτια και

Digitized by @PriOri™

164

ΤΑΣ Ο

βούλωναν τ' αυτιά. Δεν άντεχαν να ακούν τον ήχο των κλειδωμένων θυρών που παραβιάζονταν και το τρίξι­ μο της φωτιάς που κατέτρωγε κάποιο χωριό. Αυτούς ακριβώς τους μήνες και σ' αυτή τη νέα, παράξενη χώρα διέπραξε τα πιο τρομερά «κατορθώ­ ματά» του ο Τζόνι. Τίποτε απ' όσα έκανε στη μετέπει­ τα ζωή του ο πατέρας μου δεν μπορεί να συγκριθεί με όσα έλαβαν χώρα την 1η Σεπτεμβρίου 1942 - την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου και γεννήθηκα εγώ. Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1942, στην κοιλάδα είχε εγκατασταθεί μόνιμα μια ιαπωνική διοικητική αρχή που βάλθηκε «να βάζει τα πράγματα σε τάξη». Επι­ κεφαλής της Ιαπωνικής Μυστικής Υπηρεσίας -της Κεμπεϊτάι- είχε τοποθετηθεί κάποιος που ονομαζόταν Μαμόρου Κουνιτσίκα. Μετά τον πόλεμο, ο άνθρωπος αυτός εξέδωσε ένα βιβλίο με τον τίτλο Πολεμικές Ανα­ μνήσεις από τη Μαλαισία, όπου αναφερόταν στις ανα­ μνήσεις του από τη χώρα μας κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η φωτογραφία του στο σκονισμένο εξώφυλ­ λο απεικονίζει έναν άντρα προσηνή, αδύνατο, με αδρά χαρακτηριστικά και γελαστά μάτια. Το βιβλίο δίνει μια τόσο ειρηνική εικόνα της κοιλάδας, που σε κάνει να ανα­ ρωτιέσαι αν στην περιοχή εκείνη έγινε πράγματι πόλε­ μος. Αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού που τον ανέσυραν από τη αφάνεια -κατά κάποιον τρόπο- του Πανε­ πιστημίου του Κιότο και τον οδήγησαν βίαια στη Μυ­ στική Υπηρεσία λόγω των ακαδημαϊκών τίτλων του κι επειδή μιλούσε με άνεση τις γλώσσες της Νοτιοανατο­ λικής Ασίας. Βρέθηκε στη Μαλαισία, όπου οι κάτοικοι τον καλοδέχτηκαν και συνεργάστηκαν μαζί του, ευτυχι­ σμένοι που είχαν απαλλαγεί από τον βρετανικό ζυγό και γεμάτοι ευγνωμοσύνη για τους Ιάπωνες. Βέβαια, σημειώνονταν κάπου κάπου φασαρίες, αφού στη ζού-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

165

γκλα δρούσαν κομμουνιστές αντάρτες, σε γενικές γραμ­ μές, ωστόσο, η ιαπωνική κατοχή είχε κυλήσει ήρεμα χωρίς σημαντικά γεγονότα. Το βιβλίο είναι γεμάτο ανεκ­ δοτολογικά περιστατικά, όπου οι Ιάπωνες και ο ντό­ πιος πληθυσμός μοιράζονται τσιγάρα και ουίσκι κι άλλες τέτοιες πολυτέλειες του πολέμου· γίνεται επίσης αναφορά σε μικρής σημασίας διαπληκτισμούς με απα­ τεώνες πολίτες, και σε «διασκεδαστικές» παρανοήσεις των τοπικών εθίμων. Από το βιβλίο αυτό μαθαίνουμε επίσης και το πώς ο συγγραφέας του απέκτησε την επωνυμία «Ο Μαρκή­ σιος». Λίγο μετά την άφιξή του στην Μαλαισία ο Κουνιτσίκα επισκέφθηκε το γραφείο της περιφερειακής διοί­ κησης στο Τάπα, όπου τον σύστησαν σ' έναν -ανώνυ­ μο- «εξέχοντα και με επιρροή αρχηγό της Κινεζικής Κοινότητας». Αυτός ο Κινέζος κύριος φαίνεται πως ήταν μικρής ηλικίας αλλά, σε αντίθεση με τους σκυθρω­ πούς και πονηρούς Κινέζους που είχε συναντήσει μέχρι τότε ο Κουνιτσίκα, ήταν πολύ πρόσχαρος. Μολονότι ο συγγραφέας είχε καταφέρει, λόγω της μόρφωσής του, να ξεπεράσει την παραδοσιακή προκατάληψη των Ιαπώνων για τους Κινέζους, φρόντιζε να είναι πάντα πολύ προσεκτικός όταν επρόκειτο να διαπραγματευτεί μαζί τους. Αναφέρει ότι ανάμεσα στους δύο λαούς υπάρχει βαθιά δυσπιστία. Εντούτοις εκείνος ο Κινέζος κύριος με την αξιοπρέπεια και την τυπικότητά του, τον έκανε να αισθάνεται πως δεν είχε λόγο να ανησυχεί. Ο Κινέζος ήταν της άποψης πως ο Κουνιτσίκα θα έπρεπε να κατάγεται από καλή οικογένεια και να διαθέτει ικα­ νοποιητική μόρφωση, κάποια στιγμή μάλιστα τον είχε ρωτήσει αν ήταν απόγονος Σαμουράι, επειδή είχε δια­ βάσει τις διάφορες ιστορίες για τις μεγάλες οικογένειες των Σαμουράι, όπου γινόταν αναφορά και στο όνομα

Digitized by @PriOri™

166

ΤΑΣ Ο

Κουνιτσίκα. Εκείνος είχε παραδεχτεί με συστολή πως καταγόταν πράγματι από μια τέτοια οικογένεια. Όπως αναφέρει ο ίδιος, ήταν πραγματική ανακούφιση να βλέ­ πει κανείς ότι αναγνωρίζουν την αξία της καταγωγής του και την τιμούν, ιδίως τέτοια εξέχοντα πρόσωπα. Στη συνέχεια ο Κινέζος του είπε πως το θεωρούσε τιμή του που είχε γνωρίσει ένα διακεκριμένο άτομο σαν αυτόν και πως θα τον αποκαλούσε με τον κανονικό του τίτλο, δηλαδή μαρκήσιο Κουνιτσίκα, αν αυτό δεν τον ενοχλούσε. Ο Ιάπωνας θεώρησε πως έπρεπε να του εξηγήσει ότι τυπικά δεν ήταν αυτός ο σωστός τίτλος, ωστόσο απέφυγε να το κάνει για να μην τον προσβάλει. Έτσι αποδέχτηκε την προσωνυμία. Όσο για τον Κινέζο κύριο, αυτός και ο Κουνιτσίκα έγιναν στη διάρκεια της κατοχής καλοί φίλοι και περνούσαν πολλές ώρες μαζί, παρά τα σχόλια των συναδέλφων του Ιάπωνα και των φίλων του Κινέζου. Μετά την παράδοση της Ιαπωνίας το 1945, ο αρχηγός της Κεμπεϊτάι αποχαιρέτησε το φίλο του και πήρε το δρόμο του γυρισμού με δάκρυα στα μάτια. Για τον Μαμόρου Κουνιτσίκα ο πόλεμος στάθηκε μια ευχάριστη εμπειρία. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την ιστορία του. Ωστόσο, αν ανατρέξει κανείς σε δημοσιεύματα πα­ λαιών εφημερίδων και σε βιβλία που αναφέρονται στην κατοχή και συνδυάσει πρόσωπα και γεγονότα, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει τι ακριβώς έκανε ο Κουνιτσίκα όταν πήγε στην κοιλάδα, όπως δεν είναι δύσκολο να κα­ ταλάβει για ποιο λόγο η άλλη του επωνυμία, αυτή που του έδωσαν οι κάτοικοι της κοιλάδας ήταν «Ο Δαίμονας του Καμπάρ». Ο αρχηγός της Ιαπωνικής Μυστικής Υπηρεσίας δε σκεφτόταν σαν στρατιωτικός. Είχε άλλους τρόπους να

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

167

κάνει πόλεμο, πολύ πιο επικίνδυνους από τις σφαίρες και τις ξιφολόγχες. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να εξα­ πολύσει σε όλη την κοιλάδα πράκτορές του με τις τσέ­ πες γεμάτες χρήματα τα οποία χρησιμοποιούσαν για να «αγοράζουν» πληροφορίες - ποιοι ήταν κομμουνι­ στές, ποιοι βρίσκονταν σε επαφή με τους Αγγλους αξιωματικούς που εξακολουθούσαν να κρύβονται μες στη ζούγκλα, ποιοι σχεδίαζαν κάποιο χτύπημα κατά των Ιαπώνων. Εκείνο που κυρίως επιδίωκε ήταν να εντοπίσει ποιος είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στην κοι­ λάδα, γνωρίζοντας πως ένα τέτοιο άτομο θα του ήταν απίστευτα χρήσιμο. Μέσα σε δύο ημέρες οι άνθρωποί του του έφεραν την πληροφορία που χρειαζόταν. Ο Τζόνι καραδοκούσε, περιμένοντας μήνες αυτή τη στιγμή. Ήθελε να τον βρουν, ήθελε να τον οδηγήσουν στον επικεφαλής της τρομερής Κεμπεϊτάι. Όπως ο Κου­ νιτσίκα, που είχε αποφασίσει πολύ πριν φτάσει στις καινούργιες ακτές τι θα έκανε αν βρισκόταν ποτέ σ' αυ­ τή τη θέση, έτσι κι ο Τζόνι γνώριζε ήδη ποια θα ήταν η πορεία του. Οι δυο άντρες ήταν γραφτό να βρουν ο ένας τον άλλο. Νοερά είχαν επανειλημμένα συναντηθεί κατά το πρόσφατο παρελθόν. Όταν μπήκε στο γρα­ φείο κι αντίκρισε τον Κουνιτσίκα ένιωσε άνετα, σαν να τον ήξερε από χρόνια. Εκείνος του χαμογέλασε κι ο Τζόνι έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. Ο αρχηγός της Κεμπεϊτάι κατάλαβε πως είχε βρει τον άνθρωπο που θα τον βοηθούσε στην πραγματοποίηση των σχεδίων του. Η προσφορά που του έκανε έγινε αμέσως αποδε­ κτή. Δεν υπήρξε αμφιταλάντευση ούτε διαπραγματεύ­ σεις, δεν παρατηρήθηκε ο παραμικρός δισταγμός, δε χρειάστηκε καν να σφίξουν ο ένας το χέρι του άλλου. Για τον Τζόνι το αντίτιμο ήταν όσο ποτέ άλλοτε ανάλο­ γο των υπηρεσιών του.

Digitized by @PriOri™

168

ΤΑΣ Ο

Συγκάλεσε σε σύσκεψη τους πιο σημαντικούς ανθρώ­ πους της κοιλάδας. Τους επε'στησε την προσοχή στο ότι ήταν καθήκον τους να προασπίσουν τα συμφέροντα του λαού και χρέος τους να διασφαλίσουν το ότι οι κάτοικοι θα είχαν τις λιγότερες δυνατές απώλειες στη διάρκεια της κατοχής. Το είχε σκεφτεί για καιρό πολύ προσεκτικά, καταλήγοντας σ' ένα δύσκολο συμπέρα­ σμα. Σε καιρό πολέμου δεν υπήρχε δυνατότητα επιλο­ γής. Έπρεπε να ταχτούν στο πλευρό των πιο ισχυρών - εν προκειμένω των Ιαπώνων. Ήταν υποχρεωμένοι να τους κολακεύουν, να τους κατευνάζουν και να τους ευχαριστούν προκειμένου να τους ξεγελούν για να επι­ ζήσουν. Έπρεπε ν' αποδεχτούν το γεγονός πως οι Βρετανοί είχαν φύγει οριστικά, και πως οι καινούργιοι κυβερνήτες τους ήταν οι Ιάπωνες. Στην αίθουσα επικράτησε σιγή. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς την αναστάτωση που προκλήθηκε στο μυαλό εκείνων των ανθρώπων. Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς την ιστορία των Κινέζων και των Ιαπώνων. Ακόμη κι εγώ, ένας άνθρω­ πος που ως παιδί κάθισα στα γόνατα Ιαπώνων στρα­ τηγών οι οποίοι με τάισαν με το κουταλάκι βρασμένο χυλό από ρύζι, έχω επίγνωση του αβυσσαλέου μίσους που χωρίζει αυτούς τους δύο λαούς εδώ και αιώνες. Οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους εκείνους δεν είχαν ποτέ σκεφτεί πως κάποια ημέρα θα βρίσκονταν υπο­ χρεωμένοι να πάρουν μια τέτοια απόφαση, ορισμένοι από αυτούς, μάλιστα, αρνούνταν πεισματικά να ανα­ γνωρίσουν τους καινούργιους αφέντες που διαχειρίζο­ νταν ήδη τις υποθέσεις της χώρας τους. Σκέφτονταν πως οι Βρετανοί θα επέστρεφαν σε μερικές εβδομάδες και πως όλα θα γίνονταν όπως πριν. Όμως οι Βρετανοί δεν ξαναγύρισαν. Κάθε ημέρα που περνούσε, η ανάμνη-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

169

ση της χώρας που ήξεραν τυλιγόταν όλο και περισσό­ τερο μες στα σύννεφα της λήθης και γινόταν παρελθόν, ώσπου άρχισαν να αναρωτιούνται αν τα πράγματα θα ξαναγίνονταν όπως παλιά. Χαμένοι μέσα σ' αυτή τη δίνη απελπισίας και σύγχυσης, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συγκατανεύσουν και να ευθυγραμμιστούν με την άποψη εκείνου του ανθρώπου που φαινόταν σί­ γουρος για το τι ακριβώς έπρεπε να γίνει. Ο Τζόνι τους συνέστησε να συγκεντρώσουν φόρους από τους ανθρώπους των περιφερειών τους. Όφειλαν να φορολογήσουν ό,τι μπορούσε να φορολογηθεί: κασ­ σίτερο, καουτσούκ, φοινικέλαιο, ρύζι, κριθάρι, ουίσκι, παστά ψάρια, σάλτσα τσίλι, ξιδάτες αντσούγιες - τα πάντα. Η είσπραξη φόρων υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Στρατού. Τον πρώτο κιόλας χρόνο της κατοχής ο κόσμος πλήρωσε εβδομή­ ντα εκατομμύρια δολάρια σε φόρους, ποσό που χρησι­ μοποιήθηκε από τους Ιάπωνες για την κατασκευή και­ νούργιων καταδιωκτικών αεροπλάνων. Αν ήμουν μαθη­ ματικός θα προσδιόριζα επακριβώς το ποσό σε σημε­ ρινή αξία στο οποίο αντιστοιχούν αυτά τα χρήματα ή πόσα διώροφα αεριωθούμενα θα μπορούσαν ν' αγορα­ στούν. Πάντως είμαι σίγουρος πως θα πρέπει να ήταν πάρα πολλά. Τα χρήματα αυτά τα έδιναν κάθε μήνα στους Ιάπωνες ο Τζόνι κι ένας τραπεζίτης, ο Τσαν Τοχ Κουάν. Ο «Μαρκήσιος» τα έπαιρνε με πολύ ευγενικό τρόπο και κάπως αμήχανα, αφήνοντας σε όλη τη διάρκεια της ημίωρης συνάντησής τους την επιταγή πάνω στο τρα­ πέζι. Έπιναν τσάι και αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις. Οι γιοι του Τσαν, που πήγαιναν στο ίδιο σχολείο μ' εμένα, έλεγαν πως τον πατέρα τους οι συναντήσεις εκείνες κυριολεκτικά τον «τρέλαιναν». Ίδρωνε, και ο λαιμός του

Digitized by @PriOri™

170

ΤΑΣ Ο

ξεραινόταν σε τέτοιο βαθμό, που του ήταν αδύνατον να μιλήσει. Αφηνε λοιπόν την πρωτοβουλία στον Τζόνι, που είχε αναλάβει να διαπραγματεύεται αυτός με τους Ιάπωνες. Συχνά ο Τσαν ένιωθε τόση αδυναμία, που έφευγε νωρίς από τις συναντήσεις, αφήνοντας τον Τζόνι να κάνει τις διαπραγματεύσεις με την Κεμπεϊτάι. Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το κάνει κανείς άλλος, αφού κανείς δε διέθετε την πειθώ και την αυτοπεποίθη­ ση του Τζόνι. Ο Τσαν, για παράδειγμα, φοβόταν μήπως του κολλήσουν τη ρετσινιά του συνεργάτη των Ια­ πώνων. Κατάφερε να επιζήσει, κι όταν τελείωσε ο πό­ λεμος επέστρεψε στην εργασία του, αλλά διατήρησε χαμηλούς τόνους κι απέφευγε τις δημόσιες συγκεντρώ­ σεις από φόβο μήπως τον δολοφονήσουν. Χρόνια αργό­ τερα έγινε μανιώδης λάτρης των παιχνιδιών βίντεο. Κλειδώθηκε στο σπίτι του και στα γεράματά του απέ­ κτησε τη μονομανία να παίζει το βιντεοπαιχνίδι PacMan. Του είχε δημιουργηθεί η πεποίθηση πως ο κόσμος τον παρακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε και πως τον κατασκόπευαν ακόμη κι όταν ήταν στην τουαλέτα ή όταν κοιμόταν. Ο πόλεμος τον είχε «συντρίψει», έτσι έλεγαν οι γιοι του. Τους θυμάμαι περιτριγυρισμένους από αγοράκια πρόθυμα ν' ακούσουν τις ιστορίες που διηγόνταν αυτοί για τον πόλεμο. Μιλούσαν σε όσο περισσότερους μπορούσαν για να τους πείσουν πως ο πατέρας τους δεν υπήρξε προδότης. Νομίζω πως δεν το πέτυχαν. Από τη στιγμή που ο κόσμος σχηματίζει μια συγκεκριμένη άποψη είναι δύσκολο να του την αλλάξεις. Το περίεργο είναι πως σ' εμένα δε μιλούσαν ποτέ για τον πόλεμο. Δε συζητούσαν μαζί μου ούτε για τον πατέρα τους ούτε για τον δικό μου. Δεν τολμούσαν - για ευνόητους λόγους. Οι κάτοικοι της κοιλάδας πλήρωναν τους φόρους

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

171

επειδή ο Τζόνι τους έλεγε πως έτσι έπρεπε να κάνουν. Ήταν σκληρό, αλλά εμπιστεύονταν την κρίση του. Τους διαβεβαίωνε πως αυτό δε σήμαινε κατ' ανάγκην ότι έπαιρναν το μέρος των Ιαπώνων ή ότι χρηματοδοτού­ σαν τον πόλεμο κατά των αδελφών τους στην Κίνα· ήταν απλώς θέμα δικής τους επιβίωσης. Σε μυστικές συνεδριάσεις τους εξηγούσε πως στην πραγματικότη­ τα ξεγελούσαν τους Ιάπωνες κάνοντάς τους να πιστέ­ ψουν πως η κοιλάδα ήταν φιλική προς αυτούς. Έπρεπε να κάνουν υπομονή όσο τα παιδιά τους μέσα στη ζού­ γκλα ετοίμαζαν την επίθεση που θ' ανέτρεπε τους στυ­ γνούς κατακτητές. «Έχετέ μου εμπιστοσύνη», τους καθησύχαζε. «Πι­ στέψτε με». Νομίζω πως μέχρι σήμερα ο κόσμος εξακολουθεί να πιστεύει όσα εκείνος τους έλεγε. Στις αρχές Αυγούστου του 1942, ο Τζόνι άρχισε να οργανώνει με άκρα μυστικότητα μια σύσκεψη υψηλού επιπέδου με τους υψηλόβαθμους του Κομμουνιστικού Κόμματος. Από ένα μυστικό κίνημα είχε ήδη δημιουργη­ θεί ένας αντάρτικος στρατός με την ονομασία «Λαϊκός Μαλαισιανός Στρατός κατά των Ιαπώνων». Το όνομα θα πρέπει να το είχε βρει ο ίδιος ο Τζόνι. Ήταν γελοίο και υπερβολικά πομπώδες για μια ομάδα πεινασμένων και πρόχειρα εξοπλισμένων Κινέζων εφήβων που στρα­ τοπέδευαν μέσα στη ζούγκλα. Ελάχιστοι πια θυμούνται ή μπορούν να προφέρουν το όνομα του στρατού αυτού - οι περισσότεροι έχουν ξεχάσει ακόμη και τ' αρχικά του. Παρ' όλ' αυτά, εκείνη η αντάρτικη ομάδα αποδεί­ χτηκε σκληρό καρύδι. Εξαπέλυε επιθέσεις κατά αστυνο­ μικών τμημάτων κι έστηνε ενέδρες σε Ιάπωνες στρα-

Digitized by @PriOri™

172

ΤΑΣ Ο

τιώτες που επέστρεφαν τις νύχτες από τα στρατιωτι­ κά πορνεία, μια φορά μάλιστα κατάφερε να απαγάγει και να σκοτώσει έναν Ιάπωνα λοχαγό. Στην κοιλάδα γινόταν συνέχεια λόγος για Βρετανούς κομάντος οι οποίοι είχαν παραμείνει πίσω από τις γραμμές του εχθρού για να εκπαιδεύσουν και να οργανώσουν εκεί­ νους τους αντάρτες. Ο κόσμος συζητούσε ψιθυριστά για αμοιβή είκοσι εκατομμυρίων δολαρίων που θα δινό­ ταν για κάθε Λευκό τον οποίο θα συλλάμβαναν μέσα στη ζούγκλα. Ορισμένοι χωρικοί έπαιρναν όρκο πως είχαν δει Βρετανούς στρατιώτες να βγαίνουν δυο δυο ή τρεις τρεις από μικρές βάρκες κατά μήκος της ακτής με τις φυτείες των μάνγκο. Η Ανώτατη Επιτροπή των Κομμουνιστών Διοικητών αποτελούνταν από δεκαέξι άντρες. Οι πιο πολλοί από αυτούς ζούσαν και πολεμούσαν στην καρδιά της ζού­ γκλας. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που έκαναν διπλή ζωή. Ό π ω ς ο Τζόνι, έτσι κι αυτοί ασχολούνταν με το εμπόριο και τη βιομηχανία. Πέρασαν πολλές ημέρες για να φτάσει ως αυτούς το μήνυμα της συνάντησης. Σε κάθε χωριό υπήρχαν πράκτορες των Ιαπώνων κι έτσι το παλιό δίκτυο επικοινωνίας λειτουργούσε με πιο βραδύ ρυθμό, ενώ έπρεπε να λαμβάνονται περισσότε­ ρες προφυλάξεις. Τα νέα απλώνονταν αργά και μετα­ φέρονταν ψιθυριστά από κρυμμένα πρόσωπα σε αθέα­ τα αυτιά. Σε κάθε μήνυμα εντεινόταν η ανυπομονησία, μεγάλωναν οι προσδοκίες. Ο Τζόνι μάς καλεί σε σύσκεψη. Ο Τζόνι βρίσκεται σε επαφή με τους Βρετανούς. Ο Τζόνι έχει στην κατοχή του όπλα. Ο Τζόνι έχει καταρτίσει σχέδια. Τελικά ορίστηκε η ημερομηνία -η 1 η Σεπτεμβρίουκαι καθορίστηκε το μέρος - οι μεγάλες κατακόμβες στις

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

173

ασβεστολιθικές σπηλιές που βρίσκονται στο νοτιότατο άκρο της κοιλάδας. Οι σπηλιές αυτές υπάρχουν εδώ κι ένα εκατομμύριο χρόνια και τα μυστηριακά βάθη τους προκαλούν το δέος εκείνων που τις επισκέπτονται. Για το λόγο αυτόν, πριν από έναν περίπου αιώνα οι ινδουιστές έστησαν εκεί λατρευτικούς βωμούς για τον Σουργιαβαρμάν και τον Γκανέσα. Μια φορά το χρόνο, οι πιο πιστοί βάφουν το πρόσωπο και το γυμνωμένο κορμί τους και βαδίζουν ξυπόλυτοι πάνω σε αναμμένες στάχτες ξυλοκάρβουνων. Αλλοι πάλι διατρυπούν τη μύτη, τις παρειές, το σβέρκο και τα χέρια τους με πελώρια σουβλιά από τα οποία κρεμούν φρούτα και άλλες προσφορές. Είναι καλό που έρχονται κάθε χρόνο σ' αυτό τον ιερό τόπο προσκυνητές· με τις απανωτές εκδηλώσεις λα­ τρείας και αφοσίωσης ίσως σβήσει κάποτε απ' τη μνή­ μη το κακό που έγινε εκείνη την ημέρα του 1942. Την απέραντη θλίψη που προκαλεί η θύμηση της συγκεκριμένης ημερομηνίας την ένιωσα όταν επισκέ­ φθηκα εγώ ο ίδιος τις σπηλιές. Πήγα εκεί την ημέρα που ανακάλυψα τι είχε κάνει ο πατέρας μου. Στάθηκα σε μια γωνιά της πιο βαθιάς σπηλιάς και κούρνιασα πλάι σ' ένα μικρό βωμό, κρυμμένον πίσω από κάποιες μορ­ φές με πολλά χέρια οι οποίες φρουρούσαν την είσοδο, όπως ακριβώς θα έπρεπε να είχαν κάνει και οι άνθρω­ ποι του Τζόνι εκείνη τη φρικτή ημέρα. Ο ώμος μου τρί­ φτηκε στο τοίχωμα της σπηλιάς κι έπεσαν στο νοτισμέ­ νο δάπεδο κάποια κομμάτια ξεφλουδισμένης μπογιάς. Η οσμή της καμφοράς με ζάλισε κι έκλεισα τα μάτια. Έμεινα εκεί όπως ακριβώς κι εκείνοι οι άντρες, μέχρι που έφυγαν και οι τελευταίοι επισκέπτες και το φως του απογεύματος άρχισε γρήγορα να μεταλλάσσεται σε σκοτάδι. Οι άντρες είχαν σίγουρα βρεθεί για αρκετή

Digitized by @PriOri™

174

ΤΑΣ Ο

ώρα ανάμεσα στους άλλους προσκυνητές στις σπηλιές. Τους φαντάστηκα ολόγυρά μου να ενεδρεύουν στα σκο­ τεινά και μόλις και μετά βίας μπορούσα να τους διακρί­ νω μέσ' από τα πέπλα της φαντασίας μου. Κάπου κάπου αντάλλασσαν μεταξύ τους ματιές και τα βλέμμα­ τα τους έσμιγαν στιγμιαία προτού μετακινηθούν και περιπλανηθούν αφηρημένα στα ζωγραφισμένα τοιχώ­ ματα και στις ζωγραφισμένες οροφές. Σιγά σιγά είχαν αρχίσει να διακρίνουν ποιοι ήταν παρόντες. Δεκαπέντε αρχηγοί, κι ο καθένας με κάμποσους υπαρχηγούς. Συνολικά παρευρίσκονταν σαράντα τέσσερις άντρες. Ωστόσο ο πιο σημαντικός δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του. Μες στην καρδιά τους είχε αρχίσει να σέρνεται η αμφιβολία. Πού ήταν; Μήπως τον είχαν συλλάβει και τελικά τον εκτέλεσαν; Το 44 είναι ένας πολύ άτυχος αριθμός, γρουσούζικος για όλους τους Κινέζους· ακόμη και για τους κομμουνιστές. Σημαίνει: θάνατος. Ό π ω ς πάντα, τα πέπλα της νύχτας απλώθηκαν α­ πότομα, αλλά αυτή τη φορά φάνταζαν πολύ πιο μαύ­ ρα και πολύ πιο μυστηριακά από άλλοτε. Τι κακό να μηνούσαν άραγε; Ένας από τους άντρες έσπασε τη σιωπή ψιθυρίζο­ ντας στα σκοτεινά: «Φίλοι... Σύντροφοι... Ποιος είναι εδώ;» Η λέξη εγώ ακούστηκε συγχρόνως πολλές φορές από πολλά σημεία. Στη συνέχεια έπεσε και πάλι σιωπή, κι όλοι οι άντρες βρίσκονταν σε αναμονή της φωνής που ήθελαν κυρίως ν' ακούσουν. Τα χέρια σφίγγουν τα όπλα: μια μορφή πλησιάζει στην είσοδο της εξωτερικής σπηλιάς· είναι δυσδιάκριτη μες στο σκοτάδι. Πρόκειται για κείνον; Κάποιος ρώτη­ σε. Δεν ξέρω. Δεν είμαι σε θέση να πω. Αφουγκράζομαι.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

175

Ακούγεται ένα βαρύ, σταθερό, ήρεμο βήμα· είναι το ατρόμητο βήμα κάποιου που αψηφά τον κίνδυνο. Κα­ νείς άλλος δεν περπατάει έτσι. Κανείς. Μόνον ο Τζόνι. Τα χέρια που έσφιγγαν τα όπλα χαλαρώνουν. Κανείς δεν μπορεί να διακρίνει το χαμόγελο στα χείλη των άλ­ λων συντρόφων. Στέκονται πλάι πλάι μες στο σκοτάδι· μοιάζουν με πρόβατα που περιμένουν το βοσκό τους. Μια λάμψη εκτυφλωτική, πολύχρωμη. Καπνός. Αέρια! Γρήγορα κάτω! Πέφτουν καταγής παραπατώ­ ντας και τραβολογώντας τα ρούχα τους, σκίζοντας κομμάτια για να καλύψουν το πρόσωπό τους. Ανασύ­ ρουν το όπλο τους προσπαθώντας να εντοπίσουν τον αόρατο κίνδυνο με μάτια που τσούζουν. Ακούγεται το βροντερό, κοφτό κροτάλισμα του πολυβόλου. Κι ο Τζόνι; Πού είναι ο Τζόνι; Πυροβολούν βήχοντας προς τη μεριά του καπνού· πνίγονται αργά αργά από την ασφυξία. Ορισμένοι που τινάζονται και στέκονται όρθιοι, σωριάζονται αμέσως καταγής. Αγωνίσου, αγωνίσου, παρότρυναν ο ένας τον άλλο. Δε φοβόνταν το θάνατο. Ο Τζόνι θα μας σώσει. Αυτό πίστευαν μέχρι το τέλος. Ένας ένας έπεφταν. Μερικοί όρμησαν ουρλιάζοντας μέσα στη φλεγόμενη ομίχλη και οι Ιάπωνες στρατιώτες, που είχαν προβάλει στην είσοδο της σπηλιάς, τους δια­ πέρασαν με τις ξιφολόγχες τους. Όταν ο καπνός άρχισε να διαλύεται, οι Ιάπωνες βάλθηκαν να εξερευνούν τις σπηλιές κρατώντας αναμμένους δαυλούς. Τα ρυάκια φωτός χόρευαν τρεμοπαίζοντας πάνω στα υγρά, πιτσι­ λισμένα με αίμα τοιχώματα κι αντανακλούσαν στα μάτια των επιζώντων, τους οποίους είχαν συλλάβει και τους πήραν μαζί τους οι στρατιώτες. Όλοι πέρασαν πολλές

Digitized by @PriOri™

176

ΤΑΣ Ο

εβδομάδες στις φυλακές της Κεμπεϊτάι όπου δύο από αυτούς είχαν αυτοκτονήσει - ο ένας έσπασε στα δυο ένα κουτάλι κι έκοψε το λαιμό του με την οδοντωτή άκρη, ενώ ο άλλος έπεσε μες στο ξερό πηγάδι που βρι­ σκόταν στο χώρο της φυλακής. Οι υπόλοιποι υπέμεναν κάθε μορφής βασανιστήρια από πλευράς έντασης και χρόνου προκειμένου να ομολογήσουν, δίνοντας κάποιες ελάχιστες πληροφορίες. Στο τέλος τους εκτέλεσαν όλους - άλλους με αποκεφαλισμό και άλλους με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Έκτοτε ο «Λαϊκός Μαλαισιανός Στρατός κατά των Ιαπώνων» έπαψε να είναι πια ο ίδιος. Στις σπηλιές είχαν σκοτωθεί είκοσι εννέα από τους πιο σημαντικούς κομμουνιστές της χώρας, ενώ άλλοι δεκαπέντε συνελή­ φθησαν κι εκτελέστηκαν. Από τους δεκαέξι διοικητές μόνο ένας επέζησε. Ένας. Ο περίφημος Κινέζος, ο επο­ νομαζόμενος Τζόνι. Πολύ σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες - που δίχως αμφιβολία τροφοδοτούνταν και διανθίζονταν από τον ίδιο τον Τζόνι. Σύμφωνα με την πιο δημοφιλή εκδοχή της ιστορίας, ο Κινέζος κατάφερε να ξεφύγει κατά θαυματουργό τρόπο από την ενέδρα, άνοιξε πολεμώντας δρόμο μέσα από την παράταξη των στρα­ τιωτών, σκαρφάλωσε σ' έναν απότομο μονοκόμματο βράχο από ασβεστόλιθο ύψους εκατό ποδιών και εξα­ φανίστηκε μες στο δάσος. Αλλοι πάλι έλεγαν πως είχαν δει τον Τζόνι αργά εκείνο το απόγευμα, σε πενήντα μίλια απόσταση από τις σπηλιές, ο οποίος είχε ανακαλύψει τα σχέδια των Ιαπώνων για επίθεση σ' εκείνο το μέρος και προσπάθησε μέσω των διασυνδέσεών του να απο­ τρέψει τη σφαγή. Υπήρχαν και μερικοί που επέμεναν ότι τον είχαν δει αργά το βράδυ με τα ρούχα καταματωμένα και διάτρητα από τις σφαίρες. Είχε απλώς διαβεί

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

177

μέσα από ένα χαλάζι σφαιρών κι είχε βγει άθικτος. Ούτε οι Ιάπωνες μπορούσαν να τον καταβάλουν ούτε κανείς άλλος. Όλοι έφερναν στη μνήμη τους τα συμβάντα της ημέρας που άρπαξε φωτιά το μαγαζί του Τίγρη. Η θύ­ μηση εκείνου του περιστατικού τους τόνωνε και τους παρηγορούσε. Εξακολουθούσαν να τρέφουν απεριόρι­ στη εμπιστοσύνη στον Τζόνι. Απ' όλους τους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν παντοιοτρόπως, μόνο εγώ ξέρω την αλήθεια. Με βοή­ θησαν σ' αυτό βιβλία, επίσημες αναφορές και απομνη­ μονεύματα. Έχω με το μέρος μου ιστορικά ντοκουμέ­ ντα. Αν οι φτωχοί, αγράμματοι άνθρωποι της κοιλάδας είχαν λάβει γνώση όλων αυτών που γνωρίζω εγώ, η ζωή του Τζόνι θα είχε εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά. Ξέρω, για παράδειγμα, πως μόνο οι δεκαέξι διοικητές -αυτοί και κανείς άλλος- γνώριζαν την ημέρα και τον τόπο συγκέντρωσης. Ξέρω επίσης ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής, όταν κανείς δεν είχε χρήματα, κι εκατο­ ντάδες εκατομμύρια δολάρια εισέρρεαν στο ιαπωνικό θησαυροφυλάκιο από εξαντλητικούς φόρους, ο πατέ­ ρας μου έχτισε πάνω στα μαυρισμένα από τη φωτιά ερείπια του παλιού μαγαζιού του Τίγρη το Μνημείο της Ιαπωνομαλαϊκής Συμφιλίωσης. Ήταν φτιαγμένο από σκαλιστό ψαμμίτη και μάρμαρο, πληρωμένο με κεφά­ λαια του πατέρα μου. Αγόρασε επίσης καινούργιο αυ­ τοκίνητο και κάπνιζε πούρα παρέα με Ιάπωνες στρα­ τηγούς. Έψαξε σε όλη την κοιλάδα κι ανακάλυψε το πιο μεγάλο, το πιο ακριβό κτίριο, το οποίο μετέτρεψε στο πιο θαυμαστό σε όλη τη χώρα παλάτι της αμαρτίας και της παρανομίας. Το ονόμασε «Μεταξουργείο Η Αρμο­ νία» κι έγινε το αντικείμενο της ζήλιας κάθε άντρα, γυ­ ναίκας και παιδιού σ' ολόκληρη τη χώρα.

Digitized by @PriOri™

Κατάληψη κηδεία ενός προδότη είναι πάντα κάτι δύσκολο κι επικίνδυνο, ιδίως όταν ο προδότης αποτελεί μέλος του οικογενειακού σου κύκλου. Έτσι μπορείνα μπει κανείς στον πειρασμό -όπως εγώ- να μην παραστεί, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τα εγκλήματα που το άτομο αυτό διέπραξε. Όταν όμως πρόκειται για τον πατέρα σου κι εσύ είσαι ο μοναχογιός του, δεν έχεις άλλη επιλο­ γή. Εξάλλου όταν όλοι αγνοούν ότι υπήρξε προδότης, τότε η διαμαρτυρία σου δεν έχει καμιάν απολύτως αξία. Υπέμενα λοιπόν την τριήμερη τελετή κλειδωμένος, ολο­ μόναχος, με μοναδική συντροφιά τα φοβερά μυστικά που κατείχα. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα να κάνω πολλά πράγ­ ματα. Όταν έφτασα στο κατάστημα ερχόμενος από την Κουάλα Λουμπούρ, βρήκα τα πάντα τακτοποιημέ­ να. Ο κόσμος έσπευσε να μου συμπαρασταθεί με μεγά­ λη προθυμία. Η κυρία Τζίντζερ Κου και τα πέντε παιδιά της είχαν αναλάβει την τροφοδοσία, και κατά τη διάρ­ κεια των τριών ημερών πένθους σέρβιραν αμέτρητες μερίδες φαγητού. Ο Γκούρναμ Σινγκ, ένας από τους πρώην οδηγούς του πατέρα μου, ο οποίος εξαναγκά­ στηκε σε παραίτηση επειδή έπασχε από χρόνια σύφι-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

179

λη -που όπως μου αποκάλυψε ήταν ανίατη- είχε ανα­ λάβει ν' ασχοληθεί με τα τραπέζια, τις καρέκλες και τους ηλεκτρικούς ανεμιστήρες. Οι πιο στενοί φίλοι και συνεταίροι του πατέρα μου είχαν αναλάβει τα πιο σημαντικά πράγματα - τον ιερέα, το γραφείο τελετών και τα χάρτινα αφιερώματα. Ένα από τα καθήκοντά τους ήταν και η ασφαλής άφιξή μου, γι' αυτό όταν έφτασα με χαιρέτησαν με φανερή ανακούφιση. «Πολύ χαίρομαι που αποφάσισες να συμφιλιωθείς με τον πατέρα σου», μου ψιθύρισε στο αυτί ο Μαντ Ντογκ Κουάνγκ. «Μα δεν είχαμε συγκρουστεί ποτέ», του αποκρίθηκα. Αυτοί που ήρθαν να τον τιμήσουν ήταν εκατοντάδες. Ανθρωποι κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης-πρίγκι­ πες, χωρικοί, πολιτικοί, εγκληματίες, γέροι και μικρά παιδιά- ήρθαν από τις πιο απομακρυσμένες γωνιές της χώρας, ορισμένοι μάλιστα ακόμη κι από το εξωτερικό, το Χονγκ Κονγκ, την Ινδονησία και την Ταϊλάνδη, μαζί με τον παράξενο Φιλιππινέζο. Παρευρέθηκαν επίσης και μερικοί Λευκοί, μολονότι κανείς δεν ήξερε ποιοι ακριβώς ήταν. Ένας από αυτούς νομίζω πως ήταν Αγγλος αλλά τόσο γερασμένος, που με δυσκολία θα τον αναγνώριζε κανείς. Καθόταν διπλωμένος στα δύο σε αναπηρική πολυθρόνα, μόλις και μετά βίας μπορούσε να κινηθεί ανάμεσα στο πλήθος κι έμοιαζε χαμένος και σαστισμέ­ νος. Έδειχνε πως δεν ήταν σε θέση να μιλήσει αν και κάπου κάπου έβηχε κι έβγαζε κάτι περίεργους σφυρι­ χτούς ήχους. «Είναι μουγγός;» ρώτησα τη μαντάμ Βε­ ρόνικα - έτσι της άρεσε πια να την αποκαλούν, ενώ όταν ήμουν παιδί την αποκαλούσα θεία Σιου Τσινγκ. «Δεν ξέρω. Ακουσα πάντως πως κάτι έπαθε στον πόλεμο», μου αποκρίθηκε καθώς τακτοποιούσε τα χρυ­ σά βραχιόλια που στόλιζαν το χέρι της.

Digitized by @PriOri™

180

ΤΑΣ Ο

«Πώς ονομάζεται;» «Δε θυμάμαι. Πίτερ Κάποιος... Μπορεί να λέγεται και Φίλιπ Κάποιος!» Την πρώτη ημέρα βρέθηκα να στέκομαι πλάι σ' αυτό τον υπερήλικο Αγγλο. Από τον ουρανίσκο του τρεμάμε­ νου, ολάνοιχτου στόματός του κρέμονταν σταγόνες πηχτού σάλιου αλλά δεν ακούγονταν καθόλου λόγια. Τελικά επανέλαβε μερικούς ήχους, γαντζώθηκε από το μανίκι μου και με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια όπου λαμπύριζε ένα αγριεμένο βλέμμα. «Τι στα κομμάτια λέει;» με ρώτησε ο Μαντ Ντογκ Κουάνγκ καθώς περνούσε από μπροστά μου. Αφουγκράστηκα προσεκτικά. «Με ρωτάει ποιος είμαι. Ρωτάει πώς με λένε». Καθώς ο υπερήλικος Αγγλος μιλούσε, το κεφάλι του αιωρούνταν κι ανεβοκατέβαινε σαν να μην μπορούσε να το ελέγξει. Ένιωσα να με κυριεύει γι' αυτόν μια πα­ ράξενη λύπη. «Είμαι ο γιος του Τζόνι», του είπα, ενώ αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να με καταλάβει. «Ο γιος του Τζόνι», επανέλαβε. «Ο γιος του Τζόνι». «Ο κόσμος λέει πως δεν του μοιάζω», «συνέχισα υπο­ μονετικά. «Βλέπετε, έχω μοιάσει στη μητέρα μου». Ο άνθρωπος με κοίταξε κατάματα, και πρόσεξα τις κόκκινες φλεβίτσες στα κιτρινισμένα μάτια του. «Οι γιοι δε μοιάζουν ποτέ στους πατεράδες τους», είπε κι απο­ μακρύνθηκε, τσουλώντας αργά αργά την αναπηρική πολυθρόνα του. «Σκατά! Κατάλαβες τι είπε ο τύπος; Κανείς εδώ δεν καταλαβαίνει τι σόι γλώσσα μιλάει», παρατήρησε αδιά­ φορα ο Μαντ Ντογκ. «Τι παλαβοί που είναι αυτοί οι ξένοι», πετάχτηκε η κυρία Κου καθώς με προσπέρασε, κρατώντας σε κάθε χέρι από ένα πιάτο γεμάτο αφράτα άσπρα ψωμάκια.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

181

Παιδιά έπαιζαν με γιογιό και με ήρωες από πλαστικό που τους είχε δώσει ο Γκούρναμ. «Πού τα βρήκες όλ' αυτά τα παιχνίδια;» ρώτησα. «Στο εργοστάσιο», μου αποκρίθηκε. «Εκεί πέρα υπάρ­ χουν ένα σωρό σακιά γεμάτα μ' αυτά. Μόλις έφτασαν από την Ταϊβάν». Τη δεύτερη βραδιά, όταν έγιναν πια οι δευτερεύου­ σες εθιμοτυπικές εκδηλώσεις, κάψαμε τα χάρτινα αφιε­ ρώματα. Οι φίλοι του πατέρα μου είχαν παραγγείλει τις πιο πολύπλοκες και ακριβές προσφορές που μπορούσε να φανταστεί κανείς, τις πιο πολυτελείς, ανάλογες ενός ανθρώπου με τέτοια φήμη. Καταρχήν υπήρχε ένα χάρ­ τινο αυτοκίνητο μάρκας Μερτσέντες-Μπεντζ, στο χρώμα του μπρούντζου, ακριβές αντίγραφο του τελευ­ ταίου αυτοκινήτου του. Είχε μάκρος πέντε πόδια, και πίσω από το χάρτινο τιμόνι καθόταν ένας οδηγός από χαρτί. Υπήρχε επίσης ένα αεροπλάνο Μπόινγκ 747, από χαρτί κι αυτό. «Λες να του χρειαστεί;» ρώτησα τον Μαντ Ντογκ. «Δεν έτυχε να ταξιδέψει ποτέ με αεροπλάνο», μου αποκρίθηκε χαμογελώντας. «Έτσι, σκεφτήκαμε να του δώσουμε την ευκαιρία να δοκιμάσει στη μεταθανάτια ζωή του». Υπήρχε ακόμη ένα σπίτι από χαρτί σε φυσικό μέγε­ θος, ακριβές αντίγραφο του καταστήματος του πατέ­ ρα. Διέθετε μια σειρά παράθυρα που έβλεπαν στην αυλή, ενώ στο πίσω μέρος υπήρχε μια ανοιχτή, χωρίς στέγη κουζίνα. Περιφερόμουν γύρω από αυτό το επιτυ­ χημένο αντίγραφο, παρατηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τη στρωμένη με κόκκινες πλάκες αυλή του τη στόλιζαν επιμελώς πρασινοβαμμένες γλάστρες με φτέρες. Ήταν τα μόνα φυτά που ευδοκιμούσαν στην αυλή, και τα σκουρόχρωμα φύλλα τους προσέθεταν

Digitized by @PriOri™

182

ΤΑΣ Ο

στη δροσιά του χώρου εκείνου που σπάνια τον έβλεπε ο ήλιος. Τα παραθυρόφυλλα ήταν βαμμένα ανοιχτοπράσινα, στο χρώμα του νεφρίτη, κι από τα ανοιχτά παράθυρα μπόρεσα να δω τις ασπρόμαυρες πλάκες με τις οποίες ήταν στρωμένο το δάπεδο του πάνω πατώ­ ματος, θυμίζοντας σκακιέρα. Είδα τα έπιπλα από ξύλο ροδόδεντρου που δεν τα χρησιμοποιούσαμε ποτέ, μιας και προτιμούσαμε να καθόμαστε σε χοντροκομμένες ξύλινες καρέκλες. Είχαν αναπαραστήσει ακόμη και το χρηματοκιβώτιο του πατέρα, κλειδωμένο ως συνήθως. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με όμορφα πράγματα, χρωματι­ στά υφάσματα κι αστραφτερά γυάλινα κιβώτια, καθώς και κουτιά για κοσμήματα. Η περιστρεφόμενη τραπε­ ζαρία δεν περιστρεφόταν πια αλλά τους τοίχους της στόλιζαν πίνακες μεγάλων Ευρωπαίων ζωγράφων. Το δωμάτιό μου, που έβλεπε τόσο στην αυλή όσο και στην πίσω μεριά του σπιτιού, ήταν τακτοποιημένο όπως πάντα. Από το παράθυρο φαινόταν το ποτάμι πλατύ, καφετί και λασπερό. Διέκρινα το ξύλινο γεφύρι κάτω από την πανάρχαιη συκιά. Όλα τα παιδιά συνη­ θίζαμε να κολυμπάμε εκεί. Πηδούσαμε από τη γέφυρα στο χλιαρό, λασπώδες νερό, ενώ άλλες φορές ανεβαί­ ναμε στο δέντρο, αρπαζόμαστε από τις περικοκλάδες των αναρριχώμενων φυτών, αιωρούμαστε πέρα-δώθε, κι όταν φτάναμε σε είκοσι πόδια απόσταση από τον κορμό του δέντρου πέφταμε από μεγάλο ύφος μες στο νερό. Νωρίς το απόγευμα κρεμούσαμε από τα χαμηλά σημεία της γέφυρας αγκίστρια με κομμάτια κρέας και τα ρίχναμε στο νερό για να πιάσουμε τα ψάρια που ξεπρόβαλλαν τη νύχτα από τις λασπερές κρυψώνες τους για να βρουν τροφή. Από το παράθυρό μου μπο­ ρούσα ακόμη κι έβλεπα τους ερωδιούς, τους ψαροφάγους και τους πελεκάνους που σεργιάνιζαν το πρωί

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

183

στα ρηχά. Σηκωνόμουν πολύ νωρίς, προτού χαράξει ο ήλιος, όταν όλα ήταν τυλιγμένα σ' ένα μαργαριτόχρωμο φως, ώστε να μπορέσω να τους δω να πετούν πάνω από τα σκεπασμένα με ομίχλη δέντρα, με το λεπτό κεφάλι τους μισοκρυμμένο στο λαιμό τους. Τα βιβλία μου έστεκαν αραδιασμένα με τάξη στα ράφια από ξύλο τικ, τα οποία είχε φτιάξει ο πατέρας όταν ήμουν δέκα χρόνων και είχα μανία με το διάβασμα. Κάθε φορά που νόμιζα πως εκείνος βρισκόταν σε καλή διάθεση του διάβαζα ιστορίες από εκείνα τα βιβλία άλλοτε τραγουδιστά κι άλλοτε τσιρίζοντας, μιμούμενος τις φωνές όλων των ηρώων. Κάπου κάπου μου χαμογε­ λούσε, κάτι που μου προκαλούσε ικανοποίηση, επειδή νόμιζα ότι τον είχα ευχαριστήσει· και όπως συνέχιζα την ανάγνωση ωραιοποιούσα τις ιστορίες διαμορφώνο­ ντας τες όπως μου ερχόταν εκείνη τη στιγμή. Όταν χαμογελούσε έμοιαζε σαν να θυμόταν πώς ήταν η αλη­ θινή ζωή, κι έτσι του διηγόμουν κι άλλες ιστορίες. Πάν­ τως καταλάβαινε κάποιες φορές πως δε διάβαζα από το βιβλίο και τότε θύμωνε και με μάλωνε, επειδή σκά­ ρωνα με το μυαλό μου παραμύθια. Σ' αυτές τις περι­ πτώσεις μελάνιαζε απ' την οργή, λες και με μισούσε πιο πολύ απ' οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Τότε κάθε ίχνος ανθρωπιάς εξαφανιζόταν από το πρόσωπό του, και φάνταζε για μιαν ακόμη φορά άδειος από όμορφα αισθήματα. Μόλις άρχισε να σκοτεινιάζει βάλαμε φωτιά στο σπίτι, στο αεροπλάνο και στο αυτοκίνητο. Χύσαμε ουί­ σκι γύρω από τα χάρτινα αντίγραφα για να τα προστα­ τέψουμε από τα κακά πνεύματα, και η βαριά μυρωδιά του διαπότισε τον αέρα του λυκόφωτος. Επειδή ήμουν ο γιος του Τζόνι, ήταν δική μου υποχρέωση να βάλω τη φωτιά στα αναθήματα, και το έκανα όσο πιο γρήγορα

Digitized by @PriOri™

184

ΤΑΣ Ο

μπορούσα, αγγίζοντας με το αναμμένο ρολό των εφη­ μερίδων πολλές μεριές του σπιτιού προτού οι φλόγες φουντώσουν και κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Πισωπάτησα κι έτρεξα κοντά στους άλλους· όλοι μαζί σταθήκαμε κάτω από τον πορφυρό ουρανό και παρα­ κολουθούσαμε το σπίτι καθώς καιγόταν. Θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα: το χέρι του θανά­ του σβήνει οριστικά και αμετάκλητα κάθε ίχνος ζωής. Την επομένη έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Απομακρύνθηκα από το πλήθος των ανθρώπων που επέστρεφαν από το νεκροταφείο και κατευθύνθηκα προς το αυτοκίνητό μου, ελπίζοντας πως θα τα κατά­ φερνα να εξαφανιστώ προτού μ' αναζητήσουν. Δεν είχα όρεξη για άλλους αποχαιρετισμούς. Ο υπερήλικος Αγγλος με την αναπηρική πολυθρόνα είχε αράξει στην κουζίνα κουνώντας το κεφάλι του και μονολογώντας μουρμουριστά. Κρατούσε ένα πακέτο τυλιγμένο σ' ένα κομμάτι ύφασμα που το άπλωσε προς το μέρος μου καθώς τον πλησίασα. «Ευχαριστώ», είπα. Αυτές τις τρεις ημέρες δέχτηκα τόσο πολλά δώρα, που είχα αρχίσει να δυσφορώ. Οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη να δώσουν σε μένα, τον μονάκριβο γιο, τα δείγματα του σεβασμού που έτρεφαν για τον πατέρα. Έτσι υποχρεώθηκα να δεχτώ ένα σωρό άχρηστα αντικείμενα - μικρούς κρυστάλλινους κύκνους, μπιμπελό από γύψο, κούπες με τυπωμένο πάνω το πορτρέτο του πρωθυπουργού. Έτρεξα στο αυτοκίνητο κι έβαλα το τυλιγμένο με ύφασμα πακέτο στο πορτμπαγκάζ, όπου στοιβάζονταν και τα υπόλοιπα ανεπιθύμητα δώρα· κι όπως έπεσε πάνω σ' ένα ρολόι με κούκο,ακούστηκε ένα κροτάλισμα.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

185

Ο Άγγλος με είχε ακολουθήσει τσουλώντας την πο­ λυθρόνα του στον ανώμαλο δρόμο. «Πού πας, γιε μου;» με ρώτησε. «Να κολυμπήσω», του αποκρίθηκα καθώς ορμούσα μες στο αυτοκίνητο. Αντί να πάρω το δρόμο για την Κουάλα Λουμπούρ κατευθύνθηκα νότια, περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω από τον ελικοειδή ποταμό μέχρι που βρέθηκα στα βαλτοτόπια της ακτής. Έστριψα βόρεια, ακολουθώντας ακόμη πιο στενούς δρόμους εωσότου ένιωσα τον αλμυ­ ρό αέρα που ερχόταν από τη θάλασσα. Έ ξ ω ακριβώς από το Ρέμις αντίκρισα τ' αφροστεφανωμένα κύματα που διακρίνονταν μέσα από κάποιο αραιό δάσος με δέντρα καζουαρίνα. Σ' αυτό το μέρος είχα να βρεθώ χρόνια. Συνέχισα να οδηγώ μέχρι που ανακάλυψα κά­ ποιο σημείο όπου μπόρεσα να παρκάρω το αυτοκίνητο. Γδύθηκα κάτω από τα δέντρα χωρίς να βιάζομαι, ενώ οι ξερές βελόνες γαργαλούσαν τις πατούσες μου. Ήταν απομεσήμερο, και στην πλατιά παραλία δεν υπήρχε άλλος εκτός από μένα. Περπάτησα πάνω στη ζεστή άμμο και μπήκα στο νερό παρακολουθώντας τα μικρο­ σκοπικά καβούρια που έφευγαν τρέχοντας μακριά μου. Στα σημεία όπου το νερό ήταν πιο βαθύ, τα κύματα κα­ μπυλώνονταν απαλά λες και σχημάτιζαν πτυχές, αιχμα­ λωτίζοντας τον ήλιο στην κορφή τους, με αποτέλεσμα το φως του να διαχέεται σε όλη την επιφάνεια του νε­ ρού. Ήταν σαν κάποιος να είχε σπείρει σ' ολόκληρο τον ωκεανό μικρά πολύτιμα πετράδια. Κολύμπησα με αργές, ήρεμες κινήσεις μες στο γαλα­ ζοπράσινο νερό.

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

1941

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

24 Σεπτεμβρίου 1941 έξου τη μοίρα σου. Δέξου τη μοίρα σου. Τα λόγια της μητέρας τρυπώνουν στα όνειρά μου. Εύχομαι να μην παραμιλώ στον ύπνο μου. Ο Τζόνι δεν πρέπει να μάθει. Όχι ακόμα. Είναι νωρίς. 25 Σεπτεμβρίου 1941 ήμερα είχαμε έναν καινούργιο επισκέπτη. Είχα πλα­ γιάσει για μεσημέρι και λαγοκοιμόμουν ανήσυχα -η σκέψη μου βρισκόταν συνέχεια σε αναβρασμό χωρίς να ησυχάζει ποτέ- όταν άκουσα φωνές στην μπροστινή αυλή του σπιτιού. Αντιλήφθηκα πως ήταν ένας από τους υπηρέτες που μιλούσε γρήγορα και κοφτά. Η δεύ­ τερη φωνή μού ήταν άγνωστη. Έμεινα για μια στιγμή να ακούω ξαπλωμένη αλλά δεν κατάφερα να την αναγνω­ ρίσω. Επρόκειτο για ανδρική φωνή βαθιά αλλά όχι τρα­ χιά - κανονική φωνή βαρύτονου, όπως θα έλεγε ο πατέ­ ρας. Ο ξένος μιλούσε άπταιστα μαλαισιακά που παρό­ μοια ακούει σπάνια κανείς στις ημέρες μας - μαλαισιακά παλιομοδίτικα, της βασιλικής Αυλής. Όταν ωστόσο άκουσα πιο προσεκτικά, διαπίστωσα πως επρόκειτο για ιδιαίτερη προφορά, μα κι αυτή ήχησε πολύ παράξε­ να στ' αυτιά μου. Ο άντρας ζητούσε να δει τον πατέρα.

Digitized by @PriOri™

190

ΤΑΣ Ο

Είπε στον Σάλεχ πως είχε φτάσει πρόσφατα στο Καμπάρ «από το εξωτερικό» και πως τον είχαν συμβουλέ­ ψει να συναντήσει τον φημισμένο Τ.Κ. Σουνγκ. Ζητούσε συγγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας και ρωτούσε αν παρ' όλα αυτά ο Σάλεχ θα μπορούσε να τον αναγγείλει στον κύριο Σουνγκ. Ανέφερε το όνομά του αλλά δεν το συγκράτησα. Κάποια στιγμή άκουσα τον πατέρα να βγαίνει από το γραφείο. «Κύριε καθηγητά! Καλωσορίσατε, καλωσορίσατε», είπε. «Ευχαριστώ για το γράμμα σας. Καλοσύνη σας που ήρθατε». «Παρακαλώ», είπε ευγενικά ο επισκέπτης μιλώντας στη μανδαρινική γλώσσα λες και ήθελε να εντυπωσιά­ σει. «Η ευγένειά σας με φέρνει σε δύσκολη θέση». Ο πατέρας γέλασε και του απάντησε στ' αγγλικά: «Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω». Η φωνή του είχε μια περίεργη χροιά που δεν την είχα ξανακούσει· φανέρωνε νευρικότητα. Οδήγησε τον επισκέπτη στο πελώριο σα­ λόνι και ήταν πια αδύνατον ν' ακούσω τι έλεγαν. Ένιω­ σα στην άλλη άκρη του διαδρόμου τη μητέρα που πη­ γαινοερχόταν βιαστικά στο δωμάτιό της. Φύλλα ντου­ λάπας ανοιγόκλεισαν και η μικρή κοσμηματοθήκη της έπεσε χάμω· το πολύτιμο περιεχόμενό της σκόρπισε στο πάτωμα. Έπειτα από λίγα λεπτά συνειδητοποίησα πως ήταν μάταιο να προσπαθήσω να ξεκουραστώ -ο καιρός είναι τόσο ζεστός, που δεν μπορείς πια να κοιμηθείς τη νύχτα, πόσο μάλλον την ημέρα- κι έτσι επικεντρώθηκα πάλι στο βιβλίο μου. Ξαναδιαβάζω το Πειθώ και το βρί­ σκω παράξενα ενοχλητικό.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

191

Η μητέρα χτύπησε την πόρτα μου. «Είσαι ντυμένη;» με ρώτησε και ξέσπασε σε γέλια. Κατάλαβα αμέσως πως μαζί της βρισκόταν κι ο ξένος. Άνοιξα την πόρτα· είδα τη μητέρα να στέκεται δίπλα σ' έναν πανύψηλο άντρα που φορούσε ανοιχτόχρωμο λινό κοστούμι. Νόμισα πως επρόκειτο για Κινέζο, αλλά τα χαρακτηριστικά του ήταν αλλιώτικα. Έμεινα όρθια στη στενή πόρτα με τα μπράτσα μου διπλωμένα. «Αυτή εδώ είναι η κόρη μας, κύριε καθηγητά», είπε η μητέρα μου. «Όπως ήδη σας είπα, όχι και τόσο αξιο­ πρόσεκτη, δεν είν' έτσι;» «Το αντίθετο», αποκρίθηκε ο άντρας κάνοντας προς το μέρος μου ελαφρά υπόκλιση. «Κουνιτσίκα Μαμόρου», πρόσθεσε απλώνοντάς μου το χέρι. Στο μικρό δάχτυλο φορούσε ένα δαχτυλίδι χρυσό, βαρύτιμο κι αρχοντικό, ευρωπαϊκού στιλ. «Ο κύριος καθηγητής έφτασε πριν από λίγο στην κοι­ λάδα. Έρχεται από την Ιαπωνία», έσπευσε να μ' ενημε­ ρώσει η μητέρα. Πρόφερε τις λέξεις σαν σχολειαρόπαιδο σέρνοντας τα φωνήεντα και τονίζοντας ορισμένες συλλαβές. Το από ακουγόταν ααπόο και το Ιαπωνία σαν ΙαπωωΝΙΑ... «Μη μιλάς τόσο δυνατά», είπε ο πατέρας, που εμφα­ νίστηκε πίσω από τη μητέρα. «Θα φέρεις σε δύσκολη θέση τον κύριο καθηγητή». «Μπορεί ποτέ να έρθει σε δύσκολη θέση ένας τόσο έξυυΠΝΟΣ άνθρωπος;» είπε η μητέρα και, προσπερνώ­ ντας με, μπήκε στο δωμάτιο. Ο καθηγητής γέλασε. Του συστήθηκα τονίζοντας εμφατικά το συζυγικό μου επώνυμο. «Οι γονείς σας δε μου ανέφεραν πως είστε παντρε­ μένη», μου είπε ο Κουνιτσίκα χαμογελαστά. Παρατή-

Digitized by @PriOri™

192

ΤΑΣ Ο

ρησα το βλέμμα του που κατευθύνθηκε προς το τραπε­ ζάκι της τουαλέτας μου όπου βρισκόταν η κορνιζαρι­ σμένη γαμήλια φωτογραφία. «Όμως τώρα που σας είδα, χαίρομαι που έχετε σύζυγο και σας προστατεύει από τα αδιάκριτα βλέμματα... Ανάμεσα σ' αυτά και το δικό μου!» Η μητέρα ξέσπασε σε γέλια. «Κύριε καθηγητά μου! Είναι ποτέ δυνατόν να ενδιαφερθείτε εσείς για ένα πράγμα σαν αυτό εδώ;» «Ναι, κύριε καθηγητά. Νιώθω εξαιρετικά τυχερή που είμαι παντρεμένη με τον άντρα μου», συνέχισα κοιτώ­ ντας τον κατευθείαν στα λαμπερά, καθαρά μάτια του. Ξάφνου συνειδητοποίησα πως είχα υψώσει το κεφάλι και κοίταζα τον επισκέπτη καταπρόσωπο. Μου φάνη­ κε πως η στάση μου ήταν αλαζονική και άπρεπη. Η μητέρα ρουθούνισε καθώς άρχισε να μαζεύει τα βιβλία πάνω από το γραφείο μου και να τα στοιβάζει σε μιαν άκρη του δωματίου. «Θα σας παρακαλούσα να με λέτε Μαμόρου. Επι­ μένω», πρότεινε ο καθηγητής. Είχε πολύ πυκνά μαλλιά, μαύρα και γυαλιστερά. Τα αδρά χαρακτηριστικά του -σουβλερή μύτη και δυνατά ζυγωματικά- τονίζονταν από το ανοιχτόχρωμο -σχε­ δόν ωχρό- δέρμα του προσώπου που παρέπεμπε στα βόρεια κλίματα. Ορισμένες στιγμές έμοιαζε ελαφρώς με Ευρωπαίο. Το σώμα του, αν και λεπτό και χαλαρό, έδει­ χνε πως ήταν άνθρωπος που διέθετε σωματική ρώμη. Μπορεί, βέβαια, αυτή την εντύπωση να τη δημιουρ­ γούσε το ύψος του. «Πες μου, ο κύριος καθηγητής δεν είναι από τους πιο όμορφους άντρες που έχεις δει ποτέ;» ρώτησε η μητέ­ ρα περνώντας το μπράτσο της στο δικό του. «Ο κύριος καθηγητής κατάγεται από μια φημισμένη

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

193

οικογένεια Σαμουράι», μίλησε ο πατέρας. «Είναι ένας μαρκήσιος». «Ο καθηγητής Κουνιτσίκα είναι πράγματι ένας ξεχω­ ριστός άντρας», συμφώνησα. Υπήρχε κάτι το απροσ­ διόριστο στο πρόσωπό του, κάτι που θύμιζε τα σκο­ τεινά και λεπτά χαρακτηριστικά των αλεπούδων που ξεπρόβαλλαν μέσ' από τη ζούγκλα με σκοπό να ρη­ μάξουν το κοτέτσι μας. Όταν τις τσάκωνες ενοχλού­ νταν σε κοίταζαν με το παγερό βλέμμα τους, ενώ το άσπρο τους μουσούδι λαμπύριζε μες στο σκοτάδι. «Είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει ποτέ», συνέχισε η μητέρα. «Τι διδάσκετε, κύριε καθηγητά;» ρώτησα. «Φαίνεται σαν να μην το πιστεύετε ότι είμαι καθηγη­ τής· ή κάνω λάθος;» «Δεν έχετε την όψη καθηγητή». «Είναι πολύ όμορφος για καθηγητής», πετάχτηκε η μητέρα. Εκείνος σήκωσε τους ώμους. «Διδάσκω λίγο απ' όλα». «Σαν τι δηλαδή;» «Γλωσσολογία, δυτική λογοτεχνία, κυρίως ρωσική, φιλοσοφία...» «Ακούς; Φιλοσοφία!» αναστέναξε η μητέρα κουνώ­ ντας με νόημα το κεφάλι της προς τη μεριά μου. «Λίγο απ' όλα», γέλασε εκείνος. «Ο πατέρας σας είναι ένας σπουδαίος φιλόλογος κι έχω μάθει πως ακο­ λουθείτε τα χνάρια του». «Δεν έχω μεγάλες φιλοδοξίες», είπα. Η μητέρα ρουθούνισε πάλι και κάτι μουρμούρισε. «Δεν πρόκειται να γίνω καθηγήτρια», πρόσθεσα. «Κρίμα», μου αποκρίθηκε με λυπημένο χαμόγελο. «Πείτε μου όμως, παρακαλώ... Αφού δε μοιάζω με καθηγητή, με τι μοιάζω;»

Digitized by @PriOri™

194

ΤΑΣ Ο

«Θα 'λεγα με στρατιωτικό». Ο Κουνιτσίκα ξέσπασε σε δυνατό γέλιο και η φωνή του ήχησε πλούσια και καθαρή. «Κοιτάξτε τα χέρια μου... Σας φαίνονται ικανά να κρατήσουν... φτυάρι; Και πολύ περισσότερο όπλο;» Η μητέρα κι ο πατέρας γέλασαν δυνατά. «Φαίνεται πως έκανα λάθος». Καθώς στράφηκα να φύγω τον άκουσα πίσω μου να λέει: «Ελπίζω ειλικρινά πως θα έχω την τιμή να σας ξαναδώ... Και να γνωρίσω και το σύζυγό σας». «Αν βέβαια αυτός ο άχρηστος τύχει να βρεθεί καμιά φορά εδώ», μίλησε η μητέρα. «Σε παρακαλώ», είπε ο πατέρας χαμογελώντας. Παρακολούθησα τον Κουνιτσίκα να βγαίνει από το σπίτι και να διασχίζει την αυλή. Προσπάθησα να μείνω κρυμμένη πίσω από τα παντζούρια αλλά εκείνος, λες και διαισθάνθηκε την παρουσία μου, κοίταξε προς το παράθυρό μου. Δεν είχα άλλη επιλογή απ' το να το παραδεχτώ χαιρετώντας τον. Έβγαλε το καπέλο του και το κούνησε προς τη μεριά μου· ύστερα συνέχισε το δρόμο του προς το μονοπάτι που οδηγούσε στη φυτεία. Δεν είχε αυτοκίνητο, ούτε καν μοτοσικλέτα. Ο δρόμος ανάμεσα από τη φυτεία είναι μακρύς, σχεδόν ένα μίλι, κι όταν κανείς τον διασχίζει με τέτοια ζέστη, του φαίνεται ακόμη μακρύτερος. Πώς έφτασε ως εδώ ο καθηγητής; Έμεινα για λίγο στο παράθυρο και τον ακο­ λούθησα με το βλέμμα μου μέχρι που χάθηκε στις σκιές.

27 Σεπτεμβρίου 1941 ις τελευταίες ημέρες έρχεται συνέχεια στο νου μου ο πρώτος καιρός που πέρασα με τον Τζόνι. Υποθέτω

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

195

πως αυτό δεν είναι παράξενο, αν ληφθεί υπόψη η από­ φαση που πήρα. Κάθε φορά που θυμάμαι όσα ζήσαμε μαζί, είναι σαν να ξαναφέρνω στη μνήμη μου γεγονότα από πολύ παλιούς καιρούς, και πρέπει να υπενθυμίζω συνέχεια στον εαυτό μου πως όλα αυτά συνέβησαν πριν από κάποιους μόνο μήνες. Οι λεπτομέρειες είναι ακόμη νωπές στο μυαλό μου αλλά δεν ξέρω πόσο θα διαρκέσουν. Ένα από τα πράγματα που θυμάμαι πολύ έντονα είναι η πρώτη φορά που τον είδα. Ήταν στα μέσα της εποχής των βροχών κι έβρεχε δύο ημέρες συνέχεια. Δεν είχα βγει διόλου από το σπίτι κι ένιωθα κάπως νευρική. Στεκόμουν στο παράθυρο παρακολουθώντας τη νερο­ ποντή που μετέτρεπε την μπροστινή αυλή σε λασπερό χωράφι. Κάτι τέτοιες ημέρες το μόνο που ακούγεται είναι ο ήχος της βροχής. Μολονότι βρισκόμαστε περι­ τριγυρισμένοι από δάσος, έχω προσέξει πως τα πουλιά και οι τζίτζικες σωπαίνουν και ξαναρχίζουν το τραγού­ δι τους μόνον όταν σταματήσει η νεροποντή. Όμως εκείνη την ημέρα ακουγόταν κι ένας άλλος ήχος, που δεν είχε υποπέσει άλλη φορά στην αντίληψή μου. Αυτός ο πρωτόγνωρος ήχος άρχιζε σαν απαλό κουδούνισμα όμοιο με το παιχνιδιάρικο πάτημα τριών πλήκτρων του πιάνου από πρόσχαρο παιδάκι. Καθώς όμως δυνάμω­ νε, κατάλαβα στο τέλος πως επρόκειτο για το κουδούνι ενός ποδηλάτου. Δεν πίστευα πως θα υπήρχε άνθρω­ πος που θα κυκλοφορούσε με ποδήλατο κάτω από τέτοιες συνθήκες. Κι έπειτα φάνηκε εκείνος, πλατσουρίζοντας μες στις λιμνούλες του λασπερού μονοπατιού ανάμεσα στη φυτεία. Ερχόταν προς το σπίτι αργά αργά, σαν να φοβόταν, και μόνον όταν έφτασε κοντά κατάφερα να δω πως στη σκάρα του ποδηλάτου του μετέφερε κάτι

Digitized by @PriOri™

196

ΤΑΣ Ο

πολύ μεγάλο, σκεπασμένο με μουσαμά. Δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό ή με ποιον τρόπο είχε δέσει τα εμπορεύ­ ματα του -αν ήταν πράγματι εμπορεύματα- στο ποδή­ λατο. Το λεπτό βαμβακερό πουκάμισό του, μούσκεμα απ' τη βροχή, κολλούσε πάνω του. Θυμάμαι επίσης πως το φαρδύ πανταλόνι του ήταν μούσκεμα κι αυτό από το νερό και κολλούσε στους μηρούς του. Ήταν τόσο ξεχωριστός ο τρόπος με τον οποίο κινιόταν -με την άνεση και την ακαθόριστη δύναμη νεαρού αγριμιού που τεντώνει τα μέλη του- που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου. Ο νεαρός προχωρούσε με το ποδήλατό του χωρίς να δείχνει πως ενοχλείται από τη βροχή, λες και είχε περάσει όλη του τη ζωή εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης. Εξαφανίστηκε, καθώς αναζήτησε καταφύγιο κάτω από την μπροστινή βεράντα. Βγήκα έξω και στάθηκα στην κορφή της σκάλας που οδηγούσε μες στο σπίτι. Τον είδα να κάθεται στη βάση ενός από τους τσιμεντέ­ νιους στύλους· προσπαθούσε να ανάψει ένα τσιγάρο. «Είσαι εντάξει;» του φώναξα. Η φωνή μου τον έκανε να αναπηδήσει και να πετα­ χτεί όρθιος. Έμοιαζε σαν να στεκόταν προσοχή με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά και το λαιμό άκαμπτο... «Βρέχει», μου αποκρίθηκε. Ήταν η πρώτη λέξη που άκουσα από τα χείλη του. «Θέλεις ένα ζεστό; Μπορεί να κρυώσεις», του είπα, εκείνος όμως εξακολούθησε να στέκει στη θέση του παρατηρώντας με αμήχανα. «Τι μεταφέρεις στο ποδή­ λατό σου; Πουλάς κάτι;» τον ρώτησα ενώ κατέβαινα τις σκάλες. «Υφάσματα», μου αποκρίθηκε και η φωνή του ήχησε παράξενα λες κι έκανε εξάσκηση - σαν να μην ήταν ακόμη συνηθισμένος στον ήχο της.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

197

Χαμογέλασα. «Μπορώ να τους ρίξω μια ματιά;» Φάνηκε να ξαφνιάζεται. Κατευθύνθηκε προς το πο­ δήλατο του κι ακούμπησε το χέρι του στο μουσαμά, σαν να ήθελε να προφυλάξει τα εμπορεύματά του από μένα. «Νομίζω πως δε θα σ' ενδιαφέρουν». «Γιατί όχι;» Σήκωσε τους ώμους και συνοφρυώθηκε. Θυμάμαι ακόμη πόσο ενοχλημένος φαινόταν - μα και λίγο μπερ­ δεμένος και σχεδόν λυπημένος. «Είναι κάτι μυστικό;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι, με τα χέρια ακουμπι­ σμένα συνεχώς στο μουσαμά. «Κάνε μου τη χάρη. Θα 'θελα να τα δω», επέμεινα. Με κοίταξε για λίγο διερευνητικά κι εγώ πλησίασα το μουσαμά κι έλυσα το σπάγγο με τον οποίο στερεωνό­ ταν στο ποδήλατο. Όταν τον ανασήκωσα είδα καμιά δεκαριά τόπια υφάσματα· ήταν απλά, χωρίς στολίδια. Έσυρα τα δάχτυλά μου πάνω τους κι ένιωσα την υφή τους - χοντροϋφασμένα και πολύ γερά. Υπήρχαν επί­ σης και μερικά υφάσματα μπατίκ τυλιγμένα σε χο­ ντρούς κυλίνδρους. «Φτηνοπράγματα», είπε ξανασκεπάζοντάς τα με το μουσαμά. «Εγώ, αντίθετα, τα βρίσκω πολύ όμορφα». Με κοίταξε, και για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα χαμογελούσε. Έπειτα πήρε πάλι το σκυθρωπό του ύφος. «Συγγνώμη για την ενόχληση», είπε και ξανάδεσε το μουσαμά στο ποδήλατο. «Έχασα το δρόμο μου». Δεν ξέρω γιατί, δεν μπορώ να το εξηγήσω, πάντως ένιωσα την επιθυμία να μείνει. Καθώς στεκόμουν μπρο­ στά στο σπίτι, κάτω από τη βροχή, μου ήρθε να τον παρακαλέσω να μη φύγει αλλά ήταν αδύνατον να ξεστομίσω τις κατάλληλες λέξεις.

Digitized by @PriOri™

198

ΤΑΣ Ο

Τότε ακριβώς άκουσα να κατεβαίνει τις σκάλες ο πα­ τέρας. «Τι συμβαίνει εδώ πέρα;» ρώτησε. «Ποιος είναι αυτός, Σνόου;» «Ένας έμπορος υφασμάτων», του αποκρίθηκα κα­ θώς ερχόταν προς το μέρος μου. «Μπα; Και τι καλό έχεις να μας προτείνεις;» συνέχισε ο πατέρας, προσποιούμενος πως δεν είχε προσέξει ότι το καημένο το αγόρι στεκόταν με το κεφάλι χαμηλωμέ­ νο. « Έλα λοιπόν! Δε θα φάω εδώ όλη μου την ημέρα!» Το μουσκεμένο από τη βροχή αγόρι άρχισε να λύνει το σπάγγο χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. «Από πού είναι αυτά τα σκουπίδια;» ρώτησε ο πατέ­ ρας δίχως καν να κοιτάξει τα υφάσματα. «Για ποιον δουλεύεις, παιδί μου;» «Για τον Τίγρη Ταν». «Δεν ήξερα πως ο Τίγρης Ταν έχει αρχίσει να πουλάει τέτοιες σαχλαμάρες. Τον ήξερα για καλό έμπορο. Εσένα πώς σε λένε;» «Τζόνι Λιμ». «Ε, λοιπόν, Τζόνι Λιμ, να πεις στον Τίγρη να μην ξανα­ στείλει στα μέρη μας τέτοια κουρέλια». Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Πάμε, Σνόου», είπε ο πατέρας. Καθώς ανεβαίναμε τα σκαλιά, είδα τον Τζόνι ν' απο­ μακρύνεται μες στη βροχή καβάλα στο ποδήλατό του. Συνέχισα να τον παρατηρώ όλο περιέργεια για να δω αν θα γύριζε να κοιτάξει. Τράβηξε το δρόμο του χωρίς να κοιτάξει πίσω. Προχωρούσε σταθερά μέχρι που διέ­ σχισε όλη την αυλή, και μόνον όταν έφτασε στο μονο­ πάτι που περνούσε ανάμεσα από τη φυτεία σταμάτη­ σε και στράφηκε προς το σπίτι. Η βροχή, που έπεφτε πυκνή, μ' εμπόδισε να διακρίνω καλά το πρόσωπό του. Είμαι όμως σίγουρη πως χαμογελούσε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

199

Μπήκα στο σπίτι και πήγα κατευθείαν να πλαγιάσω, βάζοντας πάνω στο στομάχι μου ένα μικρό μαξιλάρι. Παρότι πέρασε τόσος καιρός από τότε κι έχω ξεχάσει σε ποια γωνιά του σπιτιού είναι χωμένο αυτό το μαξι­ λαράκι, νιώθω ακόμη το απαλό γαργάλημα των κεντη­ τών λουλουδιών του στα δάχτυλά μου τόσο έντονα όσο και τη μυρωδιά του βρεγμένου χώματος που έμπαινε απ' το παράθυρο. Ξέρω πως υπάρχουν πράγματα που τα έχω ήδη χάσει. Όμως τι θα γίνει με τις αναμνήσεις μου; Θ' αντέ­ ξουν στο χρόνο; Ή θα ξεθωριάσουν αργά αργά σαν παλιές φωτογραφίες; Νιώθω πως μου λείπει το φως. Αχ! Ν' ανοίξω τα παντζούρια και να μπει μέσα το φως! Το έντονο, το λαμπρό φως!

28 Σεπτεμβρίου 1941 ροσπαθώ να θυμηθώ πότε ακριβώς πήρα την από­ φασή μου· μα νομίζω πως δεν μπορώ να καθορίσω τη συγκεκριμένη στιγμή που αποφάσισα να εγκαταλεί­ ψω τον άντρα μου. Να εγκαταλείψω τον άντρα μου. Ο ήχος αυτών των λέξεων με γοητεύει και συνάμα με τρομάζει. Ο τρόπος που οι λέξεις αυτές προβάλλουν -διαυγείς κι ανεξίτη­ λες- στις σελίδες αυτού του ημερολογίου, με ταράζει. Τα αισθήματα που αυτές οι λέξεις απηχούν θα διατηρη­ θούν για πολύ, όταν εγώ θα έχω πια φύγει από τούτο τον κόσμο. Για να είμαι ειλικρινής, λίγες μόνο ημέρες μετά το γάμο μου με τον Τζόνι, κατάλαβα πως δε θα έμενα για πάντα μαζί του. Η μητέρα κι ο πατέρας είχαν καλέσει στο σπίτι λίγους φίλους για να τους τον γνωρίσουν.

Digitized by @PriOri™

200

ΤΑΣ Ο

Αυτό είχε γίνει έπειτα από δική μου επιμονή, επειδή δεν ήθελα να συμπεριφέρομαι στον άντρα μου σαν να ήταν λεπρός, κάτι που μ' έκανε να νιώθω μεγάλη ντροπή. Είχαν έρθει περίπου οκτώ άτομα, όλοι φίλοι του πατέ­ ρα, τους οποίους γνώριζα από πολύ μικρή. Ένας από αυτούς είχε μια κόρη συνομήλική μου. Την έλεγαν Λέμον και ήταν ανύπαντρη. Μ' έπιασε από το χέρι και με έσυρε μέσα από τον μισοφωτισμένο διάδρομο προς το δωμάτιό μου. Προχωρούσε γρήγορα κι αθόρυβα, και οι ωχρές πατούσες των γυμνών ποδιών της αντιφέγγιζαν πάνω στα σκούρα σανίδια του πατώματος. Κλείδωσε γελώντας την πόρτα του δωματίου, γεμάτη ανυπομο­ νησία να συζητήσουμε για τις εμπειρίες και τις εντυπώ­ σεις που είχα αποκομίσει από τον έγγαμο βίο μου. «Πώς είναι;» με ρώτησε καθώς κάθισε όλο χάρη στο χαλάκι του δαπέδου με τα πόδια διπλωμένα - κάτι που η δυσκαμψία μου δε θα μου επιτρέψει να το κάνω ποτέ. «Όμορφα», της αποκρίθηκα, «αν και υπάρχει μεγάλη διαφορά από το να είσαι μόνη. Η ζωή κυλά όπως κυ­ λούσε και πριν από το γάμο». «Πάντως το να έχεις έναν άντρα μες στην κάμαρα σου, θα πρέπει να δημιουργεί ένα είδος έξαψης!» Γέλασα. «Έξαψη; Δε νομίζω πως αυτό έχει να κάνει με το γάμο». «Έλα τώρα, Σνόου», είπε χαμηλώνοντας συνωμοτι­ κά τη φωνή της. «Ο γάμος σου θα πρέπει να είναι όλο πάθος». Βρέθηκα σε αμηχανία. «Τι θες να πεις;» Έπαιξε με το μενταγιόν της από νεφρίτη, τρίβοντας την πέτρα ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Ξέρεις καλά τι θέλω να πω. Αλλωστε ο Τζόνι Λιμ... Πες μου... Δεν είναι διεγερτικό το να ζει κανείς μ' έναν τέτοιον άντρα; Απά­ ντησέ μου με ειλικρίνεια».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

201

«Δηλαδή τι είδους άντρας είναι;» «Σνόου!» φώναξε ρίχνοντας προς τα πίσω το κεφάλι της και ξεσπώντας σε γέλια. «Με πειράζεις ε; Εντά­ ξει...Αφού θέλεις να τ' ακούσεις θα σ'το π ω : ο Τζόνι είναι δυνατός, γερός, εργατικός, εντελώς ακαλλιέργητος και τραχύς· Πέρα για πέρα διαφορετικός από μας. Σχεδόν... άγριος. Αυτό δεν ήθελες ν' ακούσεις; Παραδέξου το λοιπόν!» «Όχι, απάντησα. «Δεν ήθελα ν' ακούσω αυτό. Και ο Τζόνι δεν είναι άγριος...» «Ουουου...» Η Λέμον συνέχισε να χαχανίζει. «Αγαπη­ τή μου Σνόου, με κάνεις πάντα να γελώ. Πάντως είναι καλό που δεν έχουμε μεταξύ μας μυστικά. Χαίρομαι που τα είπαμε. Εξάλλου όλοι στην κοιλάδα μιλούν για σένα και τον Τζόνι. Όλοι ήξεραν πως ήθελες έναν άντρα εντελώς διαφορετικό από εσένα και από όλους εμάς. Ήσουν πάντα ανυπάκουη και σκανταλιάρα!» Δεν της αποκρίθηκα. Κοίταξα τον λυγερό λαιμό της που τον στόλιζε μια χρυσή αλυσίδα απ' όπου κρεμόταν η πέτρα. Δίπλα της ένιωθα πολύ ψηλή κι αδέξια. «Πες μου», συνέχισε, «οι γονείς σου εξακολουθούν να είναι θυμωμένοι μαζί σου;» Σήκωσα τους ώμους. «Ο πατέρας μου στο τέλος έδωσε τη συγκατάθεση του για το γάμο. Έτσι, δεν έχει λόγο να είναι θυμωμένος». «Οι γονείς μου μου είπαν πως η μητέρα σου σε απεί­ λησε ότι θα σε αποκλήρωνε αν παντρευόσουν τον Τζόνι, αλλά εσύ επέμενες. Αχ, μίλα μου για όλ' αυτά, Σνόου... Είναι υπέροχη ιστορία!» Έμεινα για μια στιγμή σιωπηλή. «Όχι», είπα κατόπιν. «Δεν έγινε έτσι ακριβώς». «Ο πατέρας μου μου τόνισε πως θα με μαστίγωνε αν ακολουθούσα το παράδειγμά σου... ή θα με πουλούσε

Digitized by @PriOri™

202

ΤΑΣ Ο

σε κάποιο πορνείο στο Καμπάρ. Εκεί θα μου άξιζε να καταλήξω. Έτσι μου είπε. Δεν είναι αστείο;» «Ναι», απάντησα, προσπαθώντας να χαμογελάσω. «Λοιπόν; Τι συζητάτε με τον Τζόνι;» «Μιλάμε για τα πάντα», της αποκρίθηκα. «Με εκπλήσσεις, Σνόου», είπε ενώ σηκωνόταν, εγκα­ ταλείποντας τη στάση του κλειστού άνθους. Διέσχισε το δωμάτιο και πήγε στο σημείο όπου βρισκόταν η νυφιάτικη φωτογραφία μου. Την πήρε στα χέρια της, έπειτα την ξανάβαλε πάνω στο τραπεζάκι ενώ το βλέμμα της σάρωνε όλο το δωμάτιο. «Θα πρέπει να το επιπλώσεις με μεγαλύτερη πολυτέλεια τώρα που είσαι μια παντρεμένη γυναίκα», συνέχισε. «Τα βιβλία, ξέρεις, δεν αποτελούν όμορφο διακοσμητικό είδος». Πήγαμε να συναντήσουμε τους άλλους στο σαλόνι. Ο Τζόνι έδειχνε ολοφάνερα αμήχανος. Καθόταν σε μια μεγάλη πολυθρόνα από ξύλο ροδόδεντρου και φαινό­ ταν ασήμαντος, ενώ κουνιόταν συνεχώς σαν ποντικός αιχμάλωτος σε κουτί. Πίσω του, οι μακρόστενοι καλλι­ γραφημένοι πάπυροι που κρέμονταν στον τοίχο έμοια­ ζαν με πλοκάμια που προσπαθούσαν να τον τυλίξουν από τους ώμους. «Ο άντρας σου μας εξιστορούσε πώς έτυχε να ανα­ λάβει το μαγαζί του Τίγρη», είπε ο πατέρας της Λέμον. «Φαίνεται πως τα πάει μια χαρά. Έχει δημιουργήσει μια πολύ καλή επιχείρηση». «Είναι πολύ περήφανος γι' αυτό», είπα ενώ έπαιρνα θέση δίπλα στον Τζόνι. Τον κοίταξα, και πρόσεξα ότι το βλέμμα του είχε γλυκάνει από την παρουσία μου. «Και με το δίκιο του», πήρε το λόγο ο Τσαν Τοχ Κουάν. «Όλοι χρειάζονται πετσέτες». «Είναι τυχερός που μπήκε σε μια οικογένεια σαν τη δική σας», μίλησε η μητέρα της Λέμον.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

203

«Αν θες να ντύσεις τους υπηρέτες σου στείλε τους στου Τζόνι», τη συμβούλεψε η μητέρα μου. «Αυτός ξέρει τι ακριβώς τους χρειάζεται». «Λέμον, δε μας παίζεις λίγο πιάνο;» προέτρεψα τη φίλη μου. Δε χρειάστηκε να επιμείνω. Κάθισε αμέσως στο πιά­ νο, και το πρόσωπο της καθρεφτίστηκε στο γυαλιστε­ ρό ανασηκωμένο καπάκι. «Τι να σας παίξω;» ρώτησε. «Τι θα 'λεγες για λίγο Μότσαρτ;» πρότεινε ο πατέρας. Η φίλη μου άρχισε να παίζει ένα εξαιρετικά τρυφε­ ρό κομμάτι, που το εκτελούσε πρόσχαρα και με κέφι. Τα δάχτυλα της έτρεχαν όλο άνεση πάνω στο κλαβιέ. Όταν τελείωσε γύρισε και μας χαμογέλασε. «Αυτό το έμαθα πρόσφατα. Μπορείτε να βρείτε ποιο ήταν;» Η μητέρα μου γύρισε στον Τζόνι. «Ξέρεις ποιο ήταν;» Εκείνος συνοφρυώθηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στο φλιτζάνι του τσαγιού. «Πάντως εγώ δεν το αναγνώρισα», είπα. Η Λέμον στραβομουτσούνιασε σαν κοριτσάκι δέκα ετών. «Α, θείε Τ.Κ.! Εσύ θα πρέπει να ξέρεις!» Ο πατέρας γέλασε εγκάρδια. «Είναι ένα μέρος από το αλέγκρο μιας σονάτας για πιάνο. Δε θυμάμαι ποιας ακριβώς· αλλά κι εσύ έπαιξες ένα μικρό μόνο μέρος του, πονηρούλα!» Η Λέμον χαχάνισε. «Συγγνώμη». «Παίζεις τόσο όμορφα, που σε συγχωρούμε». «Τι άλλο θέλετε να σας παίξω;» «Σοπέν», πρότεινε ο πατέρας. «Τ.Κ.», είπε γελώντας η μητέρα, «πιστεύεις πως ται­ ριάζει στην περίσταση;» «Μαζούρκα ή βαλς;» ρώτησε η Λέμον. «Εσύ τι προτιμάς, Τζόνι;» απευθύνθηκε στο γαμπρό του ο πατέρας.

Digitized by @PriOri™

204

ΤΑΣ Ο

Εκείνος σήκωσε τους ώμους, με το κεφάλι πάντα κατεβασμένο. «Απ' ό,τι φαίνεται, ο Τζόνι δεν έχει γνώμη σε θέματα μουσικής», παρατήρησε ο πατέρας μου. «Ένα νυχτερινό», είπα. «Του Τζόνι θα του άρεσε πο­ λύ ν' ακούσει ένα νυχτερινό». «Α!» έκανε η Λέμον ζαρώνοντας τα φρύδια. «Δεν έχω διδαχτεί τέτοια κομμάτια». «Μπορείς να θυμηθείς κάτι;» τη ρώτησα. Αρχισε να παίζει αργά. Τα δάχτυλά της κινούνταν διστακτικά, εντούτοις ο ήχος που έβγαινε ακουγόταν ευχάριστα, ένας ήχος που τον αναγνώριζα αφού τον είχα ακούσει σε κάποιον από τους δίσκους του πατέρα. Έπειτα σταμάτησε. «Δεν μπορώ», είπε. «Δε θυμάμαι τη συνέχεια». «Πατέρα, γιατί δεν παίζεις εσύ;» του πρότεινα. «Είμαι σίγουρη πως το ξέρεις αυτό το κομμάτι». «Τ.Κ.», μίλησαν όλοι μαζί οι φίλοι του, σαν χορωδία, «δεν ξέραμε πως παίζεις πιάνο. Τι αλλόκοτο πράγμα είναι αυτό! Εμείς νομίζαμε πως μόνο οι γυναίκες παί­ ζουν μουσικά όργανα!» Ο πατέρας σφίχτηκε και το βλέμμα του σκιάστηκε από τη θλίψη. «Δεν παίζω. Οι ημέρες που έπαιζα ανή­ κουν στο μακρινό παρελθόν». Θυμάμαι πως όταν οι καλεσμένοι έφυγαν και το σπίτι βυθίστηκε πάλι στη σιωπή, με κυρίεψε ένα αίσθη­ μα δύναμης. Ο Τζόνι κι εγώ μείναμε μόνοι μας στο σαλό­ νι μες στο απογευματινό φως που όλο και λιγόστευε, κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου. Ήταν σαν να είχαμε ξεπεράσει κάποιο μεγάλο εμπόδιο, σαν να είχα­ με ξεπεράσει ένα αόρατο σύνορο. Τώρα που αναλογί­ ζομαι εκείνη την ημέρα καταλαβαίνω πως αυτό που είχα νιώσει δεν ήταν δύναμη αλλά κάτι σαν τύφλωση.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

205

Δεν είχα υπερνικήσει τίποτε: τα εμπόδια ήταν ανυπέρ­ βλητα. Ήδη μου έχει γίνει συνείδηση πως τα σύνορα παραμένουν πάντα αμετακίνητα.

29 Σεπτεμβρίου 1941 πόψε είχαμε μαζί μας στο δείπνο τον καινούργιο επίσκοπο. Είχε φτάσει πρόσφατα από το Χονγκ Κονγκ, όπου ήταν πρωθιερέας. Ο απεχθής Φρέντερικ Χόνεϊ τον πήρε μαζί του για έναν «αυτοκινητικό γύρο» στην κοιλάδα. Προφανώς ήθελε να του δείξει την έκτα­ ση που καταλαμβάνει η Βρετανική Μεταλλευτική Επι­ χείρηση Κασσίτερου, η οποία φαίνεται πως αναπτύσ­ σεται με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από τότε που ο Χόνεϊ ανέλαβε τη διοίκηση του συγκροτήματος Ντάρμπι. Επιπλέον ο Φρέντερικ αγόρασε ένα καινούργιο αυτοκίνητο, ένα πελώριο μαύρο πράγμα που ο βρυχηθμός του ακούγεται σε απόσταση δέκα μιλίων. «Κλίμα, κλήρος, έλλειψη πνευματικής πειθαρχίας», είπε ο επίσκοπος αναφερόμενος στους τομείς τους οποίους, κατά τη γνώμη του, θα έβρισκε δυσκολίες. Είχε πιει αρκετά κι όσο προχωρούσε η βραδιά το πρόσωπό του κοκκίνιζε και φούσκωνε όλο και περισσότερο. «Ανάληψη ευθυνών και μοναξιά. Έλλειψη φίλων - αν κι ελπίζω πως αυτό θ' αλλάξει». «Ασφαλώς και θ' αλλάξει», μίλησε ο Χόνεϊ με τα μάτια καρφωμένα στο ποτήρι του. «Είναι προφανές», συνέχισε ο επίσκοπος, «ότι υπάρ­ χει σοβαρό πρόβλημα ως προς την εκπαίδευση των παιδιών». Είδα τον πατέρα να σφίγγεται. «Συμφωνώ. Η εκπαί­ δευση των παιδιών έχει πρωταρχική σημασία», είπε.

Digitized by @PriOri™

206

ΤΑΣ Ο

«Σκέτη σπατάλη», μουρμούρισε η μητέρα, αλλά είμαι σίγουρη πως απ' όλους εκεί μέσα μόνο εγώ την άκουσα. «Πάντως είμαι βέβαιος», συνέχισε ο πατέρας, «πως θα βρείτε τα σχολεία της Σιγκαπούρης κάτι περισσότε­ ρο από επαρκή». «Παρ' όλα αυτά», συνέχισε ο επίσκοπος σαν να μην είχε ακούσει τίποτε, «σημασία έχει η σπουδαιότητα, ναι· η σπουδαιότητα του να είναι κανείς επίσκοπος. Ποιος ξέρει... Μπορεί στο μέλλον να μου προσφέρουν κάτι πιο ταιριαστό». Ύψωσε το ποτήρι του και πετάρισε τα βλέφαρά του. «Δηλαδή ακόμη δεν ήρθατε και σκέφτεστε να φύγε­ τε», μίλησε ο Τζόνι. Ο πατέρας τού έριξε μια ματιά αλλά εκείνος συνέχισε να τρώει χωρίς να σηκώσει ούτε μια φορά το κεφάλι του, κάνοντας φιλότιμες προσπάθειες να κρατάει το μαχαίρι και το πηρούνι όπως τον είχα μάθει. «Πιστεύω», είπε ο πατέρας χαμογελώντας ευγενικά, «πως θα βρείτε τη Σιγκαπούρη πολύ ευχάριστη. Έχω ακούσει πως σήμερα είναι τόσο ευχάριστη όσο και το Χονγκ Κονγκ... μολονότι δεν έχω προσωπική πείρα». Γύρω από το τραπέζι ξέσπασαν γέλια όλο ευγένεια και λεπτότητα, ενώ η τσιριχτή φωνή της μητέρας απο­ τελούσε χτυπητή αντίθεση. Ο Χόνεϊ έγειρε στο πλάι και σκούντησε απαλά με τον αγκώνα του τον Τζόνι. «Ίσως θα 'πρεπε να πάμε κάποια στιγμή στη Σιγκαπούρη χωρίς τις γυναίκες μας. Δε θα 'χε πλάκα;» Ό,τι κι αν κάνει ο Χόνεϊ φαίνεται ανούσιο, ψυχρό και προμελετημένο, λες κι έχει διαβάσει το βιβλίο Πώς να κάνετε αστεία ή το Πώς να φαίνεστε φιλικός. «Δεν εξαρτώμαι από τον άντρα μου ούτε εκείνος από μένα. Είστε ελεύθεροι να πάτε όπου σας αρέσει», είπα.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

207

«Παρακαλώ, όχι μπροστά στον επίσκοπο», είπε ο πατέρας χαμογελώντας απειλητικά. Μου έκανε τρομε­ ρή εντύπωση που για κάθε περίπτωση «φορούσε» και το ανάλογο χαμόγελο... «Θέλει κάποιος κονιάκ;» ρώτησε η μητέρα. Σηκώθηκα και τη βοήθησα να μαζέψει τα πιάτα. Στην κουζίνα βρήκαμε τη Μέι Λι καθισμένη σ' ένα σκα­ μνί να βουτά μικρά ρόδινα μπαλάκια από γλυκό ζυμάρι σε μια κούπα με αλεύρι. «Μην κάθεσαι έτσι, μ' ανοιχτά πόδια», της είπε σφυ­ ριχτά η μητέρα. «Μόνο οι πόρνες κάθονται έτσι». Μου έριξε μια ματιά για να διαπιστώσει αν την άκουγα. «Μό­ νο οι πόρνες φέρονται έτσι», επανέλαβε. Ξαναγυρίσαμε στην τραπεζαρία και καθίσαμε στο τραπέζι σιωπηλές. Μια ελαφριά αύρα έκανε τον ταμάρινδο, το όμορφο δέντρο του κήπου, να θροίζει. Ο επί­ σκοπος πλησίασε στο παράθυρο και στάθηκε ακου­ μπώντας τα χέρια στο πρεβάζι. Τα μάγουλά του ήταν κόκκινα, όλο το πρόσωπό του έπλεε στον ιδρώτα και θα πρέπει να ένιωθε πανευτυχής που η νύχτα ήταν πιο δροσερή απ' όσο συνήθως. Όταν στράφηκε προς τη μεριά μας ήταν πολύ σοβαρός. Μας ρώτησε για τους Ιάπωνες. «Τι εννοείτε;» είπε ο Τζόνι κοιτώντας το ποτήρι του. Σκέφτηκα πως είχε μιλήσει κάπως απότομα. Έριξα μια ματιά στον πατέρα, και πρόσεξα πως ένας μικρός μυς στο σαγόνι του είχε αρχίσει να πάλλεται. «Τι νομίζετε πως σκοπεύουν να κάνουν;» ρώτησε ο επίσκοπος κοιτώντας έξω. «Προελαύνουν στην Ινδοκί­ να λες και δεν υπάρχει κανείς εκεί». Ο Τζόνι ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του. «Δε μας νοιάζει σταλιά για δαύτους. Έχουμε ένα σωρό ράμματα για τη γούνα τους».

Digitized by @PriOri™

208

ΤΑΣ Ο

Ο Χόνεϊ πήγε στο πλαϊνό δωμάτιο και τράβηξε το κάλυμμα του γραμμοφώνου. Τον τελευταίο καιρό ερχό­ ταν τόσο συχνά στο σπίτι, που έφτασε στο σημείο να το θεωρεί δικό του. (Ακόμη και ο Τζόνι είχε παρατηρήσει τις προάλλες πως ο Χόνεϊ ήταν πιο καλόδεχτος απ' ό,τι ο ίδιος.) Τον ακούσαμε να σιγοτραγουδά με τον δικό του τρόπο το Πώς να είσαι ευχάριστος. Ο πατέρας ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Ελπίζω να καταλαβαίνετε, σεβασμιότατε, πως ο Τζόνι μιλά καθοδηγούμενος από την απερίσκεπτη ορμή της νιότης. Η αλήθεια πάντως είναι ότι δεν ανησυχούμε διό­ λου για τους Ιάπωνες. Σε λίγο θ' αρχίσει η εποχή των μουσώνων, και με τέτοιον καιρό δε θα μπορέσουν να διασχίσουν γρήγορα την Ταϊλάνδη. Εγώ πιστεύω πως δεν είναι τόσο κακοί όσο τους παρουσιάζουν. Ξέρετε πως εδώ, στη Μαλαισία, υπάρχει από καιρό μια μικρή ιαπωνική κοινότητα η οποία έχει αφομοιωθεί πλήρως; Για παράδειγμα, ο τοπικός κουρέας είναι Ιάπωνας. Έχω τη γνώμη πως πρόκειται για πολιτισμένη ράτσα. Πριν από λίγο καιρό μάλιστα, γνώρισα έναν ιδιαίτερα καλ­ λιεργημένο Ιάπωνα κύριο». «Ναι», πετάχτηκε όλο ενθουσιασμό η μητέρα. «Είναι μαρκήσιος. Πρέπει να σας τον γνωρίσουμε». «Εξάλλου δε βλέπω γιατί πρέπει ν' ανησυχούμε από τη στιγμή που μας προστατεύουν οι Βρετανοί», συνέχι­ σε ο πατέρας. «Αν ήσουν το μόνο κορίτσι στον κόσμο...» τραγούδησε παράφωνα ο Χόνεϊ. « Έχεις μεθύσει;» τον ρώτησα. «Όχι, Σνόου. Είμαι απλώς χαρούμενος που περνάμε τόσο ωραία... Θα είχαμε να κάνουμε τόσο όμορφα πράγματα, τόσα υπέροχα όνειρα θα βγουν αληθινά...» Ο επίσκοπος γύρισε στο τραπέζι κι έβαλε λίγο κο-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

209

νιάκ στο ποτήρι του. Φαινόταν και πάλι χαρούμενος, κι άρχισε να διηγείται μια καινούργια ιστορία. «Σας έχω μιλήσει για την πρώτη μου επίσκεψη στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη; Νόμισα πως πήγαινα σε μια εκκλησία που σύντομα θα γινόταν ο δικός μου καθεδρικός ναός. Ήμουν σε διακοπές κι έτσι φορούσα πολιτικά ρούχα. Και ξέρετε τι έγινε; Εξαιτίας της περιβολής μου, ο εφη­ μέριος δε με συμπεριέλαβε στις προσευχές του! Αργό­ τερα μου είπε πως αμφέβαλλε αν κάποιος που φορού­ σε κολάρο και γραβάτα ήταν επίσκοπος, κι έτσι είχε προτιμήσει ν' ακολουθήσει κατά γράμμα τους κανόνες. Τι γελοίο!» Το γέλιο του αντήχησε στην τραπεζαρία· ο ήχος του μπερδευόταν με τη μουσική και το απαλό, χωρίς τελειωμό κοπάνισμα του γουδιού, που ερχόταν από την κουζίνα. «Θα έπρεπε να γνωρίζετε», πετάχτηκε απροσδόκη­ τα ο Τζόνι, «πως πηγαίνατε σε μια επισκοπική περιφέ­ ρεια με πολύ αυστηρή παράδοση. Η συμμόρφωση και η υποταγή προς την κληρική ενδυμασία θεωρείται δεδο­ μένη». Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα, τάχα για ν' α­ φήσει το ποτήρι του, κι από το σημείο όπου καθόμουν τον είδα να χαριεντίζεται με τη Μέι Λι. Έπεσε σιωπή. Ο επίσκοπος κοίταξε ταραγμένος τον Χόνεϊ και η έκφραση και των δύο μιλούσε από μόνη της. Από πού όμως ένα άτομο σαν τον Τζόνι είχε πάρει μια τέτοια πληροφορία; Από τον πατέρα; Αποκλείεται, αφού αυτός, παρά τη μόρφωσή του γνωρίζει ελάχιστα πράγματα για τους χριστιανούς και κουβεντιάζει σπά­ νια με το σύζυγό μου. Συνέλαβα τον εαυτό μου να χαμογελά· ήθελα να κρύψω την αμηχανία μου. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για μιαν ακόμη ασήμαντη πληροφορία που ο Τζόνι την είχε μάθει από τον Πίτερ.

Digitized by @PriOri™

210

ΤΑΣ Ο

30 Σεπτεμβρίου 1941 όσο φρικτές ώρες είναι εκείνες που βρισκόμαστε μόνοι οι δυο μας, όταν βλέπω στο πρόσωπό του ότι εξακολουθεί να είναι συνεπαρμένος επειδή με παντρεύ­ τηκε. Μοιάζει με αγόρι που έχει βρει στα χωράφια κάτι πολύτιμο και προσπαθεί να το κρατήσει κρυμμένο στο δωμάτιό του. Μ' αγαπά όπως αγαπά κανείς ένα χαμένο διαμάντι ή ένα λαμπερό πετράδι. Με θαυμάζει και είναι γοητευμένος από μένα. Παρ' όλ' αυτά αποφεύγει να μ' αγγίξει. Φοβάται. Κανείς δε θα μπορούσε να το καταλάβει αυτό κι έχω αποφασίσει να μην το πω σε κανέναν. Ήταν δική μου απόφαση να τον παντρευτώ. Θυμάμαι την αντίδραση της μητέρας όταν πριν από μερικές εβδομάδες προ­ σπάθησα να της μιλήσω για την κατάσταση μου. «Είσαι η γυναίκα του», μου είπε και γέλασε, λες και δεν είχε κάτι άλλο να πει. Λίγο αργότερα, σαν να το ξανασκέφτηκε, ήρθε στο δωμάτιό μου και μου είπε: «Θα μπο­ ρούσαμε να αναζητήσουμε καινούργιο σύζυγο. Όμως κανείς εδώ στην κοιλάδα αλλά και σ' ολόκληρη τη χώρα δε θα δεχτεί να σε παντρευτεί. Πρέπει να υποταχτείς στη μοίρα σου». Η μοίρα μου. Θαρρείς κι εγώ δεν έχω το δικαίωμα της πολλαπλής επιλογής. Πρέπει λοιπόν ν' ακολουθή­ σω τη μοίρα μου και να μείνω πλάι στον Τζόνι δυστυχι­ σμένη ή να τον παρατήσω και να στιγματιστώ. Η πρώτη επιλογή είναι ξεκάθαρη. Η δεύτερη, συγκεχυμέ­ νη και ακατανόητη. Θα ήθελα να ζούσα στην Ευρώπη - ένα μοναστήρι θα ήταν η πιο απλή κι αξιοπρεπής λύση. Όμως ζω εδώ, και η απόφασή μου είναι παρμέ­ νη· θα βουτήξω μες στα σκοτεινά, καταχθόνια βάθη.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

211

1η Οκτωβρίου 1941 ήμερα το βράδυ πήγα με τον καθηγητή Κουνιτσίκα στο βαγιάνγκ κουλίτ, το θέατρο σκιών, στις παρυ­ φές του Καμπάρ. Είπε πως είχε διαβάσει για το θέαμα κι ανυπομονούσε να δει αν ήταν τόσο θαυμάσιο όσο φανταζόταν. Ο πατέρας φάνηκε πολύ πρόθυμος να οργανώσει την ανάλογη έξοδο. «Κάτι για να καλωσορί­ σουμε τον επισκέπτη μας στην κοιλάδα», είχε πει. Φτάσαμε την ώρα ακριβώς που είχε αρχίσει να παί­ ζει η μουσική και οι θεατές να παίρνουν τις θέσεις τους. Ειδικά για μας είχαν βάλει καρέκλες, ενώ οι υπόλοιποι κάθονταν κατάχαμα μπροστά στην από λευκό καμβά οθόνη. Ο Τζόνι είχε προσκαλέσει -πράγμα αναμενόμε­ νο- και τον Πίτερ κι έτσι βρέθηκα να κάθομαι σε μια κα­ ρέκλα πλάι του. «Τι μακάβριο!» μουρμούρισε ενώ ανα­ δευόταν ασταμάτητα στην καρέκλα του. Το βρήκα εξο­ ργιστικό. Οι μουντοί, παράφωνοι ήχοι των εγχόρδων μού προκάλεσαν δυσφορία, αλλά προσπάθησα να την κρύψω. Ο Κουνιτσίκα είχε καθίσει σε μια καρέκλα πλάι μου κι έτσι βρισκόμουν στριμωγμένη ανάμεσα σ' αυτόν και στον Πίτερ. Στη σκηνή άρχισε να χορεύει η πρώτη σκιά, πελώρια και τρομακτική μες στο ολόλαμπρο φως. «Τι γίνεται τώρα;» με ρωτούσε κάθε τόσο ο Πίτερ. Κατάφερα να παραμείνω ήρεμη και να του εξηγήσω όσο καλύτερα μπορούσα, παρότι δεν είχα βρει ποτέ αυτό το είδος θεάτρου ιδιαίτερα συναρπαστικό. «Πρό­ κειται για μια ιστορία από κάποιο ινδικό έπος, τη Ραμαγιάνα, νομίζω. Η φιγούρα στ' αριστερά είναι ο ήρωας, η άλλη στα δεξιά ο κακός που θα κλέψει την αγαπημένη του ήρωα». Για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να θυμηθώ τα ονόματά τους αν και τα είχα ακούσει χιλιάδες φορές.

Digitized by @PriOri™

212

ΤΑΣ Ο

«Κατάλαβα», είπε ο Πίτερ με βαρυεστημένο ύφος. «Η παλιά γνωστή ιστορία του καλού ενάντια στο κακό». «Κατά κάποιον τρόπο ναι», απάντησα, νιώθοντας πως η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται. «Η ομορφιά του μαλαϊκού θεάτρου σκιών», μίλησε ήρεμα ο Κουνιτσίκα με τη βαθιά φωνή του, «επικεντρώ­ νεται στην ικανότητα των συντελεστών να μετατρέ­ πουν ένα μεγάλο ινδικό έπος σε κάτι χαρακτηριστικά τοπικό. Κοιτάξτε τις φιγούρες, σκαλισμένες με κάθε λεπτομέρεια σε δέρμα βούβαλου. Τα χαρακτηριστικά τους δεν είναι ινδικά. Ο χώρος και η μουσική είναι καθα­ ρά ινδομαλαϊκά. Η φιγούρα στ' αριστερά είναι ο Μπίμα, η άλλη ο Ντουριοντάνα». Αναδεύτηκα στη θέση μου κι ένιωσα τη μυρωδιά που ανέδιδαν τα ρούχα του - κομμένη χλόη και κολόνια. Κανείς δε σάλευε. Οι φιγούρες καμπούριαζαν και προβάλλονταν στην κιτρινωπή οθόνη φωτισμένες από ένα υπερβολικό, παραμορφωτικό φως. Έκλεισα τα μάτια κι οραματίστηκα το μονοπάτι που είχα διαλέξει για τον εαυτό μου. Ο Τζόνι... Πώς θα τον εγκατέλειπα; Το σκέφτηκα ξανά και ξανά, όπως κάνω συχνά τις τελευταίες εβδομάδες. Οι φιγούρες φαίνονταν πολύ πιο μεγάλες και πολύ πιο τρομερές απ' όσο τις θυμό­ μουν. Έγερναν η μια προς την άλλη κουτουλώντας τα παραμορφωμένα κεφάλια τους και κλοτσώντας με τα κοκαλιάρικα πόδια τους. Η ένταση της μουσικής που προερχόταν από γκονγκ, τύμπανα λακόν τζάτρι και συριστικές πίπιζες, αυξανόταν βαθμιαία ώσπου έφτα­ σε στο κρεσέντο. «Είσαι καλά, Σνόου;» με ρώτησε ο Πίτερ, σκουντώ­ ντας με με το γεμάτο εξογκώματα δάχτυλό του. «Ναι», αποκρίθηκα και τραβήχτηκα μακριά του. «Κο­ ντεύει πια να τελειώσει η παράσταση».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

213

Μόλις φτάσαμε στο σπίτι ζήτησα συγγνώμη κι απο­ σύρθηκα στην κρεβατοκάμαρά μου. Ο Τζόνι κι ο Πίτερ είχαν πάει κάπου μαζί, όπως το συνηθίζουν τον τελευ­ ταίο καιρό. Ο Κουνιτσίκα πίνει ένα ποτό με τον πατέ­ ρα κι εγώ γράφω. Είναι κάτι που με ανακουφίζει. Ξέρω πως είναι ανόητο, λες και η καταγραφή κάθε λεπτομέ­ ρειας θα μου δώσει δύναμη, ενισχύοντας την απόφασή μου. Εντούτοις πολύ σύντομα, το μόνο που θα μου έχει απομείνει ίσως είναι το γράψιμο. 2 Οκτωβρίου 1941 Τζόνι φαίνεται να μην έχει πάρει είδηση αυτό που σχεδιάζω μες στο μυαλό μου, κι αυτό κάνει τα πράγ­ ματα ακόμη χειρότερα, πολύ πιο οδυνηρά για μένα. Αγνοεί τι σκέφτομαι - γ ι ' αυτό είμαι σίγουρη. Βέβαια, δεν του έχω «στείλει» κανένα προειδοποιητικό σήμα. Συμπεριφέρομαι εντελώς φυσιολογικά, σαν να μη συμ­ βαίνει τίποτε. Το να προσποιείται κανείς όλες τις ώρες της ημέρας και μερικές της νύχτας είναι εξαντλητικό. Ελπίζω πως σύντομα θα έρθει η κατάλληλη στιγμή. Δεν ξέρω πόσο ακόμη θα μπορέσω να κρατώ τα προσχήμα­ τα, να συνεχίσω τις υπεκφυγές. 3 Οκτωβρίου 1941 ταν ο πατέρας πρότεινε εκείνο το ταξίδι κανείς μας δεν απάντησε. Απλώς δεν ξέραμε τι να κάνουμε. «Στο κάτω κάτω», είπε, «υπάρχει κάτι που οι άνθρω­ ποι της Δύσης το ονομάζουν μήνα του μέλιτος. Δίνει την ευκαιρία στα νιόπαντρα ζευγάρια να πάνε κάπου

Digitized by @PriOri™

214

ΤΑΣ Ο

μακριά και να χαρούν ο ένας τη συντροφιά του άλλου». «Μα είμαστε παντρεμένοι περισσότερο από ένα χρόνο», διαμαρτυρήθηκα. «Τότε θα είναι ένας καθυστερημένος μήνας του μέλι­ τος, αν πράγματι υπάρχει κάτι τέτοιο», επέμεινε ο πατέρας. «Δείτε το σαν μια μορφή διακοπών. Η μητέρα σου κι εγώ πιστεύουμε πως θα σας κάνει καλό». Εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω. «Μα εσύ και η μητέρα δεν πήγατε ποτέ διακοπές», παρατήρησα. «Εμείς ανήκουμε σε διαφορετική εποχή». Η ιδέα πως θα βρισκόμουν μόνη με τον Τζόνι με τά­ ραξε. «Αυτό σημαίνει πως δε θα έρθετε μαζί μας». «Ασφαλώς όχι», είπε γελαστά ο πατέρας. «Δε θέλου­ με να μπλεκόμαστε στα πόδια σας». «Μα είναι σωστό να ταξιδέψουμε μόνοι;» ρώτησα. «Αυτό είναι κάτι που η μητέρα σου κι εγώ το συζητή­ σαμε λεπτομερώς κι αποφασίσαμε πως, όχι τόσο για λόγους αξιοπρέπειας όσο για λόγους ασφάλειας, θα έπρεπε να έχετε μαζί σας ένα συνοδό, κάποιον που θα μπορούσε να σας εξασφαλίσει πρόσβαση σε οποιοδή­ ποτε μέρος θα θέλατε να πάτε». «Ποιος είναι αυτός;» Έκανε μικρή παύση για να τελειώσει το τσάι του. «Ο Φρέντερικ Χόνεϊ», απάντησε. «Μα τότε μπορεί να έρθει κι ο Πίτερ, έτσι δεν είναι;» πετάχτηκε ξαφνικά ο Τζόνι. Η μητέρα σηκώθηκε κι έφυγε από το τραπέζι. Πάντα έδειχνε την αντιπάθειά της στο γαμπρό της. «Δε βλέπω τι κακό μπορεί να υπάρχει σ' αυτό», είπε ο πατέρας έπειτα από ολιγόλεπτη σιωπή. Το σκέφτηκα αρκετά. Ο συνδυασμός Τζόνι-ΠίτερΧόνεϊ δεν ήταν κάτι που μου άρεσε κι ούτε ήθελα να συγχρωτίζομαι καθημερινά μ' αυτούς. Βέβαια, από τη

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

215

στιγμή που θα βρισκόμαστε μακριά από το σπίτι και τους γονείς μου, ίσως μπορούσαμε ο Τζόνι κι εγώ να κουβεντιάσουμε πιο εύκολα, κι ε'τσι μου δινόταν η ευ­ καιρία να του μιλήσω για όλα όσα ήταν πιθανόν να συμ­ βούν στο εγγύς μέλλον. «Και πού θα πάμε;» ρώτησα. «Σκέφτηκα πως ίσως σας άρεσε να επισκεπτόσαστε τις Επτά Παρθένες», είπε ο πατέρας.

4 Οκτωβρίου 1941 ήμερα η ικανότητά μου να προσποιούμαι πέρασε από σκληρή δοκιμασία αφού ο Τζόνι, μόλις συναντη­ θήκαμε μου είπε: «Ο Πίτερ μάς βρήκε σπίτι. Είναι σπίτι και μαγαζί μαζί». Η φωνή του ήταν σταθερή, όλο ελπί­ δα και προσδοκία. «Πολύ σύντομα θα μπορέσουμε να φύγουμε από δω, μακριά από τους γονείς σου». Χαμο­ γέλασα για να κρύψω την αναστάτωσή μου. «Θα μπο­ ρέσω να έχω τη δική μου επιχείρηση, ένα κατάστημα στο δικό μου όνομα. Θα οικοδομήσουμε μια καινούργια ζωή χωρίς αυτούς», συνέχισε χαμηλώνοντας τη φωνή του και κοιτώντας ανήσυχα πίσω του, λες και ελλόχευε κάποιος αόρατος κίνδυνος. Μετά το συμβάν στο κατά­ στημα, ο Τζόνι είναι μονίμως ανήσυχος και κάνει συνε­ χώς σχέδια για ένα καινούργιο μαγαζί. Μάλιστα, ο ενθουσιασμός του φαίνεται να έχει πολλαπλασιαστεί μετά την άφιξη του Πίτερ στην κοιλάδα τον τελευταίο μήνα. Προσπάθησα να βρω κάτι να πω. «Πώς είναι αυτό το μέρος;» «Εξαιρετικό», απάντησε. Παρατήρησα πως ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη. Δεν

Digitized by @PriOri™

216

ΤΑΣ Ο

υπάρχει αμφιβολία πως την άκουσε από τον Πίτερ. «Βρίσκεται κοντά στο ποτάμι. Σύντομα θα σε πάω να το δεις κι εσύ». «Θα 'ταν ωραία. Βρήκες τι όνομα θα του δώσεις;» «Ναι». Έφερε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί, πήρε από το γραφείο μου ένα πινέλο καλλιγραφίας κι έγραψε το όνομα με αργές, αβέβαιες πινελιές. Ήταν φανερό πως είχε εξασκηθεί αρκετό καιρό. Μου το έδειξε σαν να ήταν μυστικό, σφίγγοντας το χαρτί πάνω στο στήθος του. «"Μεταξουργείο Η Αρμονία"», είπε. Μου 'δωσε το χαρτί και μου χάιδεψε ελαφρά το χέρι με τ' ακροδάχτυλά του. Ήταν η μόνη φορά που με άγγι­ ξε με τόση τρυφερότητα.

5 Οκτωβρίου 1941 Χόνεϊ ήρθε πάλι σήμερα για τσάι. Φορούσε άσπρο πουκάμισο και κρεμ λινό κοστούμι, άψογα σιδερωμένο. Δεν τον είχα δει ποτέ να φορά κάτι διαφορετικό. Η γραβάτα επίσης ήταν η ίδια που φορούσε πάντα μαύρη, με λεπτές λοξές μενεξελιές ρίγες. «Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω, Φρέντερικ», είπε ο πατέρας χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του. «Πώς πάνε τα μεταλλεία;» «Αρκετά καλά», αποκρίθηκε εκείνος, όρθιος στο κα­ τώφλι του γραφείου του πατέρα. Με κοίταξε αβέβαια. «Θα πιεις μαζί μας ένα φλιτζάνι τσάι, Σνόου;» Έριξα μια ματιά στον πατέρα. Καθόταν στο γραφείο του έχοντας μπροστά του ένα μισογραμμένο ποίημα σε πάπυρο. Αργά αργά απόθεσε κάτω το πινέλο του. «Θα μας κάνεις λίγη συντροφιά, ε;» «Για να δω», είπε ο Χόνεϊ γέρνοντας το κεφάλι του

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

217

καθώς καθόταν. Το γραμμόφωνο του πατέρα έπαιζε τόσο σιγανά, που ήταν δύσκολο ν' ακούσεις τη μουσική. «Μπαχ. Το τεσσαρακοστό όγδοο πρελούδιο. Σε... χμ... λα δίεση». Μολονότι δεν ήταν παχύς, όταν μιλούσε έκανε διπλοσάγονο. Πάντα έβρισκα τα χαρακτηριστι­ κά του προσώπου του εντελώς συνηθισμένα χωρίς τί­ ποτε το ξεχωριστό. Βλέποντάς τον, κατέληξα μια και καλή στο συμπέρασμα πως είχε την όψη δασκάλου. «Έχεις πράγματι πολύ καλό μουσικό αυτί, Φρέ­ ντερικ», παρατήρησε ο πατέρας. «Ο πατέρας ακούει πάντα μουσική όταν εργάζεται», είπα. «Και πάντα Μπαχ;» ρώτησε ο Χόνεϊ. «Ναι», αποκρίθηκε εκείνος. «Νιώθω πως ο Μπαχ έχει μια συμμετρία η οποία ανταποκρίνεται στη συμμε­ τρία των κινεζικών ποιημάτων. Ο Σοπέν, που τα έργα του μ' αρέσουν πολύ, βρίσκω πως είναι... μου διαφεύ­ γει ο ακριβής χαρακτηρισμός». «Απλοϊκός; Υπερβολικός;» «Πολύ ποιητικός», πήρα το θάρρος να πω. «Σ' ευχαριστώ, Σνόου». Ο πατέρας με κοίταξε κατά­ ματα. «Ναι. Πολύ ποιητικός μες στην ευαισθησία του. Πολύ συναισθηματικός, θα μπορούσε να πει κανείς. Ακατάλληλος. Πρέπει να τον ακούει κανείς μόνο σε περιόδους αναστάτωσης». Ο Χόνεϊ γέλασε ευγενικά. «Αφού μιλάμε για απλοϊκότητα και υπερβολή, τι γνώμη έχετε, αλήθεια, γι' αυτό τον Πίτερ Γουόρμγουντ. Δεν μπορώ παρά να ζητήσω συγγνώμη για τον τρόπο που φέρθηκε την περασμένη εβδομάδα στο σπίτι σας, στη Γιορτή του Φθινοπώρου. Αυπάμαι ειλικρινά. Θα πρέπει να έχετε σχηματίσει πολύ άσχημη γνώμη για μας τους Αγγλους. Πάντως, πιστέψτε με, δεν είμαστε όλοι έτσι».

Digitized by @PriOri™

218

ΤΑΣ Ο

« Ασφαλώς και δεν είστε». «Τι να σκεφτόταν άραγε;» συνέχισε ο Χόνεϊ. Το πρό­ σωπό του είχε γίνει κατακόκκινο, και βαθιές ρυτίδες χάραζαν το μέτωπό του. «Τι στο καλό είχε στο νου του; Θέλω να πω... εκείνο το... κοστούμι... Να ξέρατε πόσο λυπάμαι... Θα πρέπει να ήταν φοβερό για σας. Θα σας έφερε σε δύσκολη θέση.... Εμένα σίγουρα. Γιατί φέρεται έτσι; Θα πρέπει να είναι ανισόρροπος. Δε χρειάζεται να σας αναφέρω, βέβαια, πως στη λέσχη δεν τον δεχτήκα­ με με ανοιχτές αγκάλες». «Δεν έχει πολύ καιρό εδώ»,είπα, «και μπορεί να μη νιώθει ακόμη άνετα». Ο Χόνεϊ με κοίταξε παραξενεμένος. Η φωνή του α­ κούστηκε ήρεμη. «Υπάρχει ένας κανόνας. Ένας χρυσός κανόνας που κάθε Άγγλος πρέπει να τον εφαρμόζει έτσι και βρεθεί σε καινούργιο τόπο: "Μη διαταράσσεις την τάξη· ακολούθησε τις τοπικές συνήθειες· προσαρμόσου· δείχνε σεβασμό". Αυτό το ξέρουν οι πάντες, ακόμη κι εκείνοι που δεν το έχουν διδαχτεί. Αποτελεί το κλειδί της επιτυχίας μας». «Ναι· το κλειδί της επιτυχίας σας», επανέλαβα. Ο πατέρας άρχισε να βήχει δυνατά. Μετά το συμβάν στο μαγαζί, τον πιάνουν κάθε τόσο ανεξέλεγκτες κρί­ σεις σφοδρού ασθματικού βήχα που μαρτυρούν ότι δεν έχει αναρρώσει πλήρως, παρά τις διαμαρτυρίες του. Αναρωτιέμαι μήπως δε θέλει απλώς να παραδεχτεί τι έκανε γι' αυτόν ο Τζόνι εκείνη την ημέρα. Πάντως εγώ δε γνωρίζω όλα όσα διαδραματίστηκαν μεταξύ τους. «Ξέρω πως αναστατώθηκες, Φρέντερικ», μίλησε ο πατέρας μόλις επανέκτησε την ηρεμία του. «Μου το έχεις εξομολογηθεί. Όμως ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί τόση φασαρία. Μπορείς να πεις πως είμαι ένας γερο-βλάκας, αλλά δεν είδα αυτό που είδες εσύ. Βέβαια,

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

219

βρήκα την εμφάνισή του κάπως ασυνήθιστη αλλά μόνο επειδή δεν είχα ξαναδεί τέτοιο ντύσιμο. Στα βιβλία, ναι, είχα δει. Μου θύμισε όπερα· εικόνες από τη Βιέννη και τη Βενετία του περασμένου αιώνα». Τα μάτια του Χόνεϊ τρεμόπαιξαν. «Μα αυτό ακριβώς φοβήθηκα. Μήπως σκεφτείτε πως όλοι ντυνόμαστε και φερόμαστε κατ' αυτό τον τρόπο. Επιτρέψτε μου να σας πω πως όλες αυτές οι φτηνές... οσκαρουαϊλδικές ανοη­ σίες δεν αντιπροσωπεύουν την ακριβή εικόνα της ευρωπαϊκής ενδυμασίας». Ο πατέρας ξέσπασε σε γέλιο. «Είναι σίγουρο πως οι δυο σας θα έχετε να πείτε πολλά». «Ανάθεμά με αν του ξαναμιλήσω!» «Μπορεί να είναι δύσκολο να τον αποφύγεις», είπα, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μη χαμογελά­ σω. «Θα είναι κι αυτός μαζί μας στο ταξίδι μας στις Επτά Παρθένες». Ο Χόνεϊ με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Ω, Θεέ μου...» ψιθύρισε. «Και τώρα, Σνόου, ο κύριος Χόνεϊ κι εγώ έχουμε να μιλήσουμε για δουλειές», είπε ο πατέρας. «Κλείσε πίσω σου την πόρτα, σε παρακαλώ». Κατά την έξοδό μου άκουσα το κλειδί να γυρίζει απαλά στην κλειδαριά της πόρτας. 6 Οκτωβρίου 1941 θες βράδυ, όταν ο Τζόνι ήρθε στο κρεβάτι προσποιή­ θηκα την κοιμισμένη. Αυτό είναι μια πρόσφατη επι­ νόηση, επειδή νομίζω πως ετσι τα πράγματα γίνονται ευκολότερα και για τους δυο μας. Την ώρα της κατάκλι­ σης είμαι πολύ πιο τρωτή, το κορμί μου είναι κουρασμέ-

Digitized by @PriOri™

220

ΤΑΣ Ο

νο και δυσκολεύομαι να συνεχίσω να υποκρίνομαι την αθώα. Έτσι, έχω επιλέξει την επιφυλακτικότητα. Ο Τζόνι γδύθηκε σιωπηλά και ρύθμισε τη λάμπα έτσι ώστε μες στο δωμάτιο να τρεμουλιάζει ένα αδύναμο φως. Τον παρακολουθούσα με τα μάτια μισόκλειστα και το κεφάλι χωμένο στα μαξιλάρια. Είμαι βέβαιη πως δεν πήρε είδηση ότι ήμουν ξύπνια. Μες στο τρεμουλια­ στό φως, το δέρμα του φάνταζε σφιχτό και μαυρισμέ­ νο. Το δέρμα του είναι ένα από τα πράγματα που αγά­ πησα όταν τον πρωτοείδα. Μαρτυράει τη μακρόχρονη διαβίωση μες στον ήλιο και στη βροχή της υπαίθρου και μοιάζει σαν να το έχουν κάνει τόσο λείο τα στοιχεία της φύσης. Τα μισόσβηστα σημάδια από τις ουλές στην πλάτη του μοιάζουν με σχήματα επάνω στη δορά κά­ ποιου παράξενου, άγριου ζώου. Το δέρμα μου δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ έτσι, σκέφτηκα. Ο Τζόνι κι εγώ είναι σαν ν' ανήκουμε σε δύο διαφορετικές ράτσες. Πλάγιασε στο κρεβάτι κι εγώ έμεινα για λίγο ασάλευ­ τη, ανασαίνοντας την οσμή της γης και των ξερών φύλ­ λων που ανέδιδε το σώμα του. Είχα καιρό να αισθανθώ αυτή την ευωδιά. Ένιωσα το βάρος του πλαγιασμένου πλάι μου κορμιού να βουλιάζει το στρώμα υποχρεώνο­ ντάς με να έρχομαι κοντά του. Αφέθηκα να κυλήσω προς αυτόν μέχρι που το αυτί μου ακούμπησε στον ώμο του. Τον ένιωσα ζεστό και ιδρωμένο. Ακούμπησα το χέρι μου στο στήθος του κι ένιωσα τον βαρύ χτύπο της καρδιάς του. Κάποια στιγμή αισθάνθηκα τα δάχτυ­ λά του να σέρνονται ελαφρά πάνω στα μαλλιά μου σαν λεπτό, μυτερό χτένι. Ήταν σαν να φοβόταν να μ' αγγί­ ξει. Το κεφάλι μου άρχισε να με τρώει. Πόσο θα ήθελα να μ' έξυναν τα δάχτυλά του, να μου έγδερναν το κρα­ νίο, να μου έκαναν οτιδήποτε πέρα από εκείνο το γαργάλημα. Δεν άντεξα άλλο. Τραβήχτηκα μακριά και κύλη-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

221

σα στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Δεν κατάφερα να κλείσω μάτι.

7 Οκτωβρίου 1941 έρω με ποιον τρόπο θα γίνει. Το έχω δοκιμάσει χίλιες φορές νοερά όλες τις νύχτες της αγρύπνιας μου. Σαν ηθοποιός που κάνει πρόβα στο ρόλο του... Να τι θα συμβεί: θα διαλέξω προσεκτικά τη στιγμή που ο Τζόνι θα βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαρούμενη διάθε­ ση - ίσως κατά το σούρουπο μιας ημέρας που θα την έχει περάσει με τον Πίτερ και θα νιώθει πλημμυρισμένος από εκείνη την τυφλή, παιδιάστικη αισιοδοξία που δια­ κρίνω στα μάτια του όποτε οι δυο τους κάνουν παρέα. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο ο Πίτερ του εμφυσά τέτοιον ενθουσιασμό, μα γνωρίζω τούτο: ένα παιδί, κι αν χάσει την αισιοδοξία του, την ξαναβρίσκει πολύ σύντομα, σε αντίθεση με τους μεγάλους. Μόλις βρω τον Τζόνι σε τέτοια διάθεση θα καθίσω και θα πιω μαζί του ένα ποτό. Κόπιασα πολύ για να εξασφαλίσω ένα καλό κρασί. (Πριν από μερικές ημέρες πίεσα τον εαυτό μου για να χαμογελάσω γλυκά στον Χόνεϊ και να του εκφράσω τη χαρά μου που ερχόταν και μας επισκεπτόταν. Ξαφνιάστηκε τόσο, που δεν μπόρε­ σε να μου αρνηθεί ένα μπουκάλι γαλλικό κρασί από την πλούσια κάβα του όταν του το ζήτησα.) Το κρασί αυτό θ' αρέσει στον Τζόνι, αφού έχει αρχίσει τώρα τελευταία να γοητεύεται από τη γεύση και την εξωτική φύση του κρασιού χάρη στον Πίτερ. Κάποια στιγμή θα τον ρωτήσω, σαν να το θυμήθηκα ξαφνικά, για το καινούργιο σπίτι που πήγε να δει. Με λίγη ενθάρρυνση θ' αρχίσει να μου αναπτύσσει τα σχέ-

Digitized by @PriOri™

222

ΤΑΣ Ο

διά του, σχέδια που κανείς άλλος στην κοιλάδα δεν έχει καν φανταστεί. Ο Τίγρης θα ήταν περήφανος, θα μου πει. Ο Τίγρης του λείπει. Το ξέρω. Η φωνή του θα γίνει ελάχιστα πιο δυνατή από το συνηθισμένο ευγενικό, μονότονο μουρμουρητό. Ωστόσο δε δυσκολεύομαι να καταλάβω πως εξακολουθεί να διακατέχεται από μεγά­ λη συγκίνηση. Οι σκέψεις του τρέχουν πιο γρήγορα από τα λόγια του. Κάπου κάπου θα σταματά και, ενώ το μέτωπό του θα αυλακώνεται από βαθιές ρυτίδες, θα προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις, θα με κοιτά­ ξει με ικευτικό αλλά και αποφασιστικό βλέμμα - είναι αμετακίνητος στην απόφασή του να συνεχίσει χωρίς τη δική μου βοήθεια. Το σύννεφο που κρέμεται βαρύ από πάνω μου θ' αρχίσει να διαλύεται. Ο Τζόνι δεν έχει ανάγκη τη βοήθειά μου. Δε με χρειά­ ζεται. Γι' αυτό θέλω να σκέφτεται το μαγαζί. Είναι κάτι -το μόνο πράγμα- που του ανήκει ολοκληρωτικά. Οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται φτερουγίζοντας απλώς στις παρυφές του κόσμου του χωρίς να μπαίνουν εκεί μέσα. Ακόμη κι εγώ, η γυναίκα του, καθώς κι ο Πίτερ, ο περαστικός ξένος φίλος του, είμαστε έξω από τον κόσμο του. Όμως ύστερα από πολλά χρόνια, όταν εμείς οι δυο «ξένοι» θα έχουμε φύγει, εκείνος θα εξακο­ λουθεί να διατηρεί την κυριότητα του μαγαζιού. Ανήκει σ' αυτόν, είναι εξ ολοκλήρου δικό του και θα μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει - να το διαλύσει, να το διευθύνει, να το αγαπά, να το καταστρέψει. Καθώς θα μιλά θα με κοι­ τάζει, και θα είναι σαν να ξέρουμε μονάχα εμείς οι δυο πως δεν πρόκειται να του ανήκω ποτέ. Δε θα χρειαστεί να πούμε τίποτε. Στο πρόσωπό του θα αποτυπωθεί ξανά εκείνη η αδιευκρίνιστη έκφραση, θα συνειδητο­ ποιήσει όπως κι εγώ, ότι όλα όσα μας χώριζαν προτού παντρευτούμε εξακολουθούν να υπάρχουν ανάμεσά

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

223

μας. Ήταν ανοησία μας που πιστέψαμε ότι μπορούσα­ με να γκρεμίσουμε τα σύνορα. Ήταν λάθος μας. Σκέτη αποτυχία. Αυτό είναι όλο. Θ' αρχίσω να του λέω πως δε φταίει κανείς από τους δυο μας αλλά θα σταματήσω, επειδή ξέρω, έστω κι αν εκείνος το αγνοεί, ότι το λάθος ήταν δικό μου. Έτσι, χωρίς λέξη, οι δρόμοι μας θα χωρίσουν.

8 Οκτωβρίου 1941 αθόμουν στη βεράντα και διάβαζα όταν εμφανίστη­ κε ο Τζόνι. Δεν ξαφνιάστηκα βλέποντας πως μαζί του ήταν κι ο Πίτερ. «Έμαθα πως δειπνήσατε με τον επίσκοπο», είπε ο Πίτερ. «Πώς ήταν ο σεβασμιότατος; Το ίδιο χοντρός όπως πάντα;» «Πρώτη φορά τον συνάντησα, κι έτσι δεν μπορώ να πω αν ήταν "το ίδιο χοντρός όπως πάντα"», του απο­ κρίθηκα με αδιάφορο ύφος και ξαναγύρισα στην ανά­ γνωση του βιβλίου μου. «Εκείνο που του χρειάζεται για να γίνει συλφίδα είναι μια γερή δυσεντερία», συνέχισε ο Πίτερ. Δεν το σχολίασα. Ο Τζόνι κρατούσε ένα λεπτό δίχτυ το οποίο λογαριάζει να προσθέσει στα πράγματα που έχουμε συγκεντρώσει για το ταξίδι μας. Ο Πίτερ στεκό­ ταν με τα κοκαλιάρικα χέρια του σταυρωμένα στο στή­ θος. Ήξερα πως με παρακολουθούσε αλλά συνέχισα να είμαι προσηλωμένη στο βιβλίο μου. Ακουσα τον Τζόνι να αδειάζει και να ξαναγεμίζει μέσα στο δωμάτιο κάποια κιβώτια, ετοιμάζοντας τις αποσκευές. Ευχή­ θηκα να τελείωνε γρήγορα και να ξαναγύριζε στη βερά­ ντα, εκείνος όμως έδινε την εντύπωση πως θα συνέχι-

Digitized by @PriOri™

224

ΤΑΣ Ο

ζε για πάντα τη συσκευασία καθώς άλλαζε μεταλλικές πινακίδες, πετούσε στην άκρη τενεκεδένια κουτιά και ξεσκόνιζε υφάσματα. Όλο αυτό το διάστημα ο Πίτερ κι εγώ εξακολουθούσαμε να μένουμε ακίνητοι, λες και κάτι μας εμπόδιζε να σαλέψουμε. Το βλέμμα μου είχε κολλή­ σει στο ίδιο σημείο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τις ίδιες λέξεις μέχρι που τελικά δεν άντεξα. Έκλεισα απότομα το βιβλίο και κοίταξα τον Πίτερ καταπρόσωπο. «Πώς σου φαίνεται η ζωή στην κοιλάδα;» Έδειξε να αιφνιδιάζεται. Παρατήρησα πως το κάτα­ σπρο σαν το γάλα δέρμα του δεν είχε αντιδράσει σωστά στον ήλιο - τα μάγουλα και οι βραχίονές του ήταν γεμά­ τα εγκαύματα. «Μια χαρά», απάντησε. «Πολύ ωραία. Επιπλέον είναι σαν ένας καινούργιος χορός, μια φανταχτερή εκδήλωση με στολίδια και τιάρες». «Χαίρομαι που τ' ακούω. Οι ξένοι δεν προσαρμόζο­ νται εύκολα στις συνθήκες που επικρατούν εδώ. Μας βρίσκουν πρωτόγονους». «Πρωτόγονους; Mais non!» αναφώνησε κοιτώντας προς το σπίτι. «Αν αυτό είναι πρωτόγονο, τότε εγώ είμαι άγριος». Σήκωσε ψηλά και τα δυο του χέρια σε μια παράξενη χειρονομία που δεν μπόρεσα να την ερμηνεύ­ σω. Νομίζω πως η πρόθεσή του ήταν να προκαλέσει εντύπωση με θεατρινίστικες χειρονομίες. Δεν κατάφερα να πνίξω ένα γελάκι. Ξαφνιάστηκα βλέποντάς τον να γελάει κι εκείνος μ' ένα τραγουδιστό γέλιο που έμοιαζε να αναβλύζει από τα έγκατα του κορμιού του. Ο Τζόνι ήρθε στην βεράντα και μου έδωσε ένα πετα­ χτό φιλί στο μέτωπο. «Περιμένω με ανυπομονησία το ταξίδι μας!» φώναξε ο Πίτερ καθώς οι δυο τους ανέβηκαν στα ποδήλατά τους κι εξαφανίστηκαν.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

225

Ακόμη μια παρατήρηση: το ίδιο βράδυ πρόσεξα πως οι φωτογραφίες των προγόνων μας που ο πατέρας φυλάει στο γραφείο του, έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν και να γίνονται δυσδιάκριτες μες στο πλαίσιό τους. Σε λίγα χρόνια δε θα μπορούμε να θυμηθούμε καν ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι.

9 Οκτωβρίου 1941 ργά το απόγευμα καθώς γύριζα από έναν περίπα­ το κοντά στο ποτάμι, άκουσα τον πατέρα να κου­ βεντιάζει στο γραφείο του με κάποιον. Η πόρτα ήταν κλειστή. Μόλις πάτησα το πόδι μου στο χολ, οι δυο συνομιλητές σταμάτησαν τη συζήτηση. Αναρωτήθηκα μήπως ο επισκέπτης ήταν ο Χόνεϊ, αλλά η φωνή που άκουγα δεν ήταν η δική του. Μ' έτρωγε η περιέργεια, γι' αυτό καθυστέρησα κάπως να πάω στο δωμάτιό μου. Έκλεισα την πόρτα ερμητικά προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο. Έπειτα από αρκετή ώρα άκουσα την πόρτα του γραφείου του πατέρα ν' ανοίγει. Πήγα στο παράθυρο γεμάτη περιέργεια να δω ποιος τον είχε επισκεφθεί. Ήταν ο Κουνιτσίκα. 10 Οκτωβρίου 1941 ταν ακόμη σκοτάδι οταν ξεκινήσαμε - ήθελε μια ώρα περίπου για να χαράξει. Πέντε σιωπηλοί άνθρωποι μέσα σ' εκείνο το πελώριο, μαύρο αυτοκίνητο: στο τιμό­ νι καθόταν ο Χόνεϊ, πλάι του ο Κουνιτσίκα και στο πίσω κάθισμα ο Τζόνι, ο Πίτερ κι εγώ.

Digitized by @PriOri™

226

ΤΑΣ Ο

«Πώς σας φαίνεται το καινούργιο μου αμάξι;» ρώτη­ σε ο Χόνεϊ προσπαθώντας ν' ανοίξει συζήτηση. Δεν πήρε απάντηση. Μέσα στο μισόφωτο διέκρινα τον Πίτερ να προσπαθεί να διώξει τον ύπνο από τα μάτια του και να τρίβει το πρόσωπό του με τα δυο χέρια, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά. Ο Τζόνι ήταν κι αυτός ήσυχος και σιωπηλός, αλλά πρόσεξα πως το βλέμμα του ήταν καθάριο και ζωηρό. «Μοιάζει με τάφο», είπα. «Ω!» έκανε σιγανά ο Χόνεϊ. «Νομίζω πως είναι τρομακτικά μεγάλο, φανταχτερά νεοπλουτίστικο», είπε ο Πίτερ. «Δεν υπάρχει αμάξι σαν τη Ρολς Ρόις. Τη λατρεύω, Χόνεϊ». Σταμάτησε, σαν να ήθελε να πνίξει ένα γελάκι. «Δε θα σε πείραζε να σε φω­ νάζω με το βαφτιστικό σου όνομα, ε, Φρέντερικ; Αλλω­ στε είμαστε συμπατριώτες». Ο Χόνεϊ γρύλισε. Έδειχνε αποφασισμένος να μην ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα με τον Πίτερ. Από το σημείο όπου καθόμουν μπορούσα να διακρί­ νω καθαρά το πίσω μέρος του κεφαλιού του Κουνι­ τσίκα. Τα μαλλιά του κατέληγαν σε μια γραμμή φροντι­ σμένη, συμμετρική, ευθεία, αφήνοντας ακάλυπτο το σβέρκο του. Εκείνη την ημέρα, κατά το μεγαλύτερο διά­ στημα του ταξιδιού το μόνο που μπορούσα να βλέπω ήταν αυτό: ο αυχένας του Κουνιτσίκα ακριβώς μπρο­ στά μου, άκαμπτος, λείος και εντελώς ίσιος. Κάπου κάπου, έπειτα από πολύωρο κοίταγμα μου φαινόταν σαν να μην ανήκε σε άνθρωπο. Μες στην ολόλαμπρη μαγεία του πρωινού, προσπε­ ράσαμε φυτείες από κοκκοφοίνικες και καουτσούκ. Ο υγρός από την πρωινή δροσιά αέρας μετατράπηκε πολύ σύντομα σε μια ζεστή, αμμώδη αύρα που έμπαινε από τα παράθυρα του αυτοκινήτου και ξέραινε τα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

227

χείλη και τη γλώσσα μας. Ο Τζόνι περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του παρατηρώντας κάθε τόσο τα σύννεφα σκόνης που στροβιλίζονταν πίσω από το αυτοκίνητο σαν να μας κυνηγούσαν. «Μας ακολουθούν τζίνια!» φώναξε θρηνητικά ο Πίτερ και ξέσπασε σ' ένα κακαριστό γέλιο, ενώ κουνού­ σε θεατρικά τα χέρια. «Αμμοθύελλες. Η κόκκινη σκόνη του Διαβόλου! Σώσε μας, Θεέ μου!» Κάθε φορά που ο Πίτερ έκανε κάποιο σχόλιο, ο Τζόνι ξεσπούσε σε σιγα­ νό γέλιο. Έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο του αυτοκινήτου και τα όμορφα μαλλιά του κυμάτισαν σαν φτερά πουλιού. Με κοίταξε χαμογελώντας πλατιά. Έμοιαζε με παιδί. Με πλήγωνε που τον έβλεπα έτσι, επειδή ήξερα πως πολύ σύντομα θα έδινα τέλος σε τούτη την πρόσκαιρη χαρά και πως όλα τα ίχνη της παιδικότητάς του θα έσβηναν για πάντα. Πόσο θα 'θελα να σταματούσε ο Πίτερ! Πόσο θα 'θελα ν' αρπάξω τα χέρια του που δεν έπαυαν να φτερουγίζουν και να τα ακινητοποιήσω δένοντάς τα στο κορμί του... «Ακολουθούμε τον σωστό δρόμο, έτσι δεν είναι;» φώναξε ο Χόνεϊ. Είχαμε αφήσει τον κεντρικό δρόμο και βρισκόμαστε ακριβώς νότια της Ταϊπίνγκ. Το αμάξι κυλούσε αργά αρ­ γά καθώς το οδόστρωμα ήταν ανώμαλο, γεμάτο κοτρόνες και λακκούβες. «Πάμε βόρεια», μίλησε ο Κουνιτσίκα. «Ναι; Αρα πάμε καλά», αποφάνθηκε ο Χόνεϊ. Κοίταξα τον άντρα μου. «Σταμάτα το αμάξι, Φρέντε­ ρικ. Ο Τζόνι ξέρει αν ακολουθούμε τη σωστή κατεύθυν­ ση», είπα. Κατεβήκαμε από το αμάξι βάζοντας τα χέρια μας αντήλιο για να προστατευτούμε από τη λάμψη του ήλιου. Ο Τζόνι κοίταξε ολόγυρα. Οδηγημένος από ένα

Digitized by @PriOri™

228

ΤΑΣ Ο

παράξενο ένστικτο, έδειχνε να ξέρει σε ποιο ακριβώς σημείο βρισκόμαστε. «Ναι. Αυτός είναι ο δρόμος», είπε. Η φωνή του ήταν καθαρή αλλά άχρωμη, μονότονη. Κανείς δεν τον ρώτησε κάτι. Επιβιβαστήκαμε στο αυτο­ κίνητο και συνεχίσαμε το ταξίδι μας μέσα σε συνεχή σκαμπανεβάσματα. «Φαίνεται πως ξέρεις πολύ καλά αυτή τη μεριά της χώρας», παρατήρησε ο Κουνιτσίκα γυρίζοντας στο κά­ θισμά του έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει τον Τζόνι. «Έχω περάσει όλη μου τη ζωή εδώ», απάντησε αυτός ενώ κοίταζε έξω από το παράθυρο. «Το ίδιο και πολλοί άλλοι. Είμαι όμως σίγουρος πως λίγοι είναι τόσο εξοικειωμένοι με την ύπαιθρο όσο εσύ». «Κατά βάθος ο Τζόνι είναι ένα παιδί της φύσης», μίλησε ο Πίτερ. «Ακριβώς σαν εμένα». Ο Τζόνι σήκωσε τους ώμους του. «Η ζούγκλα είναι παράξενος τόπος», παρατήρησε ο Κουνιτσίκα. «Αλλάζει συνέχεια μορφή και χρώμα. Μέσα σ' ένα λεπτό μπορεί να "ρουφήξει" ολόκληρα χωριά. Έτσι κι απομακρυνθείς από αυτήν, είναι πολύ πιθανό να μην ξαναγυρίσεις. Μόνο αυτοί που ξαναγυρίζουν κάθε τόσο στα δέντρα και στα αναρριχητικά μπορούν να νιώσουν τους ρυθμούς της αλλαγής. Είμαι σίγουρος πως ο κύριος Λιμ θα σας το επιβεβαιώσει». «Ανοησίες», έκανε ο Πίτερ και στράφηκε προς τον Τζόνι. Εκείνος δίστασε. «Όχι, είναι αλήθεια». Το αμάξι σκαμπανέβαζε σαν καράβι καθώς ο Χόνεϊ προσπαθούσε να παρακάμψει τις λακκούβες. «Δεν είναι παράλογο που με ξαφνιάζει η εξοικείωση του κυρίου Λιμ με την ύπαιθρο», συνέχισε ο Κουνιτσίκα, «αφού αποτελεί σπάνια περίπτωση το να κατέχει ένας καταστηματάρχης τέτοια πράγματα».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

229

«Δε συμφωνώ μαζί σας, κύριε καθηγητά» πετάχτη­ κα εγώ υψώνοντας τη φωνή μου εξαιτίας του δυνατού θορύβου που έκανε η μηχανή του αυτοκινήτου. «Δεν ξεφεύγουμε ποτέ από τις ρίζες μας. Ακόμη κι αν προ­ σπαθήσουμε, ακόμη κι όταν βρεθούμε μακριά από το σπίτι μας, όπως συνέβη με το σύζυγό μου, εξακολου­ θούμε να αποτελούμε μέρος του χώρου όπου γεννηθή­ καμε. Δεν μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε». Κανείς δεν αποκρίθηκε. Συνεχίσαμε να σκαμπανεβάζουμε στις λακκούβες του ανώμαλου δρόμου. Ο Πίτερ έδινε την εντύπωση πως είχε συρρικνωθεί στη θέση του. Ανάσαινε βαθιά τον αέρα που έμπαινε από το παράθυρο ενώ το κεφάλι του έγερνε αξιολύπητα στο πλάι. «Μου 'ρχεται ναυτία», είπε. Μου φάνηκε σαν να είχαν περάσει ώρες όταν βγή­ καμε και πάλι στον παραλιακό δρόμο και φτάσαμε στον προγραμματισμένο για εκείνη την ημέρα τόπο παραμονής μας - το ξενοδοχείο «Φορμόζα». Φτάσαμε εκεί πριν από δύο ώρες. Οι υπόλοιποι είναι κάτω για να πιουν ένα ποτό πριν από το δείπνο. Εμένα, βέβαια, δε μου επιτρέπεται να μπω στο μπαρ. Είχα μάθει από τον πατέρα πόσο αυστηρά εφαρμόζονται οι κανονι­ σμοί στα μεγάλα βρετανικά ιδρύματα - κατ' επέκταση και στα ξενοδοχεία. Με είχε πληροφορήσει πως σε μια λέσχη της Κουάλα Λουμπούρ, στην είσοδο του καπνιστήριου υπάρχει μια πινακίδα που γράφει: ΟΥΤΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΟΥΤΕ ΣΚΥΛΟΙ. Έψαξα να βρω αυτές τις φρικτές υποδείξεις αποφασισμένη να τις αντιμετωπίσω με περηφάνια και σχεδόν με χιουμοριστική διάθεση. Τελικά δεν ανακάλυ­ ψα τέτοιου είδους πινακίδες, μα το παγερό βλέμμα του μπάρμαν μου έδωσε να καταλάβω πως ίσχυαν οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις, κι αποφάσισα να μη βάλω σε δοκιμασία την τόλμη μου.

Digitized by @PriOri™

230

ΤΑΣ Ο

Για να πω την αλήθεια, χαίρομαι που αυτή τη στιγμή είμαι μόνη. Έπειτα από μια ολόκληρη ημέρα μαζί μ' εκεί­ νους τους τρεις άντρες, τη μοναξιά τη νιώθεις παράξενα ανακουφιστική. Απολαμβάνω το χρόνο που αφιερώνω στον εαυτό μου. Η μητέρα θα ταραζόταν αν μ' άκουγε να λέω κάτι τέτοιο. Θα ήταν ανώφελο να προσπαθήσω να της εξηγήσω. Οι γυναίκες μένουν σπάνια μόνες τους. Βρίσκονται μόνιμα περικυκλωμένες από άντρες - πατε­ ράδες, συζύγους, γιους. Ζούμε γι' αυτούς. Η ζωή τους πιέζει ακατάπαυστα τη δική μας. Υπακούμε, φροντί­ ζουμε, τρέφουμε, αγαπάμε. Στο τέλος μένουμε πάντα μόνες. Γι' αυτό απολαμβάνουμε τέτοιες στιγμές - στιγ­ μές μοναξιάς. Έχω συνειδητοποιήσει πως μόνο κάτι τέτοιες ώρες είμαι στ' αλήθεια ο εαυτός μου - είμαι ΕΓΩ.

Αργότερα φτασα για το δείπνο την ώρα που ο Χόνεϊ διηγού­ νταν μια ιστορία. Καθώς μιλούσε, τα μάτια του ήταν καρφωμένα στον Κουνιτσίκα αλλά το ρητορικό του ύφος μου έδωσε να καταλάβω πως πρόθεσή του ήταν να εντυπωσιάσει. «... οι άντρες μου έπρεπε να καταστείλουν μια πραγ­ ματική εξέγερση. Η κατάσταση φάνταζε εξαιρετικά δυσάρεστη». «Όχι, Φρέντερικ, να χαρείς! Όχι πάλι την ιστορία "Φόνος στο μεταλλείο"», είπα μόλις πλησίασα. Ο Πίτερ έσπευσε να σηκωθεί αλλά χτύπησε με το πόδι του το τραπεζάκι. Το μικρό βάζο με τη γερασμέ­ νη, σχεδόν νεκρή ορχιδέα αναποδογύρισε και το περιε­ χόμενό του σκόρπισε στο σημείο όπου καθόταν ο Χόνεϊ. Η μυρωδιά του πολυκαιρισμένου νερού γέμισε τον αέ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

231

ρα. «Αδέξιε βλάκα», μουρμούρισε εκείνος, αποφεύγο­ ντας να κοιτάξει προς τη μεριά του Πίτερ. «Καλησπέρα», είπε ο Κουνιτσίκα χαμογελώντας ενώ μου τραβούσε την καρέκλα για να καθίσω. «Βλέπετε τι επίδραση έχετε στους άντρες;» «Επίδραση; Σαχλαμάρες! Απλούστατα ο άνθρωπος είναι ηλίθιος», γρύλισε ο Χόνεϊ. «Συγγνώμη», είπε ο Πίτερ, αλλά ή φωνή του έδειχνε πως δε λυπόταν καθόλου. «Συνέχισε την ιστορία σου, Φρέντερικ», τον παρό­ τρυνα, παρόλο που την είχα ακούσει αρκετές φορές ως τότε. Έτσι κι αλλιώς η ζωή των μεταλλωρύχων κασσίτε­ ρου δεν παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον ακόμη κι όταν αυτοί διαθέτουν το μεγαλείο του Χόνεϊ, οπότε έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν συνεχώς τις ανιαρές, αδιά­ φορες ιστορίες τους. «Σ' ευχαριστώ. Αλλωστε βρισκόμουν πια στο τέλος. Όπως καταλαβαίνετε», είπε γυρίζοντας προς τον Κουνιτσίκα, «ο άνθρωπός μας πέθανε. Έπειτα από ένα μήνα και μια εβδομάδα τον μαχαίρωσε κάποιος Κινέζος. Ήταν καθαρή δολοφονία. Μα ο αγγλικός νόμος είναι παράξενο κατασκεύασμα. Δεν είμαι βέβαιος αν θα μπο­ ρέσετε να το καταλάβετε αλλά...» «... ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να καταδικαστεί για φόνο, αν το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στην αξιόποινη πράξη και στο θάνατο είναι πιο μεγάλο από ένα χρόνο και μια ημέρα», συνέχισε ο Κουνιτσίκα. «Ακριβώς», αποκρίθηκε ο Χόνεϊ, κοιτώντας ελαφρά συνοφρυωμένος τον Ιάπωνα. «Έτσι, τον άφησαν ελεύ­ θερο. Βρεθήκαμε λοιπόν να έχουμε από τη μια ένα νεκρό διευθυντή κι από την άλλη ένα φυγάδα Κινέζο δολοφόνο».

Digitized by @PriOri™

232

ΤΑΣ Ο

«Όλ' αυτά έγιναν πριν από πολύ καιρό, Φρέντερικ. Πολύ πριν από τη δική μας εποχή. Κανείς δε μιλά πια γι' αυτό, έτσι δεν είναι;» παρατήρησα. «Όταν ανέλαβα πριν από ένα χρόνο το μεταλλείο του Ντάρμπι, βρήκα πολλούς που εξακολουθούσαν να είναι εκστασιασμένοι από αυτή την ιστορία. Είχε γίνει θρύλος. Αλλωστε έχουν περάσει περίπου τέσσερα χρό­ νια· δε θεωρείται μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ουσία είναι πως κανείς δεν ήξερε κάτι σχετικό μ' εκείνο τον άνθρωπο. Το όνομά του ήταν κατά πάσα πιθανότητα ψεύτικο· δεν είχε ούτε σπίτι ούτε οικογένεια δεν είχε τίποτε. Μετά το συμβάν εξαφανίστηκε μέσα στη ζού­ γκλα, και ίσως εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί». «Παρότι, σύμφωνα με το νόμο, δεν είναι δολοφόνος», επισήμανε ο Κουνιτσίκα. «Χα!» έκανε ο Χόνεϊ κι άναψε τσιγάρο. Ο Τζόνι ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του. Πα­ ρέμενε σιωπηλός όσο ο Χόνεϊ διηγούνταν την ιστορία του κι οφείλω να ομολογήσω πως διόλου δεν τον κατη­ γορώ γι' αυτό, αφού τέτοιες ιστορίες δεν είναι καν συ­ ναρπαστικές. «Έχω ακούσει», είπε κάπως αμήχανα και με ύφος τάχα αδιάφορο, που σίγουρα θα το είχε ξεση­ κώσει από τον Πίτερ, «πως αυτός που θεωρήθηκε δολοφόνος δεν ήταν παρά ένα αγόρι». «Ναι, αλλά ακόμη και τα παιδιά μπορούν να γίνουν δολοφόνοι. Δε βλέπεις τι συμβαίνει με τους Κινέζους στα χωριά; Τα πιο πολλά αγόρια είναι κομμουνιστές από τα δεκατρία τους, τα μπαστάρδικα...» «Είσαι σίγουρος πως δεν πρόκειται για κάποιο μύθο, σαν τα φαντάσματα που λέγεται ότι στοιχειώνουν το Κάστρο Κέλι ή όπως αλλιώς λέγεται αυτό το μέρος που δεν απέχει και πολύ από εδώ;» ρώτησε ο Πίτερ. «Εμένα τουλάχιστον δε μου φαίνεται αληθοφανής αυτή η ιστο-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

233

ρία. Ένας ανώνυμος άνθρωπος, ένα παιδί που προβάλ­ λει από το πουθενά, κλαδεύει το πόδι ενός άντρα γύρω στα εκατό κιλά -τόσο περίπου ζύγιζε ο Ανγκους Μακ Χέφτι- αφήνεται ελεύθερο από το δικαστή Σνούτι και στη συνέχεια εξαφανίζεται μες στη ζούγκλα και δεν εμφανίζεται ποτέ πια. Πού ξέρεις; Μπορεί να κρύβεται στο Σάνγκρι-Λα... ξέρετε· στον ουτοπικό Παράδεισο...» Τσάκωσα τον εαυτό μου να χαμογελά βλέποντας τον Χόνεϊ να σωπαίνει εξαγριωμένος. «Συνήθως», πήρε το λόγο ο Κουνιτσίκα, «όταν επα­ ναλαμβάνεται συχνά μια ιστορία χάνονται οι λεπτομέ­ ρειες. Πολλές φορές ορισμένα πράγματα ξεχνιούνται ενώ προστίθενται άλλα. Η αφήγηση ενός ιστορικού γεγονότος είναι πάντα αναξιόπιστη. Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για ανθρώπινη επινόηση». Ανακαλύψαμε πως δεν υπήρχε σχεδόν κανένα από τα φαγητά που αναφέρονταν στον κατάλογο. «Μα τι μπορούμε τέλος πάντων να πάρουμε;» ρώτη­ σε ο Χόνεϊ με ύφος και φωνή σπουδαίου προσώπου. Ο γερο-Ινδός που μας σέρβιρε έδειξε να μην καταλαβαίνει. Τελικά πήραμε σούπα με κάρι, κοτόπουλο αρτυμένο με πιπέρι και γαρνιρισμένο με βραστές πατάτες, καθώς και κρύα αγγλική πουτίγκα από ρύζι. «Α! Οι γεύσεις της Ανατολής!» αναφώνησε ο Πίτερ. 11 Οκτωβρίου 1941 ίγα λόγια ακόμη γι' αυτή τη νύχτα. (Σήμερα βρέχει δυνατά και είμαστε υποχρεωμένοι να μείνουμε για λίγο κλεισμένοι στα δωμάτιά μας.) Ενώ δειπνούσαμε έπαιζε ένα κουαρτέτο εγχόρδων κι επειδή ήμαστε οι μόνοι πελάτες στην τραπεζαρία, αναρωτήθηκα μήπως

Digitized by @PriOri™

234

ΤΑΣ Ο

η διεύθυνση του ξενοδοχείου προσέλαβε τους μουσι­ κούς ειδικά για μας. «Βρισκόμαστε μακριά από οπουδήποτε. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να βρήκαν τέσσερις γερασμένους βιο­ λονίστες μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα; Ρίξτε τους μια ματιά», είπε ο Πίτερ. Οι μουσικοί ήταν τέσσερις ηλικιωμένοι Κινέζοι με κυρτωμένη ράχη. Το σακάκι τους είχε κιτρινωπή από­ χρωση κι ήταν κακοσιδερωμένο. «Και να φανταστεί κανείς πως πριν από μερικά χρό­ νια το "Φορμόζα" ήταν η πρώτη επιλογή αυτών που ήθελαν να περάσουν καλά», είπε ο Χόνεϊ ανάβοντας ένα ακόμη τσιγάρο. «Δείτε πώς κατάντησε». Πράγματι, το ξενοδοχείο βρισκόταν σε μεγάλη παρα­ κμή. Τα πλακάκια του δαπέδου ήταν σπασμένα σ' ένα σωρό σημεία, και στα περβάζια των παραθύρων είχε σχηματιστεί παχύ στρώμα σκόνης. Οι φοίνικες μες στις πλατιές γλάστρες ήταν σχεδόν ξεραμένοι, ο μεγάλος κρυστάλλινος πολυέλαιος πάνω από τη φαρδιά πέτρι­ νη σκάλα η οποία οδηγούσε στα δωμάτια είχε πάψει να χρησιμοποιείται εδώ και καιρό, και στο χολ έριχναν το αμυδρό φως τους μερικές παλιές λάμπες. Σηκώθηκα από το τραπέζι για να γυρίσω στο δωμά­ τιό μου. θέλοντας να φύγω όσο πιο διακριτικά γινόταν, επέλεξα ν' αποσυρθώ την ώρα που οι τέσσερις άντρες είχαν ανοίξει ζωηρή συζήτηση για το ρόλο που έπαιζε ο σουλτάνος στις κρατικές υποθέσεις. Ήθελα απλώς να διαπιστώσω αν το ημερολόγιο μου ήταν σώο και ασφα­ λές. Στο δωμάτιό μου, το γραφείο όπου κάθομαι και γράφω τις σκέψεις μου είναι φαρδύ αλλά η δερμάτινη επιφάνειά του είναι άγρια κι όλο γρατσουνιές - ακόμη ένα δείγμα της περασμένης δόξας του ξενοδοχείου «Φορμόζα». Το πιο σημαντικό όμως είναι πως η κλείδα-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

235

ριά του συρταριού δε λειτουργεί, κι έτσι είμαι υποχρεω­ μένη να κρύβω το ημερολόγιό μου ανάμεσα στα ρούχα της βαλίτσας μου. Βέβαια, η λύση αυτή δεν είναι ιδεώ­ δης, φροντίζω όμως να μην απουσιάζω για πολλή ώρα. Βρήκα τα πάντα εντάξει. Το ημερολόγιό μου βρισκό­ ταν εκεί ακριβώς όπου το είχα αφήσει, χωμένο ανάμε­ σα στις δίπλες ενός νυχτικού. Ξαναγύρισα στην τραπε­ ζαρία. Την τελευταία στιγμή, ωστόσο, αποφάσισα να μην καθίσω μαζί με τους άντρες αλλά να βγω στη βερά­ ντα, στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου. Η ανάγκη να βρεθώ μόνη ήταν επιτακτική κι έτσι δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Βέβαια, οι κινεζικές λάμπες της οροφής βρίσκονταν σε αχρηστία εδώ και πολύ καιρό, κι ο χώρος ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι. Ενώ προχωρούσα κατά μήκος του κιγκλιδώματος ακουμπώντας τα χέρια μου στις μουχλιασμένες πέτρες, είχα την αίσθηση ότι πάνω απ' το κεφάλι μου φτερούγιζαν νυχτερίδες. Τα μάτια μου δεν άργησαν να συνηθίσουν στο σκοτάδι οπότε μπόρεσα να διακρίνω το περίγραμμα ορισμένων πραγ­ μάτων - εδώ ένα παλιό περίπτερο, πιο κει ένα μικρό περίτεχνο κτίσμα, ένα γεφυράκι πάνω από μια ξεραμέ­ νη λιμνούλα, παρτέρια λουλουδιών που είχαν ενσωμα­ τωθεί στη ζούγκλα. Μες στο σκοτάδι σάλευαν όντα, και στους θάμνους σέρνονταν ακαθόριστες σκιές που χάνο­ νταν ανάμεσα στα δέντρα. Ξαφνικά άκουσα πίσω μου βήματα· ο άγνωστος ερχόταν προσεκτικά προς το μέρος μου για να μη γίνει αντιληπτός. Δύο... Τρία βήματα... Παύση. Αλλα τρία βή­ ματα... Και πάλι παύση. Έμεινα ακίνητη, στραμμένη προς τον κήπο, και τα χέρια μου έσφιξαν το κιγκλί­ δωμα. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, είπα μέσα μου· τα βήματα αυτά είναι του Κουνιτσίκα. Τα βήματα πλη­ σίασαν κι άλλο, αργά αργά, μέχρι που ένιωσα μια ελα-

Digitized by @PriOri™

236

ΤΑΣ Ο

φριά ανάσα στα μαλλιά μου. Γύρισα απότομα να δω. «Ω! Ηellο», είπε ο Πίτερ με πρόσχαρο ύφος. «Τι κά­ νεις εδώ πέρα; Έψαχνα να βρω την τουαλέτα μα φαίνε­ ται πως χάθηκα. Είναι πολύ σκοτεινά, δε συμφωνείς;» «Πίτερ, γιατί τριγυρίζεις μες στο σκοτάδι;» Φαίνεται πως ακούστηκα θυμωμένη, γιατί ξαφνιάστηκε. «Δεν τριγυρίζω», μου αποκρίθηκε. «Δεν το συνηθίζω. Αλλά το ίδιο θα μπορούσα να ρωτήσω κι εγώ εσένα, αγαπητή μου. Τι στο καλό κάνεις εδώ πέρα;» «Τίποτε», απάντησα. «Απλώς κοιτάζω τον κήπο». Στάθηκε δίπλα μου και κοίταξε ερευνητικά γύρω του, μες στο σκοτάδι. «Δε φαίνεται τίποτε. Είσαι σίγου­ ρη πως υπάρχει κήπος εδώ;» «Ναι. Δηλαδή ό,τι έχει απομείνει. Ο πατέρας λέει πως τον καιρό που το ξενοδοχείο άκμαζε, ο κήπος του ήταν ο πιο φημισμένος όλης της περιοχής. Ο άνθρωπος που τον έφτιαξε έφυγε. Πήγε στην Πενάνγκ κι ανέλαβε τον Βοτανικό Κήπο». «Καταπληκτικό! Δεν ήξερα πως σ' ενδιέφεραν κη­ πευτικά θέματα». Έδωσε ένα σάλτο και κάθισε στα κάγκελα - ένα από­ τομο ξέσπασμα χεριών, αγκώνων, γονάτων. Κατάφερα να συγκρατηθώ και να μη σχολιάσω την έλλειψη συντο­ νισμού στις κινήσεις του. Έφτιαξε το πανταλόνι του ισιώνοντας τα πόδια του, αλλά καθώς το έκανε αυτό με χτύπησε με τον αγκώνα του. «Συγγνώμη», είπε. «Καληνύχτα, Πίτερ», του αποκρίθηκα και ξαναγύρι­ σα στο δωμάτιό μου, αφήνοντάς τον να στέκει εκεί ολο­ μόναχος. Έλεγξα και πάλι το ημερολόγιό μου και πλάγιασα στο κρεβάτι. Όταν κάποια στιγμή γλίστρησε πλάι μου ο Τζόνι, προσποιήθηκα πως κοιμόμουν. Έσκυψε προς τη

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

237

μεριά μου, με φίλησε στο μέτωπο κι εγώ αναστέναξα. «Κοιμήσου, κοιμήσου», ψιθύρισε. Τα χείλη του ήταν σαρκώδη και στεγνά. Κοιμήθηκε γρήγορα, μουρμουρίζο­ ντας κι ανασαίνοντας βαριά. Μαζί με το σιγανό ροχαλητό του άκουγα και το γρατσούνισμα των ποντικών έξω στο διάδρομο. 12 Οκτωβρίου 1941 ομίζω πως χαρήκαμε όλοι όταν φύγαμε από το «Φορμόζα». Ο αναγκαστικός περιορισμός μας στα δωμάτια εξαιτίας της βροχής μάς είχε κάνει νευρικούς και όλοι περιμέναμε με αγωνία να δούμε αν θα πρόβαλ­ λε ο ήλιος μέσ' από τα σύννεφα του πρωινού. «Πέρασες δύσκολη νύχτα;» με ρώτησε με ενδιαφέ­ ρον ο Χόνεϊ· μου φάνηκε πως υπήρχε ένα ανεπαίσθη­ το ίχνος λαγνείας στη φωνή του. «Φαίνεσαι κάπως κου­ ρασμένη». Αγνόησα την παρατήρησή του και βάλθηκα να σέρ­ νω τη βαλίτσα μου στην αυλή για να τη φορτώσω στο αυτοκίνητο. «Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω», προθυμοποιήθη­ κε ο Κουνιτσίκα παίρνοντας τις αποσκευές μου στα στι­ βαρά του χέρια. Προχώρησε κάτω από τον ήλιο και κατέβηκε με δύο γρήγορα βήματα τα πέτρινα σκαλιά. Παρότι η βροχή της προηγούμενης ημέρας είχε μετα­ τρέψει πολλούς από τους μικρότερους δρόμους σε ρυά­ κια λάσπης, εμείς συνεχίσαμε να προχωρούμε χωρίς να προσέχουμε ιδιαίτερα. Αλλωστε ήταν ο μόνος δρόμος προς το Ταντζούνγκ Ατσεχ, το σημείο απ' όπου θα παίρναμε το πλοιάριο για τις Επτά Παρθένες. Αυτή ήταν η γνώμη του Τζόνι· ακόμη κι εγώ ξαφνιάστηκα με

Digitized by @PriOri™

238

ΤΑΣ Ο

τη σιγουριά του. Βρισκόμαστε πια μακριά από το Καμπάρ - πολύ πιο μακριά απ' όσο θα μπορούσε να είχε φτάσει με το ποδήλατό του ένα αγόρι. Ίσως όμως γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί, ίσως πάλι να μην είχε περάσει όλα τα χρόνια της νιότης του ως υπάλληλος στο φημισμένο μαγαζί του Τίγρη Ταν. Όλα όσα ξέρει για τον τόπο φαίνονται να πηγάζουν από πολύ βαθιά μέσα του, από κάτι κλειδωμένο τόσο καλά, που ακόμη κι αυτός έχει ξεχάσει την προέλευσή του. Τότε ακριβώς συνειδητοποίησα με απόλυτη διαύγεια πως δεν τον ήξερα καθόλου. Απ' την άλλη, όμως, σκέ­ φτομαι πως από την πρώτη στιγμή γνώριζα ότι ήταν αδύνατον να υπάρξει μεταξύ μας απόλυτη οικειότητα. Γι' αυτό τον ήθελα· επειδή θα ήταν πάντα ξένος στη ζωή μου. Το χειρότερο είναι πως εγώ είμαι αυτή που παριστάνει ότι δεν είναι έτσι. Έλεγα πράγματα που τώ­ ρα αντιλαμβάνομαι πως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. «Είμαστε συγγενικά πνεύματα», του είχα πει καθώς κρατιόμαστε από το χέρι κοντά στο πο­ τάμι, σε ελάχιστη απόσταση από το όλο δυσφορία βλέμμα των γονιών μου. Με είχε κοιτάξει με τα αθώα μάτια του, πιστεύοντας την κάθε μου λέξη. Στη συνέ­ χεια άνοιξε ανάμεσά μας ένα αγεφύρωτο χάσμα. Ακό­ μη και η μητέρα, παρά τον περίεργο χαρακτήρα της, εί­ ναι ταυτισμένη με τον πατέρα. Καταλαβαίνουν σχεδόν απόλυτα τι ζητάει ο ένας από τον άλλον. Ο καθένας προσφέρει στο σύντροφό του εκείνο που χρειάζεται. Αυτό είναι ο γάμος. Κατά το μεσημέρι ο Χόνεϊ άραξε το αυτοκίνητο στη σκιά ενός πελώριου δέντρου -μιας μαγκοστάνης- που τα πυκνά κλαδιά του απλώνονταν πάνω από το δρόμο. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και φάγαμε ακουμπισμένοι σ' αυτό ό,τι είχαμε πάρει μαζί μας από το ξενοδοχείο

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

239

για μεσημεριανό: βρασμένα αυγά, κονσέρβες με χοιρινό, φρυγανισμένο ψωμί, ρύζι. Ο Πίτερ έμπηξε μια κραυγή σαν να είχε ξαφνιαστεί από κάτι, κι άρχισε να ψάχνει νευρικά μες στο χακί σακίδιό του. «Μόλις τώρα θυμήθηκα κάτι», είπε κι ανέσυρε μια φωτογραφική μηχανή. Ήταν λεπτή και μαύρη, και φαι­ νόταν ολοκαίνουργια. Τρέχοντας με τον γνωστό ασταθή τρόπο του, απομακρύνθηκε αρκετά κι έπειτα στάθηκε και γύρισε προς εμάς. Εξέτασε το πάνω μέρος της μη­ χανής ψάχνοντας να βρει ποιο ακριβώς κουμπί έπρεπε να πατήσει, ενώ εμείς συνεχίζαμε να τσιμπολογάμε το φαγητό μας ανόρεχτα. «Ο βλάκας... Δεν ξέρει να χειριστεί τη μηχανή», είπε ο Χόνεϊ. Ο Τζόνι έσπευσε να προσφέρει τη βοήθειά του στον Πίτερ, ο οποίος εκείνη τη στιγμή σήκωσε τη μηχανή στο ύψος του προσώπου του και φώναξε: «Όλοι φαίνεστε υπέροχα». Προσπάθησα να χαμογελάσω αλλά ο εκτυφλωτικός ήλιος με στράβωνε. Ο Πίτερ, ακτινοβολώντας ολόκλη­ ρος, άρχισε να προχωρεί προς το αυτοκίνητο. Ξαφνικά σταμάτησε κι έβαλε το χέρι του αντήλιο. «Τι!» φώναξε. «Υπάρχει κάτι στο δρόμο. Ή μάλλον κάποιος· νομίζω πως είναι γυναίκα και μου φαίνεται πως πουλάει φρού­ τα. Ελάτε να δείτε». Βγήκαμε στη μέση του λασπωμένου δρόμου. Πράγ­ ματι, είδαμε σε κάποια απόσταση μια ηλικιωμένη Μαλαίσια με δύο καλάθια φρούτα, ένα από κάθε πλευ­ ρά της. Στεκόταν εντελώς ακίνητη, λες και βρισκόταν εκεί πάρα πολλή ώρα. «Τι παράξενο», είπε ο Χόνεϊ. «Πώς δεν την πήραμε είδηση όταν περνούσαμε από δω;» Πράγματι, κανείς μας δεν την είχε προσέξει.

Digitized by @PriOri™

240

ΤΑΣ Ο

«Από που λες να εμφανίστηκε;» ρώτησε ο Πίτερ. «Και τι κάνει εκεί; Τούτον εδώ το δρόμο δύσκολα θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς πολυσύχναστο». Είχε δίκιο. Από την ώρα της αναχώρησης μας από το ξενοδοχείο «Φορμόζα» δεν είχαμε συναντήσει ούτε ένα αυτοκίνητο. «Μπορεί να βγήκε από τη ζούγκλα», είπε ο Τζόνι δεί­ χνοντας αόριστα προς την πυκνή, δασωμένη έκταση που απλωνόταν γύρω απ' τη γυναίκα. «Υπάρχουν πολ­ λά κρυμμένα χωριά ακόμη κι εκεί που δεν το περιμένεις». «Δεν το πιστεύω», μίλησε ο Χόνεϊ. «Δείτε τους θά­ μνους. Είναι τόσο πυκνοί,που δε γίνεται να περάσει κανείς ανάμεσά τους, μεταφέροντας μάλιστα καλάθια με φρούτα». «Πάμε να της μιλήσουμε», πρότεινε ο Πίτερ. Έμοια­ ζε με παιδάκι που εκλιπαρεί να το πάνε βόλτα στην ακροθαλασσιά. Η γυναίκα βρισκόταν αρκετά μακριά, κι όταν την πλησιάσαμε είδαμε πως τα καλάθια της ήταν γεμάτα με κάθε λογής φρούτα: αρτόκαρπους, ραμπουτάν, γουάβα, μαγκουστάν. Αγοράσαμε όσο πιο πολλά μπορούσα­ με κι αρχίσαμε να τα καταβροχθίζουμε. Δεν είχαμε καταλάβει πόσο πολύ διψούσαμε. «Είναι τυφλή;» με ρώτησε ψιθυριστά ο Πίτερ. Δεν είχα προσέξει τα μάτια της. Ήταν άχρωμα, θολά από τον καταρράκτη. Τη ρώτησα στα μαλαισιακά από πού ερχόταν κι αν είχε περπατήσει πολύ. Μου απάντησε σε μια διάλεκτο τόσο παράξενη, τό­ σο αγροτική, θα έλεγα, που δεν κατάλαβα λέξη. Έριξα μια ματιά στον Τζόνι, που όμως σήκωσε κι αυτός τους ώμους του. «Τι είπε;» ψιθύρισε ο Πίτερ με όλο και μεγαλύτερη έξαψη.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

241

Παράφρασα την ερώτησή μου ελπίζοντας πως θα έπαιρνα μια πιο διαφωτιστική απάντηση. Ξανακού­ στηκε το ίδιο μουρμουρητό. Η διάλεκτος που μιλούσε η γυναίκα δεν ακουγόταν καν σαν τη μαλαισιακή. Αντάλ­ λαξα μια ερωτηματική ματιά με τον Τζόνι. «Ούτε κι εγώ καταλαβαίνω», μου αποκρίθηκε. «Νομίζω πως τελικά ο Τζόνι είχε δίκιο», παρατήρησε ο Κουνιτσίκα. «Η γυναίκα αυτή έρχεται από έναν οικι­ σμό που απέχει λίγα μίλια από δω. Λέει πως τη βοήθη­ σε να κουβαλήσει τα καλάθια η κόρη της, που θα ξα­ νάρθει αργότερα για να τη βοηθήσει να επιστρέψει στο σπίτι της». «Πες της πως θα περιμένει πολύ μέχρι να περάσει ο επόμενος πελάτης της», ειρωνεύτηκε ο Χόνεϊ. Κοίταξα τον Κουνιτσίκα καθώς μιλούσε. Στα λεπτά του χείλη χαράχτηκε ένα χαμόγελο και η φωνή του ή­ χησε σαν να ανήκε σε άλλον άνθρωπο. Η γυναίκα ψιθύρισε κάτι. «Τι είπε;» ρώτησε ο Πίτερ καθώς γυρίζαμε στο αυτο­ κίνητο. «Δεν είμαι σίγουρος», απάντησε χαμογελώντας ο Κουνιτσίκα. «Κάτι που δε μεταφράζεται...» Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο τα βλέμματά μας συνα­ ντήθηκαν. «Σας το είπα πως είμαι άνθρωπος για όλες τις δουλειές», είπε χαμογελαστά. Ξεκινήσαμε με ανανεωμένο κέφι. Ο Κουνιτσίκα γύρι­ σε στον Χόνεϊ και του είπε: «Έχω τη γνώμη πως δεν πρόκειται να μείνουμε για πολύ σ' αυτόν το δρόμο». Με πήρε ένας ελαφρύς ύπνος με το κεφάλι μου ακου­ μπισμένο στον ώμο του Τζόνι. Παρότι κοιμόμουν, ένιω­ θα τα τραντάγματα του αυτοκινήτου. Δεν είδα όνειρα. Αντίθετα, στ' αυτιά μου βούιζαν οι φωνές των ανθρώ­ πων που με περιέβαλλαν. Εντούτοις, κατά περίεργο

Digitized by @PriOri™

242

ΤΑΣ Ο

τρόπο συνέχισα να κοιμάμαι και δεν ξύπνησα παρά μό­ νον όταν φτάσαμε στο πανδοχείο.

13 Οκτωβρίου 1941 υτό το πανδοχείο είναι πολύ άνετο και δε μου κάνει καρδιά να φύγω. Δυστυχώς πρέπει να το εγκαταλεί­ ψουμε αν θέλουμε να προλάβουμε το απογευματινό καραβάκι. Είχα δει φευγαλέα αυτά τα πανδοχεία και πάντα ήθελα να μείνω σ' ένα από αυτά, σαν ταξιδιώτης του εξωτερικού που κάνει στάση σ' αυτά τα απλά καταλύματα τα οποία ξεφυτρώνουν κατά διαστήματα στο δρόμο προς τον απώτατο Βορρά. Μόλις φτάσαμε αργά χθες το μεσημέρι, πήγα κατευθείαν στο δωμάτιό μου για ν' απολαύσω τη θέα. Το κτίσμα βρίσκεται σ' ένα λόφο, κουρνιασμένο ανάμεσα σε προαιώνια δέντρα με πυκνή σκιά. Πέρα από το πυκνό δάσος που απλώνεται έξω απ' το παράθυρό μου, το έδαφος κατηφορίζει και φτάνει κυματιστό ως την ακτή. Το χαϊνανέζικο ζευγάρι που φροντίζει το πανδοχείο λέει πως όταν δεν έχει ομί­ χλη, μπορεί να δει κανείς εύκολα τη θάλασσα· κάποιες φορές, μάλιστα, φαίνεται τόσο κοντά, που οι ξένοι δοκι­ μάζουν να πάνε εκεί με τα πόδια. Μα ο ουρανός είναι τόσο συννεφιασμένος σήμερα, που ο ωκεανός ούτε καν διακρίνεται. Όλα δείχνουν πως έρχεται βροχή - ίσως και καταιγίδα. Θα περιγράψω το δωμάτιο και θ' αναφερθώ στους λόγους για τους οποίους με γοητεύει τόσο πολύ. Είναι ευάερο, με στρωτό τσιμεντένιο δάπεδο, βαμμένο στο χρώμα του πηλού. Έχει ελάχιστα έπιπλα - κρεβάτι, τουαλέτα, τραπεζάκι. Τα παράθυρα είναι τόσο μεγάλα, που έχει κανείς θέα απ' όποιο σημείο κι αν κοιτάξει. Σή-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

243

μερα το πρωί, όταν ο Τζόνι κατέβηκε για το πρόγευμα, τράβηξα την κουνουπιέρα κι έμεινα στο κρεβάτι κοιτώ­ ντας έξω. Ο αέρας ήταν δροσερός και το φως απαλό. Τότε ακριβώς άστραψε η σκέψη στο μυαλό μου: είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύω μόνη μου, δηλαδή χωρίς τους γονείς μου που πάντα συνόδευαν τη «νεαρή δε­ σποινίδα» ακόμη και στις πιο κοντινές εκδρομές. Δεν έχω αντιληφθεί μέχρι σήμερα γιατί μου επέτρεψαν να συμμετάσχω στο ταξίδι υπό αυτές τις συνθήκες - με τη συνοδεία τριών ξένων αντρών. Ίσως πιστεύουν -και δικαιολογημένα- πως ο γάμος κάνει μια γυναίκα ανεπι­ θύμητη, τόσο που παύει πια να κινδυνεύει από τις κα­ ταχθόνιες ορέξεις των αρσενικών. «Φαίνεστε σε εξαιρετικά καλή διάθεση σήμερα», μου είπε ο Κουνιτσίκα όταν συναντηθήκαμε στο κεφαλόσκαλο. «Αλήθεια;» είπα εντελώς μηχανικά. Μες στη φούρια μου να βρεθώ έξω είχα ντυθεί άτσαλα, με τα μανίκια της πουκαμίσας του σαμφού μου να φουσκώνουν μαζε­ μένα στους ώμους. Τα τράβηξα νευριασμένη εντελώς άγαρμπα. «Θα θέλατε να κάνουμε έναν περίπατο;» ρώτησε. Οι υπόλοιποι δε φαίνονταν πουθενά και η τραπεζα­ ρία ήταν εντελώς άδεια. Κατένευσα. Ήταν το πιο όμορφο πρωινό απ' όσα μπορούσα να ανακαλέσω στη μνήμη μου. Τα πάντα φάνταζαν γαλή­ νια, και το άγγιγμα του αέρα είχε την ανεπαίσθητη ψύχρα της αυγής. Το φως στάλαζε στα μάτια μου σαν σιρόπι. Δε μου είχε τύχει ποτέ κάτι τέτοιο. Ήθελα να κολυμπήσω μέσα σ' αυτό! «Υπάρχει μια ασυνήθιστη φωτεινότητα γύρω μας», παρατήρησε ο Κουνιτσίκα. «Το καθετί φωτίζεται υπέ­ ροχα». Ήταν σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου.

Digitized by @PriOri™

244

ΤΑΣ Ο

«Μπορεί να διακρίνει κανείς τα πάντα με απόλυτη διαύγεια», συμπλήρωσα. «Δεν υπάρχει σκοτάδι· τίποτε δεν είναι κρυμμένο σε σκιές». «Πολύ συναισθηματικό αυτό», είπε και σταμάτησε απότομα. «Πώς;» «Τίποτε». Χαμογέλασε, κοκκινίζοντας ελαφρά. Στάθηκα και γύρισα προς το μέρος του. Το διστακτι­ κό χαμόγελό του μ' έκανε κι εμένα να χαμογελάσω. «Τι επρόκειτο να πείτε;» «Α, όχι. Σας παρακαλώ! Μου είναι δύσκολο να το π ω . Μου είναι δύσκολο ακόμη και να το σκεφτώ». Προπορεύτηκε ελάχιστα και στάθηκε κάτω από τα κλαδιά μιας γιγάντιας συκιάς. Μέσα στο τέλεια κουρε­ μένο γρασίδι φάνταζε σαν διακοσμητικό άγαλμα. Τον πλησίασα. «Πρέπει να μου πείτε». Δίστασε και συνοφρυώθηκε. «Μόνο αν αρχίσετε να με αποκαλείτε με το μικρό μου όνομα». Γέλασα και ξερόβηξα με θεατρικό τρόπο για να καθαρίσω το λαιμό μου. «Σε παρακαλώ, Μαμόρου... Τι ήθελες να μου πεις;» Γύρισε αλλού, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στην κοιλάδα που απλωνόταν μπροστά μας. Δεν μπο­ ρούσα να δω το πρόσωπό του μα φαινόταν πως ήταν βυθισμένος σε σκέψεις. «Κάτι τέτοια πρωινά», μίλησε με ήρεμη φωνή, «νιώθει κανείς πως η ζωή είναι... πως η ζωή ξαναρχίζει. Νιώθεις πως όλα όσα έκανες μέχρι σήμερα δεν έχουν καμιά σημασία, τα λάθη σου μπορεί να διορθωθούν, όσα έχεις χάσει μπορείς να τα κερδίσεις πάλι. Το παρελθόν σου φαντάζει απαλλαγμένο από κάθε πράξη που το στιγμάτισε. Είναι σαν κάποιος να σε παρακινεί λέγοντάς σου: "Εμπρός για ένα καινούργιο ξεκίνημα"». Γύρισε και με κοίταξε κατάματα. Έπειτα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

245

σήκωσε τους ώμους, χαμήλωσε το βλέμμα και γέλασε αμήχανα. «Συγγνώμη. Πρόκειται για ανόητο συναισθη­ ματισμό. Το ξέρω. Σε παρακαλώ να μη λάβεις υπόψη σου όσα είπα. Εμείς οι επιστήμονες είμαστε επιρρεπείς σε τέτοιου είδους ρομαντισμούς!» «Δεν είναι ανόητος συναισθηματισμός», διαμαρτυρή­ θηκα. Για μια στιγμή ένιωσα την ανάγκη ν' αρχίσω να μιλώ ασταμάτητα· για ποιο πράγμα, όμως, δεν ξέρω. Με είχε κατακλύσει ένα ξαφνικό κύμα αισιοδοξίας και μου ήρθε ν' απλώσω το χέρι και να τον αγγίξω. Μα αυτή η στιγμή πέρασε κι εγώ παρέμεινα σιωπηλή. Τελικά κατάφερα να πω: «Αν μπορούσε να γίνει έτσι...» «Να γίνει τι;» «Να... Αν η ζωή μπορούσε να είναι τόσο όμορφη. Να ξεκινούσαμε δηλαδή από την αρχή. Αν πρωινά σαν τα σημερινά δεν ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση». Μου έπιασε το χέρι και το έσφιξε με δύναμη ανάμε­ σα στις παλάμες του. «Είναι κάτι που μπορεί να γίνει, Σνόου. Η ζωή είναι σαν παλίμψηστο. Πρέπει να το πιστέψεις αυτό». Συνεχίσαμε τον περίπατό μας μιλώντας για την κοι­ λάδα, για τα δέντρα, τους ποταμούς, τους κατοίκους. Του αναφέρθηκα στην παιδική μου ηλικία, όταν όλα τα έβλεπα από μακριά αφού οι γονείς μου δε μου επέτρε­ παν καν να πλησιάσω. Ήξερα τις ονομασίες όλων των δέντρων, ήξερα πώς ήταν αλλά αγνοούσα τη μυρωδιά του φλοιού τους, δεν είχα νιώσει το άγγιγμα των φύλ­ λων τους. «Τις νύχτες που έμενα άγρυπνη στο κρεβάτι μου μπορούσα να αναγνωρίσω την κραυγή κάποιων άγριων ζώων και είχα δει πολλές φορές αγριόχοιρους και διάφορα άλλα, όπως ελάφια, λαγούς, αντιλόπες και βουβάλια, αλλά μόνο νεκρά - εκείνα που οι κυνηγοί των διαφόρων φυλών έφερναν στο σπίτι και τα πουλούσαν

Digitized by @PriOri™

246

ΤΑΣ Ο

για το κρέας τους. Βέβαια, οι κάτοικοι της κοιλάδας μου ήταν γνωστοί· μου μιλούσαν με πολύ σεβασμό όταν έρχονταν στο σπίτι κι εγώ τους απαντούσα ανάλογα. Ωστόσο δεν είχα μάθει ποτέ τι έτρωγαν στο σπιτικό τους, τι έλεγαν στα παιδιά τους τις νύχτες ή πώς έκα­ ναν έρωτα με τις γυναίκες τους. Φαίνεται πως διέθετα όλη μου τη ζωή παρακολουθώντας απλώς τον κόσμο από το παράθυρό μου. Ύστερα, κάποια βροχερή ημέρα εμφανίστηκε ο Τζόνι». «Θα πρέπει να τον ερωτεύτηκες παράφορα». Δεν του αποκρίθηκα. «Έχει αλλάξει πολύ από τότε που τον παντρεύτηκες;» συνέχισε. «Λένε πως τίποτε δεν αλλά­ ζει τόσο πολύ έναν άντρα όσο ο γάμος». Γέλασα. «Το αντίθετο. Δεν έχει αλλάξει καθόλου». «Και...και είναι κακό αυτό;» Απέφυγα και πάλι να του απαντήσω. «Ο άντρας σου είναι πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος», μου είπε καθώς κατηφορίζαμε μια πλαγιά πηγαίνοντας προς ένα ασπροβαμμένο υπόστεγο. Γέλασα. «Ο Τζόνι; Από ποια άποψη;» «Από πολλές. Αν λάβει κανείς υπόψη του την κατα­ γωγή του, είναι επιτυχημένος». «Υποθέτω πως ναι. Το επάγγελμα του εμπόρου, ωσ­ τόσο, δεν είναι τόσο ασυνήθιστο για έναν Κινέζο». «Είναι άνθρωπος που ασκεί τεράστια επιρροή». «Ένα μαγαζί και λίγα χρήματα δε νομίζω πως αρκούν για να προσδώσουν κύρος σε κάποιον». «Έχεις την εντύπωση πως το μόνο που διαθέτει είναι χρήματα;» «Τι θέλεις να πεις;» Σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Φαίνεται κάπως... περίεργος, μυστηριώδης. Όχι σε σένα, φυσικά. Εσύ είσαι γυναίκα του!»

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

247

«Είναι σίγουρα αινιγματικός». «Για παράδειγμα, κανείς δε γνωρίζει το παραμικρό για την παιδική του ηλικία». Κάθισα στον ξύλινο πάγκο του υπόστεγου και τον κοίταξα καθώς στεκόταν με τη ράχη ακουμπισμένη ρά­ θυμα σ' έναν από τους στύλους. «Και η δική σου παιδική ηλικία, Μαμόρου;» «Συνηθισμένα πράγματα. Τίποτε το ιδιαίτερο». «Ψεύτη!» Ξεσπάσαμε κι οι δυο σε γέλια. «Κατάγεσαι πράγματι από οικογένεια ευγενών;» Έδειξε δυσαρεστημένος. «Κατά κάποιον τρόπο. Η οικογένειά μου είναι... επίτρεψέ μου να σου πω ότι κατάλαβα όλ' αυτά που μου εξομολογήθηκες πριν από λίγο. Μου ανέφερες πως μεγάλωσες σε χρυσό κλουβί. Κι αυτό με πόνεσε... ξέρω πώς νιώθει κανείς κάτω από τέτοιες συνθήκες». «Πες μου κι άλλα». Φάνηκε να κοιτάζει κάπου μακριά μισοκλείνοντας τα μάτια. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα. «Σ' εκείνη τη συστάδα των δέντρων υπάρχει κάτι», είπε καρφώνοντας το βλέμμα του σε μια πυκνή συστά­ δα θάμνων περίπου εκατό γιάρδες μακριά μας. «Δε βλέπω τίποτε». «Καλύτερα να επιστρέψουμε». Παρότι μίλησε σιγα­ νά, διέκρινα στη φωνή του αποφασιστικότητα. Ήξερα πως δεν υπήρχε λόγος να επιμείνω για το αντίθετο. «Τι είδες ανάμεσα στα δέντρα;» ρώτησα. «Τι να σου πω... Ίσως ήταν της φαντασίας μου». Ξαφνικά φάνηκε σαν να μην είχε όρεξη για συζήτηση. «Επιστρέφουμε τη σωστή ώρα, καθώς ο ήλιος γίνε­ ται όλο και πιο ζεστός. Το δέρμα μου δεν είναι μαθημένο σε τόση κάψα», είπα.

Digitized by @PriOri™

248

ΤΑΣ Ο

«Ναι. Καλά θα κάνουμε να γυρίσουμε αμέσως τώρα». Προχωρούσαμε σιωπηλοί κι εγώ ένιωθα πολύ άβολα εξαιτίας του καυτού ήλιου που έπεφτε πάνω στο πρό­ σωπο και στα χέρια μου. Όταν μπήκαμε στο πανδοχείο βρήκαμε να μας περι­ μένει ο Χόνεϊ. Είχε φέρει το αυτοκίνητο από κει όπου το είχε αφήσει κι ανυπομονούσε να φύγουμε. «Καλά θα κάνετε να βιαστείτε και να πάρετε κάτι πρόχειρο για πρωινό», είπε κοιτώντας το ρολόι του. «Δε νομίζω πως υπάρχει λόγος να βιαστούμε», απά­ ντησε ο Μαμόρου. Ο «οδηγός» φάνηκε αναποφάσιστος. «Συμφωνήσα­ με να φύγουμε στις δέκα και κοντεύει εννέα και μισή». «Ε, δεν ξεφύγαμε από το πρόγραμμα». Ο Χόνεϊ συνοφρυώθηκε. «Αφού επιμένεις...» Ωστόσο, σε ένδειξη σιωπηλής διαμαρτυρίας παρέμεινε μέσα στο αυτοκίνητο και βάλθηκε να ελέγχει διάφορα πράγματα -μου φάνηκε πως το 'κανε χωρίς να υπάρχει λόγος- όσο εμείς παίρναμε πρόγευμα και πακετάραμε τα πράγμα­ τά μας. Νομίζω πως εξακολουθεί να βρίσκεται ακόμη μες στο αυτοκίνητο. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί βιά­ ζεται τόσο πολύ να φύγουμε. Θα μου άρεσε να μείνω κι άλλο σ' αυτό το θαυμάσιο ευάερο δωμάτιο με το τραπε­ ζάκι που το χρησιμοποιώ για γραφείο. Δε θα κάνω βήμα μέχρι ν' ακούσω τον Μαμόρου να κατεβάζει τις απο­ σκευές του. Υποθέτω πως ο Τζόνι κι ο Πίτερ θα εξερευ­ νούν την περιοχή. Μόλις τώρα είδα τον Τζόνι να σκαρ­ φαλώνει επιδέξια στα κλαδιά ενός δέντρου, ενώ λίγο νω­ ρίτερα παρατήρησα πως τα παπούτσια του Πίτερ ήταν λασπωμένα. «Περιπλανήθηκα για λίγο στην κοιλάδα», δικαιολογήθηκε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

249

16 Οκτωβρίου 1941 άποιες δύσκολες ημέρες. Αφήσαμε το ξενοδοχείο με σχετικά καλή διάθεση. Όλοι είχαμε κοιμηθεί καλά κι αισθανόμαστε αρκετά αισιό­ δοξοι. «Νιώθω σαν να συμμετέχω σε σχολική εκδρομή», είπε ο Πίτερ λαμποκοπώντας, αλλά προτού περάσει πολλή ώρα ξέσπασε πάλι διαφωνία. Ο Χόνεϊ ήταν απ' την αρχή σιωπηλός και κάπως ευέ­ ξαπτος. Καθώς προχωρούσαμε μπήκαμε σ' ένα δρόμο μ' ένα σωρό συνεχόμενες λακκούβες και το αυτοκίνητο άρχισε να σκαμπανεβάζει τόσο ρυθμικά -πάνω-κάτω, πάνω-κάτω-, που θα μπορούσα να καταγράψω το ρυθμό του σε μια σελίδα του πενταγράμμου. Αυτό, βέ­ βαια, προκάλεσε ιλαρότητα σε όλους εμάς τους επιβά­ τες του πίσω καθίσματος. «Είναι σαν να πηγαίνουμε κα­ βάλα σε κουτσό γάιδαρο», είπε ο Πίτερ. «Σκατόδρομος», έβρισε όλο αγανάκτηση ο Χόνεϊ. «Ε! Για πρόσεξε πώς μιλάς», τον επέπληξε με υπερ­ βολική αυστηρότητα ο Πίτερ. «Σκατά! Αχρηστη χώρα», συνέχισε ο Χόνεϊ. «Τίποτε δεν αξίζει εδώ πέρα». «Δε θα έπρεπε να παραπονείσαι», είπε ο Πίτερ. «Στο κάτω κάτω εμείς τη φτιάξαμε έτσι». «Εμείς; Ποιοι εμείς;» φώναξε με επιθετικό ύφος. Πρέπει να σημειώσω πως ήταν η πρώτη φορά που μίλησε απευθείας στον Πίτερ· όμως δεν ήταν η κατάλ­ ληλη στιγμή για να επέμβω. «Εμείς. Οι Βρετανοί. Η Παξ Μπριτάνικα! Εσύ κι εγώ», απάντησε πρόσχαρα ο έτερος Αγγλος της παρέας και με σχεδόν τραγουδιστή φωνή. «Δε είμαι εγώ υπεύθυνος για την κατάσταση των δρόμων. Ούτε η βρετανική κυβέρνηση. Δε φταίω εγώ

Digitized by @PriOri™

250

ΤΑΣ Ο

για τον καιρό, τις πλημμύρες, την υγρασία, τη σαπίλα και τα κωλομανιτάρια που φυτρώνουν όπου τύχει. Δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για τους απατεώνες, τους ψεύτες, τους αναξιόπιστους ντόπιους που ενεδρεύουν σε κάθε γωνιά, ούτε για το ότι κάθε Άγγλος, κάθε πολιτισμένο άτομο σ' αυτή τη χώρα πρέπει να κοιμάται έχοντας ένα πιστόλι κάτω από το προσκέφαλό του ή ένα οπλοπο­ λυβόλο στο σαλόνι του. Δε φταίω εγώ που τα οικόσιτα σκυλιά τα τρώνε φίδια μεγάλα σαν τρένα ή που τα παι­ διά παθαίνουν μπέρι μπέρι. Δεν είναι δικό μου λάθος». «Και βέβαια όχι. Μα δε φταίει και κανείς άλλος. Πρόκειται απλώς για ένα φοβερό μπέρδεμα, γι' αυτό όλοι όσοι βρισκόμαστε εδώ προσπαθούμε να εξασφαλί­ σουμε καλύτερες συνθήκες για τον εαυτό μας». «Κοίτα, Γουόρμγουντ. Αρκετά μ' αυτές τις μπολσεβικικές βλακείες! Αν θέλεις να πάρεις ένα τουφέκι και να πας να πολεμήσεις μαζί με τους Κινέζους κομμουνιστές που κρύβονται στη ζούγκλα, τι περιμένεις; Τράβα να τους βρεις. Ήδη μας είναι δύσκολο να διεκπεραιώσουμε τις δουλειές μας, ας μην έχουμε λοιπόν ν' ακούμε και τις βλακείες σου». Ξαφνιάστηκα βλέποντας ότι ο Πίτερ δεν υποχωρού­ σε. «Θα προτιμούσα να πολεμήσω στο πλευρό των κομμουνιστών παρά μαζί μ' εσένα...» «Προδοτική αυθάδεια. Κάτι άνθρωποι σαν και του λόγου σου είναι που χωρίζουν τον κόσμο σε κομμάτια... Δυστυχώς». «Προδοσία; Πάντως όχι ενάντια σ' αυτή τη χώρα. Ποια είναι, αλήθεια, η δουλειά σου; Να αποφασίζεις πόσο τζιν χρειάζεται η λέσχη;» «Είμαι επικεφαλής μιας επιχείρησης που ελέγχει ένα σωρό μεταλλεία σε όλη τη χώρα», απάντησε ο Χόνεϊ, με τρόπο που έδειχνε ότι η συζήτηση είχε τελειώσει.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

251

Ο Πίτερ δεν του αποκρίθηκε αμέσως. Έπειτα από λίγο όμως είπε: «Πολύ βολικό αυτό για σένα, ε;» Ο Χόνεϊ ξεφύσησε. «Φταίει ο ήλιος. Να τι φταίει. Το έχω ξαναδεί. Καταφθάνουν εδώ κάποιοι κακομοίρηδες μασκαράδες κι ο ήλιος τους χτυπά κατακέφαλα. Τους τρελαίνει. Συναναστρέφονται τους ντόπιους και νομί­ ζουν πως είναι ένα μ' αυτούς». Σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν, λαμποκοπώ­ ντας μες στο πάντα εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Ο Τζόνι είπε: «Δείτε. Το ουράνιο τόξο». Ήταν πράγ­ ματι το ουράνιο τόξο πάνω από τους ορυζώνες, που σχημάτιζε αψίδα κόντρα στο μαύρο φόντο της βροχής. Για λίγο προχωρούσαμε μέσα σ' αυτό το περίεργο ψιλόβροχο, με το ουράνιο τόξο να αιωρείται σε μεγάλη από­ σταση. Τα κύματα ζέστης που ανέβαιναν από το δρό­ μο, η βροχή, το φως, όλα συνέτειναν στο να θαμπώ­ νουν τα μάτια μας. Ο Χόνεϊ μισόκλεισε τα μάτια και κοί­ ταξε επίμονα μέσα από το παρμπρίζ. «Είναι μια γυναίκα», είπε ο Τζόνι. «Πού;» Από τη μεριά όπου καθόμουν δεν μπορούσα να δω τίποτα. «Εκεί πέρα», έδειξε ο Μαμόρου. «Είναι η ίδια που συ­ ναντήσαμε και προηγουμένως». Την προσπεράσαμε αργά και σιωπηλά. Καθόταν α­ παθής στην άκρη του δρόμου περιτριγυρισμένη από τα καλάθια της· κι όπως διαβήκαμε μας κοίταξε με το ανέκφραστο βλέμμα της. «Δε νομίζω πως ήταν η ίδια», είπε έπειτα από λίγο ο Χόνεϊ. «Δηλαδή έτσι θέλω να πιστεύω». «Θα πρέπει να βρισκόμαστε μίλια μακριά από εκεί που την πρωτοείδαμε», παρατήρησε ο Πίτερ. «Ναι», συμφώνησε ο Τζόνι. Η γυναίκα μίκραινε όλο και περισσότερο καθώς μεγάλωνε η απόσταση.

Digitized by @PriOri™

252

ΤΑΣ Ο

Η βροχή δυνάμωσε κι άρχισε να παίζει ταμπούρλο στη στέγη του αυτοκινήτου, κι εγώ γλάρωσα. Θυμή­ θηκα το άγγιγμα του Μαμόρου στον κήπο του πανδο­ χείου και τον φαντάστηκα σε μικρή ηλικία - ένα αγόρι με μόνη συντροφιά τον εαυτό του. Για λίγο η ιδιαίτερη οσμή του Τζόνι -χώμα και ιδρώτας- μ' εμπόδισαν να βυθιστώ σε βαθύ ύπνο, πολύ σύντομα, ωστόσο, κατά­ φερα να κλειστώ στον δικό μου κόσμο... Δεν είμαι σίγουρη πόση ώρα είχε περάσει όταν ξύ­ πνησα με το σβέρκο πιασμένο και το κεφάλι μου γερμέ­ νο άτσαλα στο πλάι. Ολόγυρά μας τα σύννεφα της βρο­ χής είχαν πυκνώσει κι ήταν τόσο σκοτεινά, που με δυ­ σκολία μπορούσα να διακρίνω τις φυλλωσιές των δέ­ ντρων που υψώνονταν στις δυο πλευρές του δρόμου. Κανείς δε μιλούσε, και το αυτοκίνητο πήγαινε πολύ αργά. «Χριστέ μου...» έκανε σιγανά ο Χόνεϊ. Ο Πίτερ έγειρε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε μες στο αυτί: «Έχουμε χαθεί». Διέκρινα πως η βροχή είχε μετατρέψει το δρόμο μπροστά μας σ' ένα ρηχό ρυάκι λάσπης. «Ο δρόμος μας είχε γίνει εντελώς αδιάβατος», μου εξήγησε ο Πίτερ, «κι έτσι αναγκαστήκαμε να πάρουμε άλλη κατεύθυνση. Δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα πού βρισκόμαστε». Ο τρόπος που το είπε -ψιθυριστά και χωρίς να πάρει ανάσα- μ' έκανε να νιώσω ότι ζούσαμε μια περιπέτεια. Πάντως μπορώ να πω ότι και ο Χόνεϊ έδειχνε ανήσυχος. Στράφηκα προς τον Τζόνι και τον ρώτησα αν ήξερε πού βρισκόμαστε. Συνοφρυώθηκε και κούνησε αρνητι­ κά το κεφάλι. «Συνέχισε να προχωρείς», είπε ο Μαμόρου. «Πάμε μια χαρά». Η φωνή του ήχησε καθάρια και σταθερή.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

253

Αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν χρειαζόταν να περά­ σουμε τη νύχτα στο αυτοκίνητο. Ήταν δυνατόν να επέλεγα μια τέτοια στιγμή για να μιλήσω στον Τζόνι; Αν χανόμαστε στη ζούγκλα μπορεί και να μη χρειαζόταν καθόλου να θίξω εκείνο το θέμα, κι ο σύζυγος μου θα πέθαινε χωρίς ποτέ να μάθει ότι θα τον εγκατέλειπα. «Στάσου», είπε ξάφνου ο Τζόνι γέρνοντας προς το μέρος του Χόνεϊ. «Νομίζω πως εδώ μπροστά υπάρχει κι άλλος δρόμος». «Είσαι σίγουρος; Δεν μπορώ να διακρίνω το παραμι­ κρό. Θα θέλαμε ένα δρόμο πιο φαρδύ από αυτόν εδώ, όχι πιο στενό». «Δεν ξέρω τι θα θέλαμε. Νομίζω πάντως πως περνά κι άλλος δρόμος». «Τότε να συνεχίσουμε μέχρι να τον βρούμε». «Νάτος!» φώναξε ο Πίτερ. «Τον βλέπω. Είναι έπειτα από αυτές τις φοινικιές». Ο οδηγός πάτησε γκάζι κι εμείς αντικρίσαμε το δρό­ μο που ως τότε τον έκρυβαν τα δέντρα. Ήταν πιο φαρ­ δύς και πιο στέρεος από τον προηγούμενο, κι έτσι το ταξίδι μας έγινε πολύ πιο άνετο. Ταξιδεύαμε δίχως να μιλάμε - νομίζω πως αυτό οφειλόταν στην ανακούφι­ ση που νιώσαμε. Τη σιωπή έσπαγε μόνο η φωνή του Τζόνι, ο οποίος κατά διαστήματα έδινε οδηγίες μες στο σκοτάδι. Μετά την απομάκρυνσή μας από τη ζούγκλα είχαμε εγκαταλείψει σιωπηρά τις ελπίδες μας πως θα μπορούσαμε να προλάβουμε το καραβάκι για τις Επτά Παρθένες. Δεν ήξερα καν πού θα μας έβγαζαν οι υπο­ δείξεις του Τζόνι, ήλπιζα όμως πως τελικά θα βρισκό­ μαστε πάλι στο πανδοχείο απ' όπου είχαμε ξεκινήσει. Ξεφορτώσαμε τις αποσκευές μας, πάντα σιωπηλοί. Ήμαστε όλοι ευγνώμονες στην καλή μας τύχη που είχα­ με ξαναβρεθεί σ' εκείνο το οικείο περιβάλλον.

Digitized by @PriOri™

254

ΤΑΣ Ο

Αποδείχτηκε λοιπόν πως είχαμε χαθεί και πως η τυφλή γυναίκα με τα φρούτα ήταν η ίδια και τη δεύτερη φορά που τη συναντήσαμε. Εκείνο το βράδυ με κυρίεψε μια περίεργη αίσθηση βυθίστηκα σε βαθύ ύπνο και συνάμα βρισκόμουν σε απόλυτη διαύγεια. Δεν είδα όνειρα. Εντούτοις ήξερα σίγουρα -και το είδα- πως σύντομα θα έβγαινα από τη ζωή του Τζόνι. Το επόμενο πρωί κατέβηκα τελευταία από το δωμά­ τιο μου. Βρήκα τους άλλους να έχουν ήδη πακετάρει τα πράγματά τους και να είναι έτοιμοι για αναχώρηση. Πάνω στο καπό του αυτοκινήτου ήταν απλωμένος ένας χάρτης κι ο Μαμόρου έδειχνε κάτι. Έσερνε το δάχτυλό του πάνω στο χαρτί, που καμπυλωνόταν σχη­ ματίζοντας μιαν απαλή αψίδα, και κάπου κάπου στα­ ματούσε επισημαίνοντας κάποιο σημείο. Ο Χόνεϊ κι ο Τζόνι στέκονταν δίπλα του μουρμουρίζοντας και κου­ νούσαν το κεφάλι τους συμφωνώντας. Λίγο πιο πέρα, ο Πίτερ πετροβολούσε τον κορμό ενός δέντρου. «Δεν είναι στ' αλήθεια συναρπαστικό;» είπε ο Πίτερ παίρνοντας από χάμω μια πέτρα. «Φαίνεται σαν να ψάχνουμε για τον τάφο του Τουταγχαμόν». Δε χαμογε­ λούσε. Ήταν μονίμως συνοφρυωμένος κι έδειχνε να δυσανασχετεί. Μου φάνηκε πως σήμερα επικρατούσε διαφορετική διάθεση. Ο Χόνεϊ φερόταν ευγενικά στον Πίτερ που όμως ήταν λιγομίλητος, σε σχέση με το χαρακτήρα και την εν γένει συμπεριφορά του. Τον κοίταξα προσπαθώ­ ντας να διακρίνω κάποια σημάδια αρχόμενης αδιαθε­ σίας αλλά τα μάτια και το δέρμα του ήταν πεντακάθα­ ρα. Αν εξαιρέσει κανείς το περίεργα απλανές βλέμμα του, έδειχνε πολύ καλά στην υγεία του. «Φαίνεσαι ανήσυχος», πήρα το θάρρος να πω.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

255

«Σίγουρα παραλογίζεσαι, αγαπητή μου», διαμαρτυ­ ρήθηκε μ' ένα πλατύ χαμόγελο. «Φαντάζομαι πως φταίει η ζέστη». Αμέσως ξαναβυθίστηκε στη σιωπή. Προχωρούσαμε γρήγορα. Παρότι οι δρόμοι δεν ήταν εντελώς στεγνοί, η οδήγηση γινόταν κάτω από πιο ομα­ λές συνθήκες. «Πρέπει να διατηρήσουμε την ταχύτητά μας προτού μας ξαναπιάσει η βροχή», είπε ο Μαμόρου. Αργησα να παρατηρήσω την αδιόρατη αλλαγή του αέρα. Τον ένιωθα στο πρόσωπό μου πιο δροσερό, και με μιαν ανεπαίσθητη γεύση αλμύρας. Ήξερα πως πλη­ σιάζαμε στη θάλασσα. Δεν ήμουν βέβαιη αν κάποιος από τους υπόλοιπους είχε αισθανθεί αυτή την αλλαγή. Κοίταξα τους άντρες έναν έναν. Ό λ α τα πρόσωπα ήταν πετρωμένα κι ανέκφραστα. Αυτό το χαμένο ύφος το είχα δει επανειλημμένα στο πρόσωπό τους. Τι μπο­ ρούσε όμως να σημαίνει; Δεν ξέρω τι λογής αισθήματα κρύβονται κάτω από τέτοια έκφραση κι ίσως δε θα το μάθω ποτέ. Είμαι εντελώς αποκλεισμένη· με κρατούν έξω από τον κόσμο τους. Συζητούσαμε ευγενικά, περνώντας από το ένα κοι­ νότοπο θέμα στο άλλο. Σπάνια μου έρχονται στο νου τέτοια θέματα, και δεν μπορώ να θυμηθώ πώς εκείνο το άσκοπο κουβεντολόι κατέληξε σύντομα σ' έναν ακόμη καβγά. Πρωταγωνιστούσε και πάλι ο Χόνεϊ αλλά -πράγμα που με άφησε κατάπληκτη- αντίπαλός του αυτή τη φορά ήταν ο Τζόνι. «Είναι σκέτη άγνοια το να πιστεύει κανείς πως με τον κομμουνισμό θα τερματιστούν τα βάσανα της Κίνας», είπε ο Χόνεϊ. «Οι κομμουνιστές δεν είναι λιγότερο κτη­ νώδεις από τους προκατόχους τους». Η ταχύτητα με την οποία απάντησε ο Τζόνι ήταν εκπληκτική, προκαλώντας αίσθηση. «Ο μέσος Κινέζος δε θα συμφωνούσε μαζί σου».

Digitized by @PriOri™

256

ΤΑΣ Ο

«Δε θα συμφωνούσε;» Ο Χόνεϊ φάνηκε ξαφνιασμέ­ νος. «Νομίζεις δηλαδή πως θα παραδινόταν σε μια συμ­ μορία κακοποιών που προσπαθούν να διαλύσουν έναν πανάρχαιο πολιτισμό;» «Δεν είναι οι κομμουνιστές αυτοί που ποδοπάτησαν και προσπάθησαν να διαλύσουν την Κίνα». Η δήλωση αυτή προκάλεσε αμηχανία. Μέσα στο αυτοκίνητο απλώθηκε σιωπή. Ο Χόνεϊ δεν αποκρίθηκε. Αμέσως ο νους μου πήγε στον Ιάπωνα. Τα λόγια του Τζόνι ήταν καταδικαστικά για όλους μας, μα πιο πολύ για τον Κουνιτσίκα. Όλοι είχαμε ακούσει ιστορίες γύρω από τη δράση των Ιαπώνων εκείνο τον καιρό στην Κίνα. Ήθελα να πάρω το λόγο, να πω ότι δεν ήταν σωστό να περιλά­ βουμε σ' αυτούς και τον Μαμόρου, αλλά δεν το 'κανα. Μην ξεχάσεις ποτέ πως τον Τζόνι εσύ τον επέλεξες. Είναι ο άντρας σου. Αυτή η προειδοποίηση της μητέρας ήχησε στ' αυτιά μου. Εξάλλου δεν μπορούσα να υπερα­ σπιστώ τον Μαμόρου από τη στιγμή που κανείς δεν τον είχε κατηγορήσει. Περίμενα ν' ακούσω την απάντησή του κι ευχήθηκα να μην ξεσπάσει νέος καβγάς. «Ο Τζόνι έχει απόλυτο δίκιο», μίλησε ο Κουνιτσίκα. «Τον τελευταίο αιώνα πολλές ξένες δυνάμεις προσπά­ θησαν να επιβάλουν την ισχύ τους στην Κίνα. Είναι λυ­ πηρό να βλέπει κανείς τέτοια πράγματα. Ωστόσο το μο­ νοπάτι της ιστορίας ανά τους αιώνες είναι τραχύ, άγριο. Στα ιστορικά κείμενα αναφέρονται τραγωδίες απείρως μεγαλύτερες από αυτές που έχουν συγγράψει οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ή οι δραματουργοί της ελισαβε­ τιανής εποχής. Ως πανεπιστημιακός, σας επισημαίνω πως τα ιστορικά βιβλία δεν ενδείκνυνται για ψυχαγωγι­ κή ανάγνωση». Ο Τζόνι έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Ο κινεζικός λαός πιστεύει πως ο κομμουνισμός είναι το μόνο σύστημα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

257

που μπορεί να τον απαλλάξει από την καταπίεση», κα­ τέληξε. «Κι έχει απόλυτο δίκιο». «Τζόνι...» του ψιθύρισα. «Πάντως εύχομαι να μην προσπαθήσουν να τον εξα­ γάγουν εν είδει εμπορεύματος σε ευτυχισμένες χώρες όπως η Μαλαισία!» ειρωνεύτηκε ο Χόνεϊ. Είδα τον Τζόνι να ετοιμάζεται για αντεπίθεση. Μου ήταν γνωστή η έκφραση που είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό του. Έδειχνε πέρα για πέρα αποφασισμένος και τίποτε δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο που δεν είχα προσέξει ως τότε. Οι ώμοι του είχαν ισιώσει κάνοντάς τον να δείχνει πιο ρωμαλέος ενώ ο λαιμός του φαινόταν σαν να είχε κοντύνει. Αναρωτήθηκα γιατί ο Πίτερ παρέμενε σιωπη­ λός - η επιφυλακτικότητά του μου προκάλεσε απογοή­ τευση και μες στην απελπισία μου τον σκούντησα με τον δεξιό μου ώμο. Ήλπιζα πως θα έβλεπε πόσο μά­ ταιος κι ανώφελος ήταν ένας καβγάς, κι άλλωστε κανείς εκτός από αυτόν δεν μπορούσε να πείσει τον Τζόνι να σωπάσει. Μήπως όμως προσπαθούσε να τον ενθαρρύ­ νει; Ευτυχώς, πήρε το λόγο ο Πίτερ. «Όλ' αυτά είναι τόσο βαρετά», είπε τεντώνοντας βαριεστημένα τα χέρια του. «Πάψτε, να χαρείτε. Τζόνι, έχεις αρχίσει να φέρεσαι σαν τον γέρο σπιτονοικοκύρη μου. Ασε που το καημένο το κεφάλι μου δεν μπορεί να το αντέξει τέτοιο βάρος». Κοίταξε το σύζυγό μου και χαμογέλασε σηκώνοντας το βλέμμα προς τον ουρανό. Ο Τζόνι μαζεύτηκε πάλι στη θέση του και ξαφνικά η στάση του άλλαξε. Το πρόσωπο, ο λαιμός και οι ώμοι του χαλάρωσαν, και για μιαν ακόμη φορά έμοιαζε με σκανταλιάρικο παιδί. Εντούτοις εξακολούθησε να είναι μουτρωμένος και απόμακρος. Ένιωσα την ανάγκη να τον παρηγορήσω κι ακούμπησα το χέρι μου στο γόνατό

Digitized by @PriOri™

258

ΤΑΣ Ο

του. Σχεδόν αμέσως αποτραβήχτηκε, με αποτέλεσμα το χέρι μου να μείνει μετέωρο. Στην αρχή σκέφτηκα πως μετακινήθηκε επειδή το αυτοκίνητο είχε σκαμπανεβάσει. Εκείνος όμως δεν έκανε καμιά προσπάθεια να με ξαναπλησιάσει. Αντίθετα άλλαξε στάση, έτσι ώστε να ακουμπά στην πόρτα του αυτοκινήτου. Το μόνο που έβλεπα πια ήταν το πίσω μέρος του δεξιού του ώμου. Η ύπαιθρος έλιωνε και σπιθοβολούσε κάτω από τον ήλιο. Κλεισμένοι στο μηχανοκίνητο μαύρο φέρετρό μας τραβούσαμε το δρόμο μας προς την ακτή. Δεν ακουγό­ ταν παρά μονάχα ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου. Ευχόμουν ν' άνοιγε κάποιος κουβέντα. Ο Μαμόρου και ο Χόνεϊ παρέμεναν εντελώς ακίνητοι στο μπροστινό κάθι­ σμα, μοιάζοντας με μηχανοκίνητα όντα. Κάπου κάπου ο Ιάπωνας ίσιωνε τον απλωμένο στα γόνατά του χάρτη, του έριχνε μια ματιά για να ελέγξει αν πηγαίναμε σωστά κι έπειτα κάρφωνε πάλι το βλέμμα του στο δρόμο που ξετυλιγόταν μπροστά του. Κάποια στιγμή το φως έπαι­ ξε στα μάτια μου ένα περίεργο παιχνίδι. Είδα στο παρ­ μπρίζ το πρόσωπο του Μαμόρου να μου χαμογελά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω με ποιον τρόπο η εικόνα του είχε καταλήξει ν' αντικατοπτρίζεται τόσο παράξενα και κοί­ ταξα πέρα. Ήθελα να μου μιλήσει, μα εκείνος δεν άνοι­ ξε το στόμα του. Κανείς δε μιλούσε, ενώ ο Τζόνι παρέ­ μενε σκυθρωπός, οχυρωμένος πίσω από το θυμό του, κουλουριασμένος έτσι ώστε να μην ακουμπά πάνω μου. «Κοίτα», είπα ψιθυριστά στον Πίτερ. «Να το». «Ποιο πράγμα;» ρώτησε εκείνος βγαίνοντας από το λήθαργό του. Μίλησε σιγανά, λες και τον είχα καλέσει να πάρει μέρος σε κάποια συνωμοτική ενέργεια. «Το Κάστρο του Κέλι». Ανάμεσα στο βαθύ πράσινο της ζούγκλας μόλις που διακρίνονταν μερικά τμήματα της κόκκινης λιθοδομής του.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

259

«Θεούλη μου!» έκανε γέρνοντας προς τη μεριά μου για να δει καλύτερα. «Είναι πράγματι αυτό; Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δεν υπήρχε». «Και βέβαια υπάρχει. Είναι όπως το φανταζόσουν;» «Το περίμενα πιο μεγαλόπρεπο. Δύσκολο να το δει κανείς καθαρά από δω. Αληθεύει πως στη διάρκεια της ανέγερσής του πέθαναν εκατοντάδες κούληδες;» Έδειχνε γοητευμένος από μια τέτοια πιθανότητα. «Έτσι λένε. Είχε πέσει επιδημία ελονοσίας. Ο Σκο­ τσέζος που το έχτισε έχασε τη γυναίκα του και το παιδί του και στη συνέχεια τρελάθηκε». «Υπέροχα. Φαντάσου ότι είσαι ένας από εκείνους τους τρελούς που έφτασαν εδώ, στους τροπικούς, πριν από πενήντα χρόνια με μόνο εφόδιο την αχαλίνωτη φαντασία τους κι έχοντας αντίκρυ τους όλη τη ζού­ γκλα. Μπορείς να το φανταστείς; Έχτισαν το πιο πα­ ράξενο μνημείο και κανείς δε διερωτήθηκε για την καλαι­ σθησία τους, λες και όλοι είχαν χάσει κάθε ίχνος αισθη­ τικής. Κοίταξέ το. Δεν είναι αποκρουστικά όμορφο; Παραδέχομαι, βέβαια, πως για καταραμένο κάστρο δε φαντάζει τόσο τρομερό.Τουλάχιστον όμως βρίσκεται εκεί. Υπάρχει». Γέλασα. «Πίστευες πως ήταν μύθος, ε;» «Ναι. Μάλλον κάτι σαν κι εκείνες τις όμορφες γυναί­ κες για τις οποίες λένε πως στοιχειώνουν αυτούς εδώ τους δρόμους καταδιώκοντας μοναχικούς άρρενες ταξι­ διώτες». Καθώς κοίταζε το κάστρο, το ρόδινο πρόσωπό του ακτινοβολούσε όλο ζωντάνια και με μια έκφραση παιδικότητας. Μιλούσε γρήγορα, δυνατά και σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα. «Εννοείς τις Ποντιάνακ, που έχουν πάρει τ' όνομά τους από την ομώνυμη πόλη», τον ενημέρωσα. «Πώς είσαι βέβαιος πως πρόκειται για μύθο;»

Digitized by @PriOri™

260

ΤΑΣ Ο

Έκλεισε το στόμα του με το χέρι για να κρύψει ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. «Τι άλλο μπορείνα είναι;» «Τα φαντάσματα των νεαρών γυναικών που αυτο­ κτόνησαν επειδή γέννησαν νόθα παιδιά. Εκδικούνται τους άντρες, διότι είναι οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για όλη αυτή τη δυστυχία». «Δε φταίνε μόνο οι άντρες αλλά και οι γυναίκες. Ολό­ κληρη η κοινωνία». «Ναι, αλλά κυρίως οι άντρες». Με κοίταξε με σκανταλιάρικο, αστραφτερό βλέμμα. «Λες να προκαλέσω μεγάλη αντίδραση αν ζητήσω να κάνουμε μία παράκαμψη; θέλω να το δω από κοντά». Πριν καν του αποκριθώ ρώτησε τον Χόνεϊ και τον Μαμόρου αν γινόταν να κατευθυνθούμε προς το Κά­ στρο Κέλι. «Μη λες ανοησίες», τον επέπληξε ο Χόνεϊ. «Δε γίνεται να χάσουμε πάλι το πλοίο». «Μα υποτίθεται πως κάνουμε ταξιδάκι αναψυχής», επέμεινε ο Πίτερ. «Συγγνώμη», πήρε το λόγο ο Μαμόρου. «Θα μ' ενδιέ­ φερε κι εμένα να δω το Κάστρο Κέλι αλλά είναι ανάγκη να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται στο Ταντζούνγκ Άτσεχ. Υπάρχει ένα μόνο πλοίο την ημέρα για τα νησιά, και κάνει το δρομολόγιό του ορισμένη ώρα». «Δε γίνεται να πληρώσουμε κάποιον για να μας πάει εκεί; Δε θα θέλατε κι εσείς να ταξιδέψουμε με τον όχλο». «Αυτό ακριβώς έχουμε κάνει», είπε ο Χόνεϊ. «Δηλαδή κλείσατε ένα πλοίο ειδικά για μας;» ρώτησα. Ο Χόνεϊ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Νόμιζα πως θα παίρναμε το πλοίο της γραμμής. Δεν πηγαίνουν άλλοι στις Επτά Παρθένες;» ρώτησε ο Πίτερ. «Είχα την εντύπωση πως ήταν κάτι σαν το Ίστμπουρν το καλοκαίρι».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

261

«Οι Επτά Παρθένες δεν είναι πολύ γνωστό μέρος», είπε ο Μαμόρου. «Εντούτοις η ομορφιά του είναι μυθι­ κή». Στράφηκε προς τη μεριά μας κι έμεινα με την εντύ­ πωση πως κοίταξε αποκλειστικά εμένα. «Υπέροχα. Ένας ακόμη μύθος», είπε ο Πίτερ. «Δεν έχουμε δηλαδή ιδέα για το τι μας επιφυλάσσει η τύχη μας εκεί». Βυθίστηκε στο κάθισμά του. «Αξιζε τον κόπο που ρωτήσαμε», του ψιθύρισα. Δε φάνηκε ενοχλημένος από την απόρριψη του αιτή­ ματός του. «Αξίζει πάντα να ρωτάς», είπε γελαστά. Γυρίσαμε να κοιτάξουμε το κάστρο αλλά είχε χαθεί από τα μάτια μας. «Πού είναι;» ρώτησε ο Πίτερ. «Θα μπορούσα να πάρω όρκο πως βρισκόταν εκεί ακριβώς, κάτω από αυτόν το λόφο». «Όχι, δεν ήταν εκεί αλλά πιο κάτω», του αποκρίθη­ κα. Δεν ήμουν πια σε θέση να πω πού ήταν το καθετί. Το κάστρο είχε εξαφανιστεί από τα μάτια μας κι εμείς συνεχίσαμε το δρόμο μας. Τη ζούγκλα τη διαδέχτηκαν κοκκινωπά ξερά λιβάδια με κοκκοφοίνικες. Το δρόμο τον διέσχιζαν λασπερά ρυά­ κια και διαβαίναμε πάνω από ξύλινα γεφύρια που έτρε­ μαν κάτω από το βάρος του αυτοκινήτου. Φτάσαμε στο Ταντζούνγκ Άτσεχ αργά το απόγευμα. Η πόλη -ή μάλλον το χωριό- ήταν ένα συνονθύλευμα από ξύλινες καλύβες και ψαράδικες παράγκες, κι απλωνόταν σε έκταση μερικών εκατοντάδων γιαρδών κατά μήκος της παραλίας. Μετριάσαμε την ταχύτητά μας και η μηχανή του αυτοκινήτου βόγκηξε, μ' ένα δυσάρεστο ήχο. Οι παράγκες που υψώνονταν στις δυο πλευρές του δρό­ μου φαίνονταν έρημες, με τα παράθυρα και τις πόρτες ερμητικά κλειστά, δίνοντας την εντύπωση πόλης που έχει εγκαταλειφθεί εδώ και καιρό. Στην πρόσοψη ενός σπιτιού υπήρχε μια ζωγραφισμένη πινακίδα. Παρά τις

Digitized by @PriOri™

262

ΤΑΣ Ο

ξεθωριασμένες, ξασπρισμένες από τον ήλιο και το αλάτι λέξεις, μπορούσε να διακρίνει κανείς το περίγραμ­ μα ενός μπουκαλιού και τα υπολείμματα μιας επιγρα­ φής που έγραφε Φρέιζερ και Νιβ. Συμπέρανα πως θα έπρεπε να ήταν κάποτε το καφενείο όπου μαζεύονταν οι ντόπιοι για να πιουν το απομεσήμερο αναψυκτικά και το βράδυ καφέ. Τέντωσα τ' αυτιά μου μη τυχόν κι ακούσω γέλια παιδιών, γαβγίσματα σκύλων ή κακαρί­ σματα πουλερικών δεν άκουσα τίποτε απολύτως. «Λέτε να κοιμούνται όλοι;» με ρώτησε ο Πίτερ κοιτώ­ ντας το ρολόι του. «Λίγο αργά για μεσημεριανό ύπνο, δε νομίζετε;» «Πρόκειται για ψαροχώρι», είπε ο Χόνεϊ. «Μπορεί οι κάτοικοίτου να είναι στη θάλασσα». «Ακόμη και οι γυναίκες;» ρώτησα. «Σε τέτοια μέρη, φτωχά κι αγροτικά, δουλεύουν και οι γυναίκες», απάντησε ο Τζόνι. «Υπάρχουν πολλές γυναίκες ψαράδες». «Ναι», συμφώνησε ο Μαμόρου. «Νομίζω όμως πως οι ψαρόβαρκες βγαίνουν νύχτα στη θάλασσα. Επιστρέ­ φουν συνήθως το πρωί, ξεφορτώνουν την ψαριά τους, και την υπόλοιπη ημέρα οι ψαράδες ξεκουράζονται. Την αυγή μπορεί να δει κανείς ψαρόβαρκες σπαρμένες στην παραλία. Σ' ένα μικρό κόλπο σαν κι αυτόν τα φώτα τους μοιάζουν με πυγολαμπίδες μέσα σε βάζο». «Απ' ό,τι βλέπω, έχεις γυρίσει αρκετά μέρη», είπε ο Πίτερ. «Και πρέπει να ομολογήσω πως είσαι πολύ πα­ ρατηρητικός». Ο Μαμόρου γέλασε. «Είμαι απλώς ένας περιηγητής με επιστημονική ματιά», είπε. «Ναι», συμφώνησε ο Πίτερ. «Επιστημονική ματιά». «Γι' αυτό μου κάνει εντύπωση που οι βάρκες δε βρί­ σκονται εδώ τέτοια ώρα», συνέχισε ο Μαμόρου. «Μπο-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

263

ρεί όμως σε κάθε μέρος οι ψαράδες να έχουν τις δικές τους συνήθειες - ανάλογα με την παλίρροια». «Δεν ξέρω γιατί, αλλά νομίζω πως έχεις έρθει κι άλλη φορά εδώ», είπε ο Πίτερ. «Όχι, πρώτη φορά έρχομαι». Ο δρόμος έκανε μια καμπή και κατέληγε μπροστά σε μια σπασμένη προβλήτα. Στην άκρη χοροπηδούσε ελα­ φρά στο κύμα ένα και μοναδικό πλεούμενο. Ήταν φαρ­ δύ, το μάκρος του έφτανε περίπου τα σαράντα πόδια και στο κατάστρωμα υπήρχε μια καμπίνα. Θα έπρεπε να ήταν κάποτε βαμμένο ζωηρό πράσινο, αλλά η μπο­ γιά του ήταν ήδη ξεφτισμένη κι όλο ραγίσματα. Κατά μήκος της μιας πλευράς του καταστρώματος απλωνό­ ταν ένα ξεραμένο δίχτυ. «Να το», είπε ο Χόνεϊ. «Τι; Αυτό εδώ το σαράβαλο;» διαμαρτυρήθηκε ο Πί­ τερ, κι η φωνή του ανέβηκε μια οκτάβα ψηλά! «Δε βλέπω να υπάρχει κανένα άλλο σκατοπλεούμενο εδώ γύρω», είπε ο Χόνεϊ. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο. «Πού είναι ο καπετάνιος μας;» ρώτησε ο Πίτερ. «Μη μου πεις πως θα περάσουμε μόνοι μας αυτά τα νερά της Στυγός, ε;» «Για το Θεό! Ησύχασε. Υποτίθεται πως ο ιδιοκτήτης του πλεούμενου θα βρισκόταν εδώ», απάντησε ο Χόνεϊ. «Συμφωνήσαμε να μας μεταφέρει στις Επτά Παρθένες. Προφανώς έχει αργήσει. Ελπίζω πως αργά ή γρήγορα θα φανεί». «Χωρίς αμφιβολία, τις συνεννοήσεις τις έκανες εσύ, έτσι;» είπε πικρόχολα ο Πίτερ. «Συγχαρητήρια για τον ωραίο τρόπο που τα κατάφερες. Αν νομίζεις πως θα εμπιστευτούμε τις ζωές μας στον μεθύστακα καπετάνιο αυτού του σαπιοκάραβου, είσαι γελασμένος».

Digitized by @PriOri™

264

ΤΑΣ Ο

«Πίτερ», ψιθύρισα ήρεμα και τον άγγιξα στον αγκώ­ να. Το μόνο που δε χρειαζόμαστε εκείνη την ώρα ήταν ένας καβγάς. Ευτυχώς το κατάλαβε. Κοιτάξαμε ένα γύρω. Καμιά κίνηση. «Προτείνω ν' αρχίσουμε να φορτώνουμε τα πράγμα­ τά μας», είπε ο Μαμόρου. «Έτσι θα είμαστε έτοιμοι να σαλπάρουμε μόλις εμφανιστεί ο καπετάνιος». Η εντύπωση που σχημάτιζε κανείς για την ευρυχω­ ρία του πλεούμενου ήταν παραπλανητική. Καθώς κα­ τέβαινα τα στενά σκαλιά που οδηγούσαν στο χώρο κάτω από το κατάστρωμα -στο κύτος- ένιωθα ανησυ­ χία για τη διάταξη της παρέας στη διάρκεια του ύπνου. Αν το ταξίδι ήταν μακρινό, θα υποχρεωνόμουν εξαιτίας της έλλειψης χώρου να κοιμάμαι -να ντύνομαι και να πλένομαι- μαζί με τρεις ακόμη άντρες εκτός από το σύζυγό μου. Δεν ήμουν σίγουρη πως θα μπορούσα να ανεχτώ κάτι τέτοιο. Οι φόβοι μου καταλάγιασαν όταν είδα πως ο χώρος εκείνος ήταν φαρδύς και με λογικό τρόπο χωρισμένος - μ' ένα μικρό διαχωριστικό που εξα­ σφάλιζε σχετική απομόνωση. Υπήρχαν τρία μικρά κρε­ βάτια τοποθετημένα σε σωστή διάταξη, έτσι ώστε να σχηματίζουν μεταξύ τους ορθές γωνίες, ένα μικρό ντου­ λάπι, ένα τραπεζάκι και μία καρέκλα. Δεν υπήρχαν φινιστρίνια -που όπως φαντάζομαι έχουν όλα τα πλοία- ούτε καθρέφτης, ωστόσο το φως που εισχω­ ρούσε από την πόρτα μετρίαζε τη θαμπάδα του μισό­ φωτου. Η καμπίνα μύριζε έντονα κάμφορα και υγρα­ σία, άστραφτε πάντως από καθαριότητα. Ένιωσα ανακούφιση όταν ο Μαμόρου μου είπε πως αυτόν το χώρο θα τον χρησιμοποιούσαμε μόνον ο Τζόνι κι εγώ, ενώ οι άλλοι θα κοιμόνταν στο κατάστρωμα. «Δεν είναι, βέβαια, το Νορμανδία», γέλασε ο Πίτερ καθώς με βοηθούσε να κατεβάσω τις αποσκευές μου.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

265

«Είναι πάντως μια χαρά», γέλασα. «Είσαι σίγουρη, Σνόου, πως θα είναι όλα εντάξει;» «Τι θες να πεις δηλαδή; Ότι μια κακομαθημένη και λεπτεπίλεπτη γυναίκα σαν εμένα δεν είναι συνηθισμέ­ νη σε τέτοιο περιβάλλον;» «Ούτε καν», είπε σέρνοντας κάπως τη φωνή του. «Κάθε άλλο. Απλώς ήθελα να βεβαιωθώ πως θα είσαι άνετα». Φαινόταν πληγωμένος. «Είμαι πολύ πιο ανθεκτική απ' όσο νομίζεις, Πίτερ», τον διαβεβαίωσα. Οφείλω, βέβαια, να ομολογήσω πως από τη χροιά της φωνής μου αντιλαμβανόταν κανείς την ενόχλησή μου. Αρχισα ν' ανοίγω τις αποσκευές μου. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν το ημερολόγιό μου - ανησυχώ μήπως βραχεί ή μουχλιάσει από την υγρασία. Ο Τζόνι μπήκε στην καμπίνα κι έριξε τις αποσκευές του στο κρεβάτι του. Έφυγε χωρίς να μου μιλήσει και λίγο αργότερα εμφανίστηκε ο Μαμόρου. Κατέβηκε ως το μέσο της σκάλας κι απέφυγε να μπει μέσα. «Θα πρέπει να σε κούρασε η σημερινή διαδρομή. Πρέπει πάντως να παραδεχτώ πως εγώ νιώθω αρκε­ τά κουρασμένος». Χαμογέλασα. «Είμαι μια χαρά, Μαμόρου. Μου λείπει μόνο λίγη ξεκούραση». «Ζητώ συγγνώμη γι' αυτό εδώ», είπε δείχνοντας με μια κυκλική κίνηση του χεριού του την καμπίνα. «Δεν είναι πολυτελές, μα δε θα μείνουμε για πολύ. Αν μάλι­ στα εμφανιστεί σύντομα ο καπετάνιος, δε θα χρειαστεί να περάσουμε ούτε μια νύχτα εδώ μέσα». «Δείχνεις σαν ν' απολογείσαι... Σε παρακαλώ, δεν υπάρχει λόγος... Δεν είναι δικό σου το λάθος». «Μου υπόσχεσαι πως αν χρειαστείς κάτι θα μου το πεις;»

Digitized by @PriOri™

266

ΤΑΣ Ο

Κατένευσα. Μόλις έφυγε, έψαξα στα πράγματα του Τζόνι και βρήκα ένα κομμάτι μουσαμά. Τον άπλωσα στο τραπεζάκι και τοποθέτησα πάνω το ημερολόγιό μου. Από δω κι εμπρός θα γράφω εδώ. Όταν τελειώνω θα τυλίγω το ημερολόγιό μου κι έτσι θα είναι προστατευμέ­ νο τόσο από την υγρασία όσο και απ' όλα τα πλάσματα που ενεδρεύουν στα βάθη της θάλασσας.

Αργότερα - Στο φως μιας λάμπας πετρελαίου που μου έφερε ο Μαμόρου ταν ανέβηκα στο κατάστρωμα έφεγγε ακόμα. Οι άν­ τρες φιλονικούσαν και ο καπετάνιος δεν είχε φανεί. «Ναι! Δεν έχουμε μπανάνες!» τραγουδούσε με παι­ διάστικο, κοροϊδευτικό ύφος ο Πίτερ. «Σήμερα δεν έχου­ με ούτε μπανάνες ούτε και βαρκάρη...» «Δε φταίω εγώ», δικαιολογήθηκε ο Χόνεϊ. Στεκόταν στην άκρη του πλοιαρίου και παρατηρούσε με μισόκλει­ στα μάτια το εγκαταλειμμένο χωριουδάκι αναζητώντας με το βλέμμα ίχνη ζωής. «Τι περιμένεις από ιθαγενείς...» «Εγώ περίμενα να είναι καλά εκπαιδευμένοι κι από­ λυτα υπάκουοι», είπε ο Πίτερ. «Αυτό δεν περίμενες να περιμένω;» «Πώς;» «Ασε... Δεν πειράζει...Το ζήτημα είναι πως έχουμε πλεούμενο αλλά όχι καπετάνιο. Πώς λοιπόν θα φτά­ σουμε στις Επτά Παρθένες πριν νυχτώσει;» «Δεν ξέρω», αποκρίθηκε ο Χόνεϊ, φανερά καταπτοημένος από το λογικό επιχείρημα του Πίτερ. «Εσύ όμως έκανες τις συνεννοήσεις». «Όχι εγώ. Εξάλλου ο καθηγητής έχει κάποιο σχέδιο». Ο Μαμόρου είχε βαλθεί να σηκώνει σανίδες και να

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

267

μετακινεί κιβώτια προκειμένου να διερευνήσει τα διά­ φορα τμήματα της μηχανής του πλοίου. «Οι Επτά Παρθένες δεν απέχουν πολύ από την ακτή», είπε ήρεμα και με σιγουριά. «Τα νερά στα Στενά της Μελάκα είναι από τα πιο ήρεμα σε όλο τον κόσμο. Έτσι θα μπορέ­ σουμε να πάμε στα νησιά και χωρίς τον καπετάνιο». «Δεν ήξερα πως γνωρίζεις από πλοία, Μαμόρου», είπα. «Φαίνεσαι πολύ σίγουρος πως θα καταφέρουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας». «Α, είμαι βέβαιος πως ο καθηγητής Κουνιτσίκα έχει ένα σωρό άσους στο μανίκι του», είπε ο Πίτερ. «Αν και πανεπιστημιακός, διαθέτει μια καταπληκτική αίσθηση προσανατολισμού, έτσι δεν είναι;» «Η αλήθεια είναι πως έχω φέρει μαζί μου κάποιους υποτυπώδεις ναυτικούς χάρτες· μα δε διαθέτω τίποτε άλλο εκτός από υπερβολική αισιοδοξία». «Κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκονται οι Επτά Παρθένες. Μόνο οι ψαράδες που πάνε σ' εκείνο το μέρος· μόνο αυτοί γνωρίζουν το δρόμο», είπε χαμηλό­ φωνα ο Χόνεϊ. «Εντούτοις πιστεύω πως ο καθηγητής θα καταφέρει να μας οδηγήσει ως εκεί». Καθώς μιλούσε η φωνή του έσβηνε· ένιωθα σαν να είχε ήδη αποδεχτεί τα όσα έμελλε να μας συμβούν. «Πριν από δύο χρόνια πραγματοποιήθηκε μια εξερευ­ νητική αποστολή», μας ενημέρωσε ο Μαμόρου. «Στην ουσία δεν ήταν παρά μια εκδρομή ερασιτεχνών, πε­ ρίπου σαν τη δική μας. Έτσι σχεδιάστηκαν αυτοί οι χάρ­ τες. Δεν είναι τόσο λεπτομερείς όσο θα περίμενε κανείς, μα δεν έχω λόγους να πιστεύω πως δεν είναι ακριβείς». Το λόγο πήρε ο Πίτερ. «Έχει δίκιο. Οι άνθρωποι -εννοώ ανθρώπους σαν κι εμάς- ασχολούνται συνέχεια με τις Επτά Παρθένες, Χόνεϊ. Θα τους έχεις ακούσει, φαντάζομαι, στη λέσχη. Βοτανολόγοι, εντομολόγοι, τρε-

Digitized by @PriOri™

268

ΤΑΣ Ο

λαμένοι λεπιδοπτερολόγοι, ορνιθολόγοι, ιδιοκτήτες φυτειών από το Νόρφολκ, αποτυχημένοι οξφορδιανοί ιστορικοί, όλοι συζητούν για τις Επτά Παρθένες». «Ναι, μα δε νομίζω πως κάποιος από αυτούς πι­ στεύει ότι πράγματι υπάρχουν», ισχυρίστηκε ο Χόνεϊ. «Γι' αυτό, το μόνο που ακούς να λένε είναι πως δύο από αυτές εξαφανίζονται όταν έχει παλίρροια, και πως τα νησιά έχουν σχηματιστεί από τα κορμιά δολοφονημέ­ νων πριγκιπισσών. Είναι από τις ανοησίες των τοπικών θρύλων. Ό λ ' αυτά, ωστόσο, δεν έχουν καμιά σημασία. Πρέπει να πάμε εκεί. Δεν έχουμε άλλη επιλογή». «Υπάρχουν. Γι' αυτό είμαι βέβαιος», είπε ο Μαμόρου. «Σύμφωνα με τους χάρτες, το ταξίδι ως εκεί δε διαρκεί πάνω από πέντε ώρες. Τα ψαροκάικα σαν και τούτο δεν είναι φτιαγμένα για μακρινά ταξίδια. Δείτε το. Η ακτίνα δράσης ενός τέτοιου πλεούμενου δεν ξεπερνά τα πενήντα ναυτικά μίλια. Τα εκατό θα ήταν πολύ πάνω από τις δυνατότητές του. Οι ντόπιοι ψαράδες δε διανύουν μεγάλες αποστάσεις· οι εξορμήσεις τους είναι εποχιακές και επηρεάζονται εύκολα από τις καιρικές συνθήκες. Δεν απομακρύνονται πολύ από τα σπίτια τους. Αν οι Επτά Παρθένες βρίσκονται μέσα στα όρια της αλιευτικής τους δραστηριότητας, τότε θα πρέπει να φτάσουμε εκεί εγκαίρως ώστε να προλάβουμε να κατασκηνώσουμε για τη νύχτα». «Είναι βέβαιο πως τα νησιά υπάρχουν», πρόσθεσα. «Τα γνωρίζουν όλοι στην κοιλάδα. Είναι ονομαστά». Ο Πίτερ σήκωσε τους ώμους του. «Απ' ό,τι φαίνεται, ο κύριος καθηγητής έχει προβλέψει τα πάντα», είπε. «Εξάλλου», συνέχισε ο Μαμόρου, «ο Τζόνι ξέρει πολύ καλά την ακτή κι αυτό θα μας βοηθήσει αφάνταστα. Έχουμε ήδη διαπιστώσει τις εξαιρετικές ικανότητές του σε θέματα ναυσιπλοΐας».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

269

Ο Τζόνι καθόταν σταυροπόδι ακουμπισμένος στη μικρή καμπίνα του καταστρώματος. «Δεν ξέρω από θά­ λασσα», είπε. «Δεν ξέρω καν να κολυμπώ». Ούτε εγώ ξέρω, σκέφτηκα. Μα δεν το είπα, για να μη φανεί πως δειλιάζω. Δεν ήθελα να νομίσει ο Μαμό­ ρου πως με τρόμαζε η περιπέτεια, το άγνωστο. Το πλεούμενο σκαμπανέβαζε απαλά κάτω από τα πόδια μας έτσι καθώς στεκόμαστε σιωπηλοί. Ο Μα­ μόρου με κοίταξε για να δει αν με είχε αναστατώσει η πρότασή του για το ταξίδι. Δε διέκρινα ίχνος φόβου στο πρόσωπο του και του χαμογέλασα επιδοκιμαστικά. Ούτε εγώ φοβόμουν. Η απαλή κυματιστή κίνηση του νερού μού δημιούργησε μια περίεργη αίσθηση κι ένιω­ σα να ζαλίζομαι. Κάθισα στον παρακείμενο ξύλινο πάγκο κι έκλεισα τα μάτια μου. Κανείς δε μιλούσε, όλοι οι ήχοι που έφταναν ως εμένα, όμως, φανέρωναν πως κανείς δεν ήταν αντίθε­ τος με την πρόταση του Μαμόρου. Θα πηγαίναμε μόνοι μας στις Επτά Παρθένες.

18 Οκτωβρίου 1941 όλις ξεκινήσαμε το ταξίδι, το ηθικό μας αναπτερώ­ θηκε. Το φως της ημέρας είχε αρχίσει να ξεθωριάζει αλλά δε μας ένοιαξε. Η σταθερότητα με την οποία το πλεούμενό μας έσκιζε το νερό σκαμπανεβάζοντας κάθε τόσο στα σποραδικά κύματα, με γοήτευε. Ο τρόπος με τον οποίο κάθονταν ο Πίτερ κι ο Τζόνι -ο ένας δίπλα στον άλλον, αγναντεύοντας πέρα μακριά, σαν ένα ζευ­ γάρι υπνωτισμένα παιδιά- μ' έκανε να καταλάβω πως ένιωθαν κι αυτοί το ίδιο ευτυχισμένοι. Στεκόμουν πλάι στον Μαμόρου που κρατούσε σταθερά το πηδάλιο και

Digitized by @PriOri™

270

ΤΑΣ Ο

κοίταζε κατευθείαν μπροστά στην ανοιχτή θάλασσα. Μόνον ο Χόνεϊ φαινόταν ανήσυχος και παρατηρούσε αδιάκοπα τους χάρτες, ελαφρώς συνοφρυωμένος. «Μην ανησυχείς, Φρέντερικ!» φώναξα, προσπαθώ­ ντας ν' ακουστεί η φωνή μου πάνω απ' το θόρυβο του ανέμου και της μηχανής. «Θα πάμε μια χαρά». Ήμουν -και εξακολουθώ να είμαι- βέβαιη πως ο Μαμόρου θα μας οδηγούσε με ασφάλεια στον προορισμό μας. «Κοίτα τον ουρανό. Ίδιος με κεχριμπάρι», μου είπε ο Μαμόρου γυρίζοντας προς τη μεριά μου. «Το ίδιο και η θάλασσα», του αποκρίθηκα. Τα βαθιά χρώματα του ήλιου που βασίλευε σχημάτιζαν φωτεινές ραβδώσεις πάνω στο νερό ως την άκρη του ορίζοντα. «Πιστεύεις στον Θεό;» με ρώτησε. Κούνησα αόριστα το κεφάλι μου. «Δεν ξέρω. Εσύ;» «Όχι», απάντησε. «Αν και τέτοιες ώρες, σε τέτοια μέρη, δεν είμαι τόσο σίγουρος. Όλα τα πιστεύω μου δεν είναι πολύ καλά θεμελιωμένα και οι πεποιθήσεις μου δεν έχουν σταθερό υπόβαθρο. Παρ' όλα αυτά νιώθω μια παράξενη ζωντάνια. Αστείο δεν είναι;» «Καθόλου», απάντησα. Ο αέρας συνέχιζε να φυσά και να μου ανακατεύει τα μαλλιά, κι εγώ δεν προσπάθη­ σα καν να τα στρώσω. Αντίθετα, απολάμβανα την αίσθηση της ανοιχτής θάλασσας χωρίς να υπάρχει κάποιος να σχολιάσει την εμφάνισή μου. Ανασήκωσα το κεφάλι μου, νιώθοντας τη θαλασσινή αύρα να δροσίζει το λαιμό μου. Ένιωσα το χάδι του ανέμου στο στήθος μου και πήρα βαθιά ανάσα. Ο Τζόνι κι ο Πίτερ εξακο­ λουθούσαν να κοιτάζουν, σιωπηλοί και μαρμαρωμένοι, τον ήλιο που έδυε. Ακούμπησα το χέρι μου στο χέρι του Μαμόρου. Το δέρμα του ήταν λείο και δροσερό. Συνέ­ χιζε να παρατηρεί μακριά, καθορίζοντας την πορεία μας με σταθερότητα. Στην άκρη των ματιών του χαρά-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

271

χτηκαν αδιόρατες ρυτίδες και τα χείλη του μισάνοιξαν σ' ένα χαμόγελο. Είναι καταπληκτικό το πόσο φωτεινή φαντάζει η θάλασσα ακόμη κι όταν έχει πέσει το σκοτάδι. Η νύχτα παύει να μοιάζει με νύχτα. Το φεγγάρι φωτίζει τα πάντα και δημιουργεί ένα λευκό μεσονύχτι. Γευματί­ σαμε λιτά καθισμένοι κυκλικά, γύρω από μια μικρή λάμ­ πα θυέλλης. «Μικρό αλλά πλουσιοπάροχο πικνίκ, ε;» είπε ο Πίτερ παίρνοντας άλλο ένα κομμάτι γλώσσας από μια κονσέρ­ βα. Είχαμε ανοίξει επίσης κονσέρβες με σαρδέλες, χοιρι­ νό, ασπρόψαρα και ανανά. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κι ένα μπουκάλι ουίσκι που πέρασε από χέρι σε χέρι. Είχαμε επίσης μαζί μας σακιά με ρύζι, ικάν μπιλίς και αράπικα φιστίκια, ενώ υπήρχαν και μερικά αυγά που είχαμε πάρει από το πανδοχείο. Όμως δεν μπορούσαμε να μαγειρέψουμε τίποτε αφού δεν είχαμε καταφέρει να ανακαλύψουμε κάποια εστία μαγειρέματος. «Λυπάμαι, αλλά απόψε θα πρέπει να περιοριστού­ με σε κονσέρβες», είπε ο Μαμόρου. «Δε θ' αργήσουμε όμως να φτάσουμε στις Επτά Παρθένες, κι εκεί πια θα μπορέσουμε να ανάψουμε φωτιά και να γευτούμε μα­ γειρεμένο φαγητό». «Απολύτως δεκτό», είπα. «Είναι τόσο όμορφα εδώ, που δε με νοιάζει τίποτε», μίλησε ο Πίτερ. «Ο Τζόνι μου έλεγε πριν από λίγο πόσο ενθουσιασμένος είναι που βρίσκεται στο βασίλειο του Ποσειδώνα». «Δεν είπα κάτι τέτοιο», διαμαρτυρήθηκε ο Τζόνι, που φαινόταν κάπως μπερδεμένος. «Όχι ακριβώς μ' αυτές τις λέξεις. Πάντως αυτό ήταν το νόημα. Παραδέξου το. Είπες πως θα ήταν υπέροχο να πεθάνει κανείς στη θάλασσα. Έτσι δεν είπες; "Αν

Digitized by @PriOri™

272

ΤΑΣ Ο

ήταν να πεθάνω κάπου, θα επέλεγα να πεθάνω εδώ". Συμφωνώ! Θα ήταν υπέροχο να σβήσει κανείς μέσα στην απεραντοσύνη του νερού και να γίνει βορά των αγγελόψαρων και των θαλασσινών νυμφών. Θα μου άρεσε να κολυμπώ μέσα στον ήλιο και να λιώνω λίγο λίγο, μέχρι να γίνω ένα τίποτε! Υπέροχα θα ήταν!» Σιγογέλασα. «Γελοιότητες», είπε περιφρονητικά ο Χόνεϊ. «Δεν είναι δυνατόν να ήθελες να κάνεις κάτι τέτοιο. Και η ταφή σου; Η νεκρώσιμη ακολουθία; Θα επρόκειτο για πράξη ανευθυνότητας». «Ανευθυνότητας; Προς ποιους;» ρώτησε ο Πίτερ με γεμάτο το στόμα. «Προς όλους. Πρώτα πρώτα προς τον Θεό». Ο Πίτερ γέλασε δυνατά χωρίς να κάνει καμιά προ­ σπάθεια να μαζέψει τα κομματάκια φαγητού που έπε­ φταν από το στόμα του. «Το ήξερα», είπε ο Χόνεϊ. «Δεν είσαι μόνο Μπολσε­ βίκος, είσαι και ειδωλολάτρης». «Θα μπορούσα να σου αποδείξω πως πέφτεις έξω και στα δύο. Μα δεν υπάρχει λόγος να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν έχει καμιάν απολύτως σημασία η γνώμη σου για μένα». «Πίτερ, πιστεύεις στον Θεό;» τον ρώτησα. Γύρισε και με κοίταξε. Φαινόταν κάπως ξαφνιασμέ­ νος από την ερώτησή μου, και πέρασαν καναδυό λεπτά για να συγκεντρωθεί και να μου απαντήσει. «Σ' ένα μέρος τέλειο σαν αυτό, ποιος δε θα πίστευε στον Θεό; Μπορεί κανείς να βλέπει τόση ομορφιά γύρω του και να μην παραδεχτεί πως είναι η Γη του Θεού; Ακόμη κι αν δεν πίστευα μέχρι σήμερα, τώρα πιστεύω». Κοίταξα κλεφτά με την άκρη του ματιού μου τον Μαμόρου. «Όλ' αυτά εδώ δεν τα νιώθεις σαν καινούργια, αθώα,

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

273

αιώνια;» Η φωνή του ακουγόταν θλιμμένη, και ο ίδιος φαινόταν σαν να 'χε ξάφνου ωριμάσει. «Χάθηκε η Βα­ βυλώνα, Μητέρα των Πορνών και Βδέλυγμα της Γης, και στη θέση της είναι αυτό εδώ - ένας τόπος θεμελιω­ μένος σε κάτι αγνό και καθαρό. Η Νέα Ιερουσαλήμ. Βασικό της θεμέλιο ήταν ο ίασπις». «Τι είναι ο ίασπις;» ρώτησε ο Τζόνι. «Ένα είδος ορυκτού. Πολύτιμος λίθος», αποκρίθηκε ο Πίτερ. «Δεν έχουμε φέρει μαζί μας φρέσκα φρούτα και νιώθω ότι θα πάθω σκορβούτο. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα όταν βρίσκεσαι στη θάλασσα. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να πιπιλίσω έστω μια φέτα κίτρου. Έμεινε καμιά από εκείνες τις νόστιμες μπανάνες που πήραμε από το ξενοδοχείο;» «Δεν έχουμε μπανάνες», του είπα, «αλλά έχουμε με­ ρικά τσίκου και γουάβα. Πάω να σου φέρω». Λίγο αργότερα, όταν έφυγα από το κατάστρωμα και κατέβηκα να γράψω, ο Μαμόρου εμπιστεύτηκε το πη­ δάλιο στον Χόνεϊ και μου έφερε μιαν ακόμη λάμπα. «Θα είναι καλύτερα για τα μάτια σου», μου είπε κοιτώντας το ημερολόγιό μου. «Τι ωραίος που είναι ο γραφικός σου χαρακτήρας...» Κοκκίνισα. «Κάποια ημέρα ίσως γράψεις κάτι και για μένα». Στο κατάστρωμα ο Πίτερ τραγουδούσε διάφορα τρα­ γουδάκια και προσπαθούσε να μάθει στον Τζόνι τα λόγια και τη μελωδία τους. Τραγουδούσε αγγλικά, γαλλι­ κά και -νομίζω- ιταλικά τραγούδια, δεν μπόρεσα όμως να αναγνωρίσω ποια ήταν, παρότι καναδυό μου θύμι­ σαν κάποια που είχα ακούσει στο γραμμόφωνο του πατέρα. Η φωνή του Πίτερ κάλυπτε μεγάλο εύρος: ενώ ήταν κανονικός βαρύτονος, κάποιες φορές ακουγόταν αφύσικα ψιλή -φαλσέτο- αλλά χωρίς να ξεφεύγει από τον σωστό τόνο. Ο Τζόνι, για τον οποίο ξέρω πως δεν

Digitized by @PriOri™

274

ΤΑΣ Ο

έχει μουσικό αυτί, δεν ήταν σε θέση να τον ακολουθή­ σει. Η μονότονη, νευρική φωνή του σκέπαζε κάθε τόσο τις λέξεις. Αυτό δεν εμπόδισε τον Πίτερ να επεκταθεί σε όλο το προφανώς ανεξάντλητο ρεπερτόριό του και οι δυο τους συνέχισαν να τραγουδούν, αποτελώντας ένα ασυνήθιστα φρικτό ντουέτο, όπου οι αβίαστα βγαλμέ­ νες νότες από το λαρύγγι του Πίτερ σκέπαζαν την άρρυθμη μονοτονία του τραγουδιού του Τζόνι. Ο Μαμόρου στο μεταξύ είχε μια πολύ σοβαρή συνο­ μιλία με τον Χόνεϊ. «Τα νερά είναι πολύ ήρεμα και η νύχτα ολόφωτη, ολοκάθαρη», τον άκουσα να λέει. «Θα ελαττώσουμε κάπως την ταχύτητά μας αλλά θα συνε­ χίσουμε να ταξιδεύουμε καθ' όλη τη διάρκεια της νύ­ χτας. Δε θ' αντιμετωπίσουμε προβλήματα». Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Στο πλαϊνό κρεβά­ τι ο Τζόνι ανάσαινε βαριά μες στον ύπνο του και συχνά αναστέναζε. Του φώναξα για να δω αν είναι καλά, μα δεν πήρα απάντηση. Πήγα κοντά του, κι όταν άγγιξα το μέτωπό του είδα πως ήταν κρύο και υγρό. Του χάι­ δεψα τα μαλλιά -πράγμα που συνήθως τον ηρεμεί- μα δεν κατάφερα να γαληνέψω τον ταραγμένο ύπνο του. Ξαναγύρισα στο κρεβάτι μου και συνέχισα ν' ακούω την κοφτή ανάσα του. Το αδιάκοπο μουρμουρητό της μηχανής του πλεούμενου στ' αυτιά μου και ο ακατά­ παυστος ψίθυρος του νερού κάλυψαν κάποια στιγμή τον ήχο της ανάσας του Τζόνι, ωστόσο και πάλι δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Έριξα πρόχειρα τη ρόμπα πά­ νω μου κι ανέβηκα ξυπόλυτη στο κατάστρωμα. Παν­ τού κυριαρχούσε μια αστραφτερή λευκότητα, καταυγασμένη από το φεγγαρόφωτο. Ο Χόνεϊ είχε τυλιχτεί σε μια λεπτή κουβέρτα και κοιμόταν σ' ένα χαμηλό πάγκο κουλουριασμένος, με τα γόνατα κολλημένα στο στήθος. Ο Πίτερ κοιμόταν κι αυτός, σ' ένα στρωσίδι

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

275

απλωμένο στο μέσο του καταστρώματος, με τα πόδια και τα χέρια ολάνοιχτα και το πρόσωπο στραμμένο προς το φεγγαρόφωτο. Πλησίασα τον Μαμόρου και στάθηκα δίπλα του σχεδόν ακουμπούσα πάνω του. Όταν εκείνος πέρασε το χέρι του στη μέση μου και με τράβηξε προς το μέρος του δεν ξαφνιάστηκα. Ένιωσα να με διαπερνάει η δρο­ σιά του κορμιού του. Μείναμε για λίγο έτσι χωρίς να μιλάμε, αγναντεύοντας τη θάλασσα που απλωνόταν λαμποκοπώντας μπροστά μας. Όταν τελικά εκείνος απομακρύνθηκε για να ανάψει μια λάμπα και να κοιτά­ ξει ένα χάρτη, ξαναγύρισα αλαφροπατώντας στην καμπίνα μου. Ήξερα πως είχε σημάνει η ώρα. Θα το έλεγα στον Τζόνι όσο πιο σύντομα γινόταν. Όταν έφτασα στο κρεβάτι μου είδα πως ο σύζυγός μου είχε πάψει να ανασαίνει βαριά. Από το κρεβάτι του δεν ακουγόταν κανένας ήχος. «Τζόνι, είσαι ξύπνιος;» ρώτησα ψιθυριστά. Δεν πήρα απάντηση, κι αυτό μ' έκανε να καταλάβω πως ήταν πράγματι ξύπνιος. Σώπασα, νιώθοντας το τρελό σφυροκόπημα του σφυγμού μου στα μηνίγγια και στο λαιμό μου. Τα χέρια μου ήταν ζεστά και τα ένιωθα ανάλαφρα, κατά παρά­ ξενο τρόπο. Ήταν έτσι ακριβώς όπως το είχα φαντα­ στεί. Δεν υπήρχε μέσα μου δισταγμός ούτε φόβος αλλά διαύγεια σκέψης και βεβαιότητα, στοιχεία που έμοια­ ζαν ακλόνητα. Ακόμη και τώρα που γράφω μες στο έντονο φως της ημέρας, αισθάνομαι να με διακατέχει απόλυτη βεβαιότητα. Προχώρησα μέσα στο μισοσκόταδο, έφτασα ως το κρεβάτι του Τζόνι και κάθισα πλάι του. Δε σάλεψε. «Έ­ χω κάτι να σου πω». Περίμενα την απάντησή του μα δεν

Digitized by @PriOri™

276

ΤΑΣ Ο

είπε λέξη. Ήξερα πάντως πως ήταν ξύπνιος. Ακού­ μπησα το χέρι μου στο μάγουλο του· ήταν ζεστό. Έπρε­ πε να συνεχίσω. «Τζόνι, θυμάσαι τι μου είχες πει λίγο μετά την πρώτη μας συνάντηση; Μου είχες δηλώσει πως αν τυχόν πέθαινα ή έφευγα δε θα το άντεχες. Θα προτιμούσες να πεθάνεις κι εσύ παρά να ζήσεις χωρίς εμένα. Θυμάσαι πόσο είχα γελάσει τότε με τα λεγόμενά σου; Κι αυτό επειδή δεν είναι αλήθεια, ε; Αν μου συμβεί κάτι, εσύ θα συνεχίσεις τη ζωή σου. Υπάρχουν ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορούν να σε κρατήσουν στη ζωή· για παράδειγμα, το μαγαζί. Πολλά πράγματα. Όλοι στην κοιλάδα το ξέρουν. »Αν πεθάνω ή αν γίνω αερικό και εξαφανιστώ, εσύ θα συνεχίσεις τη ζωή σου και κάποια στιγμή θα με ξεχά­ σεις. Θα είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ. Έτσι λειτουργεί η ανθρώπινη καρδιά. Ο θάνατος, βλέπεις, σβήνει τα πάντα. Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια: ο θάνατος σβήνει οριστικά και αμετάκλητα κάθε ίχνος ζωής. Έτσι γίνεται πάντοτε όταν φεύγει κάποιος. Έπειτα από λίγο παύεις να τον θυμάσαι - ή τουλάχιστον δεν πονάς». Ο Τζόνι έμενε ακίνητος. Δεν άκουγα καν την ανάσα του· μα ήμουν αποφασισμένη να συνεχίσω. «Ήθελα απλώς να σου πω κάτι, Τζόνι, επειδή είσαι ο σύζυγός μου· ο πρώ­ τος άντρας που αγάπησα». Συνειδητοποίησα πως η φωνή μου ηχούσε πιο δυνα­ τά από κάθε άλλη φορά. Δεν υπήρχαν άλλοι ήχοι - δεν άκουγα πια ούτε τη μηχανή του πλοιαρίου ούτε τον παφλασμό του νερού. Τίποτε... Σώπασα κι αφουγκράστηκα. Βήματα στο κατά­ στρωμα. Πνιγμένες φωνές. Η φωνή του Μαμόρου, έπει­ τα του Χόνεϊ και στη συνέχεια του Πίτερ. Η πορτοκα­ λιά λάμψη μιας λάμπας που φώτισε για μια στιγμή το χώρο κάτω από το κατάστρωμα, κι ύστερα χάθηκε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

277

Έπειτα από λίγα λεπτά άκουσα τη φωνή του Πίτερ από την κουπαστή της σκάλας. «Σταματήσαμε», μου ψιθύρισε βιαστικά. «Το πλοιάριο χάλασε. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Έχουμε κολλήσει». Ο Τζόνι γύρισε στο πλευρό. «Ετοιμαζόσουν να μου πεις κάτι. Τι;» Δεν μπορούσα να ξέρω τι αισθήματα κρύβονταν κάτω από τη χροιά της αχνής και υπόκω­ φης φωνής του. «Καλύτερα ν' ανεβείτε πάνω και να πείτε δυο κουβέ­ ντες στον Κουνιτσίκα», μας προέτρεψε ο Πίτερ. «Σκο­ πεύει να πέσει στη θάλασσα και να κολυμπήσει κάτω από το πλοιάριο για να διορθώσει την προπέλα ή το βρομοπηδάλιο ή κάτι τέτοιο. Στο μεταξύ ο Χόνεϊ έχει καταρρεύσει εντελώς. Νομίζω λοιπόν πως πρέπει να τους βάλετε λίγο μυαλό». Όταν ντυθήκαμε κι ανεβήκαμε στο κατάστρωμα ο Μαμόρου στεκόταν ήδη στην άκρη του πλοίου. Λύγισε ελαφρώς τα γόνατά του κι ύστερα έπεσε στη θάλασσα με τα χέρια υψωμένα. Ταυτόχρονα κύρτωσε το κορμί του κι εξαφανίστηκε κάτω από το νερό χωρίς ν' ακου­ στεί ο παραμικρός παφλασμός. Απλώς χάθηκε από τα μάτια μας. Λίγο αργότερα -καναδυό λεπτά, νομίζω, αν και το διάστημα μας φάνηκε πολύ μεγαλύτερο- ο Κουνιτσίκα σκαρφάλωσε στο κατάστρωμα. Κρατούσα μια κουβέρ­ τα και τον τύλιξα. Το κορμί του λαμποκοπούσε στο απαλό μισόφωτο· φαινόταν κατάλευκο. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Πίτερ. «Το πρόβλημα εντοπίζεται εδώ», είπε ο Μαμόρου σηκώνοντας μια βαριά σανίδα στην πλώρη. Κοίταξε μες στο αμπάρι. «Χάλασε η μηχανή. Θα πρέπει να βρούμε τρόπο να την επισκευάσουμε». Πήρε βαθιά ανάσα και φάνηκε για πρώτη φορά ανήσυχος. «Πολύ φοβάμαι

Digitized by @PriOri™

278

ΤΑΣ Ο

πως το ταξίδι στις Επτά Παρθένες θα μας πάρει πολύ περισσότερο χρόνο απ' όσο χρειάζεται». «Θεέ και Κύριε!» άκουσα να μουρμουρίζει ο Χόνεϊ. «Δε θα πρέπει να είναι δύσκολη η επισκευή της, έτσι;» είπε ο Πίτερ. «Πρόκειται για πρωτόγονο μηχάνη­ μα». Είχε μιλήσει με ανέμελο ύφος αλλά δεν μπόρεσε να κρύψει ένα ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή του. «Ελπίζω να ξέρεις πώς να αντιμετωπίσεις τις αναποδιές που παρουσιάζονται σ' ένα ταξίδι, μιας κι έχεις κάνει ανώ­ τατες σπουδές». «Θα προσπαθήσω». «Δεν μπορείς εσύ, Χόνεϊ, να κάνεις κάτι;» ρώτησε ο Πίτερ. «Στο κάτω κάτω είσαι υπεύθυνος μεταλλείων. Ποιος επισκευάζει όλους εκείνους τους τεράστιους εκσκαφείς που χειρίζεστε;» «Πάντως όχι εγώ», αποκρίθηκε εκείνος. «Εγώ φροντί­ ζω για άλλα, πολύ πιο σημαντικά πράγματα». «Σαν ποια δηλαδή;» ρώτησε ο Πίτερ με υπερβάλλου­ σα δυσπιστία. «Φροντίζω για τα χρήματα και για τις σχέσεις με τους ντόπιους, πράγματα που εσύ αγνοείς. Μπορεί ένας επαγγελματίας ηθοποιός να μεταφέρει πέτρες για το χτίσιμο στρατιωτικών φυλακών;» «Σου το έχω τονίσει επανειλημμένα: δεν είμαι ηθο­ ποιός. Πόσες φορές θα σ' το π ω ; Εξάλλου οι ηθοποιοί δε φημίζονται για την επιδεξιότητά τους στο χειρισμό μαλαϊκών ψαροκάικων». «Γιατί τα βάζεις μαζί μου κάθε φορά που τα πράγ­ ματα πάνε στραβά;» γκρίνιαξε ο Χόνεϊ. «Και τι γίνεται με τον νεαρό φίλο σου από δω;» «Ο Τζόνι είναι έμπορος υφασμάτων, όχι κάποιος κωλομηχανικός. Τι περιμένεις λοιπόν να κάνει;» τον επέπληξε ο Πίτερ υψώνοντας τη φωνή του.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

279

Ο Μαμόρου σήκωσε ξαφνικά το χέρι του. «Σταμα­ τήστε», είπε ήρεμα. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. «Τι τρέχει;» ρώτησα. «Ο αέρας», απάντησε. Πράγματι, είχε αρχίσει να φυσά όλο και πιο δυνατά αλλά κανείς μας δεν το είχε παρατηρήσει ως τότε. «Και το φεγγάρι». Καθώς σήκωσα το κεφάλι μου για να παρατηρήσω τον συννεφιασμένο, νυχτερινό ουρανό, ο Μαμόρου φώ­ ναξε: «Πρέπει να ρίξουμε αμέσως την άγκυρα!» «Θα μου πεις επιτέλους τι τρέχει;» τον ρώτησα. Εκεί­ νος όμως διέσχιζε ήδη τρέχοντας το κατάστρωμα ψάχνοντας για την άγκυρα. Την απάντηση μου την έδωσε ο Τζόνι. «Παρασυρό­ μαστε από τον αέρα. Ο άνεμος μας έβγαλε από την πορεία μας. Χωρίς τη μηχανή δεν μπορούμε να κάνου­ με τίποτε. Τώρα που θα πέσει και το σκοτάδι, θα είναι αδύνατον να συνεχίσουμε το ταξίδι μας». Ξανακοίταξα τον μαύρο σαν τη μελάνη ουρανό. Είχε σκοτεινιάσει απότομα και η νύχτα απλώθηκε όπως ακριβώς απλώνονταν οι νερομπογιές του πατέρα πάνω στο απορροφητικό κινεζικό χαρτί ζωγραφικής. Δε φαινόταν ούτε ένα αστέρι. Ο Μαμόρου είπε πως ο άνεμος δε μας είχε βγάλει πολύ έξω από την πορεία μας και μας διαβεβαίωσε πως θα φτάναμε στις Επτά Παρθένες έτσι όπως το είχαμε προγραμματίσει. Προσπάθησα να του πω ότι δεν ήταν δικό του λάθος, μα δε μου έδωσε σημασία. «Για μια στιγμή έχασα την αυτοσυγκέντρωσή μου», δικαιολογήθηκε καθώς ασχολούνταν θορυβωδώς με τα διάφορα τμήματα της μηχανής. «Δεν έπρεπε ν' αφήσω να συμβεί κάτι τέτοιο». «Να χαρείς, Μαμόρου, μην κατηγορείς τον εαυτό σου», του είπα. «Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτε».

Digitized by @PriOri™

280

ΤΑΣ Ο

Τον παρακολουθούσα καθώς δούλευε. Η δύναμή του με ξάφνιασε και με τρόμαξε. Τράβηξε μια μεταλλική ράβδο που μου φάνηκε ότι θα του τσάκιζε τα χέρια. Ο θόρυβος που έκανε τρύπησε τ' αυτιά μου. Παρά τις προσπάθειες μου ν' ανοίξω κουβέντα μαζί του, μιλού­ σε ελάχιστα. Ήταν ολοφάνερο πως εξακολουθούσε να βρίσκεται σε αναβρασμό, επειδή δεν είχε φτάσει στους στόχους που ο ίδιος είχε θέσει στον εαυτό του. «Να χαρείς, Μαμόρου, ησύχασε. Δεν είναι δικό σου σφάλμα», είπα δυνατά για ν' ακουστώ πάνω από τον ενοχλητικό θόρυβο. Αγκάλιασε με τα χέρια του ένα κομμάτι και το έσφι­ ξε σαν να ήθελε να το πνίξει έτσι όπως πνίγει ο πύθω­ νας ένα γουρούνι. Νόμισα πως τον άκουσα να βγάζει μια υπόκωφη κραυγή πόνου· στη συνέχεια έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και κλότσησε τη μηχανή. Μικρά κομμάτια έφυγαν από τη θέση τους κι έπεσαν χάμω. Δεν ήξερα τι ακριβώς έκανε. Φαινόταν σαν να διέλυε τη μηχανή. Σταμάτησε και με κοίταξε. Το πρόσωπο και τα χέρια του ήταν κατάμαυρα και το γράσο σχημάτιζε μαύρα ρυάκια στο λευκό δέρμα του. Έμοιαζε με αλεπού που τρυπάει το σκοτάδι με το βλέμμα της. «Μου φαίνεται πως έχεις ανάγκη από ύπνο», είπε. Ξαναγύρισα αμέσως στην καμπίνα μου. Οι υπόλοι­ ποι φαίνονταν σαν να ξεκουράζονταν ή να κοιμόνταν. Όταν ξύπνησα είχε πια χαράξει και το πλοιάριο εξα­ κολουθούσε να είναι ακίνητο. Αυτό συνέβη πριν από δύο ώρες. Ανέβηκα πάνω, και βρήκα τους άλλους κουρ­ νιασμένους πλάι στη μικρή καμπίνα. Κανείς δε μιλούσε. Ο Μαμόρου καθόταν κατάχαμα με την πλάτη ακουμπι­ σμένη σ' έναν πάγκο και το κεφάλι γερμένο μπροστά από την εξάντληση. Δε μου έριξε μια ματιά. Στη συνέ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

281

χεια ο ήλιος διέλυσε τα σύννεφα και οι ακτίνες του απλώθηκαν πάνω στην ήσυχη θάλασσα. Αντιλήφθηκα τον Πίτερ να με κοιτάζει. Κούνησε το κεφάλι του και πρόφερε κάποιες λέξεις χαμηλόφωνα. Ξαναγύρισα στην καμπίνα μου... στο ημερολόγιό μου. Απ' ό,τι φαίνεται είμαστε πια χαμένοι, καθώς παρα­ συρόμαστε προς την ανυπαρξία. 18 Οκτωβρίου 1941 (αργά το απόγευμα) αμιά πρόοδος. Ο Πίτερ πιστεύει πως κάτι δεν πάει καλά. Λέει πως εξακολουθούμε να είμαστε έρμαια του ανέμου. Αγναντεύει τα κύματα και πιστεύει πως μας παρασύρουν μακριά απ' την πορεία μας. Ο Μαμόρου εξακολουθεί να παραμένει σιωπηλός. 20 Οκτωβρίου 1941 (Δεν είμαι βέβαιη) ώς φτάσαμε ως εδώ; Μου είναι δύσκολο να το πιστέψω. Ούτε μπορώ να θυμηθώ τι συνέβη. Δεν ξέρω τι προηγήθηκε και τι επακολούθησε. Πρόκειται για αδυναμία της μνήμης μου να καταγράψει επακριβώς τα γεγονότα ή μου είναι αδύνατον να πιστέψω την αλήθεια. Το μόνο που ξέρω είναι πως είμαστε ακόμη ζωντανοί, αλλά δεν έχουμε ιδέα πού ακριβώς βρισκόμαστε. Όλη τη νύχτα αρμενίζαμε στα τυφλά σκαμπανεβάζοντας ελαφρά πάνω στα κύματα που γλείφουν το πλοιάριο. Ο Τζόνι είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και ιδροκοπά τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Τον πλησία­ σα να δω πώς είναι αλλά μου γύρισε την πλάτη. «Ο Τζόνι έχει πυρετό», είπα στον Πίτερ.

Digitized by @PriOri™

282

ΤΑΣ Ο

Συνοφρυώθηκε και στραβομουτσούνιασε. Δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή να ψάχνει μες στο σκοτάδι ελπίζοντας για κάποιο σημάδι που θα πρόβαλλε ξαφ­ νικά, για μιαν ακτίνα φωτός. Με κοίταξε και μου απο­ κρίθηκε: «Το ξέρω». Ο Μαμόρου μελετά ήρεμα τους χάρτες του και κάνει διάφορους υπολογισμούς. Δεν έχει καθαρίσει το πρό­ σωπο και τα χέρια του, και το φως της λάμπας χορεύει πάνω στα πασαλειμμένα με γράσο χαρακτηριστικά του προβάλλοντας ανάγλυφα την όλο ανησυχία έκφρασή του. (Μοιάζει με μοσχογαλή, είχε πει ο Πίτερ προσπα­ θώντας ν' αστειευτεί.) Έχει μείνει έτσι για ώρες, απο­ κομμένος από τους πάντες - ακόμη κι από μένα. Δείχνει τόσο μόνος, σχεδόν χαμένος, λες και είναι έρμαιο των κυμάτων δείχνει να έχει ανάγκη από παρηγοριά, ωστό­ σο δεν τολμώ να τον πλησιάσω. Ο Χόνεϊ κοιμάται βαθιά στο κατάστρωμα με τη βοή­ θεια του ουίσκι. Τινάζεται κάθε τόσο και μιλά φωναχτά σε μια γλώσσα που ούτε εγώ ούτε ο Πίτερ μπορέσαμε να καταλάβουμε. Όταν ο Πίτερ έβαλε τα γέλια, ένιωσα σαν να ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάποιον να γελάει από τότε που μπήκαμε σε τούτο το πλεούμενο, και τον μιμήθηκα. Προσπαθήσαμε να πνίξουμε τα γέλια μας για να μην ενοχλήσουμε τον Μαμόρου και τον απο­ σπάσουμε από αυτό που έκανε, κι από την προσπά­ θειά μας αυτή μας ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια. Μόνον όταν ο Πίτερ σταμάτησε να γελά συνειδητοποίησα πως εξακολουθούσα να χύνω πικρά δάκρυα. Ήταν αδύνα­ τον να σταματήσω. Ο Πίτερ είχε σταθεί και με κοίταζε αμήχανος. Σκέφτηκα πως είχε αναστατωθεί, ίσως ακόμη και να μ' έβλεπε περιφρονητικά, έτσι λιπόψυχη που φαινόμουν. Ξάφνου ένιωσα ντροπή και κούραση· μεμφόμουν τον εαυτό μου για τη συμπεριφορά μου. Και

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

283

πάλι όμως στάθηκε αδύνατον να σταματήσω. Εκείνος ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι μου σε μια προσπά­ θεια να με ηρεμήσει αλλά απομακρύνθηκα τρέχοντας. Θα σταματούσα το κλάμα και θα του έδειχνα πως δεν είχα ανάγκη τη βοήθειά του. Δεν ήμουν πια παιδί. «Συγγνώμη», ψέλλισα, ενώ καυτά δάκρυα εξακολου­ θούσαν να τρέχουν ποτάμι. Του γύρισα την πλάτη και κατευθύνθηκα προς την καμπίνα. «Συνέχισε να κοιτάς μήπως διακρίνεις κάποιο φωτεινό σημάδι». «Δε θα παραλείψω», μου απάντησε σχεδόν χαμογε­ λαστά. «Τι θα μου δώσεις αν κατά καλή μας τύχη δω κάποιο περαστικό καράβι, έστω και πειρατικό;» Βυθίστηκα στον ύπνο νιώθοντας τα μάτια και το λαιμό μου να τσούζουν και να πονάνε. Το επόμενο πρωί βρήκα τον Μαμόρου σε πολύ καλύ­ τερη διάθεση. Είχε πλυθεί, είχε φορέσει καθαρό πουκά­ μισο και στεκόταν πάνω από τη χαλασμένη μηχανή μοιάζοντας με δάσκαλο. Με χαιρέτησε με μια σιωπηλή καλημέρα που έμοιαζε σαν απολογία για όλα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα. Μόνο τότε, όταν προ­ χώρησα πάνω στο κατάστρωμα, διέκρινα τον Τζόνι διπλωμένο στα δύο και γονατισμένο δίπλα στη μηχανή. Δε γύρισε καν να με κοιτάξει καθώς πλησίασα. «Μαμόρου» ψιθύρισα, «νομίζεις πως είναι σωστό; Ο Τζόνι είναι άρρωστος, κι άλλωστε δεν τον είδα ποτέ να χειρίζεται μηχανήματα». Φάνηκε ν' απορεί. «Απεχθά­ νεται τις μηχανές», συνέχισα. «Ακόμη και τις πιο ασήμα­ ντες εργασίες που έχουν σχέση με μηχανές τις αναθέ­ τει σε υπηρέτες, όπως την αλλαγή ενός λάστιχου σε ποδήλατο. Όταν περνάει δίπλα από έναν εκσκαφέα αποστρέφει το βλέμμα. Ειλικρινά, είναι στιγμές που νο­ μίζω πως νιώθει παθολογική αποστροφή για οτιδήποτε σχετίζεται με μηχανήματα».

Digitized by @PriOri™

284

ΤΑΣ Ο

«Αυτό είναι πολύ περίεργο, αν λάβει κανείς υπόψη του τη σχετικά ταπεινή καταγωγή του. Σκέφτηκες ποτέ πως τα μηχανήματα μπορεί να έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη ζωή του όταν ήταν στο χωριό;» «Προφανώς όχι». «Να όμως που προσφέρθηκε ο ίδιος», μου εξήγησε ο Μαμόρου καθώς παρακολουθούσαμε τον Τζόνι. «Δε σκέφτηκα ούτε στιγμή να του ζητήσω κάτι τέτοιο. Ανέ­ βηκε στο κατάστρωμα και μου είπε πως του είχε έρθει μια ιδέα. Ένιωθε, λέει, πως η τύχη ήταν με το μέρος του. Μες στην απελπισία μου δέχτηκα τη βοήθειά του». «Νομίζεις πως ξέρει τι κάνει;» «Βλέποντάς τον, θα απαντούσα καταφατικά. Όπως σου έχω πει κι άλλες φορές, Σνόου, ο σύζυγός σου είναι ένας άνθρωπος που παρουσιάζει συνέχεια εκπλήξεις». Ο Τζόνι φαινόταν να προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις. Στην αρχή σκέφτηκα πως ο πυρετός θα τον είχε εξαντλήσει, παρακολουθώντας τον όμως, διαπί­ στωσα πως ήταν μια χαρά και δούλευε πολύ άνετα, γονατισμένος πλάι στη μηχανή· αποσπούσε από αυτήν τα διάφορα εξαρτήματα και τα κρατούσε μαλακά, με προσοχή. Πρόσεξα πως τα χέρια του ήταν πιο απαλά και πιο εύκαμπτα από ποτέ. Εκείνα τα χέρια δε με είχαν αγγίξει ποτέ με τόση φροντίδα, με τόση τρυφερότητα. Ούτε χρησιμοποιούσε τα εργαλεία που του είχε δώσει ο Μαμόρου. Περιοριζόταν στα δάχτυλά του. Ο Πίτερ μας πλησίασε τρίβοντας τα μάτια του από τον ύπνο. Δεν είπε τίποτε, μόνο στάθηκε δίπλα μας και παρακολουθούσε τον Τζόνι. Τα χέρια του συζύγου μου πασπάτευαν τη μηχανή με τέτοιο ρυθμό, που μας κα­ θησύχαζε, αφαιρώντας μας κάθε διάθεση για συζήτη­ ση. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να τον παρακολουθούμε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

285

Ο Τζόνι κοίταξε μόνο μια φορά προς το μέρος μας. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Το αλληλοκοίταγμά μας δεν είχε κρατήσει πάνω από μια στιγμή, αρκετό διάστημα, ωστόσο, για να δω όλα όσα είχα ήδη καταλάβει. Εκείνος ζει σ' ένα δικό του κόσμο απ' όπου εγώ είμαι αποκλεισμένη. Νιώθω πως ο κόσμος αυτός είναι πλούσιος από μυστικά. Μα ακόμη κι αν δεν είναι έτσι, νιώθω πως δε γνωρίζω το σύζυγό μου. Ο άντρας που παντρεύτηκα είναι αυτός που σώζει τώρα τη ζωή μας. Όρθια στο κατάστρωμα, μες στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, προσπαθώ να αναγνωρίσω τον άντρα που είχα κάποτε αγαπήσει. Η επισκευή δεν κράτησε πολλή ώρα. Ο Τζόνι πήγε ο ίδιος στο πηδάλιο, κι έπειτα από ένα ανατριχιαστικό μουγκρητό και πυκνό σύννεφο μαύρου καπνού το πλεούμενο άρχισε να κινείται. Ο Μαμόρου επέμενε πως δεν είχαμε παρασυρθεί πολύ έξω από την πορεία μας και πως το ταξίδι μας δε θ' αργούσε να φτάσει στο τέρμα του. Ο Πίτερ μου έριξε μια ματιά και κούνησε το κεφάλι του, μα δεν του απάντησα. Τώρα που το πλοιά­ ριο είχε αρχίσει πάλι να κινείται και τη διακυβέρνησή του την είχε αναλάβει ο Μαμόρου, ήμουν σίγουρη πως θα βρίσκαμε αυτό που αναζητούσαμε. Ταξιδέψαμε όλη την ημέρα στην απαλή, πράσινη θάλασσα, ακολουθώντας σταθερά την πορεία που είχε χαράξει ο Μαμόρου. Δε συναντήσαμε άλλα πλεούμενα, νησιά ή σύννεφα. Πάνω μας ο ήλιος φαινόταν μουντός μέσ' από τη θολούρα της ατμόσφαιρας. «Πού στο καλό κρύβονται αυτοί οι αναθεματισμένοι γλάροι;» γκρίνιαξε ο Πίτερ. «Όπου υπάρχει στεριά υπάρχουν και γλάροι, έτσι δεν είναι;» Δεν του αποκρίθηκα. Η λάμψη του ήλιου έκανε τα μάτια μου να πονούν και το κεφάλι μου να γυρίζει.

Digitized by @PriOri™

286

ΤΑΣ Ο

Προσπάθησα να σταθώ δίπλα στον Μαμόρου που κρα­ τούσε το πηδάλιο, μα ήταν αδύνατον να διατηρήσω την ισορροπία μου. Ακουσα τη φωνή του Πίτερ να προφέ­ ρει τ' όνομά μου κι ύστερα ένιωσα στην πλάτη μου το χέρι του Μαμόρου, καθώς αυτός προσπαθούσε να με συγκρατήσει. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και βρέθηκα καθισμένη στη μαλακή βαλίτσα του Μαμόρου μ' ένα βρεγμένο πανί στο μέτωπό μου. Πέρασαν πολλές ώρες. Είχαμε σταματήσει πια να κοιτάζουμε τα ρολόγια μας μιας και κατά τα φαινόμε­ να μας ήταν άχρηστα, κι εγώ ταξίδευα μεταξύ ύπνου και ξύπνου, νομίζω μάλιστα πως το ίδιο συνέβαινε και με τους συνταξιδιώτες μου. Μόνον ο Μαμόρου ήταν σε πλήρη εγρήγορση. Κάθε φορά που άνοιγα τα μάτια μου, αντίκριζα τη σιλουέτα του να διαγράφεται μες στο βασανιστικό θαμπό φως. Γιατί αφέθηκα να πιστέψω πως το ταξίδι θα ήταν σύντομο; Θα έπρεπε να ήμουν σαν τον Τζόνι που είχε επιστρέψει σιωπηλά στη σκοτει­ νή καμπίνα ή σαν τον Χόνεϊ, που καθόταν και μονολο­ γούσε ήρεμα μέχρι που βυθίστηκε σε βαθύ, εξαιτίας του αλκοόλ ύπνο. «Δεν έπρεπε να επιτρέψω στον εαυτό μου να πιστέψει το απίστευτο», είπα γυρίζοντας προς τον Πίτερ, που λαγοκοιμόταν με τα μάτια κλειστά. Μου έγνεψε καταφατικά, ωστόσο είμαι σίγουρη πως ούτε με άκουσε ούτε κατάλαβε τι εννοούσα. Αυτή η σκέψη έμεινε ριζωμένη μες στο μυαλό μου μέ­ χρι που γλιστρήσαμε ομαλά κι αθόρυβα μες στα ήρεμα ρηχά νερά εκείνου του νησιού. Δε θα παρασυρθώ να πιστέψω πως σωθήκαμε. Πλησιάζαμε όλο και περισσό­ τερο προς την παραλία μέχρι που νιώσαμε την καρίνα του σκάφους μας ν' ακουμπά στην άμμο. Η ξαφνική εμφάνιση στεριάς έπειτα από ημέρες -έστω και ελάχιστες- μες στη θάλασσα, επηρεάζει

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

287

περίεργα τους ανθρώπους. Ο Χόνεϊ πήδησε από το κατάστρωμα μουρμουρίζοντας κι έφτασε ως την ακτή τσαλαβουτώντας μες στα νερά. Εξάλλου ο Μαμόρου βούτηξε στη θάλασσα με το κεφάλι κι όταν ξαναβγήκε στην επιφάνεια γύρισε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια κι άνοιξε το στόμα του σαν να γευόταν για πρώτη φορά στη ζωή του καθαρό αέρα. Δήλωσε πως τα νερά ήταν ρηχά και ήρεμα, στάθηκε ολόρθος και ύψωσε τα χέρια του καλώντας με να βουτήξω. Κατέβηκα προσεκτικά τα σκαλιά της ξύλινης σκάλας στο πλάι του σκάφους, με τον Πίτερ να επιμένει να με κρατάει από το χέρι, μέχρι που έφτασα δίπλα στον Μαμόρου. Στο τελευταίο σκαλί άφησα απλώς το κορμί μου να πέσει πάνω του. Εκείνος με μετέφερε σηκωτή στην ακτή· μόνο τα πόδια μου άγγιζαν το νερό. Ο Πίτερ βοήθησε τον Τζόνι να βγει και βάδισαν μαζί μέχρι που έφτασαν στην ακτή. Πέρα από το σημείο ό­ που έσκαγαν τα κύματα, η άμμος ήταν παχιά και ζεστή - υπερβολικά ζεστή για να περπατήσει κανείς ξυπόλυ­ τος, κι έτσι κατευθυνθήκαμε γρήγορα προς την πυκνή σκιά μιας πελώριας θαλασσινής αμυγδαλιάς. Μείναμε εκεί, κι ο Μαμόρου επέστρεψε στο πλοιάριο κολυμπώ­ ντας για να μεταφέρει μερικά από τα πράγματα μας. Έκανε αρκετά δρομολόγια και στο τελευταίο έφερε και το ημερολόγιό μου, τυλιγμένο σφιχτά στο μουσαμά. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσο μείναμε εκεί. Ο χρόνος δεν είχε πια νόημα. Όλη τη νύχτα και μεγάλο μέ­ ρος του πρωινού το περάσαμε ξαπλωμένοι· πότε κοι­ μόμαστε και πότε παρατηρούσαμε τα χαλκόχρωμα φύλλα του δέντρου που υψωνόταν από πάνω μας. Τα κλαδιά του έμοιαζαν με κυρτωμένα δάχτυλα που έδει­ χναν προς τη θάλασσα και με τις άκρες τους συνεστραμμένες, λες κι ήθελαν να οριοθετήσουν τον προσωρινό

Digitized by @PriOri™

288

ΤΑΣ Ο

τόπο διαμονής μας. Κανείς από μας δε διακινδύνευσε να προχωρήσει πέρα από εκείνο το καταφύγιο. Είχαμε σωθεί από το θάνατο και γι' αυτό θα 'πρεπε να είμαι ευγνώμων. Μα δεν αφήνομαι να πιστέψω πως έχουμε οριστικά σωθεί. Τουλάχιστον όχι ακόμη.

21 Οκτωβρίου 1941 (Η επόμενη ημέρα - σίγουρα!) δροσιά του πρωινού άρχισε να μας προκαλεί να εγκαταλείψουμε το προσωρινό μας καταφύγιο. Ο Πίτερ ήταν ο πρώτος που διακινδύνευσε ν' απομακρυν­ θεί, καθώς κατέβηκε επιφυλακτικά την απαλή πλευρά που οδηγούσε στην παραλία όπου τα κυματάκια έρχο­ νταν κι έσβηναν στην παχιά άμμο της ακτής. Στάθηκε για λίγο κι ύστερα προχώρησε προς το νερό βάζοντας δοκιμαστικά με αργές κινήσεις πρώτα το ένα πόδι του κι έπειτα το άλλο, λες και προσπαθούσε να θυμηθεί πώς περπατούν. Ξάφνου σωριάστηκε μες στο νερό σαν μπάλα που τιναζόταν από σπασμούς. «Τι στο καλό κάνει;» αναρωτήθηκε ο Χόνεϊ. «Έπαθε κρίση;» Σταθήκαμε και τον παρακολουθούσαμε. Έμεινε για λίγο ακίνητος κι ύστερα βάλθηκε να μπουσουλάει μες στα νερά με το κεφάλι σκυμμένο.Ο Μαμόρου πετάχτη­ κε πάνω κι έσπευσε να τον βοηθήσει. Ο Πίτερ έβγαλε μια περίεργη κραυγή, σηκώθηκε κι έτρεξε προς το μέρος μας κρατώντας κάτι στο χέρι του. «Ο μασκαράς! Με τσίμπησε!» φώναξε. Είδαμε πως αυτό που κρατού­ σε ήταν ένας μεγάλος μαυροπράσινος κάβουρας. Τον μαγειρέψαμε σε σιγανή φωτιά με ζωηρές φλό­ γες, που άναψε ο Μαμόρου με φλούδια από κοκκοφοίνικες και άμμο. Μάζεψε μερικά στιλπνά φύλλα από την

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

289

άκρη του αραιού δάσους που απλωνόταν πίσω μας και τοποθέτησε τον κοκκινισμένο πια κάβουρα σ' αυτό το φτιαγμένο από φύλλα πιάτο. Μέχρι την ώρα εκείνη δεν πεινούσα -ο ήλιος είχε νεκρώσει κάθε διάθεση για φα­ γητό-, καθώς όμως ο Μαμόρου κομμάτιασε τον κάβου­ ρα με το μαχαίρι του ένιωσα να με θερίζει η πείνα. Τράβηξε και ξεκόλλησε μία από τις δαγκάνες του κάβουρα, τη συνέθλιψε με τη λαβή του μαχαιριού του, έβγαλε με τις άκρες των δαχτύλων του ένα ένα τα σπα­ σμένα κομμάτια από το κέλυφός της και μου προσέφε­ ρε ένα γυαλιστερό, όλο καφετιές βούλες κομμάτι κρέας. «Πρόσεξε», μου είπε καθώς μου το έδινε. «Καίει ακόμη». Μολονότι επρόκειτο για πολύ μεγάλο κάβουρα, το κρέας του δεν ήταν αρκετό για όλους μας. Μόλις γευτή­ καμε εκείνα τα μικρά, πηχτά σαν ζελέ κομμάτια του γλυκού άσπρου κρέατος, νιώσαμε όλοι πως πεινούσαμε πολύ περισσότερο απ' όσο νομίζαμε. Βαλθήκαμε λοι­ πόν να ρουφάμε και να πιπιλάμε τα κομματάκια από το κέλυφός του που είχαν γεύση καυσόξυλων και θαλασσι­ νής άρμης. Ο Πίτερ δήλωσε πως δεν είχε φάει ποτέ του κάτι τόσο τρυφερό και απολαυστικό. «Οι ορτολάνες δεν μπορεί να συγκριθούν μ' αυτό το κρέας», είπε. Ήμουν έτοιμη να τον ρωτήσω τι σήμαινε η λέξη, όταν στράφηκε προς τον Τζόνι και του εξήγησε πως επρόκειτο για κάποιο μικρό πουλί που ζούσε στη Γαλλία. «Είναι σαν σπουργίτια», είπε. Απ' όλους μας μόνον ο Τζόνι δεν έφαγε. Φαινόταν πολύ αδύνατος για κάτι τέτοιο. Όταν του προσέφερα ένα κομματάκι κρέας που ο Μαμόρου το είχε ετοιμάσει ειδικά για μένα, αρνήθηκε να το δεχτεί. Προσπάθησα να τον πείσω πως έπρεπε να φάει κάτι, αλλά ο Πίτερ με σκούντησε στο μπράτσο και κούνησε το κεφάλι του. Είχε δίκιο. Ο Τζόνι φαινόταν πιο χαρούμενος όντας

Digitized by @PriOri™

290

ΤΑΣ Ο

παραδομένος στις σκέψεις του, καθώς καθόταν κάπως μακριά από μας τους υπόλοιπους, με την πλάτη ακου­ μπισμένη στον κορμό της αμυγδαλιάς. Μόλις αποφάγαμε, ο Φρέντερικ πρότεινε ν' ανοίξου­ με μερικές από τις πολλές κονσέρβες που είχαν περισ­ σέψει. Κοίταξα τον Πίτερ. Η αλήθεια είναι πως εξακο­ λουθούσα να πεινάω, κατά περίεργο τρόπο, ωστόσο, δεν είχα καθόλου όρεξη να γευτώ το περιεχόμενο κον­ σέρβας. Έπειτα από τον κάβουρα, επιθυμούσα κάτι εξίσου φρέσκο. «Πώς σκέφτηκες κάτι τέτοιο, Χόνεϊ;» ρώτησε ο Πί­ τερ. «Θα είναι σαν να ψάχνεις να βρεις στο κελάρι σου μισό παγωμένο σκοτσέζικο αυγό έπειτα από μια ομελέ­ τα με κάβουρα στου Μπουλεστέν. Τι βαρβαρότητα! Θα προτιμούσα να πεθάνω από την πείνα». Τελικά μείναμε καθισμένοι γύρω από τη φωτιά πα­ ρακολουθώντας τη να σβήνει μέχρι που χώνεψε εντε­ λώς κι έπαψε να βγάζει καπνούς. Μες στο γαλαζωπό φως διέκρινα τον Μαμόρου που με παρατηρούσε. Το πρόσωπό του ήταν λεπτό και ήρεμο. Τα κρεβάτια εκστρατείας που είχε στήσει μας περί­ μεναν. Το δικό μου ήταν στρωμένο με βαμβακερά σε­ ντόνια ενώ οι άντρες αρκέστηκαν στο τραχύ καναβά­ τσο. Ο Μαμόρου με πλησίασε και μου είπε: «Μην ανη­ συχείς για τον Τζόνι. Θα τον προσέχω εγώ». «Σ' ευχαριστώ». Απλωσα το χέρι αγγίζοντάς τον στον ώμο μες στο σκοτάδι. Καθώς βυθιζόμουν στον ύπνο είχα ακόμη στο στόμα μου τη γλυκιά γεύση του κάβουρα. «Πίτερ!» φώναξα. «Παραλίγο να το ξεχάσω. Σ' ευχαριστώ για το δείπνο». Δεν πήρα απάντηση. Θα πρέπει να είχε ήδη κοιμηθεί.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

291

Όσα έγιναν στο πλοιάριο σήμερα το πρωί, μου φαινό­ ταν σαν να έγιναν πριν από πάρα πολύ καιρό. Προγευματίσαμε με ρύζι -που το μαγείρεψε ο Μαμόρου μέσα σε μια κατσαρόλα τοποθετημένη πάνω σε πυρωμένη στάχτη- με ικάν μπιλίς -που ο Χόνεϊ το χαρακτήρισε «απαράδεκτο» πριν ανοίξει για τον εαυτό του μια κον­ σέρβα με μοσχαρίσιο κρέας-, αρτόκαρπους και χοντρόκοκκο καφέ. Έγινε μεγάλη κουβέντα αν το νησί εκείνο ανήκε στο σύμπλεγμα των Επτά Παρθένων. Από την ερημική παραλία όπου βρισκόμαστε, βλέπαμε να δια­ γράφονται κάπου μακριά δύο νησάκια, αν όμως δεν εξε­ ρευνούσαμε τη γύρω περιοχή δεν ήταν δυνατόν να πούμε με βεβαιότητα ότι ανήκαν κι αυτά στις Επτά Παρθένες. «Αν είναι αλήθεια αυτά που λένε οι ντόπιοι», είπε ο Πίτερ, «δεν έχουμε παρά να περιμένουμε ως το ηλιοβα­ σίλεμα για να δούμε αν θα εξαφανιστούν». Ο Μαμόρου και ο Χόνεϊ πήγαν στο σκάφος για να τακτοποιήσουν τις προμήθειές μας και να μελετήσουν τους χάρτες. Έμειναν εκεί αρκετή ώρα που εγώ την πέ­ ρασα γράφοντας στο ημερολόγιό μου, ενώ ο Πίτερ έκα­ νε έναν περίπατο στην παραλία με τον Τζόνι. Οι δυο τους περπατούσαν άκρη άκρη στο νερό και συχνά σταματούσαν κι έσκαβαν την άμμο απ' όπου έβγαζαν κοχύλια κι άλλα μυστηριώδη πράγματα. Στέκονταν τότε ο ένας πλάι στον άλλο σαν δυο παιδάκια που πε­ ριεργάζονται κάποιο παιχνίδι. Ο Πίτερ έτρεχε κατά διαστήματα στη θάλασσα, κι αν έβρισκε πως τα νερά ήταν αρκετά βαθιά για να κολυμπήσει, παρότρυνε τον Τζόνι να τον μιμηθεί. Εκείνος όμως δεν απομακρυνόταν, και σταματούσε μόλις το νερό τού έφτανε μέχρι τους μηρούς, οπότε ακινητοποιούνταν στα ρηχά με τα μπράτσα διπλωμένα στο στήθος του. Συχνά ο Πίτερ

Digitized by @PriOri™

292

ΤΑΣ Ο

άρχιζε να τραγουδάει, και κάθε φορά που έκανε κάτι τέτοιο απορούσα πώς η φωνή του άλλαζε κι αποκτού­ σε ξαφνικά μια πλούσια, μεταξένια χροιά. Ο ήχος της γέμιζε τη σιωπή ολόγυρά μας -εδώ δεν υπάρχουν που­ λιά ή έντομα για να κάνουν θόρυβο- και σιγά σιγά άρχι­ σα να αναγνωρίζω τα τραγούδια που έλεγε, ένα από αυτά μάλιστα το επαναλάμβανε συνεχώς. Δεν είμαι σί­ γουρη σε τι γλώσσα το τραγουδούσε, αλλά το βρήκα πολύ χαριτωμένο. Συχνά συνόδευε το τραγούδι του με αστείες θεατρικές χειρονομίες. Την ώρα που ο Τζόνι κι ο Πίτερ βρίσκονταν στην πέρα μεριά της παραλίας, με πλησίασε ο Μαμόρου. «Ο Πίτερ κι ο Τζόνι έχουν δεθεί πολύ μεταξύ τους», είπε. Γέλασα. «Είναι κάτι που δεν έχει περάσει απ' το μυαλό μου μέχρι τώρα. Δεν πιστεύω όμως πως είναι ικανοί για ένα συναισθηματικό δεσμό τόσο δυνατό. Τουλάχιστον ο Τζόνι». «Δεν εννοούσα πως έχουν δημιουργήσει κάποιον πνευματικό δεσμό ή πως θα παραμείνουν για πάντα φίλοι. Απλώς θέλω να πω ότι αντιπροσωπεύουν κάτι σημαντικό ο ένας για τον άλλον». Τον κοίταξα. «Τι ακριβώς εννοείς;» Γέλασε. «Δεν ξέρω. Δεν είμαι σίγουρος. Ο καθένας τους δείχνει να συμβολίζει κάτι για τον άλλο. Δεν έχω καταφέρει ακόμη ν' αποκρυπτογραφήσω τη φύση αυ­ τών των συμβόλων. Τρομερό για έναν πανεπιστημιακό να διατυπώνει τέτοιες αοριστολογίες, ε;» «Ειλικρινά, Μαμόρου, δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι ένας πανεπιστημιακός θα διέθετε το χρόνο του παρατηρώ­ ντας τους άλλους. Το μυαλό σου θα πρέπει να μην ησυ­ χάζει ούτε στιγμή», είπα χαμογελώντας. Χαμήλωσε το κεφάλι και κοίταξε την άμμο. (Βρίσκε­ ται τόσο συχνά σε αμηχανία...) «Δεν περνώ τον καιρό

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

293

μου παρακολουθώντας τους άλλους», απάντησε λες κι είχε κάνει κάποιο λάθος και απολογούνταν γι' αυτό. «Σκέφτομαι, βέβαια, κάποια πράγματα, αλλά στο κάτω κάτω αυτό επιτάσσει το επάγγελμά μου». «Σε πειράζω», του αποκρίθηκα γελαστά. Ήθελα να τον αγγίξω, να τον διαβεβαιώσω πως δεν είχα πρόθεση να τον θίξω αλλά δεν το έκανα, επειδή δεν ήξερα αν ήταν σωστό. Κοίταξε κατά την παραλία. Δε φαινόταν κανείς. Πήρε το χέρι μου και το 'φερε στο μάγουλό του. «Έχεις το ελεύθερο να με πειράζεις όσο θέλεις, Σνόου», μου είπε τρυφερά. Αργότερα την ίδια ημέρα ο Μαμόρου παρατήρησε τα νερά που ανέβαιναν και μας κάλεσε να συγκεντρωθού­ με όλοι μαζί. Κοιτάξαμε προς τη μεριά των νησιών. Το χαλκόχρωμο νερό λαμποκοπούσε ακαθόριστα ολόγυρά τους. «Θα πρέπει να είναι οι Παρθένες», είπε ο Πίτερ σιγανά. «Εμπρός λοιπόν, εξαφανιστείτε...» Δεν εξαφανίστηκαν. Ο ήλιος χάθηκε στον ορίζοντα μα τα νησιά συνέχισαν να βρίσκονται στο ίδιο σημείο. «Αυτό δε σημαίνει απολύτως τίποτε», μίλησε πάλι ο Πίτερ. Ο Μαμόρου συμφώνησε, επαναλαμβάνοντας πως έπρεπε να εξερευνήσουμε την περιοχή. Γυρίσαμε στην κατασκήνωσή μας κάτω από την αμυγδαλιά κι αρχίσαμε να ετοιμάζουμε το δείπνο. Βοήθησα τον Μαμόρου να μαζέψει ξυλαράκια και σπα­ σμένους φλοιούς κοκκοφοινίκων. Κανείς δε μιλούσε. Έχοντας μαζί μας τις κονσέρβες μας, καθίσαμε γύρω από τη φωτιά που τρεμόσβηνε. Το τελευταίο φως έβαψε κόκκινο τον ουρανό. Έριξα ακόμη μια ματιά προς τα δυο νησάκια. «Κοιτάξτε...» ψιθύρισα. Μες στο λαμπερό λυκόφωτο διακρινόταν μόνο το ένα από τα δύο. Το άλλο, που μέχρι τότε στεκόταν αμε-

Digitized by @PriOri™

294

ΤΑΣ Ο

τακίνητο πλάι του είχε εξαφανιστεί μες στη θάλασσα, και στη θέση του έβλεπες μόνο τον φωτισμένο από το δειλινό ουρανό. Ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ εκεί. Μένει να προσθέσω κάτι ακόμη, ενώ η φωτιά κοντεύει να σβήσει: επιτέλους, πιστεύω πως είμαστε πράγματι ζωντανοί.

22 Οκτωβρίου 1941 εκινήσαμε να εξερευνήσουμε τα νησιά με θάλασσα εντελώς ακύμαντη, λες κι ήταν από γυαλί. Η φωνή του Πίτερ γέμιζε το χώρο γύρω μας με τραγούδια κι έμοιαζε ν' αντιλαλεί στον ουρανό. Κάθε νότα φαινόταν μετέωρη για αρκετή ώρα, ως τη στιγμή που την κάλυ­ πτε η επόμενη. Μερικές φορές -όταν ο Πίτερ τραγου­ δούσε το αγαπημένο του κατά τα φαινόμενα τραγούδιδεν καταλάβαινα ούτε λέξη. Οι νότες έμοιαζαν να μπλέ­ κονται μεταξύ τους και δεν μπορούσες να τις ξεχωρί­ σεις, όπως συμβαίνει με τις άκρες ενός μεταξωτού υφά­ σματος που το κοιτάς από πολύ κοντά. Χαμογέλασα και κοίταξα προς τη μεριά του Μαμόρου. Τα χέρια του μόλις που άγγιζαν το πηδάλιο και το βλέμμα του ήταν καθάριο και λαμπερό. Καθόμουν μαζί με τον Πίτερ και τον Τζόνι καθώς προσπερνούσαμε τα διάφορα νησιά. Την απόφαση να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να εξερευνήσουμε τα νησιά την είχαμε πάρει μόλις το πρωί. Ο Μαμόρου ήλπιζε πως η εξερευνητική μας επιχείρηση θα μας βοη­ θούσε να βρούμε κάποιο μέρος κατάλληλο για να κατα­ σκηνώσουμε μόνιμα. Παρότι τα νησιά δεν είχαν το ίδιο μέγεθος -κάποια δεν ήταν μεγαλύτερα από ένα βράχο, ενώ μερικά φαίνονταν να καταλαμβάνουν έκταση αρκε-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

295

των μιλίων- οι ακτές τους δε διέφεραν ήταν όλες βρα­ χώδεις, με αμμώδεις κολπίσκους. Πέρα από τους κολπί­ σκους ξεχώριζαν αραιά δασάκια από μικρούς κοκκοφοίνικες, με κορμούς ξερούς και λευκούς από την αλμύ­ ρα, σαν κόκαλα. «Έχω μιαν απορία· πώς θα καταλάβουμε σε ποιο θα πρέπει ν' αράξουμε;» ρώτησα τον Πίτερ. «Εγώ τα βλέ­ πω όλα ίδια». «Θα φανεί από μόνο του, αγαπητή μου». Ωστόσο το μεσημέρι είχαμε δει κιόλας έξι νησιά αλλά κανένα δεν έδειχνε να είναι κάτι ξεχωριστό, σε κανένα δεν είχαμε διακρίνει ίχνη ζωής. Πάνω από τα δέντρα δεν πετούσε ούτε ένα πουλί και τα δάση έμοιαζαν ξερά και άκαμπτα. «Μα οι Επτά Παρθένες φημίζονται για την πανίδα και τη χλωρίδα τους, έτσι δεν είναι;» ρώτησα τον Πίτερ. «Ναι. Έτσι τουλάχιστον λέει ο κόσμος». «Εμένα δε μου δίνουν αυτή την εντύπωση». «Ποιος ξέρει... Πίσω από αυτή την απογοητευτική θέα μπορεί να κρύβεται ένα πλούσιο σύμπαν». «Ή μπορεί να είναι ακόμη πιο γυμνά...» Ο Μαμόρου και ο Χόνεϊ είχαν ανοίξει σοβαρή συζήτη­ ση καθώς εξέταζαν έναν από τους χάρτες. «Η έβδομη Παρθένα δε βρίσκεται στο σημείο όπου θα έπρεπε να είναι, βάσει του χάρτη», άκουσα να λέει ο Μαμόρου. «Δεν μπορώ να καταλάβω», είπε με χαμηλή -σαν φοβισμένη- φωνή ο Χόνεϊ. «Ισχυριζόσουν πως οι χάρτες αυτοί ήταν εκατό τοις εκατό ακριβείς». «Μα είναι. Απλώς κάτι δεν πάει καλά». «Ίσως δεν ψάχνουμε στο σωστό σημείο ή παραβλέ­ ψαμε κάτι. Ίσως η έβδομη εξαφανίστηκε κι αυτή με την παλίρροια».

Digitized by @PriOri™

296

ΤΑΣ Ο

«Η έβδομη είναι η μεγαλύτερη απ' όλες. Για τα νησιά αυτά τούτη είναι η ώρα της άμπωτης. Δε θ' ανέβει η στάθμη των νερών προτού σκοτεινιάσει. Αν η έβδομη βρίσκεται εδώ θα τη δούμε μόλις τραβηχτούν τα νερά. Έλα να επαναχαράξουμε την πορεία μας». Το σκάφος διέγραψε μια πελώρια καμπύλη και τελι­ κά φτάσαμε στο σημείο απ' όπου είχαμε ξεκινήσει. Στην πραγματικότητα, όλη αυτή την ώρα δεν είχαμε κάνει παρά το γύρο των νησιών κι έτσι η θάλασσα και η θέση εκείνων των γυμνών επιφανειών μάς προκάλε­ σαν σύγχυση. Εντούτοις συνεχίσαμε να είμαστε σε εγρήγορση και να εξερευνούμε τον ορίζοντα για κάποιο σημάδι που πιθανόν μας είχε ξεφύγει. «Για τι ακριβώς ψάχνουμε;» ρώτησα τον Πίτερ. Έβαλε το χέρι αντήλιο για να προστατευτεί από το δυνατό ηλιόφωτο. «Αγαπητή μου, δεν έχω ιδέα. Όλη μου τη ζωή έτσι χαμένος ήμουν». «Έρχεται καταιγίδα», είπε ο Τζόνι. «Ανόητε!» τον πείραξε γελώντας ο Πίτερ. «Στον ου­ ρανό δεν υπάρχει ούτε ένα συννεφάκι». Ο Τζόνι σήκωσε τους ώμους του. «Την οσμίζομαι», επέμεινε. Ο Μαμόρου άφησε στο πηδάλιο τον Χόνεϊ και πλη­ σίασε τον Τζόνι να τον συμβουλευτεί. «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε, μη ξέροντας αν έπρεπε να πάρει στα σοβαρά τα λεγόμενα του ή να τα θεωρήσει απλή εικασία. Ο Τζόνι σήκωσε πάλι τους ώμους. «Έτσι νομίζω. Δε θα κρατήσει αρκετή ώρα αλλά θα είναι πολύ δυνατή». Ο Μαμόρου κούνησε το κεφάλι του και ξαναπήγε κοντά στον Χόνεϊ, στο πηδάλιο. Οι δυο τους αντάλλα­ ξαν μερικές κουβέντες και ξανακοίταξαν το χάρτη. «Ο Τζόνι έχει δίκιο», είπε ο Πίτερ. «Ο αέρας μυρίζει ξάφνου αλλιώτικα».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

297

Τότε ακριβώς πήραμε είδηση κάτι που κουνιόταν σαν σκιά πάνω από το νερό - ένα και μοναδικό μαύρο σύννεφο φορτωμένο βροχή, που σκίαζε την επιφάνεια της θάλασσας. Πέρα μακριά, τα νερά φαίνονταν ν' αλ­ λάζουν χρώμα κι από πράσινα να γίνονται γκρίζα κάτω από εκείνη τη σκοτεινή ομπρέλα. Το σύννεφο όλο και μεγάλωνε καθώς μας πλησίαζε, και μέσα σε ελάχιστο διάστημα διαπιστώσαμε πως σχεδόν έτρεχε. «Μεγαλοδύναμε Θεέ!» μουρμούρισε ο Πίτερ. Το νερό κάτω από το σύννεφο πρόβαλλε σπαρμένο με άσπρα στίγματα από τους αφρούς των κυμάτων. Πέρα από το σημείο όπου έπεφτε η σκιά του σύννεφου, ωστόσο, η θάλασσα απλωνόταν ήρεμη και πράσινη. Ήταν σαν να είχε χαρά­ ξει κανείς ένα συμμετρικό κύκλο γύρω από εκείνα τα κύματα και να τα σαλάγιζε σαν αγρίμια. «Τα σωσίβια!» φώναξε ο Πίτερ. Ο Τζόνι εξακολουθούσε να κάθεται απαθής στον πάγκο, ακουμπώντας πάνω στη μικρή καμπίνα του κα­ ταστρώματος. «Δεν υπάρχει ούτε ένα σωσίβιο», απά­ ντησε αδιάφορα. «Κρατηθείτε απ' όπου μπορείτε. Όλα θα πάνε καλά. Μπόρα είναι και θα περάσει», μας καθησύχασε ο Μα­ μόρου. Η φωνή του ήταν ήρεμη και σταθερή. Με πλη­ σίασε και μ' έπιασε τρυφερά απ' το χέρι. «Μείνε κοντά μου. Θα κρατάω εγώ το τιμόνι. Δεν πρόκειται να πάθεις τίποτε. Σ' το υπόσχομαι». Καθώς τον ακολουθούσα σκόνταψα πάνω στον Πίτερ, που μου έριξε ένα βλέμμα αγριεμένο. Η μπόρα ξέσπασε προτού ο Μαμόρου προλάβει να γυρίσει στο πηδάλιο, ενώ εγώ δεν είχα φτάσει καν ως την καμπίνα. Θα 'λεγε κανείς πως η θύελλα είχε ανα­ πτύξει ταχύτητα κι έτρεχε πολύ πιο γρήγορα από εμάς, για να μας πιάσει απροετοίμαστους. Την ώρα

Digitized by @PriOri™

298

ΤΑΣ Ο

που έπεφτα χάμω είδα πως κι ο Μαμόρου είχε χάσει την ισορροπία του. Σωριάστηκε στο κατάστρωμα, κι ό­ πως το σκάφος κλυδωνίστηκε με το πρώτο κύμα, η πλάτη του χτύπησε στο πλαϊνό τοίχωμα της καμπίνας. Μέσα σε μια στιγμή ο αέρας άλλαξε κι από στεγνός κι αρμυρός έγινε υγρός εξαιτίας της βροχής. Ένα λεπτό αργότερα μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως κατάπι­ να νερό. Ένας καταρράκτης έπεφτε πάνω μας κι εμείς πασχίζαμε να αναπνεύσουμε με το στόμα ανοιχτό. Προσπάθησα να διακρίνω γύρω μου αλλά η δύναμη της βροχής ήταν τόση, που δεν έβλεπα παρά θαμπές φι­ γούρες. Το σκάφος έγινε ξαφνικά μικρό κι ελαφρύ. Τιναζόταν στον αέρα εξαιτίας των κυμάτων και στη συνέχεια ξανατραβιόταν κάτω. Πού ήταν ο Μαμόρου; Νόμισα πως τον είδα να κατευθύνεται παραπατώντας προς το πηδάλιο. Κανείς άλλος στον κόσμο δε θα είχε τη δύναμη να κάνει κάτι τέτοιο. Μέχρι τότε δεν είχα αντιληφθεί την ακριβή έννοια της έκφρασης Με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, αλλά μέσα σ' εκείνα τα λίγα λεπτά συνειδητοποίησα τι σήμαινε. Γαντζώθηκα στο ξύλινο παραπέτο του σκάφους με όλη τη δύναμη της ψυχής μου και ήθελα να ζητήσω συγγνώ­ μη από τον Τζόνι με όλη τη δύναμη της ψυχής μου που τον έκανα να μ' αγαπήσει. Ταυτόχρονα, με όλη τη δύνα­ μη της ψυχής μου ήθελα να ξαναδώ τον Μαμόρου... Όπως ήταν αναμενόμενο έπεσα στη θάλασσα. Πόσο αφελές, που είχα πιστέψει ότι θα μπορούσα ν' αντιστα­ θώ στη δύναμή της. Εντούτοις πάλεψα όσο μπορούσα. Ένιωσα τα μέλη μου να μουδιάζουν. Πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι; Δεν έβλεπα κανέναν. Σκέφτηκα ν' αφεθώ αλλά τα μουδιασμένα πόδια μου συνέχισαν να κλο­ τσούν σαν να υπάκουαν σε μια δύναμη πολύ πιο ισχυρή από τη δική μου θέληση.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

299

Πότε άραγε θ' άρχιζαν να γαληνεύουν τα κύματα; Νόμισα πως πάνω από την κορφή τους και σε μικρή απόσταση από μένα διέκρινα να ταλαντεύεται το κεφάλι του Τζόνι. Προσπάθησα να τον φωνάξω αλλά καθώς άνοιξα το στόμα μου το νερό με τράβηξε προς τα κάτω. Ωστόσο κατάφερα κατά κάποιον τρόπο να ξανανέβω στην επιφάνεια· τότε είδα τον Μαμόρου. Μόλις με αντιλήφθηκε φώναξε τ' όνομά μου και βάλθη­ κε να κολυμπά προς το μέρος μου προσπαθώντας να με φτάσει. Σε κάποια απόσταση διέκρινα κι έναν άλλον που κολυμπούσε. Να 'ταν ο Πίτερ; Παρότι τα κύματα είχαν αρχίσει να ηρεμούν, το κεφάλι του Τζόνι μόλις που φαινόταν. Ένιωσα το κορμί μου βαρύ και καταπο­ νημένο συνειδητοποιώντας πως και τα πόδια μου είχαν μουδιάσει για τα καλά. Εντούτοις δεν άφησα να με κυριέψει ο φόβος. Ήξερα πως πολύ σύντομα θα σωζό­ μουν. Ω Μαμόρου απείχε περίπου είκοσι γιάρδες από μένα κι όλο με πλησίαζε. Μέσ' από την πυκνή βροχή διέκρινα το πλοιάριο κάπου μακριά. Κάποιος στεκόταν στο κατάστρωμα κι έψαχνε για μας. Προσπάθησα να εντοπίσω τον Μαμόρου. Μα γιατί απομακρυνόταν από μένα; Φώναξα μισοπνιγμένη τ' όνομά του κι εκείνος σταμάτησε να κολυμπά και κοίταξε προς το μέρος μου, για να ξαναβουτήξει στη συνέχειατο κεφάλι του μες στο νερό συνεχίζοντας την πορεία του. Έπειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα τον είδα να ανασύρει στην επι­ φάνεια τον Τζόνι. Στηρίζοντάς τον με το κορμί του άρχι­ σε να κολυμπά προς το πλεούμενο. Κρατούσε με τα δυο του χέρια το κεφάλι του συζύγου μου στραμμένο προς τον ουρανό και τον καθαρό αέρα. Σταμάτησα να παλεύω και να κλοτσάω. Ένα μούδια­ σμα κυρίεψε ολοκληρωτικά τα κάτω άκρα μου, ενώ τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν. Παραιτήθηκα από την

Digitized by @PriOri™

300

ΤΑΣ Ο

προσπάθειά μου κι ένιωσα να βουλιάζω, καθώς η θά­ λασσα με τραβούσε στα βάθη της. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αισθάνθηκα κάποια χέρια να με αρπάζουν από τα μπράτσα, τα στήθη και τα μαλ­ λιά, τραβώντας με προς την επιφάνεια της θάλασσας. Άρχισα να βήχω. Το θαλασσινό νερό μού έκαιγε το λαι­ μό. «Σνόου! Σνόου!» άκουσα να φωνάζει κάποιος, ενώ η ζωή ξαναγύριζε στους πνεύμονές μου. Ήταν ο Πίτερ. «Μην παλεύεις, Σνόου, χαλάρωσε», με συμβούλεψε πιάνοντας το χέρι μου και στηρίζοντάς το στον ώμο του. Σε όλη τη διαδρομή ως το πλοιάριο ένιωθα να με σφίγγουν τα κοκαλιάρικα χέρια του. Τα μέλη του κου­ νιόνταν άρρυθμα κι αντί να προχωρούμε ίσια, διαγρά­ φαμε κύκλους. Καθώς κολυμπούσε η ανάσα του έβγαι­ νε με δυσκολία και χρειάστηκε να περάσουν μερικά λεπτά για να καταλάβω πως έλεγε κάποιο τραγούδι. Δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Αν και κυκλωμένος από τα κύματα και την αραιή βροχή, προσπαθούσε να τρα­ γουδήσει τα ανόητα τραγουδάκια του.

Παρακολουθήσαμε το μαύρο σύννεφο ν' απομακρύνε­ ται. Μέσα σε μια στιγμή η θάλασσα ξανάγινε πράσινη και χαμογέλασε πάλι ο ήλιος. Το μουσκεμένο κατά­ στρωμα άρχισε να στεγνώνει όπως και τα ρούχα μας, που είχαν βαρύνει απ' το νερό. Φαίνεται πως ο Χόνεϊ είχε κρυφτεί στην καμπίνα του κύτους. Μας είπε πως επρόκειτο για τρομακτική εμπει­ ρία καθώς μέσα σ' εκείνο τον στενό χώρο χτυπιόταν μια από δω και μια από κει, σαν μπάλα του κρίκετ... Ο Μαμόρου ήρθε εκεί που καθόμουν και με ρώτησε αν ήμουν καλά. Δεν του αποκρίθηκα. «Με συγχωρείς», μου είπε. «Δεν ήξερα πού βρισκό-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

301

σουν. Νόμισα πως άκουσα τη φωνή σου αλλά αντί για σένα είδα τον Τζόνι. Ήξερα πως δεν ξέρει να κολυμπά κι αν δεν έσπευδα να τον σώσω θα είχε πνιγεί. Ήταν εκεί ο Πίτερ και σκέφτηκα... δεν ξέρω τι. Συγγνώμη». Η θλίψη στο πρόσωπό του μ' έκανε να σκεφτώ πως ίσως ξεσπούσε σε κλάματα. «Ούτε κι εγώ ξέρω κολύμπι», είπα σφίγγοντας τα μάτια μου. Κατάφερα έτσι να μην κλάψω. Έσκυψε το κεφάλι κι άγγιξε το χέρι μου. «Δεν το ήξερα». Έμεινε κοντά μου για λίγο κι ένιωσα στο χέρι μου την κοφτή και ζεστή ανάσα του. Όταν απομακρύν­ θηκε είδα πως είχε αφήσει κάτι για μένα. Ήταν το μικρό σακουλάκι που κουβαλούσα μαζί μου, εκεί όπου φύλα­ γα το ημερολόγιό μου. Στη διάρκεια της θύελλας το είχα ξεχάσει ολότελα. Έλυσα το κορδόνι και ψηλάφησα το βρεγμένο περιεχόμενό του. Το ημερολόγιό μου ήταν πάντα εκεί και πάντα τυλιγμένο στο μουσαμά. Θα πρέ­ πει να το είχε γλιτώσει για λογαριασμό μου ο Μαμόρου. Το προφύλαξε από την μπόρα. Ο Πίτερ ήρθε προς το μέρος μου αλλά εγώ έκλεισα τα μάτια μου.

23 Οκτωβρίου 1941 Έβδομη Παρθένα μάς αποκαλύφθηκε με πολύ πε­ ρίεργο τρόπο. Τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν μπορώ να πω αν η ξαφνική εμφάνισή της ήταν απροσ­ δόκητη ή κάτι απόλυτα αναμενόμενο και εντελώς φυσιολογικό. Μετά την καταιγίδα δε μιλούσαμε πολύ κι έτσι δεν ξέρω πώς ένιωσαν οι άλλοι στη θέα της. Ούτε μπορώ, όμως, να περιγράψω και τα δικά μου συναισθή­ ματα όταν την πρωταντίκρισα.

Digitized by @PriOri™

302

ΤΑΣ Ο

Την είδαμε όλοι ταυτόχρονα. Έπειτα από την μπόρα, μας πήρε λίγη ώρα για να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα. Κατευθυνθήκαμε προς το πρώτο νησί και διερευνούσαμε όλοι τη θάλασσα ολόγυρά μας όντας σε πλήρη εγρήγορση. Μετρήσαμε τα νησιά και περιμέ­ ναμε να τα βρούμε έξι, όπως και πριν. Το νέο νησί το είδαμε μόνον όταν περάσαμε και το πέμπτο - το πιο κοντινό σ' αυτό που είχαμε πρωτοδεί. Βρισκόταν όπου ακριβώς βρισκόταν το πρώτο - γι' αυτό θα μπορούσα να πάρω όρκο. Όμως στη θέση εκείνη υψωνόταν ένα άλλο, δέκα φορές μεγαλύτερο από το προηγούμενο και πολύ πιο πλατύ απ' όσα είχαμε δει ως τότε. Εκεί όπου τελείωνε η όλο άμμο και βράχους ακτή του απλωνόταν ένα αραιό δάσος, μα πέρα από αυτό πρόβαλλε πυκνή πράσινη ζούγκλα εντελώς διαφορετική απ' όσες είχαμε δει σε όλη τη θαλάσσια διαδρομή μας. Το βαθύ πράσινο χρώμα της ερχόταν σε ζωηρή αντίθεση με τα κιτρινω­ πά ξεθωριασμένα από τον ήλιο φυλλώματα των άλλων νησιών. Οι κοκκοφοίνικες ήταν ψηλοί, με γερούς κορ­ μούς, και δέχονταν τη θαλασσινή αύρα χωρίς να λυγί­ ζουν. Πόσο μεγάλη όμως ήταν η ζούγκλα αυτή, δεν μπο­ ρούσα να πω. Φτάσαμε αργά αργά στα ρηχά κι ακούσαμε ν' αντη­ χούν στον αέρα παράξενες φωνές ζώων. «Βλέπεις;» μου είπε ήρεμα ο Πίτερ. «Υπάρχει ζωή». Στήσαμε την κατασκήνωσή μας σ' ένα σκιερό σημείο της παραλίας σε μικρή απόσταση από την ακτή, στις παρυφές της ζούγκλας. Ο Μαμόρου έκοψε μ' ένα παράνγκ μερικά δεντράκια που τα έριξε κάτω μ' ένα και μόνο χτύπημα της κυρτής λεπίδας. Είπε πως το ξέφω­ το εκείνο ήταν ιδεώδες. Το έδαφός του ήταν στεγνό και σκεπασμένο με άμμο και αραιή χλόη, ολόγυρα υψώ­ νονταν δέντρα με γερούς κορμούς, κατάλληλους για να

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

303

κρεμάσει κάνεις αιώρες, και με πυκνά φυλλώματα που προσέφεραν προστασία από τον ήλιο, ενώ το φράγμα των θάμνων στην άκρη της παραλίας αποτελούσε έναν πρώτης τάξεως ανεμοθραύστη. Οι άντρες έφυγαν για να βρουν φρέσκο νερό. Ο Μαμόρου είπε πως ένιωθε την ύπαρξη νερού κάπου εκεί γύρω. Αν βρίσκαμε μιαν αρκετά μεγάλη πηγή με πόσιμο νερό, δε θα χρειαζόμαστε παρά ελάχιστα πράγ­ ματα. Σήκωσε το κεφάλι του και οσμίστηκε τον αέρα. «Εδώ που είμαστε δεν έχουμε ανάγκη από πολύ νερό», είπε. Χωρίστηκαν σε δύο ομάδες· ο Μαμόρου έφυγε με τον Χόνεϊ κι ο Πίτερ με τον Τζόνι. «Θα 'ρθεις κι εσύ, Σνόου;» ρώτησε ο Πίτερ. Κοίταξα αυτόν και το σύζυγό μου κι ύστερα στράφηκα προς τον Μαμόρου. «Μάλλον όχι», απάντησα. «Λέω να μείνω εδώ για να οργανώσω την παραμονή μας μέχρι να γυρίσετε». Μόλις έφυγαν άνοιξα το ημερολόγιό μου κι άρχισα να γράφω. Η καταγραφή των γεγονότων των προηγούμενων ημερών δεν ήταν εύκολη. Το να ξαναζωντανέψω ορι­ σμένες στιγμές ήταν πολύ πιο δύσκολο απ' όσο περίμε­ να. Ενώ έγραφα, συνέλαβα τον εαυτό μου να σταματά κάθε τόσο για να ξανασκεφτεί τις κουβέντες και τη σειρά των γεγονότων. Είναι κάτι που δεν το είχα ξανα­ κάνει ως τότε, κι ένιωθα σαν να μην ήμουν σίγουρη για τίποτε. Ο κόσμος όπου γυρεύω καταφύγιο -αυτός ο κόσμος, ο δικός μου- δεν είναι πια σίγουρο ότι μου ανή­ κει αποκλειστικά, όπως κάποτε. Το ημερολόγιο τούτο, όμως, εξακολουθεί ν' ανήκει πάντα σε μένα. Μπορώ να βρίσκομαι εντελώς μόνη μαζί του· μα δεν ξέρω πια τι σημαίνει να είσαι μόνος.

Digitized by @PriOri™

304

ΤΑΣ Ο

24 Οκτωβρίου 1941 Μαμόρου κι ο Χόνεϊ επέστρεψαν πρώτοι. Ήταν έτσι ακριβώς όπως το περίμεναν. Πολύ κοντά, σε απόστάση λιγότερη από μισό μίλι, υπήρχε ένα ρυάκι με πόσιμο νερό. «Έλα να σου δείξω», μου είπε ο Μαμόρου απλώνοντάς μου το χέρι. «Αυτό είναι καλή ιδέα», είπε ο Χόνεϊ. «Θα σας αφήσω ν' απολαύσετε τον περίπατό σας». Αν και χαμογελούσε, φαινόταν ανήσυχος. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έκρυβε εκείνη η έκφρασή του. Προχωρήσαμε αρκετά μες στη σιωπηλή ζούγκλα με τα αιωνόβια δέντρα και τα βήματά μας αντηχούσαν βαριά γύρω μας κροταλίζοντας. Ένα θαμπό ηλιόφωτο διαπερνούσε τα φυλλώματα των δέντρων και σχημάτι­ ζε στον αέρα σκιερά σχήματα. «Συγγνώμη γι' αυτό που συνέβη στη θάλασσα κατά τη διάρκεια της θύελλας», είπε ο Μαμόρου. «Να χαρείς», του αποκρίθηκα, μη επιτρέποντάς του να συνεχίσει. «Δε θέλω να ζητάς συγγνώμη. Έκανες αυτό που θεώρησες σωστό. Αλλωστε έτσι πρέπει να κάνουμε όλοι μας. Δεν ήξερες πού ακριβώς βρισκόμουν. Πώς μπορούσες λοιπόν να με σώσεις; Αν δεν είχες ενερ­ γήσει έτσι, ο Τζόνι θα είχε πνιγεί. Δε θέλω ν' ακούσω τίποτε άλλο πάνω σ' αυτό το θέμα». Προχωρήσαμε για λίγο σιωπηλοί. Κάποια στιγμή ξεθάρρεψα κι άγγιξα το χέρι του· εκείνος ανταποκρίθη­ κε κι έσφιξε το δικό μου. Φτάσαμε σ' ένα ξέφωτο κοντά σ' ένα ρυάκι. Βρε­ θήκαμε κυκλωμένοι από μια συστάδα αγριομπανανιών και γιγάντων χορταριών. «Με συγχωρείς», δικαιολογήθηκε ο Μαμόρου ξεκου­ μπώνοντας το πουκάμισό του, «αλλά είναι επιτακτική

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

305

ανάγκη να βγάλω από πάνω μου το αλάτι». Μπαίνο­ ντας στο ρυάκι, το σορτ του φούσκωσε σαν μπαλόνι. Όταν βρέθηκε στη μέση του ρεύματος και το νερό τού έφτασε ως τη μέση, διπλώθηκε κι έκανε μακροβούτι. Έπειτα από λίγο ξαναβγήκε στην επιφάνεια αρκετά μακριά βγάζοντας μια παράξενη κραυγή αγαλλίασης. «Το νερό είναι υπέροχο», είπε, και το πρόσωπό του έλαμπε. «Πρέπει να μπεις κι εσύ». Στάθηκα για λίγο διστακτική, με τα δάχτυλα των ποδιών μου χωμένα στη λάσπη της όχθης. Εκείνος μου γύρισε τις πλάτες και βάλθηκε να κολυμπά ακολουθώ­ ντας το ρεύμα ενώ εγώ άρχισα να ξεκουμπώνω το πάνω μέρος του σαμφού μου. Δεν ήμουν σίγουρη τι έπρεπε να κάνω με το πανταλόνι μου, τελικά όμως το έβγαλα κι αυτό και μπήκα στο ρυάκι. Ο Μαμόρου έκανε μεταβολή καθώς έμπηξα μια κραυγή εξαιτίας του παγωμένου νερού. Κολύμπησε προς το μέρος μου αλλά όταν μ' έφτασε, είχα ήδη συνη­ θίσει τη θερμοκρασία του νερού. Ένιωθα πολύ περίερ­ γα. Ενώ το δέρμα μου είχε ανατριχιάσει από το κρύο, μέσα μου ανέβαινε μια ζεστασιά που δεν την είχα ξανα­ νιώσει, κι απλωνόταν παντού. Όταν η ζεστασιά έγινε ένα με το κρύο, μια λάμψη κάλυψε ολόκληρο το κορμί μου κι ένα καινούργιο, εντελώς διαφορετικό δέρμα με τύλιξε. Η παλιά μου σάρκα δεν υπήρχε πια... «Πώς σου φαίνεται;» με ρώτησε ο Μαμόρου. Δεν του αποκρίθηκα, μόνο χαμογέλασα. Μάζεψε μες στις χούφτες του νερό και το 'φερε στα χείλη του. Γέμισε πάλι νερό τις χούφτες του, κι αυτή τη φορά κινήθηκε προς το μέρος μου. Χωρίς να το σκεφτώ έσκυψα και ήπια. Το νερό είχε τη γεύση σιροπιού φοίνι­ κα και πολυκαιρισμένου ρυζιού. Για λίγο τσαλαβουτήσαμε σιωπηλά μες στο ρηχό

Digitized by @PriOri™

306

ΤΑΣ Ο

νερό. «Υπόσχομαι να μην κοιτάξω», είπε καθώς κατευ­ θυνόμουν προς την όχθη. Γέλασα. «Πολύ φρόνιμο από μέρους σου», του απο­ κρίθηκα. «Μπορεί να σε τάραζε το θέαμα». Μου γύρισε την πλάτη και κολύμπησε ήσυχα ήσυχα χωρίς να σηκωθεί το παραμικρό κυματάκι. Μες στο σκοτεινό, σκιασμένο από τα φυλλώματα των δέντρων νερό, το δέρμα του έλαμπε πάλλευκο. Ελάχιστη ώρα μετά την επιστροφή μας έκαναν την εμφάνισή τους ο Τζόνι κι ο Πίτερ, λαχανιασμένοι από τον περίπατο τους. Ο Τζόνι έτριβε τον ώμο του, ενώ το πρόσωπο και τα χέρια του Πίτερ ήταν γεμάτα μικρά κόκκινα κοψίματα. «Έκανα μιαν ανακάλυψη», είπε ο Πίτερ. «Βρήκα κάτι ερείπια». 25 Οκτωβρίου 1941 μοιάζε περισσότερο με εγκαταλειμμένο σπίτι παρά με ερειπωμένο κτίσμα. «Μα είναι αρχαίο ερείπιο», επέμεινε ο Πίτερ. «Έχει πόρτες. Υπάρχει επίσης ένα κομμάτι σκεπής», είπε ο Χόνεϊ. Ο Πίτερ δεν πτοήθηκε. «Δεν είναι ο Παρθενώνας, το παραδέχομαι. Όμως είναι ένα κανονικό αρχαίο ερείπιο. Δείτε εδώ!» Δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Ήταν ένα φαρδύ κτίσμα με περίτεχνα σκαλίσματα στην πρόσοψή του - αποκρουστικά ανάγλυφα ζώα, που δεν τα ήξερα. «Ενδιαφέρον», είπε ο Μαμόρου. «Μερικές από τις διακοσμήσεις του μοιάζουν σχεδόν ευρωπαϊκές - νεογοτθικές. Ξέρουμε πως μια μικρή ομάδα Αγγλων έχτι-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

307

σαν στις αρχές του αιώνα μερικά σπουδαία μέγαρα, όπως για παράδειγμα το Κάστρο του Κέλι. Σ' αυτά μιμήθηκαν την αρχιτεκτονική των αρχών της βικτοριανής εποχής. Ωστόσο, αυτό εδώ είναι εντελώς διαφορε­ τικό· θυμίζει οίκημα της Δυναστείας των Μουγκάλ. Δεν μπορώ να προσδιορίσω το έτος κατασκευής του. Φαίνεται πως είναι πολύ παλιότερο από τα εδουαρδιανά κάστρα που ανέφερα». «Ω! Πολύ πιο παλιό. Ανήκει ολοφάνερα στην αρχαία εποχή», αποφάνθηκε ο Πίτερ. «Στις πόρτες υπάρχουν ίχνη από χρώματα», παρα­ τήρησε ο Μαμόρου. «Δεν έχω καμία διάθεση να μπω μέσα», είπε ο Τζόνι. Αυτό όμως δε σταμάτησε τον Πίτερ. Είχε ήδη ανέβει πηδώντας τα πέτρινα σκαλιά, και προσπαθούσε ν' α­ νοίξει την πόρτα, που υποχώρησε χωρίς αντίσταση. Για μια στιγμή μείναμε διστακτικοί. Τον Μαμόρου τον ενδιέφερε πολύ το εξωτερικό του οικοδομήματος. Το κοίταζε επίμονα, λες και ήθελε να το φωτογραφίσει με τα μάτια του. Ήξερα πως είχε αποφασίσει να κατα­ γράψει στη μνήμη του την παραμικρή λεπτομέρεια του οικοδομήματος εκείνου. «Δεν μπαίνω μέσα», επανέλαβε ο Τζόνι με σιγανή φωνή. «Θα είναι σίγουρα χάσιμο χρόνου αλλά ίσως πρέπει να μπούμε», είπε ο Χόνεϊ ενώ κατευθυνόταν προς το οικοδόμημα. Τη στιγμή που περνούσε το φαρδύ πέτρινο κατώφλι, ο Πίτερ είχε εξερευνήσει κιόλας το μεγαλύτερο μέρος του κτίσματος. Κατέβηκε τρέχοντας τη φαρδιά πέτρινη σκάλα, και τα τελευταία σκαλοπάτια τα πέρασε πηδώ­ ντας τα. «Είναι καταπληκτικό... Θα σας κοπεί η ανα­ πνοή μόλις δείτε τι ανακάλυψα».

Digitized by @PriOri™

308

ΤΑΣ Ο

Κοίταξα ολόγυρά μου. Οι τοίχοι ήταν χτισμένοι αττό μια ροδόχρωμη πέτρα που έμοιαζε πολύ μαλακή στην υφή. Ακούμπησα το χέρι μου σ' έναν από αυτούς. Με το που τον άγγιζες, τριβόταν. Παρότι τα δάπεδα καλύ­ πτονταν από παχύ στρώμα σκόνης δεν ήταν υγρά και δεν είχαν την οσμή γκουανό. Το κτίσμα φαινόταν καλο­ διατηρημένο. «Για το Θεό! Ποιος ήρθε κι έχτισε ένα τέτοιο παλάτι στο μέσο μιας αναθεματισμένης ζούγκλας ενός ξεχα­ σμένου νησιού;» αναρωτήθηκε ο Χόνεϊ. Καθώς ανεβαίναμε τη μεγαλόπρεπη σκάλα και τα μά­ τια μου άρχισαν να συνηθίζουν στο μισοσκόταδο, μου φάνηκε πως διέκρινα να κρέμονται από την οροφή δίχτυα αράχνης, και πως παρόμοια στόλιζαν σαν περι­ δέραια τους τοίχους. Όμως στη συνέχεια, όταν σταθή­ καμε στην κορφή της σκάλας και κοίταξα τη μακρόστε­ νη αίθουσα που απλωνόταν και χανόταν μες στο σκο­ τάδι, κατάλαβα πως επρόκειτο όχι για δίχτυα αράχνης αλλά για κάτι πιο συμπαγές και λιγότερο ελαστικό. Οι μορφές που ξεχώριζαν μες στο σκοτάδι σχημάτιζαν ένα ακανόνιστο χαλί πάνω από το κεφάλι μας. «Μπορείς να δεις;» φώναξε ο Πίτερ. «Δεν είναι υπέ­ ροχα;» Έψαξε μες στο σακίδιό του και βρήκε ένα κουτί σπίρτα. Έπειτα από δυο-τρεις άκαρπες προσπάθειες -το κουτί πιθανόν να είχε βραχεί- κατάφερε τελικά κι άναψε ένα, που το σήκωσε ψηλά. Η τρεμάμενη αναλα­ μπή φωτός σχημάτισε χορευτικούς συνδυασμούς στην οροφή. «Θεέ και Κύριε...» ψιθύρισε ο Χόνεϊ. Από κάθε σημείο της οροφής και των τοίχων κρέμο­ νταν διακλαδούμενα κέρατα. Δεν επρόκειτο για βαλσα­ μωμένα κεφάλια ή σώματα ούτε για κρανία ή σκελε­ τούς· ήταν απλώς κέρατα κάθε είδους, στραμμένα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

309

προς τα κάτω σαν συσπασμένα, κοκαλωμένα δάχτυλα που απλώνονταν για να μας αγγίξουν. Ένιωσα πλάι μου το μπράτσο του Μαμόρου, και η προσέγγιση αυτή με ηρέμησε. «Λες να είναι από άγνωστα μέχρι τώρα είδη ζώων;» με ρώτησε ο Πίτερ. «Έτσι πρέπει να είναι!» Εκείνο το βράδυ, προς μεγάλη αγαλλίαση του Χόνεϊ, δειπνήσαμε με κονσέρβες και λίγες άγριες παπάγιες -από τα γνωστά πεπονόδεντρα- που είχε ανακαλύψει ο Μαμόρου, και κύριο θέμα συζήτησης υπήρξε το αρχαίο κτίσμα. Ποιοι το είχαν χτίσει; Για ποιο λόγο; Πότε; Ο Πίτερ επέμενε να το αποκαλεί «τα ερείπια» κι έδειχνε προσβεβλημένος βλέποντας πως δε συμμεριζό­ μαστε τον ενθουσιασμό του. «Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, για μένα το ερει­ πωμένο αυτό σπίτι δεν αντιπροσωπεύει τίποτε απολύ­ τως», είπε ο Χόνεϊ. Είχε φάει του σκασμού, καταβροχθί­ ζοντας μοσχάρι κονσέρβας, κι ακουμπούσε με όλη του την άνεση σ' ένα κούτσουρο. Είχε ξαναβρεί τον εαυτό του και μιλούσε σαν να εξέδιδε αυτοκρατορικά διατάγ­ ματα. «Πρόκειται για περιστασιακό κατασκεύασμα, που το εγκατέλειψαν επειδή δε χρησίμευε σε τίποτε. Δε λέει πολλά πράγματα, και μου κάνει εντύπωση που σου άρεσε, Γουόρμγουντ». Ο Πίτερ χαμογέλασε. «Απλώς δεν μπορείς να εκτιμή­ σεις την ομορφιά». «Συμβαίνει μάλλον το αντίθετο», του αποκρίθηκε ο Χόνεϊ. «Εσύ βλέπεις την ομορφιά ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει». Πήγαμε για ύπνο, κι όπως πάντα έλεγξα για να δια­ πιστώσω αν το ημερολόγιό μου βρισκόταν σώο κι ασ­ φαλές ανάμεσα στα υπάρχοντά μου. Δεν ξέρω αν έφταιγε το ότι είχα μείνει τόση ώρα μες στη θάλασσα ή

Digitized by @PriOri™

310

ΤΑΣ Ο

αν εξακολουθούσα να υφίσταμαι τις συνέπειες της κα­ ταιγίδας, πάντως δεν ήμουν σε θέση να θυμηθώ την ακριβή θέση όπου το είχα βάλει. Μου φάνηκε πάντως πως κάποιος είχε μετακινήσει το μουσαμά· όχι πολύ, αλλά αρκετά ώστε να με κάνει να το προσέξω. Ενώ έπε­ φτα για ύπνο, προσπάθησα να διώξω από το μυαλό μου όλη αυτή την ιστορία.

26 Οκτωβρίου 1941 η νύχτα με ξύπνησε μια διαπεραστική κραυγή, ένα οξύ θρηνητικό ουρλιαχτό που ερχόταν από τη ζού­ γκλα και διαπέρασε το σκοτάδι σαν στιλέτο. Ήταν τρο­ μερά ανατριχιαστικό. Στριφογύρισε στον αέρα και περιελίχθηκε σαν να χόρευε, μεταλλασσόμενο κάθε τόσο σε βραχνό γάβγισμα. Αγνοούσα ποιο ζώο μπορού­ σε να ουρλιάζει έτσι. Ήταν μια κραυγή που δεν την είχα ξανακούσει. Κοίταξα μέσα από την κουνουπιέρα τον Τζόνι. Κοιμόταν του καλού καιρού. Τον Μαμόρου δεν μπορούσα να τον δω μες στο σκοτάδι, επειδή βρισκό­ ταν πολύ μακριά από μένα. Στο κρεβάτι του, όμως, δε διακρινόταν καμιά κίνηση. Έστησα αυτί μήπως ακούσω το σάλεμα κορμιών ή σκεπασμάτων. Δεν άκουσα απολύτως τίποτα. Έτσι συμπέρανα πως τόσο ο Πίτερ όσο κι ο Χόνεϊ κοιμόνταν κι αυτοί βαθιά. Πάντως μου φαινόταν περίεργο. Γιατί δεν είχε ακούσει κανείς άλλος τη φοβερή εκείνη κραυγή; Το ουρλιαχτό έμεινε στ' αυτιά μου και δεν κατάφερα να κοιμηθώ παρά λίγο πριν χαράξει, όταν ο ήχος άρχισε να καταλαγιάζει.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

311

29 Οκτωβρίου 1941 ριν από λίγο γύρισα από τη ζούγκλα όπου είχα πάει περίπατο με τον Μαμόρου. Φτάσαμε ως τον καταρράκτη, και στη διαδρομή σταματούσαμε κάθε τόσο για να γεμίσω το σάκο μου με πεσμένα στη γη φρούτα. Μόλις επιστρέψαμε, ο Μαμόρου πήγε μαζί με τον Χόνεϊ στο πλοιάριο για να κανονίσουν όπως πάντα τις μερίδες του φαγητού και να ρυθμίσουν άλλα θέμα­ τα σχετικά με την τροφοδοσία μας. Μόλις κάθισα να γράψω, συνέλαβα με την άκρη του ματιού μου τον Πίτερ που τριγύριζε μέσα στην κατασκήνωση στερεώ­ νοντας τις αιώρες και μαζεύοντας τα πράγματά του σε μικρούς σωρούς. «Πώς και δεν είσαι με τον Τζόνι;» τον ρώτησα. «Μου είπε πως ήθελε να μείνει μόνος, κι έτσι σκέφτη­ κα πως ήταν ευκαιρία να έρθω και να συμμαζέψω τα πράγματά μου». «Γιατί; Τόσο χάλια είναι;» προσπάθησα ν' αστειευτώ, αλλά η φωνή μου ήχησε παράξενη και σοβαρή. «Ακολουθώ απλώς το παράδειγμά σου. Τα πράγμα­ τά σου είναι πάντα τόσο τακτοποιημένα... Ό λ α στη θέση τους». Ήρθε προς τη μεριά μου και κάθισε πλάι μου, κι εγώ έκλεισα το ημερολόγιό μου. Πήρε από χάμω ένα κλαδάκι κι άρχισε να χαράζει σχέδια στην άμμο, αλλά το κλαδάκι έσπασε και τότε εκείνος βάλθηκε να σκαλίζει ένα κακάδι στο πόδι του. «Συμβαίνει κάτι, Πίτερ;» «Όχι, είμαι μια χαρά. Εσύ;» Αρχισα να εξοργίζομαι. «Τι προσπαθείς να πεις;» «Ο Τζόνι...» άρχισε να λέει αλλά σταμάτησε. Δεν του απάντησα. Αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στο λαι­ μό και στην καρδιά. Ανοιξα το ημερολόγιό μου κι άρχισα

Digitized by @PriOri™

312

ΤΑΣ Ο

να το ξεφυλλίζω παριστάνοντας πως κάτι διαβάζω. «Ήθελα να πω... Νομίζω πως ο Τζόνι είναι πολύ καλύτερα». Σήκωσα τα μάτια μου από το ημερολόγιο και τον κοί­ ταξα. «Είναι πράγματι καλύτερα;» «Ναι. Έτσι νομίζω». Χαμογέλασα. «Σ' ευχαριστώ που τον φροντίζεις». Σήκωσε τους ώμους και συνέχισε να σκαλίζει το κακάδι στο πόδι του. «Τι γνώμη έχεις για τον Κουνιτσίκα;» με ρώτησε ξαφνικά. Οι λέξεις κατρακύλησαν από το στόμα του λες και τις κρατούσε εκεί μέσα για πολύ καιρό, εξαπολύοντάς τες αιφνίδια. «Είναι γοητευτικός άνθρωπος», απάντησα. «Φαίνεται να κατέχει πολλά πράγματα σε πολλούς τομείς· και μάλιστα πράγματα που δε θα φανταζόταν κανείς πως θα μπορούσε να τα γνωρίζει ένας πανεπι­ στημιακός». «Μα δεν είναι ένας τυχαίος πανεπιστημιακός. Έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κιότο σε ηλικία μόλις είκοσι πέντε χρόνων, δηλαδή όσο θα είμαι εγώ σε τέσ­ σερα χρόνια. Είναι καταπληκτικός». «Τι διδάσκει;» «Ρωσική λογοτεχνία. Έχει επίσης ταλέντο στις ξένες γλώσσες και μιλά άνετα τουλάχιστον δώδεκα. Χθες μου είπε πως έμαθε ιταλικά στα δεκάξι του». «Πιστεύεις στ' αλήθεια πως είναι πράγματι αυτό που λέει, Σνόου;» ρώτησε ο Πίτερ γυρίζοντας προς το μέρος μου και κοιτώντας με κατάματα. «Δεν αναρωτή­ θηκες ποτέ; Κοίτα τι συμβαίνει». «Τίποτε δε συμβαίνει. Ή δεν το πρόσεξες;» «Κι όμως, συμβαίνουν ένα σωρό πράγματα. Οι Ιάπωνες βρίσκονται ήδη στην Ταϊλάνδη. Σκέψου επίσης αυτά που γίνονται στην Κίνα».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

313

«Δε μας αφορούν. Ακόμη και η Ταϊλάνδη δεν έχει σχέ­ ση μ' εμάς. Ούτε ο Μαμόρου έχει σχέση μ' όλα αυτά». «Μα είναι Ιάπωνας, Σνόου. Ίσως δεν το έχεις συνει­ δητοποιήσει ακόμη». Μεσολάβησε σιωπή. «Πίτερ», του είπα χαμηλώνοντας τη φωνή μου,«θα σου πω κάτι εμπιστευτικά· κάτι σχετικό με τον Μαμό­ ρου». Δίστασα για μια στιγμή αλλά αποφάσισα να συνεχίσω. «Όταν άρχισαν τα γεγονότα στη Μαντζου­ ρία τον τοποθέτησαν εκεί διερμηνέα. Ή τ α ν ένας νέος διακεκριμένος πανεπιστημιακός και τον επιστράτευ­ σαν για το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες. Ο Μαμό­ ρου δεν είχε άλλη επιλογή. Ή τ α ν υποχρεωμένος να πάει. Κάνε μου όμως τη χάρη και μην το πεις σε κα­ νέναν άλλον. Ντρέπεται τρομερά γι' αυτό και δε θα ήθελε να μαθευτεί. Σ' το λέω για να καταλάβεις πως δεν είναι διαβολικός άνθρωπος. Έφυγε από τη Μαν­ τζουρία έπειτα από εννέα μήνες. Δούλευε στη στρα­ τιωτική διοίκηση. Δεν πήγε καθόλου στο μέτωπο ούτε έπιασε ποτέ του ξιφολόγχη· μα για τον ίδιο, ακόμη κι αυτό ήταν πάρα πολύ. Από τη στενοχώρια του αρρώ­ στησε κι έμεινε μισότυφλος. Σιχαινόταν και ντρεπόταν γι' αυτά που έβλεπε να γίνονται γύρω του κι ένιωσε ακόμη μεγαλύτερη ντροπή επειδή είχε δεχτεί από δει­ λία τη θέση που του έδωσαν. Είμαι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο έχει μιλήσει για όλ' αυτά. Σε παρακαλώ λοι­ πόν, Πίτερ, σε ικετεύω να μην πεις τίποτε στους άλλους». Ο Πίτερ κοίταξε προς τη μεριά του πλεούμενου. Ο Μαμόρου και ο Χόνεϊ έρχονταν κολυμπώντας προς τη στεριά. «Όπως σου ανέφερα», είπε πρόσχαρα καθώς σηκώθηκε, «ο Τζόνι είναι πολύ καλύτερα». «Σ' ευχαριστώ, Πίτερ», ψιθύρισα.

Digitized by @PriOri™

314

ΤΑΣ Ο

Στάθηκε και γύρισε προς τη μεριά μου με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του φαρδιού πανταλονιού του. Χαμογέλασε. «Να προσέχεις», είπε. 1η Νοεμβρίου 1941 λη τη νύχτα έβρεχε. Κοιμήθηκα με το τραγούδι της βροχής καθώς οι χοντρές ψιχάλες έπεφταν πάνω στο μουσαμά που ειχε απλώσει ο Μαμόρου πανω απο την κατασκήνωση. Εξακολουθούσα να ανησυχώ για το ημερολόγιό μου. Δυο φορές τις τελευταίες ημέρες μου φάνηκε πως κάποιος το είχε ψαχουλέψει. Τελικά χθες τη νύχτα μετά το δείπνο το πήρα, το τύλιξα στο μουσα­ μά και το παράχωσα στην άμμο κοντά στο κρεβάτι μου, πλάι στη ρίζα του δέντρου. Στη συνέχεια το σκέπασα με φύλλα και κλαράκια. Για μιαν ακόμη φορά ξύπνησα από το φοβερό ουρ­ λιαχτό. Κάθε νύχτα από τότε που το άκουσα για πρώ­ τη φορά, ήμουν η μόνη που ξυπνούσε στο άκουσμά του. Αναρωτήθηκα μήπως επρόκειτο για κάποιο κακό­ γουστο αστείο ενός από τους άντρες. Όλοι όμως κοιμόνταν βαθιά. Στην κατασκήνωση δε σάλευε φύλλο και στα κρεβάτια των αντρών επικρατούσε απόλυτη σιω­ π ή . Σηκώθηκα κι έριξα πάνω μου τη ρόμπα μου. Η κραυγή ξέσκισε τ' αυτιά μου. Έπρεπε να δω από πού ερχόταν. Φόρεσα ένα ζευγάρι μπότες του Τζόνι και γλί­ στρησα έξω από την κουνουπιέρα πολύ προσεκτικά. Πέρα από το μουσαμά, η βροχή έπεφτε ακατάπαυ­ στα πάνω στο φυσικό υπόστεγο που σχημάτιζαν τα φυλλώματα των δέντρων. Οι μπότες ήταν τεράστιες για τα πόδια μου και προχωρούσα αργά, σκοντάφτο­ ντας ασταμάτητα. Το ουρλιαχτό φαινόταν να έρχεται

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

315

πάντα από πολύ κοντινή απόσταση. Κάθε φορά που νόμιζα πως κόντευα να το φτάσω αντηχούσε κάπως μακρύτερα. Συνέχισα να προχωρώ σκουντουφλώντας πάνω σε μικρά κούτσουρα και ρίζες δέντρων. Ό σ ο προχωρούσα τόσο λιγότερο φοβόμουν. Σκεφτόμουν πως ήθελα να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο μ' εκείνο το τρομερό πλάσμα. Δεν ήξερα αν θα το σκότωνα ή αν θα το έπαιρνα στην αγκαλιά μου, έτσι και το έβρισκα. Δεν το φοβόμουν πια. Μέσα στο μισόφωτο διέκρινα την ογκώδη φιγούρα του κτίσματος με τα διακλαδούμενα κέρατα. Τα παραμορφωμένα ζώα που ήταν σκαλισμέ­ να στην πρόσοψή του φαίνονταν να έχουν μαρμαρώσει τη στιγμή που βρίσκονταν σε κίνηση. Το ουρλιαχτό ακουγόταν από εκείνα τα σκοτεινά βάθη. Αρχισα ν' ανε­ βαίνω τρέχοντας τα πελώρια πέτρινα σκαλοπάτια, κι όπως κατευθυνόμουν προς την ογκώδη πόρτα, άνοιξε η ρόμπα μου. Κάτι σκίρτησε μες στο σκοτάδι. Κάποια μορφή. Δεν ήμουν όμως σε θέση να προσδιορίσω αν ήταν άνθρω­ πος ή ζώο· γκρεμίστηκε από τον ψηλό τοίχο του κτί­ σματος κι εξαφανίστηκε στη ζούγκλα. Στάθηκα και κοί­ ταξα γύρω μου. Το ουρλιαχτό είχε μετατραπεί σε βρα­ χνό γάβγισμα. Ένιωσα και κάποιες άλλες κινήσεις. Μια ακόμη μορφή -ανθρώπινη αυτή τη φορά- κινήθηκε γρή­ γορα ανάμεσα στα δέντρα. Είδα ν' αστράφτει ένα γυμνό κορμί. Μες στο λειψό φεγγαρόφωτο και στο σκοτάδι της ζούγκλας η μορφή πρόβαλε ωχρή, απαστράπτου­ σα και σχεδόν λευκή. «Μαμόρου;» φώναξα. Ξαναείδα τη φιγούρα ολόγυμνη να γλιστράει αθόρυ­ βα ανάμεσα στα δέντρα. «Μαμόρου;» φώναξα πάλι. Δεν πήρα απάντηση. «Πίτερ; Φρέντερικ;»

Digitized by @PriOri™

316

ΤΑΣ Ο

Έτρεξα προς τα εκεί όπου είχα δει την ανθρώπινη φιγούρα για τελευταία φορά· τίποτα. Έψαξα ανάμεσα στα δέντρα· διαπίστωσα πως ήμουν μόνη. Στο μεταξύ το ουρλιαχτό είχε πάψει ν' ακούγεται. Πήρα το δρόμο του γυρισμού. Η ρόμπα μου ήταν βαριά και κρύα από τη βροχή. Ένιωσα το πρόσωπό μου μουσκεμένο όχι μόνο από το νερό της βροχής αλλά κι από τα δάκρυα. Φτάνοντας στην κατασκήνωση πέρασα αθόρυβα μπροστά από τα κρεβάτια. Όλοι οι άντρες κοιμόνταν βαθιά. Γδύθηκα και πλάγιασα στο κρεβάτι μου με το δέρμα μου πάντα νοτισμένο. Παρότι η τρομερή κραυγή είχε πάψει ν' ακούγεται, κοιμήθηκα πολύ άσχημα. Σήμερα το πρωί μετά το πρόγευμα περίμενα λίγη ώρα, κι όταν οι άντρες σκόρπισαν πηγαίνοντας ο καθέ­ νας στις ασχολίες του -ο Τζόνι για ψάρεμα, ο Πίτερ προς εξερεύνηση του σπιτιού με τα κέρατα και ο Μαμόρου μαζί με τον Χόνεϊ, νομίζω, για να μελετήσουν τους χάρτες- πήγα να πάρω το ημερολόγιό μου. Τα φυλλαράκια εξακολουθούσαν να σχηματίζουν σωρό εκείόπου το είχα κρύψει. Ένιωσα ανακούφιση· μα όταν γονάτισα για να το ξεθάψω, είδα πάνω στην άμμο σημάδια. Ήταν δυο ζευγάρια βαθιές και φαρδιές γρατσουνιές που το μήκος τους έφτανε περίπου το ένα πόδι και ξεχώριζαν καθαρά πλάι στον χωμάτινο σωρό που έκρυβε το ημερολόγιό μου. Η βροχή τα είχε μισοσβήσει αλλά ξεχώριζαν ακόμη καθαρά πάνω στο χώμα.

3 Νοεμβρίου 1941 ίλησέ μου για τη Μαντζουρία», προέτρεψα τον Μα­ μόρου. «Θέλω να μάθω τα πάντα». Ήμαστε μόνοι μες στο αχνό φως του απομεσήμερου.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

317

«Σ' τα έχω πει όλα», μου αποκρίθηκε. «Σου έχω μιλή­ σει για το όνειδος της ζωής μου». «Το ξέρω, αλλά θέλω να μάθω κι άλλα. Να μάθω όλα όσα σε σημάδεψαν». «Πρόκειται για φοβερά πράγματα», είπε χαμογελώ­ ντας. «Δε θέλω να αναφέρομαι σ' αυτά. Ανήκουν οριστι­ κά στο παρελθόν». Κοίταξε πέρα μακριά αλλά εγώ επέμεινα. «Μαμόρου, να χαρείς. Θέλω να μοιραστώ τον πόνο σου». «Γιατί;» Δεν του αποκρίθηκα. «Εντάξει», είπε με φωνή μισοσβησμένη. «Θα σου μι­ λήσω για κάποια πράγματα από αυτά που είδα. Για κάποιες προσωπικές εμπειρίες». Αφησε το βλέμμα του να πλανηθεί μακριά, κι όταν μίλησε ήταν σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα έδινε την εντύπωση ότι είχε ξεχάσει πως βρισκόμουν κοντά του, φαινόταν σαν να μιλάει στον εαυτό του. «Κάποτε μ' έστειλαν σε αποστολή μαζί μ' έναν άλλον καθηγητή, γεωλόγο από την Οσάκα. Ήταν καλός φίλος και βοηθούσε να περνάει πιο άνετα ο καιρός. Λεγόταν Κόντο κι ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που είχα συ­ ναντήσει ποτέ. Τα βράδια μιλούσαμε για βιβλία και τέχνη. Ο αγαπημένος του ποιητής ήταν ο Ματσούο Μουνεφούζα - ο Μπασό. "Ταξιδέψαμε στον δύσκολο δρόμο προς τον απώτατο Βορρά, φίλε μου", είπε όταν επιστρέψαμε στην Ιαπωνία. Εκείνη την ημέρα ήμαστε μαζί. θυμάμαι ολοκάθαρα τα πάντα μολονότι έχω προ­ σπαθήσει επανειλημμένα να τα αποβάλω από τη σκέψη μου. Μας είχαν στείλει να εξετάσουμε κάτι που συνέβη κοντά στο Μουνταντζιάνγκ. Μερικοί άντρες που περιπολούσαν σε μια βραχώδη ορεινή περιοχή

Digitized by @PriOri™

318

ΤΑΣ Ο

ανέφεραν πως είχε σημειωθεί έκρηξη, με αποτέλεσμα να προκληθούν ανθρώπινες απώλειες. Επρόκειτο για συνηθισμένο επεισόδιο, δηλαδή για κάτι που συνέβαινε αρκετές φορές κάθε ημέρα. Ως συνήθως, η αποστολή μου ήταν να συλλέξω πληροφορίες και να συντάξω την απαιτούμενη αναφορά. Ο Κόντο ήρθε μαζί μου για να δει τη διάταξη των βράχων. »Αφήσαμε το όχημά μας και συνεχίσαμε το δρόμο μας με τα πόδια. Μπήκαμε σε μια κοιλάδα κι ακολουθή­ σαμε κάτι παλιές σιδηροδρομικές γραμμές - τον πιο σύντομο δρόμο. Το έδαφος ήταν ανώμαλο. Γύρω μας έπεφταν κάθε τόσο βράχια. Έπειτα από λίγο είδαμε μπροστά μας μια ομάδα στρατιωτών που κάθονταν ανακούρκουδα γύρω από δυνατή φωτιά. Ούτε ο Κόντο ούτε εγώ τους αναγνωρίσαμε. Φορούσαν κανονικές στολές μα δεν ξέραμε σε ποιο σύνταγμα ανήκαν. Όταν τους πλησιάσαμε είδαμε πως έτρωγαν - φρέσκο κρέας κομμένο σε μεγάλα μαυρισμένα κομμάτια που ψήνο­ νταν στη φωτιά. Αυτό ήταν κάτι εντελώς ασυνήθιστο. Οι συνθήκες στη Μαντζουρία ήταν πολύ πιο δύσκολες απ' όσο μπορείς να φανταστείς και τα τρόφιμα, ιδίως το κρέας, σπάνιζαν. Οι στρατιώτες φάνηκαν να σχεδιά­ ζουν κάτι και βάλθηκαν να συνομιλούν μεταξύ τους κοι­ τώντας μας φιλύποπτα. Μόλις φτάσαμε κοντά, ένας από αυτούς μου χαμογέλασε. Μες στη σκέψη μου υ­ πάρχει ακόμα η εικόνα των κιτρινισμένων δοντιών σ' έ­ να σκουρόχρωμο, ρυτιδιασμένο πρόσωπο. "Αδελφέ", είπε, "δεν κάθεσαι να φας μαζί μας;" »"Πολύ ευγενικό από μέρους σας", του αποκρίθηκα προσπαθώντας να κρύψω τη δυσφορία μου. "Είστε τυχεροί που έχετε κρέας για γεύμα". »"Ναι. Πιάσαμε ένα μεγάλο φίδι", μου αποκρίθηκε ο στρατιώτης. "Έναν πολύ μεγάλο πύθωνα".

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

319

»Ένιωσα τον Κόντο πλάι μου να σφίγγεται. Από τον τρόπο που συμπεριφέρονταν οι στρατιώτες είχε κατα­ λάβει κι αυτός πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μυρωδιά του κρέατος μας έκανε να νιώσουμε ακόμη πιο άβολα. Ήταν γλυκιά και δελεαστική, και κανείς από τους δυο μας δεν είχε φάει αρκετό κρέας από την ημέρα της άφι­ ξής μας στην Κίνα. »"Να, αδέρφια", είπε ο στρατιώτης απλώνοντας προς το μέρος μας δύο κομμάτια κρέας. Όλοι στην ομάδα είχαν σταματήσει και μας κοίταζαν. Το θεώρησα μια μορφή δοκιμασίας και φοβήθηκα για το τι μπορεί να επακολουθούσε αν αρνούμαστε την προσφορά τους. Έτσι, τη δεχτήκαμε. Έβαλα στο στόμα μου το ένα κομ­ μάτι και το δάγκωσα δοκιμαστικά. Μου ήταν δύσκολο να το φάω. Η σάρκα ήταν σφιχτή και ζεστή από τη φωτιά. Μόλις όμως άρχισα να το μασάω, ήταν αδύνα­ τον να σταματήσω. Το 'φαγα γρήγορα κι αμέσως ένιω­ σα πως ήθελα κι άλλο. Ο Κόντο αντιμετώπισε περισσό­ τερα προβλήματα με το δικό του κομμάτι. Το μασουλούσε αργά αργά κι έδειχνε πολύ άρρωστος. Μόλις το αντιλήφθηκα, προχώρησα παριστάνοντας τον ανυπό­ μονο και τον παρότρυνα να βιαστεί. »"Δε θα μείνετε να φάτε λίγο ακόμη;" φώναξαν οι στρατιώτες. Τους είπα πως είχαμε ήδη καθυστερήσει και θα μας τιμωρούσαν αν αργούσαμε. Καθώς απομα­ κρυνόμαστε, ο Κόντο εξακολουθούσε να κρατάει στο χέρι του το κρέας. Αν τον έβλεπαν να το πετάει θα μας πυροβολούσαν πισώπλατα. Το έχωσε στο στόμα του και, μόλις βεβαιωθήκαμε πως δεν μπορούσαν να μας δουν, το βάλαμε στα πόδια. Συνεχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί ώσπου ο Κόντο διπλώθηκε στα δύο κι έκανε εμετό. Ήταν σε άθλια κατάσταση. »"Είδες;" είπε βαριανασαίνοντας.

Digitized by @PriOri™

320

ΤΑΣ Ο

»"Ναι", του αποκρίθηκα. Μες στους θάμνους, κοντά στο σημείο όπου κάθονταν οι στρατιώτες, υπήρχε ένας σωρός από στρατιωτικές στολές όμοιες μ' αυτές που φορούσαν οι στρατιώτες αλλά λερωμένες με λεκέδες από αίμα. »Ο Κόντο κι εγώ δεν ξαναμιλήσαμε γι' αυτό το φρικτό συμβάν». Μεσολάβησε μεγάλο διάστημα σιωπής. Ο Μαμόρου έμενε εντελώς ακίνητος. «Υπάρχουν κι ένα σωρό άλλα», είπε ύστερα από αρκετή ώρα. «Στο στρατόπεδο υπήρ­ χαν και γυναίκες. Τις είχαν φέρει ειδικά για τους στρα­ τιώτες». Σταμάτησε. «Όχι. Δεν μπορώ καν να μιλήσω γι' αυτές... Τέλος πάντων. Για να πάω στο σημείο διαμο­ νής μου έπρεπε να περάσω μπροστά από το οίκημα όπου κρατούσαν τις γυναίκες. Ήταν πάντα σιωπηλό. Δεν άκουσα ποτέ τον παραμικρό ήχο, λες και δεν υπήρ­ χε ψυχή εκεί μέσα. Η σιωπή αυτή είχε κάτι το τρομακτι­ κό, το αποτρόπαιο... Καταλαβαίνεις; Κάθε νύχτα έπε­ φτα να κοιμηθώ με τη σιωπή να ουρλιάζει φρικτά μες στ' αυτιά μου». Τον πλησίασα και τον έκλεισα στην αγκαλιά μου. Α­ κούμπησε το κεφάλι στον ώμο μου και λικνίστηκε πάνω μου σαν μικρό παιδί.

4 Νοεμβρίου 1941 ταν η ώρα του μεσημεριανού φαγητού όταν ο Πίτερ μου ζήτησε να πάω μαζί του μια βόλτα. «Με συγχωρείς· δεν εχω κεφι για κατι τέτοιο», απά­ ντησα. Το ουρλιαχτό είχε ταράξει για μιαν ακόμη φορά τον ύπνο μου, κι ένιωθα πολύ κουρασμένη. «Έλα...έλα... » με παρότρυνε. «Ένας περίπατος θα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

321

σου κάνει καλό. Κι εσένα, κύριε καθηγητά. Τι θα λέγατε για μια βόλτα στο δάσος; Αν δεν έχετε, βέβαια, κάτι επείγον να κάνετε». Ο Μαμόρου μου έριξε μια ματιά και σήκωσε τους ώμους του. «Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ, Χόνεϊ;» συνέχισε ο Πίτερ. «Ξέρω πως δε σου αρέσει να σ' αφήνουν απ' έξω σε οτι­ δήποτε γίνεται». «Αυτό καταντά γελοίο», γρύλισε ο Χόνεϊ. Παρ' όλα αυτά σηκώθηκε και πήρε θέση στην ουρά της απρόθυ­ μης ομάδας μας. «Πού είναι ο Τζόνι;» ρώτησα καθώς ακολουθούσαμε τον Πίτερ. «Θα έρθει. Ξέρει πού θα μας βρει». Δεν ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα πως ο Πίτερ μάς οδηγούσε προς το σπίτι με τα κέρατα. «Κάτι σκαρώνεις, Πίτερ, έτσι δεν είναι;» είπα. Γέλασε. «Όχι βέβαια». Σε όλο το δρόμο τραγουδούσε ένα συγκεκριμένο τρα­ γούδι, που το είχε πει τόσες φορές από τότε που ξεκι­ νήσαμε το ταξίδι, ώστε κατέληξε να μ' αρέσει. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και μπήκαμε στο σπίτι. Ο Πίτερ μάς πέρασε μες στην ευρύχωρη αίθουσα, κι από κάποια άλλη πόρτα μας οδήγησε στην πίσω μεριά του κτίσματος. Στο ξέφωτο, κοντά σ' ένα λασπερό ρυάκι, ήταν τοποθετημένο ένα τραπέζι σκεπασμένο μ' ένα εκτυφλωτικά λευκό τραπεζομάντιλο. Από πάνω απλω­ νόταν μια τέντα από σεντόνια στο χρώμα του ελεφα­ ντόδοντου, που ανέμιζε ελαφρά εξαιτίας της ανεπαί­ σθητης αύρας. Προσπάθησα να διακρίνω με ποιον τρόπο ήταν στερεωμένη αλλά δεν είδα ούτε σπάγγους ούτε σκοινιά. Υψωνόταν από πάνω μας λες και στεκό­ ταν στον αέρα. Στο τραπέζι ήταν απλωμένα επισμαλ-

Digitized by @PriOri™

322

ΤΑΣ Ο

τωμένα πιάτα ίδια μ' αυτά που χρησιμοποιούσαμε στην κατασκήνωση, αλλά και ασημένια μαχαιροπίρου­ να καθώς και κρυστάλλινα νεροπότηρα. Στη μέση του τραπεζιού ξεχώριζε ένα μπουκάλι με κρασί ενώ λίγο πιο πέρα, σ' ένα μικρότερο τραπεζάκι υπήρχαν άλλα μπουκάλια γεμάτα κρασί και μερικά πιάτα με φαγητό. Μόλις μας είδε ο Τζόνι σηκώθηκε και χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και καιρό που τον έβλεπα να χαμογελά. «Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου», μας εξήγησε ο Πίτερ με τα χέρια στις τσέπες και μετατοπίζοντας συνέχεια το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. «Τα πρώτα μου γενέθλια εδώ, στην Ανατολή». «Χρόνια πολλά», του ευχήθηκε ο Τζόνι. Στράφηκα προς τον Πίτερ. «Δεν το ήξερα»,του είπα. «Χρόνια πολλά». «Σ' αρέσει το τροπικό μας μπαλντακίνο; Η υφασμά­ τινη στέγη μας; Ο Τζόνι το έφτιαξε». Κοίταξα το σύζυγό μου μη ξέροντας τι να πω. «Πώς τα κατάφερες;» ρώτησε ο Μαμόρου. «Είναι σαν ν' αρμενίζει χωρίς κανένα στήριγμα. Πού είναι τα σκοινιά; Χρησιμοποίησες τροχαλία;» Ο Τζόνι περιορίστηκε να σηκώσει τους ώμους του. Ο Μαμόρου χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Η δύναμη της ψευδαίσθησης», είπε. Υπήρχε κάτι παράξενο στο ξέφωτο όπου βρισκόμα­ στε. Οι άκρες του ήταν γεωμετρικά ίσιες, λες και είχε αποσπαστεί από τη ζούγκλα. Έπειτα παρατήρησα σημάδια από τσεκούρια στους κορμούς των δέντρων και τα αποτυπώματα των ξερών κλαδιών που είχαν περισυλλεγεί από το έδαφος. Κάμποσα ανθισμένα φυ­ τά δεν είχαν πειραχτεί καθόλου αλλά ο χώρος γενικά ήταν καθαρισμένος από τη βλάστηση της ζούγκλας.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

323

«Έκοψες τη βλάστηση που υπήρχε εδώ», είπα στον Πίτερ. «Το ξέφωτο αυτό είναι τεχνητό· δικό σου κατα­ σκεύασμα». «Ναι», ομολόγησε, με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα. «Είναι ο μικρός μου κήπος. Αποτελεί κάτι ξεχω­ ριστό για μένα». Η τακτοποιημένη ηρεμία του ξέφωτου με γοήτευσε. Μέσα σ' εκείνη την άναρχη ζούγκλα, το μικρό εκείνο κομμάτι γης έμοιαζε πράγματι με κήπο. «Μ' αρέσει», φώναξα. «Μ' αρέσει πάρα πολύ». Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι. «Χίλιες φορές συγ­ γνώμη», είπε ο Πίτερ. Έσκυψε να μαζέψει από χάμω μερικά σπασμένα κομμάτια και τα σήκωσε ψηλά. «Τα πιάτα από αγγλική πορσελάνη δε γλίτωσαν από την καταιγίδα. Το ίδιο και τα ποτήρια του κρασιού. Έτσι θα πρέπει να βολευτείτε όπως όπως μέσα σ' αυτή την απίστευτη βαρβαρότητα». «Θες να πεις πως όλ' αυτά τα κουβαλούσες μαζί σου στις αποσκευές σου;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Λίγο έλειψε να μη μείνει χώρος για το πινέλο του ξυρίσματος...» Γέμισε κρασί τα νεροπότηρα και τα πιάτα με το φαγητό έκαναν το γύρο του τραπεζιού. Αρχίσαμε να τρώμε, μα τα πράγματα ήταν κάπως υποτονικά. Νο­ μίζω πως ήμαστε όλοι ξαφνιασμένοι από την παράξενη οργάνωση αυτής της γιορτής. Υπήρχε πηχτή σούπα από λαχανικά -ταπιόκα, φασόλια και γιαμ- που είχε τη γεύση κρέατος - τόσο γευστική και πλούσια ήταν στη σύσταση. Υπήρχε επίσης μια κούπα με μικρές γαρίδες που τα κοκκινωπά κελύφη τους έδειχναν πως ήταν φρεσκομαγειρεμένες. Σε μικρή απόσταση από το τρα­ πέζι ο Πίτερ είχε στήσει μιαν αυτοσχέδια ψησταριά και μπροστά μας απλωνόταν ένας εντυπωσιακός σωρός

Digitized by @PriOri™

324

ΤΑΣ Ο

από μεγάλα ψημένα ψάρια κεμπόνγκ, που τα είχε ψαρέψει ο ίδιος ο Πίτερ· στο ασημένιο δέρμα τους δια­ κρίνονταν σκούρα σημάδια από την ψησταριά και ήταν γευστικότατα. Στο τέλος ο... οικοδεσπότης εξαφανί­ στηκε μες στους θάμνους κι επανεμφανίστηκε κρατώ­ ντας ένα μεγάλο δίσκο καλυμμένο μ' ένα κομμάτι ύφα­ σμα, που το τράβηξε με επιδεικτικό τρόπο αποκαλύ­ πτοντας κάτι ογκώδες. «Μέγας είσαι Κύριε! Τι είναι πάλι αυτό;» ρώτησε έκπληκτος ο Χόνεϊ. «Ψωμί!» φώναξε ο Πίτερ. «Ψωμί, που το έφτιαξα ε­ γώ ο ίδιος!» Καθάρισε με φούρια μια μεριά του τραπεζιού και μας εξήγησε πως είχε κατασκευάσει ένα φούρνο με χώμα και λάσπη. Γι' αυτόν το σκοπό είχε φέρει μαζί του ένα σακούλι με αλεύρι και ήταν πράγματι ξαφνιασμένος που πέτυχε να πλάσει ψωμί. Σήκωσε το καρβέλι από το τραπέζι, το έπιασε με τα δυο του χέρια και προσπά­ θησε απαλά να το κόψει στα δυο, μα αυτό δεν κοβόταν. Τότε το έβαλε πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να κάνει αδέξιες προσπάθειες. Πρόσεξα πως τα δάχτυλά του ήταν πολύ λεπτά και ντελικάτα και τα νύχια του πολύ μακριά, σχεδόν γυναικεία. Τελικά κατάφερε να κόψει το ψωμί σε δύο άνισα κομμάτια. Ήταν λασπώδες και βα­ ρύ. «Δεν τρώγεται», είπε κοιτώντας τα κομμάτια που κρατούσε στα χέρια του. «Και βέβαια τρώγεται, Πίτερ», τον ενθάρρυνα. «Δοκί­ μασέ το». Έβαλε ένα κομμάτι ψωμί στο στόμα του και το δάγ­ κωσε, μα το έφτυσε αμέσως και κούνησε με θλίψη το κεφάλι του. «Μείνετε ακίνητοι!» φώναξε ο Χόνεϊ. Γύρισα προς τη μεριά του και είδα πως είχε πάρει τη φωτογραφική μη-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

325

χανή του Πίτερ και είχε γονατίσει λίγες γιάρδες μακριά από το τραπέζι. «Περίμενε!» φώναξε εκείνος· έκανε το γύρο του τρα­ πεζιού και ήρθε να σταθεί πλάι στην καρέκλα όπου καθόμουν. Ο Μαμόρου πήρε θέση δίπλα στον Τζόνι. Ποζάραμε χαμογελώντας. Ένιωσα παράξενα, λες κι είχα ξεχάσει να χαμογελώ. Μέχρι τότε δεν είχα πιει ποτέ κρασί. Τελειώσαμε το φαγητό μας και καθίσαμε κάτω από τα σκιερά δέντρα με τα νεροπότηρά μας γεμάτα από εκείνο το κόκκινο σαν αίμα υγρό. Δεν πήρα είδηση τον Πίτερ που μου γέμιζε συνέχεια το ποτήρι και που ήταν πάντα γεμάτο όσο κι αν έπινα. Αρχισα να χάνω την αίσθηση του χρό­ νου. Γύρω μου οι φωνές και τα γέλια κρέμονταν ανάε­ ρα σαν αναρριχητικά φυτά τρέμοντας απαλά στην αύρα. Έγειρα προς τα πίσω και κοίταξα τις σκιές των φυλλωμάτων που ζωγράφιζαν σχήματα στην τέντα πάνω από το κεφάλι μας. Ο Πίτερ τραγουδούσε. «Ποιο είναι; Πάει καιρός που θέλω να σε ρωτήσω. Πολύ όμορφο τραγούδι...» Ο Πίτερ επανέλαβε το τραγούδι πιο δυνατά αυτή τη φορά και το πλούσιο τέμπρο της φωνής του παλλόταν μες στο αδύνατο στήθος του. «Είναι ιταλικό;» επέμεινα, εκείνος όμως συνέχισε να τραγουδάει. «Ναι. Είναι ιταλικό», απάντησε ο Μαμόρου. «Από την όπερα Ντον Τζιοβάνι». « Ω! Έλα τώρα, Πίτερ! Πες μου τι λέει». «Ρώτα τον καθηγητή να σου πει», μου απάντησε εκείνος και συνέχισε να τραγουδάει. «Τι λέει;» ρώτησα τον Μαμόρου, γυρίζοντας προς το μέρος του και πιάνοντάς τον από το χέρι. «Θέλω πράγ­ ματι να μάθω».

Digitized by @PriOri™

326

ΤΑΣ Ο

Εκείνος ήπιε μια γουλιά κρασί με τα μάτια καρφωμένα στο χαρούμενο πρόσωπο του Πίτερ που επέμενε στο ίδιο κομμάτι. Ο Πίτερ τραγούδησε μία μία επτά συλλαβές και στη συνέχεια αρκετές άλλες μπερδεμένα· μα δεν είμαι σίγουρη. Το κρασί που έρεε στις φλέβες μου και το γεγο­ νός πως δεν καταλάβαινα τα λόγια του τραγουδιού έκα­ ναν τις λέξεις ν' ακούγονται εντελώς μυστηριώδεις. «Σημαίνει, Ας δώσουμε τα χέρια». «Αυτό είναι όλο; Και το υπόλοιπο;» Ο Μαμόρου μετέφραζε καθώς ο Πίτερ τραγουδού­ σε: «Πες ναι. Κοίτα. Δεν απέχει πολύ από δω. Ας φύγου­ με από τούτο το μέρος, γλυκιά μου». «Α! Δε βγάζω νόημα», είπα πεισμωμένη. «Δεν είναι και πολύ ενδιαφέρον», μου αποκρίθηκε ο Μαμόρου. «Αλήθεια, Πίτερ, γιατί τραγουδάς και το ρόλο της Ζερλίνας;» «Ποια είναι η Ζερλίνα;» ψιθύρισα, ενώ ο Πίτερ εξακο­ λουθούσε να τραγουδάει. «Η γυναίκα της ιστορίας», μου εξήγησε ο Μαμόρου. «Μια νύφη που πρόκειται να την κλέψουν από τον άντρα της». «Μπορώ να τραγουδάω όλους τους ρόλους», απά­ ντησε ο Πίτερ παίρνοντας μιαν ανάσα προτού συνεχί­ σει. Η φωνή του όμως ήταν πια ενοχλητική. Οι νότες δεν έβγαιναν τόσο άνετα όσο πριν, και οι λέξεις ακούγο­ νταν βεβιασμένες. Ήταν φανερό πως είχε πρόβλημα με την αναπνοή του. Σταμάτησε το τραγούδι και κοίταξε τον Μαμόρου. «Σειρά σου να πεις τον επόμενο στίχο, κύριε καθηγητά». «Τι;» έκανε εκείνος έκπληκτος ενώ άφηνε το ποτήρι του στο τραπέζι. «Ο επόμενος στίχος είναι ο δικός σου. Στην πραγμα­ τικότητα όλο το κομμάτι είναι δικό σου· κι έπρεπε να το

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

327

τραγουδήσεις εσύ. Ή όχι; Όμως μπορείς ν' αρχίσεις με τον επόμενο στίχο». «Πίτερ, τι στο καλό πας να σκαρώσεις; Νομίζω πως έχεις παραπιεί», τον επέπληξα. Παρότι ένιωθα την καρδιά μου σφιγμένη δεν μπορούσα να σταματήσω να γελώ. «Εντάξει», πείστηκε εκείνος. «Θα τραγουδήσω ένα στίχο της Ζερλίνα για να σε βοηθήσω, κύριε Κουνιτσίκα. Στη συνέχεια θα μπεις εσύ με το στίχο του Τζιοβάνι. Μόλτο εσπρεσίβο. Άσε τα νάζια». Βάλθηκε να τραγουδά ανατριχιαστικά φάλτσα. «Έλα λοιπόν! Ξέρεις τι πρέπει να τραγουδήσεις, κύριε καθηγητά. Ξέρεις απέξω κι ανα­ κατωτά όλα τα καταραμένα τα λόγια. Είναι τα γενέθλιά μου και θέλω να το γιορτάσω! Τραγούδα! Τραγούδα, αναθεματισμένε!» Ο Μαμόρου πρόφερε μερικές λέξεις στα ιταλικά. Ο Πίτερ στρίγκλισε πάλι - διαφορετικές λέξεις τούτη τη φορά. Γελούσα ασταμάτητα. Ο Μαμόρου επανέλαβε μερικές λέξεις. «Και τώρα μαζί!» φώναξε ο Πίτερ όρθιος, κουνώντας τα χέρια του. Έστειλε τσιριχτά τις παράτονα τρα­ γουδισμένες λέξεις στα δέντρα που απλώνονταν πάνω μας, κι ο λαιμός του φούσκωσε από την προσπάθεια. Απομακρύνθηκε απ' το τραπέζι και προχώρησε παρα­ πατώντας προς το σπίτι. Είχε νυχτώσει αλλά το φεγγά­ ρι, ολόλαμπρο, βρισκόταν στις δόξες του. Κάθισε στα πέτρινα σπασμένα σκαλοπάτια κι ακούμπησε το κεφά­ λι στα διπλωμένα πάνω στα γόνατα χέρια του. «Άφησέ τον», είπε ο Μαμόρου. Δεν είμαι όμως σί­ γουρη σε ποιον απευθυνόταν η παρότρυνσή του. Πήραμε το δρόμο για την κατασκήνωση με τον Μα­ μόρου επικεφαλής. Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ και δεν

Digitized by @PriOri™

328

ΤΑΣ Ο

είχα καμιά εμπιστοσύνη στα μάτια μου. Αναγκαζόμουν να κοιτάζω προσεκτικά τους πεσμένους κορμούς των δέντρων πριν πατήσω πάνω - δεν ήμουν σε θέση να κρίνω πόσο χοντροί ήταν ή τι κρυβόταν από την άλλη μεριά. Ανάμεσα στα δέντρα χόρευαν σκιές, κυνηγημένες απ' το φεγγαρόφωτο. Παρ' όλα αυτά πρόσεξα πως ο Τζόνι είχε πάρει μαζί του τα μισοάδεια μπουκάλια κρασί. Ήξερα πως απόψε ήταν η κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσω και να του αποκαλύψω αυτό που έκρυ­ βα στα βάθη της ψυχής μου. Ήξερα επίσης πως δε θα μπορούσα να το κάνω. Έχω αρχίσει ν' αμφιβάλλω αν θα του αποκαλύψω ποτέ το μυστικό μου. Εδώ που βρισκόμαστε μπορεί να μη χρειαστεί να το κάνω.

5 Νοεμβρίου 1941 ιο διαπεραστικό από κάθε άλλη φορά το ουρλια­ χτό, ακουγόταν όλη τη νύχτα. Βυθίστηκα σε βαθύ αλλά ανήσυχο ύπνο. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Ένιωθα το κορμί μου διαποτισμένο με δηλητήριο, τις φλέβες μου φουσκωμένες. Ο ύπνος μου ήταν βαθύς μα όχι πραγματικός ύπνος. Ήταν κάτι σαν χαύνωση. Ενώ κοιμόμουν, συνέβησαν στο κορμί μου πράγματα που τα ένιωθα αλλά δεν μπορούσα να τα ξεδιαλύνω. Έβλεπα τα πάντα ολοκάθαρα, ήξερα εντούτοις πως δεν μπορεί να συνέβαιναν στην πραγματικότητα. Είδα τον Μα­ μόρου να κρατάει το ημερολόγιό μου. Είδα τον Τζόνι να κρατάει το ημερολόγιό μου. Είδα τον Μαμόρου παρέα με τον Τζόνι. Τους είδα να μιλούν, ν' αγγίζουν ο ένας τον άλλον. Τους είδα πολύ κοντά, με το μέτωπο του ενός να ακουμπά στο μέτωπο του άλλου, καθώς μιλούσαν

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

329

εμπιστευτικά. Με πλησίασαν διαδοχικά μιλώντας μου σε μια γλώσσα που δεν την καταλάβαινα. Η φοβερή κραυγή διαπερνούσε τη σκέψη μου και δε μ' άφηνε να ξεφύγω. Κάπου κάπου έλεγε το τραγούδι του Πίτερ ουρλιάζοντας τις λέξεις μέσ' από τα βάθη της ζούγκλας και την απύθμενη θάλασσα... Όταν ξύπνησα είχε ξημερώσει για τα καλά. Ο Μα­ μόρου είχε ήδη σηκωθεί και μάζευε ξύλα για τη φωτιά. Έτρεξα όσο πιο μακριά μπορούσα κατά τη μεριά της θάλασσας. Στα μισά του δρόμου έπεσα στα γόνατα κι άρχισα να κάνω εμετό. Γονάτισα στην παραλία κι ένιω­ θα τα σπλάχνα μου να κυλούν από το στόμα μου στην άμμο. Δεν είχα ξανανιώσει τέτοιον πόνο. Φρικτή αίσθη­ ση. Μόλις γύρισα και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου, πρό­ σεξα πως ο Πίτερ κοιμόταν ακόμη. Το ίδιο κι ο Τζόνι. Μόνον ο Χόνεϊ έλειπε. Ξύπνησα το μεσημέρι, έπειτα από αδιατάρακτο ύπνο. Ο Μαμόρου μού είχε αφήσει λίγο φαγητό και νερό μα δεν είχα όρεξη. Ο Τζόνι καθόταν στην παραλία κάτω από ένα δέντρο κι ο Πίτερ κολυμπούσε. Μόλις με είδε να περπατώ προσεκτικά πάνω στην αμμουδιά, βγήκε και ήρθε προς το μέρος μου. «Τι πάρτι κι αυτό...» είπε. «Νιώθω χάλια. Εσύ;» «Χειρότερα κι από νεκρή», του αποκρίθηκα και γέλα­ σα, αλλά το γέλιο μού προκάλεσε πόνο. «Καημενούλα... Η πρώτη φορά είναι πάντα η χειρό­ τερη. Πίστεψέ με. Την επόμενη φορά που θα πιεις ένα ποτήρι κρασί θα το λατρέψεις». Χαμογέλασα. «Πού βρίσκεται ο Μαμόρου;» «Δεν είμαι σίγουρος. Είπε πως θα πήγαινε να βρει τον Χόνεϊ. Πάντως, για καλό και για κακό παίρνω προ­ φυλάξεις· σίγουρα δεν είμαι ο ευνοούμενός του». «Πού είναι ο Χόνεϊ;»

Digitized by @PriOri™

330

ΤΑΣ Ο

«Πού θες να ξέρω;» «Δε γύρισε χθες το βράδυ να δει πώς είσαι; Νόμισα πως τον άκουσα να λέει πως θα γυρίσει για να ρίξει μια ματιά αν είσαι καλά». «Γλυκιά μου, φταίει το κρασί. Τον είδα να φεύγει μαζί σας για την κατασκήνωση. Ό σ ο για μένα, κοιμήθηκα στα σκαλιά και δεν ξύπνησα παρά τα χαράματα. Ένας θεός ξέρει πώς βρήκα το δρόμο για την κατασκήνωση». «Ω!» έκανα, «το κεφάλι μου πάει να σπάσει».

7 Νοεμβρίου 1941 κόμη κανένα ίχνος του Χόνεϊ. Ο Μαμόρου είναι πολύ ανήσυχος. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόση ανησυχία», παραξενεύτηκε ο Πιτερ επιστρέφοντας από μιαν ακόμη άκαρπη έρευνα στο νησί. «Κάποια στιγμή σίγουρα θα εμφανιστεί». «Περιφέρεται πάντα μόνος του», είπε ο Τζόνι. Ο Μαμόρου έμεινε σιωπηλός. Από την ώρα που τελείωσε το πάρτι του Πίτερ μιλάει σπάνια. Ακόμη και σε μένα. Κάτι πρέπει να τον βασανίζει. 8 Νοεμβρίου 1941 άποιος διάβασε το ημερολόγιό μου. Είμαι σίγουρη. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να το 'κανε. Πάντως κάποιος το διάβασε. Σήμερα το πρωί άρχισα να γράφω αλλά έπειτα από μερικά λεπτά ένιωσα έναν οξύ πόνο στην κοιλιά μου. (Από την ημέρα που έγινε το πάρτι του Πίτερ δε νιώθω πολύ καλά.) Έκλεισα το ημερολόγιό

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

331

μου, έβαλα από πάνω μια πέτρα και πήγα να κάνω την ανάγκη μου μες στους θάμνους. Δεν ξέρω πόσο ακρι­ βώς έλειψα. Το πολύ δέκα λεπτά. Όταν επέστρεψα, το ημερολόγιό μου ήταν ανοιχτό και οι σελίδες του γύριζαν αργά αργά απ' τον αέρα. Θα πρέπει να αιφνιδίασα τον αόρατο αναγνώστη των μυστικών μου. Ξέρω ωστόσο με σιγουριά πως ο Μαμόρου, ο Τζόνι κι ο Πίτερ είναι απορροφημένοι στις διάφορες δραστηριότητές τους. Από το σημείο όπου στεκόμουν έβλεπα τον Πίτερ που πλατσούριζε ως συνήθως στα ρηχά φορώντας το κοντομάνικο πουκάμισό του και τον Τζόνι που έχτιζε με κοχύλια ένα σπιτάκι. Αυτό έκαναν κι οι δυο τους ενόσω είχα αποτραβηχτεί στους θάμνους. Εξάλλου ο Μαμό­ ρου βρίσκεται στην άλλη άκρη του νησιού και ψάχνει για τον Χόνεϊ ο οποίος ακόμη δεν έχει εμφανιστεί. Οι εξορμήσεις του Μαμόρου διαρκούν ώρες· πολύ συχνά επιστρέφει αργά το βράδυ. Αγνοώ ποιο φάντασμα διάβασε το ημερολόγιό μου. Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς κάθισα στην άμμο, δύσθυμη και προβληματισμένη. Το νυχτερινό ουρλιαχτό μπορεί να συνεχιστεί· αυτό όμως όχι.

10 Νοεμβρίου 1941 ας ξύπνησε νωρίς ο Τζόνι· μες στο αχνό φως της αυγής μάς οδήγησε μισό μίλι κατά μήκος της ακτής για να μας δείξει το «εύρημά» του. Ο Χόνεϊ. Κειτόταν στην παραλία μόνος κι εγκαταλειμ­ μένος· φαίνεται πως αποκαλύφθηκε μόλις τραβήχτη­ καν τα νερά εξαιτίας της φυρονεριάς. Τα σποραδικά κύματα που έρχονταν κι έσβηναν στην άμμο έγλειφαν το κορμί του. Φορούσε όλα του τα ρούχα και το ρολόι

Digitized by @PriOri™

332

ΤΑΣ Ο

του χεριού του γυάλιζε απαλά καθώς έπεφτε πάνω του το αδύναμο φως της ημέρας. Ο λαιμός του φαινό­ ταν μαυρισμένος κι άσχημα γδαρμένος και το πουκάμι­ σό του ήταν σκισμένο σε πολλές μεριές. Από το πρόσω­ πό του δεν είχε απομείνει τίποτε. «Το έφαγαν τα ψάρια», είπε ήρεμα ο Πίτερ. Ο Μαμόρου έσκαψε ένα λάκκο στην άκρη της παρα­ λίας κάτω από τα δέντρα - σημείο που δεν το έφτανε το κύμα. Θάψαμε τον Χόνεϊ και ο Πίτερ απήγγειλε λίγα λόγια από μια χριστιανική προσευχή. Επιστρέψαμε στην κατασκήνωση αλλά κανείς δεν είχε όρεξη να φάει πρωινό. 11

Νοεμβρίου

1941

Μαμόρου ισχυρίζεται πως ο Χόνεϊ θα πρέπει να ήταν πολύ μεθυσμένος κι έτσι τον παρέσυρε η θάλασσα. Δε μιλάμε πολύ γι' αυτόν, παρότι ξέρω πως όλους μάς απασχολεί το πώς πέθανε. Η εξήγηση που δίνει ο Μαμόρου είναι πειστική. Μα η αλήθεια είναι πως κανείς μας δεν ξέρει τι ακριβώς συνέβη. Κανείς μας δεν ξέρει πια τίποτε. 15 Νοεμβρίου 1941 ιέζω τον εαυτό μου για να γράψω τα παρακάτω. Μα δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει να το κάνω. Δε γίνεται να σταματήσω. Τελικά αποδέχομαι τη μοίρα μου. Χθες τη νύχτα ένιωσα πως δεν μπορούσα ν' αντέξω άλλο αυτό το κενό. Είδα τον Μαμόρου να εξαφανίζεται

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

333

μες στο σκοτεινιασμένο δάσος. Είναι κάτι που γίνεται κάθε νύχτα μόλις τελειώσουμε το βραδινό μας φαγητό μέσα σε τρομακτική σιωπή. Κάθε φορά που φεύγει λαχταρώ να τον ακολουθήσω αλλά φοβάμαι μήπως κάτι τέτοιο τον εξοργίσει. Και τι έχω να χάσω; Δεν ξέ­ ρω. Αισθάνομαι σαν να έχω χάσει τα πάντα κι ωστόσο κάθε φορά που τον κοιτάζω εξακολουθώ να νιώθω τον αχνό παλμό της ελπίδας, την αίσθηση πως κάτι και­ νούργιο γεννιέται. Τελικά δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Μόλις τον είδα να χάνεται ανάμεσα στα δέντρα τον ακολούθησα. Φρόντισα να μένω πίσω του περίπου είκοσι γιάρδες και προχωρούσα αλαφροπατώντας μες στο σκοτάδι. Η νύχτα δεν ήταν διαυγής. Βαριά σύννεφα αρμένιζαν στον ουρανό μισοκρύβοντας το δρόμο του φεγγαριού κι έτσι ήταν δύσκολο να δω πού κατευθυνόταν. Μόνο η έντονη λευκότητά του με βοηθούσε να μην τον χάνω από τα μάτια μου. Δε θυμάμαι αν φορούσε λευκά ρούχα· διέ­ κρινα μόνο την καθαρότητα του λευκού χρώματος. Είχε μια περίεργη ιδιότητα αυτό το χρώμα· φαινόταν να απορροφά το λιγοστό φως που επικρατούσε τριγύρω και να το κάνει δικό του. Ο Μαμόρου περπατούσε αργά και ήρεμα ανάμεσα στα δέντρα σαν ν' ακολουθούσε ένα πανάρχαιο προδιαγραμμένο μονοπάτι. Δε σταμάτησε και δε γύρισε πίσω του ούτε μια φορά. Αρκετές φορές σκόνταψα καθώς τα πόδια μου πιά­ νονταν σε ρίζες ή σε βράχια, οπότε ήμουν αναγκασμένη ν' ανοίξω το βήμα μου για να τον προλάβω. Αόρατοι κλώνοι μαστίγωναν σαν καμτσίκια το πρόσωπο, το λαιμό και τα χέρια μου. Ένιωσα στα χείλη μου τη στυφή γεύση του αίματος, ωστόσο συνέχισα το δρόμο μου παρασυρμένη από το ολόλαμπρο λευκό φως που προ­ πορευόταν. Δεν ξέρω πόση ώρα ή προς ποια κατεύ-

Digitized by @PriOri™

334

ΤΑΣ Ο

θυνση προχωρούσα, αλλά βρέθηκα ξάφνου σ' ένα ξέ­ φωτο κοντά στο σπίτι με τα κέρατα. Ο Μαμόρου είχε εξαφανιστεί. Έκανα με αργά βήματα το γύρο του κτίσματος στα­ ματώντας κάπου κάπου μήπως αφουγκραστώ κάποια κίνηση. Τίποτα. Έφτασα στο πίσω μέρος του σπιτιού, κι εκεί τον είδα να στέκει μες στο φεγγαρόφωτο πάνω σ' ένα πέτρινο στηθαίο με τα χέρια στις τσέπες, σιωπη­ λός σαν τη νύχτα που μας τύλιγε. Έμοιαζε με ανάγλυφη μορφή, σαν ν' αποτελούσε τμήμα του νεκρού εκείνου οικοδομήματος. Μόνον όταν κινήθηκε και μαζί του «κινήθηκε» και η λευκότητα που εξέπεμπε, βεβαιώθηκα πως επρόκειτο πράγματι γι' αυτόν. Είχε ξαναπάρει ανθρώπινη μορφή και βάλθηκε πάλι να περπατά μέχρι που έφτασε στη βάση της σκάλας, λιγότερο από δέκα γιάρδες μακριά από μένα. Βγήκα από το σκοτάδι στο φως. «Μαμόρου», ψιθύρι­ σα τρυφερά. Γύρισε προς τη μεριά μου. «Σνόου», είπε απλά, χωρίς να δείξει έκπληξη, και μ' ένα βαθύ στεναγμό ανακούφι­ σης. Με περίμενε. Τον πλησίασα κι άγγιξα το χέρι του. Καθίσαμε στα σκαλοπάτια, ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του κι έκλεισα τα μάτια. Το ψυχρό σαν μάρμαρο κορμί του προσέφερε ανακούφιση στη φλογισμένη ύπαρξή μου. Μείναμε σιωπηλοί πολλή ώρα. «Ξέρω πως είσαι αναστατωμένος», του είπα κάποια στιγμή. «Μα δε φταις εσύ για το θάνατο του Χόνεϊ. Δεν μπορεί να είσαι υπεύθυνος για όλους και για όλα». Ακούμπησε το χέρι του στο μέτωπό μου. «Και για τη φρίκη; Δεν είμαι υπεύθυνος ούτε για όλη αυτή τη φρίκη;» «Τι θες να πεις; Δεν ευθύνεσαι για το θάνατο του

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

335

Χόνεϊ ούτε για το θάνατο οποιουδήποτε άλλου. Έχου­ με ξαναμιλήσει γι' αυτό, Μαμόρου. Ξέρω πως κουβαλάς μέσα σου αυτά που είδες στην Κίνα. Μα εσύ δεν έκανες τίποτε». «Έτσι, ε; Δεν έκανα τίποτε!» Γέλασε μ' ένα παράξε­ νο γέλιο που δεν κατάφερα να καταλάβω τι έκρυβε. «Όχι». Ανακάθισα και τον κοίταξα κατάματα. «Εσύ δεν έκανες τίποτε». Ξαναγέλασε. «Πόσο λίγα ξέρεις...» Η φωνή του ήχησε τραχιά και πικρή. «Ξέρω όσα μου είπες», αποκρίθηκα. «Δε μου χρειάζε­ ται να μάθω τίποτε περισσότερο». Τον πλησίασα μες στο σκοτάδι και τον τράβηξα κο­ ντά μου. Κράτησα το κεφάλι του μες στα χέρια μου και τον φίλησα ξανά και ξανά. Τον φιλούσα συνέχεια. Μ' έσπρωξε μακριά του. «Ακου· δεν ξέρεις τίποτε απολύτως. Δε με ξέρεις». «Μα, Μαμόρου...» ψέλλισα τρίβοντας απαλά το σβέρκο του με την ανάστροφη του χεριού μου. «Μου έχεις πει τα πάντα. Έχω δει τη ζωή σου μέσ' από τα δικά σου μάτια. Μονάχα εσύ κι εγώ ξέρουμε τι σου έχει συμβεί». Ξανάνιωσα στη γλώσσα μου τη γεύση του αίματος. Μ' έπιασε από το σβέρκο και με τράβηξε κοντά του. Με φίλησε στα χείλη πιέζοντας δυνατά το στόμα του πάνω στο δικό μου. Η παγερότητά του με ζάλισε τόσο, που δεν μπορούσα ούτε να αναπνεύσω ούτε καν να σηκωθώ. Αποτραβήχτηκε παίρνοντας βαθιά αναπνοή. «Θέλεις στ' αλήθεια να δεις όσα είδα;» μου ψιθύρισε στ' αυτί. «Μαμόρου...» Έσφιξε με δύναμη τους καρπούς των χεριών μου. «Είδα το Κακό να κάνει στους άντρες πράγματα που

Digitized by @PriOri™

336

ΤΑΣ Ο

δεν μπορείς καν να τα φανταστείς, Σνόου. Είδα να συμ­ βαίνουν σε γυναίκες πράγματα που θα σ' έκαναν να ευχόσουν να καταστραφεί ολόκληρος ο κόσμος. Πώς είναι δυνατόν να θες να δεις τέτοια πράγματα;» «Μαμόρου... με πονάς». Μ' έσφιξε μ' όλη του τη δύναμη κι ένιωσα το παγω­ μένο κορμί του πάνω στο δικό μου. «Ήμουν κι εγώ μέρος όλων αυτών των γεγονότων, Σνόου. Τίποτε δεν μπορεί να με γλιτώσει από αυτό». Όταν πίεσε τα χείλη του πάνω στα δικά μου ένιωσα πάλι τη γεύση του αίματος να πλημμυρίζει το στόμα μου. Ήθελα να πεθάνω. Δεν ξέρω πώς κατάφερα τελικά και λευτερώθηκα απ' το αγκάλιασμά του. Πάλεψα σαν άγριο θηρίο κλο­ τσώντας, φτύνοντας, γρατσουνώντας και ουρλιάζο­ ντας. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ακριβώς συνέβη, ξάφ­ νου όμως ο Μαμόρου εξαφανίστηκε κι εγώ άρχισα να τρέχω. Έτρεχα, κι ήταν εκεί κι ο Πίτερ που φώναζε το όνομά μου κι έτρεχε ξοπίσω μου μες στο σκοτάδι. Προσπάθησα να βρεθώ μακριά του μα δεν τα κατάφε­ ρα. Ήμουν γεμάτη μώλωπες και κοψίματα· ένιωθα και το πιο μικρό σημάδι πάνω στο κορμί μου να με πονάει. Ο Πίτερ με πρόλαβε και μ' έπιασε από τη μέση. Ούρλιαξα και του ξέσκισα το πουκάμισο καθώς του το τραβούσα. Τα σύννεφα αρμένιζαν στον ουρανό, και στο φως του καινούργιου φεγγαριού διέκρινα τις βαθιές κόκκινες γρατσουνιές που είχαν χαράξει τα νύχια μου πάνω στο λευκό σαν γάλα στήθος του. Σταμάτησα να κλοτσάω κι αρπάχτηκα από πάνω του, όπως αρπάζε­ ται ένα παιδί από τη μητέρα του σφιχτά, χωρίς ερωτή­ σεις. Το δέρμα του ήταν νοτισμένο. «Έλα... Έλα... Ησύχασε», προσπάθησε να με ηρεμή­ σει χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά. «Ω, θ ε έ μου... Πίτερ...»

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

337

«Νόμιζα πως δεν πίστευες στον Θεό», μου είπε κοροϊδευτικά. Βρισκόμαστε σ' ένα ξέφωτο κι ο χώρος γύρω μας δεν είχε ούτε αγκαθερούς θάμνους ούτε ξερά δέντρα ούτε σκοτεινή βλάστηση. Κατάπια κι έβηξα, φτύνοντας αίμα και σάλιο· κι όπως κοντανάσαινα ένιωσα τη γλυκερή ευωδιά της άγριας πλουμερίας. Κοίταξα προς τα πάνω και είδα έναν ολόλευκο ουρανό. «Είμαστε στον κήπο σου», είπα. Ο Πίτερ άρχισε να τραγουδά το τραγούδι του. Πίεσα το αυτί μου στο στήθος του κι άκουσα το απαλό βουη­ τό του τραγουδιού που απλώθηκε στη θάλασσα και πλανήθηκε ανάλαφρα πάνω από τα κύματα.

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Ο κήπος

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

υτό εδώ το μέρος είναι το τέρμα. Είκοσι δύο δωμά­ τια όπου κατοικούν σχεδόν είκοσι δύο απολιθώμα­ τα είναι κάτι ελάχιστα περισσότερο από ενδιάμε­ σος σταθμός στη σύντομη πορεία ως το νεκροταφείο που βρίσκεται στο τέλος του δρόμου. Η μόνιμη δυσο­ σμία των τηγανητών γαρίδων -η οποία ακόμη και τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια, μου προκαλεί αηδία- αιωρεί­ ται σε όλους τους διαδρόμους κι ανακατεύεται με την «πανταχού παρούσα» οσμή των ούρων των γερόντων. Κρατώ τα παράθυρά μου ανοιχτά ακόμη και τη νύχτα. Μπορεί τη ζωή μου να τη ρουφήξουν τα κουνούπια, αρνιέμαι όμως να πεθάνω μες στη δυσωδία. Με τον τρόπο που λειτουργεί αυτό εδώ το μέρος, είναι πολύ πιθανόν να ανακαλύψουν το καλοντυμένο πτώμα μου έπειτα από αρκετές ημέρες, οπότε η μυρωδιά της σάρ­ κας που σαπίζει, των ούρων που λιμνάζουν και των ταγκιασμένων θαλασσινών θα είναι μάλλον απωθητική μέσα σ' έναν κλειστό χώρο. Βέβαια, το να κρατάει κανείς μονίμως ανοιχτά τα παντζούρια του έχει κάποια μειο­ νεκτήματα, το κυριότερο από τα οποία είναι πως βρί­ σκομαι εκτεθειμένος συνεχώς στο πιο τρομερό απ' όλα τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στη διάρκεια της πολύχρονης και δυσάρεστης ιστορίας αυτού του οική­ ματος: στον κήπο. Κάθε πρωί μου κόβεται η ανάσα όταν αντικρίζω αυτό το βδέλυγμα της φύσης. Η σκέψη του

Digitized by @PriOri™

342

ΤΑΣ Ο

και μόνο μου προκαλεί ρίγη. Πρόκειται για ένα πλατύ, τραχύ, ανισόπεδο λιβάδι - εντελώς ξερό - περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, κι έχει για μόνο στολίδι μια συστάδα φοινικόδεντρων στο χρώμα του ισπανικού κηρού, που όμως τα κλαδιά τους έπαψαν ν' αγωνίζο­ νται για να παραμείνουν κόκκινα και ζωηρά και με την πάροδο του χρόνου απέκτησαν μια μόνιμη γκρίζα από­ χρωση, υποχρεωμένα σε υποταγή από τους ακατά­ παυστους αλμυρούς ανέμους. Τι σκοπό εξυπηρετεί η ύπαρξή τους; Το μόνο που κάνουν είναι να εμποδίζουν τη θέα της θάλασσας από τη βεράντα. Κάθε πρωί που ξυπνώ, ο ήλιος χύνεται μες στο δωμάτιο από τις μεγάλες μπαλκονόπορτες κι εγώ, κοι­ τώντας έξω κι αντικρίζοντας αυτή την ερημιά, κλαίω. Αυτό είναι το τίμημα που υποχρεώνομαι να καταβάλω. Βέβαια, επειδή εκθέτω τον εαυτό μου στα στοιχεία της φύσης, τα υπόλοιπα γερόντια με θεωρούν πέρα για πέρα εκκεντρικό. Καμιά φορά, ακόμη και οι πιο ξεμωραμένοι προσπαθούν να με συμβουλέψουν και να με πεί­ σουν πως είναι καλύτερα να κρατάω τα παράθυρά μου κλειστά, αφού κάτι τέτοιο θα με προστατέψει από τη βροχή και τα κουνούπια, λες κι εγώ έχω χάσει τα μυαλά μου -για φαντάσου!- και δεν ξέρω πια τι μου γίνεται. Όμως αυτό δε μ' ενοχλεί καθόλου, αφού προφανώς είμαι ήδη γνωστός ως ο Τρελός Άγγλος Διάβολος, ένα προσωνύμιο από το οποίο δεν πρόκειται ν' απαλλαγώ ακόμη κι αν συναινέσω στο κλείσιμο των παντζουριών μου. Σημειώνω πάντως ότι δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν το προσωνύμιο που μου έχουν κολλήσει αποδίδει πλήρως τον κινεζικό όρο - υποπτεύομαι πως ο Αλβαρο, όταν το μετέφρασε για μένα, φρόντισε από ευγέ­ νεια να περικόψει το πιο σημαντικό υπονοούμενο της

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

343

πρωτότυπης φράσης. Κατατρέχεται άλλωστε από αυτή την κακομοίρικη έμμονη ιδέα πως είμαι σώνει και καλά αξιολύπητος επειδή τυχαίνει να είμαι ο μόνος ξένος σε τούτο το μέρος. Έτσι, μου λέει πράγματα που ξέρω πως δεν είναι αλήθεια - φιλοφρονήσεις που υπο­ τίθεται πως μου κάνουν οι άλλοι ή λόγια θαυμασμού αλλά πάντα στην κινεζική και μαλαισιακή γλώσσα ή τη γλώσσα ταμίλ. Βέβαια, πρέπει να παίρνει κανείς τοις μετρητοίς -κουμ γκράνο σάλις- τα όσα αυτός λέει. Σας ακούω να γκρινιάζετε, λέγοντας πως έπειτα από τόσα χρόνια θα ήταν πολύ λογικό να περιμένει κανείς ότι θα είχα μάθει λίγα κινεζικά. Μα δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάθε άλλο. Σιχαινόμουν πάντα αυτή τη γλώσσα. Τη βρίσκω τόσο δηκτική! Το βρίσκω επίσης περιττό, μιας και όλοι μιλούν έτσι κι αλλιώς αγγλικά ή τουλάχιστον ένα είδος αγγλικών. Όχι. Παρότι ζω πάνω από πενήντα πέντε χρόνια σ' αυτή εδώ τη χώρα, η γλωσσική όσμωση δε λειτούργησε με τον τρόπο που φαντάζεστε πως θα έπρεπε να είχε συμβεί. Στην πραγ­ ματικότητα συνέβη το εντελώς αντίθετο. Ενώ τα μαλαισιακά και κινεζικά δε μ' έχουν επηρεάσει στο ελάχιστο, έχουν αρχίσει - Θεέ και Κύριε! - να λειτουργούν εις βάρος των αγγλικών μου. Ορισμένες ημέρες δυσκολεύο­ μαι ακόμη και να μιλήσω. Πολλές φορές δεν μπορώ να βρω καν τις σωστές λέξεις για να εκφράσω αυτό που νιώθω, τώρα τελευταία, μάλιστα, έχω φτάσει στο σημείο ν' αφήνω τις προτάσεις μου μισοτελειωμένες. Όσο για το γράψιμο, τι να πω... Το τωρινό εγχείρημα αποδεικνύεται ότι δεν είναι μια γοητευτική περιπέτεια, όπως περίμενα, αλλά σωστό βασανιστήριο. Θα συνεχίσω τις προσπάθειές μου. Αναρωτιέμαι, εντούτοις, ποιος θα με συγχαρεί όταν αυτό τελειώσει. Εδώ, σίγουρα κανείς, με πιθανή εξαίρε-

Digitized by @PriOri™

344

ΤΑΣ Ο

ση τον Άλβαρο που είχε την αρχική ιδέα, όχι βέβαια για τον επανασχεδιασμό του κήπου -αυτή ήταν αναμφίβο­ λα δική μου- αλλά για το πώς εμείς οι ένοικοι θα έπρεπε να ζητήσουμε από την εκκλησία να κάνει έρανο για τη βελτίωση του κήπου μας, κι ότι ένας από αυτούς που θα συμμετείχαν στον καινούργιο σχεδιασμό του θα έπρεπε να ήμουν κι εγώ. «Ω, Θεέ μου!» είχε φωνάξει ο Αλβαρο, όταν η ιδέα ξεφύτρωσε μες στο μικροσκοπικό κεφάλι του. Καθό­ μαστε στο σαλόνι και συζητούσαμε για τη δυνατότητα θέας προς τη θάλασσα και τα γήπεδα, καθώς και προς το καμπαναριό του Αγίου Φραγκίσκου Ξαβιέ που το κρύβουν τα δέντρα με τα άφυλλα κλαδιά - τα καζουαρίνα. «Το καθετί κρύβεται από κάτι άλλο», είχα πει, αρχίζοντας να εκτοξεύω τις συνηθισμένες κατηγορίες μου. «Αν εξαρτιόταν από μένα» συνέχισα, «θα γκρέμιζα το στάβλο, θα μετέφερα κάπου αλλού τα πλυντήρια, θα έβγαζα το συρματόπλεγμα και θα χώριζα την πρα­ σιά σε κομμάτια γεμάτα ανθισμένους θάμνους, που τα φυλλώματά τους θα σχημάτιζαν ένα περίπλοκο και θαυμαστό κλουαζονέ... ξέρεις... αυτό το σχέδιο των λεπτών μεταλλικών λωρίδων με το σμάλτο στους κυψελωτούς χώρους που δημιουργούνται. Θα υπήρχε ήλιος, σκιά και πολυθρόνες· νερό, και λιμνούλες με ψάρια. Τα απογεύματα θα μπορούσε κανείς να κάθεται έξω και να παίζει σκάκι με τον Γκέκο δίπλα σε μιαν απαστράπτου­ σα λιμνούλα κατασκευασμένη με την περίτεχνη δαμα­ σκηνή νοοτροπία, πλαισιωμένη με φτέρες και εμπλουτι­ σμένη με ιαπωνικούς πολυπλούμιστους κυπρίνους». Ο Άλβαρο με είχε κοιτάξει για λίγο σκεπτικός, και ξαφνικά πετάχτηκε πάνω τρομερά ενθουσιασμένος. «Βέβαια! Βέβαια! Είναι κάτι που θα μπορούσαμε να το κάνουμε, άνθρωπέ μου!» φώναξε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

345

«Ποιο πράγμα, Ντε Σούζα;» «Αυτό τον παλιόκηπο. Θα μπορούσαμε να τον ξανα­ φτιάξουμε από την αρχή. Κι ο μόνος που μπορεί να το καταφέρει είσαι εσύ». «Εγώ;» είπα ξέπνοα. «Σίγουρα όχι εγώ». «Κι όμως! Μ' εσένα επικεφαλής της ομάδας μας ποιος θ' αρνιόταν; Θα λέγαμε: "Δώστε μας χρήματα. Έχουμε εξασφαλίσει τη συμμετοχή του παγκοσμίου φήμης αισθητικού και σχεδιαστή εσωτερικών χώρων Πίτερ Γουόρμγουντ". Και θα μας έδιναν ευχαρίστως!» Ο Άλβαρο είναι ο καλύτερος απ' όλη την παρέα. Εξακολουθεί να διατηρεί τον πηγαίο ενθουσιασμό του. Στα νιάτα του θα πρέπει να ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο. Την περασμένη εβδομάδα τον παρατηρού­ σα καθώς προσπαθούσε ν' αλλάξει έναν ηλεκτρικό λαμπτήρα στο δωμάτιό του. Πάτησε με το ένα του πόδι στη μικρή ξύλινη καρέκλα για ν' ανέβει κι άπλωσε για λόγους ισορροπίας τα αδύνατα χέρια του σε όλη τους την έκταση. Ταλαντεύτηκε μπρος-πίσω με τα χέρια πάντα ανοιχτά, θυμίζοντας ιαπωνικό γερανό που βρί­ σκεται στους έσχατους σπασμούς του ερωτικού χορού του, και τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια πηδώντας από την καρέκλα, η οποία αναποδογύρισε πίσω του. Κάτι φτερούγισε μέσα μου καθώς τον παρακολου­ θούσα, έχοντας διαισθανθεί από την αρχή τι θα επακο­ λουθούσε. Για να καταπολεμήσω το φοβερό, το ασυνή­ θιστο τρεμούλιασμα του μυαλού μου είχα σφαλίσει ερμητικά τα μάτια και βάλθηκα ν' απαριθμώ τι είχα φάει για πρόγευμα εκείνο το πρωινό: φτηνό άσπρο -καψα­ λισμένο- ψωμί, μια φέτα παπάγια και λίγο χυλό από ρύζι. Πολύ αργά. Πολύ αργά. Οι θύμησες είχαν εισορμήσει βίαια στο νου μου κι όλα πρόβαλαν μπροστά μου πεντακάθαρα, σαν να διαδραματίζονταν εκείνη ακριβώς

Digitized by @PriOri™

ΤΑΣ Ο

346

τη στιγμή. Όπως πάντα, ένιωσα σαν να παρακολου­ θούσα τον εαυτό μου σε μια έγχρωμη κινηματογραφική ταινία. Μέσα σ' ένα λεπτό ξαναβρέθηκα στην κορφή ενός λόφου που έχω ξεχάσει πια τ' όνομά του, θυμάμαι όμως το σχήμα του· ήταν φαρδύς κι ακανόνιστος σαν κεφάλι ελέφαντα. Ο Τζόνι προχωρεί μπροστά μου και πάει πολύ γρήγορα - σχεδόν τρέχει. Αγωνίζομαι να τον προλάβω. Το πουκάμισό μου είναι μούσκεμα απ' τον ιδρώτα και, πέρα από τη λεπτή σκιά που ρίχνει το γείσο του καπέλου μου, ο ήλιος φέγγει λευκός, υπνωτιστικός. Με το που φτάνω στην κορφή του λόφου βλέπω τον Τζόνι να στέκεται πάνω στον κομμένο κορμό ενός δέντρου. Ταλαντεύεται αργά αργά με τα χέρια απλωμέ­ να. Μες στο φόντο του γαλάζιου, ασύνορου ουρανού, φαντάζει εκατό πόδια ψηλός. «Έλα!» μου φωνάζει, κι εγώ τρέχω προς τη μεριά του νιώθοντας ξάφνου τα πόδια μου και πάλι δυνατά. Όταν φτάνω κοντά του με βοηθά ν' ανέβω κι εγώ στο δέντρο και με κρατάει απ' το χέρι για να μη χάσω την ισορροπία μου. Η θέα που απλώνεται μπροστά μου είναι ανείπωτα πιο πλατιά και πιο φαρδιά απ' όση πίστευα ποτέ πως θα μπορούσε να περικλείσει η ματιά μου. «Να», λέει ο Τζόνι. «Αυτό είναι το σπίτι μου, η κοιλάδα». *

Έχοντας αναλάβει το μνημειώδες έργο της αναδιαμόρ­ φωσης του κήπου, αποφάσισα πως το σωστό θα ήταν να ξεκινήσω από το κατάλυμά μου. Αν κατέληγα στο πώς θα ήθελα να φαίνεται ο κήπος από το δωμάτιό μου, τότε το καθετί θα τοποθετούνταν αμέσως στη θέση που έπρεπε. Τακτοποίησα τα ράφια μου, ξεχωρί­ ζοντας σε μικρούς σωρούς τα διάφορα αντικείμενα και πετώντας από την γκαρνταρόμπα μου όλα όσα ήταν

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

347

παλιομοδίτικα. Ο Λε Κορμπιζιέ είπε κάποτε: «Ένα σπίτι είναι ένας μηχανισμός μέσα στον οποίο ζεις»· και είχε απόλυτο δίκιο. Τοποθέτησα τα σακάκια μου στο πάνω ράφι ώστε να μπορώ να τα παίρνω εύκολα όταν πάω για το πρόγευμα, ενώ στο τελευταίο ράφι τοποθέτησα δύο κουτιά από παπούτσια, γεμάτα μ' ένα σωρό objets trouves -απολεσθέντα αντικείμενα- τα οποία έχουν συσσωρευτεί με τα χρόνια. Σ' αυτά περιλαμβάνονται και δύο εσταυρωμένοι, καθώς και μια εικονίτσα με τον πάπα Πίο εγκλωβισμένη μέσα σ' ένα πρες παπιέ, όπου στροβιλίζονται συνέχεια νιφάδες χιονιού, το οποίο μου έχει δώσει ο Γκέκο. Αυτός μένει λίγο πιο πέρα από μένα, προς το τέρμα του διαδρόμου, και δεν μπορεί να περ­ πατήσει με το κορμί όρθιο γιατί πέρσι υπέστη ρήξη των πλευρικών οστών. Νομίζω πως το πραγματικό του όνομα δεν είναι Γκέκο αλλά κάτι σαν Γιαπ Πενγκ Γκεκ ένα όνομα έτσι κι αλλιώς χωριάτικο. Εγώ πάντως τον αποκάλεσα από την αρχή Γκέκο, επειδή συνήθιζε να τρυπώνει παντού σαν μικρή λαστιχένια σαύρα. Επίσης ο τρόπος που μιλά είναι πέρα για πέρα αξιοθρήνητος -οξύς και όλο επιφωνήματα-, καθώς ολόκληρες προτά­ σεις συμπυκνώνονται σε ξεχωριστές, τρεμουλιαστές τρίλιες. Κάθε φορά που κάθεται στην άκρη του τραπε­ ζιού όπου τρώω, η συζήτηση ολόγυρά μου μετατρέπε­ ται ξαφνικά σε παράξενη συμφωνία, ένα βαθύ μουρ­ μουρητό που προκαλείται απ' τις φωνές των γερό­ ντων, διανθισμένο από το υποχρεωτικό ακομπανιαμέντο -το ομπλιγκάτο- του Γκέκο. Βέβαια, από τη στιγμή που έπαθε ζημιά στη σπονδυλική στήλη και το στήθος χρειάζεται πολλή ώρα για να πάει οπουδήποτε. Διασχίζει με δυσκολία το διάδρομο, ενώ χθες άκουσα κάποιον να λέει πως ίσως χρειαστεί να του πηγαίνουν το φαγητό στο δωμάτιό του.

Digitized by @PriOri™

348

ΤΑΣ Ο

Εντούτοις, παρότι δεν μπορούσε να περπατήσει χωρίς βοήθεια, πέρσι ταξίδεψε στην Ιταλία. Το ήθελε πολύ και γκρίνιαζε τόσο, που τελικά το ίδρυμα αναγκά­ στηκε να οργανώσει το συγκεκριμένο ταξίδι γι' αυτόν και για μερικούς άλλους. Έμειναν με κάποιους Φραγκισκανούς καλόγερους σ' ένα ερειπωμένο μοναστήρι στα περίχωρα της Ρώμης, και επί δύο εβδομάδες επισκέ­ πτονταν τ' αξιοθέατα και υπέβαλλαν τα σέβη τους στους πνευματικούς μας ηγέτες. Κατάφεραν μάλιστα να τους δεχτεί σε ιδιαίτερη ακρόαση το Μεγάλο Αφεντι­ κό. Δε θα μάθω ποτέ πώς κατάφερε να χειριστεί όλη αυτή την ιστορία ο Γκέκο. Υποπτεύομαι όμως πως την παρουσίασε σαν ένα κύκνειο άσμα επικών διαστάσεων. Είναι ένας συναισθηματικός, ευσυγκίνητος τύπος, και μπορώ να τον φανταστώ να δακρύζει μελοδραματικά για κάποια ανόητα πράγματα, όπως για παράδειγμα όταν αντίκρισε για πρώτη φορά την εκκλησία Σάντα Μαρία Ματζόρε ή ένιωσε το άγγιγμα των χεριών του Αγίου Πατέρα. Όταν επέστρεψε, με επισκέφθηκε κρατώντας ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο προσεκτικά σε χοντρό καφετί χαρτί. «Ενθύμιο από τη Ρώμη!» φώναξα ενθουσιασμέ­ νος καθώς έσκιζα το περιτύλιγμα. «Λατρεύω τα περίερ­ γα. Τι είναι άραγε; Μια μικρογραφία σαρκοφάγου ή αναπαράσταση της σμέρνας του Νέρωνα;» Ανοιξα το πακέτο κι αντίκρισα την κρυστάλλινη σφαίρα που εμπεριείχε ένα ανθρωπάκι με καφετί ράσο και υψωμέ­ να τα κόκκινα χέρια του. Ο Γκέκο το πήρε απ' τα χέρια μου και το ταρακούνησε, οπότε άρχισαν να στροβιλί­ ζονται θλιβερές άσπρες νιφάδες γύρω από το μικρο­ σκοπικό τοπίο που υπήρχε μέσα στο γυαλί. Πήρε το χέρι μου μες στα δικά του, το έσφιξε και είπε: «Δεν ησυ­ χάζουμε παρά μόνον, όταν βρούμε το σπίτι μας».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

349

Συγχρόνως χαμογελούσε, θέλοντας να μου δώσει να καταλάβω πως ένιωθε ευτυχισμένος. «Σ' ευχαριστώ πολύ για το πανέμορφο δώρο σου», του είπα με ύφος μαρκάτο - με έμφαση. Ωστόσο δε μου πήγαινε να το δώσω για τη φιλαν­ θρωπική αγορά που οργάνωσε η εκκλησία. Δεν μπορώ όμως να εξηγήσω και το λόγο που ένιωθα έτσι, αφού δίνω πάντα με τη μεγαλύτερη ευκολία τα πράγματά μου. Πράγματι, επειδή είμαι μονίμως πρόθυμος να δώσω οτιδήποτε σ' οποιονδήποτε έτσι και μου το ζητή­ σει, είναι αδύνατον να καταλάβω γιατί εξακολουθώ να έχω στην κατοχή μου το συγκεκριμένο αντικείμενο. Βέβαια, το έβαλα ήδη κατά μέρος, μαζί με τους εσταυ­ ρωμένους. Όταν έρθει η ώρα να αναληφθώ στους ουρανούς, όλα πρέπει να είναι καθαρά και τακτοποιη­ μένα όταν έρθει η ώρα ν' αφήσω αυτό το δωμάτιο, πρέπει να είναι απόλυτα νοικοκυρεμένο. Τίποτε δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Ούτε καν ο πάπας Πίος. -

Ανέφερα πως προσπαθώ να πεθάνω, έτσι δεν είναι; Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να συμβεί με τρόπο φρικτό ή δραματικό - η σκέψη και μόνο του αίματος μου είναι απεχθής. Μαζεύω απλώς χαπάκια, με τα οποία δημιουργώ μια πολύχρωμη συλλογή μέσα σ' ένα άδειο βαζάκι από κρέμα Ποντ, και περιμένω την κατάλ­ ληλη στιγμή. Τα έχω σχεδιάσει όλα πολύ προσεκτικά, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, και τα πάντα θα είναι τέλεια χορογραφημένα σε σημείο που, όταν μεταφέ­ ρουν τη σορό μου μες στην αυλή και στη συνέχεια στην Μπέντλεϊ που θα περιμένει, θα χειροκροτήσουν απαξάπαντες. Έχω αφήσει οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες η νεκροφόρα μου θα πρέπει να είναι Μπέντλεϊ κι όχι Ρολς Ρόις -μικρή παραχώρηση λόγω μετριοφροσύνης- και πως ο οδηγός της θα πρέπει να φοράει όχι μαύρο κο-

Digitized by @PriOri™

350

ΤΑΣ Ο

στούμι αλλά κολαρίστα άσπρο - όσο πιο κολαριστό τό­ σο καλύτερα. Αν μάλιστα το ίδρυμα κατάφερνε να βρει κάποιο συνοδό ντυμένον το ίδιο, δε θα μου κακοφαινόταν και τόσο. Νομίζω πως θα ήταν μια πολύ χαριτωμένη πινελιά. * ΠΡΙΝ ΑΠ' ΟΛΑ Ο Μ Ω Σ : Πρέπει· πρέπει· πρέπει να κατα­ γράψω τα πάντα έτσι όπως το υποσχέθηκα στον Άλβαρο και στους υπόλοιπους, έστω κι αν το θλιβερό, συρρικνωμένο -λόγω γήρατος- μυαλό τους έχει πιθα­ νώς ξεχάσει το λαμπρό σχέδιό μου ν' αντικαταστήσω την Αποστροφή με κάτι γεμάτο χάρη, αγάπη και ζωή. Με τι θα μοιάζει αυτή η καινούργια Εδέμ; Η απάντη­ ση είναι προφανής. Δε θα μοιάζει με τους μεγάλους κήπους της Αγγλίας, μα με τους κήπους των αρχαίων ναών της Ανατολής, με τους κήπους της Ανγκορ, της Σιγκιρίγια και της Γιογκιακάρτα. Προτού ξεκινήσω το ταξίδι μου για την Ανατολή είχα κάνει επισταμένη μελέ­ τη γι' αυτούς, είχα διαβάσει λεπτομερείς περιγραφές αυτών των εκπληκτικών μνημείων που σήμερα έχουν μετατραπεί σε ερείπια σαβανωμένα από τα δέντρα της ζούγκλας. Αυτό που εξήψε για πρώτη φορά τη φαντα­ σία μου ήταν μια λιθογραφία του 19ου αιώνα η οποία απεικόνιζε την είσοδο σ' ένα γιαβανέζικο νερόκηπο. Την είδα μπροστά μου εντελώς τυχαία στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου μου, μέσα σ' ένα βιβλίο που κάποιος είχε αφήσει ανοιχτό πάνω στο γραφείο του. Καθώς το φυλλομέτρησα, οι σελίδες του μου αποκάλυψαν μια τέλεια αψιδωτή είσοδο από ηφαιστειογενή βράχο στε­ φανωμένη με μιαν ανάγλυφη παράσταση διακοσμητι­ κών τροπικών φυλλωμάτων, που κατηύθυναν ήρεμα τη ματιά μου σε μια επίπεδη σαν γυαλί λιμνούλα πίσω από

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

351

την αψίδα. Σε κάθε πλευρά της αψιδωτής εισόδου δέ­ σποζαν φανταστικά ζώα και στο βάθος, πέρα από τη λιμνούλα, υψώνονταν τρεις ναοί ψηλοί και λεπτοί με κλιμακωτές στέγες που έμοιαζαν με επίπεδες ομπρέ­ λες. Στο μέσο της λιμνούλας υπήρχε ένα νησάκι που αποτελούσε τη βάση ενός βωμού κι ενός δέντρου - μιας πλουμερίας. Διάβασα το όνομα εκείνου του μέρους. Τσακρανεγκάρα. Ο ήχος και μόνο αυτής της ονομασίας είχε κάνει το σφυγμό μου να χτυπήσει πιο γρήγορα και τα μάτια μου να πλημμυρίσουν από οπτασίες ζεστών χωρών της Ανατολής για τις οποίες δεν είχα ακούσει ποτέ. Έριξα μια ματιά γύρω μου και, διαπιστώνοντας πως μέσα στη βιβλιοθήκη δεν υπήρχε ψυχή, έσκισα τη σελίδα και την καρφίτσωσα στον τοίχο του δωματίου μου πλάι στο κρεβάτι. Από την ημέρα εκείνη έκανα σαν τρελός για τέτοιες εικόνες. Έψαχνα όλο λαχτάρα για βιβλία που αναφέρο­ νταν στο Άνγκορ Βατ και ευφράνθηκα βλέποντας χαλ­ κογραφίες των ερειπωμένων νερόκηπών του. Πέρασα ολόκληρο το τελευταίο καλοκαίρι μου στην Οξφόρδη τρυπωμένος στις πιο σκοτεινές γωνιές της Βιβλιοθήκης Μποντλέιαν. Διάβασα για το θερινό Ανάκτορο στη Χουέ, για την Αρωματική Πολιτεία στο Κεντρικό Βιετνάμ και με τη φαντασία μου αναπαρέστησα τους κήπους της με όμορφες, συμμετρικές πάμπολλες πήλινες γλά­ στρες. Εκείνο το καλοκαίρι υπήρξε -όπως θυμάται νοσταλγικά, όλο μελαγχολία και πίκρα ένας γέρος- το τελευταίο που κύλησε μες στην ονειροπόληση. Πλα­ νιόμουν ολομόναχος στο πάρκο με τα ζαρκάδια και ξά­ πλωνα στην ξερή μοσχομύριστη χλόη. Ένιωθα μ' έναν εντελώς αδέξιο τρόπο -ίδιον των φοιτητών- πως η ζωή θα άλλαζε. Το σώμα μου μυρμήγκιαζε συνέχεια· δεν μπορούσα να κλείσω μάτι.

Digitized by @PriOri™

352

ΤΑΣ Ο

Ένα λαμπρό φθινοπωρινό απόγευμα λίγο καιρό μετά τη μετοίκηση μου στο Λονδίνο περπατούσα στην Γκρόσβενορ Σκουέιρ. Ξάφνου, κοιτώντας μέσ' από ένα παράθυρο αντίκρισα ένα πλούσιο δωμάτιο στολισμένο με μια ξεθωριασμένη πανοραμική ταπετσαρία που απεικόνιζε ναούς και ελέφαντες και φοινικόδεντρα κάτω από ένα γαλάζιο ουρανό. Αναγνώρισα αμέσως πως ήταν ένα «Ινδοστάν» φτιαγμένο από τον Ζαν Ζουμπέρ. Στάθηκα στο πεζοδρόμιο μέσα στον ψυχρό άνεμο του Οκτωβρίου, με τα μάτια καρφωμένα σ' εκεί­ νο τον χρωματιστό χώρο. Το δωμάτιο φαινόταν να λαμπυρίζει από θαλπωρή. Οι σαρικοφόροι ντόπιοι μέσα στα σαμπάν τους -αυτά τα κινεζικά πλοιάρια χωρίς καρίνα- φορούσαν μόνο ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από τη μέση καθώς δούλευαν σκυλίσια κάτω από τον ήλιο. Τυλίχτηκα σφιχτά στο παλτό μου κι απομα­ κρύνθηκα μέσα από τα σπαρμένα καταγής ξερά φύλλα, έχοντας αντιληφθεί πως καμιά εικόνα δε γινόταν πια να με ικανοποιήσει. Όσο κι αν απολάμβανα τη μαγεία της Ανατολής μες στα μουσεία και στις βιβλιοθήκες, ένιωθα πάντα ανικανοποίητος. Ήταν σαν να είχα περάσει όλη μου τη ζωή νηστεύοντας, και τώρα ετοιμαζόμουν να συμμετάσχω σ' ένα πλουσιοπάροχο συμπόσιο. Έτρε­ μα σύγκορμος από την πείνα, κι έτσι αποφάσισα να εγκαταλείψω την Αγγλία για πάντα. Γι' αυτό ήρθα εδώ. Εδώ θα έβρισκα τον παράδεισό μου, την τροπική «Αρκαδία» μου, την τελειότητα που ονειρευόμουν.

θυμάμαι την ημέρα που αποβιβάστηκα στο λιμάνι της Σιγκαπούρης κι αντίκρισα τα σαμπάν και τα ρυμουλκά που σκαμπανέβαζαν ήρεμα στην αποβάθρα. Άντρες

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

353

και γυναίκες με απαλό δέρμα πουλούσαν φρούτα στο χρώμα του ήλιου και καλούσαν ο ένας τον άλλο με φω­ νές που θύμιζαν κελαηδήματα πουλιών. Το ίδιο μεθυ­ στικές όμως ήταν και οι μυρωδιές. Τα πάντα γύρω μου, ακόμη κι ο αέρας, ανέδιδαν μια παράξενη μυρωδιά χώματος και καμένης ζάχαρης. Τι ήταν; Η ζέστη. Δεν ήξερα πως είχε μια δική της, ιδιαίτερη οσμή. Κι όμως, είχε. Ίσως να μην την ήξερα επειδή δεν την είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε. Δεν έμεινα για πολύ στη Σιγκαπούρη. Ό π ο υ κι αν πήγα, έπεφτα πάνω σε μεθυσμένους κι έτοιμους για καβγά στρατιώτες που περιφέρονταν στους δρόμους. Κρατώντας ο ένας τον άλλον αγκαλιαστά από τους ώμους τραγουδούσαν απελπιστικά παράφωνα το Πάντα θα υπάρχει μια Αγγλία. Πήγα μερικές φορές στο «Ράφλες» μόνο και μόνο επειδή μου είπαν πως εκεί θα είχα την ευκαιρία να δω τον Αρμένη ιδιοκτήτη του να χορεύει βαλς με τους πελάτες του, μ' ένα ποτήρι ουίσκι με σόδα να ισορροπεί πάνω στο κεφάλι του. Σε μιαν από τις επισκέψεις μου εκεί με πλησίασε ένας παχου­ λός ροδαλός άντρας με αραιωμένα κόκκινα μαλλιά, που κρατούσε ανάμεσα στα χοντρά δάχτυλά του τη γραβά­ τα του και την ανέμισε μπροστά στο πρόσωπό μου. «Γουόρμγουντ! Δε με θυμάσαι;» βροντοφώναξε, κι όλοι γύρισαν προς το μέρος μας για ν' απολαύσουν αυτή την τρυφερή συνάντηση. «Όχι», αποκρίθηκα -ψυχρά απ' όσο θυμάμαι- και γύρισα να μιλήσω στον μπάρμαν. «Μα είμαι εγώ... ο Λούσι!» φώναξε. «Ο Λούσι;» «Ναι, ο Μπιλ. Ο Γουίλιαμ Λούσι. Στο Πάρκσαϊντ... Θυμάσαι; Κι έπειτα στην Οξφόρδη. Εγώ ήμουν στο Κολέγιο Μπρέιζνοουζ κι εσύ... στο Μόντλεν, έτσι δεν

Digitized by @PriOri™

354

ΤΑΣ Ο

είναι; Στην Οξφόρδη πάντως δε βλεπόμαστε συχνά». «Τον περισσότερο καιρό έλειπα στο Λονδίνο». «Τι στο διάβολο γυρεύεις εδώ; Την τελευταία φορά που άκουσα για σένα είχες μετακομίσει, λέει, στο Λονδίνο για να συμμετάσχεις σε μουσικές κωμωδίες. Μη μου πεις πως βρίσκεσαι εδώ για να ψυχαγωγήσεις τους στρατιώτες, ε;» Ένιωσα πως όλοι οι παρευρισκόμενο είχαν τεντώσει τ' αυτιά τους για ν' ακούσουν την απάντησή μου· ένας νεοφερμένος στη Σιγκαπούρη εξάπτει πάντα την περιέργεια. Αδειασα μονοκοπανιάς το ποτήρι με το τζιν τόνικ που είχα παραγγείλει. «Όχι. Θα πρέπει να με μπερδεύεις με κάποιον άλλον», απάντησα. «Εγώ είμαι περαστικός από δω. Ταξιδεύω. Σκέφτηκα να δω λίγο τον κόσμο προτού εγκατασταθώ κάπου και κάνω οικο­ γένεια». Τον κοίταξα κατάματα και χαμογέλασα. Έκτοτε απέφευγα επιμελώς το «Ράφλες» και πολύ σύντομα έπαψα να έχω οποιαδήποτε συναναστροφή με τους συμπατριώτες μου. Δεν είδα ποτέ τον Αρμένη που χόρευε βαλς με το ποτήρι στο κεφάλι... Τη δική μου Σιγκαπούρη τη βρήκα στα στενά της οδού Μπούγκις και στην Τσάιναταουν όπου οι κατα­ στηματάρχες με γνώριζαν και με κερνούσαν φλιτζάνια γλυκού καφέ στις τρεις η ώρα το πρωί. Εκεί ανθούσε τη νύχτα η ζωή -η αληθινή ζωή- και οι ξένοι συγκεντρώνο­ νταν εκεί βρίσκοντας παρηγοριά ο ένας στη συντροφιά του άλλου. Σ' εκείνη τη μεριά της πόλης έμποροι, πόρ­ νες κι επιστήμονες κυκλοφορούσαν ως ίσοι μεταξύ τους. Μπορούσα να κάθομαι όλη τη νύχτα και να πα­ ρακολουθώ το πηγαινέλα των λασκάρ -των Ινδών ναυ­ τών- και των τρελών. Ήμουν μόνος, μα ποτέ χωρίς συντροφιά. Εκεί συνάντησα τον Τζόνι μια βραδιά, στις έντεκα ακριβώς.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

355

Καθόταν ολομόναχος σε μια γωνιά του καφενείου στο τέλος της οδού Κόουαν, και φαινόταν απορροφη­ μένος στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Το θέαμα ενός Κινέζου που διαβάζει ένα αγγλικό βιβλίο σ' αυτό το σημείο της πόλης ήταν στ' αλήθεια σπάνιο. Κάθισα λοι­ πόν στο πλαϊνό τραπεζάκι και του έπιασα κουβέντα. «Σέλεϊ;» αναφώνησα με αληθινή κατάπληξη όταν είδα τι ακριβώς διάβαζε. «Περίεργο». Με κοίταξε κάπως σαστισμένος. «Έχετε διαβάσει πολλά έργα του Σέλεϊ;» τον ρώτησα. Με κοίταξε ανέκφραστα Αναρωτήθηκα αν είχε κατα­ λάβει την ερώτησή μου. Μεταφέρθηκα στο δικό του τραπέζι, κι όπως κάθισα, μάζεψε το βιβλίο και το ακού­ μπησε στα πόδια του σαν να 'θελε να το κρύψει. Χαμογέλασα. Δεν ήταν, όπως θα 'λεγε η νταντά μου, μια ελαιογραφία αλλά είχε τη σιωπηλή, αβίαστη χάρη και την ηρεμία ενός Μπαλινέζου ευγενούς σαν αυτούς που απεικονίζονται στις λιθογραφίες των πολυτελών παλατιών. «Θα πρέπει να είστε ο μόνος στη Σιγκαπούρη που διαβάζει Σέλεϊ», του είπα. Όταν χαμογέλασε, η έκφρασή του έγινε παιδική φωτεινή, αθώα, χαρούμενη. «Μιλάει αγγλικά η γυναίκα μου», είπε. «Είστε παντρεμένος; Τι καλά!» «Βελτιώνω τα αγγλικά μου», είπε κοιτώντας το βι­ βλίο του, «ώστε να μπορώ να μιλώ άνετα μαζί της, κα­ θώς και με την οικογένειά της». Το χαμόγελό του έσβησε αργά αργά· ξάφνου φάνηκε πικραμένος, σαν να είχε υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή. «Μα τα αγγλικά είναι ατελής γλώσσα», του είπα αυθόρμητα. «Μπορώ να σας διδάξω εγώ όσα πρέπει να ξέρετε».

Digitized by @PriOri™

356

ΤΑΣ Ο

Ξαναβρήκε το χαμόγελό του, και η έκφραση παιδικό­ τητας αποτυπώθηκε πάλι στο πρόσωπό του. Με σπασμένα αγγλικά, που όμως στ' αυτιά μου ήχη­ σαν πιο γλυκά κι από στίχους του μελίρρυτου Τζον Ντράιντεν, μου μίλησε για τη γυναίκα του και το σπίτι του. Μου μίλησε επίσης για τη δουλειά του, ενώ συγ­ χρόνως άνοιξε το σακίδιό του κι έβγαλε από μέσα ένα μικρό κομμάτι μεταξωτό ύφασμα. Είχε απαλό χρώμα και ιρίδιζε - ένα χρώμα που κανείς κάτοικος της Δύσης δε θα μπορούσε ποτέ να το φανταστεί. «Clair de lune», ψιθύρισα καθώς άπλωνα το χέρι μου πάνω από το τραπέζι για να το πιάσω. Το ύφασμα γλίστρησε ανάμεσα στα δάχτυλά μου ενώ εκείνος με κοίταζε σαστισμένος. Ήταν υφασμένο με τόσο πολλές χρωματιστές κλωστές, που σε κάθε κίνηση άλλαζε η απόχρωσή του και γινόταν πότε κίτρι­ νο στο χρώμα του φεγγαρόφωτου, πότε σμαραδόχρωμο, και πότε έπαιρνε το χρώμα του νεφρίτη. Εκείνος ο ψυχρός «χαμαιλέοντας» που κρατούσα στα δάχτυλά μου άλλαζε χρώματα αδιάκοπα, σε σημείο που ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως επρόκειτο για το ίδιο κομμάτι ύφασμα. «Πάρτε το», μου είπε ο Τζόνι επιδεικνύοντας παρά­ ξενη αδιαφορία για την επικείμενη απώλεια εκείνου του θησαυρού. Έβαλε το βιβλίο στο σακίδιό του και ήπιε την τελευ­ ταία γουλιά τσαγιού. Θα έφευγε από τη Σιγκαπούρη την επομένη, και δεν ήξερα αν θα τον ξανάβλεπα. Ξαφνικά με κυρίεψε κάτι σαν πανικός. Ήθελα ν' ακού­ σω κι άλλα. Του ζήτησα να μου πει για την κοιλάδα· φάνηκε να σαστίζει. Σήκωσε τους ώμους. «Τι θέλετε να σας πω;» ρώτησε. «Τα πάντα», είπα. «Τα πάντα».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

357

Τα χείλη μου έτρεμαν καθώς επαναλάμβανα τα ονό­ ματα των πόλεων της κοιλάδας. Όσο εκείνος μιλούσε, η φαντασία μου άρχισε να στήνει ένα παράξενο τοπίο. Φαντάστηκα σπηλιές να χάνονται μέσα σε οδοντωτούς λόφους και κομμάτια γης να κατεβαίνουν μέχρι την άκρη της θάλασσας. Φαντάστηκα έναν άντρα να κολυ­ μπά μέσα σε μια λίμνη πολύχρωμων υφαντουργικών προϊόντων και μια γυναίκα, τη Σνόου, να λιώνει πάνω στη γη σαν χιονονιφάδα... «Δεν έχει τίποτε το ξεχωριστό εκείγια να δείτε», μου είπε ο Τζόνι μ' ένα τελευταίο σήκωμα των ώμων του... «Τίποτε το αξιόλογο». Πήρα το μεταξωτό ύφασμα, το δίπλωσα προσεκτι­ κά και το έβαλα στην τσέπη μου. Ανυπομονούσα να βρεθώ στην κοιλάδα το συντομότερο. *

Και τώρα, τα παρτέρια. Έχω σχεδιάσει σ' ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί τον τρόπο που πρέπει να τοποθετηθούν. Μολονότι η διευθέτησή τους αυτή ακολουθεί ένα βασικό σχέδιο -από τ' ανατολικά στα δυτικά-, επειδή υπάρχει κίνδυνος να τα καταστρέψουν ολοσχερώς οι άνεμοι που επικρατούν, προβλέπεται μια επιδέξια παραποίησή τους με φύτευση σε ελικοειδές σχήμα και ποικίλης πυ­ κνότητας, κι έτσι, βέβαια, αποκλείεται η περίπτωση να μοιάζουν με στρατιωτική παράταξη. Αλλωστε είναι πράγματι ανατριχιαστική η τραχύτητα που επικρατεί στους μεγάλους γαλλικούς κήπους -όπως στον κήπο των Βερσαλιών που είναι και ο μεγαλύτερος- όπου τα δέντρα στέκονται το ένα δίπλα στο άλλο, δίνοντας την εντύπωση στρατιωτών σε παράταξη. Παρά τις προ­ σπάθειες των Γάλλων να μας πείσουν για το αντίθετο, πίστευα - κι εξακολουθώ να πιστεύω- πως ο τρόπος

Digitized by @PriOri™

358

ΤΑΣ Ο

που έχουν φτιάξει τους κήπους τους φανερώνει έλλει­ ψη φαντασίας, έλλειψη ρομαντικής διάθεσης. Τα σχέδιά μου δεν έχουν καμιά σχέση μ' αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν jardin anglais, με τις μεγαλειώδεις κατασκευές κλασικής τελειότητας των κήπων όπως του Στόου ή του Μπλένχαϊμ. Πόσο κακόγουστοι θα φαί­ νονταν, αλήθεια, σ' ένα περιβάλλον σαν αυτό εδώ. Εκεί­ νο που θα του ταίριαζε θα ήταν ένας Άγριος Κήπος, μια κατασκευή που θα έδινε την εντύπωση της φαινομενι­ κά περιστασιακής ομορφιάς, και που οι χάρες του δε θα ήταν χτυπητές και υπερτονισμένες. Ορισμένα από τα παρτέρια θα έχουν μεγάλο φάρδος και πλάτος, άλλα θα είναι μακρόστενα, άλλα φυτεμένα με ψηλούς θάμνους κι άλλα με πρασινάδα που καλύπτει την επιφάνεια μόνο του εδάφους, τα πιο πολλά, ωστόσο, θα είναι φυτεμέ­ να και με τα δύο αυτά είδη. Οι ελικόνιες θα μοιράζονται το ίδιο παρτέρι με τα κιτρινοκόκκινα άνθη της ποικιλίας canna indica, τα χρυσά χωνάκια θα αγκαλιάζονταν με σωρούς πιπερόριζας, οι βωχινίες θα συνωστίζονται με κόκκινους ιβίσκους - το εθνικό λουλούδι μπουνγκαράγια. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό, μια απλά πα­ ρουσιασμένη και πλούσια αρωματισμένη άποψη ενός μεγαλοπρεπούς θέματος. Μήπως ένα παρτέρι με λου­ λούδια δεν έχει περίπου το ίδιο αισθητικό αποτέλεσμα μ' ένα ποίημα; Και τα δύο, μέσα στα τεχνητά όριά τους, περιλαμβάνουν ένα μικρόκοσμο ομορφιάς, μια χαρμό­ συνη συμπύκνωση της ζωής. Έκανα το σκίτσο όσο πιο λεπτομερές γίνεται, υπο­ δεικνύοντας ακόμη και το κατά προσέγγιση μέγεθος των παρτεριών και γράφοντας τα ονόματα των φυτών στις θέσεις όπου θα πρέπει να φυτευτούν. Τόνισα στον Άλβαρο πως οι λεπτομέρειες αυτές είναι Μ Η ΔΙΑΠΡΑΓΜΑ­ ΤΕΥΣΙΜΕς και πως αν οι κηπουροί της εκκλησίας αποφα-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

359

σίσουν να φυτέψουν ό,τι τους έρθει στο νου, θα κατα­ στρέψω το σχέδιό μου. «Σε προειδοποιώ πως δε θα διστάσω να το κάνω», του είπα καθώς καρφίτσωνα το σχέδιο στον πίνακα ανακοινώσεων έξω από την τραπε­ ζαρία. Φάνηκε να μην ανησυχεί. Απλώς χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του λέγοντάς μου επανειλημμένα «Όχι», έτσι όπως κάνουν μ' ένα πεισματάρικο παιδί που θέλουν να το καλοπιάσουν. Αυτό με εξόργισε· έτρε­ ξα και κλείστηκα στο δωμάτιό μου βροντώντας πίσω μου την πόρτα για να δείξω την αγανάκτηση μου. Η δημιουργία ενός παραδείσου δεν είναι από τα πράγμα­ τα που μπορεί κανείς να τ' αντιμετωπίσει επιπόλαια. Εκείνο το βράδυ στο δείπνο ρώτησα κάποιους από τους τρελόγερους τι γνώμη είχαν για το υπέροχο σχέδιό μου. «Α!» έκανε ένας. «Λες για εκείνο το χαρτί στον πίνα­ κα ανακοινώσεων. Πολύ ωραίο, πράγματι». Βάλθηκα να εξηγώ για μια φορά ακόμη τη θεωρία μου σχετικά με τα παρτέρια. Μίλησα για τον «Καπαμπίλιτι Μπράουν» -προσωνύμιο που δόθηκε στον αρχιτέκτονα και σχεδια­ στή κήπων Λάνσελοτ Μπράουν, επειδή συνήθιζε να μιλάει για την «ικανότητα βελτίωσης ενός τόπου»- και τα Γεωργικά του Βιργιλίου, καθώς και για την αντίθεση ανάμεσα στον Ινδουισμό και στο Βουδισμό. Βέβαια, δεν κατάλαβαν εντελώς αυτά που είπα. Κάθε φορά που μιλάω, νιώθω σαν να ρίχνω μαργαριτάρια σε χοίρους! Οι τρελόγεροι χαμογέλασαν κι αντάλλαξαν κρυφές ματιές προσπαθώντας να κρύψουν τη δυσφορία και την αμη­ χανία τους επειδή δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν τα λεγόμενά μου. Οι κακόμοιροι! Πρέπει να ομολογήσω πάντως ότι, ενώ η σύλληψη του κήπου είναι στο σύνολό της ανατολίτικη, τα παρτέ­ ρια έχουν αγγλικά στοιχεία. Άλλωστε ο καθένας μπορεί ν' αντιληφθεί πως υπάρχει μια ανεπαίσθητη σχέση με

Digitized by @PriOri™

360

ΤΑΣ Ο

τους ταπεινούς κήπους κάποιων αγροτόσπιτων σαν αυτά στο Χέμσκοτ του Γκλόστερ όπου πέρασα τα παιδι­ κά μου χρόνια κι όπου τα κράσπεδα του κήπου, φυτεμέ­ να με ποώδη φυτά, ήταν υποδειγματικά. Το Χέμσκοτ μ' έχει επηρεάσει περισσότερο απ' όσο νόμιζα. Αυτό είναι κάτι που το ανακάλυψα πολύ αργά. Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να ξεφύγω από την επιρροή του, βρίσκω ωστόσο πως εξακολουθώ να κου­ βαλώ μαζί μου τις αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Είναι το μόνο πράγμα που μου έχει απομείνει. Στο Χέμσκοτ δεν ήταν όμορφα. Το ίδιο το σπίτι ήταν πάντα γκρίζο ό,τι καιρό κι αν έκανε. Οι τοίχοι του από πέτρα του Κότσγουολντ, που χαρακτηρίζονταν από τους επισκέπτες «χρυσαφένιοι», εμένα μου φαίνονταν πάντα παγεροί - και πάντα σιωπηλοί. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων κι η μητέρα μου σχετίστηκε μ' έναν άντρα πολύ νεότερό της. Εκείνη κι ο εραστής της περνούσαν όλη την ημέρα τους στο μπου­ ντουάρ της απολαμβάνοντας ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Εμφανίζονταν μόνο τις ώρες του φαγητού και κάπου κάπου μου φώναζαν να κατέβω από το δωμά­ τιό μου για να φάμε μαζί. Η μητέρα μου με κοίταζε με απλανές βλέμμα. «Τι αστείο προσωπάκι που έχεις!» μου έλεγε κάθε φορά με την ευχάριστη έκπληξη κά­ ποιου που ανακαλύπτει ένα προκλητικά ασήμαντο πράγμα. Μου χάιδευε τα μαλλιά με το αριστερό της χέρι ενώ με το δεξί της μπουκωνόταν (χρησιμοποιούσε μόνο πιρούνι - οι καλοί τρόποι δεν ίσχυαν για τη μητέρα μου) καταβροχθίζοντας αυγά ομελέτα και βραστό κο­ τόπουλο. Στην απέναντι μεριά του τραπεζιού ο σκου­ ρόχρωμος καστανομάλλης εραστής της έτρωγε με αηδιαστική ταχύτητα, δίνοντας την εντύπωση πως κατέβαζε την τροφή του αμάσητη. Έδειχνε σαν να βια-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

361

ζόταν να επιστρέψει στο αποχαυνωμένο περιβάλλον της δύσοσμης κάμαρας και στην αγκαλιά της παραζαλισμένης ερωμένης του. Δε με κοίταξε ούτε μια φορά. Ό π ω ς ήταν επόμενο, τον περισσότερο καιρό μου τον περνούσα μόνος. Βέβαια υπήρχε η νταντά μου που όμως υπήρξε και νταντά του πατέρα μου κι ήταν πια πολύ αδύναμη για να μπορεί να φανεί χρήσιμη. Κα­ θόταν ολημερίς στην πολυθρόνα της χωρίς να κάνει τίποτε, με μοναδική συντροφιά ένα κουτί εύθρυπτα μπισκότα και τα γράμματα του γιου της, ο οποίος είχε σκοτωθεί στις απότομες και γεμάτες αγκάθια ακτές της Καλλίπολης το 1915 - τη χρονιά που γεννήθηκα εγώ. Κάθε βράδυ που έσκυβε να δεχτεί από μένα το φιλί της καληνύχτας, διέκρινα τους λεκέδες από ιδρώτα στην πλάτη του ξεθωριασμένου τσίτινου φορέματός της. Η ίδια ανέδιδε οσμή βρεγμένου άχυρου, που την έβρισκα πάντα απωθητική. Καταφύγιό μου έγινε το φυτώριο με τις γλάστρες. Στις σιωπηλές χαρές του που μύριζαν χώμα με μύησε ο «Ροβινσώνας» μου, ο μονόχειρας κηπουρός μας Ρόμπινσον - στον οποίον οφειλόταν, παρά την αναπηρία του, η εκπληκτική ανθηρότητα των παρτεριών του κή­ που μας. Νομίζω πως έτρεφε βαθιά συμπάθεια για μένα βλέποντας μέσα σε τι μεγάλη μοναξιά ζούσα, και κά­ ποια ημέρα με κάλεσε να τον βοηθήσω. Όρθιος πλάι του, πάνω σ' ένα χαμηλό σκαμνί, μάθαινα να μεταφυ­ τεύω δενδρύλια και να τα τοποθετώ σε μικρές γλάστρες, έτοιμες να μεταφερθούν στα θερμοκήπια. Ο Ρόμπινσον έβγαζε τα γάντια του και μου κρατούσε με το χέρι του τα δάχτυλα δείχνοντάς μου πώς να πατικώνω απαλά την κοπριά γύρω από τη ρίζα του τρεμουλιαστού φυτού. Σε λίγο άρχισα να πηγαίνω στο φυτώριο όταν δεν ήταν κανείς εκεί. Ελάχιστο φως διαπερνούσε τα μαυ-

Digitized by @PriOri™

362

ΤΑΣ Ο

ρισμένα τζάμια και το ημίφως που επικρατούσε σ' εκεί­ νον το χώρο με ανακούφιζε, αφού μέσα στις σκιές το αστείο προσωπάκι μου γινόταν αόρατο. Όταν καθό­ μουν στο γεμάτο χώματα δάπεδο, τα μικρά άσπρα χείλη μου και το μυτερό σαν νυφίτσας σαγόνι μου έπαυαν να έχουν σημασία. Εκεί δεν μπορούσε να με δει κανείς. Τα τρυφερά φυτά έγιναν κι αυτά δικά μου. Δεν ήξερα ονο­ μασίες ούτε και μ' ένοιαζε τι φύτευα στις γλάστρες. Κάθε φορά που έβλεπα μια σειρά δενδρύλια καταπιανό­ μουν αμέσως με τη μεταφύτευσή τους ώστε να μπορέ­ σουν να φυτευτούν το συντομότερο στο έδαφος. Μια μέρα βρήκα ένα φτυάρι που το μετέφερα σ' ένα σημείο μακριά από το σπίτι και τον περιτοιχισμένο κήπο του. Για χώρο των πρώτων μεταφυτεύσεών μου διάλεξα ένα εγκαταλειμμένο εδώ και καιρό παρτέρι κι άρχισα να ετοιμάζω το έδαφος για την επικείμενη άφι­ ξη μερικών λούπινων. Βάλθηκα να σκάβω. Το χερούλι του φτυαριού μού έφτανε ως τις μασχάλες και δυσκο­ λευόμουν να το χειριστώ, ενώ το χώμα ήταν σκληρό σαν τσιμέντο. Ωστόσο επέμενα, πιέζοντας το χερούλι του φτυαριού με το στήθος μου και σπρώχνοντάς το λοξά. Συνέχισα να σκάβω μέχρι που οι παλάμες μου ξεφλούδισαν και σκλήρυναν. Μια σκλήθρα τρύπησε τον αντίχειρά μου και χώθηκε κάτω από το νύχι μου. Έπε­ σα εξαντλημένος στα γόνατα. Άρχισε να χιονίζει. Θυ­ μάμαι πως πλησίαζε ο Απρίλιος και τα Αγια Πάθη. Τα παιδικά αυτιά μου ήταν γεμάτα από τη μελωδία του Erbame Dich, Mein Gott. Κοίταξα εκεί όπου είχα σκάψει· το μόνο που είχα καταφέρει ήταν να αφαιρέσω ένα λεπτό στρώμα χώματος. Οι νιφάδες του χιονιού προ­ σγειώνονταν στο αξιοθρήνητο ρηχό κομμάτι που είχα δημιουργήσει μοιάζοντας με εύθραυστα κρύσταλλα τα οποία διαλύονταν πάνω στο μαύρο χώμα.

Digitized by @PriOri™

363

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

Έμεινα εκεί κουβαριασμένος και νικημένος μέχρι που με βρήκε ο Ρόμπινσον και με οδήγησε στη σκοτεινή παρηγοριά του υπόστεγου με τις γλάστρες. Ο καημέ­ νος... Ήταν ο μόνος που έδινε κάποιο χρώμα και κρα­ τούσε το Χέμσκοτ ζωντανό μέσα μου ώσπου κάποιο καλοκαίρι, επιστρέφοντας από το σχολείο έμαθα πως η μητέρα μου τον είχε απολύσει, με το αιτιολογικό πως ήταν πολύ γέρος γι' αυτή τη δουλειά. Η αλήθεια ήταν πως δεν υπήρχαν πια χρήματα για να τον πληρώνει. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου τα φυτά δεν άρ­ γησαν να μαραθούν και ο κήπος έγινε τελικά σκέτο ρημαδιό - ο σωστός χαρακτηρισμός. Εντούτοις, όποτε έρχονται στον ύπνο μου εικόνες από το Χέμσκοτ, κατά περίεργο τρόπο δεν αντικρίζω εκείνο το αξιοθρήνητο χάος. Αυτό που εμφανίζεται μπροστά μου είναι η εικόνα που έβλεπα στα τέλη του χειμώνα απ' την κρεβατοκάμαρά μου: οι ευθείες γραμ­ μές των παρτεριών πλαισιωμένες από το χιονισμένο τοπίο, και οι κλαδεμένοι σε διακοσμητικά σχήματα ζώων θάμνοι κάτω από έναν άσπρο σαν κιμωλία ουρα­ νό. Παρότι λόγω του παγετού σπιθοβολούν τα σκληρά, γυμνά παρτέρια, ξέρω πως σύντομα θα έρθει η άνοιξη και στον κήπο θα ξαναγυρίσει η ζωή και η χαρά. *

Μετά την πρώτη συνάντησή μου με τον Τζόνι πήγαινα κάθε βράδυ στο καφενείο με την ελπίδα πως θα τον ξανάβλεπα. Καθόμουν ολομόναχος κι έπινα απανωτά φλιτζάνια τσάι με γάλα, βάζοντας έτσι σε δοκιμασία την κύστη μου. Ανέμελοι ναύτες και συνοφρυωμένες κοκότες μού φώναζαν καθώς περνούσαν αλλά εγώ επέμενα να μένω περιχαρακωμένος στη μοναξιά μου. Ζήτησα πληροφορίες για την κοιλάδα από τη ρυτιδια-

Digitized by @PriOri™

364

ΤΑΣ Ο

σμένη γερόντισσα, την ιδιοκτήτρια του καφενείου, μα έδειξε να μην αντιλαμβάνεται γιατί ήθελα να πάω εκεί. «Είσαι μεταλλωρύχος;» με ρωτούσε συνέχεια, λες κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος που θα μ' έκανε να θέλω να επισκεφθώ την κοιλάδα. Ένα βράδυ κάθισα στη συνηθισμένη μου θέση και βάλθηκα να κοιτάζω προσεκτικά κάθε περαστικό, προ­ σπαθώντας να αναγνωρίσω τον Τζόνι. Έπειτα από λίγο ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου με την άνεση παλιού φίλου μια νεαρή -σχεδόν κοριτσόπουλο- γυναίκα. Άναψε ένα αρωματικό τσιγάρο και κοίταζε κι αυτή κατά το δρόμο. «Περιμένεις τη φιλενάδα σου;» ρώτησε. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν πόρνη. «Όχι», της αποκρίθηκα κοφτά, αφάνταστα ενοχλη­ μένος που είχε διαταράξει την ηρεμία μου. «Περιμένω κάποιο φίλο μου». «Εντάξει», είπε, φυσώντας ένα συννεφάκι αρωματι­ κού καπνού. Το βαρύ μακιγιάζ, τα έντονα βαμμένα κόκ­ κινα μάγουλα και τα εξίσου έντονα βαμμένα χείλη την έκαναν να φαίνεται ακόμη πιο μικρή. «Περιμένω το φίλο μου», είπα. «Πρόκειται να με οδη­ γήσει σ' ένα πολύ όμορφο μέρος». Δεν ξέρω γιατί ένιω­ σα την ανάγκη να της αναφερθώ σε λεπτομέρειες. «Δηλαδή πού;» ρώτησε σηκώνοντας το ένα φρύδι. «Στην κοιλάδα Κίντα», αποκρίθηκα. Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και ξέσπασε σ' ένα άσχημο γέλιο. Το κακάρισμά της αποκάλυψε τα εντε­ λώς μαυρισμένα δόντια της που έρχονταν σε χτυπητή αντίθεση με το πουδραρισμένο δέρμα της. Ξαφνικά το χρυσάνθεμο που στόλιζε τα μαλλιά της φάνταζε γελοίο κι εντελώς αταίριαστο. «Αυτό το μέρος δεν είναι παρά ένας σωρός σκατά!»

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

365

«Όχι. Καθόλου», της αντέτεινα. «Άκου τι σου λέω. Εκεί δεν υπάρχει τίποτε». «Είμαι σίγουρος πως κάνεις λάθος». Η κοπέλα στράφηκε προς τη γριά. «Αυτός ο ηλίθιος θέλει να πάει στην κοιλάδα. Το φαντάζεσαι;» Το τραχύ τους γέλιο τρύπησε το μυαλό μου. «Κάνε μου τη χάρη και δίνε του». «Ε! Σου λέω την αλήθεια», είπε γέρνοντας προς τη μεριά μου. Η φωνή της ήταν κοφτερή σαν μαχαίρι. «Πώς το ξέρεις;» «Είναι η πατρίδα μου, μίστερ. Από εκεί κατάγομαι». Σηκώθηκα κι έφυγα χαμογελώντας, αλλά το γέλιο τους με ακολουθούσε ως έξω, στο δρόμο. Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να διώξω το τσούξιμο εξαιτίας των δακρύων μου κι έτρεξα κατευθείαν στο ενοικιαζόμενο δωμάτιό μου όπου άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου. Έφυγα για την κοιλάδα την αυγή της επομένης, έπειτα από ένα πρόγευμα με γλυκό καφέ και λασπιασμένο ρύζι. Βρήκα έναν οδηγό φορτηγού αυτοκινήτου που δέ­ χτηκε να με πάει στην κοιλάδα με αντάλλαγμα τα πα­ πούτσια μου (του τα έδωσα πολύ πρόθυμα - ήταν ένα παλιό ζευγάρι που το είχα αγοράσει από το κατάστημα του Ντάκερ στην Τουρλ Στριτ). Ο οδηγός δε με ρώτησε για ποιο λόγο έκανα εκείνο το ταξίδι, ούτε όμως κι αμφι­ σβήτησε την ορθότητα της απόφασής μου, πράγμα που μ' ανακούφισε. Καθόταν σιωπηλός στη θέση του, φανερά ικανοποιημένος, με τα παπούτσια μου να στο­ λίζουν τώρα τα δικά του πόδια· κάπου κάπου, μάλιστα, σήκωνε το ένα πόδι και το ακουμπούσε στο κάθισμα του για να θαυμάσει το «τρόπαιο» του ενώ εγώ, αντί να φοβάμαι, θαύμαζα την επιδεξιότητά του. Ξαφνικά, έπειτα από έναν ολόκληρο μήνα παραμονής στην Ανα-

Digitized by @PriOri™

366

ΤΑΣ Ο

τολή ένιωσα τις κλειδώσεις και τα μέλη μου άκαμπτα και εντελώς άχρηστα. Περάσαμε από ήσυχα χωριά όπου παιδιά με νυ­ σταγμένα μάτια και διογκωμένες κοιλιές έπαιζαν ανάμε­ σα σε πουλερικά στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τα μικροσκοπικά ξύλινα σπίτια φαίνονταν εύθραυστα έτσι καθώς ήταν οικοδομημένα πάνω σε λεπτούς πασσά­ λους. Νόμιζες πως βρίσκονταν στο έλεος των δυνάμεων της φύσης, στον ήλιο και στη βροχή, ακόμη και στα ίδια τα δέντρα που τα περιτριγύριζαν. Νωθροί νεαροί, που θύμιζαν τους χοιροβοσκούς του Μπρέγκελ, κάθονταν στη σκιά και μας παρακολουθούσαν με κοκκινισμένα μάτια, σαν να μην εγκατέλειπαν ποτέ την τροπική τους ραθυμία. Ο νους μου πέταξε στον Γκογκέν, όπως ήταν φυσικό, και συνειδητοποίησα πόσο λαθεμένος ήταν ο γαλήνιος ρομαντισμός του. Έκανα τη σκέψη πως η ομορφιά των θερμών τούτων χωρών δεν είναι ούτε γυναικεία ούτε λυρική αλλά γεμάτη σκόνη και δύναμη. «Τι ωραία να ζει κανείς έτσι...» είπα στον οδηγό θέλο­ ντας ν' ανοίξω συζήτηση, αλλά εκείνος περιορίστηκε να μου ρίξει ένα βλέμμα που έδειχνε ότι δεν είχε κατα­ λάβει τίποτε. Αρχισα να νιώθω στο πρόσωπό μου τη ζέστη και τη σκόνη. Εντούτοις αρνήθηκα να δώσω σημασία· καθό­ μουν λοιπόν όπως και ο σιωπηλός σύντροφός μου με τα μάτια καρφωμένα στον στρωμένο με κοκκινόχωμα δρόμο σαν να είχα κάνει εκείνη τη διαδρομή πολλές φορές μέχρι τότε. Η ζούγκλα και στις δύο πλευρές του δρόμου φαινόταν πανάρχαιη κι αδιαπέραστη. Κάθε τόσο η σκοτεινιά διακοπτόταν απότομα από κάποια φυτεία καουτσούκ ή κοκκοφοινίκων, που τα δέντρα ήταν διευθετημένα όπως ακριβώς οι κολόνες καθεδρι­ κού ναού. Έκλεισα τα μάτια κι ένιωσα τη ζέστη να μου

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

367

σφίγγει το λαιμό. Ήξερα πως δεν απείχαμε πια πολύ από την κοιλάδα. Όταν συνήλθα από τη χαύνωση, βρήκα τον οδηγό μου να κραυγάζει με επιθετικό ύφος. Γύρω από το φορ­ τηγό έτρεχαν σμήνη ποδηλατών που εμπόδιζαν τη διέ­ λευση του φορτηγού και υποχρέωναν τον μέχρι τότε σιωπηλό σύντροφό μου να ξεσπά σε βρισιές. Τα σπίτια ήταν εντελώς διαφορετικά. Τα οικήματα από αροκάνιστα ξύλα τα είχαν διαδεχτεί άλλα μεγαλύτερα και γεροφτιαγμένα - από τούβλα και πέτρες. Τα μαγαζιά δια­ φήμιζαν τα εμπορεύματά τους έχοντάς τα αραδιασμέ­ να επιδεικτικά στην είσοδό τους - τσουβάλια με ξεραμέ­ να ψάρια ανοιγμένα στα δύο ώστε να φαίνεται το μέσα μέρος τους, μεγάλες πυραμίδες από ρύζι, παράξενα ξεραμένα φύλλα στο χρώμα του καπνού και τσαμπιά από μικρούτσικες χρυσαφιές μπανάνες. Ο οδηγός φρέ­ ναρε απότομα και χωρίς να με κοιτάξει είπε: «Καμπάρ». Έσκυψε κι έδεσε σφιχτά τα κορδόνια των παπουτσιών κι ύστερα κατέβηκε κορδωτός σηκώνοντας ψηλά τα πόδια του καθώς βάδιζε, έτσι ώστε σε κάθε του βήμα να κροταλίζουν στο λιθόστρωτο οι δερμάτινες σόλες. Το πανδοχείο που βρήκα βρισκόταν στην πέρα άκρη της πόλης. Το δωμάτιο ήταν έτσι ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Από παντού εισχωρούσαν οι μυρωδιές και οι θόρυβοι της ζωής που έσφυζε ολόγυρα. Η κουζίνα ήταν στην άλλη άκρη της μικρής αυλής και οι οσμές της φαινόταν σαν να έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στα δωμάτια του πάνω πατώματος. Η μυρωδιά από το καβούρντισμα του καφέ ήταν δυσάρεστη αλλά όχι αβά­ σταχτη, ωχριούσε όμως μπροστά στη μυρωδιά της γαριδόπαστας. Οι μάγειροι κοπάνιζαν τις ξερές γαρίδες μέσα σ' ένα γουδί μαζί με κάποια άλλα βλαβερά συστα­ τικά, κατόπιν τα ζύμωναν όλα μαζί κι έπλαθαν μια υγρή

Digitized by @PriOri™

368

ΤΑΣ Ο

μάζα που την άφηναν να φουσκώσει στην αυλή, κάτω ακριβώς από το δωμάτιό μου. Όταν έφτασα εκεί, αντί­ κρισα μια φαρδιά λεκάνη με ζύμη που έλιωνε μες στην αποπνικτική ζέστη του απομεσήμερου γεμίζοντας τον αέρα με τις αναθυμιάσεις της. Ο σκελετωμένος άνθρω­ πος που με οδήγησε στο δωμάτιό μου έδειχνε ενθουσια­ σμένος με το μεγαλειώδες εκείνο επίτευγμα, δίνοντάς μου να καταλάβω πως αυτό θα έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στο δείπνο μου... Πλύθηκα - όπως όλοι οι άλλοι - κάνοντας ντους με κρύο νερό που ανάβλυζε μέσ' από ένα φαρδύ πήλινο σωλήνα. Έπαιρνα νερό μ' έναν ξύλινο κουβά και το έχυνα στο κεφάλι μου δίνοντας την ευκαιρία στις ταλαι­ πωρημένες από το ταξίδι αισθήσεις μου ν' απολαύσουν τη δροσιά του. Στη συνέχεια, κι ενώ η τροπική νύχτα έπεφτε γρήγορα γύρω μου, μετέφερα το κρεβάτι πλάι στα μεγάλα παράθυρα. Άφησα τα παντζούρια ανοι­ χτά, πλάγιασα γυμνός από τη μέση και πάνω και βάλ­ θηκα ν' αφουγκράζομαι τους ήχους του γλεντιού που γινόταν κάτω. Δεν πεινούσα. Η ζέστη και η καυστική μυρωδιά από τη ζύμη των γαρίδων μου είχαν κόψει εντελώς την όρεξη. Παρ' όλ' αυτά, νίκησε τελικά η περιέργειά μου. Στάθηκα στην κορφή της σκεπαστής σκάλας απ' όπου μπορούσα να βλέπω την εορταστική συγκέντρωση. Πάνω στο τραπέζι δέσποζε ένα -και μοναδικό- ωοειδές πιάτο, μες στο οποίο υπήρχε μια μάζα από σκουρόχρωμα λαχανικά τα οποία συμπέρα­ να πως θα είχαν μαγειρευτεί με τη γαριδόπαστα. Στο έδεσμα αυτό έκαναν άγρια επίθεση οκτώ πεινασμένοι άνθρωποι... Ξαναγύρισα στο δωμάτιό μου φροντίζο­ ντας να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο. Πολύ αργότερα ξύπνησα μέσα σε απόλυτη σιωπή και σκοτάδι. Νόμισα πως άκουσα ένα χτύπημα στην

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

369

πόρτα αλλά όταν την άνοιξα δεν είδα κανέναν. Απλώς είχαν αφήσει χάμω ένα πιάτο φαΐ για μένα, σκεπασμέ­ νο μ' ένα κομμάτι μουσελίνα, και μια μυγοπαγίδα. Ένιω­ σα εκείνο το ύπουλο τράβηγμα στο στομάχι που προ­ καλεί η πείνα, όταν όμως ξεσκέπασα το πολλά υποσχό­ μενο πρόχειρο γεύμα μου, είδα πως αποτελούνταν από λίγο ρύζι και από εκείνα τα λαχανικά που είχε... βεβη­ λώσει η γαριδόπαστα. Έκανα στην άκρη προσεκτικά το υπόλοιπο περιεχόμενο του πιάτου μου κι έβαλα στο στόμα μου μια κουταλιά ρύζι. Ανακάλυψα όμως πως κι αυτό είχε μολυνθεί από την καυστική, ταγκιασμένη μυρωδιά. Πολύ απλά, ήταν αδύνατον να το φάω. Άρχισε να βρέχει· χοντρές σταγόνες έπεφταν χτυ­ πώντας υπόκωφα πάνω στην κεραμιδένια σκεπή, με αποτέλεσμα να προκληθεί ένα ρυθμικό υπνωτιστικό τυμπάνισμα. Δεν περίμενα πως θα έβρεχε. Στο κάτω κάτω ήμαστε στα μέσα της άνυδρης περιόδου. Ο θόρυ­ βος απ' έξω - ένας παράξενος και έντονος ήχος λες κι η βροχή θρόιζε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων - επέ­ δρασε κατευναστικά πάνω μου. Πλάγιασα στη μεριά του κρεβατιού που βρισκόταν δίπλα στο ανοιχτό παρά­ θυρο έτσι ώστε το δέρμα μου να δέχεται τις όποιες στα­ γόνες δροσιάς έφερνε μέσα η ευεργετική αύρα. Τα μαυ­ ρισμένα ουράνια φωτίζονταν από αστραπές, και βυθί­ στηκα στον ύπνο νανουρισμένος από το ευχάριστο μπουμπουνητό του κεραυνού. Ήταν η πρώτη μου αλη­ θινή τροπική νεροποντή. Εκείνη τη νύχτα συνειδητοποίησα πως η ζωή μου έμελλε ν' αλλάξει. Πολλά χρόνια αργότερα ξανάζησα τα επίμονα, ριγηλά αισθήματα εκείνης της ξεχωριστής, σημαδεμένης από την καταιγίδα νύχτας κι αναρωτήθη­ κα μήπως τα είχα απλώς φανταστεί. Μα τώρα που βρί­ σκομαι στο τέλος του βίου μου διαπιστώνω πως ήταν

Digitized by @PriOri™

370

ΤΑΣ Ο

πράγματι αληθινά. Παρότι το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου θα μπορούσε να τα θαμπώσει, η διαύγεια εκεί­ νης της νύχτας παραμένει μέσα μου αναλλοίωτη. Ακόμη και στον ύπνο μου αισθανόμουν πως ισορροπούσα στην άκρη μιας απότομης πλαγιάς - βρισκόμουν στα πρόθυ­ ρα κάποιου κοσμοϊστορικού γεγονότος. Δεν επρόκειτο βέβαια για το δρόμο μου προς τη Δαμασκό, αλλά για μια βαθμιαία μάλλον συνειδητοποίηση πως με το χάραμα, ο δρόμος της ζωής μου θα άλλαζε ανέκκλητα. Έτσι, όταν ξύπνησα από ένα μπουμπουνητό εξαι­ τίας του οποίου σείστηκαν τα σανίδια του πανδοχείου, κατάλαβα αμέσως πως δεν ήταν η θύελλα αλλά η έναρ­ ξη της καινούργιας ζωής μου. Έμεινα για μερικά λεπτά ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τα μάτια ανοιχτά κι ακού­ γοντας τις κραυγές των ανθρώπων που έτρεχαν στο δρόμο. Καθώς ανακάθισα ακούστηκε μια καινούργια έκρηξη. Την ένιωσα μέχρι τα βάθη της ψυχής μου. Έξω στο δρόμο ένα παιδάκι ήταν κουρνιασμένο στο κατώφλι ενός σπιτιού έχοντας βουλώσει με τα χέρια τ' αυτιά του. Η βροχή έπεφτε ορμητικά, και στον λασπωμένο δρόμο είχαν δημιουργηθεί λαμπυρίζουσες λιμνούλες. Κάπου μισό μίλι μακριά υψωνόταν προς τον ουρανό μια στήλη μαύρου καπνού. Ντύθηκα βιαστικά κι ανακατεύτηκα μες στο πλήθος που έτρεχε προς τη μεριά του καπνού. Κανείς δε μιλού­ σε. Απλώς τρέχαμε όλοι τσαλαβουτώντας μες στη βροχή και στην κόκκινη λάσπη, οδηγημένοι από το μαύρο σύννεφο που κρεμόταν στον αέρα. Τελικά αντί­ κρισα την Κόλαση: τεράστιες, αδηφάγες φλόγες κατέτρωγαν ένα κτίριο που καθώς πλησίαζα οι σανίδες του κατέρρεαν, η μία μετά την άλλη. Σ' ένα γειτονικό χορ­ ταριασμένο ανάχωμα στεκόταν πυκνό πλήθος ανθρώ­ π ω ν κι όπως έσπρωχνα ανάμεσά τους να περάσω,

Digitized by @PriOri™

371

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

αντιλήφθηκα ότι κανείς δε μιλούσε. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο από τον ήχο της βροχής· ήταν ο ίδιος ήχος που τάραζε τον ύπνο μου. Τελικά ανακάλυψα τι υπήρ­ χε στο κέντρο εκείνης της σιωπηλής συνάθροισης: ήταν ξαπλωμένα καταγής δύο κορμιά που το ένα κάλυπτε το άλλο. Πλησίασα περισσότερο και είδα πως επρόκειτο για δύο άντρες. Ο νεαρός, γυμνός ως τη μέση, έγειρε αργά το κεφάλι του προς το κεφάλι του άλλου και για μια στιγμή δίστασε προτού κολλήσει τα χείλη του στο τρεμουλιάρικο ανοιχτό στόμα του πιο ηλικιωμένου. Κράτησα την ανάσα μου καθώς παρακολουθούσα τον νεαρό ήρωα να εμφυσά ζωή σ' εκείνο το κιτρινισμένο, χωρίς πνοή κορμί. Σε λίγο ο γέροντας, που κειτόταν ακί­ νητος πάνω στην υγρή χλόη, άρχισε να βήχει και να ξεφυσά καθώς έμπαινε αέρας στα πνευμόνια του. Άνοι­ ξε τα μάτια και κοίταξε τον ουρανό. Ο νεότερος άντρας αποτραβήχτηκε, εξαντλημένος από την προσπάθεια. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς το πλήθος που συνωστιζόταν ολόγυρα του. Προτού προλάβω να δω το πρόσωπο του, ήξερα με απόλυτη βεβαιότητα πως επρόκειτο για τον Τζόνι. *

Ο καφετής αετομάχος lanius cristatus είναι ένα θορυβώ­ δες και εριστικό πουλί. Περνά τα καλοκαίρια κυνηγώ­ ντας έντομα στη Σιβηρία και τη Μαντζουρία και στη συ­ νέχεια ταξιδεύει νότια για να ξεχειμωνιάσει στην ύπαι­ θρο γύρω από το ίδρυμα. Από την αυγή ως το σούρου­ πο τσιρίζει, φλυαρεί, μαλώνει μες στον κήπο φτερου­ γίζοντας μπροστά μου, σαν να προσπαθεί να μ' εμπο­ δίσει να συγκεντρωθώ για πολλή ώρα. Τώρα που οι υπόλοιποι ένοικοι έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του εγχειρήματός μου, με πιέζουν συνέχεια να κατα-

Digitized by @PriOri™

372

ΤΑΣ Ο

στρώσω για τον κήπο ένα τέτοιο σχέδιο, που να ενθαρ­ ρύνει την περαιτέρω παραμονή αυτών των βίαιων ορδών των μικρών εκνευριστικών πουλιών εδώ. Αντί­ θετα από μένα φαίνεται πως στην πραγματικότητα απολαμβάνουν το θέαμα που προσφέρουν αυτοί οι μικροί φτερωτοί διάβολοι. «Τι θα 'λεγες να κατασκευάζαμε ένα μπάνιο για τα πουλιά έξω ακριβώς από το παράθυρο της τραπεζα­ ρίας, ώστε να μπορούμε να τα παρακολουθούμε στη διάρκεια του προγεύματος; Ή να βάλουμε ένα τραπέζι με ρύζι, ψίχουλα και αράπικα φιστίκια;» ρώτησε τρα­ γουδιστά ο Γκέκο. «Όχι», απάντησα. «Πολύ κοινότοπο». «Τι όμορφο κόκκινο κεφάλι που έχουν!» θαύμασε ο Αλβαρο κατεβάζοντας τα κυάλια του. «Ελπίζω να έχεις μεριμνήσει για πλούσια πρασινάδα, ίσως και για μερι­ κούς μεγάλους βράχους. Φαίνεται πως τους αρέσει να κουρνιάζουν στους βράχους και στις καλαμωτές των ορυζώνων κοντά στο δρόμο». «Μήπως θέλεις να δημιουργήσω ένα τοπίο σαν τις Στέπες γι' αυτούς τους άθλιους μικροσκοπικούς μασκα­ ράδες;» είπα αγριεμένα. «Μα δε θα είναι μόνο γι' αυτούς», τιτίβισε ο Γκέκο. «Υπάρχουν κι ένα σωρό άλλα πουλιά». «Πρόσεξε αυτό που θα σου πω. Πρόκειται για κήπο κι όχι για κάποιο αναθεματισμένο καταφύγιο πουλιών. Πρωταρχικός σκοπός αυτής της κατασκευής είναι η ευχαρίστηση των ανθρώπινων υπάρξεων. Δε θα είναι πεδίο αντιπαράθεσης άγριων πουλιών!» «Μου έχεις πει πως αυτός ο κήπος -κάθε κήποςείναι μια αναδημιουργία του Κήπου της Εδέμ», είπε ο Αλβαρο. «Είναι η ανάκτηση του Απολεσθέντος Παρα­ δείσου μας· αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια σου».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

373

«Αγαπητέ μου», του αποκρίθηκα, «πιστεύω πως παρερμήνευσες τα λεγόμενά μου». «Όχι... Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια σου», επανέλα­ βε κουνώντας το κεφάλι του σαν πεισματάρικο παιδί. «Τότε πήρες κατά λέξη αυτό που προσπαθούσα να εκφράσω». Με κοίταξε μπερδεμένος. «Εξήγησέ μου, σε παρακα­ λώ, άλλη μια φορά». «Όχι», απάντησα μαζεύοντας σκίτσα και σημειωμα­ τάρια. «Αν δεν έχεις ήδη αντιληφθεί τη φιλοσοφία μου, η οποιαδήποτε μακροσκελής εξήγηση δεν πρόκειται να σε διαφωτίσει περισσότερο. Σ' το λέω λοιπόν μια για πάντα: δε θα υπάρξει μπάνιο για τα πουλιά». Αποτραβήχτηκα στο δωμάτιό μου όπου έμεινα για λίγο αναλογιζόμενος και -πρέπει να το ομολογήσωθαυμάζοντας τη δύναμη της απόφασής μου. Ένιωθα απόλυτα δικαιωμένος. Μολονότι η εναρμόνιση με τη φύση παίζει σημαντικό ρόλο στο σχεδιασμό ενός κήπου, δεν πρέπει να γίνει αιτία ώστε να συγκαλυφθεί αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο του σχεδίου - η σωτηρία του ανθρώπινου πνεύματος. Με τη δημιουρ­ γία ενός κήπου, αποσπάμε με τη βία από τη ζούγκλα ένα κομμάτι γης και το φτιάχνουμε με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποτελέσει μια όαση μέσα στην ερημιά. Πρόκειται για έναν αγώνα χωρίς τέλος. Έτσι και στρέ­ ψουμε την πλάτη μας έστω για μια στιγμή, η σκοτεινιά του δάσους αρχίζει την ύπουλη εισβολή της στο μικρό καταφύγιό μας. Τα φυτά που εισάγουμε σ' αυτό -τε­ χνητά, πρέπει να σημειωθεί, αφού κανείς κήπος δεν είναι έργο της Μητέρας Φύσης- πρέπει όχι μόνο να προσφέρουν καταφύγιο στην ψυχή αλλά και να μπο­ ρούν ν' απορροφούν και στη συνέχεια να διασκορπί­ ζουν την έρπουσα σκοτεινιά της ζούγκλας που απλώ-

Digitized by @PriOri™

ΤΑΣ Ο

374

νεται γύρω μας. Οι καλλωπισμοί όχι μόνο εξωραΐζουν αλλά και προστατεύουν. Δημιουργούν ένα χώρο όπου μπορούμε να βρούμε τη γαλήνη στο τέλος του βίου μας. Και δεν υπάρχει περίπτωση να βρει κανείς γαλήνη όταν φτερουγίζουν ολόγυρά του αυτά τα εξοργιστικά πουλιά. *

Όσοι ξέρουν πραγματικά από ζούγκλα, δεν την καλούν στο σπίτι τους! Ίσα ίσα, αγωνίζονται να την κρατήσουν μακριά από εκεί όπου κατοικούν, ελέγχοντας ακατά­ παυστα τα σύνορά τους. Καταλαβαίνουν πως η απειλή από τους «πολιτογραφημένους κατοίκους» του άγριου δάσους είναι διαρκής. Η ζούγκλα είναι ζωντανή και επι­ κίνδυνη - ένα από τα πρώτα πράγματα που έμαθα μόλις έφτασα στην κοιλάδα, όταν ο Τζόνι με πήρε να κάνουμε μια βόλτα στα Υψίπεδα Κάμερον. Από την ώρα που ξανασυναντηθήκαμε στο Καμπάρ, φάνηκε εξαιρετι­ κά πρόθυμος να μου δείξει την κοιλάδα κι έτσι είχαμε κάνει αρκετούς μακρινούς περιπάτους μαζί. Κάθε φορά η διαδικασία ήταν η ίδια. Ο Τζόνι έφτανε στο πανδοχείο όπου τον υποδεχόταν με μεγάλο ενθουσιασμό ο ιδιοκτή­ της -από το δωμάτιό μου είχα τη δυνατότητα ν' ακούω καθώς ο Τζόνι αρνιόταν ευγενικά να πιει τσάι με την οικογένεια- και στη συνέχεια εμφανιζόταν στην πόρτα μου χαμογελώντας με ανυπόκριτη ευδαιμονία. Κρα­ τούσε πάντα ένα βιβλίο και ήταν φανερό πως κάποιοι συγγραφείς ήταν οι αγαπημένοι του. Όπως έχω ήδη αναφέρει, ένας από αυτούς ήταν ο Σέλεϊ. «Αυτό δείχνει εκλεπτυσμένο γούστο», του είχα τονίσει. Ένας άλλος ήταν ο Γέιτς. Οι συζητήσεις μας σ' εκείνους τους πρώ­ τους περιπάτους είχαν πάντα την ίδια μορφή: εκείνος έθετε ερωτήσεις κι εγώ του έδινα τις απαντήσεις.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

375

«Ποια είναι η ακριβής σημασία της λέξης επίπληξη;» «Ο Άμλετ ήταν πράγματι τρελός;» «Ποια η διαφορά ανάμεσα στην τουαλέτα και στο αποχωρητήριο;» Ρουφούσε κυριολεκτικά τις απαντήσεις μου σαν να έσβηνε μια προαιώνια δίψα. Φαίνεται πως ήταν ό,τι ακριβώς του χρειαζόταν για να συντηρούνται, θα 'λεγα, εκείνοι οι περίπατοι. Δεν έπινε ποτέ από το βρασμένο νερό που κουβαλούσαμε μαζί μας. Το μόνο που ήθελε ήταν να ρωτά και ν' ακούει. Ήταν ακαταπόνητος. Εκείνος ειδικά ο περίπατος στους ψηλούς, δροσε­ ρούς λόφους του Τάνα Ράτα ήταν ο πιο μακρύς που είχαμε κάνει ως τότε. Ο Τζόνι με ενημέρωσε πως η από­ σταση από τα Υψίπεδα Κάμερον ως την κορφή Μπέρεμπαν ήταν δεκαεπτά μίλια συμπεριλαμβανομένων και των Καταρρακτών Ρόμπινσον. Η προοπτική να περάσουμε μια ολόκληρη ημέρα σεργιανίζοντας στις προϊστορικές ζούγκλες της κοιλάδας μού είχε προκαλέ­ σει τέτοια άγρια χαρά, που στα πρώτα μίλια κατάφερα να παρακολουθώ άνετα τον Τζόνι. Περπατήσαμε σε μονοπάτια που περνούσαν από απότομες πλαγιές, σπαρμένες με τεϊόδεντρα. Το ζωηρό πράσινο αυτών των φυτειών εκτεινόταν σε τόσο μεγάλη έκταση και με τέτοια πυκνότητα, που σχεδόν κατέληξα να πιστεύω πως θα μπορούσα να ορμήσω εκεί μέσα χωρίς να τραυ­ ματιστώ. Πέρα από αυτές τις χαμηλές πλαγιές υψωνό­ ταν η ραχοκοκαλιά των λόφων, ψηλή και σιωπηλή, σκε­ πασμένη με πανάρχαια δάση βροχής - αυτές τις τρο­ πικές δασώδεις περιοχές όπου ο ετήσιος όγκος βροχο­ πτώσεων φτάνει τις εκατό ίντσες το λιγότερο, και που τα επιβλητικά δέντρα τους σχηματίζουν θόλο. Ο πρωι­ νός ήλιος έπεφτε πάνω σε κάθε πτυχή του εδάφους μια κοιλάδα ζωγραφισμένη με απαλό μπρούντζινο χρώμα με σκιερές ραβδώσεις.

Digitized by @PriOri™

376

ΤΑΣ Ο

Μέχρι εκείνο το σημείο, το θέμα της κουβέντας μας ήταν απολύτως προβλεπόμενο. «Γιατί οι άνθρωποι στην Αγγλία φορούν ειδικά ρούχα για το δείπνο;» ρώτησε ο Τζόνι. «Τι εννοείς;» «Τις μαύρες γραβάτες που φοράτε. Τι σημαίνει αυτό;» Είχα προσέξει πως στη ζούγκλα μιλούσε την αγγλική γλώσσα άνετα και χωρίς να κομπιάζει ενώ στο Καμπάρ δίσταζε, μιλώντας κάπως πρωτόγονα και με σχεδόν εξεζητημένο ύφος. «Αγαπητό μου παιδί, φοβάμαι πως δίνεις πολλή σημασία στον Γέιτς». «Δηλαδή δε φοράτε μαύρες γραβάτες;» είπε, ενώ μια ανεπαίσθητη μάσκα απογοήτευσης απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Και βέβαια φοράμε», του αποκρίθηκα βιαστικά. Δεν μπορώ να εξηγήσω λεπτομερώς τα όσα μηχανεύτηκα στη συνέχεια. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως έκανα απεγνωσμένες προσπάθειες για να επανέλθει στο πρόσωπο του Τζόνι το χαμόγελο· ήθελα να τον ξαναδώ για μιαν ακόμη φορά γοητευμένο κι ενθουσια­ σμένο. Συνέχισα λοιπόν: «Είμαι ονομαστός για τις ενδυ­ ματολογικές ευαισθησίες μου. Έχω γίνει γνωστός επει­ δή ντύνομαι για το δείπνο ακόμη κι όταν είμαι μόνος στο σπίτι! Αν θες να μάθεις, κάποτε ένας διάσημος χορευ­ τής είχε πει πως πολύ θα ήθελε να ήταν τα πουκάμισά του τόσο κομψά όσο τα δικά μου. Με είδε σ' ένα εστια­ τόριο και ήρθε στο τραπέζι μου για να μου κάνει αυτή τη φιλοφρόνηση. Την επομένη διάλεξα μερικά από τα πουκάμισα που δεν αγαπούσα ιδιαίτερα, αν και φτιαγ­ μένα από τον Σαρβέτ στο Παρίσι, και τα έστειλα στο καμαρίνι του· τολμώ μάλιστα να πω ότι του άρεσαν υπερβολικά».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

377

Χαμογέλασε πλατιά και με κοίταξε με το γεμάτο δίψα για μάθηση βλέμμα του. «Αλήθεια;» ψιθύρισε. «Πώς τον έλεγαν;» «Νιζίνσκι», απάντησα χωρίς τον παραμικρό δισταγ­ μό, όντας σίγουρος πως δε θα είχε ακούσει το όνομα του μεγάλου χορευτή. Συνέχισε να προχωρεί ανάμεσα στα δέντρα προ­ σπερνώντας τις ρίζες και τα πεσμένα κλαδιά με την ίδια άνεση που θα περπατούσα εγώ μια καλοκαιρινή ημέρα στο Σεντ Τζέιμς Παρκ. «Η αλήθεια είναι πως στο πανδοχείο έχω όχι ένα αλ­ λά δύο βραδινά σακάκια», συνέχισα. «Είναι ένας από τους δικούς μου κανόνες ταξιδιού. Να μην έχεις μαζί σου λιγότερα ρούχα απ' όσα πρέπει. Έκανα όμως τη σκέψη πως ίσως θα έπρεπε να πάρεις το ένα εσύ. Ένας άντρας πρέπει πάνω απ' όλα να είναι ντυμένος πάντα σωστά». Στην αρχή με κοίταξε ταραγμένος· δεν είχε καταλά­ βει τι του πρότεινα. Επανέλαβα την προσφορά μου και τη δέχτηκε με αχνό χαμόγελο. Στη συνέχεια βάλθηκε να κάνει ερωτήσεις τη μια πίσω από την άλλη και να μιλά κάπως μπερδεμένα. Ήταν κάτι που δε μου είχε ξανατύχει με ενήλικο. Αυτό επέδρασε πάνω μου παράξενα. Οι απαντήσεις μου γίνονταν όλο και πιο πολύπλοκες, διαν­ θισμένες με ιστορίες από ένα λαμπερό, εντυπωσιακό παρελθόν που δεν ήξερα ποτέ πως είχα... Ο Τζόνι ήταν σαν ν' αντλούσε ενέργεια από εκείνες τις ιστορίες και γελούσε δυνατά, ενώ συγχρόνως προπορευόταν με μεγάλες δρασκελιές. Αγωνιζόμουν σκληρά να μη μένω πίσω αλλά η προσπάθεια να του εξηγήσω μεταξύ άλλων την Κλίμακα του Ιακώβ και την αφοσίωση της Μαρίας της Μαγδαληνής ήταν τόσο μεγάλη, που άρχι­ σε να μου κόβεται η αναπνοή και να με πονά το στήθος

Digitized by @PriOri™

378

ΤΑΣ Ο

μου. Σταματήσαμε σ' ε'να ξέφωτο κοντά σε μια κοιλάδα γεμάτη ροδόδεντρα. Μπροστά στα μάτια μου παιχνίδι ζαν μυριόχρωμες σκιές. «Στάσου μια στιγμή, Τζόνι!» φώναξα. Μούσκεψε ένα κομμάτι ύφασμα με λίγο νερό και μου το προσέφερε. Το άπλωσα στο σβέρκο μου και κατάφερα να ξαναβρώ τον κανονικό ρυθμό της ανάσας μου. Το τοπίο παρουσίαζε παράξενη ποικιλία. Εδώ τροπι­ κό, εκεί μεσογειακό, εντελώς μπερδεμένο, τόσο που προκαλούσε σύγχυση. Από τα δέντρα κρέμονταν όλων των ειδών τα επίφυτα - φτέρες όπου φώλιαζαν που­ λιά, ορχιδέες με πολλές απολήξεις, περιελισσόμενες περικοκλάδες με λουλούδια κατακόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα. Βρισκόμαστε πια στην καρδιά του δάσους δυο μικρά, ασήμαντα πλάσματα, εκμηδενισμένα από τους φυσικούς κίονες που δέσποζαν ολόγυρά μας. «Πώς λέγεται αυτό το δέντρο;» ρώτησα τον Τζόνι δείχνοντάς το. Σήκωσε τους ώμους του. «Κι αυτό εδώ;» «Δεν ξέρω». «Τούτο εδώ, επιστημονικά λέγεται τεκτονία η μείζων. Η απλή του ονομασία είναι τικ», τον ενημέρωσα. «Εμείς το λέμε τζάτι», αποκρίθηκε. Προχώρησα ως την άκρη του ξέφωτου ακούγοντας τις κραυγές των γερακιών. «Το τζάτι το χρησιμοποιούμε για να χτίζουμε σπί­ τια», μου είπε. «Και το δικό σου σπίτι, Τζόνι, είναι φτιαγμένο κι αυτό από τικ;» Γέλασε. «Μένω στου πεθερού μου. Όμως κι αυτό είναι φτιαγμένο από τικ. Ό π ο υ να 'ναι θα αποκτήσω δικό μου σπίτι».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

379

«Το μαγαζί σου είναι φτιαγμένο από τικ;» τον ρώτη­ σα με το βλέμμα καρφωμένο πάντα στην πυκνή τέντα που σχημάτιζαν από πάνω μας τα φυλλώματα. Ξαφνικά γέλασε, αλλά τη φορά αυτή το γέλιο του ήταν εντελώς αλλιώτικο. Ήχησε παγερό και θλιμμένο. «Το μαγαζί μου καταστράφηκε. Από πυρκαγιά». Γύρισα να τον κοιτάξω όταν ένιωσα κάτι στον ώμο μου. Ακουσα έναν υπόκωφο γδούπο που τον ακολού­ θησε ένας οξύς διαπεραστικός πόνος στο λαιμό μου. Ο Τζόνι γούρλωσε τα μάτια του. Έτρεξε προς τη μεριά μιας συστάδας θάμνων κι άρπαξε ένα μακρύ κλαδί. Με μια και μόνη κίνηση χτύπησε με δύναμη το χώμα κι αμέ­ σως ξανασήκωσε το χέρι του επαναλαμβάνοντας αυτή την κίνηση μέχρι που τελικά αντιλήφθηκα πως είχε σκο­ τώσει ένα μικρό σκουροπράσινο φίδι, που το ματωμένο του κορμί κρεμόταν άψυχο από το κλαδί. «Νόμισα πως ήταν οχιά. Έκανα λάθος. Αυτού του είδους τα φίδια είναι ελάχιστα δηλητηριώδη», είπε. «Ελάχιστα δηλητηριώδη;» ψέλλισα. «Τι θες να πεις;» «Μην ανησυχείς», αποκρίθηκε. «Δε θα πάθεις τίποτε. Δε σε δάγκωσε βαθιά». Με πλησίασε κι άγγιξε το λαιμό μου. Δεν μπορούσα να δω τι έκανε και σχεδόν δεν αισθάνθηκα την κόψη του μαχαιριού που χάραζε το δέρμα μου. Ζούληξε το κόψιμο τόσο απαλά, ώστε το μόνο που ένιωσα ήταν η αίσθηση του ζεστού υγρού που κυλούσε στο λαιμό μου. Στη συνέχεια έβρεξε με νερό απ' το φλασκί μια λεπτή πετσέτα και την πίεσε πάνω στο μουδιασμένο δέρμα μου. «Πρέπει να πηγαίνουμε», είπε. Προχωρήσαμε αργά και κατηφορίσαμε για μιαν ακόμη φορά ως τις υπώρειες του λόφου. Ομίχλη είχε διαδεχτεί το πρωινό ηλιόφωτο, που κατακαθόταν πυκνή στις κοιλάδες με τα τεϊόδεντρα. Ο αέρας ήταν

Digitized by @PriOri™

380

ΤΑΣ Ο

υπερβολικά υγρός, τόσο που μου φαινόταν σαν να τον έπινα! Το μονοπάτι χάθηκε κάτω από τα πόδια μου, και με πολλή δυσκολία κατάφερνα να δω πού πατούσα. Μόνο η τυφλή εμπιστοσύνη στην κρίση του Τζόνι με έκανε να συνεχίζω την κοπιώδη πορεία μου, ακολουθώ­ ντας το θαμπό περίγραμμα του κορμιού του καθώς αυτός προπορευόταν σκοντάφτοντας συνεχώς. «Κοί­ τα», μου είπε δείχνοντάς μου τον ουρανό. Πάνω από την κοιλάδα γυρόφερνε ένα γεράκι που στη συνέχεια εξαφανίστηκε μέσα στην ομίχλη. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές καθώς το γεράκι έπεφτε μέσ' από τα σύννεφα, διέγραφε από πάνω μας κύκλους και στη συ­ νέχεια εξαφανιζόταν πάλι μες στον αιθέρα. Ήταν αδύ­ νατον να παρακολουθήσω την τροχιά του. Δεν ήξερα αν, στην άθλια κατάσταση που βρισκόμουν, μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη στα μάτια μου. Η είσοδός μου στο σπίτι του Τζόνι δεν υπήρξε μεγα­ λοπρεπής. Είχα φανταστεί επανειλημμένα τον εαυτό μου να φτάνει εκεί ντυμένος άψογα, με φρεσκοσιδερωμένα ρούχα και κομψή γραβάτα - πνευματώδης, ευγενι­ κός, αξιολάτρευτος. Αντί γι' αυτό, βρέθηκα να ανεβαίνω παραπατώντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στην μπρο­ στινή βεράντα του σπιτιού πιέζοντας στο λαιμό μου μια λερωμένη με αίμα πετσέτα. Τα πόδια μου άρχισαν να μη με βαστούν κι ένιωσα ένα κάψιμο στο λαρύγγι. «Νερό!» άκουσα να φωνάζει ο Τζόνι. Είχα συνεχώς απόλυτη συνείδηση του πόσο γελοίος πρέπει να φαινόμουν. Είδα να περνούν από μπροστά μου αρκετοί άνθρωποι κι ήθελα να τους εξηγήσω πως όλο αυτό που αντίκριζαν ήταν μια φρικτή παρέκκλιση από τις συνήθειές μου. Ήθελα να τους πω ότι ήμουν εντελώς ασυγχώρητος, κι όσο για την περιβολή μου, είχα βρεθεί απροετοίμαστος. Κανείς δε μου είχε πει ότι

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

381

θα ήμουν προσκεκλημένος εκεί. Εντούτοις, κατά παρά­ ξενο τρόπο δεν μπορούσα να μιλήσω. Ο λαιμός μου είχε κλείσει και ήταν δύσκολο να προφέρω έστω και μια λέξη. «Ησύχασε... ησύχασε», έλεγε συνεχώς ο Τζόνι. Δεν μπορώ να προσδιορίσω πόσο κράτησε η ανησυ­ χία μου. Όμως δεν άργησα να συνέλθω. Η αναπνοή μου έγινε κανονική κι όταν έβηξα ένιωσα καλύτερα το λαιμό μου. «Χίλιες φορές συγγνώμη...» ψέλλισα κοιτώντας τρι­ γύρω. «Θα πρέπει να με θεωρείτε φοβερά αγενή». Στά­ θηκα κι άπλωσα το χέρι μου για να χαιρετήσω τους παρευρισκόμενους - έναν λεπτεπίλεπτο τρομοκρατη­ μένο γέροντα που διαπίστωσα αμέσως πως ήταν αυ­ τός που είχε σώσει ο Τζόνι από την πυρκαγιά, μια γυ­ ναίκα με αγριωπό βλέμμα και ψαρά μαλλιά μαζεμένα σε πυκνό κότσο κι ένα ντροπαλό κορίτσι, μάλλον υπηρέ­ τρια, που στεκόταν διστακτικά πίσω από μια πολυθρό­ να από ξύλο ροδόδεντρου. «Σας δάγκωσε φίδι», μου είπε ο γέρος, αποφεύγο­ ντας να με χαιρετήσει διά χειραψίας. Έμεινα με απλω­ μένο χέρι χωρίς να ξέρω τι να κάνω. «Δεν είναι περίεργο», μίλησε η βλοσυρή γυναίκα. «Από τότε που ήρθε εδώ ο Τζόνι έχουμε δει πάμπολλα φίδια. Κόμπρες. Ακόμη και μέσα στο σπίτι». Όταν πρό­ φερε το όνομα του Τζόνι μου φάνηκε σαν να το ξεστόμι­ ζε με μίσος ή περιφρόνηση, λες και ήθελε να φτύσει ένα αηδιαστικό κομμάτι τροφής... Ο Τζόνι στεκόταν σιωπηλός με το κεφάλι χαμηλωμέ­ νο, σαν να ντρεπόταν. «Τι εννοείτε;» ρώτησα. «Ο Τζόνι δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτό». Η γυναίκα γέλασε και με κοίταξε σαν να είχε να κάνει μ' ένα δύστροπο παιδί. «Ο άνθρωπος αυτός έρχεται

Digitized by @PriOri™

382

ΤΑΣ Ο

από κει πέρα», μου είπε κουνώντας κυματιστά το χέρι της και μιλώντας με ύφος κουρασμένης δασκάλας. « Η ζούγκλα αποτελεί μέρος του εαυτού του. Τον ακολουθεί παντού». «Μα η ζούγκλα βρίσκεται παντού», της αποκρίθηκα. «Όχι στο σπίτι μας». «Είναι η εποχή της ζέστης. Τα φίδια πηγαίνουν όπου υπάρχει τροφή και νερό. Κι εδώ υπάρχουν σε αφθονία και τα δύο», μίλησε ήρεμα ο Τζόνι. «Όχι, ακολουθούν εσένα», είπε η γυναίκα ρίχνοντάς του μια λοξή ματιά. «Υπερβάλλεις, μητέρα», ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Όλο το χρόνο δε βρήκαμε μέσα στο σπίτι παρά δύο μονάχα φίδια. Και το ένα από αυτά ήταν μωρό». Ανασήκωσα το κεφάλι μου κι αντίκρισα μια γυναίκα που είχε ξεπροβάλει μέσ' από τις σκιές του σπιτιού κι ερχό­ ταν προς το μέρος μας. Έχουν περάσει τόσοι χειμώνες, κι όμως τη βλέπω μπροστά μου να προχωρεί ξυπόλυτη στο γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα. Με τον καιρό η εικόνα της παγιώθηκε στο μυαλό μου και σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, ομολογώ με απόλυτη βεβαιότητα κι ελάχιστη αμηχανία πως στη θέα της ο σφυγμός μου έγινε πιο γρήγορος... Όμως είναι πράγματι αλήθεια; Αν σταματήσω για ένα λεπτό και κλείσω τα μάτια -όπως κάνω πολύ συχνά προτού παραδοθώ αργά αργά στον καθημερινό γερο­ ντικό υπνάκο μου στις δύο μετά το μεσημέρι- μπορώ να μεταφερθώ νοερά πίσω, στη συγκεκριμένη στιγμή. Όχι για πολύ. Η αίσθηση είναι φευγαλέα και δεν μπορώ να την κρατήσω. Βρίσκομαι τότε στο τεράστιο σαλόνι του σπιτιού του Τ.Κ. και της Πάτι Σουνγκ, στα περίχωρα του Καμπάρ, ακριβώς στις πέντε και μισή το απόγευ­ μα της 31ης Αυγούστου 1941. Όταν αυτή η γυναίκα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

383

-αυτό το πρόσωπο- μπαίνει στο σαλόνι, είμαι σίγουρος πως πρόκειται για γυναίκα; Όχι. Εκείνη τη στιγμή είμαι κάποιος που έχει ζαλιστεί και οι αισθήσεις του μπορεί να τον προδίδουν. Κατά τα άλλα, όμως, κατάφερα να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου. Βλέπω τα πάντα με απόλυτη διαύγεια, μα υπάρχει δυσαρμονία ανάμεσα στο μυαλό και στα μάτια μου. Βλέπω το πλάσμα που στέκεται μπροστά μου αλλά δεν μπορώ να προσδιορί­ σω ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Γνωρίζω πως πρόκει­ ται για γυναίκα αλλά μοιάζει με έφηβο, έτσι λεπτή καθώς είναι και χωρίς στήθος. Είναι ψηλότερη απ' όλες τις γυναίκες που έχω δει μέχρι τώρα εδώ, στην Ανατολή. Το πρόσωπό της μου φτάνει σχεδόν στον ώμο. Όταν, περίπου δύο μήνες μετά την πρώτη μας εκείνη συνάντηση, βρέθηκα να την κρατώ στην αγκα­ λιά μου, οφείλω να ομολογήσω πως ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα τόσο άνετα. Όμως αυτό συνέβη αργότερα, όταν ήξερα πια πως την αγαπούσα - ναι, αυτή είναι μια λέξη που μπορώ πια να την προφέρω άφοβα. Ωστόσο, σ' εκείνη την πρώτη συνάντηση το μόνο που ένιωσα ήταν ένα διαρκώς αυξανόμενο μούδιασμα. Η λεπτότητα του προσώπου της διακόπτεται από­ τομα από τις γραμμές των ζυγωματικών της. Τα μάτια της, μαύρα σαν τον αχάτη. Είναι αδύνατον ν' αντιδρά­ σω. Νιώθω να πνίγομαι, λες και μέσα στο δωμάτιο δεν υπάρχει καθόλου αέρας. Ένα υπέροχο αίσθημα ασφυ­ ξίας κι ένα μαγευτικό καρδιοχτύπι - να ποιες είναι οι αισθήσεις που τα χρόνια έχουν εναποθέσει στο αρχικό κενό, σαν πολλαπλές στρώσεις μεταξωτού καλύμματος πάνω σε γυμνό τραπέζι. Σήμερα, έπειτα από πενήντα πέντε περίπου χρόνια, το μόνο που μπορώ να δω είναι το κάλυμμα. Το τραπέζι έχει τυλιχτεί στο σκοτάδι. Κάθε νύχτα προσεύχομαι να ξανάνιωθα αυτό το κε-

Digitized by @PriOri™

384

ΤΑΣ Ο

νό, αυτή την εύθραυστη απουσία αισθήσεων και εμπει­ ριών, τότε που η ψυχή μου ήταν τάμπουλα ράζα άγραφη πλάκα. Αχ, Σνόου... Προσπαθώ να γαντζωθώ από εκείνη την πρώτη στιγμή, όταν δεν την είχα ακόμη αγαπήσει, όταν στεκόμουν μπροστά της αγνός και αθώος. Πάλι τα ίδια. Αθώος; Δεν υπήρξα ποτέ αθώος ούτε αγνός. Εκείνο το απομεσήμερο μες στις φλέβες μου κυλούσαν ίχνη δηλητηρίου, έτσι ακριβώς όπως συνέβαινε από την ημέρα που γεννήθηκα. Θα 'πρεπε να έχω καταλάβει πως αργά ή γρήγορα η πικράδα μου θα στάλαζε βαθμιαία μες στον κόσμο μου και θα τον σάπιζε ως το κόκαλο. «Είστε πληγωμένος», μου είπε. Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που μου απηύθυνε. Προχώρησε προς το μέρος μου, κι ενώ όλοι οι άλλοι έστεκαν ακίνητοι στη θέση τους, θα 'λεγε κανείς πως η Σνόου ήταν η μόνη κινούμε­ νη ύπαρξη μέσα σ' εκείνο το ταμπλό βιβάν. Μ' έπιασε από το χέρι και με πέρασε μέσ' απ' το δωμάτιο, οπότε ανακάλυψα πόσο σκοτεινή ήταν η σανιδένια οροφή του. Στις δυο πλευρές του σπιτιού υπήρχαν μεγάλα παράθυρα που επέτρεπαν να μπαίνει η αύρα και να ανανεώνεται ο αέρας του δωματίου. Οδηγώντας με προς την κουζίνα, πέρασα μπροστά από τραπέζια και πολυθρόνες με φιλντισένια στολίσματα που αστραφτοκοπούσαν. Η Σνόου -παρότι δε μας είχαν συστήσει ήξερα πως ήταν εκείνη- πήρε ένα φλασκί, έριξε ζεστό νερό μέσα σε μια πορσελάνινη κούπα και μου την έφερε. Είδα φυλλαράκια τσαγιού να ξετυλίγονται και να βυθίζονται αργά αργά στον πάτο της κούπας όπου δια­ κρίνονταν ψιλά ραγίσματα. Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό μου και στη συνέχεια τράβηξε το δέρμα κάτω από τα μάτια μου - δεν ξέρω γιατί το έκανε. «Ο Τζόνι είδε το φίδι;» με ρώτησε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

385

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. «Τότε σε λίγο θα είστε καλά. Το τραύμα σας δε φαίνε­ ται σοβαρό». Μου χαμογέλασε και απομακρύνθηκε. Ήπια το τσάι και το βρήκα απολαυστικά ζεστό. Μόλις τελείωσα, πίεσα τις σφαιρικές καμπύλες της άδειας κούπας στον πρησμένο λαιμό μου κι ένιωσα να έρπει στο δέρμα μου μια γλυκιά ζεστασιά. Βέβαια, η επίδραση του δηλητηρίου εξουδετερώθηκε γρήγορα κι ανέκτησα μέρος των δυνάμεών μου. Έτσι κατάφερα ν' ανέβω στο ποδήλατο και πήρα το δρόμο για το δωμάτιό μου. Ο Τζόνι με συνόδεψε καβάλα κι αυτός στο ποδήλατό του. Καθώς πηγαίναμε πλάι πλάι μέσα στη ζοφερή σκοτεινιά, μου είπε ήρεμα: «Τους μισώ». «Το ξέρω». «Όλους». «Πρέπει να παραδεχτώ πως δε θα είναι και πολύ εύκολο να μένεις μαζί τους», είπα γελαστά, μα αυτό δεν προκάλεσε καμία αντίδραση από μέρους του. «Αν μπορούσαμε να μένουμε μόνοι εγώ και η γυναί­ κα μου, όλα θα ήταν μια χαρά». Δε βρήκα τι να του απαντήσω - δε βρήκα να του πω κάτι που δε θα ηχούσε ψεύτικο. Καθώς ζυγώναμε στο πανδοχείο ο Τζόνι σταμάτησε. «Πίτερ», είπε και με κοίταξε με τόσο αξιοθρήνητο και συνάμα σοβαρό ύφος, που δεν κατάφερα να πνίξω ένα χαχανητό. «Έχω να σου αποκαλύψω ένα μυστικό». *

Ήμουν ακόμη έφηβος όταν η συμπαθητική οικογένεια ενός συμμαθητή μου με πήρε μαζί της για διακοπές στη Γαλλία. Κάποια ημέρα ο φίλος μου κι εγώ ξεκινήσαμε να πάμε μόνοι μας με τα πόδια, από την Κομπιένη στο

Digitized by @PriOri™

386

ΤΑΣ Ο

Πιερφόντ. Ήταν Μάιος κι εμείς διασχίζαμε ανέμελα το Βασιλικό Δάσος· παρότι το καλοκαίρι δεν είχε μπει ακόμη, επικρατούσε ήδη μεγάλη ξηρασία και τα πεσμέ­ να χάμω κλαδιά έσπαζαν πολύ εύκολα μόλις πατούσα­ με πάνω. Τον καιρό εκείνο περνούσα μία από τις «ιταλι­ κές» φάσεις μου. Θυμάμαι πως είχα μόλις αρχίσει να γνωρίζω τις υπέροχες όπερες του Μότσαρτ, με λιμπρέ­ το του Λορέντσο ντα Πόντε, και πως σ' αυτές με είχε εισαγάγει ένας παιδεραστής καθηγητής· τα άλλα παιδιά έλεγαν με πονηρό ύφος πως ήταν «πολύ γλυκός μαζί μου» - αυτό όμως είναι μία άλλη ιστορία που δεν έχει θέση εδώ. Καθώς περπατούσαμε μες στο δάσος, μιλού­ σα σε μια γαλλοϊταλική διάλεκτο δικής μου επινόησης, διασκεδάζοντας με τον εκνευρισμό που προκαλούσα στο φίλο μου. «Είναι σκέτη ιεροσυλία», είπε. Τον έλεγαν Πρίτσαρντ κι ήταν ένα πολύ τίμιο παιδί. «Σκοπός των διακοπών στη Γαλλία είναι να εμβαπτιστούμε στην κουλτούρα και στη γλώσσα της», συνέχισε. «Δεν παίρνεις τίποτε στα σοβαρά, Γουόρμγουντ». Σιγοτραγουδούσα Voi che sapete, προσπαθώντας να κάνω τη φωνή μου όσο πιο στριγκή γινόταν. «Α! Μα εσύ δεν υποφέρεσαι!» φώναξε ο Πρίτσαρντ. «Κόφ' το». Κάποια στιγμή διαφωνήσαμε για την κατεύθυνση που έπρεπε ν' ακολουθήσουμε. Εκείνος ήθελε να παρα­ κάμψουμε το χωριό Ρετόντ και να επισκεφθούμε το μέρος όπου παρουσιάστηκαν οι όροι της ανακωχής στους «ηττημένους Ούννους», ενώ εγώ ήθελα να κα­ τευθυνθούμε προς τον πανέμορφο παραμυθένιο πύργο του Πιερφόντ. Τελικά, έπειτα από κάποιους δισταγ­ μούς συμφώνησα με την πρότασή του και τον άφησα να με οδηγήσει στο «Ξέφωτο της Ανακωχής». Ήμουν

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

387

έτοιμος να ξαναρχίσω το τραγούδι μου όταν ακριβώς μπροστά μας, απλωμένο στο έδαφος, αντίκρισα ένα φαρδύ χαλί από κρινάκια του αγρού ραντισμένο με απαλά μαργαριτάρια από το φως που διαπερνούσε τα φυλλώματα των δέντρων. Σ' εκείνο τον ξερό και ζεστό καιρό ήταν τα μόνα φυτά που είχαν επιζήσει χάρη στην πυκνή σκιά των δέντρων. Στάθηκα εντελώς ακίνητος απολαμβάνοντας το θαυμαστό θέαμα. Στο νου μου ήρθε η εικόνα του δάσους κοντά στο Χέμσκοτ· το φτωχό, μισοερειπωμένο σπίτι μου. Στη θύμηση αυτή άρχισαν τα τρέμουν τα χείλη μου. Απόμεινα να παρατη­ ρώ ασάλευτος εκείνο το σκιερό λιβάδι με τα κρινάκια ενώ ο Πρίτσαρντ προχώρησε στα τυφλά ποδοπατώ­ ντας βίαια τα ταπεινά φυτά. Συνέχισε τη δριμεία επίθε­ σή του κατά της επιπολαιότητας εκτοξεύοντας κατη­ γορίες εναντίον μου ότι δεν αναγνώριζα την πραγματι­ κή αξία των μαθημάτων και των θυσιών του Μεγάλου Πολέμου. Μου είπε ακόμη πως δεν είχα καταλάβει σε τι επικίνδυνους καιρούς ζούσαμε. Σκούπισα κρυφά τα δάκρυά μου και τον ακολούθησα αμίλητος, βαδίζοντας στο μονοπάτι που εκείνος είχε ανοίξει ανάμεσα στα ποδοπατημένα φυτά. Τη στιγμή αυτή τη θυμήθηκα γιατί γυροφέρνει στο νου μου η ιδέα να φυτέψω στον καινούργιο κήπο μου κρινάκια. Νομίζω πως θα ευδοκιμήσουν εδώ. Εκείνο το καλοκαίρι στη Γαλλία έκανε φοβερή ζέστη. Εντούτοις εκείνα τα φαινομενικά ντελικάτα αλλά στην πραγματι­ κότητα πολυετή φυτά, έμοιαζαν να μην έχουν χάσει καθόλου από το σφρίγος τους. Το να μεταφυτέψω ένα φυτό σε τούτα τα τροπικά κλίματα θα είναι σαν ν' ακο­ λουθώ τα βήματα εκείνων των ατρόμητων κηπουρών που μετέφεραν τον εξωτισμό στους αγγλικούς κήπους, ενσωματώνοντάς τον στο αγγλικό τοπίο. Βέβαια, αυτή

Digitized by @PriOri™

388

ΤΑΣ Ο

την πορεία εγώ θα την πραγματοποιήσω αντίστροφα, αν όμως πετύχει το εγχείρημά μου, τα επιτεύγματά της μπορεί να έχουν μέγιστες συνέπειες. Σκεφτείτε! Αν πενήντα χρόνια από σήμερα τα κρίνα της λαγκαδιάς εγκλιματιστούν σ' αυτή τη χώρα, ένα λουλούδι εντελώς αγγλικό θα εξελιχθεί σε τροπικό φυτό. Όμως θα επανεξαχθεί άραγε στην Αγγλία κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον; Αμφιβάλλω. Οπότε ανακύπτει το ερώτημα: ποιος θα το θεωρήσει εξωτικό και πού; Τρέμω όταν αναλογίζομαι αυτές τις προοπτικές. Κι όχι μονάχα κρινάκια της λαγκαδιάς αλλά και μαρ­ γαρίτες μεγαλόφθαλμες, χελιδονόχορτα,γεράνια, γαζούλια. Θα τα φυτέψω σ' αυτή τη ζεστή γη. Θέλω να φυτέψω επίσης ασπέρουλες, έτσι ώστε να μπορώ να ξεραίνω τα σε σχήμα άστρου φύλλα τους και να τα σπέρνω ανάμεσα στα εσώρουχά μου για να παίρνουν τη μυρωδιά του φρεσκοκομμένου άχυρου. Και λεβάντα. Πρέπει να φυτέψω και λεβάντα. Υπάρχει ένα κομμάτι γης εδώ, έξω από το παράθυρό μου, κατάλληλο για να φτιάξει κανείς ένα μακρόστενο παρτέρι με λεβάντες. Το άρωμά τους θα με χαιρετά το πρωί όταν ξυπνώ και θα με ηρεμεί όταν πλαγιάζω για ύπνο. Δε θα είμαι πια ανα­ γκασμένος να περιμένω το καλοκαίρι για να χαρώ την ευωδιά τους αφού εδώ, το καλοκαίρι κρατάει όλο το χρόνο. Να πού βρίσκεται η μεγαλοσύνη του κήπου μου. Αιχμαλωτίζει τους ευτυχέστερους μήνες του χρόνου και τους περικλείει στα όριά του διατηρώντας τους σε διαρκή γονιμότητα. Και δε θα περιοριστώ σ' αυτά. Στον κήπο μου θα υπάρχουν φυτά και λουλούδια από την Κίνα και την Ιαπωνία και άλλες χώρες της Ανατολής με ήπιο κλίμα, και θα επιδεικνύει όλο περηφάνια ιαπωνικά λιόπρινα σε δαμασκηνί χρώμα, κινεζικές παιώνιες, ροδόχρωμες

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

389

ανθισμένες κερασιές, πικροπορτοκαλιές, μικρό, ροζια­ σμένο μπονσάι. Έτσι, θα συναγωνιστώ όχι μόνο τους κηπουρούς της βικτοριανής εποχής αλλά και τους Κινέζους αυτοκράτορες, και μάλιστα εκείνους που πρώτοι με ενέπνευσαν να προχωρήσω σ' αυτή την απόπειρα. Όπως ο αυτοκράτορας Τσενγκ Χούα, έτσι κι εγώ, θα δημιουργήσω εδώ ένα μικρόκοσμο με όλη αυτή την πολύχρωμη ομορφιά. Βέβαια, την ιδέα μου αυτή δεν την έχω πει σε κανέ­ ναν. Θα έχανα άδικα τον καιρό μου αν τους την αποκά­ λυπτα, φοβάμαι μάλιστα μήπως ή έλλειψη ενθουσια­ σμού από μέρους τους μετατραπεί σε σκεπτικισμό και κάποια στιγμή σε πλήρη άρνηση. Βρίσκω πως στις ημέ­ ρες μας οι ντόπιοι δείχνουν υπέρμετρη ευαισθησία για ό,τι έχει σχέση με την εθνική τους περηφάνια. Έκανα το λάθος να αποκαλύψω στον Αλβαρο τη μορφή του σχε­ δίου μου για τον κήπο κι έδειξε αμέσως δυσαρεστημέ­ νος. Το ίδιο πρωί μάλιστα, αφού πρώτα συμβουλεύτηκε την αξιοθρήνητη συλλογή βιβλίων του ιδρύματος που αρέσκονται να την αποκαλούν «Βιβλιοθήκη», ήρθε και με βρήκε τρέχοντας. «Η ιδέα σου δεν μπορείνα εφαρμο­ στεί. Είναι αντιεπιστημονική», μου ανήγγειλε. «Οι βικτοριανοί πέτυχαν πολύ πιο απίθανα πράγμα­ τα», αποκρίθηκα. «Αυτά τα φυτά που μου ανέφερες είναι αδύνατον να επιζήσουν εδώ. Ίσως θα πρέπει να συμβουλευτείς τα ανάλογα βιβλία». «Δεν το 'χω σκοπό. Οι κήποι του Σίσινγκουρστ δε δημιουργήθηκαν με βάση το Εβδομαδιαίο Κηπουρικό Ρίντερς Ντάιτζεστ», τον έκοψα, μη έχοντας όρεξη να μπλεχτώ σε συζήτηση μ' έναν απλοϊκό ανθρωπάκο. Ο Άλβαρο αναστέναξε. «Αλήθεια, δε θα χρησιμοποιή­ σεις ντόπια φυτά;» ρώτησε δειλά.

Digitized by @PriOri™

ΤΑΣ Ο

390

Δεν του αποκρίθηκα. Απλώς του χαμογέλασα σαν να του έλεγα: «Ίσως ναι ίσως όχι». «Παλαβέ», τον άκουσα να λέει καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα. Σήκωσα τους ώμους κι ένιωσα το πρόσωπο και τα μάτια μου να καίνε από οργή. Δε θα με καταλάβαινε ποτέ. Το μυαλό μου πλημμύρισε για μιαν ακόμη φορά από εικόνες της Κομπιένης, και η μυρωδιά από τα κρι­ νάκια της λαγκαδιάς εύφρανε τις αισθήσεις μου. Ήξερα πως ακόμη και ο Άλβαρο δεν ήταν πραγματικός φίλος. Όπως κι ο Πρίτσαρντ πριν από χρόνια, έτσι κι αυτός δε θα βρισκόταν ποτέ στο πλευρό μου. Δε μου ήταν γρα­ φτό να έχω φίλους. Αλήθεια, τι είχε απογίνει ο Πρί­ τσαρντ; Φοίτησε στο Κέμπριτζ και στη συνέχεια πήγε να εργαστεί στην Εταιρία Σελ στο Σουδάν όπου παν­ τρεύτηκε, όπως είχα ακούσει, μια καλή κοπέλα. Μετά τις διακοπές μας στη Γαλλία δε μου είχε ξαναμιλήσει. Ναι. Ήταν γραφτό μου να μην έχω ποτέ φίλους. *

Όταν σ' έναν από τους περιπάτους μας ο Τζόνι μου εμπιστεύτηκε το μεγάλο μυστικό του, δεν ταράχτηκα καθόλου. «Κομμουνιστής;» είχα φωνάξει παριστάνο­ ντας τον τρομοκρατημένο. Στην πραγματικότητα, περί­ μενα κάτι πιο συγκλονιστικό. «Σιγά, να χαρείς», μου είπε κοιτώντας πίσω του για αόρατους εχθρούς. Εντούτοις άρχισε να μου αναφέρε­ ται ο ίδιος μεγαλόφωνα στη συνολική του δράση, Μου μίλησε για τις συγκεντρώσεις που οργάνωνε βαθιά μες στη ζούγκλα, για τα φυλλάδια που συνέτασσε και κυκλοφορούσε στις αγροτικές κοινότητες, για τα χρή­ ματα που συγκέντρωνε για το κόμμα. Μου μίλησε ακόμη για τον αυτοαποκαλούμενο στρατό. Ακούγοντάς

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

391

τον σκέφτηκα πως δεν επρόκειτο παρά για κάποια συμμορία κακοποιών που πλανιόνταν στην κοιλάδα εξοπλισμένοι με τενεκεδένια όπλα, φορώντας πάνινα παπούτσια με ξεφτισμένες ραφές. «Υποθέτω πως ο πεθερός σου δεν ξέρει το παραμι­ κρό για όλ' αυτά», είπα. Κούνησε αόριστα το κεφάλι του. «Και η Σνόου;» Με το πλατύστομο μαχαίρι του θέρισε τα φυλλώμα­ τα που συναντούσαμε στο μονοπάτι μας, μα δε μου αποκρίθηκε. «Κατάλαβα», είπα. Ανηφορίζαμε την πλαγιά ενός μικρού λόφου. Τα δέντρα τα διαδέχτηκε μια έκταση με αγκαθερή βλάστη­ ση και πίστευα πως είχαμε φτάσει στην κορφή. Αποδείχτηκε πως επρόκειτο για παρανόηση. Σταθή­ καμε για να ξαναβρούμε τον κανονικό ρυθμό της ανά­ σας μας κι ο Τζόνι εξακολουθούσε να παραμένει σιωπη­ λός και προβληματισμένος «Αν μάθει κάποιος για μένα, θα σκοτωθώ», μου είπε κάποια στιγμή. Από τον τόνο της φωνής του κατάλα­ βα πως δεν υπερέβαλλε. «Θα χάσω τα πάντα. Την επι­ χείρησή μου, τη γυναίκα μου...» Η φωνή του έσβησε. «Αξίζει τον κόπο;» τον ρώτησα. Με κοίταξε και χαμογέλασε θλιμμένα. «Σε λίγο οι Ιάπωνες θα εισβάλουν στη Μαλαισία. Κοίτα τι γίνεται στην Κίνα. Κανείς από τους συμπατριώτες μου δεν το πιστεύει. Μα είναι σίγουρο πως θα συμβεί· και σ' αυτή την περίπτωση, έτσι κι αλλιώς θα χάσω τα πάντα. Νομίζω λοιπόν πως αξίζει τον κόπο. Τι λες;» «Καλά, δεν είναι δύσκολο να ζεις κάτω από τέτοιες συνθήκες;» επέμεινα. Η σκέψη πως εκείνο το κακόμοιρο αθώο παλικαρόπουλο θα βρισκόταν μπλεγμένο σ' έναν

Digitized by @PriOri™

392

ΤΑΣ Ο

κτηνώδη πόλεμο άρχισε να γεννά μέσα μου μια αίσθηση πανικού. «Θέλω να πω, δεν είναι βασανιστικό να ζεις με τον διαρκή φόβο ότι θα σε προδώσουν;» Χαμογέλασε. Ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης. «Αυτός είναι ένας κίνδυνος που έτσι κι αλλιώς τον αντι­ μετωπίζω κάθε ώρα και στιγμή. Πάντως δε φοβάμαι· αν είναι μοιραίο να συμβεί κάτι τέτοιο, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Θα προτιμούσα να με προδώσουν παρά να προδώσω. Εσύ τι θα 'κανες στη θέση μου;» «Και η Σνόου; Θα πρέπει να είναι σωστό μαρτύριο να μην μπορείς να της αποκαλύψεις την αλήθεια». «Όχι», είπε και η φωνή του σκλήρυνε. «Δε θέλω να ξέρει για μένα». «Γιατί;» Σήκωσε τους ώμους. «Έτσι. Δε θέλω να ξέρει». «Μα δεν κάνεις κάτι κακό ώστε να ντρέπεσαι. Αλλω­ στε ίσως νιώσει μεγαλύτερο θαυμασμό για σένα». Γέλασε - ένα γέλιο σκληρό και συνάμα ήρεμο. «Προ­ τιμώ να το κρατήσω μυστικό. Εξάλλου υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα απ' το να μην μπορείς ν' αποκα­ λύψεις την αλήθεια στη γυναίκα σου». «Υπάρχουν; Τι νομίζεις πως θα συμβεί έτσι και εισβά­ λουν, όπως είπες, οι Ιάπωνες; Έχω την εντύπωση πως δε συμπαθούν και πολύ τους κομμουνιστές. Ή κάνω λάθος; Θα χάσεις πολλά». «Όχι περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον». «Έλα τώρα! Άρχισες να λες βλακείες. Και η Σνόου;» «Δηλαδή είμαι ηλίθιος, ε;» φώναξε. Έδειχνε γεμάτος αυτοπεποίθηση, παρ' όλους τους κινδύνους που θ' αντι­ μετώπιζε σε περίπτωση εισβολής. «Κι εσύ; Τι θα κάνεις εσύ αν εισβάλει ο Κόκκινος Στρατός;» «Α, εγώ θα έχω φύγει πολύ πιο πριν. Θα βρίσκομαι ήδη στον μακρύ δρόμο για τις χαρούμενες όχθες του

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

393

αγαπημένου Λόμοντ. Θα έχω επιβιβαστεί σ' ένα πλοίο που θα έχει σταλεί για να παραλάβει εμένα κι ένα σωρό άλλους κοκκινοπρόσωπους Αγγλους - μαζί με όλο το τζιν που μπορώ να μεταφέρω!» Έμεινε για λίγο σιωπηλός κι έπειτα, με το βλέμμα καρ­ φωμένο κάπου μακριά, είπε: «Όλη μου τη ζωή σκεπτό­ μουν πως θα ήμουν πάντα μόνος. Όμως αυτό δεν ισχύει πια. Έχω τη Σνόου. Όσο καιρό βρίσκεται κοντά μου δε φοβάμαι τίποτε». Ή π ι α μια γουλιά νερό προτού ξαναρχίσω την ανά­ βαση. «Τι τυχερός που είσαι...» «Πίτερ», είπε δυνατά ο Τζόνι ακολουθώντας με, «μονάχα σ' εσένα έχω μιλήσει γι' αυτό το κομμάτι της ζωής μου». Η πυκνή και ψηλή ως τη μέση μας βλάστηση σάλευε αργά αργά στο απαλό αεράκι, και μες στο χρυ­ σό ηλιόφωτο ο Τζόνι έμοιαζε σαν να τον έλουζαν τα κύματα μιας πυρρόξανθης θάλασσας. «Δεν ήταν σωστό αυτό που είπα προηγουμένως. Τώρα πια έχω κάποιον να μιλήσω». Στο πρόσωπό του αποτυπωνόταν μια έκφραση απόλυτης αθωότητας που παρόμοια δεν είχα δει όλα τα χρόνια της παραμονής μου στη Δύση. Επρό­ κειτο για μια έκφραση που ήξερα πως θα ήταν αδύνα­ τον να την περιγράψω σε όσους δεν είχαν βρεθεί ποτέ σ' εκείνα τα τροπικά κλίματα· μαρτυρούσε ενστικτώδη εμπιστοσύνη, σου μετέδιδε μια αίσθηση οικειότητας, που εμείς στην παγερή Δύση την έχουμε χάσει εδώ και πολλά χρόνια. Διαπίστωσα πως δεν ήμουν σε θέση να ανταποκριθώ. Αρχισα να λέω κάτι αλλά σταμάτησα η φωνή μου σε σύγκριση με τη δική του ηχούσε σκληρή, ψυχρή, επιτηδευμένη. Ο ήλιος έπεφτε βαρύς πάνω μου. Ο χώρος που απλωνόταν μπροστά μου έμοιαζε θαμπός, σαν μέσα από δίχτυ αράχνης, και τρεμούλιαζε στη ζέστη του απομεσήμερου.

Digitized by @PriOri™

394

ΤΑΣ Ο

Έχω αναλύσει πολλές φορές αυτή την παράξενη στιγμή, ξεμπλέκοντας προσεκτικά το μπερδεμένο κου­ βάρι των αισθημάτων -ιδίως της συγκίνησης- που με κατέκλυσαν καθώς παρατηρούσα τον Τζόνι, τον κακό­ μοιρο, τον υπέροχο Τζόνι, ο οποίος στεκόταν όρθιος στην πλαγιά εκείνου του λόφου. Μόλις ανοίγει η κουρτί­ να εκείνης της ανάμνησης, συνειδητοποιώ πως η απά­ ντηση είναι πολύ απλή. Για ελάχιστες στιγμές πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί το πρόσωπο ενός φίλου, του πρώτου και μοναδικού φίλου που είχα ποτέ, του πρώτου και μοναδικού που αγάπησα. Είναι αλήθεια πως εκείνον ο οποίος σου εμπιστεύεται τη ζωή του τον αγαπάς πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Το να συνδέει κανείς την αγάπη με τη φιλία και τη θυσία, μου φαινόταν πάντα διεστραμμένο, και γελού­ σα ειρωνικά όταν μας μιλούσαν στο σχολείο γι' αυτό το θέμα. Σκεφτόμουν πως αυτό δε θα ίσχυε ποτέ για μένα. Ωστόσο συνέβη για μια φευγαλέα έστω στιγμή. Εκείνη την ώρα, καθώς παρατηρούσα τον Τζόνι, ένιωθα πράγ­ ματι πως θα μπορούσα να δώσω τη ζωή μου γι' αυτόν. Τώρα που βλέπω τα πράγματα κάτω από το ψυχρό φως της λογικής που μου υπαγορεύει η ηλικία μου, ξέρω πως απλώς ξεγελούσα τον εαυτό μου. Δεν υπήρ­ ξα ποτέ τόσο έντιμος, ποτέ έτοιμος για κάτι τέτοιο.

Υπάρχει ένας πίνακας που λέγεται «Φραντσέσκα ντα Ρίμινι» και απεικονίζει τις τελευταίες στιγμές της πασί­ γνωστης ηρωίδας την ώρα που πεθαίνει στην αγκαλιά του πολυαγαπημένου της Πάολο. Ο πίνακας αυτός, όπως και τόσοι άλλοι γαλλικοί του 19ου αιώνα, είναι αισθησιακός και συγκινησιακός - η τραγική ιστορία των εραστών υποβαθμίζεται κατά κάποιον τρόπο εξαιτίας

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

395

των κυματισμών της λαμπρά φωτισμένης σάρκας μέσα σ' ένα σκοτεινό περιβάλλον. Όμως δεν υπάρχει λάθος: η ιστορία της Φραντσέσκας είναι πράγματι θλιβερή. Την ανάγκασαν να παντρευτεί τον απωθητικό Τζιοβάνι Μαλατέστα κι εκείνη ερωτεύτηκε τον πανέμορφο νεότερο αδελφό του Πάολο. Κάποια ημέρα ο Τζιοβάνι έπιασε τους δυο εραστές την ώρα που αυτοί διάβαζαν κρυφά το βιβλίο Ο ιππότης Λάνσελοτ και η βασίλισσα Γκουίνεβιρ και τους εκδικήθηκε με φρικτό τρόπο, μαχαιρώνο­ ντάς τους. Στον πίνακα διακρίνονται καθαρά τα τραύ­ ματά τους - βαθιές σκοτεινές κοψιές στο κατά τα άλλα αψεγάδιαστο, αλαβάστρινο δέρμα τους. Είναι και οι δυο ολόγυμνοι, τυλιγμένοι σε άσπρο σεντόνι. Εκείνη είναι κρεμασμένη αδύναμα πάνω σ' εκείνον με το μάγουλό της ακουμπισμένο τρυφερά στο λείο, δυνατό στήθος του. Μεταθανάτια καταδικάστηκαν να περιπλανώνται στη θυελλώδη σκοτεινιά του Δεύτερου Κύκλου της Κό­ λασης μαζί με τις ψυχές των άλλων λάγνων. Πόσο θλι­ βερό και άδικο, αλήθεια, να είναι η αιώνια καταδίκη το τίμημα της αγάπης... Ακριβώς αυτή την ιστορία βρέθηκα να αναλύω σ' ένα ακροατήριο στο σπίτι του Τζόνι, την πρώτη φορά που με προσκάλεσαν επίσημα εκεί. Με την ευκαιρία της Φθινοπωρινής Γιορτής ο Τ.Κ. Σουνγκ «είχε ανοίξει το σπίτι του», πράγμα που σήμαινε πως οποιοσδήποτε κάτοικος της κοιλάδας μπορούσε να πάει εκεί απρό­ σκλητος - αν και όλοι οι επισκέπτες ήταν υπερβολικά καλοαναθρεμμένοι και γλυκομίλητοι για να θεωρηθούν πραγματικοί πληβείοι της κοιλάδας. Ό,τι έλεγα το απο­ δέχονταν όλοι με τον γνωστό ανατολίτικο -χαμογελα­ στό κι ανεξιχνίαστο- τρόπο, και οι ιστορίες μου γίνο­ νταν όλο και πιο θλιβερές καθώς έψαχνα αγωνιωδώς να βρω κάποιους με τους οποίους θα μπορούσα ν' ανοίξω

Digitized by @PriOri™

396

ΤΑΣ Ο

συζήτηση. Επιπλέον, η δυσφορία μου γινόταν εντονότε­ ρη εξαιτίας της παρουσίας τριών άλλων Αγγλων. Ο ένας από αυτούς, με αδύνατο πιγούνι και ροδαλά μά­ γουλα που είχαν αρχίσει να φουσκώνουν, θύμιζε δημοδιδάσκαλο. Στην παιδική του ηλικία θα πρέπει να ήταν παχουλός και φουσκομάγουλος, σαν αγγελούδι. Τον έλεγαν Φρέντερικ Χόνεϊ. «Τι ανόητη ιστορία...» είπε περιφρονητικά. «Δεν πι­ στεύω λέξη απ' όλα αυτά». «Το ζήτημα δεν είναι αν την πιστεύετε ή όχι», απο­ κρίθηκα. «Γιατί δεν τη βλέπετε σαν μια όμορφη, τραγική περιπέτεια ενός κακότυχου έρωτα;» «Έστω. Αλλά ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα; Κάθε ιστο­ ρία πρέπει να έχει ηθικό δίδαγμα», είπε, δείχνοντας νευ­ ριασμένος για την έλλειψη λογικής από μέρους μου. Κατάφερα -με μεγάλη δυσκολία, ομολογώ- να παρα­ μείνω ευγενής. «Δεν ξέρω. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας Ρωμαίος και Ιουλιέτα;» «Μα αυτή είναι του Σαίξπηρ!» είπε γουρλώνοντας τα μάτια· κι αναστενάζοντας βαθιά άφησε τους ώμους του να πέσουν σε μια κίνηση που υποδήλωνε την περι­ φρόνησή του. Προφανώς μιμούνταν κάποιο δάσκαλό του από τα σχολικά του χρόνια, που θα ήταν υπερβολι­ κά ανεκτικός. «Εγώ πάντως θεωρώ πως με το να επι­ στρατεύετε τον έρωτα και την τραγωδία κι όλες αυτές τις ρομαντικές ανοησίες, προσπαθείτε να προκαλέσε­ τε σύγχυση ως προς το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας. Το θέμα είναι αλλού. Εκείνη ήταν παντρεμένη κι εκείνος αδελφός του άντρα της, άρα ήξεραν κι οι δυο τους πως έκαναν κάτι που δεν έπρεπε. Κι έλαβαν αυτό που τους άξιζε». «Εντάξει», είπα. «Πολύ ωραία». «Συμφωνώ με τον Φρέντερικ», πετάχτηκε κάποια

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

397

από την ομήγυρη, μιλώντας με ύφος κατηγορηματικό και με ελαφρώς σκοτσέζικη προφορά. Ήταν μια νεαρή παχουλή γυναίκα που την έλεγαν Ούμα Μάντοκ. Είχε ήδη δηλώσει πως έβρισκε τις τροπικές χώρες αφόρητα ζεστές και τα λουκάνικα πολύ παράξενα, «εντελώς αλλιώτικα από εκείνα που έχουμε στην πατρίδα». «Δεν είναι τόσο απλό, αγάπη μου», της είπε ο άντρας της. Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος με φουντωτό μου­ στάκι που φαινόταν σαν να του πνίγει τις λέξεις... «Όσα ξέρουμε για τη Φραντσέσκα προέρχονται από τον Δάντη· και είναι ολοφάνερο πως η Φραντσέσκα τον είχε γοητεύσει. Η ιστορία της τον είχε κατακτήσει. Έτσι, αγνοούμε την πραγματική αλήθεια γι' αυτή τη γυναίκα». «Μα δε σας συγκίνησαν τα λόγια της;» απόρησα. «Όταν διάβασα την ιστορία της ένιωσα κι εγώ όπως ακριβώς ο Δάντης». Ο Χόνεϊ γρύλισε περιφρονητικά. «Ναι. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για μια θλιβερή ιστορία», είπε ο Τζέραλντ Μάντοκ. «Όμως ποιος μας βεβαιώνει πως είναι αξιόπιστη; Μπορεί τα γεγονότα να έχουν διαστραφεί με προφανή σκοπό να νιώσουμε συμπάθεια για τους δύο ερωτευμένους». «Οφείλω να ομολογήσω πως εμένα τουλάχιστον μια τέτοια άποψη μου φαίνεται εντελώς κυνική», αποκρί­ θηκα με αγανάκτηση. «θυμηθείτε όμως τι λέει στον Δάντη ο τερατόμορ­ φος Μίνως: "Μη σε ξεγελά το φάρδος της εισόδου! Να είσαι προσεκτικός τώρα που θα μπεις και να μην εμπι­ στεύεσαι κανέναν". Ποιος από τους δύο παρέσυρε τον άλλον; Ο Πάολο τη Φραντσέσκα ή εκείνη τον Πάολο; Το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Αυτό προσπαθώ να πω». Έγνεψε σ' ένα γέρο Κινέζο υπηρέτη που μετέφερε ένα δίσκο με ποτά. «Παιδί!» φώναξε. Δεν πήρε απάντηση.

Digitized by @PriOri™

398

ΤΑΣ Ο

«Εξακολουθείτε να μην έχετε συλλάβει το θέμα στη σωστή του διάσταση», μίλησε ο Χόνεϊ. Έκανε μεταβολή φωνάζοντας δυνατά «Boy!» πράγμα που του εξασφάλι­ σε την προσοχή αρκετών υπηρετών. «Ακόμη ένας στενγκά;» είπε υπεροπτικά. Από το ύφος του κατάλαβα πως επρόκειτο για μειωτικό χαρακτηρισμό. Αυτός κι ο Μάντοκ άρχισαν να συζητούν σε μια γλώσσα -μια ψευτοδιάλεκτο- που την καταλάβαινα με πολλή δυσκολία. Το μισό λεξιλόγιό τους αποτελούνταν από αρκτικόλεξα και το άλλο μισό από μαλαισιακά, με πολύ κακή προ­ σφορά. Έκανα πως δεν άκουγα. «Θα πρέπει να έρθετε για παχίτ», είπε η Ούνα Μά­ ντοκ κάποια στιγμή. «Ο υπηρέτης μας φτιάχνει καλού­ τσικο τζιν παχίτ». «Πρόκειται για κοκτέιλ», μου εξήγησε ο Μάντοκ μόλις αντιλήφθηκε το βλοσυρό μου ύφος. «Παχίτ στην πραγ­ ματικότητα σημαίνει πικρό· αλλά έτσι ονομάζουν οι Ευρωπαίοι τα κοκτέιλ στην Ομοσπονδία Μαλαϊκών Κρατών». «Ο Φρέντερικ ισχυρίζεται πως είστε ηθοποιός», μου είπε η Ούνα κοιτώντας με διερευνητικά. «Είναι πολύ ωραίο να έχουμε κι έναν ηθοποιό ανάμεσά μας». Αρχισα να ζεσταίνομαι και να νιώθω πολύ άβολα. Το κολάρο μου μ' έκοβε στο λαιμό και μ' έσφιγγε. «Φοβάμαι πως ο κύριος Χόνεϊ δεν είναι καλά πληροφορημένος. Όπως και να 'χει, όμως, ευχαριστώ», είπα. Διέσχισα το δωμάτιο με την κάπα μου να κυματίζει μεγαλοπρεπώς και βγήκα στη βεράντα. Βρήκα στην τσέπη μου ένα τσι­ γάρο και το άναψα αδέξια - με την τρίτη φορά. Τη νικο­ τίνη την απεχθανόμουν από τότε, σκέφτηκα όμως πως καναδυό τσιγάρα που θα τα κάπνιζα με μια εβένινη πίπα θα ταίριαζαν ωραιότατα στην όλη μου εμφάνιση. Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Μαθαίνοντας πως είμαι

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

399

καλεσμένος στο περίφημο σπίτι των Σουνγκ, αποφάσι­ σα πως έπρεπε να εξιλεωθώ για την άθλια εμφάνισή μου στην πρώτη μου επίσκεψη εκείνο το άτυχο από­ γευμα όταν, μετά το δάγκωμα του φιδιού, είχα μπει στο σαλόνι τους κουτσαίνοντας και παρουσιάζοντας αξιολύπητο -και κτηνώδες- θέαμα. Ήμουν μια μπρούτα φιγκούρα. Θέλοντας λοιπόν να επανορθώσω για το τραύλισμά μου και την αδυναμία μου να συζητήσω κανονικά, αποφάσισα να ντυθώ όσο πιο κομψά γινό­ ταν. Όταν μάλιστα ο Τζόνι μου είπε πως η γιορτή εκεί­ νη ήταν σχεδόν τόσο σημαντική όσο και η Κινεζική Πρωτοχρονιά κι ότι ο ίδιος θα φορούσε τα «καλά» του, σκέφτηκα αμέσως πως θα έπρεπε να ντυθώ κάπως πιο επιδεικτικά, πιο εξτραβαγκάν απ' όσο ντυνόμουν συνήθως. Άλλωστε δε θα παρευρισκόμουν σε μιαν απλή αγροτική γιορτή των τροπικών χωρών αλλά σε κάτι μάλλον πιο μεγαλοπρεπές. Στη γιορτή θα ήταν παρό­ ντες τόσο ο Τζόνι όσο και η Σνόου. Από τα λεγόμενα του Τζόνι κατάλαβα επίσης πως επρόκειτο για μια καθαρά κινεζική γιορτή και πως σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα ήμουν ο μόνος πολίτης ευρωπαϊκής χώρας που θα παρευρισκόταν. Έχοντας όλ' αυτά υπόψη προχώρησα στη μεταμφίεσή μου για εκείνη τη βραδιά: μια ροδόχρωμη, στο χρώμα του σολομού κάπα που θα τη φορούσα πάνω από το σμόκιν και μια πίπα που είχα βρει σ' ένα κατάστημα γενικού εμπορίου στο Καμπάρ. Η «κάπα» μου δεν ήταν ακριβώς κάπα αλλά ένα κομμάτι σατέν ύφασμα που ο Τζόνι μου είχε δώσει γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Σκέφτηκα πως ήταν ό,τι έπρεπε - ποιος άλλω­ στε θα ήταν σε θέση να σχολιάσει κάποιες ενδυμα­ τολογικές λεπτομέρειες σε μια κινεζική γιορτή; Φαντά­ ζεστε λοιπόν τη δυσφορία μου όταν ανακάλυψα πως στη γιορτή παρευρίσκονταν όχι ένας αλλά τρεις Αγγλοι!

Digitized by @PriOri™

400

ΤΑΣ Ο

Στάθηκα στη βεράντα καπνίζοντας το απεχθές τσι­ γάρο. Το βουητό από τις φωνές των αντρών γέμιζε τον αέρα, τονισμένο από το κοφτό στακάτο κουδούνισμα των ποτηριών και των πιάτων. Κάποιος έπαιζε στο πιάνο -κάπως βαριά, είν' αλήθεια- ένα πρόσχαρο Νυχτερινό του Σοπέν. Τη γλυκιά μελωδία την ανταγωνι­ ζόταν ένα τραγούδι που ακουγόταν από το γραμμόφω­ νο, με πολύ άσχημο αποτέλεσμα. Αναγνώρισα τη σκλη­ ρή φωνή και τη φοβερή γαλλική προφορά της Ζοζεφίνας Μπέικερ, που έλεγε με διαπεραστική φωνή το Si j etais blanche. Γύρω από το σπίτι κρέμονταν χάρτινα φαναράκια σε σχήματα φανταστικών ζώων και φωτί­ ζονταν από κεριά μπηγμένα στο κούφιο κοίλωμά τους. Υπήρχαν διάφορες μορφές δρακόντων - άλλοι κυνηγού­ σαν χάρτινα μαργαριτάρια κι άλλοι με κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια καθώς περνούσα από μπροστά τους, ενώ το σαν φυσαρμόνικα κορμί τους αργοσάλευε στην απαλή νυχτερινή αύρα. Υπήρχαν επίσης κουνέλια και σκύλοι και πεταλούδες, όλα βαμμένα με ζωηρά χρώ­ ματα κι όλα παράξενα και παραμορφωμένα. Έξω, πέρα από τον κύκλο του απαλού φωτός, στεκόταν μια παρέα αντρών που συζητούσαν στη σκιά. Έχοντας ξε­ φύγει από τις γυναίκες τους μουρμούριζαν συνωμοτικά για κάποια πράγματα που δεν μπορούσα να τ' ακούσω ευκρινώς. Έτσι, περιοριζόμουν να παρακολουθώ την καύτρα των τσιγάρων τους· όλες μαζί έμοιαζαν με σμή­ νος πυγολαμπίδων. Την ώρα που έλυνα τη γραβάτα μου με πλησίασε ο Τζόνι. «Μαύρη γραβάτα», του είπα κρατώντας τη σαν νε­ κρό ζώο κι απλώνοντάς την προς το μέρος του. «Μπορείς να την πάρεις». «Γιατί τη βγάζεις;» με ρώτησε. « Όλοι έχουν εντυπω­ σιαστεί από το ντύσιμό σου. Το θαυμάζουν».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

401

«Όχι, Τζόνι. Μόνο εσύ το θαυμάζεις. Κανείς άλλος δε νοιάζεται, κανείς δεν το έχει καν προσέξει. Ακόμη και η Σνόου». Ήταν αλήθεια. Ολόκληρη τη βραδιά ούτε ένας από τους παρευρισκόμενους δε μου είχε κάνει την παραμικρή φιλοφρόνηση, ούτε ένας δεν είχε σχολιάσει την τόσο σχολαστικά επιλεγμένη εμφάνισή μου. Αδικα έχασα τον καιρό μου. Ίσως οι κάπες από σατέν και το σμόκιν να ήταν πράγματα συνηθισμένα στην κινεζική κουλτούρα. Σημείωσα πάντως στο μυαλό μου πως από δω κι εμπρός, σε θέματα καλού γούστου δε θα έπρεπε να βασίζομαι στους ευυπόληπτους πολίτες της κοιλάδας. «Μα είσαι η... η... επιτομή... Σωστά το λέω;» «Πολύ σωστά». «Είσαι λοιπόν η επιτομή του πραγματικού Αγγλου». «Όχι, Τζόνι. Ο Χόνεϊ είναι ο τύπος του Αγγλου που εσύ εννοείς». Με κοίταζε μπερδεμένος. Κούνησε το κεφάλι του και συνοφρυώθηκε. «Ο Φρέντερικ Χόνεϊ είναι ένα μηδενικό. Ένα τίποτε», είπε. Ξαναγυρίσαμε στο σπίτι βαδίζοντας στη φαρδιά βεράντα που το περιέβαλλε. Μόλις μπήκα μέσα, προ­ χώρησα προς το πιάνο όπου μια λεπτή νεαρή γυναίκα εκτελούσε το Rondo alla Turca χτυπώντας τραχιά, με θυμό τα πλήκτρα. «Να δοκιμάσουμε κάτι για τέσσερα χέρια;» είπα ενώ καθόμουν στην άκρη του σκαμπό. Μου έστειλε ένα κοκέτικο βλέμμα και μου έκανε χώρο σπρώχνοντας αφηρημένα τις δίπλες της κάπας μου λες κι επρόκειτο για κάποιο έντομο που είχε προσγειωθεί κοντά της. Διαλέξαμε μια σελίδα από τη φημισμένη Φαντασία του Σούμπερτ και καταφέραμε να παίξουμε με δυσκολία τις πρώτες νότες. «Παίζετε πολύ γρήγορα· δεν μπορώ να

Digitized by @PriOri™

402

ΤΑΣ Ο

σας παρακολουθήσω», παραπονέθηκε, παρότι εγώ εί­ χα φροντίσει να επιβραδύνω το παίξιμό μου. «Συγγνώμη», είπα, φοβούμενος πως είχα κάνει μιαν ακόμη λάθος κίνηση -ένα φο πα- προσβάλλοντας μία από τις καλεσμένες. Γύρω μας μαζεύτηκε ένα μικρό πλήθος όλο περιέργεια, με τεντωμένο αυτί· πρόσεξα πως ανάμεσα τους ήταν οι οικοδεσπότες. «Όχι. Ήταν πολύ εντυπωσιακό», μίλησε ο Τ.Κ. Σουνγκ. «Δε θα μας παίξετε κάτι άλλο, Πίτερ; Μόνος σας αυτή τη φορά». Ένιωσα τρομοκρατημένος, σαν παιδί που δίνει εξετάσεις. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι κι ακούμπησα τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα. Στη γυαλιστερή όρθια μεριά του πιάνου είδα το άσπρο σακάκι του Χόνεϊ, ο οποίος ήρθε να προστεθεί στο ολι­ γάριθμο ακροατήριο. Αρχισα να παίζω κάτι του Μπαχ - μια παρτίτα που πάντα μ' άρεσε. Όμως πολύ σύντο­ μα συνειδητοποίησα πως είχα ξεχάσει το φινάλε του κομματιού. Προσπαθώντας ν' αγνοήσω τον πανικό που με είχε καταλάβει, έκλεισα τα μάτια κι άφησα το ένστι­ κτο να καθοδηγήσει τα δάχτυλά μου. Βάλθηκα να παίζω ξανά και ξανά κάποιες συγχορδίες, αλλά δεν ήταν δυνα­ τόν να συνεχίσω την προσποίηση. Τελείωσα το κομμάτι μ' ένα πιανίσιμο, ελπίζοντας πως δε θα το παρατηρού­ σε κανείς, αν και στ' αυτιά μου ήχησε τρομερά βάρβαρο. «Ενδιαφέρουσα ερμηνεία», παρατήρησε ο κύριος Σουνγκ. «Μ' αρέσει ο Μπαχ. Συνεχίστε να παίζετε». Χαμογέλασα, κι έπαιξα μια μικρή σονάτα του Σκαρλάτι, λιγότερο ευφυές έργο από του Μπαχ, που όμως ήμουν σίγουρος πως την ήξερα. Στη συνέχεια έπαιξα ένα χαρούμενο κομμάτι του Λιστ, που συνοδεύτηκε από αραιά χειροκροτήματα. Γυρίζοντας πίσω, αντίκρι­ σα τον κύριο Σουνγκ καθισμένο στην άκρη της ογκώ­ δους πολυθρόνας του από ξύλο ροδόδεντρου. Χειρο-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

403

κροτούσε χαμογελώντας. Κοίταξα προς τη μεριά του Χόνεϊ· το πρόσωπό του εξέφραζε πλήρη αδιαφορία. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Μου χαμογέλασε, και τα λεπτά χείλη του φάνηκαν να συστρέφονται σ' ένα σαρκαστικό μορφασμό. Όλη αυτή την ώρα ο Τζόνι ήταν γερμένος στην όρθια πλευρά του πιάνου παρακο­ λουθώντας τα δάχτυλά μου που έτρεχαν πάνω στα πλήκτρα. Κάθε τόσο έριχνε ματιές προς τους ανθρώ­ πους που στέκονταν πίσω μου, χαμογελούσε δειλά -στη Σνόου άραγε;- και στη συνέχεια κάρφωνε το βλέμ­ μα του πάνω μου όλο αισιοδοξία. Έδειχνε μαγεμένος απλώς και μόνο επειδή παρευρισκόταν σ' αυτή τη συγκέντρωση, κι αυτό μ' έκανε κι εμένα με τη σειρά μου να νιώθω το ίδιο. «Να τραγουδήσω;» ρώτησα τον κύριο Σουνγκ ξέρο­ ντας εκ των προτέρων πως θα συμφωνούσε. Είχα ανα­ θαρρήσει, και τίποτε πια δε θα με σταματούσε. Άρχισα με το Dichterliebe, το οποίο θεώρησα πως απέδωσα καταπληκτικά, αν λάβει κανείς υπόψη του πως συνό­ δευα εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου. Πέρασα στη συνέχεια σε κάποια λαϊκά τραγουδάκια -αγγλικά και γαλλικάεύθυμα και με πλούσια μελωδία. «Ευχαριστώ», μου είπε ο Τ.Κ. Σουνγκ χαμογελώντας καθώς σηκωνόταν από την πολυθρόνα του. «Τι σου είναι οι νέοι σήμερα», είπε γελώντας καθώς απομακρυνόταν. Αποζημίωσα τους εναπομείναντες ακροατές μου με κάποια πρόσφατα τραγούδια του Κόουλ Πόρτερ και του Άιβορ Νοβέλο και ξαφνιάστηκα ευχάριστα όταν διαπίστωσα πως ορισμέ­ νοι ήξεραν τα λόγια και τα τραγούδησαν μαζί μου. Στο μεταξύ το ουίσκι με είχε χτυπήσει για τα καλά στο κε­ φάλι. Γι' αυτό είμαι βέβαιος. Έλεγα ένα παλιό αγγλικό τραγουδάκι όταν συνειδη­ τοποίησα πως μ' άκουγαν δύο μόνο άνθρωποι - ο Τζόνι

Digitized by @PriOri™

404

ΤΑΣ Ο

και η Σνόου. Την αναζητούσα ολόκληρη νύχτα για να την ευχαριστήσω για την καλοσύνη της την ημέρα που με είχε δαγκώσει το φίδι αλλά και γιατί δεν καλοθυμόμουν τα χαρακτηριστικά της. Ήθελα να βεβαιωθώ πως στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο όμορφη όσο τη θυμό­ μουν, ότι το δηλητήριο που κυλούσε στις φλέβες μου είχε επηρεάσει την όρασή μου. Όμως σε όλη τη διάρκεια της γιορτής βρισκόταν κυκλωμένη από άλλους καλεσμέ­ νους, πολλοί από τους οποίους ήταν μάλλον θαυμαστές της. Δεν είχα καταφέρει να πλησιάσω αρκετά κοντά ώστε να δω καλά το πρόσωπό της, και να που τώρα βρισκόταν ακριβώς μπροστά μου παρακολουθώντας με επίμονα καθώς έπαιζα πιάνο. Ξάφνου ένιωσα πόσο ανόητα «αγγλική» κι αταίριαστα βαριά ακουγόταν η φωνή μου ανάμεσα σ' εκείνους τους απαλούς ανατολί­ τικους τόνους. «Αυτό ήταν πολύ χαριτωμένο», μου είπε. «Ο πατέ­ ρας επικροτεί... ή μάλλον θαυμάζει τις μουσικές σας ικανότητες. Το ίδιο κι όλοι εμείς». Μιλούσε ανοιχτά και ειλικρινά σε αντίθεση με τον γοητευτικό, έμμεσο τρόπο που χρησιμοποιούσαν οι άλλες νεαρές γυναίκες σ' εκεί­ νη τη γιορτή. Ήταν αδύνατον να προσδιορίσει κανείς την ακριβή ηλικία της. Το πρόσωπο ήταν καθαρά εφη­ βικό, αλλά υπήρχε κάτι στα χαρακτηριστικά της που την έκανε να φαίνεται πιο σκληρή από έφηβη - μια έκφραση ανδρική. Επίσης ο τρόπος που φερόταν της έδινε έναν αέρα ωριμότητας. Έσκυψα το κεφάλι για να μη φανεί το έντονο κόκκινο που έβαφε τις παρειές μου. «Ευχαριστώ», απάντησα. «Παίζετε κι εσείς πιάνο; Η οικογένειά σας φαίνεται να έχει ιδιαίτερη έφεση στη μουσική». Γέλασε. «Αν λάβει κανείς υπόψη πως είμαστε Κινέ­ ζοι... Έτσι δεν είναι;»

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

405

«Όχι», διαμαρτυρήθηκα. «Δεν εννοούσα κάτι τέ­ τοιο». Αισθάνθηκα μονομιάς να είναι ανεξίτηλα αποτυ­ πωμένη πάνω μου η ίδια κηλίδα που στιγμάτιζε τον Φρέντερικ Χόνεϊ. Καθώς σηκώθηκα από το σκαμπό, κατακλυσμένος από το κύμα αγωνίας που αντάριαζε όλο και περισσότερο μέσα μου, η άκρη της κάπας μου πιάστηκε στα πόδια του σκαμπό και πάσχισα να ελευ­ θερωθώ. «Ήθελα απλώς να πω ότι δείχνετε ασυνήθι­ στη αδυναμία στην καλή μουσική, πράγμα σπάνιο». Χαμογέλασε αλλά δε φάνηκε να έχει πειστεί. «Ασφα­ λώς», είπε και κάθισε στο σκαμπό. «Είμαστε πράγματι μια ασυνήθιστη οικογένεια. Σ' αυτό έχετε δίκιο. Γενικά οι άνθρωποι εδώ, στην κοιλάδα, δεν έχουν τη δυνατότη­ τα ν' απολαύσουν την πολυτέλεια της μουσικής». Όταν ακούμπησε τα δάχτυλά της στα πλήκτρα του πιάνου είδα πως ήταν λεπτά κι ελαφρώς άκαμπτα, αλλά το σχήμα τους τέλειο. Έπαιξε αργά μιαν αγροτική, σχεδόν τραχιά μελωδία, που ήχησε στ' αυτιά μου ολότελα ξένη· ήταν όμως το πιο όμορφο πράγμα που είχα ακούσει ποτέ. «Είναι ένα μαλαϊκό λαϊκό τραγούδι. Ένα ερωτικό τρα­ γούδι. Φοβάμαι όμως πως δεν είναι τόσο καλά μετα­ γραμμένο». Χαμογελούσε αχνά, και το ύφος της δεν ήταν διόλου απολογητικό. «Είναι πανέμορφο», είπα. Η Σνόου σηκώθηκε από το σκαμπό και προχώρησε προς την κουζίνα. Το σαμφού της -μια φαρδιά μεσάτη πουκαμίσα πάνω από εξίσου φαρδύ πανταλόνι- έκρυβε επιμελώς το περίγραμμα του κορμιού της. Την ακολούθησα, μα έπεσα πάνω στον Χόνεϊ. Στα χέρια του κρατούσε δυο ποτήρια και μου προσέφερε το ένα. «Πώς σας φαίνεται η γιορτή; Διασκεδάζετε;» ρώτησε.

Digitized by @PriOri™

406

ΤΑΣ Ο

«Απεχθάνομαι το αλκοόλ», απάντησα καρφώνοντας το βλέμμα μου στα ποτήρια με το ουίσκι. «Ούτε εγώ ήμουν ποτέ λάτρης του σκοτσέζικου ουί­ σκι», είπε συνεχίζοντας να μου τείνει το ποτήρι με το ποτό, «μέχρι που ήρθα εδώ, στα τροπικά κλίματα. Μακριά από την πατρίδα -τόσες χιλιάδες μίλια μακριάτα γούστα μου άλλαξαν. Τώρα πια το ουίσκι το συνήθι­ σα. Πίνω ανελλιπώς ό,τι ώρα και να 'ναι. Το θεωρώ πολύ καλύτερο από το ντόπιο βρομόνερο». «Πόσο κυνικό από μέρους σας να πίνετε μόνο αλκοόλ. Συγκαταλέγεται κι αυτό στα όσα διδαχτήκατε στη Σχολή Ανατολικών Μελετών;» Μόρφασε, κι ο μορφασμός του μετατράπηκε αργά αργά σε χαμόγελο. Δεν ήταν από εκείνους που ευθυμούν εύκολα. Έγειρε ακόμη πιο κοντά μου και ζούληξε με το ποτήρι του το χέρι μου. «Εδώ όλα είναι εντελώς διαφορετικά. Ξεχάστε την πατρίδα. Δεν ισχύουν παν­ τού οι ίδιοι κανόνες. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας». Το χαμόγελό του έσβησε. Με παράτησε και πήγε ν' αφιε­ ρώσει στην Ούνα Μάντοκ μια παράφωνη σερενάτα -απόρροια μέθης- που εκείνη τη δέχτηκε με υπερβολι­ κή ευθυμία. Οι δυο τους ένωσαν τα χέρια τους κι επιδό­ θηκαν σ' ένα αδέξιο ζιγκ -αυτό το είδος λαϊκού χορούλες κι είχαν μεταφερθεί ξαφνικά στα σκοτσέζικα Χάιλαντς. Έμοιαζαν με ζευγάρι Σιαμαίων που ενώ θέλουν ν' απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον καταβάλλο­ ντος αγωνιώδεις προσπάθειες, δεν τα καταφέρνουν. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι παρακολουθούσαν το θέαμα με αμηχανία παραμένοντας μόνιμα επιφυλακτικοί και συζητώντας ήσυχα όπως και πριν. Σκέφτηκα πως ο χορός δεν ανήκε στους κινεζικούς τρόπους διασκέδα­ σης. Κοίταζα ολόγυρά μου ψάχνοντας για τη Σνόου αλλά είχε γίνει άφαντη.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

407

Αργότερα ανέβηκα στο ποδήλατό μου και πήρα το δρόμο για το πανδοχείο. Ο Τζόνι με συνόδεψε. Του έδω­ σα την άθλια κάπα μου κι εκείνος τυλίχτηκε μ' αυτήν και την άφησε να σέρνεται ξοπίσω του μες στο σκοτάδι. Ήταν ακόμη υπό την επήρεια του γλεντιού και μιλούσε συνέχεια για τη γιορτή. «Ο πατέρας της Σνόου δεν μπο­ ρεί να καταλάβει πώς ένα άτομο τόσο καλλιεργημένο όσο εσύ, κάνει παρέα με κάποιον σαν εμένα». «Τζόνι, να χαρείς», άρχισα να λέω, ήξερα όμως πως ό,τι κι αν έλεγα δε θα του άλλαζα γνώμη. Ένιωθα εξα­ ντλημένος κι ήθελα να μείνω μόνος. «Κατά τη γνώμη του είμαι ένα απολίτιστο ζώο. Και μήπως έχει άδικο; Πώς γίνεται λοιπόν να με θεωρεί φίλο του ένας εκλεπτυσμένος Αγγλος; Η κόρη τους, ναι. Αυτή θα μπορούσε, επειδή έχει μόρφωση και τα λοιπά και τα λοιπά... Ο πατέρας της Σνόου πιστεύει πως δεν είμαι σε θέση να επικοινωνώ μαζί σου». «Έχει τόση σημασία τι σκέφτεται;» «Όταν με κοίταζε απόψε, είδα για πρώτη φορά στα μάτια του πως είχε εντυπωσιαστεί. Νομίζω πως χάρη σε σένα με αντιμετωπίζει πλέον διαφορετικά». «Ας σκέφτεται όπως του αρέσει. Τι σε νοιάζει;» Για λίγο έπεσε σιωπή ανάμεσά μας, ενώ συνεχίσαμε να προχωρούμε με τα ποδήλατά μας. Το κεφάλι μου άρχισε να βουίζει. Ακόμη κι εκείνη την προχωρημένη ώρα, η ζέστη δεν έλεγε να καταλαγιάσει. «Πίτερ», είπε ο Τζόνι. Δεν αντιλήφθηκα πως είχε σταματήσει το ποδήλατό του και η φωνή του, πιο ήρε­ μη τώρα, ακούστηκε πίσω μου. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» Δίστασε πριν συνεχίσει. «Αν συμβεί κάτι άσχημο με τους Ιάπωνες θα με βοηθήσεις, ε; Εμένα και τη Σνόου. Δε μ' ενδιαφέρει για τους άλλους. Μόνο για μας τους δύο νοιάζομαι».

Digitized by @PriOri™

408

ΤΑΣ Ο

«Δεν ξέρουμε ακόμη αν θα συμβεί κάτι». «Μα αν συμβεί;» Μες στο σκοτάδι ξαναείδα την εικόνα εκείνου του αθώου, όλο εμπιστοσύνη προσώπου καθώς στεκόμα­ στε πάνω στο λόφο. Ο Αγιος Ιωάννης. Φιλία. Αγάπη. Θυσία. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα τι ακριβώς σήμαιναν εκείνες οι λέξεις. «Ναι», απάντησα. «Σ' το υπόσχομαι». *

Τούτο το απόγευμα μας πήγαν βόλτα στα μαγαζιά της Μελάκα. Περίπου έξι άτομα στριμωχτήκαμε μέσα σ' ένα ξεχαρβαλωμένο φορτηγάκι. Έγινε χαμός. Μπαστούνια κροτάλιζαν και σκουριασμένες αναπηρικές πολυθρόνες αρνούνταν να κλείσουν. Καθώς πήγαινα ατάραχος να πιάσω θέση στην πρώτη σειρά καθισμάτων για ν' απο­ φύγω την οχλαγωγία που επικρατούσε στο πίσω μέ­ ρος, σκεφτόμουν ότι η διαδικασία και μόνο της επιβίβα­ σής μας στο όχημα θύμιζε κανονική στρατιωτική επιχεί­ ρηση! Είναι ν' απορεί κανείς που δε χάνονται κάποια τεχνητά μέλη στις εξορμήσεις αυτές... «Οπουδήποτε κι αν αναλάβει να οδηγήσει κανείς μια ομάδα ογδοντάχρονων ανθρώπων, αποτελεί πράξη συμπόνιας», είπε ο Αλβαρο. «Όχι, δεν είναι πράξη συμπόνιας. Είναι ανοησία», γρύλισα κοιτώντας μέσ' από τα μαύρα γυαλιά μου. Σκοπός της εξόρμησής μας ήταν ν' αγοράσουμε δώρα και μερικά αξιοθρήνητα στολίδια για τα Χριστού­ γεννα που όμως απέχουν κάπου δύο μήνες, διάστημα μάλλον αρκετό για να λησμονηθούν -ή να φαγωθούντα κουτιά με τις σοκολάτες και να χαθούν τα διάφορα μπιχλιμπίδια μες στη γενική ακαταστασία που επικρα­ τεί στο ίδρυμα. Ως συνήθως, εκείνος που είχε την ιδέα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

409

να συμμετάσχουμε κι εμείς στον εορτασμό των Χρι­ στουγέννων ήταν ο Άλβαρο. «Δεν είναι σωστό να τα οργανώνει όλα το ίδρυμα κι εμείς να μένουμε αμέτοχοι», είπε όταν μάθαμε πως εκείνη την εβδομάδα στη λει­ τουργία της Κυριακής είχε γίνει ειδικός έρανος για μας. «Δεν είμαστε μια παρέα αναπήρων!» φώναξε. «Εσύ τι λες; Δεν είμαστε;» του είχα πει γυροφέρνοντας το βλέμ­ μα μου στην αίθουσα. Βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσει. Υποψιάζομαι πως η ιδέα και μόνον ότι είναι δυνατόν να διαμορφωθεί ο εξωτερικός χώρος σε κήπο του έχει εξάψει το ενδιαφέρον και υποθέτω πως είναι πολύ φυσικό να θέλει κάτι ανάλογο και για το εσω­ τερικό. Μια αχτίδα ελπίδας... Η διαδρομή διήρκεσε μόλις ένα τέταρτο της ώρας -αν και όπως πάντα μου φάνηκε πολύ μεγαλύτερη εξαιτίας της φασαρίας που γινόταν στο πίσω μέροςκαι μας άφησαν έξω από το Στάντχουις. Αυτοί που μας επέβλεπαν -τρεις πρόθυμοι εθελοντές από την Έκτη τάξη του σχολείου της εκκλησίας- μας χαιρέτησαν κι ανέλαβαν αμέσως να φροντίσουν τους άτυχους που κάθονταν σε αναπηρικές πολυθρόνες. Ακολούθησε η συνηθισμένη οχλαγωγία - ποιος, πού, πότε, γιατί, κι όλα τα σχετικά. Φρόντισα κι έμεινα μακριά απ' όλο εκεί­ νο το ενοχλητικό μπέρδεμα, κάνοντας νοερά αναδρομή στην «κόκκινη» πλατεία. Την είδα για πρώτη φορά πριν από πενήντα χρόνια και δε μου φάνηκε ποτέ ιδιαίτερα κόκκινη. Νομίζω πως τότε το χρώμα της πρόσοψης του Στάντχουις ήταν πιο κοντά στο αρχικό -είχε μιαν απόχρωση σαν της ψημέ­ νης αργίλου, της τερακότας- και μπορούσε να το χαρα­ κτηρίσει κανείς κόκκινο με βάση την ίδια λογική που χαρακτηρίζουμε κόκκινες τις υδρίες των Ετρούσκων. Σήμερα όμως, βαμμένη εκ νέου προσεκτικά από τη

Digitized by @PriOri™

410

ΤΑΣ Ο

Δημοτική Αρχή, φαντάζει πολύ φωτεινή και πορτοκαλόχρωμη. Αν λάβουμε υπόψη μας τον εθνικισμό που ευαγγελίζεται η Δημοτική Αρχή, διατηρώ ζωηρές αμφι­ βολίες αν το χρώμα αυτό συνιστά έμμεσα ομάζ -σεβα­ σμό- στην ολλανδική κληρονομιά. Βέβαια, η Εκκλησία του Χριστού είναι κανονικά κόκκινη, αφού έχει χτιστεί με κόκκινες πέτρες. Όταν την πρωταντίκρισα με εντυ­ πωσίασε η λάμψη του χρώματός της που μαρτυρούσε τη θέρμη εκείνων των νέων τροπικών χωρών. Μόνο τώρα τελευταία ανακάλυψα πως οι κόκκινες πέτρες είναι απλώς η πρόσοψη - μια χαριτωμένη επικάλυψη των αληθινών υλικών με τα οποία είναι χτισμένη και τα οποία είναι τούβλα που έχουν εισαχθεί από την Ολ­ λανδία. Ξαφνικά μου είχε φανεί πιο ψυχρή, πιο ξένη μια απομίμηση που συνιστά απάτη. Όχι πως έχει μεγά­ λη σημασία, αφού μας αποτρέπουν να επισκεπτόμα­ στε αυτό τον ισχυρό προμαχώνα του ολλανδικού Προτεσταντισμού. Αντίθετα, η δική μας εκκλησία είναι -λες κι έγινε σκόπιμα για να με κάνει ν' αγανακτώ- ένα άχρωμο τερατούργημα του 19ου αιώνα χτισμένο, φυσι­ κά, από κάποιο Γάλλο. Συμφώνησα ν' ακολουθήσω τους υπόλοιπους στην καινούργια εμπορική περιοχή, ένα φοβερό συνονθύλευ­ μα καταστημάτων φωτισμένων με λάμπες φθορισμού, στα οποία πουλούσαν ένα σωρό καλλιτεχνήματα από πλαστικό. Ως συνήθως, κατάφερα κι άντεξα τα πληκτι­ κά και χωρίς φαντασία πειράγματα για τον «Ματ Σάλεχ» που εκτόξευσαν εναντίον μου κάποιοι αργόσχο­ λοι νεαροί. Πάντα αναρωτιόμουν, πώς το όνομα ενός Μαλαίσιου εθνικιστή ο οποίος είχε πολεμήσει εναντίον των Βρετανών, κατέληξε να γίνει βρισιά που απευθύ­ νεται με εντελώς εύθυμη διάθεση στους περαστικούς Ευρωπαίους. Αν δε με απατά η μνήμη μου, ο Ματ Σάλεχ

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

411

έχασε άσκοπα τη ζωή του· τον εκτέλεσε ο Βρετανικός Στρατός και η χώρα αυτή δεν απέκτησε την ανεξαρτη­ σία της παρά έπειτα από εξήντα ολόκληρα χρόνια. Άρα, δύσκολα θα μπορούσε να τον αποκαλέσει κανείς ήρωα. Δεν είχε τύχει ποτέ να γίνω αποδέκτης τέτοιων χυδαιοτήτων ακόμη και μετά την ανεξαρτησία, όταν τόσο πολύς κόσμος φούσκωνε από περηφάνια για την καινούργια χώρα του. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε πρωτάρχισαν αυτές οι προσβολές. Νομίζω πως αυτό συνέβη τη δεκαετία του '70. Έπειτα από είκοσι χρόνια, λοιπόν, έχω γίνει τόσο άτρωτος σ' αυτά τα ηλίθια πειράγματα, που σπάνια δί­ νω σημασία. Παρατήρησα, ωστόσο, πως οι άλλοι γέροι αγόραζαν για το χριστουγεννιάτικο δέντρο αγγέλους ντυμένους με κινεζικά ρούχα, κουτιά δεμένα με φιό­ γκους που περιείχαν δύσοσμα γλυκά από φρούτα ντούριαν, ντόντολ, αυτές τις φτιαγμένες με συμπυκνωμένη ζάχαρη από κοκκοφοίνικα καραμέλες που καταστρέ­ φουν τα δόντια, και ολόκληρα μέτρα κόκκινο χαρτί «για να φτιάξουν φιγούρες ζώων», όπως μου είπε ο Γκέκο. Ο ίδιος αγόρασε επίσης ένα δίσκο ακτίνας με χριστου­ γεννιάτικη μουσική, το εξώφυλλο του οποίου έδειχνε μια ομάδα γελαστών, ανόητων Αμερικανών εφήβων που τα γυαλιστερά τους δόντια αποκάλυπταν υπερβο­ λική κατανάλωση ασβεστίου. Στο δίσκο αυτόν περιλαμ­ βάνονταν τραγούδια όπως το Είδα τη μαμά να φιλάει τον Σάντα Κλάους και το Mamasita Donde Esta Santa Claus. «Πού στο καλό θα τον ακούσεις;» ρώτησε ο Αλβαρο τον Γκέκο. «Στο ραδιόφωνό μου», απάντησε εκείνος με απόλυ­ τη βεβαιότητα προτού απομακρυνθεί τσουλώντας την καινούργια αστραφτερή αναπηρική πολυθρόνα του.

Digitized by @PriOri™

412

ΤΑΣ Ο

Έμεινα πίσω από την ομάδα και περίμενα μέχρι που την προσοχή των τριών νεαρών εθελοντών την τράβη­ ξε η αφίσα μιας νεαρής γυναίκας ντυμένης τολμηρά, με το εντελώς αταίριαστο γι' αυτήν όνομα «Μαντόνα». Τότε, όταν πια ήμουν απολύτως σίγουρος πως δε με κοίταζε κανείς, απομακρύνθηκα αθόρυβα χρησιμο­ ποιώντας μια κοντινή έξοδο κινδύνου. Μόλις βρέθηκα πάλι έξω ξαναχάραξα απ' την αρχή την πορεία μου και κατευθύνθηκα προς την ακτή. Στην Πύλη του Σαντιά­ γκο αγόρασα ένα μπουκάλι κόκκινη Φάντα, που μου αρέσει υπερβολικά. Η αθλητική νεαρή γυναίκα, ιδιοκτή­ τρια του υπαίθριου πάγκου, μου χαμογέλασε τόσο γλυκά, που ένιωσα υποχρεωμένος ν' αγοράσω κι ένα σακουλάκι αλατισμένα μάνγκο που όμως το πέταξα μες στους θάμνους μόλις βρέθηκα αρκετά μακριά. Στην πλατιά λεωφόρο που ανοίγεται κατά μήκος της παραλίας σεργιάνισα κάτω από ακακίες που τα λεπτά τους φύλλα ήταν σκορπισμένα στο έδαφος σαν χαρτο­ πόλεμος. Στις πυκνές σκιές των θάμνων νεαροί και νεα­ ρές χαϊδολογιόνταν παραδομένοι εντελώς στον νεανικό τους έρωτα, τόσο που δεν αντιλήφθηκαν την παρουσία ενός χωλού γέρου. Σταμάτησα σ' ένα βρόμικο ξύλινο πάγκο και βάλθηκα να παρατηρώ την γκρίζα, στο χρώ­ μα της λάσπης θάλασσα. Μια σχεδία με εμπορεύματα, πιασμένη σ' ένα ψαράδικο δίχτυ, αρμένιζε νωχελικά στα αφροστεφανωμένα κύματα. Δε χρειάστηκε να πε­ ριμένω πολύ. Μέσ' από τους θάμνους, πίσω μου, άκου­ σα ένα παράφωνο σφύριγμα κι ένα απαλό γουργουρητό. «Γεια χαρά, μίστερ», είπε η φωνή. Γύρισα κι αντίκρι­ σα μια γυναίκα με την πλάτη ακουμπισμένη σ' ένα δέ­ ντρο. Τα πορφυρά της χείλη έκαναν χτυπητή αντίθεση με το πουδραρισμένο πρόσωπό της. Ήρθε κουνιστή και λυγιστή προς το μέρος μου με τα μάτια της κρυμμένα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

413

πίσω από τεράστια μαύρα γυαλιά ηλίου-καθρέφτες. Κατάλαβα αμέσως πως είχα να κάνω με τραβεστί που εκπορνευόταν. Μόλις κάθισε πλάι μου κι άρχισε τη συνηθισμένη κατευναστική φλυαρία της -πώς ονομά­ ζομαι από που έρχομαι, τι ωραία πυκνά μαλλιά που έχω- άρχισα να χαλαρώνω, κατακλυσμένος από τα κύματα της γνώριμης έξαψης. Οι κοπέλες έρχονται και φεύγουν αλλά όλες λένε τα ίδια. Εγώ πάλι επινοώ διά­ φορες απαντήσεις. Είναι πιο εύκολο και για τους δυο μας. Πώς ν' απαντήσω ειλικρινά στην ερώτηση: «Πού είναι το σπίτι σου;» Τι να πω... Το σπίτι μου δε βρίσκε­ ται πια σ' αυτή τη γη - το κατέστρεψα εδώ και χρόνια. Με τον καιρό αναζήτησα περιστασιακό καταφύγιο στην περαστική συντροφιά τέτοιων κοριτσιών -ακόμη και τραβεστί- με γυαλιστερά μαλλιά. Τα χέρια τους είναι πάντα απαλά και γρήγορα και τα χείλη τους κρύα και επιδέξια. Δεν προσδοκώ να ξαναζωντανέψουν οι πυρετικές επιθυμίες των ημερών της νιότης μου. Οι αναμνήσεις είναι από τα πράγματα που πρέπει να πεθαίνουν και να ενταφιάζονται, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι· άλλωστε ο θάνατος σβήνει οριστικά και αμε­ τάκλητα κάθε ίχνος ζωής· θα 'πρεπε να σβήνει και κάθε ίχνος ανάμνησης... Ίσως περάσει καιρός μέχρι να ξανασυναντήσω μια τέτοια κοπέλα, μα ξέρω πως η επόμενη θα είναι ίδια ακριβώς με τούτη. Θα ξεμπερδέψει μαζί μου στο άψεσβήσε, θα χαμογελάσει ευγενικά για τη «χαλαρή» επίδο­ σή μου και τις επίμονες δικαιολογίες μου, θα πάρει τη μικρή αμοιβή της, θα τη ρίξει με βιάση στην τσάντα της και θ' απομακρυνθεί, αφήνοντάς με να σιγοκλαίω ολομό­ ναχος στην άκρη της σιωπηλής, λασπερής θάλασσας.

Digitized by @PriOri™

414

ΤΑΣ Ο

Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Κουνιτσίκα, στε­ κόταν κάτω από ένα δέντρο και κοίταζε μ' ένα ζευγάρι κυάλια. Γύριζα από έναν περίπατο με τον Τζόνι κι είχα διαλέξει στην επιστροφή να περάσω από τους λόφους που υψώνονταν πάνω από το πανδοχείο. Τραγουδώ­ ντας με πολύ μπρίο το La donna e mobile κατηφόριζα το μονοπάτι που οδηγούσε στο πανδοχείο, όταν ξάφνου παρατήρησα μια μικρή σαν από καθρέφτη λάμψη, ένα ενοχλητικό λαμπύρισμα που ερχόταν από την πλαγιά. Χρειάστηκα λίγο χρόνο για να εντοπίσω τον Ιάπωνα στη σκιά κάποιου δέντρου του οποίου ο λεπτός, συνεστραμμένος κορμός φάνταζε ακόμη πιο λεπτός και συνεστραμμένος δίπλα στη στητή φιγούρα του. Ανηφό­ ρισα το βραχώδες μονοπάτι και, περνώντας μέσα από ένα σωρό μπερδεμένων δέντρων, έφτασα στο σημείο όπου στεκόταν. Όταν τον πλησίασα δε χαμήλωσε τα κυάλια του, και για μια στιγμή νόμισα πως δε με είχε πάρει είδηση. «Μείνετε εντελώς ακίνητος», μου είπε. Είχε μιλήσει ήρεμα και με χαμηλή φωνή που μ' έκανε να υπακούσω αδιαμαρτύρητα. «Εκεί κάτω, σ' εκείνα τα δέντρα», συνέ­ χισε χαμηλόφωνα με τη βαριά, σαν βαρύτονου φωνή του, «τον βλέπετε;» «Αν βλέπω τι;» ψιθύρισα. «Ένα χρυσό συκοφάγο. Τι ωραίο πουλί!» Κοίταζα προσεκτικά την τέντα που σχημάτιζαν από πάνω μας τα φύλλα περιμένοντας να δω τη λάμψη του κιτρινόμαυρου φτερώματος, μα δε διέκρινα τίποτ' άλ­ λο από σκιερές εσοχές. «Πού είναι;» ρώτησα. «Πάει, πέταξε», απάντησε κατεβάζοντας τα κυάλια από τα μάτια του κι απλώνοντάς μου το χέρι μ' ένα εγκάρδιο χαμόγελο. «Μαμόρου Κουνιτσίκα. Χαίρω πολύ για τη γνωριμία». Έμαθα πως είχε φτάσει στην κοιλάδα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

415

εκείνη ακριβώς την ημέρα, πως έμενε κι αυτός στο παν­ δοχείο «μου» κι ότι ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κιότο. «Α! Μα αυτό είναι θαυμάσιο! Και τι διδάσκετε;» «Ανθρωπολογία», απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Και γλωσσολογία», πρόσθεσε, λες και το είχε σκεφτεί εκ των υστέρων. Τον κοίταξα πιο προσεκτικά· σιδερωμένο άσπρο πουκάμισο, μαρόν-κόκκινη γραβάτα, κολαρισμένο παν­ ταλόνι. Οφείλω να παραδεχτώ πως ήταν εντυπωσια­ κός. «Υποθέτω πως αυτά τα δύο πάνε μαζί», του είπα παρατηρώντας πως είχε το ίδιο ύψος μ' εμένα. Τα μαλ­ λιά του, επίσης, ήταν χτενισμένα όπως ακριβώς τα δικά μου, με χωρίστρα στα δεξιά, αλλά πιο επιμελημένα. Οι ώμοι του ήταν πολύ πιο φαρδείς από τους δικούς μου και η όλη του εμφάνιση μαρτυρούσε πως το κορμί του ή­ ταν καλογυμνασμένο, όλο μυς. Σ' αυτόν τα πάντα έδει­ χναν άψογα, τα πάντα σε τέλειες αναλογίες, κάτι που φάνταζε απειλητικό. Ξάφνου ένιωσα ότι σε σύγκριση μ' αυ­ τόν ήμουν αδύνατος και υποσιτισμένος... Μολονότι τα δωμάτιά μας βρίσκονταν σε αντίθετα σημεία του πανδοχείου, περίμενα πως σίγουρα τα βήματα μας θα συναντιόνταν - όπως, για παράδειγμα, την ώρα του προγεύματος ή την ώρα που θα παίρνα­ με το τσάι μας στη βεράντα. Ήμαστε δυο πολιτισμένοι άνθρωποι με μορφωτικό υπόβαθρο, που ο καθένας θα προκαλούσε το ενδιαφέρον του άλλου. Πάντως εγώ δεν είχα την πρόθεση να τον αποφεύγω, κάτι που ίσως θα επιδίωκα αν ήταν Ευρωπαίος. Όμως τον έβλεπα σπά­ νια. Πολύ συχνά έμενε για μεγάλα διαστήματα κλεισμέ­ νος στο δωμάτιό του ενώ άλλες φορές έφευγε κι εξαφα­ νιζόταν τόσο αθόρυβα, που ήταν δύσκολο να πω αν βρισκόταν ή όχι μες στο δωμάτιο. Τις φορές που ήμουν

Digitized by @PriOri™

416

ΤΑΣ Ο

σίγουρος πως παρέμενε εκεί μέσα κολλούσα το αυτί μου στην κλειστή πόρτα κι αφουγκραζόμουν προσπα­ θώντας να καταλάβω τι έκανε· μα δεν ακουγόταν το παραμικρό, ούτε καν το σύρσιμο μιας καρέκλας ή το κλείσιμο ενός ντουλαπιού. Στο πανδοχείο μέναμε μόνο εμείς οι δύο, ωστόσο ο καθένας μας παρέμενε κλεισμέ­ νος ερμητικά στο δικό του «κελί». Κάποιο πρωί έφυγα από το πανδοχείο για να συνα­ ντήσω τον Τζόνι που εξακολουθούσε να ψάχνει για σπίτι. Είχα διανύσει αρκετή απόσταση καβάλα στο ποδήλατό μου όταν διαπίστωσα πως είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή μου, μια πανέ­ μορφη Λάικα που προφανώς την είχαν κλέψει από κάποιον ανυποψίαστο ξένο και που την αγόρασα «δεύ­ τερο χέρι» στη Σιγκαπούρη αντί ελάχιστων δολαρίων από τον οδηγό μιας δίτροχης χειράμαξας - ενός ρίκσο. Φτάνοντας στο πανδοχείο άκουσα μουσική. Ήταν υπέ­ ροχη και αταίριαστη μ' εκείνο το περιβάλλον, τόσο που χρειάστηκαν αρκετά λεπτά της ώρας για να καταλάβω πως επρόκειτο πράγματι για μουσική κι όχι για κάποιο παιχνίδι της εξημμένης από την τροπική ζέστη φαντα­ σίας μου. Κι ήταν μια μελωδία που την ήξερα καλά και την αγαπούσα· μάλιστα, πριν από μερικές μόλις ημέρες τη σιγομουρμούριζα: ήταν η άρια Porgi amor από τους Γάμους του Φίγκαρο. Μόλις μπήκα στο πανδοχείο κα­ τάλαβα πως η μουσική ερχόταν από το δωμάτιο του Κουνιτσίκα. Θέλησα να μοιραστώ μαζί του τον ενθου­ σιασμό μου κι έτσι του χτύπησα την πόρτα. Μου άνοι­ ξε, φροντισμένος στην εντέλεια κι ατσαλάκωτος. «Τι υπέροχη μουσική», είπα. «Και τι θαυμάσιο να την ακούει κανείς σε τούτο το μέρος... Εδώ και καιρό δεν την ακούω παρά νοερά, καθώς τη φέρνω ακατάπαυστα στο νου μου».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

417

Ο Κουνιτσίκα έμεινε ασάλευτος στη μισάνοιχτη πόρτα. Πίσω του κατάφερα να διακρίνω ένα χαμηλό έπιπλο με ράφια. «Ευχαριστώ», είπε απλά. «Τι ωραία να έχει κανείς ένα γραμμόφωνο, ε; Θα δυσκολευτήκατε αρκετά για να το φέρετε ως εδώ». «Ναι, ήταν κάπως δύσκολο στη μεταφορά». «Και το φέρατε από την Ιαπωνία, ε;» συνέχισα, νιώ­ θοντας να τα χάνω εξαιτίας του επίμονου βλέμματός του. «Δε θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου να συν­ δέσω την Ιαπωνία με την όπερα. Εκτός βέβαια από τη Μαντάμ Μπατερφλάι ή την Τουραντό... όχι, αυτή έχει σχέση με την Κίνα, έτσι δεν είναι; Υποθέτω πως θ' ακού­ τε πολλή όπερα». «Όχι αρκετά. Ακουσα για πρώτη φορά στην Ευρώ­ πη, όπου σπούδασα για λίγο». Μιλούσε χωρίς διακοπή, σε γνήσιο λεγκάτο, που ανάβλυζε αβίαστα από τα τέ­ λεια σχηματισμένα χείλη του. Σήκωσε το χέρι για να στρώσει τα ήδη καλοχτενισμένα μαλλιά του και το βλέμ­ μα μου έπεσε στο δαχτυλίδι με το σφραγιδόλιθο που λαμποκοπούσε στο χέρι του. Αγγιξα ενστικτωδώς το δικό μου δαχτυλίδι και θα μπορούσα να πάρω όρκο πως και τα δύο ήταν ίδια κι απαράλλαχτα σε σχήμα και σε βάρος. «Ποιος ξέρει... Ίσως κάποτε μας δοθεί η ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις γύρω από τον Μότσαρτ», του είπα, μεταθέτοντας το βάρος του κορμιού μου από το ένα πόδι στο άλλο. «Ναι...Ίσως», μου αποκρίθηκε κλείνοντας την πόρτα. Έφυγα από το πανδοχείο και πήγα να συναντήσω τον Τζόνι που με περίμενε στην όχθη του ποταμού, λίγα μίλια προς τα νότια. Ανυπομονούσε να δει ένα σπίτι που το είχε εντοπίσει πριν από μερικές ημέρες. Φαινόταν σκεπτικός, με μάτια μισόκλειστα, κι έδειξε ότι δεν τον

Digitized by @PriOri™

418

ΤΑΣ Ο

ενδιέφερε ν' ακούσει για τον καινούργιο, παράξενο γεί­ τονά μου. Όταν βρήκαμε το σπίτι διαπίστωσα πως ή­ ταν πολύ πιο μικρό απ' όσο το είχα φανταστεί - επρό­ κειτο για ένα συμπαγή ασβεστωμένο κύβο που το μόνο του στολίδι ήταν ένα ζευγάρι παραστάδες στην πρόσο­ ψη. Φαινόταν εγκαταλειμμένο, κι έτσι δε δυσκολευτήκα­ με ν' ανοίξουμε τη βαριά ξύλινη πόρτα μ' ένα απλό σπρώξιμο. Ο εσωτερικός χώρος ήταν πολύ πιο φαρδύς απ' όσο έδειχνε απ' έξω. Το δωμάτιο που αποτελούσε το μπροστινό μέρος του σπιτιού φάνταζε πελώριο και ψηλοτάβανο. Δεν υπήρχε πάνω όροφος, κι όταν σήκω­ σα το βλέμμα προς την οροφή, ξεχώρισα με πολλή δυσκολία τα σανίδια εξαιτίας του μαύρου σαν πίσσα σκοταδιού που απλωνόταν γύρω μας. Μια πόρτα οδη­ γούσε σε μια μικρή αυλή· περιβαλλόταν από ένα άλλο κτίσμα. Φαντάστηκα αμέσως την αυλή γεμάτη με βαριά κιούπια όλο φτέρες και χρυσόψαρα, και τα παντζούρια βαμμένα σε ξεθωριασμένο πράσινο, μες στο μυαλό μου ήχησε το μεταλλικό κουδούνισμα τηγανιών και τα ρου­ θούνια μου πλημμύρισαν απ' την καυστική μυρωδιά του κάρι. Ανεβήκαμε τα απότομα στενά σκαλοπάτια κι επισκε­ φθήκαμε ένα ένα τα άδεια δωμάτια ανοίγοντας τα εξώ­ φυλλα των παραθύρων για να μπει μέσα το φως. Ένα από τα πιο μικρά δωμάτια μου έφερε στη μνήμη την κρεβατοκάμαρά μου στο Χέμσκοτ - το μοναχικό άδυτο των παιδικών μου χρόνων. Κοίταξα από τα παράθυρα· ο μεγάλος λασπερός ποταμός φιδοσερνόταν κυλώντας τόσο αργά, που έμοιαζε σχεδόν ακίνητος. Ένα πυκνόφυλλο πανάρχαιο δέντρο που τον κορμό του τον αγκά­ λιαζαν ένα σωρό ρίζες αναρριχητικών, έγερνε πάνω από το ποτάμι, δίπλα σε μια ετοιμόρροπη γεφυρούλα. Παχουλά παιδάκια σαν αγγελάκια αιωρούνταν γυμνά

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

419

από τις χοντρές περικοκλάδες κι έπεφταν με θόρυβο μες στο νερό. Τα γέλια τους αντηχούσαν στο ήρεμο πρωινό και μου προκάλεσαν θλίψη. Όταν ο Τζόνι μπήκε στο δωμάτιο με βρήκε να στέκομαι στο παράθυ­ ρο και να κοιτάζω πέρα μακριά ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά μου εξαιτίας της απόστασης. Με ρώτησε αν όλα ήταν εντάξει. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και του είπα: «Αυτό είναι το κατάλληλο σπίτι για σένα. Να στεγάσεις την οικογενειακή σου ευτυχία». *

Η artemisia absinthium, γνωστή και ως αψιθιά, είναι ένα σκληρό αειθαλές με φουντωτά ασημοπράσινα φύλλα. Ευδοκιμεί σε κάθε λογής κήπους και το λεπτό φύλλωμά της έρχεται σε όμορφη αντίθεση με τα πιο φαρδιά και σκούρα φυλλώματα των διάφορων φυτών που ανα­ πτύσσονται στα μικτά παρτέρια σαν αυτά στο Χέμ­ σκοτ. Ακόμη κι όταν ο κήπος άρχισε να ερημώνει από την εγκατάλειψη, η αρτεμισία παρέμενε εύρωστη, με το ανοιχτοπράσινο φύλλωμά της να λαμποκοπά ανάμεσα στους έρποντες, μαυρισμένους σωρούς των άλλων φυτών ολόγυρά της. Η αρτεμισία φημίζεται ακόμη για τις παραισθησιογόνες ιδιότητές της και είναι το κύριο συστατικό για την παρασκευή του αλκοολούχου ποτού αψέντι. Η πιο ξεχωριστή όμως από τις ιδιότητές της είναι η πικράδα της. Φτάνει να κόψεις ένα φύλλο και να το βάλεις στη γλώσσα σου, για να νιώσεις αμέσως την πικρή γεύση. Οι δυσάρεστες επιπτώσεις της αψιθιάς έχουν πάρει μυθικές διαστάσεις, συντηρημένες ούτε λίγο ούτε πολύ από ένα βιβλίο σαν τη Βίβλο. Σύμφωνα με τον απλοϊκό Άγιο Ιωάννη, το τέλος του κόσμου θα το αναγγείλουν επτά άγγελοι. Όσοι από σας είχατε την

Digitized by @PriOri™

420

ΤΑΣ Ο

καλή τύχη να μη φοιτήσετε σε σχολείο όπου η θρησκεία αποτελεί τη βάση της εκπαίδευσης, αρκεί να γνωρίζετε πως ο τρίτος άγγελος προκαλεί την πτώση από τον ουρανό ενός αστεριού φωτεινού σαν λάμπα, που πέφτει φλεγόμενο στο ένα τρίτο των ποταμών και των πηγών των υδάτων. Το όνομα του αστεριού είναι Άψινθος και το ένα τρίτο των νερών δηλητηριάζεται από αυτό, ενώ το ένα τρίτο των ανθρώπων πεθαίνει διότι γεύτηκαν ήδη το πικρό νερό. Ιδού! Το επανέλαβα κατά λέξη έπειτα από εβδομή­ ντα σχεδόν χρόνια. Ο αδελφός Αντώνιος είχε δίκιο. Θα το θυμόμουν σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ήμουν εν­ νέα χρόνων όταν απάντησα για πρώτη φορά αυτό το εδάφιο. Είχα φτύσει απρεπώς ένα αθυρόστομο αγόρι που είχε χαράξει τη λέξη ΜΟΥΝΙ πάνω στο καλαθάκι μου, και πολύ σύντομα ο καβγάς εξελίχθηκε σε κανονι­ κό ξυλοδαρμό - για να είμαι ειλικρινής, ανταλλάξαμε σπρωξιές και κλοτσιές κι όχι κανονικά γρονθοκοπήματα, σαν αυτά που συνήθιζαν οι μεγαλύτεροι. Με οδή­ γησαν τότε στον γιγαντόσωμο αδελφό Αντώνιο που είχε την επιμέλειά μου και που, προτού προβεί σ' έναν από τους αμέτρητους ξυλοδαρμούς που έμελλε να υπο­ στώ από αυτόν, με είχε χλευάσει, αποκαλώντας με περιφρονητικά «έργο του Διαβόλου». «Τ' όνομά σου και μόνο» -Γουόρμγουντ σημαίνει Άψινθος- «τα λέει όλα», είπε, προφέροντας με το κτηνώδες στόμα του τ' όνομά μου σαν να επρόκειτο για κάτι αηδιαστικό. Ανοιξε το συρτάρι του και ανέσυρε δύο πράγματα: ένα κοντό μπαστούνι και μία Βίβλο με φτηνό μαύρο δερμάτινο εξώφυλλο. Με υποχρέωσε να γείρω πάνω στο γραφείο του, έβαλε μπροστά μου τη Βίβλο, μου έδειξε με το κιτρινισμένο από τη νικοτίνη δάχτυλό του ένα συγκεκρι­ μένο εδάφιό της και με διέταξε: «Διάβασέ το δυνατά».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

421

Άρχισα να διαβάζω τους στίχους. Μου έδωσε το πρώτο χτύπημα κι εγώ φώναξα απ' τον πόνο. «Δε σου είπα να σταματήσεις, βρομερέ ταραξία!» ούρλιαξε. Συνέχισα να διαβάζω με κομμένη ανάσα και μάτια θολά από τα δά­ κρυα. Το όνομα του αστεριού ήταν Άψινθος -Γουόρμγουντ- και πολλοί άνθρωποι πέθαναν από την πικράδα των νερών. «Να το θυμάσαι σ' όλη σου τη ζωή, Γουόρμγουντ». Κάθε φορά που με τιμωρούσε, με υποχρέωνε να διαβάζω το εδάφιο αυτό, λες και η συνεχής επανά­ ληψη θα με απάλλασσε από την πικράδα του ονόματός μου, θα με γλίτωνε από τον ίδιο μου τον εαυτό. Πολύ σύντομα ήμουν σε θέση να απαγγέλλω απέξω το εδά­ φιο χωρίς να χρειάζεται να καταφεύγω στη Βίβλο, ενώ ταυτόχρονα ανεχόμουν με μεγαλύτερη στωικότητα τον ξυλοδαρμό. Έχω πάψει να μισώ τον αδελφό Αντώνιο, όταν όμως τον συναντήσω στο Καθαρτήριο θα του πω ότι όλ' αυτά δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Θυμάμαι τις λέξεις, μα η πικράδα εξακολουθεί να παραμένει. Με εξαίρεση κάποιες ημέρες του 1941, την κουβαλώ μέσα μου όλη μου τη ζωή. *

Πότε, αλήθεια, μετά την άφιξή μου στην κοιλάδα, άρχι­ σε να φουσκώνει μέσα μου το κύμα της πικράδας; Νόμιζα πως είχα απαλλαγεί. Στους περιπάτους μου με τον Τζόνι δεν ένιωθα παρά ανέφελη ευτυχία. Ακόμη κι όταν αναζητούσα κάποια ίχνη κακίας, δεν έβρισκα το παραμικρό. Και ξαφνικά κάποια βραδιά ένιωσα το κέντρισμα της πικράδας, ένα ελαφρύ γαργαλητό στο βάθος του λαιμού μου που δεν το είχα νιώσει κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην κοιλάδα. Ο Σουνγκ με είχε προσκαλέσει να πάω μαζί τους σε μια παράστα­ ση του βαγιάνγκ κουλίτ - παραλλαγή του θεάτρου

Digitized by @PriOri™

422

ΤΑΣ Ο

σκιών, που απ' ό,τι κατάλαβα ήταν μια ανατολίτικη εκδοχή του αγγλικού Punch and Judi, με συνοδεία πνευ­ στών με οξείς ήχους παρόμοιους με της γκάιντας. Ντύθηκα με τον ανάλογο για μια τροπική βραδινή έξοδο τρόπο -κρεμ μεταξωτό πουκάμισο, χωρίς γραβάτα, και φανελένιο πανταλόνι- ράντισα τα μαγουλά μου με μια κολόνια που λεγόταν «Άρωμα τών Δυτικών Ινδιών» κι έφτασα στο σπίτι των Σουνγκ νιώθοντας φρέσκος και πολύ ζωηρός. Ήλπιζα να ξαναδώ τη Σνόου. Δε βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτούς που έπιναν ήσυχα ήσυχα το τσάι τους στο σαλόνι. Ήταν όμως κάποιος άλλος: ο παράξενος γείτονάς μου Κουνιτσίκα. «Τι ευχάριστη έκπληξη», μου είπε κεφάτα κρύβοντας τη δυσαρέσκεια και την ταραχή που νόμισα πως διέκρι­ να στο πρόσωπό του πίσω από ένα χαμόγελο και μια ελαφρά υπόκλιση. Για λίγο συμπεριφέρθηκε με προ­ σποιητή προσήνεια μιλώντας με χιούμορ για το «διαβο­ λικό» φαγητό του πανδοχείου, για τη ζήλια που ένιωθε καθώς έβλεπε τη φωτογραφική μηχανή μου, και για τα κοπάδια των πιθήκων που μαζεύονταν κάθε βράδυ στα δέντρα ζητιανεύοντας φαγητό από την κουζίνα. «Ένας θεός ξέρει πώς γίνεται να ησυχάζει ο κύριος Γουόρμγουντ μ' όλη αυτή τη φασαρία», είπε στον Τ.Κ. Σουνγκ. Χαμογέλασα ευγενικά. «Τα καταφέρνω», είπα. Τελικά εμφανίστηκε η Σνόου, φορώντας μια μπροκάρ μεσάτη πουκαμίσα και φαρδύ βαθύχρωμο παντα­ λόνι. Είχε την κομψότητα συζύγου της δυναστείας των Μαντσού. «Τι κοιτάζεις, Πίτερ;» μου είπε κουρασμένα. «Συμβαίνει κάτι με το ντύσιμό μου;» «Όχι... Και βέβαια όχι. Είναι θαυμάσιο», είπα, νιώθο­ ντας το πρόσωπό μου να φουντώνει. Η Σνόου χαιρέτησε τον Κουνιτσίκα με υπερβολική θέρμη και οικειότητα. Της έκανε βαθιά υπόκλιση· εκεί-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

423

νη του άπλωσε το χέρι της κι αυτός το έσφιξε μες στα δικά του. Η Σνόου χαμογέλασε ντροπαλά και τον κοίτα­ ξε κατάματα. Έριξα μια ματιά στους γονείς της περιμέ­ νοντας μια έκφραση δυσαρέσκειας από μέρους τους. Τίποτε. Χαμογελούσαν όπως πάντα. Η κυρία Σουνγκ στράφηκε προς το μέρος μου. «Ο καθηγητής Κουνιτσί­ κα, ξέρετε, είναι μαρκήσιος», με πληροφόρησε. Δεν παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή το θέαμα. Μας είχαν βάλει να καθίσουμε σε μικρά ξύλινα καθίσμα­ τα αραδιασμένα στη σειρά, στη μέση της πλατείας, μπροστά ακριβώς στη σκηνή. Οι υπόλοιποι ακροατές κάθονταν γύρω από μας καταγής ή πάνω στις φτέρνες, με τον συνηθισμένο νωχελικό ανατολίτικο τρόπο, δίνο­ ντας την εντύπωση πως στηρίζονταν στους γοφούς τους. Ένιωθα πολύ δυσάρεστα. Από φόβο μήπως κλο­ τσήσω στην πλάτη κάποιο δύστυχο χαμίνι, κουνούσα όσο πιο λίγο μπορούσα τα πόδια μου. Βρέθηκα να κάθομαι δίπλα στη Σνόου που σε όλη την παράσταση έμεινε εντελώς ακίνητη. Έστρεφα συνεχώς το βλέμμα μου προς την απαλόχρωμη ακτινοβόλα πουκαμίσα της που ταίριαζε με την υφή του δέρματός της. Ήταν αδύ­ νατον να καταλάβω τα συνεχή χοροπηδήματα και σουρσίματα εκείνων των παράδοξων, τρομοκρατικών μορφών. Έσκυψα προς τη Σνόου και της ζήτησα να μου εξηγήσει αυτά που διαδραματίζονταν στη σκηνή. Μου αποκρίθηκε κοφτά, σαν να δυσαρεστήθηκε που την ενόχλησα κατά τη διάρκεια της παράστασης. Έπειτα από μερικά λεπτά, ωστόσο, την είδα με την άκρη του ματιού μου να μιλά ψιθυριστά με τον Κουνιτσίκα και βιάστηκα να ξαναγυρίσω προς το μέρος της. «Ποιος είναι αυτός ο ήρωας; Να, αυτός εκεί», ρώτησα δείχνο­ ντας. Αντί γι' αυτή μου αποκρίθηκε ο Κουνιτσίκα δίνο­ ντάς μου την πληροφορία που είχα ζητήσει.

Digitized by @PriOri™

424

ΤΑΣ Ο

Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στην κατάρτιση του ως προς τη φιλοσοφία του ανατολίτικου θεάτρου. Τον ευχαρίστησα πάντως αλλά όχι με ιδιαίτερη θέρμη και παρακολούθησα την υπόλοιπη παράσταση περιμένο­ ντας να δω αν θα υπάρξει συνέχεια στην ανταλλαγή ψι­ θύρων ανάμεσα σ' αυτόν και στη Σνόου. Όποτε διαι­ σθανόμουν πως επρόκειτο να του μιλήσει, έσπευδα να τη ρωτήσω κάτι σχετικό με τους χαρακτήρες του έρ­ γου, την ιστορία, την μουσική του και τα λοιπά. Δεν μπορούσα να σταματήσω να το κάνω. Ήξερα, βέβαια, πως υπήρχε κίνδυνος η Σνόου να θεωρούσε τη συμπε­ ριφορά μου εντελώς παιδιάστικη. Όμως ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγαλύτερος αν δε συμπεριφερόμουν έτσι. Κάθε φορά που ο Κουνιτσίκα έγερνε τον λαξεμένο λαιμό του για να ψιθυρίσει κάτι στο αυτί της Σνόου, με κατέκλυζε μια βίαιη και οδυνηρή αίσθηση πανικού. Έπρεπε ν' αντιδράσω. Όταν η παράσταση τελείωσε, αντιλήφθηκα πως ο Τζόνι με κοιτούσε ανήσυχα. Καθόμαστε χωριστά, με τους γονείς της Σνόου -ακίνητους και σιωπηλούς σαν βράχους- ανάμεσά μας. «Όλα εντάξει;» με ρώτησε. «Ω, ναι», του αποκρίθηκα. «Το θέαμα ήταν συναρπα­ στικό. Το παρακολούθησα με κομμένη ανάσα». Επιστρέφοντας στο σπίτι των Σουνγκ, η Σνόου ζήτη­ σε συγγνώμη κι αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Απλωσε για μιαν ακόμη φορά το χέρι της στον Κουνιτσίκα, που τώρα της το φίλησε κάνοντας μια υπόκλιση. Όσο για μένα, περιορίστηκε να μου πει «Καληνύχτα, Πίτερ», κι αμέσως εξαφανίστηκε στον μακρύ μισοφωτισμένο διά­ δρομο που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά της. Ο πι­ κρός σπόρος είχε σπαρθεί μέσα μου. Τον ένιωσα να με καίει στο λαιμό κι αισθάνθηκα τις σκοτεινές βρόμικες αρπάγες του να έρπουν αργά αργά μέσα μου, επιση-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

425

μαίνοντας το αδύνατο σημείο μου. Ο Τζόνι με συνόδεψε ως το πανδοχείο και σε όλο το δρόμο μού μιλούσε για ποίηση - για τον Σέλεϊ ή για κάποιες ανοησίες που είχε διαβάσει πρόσφατα, για το καινούργιο του σπίτι, για το ταξίδι που επιθυμούσε να κάνει κάποτε στην Ευρώπη. «Θα με μάθεις να παίζω πιάνο;» ρώτησε ξαφνικά. Γρύλισα. «Συμβαίνει τίποτε, Πίτερ; Δεν αισθάνεσαι καλά;» «Όχι. Είμαι απλώς κουρασμένος». Τον άφησα στα σκαλιά του πανδοχείου δίνοντάς του μιαν αόριστη υπόσχεση πως θα συναντιόμαστε την επομένη. Κατευθύνθηκα στο μπάνιο κι έκανα εμετό με κοφτούς, επώδυνους σπασμούς. Βυθίστηκα στον ύπνο αφού ήπια προηγουμένως -ανέρωτο- μισό μπουκάλι τζιν που ανακάλυψα στο κοινόχρηστο ντουλάπι με τα ποτά. Στα όνειρά μου επανερχόταν αδιάκοπα η εικόνα του Κουνιτσίκα να βιάζει βάρβαρα τη Σνόου. Τα κορμιά τους συστρέφονταν και γυάλιζαν - μια εικόνα που με ακολουθούσε παντού. Στο υπνοδωμάτιό μου, στο Χέμσκοτ, έκαναν έρωτα λυσσασμένα μπροστά στο παράθυρο και οι φιγούρες τους διαγράφονταν στον νυχτερινό ουρανό. Στη Βιβλιοθήκη Μποντλέιαν της Οξφόρδης σπαρταρούσαν ανάμεσα στα ράφια με τα βιβλία ενώ στο πανδοχείο, με τα κορμιά ενωμένα, σφά­ δαζαν, χτυπιόνταν και λιποθυμούσαν μπροστά στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτή την τερατώδη εικόνα. Έτρεχα μες στη ζούγκλα κι αυτοί, μες στα κλαδιά των δέντρων ούρλιαζαν, στρίγκλιζαν, έκλαι­ γαν. Ήμουν θεόγυμνος, κι έδειχναν το συρρικνωμένο πέος μου που κρεμόταν σαν κουρέλι και που όταν προ­ σπάθησα να το κάνω να σηκωθεί παίζοντάς το και με τα δυο μου χέρια, άρχισε να παίρνει ένα πράσινο σαν τη χολή χρώμα, ενώ εκείνο το δικέφαλο λευκό τέρας με

Digitized by @PriOri™

ΤΑΣ Ο

426

χλεύαζε από το ύψος των δέντρων. Ήταν αδύνατον να ξεφύγω. Ούτε μια φορά δε σκέφτηκα πως ο Τζόνι ήταν ο μό­ νος φίλος μου σ' αυτό τον κόσμο. *

Το δάσος που απλώνεται πίσω από το ίδρυμα το επι­ σκέπτεται τώρα τελευταία ένα κινεζικό γεράκι. Κανείς εκτός από μένα δεν το έχει πάρει είδηση. Έρχεται τις πιο ήσυχες ώρες της ημέρας όταν εκεί δεν υπάρχει κα­ νείς άλλος από μένα. Ακριβώς μετά το χάραμα, την ώρα που τα τελευταία θαλασσινά πέπλα ομίχλης διαλύο­ νται, πλανιέται στον μαργαριτόχρωμο ουρανό παραδο­ μένο θαρραλέα στις παγερές πνοές του αέρα. Το απο­ μεσήμερο, όταν οι πάντες βρίσκονται βυθισμένοι στον γεροντικό ύπνο τους, διαγράφει μανιασμένους κύκλους ανάμεσα στα δέντρα καζουαρίνα ή πετάει πάνω από τους ορυζώνες, με τα χρωματιστά φτερά του ν' αστρά­ φτουν. Καμιά φορά το εντοπίζω να με παρατηρεί με την κίτρινη ίριδα των ματιών του, γαντζωμένο σιωπηλά σ' ένα κλαδί και μισοκρυμμένο στα φύλλα. Του χαμογε­ λάω και το χαιρετώ κουνώντας το κεφάλι μου. Ξέρει πως είμαι σύμμαχός του γι' αυτό εμφανίζεται μονάχα σε μένα, μιας και μόνο εγώ ξέρω πως ευθύνεται για τον πραγματικά τρομερό αποδεκατισμό του τοπικού πλη­ θυσμού των καστανόχρωμων αετομάχων. «Λες να πρόκειται για μανγκούστα;» τερέτισε όλο αγωνία ο Γκέκο. Μετά την αρχική ανακάλυψη μερικών κοκκινωπών, στο χρώμα των τούβλων φτερών στην εσωτερική αυλή, όπου τα ενοχλητικά αυτά πλάσματα τρέφονται με τα υπολείμματα φαγητών που αφήνουν ο Γκέκο και οι υπόλοιποι, οι εικασίες έπεφταν βροχή. Καταρτίστηκε ένας κατάλογος υπόπτων -μοσχογαλές,

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

427

φίδια, οπωροφάγες νυχτερίδες, σκυλιά, αρουραίοι- και καταγράφτηκε ακόμη και η γάτα του μάγειρα, η οποία τελικά απαλλάχτηκε με το αιτιολογικό πως η ηλικία και ο όγκος της δεν της επέτρεπαν να διαβεί την πόρτα της κουζίνας. «Σαχλαμάρες», είπε ο αδελφός Ρόντνεϊ, ένας παχύς Αυστραλός που του άρεσε να πιστεύει πως ξέρει τον κόσμο πολύ καλύτερα από εμάς τους υπόλοιπους. «Είναι ένα γαμημένο σκατογέρακο». «Έξοχα», είπα. «Και τι ακριβώς είναι το σκατογέρακο;» Εξήγησέ μας». «Ένα γεράκι που χέζει όπου τύχει», μου αποκρίθη­ κε, λες κι επρόκειτο για κάτι προφανές. «Αυτή την επο­ χή υπάρχουν ολόκληρες αποικίες από δαύτα στα νη­ σάκια πέρα από τα Στενά. Μάλιστα! Αποικίες ολόκλη­ ρες, και χέζουν παντού. Είναι φοβερό. Τα έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Ολόκληρα νησιά έχουν μεταβληθεί πια σε στοίβες σκατών. Σκατά και πάλι σκατά μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου». Έπειτα από αυτή τη «σκατολογία» παρακολούθησα τα πουλιά που πετούσαν κουρασμένα πάνω από τα Στενά. Εκεί θα ολοκλήρωναν το μακρύ μοναχικό τους ταξίδι από τη Μαντζουρία και τη Σιβηρία. Μερικά από αυτά πάνε ακόμη πιο μακριά και φτάνουν ως τη Σουμάτρα -όπου δεν πρόκειται να τα ενοχλήσουν άνθρωποι σαν τον Γκέκο- ενώ άλλα παραμένουν εδώ. Για ποιο λόγο; Νομίζω πως δε θα μάθει κανείς ποτέ τα μυστήρια της μετανάστευσης των πουλιών. Με γοή­ τευε πάντα η ιδέα να ήμουν κι εγώ ένα γεράκι ή κάποιο άλλο αρπακτικό και ν' αρμενίζω, παρασυρμένο από τα θερμά ρεύματα αέρα πάνω από τις ηπείρους, έχοντας όλη την Ασία κάτω από τα φτερά μου. Ο' ακολουθούσα τη λεία μου που θα τραβούσε προς τα νότια, έτοιμος να

Digitized by @PriOri™

428

ΤΑΣ Ο

ορμήσω ανά πάσα στιγμή, όπως ακριβώς το μικρό μου γεράκι. Θα ήταν ένα ταξίδι χωρίς σχέδιο, χάρτες, συντε­ ταγμένες, ωστόσο θα έβρισκα το δρόμο μου καθοδη­ γούμενος από δυνάμεις πολύ ισχυρές και προαιώνιες, τις οποίες δε θα ήμουν σε θέση ν' αντιληφθώ. Απλώς θα ακολουθούσα το ένστικτό μου. Ο Άλβαρο κατέστρωσε ένα πρόγραμμα για να επι­ βλέπουμε συνεχώς με βάρδιες την τροφή των πουλιών. Πρωταρχικός σκοπός του είναι ο εντοπισμός του ενό­ χου, και δεύτερο μέλημα του η πρόληψη της επανάλη­ ψης τέτοιων φρικτών εγκλημάτων που όλοι, όπως κα­ ταλαβαίνετε, απεχθανόμαστε. «Δεν πρόκειται να λάβω μέρος», του ανακοίνωσα. «Έχω άλλα πολύ καλύτερα πράγματα να κάνω. Σας υπενθυμίζω -για την περίπτωση που το ξεχάσατεπως εκκρεμεί ακόμη το θέμα του κήπου που θέλει πολ­ λή δουλειά ακόμη. Γιατί δεν αποδέχεστε τους νόμους της φύσης; Κάποια όντα γεννιούνται, κάποια πεθαί­ νουν. Αρπακτικά και θύματα· πρόκειται για κάτι που ισχύει εδώ και αιώνες. Οι άνθρωποι οφείλουν να βρουν έναν τρόπο για να έρθουν σε συνδιαλλαγή με τη Μητέρα Φύση». Το σχέδιο, βέβαια, δε λειτούργησε. Κανείς δεν μπόρε­ σε να μείνει ξύπνιος σε όλη τη διάρκεια της βάρδιας του κι έτσι κανείς δεν είδε τίποτε. Κάποια φορά ο Γκέκο νόμισε πως είδε έναν πύθωνα στην άκρη του κήπου. Μα τώρα πια είναι η εποχή των ραγδαίων βροχοπτώ­ σεων, και η βροχή όταν αρχίσει να πέφτει είναι τόσο πυκνή, που θαμπώνει τα πάντα μετατρέποντάς τα σε φασματώδεις παρουσίες. Ο Άλβαρο λοιπόν δεν μπορεί να είναι σίγουρος γι' αυτά που βλέπει. Ενεργώντας πάντα με περίσκεψη, μπήκα αθόρυβα στην κουζίνα κι έκλεψα από το ψυγείο δύο κομμάτια

Digitized by @PriOri™

429

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

ωμό κοτόπουλο που το πήγα στο δάσος και το τοποθέ­ τησα στο πιο ψηλό κλαδί. Ήθελα να εξασφαλίσω την παραμονή του γερακιού. *

Από την αρχή κιόλας του ταξιδιού ο Τζόνι ήταν κακόκε­ φος και μουτρωμένος και δεν κατόρθωσα ούτε καν εγώ να του φτιάξω τη διάθεση. Την ώρα που φτάσαμε στο ξενοδοχείο «Φορμόζα», ήταν ήδη βυθισμένος στη σιωπή. «Τι συμβαίνει; Είναι άρρωστος;» με ρώτησε η Σνόου όταν εκείνος και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του. Είχα βρεθεί για μια στιγμή μόνος μαζί της στη μελαγχο­ λική τραπεζαρία αλλά στεκόμαστε μακριά ο ένας από τον άλλο, σαν δυο πιόνια του σκακιού, το καθένα στη­ μένο στο δικό του τετράγωνο της σκακιέρας. «Δεν ξέ­ ρω», είπα ψιθυριστά, ώστε ο τόνος της φωνής μου να εναρμονιστεί με τον δικό της. Το ψιθύρισμα κάλυψε το ελαφρό τρέμουλο της φωνής μου. Ίσως εκείνη να με εμπιστευόταν επιτέλους. Με κοίταξε μ' ένα αχνό συνω­ μοτικό χαμόγελο. Όμως προτού προλάβω να παρατεί­ νω εκείνη τη στιγμή οικειότητας, εμφανίστηκε ο Κουνι­ τσίκα. «Μπορώ ν' ανεβάσω τα πράγματά σου;» τη ρώτησε και, προτού εκείνη συμφωνήσει, είχε πάρει κιό­ λας τη βαλίτσα της. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου κι έμεινα μες στο νερό της τεράστιας μπανιέρας. Καθένα από τα πόδια της ήταν ένα σύμπλεγμα μιας σφαίρας και μιας μπάλας. Ένα από αυτά έλειπε και το είχαν αντικαταστήσει μ' ένα συμπα­ γές κομμάτι ξύλου. Καθώς πλάγιασα μες στο χλιαρό νερό παρατήρησα την ξεβαμμένη πράσινη μπογιά της οροφής και την πρασινόμαυρη μούχλα στις γωνίες. Τα στρωσίδια στο δάπεδο ήταν τριμμένα, μπαλωμένα και φαγωμένα σε ορισμένες μεριές, σαν γούνα ψωριασμένου

Digitized by @PriOri™

430

ΤΑΣ Ο

μαλαϊκού αγριόσκυλου. Εντούτοις, μετά το ολοήμερο κουραστικό ταξίδι μας, το μπάνιο εκείνο μου φάνηκε απίστευτα πολυτελές. Ανακούφισε τις πονεμένες μου κλειδώσεις και με ξέπλυνε απ' την κόκκινη σκόνη που είχε απλωθεί σαν λεπτή πέτσα πάνω στο δέρμα μου. Έκανα νοερά μια επισήμανση: ακόμη και οι Ρολς Ρόις δεν είναι άτρωτες μπροστά τις δυνάμεις της Φύσης. Στάθηκα για μια στιγμή στη βάση της μεγάλης μισο­ φωτισμένης σκάλας για να ισιώσω τη γραβάτα μου. Ήθελα η Σνόου να με δει γεμάτο ζωντάνια - φρεσκοξυ­ ρισμένο, με άψογο ντύσιμο, αναζωογονημένον. Οι φω­ νές από την τραπεζαρία έφταναν στ' αυτιά μου πνι­ χτές κι άναρθρες, κι εντούτοις ευδιάκριτες. Αφουγκρά­ στηκα μήπως ακούσω τη φωνή της Σνόου, μα μόνον ο Κουνιτσίκα και ο Χόνεϊ ακούγονταν. Μιλούσαν ήσυχα αλλά σταθερά προφέροντας την κάθε λέξη προσεκτικά. Δεν ύψωσαν ούτε μια φορά τον τόνο της φωνής τους, παρότι τόνιζαν εμφατικά μια-δυο λέξεις. «Α! Γουόρμγουντ!» με υποδέχτηκε ζωηρά ο Χόνεϊ μόλις με είδε. «Τι θα πάρεις; Ουίσκι; Εδώ, στους τροπι­ κούς, καλό είναι να το πίνει κανείς σκέτο. Σκοτώνει, βλέ­ πεις, τα μικρόβια». «Καλοσύνη σου, μα μ' έχεις ήδη πληροφορήσει γι' αυ­ τό», του είπα καθώς έπαιρνα το τσιγάρο που μου προ­ σέφερε. Κοίταξα τον Τζόνι. Φορούσε ένα δικό μου που­ κάμισο στο χρώμα του ελεφαντόδοντου που του το είχα χαρίσει πριν από μερικές ημέρες. Το κοίταζε με πολλή λαχτάρα και του έδωσα την ψεύτικη πληροφο­ ρία πως το είχαν ράψει ειδικά για μένα στο Παρίσι. (Στην πραγματικότητα το είχα αγοράσει στο Τάνμπριτζ Γουέλς.) «Τέτοιου είδους πράγματα θέλω να πουλάω στο μαγαζί μου», είπε όταν του το έδωσα. Εκείνο το βράδυ το φορούσε για πρώτη φορά και ήταν χάλια. Του

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

431

ερχόταν πολύ στενό στους ώμους, τα μανίκια τού έπε­ φταν πολύ μακριά και το χρώμα δεν του πήγαινε καθό­ λου. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και ιδρωμένο, ενώ το βλέμμα του ήταν καρφωμένο επίμονα στα πα­ γάκια που έλιωναν μες στο ποτό μου. Με το δείχτη του χεριού χάραζε μορφές και σχήματα πάνω στην υγρασία του ποτηριού του. Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου ο Χόνεϊ πρωτοστα­ τούσε, σαν δάσκαλος που κάνει μάθημα σε ομάδα μαθητών της πέμπτης τάξης. Οι ιστορίες του με θέμα κάποιους ευτελείς ηρωισμούς γύρω από μεταλλεύματα δεν εντυπωσίασαν κανέναν. Καθόταν στην πολυθρόνα του όλο μεγαλοπρέπεια, με προσχεδιασμένα υπεροπτι­ κό ύφος, φυσώντας κάθε τόσο συννεφάκια καπνού. Έμοιαζε με παιδί που παριστάνει τον ενήλικο. Καθώς μιλούσε το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον Τζόνι· τον θεωρούσε εύκολο στόχο - και δεν είχε άδικο. Κανείς άλλος δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται. «Ανοησίες», είπα και, ανατρέποντας τους διάφο­ ρους ισχυρισμούς του, βάλθηκα να μιλώ όσο πιο ψύ­ χραιμα μπορούσα. Στο μεταξύ είχε καταφθάσει και η Σνόου, οπότε θεώρησα πως έπρεπε να προσαρμόσω ανάλογα τον τρόπο ομιλίας μου - να δείχνω έξυπνος αλλά όχι κυνικός, ούτε επιθετικός. Καθώς μιλούσα της έριξα μια φευγαλέα ματιά· δεν ξαφνιάστηκα όταν είδα πως είχε το βλέμμα της καρφωμένο στον Κουνιτσίκα, κι αυτός σ' εκείνη. «Δεν πιστεύω λέξη», είπα όταν ο Χόνεϊ ολοκλήρωνε μιαν απίθανη ιστορία για έναν Αγγλο μεταλλωρύχο που τον είχε σκοτώσει ένας Κινέζος κούλης. Ξαφνικά έπαψα να ελέγχω τον τόνο της φωνής μου συνειδητοποιώντας πως οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα μου φαρμακερές κι επιθετικές, λες κι ήμουν έφηβος. Μιας και ήταν πια

Digitized by @PriOri™

432

ΤΑΣ Ο

πολύ αργά για να συμμαζευτώ, κατέρριψα με δριμύτη­ τα τα σαθρά επιχειρήματά του. Ξαφνιάστηκα βλέπο­ ντας πως εκείνη η απολίτιστη επίθεσή μου έκανε τη Σνόου να χαμογελάσει· μόνο που δεν ξέρω αν το χαμό­ γελό της εκείνο αφορούσε τον Χόνεϊ ή εμένα. Μας σέρβιραν ένα απαίσιο φαγητό από ρεσοφέ -ξαναζεσταμένα- αποφάγια: μολυσμένη σούπα φτιαγ­ μένη από αδιευκρίνιστα υλικά -αν και ένα από αυτά φαινόταν καθαρά πως ήταν αρνίσιο κρέας-, μπαγιάτι­ κο κοτόπουλο και σβολιασμένη πουτίγκα από ρύζι. «Νομίζω πως αυτό είναι σαν προμήνυμα του τέλους της Αυτοκρατορίας, δε νομίζετε;» είπα. Κάτω από τα ξερά, γερμένα φύλλα μιας φοινικιάς κάθονταν τέσσερις μουσικοί. Κουνούσαν κουρασμένα τα δοξάρια τους και κάθε μελωδία που έπαιζαν τη μετέτρεπαν σε θλιβερό επικήδειο αποχαιρετισμό. Ακόμη και τα πιο πρόσφατα τραγούδια τα έκαναν ν' ακούγονταν σαν παλιά πένθιμα εμβατήρια. Για παράδειγμα, το j' attendrais, ένα απλοϊκό γαλλικό τραγουδάκι -που σίγουρα θα το είχαν μάθει από κάποιον περαστικό Γάλλο ιδιοκτήτη φυτείαςακουγόταν σε θρηνητικά ψιλές νότες, που απαιτούσαν τη συνοδεία λυπητερών κωδωνοκρουσιών κατά τις νε­ κρώσιμες ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μέσα σ' εκείνο το απαίσιο κοντίνουο, ό,τι κι αν έλεγε ο Χόνεϊ ηχούσε κούφιο. Ήταν ένας δήθεν ειδικός σε όλα τα θέ­ ματα που είχαν σχέση με τους τροπικούς - από τις δη­ λητηριάσεις από μανιτάρια ως την πολιτική του μαλαϊκού σουλτανάτου. Η κακοφωνία μού προξένησε τέτοια ζάλη, που παραλίγο να μην πάρω είδηση τη σιωπηλή αποχώρηση της Σνόου από το τραπέζι. Περίμενα ένα λεπτό κι ύστερα έσπευσα να την ακολουθήσω, ζητώ­ ντας φυσικά συγγνώμη από τους άλλους. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα να την προλάβω προτού φτάσει

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

433

στο δωμάτιο της - υπολόγιζα να χρησιμοποιήσω την «ασθένεια» του Τζόνι ως πρόσχημα για να της ανοίξω κουβέντα. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά αλλά δεν την είδα. Διέσχισα τους σκοτεινούς διαδρόμους σταματώ­ ντας και στήνοντας κάθε τόσο αυτί μήπως κι ακούσω βήματα. Τίποτε. Απογοητευμένος έκανα μεταβολή για να ξαναγυρίσω στην τραπεζαρία, σιγομουρμουρίζοντας το πονηρό, γλυκό τραγουδάκι j' attendrais, όταν την είδα να γλιστράει αθόρυβα μες στις σκιές της βερά­ ντας. Προχώρησα ακροπατώντας ώστε να μη χτυπούν τα παπούτσια μου στο δάπεδο, και κατευθύνθηκα προς τα κει. Κρύφτηκα πίσω από μια κολόνα περιμένο­ ντας την κατάλληλη στιγμή για να την πλησιάσω, και βάλθηκα να την παρατηρώ. Τα χαρακτηριστικά της φαίνονταν ακόμη πιο λεπτά αλλά με μια ελαφριά χροιά ευγενικής αρρενωπότητας. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της αποκάλυπταν την απαλότητα του σβέρκου της. Κάθε φορά που γύριζε το κεφάλι ελέγχοντας απόλυτα τις κινήσεις της, το δέρμα τεντωνόταν, αφήνοντας να φανεί μες στο σκοτάδι μια λευκή λάμψη. Κουρνιασμένος στην κρυψώνα μου, ένιωθα αδέξιος κι ανόητος. Όρθω­ σα το κορμί μου και προχώρησα προς το μέρος της βαδίζοντας με σταθερό, σίγουρο βήμα. Είχα απομα­ κρυνθεί ελάχιστα από την κολόνα όταν γύρισε και με κοίταξε με το φλογερό βλέμμα της. «Γεια», είπα ευγενικά, επιδεικνύοντας μια όσο το δυνατόν πιο ήρεμη και ανδροπρεπή στάση. «Τι κάνεις εδώ;» «Χαζεύω τον κήπο», μου αποκρίθηκε. Ξαφνιάστηκα. «Τον κήπο; Υπάρχει εδώ κήπος; Πού;» Πόσο τυχερός ήμουν! Βρισκόμουν πια στο στοιχείο μου. Θα μπορούσα να της ανοίξω συζήτηση και να μιλώ όλη τη νύχτα μαζί της για κήπους. Η τύχη μού είχε δώσει

Digitized by @PriOri™

434

ΤΑΣ Ο

μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εισχωρήσω στον κόσμο της. Οι προτιμήσεις και οι αντιπάθειές της, οι απόψεις της περί αισθητικής, οι μνήμες από την παιδική ηλικία της, τα πάντα ήταν τώρα στη διάθεσή μου. Κοίταζα διερευνητικά γύρω μου, τρυπώντας με το βλέμμα το σκοτάδι, αλλά το μόνο που μπόρεσα να δω ήταν τα άμορφα σχήματα της ζούγκλας που μας περιέβαλλε, κι ένα ερειπωμένο οικοδόμημα που το περίγραμμά του διαγραφόταν στον νυχτερινό ουρανό. Δε διέκρινα τίπο­ τε άλλο - τίποτε απολύτως που να μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς κήπο. Οι ελπίδες και οι προσδοκίες μου πως είχα ανακαλύψει την Εδέμ διαψεύστηκαν. «Υπάρχουν καθόλου παρτέρια;» τη ρώτησα. «Ή του­ λάχιστον κάποιο διακοσμητικό γεφυράκι;» «Δεν αποκλείεται», μου αποκρίθηκε. «Κάποτε αυτός εδώ ο κήπος ήταν ο πιο φημισμένος σε όλα τα Ομό­ σπονδα Μαλαϊκά Κράτη. Ήταν ένας κήπος ευρωπαϊ­ κού στιλ - ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Εξακολουθεί να υπάρχει, αν και υποθέτω πως τώρα πια αποτελεί μέρος της ζούγκλας». Στεκόταν με τα χέρια ακουμπι­ σμένα στο κιγκλίδωμα, και το βλέμμα της ήταν καθάριο. «Τι κρίμα...» είπα και πήγα να καθίσω στη φαρδιά πέτρινη πεζούλα, μα εκείνη με καληνύχτησε απότομα κι εξαφανίστηκε. Έμεινα για λίγο εκεί ακούγοντας το τερέτισμα των τζιτζικιών. Εξακολουθούσα να μη διακρί­ νω τίποτε από τα απομεινάρια εκείνου του άλλοτε ονο­ μαστού κήπου. Πηγαίνοντας για το δωμάτιό μου είδα ότι η τραπεζα­ ρία ήταν άδεια. Το κουαρτέτο των μουσικών είχε ανα­ χωρήσει, τα τραπέζια ήταν μαζεμένα, τα φώτα σβη­ στά, και οι φυλλωσιές των φοινικιών έριχναν στο δά­ πεδο ραβδωτούς ίσκιους. Είχα αρχίσει ν' ανεβαίνω τη σκάλα όταν αντιλήφθηκα πως στο κεφαλόσκαλο στεκό-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

435

ταν κάποιος ακουμπισμένος στον τοίχο και κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι με ποτό. Ήταν ο Χόνεϊ. «Χάθηκες για αρκετή ώρα, Γουόρμγουντ», είπε. «Ναι. Σκέφτηκα να μείνω για λίγο παραμονεύοντας στη σκιά, όπως κάνεις εσύ τώρα», του αποκρίθηκα και συνέχισα να προχωρώ χωρίς να τον κοιτάζω. «Ακου μια συμβουλή», μου είπε καθώς τον προσπέ­ ρασα. «Πρόσεχε. Μήπως νομίζεις πως μπορείς να εισβάλεις στην κοιλάδα με τυμπανοκρουσίες; Ξανα­ σκέψου το. Σε κανένα δεν αρέσει ο τρόπος που φέρε­ σαι. Υπάρχουν κανόνες που ένας Άγγλος μπορεί να πα­ ραβεί κι άλλοι που δεν έχει δικαίωμα να τους αγνοήσει. Και βέβαια, δεν ισχύουν τα ίδια πράγματα σε όλα τα μέρη, σ' το 'χω ξαναπεί. Έτσι είναι. Είμαστε υποχρεω­ μένοι να συμπεριφερόμαστε μ' ένα συγκεκριμένο τρό­ πο, αλλιώς τα πάντα γκρεμίζονται. Νομίζεις πως είσαι κάτι ξεχωριστό; Ε, λοιπόν όχι· δεν είσαι. Κανείς δεν είναι. Επίτρεψέ μου να σου αποκαλύψω κάτι. Κανείς δε σε συμπαθεί. Δέξου το σαν μια ευγενική προειδοποίηση από κάποιον που αντιλαμβάνεται πολλά». «Σ' ευχαριστώ... Ο σαχίμπ είναι πολύ ευγενικός», του αποκρίθηκα και συνέχισα το δρόμο μου. Ένιωσα οργι­ σμένος και συνάμα ντρεπόμουν. Συνέχισα να περπατώ σφίγγοντας τα μάτια μου που μ' έτσουζαν από τα δά­ κρυα. Πήρα βαθιές ανάσες ώσπου κατάφερα να φτά­ σω στην κορφή της σκάλας. «Αυτός ο μεταλλωρύχος σου που δολοφονήθηκε», του είπα γυρίζοντας προς το μέρος του, «πήρε ό,τι του άξιζε. Το προκάλεσε». Προχώρησα αργά αργά προς το δωμάτιό μου. Τελικά όλοι παίρνουμε αυτό που μας αξίζει, σκέφτηκα. Είναι ένας άγραφος νόμος.

Digitized by @PriOri™

436

ΤΑΣ Ο

Έβρεχε σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο. Η βροχή έφερε από τους λόφους λάσπη που την εναπόθεσε στο λιθό­ στρωτο κάτω από τα παράθυρά μου και μετέτρεψε τα ανοιχτά χαντάκια σε οργισμένους κόκκινους ποταμούς. Εδώ στους τροπικούς, το τοπίο το διαμορφώνει η βροχή, που μετατρέπει τα πάντα σε παράξενες εικό­ νες. Κάθε σχήμα που τυλίγεται μες στη βρόχινη κουρτί­ να καθώς αυτή γίνεται όλο και πιο πυκνή, θαμπώνει και παίρνει ακαθόριστη μορφή που αντανακλάται σε μικρή απόσταση. Αν κοιτάξεις επίμονα ίσως δεις, σε απόστα­ ση δέκα μόλις βημάτων, ακόμη και την αντανάκλαση του εαυτού σου. Οι τροπικές αυτές νεροποντές δε σου επιτρέπουν ν' αδιαφορήσεις, βγάζουν το κορμί από την όποια απάθειά του και ηλεκτρίζουν το μυαλό. Συχνά λέγεται πως αυτό που τρελαίνει τους Αευκούς είναι ο ήλιος. Διαφωνώ. Εκείνο που τους τρελαίνει είναι η βρο­ χή. Τους κάνει τελείως διαφορετικούς. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως η κατάσταση που μου ταιριάζει πιο πολύ είναι η μοναξιά, κι όταν έφτασα στο πανδοχείο είχα αποφασίσει ν' αποσυρθώ σε μιαν αξιοπρεπή σιωπή. Οχυρώθηκα μες στο δωμάτιό μου ή περιφερόμουν στην εκτεταμένη, καταπράσινη περιοχή γύρω απ' το πανδοχείο, τραγουδώντας μεγαλόφωνα το Ich habe genug, από την ομώνυμη καντάτα του Μπαχ. Τραγουδούσα κον μόλτο εσπρεσίβο, έχοντας ξαφνιαστεί με την παρατεταμένη ρε ύφεση που «έπια­ να». Δεν πίστευα πως η φωνή μου εξακολουθούσε να έχει τέτοιες δυνατότητες. Ενθαρρυμένος από αυτό το απροσδόκητο αποτέλεσμα πέρασα σε κάποιες άριες του Μότσαρτ, ανακαλύπτοντας πως τα λόγια μού έρχονταν στο νου αβίαστα. Όσο ταξίδευα στις θάλασ­ σες για να 'ρθω σ' αυτές τις ζεστές χώρες, νόμιζα πως τα είχα ξεχάσει οριστικά, αυτά όμως είχαν μείνει μέσα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

437

μου φυλαγμένα. Καθώς σεργιάνιζα μόνος κάτω από τα υγρά, ψιθυριστά δέντρα, η φωνή μου δεν ηχούσε καθό­ λου ξένη. Έφτανε στα φυλλώματα και χόρευε ανάμεσά τους σαν να ήταν μέρος της ζούγκλας όπως και οι περι­ κοκλάδες που έφταναν ως κάτω χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπό μου. Ήμουν, βέβαια, βαρύτονος -στην Οξ­ φόρδη όλοι αυτό έλεγαν- αλλά γιατί να περιοριστώ στο είδος της φωνής που είχα από γεννησιμιού μου; σκέ­ φτηκα. Ήθελα να γίνω ικανός να τραγουδήσω όλους τους ρόλους, τον Ιούλιο Καίσαρα, τον Ταμερλάνο και τον Ορφέα, ήθελα να μπορώ να τραγουδώ το ρόλο της Κόμισσας τόσο καλά όσο και του Κόμη ή του Κερουμπίνο -αυτού του παθιάρικου πλάσματος- από τους Γάμους του Φίγκαρο. Ήθελα να τραγουδήσω όλους τους ρόλους σε όλους τους ανθρώπους. Ήμουν έτοιμος να υψώσω τη φωνή μου σε μια βίαιη όσο και ρομαντική απόδοση του Porgi amor, όταν λίγο πιο πέρα είδα να εξαφανίζεται μια μορφή μέσα σε μια συστάδα δέντρων. Χώθηκα γρήγορα ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Είδα έναν άντρα που κινούνταν προσεκτικά μες στα δέντρα αγγίζοντάς τα ελαφρά και παραμένο­ ντας στη σκιά. Με την άκρη του ματιού μου συνέλαβα δύο ακόμη σιλουέτες που περπατούσαν αργά αργά κατευθυνόμενες προς ένα μικρό περίπτερο, πλάι σ' ένα λόφο. Ήταν η Σνόου και ο Κουνιτσίκα. Αναζήτησα τη μορφή που περιφερόταν στο γειτονι­ κό δάσος. Τίποτε. Μετατοπίστηκα ανεπαίσθητα για να έχω καλύτερη ορατότητα προς την κατεύθυνση της Σνόου και του Κουνιτσίκα. Εκείνος ήταν το πρότυπο της κομψότητας καθώς ακουμπούσε στους στύλους του περιπτέρου με τα χέρια στηριγμένα στο εύθραυστο κιγκλίδωμα που τους περιέβαλλε. Έδειχνε άνετος μες στα ακριβά ρούχα του. Συζητούσε ήρεμα κουνώντας

Digitized by @PriOri™

438

ΤΑΣ Ο

πάνω-κάτω το κεφάλι όλο κατανόηση και συμπάθεια. Δεν είχε καμιά σχέση με τον άντρα που είχα γνωρίσει στο ταπεινό πανδοχείο του Καμπάρ. Όλη την ώρα η Σνόου ήταν στραμμένη προς το μέρος του και δεν μπο­ ρούσα να δω το πρόσωπό της. Οι άριες των ηρώων του Χέντελ και των ηρωίδων του Μότσαρτ πλημμύρι­ ζαν το νου μου σε μια θορυβώδη πολυφωνία κι ένιωσα την αναπνοή μου να γίνεται πιο γρήγορη. Κι όπως ο πρωινός ήλιος ζέσταινε όλο και περισσότερο, μου ήρθε ζάλη. Ακούμπησα σ' έναν κορμό δέντρου προσπαθώ­ ντας να ηρεμήσω. Πίεσα τα μάτια με τις παλάμες μου, κι ανάμεσα σε φωσφορίζοντα χρώματα διέκρινα τη Σνόου και τον Κουνιτσίκα που γελούσαν στο περίπτερο του κήπου. Όταν όμως άνοιξα τα μάτια μου, προχω­ ρούσαν γρήγορα προς το πανδοχείο. Έτρεξα στο δωμάτιο του Τζόνι· ετοιμαζόταν να φύ­ γει. «Γεια σου, ξένε», του είπα. «Πού ήσουν;» «Είχα βγει για έναν περίπατο», μου αποκρίθηκε σηκώνοντας τις αποσκευές του για να τις μεταφέρει στο αυτοκίνητο. Οι κινήσεις του ήταν όλο βαριεστημάρα κι όταν με κοίταξε, το βλέμμα του φωτιζόταν από τη συνηθισμένη έκφραση αφοσίωσης. «Συμβαίνει κάτι, Τζόνι;» τον ρώτησα πιάνοντάς τον από τον ώμο καθώς έβγαινε απ' το δωμάτιο. «Και βέβαια όχι», απάντησε σηκώνοντας τους ώ­ μους. Παρότι είχε φορέσει καινούργιο πουκάμισο εξα­ κολουθούσε να δείχνει κακοντυμένος και κουρασμένος. «Τι τρέχει μ' εσένα;» συνέχισα. «Φαίνεσαι χάλια. Τα παπούτσια σου είναι καταλασπωμένα». Με κοίταξε κατάματα τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά του. «Το ίδιο κι εσύ», μου είπε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

439

Όταν πριν από χρόνια άρχισα να νιώθω καταβολή δυνάμεων λόγω ηλικίας, βγήκα από τη νάρκη μου κι άρχισα να ταξιδεύω. Συμμάζεψα τα κομμάτια μου και ξεκίνησα για μια τελική περιήγηση στη χώρα που είχα επιλέξει για πατρίδα μου. Στα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, το πνεύ­ μα της περιπέτειας είχε ριζώσει μέσα μου, και η σκέψη να πάρω κάποιο τρένο ή λεωφορείο και να συνταξιδέ­ ψω με ορδές συνωστιζόμενων ατόμων με τρομοκρα­ τούσε. Έτσι αγόρασα ένα αυτοκίνητο κι άρχισα να γυρί­ ζω μ' αυτό όλη τη χώρα. Στα βόρεια είδα τους σμαραγδόχρωμους ορυζώνες του Καμπάρ και τα απομεινάρια εγκαταλειμμένων χωριών εξαιτίας της μαζικής εξόδου των κατοίκων τους προς τις μεγάλες, αναπτυσσόμενες πόλεις του καινούρ­ γιου ανεξάρτητου έθνους. Διέσχισα την ορεινή ραχοκο­ καλιά που χώριζε τη χερσόνησο στα δύο κι έμεινα λίγο καιρό στην Κότα Μπάρου, στο μοτέλ «Πανδοχείο Το Νέο Τόκιο». Περιπλανήθηκα σε κοσμοπλημμυρισμένα παζάρια και παρακολούθησα τους τεχνίτες αργύρου καθώς δούλευαν με τα πρωτόγονα περίπλοκα εργαλεία τους. Τ' αστραφτερά ασημένια κουτιά που κατασκεύα­ ζαν τα τοποθετούσαν πάνω σε αχυρένια στρώματα απλωμένα στο έδαφος κι όλα μαζί, εκτεθειμένα κάτω από το ηλιόφωτο, σπιθοβολούσαν σαν πυθμένας πο­ ταμού σπαρμένος με σπασμένα γυαλιά. Επισκέφθηκα το παντάνγκ -το επίσημο γήπεδο κρίκετ- όπου ένα πλήθος αντρών έπαιζαν με τις τεράστιες σβούρες τους χρησιμοποιώντας κουλουριασμένα σκοινιά χοντρά, που έμοιαζαν με πύθωνες. Οι σβούρες γύριζαν επί ώρες πάνω στο ξερό γκρίζο, στο χρώμα του ποντικού έδα­ φος και η χρωματιστή επιφάνειά τους δημιουργούσε μια πανδαισία χρωμάτων.

Digitized by @PriOri™

440

ΤΑΣ Ο

Καθώς στεκόμουν και παρακολουθούσα τον τοπικό διαγωνισμό χαρταετών γνωρίστηκα μ' ε'ναν ηλικιωμένο Άγγλο, τρομερά φαντασμένο, που την εποχή εκείνη ήταν πολύ πιο μεγάλος απ' όσο είμαι εγώ σήμερα. Οι πελώριοι χαρταετοί ανέμιζαν τρεμουλιάζοντας. Ήταν δεμένοι στο έδαφος με σκοινιά στολισμένα με κομματά­ κια από πανί τα οποία φτεροκοπούσαν στον αέρα. Ο Γκάλσγουορθι -αυτό ήταν τ' όνομά του- μπορούσε να πει ποιος χαρταετός θα επικρατούσε στον αγώνα. Μου τον είχε δείξει με το ζαρωμένο δάχτυλό του την ώρα που αρμένιζε στον αέρα διαγράφοντας μια μικρή αψίδα ενώ τα δύο, σε σχήμα μισοφέγγαρου τμήματά του πρό­ βαλλαν όλο περηφάνια στο φόντο του καταγάλανου ουρανού. Κάποια στιγμή στάθηκε ακριβώς από πάνω μας όπου έμεινε να αιωρείται χωρίς να παρασύρεται από την αύρα. Τι σπάνιο θέαμα! Ήταν κάτι που δεν το είχα ξαναδεί. Στη συνέχεια ο Γκάλσγουορθι με προσκάλεσε στο σπίτι του για ένα ποτό. Μας φρόντισαν αγόρια και κορίτσια ντυμένα όλα με χρυσοΰφαντα σόνγκετ απ' το Βορρά. Όσο εμείς πίναμε μισοξαπλωμένοι τα ποτά, μας υπηρετούσαν φοβισμένα. Η χαμογελαστή παρουσία τους μ' έκανε να νιώσω άβολα. Ρώτησα τον Γκάλσγουορθι πώς είχε βρε­ θεί σ' αυτή τη χώρα. «Ήμουν προσωπικός σύμβουλος του σουλτάνου», μου αποκρίθηκε ήρεμα ισιώνοντας με το όλο λέπια χέρι του τη χρυσοποίκιλτη στολή ενός από τους ερμαφρόδιτους υπηρέτες του. Μου έδειξε το σπίτι του. Τα δωμάτια ήταν επιπλωμένα λιτά, με όμορφα πράγματα· στο υπνοδωμάτιο υπήρχε ένα στρώμα πάνω σ' ένα σκαλιστό ντιβάνι και δέρμα λεοπάρδαλης στρωμένο στο δάπεδο· σ' ένα μακρύ, σκιερό διάδρομο, το κεφάλι ενός Βούδα ήταν τοποθετημένο σε μια εσοχή του τοίχου. Από το παράθυρο έριξα μια ματιά στον

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

441

κήπο όπου φυόταν μία και μόνη τριανταφυλλιά χωρίς άνθη, με πολύ λεπτά κλαδιά κι ελάχιστα φύλλα εξαιτίας των ζεστών ανέμων της παραλίας. Δυστυχώς, ήξερα πως δε θα άντεχε σ' εκείνο το κλίμα. Ο Γκάλσγουορθι μουρμούρισε κάτι περί «αναμνήσεων» και «Αγγλίας» και φάνηκε βιαστικός. Χαμογέλασα, όπως υποτίθεται πως έπρεπε να κάνω, και του έδωσα συγχαρητήρια για το σπίτι και τους υπη­ ρέτες του. «Τι ωραία που είναι να βλέπεις να εκτιμά τα πράγματά σου κάποιος αληθινά πολιτισμένος», είπε. Όταν χαμογέλασε φάνηκαν τα δόντια του - κοφτερά, μαυρισμένα και μικρά, φαγωμένα από τα χρόνια και το τσιγάρο. Του ζήτησα συγγνώμη κι έφυγα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Σεργιάνισα ολομόναχος στην Παραλία του Περίπαθου Έρωτα και χάζεψα το λίκνισμα των κυμά­ των καθώς ξεδιπλώνονταν φτάνοντας στην ακτή. Η άμμος ήταν γκρίζα, ενώ στον ουρανό είχε αρχίσει να σβήνει η κεχριμπαρένια απόχρωση. Όταν ξαναπήρα το δρόμο για τα νότια, ήξερα πως εκείνο το ταξίδι θα ήταν το τελευταίο μου. Ήμουν έτοι­ μος να παραδοθώ στο θάνατο, ελπίζοντας πως το τέ­ λος θα ήταν γρήγορο. Πώς μπορούσα να ξέρω ότι έπει­ τα από τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια θα εξακολουθού­ σα να βρίσκομαι εδώ, ακόμη περιμένοντας; Αυτή η ανα­ μονή του τέλους δεν έχει νόημα. Τα πνευμόνια μου λει­ τουργούν κανονικά και τα πόδια μου εξακολουθούν να με οδηγούν μηχανικά κάθε πρωί στην τραπεζαρία για το πρόγευμα. Η αλήθεια όμως είναι πως έχω πεθάνει εδώ και παρά πολλά χρόνια από ασφυξία, πνιγμένος από τα ίδια μου τα χέρια.

Digitized by @PriOri™

442

ΤΑΣ Ο

Το πλοιάριο λεγόταν Πούτερι Μπερσιράμ. Το όνομα αυτό ήταν γραμμένο με μικρά καλλιγραφικά γράμματα στο σαπισμένο ξύλο της πλώρης. Επιζητώντας να πιάσω κουβέντα με τον Τζόνι τον ρώτησα τι σήμαινε. «Λουόμενη Πριγκίπισσα», μου αποκρίθηκε απότομα κι εξαφανίστηκε στο αμπάρι. Ήταν μουτρωμένος όλη εκείνη την ημέρα και δεν υπήρχε κάποιος που να τον έβγαζε από την πεισματάρικη σιωπή του. Στη διάρκεια της διαδρομής η Σνόου, γερμένη προς τη μεριά μου με ρώτησε επανειλημμένα αν ήξερα τι είχε ο Τζόνι. Μου μιλούσε ψιθυριστά κι ένιωθα την δροσερή ανάσα της. Ριγώντας ζύγωσα το στόμα μου στο αυτί της και της είπα: «Μην ανησυχείς. Θα τα ξεδιαλύνω τα πράγμα­ τα». Χαμογέλασε κι ακούμπησε για μια στιγμή το χέρι της στο μπράτσο μου. Όταν γύρισα και κοίταξα τον Τζόνι ανακάλυψα πως το βλέμμα του έμοιαζε με αν­ θρώπου που έχει προσβληθεί από κάποια άγνωστη ασθένεια. Malaise en Malaisie - αδιαθεσία στη Μαλαισία! «Έλα, Τζόνι!» του φώναξα ακολουθώντας τον στην ανοιχτή καταπακτή που οδηγούσε στον κάτω χώρο. «Ο θαλασσινός αέρας θα σου κάνει καλό». Καμιά απάντη­ ση. «Να χαρείς», του είπα. «Δεν ξέρω τι λάθος έχω κάνει, όμως ό,τι κι αν είναι σου ζητώ συγγνώμη. Έτσι κι ανέβεις μαζί μας στο κατάστρωμα θα κάνω κάτι που θα σε αποζημιώσει». Έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα στο πρόσωπό του σχηματίστηκε ένας δειλός μορφασμός - ένα ανε­ παίσθητο χαμόγελο. «Θ' απαγγείλουμε μαζί Σέλεϊ. Πώς σου φαίνεται;» τον δελέασα. «Έλα, η περιπέτειά μας τώρα αρχίζει!» Καθώς γλιστρούσαμε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια στα πράσινα νερά παρατηρούσα τη Σνόου και τον Κου­ νιτσίκα που στέκονταν πλάι πλάι πίσω από το πηδά-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

443

λιο, με τα μανίκια τους να ανεμίζουν και ν' αγγίζονται. Με άψογη κορμοστασιά και αινιγματική έκφραση, φαί­ νονταν σαν ανάγλυφες φιγούρες αρχαίου μνημείου. Ο Τζόνι κι εγώ καθόμαστε στο κατάστρωμα κι ατενίζαμε τον ήλιο που όλο και σκούραινε. Αναθάρρησα μόλις δια­ πίστωσα πως τα μάγουλα του φίλου μου είχαν ελαφροκοκκινίσει. Το βλέμμα του όμως εξακολουθούσε να είναι άδειο, καρφωμένο κάπου μακριά. Τον άγγιξα στον αγκώνα θέλοντας να τον ρωτήσω πώς αισθανόταν, αλλά αποτραβήχτηκε χαμογελώντας αχνά. Μες στο μυαλό μου άρχισε ν' ακούγεται ασταμάτητα η μακρό­ συρτη κι οδυνηρή άρια Porgi amor, η οποία άρεσε τόσο στον Κουνιτσίκα. Το πλοιάριο βγήκε από τα απάνεμα νησάκια και ξαφνικά βρεθήκαμε στ' ανοιχτά, ενώ η θάλασσα απλωνόταν γαλήνια μπροστά μας. Ο Τζόνι είπε: «Και πάμπολλοι λαβώθηκαν από αυτό το δυνατό αγόρι. Είπαν πως τ' όνομά του ήταν Ηδονή». Παρότι πρόφερε τα λόγια εκείνα μουρμουριστά, τα άκουσα καθαρά. «Απ' τον Σέλεϊ δεν είναι;» ρώτησα. «Για να το θυμά­ σαι, σημαίνει πως διαθέτεις εξυπνάδα. Από ποιο ποίη­ μα είναι;» Σήκωσε τους ώμους. «Απλώς το είδα στο βιβλίο». Απόφυγε το βλέμμα μου και συνέχισε ν' ατενίζει αφηρη­ μένα τον ήλιο που έδυε. Ο άνεμος του ανακάτευε τα όμορφα κοντοκουρεμένα μαλλιά του μετατρέποντάς τα σε μια μπερδεμένη μάζα που έστεκε πάνω στο κεφάλι του σαν στέμμα. Απλωσα το χέρι μου να παραμερίσω μια τούφα που έπεφτε στα μάτια του, μα εκείνος απο­ μάκρυνε το χέρι μου χτυπώντας το ελαφρά. Δεν ξέρω αν η δύναμη του χτυπήματος ήταν ηθελημένη. Για ένα λεπτό πάντως τα δάχτυλά μου είχαν αγγίξει το μέτωπό του, διαπιστώνοντας πως ήταν ζεστό και υγρό.

Digitized by @PriOri™

444

ΤΑΣ Ο

«Κατάλαβα. Υποθέτω πως ευελπιστείς ν' ανέβεις σε ανώτερο επίπεδο. Για το Θεό, όμως! Πες μου τι σου συμβαίνει». Γέλασε κοφτά και περιφρονητικά, πράγμα ασυνήθι­ στο γι' αυτόν, κι εξακολούθησε να κοιτάζει με νυσταγ­ μένο βλέμμα κάπου μακριά. Κρυφοκοίταζα προς τη μεριά της Σνόου και του Κουνιτσίκα, αυτού του λάγνου ζευγαριού, και είδα πως εξακολουθούσαν να δείχνουν καταγοητευμένοι ο ένας από τον άλλον. « Άκου, Τζόνι», ψιθύρισα. «Ξέρω τι συμ­ βαίνει. Πρόκειται για τον Κουνιτσίκα, έτσι δεν είναι;» Γύρισε απότομα προς το μέρος μου και με κοίταξε κατάπληκτος. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα κι ανέκ­ φραστα. «Το ξέρω πως δεν είναι σωστό και θα πρέπει να είναι πολύ δυσάρεστο για σένα», συνέχισα. «Όμως θα περά­ σει. Είμαι βέβαιος. Αυτός αποτελεί κάτι καινούργιο, θέλω να πω είναι κάποιος που εμφανίστηκε εντελώς ξαφνικά. Στο κάτω κάτω, έτσι είμαστε όλοι μας. Οι άνθρωποι που έρχονται απ' έξω και μπαίνουν στον κόσμο μας φαίνονται πολύ πιο γοητευτικοί από αυτούς που βρίσκονται κοντά μας. Μα στο τέλος λογικευόμαστε. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος ν' ανησυχείς». Φάνηκε μπερδεμένος. «Η Σνόου φέρεται περίεργα, Τζόνι. Δεν είναι ο εαυτός της», είπα χαμηλώνοντας τη φωνή μου. «Δε συμφωνείς;» Το πρόσωπό του παραμορφώθηκε από μιαν απο­ κρουστική γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο. «Και πού ξέρεις εσύ ποιος είναι ο αληθινός εαυτός της;» μου είπε, και βυθίστηκε ξανά στη σιωπή του, κλείνοντας με για μιαν ακόμη φορά έξω απ' τον κόσμο του. Η σκοτει­ νή, ανεξιχνίαστη Ανατολή, σκέφτηκα. Πλανιόμουν απο­ κομμένος, απομακρυσμένος από τα όρια της συμπό-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

445

νιας και της κατανόησης. Μπροστά μου απλωνόταν η θάλασσα και μ' οδηγούσε σ' έναν ολότελα άδειον ορίζο­ ντα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τραγου­ δήσω. Ύψωσα τη φωνή μου προς τον μαρμαρωμένο ουρανό. Είπα τραγούδια που νόμιζα πως τα είχα ξεχά­ σει. Ρούφηξέ με μόνο με τα μάτια σου, τραγούδησα μες στο τελευταίο φως του τροπικού απογεύματος. Ήταν τραγούδια από την παιδική ηλικία μου που έκτοτε τα είχα πει ελάχιστες φορές. Εντούτοις τα κουβαλούσα μέσα μου έως αυτές τις ζεστές θάλασσες - μόνος, με συντροφιά τις μνήμες μου. Δεν ξαφνιάστηκα όταν το πλοιάριο χάλασε. Όλα άρχισαν μ' ένα βασανιστικό θόρυβο. Η μηχανή μαρτυ­ ρούσε την ηλικία της μ' ένα πράγματι βροντερό κροτάλισμα. Στη συνέχεια εγκατέλειψε την προσπάθεια, κι αφήνοντας ένα διαπεραστικό ήχο διαμαρτυρίας ακινη­ τοποιήθηκε εντελώς. Το δέχτηκα με αγαλλίαση. Πριν από αυτή την ευτυχή παρέμβαση είχα αποτραβηχτείγια ύπνο κουρνιάζοντας πλάι σε μερικά κιβώτια, τυλιγμένος με μια λεπτή κουβέρτα. Παρέμεινα στη σκιά αποφεύγοντας το φεγγαρόφωτο που είχε τυλίξει το πλοίο μέσα σε μια γοητευτική λευκότητα. Το φως του φεγγαριού ήταν τόσο δυνατό, που οι ασημένιες αντιφεγγιές του ρουφούσαν τη λάμψη των αστεριών. Δεν άντεχα να κοιτάζω τον ουρανό. Είχα ακουμπήσει το κεφάλι μου στο κατάστρωμα κι αφέθηκα να με νανουρί­ σει το βουητό της μηχανής. Η περίπλοκη μορφή εκείνου του μηχανοποιημένου χτύπου καρδιάς με ξάφνιαζε. Έπαλλε μια ανεβαίνοντας και μια κατεβαίνοντας με το ρυθμό ευαίσθητης ύπαρξης. Είχε δική της φωνή και μιλούσε πότε μουρμουριστά και πότε τραγουδιστά. Το λεξικό ήταν πρωτόγονο αλλά καλά αρθρωμένο. Με το αυτί ακουμπισμένο στα όλο ρωγμές σανίδια, μπορούσα

Digitized by @PriOri™

446

ΤΑΣ Ο

ν' ακούω τα πάντα - τα βαριά βήματα του Χόνεϊ, τις υπολογισμένες κινήσεις του Κουνιτσίκα στο πηδάλιο, και κάτω ακριβώς από μένα το τρίξιμο του ξύλινου κρε­ βατιού της Σνόου. Ο Τζόνι ήταν ο μόνος που δεν είχε καμιάν απολύτως επαφή μ' εκείνη τη συνάθροιση. Έπειτα από λίγο οι ήχοι έπαψαν ν' ακούγονται, ωστόσο ήξερα πως η σιωπή δε θα διαρκούσε για πολύ. Ήταν εύθραυστη, κι όταν έσπασε δεν ξαφνιάστηκα. Ακουσα στο κάτω μέρος κάποια βήματα πολύ πιο ελαφρά από πριν. Ήξερα, βέβαια, πως τα βήματα εκείνα ήταν της Σνόου, όπως ήξερα πως θα την οδηγούσαν στο πηδά­ λιο. Προσποιήθηκα πως κοιμόμουν μέχρι που εκείνη με προσπέρασε, οπότε βάλθηκα να σέρνομαι αργά αργά στο κατάστρωμα μέχρι που έφτασα σε κάποιο σημείο απ' όπου μπορούσα να βλέπω το πηδάλιο. Το σύρσιμο των ρούχων μου στο σκληρό ξύλο του καταστρώματος ηχούσε στ' αυτιά μου σαν εκκωφαντικός θόρυβος. Στα­ μάτησα και για μια στιγμή απόμεινα εντελώς ακίνητος περιμένοντας ν' απλωθεί και πάλι πάνω στο πλοιάριο η εύθραυστη σιωπή. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τη Σνόου να στέκεται πολύ κοντά στον Κουνιτσίκα. Πα­ ρότι τα κορμιά τους δεν αγγίζονταν, υπήρχε ανάμεσά τους μια απεχθής συνενοχή. Ήθελα να ορμήσω και να τους χωρίσω κραυγάζοντας. Και τότε, με μια μόνο κίνηση τόσο αβίαστη και φευ­ γαλέα, που τα μάτια μου με δυσκολία κατάφεραν να διακρίνουν, οι δυο τους έσμιξαν κι αγκαλιάστηκαν. Εκεί­ νος την έπιασε σφιχτά από τη μέση και την τράβηξε πάνω του. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα να διαλυθεί η φοβερή εικόνα. Όταν τα ξανάνοιξα, νόμιζα πως θα είχαν πια χωρίσει, όμως κάθε φορά που έκανα κάτι τέ­ τοιο τους έβλεπα γραπωμένους τον έναν από τον άλλο σαν ναυαγούς σε μια σχεδία, αποκομμένους από τον

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

447

υπόλοιπο κόσμο. Έγειρα πάνω στο κατάστρωμα θέλο­ ντας να γεμίσω τ' αυτιά μου με το παρηγορητικό, πρω­ τόγονο βουητό της μηχανής. Άκουγα τα κύματα που έσπαγαν στα πλευρά του πλοιαρίου. Η απύθμενη θά­ λασσα είχε ένα δικό της ξεχωριστό θόρυβο, ένα ουρλια­ χτό χωρίς ήχο, έτσι που μες στ' αυτιά μου παρέμενε μόνον ο απόηχός του. Σε λίγο ακούστηκαν βήματα πλάι μου. Η Σνόου με προσπέρασε κι απομακρύνθηκε, καθώς ήμουν πεσμέ­ νος μπρούμυτα κι έτρεμα. Ένιωσα τα πρώτα τρεμου­ λιάσματα της μηχανής, έναν απαλό ρυθμικό χτύπο που μετάλλαζε σε άγριο βρυχηθμό και σταμάτησε μ' έναν ανατριχιαστικό ήχο. Έπειτα, παντού σιωπή... Ο Χόνεϊ ξύπνησε, πετάχτηκε πάνω και βάλθηκε να μιλά με τον Κουνιτσίκα χαμηλόφωνα αλλά με οργισμένο ύφος. Όταν τους πλησίασα, ο Ιάπωνας στεκόταν στην πλαϊ­ νή μεριά του πλοίου και κοίταζε ερευνητικά τα βαθιά, μαύρα σαν μελάνη νερά. «Μην ανησυχείς», μου είπε ενώ ξεκούμπωνε το που­ κάμισό του για να βουτήξει στη θάλασσα. «Είμαι σίγου­ ρος πως δεν πρόκειται για τίποτε σπουδαίο». Πλέαμε ακυβέρνητοι στη γαλήνια θάλασσα και πηγαί­ ναμε τόσο αργά, που δύσκολα μπορούσα να ξεχωρίσω το απαλό λίκνισμα του πλεούμενου. Η ακύμαντη έκτα­ ση του νερού απλωνόταν σιωπηλή ολόγυρά μας ενώ ο άδειος ορίζοντας δε μας προσέφερε την παραμικρή ελπίδα. Ο Κουνιτσίκα είπε πως ήταν πράγματι παράξε­ νο που δεν πετούσαν γλάροι αφού δε θα έπρεπε να βρι­ σκόμαστε μακριά από τη στεριά. Κατά τη γνώμη μου, ίσως απείχαμε περίπου δύο χιλιάδες μίλια από τον προορισμό μας χωρίς να το γνωρίζουμε.

Digitized by @PriOri™

448

ΤΑΣ Ο

Υποδεχτήκαμε τον ερχομό της νύχτας με ανακούφι­ ση, αφού απαλλαχτήκαμε από την κάψα του ήλιου. «Η νύχτα φέρνει επίσης στην επιφάνεια το κτήνος που κουβαλά μέσα του κάθε άνθρωπος», είπα στη Σνόου. «Και να το παράδειγμα», συμπλήρωσα, δείχνοντας προς τη μεριά του Κουνιτσίκα που προσπαθούσε να επιδιορθώσει τη βλάβη. Χτυπούσε τη μηχανή σαν να έκοβε σε κομμάτια κάποιο πτώμα. Κάπου κάπου χρησι­ μοποιούσε εργαλεία αλλά περισσότερο δούλευε με τα γυμνά χέρια του. Το φως της λάμπας έπεσε πάνω στο μαυρισμένο από το γράσο πρόσωπό του. «Μοιάζει με ζώο· μ' εκείνες τις αλεπούδες που ο κόσμος λέει πως είναι η ενσάρκωση των φαντασμάτων», της τόνισα. «Εννοείς το σιβέτ· τη μοσχογαλή», με διόρθωσε. «Έχεις δίκιο». Έψαξα με το βλέμμα μου μες στο σκο­ τάδι μήπως και δω κάποιο φως. «Πίτερ», μου είπε η Σνόου ψιθυριστά, ακουμπώντας το χέρι της στο μπράτσο μου, «ανησυχώ. Για τον Τζόνι». Το χέρι μου σφίχτηκε απότομα και το αποτράβηξα άθελά μου για λίγο, πριν αφεθώ και πάλι στο απροσδό­ κητο άγγιγμά της. «Αλήθεια;» έκανα, συνεχίζοντας να διερευνώ με το βλέμμα μου το σκοτάδι. «Νομίζω πως νιώθει απλώς ναυτία». «Έλα, Πίτερ», είπε και τα δάχτυλά της έσφιξαν το μπράτσο μου. «Ξέρεις τόσο καλά πως ο πυρετός του δεν έχει σχέση με το κορμί του». «Δεν έχει; Ειλικρινά, δεν μπορώ να σκεφτώ τι άλλο μπορεί να είναι εκτός από ναυτία. Μήπως νοσταλγία για το σπίτι του;» Γύρισε και με κοίταξε αλλά εγώ συνέχισα ν' ατενίζω το σκοτάδι. «Έλα τώρα! Πώς μπορεί να νοσταλγεί κάτι που δεν είχε ποτέ; Πιστεύω πως εσύ τον ξέρεις πολύ καλύτερα

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

449

από οποιονδήποτε άλλον, ακόμη κι από μένα. Τον συ­ μπαθείς πολύ, έτσι δεν είναι;» «Υποθέτω πως έχουμε γίνει καλοί φίλοι». «Ξέρεις... σημαίνεις πολλά γι' αυτόν». «Ναι; Γιατί όμως;» «Αν συμβεί κάτι...» Σταμάτησε και γέλασε - ένα περι­ παικτικό γελάκι. «Αν συμβεί κάτι... σε μένα... σε μας, θα ήθελα να φροντίσεις τον Τζόνι... Σύμφωνοι;» Η νύχτα ήταν ζοφερή και το φεγγάρι ένα μικρό λευκό κομμάτι στο μαύρο χαρτί τ' ουρανού. «Μα ναι, φυσικά». Έμεινε σιωπηλή. «Μα ναι. Και βέβαια θα τον φροντί­ σω», είπα με ανέμελο ύφος. «Αν φυσικά συμβεί κάτι. Βρισκόμαστε όμως πολύ μακριά απ' τον πόλεμο. Ίσως να μην επεκταθεί ποτέ ως την κοιλάδα. Πάντως αμφι­ βάλλω αν εγώ θα είμαι σε καλύτερη θέση από σένα έτσι και γίνει εισβολή». «Δεν εννοώ μόνο τον πόλεμο». «Τότε τι;» «Δεν ξέρω. Τα πάντα. Μακάρι να μπορούσα να σου μιλήσω για τον Τζόνι. Μακάρι να τα μάθαινες όλα». Τρά­ βηξε το χέρι της από το μπράτσο μου και για μια στιγμή ευχήθηκα να με άγγιζε ξανά. «Πες μου», επέμεινα. «Σε παρακαλώ». «Θέλω απλώς να μου υποσχεθείς ότι θα βοηθήσεις. Υποσχέσου μου χωρίς να ρωτήσεις τίποτε. Απλώς σκέ­ ψου τον Τζόνι και υποσχέσου μου μέσ' από την ψυχή σου. Σε παρακαλώ». Αυτό έκανα. Της έδωσα την υπόσχεσή μου. Λίγο πιο κει κειτόταν μπρούμυτα το διαποτισμένο με ουίσκι κορμί του Χόνεϊ... Επί ώρα ο σύντροφός μας ροχάλιζε ακανόνιστα αλλά είχε ήδη αρχίσει να μουρμου­ ρίζει ακατάληπτα σαν δύστροπο σχολειαρόπαιδο. Κλο­ τσούσε, οι γροθιές του τινάζονταν βίαια και η φωνή του

Digitized by @PriOri™

ΤΑΣ Ο

450

ηχούσε πνιγμένη, παιδιάστικη, απαιτητική. Ξέσπασα σε δυνατό γέλιο, και ήταν αδύνατον να σταματήσω. Η Σνόου με μιμήθηκε κι οι ώμοι της τραντάζονταν απ' τα γέλια. Όταν όμως σταμάτησα για να πάρω αναπνοή κατάλαβα ότι δε γελούσε αλλά έκλαιγε. Δεν ήξερα τι να κάνω. Απλωσα τα χέρια μου προς το μέρος της, μα αποτραβήχτηκα γρήγορα χωρίς να την αγγίξω. Αχ! Πόσο λαχταρούσα να την κλείσω στην αγκαλιά μου, να της ψιθυρίσω πως όλα θα πήγαιναν μια χαρά, πως θα γυρίσουμε σύντομα στο σπίτι, πως δε θα έπρεπε να ξαφνιαστεί αν τελικά περνούσαμε υπέροχα στις διακο­ πές μας κι επιστρέφαμε, έχοντας στις αποσκευές μας κάποιες πολύ διασκεδαστικές ιστορίες. Δε θα 'ταν αστείο; Αντί για όλ' αυτά ακούμπησα δειλά το χέρι μου στα μαλλιά της από φόβο μήπως τρομάξει και το βάλει στα πόδια. Έκλαιγε με το κεφάλι ψηλά και με κοίταζε κατάματα - δυνατή, περήφανη, όμορφη. Κι εγώ... Εγώ την παρατηρούσα χαϊδεύοντας δειλά τα μαλλιά της μέχρι που σηκώθηκε κι έφυγε αφήνοντάς με μόνο με την κατασκότεινη θάλασσα. Της έδωσα την υπόσχεσή μου. Ήταν κάτι που έγινε ενστικτωδώς και μέσ' απ' τα βάθη της ψυχής μου· ντε προφούντις, όπως μου είχε ζητήσει εκείνη. Μόνο που δεν είχα λάβει υπόψη μου τον Τζόνι. *

Λέγεται πως ο Γκαουτάμα-Βούδας δέχτηκε τη φώτιση ενώ καθόταν κάτω από μια βανιανή -ινδική συκιά- με τα τόσο χαρακτηριστικά, σε σχήμα καρδιάς φύλλα της, που τα εύτακτα απλωμένα κλαδιά της και ο κοντός όλο ρόζους κορμός της την καθιστούν ιδανική για κήπους. Κοντά σε κάθε βουδιστικό ναό θα ανακαλύψει κανείς μια βανιανή. Λένε πως στην Αμαραπούρα της Ανω

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

451

Βιρμανίας υπάρχει μια ινδική συκιά δυο χιλιάδων ετών. Στα ταξίδια μου στην Ταϊλάνδη, τη δεκαετία του '50, το θεωρούσα απαραίτητο να καθίσω κάτω από κάθε τέτοιο δέντρο που απαντούσα στο δρόμο μου. Αφού προσέφερα τα απαραίτητα αναθήματα προσευχής σε κάθε ναό που επισκεπτόμουν, αναζητούσα στη συνέ­ χεια μια βανιανή, κι όταν την έβρισκα καθόμουν στη σκιά της. Επειδή μάλιστα τα υπερβολικά μακριά πόδια μου -πόδια ενός Δυτικού- δε μου επέτρεπαν να πάρω την κανονική στάση «λωτού», περιοριζόμουν να κάθο­ μαι σταυροπόδι. Ακολουθούσε μια περίοδος διαλογι­ σμού, και στη γαλήνη του χώρου του ναού άδειαζε η σκέψη μου από τις συσσωρευμένες αναθυμιάσεις. Με το μυαλό και το πνεύμα καθαρά, ξανάπαιρνα τους δρό­ μους, όντας σίγουρος ότι δε θ' αργούσα να συναντήσω εκεί γύρω κάποιο ναό και μια βανιανή. Αναμφισβήτητα τα δέντρα αυτού του είδους έχουν κάτι που σε ωθεί σε ήρεμη περισυλλογή. Το ένιωσα κάτω από πολλά δέντρα της ίδιας οικογένειας, όπως για παράδειγμα κάτω από τη συκιά τη βεγγαλική, ένα θεαματικό κολοσσό που εδώ, στη Νοτιοανατολική Ασία, φύεται τόσο στις άκρες των δρόμων όσο και στις όχθες των ποταμών. Οι ρίζες που κρέμονται ανάερα από τα κλαδιά του δέντρου είναι χοντρές σαν σκοινιά κι αρκετά δυνατές, ώστε να χρησι­ μεύουν για αιώρα ενός παιδιού. Κάποτε σ' ένα χωριό πλάι στον ποταμό Πέρακ πέρασα όλο μου το απόγευμα παρακολουθώντας τα παιδιά να κάνουν αυτό ακριβώς: να πιάνονται από τις εναέριες ρίζες μιας βεγγαλικής συκιάς οι οποίες κρέμονταν πάνω από το ποτάμι, και να πέφτουν ορμητικά μες το νερό. Μολονότι καθόμουν σταυροπόδι κάτω από το δέντρο δεν κατάφερα να ηρεμήσω - το δέντρο δε μου μετάγγι­ ζε τη μαγεία του. Λέγεται πως ο χοντρός κορμός του

Digitized by @PriOri™

452

ΤΑΣ Ο

είναι κατοικία πνευμάτων κι έχω δει πανθεϊστές -ή μάλ­ λον προληπτικούς- χωρικούς να τοποθετούν στο πλάι εξιλαστήριες προσφορές από φρούτα και λουλούδια. Παρ' όλα αυτά δεν επενεργεί πάνω μου ειρηνευτικά με τον τρόπο που επενεργεί το δέντρο του Βούδα. Αυτό το είδος είναι πολύ μεγάλο κι απρόσωπο, ένας χώρος μάλ­ λον για να παίζουν τα παιδιά κι όχι ένας βωμός του ανθρώπινου πνεύματος. Ναι. Ο Βούδας επέλεξε σω­ στά· κι εγώ θ' ακολουθήσω το παράδειγμά του. Έχω επισημάνει κάποιο σημείο όπου θα φυτέψω μια βανια­ νή. Θα βρίσκεται στην άκρη του κήπου μακριά απ' τα άλλα φυτά. Την έχω σκιτσάρει στο σχέδιο μου και πρέ­ πει να ομολογήσω πως φαντάζει υπέροχη. Ό σ ο για ευωδιαστό άρωμα, θα φυτέψω ένα άλλο φυτό που με συγκινεί συναισθηματικά· εννοώ την πλουμερία την ερυθρά ή αυτό που οι ντόπιοι αποκα­ λούν τσεμπάκα. Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με την ευωδιά ενός τροπικού κήπου. Οι ευωδιές ενός αγγλικού κήπου έπειτα από ξαφνική καλοκαιρινή βροχή είναι τραγικά διακριτικές, συγκρινόμενες μ' αυτές τις τόσο ελκυστικές ενός και μόνο τροπικού λουλουδιού σαν την πλουμερία. Παλιά είχα συλλάβει επανειλημμένα τον εαυτό μου να σεργιανίζει τ' απογεύματα και να οσμίζεται το πρώτο με την έλευση του σκοταδιού άρωμα που σκορπούσαν τριγύρω αυτά τα λουλούδια, τότε που το άρωμά τους το νιώθει κανείς πιο σαγηνευτικό. Στο σχέ­ διό μου έχω σημειώσει με τελίτσες τα σημεία όπου το χορευτικό σχήμα τους θα προκαλεί τον ίδιο θαυμασμό που προκαλεί και η ευωδιά τους· για παράδειγμα, δίπλα στη βεράντα όπου παίρνουμε συνήθως το απο­ γευματινό μας τσάι -φανταστείτε την ευωδιά της πλουμερίας ανακατεμένη με τη μυρωδιά του βουτυρωμένου καψαλισμένου ψωμιού και του στεγνού βοδινού αρτυ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

453

μένου με κάρι... Ω! Οι ευωδιές της τσεμπάκα, γλυκε'ς σκέψεις και όνειρα!...- ή δίπλα στην προτεινόμενη λι­ μνούλα με τα χρυσόψαρα. Ήξερα βέβαια πως το φύτε­ μα μιας πλουμερίας δε θ' άρεσε και πολύ στους υπόλοι­ πους ενοίκους. «Τσεμπάκα;» αναφώνησε ο Άλβαρο, και τα συνήθως ήρεμα χαρακτηριστικά του συσπάστηκαν από μια ρυτίδα βαθιάς ανησυχίας. «Αποκλείεται. Δε γίνεται να βάλεις τέτοια πράγματα εδώ πέρα». «Και γιατί, παρακαλώ;» ρώτησα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την απάντησή του. «Είναι το δέντρο του θανάτου. Οι μουσουλμάνοι τα φυτεύουν στα νεκροταφεία τους». «Βλακώδεις προλήψεις», έκανα περιφρονητικά. «Αυ­ τή η χώρα είναι γεμάτη από τέτοια. Μου κάνει εντύπω­ ση που τις συμμερίζεστε κι εσείς αυτές, κύριε Ντε Σούζα». «Δεν πρόκειται για προλήψεις», μου αποκρίθηκε με πραγματική ειλικρίνεια. «Αλλά να... Είναι κάτι που δεν το θέλει κανείς... Δε θα τους αρέσει... για χίλιους δυο λόγους». «Ανοησίες. Οι Σιαμαίοι τουλάχιστον προβάλλουν κάποια αξιοπρεπή δικαιολογία που δεν τα θέλουν στους κήπους τους, αφού στη γλώσσα τους η λέξη τσε­ μπάκα είναι ταυτόσημη με τη λέξη λύπη. Όμως αυτό δεν τους εμποδίζει να φυτεύουν τέτοια δέντρα στους κήπους των μοναστηριών και των ναών τους. Οι μονα­ χοί είναι υπεράνω προλήψεων. Αν λοιπόν το δέντρο αυτό είναι καλό για τους αφοσιωμένους βουδιστές, τότε είναι καλό και για μια χούφτα ηλικιωμένων παπι­ στών σαν εμάς». «Μα βρισκόμαστε σε μια μουσουλμανική χώρα. Από τη στιγμή λοιπόν που οι μουσουλμάνοι αποφεύγουν το δέντρο αυτό, πρέπει να το αποφεύγουμε κι εμείς».

Digitized by @PriOri™

454

ΤΑΣ Ο

«Μα εσύ θα με τρελάνεις! Μην ξεχνάς πως είσαι ρωμαιοκαθολικός, άρα δεν πρέπει να πιστεύεις τέτοιες ανοησίες». «Όπως σου είπα, το θέμα είναι πολιτιστικό». Ήξερα πως μια λογομαχία μαζί του δε θα οδηγούσε πουθενά. Εξάλλου είναι ο πιο λογικός μέσα στο ίδρυμα. Οι υπόλοιποι θα είναι πολύ πιο βίαιοι κι ανόητοι στην υποστήριξη των επιχειρημάτων τους. Έτσι, έγραψα με πολλή δυσφορία και μέσα σε παρένθεση τη λέξη ΠΡΟΣΩ­ ΡΙΝΑ πλάι στα σημεία όπου ήταν σημειωμένη η λέξη ΠΛΟΥΜΕΡΙΑ. Πρόθεσή μου ήταν να σβήσω αυτές τις απρόβλεπτες παρενθέσεις μόλις καταλάγιαζε η φασα­ ρία, ώστε να μην καταβροχθιστεί το «δέντρο του θανά­ του» από τη γεροντική λήθη που βασιλεύει εδώ μέσα. Ο μόνος τρόπος για να επιζήσεις εδώ είναι να ενεργείς στα κλεφτά. Κι εγώ πρέπει να έχω τα αγαπημένα φυτά μου. Κάποια φορά στην Πενάνγκ, λίγο μετά τον πόλεμο, είχα πάει στις ανεμόδαρτες ακτές κοντά στο Ναό του Φιδιού ατενίζοντας τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ήταν σχεδόν σούρουπο αλλά πάνω από το νερό εξακο­ λουθούσε να πλανιέται μια υποψία φωτός. Κατέβηκα τα λίγα σπασμένα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν από την ανεμόδαρτη κορφή του λόφου στην ακτή, και χρειά­ στηκε να διαβώ μέσα από μια συστάδα δέντρων. Σκό­ νταψα κι έπεσα χάμω, χάνοντας έτσι τον προσανατολι­ σμό μου. Όταν τελικά κατάφερα και βγήκα σ' ένα ξέφω­ το βρέθηκα κυκλωμένος από λεπτούς και στριφτούς κορμούς που ανήκαν σε πανάρχαιες πλουμερίες. Κοί­ ταξα ολόγυρά μου και κατάλαβα πως είχα βρεθεί στα ερείπια κάποιου μουσουλμανικού νεκροταφείου. Κάθισα στο ετοιμόρροπο τοιχάκι που περιέβαλλε τον ταφικό εκείνο χώρο κι έστρεψα το βλέμμα προς τη θάλασσα. Φυσούσε ελαφρό αεράκι που μετέφερε μαζί του την

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

455

πλούσια ευωδιά της πλουμερίας - γλυκιά, βαριά, λυπη­ τερή. Έκλαψα σιωπηλά μες στο σκοτάδι αφήνοντας τα καυτά δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά μου. Δε σκεφτό­ μουν διόλου τον πόλεμο. Δε θυμόμουν τα τρία χρόνια που είχα περάσει φυλακισμένος στο Σάνγκι, είχα ξεχά­ σει το ξύλο, τον νερουλό χυλό ρυζιού που μας τάιζαν και τα τσιγάρα που στρίβαμε από ιαπωνικές εφημερίδες. Σχεδόν δε θυμόμουν τα γουρλωμένα μάτια και τα ρουφηγμένα μάγουλα των αντρών που είχαν πεθάνει από δυσεντερία και γάγγραινα ή από εξάντληση. Πώς ονο­ μάζονταν; Τσάπμαν; Λεφανού; Σέφερντ; Δεν ήμουν σίγουρος αν τα είχα μάθει ποτέ. Δούλευα από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου και υπέμενα, όπως όλοι, τα μαρτύρια στα οποία μας υπέβαλλαν. Μα δεν ήταν και η συντέλεια του κόσμου. Έπαιρνα εθελοντικά επιπλέον δουλειά και τη θέση των εξουθενωμένων συμπατριωτών μου, κι έδινα τη λιγοστή μερίδα φαγητού που μου αναλογούσε σε όσους λιμοκτο­ νούσαν. Το έκανα με όλη μου την καρδιά, αρνούμενος να δεχτώ τις ευχαριστίες τους. Δε μιλούσα με κανέναν. Τα βάσανά μου είχαν ήδη αρχίσει κι ήταν πολύ χειρότερα από αυτά του στρατοπέδου. Ο πόλεμος δε θεωρούνταν αρκετή τιμωρία για τις αξιοκατάκριτες πράξεις μου, ού­ τε η φυλακή μπορούσε να λειτουργήσει εξαγνιστικά. Εκείνα τα τρία χρόνια που πέρασα εκεί, κύλησαν χωρίς σχεδόν να τα καταλάβω. Γι' αυτό έκλαιγα καθισμένος στην άκρη του νεκροτα­ φείου, διαποτισμένος από την ευωδιά που ανέδιδαν οι πλουμερίες. Δεν είχα υποφέρει αρκετά· δεν είχα εξιλεω­ θεί. Τίποτε δε θα ήταν αρκετό για να εξαγνιστούν οι αμαρτίες μου.

Digitized by @PriOri™

456

ΤΑΣ Ο

Όταν είδα τον Τζόνι να έχει καταπιαστεί με την επι­ διόρθωση της χαλασμένης μηχανής του σκάφους απελ­ πίστηκα. Ο τρόπος που τα χέρια του χειρίζονταν τα διάφορα σκουριασμένα μεταλλικά αντικείμενα -τα χάιδευαν, τα κουνούσαν σαν να τα νανούριζαν, τα καλό­ πιαναν- έδειχνε πως η σωτηρία μας ήταν κοντά. Κατάλαβα πως θα ξαναμπαίναμε πολύ γρήγορα στη ρότα μας και πως η παράξενη, φευγαλέα οικειότητα που είχε αναπτυχθεί την προηγούμενη νύχτα ανάμεσα σε μένα και τη Σνόου θα χανόταν για πάντα. «Είσαι σίγουρος, Τζόνι, πως ξέρεις τι κάνεις;» τον ρώτησα όταν τον βρήκα μόνο του για μια στιγμή. «Η μηχανή αυτή φαίνεται φοβερά περίπλοκη. Δε φαντάζο­ μαι να ψάχνεις στα τυφλά για να εντοπίσεις τη βλάβη, ε; Δε θα θέλαμε να συμβεί κάτι χειρότερο». Το χρώμα είχε ξαναγυρίσει στο πρόσωπό του κι ο ίδιος φαινόταν να είναι πολύ καλά. Ανασήκωσε τον δεξιό του ώμο και επικεντρώθηκε στη δουλειά του χω­ ρίς να μου δώσει απάντηση. «Βλέπω πως είσαι ακόμη μουτρωμένος. Πάει καλά. Άλλωστε η αλήθεια είναι πως δε με νοιάζει τι σου συμ­ βαίνει. Έπαψε να με απασχολεί το καλό σου. Με απα­ σχολεί όμως το καλό το δικό μου και αυτών που βρίσκο­ νται πάνω σε τούτο το πλοιάριο. Απλώς εκείνο που σου ζητώ είναι να πάψεις να ανακατεύεσαι με τη μηχανή και ν' αφήσεις να τη φροντίσει ο Κουνιτσίκα». Ανασή­ κωσε το κεφάλι του και με κοίταξε μ' ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. «Αυτό το ύφος δεν σου πάει καθόλου», είπα. «Το ξέρω». «Τότε κόφ' το». «Ξέρω πως νοιάζεσαι για το καλό αυτών που βρί­ σκονται πάνω σε τούτο το πλοιάριο», επανέλαβε με φωνή σκληρή και κοροϊδευτική.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

457

«Κάνε μου τη χάρη! Μέχρι εδώ οι ανοησίες σου», του αποκρίθηκα κατακόκκινος από θυμό. «Είσαι ένα αξιολύπητο παιδάκι. Κάτι σ' απασχολεί-ένας θεός ξέρει γιατί δε θέλεις να μιλήσεις γι' αυτό- και προσπαθείς να το καταπολεμήσεις μένοντας κλεισμένος στον εαυτό σου· κι όταν αποφασίζεις να εμφανιστείς, το κάνεις μόνο και μόνο για να φαρμακώσεις τον καλύτερό σου φίλο. Άκουσέ με λοιπόν. Ποιος θα ενδιαφερθεί για σένα αν δεν ενδιαφερθώ εγώ; Ξέρω τι επιδιώκει ο Κουνιτσίκα ασφαλώς και το ξέρω. Το 'χω πάρει κι εγώ είδηση». Ξαναγέλασε σκληρά. «Δεν έχεις ιδέα», μου αποκρίθη­ κε και ξαναγύρισε στη δουλειά του. Πήγα και βρήκα ένα μικρό τρίγωνο χώρο σκιάς που είχε δημιουργηθεί από ένα σωρό κιβωτίων. Έπειτα από μερικά λεπτά ήρθε και κάθισε πλάι μου ο Κουνιτσίκα. «Παράξενο πράγμα η θάλασσα», είπε ξεφυσώντας. Έδειχνε φιλικός και κάπως κωμικός. «Έτσι λες;» «Ναι. Επιδρά περίεργα στο νου των αντρών. Επη­ ρεάζει τις σκέψεις τους». «Αλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον. Και οι γυναίκες; Αυτές δεν επηρεάζονται από τη θάλασσα;» «Νομίζω ναι. Δυστυχώς, όμως, δεν είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πολλές γυναίκες στη θάλασσα». «Ε, τώρα έχεις την ευκαιρία να παρατηρήσεις μία από κοντά. Είναι μάλιστα σπουδαίο δείγμα του θηλυκού γένους. Συμφωνείς, φαντάζομαι. Μόνο που δεν μπορώ να σου πω τίποτε απολύτως για το καινούργιο σου θέμα. Είμαι πάντως βέβαιος πως οι φοιτητές σου στο πανεπιστήμιο θα διαβάσουν με μεγάλο ενδιαφέρον την καινούργια σου μελέτη». «Τι ήταν όλ' αυτά πριν από λίγο;» ρώτησε. Η φωνή του ξάφνου ήχησε κοφτή και δηκτική.

Digitized by @PriOri™

458

ΤΑΣ Ο

«Ποια;» «Μου φάνηκε πως είχες συζήτηση με τον Τζόνι». «Ω, δεν ήταν τίποτε σπουδαίο. Μείνε ήσυχος». «Λογομαχία;» «Πολύ φοβάμαι πως θα σε απογοητεύσω. Όχι». «Τι σου είπε;» «Ρώτησε τον ίδιο». Έγειρε πάνω στα κουτιά χαλαρά, δείχνοντας κουρα­ σμένος. «Συγγνώμη. Δεν είχα την πρόθεση να επέμβω. Ήθελα απλώς να μάθω». «Προφανώς η επίδραση της θάλασσας». Χαμογέλασε. «Οι δυο σας είστε στενοί φίλοι, ε; Νο­ μίζω πως σημαίνεις πολλά για τον Τζόνι». «Στενοί φίλοι; Όχι και τόσο. Έχεις ένα τσιγάρο;» «Δυστυχώς όχι. Γιατί άραγε λογομαχούν οι φίλοι με­ ταξύ τους;» «Η επίδραση της θάλασσας». «Μπορεί. Νομίζω πάντως πως είμαστε όλοι πολύ κουρασμένοι». «Πιστεύεις πως θα φτάσουμε στις Επτά Παρθένες; Ή όλα θα τελειώσουν για μας με τον χειρότερο τρόπο;» «Αν μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε τη βλάβη της μηχανής, θα τα βρούμε τα νησιά». «Φαίνεσαι πολύ σίγουρος γι' αυτό». «Κι εσύ φαίνεσαι παράλογα απαισιόδοξος, Πίτερ». «Οι χάρτες σου... Τους έριξα μια ματιά. Είναι πολύ λεπτομερειακοί, ε; Δεν ήξερα πως υπήρχαν χάρτες που περιλάμβαναν αυτό το σημείο». «Οι χάρτες αυτοί είναι το μόνο κατατοπιστικό στοι­ χείο που έχουμε», απάντησε και σηκώθηκε κρύβοντάς μου τον ήλιο. «Σε παρακαλώ... Πάψε να ψάχνεις τα πράγματά μου».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

459

Έκανε λάθος. Δε βρήκαμε εμείς τις Επτά Παρθένες. Εκείνες μας βρήκαν. Πλεύσαμε στα κρυστάλλινα νερά τους σαν να μας είχαν μαγέψει, καθώς ο άνεμος και τα αθέατα ρεύματα μας παρέσυραν σ' εκείνες τις απάνε­ μες παραλίες όπου, πίσω από την ήρεμη πρόσοψή τους κρυβόταν ένας χώρος δαιμόνων. Πώς μπορούσα­ με να ξέρουμε πως εκείνες οι φιδίσιες καμπύλες των ακτών, το απαλό σάλεμα των φοινικόδεντρων και τα βαθιά ήρεμα δάση δεν ήταν η πρωτεύουσα του Σατανά και των ομοίων του; Όλα έμοιαζαν αρωγοί μας. Φά­ γαμε, κοιμηθήκαμε, ξεπλύναμε τους πυρακτωμένους ρύπους της ψυχής μας και ξεκινήσαμε πάλι με ανανεω­ μένες ελπίδες για τη γοητευτική περιπέτειά μας. Δεν ξέ­ ραμε πως αρμενίζαμε σε μια φλεγόμενη λίμνη. Νομί­ σαμε πως είχαμε βρει τον Παράδεισο. Στην πραγματι­ κότητα, τον είχαμε ήδη χάσει.

Υποθέτω πως αυτό που μ' έκανε να πιστέψω ότι βρι­ σκόμουν για πρώτη φορά χωμένος σε μια τροπική Εδέμ, ήταν η θύελλα. Ξέσπασε πέρα μακριά, θεϊκή και δυ­ σοίωνη, σαρώνοντας μεγαλοπρεπώς τα πάντα στο πέρασμά της. «Θεέ και Κύριε...» ψιθύρισα με δέος καθώς η θύελλα ερχόταν προς τη μεριά μας. Αστραπές ξέσκιζαν τον ουρανό ενώ ολόγυρά μας βροντούσαν οι κεραυνοί. Στο πλεούμενο επικράτησε πανικός καθώς όλοι βαλθήκαμε να ψάχνουμε για σωσίβια, παρότι γνω­ ρίζαμε πως δεν υπήρχαν. Στάθηκα με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τον ουρανό περιμένοντας το ευεργετι­ κό νερό που θα μας καθάριζε. Η Σνόου διέσχισε το κατάστρωμα τρέχοντας, κι όπως περνούσε μ' έσπρωξε με το σώμα της. Στάθηκε για μια στιγμή και με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. Φανταζόταν πως είχε έρθει το

Digitized by @PriOri™

460

ΤΑΣ Ο

τέλος μας. Δεν ένιωσα τρόμο μπροστά στο πεπρωμένο μου· το αντιμετώπισα θαρραλέα και παραδόθηκα στη μοίρα μου. Φούσκωσα το στήθος κι άρχισα να τραγου­ δώ μες στην καταιγιστική βροχή. «Αναθεματισμένε τρελέ!» άκουσα να φωνάζει ο Χόνεϊ. Έμεινα στη θέση μου και δεν έψαξα για καταφύ­ γιο. Ένα λεπτό προτού χτυπήσει το πλοιάριο η θύελλα ένιωσα κάποιον να με σέρνει στο κατάστρωμα, ενώ η άρια από τον Ντον Τζιοβάνι πνίγηκε στο λαιμό μου. Ήταν ο Τζόνι που με κρατούσε σφιχτά από τη μέση κα­ θώς προσπαθούσε να με τραβήξει μαζί του προς την μπουκαπόρτα που οδηγούσε στην ασφάλεια του χώ­ ρου κάτω απ' το κατάστρωμα. Ήταν όμως πια πολύ αργά. Είχα δει κάποτε έναν πίνακα του Τζέικομπ Έπσταϊν μια λεπτή σπουδή φτιαγμένη με πενάκι και νερομπο­ γιές, που είχε τον τίτλο «Δυο αγόρια κολλημένα μεταξύ τους». Δυο λεπτές μορφές σάλευαν σαν καλάμια στον άνεμο και τα ισχνά, καλοφτιαγμένα κορμιά τους είχαν σμίξει σχηματίζοντας ένα και μόνο τοξωτό νεύρο με φόντο το ξεπλυμένο γαλάζιο τ' ουρανού. Την πρώτη φορά που είδα τον πίνακα αυτόν κοίταξα με τέτοια προσήλωση, που ο ουρανός μεταμορφώθηκε σε λιμνού­ λα. Οι μορφές άρχισαν να κολυμπούν προσκαλώντας με να πάω κι εγώ μαζί τους, και το νερό φαινόταν να είναι τόσο κοντά, σχεδόν αληθινό, που μπορούσα να οσμιστώ τη δροσιά του. Όταν βρεθήκαμε στην ολόζεστη θάλασσα γαντζώ­ θηκα από τον Τζόνι κι εκείνος από μένα. Δεν παλεύαμε να μείνουμε στην επιφάνεια· κρατιόμαστε απλώς ο ένας από τον άλλον. Οι βροντές και οι αστραπές μετάλ­ λαξαν σε υπόκωφο βουητό καθώς ένα κύμα μάς ρού­ φηξε, παρασύροντάς μας στα χλιαρά βάθη του νερού.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

461

Στριφογυρίσαμε ξανά και ξανά. Ο βυθός της θάλασσας κι ο ουρανός έγιναν ένα. Γαντζώθηκα πάνω στον Τζόνι και προσπάθησα - ω , Θεέ μου! Τι προσπάθεια κατέβα­ λα!- να μην απομακρυνθώ από εκείνον, τον μόνο φίλο, την άγκυρά μου σε τούτο τον κόσμο. Και πάλι δεν τα κατάφερα. Αφέθηκα να με πάρει η θάλασσα· μα δεν ήθελα να πεθάνω. Το κύμα μ' έβγαλε πάλι στην επιφά­ νεια κι εγώ, με κομμένη ανάσα, ανοιγόκλεισα τα μάτια μου στην εκθαμβωτική ουράνια φεγγοβολή. Η μπόρα καταλάγιασε σιγά σιγά αλλά τα κύματα εξακολουθούσαν να είναι τεράστια και οργισμένα. Κλότσησα δυνατά κι ένιωσα τη δύναμη των μπράτσων μου. Έψαξα για τον Τζόνι, όμως δεν μπόρεσα να τον δω. Φώναξα πολλές φορές τ' όνομά του· καμία απά­ ντηση. Κάποια στιγμή, στην κορφή ενός κύματος διέκρι­ να τον Κουνιτσίκα. Κολυμπούσε σταθερά με το κεφάλι έξω απ' το νερό. Του φώναξα, μα εκείνος δε σταμάτη­ σε. Πάλεψα να τον βρω και τότε, μέσα σ' έναν κυμάτινο όγκο είδα τη Σνόου που αγωνιζόταν να κρατηθεί στην επιφάνεια. Φώναξα τ' όνομά της και η φωνή μου αντήχησε πολύ πιο δυνατή και καθάρια από κάθε άλλη φορά. Η θάλασσα μ' έσπρωξε προς το μέρος της και, καθώς το ένα κύμα μ' έριχνε στο άλλο, έφτασα κοντά της. Κολυμπούσα με άνεση· κι όπως τη σήκωσα και την έβαλα στους ώμους μου, ένα τραγούδι ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από μέσα μου. «Μη μ' αφήνεις», μου είπε με αδύναμη φωνή. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και κρατήθηκε γερά, ενώ εγώ κατευθυνόμουν προς το πλεούμενο. Το πρόσωπό της ακουμπούσε βαρύ στο σβέρκο μου ενώ στ' αυτιά μου ήχησε το λαχανιασμένο ψιθύρισμά της: «Γιατί;» Δεν της αποκρίθηκα. Πώς μπορούσα να της εξηγήσω τα παράξενα παιχνίδια του πεπρωμένου; Ήταν γρα-

Digitized by @PriOri™

ΤΑΣ Ο

462

φτό να τη σώσω, να μεταφέρω στους ώμους μέσ' από τα κύματα το κορμί της. Κι όλο αυτό το διάστημα της τραγουδούσα, και η φωνή μου ταξίδευε πάνω από τα κύματα. Vieni, mio bel diletto... Δεν υπήρχε λόγος, θησαυρέ μου... Απλώς, ήταν γραφτό να γίνει έτσι... *

Απόψε το βράδυ στο δείπνο έγινε μια πολύ ζωηρή συζήτηση. Αποκάλυψα το πιο πρόσφατο σχέδιό μου για τον κήπο, συμπληρωμένο με τα σκίτσα των διαφό­ ρων φυτών που λογαριάζω να χρησιμοποιήσω. Στην αρχή παρατηρήθηκε η συνηθισμένη εκπληκτική έλλειψη ενδιαφέροντος, τότε όμως έτυχε να περάσει από το τραπέζι μας ο αδελφός Ρόντνεϊ. «Τι περίεργα πραγμα­ τάκια είναι αυτά που έχετε εδώ!» είπε υψώνοντας τη φωνή του και τονίζοντας τις λέξεις σαν να μιλούσε σε κάποιον ηλίθιο κουφό. «Δεν αναγνωρίζω κανένα από αυτά». Θεώρησα πως δεν άξιζε τον κόπο να του απαντή­ σω. Όταν όμως απομακρύνθηκε, ο Άλβαρο μου είπε: «Συμφωνώ, Πίτερ. Τα πιο πολλά από αυτά τα φυτά μάς είναι άγνωστα. Μήπως θα ήταν καλύτερα να φύτευες κάποια... πιο συνηθισμένα;» Ο Γκέκο και οι υπόλοιποι, καθοδηγούμενοι από την άγνοιά τους, κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. Πάλεψα μέσα μου για να μην ξεσπάσω. Εδώ και αρκε­ τές εβδομάδες είχα αφιερώσει στο έργο αυτό όλες μου σχεδόν τις ώρες ξεκούρασης - ακόμη κι αυτές του ύπνου. Άρχισα όσο πιο ήρεμα μπορούσα: «Πιστεύω πως δεν έχετε εκτιμήσει δεόντως τις προσπάθειες που κατέβαλα για την εκπόνηση αυτών των σχεδίων. Η ανακατασκευή ενός παραδεισένιου τόπου απαιτεί φαντασία πολύ μεγαλύτερη απ' όση διαθέτετε. Απαιτεί

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

463

πίστη, πάθος κι εξυπνάδα, στοιχεία που, όπως όλα δεί­ χνουν, δεν τα διαθέτει κανείς από σας». «Α, όχι. Ίσα ίσα που εκτιμούμε πολύ τη δουλειά σου», μίλησε ο Άλβαρο με πολύ ήρεμη, κατευναστική φωνή. «Μας απασχολεί απλώς το κατά πόσον είναι πρακτικό το σχέδιο. Αυτά τα φυτά μού φαίνονται εντελώς εξω­ τικά. Πού θα τα βρούμε; Δε θα ήταν πιο απλό να χρη­ σιμοποιούσες φυτά του τόπου;» Πήρα βαθιά αναπνοή και κάθισα άκαμπτος στην καρέκλα μου. «Του τόπου; Αφήστε με να σας εξηγήσω τι σημαίνει αυτή η έκφραση. Στην πραγματικότητα, πολλά από τα φυτά που θεωρούνται γηγενή σε τούτες τις χώρες, τα έχουν φέρει οι πρώτοι αποικιστές», τους εξήγησα, προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμος. «Όταν τον 15ο αιώνα ο Χριστόφορος Κολόμβος έφτασε στη Γουαδελούπη, οι κάτοικοί της του προσέφεραν ένα χνουδωτό, κυβικού σχήματος καρπό. Έμοιαζε με τα ισπανικά κουκουνάρια κι έτσι το ονόμασαν πίνια· ναι... ναι... πρόκειται για τον γνωστό σε όλους ανανά που καλύπτει χιλιάδες στρέμματα άχρηστης γης στις γύρω πεδιάδες. (Ακούστηκαν κραυγές έκπληξης και αναφωνήματα του τύπου «Είσαι σίγουρος; Προέρχεται πράγ­ ματι από την... για ξαναπές το, πώς την έλεγαν αυτή την περιοχή;») Πολύ πιο πρόσφατα, και συγκεκριμένα τον 19ο αιώνα, μας ήρθε από τη Βραζιλία μέσω του Κιου το δέντρο hevea brasiliensis, δηλαδή το καουτσουκόδεντρο, που άλλαξε τις τύχες αυτής της μικρής χώ­ ρας του κασσίτερου. (Φωνές: «Αυτό δεν είναι καθόλου σωστό· πέρα απ' το καουτσούκ είχαμε κι ένα σωρό άλλα πράγματα, αναθεματισμένοι Βρετανοί!») Το φοινι­ κέλαιο μας ήρθε από την Αφρική και το τσίλι από το Μεξικό... - πώς θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτά τα "εξω­ τικά" φυτά; Εγώ προσωπικά θα ήμουν ιδιαίτερα ευτυ-

Digitized by @PriOri™

464

ΤΑΣ Ο

χής αν σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου που, ειρήσθω εν παρόδω δε θα διαρκέσει πολύ, δεν ξαναβάλω στο στόμα μου αυτό το καυτερό τσίλι. Τολμώ ωστόσο να πω ότι το μεγαλύτερο μέρος των ντόπιων φαγητών θα έπαυαν να υπάρχουν αν έβγαινε από τις συνταγές το τσίλι. (Πολύ περισσότερα νεύματα και γενικό γρύλισμα.) Όσο για τα λουλούδια, από πού ν' αρχίσω;» «Η μπουκαμβίλια», πετάχτηκε κάποιος, «είναι πολύ ωραίο λουλούδι και πέρα για πέρα ντόπιο. Δεν μπορού­ με λοιπόν αντί γι' αυτή την ...» -τράβηξε το σκίτσο μου προς τη μεριά του- «...την πα-σι-φλό-ρα, να βάλουμε στη βεράντα μπουκαμβίλιες;» «Μπουκαμβίλια;» είπα, τονίζοντας τα γαλλικά φω­ νήεντα. «Σας δίνει την εντύπωση μαλαϊκού ονόματος; Όχι βέβαια! Την έφερε εδώ από τη Βραζιλία ο Λουί Αντουάν ντε Μπουγκενβίλ. Λυπάμαι που σας απογοη­ τεύω. Γιατί επιβάλλεται να έχουμε στον κήπο πασιφλόρα; Διότι ταιριάζει απόλυτα με το κλίμα. Είναι πολύ πιο ανθεκτική από την μπουκαμβίλια και δε ρίχνει τα φύλλα της σαν να πρόκειται για φτηνό κομφετί. Και μιας και μένουμε σ' ένα ίδρυμα που το συντηρεί και το διευθύνει η Εκκλησία, σκέφτηκα πως θα ήταν σωστό να έχουμε ένα λουλούδι που να μας θυμίζει τον ακάνθινο στέφανο. Κάθε φορά που θα παίρνουμε το τσάι μας και θα το βλέπουμε θα θυμόμαστε τα πάθη του Χριστού». Ησυχία. Αβέβαιες ματιές. «Η μπουνγκαράγια είναι το εθνικό μας λουλούδι», τερέτισε ο Γκέκο. «Δεν μπορείς λοιπόν εσύ, αναθεματι­ σμένε, να λες πως δεν είναι γηγενές». «Οι περισσότεροι βοτανολόγοι πιστεύουν πως αυτό το είδος ιβίσκου προέρχεται από την Κίνα, γι' αυτό και το κοινό όνομά του είναι κινεζική τριανταφυλλιά. Βέβαια, κανείς δεν είναι σίγουρος γι' αυτό, αλλά τι σημα-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

465

σία έχει; Τα λουλούδια του μοιάζουν σαν παράξενα ατελή αιδοία, σαν ερμαφρόδιτα γεννητικά όργανα, με τεράστια χείλη και λεπτό ύπερο που γέρνει σαν μαρα­ μένος φαλλός - ολόκληρο το λουλούδι είναι αφόρητα χυδαίο». Θύελλα διαμαρτυριών. «Εντάξει... Εντάξει...» είπε ο Άλβαρο, συμβιβαστικός όπως πάντα. «Είμαι βέβαιος πως ο Πίτερ αστειεύεται. Έτσι δεν είναι, Πίτερ;» «Ασφαλώς. Προσπάθησα απλώς να διευκρινίσω κάποια πράγματα». Πήρα βαθιά ανάσα. «Νομίζω πως όλ' αυτά που τα ονομάζουμε τροπικά δεν είναι πάντα αυτά που φαίνο­ νται και δε θα πρέπει να είμαστε δέσμιοι κάποιων προ­ καταλήψεων για το πού ανήκει κάτι. Θα μπορούσε λοι­ πόν να πει κανείς πως είμαι κι εγώ γηγενής, μιας κι έχω ζήσει τα τρία τέταρτα της ζωής μου σ' αυτή τη χώρα». Στο τραπέζι επικράτησε σιωπή και σκέφτηκα πως ίσως είχα κερδίσει τελικά τη μάχη. Τότε ακριβώς ακού­ στηκε το γρατσούνισμα μιας καρέκλας στο πάτωμα, και μια χοντρή δαιμονική ύπαρξη πετάχτηκε πάνω. Ονο­ μαζόταν Έρολ και ως τώρα είχαμε μιλήσει ελάχιστες φορές. «Δεν είσαι ντόπιος», γρύλισε με τη στριγκιά φωνή του. «Άντε, μάζευέ τα και γύρισε στον τόπο σου το συντομότερο». Καθώς έβγαινα απ' την αίθουσα άκουσα τον Άλβα­ ρο να προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα. «Εντά­ ξει... Εντάξει... Ησυχάστε», έλεγε. Διέσχισα τον σκοτεινό διάδρομο και γύρισα στο δωμάτιό μου. Εκεί, στάθηκα ολομόναχος μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Η ελαφριά αύρα με ηρέμησε. Άναψα μια σπείρα για τα κουνούπια και την τοποθέτη­ σα δίπλα στο κρεβάτι μου για να κρατήσει μακριά τους

Digitized by @PriOri™

ΤΑΣ Ο

466

μικρούς εκείνους βρυκόλακες. Μες στο σκοτάδι δεν μπορούσα να διακρίνω τα πλεούμενα που βρίσκονταν σπαρμένα στην γκρίζα λασπερή θάλασσα. Μόνο τη νύχτα ξεχωρίζουν τα φώτα των ψαροκάικων στα κοκ­ κινόμαυρα νερά, και μες στο σκοτάδι η θάλασσα φαίνε­ ται σχεδόν όμορφη. Πλάγιασα παρακολουθώντας τα διαμαντοστόλιστα ψήγματα φωτός στον μισόσβηστο ορίζοντα. Έμεινα ξύπνιος για αρκετή ώρα. *

Δεν υπήρχε κάτι που το νησί δεν μπορούσε να μας το προσφέρει. Το δάσος ήταν γεμάτο άγρια μάνγκο, ψηλά δέντρα της οικογένειας των ανονιδών, αυτά με τους σαρκώδεις καρπούς, αρτόδεντρα και κοκκοφοίνικες. Στα ρηχά νε­ ρά λαμποκοπούσαν μεγάλα κοπάδια ασημόχρωμων ψαριών που όταν ρίχναμε τα δίχτυα μας εξακολουθού­ σαν να κολυμπούν τεμπέλικα και προς διάφορες κατευ­ θύνσεις, ιριδίζοντας στο φώς του ήλιου. «Αυτό το μέρος είναι πολύ παράξενο», είπε ο Τζόνι. «Παρότι νησί, δε σου δίνει την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε νησί». Είχαμε βγει μαζί περίπατο κι εξερευνούσαμε τις χαμηλές πλαγιές του λόφου που υψωνόταν πάνω απ' τον απάνεμο κόλπο όπου είχαμε κατασκηνώσει. «Τι στο καλό θες να πεις;», τον ρώτησα γελώντας. «Δεν ξέρω», αποκρίθηκε σηκώνοντας τους ώμους. «Τα δέντρα, τα ρυάκια... τα πάντα φαίνονται τέλεια. Κι όμως, κάτι δεν πάει καλά. Έχω την εντύπωση πως θα μπορούσαμε να ζήσουμε εδώ για πάντα... Ωστόσο... δεν ξέρω...» «Νομίζω πως είσαι ακόμη εξαντλημένος από την καταιγίδα... κι όλα τα υπόλοιπα», είπα. Φαινόταν πολύ

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

467

καλύτερα στην υγεία του και η διάθεση του είχε βελτιω­ θεί αφάνταστα. Έμοιαζε σαν να είχε ξαναβρεί τη φόρ­ μα του και προπορευόταν μες στην παγερή υγρασία των δασικών μονοπατιών. Βε'βαια, γύρω από τα μάτια του υπήρχαν μαύροι κύκλοι από την κούραση, αλλά τα μέλη του είχαν ξαναβρεί την ευκαμψία τους και το βήμα του ήταν ήρεμο και σταθερό. «Δε μ' αρέσει η θάλασσα», γκρίνιαξε. «Δεν ξέρω να κολυμπώ». «Όσο γι' αυτό, μπορώ να το επιβεβαιώσω». «Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι», είπε γυρίζο­ ντας και κοιτώντας με μ' ένα απαλό χαμόγελο, «είναι πως κι εσύ επίσης δεν τα πήγες τόσο καλά». «Ω, τι θράσος!» φώναξα καθώς ανεβαίναμε στην κορφή του λόφου. «Μεγάλο θράσος. Μ' άρεσε τόσο πολύ να στέκομαι στο κατάστρωμα. Δεν ξέρεις πως οι νόμοι της φυσικής δεν ισχύουν για μένα; Θα μπορούσα ν' αντέξω οτιδήποτε έριχνε πάνω μου η μπόρα. Όπως ο Ιδομενέας, έτσι κι εγώ θα είχα επιζήσει ακόμη κι αν ναυαγούσαμε. Θα με είχαν βοηθήσει οι... αιλουροειδείς ικανότητες μου... Όμως όχι. Ήρθες κι έπεσες πάνω μου αποφασισμένος να μη μ' αφήσεις να χαρώ». «Συγγνώμη», είπε γελώντας. «Κλαψούριζες σαν πα­ λαβός. Τι ήθελες να σκεφτώ;» «Δεν κλαψούριζα, αγαπητέ μου. Τραγουδούσα!» «Εμένα μου φάνηκε σαν κλαψούρισμα». Καθώς γύρι­ σε να με κοιτάξει σκουντούφλησε σ' ένα βραχάκι, κι όπως γλίστρησε, τα πόδια του χάραξαν μια μακριά, ακανόνιστη γραμμή στη λάσπη. Έπεσε βαρύς πάνω στον δεξιό αγκώνα του. «Θεέ και Κύριε! Είσαι καλά;» φώναξα ενώ καθόμουν ανακούρκουδα πλάι του. «Δε φαντάζομαι να στραμπούληξες κανέναν αστράγαλο».

Digitized by @PriOri™

468

ΤΑΣ Ο

«Όχι... Ο ώμος μου πονά», είπε βαριαναστενάζο­ ντας κι αφήνοντας το χέρι του να πέσει λες κι ήταν ετοι­ μοθάνατο ζώο. «Περίεργο... Θα πρέπει να έπεσα χάμω άγαρμπα». «Να τι παθαίνει όποιος δεν ασκείται... Αν είχες την ευκινησία αγριοκάτσικου, σαν εμένα, αυτό δε θα είχε συμβεί. Έλα. Νομίζω πως είναι καλύτερα να γυρίσουμε στην κατασκήνωση». «Όχι, είμαι εντάξει. Πρέπει ν' ασχοληθούμε με την αναζήτηση πηγής. Είναι σημαντικό». «Δε φαίνεσαι να μπορείς να συνεχίσεις», τον επέπληξα. Καθόμουν στο λασπωμένο μονοπάτι τρεμάμενος κι αδύναμος ακόμη μια φορά. «Θα τα καταφέρω», είπε χαμογελώντας. «Εξάλλου ο Χόνεϊ και ο Κουνιτσίκα έχουν βγει κι αυτοί για να βρουν νερό και δε θέλω να αποδειχτούν πιο ικανοί από μας». Γέλασα. «Καλό επιχείρημα, αλλά όχι τόσο ισχυρό ώστε να συνεχίσεις. Πρέπει να γυρίσεις στην κατασκή­ νωση και να πιεις κάτι που θα σε τονώσει». «Είμαι μια χαρά. Και θέλω να συνεχίσω». Στα μάτια του φάνηκε η γνωστή πεισματάρικη λάμψη, ωστόσο το χέρι του εξακολουθούσε να είναι κρεμασμένο, λες και κάθε κίνηση του προκαλούσε πόνο. «Τότε θα κάνουμε το εξής. Θα πάω να ρίξω μια μα­ τιά ως το φρύδι του επόμενου λόφου, κι αν δω κάτι θα έρθω να σε πάρω, ειδάλλως θα επιστρέψουμε στην κατασκήνωση». Με κοίταξε επιφυλακτικά αλλά κούνησε το κεφάλι του όλο σοβαρότητα. «Να ψάξεις προσεκτικά, Πίτερ. Εδώ γύρω υπάρχει οπωσδήποτε νερό. Το νιώθω». «Μα ναι!» φώναξα καθώς απομακρυνόμουν. Βέβαια, πρόθεσή μου ήταν να πάω όσο πιο γρήγορα μπορού­ σα στην κορφή του λόφου και στη συνέχεια να επιστρέ-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

469

ψω με δυσάρεστα νέα, πως δεν είχα βρει κανένα ρυάκι. Όμως το έδαφος αποδείχτηκε πολύ πιο τραχύ απ' όσο φανταζόμουν. Σύντομα το μονοπάτι εξαφανίστηκε μέσα σ' ένα μπερδεμένο κουβάρι από ρίζες και φυλλώ­ ματα και, παρότι κατάφερα να το ξαναβρώ λίγο αργό­ τερα, εξαφανίστηκε πιο κάτω, παρασυρμένο από τις πρόσφατες βροχές. Βρέθηκα πολιορκημένος απ' όλες τις μεριές από δέντρα, και η διάτρητη σκέπη των φύλ­ λων μετατράπηκε σε πυκνή τέντα. Δεν πανικοβλήθηκα· συνέχισα να προχωρώ ίσια μπροστά. Είχα στο νου μου τη θέση του επόμενου λόφου κι αφέθηκα να με οδηγή­ σει το ένστικτό μου. Δεν ένιωσα ούτε μια στιγμή πως ήμουν αποκομμένος από τον Τζόνι. Η γαλήνη της ζού­ γκλας με τύλιξε, κι αποφάσισα να ξεχάσω όσα είχαν συμβεί προτού φτάσουμε στο νησί - την καταιγίδα, τη διάσωση, τα πάντα. Η θάλασσα κέντριζε πράγματι την τρέλα των αντρών αλλά και των γυναικών. Όλοι είχα­ με πει πράγματα που δεν τα εννοούσαμε· όταν τα λέγαμε δε μας εξέφραζαν. Τώρα που πατούσα και πάλι σε σταθερό έδαφος αντιλαμβανόμουν καλύτερα τα πράγματα. Πού να ήταν άραγε η Σνόου και τι να έκανε τώρα; Δεν ήξερα. Από τη στιγμή που φτάσαμε εδώ δεν την είχα σκεφτεί καθόλου. Η σκέψη μου ήταν διαυγής, τόσο που όταν αντίκρισα μπροστά μου μες στο δάσος εκείνες τις τεράστιες πέ­ τρες, σταμάτησα και τις κοίταζα προσεκτικά. Ήταν ολοφάνερα αρχαίες και μνημειακές. Παρ' όλα αυτά δε βιάστηκα να καταλήξω σε συμπέρασμα για το τι μπορεί να ήταν κάποτε. Παρέμεινα ήρεμος, μετρημένος, και έλεγξα το βαθμό αντιληπτικότητάς μου αγγίζοντας κάθε πέτρα που έβλεπα. Ακολούθησα το χαλασμένο μονοπάτι που σχημάτιζαν οι πέτρες, μέχρι που τελικά είδα να αναδύεται περήφανα μέσ' από τη ζούγκλα ένα

Digitized by @PriOri™

470

ΤΑΣ Ο

πανάρχαιο ερειπωμένο κτίσμα, λες κι έβγαινε από τις σελίδες μιας σκονισμένης παλιάς λιθογραφίας. Πήγα γύρω γύρω ακολουθώντας το ρημαγμένο ετοιμόρροπο τείχος που περιέβαλλε το ερεβώδες κτίσμα. Κε βεντούτα! Τι τοπίο! Ο Πιρανέζι θα μπορούσε να περάσει όλη του τη ζωή σκιτσάροντάς το. Βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, που ήταν αδύνατον να πει κανείς αν επρό­ κειτο για ναό ή για κατοικία. Τα έρποντα αναρριχητικά το είχαν τυλίξει από καιρό. Από κάθε ρωγμή των κάπο­ τε μεγαλειωδών τοίχων του πρόβαλλαν επίφυτα με λουλούδια σε παράξενο σχήμα. Ο Άλντους Χάξλι δεν είναι εκείνος που είχε συνδέσει την τροπική βλάστηση με την υπέροχη και παρακμιακή γοτθική αρχιτεκτονική; Ποτέ μέχρι τότε δεν τον είχα πιστέψει. Την πέτρινη οικοδομή την τύλιγαν οι ρίζες, τα κλωνιά και τα καμπυ­ λωτά φύλλα σε τέτοιο βαθμό, που πια δεν αποτελού­ σαν απλά στολίδια: χωρίς αυτά το κτίσμα θα κατέρρεε. Η θύμηση του Τζόνι με συγκράτησε και, αντίν' απο­ πειραθώ να μπω μες στο κτίσμα, πήρα το δρόμο της επιστροφής. Στάθηκε όμως αδύνατον να ξαναβρώ από πού είχα έρθει. Τίποτε δε φαινόταν γνωστό, όλα τα σημάδια είχαν λες εξαφανιστεί. Αφαντος εκείνος ο μαυ­ ρισμένος κορμός του δέντρου που το είχε ρίξει ο κεραυ­ νός, αθέατο εκείνο το κρυμμένο ανάμεσα στους θά­ μνους ωοειδές λιθάρι. Έψαξα να βρω κάποιο ψήλωμα κάνοντας τη σκέψη πως έτσι θα μπορούσα να διαπι­ στώσω τουλάχιστον πόσο ανέλπιδα χαμένος ήμουν. Βάλθηκα λοιπόν ν' ανοίγω δρόμο ανάμεσα σε άκαμπτα δέντρα, και τα χέρια μου κατάκοπη καν από αόρατα και λεπτά σαν ξυράφια μαστίγια. Μου φαινόταν πως έμε­ να στο ίδιο σημείο. Ξαφνικά το τοπίο είχε συνωμοτήσει εναντίον μου κι απλωνόταν ολόγυρά μου επίπεδο και πυκνά δασωμένο.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

471

Τελικά βρέθηκα μπροστά σε μιαν ανηφοριά και διέ­ κρινα την ηλιόλουστη κορφή κάποιου λόφου. Όταν έφτασα εκεί, είδα ν' απλώνεται κάτω μια στενή κοιλά­ δα. Τη διέτρεχε ένα ρυάκι, που τις όχθες του τις σκίαζαν απαλά αγκάθια γιγάντιων χορταριών και συστάδες αγριομπανανιών. Και μες στο νερό βρίσκονταν δυο γυμνές υπάρξεις - η Σνόου και ο Κουνιτσίκα. Κούρνιασα και τους παρακολουθούσα που κολυμπούσαν. Εκείνος έσκιζε το νερό σαν ολόισιο κοφτερό σπαθί ενώ εκείνη πλατσούριζε διστακτικά γέρνοντας κάπου κάπου προς τα πίσω το κεφάλι της για να νιώσει τη δροσιά του νερού στα μαλλιά της. Αφέθηκε να την παρασύρει το ρεύμα ως εκεί που το νερό ήταν πιο βαθύ και σκοτεινό και να τη μεταφέρει λίγο μακρύτερα, οπότε ξαναγύρι­ σε τσαλαβουτώντας, μη διακινδυνεύοντας πέρα από τα ρηχά όπου το ρεύμα ήταν πιο ήρεμο. Μες στο μαύρο νερό το δέρμα τους έλαμπε - μια υπερφυσική λαμπρό­ τητα. Απόλυτα λευκό; Όχι. Ήταν ένα ακαθόριστο χρώμα. Πλησίασαν ο ένας τον άλλον κι εκείνος άπλωσε τα χέρια του προς το πρόσωπό της. Απόστρεψα το βλέμμα. Ένιωθα να έχω ανεβάσει πυρετό και τα μηνίγ­ για μου χτυπούσαν. Κατέβηκα τρέχοντας το λόφο αφή­ νοντας το ένστικτό μου να με οδηγήσει ανάμεσα στα δέντρα. Έπρεπε να γυρίσω κοντά στον Τζόνι. Καθόταν σ' έναν πεσμένο κορμό δέντρου και με παρακολουθούσε καθώς έφτασα τρέχοντας. «Αργη­ σες», μου είπε. «Ανησύχησα. Λίγο ακόμη και θα είχα φύ­ γει για να ψάξω να σε βρω». «Συγγνώμη», του αποκρίθηκα βήχοντας. «Μισοχάθηκα καθώς επέστρεφα. Νομίζω πως πρέπει ν' ανταλ­ λάξω την ευκινησία μου με την αίσθηση προσανατολι­ σμού που διαθέτεις». «Βρήκες τίποτε;»

Digitized by @PriOri™

472

ΤΑΣ Ο

«Όχι. Δεν υπάρχει νερό. Κοίταξα παντού. Γι' αυτό άργησα τόσο πολύ. Θυμόμουν εκείνο που είχες πει. Όμως όχι· δε βρήκα νερό». «Περίεργο», είπε καθώς κινήσαμε για τη μικρή σπαρ­ τιάτικη κατασκήνωσή μας. «Νιώθω πως υπάρχει κά­ που κοντά μας. Έτσι μου λέει το ένστικτό μου» «Ναι... Ίσως... Αν και κοίταξα. Πάντως βρήκα κάτι ερείπια. Νομίζω πως πρόκειται για αρχαίο ναό». Σήκωσε το ένα φρύδι του, πράγμα που συνήθιζα να το κάνω κι εγώ· είχε αρχίσει να με μιμείται. «Ερείπια;» «Ναι... Σύντομα θα τα δεις με τα ίδια σου τα μάτια». Περιπλανηθήκαμε αργά αργά ανάμεσα στα δέντρα, δείχνοντας ο ένας στον άλλον τα διάφορα πουλιά -μι­ κρά ασπρόμαυρα καλάο και ιριδίζοντες μυγοχάφτεςκαι συζητώντας για βιβλία που ήθελε να διαβάσει. «Μακάρι να μπορούσα να διαβάσω Ντίκενς με την ίδια άνεση που τον διαβάζει η Σνόου», είπε. «Και γιατί δεν μπορείς;» «Προσπάθησα, αλλά είναι δυσνόητος». «Είμαι σίγουρος πως κάποια ημέρα θα καταφέρεις να τον απολαύσεις». Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. Φαινόταν και πάλι κουρασμένος. «Έχω παραιτηθεί πια από ορι­ σμένα πράγματα». Καθώς πλησιάζαμε στην κατασκήνωση ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του. «Θέλω να σ' ευχαριστήσω... θέλω να πω... τότε, στην καταιγίδα. Το ξέρω πως φέρ­ θηκα ανόητα... Έτσι... σ' ευχαριστώ για το ότι...» Σήκωσε τους ώμους. «Για ποιο πράγμα; Δε βλέπεις; Τα καταφέραμε». Προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά δεν ήταν πειστικός. «...είμαστε εδώ· και μάλιστα ζωντανοί. Αυτό ήθελα να προσθέσω».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

473

«Υποθέτω πως έτσι έχουν τα πράγματα», απάντη­ σε καθώς μπαίναμε στην κατασκήνωση. Οι σκιές από τα δέντρα καζουαρίνα και τις θαλασσι­ νές αμυγδαλιές ζωγράφιζαν στο πρόσωπό του σχέδια ίδια μ' αυτά που υπάρχουν στο δέρμα των φιδιών, ενώ η φωνή του ακουγόταν παγερή, ξερή, σαν τα σκορπι­ σμένα πάνω στο αμμουδερό έδαφος φύλλα. Σ' αυτό το νησί της αφθονίας θα εξαλείφονταν τα γεγο­ νότα των περασμένων ημερών και θα κάναμε μια και­ νούργια αρχή. Έτσι πίστευα, και για λίγο αποδείχτηκε πως είχα δίκιο. «Δεν είναι περίεργο το πόσο γρήγορα μπορεί να ξεχάσει κανείς κάτι τόσο τρομερό όσο η καταιγίδα που συναντήσαμε;» είπα στη Σνόου. «Έχουν περάσει μόνο λίγες ημέρες και ήδη η ανάμνηση αυτή δεν προκαλεί τρόμο. Μπορώ να θυμηθώ τα γεγονότα χωρίς όμως να νιώθω το παραμικρό. Δε βρίσκεις πως το ανθρώπινο μυαλό λειτουργεί κατά πολύ περίεργο τρόπο;» «Εμείς οι άνθρωποι έχουμε μιαν αξιοθαύμαστη ικανό­ τητα να κρύβουμε τα συναισθήματά μας», μου αποκρί­ θηκε με τεμπέλικο ύφος, ενώ κάτι έγραφε στο σημειω­ ματάριό της. «Καταπιέζουμε τα αισθήματα υποχρεώ­ νοντας τον εαυτό μας να ξεχνά τα γεγονότα· τελικά καταλήγουμε να πιστεύουμε πως αυτά δε συνέβησαν καν». Καθόμαστε στην άκρη της κατασκήνωσης προ­ στατευμένοι από τον ήλιο. Καθώς της μιλούσα, έγειρα με το ένα πλευρό πάνω στην άμμο. «Τόσος κυνισμός από κάποια τόσο αγνή ύπαρξη...» είπα. «Σκέφτεσαι πράγματι έτσι;» «Ασφαλώς. Είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσου­ με. Ή όχι;»

Digitized by @PriOri™

474

ΤΑΣ Ο

«Ναι, έχεις δίκιο. Θέλω να πω, ας πάρουμε για παρά­ δειγμα την καταιγίδα. Θυμάμαι πως έπεσα στη θάλασ­ σα. Θυμάμαι ολοκάθαρα πως μ' έδερναν τα κύματα και ότι κατάπια μερικά γαλόνια νερό... Εξακολουθώ να έχω στο στόμα μου τη γεύση του αλατιού μα δεν μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου τον τρόμο που ένιωσα. Ναι... ναι... Πράγματι. Κατά τον ίδιο τρόπο θυμάμαι πως βγήκα στην επιφάνεια μόλις σταμάτησε η καταιγί­ δα κι ότι σε είδα, μα μου διαφεύγει εντελώς το πώς αισθανόμουν. Η χαρά εκείνη για το ότι ήμουν ζωντανός, η έκσταση στην οποία περιέπεσα τότε, δεν υπάρχει πια. Απλώς έχει ξεχαστεί. Θυμάμαι, φυσικά, που σε με­ τέφερα στο πλοιάριο, αλλά πολύ φοβάμαι πως έχει σβήσει εντελώς η ανάλογη συγκίνηση». Έκλεισε το σημειωματάριό της. «Κι εγώ επίσης τα έχω ξεχάσει». «Βλέπεις;» «Και για το θάνατο; Τι έχεις να πεις;» ρώτησε. «Εννοείς αν θα μπορούσα να ξεχάσω κάποιον όταν πεθάνει;» «Ακριβώς. Το πρόσωπο των νεκρών -η εικόνα τουςθα παραμένει μέσα σου. Θα θυμάσαι πώς ήταν. Μπο­ ρεί να θυμάσαι αόριστα τις λεπτομέρειες, ωστόσο θα μένουν εντυπωμένες στη σκέψη σου. Θα είναι σαν φωτογραφία. Θα μπορείς να αναπλάθεις νοερά τις συνήθειές τους - τον τρόπο που κοιμόνταν, τον τρόπο που έτρωγαν, τα πάντα. Αλλά θα μπορείς να θυμάσαι τι ένιωθες γι' αυτούς; Και τι ένιωθαν εκείνοι για σένα;» Της ανταπέδωσα το επίμονο βλέμμα της και προ­ σπάθησα να μην τρεμοπαίζω τα βλέφαρά μου. «Όχι, δε νομίζω». «Ούτε εγώ. Πιστεύω πως ο θάνατος σβήνει τα πά­ ντα. Σβήνει ολοσχερώς τα ίχνη εκείνου που κάποτε

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

475

έζησε. Φυσικά σ' αυτό τον βοηθάμε κι εμείς - τον βοη­ θάμε αν λησμονούμε αυτούς που έφυγαν για πάντα...» «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί σου». Κοίταξε κάπου μακριά, χτυπώντας με την άκρη του μολυβιού της το ακουμπισμένο στα γόνατά της σημειω­ ματάριο. «Γράφεις καθημερινά, έτσι δεν είναι;», ρώτησα. «Αυ­ τό το τηρείς με θρησκευτική ευλάβεια». «Δε γράφω τίποτε σπουδαίο. Ανοησίες και ορνιθοσκαλίσματα. Γυναικεία επιπολαιότητα», είπε γελώντας. Παρότι καθόταν εντελώς ανέμελα στην άμμο, κρατούσε στητό το κεφάλι με τέτοιον τρόπο, που ένιωσα σαν αδύναμο και βρόμικο σχολειαρόπαιδο έτοιμο για καβγά. «Εξάλλου», πρόσθεσε, «με βοηθάει να περνάω τον και­ ρό μου». Και λέγοντας αυτά πήρε το μολύβι της κι άνοι­ ξε πάλι το σημειωματάριό της. Βρισκόμουν ήδη αρκετά μακριά της όταν την άκουσα να φωνάζει τ' όνομά μου. «Ήθελα να σε ρωτήσω πώς είναι ο Τζόνι». «Μια χαρά», απάντησα. «Είναι πολύ καλά». Περπάτησα κατά μήκος της παραλίας και κατευθύν­ θηκα προς ένα βραχώδες ακρωτήρι που βρισκόταν πέρα μακριά. Την ώρα που κάθισα στους σκεπασμέ­ νους με λειχήνες βράχους, είχα ήδη αποφασίσει πως θα της έκλεβα το ημερολόγιο. Καθώς επέστρεφα από τα υπέροχα ερείπια μου έπεσα πάνω στον Τζόνι και τον Χόνεϊ. «Γεια. Σε γύρευα. Πού ήσουν;» είπε ο Τζόνι με φωνή αδιάφορη ενώ η ερώτησή του ακούστηκε περισσότερο σαν επίπληξη. «Στα ερείπια», απάντησα. «Εσύ;»

Digitized by @PriOri™

476

ΤΑΣ Ο

«Απλώς κουβεντιάζαμε», μίλησε ο Χόνεϊ. «Είχαμε βγει για να βρούμε κάτι φαγώσιμο για το δείπνο. Έχω βαρε­ θεί πια τις κονσέρβες, και πέσαμε κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο. Φαίνεται πως σε τούτο τον τόπο όλα τα μονοπάτια διασταυρώνονται σε πολλά σημεία. Μόλις τώρα έλεγα στον Τζόνι πως είμαι βέβαιος ότι όλα καταλήγουν στο ίδιο σημείο. Δε συμφωνείς, Τζόνι;» «Ναι». «Δε σ' έχω φανταστεί ποτέ να κυνηγάς, Χόνεϊ», είπα. «Βρήκες κάτι;» «Τίποτε απολύτως. Μα είμαι σίγουρος πως κάτι θα βρεθεί. Ο Τζόνι ήταν έτοιμος να με μάθει πώς να στήνω δίχτυα για πουλιά». «Φαίνεσαι πολύ αιμοδιψής, Χόνεϊ», του είπα. «Δε σου αρέσουν τα ψάρια για το δείπνο;» «Τα ψάρια και το ρύζι μπορεί να αρέσουν σε όσους από σας επιμένουν να θεωρούνται γηγενείς», απάντη­ σε. «Όμως εγώ δίνω την ψυχή μου για ένα κομμάτι καλό κρέας. Τέλος πάντων... Πρέπει να φεύγω. Βλέπεις, έχω καταντήσει κυνηγός και συλλέκτης θηραμάτων». Απο­ μακρύνθηκε απότομα παίρνοντας το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στην κατασκήνωση. «Έλα», απευθύνθηκα στον Τζόνι. «Θέλω να σου δείξω κάτι στα ερείπια». Ίσως κάποια άλλη φορά. Δεν μπορώ να περπατή­ σω. Νιώθω κουρασμένος». «Για να πας όμως κυνήγι με τον Φρέντερικ δεν ένιω­ θες κούραση...» Δεν απάντησε. Ανοιγόκλεισε αρκετές φορές τα μάτια του, κι όπως με κοίταζε, το βλέμμα του ήταν σαν χαμέ­ νο. «Έλα», τον παρότρυνα πιάνοντάς τον από το μπρά­ τσο. «Ένας ήσυχος περίπατος θα σου κάνει καλό. Πρόκειται για κάτι που θα ήθελα να το δεις. Κι επειδή

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

477

προσώρας δεν το ξέρει κανείς άλλος, θα ήθελα να το κρατήσεις μυστικό... Αλλά και να το δεις». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και προσπάθησε να χαμογελάσει, μα η ανεπαίσθητη κατήφεια του προσώ­ που και το σμίξιμο των φρυδιών μαρτυρούσαν την κακή ψυχική του διάθεση. Εξακολουθούσε να είναι συνο­ φρυωμένος, με βλέμμα σβησμένο, σκοτεινό, και τα χείλη τραβηγμένα προς τα πίσω σ' ένα προσποιητό μειδίαμα. Εκείνη τη μάσκα δεν μπορούσε να τη διαπεράσει μια, υποτυπώδης έστω, έκφραση χαράς. Η κούραση είχε αφήσει βαθιά τα σημάδια της στο πρόσωπό του. Με ακολούθησε χωρίς να πει λέξη ώσπου φτάσαμε στα ερείπια. «Δε βλέπω τι ενδιαφέρον μπορεί να πα­ ρουσιάζει τούτο εδώ το μέρος», είπε. «Φαίνεται πως είμαι ο μόνος σ' αυτό το νησί που μπορεί να εκτιμήσει την ομορφιά των εγκαταλειμμένων κτισμάτων. Στα ερείπια αντηχούν οι φωνές όλων αυ­ τών που κάποτε υπήρξαν κάτοικοί τους. Κόφ' το, λοι­ πόν, κι ακολούθησέ με. Σύμφωνοι;» «Μα δεν είναι παρά ένας σωρός από πέτρες. Γιατί χάνεις τόσο χρόνο εδώ;» είπε, καθώς προσπαθούσα να σταθώ όρθιος σε μια κατηφοριά που οδηγούσε σ' ένα ξέφωτο στις παρυφές του δάσους, πίσω από τα ερεί­ πια. Εκείνος παρέμεινε στο ύψωμα με τα χέρια ακου­ μπισμένα πεισματάρικα στη μέση. «Επειδή είμαι λάτρης του ωραίου. Ψάχνω μανιωδώς να βρω την ομορφιά, το αισθητικά ωραίο», αποκρίθη­ κα, συγκρατώντας με κόπο την ανυπομονησία μου. «Αλλά πού να καταλάβεις εσύ...» «Αυτό το έχω προσέξει». «Το ίδιο και οι άλλοι. Δεν το κρύβω». «Ίσως όμως διαθέτεις και κάτι άλλο που οι υπόλοι­ ποι δεν το έχουν προσέξει».

Digitized by @PriOri™

478

ΤΑΣ Ο

«Κάτι άλλο; Σαν τι; Σαν αυτό που μοιραζόσουν πριν από λίγο με τον Χόνεϊ;» Κατηφόρισε την πλαγιά και βάλθηκε να περπατά πλάι μου καθώς κατευθυνόμουν προς τα δέντρα. Φαινόταν δύσθυμος. Δεν ανταλλάξαμε λέξη, μέχρι που φτάσαμε στη σκιά. «Να το», είπα. Ο ενθουσιασμός που ένιωθα προη­ γουμένως είχε εξαφανιστεί- διαλύθηκε μες στη ζέστη του απομεσήμερου... Στάθηκα στο μέσο του σκιερού ασύμμετρου ξέφωτου που είχα δημιουργήσει τα προη­ γούμενα απογεύματα - είχα κόψει μ' ένα πλατύ μαχαίρι δεντράκια και απομάκρυνα τους θάμνους και τα πολύ χαμηλά κλαδιά των δέντρων, δημιουργώντας ένα άνοιγ­ μα με θέα προς τα ερείπια και το βρόμικο ρυάκι που κυλούσε στο πλάι. Είχα ασχοληθεί δραστήρια, τραγου­ δώντας καθώς λαχάνιαζα μες στο χαμάμ της ζούγκλας, τώρα όμως μου φαινόταν σαν να είχε πάει χαμένος όλος εκείνος ο κόπος της αγάπης. Το ξέφωτο δε φαινό­ ταν στην ίδια κατάσταση που το είχα αφήσει -καθαρό και παρθενικό-, τα όρια του ήταν αδιευκρίνιστα, κατα­ κλυσμένα από φυτά που φαινόταν να έχουν εισχωρή­ σει εκεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πάνω στη νοτι­ σμένη γη διακρινόταν το πένθιμο σχήμα των εγκοπών από τα ξερά κούτσουρα που είχα μετακινήσει, και σπα­ σμένα κλαδιά σκέπαζαν το χώρο τον οποίο είχα εργα­ στεί τόσο σκληρά να καθαρίσω, ενώ η τέντα από τα φυλλώματα που απλωνόταν πάνω από το κεφάλι μας φαινόταν πιο πυκνή από κάθε άλλη φορά. «Τι είναι αυτό;», ρώτησε ο Τζόνι δείχνοντας μια σκιε­ ρή γωνιά. «Μερικά πράγματα που έχω φέρει μαζί μου», απά­ ντησα, κατευθυνόμενος αργά αργά προς το μικρό δέμα που είχα αφήσει κάτω από ένα θάμνο. «Λίγο κρασί,

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

479

μαχαιροπίρουνα και δύο πιάτα. Τα πιο πολλά έσπασαν στη διάρκεια της καταιγίδας». «Πίτερ», είπε κοιτώντας με με βλέμμα που έδειχνε πως δεν καταλάβαινε, «γιατί τα κουβάλησες όλ' αυτά μαζί σου; Στις αποσκευές δε θα πρέπει να έχει μείνει και πολύς χώρος για τα ρούχα σου. Και το κρασί; Γιατί έφερες μαζί σου κρασί;» Σήκωσα τους ώμους κι έριξα μια ματιά στον αξιοθρή­ νητο σωρό μαυρισμένου ασημιού και κομματιασμένης πορσελάνης. Ήταν μια ανοησία τονισμένη από τα σκο­ τεινά φυλλώματα και το λασπερό έδαφος - νεκρή φύση που ο ζωγράφος την είχε αφήσει ημιτελή. «Πίτερ», είπε ο Τζόνι, «αυτό είναι υπέροχο». «Χαμένος κόπος». «Καθόλου. Είναι θαυμάσιο», είπε, τονίζοντας τη δεύ­ τερη συλλαβή της λέξης μιμούμενος τον τρόπο ομιλίας μου. «Γιατί όμως το έκανες;» «Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε καλή ως ιδέα. Φανταζόμουν μάλλον ρομαντικές διακοπές - μια απομονωμένη μεριά κάποιου τροπικού δάσους που θ' άχνιζε από την υγρασία και τη ζέστη, όμορφοι υπηρέτες που θα σέρβιραν, κρυστάλλινα ποτήρια, γέλια, ευθυμία και μουσική. Οραματιζόμουν μια όμορφη γιορτή, πράγμα μάλλον ταιριαστό με την περίσταση, αφού είναι τα γενέθλιά μου· αύριο ή μεθαύ­ ριο... Έχω χάσει το λογαριασμό, κάτι που δεν έχει πια σημασία». Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, εξαντλημένοι από την έντονη ζέστη του απομεσήμερου, «θέλω να σου εξομο­ λογηθώ κάτι», είπε κάποια στιγμή ο Τζόνι. «Δε με νοιά­ ζει αν το αποκαλύψεις και στους άλλους. Ό π ω ς είπες κι εσύ, τίποτε δεν έχει πια σημασία. Παρ' όλα αυτά, θέλω να το ξέρεις. Πρόκειται για τον Κουνιτσίκα. Μου

Digitized by @PriOri™

480

ΤΑΣ Ο

έδωσε την ευκαιρία να κάνω την επιλογή μου. Γνωρίζει, Πίτερ. Γνωρίζει τα πάντα για μένα - ξέρει τις δραστη­ ριότητές μου πέρα από το κατάστημα, τους συντρό­ φους μου, τα μέρη συνάντησής μας, τις συζητήσεις μας, τα πιστεύω μου». «Πώς τα έμαθε;» ρώτησα με σβησμένη φωνή. «Δεν ξέρω. Θα πρέπει κάποιος να του τα μαρτύρη­ σε. Με πρόδωσαν. Είχες δίκιο, Πίτερ. Δε θα μάθω ποτέ ποιοι είναι φίλοι μου στην κοιλάδα. Θα πρέπει να είναι κάποιος που κάτι προσδοκά από τον Κουνιτσίκα. Ποιος όμως; Αγνοώ. Ο Ιάπωνας, βλέπεις, μπορεί να δώσει στον καθέναν αυτό που θέλει. Εμένα μου έδωσε το δι­ καίωμα της επιλογής. Μου παραχώρησε πολύ περισσό­ τερα απ' όσα θα πάρει οποιοσδήποτε άλλος κάτοικος της κοιλάδας. Αν επιλέξω σωστά, αν βοηθήσω τους Ιά­ πωνες, θα έχω ό,τι ποθήσει η ψυχή μου. Θα με προ­ στατέψουν. Θα γίνω πιο πλούσιος ακόμη κι από τον Τ.Κ. Σουνγκ, πιο πλούσιος από κάθε άλλον στην κοιλά­ δα. Πιο δυνατός. Αν... Αν όμως δε δεχτώ αυτό που εκεί­ νος μου προτείνει, θα χάσω όλα όσα έχω. Το μαγαζί μου σίγουρα, και βέβαια τη γυναίκα μου». «Και τι σκοπεύεις να κάνεις; Το 'χεις σκεφτεί;» Κάθισε καταγής κι ακούμπησε στον κορμό ενός δέ­ ντρου. «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για μένα». Χαμογέ­ λασε αχνά, θλιμμένα. «Αλλο οι αρχές κι άλλο η επιβίωση», του τόνισα. «Η επιβίωση!» Γέλασε χαιρέκακα, σαν να του 'χε κατέβει κάποια καινούργια ιδέα. «Ξέρεις τι θα πάθω έτσι και συνεργαστώ με τους Ιάπωνες;» «Δεν είναι ανάγκη να γίνει γνωστό». «Θα το ξέρω όμως εγώ, Πίτερ». Ένα πικρό χαμόγε­ λο φώτισε τα χαρακτηριστικά του. «Και θα το ξέρω σε όλη μου τη ζωή».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

481

Τον κοίταξα και προσπάθησα να φέρω στο νου μου το πρόσωπο που είχα πρωτοδεί στη Σιγκαπούρη. Εξα­ κολουθούσε να είναι το ίδιο - αυλακωμένο πια από ρυ­ τίδες της έγνοιας, μα πάντα το ίδιο. «Άκου. Όταν επι­ στρέψουμε στο Καμπάρ θ' αφήσουμε τον Κουνιτσίκα να κάνει την πρώτη κίνηση. Αν γίνει φανερό πως οι Ιά­ πωνες πρόκειται να κάνουν εισβολή, θα 'ρθεις μαζί μου στη Σιγκαπούρη. Εκεί θα χωθούμε στη χλιδή του ξενο­ δοχείου "Ράφλες" και θ' ακούμε τις βροντές των βρετα­ νικών κανονιών σιγορουφώντας ροζ τζιν». Ο Τζόνι γέλασε κουνώντας το κεφάλι του. «Αυτό μπορεί να ισχύσει για σένα· όχι και για μένα». «Γιατί, που να πάρει και να σηκώσει; Δε σ' αρέσει το ροζ τζιν;» «Δεν έχω πιει ποτέ. Είναι ωραίο;» ρώτησε, κι ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Πιστεύεις, Πίτερ, πως επιτρέπουν στους Κινέζους να πίνουν τέτοια ποτά;» «Μα είσαι γεννημένος για να πίνεις ροζ τζιν. Ποτέ μέχρι τώρα δεν ήμουν τόσο βέβαιος για κάτι». «Το φταίξιμο θα είναι δικό σου αν δε μ' αρέσει». «Μην ανησυχείς. Θα το λατρέψεις». «Ευχαριστώ». «Μιλώ σοβαρά, Τζόνι. Θα σε πάρω μαζί μου όπου κι αν πάω. Μαζί μου θα είσαι ασφαλής. Δόξα τω Θεώ, όσοι είναι Αγγλοι απολαμβάνουν μερικών προνομίων». Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Κακομοίρη μου... Ήσουν στ' αλήθεια άρρωστος, έτσι;» Δε μου απάντησε· έγειρε μπροστά κι ακούμπησε το κεφάλι μες στα χέρια του. Δεν μπορούσα να δω το πρό­ σωπό του. «Μην το σκέφτεσαι, Τζόνι. Ο Κουνιτσίκα είναι ένα μηδενικό».

Digitized by @PriOri™

482

ΤΑΣ Ο

Έπαιρνε βαθιές ανάσες, κι όταν μίλησε η φωνή του ήταν ήρεμη. «Δε φοβάμαι γι' αυτό. Η Σνόου είναι που με ανησυχεί. Το 'χω πάρει απόφαση πως θα τη χάσω, Πίτερ. Σίγουρα». «Ηλίθιε! Σ' το 'χω ξαναπεί: πάψε να ασχολείσαι με τον Κουνιτσίκα. Θα φύγει από δω. Δεν πρόκειται να τη χάσεις εξαιτίας του». «Δεν εννοώ τον Κουνιτσίκα», είπε, χαμηλώνοντας βαθμιαία τον ήχο της φωνής του - ντιμινουέντο. «Εννοώ εσένα». Δε βρήκα τι ν' απαντήσω. Έμεινα καθισμένος πλάι του πάνω στο νοτισμένο χώμα με τα πόδια σταυ­ ρωμένα - μια στάση πολύ άβολη. «Στην αρχή θύμωσα», συνέχισε χωρίς ίχνος πικρίας. «Σε είδα να της μιλάς. Έδειχνες άνετος μαζί της. Το ίδιο έδειχνε κι εκείνη. Ήξερα πως δε θα ήμουν ποτέ σε θέση να της μιλήσω με τέτοιον τρόπο. Δεν έχω την πείρα και τις γνώσεις σου. Όμως τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να είναι καλύτε­ ρα γι' αυτήν. Ποια θα επιθυμούσε να είναι σύζυγος ενός κομμουνιστή; Η εισβολή των Ιαπώνων θα σημάνει το τέλος μου, όποια κι αν θα 'ναι η επιλογή μου. Αν η Σνόου βρίσκεται μαζί σου, θα είναι τουλάχιστον ασφαλής». «Να χαρείς... Μη μιλάς έτσι». «Θέλω να μου το υποσχεθείς, Πίτερ. Ξέρεις πως ό,τι κι αν διαλέξω θα είμαι τελειωμένος. Σε παρακαλώ λοι­ πόν να τη φροντίζεις». «Δεν είσαι καθόλου τελειωμένος. Κανείς από τους δυο σας δε θα πάθει τίποτε. Θα 'ρθείτε κι οι δυο μαζί μου στη Σιγκαπούρη». «Θέλω να τη φροντίσεις. Υποσχέσου μου. Ορκίσου πως θα το κάνεις». Σεβάστηκα την παράκλησή του. Απομείναμε καθι­ σμένοι ατενίζοντας την αδιαπέραστη πυκνότητα του δάσους.

Digitized by @PriOri™

483

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

Έπειτα από λίγο ο Τζόνι είπε: «Είναι ωραίο μέρος για να οργανώσει κανείς μια συγκέντρωση». «Μήπως όμως είναι κάπως μικρός ο χώρος;» «Όχι, αλλά θα 'πρεπε κάποιος να τον ευπρεπίσει». «Αυτό είναι εύκολο». «Δε με πειράζει που την αγαπάς», μου είπε ήρεμα. Σταμάτησα και τον κοίταξα κατάματα. «Τζόνι... Τζόνι... Ακου· η Σνόου μ' αρέσει πολύ αλλά δεν την αγα­ πώ». Δεν ξέρω γιατί του είπα ψέματα εκείνη τη στιγμή της αλήθειας. Έκρυψε το πρόσωπο μες στα χέρια του κι άρχισε να κλαίει. Δεν υπήρχε τρόπος να τον παρηγορήσω. Πέ­ ρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους του που τρα­ ντάζονταν από το κλάμα, μα εκείνος δε σταμάτησε. Ήταν ένα σιγανό, παραπονιάρικο κλάμα που με διέλυ­ σε. Ο θρήνος του απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα, σε όλη τη ζούγκλα. Μέχρι σήμερα ηχεί μέσα μου αυτός ο διαπεραστικός, μονότονος ήχος. Τις νύχτες, όταν όλα είναι σιωπηλά, έρχεται μες στη σκέψη μου και με κάνει να πονώ. *

«Το καλό εδώ, στους τροπικούς, είναι πως δεν έχουμε απότομες καιρικές και εποχιακές μεταβολές», είπα καθώς πότιζα τις ορχιδέες. «Υπάρχουν βέβαια οι μουσώνες, όχι όμως και διαστήματα κατά τα οποία οι κήποι μετατρέπονται σε παγωμένα κοιμητήρια. Δεν έχουμε να καθαρίσουμε τις υπέροχες πρασιές μας από τα ξερά φύλλα κι ούτε ανησυχούμε για το κρυστάλλιασμα των διακοσμητικών γεφυριών μας». «Νομίζω πως το φθινόπωρο στην Αγγλία είναι πολύ όμορφο», είπε ο Γκέκο χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του από την εφημερίδα. «Έχω δει φωτογραφίες που απει-

Digitized by @PriOri™

484

ΤΑΣ Ο

κονίζουν βουνά σκεπασμένα με κίτρινα φύλλα. Πανέ­ μορφο θέαμα». «Εννοείς μάλλον τη Νέα Αγγλία», του αποκρίθηκα, ξέροντας πως στο τελευταίο τεύχος του National Geographic υπήρχε φωτογραφικό ρεπορτάζ για τους κατοίκους του Βέρμοντ και τα δήθεν απλοϊκά, τα απαί­ σια, τα φο-ναΐφ ξύλινα σπίτια τους. «Αυτή όμως βρίσκε­ ται στην Αμερική». Ο Άλβαρο άφησε την εφημερίδα του στο τραπεζά­ κι, έβγαλε τα γυαλιά του και με κοίταξε διερευνητικά, ενώ εγώ κρεμούσα την τελευταία ορχιδέα από την ορο­ φή της βεράντας. Τις ορχιδέες αυτές τις είχα αγοράσει νωρίς το πρωί από την αγορά - δέκα μικρές πήλινες γλάστρες που στην καθεμιά φυόταν κι ένα διαφορετι­ κό είδος. Η ανάρτησή τους σε χαμηλές προεξοχές δη­ μιουργούσε κάτι σαν κουρτίνα και ομόρφαινε τη θέα του γυμνού ακόμη λιβαδιού. «Πρέπει να σου εξομολογη­ θώ», είπε χωρίς καθόλου εξομολογητικό ύφος, «πως ήθελα πάντα να βρεθώ χειμώνα στην Αγγλία. Ο κρύος καιρός έχει κάτι που πάντα με γοήτευε. Ο παγωμένος αέρας αναδίδει κάτι το μυστηριώδες. Καμιά φορά κάνει τόση ζέστη εδώ, που εύχομαι να πετούσα σε μέρος όπου το κρύο είναι τσουχτερό. Αλλωστε οι άνθρωποι στις ψυχρές χώρες είναι πιο πολιτισμένοι, ε;» «Δεν είναι δουλειά μου να σε βγάλω από την πλάνη σου», απάντησα. «Αν έχεις κάποτε την ατυχία να νιώ­ σεις τι σημαίνει αγγλικός χειμώνας, δε θ' αργήσεις να ανακαλύψεις από μόνος σου την αλήθεια». «Α, κοίτα!» τερέτισε ο Γκέκο ισιώνοντας την εφημερί­ δα του για να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Ο άνθρω­ πος αυτός, ο Τζόνι Λιμ, που όλοι έλεγαν πως ήταν γκάγκστερ, μας άφησε χρόνους. Δείτε, υπάρχει μια νεκρο­ λογία, καθώς κι ένα σύντομο άρθρο».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

485

«Μην τον συκοφαντείς. Ήταν ήρωας, ξέρεις. Που είναι το άρθρο;» αναρωτήθηκε ο Άλβαρο ξεφυλλίζοντας τη δική του εφημερίδα. «Α, να το. Σας το διαβάζω: Ο διάσημος μεγιστάνας και διακεκριμένο μέλος της κοινω­ νίας μας Τζόνι Λιμ, απεβίωσε χθες σε ηλικία εβδομήντα επτά ετών. Ο Τζόνι Λιμ ήταν ένας αξιοσέβαστος παρά­ γων στο Ίπο και στην κοιλάδα Κίντα. Η εμπορική εται­ ρεία του "Μεταξουργείο Η Αρμονία" έγινε πασίγνωστη σε όλη τη χώρα και ο ίδιος, παρότι ασχολήθηκε και με πολλές άλλες δραστηριότητες, παρέμεινε πιστός στις ρί­ ζες του. Ο κύριος Λιμ, σε όλη τη διάρκεια των σαράντα χρόνων που διηύθυνε την εταιρεία του δεν απομακρύν­ θηκε ούτε μια φορά από την αρχική του βάση, κοντά στις όχθες του ποταμού Πέρακ, όπου κάποτε ήταν το εμπορικό κέντρο της κοιλάδας Κίντα. Δημιούργησε το "Μεταξουργείο Η Αρμονία" κατά τα τέλη του Β' Παγκό­ σμιου Πολέμου, σε πείσμα των ιαπωνικών Αρχών, και ίδρυσε αυτό που επρόκειτο να γίνει σύντομα η πιο μεγά­ λη ιδιωτική επιχείρηση στην κοιλάδα. Στη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής καμιά άλλη εταιρεία δεν ευδοκίμησε τόσο όσο το "Μεταξουργείο Η Αρμονία". Οι περισσότε­ ροι παρατηρητές αποδίδουν την επιτυχία αυτή στον γενναίο τρόπο με τον οποίον ο κύριος Λιμ αντιμετώπισε τους Ιάπωνες και ιδίως τον Κουνιτσίκα Μαμόρου, διοι­ κητή της Κεμπεϊτάι, της τρομερής Ιαπωνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, τον επιλεγόμενο και "Τέρας του Καμπάρ". Οι δυο άντρες είχαν πολυάριθμες συναντήσεις κατά τις οποίες πιστεύεται πως ο Κουνιτσίκα προσπά­ θησε να εξαναγκάσει τον σεβαστό αρχηγό της κοινότη­ τας να συμβάλει στην ιαπωνική στρατιωτική προσπά­ θεια. Οι συναντήσεις αυτές, όμως, απέβησαν άκαρπες και οι δυο άντρες κατέληξαν στην ανάπτυξη ενός αμοι­ βαίου σεβασμού ανάμεσά τους -μια εύθραυστη ισορρο-

Digitized by @PriOri™

486

ΤΑΣ Ο

πία, βέβαια- πράγμα που λειτούργησε ως ασπίδα προ­ στασίας για το "Μεταξουργείο Η Αρμονία" και τους εργάτες του, κι έτσι η επιχείρηση δεν ακολούθησε τη μοίρα πολλών άλλων κινεζικών επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι διάφορες φήμες που κυκλο­ φόρησαν περί συνεργασίας του κυρίου Λιμ με την Κεμπεϊτάι δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Ο κύριος Λιμ υπήρξε γαμπρός του φιλόλογου και βιομηχάνου Τ.Κ. Σουνγκ, ο οποίος πέθανε την περίοδο του πολέμου κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του από τους Ιάπωνες. Πολλοί πιστεύουν πως βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτούς που τουφεκίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες κατόπιν διαταγής του Κουνιτσίκα. Ο κύριος Λιμ είχε παντρευτεί τη Σνόου, μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι του Τ.Κ. Σουνγκ και της Πάτι Σουνγκ, που πέθανε το 1942 κατά τη διάρ­ κεια του τοκετού, ενώ έφερνε στον κόσμο το γιο τους Τζάσπερ, ο οποίος βρίσκεται στη ζωή. Η κηδεία του Τζόνι Λιμ θα γίνει στο "Μεταξουργείο Η Αρμονία" τη Δευτέρα 17 του μηνός». «Δεν αναφέρει και πολλά πράγματα γι' αυτόν», τερέ­ τισε ο Γκέκο. «Δε λέει, για παράδειγμα, πως ήταν κομ­ μουνιστής». «Ούτε δίνει λεπτομέρειες για τους ηρωισμούς του κατά των Ιαπώνων», συμπλήρωσε ο Άλβαρο. «Ή πως υπήρξε ένας αναθεματισμένος δοσίλογος αν και νομίζω πως δεν έχει πια σημασία», πρόσθεσε ο Γκέκο. «Αλλωστε έχουν περάσει τόσα χρόνια». «Πίτερ, έτυχε να γνωρίσεις αυτό τον Τζόνι Λιμ;» ρώτησε ο Άλβαρο. «Έζησες αρκετό καιρό στο Πέρακ πριν από τον πόλεμο, ε; Θυμάμαι πως κάποτε ανέφε­ ρες ότι ήξερες καλά την κοιλάδα Κίντα». «Είναι Άγγλος», είπε ο Γκέκο. «Και οι Άγγλοι τότε δεν είχαν πολλά πάρε-δώσε με τον ντόπιο πληθυσμό».

Digitized by @PriOri™

487

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

Έριξα νερό σε μια κατακόκκινη σαν φλόγα ορχιδέα κι επικέντρωσα το βλέμμα μου στις δροσοσταλίδες πάνω στα κυματοειδή φύλλα τους. «Όχι», απάντησα. «Δεν έτυχε να τον γνωρίσω». Ακούμπησα το ποτιστήρι στο τραπέζι και αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου. *

Ήμουν αποφασισμένος να οργανώσω ένα εντυπωσια­ κό, επιτυχημένο πάρτι στα γενέθλιά μου. Ο Τζόνι κι εγώ αφιερώσαμε ατέλειωτες ώρες στον ευπρεπισμό του επιλεγμένου χώρου, καθαρίζοντάς τον από τα σκουπί­ δια. Μ' ένα φτυάρι και μιαν αξίνα ισιώσαμε ακόμη και τις πιο μικρές ανωμαλίες του εδάφους, γεμίσαμε τα βαθουλώματα με χώμα και σκορπίσαμε άμμο πάνω στα πιο λασπώδη σημεία. Κλαδέψαμε τα κλαδιά των θάμνων και με το παράνγκ του Τζόνι κόψαμε σύρριζα όλα τα ενοχλητικά χόρτα. Φέραμε από το πλοιάριο ένα τραπέζι εκστρατείας και το τοποθετήσαμε με τέτοιον τρόπο, ώστε όλοι οι συνδαιτυμόνες να έχουν θέα προς τα ερείπια. Ο Τζόνι, με κάτι κούτσουρα που βρήκε έφτιαξε με εκπληκτική ευκολία ένα γερό πάγκο, ενώ ταυτόχρονα συζητήσαμε για τα φαγώσιμα που προσέ­ φερε η ζούγκλα - γογγύλια, πιθανώς καναδυό βρώσιμα λουλούδια και άφθονο ψάρι από τη θάλασσα. Αποφα­ σίσαμε να μην περιλάβουμε άλλα είδη κρέατος στο μενού. Ο Τζόνι είπε πως ήταν δύσκολο να πιάσουμε πουλιά και το μόνο θηλαστικό που είχαμε δει ήταν ένας αναιμικός πίθηκος που καθόταν όλο απελπισία στα κλαδιά κάποιου δέντρου κοντά στη θάλασσα. Ο Τζόνι πάντως ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσαμε να πιάσουμε εύκολα φίδια και σαύρες, σχεδίασε μάλιστα πάνω στην άμμο τις απλές παγίδες που θα χρειάζονταν γι' αυτόν

Digitized by @PriOri™

488

ΤΑΣ Ο

το σκοπό. Με διαβεβαίωσε πως η σάρκα των πλασμά­ των αυτών ήταν πολύ γευστική, μα στη σκέψη ενός δεί­ πνου με ερπετά -Mon Dieu! Οχιά μαγειρεμένη με κόκκι­ νο κρασί!- μου 'ρθε αναγούλα, κι έτσι τον έπεισα πως δε μας χρειάζονταν τέτοια... εξωτικά κρέατα. Του έδειξα το σακούλι με το αλεύρι που είχα βρει ανάμεσα στις προμήθειές μας. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Θα φτιάξω ψωμί», ανήγγειλα. «Πώς;» «Ειλικρινά, δεν έχω ιδέα», απάντησα, κι εκείνος ξέ­ σπασε σε τρανταχτά γέλια. Όλο αυτό το διάστημα δε μιλήσαμε ούτε μια φορά για τον Κουνιτσίκα. Την παραμονή της γιορτής είπα στον Τζόνι: «Έχω αφήσει στην κατασκήνωση κάτι που το χρειάζομαι. Είναι ένα δαμασκηνό τραπεζομάντηλο που το έχω μέσα στις αποσκευές μου. Θα σε πείραζε να έμενες για λίγο μόνος εδώ να πάω να το φέρω; Δε θ' αργήσω». «Πήγαινε. Αλλωστε έχω να φτιάξω κάτι ακόμη», αποκρίθηκε κάπως διστακτικά. Για μια στιγμή σκέφτη­ κα μήπως θα έπρεπε να εγκαταλείψω το σχέδιό μου, μα κατάφερα και συγκρατήθηκα. Κουράγιο, γενναίε μου... «Θα σε δω αργότερα». Έτρεξα προς την κατασκήνωση με τη σκέψη πως δε θα ήταν εκεί η Σνόου. Αυτό που υπολόγιζα να κάνω ήταν παλαβό· μα έπρεπε να πάρω το ημερολόγιό της. Την είχα δει λίγο πριν φύγει με τον Κουνιτσίκα, κι αφού οι εξορμήσεις τους ήταν συνήθως μακρινές, ίσως δεν είχαν επιστρέψει ακόμη. Όταν βρέθηκα κοντά στην κατασκήνωση βάλθηκα να πηγαίνω πιο αργά παριστά­ νοντας πως απλώς σεργιάνιζα. Ποιος ξέρει... Ίσως πα­ ραμόνευε κάπου ο Χόνεϊ. Σταμάτησα κι αφουγκράστη-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

489

κα. Δεν έφτασε στ' αυτιά μου κανένας ήχος. Μπήκα στην κατασκήνωση σχεδόν αθόρυβα μόνο το απαλό σύρσιμο των ποδιών μου στην άμμο ακουγόταν. «Πίτερ!» φώναξε κάποιος. Ήταν ο Κουνιτσίκα, που βρισκόταν γονατισμένος πλάι στο κρεβάτι εκστρατείας της Σνόου. Τα γόνατά του ήταν βυθισμένα στην άμμο μα στεκόταν άκαμπτος, με τα χέρια ακουμπισμένα στη μέση, ενώ η φωνή του ήχησε καθάρια και υπερβολικά φιλική. «Νόμιζα πως ήσουν έξω με τον Τζόνι». «Ξέχασα κάτι και γύρισα να το πάρω. Τι κάνεις γονα­ τισμένος εκεί;» «Ξέχασα κι εγώ κάτι. Φαίνεται πως κάπου χάθηκε και ψάχνω να το βρω». «Πού είναι η Σνόου;» «Έχει πάει για μπάνιο». «Νόμιζα πως είχατε πάει μαζί περίπατο». «Ναι, πήγαμε. Πού το ξέρεις; Μας κατασκοπεύεις;» «Την ίδια ερώτηση θα μπορούσα να σου κάνω κι εγώ». Σηκώθηκε, και διαπίστωσα για μιαν ακόμη φορά πως είχαμε περίπου το ίδιο ύψος. «Τι σκαρώνεις;» Γέλασε, γέρνοντας το κεφάλι μπροστά, καταπονημέ­ νος λες από την εξάντληση. «Είσαι ένας πραγματικός γελωτοποιός. Μέχρι σήμερα δεν έχω συναντήσει άλλον άνθρωπο τόσο διασκεδαστικό». «Σε παρακολουθώ. Ξέρω τι συμβαίνει». Με κοίταξε με παγερό βλέμμα· τα μάτια του έμοια­ ζαν με δυο μαύρες χάντρες πάνω σε ολόλευκο μάρμαρο - το πρόσωπό του. «Τι σου έχει πει ο Τζόνι; Ο άνθρω­ πος είναι μεγάλος ψεύτης· δεν τον εμπιστεύονται ούτε οι δικοί του». «Μάθε λοιπόν ότι ο Τζόνι δεν έχει πολλές κουβέντες μαζί μου. Μ' αυτό που είπες, όμως, μου κέντρισες την περιέργεια. Συμβαίνει κάτι;» -

Digitized by @PriOri™

490

ΤΑΣ Ο

«Όχι, απλώς σε προειδοποιώ· ο Τζόνι δεν είναι αυ­ τός που φαίνεται». Έκανα ένα βήμα προς το μέρος του βράζοντας κυ­ ριολεκτικά από θυμό. «Ποιος είναι λοιπόν;» ρώτησα και, κάνοντας μεταβολή, απομακρύνθηκα με τα μάγουλα ξαναμμένα και τα μάτια μου να πετούν λαμπερές ζωη­ ρόχρωμες φλόγες. Φτάνοντας στο ξέφωτο κοντά στα ερείπια στάθηκα και κοίταξα προς τον ουρανό. «Θεέ και Κύριε!» ψιθύρι­ σα. Πάνω από το κεφάλι μου φτεροκοπούσε ένα άσπρο σεντόνι που διέκοψε λες την πτήση του, σαν μυ­ θικό χαλί κάποιου παράξενου ανατολίτικου μύθου. Τραβούσε τα λεπτά, φωτεινά ρυάκια που διαπερνού­ σαν τα φυλλώματα των δέντρων κι έριχνε το φως τους πάνω στο τραπέζι. «Σ' αρέσει;», με ρώτησε ο Τζόνι με το πρόσωπο μισο­ φωτισμένο από ένα δειλό χαμόγελο. Πλαισιωμένος από τα σκοτεινά φυλλώματα έμοιαζε με τμήμα ενός υπνωτιστικού, ονειρικού τοπίου - με πίνακα του Τζορτζόνε. Τι ομορφιά! «Η λέξη Παράδεισος», είπα, «προέρχεται από μιαν αρχαία περσική λέξη που σημαίνει Κήπος. Το ήξερες;» Κούνησε αόριστα το κεφάλι του. «Εύκολα αντιλαμβά­ νεται κανείς τη σχέση ανάμεσά τους», είπε. «Εγώ πάντως δεν έχω πειστεί, αφού δε βρήκα ποτέ την παραμικρή ομοιότητα ανάμεσα στους κήπους των σπιτιών και στον Κήπο της Εδέμ. «Αυτό εδώ, όμως, είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Είναι ένας αληθινός κήπος». Κοίταξα άλλη μια φορά προς τα πάνω. Ήθελα να πω «Σ' ευχαριστώ, Τζόνι», μα σκέφτηκα πως δεν υπήρχε λόγος.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

491

Το κρασί μού παράπεσε βαρύ. Σε συνδυασμό με τη ζέστη γλίστρησε ύπουλα μες στο αίμα μου κι απλώθηκε σε όλο το κορμί μου. Τα μέλη μου έγιναν βαριά σαν μολυβένια και το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει λες κι ήταν δεμένο στο ροδάνι κάποιου υφαντουργού. Τα μάτια μου θάμπωσαν από τα χρώματα κρουστών μεταξωτών και πάνω από το κεφάλι μου ο ουρανός φάνταζε σαν λευκή τέντα. Κάθε φορά που κοίταζα προς τη μεριά του Κουνιτσίκα, τον έβλεπα γερμένο προς τη Σνόου να της ψιθυρίζει στο αυτί -σίγουρα γλυ­ κερές ανοησίες- ρίχνοντάς μου επίμονες πονηρές λοξές ματιές. Τα φρικτά απομεινάρια του δείπνου μας που βρίσκονταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι γέμιζαν τον αέρα με τη δυσοσμία τους, ενώ στη μέση όλου εκείνου του χαλασμού κείτονταν τα δυο κομμάτια ψωμιού που είχα φτιάξει στον «μογγολικό φούρνο» - ένα μικρό καμί­ νι από λάσπη τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Τζόνι. Η υγρή σβολιασμένη ψίχα του είχε αρχίσει να σκληραίνει εξαιτίας του ζεστού αέρα και η κόρα του να μετατρέπε­ ται σε κακάδι. «Πάρα πολύ νόστιμο», είπε η Σνόου. «Όχι δα... Ίσα ίσα που ήταν απαίσιο», μίλησα γρήγο­ ρα, πριν προλάβει να πετάξει κάποια κουβέντα ο Χόνεϊ. Η ταπείνωση είναι πάντα πιο ανεκτή όταν την επιβάλ­ λεις στον εαυτό σου εσύ ο ίδιος. «Είχε γεύση ξιδιού και ύσσωπου». «Κάθε άλλο. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη», είπε ο Κουνιτσίκα, κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε σαν σχισμή στο πρόσωπό του. Έσκυψα το κεφάλι κι έτριψα με τα δάχτυλα τα μηνίγγια μου. Μετά το λαχάνιασμά μου άκουσα το ασυνάρτητο μουρμουρητό μου. Τι προσπα­ θούσα να πω; Το μόνο που μου απέμενε ήταν να τρα­ γουδήσω. Αρχισα να λέω στα ιταλικά το περίφημο

Digitized by @PriOri™

492

ΤΑΣ Ο

ντουέτο La ci darem la mano από τον Ντον Τζιοβάνι. Έλα μαζί μου, γλυκιά μου, να φύγουμε μακριά από τούτο το μέρος... Ανασήκωσα το κεφάλι και είδα τη Σνόου να χαμογε­ λά αναψοκοκκινισμένη. Τα θολά απ' το κρασί μάτια της γυάλιζαν και στο πρόσωπό της διακρίνονταν κόμποι ιδρώτα. Ο Κουνιτσίκα συνέχιζε να μιλάει κι ο υπόκωφος ήχος της φωνής του έφτανε στ' αυτιά μου συγκρατημέ­ να - σοστενούτο. Συνέχισα να τραγουδώ. Δε σ' εμπι­ στεύομαι. Φοβάμαι μήπως με προδώσεις... «Γιατί τραγουδάς το ρόλο της Ζερλίνας, Πίτερ;» με επέπληξε ευγενικά ο Κουνιτσίκα. «Γιατί παίζεις το ρόλο της γυναίκας;» «Για να μπορέσεις να τραγουδήσεις κι εσύ το ρόλο σου - τον αληθινό σου ρόλο. Έλα, τραγουδά. Τα ξέρεις τα λόγια». Η Σνόου γέλασε. Ο Κουνιτσίκα πρόφερε αργά αργά, με νόημα, τις λέξεις σε καλά αρθρωμένα αλλά άσχημα τονισμένα ιταλικά. «Θ' αλλάξω τη μοίρα σου», είπε. Ξανατραγούδησα φαλσέτο, και η φωνή μου ήχησε σπασμένη και άσχημη. «Ξέρω πως θα προδοθώ». Εκείνος μίλησε και πάλι, παρακαλώντας μας να μπούμε στο άντρο του. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα παραπατώντας προς τα ερείπια. Λυπήσου με, λυπήσου με... Κάθισα στα σπασμένα πέτρινα σκαλοπάτια κι άρχι­ σα να κλαίω. Έκλεισα τα μάτια μου και μπροστά μου απλώθηκε μια θάλασσα από γυαλιστερό μετάξι. Μπήκα στο μεταξένιο νερό κι άρχισα να βουλιάζω... να βουλιάζω ηδονικά. Ήμουν αδύναμος και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

493

Όταν ξύπνησα ήταν σκοτεινά κι ένιωθα στο στόμα μου την πικρή γεύση των φαγητών και του κρασιού. Ο ώμος μου από τη μεριά όπου είχα πλαγιάσει ήταν πιασμένος και με πονούσε. Ένιωθα να κυκλοφορεί ακόμη μες στο αίμα μου το κρασί σαν δηλητήριο και ξανακάθισα βαρύς στο σκαλοπάτι. «Νιώθεις άρρωστος», ακούστηκε μια φωνή. «Και με το δίκιο σου. Έδωσες μια πολύ άσχημη παράσταση». Ήταν ο Χόνεϊ που κάπνιζε το τσιγάρο του καθισμένος στο παραπάνω σκαλί. «Φύγε από δω». «Όχι. Προτιμώ να μείνω. Τη νύχτα βλέπει κανείς στη ζούγκλα όλων των ειδών τα όντα». «Δίνε του, παλιομασκαρά!» «Μπράβο γλώσσα!» Άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Μόνο τώρα ανακάλυψα πόσο κακός μπορείς να γίνεις. Είσαι μια μικρή αλεπού. Αυτό δεν είσαι; Τι συγκινητικό! Ένα παραπονεμένο παιδί που θέλει να το προσέξουν». Ανακάθισα στο σκαλοπάτι. Το κεφάλι μου πονούσε αφόρητα ενώ αυτός εξακολουθούσε να με υποτιμά και να μ' εξαγριώνει. «Τι πιστεύεις πως νομίζει για σένα εκείνη; Μήπως πιστεύεις πως έχει καν προσέξει ότι τη γλυκοκοιτάζεις;» «Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς. Κάνε μου τη χάρη κι άσε με ήσυχο. Δε νιώθω καθόλου καλά». «Σε αποστρέφεται. Σε βρίσκει ελάχιστα διασκεδαστι­ κό - ένα γελοίο ανθρωπάριο, μέλος περιοδεύοντος τσίρκου. Έναν άντρα θέλει· αλλά έναν άντρα αληθινό κι όχι κάποιο σχολειαρόπαιδο σαν εσένα που βρίσκεται σε σύγχυση. Μου το αποκάλυψε η ίδια». «Είσαι ψεύτης!» φώναξα πιο δυνατά απ' όσο υπολό­ γιζα. Ένιωσα ένα κάψιμο στο λαιμό μου. «Κάθεσαι και σκαρφίζεσαι πράγματα όπως όλοι οι όμοιοί σου».

Digitized by @PriOri™

494

ΤΑΣ Ο

«Οι όμοιοι μου;» Κατέβηκε το σκαλί που μας χώριζε κι ήρθε δίπλα μου. «Μα εσύ κι εγώ είμαστε ίδιοι. Λυπάμαι που το λέω. Και δεν της αρέσουμε καθόλου. Δεν είμαστε ο τύπος της. Κακομοίρη μου... Τι ανόητος που είσαι! Δε βλέπεις λοιπόν πως οι άνθρωποι αυτοί α­ ποστρέφονται και τους δυο μας; Προτιμούν πάντα τους δικούς τους, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως πρέ­ πει να κατέβουν στο επίπεδο κάποιου αγράμματου κι άξεστου χωριάτη σαν του Τζόνι. Νομίζεις πως έχουν τη διάθεση να μπλέξουν μ' έναν Αγγλο σαν εσένα για να βρεθούν κάποια στιγμή μ' ένα μπάσταρδο μιγαδάκι που θα το αποφεύγουν οι φίλοι του; Δεν έχεις την παραμι­ κρή ελπίδα. Αυτή θέλει τον Κουνιτσίκα. Ακόμη κι εσύ θα έπρεπε να το 'χεις καταλάβει». Δε μίλησα· ένιωθα τη ζέστα από την καύτρα του τσιγάρου του. «Κι όχι μόνο αυτή αλλά και οι γονείς της. Γι' αυτό κανόνισαν τούτες τις αναθεματισμένες διακοπές». «Λάθος! Τις διακοπές αυτές τις κανόνισαν επειδή η Σνόου και ο Τζόνι δεν είχαν κάνει μήνα του μέλιτος». «Η Σνόου βρίσκεται εδώ σαν δόλωμα -ομολογουμέ­ νως πολύ χαριτωμένο- για τον κύριο καθηγητή, που όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα τσιμπήσει, αφού ενδιαφέ­ ρεται μόνο για τον Τζόνι, αυτό τον βρομοκομμουνιστή αντάρτη. Το ταξίδι οργανώθηκε με σκοπό να γίνει ο Κουνιτσίκα φιλαράκος μ' αυτόν, με την προοπτική να εξελιχθεί σύντομα στον καλύτερο πληροφοριοδότη του». Έγειρε ακόμη περισσότερο προς το μέρος μου φέρνοντας το κεφάλι του πολύ κοντά στο δικό μου. Είχε σηκώσει τα μανίκια του πουκαμίσου του και, εκτός από τον πονοκέφαλο που με βασάνιζε, ένιωθα πάνω μου και το ιδρωμένο δέρμα του. «Όσο για την κοπέλα, παί­ ζει το ρόλο του μικρού, λαχταριστού καρότου που το κουνούν δελεαστικά».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

495

«Αρκετά. Δεν έχω όρεξη να κάθομαι και ν' ακούω όλα αυτά τα εμετικά σου ψέματα». Γέλασε μέσα σ' ένα σύννεφο κοκκινωπού καπνού. «Άκου. Σ' τα λέω επειδή είσαι ένας από μας, και νιώθω υποχρεωμένος να φροντίζω για όλους τους δικούς μας, ακόμη και για τους υπέρμετρα ανόητους όπως εσύ. Και πρέπει να ομολογήσω πως είσαι πράγματι πολύ κου­ τός. Δεν έχεις καταφέρει ακόμη να ξεδιαλύνεις για τι σε χρησιμοποιούν. Υποθέτω όμως πως γι' αυτό φταίει ο έρωτας - ή η λαγνεία. Ο πατέρας της Σνόου είναι έξυ­ πνος άνθρωπος· ξέρει πως επίκειται η εισβολή των Ιαπώνων. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζω κι εγώ. Θέλει λοιπόν να τον κατατάξουν οι μισητοί εχθροί στην κατη­ γορία εκείνων που συντάσσονται με το μέρος τους. Θέλει να επωφεληθεί όσο πιο πολύ γίνεται. Και τι μπο­ ρεί να τους προσφέρει ώστε να είναι βέβαιος πως θα καταφέρει να πάρει τα ανταλλάγματα που επιθυμεί; Μεταλλευτικές εκχωρήσεις, βέβαια, καθώς και πληρο­ φορίες για το γαμπρό του, αυτό τον βρομιάρη τον Μπολσεβίκο. Υπάρχει φυσικά και η κόρη του. Ω, ναι! Δεν είναι ανέντιμο· πρόκειται απλώς για θέμα επιβίω­ σης. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί». «Κι εσύ; Εσένα ποιος είναι ο ρόλος σου;» «Να διαφυλάξω την ειρήνη. Να εξασφαλίσω το ότι ο καθένας θ' ασχοληθεί με τις δικές του αρμοδιότητες. Να διασώσω για λογαριασμό μας ό,τι μπορώ». «Δε σου πέρασε απ' το μυαλό ότι μπορεί τα πράγμα­ τα ν' αντιστραφούν;» Γέλασε. «Δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο. Γι' αυτό άλλωστε μ' έστειλαν σ' αυτό το ταξίδι· για να είναι σίγουροι πως η "επιχείρηση" θα συνεχιστεί κανονικά. Όσο βρίσκομαι εγώ εδώ, το βαρκάκι δεν πρό­ κειται να προσκρούσει σε βράχο».

Digitized by @PriOri™

496

ΤΑΣ Ο

«Άρα έχεις έρθει ως συνοδός νεαράς κυρίας!» «Πες το κι έτσι», είπε πλησιάζοντάς με κι άλλο. Ένιω­ σα στο σβέρκο μου τον καπνό του τσιγάρου του. «Ό­ πως όμως σου ανέφερα, φροντίζω και για τους δικούς μας. Κατάλαβες;» «Όλ' αυτά που λες είναι ψέματα! Δημιουργήματα μιας αρρωστημένης φαντασίας!» φώναξα. «Ώστε έτσι, ε;» Πέταξε το αποτσίγαρό του σε μια συστάδα θάμνων. «Βγάλε τη συγκεκριμένη γυναίκα από το μυαλό σου. Απομακρύνσου από αυτήν και σε λίγους μήνες θα έχεις ξεχάσει πως υπήρξε». Έσφιξε δυνατά το μηρό μου με τα εύσαρκα δάχτυλά του. Κατακλυσμένος από αιφνίδια δύναμη του έδωσα μια σπρωξιά. Έπεσε προς τα πίσω· κατρακύλησε στα σκα­ λιά κοιτώντας με κοροϊδευτικά. «Δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ!» φώναξα. Χαμογέλασε πεσμένος ανάσκελα, σαν να χαλάρωνε. «Έλα... Έλα, αγαπητέ μου», είπε σαρκαστικά αποκαλύ­ πτοντας τα λευκά δόντια του μες στο θαμπό σκοτάδι. «Φάνηκες ανόητος. Εκείνη σε αποστρέφεται. Είσαι ένα γελοίο ανθρωπάριο. Ο Τζόνι σε μισεί κι αυτός. Όλοι σε μισούν εκτός από μένα. Έλα κοντά μου». Του ρίχτηκα με χέρια και με πόδια και βάλθηκα να τον χτυπώ, να τον γρατσουνάω και να τον κλοτσάω. Τον έπιασα από το λαιμό που ήταν μαλακός σαν λάσπη κι άρχισα να τον σφίγγω... να τον σφίγγω συνέχεια. Κάποια στιγμή έπαψε να σαλεύει, ενώ στο πρόσωπό του είχε μείνει αποτυπωμένος ένας σαρκαστικός μορ­ φασμός. Τον έσυρα ως τη θάλασσα κι ανέθεσα στα κύματα την εξαφάνιση του πτώματος. Είχε σχεδόν ξημερώσει κι ένιωθα πολύ παράξενα.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

497

Ποτέ δεν πήρα όρκο να μην ξαναδώ τον Τζόνι. Ούτε και υπήρχε λόγος για μια τέτοια μελοδραματική απόφαση. Ήξερα απλώς πως οι δρόμοι μας δε θα διασταυρώνο­ νταν ποτέ πια. Μετά τον πόλεμο ταξίδεψα με αργούς ρυθμούς από τη Σιγκαπούρη ως την Κουάλα Λουμπούρ και στη συνέ­ χεια άρχισα τις άσκοπες περιπλανήσεις μου σε όλη τη χώρα και εκτός αποφεύγοντας να μένω για πολύ σ' ένα μέρος. Πορεύτηκα στους δασωμένους λόφους που συν­ θέτουν τη ραχοκοκαλιά της χερσονήσου, αλλά η ζού­ γκλα μού προκαλούσε πανικό κι αναγκάστηκα να τους εγκαταλείψω. Πήγα στο Πορτ Ντίξον όπου παρακο­ λούθησα τις οικογένειες να διασκεδάζουν στην παρα­ λία. Το κάλεσμα των κυμάτων μού δημιουργούσε άγχος και τράβηξα πάλι προς τα εδάφη της ενδοχώρας μακριά από τη θάλασσα. Παντού έβλεπα πράγματα που μ' αναστάτωναν - στο Κουάνταν, μια νεαρή γυναί­ κα που έγραφε ορνιθοσκαλίσματα σ' ένα τετράδιο και στο Τερενγκάνου ένα χαμογελαστό, με τετράγωνους ώμους νεαρό που έκανε ποδήλατο κάτω από ένα λουλακή ουρανό κάποιο αποπνικτικό απόγευμα. Δεν ήξερα αν είχα ξεφύγει από κάτι ή αν έψαχνα να βρω κάτι. Δεν καταλάβαινα αν επιδίωκα την προσέγγιση ή την απο­ μάκρυνση. Και τότε, κάποια ημέρα ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μ' αυτό απ' το οποίο είχα ξεφύγει ή έψαχνα να βρω, και που παρέμενε μέσα μου σε ακαθόριστη μορφή. Είχα πάρει το τρένο για την Κουάλα Λουμπούρ με την ασαφή πρόθεση να επιστρέψω στη Σιγκαπούρη. Στην πραγματικότητα δε μ' ενδιέφερε πού θα πήγαινα. Μου αρκούσε να πηγαίνω εκεί όπου με οδηγούσε το λαθεμένο ένστικτό μου, κι εκείνη την ημέρα με οδήγησε στην αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού της Κουάλα Λουμπούρ.

Digitized by @PriOri™

498

ΤΑΣ Ο

Κατέβηκα από το τρένο και πήγα ν' αγοράσω ένα μπουκάλι ζεστή πορτοκαλάδα. Καθώς έφερα το μπου­ κάλι στα χείλη μου είδα σ' έναν πάγκο λίγο πιο πέρα τον Τζόνι. Καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς εμένα και οι φαρδείς ώμοι του ήταν γερμένοι προς τα εμπρός, σαν να έσφιγγε κάτι στο στήθος του. Διαπερνώντας τον γεμάτο σκόνη αέρα, το ηλιόφωτο έπεφτε πάνω στη ράχη του σχηματίζοντας φαρδιές λωρίδες, και τα σχέ­ δια στο μπατίκ πουκάμισό του συστρέφονταν σαν κύματα σε ένα βαθύ γαλάζιο φόντο. Κρύφτηκα πίσω από ένα στύλο και βάλθηκα να τον παρατηρώ από μακριά. Κάθε τόσο έγερνε το κεφάλι στο στήθος σαν να τον έπαιρνε ο ύπνος, όταν όμως μετακινήθηκα, πρόσεξα πως στα χέρια του κρατούσε ένα παιδί. Έσκυβε και το φιλούσε στο κεφαλάκι και κάθε τόσο του χάιδευε τα γυαλιστερά μαλλιά με το δεξί χέρι γαληνεύοντάς του τον ύπνο. Το παιδί, περίπου τεσσάρων ετών, ήταν ολοφάνερα αγόρι, είχε ροδόχρωμο δέρμα και κοιμόταν, γραπωμένο με τα λεπτά του δάχτυλα από το πολύχρωμο πουκάμισο του Τζόνι. Κάπου κάπου τιναζόταν μες στον ύπνο του και κάθε φορά ο Τζόνι το φιλούσε στο κεφάλι και φυσούσε απα­ λά στο πρόσωπό του για να το δροσίσει. Είδα το παιδά­ κι να ξυπνά και να περιφέρει το νυσταγμένο βλέμμα του στην αποβάθρα - στους γυρολόγους που διαλα­ λούσαν την πραμάτεια τους, στα κλουβιά με τα πουλε­ ρικά, στους οδηγούς των ρίκσο, στους αχθοφόρους. Στάθηκε όρθιο στον πάγκο χωρίς να τραβήξει τα χέρια του από τους ώμους του Τζόνι. Είδα τα ματάκια του λαμπερά, με τρυφερό βλέμμα. Κοίταξε ολόγυρά του και συνοφρυώθηκε μ' έναν τρόπο που τον ήξερα πολύ καλά. Απομακρύνθηκα από το στύλο ελπίζοντας πως θα έστρεφε το βλέμμα του προς το μέρος μου. Δε γύρι-

Digitized by @PriOri™

499

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

σε να κοιτάξει. Καθώς αποτραβήχτηκα και πάλι στη σκιά, το παιδάκι ξαναγύρισε στην ασφάλεια της αγκα­ λιάς του Τζόνι. Οι δυο τους απόμειναν σφιχταγκαλια­ σμένοι μες στο ζεστό, σκονισμένο απομεσήμερο ως την ώρα της άφιξης του τρένου που θα τους έπαιρνε μα­ κριά μου. Καθώς το τρένο έφευγε, πρόλαβα να δω -για μια στιγμή μόνο- τα μάτια του Τζόνι. Καθόταν πλάι στο παράθυρο και πέρασε τόσο κοντά μου, που φοβήθηκα μήπως με δει. Μα το βλέμμα του ήταν σκοτεινό, άδειο και απλανές. Πολλή ώρα μετά την αναχώρηση του τρένου βρέθη­ κα να κάθομαι ολομόναχος στην αποβάθρα - μόνος, και γύρω μου το χάος. Έβγαλα από το χαρτοφύλακά μου μια φωτογραφία που τη μετέφερα πάντα μαζί μου και, χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό, την έσκισα στα δύο, δίνο­ ντας οριστικό τέλος στη σχέση μου με τη Σνόου και τον Τζόνι. Προτού μ' εγκαταλείψει το θάρρος μου πήγα στο ταχυδρομείο, έβαλα το κομμάτι της φωτογραφίας με το ζευγάρι σ' ένα φάκελο και τον έστειλα μακριά, ελπίζο­ ντας πως η θύμησή τους θα έσβηνε μέσα μου για πά­ ντα. Καθώς έφευγαν από τη ζωή μου γλιστρώντας μες στο κουτί του ταχυδρομείου, διάβασα τις λέξεις που είχα γράψει στο φάκελο. Μεταξουργείο Η Αρμονία, Καμπάρ. Δε θυμόμουν την ακριβή διεύθυνση, κάτι που βέβαια δεν είχε σημασία. *

«Δεν είναι περίεργο; Ο υπέροχος, ο αγαπημένος σου καθηγητής-μαρκήσιος δε μιλά καθόλου», είπα. «Τον έχει αναστατώσει ο θάνατος του Χόνεϊ», απο­ κρίθηκε η Σνόου. «Απ' ότι φαίνεται δε μιλά πια ούτε σε σένα. Είναι όμως περίεργο. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος που έχει

Digitized by @PriOri™

500

ΤΑΣ Ο

περάσει τόσα στη ζωή του και ήταν παρών στις σφα­ γές της Μαντζουρίας να έχει αναστατωθεί τόσο από έναν τυχαίο πνιγμό;» Καθόμαστε κοντά στην απαλή λάμψη των υπολειμ­ μάτων της φωτιάς λίγο μετά το δείπνο, κι εκείνη είχε το ημερολόγιό της ακουμπισμένο στα γόνατά της. «Σε προειδοποίησα· δεν πρέπει να αναφέρεις ποτέ όσα σου είπα για τον Μαμόρου. Υποτίθεται πως δεν τα ξέρεις». «Τώρα, οι μόνοι που έχουμε "ομιλούντες ρόλους" είμαστε εσύ κι εγώ», της τόνισα. «Ο Κουνιτσίκα κι ο Τζόνι στέκονται σιωπηλοί στην άκρη του προβολέα, ενώ ο Χόνεϊ κείτεται νεκρός στο δάπεδο του καμαρινιού. Αυτό είναι το σκηνικό της παράστασης...» «Δε νοιάστηκα σταλιά για τον Χόνεϊ», μου επισήμανε. «Δε μου ήταν ποτέ συμπαθής». «Ούτε εμένα μ' ένοιαξε». Στο λιγοστό φως φαινόταν εξαντλημένη, κι ένιωθα την επιθυμία να τρυπώσω το κεφάλι μου στο στήθος της. «Ξέρω, βέβαια, πως δεν εί­ ναι ερωτευμένος μαζί σου». Δεν πήρα απάντηση. «Εν­ νοώ τον Τζόνι». «Πώς ξέρεις πως δε μ' αγαπά;» «Δεν είπα πως δε σ' αγαπά. Είπα πως δεν είναι ερω­ τευμένος μαζί σου». «Έχεις δίκιο. Δεν είναι το ίδιο πράγμα». Δεν της απο­ κρίθηκα «Κι εσύ, Πίτερ; Είσαι ικανός ν' αγαπήσεις;» «Και βέβαια είμαι». «Ανάφερέ μου τ' όνομα κάποιου που τον αγάπησες». Σώπασα για μια στιγμή. Νόμισα πως πνιγόμουν, ενώ τα μαγουλά μου βάφονταν κατακόκκινα. Ευτυχώς που ήταν σκοτεινά, αλλιώς θα είχε δει την έκφραση του προσώπου μου - λες και με στραγγάλιζαν. «Δεν πρόκει­ ται για ένα μόνο άνθρωπο», κατάφερα να πω έπειτα

Digitized by @PriOri™

501

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

από λίγο. «Είμαι ερωτευμένος με όλους και με όλα. Αγαπώ την Ανατολή και τους ανθρώπους της. Αγαπώ τη ζούγκλα, τη θάλασσα, τα άνθη...» Γέλασε - ένα βαθύ, πλούσιο γέλιο. «Μα αυτό δεν είναι αγάπη». «Κι όμως είναι». «Πώς γίνεται;» «Ο πόθος και η αναζήτηση της ευτυχίας ονομάζεται Αγάπη». «Όταν μιλάς δεν μπορώ ποτέ να καταλάβω από ποιο κείμενο είναι παρμένα τα λόγια σου». «Δεν έχει σημασία». Σηκώθηκα και τίναξα την άμμο απ' τα πόδια μου. «Σνόου... να 'σαι προσεκτική με τον Κουνιτσίκα». «Σ' το έχω ξαναπεί, Πίτερ. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι», μου αποκρίθηκε με φωνή που σιγότρεμε. Ήταν φανερό πως δεν ήθελε συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα. «Ξέρεις πως δεν είναι αυτός που δείχνει. Γιατί δεν το παραδέχεσαι;» επέμενα. Δεν είπε λέξη. Απομακρύνθηκα και διάβηκα το ορια­ κό σημείο ανάμεσα στα δέντρα και στην παραλία. Ψίθυροι ακούγονταν μέσ' από το δάσος και η άμμος έκαιγε. Τα χέρια μου έτρεμαν. Θυμήθηκα τη στιγμή που τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν γύρω απ' τον παχύ λαιμό του Φρέντερικ Χόνεϊ... Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να το κάνω. *

Έχω κάτι να σου πω, είπα στον Κουνιτσίκα, ένα μυστι­ κό, κάτι που θα σκότωνες για να το μάθεις. Έλα να με βρεις στα ερείπια, του είπα, και θα σου φανερώσω κάτι που θ' αλλάξει όλη σου τη ζωή. Θ' αλλάξει τη ζωή όλων

Digitized by @PriOri™

502

ΤΑΣ Ο

μας και θα μας οδηγήσει στο αληθινό πεπρωμένο μας. Γέλασε και είπε: είμαι έτοιμος για οτιδήποτε, αρκεί να γίνεις ευτυχισμένος. Σε παρακαλώ, είπα, δεν αστειεύο­ μαι. Μιλώ σοβαρά. Είμαι ο καλύτερος φίλος του Τζόνι, αν αυτό σου λέει κάτι. Ξέρω πράγματα γι' αυτόν. Κα­ ταλαβαίνω, μου αποκρίθηκε. Θα 'ρθω. Βέβαια, ήμουν εκεί πριν από τον Ιάπωνα. Χώθηκα στους θάμνους και περίμενα. Η τέντα που ο Τζόνι είχε φτιάξει με το άσπρο σεντόνι κρεμόταν από ένα σπασμένο κλαδί. Η ωχρή ομορφιά της αιχμαλώτιζε το φεγγαρόφωτο. Δεν πήγα κοντά της γιατί ήμουν πια ασφαλής ανάμεσα στις σκιές και δεν ήθελα να διακινδυνεύσω μες στο φως. Κι όμως, σε λίγο θα ήμουν αναγκασμένος να το κάνω. Άγγιξα το μαχαίρι που είχα στην τσέπη μου - έμοιαζε παράξενα περιττό, κι εκείνη την ώρα μου ήταν τόσο άχρηστο όσο ένα αυγό Φαμπερζέ ή ένα κουτί με σοκολάτες. Δεν ήξερα γιατί το είχα πάρει μαζί μου. Μου αρκούσαν τα χέρια μου. Αυτά τα χέρια θα χάραζαν το πεπρωμένο μου. Ποιος είπε πως η ζούγκλα είναι σιωπηλή και μυστηριώδης; Τρομερή ανακρίβεια. Μου μιλούσε με τις χίλιες φωνές της, διηγόταν ουρλιάζοντας την ιστορία της μες στο σκοτάδι. Δεν καταλάβαινα τη γλώσσα αυτής της βίαιης πολυφωνίας. Ήμουν απλώς ένας βου­ βός ακροατής και περίμενα την ιστορία να μου αποκα­ λυφθεί από μόνη της. Κι έπειτα άρχισε: στη σκηνή εμφανίστηκε ο πρώτος ηθοποιός περνώντας σύρριζα από τους προμαχώνες του εξαίσια ζωγραφιστού σκηνι­ κού. (Ερείπια! Το ακροατήριο μένει μ' ανοιχτό στόμα· πνιχτό, δειλό χειροκρότημα.) Ο ηθοποιός είναι σκεπτι­ κός με τα χέρια στις τσέπες, μελαγχολικός όπως όλοι οι εραστές· κι εμείς οι μέχρι τώρα ακατατόπιστοι θεατές νιώθουμε πως αυτό θα είναι σύντομα το τέλος της τρα­ γωδίας. Σταθείτε όμως· τι είναι αυτό; Ένας άλλος ηθο-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

503

ποιος - μα όχι ο τολμηρός αντίζηλος του εραστή, ο κα­ κός του έργου, ο παλιάνθρωπος με τα δολοφονικά ένστικτα, αυτός που όλοι περιμένετε να δείτε. Όχι. Εί­ ναι μια γυναίκα. Η εμφάνισή της δεν προβλέπεται από το κείμενο. Η λεπτή κορμοστασιά και ο ζωηρός, α­ ποφασιστικός τρόπος βαδίσματος δείχνουν πως πρό­ κειται για νέα γυναίκα: μήπως ένας καστράτος ή μια ηρωίδα του Ελισαβετιανού Θεάτρου; Α! Οι θεατές κα­ ταλαβαίνουν. Είναι η αγαπημένη του εραστή, εκείνη που το άστρο της διασταυρώνεται με το δικό του ολο­ κληρωτικά και αναπότρεπτα. (Η ορχήστρα παίζει μια ριγηλή σπασμωδική μελωδία και ο χορός στριγκλίζει παράφωνα.) Τι πρόκειται να συμβεί όμως; Οι εραστές μιλούν, σφίγγουν τα χέρια τους, χαϊδεύουν ο ένας τα υπέροχα αχτένιστα μαλλιά του άλλου. Ο ήρωάς μας είναι διστακτικός, αναστατωμένος, νιώθει απόμακρος. Δεν μπορεί ν' ανταποκριθεί στο κάλεσμα της μπέλα ντόνα του. Απομακρύνεται γεμάτος αγωνία αφού ξέρει πως δε θα μπορέσουν να ζήσουν ευτυχισμένοι από δω κι εμπρός. Καπουλέτοι και Μοντέγοι· το χάσμα που τους χωρίζει δε θα γεφυρωθεί ποτέ. Εκείνη είναι δύσπι­ στη. Αναρωτιέται: Γιατί; Γιατί; Τι έχω κάνει; Τι έχει μπει ανάμεσά μας; Ω, σκληροί, εκδικητικοί θεοί, γιατί μου παίρνετε την αγάπη μου; (Ο χορός είναι σιωπηλός και από την ορχήστρα παίζουν μόνο τα έγχορδα, ντολτσίσι­ μο, καθώς οι καρδιές μας σφίγγονται. Οι θεατές δακρύ­ ζουν γιατί εκείνη δεν ξέρει αυτό που ξέρουμε εμείς, οι σιωπηλοί παρατηρητές, ότι δηλαδή ο εραστής της της κρύβει κάτι.) Ακουμπά για μια φορά ακόμη τα χείλη της στα δικά του μα ο βασανισμένος ήρωάς μας την απωθεί κι αμέσως την αρπάζει σφιχτά, σέρνει τα σκληρά χείλη του στο πρόσωπο και στο λαιμό της, καρφώνει το κορμί της στις όμορφες παγερές πέτρες και προσπα-

Digitized by @PriOri™

504

ΤΑΣ Ο

θεί να πέσει από πάνω της. Φοβερό. Τι συμβαίνει; Της σκίζει τα ρούχα, παραδίδει το διαυγές δέρμα της στο έντονο φως που έρχεται από ψηλά. Εκείνη είναι σιωπη­ λή και τρομαγμένη όσο κι εμείς. Εκείνος της ακινητο­ ποιεί τα πόδια, οι αρρενωποί μηροί της γυαλίζουν, και η έκβαση της ιστορίας προμηνύεται τρομερή. Ο ήρωας δεν είναι ο ήρωας αλλά ο κακός. Ω, Μελπομένη, Μούσα της Τραγωδίας, πόσο σκληρή είσαι! Ο αντιήρωάς μας παλεύει τώρα με το πανταλόνι του... Δεν μπορεί να το ξεκουμπώσει γιατί είναι λαχανιασμένος και τρέμει από ανυπομονησία. Οι ακροατές βγάζουν μικρές κραυγές αλλά η ηρωίδα δε βγάζει μιλιά. Αντιστάσου, αντιστά­ σου! παρακαλούμε όλοι μαζί, μα είμαστε αδύναμοι. Σταθείτε όμως! Αν ο ήρωας αποδείχτηκε πως είναι ο κακός, τότε αυτός που μέχρι τώρα νομίζαμε πως είναι ο κακός θα πρέπει να είναι ο πραγματικός ήρωας! Ω, χαρά, ω, αγαλλίαση! Μα πού βρίσκεται; Μήπως φτά­ σει αργά για να τη σώσει; Δε φαίνεται πουθενά, εξακο­ λουθεί να είναι κρυμμένος μες στο δάσος. Είναι γραφτό η ιστορία να τελειώσει φρικτά. Ένα ουρλιαχτό. Η ηρωί­ δα μας καταλαβαίνει πως εξαπατήθηκε. Τέρας! Αγωνί­ ζεται ν' απαλλαγεί από το βάρος του αχρείου, διπρό­ σωπου καθάρματος. Εκείνος την καρφώνει στο χώμα με το βάρος του όμορφου μυώδους κορμιού του, όμως εξακολουθεί να μην μπορεί ν' απαλλαγεί από τα δεσμά των ρούχων του. Εκείνη κλοτσά και γρατσουνά, μα δεν μπορεί να αναχαιτίσει τον επιτιθέμενο. Τότε καταφθά­ νει κάποιος άλλος άντρας ουρλιάζοντας με μανία. Επιτέλους! Ο ήρωάς μας ήρθε, είναι εδώ! Έχει προβάλει μέσ' από τα δέντρα για να τη σώσει. Ο θόρυβος που κάνει αποσπά για μια στιγμή την προσοχή του επιτιθέ­ μενου. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι αρκετό για την ηρωίδα μας. Ξεγλιστράει μέσ' από τις αρπάγες του

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

505

βασανιστή της και φεύγει... φεύγει τρέχοντας από το χώρο της προδοσίας. (Σκηνική οδηγία: ο αληθινά κακός εξαφανίζεται απ' το προσκήνιο και χάνεται μες στις σκιές, οι θεατές παύουν να ενδιαφέρονται γι' αυτόν.) Η προδομένη ηρωίδα μας είναι πνιγμένη στα δάκρυα κι ο καινούργιος μας ήρωας τρέχει ξοπίσω της προσπαθώ­ ντας να της συμπαρασταθεί. Την εκλιπαρούμε: εγκαταλείψου στον αληθινό σου έρωτα! Τελικά εκείνος τη φτάνει, την πιάνει απαλά, την τραβά στην αγκαλιά του. Στην αρχή σκεφτήκαμε πως ήταν αδύναμος, μα τώρα ξέρουμε πως δεν είναι. Με την ηρωίδα στην αγκαλιά του είναι πιο δυνατός από ποτέ, και αντιλαμβανόμαστε επιτέλους πως πράγματι τη χρειάζεται για να βρει τον αληθινό εαυτό του. Μόνον όταν βρίσκεται μαζί της μπορούμε να δούμε πόσο καλός κι αξιαγάπητος άνθρω­ πος είναι, πως πάντα αναζητούσε κάποια ύπαρξη να τον περιβάλει με την αγάπη της, ώσπου επιτέλους τη βρήκε. Δεν έχουμε πια μπροστά μας την αξιολύπητη φιγούρα ενός ανθρώπου μοναχικού και χαμένου, χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας. Αυτή η ηρωίδα μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων που αγγίζει. Δεν είναι καθόλου περίεργο που κάποιος μπορεί κατά βάθος να είναι τελείως διαφορετικός από αυτό που δείχνει, λες και μέ­ σα του υπάρχουν δυο διαφορετικά είδη ανθρώπου. Η μουσική παίζει σφορτσάντο, ο ήχος σβήνει μακριά, μέ­ χρι που ακούγεται μόνο η φωνή του ήρωα καθώς τρα­ γουδά ήρεμα -μόλτο, μόλτο τρανκουίλο- στην πο­ λυαγαπημένη του. Το ζωγραφιστό σκηνικό έχει αλλάξει τώρα. Τα ερείπια έχουν εξαφανιστεί και ήδη βρισκόμα­ στε σ' ένα ξέφωτο του δάσους, έναν παράξενο κήπο ήρεμης ομορφιάς, στολισμένο μ' ένα μόνο δέντρο - μια πλουμερία. Οι δυο αληθινοί εραστές έχουν μείνει μόνοι. Κυλιούνται στο έδαφος σφιχταγκαλιασμένοι. Εκείνος

Digitized by @PriOri™

506

ΤΑΣ Ο

φιλά εκείνη περιπαθώς στο πρόσωπο. Μόνο τότε συνειδητοποιούν και οι δυο πως βρήκαν το ταίρι τους - κάποιον που τους νοιάζεται, που τους δείχνει πραγ­ ματική αγάπη. Είναι η μόνη στιγμή αλήθειας που θα γνωρίσουν σ' όλη τους τη ζωή. Ο προβολέας σβήνει και οι εραστές χάνονται σιγά σιγά καθώς πέφτει η αυλαία μες στη βαθιά, σκοτεινή νύχτα. *

Την παρακολουθούσα καθώς πλενόταν στο κρύο αυγι­ νό ρυάκι. Ομίχλη κατέβαινε από τους λόφους και κρε­ μόταν στα δέντρα ολόγυρά μας. Τα γαλαζοπράσινα, στο χρώμα του κοβαλτίου νερά, μόλις και μετά βίας ρυτιδώνονταν καθώς εκείνη κολυμπούσε αργά αργά στα βαθιά. Καθόμουν ολόγυμνος στη χορταριασμένη όχθη κι ο δροσερός αέρας έκανε το δέρμα μου να ανα­ τριχιάζει. Δεν μπορούσα να κοιτάξω το πρόσωπό της και το σιωπηλό βλέμμα της. Ορθώθηκε μες στο νερό και προχώρησε με αργό βήμα προς τα λασπερά ρηχά. Το κορμί της ήταν σπαρμένο με κόμπους νερού που έμοια­ ζαν με χιλιάδες μικρά πολύτιμα πετράδια. Ακόμη κι εκεί­ νη τη στιγμή, ωστόσο, ήξερα πως δε θα ξανασμίγαμε. Θα επανερχόμαστε στα θλιβερά υπολείμματα της κα­ τασκήνωσης μας όπου θα μας περίμενε ο Τζόνι, αμίλη­ τος και μυστηριώδης, κι ο Κουνιτσίκα, για μιαν ακόμη φορά ήρεμος και γοητευτικός. Δε θα ξαναμιλούσαμε για τούτη τη νύχτα. Τα χέρια μας θ' αγγίζονταν εντελώς τυ­ χαία καθώς θα δίναμε ο ένας στον άλλον το φαγητό ή το νερό, στη διάρκεια μιας καθημερινής ρουτίνας. Μόνο εμείς θα ξέρουμε τι συνέβη ανάμεσά μας. Ήθελα να πιστεύω πως αυτό το μυστικό βελανίδι θα μεγάλωνε, και κάποια στιγμή θα γινόταν μια θεόρατη, αγέρωχη βελανιδιά. Καθώς όμως επιστρέφαμε στην κατασκήνω-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

507

ση μες στο αυγινό φως που ολοένα και πλήθαινε, νιώ­ θαμε βαθιά μέσα μας ότι κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε ποτέ. Το ακριβό μυστικό μας ήταν γραφτό να μολύνεται μέρα τη μέρα, πιασμένο μες στα γρανάζια της αμείλι­ κτης καθημερινότητας. Αυτή ακριβώς είναι η πικράδα της αψιθιάς: δηλητηριάζει τα πάντα. Βυθίστηκα σ' ένα βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο, κι όταν ξύπνησα δε βρισκόταν κανείς εκεί γύρω. Ο μουσαμάς είχε μαζευτεί και οι αποσκευές, σωριασμένες η μια πά­ νω στην άλλη, έμοιαζαν με κορμιά μικρών νεκρών ζώων. Πλησίασα ήρεμα στις αποσκευές της Σνόου κι έψαξα για το ημερολόγιό της. Το βρήκα - ένα απλό τετράδιο γεμάτο σκέψεις γραμμένες μ' έναν ιδιαίτερα ελκυστικό γραφικό χαρακτήρα, τυλιγμένο σ' ένα κομμάτι μουσα­ μά. Το πήρα και το έβαλα στο χαρτοφύλακά μου με τρυφερές κινήσεις. Η φουσκονεριά βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο της όταν μεταφέραμε τα πράγματά μας στην πλατιά, επίπεδη παραλία. Τα νερά είχαν αποτραβηχτεί πολύ μέσα, και το Πούτερι Μπερσιράμ φάνταζε εγκαταλειμ­ μένο σε μια έκταση γκρίζας άμμου. Κουβαλήσαμε τα απομεινάρια της κατασκήνωσής μας στο πλοιάριο τσα­ λαβουτώντας στα ρηχά, σπιθοβόλα ρυάκια ζεστού νερού, και στη συνέχεια καθίσαμε στο κατάστρωμα περιμένοντας να 'ρθει το κύμα της παλίρροιας για να μας ταξιδέψει μακριά. Σύννεφα βροχής σκοτείνιαζαν τον ουρανό και δε φυσούσε καθόλου. Μόλις επιστρέψαμε αρρώστησα. Κατέρρευσα στο κρε­ βάτι μου, κλείδωσα την πόρτα κι έδωσα αυστηρές εντο­ λές να μη μ' ενοχλήσει κανείς. Το δωμάτιο μύριζε να­ φθαλίνη και ούρα γάτων. Ανέβασα υψηλό πυρετό· τα

Digitized by @PriOri™

508

ΤΑΣ Ο

στρωσίδια του κρεβατιού ήταν υγρά και κάθε φορά που σάλευα, το σκέπασμα γλιστρούσε από πάνω μου σαν παλιός επίδεσμος. Στη συνέχεια μ' έπιασαν ρίγη, φοβερά ρίγη, που μ' έκαναν να κλαψουρίζω ανάμεσα στα υγρά σεντόνια. Δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτή την τιμωρία κι έτσι έκλεισα τα μάτια και παραδό­ θηκα στο μαρτύριό μου. Τα σωθικά μου καίγονταν από τον πυρετό και κατακομματιάζονταν από το κρύο, μέχρι που άρχισα να βρίσκω ανακούφιση σ' αυτή την εναλλαγή: πυρετός, ιδρώτας, ρίγη, πυρετός, ιδρώτας, ρίγη. Ο Τζόνι χτύπησε αρκετές φορές την πόρτα μου παρακαλώντας με ν' ανοίξω. Η φωνή του είχε διακυ­ μάνσεις - άλλοτε ικετευτική, άλλοτε άγρια, άλλοτε τρυ­ φερή. Όμως εγώ παρέμενα μες στο δύσοσμο άντρο μου όπου ένιωθα πολύ πιο ασφαλής. Είχα συντροφιά τις μαρτυρικές σκέψεις μου και δε χρειαζόμουν τίποτε άλλο. Αρκετές ημέρες (εβδομάδες; Ποιος ξέρει...) αργό­ τερα, η κατάστασή μου βελτιώθηκε και τα ρίγη έπαψαν να βασανίζουν το κορμί μου. Ανακάθισα στο κρεβάτι ανακαλύπτοντας πως ήμουν ολομόναχος μέσα σ' ένα γυμνό, πνιγηρό δωμάτιο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο λεπτός συριγμός του ραδιοφώνου. Ένας σπίκερ ανήγγειλε τη βύθιση του Πρίγκιπας της Ουαλίας. Αυτό και ο πανίσχυρος «σύν­ τροφός» του, το Απόκρουση, το άτρωτο πλοίο του Ναυτικού της Αυτής Μεγαλειότητος, είχαν βυθιστεί από ιαπωνικά αεροπλάνα καμικάζι στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, έξω από τις ακτές του Κουάνταν. Έμαθα πως είχε καταληφθεί ήδη το Περλ Χάρμπορ, πως είχαν πέσει το Χονγκ Κονγκ και τα νησιά των Φιλιππίνων, ενώ σε λίγο η ίδια τύχη περίμενε και την Ταϊλάνδη. Όσο για εδώ, είχαν πραγματοποιηθεί αποβάσεις στην Κότα Μπάρου, στα βόρεια της χώρας, και σύντομα οι Ιά-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

509

πωνες θα βρίσκονταν στην κοιλάδα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και προχώρησα παραπατώντας προς την πόρτα. Η διαδρομή ως το σπίτι των Σουνγκ αποδείχτηκε φοβερά δύσκολη. Η εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου ήταν υπερβολικά δυνατή για το ξασπρουλιάρικο δέρμα μου, και το κεφάλι μου άρχισε αμέσως να γυρίζει. Τα πόδια μου έτρεμαν - σκουντουφλούσα ακόμη και στα μικρότερα χαλίκια. Συνέχισα να προχωρώ μες στο καυτό απομεσήμερο της κοιλάδας, με το κοντομάνικο πουκάμισό μου να κρέμεται θλιβερά πάνω μου. Τα πα­ πούτσια έγδερναν τα δάχτυλά μου κι ένιωσα πως είχαν αρχίσει να σχηματίζονται φλύκταινες. Διέσχισα τη φυτεία και μπήκα στην αυλή του σπιτιού των Σουνγκ. Μια ομάδα αντρών ντυμένων με καθαρά κομψά ρούχα στέκονταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ' ένα αυτοκί­ νητο καπνίζοντας. Όλοι έμοιαζαν με τον Κουνιτσίκα· είχαν τα ίδια έντονα γερακίσια χαρακτηριστικά και τη μυώδη κορμοστασιά του. Τους προσπέρασα χωρίς να τους απευθύνω το λόγο και προχώρησα προς τη σκάλα κατευθυνόμενος προς την κύρια είσοδο του σπιτιού. Όταν έφτασα στη βεράντα, πρόβαλε μέσα από το σπίτι συνοφρυωμένος ο Κουνιτσίκα. Σταμάτησε όταν με είδε, και το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμό­ γελο. Με κοίταξε με ανέκφραστα, μισόκλειστα μάτια και στη συνέχεια κατέβηκε τα σκαλιά χωρίς να πει λέξη και πήγε να σμίξει με την παρέα του. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και δροσερό. Διέσχισα τον προθάλαμο και μπήκα στο μεγάλο σαλόνι. Ο Τ.Κ. Σουνγκ καθόταν στο πιάνο και τα δάχτυλά του έτρεχαν επιδέξια πάνω στα πλήκτρα. Έπαιζε με άνεση και τρυ­ φερότητα ένα από τα Νυχτερινά του Σοπέν. «Δεν ήξερα πως παίζετε πιάνο», είπα.

Digitized by @PriOri™

510

ΤΑΣ Ο

«Παίζω λίγο. Όλοι έχουμε τα μυστικά μας», απάντη­ σε χωρίς να γυρίσει προς το μέρος μου. Έμεινα ασάλευτος ακούγοντάς τον να παίζει. Εξακο­ λουθούσε να είναι στραμμένος προς τη μαύρη, γυαλι­ στερή όρθια επιφάνεια του πιάνου. «Η κόρη σας; Μπορώ να τη δω;» «Η Σνόου δεν είν' εδώ», ακούστηκε η φωνή του μέσα απ' τις λυπητερές νότες. Έμεινα για λίγο ακόμη, ακούγοντας το τέλος του κομ­ ματιού που έπαιζε ο Τ.Κ., και την αρχή του επόμενου. Τότε έφυγα από το σπίτι. Κατέβηκα τα σκαλιά, διέσχι­ σα τη σκονισμένη αυλή και βγήκα στη φυτεία. Τα καουτσουκόδεντρα που υψώνονταν και στις δυο πλευρές του μονοπατιού στέκονταν ασάλευτα μες στην άπνοια του απομεσήμερου. Πήγα και στάθηκα ακριβώς από κάτω κοιτώντας ψηλά· δεν κουνιόταν φύλλο. Σε κάθε άνοιγμα ανάμεσα στα δέντρα το ηλιόφωτο σχημάτιζε φωτεινές λιμνούλες και μ' έλουζε μ' ένα λαμπερό χρώ­ μα. Προχώρησα ανάμεσα από την εναλλαγή σκιάς και φωτός μέχρι που έφτασα στον κεντρικό δρόμο, στην πίσω μεριά του πανδοχείου. «Επιτέλους σας βρήκαμε!» ακούστηκε μια φωνή καθώς τα φρένα ενός αυτοκινήτου στρίγκλισαν πλάι μου. Ήταν ο Τζέραλντ και η Ούνα Μάντοκ, το ζευγάρι που είχα γνωρίσει στη Γιορτή του Φθινοπώρου, στο σπίτι των Σουνγκ. «Ακούσαμε πως γυρίσατε, αλλά κανείς δεν ήξερε να μας πληροφορήσει πού να σας βρούμε», είπε ο Τζέραλντ λαχανιασμένος, λες και είχε μόλις επιστρέψει από μακρινό περίπατο. «Σας ψάχνα­ με παντού». «Δεν ήμουν πολύ καλά». «Θα μπορούσατε να μας έχετε ειδοποιήσει μ' όλα αυτά που συμβαίνουν».

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

511

«Λυπάμαι πολύ. Δεν είχα ιδέα για όλη αυτή την ανα­ στάτωση». «Αναστάτωση; Θεέ και Κύριε! Μα δεν ακούσατε τι έχει γίνει;» «Ναι. Ακουσα». «Ελάτε», φώναξε η Ούνα με το πρόσωπο ξαναμμένο από τη ζέστη. «Μπείτε γρήγορα στο αυτοκίνητο. Πρέ­ πει να βιαστούμε». «Έτσι μπράβο», είπε ο Μάντοκ μόλις επιβιβάστηκα. «Έχουμε βγει στη γύρα και μαζεύουμε όσους έχουν ξε­ μείνει για να τους πάρουμε μαζί μας στην Κουάλα Λουμπούρ. Το σχέδιο προβλέπει να πάμε στη Σιγκα­ πούρη απ' όπου θα υπάρχουν πλοία για να μας μετα­ φέρουν στο Μπλάιτι. Θα σταματήσουμε να πάρουμε τα πράγματά σας. Μην τα πάρετε όλα. Μόνο τ' απα­ ραίτητα. Κάνετε γρήγορα». Ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να πάρω, και μέσα σε ελά­ χιστα λεπτά είχαμε απομακρυνθεί εσπευσμένα από το πανδοχείο. Στην πόλη τα μαγαζιά ήταν κλειστά, με τα χρωματιστά ρολά τους κατεβασμένα ερμητικά. Στους δρόμους περπατούσαν κάποιοι βιαστικά και σ' ένα φορτηγό φόρτωναν σακιά με ρύζι. Κατά τα άλλα ο κεν­ τρικός δρόμος ήταν ήσυχος. Στις παρυφές της πόλης πέσαμε πάνω σ' ένα κοπά­ δι αγελάδες. Αναγκαστήκαμε να πηγαίνουμε πίσω τους με πολύ αργό ρυθμό. Ο Μάντοκ κούνησε έξω φρενών το χέρι του στο ημίγυμνο αγόρι που σαλαγούσε βαριε­ στημένο τις αγελάδες μ' ένα καλάμι. «Δεν μπορούσα να το πιστέψω», είπε η Ούνα ήρεμα. «Δεν μπορούσα να πιστέψω στ' αυτιά μου. Το Πρίγ­ κιπας της Ουαλίας! Θεούλη μου! Εσείς;» «Ούτε εγώ», απάντησα σφίγγοντας το χαρτοφύλα­ κα πάνω μου.

Digitized by @PriOri™

512

ΤΑΣ Ο

Ο δρόμος άρχισε να φαρδαίνει και να πηγαίνει φιδογυριστά κατά το ποτάμι, ενώ το κοπάδι άρχισε να κινεί­ ται κάπως πιο γρήγορα. «Πολλοί από μας μείναμε άναυδοι όταν ακούσαμε τα νέα», μίλησε ο Μάντοκ. «Ήταν αδύνατον να πιστέψουμε πως οι Ιάπωνες θα μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο. Ένας φίλος μου που έτυχε να βρίσκεται στη ναυτική βάση της Σιγκαπούρης όταν κατέπλευσε εκεί το Πρίγκιπας της Ουαλίας, μας έλεγε πως το πλοίο αυτό ήταν κυριολεκτικά άτρωτο. Τι να πω...» Μπροστά μας πρόβαλε μια σειρά άσπρα σπίτια κάτω από μια πελώρια βεγγαλική συκιά. Θυμήθηκα πως ο Τζόνι κι εγώ είχαμε βρεθεί κάποτε σ' εκείνο το μέρος κι ότι είχαμε καθίσει κοντά στο ποτάμι συζητώ­ ντας για το πώς σκεφτόταν να φτιάξει το σπίτι του. Λογάριαζε να βάλει το κρεβάτι του αντίκρυ στο παρά­ θυρο, το οποίο έβλεπε στη μεγάλη καμπύλη που σχη­ μάτιζε το ποτάμι έτσι ώστε η Σνόου, όταν θα ξυπνούσε το πρωί, ν' απολάμβανε το θέαμα. Τα μάτια του έλα­ μπαν όταν μιλούσε για τις πολύχρωμες γλάστρες, τις στολισμένες με δράκοντες, κρινάκια και χρυσόψαρα, με τις οποίες θα γέμιζε την αυλή. Κι όταν τον είχα ρωτήσει για παιδιά γέλασε. «Ο γιος που θα κάνω θα κληρονομή­ σει αυτό το μέρος. Θα κληρονομήσει το σπίτι που έχτι­ σα - ή μάλλον που έχτισες εσύ». Είχαμε γείρει προς τα πίσω ξεκαρδισμένοι στα γέλια. Ο Τζόνι στεκόταν μπροστά σ' ένα σπίτι όταν το αυτοκίνητο πέρασε από μπροστά του. Δεν ξαφνιάστη­ κα που τον είδα, αφού η αλήθεια είναι πως περίμενα να τον δω σ' εκείνο το μέρος. Στην είσοδο του σπιτιού υπήρχαν μεγάλοι σωροί κουτιών κι όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν ορθάνοιχτα. Κι αυτός, γυμνός από τη μέση και πάνω, κουβέντιαζε με μερικούς εργάτες.

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

513

Καθώς μιλούσε έβαλε το χέρι του αντήλιο. «Αναθεμα­ τισμένα ζωντανά», βλαστήμησε μέσ' από τα μουστάκια του ο Μάντοκ καθώς το αυτοκίνητο έκοψε απότομα ταχύτητα. Ο Τζόνι έδειχνε ένα συγκεκριμένο σημείο στην πρό­ σοψη κάνοντας νευρικές κυκλικές κινήσεις με τα χέρια του, ενώ οι εργάτες κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους. Γύρισε και κοίταξε προς το αυτοκίνητο, και για μια φοβερή στιγμή τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Σώπασε μονομιάς και η λάμψη στα μάτια του έσβησε, λες και τον εγκατέλειπε η ζωή. Κατάφερα να στρέψω αλλού το βλέμμα κι έκανα πως κοίταζα κάπου μακριά σαν να μην τον γνώριζα. «Επιτέλους», είπε η Ούνα. Τα ζώα είχαν αρχίσει να διασκορπίζονται στο δρόμο που είχε ήδη γίνει πιο πλα­ τύς, και το αυτοκίνητο άνοιξε ταχύτητα, θέλησα να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω, μα δεν το έκανα. Αγελάδες κινούνταν αδέξια πλάι στο αυτοκίνητο μέχρι που το κοπάδι χωρίστηκε στα δύο κι ο δρόμος απλώθηκε εντε­ λώς ελεύθερος μπροστά μας. Άρχισε να ψιλοβρέχει μια ξαφνική νεροποντή από λαμπερά υγρά διαμάντια που σπινθήριζαν στον ηλιόλουστο ουρανό. Έστρεψα το πρόσωπό μου προς το ανοιχτό παράθυρο κι ένιωσα την ευεργετική αύρα, καθώς το αυτοκίνητο έτρεχε μες στο λαμπερό απομεσήμερο. «Όταν τα πλοία μπήκαν στη Σαγκάη, είχε μαζευτεί κόσμος και κοσμάκης για την υποδοχή τους», έλεγε εκεί­ νη τη στιγμή η Ούνα. «Ήταν σαν να βρισκόμαστε στο Πόρτσμουθ, ε, Τζέραλντ; Στο Πόρτσμουθ, κατά τη διάρκεια της Ναυτικής Εβδομάδας. Και τώρα πάει· χάθηκαν όλα...»

Digitized by @PriOri™

514

ΤΑΣ Ο

Το ταξί που ειδοποίησα αργεί να φτάσει και ανυπομο­ νώ. «Χουτζάν» -η βροχή- δικαιολογήθηκε σηκώνοντας τους ώμους του αυτός που εκτελούσε χρέη θυρωρού, καθαριστή και συγχρόνως μάγειρα, όταν πήγα πριν από λίγα λεπτά να του παραπονεθώ. Για τα πάντα φταίει η βροχή. Υπάρχει διακοπή ρεύματος; Χουτζάν. Δεν έχει έρθει το ταχυδρομείο; Χουτζάν. Δεν έχει λαχα­ νικά στο δείπνο; Χουτζάν. Γιατί είσαι άκεφος σήμερα; Χουτζάν. Το νερό στάζει αδιάκοπα από τις μαρκίζες έξω απ' το παράθυρο και δημιουργεί μικρές λιμνούλες στο λιθόστρωτο. Πέρα στη σκοτεινή θάλασσα η βροχή πέφτει κατά κύματα τα οποία θυμίζουν πελώρια κομ­ μάτια ημιδιάφανων υφασμάτων που ανεμίζουν στον αέρα. Τα σχήματα αρμενίζουν στον τεράστιο ουράνιο θόλο κυνηγώντας το ένα τ' άλλο μέχρι που βυθίζονται μες στη θάλασσα και σβήνουν. Κάθομαι στο γραφείο μου και ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιό μου. Όλα είναι στη θέση τους. Το κρεβάτι άψογα στρωμένο, και πάνω στο τραπέζι δεν υπάρχει ούτε ένα αντικείμενο. Μέσα στα ντουλάπια και στα συρτάρια έχουν απομείνει λίγα ρούχα και δύο ζευγάρια παπούτσια. Είμαι σίγουρος πως δε θ' αργήσουν να καταλήξουν σε κάποιους από τους πάμφτωχους αετο­ νύχηδες του προσωπικού - οι οποίοι ευτυχώς δε φαίνε­ ται να ενδιαφέρονται για τις ενδυματολογικές τάσεις της μόδας. Όταν φύγω, κανείς δε θα είναι σε θέση να πει πως εδώ μέσα έμενε κάποτε κάποιος. Το μόνο που θα έχει απομείνει θα είναι ένα φαρδύ δωμάτιο επιπλω­ μένο σπαρτιάτικα. Ο καινούργιος ένοικός του θα το γεμίσει με τη δική του ζοφερή οικοσκευή, και πολύ σύντομα όλα μου τα ίχνη θα έχουν σβήσει. Δεν παίρνω τίποτε μαζί μου στο Καμπάρ, εκτός από ένα μικρό κουτί τυλιγμένο προσεκτικά, σ' ένα κομμάτι ανοιχτογά-

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

515

λαζο μεταξωτό ύφασμα. Προτού το ασφαλίσω δένο­ ντάς το γερά με σπάγγους στάθηκα και κοίταξα για μιαν ακόμη φορά το περιεχόμενό του. Στον πάτο, διπλωμένα προσεκτικά είναι τα σχέδια που έχω κάνει για τον κήπο. Πάνω σ' αυτά, ένα τετράδιο με τσαλακω­ μένες, κιτρινισμένες σελίδες που τις έχω διαβάσει χιλιά­ δες φορές μέχρι τώρα και που τις φράσεις τις επανα­ λαμβάνω νοερά κάθε νύχτα. Το ανοίγω για τελευταία φορά και παρατηρώ τον στρωτό γραφικό χαρακτήρα. Στη συνέχεια το κλείνω και το ξαναβάζω στο κουτί μαζί μ' ένα ακόμη αντικείμενο - το απόκομμα μιας σκισμένης φωτογραφίας. Απεικονίζει εμένα, μόνο μου. Το δεξί μου χέρι λείπει. Ο βραχίονάς μου κόπηκε εξαιτίας του οδο­ ντωτού σκισίματος κι έχω απομείνει στη ζούγκλα έρη­ μος κι ακρωτηριασμένος. Ό π ω ς έχω κάνει άπειρες φορές μέχρι σήμερα, φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα της Σνόου και συμπληρώνω τη φωτογραφία ολοκληρώ­ νοντάς την. Μπορώ και βλέπω ολοκάθαρα τη Σνόου καθισμένη δίπλα μου, ενώ το χέρι μου ακουμπά στον ώμο της· κι αυτή, αντί να πάει πιο πέρα, γέρνει το κε­ φάλι προς το μέρος μου για να δεχτεί το δειλό άγγιγμά μου. Είναι η ημέρα των γενεθλίων μου. Παρότι κανείς από τους δυο μας δεν το έχει συνειδητοποιήσει, είμαστε ήδη ερωτευμένοι μεταξύ μας. Είμαι σκυθρωπός αλλά πολύ νέος. Εκείνη ήρεμη μα ξαναμμένη· χαμογελά ελα­ φρά με μάγουλα κατακόκκινα. Στο βάθος, μέσ' από τα δέντρα υψώνεται ένα ερειπωμένο κτίσμα. Το λαμπρό μου ερείπιο ξεθωριάζει στο χαρτί, όπως κι εγώ. Όταν τύλιξα το κουτί στον μεταξένιο του μανδύα έμεινα για μια στιγμή διστακτικός, μη ξέροντας τι έπρε­ πε να κάνω. Ήθελα να το πετάξω από το παράθυρο πέρα, στη βρεγμένη γη, και μαζί μ' αυτό να πετάξω και τον εαυτό μου. Όμως πήρα βαθιά ανάσα και οι ελάχι­

Digitized by @PriOri™

516

ΤΑΣ Ο

στες στιγμές δισταγμού δεν άργησαν να σβήσουν. Είμαι πια αποφασισμένος: θα πάρω αυτά τα πράγματα στο Καμπάρ, και την ημέρα της κηδείας θα τα δώσω στο γιο του Τζόνι, που σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερί­ δων ζει. Αναφέρουν ακόμη πως το όνομά του είναι Τζάσπερ. Δεν έχω άλλο δώρο να του κάνω· μόνο αυτό το κουτί. Τόσες φορές άλλαξα στάση ζωής και άλλες τόσες την κατέστρεψα. Τώρα πια αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, Γουόρμγουντ-Άψινθε! Έχουν περάσει περίπου σαράντα πέντε χρόνια από τότε που είδα για τελευταία φορά τον Τζάσπερ. Το σώμα μου έχει αρχίσει να διαλύεται μες στον υγρό αέρα σαράντα πέντε μακρών μουσώνων και στην αποπνικτι­ κή ζέστη σαράντα πέντε περιόδων ανομβρίας. Κι όμως, τι παράξενο... Είμαι σίγουρος πως θα τον αναγνωρίσω. Πόσο λίγο θα έχει αλλάξει από την τελευταία φορά, όταν έπεσα πάνω σε μια ομάδα παιδιών που έπαιζαν στην όχθη κάποιου ποταμού. Σήμερα θα είναι ένας ώρι­ μος άντρας, τα μαλλιά του θα έχουν γκρίζες τούφες και το πρόσωπό του θα αυλακώνεται από τις ρυτίδες που μαρτυρούν το πέρασμα του χρόνου. Όμως θα είναι πάντα εύθυμος κι ανέμελος όπως την ημέρα που μου μίλησε, την ημέρα που οι περιπλανήσεις μου με οδήγη­ σαν εντελώς αθώα στο αντικείμενο όλων μου των αισθημάτων - της βδελυγμίας και της αγάπης μου. Διόρθωση: Δεν υπήρξα ποτέ αθώος· ακόμη και την ημέρα που αποφάσισα να περάσω λίγο καιρό διαλογιζόμενος σε μοναστική απομόνωση στον καθαρτήριο αέρα του λόφου Φρέιζερ, η αγνότητα των προθέσεών μου κηλιδώθηκε πολύ γρήγορα από την αρχέγονη πίκρα που εδρεύει μέσα μου. Σύντομα ανακάλυψα πως οδηγούσα το αυτοκίνητο προς το χαμηλότερο σημείο της κοιλάδας, εκεί όπου ο μεγάλος ποταμός χωρίζει

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

517

στα δύο τους ορυζώνες. Αυτό που με τράβηξε ήταν ο ράθυμος τρόπος με τον οποίο κυλούσε το λασπωμένο νερό. Ο ποταμός κυλούσε παράλληλα με το δρόμο για αρκετό διάστημα. Κάπου κάπου φαινόταν από τα ανοίγματα ανάμεσα στα δέντρα και στη συνέχεια χανό­ ταν ξανά. Τον ακολούθησα μηχανικά και τελικά βρέθη­ κα στις παρυφές μιας μικρής πόλης όπου ο ποταμός φάρδαινε και προσκαλούσε τον κουρασμένο ταξιδιώτη να ξαποστάσει για λίγο. Το μέρος εκείνο το γνώριζα. Ήξερα άραγε πως η διαδρομή θα μ' έβγαζε ως εκεί; Νο­ μίζω ναι. Άφησα το αυτοκίνητο και προχώρησα μες στη σιωπή του απομεσήμερου προς την όχθη του ποταμού. Άκουσα τις ξένοιαστες φωνές των παιδιών που έπαι­ ζαν, και τα πλατσουρίσματά τους στο νερό. Κάθισα στον ίσκιο μιας τεράστιας βεγγαλικής συκιάς και παρα­ κολουθούσα τα παιδιά που αιωρούνταν από τις χο­ ντρές περικοκλάδες. Διέγραφαν επανειλημμένα στον αέρα καμπύλες πηγαίνοντας όλο και ψηλότερα, σαν να 'θελαν να ξεφύγουν από το νόμο της βαρύτητας και να εκτιναχτούν στα ουράνια. Η παρουσία μου τα έκανε να σωπάσουν ξαφνιασμένα και να μαζευτούν όλα μαζί στα ρηχά. Μετακινήθηκα άτσαλα κι ετοιμάστηκα ν' απομα­ κρυνθώ, όταν ένα από αυτά κολύμπησε ως τη λασπερή όχθη, βγήκε απ' το νερό και προχώρησε προς το μέρος μου. Ήταν ένα αγόρι γύρω στα δέκα, με τη γυμνότητά του ακόμη άφθαρτη κι αμόλυντη από την αθλιότητα της ζωής. Ο ρωμαλέος και άνετος διασκελισμός του με έκανε να ζαρώσω. Δεν άντεχα να το κοιτάξω καταπρόσωπο. Ήξερα με απόλυτη βεβαιότητα ποιο ήταν, τίνος ήταν. Ακουσα το υγρό πλατσούρισμα των ποδιών του στη λάσπη καθώς διήνυσε τρέχοντας τα τελευταία μέτρα που το χώριζαν από μένα. Σταμάτησε, κι ένιω-

Digitized by @PriOri™

518

ΤΑΣ Ο

σα να βαραίνει πάνω μου το βλέμμα του, συνέχισα όμως να κοιτάζω μακριά, παριστάνοντας πως δεν το είχα αντιληφθεί. Με την άκρη του ματιού μου το είδα να κοιτάζει διερευνητικά κάθε γραμμή, κάθε ατέλεια του προσώπου μου κι ένιωσα τα μαγουλά μου να φλογίζο­ νται. Σκέφτηκα πως θα ήταν πολύ εύκολο να γυρίσω προς το μέρος του το κεφάλι μου και να του χαμογελά­ σω. Δεν το έκανα. Επέμενα να κοιτάζω τις ασάλευτες συστάδες των γιγάντιων χορταριών στην πέρα όχθη του ποταμού και τ' άσπρα κοτσάνια των λουλουδιών που ξεπρόβαλλαν περήφανα μέσ' από το μουντό πρά­ σινο χαλί. Το παιδί πλησίασε στον κορμό του δέντρου κι άρχι­ σε να σκαρφαλώνει στα κλαδιά του. Κάποια στιγμή σταμάτησε και γύρισε για τελευταία φορά προς τη μεριά μου. «Είσαι κι εσύ σαν τον πατέρα μου», είπε πει­ ραχτικά, με παιχνιδιάρικη φωνή. «Τόσο λυπημένος». Και μ' ένα γέλιο ξανάρχισε να σκαρφαλώνει μέχρι που έφτασε στη μέση ενός χοντρού κλαδιού. Εκεί αρπάχτη­ κε από μια χοντρή περικοκλάδα και με μια κίνηση τινά­ χτηκε στον αέρα. Πήγε τόσο ψηλά, που για μια στιγμή φοβήθηκα πως το κλαδί θα έσπαγε. Όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Μόλις βρέθηκε στο ψηλότερο σημείο, το αγόρι έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι του και δέχτηκε καταπρόσωπο τις ακτίνες του ήλιου. Για μια στιγμή, που παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη στο μυαλό μου, έμεινε εντελώς ακίνητο, καρφωμένο στον καθάριο ουρανό, με τα χέρια να φτερουγίζουν και το κεφάλι γερ­ μένο μπροστά. Φαινόταν έτοιμο ν' αντιμετωπίσει όλο τον κόσμο... Τζάσπερ. Καθάριος σαν κρύσταλλο. Θε­ μέλιο μιας καινούργιας Ιερουσαλήμ. Μόνο που εγώ είχα παραμείνει έξω από τα τείχη της πόλης... Την επόμενη στιγμή το αγόρι έπεσε με το κεφάλι στο

Digitized by @PriOri™

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ Η ΑΡΜΟΝΙΑ

519

ποτάμι και βούλιαξε στα βάθη του. Συμμάζεψα τα κομ­ μάτια του εαυτού μου κι έτρεξα προς το αυτοκίνητό μου βαριανασαίνοντας μες στο υγρό απομεσήμερο. Ήθελα να φύγω από κει το συντομότερο. Κάποια στιγμή νόμισα πως τα μάτια μου είχαν αρχί­ σει να θαμπώνουν από τα δάκρυα αλλά όταν ανοιγόκλεισα δυο-τρεις φορές τα βλέφαρα κατάλαβα πως για το θάμπωμα έφταιγε η σκόνη. Πολύ σύντομα ξαναβρέ­ θηκα να τρέχω και πάλι με το αυτοκίνητο στο δρόμο, αφήνοντας πίσω μου την κοιλάδα. Θαρρώ πως σιγο­ τραγουδούσα κάτι αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ το σκοπό. Και τώρα να· ο γερο-Ματ Σάλεχ κάθεται εδώ και, περιμένοντας να τον μεταφέρουν κάπου μακριά, σιγο­ τραγουδά στα ιταλικά με τη σπασμένη φωνή του: Πού 'ναι οι όμορφες στιγμές; Η κουνουπιέρα τρεμουλιάζει στον άνεμο. Έ ξ ω βρέχει. Χουτζάν· χουτζάν. Δεν του μένει πια να κάνει τίποτε άλλο. Κονσουμάτουμ εστ. Ο κύκλος έκλεισε.

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

Digitized by @PriOri™

More Documents from "bill"