Viou

  • Uploaded by: llouka
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Viou as PDF for free.

More details

  • Words: 42,795
  • Pages: 100
Loading documents preview...
Henri Troyat Της Γαλλικής Ακαδημίας

Βιου

Μετάφραση: Ζωρζ Σαρή

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Βρισκόμαστε στα 1946. Η μικρούλα Συλβί, που όλοι τη φωνάζουν Βιου, μια κοπελίτσα κλειστή στον εαυτό της και εξαιρετικά συναισθηματική, αγωνίζεται για να ξαναζωντανέψει μέσα της τη μνήμη του πατέρα της, που είχε σκοτωθεί πριν δυο χρόνια, στις μάχες της Αντίστασης εναντίον των Γερμανών κατακτητών. Το σοκ από την ξαφνική είδηση τής είχε προκαλέσει ένα κενό στην ψυχή. Η μητέρα της, αναγκασμένη να εγκατασταθεί στο Παρίσι όπου είχε βρει δουλειά, εμπιστεύθηκε τη μικρή Βιου στους πατρικούς παππούδες της που ζούσανε στο Λε Πουί. Ανάμεσα στη γιαγιά της, μια θρησκόληπτη και αυστηρή γυναίκα που τίποτα δεν την ξεμακραίνει από τη θύμηση του χαμένου γιου της, και στον παππού της, ένα γρουσούζη αλλά αδιάφορο για τα γύρω του γέρο, η κοπελίτσα των οχτώ χρόνων προσπαθεί να διαμορφώσει την ταυτότητά της. Ο Henri Troyat, με τη γνωστή απαράμιλλη λεπτότητα της τέχνης του, εισδύει στον ψυχικό κόσμο της μικρής και με ζωντανές πινελιές μας περιγράφει τις σκέψεις και τα αισθήματα που την κατέχουν. Με την εξαιρετική ευαισθησία του, με την ειρωνεία του και με την τρυφεράδα του ο συγγραφέας πετυχαίνει να μας ζωγραφίσει τόσο έντονα τον παιδικό κόσμο της, ώστε σιγά σιγά ο αναγνώστης νιώθει να ξανανιώνει, να γίνεται ο ίδιος η Βιου, και βρίσκεται, σαν από κάποια μαγεία, ολόκληρος βουτηγμένος στους ενθουσιασμούς και στις αγωνίες της τρυφερής ηλικίας.

Τίτλος πρωτότυπου: Henri Troyat, «Viou», Flammarion, 1980 Copyright by Flammarion, 1980 Copyright για την έκδοση στα ελληνικά, «Κέδρος», 1981

Ο Henri Troyat δεν έγραψε το μυθιστόρημα «Βιου», για να το διαβάσουν παιδιά. Εγώ διαβάζοντάς το γοητεύτηκα και σκέφτηκα να το μεταφράσω για τους μικρούς μας αναγνώστες. Είτε το θέλουμε είτε όχι, το παιδί έρχεται σήμερα σ' επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα και μάλιστα με τον πιο βίαιο και συχνά χυδαίο τρόπο. H τηλεόραση, τα πολύχρωμα περιοδικά που κρέμονται στα περίπτερα, οι εφημερίδες με τα πηχαία γράμματα, οι συζητήσεις των μεγάλων που γίνονται μπροστά του, έχουν τις πιο πολλές φορές πρωταγωνιστή το θάνατο. Γιατί, συλλογίστηκα, να μη δώσουμε στο παιδί να διαβάσει ένα μυθιστόρημα με τον ίδιο πρωταγωνιστή -ένα τόσο φυσικό φαινόμενο- το θάνατο, γραμμένο όμως με πολλή τρυφερότητα, ευαισθησία και λεπτή ειρωνεία κι όπου τελικά ο συγγραφέας του, με πολλή τέχνη, δίνει στη ζωή το ρόλο της πρωταγωνίστριας; Μετάφρασα το μυθιστόρημα όσο μπορούσα πιο απλά, για να μην κουραστεί το παιδί διαβάζοντάς το, κι έκανα μερικές αλλαγές που έκρινα αναγκαίες για τη δική μας νοοτροπία. Ελπίζω οι αναγνώστες μας να διαβάσουν αυτό το μυθιστόρημα με την ίδια χαρά και την ίδια συγκίνηση που ένιωσα κι εγώ διαβάζοντάς το. Ζωρζ Σαρή Αθήνα 1981

I Όπως πάντα, η Ερνεστίν φώναξε: «Συλβί, μην τρέχεις!», χωρίς ωστόσο να τρέξει η ίδια να πιάσει το κοριτσάκι. Και, όπως πάντα, η Συλβί είχε την αίσθηση πως μ' έναν πήδο θα υψωνόταν κάμποσα μέτρα πάνω από τη γη. Απ' όλη την τάξη αυτή έτρεχε πιο γρήγορα. Όμως, κανένας από την οικογένεια δεν έδινε σημασία σ' αυτό το εξαιρετικό ταλέντο. Ανεξήγητα, οι μεγάλοι, όταν φροντίζουν τα παιδιά τους, ενδιαφέρονται μόνο για τις σπουδές τους. Χοροπηδούσε η Συλβί πάνω στο πεζοδρόμιο, χοροπηδούσαν και τα βιβλία της μέσα στη σχολική τσάντα. Όταν έφτασε μπροστά στην αυλόπορτα, σταμάτησε να ξανασάνει και να περιμένει την Ερνεστίν. Με κοινή συμφωνία, ακόμα κι όταν έτρεχε λίγο στο δρόμο για να ξεμουδιάσουν τα πόδια της, ποτέ δεν έμπαινε στο σπίτι χωρίς την υπηρέτρια. Η γιαγιά κι ο παππούς δε θα το επέτρεπαν. Της είχαν τέτοια αδυναμία που ποτέ δεν την άφηναν να βγαίνει μόνη. Λες κι ήταν δυνατό να πάθει οτιδήποτε μέσα σ' αυτή την καλόβολη πόλη του Πουί, που την κάθε γωνιά της την ήξερε τόσο καλά, μια και τόσες φορές την είχε τριγυρίσει μαζί τους. Θα 'λεγε κανείς στ' αλήθεια πως δεν την έβλεπαν να μεγαλώνει. Από πέρσι, που έγινε εφτά χρονών, της είχαν αναγγείλει πως πια ήταν μεγάλο κορίτσι. Και παρ' όλη αυτή τη διαβεβαίωση, η συμπεριφορά τους απέναντί της δεν είχε καθόλου αλλάξει. Η Συλβί σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τη μισοκυκλική επιγραφή που στόλιζε την καμάρα της αυλόπορτας. Έγραφε με κίτρινα γράμματα σε πράσινο φόντο: «Οίκος Λεσουαγιέ. Οικοδομικά υλικά - κάρβουνο - γαιάνθραξ. Χονδρική πώλησις». Η Συλβί έβρισκε πως ο ήχος αυτού του ονόματος, Λεσουαγιέ, ήταν ιδιαίτερα όμορφος. Της άρεσε να το γράφει πάνω στις γραμμωτές ετικέτες που στόλιζαν τα σχολικά της βιβλία και τετράδια. Η καλύτερη φιλενάδα της, η Μαρτίν Ντεντορά, της είχε πει πως τη ζήλευε που ονομαζόταν Λεσουαγιέ. Όλος ο κόσμος μέσα στην πόλη γνώριζε τον παππού της. Όταν έμπαινε στο μεγάλο καφενείο της πλατείας Μπρέιγ, κρατώντας την από το χέρι, πάντα θα βρισκόταν κάποιος από τους πελάτες να του φωνάξει: «Α! Επιτέλους ήρθατε, αγαπητέ μου Λεσουαγιέ!», μ' ολοφάνερη και ειλικρινή χαρά. Η Συλβί γύρισε προς την Ερνεστίν, που έσερνε δύσκολα στο πεζοδρόμιο τα μαλθακά ποδάρια της. Το πρόσωπο της Ερνεστίν ήταν γκρίζο και ζαρωμένο σαν σφουγγαρόπανο. Ήταν γριά. Όμως όχι και τόσο γριά σαν τη γιαγιά και τον παππού, που και οι δυο τους είχαν ξεπεράσει πια τον καιρό που η ηλικία μετριέται με τα χρόνια. Όταν, επιτέλους, η Ερνεστίν την πλησίασε, η Συλβί πέρασε την αυλόπορτα. Ήταν πολύ φαρδιά για να μπορούν να μπαινοβγαίνουν τα καμιόνια και τα κάρα. Στη μέση του περάσματος ξεχώριζε η ποδιά της γεφυροπλάστιγγας που χρησίμευε για το ζύγισμα των φορτίων. Όταν περπατούσες πάνω της ένιωθες μιαν ανάλαφρη εντύπωση λικνίσματος, ένα μηχανικό κλυδωνισμό. Πάντα η Συλβί περνούσε πάνω στην πλάστιγγα για να νιώθει κάτω από τα πόδια της το κενό. Και τούτη τη φορά γεύτηκε την ευχαρίστηση ενός μικρού φόβου χωρίς συνέπειες. Σίγουρα, η ποδιά θα υποχωρούσε κάτω από το βάρος της και θα γκρεμιζόταν στα βάθη μιας μαύρης τρύπας που μέσα της διασταυρώνονταν σιδερένιες βέργες. Επειδή τίποτε τέτοιο δε συνέβηκε, έριξε μια ματιά στη βελόνα της πλάστιγγας. Δεν είχε σαλέψει. «Δεν είμαι ακόμα αρκετά βαριά, σκέφτηκε η Συλβί. Είμαι σαν φτερό. Ίσως και να μην υπάρχω». Κι έπειτα φαντάστηκε όλη την οικογένεια συγκεντρωμένη πάνω στη γεφυροπλάστιγγα: Ο παππούς, η γιαγιά, η μαμά, η θεία Μαντελέν, η ίδια... Ίσως τότε η βελόνα ν' αποφάσιζε να κουνήσει. Πόσα κιλά ν' αντιπροσώπευαν όλοι μαζί; Εκατό; Χίλια; Χαμογέλασε βλέποντας με τη φαντασία της όλους συγκεντρωμένους πάνω στη ζυγαριά, τον έναν κολλητά στον άλλο, σαν να επρόκειτο να βγουν φωτογραφία, κι έπειτα κατευθύνθηκε αποφασιστικά προς την αυλή. Εκεί, βρισκόταν το σπιτάκι του Τόμπυ. Ο Τόμπυ ήταν ένας σκύλος ράτσας σπάνιελ, τριχωτός, μεταξένιος κι ευκίνητος. Κάποτε ανήκε στον μπαμπά και τώρα συνόδευε τον παππού στο κυνήγι. Του απαγορευόταν να κατοικεί μέσα στο σπίτι. Η Συλβί λάτρευε παθιασμένα αυτόν το σκύλο, ενώ η γιαγιά τον έβρισκε βρομερό και κακομαθημένο. Καθισμένη οκλαδόν, τον άρπαξε απ' το λαιμό κι έτριψε τα μάγουλά της πάνω στη μουσούδα του. Της

απαντούσε με τινάγματα, γαβγίσματα και γλειψίματα που την ενθουσίαζαν. Για λίγα λεπτά κυλίστηκαν έτσι ο ένας πάνω στον άλλον, παίζοντας, παλεύοντας, ανακατεύοντας τις ανάσες τους. Έπειτα, η Ερνεστίν μάλωσε τη Συλβί λέγοντάς της πως ο παππούς και η γιαγιά την περίμεναν. Με λύπη εγκατέλειψε τον Τόμπυ, πέρασε πάλι κάτω από την καμάρα της αυλόπορτας και μπήκε στο γραφείο με τη μεγάλη τζαμαρία. Εκεί μέσα βασίλευε η σιωπή. Στον τοίχο του βάθους, ανάμεσα σε δυο μακρόστενα ντουλάπια ξύλινα, υψωνόταν, στέρεο, κοντόχοντρο και μαύρο, το χρηματοκιβώτιο. Πίσω από αυτήν τη σιδερένια πόρτα με τα καλογυαλισμένα από το χρόνο χερούλια, η Συλβί έβλεπε με το νου της ένα βουνό από χρυσάφι και χαρτονομίσματα. Όλη την περιουσία των Λεσουαγιέ. Πλάι, πάνω σ' ένα ράφι, ήταν αραδιασμένα πλακίδια πορσελάνης με ζωηρά χρώματα, κολλημένα σε χαρτονένια στηρίγματα. Έμοιαζαν με παιχνίδια. Αλλά απαγορευόταν να τ' αγγίζεις. Ο παππούς ήταν θρονιασμένος πίσω από ένα τεράστιο γραφείο με ρολό, που στο τέλος της μέρας όταν το κατέβαζε κροτάλιζαν οι στενές, ευλύγιστες ξύλινες λάμες του. Απέναντί του, σ' ένα τραπέζι λίγο πιο μικρό, καθόταν η θεία Μαντελέν, που ερχόταν τέσσερις φορές τη βδομάδα για να κάνει χρέη γραμματέα. Τις άλλες μέρες ερχόταν τ' απογεύματα, όμως καθόταν στο σαλόνι κι έκανε παρέα της γιαγιάς. Ήταν πρώτες ξαδέλφες. Το ίδιο γριές, το ίδιο μύωπες και οι δυο. Ο κόσμος έλεγε πως είχαν μεγαλώσει μαζί, πως μαζί είχαν σπουδάσει, πως πέρασαν την ίδια μέρα τις εξετάσεις τους και πως θα παντρεύονταν την ίδια μέρα, αν ο αρραβωνιαστικός της θείας Μαντελέν δεν είχε πεθάνει στο μεταξύ. Η θεία Μαντελέν δε θέλησε ποτέ να παντρευτεί άλλον κι είχε παραμείνει «δεσποινίς» «από πίστη». Η Συλβί αναρωτιόταν πώς μπορούσε η θεία Μαντελέν να κάνει προσθέσεις έτσι που ήταν αναγκασμένη να κολλάει τη μύτη της πάνω στο χαρτί για να διαβάζει τους αριθμούς. Ακόμη και στη γραφομηχανή χτυπούσε μ' ένα δάκτυλο. Γυαλιά χωρίς σκελετό τσιμπούσαν το δέρμα της μύτης, ανάμεσα στα μάτια, κι έτρεμαν αστραποβολώντας όταν μιλούσε. Η Συλβί τη φίλησε με θέρμη κι όρμησε προς τον παππού της. Αυτός την κάθισε πάνω στα γόνατά του. Κολλημένη πάνω του κολυμπούσε μέσα σ' ένα λεπτό άρωμα λεβάντας και καπνού. Κοντός, αδύνατος, με το μάτι που γυάλιζε σαν κόκκος καφέ, το δέρμα πολυζαρωμένο, είχε πάντα ένα τσιγάρο στο χέρι. Το μέσα μέρος του δείχτη του ήταν κίτρινο. Όπως το συνήθιζε, ρώτησε τη Συλβί για τα μαθήματά της. Τον διαβεβαίωσε πως όλα πήγαιναν καλά, χωρίς άλλες διευκρινίσεις. Προς τι να τον ταράξει λέγοντάς του πως πήρε μηδενικό στην απαγγελία κι ένα δυάρι στην ορθογραφία; Καταταγμένη ανάμεσα στις τελευταίες, υπόφερε γι' αυτήν την ταπεινωτική θέση μόνο και μόνο γιατί ο παππούς κι η γιαγιά στενοχωριόνταν. Γι' αυτούς, θα 'θελε να κέρδιζε μια καλύτερη θέση, όμως βαριόταν τόσο πολύ το σχολείο που όλες οι καλές προθέσεις της πήγαιναν περίπατο μόλις άνοιγε ένα σχολικό βιβλίο. Αφού άκουσε αφηρημένα την εγγονή του ο παππούς, της επέτρεψε να κλείσει και ν' ανοίξει το κυλινδρικό ρολό του γραφείου. Κι έπειτα η Συλβί άρπαξε τη σφραγίδα με τις ημερομηνίες που πάντα τη γοήτευε. Πρώτα τύπωσε πάνω σ' ένα χαρτί την ημερομηνία εκείνης της μέρας, 13 Νοεμβρίου 1946, έπειτα άρχισε να γυρνάει τις καουτσουκένιες κορδέλες που είχαν τα γράμματα και τους αριθμούς και βάλθηκε να συνθέτει εξαιρετικές ημερομηνίες, όπως την ημερομηνία που θα γινόταν είκοσι χρονών, τριάντα, εκατό χρονών... Το μυαλό της κάλπαζε προς ένα ιλιγγιώδες μέλλον... Ζαλιζόταν από την τόσο μεγάλη ταχύτητα του ταξιδιού. Η Ερνεστίν περίμενε στο κατώφλι. Όταν η Συλβί γέμισε μιαν ολόκληρη σελίδα σφραγίσματα με βιολετί μελάνι, ο παππούς της είπε: — Πήγαινε τώρα. Σίγουρα θα 'χεις να γράψεις μαθήματα. — Δεν έχω. Σήμερα είναι Τετάρτη: αύριο δεν έχει σχολείο!1 φώναξε η Συλβί.

1

Στη Γαλλία τα σχολεία την Πέμπτη είναι κλειστά.

— Δεν πειράζει, πήγαινε! είπε ο παππούς.

Το γραφείο βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού, που είχε δυο πατώματα. Στο πρώτο, ένα μεγάλο χολ, το σαλόνι, η τραπεζαρία, η κουζίνα. Στο δεύτερο, οι κρεβατοκάμαρες. Τα παράθυρα έβλεπαν στο δρόμο και στην αυλή. Μια μεγάλη σκάλα ξεκινούσε από την αυλόπορτα. Επειδή περνούσαν τα καμιόνια με το εμπόρευμα, μια ψιλή καρβουνόσκονη καθόταν πάνω στα πρώτα σκαλοπάτια. Η γιαγιά, που είχε τη μανία της καθαριότητας, έβαζε και σκούπιζαν την είσοδό της πολλές φορές τη μέρα. Φοβόταν την εισβολή αυτής της σκοτεινής και ύπουλης σκόνης μέσα στο σπιτικό της. Ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά, η Συλβί διαπίστωσε με χαρά της πως ούτε ίχνος από αυτή την ύποπτη σκιά δεν τα λέρωνε. Τώρα το πρόγραμμα απαιτούσε να πιει ένα ποτήρι γάλα άβραστο. Αυτό το γάλα προερχόταν από την αγελάδα Μπλανσέτ, που ο παππούς είχε αγοράσει την εποχή της κατοχής, όταν τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί. Ζούσε στο βάθος της αυλής, σε μια γωνιά της αποθήκης που την είχαν μετατρέψει σε σταύλο και τα γενναιόδωρα μαστάρια της τροφοδοτούσαν εδώ και χρόνια την οικογένεια και μερικούς προνομιούχους φίλους. Το φλιτζάνι με το γάλα περίμενε τη Συλβί στην κουζίνα. Το κατάπιε, γουλιά γουλιά, μ' αηδία, έλεγε πως μύριζε τα σωθικά της αγελάδας. Για να δίνει κουράγιο στον εαυτό της, κάθε φορά που το έπινε, σκεφτόταν την Μπλανσέτ που ήταν τόσο όμορφη με το ασπροκοκκινωπό τρίχωμά της, τα κυρτωμένα κέρατα και την υγρή μουσούδα της. Μόνο από φιλία γι' αυτό το ήρεμο ζώο, το υπομονετικό, το χρήσιμο, έπρεπε ν' αδειάζει το φλιτζάνι της ίσαμε την τελευταία σταγόνα. Το έκανε κι ένιωθε ένα ανάμικτο αίσθημα αναγούλας και τρυφερότητας. — Εντάξει! φώναξε αφήνοντας το φλιτζάνι στο νεροχύτη. Η Ερνεστίν της είπε μπράβο καθώς και η Ανζέλ, που καθισμένη σ' ένα σκαμνί γυάλιζε τ' ασημικά. Ίδιο σχεδόν μπόι με το κοριτσάκι, η Ανζέλ ήταν τόσο φαρδιά όσο και ψηλή. Το γέρικο πρόσωπό της ήταν σαν μαλακό καουτσούκ. Κι επιπλέον ήταν τόσο κουφή που έπρεπε να φωνάζεις για να σ' ακούσει. Αυτή η μισοκουφαμάρα την έκανε διπλά συμπαθητική στη Συλβί. Της φαινόταν πως κάποιο μυστήριο κρυβόταν πίσω απ' αυτήν την άχαρη παρουσία, όπως σε ορισμένες μάγισσες που κάνουν πως είναι ανάπηρες για να κρύβουν καλύτερα τη δύναμή τους. Η μεγάλη ασχήμια την τραβούσε όσο και η μεγάλη ομορφιά. Άγγιξε τον ώμο της Ανζέλ για να την κάνει να την προσέξει και είπε υψώνοντας τη φωνή: — Τι θα φάμε το βράδυ; Ομελέτα με τυρί; Η Ανζέλ τρεμόπαιξε τα βλέφαρά της, έπειτα φάνηκε πως κατάλαβε κι απάντησε με μια φωνή ραγισμένη που δεν μπορούσε να ελέγξει τη διαπασών της. — Όχι, μοσχάρι μπλανκέτ. Ξέρεις πως σήμερα είναι Τετάρτη. Η ομελέτα με τυρί είναι για την Παρασκευή. Η κάθε μέρα είχε το μενού της. Αλλά, καμιά φορά, τύχαινε ο παππούς, απηυδισμένος, να ζητάει κάποια αλλαγή στο καθιερωμένο πρόγραμμα και τότε η γιαγιά όλο έκπληξη θύμωνε και υποχωρούσε κακόκεφη. Γενικά, όλες οι απαιτήσεις του άντρα της τη δυσανασχετούσαν. Τίποτε δε φόβιζε τη Συλβί τόσο πολύ, όσο τα ξεσπάσματά τους κάθε φορά που διαφωνούσαν.

Ο Φρανσουά παρουσιάστηκε στο κατώφλι της κουζίνας μ' έναν κουβά γεμάτο κάρβουνο σε κάθε χέρι. Ήταν ένας εργάτης μαυριδερός σαν το διάβολο, που έκανε όλες τις χοντρές δουλειές της αποθήκης και του σπιτιού. Ένα από τα καθήκοντά του ήταν να φροντίζει την Μπλανσέτ και να την αρμέγει. Ο παππούς έλεγε πως συχνά είχε «μια κάνουλα στο στόμα». Αυτή η έκφραση έκανε τη Συλβί να γελάει. Φανταζόταν το Φρανσουά σπίτι του να πίνει το κρασί με μια κάνουλα. Επειδή ο άνθρωπος αυτός ξόδευε όλα του τα λεφτά στην ταβέρνα, η γυναίκα του ερχόταν να εισπράξει το μισθό του. Είχε πέντε παιδιά και το πιο μικρό ήταν ακόμη στην κούνια. Η γιαγιά τούς φρόντιζε και τους έδινε παλιά ρούχα. Είχαν και μερίδιο από το γάλα της αγελάδας της οικογένειας. — Ν' ανεβάσω το κάρβουνο στα δωμάτια; ρώτησε ο Φρανσουά. Είχε τη βαριά προφορά των χωρικών της Άνω Λουάρ. — Ναι, είπε η Ερνεστίν. Όμως, βγάλε πρώτα τα παπούτσια σου. Την άλλη φορά μου γέμισες βρομιές το παρκέ μου. Παρόλο που είχε σ' όλα τα δωμάτια καλοριφέρ, η εγκατάσταση ήταν τόσο παλιά που δω και κει χρειαζόταν κάποια παραπανίσια θέρμανση. Ο Φρανσουά γκρίνιαξε, ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα για να βγάλει τα παπούτσια του. Είχε τρύπιες κάλτσες. Το χοντρό του ροζ δάχτυλο ξεπρόβαλε από μια τρύπα κι ήταν σαν το πρόσωπο ενός λιλιπούτειου καπελωμένου με σκουφί. Η Ερνεστίν σούφρωσε τη μύτη μ' αηδία. Κάτω από το αυστηρό βλέμμα της ο Φρανσουά ξανάφυγε με κυρτή την πλάτη, σέρνοντας τα πόδια του μέσα στις κάλτσες. — Πάλι πιωμένος είναι, είπε γελώντας η Ερνεστίν. Γέμισε το μύλο του καφέ κι ετοιμάστηκε να τον αλέσει. Η Συλβί την παρακάλεσε να την αφήσει να αλέσει κι εκείνη. Καλοκαθισμένη σ' ένα μικρό πάγκο, με το ξύλινο κουτί μαγκωμένο ανάμεσα στα πόδια της, πάνω από τα γόνατα, το κοριτσάκι γυρνούσε τη μανιβέλα κι άκουγε μ' αγαλλίαση τους κόκκους να τρίζουν σπάζοντας. Πότε πότε, με την κίνηση, το μηχάνημα κουνιόταν και της τσιμπούσε δυσάρεστα το δέρμα. Κι αυτό ήταν μέσα στο παιχνίδι. Πρώτα έσπρωχνες πολύ δυνατά το χερούλι. Έπειτα οι στροφές γίνονταν πιο ελεύθερα και τέλος το χερούλι γυρνούσε χωρίς καμιά αντίσταση. Τότε μπορούσες να τραβήξεις το συρταράκι από το κουτί. Ήταν γεμάτο ίσαμε πάνω με μια όμορφη καφεδιά άμμο. Η Συλβί σάλιωσε το δάχτυλό της, έπιασε λίγη σκόνη και την έβαλε στο στόμα της. Ήταν πικρή κι αρωματισμένη. Θα 'πρεπε, οπωσδήποτε, να 'ναι κανένας μεγάλος για να του αρέσει αυτή η παράξενη γεύση. Η Συλβί ζήτησε μια καραμέλα γάλακτος για να γλυκάνει το στόμα της. Η Ανζέλ τον περασμένο μήνα είχε φτιάξει θαυμάσιες καραμέλες. Εκείνη τη μέρα, όλο το σπίτι μοσχομύρισε από τη ζαχαρωμένη και ζεστή ζύμη. Η μαγείρισσα διατηρούσε τις καραμέλες μέσα σ' ένα τσίγκινο κουτί με κινέζικα σχέδια: μανδαρίνοι έπιναν το τσάι τους κάτω από ομπρέλες του ήλιου. Δεν έμενε σχεδόν πια τίποτε από το απόθεμα: κάτι μικρούλικα κομμάτια και ζαχαρόσκονη στο βάθος του κουτιού. — Πότε θα ξαναφτιάξεις; φώναξε η Συλβί χώνοντας μια καραμέλα μέσα στο στόμα της. — Η γιαγιά σου δε θέλει, απάντησε η Ανζέλ. Λέει πως χαλάνε τα δόντια των μικρών κοριτσιών. Η Συλβί το 'ξερε, αλλά παρ' ολ' αυτά διαμαρτυρήθηκε: — Όχι, αν τρως μια που και που.

Ένα βήμα πλησίαζε. Η Συλβί βιάστηκε να μασουλίσει την καραμέλα και κατάπιε το τελευταίο κομμάτι μια και κάτω. Την ίδια στιγμή η γιαγιά μισάνοιξε την πόρτα και είπε: — Λοιπόν, Συλβί, σε περιμένω. Η γιαγιά ήταν αυστηρή μαζί της, ο παππούς καθόλου. Η Συλβί δεν προσπάθησε ποτέ να εξηγήσει τους λόγους αυτής της διαφορετικής συμπεριφοράς. Και οι δυο την αγαπούσαν το ίδιο, γι' αυτό ήταν βέβαιη, αλλά ο καθένας με τον τρόπο του. Η γιαγιά ήταν πάντα συγκρατημένη, σεμνή, άκαμπτη, ευλαβική, μια φλόγα κρυφή, ενώ ο παππούς ήταν εύκολος και συχνά καλαμπουρτζής. Δυο χρόνια ζούσε μαζί τους και το κοριτσάκι είχε συνηθίσει σ' αυτήν τη ρυθμισμένη ζωή. Κάθε στιγμή ήξερε τι επρόκειτο να επακολουθήσει. Έτσι, ακολουθώντας τη γιαγιά της στο σαλόνι, ήταν σίγουρο πως θα της έλεγε να γράψει το βδομαδιάτικο γράμμα στη μαμά της. Πίσω από φακούς τόσο χοντρούς, που τα μάτια φάνταζαν εξογκωμένα, η γιαγιά εξακόντιζε πάνω στην εγγονή της ένα βλέμμα αυστηρά τρυφερό. Το πρόσωπό της ήταν άσαρκο, είχε ένα χοντρό κοκκινωπό κότσο. Η μύτη της ήταν σουβλερή, το στόμα της χοντρό κι οι άκριες του πέφτανε. Από καιρό δεν έκανε καμιά προσπάθεια για να αρέσει, έστω και σ' ένα παιδί. Πάνω στο μικρό γραφείο ήταν τοποθετημένα ένα μπλοκ με χαρτί αλληλογραφίας κι ένας κοντυλοφόρος. Όργανα μαρτυρίου. Το επιστολόχαρτο που είχε μαύρο πλαίσιο ανήκε στη γιαγιά. Έφτανε να το κοιτάξεις για να σου 'ρθει στενοχώρια. — Δε γίνεται να πάρουμε άλλο χαρτί; ρώτησε η Συλβί. — Όχι, είπε η γιαγιά. Θα 'ταν ανάρμοστο στο πένθος μας. Εμπρός, δουλειά! Είμαι σίγουρη πως έχεις χίλια πράματα να διηγηθείς στη μητέρα σου. Το πάθος της Συλβί για τη μαμά της ήταν τόσο ζωηρό που μόνο η αναπόληση αυτού του απόμακρου προσώπου έκανε την καρδιά της να σκιρτά, τους μυς της να τεντώνονται κι ένιωθε έναν τρελό πόθο να τρέξει να χωθεί στη φιλόξενη αγκαλιά της. Όταν όμως επρόκειτο να γράψει σ' αυτήν που τόσο πολύ αγαπούσε, οι λέξεις εξαφανίζονταν. Η εσωτερική της αναστάτωση μεταφραζόταν σε φράσεις τόσο κοινότοπες που από τα πριν έχανε το κουράγιο της. Αυτό που έπρεπε να 'ναι τραγούδι αγάπης γινόταν σχολική έκθεση. Χωρίς ίχνος έμπνευσης ψιθύρισε: — Τι να της γράψω; — Εσύ ξέρεις, Συλβί! είπε η γιαγιά. Είχε καθίσει κοντά στο κοριτσάκι και, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά, παρατηρούσε μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της την πρόοδο των δισταγμών πάνω στο πρόσωπο του παιδιού. Απελπισμένη η Συλβί κατέφυγε στις συνηθισμένες φράσεις: Μανούλα μου αγαπημένη, είμε πάντα καλά κι ελπήζω και εσύ. Στο σχολείο όλα πάνε καλά κι έχω καλές φίλες. Ο παπούς, η γιαγιά και η θεία Μαντελέν είναι πάντα καλλά κι αυτοί... Έγραφε αργά πασχίζοντας και σταματούσε ύστερα από κάθε λέξη για να σκεφτεί τη συνέχεια. Η γιαγιά διάβαζε ό,τι έγραφε. Τα γυαλιά δεν της έφταναν και μεταχειριζόταν επιπλέον ένα στρογγυλό φακό που κρεμόταν με μια αλυσίδα από το λαιμό της. Η Συλβί ένιωθε πάνω στο μάγουλό της την άρρυθμη ανάσα της και οι λιγοστές ιδέες που είχε, στο τέλος, πνίγονταν μέσα στην τραγική ανημποριά της. Αν

η μαμά της παρουσιαζόταν τούτη τη στιγμή μπροστά της, δε θα χρειαζόταν να ψάξει να βρει τις λέξεις για να της φωνάξει τη χαρά της. Όμως, η μαμά ήταν μακριά. Για πολλές βδομάδες ακόμα. Ίσαμε τις διακοπές των Χριστουγέννων. Μόνη στο Παρίσι, δούλευε σκληρά, έλεγαν, σαν γραμματέας, κοντά σ' έναν καθηγητή γιατρό που ήταν πολύ σοφός και γιάτρευε πολύ κόσμο. Σύγχρονα σπούδαζε για να τελειοποιηθεί στο επάγγελμά της. Αυτές οι διάφορες ασχολίες της την απορροφούσαν τόσο πολύ που αναγκάστηκε να εμπιστευτεί την κόρη της στα πεθερικά της μέχρι να τα καταφέρει να οργανώσει τη ζωή της και να την ξαναπάρει... Επρόκειτο, έλεγε η οικογένεια, για «μια λύση πολύ προσωρινή». Όλες αυτές οι σκέψεις περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό της Συλβί, ενώ το χέρι της μούδιαζε πάνω στο χαρτί. Πίσω από την πλάτη της, μάντευε την παρουσία των παλιών παραδοσιακών επίπλων. Η γιαγιά τ' αγαπούσε πολύ κι έλεγε πως «από πάντα βρίσκονταν στα χέρια της οικογενείας της». Υπήρχαν σιφονιέρες, ανθοστήλες, τραπέζια από πολύτιμο ξύλο που γυάλιζαν με μανία η Ερνεστίν και η Ανζέλ. Οι επισκέπτες στέκαν εκστατικοί, ιδιαίτερα μπροστά σ' ένα γραφείο 18ου αιώνα, που το έλεγαν «Ευτυχία της μέρας». Η έκφραση άρεσε πολύ στη Συλβί και συχνά τύχαινε να στέκεται μπροστά στο έπιπλο ελπίζοντας πως με το να το κοιτάει συνέχεια θα τραβούσε έξω λίγο απ' αυτήν την «ευτυχία» που έκρυβαν τα συρτάρια του. Ωστόσο, παρ' όλες τις επίμονες ματιές της, τα συρτάρια διατηρούσαν ζηλότυπα τους θησαυρούς της ευτυχίας τους. Το σκοτάδι γέμιζε το δωμάτιο. Η γιαγιά άναψε μια λάμπα πάνω στο γραφείο. Κάτω απ' αυτό το κρύο φως τα ορνιθοσκαλίσματα της Συλβί φάνηκαν ακόμη πιο απογοητευτικά. Αραίωσε τη γραφή της για να γεμίσει όλη τη σελίδα: Νομίζο πως τα είπα ολα. Μετρώ τις μαίρες πριν έρθις. Έλα γρήγορα. Σε φιλό μ' όλη μου την καρδιά καθώς κι η γιαγιά κι ο παπούς. Αφού έβαλε την υπογραφή της, έγειρε κατάκοπη στην πλάτη της καρέκλας. — Δεν είναι και πολύ σπουδαίο, είπε η γιαγιά. Και κάρφωσε το δάχτυλο εκεί που υπήρχαν ορθογραφικά λάθη. Η Συλβί τα διόρθωσε όπως της έλεγε η γιαγιά κι έγραψε προσεχτικά πάνω στο φάκελο τη διεύθυνση. Κι έπειτα έφυγε τρέχοντας στο δωμάτιό της.

Ήταν το παλιό δωμάτιο του μπαμπά. Ένα αγορίστικο δωμάτιο με σπαθιά διασταυρωμένα στον τοίχο και φωτογραφίες του τένις. Η γιαγιά είχε απαγορέψει ν' αλλάξουν τη διακόσμηση. Όλα, εδώ, έπρεπε να παραμείνουν όπως τον καιρό που ο μοναχογιός της, ο Μπερνάρ, κατοικούσε στο πατρικό σπίτι. Οι κούκλες, ο μπουκλωτός αρκούδος της Συλβί ήταν επισκέπτες σ' έναν κόσμο αρσενικό. Και η ίδια ήταν επισκέπτρια. Ανάμεσα σ' αυτούς τους τοίχους που ήταν γεμάτοι ενθύμια, ένιωθε συνέχεια πως κάποιος την παρατηρούσε. Το κάθε αντικείμενο, σ' αυτόν τον τόπο, της θύμιζε πως είχε χάσει τον πατέρα της. Η φωτογραφία του πεθαμένου στόλιζε το κομοδίνο της. Η γιαγιά είχε την ίδια στην κάμαρά της, και ο παππούς κι η θεία Μαντελέν είχαν ο καθένας τη δική του. Όλος ο κόσμος την έβρισκε πολύ «ζωντανή». Εκτός από τη Συλβί. Σ' αυτήν την εικόνα, ο μπαμπάς κοιτούσε ίσα μπροστά του, με το κεφάλι γυρτό από τη μια, με ύφος αδιάφορο. Το μάγουλό του ακουμπούσε πάνω στη γροθιά του. Αυτή η στάση δεν ήταν καθόλου φυσική. Με το να κοιτάει συνέχεια αυτή τη φωτογραφία, η Συλβί στο τέλος είχε ξεχάσει το αληθινό πρόσωπο του πατέρα της. Όταν τον σκεφτόταν, τον έβλεπε πάντα μαυρόασπρο, με το κεφάλι γυρτό, τα μάτια ασάλευτα. Αδύνατο να τον κάνει να κουνήσει, να μιλήσει, να γελάσει, μέσα στη μνήμη της. Όσο κι αν πάσχιζε να θυμηθεί τις λεπτομέρειες της ζωής των τριών τους, με τη μαμά, στις Σαλάνς, κάθε φορά σκόνταφτε, λες κι ήταν τοίχος, σ' ένα ορθογώνιο

παραλληλόγραμμο χαρτί ματ, μέσα στο ξύλινο πλαίσιό του. Σήμερα τ' απόγεμα πιάστηκε με την Ανέτ Κορντιέ στο διάλειμμα, στην αυλή. Η Ανέτ Κορντιέ παινευόταν, στις φίλες της, πως ο θείος της είχε αιχμαλωτιστεί το '40 κι είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδό του. Η Συλβί της έκανε την παρατήρηση λέγοντάς της πως, σε σύγκριση με τον πατέρα της, αυτό δεν ήταν τίποτε. Εκείνος είχε σκοτωθεί το '44, στην απελευθέρωση της Ωτ-Σαβουά. Τα άλλα κορίτσια είχαν ανακατευτεί στην κουβέντα, συζητώντας τι ήταν «καλύτερο», ένας αιχμάλωτος ή ένας πεθαμένος. Για να βγει κερδισμένη, η Ανέτ Κορντιέ είχε φωνάξει πως ο θείος της είχε παρασημοφορηθεί για το κατόρθωμά του. Η Συλβί ανταπάντησε πως το ίδιο είχε γίνει για τον μπαμπά της. Και είχε προσθέσει: «Τιμής ένεκεν και μεταθανάτιος». Αυτή η μυστηριώδης φράση είχε εντυπωσιάσει το ακροατήριο. Κανένα κορίτσι δεν τόλμησε να ρωτήσει τι σήμαινε. Κι η Συλβί είχε αποσυρθεί απόλυτα νικήτρια, ενώ η Ανέτ Κορντιέ μουρμούριζε: «Πάντως ο θείος μου, ε, αυτός είναι ζωντανός!» Η Συλβί δεν είχε δει ποτέ τον μπαμπά της πεθαμένο. Ήξερε μόνο πως είχε προσφερθεί θαρραλέα, ως γιατρός, να πάει να φροντίζει τους αντιστασιακούς στο αντάρτικο και πως το ασθενοφόρο του είχε πέσει σε ενέδρα Γερμανών και πως είχε σκοτωθεί σαν «ήρωας», όπως έλεγε η γιαγιά. Όταν προσπαθούσε να ξαναθυμηθεί το γεγονός -τότε ήταν έξι χρονώνξανάβλεπε, ανάκατα, τη μαμά της μ' ένα μαύρο φόρεμα, μια μακριά ξύλινη κάσα που πάνω της κάτι άγνωστοι κύριοι ξεδίπλωναν μια τρίχρωμη σημαία, φίλους της οικογένειας με πρόσωπα σοβαρά, το διαμέρισμα άνω κάτω και λουλούδια παντού σαν σε γιορτή. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνει ακόμα τι θ' άλλαζε στη ζωή της, γευόταν την καινούρια κατάσταση σαν να 'ταν κάποιο προνόμιο. Ακόμα και η τελετή στο νεκροταφείο δεν την είχε αναστατώσει. Το κατέβασμα του φέρετρου στον τάφο, ο λόγος ενός κυρίου πολύ αδύνατου που κρατούσε ένα χαρτί στο χέρι, ο ήχος της σάλπιγγας, οι αξιωματικοί που χαιρετούσαν στρατιωτικά, όλα αυτά, της φαίνονταν πως δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Μέσα στο κουτί, σίγουρα, δεν υπήρχε κανένας. Χρειάστηκε να βρεθεί στο Πουί, με τον παππού και τη γιαγιά, για να καταλάβει πως δε θα ξανάβλεπε τον μπαμπά της παρά μόνο σε φωτογραφία. Τώρα ήξερε πως ήταν ορφανή. Αυτή η λέξη, όταν την πρόφερε, της έσφιγγε το λαιμό κι ανέβαζε στα μάτια της δάκρυα ευχάριστα. Έκρινε πως ήταν ενδιαφέρουσα, εξαιρετική. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από την εικόνα του πατέρα της, πήρε τον μπουκλωτό αρκούδο της και τον έσφιξε παθιασμένα πάνω στο στήθος της. Ο αρκούδος, ο Καζιμίρ, έχανε την τζίβα του από μια πληγή στην κοιλιά. Του έλειπε ένα μάτι κι ένα χέρι. Ακρωτηριασμένος εδώ και χρόνια, δεν είχε χάσει τη γοητεία του, αντίθετα. Υπήρξε παιδικός σύντροφος της μαμάς της. Κι η μαμά της άλλωστε ήταν ορφανή. Είχε χάσει τους γονείς της, λίγο μετά το γάμο της, σ' ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Για τη Συλβί, που μόλις είχε γεννηθεί, ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Δε γινόταν να της λείψουν μια και δεν τους θυμόταν. Άραγε το ίδιο θα γινόταν και με τον μπαμπά, που όσο πήγαινε τόσο δυσκολευόταν να ζωντανέψει τη θύμησή του; Αναστέναξε, πανικοβλήθηκε, βαριόταν λιγάκι, κι αποφάσισε να ξανακατέβει να παίξει με τον Τόμπυ. Την ώρα που τον πείραζε με μια βέργα, η Ερνεστίν τη φώναξε για να πάει να πλύνει τα χέρια της πριν από το φαγητό. Καθισμένη στην τραπεζαρία ανάμεσα στον παππού και στη γιαγιά της αναρωτήθηκε, για μια φορά ακόμη, γιατί δυο άνθρωποι που ήταν τόσο καλοί μαζί της δεν ήταν καλοί ο ένας για τον άλλον. Άκαμπτοι, ο καθένας μπροστά στο πιάτο του, απέφευγαν κάθε κουβέντα ανάμεσά τους. Λες κι ήταν δυο ξένοι που βρέθηκαν μαζί κατά τύχη. Πότε πότε ο παππούς έριχνε ένα βλέμμα κρύο κι ειρωνικό στη γιαγιά. Εκείνη, από τη μεριά της, αγνοούσε την παρουσία αυτού του παρείσακτου και δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο για τη Συλβί, επικρίνοντας τη στάση της στο τραπέζι: — Συλβί, ίσιωσε την πλάτη σου. Πώς κρατάς έτσι το πιρούνι; Η Ερνεστίν σέρβιρε μέσα σε μια παγωμένη ατμόσφαιρα εξαναγκασμού κι απέχθειας. Γιατί ο παππούς κι η γιαγιά είχαν τσακωθεί; Η Συλβί έτσι τους θυμόταν πάντα.

— Αυτό το μοσχάρι μπλανκέτ έχει γεύση νερού, είπε ο παππούς. Η γιαγιά δεν καταδέχτηκε ν' απαντήσει κι έσφιξε τα χείλη με μεγαλόπρεπη περιφρόνηση. — Δεν είναι αλήθεια, Συλβί; συνέχισε ο παππούς. Η γιαγιά σου έχασε την αίσθηση του καλού φαγητού. Όμως εσύ κι εγώ, που έχουμε ακόμα φίνα γεύση, δηλώνουμε πως αυτή η μπλανκέτ είναι τόσο νόστιμη όσο κι ένα κουβάρι σπάγκος που τον βούτηξαν σε μια σάλτσα με σκέτο αλεύρι. Η Ανζέλ μας μαγειρεύει φριχτά κι εμείς το δεχόμαστε αγόγγυστα. — Δεν έχετε παρά να της το πείτε, Ιππόλυτε, αναστέναξε η γιαγιά νευριασμένη. Και πρόσθεσε: — Σ' αυτό το σπίτι μερικοί μερικοί ξεχνούν πως κι αν ο πόλεμος τέλειωσε, οι περιορισμοί των τροφίμων συνεχίζονται. — Δεν τα καταφέρνετε καλά, Κλαρίς, απλούστατα, μουρμούρισε ο παππούς. — Πάντοτε αρνήθηκα να «τα καταφέρνω», όπως λέτε. Κι είμαι υπερήφανη γι' αυτό. Ο παππούς ανασήκωσε τους ώμους κι έβαλε πάλι κρασί στο ποτήρι του. Ούτε μια λέξη δεν ειπώθηκε ως το τέλος του φαγητού. Συντριμμένη από τη σιωπή των μεγάλων, η Συλβί υπόφερε για την ανημποριά της να τους συμφιλιώσει. Γιατί να την ανακατέψουν σ' αυτήν την παράλογη ιστορία της μπλανκέτ που τα χάλασε όλα; Εκείνη την έβρισκε πολύ νόστιμη αυτή την μπλανκέτ. Ευχαρίστως θα ξανάπαιρνε για να ευχαριστήσει τη γιαγιά. Όμως, σύγχρονα θα δυσανασχετούσε ο παππούς. Πόσο μπερδεμένα ήταν όλ' αυτά. Με σφιγμένη καρδιά αναρωτιόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε ν' αφοπλίσει αυτές τις δυο κηδεμονικές θεότητες που συγκρούονταν πάνω από το κεφάλι της. Ίσως μια λέξη να 'φτανε. Δεν την έβρισκε και μηχανικά σβόλιαζε το ψωμί κι έφτιαχνε προβατάκια πάνω στο κάτασπρο τραπεζομάντιλο. — Δεν παίζουν με το ψωμί, Συλβί, είπε αυστηρά η γιαγιά. Η Συλβί σταμάτησε, ενώ ο παππούς της έριχνε ένα συνένοχο βλέμμα. Λίγο ακόμη και θα της έλεγε να συνεχίσει. Μετά το φαγητό φίλησε την εγγονή του, είπε: «Καληνύχτα, Κλαρίς» και βγήκε από το σπίτι, όπως το 'χε συνήθειο, για να πάει να παίξει μπριτζ με τους φίλους του, στο καφενείο της πλατείας Μπρέιγ. Η Συλβί πήγε με την Ερνεστίν στο μπάνιο για να πλυθεί πριν πέσει. Καθισμένη μέσα στην μπανιέρα, αφηνόταν αδιάφορα στα μεγάλα ροζιασμένα χέρια που την σαπούνιζαν και την έτριβαν δυνατά. Όπως κάθε βράδυ, η γιαγιά παραβρέθηκε στην τελετή της προσευχής που η Συλβί έπρεπε να πει μεγαλόφωνα, γονατισμένη στα πόδια του κρεβατιού, προσέχοντας «μ' όλη της την ψυχή» τα λόγια που έλεγε. Η ίδια γονάτισε με πολλή δυσκολία, αναστενάζοντας, σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο πηγούνι της με τόση δύναμη που άσπρισαν οι κλειδώσεις της και τα χείλη της σάλευαν σιωπηλά. Το πρόσωπό της με τα κλειστά βλέφαρα είχε μιαν έκφραση συγκεντρωμένη. Τριχίτσες τρεμόπαιζαν πάνω στη χοντρή ελιά που είχε στ' αριστερό μάγουλο. Όταν τελείωσαν, διέταξε τη Συλβί να χωθεί κάτω από τις κουβέρτες και της ευχήθηκε καληνύχτα, χωρίς ωστόσο να τη φιλήσει. Απεχθανόταν τις αισθηματικές εκδηλώσεις. Η Συλβί θυμήθηκε το βραδινό φιλί της μαμάς της που κάποτε την προετοίμαζε για τον ύπνο. «Κοιμήσου καλά, μικρή μου Βιου», έλεγε η μαμά μέσα σ' έναν ψίθυρο. Η μόνη τώρα που τη φώναζε Βιου. Ήταν το υποκοριστικό που ο μπαμπάς κι εκείνη είχαν βρει λίγο μετά τη γέννηση της κόρης τους. Η Συλβί είχε γίνει Συλβιού κι έπειτα σκέτα Βιου. Επειδή είχε αυτά τα δυο

ονόματα, το ένα για όλον τον κόσμο και το άλλο αποκλειστικά για τη μαμά, η Συλβί καμιά φορά ένιωθε την ψυχή της διπλή. Όταν ήταν φρόνιμη, στο τραπέζι, στην τάξη, στο δρόμο, αναντίρρητα η Συλβί την κατοικούσε. Όταν ένας τρελός άνεμος φυσούσε μέσα στο κεφάλι της, τότε η Βιου υπερίσχυε. Κι ακόμα, όταν ένιωθε τόσο αδύναμη, όπως απόψε το βράδυ, με τόση αξόδευτη τρυφερότητα. Για μια φορά ακόμη προσπάθησε να καταφύγει με τη φαντασία της μέσα στην αγκαλιά της μαμάς της, όμως δε βρήκε καμιά παρηγοριά σαν απάντηση και μασούλησε την άκρη του σεντονιού για να μην κλάψει. Η γιαγιά φεύγοντας είχε σβήσει τη λάμπα. Στο βάθος της κάμαρας, μπροστά στο τζάκι, άναβε μια θερμάστρα. Καθισμένη στο κρεβάτι της, με τα γόνατα μαζεμένα ως το στήθος, η Συλβί εξακόντιζε το βλέμμα της πάνω στη σόμπα και στα μικρά παραθυράκια από μαρκάσι που κοκκίνιζαν μέσα στη σκιά. Έμοιαζε με σπίτι κουκλίστικο που το 'χαν φωταγωγήσει για κάποια γενέθλια. Μέσα θα 'πρεπε να υπάρχει μια ορχήστρα, τραπέζια φορτωμένα γλυκά, χορευτές που θα στριφογύριζαν ανοίγοντας με χάρη τα χέρια τους. Μέσα στο κεφάλι της Συλβί η σιωπή γινόταν μουσική και η μοναξιά περιπέτεια. Αποκοιμήθηκε με την αίσθηση πως επιτέλους ξυπνούσε.

II Η Κυριακή, πιο πολύ απ' όλες τις άλλες μέρες, ήταν αφιερωμένη στη θύμηση. Όπως πάντα, η γιαγιά ετοιμάστηκε πρωί πρωί να πάει στην εκκλησία κι από κει στο κοιμητήριο, με τη θεία Μαντελέν και τη Συλβί. Όσο για τον παππού, αυτός ήταν κιόλας φευγάτος στο κυνήγι με τους φίλους του, τον κύριο Φρομεντιέ και τον κύριο Καστανιά. Από τα ξημερώματα ο Τόμπυ, ανεξήγητα προειδοποιημένος για τις προθέσεις του αφεντικού του, γάβγιζε ανυπόμονα. Σα θα βράδιαζε, θα επιστρέφανε οι δυο τους κατάκοποι κι ευτυχισμένοι. Η Συλβί προτιμούσε, αντί να πάει στην εκκλησία, να τους συνοδέψει. Ωστόσο, το 'χε μάθει πολύ καλά πως το κυνήγι ήταν δουλειά των αντρών και η προσευχή δουλειά των γυναικών. Δε χωρούσε καμιά συζήτηση. Το ευχάριστο αυτής της πρωινής κυριακάτικης εξόρμησης ήταν κυρίως το ντύσιμο: ένα φόρεμα από σκωτσέζικο ύφασμα, στολισμένο μ' ένα άσπρο μυτερό γιακαδάκι κι ένα πανωφόρι μπλε μαρέν μ' ένα έμβλημα στο πέτο. Η μαμά τα κουβάλησε και τα δυο την τελευταία φορά που είχε έρθει. Τα 'χε αγοράσει στο Παρίσι, σ' ένα από τα μεγαλύτερα μαγαζιά. Περπατώντας στο δρόμο, ανάμεσα στη γιαγιά και στη θεία Μαντελέν, η Συλβί έριχνε λοξές ματιές μέσα στους καθρέφτες των μαγαζιών και καμάρωνε τον εαυτό της. Μικρή, μελαχρινή, μύτη μικρή, φαρδύ στόμα και μαύρο βλέμμα, τα 'χε όλα, σκεφτόταν, για να φαντάζει Παριζιάνα. Όσο πλησίαζαν στην εκκλησία τόσο πλήθαινε ο κόσμος. Όσοι γνωρίζονταν χαιρετιόνταν. Για τη Συλβί, τούτη τη φορά, η λειτουργία δεν έλεγε να τελειώσει. Ζήλευε τη γιαγιά και τη θεία Μαντελέν που σίγουρα μπορούσαν να υψώσουν την ψυχή τους προς τον Ύψιστο για ώρες, χωρίς να κουράζονται. Για τη Συλβί, από τις πρώτες κιόλας λέξεις της προσευχής, η επαφή χανόταν. Αντί να συνεχίζει τις ψαλμωδίες, διασκέδαζε κοιτώντας τα παπαδοπαίδια να πηγαινοέρχονται, τη φλόγα των κεριών, το πρόσωπο των πιστών. Η μουσική του εκκλησιαστικού οργάνου την έκανε να νιώθει μια ευχάριστη ανατριχίλα. Μα στο κάτω κάτω δεν ήταν κι αυτός ένας τρόπος να τιμάς τον Ύψιστο, να θαυμάζεις το σπίτι του; Βγαίνοντας από την εκκλησία, κίνησαν, πάντα με τα πόδια, προς το νεκροταφείο. Ο δρόμος για να φτάσεις ήταν ανηφορικός. Η γιαγιά και η θεία Μαντελέν έλεγαν πως ήταν μια σωτήρια άσκηση συντριβής. Σκυφτές κουράζονταν και κοντανάσαιναν, ενώ με πόση χαρά η Συλβί θα πιλαλούσε μπροστά σαν κατσίκι! Όμως κανένας δεν τρέχει όταν πηγαίνει προς τους νεκρούς. Οι αναρίθμητοι σταυροί τους δέσποζαν πάνω στην πόλη. Πάνω απ' αυτούς, τίποτε άλλο εκτός από τον καθεδρικό ναό, το κολοσσιαίο άγαλμα της Παναγίας στημένο στο βράχο του, και τον γκρίζο ουρανό. Στην είσοδο του νεκροταφείου βρήκαν το φύλακα ορθό, στο κατώφλι του σπιτιού του. Παλιός γνώριμος. Η γιαγιά τον ρώτησε πώς πάει η γυναίκα του που έπασχε από ρευματισμούς. Λίγο πιο πέρα, ο γιος του φύλακα, ένα παιδάκι τριών χρονών, έχτιζε έναν πύργο μ' αναποδογυρισμένες πήλινες γλάστρες. Η Συλβί ξεχάστηκε κοιτώντας το, ενώ η γιαγιά κι η θεία Μαντελέν συνέχιζαν την καλόκαρδη κουβέντα τους με το φύλακα των νεκρών. Τέλος, χωρίστηκαν κι η γιαγιά είπε: — Εις το επανιδείν, κύριε Μαρσέλ. Όπως πάντα, η Συλβί ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, καθώς προχωρούσε μέσα σ' αυτήν την τεράστια πόλη του πένθους με τα σπίτια δίχως παράθυρα. Εδώ όλοι οι κάτοικοι ήταν ξαπλωμένοι. Η σιωπή, σιωπή πέτρας. Υπήρχαν τάφοι χαμηλοί κι άλλοι σαν ξωκλήσια. Οι περισσότεροι ανθοστόλιστοι για τη γιορτή των Αγίων Πάντων. Η Συλβί θαύμαζε: — Όμορφα που είναι φέτος τα λουλούδια των μνημόσυνων! είπε χαρούμενα.

Διάβαζε τις επιτύμβιες επιγραφές, τη μια μετά την άλλη. Τις ήξερε όλες απέξω. Υπήρχαν πάνω σε μερικές ταφόπετρες και φωτογραφίες μέσα σε στρογγυλά πλαίσια. Έδειχναν παιδιά, κοπέλες, νέους, κυρίες με στητό στήθος, γενάτους κυρίους, όλοι πεθαμένοι εδώ και χρόνια. Έτσι μπορούσες να ξέρεις ποιος βρίσκεται κάτω από τη γη. Είχε έρθει πολλές φορές σ' αυτόν τον τόπο η Συλβί και θα μπορούσε να κυκλοφορήσει πιο εύκολα μέσα στις αλέες του νεκροταφείου παρά μέσα στους δρόμους της πόλης. Την Κυριακή πρωί είχε πολλούς επισκέπτες. Εδώ κι εκεί έβλεπες ανθρώπους σοβαρούς να συνομιλούν βουβά με μια επιτύμβια στήλη. Ο οικογενειακός τάφος ήταν σε καλή θέση. Κοντά στους τάφους των Φρομεντιέ και των Μαρβεζού, μεγαλιοβιομήχανους της περιοχής. Μια ψηλή ταφόπλακα από γκρίζο μάρμαρο μ' ένα σταυρό πάνω της, κι αυτόν γκρίζο, ήταν περιτριγυρισμένη από ένα χαμηλό κάγκελο με σπειροειδή μοτίβα. Πάνω στην πλάκα άστραφτε μια επιγραφή που θύμιζε την επιγραφή της επιχείρησης: «Οικογένεια Λεσουαγιέ». Πέρσι, ο παππούς είχε βάλει να ξαναχρυσώσουν τα γράμματα. Όμως, τα λουλούδια που στόλιζαν το μπροστινό μέρος του τάφου έσκυβαν κιόλας το κεφάλι. Τα είχαν βάλει εκεί για τη γιορτή των Αγίων Πάντων. Η μαμά, που δεν τα κατάφερε να 'ρθει, είχε στείλει πολύ όμορφα χρυσάνθεμα. Ύστερα από την επίσκεψη στο κοιμητήριο είχε στρωθεί μεγάλο τραπέζι στο σπίτι για τους οικογενειακούς φίλους. Δε θα γινόταν το ίδιο σήμερα γιατί ήταν μια Κυριακή σαν όλες τις άλλες. Σκυμμένες πάνω από τα χρυσάνθεμα, η γιαγιά και η θεία Μαντελέν έκοβαν τα μαραμένα φύλλα και ξερίζωναν τα αγριόχορτα που είχαν φυτρώσει μέσα στις γλάστρες. Η Συλβί τις βοήθησε στις μικροδουλειές της κηπουρικής. Ήταν σχεδόν τόσο διασκεδαστικό, όσο να παίζεις με την άμμο. Όταν όλα σιάχτηκαν, προσευχήθηκαν. Όρθια, κοντά στη γιαγιά, η Συλβί πάσχιζε να φανταστεί τον μπαμπά της που ξεκουραζόταν εκεί, μέσα σ' ένα κουτί, ανάμεσα σ' άλλους συγγενείς. Θα 'ταν στενάχωρα ανάμεσα σ' αυτές τις σανίδες, με το κρύο της πέτρας γύρω του. Αλλά κατά τη γιαγιά, οι πεθαμένοι δεν αισθάνονται τίποτε. Δεν έχουν σώμα· έχουν μόνο ψυχή. Τότε, αφού ήταν έτσι, γιατί είχαν μεταφέρει τον μπαμπά; Πρώτα τον είχαν τοποθετήσει μέσα σ' έναν προσωρινό τάφο στις Σαλάνς κι έπειτα πολύ γρήγορα το φέρετρο έφυγε για το Πουί, μέσα σ' ένα αυτοκίνητο που το 'χαν μετατρέψει σε νεκροφόρα. Η μαμά κι η Συλβί είχαν καθίσει μέσα σ' αυτό το τεράστιο γκαζοζέν, πίσω από τον οδηγό που φορούσε μαύρο κασκέτο. Η Συλβί απ' όλο το ταξίδι το μόνο που θυμάται είναι πως ανακατευόταν στις στροφές. Με μάτια κατακόκκινα, με σφιγμένα τα σαγόνια, η μαμά τη θερμοπαρακαλούσε να κρατηθεί. Πολλές φορές η νεκροφόρα σταμάτησε και χρειάστηκε να δείξουν σε κάτι κυρίους την άδεια μεταφοράς. Στο Πουί γίνηκαν πάλι τελετές. Πρώτα στην εκκλησία κι ύστερα στο νεκροταφείο. Έτσι ο μπαμπάς τάφηκε δυο φορές. Η περίπτωση ήταν σίγουρα σπάνια. Η Συλβί θα μπορούσε να το παινευτεί μπροστά σ' αυτήν την ηλίθια Ανέτ Κορντιέ, που κάθε τόσο της κοπανούσε για το θείο της τον αιχμάλωτο. Ο αγέρας φύσηξε και τύλιξε τις τρεις γυναίκες. Σταγόνες βροχής πέσαν πάνω στην ταφόπετρα. Η θεία Μαντελέν είπε πως θα 'ταν φρόνιμο να επιστρέψουν. Όμως, η γιαγιά θέλησε να μείνει ακόμα πέντε λεπτά. Τα χείλη της μασούσαν τη σιωπή. Κι ύστερα με πολλή λύπη δέχτηκε ν' απομακρυνθεί από τον τάφο. Έλεγες πως άφηνε πίσω της άνθρωπο ζωντανό. Πολλές φορές πισωγύρισε να δει. Όπως συνήθιζαν, λοξοδρόμησαν για να επισκεφτούν τον τάφο των γονιών της θείας Μαντελέν. Κι εκεί πάλι χρειάστηκε να προσευχηθούν, όμως, επειδή επρόκειτο γι' ανθρώπους που δεν τους γνώριζε, η Συλβί ούτε καν προσπάθησε να φανταστεί την αινιγματική τους παρουσία κάτω από τη γη. Έπειτα στο πέρασμά τους, όπως κάθε Κυριακή, έκαναν σύντομες στάσεις μπροστά στους τάφους μερικών φίλων. Τέλος, κατευθύνθηκαν προς την έξοδο. Η θεία Μαντελέν είχε ανοίξει την ομπρέλα της. Κουβαριασμένες και οι τρεις κάτω από τη μαύρη τέντα ξανακατέβηκαν με μικρά βήματα προς το θόρυβο και την κίνηση της πόλης.

Μόλις πρόλαβαν. Τη στιγμή που έμπαιναν στο σπίτι ξέσπασε η νεροποντή. Η θεία Μαντελέν έμεινε να φάει μαζί τους. Η Ανζέλ είχε μαγειρέψει λαχανοντολμάδες. Ο περίπατος στο νεκροταφείο είχε ακονίσει την όρεξη της Συλβί. Καταβρόχθισε. Όταν ο παππούς έλειπε, η γιαγιά γινόταν άλλος άνθρωπος. Με χαλαρωμένο πρόσωπο, με λυμένο κορμί, φλυαρούσε ελεύθερα με τη θεία Μαντελέν. Αφού ανταλλάξανε ορισμένες κρίσεις για κοινούς γνωστούς, ξαναγύρισαν στο παρελθόν. Το πιο αγαπημένο τους θέμα. Το νεκροταφείο συνεχιζόταν μέσα στο σπίτι. Για εκατοστή φορά η Συλβί άκουσε τις αναμνήσεις για τα παιδικά χρόνια του πατέρα της. Ήταν τόσο καλός μαθητής, πρώτος σε όλα, βροχή τα βραβεία. Οι καθηγητές του του πρόλεγαν ένα λαμπρό μέλλον. Ακόμα και στα σπορ άφηνε έκπληκτο το περιβάλλον του: στην ξιφομαχία, στο τένις, στο φουτμπόλ... Και τι αχόρταγος στο διάβασμα! Δεν είχε κλείσει ακόμα τα δέκα κι είχε καταβροχθίσει όλον τον Ιούλιο Βερν. Το βράδυ, έπρεπε να θυμώσει η γιαγιά για να σβήσει το φως του. Μπροστά σ' αυτόν τον πατέρα, που ήταν στολισμένος με τόσα προτερήματα, η Συλβί μετρούσε με πόνο τις δικές της ελλείψεις. Έδινε όρκο πως θα προόδευε στην ανάγνωση, στην ορθογραφία, στην αριθμητική, στη διαγωγή, για να γίνει επιτέλους άξιά του, κι ήξερε από τα πριν πως ποτέ δε θα τα κατάφερνε να γίνει ίση του. Μεγαλόπρεπος και ψυχρός τη σύντριβε με τη σκιά του, όπως ένα άγαλμα. Και η γιαγιά μιλούσε πάντα μ' απελπισία, με λατρεία. Είχε ονειρευτεί να γίνει ο γιος της παπάς. Όμως, δεν είχε κλίση. Έτσι είχε στραφεί προς την ιατρική. Το σωστό θα 'ταν να εργαστεί στο Πουί. Ωστόσο παντρεύτηκε κι εγκαταστάθηκε στις Σαλάνς, γιατί το βουνό τον τραβούσε. Αυτή η απόφαση ήταν κι η καταστροφή του. Αν είχε μείνει στο Πουί, ίσως να μην είχε πεθάνει. Λέγοντας το αυτό η γιαγιά είχε τόση θλίψη, που η Συλβί πήδηξε από την καρέκλα της κι έτρεξε να τη φιλήσει. Αυτές οι τρυφερότητες δεν άρεσαν στη γιαγιά. Σφίχτηκε και πρόσταξε στην εγγονή της να ξανακαθίσει και να τελειώσει το φαΐ της. Ύστερα από το φαγητό, η γιαγιά κι η θεία Μαντελέν εγκαταστάθηκαν στο σαλόνι, κοντά στο παράθυρο, για να διαβάσουν κάποιο βιβλίο μεγαλόφωνα. Η εκλογή τους έπεφτε πάντα σ' ένα βιβλίο ιστορίας, πολύ βαρετό. Η θεία Μαντελέν διάβαζε μέσα από τα χοντρά της ματογυάλια κι η μύτη της άγγιζε τη σελίδα. Είχε έναν τόνο τραγουδιστό κι ανάμεσα στις φράσεις ανάσαινε μ' ένα υπόκωφο σφύριγμα. Η γιαγιά άκουγε πλέκοντας. Έτσι, έφτιαχνε στοίβες μάλλινα ρούχα για τους φτωχούς της ενορίας. Ο αβάς Περικούλ της ήταν βαθιά υποχρεωμένος. Επειδή έβλεπε πολύ άσχημα, έκανε μια τρύπα με τη βελόνα της σ' ένα χαρτί, για κάθε σειρά πλέξης, κι έτσι μπορούσε να μετράει περνώντας μόνο το χέρι της πάνω στο χαρτί. Τρεις σειρές από την καλή, δυο από την ανάποδη. Της άρεσαν όσα άκουγε; Μάλλον όχι. Ίσως, ζαλισμένη από το μονότονο μουρμουρητό, να συνέχιζε να σκέφτεται τον αγαπημένο απόντα. Καθισμένη στα πόδια της πολυθρόνας, πάνω σ' ένα χαμηλό σκαμνάκι, η Συλβί έπαιζε παρακολουθώντας με την άκρη του δείχτη της τ' αραβουργήματα του χαλιού. Έπειτα, σπρωγμένη από κάποια απότομη έμπνευση, πήγε στην κουζίνα. Η Ανζέλ είχε φύγει. Κατοικούσε στην πόλη, στου γιου της και στης νύφης της που καθώς έλεγε: «ούτε σκύλος να 'μουν, έτσι μ' έχουν...». Όμως η Ερνεστίν ήταν εκεί, τέλειωνε το πλύσιμο των πιάτων. Καθώς δεν είχε «κανένα στον κόσμο», κατά την έκφρασή της, δούλευε και τις Κυριακές. Άλλωστε ζούσε μέσα στο σπίτι. Η Συλβί την κοίταζε να σκουπίζει τα πιάτα. Η βαριά μυρουδιά του λάχανου αρωμάτιζε το δωμάτιο. Όλα εδώ μύριζαν συνήθεια κι ασφάλεια. Ξάφνου η Συλβί ρώτησε: — Εσύ δεν πηγαίνεις ποτέ στην εκκλησία, Ερνεστίν; — Όχι εδώ, είπε η Ερνεστίν. Δεν έχω κανέναν από την οικογένειά μου εδώ στο Πουί. Όλοι τους είναι θαμμένοι στη Σαλέτ. Κι είναι μακριά. — Εμένα μου αρέσει πολύ να πηγαίνω στο νεκροταφείο, είπε η Συλβί. Είναι ήρεμα. Προσεύχεσαι. Και πολύ περήφανη για τις γνώσεις της πάνω σ' αυτό το θέμα πρόσθεσε:

— Φυσικά, οι πεθαμένοι δεν είναι εκεί που τους θάβουν: είναι στον παράδεισο, στο καθαρτήριο, στην κόλαση. Αυτά της είχαν μάθει στο κατηχητικό. — Εκεί βρίσκονται, αλλά βγαίνουν κιόλας, είπε η Ερνεστίν. — Πώς; — Α! Αυτό κανένας δεν το ξέρει. — Και, λοιπόν, τι κάνουν τότε; Τα μάτια της Ερνεστίν στριφογύρισαν μέσα στις κόγχες τους. Το πλαδαρό της πρόσωπο είχε μιαν έκφραση γεμάτη βαθύ μυστήριο. — Κόβουν βόλτες κοντά μας, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή. Μας βλέπουν κι εμείς δεν τους βλέπουμε. Μας σκαρώνουν φάρσες. Αυτές οι αποκαλύψεις σάστισαν τη Συλβί. Ποτέ η γιαγιά δεν της είχε μιλήσει έτσι. Ούτε ο αβάς Μορέλ, ο παπάς του σχολείου, που αυτός έπρεπε ωστόσο να τα ξέρει όλα τούτα. Η Ερνεστίν θα 'κανε λάθος. Δεν είχε σπουδάσει. Άσ' την στα πιάτα της.

Επιστρέφοντας στην κάμαρά της η Συλβί ένιωθε πως την κοίταζαν. Ήταν μόνη ανάμεσα σ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους και παρ' όλ' αυτά κάποιος παρατηρούσε όλες τις κινήσεις της. Αυτή η σκέψη την ενοχλούσε και δεν την άφηνε να παίξει με την κούκλα της. Κάθε φορά που έριχνε μια ματιά στη φωτογραφία του πατέρα της τη διαπερνούσε μια κρύα ανατριχίλα. Συλλογίστηκε πως αν είχε πεθάνει στο κρεβάτι του, ίσως να 'ταν λιγότερο λυπημένη. Όμως, καθώς έλεγε η γιαγιά «τον είχαν χτυπήσει σφαίρες εχθρικές». Η Συλβί είχε δει σ' ένα βιβλίο με εικόνες ένα στρατιώτη του Ναπολέοντα πληγωμένο στο πεδίο της μάχης. Ξαπλωμένος μέσα στο χορτάρι, έχανε το αίμα του από πολλές τρύπες και μ' ένα χέρι στην καρδιά κοιτούσε τον ουρανό. Άραγε τα ίδια είχαν συμβεί και στον μπαμπά της; Δε θα το μάθαινε ποτέ. Η μαμά, η γιαγιά, η θεία Μαντελέν, η Ερνεστίν, όταν τις ρωτούσε απαντούσαν αόριστα. Από κείνην την πλευρά όλα ήταν σιωπή κι ομίχλη. Αποφάσισε πως θα ξαναρωτούσε τη μαμά της κι άφησε την κούκλα της κι έπιασε τον αρκούδο της. Ήταν αστείος. Του έφτιαξε ένα καπέλο κλόουν με το ροζ στυπόχαρτο. Αργά, η γιαγιά τη φώναξε να πει αντίο στη θεία Μαντελέν που γύριζε σπίτι της ύστερα από τρεις ώρες κουβεντολόι κι ανάγνωση. Κατοικούσε δυο βήματα πιο πέρα, σ' ένα μικρό διαμέρισμα γεμάτο παράξενα μπιμπελό. Πάνω στα τραπέζια είχε πολλά κουτιά μουσικής και ταμπακέρες με κρυψώνες. Παρ' όλη την παρουσία αυτών των τόσων όμορφων και διασκεδαστικών αντικειμένων είχε, έλεγε η γιαγιά, μια ζωή πολύ μοναχική και θλιβερή. Αφού δεν παντρεύτηκε, φυσικά δεν είχε παιδιά. Η Συλβί αναρωτιόταν γιατί για τους μεγάλους ήταν τόσο μεγάλη δυστυχία να μην έχει κανένας παιδιά. Αγαπούσε πολύ τη θεία Μαντελέν, που είχε βλέμμα μυωπικό και βελουδένια φωνή κι ήξερε όλες τις ιστορίες της οικογένειας. — Θεέ μου, ακόμα λίγο και θα ξεχνούσα το γάλα σου, Μαντελέν, φώναξε η γιαγιά.

Η Συλβί έτρεξε να φέρει από την κουζίνα το τσίγκινο δοχείο με το γάλα της αγελάδας Μπλανσέτ. Η Μαντελέν το 'πιασε από το χερούλι, ευχαρίστησε κι υποσχέθηκε πως θα 'ρχόταν την άλλη μέρα. Όταν έφυγε η επισκέπτρια, η γιαγιά ανέβηκε στο δωμάτιο της Συλβί κι άνοιξε την εντοιχισμένη ντουλάπα που βρισκόταν στα δεξιά του τζακιού. Μέσα σ' αυτήν υπήρχαν, αποκλειστικά, τα ενθύμια του πεθαμένου. Η στολή κρεμόταν εκεί, πεντακάθαρη, καλοσιδερωμένη, με σβόλους ναφθαλίνης μέσα στις τσέπες. Την είχε αφήσει στους γονείς του ύστερα από την αποστράτευσή του. Από τότε η γιαγιά τη διατηρούσε με αποκλειστική φροντίδα. Αν ο μπαμπάς γύριζε πίσω, θα μπορούσε να ντυθεί ξανά στρατιωτικά. Καθισμένη στην άκρια της καρέκλας, με τα χέρια πάνω στα γόνατα, η Συλβί κοίταζε τη γιαγιά που έβγαζε το περίεργο χακί κοστούμι με τα μετάλλινα αστραφτερά κουμπιά και με το διπλό γαλόνι ραμμένο στα μανίκια. Η γριά κυρία το κρατούσε από την κρεμάστρα, το γυρνούσε, το παρατηρούσε μ' αυστηρό βλέμμα, το ξεσκόνιζε απαλά με τ' άλλο χέρι, με ευλάβεια. Η σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε Κυριακή, ύστερα από την επίσκεψη στο νεκροταφείο. Έτσι, το παιδί είχε την εντύπωση πως η επιστροφή του πατέρα αναβαλλόταν από βδομάδα σε βδομάδα. Αλλιώς, γιατί η γιαγιά θα έκανε τόσες ετοιμασίες για να τον υποδεχτεί; Όμως, από την άλλη δεν είχε πια κορμί. Τότε προς τι να νοιάζεται κανείς για το ντύσιμό του; Σίγουρα η Συλβί ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει. Η στολή ξαναμπήκε στη θέση της, μέσα στην εντοιχισμένη ντουλάπα. Ικανοποιημένη η γιαγιά ασχολήθηκε με την υπόλοιπη κάμαρα. Τα παιχνίδια της Συλβί ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, την έβαλε να τα συγυρίσει.

Είχε νυχτώσει όταν ο παππούς γύρισε από το κυνήγι. Κουβαλούσε ένα λαγό που, κυριολεκτικά, τους είπε, ξεπετάχτηκε μέσα από τα πόδια του. Έριξε το ζώο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Το τρίχωμά του στο ύψος του ώμου ήταν γεμάτο αίματα και στη μουσούδα του είχε μαύρους πηχτούς σβόλους. Η Συλβί κοιτούσε με φρίκη το αναίσθητο κορμί, τα στρογγυλά γυαλένια μάτια. Ξάφνου σκέφτηκε τον πατέρα της, που «τον είχαν χτυπήσει σφαίρες εχθρικές». Το στομάχι της συσπάστηκε σαν να 'θελε να κάνει εμετό κι έτρεξε στο δωμάτιό της. Σωριάστηκε στο κρεβάτι της, έχωσε το κεφάλι της μέσα στο μαξιλάρι κι έκλαψε μ' αναφιλητά δίχως να ξέρει το γιατί.

III Κατ' αρχήν το μάθημα δεν έπρεπε να κρατάει πιο πολύ από μία ώρα. Με καμπουριασμένη πλάτη, με τα δάχτυλα σφιγμένα πάνω στον κοντυλοφόρο, η Συλβί αράδιαζε στο πρόχειρό της όλους τους χρόνους του ρήματος και κάθε τόσο έριχνε ένα βλέμμα στο μικρό ρολόι που ήταν πάνω στο τραπέζι, μπροστά της. Μόνο εφτά λεπτά ακόμα. Η γιαγιά είχε αποφασίσει αυτές τις «επαναλήψεις», δυο φορές τη βδομάδα, στο σπίτι της θείας Μαντελέν. Η σχολική καθυστέρηση του παιδιού δικαιολογούσε, έλεγε, να μεταχειριστούν τα «μεγάλα μέσα». Σκυμμένη πάνω στη γραμμένη σελίδα, η θεία Μαντελέν αναστέναζε θλιμμένα σε κάθε λάθος. Όταν τέλειωσε η άσκηση είπε: — Είσαι ευχαριστημένη από τον εαυτό σου; — Όχι, είπε η Συλβί με ειλικρίνεια. — Κι όμως, προχτές μού το 'χες πει σωστά αυτό το ρήμα. — Ναι. — Λοιπόν; — Λοιπόν, το ξέχασα, θεία Μαντελέν. — Κάνε μια προσπάθεια. Στην ηλικία σου θα 'πρεπε να 'ξερες... Η φωνή της θείας Μαντελέν ήταν ικετευτική. Μιλώντας, διόρθωνε τα λάθη με κόκκινο μελάνι. Η Συλβί δεν τη φοβόταν και μάλιστα ένιωθε μια περίεργη ευχαρίστηση ακούγοντας τις επιπλήξεις της. Αυθόρμητα, γεμάτη αισιοδοξία υποσχέθηκε πως την ερχόμενη βδομάδα θα δούλευε «εντατικώς» σύμφωνα με την καθιερωμένη έκφραση της γιαγιάς. Έπειτα, λεύτερη, πήδηξε από την καρέκλα της κι έτρεξε προς το μακρύ τραπέζι, όπου η θεία Μαντελέν τοποθετούσε τα πολύτιμα αντικείμενα της συλλογής της. Ήταν η πιο ευχάριστη στιγμή του απογεύματος, η ανταμοιβή ύστερα από την προσπάθεια. Άλλωστε, η θεία Μαντελέν φαινόταν τόσο ευτυχισμένη να παρουσιάζει τα σπάνια κομμάτια, όσο κι η Συλβί να τα ξαναβρίσκει σε κάθε της επίσκεψη. Όταν ήταν ακόμα μικρή, δεν είχε το δικαίωμα να τ' αγγίζει. Τα θαύμαζε με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Τώρα, μπορούσε να τα παίρνει, να τα χαϊδεύει, να τ' αναποδογυρίζει, να τα μυρίζει. Άρπαξε ένα τάσι-κρασιού από σμιλεμένο ασήμι και διάβασε τη σκαλισμένη επιγραφή: «Εις υγείαν σας». Σ' ένα άλλο τάσι, που το χερούλι του ήταν ένας άγγελος, διάβασε την επιγραφή «Ευφραίνει την καρδίαν μου». Ένα μικροσκοπικό κουτί, χρυσό, μ' ένα σκέπασμα χαραγμένο σταυρωτά, κάποτε φύλαγε μέσα του, έλεγε η θεία Μαντελέν, τις «ελιές» που οι κυρίες κολλούσαν στο πρόσωπό τους για να φαίνονται ωραιότερες. Αλλά η προτίμηση της Συλβί ήταν ένα μπουκάλι από πορσελάνη, με ανάγλυφα λουλούδια απάνω του. Ακόμη ήταν μυστηριωδώς ποτισμένο με το άρωμα που περιείχε την εποχή των βασιλιάδων. Το ξεβούλωσε, το μύρισε. Μύριζε τόσο όμορφα, όπως τότε που η μαμά την πλησίαζε το βράδυ, όταν ζούσε ο μπαμπάς, στολισμένη για να βγει. Ξάφνου, ζήτησε να δει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες που φύλαγε η θεία Μαντελέν μέσα σ' ένα συρτάρι. Καθισμένες πλάι πλάι, πάνω σ' έναν περίεργο καναπέ με στριφτά ποδάρια, ξεφύλλιζαν αυτές τις εικόνες μιας άλλης εποχής, αρχίζοντας από τις πιο παλιές. Η θεία Μαντελέν κρατούσε αγκαλιά το κοριτσάκι, από τους ώμους. Το μάθημα είχε ξεχαστεί. Δε μάθαιναν πια γραμματική, αλλά το παρελθόν της οικογένειας. — Αυτός είναι ο θείος Προσπέρ Ντεκασσού, δεν τον γνώρισες, έλεγε η θεία Μαντελέν. Αυτή είναι η

κόρη του, η μικρή Μάρθα που πέθανε τριών χρονών, από ισπανική γρίπη... Αυτή είναι η προγιαγιά σου... Ήταν πολύ όμορφη και πολύ αυταρχική... Εδώ είναι οι τρεις γιοι της, ο μεγάλος, ο Μωρίς έγινε παπάς. Εδώ είναι η γιαγιά σου κι εγώ, την ημέρα της πρώτης μας μετάληψης... πλάι ο μεγάλος θείος σου Αλμπέρ, που πέθανε την παραμονή της κήρυξης του πολέμου... Και πάλι η Συλβί περιδιάβαινε μέσα σ' ένα κοιμητήριο. Όμως ήταν ένα χαμογελαστό κοιμητήριο. Εδώ όλος ο κόσμος έμοιαζε ευτυχισμένος και υγιής. Έμεινε άναυδη μπροστά στη φωτογραφία ενός νεαρού ζευγαριού, όρθιο, στον ήλιο, με φόντο φυλλωσιές. Κρατιόνταν από το χέρι και κοιτούσε ο ένας τον άλλον σαν ερωτευμένοι. Κάθε φορά που η Συλβί ξανάβλεπε αυτήν την εικόνα, ένιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά: ο παππούς και η γιαγιά. Ήταν αγνώριστοι. Λες και μια γομολάστιχα είχε σβήσει τις ρυτίδες τους. Λες και ποτέ τους δεν είχαν τσακωθεί. Ψιθύρισε: — Πότε ήταν αυτό; — Ου... πάει καιρός, είπε η θεία Μαντελέν. Αμέσως μετά το γάμο τους. — Παράξενα που είναι ντυμένοι. — Εκείνην την εποχή ήταν της μόδας. — Μοιάζουν ν' αγαπιούνται εδώ. Χαμογελούν. Είναι πολύ περίεργοι. — Ναι, έκανε η θεία Μαντελέν με ύφος ονειροπόλο. — Γιατί δεν είναι πια ποτέ τους έτσι; ρώτησε η Συλβί. — Γιατί γέρασαν. Όπως όλος ο κόσμος. — Θέλω να πω, γιατί δε συμφωνούν πια; Γιατί ρίχνουν μπηχτές ο ένας στον άλλον; Σκυθρώπιασε η θεία Μαντελέν, δεν απάντησε και γύρισε τη σελίδα. Η Συλβί ένιωσε πως βρισκόταν μπροστά σ' ένα από τα βαθιά μυστήρια, από τα τόσα πολλά, που υπάρχουν στη ζωή των μεγάλων. Για κείνην ο παππούς και η γιαγιά είχαν γεννηθεί γέροι, κουρασμένοι κι εχθρικοί. Ν' ανακαλύπτει πως είχαν ένα παρελθόν χαράς και νιότης την ενοχλούσε και μάλιστα την έθλιβε. Τους λυπόταν και στο νου της ερχόταν, έτσι ανεξήγητα, η καρβουνόσκονη που γλιστρούσε κάτω από τη χαραμάδα της εξώπορτας. Κι άλλες σελίδες, πολλές σελίδες του άλμπουμ, τα πρόσωπα παρουσιάζονταν μέσα σε ορθογώνια γυαλιστερά χαρτιά που έμοιαζαν με παράθυρα: και να ένας κύριος που παίζει τένις. Ο ίδιος καβάλα σε μια μοτοσικλέτα. Ο ίδιος σκαρφαλωμένος πάνω σε μια σκάλα έχοντας βάλει το χέρι του γείσο μπροστά στα μάτια του σαν σκοπός στην κορφή ενός καταρτιού. — Καημένε Μπερνάρ! είπε η θεία Μαντελέν. Η Συλβί δεν αναγνώριζε τον μπαμπά της σ' αυτόν το ζωηρούλη νεαρό. Δεν τον αναγνώρισε ούτε όταν τον είδε, στο πλάι της μαμάς, στο μπαλκόνι του διαμερίσματός τους, στις Σαλάνς. Και κείνη, πολύ μικρή, καθισμένη μπροστά τους σ' ένα σκαμνάκι. Με το βλέμμα καρφωμένο πάνω σ' αυτές τις τρεις μορφές, πάσχιζε να ξαναζήσει μια μέρα τού «τότε», με τις φωνές των γονιών της, το λουλουδάτο χαρτί της ταπετσαρίας, την τρυφερότητα και το γέλιο μέσα στο σπίτι. Ωστόσο, όσο βίαζε τον εαυτό της να ξεθάψει αυτές τις μακρινές αναμνήσεις, τόσο αυτές απομακρύνονταν απ' αυτήν. Στη θέση όσων είχε

ζήσει δεν έβρισκε παρά ένα άσπρο σύννεφο που πάνω του κουνιόνταν σκιές. Αναστέναξε: — Τι κρίμα! — Τι είναι κρίμα, μικρή μου Συλβί; — Ξαναπές μου πως ήταν στις Σαλάνς; Ο μπαμπάς ήταν συχνά μαζί μας; — Το υποθέτω, είπε η θεία Μαντελέν. Φυσικά, ως γιατρός θα 'τρεχε εδώ κι εκεί. Είχε μια τεράστια πελατεία. Οι άνθρωποι του τόπου τον αγαπούσαν πολύ. Άλλωστε και ποιος δεν τον αγαπούσε; — Έπαιζε μαζί μου; — Και βέβαια, χρυσή μου. Ήσουν παραχαϊδεμένη... Η Συλβί γλίστρησε μέσα σ' ένα όνειρο. Δυο πρόσωπα σκύβουν πάνω από το κρεβάτι της. Το ένα ολοζώντανο, το πρόσωπο της μαμάς, το άλλο χάρτινο, με το μάγουλο ακουμπισμένο πάνω στη γροθιά του δεν αναπνέει πια. — Λέγε μου κι άλλα. Δε θυμάμαι, είπε. — Πολύ φυσικό. Ήσουν τόσο μικρή όταν πέθανε ο πατέρας σου. Κοίταξε αυτήν τη φωτογραφία. Δε σου θυμίζει τίποτε; — Όχι, μουρμούρισε η Συλβί. Δεν είναι αληθινή... — Γιατί δεν είναι αληθινή; Η Συλβί ακούμπησε τις δυο παλάμες της πάνω στη φωτογραφία για να την κρύψει. — Δε θέλω να τη βλέπω, είπε με πεισματωμένο ύφος. Τα σταματάει όλα. Την κοιτάς και έπειτα τίποτε δεν κουνάει... Ξάφνου έδειξε με το δάχτυλο τον τοίχο: — Καινούριος είναι αυτός ο πίνακας; Ήταν ένα μικρό τοπίο που παρουσίαζε ένα λιβάδι πολύ πράσινο, με μιαν αγελάδα ξαπλωμένη στη μέση. — Ναι, είπε η θεία Μαντελέν. Είναι δώρο του κυρίου Πουαριέ. Το ζωγράφισε ο ίδιος. Πολύ αόριστα η Συλβί θυμήθηκε αυτόν τον κύριο Πουαριέ. Τον είχε δει στο σπίτι. Ήταν φαλακρός κι είχε μουστάκια. — Ζωγραφίζει πίνακες όλη τη μέρα; ρώτησε.

— Όχι, είναι εφοριακός επιθεωρητής. Ζωγραφίζει στις ελεύθερες ώρες του. Και ομολογώ με πολύ ταλέντο. Κοίταξε αυτό το χορτάρι πόσο γυαλιστερό είναι. Κι αυτός ο ουρανός. Το μάτι χάνεται στον ορίζοντα. — Ναι, είπε η Συλβί. Θα ήθελα πολύ να είχα έναν τέτοιο πίνακα στο δωμάτιό μου. — Τότε δεν έχεις παρά να το πεις στον κύριο Πουαριέ. Θα έρθει να φάει την ερχόμενη Κυριακή στο σπίτι σας. Και τώρα, ας διαβάσουμε λίγο. Η θεία Μαντελέν πήρε, μέσα από μια τζαμωτή βιβλιοθήκη, ένα βιβλίο κόκκινο και χρυσό: Οι αναμνήσεις ενός γαϊδάρου. Η Συλβί δεν πρόλαβε να διαβάσει δυο σελίδες και η Ερνεστίν ήρθε κιόλας να την πάρει για να γυρίσει στο σπίτι. Περπατώντας πλάι στην υπηρέτρια που την κρατούσε από το χέρι, η Συλβί σήκωνε τα μάτια και κοιτούσε τους γιγάντιους βράχους Κορνέιγ και Αιγκίλ που δέσποζαν πάνω στην πόλη. Πάνω από ένα παρτέρι από φρόνιμες στέγες, οι δυο μυτεροί τεράστιοι βράχοι υψώνονταν σαν τα χέρια ικέτη που προσεύχεται. Ό,τι ζούσε χαμηλά έμοιαζε να κατευθύνεται απ' αυτές τις ιλιγγιώδεις εκκλησίες, από την απροσπέλαστη Παναγιά, από το νεκροταφείο που ήταν στημένο τόσο ψηλά. Δε γινόταν να περπατάς μέσα στους δρόμους χωρίς να σκέφτεσαι το Θεό και τους νεκρούς.

Ξαναβρίσκοντας τον παππού και τη γιαγιά η Συλβί άκουσε πάλι να μιλάνε για τον κύριο Πουαριέ και για το γεύμα της Κυριακής. Όλος ο κόσμος έμοιαζε να δίνει μεγάλη σημασία σ' αυτήν την επίσκεψη. Συζήτησαν όλοι μαζί, με την Ανζέλ, υψώνοντας τη φωνή. Μόλις επρόκειτο για μαγείρεμα, αυτός ο θηλυκός καλοσυνάτος καλικάντζαρος ξυπνούσε και το μάτι της άστραφτε γεμάτο γνώσεις. Και έμοιαζε ξαφνικά ν' ακούει καλύτερα. Μια κι υπήρχαν περιορισμοί δεν έμπαινε θέμα για «συμπόσιον», καθώς έλεγε ο παππούς. Όμως, σε αντάλλαγμα ενός μικρού συμπληρώματος κάρβουνου στο χασάπη, κατάφερε να προμηθευτεί ένα μπουτάκι αρνί που θα το έψηναν με άσπρα φασόλια. Για το γλυκό η Ερνεστίν πρότεινε μια σαρλότ με μήλα. Η Συλβί τρελαινόταν γι' αυτό το γλυκό. Όταν τα συμφώνησαν, η γιαγιά ρώτησε την Ανζέλ για την υγεία της: — Έτσι μου φαίνεται πως σας άκουσα σήμερα το πρωί να βήχετε, Ανζέλ. Μήπως κρυώσατε; — Αυτή η βρογχίτης, κυρία, μ' εμποδίζει να παίρνω την ανάσα μου. Δε γίνεται τίποτε. — Είμαι βέβαιη πως δεν πίνετε κανονικά το σιρόπι σας. Η Ανζέλ γέλασε κι όλο το πρόσωπό της ζάρωσε: — Αλήθεια, κυρία. Το ξεχνώ καμιά φορά. — Δεν πρέπει, Ανζέλ... Μην ξεχνάτε πως την Κυριακή το πρωί χρειάζεται να 'στε στο πόδι και γερή. Η Συλβί συνόδεψε την υπηρέτρια στην κουζίνα. Εκεί, μπροστά στην Ερνεστίν, η Ανζέλ βάλθηκε ν' αραδιάζει με συγκινητικά λόγια την ευγένεια της κυρίας που νοιαζόταν για την υγεία της. Έπειτα, πιάνοντας ένα μπουκάλι από την ντουλάπα, ήπιε μια κουταλιά γεμάτη σιρόπι. Η Συλβί θέλησε να το δοκιμάσει κι αυτή. Ένα υγρό, στυφό και γλοιώδες, της πασάλειψε τη γλώσσα. Ζήτησε μια καραμέλα

για να της φύγει αυτή η γεύση. — Είναι η τελευταία, είπε η Ανζέλ δίνοντάς της μισή καραμέλα. Η Συλβί έγλειψε την καραμέλα πολύ αργά, τη μίκρυνε χωρίς να τη σπάσει, ξαπόστελνε από το ένα μάγουλο στο άλλο το πλούσιο σάλιο της, κι όταν τέλειωσε, ζήτησε τη συνταγή της σαρλότ με τα μήλα. Ανυπομονούσε, ξάφνου, να συναντήσει τον κύριο Πουαριέ. Η βδομάδα της φάνηκε ατέλειωτη. Την Κυριακή το πρωί έδωσε ιδιαίτερη φροντίδα στο ντύσιμό της. Πάντα το ίδιο φουστάνι με το σκωτσέζικο ύφασμα, όμως άλλαξε λίγο χτενισιά. Έβαλε το πιαστράκι πιο ψηλά κι αυτό της ελευθέρωσε το μέτωπο. Κανένας δεν το πρόσεξε κι όμως, όταν κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τον έβλεπε σαν να 'ταν κοπέλα. Πήγαν στη λειτουργία και στο νεκροταφείο, με τη θεία Μαντελέν όπως συνήθως, ωστόσο στάθηκαν λιγότερη ώρα μπροστά στους τάφους. Η Συλβί αναρωτήθηκε μήπως ο μπαμπάς θύμωνε μαζί τους που συντόμεψαν την επίσκεψη. Ούτε η γιαγιά ούτε η θεία Μαντελέν φάνηκαν να το σκέφτηκαν. Σίγουρα, η προοπτική της υποδοχής του κυρίου και της κυρίας Πουαριέ ακόμα και για το υπερπέραν ήταν μια ισχυρή δικαιολογία. Πότισαν τις γλάστρες, ψέλλισαν μια προσευχή και στο άψε σβήσε κατέβηκαν τη λεωφόρο του νεκροταφείου για να πάνε στην καινούρια πόλη.

Οι επισκέπτες έφτασαν στις δωδεκάμισι. Ξαναβλέποντας τον κύριο Πουαριέ, η Συλβί σάστισε και πάλι από την αντίθεση του ξεγυμνωμένου κρανίου με το φουντωμένο μουστάκι... Λες κι όλες οι τρίχες που θα έπρεπε να υπάρχουν πάνω στο κεφάλι του είχαν φυτρώσει κατά λάθος, κάτω από το στόμα του. Ένα φαρδύ μασούρι από ξανθές τρίχες κυριαρχούσε πάνω στα χείλη του και ξεχείλωνε τα μάγουλά του. Ήταν κοντός και το σαγόνι του ακουμπούσε πάνω σ' ένα παπιγιόν μπλε με κόκκινες βούλες. Στο πλάι του, η γυναίκα του, μεγάλη σαν άντρας, χαμογελούσε ανοιχτόκαρδα ξεσκεπάζοντας τα ούλα της. Είχαν φέρει έναν πίνακα τυλιγμένο σ' ένα καραβόπανο. Οπωσδήποτε επρόκειτο για δώρο, σαν εκείνο της θείας Μαντελέν. Ωστόσο, αυτός ο πίνακας είχε τόσο μεγάλες διαστάσεις που ο κύριος Πουαριέ χρειάστηκε να τον πιάσει με τα δυο του χέρια για να τον μεταφέρει στο σαλόνι. Τον τοποθέτησε, πάντα τυλιγμένο, πάνω σε μια καρέκλα, απέναντι από το παράθυρο. Όλος ο κόσμος στάθηκε μπροστά του με ανυπόμονες, λαίμαργες εκφράσεις. Η γιαγιά έσκυψε στ' αυτί της Συλβί και της ψιθύρισε: — Είναι μια έκπληξη για σένα, παιδί μου. Η Συλβί, μέσα σε μιαν πυρετώδη αναμονή, είχε αποχαυνωθεί. Τι να 'χε ζωγραφίσει, άραγε, ο κύριος Πουαριέ; Ένα πράσινο λιβάδι με όμορφες κοκκινωπές κι άσπρες αγελάδες σαν στον πίνακα της θείας Μαντελέν; Ένα πορτοκαλί ηλιοβασίλεμα πάνω στην πόλη Πουί; Ο καλλιτέχνης δε βιαζόταν, όλος χαρά να παρατείνει μιαν αναμονή τόσο κολακευτική. Με αργές κινήσεις, άνοιγε μία μία τις παραμάνες που κρατούσαν το σκέπασμα. Κι ύστερα, με μια κοφτή κίνηση, τράβηξε το καραβόπανο και το πέταξε χάμω. Η Συλβί έβαλε μια φωνή. Με το κεφάλι γυρτό, το μάγουλο ακουμπισμένο στη γροθιά του, ο πατέρας της την κοιτούσε ατάραχος. Ήταν η φωτογραφία του κομοδίνου της, μεγεθυσμένη σ' ανθρώπινες διαστάσεις, χρωματιστή, ζωντανεμένη, εφιαλτική. Ο κύριος Πουαριέ είχε αντιγράψει σχολαστικά τη χωρίστρα των μαλλιών, τις ρίγες του πουκάμισου, ακόμα και κάθε μόριο του δέρματος. Σ' αυτό το ρόδινο και λείο πρόσωπο τα μάτια, σημαδεμένα μ' ένα φωτεινό σημείο στην καμπύλη της κόρης, σου θύμιζαν με την ακινησία τους, το βλέμμα που έχουν τα νυκτόβια πουλιά. Ένα επιχρυσωμένο κάδρο, με ανάγλυφα σχήματα, έκλεινε τον πίνακα. Όλοι σώπαιναν σαστισμένοι. Έπειτα, ο παππούς πήρε μια βαθιά ανάσα για να πνίξει τα δάκρυά του και να σκληρύνει τη φωνή του.

— Ε, λοιπόν, αγαπητέ μου, τι μπορώ να σας πω; Είναι υπέροχο! Όχι μόνο συλλάβατε την ομοιότητα, αλλά δώσατε και περισσότερη ζωή στον πίνακα απ' όση είχε η φωτογραφία μας από την οποία εμπνευστήκατε. Κι η γιαγιά κρατιόταν για να μην κλάψει. Το πρόσωπό της δίσταζε ανάμεσα στην απόγνωση και την ευτυχία, στον πόνο και την ευγνωμοσύνη. — Ναι ναι, ψέλλισε επιτέλους. Είναι ίδιος ο Μπερνάρ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ μ' όλη μου την καρδιά. Έσφιξε τα χέρια του ζωγράφου. Ο κύριος Πουαριέ πανευτυχής κουνούσε το κεφάλι ακούγοντας τα κομπλιμέντα. Η θεία Μαντελέν, με τα ματογυάλια της θολά, υπερθεμάτισε με φωνή σπασμένη: — Είναι θαυμάσιο και συγχρόνως φοβερό να τον ξαναβλέπεις έτσι. — Ακολούθησα τις υποδείξεις σας για το χρώμα των μαλλιών του, είπε ο κύριος Πουαριέ μιλώντας στη γιαγιά. Μήπως είναι πολύ ανοιχτά; — Καθόλου, είπε η γιαγιά. — Κι όμως, ίσως να 'ναι λίγο ανοιχτά, είπε ο παππούς. Η γιαγιά θύμωσε: — Φυσικά, πάλι θα με διαψεύσετε, Ιππόλυτε! Να ξέρετε πως θυμάμαι θαυμάσια το χρώμα των μαλλιών του γιου μου, ήταν καστανά με κόκκινες ανταύγειες, όπως στον πίνακα. Έτσι δεν είναι, Μαντελέν; Αναγκασμένη να δώσει τη μαρτυρία της, η θεία Μαντελέν ψέλλισε: — Νομίζω... πράγματι... Ο παππούς της έριξε ένα βλέμμα θλιβερά σαρκαστικό και πλησιάζοντας τη Συλβί ρώτησε: — Και συ, Συλβί, ποια είναι η γνώμη σου; Δεν ακούστηκες. Από την αρχή της συζήτησης, η Συλβί δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το βλέμμα της από τον πίνακα. Από μακριά, τα μάτια του πατέρα της της έριχναν ένα παγερό φως που την πέτρωνε. Άλλοτε, μπροστά στη φωτογραφία, ένιωθε ελεύθερη να πηγαινοέρχεται, να σκέφτεται. Αντίθετα, μπροστά σ' αυτό το πορτρέτο με τις φυσικές διαστάσεις, με τα χρώματα, ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά σ' ένα δικαστή που ήξερε τα πάντα γι' αυτήν και που δεν την αγαπούσε. Η ραχοκοκαλιά της ανατρίχιασε. Θυμήθηκε την απαίσια Ανέτ Κορντιέ που κάποτε της είχε βάλει στο λαιμό ένα σκουλήκι. Παραξενεμένος με τη σιωπή της, ο παππούς ξαναρώτησε: — Όμορφο δώρο μάς έκανε ο κύριος Πουαριέ, έτσι δεν είναι, Συλβί; — Όχι, έκανε με προσπάθεια.

— Τι λες; φώναξε η γιαγιά. Δε σου αρέσει αυτό το πορτρέτο; — Όχι!... — Μα γιατί; — Μοιάζει κακός, είπε η Συλβί. Και ξάφνου η οργή την έπνιξε. Ενάντια στο ζωγράφο, ενάντια στην κυρία Πουαριέ, ενάντια στη γιαγιά, στον παππού, στη θεία Μαντελέν. Όλοι μαζί είχαν συμφωνήσει να την κάνουν να υποφέρει. — Λες ανοησίες, τη μάλωσε η γιαγιά. Ο κύριος Πουαριέ έλαβε τον κόπο να κάνει ένα θαυμάσιο πορτρέτο του καημένου του πατέρα σου κι εσύ αντί να τον ευχαριστήσεις, τολμάς... Αμέσως να του ζητήσεις συγγνώμη. — Μα δεν πειράζει! είπε ο κύριος Πουαριέ μ' ένα μεγαλόψυχο χαμόγελο. Παιδί είναι. — Σας παρακαλώ. Η συμπεριφορά της είναι απαράδεκτη. Λοιπόν, Συλβί, περιμένω. Τα σαγόνια της Συλβί σφίχτηκαν. Το κεφάλι της άδειασε από κάθε ευγενική λέξη. Είχε την εντύπωση πως από εδώ και μπρος δε θα μπορούσε να πει παρά μόνο όχι. Και, πράγματι, μ' αποφασιστικότητα πρόφερε: — Όχι, γιαγιά. Τα μάτια της γιαγιάς άστραψαν πίσω από τους κυρτούς φακούς των γυαλιών της. Η κρεατοελιά έτρεμε πάνω στο αριστερό της μάγουλο. — Ανέβα στο δωμάτιό σου, είπε. Δε θα φας το μεσημέρι. Σπρωγμένη από τα δάκρυα σαν από ένα κύμα, η Συλβί πετάχτηκε έξω από το σαλόνι, ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα που έτριξε και βρέθηκε ξαπλωμένη, μπρούμυτα, πάνω στο χαλί, στα πόδια του κρεβατιού της, με τον αρκούδο Καζιμίρ στην αγκαλιά της. Δεν επαναστατούσε ενάντια στην τιμωρία. Αντίθετα, έβρισκε πως της άξιζε. Δεν μπορούσε, ωστόσο, για ν' αρέσει στους μεγάλους, να δηλώσει πως της άρεσε αυτό το πορτρέτο που της προκαλούσε φρίκη. Με τα χαρακτηριστικά του πατέρα της, κάποιος ξένος είχε εισχωρήσει μέσα στο σπίτι. Κανένας δεν τον πήρε είδηση έξω από την ίδια. Κλαίγοντας, αναστενάζοντας, άκουγε να 'ρχεται από κάτω μια βαβούρα από ομιλίες και ο θόρυβος των πιάτων. Το βαρύ βήμα της Ερνεστίν, που πηγαινορχόταν από την κουζίνα στην τραπεζαρία, έκανε το σανιδένιο κεφαλόσκαλο να τρίζει. Η όμορφη μυρουδιά του αρνιού γλιστρούσε κάτω από την πόρτα. Με το στομάχι άδειο, η Συλβί αναρωτιόταν πότε και πώς η εξορία της θα 'παιρνε τέλος. Με τη φαντασία της είδε τη μαμά της να καταφτάνει απρόσμενα και να δίνει άδικο στη γιαγιά, να διώχνει τον κύριο Πουαριέ με τον πίνακά του, να γεμίζει φιλιά την κόρη της και, αστραφτερή, αρωματισμένη, αιθέρια, να την πηγαίνει σ' ένα εστιατόριο για να φάνε πάστες όλο κρέμα. Τι όμορφη μέρα θα περνούσαν μαζί, μακριά απ' αυτούς τους γέρους. Ακουμπισμένη πάνω στους αγκώνες της, η Συλβί τέντωσε τ' αυτιά κάνοντας τάχα πως περιμένει κάποιο κουδούνισμα, που θ' αντηχούσε από τη μια στιγμή στην άλλη και που θα προκαλούσε επιφωνήματα και καλωσορίσματα. «Θεέ μου, Ζυλιέτ! Τι έκπληξη! Έπρεπε να μάς προειδοποιήσετε!»

Όμως, οι μόνοι θόρυβοι που ανέβαιναν από τα βάθη του σπιτιού ήταν οι θόρυβοι του τραπεζιού... Τώρα θα 'πεφταν πάνω στη σαρλότ. Άραγε η Ερνεστίν θα σκεφτόταν να της κρατήσει λίγη για το βράδυ; Ξάφνου, βήματα έτριξαν πάνω στο σανιδένιο πάτωμα, η πόρτα άνοιξε, η γιαγιά παρουσιάστηκε. Το πρόσωπό της ήταν σκληρό: — Το σκέφτηκες καλά; είπε. — Ναι, ψέλλισε η Συλβί. — Ο κύριος Πουαριέ επιμένει να έρθεις στο τραπέζι. Βασίζομαι σε σένα να εκδηλώσεις ειλικρινά τη μετάνοιά σου για να ξεχαστεί η αναίδειά σου. Ακολούθησέ με. Μπαίνοντας μέσα στην τραπεζαρία η Συλβί ένιωσε όλα τα βλέμματα που έπεφταν πάνω της σαν σφιχτοπλεγμένο δίχτυ. Φυλακισμένη των μεγάλων έπρεπε ν' αποδεχτεί το νόμο τους. Έκανε το γύρο του τραπεζιού, τους φίλησε όλους, όμως δεν είπε τίποτε το ιδιαίτερο στον κύριο Πουαριέ. Άλλωστε, αυτός φαινόταν πολύ ευχαριστημένος έτσι. Το συμβάν είχε λήξει. Η συζήτηση ξανάρχισε, ζωηρή, κι όλο γέμιζαν τα ποτήρια μ' άσπρο κρασί. Καθισμένη στην άκρη του τραπεζιού, η Συλβί έλαβε το μερίδιό της από τη σαρλότ. Κανένας δεν την πρόσεχε. Πίσω από την πλάτη της, η πόρτα του σαλονιού ήταν ορθάνοιχτη. Στράφηκε κι είδε τον πίνακα πάνω σε μια καρέκλα. Ένα ατσάλινο βλέμμα τη διαπέρασε. Γρήγορα, ξαναγύρισε στο πιάτο της. Αυτό που έτρωγε δεν είχε γεύση. Ήταν αλατισμένο, γλυκό; Τι σημασία; Προσπάθησε να ενδιαφερθεί για τους μεγάλους. Γέρικα στόματα, γύρω της, άνοιγαν για να μασήσουν, να πιουν, να μιλήσουν. Μια βαβούρα από λέξεις την έζωνε, σαν σμήνος από σφήκες. Μιλούσαν για τέχνη κι ο κύριος Πουαριέ είπε με δύναμη πως ο ζωγράφος ήταν ο σκλάβος κι όχι ο άρχων της φύσης, πως έπρεπε ν' αντιγράφει μέσα σε ταπεινοφροσύνη κι όχι να εμπνέεται εγωιστικά. Έπειτα ανάφεραν τις δυσκολίες του επισιτισμού. Η επαναφορά του δελτίου στο ψωμί, στις αρχές του 1946, τους εξέπληξε. Το κρέας ήταν σπάνιο και οι τιμές ανέβαιναν. Σπάνιζε και το κάρβουνο. Από τότε που ο στρατηγός Ντε Γκωλ είχε εγκαταλείψει την αρχή, όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι έμποροι της μαύρης αγοράς είχαν το πεδίο ελεύθερο και δρούσαν. Αυτή η έκφραση «μαύρη αγορά» παραξένευε τη Συλβί κι ας γνώριζε την έννοιά της. Φαντάστηκε νέγρους να κουβαλάνε δέματα πάνω στους ώμους τους μέσα σ' ένα τούνελ. Και πάλι γύρισε το κεφάλι. Ο πατέρας της δεν την άφηνε από τα μάτια. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, δε μιλούσε. Όμως τ' άκουγε όλα, τα 'βλεπε όλα. Γιατί να 'ναι η μόνη που υπόφερε απ' αυτήν την παρουσία; Η γιαγιά ακτινοβολούσε, λες και της είχαν δώσει πίσω το γιο της. Ο καφές σερβιρίστηκε στο σαλόνι. Η κυρία Πουαριέ επέμενε να δώσει μερικά δελτία ψωμιού. Δεν την πείραζε, έλεγε. Τούτο το μήνα είχε «άνεση». Η γιαγιά αρνήθηκε με περηφάνια. Κι έπειτα όλος ο κόσμος συζήτησε για το πού θα κρεμούσαν τον πίνακα. Η γνώμη όλων ήταν πως έπρεπε να του διαθέσουν μια τιμητική θέση, στον τοίχο, πάνω από τον καναπέ. Έβγαλαν τον πίνακα που υπήρχε μια κυρία μ' ένα φόρεμα Λουδοβίκου XV και με πλούσια περούκα- και στη θέση του, ο παππούς κι ο κύριος Πουαριέ κράτησαν με τα χέρια τους το καινούριο πορτρέτο. Η εντύπωση ήταν συγκλονιστική. Μεμιάς ο μπαμπάς ήταν σαν στο σπίτι του. Από την υψηλή θέση του κυριαρχούσε μέσα στο δωμάτιο. Η Ερνεστίν έφερε ένα σφυρί και γάντζους. Ο παππούς τράβηξε τον καναπέ από τον τοίχο και σκαρφάλωσε πάνω σ' ένα σκαμνί. Η γιαγιά τον καθοδηγούσε με τις συμβουλές της: — Λίγο πιο χαμηλά... Πιο δεξιά. Όχι, εκεί είναι πολύ, Ιππόλυτε... επίτηδες το κάνετε... Ακούστε τι σας λέω. Ο παππούς κάρφωσε το γάντζο, κρέμασε τον πίνακα, τον ίσιωσε τραβώντας τον σπάγκο που τον

βαστούσε, κατέβηκε από το σκαμνί κι έσπρωξε πάλι τον καναπέ στη θέση του. Όλα εντάξει. Όλοι χαίρονταν. Η Συλβί σκέφτηκε πως μια καινούρια δοκιμασία άρχιζε γι' αυτήν. Από δω και πέρα θα 'πρεπε να μάθει να ζει κάτω από το βλέμμα αυτουνού του παρείσακτου. Δε βαριέσαι: θα φρόντιζε ν' αποφεύγει όσο γινόταν να μπαίνει στο σαλόνι. Ο κύριος Πουαριέ είχε ξαναφέρει, μέσα σ' ένα φάκελο, τη φωτογραφία που του είχε χρησιμέψει για να ζωγραφίσει τον πίνακά του. — Σας επιστρέφω ό,τι σας ανήκει, είπε στη γιαγιά.

Η Συλβί πήγε πάλι στην κάμαρά της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Έμεινε εκεί, πολλή ώρα, αποχαυνωμένη, χωρίς λύπη και χωρίς χαρά. Είχε σκοτεινιάσει όταν η Ερνεστίν ήρθε να τη φωνάξει για να χαιρετίσει τον κύριο και την κυρία Πουαριέ που έφευγαν. Η κυρία Πουαριέ, κρατώντας το καραβόπανο διπλωμένο κάτω από τη μασχάλη της, έσκυψε για να φιλήσει τη Συλβί. Ο κύριος Πουαριέ έκανε το ίδιο. Το χοντρό του μουστάκι την τσίμπησε. Της ήρθε στο νου το βουρτσάκι των νυχιών.

IV Ξύπνια, πιο νωρίς από το κανονικό της, η Συλβί άκουσε μέσα στο σκοτάδι το σανιδένιο πάτωμα να τρίζει. Όπως το 'χε συνήθειο, η γιαγιά είχε κιόλας σηκωθεί. Ξυπνούσε από τα χαράματα, πριν απ' όλους, για να πάει στη λειτουργία των έξι. Έτοιμη να ξαναβυθιστεί μέσα στον ύπνο της, το κοριτσάκι ένιωσε μιαν επείγουσα ανάγκη, πήδηξε από το κρεβάτι κι έτρεξε στην τουαλέτα που βρισκόταν στο ίδιο πάτωμα. Βγαίνοντας από το μέρος, αφού τράβηξε το καζανάκι, πλησίασε την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου κι έριξε μια ματιά. Η γιαγιά, μέσα σε μια φαρδιά νυχτικιά άσπρη, με σκυφτό το κεφάλι και τον κότσο ξέμπλεκο, βούρτσιζε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη. Κρέμονταν στο πλάι, σαν κοκκινωπή κουρτίνα. Το μάκρος κι η στιλπνότητά τους παραξένεψαν τη Συλβί. Γριά στο πρόσωπο, η γιαγιά ήταν νέα στα μαλλιά. Η βούρτσα της γλιστρούσε με δύναμη πάνω σ' αυτήν την πλούσια κόμη. Βλέποντας το είδωλο της εγγονής της μέσα στον καθρέφτη, ζάρωσε τα φρύδια και ρώτησε: — Τι γυρεύεις εδώ; — Πήγα στο μέρος, είπε η Συλβί. — Τρέχα γρήγορα να ξαπλώσεις. Δεν είναι ώρα... Όμως η Συλβί στεκόταν καρφωμένη, γοητευμένη. — Τι όμορφα που είναι τα μαλλιά σας έτσι! είπε. Η γιαγιά φάνηκε θυμωμένη μ' αυτήν την παρατήρηση, δεν είπε τίποτε, κι άρχισε να πλέκει με απότομες κινήσεις τα μαλλιά της. Οι πλεξούδες μπλεγμένες η μια με την άλλη, τσιτωμένες, σε λίγο γίνηκαν ένα ευλύγιστο φίδι που το 'στριψε πίσω από το κεφάλι της και το στερέωσε με φουρκέτες. Όταν ο κότσος στάθηκε στη θέση του, η γιαγιά ξανάγινε απροσπέλαστη. Δεν είχε πια ηλικία. Τα μόνα καθήκοντά της ήταν να διευθύνει, να προσεύχεται, να μαλώνει. Η Συλβί ένιωσε θλίψη και γύρισε βιαστική στην κάμαρά της. Αδύνατο να τα καταφέρει να κοιμηθεί έχοντας, μέσα στα μάτια της, το όραμα της γιαγιάς στην πρωινή ατημελησιά της. Από το κρεβάτι της την άκουσε να φεύγει για την εκκλησία. Στην επιστροφή της, η γιαγιά μάλωσε την Ερνεστίν που δεν είχε ακόμα ετοιμάσει το πρωινό. Η Συλβί είχε φάει το ψωμί της με τη μαρμελάδα, κι ετοιμαζόταν να ξεκινήσει για το σχολείο, όταν η γυναίκα του Φρανσουά, η Λυσιέν, ήρθε να πάρει το γάλα της στην κουζίνα. Συνήθως ερχόταν αποβραδίς. Δικαιολογήθηκε στη γιαγιά: — Δεν τα κατάφερα να έρθω χτες, κυρία. Το τελευταίο μου έκανε εμετό. Σήμερα το πρωί πάει καλύτερα. Μήπως ήρθα αργά; — Μα όχι, καλή μου Λυσιέν, είπε η γιαγιά. Το ξέρετε πως πάντα σας κρατάμε το γάλα σας. — Αχ, ευχαριστώ, κυρία, ψέλλισε η Λυσιέν. Τι θα 'κανα αν δεν σας είχα; Είστε τόσο καλή για όλους μας. Ήταν ένα πλάσμα μπασμένο, αδύνατο, με μυτερή μούρη σαν του ποντικού. Η φουσκωμένη της κοιλιά

ξεμυτούσε μέσα από τα φύλλα ενός παλιού πανωφοριού της γιαγιάς, που έκλεινε μόνο μ' ένα κουμπί πάνω στο στήθος. Η Συλβί ήξερε πως μέσα σ' αυτήν την κοιλιά κρυβόταν ένα παιδί. Το έκτο. Η γιαγιά έλεγε πως ήταν τρέλα, πως έπρεπε να σταματήσουν. Όμως, πώς μπορούσε να σταματήσει κανείς μια και τα μωρά τα 'στελνε ο Θεός; Η Λυσιέν βγήκε με την Ερνεστίν και τη Συλβί. Μαζί πήραν το δρόμο που οδηγούσε στην παλιά πόλη. Η Λυσιέν περπατούσε σαν πάπια, με ανοιχτά τα πόδια και με τη φουσκωμένη κοιλιά μπροστά. Όταν εξαφανίστηκε σε κάποιο δρόμο κάθετο, για να επιστρέψει σπίτι της με το γάλα της, η Συλβί ρώτησε την Ερνεστίν: — Πότε θα το 'χει; — Σύντομα. — Πώς θα βγει; Τα λόγια αυτά έκαναν το πρόσωπο της Ερνεστίν να σκυθρωπιάσει κι είπε με ύφος στεγνό: — Μια μέρα η κοιλιά θα ξεφουσκώσει και το μωρό θα βρεθεί μέσα στην κούνια του. Αυτή η εξήγηση έβαλε σε σκέψεις τη Συλβί. Στο σχολείο, την έπιασε τρομάρα γιατί δεν είχε μάθει απέξω το ποίημά της. Ωστόσο, στάθηκε τυχερή και δεν τη σήκωσαν. Ευχαρίστησε το Θεό, λέγοντας μια βουβή προσευχή τη στιγμή που έβγαινε από το σχολείο. Η Ερνεστίν που την περίμενε πάνω στο πεζοδρόμιο, ήταν αναστατωμένη: ο Φρανσουά είχε πιει περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Είχε πέσει χάμω στην αυλή και «το κρανίο του είχε σπάσει». — Χρειάστηκε να πάει στο φαρμακοποιό για να του το δέσει, είπε η υπηρέτρια. Ο παππούς σου είναι έξω φρενών. Ίσως να τον διώξει. — Α! Όχι αυτό, όχι! φώναξε η Συλβί.

Άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Όταν μπήκε σαν σίφουνας μέσα στο γραφείο, ο Φρανσουά στεκόταν όρθιος, ζαρωμένος με την τραγιάσκα στο χέρι, μπροστά στον παππού που ήταν θρονιασμένος, αυστηρός, πίσω από το γραφείο του. Ο Φρανσουά είχε στο μέτωπο έναν άσπρο επίδεσμο, ορθογώνιο, κολλημένο με τσιρότο. Η μύτη του φάνηκε στη Συλβί πιο πρησμένη και πιο μελανιασμένη από τις άλλες φορές. Η θεία Μαντελέν, καρφωμένη στη γραφομηχανή της, έκανε νόημα στη Συλβί να φύγει. Όμως το κοριτσάκι δεν το κούνησε. Ήθελε να δει τη συνέχεια. — Άφησέ μας, Συλβί, είπε ο παππούς κοφτά. Τότε μόνο δέχτηκε να υπακούσει και βγήκε από το δωμάτιο. Στεναχωρημένη, έβαζε με το νου της την αναχώρηση του Φρανσουά, με το κεφάλι σκυφτό, διωγμένο από τον παράδεισο. Την απελπισία της γυναίκας του που θα 'χανε το μεροκάματο, τα πέντε παιδιά της -σύντομα έξι- αναγκασμένοι να ζητιανεύουν μέσα στους δρόμους. Όταν ο παππούς θ' ανέβαινε για να φάει, θα τον

θερμοπαρακαλούσε να συγχωρέσει το δυστυχισμένο. Μίλησε στη γιαγιά και κείνη συμφώνησε μαζί της: δε γινόταν να ρίξουν μιαν ολόκληρη οικογένεια σε τέτοια ανέχεια. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν να υπερασπιστούν τον Φρανσουά. Από τις πρώτες κουβέντες τους, ο παππούς τις σταμάτησε. — Ποτέ μου δεν είχα την πρόθεση να τον διώξω, είπε. Μόνο που του χρειαζόταν ένα μάθημα. Του τα είπα από την καλή. Σωστή πλύση εγκεφάλου. Η Συλβί φαντάστηκε τον παππού σκυμμένο πάνω από το Φρανσουά, να του πλένει με σαπουνάδα το κεφάλι μ' όλα του τα δάχτυλα. Αυτή η εικόνα τη γέμισε χαρά. Και η γιαγιά έμοιαζε ευχαριστημένη. Η θεία Μαντελέν θα 'τρωγε μαζί τους. Έτρωγε σαν πουλάκι κι έπαιρνε σταγόνες πριν από το γεύμα. Στο τραπέζι πάλι ξαναμίλησαν για το Φρανσουά και για τη ροπή του στο κρασί. — Είμαι σίγουρος πως θα ξαναρχίσει, είπε ο παππούς. Είναι ένας αδιόρθωτος αλκοολικός. — Κι εγώ είμαι σίγουρη πως θα διορθωθεί, είπε η γιαγιά. Εφόσον σας το υποσχέθηκε... — Δε βαριέσαι... υποσχέσεις μεθύστακα... αναστέναξε ο παππούς με μια αδιάφορη κίνηση του χεριού. Έπειτα από το γεύμα, ήπιε αργά τον καφέ του, ένα ποτηράκι λικέρ κι άναψε ένα πούρο. Η Συλβί σκαρφάλωσε στα γόνατά του. Ήταν σοφός, ήταν δυνατός, ήταν δίκαιος. Της άρεσε να μυρίζει πάνω του τη μυρωδιά του καπνού. Το βράδυ, έγινε στο σπίτι κι ένα άλλο σημαντικό γεγονός. Όταν γύρισε από το σχολείο η Συλβί βρήκε τη γιαγιά έξω φρενών κι απελπισμένη μαζί, γιατί είχε αφήσει να της πέσουν τα γυαλιά της την ώρα που τα καθάριζε. Ένας φακός είχε ραγίσει. Η θεία Μαντελέν επέμενε να τα δώσει στον οπτικό τού Πουί να της τα επιδιορθώσει, τον κύριο Λεμύρ, που ήταν τόσο ικανός. Όμως, η γιαγιά αρνιόταν πεισματικά. Θα 'λεγες πως της άρεσε να 'χει ενοχλήσεις στην όραση. Αποδεχόταν αυτή την ατυχία σαν μια χριστιανική τιμωρία. — Είμαι πολύ καλά έτσι! έλεγε. Μόλις που μ' ενοχλεί. Θα συνηθίσω. Και με τα σπασμένα γυαλιά πάνω στη μύτη της, κοιτούσε γύρω της μ' αόριστο βλέμμα. — Είσθε γελοία, Κλαρίς! της είπε ο παππούς. — Το ξέρω, Ιππόλυτε, απάντησε με φωνή μεταλλική. Μου το είπατε τόσες φορές. Η Συλβί πρόβλεψε τη θύελλα και πήγε στην κάμαρά της. Τη μεθεπόμενη η γιαγιά πήγε στον οπτικό για να της διορθώσει τα γυαλιά. Είχε αντέξει δυο μέρες.

V Εικοστή πρώτη ανάμεσα σε είκοσι τρεις. Η Συλβί, επιστρέφοντας με την Ερνεστίν στο σπίτι, αναμασούσε αυτήν τη θλιβερή είδηση. Την αποτυχία την περίμενε, για κάτι άλλο ήταν σκοτισμένη. Αναγγέλλοντας, έτσι μεμιάς, το γεγονός στον παππού και στη γιαγιά, υπήρχε φόβος να τους προκαλέσει κάποιο σοκ και, ποιος ξέρει, σαν απάντηση ίσως να την τιμωρούσαν. Ωστόσο, με την άδεια της γιαγιάς, είχε προσκαλέσει τη Μαρτίν Ντεντορά για την Πέμπτη τ' απόγεμα, δηλαδή αύριο. Η πιο στοιχειώδης φρόνηση απαιτούσε να περιμένει πρώτα να περάσει το απόγεμά της με τη φίλη της κι ύστερα ν' αποκαλύψει στην οικογένεια τον κακό βαθμό που είχε πάρει στην έκθεση. Αγόρια έτρεχαν στο δρόμο και μονομαχούσαν ανόητα με τους χάρακές τους. Νόμιζαν πως ήταν σωματοφύλακες. Όπως τα προσπερνούσε της φώναξαν διάφορα πειράγματα. Τους περιφρόνησε. Ανήκαν στον κόσμο της αγορίστικης αταξίας κι ανοησίας. Ανάμεσα στις βρομοκουβέντες τους ένιωθε υπέροχα κορίτσι, με τα μακριά μαλλιά της και τις απαλές σκέψεις της. Μόλις μπήκε στο σπίτι, πήγε να δει τον Τόμπυ στην αυλή. Την υποδέχτηκε με χαρούμενους πήδους. Εργάτες βαστώντας σάκους πάνω στους ώμους φόρτωναν ένα καμιόνι. Ένας σβόλος κάρβουνο κύλησε στη γη. Η Συλβί τον σήκωσε, τον πέταξε ψηλά κι ο Τόμπυ τον ξανάφερε μέσα στο στόμα του, τόσο προσεχτικά, λες κι ήταν κυνήγι. Δέκα φορές ξανάρχισε αυτό το παιχνίδι κι έπειτα η Συλβί κάθισε σ' ένα σκαλοπάτι κι έσφιξε το σκύλο πάνω στα γόνατά της. Πώς, ο παππούς κι η γιαγιά που ήταν τόσο καλοί, δεν καταλάβαιναν την αδικία να τον αφήνουν έξω; Όταν θα μεγάλωνε, θα 'χε δυο σκύλους, όχι, έξι σκύλους και θα κοιμόντουσαν όλοι μέσα στην κάμαρά της. Και γάτες. Και πουλιά. Μια απέραντη βίλα γεμάτη ζώα κοντά σε μια λίμνη. Η Ερνεστίν ήρθε και την τράβηξε από τον κόσμο της, μέσα από παφλασμούς κυμάτων και φωνές παπαγάλων. Η γιαγιά τη φώναζε να πάει στο σαλόνι, να γράψει στη μαμά της. Αυτήν τη φορά η εργασία έγινε κάτω από το άγρυπνο μάτι του μπαμπά που από το κάδρο του ψηλά παρατηρούσε τη σκηνή. Ταραγμένη, η Συλβί έκανε πιο πολλά λάθη από κάθε άλλη φορά. — Παρ' όλα τα μαθήματα της θείας Μαντελέν δεν προοδεύεις, πας πίσω! γκρίνιαξε η γιαγιά. Τι λέει η δασκάλα σου; — Τίποτε. — Δεν επρόκειτο αυτή τη βδομάδα να γράψετε έκθεση; — Ναι. — Έχεις τ' αποτελέσματα; Η Συλβί ένιωσε τα μάγουλά της να φουντώνουν, σαν να είχε ανοίξει μπροστά της η πόρτα ενός φούρνου. Με την καρδιά ταμπούρλο, κατάπιε το σάλιο της. — Ποια αποτελέσματα; είπε για να κερδίσει χρόνο. — Μα, τέλος πάντων, Συλβί, ο βαθμός, η σειρά... — Ναι, τα έχω...

— Λοιπόν; — Καλά είναι... — Τι πάει να πει: καλά είναι; Η Συλβί δίσταζε. Δε γινόταν να περηφανευτεί για μια επιτυχία σχολική πολύ εντυπωσιακή, θα φαινόταν απίθανη. Η φρόνηση την έκανε να διαλέξει μια μέση λύση: — Είμαι έκτη, πρόφερε με μιαν ανάσα. Οι ουρανοί άνοιξαν πάνω από το κεφάλι της γιαγιάς. Μια αχτίδα ήλιου τη φώτισε. Ικανοποιημένη πέρα από τις προσδοκίες της, ψιθύρισε: — Τι καλό νέο μου φέρνεις! Σε συγχαίρω! Τράβηξε το παιδί πάνω στο στήθος της, ωστόσο δεν τη φίλησε. Με τη μύτη χωμένη μέσα στις πιέτες της μπλούζας, η Συλβί ντρεπόταν γι' αυτούς τους επαίνους που δεν άξιζε. Η χαρούμενη ευπιστία της γιαγιάς έκανε το ψέμα της ακόμη πιο δυσάρεστο. Ίσως να προτιμούσε μια τόση δα επιφύλαξη. Όταν ενημερώθηκε για το κατόρθωμα της εγγονής του, ο παππούς φάνηκε κι αυτός το ίδιο εύπιστος και τρυφερός. Το δείπνο υπήρξε θριαμβευτικό. Μάλιστα, δόθηκε στη Συλβί η άδεια να βάλει μουστάρδα στο ζαμπόν της. Μπροστά στο τόσο χαρούμενο ύφος της γιαγιάς και του παππού, τελικά έφτασε να πιστεύει και η ίδια πως στ' αλήθεια ήταν μέσα στις πρώτες της τάξης. Δύσκολα αποκοιμήθηκε. Δεν ήταν όμως οι τύψεις που την αναστάτωναν. Μάλλον η προοπτική πως αύριο θα 'ρχόταν η Μαρτίν Ντεντορά. Τι παιχνίδι θα 'παιζαν; Η Μαρτίν έφτασε στις τρεις το απόγεμα. Ξανθιά, παχουλούλα και ροδαλή, είχε στο στόμα ένα μηχάνημα για να ισιώνουν τα δόντια της. Ο θαυμασμός της για τη Συλβί ήταν τόσο μεγάλος που ήταν έτοιμη να την υπακούσει σε όλα. Η Συλβί έβρισκε τα παιχνίδια και πάλι εκείνη αποφάσιζε αν έπρεπε ν' αλλάξουν. Υποταγμένη, έκθαμβη, η Μαρτίν ακολουθούσε το κέφι της Συλβί ψελλίζοντας καμιά φορά: «Ω! υπερβάλλεις!» Τα πήγαιναν τόσο καλά οι δυο τους που χρειάστηκε να τις χωρίσουν στην τάξη· έβγαζαν το άχτι τους στο διάλειμμα. Αφού επιθεώρησαν όλες τις κούκλες, η Συλβί τράβηξε τη φιλενάδα της, πατώντας στις μύτες των ποδιών, στο σαλόνι, για να της δείξει «τη σπουδαία ζωγραφική». Η Μαρτίν εντυπωσιάστηκε. Κι αυτή βρήκε πως τα μάτια του πορτρέτου σε παρακολουθούσαν όπου κι αν ήσουν. — Δε φοβάσαι; είπε. — Ναι, ομολόγησε η Συλβί. Τη νύχτα, κατεβαίνει από το κάδρο του και κόβει βόλτες μέσα στο σπίτι. — Τότε τι κάνεις; — Κάνω την προσευχή μου. — Δε θα 'πρεπε να φοβάσαι, αφού είναι ο πατέρας σου.

— Δεν είναι ο πατέρας μου. Κάνει πως είναι, μα είναι κάποιος άλλος. — Ποιος; — Ο χρηματομεσίτης Νέστωρ, ψιθύρισε η Συλβί. Αυτή η παράδοξη ονομασία της είχε έρθει έτσι στα ξαφνικά, ποτέ της δεν είχε γνωρίσει κανένα Νέστορα κι αγνοούσε τι ήταν χρηματομεσίτης. Μόλις πρόφερε αυτές τις λέξεις ένας παγερός φόβος την πλημμύρισε. Λες και βαφτίζοντας αυτόν τον ξένο του είχε δώσει ζωή. — Πάμε να φύγουμε, είπε. Και ξανατράβηξε τη φίλη της στο δωμάτιο. Εκεί παίξανε με τις κούκλες. Η Συλβί περιτριγυρισμένη από τα τρία παιδιά της, υποδέχτηκε τη Μαρτίν που ήρθε να την επισκεφτεί με τα δικά της. Φάγανε σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι, με πιάτα και μαχαιροπίρουνα κουκλίστικα. Για να μεστώσουν το ενδιαφέρον της συζήτησης, αποφασίστηκε η Συλβί να είναι χήρα. Μπροστά στην απελπισμένη Μαρτίν, μίλησε για το σύζυγό της που τον είχε χάσει στον πόλεμο και για τις δυσκολίες που είχε να διευθύνει ένα τόσο μεγάλο σπιτικό. — Καταλαβαίνετε, αγαπητή φίλη, στην εποχή μας, πέφτουν πολλές έγνοιες σε μια γυναίκα με ορφανά παιδιά και χωρίς άντρα. Ο επισιτισμός, το σχολείο, τα έξοδα, οι υπηρέτες... Έμπαινε τόσο ζωντανά μέσα στο παιχνίδι που μια πικρή θλίψη την κυρίευε με τη σκέψη της χηρείας της. Μαζί και κάποια περηφάνια. — Γνωρίζατε τον άντρα μου, νομίζω; είπε. — Ναι ναι, έκανε η Μαρτίν. Ένας μικρός ξανθούλης. — Όχι. Ένας μεγάλος καστανός. Ονομαζόταν Ροδόλφος. Έκανε ιππασία κάθε πρωί. Τα δυο του σκυλιά, λαγωνικά, τον ακολουθούσαν στο δάσος. Όταν γύριζε πίσω έκανε ντους. Κι έπειτα έβαζε μια ρομπ ντε σαμπρ βελούδινη, μπλε παλ. Και καθόμασταν γύρω από 'να μαρμάρινο τραπέζι και πίναμε πορτοκαλάδες. — Και ποιο ήταν το επάγγελμά του; — Έπαιζε πιάνο. Έγραφε τραγούδια. Και τα πουλούσε πολύ ακριβά σ' όλον τον κόσμο. Ήμασταν τόσο πλούσιοι, που ποτέ δεν ήξερε πόσα λεφτά είχε μέσα στις τσέπες του. — Πώς πέθανε; — Τον χτύπησαν σφαίρες εχθρικές, είπε η Συλβί μεγαλόπρεπα. Η περιπέτεια ήταν τόσο όμορφη που και η Μαρτίν θέλησε να 'ναι χήρα. Η Συλβί αποδέχτηκε την πρόταση. Όμως αυτή βρήκε την ιστορία: — Θα ήσουν, λέει, παντρεμένη μ' ένα άντρα καπετάνιο σ' ένα βαπόρι. Θα ταξίδευε συνέχεια ανάμεσα

στη Γαλλία και στην Κίνα. Και κάθε φορά, όταν θα γύριζε σπίτι, θα σου 'φερνε αχιβάδες. — Και μαργαριτάρια, παρακάλεσε η Μαρτίν. — Και μαργαριτάρια, συμφώνησε η Συλβί. Και μια μέρα, θα 'ταν νύχτα, γίνηκε μια τρικυμία, το βαπόρι βούλιαξε, μαζί κι αυτός. — Τότε, δε θα τον έθαψαν; είπε η Μαρτίν. — Όχι. Θα 'μεινε στον πάτο της θάλασσας. — Και τον δικό σου, τον άντρα; — Ο δικός μου άλλο πράμα. Θα 'ναι στο νεκροταφείο. Θα 'χει έναν όμορφο τάφο με λουλούδια πολλά. Θα πηγαίνω να τον βλέπω κάθε Κυριακή, με τα παιδιά μου. Έσφιγγε τις κούκλες της στην αγκαλιά της και βογκούσε: — Δεν έχουνε μπαμπά, τα καημένα. Αχ, αγαπητή φίλη, πρέπει να με καταλάβετε. — Φυσικά! είπε η αγαπητή φίλη. Είστε όμως τυχερή που μπορείτε και πηγαίνετε στο νεκροταφείο. Πολύ θα το 'θελα κι εγώ. Καλύτερα θαμμένος παρά πνιγμένος! Η γιαγιά τους διέκοψε για να φάνε το απογευματινό τους. Κατάπιαν βιαστικές ένα φλιτζάνι ζεστό γάλα και μια φέτα με μαρμελάδα και ξαναγύρισαν στα παιδιά τους που τις περίμεναν στην κάμαρα. Αυτή τη φορά η Μαρτίν αποφάσισε πως δεν τη διασκέδαζε πια να 'ναι χήρα. Ανάστησε τον άντρα της. Όμως η Συλβί έμεινε πιστή στο πένθος της. Ξετρύπωσε μάλιστα ένα μαύρο κουρέλι και το 'βαλε πάνω στο κεφάλι της. Έπειτα, άνοιξε την εντοιχισμένη ντουλάπα κι έδειξε τη στολή που κρεμόταν. Η Μαρτίν που ήταν πολύ φοβητσιάρα δε θέλησε να την αγγίξει. Η Συλβί της είπε πως ήταν βλάκας κι έπιασε το ύφασμα, χάιδεψε με τα δάχτυλά της τα κουμπιά. Ύστερα από λίγο, ακούγοντας βήματα στο διάδρομο, ξανάκλεισε απότομα την ντουλάπα και ξανάπιασε τις κούκλες. Την ώρα που τα δυο κοριτσάκια ξάπλωσαν τα πολυπληθή παιδιά τους ανταλλάσσοντας απογοητευτικές κουβέντες για τα βάσανα τα οικογενειακά, έφτασε η μητέρα της Μαρτίν για να την πάρει. Όλο τ' απόγεμα, μέσα στον πυρετό του παιχνιδιού η Συλβί είχε ξεχάσει το ψέμα της... Όταν το βράδυ ξαναβρέθηκε στο τραπέζι με τον παππού και τη γιαγιά, ξαναθυμήθηκε την υπόθεση τόσο απότομα που της κόπηκε η ανάσα. Θα μπορούσαν, στο μεταξύ, να είχαν ξεχάσει το υποτιθέμενο επίτευγμα της εγγονής τους. Όμως, αντίθετα, φάνηκε πως αφού το καλοσκέφτηκαν του έδωσαν ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Ο παππούς μίλησε για «ένα καινούριο ξεκίνημα στο δρόμο των σπουδών». Η γιαγιά ευχαριστήθηκε που οι προσευχές της δε στάθηκαν μάταιες. Και συμπλήρωσε μ' ένα πρόσωπο όλο έκσταση: — Ο μπαμπάς σου, που τα βλέπει όλα από κει πάνω, θα 'ναι περήφανος για σένα. Αυτή η φράση χτύπησε τη Συλβί σαν βιτσιά. Ήταν έτοιμη να φωνάξει την αλήθεια, ωστόσο κρατήθηκε. Οι τύψεις την έκαιγαν. Με σκυμμένο κεφάλι, με φουντωμένα μάγουλα, υπόφερε σαν βασανιστήριο την εκτίμηση αυτών που κορόιδεψε. Επειδή τους είχε πει πως ήταν έκτη ανάμεσα σε είκοσι τρεις, ο παππούς κι η γιαγιά μέσα σε τόση ευτυχία έμοιαζαν σχεδόν συμφιλιωμένοι. Ποτέ δε θα 'βρισκε το

θάρρος να τους πει την αλήθεια. Σιχαινόταν τον εαυτό της, δάγκωνε τα χείλη της όταν άκουγε τους επαίνους. Η Ανζέλ είχε ετοιμάσει ένα ρυζόγαλο για «την ηρωίδα της γιορτής», όπως έλεγε ο παππούς. Η Συλβί κόντεψε να πνιγεί καταπίνοντας αυτό το γλυκό που δεν της άξιζε. Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, η γιαγιά την οδήγησε στο σαλόνι και της ανάγγειλε επίσημα πως, για να την ενθαρρύνει σ' αυτόν τον ανηφορικό δρόμο, θα της εμπιστευόταν μια δερμάτινη τσάντα που ανήκε στον αγαπημένο της μπαμπά, όταν ήταν νεαρός. Ήταν μια τσάντα με τρεις θήκες, αρκετά μεταχειρισμένη, μ' ένα σιδερένιο φερμουάρ. Η Συλβί τη δέχτηκε, ψελλίζοντας. Τα γόνατά της έτρεμαν, κάτω από το φοβερό βλέμμα του χρηματομεσίτη Νέστορα. — Θα παίρνεις αυτήν την τσάντα για να πηγαίνεις σχολείο, είπε η γιαγιά. Δε θα μπορούσα να σου κάνω καλύτερο δώρο. Η Συλβί ευχαρίστησε με δάκρυα στα μάτια. Φόρτωσαν τη σύγχυσή της στη συγκίνηση της χαράς. Καθώς το γράμμα για τη μαμά δεν είχε ακόμη φύγει (Μεγάλη τύχη! έλεγε η γιαγιά), την έβαλαν να προσθέσει τρεις φράσεις, στο κάτω της σελίδας: «Ελπήζω πως θα ίσαι ευχαρηστημένι που θα μάθεις πως είμε έκτι». Κανένας δε φάνηκε παραξενεμένος με τα λάθη αυτής που είχε χριστεί καλή μαθήτρια. Η γιαγιά την εμπιστεύτηκε στην Ερνεστίν για τη βραδινή τουαλέτα. Κατάκοπη από τόσες συγκινήσεις, η Συλβί άφησε την υπηρέτρια να την πλύνει, να τη σκουπίσει, μέσα σε μια κατάσταση μισοαναισθησίας.

Αργότερα, γονατισμένη στα πόδια του κρεβατιού, κοντά στη γιαγιά, ικέτευσε το Θεό νοερά, να τα φτιάξει όλα, με μια του κίνηση, όπως ήξερε αυτός να το κάνει. Ωστόσο η προσευχή της, κι ας ειπώθηκε με φλόγα, δεν ξεπέρασε το ύψος του ταβανιού. Όταν έσβησε το φως, όταν η πόρτα έκλεισε, κουβαριάστηκε απελπισμένη κάτω από τις κουβέρτες. Μέσα στα σκοτάδια, η ταραχή της μεγάλωσε. Με τα μάτια γουρλωμένα πάνω στα φωτισμένα τζάμια της θερμάστρας, άκουσε τη γιαγιά κι έπειτα τον παππού να πηγαίνουν για ύπνο. Ο καθένας είχε την κάμαρά του, στο ίδιο κεφαλόσκαλο, εκεί που ήταν θρονιασμένη η μεγάλη ντουλάπα με τον καθρέφτη. Ένιωσε πολύ μόνη. Το μυστικό της της πλάκωνε το στήθος. Εκτός κι αν ήταν το ρυζόγαλο που δεν μπορούσε να χωνέψει. Οι στιγμές περνούσαν, αργές και βαριές, χωρίς να της προσφέρουν καμιά ανακούφιση. Το γέρικο κτίριο ανάσαινε, έτριζαν όλες του οι κλειδώσεις. Ξάφνου, ένας υπόκωφος θόρυβος τράνταξε τη νύχτα. Ένα καμιόνι διανομής περνούσε την αυλόπορτα. Τέτοια ώρα; Απίθανο. Όχι, κεραυνός. Στην αρχή μακρινός, όλο πλησίαζε επικίνδυνα. Από τις χαραμάδες των παντζουριών, μια αστραπή φώτισε την κάμαρα. Κι έπειτα άλλη. Η οργή του ουρανού ξεσπούσε πάνω στο σπίτι. Αμέσως η Συλβί σκέφτηκε πως ο στόχος θα ήταν αυτή. Ο Ύψιστος μούγκριζε για να την τιμωρήσει που είπε ψέματα στον παππού και στη γιαγιά. Έχωσε το κεφάλι κάτω από τις κουβέρτες, ελπίζοντας πως έτσι θα ξέφευγε από την υπέρτατη τιμωρία. Όμως, ο θόρυβος μεγάλωνε. Μια κοφτή βροχή βαρούσε τα παράθυρα. Από τη μια στιγμή στην άλλη οι τοίχοι θα γίνονταν κομμάτια. Το βλέμμα του Θεού θα έμπαινε μέσα στην κάμαρα. Ή το βλέμμα του μπαμπά, έξω φρενών να 'χει μια κόρη ζαβολιάρα. Μισοπεθαμένη από το φόβο, η Συλβί αναρωτιόταν σε ποιόν να ζητήσει καταφύγιο μέσα σ' αυτό το ηλεκτρισμένο ξέσπασμα. Ανάμεσα σε δυο αστραπές, πήδηξε από το κρεβάτι της, με το μακρύ νυχτικό της, έβαλε τις παντόφλες της και βγήκε, ελαφριά σαν ανάσα. Η σκάλα, που κατέβαινε προς την εξώπορτα, είχε σαν χαρακτηριστικό να τρίζει τρομαχτικά κάτω από κάθε πάτημα. Από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι η παραπονιάρικη μουσική φούσκωνε. Αυτός ο θόρυβος, σκεφτόταν η Συλβί, μπορούσε να ξυπνήσει τον παππού ή τη γιαγιά. Τι δικαιολογία θα 'βρισκε να τους πει, αν την έπιαναν στα πράσα; Ευτυχώς γνώριζε το κάθε σκαλοπάτι. Αποφεύγοντας τα ξύλα που έτριζαν πολύ, κατέβηκε τη σκάλα με μεγάλες ακροβατικές δρασκελιές και βρέθηκε στο κατώφλι. Από κει παρατηρούσε την αυλή, κάτω από τη βροχή. Για λίγο, στάθηκε

σαστισμένη μπροστά σ' αυτήν την έρημο του μαύρου και βρεμένου πλακόστρωτου. Κι έπειτα, με σκυφτούς τους ώμους, πετάχτηκε ίσαμε το σπιτάκι του σκύλου, άρπαξε τον Τόμπυ από το λαιμοδέτη του και τον τράβηξε έξω. Ανήσυχος, αφέθηκε να τον σύρουν, με στριμμένο το λαιμό, τα πόδια λυγισμένα, με τα πισινά που έγδερναν το χώμα, σαν φταίχτης. Τον εμψύχωνε με ψιθύρους: — Έλα, έλα λοιπόν, Τόμπυ, Τόμπυ μου, γρήγορα. Η βροχή της μούσκευε το κεφάλι κι έτρεχε μέσα στην πλάτη της. Τουρτούριζε από το κρύο. Μόλις ξαναγύρισε στο δωμάτιό της, χώθηκε βαθιά μέσα στο κρεβάτι της, τρέμοντας, ανέβασε το σκύλο κοντά της και τράβηξε πάνω τους την κουβέρτα. Η καταιγίδα συνεχιζόταν με τις κανονιές της και τις σπασμωδικές αναλαμπές της, όμως τώρα η Συλβί φοβόταν λιγότερο. Μ' όλη της τη δύναμη έσφιγγε τον Τόμπυ πάνω στο στήθος της. Ήταν ζεστός. Το βρεμένο του τρίχωμα μύριζε χόρτο. Ήταν ζωντανός. Την αγαπούσε, την καταλάβαινε. Τη λυπόταν. Τον γέμισε φιλιά. Η κρύα και η υγρή μύτη του ανάσαινε πάνω στο μάγουλό της. Άναψε τη λάμπα του κομοδίνου. Πάνω στη μακριά μουσούδα του Τόμπυ μικροσκοπικοί μαύροι κόκκοι πηγαινόρχονταν αργά: ψύλλοι. Δεκάδες. Η Συλβί θέλησε να πιάσει έναν με τα δυο της δάχτυλα. Μ' έναν πήδο, ο ψύλλος της ξέφυγε και χάθηκε μέσα στις ζάρες της νυχτικιάς της. Προσπάθησε να κυνηγήσει κι άλλους, αλλά κι αυτοί τρομοκρατήθηκαν, εξαφανίστηκαν, ίσως να προτίμησαν να μεταναστέψουν πάνω της. Ξαφνικά, ένιωσε μια ύποπτη φαγούρα στην κοιλιά, στα μπράτσα, στους γλουτούς και άρχισε να ξύνεται μ' όλα της τα νύχια. Ο Τόμπυ την κοιτούσε με τα μεγάλα χρυσά καλοσυνάτα μάτια του, που ξεχείλιζαν αθωότητα κι αγάπη. Ποτέ του δεν είχε βρεθεί σε τέτοια γιορτή. Η ουρά του χτυπούσε δυνατά κάτω από τα σεντόνια. Ξεχνώντας τους ψύλλους, η Συλβί και πάλι τον αγκάλιασε παθιασμένα. Του μιλούσε χαμηλόφωνα: — Μικρέ μου Τόμπυ, δικέ μου... Κανένας ποτέ δε θα μας χωρίσει. Αν είμαστε πολύ δυστυχισμένοι εδώ, θα φύγουμε κι οι δυο μαζί... Τα κλάματα την έπνιγαν. Κοντανάσαινε. Κι ο Τόμπυ έγλειφε τα δάκρυα πάνω στα μάγουλά της. Κοντά του ένιωθε απελπισμένη και ασφαλισμένη. Την προστάτευε από τους κεραυνούς του ουρανού και τις επιπλήξεις των ανθρώπων. Έσβησε τη λάμπα και τότε, δεν είχε πια στην αγκαλιά της ένα σκύλο αλλά κάποιον άνθρωπο πολύ έξυπνο, πολύ τρυφερό, πολύ δυνατό. Κάποιον που είχε χάσει πριν από δυο χρόνια και που είχε ξανάρθει να την παρηγορήσει. Όχι ο χρηματομεσίτης Νέστωρ τέτοιος που ήταν, ακίνητος και τρομαχτικός στο πορτρέτο του σαλονιού, αλλά ο αληθινός της μπαμπάς, που τόσο θολά τον θυμόταν. Μια ευτυχία όλο λύπη την πλημμύρισε. Η καταιγίδα απομακρυνόταν. Αποκοιμήθηκε, καθησυχασμένη, κι αποφάσισε να ξυπνήσει σε μιαν ώρα για να ξαναπάει τον Τόμπυ στο σπιτάκι του χωρίς να το πάρει είδηση κανένας. Ωστόσο κοιμήθηκε χωρίς διακοπή ίσαμε το πρωί. Η γιαγιά την τράβηξε από τον ύπνο της ανοίγοντας τις κουρτίνες. — Εμπρός, τεμπέλα! είπε πλησιάζοντας το κρεβάτι. Και με μια αυταρχική κίνηση τράβηξε την κουβέρτα. Η θέα του ξαπλωμένου σκύλου που άλαλος ήταν κολλημένος πάνω στη Συλβί, την έκανε να βάλει τις φωνές. Με χαμηλωμένα τ' αυτιά, την ουρά ανάμεσα στα σκέλια, ο Τόμπυ πήδηξε κάτω και το 'σκασε, ντροπιασμένος, από τη μισάνοιχτη πόρτα. — Δεν πρέπει να τον μαλώνετε, είπε η Συλβί. Τον πήρα γιατί φοβήθηκε τους κεραυνούς. Αυτή η εξήγηση δεν ήταν αρκετή για να ηρεμήσει τη γιαγιά. Φώναξε πως ο σκύλος ήταν βρόμικος, πως βρομούσε, πως η εγγονή της ήταν τρελή που τον έμπασε στο σπίτι, μέσα στο κρεβάτι της, πως

σίγουρα θα είχε αφήσει παντού ψύλλους, πως έπρεπε ν' αλλάξουν σεντόνια, στρώμα. Η Συλβί βιάστηκε να πλυθεί, να ντυθεί, να καταπιεί το πρωινό της για να μην αργήσει στο σχολείο. Τη στιγμή που πήγε να χώσει τα βιβλία της και τα τετράδιά της μέσα στην τσάντα που κάποτε ανήκε στον μπαμπά της, άλλαξε γνώμη. Έκρινε τον εαυτό της ανάξιο μιας τέτοιας τιμής. Για να μην αυξήσει το λάθος της, έπρεπε, σκεφτόταν, να ξαναπάρει την παλιά της τσάντα, που στάθηκε μάρτυρας της σχολικής αποτυχίας της. Κιόλας, η γιαγιά την έσπρωχνε προς την πόρτα. Συνήθως η Ερνεστίν τη συνόδευε. Τούτη τη φορά, ο παππούς καλοξυρισμένος, επίσημος και χαμογελαστός, ανήγγειλε πως είχε μια δουλειά στην πόλη και πως θα συνόδευε ο ίδιος τη Συλβί στο σχολείο. Περπατώντας πάνω στο πεζοδρόμιο, με το χέρι της μέσα στο χέρι του παππού, προσπάθησε ν' αλλάξει κουβέντα μιλώντας για την καταιγίδα που τόσο την τρόμαξε. — Έπρεπε να 'ρθείς να με βρεις, αντί να πας να φέρεις τον Τόμπυ, είπε ο παππούς. — Δεν τόλμησα, είπε η Συλβί. Είδες αυτές τις αστραπές; — Ναι, ήταν θαυμάσιες. Ξέρεις πως είναι κάτι το πολύ σπάνιο μια καταιγίδα το χειμώνα; — Ναι; ψιθύρισε. Σκέφτηκε πως αν ήταν έτσι δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: το ξέσπασμα τ' ουρανού προοριζόταν προσωπικά γι' αυτήν, μια ανώτερη δύναμη την ανακαλούσε σε τάξη. Ψιλή βροχή θόλωνε γύρω τριγύρω της την πόλη. Η ομπρέλα του παππού ταλαντευόταν πάνω από το κεφάλι του. Συλλογίστηκε πως ήταν ψεύτρα κι υποκρίτρια. Άραγε θα μπορούσε ν' αντέξει μιαν ολάκερη ζωή μ' αυτό το φριχτό ψέμα μέσα στην καρδιά, σαν σκουλήκι μέσα στο φρούτο; Μα όχι, κάποια μέρα ο σχολικός έλεγχος θα 'φερνε την απόδειξη της τρομερής απάτης. Πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Πανικός την κυρίεψε. Σταμάτησε να περπατάει, σήκωσε τα μάτια προς τον παππού κι είπε μ' αδύναμη φωνή: — Δεν είμαι έκτη αλλά εικοστή πρώτη. Πίστεψε πως η καταιγίδα θα ξεσπούσε και πάλι. Όμως ο παππούς στεκόταν πολύ ήρεμος. Άραγε είχε ακούσει; Σε λίγο είπε με ύφος κοροϊδευτικό: — Τι μου ψέλνεις εδώ να; Εικοστή πρώτη; Ώστε μας κορόιδεψες, τη γιαγιά σου κι εμένα. — Ναι. — Γιατί; — Για να 'ρθεί η Μαρτίν Ντεντορά την Πέμπτη. Αλλιώς, η γιαγιά θα με τιμωρούσε. — Και τώρα τι θα κάνεις; — Δεν ξέρω. Ο παππούς έκανε απανωτές φορές: τσ, τσ, τσ, με τη γλώσσα του.

— Θα πρέπει να τα ομολογήσεις όλα στη γιαγιά, είπε. Και σούφρωσε τα φρύδια. Όμως τα χείλη του τρεμόπαιζαν λες και με δυσκολία κρατιόταν σοβαρός. Μια πονηρή φλόγα άστραψε μέσα στα μικρά καστανά του μάτια. Οπωσδήποτε θα χαιρόταν την αγανάκτηση που θα προκαλούσε στη γιαγιά η αποκάλυψη της αλήθειας. Η Συλβί ακούμπησε το μάγουλό της πάνω στο χέρι του παππού σαν να παρακαλούσε την προστασία του. Δεν έκανε καμιά κίνηση για να τ' απομακρύνει. Η Συλβί συμπέρανε πως θα τη βοηθούσε για να λυθεί το δράμα. — Αχ! είναι φοβερό, παππού! είπε. Θα με μαλώσει. — Σου αξίζει, είπε με μια τραχιά τρυφερότητα. Αχ, Συλβί, Συλβί... Έλα τώρα, ας βιαστούμε. Στο τέλος θα τα καταφέρεις να φτάσεις αργά. Τάχυνε το βήμα. Τρέχοντας σχεδόν στο πλάι του, η Συλβί ένιωθε ανακουφισμένη και μαζί απογοητευμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο παππούς χειριζόταν τόσο επιπόλαια μια υπόθεση τόσο σοβαρή. Ακόμη λίγο και θα τον έψεγε για την αδιαφορία του.

VI Από τη στιγμή που η γιαγιά κλείστηκε μέσα στην κάμαρά της, όλοι στο σπίτι, εκτός από τον παππού, μιλούσαν χαμηλόφωνα και περπατούσαν στις μύτες των ποδιών. Όπως κάθε φορά που ήταν πολύ δυσαρεστημένη, η γιαγιά είχε «ημικρανία». Αυτό το οικογενειακό φαινόμενο έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις που η Συλβί το φανταζόταν σαν ένα είδος τεράστιου χταποδιού που με τα πλοκάμια του συμπίεζε το κρανίο της άρρωστης. Πίσω από την κλειστή πόρτα δινόταν μία γιγάντια μάχη ανάμεσα σ' αυτό το τέρας της αποκαλύψεως και το θύμα του, που ήταν περιτριγυρισμένο με άγιες εικόνες, κομπολόγια προσευχής και μπουκαλάκια με φάρμακα. Όταν η Συλβί είχε ομολογήσει την απάτη της στη γιαγιά, αυτή ταράχτηκε και φώναξε: «Θεέ μου. Κι αυτήν ακόμη τη δοκιμασία μου επεφύλαξες! Πώς μπόρεσες, Συλβί, να προσβάλεις τη μνήμη του πατέρα σου;» Η ημικρανία ακολούθησε αμέσως το επιφώνημα. Η γιαγιά κάλεσε την Ερνεστίν και της ανήγγειλε πως δε θα κατέβαινε για το δείπνο. — Τι κάνει ολομόναχη; ρώτησε η Συλβί την υπηρέτρια. — Δεν ξέρω, είχε απαντήσει η Ερνεστίν. Κάθεται μέσα στα σκοτεινά. Δεν κουνιέται. Νομίζω πως προσεύχεται. Κλεισμένη στο δωμάτιό της, η Συλβί υπολόγιζε με άγχος το μέγεθος της αναστάτωσης που είχε προκαλέσει στο σπίτι. Η συνείδηση της ατιμίας της τής αφαιρούσε κάθε χαρά για παιχνίδι. Ευχαρίστως θα 'κοβε μια τούφα από τα μαλλιά της, από τα μπροστινά, αν γινόταν έτσι να εξαγοράσει το σφάλμα της. Ήταν άραγε δυνατόν, αναρωτιόταν, ύστερα από ένα τέτοιο χτύπημα η ζωή να ξαναπάρει τ' απάνω της; Η Ερνεστίν τη φώναξε για να φάει. Η πόρτα της γιαγιάς ήταν πάντα κλειστή. Κανένας ήχος δε διαπερνούσε το πορτόφυλλο. Με συντριβή, η Συλβί κατέβηκε τη σκάλα που έτριζε και μπήκε στην τραπεζαρία, όπου ο παππούς την περίμενε καθισμένος κάτω από το τεράστιο μπρούτζινο πολύφωτο. Φαινόταν πολύ κεφάτος. Λες και η χαρά να φάει μόνος με την εγγονή του τον είχε κάνει να ξεχάσει τη θλιβερή αιτία αυτουνού του τετ-α-τετ. Αφού, αφηρημένα, ρώτησε τη Συλβί πώς πήγε τ' απόγεμά της στο σχολείο, άνοιξε την εφημερίδα, τη στήριξε πάνω στην καράφα του νερού και βυθίστηκε στο διάβασμα. Η Συλβί θα ήθελε πάρα πολύ να του πει πόσο δυστυχισμένη ήταν, που με το ψέμα της είχε προκαλέσει την αδιαθεσία της γιαγιάς. Παγιδευμένη μέσα στο σφάλμα της, ένιωθε την ανάγκη ν' ανοίξει την καρδιά της, να δικαιολογηθεί, να ικετέψει μια τρυφερή κουβέντα. Ωστόσο, ο παππούς έμοιαζε να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την εφημερίδα του, που δεν είχε το θάρρος να τον αποτραβήξει. Με τα μάτια καρφωμένα πάνω στις γκριζωπές σελίδες, έτρωγε μηχανικά. Λες και η πραγματική του τροφή ήταν οι τυπωμένες αράδες κι όχι η σούπα ή η ομελέτα. Σε λίγο, ένα διακριτικό τρίξιμο πάνω στο παρκέ τράβηξε την προσοχή της Συλβί: ο Τόμπυ. Άραγε το ένστικτό του τον είχε προειδοποιήσει πως η γιαγιά ήταν κλειδωμένη στην κάμαρά της; Χώθηκε από τη μισάνοιχτη πόρτα μέσα στην τραπεζαρία και, κουνώντας την ουρά του, χαμηλώνοντας τη ραχοκοκαλιά του, σήκωσε πάνω στον παππού ένα βλέμμα ικετευτικό. Στην αρχή, ο παππούς θέλησε να ξαποστείλει το σύντροφό του στο κυνήγι πίσω, στο σπιτάκι του. Έπειτα, αλλάζοντας γνώμη, τον χάιδεψε. Αμέσως, ο Τόμπυ συγχωρεμένος, καλόδεχτος, κουλουριάστηκε κάτω από το τραπέζι, κοντά στη Συλβί. Εκείνη έβγαλε τα παπούτσια της κι έβαλε τα πόδια της πάνω στη ράχη του σκύλου. Μέσα από τις κάλτσες της ένιωθε το ζεστό του τρίχωμα. Πότε πότε έσκυβε και του 'παιζε τ' αυτιά. Ή του έδινε ένα κομμάτι ψωμί που ο Τόμπυ άρπαζε προσεχτικά με τη ζεστή μουσούδα του. Ο παππούς είχε ξαναρχίσει το διάβασμα. Όλα ήταν ήρεμα. Η Συλβί ευχόταν αυτό το ονειρεμένο δείπνο να κρατήσει όλη τη νύχτα. Ξάφνου, ο Τόμπυ

πετάχτηκε από την κρυψώνα του κι έτρεξε αλαλιασμένος προς την έξοδο. Ένα βήμα, αργό, κατέβαινε τις σκάλες. Η γιαγιά παρουσιάστηκε στο κατώφλι. Χλωμή, τα μάτια παγωμένα πίσω από τα χοντρά γυαλιά, τα χαρακτηριστικά σκαλισμένα πάνω σε πέτρα. Με άτονη φωνή, ανήγγειλε στην Ερνεστίν πως θα έτρωγε ένα πιάτο σούπα. Ο παππούς της έριξε ένα κοροϊδευτικό βλέμμα και βυθίστηκε πάλι στην εφημερίδα του, λες και τίποτε δε συνέβαινε. Η Συλβί κουβαριάστηκε στην καρέκλα της. Τα πόδια της δεν έφταναν στο πάτωμα. Άφησε τα πισινά της να γλιστρήσουν, άπλωσε τα πόδια της και ψαχουλευτά έβαλε τα παπούτσια της. Η παραμικρή αδέξια λέξη μπορούσε να ξαναζωντανέψει το δράμα, δεν τολμούσε να ρωτήσει τη γιαγιά αν πήγαινε καλύτερα. Μέσα σ' αυτήν την τεράστια σιωπή, ο καθένας ακολουθούσε το δρόμο του, ο παππούς με την πολιτική του, η γιαγιά θιγμένη, η Συλβί μετανιωμένη. Άραγε θα 'ρχόταν κάποτε η στιγμή που και πάλι θα συναντιόνταν; Η γιαγιά κατάπιε τρεις κουταλιές σούπα με ύφος οσιομάρτυρα και είπε: — Ιππόλυτε, σας ζητώ λίγο σεβασμό. Θα διαβάσετε την εφημερίδα σας, όταν σηκωθείτε από το τραπέζι. Η Συλβί έχωσε το κεφάλι της μέσα στους ώμους της. Σειρά του παππού να φάει κατσάδα. Ήξερε πόσο οδυνηρό ήταν, ο παππούς όμως ήταν σκληρό καρύδι. Χωρίς να ταραχτεί, τέλειωσε το άρθρο που έπιανε όλη τη σελίδα κι έπειτα, διπλώνοντας την εφημερίδα, πρόφερε με ύφος κοροϊδευτικό: — Σύμφωνοι, αγαπητή μου Κλαρίς. Καταλαβαίνω την ανυπομονησία σας να συζητήσετε μαζί μου. Λοιπόν, τι νέα; Η γιαγιά δεν απάντησε, έσφιξε τα δόντια κι έκανε πέρα το πιάτο της. Αρνήθηκε την ομελέτα και δε θέλησε ν' αγγίξει το επιδόρπιο. Μπροστά σε τόση εγκράτεια, το λιγότερο που μπορούσε να κάνει η Συλβί ήταν να παραιτηθεί και κείνη από την κομπόστα μήλο που ωστόσο τόσο πολύ της άρεσε. Της άρεσαν προπαντός οι μικροί κόκκοι καμένης ζάχαρης που πρόσθετε η Ανζέλ στην κομπόστα για να της δώσει ουσία. Τι να γίνει! Όσο για τον παππού, αυτός σερβιρίστηκε μπόλικα κι έφαγε με όρεξη. Όμως αργά. Σαν να 'θελε να νευριάσει τη γιαγιά που στεκόταν καθισμένη, με ίσια πλάτη, μπροστά στο άδειο πιάτο της. Επιτέλους, σηκώθηκαν από το τραπέζι. Κρίσιμη στιγμή. Κάτω από το βλέμμα της γιαγιάς η Συλβί ένιωθε πως γινόταν διαφανής. Η απάτη της την είχε μεταμορφώσει σε τζάμι. — Ανέβα να κοιμηθείς, της είπε η γιαγιά. Θα κάνεις την προσευχή σου χωρίς εμένα. Κι έστρεψε το κεφάλι για να αποκλείσει τη Συλβί από τον ορίζοντά της. — Καληνύχτα, γιαγιά, ψέλλισε η Συλβί. Καμιά απάντηση. Ραμμένο το στόμα της, η γιαγιά δεν είχε πια εγγονούλα. Αντίθετα, ο παππούς άνοιξε την αγκαλιά του στη Συλβί, τη σήκωσε στον αέρα και τη φίλησε και στα δυο μάγουλα. Μισοπαρηγορημένη, πέρασε στα χέρια της Ερνεστίν για να πλυθεί, μουρμούρισε μια σύντομη προσευχή ικετεύοντας το Θεό να τη βοηθήσει και ξαπλώθηκε τρεμουλιάζοντας, μόνη όσο ποτέ. Ύστερα από λίγο, της ήρθε η σκέψη πως ο Θεός είχε εισακούσει την προσευχή της και πως αν κατέβαινε αμέσως στο σαλόνι θα αποσπούσε τη συγγνώμη της γιαγιάς. Γρήγορα, γλίστρησε από το κρεβάτι και με το νυχτικό, ξυπόλητη, βγήκε από την κάμαρα κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Φωνές τη σταμάτησαν. Τσακωμός. Κάθισε σ' ένα σκαλοπάτι στη σκιά κι αφουγκράστηκε.

— Κι εγώ σας διαβεβαιώ πως κάνετε βουνό ένα τίποτε! έλεγε θυμωμένα ο παππούς. — Πρέπει να πνίγεις την αμαρτία στη γένεσή της, απαντούσε η γιαγιά. — Αμαρτία! αμαρτία! χρησιμοποιείτε κάτι λέξεις! — Ξέρω πως πάντοτε είχατε μια έννοια της ηθικής πολύ ελαστική, Ιππόλυτε. Όμως σας ζητώ να μην εφαρμόζετε τις αξιοθρήνητες αρχές σας στην ανατροφή αυτού του παιδιού που ο Θεός μάς εμπιστεύτηκε. Αν δεν είμαστε πολύ αυστηροί, αυτό το παιδί τελικά θα μοιάσει της μητέρας της. Η Συλβί έσφιξε τα γόνατά της με τα μπράτσα της και κουβαριάστηκε για να μην υποφέρει πολύ. — Και γιατί δε θέλετε να μοιάσει της μητέρας της; είπε ο παππούς. Η Ζυλιέτ είναι μια πολύ καθώς πρέπει γυναίκα. — Α, ώστε έτσι; Έχετε αυτή τη γνώμη; φώναξε η γιαγιά. Αυτό δε με εκπλήσσει εκ μέρους σας. Τι κάνει μόνη της, στο Παρίσι; — Κερδίζει τη ζωή της. — Δεν έχει και τόσο ανάγκη. Πούλησε πολύ καλά το ιατρείο του Μπερνάρ. Μπορεί να ζήσει άνετα. — Ελάτε τώρα, Κλαρίς, σκεφτείτε λίγο. Δεν αρκούν τα χρήματα που έβγαλε απ' αυτήν την πώληση για να μπορεί να ζει από τα εισοδήματά της. Πιστεύω πως είχε χίλιες φορές δίκιο να εργαστεί. — Ως γραμματεύς ιατρού; — Και βέβαια. — Αυτό δεν είναι επάγγελμα. — Κάθε άλλο, άλλωστε το έκανε και πριν, κοντά στο γιο μας. — Ήταν άντρας της. — Και τι αλλάζει; Ο καθηγητής Μπορντερά ήταν φίλος του Μπερνάρ. Η Ζυλιέτ βρήκε κοντά του μια ενδιαφέρουσα απασχόληση, έξυπνη, που τη βοηθάει να αντέχει τον πόνο της. — Αυτό της προσάπτω. Πολύ γρήγορα ξέχασε πως είναι χήρα. — Δεν έχετε το δικαίωμα ν' αμφιβάλλετε για τη θλίψη της! φώναξε ο παππούς. — Δεν είμαι τυφλή, ανταπάντησε η γιαγιά. — Είστε, και μάλιστα βλαξ επιπλέον. Δεν καταλαβαίνετε τη ζωή, δεν αγαπάτε τη ζωή. — Πώς μπορώ ν' αγαπήσω τη ζωή μ' ένα γιο πεθαμένο; Αυτή η γυναίκα είναι υπεύθυνη για όλα. Απ'

αυτήν, και μόνο απ' αυτήν, μπήκε η δυστυχία μέσα στην οικογένειά μας. Αυτή έσπρωξε τον Μπερνάρ να εγκατασταθεί στις Ωτ-Σαβουά. Αν είχε ανοίξει ένα ιατρείο στο Πουί, όπως το 'θελα, δε θα βρισκόμαστε σήμερα σ' αυτό το σημείο. Έθαψα το γιο μου δυο φορές: μια φορά όταν παντρεύτηκε, μια δεύτερη όταν πέθανε. Κατατρομαγμένη η Συλβί δεχόταν κάθε φράση σαν χτύπημα. Χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τις μομφές της γιαγιάς, ένιωθε δεμένη με τη μαμά της μέσα σ' αυτήν την καταδίκη κι αυτή η σκέψη έφτανε για να την απελπίζει. Ήταν και οι δυο τους μικρούλες. Και οι δυο ορφανές. Και οι δυο ένοχες. Απέναντι στη γιαγιά, η μαμά, ήταν κι αυτή εικοστή πρώτη ανάμεσα σε είκοσι τρεις. Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή. Η Συλβί φαντάστηκε τους δυο αντίπαλους ορθωμένους τον ένα μπροστά στον άλλο, κάτω από το πορτρέτο του μπαμπά. Τέλος, ο παππούς είπε με λύπη: — Την απεχθάνεστε. Παράξενο συναίσθημα για μια γυναίκα που λογαριάζει τον εαυτό της χριστιανό. — Δεν απεχθάνομαι κανέναν, απάντησε η γιαγιά. Η Ζυλιέτ θα 'χει πάντα τη θέση της μέσα στο σπίτι μας. Ωστόσο, η φιλανθρωπία δεν εμποδίζει την οξυδέρκεια. Έχω την πεποίθηση πως ξέρω να κρίνω καλύτερα τους ανθρώπους από σας. Κι όπως σε μένα πέφτει η φροντίδα ν' ανατρέφω τη Συλβί, σας παρακαλώ να μη μου αντιλέγετε όταν την τιμωρώ. — Θα φέρομαι στη Συλβί όπως μου αρέσει κι όχι κατά τις διαταγές σας, είπε ο παππούς. Και σας συμβουλεύω να βάλετε «λίγο νερό στο κρασί» σας, αν δε θέλετε να μας δηλητηριάσετε όλους. Και τώρα πηγαίνω να δω τους φίλους μου, που με περιμένουν στο καφενείο. Καληνύχτα, Κλαρίς. Η Συλβί ξανανέβηκε γρήγορα τη σκάλα, κρατώντας το κάγκελο και βάζοντας το πόδι της όχι στα σκαλοπάτια, που τα τριξίματά τους θα μπορούσαν να τραβήξουν την προσοχή, αλλά στα διαστήματα του κάγκελου. Μόλις πρόλαβε να χωθεί κάτω από τις κουβέρτες και η πόρτα του σαλονιού άνοιξε τρίζοντας: ο παππούς έβγαινε, τα φώτα της πόλης τον καλούσαν και η γιαγιά θα κλεινόταν πάλι στην κάμαρά της με την οργή της, την ευλάβειά της και την ημικρανία της. Ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος, όπως ο Χριστός, καθώς λένε, θέλει να βλέπει τα παιδιά στο κρεβάτι τους, η Συλβί πάσχιζε να ηρεμήσει. Ωστόσο, το κεφάλι της ήταν ανάστατο: ώστε υπήρχε στον κόσμο ένας άνθρωπος που δεν αγαπούσε τη μαμά της κι αυτός ο άνθρωπος ήταν η γιαγιά. Η αποκάλυψη ήταν τόσο απίστευτη που σιγά σιγά άρχιζε ν' αμφιβάλει για όσα είχε ακούσει. Οπωσδήποτε θα είχε ερμηνέψει στραβά ορισμένες κουβέντες. Τα λόγια των μεγάλων είναι γεμάτα αδιαπέραστα μυστήρια. Αύριο όλα θα ξεκαθάριζαν, όλα θα 'παιρναν τη σωστή τους θέση. Πήγε και πήρε τον Καζιμίρ και τον έσφιξε πάνω στο στήθος της. Ήταν όμως ένα σκέτο παιχνίδι. Μια γεύση από δάκρυα γέμισε το στόμα της. Γύρω από το δωμάτιό της απλωνόταν ένας κόσμος γεμάτος εχθρούς. Μουρμούρισε: «Αχ, μαμά! Μαμά!». Η βροχή κατρακυλούσε πάνω στη στέγη. Ο Τόμπυ θα κρύωνε μέσα στο σπιτάκι του. Η θερμάστρα άναβε, έτριζε, θα 'σβηνε. Πόρτες άνοιγαν, ξανάκλειναν. Η Ανζέλ έβγαινε από την κουζίνα για να πάει στο γιο της. Όλο το θλιβερό σπίτι ετοιμαζόταν για ύπνο.

Έμμονη σκέψη ο χτεσινοβραδινός τσακωμός της γιαγιάς και του παππού, στο σαλόνι. Η Συλβί δεν μπορούσε να ενδιαφερθεί για όσα συνέβαιναν στην τάξη. Η φωνή της αδελφής Σεσίλ, που σχολίαζε κάποιον κανόνα γραμματικής, αντηχούσε μακριά απ' αυτή, μέσα σ' έναν μπαμπακένιο χώρο. Αντί ν'

αντιγράφει τις γραμμένες φράσεις του μαυροπίνακα, με την υποχρέωση να συντάξει το επίθετο με το ουσιαστικό, ονειρευόταν, ανήμπορη, μπροστά στην άδεια σελίδα. Μια σκιά μπήκε ανάμεσα σ' αυτήν και το παράθυρο. Η αδελφή Σεσίλ στεκόταν κοντά στο θρανίο της. Είχε χοντρή κοιλιά και μικρό κεφάλι. Κάτω από τη φαρδιά άσπρη σκούφια της, το τριγωνικό της πρόσωπο, κίτρινο σαν λεμόνι, είχε μια έκφραση σοβαρής ειρωνείας. — Τα περίφημα σχολικά σου επιτεύγματα σού δίνουν το δικαίωμα να μην προσέχεις στο μάθημα, Συλβί Λεσουαγιέ; είπε. Δουλικά χάχανα αντήχησαν γύρω από τη Συλβί. Όλες οι συμμαθήτριές της χασκογελούσαν. Η Συλβί είχε συνηθίσει. Η τιμωρία που ακολούθησε ήταν κι αυτή μέσα στους κανόνες: στέρηση διαλείμματος. Την ώρα που οι συμμαθήτριές της θα 'παιζαν στην αυλή, η Συλβί θα 'μενε στην τάξη, με την επιταγή ν' αντιγράψει είκοσι φορές την ατιμωτική φράση: «Χαζεύω αντί να μορφώνομαι». Είχε φτάσει στη μέση της τιμωρίας όταν η Μαρτίν Ντεντορά κι η Ανέτ Κορντιέ μπήκαν μέσα στην τάξη. Ψιθυρίζοντας και διακόπτοντας η μια την άλλη, της εξήγησαν πως είχαν έρθει για να δουν κάτι στο λεξικό που η αδελφή Σεσίλ έκρυβε, μ' άλλα βιβλία, μέσα στη μικρή βιβλιοθήκη, κοντά στην έδρα. Κατά τα λεγόμενα της Ανέτ Κορντιέ, μέσα στο λεξικό, κοντά στη λέξη «άντρας», υπήρχε μια ζωγραφιά ενός άντρα γυμνού. Η Συλβί δεν καταλάβαινε γιατί η θέα ενός κυρίου ξεντυμένου μπορούσε να ενδιαφέρει τα κορίτσια, ωστόσο οι δυο συμμαθήτριές της έμοιαζαν τόσο περίεργες που θέλησε κι αυτή να δει την εικόνα. Πήραν, από το ψηλό ράφι, το χοντρό λεξικό που ήταν δεμένο με μαύρο δέρμα και το ξεφύλλισαν, όρθιες, με τα κεφάλια σκυμμένα, κοντά κοντά. — Αν έρθει κανένας, θα πεις πως έψαχνες την ορθογραφία μιας λέξης, για την τιμωρία σου, ψιθύρισε η Ανέτ στη Συλβί. Και θριαμβευτικά ανάγγειλε: — Αβάς, αγρότης, άθεος, άντρας. Ορίστε... Πράγματι στη δεξιά σελίδα, ορθωνόταν ένας γυμνός άντρας, με μια πετσέτα γύρω από τη μέση. Έκανε τους μυς του να φουσκώνουν κι είχε πάρει μιαν αβανταδόρικη στάση. Ενδείξεις, με μικρά γράμματα, τον κύκλωναν με τόξα που κατευθύνονταν προς τα μέρη που προβάλλονταν: «Θώρακας, μηροί, κοιλιά, βραχίονες...». Πλάι, έστεκε ένας σκελετός στην ίδια θέση. Και γι' αυτόν το λεξικό έδινε ακριβείς ονομασίες: «Κρανίο, σπονδυλική στήλη, θώρακας, κνήμη...». Την ώρα που η Μαρτίν και η Ανέτ μένανε έκθαμβες μπροστά στο γυμνό άντρα, η Συλβί είχε απορροφηθεί από το σκελετό. Ώστε λοιπόν αυτό έμενε από το σώμα μετά την ταφή του; Ένας εύθραυστος σκελετός με πολλές κλειδώσεις, αντί για στήθος ένας άδειος θώρακας, ένα κεφάλι με άδειες κόγχες, με τρύπια μύτη, με ξεγυμνωμένα δόντια που μόρφαζαν μακάβρια; Ανατρίχιασε κι έκλεισε απότομα το βιβλίο. — Τι σ' έπιασε; παραπονέθηκε η Ανέτ. — Ακούω κάποιον να 'ρχεται, είπε η Συλβί. Τοποθέτησε το λεξικό στη βιβλιοθήκη και γύρισε στη θέση της, ενώ η Μαρτίν κι η Ανέτ το 'σκαγαν. Σκυμμένη πάνω στο τετράδιό της, δεν άντεχε άλλο να γράψει. Τα χέρια της χάιδευαν τα μπράτσα της, τους ώμους, τα πλευρά της κι ένιωθε μ' αποστροφή, κάτω από ένα λεπτό στρώμα σάρκας, τη σκληρή παρουσία των οστών. Φανταζόταν τον ίδιο το σκελετό της, καθισμένο σ' έναν πάγκο στη μέση της

τάξης και τον σκελετό της αδελφής Σεσίλ, της γιαγιάς, της μαμάς, του μπαμπά. Ένας ύπουλος φόβος την πλημμύρισε. Η φασαρία που έκαναν οι συμμαθήτριές της μπαίνοντας στην τάξη την προσγείωσε. Επειδή δεν τέλειωσε την τιμωρία της, πήρε μηδενικό. Κι έπειτα απ' αυτό, η αδελφή Σεσίλ μίλησε για τις γιορτές που πλησίαζαν και παρότρυνε τις μαθήτριες να φέρουν στο σχολείο τα παλιά τους παιχνίδια για τα Χριστούγεννα των φτωχών. Η Συλβί αναρωτήθηκε ποια παιχνίδια της θα μπορούσε ν' αποχωριστεί για να προσφέρει ευτυχία σε κάποιο άγνωστο παιδί. Μια θάλασσα από εξαθλιωμένα παιδιά άπλωναν τα χέρια τους προς αυτήν. Χαμένη μέσα στις φαντασιώσεις της, άφησε τις μαθήτριες που έβγαιναν από την τάξη να τη σπρώξουν. Ο φλύαρος χείμαρρος των κοριτσιών ξεχύθηκε στο δρόμο. Η Συλβί έψαξε να δει την Ερνεστίν, μέσα στους μεγάλους που περίμεναν πάνω στο πεζοδρόμιο. Στη θέση της Ερνεστίν ήταν η γιαγιά, στα ολόμαυρα ντυμένη, φορώντας πάνω στο κεφάλι της ένα περίεργο πένθιμο καπέλο που έμοιαζε με κουνουπίδι. Αυτή η παράβαση στις συνήθειες δεν προμηνούσε τίποτε καλό. Με δισταγμό, η Συλβί γλίστρησε το χέρι της μέσα στο γαντοφορεμένο χέρι που απλωνόταν προς αυτή. Χωρίς να πει λέξη, η γιαγιά κίνησε για το σπίτι. Περπατώντας κοντά της, με βήμα ρυθμικό, η Συλβί σεβόταν αυτή την καταδικαστική σιωπή. Καθώς όμως περνούσαν μπροστά από το σπίτι δίχως να σταματήσουν ρώτησε: — Πού πηγαίνουμε; — Στην εκκλησία, είπε στεγνά η γιαγιά. Θα εξομολογηθείς στον αβά Περικούλ. Πήρα ραντεβού. Μας περιμένει. Με βαριά καρδιά η Συλβί προετοιμάστηκε γι' αυτή την καινούρια δοκιμασία. Με τον αβά Περικούλ η υπόθεση ξέφευγε από τον κύκλο της οικογένειας και μεταφερόταν μπροστά στο δικαστήριο του Θεού. Όσο και να γνώριζε αυτόν τον καλοκάγαθο παπά, που ερχόταν συχνά κι έτρωγε στο σπίτι και που είχε, όπως αυτή, μια προτίμηση για τη μαρέγκα, μόνο με τη σκέψη πως έπρεπε να του τα ομολογήσει όλα είχε την εντύπωση πως η αμαρτία της φούσκωνε μπροστά στη μύτη της σαν μπαλόνι που το φυσάς μ' όλη σου τη δύναμη. Μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία, είχε μια τρελή ελπίδα πως ο αβάς Περικούλ άρρωστος, δε θα 'θελε να την ακούσει... Όμως, ήταν εκεί, πιστός στο λειτούργημά του. Δυο γριές κυρίες περίμεναν μπροστά στο εξομολογητήριο. Γονατισμένη κοντά στη γιαγιά, η Συλβί προσπάθησε να γίνει αρεστή στο Θεό επαναλαμβάνοντας πολύ δυνατά από μέσα της: «Είμαι κακιά. Είμαι κακιά. Τιμώρησέ με». Όταν ήρθε η σειρά της, μ' ένα αίσθημα επίσημου τρόμου άνοιξε την κουρτίνα και μπήκε στο στενό κουβούκλιο, όπου μέσα σ' αυτό ανοίγονταν όλες οι συνειδήσεις. Το μικρό ξύλινο παραθυράκι γλίστρησε και φάνηκε το καφασωτό. Πίσω απ' αυτό ο αβάς Περικούλ έκλινε το κεφάλι μπροστά στη νεαρή αμαρτωλή του. Με τα γόνατα πάνω στη σκληρή σανίδα, με τα χέρια σταυρωμένα, η Συλβί ψιθύρισε: — Ευλογήστε με, πάτερ μου, γιατί αμάρτησα. Έπειτα, όλα έγιναν πολύ γρήγορα και πολύ απλά. Αφού απάγγειλε το «Εξομολογούμαι εις τον Θεόν», η Συλβί, παίρνοντας θάρρος από την ψιθυριστή φωνή του παπά, απαρίθμησε όλα της τα αμαρτήματα, αρχίζοντας από τη λαιμαργία και τελειώνοντας με το πιο σημαντικό, το ψέμα στον παππού και στη γιαγιά. Η καταδίκη ήταν ελαφριά: δύο «Πάτερ ημών» και δύο «Χαίρε». Βγαίνοντας από το εξομολογητήριο, αφού είπε την προσευχή της μετάνοιας κι αφού έλαβε άφεση αμαρτιών, η Συλβί ένιωσε το κεφάλι της πεντακάθαρο, σαν να της το είχαν ξεσκονίσει με το φτερό, να της το είχαν γυαλίσει. Έλαμπε σαν το σαλόνι ύστερα από τα μεγάλα καθαρίσματα της άνοιξης. Αυτή η καθαριότητα ήταν τόσο ευχάριστη που είχε τη διάθεση να χαμογελάσει σ' όλους τους αγίους της εκκλησίας. Γονάτισε και πάλι κοντά στη γιαγιά, στο στασίδι, για να κάνει μιαν ώρα αρχύτερα την

τιμωρία της. Όταν τέλειωσε, η γιαγιά της έπιασε το χέρι και της το 'σφιξε δυνατά. Ήταν η τελεσίδικη συγνώμη. Ωστόσο, στο σπίτι την περίμενε ακόμη μια δυσάρεστη δοκιμασία: να γράψει στη μαμά για να της πει την αλήθεια. Η γιαγιά έβγαλε το μπλοκ τής αλληλογραφίας με το μαύρο πλαίσιο και κάθισε κοντά στην εγγονή της για να επιβλέπει τη σύνταξη. «Δε θα 'ναι πραγματικά θυμωμένη με τη μαμά, αφού θέλει να της γράψω», συλλογίστηκε η Συλβί με μια αυθόρμητη ελπίδα. Η καρδιά της ξεχείλιζε. Πάνω απ' όλα ένιωθε την ανάγκη να συμφιλιώσει όλα τα πρόσωπα που της ήταν αγαπητά: τη μαμά, τη γιαγιά, τον παππού... Με το κεφάλι σκυφτό, τους αγκώνες πάνω στο μικρό γραφείο, έγραψε: Μαμά αγαπιμένι, είμαι μια κακειά. Είπα ψέματα. Δεν είμαι 6η αλλά 21η. Τιμωρήθηκα. Συγνώμη, Σε φιλό. Δίστασε για ένα δευτερόλεπτο και πρόσθεσε: Η γιαγιά σε φιλάει και κείνη. Μια λοξή ματιά. Η γιαγιά δεν είχε σαλέψει. Όλα είχαν διορθωθεί. Η αρμονία βασίλευε και πάλι πάνω στον κόσμο. Την άλλη μέρα, για να πάει σχολείο, η Συλβί ξαναπήρε τη δερμάτινη τσάντα του μπαμπά.

VII Όταν τέλειωσε τις ασκήσεις της αριθμητικής, η Συλβί κατέβηκε να τις δείξει στη γιαγιά και στη θεία Μαντελέν που κουβέντιαζαν στο σαλόνι, πίνοντας τσάι. Τι να λέγανε τόσες ώρες μια και βλέπονταν κάθε μέρα; Επιδοκίμασαν την εργασία της. Όλες οι προσθέσεις ήταν σωστές. Η Συλβί ήταν καλύτερη στην αριθμητική παρά στα γαλλικά. — Σαν τον πατέρα της, είπε η θεία Μαντελέν. Η γιαγιά τη διόρθωσε κοφτά: — Τι λες; Ο Μπερνάρ, όταν ήταν στην ηλικία της, ήταν άριστος σε όλα. — Ναι, Κλαρίς, ψιθύρισε η θεία Μαντελέν, ταπεινά. Η γιαγιά ηρέμησε, έδωσε το τετράδιο στη Συλβί και της είπε με ύφος καλοσυνάτο: — Μια και εργάστηκες τόσο καλά, θα σου αναγγείλω ένα καλό νέο. Έλαβα γράμμα από τη μητέρα σου που μας αναγγέλλει την άφιξή της για τις 23 Δεκεμβρίου. Έχει κι ένα γράμμα για σένα. Η Συλβί στριφογύρισε σαν σβούρα που ξεπετιέται από το σπάγκο της κι έμπηξε μια διαπεραστική φωνή όλο χαρά κι ύστερα φίλησε τη γιαγιά. Η γριά κυρία την έσπρωξε λέγοντας: — Μα, τέλος πάντων, Συλβί! Τι συμπεριφορά αγριανθρώπου! Ανοίγοντας το συρτάρι του μικρού γραφείου, της έτεινε ένα φάκελο, που πάνω του η Συλβί διάβασε με περηφάνια το όνομά της γραμμένο με μια κυρτή γραφή. Μέσα υπήρχε μια κόλλα διπλωμένη στα τέσσερα. Ενώ η Συλβί έγραφε στη μαμά της πάνω σε χαρτί πένθους, εκείνη της απαντούσε πάντα σ' ένα διασκεδαστικό χαρτί, που στην επικεφαλίδα είχε ήρωες παραμυθιών: την Κοκκινοσκουφίτσα, τον Παπουτσωμένο Γάτο, τη Σταχτοπούτα... Πώς τα κατάφερνε κι έβρισκε αυτές τις εικόνες; Στην πραγματικότητα, η ίδια η μαμά της ήταν νεράιδα. Τίποτα δεν της ήταν αδύνατο. Γράφοντας στην κόρη της προσπαθούσε να γράφει ευανάγνωστα, καλλιγραφώντας τα γράμματα, όπως η αδελφή Σεσίλ πάνω στο μαυροπίνακα. Με απληστία, η Συλβί διάβασε το μήνυμα. Η μαμά επιβεβαίωνε τον προσεχή ερχομό της, έλεγε τη χαρά της που θα ξανάβλεπε το αγαπημένο της παιδί, τη θερμοπαρακαλούσε να δουλέψει πολύ για να κερδίσει το χαμένο χρόνο, της ζητούσε νέα για όλους, ακόμα και του Τόμπυ, και τέλειωνε με μια βροχή από φιλιά. Υπογραφή: η μαμά σου. Μια λέξη, που από μόνη της έκλεινε μέσα της όλες τις υποσχέσεις. Η Συλβί, ενθουσιασμένη, έδωσε το γράμμα στη γιαγιά και κείνη μη βλέποντας τίποτε ζήτησε στη θεία Μαντελέν να της το διαβάσει. Στο τέλος, η γιαγιά είπε με μισό στόμα: — Καλώς, καλώς! Έχουμε τρεις μέρες για να ετοιμάσουμε την υποδοχή της μητέρας σου. Συνήθως η Συλβί έδινε το δωμάτιό της στη μαμά κι εκείνη έπαιρνε το «δωμάτιο των φίλων», που ήταν στο ίδιο πάτωμα. Χτύπησε παλαμάκια μόλις σκέφτηκε τη μετακόμιση. Η γιαγιά ήπιε μια γουλιά τσάι και πρόσθεσε πικρόξινα: — Ο Ιππόλυτος θα ευχαριστηθεί πολύ. Ανυπομονεί τόσο να δει τη νύφη του !

— Κλαρίς! φώναξε η θεία Μαντελέν. Υπερβάλλεις. Τι πάει και βάζει ο νους σου! — Δε βάζει ο νους μου. Παρατηρώ. Ο αγαπητός μας Ιππόλυτος έχει ευαίσθητη καρδιά. Η Ζυλιέτ, γι' αυτόν, έχει όλα τα προτερήματα. Ήταν φανερό πως η γιαγιά ήθελε να πει πιο πολλά, αλλά η παρουσία της Συλβί την εμπόδιζε να ξεσπάσει. — Πήγαινε στο δωμάτιό σου, διάταξε.

Μόλις πέρασε το κατώφλι, η Συλβί φαντάστηκε πως πίσω της, οι δυο γυναίκες θα 'σκυβαν το κεφάλι και θα συνέχιζαν τη συζήτηση χαμηλόφωνα. Και ξανά η γιαγιά θα κατάκρινε τη μαμά, ενώ η θεία Μαντελέν θα διαμαρτυρόταν χλιαρά. Αυτή η υπόκωφη εχθρότητα ήταν ανεξήγητη, όταν μάλιστα μπροστά στη μαμά όλοι φέρονταν με πολύ μεγάλη καλοσύνη και πρώτη και καλύτερη η γιαγιά. Η Συλβί παράτησε κάθε προσπάθεια για να μαντέψει τα μυστικά των μεγάλων, έδιωξε αυτήν την υποψία υποκρισίας και βάλθηκε να ονειρεύεται τις χαρούμενες αγκαλιές κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πήγε να δει το έλατο που ο παππούς είχε κουβαλήσει το πρωί και που ορθωνόταν σε μια γωνιά του χολ, πριν να εγκατασταθεί επίσημα στο σαλόνι. Θα περίμεναν τη μαμά για να το διακοσμήσουν και να φτιάξουν τη φάτνη, όπως πέρσι, πάνω στο μεγάλο κομό. Καθισμένη σταυροπόδι μπροστά στο δέντρο, πράσινο και γυμνό, με τα μεγάλα κυρτωμένα κλαδιά του, η Συλβί μύριζε το ρετσίνι του δάσους και λογάριαζε με το νου της τα πλούσια δώρα. Από φρόνηση, δεν ήθελε να προσδιορίσει ποιος θα της τα έφερνε. Ενώ ήξερε πως ο Αι-Βασίλης ήταν μυθικό πρόσωπο, ήθελε να πιστεύει, γιατί τη βόλευε, στην ύπαρξή του. Η μαμά της έτρεφε αυτή την ιδέα, ενώ η γιαγιά ανεχόταν πολύ δυσάρεστα την εισβολή αυτουνού του γέρου, με την άσπρη γενειάδα και με τον κόκκινο σκούφο, μέσα στον χριστιανικό της κόσμο. Για τη γιαγιά, το θαύμα των Χριστουγέννων ήταν αποκλειστικό δημιούργημα του Χριστούλη κι ήταν βλαστήμια να το ταυτίζεις μ' έναν μπάρμπα που κατέβαινε με την καλαθούνα του, μέσα από τις καμινάδες. Στο μυαλό, αντίθετα, της Συλβί, ο Χριστούλης κι ο Αι-Βασίλης ήταν φιλαράκια. Ο ένας στην κούνια, ο άλλος εκατό χρονών. Όμως, κι οι δυο αγαπούσαν τα παιδιά και τα φώτα της γιορτής. Τους ένωσε μέσα της με μια αυθόρμητη ευγνωμοσύνη. Με τ' ακροδάχτυλά της μάζεψε τις βελόνες που είχαν πέσει από το δέντρο πάνω στο παρκέ. Η Ερνεστίν την είδε την ώρα που έκανε αυτήν την ψιλοδουλειά. — Αν χάνει από τώρα τις βελόνες του, θα 'ναι μαδημένο στις 25! είπε. Ο κύριος το 'φερε πολύ νωρίς. Κι εγώ που έκανα χτες το παρκέ. Αχ... αχ... Το παρκέ και η διατήρησή του ήταν η βασική της φροντίδα. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της γιαγιάς, το 'ξυνε με το σύρμα, το περνούσε μ' ένα ειδικό κερί, το 'τριβε με μια παρκετέζα του ποδιού, αφήνοντας πίσω της μια λεπτή μυρωδιά ιδρώτα και μελιού. Χάρη σ' αυτήν, τα δάπεδα των Λεσουαγιέ είχαν τη φήμη πως ήταν τα πιο όμορφα της πόλης. Όχι σπάνια επισκέπτες μπαίνανε μέσα στο σπίτι και φώναζαν: «Αυτό το παρκέ είναι αληθινός καθρέφτης! Πώς τα καταφέρνετε, Κλαρίς;» Και η γιαγιά γουργούριζε από αγαλλίαση. Η Ερνεστίν άρπαξε ένα φαράσι και μια σκουπίτσα για να μαζέψει τις πεσμένες βελόνες του έλατου. Κι έπειτα επέστρεψε στην κουζίνα. Η Συλβί, μην έχοντας να κάνει τίποτε, ανέβηκε στην κάμαρά της. Στο πλατύσκαλο, περνώντας μπροστά από την ντουλάπα, δεν κρατήθηκε στον πειρασμό και την

άνοιξε. Τα ασπρόρουχα του σπιτιού ήταν στοιβαγμένα εκεί, σε χωριστές σειρές. Υπήρχαν βουνά από σεντόνια, από τραπεζομάντιλα κι από πετσέτες... Ένα άρωμα αγρού έβγαινε απ' αυτά τα κατάλευκα υφάσματα, εξαιτίας της λεβάντας που κρεμόταν από τα ράφια μέσα σε σακουλάκια. Όλα ήταν κεντημένα με το μονόγραμμα της γιαγιάς. Άλλωστε και τα σερβίτσια, πιάτα και μαχαιροπίρουνα, είχαν το μονόγραμμά της. Από πάνω ίσαμε κάτω το παλιό κτίριο έδινε την εντύπωση τάξης, στερεότητας, καθαριότητας και παράδοσης. Αντίθετα, η ύπαρξη της μαμάς φαινόταν στη Συλβί γεμάτη απρόοπτα και ελαφράδα. Στο Παρίσι, η μαμά δεν είχε δικό της διαμέρισμα. Εδώ και δυο χρόνια ζούσε σε μια φίλη της, την Κορίν Νομπλέ. Εκεί έπρεπε να της γράφουν. Είχε βάλει τα έπιπλά τους σε μια αποθήκη. Η Συλβί σκεφτόταν πως σίγουρα η μαμά δεν είχε τόσα σεντόνια, τόσα πιάτα και βάζα με μαρμελάδα όσα η γιαγιά. Όμως, την ξεπερνούσε στα ρούχα. Σίγουρα θ' άλλαζε κάθε βράδυ για να βγαίνει με φίλους. Ίσως μέσα σ' όλα τα φουστάνια της να υπήρχαν και με μεγάλα ντεκολτέ και χρυσές πούλιες. Όρθια, με κρεμασμένα τα χέρια, μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα, η Συλβί πέταξε με τη σκέψη κοντά στη μαμά της που φορούσε ένα διάδημα στο κεφάλι και βαστούσε στο χέρι ένα μαγικό ραβδί. Όσο πλησίαζαν οι διακοπές των Χριστουγέννων, τα μαθήματα χαλάρωναν για να γράψουν τα παιδιά τις καθιερωμένες ευχές προς τους γονείς. Κάτω από την επιτήρηση της αδελφής Σεσίλ, οι μαθήτριες έβαλαν τα δυνατά τους να στολίσουν τον περίγυρο μιας κόλλας χαρτιού με χαλκομανίες. Στο κέντρο αυτού του εικονογραφημένου πλαισίου έπρεπε να υπάρχει ένα ποίημα που, εννοείται, έπειτα θα μαθαινόταν απέξω για ν' απαγγελθεί στην οικογένεια. Η Συλβί ένιωθε πολύ περήφανη για τη γιρλάντα από λουλούδια και φρούτα που είχε κολλήσει γύρω γύρω στην κόλλα της, την έτριβε ελαφριά μ' ένα υγρό κουρελάκι και τα χρώματα γυάλιζαν σαν να 'ταν βερνικωμένα. Πρώτη τέλειωσε την εργασία της. Η πλαϊνή της, η Αρλέτ Μποντύ, που είχε διαλέξει για στολίδια ταμπούρλα και τρομπέτες, της πρότεινε να κάνουν ανταλλαγή. Η Συλβί αρνήθηκε. Όταν όλος ο κόσμος ετοιμάστηκε, η αδελφή Σεσίλ έγραψε πάνω στο μαυροπίνακα το ποίημα. Πίεζε την κιμωλία που έτριζε. Η Συλβί διάβαζε καταγοητευμένη: Αγαπημένοι μου γονείς, μητέρα και πατέρα, που όλου του κόσμου τα καλά για τα δικά σας τα παιδιά σκορπάτε νύχτα μέρα σας εύχομαι τέτοιαν ολόχρυση γιορτή να τη γιορτάζουμε μαζί με υγεία, αγάπη και τιμή. Κι εσύ, Χριστούλη, από ψηλά φώτιζε την ψυχή μου για τον καλό μου τον μπαμπά για την καλή μου τη μαμά δέξου την προσευχή μου.

Τα κοριτσάκια χειροκρότησαν. — Σας αρέσει; ρώτησε η αδελφή Σεσίλ. — Αχ, ναι ναι, αδελφή! φώναξε όλη η τάξη με μια φωνή. — Τότε, λοιπόν, θ' αντιγράψετε αυτό το ποίημα πάνω στη σελίδα που στολίσατε. Με χρωματιστά μολύβια για να 'ναι πιο ωραίο.

Η φωνή της Ανέτ Κορντιέ ακούστηκε από το βάθος της τάξης: — Και η Συλβί Λεσουαγιέ πρέπει να το αντιγράψει; — Και βέβαια. Γιατί όχι; είπε η αδελφή Σεσίλ. — Δεν μπορεί να πει: «αγαπημένοι μου γονείς», αφού δεν έχει πια πατέρα, απάντησε η Ανέτ Κορντιέ. Έγινε σιωπή. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς τη μεριά της Συλβί. Έτσι έγινε ξαφνικά το κέντρο προσοχής και η Συλβί δεν ήξερε αν έπρεπε να φουντώσει από περηφάνια ή να ξεσπάσει σε κλάμα. — Σωστά, είπε η αδελφή Σεσίλ. Θα το φροντίσω. Αρχίστε ν' αντιγράφετε το ποίημα. Εκτός από τη Συλβί, θα κοιτάξω να κάνω μια παραλλαγή στον πρώτο και στον τελευταίο στίχο. Δεν είναι εύκολο γιατί πρέπει να σεβόμαστε τον αριθμό των ποδών! Η Συλβί αναρωτήθηκε τι γύρευαν τόσα πόδια στον κήπο της. Την ώρα που οι μαθήτριες έσκυβαν πάνω στο θρανίο τους, η αδελφή Σεσίλ βυθίστηκε σ' ένα λεπτό πρόβλημα μέτρου. Ύστερα από κάμποσες στιγμές αποφάσισε: — Συλβί Λεσουαγιέ, θ' αντικαταστήσεις, στην αρχή, τον πρώτο στίχο μ' αυτόν: «Αγαπημένοι μου παππού, γιαγιά, αγαπημένη μου μητέρα» και στο τέλος αντί: «Για τον καλό μου τον μπαμπά, για την καλή μου τη μαμά», με: «Για τον καλό μου τον παππού, για την καλή μου τη γιαγιά». Το ποίημα θα 'ναι ακόμη πιο όμορφο έτσι. Κι έγραψε τους δυο καινούριους στίχους στο μαυροπίνακα υπογραμμίζοντας από κάτω: «Παραλλαγή» Ο όρος της «παραλλαγής» κολάκεψε το φιλότιμο της Συλβί. Αυτήν, η αδελφή Σεσίλ, υπονοούσε έτσι. Ορφανή ήταν μια «παραλλαγή», σε σχέση με τις συμμαθήτριές της που όλες έμοιαζαν μεταξύ τους. Άρχισε ν' αντιγράφει το ποίημα στολίζοντας κάθε κεφαλαίο γράμμα με σχέδια χρωματιστά. Η αδελφή Σεσίλ περνούσε ανάμεσα στα θρανία για να επιθεωρεί την εργασία. Η περπατησιά της ήταν τόσο αιθέρια που παρ' όλη τη βαριά κορμοστασιά της έμοιαζε να επιπλέει μερικά εκατοστόμετρα πάνω από τη γη. Σταμάτησε μπροστά στη Συλβί, έσκυψε πάνω στη σελίδα της και ρώτησε: — Όλα πηγαίνουν καλά, Συλβί Λεσουαγιέ; Η ερώτηση είχε ειπωθεί με μια φωνή πολύ γλυκιά που αναστάτωσε τη Συλβί. Αυτή η απότομη συμπάθεια αντί να την παρηγορήσει, τόνιζε μέσα της την αίσθηση της εξαίρεσης. Θα 'ταν για λύπηση, αφού η αδελφή Σεσίλ που συνήθως ήταν τόσο αυστηρή της μιλούσε με τόση καλοσύνη. — Ναι ναι, όλα πάνε καλά, αδελφή, ψέλλισε η Συλβί. Ένιωσε τσιμπήματα στα μάτια. Η μύτη της γέμιζε νερό. Τη ρούφηξε. — Έγραψες τις ευχές σου με πολύ γούστο, είπε η αδελφή Σεσίλ. Η μαμά σου θα ευχαριστηθεί πολύ. Και ο παππούς και η γιαγιά σου. Συνέχισε.

Η αδελφή Σεσίλ κιόλας απομακρυνόταν με το σταθερό βήμα της. Ξαφνικά, η Συλβί ένιωσε την ανάγκη να σκίσει τη σελίδα σε χίλια κομμάτια. Γιατί; Δε θα ήξερε η ίδια το γιατί. Η ανάγκη να κάνει θρύψαλα μ' ένα ξέσπασμα αυτήν την απαλή ατμόσφαιρα. Όμως, αυτά είναι πράματα που ονειρεύεσαι και που δεν κάνεις. Αντί να σκίσει το χαρτί, η Συλβί πάσχισε να καλλιγραφήσει ακόμη περισσότερο τα γράμματα. Για να θαμπώσει τη μαμά. Άλλην ελπίδα στον κόσμο έξω απ' αυτήν τη συνάντηση δεν είχε. Ύστερα, συλλογιζόταν, όλα θα γίνονταν καθαρά κι εύκολα. Βγαίνοντας από το σχολείο, την περίμενε μια έκπληξη. Ανάλαφρες νιφάδες κατάλευκες πέφτανε περιστροφικά μέσα στο δειλινό. Γύρω της τα κορίτσια κακάριζαν από χαρά: — Αχ, κοίτα! Κοίτα! Χιόνι! Η Συλβί άνοιξε το στόμα για να νιώσει, πάνω στη γλώσσα της, τη γεύση του καθαρού νερού. Με μισόκλειστα τα μάτια, έβλεπε το πρώτο χιόνι σαν προειδοποιητικό σημάδι του θαύματος που περίμενε. Όταν η Ερνεστίν την έπιασε από το χέρι, τινάχτηκε σαν να ξύπνησε απότομα.

Λοξοδρόμησαν για να περάσουν από την πλατεία της Μπρέιγ, όπου σήμερα είχε λαϊκή αγορά. Παρ' όλο το χιόνι, ο κόσμος ήταν το ίδιο πολύς όπως τις άλλες μέρες. Βαριά καμιόνια-γκαζοζέν, με ξεπλυμένες τις τέντες τους, αμάξια με κάγκελα, κάρα με πάγκους, παλιά αυτοκίνητα στραπατσαρισμένα, είχαν κουβαλήσει τους χωρικούς από τα περίχωρα. Όλα τα χωριά της περιοχής συγκεντρώνονταν εδώ, σε τακτή ημερομηνία, μέσα στην πόλη. Ξάφνου, δε βρισκόσουν πια στο Πουί αλλά στην εξοχή. Οι άντρες φορούσαν φαρδιά καπέλα, μαύρες φαρδιές μπλούζες και ψηλές μπότες. Οι γυναίκες κουκουλωμένες, δώδεκα μάλλινες σάρπες πιασμένες με παραμάνες πάνω στο στήθος, φώναζαν την πραμάτεια τους με διαπεραστική φωνή. Οι φωνές τους μπερδεύονταν με τ' απελπιστικά βελάσματα των ζώων. Υπήρχαν απ' όλα: αγελάδες υπναλέες με βαριά μουσούδα, αδέξια πεισματάρικα μοσχάρια που τραβούσαν το σκοινί τους, γίδες με γένια και με λεπτά ποδάρια, γουρουνόπουλα ροδαλά και χνουδάτα, τεράστιες γουρούνες με ρύγχος υγρό. Τα γουρουνόπουλα όμως προκαλούσαν λύπηση στη Συλβί. Αφού παζάρευαν την τιμή, αγοραστής και πωλητής δίναν τα χέρια σαν δείγμα συμφωνίας κι αρπάζοντας ο αγοραστής το ζώο από τ' αυτιά και την ουρά το κουβαλούσε σ' ένα καρότσι κι ας τρανταζόταν αυτό κι ας στρίγκλιζε. Η Ερνεστίν χρειάστηκε να τραβήξει τη Συλβί από το χέρι για να την αποσπάσει από την τρυφερή θέα ενός αρνιού που βύζαινε τη μάνα του. Λίγο πιο πέρα, προφυλαγμένες κάτω από μεγάλες ομπρέλες, οι χωρικές είχαν απλώσει πάνω σ' ένα αχυρένιο στρώμα αυγά, βούτυρο, τυρί του αγροκτήματός τους. Ο αέρας γύρω μύριζε σταύλο και γάλα ξινισμένο. Μερικές χώνανε κάτω από τη μύτη των περαστικών ζωντανές κότες με το κεφάλι κάτω και τα ποδάρια δεμένα. Πότε πότε κάποια νοικοκυρά πλησίαζε ζουλούσε το πουλερικό μ' όλα της τα δάχτυλα, κουνούσε το σαγόνι με ύφος δισταχτικό. Μια χήνα σήκωνε το μακρύ της λαιμό έξω από ένα καλάθι. Η Συλβί θέλησε να τη χαϊδέψει. — Μην την αγγίζεις, χρυσό μου, τσίριξε η χωριάτισσα. Θα σε τσιμπήσει. Η Συλβί τράβηξε απότομα το χέρι της. Η Ερνεστίν γνώριζε όλες τις εμπόρισσες. Τους μιλούσε στη διάλεκτό τους. Σε κείνη, που βρισκόταν στην τελευταία σειρά, σταμάτησε για ν' αγοράσει το μπλε τυρί της Ωβέρνης. Η γυναίκα τής έδωσε να δοκιμάσει λίγο, πάνω στην άκρη ενός μαχαιριού. Μασουλώντας, με το μάτι αφηρημένο, η Ερνεστίν αγόρασε μια λίβρα. Η Συλβί θέλησε και κείνη να δοκιμάσει κι έβαλε ένα ψίχουλο τυριού πάνω στη γλώσσα της. Μόρφασε: ήταν πολύ δυνατό, πολύ

πικάντικο. Άλλωστε δεν έλεγαν πως αυτές οι μπλε κουκίδες μέσα στην άσπρη ζύμη ήταν μούχλα; Αν ήταν αλήθεια, αυτό έφτανε για να σου κόψει την όρεξη για όλη σου τη ζωή. Ο παππούς, που τρελαινόταν γι' αυτό το τυρί, βεβαίωνε πως ήταν το πιο υγιεινό από τα τυριά. Απόψε το βράδυ θα επέμενε για να το φάει η Συλβί. Εκείνη θ' αρνιόταν. Η γιαγιά θα 'δινε δίκιο στην εγγονή της μόνο και μόνο για να φέρει αντίρρηση στον παππού. Άραγε η μαμά αγαπούσε το μπλε τυρί; Η Συλβί το αναρωτήθηκε έτσι για να 'χει τη χαρά ν' αναπολήσει, μιαν ακόμη φορά, τον προσεχή ερχομό της μαμάς της. Αμέσως, μέσα στην καρδιά της, έγινε κάτι, κάτι σαν βουβό πυροτέχνημα. Ολόκληρη η αγορά φωτίστηκε. Μια καρότσα πέρασε, την τραβούσε ένα γέρικο γκρίζο άλογο. Μια χοντρή γυναίκα, όρθια μέσα στην άμαξα, κρατούσε τα λουριά. Πίσω της, μέσα στην καρότσα, τέσσερα πρόβατα τραμπαλίζονταν το ένα πλάι στ' άλλο, σαν μπάλες μαλλί μπουκλωτό. Βέλαζαν και σού 'σκιζαν την καρδιά. Η Συλβί θυμήθηκε την προβατίνα που θήλαζε τ' αρνάκι της. Άραγε να 'χαν χωρίσει εκείνο το παιδί από τη μάνα του; Οι νιφάδες του χιονιού πέφταν τώρα πιο πυκνές. Η Ερνεστίν αγόρασε ακόμα, με πολλή προσοχή, βούτυρο, δυο ποδιές, μια ξύλινη γαβάθα και με την καλαθούνα φορτωμένη, κίνησε, με μικρά κουτσά βήματα, για το σπίτι. Το χιόνι μόλις άγγιζε το πεζοδρόμιο έλιωνε. Όλα μπερδεύονταν μέσα στο κεφάλι της Συλβί, τα πρόβατα και η μαμά, η λύπη και η αγαλλίαση, η διάθεση να κλάψει και η διάθεση να ουρλιάξει τη χαρά της, να πετάξει στον αέρα την τσάντα της και να τρέξει, με μεγάλες δρασκελιές, προς τη ζωή.

VIII Ξαφνικά ανήσυχη η Συλβί ρώτησε: — Γιατί δε φτάνει το τρένο; — Έχει δέκα λεπτά καθυστέρηση, είπε ο παππούς. Δεν είναι τίποτε. Η σιγουριά του καθησύχασε τη Συλβί. Του χρωστούσε χάρη που την είχε πάρει μαζί του στο σταθμό, την ώρα που η γιαγιά, η Ερνεστίν και η Ανζέλ συγύριζαν το σπίτι. Για το μεσημεριάτικο γεύμα θα 'βαζαν, κατά την έκφραση της Ανζέλ, «τα μικρά πιάτα μέσα στα μεγάλα». Το γλυκό θα 'ταν «ένα πλεούμενο νησί». Αυτή η ποιητική ονομασία γοήτευε τη Συλβί. Έγλειφε από τώρα τα χείλια της. Από σήμερα το πρωί η κάμαρά της είχε γίνει κάμαρα της μαμάς, με μια αζαλέα σε γλάστρα πάνω στο κομοδίνο. Όλο το γέρικο χτίριο ανάσαινε την ευτυχία. Όμως, το τρένο που δεν έφτανε... Λίγο πιο πέρα από τη Συλβί και τον παππού στεκόταν ο Φρανσουά, με μύτη πρησμένη και μάτι θολό. Ο παππούς τον είχε φέρει για να κουβαλήσει τις βαλίτσες. Έγινε κάποιος σαματάς μέσα στον πολύ κόσμο που περίμενε στην αποβάθρα. Τα κεφάλια, όλα μαζί, στράφηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Πολύ μακριά, μια ατμομηχανή παιχνίδι, μαύρη, μικροσκοπική, βιαστική, γλιστρούσε μέσα σ' ένα τοπίο γυμνό και κρύο. Ξάφνου έγινε τεράστια και σαν σιδερένιος καταρράκτης μπήκε στο σταθμό. Η καμινάδα και τα πλάγια του τρένου ξερνούσαν έναν άσπρο ατμό. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, η Συλβί σφίχτηκε φοβισμένη πάνω στον παππού. Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια της. Η ατμομηχανή με τα δυνατά της έμβολα πέρασε αργά μπροστά της, τα πρώτα βαγόνια ακολούθησαν. Πρόσωπα νυσταγμένα φάνηκαν στα παράθυρα. Ήταν δυνατόν η μαμά να βρίσκεται ανάμεσα σ' αυτούς τους άγνωστους; Το τρένο σταμάτησε κοντανασαίνοντας και τρίζοντας, οι πόρτες άνοιξαν, τα βαγόνια άδειασαν το πολύχρωμο περιεχόμενό τους. Όλοι οι ταξιδιώτες βιάζονταν προς την έξοδο. Όλο αγωνία η Συλβί ρωτούσε αυτά τα πρόσωπα με τα ασάλευτα μάτια που τα 'σπρωχνε το ίδιο ρεύμα. — Δεν ήρθε! Δεν ήρθε! έλεγε και ξανάλεγε απελπισμένη. Ξαφνικά το πλήθος έκανε πέρα, άνοιξε μια καταπακτή και κατάπιε όλους τους ξένους, και σ' όλον τον κόσμο δεν υπήρχε παρά μόνο η γυναίκα με το ουράνιο βλέμμα που άνοιγε την αγκαλιά της στη Συλβί. — Μαμά! — Βιου! Η Συλβί ρίχτηκε πάνω στη μητέρα της με τόση ορμή, που κι οι δυο τους τρίκλισαν. Η ευτυχία τη γέμιζε ολόκληρη. Είχε ξαναβρεί την πηγή της. Κολλημένη πάνω στη μαμά, ήθελε να χωθεί μέσα της, να χαθεί μέσα της, να την πιει. Τέλος, απομακρύνθηκε λίγο για να τη δει. Με μια ματιά πρόσεξε τη μαύρη ρεντινγκότα με τους φαρδείς ώμους, με τη στενή μέση, την τσάντα κρεμασμένη από τον ώμο, τα παπούτσια με τις σόλες από φελλό. Ωστόσο, το πιο καταπληχτικό ήταν αυτό το πρόσωπο με την αιθέρια ομορφιά: δυο μεγάλα μάτια σαν αμύγδαλα που ξεχείλιζαν από φως, ένα τρυφερό και λίγο ειρωνικό χαμόγελο, που έσκαβε δυο βαθουλώματα στις άκριες των χειλιών. Χωρίς αντίρρηση, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου. Η Συλβί λυπήθηκε που καμιά από τις συμμαθήτριές της δε βρισκόταν κοντά της για να δει τη μαμά της. Θα 'μεναν σύξυλες, καταθαμπωμένες. Ο παππούς έβγαλε το καπέλο του και φίλησε απαλά τη νύφη του στα δυο της μάγουλα. Ο Φρανσουά άρπαξε τη βαλίτσα, τη μεγάλη τσάντα της μαμάς και προπορεύτηκε δίχως να λυγίσει τους ώμους. Η μαμά, ο παππούς, η Συλβί τον ακολούθησαν. Η Συλβί είχε την εντύπωση πως όλος ο κόσμος στο δρόμο τούς κοιτούσε με

συμπάθεια. Γρήγορα έφτασαν μπροστά στην αυλόπορτα.

Όλο το σπιτικό, μαζί και η θεία Μαντελέν, περίμενε χαρούμενο. Ακόμα κι η γιαγιά χαμογελούσε. Θα 'λεγε κανείς πως ήταν γοητευμένη που υποδεχόταν τη νύφη της. Ίσως ο τσακωμός της με τον παππού για τη μαμά να μην ήταν παρά ένας σκέτος εφιάλτης. Φιλιά απανωτά, ερωτήσεις, επιφωνήματα. Η Συλβί οδήγησε τη μαμά στο δωμάτιό της. Παραβρέθηκε στο άνοιγμα της βαλίτσας κι έμεινε έκθαμβη μπροστά στα φορέματα, στα εσώρουχα, στα καλλυντικά. Τη συνόδεψε ακόμα και μέσα στο μπάνιο και την κοίταζε με αγαλλίαση να πλένει τα χέρια της, να χτενίζεται, να βάφεται ξανά, να τσιτώνει τις κάλτσες της. Έπειτα η μαμά άναψε ένα τσιγάρο. Ο τρόπος που κάπνιζε ήταν τόσο χαριτωμένος, έμοιαζε με γυναικείο παιχνίδι, ενώ για τον παππού ήταν μια αντρική αναγκαιότητα, δυνατή σαν τη δίψα. Βγήκαν στο διάδρομο και κρατιόνταν από το χέρι. Η γιαγιά που περίμενε, είπε: — Θα βρείτε μεγάλες αλλαγές στο σαλόνι, Ζυλιέτ. Ελάτε να δείτε. Και οδήγησε τη νύφη της μπροστά στο πορτρέτο. Κλεισμένος μέσα στο χρυσό κάδρο του, με το μάγουλο ακουμπισμένο πάνω στη γροθιά του, τον αγκώνα πάνω στην άκρια του τραπεζιού, ο μπαμπάς κοιτούσε, με μια εχθρική έκφραση, τη γυναίκα του και την κόρη του, όρθιες μπροστά του, ένοχες κι οι δυο γιατί ζούσαν. Η μαμά έσμιξε λίγο τα φρύδια, το στόμα της μισάνοιξε, λες και της έλειπε ο αέρας, ωστόσο δεν είπε λέξη. — Πώς τον βρίσκετε αυτόν τον πίνακα; ρώτησε η γιαγιά σηκώνοντας το πηγούνι της. — Πολύ καλό, μητέρα, είπε με ύφος ουδέτερο η μαμά. Η Συλβί υποπτεύτηκε πως ήταν απογοητευμένη, ίσως και φοβισμένη. Κι επιπλέον, αυτή η ονομασία: «μητέρα», που πρόφερε κάθε φορά η μαμά μιλώντας στη γιαγιά, μπέρδευε το κοριτσάκι σαν να 'ταν μια υποκλοπή ταυτότητας. — Δεν είναι πραγματικά ίδιος; συνέχισε η γιαγιά. — Εντελώς, είπε η μαμά με την ίδια άτονη φωνή. — Ο κύριος Πουαριέ τον ζωγράφισε. — Α! — Σας αρέσει πραγματικά; — Μα, βέβαια. Η μαμά έστριψε το κεφάλι, ίσως επειδή δεν άντεχε πιο πολύ το βλέμμα του πορτρέτου. Έπειτα, βλέποντας το έλατο που είχε μεταφερθεί σε μια γωνιά του σαλονιού, φώναξε: — Αχ, τι όμορφο που είναι!

— Περιμέναμε να 'ρθείτε για να το διακοσμήσουμε, είπε η γιαγιά. — Τότε, θ' αρχίσουμε από σήμερα τ' απόγεμα με τη Βιου! είπε η μαμά. Κι ο Τόμπυ που είναι; — Στην αυλή! είπε βιαστικά η Συλβί. Πάω να τον φέρω! — Όχι! φώναξε η γιαγιά. — Για μια φορά! είπε ο παππούς. — Μόνο για πέντε λεπτά, ικέτεψε η μαμά χαμογελώντας. Να του πω μια καλημέρα. Στη φάτνη που θα εγκαταστήσουμε στο σαλόνι, δε θα βάλουμε ένα γάιδαρο κι ένα βόδι; Λοιπόν, γιατί να μην υπάρχει κι ένας σκύλος; Η γιαγιά υποχώρησε δυσαρεστημένη. Η Συλβί έτρεξε σαν σαΐτα και ξαναγύρισε σέρνοντας τον Τόμπυ από τη λαιμαριά του. Γάβγισε όλος χαρά αναγνωρίζοντας την ταξιδιώτισσα. Κι εκείνη γονάτισε μπροστά του και δέχτηκε γελώντας τα πηδήματά του και τα γλειψίματά του. Εκνευρισμένη η γιαγιά έλεγε και ξανάλεγε: — Φτάνει... Προσοχή, Ζυλιέτ... Φτάνει, είπα... Θα σας λερώσει... — Μα όχι, μητέρα, αφήστε τον! έλεγε η μαμά. — Όσο για την αγάπη της προς τα ζώα, η Συλβί ξέρουμε από ποιόν κρατάει, παρατήρησε ο παππούς. Άλλωστε, πιστεύω, αγαπητή μου Ζυλιέτ, πως η κόρη σας σας μοιάζει όλο και πιο πολύ. Και στον χαρακτήρα και στο πρόσωπο. Η Συλβί φούσκωνε και κοκκίνιζε από ευχαρίστηση. — Εγώ βρίσκω πως μάλλον μοιάζει του πατέρα της, είπε η θεία Μαντελέν. Τα γυαλιά της γιαγιάς άστραψαν. — Καθόλου, είπε στεγνά. — Μοιάζει προπαντός στη Συλβί, είπε η μαμά. Έχω την εντύπωση πως ψήλωσε πολύ μέσα σε λίγους μήνες. Αποφάσισαν να μετρήσουν την ενδιαφερόμενη. Ακούμπησε την πλάτη της στο πλαίσιο της πόρτας που εδώ και δυο χρόνια χρησίμευε για μέτρο. Υπήρχαν αχνά σημάδια μολυβιού πάνω στην άσπρη μπογιά του ξύλου. Η μαμά έβαλε ένα βιβλίο πάνω στο κεφάλι της κόρης της. Ο Τόμπυ γάβγιζε νομίζοντας πως είναι παιχνίδι. — Ένα εκατοστόμετρο πιο πολύ! ανήγγειλε ο παππούς. — Θα γίνει ακόμα πιο ψηλή κι από μένα, είπε η μαμά.

Όλοι έβαλαν τα γέλια, γιατί η μαμά ήταν κοντή. Πατώντας στις μύτες των ποδιών της, η Συλβί κοιτάχτηκε μέσα στον καθρέφτη του σαλονιού. Ένα στρογγυλό πρόσωπο, μια κοντή μύτη, μαλλιά καστανά και ίσα. Ίσως μια μέρα να γινόταν πιο ψηλή από τη μαμά, αλλά σίγουρα όχι πιο όμορφη. Η Ερνεστίν πήρε τον Τόμπυ. Και κάθισαν στο τραπέζι. Η Συλβί κι η μαμά κάθισαν η μια κοντά στην άλλη. Σαν να μην επρόκειτο ποτέ να χωριστούν. Το τραπέζι που είχαν κάνει στους Πουαριέ ήταν ένα τίποτε μπροστά σ' αυτό που η γιαγιά κι η Ανζέλ είχαν ετοιμάσει για τη μαμά. Φουά γκρα με σταφίδες. Ένας υπέροχος κόκορας. Ο παππούς είχε κατέβει στο υπόγειο κι είχε ανεβάσει τα καλύτερα μπουκάλια του. Έβαζε κρασί με αργές κινήσεις ιερέα. — Για δοκιμάστε το, Ζυλιέτ. Η μαμά δοκίμασε, έκλεισε τα μάτια, είπε: — Τι θαυμάσιο άρωμα! — Επιτέλους, κάποιος που εκτιμά την κάβα μου! είπε ο παππούς. Κι αυτό το επιφώνημα φάνηκε πως ενόχλησε τη γιαγιά. Η θεία Μαντελέν ρώτησε αν η ζωή, «στην πρωτεύουσα» δεν ήταν πολύ σκληρή για μια γυναίκα που ζει μόνη. Η μαμά μίλησε για ένα Παρίσι που σιγά σιγά έβγαινε από τη σκιά της κατοχής. Τα μαγαζιά ανταγωνίζονταν σε γούστο κι εφευρετικότητα για να παρουσιάσουν, παρ' όλες τις ελλείψεις, ελκυστικές βιτρίνες. Τα θέατρα κι οι κινηματογράφοι ήταν γεμάτοι. Η μαύρη αγορά πάντα εν δράσει τροφοδοτούσε τα εστιατόρια πολυτελείας. Η νεολαία φοβόταν την ατομική βόμβα και χόρευε το «ζίτερμπαγκ». Ο παππούς έπινε τα λόγια της μαμάς κι είχε στο πρόσωπό του μια τρυφερή περιέργεια. — Φαίνεται πως σας αρέσει πολύ να ζείτε στο Παρίσι, αγαπητή μου Ζυλιέτ, είπε η γιαγιά. Ίσως και πιο πολύ απ' ότι στις Σαλάνς. Το ύφος ήταν οξύ, το βλέμμα ύπουλο. — Ναι, μ' αρέσει να ζω στο Παρίσι, είπε η μαμά. Ίσως γιατί είμαι περιτριγυρισμένη από καλούς φίλους. Κι έπειτα η δουλειά μου, με τον καθηγητή Μπορντερά, είναι συναρπαστική. Είναι πολύ περισσότερο από μια δουλειά γραμματέα, ξέρετε... — Ξέρω ξέρω, είπε η γιαγιά. Άλλωστε δεν ανησυχώ για σας. Είστε τόσο νέα. Έπειτα οι μεγάλοι μίλησαν για τα τελευταία γεγονότα: το καινούριο Σύνταγμα, οι τελευταίες εκλογές της Βουλής, τα νέα από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, η κυβέρνηση Μπλουμ... Η Συλβί ούτε που προσπαθούσε να καταλάβει όσα άκουγε. Η φωνή της μαμάς της έφτανε ως τα σωθικά της. Αυτή η εσωτερική μουσική τη νανούριζε, την αποχαύνωνε. Πότε πότε έσκυβε προς το μέρος της μαμάς, για να την αγγίξει με τον ώμο της. Σε λίγο, ύστερα από τη θαυμάσια γεύση του κόκορα, ακολούθησε η αποθέωση της κρέμας στο «πλεούμενο νησί». Ωστόσο, η Συλβί βιαζόταν τόσο πολύ να βρεθεί μόνη με τη μαμά της, που παρ' όλη τη θαυμάσια γεύση του γλυκού ένιωσε ανακούφιση όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι. Επιτέλους, ύστερα από τον καφέ που ήπιαν στο σαλόνι, ο παππούς και η θεία Μαντελέν κατέβηκαν στο γραφείο. Η γιαγιά συμβούλεψε τη Συλβί ν' αφήσει τη μητέρα της να ξεκουραστεί. Θα το 'χε ανάγκη ύστερα από ένα τέτοιο κουραστικό ταξίδι. Όμως, η μαμά βεβαίωσε

πως δεν ήταν κουρασμένη, πως είχε μείνει πολύ καιρό χωρισμένη από την κόρη της για να χάσει έστω και μιαν ώρα και πως οι δυο τους θα φρόντιζαν να στολίσουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η Συλβί πήδηξε στο λαιμό της και της φώναξε χίλια ευχαριστώ. Γελούσαν και οι δυο και φιλιόνταν μύτη με μύτη, «σαν τους Εσκιμώους».

Όταν η γιαγιά πήγε στην κάμαρά της, η μαμά είπε στην Ερνεστίν να φέρει τα χαρτονένια κουτιά που περιείχαν τα χριστουγεννιάτικα στολίδια της περσινής χρονιάς. Με τη βοήθεια της Συλβί, έντυσε το δέντρο, σκορπίζοντας πάνω στα κλαδιά του χρυσές γιρλάντες, ασημένιες κορδέλες, μπάλες χιονισμένες, πολύχρωμα κεράκια, αγγελάκια με φουσκωμένα μάγουλα, κρυστάλλινους σταλακτίτες κι αστέρια με αστραφτερές μύτες. Σιγά σιγά, με τα ελαφριά χέρια της που πετούσαν δεξιά κι αριστερά, το σκοτεινό κι αυστηρό έλατο γινόταν μια χαρούμενη οπτασία, γεμάτη αστέρια, ζωσμένη από φως. Έπειτα ήρθε η σειρά της φάτνης. Τα πήλινα αγαλματάκια ήταν πολύ παλιά και πολύτιμα και μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά μέσα στην οικογένεια. Την ώρα που η μαμά τα τοποθετούσε πάνω στην κονσόλα, που την είχαν σκεπασμένη μ' ένα σκούρο τσαλακωμένο χαρτί για να μοιάζει με γη, η Συλβί ρώτησε: — Πότε θα μπορέσω να 'ρθώ να ζήσω μαζί σου; — Αργότερα, γλυκιά μου, είπε η μαμά. Πρέπει πρώτα να το οργανώσω, να βρω ένα διαμέρισμα. Δεν είναι εύκολο. Δεν είσαι δυστυχισμένη εδώ. — Όχι, καθόλου. Η γιαγιά κι ο παππούς είναι πολύ καλοί. — Αν ερχόσουν στο Παρίσι δε θα 'μουν συχνά μαζί σου. Θα 'νιωθες μόνη. Πολύ περισσότερο απ' όσο νιώθεις εδώ, με τον παππού και τη γιαγιά, στο Πουί. — Στεναχωριέμαι χωρίς εσένα, είπε αυθόρμητα η Συλβί. Η μαμά την έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα μάτια της ήταν υγρά κι ένα περίεργο χαμόγελο τρεμόπαιζε στο πρόσωπό της. Αφού φίλησε τη Συλβί, βιάστηκε να μετακινήσει μερικά αγαλματάκια πάνω στην κονσόλα: — Έτσι είναι καλύτερα! είπε με κάποιο προσποιητό κέφι. Δε βρίσκεις; Έκανε ένα βήμα πίσω για να κρίνει την εντύπωση. Γύρω από τον μικροσκοπικό Χριστούλη, ροζ μπομπόν, μισοχωμένο μέσα στο άχυρο, η Παναγία, ο Ιωσήφ, οι μάγοι, οι βοσκοί, ο γάιδαρος και το βόδι στέκαν ακίνητοι, εκστατικοί, κάτω από ένα χρυσό χάρτινο άστρο. Για να πλουτίσουν τη σκηνή πρόσθεσαν κι άλλα πολύχρωμα ανθρωπάκια, έναν ψαρά με τα δίχτυά του, μια κεντήστρα του Πουί με το τελάρο και τη σαΐτα της, έναν ξυλοκόπο με το τσεκούρι του στον ώμο. Η λατρεία ανήκε σ' όλα τα επαγγέλματα του κόσμου. — Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι μαμά; ρώτησε η Συλβί. — Και βέβαια, καλή μου. — Σ' αρέσει το πορτρέτο του μπαμπά;

— Και βέβαια! — Σ' αρέσει στ' αληθινά αληθινά; Η μαμά χαμογέλασε αδύναμα και ψιθύρισε: — Σουτ! Μεταξύ μας, δεν ξαναβρίσκω καθόλου τον μπαμπά σου σ' αυτό το μαρμαρωμένο πρόσωπο. Του μοιάζει κι όμως δεν είναι αυτός. Δε θέλησα να το πω πριν από λίγο για να μη στενοχωρήσω τη γιαγιά. Ούτε κι εσύ δεν πρέπει να της το πεις. — Γιατί οι Γερμανοί σκότωσαν τον μπαμπά; — Ήταν πόλεμος. — Κι ο μπαμπάς, αυτός σκότωσε Γερμανούς; — Όχι — Γιατί; — Ήταν γιατρός. Οι γιατροί δε σκοτώνουν. Θεραπεύουν. — Εσύ, μαμά, δεν τους αγαπάς τους Γερμανούς. — Τώρα τέλειωσε, Βιου. Πρέπει να ξεχάσουμε... — Εγώ δε θα ξεχάσω ποτέ. Όταν θα μεγαλώσω δε θα παντρευτώ με Γερμανό. — Και με ποιόν θα παντρευτείς; ρώτησε η μαμά χαμογελώντας. — Μ' έναν F.F.Ι.1 Άρεσε στη Συλβί αυτή η μυστηριώδης ονομασία που της έφερνε στο νου τα πνεύματα του δάσους με το φευγαλέο βάδισμα και το κοροϊδευτικό βλέμμα. — Ο παππούς λέει πως οι F.F.Ι ελευθέρωσαν το Πουί, είπε. — Πολύ σωστά. — Πώς ήταν ο μπαμπάς; Λέγε μου! Η μαμά κάθισε στο χαλί, με τα γόνατα λυγισμένα, με το κορμί χαλαρωμένο σαν να 'ταν μαθήτρια. Κοιτάζοντάς την η Συλβί σκέφτηκε: «Η καλύτερή μου φίλη δεν είναι η Μαρτίν Ντεντορά, αυτή είναι». Και σύγχρονα ένιωθε κοντά στη μαμά της ένα αίσθημα σιγουριάς που κανένας στον κόσμο, ούτε καν

1

Forces Françaises Intérieur - Γαλλικές Δυνάμεις Εσωτερικού, ήταν αντιστασιακή οργάνωση.

ο παππούς και η γιαγιά δεν μπορούσαν να της δώσουν. Κουβαριασμένη μέσα στη ζεστασιά της, περίμενε με αγαλλίαση να ξανακούσει τα ανέκδοτα που ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Όταν η μαμά μιλούσε για τον μπαμπά, πάντα αστειευόταν. Μέσα από τις αφηγήσεις της, ο μπαμπάς παρουσιαζόταν όχι σαν μεγάλος άντρας αλλά σαν μικρό αγόρι που όλο του τύχαιναν αστείες ιστορίες. — Ένα πρωί πήγε στον κουρέα του και καθώς τ' αφεντικό που του 'κοβε πάντα τα μαλλιά δεν ήταν εκεί, εμπιστεύτηκε τον εαυτό του στα ψαλίδια ενός νεαρού υπαλλήλου. Αφηρημένος όπως συνήθως, διάβαζε την εφημερίδα του την ώρα που γινόταν το κούρεμα. Και, όταν γύρισε σπίτι, ούτε εσύ ούτε εγώ τον αναγνωρίσαμε: τα μαλλιά του ήταν κομμένα σχεδόν σύρριζα, σαν βούρτσα! Θυμάσαι; — Ναι! ναι! φώναξε η Συλβί. Δε θυμόταν τίποτε, αλλά ξαναζούσε τη σκηνή με μια ευγνωμοσύνη όλο χαρά. — Κι άλλο! είπε σφίγγοντας το χέρι της μαμάς. — Και το παπιγιόν του! είπε η μαμά. Τι ιστορία κι αυτή. Ήθελε σώνει και καλά να φοράει παπιγιόν και δεν τα κατάφερνε καθόλου να το δέσει. Όταν έφευγε για να πάει να δει τους αρρώστους του, το παπιγιόν ήταν μια χαρά στη θέση του. Όταν ξαναρχόταν σπίτι, το παπιγιόν ήταν θεόστραβο, η μια άκρια πάνω, η άλλη κάτω. Διασκέδαζες διορθώνοντάς το. Κι αυτός αφηνόταν. — Μ' αγαπούσε πολύ; — Ναι, πολύ, Βιου. Αλλά ήξερε να 'ναι κι αυστηρός μαζί σου. Μια μέρα είχες σκορπίσει όλα σου τα παιχνίδια μέσα στο διάδρομο, ίσαμε την αίθουσα αναμονής. Οι άρρωστοι τα πηδούσαν για να μπουν στο ιατρείο. Ο μπαμπάς θύμωσε πολύ. Και σού 'δωσε ένα γερό ξύλο. Αυτό το ξύλο η Συλβί δεν ήξερε πια αν πραγματικά το είχε φάει ή αν ανήκε στο σκοτεινό κόσμο των ονείρων της. Πάντως, όλα αυτά τα ένιωθε σαν βασικό κομμάτι της ζωής της. Θέλησε να προκαλέσει κι άλλες εκμυστηρεύσεις και βεβαίωσε: — Θυμάμαι κι όταν ο μπαμπάς έβαζε τα γυαλιά του για να με κοιτάξει. Άλλαζε εντελώς. — Μα, Βιου, ο μπαμπάς σου φορούσε πάντα γυαλιά, είπε γλυκά η μαμά. — Τότε, γιατί δε φοράει γυαλιά στη φωτογραφία και στο πορτρέτο; — Τα 'βγαλε κείνη τη στιγμή για να φωτογραφηθεί. — Γιατί τα 'βγαλε; — Δεν ξέρω... Ίσως από φιλαρέσκεια! — Ο μπαμπάς ήταν φιλάρεσκος; — Με τον τρόπο του, ναι...

Η Συλβί σήκωσε τα μάτια στο πορτρέτο. Αυτό το ροδαλό και γυμνό πρόσωπο. Τώρα καταλάβαινε γιατί δεν της άρεσε. Έλειπαν τα γυαλιά. Μια σκέψη τη διαπέρασε, τόσο ζωηρή σαν το χτύπημα της ουράς του κόκκινου ψαριού μέσα στη γυάλα. Ρώτησε: — Ο μπαμπάς φορούσε τα γυαλιά του μέσα στο φέρετρο; — Όχι, αγάπη μου, είπε η μαμά με σοβαρή φωνή. — Πού είναι; — Τα έχω στο Παρίσι. — Θα μού τα δείξεις; — Σ' το υπόσχομαι. Η γιαγιά μπήκε στο σαλόνι κι όλα ξανάγιναν φρόνιμα και κρύα. Έδωσε συγχαρητήρια στις δυο διακοσμήτριες για το δέντρο και τη φάτνη. Ωστόσο, η Συλβί την άκουγε αδιάφορα. Ενωμένη με τη μαμά με το πολυτιμότερο μυστικό δεν ήθελε ούτε μπορούσε να ενδιαφερθεί για οτιδήποτε άλλο.

Οι ώρες κύλησαν τόσο γρήγορα. Όταν ξάπλωσε η Συλβί αναρωτήθηκε αν στ' αλήθεια είχε ζήσει τόσα γεγονότα από τη στιγμή που έφτασε το τρένο. Η γιαγιά, ύστερα από τη βραδινή προσευχή, κλείστηκε στο δωμάτιό της. Η μαμά, μόνη με την κόρη της, την έβαλε στο κρεβάτι της, τη σκέπασε καλά κι έσκυψε πάνω της να της ευχηθεί καληνύχτα. Μισοανασηκωμένη η Συλβί τύλιξε τα δυο της χέρια γύρω από το λαιμό της. Η μαμά τη φίλησε απαλά πάνω στο στόμα. Τα χείλη της μαμάς ήταν απαλά σαν το βελούδο. Η ανάσα της μύριζε πούδρα και γλυκό καπνό. Έσβησε το φως και βγήκε από το δωμάτιο. Η Συλβί, ξαπλωμένη μέσα στο σκοτάδι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ίσως να 'φταιγε η ασυνήθιστη ατμόσφαιρα της «κάμαρας των φίλων» που την εμπόδιζε να βρει τον ύπνο της. Ξάφνου, σκέφτηκε πως ίσως η μαμά να 'χε κιόλας ξαναφύγει για το Παρίσι, χωρίς να προειδοποιήσει κανένα. Αυτή η σκέψη την πάγωσε. Ένιωσε την επιτακτική ανάγκη να βεβαιωθεί. Πετάχτηκε από το κρεβάτι της και βγήκε, αθόρυβα, στο πλατύσκαλο. Άνοιξε προσεχτικά την πόρτα της αντικρινής κάμαρας. Ευτυχία! Η μαμά ήταν εκεί, ξαπλωμένη μέσα στο φως της λάμπας του κομοδίνου, μ' ένα βιβλίο στο χέρι. Φορούσε μια νυχτικιά τόσο λεπτή που το δέρμα της φαινόταν μέσα από το ύφασμα. Ακουμπισμένη πάνω στα μαξιλάρια της, κοιτούσε όλο έκπληξη την κόρη της. — Τι τρέχει, Βιου; είπε. Η Συλβί έβαλε ένα δάχτυλο πάνω στο στόμα της για να της πει να σωπάσει και ψιθύρισε: — Αχ, μανούλα, άσε με να μπω στο κρεβάτι σου, για μια στιγμή. Η μαμά χαμογέλασε κι έκανε στο πλάι για να της αφήσει θέση. Η Συλβί ανασήκωσε το νυχτικό της και χώθηκε μέσα στα χλιαρά σεντόνια. Μπερδεύοντας τα πόδια της στα πόδια της μαμάς, σφιγγόταν μ' όλη της τη δύναμη πάνω στο ευλύγιστο κορμί. Μέσα σ' αυτήν την οικεία μυρωδιά σάρκας και

αρώματος ήταν στη θέση της. Δάχτυλα απαλά χάιδευαν τα μαλλιά της και μια φωνή θλιμμένη ψιθύριζε στ' αυτί της: — Βιου μου, αγάπη μου, μου λείπεις τόσο πολύ. — Δε θα το πεις στη γιαγιά, έτσι; παρακάλεσε η Συλβί. — Όχι, όχι... Η Συλβί σήκωσε το μέτωπό της. Από πάνω της τη σκέπαζε ένα πονεμένο πρόσωπο, με μάτια που γυάλιζαν από τα δάκρυα. — Τι έχεις, μαμά; Κλαις; ψέλλισε η Συλβί. — Κλαίω, γιατί είμαι ευτυχισμένη. Είμαστε τόσο καλά μαζί. Ας μην κουνήσουμε. Τα βλέφαρα της Συλβί χαμήλωσαν, το κεφάλι της έγειρε κάτω από το βάρος της ευτυχίας. Βυθίστηκε στον ύπνο μέσα στην αγκαλιά της μαμάς, που την κρατούσε γερά. Ήταν περασμένη ώρα, την άλλη μέρα το πρωί, όταν χτύπησε η πόρτα. Η γιαγιά μπήκε, ανακάλυψε τη Συλβί και τη μαμά της αγκαλιασμένες μέσα στο μισοσκόταδο και μάλωσε: — Όταν δε βρήκα τη Συλβί στην κάμαρά της, αμέσως μάντεψα πως θα την έβρισκα εδώ. Έχετε άδικο, Ζυλιέτ, να κρατάτε αυτό το παιδί στο κρεβάτι σας. Είναι ήδη τόσο έξαλλο. Θέλετε να πω να σας σερβίρουν το πρωινό σας; — Ευχαριστώ, μητέρα, είπε η μαμά ανάβοντας τη λάμπα. Έμοιαζε ένοχη όσο και η κόρη της. Τις είχαν πιάσει στα πράσα κι είχαν την ίδια ηλικία. Η Συλβί σκέφτηκε, μεθυσμένη από χαρά, πως η μέρα άρχιζε καλά.

IX Μεταμφιεσμένη νοσοκόμα, χάρη στο κουστούμι που της είχε δωρίσει η μαμά για τα Χριστούγεννα, η Συλβί δεν ήξερε τι να πρωτοκάνει: όλες οι κούκλες της ήταν άρρωστες. Τις είχε αραδιάσει στη σειρά, στα πόδια του κρεβατιού, μέσα σε κουτιά από παπούτσια, και πήγαινε από τη μια στην άλλη, μοιράζοντας φάρμακα. Η μία έπρεπε να πιει μια κουταλιά σιρόπι, η άλλη ένα χάπι, η παραάλλη χρειαζόταν ένεση. Ο Καζιμίρ, ο πιο βαριά απ' όλους, είχε έναν τεράστιο επίδεσμο. Χρειάστηκε να του ανοίξουν το κρανίο μ' ένα νυστέρι για να του αφαιρέσουν λίγο άχυρο. Ωστόσο, δε γίνεται να σκαρφίζεσαι όλο και καινούριες θεραπείες. Αναγκαστικά κάποια στιγμή οι κούκλες γιατρεύονται και οι νοσοκόμες κουράζονται να τρέχουν πέρα δώθε μέσα στο νοσοκομείο. Αναρωτιόταν με τι άλλο θα μπορούσε ν' ασχοληθεί. Η μαμά κι η γιαγιά είχαν πάει επίσκεψη στους Φρομεντιέ. Ο παππούς και η θεία Μαντελέν κάτω στο γραφείο. Ήταν η μέρα του κυρίου Καρπεντέν, του διαχειριστή. Ερχόταν όλο και πιο συχνά. Η οικογένεια έλεγε γι' αυτόν πως ήταν πολύ ικανός άνθρωπος. Η Συλβί τον φοβόταν λιγάκι, γιατί είχε ένα γενάκι μυτερό σαν το γενάκι που είχε ο διάβολος στις ζωγραφιές κάποιου βιβλίου που είχε δει. Σκέφτηκε να πάει να ξαναδεί το χριστουγεννιάτικο δέντρο που, αφού πέρασαν οι γιορτές και μοιράστηκαν τα δώρα, είχε χάσει πολύ από το μυστήριό του, ή να κατεβεί στην αυλή να παίξει με τον Τόμπυ ή ακόμη να επισκεφτεί την Ερνεστίν και την Ανζέλ στην κουζίνα. Είναι αλήθεια πως τίποτε δεν την τραβούσε. Η ζωή θα 'ταν γκρίζα ίσαμε να γυρίσει η μαμά. Γιατί πήγε να δει τους Φρομεντιέ αντί να μείνει με την κόρη της; Σιωπή ανίας βάραινε το σπίτι. «Η κάμαρα των φίλων» ήταν αφιλόξενη. Ήταν τόπος για μεγάλους. Τα έπιπλα που τη διακοσμούσαν δε γνώριζαν τη Συλβί. Έβγαλε το σκούφο και την ποδιά της νοσοκόμας, κάθισε σ' ένα τραπεζάκι από μαόνι, άνοιξε ένα κουτί με χρωματιστά μολύβια, δώρο του παππού και της γιαγιάς, και σκέφτηκε να κάνει μια όμορφη ζωγραφιά μέσα στο άλμπουμ, αυτό δώρο της θείας Μαντελέν. Ωστόσο η έμπνευση δεν ερχόταν. Γέμισε μουτζούρες δυο φύλλα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα κι έπειτα ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας. Απέναντί της, η φωτογραφία του μπαμπά την παρατηρούσε με μια προσβλητική αδιαφορία. Κάποια ιδέα ωρίμαζε ανάμεσά τους. Ξάφνου, σαν να φωτίστηκε, η Συλβί έβγαλε τη φωτογραφία από το πλαίσιό της και την ξάπλωσε πάνω στο τραπέζι. Έπειτα, αρπάζοντας ένα μαύρο μολύβι ζωγράφισε γυαλιά πάνω στο λείο πρόσωπο του μπαμπά. Η ποιότητα του χαρτιού, ήταν χοντρό και ματ, βοηθούσε το έργο. Το μολύβι έγραφε καλά. Η Συλβί έβαζε τα δυνατά της, ξαναπερνούσε πολλές φορές πάνω στην ίδια γραμμή για να τη φαρδύνει. Σε λίγο, η μύτη του μπαμπά χρησίμεψε για βάση σε δυο στρογγυλούς φακούς κλεισμένους μέσα σ' ένα γερό σκελετό. Ένα κύμα ευτυχίας πλημμύρισε τη Συλβί. Θαύμα! Τούτη τη φορά ήταν πραγματικά Αυτός! Τον είχε ξαναβρεί. Δε θα την εγκατέλειπε ποτέ πια. Λες κι ένα πέπλο ψευτιάς ξεσκίστηκε μπροστά της: οι αναμνήσεις ξανάρχισαν να ζούνε χαρούμενα. Με πάθος κόλλησε τα χείλη της πάνω στη φωτογραφία. Όλος ο κόσμος, μα σίγουρα, θα συμφωνούσε μαζί της. Θα έλεγαν στον κύριο Πουαριέ να προσθέσει γυαλιά στο μεγάλο πορτρέτο του σαλονιού.

Ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν. Η μαμά μπήκε στην κάμαρα. — Κοίταξε! φώναξε η Συλβί δείχνοντάς της τη φωτογραφία. Έτσι ο μπαμπάς δεν είναι καλύτερος; Η μαμά δεν πρόλαβε να μιλήσει. Η γιαγιά που την ακολουθούσε ξέσπασε: — Θεότρελη! Τι έκανες εκεί; Άρπαξε τη φωτογραφία από τα χέρια της Συλβί.

Η οργή είχε αλλοιώσει το γέρικο πρόσωπό της. Τα μάτια της άστραφταν πίσω από τα περίεργα φινιστρίνια τους. — Δηλαδή, δε γίνεται να σ' αφήσει κανένας ούτε μια ώρα μοναχή χωρίς να κάνεις ανοησίες, συνέχισε με συριστική φωνή. Κι όταν λέω ανοησίες είμαι επιεικής. Ξέρεις πώς ονομάζεται αυτό που έκανες; Ιεροσυλία. Μουτζουρώνοντας αυτήν τη φωτογραφία πρόσβαλες τη μνήμη του πατέρα σου! Κοντανάσαινε τόσο δυνατά που η Συλβί, τρομαγμένη, έκανε πίσω και χώθηκε σε μια γωνιά. Η μαμά μπήκε στη μέση με φωνή μετρημένη αλλά ξεκάθαρη: — Μη θυμώνετε, μητέρα. Παιδιαρίσματα είναι. Άλλωστε εγώ φταίω: είπα στη Βιου πως ο Μπερνάρ φορούσε πάντα γυαλιά. Θέλησε να διορθώσει τη φωτογραφία, αυτό είναι όλο. — Δηλαδή, της δίνετε δίκιο; ρώτησε η γιαγιά ανασηκώνοντας τη μύτη. — Προσπαθώ να σας εξηγήσω γιατί το έκανε. Με τη γομολάστιχα δε θα φαίνεται τίποτα. — Υπάρχουν πράματα που δε σβήνουν, είπε η γιαγιά. Και πέταξε τη φωτογραφία πάνω στο τραπέζι. Η μαμά πήρε μια γομολάστιχα κι έσβησε τις μολυβιές. — Βλέπετε, είπε. Το κακό διορθώθηκε. — Όχι! είπε η γιαγιά. Θα 'ταν πολύ απλό. Ακούγοντας αυτά τα λόγια τα μάτια της μαμάς πέταξαν σπίθες: — Μα τι θέλετε τέλος πάντων, μητέρα; είπε ζωηρά. Να τιμωρήσετε το παιδί; Αρκετά τιμωρημένο είναι μ' όσα της είπατε. Ας σας φιλήσει κι ας το ξεχάσουμε. Έσπρωξε τη Συλβί προς τη γιαγιά της. Η γιαγιά σφίχτηκε κι έστρεψε το κεφάλι. Ένας βράχος ντυμένος στα μαύρα. Η Συλβί φίλησε όπως όπως ένα χέρι που τραβιόταν και κόλλησε πάνω στη μαμά της. Ποτέ δε θα το 'βαζε ο νους της πως ζωγραφίζοντας γυαλιά στη φωτογραφία του μπαμπά θα ταρακουνούσε τα θεμέλια της οικογένειας. Ό,τι κι αν έκανε ήταν ένοχη. Μόνο κακές ιδέες έμπαιναν στο κεφάλι της. Κατατρομαγμένη σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τη μαμά της όλο παράκληση και κείνη της αντιγύρισε ένα χαμόγελο. Η γιαγιά βγήκε από το δωμάτιο σιωπηλή. Μόλις έφυγε, η μαμά αποτέλειωσε το σβήσιμο κι έβαλε πάλι τη φωτογραφία στο πλαίσιό της. Η Συλβί ξέσπασε σ' αναφιλητά: — Αχ, μαμά, δεν ήξερα... Νόμιζα πως έκανα κάτι καλό... Μου 'χεις θυμώσει;... Συγγνώμη... — Κανένας δε σου θύμωσε, αγάπη μου. — Πώς! Η γιαγιά! — Να 'σαι πολύ καλή μαζί της και γρήγορα θα το ξεχάσει.

Η Συλβί ηρέμησε. Ωστόσο, στο τραπέζι, την ώρα του φαγητού, πάλι ένιωσε ανήσυχη. Η γιαγιά είχε καταπιεί τα χείλια της. Σιωπηλή, σφιγμένη, με τους αγκώνες κολλημένους πάνω στο κορμί της, την πλάτη στητή, τσιμπούσε μέσα στο πιάτο της. Αντίθετα, η μαμά κι ο παππούς φλυαρούσαν με κέφι για όλα και για τίποτα. Συζητούσαν για κάποιο φιλμ όταν, μην αντέχοντας άλλο, η Συλβί πήδηξε από την καρέκλα της, έτρεξε στη γιαγιά και της έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Κι αυτή η ίδια τρόμαξε με το θράσος της. Κάποια άλλη είχε ενεργήσει στη θέση της. Το πρόσωπο της γιαγιάς σφίχτηκε, χαλάρωσε, πίσω από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών της, τρεμόπαιξε ένα νερένιο πέπλο και κόλλησε την πετσέτα της στο στόμα της σαν να 'θελε να συγκρατήσει κάποιο λυγμό. Η συζήτηση είχε σταματήσει. Η Ερνεστίν στεκόταν μαρμαρωμένη πλάι στην πόρτα με μια πιατέλα στα χέρια. Τέλος, η γιαγιά συνήλθε, πήρε την ανάσα της και ψιθύρισε: — Είμαι τόσο μόνη! Γεννηθήτω το θέλημα του Κυρίου. Την ίδια στιγμή, έβαζε το χέρι της πάνω στο κεφάλι της Συλβί, σαν ένδειξη της συγγνώμης της. Ωστόσο, αντί να τη φέρει κοντά της, την έσπρωξε απαλά, λες και φοβόταν μήπως συγκινηθεί περισσότερο. Ίσαμε το τέλος του φαγητού δεν πρόφερε λέξη.

Η μαμά κι ο παππούς ήταν προσκαλεσμένοι, μετά το γεύμα, να παίξουν μπριτζ στους Μαρβεζού. Η γιαγιά είχε αρνηθεί να τους συνοδέψει: δεν έβγαινε πια ποτέ το βράδυ. Πριν να φύγει η μαμά θέλησε να φιλήσει το παιδί της. Χωμένη μέσα στο κρεβάτι της, η Συλβί με ορθάνοιχτα τα μάτια είδε να σκύβει πάνω της, μια οπτασία ονειρική, οικεία, και μαζί απόμακρη, χτενισμένη, βαμμένη, έτοιμη για τη μυστηριώδη γιορτή των μεγάλων. Ο παππούς ήταν πολύ περήφανος που πήγαινε επίσκεψη σε φίλους με τη νύφη του. Κι οι δυο έφυγαν με την υπόσχεση πως δε θ' αργούσαν. Όταν έσβησε το φως, η Συλβί πάλεψε πεισματικά ενάντια στη νύστα. Θα 'θελε να ξαγρυπνούσε ίσαμε να γυρίσει η μαμά. Ύστερα από κάμποση ώρα, η πόρτα άνοιξε και μια φευγαλέα μορφή γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο. Οι σανίδες έτριξαν κάτω από το βαρύ βήμα. Παρ' όλο το σκοτάδι, η Συλβί αναγνώρισε τη γιαγιά κι έκανε πως κοιμόταν, ακίνητη, με ίσες αναπνοές. Αφού δίστασε για λίγο, η επισκέπτρια κάθισε σε μια καρέκλα, στο κεφάλι του κρεβατιού. Έμεινε εκεί, σε κατάνυξη, σιωπηλή, μαρμαρωμένη. Μια φωτεινή αχτίδα, που γλιστρούσε από το άνοιγμα της πόρτας, ζωγράφιζε την καμπύλη των ώμων της, φλόγιζε τα μαλλιά που ξέφευγαν από τον κότσο τους. Κρυμμένη κάτω από τις κουβέρτες της, η Συλβί άκουγε με φόβο και σεβασμό το κοντανάσασμα της γριάς γυναίκας. Αυτή η νυχτερινή παρουσία ήταν τόσο ασυνήθιστη που για μια στιγμή νόμισε πως ήταν άρρωστη. Ωστόσο, δεν ήταν, ένιωθε καλά. Όλα γύρω της ήταν ήρεμα. Ξάφνου, μέσα στην απεραντοσύνη της σκιάς, άκουσε ένα ελαφρύ χτύπο που επαναλαμβανόταν και που μόλις ακουγόταν: οι χάντρες του κομπολογιού συνόδευαν την προσευχή της γιαγιάς.

X Την Πρωτοχρονιά πήγαν στο νεκροταφείο. Ήταν η τρίτη φορά που πήγαινε η μαμά από την ημέρα που ήρθε. Σήμερα ήταν επίσκεψη αποχαιρετισμού: θα 'φευγε την άλλη μέρα. Ο παππούς πήγε μαζί τους. Όλη η οικογένεια ήταν εκεί, όρθιοι, μπροστά στον τάφο. Απαγορεύεται να σκεφτείς άλλο πράμα έξω από το θάνατο. Η Συλβί πάσχιζε να μην ξεκολλήσει τη σκέψη της από τον μπαμπά της που βρισκόταν κάτω από την ταφόπετρα. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να του ευχηθεί καλή χρονιά μέσα στο φέρετρό του. Η μαμά κρατούσε το χέρι της κόρης της. Όπως όταν κοίταζαν μαζί το πορτρέτο. Άραγε βρισκόταν πιο κοντά στον μπαμπά μπροστά σ' αυτόν τον τάφο, μέσα στο νεκροταφείο, ή μπροστά στο πορτρέτο, μέσα στο σαλόνι; Ο παππούς είχε σκυφτό το κεφάλι. Άραγε προσευχόταν, αυτός που ποτέ δεν έκανε την προσευχή του; Την περασμένη Κυριακή τους παραξένεψε όλους, όταν αποφάσισε να συνοδέψει τη γυναίκα του, τη νύφη του και την εγγονή του στην εκκλησία. Ωστόσο, είχε παρακολουθήσει τη λειτουργία με τον τρόπο του, χωρίς να γονατίσει, ούτε μια φορά, πάνω στο προσκυνητάρι. Η Συλβί δεν καταλάβαινε, πως αφού ήταν τόσο καλός και τόσο σοφός μπορούσε να περιφρονεί τόσο πολύ τη θρησκεία. Κι όμως, όταν ο αβάς Περικούλ ερχόταν στο σπίτι, τον δεχόταν πάντα με μεγάλη χαρά. Μήπως έκανε πως δεν πίστευε σε τίποτε μόνο και μόνο για να τσατίζει τη γιαγιά; Μ' όλους αυτούς τους συλλογισμούς η Συλβί αντιλήφθηκε πως ενδιαφερόταν περισσότερο για τους ζωντανούς παρά για τους πεθαμένους. Σε λίγο θα τρώγανε όλοι οικογενειακά. Πεινούσε. Η Ανζέλ της είπε πως θα τους είχε μιαν έκπληξη για γλυκό. Οι νεκροί αγνοούν τις χαρές του φαγητού. Γι' αυτούς δεν έχει ούτε φακές με λαρδί, ούτε πέστροφες ζελέ, ούτε κότα με μανιτάρια. Ποιες να 'ταν άραγε οι διασκεδάσεις τους; Τι παιχνίδια έπαιζαν εκεί στο Υπερπέραν; Ύστερα από το φαγητό, η Μαρτίν Ντεντορά θα 'ρχόταν στο σπίτι. Η Συλβί το χαιρόταν πολύ. Άραγε είναι κακό να σκέφτεσαι μπροστά στον τάφο του μπαμπά τη διασκέδαση; Ξάφνου βιαζόταν να φύγει. Η μαμά, η γιαγιά, ο παππούς, η θεία Μαντελέν δεν έλεγαν να βγουν από τις σιωπηλές σκέψεις τους. Επιτέλους, η γιαγιά έδωσε το πρόσταγμα. Όλη η οικογένεια κίνησε για την επιστροφή μέσα από τις ταφόπετρες. Βγαίνοντας στάθηκαν, όπως συνήθως, να πούνε μια καλημέρα στον κύριο Μαρσέλ. Ο φύλακας μόλις τους είδε, βγήκε στο κατώφλι του. Παχουλούλης και ροδαλός σαν γουρουνόπουλο, έσκαγε από υγεία ανάμεσα στους σταυρούς. Είχε ένα ωραίο σπίτι, πολύ πιο μεγάλο από τα μαυσωλεία του νεκροταφείου, ωστόσο δεν ήταν τόσο πλούσια διακοσμημένο. Περίεργο να ζει κανένας, σαν κι αυτόν, μέσα στον κήπο των πεθαμένων, τρώγοντας, πέφτοντας για ύπνο, διαβάζοντας εφημερίδα, συντροφιά μ' όλους αυτούς τους νεκρούς. Το επάγγελμά του μπορούσε να συγκριθεί με το επάγγελμα ενός βοσκού που θα 'χε το κοπάδι του κάτω από τη γη. Φεύγοντας η γιαγιά είπε: — Εις το επανιδείν, κύριε Μαρσέλ. Παρ' όλη την επίσκεψη στους νεκρούς το γεύμα ήταν χαρούμενο. Η έκπληξη ήταν ένα σουφλέ με λικέρ. Για μιαν ακόμη φορά ευχήθηκαν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους: «Ζήτω το 1947». Η Συλβί ήπιε κι αυτή μια στάλα σαμπάνια.

Η Μαρτίν Ντεντορά ήρθε την ώρα που οι μεγάλοι έπιναν τον καφέ τους. Συστήνοντας τη φίλη της στη μαμά, η Συλβί κοιτούσε το πρόσωπο της Μαρτίν για να διακρίνει σημάδια ενθουσιασμού. Όμως, η Μαρτίν αρκέστηκε να γουρλώσει τα μάτια και να ψελλίσει κάποιο: «Καλημέρα, κυρία». Η Συλβί απογοητευμένη την τράβηξε στην «κάμαρα των φίλων». Σε λίγα λεπτά, συνεπαρμένη από τα γιατροσόφια που έκανε στις κούκλες, ξέχασε τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ένιωθε καν την ανάγκη να περάσει τις τελευταίες ώρες με τη μαμά. Ωστόσο, όταν η μαμά ήρθε να τη φιλήσει λέγοντάς της πως

θα βγει, στενοχωρέθηκε: — Φεύγεις κιόλας; Θα γυρίσεις γρήγορα; — Πολύ γρήγορα, Βιου. Άλλωστε, τι να με κάνεις εμένα: έχεις τη φιλενάδα σου. Καλά τα πάτε εσείς οι δυο! Μόλις έφυγε η μαμά, η Συλβί τράβηξε τη Μαρτίν στο μπάνιο για να τις δείξει τα καλλυντικά που ήταν αραδιασμένα πάνω στην εταζέρα: Υπήρχε ένα μπουκάλι με κολόνια, ένα βαζάκι με κρέμα, ένα κοκκινάδι των χειλιών. Όλα τα μυστήρια της γυναικείας χάρης. Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος. Αρπάζοντας το κοκκινάδι, η Συλβί άρχισε να πασαλείβει με πολλή δεξιοτεχνία το στόμα της. Το κοκκινάδι ξεχείλιζε λίγο. Ωστόσο, αυτή η κόκκινη κηλίδα στη μέση του προσώπου αναμφισβήτητα το 'κανε ν' αστράφτει. Χαμογελώντας μέσα στον καθρέφτη έβρισκε πως ήταν μια ολοκληρωμένη γυναίκα. Έπειτα έβαψε και τη φίλη της. Το αποτέλεσμα δεν ήταν και τόσο επιτυχημένο: το σιδερένιο μηχάνημα που φορούσε στα δόντια η Μαρτίν τόνιζε πολύ το στόμα της. Αρωματίστηκαν με την κολόνια, άρχισαν μια σύντομη κοσμική φλυαρία μπροστά στον καθρέφτη κι έπειτα βιάστηκαν να πλύνουν το πρόσωπό τους γιατί άκουσαν θόρυβο στο δωμάτιο της γιαγιάς. Όταν γύρισε η μαμά και οι δυο τους έμοιαζαν με αθώες περιστερές. Όμως τίποτε δεν ξεφεύγει από το οξύ μάτι των μεγάλων. Κάποιο ίχνος από το κοκκινάδι που δε σβήστηκε καλά, κάποιο ύποπτο άρωμα. Η μαμά ακούμπησε ένα δάχτυλο πάνω στη μύτη της Συλβί και ψιθύρισε: — Είσαι κακό κορίτσι. Έβαλες το κοκκινάδι μου. Και της σκούπισε ελαφριά το στόμα με το μαντίλι της. Όλα τα καταλάβαινε. Όλα τα συγχωρούσε. Ήταν με το μέρος της ζωής. Όταν οι δυο φιλενάδες βρέθηκαν μόνες, μέσα στην κάμαρα, η Μαρτίν είπε με πάθος: — Ξέρεις, η μαμά σου είναι στ' αληθινά πολύ όμορφη. Κι η Συλβί φούσκωσε μέχρι σκασμού από περηφάνια.

Το τελευταίο γεύμα με τη μαμά ήταν πολύ λυπητερό. Είχε ένα βλέμμα πολύ γλυκό και πότε πότε έσφιγγε στα κρυφά το χέρι της κόρης της, κάτω από το τραπέζι. Ξάφνου, σαν μπαλτάς που πέφτει πάνω στο παλαμάρι, έφτασε η στιγμή της αναχώρησης. Η Συλβί έκλαψε πολύ στην αποβάθρα του σταθμού βλέποντας την ταξιδιώτισσα ν' ανεβαίνει στο βαγόνι της. Ωστόσο, μόνο όταν ξαναγύρισε στο δωμάτιό της κατάλαβε πόσο μεγάλη ήταν η μοναξιά της. Τα 'βαλε με τη μαμά της που γύρισε τόσο γρήγορα στο Παρίσι. Πάσχιζε να ξαναθυμηθεί τις παραμικρές λεπτομέρειες της παραμονής της. Μ' ανοιχτά ρουθούνια έψαχνε το άρωμα της φευγάτης μέσα στην ντουλάπα, μέσα στο μπάνιο, πάνω στο μαξιλάρι. Μάταια. Η ζωντανή μαμά είχε ξαναγίνει ένα όνειρο. Λίγο σαν να 'χε πεθάνει. Κι αυτή. Και θ' ανασταινόταν μόνο στις διακοπές του Πάσχα. Πολύς καιρός ίσαμε τότε. Το σχολειό ξανάρχισε, με τα μαθήματα, τη μελέτη, τις τιμωρίες, τους τσακωμούς και τα

μυστικοσυμβούλια μεταξύ των μαθητριών, στην ώρα του διαλείμματος, στην αυλή. Οι ώρες τραμπαλίζονταν ανάμεσα στο σπίτι και στο σχολείο. Και στο σπίτι υπήρχαν μόνο γέρικα πρόσωπα. Η ακαμψία της γιαγιάς, οι σιωπές του παππού, τα γυαλιά της θείας Μαντελέν. H κάθε μέρα έμοιαζε με την προηγούμενη. Μέσα στην ανία της βδομάδας η Συλβί καταντούσε να περιμένει την επίσκεψη στο νεκροταφείο σαν διασκέδαση. Όμως, στα μέσα του Ιανουαρίου έγινε ένα σημαντικό γεγονός. Η γυναίκα του Φρανσουά γέννησε ένα έκτο παιδί. Πάλι κορίτσι! Ήθελε αγόρι. Η γιαγιά και η θεία Μαντελέν έγκαιρα είχαν ετοιμάσει τα ρουχαλάκια του μωρού. Επειδή δεν υπήρχε μαλλί, εξαιτίας των περιορισμών, χρειάστηκε να ξεπλέξουν τις παλιές κάλτσες του παππού για να πλέξουν ζιπουνάκια, σκουφάκια και καλτσάκια. Δυστυχώς όλα είχαν χρώμα καφεδί σκούρο. Μετά απ' αυτό ο παππούς πήγε στο Σαιν-Ετιέν για τις δουλειές του. Θα 'μενε εκεί σαράντα οχτώ ώρες. Όσο έλειπε ο παππούς, ο κύριος Καρπεντέν κι η θεία Μαντελέν δέχονταν τους πελάτες. Στην αυλή, οι εργάτες πηγαινόρχονταν σπρώχνοντας φορτωμένα καρότσια. Κάτω από τα υπόστεγα ήταν αραδιασμένες στοίβες σάκοι με τσιμέντο και γύψο, λόφοι από τούβλα και σιδερένιες βέργες. Κι όμως, έλεγαν πως έλειπε το εμπόρευμα. Όλα τα παράδιναν με το δελτίο. Ο παππούς παραπονιόταν για τη γραφειοκρατία. Έλεγε πως αν η κυβέρνηση δεν αλάφρωνε το σύστημα θα «έβαζε λουκέτο». Παράξενη έκφραση. Παρόλο που καταλάβαινε τι ήθελε να πει, η Συλβί φανταζόταν τον παππού να κλειδώνει μια για πάντα την πόρτα της τζαμένιας πόρτας του γραφείου του. Κανένας δε θα μπορούσε πια να μπει. Πώς να διανοηθείς τη ζωή του σπιτιού χωρίς την κίνηση των καμιονιών που περνούσαν κάτω από την καμάρα της αυλόπορτας, τα ζυγίσματα στη γεφυροπλάστιγγα, τα πηγαινέλα των εργατών που σήκωναν στην πλάτη τους σάκους γεμάτους και που μιλούσαν αναμεταξύ τους φωνάζοντας βραχνά; Απαγορευόταν στο κοριτσάκι να πηγαίνει στην αυλή τις ώρες της δουλειάς. Παρ' όλη την απαγόρευση κρυφά κατέβαινε για να φιλήσει τον Τόμπυ. Οι εργάτες τη γνώριζαν καλά και την έλεγαν: «Δεσποινίδα». Περηφανευόταν που ήταν εγγονή αυτουνού που βασίλευε πάνω σ' αυτές τις θαυμαστές αποθήκες, όπου μπορούσε κανείς να βρει όσα χρειάζονταν για να χτίσει ένα σπίτι ή για να το ζεστάνει. Γι' αυτήν ήταν ο άρχοντας της πόλης. Όταν γύρισε από το Σαιν-Ετιέν της έφερε ένα δώρο: ένα πουλόβερ με γεωμετρικά σχέδια, κόκκινα, πράσινα κι άσπρα. Θαμπωμένη, η Συλβί έβαλε τις φωνές από χαρά, φίλησε τον παππού κι αμέσως φόρεσε, μπροστά στον καθρέφτη, αυτό το πουλόβερ με τα φανταχτερά χρώματα. Έκρινε πως έτσι ντυμένη είχε ύφος κομψό αλλά και σπορ μαζί. Όμως η γιαγιά κλότσησε. — Έχοντας υπόψη σας το πένθος μας, θα μπορούσατε, Ιππόλυτε, ν' αγοράσετε κάτι που να μη φαντάζει τόσο, είπε. Η Συλβί κατάλαβε πως θα 'πρεπε να δίνει αγώνα για να φοράει πού και πού το πουλόβερ των ονείρων της.

XI Μπαίνοντας μέσα στο γραφείο, με την τσάντα στο χέρι, η Συλβί κατάλαβε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο παππούς συζητούσε μ' έναν πελάτη που φώναζε κι ανέμιζε κάτι λογαριασμούς. Με το γενάκι του ανορθωμένο, ο κύριος Καρπεντέν, πάσχιζε να λογικέψει τον παλαβό αραδιάζοντάς του αριθμούς. Κατατρομαγμένη η θεία Μαντελέν είχε ζαρώσει πίσω από τη γραφομηχανή της. Τέλος, ο πελάτης βγήκε κλείνοντας πίσω του δυνατά την πόρτα. Ο παππούς έκατσε πάλι στο γραφείο του και είπε: — Ο αγροίκος! Ήταν πολύ χλωμός. Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπό του. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στην εγγονή του χωρίς να τη δει. Από δω και τρεις μέρες που γύρισε από το Σαιν-Ετιέν είχε αυτό το σκοτισμένο και κουρασμένο ύφος. Η θεία Μαντελέν είχε πει χτες στη γιαγιά, μπροστά στη Συλβί, πως θα κουράστηκε πολύ στο ταξίδι του. Επιπλέον, φαίνεται πως είχε πολλές έγνοιες με τη δουλειά του. Στο σπίτι όμως δεν παραπονιόταν. Μόνο που σώπαινε περισσότερο από πριν. Καθώς η Συλβί τον φιλούσε, της ψιθύρισε αφηρημένος: — Όλα καλά στο σχολείο;... Άντε, πήγαινε γρήγορα να δεις τη γιαγιά... Άφησέ με... Έχουμε δουλειά... Το χέρι του έτρεμε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Συλβί. Κατάλαβε η μικρή πως σήμερα δε θα καθόταν πάνω στα γόνατά του ούτε θα 'παιζε με τη σφραγίδα. Άλλωστε είχε φορτωμένο πρόγραμμα. Ο αβάς Μορέλ που τους έκανε θρησκευτικά είχε ζητήσει από τις μαθήτριες να ετοιμαστούν για ν' απαντήσουν την άλλη μέρα σε μια σειρά ερωτήσεις πάνω στα σημεία της αληθινής Εκκλησίας: «Ο Ιησούς Χριστός έχτισε πολλές Εκκλησίες;»... «Η Ρωμαϊκή εκκλησία είναι μία;» «Είναι αγία;» «Είναι καθολική;»... «Είναι αποστολική;» Η γιαγιά παρότρυνε τη Συλβί να μελετήσει καλά το μάθημά της κι ύστερα να 'ρθει να της το πει. Καθισμένη στην κάμαρά της με το βιβλίο των θρησκευτικών, ανοιχτό πάνω στο τραπέζι, η Συλβί παπαγάλιζε. Μόλις που άρχιζε να συγκρατεί λέξη λέξη τις πρώτες αρχές κι η φωνή της θείας Μαντελέν αντήχησε στις σκάλες: — Κλαρίς! Κλαρίς! Έλα γρήγορα. Ο Ιππόλυτος δεν είναι καλά. Ακολούθησε μια βαβούρα. Ανοίγοντας την πόρτα της, η Συλβί είδε τη γιαγιά να βγαίνει από το δωμάτιό της και να κατεβαίνει βιαστική τις σκάλες. Άλλοι άνθρωποι τις ανέβαιναν. Η σκάλα έτριζε κάτω από το βάρος τους έτοιμη να διαλυθεί. Ο κύριος Καρπεντέν, ο Φρανσουά κι ένας εργάτης βαστούσαν όπως όπως κάποιον. Τα πόδια και τα χέρια του κρέμονταν. Το πρόσωπο του σωριασμένου ανθρώπου δε φαινόταν. Ήταν κρυμμένο πίσω από τους ώμους αυτών που τον κουβαλούσαν. Όμως, η Συλβί αναγνώρισε τα καφεδιά παπούτσια του παππού. Τρόμος της γέμισε την ψυχή. Η γιαγιά φώναξε: — Θεέ μου! Τι τρέχει; — Δεν ξέρω, είπε ο κύριος Καρπεντέν. Ξαφνικά ο κύριος Λεσουαγιέ έμπηξε μια φωνή. Έγινε κάτασπρος. Κατάφερε να ψελλίσει πως πονούσε στο στήθος, στα χέρια... — Ίσως να 'ναι νευραλγία, είπε ο Φρανσουά. Ή κάτι που έφαγε το μεσημέρι. — Γρήγορα να τον ξαπλώσουμε και να τηλεφωνήσουμε στο γιατρό Φαμπέρ, αποφάσισε η θεία

Μαντελέν. Η Ερνεστίν κι η Ανζέλ έτρεξαν κι αυτές από πίσω τους. Ο Τόμπυ ξεφύτρωσε μέσα στα πόδια τους και σκαρφάλωνε τα σκαλιά ξοπίσω του αφέντη του. Τον έδιωξαν. Έφυγε με την ουρά μέσα στα σκέλια. Η κάμαρα του παππού ήταν ακριβώς απέναντι από την κάμαρα της Συλβί. Δύσκολα τα κατάφερναν να τον περάσουν από την πόρτα. Η Συλβί πρόλαβε κι είδε ένα γέρικο πελιδνό πρόσωπο, λουσμένο στον ιδρώτα, με ανάκατα τα μαλλιά κι ένα στόμα στραβό που μόλις ανάσαινε. Τα γουρλωμένα μάτια εκφράζανε πόνο και φόβο. Ένα χέρι πάσχιζε να του ξεκουμπώσει το κολάρο του πουκάμισου. Αυτός που πάντα του ήταν τόσο κομψός! Η Συλβί ποτέ δεν τον είχε δει τόσο ατημέλητο. Ήταν κάποιος άλλος παππούς. Θέλησε να μπει στο δωμάτιο μαζί με τους άλλους. Την εμπόδισαν. Η πόρτα έκλεισε.

Αποδιωγμένη, σαν τον Τόμπυ, η Συλβί κουλουριάστηκε στο κεφαλόσκαλο, πλάι στη μεγάλη ντουλάπα με τα σεντόνια. Με την άκρη του δείχτη χάιδευε το γυαλισμένο παρκέ. Με τα μάτια συνέχεια καρφωμένα στα νερά του ξύλου άρχισε να βλέπει φίδια, σύννεφα, άλογα... Ο κύριος Καρπεντέν, ο Φρανσουά κι ο άλλος εργάτης, ξαναβγήκαν και πέρασαν μπροστά της χωρίς να πουν λέξη. Έπειτα βγήκαν η Ερνεστίν κι η Ανζέλ. Τέλος, η γιαγιά παρουσιάστηκε στο κατώφλι. Έμοιαζε ήρεμη, καρτερική σαν σε κατάνυξη. Λες και κάποιος, μιλώντας της στ' αυτί, της υπαγόρευε τι έπρεπε να κάνει. Κατέβηκε να τηλεφωνήσει από το γραφείο στο γιατρό κι άφησε τη θεία Μαντελέν στο προσκεφάλι του παππού. — Έρχεται! είπε ξανανεβαίνοντας τη σκάλα, κοντανασαίνοντας και βαστώντας το κάγκελο. Δεν πίστευα πως θα τον έβρισκα σπίτι του. Μεγάλη τύχη! — Πώς είναι ο παππούς; ρώτησε η Συλβί. — Πονάει λιγότερο. Προπαντός μην κάνεις θόρυβο. Να 'σαι φρόνιμη. — Θα γίνει καλά; — Και βέβαια. Αν θέλει ο Θεός! είπε η γιαγιά. Κι αντί να μπει στο δωμάτιο τού άρρωστου μπήκε στο δικό της δωμάτιο. Δε χρειάστηκε η Συλβί να την παρακολουθήσει για να μαντέψει τι κάνει. Γονατισμένη στο προσκυνητάρι της θα ικέτευε το Θεό να στρέψει το βλέμμα του προς αυτήν. Αυτό το προσκυνητάρι, ταπετσαρισμένο με κόκκινο βελούδο, είχε στην πλάτη του ένα ντουλαπάκι όπου μέσα του κρυβόταν ένας σωστός θησαυρός από κομπολόγια προσευχής, αγιασμένες εικόνες, προσευχητάρια με πολύχρωμους σελιδοδείκτες και με εικόνες θρησκευτικές. Τρεις ή τέσσερις φορές δόθηκε στη Συλβί η άδεια να πλησιάσει αυτά τα θαυματουργά αντικείμενα. Δεν αμφέβαλε καθόλου πως αυτά τα μικροαντικείμενα τόνωναν τη δύναμη της προσευχής. Από το σωρό τους έβγαινε μια ελαφριά μυρωδιά κλεισούρας που σίγουρα θα άρεσε στον Ύψιστο. Η γιαγιά ξαναβγήκε ύστερα από δέκα λεπτά. Χτυπούσαν στην πόρτα. Είχε φτάσει ο γιατρός Φαμπέρ, ψηλός άντρας, αδύνατος και σκυφτός, κρατώντας μια τσάντα σαν κι αυτήν που είχε η Συλβί για το σχολείο. Οι πνεύμονες, τα έντερα και τα συκώτια της οικογένειας δεν είχαν μυστικά απ' αυτόν. Η γιαγιά τον οδήγησε κοντά στον παππού κι αποσύρθηκε μαζί με τη θεία Μαντελέν στο σαλόνι, αφήνοντας μόνους το γιατρό και τον άρρωστο. Η Συλβί έμεινε στο κεφαλόσκαλο, παρακολουθώντας

τους θορύβους του σπιτιού. Θυμόταν και τις άλλες αρρώστιες του παππού. Ποτέ δεν είχε μείνει πάνω από τρεις μέρες στο κρεβάτι. Τούτη τη φορά τα πράματα φαίνονταν πιο σοβαρά. Η εξέταση μάκραινε. Ίσως θα 'πρεπε να γυρίσει πίσω στο μάθημα των θρησκευτικών. Όμως, μ' όλον αυτόν το στρόβιλο μέσα στο σπίτι, η Συλβί δεν είχε μυαλό για τα μυστήρια των θεμελίων της Εκκλησίας. Όταν ο γιατρός Φαμπέρ άνοιξε την πόρτα, προσπάθησε να δει από το άνοιγμα, τι γινόταν μέσα στο δωμάτιο. Όμως δεν είδε παρά τα πόδια του κρεβατιού και ρούχα ριγμένα πάνω σε μια καρέκλα. Ο γιατρός έμοιαζε σκεφτικός. Πήγε να συναντήσει τη γιαγιά και τη θεία Μαντελέν στο σαλόνι. Γρήγορα η Συλβί εγκατέλειψε τη σκοπιά της, κατέβηκε στο κάτω πάτωμα και κόλλησε τ' αυτί της στο θυρόφυλλο. Συγκεχυμένες κουβέντες διαπερνούσαν το ξύλινο χώρισμα. Άκουσε το γιατρό Φαμπέρ να μιλάει για «στηθάγχη». Μα γιατί όλα αυτά τα ψου ψου; Και κείνη στις αρχές του φθινοπώρου είχε έναν πόνο στο στήθος κι ο λαιμός της ήταν κάτασπρος. Με γαργάρες και ζεστά θα περνούσε. Ο παππούς δε θα πήγαινε για λίγες μέρες στο γραφείο του, όπως κι εκείνη δεν είχε πάει στο σχολείο. Απλούστατα. Μόλις που πρόλαβε να πεταχτεί προς τα πίσω για να μην καταλάβουν πως κρυφάκουγε. Η γιαγιά, η θεία Μαντελέν κι ο γιατρός ορθώθηκαν μπροστά της σαν τρικέφαλο βουνό που ξεπροβάλλει μέσα από την ομίχλη. Σαστισμένη ψέλλισε: — Τι έχει ο παππούς; — Η καρδιά του είναι άρρωστη, πολύ άρρωστη, είπε η γιαγιά. Πρέπει να ξεκουραστεί πολύ. Τότε δεν πονούσε μόνο το στήθος του. Η Συλβί έπεφτε από τα σύννεφα. Η θλίψη της πλάκωνε την καρδιά και κοιτούσε έναν έναν τους μεγάλους με την ελπίδα να διακρίνει κάποιο χαμόγελο καθησυχαστικό στα πρόσωπά τους. Ο γιατρός έσκυψε προς τη γιαγιά και της είπε χαμηλόφωνα: — Μην ανησυχείτε, αγαπητή μου κυρία, για το άμεσο μέλλον. Η ένεσή μου θα τον ηρεμήσει. Εν συνεχεία επιβάλλεται πολύ μεγάλη προσοχή: απόλυτη ξεκούραση, ελαφρύ φαγητό και λίγο, λίγο κρέας, λίγο αλάτι. Καθόλου αλκοόλ, ούτε καφέ, τσάι και τσιγάρο... — Θα το φροντίσω, είπε η γιαγιά. — Εις περίπτωσιν νέας κρίσεως έχετε όλες τις οδηγίες εις την συνταγήν μου. Το ηθικό του ασθενούς είναι πολύ σημαντικό. Δεν πρέπει προπαντός να έχει άγχος. Ας πάμε κοντά του. Θα ήθελα να του μιλήσω παρουσία σας. Αυτή τη φορά η θεία Μαντελέν έμεινε με τη Συλβί όσο ο γιατρός κι η γιαγιά στέκαν στο προσκεφάλι του παππού. — Μήπως θα πεθάνει; ρώτησε η Συλβί. — Όχι, όχι, κοριτσάκι μου, είπε η θεία Μαντελέν. Μα δεν έχεις μαθήματα σήμερα; — Έχω. — Τότε, έλα να μου τα πεις.

Η Συλβί μπήκε στην κάμαρά της, έδωσε το βιβλίο της στη θεία Μαντελέν και άρχισε να απαγγέλλει: — «Αναγνωρίζομεν την αληθινήν Εκκλησία εκ τεσσάρων σημείων: είναι μία, είναι αγία, είναι καθολική, είναι αποστολική». — Και γιατί είναι αποστολική; — Γιατί είχε σαν πρώτους αρχηγούς τους Αποστόλους... Η Ερνεστίν πέρασε το κεφάλι της μέσα από το άνοιγμα της πόρτας για να πει πως πάει ν' αγοράσει τα φάρμακα από το φαρμακείο. Είχε μαντιλοδέσει το κεφάλι της για το κρύο. Η θερμάστρα έτριζε. Μέσα στο πλαίσιό του ο μπαμπάς χαμογελούσε, απτόητος μπροστά σε τέτοια αναστάτωση, με το μάγουλο ακουμπισμένο πάνω στη γροθιά του. — Θα 'πρεπε να τηλεφωνήσουμε στη μαμά, είπε η Συλβί. — Για ποιο λόγο; — Για να της πούμε πως ο παππούς είναι άρρωστος. — Ίσως... πράγματι, είπε η θεία Μαντελέν. Φαινόταν πως δεν το 'χε σκεφτεί. Όταν η γιαγιά συνόδεψε το γιατρό στην εξώπορτα κι ανέβηκε πάνω, η θεία Μαντελέν της το είπε και κείνη, αφού πρώτα δήλωσε πως δεν έβλεπε για ποιο λόγο έπρεπε να «διαλαλήσουν το νέο σ' όλη την οικουμένη», δέχτηκε «εν ονόματι των αρχών της οικογένειας» να τηλεφωνήσουν στο Παρίσι. — Όμως η Ζυλιέτ δε βρίσκεται ποτέ σπίτι της! είπε δυνατά σαν να 'θελε να δικαιολογήσει τους δισταγμούς της. — Θα 'χει γυρίσει τώρα από τη δουλειά της, παρατήρησε η θεία Μαντελέν. — Γιατί; Φαντάζεσαι πως δεν έχει τίποτε καλύτερο να κάνει, μόλις τελειώνει τη δουλειά της, από του να κλείνεται στο δωμάτιό της; είπε κοφτά η γιαγιά. Λέγοντας αυτά τα λόγια είχε ένα παγωμένο ειρωνικό χαμόγελο. Ξανακατέβηκε στο γραφείο με τη Συλβί κι άφησαν τη θεία Μαντελέν να φυλάει τον άρρωστο. Το δωμάτιο με τις μεγάλες τζαμαρίες ήταν λουσμένο από το άσπρο φως της πλαφονιέρας, με συγυρισμένα τα χαρτιά του, κλεισμένα τα συρτάρια του, τη γραφομηχανή του σκεπασμένη με μια μουσαμαδένια μαύρη κουκούλα. Μυρουδιά κρύου καπνού πότιζε τον αέρα. Τ' αποτσίγαρα του παππού ξεχείλιζαν το σταχτοδοχείο. Η γιαγιά σήκωσε το ακουστικό και μ' αυταρχική φωνή ζήτησε να τη συνδέσουν με το Παρίσι. Έπειτα το ξανάβαλε στη θέση του χωρίς να τ' αφήσει από τα μάτια. Η αναμονή κράτησε πολύ. Με το να κοιτάει τόσο πολύ αυτό το μαύρο και γυαλιστερό αντικείμενο, ξαπλωμένο στη διχάλα, η Συλβί το 'βλεπε σαν ζωντανό. Έξυπνο κι υπερφυσικό μπορούσε, φτάνει να το 'θελε από μόνο του, να ξεσπάσει ή να σωπάσει. Άλλωστε, σπάνια η οικογένεια μεταχειριζόταν τούτο το σύγχρονο μέσο για να καλέσει το Παρίσι. Συνήθως έγραφαν. Ξάφνου το κουδούνισμα αντήχησε, διαπεραστικό. Η γιαγιά άρπαξε τ' ακουστικό. Το πρόσωπό της πήρε την ίδια έκφραση που θα είχε αν βρισκόταν μπροστά σε ζωντανό άνθρωπο. Η μαμά ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Με λίγα λόγια η γιαγιά την ενημέρωσε. Μίλησαν

για φάρμακα και για θεραπείες. — Όχι, Ζυλιέτ, είπε η γιαγιά, δε χρειάζεται να τηλεφωνήσει ο καθηγητής Μπορντερά στο Φαμπέρ. Ο καλός μας ο γιατρός πολλές φορές μας απέδειξε πως είναι ικανός ν' αντιμετωπίζει μόνος τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Ο πεθερός σας ήδη πάει καλύτερα. Αυτό το μικρό ατύχημα τελικά θα μας βγει σε καλό. Τώρα ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να μην επαναληφθεί... Η Συλβί;... Όχι, καθόλου... Είναι πολύ ήσυχη, πολύ φρόνιμη... Τα καταλαβαίνει όλα... σαν μεγάλο κορίτσι... Άλλωστε βρίσκεται κοντά μου... Θέλετε να της πείτε δυο λόγια;... Αντίο, Ζυλιέτ... Θα σας κρατάμε ενήμερη... Η Συλβί άρπαξε τ' ακουστικό που της έτεινε η γιαγιά και το κόλλησε δυνατά στ' αυτί της. Η φωνή της μαμάς ερχόταν από τα πέρατα του κόσμου πάνω σ' ένα μαύρο κύμα: — Εμπρός! Εμπρός! Βιου, πώς είσαι;... Τι κάνεις;... Μελετάς;... Να 'σαι ακόμα πιο καλή με τη γιαγιά: είναι πολύ ανήσυχη. Πλημμυρισμένη τρυφερότητα, η Συλβί δεν έβρισκε τι ν' απαντήσει. Έλεγε μόνο ψιθυριστά με μισάνοιχτα τα χείλη: — Ναι, ναι... Άλλωστε αυτή η συζήτηση από τόση απόσταση ήταν μια σκέτη απάτη. Η φωνή ήταν παρούσα, όμως το πρόσωπο της μαμάς απουσίαζε. Μια σκιά αποτεινόταν στην κόρη της για να τη συμβουλέψει. Πασχίζοντας να βρει τι να πει η Συλβί ανήγγειλε: — Ξέρεις, λίγο πριν αρρωστήσει, ο παππούς είχε αποφασίσει να κάνουμε μπάνιο τον Τόμπυ. Τώρα δεν ξέρω αν θα γίνει... Κι αμέσως σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να της μιλήσει για τον Τόμπυ μια τέτοια ώρα. Σήκωσε το κεφάλι της κι είδε τη γιαγιά που την κοιτούσε επιτιμητικά. — Σε φιλώ πολύ πολύ, μαμά! φώναξε η Συλβί. — Κι εγώ, είπε η μαμά. Κλείσε τώρα, αγάπη μου... — Όχι εγώ, εσύ... — Γεια σου... — Όχι ακόμη... — Βιου, ηρέμησε. Θα τηλεφωνήσω αύριο για να μάθω νέα. Έγινε σιωπή. Η Συλβί άκουσε την οικεία ανάσα. Νόμισε πως φυσούσαν μέσα στ' αυτί της. Ήταν τόσο όμορφα, σαν το τελευταίο φιλί πριν να την πάρει ο ύπνος. Ένα κλικ. Η μαμά είχε κλείσει. Η Συλβί έπεσε στο κενό. Αυτό το τηλεφώνημα, αντί να την ευχαριστήσει, φούντωνε μέσα της ένα αίσθημα στέρησης, σχεδόν αδικίας. Ένιωθε καλύτερα, πριν από λίγο, μέσα στο καθημερινό συνηθισμένο κουκούλι της. Με σκυφτό το κεφάλι, βγήκε από το γραφείο πίσω από τη γιαγιά. Καθώς ανέβαιναν τη

σκάλα η μια πίσω από την άλλη, η Ερνεστίν ήρθε να ρωτήσει αν μπορούσε να σερβίρει το φαγητό. — Και βέβαια, είπε η γιαγιά με ήρεμο ύφος. Και πρόσθεσε για λογαριασμό της θείας Μαντελέν που έβγαινε από το δωμάτιο: — Θα μείνεις μαζί μας, Μαντελέν!

XII Νύχτα. Ανάμεσα στο κρεβάτι και στο αχνό φως της θερμάστρας απλωνόταν ένα μισοσκότεινο βασίλειο, όπου το κάθε αντικείμενό του λευτέρωνε το φάντασμά του. Αγκιστρωμένη ακόμη στο όνειρό της, έβλεπε πως έπεφτε από έναν ψηλό πύργο στο κενό -είχε φοβηθεί πάρα πολύ κι έπειτα άρχισε να πετάει με μιαν εξωπραγματική άνεση - η Συλβί αφουγκραζόταν τους θορύβους της ζωής. Μέσα στη μέρα, επειδή έτριζε το παρκέ, δε χρειαζόταν να κουνηθεί για να μαθαίνει τι συνέβαινε γύρω της. Με το παραμικρό τρίξιμο μάντευε τα πήγαινε έλα της γιαγιάς, της Ερνεστίν, της Ανζέλ... ποιος ανέβαινε τη σκάλα και ποιος την κατέβαινε, ποιος πήγαινε στο σαλόνι και ποιος κλεινόταν στο μπάνιο. Το γέρικο σπίτι της μιλούσε με τριγμούς κι αναστεναγμούς. Όμως, τούτη τη στιγμή, στη σιωπή των ανθρώπων απαντούσε η σιωπή των αντικειμένων. Ο καθένας βρισκόταν στην τρύπα του. Μόνο εκείνη ξαγρυπνούσε. Ευκαιρία να επωφεληθεί απ' αυτήν την ιδιαίτερη περίσταση. Πήδηξε από το κρεβάτι και βγήκε, με το νυχτικό και ξυπόλητη, στο πλατύσκαλο. Όλα ήταν σκοτεινά. Δεν τολμούσε ν' ανάψει το φως. Τουλάχιστον έξι βήματα τη χώριζαν από την κάμαρα του παππού, ακριβώς απέναντι. Μια βδομάδα μετά την πρώτη κρίση του 'χε έρθει δεύτερη. Ο γιατρός Φαμπέρ ξανάρθε. Η γιαγιά έλεγε πως η ζωή του παππού κρεμόταν από μια κλωστή. Η Συλβί φανταζόταν τον παππού κρεμασμένο από μια κλωστή, να τραμπαλίζεται στο κενό, έρμαιο στο παραμικρό ρεύμα. Της είχαν απαγορέψει να τον ξαναδεί. Γιατί όλοι είχαν το δικαίωμα να τον βλέπουν κι όχι εκείνη; Περπατώντας στις μύτες των ποδιών, πνίγοντας την ανάσα της, σταματώντας κάθε φορά που το παρκέ βογκούσε κάτω από το βάρος της, διάσχισε την επικίνδυνη ζώνη. Έπειτα προσεχτικά, σαν κλέφτης, έσπρωξε την πόρτα. Το θυρόφυλλο άνοιξε χωρίς θόρυβο. Μια μικρή μπρούντζινη λάμπα άναβε στο κομοδίνο. Ένα πανί καρφιτσωμένο πάνω στο αμπαζούρ σκοτείνιαζε το φως της. Μέσα στο ημίφως, η Συλβί ανακάλυψε πρώτα μια καλόγρια που είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα, με το σαγόνι πάνω στο στήθος της και τα χέρια πάνω στα γόνατα. Η τεράστια άσπρη σκούφια της, τσιτωμένη από το πολύ κολλάρισμα, πρόβαλε στο ταβάνι τη σκιά ενός πουλιού με ανοιγμένα τα φτερά. Η αδελφή Ορτάνς. Ήταν γριά κι είχε μια χοντρή κοιλιά κάτω από την ποδιά της νοσοκόμας. Μια βδομάδα τώρα κρατούσε βάρδιες με την αδελφή Βερονίκ, πιο νέα αυτή, στο προσκεφάλι του αρρώστου. Έτσι, νύχτα μέρα, του παραστεκόταν μια γυναίκα κοντινή στο Θεό. Η αδελφή Ορτάνς ροχάλιζε ελαφριά. Μια φουσκαλίτσα σάλιο τρεμόπαιζε στην άκρη των χειλιών της. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν μπουκαλάκια και σωληνάρια με φάρμακα. Μια μυρωδιά, λίγο τσαγκή, πότιζε τον αέρα. Η Συλβί έκανε ένα γρήγορο βήμα, ξεπέρασε το κάγκελο του κρεβατιού και τεντώνοντας το λαιμό, είδε αυτόν που γύρευε. Δεν τον αναγνώρισε. Είχε τόσο πολύ αδυνατίσει! Το χλωμό δέρμα του προσώπου του ήταν κολλημένο πάνω στα κόκαλα, τονίζοντας τα βαθουλώματα στα μάτια, στους κροτάφους, στα μάγουλα. Ο άσαρκος λαιμός του έμοιαζε με σκοινένια κοτσίδα κι ο γιακάς της πιτζάμας τσαλακωμένος γύρω του. Τα γκρίζα του μαλλιά ανακατωμένα σκόρπια πάνω στο μαξιλάρι. Τα χέρια του, αφημένα πάνω στην κουβέρτα, έμοιαζαν με δυο γέρικα ψόφια καβούρια. Η Συλβί θυμήθηκε το σκελετό που είχε δει μέσα στο λεξικό και τρόμαξε. Ανάσαινε αδύναμα, με τα μάτια κλειστά κι ανοιχτό το στόμα. Έσκυψε για να τον δει από πιο κοντά. Ξάφνου, πάνω σ' αυτή την ασάλευτη μάσκα φύσηξε μια πνοή ζωής. Τα βλέφαρα μισάνοιξαν. Χωρίς να κουνήσει το κεφάλι, ο παππούς έκλεισε το μάτι στη Συλβί. Είχε νιώσει την παρουσία της. Την ευχαριστούσε που είχε έρθει να τον δει. Έπαιζε μαζί της. Όπως όταν συνωμοτούσε μαζί της για να πειράξουν τη γιαγιά. Όμως, κιόλας το πρόσωπο ξανάκλεισε. Μια έκφραση πόνου έσφιξε τα χλωμά και σκασμένα χείλη. Μια τραχιά ανάσα φούσκωσε το στήθος του αρρώστου. Η αδελφή Ορτάνς ανασηκώθηκε λίγο στην πολυθρόνα της. Η Συλβί τρέμοντας μη και την ανακαλύψουν, βγήκε νυχοπατώντας κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Όμως άφησε μισάνοιχτη την πόρτα της κάμαράς της για ν' ακούει καλύτερα τους θορύβους του

σπιτιού. Τα παράδοξα γεγονότα που συνέβαιναν εκεί, στου παππού, την απορροφούσαν ολόκληρη. Θα ήθελε να καθόταν εκείνη κοντά στο κρεβάτι, στη θέση της αδελφής Ορτάνς. Ποτέ πια δε θα 'χε διάθεση να κοιμηθεί. Σκάρωσε μια προσευχή: «Θεέ μου, κάνε τον παππού μου καλά, κι εγώ σ' τ' ορκίζομαι να στρωθώ στη δουλειά». Είχε και ρίμα. Όπως στους στίχους που μάθαιναν στο σχολείο. Ο Θεός δε γινόταν να σταθεί αδιάφορος μπροστά σ' αυτήν την ποιητική ικεσία. Ξαπλωμένη μέσα στο σκοτάδι, με σταυρωμένα τα χέρια, έλεγε και ξανάλεγε αυτά τα λόγια με πάθος. Ο ύπνος την άρπαξε στη μέση μιας φράσης. Τα τριξίματα του σπιτιού την ξύπνησαν. Η ζωή ξαναγεννιόταν. Η Ερνεστίν κι η Ανζέλ πηγαινόρχονταν για τις καθημερινές δουλειές. Η γιαγιά, στο πόδι από τα χαράματα, δεν είχε ακόμη γυρίσει από τη λειτουργία. Από τότε που αρρώστησε ο παππούς περνούσε τον περισσότερο καιρό στην εκκλησία. Η αδελφή Βερονίκ πήρε τη θέση της αδελφής Ορτάνς. Ένα καμιόνι πέρασε την αυλόπορτα. Εργάτες τσακώνονταν στην αυλή. Κι ο παππούς έμενε πάντα φυλακισμένος στο δωμάτιό του. Η Συλβί βιάστηκε να καταπιεί το πρωινό της κι έφυγε, με την Ερνεστίν κολλημένη στο πλάι της, για το σχολείο. Όταν γύρισε το μεσημέρι, η γιαγιά της ανήγγειλε επίσημα πως αν ο παππούς γιατρευόταν, θα πήγαιναν οι δυο τους, το Πάσχα, στη Λούρδη. Η Συλβί ενθουσιάστηκε. Είχε δει, μέσα στο προσευχητάρι της γιαγιάς, εικόνες της αγίας Μπερναντέτ. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, λίγο πιο μεγάλη από κείνη. Δε θα μπορούσε να βρεθεί καλύτερος μεσάζοντας προς το Θεό. Κι έπειτα η Λούρδη, η σπηλιά, η πηγή, οι ύμνοι, η λιτανεία με τους δαυλούς... Η θεία Μαντελέν, που είχε πάει στα νιάτα της, της είχε διηγηθεί πράματα και θάματα. Το απόγεμα, στην τάξη, η Συλβί αντί ν' ακούει προσευχόταν χαμηλόφωνα. Αυτό της κόστισε δυο κακούς βαθμούς. Κι επειδή συνέχιζε να ονειρεύεται η αδελφή Σεσίλ τη ρώτησε: «Πού βρίσκεσαι, Συλβί Λεσουαγιέ;» κι εκείνη απάντησε: «Στη Λούρδη». Οι συμμαθήτριές της έσκασαν στα γέλια. Πήρε μηδέν διαγωγή. Ωστόσο, αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Ποτέ οι σχολικές της αναποδιές δεν της είχαν φανεί τόσο μηδαμινές σε σύγκριση με το προσωπικό της δράμα. Γυρίζοντας στο σπίτι τους βρήκε όλους ανάστατους: ο αβάς Περικούλ επρόκειτο να 'ρθει, απόψε το βράδυ, για να κοινωνήσει τον άρρωστο. Στο μεταξύ, ο κύριος Καρπεντέν προσπαθούσε να βάλει τον παππού να υπογράψει κάτι επείγοντα χαρτιά. Ο καημένος ήταν τόσο αδύναμος, έλεγε η γιαγιά, που μόλις και μετά βίας κρατούσε τον κοντυλοφόρο. Τέλος, ο κύριος Καρπεντέν βγήκε από το δωμάτιο και είπε: — Εντάξει, κυρία. Όλα κανονίστηκαν! Αμέσως η γιαγιά κι η θεία Μαντελέν βιάστηκαν να ετοιμάσουν το χώρο για τον ιερέα. Η Συλβί ήθελε κι αυτή να πάει να παραστεί στην τελετή. Όμως, οι μεγάλοι της το αρνήθηκαν ομόφωνα. Το μόνο που κατάφερε να μάθει, από την Ερνεστίν, ήταν πως πάνω σ' ένα τραπέζι σκεπασμένο μ' ένα άσπρο τραπεζομάντιλο, τοποθετούσαν δυο κεριά, ένα σταυρό, ένα μικρό δοχείο με αγιασμένο νερό κι ένα κλωνάρι βάγια αγιασμένα, έξι μπαλίτσες μπαμπάκι σ' ένα πιάτο και ψίχα ψωμιού σε ένα άλλο. Αυτά τα αντικείμενα ήταν, καθώς φαίνεται, απαραίτητα στον ιερέα για να επικαλεστεί το έλεος του Θεού πάνω στον άρρωστο. Άλλωστε, όλα αυτά ήταν γραμμένα στο βιβλίο των θρησκευτικών. Ως και μια εικόνα υπήρχε που έδειχνε το τραπέζι με την ιερή μετάληψη. Ήταν τόσο όμορφα, όπως όταν έπαιζε με τη φίλη της κι ετοίμαζαν το τραπέζι με τα πιάτα-παιχνίδια. Ωστόσο, η Συλβί ήθελε να δει πώς γινόταν στ' αλήθεια, μια και σήμερα της παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Δεν μπορούσε να καταλάβει την άρνηση της γιαγιάς. Ρώτησε: — Επειδή ο παππούς πάει χειρότερα έρχεται ο κύριος αβάς να τον δει;

— Ναι, είπε η γιαγιά. Όταν οι γιατροί διστάζουν, πρέπει να επικαλούμεθα την ύστατη σωτηρία. Μόνο ο Χριστός μας, με την επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος, μπορεί ν' ανακουφίσει την ψυχή και το σώμα του αρρώστου. Μην ανησυχείς, το ευχέλαιον θα ξαναδώσει δύναμη στον άνθρωπο που όλοι αγαπάμε. Με τα χέρια σταυρωμένα, έμοιαζε τούτη τη στιγμή ν' αγαπάει πάνω απ' όλα αυτόν που συνήθως μόλις και μετά βίας ανεχόταν. Αυτή η συμφιλίωση ευχαρίστησε πολύ τη Συλβί. Ίσως να 'ταν το πρώτο θαύμα του Ιησού πριν από την τελειωτική γιατρειά. Στο μεταξύ έφτασε κι ο αβάς Περικούλ. Όλα τα φουστάνια κύκλωσαν το ράσο του με σεβασμό. Η αδελφή Ορτάνς κι η αδελφή Βερονίκ μπήκαν μαζί του στο δωμάτιο του αρρώστου. Η γιαγιά κι η θεία Μαντελέν τους ακολούθησαν. Η Συλβί στάθηκε στο πλατύσκαλο. Ύστερα από λίγο οι τέσσερις γυναίκες ξαναβγήκαν για ν' αφήσουν τον ιερέα μόνο να εξομολογήσει τον παππού. Έπειτα άνοιξε η πόρτα κι όλες μπήκαν πάλι μέσα για να παρασταθούν στη συνέχεια. Όταν θέλησε να μπει και η Συλβί η γιαγιά τη σταμάτησε στο κατώφλι: — Όχι εσύ, Συλβί. — Γιατί, γιαγιά; παρακάλεσε η Συλβί. — Όχι. Πήγαινε να προσευχηθείς στο δωμάτιό σου. Έτσι θα 'σαι κοντά μας με τη σκέψη. Η Συλβί αποδέχτηκε λυπημένη την απόφαση: της στερούσαν την παράσταση. Όμως όση ώρα ψέλλιζε την προσευχή της, έστηνε αυτί. Μ' όλη την ψυχή της ήθελε να πιστεύει στην επιτυχία. Μόλις ο αβάς Περικούλ θα τέλειωνε τα ευχέλαιά του, ο παππούς θα πηδούσε από το κρεβάτι. Το άγιον έλαιον θα τον λάδωνε σαν τη σκουριασμένη μηχανή. Ωστόσο, κανένα επιφώνημα χαράς δεν ακουγόταν ακόμα στο πλατύσκαλο. Γονατισμένη τόση ώρα μπροστά στο σταυρό που στόλιζε τον τοίχο της κάμαράς της, πάνω από το κρεβάτι, η Συλβί στο τέλος κουράστηκε. Έκρινε πως αρκετά είχε πει στον καλό Θεό για να κερδίσει τη θεία χάρη του και ξεμύτισε από το δωμάτιο. Την ίδια στιγμή, η αντικρινή πόρτα άνοιξε και βγήκαν ο αβάς Περικούλ, η γιαγιά και η θεία Μαντελέν. Κι οι τρεις τους είχαν ένα μυστήριο ύφος, σαν συνωμότες που τους ενώνει ένα μεγάλο μυστικό. Δειλά η Συλβί ρώτησε: — Λοιπόν; — Ο παππούς σου μετάλαβε σαν καλός χριστιανός, παιδί μου, είπε ο αβάς Περικούλ. Κι η ψυχή του αμέσως ανακουφίστηκε. — Θα σηκωθεί; Αυτήν τη φορά ο αβάς Περικούλ δεν απάντησε. Αλλάζοντας αμέσως κουβέντα η γιαγιά τον ευχαρίστησε για την τεράστια βοήθεια που πρόσφερε σ' όλους. Μα γιατί η γιαγιά χαιρόταν μια κι ο παππούς δεν είχε ακόμη σηκωθεί; Όταν έφυγε ο ιερέας, η ατμόσφαιρα αγιότητας διατηρήθηκε μέσα στο σπίτι. Όλοι οι μεγάλοι είχαν αγγελικά πρόσωπα. Η Συλβί έφαγε με τη γιαγιά και τη θεία Μαντελέν. Ούτε η μία ούτε η άλλη δε θέλησαν να την πληροφορήσουν για την κατάσταση του παππού ύστερα από τα Άχραντα Μυστήρια. Μόνο που η γιαγιά είπε, σηκώνοντας τα μάτια προς το ταβάνι: — Σώθηκε, ουσιαστικά.

Ωστόσο, τα δάκρυα έπνιγαν τα μάτια της. Η Ερνεστίν σέρβιρε ρουφώντας τη μύτη της. Η γιαγιά της είπε να φτιάξει δυνατό καφέ για τη νύχτα. — Θα τον χρειαστώ, αναστέναξε. — Θα μείνω να ξαγρυπνήσω κοντά σου, είπε η θεία Μαντελέν. Κι οι δυο στάθηκαν κοντά στη Συλβί την ώρα της βραδινής προσευχής κι αφού την έβαλαν στο κρεβάτι βγήκαν ψιθυρίζοντας.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι, την ώρα που 'βγαινε από το σχολείο, η Συλβί σάστισε βλέποντας την Ερνεστίν που την περίμενε, όπως συνήθως, στο πεζοδρόμιο. Έμοιαζε σαν χαμένη. Με κόκκινα μάτια, με χείλη υγρά: η Ερνεστίν μουρμούρισε: — Αχ, δυστυχισμένο μου παιδί... Τέλειωσε... Δεν υπάρχει πια... — Ποιος δεν υπάρχει πια; ρώτησε η Συλβί και σφίχτηκε η καρδιά της. — Ο παππούς σου... Πέθανε ξαφνικά... Μόλις έφυγες για το σχολείο... Του 'ρθε κι άλλη κρίση... Κυκλώνας μέσα στο κεφάλι της Συλβί. Όχι, δεν ήταν δυνατόν ο Θεός να της κάνει αυτό το πράμα ύστερα από τόσες προσευχές. Και το «ύστατον ευχέλαιον λοιπόν;» Και το τάξιμο να πάνε στη Λούρδη; Αλαλιασμένη από το ξαφνικό, άρχισε να τρέχει μέσα στο δρόμο. — Συλβί. Περίμενέ με! φώναξε η Ερνεστίν τρέχοντας ξοπίσω της. Η Συλβί δεν την άκουγε, έτρεχε όσο μπορούσε πιο γρήγορα, κατεβαίνοντας κάθε τόσο από το πεζοδρόμιο για ν' αποφεύγει τους περαστικούς. Έφτασε λαχανιασμένη στην αυλόπορτα και με τρεις δρασκελιές βρέθηκε στη σκάλα. Όμως την υποδέχτηκε τόση σιωπή που σταμάτησε να τρέχει. Τώρα ήταν σίγουρη πως η δυστυχία βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Η γιαγιά και η θεία Μαντελέν την περίμεναν, μαυροντυμένες και χλωμές, στο δεύτερο πάτωμα. Έπεσε πάνω τους. Η θεία Μαντελέν τη φίλησε κλαίγοντας. Η γιαγιά, με μάτια εξογκωμένα πίσω από τους χοντρούς φακούς, είπε: — Τώρα δεν υποφέρει πια. Γεννηθήτω το θέλημα του Θεού. Έλα, Συλβί... Πήρε το παιδί από το χέρι κι άνοιξε την πόρτα. Μα ήταν η κάμαρα του παππού; Οι κλεισμένες κουρτίνες δημιουργούσαν μια μυστηριώδη σκιά που μέσα της φέγγανε οι φλόγες των κεριών. Είχαν κολλήσει τα έπιπλα στον τοίχο για να κάνουν χώρο... Η αδελφή Βερονίκ και η αδελφή Ορτάνς προσεύχονταν σε μια γωνιά με σκυφτές τις σκούφιες. Και πάνω στο κρεβάτι, στη μέση αυτής της θεαματικής διακόσμησης, ήταν ξαπλωμένος κάποιος, ελαφρύς και στεγνός, κάποιος που δεν έμοιαζε σε κανένα. Ένα σεντόνι τον σκέπαζε ίσαμε το στήθος. Τα ροζιασμένα του δάχτυλα, σταυρωμένα αδέξια, κρατούσαν ένα σταυρό κι ένα κομπολόι. Φαίνεται πως θα πονούσαν τα δόντια του πριν πεθάνει, γιατί ένα πανί του έδενε το σαγόνι. Προσεχτικά η Συλβί πλησίασε τον άγνωστο και τον κοίταξε μ' επιμονή. Τότε, το κερένιο πρόσωπο, με τα κλειστά μάτια, με το άχρωμο στόμα, της φάνηκε ξαφνικά πολύ οικείο. Αναγνώρισε τη μικρή ελιά κοντά στο δεξί ρουθούνι, τις τρίχες ανάμεσα στα γκρίζα φρύδια. Ήταν ο παππούς που είχε γίνει άγαλμα. Με ψεύτικα μαλλιά, με ψεύτικο δέρμα.

— Μπορείς να τον φιλήσεις για τελευταία φορά, είπε η γιαγιά σηκώνοντάς την στα χέρια. Πατώντας πάνω στο καδρόνι του κρεβατιού η Συλβί έσκυψε πάνω στο ασάλευτο σώμα. Για μια στιγμή της φάνηκε πως το πρόσωπο θα της έκλεινε φιλικά το μάτι, όπως την περασμένη νύχτα. Όμως, τα βλέφαρα στέκαν κλειστά και τα μάγουλα τεντωμένα. Τούτη τη φορά ο παππούς ήταν βυθισμένος σ' έναν ύπνο απ' όπου ποτέ πια δε θα ξυπνούσε. Δε θα την κάθιζε πια στα γόνατά του για να της δώσει τη σφραγίδα να παίξει. Τον ξανάβλεπε με κλειστά τα μάτια να διαβάζει την εφημερίδα του, ν' ανάβει το τσιγάρο του, να χαμογελάει πονηρά ύστερα από κάποια «μπηχτή» στη γιαγιά κι αυτές οι αναμνήσεις, ανάκατες, τη γέμισαν απελπισία. Μα ήταν δυνατό να μην ξαναγυρνούσαν ποτέ αυτές οι ευτυχισμένες στιγμές; Έμοιαζε με σκίσιμο που δεν μπορούσες να ξαναράψεις. Αφού δίστασε λιγάκι η Συλβί άγγιξε με τα χείλη της, απαλά, το μέτωπο του νεκρού. Ήταν κρύος σαν την πέτρα. Έκανε πίσω γεμάτη φρίκη. Ένιωθε λύπη κι αποστροφή. Η ραχοκοκαλιά της, το κεφάλι της ανατρίχιασαν. Οι ώμοι της βάλθηκαν να τρέμουν. Ωστόσο δεν έκλαιγε. Η γιαγιά την κατέβασε και πιάνοντάς την από το χέρι την οδήγησε στην κάμαρά της. Η Συλβί ρίχτηκε μπρούμυτα στο κρεβάτι κι έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στο λυγισμένο μπράτσο της. Αρνιόταν το φως. — Ηρέμησε, Συλβί, είπε η γιαγιά. Σκέψου πως ο παππούς είναι πιο ευτυχισμένος εκεί ψηλά στον ουρανό. — Εμείς όμως δεν είμαστε πιο ευτυχισμένες! φώναξε η Συλβί ανασηκώνοντας το κεφάλι. Γιατί ο Θεός να κάνει τέτοιο πράμα; Τόσες προσευχές του είπαμε! Είναι κακός! — Βλασφημείς, παιδί μου. Ο Θεός δε γίνεται να κάνει λάθος. Οι λόγοι της αποφάσεώς του ξεπερνούν τη φτωχική λογική μας. Όσο μεγάλη κι αν είναι η θλίψη μας, πρέπει να τη δεχτούμε. Ο παππούς σου πήγε να βρει τον πατέρα σου. Κι οι δυο τώρα μας κοιτάνε από κει ψηλά. Η Συλβί κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι έτριψε τα μάτια της. Ήταν στεγνά και καφτά. Είχε στερέψει μέσα της μια πηγή. Όμως, κοντακιές χτυπούσαν το στήθος της. Η θεία Μαντελέν της έφερε ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε μονορούφι και ηρέμησε λίγο. Σίγουρα θα της έδιναν μια φωτογραφία του παππού για να τη βάλει πλάι στη φωτογραφία του μπαμπά. Γιατί άραγε έπρεπε όλοι οι αγαπημένοι της να μεταμορφώνονται σε φωτογραφίες; — Θα ήθελα να το πω στη μαμά. — Το κάναμε ήδη, είπε η γιαγιά. Της το τηλεφωνήσαμε πριν από λίγο. Έρχεται αύριο το πρωί. Η βροντερή χαρά που προκάλεσαν αυτά τα λόγια έκανε θρύψαλα τη θλίψη της Συλβί. Πονούσε κι ήταν τρελά ευτυχισμένη. Σφίγγοντας τα χέρια της δυνατά, ξέσπασε σ' αναφιλητά. Η θεία Μαντελέν την παρηγόρησε με γλυκές κουβέντες. Η γιαγιά την άφησε για να πάει να υποδεχτεί τους πρώτους επισκέπτες. Φίλοι, υπάλληλοι της επιχείρησης σκαρφάλωναν τη σκάλα που έτριζε και περνούσαν μπροστά από το νεκρό. Ποτέ τόσοι ξένοι δεν μπήκαν μέσα στο σπίτι. Από την αυλή ανέβηκε βόγκος σπαρακτικός. Δεμένος στο σπιτάκι του ο Τόμπυ ούρλιαζε.

XIII Το εκκλησιαστικό όργανο έπαιζε δυνατά την ώρα που οι νεκροπομποί πιάναν γερά το φέρετρο, το κατεβάζαν από το βάθρο του και με αργό βήμα το σήκωναν προς την έξοδο της εκκλησίας. Από το μισοσκόταδο του ναού το σκληρό φως της ημέρας θάμπωσε τη Συλβί. Αυθόρμητα πλησίασε τη μαμά της που ήταν κι αυτή, σαν τη γιαγιά και τη θεία Μαντελέν, ντυμένη στα ολόμαυρα με μια πλερέζα που έπεφτε μπροστά στο πρόσωπό της. Θα 'θελε πολύ κι η Συλβί να 'χε ντυθεί στα μαύρα μ' ένα μαύρο κρέπι στο κεφάλι. Ωστόσο, ακόμα και με τα συνηθισμένα ρούχα της, το παλτό της μπλε μαρίν, είχε την αίσθηση, μέσα σε τόσο κόσμο, πως έπαιζε κάποιο ρόλο. Μήπως δεν ήταν η εγγονή του «αποθανόντος»; Η παράδοξη μεγαλοπρέπεια της τελετής διασκέδαζε τη θλίψη της. Σκόρπιο πλήθος περίμενε στο προαύλιο. Οι νεκροπομποί τοποθέτησαν το φέρετρο μέσα σε μια στολισμένη νεκροφόρα και στερέωσαν πάνω της στεφάνια με φαρδιές μωβ κορδέλες. Είχε πολλά στεφάνια. Το ωραιότερο, ύστερα από το στεφάνι της οικογένειας φυσικά, ήταν το στεφάνι που έστειλαν οι υπάλληλοι της επιχείρησης Λεσουαγιέ. Έκανε κρύο. Ένας τσουχτερός αγέρας πάγωνε τα πόδια. Τα δυο άλογα της νεκροφόρας κάτω από το μαύρο κάλυπτρό τους χτυπούσαν τη γη με τις οπλές τους. Οι καμπάνες χτυπούσαν βαριά και πένθιμα. Έτσι, όλη η πόλη θα μάθαινε το γεγονός. Ένας σπουδαίος κύριος, με σγουρό ξανθό μουστάκι, έτρεχε πάνω κάτω για να υποδείξει τη θέση του καθενός. Η γιαγιά, η μαμά, η θεία Μαντελέν κι η Συλβί βρέθηκαν, όπως άρμοζε, στην πρώτη σειρά. Ξάφνου, η πένθιμη άμαξα ξεκίνησε αργά. Μπροστά της περπατούσαν ο αβάς Περικούλ με δυο παπαδοπαίδια. Ένας μεγάλος ασημένιος σταυρός άστραφτε πάνω από τα κεφάλια τους. Η Συλβί γύρισε και κοίταξε την πομπή. Μια μακριά ανθρώπινη κορδέλα που προχωρούσε μ' ένα ακανόνιστο λίκνισμα. Όλος ο κόσμος έμοιαζε λυπημένος. Όμορφα ήταν. Έστρεψε πάλι το βλέμμα στη νεκροφόρα. Τραμπαλιζόταν κι έτριζε. Σκέφτηκε τον παππού που θα ταρακουνιόταν μέσα στην κάσα του κι ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Στο πέρασμα της πομπής, οι άνθρωποι σταματούσαν πάνω στα πεζοδρόμια. Οι άντρες έβγαζαν τα καπέλα τους, οι γυναίκες έκαναν το σταυρό τους. Η Συλβί είχε την εντύπωση πως πολλά μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της κι ίσιωσε το κορμί της. Τα πέταλα των αλόγων ηχούσαν βαριά πάνω στο λιθόστρωτο. Ένα από τα δυο άφησε να πέσει μια σβουνιά. Η κίτρινη αχνιστή μάζα φάνηκε ανάμεσα στις ρόδες. Η μαμά κι η Συλβί χωρίστηκαν για να μην την πατήσουν. Κοιτάζοντας πίσω, η Συλβί πρόσεξε πως, σειρά σειρά, η πομπή χωριζόταν το ίδιο. Η μαμά την ξανάφερε στη θέση της τραβώντας την από το χέρι. Είχε ανασηκώσει το μαύρο πέπλο της. Το πρόσωπό της ήταν σμιλεμένο τόσο αδρά μέσα σε τέτοια μαυρίλα, που η Συλβί ένιωσε να ζαλίζεται από ευτυχία. Αντίθετα, από τη γιαγιά, που ήταν χαμένη μέσα στις σούρες της μαύρης πλερέζας, δεν έβλεπες παρά τη λάμψη των γυαλιών της. Ανεβαίνοντας την ανηφόρα κοντανάσαινε, με το ρυθμό της ανάσας της σάλευε μπροστά στο στόμα της και το ελαφρύ πένθιμο πέπλο. Η θεία Μαντελέν τη βαστούσε από το μπράτσο. Όλη η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί εδώ. Όπως τον δεκαπενταύγουστο, στη λιτανεία της Παναγίας. Μα πού ήταν ο παππούς; Γιατί δεν περπατούσε κι αυτός πίσω από τη νεκροφόρα; Αυτό το ερώτημα διαπέρασε τη Συλβί με αστραπιαία ταχύτητα. Αμέσως, ένας πόνος στην καρδιά τη συνέφερε. Ο κύριος Μαρσέλ, ο φύλακας, στεκόταν στην καγκελωτή εξώπορτα. Χαιρέτησε, στο πέρασμά του, τον καινούριο νοικάρη του. Ύστερα από την παρέλαση μέσα στο δρόμο, ανάμεσα στους ζωντανούς, τώρα παρέλαση ανάμεσα στους πεθαμένους. Τ' άλογα της νεκροφόρας ήξεραν το δρόμο. Στάθηκαν εκεί που έπρεπε, στην κεντρική αλέα. Από κει, οι παραβρισκόμενοι κατευθύνθηκαν, μέσα από μια πλάγια αλέα, προς τον οικογενειακό τάφο. Η ταφόπετρα ήταν βγαλμένη και φαινόταν η τρύπα. Όλα ήταν έτοιμα για την υποδοχή. Όλοι πλησίασαν: ο τελευταίος αποχαιρετισμός. Όρθια, ανάμεσα στη μαμά και στη γιαγιά, η Συλβί κοιτούσε σαστισμένη την καταπακτή μπροστά στα πόδια της. Μέσα στα

σκοτάδια αυτής της τρύπας, ήταν βαθιά κι ορθογώνια, διέκρινε χωρίσματα. Μερικά ήταν κατοικημένα, άλλα άδεια. Στο τελευταίο, αριστερά, ήταν τοποθετημένο το φέρετρο του μπαμπά. Τώρα θυμόταν πως εκεί τον είχαν βάλει, τότε, σε μιαν ανάλογη τελετή. Ανάκατες πολλές εικόνες τις έρχονταν στο νου: τα ίδια άλογα, οι ίδιοι άνθρωποι, ο ίδιος παπάς, τα ίδια στεφάνια... Ο μπαμπάς βρισκόταν πάντα στη θέση του, μέσα στο κουτί του. Να 'μοιαζε με τη φωτογραφία του ή με το σκελετό του λεξικού; Ο παππούς πήγαινε να τον συναντήσει. Όλα ξανάρχιζαν. Πιασμένη χέρι χέρι με τη μαμά της, η Συλβί κοιτούσε αυτήν την άβυσσο όπου στοιβάζονταν, μέσα σε χωρίσματα, οι νεκροί της οικογένειας. Ο ένας πάνω στον άλλον, οι πιο παλιοί κάτω από τους καινούριους. Τα ονόματά τους ήταν χαραγμένα πάνω στο πέτρινο βιβλίο που στόλιζε την ταφόπετρα του μνήματος. Οι νεκροπομποί τράβηξαν το φέρετρο από τη νεκροφόρα, το μεταφέρανε ως τον τάφο και το τοποθέτησαν πάνω σε σανίδες. Ήταν ολοκαίνουριο. Τα χερούλια του άστραφταν στον ήλιο. Ο παπάς έψελνε προσευχές. Όταν τέλειωσε να μιλάει, τίναξε ένα ασημένιο θυμιατήρι πάνω από τη μακριά μαονένια κάσα. Έπειτα το έδωσε στη γιαγιά κι έπειτα η γιαγιά το 'δωσε στη μαμά κι εκείνη πάλι το 'δωσε στη Συλβί. Το θυμιατήρι ήταν τόσο βαρύ που το κοριτσάκι τα 'χασε και το 'πιασε με τα δυο του χέρια. Τινάζοντάς το της φάνηκε πως σκάρωνε κάποια φάρσα στον παππού. Έτσι είχαν παίξει κάποια μέρα μέσα στο μπάνιο, πιτσιλώντας ο ένας τον άλλον, κι η γιαγιά είχε θυμώσει. Αυτή η ανάμνηση χτύπησε τόσο δυνατά τη Συλβί που δεν κατάφερε να πνίξει τους λυγμούς της. Την πήραν από κει. Άλλωστε, τώρα η οικογένεια αραδιαζόταν στην είσοδο του νεκροταφείου για τα συλλυπητήρια. Όρθια, στην άκρια της σειράς, η Συλβί έβλεπε να 'ρχονται προς αυτήν οι μεγάλοι με ύφος σοβαρό. Μερικοί της ήταν γνωστοί: ο κύριος και η κυρία Πουαριέ, ο κύριος και η κυρία Φρομεντιέ, ο κύριος Καρπεντέν, η Λυσιέν, η γυναίκα του Φρανσουά, που είχε ξεφουσκωμένη κοιλιά κι έκλαιγε πιο δυνατά απ' όλους. Άλλοι πάλι δεν της θύμιζαν τίποτε. Διέκρινε τους γονείς της Μαρτίν Ντεντορά, της Ανέτ Κορντιέ. Όμως, καμιά φιλενάδα της δεν είχε έρθει. Τέτοια ώρα θα 'ταν στην τάξη. Πολύ στενοχωρέθηκε η Συλβί, θα 'θελε να δειχτεί σ' όλο το σχολείο, μέσα στο μεγαλείο του πένθους της. Οι κύριοι της έσφιγγαν το χέρι και κείνη τους έλεγε ευχαριστώ μ' αδύναμη φωνή. Οι κυρίες τη φιλούσαν αναστενάζοντας. Αυτές οι απανωτές αγκαλιές δεν της άρεσαν καθόλου. Με τα μάγουλα μούσκεμα από τα φιλιά, με τα μάτια θολωμένα από τα δάκρυα, ένιωθε σαν φελλός που πλέει πάνω στα κύματα. Ξάφνου σκέφτηκε το κοκκινοπράσινο κι άσπρο πουλόβερ που της είχε φέρει δώρο ο παππούς, όταν γύρισε από το Σαιν-Ετιέν. Μ' αυτό το δεύτερο πένθος έχανε και την παραμικρή ελπίδα να το φορέσει μια μέρα.

Μετά την κηδεία, στο σπίτι, στρώθηκε τραπέζι και κάθισαν όλοι οι οικείοι της οικογένειας. Είκοσι άτομα. Είχαν κουβαληθεί οι μακρινοί συγγενείς. Η Ανζέλ κι η Ερνεστίν τα 'χαν χαμένα από την πολλή δουλειά. Οι Φρομεντιέ είχαν δανείσει τις δυο υπηρέτριές τους για να βοηθήσουν στο σερβίρισμα. Το γεύμα ήταν εξαίσιο. Όμως, η Συλβί δεν πεινούσε. Άλλωστε κρύωνε. Ο θόρυβος της συζήτησης γύρω από το τραπέζι τη ζάλιζε. Συνήθως χαιρόταν υπερβολικά όταν έρχονταν επισκέψεις. Σήμερα βιαζόταν να φύγουν. Τρώγαν πολύ, μιλούσαν πολύ. Πόσοι απ' αυτούς σκέφτονταν τον παππού μέσα στο φέρετρο του; Κι έπειτα χώριζαν τη μαμά από την κόρη της. Άλλωστε δε θα 'μεναν και πολύ μαζί. Εξαιτίας της δουλειάς της, η μαμά έπρεπε να φύγει την άλλη μέρα. Τι άλλο θα μπορούσε να τη συγκρατήσει, αφού ούτε καν ο θάνατος του παππού δεν έφτανε; Τέλος, σηκώθηκαν από το τραπέζι. Οι επισκέπτες χώθηκαν μέσα στο σαλόνι. Πίναν τον καφέ τους σε μικρά φλιτζάνια και στρογγυλοκάθισαν σχεδόν ολόκληρο τ' απόγευμα. Η Συλβί σε μια γωνιά

ανυπομονούσε νευριασμένη. Κάτι κύριοι ρωτούσαν τη μαμά για το Παρίσι. Τους απαντούσε με χάρη. Ήρεμη κι ωραία ανήκε σε όλους, ενώ η Συλβί την ήθελε δική της και μόνο δική της. Ήταν πια αργά, όταν οι τελευταίοι επισκέπτες αποφάσισαν να φύγουν. Αμέσως η Συλβί σαν ναυαγισμένη ρίχτηκε πάνω στη μαμά και γαντζώθηκε στα ρούχα της. Είχε σωθεί. Ανάσαινε μέσα από το μαύρο ύφασμα μια αρωματισμένη θαλπωρή που θα μπορούσε να την ξεχωρίσει μέσα σ' άλλες χίλιες. Ήταν η ιδιοκτησία της. Δε θα την άφηνε σε κανένα. Ανατρίχιασε ολόκληρη. Ψιθύρισε: — Δεν ξέρω τι έχω, μαμά. Δεν είμαι καλά. Πονάει το κεφάλι μου. Η μαμά της άγγιξε το μέτωπο, την κοίταξε από κοντά κι ανησύχησε: — Δίκιο έχεις, Βιου μου. Έχεις πυρετό. Όταν το 'μαθε η γιαγιά δε θέλησε να παραδεχτεί την αλήθεια. Όμως, η μαμά απαίτησε να της βάλουν θερμόμετρο. Η Συλβί πετούσε στους ουρανούς. Επιτέλους, τη φρόντιζαν. Τριάντα εννιά και δύο. Ανέλπιστο. — Θα κρύωσε στο νεκροταφείο, έκρινε η μαμά. Κι αποφάσισε να φωνάξουν αμέσως το γιατρό. Παρόλο που η γιαγιά ισχυρίστηκε πως δε βίαζε τίποτε και πως θα 'ταν καλύτερα να περιμένουν αύριο, η απόφαση της μαμάς στάθηκε αμετάκλητη. Η Συλβί ξαναβρέθηκε στην «κάμαρα των φίλων» (όπως συνήθως είχε παραχωρήσει την κάμαρά της στη μαμά) κάτω από ένα τεράστιο πάπλωμα. Πριν απ' όλα είχε πιει ένα καυτό χαμομήλι. Ίδρωνε, τα δόντια της χτυπούσαν και ήταν ευτυχισμένη. Η μαμά, καθισμένη στο προσκεφάλι της, της κρατούσε το χέρι. Ο γιατρός Φαμπέρ ήρθε αμέσως. Όπως και με τον παππού. Άραγε θα καλούσαν και τον αβά Περικούλ; Για μια στιγμή η Συλβί το ευχήθηκε εξαιτίας της τελετής των Αχράντων Μυστηρίων, με την ψίχα του ψωμιού και τα μπαλάκια και τ' αγιασμένο έλαιο. Όμως ο γιατρός Φαμπέρ, αφού την εξέτασε, την ακροάστηκε, τη χτύπησε στην πλάτη, της είπε να βγάλει τη γλώσσα της, της την πάτησε μ' ένα κουτάλι, διέγνωσε μια μικρή γρίπη και τίποτε άλλο. Καθησυχασμένη η μαμά δήλωσε παρ' όλ' αυτά πως θα μείνει στο Πουί μέχρι να γίνει καλά. Απόψε κιόλας θα τηλεφωνούσε στον καθηγητή Μπορντερά για να τον ειδοποιήσει. Η Συλβί την αγκάλιασε σφιχτά. Τώρα έπρεπε να προσέχει πολύ και να μη γιατρευτεί γρήγορα. Με δυσπιστία κοίταζε το γιατρό να γράφει πάνω στο μικρό γραφείο τη συνταγή του. Χάπια, σταγόνες, γαργάρες... Δε θα 'ταν πάντα κοντά της η μαμά, η γιαγιά η η Ερνεστίν. Θα τις ξεγελούσε και θα 'παιρνε όσο γινόταν λιγότερα φάρμακα. Ίσως, αν ήταν τυχερή, θα τα κατάφερνε να το τραβήξει ως τις διακοπές του Πάσχα. Για βραδινό της έδωσαν λίγη σούπα. Όμως ο λαιμός της ήταν τόσο ερεθισμένος που με δυσκολία κατάπινε. Τι περίεργο, όσο ένιωθε πιο άσχημα τόσο χαιρόταν. Η μαμά ήρθε να τη σκεπάσει και της είπε: — Κλείσε τα μάτια, Βιου μου. Θα καθίσω κοντά σου ίσαμε να κοιμηθείς. Καθισμένη μέσα στο φως της λάμπας του κομοδίνου, είχε ανοίξει πάνω στα γόνατά της ένα βιβλίο. Υπήρχε ανάμεσα σ' αυτή την έντονη φωτισμένη σελίδα και σ' αυτό το γεμάτο προσοχή πρόσωπο μια έξυπνη συνενοχή. Μουδιασμένη, η Συλβί χαμήλωσε τα βλέφαρα κι αφέθηκε στην ασφάλεια μιας αόρατης και γλυκιάς παρουσίας. Αποκοιμήθηκε, με το κεφάλι προς τα πίσω, τα πόδια ανοιχτά, τα χέρια σταυρωμένα.

Όταν ξύπνησε το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Η μαμά είχε σβήσει το φως πριν φύγει. Όμως, είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη. Η Συλβί ανασηκώθηκε. Της φάνηκε πως το κρεβάτι της είχε πιάσει φωτιά, πως έτρεμε και πως εκείνη βρισκόταν στη μέση μιας πυρκαγιάς. Το στόμα της ήταν πικρό από τον πυρετό και τη σούπα. Η νυχτικιά της, μούσκεμα στον ιδρώτα, κολλούσε πάνω στο κορμί της. Ένας πόνος, σαν ανατριχίλα σκαρφάλωνε μέσα της. Θέλησε να φωνάξει αλλά κρατήθηκε. Η μαμά ήταν τόσο κουρασμένη ύστερα από ένα τέτοιο ταξίδι. Έπρεπε να την αφήσει να κοιμηθεί. Θαρραλέα, η Συλβί έπεσε προς τα πίσω κι έτσι, ανάσκελα, πρόσφερε τον εαυτό της στο πνιχτικό ασήκωτο σκοτάδι. Ένας τοίχος τη χώριζε από το δωμάτιο όπου είχε πεθάνει ο παππούς. Εκεί τώρα δεν υπήρχε παρά ένα άδειο κρεβάτι, μερικά έπιπλα που δε χρησίμευαν σε τίποτα και μέσα στην ντουλάπα κοστούμια, που κι αυτά θα ήταν άχρηστα πια. Άραγε η γιαγιά θα τα διατηρούσε και θα τα βούρτσιζε όπως έκανε με τη στολή του μπαμπά; Βάζοντας στο νου της αυτήν την κάμαρα, κάποτε κατοικημένη, τώρα στερημένη από κάθε ζωή, το κοριτσάκι είχε την αίσθηση πως μ' έναν ύπουλο τρόπο ο θάνατος διαπερνούσε τον τοίχο και σκορπιζόταν γύρω της, μέσα στη σκιά. Ήταν, συλλογίστηκε, σαν μια μαύρη κηλίδα νερό που απλωνόταν πάνω στο παρκέ. Σε λίγο θα την κουκούλωνε. Ποιος ξέρει, ίσως ο γιατρός Φαμπέρ να γελάστηκε. Ήταν πολύ άρρωστη. Θα πέθαινε. Θα την κλείνανε μέσα σε μια κάσα. Θα τη μεταφέρανε με μια νεκροφόρα στο νεκροταφείο. Θα την κατέβαζαν μέσα στον τάφο όπου μένανε ξαπλωμένοι ο μπαμπάς κι ο παππούς. Ο καθένας στο σπίτι του. Απαγορεύεται να μιλάς από το ένα πάτωμα στο άλλο. Η νύχτα, το κρύο, η σιωπή. Δεν υπάρχει πια ουρανός. Ούτε μαμά. Αυτή η τελευταία σκέψη ήταν η πιο φρικτή απ' όλες. Η Συλβί δεν μπορούσε να τη βαστάξει. Το κεφάλι της έγειρε πάνω στο μαξιλάρι με μιαν ανήμπορη λύσσα. Οι κρόταφοι της χτυπούσαν, σαν να 'χε μέσα στο κεφάλι της ένα τεντωμένο σκοινί που ξαφνικά ξελασκάρει και πάλι τεντώνεται. Απόλυτα απελπισμένη ζάρωσε μέσα στο κρεβάτι της κι ένας βόγκος βγήκε από μέσα της: — Μαμά! Μαμά! Ποιος φώναξε; Εκείνη; Το γέρικο σπίτι ανατρίχιασε. Οι κλειδώσεις του έτριξαν. Η Συλβί νόμισε πως ξύπνησε ολάκερη την πόλη. Ύστερα από ένα λεπτό μια σκιά γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο. Το φως της λάμπας, που άναψε απότομα, έδιωξε τα φαντάσματα. Η Συλβί άπλωσε τα χέρια. Τα δόντια της χτυπούσαν. Την τύλιξε το ελαφρύ άρωμα της μαμάς. Πλημμυρισμένη αγαλλίαση μουρμούρισε: — Συγγνώμη, μαμά. Είδα έναν εφιάλτη. Και κατάλαβε πως, δυστυχώς, θα γιατρευόταν πολύ γρήγορα.

XIV Βγαίνοντας από το σχολείο δεν είδε την Ερνεστίν. Κάτι θα την καθυστέρησε. Τι να 'κανε τώρα; Να περιμένει ή να γυρίσει μόνη της; Θα τη συναντούσε στο δρόμο. Δίστασε για λίγο κι έπειτα αποφάσισε τη δεύτερη λύση. Οι συμμαθήτριές της, η καθεμιά με την παρέα της, είχαν κιόλας σκορπίσει φλυαρώντας. Μα δεν την ένοιαζε. Να περπατάει μόνη της μέσα στους δρόμους της έδινε μιαν έντονη αίσθηση ανεξαρτησίας. Ωραίος καιρός. Ασημένια σύννεφα κρέμονταν από το γαλάζιο ουρανό, πάνω από το γιγάντιο άγαλμα της Παναγίας που ευλογούσε την πόλη. Μ' αυτόν το χλωμό ανοιξιάτικο ήλιο, μερικές δαντέλες βγήκαν και κάθισαν στο κατώφλι του σπιτιού τους. Η Συλβί σταμάτησε μπροστά σε μια απ' αυτές, μια γερόντισσα ρυτιδιασμένη, που φορούσε άσπρη σκούφια στο κεφάλι και μαύρο σάλι πάνω στους ώμους της. Καθισμένη σε μια χαμηλή καρέκλα, με το μικρό της αργαλειό στα γόνατα, η δαντελού δούλευε μ' εκπληκτική γρηγοράδα. Η Συλβί δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της απ' αυτά τα γέρικα δάχτυλα που έπαιζαν με δεκάδες σαϊτάκια, σταύρωναν τις κλωστές για να γίνει το σχέδιο, έμπηγαν καρφίτσες και ξανάρχιζαν ακούραστα. Πόσο θα της άρεσε να σταθεί εκεί, ίσαμε να βραδιάσει, για να βλέπει να ζωγραφίζονται, λίγο λίγο, οι μαίανδροι της δαντέλας. Όμως η γιαγιά την περίμενε. Συνέχισε το δρόμο της. Κι αμέσως, πλάκωσαν πάλι οι σκοτούρες. Κακή η σημερινή μέρα. Πριν από λίγο τη φώναξε στο γραφείο της η αδελφή Ωγκυστίν, κι εκεί άκουσε τον εξάψαλμο για την τεμπελιά της, την απροσεξία της, την απάθειά της. Αυτή η τελευταία λέξη, που δεν ήξερε τι σήμαινε, της φάνηκε η πιο φοβερή. Σίγουρα θα εννοούσε κάποια παιδική αρρώστια. Παραδεχόταν πως μετά τις διακοπές του Πάσχα, τις τόσο σύντομες (η μαμά δεν μπόρεσε να μείνει πάνω από τέσσερις μέρες) το τρίτο τρίμηνο είχε αρχίσει πολύ άσχημα. Δυο μήνες τώρα που πέθανε ο παππούς και δεν τα κατάφερνε να συνηθίσει και πάλι τη ζωή του σχολείου. Τα μαθήματα, που ποτέ δεν την ενδιέφεραν, της φαίνονταν όλο και πιο ανιαρά. Κάθε λίγο, κάποιο όνειρο την τραβούσε μακριά από το μαυροπίνακα. Βροχή οι κακοί βαθμοί. Η γιαγιά ήταν δυσαρεστημένη. Κάθε βδομάδα η Συλβί υποσχόταν πως θα καλυτέρευε. Πάλι σήμερα τ' ορκίστηκε στην αδελφή Ωγκυστίν. Θα κρατούσε τον όρκο της; Το 'χε αποφασίσει μ' όλη της την καρδιά. Ωστόσο, πίστευε πως για να αποκοπεί απ' αυτό το παρελθόν με τις σχολικές αποτυχίες θα 'πρεπε να διαθέτει καινούρια βιβλία, καινούρια τετράδια, καινούρια μολύβια. Έτσι αρχίζεις ένα δεύτερο ξεκίνημα στη ζωή. Θα προσπαθούσε να πείσει τη γιαγιά να της αγοράσει όλ' αυτά τα απαραίτητα. Κι έπειτα συλλογίστηκε, πως ίσως, με λίγη τύχη, μπορούσε ν' αρρωστήσει πάλι. Αυτό θα 'κανε τη μαμά να ξανάρθει. Ένας γερός πυρετός, τίποτε άλλο. Τη στιγμή που συλλογιζόταν όλ' αυτά, έπεσε πάνω στην Ερνεστίν που ανέβαινε την ανηφόρα κουτσαίνοντας. Την άργησε η λαϊκή αγορά. «Είχε τόσο κόσμο! Έλεγα πως δε θα ξεμπερδέψω ποτέ!» είπε και της πήρε την τσάντα. Στο δρόμο διασταυρωθήκανε με την Μπλανσέτ, την αγελάδα, που γύριζε από τη βοσκή κάτω από την επίβλεψη του Φρανσουά. Μόλις άνοιξε ο καιρός, κάθε μέρα την πήγαινε στο λιβάδι που ανήκε στη γιαγιά, έξω από την πόλη, προς το Βαλ, και την ξανάφερνε, κάθε βράδυ, στο σταύλο της, στο βάθος της αυλής. Μικρή, παχουλή, με γυαλιστερά μάτια, περνούσε τα διάφορα δράματα της οικογένειας χωρίς να χάνει την καλή της διάθεση, χωρίς ν' αλλοιώνεται το καλό γάλα της. Ούτε η κυκλοφορία την ενοχλούσε. Τραβούσε το δρόμο της, αδιαφορώντας για τ' αυτοκίνητα και τα ποδήλατα, μασουλώντας λίγο χορτάρι. Η Συλβί κι η Ερνεστίν μπήκαν στην αυλή πίσω της. Σηκώνοντας το κεφάλι, η Συλβί ξαναδιάβασε μ' αγανάκτηση την καινούρια επιγραφή που κρεμόταν στην είσοδο: «Οίκος Βιλνέβ και Υιός». Μετά το θάνατο του παππού, η γιαγιά είχε πουλήσει την επιχείρηση. Έλεγε πως δεν μπορούσε να τη φροντίζει μόνη της κι αρνιόταν ν' αντιμετωπίσει μια καινούρια διεύθυνση. Ωστόσο, όλοι οι υπάλληλοι είχαν παραμείνει στη θέση τους. Όλ' αυτά έγιναν πολύ γρήγορα. Τα χαρτιά, όπως φαίνεται, είχαν υπογραφεί όταν ακόμα ζούσε ο παππούς. Η θεία Μαντελέν βεβαίωνε πως έτσι ήταν καλύτερα. Δεν πήγαινε πια στο γραφείο, όμως ερχόταν συχνά στο σπίτι. Μπαίνοντας στην αυλή, η Συλβί πέρασε πάνω από τη γεφυροπλάστιγγα αδιαφορώντας για το κενό που βρισκόταν κάτω από τα

πόδια της. Πίσω από την τζαμαρία σάλευαν άγνωστα πρόσωπα. Στη θέση του παππού, πίσω από το γραφείο, καθόταν ένας μελαχρινός άντρας, με μαλλιά κομμένα πολύ κοντά, σαν βούρτσα. Αυτός, τώρα, μεταχειριζόταν τη σφραγίδα. Κοιτάζοντας όλους αυτούς τους ξένους που είχαν εγκατασταθεί στο ισόγειο, η Συλβί ένιωθε σαν να της είχαν αρπάξει την περιουσία της, σαν κάποια εισβολή να την είχε πετάξει έξω από το βασίλειό της. Ευτυχώς είχαν κρατήσει το σταύλο και το υπόστεγο καθώς και το σπιτάκι του Τόμπυ. Τώρα στεκόταν δεμένος εκεί, για να μην ενοχλεί τους καινούριους ιδιοκτήτες. Παρ' όλα τα παρακάλια της Συλβί, η γιαγιά αρνιόταν πάντα να τον πάρουνε μέσα στο σπίτι. Από τότε που χάθηκε ο παππούς έκανε σαν τρελός, μόλις που έτρωγε, λέρωνε το στρώμα του, ώρες συνέχεια γάβγιζε παραπονιάρικα σηκώνοντας τη μουσούδα του, τεντώνοντας το λαιμό του. Η Ερνεστίν είχε πει πως «ούρλιαζε το θάνατο». Κι όταν η Συλβί τη ρώτησε τι πάει να πει αυτή η έκφραση, εκείνη είχε απαντήσει: «Όταν ένας σκύλος κλαίει τ' αφεντικό του είναι γιατί μυρίζει τον πεθαμένο που τριγυρνάει γύρω του και τον φωνάζει». Αυτή η σκέψη είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στη Συλβί. Κάθε φορά που πλησίαζε τον Τόμπυ σκεφτόταν πως αυτός έβλεπε τον παππού ακόμα και τον μπαμπά εκεί που γι' αυτήν δεν υπήρχε παρά κενό. Προχώρησε προς το σπιτάκι κι αμέσως δέχτηκε πάνω στο στήθος της το μαλλιαρό κεφάλι με τη ζεστή μουσούδα, τη μυρωδιά του ιδρώτα και το χαρούμενο τίναγμα του Τόμπυ. Η αλυσίδα του ηχούσε σαν αλυσίδα φυλακισμένου. Η πολύ φαρδιά λαιμαριά του είχε φθείρει το τρίχωμά του. Είχε τέτοια χάλια που η καρδιά της Συλβί ξεχείλισε από τρυφερότητα. Όταν ηρέμησε του μίλησε χαμηλόφωνα. Την άκουγε, με τ' αυτιά τεντωμένα. Του διηγιόταν ό,τι είχε συμβεί στο σχολείο, στο διάλειμμα, ακόμα και μέσα στο γραφείο της αδελφής Ωγκυστίν. Την καταλάβαινε πιο πολύ απ' όλους. Κι έπειτα, ξαφνικά, της ξέφυγε κι άρχισε να μασουλάει την ουρά του με λύσσα. Τα δόντια του κροτάλιζαν. Οι ψύλλοι τον κατατρώγανε ζωντανό. Κανένας πια δεν τον φρόντιζε. Η Ερνεστίν μάλωσε τη Συλβί που έχανε τον καιρό της με τον Τόμπυ την ώρα που η γιαγιά την περίμενε. Η Συλβί ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, συντριμμένη από την επιτακτική ανάγκη να υπακούει πάντα. Πραγματικά, η γιαγιά μόλις την αντίκρισε της είπε να πάει να κάνει τα μαθήματά της και η ίδια πήγε και κλείστηκε στην κάμαρά της για να συνεχίσει τις προσευχές της. Αυτό το καινούριο πένθος την είχε φέρει ακόμα πιο κοντά στο Θεό. Ο αβάς Περικούλ ερχόταν συχνά κι έτρωγε μαζί τους. Με το θάνατο του παππού λες και σβήσανε μονομιάς οι εκατό μικρές φλόγες της καθημερινής ζωής. Ούτε μπηχτές ούτε φωνές ούτε χαμόγελα ούτε εκπλήξεις. Οι μέρες κυλούσαν αργά σαν το ποτάμι που κυλάει ανάμεσα σε πεδιάδες. Τη μουντή αυτή αίσθηση την ένιωσε ακόμα πιο πολύ η Συλβί όταν κάθισαν στο τραπέζι με τη γιαγιά. Η μια απέναντι στην άλλη, μέσα στη μεγαλόπρεπη τραπεζαρία, δεν είχαν τι να πουν. Το κοριτσάκι παρατηρούσε κρυφά αυτήν την τεντωμένη μάσκα μέσα στην άρνησή της. Ήταν φανερό πως τίποτε απ' όσα συνέβαιναν εδώ κάτω δεν ενδιέφεραν πια τη γιαγιά. Η ανάποδη του κόσμου την είχε γραπώσει. Τα μακαρόνια-ω-γκρατέν κρύωναν στο πιάτο της χωρίς να τ' αγγίζει. H Ερνεστίν γυρνούσε γύρω από το τραπέζι, μέσα στον κόσμο των καλογυαλισμένων επίπλων. Το βαρύ μπρούντζινο πολύφωτο έριχνε στα πρόσωπα ένα θλιμμένο φως. Τα παλιά πιάτα, κρεμασμένα στον τοίχο, έμοιαζαν με ρολόγια που έχασαν τους δείχτες τους. Η καρέκλα του πεθαμένου στην άλλη άκρη του τραπεζιού, ορθωνόταν, τραγική μέσα στη γύμνια της. Όλα φώναζαν την απουσία του παππού. Μέσα στο σπίτι τώρα είχε μόνο γυναίκες. Από αντίδραση η Συλβί ένιωσε ξάφνου την ανάγκη να φωνάξει, να χτυπήσει παλαμάκια, να παίξει κουτσό. Μέσα της ανάβλυζε μια δροσερή πηγή που διαπερνούσε την παχιά στρώση των μαραμένων φύλλων. Τελικά, ρώτησε τη γιαγιά αν στ' αλήθεια δε θα μπορούσαν να κοιμίζουν τον Τόμπυ στην κουζίνα ή κοντά στην είσοδο: ήταν τόσο δυστυχισμένος, έξω, δεμένος. Όπως το 'χε μαντέψει η γιαγιά αρνήθηκε:

— Σε καμιά περίπτωση. Αυτός ο σκύλος είναι ανυπόφορος. Όχι μόνο είναι βρόμικος, αλλά και γαβγίζει συνέχεια. Κι έπεσε πάλι σιωπή. Όμως, όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, η γιαγιά γαλήνεψε. Μια μελαγχολική καλοσύνη φώτισε το πρόσωπό της. Χίλιες μικρές ρυτίδες σάλευαν γύρω από τα μάτια και τα χείλια της. Το φιλντισένιο δέρμα της δε γνώριζε παρά το σαπούνι και το νερό. Άγγιξε με ένα δάχτυλο το μάγουλο της Συλβί και της είπε: — Έλα στο δωμάτιό μου: θέλω κάτι να σού δείξω. Η Συλβί μπήκε μ' ευλάβεια μέσα στο άδυτο. Πολύ σπάνια ερχόταν εδώ. Υπήρχε διάχυτη στο δωμάτιο μια ελαφριά μυρωδιά παρκετίνης και κάμφορας. Ένας τεράστιος σταυρός από φίλντισι ευλογούσε το κρεβάτι που ήταν στενό σαν φέρετρο, την ντουλάπα με τα διπλά σκαλιστά θυρόφυλλα, το μάρμαρο του τζακιού που ήταν φορτωμένο με φωτογραφίες της οικογένειας μέσα σε ξύλινα ή μετάλλινα πλαίσια, και στον τοίχο του βάθους το εντυπωσιακό χρηματοκιβώτιο που γυάλιζε διακοσμημένο με λουλούδια. Σ' αυτό το έπιπλο η γιαγιά πλησίασε με σταθερό βήμα. Στριφογύρισε ένα ανάγλυφο τριαντάφυλλο, έστριψε κάτι καλογυαλισμένα κουμπιά, άνοιξε την πόρτα. Το βλέμμα της αγκάλιασε τα κουτιά, τους φακέλους, τα μάτσα χαρτιά που κοιμόνταν πάνω στα σιδερένια ράφια. Πήρε μερικά κουτιά, τα τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι και απαλά πίεσε το άνοιγμά τους κι ανασήκωσε τα σκεπάσματα, το ένα μετά το άλλο. Η Συλβί θαμπώθηκε κι έσμιξε τα χέρια της. Μπροστά της, πάνω σ' άσπρο σατέν, σε μπλε βελούδο, απλώνονταν κοσμήματα παραμυθένια. Ένα δαχτυλίδι με διαμάντι λαξεμένο με τόση ακρίβεια που θρυμμάτιζε το φως της λάμπας σε χίλια κομμάτια, ένα άλλο δαχτυλίδι μ' ένα ζαφείρι πράσινο σαν τα βαθιά νερά της θάλασσας, σκουλαρίκια με κόκκινες πέτρες σαν σταγόνες αίμα, ένα κολιέ με τρεις σειρές μαργαριτάρια, ένα χρυσό σμιλεμένο βραχιόλι, μια καρφίτσα που παράσταινε ένα παγόνι με τα φτερά του βεντάλια, που 'χαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. — Τι όμορφα που είναι! φώναξε η Συλβί. Δικά σας είναι, γιαγιά; — Όχι για πολύ, απάντησε η γιαγιά κουνώντας το κεφάλι. — Γιατί το λέτε αυτό; — Γιατί μια μέρα θα φύγω κι εγώ. Τότε αυτά τα κοσμήματα θα γίνουν δικά σου. — Δικά μου; φώναξε η Συλβί γουρλώνοντας τα μάτια. — Ναι, δικά σου, μικρή μου. Μόνο δικά σου. Πρέπει να το ξέρεις από τώρα. Άλλωστε, έχω κάνει τη διαθήκη μου. — Τι πάει να πει διαθήκη; — Είναι ένα χαρτί που γράφει σε ποιόν αφήνει κάποιος την περιουσία του μετά το θάνατό του. Όλα όσα βλέπεις μπροστά σου, Συλβί, είναι της οικογενείας μας κι όλα πρέπει να μείνουν στην οικογένεια. Αυτό το μπριλάντι ανήκε στη γιαγιά μου, που το έδωσε στη μητέρα μου κι η μητέρα μου σε μένα. Αυτό το δαχτυλίδι, με το μεγάλο αμέθυστο, είναι το δαχτυλίδι των αρραβώνων μου. Αυτό το κολιέ ανήκε σε μια γριά ξαδέλφη του πατέρα σου, που μου το άφησε κληρονομιά μετά το θάνατό της. — Και το παγόνι με τ' ανοιχτά φτερά του;

— Είναι ένα πολύ παλιό κόσμημα, το είχε προσφέρει στη μεγάλη θεία σου Αγλαΐα ο άντρας της, από ένα ταξίδι του στη Βιέννη. Είμαι δεμένη συναισθηματικά μ' αυτά τα κοσμήματα. Πρέπει να μου υποσχεθείς πως ποτέ δε θα τ' αποχωριστείς. — Σάς το υπόσχομαι, γιαγιά. Γιατί δεν τα φοράτε; — Τα φορούσα άλλοτε, είπε η γιαγιά κι ήταν η φωνή της πολύ απόμακρη. Τώρα... Το πένθος και το στόλισμα δε συμβαδίζουν, Συλβί. Δε βάζω πια κοσμήματα από τότε που πέθανε ο γιος μου. — Κρίμα που τα κρύβετε έτσι. — Εδώ είναι ασφαλισμένα. Αυτό έχει σημασία. Την κατάλληλη ώρα θα ξαναδούν το φως του ήλιου. Χάρη σε σένα. — Δεν μπορώ να τα πάρω απόψε το βράδυ στο δωμάτιο μου; — Τι να τα κάνεις; — Για να παίξω. — Δεν είναι παιχνίδια, Συλβί, είπε αυστηρά η γιαγιά. Ξέρεις πως μετά το θάνατο του παππού σου είμαι αναπληρωτής κηδεμών σου; — Τι πάει να πει αυτό; — Σημαίνει πως αντικαθιστώ τη μητέρα σου στα καθήκοντα κηδεμονίας. Ναι, όταν ο πατέρας σου πέθανε, το οικογενειακό συμβούλιο διόρισε τον παππού σου αναπληρωτή κηδεμόνα, μια κι η μητέρα σου ήταν κηδεμών. Όταν πέθανε ο παππούς σου τον αντικατέστησα. Κατάλαβες; Η Συλβί δεν καταλάβαινε τίποτα κι άλλωστε αυτές οι ιστορίες με κηδεμόνες κι αναπληρωτές κηδεμόνες δεν την ενδιέφεραν. Κοιτούσε τα κοσμήματα με θάμπος κι απληστία. Μα ήταν δυνατό κάποια μέρα να στολιστεί μ' όλα αυτά τ' αστραφτερά; Θα 'θελε να τα κρεμούσε αμέσως απάνω της και να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Όμως, η γιαγιά έκλεινε τα κουτιά και τα ξανάβαζε στη θέση τους. Κι άλλα κουτιά, πολύ πιο μεγάλα ήταν στοιβαγμένα στα κάτω ράφια. — Κι αυτά είναι κοσμήματα; ρώτησε τη γιαγιά. — Όχι, είπε η γιαγιά, είναι τ' ασημένια μαχαιροπίρουνα της οικογενείας. Άνοιξε ένα από τα κουτιά που ήταν ντυμένο με μαύρο πετσί κι η Συλβί αναγνώρισε τα μαχαιροπίρουνα που έβαζαν στο τραπέζι τις μέρες που είχαν κόσμο. Τα πιρούνια ήταν ξαπλωμένα πλάι πλάι, το καθένα στη θήκη του. Η γιαγιά ανασήκωσε το δίσκο και φάνηκε από κάτω η θήκη των κουταλιών της σούπας, κι αυτά, το ένα πλάι στο άλλο, ζευγαρωμένα. Ένα ράφι πιο κάτω ήταν η θήκη για τα κουταλάκια του γλυκού. Έπειτα τα κουταλάκια για το τσάι και τα μικρά πιρούνια... Όλα άστραφταν σε άψογες σειρές κι όλα είχαν τα ίδια αρχικά σκαλισμένα μέσα στ' ασήμι. — Κι αυτά θα τα κληρονομήσεις, είπε η γιαγιά. Σου ζητώ να τα φροντίζεις ιδιαίτερα. Όταν θα γίνεις

αρκετά μεγάλη για να δέχεσαι ξένους και θα βλέπεις αυτά τα μαχαιροπίρουνα πάνω στο τραπέζι σου, να με θυμάσαι εμένα που δε θα 'μαι πια εδώ. — Και πού θα είστε; — Εκεί ψηλά, παιδί μου, ανάμεσα στον πατέρα σου και στον παππού σου. Η Συλβί έβαλε τα κλάματα. Η γιαγιά τη μάλωσε μαλακά: — Δεν πρέπει να λυπάσαι. Πάνω στη γη βρισκόμαστε προσωρινά. Το σημαντικό είναι τι γίνεται μετά. Συγύρισε και τα υπόλοιπα κουτιά κι έκλεισε το χρηματοκιβώτιο και -ανώτατη ένδειξη εκτίμησηςέβαλε το παιδί να γονατίσει στο προσκυνητάρι της για να κάνει αμέσως τη βραδινή προσευχή της. Η ίδια προσευχήθηκε όρθια, με σταυρωμένα χέρια, με σκυφτό κεφάλι, κοντά στο κοριτσάκι. Η Συλβί πάσχιζε όσο μπορούσε περισσότερο να βάζει πίστη στις ιερές λέξεις. Ωστόσο, το κεφάλι της ήταν γεμάτο από κοσμήματα που άστραφταν.

Όταν ξάπλωσε, συνέχισε να σκέφτεται. Είδε ένα περίεργο όνειρο. Πρώτα, είδε πως ήταν σαν πριγκίπισσα φορτωμένη μ' αστραφτερά πετράδια, μ' ένα διάδημα στο κεφάλι. Είχε προσκαλέσει, λέει, όλες τις συμμαθήτριές της. Το τραπέζι ήταν στρωμένο μέσα στο νεκροταφείο. Έτρωγαν κρέμα σοκολάτα με μικρά ασημένια κουταλάκια. Κι έπειτα ξέσπασε καταιγίδα. Τα κοριτσάκια σκόρπισαν τσιρίζοντας μέσα στους τάφους. Αστραπές ξέσκιζαν τον ουρανό. Η νεροποντή μούσκευε το τραπεζομάντιλο, τα πιάτα ξεχείλιζαν. Η γιαγιά παρουσιάστηκε κάτω από μια ομπρέλα, άρχισε να μαζεύει τ' ασημένια κουταλάκια και να τα χώνει μέσα στο φουστάνι της, που το 'χε ανασηκωμένο μπροστά σαν τσέπη. Με ύφος θυμωμένο μετρούσε τα κουταλάκια ένα ένα. Ξάφνου, λέει, κάρφωσε το δείκτη του χεριού της πάνω στη Συλβί. Το μάτι της άστραφτε σαν αναμμένο φως κι άρχισε να φωνάζει: — Λείπουν δυο κουταλάκια. Η Συλβί ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα, αλαφιασμένη από το φόβο. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της και σκέφτηκε πως ευτυχώς ούτε τα ασημικά ούτε τα κοσμήματα ήταν ακόμα δικά της. Αυτή η σκέψη την ηρέμησε. Ύστερα από κάμποση ώρα έκλεισε τα μάτια ανακουφισμένη: Πάνω στη γη τα μόνα πράματα που της ανήκαν ήταν τα παιχνίδια της και ο Τόμπυ.

XV Το σπιτάκι ήταν άδειο. Η Συλβί γύρισε προς την Ερνεστίν που την είχε φέρει από το σχολείο και ρώτησε: — Πού είναι; Αντί ν' απαντήσει, η Ερνεστίν ανασήκωσε λίγο τους ώμους. Ήταν τέτοια η αμηχανία της, που η Συλβί ανήσυχη ξαναρώτησε: — Πού είναι ο Τόμπυ; — Η γιαγιά σου τον έδωσε, είπε η Ερνεστίν. Σάστισε η Συλβί, κόπηκαν τα γόνατά της, ψιθύρισε: — Τον έδωσε; Έδωσε τον Τόμπυ μου; Μα σε ποιόν τον έδωσε; — Στον κύριο Καστανιά. Είχε δει πολλές φορές τον Τόμπυ στο κυνήγι, με τον παππού σου. Μίλησε στη γιαγιά σου. Εκείνη είπε ναι. Τον πήρε σήμερα τ' απόγεμα. — Πού; — Σπίτι του. Στο Εσπαλύ. Η απελπισία έπνιξε τη Συλβί, της έκοψε την ανάσα και ξαφνικά άρχισε να τρέχει, προσπέρασε την τζαμαρία του γραφείου και σκαρφάλωσε τη σκάλα φωνάζοντας: — Γιαγιά! Γιαγιά! Στο πάνω πάτωμα, οι κρεβατοκάμαρες ήταν όλες σιωπηλές. Η Ερνεστίν πρόφτασε τη Συλβί και της είπε λαχανιασμένη : — Τι τη θέλεις τη γιαγιά σου; Πήγε να δει τον αβά Περικούλ. Η Συλβί χτύπησε το πόδι της πάνω στο παρκέ κι έχωσε τις γροθιές της μέσα στα μάτια της. Τρανταζόταν, δεν μπορούσε ν' ανασάνει. Το στόμα της ανοιγόκλεινε χωρίς να προφέρει λέξη. — Δεν είχε το δικαίωμα να δώσει τον Τόμπυ, φώναξε επιτέλους ανάμεσα σε δυο λυγμούς. Ήταν ο σκύλος του μπαμπά, του παππού, της μαμάς, ήταν ο σκύλος μου, δεν ήταν δικός της. — Μα, τέλος πάντων, πώς κάνεις έτσι για ένα ζώο! είπε η Ερνεστίν. Και με την άκρη της ποδιάς της έκανε να σκουπίσει το κλαμένο πρόσωπο του παιδιού. Η Συλβί την έσπρωξε:

— Ο Τόμπυ για μένα ήταν όλα! Όλα! Όλα! Η οργή και η απελπισία ηχούσαν μέσα της τόσο δυνατά που νόμιζε πως θα 'σκαγε το κεφάλι της. Η εξαφάνιση του Τόμπυ ήταν ένα καινούριο πένθος για το σπίτι. Ξάφνου, η Συλβί παρατώντας σύξυλη την Ερνεστίν κατρακύλησε τις σκάλες: — Έι, έι! Πού πας; ούρλιαξε η υπηρέτρια. Καμιά απάντηση.

Όταν βγήκε στο δρόμο η Συλβί άρχισε να τρέχει. Μια κι έλειπε η γιαγιά, η μόνη που θα μπορούσε να την πληροφορήσει για τον Τόμπυ ήταν η θεία η Μαντελέν! Αυτήν έπρεπε να δει το γρηγορότερο. Τέτοια ώρα θα ήταν σπίτι της. Πιλάλα έκανε τη διαδρομή. Η θεία Μαντελέν, ακούγοντας τα απανωτά κουδουνίσματα, άνοιξε την πόρτα και σάστισε: — Μπα μπα!.. Μα τι τρέχει; Μόνη σου ήρθες; Η Συλβί δεν απάντησε στην ερώτηση της, φώναξε: — Στ' αλήθεια έδωσε η γιαγιά τον Τόμπυ; — Ναι, είπε η θεία Μαντελέν φιλώντας το κοριτσάκι. Η Συλβί ξέφυγε από την αγκαλιά της: — Γιατί τον έδωσε; Το γέρικο πρόσωπο της θείας Μαντελέν, με το μακρύ χείλι, με τα κοκκινισμένα μάτια πίσω από τους φακούς, ήταν όλο συμπόνια. Έμοιαζε με πρόβατο που του 'χαν βάλει γυαλιά πάνω στη μύτη. — Έπρεπε, είπε. Αυτό το σκυλί ήταν δυστυχισμένο, πάντα δεμένο στην αυλή. Δεν πήγαινε πια στο κυνήγι. Ούτε περίπατο. Γάβγιζε συνέχεια. Οι καινούριοι ιδιοκτήτες έκαναν παράπονα. Ξέρεις, θα 'ναι πολύ καλά στο Εσπαλύ, στους Καστανιά. Αυτός ο κύριος ήταν φίλος του παππού σου. Πάντα μαζί πήγαιναν στο κυνήγι. Έχει κι άλλα δυο σκυλιά. Ο Τόμπυ θα βρει φίλους. Κι έπειτα, εκεί θα μπορεί να πηγαινοέρχεται ελεύθερα. Το αγρόκτημα των Καστανιά είναι απέραντο, με μια μεγάλη αυλή, χωράφια και πάλι χωράφια... Τα παρηγορητικά λόγια γλιστρούσαν πάνω στη Συλβί χωρίς να λιγοστεύουν τον πόνο της. Η θεία Μαντελέν τράβηξε το κοριτσάκι μέσα στο μικρό σαλόνι, το κάθισε απέναντί της και συνέχισε να του μιλάει: — Εσύ μπορεί να 'σαι λυπημένη, εκείνος όμως είναι ευτυχισμένος. — Δεν μπορεί να 'ναι ευτυχισμένος χωρίς εμένα, ψέλλισε η Συλβί κι ήταν το στόμα της γεμάτο δάκρυα.

— Και βέβαια είναι, αγάπη μου. Άλλωστε, πώς να το κάνουμε, ο Τόμπυ σκύλος είναι... — Όχι, δεν είναι σκύλος, φώναξε η Συλβί. Είναι φίλος μου. Ο καλύτερός μου φίλος. Τώρα θα κλαίει. — Τώρα θα τρώει τη σούπα του. Ή θα παίζει με τους καινούριους συντρόφους του. — Έτσι νομίζετε; — Είμαι σίγουρη. — Όταν μάθει η μαμά πως η γιαγιά έδωσε τον Τόμπυ θα γίνει έξω φρενών. — Κι εγώ σε βεβαιώνω πως θα καταλάβει. Αγαπάει πολύ τα ζώα και θα συμφωνήσει μ' αυτή τη λύση. — Η γιαγιά δεν αγαπάει τα ζώα. — Δεν τ' αγαπάει όπως εσύ κι η μαμά σου. Ωστόσο, ποτέ δε θα τους κάνει κακό. Η απόδειξη... Η Συλβί κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι. Γι' αυτήν, τούτη τη στιγμή, η ανθρωπότητα χωριζόταν σε δύο κατηγορίες: στους ανθρώπους που αγαπάν τα ζώα και σ' αυτούς που δεν τ' αγαπάν. Κι η γιαγιά, αναμφισβήτητα, ανήκε στη δεύτερη κατηγορία. Ξάφνου αναθάρρησε: — Κι αν ξαναφέρναμε τον Τόμπυ πίσω; είπε. — Όχι, Συλβί. Όταν δίνεις κάτι δε γίνεται να το ξαναπάρεις πίσω. — Δε θα τον ξαναδώ ποτέ μου; — Μια μέρα, θα πάμε οι δυο μας να τον επισκεφτούμε. — Πότε; — Αργότερα, όταν θα 'χει εντελώς συνηθίσει στην καινούρια του ζωή. — Εγώ όμως δε θα μπορέσω να ζήσω χωρίς αυτόν, στέναξε η Συλβί. Σκέφτηκε λίγο και πρόσθεσε: — Περίεργο, όλος ο κόσμος φεύγει... Η θεία Μαντελέν πιάνοντάς την από το πηγούνι της σήκωσε το κεφάλι, βύθισε μέσα στα μάτια της το γλυκό μυωπικό βλέμμα της και είπε: — Πόσο μοιάζεις του πατέρα σου, όταν είχε την ηλικία σου. Είσαι το ίδιο υπερβολική, το ίδιο απόλυτη. Το παραμικρό γεγονός παίρνει μέσα σου τεράστιες διαστάσεις. Άφησε τον Τόμπυ στην καινούρια του

μοίρα, στην καινούρια του ευτυχία. Σκέψου και λίγο τον εαυτό σου, το σχολείο σου... Δεν τα πας και τόσο καλά. Μα τι συμβαίνει; — Δεν ξέρω, ψέλλισε η Συλβί. Δεν μπορώ πια να μαθαίνω. Είμαι δυστυχισμένη... Και πηδώντας από την καρέκλα της ήρθε κι έπεσε στην αγκαλιά της θείας Μαντελέν. Δεν ήξερε πια για ποιο λόγο έκλαιγε: για το θάνατο του παππού, του μπαμπά, για τους κακούς βαθμούς, για την αναχώρηση του Τόμπυ, για τους ξένους που πήραν το γραφείο. Όλες αυτές οι δυστυχίες, δεμένες μεταξύ τους με τρόπο μυστηριώδη, γίνονταν ένα τεράστιο κουβάρι που στριμωχνόταν μέσα στην καρδιά της. Η θεία Μαντελέν την έσφιγγε πάνω της απαλά κι αυτή η τρυφερότητα αντί να παρηγορεί το παιδί το έκανε να σκέφτεται πως ήταν σίγουρα για λύπηση. — Θα 'θελα να δω τη μαμά, αναστέναξε ρουφώντας τη μύτη της δυνατά για ν' αναπνεύσει καλύτερα. — Θα 'ρθει πολύ γρήγορα, είπε η θεία Μαντελέν. Οι διακοπές πλησιάζουν. Βρήκα, έλα να της γράψουμε ένα γράμμα! — Όχι. Καλύτερα δείξτε μου το άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Η θεία Μαντελέν πήγε κι έφερε το άλμπουμ και τ' άνοιξε πάνω στο τραπέζι, παραμερίζοντας μερικά μπιμπελό για να κάνει θέση. Η Συλβί έσκυψε πάνω στις εικόνες που τόσες φορές είχε δει, που τόσες φορές είχε σχολιάσει. Τώρα, υπήρχε ένας παραπάνω νεκρός ανάμεσα στα χαμογελαστά πρόσωπα που περνούσαν μπροστά της. Την περασμένη Κυριακή είχε πάει, όπως συνήθως, στο νεκροταφείο με τη γιαγιά και τη θεία Μαντελέν και πάνω στο πέτρινο βιβλίο που διακοσμούσε τον τάφο είχε διαβάσει το τελευταίο όνομα που μόλις είχε σκαλιστεί: «Ιππόλυτος Λυσιέν Ζυστ Λεσουαγιέ». Γυρνούσε αργά τα φύλλα του άλμπουμ. Η θεία Μαντελέν είχε βάλει το χέρι της στον ώμο της. Ένα ρολόι έκανε τικ τακ πάνω στο μάρμαρο του τζακιού. Η ηρεμία της κάμαρας ήταν τόσο βαθιά που η Συλβί νόμιζε πως βυθιζόταν μέσα σε μιαν ασάλευτη θάλασσα. Το κουδούνισμα της εξώπορτας τη συνέφερε. Η θεία Μαντελέν πήγε ν' ανοίξει και γύρισε με τη γιαγιά που έμοιαζε αναστατωμένη κάτω από το μαύρο καπέλο της με τη φαρδιά μπορντούρα. — Ευλογημένο τ' όνομα του Κυρίου! φώναξε η γιαγιά. Εδώ είσαι, Συλβί!

XVI Η γιαγιά και η θεία Μαντελέν, αψηφώντας τη βαριά ζέστη του Ιουλίου, είχαν βγει μετά το μεσημεριάτικο φαγητό για ψώνια. Σ' όλες τις κάμαρες τα παντζούρια ήταν μισόγυρτα και τα τζάμια ορθάνοιχτα για να γίνεται ρεύμα. Παρ' όλ' αυτά, ανάσα δε διαπερνούσε το μισοκοιμισμένο σπίτι. Μόνο που ακουγόταν περισσότερο ο θόρυβος της πόλης. Η κουζίνα ήταν το πιο δροσερό δωμάτιο. Η Συλβί πήγε κι έκατσε κοντά στην Ανζέλ που καθάριζε φακές. Τη βοήθησε. Καλό παιχνίδι. Με το δάχτυλο άπλωνε τις πράσινες φακές που είχε στο δικό της πιάτο, τις επιθεωρούσε, έβγαζε τις πετρίτσες και τις έριχνε σ' έναν κεσέ. Σκούντηξε τον ώμο της Ανζέλ για να την κάνει να την προσέξει κι υψώνοντας τη φωνή της άρθρωσε δυνατά: — Το 'δες αυτό; Κοτρόνα! — Ου, πολύ μεγάλη! είπε η Ανζέλ με τη σπασμένη της φωνή. Σωστός βράχος. — Ακόμα μια... Κοίταξε! Κοίταξε! — Ναι, Συλβί. — Μπορούσε να σπάσει δόντι, αν δεν την είχα δει. — Ναι, ναι. Η γριά Ανζέλ κουνούσε το κεφάλι και χαμογελούσε με ύφος κάπως σαστισμένο, την ώρα που τα σκασμένα δάχτυλά της ξεχώριζαν τις φακές. Η Συλβί ένιωθε όμορφα κοντά στη μαγείρισσα. Άλλωστε, εδώ και δυο μέρες όλα τη διασκέδαζαν. Πάνε τα μαθήματα, πάει η μελέτη, πάνε οι κακοί βαθμοί: Οι καλοκαιριάτικες διακοπές (επιτέλους!) ξάνοιγαν μπροστά της το φωτεινό τους ορίζοντα. Η μαμά επρόκειτο να 'ρθει αύριο, να την πάρει στο Παρίσι, κι από κει, σε φίλους, στη Νορμανδία, στην Ονφλέρ. Το 'χε γράψει στη γιαγιά για να της το αναγγείλει. Η γιαγιά αφού διάβασε το γράμμα φάνηκε δυσαρεστημένη. Δεν της άρεσαν τα απρόοπτα. Και μόνο η σκέψη ν' αποχωριστεί την εγγονή της για λίγες βδομάδες έφτανε για να τη στενοχωρήσει. Αντίθετα, η Συλβί πετούσε στους ουρανούς. Ποτέ της δεν είχε δει τη θάλασσα. Η μαμά της είχε πει πως είχαν πάει με τον μπαμπά στη Βρετάνη, όταν ήταν τριών χρονών, μα δε θυμόταν τίποτε. Σκυμμένη πάνω στις φακές προσπαθούσε να βάλει με το νου της κύματα να ξεσπάνε στα πόδια της. Ζαλιζόταν από χαρά. Χτες της ήρθε κι άλλο καλό νέο: διασχίζοντας την πλατεία του Μπρέιγ με την Ερνεστίν, είδε τον κύριο Καστανιά με τον Τόμπυ δεμένο με λουρί. Ένας Τόμπυ καθαρός, ζωηρός και περήφανος, όσο δεν ήταν ποτέ του. Έκανε πήδους χαράς βλέποντάς την κι έπειτα φρόνιμα φρόνιμα είχε ξαναγυρίσει πλάι στο καινούριο του αφεντικό. Η θεία Μαντελέν είχε δίκιο: φανερό πως ήταν ευτυχισμένος με την αλλαγή της ζωής του. Τώρα, η Συλβί ήξερε πως δεν είχε πια σκύλο. Ωστόσο, μια κι έμοιαζε ευχαριστημένος δεν υπήρχε λόγος εκείνη να παραπονιέται. Είχαν δώσει και την Μπλανσέτ, την αγελάδα, γιατί οι καινούριοι νοικοκύρηδες ήθελαν να μεταχειριστούν τον τόπο που χρησίμευε για σταύλος. Ένας έμπορας με μπλε μπλούζα και ψηλές μπότες ήρθε να την πάρει... έδωσε λεφτά στη γιαγιά. H αγελάδα είχε φύγει με το αργό της βάδισμα, με τα μαστάρια της που κρέμονταν και μ' αδιάφορα τα καπούλια. Από τότε η Συλβί δεν έπινε πια φρέσκο γάλα... Καλό κι αυτό. Στην Ονφλέρ, με τη μαμά της, θα 'κανε μεγάλους περιπάτους. Θ' ανέβαινε πάνω σε βαπόρια. Θα μάθαινε κολύμπι. Το 'πε στην Ανζέλ κουνώντας τα χέρια της μπροστά στο στήθος της, σαν να 'κανε απλωτές μέσα στο νερό. — Θα κολυμπήσω! Θα κολυμπήσω! φώναξε.

Η Ανζέλ έβαλε το χέρι της ακουστικό στ' αυτί της, έπειτα κατάλαβε, χαμογέλασε ανοιχτά με το ξεδοντιασμένο στόμα της και μουρμούρισε: — Βέβαια βέβαια, καλά θα διασκεδάσεις εκεί πέρα. Πρέπει όμως να 'σαι προσεχτική. Το νερό είναι πολύ επικίνδυνο. Η Ερνεστίν, που συγύριζε κάπου μέσα στο σπίτι, μπήκε στην κουζίνα, έβαλε ένα τσαγερό πάνω στη φωτιά και ετοίμασε το δίσκο με το τσάι, για τις κυρίες που θα επέστρεφαν από την πόλη. Ξάφνου της ήρθε μια έμπνευση της Συλβί. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν η Ονφλέρ. Γιατί να μην κοιτάξει στο βιβλίο της που είχε ένα χάρτη χρωματιστό της Γαλλίας; Ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό της, άνοιξε το βιβλίο και ζαλίστηκε μπροστά σ' όλα αυτά τα ψιλογραμμένα ονόματα σαν μυρμηγκοφωλιά, που σκέπαζαν τη ροζ, κίτρινη και πράσινη επιφάνεια της χώρας. Με τη μύτη χωμένη μέσα στη σελίδα, έψαξε προς τα πάνω, πολύ κοντά στη γαλάζια θάλασσα, εκεί που ήταν γραμμένο: Νορμανδία. Χαμένος κόπος. Η πόρτα της ήταν ανοιχτή κι άκουσε τη γιαγιά και τη θεία Μαντελέν που έμπαιναν στο σπίτι. Απορροφημένη καθώς ήταν, δε σάλεψε. Το δάχτυλό της γλιστρούσε πάνω στην ψαλιδισμένη γραμμή των ακτών. Λίγο πιο ψηλά από τη Χάβρη, αυτή η μικροσκοπική μαύρη κουκίδα: Ονφλέρ! Ενθουσιασμένη για την ανακάλυψή της πήρε το βιβλίο μαζί της, στο σαλόνι. Μέσα στο ημίφως των μισόγυρτων παραθυριών η γιαγιά και η θεία Μαντελέν έπιναν το τσάι τους. Η Συλβί τις φίλησε και καρφώνοντας το δάχτυλό της πάνω στο χάρτη, είπε: — Το βρήκα! Εδώ είναι! — Πράγματι, έκανε η γιαγιά. — Έχει άραγε αχιβάδες στην αμμουδιά της Ονφλέρ; — Το υποθέτω. — Τότε κι εγώ θα μαζέψω ένα σωρό και τις πιο όμορφες θα τις φέρω για σας. — Πολύ ευγενική η σκέψη σου, παιδί μου, είπε η γιαγιά, όμως μετά τις καλοκαιριάτικες διακοπές δε θα ξανάρθεις εδώ. Είχε το κλειστό, θιγμένο ύφος της. Σαστισμένη η Συλβί ψέλλισε: — Και που θα πάω; — Θα εγκατασταθείς στο Παρίσι, με τη μητέρα σου. Κύμα χαράς ανασήκωσε τη Συλβί: — Ω, γιαγιά! Είναι βέβαιο; — Εντελώς βέβαιο. Η μητέρα σου μού το είπε στο τελευταίο της γράμμα. Αυτή τη φορά τ' αποφάσισε να σε κρατήσει. Θα είσαι, καθώς φαίνεται, εσώκλειστη σε κάποιο σχολείο καλογραιών. Ελπίζω πως θα μελετάς καλύτερα απ' όσο μελετούσες εδώ.

Η γιαγιά μιλούσε αργά, με μονόχορδη φωνή, γυρνώντας το κουταλάκι της μέσα στο φλιτζάνι της. Η θεία Μαντελέν επενέβη συμφιλιωτικά: — Το οικοτροφείο θα 'ναι πολύ αποτελεσματικό για τη μικρή μας Συλβί. Χρειάζεται κάποια πειθαρχία. Καιρός να κερδίσει το χαμένο χρόνο. — Ναι, είπε η γιαγιά. Άλλωστε η μητέρα της είναι πολύ απασχολημένη για να βρει καιρό ν' ασχοληθεί μαζί της. Σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στους κροτάφους της. Ήπιε μια γουλιά τσάι κι έκανε αέρα με μια δαντελένια πετσέτα του Πουί. Η Συλβί ένιωθε τόσο ενθουσιασμένη που δεν μπόρεσε να κρατηθεί: — Πόσο είμαι ευτυχισμένη! Και δαγκώθηκε. Καταλάβαινε θολά πως ο ενθουσιασμός της πλήγωνε τη γιαγιά. Ωστόσο, δε γινόταν να υποκριθεί τη λυπημένη, την ώρα που το αίμα της έβραζε με την προοπτική της καινούριας ζωής. Για να απαλύνει την πίκρα της γιαγιάς ψιθύρισε: — Μα... θα 'ρχομαι συχνά να σας βλέπω... Έτσι δεν είναι; — Το Παρίσι είναι μακριά, είπε η γιαγιά. Θα 'ρχεσαι όταν η μητέρα σου θα κρίνει πως είναι δυνατό. Στις διακοπές ίσως... — Ναι ναι, έτσι θα γίνει... Στις διακοπές, είπε η Συλβί. Έκανε φοβερή ζέστη. Έξω, κάποιος χτυπούσε μ' ένα σφυρί μια λαμαρίνα. Μέσα στο περιορισμένο σκοτάδι του σαλονιού, το πρόσωπο της γιαγιάς ήταν άχρωμο, σαν να 'ταν φωτογραφία. Ανάπνεε με δυσκολία. Τα γυαλιά της είχαν γλιστρήσει πάνω στη μύτη της. Η Συλβί τη φαντάστηκε, όταν εκείνη θα 'φευγε, εντελώς μόνη, ανάμεσα στην Ερνεστίν και στην Ανζέλ, μέσα στο απλόχωρο σιωπηλό σπίτι. Τι θ' απόμενε στη γιαγιά, όταν η εγγονούλα της θα 'φευγε μακριά; Η εκκλησία, το νεκροταφείο... Και στο μεταξύ εκείνη, η Συλβί, θα ζούσε μέρες χρυσοκέντητες στο Παρίσι, κοντά στη μαμά. Γιατί να μην μπορούν να 'ναι όλοι μαζί ευτυχισμένοι; Μεθυσμένη από αγαλλίαση, πασαλειμμένη από συμπόνια η Συλβί άρπαξε το χέρι της γιαγιάς και το 'φερε στα χείλη της. Με μια απότομη κίνηση η γιαγιά τράβηξε το χέρι της, σηκώθηκε και βγήκε. Όταν έμεινε μόνη με τη θεία Μαντελέν, η Συλβί είπε: — Η γιαγιά είναι λυπημένη. Τι μπορώ να κάνω; — Τίποτε, είπε η θεία Μαντελέν. Να 'σαι ευτυχισμένη. Δε γινόταν να μένεις συνέχεια μαζί μας. Το μέλλον σου είναι κοντά στη μαμά σου. Άλλωστε η γιαγιά σου το ξέρει πολύ καλά αυτό. — Τι θ' απογίνει ολομόναχη; — Δεν είναι ολομόναχη. Εγώ μένω. — Θα 'ρχεστε να τη βλέπετε συχνά; — Ήδη έρχομαι κάθε απόγεμα, από τότε που πέθανε ο παππούς σου.

— Γιατί δε μένετε μαζί της; — Δε θα το ήθελε. Άλλωστε έχω κι εγώ τις συνήθειές μου, τα έπιπλά μου, τα μπιμπελό μου, τα ενθύμιά μου... Η γιαγιά γύρισε, πολύ ήρεμη, ξανακάθισε κι έβαλε κι άλλο τσάι στο φλιτζάνι της. Όμως έτρεμε το χέρι της. Πόσο γριά ήταν! — Ξέρετε, είπε η Συλβί, όταν θα 'μαι στο Παρίσι, κάθε μέρα θα σας γράφω.

Η Συλβί θέλησε μόνη της να βάλει τη φωτογραφία του πατέρα της μέσα στη βαλίτσα. Παρόλο που δεν της άρεσε αυτή η ισοπεδωμένη εικόνα, δε γινόταν να κάνει χωρίς αυτήν. Θα την προστάτευε στο Παρίσι, απόμακρος, αδιάφορος, όπως την προστάτευε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού... Τα υπόλοιπα, άφησε τη μητέρα της να τα φροντίσει. Τόσα πράματα έπρεπε να πάρουν, που μόλις κι έκλεινε η βαλίτσα. Ξάφνου η μαμά φώναξε: — Και τον Καζιμίρ, τον καημένο θα τον ξεχνούσαμε. Αρπάζοντας το χνουδάτο αρκούδο τον στρίμωξε ανάμεσα σε δυο στοίβες ασπρόρουχα. Η Συλβί τον σκέπασε με μια πετσέτα και τον κουκούλωσε καλά καλά. Θα ταξίδευε άνετα. — Μ' όλα αυτά τα παιχνίδια δε θα κλείνουν οι βαλίτσες μας, αναστέναξε η μαμά. Θα πρέπει να ζητήσω στη γιαγιά να μας δώσει επιπλέον την κίτρινη τσάντα που άφησα εδώ την τελευταία φορά. — Θα πάω να της τη ζητήσω αμέσως, είπε η Συλβί. — Όχι, άσε, είπε η μαμά. Ας μείνουμε λίγο οι δυο μας, μόνες. Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε χαρά και κέφι. Φορούσε ένα φόρεμα εμπριμέ, με γκρίζα λουλούδια, άσπρα και μπλε, πολύ σφιχτό στη μέση. Σαν πεταλούδα μέσα στον ήλιο του πρωινού. Κοιτάζοντάς την να πηγαινόρχεται μέσα στην κάμαρά της, η Συλβί δεν μπορούσε να πιστέψει πως από δω και πέρα αυτό το θέαμα θα 'ταν μια καθημερινή έκφραση της ζωής της, πως το φως, η φωνή, το άρωμα της μαμάς θα την τύλιγαν από τα ξημερώματα ίσαμε το βράδυ όλες τις ερχόμενες μέρες. Βέβαια, από τον Οκτώβρη κι ύστερα θα 'ταν οικότροφη. Αυτή η προοπτική ξαφνικά την ανησύχησε. — Αν είμαι οικότροφη, τότε δε θα σε βλέπω πιο πολύ απ' ό,τι σ' έβλεπα στο Πουί, είπε. — Το οικοτροφείο που διάλεξα είναι μέσα στο Παρίσι, είπε η μαμά. Θα σε κρατάω κοντά μου τα Σαββατοκύριακα. Η Συλβί άφησε να την τυλίξει η θαλπωρή αυτής της υπόσχεσης. — Αχ, ναι, φώναξε δυνατά, θα ζήσουμε μαζί, οι δυο μας. Η μαμά κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, έπιασε τα χέρια της κόρης της και τ' ακούμπησε πάνω στα

γόνατά της. Το βλέμμα της βυθίστηκε μέσα στα μάτια της Συλβί. — Θα είμαστε τρεις, είπε. — Γιατί; — Θ' αποκτήσεις έναν καινούριο μπαμπά. Πρώτα σάστισε κι ύστερα η Συλβί στάθηκε για λίγο σκεφτική και ψιθύρισε: — Πώς δηλαδή; Θα 'ναι κανένας κηδεμόνας στη θέση του παππού; — Όχι, Βιου. Θα ξαναπαντρευτώ. Λες κι έπεσε το ταβάνι πάνω στο κεφάλι της. Η Συλβί ζαλίστηκε, δεν ήξερε τι της συνέβαινε. Μέσα της το πείσμα πάλευε με την περιέργεια, η θλίψη με τη διάθεσή της για καινούριες περιπέτειες. — Και η γιαγιά το ξέρει; είπε. — Φυσικά. — Γιατί δε μου είπε τίποτε; — Γιατί της το ζήτησα. Ήθελα να σου το αναγγείλω η ίδια. — Και τον μπαμπά μου, λοιπόν; Τον ξέχασες κι εσύ; Δάκρυα λαμπύρισαν μέσα στα μάτια της μαμάς. Είπε με φωνή υπόκωφη. — Δεν ξέχασα τον μπαμπά σου, Βιου. Και ποτέ δε θα τον ξεχάσω. Ό,τι κι αν συμβεί. Η Συλβί φίλησε τη μαμά κι ένιωσε στα χείλη της μια γεύση αλατιού και πούδρας. Η μαμά έκλαιγε. Εξαιτίας της. Ψέλλισε: — Σε στενοχώρησα. Συγγνώμη... Και την ίδια στιγμή της χάιδευε το πρόσωπο με τα δάχτυλά της, απαλά, για να σβήσει τα δάκρυα. Κι έπειτα ξαφνικά της ήρθε μια φωτεινή σκέψη: — Θα ντυθείς στα άσπρα για το γάμο; Με άσπρο πέπλο κι άσπρα γάντια; Η μαμά γέλασε με κάποια συγκρατημένη θλίψη και κούνησε αρνητικά το κεφάλι: — Όχι, Βιου. — Κι όμως, θα ήσουν πολύ όμορφη!

— Θα ήμουν γελοία. Άλλωστε δεν το μπορώ. Μόνο όταν παντρεύεσαι για πρώτη φορά ντύνεσαι στα άσπρα. — Μα έχεις το δικαίωμα να ξαναπαντρευτείς; — Ναι. — Γιατί είσαι χήρα πολέμου; — Γιατί είμαι σκέτα χήρα. — Έχω μια φίλη στο σχολείο που η μαμά της ξαναπαντρεύτηκε... — Βλέπεις, λοιπόν... Οι σκέψεις της Συλβί στροβιλίζονταν, βαρούσε η μια την άλλη, έσβηνε η μια την άλλη. Διαπίστωσε πως δεν ήξερε καν το όνομα του άντρα που η μαμά της θα παντρευόταν. — Τι είναι αυτός ο κύριος; ρώτησε. — Ο καθηγητής Μπορντερά. — Σ' αυτόν που δουλεύεις; — Ναι. — Μοιάζει με τον μπαμπά; — Είναι κι αυτός γιατρός. — Φοράει γυαλιά; — Ναι. — Μα στα άλλα... Θέλω να πω... στο πρόσωπο τού μοιάζει; — Καθόλου. — Τότε, δεν τον αγαπάς; — Μα δεν έχει σχέση, Βιου! Για λίγο η μαμά έμεινε σιωπηλή κάτω από το βλέμμα του παιδιού. Κι έπειτα συνέχισε: — Είναι πολύ καλός, ήρεμος. Είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος... Μιλώντας ζωήρευε. Λες κι ήθελε να συγχωρεθεί για κάτι. Ξάφνου η Συλβί είχε την εντύπωση πως,

ανάμεσα στις δυο, εκείνη κι όχι η μαμά ήταν η «μεγάλη». Ρώτησε: — Πώς θα λέγεσαι μετά το γάμο σου; — Ε... δηλαδή... κυρία Ξαβιέ Μπορντερά, είπε η μαμά. — Κι εγώ; — Θα λέγεσαι πάντα Συλβί Λεσουαγιέ. — Δε θα 'χω πια το ίδιο όνομα με σένα; φώναξε τρομαγμένη η Συλβί. — Όχι, είπε η μαμά. Αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Το βασικό είναι πως δε θα χωρίσουμε πια. Αποσβολωμένη η Συλβί πάσχιζε να συλλάβει το ασύλληπτο. Αλλάζοντας όνομα η μαμά την εγκατέλειπε. Δεν το είχε καταλάβει στην αρχή της συζήτησης. Τώρα, όλες οι ελπίδες της κουρελιάστηκαν. Είχε ονειρευτεί ένα αδιάκοπο τετ-α-τετ τρυφερότητας και παιχνιδιού και τώρα βρισκόταν πάλι μόνη. Πιο μόνη απ' όσο ήταν στο Πουί. Εξαιτίας ενός ξένου, ενός καθηγητή... Τι γύρευε ανάμεσα στις δυο τους αυτός ο τύπος; Τον μισούσε ξαφνικά χωρίς να τον ξέρει. Κυρία Μπορντερά. Ήταν ανόητο! Όχι! Όχι! Τα δάκρυα την έπνιγαν. — Δε θέλω να τον δω, ψέλλιζε μέσα στ' αναφιλητά της. — Θα τον δεις, Βιου, είπε η μαμά με σταθερή φωνή. Και πολύ γρήγορα. Άλλωστε είμαι σίγουρη πως θα σου αρέσει. — Κι αν δε μ' αρέσει; είπε η Συλβί. Η μαμά γέλασε, άνοιξε τα χέρια της και είπε: — Τότε, δε θα τον παντρευτώ. — Θα το κάνεις αυτό, μαμά; — Μα και βέβαια, αγάπη μου! Η Συλβί ένιωσε περίεργα καθησυχασμένη, καμάρωνε. Για μια στιγμή μάλιστα είχε την αίσθηση πως κρατούσε στα χέρια της το μέλλον της μαμάς της. Τ' αναφιλητά της κόπασαν. Ακόμα σαστισμένη προσπαθούσε να σκεφτεί ήρεμα. Θ' ακολουθούσε τη μαμά στο Παρίσι, αφού έπρεπε. Όταν θα έφτανε εκεί, θα κατάφερνε μ' έναν κάποιο τρόπο να εμποδίσει το γάμο. Ο κύριος θα 'παιρνε πόδι, θα τον ξεχνούσαν και θα ζούσαν οι δυο τους ευτυχισμένες. Έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς της. Χωμένη μέσα σ' αυτήν την οικεία θαλπωρή δε φοβόταν πια κανένα. Και προπαντός τον καθηγητή Μπορντερά. Χτύπησε η πόρτα. Ήταν η γιαγιά. Τύλιξε με βλέμμα επιτιμητικό το αγκαλιασμένο ζευγάρι μητέρας και κόρης. Χωρίς αμφιβολία θα μάντεψε αμέσως πως όλα είχαν ειπωθεί όσο εκείνη βρισκόταν αλλού. Αλύγιστη, μ' ασάλευτα μάτια, πρόφερε απότομα: — Ανεβαίνω στο κοιμητήριο με τη Μαντελέν. Δεν πιστεύω, Ζυλιέτ, πως έχετε διάθεση να μάς

συνοδέψετε. — Μα και βέβαια, μητέρα, είπε η μαμά. Θα πάμε και οι τέσσερις. Όπως συνήθως.

Οι κραδασμοί του τρένου που είχαν αποκοιμίσει τη Συλβί την ξύπνησαν απότομα μέσα στη νύχτα. Μισοξαπλωμένη στα γόνατα της μαμάς, άνοιξε τα μάτια. Η λάμψη ενός μπλε λαμπτήρα που ήταν βιδωμένος στο τοίχωμα του διαμερίσματος δεν τα κατάφερνε να διαλύσει το σκοτάδι. Μέσα σ' αυτόν τον εξωπραγματικό φωτισμό, οι ταξιδιώτες, καθισμένοι ο ένας πλάι στον άλλον, είχαν πρόσωπα γύψινα. Τα κεφάλια τους τραμπαλίζονταν ανάλογα με την κίνηση του τρένου. Όλοι είχαν κλειστά βλέφαρα. Έμοιαζαν με πτώματα δεμένα στα καθίσματά τους. Ένας τρομαχτικός φόβος άδραξε τη Συλβί. Σήκωσε τα μάτια προς τη μαμά και κάπως ησύχασε. Από πάνω της, η μαμά ανάπνεε ήρεμα. Και οι άλλοι άλλωστε. Μερικοί μάλιστα ροχάλιζαν. Η Συλβί σκέφτηκε πως πάλι θα την έπαιρνε ο ύπνος, όμως οι ρόδες που κροτάλιζαν τη ζάλιζαν. Κι έπειτα δεν μπορούσε να ξεχάσει τη σκηνή της αναχώρησης: η γιαγιά και η θεία Μαντελέν πάνω στην αποβάθρα του σταθμού, την ώρα που εκείνη κουνούσε το χέρι της από το παράθυρο του βαγονιού. Η γιαγιά, στητή, στεγνή, μ' ένα πρόσωπο λες κι ήταν συμπιεσμένο ανάμεσα σε δυο θυρόφυλλα, τα μάτια ακίνητα πίσω από τα γυαλιά, με μια έκφραση αποδεκτής απελπισίας. Κοντά της, η θεία Μαντελέν, ζαρωμένη από τα δάκρυα προσπαθούσε να χαμογελάει. Φτωχές μαύρες μορφές, εγκαταλειμμένες, μακριά απ' τη Συλβί, στη μοναξιά, στη θλίψη, στα γερατειά. Και η Ανζέλ και η Ερνεστίν είχαν κλάψει φιλώντας την. Ακόμα κι ο Φρανσουά, λέγοντάς της αντίο, με την τραγιάσκα στο χέρι, έμοιαζε απελπισμένος. Όλους τους αναζητούσε, όλους τους αγαπούσε. Προπαντός τη γιαγιά. Ύστερα από τόσες φορές που είχε αντιδράσει στις επιπλήξεις της, τώρα λυπόταν που δε θα τις άκουγε πια. Κάτι πικρό, κάτι θλιβερό της έλειπε μέσα σ' αυτό το τρένο που την πήγαινε, κοντανασαίνοντας και σφυρίζοντας, προς ένα αβέβαιο μέλλον. Ξαφνικά ήθελε να ξαναγυρίσει στο Πουί, να ξαναβρεί τις μονότονες μέρες, την κάμαρά της, το κρεβάτι της, τις μυρωδιές της κουζίνας, τα τριξίματα της σκάλας, τις φίλες του σχολείου, το νεκροταφείο που κοιμόταν ο μπαμπάς. Φτάνοντας στο Παρίσι θα θερμοπαρακαλούσε τη μαμά να την αφήσει να ξαναγυρίσει εκεί κάτω. Θα της τα εξηγούσε όλα. Η μαμά δε θα μπορούσε ν' αρνηθεί. Το βαγόνι τραντάχτηκε γλιστρώντας πάνω σε μια διακλάδωση. Προβολείς χτύπησαν και διαπέρασαν την κατεβασμένη κουρτίνα του παράθυρου. Η ταχύτητα με τις δονήσεις της έμπαινε μέσα στα κόκαλα της Συλβί. Τι γύρευε στο Παρίσι μια και η μαμά θα παντρευόταν; Όμως όχι, η μαμά δε θα παντρευόταν. Φτάνει ν' αντιδρούσε σταθερά η κόρη της. Και μόνο για να εμποδίσει αυτό το παράλογο σχέδιο έπρεπε η Συλβί να μείνει κοντά στη μητέρα της. Μια απ' αυτές τις μέρες, οπωσδήποτε, θα γνώριζε τον καθηγητή Μπορντερά. Από τώρα το 'χε αποφασίσει να τον αντιμετωπίσει μ' ένα πέτρινο πρόσωπο. Δεν πάει να της μιλούσε αυτός, εκείνη δε θα ξέσφιγγε τα δόντια. Έτσι θα καταλάβαινε πως τον σιχαινόταν και πως δεν έπρεπε πια να σκέφτεται για γάμο. Χτες, μετά το νεκροταφείο, είχε επαναλάβει υπερήφανα στη θεία Μαντελέν αυτό που της είχε πει η μαμά της: «Αν δε σ' αρέσει, τότε κι εγώ δε θα παντρευτώ». «Κι αν εσύ δεν του αρέσεις, Συλβί;» Της είχε απαντήσει η θεία Μαντελέν μ' ένα χαμόγελο. Ξαναφέρνοντας στο νου της αυτήν την παρατήρηση η Συλβί σάστιζε. Τι ήθελε να πει μ' αυτό η θεία Μαντελέν; Και πάλι οι αναμνήσεις του Πουί την τύλιξαν. Ένας χοντρός κύριος, απέναντί της, ξύπνησε, έτριψε το πρόσωπό του με την ανάστροφη του χεριού του και φύσηξε δυνατά τη μύτη του. Γρήγορα η Συλβί έκλεισε τα μάτια κι έκανε πως κοιμόταν ήρεμα. Με το να προσποιείται πως κοιμάται τελικά αποκοιμήθηκε στ' αλήθεια.

Η φωνή της μαμάς, κολλημένη στ' αυτί της, την ξύπνησε:

— Βιου, Βιου! Φτάνουμε. Η Συλβί αναδύθηκε, με θολό κεφάλι, με μουδιασμένο κορμί, μέσα από ένα μακρύ εφιάλτη από χτύπους, σφυρίγματα και τραντάγματα... Έξω ήταν μέρα. Ένας ζεστός αέρας ορμούσε μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο. Ανυπόμονοι επιβάτες σπρώχνονταν στο διάδρομο. Ο χοντρός κύριος βοήθησε τη μαμά να κατεβάσει από το δίχτυ τις δυο βαλίτσες και την κίτρινη τσάντα. Μίζερα σπιτάκια, κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, περνούσαν μπροστά στο τρένο. Φυτρωμένα το ένα κοντά στ' άλλο έμοιαζαν με μαντολάτα. Αυτό ήταν το Παρίσι; Η Συλβί νόμιζε πως κοιμόταν όρθια. Το άδειο της στομάχι αποζητούσε ένα ζεστό γάλα και μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα. Το τρένο έκοβε ταχύτητα κι έμπαινε σφυρίζοντας μέσα στο σκονισμένο μισοσκόταδο του σταθμού. Σπρωγμένες, τσαλακωμένες, σέρνοντας τις βαλίτσες και την τσάντα, η Συλβί κι η μαμά βρέθηκαν πάνω στην αποβάθρα. Ένας κόσμος νευρικός τους περιτριγύριζε μέσα σε σφυρίγματα και φωνές των μεγάφωνων. Ένας αχθοφόρος φόρτωσε τις αποσκευές πάνω σ' ένα καρότσι. Μόλις έκαναν να τον ακολουθήσουν παρουσιάστηκε ένας άνθρωπος που πλησίασε τη μαμά και της φίλησε το χέρι. — Αχ, ήρθες, είπε. Δεν έπρεπε. — Τα κατάφερα, είπε εκείνος. Ο άντρας ήταν ψηλός κι αδύνατος, μ' ένα στενό χλωμό πρόσωπο και με κάτι γαλάζια μάτια πολύ γλυκά πίσω από γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. Η οργή έπνιξε τη Συλβί. Δεν μπορούσε να υποφέρει την παρουσία αυτουνού του παρείσακτου στο πλάι της μαμάς. Χωρίς να σκεφτεί, γύρισε την πλάτη κι άρχισε να τρέχει προς την άλλη άκρη της αποβάθρας. Το πέρασμα ήταν τόσο γεμάτο που αμέσως άρχισε να σκοντάφτει πάνω στους ταξιδιώτες που πήγαιναν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν είχε κάνει δέκα δρασκελιές κι ένα χέρι δυνατό τη σταμάτησε. Η μαμά την είχε προλάβει. Το πρόσωπό της είχε μια πονεμένη έκπληξη. Τα μάτια της ήταν δυο υγροί καθρέφτες. Η Συλβί θα προτιμούσε ν' αντιμετωπίσει το θυμό της παρά να τη βλέπει τόσο λυπημένη. Ο άντρας ήταν πίσω της. Κι αυτός είχε τρέξει. Κρατούσε από ένα λουρί ένα σκύλο. Η Συλβί δεν τον είχε προσέξει την πρώτη στιγμή: ένα όμορφο κόκερ, χρυσοκόκκινο, με μεγάλα πεσμένα αυτιά. Ποτέ δε θα το φανταζόταν πως ο ξένος μπορούσε να έχει σκύλο. Το κόκερ, όλο χαρά από το τρεχαλητό, πήδηξε πάνω της, στάθηκε στα πισινά του πόδια κι άρχισε να γαβγίζει χαρούμενα, σαν να την ξανάβρισκε ύστερα από έναν ατελείωτο χωρισμό. Συγκινημένη του χάιδεψε τη ραχοκοκαλιά, τη δροσερή και τρυφερή μουσούδα του. Η μαμά κοιτούσε πάντα την κόρη της ανήσυχη, χωρίς να λέει λέξη, ασάλευτη. Γύρω τους, η αποβάθρα άδειαζε σιγά σιγά. Σε λίγο έμειναν σχεδόν μόνοι, στη μέση αυτού του γκρίζου πεζοδρόμιου, κοντά στο έρημο τρένο. Τότε ο άντρας έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι της Συλβί με μια κίνηση τρυφερής προστασίας. Τι θράσος! Θέλησε να κάνει πίσω. Ωστόσο, ένιωθε το κορμί της να μουδιάζει. Το βλέμμα του ξένου, γεμάτο επιείκεια και χαμογελαστή μελαγχολία, έψαχνε τα μάτια της, κατέβαινε ίσαμε τα βάθη της καρδιάς της. Ύστερα από μιαν ατελείωτη στιγμή τη ρώτησε: — Ταξίδεψες καλά, Βιου; Σφίχτηκε και ψιθύρισε με μισό στόμα: — Ναι, κύριε.

— Με λένε Ξαβιέ, είπε αυτός. Και την έπιασε από το χέρι.

Related Documents

Viou
January 2021 1
Dia Viou Mathisi Kostoglou
February 2021 1

More Documents from "Bill Bill"

Panait Istrati - Codine
February 2021 0
Viou
January 2021 1
The Magic Mountain
January 2021 0