98504263-dean-koontz-taxitita.pdf

  • Uploaded by: ttsab444
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View 98504263-dean-koontz-taxitita.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 93,652
  • Pages: 397
Loading documents preview...
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η Επιλογή Είναι Δική Σου

Κεφάλαιο 1

Μ' ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ, ο Νεντ Πίρσολ ύψωσε το ποτήρι με τη βαρελίσια μπίρα που κρατούσε κάνοντας πρόποση στο μακαρίτη γείτονά του, τον Χένρι Φριντλ, του οποίου ο θάνατος τον είχε χαροποιήσει αφάνταστα. Ο Χένρι είχε σκοτωθεί από ένα διακοσμητικό νάνο του κήπου. Είχε πέσει από τη στέγη του διώροφου σπιτιού του πάνω στο χαρωπό αγαλματάκι. Ο νάνος ήταν φτιαγμένος από τσιμέντο. Ο Χένρι, όχι. Με σπασμένο αυχένα και ραγισμένο κρανίο, ο Χένρι έμεινε στον τόπο. Αυτός ο «θάνατος λόγω νάνου» είχε συμβεί πριν από τέσσερα χρόνια. Ο Νεντ Πίρσολ εξακολουθούσε να γιορτάζει την αποβίωση του Χένρι τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Τώρα, ένας άντρας, περαστικός από την πόλη, που καθόταν σ' ένα σκαμπό στη στρογγυλή γωνία της καλογυαλισμένης μαονένιας μπάρας και ήταν ο μοναδικός άλλος πελάτης του μαγαζιού, εξέφρασε την απορία του για την άσβεστη αντιπάθεια του Νεντ προς το γείτονά του. «Πόσο κακός γείτονας μπορεί να ήταν ο φουκαράς για να είσαι ακόμα τόσο χολωμένος μαζί του;» Κανονικά, ο Νεντ θα είχε αγνοήσει την ερώτηση. Οι τουρίστες τον άφηναν πιο αδιάφορο και από τα πρέτσελ του μαγαζιού. Το μπαρ πρόσφερε μπολ με πρέτσελ δωρεάν, επειδή ήταν φτηνά. Ο Νεντ προτιμούσε να συντηρεί τη δίψα του τρώγοντας αλμυρά φιστίκια.

Για να μη χάσει το φιλοδώρημα του Νεντ, ο Μπίλι Γουάιλς, ο μπάρμαν, του πρόσφερε κάπου κάπου ένα σακουλάκι φιστίκια. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, ο Νεντ έπρεπε να πληρώσει τα φιστίκια του. Αυτό τον τσάντιζε, είτε επειδή δεν μπορούσε να συλλάβει την οικονομική πραγματικότητα ενός μπαρ είτε επειδή του άρεσε να είναι τσαντισμένος. Πιθανότατα ίσχυε το δεύτερο. Αν και το κεφάλι του έμοιαζε με μπάλα του σκουός και οι χοντροί στρογγυλοί ώμοι του θύμιζαν παλαιστή του σούμο, ο Νεντ θα μπορούσε να θεωρηθεί αθλητικός τύπος μόνο αν κάποιος έκρινε ότι η ατέλειωτη λογοδιάρροια στα μπαρ και η παρατεταμένη μνησικακία ήταν είδη αθλημάτων. Σ' αυτά τα δύο είχε ολυμπιακές επιδόσεις. Ο Νεντ μπορούσε να μιλάει με τις ώρες για το μακαρίτη Χένρι Φριντλ, είτε ο ακροατής του ήταν ισόβιος κάτοικος του Βίνγιαρντ Χιλς είτε ξένος. Όταν, όπως τώρα, ο μοναδικός άλλος πελάτης ήταν ένας επισκέπτης στην πόλη, ο Νεντ προτιμούσε χίλιες φορές την κουβέντα με έναν «ξένο διάβολο» παρά τη σιωπή. Ο Μπίλι, από την άλλη, δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ομιλητικός. Δεν ανήκε στο είδος του μπάρμαν που θεωρεί την μπάρα κάτι σαν παλκοσένικο. Προτιμούσε το ρόλο του ακροατή. «Ο Χένρι Φριντλ ήταν γουρούνι», δήλωσε στον ξένο ο Νεντ. Ο ξένος είχε μαλλιά κατάμαυρα σαν καρβουνόσκονη με γκρίζες πινελιές στους κροτάφους, γκρίζα μάτια που έλαμπαν περιπαικτικά και κάπως ηχηρή φωνή. «Γουρούνι; Πολύ βαρύς χαρακτηρισμός». «Ξέρεις γιατί ανέβηκε στη στέγη του ο ανώμαλος; Ήθελε να κατουρήσει τα τζάμια της τραπεζαρίας μου». Ο Μπίλι Γουάιλς σκούπισε μεθοδικά τον πάγκο, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον τουρίστα. Είχε ακούσει την ιστορία τόσες φορές, που ήξερε πια όλες τις αντιδράσεις των ακροατών. «Ο Φριντλ, το γουρούνι, νόμιζε ότι από αυτό το ύψος θα μπορούσε να κατουρήσει πιο μακριά», εξήγησε ο Νεντ. «Και τι ήταν; Αεροναυπηγός;» ρώτησε ο ξένος. «Ήταν καθηγητής κολεγίου. Δίδασκε σύγχρονη λογοτεχνία». «Ίσως αυτά που διάβαζε να τον οδήγησαν στην αυτοκτονία»,

σχολίασε ο τουρίστας, γεγονός που τον έκανε πιο ενδιαφέροντα απ' όσο είχε σκεφτεί αρχικά ο Μπίλι. «Όχι, όχι», είπε ανυπόμονα ο Νεντ. «Η πτώση ήταν ατύχημα». «Ήταν μεθυσμένος;» «Γιατί να ήταν μεθυσμένος;» απόρησε ο Νεντ. Ο ξένος ανασήκωσε τους ώμους. «Επειδή ανέβηκε στη στέγη για να κατουρήσει τα παράθυρά σου». «Ήταν ανώμαλος», εξήγησε ο Νεντ, χτυπώντας με το δάχτυλο το άδειο ποτήρι του για να δηλώσει την επιθυμία του για ένα ποτό ακόμα. «Ο Χένρι Φριντλ διψούσε για εκδίκηση», είπε ο Μπίλι καθώς γέμιζε το ποτήρι με Μπαντβάιζερ. Ο τουρίστας κοίταξε για λίγο την μπίρα του σιωπηλός κι ύστερα ρώτησε τον Νεντ Πίρσολ: «Εκδίκηση; Ώστε είχες κατουρήσει εσύ πρώτος τα παράθυρα του Φριντλ;» «Δεν ήταν καθόλου το ίδιο», είπε τραχιά ο Νεντ, σαν να προειδοποιούσε τον ξένο να μην τολμήσει να τον επικρίνει. «Ο Νεντ δεν το έκανε από τη στέγη του σπιτιού του», εξήγησε ο Μπίλι. «Σωστά. Εγώ πήγα στο σπίτι του σαν άντρας, στάθηκα στον κήπο και σημάδεψα τα τζάμια της τραπεζαρίας του». «Την ώρα που ο Χένρι καν η γυναίκα του έτρωγαν το βραδινό τους», είπε ο Μπίλι. Προτού ο τουρίστας προλάβει να εκφράσει την απέχθειά του για τη χρονική στιγμή της επίθεσης, ο Νεντ έσπευσε να δηλώσει: «Έτρωγαν ορτύκια, το φαντάζεσαι;» «Κατάβρεξες τα παράθυρά τους επειδή έτρωγαν ορτύκια;» Ο Νεντ ετοιμάστηκε για καβγά. «Όχι βέβαια. Σου φαίνομαι για τρελός;» Κοίταξε τον Μπίλι αγανακτισμένος. Ο Μπίλι ύψωσε τα φρύδια σαν να έλεγε: Τι περιμένεις από τουρίστα; «Απλώς προσπαθώ να σου δώσω να καταλάβεις πόσο ξιπασμένοι ήταν», διεκρίνισε ο Νεντ. «Έτρωγαν διαρκώς ορτύκια ή σαλιγκάρια ή λαχανάκια Βρυξελλών». «Επιτηδευμένα καθίκια», είπε ο τουρίστας σε τόνο τόσο ανε-

παίσθητα κοροϊδευτικό, που ο Νεντ Πίρσολ ούτε καν τον αντιλήφθηκε, σε αντίθεση με τον Μπίλι. «Ακριβώς», επιβεβαίωσε ο Νεντ. «Ο Χένρι Φριντλ οδηγούσε Τζάγκουαρ και η γυναίκα του είχε ένα αμάξι -δε θα το πιστέψεις- ένα αμάξι φτιαγμένο στη Σουηδία». «Το Ντιτρόιτ τους έπεφτε πολύ μπανάλ», είπε ο τουρίστας. «Ακριβώς. Πόσο σνομπ θα πρέπει να είσαι για να κουβαλήσεις αυτοκίνητο από τη Σουηδία;» «Πάω στοίχημα ότι ήταν και ειδήμονες στα κρασιά», παρατήρησε ο τουρίστας. «Αν ήταν, λέει! Βρε μπας και τους γνώριζες;» «Απλώς ξέρω τον τύπο αυτών των ανθρώπων. Σίγουρα είχαν πολλά βιβλία». «Το πέτυχες διάνα», δήλωσε ο Νεντ. «Κάθονταν στην μπροστινή βεράντα, μύριζαν το κρασί τους και διάβαζαν βιβλία». «Έξω, σε κοινή θέα. Για φαντάσου. Όμως, αν δεν τους κατούρησες τα τζάμια επειδή ήταν σνομπ, τότε γιατί το έκανες;» «Για χιλιάδες λόγους. Για το επεισόδιο με το κουνάβι. Για το επεισόδιο με το λίπασμα του γκαζόν. Για τις ξεραμένες πετούνιες». «Και το νάνο του κήπου», πρόσθεσε ο Μπίλι, ξεπλένοντας ποτήρια στο νεροχύτη. «Ο νάνος ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει», συμφώνησε ο Νεντ. «Καταλαβαίνω ότι τα πλαστικά ροζ φλαμίνγκο μπορεί να εξοργίσουν κάποιον σε σημείο να κατουρήσει το γείτονά του, αλλά ο νάνος γιατί;» είπε ο τουρίστας. Ο Νεντ σκυθρώπιασε καθώς θυμόταν την προσβολή. «Η Αριάδνη του έδωσε το πρόσωπο μου». «Ποια είναι η Αριάδνη;» «Η γυναίκα του Χένρι Φριντλ. Έχεις ξανακούσει τόσο φιγουρατζίδικο όνομα;» «Τουλάχιστον το επώνυμο Φριντλ το επαναφέρει σε πιο κανονικά πλαίσια». «Ήταν καθηγήτρια ζωγραφικής στο ίδιο κολέγιο. Έκανε

πρώτα το γλυπτό, έφτιαξε το καλούπι, έχυσε το τσιμέντο και μετά το έβαψε». «Θα έλεγα ότι σε τιμά να σου φτιάξει κάποιος το άγαλμά σου». Ο αφρός της μπίρας στο πάνω χείλος του Νεντ τον έκανε να μοιάζει σαν λυσσασμένος. «Ήταν ένας νάνος, φιλαράκο. Ένας μεθυσμένος νάνος», διαμαρτυρήθηκε. «Η μύτη του ήταν κατακόκκινη σαν μήλο. Σε κάθε χέρι του κρατούσε ένα μπουκάλι μπίρας». «Και το φερμουάρ του παντελονιού του ήταν ανοιχτό», πρόσθεσε ο Μπίλι. «Ευχαριστώ που μου το θύμισες», γκρίνιαξε ο Νεντ. «Το χειρότερο ήταν ότι έξω από το παντελόνι κρεμόταν το κεφάλι και ο λαιμός μιας ψόφιας χήνας». «Πολύ δημιουργική φαντασία», σχολίασε ο τουρίστας. «Στην αρχή δεν κατάλαβα τι στο διάβολο σήμαινε αυτό...» «Συμβολισμός. Μεταφορά». «Ναι, ναι. Ύστερα το σκέφτηκα. Όσοι περνούσαν έξω από το σπίτι τους και το έβλεπαν, γελούσαν εις βάρος μου». «Δε θα χρειαζόταν να δουν το νάνο για να γελάσουν», είπε ο τουρίστας. Παρερμηνεύοντας τα λόγια του, ο Νεντ συμφώνησε μαζί του. «Σωστά. Ο κόσμος γελούσε και μόνο που το άκουγε. Γι' αυτό κι εγώ έκανα κομμάτια το νάνο με τη βαριοπούλα». «Κι εκείνοι σου υπέβαλαν μήνυση». «Κάτι χειρότερο. Έστησαν ένα δεύτερο νάνο. Περιμένοντας πως θα έσπαγα τον πρώτο, η Αριάδνη είχε φτιάξει και δεύτερο». «Νόμιζα ότι η ζωή κυλούσε ήσυχα εδώ στα μέρη σας». «Ύστερα μου είπαν πως, αν έσπαζα τον δεύτερο, θα έστηναν στον κήπο τους έναν τρίτο και, επιΐζλεον, θα κατασκεύαζαν ένα σωρό άλλους, για να τους πουλήσουν σε τιμή κόστους σε όποιον ήθελε ένα νάνο Νεντ Πίρσολ». «Μου ακούγεται σαν κούφια απειλή», είπε ο τουρίστας. «Υπήρχαν άνθρωποι που θα ενδιαφέρονταν;» «Δεκάδες», τον διαβεβαίωσε ο Μπίλι. «Αυτή η πόλη έχει γίνει αφόρητη από τότε που πλάκωσαν ε-

δώ από το Σαν Φρανσίσκο οι τύποι που τρέφονται με πατέ και μπρι», είπε σκυθρωπά ο Νεντ. «Επομένως, αφού δεν μπορούσες να χτυπήσεις με τη βαριοπούλα το δεύτερο νάνο, η μόνη λύση ήταν να κατουρήσεις τα παράθυρά τους»· «Ακριβώς. Αλλά δεν το έκανα βιαστικά. Το σκέφτηκα πρώτα μια βδομάδα. Και τότε τους κατάβρεξα». «Και στη συνέχεια, ο Χένρι Φριντλ ανέβηκε στη στέγη του με γεμάτη την κύστη για να πάρει εκδίκηση». «Ναι. Αλλά περίμενε μέχρι τη μέρα που γιορτάζαμε τα γενέθλια της μαμάς μου». «Ασυγχώρητο», αποφάνθηκε ο Μπίλι. «Δε μου λες, άκουσες ποτέ τη Μαφία να επιτίθεται σε αθώα μέλη της οικογένειας κάποιου εχθρού της;» ρώτησε αγανακτισμένος ο Νεντ. Παρ' ότι η ερώτηση ήταν ρητορική, ο Μπίλι θέλησε να εξασφαλίσει το φιλοδώρημά του. «Όχι. Τα μέλη της Μαφίας διαθέτουν αρχοντιά». «Να μια λέξη που κάτι τέτοιοι καθηγητάδες δεν ξέρουν ούτε να τη συλλαβίσουν», σχολίασε ο Νεντ. «Η μαμά ήταν εβδομήντα έξι ετών. Θα μπορούσε να πάθει καρδιακή προσβολή». «Οπότε, καθώς ο Φριντ προσπαθούσε να κατουρήσει τα παράθυρα της τραπεζαρίας σου, έπεσε από τη στέγη και τσακίστηκε πάνω στο νάνο Νεντ Πίρσολ. Για φαντάσου ειρωνεία», είπε ο τουρίστας. «Δεν ξέρω αν ήταν ειρωνεία, πάντως εγώ το βρήκα υπέροχο», απάντησε ο Νεντ. «Πες του τι είπε η μαμά σου», τον παρακίνησε ο Μπίλι. Ο Νεντ το έκανε πρόθυμα, αφού πρώτα κατέβασε μια γουλιά μπίρα. «Η μαμά μου μου είπε: "Προσευχήσου στον Κύριο, γλυκέ μου. Αυτό αποδεικνύει πως υπάρχει Θεός"». Ο τουρίστας σκέφτηκε για λίγο τα λόγια και μετά είπε: «Η μαμά σου θα πρέπει να είναι πολύ θρήσκα». «Δεν ήταν πάντα. Αλλά στα εβδομήντα δύο άρπαξε πνευμονία».

«Οπωσδήποτε συμφέρει να τα 'χεις καλά με το Θεό κάτι τέτοιες στιγμές». «Σκέφτηκε πως, αν υπήρχε Θεός, θα την έσωζε. Αν δεν υπήρχε, δεν είχε να χάσει τίποτα, πέρα από το χρόνο που θα αφιέρωνε στις προσευχές». «Ο χρόνος είναι το πολυτιμότερο απόκτημά μας», αποφάνθηκε ο τουρίστας. «Πράγματι», συμφώνησε ο Νεντ. «Αλλά η μαμά δε θα σπαταλούσε πολύ χρόνο, αφού θα μπορούσε να προσεύχεται την ώρα που έβλεπε τηλεόραση». «Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία», σχολίασε ο τουρίστας και παρήγγειλε κι άλλη μπίρα. Ο Μπίλι άνοιξε ένα φανταχτερό μπουκάλι Χάινεκεν, έβγαλε καθαρό παγωμένο ποτήρι και ψιθύρισε: «Αυτό το κερνάει το μαγαζί». «Είσαι πολύ ευγενικός. Ευχαριστώ. Μου φάνηκες πολύ σιωπηλός και μετρημένος στα λόγια σου για μπάρμαν, όμως τώρα καταλαβαίνω το λόγο». Από το μοναχικό του πόστο, στην άλλη άκρη της μπάρας, ο Νεντ Πίρσολ ύψωσε το ποτήρι του. «Στην Αριάδνη. Είθε να αναπαύεται εν ειρήνη». Αν και παρά τη θέλησή του, ο τουρίστας ένιωσε ξανά την περιέργειά του να εξάπτεται. «Μη μου πεις ότι πήγε κι αυτή από νάνο». «Από καρκίνο. Δύο χρόνια μετά την πτώση του Χένρι από τη στέγη. Μακάρι να μην είχε συμβεί». «Ο θάνατος κάνει πολλές φορές τα καβγαδάκια μας να φαντάζουν ασήμαντα», παρατήρησε ο ξένος σερβίροντας τη Χάινεκεν στο γερμένο ποτήρι του. «Μου λείπει», είπε ο Νεντ. «Είχε πολύ εντυπωσιακά μπαλκόνια, και δε φορούσε πάντα σουτιέν». Ο τουρίστας τινάχτηκε. «Σκάλιζε τον κήπο», είπε ονειροπόλα ο Νεντ, «ή έβγαζε βόλτα το σκύλο και κείνα τα δυο μπαλόνια ανεβοκατέβαιναν και τρεμόπαιζαν τόσο όμορφα που σου κοβόταν η ανάσα». Ο τουρίστας κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πίσω από την μπά-

20

Dean Koontz

ρα, για να δει αν η φρίκη του είχε αποτυπωθεί στην έκφραση του προσώπου του. «Μπίλι», είπε ο Νεντ, «δεν είχε τα ωραιότερα μαστάρια που είδες ποτέ σου;» «Πράγματι», συμφώνησε ο Μπίλι. Ο Νεντ κατέβηκε από το σκαμνί του και προχώρησε προς την τουαλέτα των αντρών, κάνοντας μια στάση κοντά στον τουρίστα. «Ακόμα κι όταν αδυνάτισε από τον καρκίνο, εκείνα τα μαστάρια δε σούρωσαν. Όσο πιο αδύνατη γινόταν, τόσο μεγαλύτερα φάνταζαν. Σχεδόν μέχρι το τέλος, ήταν γκομενάρα. Τι κρίμα που πήγε χαμένη, ε, Μπίλι;» «Κρίμα, μεγάλο κρίμα», επανέλαβε ο Μπίλι καθώς ο Νεντ συνέχιζε το δρόμο του για την τουαλέτα. «Είσαι ενδιαφέρων τύπος, μπάρμαν Μπίλι», παρατήρησε ο τουρίστας, αφού έμειναν για λίγο σιωπηλοί. «Εγώ; Εγώ ποτέ δεν κατάβρεξα παράθυρα». «Είσαι, θαρρώ, σαν το σφουγγάρι. Τα κρατάς όλα μέσα σου». Ο Μπίλι έπιασε μια πετσέτα και γυάλισε μερικά πλυμένα ποτήρια μπίρας που είχαν στεγνώσει. «Αλλά, πάλι, είσαι και πέτρα, γιατί, αν σε στύψουν, δε βγάζεις τίποτα», συνέχισε ο ξένος. Ο Μπίλι εξακολούθησε να τρίβει τα ποτήρια. Τα γκρίζα μάτια έγιναν ακόμα πιο φωτεινά, καθώς ο. τουρίστας φαινόταν να το διασκεδάζει αφάνταστα. «Έχεις τη δική σου φιλοσοφία, πράγμα σπάνιο στις μέρες μας, που οι άνθρωποι δεν ξέρουν ούτε ποιοι είναι ούτε τι πιστεύουν ούτε γιατί το πιστεύουν». Ο Μπίλι ήταν εξοικειωμένος και με αυτού του τύπου τα σχόλια, αν και δεν τα άκουγε συχνά. Σε σύγκριση με την πομπώδη φλυαρία του Νεντ Πίρσολ, αυτού του είδους οι μεθυσμένες παρατηρήσεις έμοιαζαν βαθιά φιλοσοφικές, όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ψυχανάλυση εμπνευσμένη από την μπίρα. Απογοητεύτηκε. Προς στιγμήν, ο τουρίστας τού είχε φανεί διαφορετικός από τους συνηθισμένους πελάτες που ζέσταιναν τα σκαμνιά του μπαρ.

«Φιλοσοφία», είπε χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι. «Με υπερεκτιμάς». Ο τουρίστας ρούφηξε τη Χάινεκέν του. Μολονότι ο Μπίλι δεν είχε σκοπό να πει περισσότερα, συνέχισε να μιλάει παρά τη θέλησή του: «Να μη δίνεις στόχο, να σωπαίνεις, να είσαι απλός, να μην περιμένεις πολλά, να απολαμβάνεις αυτό που έχεις». Ο ξένος χαμογέλασε. «Να είσαι αυτάρκης, να μην ανακατεύεσαι, να αφήνεις τον κόσμο να τραβήξει για την Κόλαση, αν αυτό επιθυμεί». «Ίσως», είπε διστακτικά ο Μπίλι. «Ομολογουμένως, δεν είναι η φιλοσοφία του Πλάτωνα, αλλά είναι μια φιλοσοφία», είπε ο τουρίστας. «Έχεις κι εσύ τη δική σου;» ρώτησε ο Μπίλι. «Αυτή τη στιγμή, πιστεύω πως η ζωή μου θα βελτιωθεί και θα αποκτήσει νόημα, αν καταφέρω απλώς να αποφύγω άλλη συζήτηση με τον Νεντ». «Αυτό δεν είναι φιλοσοφία», του είπε ο Μπίλι. «Είναι γεγονός». Στις τέσσερις και δέκα ήρθε στη δουλειά η Άιβι Έλτζιν. Σαν σερβιτόρα ήταν καλή όπως όλες οι άλλες, αλλά καμιά δεν την έφτανε στο πόσο τραβούσε τους άντρες. Ο Μπίλι τη συμπαθούσε, αλλά δεν την έβλεπε ερωτικά, αποτελώντας μοναδική εξαίρεση ανάμεσα στους άντρες που δούλευαν ή έπιναν στο μπαρ. Η Άιβι είχε καστανοκόκκινα μαλλιά, μάτια στο χρώμα του κονιάκ, καθάριο βλέμμα και το κορμί που ο Χιου Χέφνερ αναζητούσε σ' όλη του τη ζωή για τις σελίδες του Πλέιμποϊ. Παρ' όλο που είχε κλείσει τα είκοσι τέσσερα, δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι αποτελούσε την ενσάρκωση των αντρικών φαντασιώσεων. Δεν επιχειρούσε ποτέ να σαγηνέψει. Καμιά φορά φλέρταρε με τους πελάτες, αλλά με τρόπο πολύ χαριτωμένο. Το όμορφο πρόσωπο και το σφιχτοδεμένο, υγιές σώμα της έ-

φτιαχναν ένα συνδυασμό τόσο ερωτικό, που με ένα και μόνο χαμόγελό της μπορούσε να κάνει την καρδιά ενός άντρα να λιώσει. «Γεια σου, Μπίλι», τον χαιρέτησε πηγαίνοντας κατευθείαν στον πάγκο του μπαρ. «Στην Ολντ Μιλ Ρόουντ, γύρω στα πεντακόσια μέτρα από την Κορνέλ Λέιν, είδα ένα ψόφιο οπόσουμ». «Είχε ψοφήσει από φυσικά αίτια ή το σκότωσε αυτοκίνητο;» ρώτησε εκείνος. «Αναμφίβολα αυτοκίνητο». «Τι σημαίνει αυτό, κατά τη γνώμη σου;» «Ακόμα δεν ξέρω κάτι συγκεκριμένο», αποκρίθηκε η Άιβι, δίνοντάς του την τσάντα της για να την κρύψει πίσω από τον πάγκο. «Είναι το πρώτο που βλέπω μέσα σε μια βδομάδα, οπότε εξαρτάται από το αν θα εμφανιστούν κι άλλα νεκρά ζώα». Η Άιβι πίστευε ότι διέθετε τις ικανότητες των αρχαίων Ρωμαίων μάντεων. Οι μάντεις στην αρχαία Ρώμη ήταν μια ξεχωριστή τάξη ανθρώπων, που προέβλεπε το μέλλον μελετώντας τα εντόσθια των ζώων που προσφέρονταν για θυσία. Οι Ρωμαίοι τους σέβονταν και τους τιμούσαν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν τους προσκαλούσαν στα πάρτι τους. Η Άιβι δεν ήταν μακάβριος άνθρωπος. Η μαντεία δεν αποτελούσε το επίκεντρο της ζωής της. Σπάνια μιλούσε γι' αυτή στους πελάτες. Ούτε είχε το σθένος να σκαλίζει τα εντόσθια των νεκρών ζώων. Αν και μάντισσα, ήταν μάλλον υπερευαίσθητη και σιχασιάρα. Έτσι, λοιπόν, προτιμούσε να μελετάει το είδος του ψοφιμιού, τις συνθήκες που προκάλεσαν το θάνατό του, τη θέση του σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα και άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Οι προβλέψεις της σπάνια έβγαιναν αληθινές -αν όχι ποτέ-, αλλά η Άιβι δεν αποθαρρυνόταν. «Ό,τι κι αν αποδειχτεί πως σημαίνει», είπε στον Μπίλι καθώς έπιανε το μπλοκ της και ένα μολύβι, «είναι κακό σημάδι. Ένα νεκρό οπόσουμ δε φανερώνει ποτέ καλή τύχη». «Το έχω παρατηρήσει κι εγώ».

«Ειδικά όταν η μύτη του δείχνει βόρεια και η ουρά του ανατολικά». Λίγο μετά την άφιξη της Αιβι, ένα σωρό διψασμένοι άντρες άρχισαν να καταφθάνουν, λες και ήταν η όαση που περίμεναν όλη την ημέρα. Ελάχιστοι κάθισαν στην μπάρα. Οι περισσότεροι τη φώναζαν από τραπέζι σε τραπέζι. Αν και οι πελάτες του μπαρ δεν ήταν λεφτάδες, το εισόδημα της Αιβι από τα φιλοδωρήματα ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που θα κέρδιζε αν είχε διδακτορικό στα οικονομικά. Μια ώρα αργότερα, στις πέντε, ήρθε η Σίρλεϊ Τρούμπλαντ, η δεύτερη απογευματινή σερβιτόρα. Η Σίρλεϊ, πενήντα έξι χρονών και στρουμπουλή, φορούσε άρωμα γιασεμί και είχε τους δικούς της οπαδούς. Ορισμένοι άντρες θαμώνες των μπαρ ήθελαν πάντα ντάντεμα. Το ίδιο και κάποιες γυναίκες. Ο μάγειρας της πρωινής βάρδιας, ο Μπεν Βέρνον, επέστρεψε στο σπίτι του. Ήρθε ο απογευματινός αντικαταστάτης του, ο Ραμόν Παντίγιο. Η κουζίνα του μπαρ πρόσφερε τα συνηθισμένα πιάτα: τσίζμπουργκερ, τηγανητές πατάτες, φτερούγες κοτόπουλου, κεσαντίγια, νάτσος... Ο Ραμόν είχε παρατηρήσει πως τις νύχτες που είχε βάρδια η Άιβι ΊΕλτζιν τα πικάντικα πιάτα είχαν μεγαλύτερη ζήτηση απ' ό,τι όταν έλειπε. Οι θαμώνες παράγγελναν περισσότερα φαγητά με καυτερή σάλτσα, άδειαζαν μικρά μπουκαλάκια ταμπάσκο και ζητούσαν λεπτές φέτες πράσινης καυτερής πιπεριάς στα χάμπουργκέρ τους. «Νομίζω ότι ασυνείδητα μαζεύουν θερμότητα στους όρχεις τους, ώστε να είναι έτοιμοι, αν εκείνη τους τα ρίξει», είπε κάποτε ο Ραμόν στον Μπίλι. «Κανένας από όλους αυτούς τους λεχρίτες δεν έχει πιθανότητα να κερδίσει την Αιβι», τον διαβεβαίωσε ο Μπίλι. «Ποτέ δεν ξέρεις», σχολίασε δειλά ο Ραμόν. «Μη μου πεις ότι καταβροχθίζεις κι εσύ πιπεριές!» «Τόσο πολλές, που μερικές νύχτες υποφέρω από φοβερή καούρα», απάντησε ο Ραμόν. «Αλλά είμαι έτοιμος». Μαζί με τον Ραμόν ήρθε ο απογευματινός μπάρμαν, ο Στιβ Ζίλις, του οποίου η βάρδια συνέπιπτε για μια ώρα με τη βάρδια

του Μπίλι. Στα είκοσι τέσσερα χρόνια του, ήταν δέκα χρόνια μικρότερος από τον Μπίλι και είκοσι χρόνια πιο ανώριμος. Για τον Στιβ, τα πρόστυχα στιχάκια που κάνουν τους άλλους να κοκκινίζουν αποτελούσαν δείγμα εκλεπτυσμένου χιούμορ. Ήξερε να δένει κόμπους τα κοτσάνια των κερασιών με τη γλώσσα του, να χώνει φιστίκια στο δεξί του ρουθούνι και να τα εκτοξεύει με ακρίβεια στο ποτήρι που είχε βάλει για στόχο και να βγάζει καπνό από το δεξί του αυτί. Ως συνήθως, ο Στιβ πήδησε πάνω από το πορτάκι της μπάρας, αντί να το σπρώξει για να μπει. «Τι χαμπάρια, μάγκες;» «Σε μια ώρα θα μπορέσω επιτέλους να ζήσω τη ζωή μου», είπε ο Μπίλι. «Αυτό εδώ είναι η ζωή», διαμαρτυρήθηκε ο Στιβ. «Εδώ βρίσκεται το κέντρο της δράσης». Η τραγωδία του Στιβ Ζίλις ήταν πως εννοούσε αυτό που έλεγε. Για κείνον, αυτό το συνηθισμένο λαϊκό μαγαζί ήταν πολυτελές καμπαρέ. Αφού έδεσε την ποδιά του, βούτηξε τρεις ελιές από ένα μπολ, τις πέταξε στον αέρα με ταχύτητα και τις τσάκωσε μία μία με το στόμα. Όταν δύο μεθυσμένοι πελάτες χειροκρότησαν δυνατά, ο Στιβ ένιωσε σαν διάσημος τενόρος της Μετροπόλιταν Όπερα που κέρδισε το θαυμασμό ενός καλλιεργημένου ακροατηρίου. Παρ' ότι η συντροφιά του Στιβ ήταν θλιβερή για τον Μπίλι, η τελευταία ώρα της βάρδιας του πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Το μαγαζί είχε πολλούς πελάτες και οι δύο μπάρμαν δούλευαν ασταμάτητα, καθώς οι απογευματινοί θαμώνες καθυστερούσαν την αναχώρησή τους και είχαν αρχίσει να καταφθάνουν οι βραδινοί. Του Μπίλι του άρεσε -στο μέτρο του δυνατού, φυσικά- το μαγαζί αυτή τη μεταβατική ώρα. Οι πελάτες ήταν πιο νηφάλιοι και πιο κεφάτοι από όσο θα ήταν αργότερα, όταν πια το αλκοόλ θα τους είχε βυθίσει σε μελαγχολία. Καθώς τα παράθυρα έβλεπαν ανατολικά και ο ήλιος βρισκόταν ήδη στη δύση, ένα απαλό φέγγος χυνόταν μέσα στην αίθου-

σα. Τα φωτιστικά της οροφής έπαιρναν μια μπρούντζινη λάμψη πάνω από τα κοκκινωπά ξύλινα τραπέζια. Ο αέρας είχε μια μυρωδιά ξύλου, μπαγιάτικης μπίρας, κεριού, τσίζμπουργκερ και τηγανητών κρεμμυδιών. Του Μπίλι, ωστόσο, δεν του άρεσε το μέρος τόσο πολύ, ώστε να καθίσει και μετά τη λήξη της βάρδιας του. Στις εφτά ακριβώς έφυγε. Αν ήταν ο Στιβ Ζίλις, κατά την αναχώρησή του θα έδινε παράσταση. Όμως ο Μπίλι βγήκε αθόρυβα σαν φάντασμα. Έξω, το καλοκαιρινό φως της μέρας θα διαρκούσε για δύο ώρες ακόμα. Ο ουρανός ήταν σκούρος μπλε στην ανατολή και πιο αχνός γαλάζιος στη δύση, καθώς τον φώτιζε ακόμα ο ήλιος. Πλησιάζοντας το Φορντ Εξπλόρερ του, είδε ένα τετράγωνο λευκό χαρτί κάτω από τον καθαριστήρα του παρμπρίζ, στην πλευρά του οδηγού. Κάθισε στο τιμόνι χωρίς να κλείσει την πόρτα και ξεδίπλωσε το χαρτί, υποθέτοντας ότι θα ήταν κάποιο διαφημιστικό πλυντηρίου αυτοκινήτων ή συνεργείου καθαρισμού. Αυτό που είδε ήταν ένα προσεκτικά δακτυλογραφημένο μήνυμα: Αν δεν πας αυτό το σημείωμα στην αστυνομία και δεν την ανακατέψεις, θα σκοτώσω μια όμορφη ξανθιά δασκάλα κάπου στην Κομητεία Νάπα. Αν πας αυτό το σημείωμα στην αστυνομία, θα σκοτώσω μια ηλικιωμένη γυναίκα που ασχολείται με φιλανθρωπίες. Έχεις έξι ώρες για να αποφασίσεις. Η επιλογή είναι δική σου. Ο Μπίλι δεν αισθάνθηκε εκείνη τη στιγμή τον κόσμο να φεύγει κάτω από τα πόδια του, αλλά αυτό ακριβώς έγινε. Η βουτιά δεν είχε αρχίσει ακόμα, αλλά θα άρχιζε. Πολύ σύντομα.

Κεφάλαιο 2

Ο ΜΙΚΙΜΑΟΥΣ έφαγε μια σφαίρα στο λαιμό. Το πιστόλι των εννέα χιλιοστών κροτάλισε άλλες τρεις φορές στη σειρά, διαλύοντας το πρόσωπο του Ντόναλντ Ντακ. Ο Λάνι Όλσεν, ο άντρας που πυροβολούσε, ζούσε στο τέρμα ενός δρόμου με σκασμένη άσφαλτο, στους πρόποδες ενός βραχώδους λόφου όπου δε φύτρωναν ποτέ αμπέλια. Το σπίτι δεν είχε θέα στην ξακουστή κοιλάδα Νάπα. Ως αντιστάθμισμα για την κακή τοποθεσία όπου ήταν χτισμένο, το σπίτι διέθετε κήπο με υπέροχες δαμασκηνιές, πανύψηλες φτελιές και άγριες αζαλέες με ζωηρά χρώματα. Και ήταν απομονωμένο. Ο πλησιέστερος γείτονας ζούσε σε απόσταση που θα επέτρεπε στον Λάνι να κάνει πάρτι κάθε μέρα χωρίς να ενοχλεί κανέναν. Βέβαια, αυτό δεν ήταν πλεονέκτημα, μια και ο Λάνι συνήθως έπεφτε για ύπνο στις εννιάμισι. Η έννοια του πάρτι για τον Λάνι μεταφραζόταν σε μερικές μπίρες, μια σακούλα τσιπς και μια παρτίδα πόκερ. Η θέση της ιδιοκτησίας του, ωστόσο, του παρείχε τη δυνατότητα να εξασκείται στη σκοποβολή. Ήταν ο πιο καλά εκπαιδευμένος σκοπευτής του Γραφείου του Σερίφη. Όταν ήταν μικρός, ήθελε να γίνει καρτουνίστας. Είχε ταλέντο. Τα τέλεια πορτραίτα του Μίκι Μάους και του Ντόναλντ Ντακ που ήταν στερεωμένα στα δεμάτια με το σανό ήταν έργα του Λάνι. «Έπρεπε να ήσουν χτες εδώ», σχολίασε ο Λάνι βγάζοντας τον άδειο γεμιστήρα από το πιστόλι. «Πυροβόλησα δώδεκα Ρόουντ Ράνερ στη σειρά, χωρίς να πάει ούτε μια σφαίρα χαμένη».

«Ο Γουίλι Κογιότ θα ενθουσιαζόταν. Έχεις ρίξει ποτέ σε συνηθισμένο στόχο;» «Δε θα είχε πλάκα». «Πυροβόλησες ποτέ τους Σίμπσονς;» «Τον Χόμερ, τον Μπαρτ, όλους εκτός από τη Μαρτζ. Τη Μαρτζ, ποτέ», δήλωσε ο Λάνι. Ο Λάνι θα είχε πάει να σπουδάσει σε σχολή καλών τεχνών, αν ο αυταρχικός πατέρας του, ο Άνσελ, δεν είχε επιμείνει να τον διαδεχτεί ο γιος του στο επάγγελμα του αστυνομικού, όπως διαδέχτηκε ο ίδιος τον δικό του πατέρα. Η Περλ, η μητέρα του Λάνι, προσπάθησε να τον υποστηρίξει, όσο της το επέτρεπε η αρρώστια της. Όταν ο Λάνι ήταν δεκαέξι ετών, η Περλ έμαθε ότι έπασχε από λέμφωμα μη-Χότζκιν. Οι ακτινοβολίες και τα φάρμακα την εξασθένησαν. Ακόμα και σε περιόδους που το λέμφωμα ελεγχόταν, δεν κατόρθωνε να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Φοβούμενος ότι ο πατέρας του δε θα κατάφερνε να την περιποιηθεί όπως έπρεπε, ο Λάνι δεν πήγε να φοιτήσει σε σχολή καλών τεχνών. Έμεινε στο σπίτι, μπήκε στην αστυνομία και φρόντιζε τη μητέρα του. Εντελώς απρόσμενα, πρώτος πέθανε ο Άνσελ. Σταμάτησε έναν οδηγό μοτοσικλέτας για υπερβολική ταχύτητα και ο οδηγός σταμάτησε εκείνον με ένα τριανταοχτάρι, ρίχνοντάς του εξ επαφής. Αν και είχε προσβληθεί από το λέμφωμα σε ασυνήθιστα νεαρή ηλικία, η Περλ έζησε για εκπληκτικά μεγάλο διάστημα. Είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια, όταν ο Λάνι ήταν τριάντα έξι ετών. Ήταν ακόμα αρκετά νέος ώστε να μπορεί να αλλάξει καριέρα και να φοιτήσει στη σχολή που ήθελε. Όμως η αδράνεια αποδείχτηκε ισχυρότερη από την επιθυμία του για μια καινούρια ζωή. Κληρονόμησε το σπίτι, μια όμορφη βικτοριανή κατοικία με περίτεχνες ξύλινες πόρτες και παράθυρα και περιμετρική βεράντα, το οποίο διατηρούσε σε άψογη κατάσταση. Δεδομένου ότι η δουλειά του ήταν απλώς ένα επάγγελμα και όχι το πάθος του

και δεδομένου ότι δεν είχε δική του οικογένεια, του περίσσευε άφθονος χρόνος για να ασχολείται με το σπίτι. Καθώς ο Λάνι έβαζε καινούριο γεμιστήρα στο πιστόλι, ο Μπίλι έβγαλε το δακτυλογραφημένο σημείωμα από την τσέπη του. «Πώς σου φαίνεται αυτό;» Ο Λάνι διάβασε τις δύο παραγράφους. Μια και είχαν σταματήσει προσωρινά οι πυροβολισμοί, τα κοτσύφια βρήκαν την ευκαιρία να επιστρέψουν στα κλαδιά των κοντινών φτελιών. Αν και ο Μπίλι περίμενε κάποια αντίδραση από τον Λάνι, εκείνος ούτε σκυθρώπιασε ούτε χαμογέλασε. «Πού το βρήκες;» «Κάποιος το άφησε στον καθαριστήρα του παρμπρίζ μου». «Πού είχες παρκάρει;» «Στο μπαρ». «Υπήρχε φάκελος;» «Όχι». «Είδες κανέναν να σε παρακολουθεί; Θέλω να πω, όταν το πήρες από τον καθαριστήρα και το διάβασες». «Κανέναν». «Εσύ τι λες γι' αυτό;» «Αυτό σε ρώτησα κι εγώ», του υπενθύμισε ο Μπίλι. «Φάρσα. Ένα νοσηρό αστείο». Ο Μπίλι κοίταξε τις απειλητικές αράδες του σημειώματος. «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ στην αρχή, αλλά ύστερα...» Ο Λάνι έκανε ένα βήμα στο πλάι και στάθηκε δίπλα στις καινούριες θημωνιές, που είχαν τις ζωγραφιές του Έλμερ Φαντ και του Μπαγκς Μπάνι. «Αλλά ύστερα σκέφτηκες: Κι αν;...» «Εσύ δεν το σκέφτεσαι;» «Φυσικά. Ένας αστυνομικός πάντα το σκέφτεται, διαφορετικά πεθαίνει πριν την ώρα του. Ή πυροβολεί ενώ δε θα έπρεπε». Πριν από λίγο καιρό, ο Λάνι είχε τραυματίσει έναν επιθετικό μεθυσμένο, υποθέτοντας ότι ήταν οπλισμένος. Αντί για όπλο, ο μεθυσμένος κρατούσε ένα κινητό τηλέφωνο. «Όμως δε γίνεται να σκέφτεσαι διαρκώς τι θα γινόταν αν...» συνέχισε. «Πρέπει να εμπιστευτείς το ένστικτο σου. Και το ένστικτο σου λέει το ίδιο που λέει και το δικό μου. Πρόκειται για φάρσα. Εξάλλου, υποψιάζεσαι ήδη ποιος μπορεί να την έκανε».

«Ο Στιβ Ζίλις», είπε ο Μπίλι. «Αυτός είσαι». Ο Λάνι ετοιμάστηκε να σκοπεύσει, λυγίζοντας ελαφρά το αριστερό πόδι, βάζοντας πιο πίσω το δεξί για ισορροπία και κρατώντας με τα δυο χέρια το πιστόλι. Πήρε βαθιά εισπνοή και έριξε στον Έλμερ έξι βολές. Την ίδια στιγμή τα κοτσύφια άφησαν τις φτελιές και υψώθηκαν σαν σύννεφο στον ουρανό. Ο Μπίλι μέτρησε τέσσερις θανάσιμες βολές και έναν τραυματισμό. «Το ζήτημα είναι ότι... δε μου φαίνεται σαν κάτι που θα έκανε ή θα μπορούσε να κάνει ο Στιβ. Δε θα ήταν ικανός να το κάνει». «Γιατί;» «Είναι από αυτούς που το θεωρούν αστείο να κουβαλάνε μια λαστιχένια φούσκα στην τσέπη τους ώστε να μιμηθούν τον ήχο μιας δυνατής πορδής». «Και τι πάει να πει αυτό;» Ο Μπίλι δίπλωσε το δακτυλογραφημένο μήνυμα και το έχωσε στο τσεπάκι του πουκαμίσου του. «Νομίζω ότι αυτό παραείναι περίπλοκο για τον Στιβ, παραείναι... έξυπνο». «Ο μικρός Στιβ κουβαλάει τα ίδια μυαλά με έναν πεντάχρονο», συμφώνησε ο Λάνι. Ξαναπαίρνοντας την προηγούμενη στάση, άδειασε τον υπόλοιπο γεμιστήρα πάνω στον Μπαγκς Μπάνι, πετυχαίνοντας πέντε θανάσιμες βολές. «Κι αν είναι αληθινό;» ρώτησε ο Μπίλι. «Δεν είναι». «Ναι, αλλά αν είναι;» «Τέτοια παιχνίδια τα παίζουν οι τρελοί δολοφόνοι στις κινηματογραφικές ταινίες. Στην αληθινή ζωή, οι δολοφόνοι απλώς σκοτώνουν. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η δύναμη -η δύναμη και μερικές φορές το βίαιο σεξ. Δεν ασχολούνται με γρίφους και αινίγματα». Οι άδειοι κάλυκες γυάλιζαν πάνω στο γρασίδι. Ο ήλιος που έδυε έδινε στα μπρούντζινα περιβλήματα μια ματωμένη χρυσαφιά απόχρωση. Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε καθησυχάσει τις αμφιβολίες

του Μπίλι, ο Λάνι συνέχισε: «Ακόμα κι αν ήταν αληθινό -που δεν είναι-, τι θα μπορούσες να κάνεις;» «Ξανθές δασκάλες, ηλικιωμένες γυναίκες». «Κάπου στην Κομητεία Νάπα». «Ναι». «Η Κομητεία Νάπα δεν είναι Σαν Φρανσίσκο», παρατήρησε ο Λάνι, «όμως ούτε είναι κανένας ακατοίκητος χερσότοπος. Έχει πολλές κωμοπόλεις με πολλούς κατοίκους. Το Γραφείο του Σερίφη μαζί με όλη την αστυνομική δύναμη της κομητείας δε θα έφταναν για να καλύψουν την περιοχή». «Δε χρειάζεται να καλυφθούν όλες. Ο τύπος περιγράφει τους στόχους του -μια όμορφη ξανθιά δασκάλα». «Αυτό είναι υποκειμενικό», αντέτεινε ο Λάνι. «Μια ξανθιά δασκάλα που εσένα σου φαίνεται όμορφη εμένα μπορεί να μου φαίνεται σκιάχτρο». «Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο υψηλά πρότυπα στις γυναίκες». Ο Λάνι χαμογέλασε. «Είμαι εκλεκτικός». «Υπάρχει επίσης μια ηλικιωμένη γυναίκα που ασχολείται με φιλανθρωπίες». Ο Λάνι έβαλε στο πιστόλι τρίτο γεμιστήρα. «Πολλές ηλικιωμένες γυναίκες ασχολούνται με φιλανθρωπίες. Προέρχονται από μια γενιά που νοιαζόταν για τους γείτονές της». «Δηλαδή, δε θα κάνεις τίποτα;» «Τι θέλεις να κάνω;» Ο Μπίλι δεν είχε να προτείνει κάτι. «Μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να κάνουμε κάτι», είπε μόνο. «Από τη φύση της, η αστυνομία αντιδρά, δε δρα προκαταβολικά». «Δηλαδή πρέπει πρώτα να δολοφονήσει κάποιον;» «Δεν πρόκειται να δολοφονήσει κανέναν». «Λέει ότι θα το κάνει», διαμαρτυρήθηκε ο Μπίλι. «Είναι φάρσα. Φαίνεται ότι ο Στιβ Ζίλις τέλειωσε πια την τάξη του χιούμορ με τα λουλούδια που πετάνε νερό και τον πλαστικό εμετό». Ο Μπίλι έγνεψε καταφατικά. «Πιθανότατα έχεις δίκιο». «Σίγουρα έχω δίκιο». Ο Λάνι έδειξε τα χρωματιστά σχέδια

πάνω στα δεμάτια με το σανό που σχημάτιζαν τριπλό τοίχωμα. «Λοιπόν, θέλω να σκοτώσω όλους τους ήρωες του Σρεκ προτού δύσει ο ήλιος και πάψω να βλέπω καλά». «Νόμιζα ότι ήταν καλή ταινία». «Δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου», είπε ο Λάνι χάνοντας την υπομονή του. «Είμαι ένας απλός άνθρωπος που του αρέσει να εξασκεί τις ικανότητές του». «Καλά, καλά, φεύγω. Τα λέμε την Παρασκευή στο πόκερ». «Να φέρεις κάτι», είπε ο Λάνι. «Σαν τι;» «Ο Χοσέ θα φέρει ψητό χοιρινό με ρύζι. Ο Λιρόι θα φέρει πέντε ειδών σάλτσες και άφθονα τσιπς από καλαμπόκι. Τι λες, δε φτιάχνεις την καυτερή σου πίτα;» Ο Μπίλι στραβομουτσούνιασε. «Μοιάζουμε σαν μια παρέα από γριές γεροντοκόρες που ετοιμάζονται για πάρτι με κέντημα». «Είμαστε αξιολύπητοι, αλλά δεν πεθάναμε ακόμα», σχολίασε ο Λάνι. «Πώς το ξέρουμε;» «Αν ήμουν πεθαμένος και είχα πάει στην Κόλαση, δε θα με άφηναν να ζωγραφίζω καρτούν», απάντησε ο Λάνι. «Και σίγουρα εδώ δεν είναι ο Παράδεισος». Μέχρι να φτάσει ο Μπίλι στο Εξπλόρερ του, που ήταν παρκαρισμένο στο ιδιωτικό δρομάκι του Λάνι Όλσεν, εκείνος είχε αρχίσει να κομματιάζει τον Σρεκ, την πριγκίπισσα Φιόνα, το Γάιδαρο και τα φιλαράκια τους. Ο ουρανός στην ανατολή είχε το χρώμα του ζαφειριού. Στη δύση, το μπλε του ουρανού είχε αρχίσει να χάνεται, αφήνοντας πίσω του μια χρυσαφένια απόχρωση με μια αμυδρή υποψία κόκκινου. Ο Μπίλι στάθηκε πλάι στο SUV του και παρακολούθησε τον Λάνι που εξασκούνταν στο σημάδι, προσπαθώντας, για χιλιοστή φορά, να σκοτώσει το απραγματοποίητο όνειρό του να γίνει καρτουνίστας.

Κεφάλαιο 3

ΜΙΑ ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ που κοιμάται ψηλά σε έναν πύργο και ονειρεύεται επί χρόνια μέχρι να την ξυπνήσει ένα φιλί δε θα μπορούσε να είναι πιο όμορφη από την Μπάρμπαρα Μάντελ, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του Γουίσπερινγκ Πάινς. Το φως του πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι της άγγιζε σαν χάδι τα ξανθά μαλλιά της που ξεχύνονταν στο μαξιλάρι, λαμπερά σαν λιωμένο χρυσάφι. Ο Μπίλι Γουάιλς στεκόταν στο πλάι του κρεβατιού και σκεφτόταν ότι ποτέ δεν είχε δει πορσελάνινη κούκλα με χαρακτηριστικά τόσο χλομά και τόσο αψεγάδιαστα όσο της Μπάρμπαρα. Το δέρμα της έμοιαζε διάφανο, λες και το φως εισχωρούσε κάτω από την επιφάνεια και μετά φώτιζε το πρόσωπό της από μέσα. Αν παραμέριζε τη λεπτή κουβέρτα και το σεντόνι, θα αντίκριζε μια ταπεινωτική εικόνα, που δε θα συνέβαινε ποτέ σε καμιά μαγεμένη πριγκίπισσα. Ένα σωληνάκι παροχής τροφής είχε εισαχθεί χειρουργικά στο στομάχι της. Ο γιατρός είχε δώσει εντολή να της χορηγείται διαρκώς τροφή σε πολύ μικρή ποσότητα. Η αντλία ενστάλαξης γουργούριζε απαλά καθώς παρείχε ένα αέναο γεύμα. Η Μπάρμπαρα βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση σχεδόν τέσσερα χρόνια. Δεν ήταν ωστόσο σε βαθύ κώμα. Μερικές φορές χασμουριόταν, αναστέναζε, έφερνε το δεξί χέρι στο πρόσωπό της, στο λαιμό της, στο στήθος της. Κάπου κάπου μιλούσε, αν και δεν ήταν παρά μερικά δυσνόη-

τα λόγια, που δεν απευθύνονταν σε κάποιον στο δωμάτιο αλλά σε κάποιο φάντασμα του μυαλού της. Ακόμα κι όταν μιλούσε ή κουνούσε το χέρι, δεν αντιλαμβανόταν τίποτα γύρω της. Ήταν αναίσθητη, δεν ανταποκρινόταν σε εξωτερικά ερεθίσματα. Προς το παρόν ήταν ήσυχη, με το μέτωπο της εντελώς λείο, τα μάτια ασάλευτα κάτω από τα βλέφαρα και τα χείλη της μισάνοιχτα. Κανένα φάντασμα δεν ανάσαινε τόσο αθόρυβα. Ο Μπίλι έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του ένα μικρό σημειωματάριο που πάνω του είχε στερεωμένο ένα μικρό στυλό. Τα ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο. Το μικρό δωμάτιο ήταν πολύ απλά επιπλωμένο: ένα νοσοκομειακό κρεβάτι, ένα κομοδίνο, μια καρέκλα. Πριν από πολύ καιρό, ο Μπίλι είχε προσθέσει ένα σκαμνί του μπαρ, που του επέτρεπε να κοιτάζει την Μπάρμπαρα από ψηλά. Το Αναρρωτήριο Γουίσπερινγκ Πάινς παρείχε καλή περίθαλψη αλλά ένα λιτό περιβάλλον. Οι μισοί ασθενείς του ανέρρωναν από κάποια ασθένεια, οι άλλοι μισοί ήταν απλώς αποθηκευμένοι εκεί. Σκαρφαλωμένος στο ψηλό σκαμνί, ο Μπίλι της διηγήθηκε τη μέρα του. Άρχισε με την περιγραφή της ανατολής και τελείωσε με τους διάσημους ήρωες των καρτούν που αποτελούσαν το στόχο του Λάνι. Αν και εκείνη δεν αντιδρούσε ποτέ σε όσα της έλεγε, ο Μπίλι υποψιαζόταν ότι η Μπάρμπαρα μπορούσε να τον ακούει πίσω από το προστατευτικό οχυρό της. Είχε την ανάγκη να πιστεύει πως η παρουσία του, η φωνή του, η στοργή του της πρόσφεραν παρηγοριά. Όταν δεν είχε πια τίποτα άλλο να πει, συνέχισε να την κοιτάζει. Δεν την έβλεπε πάντα όπως ήταν τώρα. Την έβλεπε όπως ήταν κάποτε -ζωηρή, γεμάτη ζωντάνια- και όπως θα ήταν σήμερα, αν η μοίρα είχε σταθεί πιο καλή μαζί της. Ύστερα από λίγο, ξεδίπλωσε το τσαλακωμένο μήνυμα που είχε στο τσεπάκι του και το διάβασε ξανά. Είχε μόλις τελειώσει, όταν η Μπάρμπαρα είπε κάτι μουρ-

μουρίζοντας, έτσι που το νόημά του έσβηνε πιο γρήγορα απ' ό,τι προλάβαινε να το πιάσει το αυτί. «Θέλω να μάθω τι λέει...» Ο Μπίλι πετάχτηκε όρθιος. Έγειρε πάνω από τα κάγκελα του κρεβατιού και την κοίταξε προσεκτικά. Ποτέ άλλοτε δεν είχε μιλήσει μέσα στο κώμα της για να πει κάτι που συνδεόταν με ό,τι της έλεγε ή έκανε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. «Μπάρμπαρα;» Εκείνη παρέμεινε ασάλευτη, με κλειστά μάτια και μισάνοιχτα χείλη, φαινομενικά τόσο ζωντανή όσο κι ένα λείψανο. «Μπορείς να με ακούσεις;» Άγγιξε το πρόσωπό της με χέρια τρεμάμενα. Εκείνη δεν αντέδρασε. Της είχε ήδη πει τι έγραφε το παράξενο μήνυμα, αλλά τώρα της το ξαναδιάβασε, για την περίπτωση που τα ψιθυριστά λόγια της αναφέρονταν σ' αυτό. Όταν τελείωσε, εκείνη δεν αντέδρασε. Είπε πάλι το όνομά της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Σκαρφάλωσε ξανά στο σκαμνί του μπαρ και άρπαξε το σημειωματάριο από το κομοδίνο. Με το μικροσκοπικό στυλό κατέγραψε τις πέντε λέξεις της και την ημερομηνία που τις είπε. Ο Μπίλι κρατούσε ένα σημειωματάριο για κάθε χρόνο του αφύσικου ύπνου της. Αν και το καθένα είχε μόνο εκατό σελίδες, με διαστάσεις εφτάμισι επί δέκα εκατοστά, κανένα δεν είχε συμπληρωθεί ως το τέλος, μια και η Μπάρμπαρα δε μιλούσε σε κάθε του επίσκεψη -ή μάλλον στις περισσότερες. Θέλω να μάθω τι λέει. Αφού κατέγραψε την ημερομηνία της ασυνήθιστα ολοκληρωμένης φράσης, ξεφύλλισε τις σελίδες, διαβάζοντας ορισμένα από τα λόγια της, χωρίς να προσέχει τις ημερομηνίες. τα αρνιά δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν αγόρια με φουσκωμένα πρόσωπα η παιδική μου γλώσσα το κύρος της ταφόπλακας του πατέρας, πατάτες, πουλερικά, πεπόνια, πρίσμα εποχή του σκότους φουσκώνει μπροστά

ένα βαθύ λαχάνιασμα όλα σβήνουν είκοσι τρία, είκοσι τρία Ο Μπίλι δεν έβγαζε από τα λόγια της ούτε νόημα ούτε κάποιο συμπέρασμα. Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, οι μήνες, η Μπάρμπαρα χαμογελούσε αμυδρά πού και πού. Ο Μπίλι την είχε δει δυο φορές να γελάει σιγανά. Άλλες φορές, όμως, τα ψιθυριστά λόγια της τον αναστάτωναν και κάποιες άλλες τον τρόμαζαν. πληγωμένος, μελανιασμένος, ασθμαίνοντας, αιμορραγώντας αίμα ττηχτό και φωτιά τσεκούρια, μαχαίρια, ξιφολόγχες τα κόκκινα μάτια τους, τα τρελαμένα μάτια τους Αυτά τα τρομακτικά λόγια δεν προφέρονταν με ύφος αγωνιώδες. Έβγαιναν από τα χείλη της σαν μονότονος ψίθυρος, χωρίς να αλλάζει ο τόνος της φωνής, με τον ίδιο τρόπο που ψέλλιζε τις υπόλοιπες, λιγότερο ανησυχητικές κουβέντες της. Παρ' όλα αυτά, ο Μπίλι αναστατωνόταν. Ανησυχούσε μήπως στο βάθος του ύπνου της η συνείδησή της βρισκόταν εγκλωβισμένη σε κάποιο σκοτεινό και τρομακτικό μέρος, μήπως ένιωθε παγιδευμένη, φοβισμένη και μόνη. Το μέτωπο της ζάρωσε και μίλησε ξανά. «Η θάλασσα...» Μόλις το έγραψε κι αυτό, εκείνη συνέχισε: «Τι είναι αυτό...» Η σιγαλιά του δωματίου βάθυνε περισσότερο, λες και τα αμέτρητα φαντάσματα που πλανιόνταν στο δωμάτιο έδιωξαν μακριά όλα τα ρεύματα αέρα, για να φτάσει η σιγανή φωνή της ως τον Μπίλι. Το δεξί της χέρι σηκώθηκε και άγγιξε τα χείλη της, σαν να ήθελε να νιώσει την υφή των λέξεών της. «Τι είναι αυτό που λέει διαρκώς». Ήταν η πιο συγκροτημένη πρόταση που είχε προφέρει μέσα στο κώμα της και σπάνια είχε πει τόσες πολλές λέξεις σε μία μόνο επίσκεψη. «Μπάρμπαρα;» «Θέλω να μάθω τι λέει... η θάλασσα».

Κατέβασε το χέρι στο στήθος της. Το μέτωπο της ίσιωσε ξανά. Τα μάτια της, που όσο μιλούσε κουνιόνταν κάτω από τα βλέφαρα, στάθηκαν ξανά ακίνητα. Ο Μπίλι περίμενε, με το στυλό και το χαρτί στο χέρι, αλλά η Μπάρμπαρα δεν έβγαζε άχνα. Η σιγαλιά της κάμαρας βάθυνε, το ίδιο και η ακινησία, ώσπου ο Μπίλι αισθάνθηκε ότι, αν δεν έφευγε, θα είχε το ίδιο πεπρωμένο με μια προϊστορική μύγα παγιδευμένη σε κεχριμπάρι. Η Μπάρμπαρα θα έμενε ξαπλωμένη μέσα σ' εκείνη τη σιωπή επί ώρες, επί μέρες ή για πάντα. Τη φίλησε, αλλά όχι στο στόμα. Θα ήταν σαν βιασμός. Ακούμπησε τα χείλη του στο απαλό, δροσερό μάγουλο της. Τρία χρόνια, δέκα μήνες και τέσσερις μέρες βρισκόταν η Μπάρμπαρα σ' αυτό το κώμα, στο οποίο είχε πέσει μόλις ένα μήνα αφότου δέχτηκε το δαχτυλίδι των αρραβώνων που της πρόσφερε ο Μπίλι.

Κεφάλαιο 4

Ο ΜΠΙΛΙ ΔΕΝ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΕ την απομόνωση που είχε την τύχη να απολαμβάνει ο Λάνι, όμως ζούσε σε τέσσερα στρέμματα πλαισιωμένα από κλήθρες και κέδρους, σε ένα δρόμο με λίγους κατοίκους. Τους γείτονές του δεν τους γνώριζε. Δε θα τους γνώριζε ούτε αν έμεναν πιο κοντά. Τους ευγνωμονούσε για την έλλειψη ενδιαφέροντος. Ο αρχικός ιδιοκτήτης του σπιτιού και ο αρχιτέκτονας θα πρέπει να είχαν έρθει σε συμβιβασμό, μια και το οίκημα ήταν μια υβριδική κατασκευή, κάτι ανάμεσα σε μπάνγκαλοου και ξύλινο σαλέ. Είχε την εμφάνιση μπάνγκαλοου. Η επένδυση από ξύλο κέδρου, που είχε αρχίσει να ασημίζει με τα χρόνια, καθώς και η μπροστινή βεράντα με τις χοντροπελεκημένες κολόνες που στήριζαν τη στέγη αντιστοιχούσαν σε σαλέ. Σε αντίθεση με τα περισσότερα σπίτια διπλού στυλ, το συγκεκριμένο σπίτι έδειχνε ευχάριστο. Τα παράθυρα είχαν τζάμι μπιζουτέ -στοιχείο καθαρά των μπάνγκαλοου- και όταν τα φώτα ήταν αναμμένα φάνταζαν σαν στολισμένα. Την ημέρα, ο ανεμοδείκτης στη στέγη σε σχήμα ελαφιού που πηδάει γύριζε με νωχελική χάρη ανάλογα με τα ρεύματα του αέρα. Πίσω από το σπίτι υπήρχε ένα ξεχωριστό γκαράζ, που φιλοξενούσε επίσης το εργαστήριο ξυλουργικής του Μπίλι. Καθώς ο Μπίλι διέσχιζε την πίσω αυλή πηγαίνοντας προς το σπίτι, αφού πάρκαρε το Εξπλόρερ και έκλεισε πίσω του τη μεγάλη πόρτα, μια κουκουβάγια έκρωξε από την κούρνια της στην κορυφή της επικλινούς στέγης του γκαράζ.

Δεν της απάντησαν άλλες κουκουβάγιες. Όμως του Μπίλι του φάνηκε ότι άκουσε σκούξιμο ποντικών και τους ένιωσε να τρυπώνουν πίσω από τους θάμνους, λαχταρώντας το ψηλό χορτάρι πιο πέρα από την αυλή του σπιτιού. Το μυαλό του ήταν βαλτωμένο, οι σκέψεις του θολές. Κοντοστάθηκε και πήρε μια βαθιά εισπνοή, ρουφώντας τον αέρα που μοσχοβολούσε από το άρωμα του φλοιού και των φύλλων των κέδρων. Η στυφή μυρωδιά καθάρισε το νου του. Η διαύγεια πνεύματος αποδείχτηκε ανεπιθύμητη. Ο Μπίλι, που συνήθως δεν έπινε, ήθελε τώρα μια μπίρα και ένα σφηνάκι. Τα άστρα έμοιαζαν σκληρά. Ήταν επίσης φωτεινά πάνω στον ασυννέφιαστο ουρανό, όμως απόψε του έδιναν μια αίσθηση σκληράδας. Ούτε τα πίσω σκαλιά ούτε τα σανίδια της βεράντας έτριξαν. Είχε πολύ ελεύθερο χρόνο και διατηρούσε το σπίτι σε άριστη κατάσταση. Την κουζίνα την είχε ξηλώσει και είχε φτιάξει μόνος του τα ντουλάπια. Ήταν από ξύλο κερασιάς σε σκούρα απόχρωση. Μόνος του αντικατέστησε και τα πλακάκια στο δάπεδο, τοποθετώντας πλάκες από μαύρο γρανίτη. Ο πάγκος της κουζίνας ήταν επίσης από μαύρο γρανίτη. Η κουζίνα ήταν καθαρή και απλή. Αρχικά σκόπευε να διαμορφώσει όλο το σπίτι στο ίδιο στυλ, αλλά ύστερα του κόπηκε η διάθεση. Σέρβιρε μια παγωμένη Γκίνες σε μια κούπα και πρόσθεσε λίγο ουίσκι. Στις σπάνιες περιπτώσεις που έπινε, ήθελε κάτι δυνατό και σε γεύση και σε αλκοόλ. Την ώρα που ετοίμαζε ένα σάντουιτς με σαλάμι, χτύπησε το τηλέφωνο. «Εμπρός;» Αυτός που είχε καλέσει δε μίλησε, ακόμα κι όταν ο Μπίλι ξαναείπε «εμπρός». Κανονικά, θα είχε σκεφτεί πως η γραμμή είχε κλείσει. Αλλά όχι αυτό το βράδυ. Καθώς αφουγκραζόταν, έβγαλε από την τσέπη του το δακτυλογραφημένο σημείωμα. Το ξεδίπλωσε και το άπλωσε πάνω στον μαύρο γρανιτένιο πάγκο.

Αδεια σαν καμπάνα, αλλά χωρίς το γλωσσίδι, η ανοιχτή γραμμή δεν έδινε κανέναν ήχο. Ο Μπίλι δεν άκουγε την εισπνοή ή την εκπνοή του ανθρώπου που είχε καλέσει, λες και ο τύπος ήταν πεθαμένος και δεν ανέπνεε πια. Είτε ήταν φαρσέρ είτε δολοφόνος, ο σκοπός του ήταν να ενοχλήσει, να εκφοβίσει. Ο Μπίλι δεν του έδωσε την ικανοποίηση ενός τρίτου «εμπρός». Αφουγκράζονταν ο ένας τον άλλον σιωπηλά, λες και μπορούσαν να μάθουν κάτι από το τίποτα. Ύστερα από ένα λεπτό περίπου, ο Μπίλι άρχισε να αναρωτιέται μήπως η φαντασία του του έπαιζε παιχνίδια, μήπως δεν υπήρχε άλλος στην άλλη άκρη της γραμμής. Αν όμως ήταν όντως συνδεδεμένος με το συγγραφέα του σημειώματος, θα ήταν λάθος να κλείσει πρώτος το τηλέφωνο. Θα ήταν ένδειξη φόβου ή, τουλάχιστον, αδυναμίας. Η ζωή τον είχε διδάξει να είναι υπομονετικός. Εξάλλου, η εικόνα που είχε για τον εαυτό του δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να ήταν ανόητος, οπότε δεν ανησυχούσε μήπως φανεί κουτός. Περίμενε. Όταν αυτός που είχε καλέσει έκλεισε, ο αμυδρός ήχος της αποσύνδεσης απέδειξε ότι πράγματι ήταν κάποιος στην άλλη άκρη της γραμμής. Στη συνέχεια ακούστηκε το σήμα κλήσης. Προτού καταπιαστεί ξανά με το σάντουιτς, ο Μπίλι επιθεώρησε τα τέσσερα δωμάτια του σπιτιού και το μπάνιο. Κατέβασε τα στόρια σε όλα τα παράθυρα. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας και έφαγε το σάντουιτς και δύο πίκλες με άνηθο. Ήπιε άλλη μια μπίρα, αυτή τη φορά χωρίς να προσθέσει ουίσκι. Τηλεόραση δεν είχε. Τα ψυχαγωγικά προγράμματα τα βαριόταν, τις ειδήσεις δεν τις χρειαζόταν. Μοναδική του συντροφιά στο γεύμα ήταν οι σκέψεις του. Το σάντουιτς με το σαλάμι το έφαγε στα γρήγορα. Ο ένας τοίχος του σαλονιού ήταν καλυμμένος από πάνω ως κάτω με βιβλία. Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Μπίλι ήταν μανιώδης αναγνώστης.

Είχε χάσει το ενδιαφέρον του για το διάβασμα πριν από τρία χρόνια, δέκα μήνες και τέσσερις ημέρες. Αυτό που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στο σύνδεσμο του με την Μπάρμπαρα ήταν η αμοιβαία αγάπη τους για τα βιβλία, για κάθε είδους μυθοπλασία. Σε ένα ράφι υπήρχαν τα βιβλία του Ντίκενς, όλα με το ίδιο δέσιμο, δώρο της Μπάρμπαρα για τα Χριστούγεννα. Εκείνη είχε πάθος με τον Ντίκενς. Τώρα πια, ο Μπίλι ένιωθε την ανάγκη να ασχολείται διαρκώς με κάτι. Του ήταν αδύνατο να κάθεται σε μια καρέκλα με ένα βιβλίο στο χέρι. Αισθανόταν ευάλωτος. Εξάλλου, ορισμένα βιβλία περιέχουν ιδέες που σε ταράζουν. Σε αναγκάζουν να σκεφτείς πράγματα που θέλεις να ξεχάσεις, κι ενώ οι σκέψεις σου γίνονται ανυπόφορες, δεν μπορείς να τις καταπνίξεις. Το ξύλινο ταβάνι του σαλονιού ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης του να ασχολείται συνεχώς με κάτι. Κάθε φάτνωμα ήταν στολισμένο με οδοντωτά διακοσμητικά αυλάκια. Στο κέντρο κάθε φατνώματος ήταν σκαλισμένα φύλλα ακάνθου από λευκή δρυ, βαμμένα έτσι ώστε να ταιριάζουν με το μαόνι των επίπλων του σπιτιού. Το στυλ αυτού του ταβανιού δεν ταίριαζε ούτε σε σαλέ ούτε σε μπάνγκαλοου. Όμως του ήταν αδιάφορο. Η δουλειά τον είχε κρατήσει απασχολημένο επί μήνες. Στο γραφείο του, το ξύλινο ταβάνι ήταν ακόμα πιο περίτεχνα στολισμένο από του σαλονιού. Δεν κατευθύνθηκε προς το γραφείο, απ' όπου τον κορόιδευε ο εγκαταλειμμένος υπολογιστής του. Προτίμησε να καθίσει στον πάγκο εργασίας όπου βρίσκονταν τα εργαλεία ξυλογλυπτικής. Εκεί υπήρχαν επίσης στοίβες με κομμάτια λευκής βελανιδιάς. Έβγαζαν ένα γλυκό άρωμα. Τα κομμάτια αποτελούσαν το υλικό που θα στόλιζε το ταβάνι του υπνοδωματίου, το οποίο προς το παρόν ήταν βαμμένο με άσπρη πλαστική μπογιά. Στο τραπέζι βρισκόταν μια συσκευή CD και δύο μικρά μεγάφωνα. Μέσα στη συσκευή υπήρχε ήδη ένα CD με μουσική ζάιντεκο. Το έβαλε να παίξει. Ασχολήθηκε με την ξυλογλυπτική μέχρι που άρχισαν να πο-

νάνε τα χέρια του και να θολώνουν τα μάτια του. Τότε έκλεισε τη μουσική και πήγε για ύπνο. Ξαπλωμένος ανάσκελα μες στο σκοτάδι, κοιτάζοντας το ταβάνι που δεν μπορούσε να δει, περίμενε να κλείσουν τα μάτια του. Περίμενε. Κάτι ακούστηκε πάνω στη στέγη. Κάτι έξυνε τα ξύλα της σκεπής. Σίγουρα η κουκουβάγια. Η κουκουβάγια δεν έκρωξε. Ίσως ήταν ρακούν. Ή κάτι άλλο. Κοίταξε το ψηφιακό ρολόι στο κομοδίνο. Είκοσι λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Έχεις έξι ώρες για να αποφασίσεις. Η ετηλογή είναι δική σου. Το πρωί όλα θα ήταν μια χαρά. Πάντα ήταν. Δηλαδή, όχι μια χαρά, αλλά αρκετά καλά ώστε να μπορεί κανείς να συνεχίσει. Θέλω να μάθω τι λέει, η θάλασσα. Τι είναι αυτό που λέει διαρκώς. Μια δυο φορές προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Έπρεπε να κλείσουν από μόνα τους για να ακολουθήσει ο ύπνος. Κοίταξε το ρολόι του καθώς άλλαζε από 12:59 σε 1:00. Το σημείωμα το είχε βρει κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα, στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου του, την ώρα που βγήκε από το μπαρ, στις εφτά το απόγευμα. Έξι ώρες είχαν περάσει. Κάποιος είχε δολοφονηθεί. Ίσως όχι. Σίγουρα όχι. Αποκοιμήθηκε κάτω από τα νύχια της κουκουβάγιας που έξυναν. Αν ήταν κουκουβάγια.

Κεφάλαιο 5

ΤΟ ΜΠΑΡ ΔΕΝ ΕΙΧΕ όνομα. Ή, μάλλον, η λειτουργία του ήταν το όνομά του. Η ταμπέλα στην κορυφή της κολόνας, καθώς έστριβες από τον αυτοκινητόδρομο στο χώρο στάθμευσης που περικλειόταν από φτελιές, έγραφε μόνο ΜΠΑΡ. Το μαγαζί ανήκε στόν Τζάκι Ο'Χάρα. Ήταν χοντρός, καλοσυνάτος, γεμάτος φακίδες και όλοι τον θεωρούσαν φίλο τους ή κάτι σαν επίτιμο θείο. Δεν έτρεφε καμιά επιθυμία να δει το όνομά του στην ταμπέλα. Όταν ήταν μικρός, ο Τζάκι ήθελε να γίνει παπάς. Ήθελε να βοηθάει τους ανθρώπους. Ήθελε να τους οδηγήσει στο Θεό. Ο χρόνος τον είχε διδάξει ότι μάλλον δεν ήταν ικανός να συγκρατεί τις ορέξεις του. Όσο ήταν ακόμα νέος, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως θα γινόταν κακός παπάς, και φυσικά δεν ήταν αυτό το όνειρο του. Η λειτουργία ενός καθαρού και φιλόξενου μαγαζιού με ποτά και φαγητό του επέτρεπε να διατηρεί τον αυτοσεβασμό του, αλλά είχε την άποψη πως η απλή ικανοποίηση που του πρόσφερε το επάγγελμά του θα μετατρεπόταν σε ματαιοδοξία αν έδινε στο μπαρ το όνομά του. Κατά τη γνώμη του Μπίλι Γουάιλς, ο Τζάκι θα είχε γίνει εξαιρετικός παπάς. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα έχει ορέξεις που δυσκολεύεται να υποτάξει, αλλά πολύ λίγοι διαθέτουν ταπεινοφροσύνη, ευγένεια και επίγνωση των αδυναμιών τους. Το Μπαρ του Βίνγιαρντ Χιλς. Η Σκιερή Φτελιά. Στο Φως των Κεριών. Στην Άκρη του Δρόμου.

Οι πελάτες πρότειναν συχνά ονόματα για το μαγαζί. Ο Τζάκι έβρισκε τις προτάσεις τους είτε άκομψες είτε ακατάλληλες είτε υπερβολικά καλές. Όταν ο Μπίλι έφτασε στη δουλειά την Τρίτη το πρωί στις 10:45, δεκαπέντε λεπτά προτού ανοίξει το μπαρ, τα μόνα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ ήταν του Τζάκι και του Μπεν Βέρνον. Ο Μπεν ήταν ο μάγειρας της πρωινής βάρδιας. Στάθηκε πλάι στο Εξπλόρερ και ατένισε τα χαμηλά λοφάκια στο βάθος, από την απέναντι πλευρά του αυτοκινητόδρομου. Είχαν σκούρο καφέ χρώμα στα σημεία όπου τα είχαν σκάψει οι εκσκαφείς και ανοιχτό καφέ στα σημεία που τα αγριόχορτα είχαν ξεθωριάσει από την καλοκαιρινή ζέστη και την ξηρασία. Η Πίρλες Πρόπερτις, μια πολυεθνική εταιρεία, έχτιζε ένα πολυτελές θέρετρο που θα ονομαζόταν Βάινλαντ, σε μια έκταση τρεισήμισι χιλιάδων στρεμμάτων. Εκτός από το ξενοδοχείο με το γήπεδο γκολφ, τις τρεις πισίνες, τα γήπεδα τένις και άλλες εγκαταστάσεις, το σχέδιο περιλάμβανε 190 εξοχικές επαύλεις αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων, που θα πουλιούνταν σε όσους ενδιαφέρονταν να δώσουν ποιότητα στην ξεκούρασή τους. Τα θεμέλια είχαν μπει στις αρχές της άνοιξης. Τώρα υψώνονταν οι τοίχοι. Σε μικρότερη απόσταση από όσο τα ανακτορικά κτίσματα των λόφων, περίπου τριάντα μέτρα πιο πέρα από το δρόμο, σε ένα λιβάδι, κόντευε να ολοκληρωθεί η κατασκευή μιας τοιχογραφίας. Το έργο είχε ύψος είκοσι μέτρα, μήκος σαράντα πέντε, ήταν τρισδιάστατο, ξύλινο, βαμμένο γκρίζο με μαύρη γραμμοσκίαση. Σύμφωνα με την παράδοση της αρ ντεκό, το θέμα της τοιχογραφίας ήταν η στυλιζαρισμένη εικόνα ενός δυνατού μηχανήματος, που περιλάμβανε τους τροχούς ενός τρένου και τους συνδετικούς βραχίονες. Είχε επίσης τεράστια γρανάζια, παράξενα εξαρτήματα και μυστηριώδη μηχανικά σχήματα που δεν είχαν καμία σχέση με τρένο. Στο τμήμα με το τρένο ήταν ζωγραφισμένη η γιγάντια μορφή ενός άντρα με στολή εργασίας. Με το σώμα γερμένο προς τα δεξιά, σαν να το έπαιρνε ο άνεμος, έμοιαζε να σπρώχνει μια από

τις πελώριες ρόδες, σαν να τον είχε εγκλωβίσει η μηχανή και να ωθούσε προς τα μπρος πανικόβλητος αλλά και αποφασισμένος, λες και αν στεκόταν έστω και μια στιγμή, θα έχανε το βήμα του και θα γινόταν κομμάτια. Κανένα από τα κινούμενα τμήματα της τοιχογραφίας δε λειτουργούσε ακόμα. Παρ' όλ' αυτά, σου έδινε την εντύπωση της κίνησης, της ταχύτητας. Η τοιχογραφία είχε παραγγελθεί σε ένα διάσημο καλλιτέχνη με ένα και μοναδικό όνομα -Βέιλις-, ο οποίος τη σχεδίασε και την έστησε χρησιμοποιώντας ένα συνεργείο δεκάξι ατόμων. Η κατασκευή θα συμβόλιζε την πυρετώδη ταχύτητα της σύγχρονης ζωής, το μονίμως βιαστικό άτομο που συντρίβεται από τις δυνάμεις της κοινωνίας. Την ημέρα των εγκαινίων του θέρετρου, ο ίδιος ο Βέιλις θα έβαζε φωτιά στο έργο και θα το έκαιγε, αναπαριστώντας έτσι συμβολικά την απελευθέρωση από τον τρελό ρυθμό της ζωής που αντιπροσώπευε το νέο συγκρότημα. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Βίνγιαρντ Χιλς και των γύρω περιοχών κορόιδευαν την τοιχογραφία και, όποτε την αποκαλούσαν τέχνη, πρόφεραν τη λέξη σαν να την έβαζαν εντός εισαγωγικών. Ο Μπίλι έβρισκε το ογκώδες κατασκεύασμα μάλλον συμπαθητικό, αλλά του φαινόταν παράλογο να καεί. Ο ίδιος καλλιτέχνης είχε δέσει είκοσι χιλιάδες κόκκινα μπαλόνια φουσκωμένα με ήλιον σε μια γέφυρα της Αυστραλίας, έτσι ώστε να δείχνει ότι αυτά τη συγκρατούσαν στη θέση της. Με ένα τηλεχειριστήριο, έσκασε μονομιάς όλα τα μπαλόνια. Στην περίπτωση της γέφυρας, ο Μπίλι δεν αντιλαμβανόταν πού ήταν το έργο τέχνης και ποια ήταν η λογική του σκασίματος των μπαλονιών. Αν και δεν ήταν κριτικός, σκεφτόταν ότι η τοιχογραφία ήταν ή άριστη κατασκευή ή κακής ποιότητας τέχνη. Το να την κάψει κανείς του φαινόταν τόσο παράλογο όσο και αν αποφάσιζε ένα μουσείο να κάψει τα έργα του Ρέμπραντ. Ήταν πολλά τα πράγματα που τον απογοήτευαν στη σύγχρονη κοινωνία, έτσι δε θα έχανε τον ύπνο του για ένα τόσο μηδα-

μινό ζήτημα. Ούτε θα ερχόταν να δει τη φωτιά τη νύχτα της πυρπόλησης. Μπήκε στο μπαρ. Ο αέρας ήταν τόσο πλούσιος σε μυρωδιές, που σχεδόν μπορούσες να τον γευτείς. Ο Μπεν Βέρνον μαγείρευε κάτι με τσίλι. Ο Τζάκι Ο'Χάρα στεκόταν πίσω από το μπαρ και επιθεωρούσε τα αποθέματα των ποτών. «Μπίλι, είδες χτες το βράδυ το ειδικό αφιέρωμα στο Κανάλι Έξι;» «Όχι». «Δεν είδες το αφιέρωμα στα UFO; Την απαγωγή από εξωγήινους;» «Ασχολιόμουν με την ξυλογλυπτική μου ακούγοντας μουσική». «Αυτός ο τύπος λέει ότι τον έβαλαν μέσα σε ένα διαστημόπλοιο που κινείται σε τροχιά γύρω από τη Γη». «Δε μου λες κάτι καινούριο. Αυτά τα έχουμε ξανακούσει». «Λέει ότι ένα τσούρμο εξωγήινοι τον υπέβαλαν σε πρωκτολογικές εξετάσεις». Ο Μπίλι έσπρωξε το πορτάκι που οδηγούσε πίσω από την μπάρα. «Έτσι λένε όλοι». «Το ξέρω. Έχεις δίκιο. Αλλά δεν το καταλαβαίνω». Ο Τζάκι συνοφρυώθηκε. «Για ποιο λόγο ένα ανώτερο είδος εξωγήινων, χίλιες φορές πιο έξυπνων από εμάς, διασχίζει τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα μέσα στο διάστημα μόνο και μόνο για να κοιτάξει τους πισινούς μας; Ανώμαλοι είναι;» «Ποτέ δεν κοίταξαν τον δικό μου», τον διαβεβαίωσε ο Μπίλι. «Και αμφιβάλλω αν εξέτασαν και τον πισινό αυτού του τύπου». «Θεωρείται αξιόπιστος. Είναι συγγραφέας βιβλίων. Θέλω να πω, είχε δημοσιεύσει κι άλλα βιβλία πριν από αυτό». Ο Μπίλι πήρε μια ποδιά από ένα συρτάρι και τη φόρεσε. «Το γεγονός ότι έχει δημοσιεύσει βιβλία δε σημαίνει ότι είναι αξιόπιστος. Και ο Χίτλερ έγραφε βιβλία». «Αλήθεια;» ρώτησε ο Τζάκι. «Ναι». «Ο γνωστός Χίτλερ;» «Πάντως όχι ο Μπομπ Χίτλερ».

«Με δουλεύεις». «Ψάξε και θα δεις». «Τι έγραψε; Ιστορίες κατασκοπίας;» «Περίπου», αποκρίθηκε ο Μπίλι. «Αυτός ο τύπος γράφει βιβλία επιστημονικής φαντασίας»· «Πρωτότυπο». «Επιστημονικής φαντασίας», είπε με έμφαση ο Τζάκι. «Η εκπομπή ήταν πραγματικά εντυπωσιακή». Πιάνοντας ένα μικρό άσπρο πιάτο από τον πάγκο, έβγαλε ένα επιφώνημα αγανάκτησης και αηδίας. «Δηλαδή τι πρέπει να κάνω; Να κρατάω από το μισθό του Στιβ αυτά που μασουλάει μέσα στο μαγαζί;» Στο πιάτο βρίσκονταν καμιά εικοσαριά κοτσάνια από κεράσια μαρασκίνο. Το καθένα ήταν δεμένο κόμπο. «Οι πελάτες τον βρίσκουν διασκεδαστικό», σχολίασε ο Μπίλι. «Επειδή είναι πιωμένοι. Ο Στιβ παριστάνει τον αστείο, ενώ δεν είναι». «Το τι είναι αστείο είναι υποκειμενικό». «Όχι, εννοώ ότι παριστάνει τον άνετο και τον ανέμελο, αλλά δεν είναι». «Εγώ δεν μπορώ να τον δω διαφορετικά». «Ρώτα τη Σίλια Ρέινολντς». «Ποια είναι αυτή;» «Μένει δίπλα στον Στιβ». «Οι γείτονες πολλές φορές τρώγονται μεταξύ τους», είπε ο Μπίλι. «Δεν μπορείς να πιστεύεις πάντα όσα σου λένε». «Η Σίλια λέει ότι κάνει σαν τρελός στην πίσω αυλή». «Τι σημαίνει αυτό;» «Βγαίνει έξω και κάνει σαν λυσσασμένος. Πιάνει το τσεκούρι και κόβει πράγματα». «Τι πράγματα;» «Μια καρέκλα τραπεζαρίας, για παράδειγμα». «Ποιανού;» «Τη δική του. Την έκανε κομματάκια». «Γιατί;» «Όταν είναι έτσι, θυμώνει και βρίζει. Μοιάζει να προσπαθεί να εκτονώσει την οργή του».

«Πάνω σε μια καρέκλα». «Ναι. Κόβει και καρπούζια με το τσεκούρι». «Ίσως του αρέσει το καρπούζι», είπε ο Μπίλι. «Δεν τα τρώει. Απλώς τα κόβει ώσπου να γίνουν πολτός». «Βρίζοντας συνέχεια». «Ακριβώς. Βλαστημάει, μουγκρίζει, γρυλίζει σαν ζώο. Ολόκληρα καρπούζια. Δυο φορές έκοψε με τσεκούρι και κούκλες»· «Τι σόι κούκλες;» «Ξέρεις, από αυτές που έχουν τα καταστήματα στις βιτρίνες». «Μοντέλα βιτρίνας;» «Ναι. Τις κοπανάει με τσεκούρι και βαριοπούλα». «Πού τις βρίσκει;» «Μακάρι να 'ξερα». «Δεν το πολυπιστεύω». «Ρώτα τη Σίλια. Θα σου πει». «Ρώτησε τον Στιβ γιατί το κάνει;» «Όχι. Φοβάται». «Εσύ την πιστεύεις;» «Η Σίλια δε λέει ψέματα». «Πιστεύεις ότι ο Στιβ είναι επικίνδυνος;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ίσως όχι, αλλά ποιος ξέρει;» «Ίσως θα έπρεπε να τον απολύσεις». Ο Τζάκι ύψωσε τα φρύδια. «Κι αν αποδειχτεί ότι είναι σαν κι αυτούς που βλέπουμε στις ειδήσεις; Αν έρθει εδώ με τσεκούρι;» «Εμένα δε μου ακούγονται λογικά όλα αυτά. Ούτε εσύ ο ίδιος τα πιστεύεις», είπε ο Μπίλι. «Τα πιστεύω. Η Σίλια πηγαίνει στην εκκλησία τρεις φορές την εβδομάδα». «Τζάκι, αφού κάνεις πλάκα με τον Στιβ. Νιώθεις άνετα μαζί του». «Είμαι πάντα λίγο επιφυλακτικός απέναντι του». «Δεν έτυχε να το αντιληφθώ». «Κι όμως, είμαι. Αλλά δε θέλω να τον αδικήσω». «Να τον αδικήσεις;» «Είναι καλός μπάρμαν, κάνει σωστά τη δουλειά του». Ο Τζάκι Ο'Χάρα χαμήλωσε το βλέμμα ντροπιασμένος. Τα αφρά-

τα μάγουλά του κοκκίνισαν. «Δε θα έπρεπε να μιλάω έτσι για κείνον. Φταίνε όλα αυτά τα κοτσάνια του μαρασκίνο. Αυτά με νευρίασαν». «Είκοσι κερασάκια», είπε ο Μπίλι. «Πόσο μπορεί να κοστίζουν;» «Το θέμα δεν είναι τα λεφτά. Είναι το κόλπο με τη γλώσσα... το βρίσκω αισχρό». «Δεν άκουσα ποτέ κανέναν να παραπονιέται. Πολλές πελάτισσες, μάλιστα, απολαμβάνουν το θέαμα». «Το ίδιο και οι γκέι», παρατήρησε ο Τζάκι. «Δε θέλω το μπαρ μου να είναι για εργένηδες, είτε είναι γκέι είτε όχι. Θέλω να είναι ένα οικογενειακό μαγαζί». « Υπάρχει τέτοιο πράγμα;» «Φυσικά». Ο Τζάκι φάνηκε στενοχωρημένος. Παρά το όνομά του, δεν ήταν ένα σκοτεινό καταγώγιο. «Αφού έχουμε και πατάτες τηγανητές και τηγανητά κρεμμύδια σε παιδική μερίδα». Προτού απαντήσει ο Μπίλι, μπήκε ο πρώτος πελάτης της ημέρας. Ήταν 11:04. Ο τύπος ήθελε το πρόγευμά του: ένα Μπλάντι Μαίρη με ένα κοτσάνι σέλερι. Ο Τζάκι και ο Μπίλι σέρβιραν και οι δύο στον πάγκο όσο διαρκούσε η μεσημεριανή κίνηση. Ο Τζάκι σέρβιρε επίσης στα τραπέζια τα φαγητά που ετοίμαζε ο Μπεν. Είχαν περισσότερη δουλειά από όσο συνήθως, επειδή η Τρίτη ήταν η ημέρα του τσίλι, όμως ακόμα δε χρειάζονταν σερβιτόρα για την πρωινή βάρδια. Το ένα τρίτο των πελατών έπαιρνε το γεύμα του μέσα σε ποτήρι, ενώ σε άλλο ένα τρίτο αρκούσαν τα φιστίκια ή τα λουκάνικα από μια γυάλα με άρμη που υπήρχε πάνω στον πάγκο ή τα δωρεάν πρέτσελ. Όση ώρα ο Μπίλι Γουάιλς ανακάτευε ποτά και σέρβιρε μπίρες, στο μυαλό του τριγυρνούσε επίμονα μια εικόνα: ο Στιβ Ζίλις να κομματιάζει με μανία μια κούκλα βιτρίνας. Καθώς η βάρδια του κόντευε να τελειώσει χωρίς κανένας από τους θαμώνες να πει κάτι για τη δολοφονία μιας δασκάλας ή μιας ηλικιωμένης φιλάνθρωπης κυρίας, ο Μπίλι άρχισε να ηρεμεί. Στο κοιμισμένο Βίνγιαρντ Χιλς, στην ειρηνική κοιλάδα Νά-

πα, τα νέα μιας βάναυσης δολοφονίας ταξιδεύουν γρήγορα. Το σημείωμα πρέπει να ήταν φάρσα. Το απομεσήμερο η δουλειά κόπασε. Η Άιβι Έλτζιν ήρθε να πιάσει δουλειά στις τέσσερις, και ξοπίσω της κατέφθασαν τα διψασμένα αρσενικά σε τέτοια κατάσταση, που θα κουνούσαν την ουρά τους, αν είχαν. «Είδες κανένα πτώμα σήμερα;» τη ρώτησε ο Μπίλι, και διαπίστωσε ότι η ερώτηση τον έκανε να νιώσει άσχημα. «Βρήκα ένα αλογάκι της Παναγίας σε στάση προσευχής στην πίσω βεράντα μου, ακριβώς έξω από την πόρτα», είπε η Άιβι. «Τι πιστεύεις ότι σημαίνει αυτό;» «Ό,τι προσεύχεται έχει πεθάνει». «Δε σε καταλαβαίνω». «Δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα το νόημα». Η Σίρλεϊ Τρούμπλαντ ήρθε στις πέντε το απόγευμα, ντυμένη με κίτρινη στολή με λευκό γιακά και μανικέτια. Ύστερα κατέφθασε ο Ραμόν Παντίγιο, που οσμίστηκε το άρωμα του τσίλι και γκρίνιαξε: «Χρειάζεται μια πρέζα κύμινο». Στις έξι κατέπλευσε ο Στιβ Ζίλις, ευωδιάζοντας αφτερσέιβ με άρωμα βοτάνων και στοματικό διάλυμα μέντα. «Τι χαμπάρια, μάγκες;» «Μήπως μου τηλεφώνησες χτες το βράδυ;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ποιος, εγώ; Γιατί να σου τηλεφωνήσω;» «Δεν ξέρω. Κάποιος με πήρε, αλλά ήταν κακή η σύνδεση. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήσουν εσύ». «Μου τηλεφώνησες για να το επιβεβαιώσεις;» «Όχι. Δεν άκουγα τη φωνή. Απλώς από διαίσθηση σκέφτηκα ότι ίσως ήσουν εσύ». «Έτσι κι αλλιώς, χτες το βράδυ είχα βγει με ένα φίλο», είπε ο Στιβ διαλέγοντας τρεις χοντρές ελιές από το δίσκο. «Σχόλασες στις δύο το πρωί και ύστερα βγήκες;» Ο Στιβ χαμογέλασε κλείνοντας το μάτι. «Είχε φεγγάρι, κι εγώ είμαι σκυλί». «Αν εγώ σ χ ο λ ο ύ σ α στις δύο τη νύχτα, θα πήγαινα κατευθείαν στο κρεβάτι».

«Μη με παρεξηγήσεις, παλικάρι, αλλά δεν είσαι ακριβώς ο τύπος του γλεντζέ». «Τι θες να πεις;» Ο Στιβ ανασήκωσε τους ώμους κι ύστερα άρχισε να πετάει στον αέρα τις γλιστερές ελιές με εντυπωσιακή επιδεξιότητα. «Ο κόσμος αναρωτιέται γιατί ένας καλοφτιαγμένος άντρας σαν εσένα κάνει ζωή γεροντοκόρης». Ο Μπίλι επιθεώρησε τους πελάτες. «Ποιος κόσμος;» «Πολύς κόσμος»- Ο Στιβ άρπαξε την πρώτη ελιά στο στόμα του, ύστερα τη δεύτερη, την τρίτη, και τις μάσησε επιδεικτικά, εισπράττοντας το θερμό χειροκρότημα των θαμώνων που κάθονταν στον πάγκο. Το τελευταίο μισάωρο της βάρδιας του, ο Μπίλι παρατηρούσε τις κινήσεις του Στιβ Ζίλις περισσότερο από άλλες φορές. Αλλά δεν πρόσεξε τίποτα ύποπτο. Ο τύπος ή δεν ήταν ο φαρσέρ ή ήταν απίστευτα πιο πανούργος και δόλιος από όσο έδειχνε. Αλλά δεν είχε σημασία. Κανείς δεν είχε δολοφονηθεί. Το σημείωμα ήταν φάρσα και κάποια στιγμή ο δράστης θα αποκαλυπτόταν. Στις εφτά, την ώρα που ο Μπίλι έφευγε από το μαγαζί, η Άιβι Έλτζιν ήρθε να τον βρει, συγκρατώντας με δυσκολία την έξαψη που ζωγραφιζόταν στα καστανά μάτια της. «Κάποιος θα πεθάνει μέσα σε εκκλησία». «Πώς το σκέφτηκες;» «Το αλογάκι της Παναγίας. Ό,τι προσεύχεται έχει πεθάνει». «Σε ποια εκκλησία;» «Θα περιμένουμε και θα δούμε». «Μπορεί να μην είναι σε εκκλησία. Μπορεί να πεθάνει απλώς ο παπάς μιας ενορίας». Τα συνεπαρμένα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. «Αυτό δεν το σκέφτηκα. Ίσως έχεις δίκιο. Αλλά πού κολλάει το οπόσουμ;» «Δεν έχω ιδέα, Άιβι. Εγώ, βλέπεις, δε διαθέτω μαντικές ικανότητες σαν εσένα».

«Το ξέρω, αλλά είσαι καλός μαζί μου. Δείχνεις ενδιαφέρον και δε με κοροϊδεύεις». Αν και δούλευε με την Άιβι πέντε μέρες την εβδομάδα, η ασυνήθιστη ομορφιά και η σεξουαλικότητά της καμιά φορά τον έκαναν να ξεχνάει ότι από πολλές απόψεις ήταν περισσότερο κορίτσι παρά γυναίκα, ένα γλυκό, αθώο κοριτσάκι, ενάρετο, ακόμα κι αν δεν ήταν αγνό. «Θα σκεφτώ για το οπόσουμ», της είπε. «Ίσως έχω κι εγώ κάποιο ταλέντο και δεν το ξέρω». Το χαμόγελο της μπορούσε να σε κάνει να πέσεις κάτω ξερός. «Σ' ευχαριστώ, Μπίλι. Μερικές φορές αυτό το χάρισμα είναι μεγάλο βάρος. Λίγη βοήθεια δε θα έβλαπτε». Έξω, ο ήλιος έχυνε ένα κίτρινο φως στο καλοκαιρινό δειλινό και οι ίσκιοι των φτελιών, που έγερναν προς την ανατολή, έχαναν σιγά σιγά τη μαβιά απόχρωσή τους και μαύριζαν. Καθώς πλησίαζε το Φορντ Εξπλόρερ, είδε κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του παρμπρίζ ένα σημείωμα.

Κεφάλαιο 6

ΑΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ καμιά αναφορά για κάποια νεκρή ξανθιά ή για το πτώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, ο Μπίλι κοντοστάθηκε μερικά μέτρα μακριά από το Εξπλόρερ, διστάζοντας να προχωρήσει, απρόθυμος να διαβάσει το δεύτερο μήνυμα. Το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει για λίγο με την Μπάρμπαρα κι ύστερα να γυρίσει στο σπίτι του. Δεν την έβλεπε κάθε μέρα, αλλά φρόντιζε να τήν επισκέπτεται αρκετές φορές μέσα στην εβδομάδα. Οι στάσεις του στο Γουίσπερινγκ Πάινς ήταν ένας από τους θεμέλιους λίθους στους οποίους στηριζόταν η απλή ζωή του. Τις περίμενε όπως περίμενε το σχόλασμα από τη δουλειά και τις ώρες της ξυλογλυπτικής. Ωστόσο, δεν ήταν κουτός άνθρωπος, ούτε απλά έξυπνος. Ήξερε ότι η απομόνωση πολύ εύκολα μπορεί να οδηγήσει στη μοναξιά. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον κουρασμένο μοναχικό άνθρωπο από τον φοβισμένο ερημίτη. Και ακόμα πιο λεπτή είναι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ερημίτη και τον μνησίκακο μισάνθρωπο. Αν έπαιρνε το σημείωμα από τον καθαριστήρα, το τσαλάκωνε μέσα στη χούφτα του και το πετούσε στην άκρη δίχως να το διαβάσει, αναμφίβολα θα ήταν σαν να διάβαινε τα όρια της πρώτης γραμμής. Και ίσως από κει και πέρα να μην υπήρχε επιστροφή. Δεν είχε όλα όσα θα ήθελε στη ζωή του. Αλλά ήταν εκ φύσεως αρκετά συνετός ώστε να καταλαβαίνει πως, αν πετούσε το

σημείωμα, θα πετούσε όλα όσα τον στήριζαν τώρα πια. Η ζωή του δε θα άλλαζε απλώς, θα γινόταν χειρότερη. Απορροφημένος από τις σκέψεις του, καθώς πάσχιζε να καταλήξει σε μια απόφαση, δεν άκουσε το περιπολικό που μπήκε στο πάρκινγκ. Καθώς τραβούσε το σημείωμα από το παρμπρίζ, είδε ξαφνικά μπροστά του τον Λάνι Όλσεν με τη στολή του. «Κι άλλο ένα», δήλωσε ο Λάνι, σαν να περίμενε ότι θα υπήρχε και δεύτερο σημείωμα. Η φωνή του ακούστηκε ραγισμένη. Στο πρόσωπο του ήταν χαραγμένος ο τρόμος. Τα μάτια του ήταν παράθυρα απ' όπου διέκρινες έναν τόπο στοιχειωμένο. Η μοίρα του Μπίλι ήταν να ζει σε μια εποχή που αρνιόταν την ύπαρξη αποτρόπαιων πράξεων, που σε κάθε αποτρόπαια πράξη έδινε το κατώτερο όνομα φρίκη, κάθε φρίκη τη βάφτιζε έγκλημα, κάθε έγκλημα αδίκημα, και κάθε αδίκημα απλή ενόχληση. Παρ' όλ' αυτά, προτού ακόμα μάθει για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί ο Λάνι Όλσεν, ο Μπίλι ένιωσε αποτροπιασμό. «Μπίλι. Θεέ μου, Μπίλι». «Τι;» «Ιδρώνω. Κοίτα πώς ιδρώνω». «Τι; Τι είναι;» «Ιδρώνω ασταμάτητα. Και δεν κάνει ζέστη». Ξάφνου ο Μπίλι ένιωσε να κολλάει ολόκληρος. Σκούπισε το μέτωπο με την παλάμη του και κοίταξε το χέρι του περιμένοντας να το δει λερωμένο. Φαινομενικά, έδειχνε καθαρό. «Χρειάζομαι μια μπίρα», είπε ο Λάνι. «Δύο μπίρες. Πρέπει να καθίσω. Πρέπει να σκεφτώ». «Κοίταξέ με». Ο Λάνι απέφυγε τη ματιά του. Η προσοχή του ήταν στραμμένη στο σημείωμα που κρατούσε ο Μπίλι στα χέρια του. Το χαρτί ήταν ακόμα διπλωμένο, αλλά κάτι ξεδιπλώθηκε μέσα στα σωθικά του Μπίλι, άνθισε σαν γλιστερό λουλούδι με πολλά ελαιώδη πέταλα. Η ναυτία που προκαλεί η διαίσθηση. Η σωστή ερώτηση δεν ήταν «τι». Η σωστή ερώτηση ήταν «ποιος», και ο Μπίλι την έκανε. Ο Λάνι σάλιωσε τα χείλη. «Η Ζιζέλ Γουίνσλοου».

«Δεν την ξέρω». «Ούτε εγώ». «Πού;» «Ήταν δασκάλα αγγλικών στη Νάπα». «Ξανθιά;» «Ναι». «Και όμορφη», μάντεψε ο Μπίλι. «Ήταν όμορφη. Δεν είναι πια. Κάποιος την ξυλοκόπησε σχεδόν μέχρι θανάτου. Τη σακάτεψε. Κάποιος που ήξερε πώς να τη βασανίσει, πώς να το κάνει να διαρκέσει πολλή ώρα». «Είπες σχεδόν μέχρι θανάτου». «Την αποτέλειωσε στραγγαλίζοντάς τη με το καλσόν της». Ο Μπίλι ένιωσε τα πόδια του να λυγίζουν. Στηρίχτηκε στο Εξπλόρερ. Η φωνή του δεν έβγαινε. «Τη βρήκε η αδερφή της πριν από δύο ώρες». Ο Λάνι εξακολουθούσε να κοιτάζει το διπλωμένο χαρτί στο χέρι του Μπίλι. «Το Γραφείο του Σερίφη δεν έχει αρμοδιότητα εκεί», συνέχισε. «Επομένως θα αναλάβει η Αστυνομία της Νάπα. Κάτι είναι κι αυτό. Θα προλάβω να σκεφτώ λιγάκι». Όταν ο Μπίλι βρήκε τη φωνή του, ήταν βραχνή και δεν είχε τη συνηθισμένη χροιά της. «Το σημείωμα έγραφε ότι θα σκότωνε μια δασκάλα αν δεν πήγαινα στην αστυνομία, αλλά εγώ ήρθα σ' εσένα». «Έγραφε ότι θα τη σκότωνε αν δεν πήγαινες στην αστυνομία κι αν δεν την ανακάτευες στην υπόθεση». «Μα εγώ σου μίλησα, προσπάθησα. Θέλω να πω, για όνομα του Θεού, προσπάθησα, δεν προσπάθησα;» Ο Λάνι τον κοίταξε στα μάτια. «Ήρθες σ' εμένα ανεπίσημα. Δεν πήγες στην αστυνομία. Μίλησες σ' ένα φίλο που έτυχε να είναι αστυνομικός». «Μα ήρθα σ' εσένα», διαμαρτυρήθηκε ο Μπίλι, τρομάζοντας από την άρνηση στη φωνή του, από την προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η ναυτία σύρθηκε στα τοιχώματα του στομαχιού του, αλλά έσφιξε τα δόντια για να τη συγκρατήσει.

«Τίποτα δεν έδειχνε ότι ήταν αλήθεια», παρατήρησε ο Λάνι. «Ποιο πράγμα;» «Το πρώτο σημείωμα. Ήταν φάρσα. Ένα χοντροκομμένο αστείο. Κανένας αστυνομικός δε θα μυριζόταν κάτι βρόμικο σ' αυτό το σημείωμα». «Ήταν παντρεμένη;» ρώτησε ο Μπίλι. Ένα Τογιότα μπήκε στο πάρκινγκ και σταμάτησε καμιά εικοσιπενταριά μέτρα μακριά από το Εξπλόρερ. Παρακολούθησαν σιωπηλοί τον οδηγό να βγαίνει από το αυτοκίνητο και να μπαίνει στο μπαρ. Από τέτοια απόσταση, η κουβέντα τους δε θα μπορούσε να φτάσει στ' αυτιά του. Παρ' όλ' αυτά, πήραν τις προφυλάξεις τους. Καθώς άνοιγε η πόρτα, μουσική κάντρι ξεχύθηκε από το εσωτερικό. Στο τζουκμπόξ, ο Άλαν Τζάκσον τραγουδούσε για τη ραγισμένη καρδιά του. «Ήταν παντρεμένη;» ρώτησε ξανά ο Μπίλι. «Ποια;» «Η γυναίκα. Η δασκάλα. Η Ζιζέλ Γουίνσλοου». «Όχι, δε νομίζω. Προς το παρόν, τουλάχιστον, δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο. Δώσε μου να διαβάσω το σημείωμα». «Είχε παιδιά;» ρώτησε ο Μπίλι, αρνούμενος να παραδώσει το διπλωμένο σημείωμα. «Τι σημασία έχει;» «Έχει», είπε ο Μπίλι. Συνειδητοποίησε ότι το άδειο χέρι του είχε σφιχτεί σε γροθιά. Απέναντί του είχε ένα φίλο -φίλο, στο βαθμό που επέτρεπε στον εαυτό του να έχει φίλους. Κι όμως, δυσκολεύτηκε να χαλαρώσει τη γροθιά του. «Για μένα έχει σημασία, Λάνι». «Παιδιά; Δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Απ' όσο κατάλαβα, θα πρέπει να ζούσε μόνη». Δύο οχήματα τους προσπέρασαν τρέχοντας και μουγκρίζοντας στον αυτοκινητόδρομο: έβγαζαν ένα βαθύ ήχο σαν να χτυπούσαν τύμπανα. Ύστερα απλώθηκε ξανά ησυχία. «Ξέρεις, Μπίλι», είπε λυπημένα ο Λάνι, «πιθανόν να έχω πρόβλημα».

«Πιθανόν;» Η επιλογή της λέξης του φάνηκε αστεία, αλλά δε γέλασε. «Κανένας συνάδελφος μου δε θα έπαιρνε στα σοβαρά αυτό το καταραμένο σημείωμα. Αλλά όλοι θα πουν ότι εγώ έπρεπε να του δώσω σημασία». «Ίσως εγώ έπρεπε να είχα δώσει σημασία», είπε ο Μπίλι. Ο Λάνι διαφώνησε, εμφανώς αναστατωμένος. «Αυτά είναι πράγματα που λέγονται εκ των υστέρων. Είναι σαχλαμάρες. Μη μιλάς έτσι. Χρειαζόμαστε μια κοινή γραμμή υπεράσπισης»· «Υπεράσπιση για ποιο πράγμα;» «Για οτιδήποτε. Μπίλι, άκουσέ με. Δεν έχω άριστη επίδοση». «Τι πάει να πει αυτό;» «Μιλάω για τον υπηρεσιακό μου φάκελο, για το φύλλο αξιολόγησης. Μου έχουν γίνει δύο αρνητικές αναφορές». «Τι έκανες;» Τα μάτια του Λάνι μισόκλειναν όταν αισθανόταν προσβεβλημένος. «Δεν είμαι διεφθαρμένος μπάτσος, που να πάρει η οργή». «Δεν είπα τέτοιο πράγμα». «Είμαι σαράντα έξι χρονών, δεν έχω πάρει ποτέ δεκάρα από βρόμικο χρήμα και ούτε πρόκειται να πάρω ποτέ». «Εντάξει, εντάξει». «Δεν έκανα τίποτα». Οι διαμαρτυρίες του Λάνι θα μπορούσαν να ήταν ψεύτικες. Κάτι τον βασάνιζε. Ή ίσως κάτι σκεφτόταν, κάτι τον φόβιζε, γιατί τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Δάγκωνε το κάτω χείλος του σαν να τον βασάνιζε μια ανησυχητική σκέψη που ήθελε να τη βγάλει από μέσα του, να τη φτύσει και να μην ασχοληθεί ξανά μαζί της. Ο Μπίλι κοίταξε το ρολόι του, αλλά περίμενε. «Η αλήθεια είναι ότι καμιά φορά είμαι λίγο τεμπέλης. Βαριέμαι να κάνω καλά τη δουλειά μου. Ίσως... ίσως επειδή ποτέ δεν ήθελα αυτή τη ζωή», είπε ο Λάνι. «Δε μου χρωστάς εξηγήσεις», τον διαβεβαίωσε ο Μπίλι. «Το ξέρω. Αλλά το ζήτημα είναι ότι, είτε την ήθελα αυτή τη ζωή είτε όχι, αυτήν έχω. Δεν έχω τίποτ' άλλο. Και χρειάζομαι

μια ευκαιρία να την κρατήσω. Πρέπει να διαβάσω αυτό το σημείωμα, Μπίλι. Σε παρακαλώ, δώσ' το μου». Συμμεριζόμενος την αγωνία του φίλου του αλλά απρόθυμος να αποχωριστεί το σημείωμα, που στο μεταξύ είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα του, ο Μπίλι το ξεδίπλωσε και το διάβασε. Αν δεν πας στην αστυνομία και δεν την ανακατέψεις, θα σκοτώσω έναν ανύπαντρο άντρα που δε θα λείψει πολύ σε κανέναν. Αν πας στην αστυνομία, θα σκοτώσω μια νεαρή μητέρα δύο παιδιών. Έχεις πέντε ώρες για να αποφασίσεις. Η επιλογή είναι δική σου. Αν και ο Μπίλι συνέλαβε αμέσως την κάθε φρικτή λεπτομέρεια του μηνύματος, το ξαναδιάβασε. Ύστερα του το έδωσε. Η αγωνία, η σκουριά που διαβρώνει τη ζωή μας, αλλοίωσε το πρόσωπο του Λάνι Όλσεν καθώς διάβαζε τις λιγοστές γραμμές. «Είναι εντελώς αρρωστημένος, ο άθλιος». «Πρέπει να πάω στη Νάπα». «Γιατί;» «Για να παραδώσω και τα δύο σημειώματα στην αστυνομία». «Στάσου, στάσου», φώναξε ο Λάνι. «Δεν ξέρεις αν το δεύτερο θύμα θα είναι στη Νάπα. Θα μπορούσε να είναι στη ΣεντΈλενα ή στο Ράδερφορντ...» «Ή στο Άνγκουιν», τον έκοψε ο Μπίλι, «ή στο Καλιστόγκα». «Ή στο Γιάουντβιλ ή στο Σερκλ Όουκς ή στο Όουκβιλ», συνέχισε ο Λάνι για να δώσει έμφαση στο ζήτημα. «Δεν ξέρεις πού. Δεν ξέρεις τίποτα». «Ξέρω κάποια πράγματα», απάντησε ο Μπίλι. «Ξέρω ποιο είναι το σωστό». Ο Λάνι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του για να διώξει από πάνω τους τον ιδρώτα. «Οι πραγματικοί δολοφόνοι δεν παίζουν τέτοια παιχνίδια». «Αυτός εδώ το κάνει». Ο Λάνι δίπλωσε το σημείωμα και το έχωσε στο τσεπάκι του

πουκαμίσου της στολής του. «Άσε με να σκεφτώ ένα λεπτό», ικέτεψε τον Μπίλι. Ο Μπίλι τράβηξε αμέσως το χαρτί από το τσεπάκι του Λάνι. «Σκέψου όσο θέλεις. Εγώ πηγαίνω στη Νάπα». «Αχ, φίλε μου, αυτό είναι κακό. Είναι λάθος. Μην είσαι κουτός». «Αν δεν παίξω το παιχνίδι του, θα αναγκαστεί να σταματήσει». «Δηλαδή, θέλεις να σκοτώσεις μια νεαρή μητέρα δύο παιδιών. Αυτό θέλεις;» «Θα κάνω πως δεν το άκουσα». «Τότε θα το ξαναπώ. Θα σκοτώσεις μια νεαρή μητέρα δύο παιδιών». Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του. «Δε θα σκοτώσω κανέναν». «"Η επιλογή είναι δική σου"», είπε ο Λάνι. «Θα επιλέξεις να αφήσεις δύο παιδιά ορφανά;» Αυτό που έβλεπε τώρα ο Μπίλι στο πρόσωπο, στα μάτια του φίλου του δεν το είχε ξαναδεί ούτε όταν έπαιζαν πόκερ ούτε ποτέ άλλοτε. Ήταν σαν να έβλεπε έναν ξένο. «Η επιλογή είναι δική σου», επανέλαβε ο Λάνι. Ο Μπίλι δεν ήθελε να τσακωθούν. Μπορεί να ήταν κάτι ανάμεσα σε μοναχικό άνθρωπο και ερημίτη, αλλά αγαπούσε επίσης τη συντροφικότητα και δεν ήθελε να περάσει στην απέναντι όχθη. Διαισθανόμενος, ίσως, την ανησυχία του φίλου του, ο Λάνι ακολούθησε πιο ήπια τακτική. «Το μόνο που σου ζητάω είναι να μου δώσεις μια σανίδα σωτηρίας. Πατάω σε κινούμενη άμμο». «Έλα τώρα, Λάνι, για όνομα του Θεού». «Ξέρω, ξέρω. Την έχω άσχημα». «Μην επιχειρήσεις να με χειραγωγήσεις ξανά με τέτοιο τρόπο. Μη με πιέζεις». «Εντάξει. Συγνώμη. Αλλά να, ο σερίφης είναι σκληρό καρύδι. Τον ξέρεις. Ο φάκελος μου δεν είναι καλός και αυτό εδώ θα του δώσει την ευκαιρία να με διώξει από την υπηρεσία. Μου μένουν έξι χρόνια για να πάρω πλήρη σύνταξη». Όσο κοιτούσε τον Λάνι στα μάτια και έβλεπε μέσα τους την απόγνωση, και έβλεπε κάτι χειρότερο από απόγνωση που δεν ή-

θελε να ονομάσει, του ήταν αδύνατο να τα βρει μαζί του. Αναγκάστηκε να τραβήξει το βλέμμα του και να προσποιηθεί ότι μιλούσε με τον Λάνι που ήξερε πριν από αυτή τη συνάντηση. «Τι μου ζητάς να κάνω;» Παίρνοντας θάρρος από τον υποχωρητικό τόνο του, ο Λάνι μίλησε με ακόμα πιο διαλλακτική φωνή. «Δε θα το μετανιώσεις, Μπίλι. Όλα θα διορθωθούν». «Δεν είπα ότι θα κάνω ό,τι θέλεις. Απλώς θέλω να μάθω τι είναι αυτό που θέλεις». «Καταλαβαίνω. Το εκτιμώ. Είσαι αληθινός φίλος. Το μόνο που ζητάω είναι μία ώρα, μία ώρα για να σκεφτώ». «Ο τύπος θα πρέπει να ξέρει ότι σχολάω στις εφτά, οπότε μάλλον τότε αρχίζει να μετράει η ώρα. Μέχρι τα μεσάνυχτα. Ύστερα, προτού ξημερώσει, σκοτώνει τον έναν ή τον άλλο, κι εγώ, ενεργώντας ή αδρανώντας, έχω κάνει την επιλογή. Εκείνος θα κάνει ό,τι θέλει να κάνει, αλλά δε θέλω να πιστεύει πως αποφάσισα εγώ για λογαριασμό του». «Μία ώρα», του υποσχέθηκε ο Λάνι, «κι ύστερα θα πάω στο σερίφη Πάλμερ. Θέλω απλώς να σκεφτώ πώς θα το σερβίρω, πώς θα καταφέρω να σώσω το τομάρι μου». Μια γνώριμη κραυγή, που ωστόσο σπάνια άκουγε σ' εκείνη την περιοχή, τράβηξε την προσοχή του Μπίλι από τη μαύρη οροφή του αυτοκινήτου στον ουρανό. Τρεις λευκοί γλάροι σε ζαφειρένιο φόντο έρχονταν από τα ανατολικά. Σπάνια ανέβαιναν τόσο βόρεια από τον κόλπο του Σαν Πάμπλο. «Μπίλι, πρέπει να δώσω τα σημειώματα στο σερίφη Πάλμερ». «Προτιμώ να τα κρατήσω», αποκρίθηκε ο Μπίλι κοιτάζοντας τους γλάρους. «Τα σημειώματα είναι αποδεικτικά στοιχεία», κλαψούρισε ο Λάνι. «Αυτό το κάθαρμα, ο Πάλμερ, θα μου φορτώσει κι άλλο παράπτωμα, αν δε φροντίσω να προστατεύσω τα τεκμήρια». Καθώς ο καλοκαιρινός ουρανός έπιανε να σκοτεινιάζει, κάτι που έκανε πάντα τους γλάρους να επιστρέφουν στις παραθαλάσσιες κούρνιες τους, αυτά τα πουλιά έμοιαζαν τόσο εκτός τόπου,

που θα έλεγε κανείς ότι ήταν οιωνός. Τα διαπεραστικά, ψυχρά κρωξίματά τους προκάλεσαν ανατριχίλες στον Μπίλι. «Έχω μόνο το σημείωμα που βρήκα», μουρμούρισε. «Πού είναι το πρώτο;» ρώτησε ο Λάνι. «Το άφησα στην κουζίνα μου, δίπλα στο τηλέφωνο». Ο Μπίλι σκέφτηκε να γυρίσει στο μπαρ και να ρωτήσει την ΆιβιΈλτζιν τι σήμαιναν τα πουλιά. «Καλά, εντάξει. Δώσε μου μόνο αυτό που έχεις. Ο Πάλμερ θα θελήσει να έρθει να σου μιλήσει. Τότε μπορείς να του δώσεις και το πρώτο σημείωμα», είπε ο Λάνι. Το πρόβλημα ήταν ότι η Άιβι ισχυριζόταν πως διάβαζε τα μελλούμενα μόνο από διάφορες λεπτομέρειες που έβρισκε σε νεκρά πλάσματα. Αντιλαμβανόμενος το δισταγμό του Μπίλι, ο Λάνι έγινε πιο επίμονος. «Για όνομα του Θεού, κοίταξέ με. Τι έχουν αυτά τα πουλιά;» «Δεν ξέρω». «Τι δεν ξέρεις;» «Δεν ξέρω τι έχουν αυτά τα πουλιά». Ο Μπίλι ψάρεψε απρόθυμα το σημείωμα από την τσέπη του και του το έδωσε. «Μία ώρα». «Δε χρειάζομαι περισσότερο. Θα σου τηλεφωνήσω». Καθώς ο Λάνι έκανε να απομακρυνθεί, ο Μπίλι τον έπιασε από τον ώμο και τον σταμάτησε. «Τι πάει να πει, θα μου τηλεφωνήσεις; Είπες ότι θα φέρεις τον Πάλμερ». «Πρώτα θα σου τηλεφωνήσω, για να σου πω πώς θα τα μαγειρέψω ώστε να είμαι καλυμμένος». «Θα τα "μαγειρέψεις"», μουρμούρισε ο Μπίλι, νιώθοντας αποστροφή για τη λέξη. Σώπασαν. Οι γλάροι, που διέγραφαν κύκλους ψηλά στον ουρανό, πέταξαν προς τον ήλιο που έγερνε στη δύση. «Όταν τηλεφωνήσω», είπε ο Λάνι, «θα σου εξηγήσω τι θα πω στον Πάλμερ, ώστε να πούμε την ίδια ιστορία. Ύστερα θα πάω να τον βρω». Ο Μπίλι ευχήθηκε να μην του είχε δώσει το σημείωμα. Ό-

μως ήταν όντως αποδεικτικό στοιχείο και η λογική υπαγόρευε να το παραδώσει στον Λάνι. «Πού θα είσαι σε μία ώρα, στο Γουίσπερινγκ Πάινς;» Ο Μπίλι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα περάσω από εκεί, αλλά μόνο για ένα τέταρτο. Μετά θα γυρίσω σπίτι. Εκεί να με πάρεις. Όμως είναι και κάτι ακόμα». Ο Λάνι είπε ανυπόμονα: «Μπίλι, μην ξεχνάς. Τα μεσάνυχτα». «Πώς ξέρει αυτός ο ψυχοπαθής ποια θα είναι η επιλογή μου; Πώς ήξερε ότι ήρθα σ' εσένα και ότι δεν πήγα στην αστυνομία; Πώς θα ξέρει τι θα κάνω στις επόμενες τεσσερισήμισι ώρες;» Ο Λάνι συνοφρυώθηκε χωρίς να απαντήσει. «Εκτός αν με παρακολουθεί», είπε ο Μπίλι. «Όλα κυλούσαν τόσο ήρεμα», μουρμούρισε ο Λάνι, επιθεωρώντας τα σταθμευμένα αμάξια, το μπαρ και το τόξο που σχημάτιζαν τα φυλλώματα των φτελιών. «Έτσι πιστεύεις;» «Ήρεμα σαν τα νερά του ποταμού. Και τώρα έπεσε αυτός ο βράχος». «Πάντα υπάρχει ένας βράχος». «Λυτό είναι αλήθεια», είπε ο Λάνι και προχώρησε προς το περιπολικό του. Το μοναχοπαίδι της κυρίας Όλσεν φαινόταν αποθαρρημένο. Το παντελόνι του ήταν σακουλιασμένο και οι ώμοι του σκυφτοί. Ο Μπίλι ήθελε να τον ρωτήσει αν υπήρχε κάποια παρεξήγηση ανάμεσά τους, αλλά το θεώρησε πολύ ωμό και δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο για να θέσει την ερώτηση. «Είναι κάτι που δε σου έχω πει ποτέ, ενώ θα έπρεπε», άκουσε τον εαυτό του να λέει. Ο Λάνι κοντοστάθηκε και κοίταξε πίσω, παρατηρώντας τον με επιφυλακτικότητα. «Όλα αυτά τα χρόνια που η μαμά σου ήταν άρρωστη κι εσύ τη φρόντιζες, εγκατέλειψες τα όνειρά σου... Αυτό είναι πιο σωστό κι από τη δουλειά ενός αστυνομικού». Ο Λάνι κοίταξε αμήχανα τα δέντρα και είπε, σχεδόν ταραγμένος: «Ευχαριστώ, Μπίλι». Έδειχνε πραγματικά συγκινημένος που άκουγε κάποιον να αναγνωρίζει τη θυσία του. Μετά, κυρι-

ευμένος ίσως από ένα αίσθημα ντροπής, θέλησε να υποβαθμίσει, αν όχι να ειρωνευτεί, την αρετή του, προσθέτοντας: «Αλλά αυτό δε μου εξασφαλίζει μια σύνταξη». Ο Μπίλι τον κοίταζε καθώς έμπαινε στο περιπολικό και απομακρυνόταν. Στη σιγαλιά που είχαν αφήσει πίσω τους οι φευγάτοι γλάροι, η καλοκαιρινή μέρα ξεθώριαζε σιγά σιγά, ενώ οι λόφοι και οι κοιλάδες και τα δέντρα ντύνονταν τη σκοτεινή φορεσιά τους. Στην άλλη άκρη της δημοσιάς, ο ξύλινος άνθρωπος των δώδεκα μέτρων έτρεχε να σωθεί από τους τεράστιους απειλητικούς τροχούς της βιομηχανίας ή την ιδεολογία της βαναυσότητας ή τη μοντέρνα τέχνη.

Κεφάλαιο 7

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ με φόντο το βουλιαγμένο μαξιλάρι ήταν για τον Μπίλι η απελπισία και η ελπίδα του, η απώλεια και η προσδοκία του. Η Μπάρμπαρα ήταν μια άγκυρα με διπλή σημασία, η πρώτη σημασία ευεργετική. Η θέα της κρατούσε τον Μπίλι σταθερό και ήρεμο, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες της ημέρας. Λιγότερο ευεργετικές ήταν οι αναμνήσεις από την εποχή που εκείνη δεν είχε απλώς τις αισθήσεις της αλλά ήταν και ένας πολύ ζωντανός άνθρωπος, που αποτελούσαν έναν κρίκο της αλυσίδας που τον τύλιγε. Αν η Μπάρμπαρα περνούσε από το κώμα στην απόλυτη λησμονιά, τότε η αλυσίδα θα σφιγγόταν ακόμα περισσότερο γύρω του και θα τον τραβούσε μαζί της στα απύθμενα νερά. Δεν την επισκεπτόταν μόνο για να της κρατήσει συντροφιά με την ελπίδα ότι ακόμα και μέσα στην εσωτερική φυλακή της θα αναγνώριζε την παρουσία του, αλλά και για να διδαχτεί ο ίδιος να μεριμνά και να μη μεριμνά, για να μάθει να μένει ακίνητος και για να βρει ίσως την άπιαστη ψυχική γαλήνη. Αυτό το απόβραδο, η γαλήνη ήταν περισσότερο άπιαστη από ό,τι συνήθως. Η προσοχή του μετατοπιζόταν κάθε τόσο από το πρόσωπο της στο ρολόι του κι από εκεί στο παράθυρο, έξω από το οποίο το έντονο κίτρινο φως της μέρας υποχωρούσε, δίνοντας τη θέση του στους θλιμμένους τόνους του λυκόφωτος. Πήρε το σημειωματάριό του. Το ξεφύλλισε, διαβάζοντας τα ακατανόητα λόγια που είχε προφέρει κατά καιρούς η Μπάρμπαρα.

Όταν βρήκε μια ενότητα που του κίνησε το ενδιαφέρον, τη διάβασε μεγαλόφωνα: «...απαλή μαύρη ψιχάλα...» «...ο θάνατος του ήλιου...» «...κοστούμι σαν σκιάχτρου...» «... συκώτια από παχιές χήνες...» «...στενός δρόμος, ψηλά σπίτια...» «...μια στέρνα για να κρατάει την ομίχλη...» «...παράξενες μορφές... φασματική κίνηση...» «...καμπάνες με καθάριο ήχο...» Ο Μπίλι ήλπιζε ότι η Μπάρμπαρα, ακούγοντας τις αινιγματικές κωματώδεις φράσεις της, θα ένιωθε την ανάγκη να μιλήσει, να διευκρινίσει τα λόγια της και να τους δώσει κάποιο νόημα. Μερικές βραδιές, η ανάγνωση πετύχαινε να προκαλέσει κάποια απάντησή της. Όμως ποτέ δε διευκρίνιζε όσα είχε πει τις προηγούμενες φορές. Αντίθετα, πρόφερε μια καινούρια και διαφορετική σειρά από εξίσου ακατανόητες φράσεις. Εκείνο το βράδυ έμεινε κλεισμένη στη σιωπή της. Μόνο κάπου κάπου της ξέφευγε ένας αναστεναγμός χωρίς να εκφράζει κάποιο συναίσθημα, σαν να ήταν μια μηχανή που λειτουργούσε σε αργό ρυθμό, με κάποιες δυνατότερες εξάρσεις που οφείλονταν στις τυχαίες μεταβολές στην τάση του ρεύματος. Ο Μπίλι της διάβασε δυνατά δύο ενότητες, κι ύστερα έβαλε το σημειωματάριο στην τσέπη του. Ήταν ταραγμένος και είχε διαβάσει πολύ βιαστικά και με μεγάλη ένταση. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι διάβαζε θυμωμένα, πράγμα που δε θα ωφελούσε την Μπάρμπαρα. Άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. Πλησίασε το παράθυρο. Το Γουίσπερινγκ Πάινς γειτόνευε με έναν ελαφρά ανηφορικό αμπελώνα. Πίσω από το παράθυρο απλώνονταν οι βραγιές των κλημάτων με τα πράσινα φύλλα που το φθινόπωρο θα 'παιρναν να κοκκινίζουν. Τα μικρά, σκληρά σταφύλια ήθελαν ακόμα πολλές εβδομάδες μέχρι να ωριμάσουν. Τα αυλάκια ανάμεσα από τις σειρές των κλημάτων φάνταζαν μαύρα αυτή την ώρα της ημέρας, ενώ ανάμεσά τους διακρινό-

ταν το πορφυρό χρώμα των στέμφυλων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα. Καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά από το παράθυρο έστεκε ένας άντρας μόνος ανάμεσα στα κλήματα. Δεν κρατούσε εργαλεία ούτε έδειχνε να δουλεύει. Μπορεί να ήταν καλλιεργητής ή οινοποιός. Σίγουρα δεν έδειχνε να βιάζεται. Στεκόταν ασάλευτος, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Έμοιαζε να παρατηρεί το αναρρωτήριο. Από τέτοια απόσταση και με τόσο φως, δε διακρίνονταν λεπτομέρειες της εμφάνισής του. Στεκόταν ανάμεσα στα κλήματα με την πλάτη στραμμένη στον ήλιο που έδυε, οπότε φαινόταν μόνο η σιλουέτα του. Ακούγοντας βήματα στη σκάλα, που στην πραγματικότητα ήταν ο χτύπος της καρδιάς του, ο Μπίλι είπε στον εαυτό του ότι έπρεπε να πάψει να παραλογίζεται. Για να αντιμετωπίσει τις επικείμενες δυσκολίες, έπρεπε να διατηρήσει την ηρεμία του και τη νηφαλιότητά του. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Πλησίασε στο κρεβάτι. Τα μάτια της Μπάρμπαρα κινήθηκαν κάτω από τα βλέφαρα. Οι ειδικοί έλεγαν ότι αυτό αποτελούσε ένδειξη ότι ονειρευόταν. Πιστεύοντας ότι το κώμα ήταν ένας βαθύτερος ύπνος από ό,τι ο κανονικός, ο Μπίλι αναρωτήθηκε μήπως και τα όνειρά της ήταν πιο έντονα από ό,τι τα συνηθισμένα -γεμάτα πυρετώδη δράση, εκκωφαντικό θόρυβο και έντονα χρώματα. Ανησυχούσε μήπως τα όνειρά της ήταν εφιάλτες, συνεχόμενοι και ζωντανοί. Όταν τη φίλησε στο μέτωπο, εκείνη μουρμούρισε: «Έχουμε ανατολικό άνεμο...» Ο Μπίλι περίμενε, αλλά εκείνη δεν είπε τίποτε άλλο, αν και τα μάτια της πετάριζαν από φάντασμα σε φάντασμα κάτω από τα κλειστά βλέφαρα. Επειδή τα λόγια δεν ακούγονταν απειλητικά και επειδή η φωνή της δεν αποκάλυπτε κάποια αίσθηση κινδύνου, προτίμησε να πιστέψει πως το τωρινό όνειρο της, τουλάχιστον, ήταν ανώδυνο. Αν και δεν το ήθελε, πήρε από το κομοδίνο έναν τετράγωνο

κρεμ φάκελο που έγραφε το όνομά του με συνεχόμενα γράμματα. Τον έχωσε στην τσέπη του χωρίς να τον ανοίξει, επειδή ήξερε πως του τον είχε αφήσει ο γιατρός της Μπάρμπαρα, ο Τζόρνταν Φέριερ. Όποτε χρειαζόταν να συζητήσουν κάτι σχετικό με τη φαρμακευτική αγωγή, ο γιατρός χρησιμοποιούσε πάντα το τηλέφωνο. Στα γραπτά σημειώματα κατέφευγε μόνο όταν άφηνε την ιατρική και έπιανε τη δουλειά του διαβόλου. Επιστρέφοντας στο παράθυρο, ο Μπίλι διαπίστωσε πως ο τύπος που κοίταζε από το αμπέλι είχε φύγει. Λίγες στιγμές αργότερα, βγήκε από το Γουίσπερινγκ Πάινς, περιμένοντας εν μέρει να βρει κι άλλο σημείωμα στο παρμπρίζ του. Ευτυχώς, δε συνέβη κάτι τέτοιο. Κατά πάσα πιθανότητα, ο άντρας στο αμπέλι ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος που έκανε τη δουλειά του. Τίποτα περισσότερο. Τίποτα λιγότερο. Ο Μπίλι γύρισε κατευθείαν στο σπίτι του, πάρκαρε στο ξεχωριστό γκαράζ, ανέβηκε τα σκαλοπάτια της πίσω βεράντας και βρήκε την πόρτα της κουζίνας ξεκλείδωτη και μισάνοιχτη.

Κεφάλαιο 8

ΚΑΝΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ σημειώματα δεν απειλούσε τον ίδιο τον Μπίλι. Δεν κινδύνευε η ζωή του ή η σωματική του ακεραιότητα. Παρ' όλ' αυτά, θα προτιμούσε κάποιο σωματικό κίνδυνο από το ηθικό δίλημμα που αντιμετώπιζε τώρα. Όπως και να 'χε, όταν βρήκε ανοιχτή την πίσω πόρτα του σπιτιού του, σκέφτηκε να μείνει στην αυλή και να περιμένει εκεί τον Λάνι και το σερίφη Πάλμερ. Αυτή η σκέψη τον απασχόλησε μόνο για μια στιγμή. Δεν τον ένοιαζε αν ο Λάνι και ο Πάλμερ τον θεωρούσαν δειλό, αλλά δεν ήθελε να θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του δειλό. Μπήκε στο σπίτι. Κανένας δεν τον περίμενε στην κουζίνα. Το θαμπό φως του δειλινού μετά βίας περνούσε από τα τζάμια στο εσωτερικό του σπιτιού. Προχώρησε με επιφυλακτικότητα, ανάβοντας τα φώτα καθώς πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Δε βρήκε κανέναν, ούτε στα δωμάτια ούτε στις ντουλάπες. Παραδόξως, δε διέκρινε ούτε σημάδια ότι κάποιος είχε μπει κρυφά. Όταν επέστρεψε στην κουζίνα, είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως ο ίδιος δεν είχε κλείσει και κλειδώσει την πόρτα το πρωί που έφυγε. Αυτή την πιθανότητα την απέρριψε όταν βρήκε το εφεδρικό κλειδί στον πάγκο της κουζίνας, κοντά στο τηλέφωνο. Κανονικά έπρεπε να είναι στερεωμένο με κολλητική ταινία κάτω από ένα από τα είκοσι δοχεία με βαφή και βερνίκι ξύλου που είχε αποθηκευμένα στο ράφι του γκαράζ. Ο Μπίλι είχε χρησιμοποιήσει για τελευταία φορά το εφεδρι-

κό κλειδί πριν από έξι μήνες. Ήταν απίθανο να τον παρακολουθούσε κάποιος για τόσο μεγάλο διάστημα. Υποψιαζόμενος την ύπαρξη εφεδρικού κλειδιού, ο δολοφόνος θα πρέπει να είχε υποθέσει ότι το πιθανότερο σημείο για να το κρύψει κανείς ήταν στο γκαράζ. Τα δύο τρίτα του γκαράζ καταλαμβάνονταν από τον άριστα εξοπλισμένο επαγγελματικό πάγκο εργασίας του Μπίλι, ο οποίος διέθετε αναρίθμητα συρτάρια, ντουλάπια και ράφια όπου θα μπορούσε να κρύψει κανείς ένα τόσο μικρό αντικείμενο. Το ψάξιμο για την ανεύρεσή του θα μπορούσε να διαρκέσει ώρες. Η λογική έλεγε ότι ο δολοφόνος δε θα έχανε την ώρα του ούτε θα έμπαινε στον κόπο να ψάξει να βρει το κλειδί, ώστε, μετά την επίσκεψή του στο σπίτι, να γνωστοποιήσει την εισβολή του αφήνοντάς το στην κουζίνα. Γιατί να το κάνει, αφού μπορούσε να σπάσει ένα από τα τέσσερα τζαμάκια της πίσω πόρτας; Καθώς ο Μπίλι πάσχιζε να λύσει το γρίφο, ξάφνου διαπίστωσε πως το κλειδί βρισκόταν πάνω στη μαύρη επιφάνεια του γρανίτη του πάγκου, στο σημείο όπου είχε αφήσει το πρώτο δακτυλογραφημένο σημείωμα του δολοφόνου. Το σημείωμα δεν ήταν εκεί. Κοιτάζοντας γύρω του, δεν είδε το σημείωμα ούτε στο πάτωμα ούτε σε κάποιον άλλο πάγκο. Άνοιξε τα πιο κοντινά συρτάρια, αλλά δεν το βρήκε πουθενά... Και τότε συνειδητοποίησε ότι τελικά ο δολοφόνος της Ζιζέλ Γουίνσλοου δεν είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι. Ο εισβολέας ήταν ο Λάνι Όλσεν. Ο Λάνι ήξερε πού φυλούσε ο Μπίλι το κλειδί. Όταν ζήτησε το πρώτο σημείωμα ως αποδεικτικό στοιχείο, ο Μπίλι του είπε ότι το είχε αφήσει εκεί, στην κουζίνα. Ο Λάνι είχε ρωτήσει επίσης πού θα τον έβρισκε μέσα στην επόμενη ώρα, αν θα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι ή θα περνούσε από το Γουίσπερινγκ Πάινς. Ένα έντονο κακό προαίσθημα κυρίεψε τον Μπίλι, μια γενική ανησυχία και αμφιβολία που άρχισε να πνίγει την εμπιστοσύνη του.

Αν ο Λάνι σκόπευε από την αρχή να έρθει εδώ και να πάρει το σημείωμα ως αποδεικτικό στοιχείο, αμέσως και όχι αργότερα μαζί με το σερίφη, θα έπρεπε να του το είχε πει. Η εξαπάτησή του υποδήλωνε ότι αυτό που τον ένοιαζε δεν ήταν η προστασία των πολιτών ούτε η υποστήριξη ενός φίλου, αλλά το πώς θα έσωζε το τομάρι του. Ο Μπίλι δεν ήθελε να το πιστέψει. Προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη του Λάνι. Μπορεί, όταν έφυγε από το μπαρ με το περιπολικό, να αποφάσισε ότι, τελικά, έπρεπε να έχει στα χέρια του και τα δύο σημειώματα προτού επικοινωνήσει με το σερίφη Πάλμερ. Και ίσως δε θέλησε να του τηλεφωνήσει στο Γουίσπερινγκ Πάινς, επειδή ήξερε πόσο σημαντικές ήταν για τον Μπίλι αυτές οι επισκέψεις. Σ' αυτή την περίπτωση, ωστόσο, θα μπορούσε να αφήσει ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα στη θέση του σημειώματος του δολοφόνου. Εκτός αν... Αν η πρόθεσή του ήταν να καταστρέψει και τα δύο σημειώματα, αντί να πάει στον Πάλμερ, και αργότερα να ισχυριστεί ότι ο Μπίλι δεν του είχε πει τίποτα πριν από τη δολοφονία της Γουίνσλοου, ένα τέτοιο σημείωμα σε αντικατάσταση του κλεμμένου ασφαλώς θα ήταν ενοχοποιητικό για κείνον. Ο Λάνι Όλσεν έδινε πάντα την εντύπωση καλού ανθρώπου. Είχε, βέβαια, τα ελαττώματά του, αλλά κατά βάση ήταν καλός και ηθικός και έντιμος. Είχε θυσιάσει τα όνειρά του για να συμπαρασταθεί στην άρρωστη μητέρα του για πάρα πολλά χρόνια. Ο Μπίλι έβαλε το εφεδρικό κλειδί στην τσέπη του παντελονιού του. Δε σκόπευε να το στερεώσει ξανά κάτω από το δοχείο στο εργαστήριό του. Αναρωτήθηκε πόσες κακές αναφορές περιείχε ο υπηρεσιακός φάκελος του Λάνι, πόσο τεμπέλης ήταν. Τώρα άκουγε πιο καθαρά την απόγνωση στη φωνή του φίλου του απ* ό,τι την είχε ακούσει τη στιγμή που του έλεγε: Ποτέ δεν ήθελα αυτή τη ζωή... αλλά το ζήτημα είναι ότι, είτε την ήθελα αυτή τη ζωή είτε όχι, αυτήν έχω. Αεν έχω τίποτ' άλλο. Και χρειάζομαι μια ευκαιρία να την κρατήσω. Ακόμα και οι καλύτεροι άνθρωποι μπορεί να σπάσουν κά-

ποια στιγμή. Ο Μπίλι δεν είχε αντιληφθεί πως ο Λάνι βρισκόταν πολύ κοντά σ' αυτό το σημείο. Το ρολόι έδειχνε 8:09. Σε λιγότερες από τέσσερις ώρες, ανεξάρτητα από την επιλογή που θα έκανε ο Μπίλι, κάποιος θα πέθαινε. Ήθελε να διώξει από πάνω του αυτή την ευθύνη. Ο Λάνι υποτίθεται ότι θα του τηλεφωνούσε στις 8:30. Ο Μπίλι δε σκόπευε να περιμένει. Άρπαξε το ακουστικό από το τηλέφωνο που ήταν στερεωμένο στον τοίχο και πληκτρολόγησε τον αριθμό του κινητού του Λάνι. Ύστερα από πέντε χτυπήματα, ο τηλεφωνητής τού ζήτησε να αφήσει μήνυμα. «Είμαι ο Μπίλι. Είμαι σπίτι. Τι διάβολο πήγες κι έκανες; Τηλεφώνησέ μου αμέσως». Το ένστικτό του του υπαγόρευε να μην επιχειρήσει να βρει τον Λάνι μέσω του τηλεφωνικού κέντρου της αστυνομίας. Θα άφηνε ίχνη, πράγμα που ίσως είχε κάποιες απρόβλεπτες συνέπειες. Η προδοσία του φίλου του, αν πράγματι αυτό είχε συμβεί, ανάγκασε τον Μπίλι να μπει στη διαδικασία των προσεκτικών υπολογισμών κάποιου που ήταν ένοχος, παρ' όλο που δεν είχε κάνει τίποτα κακό. Αν ένιωθε ένα παροδικό τσίμπημα πόνου και θυμού, θα το κατανοούσε. Αντί γι' αυτό, ένιωσε να φουντώνει μέσα του ένα συναίσθημα εχθρότητας τόσο έντονο και τόσο γρήγορα, που το. στήθος του σφίχτηκε και δυσκολευόταν να καταπιεί. Με την καταστροφή των μηνυμάτων, μπορεί ο Λάνι να έσωζε τη θέση του στην αστυνομία, όμως η κατάσταση του Μπίλι θα γινόταν χειρότερη. Χωρίς στοιχεία, θα δυσκολευόταν ακόμα περισσότερο να πείσει τις Αρχές πως η ιστορία του ήταν αληθινή και πως ίσως έριχνε φως στην ψυχολογία του δολοφόνου. Αν πήγαινε τώρα στην αστυνομία, κινδύνευε να τον αντιμετωπίσουν σαν κάποιον που επιδίωκε τη δημοσιότητα ή σαν έναν μπάρμαν που είχε δοκιμάσει μεγάλες δόσεις από τα ποτά που σέρβιρε. Ή σαν ύποπτο. Καθηλωμένος από αυτή τη σκέψη, στάθηκε για μια στιγμή εντελώς ακίνητος, διερευνώντας την. Ύποπτος.

Το στόμα του στέγνωσε. Η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο του. Πήγε στο νεροχύτη και γέμισε ένα ποτήρι κρύο νερό. Στην πρώτη γουλιά, δυσκολεύτηκε, αλλά μετά κατέβασε μονορούφι το ποτήρι. Κρύο καθώς ήταν και έτσι βιαστικά που το ήπιε, το νερό τού προκάλεσε έναν οξύ πόνο στο στήθος και συγχρόνως ναυτία. Άφησε το ποτήρι στο στραγγιστήρι και έσκυψε πάνω από το νεροχύτη, ώσπου να υποχωρήσει η αδιαθεσία. Έριξε κρύο νερό στο λιγδωμένο πρόσωπό του και έπλυνε τα χέρια του με ζεστό. Άρχισε να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα. Κάθισε για λίγο στο τραπέζι κι ύστερα έκανε ακόμα μερικές βόλτες. Στις 8:30 στάθηκε πάνω από το τηλέφωνο, κοιτάζοντάς το, έστω κι αν είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως δε θα χτυπούσε. Στις 8:40 κάλεσε το κινητό του Λάνι από το δικό του κινητό, ώστε να είναι ελεύθερη η γραμμή του σπιτιού. Του απάντησε πάλι ο τηλεφωνητής. Στην κουζίνα έκανε πολλή ζέστη. Ασφυκτιούσε. Στις 8:45 βγήκε στην πίσω βεράντα. Χρειαζόταν καθαρό αέρα. Άφησε ανοιχτή την πόρτα, ώστε να ακούσει το τηλέφωνο αν χτυπούσε. Ο ουρανός στην ανατολή είχε χρώμα λουλακί. Πάνω από το κεφάλι του Μπίλι, προς τη δύση, είχε πάρει τους ιριδίζοντες τόνους του πορτοκαλί και του πράσινου. Τα σκοτεινά δάση ολόγυρα γίνονταν όλο και πιο μαύρα. Αν κάποιος εχθρικός παρατηρητής βρισκόταν κρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα, στις φτέρες και στα φιλόδεντρα, μόνο ένα εκπαιδευμένο σκυλί θα αντιλαμβανόταν την παρουσία του. Εκατοντάδες αθέατοι βάτραχοι είχαν αρχίσει να τραγουδούν στα σκοτεινά, αλλά μέσα στην κουζίνα, πίσω από την ανοιχτή πόρτα, όλα ήταν σιωπηρά. Ίσως ο Λάνι χρειαζόταν λίγο περισσότερο χρόνο για να βρει τρόπο να μαγειρέψει την αλήθεια. Σίγουρα δεν ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του. Δεν μπο-

ρεί να είχε μετατραπεί τόσο ολοκληρωτικά, τόσο γρήγορα, σε έναν άνθρωπο που νοιάζεται μόνο για το ατομικό του συμφέρον. Όσο τεμπέλης, όσο αποθαρρημένος κι αν ήταν, εξακολουθούσε να έχει την ιδιότητα του αστυνομικού. Αργά ή γρήγορα θα συνειδητοποιούσε ότι η ζωή του θα γινόταν μαρτύριο, αν, παρακωλύοντας τις έρευνες, συνέβαλλε σε περισσότερες δολοφονίες. Τα μελανά χρώματα της ανατολής απλώθηκαν σε λίγο σ' όλο το στερέωμα, ενώ στη δύση ο ορίζοντας σκεπαζόταν από φωτιά και αίμα.

Κεφάλαιο 1 9

ΣΤΙΣ 9:00 Ο ΜΠΙΛΙ άφησε τη βεράντα και επέστρεψε στην κουζίνα. Έκλεισε την πόρτα και την κλείδωσε. Σε τρεις ώρες, η μοίρα θα είχε αποφασίσει, ένας θάνατος θα είχε οριστεί και, αν ο δολοφόνος ακολουθούσε ένα πρόγραμμα, μέχρι το ξημέρωμα κάποιος θα είχε δολοφονηθεί. Το κλειδί του SUV βρισκόταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ο Μπίλι το πήρε. Σκέφτηκε να βγει να ψάξει τον Λάνι Όλσεν. Το αίσθημα που λίγο νωρίτερα νόμισε ότι ήταν εχθρότητα δεν ήταν παρά απλή απόγνωση. Τώρα αισθανόταν πραγματική εχθρότητα, μια σκοτεινή και πικρόχολη μελαγχολία. Ήθελε απεγνωσμένα μια αντιπαράθεση. Προφύλαξε με απ' τον εχθρό που έχει κάτι να κερδίσει, κι από το φίλο που έχει κάτι να χάσει. Ο Λάνι είχε ημερήσια βάρδια. Τώρα θα είχε σχολάσει. Το πιθανότερο ήταν να τον βρει στο σπίτι. Αν δεν ήταν εκεί, θα τον αναζητούσε στα λιγοστά εστιατόρια και στα μπαρ της περιοχής ή σε σπίτια φίλων. Ένα αίσθημα ευθύνης και ένα παράξενο είδος μάταιης ελπίδας κρατούσε τον Μπίλι αιχμάλωτο στην κουζίνα του, δίπλα στο τηλέφωνο. Δεν περίμενε πλέον τηλεφώνημα από τον Λάνι, αλλά μπορεί να τηλεφωνούσε ο δολοφόνος. Ο σιωπηλός ακροατής στην άλλη άκρη της γραμμής την προηγούμενη νύχτα ήταν ο δολοφόνος της Ζιζέλ Γουίνσλοου. Ο Μπίλι δεν είχε αποδείξεις, αλλά ούτε αμφιβολίες.

Ίσως του τηλεφωνούσε πάλι. Αν ο Μπίλι κατόρθωνε να του μιλήσει, ίσως κάτι μπορούσε να κάνει, κάτι να μάθει. Ο Μπίλι δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι τέτοιου είδους τέρατα μπορούσαν να παρασυρθούν και να πιάσουν την κουβέντα. Ούτε ότι ένας μανιακός δολοφόνος διαπραγματεύεται ή πείθεται με τη λογική να λυπηθεί τη ζωή ενός ανθρώπου. Αν όμως του αποσπούσε μερικές κουβέντες, μπορεί να αποδεικνυόταν πολύτιμο. Από τη φωνή μπορεί κανείς να καταλάβει την εθνικότητα, την καταγωγή, τη μόρφωση και, πάνω κάτω, την ηλικία ενός ανθρώπου. Με λίγη τύχη, ίσως ο δολοφόνος αποκάλυπτε κάποια αξιοσημείωτη πληροφορία σχετικά με το άτομό του. Ένα ελάχιστο στοιχείο, ένα μικρό μπουμπούκι που η προσεκτική ανάλυση θα το έκανε να ανθίσει και θα έδινε στον Μπίλι κάτι αξιόπιστο για να μπορέσει να μιλήσει στην αστυνομία. Η αντιπαράθεση με τον Λάνι Όλσεν μπορεί να τον βοηθούσε να ηρεμήσει, αλλά δε θα τον έβγαζε από το αδιέξοδο στο οποίο τον είχε φέρει ο δολοφόνος. Κρέμασε το κλειδί του Εξπλόρερ σε ένα γάντζο. Το προηγούμενο βράδυ, σε μια στιγμή νευρικότητας, είχε κατεβάσει τα στόρια όλων των παραθύρων. Το πρωί, πριν από το πρόγευμα, είχε σηκώσει τα στόρια της κουζίνας. Τώρα τα ξανακατέβασε. Στάθηκε στη μέση του δωματίου. Κοίταξε το τηλέφωνο. Σκοπεύοντας να καθίσει στο τραπέζι, ακούμπησε το δεξί του χέρι στη ράχη μιας καρέκλας, αλλά δεν την τράβηξε. Στάθηκε απλώς ασάλευτος, επιθεωρώντας το μαύρο γυαλιστερό γρανιτένιο δάπεδο. Διατηρούσε το σπίτι του σε άψογη κατάσταση. Ο γρανίτης ήταν αστραφτερός, λείος. Το μαύρο δάπεδο κάτω από τα πόδια του έμοιαζε να μην υπάρχει, ήταν σαν να έστεκε στον αέρα, χωρίς φτερά, ψηλά μέσα στη νύχτα, ενώ από κάτω έχασκαν τα οχτώ χιλιόμετρα της ατμόσφαιρας.

Τράβηξε την καρέκλα από το τραπέζι. Κάθισε. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, ήταν πάλι όρθιος. Έτσι όπως είχαν τα πράγματα, ο Μπίλι Γουάιλς δεν ήξερε πώς να ενεργήσει, τι να κάνει. Δεν είχε ιδέα πώς να περάσει την ώρα του, μόλο που τα τελευταία χρόνια στην ουσία αυτό ακριβώς έκανε. Μια και δεν είχε δειπνήσει, πήγε στο ψυγείο. Δεν πεινούσε. Τίποτα από όσα είδε στα ράφια δεν του έκανε όρεξη να το φάει. Κοίταξε τα κλειδιά του Εξπλόρερ που κρέμονταν στο γάντζο. Πλησίασε το τηλέφωνο και κάρφωσε πάνω του τα μάτια του. Κάθισε στο τραπέζι. Δίδαξε μας να νοιαζόμαστε και να μη νοιαζόμαστε. Δίδαξε μας να μένουμε ακίνητοι. Ύστερα από λίγο πήγε στο γραφείο του, όπου περνούσε συχνά τα απογεύματα σκαλίζοντας αρχιτεκτονικά στολίδια σε ένα γωνιακό πάγκο εργασίας. Διάλεξε τα εργαλεία του και ένα κομμάτι λευκής βελανιδιάς στο οποίο είχε σκαλίσει το μισό από το σχέδιο της ακάνθου. Επέστρεψε μαζί μ' αυτά στην κουζίνα. Το γραφείο είχε τηλέφωνο, αλλά εκείνο το βράδυ ο Μπίλι προτίμησε την κουζίνα. Το γραφείο διέθετε επίσης αναπαυτικό καναπέ και φοβόταν μήπως μπει στον πειρασμό να ξαπλώσει. Αν τον έπαιρνε ο ύπνος, μπορεί να μην ξυπνούσε από το τηλεφώνημα του δολοφόνου. Μπορεί να μην ξυπνούσε ποτέ ξανά. Είτε ήταν ρεαλιστικός ο φόβος του είτε όχι, βολεύτηκε στο τραπέζι της κουζίνας με το ξύλο και τα εργαλεία. Χωρίς τη μέγκενη, μπορούσε να σκαλίσει μόνο τις πιο μικρές λεπτομέρειες των φύλλων, μια δουλειά που έμοιαζε πολύ με κέντημα. Ο φλοιός της βελανιδιάς κάτω από το λεπίδι έβγαζε έναν κούφιο ήχο, λες και ήταν κόκαλο κι όχι ξύλο. Στις δέκα και δέκα, λιγότερο από δύο ώρες πριν λήξει η διορία, αποφάσισε ξαφνικά να πάει να μιλήσει στο σερίφη. Το σπίτι του βρισκόταν σε μια περιοχή που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του σερίφη. Το μπαρ βρισκόταν στο Βίνγιαρντ Χιλς, αλλά η πόλη ήταν πολύ μικρή για να διαθέτει δική της αστυνο-

μική δύναμη, έτσι εκπρόσωπος του νόμου και εκεί ήταν ο σερίφης Πάλμερ. Ο Μπίλι άρπαξε το κλειδί από το γάντζο, άνοιξε την πόρτα, βγήκε στην πίσω βεράντα... και κοντοστάθηκε. Αν πας στην αστυνομία, θα σκοτώσω μια νεαρή μητέρα δύο παιδιών. Δεν ήθελε να διαλέξει. Δεν ήθελε να πεθάνει κανένας. Σ' όλη την Κομητεία Νάπα θα πρέπει να υπήρχαν δεκάδες νεαρές μητέρες με δύο παιδιά. Μπορεί εκατό, μπορεί διακόσιες, μπορεί περισσότερες. Ακόμα κι αν είχαν πέντε ώρες στη διάθεσή τους, οι αστυνομικοί δε θα προλάβαιναν να εντοπίσουν και να προειδοποιήσουν όλους τους πιθανούς στόχους. Θα αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν τα μέσα ενημέρωσης για να προειδοποιήσουν τους πολίτες. Κι αυτό μπορεί να έπαιρνε μέρες. Τώρα, καθώς έμεναν λιγότερες από δύο ώρες, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα δραστικό. Η αστυνομία θα ξόδευε περισσότερες από δύο ώρες ανακρίνοντας τον Μπίλι. Η νεαρή γυναίκα, την οποία προφανώς ο δολοφόνος είχε προεπιλέξει, θα πέθαινε. Κι αν ξυπνούσαν τα παιδιά; Μπορεί να τα σκότωνε κι αυτά, για να μην υπάρχουν μάρτυρες. Ο μανιακός δεν είχε υποσχεθεί ότι θα δολοφονούσε μόνο τη μητέρα. Η νύχτα ήταν υγρή. Μια ευωδιαστή μυρωδιά σηκώθηκε από το παχύ στρώμα των πεσμένων καρπών των δέντρων και μεταφέρθηκε απαλά από το δάσος προς τη βεράντα. Ο Μπίλι επέστρεψε στην κουζίνα και έκλεισε την πόρτα. Αργότερα, καθώς λάξευε τις λεπτομέρειες του φύλλου, τρυπήθηκε στον αντίχειρα. Δεν έβαλε τσιρότο. Το τραύμα ήταν μικρό, θα έκλεινε γρήγορα. Όταν κόπηκε σε μια άρθρωση, ήταν τόσο απορροφημένος από το έργο του, ώστε δεν έδωσε σημασία. Δούλευε με ταχύτητα, κι όταν κόπηκε για τρίτη φορά, ούτε καν το κατάλαβε. Αν κάποιος τύχαινε να τον παρατηρεί εκείνη την ώρα, ίσως σκεφτόταν πως ο Μπίλι ήθελε να ματώσει.

Καθώς τα χέρια του παρέμεναν απασχολημένα, τα τραύματα συνέχιζαν να αιμορραγούν. Το ξύλο ρούφηξε το αίμα. Κάποια στιγμή, ο Μπίλι συνειδητοποίησε ότι το ξύλο της βελανιδιάς είχε αλλάξει χρώμα. Παράτησε στη μέση τη δουλειά και άφησε στην άκρη το κοπίδι. Κάθισε για λίγο, κοιτάζοντας τα χέρια του, ανασαίνοντας λαχανιασμένα χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Σιγά σιγά η αιμορραγία σταμάτησε, και δεν ξανάρχισε όταν έπλυνε τα χέρια του στο νεροχύτη. Στις 11:45, αφού στέγνωσε τα χέρια του σε μια πετσέτα της κουζίνας, πήρε μια κρύα Γκίνες και την ήπιε από το μπουκάλι. Την τελείωσε πολύ γρήγορα. Πέντε λεπτά μετά την πρώτη μπίρα, άνοιξε δεύτερη. Τη σέρβιρε σε ποτήρι, για να τη σιγοπίνει και να του κρατήσει έτσι περισσότερη ώρα. Στάθηκε με την μπίρα μπροστά από το ρολόι του τοίχου. Δώδεκα παρά δέκα. Η ώρα της αντίστροφης μέτρησης είχε φτάσει. Όσο κι αν ήθελε να ξεγελάσει τον εαυτό του, δεν το κατόρθωνε. Είχε κάνει μια επιλογή. Η επιλογή είναι δική σου. Ακόμα και η αδράνεια είναι επιλογή. Η μητέρα με τα δύο παιδιά δε θα πέθαινε απόψε. Αν ο δολοφόνος κρατούσε την υπόσχεσή του, η μητέρα θα ξυπνούσε αύριο το πρωί και θα αντίκριζε την αυγή. Ο Μπίλι ήταν πλέον κομμάτι αυτής της ιστορίας. Θα μπορούσε να το αρνηθεί, να το βάλει στα πόδια, να αφήσει τα στόρια κατεβασμένα για όλη την υπόλοιπη ζωή του και να περάσει το όριο που χώριζε τον μοναχικό άνθρωπο από τον ερημίτη, όμως δεν μπορούσε να αποδράσει από τη θεμελιώδη αλήθεια ότι αποτελούσε κομμάτι της ιστορίας. Ο φονιάς τού είχε προτείνει να συνεργαστούν. Εκείνος δεν το θέλησε. Αλλά τώρα αποδεικνυόταν ότι ήταν κάτι σαν επιχειρηματική συμφωνία, σαν εκείνες τις επιθετικές προσφορές μετοχών που οι συντάκτες των οικονομικών σελίδων αποκαλούν εχθρική εξαγορά. Άδειασε τη δεύτερη Γκίνες ακριβώς τα μεσάνυχτα. Ήθελε μια τρίτη. Και μια τέταρτη.

Είπε στον εαυτό του ότι έπρεπε να κρατήσει το μυαλό του καθαρό. Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο, αλλά δε βρήκε πειστική απάντηση. Η δουλειά που του αναλογούσε από τη συνεργασία τους είχε τελειώσει για απόψε. Αυτός είχε κάνει την επιλογή. Ο μανιακός θα προχωρούσε στην εκτέλεση. Απόψε δε θα γινόταν τίποτε άλλο. Παρ' όλα αυτά, χωρίς την μπίρα, ο Μπίλι δε θα μπορούσε να κοιμηθεί. Μπορεί να καταπιανόταν ξανά με το σμίλευμα του ξύλου. Τα χέρια του πονούσαν. Όχι εξαιτίας των τριών επιπόλαιων τραυμάτων, αλλά επειδή έσφιγγε πολύ δυνατά τα εργαλεία όση ώρα δούλευε. Επειδή κρατούσε το κομμάτι της βελανιδιάς πολύ σφιχτά. Αν δεν κοιμόταν, δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει εύκολα την επόμενη μέρα. Το πρωί θα μάθαινε για την ανακάλυψη ενός ακόμα πτώματος. Θα μάθαινε ποιον είχε επιλέξει να πεθάνει. Ο Μπίλι άφησε το ποτήρι στο νεροχύτη. Δε χρειαζόταν ποτήρι πια, επειδή δεν τον ενδιέφερε αν θα κρατούσε για πολλή ώρα η μπίρα. Κάθε μπουκάλι ήταν μια γροθιά και το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να γίνει λιώμα από το ποτό. Πήρε μια τρίτη μπίρα στο σαλόνι και κάθισε στην πολυθρόνα του πίνοντας στα σκοτεινά. Η συναισθηματική κόπωση μπορεί να αποδειχτεί εξίσου εξουθενωτική με τη σωματική. Οι δυνάμεις του τον είχαν εγκαταλείψει. Στη 1:44 τον ξύπνησε το τηλέφωνο. Πετάχτηκε από την πολυθρόνα σαν να ήταν καταπέλτης. Το άδειο μπουκάλι της μπίρας κύλησε στο πάτωμα. Πρόλαβε να αρπάξει το ακουστικό της κουζίνας με το τέταρτο κουδούνισμα, ελπίζοντας να είναι ο Λάνι. Το «εμπρός» του δεν πήρε απάντηση. Ήταν ο άγνωστος που δε μιλούσε. Ο μανιακός. Από την προηγούμενη εμπειρία του, ο Μπίλι ήξερε πως η στρατηγική της σιωπής δε θα τον οδηγούσε πουθενά. «Τι θέλεις από μένα; Γιατί εμένα;» Ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής δεν απάντησε.

«Δε σκοπεύω να παίξω το παιχνίδι σου», είπε ο Μπίλι, αλλά οι διαμαρτυρίες του ήταν ανώφελες, αφού και οι δύο ήξεραν ότι είχε ήδη συνεργαστεί. Ευχόταν να απαντήσει ο δολοφόνος έστω και με ένα χλευαστικό γέλιο, όμως εκείνος δεν του έκανε τη χάρη. «Είσαι άρρωστος, είσαι ανώμαλος». Όταν ούτε αυτό προκάλεσε κάποια αντίδραση, ο Μπίλι πρόσθεσε: «Είσαι ένα κτήνος, ένα σκουπίδι». Σκέφτηκε ότι ακουγόταν αδύναμος και αναποτελεσματικός και ότι, στην εποχή που ζούσε, οι προσβολές του δεν ήταν ιδιαίτερα δηκτικές. Πιθανότατα υπήρχαν κάποια συγκροτήματα χέβι μέταλ που ονομάζονταν Άρρωστοι και Ανώμαλοι, και αναμφίβολα κάποια άλλα με την ονομασία Κτήνη ή Σκουπίδια. Ο μανιακός δεν τσίμπησε το δόλωμα. Έκλεισε. Ο Μπίλι κατέβασε το ακουστικό και συνειδητοποίησε πως τα χέρια του έτρεμαν. Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει και τις σκούπισε πάνω στο πουκάμισό του. Του ήρθε μια ιδέα που κακώς δεν την είχε σκεφτεί το προηγούμενο βράδυ, την πρώτη φορά που του είχε τηλεφωνήσει ο δολοφόνος. Γύρισε στο τηλέφωνο, σήκωσε το ακουστικό, αφουγκράστηκε το σήμα του κι ύστερα πληκτρολόγησε *69, για να γίνει αυτόματη κλήση του αριθμού που μόλις τον είχε καλέσει. Το τηλέφωνο στην άλλη άκρη της γραμμής χτυπούσε, χτυπούσε, χτυπούσε, αλλά κανείς δεν απαντούσε. Ο αριθμός που φάνηκε στην ψηφιακή οθόνη της συσκευής του Μπίλι, ωστόσο, του ήταν γνώριμος. Ήταν ο αριθμός του Λάνι.

Κεφάλαιο 1 0

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΟΡΘΩΝΟΤΑΝ με χάρη ανάμεσα από τις βελανιδιές, κάτω από το φως των αστεριών δίπλα στη δημοσιά, μισό χιλιόμετρο μακριά από τη στροφή για το σπίτι του Λάνι Όλσεν. Ο Μπίλι πάρκαρε στη νοτιοδυτική γωνία του χώρου στάθμευσης. Όταν βρέθηκε κάτω από τον σκοτεινό ίσκιο μιας πελώριας καλιφορνέζικης βελανιδιάς, έσβησε τα φώτα και τη μηχανή. Οι λευκοί τοίχοι με τις διακοσμητικές αντηρίδες και η πορτοκαλιά κεραμιδένια στέγη της έδιναν μια γραφικότητα στο εκκλησάκι. Στην κόχη του καμπαναριού πρόβαλλε το άγαλμα της Θεοτόκου, που είχε τα χέρια ανοιχτά σαν να καλωσόριζε τη βασανισμένη ανθρωπότητα. Εδώ, κάθε βρέφος που βαφτιζόταν ήταν δυνητικά ένας μελλοντικός άγιος. Εδώ, κάθε γάμος έμοιαζε να περικλείει την υπόσχεση της αιώνιας ευτυχίας, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της νύφης και του γαμπρού. Ο Μπίλι, φυσικά, είχε μαζί του όπλο. Μολονότι ήταν παλιό, αγορασμένο πριν από χρόνια, λειτουργούσε κανονικά. Το καθάριζε και το φυλούσε με προσοχή. Μαζί με το πιστόλι, είχε αποθηκεύσει ένα κουτί με τριανταοχτάρες σφαίρες. Δεν έδειχναν κατεστραμμένες. Όταν έβγαλε το όπλο από το χώρο όπου το φυλούσε, του φάνηκε βαρύτερο από όσο θυμόταν. Καθώς το σήκωνε τώρα από το πίσω κάθισμα, εξακολουθούσε να του φαίνεται βαρύ. Το συγκεκριμένο Σμιθ & Γουέσον ζύγιζε μόνο ένα κιλό, αλλά ίσως το παραπανίσιο βάρος που αισθανόταν να οφειλόταν στην ιστορία του.

Βγήκε από το Εξπλόρερ και κλείδωσε τις πόρτες. Ένα μοναχικό αυτοκίνητο πέρασε στον κεντρικό δρόμο. Τα φώτα του απείχαν τριάντα μέτρα από τον Μπίλι. Το πρεσβυτέριο βρισκόταν στην άλλη άκρη της εκκλησίας. Ακόμα κι αν ο παπάς υπέφερε από αϋπνίες, δε θα είχε ακούσει TOSUV. Ο Μπίλι προχώρησε κάτω από τη βελανιδιά και βγήκε σε ένα λιβάδι. Το ψηλό χορτάρι τού έφτανε ως τα γόνατα. Την άνοιξη το επικλινές λιβάδι ντυνόταν με μυριάδες παπαρούνες, παίρνοντας την πορτοκαλοκόκκινη απόχρωση της λάβας. Οι παπαρούνες είχαν μαραθεί και δεν υπήρχαν πια. Σταμάτησε, περιμένοντας να προσαρμοστούν τα μάτια του στο πυκνό σκοτάδι. Στάθηκε ασάλευτος και αφουγκράστηκε. Δε φυσούσε καθόλου. Λίγο πιο πέρα, ο δρόμος ήταν άδειος. Η παρουσία του έκανε τα τζιτζίκια και τα βατράχια να σωπάσουν. Ήταν σχεδόν σαν να άκουγε τον ήχο των αστεριών. Όταν τα μάτια του προσαρμόστηκαν, προχώρησε με αποφασιστικότητα κατά μήκος του ελαφρά ανηφορικού λιβαδιού, πλησιάζοντας τη σκασμένη και γεμάτη λακκούβες άσφαλτο που οδηγούσε στο σπίτι του Λάνι Όλσεν. Φοβόταν μήπως πέσει σε κροταλία. Κάτι τέτοιες ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, οι κροταλίες κυνηγούσαν αρουραίους και μικρά λαγουδάκια. Έφτασε στο δρόμο σώος και έστριψε προς το λόφο, προσπερνώντας δύο σκοτεινά και σιωπηλά σπίτια. Στο δεύτερο σπίτι, πίσω από το φράχτη της αυλής διέκρινε ένα σκυλί. Δεν του γάβγισε, αλλά άρχισε να τρέχει μπρος πίσω κατά μήκος του φράχτη με τους ψηλούς πασσάλους, σιγοκλαίγοντας για να τραβήξει την προσοχή του Μπίλι. Το σπίτι του Λάνι βρισκόταν πεντακόσια μέτρα μετά από την αγροικία με το σκύλο. Όλα τα παράθυρα ήταν φωτισμένα. Σε κάποια από αυτά οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, σε κάποια άλλα κλειστές. Φτάνοντας στην αυλή, ο Μπίλι στάθηκε διπλωμένος στα δύο δίπλα σε μια δαμασκηνιά. Έβλεπε τη δυτική όψη του σπιτιού, που ήταν η πρόσοψη, καθώς και τη βόρεια πλευρά.

Υπήρχε πάντα η πιθανότητα όλη αυτή η ιστορία να ήταν μια φάρσα και ο δράστης να ήταν ο Λάνι. Ο Μπίλι δεν είχε αποδείξεις για τη δολοφονία μιας ξανθιάς δασκάλας στην πόλη της Νάπα. Είχε αρκεστεί στα λόγια του Λάνι. Δεν είχε διαβάσει κάτι σχετικό στην εφημερίδα. Υποτίθεται ότι η δολοφονία είχε ανακαλυφθεί σε προχωρημένη ώρα και η είδηση δεν πρόφτασε να δημοσιευτεί στον Τύπο. Αλλωστε, ο Μπίλι σπάνια διάβαζε εφημερίδα. Ούτε έβλεπε τηλεόραση. Κάπου κάπου άκουγε το δελτίο καιρού στο ραδιόφωνο την ώρα που οδηγούσε, αλλά τις περισσότερες φορές προτιμούσε να βάζει στο CD μουσική ζάιντεκο ή γουέστερν σουίνγκ. Είναι αναμενόμενο ένας καρτουνίστας να έχει μέσα του χιουμοριστική φλέβα. Αλλά ο Λάνι είχε απωθήσει το χιούμορ του για τόσο μεγάλο διάστημα, που ήταν πλέον σχεδόν ανύπαρκτο. Ήταν αρκετά καλός στην παρέα, αλλά δε σε έκανε να γελάς. Ο Μπίλι δε σκόπευε να διακινδυνεύσει τη ζωή του -ούτε τα λεφτά του- στοιχηματίζοντας πως ο Λάνι Όλσεν του είχε κάνει φάρσα. Θυμήθηκε πόσο ιδρωμένος, ανήσυχος και θλιμμένος ήταν ο φίλος του κατά τη συνομιλία τους στο πάρκινγκ του μπαρ το περασμένο βράδυ. Ο Λάνι ήταν αυτό που έδειχνε. Αν είχε θελήσει να γίνει ηθοποιός αντί για καρτουνίστας, σε περίπτωση που η μητέρα του δεν είχε αρρωστήσει με καρκίνο, σίγουρα θα είχε καταλήξει και πάλι αστυνομικός, με προβληματική υπηρεσιακή αξιολόγηση. Αφού επιθεώρησε το σπίτι από μακριά, για να βεβαιωθεί ότι δεν κοίταζε κανείς από τα παράθυρα, ο Μπίλι διέσχισε την αυλή, προσπέρασε την μπροστινή βεράντα και πήγε να ρίξει μια ματιά στη νότια πλευρά του σπιτιού. Κι εκεί όλα τα παράθυρα είχαν απαλό φωτισμό. Μένοντας πάντα σε αρκετή απόσταση από το σπίτι, επιθεώρησε την πίσω πλευρά και είδε ότι η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή. Μια φωτεινή λωρίδα απλωνόταν σαν χαλάκι στο σκοτεινό δάπε-

δο της βεράντας, σαν να προσκαλούσε τους επισκέπτες στο κατώφλι της κουζίνας. Μια τόσο ανοιχτή πρόσκληση υπαινισσόταν παγίδα. Ο Μπίλι περίμενε ότι θα έβλεπε στο εσωτερικό του σπιτιού τον Λάνι Όλσεν νεκρό. Αν δεν πας στην αστυνομία και δεν την ανακατέψεις, θα σκοτώσω έναν ανύπαντρο άντρα που δε θα λείψει πολύ σε κανέναν. Στην κηδεία του Λάνι δε θα παρευρίσκονταν χιλιάδες άνθρωποι, ίσως ούτε καν εκατό, ωστόσο σε κάποιους θα έλειπε. Όχι σε όλους, αλλά σε μερικούς. Όταν ο Μπίλι είχε επιλέξει να σωθεί η μητέρα με τα δύο παιδιά, δεν είχε συνειδητοποιήσει πως έτσι καταδίκαζε τον Λάνι. Αν το ήξερε, ίσως είχε κάνει διαφορετική επιλογή. Το να επιλέξεις το θάνατο ενός φίλου είναι δυσκολότερο από το να πέσει ο κλήρος σε έναν ανώνυμο άγνωστο. Έστω κι αν αυτός ο άγνωστος είναι μητέρα δύο παιδιών. Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Στο βάθος της αυλής υψωνόταν το απομεινάρι της ξεραμένης βελανιδιάς που είχε κοπεί πριν από καιρό. Είχε ενάμισι μέτρο πλάτος και εξήντα εκατοστά ύψος. Στην ανατολική πλευρά, το κουφάρι ήταν φαγωμένο από τους χειμώνες και τη σαπίλα. Μέσα στην κουφάλα ήταν κρυμμένο ένα μικρό σακουλάκι που είχε μέσα του ένα εφεδρικό κλειδί του σπιτιού. Ο Μπίλι πήρε το κλειδί και προχώρησε προσεκτικά προς την πρόσοψη του σπιτιού, για να επιστρέψει στη συνέχεια στην κρυψώνα του πλάι στη δαμασκηνιά. Κανένας δεν έσβησε τα φώτα. Κανένας δε φαινόταν στα παράθυρα. Καμία κουρτίνα δεν κουνιόταν ύποπτα. Ένα κομμάτι του εαυτού του ήθελε να τηλεφωνήσει στην Άμεση Δράση, να ζητήσει αμέσως βοήθεια και να πει τι συνέβαινε. Υποψιαζόταν ωστόσο πως κάτι τέτοιο θα ήταν απερισκεψία. Μη γνωρίζοντας τους κανόνες αυτού του αλλόκοτου παιχνιδιού, δεν μπορούσε να προβλέψει τι θεωρούσε νίκη ο φονιάς. Ίσως το έβρισκε διασκεδαστικό να φορτώσει σε έναν αθώο μπάρμαν δύο φόνους.

Ο Μπίλι ήξερε τι σημαίνει να σε θεωρούν ύποπτο. Είχε προσωπική εμπειρία. Και η εμπειρία τον είχε αλλάξει. Βαθιά. Αρνιόταν να υποστεί ξανά τα ίδια. Εκείνη την πρώτη φορά είχε χάσει πολλά από αυτό που ήταν. Απομακρύνθηκε από την κρυψώνα του. Ανέβηκε ήρεμα τα σκαλοπάτια της βεράντας και προχώρησε προς την εξώπορτα. Το κλειδί ταίριαζε. Η κλειδαριά δεν ήταν ξεχαρβαλωμένη, οι μεντεσέδες δεν έτριξαν. Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα.

Κεφάλαιο 1 1 1

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΔΙΕΘΕΤΕ, όπως όλα τα βικτοριανά σπίτια, προθάλαμο με σκούρο ξύλινο πάτωμα. Ένας διάδρομος με ξύλινη επένδυση στους τοίχους οδηγούσε στο πίσω μέρος του σπιτιού και στη σκάλα για τον πάνω όροφο. Πάνω στον τοίχο ο Μπίλι είδε κολλημένο ένα χαρτί με διαστάσεις είκοσι επί είκοσι πέντε εκατοστά, στο οποίο ήταν ζωγραφισμένο ένα χέρι. Έμοιαζε με το χέρι του Μίκι Μάους: είχε χοντρό αντίχειρα, τρία ακόμα δάχτυλα και κάτι που προεξείχε στον καρπό, ένδειξη ότι φορούσε γάντι. Τα δύο δάχτυλα ήταν λυγισμένα προς την παλάμη. Ο αντίχειρας και ο δείκτης είχαν το σχήμα πιστολιού που έδειχνε προς τη σκάλα. Ο Μπίλι έπιασε το νόημα, αλλά προς το παρόν προτίμησε να το αγνοήσει. Άφησε την εξώπορτα ανοιχτή, για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να φύγει βιαστικά. Κρατώντας το όπλο του με την κάννη στραμμένη προς το ταβάνι, πέρασε από την καμάρα του προθάλαμου και προχώρησε προς το σαλόνι. Το δωμάτιο ήταν όπως το είχε αφήσει η κυρία Όλσεν πριν από δέκα χρόνια. Ο Λάνι δεν το χρησιμοποιούσε συχνά. Το ίδιο ίσχυε και για την τραπεζαρία. Ο Λάνι συνήθιζε να τρώει στην κουζίνα ή στο πρόχειρο καθιστικό βλέποντας τηλεόραση. Στον τοίχο του διαδρόμου ο Μπίλι είδε ακόμα ένα χέρι από καρτούν, που έδειχνε προς τον προθάλαμο και τη σκάλα, αντίθετα από την κατεύθυνση που είχε επιλέξει.

Αν και η τηλεόραση ήταν κλειστή στο καθιστικό, το τζάκι γκαζιού ήταν αναμμένο και οι ψεύτικες στάχτες και τα ψεύτικα κάρβουνα έλαμπαν σαν αληθινά. Στο τραπέζι της κουζίνας υπήρχαν ένα μπουκάλι Μπακάρντι, ένα δίλιτρο πλαστικό μπουκάλι Κόκα Κόλα και ένα παγοδοχείο. Δίπλα στην Κόκα Κόλα, σ' ένα πιατάκι, γυάλιζε ένα μικρό μαχαίρι και ένα γλυκολέμονο από το οποίο είχαν κοπεί μερικές φέτες. Δίπλα στο πιατάκι υπήρχε ένα ψηλό, ιδρωμένο ποτήρι μισογεμάτο με ένα μαύρο ποτό. Μέσα στο ποτήρι επέπλεαν μια φέτα γλυκολέμονου και μερικά λιωμένα παγάκια. Αφού έκλεψε το πρώτο σημείωμα του δολοφόνου από την κουζίνα του Μπίλι και το κατέστρεψε μαζί με το δεύτερο προκειμένου να σώσει τη θέση του στην αστυνομία και τη μελλοντική του σύνταξη, ο Λάνι προσπάθησε να πνίξει τις ενοχές του με μερικά ποτήρια ρούμι με Κόκα Κόλα. Αν τα μπουκάλια του αναψυκτικού και του Μπακάρντι ήταν γεμάτα όταν άρχισε να πίνει, θα πρέπει να κατάφερε να γίνει τύφλα, να κερδίσει τη λήθη και να κοιμίσει την ένοχη συνείδησή του μέχρι το πρωί. Η πόρτα της αποθηκούλας ήταν κλειστή. Παρ' ότι ο Μπίλι δεν πίστευε πως ο δολοφόνος παραμόνευε ανάμεσα στις κονσέρβες, δεν ένιωθε άνετα να γυρίσει την πλάτη του στην αποθήκη χωρίς να την ψάξει. Κρατώντας το δεξί του μπράτσο κολλημένο στα πλευρά και σημαδεύοντας με το πιστόλι ίσια μπροστά του, γύρισε γρήγορα το πόμολο και άνοιξε την πόρτα με το αριστερό χέρι. Κανείς δεν παραμόνευε στην αποθήκη. Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας μια καθαρή πετσέτα. Σκούπισε το πόμολο της πόρτας και το χερούλι του συρταριού κι ύστερα έχωσε την πετσέτα κάτω από τη ζώνη του, αφήνοντάς τη να κρέμεται κατά το συνήθειο των μπάρμαν. Στον πάγκο, κοντά στα μάτια της κουζίνας, είδε το πορτοφόλι του Λάνι, τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, μερικά ψιλά και ένα κινητό. Ανάμεσά τους βρισκόταν επίσης το υπηρεσιακό του περίστροφο των εννιά χιλιοστών με τη θήκη Γουίλσον Κόμπατ.

Ο Μπίλι έπιασε το κινητό, το άνοιξε και επέλεξε τα φωνητικά μηνύματα. Το μοναδικό που υπήρχε στη μνήμη ήταν εκείνο που είχε αφήσει ο ίδιος στον Λάνι λίγες ώρες νωρίτερα. Είμαι ο Μτϋίλι. Είμαι σπίτι. Τι διάβολο πήγες κι έκανες; Τηλεφώνησε μου αμέσως. Άκουσε τη φωνή του κι ύστερα το διέγραψε. Ίσως ήταν λάθος, αλλά δεν ήξερε πώς αλλιώς θα μπορούσε να αποδείξει την αθωότητά του. Αν δεν έσβηνε το μήνυμα, θα φαινόταν ότι εκείνο το βράδυ περίμενε τον Λάνι και ότι ήταν θυμωμένος μαζί του. Πράγμα που θα τον καθιστούσε ύποπτο. Την ώρα που πήγαινε στο πάρκινγκ της εκκλησίας και, στη συνέχεια, ενόσω περπατούσε μέχρι το σπίτι του Λάνι, τον είχε απασχολήσει το φωνητικό μήνυμα που είχε αφήσει στον τηλεφωνητή. Αν στον πάνω όροφο έβρισκε αυτό που υποψιαζόταν, τότε η διαγραφή του μηνύματος ήταν η πιο σωστή κίνηση. Έκλεισε το κινητό και καθάρισε τα δακτυλικά αποτυπώματα με την πετσέτα. Ύστερα το άφησε στον πάγκο όπου το είχε βρει. Αν εκείνη τη στιγμή τύχαινε κάποιος να τον παρακολουθεί, θα πίστευε ότι ο Μπίλι ήταν ψύχραιμος και μεθοδικός. Η αλήθεια ήταν ότι κόντευε να τρελαθεί από το φόβο και την αγωνία. Κρίνοντας από τη σχολαστική προσοχή του στις λεπτομέρειες, ένας παρατηρητής θα σκεφτόταν επίσης ότι ο Μπίλι είχε προηγούμενη εμπειρία στην κάλυψη εγκλημάτων. Δεν ήταν αλήθεια, αλλά οι άσχημες εμπειρίες του παρελθόντος είχαν ακονίσει τη φαντασία του και του είχαν διδάξει πόσο επικίνδυνες μπορούσαν να είναι ακόμα και οι έμμεσες ενδείξεις. Πριν από μία ώρα, στη 1:44, ο δολοφόνος είχε τηλεφωνήσει στον Μπίλι από αυτό το σπίτι. Η τηλεφωνική εταιρεία θα είχε καταγράψει τη σύντομη κλήση. Ίσως η αστυνομία σκεφτόταν πως αυτό αποδείκνυε ότι ο Μπίλι δε θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ την ώρα του φόνου. Το πιθανότερο όμως ήταν να σκεφτούν ότι ο Μπίλι τηλεφώνησε σκόπιμα ο ίδιος σε κάποιο συνεργό στο σπίτι του για παραπλανητικούς λόγους, προσπαθώντας να αποδείξει πως όταν έγινε το έγκλημα εκείνος βρισκόταν αλλού.

Οι αστυνομικοί πάντα υποψιάζονται το χειρότερο. Αυτό τους έχει διδάξει η δική τους εμπειρία. Για την ώρα δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποια λύση για τα αρχεία της τηλεφωνικής εταιρείας, έτσι έδιωξε το πρόβλημα από το μυαλό του. Έπρεπε να ασχοληθεί με πιο επείγοντα ζητήματα. Όπως το να ανακαλύψει το πτώμα, αν υπήρχε. Δεν ήθελε να χασομερήσει αναζητώντας τα δύο σημειώματα του δολοφόνου. Αν υπήρχαν ακόμα, πιθανότατα θα τα είχε βρει στο τραπέζι μαζί με τα ποτά ή στον πάγκο ανάμεσα στο πορτοφόλι, τα ψιλά και το κινητό του Λάνι. Οι φλόγες στο τζάκι του καθιστικού αυτή τη ζεστή καλοκαιρινή νύχτα οδηγούσαν στο λογικό συμπέρασμα για την τύχη των σημειωμάτων. Στο πλάι ενός ντουλαπιού της κουζίνας ήταν κολλημένο το χέρι ενός καρτούν που έδειχνε προς την πόρτα τύπου σαλούν και προς το διάδρομο του ισογείου. Τελικά ο Μπίλι αποφάσισε να ακολουθήσει αυτή την κατεύθυνση, αλλά ο φόβος και η αγωνία τον κρατούσαν καθηλωμένο. Το όπλο που είχε μαζί του και η απόφασή του να το χρησιμοποιήσει δεν του έδιναν το απαιτούμενο θάρρος για να προχωρήσει. Δεν περίμενε ότι θα έπεφτε πάνω στον μανιακό. Από πολλές απόψεις, η ιδέα να συναντήσει το δολοφόνο τον τρόμαζε λιγότερο από αυτό που περίμενε να βρει. Το μπουκάλι με το ρούμι τον προκαλούσε. Οι τρεις Γκίνες δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά εδώ και μια ώρα, ο μεταβολισμός του ακολουθούσε ξέφρενο ρυθμό. Ενώ δε συνήθιζε να πίνει, τελευταία είχε αρχίσει να σκέφτεται μήπως έκρυβε μέσα του ένα μεθύστακα που λαχταρούσε επιτέλους να ελευθερωθεί. Αυτό που τον ώθησε τελικά να προχωρήσει ήταν ο φόβος μήπως δεν τα καταφέρει να προχωρήσει και η συναίσθηση των επιπτώσεων, αν επέτρεπε στο δολοφόνο να περάσει το δικό του. Βγήκε από την κουζίνα και προχώρησε στο διάδρομο κι από

εκεί στον προθάλαμο. Ευτυχώς, η σκάλα δεν ήταν σκοτεινή -τα φώτα ήταν αναμμένα και στη βάση και στο κεφαλόσκαλο. Καθώς ανέβαινε, δεν μπήκε στον κόπο να φωνάξει τον Λάνι. Ήξερε ότι δε θα έπαιρνε απάντηση και, εξάλλου, αμφέβαλλε αν η φωνή θα έβγαινε από το λαρύγγι του.

Κεφάλαιο 1 2

ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΔΡΟΜΟΥ του πάνω πατώματος υπήρχαν τρεις κρεβατοκάμαρες, ένα μπάνιο και μια ντουλάπα. Οι τέσσερις από τις πέντε πόρτες ήταν κλειστές. Στις δυο πλευρές της εισόδου της κύριας κρεβατοκάμαρας υπήρχαν ζωγραφισμένα χέρια από καρτούν που έδειχναν την ανοιχτή πόρτα. Φέρνοντας στο νου του ζώα που οδηγούνται στο σφαγείο, ο Μπίλι αρνήθηκε να υπακούσει στην υπόδειξη και άφησε την κρεβατοκάμαρα για το τέλος. Πρώτα έλεγξε το λουτρό. Ύστερα την ντουλάπα και τις δύο μικρότερες κρεβατοκάμαρες, στη μία από τις οποίες ο Λάνι είχε τοποθετήσει ένα τραπέζι σχεδιαστηρίου. Με την πετσέτα της κουζίνας σκούπισε τα πόμολα που είχε αγγίξει. Ένα μόνο δωμάτιο έμενε να ερευνηθεί. Κοντοστάθηκε στο διάδρομο και αφουγκράστηκε. Δεν έπεφτε καρφίτσα. Κάτι είχε σταθεί στο λαιμό του και δεν μπορούσε να το καταπιεί. Δεν μπορούσε να το καταπιεί επειδή ήταν το ίδιο ανύπαρκτο όσο και τα παγάκια που ένιωθε να γλιστρούν στην πλάτη του. Μπήκε στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα, όπου ήταν αναμμένα δύο πορτατίφ. Η ροζ εμπριμέ ταπετσαρία του τοίχου που είχε διαλέξει η μητέρα του Λάνι δεν είχε αφαιρεθεί μετά το θάνατο της, ούτε όταν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Λάνι άφησε το παλιό του δωμάτιο και εγκαταστάθηκε εκεί. Με τα χρόνια η ταπετσαρία είχε σκουρύνει, αποκτώντας έναν ευχάριστο τόνο που θύμιζε πολύ αραιό τσάι.

Το κάλυμμα του κρεβατιού ήταν ένα από τα αγαπημένα της Περλ Όλσεν: ροζ με κεντημένα λουλούδια στην μπορντούρα. Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας της κυρίας Όλσεν, που συνοδευόταν από χημειοθεραπεία και συχνές ακτινοβολίες οι οποίες την εξουθένωναν, ο Μπίλι της είχε κρατήσει πολλές φορές συντροφιά σε τούτη την κάμαρα. Μερικές φορές απλώς της μιλούσε ή την κοίταζε καθώς κοιμόταν. Συχνά της διάβαζε. Της άρεσαν περιπετειώδεις, ηρωικές ιστορίες. Περιπέτειες που διαδραματίζονταν την εποχή της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία. Ιστορίες με γκέισες και σαμουράι και Κινέζους πολέμαρχους και πειρατές της Καραϊβικής. Η Περλ είχε πεθάνει και τώρα είχε φύγει και ο Λάνι. Καθόταν στην πολυθρόνα, φορώντας τη στολή του αστυνομικού, με τα πόδια ανεβασμένα σε ένα σκαμνάκι, αλλά δεν ήταν ζωντανός. Τον είχαν πυροβολήσει στο μέτωπο. Ο Μπίλι δεν ήθελε να το δει αυτό. Δεν ήθελε να κρατήσει στη μνήμη του αυτή την εικόνα. Ήθελε να φύγει. Αλλά το να το βάλει στα πόδια δεν περιλαμβανόταν στις επιλογές. Ποτέ δεν περιλαμβανόταν, ούτε πριν από είκοσι χρόνια ούτε τώρα ούτε κάποια άλλη ενδιάμεση στιγμή. Αν το έβαζε στα πόδια, θα τον κυνηγούσαν και θα ήταν χαμένος. Το κυνήγι είχε αρχίσει και, για λόγους που δεν καταλάβαινε, αυτός αποτελούσε το έσχατο θήραμα. Η ταχύτητα της φυγής δε θα τον έσωζε. Η ταχύτητα ποτέ δεν έσωσε την αλεπού. Για να γλιτώσει από τα σκυλιά και τους κυνηγούς, η αλεπού χρειάζεται πονηριά και αίσθηση του κινδύνου. Ο Μπίλι δεν ένιωθε σαν αλεπού. Ένιωθε σαν λαγός, αλλά δε θα το έβαζε στα πόδια σαν λαγός. Το γεγονός ότι το πρόσωπο του Λάνι δεν ήταν ματωμένο, ότι η πληγή δεν αιμορραγούσε, υποδήλωνε δύο πράγματα: ότι ο θάνατος είχε επέλθει ακαριαία και ότι το πίσω μέρος του κρανίου του είχε τιναχτεί στον αέρα. Πίσω από την πολυθρόνα δεν υπήρχαν λεκέδες από αίμα ούτε από μυαλό. Ο Λάνι δεν είχε πυροβοληθεί όσο ήταν καθισμένος εκεί πέρα ούτε σε κάποιο άλλο σημείο του δωματίου.

Δεδομένου ότι ο Μπίλι δεν είχε βρει ίχνη αίματος πουθενά μέσα στο σπίτι, συμπέρανε ότι η δολοφονία έγινε έξω. Ίσως ο Λάνι είχε σηκωθεί από την καρέκλα της κουζίνας, αφήνοντας στη μέση το ρούμι με την Κόκα Κόλα, μισομεθυσμένος ή εντελώς μεθυσμένος, και είχε βγει έξω για να πάρει καθαρό αέρα. Ίσως συνειδητοποίησε ότι, αν πήγαινε στην τουαλέτα, δε θα σημάδευε καλά και προτίμησε να ανακουφιστεί στην πίσω αυλή. Ο δολοφόνος θα πρέπει να χρησιμοποίησε κάποιο μουσαμά ή κάτι παρόμοιο για να σύρει το πτώμα μέσα στο σπίτι χωρίς να λερώσει. Ακόμα κι αν ήταν δυνατός," η μεταφορά ενός νεκρού ανθρώπου από την πίσω αυλή στην κρεβατοκάμαρα του πάνω ορόφου δεν ήταν εύκολη δουλειά. Αντίθετα, ήταν δύσκολη και φαινομενικά περιττή. Για να το κάνει, ωστόσο, σήμαινε ότι είχε κάποιο λόγο, τον οποίο θεωρούσε σημαντικό. Τα μάτια του Λάνι ήταν ανοιχτά και ελαφρώς εξογκωμένα. Το αριστερό ήταν στραβό, σαν να ήταν αλλήθωρος όσο ζούσε. Έφταιγε η πίεση. Τη στιγμή που η σφαίρα διαπέρασε τον εγκέφαλο, η πίεση στο εσωτερικό του κρανίου αυξήθηκε απότομα προτού εκτονωθεί. Στα πόδια του Λάνι ήταν ακουμπισμένο ένα μυθιστόρημα μιας λέσχης βιβλίου. Ήταν μια έκδοση πιο φτηνή και όχι τόσο καλαίσθητη όσο αυτή που κυκλοφορούσε στα βιβλιοπωλεία. Στα ράφια μιας από τις κρεβατοκάμαρες υπήρχαν τουλάχιστον διακόσιοι παρόμοιοι τόμοι. Ο Μπίλι μπορούσε να δει τον τίτλο, το όνομα του συγγραφέα και την εικόνα του εξωφύλλου. Ήταν η ιστορία της αναζήτησης ενός θησαυρού και της αληθινής αγάπης στον Νότιο Ειρηνικό. Πριν από πολλά χρόνια, ο Μπίλι το είχε διαβάσει στην Περλ Όλσεν. Της είχε αρέσει, αλλά, έτσι κι αλλιώς, της άρεσαν όλα τα βιβλία. Το αριστερό χέρι του Λάνι ακουμπούσε στο βιβλίο. Θα πρέπει να είχε χρησιμοποιήσει για σελιδοδείκτη μια φωτογραφία, γιατί ένα τμήμα της εξείχε από τις σελίδες.

Όλα αυτά τα είχε σκηνοθετήσει ο μανιακός. Το σκηνικό θα πρέπει να τον ικανοποιούσε και να είχε συναισθηματική αξία για κείνον ή μπορεί να έστελνε κάποιο μήνυμα -ένα γρίφο, ένα χλευασμό. Πριν πειράξει κάτι στον τόπο του εγκλήματος, ο Μπίλι επιθεώρησε καλά την εικόνα. Τίποτα από όλα αυτά δεν έμοιαζε ιδιαίτερα ευφάνταστο ή έξυπνο, τίποτα ιδιαίτερα διεγερτικό για το δολοφόνο ώστε να τον παρακινήσει να κάνει τόσο κόπο για να δημιουργήσει αυτό το σκηνικό. Ο Μπίλι λυπόταν για τον Λάνι, αλλά ο αποτροπιασμός του για το γεγονός ότι ο Λάνι δεν είχε πεθάνει με αξιοπρέπεια ήταν ισχυρότερος από τη θλίψη. Ο μανιακός τον έσυρε στη σκάλα και τον έστησε στην πολυθρόνα σαν να ήταν μια μαριονέτα, μια άψυχη κούκλα, σαν να είχε υπάρξει απλώς και μόνο για να προσφέρει στο δολοφόνο την ικανοποίηση να κάνει το κέφι του. Ο Λάνι είχε προδώσει τον Μπίλι, όμως αυτό δεν είχε πια σημασία. Όταν βρεθείς στην είσοδο του Σκότους, στο χείλος του Κενού, λίγα παραπτώματα αξίζουν να τα θυμάσαι. Είναι προτιμότερο να ανακαλείς στη μνήμη σου μόνο τις στιγμές της φιλίας και της χαράς. Μπορεί την τελευταία μέρα της ζωής του Λάνι να ήρθαν σε σύγκρουση, αλλά τώρα βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο, είχαν τον ίδιο εχθρό. Ο Μπίλι νόμισε ότι άκουσε θόρυβο στο διάδρομο. Χωρίς να διστάσει, με το όπλο στο χέρι, βγήκε από την κρεβατοκάμαρα, ελέγχοντας το πεδίο, σημαδεύοντας με το τριανταοχτάρι από τα αριστερά προς τα δεξιά, γυρεύοντας το στόχο του. Δεν υπήρχε κανείς. Οι πόρτες του μπάνιου, της ντουλάπας και των άλλων υπνοδωματίων ήταν κλειστές, όπως τις είχε αφήσει. Δεν αισθανόταν την πιεστική ανάγκη να ερευνήσει ξανά τα δωμάτια. Μπορεί αυτό που ακούστηκε να μην ήταν παρά κάποιο τρίξιμο των ξύλων του παλιού σπιτιού. Οπωσδήποτε δεν ήταν ο ήχος μιας πόρτας που άνοιξε ή έκλεισε. Σκούπισε την ιδρωμένη παλάμη του αριστερού του χεριού στο

πουκάμισο του, κράτησε με αυτό το όπλο, σκούπισε τη δεξιά, άλλαξε ξανά χέρι στο όπλο και προχώρησε προς το κεφαλόσκαλο. Από το ισόγειο, από τη βεράντα έξω από την ανοιχτή πόρτα, δεν ακουγόταν τίποτα. Ολόγυρα επικρατούσε η σιγαλιά της καλοκαιρινής νύχτας.

Κεφάλαιο 1 3

ΚΑΘΩΣ Ο ΜΠΙΛΙ στεκόταν στην κορυφή της σκάλας και αφουγκραζόταν, ένιωσε δυνατό πόνο στα μηνίγγια, και τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι έσφιγγε τα δόντια του πιο πολύ κι από τις σιαγόνες μιας μέγκενης. Προσπάθησε να χαλαρώσει εισπνέοντας και εκπνέοντας από το στόμα. Έγειρε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, δουλεύοντας τους σφιγμένους μυς του σβέρκου του. Το άγχος μπορεί να αποδειχτεί ευεργετικό, αν το χρησιμοποιήσεις για να παραμείνεις προσηλωμένος στο στόχο σου και σε εγρήγορση. Ο φόβος μπορεί να σε παραλύσει, αλλά συγχρόνως οξύνει το ένστικτο της επιβίωσης. Επέστρεψε στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Πλησιάζοντας στην πόρτα, σκέφτηκε ξαφνικά ότι το πτώμα και το βιβλίο δε θα ήταν εκεί πια. Όμως ο Λάνι εξακολουθούσε να κάθεται ασάλευτος στην πολυθρόνα. Από το κουτί που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο, ο Μπίλι τράβηξε ένα χαρτομάντιλο. Χρησιμοποιώντας το σαν αυτοσχέδιο γάντι, απομάκρυνε το χέρι του νεκρού από το βιβλίο. Χωρίς να το μετακινήσει, το άνοιξε στη σελίδα όπου ήταν τοποθετημένη η φωτογραφία. Περίμενε να δει φράσεις ή παραγράφους υπογραμμισμένες, συνθέτοντας ένα ακόμα μήνυμα. Όμως οι σελίδες ήταν ασημάδευτες. Κρατώντας πάντα το χαρτομάντιλο, σήκωσε τη φωτογραφία. Ήταν νέα, ξανθιά και όμορφη. Κανένα στοιχείο στη φωτο-

γραφία δεν πρόδιδε το επάγγελμά της, όμως ο Μπίλι ήξερε ότι ήταν δασκάλα. Ο δολοφόνος θα πρέπει να είχε βρει τη φωτογραφία στο σπίτι της, στη Νάπα. Προτού τη βρει ή αφού τη βρήκε, ξυλοκόπησε βάναυσα τη νεαρή γυναίκα καταστρέφοντας την ομορφιά της. Αναμφίβολα, είχε αφήσει τη φωτογραφία μέσα στο βιβλίο για να καταλάβουν οι Αρχές ότι οι δύο φόνοι είχαν διαπραχθεί από τον ίδιο άνθρωπο. Καμάρωνε. Ήθελε να του αποδοθούν τα εύσημα που δικαιούνταν. Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίσουμε ότι θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης... Αυτό ήταν ένα μάθημα που δεν είχε μάθει ο δολοφόνος, και ίσως αυτή του η άγνοια οδηγούσε στην πτώση του. Αν ήταν δυνατό να νιώσει κανείς ειλικρινή συντριβή για το θάνατο ενός αγνώστου, η φωτογραφία αυτής της νεαρής γυναίκας σίγουρα θα το είχε πετύχει, αν ο Μπίλι συνέχιζε να την κοιτάζει για πολλή ώρα. Την έβαλε πάλι μέσα στο βιβλίο, ανάμεσα στις κιτρινισμένες σελίδες. Ύστερα, αφού ακούμπησε το χέρι του νεκρού πάνω στο βιβλίο όπως ήταν, τσαλάκωσε μέσα στη χούφτα του τα δύο χαρτομάντιλα. Πήγε στο λουτρό που συνδεόταν με την κύρια κρεβατοκάμαρα, πίεσε το μπουτόν από το καζανάκι χρησιμοποιώντας τα χαρτομάντιλα και στη συνέχεια τα πέταξε στη δίνη του νερού μέσα στη λεκάνη. Επιστρέφοντας στο υπνοδωμάτιο, στάθηκε δίπλα στην πολυθρόνα, προσπαθώντας να αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. Του Λάνι δεν του άξιζε να μείνει μόνος εκεί μέσα, χωρίς μια προσευχή, χωρίς καμιά δικαίωση. Μπορεί να μην ήταν στενοί φίλοι, αλλά ήταν φίλοι. Εξάλλου, ήταν γιος της Περλ Όλσεν, κι αυτό σήμαινε πολλά. Από την άλλη, θα ήταν λάθος να τηλεφωνήσει στο Γραφείο του Σερίφη, έστω και ανώνυμα, για να αναφέρει το έγκλημα. Θα ζητούσαν εξηγήσεις για το τηλεφώνημα που είχε γίνει από αυτό το σπίτι στο σπίτι του Μπίλι λίγο μετά το φόνο· κι εκείνος δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα τους έλεγε.

Κάποια άλλα στοιχεία, πράγματα που ο ίδιος αγνοούσε, μπορεί να τραβούσαν πάνω του τις υποψίες. Ενοχοποιητικά πειστήρια. Ίσως η πρόθεση του δολοφόνου ήταν να ενοχοποιήσει τον Μπίλι γι' αυτούς τους φόνους ή και για άλλους. Σίγουρα για τον μανιακό όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι. Τους κανόνες, αν υπήρχαν, τους γνώριζε μόνο εκείνος. Το ίδιο ίσχυε για τον ορισμό της νίκης, τον οποίο επίσης γνώριζε μόνο εκείνος. Μπορεί το τελικό κέρδος, η εκπόρθηση του κάστρου, η επικράτηση έναντι της αντίπαλης ομάδας, να αντιστοιχούσε στην προκειμένη περίπτωση με την καταδίκη του Μπίλι σε ισόβια κάθειρξη, χωρίς λογική αιτία, όχι για να γλιτώσει ο ίδιος ο δολοφόνος, αλλά απλώς και μόνο για την πλάκα της ιστορίας. Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο Μπίλι δεν ήξερε καν σε τι είδους γήπεδο έπαιζε, δεν είχε καμιά διάθεση να υποστεί την ανάκριση του σερίφη Τζον Πάλμερ. Χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί. Μερικές ώρες, τουλάχιστον. Μέχρι το ξημέρωμα. «Με συγχωρείς», είπε στον Λάνι. Έσβησε το ένα πορτατίφ του δωματίου κι έπειτα το άλλο. Αν το σπίτι έμενε όλη νύχτα φωταγωγημένο σαν τούρτα γενεθλίων ενός αιωνόβιου, μπορεί κάποιος να το πρόσεχε. Και να απορούσε. Όλοι ήξεραν ότι ο ΛάνιΌλσεν κοιμόταν πολύ νωρίς. Το σπίτι βρισκόταν στο ψηλότερο και πιο απόμακρο σημείο ενός αδιεξόδου. Μόνο όσοι έρχονταν ειδικά για να επισκεφθούν τον Λάνι έστριβαν σ' εκείνον το δρόμο, και για τις επόμενες οχτώ με δέκα ώρες ήταν απίθανο να έρθει κάποιος. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και σε λίγο θα ξημέρωνε η Τετάρτη. Τετάρτη και Πέμπτη ο Λάνι είχε ρεπό. Η απουσία του από τη δουλειά δε θα γινόταν αντιληπτή πριν από την Παρασκευή. Παρ' όλ' αυτά, ο Μπίλι έσβησε ένα ένα τα φώτα των άλλων δωματίων του πάνω ορόφου. Έσβησε και τα φώτα του διαδρόμου και κατέβηκε στο ισόγειο, νιώθοντας δυσάρεστα με όλο εκείνο το σκοτάδι πίσω του. Στην κουζίνα, έκλεισε την πόρτα της βεράντας και την κλείδωσε.

Σκόπευε να πάρει μαζί του το εφεδρικό κλειδί του Λάνι. Έκανε ακόμα μια φορά το γύρο του ισογείου και έσβησε τα φώτα, μαζί με το τζάκι του γκαζιού στο καθιστικό, αγγίζοντας τους διακόπτες με την κάννη του όπλου του. Ύστερα βγήκε στην μπροστινή βεράντα, κλείδωσε την εξώπορτα και σκούπισε το πόμολο. Καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια, ένιωσε ότι τον παρακολουθούσαν. Επιθεώρησε την αυλή και τα δέντρα και κοίταξε ξανά προς το σπίτι. Όλα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά. Ο Μπίλι προχώρησε, αφήνοντας πίσω του όλο εκείνο το σκοτάδι για να ριχτεί στην αγκαλιά της νύχτας, κάτω από έναν πηχτό μαύρο ουρανό όπου τα αστέρια έμοιαζαν να επιπλέουν τρεμοσβήνοντας.

Κεφάλαιο 1 4

ΚΑΤΗΦΟΡΙΣΕ ΒΙΑΣΤΙΚΑ ΤΟ ΛΟΦΟ, προχωρώντας στην άκρη του δρόμου, έτοιμος να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους, σε περίπτωση που έβλεπε φώτα αυτοκινήτου. Κάθε τόσο γύριζε και κοίταζε πίσω. Από όσο αντιλαμβανόταν, δεν τον ακολουθούσε κανείς. Η αφέγγαρη νύχτα αποτελούσε πλεονέκτημα για κάποιον αθέατο διώκτη. Θα μπορούσε να αποτελεί πλεονέκτημα και για τον Μπίλι, αλλά αισθανόταν εκτεθειμένος κάτω από το φως των αστεριών. Φτάνοντας στο ύψος του σπιτιού με τον ψηλό φράχτη, το σχεδόν αθέατο σκυλί άρχισε πάλι να τρέχει πάνω κάτω, εκλιπαρώντας τα χάδια του Μπίλι με ένα σιγανό κλαψούρισμα. Ακουγόταν απελπισμένο. Ο Μπίλι το λυπήθηκε. Καταλάβαινε τον πόνο του. Όμως οι δικές του συμφορές και η ανάγκη να καταστρώσει ένα σχέδιο δεν του άφηναν περιθώρια χρόνου να σταθεί και να παρηγορήσει το ζωντανό. Εκτός αυτού, κάθε έκφραση φιλικότητας μπορεί να κρύβει ένα δάγκωμα. Το χαμόγελο αποκαλύπτει τα δόντια. Συνέχισε λοιπόν το δρόμο του, ρίχνοντας πίσω ματιές και σφίγγοντας το όπλο. Ύστερα έστριψε αριστερά στο λιβάδι και προχώρησε ανάμεσα στα χόρτα, νιώθοντας ξανά φόβο για τα φίδια. Ένα ερώτημα τον απασχολούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: Ήταν ο δολοφόνος γνωστός του ή κάποιος άγνωστος; Αν ο δολοφόνος ήταν ένα άτομο που υπήρχε στη ζωή του Μπίλι πριν από το σημείωμα, ένας μανιακός που έκρυβε μέχρι

τότε τα φονικά του ένστικτα και τώρα τά άφησε να εκδηλωθούν, η αναγνώρισή του θα ήταν δύσκολη αλλά όχι ανέφικτη. Αν ανέλυε τις φιλίες του και σκάλιζε τη μνήμη του για να θυμηθεί κάποια αφύσικη συμπεριφορά, ίσως έρχονταν στην επιφάνεια ορισμένα στοιχεία. Με τη βοήθεια της λογικής και της φαντασίας, θα κατάφερνε να σκιαγραφήσει ένα πρόσωπο, να αποκαλύψει ένα διεστραμμένο κίνητρο. Αν ο φονιάς ήταν κάποιος άγνωστος που είχε επιλέξει τυχαία τον Μπίλι με σκοπό να τον τυραννήσει και τελικά να τον καταστρέψει, η ανακάλυψή του θα ήταν πιο δύσκολη. Το να φανταστεί ένα πρόσωπο που δεν είχε ξαναδεί και να αναζητήσει ένα κίνητρο χωρίς να έχει την παραμικρή ένδειξη δε θα ήταν καθόλου εύκολο. Στη σχετικά πρόσφατη ιστορία της ανθρωπότητας, η καθημερινή βία -εξαιρώντας το ξεκλήρισμα εθνών στους πολέμουςήταν υπόθεση κυρίως προσωπική. Έχθρες, προσβολές της τιμής, μοιχείες, φιλονικίες για χρηματικούς λόγους ξυπνούσαν τα δολοφονικά ένστικτα των ανθρώπων. Στον σύγχρονο κόσμο, στον μεταμοντέρνο και κυρίως στον μετά-μεταμοντέρνο, η βία είναι τις περισσότερες φορές απρόσωπη. Τρομοκράτες, συμμορίες, μεμονωμένοι ψυχοπαθείς, ομάδες ψυχοπαθών παρασυρμένων από ουτοπικά οράματα σκοτώνουν ανθρώπους που δε γνωρίζουν, εναντίον των οποίων δεν έχουν κάποιο πραγματικό παράπονο, απλώς και μόνο για να προσελκύσουν την προσοχή, για να προβούν σε μια δήλωση, για να εκφοβίσουν ή ακόμα και για απλή ευχαρίστηση. Ο συγκεκριμένος φονιάς, είτε γνωστός του Μπίλι είτε άγνωστος, ήταν ένας επικίνδυνος αντίπαλος. Κρίνοντας από τις ενδείξεις, ήταν θρασύς αλλά όχι παράτολμος, μανιακός αλλά με αυτοέλεγχο, έξυπνος, εφευρετικός, πανούργος, με μακιαβελικές τάσεις και περίπλοκη σκέψη. Ο Μπίλι Γουάιλς, αντίθετα, πορευόταν στη ζωή όσο πιο απλά και άμεσα μπορούσε. Η σκέψη του δεν ήταν περίπλοκη. Οι επιθυμίες του ήταν απλές. Του αρκούσε που ζούσε και ευχόταν να συνεχίσει να ζει. Έτσι όπως έτρεχε ανάμεσα στα ψηλά χόρτα που τρίβονταν

στα πόδια του και που το θρόισμά τους θύμιζε συνωμοτικούς ψιθύρους, αισθανόταν πιο πολύ σαν ποντικός παρά σαν κουκουβάγια με αιχμηρό ράμφος. Φάνηκε η τεράστια βελανιδιά. Καθώς χωνόταν από κάτω της, κάτι σάλεψε ψηλά στα κλαδιά κι ακούστηκε κάτι σαν φτεροκόπημα, χωρίς ωστόσο να πετάξει κάποιο πουλί. Πίσω από το Φορντ Εξπλόρερ, η εκκλησία φάνταζε σαν γλυπτό σε πάγο που φωσφορίζει. Πλησιάζοντας, ξεκλείδωσε από απόσταση τις πόρτες του αυτοκινήτου με τον τηλεχειρισμό. Άκουσε τον ηλεκτρονικό ήχο και είδε το διπλό αναβόσβημα των φλας. Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και κατέβασε ξανά τις ασφάλειες. Έριξε το περίστροφο στο κάθισμα του συνοδηγού. Όταν επιχείρησε να βάλει το κλειδί στη μηχανή, συνάντησε εμπόδιο. Πάνω στη μίζα ήταν στερεωμένο με σελοτέιπ ένα διπλωμένο χαρτί. Ένα σημείωμα. Το τρίτο. Ο δολοφόνος θα πρέπει να είχε πάρει θέση πάνω στο δρόμο, κοντά στη στροφή για το σπίτι του Λάνι Όλσεν, για να δει αν ο Μπίλι είχε τσιμπήσει το δόλωμα. Θα πρέπει να είχε δει το Εξπλόρερ να μπαίνει στο πάρκινγκ της εκκλησίας. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο. Ο μανιακός μπορούσε να μπει μόνο σπάζοντας το τζάμι· όμως όλα τα τζάμια ήταν στη θέση τους. Ο συναγερμός του Εξπλόρερ δεν είχε χτυπήσει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο ζωντανός εφιάλτης έμοιαζε απόλυτα αληθινός, το ίδιο πραγματικός όσο και η φωτιά στο χέρι που δοκιμάζει να την αγγίξει. Όμως με την ανακάλυψη αυτού του τρίτου σημειώματος, ο Μπίλι ένιωσε σαν κάτι να τον έσπρωξε από τον πραγματικό κόσμο σε έναν φανταστικό. Κυριευμένος από έναν τρόμο όμοιο με αυτόν των ονείρων, ξεκόλλησε το χαρτί από τον άξονα του τιμονιού. Το ξετύλιξε. Το φως της καμπίνας, που άναβε αυτόματα με το άνοιγμα της πόρτας, ήταν ακόμα ανοιχτό, μια και μόλις πριν μερικές στιγμές είχε κλείσει και ασφαλίσει τις πόρτες. Το μήνυμα -μια ερώτηση- ήταν ευδιάκριτο και λακωνικό. Είσαι έτοιμος για το πρώτο πλήγμα σου;

Κεφάλαιο 1 5

ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ για το πρώτο πλήγμα σου; Το σημείωμα γλίστρησε από τα δάχτυλα του και, σαν σε αργή κίνηση, στάθηκε μετέωρο στον αέρα και άρχισε να πέφτει προς τα πόδια του σαν φτερό. Το φως της καμπίνας έσβησε. Κυριευμένος από τρόμο, ο Μπίλι άπλωσε το δεξί του χέρι για να πιάσει το περίστροφο από το κάθισμα του συνοδηγού, ενώ συγχρόνως έστριβε το σώμα του στο πλάι, με σκοπό να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του το σκοτεινό πίσω κάθισμα. Ο χώρος πίσω ήταν σχετικά στενός για να κρυφτεί ένας άντρας, αλλά ο Μπίλι είχε μπει στο Εξπλόρερ βιαστικά, απρόσεκτα. Τη στιγμή που οι άκρες των δαχτύλων του άγγιζαν φευγαλέα τη λαβή του όπλου, το τζάμι της πόρτας του οδηγού έγινε χίλια κομμάτια. Καθώς το τζάμι ασφαλείας έπεφτε στο στήθος και στους μηρούς του, το περίστροφο ξέφυγε από τα δάχτυλά του και γλίστρησε στο δάπεδο. Ενώ ακόμα το τζάμι έπεφτε, προτού ο Μπίλι γυρίσει να δει ποιος του επιτίθεται, ο μανιακός έχωσε το χέρι του μέσα στο SUV και τον άδραξε από τα μαλλιά, από την κορυφή του κεφαλιού, στρίβοντάς τα και τραβώντας τα δυνατά. Παγιδευμένος ανάμεσα στο τιμόνι και την κονσόλα, ανήμπορος να σκύψει να πιάσει το όπλο όσο τον τραβούσαν ανελέητα από τα μαλλιά, ο Μπίλι έχωσε τα νύχια του στο χέρι που τον άδραχνε αλλά χωρίς αποτέλεσμα, γιατί το προστάτευε ένα δερμάτινο γάντι.

Ο αντίπαλος του ήταν δυνατός, άγριος και αδυσώπητος. Τα μαλλιά του θα έπρεπε να είχαν ήδη ξεριζωθεί. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Η όρασή του θόλωσε. Ο δολοφόνος ήθελε να τραβήξει το κεφάλι του έξω από το σπασμένο τζάμι. Το πίσω μέρος του κρανίου του Μπίλι χτύπησε με δύναμη στο πλαίσιο του παραθύρου. Στο δεύτερο δυνατό χτύπημα, τα σαγόνια του έκλεισαν απότομα και μια βραχνή κραυγή ξέφυγε από το λαρύγγι του. Κρατήθηκε από το τιμόνι με το αριστερό του χέρι και από το προσκέφαλο του καθίσματος με το δεξί, προβάλλοντας αντίσταση. Τα μαλλιά θα ξεριζώνονταν και θα ελευθερωνόταν. Αλλά τα μαλλιά άντεχαν κι εκείνος δεν ελευθερωνόταν, οπότε σκέφτηκε την κόρνα. Αν πατούσε την κόρνα, αν κοπανούσε την κόρνα, κάποιος θα ερχόταν σε βοήθεια και ο δολοφόνος θα το έβαζε στα πόδια. Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε πως θα την άκουγε μονάχα ο παπάς από το πρεσβυτέριο, κι αν ο παπάς πλησίαζε, ο δολοφόνος δε θα το έσκαγε. Αντίθετα, θα πυροβολούσε τον παπά στο πρόσωπο, ακριβώς όπως είχε κάνει με τον Λάνι. Δέκα δευτερόλεπτα θα πρέπει να κύλησαν από τη στιγμή που το τζάμι θρυμματίστηκε και ο δολοφόνος τραβούσε ανυποχώρητα το κεφάλι του Μπίλι έξω από το παράθυρο. Ο πόνος δυνάμωσε, έγινε τόσο έντονος, που ήταν σαν οι ρίζες των μαλλιών να απλώνονταν μέχρι το πρόσωπό του -γιατί τώρα πονούσε και το πρόσωπό του σαν να είχε πάρει φωτιά-, να απλώνονταν ακόμα και στους ώμους και στα μπράτσα του, γιατί καθώς οι δυνατές ρίζες χαλάρωναν και ελευθερώνονταν, το ίδιο συνέβη και στους μυς του σώματος του. Ο σβέρκος του πάγωσε καθώς άγγιξε το πλαίσιο του παραθύρου. Αιχμηρά θραύσματα από το τζάμι ασφαλείας χώθηκαν στο δέρμα του. Το κεφάλι του είχε γείρει τώρα προς τα πίσω. Πόσο γρήγορα θα μπορούσε να κοπεί ο εκτεθειμένος λαιμός του, πόσο εύκολα θα έσπαγε η ραχοκοκαλιά του.

Άφησε το τιμόνι. Έφερε το χέρι πίσω από την πλάτη του, αναζητώντας το χερούλι της πόρτας. Αν την άνοιγε απότομα, με αρκετή δύναμη, ίσως ο αντίπαλος του έχανε την ισορροπία του, οπότε η λαβή του θα χαλάρωνε και θα άφηνε τα μαλλιά του Μπίλι. Για να φτάσει το χερούλι με τα ιδρωμένα δάχτυλά του, έπρεπε να στρίψει το μπράτσο του με τρόπο επώδυνο και να λυγίσει το χέρι του σε μια στάση τόσο αφύσικη, που και πάλι δε θα είχε το περιθώριο να κουνήσει το χερούλι. Σαν να μάντεψε τις προθέσεις του, ο δολοφόνος έπεσε με όλο το βάρος του πάνω στην πόρτα. Το κεφάλι του Μπίλι ήταν πλέον σχεδόν ολόκληρο έξω από το τζάμι. Ξάφνου εμφανίστηκε από πάνω του ένα πρόσωπο, ανάποδα σε σχέση με το δικό του. Μια μορφή χωρίς χαρακτηριστικά. Ένα φάντασμα με κουκούλα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια για να καθαρίσει η όρασή του. Όχι, δεν ήταν κουκούλα. Ήταν μια σκούρα μάσκα του σκι. Ακόμα και σε τόσο λιγοστό φως, ο Μπίλι διέκρινε το πυρετώδες βλέμμα που γυάλιζε πίσω από τις τρύπες των ματιών. Κάτι ψέκασε το κάτω μέρος του προσώπου του, από τη μύτη και κάτω. Ήταν υγρό, κρύο, με έντονη, γλυκιά οσμή. Μύριζε σαν φάρμακο. Αιφνιδιασμένος, προσπάθησε να κρατήσει την αναπνοή του, αλλά είχε ήδη εισπνεύσει μια δόση φαρμάκου. Ένιωσε κάτι να του καίει τα ρουθούνια. Το στόμα του γέμισε σάλια. Το μασκοφορεμένο πρόσωπο, με τους κρατήρες στη θέση των ματιών, έσκυψε προς το δικό του, σαν σκοτεινό φεγγάρι.

Κεφάλαιο 1 1

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΟΥ άρχιζε να περνάει. Σαν το σκοινί βαρούλκου που γυρίζει γύρω από έναν κύλινδρο, ο πόνος επανέφερε σιγά σιγά στον Μπίλι τις αισθήσεις του. Στο στόμα του είχε μια γεύση σαν να είχε πιει σιρόπι βάφλας και το είχε ξεπλύνει μα λευκαντικό. Ήταν μια γλυκόπικρη γεύση. Η γεύση της ζωής. Για μερικές στιγμές δεν ήξερε πού βρισκόταν. Στην αρχή αδιαφόρησε. Έχοντας μόλις βγει από βαθιά νάρκη, ένιωθε ακόμα μουδιασμένος και το μόνο που ήθελε ήταν να ξανακοιμηθεί. Τελικά, ο ανυποχώρητος πόνος τον υποχρέωσε να ενδιαφερθεί, να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, να αναλύσει αυτό που ένιωθε και να καταλάβει πού βρισκόταν. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια -στο πάρκινγκ της εκκλησίας. Στα ρουθούνια του ερχόταν η μυρωδιά πίσσας, πετρελαίου, βενζίνης. Η διάχυτη ευωδιά της βελανιδιάς απλωνόταν πάνωθέ του μέσα στο σκοτάδι. Του μύριζε επίσης ο ιδρώτας του. Έγλειψε τα χείλη του. Είχαν τη γεύση του αίματος. Όταν σκούπισε το υγρό πρόσωπό του, σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν πασαλειμμένο με ιδρώτα και αίμα. Μες στο σκοτάδι, δεν μπορούσε να διακρίνει τι έμεινε στην παλάμη του. Ο πόνος εντοπιζόταν κυρίως στο κρανίο του. Αρχικά υπέθεσε ότι οφειλόταν στο τράβηγμα των μαλλιών, που λίγο έλειψε να ξεριζωθούν. Ήταν ένας βουβός πόνος, που εναλλασσόταν με μια σειρά έ-

ντονων σουβλιών κατά μήκος του κεφαλιού του, οι οποίες ωστόσο δεν προέρχονταν από το τριχωτό μέρος, αλλά από το μέτωπο. Όταν σήκωσε το χέρι του για να ψηλαφίσει διστακτικά την πηγή του πόνου, ανακάλυψε ότι στο μέτωπο του, δύο εκατοστά κάτω από το σημείο όπου άρχιζαν τα μαλλιά, εξείχε κάτι σκληρό και λεπτό σαν σύρμα. Αν και το άγγιξε πολύ απαλά, ένιωσε να τον διαπερνά ένας σπασμός πολύ πιο έντονου πόνου κι έβγαλε μια κραυγή. Είσαι έτοιμος για το πρώτο πλήγμα σου; Αποφάσισε να εξετάσει το τραύμα αργότερα, όταν θα μπορούσε να το δει. Η πληγή δε θα ήταν θανάσιμη. Η πρόθεση του άντρα που του είχε επιτεθεί δεν ήταν να τον σκοτώσει, παρά μόνο να τον τραυματίσει ή απλώς να τον σημαδέψει. Ο Μπίλι είχε αρχίσει να θαυμάζει τις ικανότητες του αντιπάλου του και ήταν πλέον σχεδόν βέβαιος ότι ο τύπος ήξερε να αποφεύγει τα λάθη, τουλάχιστον τα σοβαρά. Ανακάθισε. Ο πόνος λόγχισε το μέτωπό του. Το ίδιο συνέβη κι όταν σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε παραπαίοντας και επιθεώρησε το πάρκινγκ. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ψηλά στον νυχτερινό ουρανό, διέκρινε τα φώτα ενός αεροπλάνου που κατευθυνόταν μουγκρίζοντας προς τα δυτικά. Σ' αυτή τη ρότα, μάλλον ήταν στρατιωτικό που πήγαινε σε κάποια εμπόλεμη ζώνη. Μια άλλη εμπόλεμη ζώνη, διαφορετική από αυτήν εδώ κάτω. Άνοιξε την πόρτα του οδηγού του Εξπλόρερ. Στο κάθισμα ήταν πεσμένα τα θραύσματα του τζαμιού ασφαλείας. Τράβηξε ένα χαρτομάντιλο από το κουτί στην κονσόλα και σκούπισε τα αιχμηρά κομμάτια. Αναζήτησε το σημείωμα που ήταν κολλημένο στη μίζα. Προφανώς ο δολοφόνος το είχε πάρει πίσω. Βρήκε το κλειδί πεσμένο κάτω από το πεντάλ του φρένου. Σήκωσε το περίστροφο που βρισκόταν στο δάπεδο μπροστά από το κάθισμα του συνοδηγού.

Ο δολοφόνος τού είχε επιτρέψει να κρατήσει το όπλο για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Προφανώς δεν το φοβόταν. Η επήρεια της ουσίας που είχε εισπνεύσει ο Μπίλι -χλωροφόρμιο ή κάποιο άλλο αναισθητικό- κρατούσε ακόμα. Όταν έσκυψε, ένιωσε ζάλη. Καθισμένος πίσω από το τιμόνι, με την πόρτα κλειστή και τη μηχανή αναμμένη, αναρωτήθηκε αν θα κατάφερνε να οδηγήσει. Άνοιξε τον κλιματισμό, στρέφοντας τις εξόδους του αέρα προς το πρόσωπό του. Ενώ προσπαθούσε να καταπολεμήσει την παροδική ζαλάδα του, τα φώτα της καμπίνας έσβησαν αυτόματα. Τα άναψε πάλι. Έστριψε το καθρεφτάκι του οδηγού για να εξετάσει το πρόσωπό του. Θύμιζε πρόσωπο ζωγραφισμένου δαίμονα: σκούρο κόκκινο, αλλά τα δόντια του γυάλιζαν· σκούρο κόκκινο και αφύσικα λευκό ασπράδι των ματιών. Όταν ρύθμισε καλύτερα το καθρεφτάκι, αντίκρισε αμέσως την αιτία του πόνου του. Μπορεί να το είδε, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι πίστεψε αμέσως αυτό που αντίκρισε. Προτίμησε να σκεφτεί ότι ήταν ακόμα ζαλισμένος από το αναισθητικό και είχε παραισθήσεις. Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μερικές βαθιές εισπνοές. Πάλεψε να διώξει την εικόνα από το μυαλό του, ελπίζοντας πως, όταν θα ξανακοίταζε στον καθρέφτη, δε θα αντίκριζε το ίδιο θέαμα. Τίποτα δεν άλλαξε. Πάνω στο μέτωπό του, δύο εκατοστά κάτω από τη γραμμή των μαλλιών, τρία μεγάλα αγκίστρια ήταν περασμένα στη σάρκα του. Η μύτη κάθε αγκιστριού εξείχε από το δέρμα. Το στέλεχος εξείχε επίσης. Το καμπύλο τμήμα του ήταν κρυμμένο κάτω από τη λεπτή επιδερμίδα του μετώπου του. Ο Μπίλι ανατρίχιασε και τράβηξε το βλέμμα του από τον καθρέφτη. Είναι κάποιες μέρες, κυρίως κάποιες μοναχικές νύχτες, που ακόμα και οι θεοσεβούμενοι αμφιβάλλουν αν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, αν θα γνωρίσουν το έλεος του

Θεού ή αν, αντίθετα, είναι σαν όλα τα υπόλοιπα όντα, χωρίς καμία μελλοντική κληρονομιά πέρα από τον άνεμο και το σκοτάδι. Αυτή ήταν μια τέτοια νύχτα για τον Μπίλι. Είχε γνωρίσει κι άλλες παρόμοιες. Αλλά στο τέλος πάντα η αμφιβολία διαλυόταν. Είπε μέσα του ότι το ίδιο θα συνέβαινε και αυτή τη φορά, αν και στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και αναμφίβολα θα άφηναν μέσα του βαθύ σημάδι. Αρχικά ο μανιακός είχε δώσει την εντύπωση ότι αντιμετώπιζε τους φόνους σαν κάποιου είδους παιχνίδι. Τα αγκίστρια στο μέτωπο, ωστόσο, δεν τα είχε χρησιμοποιήσει απλώς για τους σκοπούς του παιχνιδιού -και δεν ήταν. Για το δολοφόνο, αυτά τα εγκλήματα δεν ήταν απλοί φόνοι, όμως αυτό το κάτι άλλο δεν ισοδυναμούσε με σκάκι ή πόκερ. Για κείνον, η ανθρωποκτονία είχε ένα συμβολικό νόημα και το κίνητρο του ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό από απλή διασκέδαση. Είχε κάποιο μυστηριώδη στόχο ανεξάρτητο από τη δολοφονία αυτή καθαυτή, ένα σκοπό που επιδίωκε να εκπληρώσει. Αν η λέξη παιχνίδι δεν ήταν η σωστή, τότε ο Μπίλι έπρεπε να βρει την κατάλληλη. Αν δε μάθαινε τη σωστή λέξη, δε θα καταλάβαινε ποτέ το δολοφόνο, και κατά συνέπεια δε θα μπορούσε να τον ανακαλύψει. Σκούπισε απαλά με ένα χαρτομάντιλο το ξεραμένο αίμα από τα φρύδια του και καθάρισε τα βλέφαρα και τα τσίνορά του. Η εικόνα των αγκιστριών είχε καθαρίσει το μυαλό του. Η ζάλη είχε φύγει. Οι πληγές του χρειάζονταν περιποίηση. Άναψε τα φώτα και βγήκε από το πάρκινγκ της εκκλησίας. Όποιος κι αν ήταν ο τελικός στόχος του δολοφόνου, όποιο συμβολισμό κι αν ήθελε να εκφράσει με τα αγκίστρια, προφανώς ήλπιζε επίσης να αναγκάσει τον Μπίλι να πάει σε γιατρό. Ο γιατρός θα ζητούσε κάποια εξήγηση για τα αγκίστρια, και η απάντηση του Μπίλι, όποια κι αν ήταν, θα τον έφερνε σε ακόμα πιο δύσκολη θέση από αυτή που βρισκόταν. Αν έλεγε την αλήθεια, η αστυνομία θα τον συνέδεε με το φόνο της Ζιζέλ Γουίνσλοου και του Λάνι Όλσεν. Θα ήταν ο κύριος ύποπτος.

Χωρίς τα τρία σημειώματα, δε διέθετε στοιχεία για να αποδείξει ότι ο μανιακός δολοφόνος υπήρχε πραγματικά. Οι Αρχές δε θα θεωρούσαν τα αγκίστρια αξιόπιστο στοιχείο, γιατί θα εξέταζαν το ενδεχόμενο του αυτοτραυματισμού. Πολλοί εγκληματίες καταφεύγουν στο τέχνασμα του αυτοτραυματισμού, προκειμένου να παραστήσουν το θύμα και να απομακρύνουν τις υποψίες από το άτομό τους. Ήξερε με πόσο κυνισμό θα αντιμετώπιζαν κάποιοι αστυνομικοί τις εντυπωσιακές, αλλόκοτες αλλά επιπόλαιες πληγές του. Το ήξερε πάρα πολύ καλά. Επιπλέον, ο Μπίλι συνήθιζε να ψαρεύει σε ποτάμια και λίμνες. Ψάρευε πέστροφες και λαβράκια. Τα συγκεκριμένα αγκίστρια είχαν το απαιτούμενο μέγεθος για να πιάσει κανείς μεγάλα λαβράκια χρησιμοποιώντας ζωντανό δόλωμα. Στο σπίτι, μέσα στο κουτί με τα είδη ψαρικής είχε αγκίστρια παρόμοια με αυτά που τρυπούσαν τώρα τη σάρκα του. Δεν τολμούσε να επισκεφθεί γιατρό. Θα έπρεπε να φροντίσει τις πληγές μόνος του. Στις 3:30 το πρωί, οι αγροτικοί δρόμοι ήταν έρημοι. Δε φυσούσε διόλου, αλλά καθώς έτρεχε με το Εξπλόρερ, από το σπασμένο τζάμι έμπαινε δυνατός αέρας. Φωτισμένοι από τα φώτα αλογόνου του αυτοκινήτου του, οι αμπελώνες της κοιλάδας, οι αμπελώνες της λοφοπλαγιάς και τα δάση λίγο ψηλότερα ήταν ένα θέαμα οικείο στα μάτια του, αλλά με κάθε χιλιόμετρο που διέσχιζε το τοπίο γινόταν ξένο στην καρδιά του όσο και οποιαδήποτε άγνωστη ερημιά.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ! I I

Είσαι Έτοιμος Για Το Δεύτερο Πλήγμα Σου;

Κεφάλαιο 1 7

ΤΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ, μετά την αφαίρεση ενός έγκλειστου φρονιμίτη, ο οδοντογιατρός είχε δώσει στον Μπίλι συνταγή για ένα παυσίπονο, το Βικοντίν. Από τις δέκα ταμπλέτες, ο Μπίλι είχε πάρει μόνο τις δύο. Οι οδηγίες του φαρμάκου έλεγαν ότι πρέπει να λαμβάνεται με γεμάτο στομάχι. Ο Μπίλι δεν είχε φάει βραδινό ούτε είχε όρεξη να φάει. Χρειαζόταν όμως την επίδραση του φαρμάκου. Έβγαλε από το ψυγείο ένα πυρίμαχο πιάτο με σπιτικά λαζάνια που είχαν περισσέψει. Αν και το μέτωπο του είχε πάψει να αιμορραγεί και το αίμα είχε ξεραθεί στις πληγές, ο πόνος παρέμενε αμείωτος, δυσκολεύοντάς τον να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. Αποφασίζοντας να μη χασομερήσει τα λίγα λεπτά που χρειάζονταν για να ζεστάνει το φαγητό στο φούρνο μικροκυμάτων, ακούμπησε το κρύο σκεύος με το φαγητό στο τραπέζι της κουζίνας. Ένα ροζ αυτοκόλλητο πάνω στο μπουκαλάκι με τα χάπια συνιστούσε την αποφυγή κατανάλωσης οινοπνευματωδών μαζί με το παυσίπονο. Ο Μπίλι το αγνόησε. Δε σκόπευε να οδηγήσει ούτε να χειριστεί κανένα βαρύ μηχάνημα μέσα στις επόμενες ώρες. Έχωσε το χάπι και μια πιρουνιά λαζάνια στο στόμα του και τα κατάπιε πίνοντας μια Έλεφαντ, μια δανέζικη μπίρα με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ από τις άλλες. Καθώς έτρωγε, ο νους του πήγε στη νεκρή δασκάλα και στον Λάνι που καθόταν στην πολυθρόνα της κρεβατοκάμαράς του. Αναρωτήθηκε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα το δολοφόνου.

Οι σκέψεις αυτές δεν προσφέρονταν για να ανοίξουν την όρεξή του ούτε διευκόλυναν τη χώνεψη. Η δασκάλα και ο Λάνι ήταν νεκροί και δεν υπήρχε τρόπος να προβλέψει την επόμενη κίνηση του μανιακού. Έτσι έστρεψε τις σκέψεις του στην Μπάρμπαρα Μάντελ, κυρίως την Μπάρμαρα όπως ήταν κάποτε και όχι όπως ήταν τώρα στο Γουίσπερινγκ Πάινς. Αναπόφευκτα, αυτές οι αναμνήσεις οδήγησαν στο παρόν κι άρχισε να αναρωτιέται ποια θα ήταν η δική της τύχη αν εκείνος πέθαινε. Θυμήθηκε τον μικρό τετράγωνο φάκελο του γιατρού της. Τον έβγαλε από την τσέπη του και τον άνοιξε. Το όνομα ΔΡ. ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΦΕΡΙΕΡ ήταν τυπωμένο με ανάγλυφα γράμματα στην κρεμ κάρτα. Ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν στρωτός: Αγαπητέ Μπίλι, όταν αρχίζεις να επισκέπτεσαι την Μπάρμπαρα σε ώρες που ξέρεις ότι απουσιάζω θέλοντας να με αποφύγεις, αντιλαμβάνομαι πως ήρθε η ώρα να κάνουμε την εξάμηνη ανασκόπηση της κατάστασης της. Σε παρακαλώ, τηλεφώνησε στο γραφείο μου για να προγραμματίσουμε μια συνάντηση. Σταγόνες νερού κυλούσαν στο μπουκάλι της Έλεφαντ. Ο Μπίλι έβαλε από κάτω την κάρτα του δόκτορα Φέριερ για να προστατέψει το τραπέζι. «Γιατί δε μου τηλεφωνείς εσύ στο γραφείο μου;» είπε ο Μπίλι. Το σκεύος ήταν μισογεμάτο με λαζάνια. Αν και δεν είχε όρεξη, τα έφαγε όλα, χώνοντας μεγάλες μπουκιές στο στόμα του και καταπίνοντας βιαστικά, λες και το φαγητό θα καταλάγιαζε το θυμό του σαν να ήταν πείνα. Σιγά σιγά ο πόνος στο μέτωπο του άρχισε να υποχωρεί. Πήγε στο γκαράζ όπου φυλούσε τα είδη ψαρικής. Από τη θήκη με τα σύνεργα έβγαλε ένα μυτερό κόφτη. Επιστρέφοντας ξανά στο σπίτι, κλείδωσε την πίσω πόρτα και πήγε στο μπάνιο, όπου επιθεώρησε το πρόσωπο του στον καθρέφτη. Η μάσκα από αίμα είχε ξεραθεί. Έμοιαζε με ιθαγενή κάτοικο της Κόλασης. Ο μανιακός είχε χώσει τα τρία αγκίστρια με προσοχή. Προφανώς είχε προσπαθήσει να προκαλέσει τη μικρότερη δυνατή ζημιά.

Αυτός ο επιπόλαιος τραυματισμός θα ενίσχυε τη θεωρία των καχύποπτων αστυνομικών περί αυτοτραυματισμού. Στη μια πλευρά του αγκιστριού ήταν η μύτη. Στην άλλη το μάτι από όπου περνάνε η πετονιά και το βαρίδι. Αν τραβούσε είτε από τη μια μεριά είτε από την άλλη, το δέρμα θα σκιζόταν περισσότερο. Με τη βοήθεια του κόφτη έκοψε το μάτι του ενός αγκιστριού. Με τον αντίχειρα και το δείκτη το έπιασε από τη μυτερή άκρη και το τράβηξε. Όταν αφαίρεσε και τα τρία αγκίστρια, έκανε ένα ντους με όσο πιο καυτό νερό άντεχε. Μετά το ντους απολύμανε τις πληγές όσο καλύτερα μπορούσε με οινόπνευμα και οξυζενέ, άπλωσε πάνω τους Νεοσπορίν, και τις σκέπασε με γάζα και λευκοπλάστη. Στις 4:27 π.μ., σύμφωνα με το ρολόι του κομοδίνου, ο Μπίλι έπεσε στο κρεβάτι του -ένα διπλό κρεβάτι με δύο μαξιλάρια. Στο ένα μαξιλάρι ακούμπησε το κεφάλι του και κάτω από το άλλο έκρυψε το όπλο. Είθε η κρίση να μην είναι τόσο βαριά επάνω μας... Καθώς τα βλέφαρά του έκλειναν από μόνα τους, είδε νοερά τα ωχρά χείλη της Μπάρμπαρα να προφέρουν ακατάληπτες φράσεις. Θέλω να μάθω τι λέει, η θάλασσα. Τι είναι αυτό που λέει διαρκώς. Είχε κοιμηθεί προτού το ρολόι δείξει τέσσερις και μισή. Ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν σε κώμα, ότι δεν μπορούσε να σαλέψει ούτε να μιλήσει, αλλά ότι αντιλαμβανόταν τι γινόταν γύρω του. Γιατροί με λευκές ποδιές και μαύρες μάσκες του σκι έσκυβαν από πάνω του τρυπώντας τη σάρκα του με ατσάλινα νυστέρια, σκαλίζοντας στο σώμα του αιμάτινα φύλλα ακάνθου. Ο επίμονος, βουβός πόνος, που δυνάμωσε ξανά, τον ξύπνησε στις 8:40 το πρωί της Τετάρτης. Στην αρχή δε θυμόταν ποιες από τις πρόσφατες εφιαλτικές εμπειρίες ήταν αληθινές και ποιες είχε ονειρευτεί. Ύστερα θυμήθηκε.

Ήθελε κι άλλο Βικοντίν, αλλά, όταν πήγε στο μπάνιο, προτίμησε να πάρει δύο ασπιρίνες. Πήγε στην κουζίνα για να τις πιει με λίγη πορτοκαλάδα. Είχε ξεχάσει να βάλει το βρόμικο σκεύος στο νεροχύτη με νερό. Το άδειο μπουκάλι Έλεφαντ ήταν ακόμα ακουμπισμένο πάνω στην κάρτα του γιατρού Φέριερ. Το πρωινό φως έλουζε το δωμάτιο. Τα στόρια ήταν ανεβασμένα. Ήταν κατεβασμένα προτού πάει για ύπνο. Πάνω στο ψυγείο ήταν στερεωμένο με σελοτέιπ ένα διπλωμένο χαρτί, το τέταρτο μήνυμα του δολοφόνου.

Κεφάλαιο 1 106

ΗΤΑΝ ΒΕΒΑΙΟΣ ΠΩΣ ΕΙΧΕ κλειδώσει την πίσω πόρτα, όταν επέστρεψε από το γκαράζ με τον μυτερό κόφτη. Τώρα ήταν ξεκλείδωτη. Βγήκε στη βεράντα και κοίταξε τα δάση προς τα δυτικά. Μερικές φτελιές μπροστά και πίσω τα πεύκα. Ο ίσκιος των ψηλών δέντρων σκοτείνιαζε το δάσος και ο πρωινός ήλιος δεν κατάφερνε να το φωτίσει. Καθώς το βλέμμα του ταξίδευε στις πράσινες φυλλωσιές αναζητώντας την αποκαλυπτική αντανάκλαση του ήλιου πάνω σε φακούς από κιάλια, διέκρινε κάποια κίνηση. Του φάνηκε πως είδε ανάμεσα από τους κορμούς μυστηριώδη σχήματα, ευμετάβλητα σαν τον ίσκιο κυνηγημένου πουλιού, που έλαμπαν αχνά όταν έπεφτε πάνω τους το φως του ήλιου. Μια απόκοσμη αίσθηση κυρίεψε τον Μπίλι. Ύστερα τα σχήματα βγήκαν από τα δέντρα και ήταν ελάφια: ένα αρσενικό, δύο θηλυκά κι ένα ελαφάκι. Ο Μπίλι σκέφτηκε ότι κάτι πρέπει να τα είχε τρομάξει και βγήκαν από το δάσος, αλλά αυτά έτρεξαν λίγο στο γρασίδι του κήπου του και μετά σταμάτησαν. Γαλήνια και ατάραχα, άρχισαν να βόσκουν το τρυφερό χορτάρι. Επιστρέφοντας στο εσωτερικό του σπιτιού και αφήνοντας τα ελάφια να φάνε ανενόχλητα το πρόγευμά τους, ο Μπίλι κλείδωσε την πίσω πόρτα, έστω κι αν η κλειδαριά ασφαλείας δεν του είχε προσφέρει καμιά προστασία. Αν ο δολοφόνος δεν είχε κλειδί, τότε διέθετε τα κατάλληλα εργαλεία και ήξερε να τα χρησιμοποιεί.

Χωρίς να αγγίξει το σημείωμα, ο Μπίλι άνοιξε το ψυγείο. Έπιασε μια πορτοκαλάδα. Ενώ έπινε το χυμό από το κουτί καταπίνοντας τις ασπιρίνες, κάρφωσε τα μάτια του στο σημείωμα πάνω στο ψυγείο. Δεν το άγγιξε. Έβαλε δύο μάφιν στην τοστιέρα. Όταν έγιναν τραγανά, τα άλειψε με φιστικοβούτυρο και τα έφαγε στο τραπέζι της κουζίνας. Αν δε διάβαζε το σημείωμα, αν το έκαιγε στο νεροχύτη και ξέπλενε τις στάχτες, θα έβγαινε από το παιχνίδι. Το πρώτο πρόβλημα με αυτή την ιδέα ήταν το ίδιο που είχε βασανίσει την προηγούμενη φορά τη συνείδησή του: ακόμα και η αδράνεια είναι επιλογή. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν πως ο ίδιος είχε πέσει θύμα επίθεσης. Και του είχαν τάξει κι άλλη. Είσαι έτοιμος yia το πρώτο τιλήγμα σου; Ο μανιακός δεν είχε τονίσει με διαφορετικά γράμματα τη λέξη πρώτο, αλλά ο Μπίλι κατάλαβε πού δινόταν η έμφαση. Μπορεί να είχε πολλά ελαττώματα, αλλά η αυταπάτη δε συγκαταλεγόταν σ' αυτά. Αν δε διάβαζε το σημείωμα, αν επέλεγε να φύγει από το παιχνίδι, θα του ήταν ακόμα πιο δύσκολο να φανταστεί τι θα επακολουθούσε. Όταν ο πέλεκυς θα έπεφτε πάνω του, δε θα άκουγε καν τον αέρα να σφυρίζει πάνω από το κεφάλι του. Εξάλλου, αυτή η ιστορία κάθε άλλο παρά παιχνίδι ήταν για το δολοφόνο, όπως είχε συνειδητοποιήσει ο Μπίλι το προηγούμενο βράδυ. Αν έχανε ένα σύντροφο στο παιχνίδι, δε θα τα μάζευε για να γυρίσει στο σπίτι του. Θα φρόντιζε να φτάσει μέχρι το τέλος -όποιο κι αν ήταν- που είχε στο μυαλό του. Ο Μπίλι θα προτιμούσε να καθόταν τώρα να σκαλίσει φύλλα ακάνθου. Ήθελε να λύσει ένα σταυρόλεξο. Ήταν καλός σ' αυτά. Ήθελε να βάλει πλυντήριο, να καθαρίσει την αυλή του, να ξεβουλώσει τις υδρορρόες, να βάψει το γραμματοκιβώτιο. Ήθελε να ξεχαστεί και να αντλήσει παρηγοριά από αυτές τις ασήμαντες δουλειές της καθημερινότητας. Ήθελε να δουλέψει στο μπαρ και να περάσει τις ώρες του

μέσα στη θολούρα της επανάληψης των ίδιων εργασιών και των άσκοπων συζητήσεων. Όλο το μυστήριο που του χρειαζόταν -και την τραγωδία- το έβρισκε στις επισκέψεις του στο Γουίσπερινγκ Πάινς, στα αινιγματικά λόγια που κάπου κάπου ξεστόμιζε η Μπάρμπαρα και στην πεισματική πεποίθησή του ότι υπήρχε ακόμα ελπίδα να συνέλθει. Δε χρειαζόταν τίποτα περισσότερο. Δεν είχε τίποτα περισσότερο. Δεν είχε τίποτα περισσότερο μέχρι να γίνει αυτό, που ούτε το χρειαζόταν ούτε το ήθελε, αλλά ούτε μπορούσε να το αποφύγει. Όταν τελείωσε τα μάφιν, πήγε το πιάτο και το μαχαίρι στο νεροχύτη. Τα έπλυνε, τα σκούπισε και τα έβαλε στη θέση τους. Στο μπάνιο αφαίρεσε τις γάζες από το μέτωπο του. Κάθε αγκίστρι τον είχε τρυπήσει σε δύο σημεία. Οι έξι πληγές ήταν κόκκινες και πρησμένες. Τις έπλυνε μαλακά κι ύστερα τις καθάρισε πάλι με οινόπνευμα, οξυζενέ και Νεοσπορίν. Έβαλε καινούριες γάζες. Το μέτωπο του ήταν δροσερό. Αν το αγκίστρι ήταν βρόμικο, δε θα γλίτωνε τη μόλυνση, παρά τις προφυλάξεις του, προπάντων αν οι μύτες είχαν ξύσει το κόκαλο. Δεν κινδύνευε από τέτανο. Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ανακαίνιζε το γκαράζ για να το μετατρέψει σε εργαστήριο ξυλουργικής, είχε κοπεί βαθιά στο αριστερό χέρι με ένα σκουριασμένο αιχμηρό μεντεσέ. Του είχαν κάνει αντιτετανικό ορό. Ο τέτανος, λοιπόν, δεν τον ανησυχούσε. Δε θα πέθαινε από τέτανο. Ούτε θα πέθαινε από μόλυνση. Η ψεύτικη ανησυχία τού χρησίμευε περισσότερο για να αποσπάσει το νου του από πραγματικές και πιο σοβαρές απειλές. Επιστρέφοντας στην κουζίνα, ξεκόλλησε το σημείωμα από το ψυγείο. Το τσαλάκωσε μέσα στη χούφτα του και το πήγε στο σκουπιδοτενεκέ. Αντί να το πετάξει, το άπλωσε πάνω στο τραπέζι, το ίσιωσε και το διάβασε. Σήμερα το πρωί μείνε σιτίτι. Ένας συνεργάτης μου θα έρθει να σε δει στις 11:00. Περίμενέ τον στην μπροστινή βεράντα.

Αν δε μείνεις σπίτι, θα σκοτώσω ένα παιδί. Αν ενημερώσεις την αστυνομία, θα σκοτώσω ένα παιδί. Φαίνεσαι πολύ θυμωμένος. Δε σου έτεινα χέρι φιλίας; Και βέβαια το έκανα. Συνεργάτης. Η λέξη αναστάτωσε τον Μπίλι. Δεν του άρεσε καθόλου. Σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, υπήρχε συνεργασία δύο ψυχοπαθών δολοφόνων. Οι αστυνομικοί τούς αποκαλούσαν φονικούς φίλους. Ο Στραγγαλιστής του Χίλσαϊντ, στο Λος Άντζελες, αποδείχτηκε πως ήταν δύο εξάδελφοι. Ο Ελεύθερος Σκοπευτής της Ουάσινγκτον ήταν δύο άντρες. Η οικογένεια Μάνσον αριθμούσε πάνω από δύο φονιάδες. Ένας απλός μπάρμαν θα μπορούσε να ελπίζει λογικά ότι θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα με έναν αδίστακτο ψυχοπαθή. Αλλά όχι με δύο. Δε σκεφτόταν να πάει στην αστυνομία. Ο τύπος είχε δώσει δύο φορές δείγματα της ειλικρίνειάς του. Αν ο Μπίλι δεν υπάκουε, θα πέθαινε ένα παιδί. Σ' αυτή την περίπτωση, τουλάχιστον, η επιλογή που θα έκανε δε θα είχε σαν επακόλουθο το θάνατο κάποιου ανθρώπου. Παρ' όλο που οι τέσσερις πρώτες σειρές του σημειώματος ήταν σαφείς, οι δύο τελευταίες ήταν κάπως δυσνόητες. Δε σου έτεινα χέρι φιλίας; Η κοροϊδία ήταν ολοφάνερη. Ο Μπίλι διέκρινε επίσης μια νότα χλευασμού που υπαινισσόταν ότι προσφερόταν κάποια πληροφορία που θα τον βοηθούσε, αρκεί να την καταλάβαινε. Διάβασε το μήνυμα έξι, οχτώ, δέκα φορές, αλλά δεν έβγαλε κάποιο συμπέρασμα. Το μόνο που του πρόσφερε ήταν απόγνωση. Με αυτό το σημείωμα, ο Μπίλι κρατούσε στα χέρια του ξανά ένα πειστήριο. Μπορεί να μην ήταν τίποτα σπουδαίο και να μην εντυπωσίαζε την αστυνομία, όμως σκόπευε να το φυλάξει σε ασφαλές σημείο. Στο σαλόνι, κοίταξε τη συλλογή των βιβλίων. Τα τελευταία χρόνια, τα βιβλία ήταν για κείνον μόνο αντικείμενα για ξεσκόνισμα.

Διάλεξε το Στον Καιρό μας. Έχωσε το σημείωμα του δολοφόνου ανάμεσα στη σελίδα του κοπιράιτ και την αφιέρωση και το τοποθέτησε ξανά στο ράφι. Σκέφτηκε τον Λάνι Όλσεν, νεκρό στην πολυθρόνα του με ένα περιπετειώδες βιβλίο πάνω στα γόνατά του. Από το υπνοδωμάτιο πήρε το τριανταοχτάρι Σμιθ & Γουέσον κάτω από το μαξιλάρι. Καθώς το έπιανε, θυμήθηκε πώς το ένιωθε στο χέρι όταν πυροβολούσε. Η κάννη ήθελε να πεταχτεί εμπρός, η λαβή βυθιζόταν στη σάρκα της παλάμης και το κλότσημα μεταδιδόταν στα κόκαλα του χεριού και του βραχίονα, αναδεύοντας το μεδούλι όπως ένα κοπάδι ψάρια αναδεύει το νερό. Στο συρτάρι μιας σιφονιέρας υπήρχε ένα ανοιχτό κουτί με πυρομαχικά. Έβαλε τρεις εφεδρικές σφαίρες σε καθεμιά από τις μπροστινές τσέπες του παντελονιού του. Του φάνηκε αρκετό σαν μέτρο προφύλαξης. Ό,τι κι αν επρόκειτο να συμβεί, δε θα ήταν πόλεμος. Θα ήταν βίαιο και άγριο, αλλά σύντομο. Έστρωσε το κρεβάτι. Αν και δε χρησιμοποιούσε κάλυμμα, χτύπησε τα μαξιλάρια για να φουσκώσουν και έχωσε τις άκρες των σεντονιών κάτω από το στρώμα ώστε να είναι τεντωμένα σαν μεμβράνη τυμπάνου. Όταν πήρε το όπλο από το κομοδίνο, θυμήθηκε όχι μόνο το κλότσημά του, αλλά και το πώς νιώθει κανείς όταν σκοτώνει άνθρωπο.

Κεφάλαιο 1 111

Ο ΤΖΑΚΙ Ο'ΧΑΡΑ απάντησε στο κινητό του μέσω της γραμμής που χρησιμοποιούσε συνήθως όταν δούλευε πίσω από την μπάρα. «Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» «Αφεντικό, ο Μπίλι είμαι». «Γεια σου, Μπίλι. Λοιπόν, ξέρεις για ποιο πράγμα μιλούσαν χτες το βράδυ εδώ στο μπαρ;» «Για αθλητικά;» «Μη λες κουταμάρες. Δεν είμαστε τέτοιο μπαρ». «Με συγχωρείς», είπε ο Μπίλι κοιτάζοντας από το παράθυρο της κουζίνας προς την πρασιά, από όπου τα ελάφια είχαν φύγει. «Αυτοί που συχνάζουν σε μπαρ για φιλάθλους δεν ενδιαφέρονται για το ποτό». «Το βλέπουν μόνο σαν έναν τρόπο για να φτιαχτούν». «Ακριβώς. Γι' αυτούς είναι το ίδιο σαν να καπνίζουν λίγο χόρτο ή να παίρνουν δόσεις καφεΐνης στα Στάρμπακς. Εμείς δεν είμαστε μπαρ φιλάθλων, γαμώτο». Ο Μπίλι τα είχε ξανακούσει όλα αυτά, έτσι προσπάθησε να συνεχίσει την κουβέντα: «Για τους πελάτες μας το ποτό είναι κάτι σαν τελετή». «Κάτι παραπάνω από τελετή. Είναι ιεροτελεστία, θεία λειτουργία, σχεδόν ιερό μυστήριο. Όχι για όλους, αλλά για τους περισσότερους. Είναι θεία κοινωνία». «Εντάξει, εντάξει. Για ποιο πράγμα μιλούσαν λοιπόν; Για τον Μεγαλοπόδαρο;» «Μακάρι. Οι ωραιότερες, οι πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις στα μπαρ κάποτε είχαν να κάνουν με τον Μεγαλοπόδαρο, τους

ιπτάμενους δίσκους, τη χαμένη Ατλαντίδα, την τύχη των δεινοσαύρων...» «...με το τι βρίσκεται στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης», συμπλήρωσε ο Μπίλι, «το τέρας του Λοχ Νες, την Ιερά Σινδόνη του Τορίνου...» «...τα φαντάσματα, το Τρίγωνο των Βερμούδων, όλα αυτά τα κλασικά θέματα», συνέχισε ο Τζάκι. «Όμως αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν». «Το ξέρω», είπε ο Μπίλι. «Μιλούσαν γι' αυτούς τους καθηγητές του Χάρβαρντ, του Γέιλ και του Πρίνστον, τους επιστήμονες που λένε ότι με τη βοήθεια της κλωνοποίησης, των βλαστοκυττάρων και της γενετικής μηχανικής θα δημιουργήσουν μια ανώτερη ράτσα». «Εξυπνότερη, ταχύτερη και καλύτερη από τη δική μας», είπε ο Μπίλι. «Τόσο καλύτερη από τη δική μας, που δε θα έχει τίποτα το ανθρώπινο. Τα γράφει το Τάιμ ή το Νιούζγουικ, κι αυτοί οι επιστήμονες φιγουράρουν χαμογελώντας με καμάρι μέσα στις σελίδες των περιοδικών». «Αυτό ονομάζεται μεταανθρώπινο μέλλον», σχολίασε ο Μπίλι. «Τι θα απογίνουμε εμείς όταν θα είμαστε μετά;» αναρωτήθηκε ο Τζάκι. «Το "μετά" έχει γίνει πολύ δημοφιλές. Ανώτερη ράτσα; Αυτοί οι τύποι δεν έχουν ακούσει τίποτα για τον Χίτλερ;» «Πιστεύουν πως είναι διαφορετικοί», παρατήρησε ο Μπίλι. «Καθρέφτη δεν έχουν; Κάποιοι ηλίθιοι διασταυρώνουν ανθρώπινα γονίδια με γονίδια ζώων για να δημιουργήσουν καινούρια... καινούρια πράγματα. Ένας απ' αυτούς θέλει να φτιάξει ένα γουρούνι με ανθρώπινο εγκέφαλο». · «Άκου να δεις...» «Στο περιοδικό δεν εξηγεί γιατί γουρούνι, λες και είναι προφανές γιατί προτιμούν το γουρούνι από τη γάτα ή την αγελάδα ή το σκίουρο. Χριστός και Παναγία! Λες και δεν είναι ήδη δύσκολο να έχεις ανθρώπινο εγκέφαλο σε ανθρώπινο σώμα! Φαντάζεσαι τι κόλαση θα ήταν ένας ανθρώπινος εγκέφαλος σε σώμα γουρουνιού;»

«Ίσως εμείς δε θα ζήσουμε αρκετά για να το δούμε», είπε ο Μπίλι. «Θα το δεις, εκτός κι αν λογαριάζεις να πεθάνεις αύριο. Εγώ πάντως προτιμούσα τις συζητήσεις για τον Μεγαλοπόδαρο. Μου άρεσαν πολύ περισσότερο οι κουβέντες για το Τρίγωνο των Βερμούδων και τα φαντάσματα. Τώρα πια, όλες οι παρανοϊκές μπούρδες είναι πραγματικότητα». «Ο λόγος που σου τηλεφώνησα ήταν για να σου πω ότι δε θα μπορέσω να έρθω σήμερα στη δουλειά», είπε ο Μπίλι. «Τι σου συμβαίνει; Είσαι άρρωστος;» ρώτησε ο Τζάκι με φωνή που έδειχνε ειλικρινές ενδιαφέρον. «Αισθάνομαι κάπως αδύναμος». «Δεν ακούγεσαι κρυωμένος». «Δε νομίζω ότι είμαι κρυωμένος. Μάλλον είναι κάτι στομαχικό». «Μερικές φορές οι καλοκαιρινές ιώσεις εκδηλώνονται κάπως έτσι. Καλύτερα να πάρεις ψευδάργυρο. Υπάρχει μια αλοιφή με ψευδάργυρο που τη βάζεις μέσα στα ρουθούνια. Κάνει θαύματα. Σταματάει το κρυολόγημα στη στιγμή». «Θα πάω να αγοράσω μία». «Είναι αργά για βιταμίνη C. Θα έπρεπε να την παίρνεις από καιρό». «Θα πάρω ψευδάργυρο. Μήπως σου τηλεφώνησα πόλύ νωρίς; Εσύ έκλεισες το μαγαζί χτες το βράδυ;» «Όχι. Γύρισα σπίτι κατά τις δέκα. Είχα μπουχτίσει με τις κουβέντες για γουρούνια με ανθρώπινο εγκέφαλο και ήθελα να πάω στο σπίτι». «Δηλαδή έκλεισε ο Στιβ Ζίλις;» «Ναι. Είναι αξιόπιστο παιδί Μετάνιωσα γι' αυτά που σου έλεγα. Αν του αρέσει να κομματιάζει κούκλες και καρπούζια στην αυλή του, είναι δική του υπόθεση. Εμένα μου φτάνει να είναι εντάξει στη δουλειά του». Τα βράδια της Τρίτης η πελατεία ήταν συνήθως μειωμένη. Όταν ο Τζάκι έβλεπε ότι δεν είχε δουλειά, έκλεινε το μαγαζί πριν από τις δύο τα ξημερώματα, που ήταν η συνηθισμένη ώρα κλεισίματος. Ένα ανοιχτό μπαρ με λιγοστούς ή καθόλου πελά-

τες αργά τη νύχτα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των υπαλλήλων του, γιατί αποτελεί πρόκληση για τους ληστές. «Είχατε δουλειά;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ο Στιβ είπε ότι μετά τις έντεκα ήταν σαν να είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Έφτασε στο σημείο να ανοίξει την εξώπορτα και να κοιτάξει έξω για να σιγουρευτεί ότι δεν είχαν διακτινιστεί στο φεγγάρι ή κάπου αλλού. Έκλεισε τα φώτα πριν από τα μεσάνυχτα. Ευτυχώς που η βδομάδα δεν έχει δύο Τρίτες». «Ο κόσμος θέλει πού και πού να βλέπει την οικογένειά του. Αυτή είναι η κατάρα ενός οικογενειακού μαγαζιού», παρατήρησε ο Μπίλι. «Είσαι πάντα τόσο καλαμπουρτζής;» «Συνήθως όχι». «Αν βάλεις την αλοιφή στα ρουθούνια σου και δε δεις αποτέλεσμα», είπε ο Τζάκι, «τηλεφώνησέ μου και θα σου πω πού αλλού μπορείς να τη χώσεις». «Πιστεύω ότι θα γινόσουν εξαιρετικός παπάς. Ειλικρινά». «Περαστικά σου. Οι πελάτες σε αναζητούν όταν έχεις ρεπό». «Αλήθεια;» «Όχι. Πάντως δε λένε ότι χαίρονται όταν λείπεις». Στις συγκεκριμένες συνθήκες, πιθανότατα μόνο ο Τζάκι Ο'Χάρα θα μπορούσε να καταφέρει τον Μπίλι Γουάιλς να χαμογελάσει αχνά. Ο Μπίλι έκλεισε το τηλέφωνο. Κοίταξε το ρολόι του. Δέκα και τριάντα ένα. Σε λιγότερο από μισή ώρα, ο «συνεργάτης» θα βρισκόταν εκεί. Αν ο Στιβ Ζίλις είχε φύγει από το μπαρ λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, θα είχε άφθονο χρόνο να πάει στο σπίτι του Λάνι, να τον σκοτώσει και να μεταφέρει το πτώμα στην πολυθρόνα της κύριας κρεβατοκάμαρας. Αν ο Μπίλι έπρεπε να αξιολογήσει τους υπόπτους, θα έδινε ελάχιστες πιθανότητες στον Στιβ. Αλλά μια στο τόσο συμβαίνει να κερδίζει την κούρσα το αουτσάιντερ.

Κεφάλαιο 1 2 0

ΣΤΗΝ ΜΠΡΟΣΤΙΝΗ ΒΕΡΑΝΤΑ υπήρχαν δύο κουνιστές πολυθρόνες από ξύλο τικ με σκούρα πράσινα μαξιλάρια. Ο Μπίλι σπάνια χρειαζόταν τη δεύτερη πολυθρόνα. Εκείνο το πρωί, ντυμένος με λευκό μακό μπλουζάκι και φαρδύ βαμβακερό παντελόνι, κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν πιο μακριά από τα σκαλοπάτια. Κάθισε ακίνητος, χωρίς να την κουνάει. Δίπλα του υπήρχε ένα τραπεζάκι από τικ. Επάνω στο τραπέζι, σε ένα σουβέρ από φελλό, ήταν ακουμπισμένο ένα ποτήρι με Κόκα Κόλα. Δεν είχε πιει καθόλου Κόκα Κόλα. Την είχε χρησιμοποιήσει απλώς για να στήσει το σκηνικό, ώστε να απομακρύνει τις υποψίες από το κουτί με τα κρακεράκια Ριτζ. Το κουτί περιείχε μόνο το κοντόκαννο περίστροφο. Τρία κρακεράκια ήταν ακουμπισμένα δίπλα στο κουτί, πάνω στο τραπέζι. Η μέρα ήταν λαμπερή, καθάρια και ζεστή, ο καιρός πολύ ξηρός για τις ανάγκες των αμπελοκαλλιεργητών, αλλά για τον Μπίλι ήταν ό,τι έπρεπε. Από τη βεράντα μπορούσε να δει ανάμεσα στους κέδρους μέχρι πέρα μακριά τον αγροτικό δρόμο που ανηφόριζε προς το σπίτι του και ακόμα πιο μακριά. Δεν είχε ιδιαίτερη κυκλοφορία. Μερικά από τα οχήματα τα αναγνώριζε, αλλά δεν ήξερε σε ποιους ανήκαν. Από την καυτή άσφαλτο, τα φαντάσματα που σχημάτιζαν οι υδρατμοί της ζέστης στοίχειωναν το πρωινό. Στις 10:53, φάνηκε στο βάθος η φιγούρα ενός πεζοπόρου. Ο

Μπίλι δε φανταζόταν ότι ο συνεργάτης θα ερχόταν πεζός, γι' αυτό υπέθεσε πως δεν ήταν αυτός. Στην αρχή, η μορφή στο βάθος του δρόμου θα μπορούσε να ήταν και οφθαλμαπάτη. Η ζέστη της ατμόσφαιρας τον παραμόρφωνε δίνοντάς του κυματοειδή μορφή, σαν να καθρεφτιζόταν στην επιφάνεια του νερού. Κάποια στιγμή φάνηκε να εξατμίζεται, ύστερα ξαναφάνηκε. Στο έντονο φως του ήλιου έδειχνε ψηλός και αδύνατος, αφύσικα αδύνατος, λες και μόλις πριν από λίγο ήταν σκιάχτρο σε καλαμποκοχώραφο που έδιωχνε μακριά τα πουλιά αγριοκοιτάζοντάς τα με τα μάτια του από κουμπιά. Έστριψε από τον αγροτικό δρόμο και ακολούθησε το ιδιωτικό δρομάκι του σπιτιού. Άφησε το ιδιωτικό δρομάκι για να διασχίσει την πρασιά και, στις 10:58, έφτασε στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στη βεράντα. «Ο κύριος Γουάιλς;» ρώτησε. «Ναι». «Νομίζω ότι με περιμένετε». Είχε την άξεστη, τραχιά φωνή ανθρώπου που μουλιάζει το λαρύγγι του στο ουίσκι και το σιγοψήνει με τον καπνό του τσιγάρου για πολλά χρόνια. «Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Μπίλι. «Είμαι ο Ραλφ Κοτλ, κύριε». Ο Μπίλι είχε σκεφτεί ότι η ερώτησή του θα έμενε αναπάντητη. Αν ο τύπος κρυβόταν πίσω από ένα ψεύτικο όνομα, το Τζον Σμιθ θα ήταν αρκετό. Το Ραλφ Κοτλ έμοιαζε αληθινό. Ο Κοτλ ήταν όσο αδύνατος φαινόταν και από μακριά, όταν τον παραμόρφωνε η καυτή άχνα της ασφάλτου, αλλά όχι τόσο ψηλός. Ο κοκαλιάρικος λαιμός του φαινόταν έτοιμος να σπάσει κάτω από το βάρος του κεφαλιού του. Φορούσε άσπρα παπούτσια του τένις, μαυρισμένα από την πολυκαιρία και τη βρόμα Το καφετί καλοκαιρινό ελαφρύ κοστούμι του, που σε ορισμένα σημεία γυάλιζε και στα μανικέτια ήταν ξεφτισμένο, έπεφτε άχαρα πάνω του, όπως θα κρεμόταν από μια κρεμάστρα. Το συνθετικό λερωμένο πουκάμισο ήταν φαρδύ και του έλειπε ένα κουμπί.

Τα ρούχα του προέρχονταν από τα καλάθια με τα φτηνότερα είδη ενός μαγαζιού μεταχειρισμένων και θα πρέπει να τα φορούσε ήδη πολύ καιρό. «Κύριε Γουάιλς, μπορώ να έρθω στη σκιά;» Έτσι όπως έστεκε στη βάση της σκάλας, ο Κοτλ έμοιαζε έτοιμος να καταρρεύσει, λες και το φως του ήλιου του έπεφτε βαρύ. Παραήταν αδύναμος για να αποτελεί απειλεί, όμως ποτέ δεν ξέρεις. «Ορίστε, κάθισε στην πολυθρόνα», είπε ο Μπίλι. «Ευχαριστώ, κύριε. Είστε πολύ ευγενικός». Ο Μπίλι τσιτώθηκε καθώς ο Κοτλ ανέβαινε τα σκαλιά, αλλά χαλάρωσε κάπως όταν ο άντρας κάθισε στην άλλη κουνιστή πολυθρόνα. Ο Κοτλ κάθισε επίσης ακίνητος, λες και το λίκνισμα της πολυθρόνας απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια απ' όση ήταν διατεθειμένος να καταβάλει. «Σας πειράζει να καπνίσω, κύριε;» ρώτησε. «Ναι, με πειράζει». «Καταλαβαίνω. Είναι μια απαίσια συνήθεια». Από μια εσωτερική τσέπη, ο Κοτλ έβγαλε ένα μπουκάλι Σίγκραμ'ς και ξεβίδωσε το καπάκι. Τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του έτρεμαν. Δε ζήτησε την άδεια να πιει. Απλώς τράβηξε μια γουλιά. Προφανώς ήταν σε θέση να κουμαντάρει τον εθισμό του στη νικοτίνη ώστε να δείξει την απαιτούμενη ευγένεια. Από την άλλη πλευρά, το ποτό τού υπαγόρευε πότε το χρειαζόταν, κι εκείνος δεν μπορούσε να παρακούσει την υγρή φωνή του. Ο Μπίλι υποψιαζόταν ότι είχε χωμένα στις τσέπες του κι άλλα μπουκάλια, μαζί με τσιγάρα και σπίρτα, και πιθανότατα ένα δυο στριφτά τσιγαριλίκια. Έτσι εξηγούνταν το κοστούμι μια τόσο ζεστή μέρα: δεν ήταν μόνο ρούχο, αλλά και ένα είδος τσάντας για τα υλικά των ποικίλων παθών του. Το ποτό δεν επηρέασε το χρώμα του προσώπου του. Το δέρμα του ήταν ήδη μαυρισμένο από τον ήλιο και κόκκινο από ένα εσωτερικό δίκτυο σπασμένων αγγείων. «Έρχεσαι με τα πόδια από πολύ μακριά;» ρώτησε ο Μπίλι. «Μόνο από τη διασταύρωση. Μέχρι εκεί ήρθα με οτοστόπ».

Ο Μπίλι θα πρέπει να φάνηκε παραξενεμένος, γιατί ο Κοτλ πρόσθεσε: «Με ξέρουν πολλοί στην περιοχή. Γνωρίζουν ότι είμαι ακίνδυνος, απεριποίητος, αλλά όχι βρόμικος». Πραγματικά, τα ξανθά μαλλιά του έδειχναν καθαρά, αν και αχτένιστα. Είχε ξυρίσει επίσης το στεγνό σαν πετσί πρόσωπό του, που ήταν αρκετά σκληρό ώστε να μην κόβεται από το ξυράφι που το κρατούσαν τόσο ασταθή χέρια. Η ηλικία του ήταν ακαθόριστη. Θα μπορούσε να είναι σαράντα ή εξήντα, αλλά όχι τριάντα ή εβδομήντα. «Είναι πολύ κακός άνθρωπος, κύριε Γουάιλς». «Ποιος;» «Αυτός που με στέλνει». «Είσαι συνεργάτης του». «Όσο είμαι μαϊμού». «Συνεργάτη, έτσι σε χαρακτήρισε». «Σας φαίνομαι για μαϊμού;» «Πώς ονομάζεται;» «Δεν ξέρω. Ούτε θέλω να ξέρω». «Πώς είναι;» «Δεν έχω δει τη φάτσα του. Ελπίζω να μην τη δω ποτέ». «Φοράει μάσκα του σκι;» μάντεψε ο Μπίλι. «Μάλιστα, κύριε. Και τα μάτια που σε κοιτάζουν πίσω από τη μάσκα είναι ψυχρά σαν μάπα φιδιού». Η φωνή του τρεμούλιασε, συμπάσχοντας με τα χέρια του, και έφερε ξανά το μπουκάλι στα χείλη του. «Τι χρώμα είχαν τα μάτια του;» ρώτησε ο Μπίλι. «Μου φάνηκαν κίτρινα σαν τον κρόκο του αβγού, αλλά αυτό ήταν το αντιφέγγισμα της λάμπας πάνω τους». Ο Μπίλι θυμήθηκε τη συνάντηση στο χώρο στάθμευσης της εκκλησίας. «Δεν είχε αρκετό φως για να διακρίνω το χρώμα όταν τον είδα εγώ... αντίκρισα μόνο μια καυτή λάμψη». «Δεν είμαι τόσο κακός άνθρωπος, κύριε Γουάιλς. Δεν είμαι σαν αυτόν. Εγώ είμαι αδύναμος». «Γιατί ήρθες εδώ;» «Πρώτα πρώτα, για τα λεφτά. Με πλήρωσε εκατόν σαράντα δολάρια, όλα σε χαρτονομίσματα των δέκα».

I

«Εκατόν σαράντα; Πώς έγινε αυτό; Σου έδινε εκατό κι εσύ το παζάρεψες για να το ανεβάσεις;» «Όχι, κύριε. Αυτό ήταν το ακριβές ποσό που μου πρόσφερε. Είπε ότι είναι δέκα δολάρια για κάθε χρόνο της αθωότητάς σας, κύριε Γουάιλς». Ο Μπίλι τον κοίταξε σιωπηλός. Τα μάτια του Ραλφ Κοτλ μπορεί κάποτε να είχαν ένα ζωηρό μπλε τόνο. Ίσως είχαν ξεθωριάσει από το αλκοόλ, γιατί τώρα ήταν τα πιο αχνά γαλανά μάτια που είχε δει ποτέ ο Μπίλι, το αχνό γαλάζιο του ουρανού σε μεγάλο ύψος, εκεί όπου η ατμόσφαιρα είναι πολύ αραιή για να αποδώσει πλούσια χρώματα και όπου το κενό πιο πέρα δεν κρύβει σχεδόν τίποτα. Μετά από λίγο, ο Κοτλ αποτράβηξε το βλέμμα του και κοίταξε την αυλή, τα δέντρα, το δρόμο. «Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο Μπίλι. «Τα δεκατέσσερα χρόνια της αθωότητάς μου;» «Όχι, κύριε. Και δε με αφορά. Απλώς μου επισήμανε να μην παραλείψω να σας το πω». «Είπες ότι εκτός από τα χρήματα υπήρχε και άλλος λόγος. Ποιος;» «Αν δεν ερχόμουν να σας δω, θα με σκότωνε». «Αυτό απείλησε ότι θα κάνει;» «Δεν απειλεί, κύριε Γουάιλς». «Εμένα έτσι μου ακούγεται». «Απλώς λέει κάτι, κι εσύ καταλαβαίνεις ότι είναι αλήθεια. Αν δεν ερχόμουν να σας δω, θα πέθαινα. Και δε θα πέθαινα εύκολα. Θα πέθαινα με άγριο τρόπο». «Ξέρεις τι έχει κάνει;» ρώτησε ο Μπίλι. «Όχι, κύριε. Και δε θέλω να μου πείτε». «Τώρα είμαστε δύο που ξέρουμε ότι είναι αληθινός. Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ο ένας την ιστορία του άλλου». «Ούτε να το συζητάτε». «Κατάλαβέ το, έκανε ένα λάθος». «Μακάρι να ήμουν εγώ το λάθος του», μουρμούρισε ο Κοτλ, «αλλά δεν είμαι. Έχετε πολύ μεγάλη ιδέα για μένα, και δε θα έπρεπε».

«Μα κάποιος πρέπει να τον σταματήσει», είπε ο Μπίλι. «Όχι εγώ. Δεν είμαι ήρωας. Μη μου πείτε τι έχει κάνει. Μην τολμήσετε». «Γιατί να μη σου το πω;» «Αυτός είναι ο δικός σας κόσμος. Δεν είναι ο δικός μου». «Μόνο ένας κόσμος υπάρχευ>. «Όχι, κύριε. Υπάρχουν δισεκατομμύρια. Ο δικός μου διαφέρει από τον δικό σας, και θα συνεχίσει να διαφέρει». «Καθόμαστε εδώ, στην ίδια βεράντα». «Όχι, κύριε. Μοιάζει σαν μία βεράντα, αλλά είναι δύο. Το ξέρετε ότι έτσι είναι. Το βλέπω στα μάτια σας». «Τι βλέπεις δηλαδή;» «Βλέπω ότι είστε λίγο σαν εμένα». Ο Μπίλι πάγωσε. «Δε βλέπεις τίποτα. Ούτε καν με κοιτάζεις». Ο Ραλφ Κοτλ κοίταξε ξανά τον Μπίλι κατάματα. «Έχετε δει το πρόσωπο της γυναίκας που μοιάζει με μέδουσα στο γυάλινο δοχείο;» Η συζήτηση ξέφυγε απότομα από την πορεία της, ακολουθώντας αλλόκοτα μονοπάτια. «Ποιας γυναίκας;» ρώτησε ο Μπίλι. Ο Κοτλ ρούφηξε άλλη μια γουλιά από το μπουκάλι του. «Λέει ότι την έχει μέσα στο δοχείο εδώ και τρία χρόνια». «Δοχείο; Καλύτερα να σταματήσεις να πίνεις αυτό το φαρμάκι, Ραλφ. Μιλάς ακαταλαβίστικα». Ο Κοτλ έκλεισε τα μάτια και έκανε μια γκριμάτσα, σαν να έβλεπε μπροστά του αυτό που περιέγραφε. «Είναι ένα δοχείο των δύο λίτρων, ίσως μεγαλύτερο, με πλατύ στόμιο. Του αλλάζει τακτικά τη φορμαλδεΰδη για να μη θολώνευ>. Πέρα από τη βεράντα, ο ουρανός έμοιαζε κρυστάλλινος. Ψηλά, στο καθάριο φως, ένα μοναχικό γεράκι διέγραφε κύκλους, μαύρος ίσκιος σε φόντο γαλάζιο. «Το πρόσωπο αναδιπλώνεται», συνέχισε ο Κοτλ, «έτσι, αρχικά, δεν καταλαβαίνεις ότι είναι πρόσωπο. Θυμίζει πλάσμα της θάλασσας, σφιχτό, που αργοσαλεύει. Αυτός κουνάει μαλακά το δοχείο, αναδεύοντας απαλά το περιεχόμενο, και το πρόσωπο... φανερώνεται».

Το γρασίδι απλώνεται δροσερό και πράσινο στην αυλή, και πιο πέρα γίνεται πιο ψηλό και χρυσαφένιο εκεί όπου αναλαμβάνει τη φροντίδα του μόνο η φύση. Τα δύο είδη γρασιδιού παράγουν ξεχωριστές ευωδιές, η καθεμιά αναζωογονητική και ευχάριστη με τον δικό της τρόπο. «Στην αρχή αναγνωρίζεις ένα αυτί», είπε ο Ραλφ Κοτλ. «Τα αυτιά εξακολουθούν να βρίσκονται στη θέση τους και διατηρούν το σχήμα τους χάρη στο χόνδρο. Υπάρχει χόνδρος και στη μύτη, αλλά το σχήμα της δεν έχει διατηρηθεί τόσο καλά. Η μύτη είναι απλώς ένα εξόγκωμα». Από τα αστραφτερά ύψη, το γεράκι άρχισε να κατεβαίνει διαγράφοντας όλο και πιο στενούς, βουβούς, αρμονικούς κύκλους. «Τα χείλη είναι κανονικά, αλλά το στόμα είναι μόνο μια τρύπα. Και τα μάτια είναι τρύπες. Μαλλιά δεν υπάρχουν, γιατί έκοψε μόνο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο, από το πάνω μέρος του μετώπου μέχρι το τέλος του πιγουνιού. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι γυναικείο ή αντρικό πρόσωπο. Εκείνος λέει ότι ήταν όμορφη, αλλά αυτό που είδα στο δοχείο δεν είχε καμιά ομορφιά». «Δεν είναι παρά μια λαστιχένια μάσκα, ένα τρικ», είπε ο Μπίλι. «Μπα, είναι αληθινό. Τόσο αληθινό όσο ο καρκίνος στο τελικό στάδιο. Λέει ότι ήταν η δεύτερη πράξη μιας από τις καλύτερες παραστάσεις του». «Παραστάσεις;» «Έχει τέσσερις φωτογραφίες με το πρόσωπό της. Στην πρώτη είναι ζωντανή. Στη δεύτερη, νεκρή. Στην τρίτη το πρόσωπο έχει μισοδιαχωριστεί από το κεφάλι. Στην τέταρτη το κεφάλι υπάρχει, τα μαλλιά υπάρχουν, αλλά το δέρμα του προσώπου λείπει και φαίνεται μόνο το κόκαλο, μια νεκροκεφαλή». Αφήνοντας τους γεμάτους χάρη κύκλους, το γεράκι βούτηξε απότομα προς το ψηλό χορτάρι. Το μπουκάλι είπε στον Ραλφ Κοτλ ότι χρειαζόταν ενδυνάμωση κι εκείνος ήπιε για να ανακτήσει το θάρρος που τον εγκατέλειπε. Όταν μίλησε, η ανάσα του μύριζε οινόπνευμα. «Στην πρώτη φωτογραφία, όταν ήταν ζωντανή, ίσως και να ήταν όμορφη, ό-

πως ισχυρίζεται αυτός. Δεν μπορείς να είσαι σίγουρος επειδή... είναι τρομοκρατημένη. Ο τρόμος την ασχημαίνει». Το ψηλό γρασίδι, που μέχρι τότε έστεκε ασάλευτο κάτω από την κάψα του ήλιου, αναδεύτηκε ελαφρά σε ένα σημείο, εκεί όπου τα φτερά χτύπησαν τους μίσχους. «Το πρόσωπο στην πρώτη φωτογραφία», συνέχισε ο Κοτλ, «είναι χειρότερο από εκείνο που υπάρχει στη γυάλα. Πολύ χειρότερο». Το γεράκι πετάχτηκε από το γρασίδι και υψώθηκε προς τον ουρανό. Στα νύχια του κρατούσε κάτι μικρό, ίσως έναν αρουραίο, που πάλευε έντρομος -ή ίσως και όχι. Από αυτή την απόσταση, δεν μπορούσες να είσαι βέβαιος. Η φωνή του Κοτλ ακουγόταν σαν λίμα πάνω σε παλιό ξύλο. «Αν δεν κάνω αυτό ακριβώς που μου ζήτησε, υπόσχεται ότι θα βάλει το δικό μου πρόσωπο σε γυάλα. Και όσο θα το αφαιρεί από το κεφάλι, θα με κρατάει ζωντανό, θα διατηρώ τις αισθήσεις μου». Μέσα στον φωτεινό διάφανο ουρανό, το γεράκι είχε γίνει ξανά ένας μαύρος ξεκάθαρος ίσκιος. Τα φτερά του έσκιζαν τον λαμπερό αέρα και οι ζεστές αέριες μάζες ήταν τα διάφανα νερά ενός ποταμού που μέσα του κολυμπούσε, ολοένα μικραίνοντας, ώσπου χάθηκε, έχοντας σκοτώσει μόνο αυτό που του ήταν απαραίτητο για την επιβίωσή του.

Κεφάλαιο 1 2 1

ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ στην κουνιστή πολυθρόνα, ο Ραλφ Κοτλ είπε ότι ζούσε σε ένα ερειπωμένο ξύλινο καλύβι κοντά στο ποτάμι. Το σπιτάκι -δύο δωμάτια και βεράντα με θέα- είχε φτιαχτεί στη δεκαετία του 1930 και από τότε κατέρρεε μέρα με τη μέρα. Πριν από καιρό, κάποιοι βάνδαλοι το είχαν χρησιμοποιήσει για να κάνουν διακοπές ψαρεύοντας στο ποτάμι. Δε διέθετε ηλεκτρικό. Η τουαλέτα ήταν ένα παράπηγμα στον εξωτερικό χώρο. Το μόνο τρεχούμενο νερό ήταν το νερό του ποταμού. «Πιστεύω ότι ήταν ένα μέρος για όσους ήθελαν να ξεφύγουν από τις γυναίκες τους», είπε ο Κοτλ. «Ένα μέρος όπου μπορούσαν να πίνουν και να μεθάνε. Και εξακολουθεί να είναι». Το τζάκι εξασφάλιζε ζέστη και επέτρεπε σε κάποιον να μαγειρέψει κάτι απλό. Ο Κοτλ έτρωγε τα γεύματά του κατευθείαν από τις ζεστές κονσέρβες. Κάποτε το καλύβι ανήκε σε ιδιώτες. Τώρα είχε περιέλθει στην κυριότητα της κομητείας, ενδεχομένως από κατάσχεση λόγω απλήρωτων φόρων. 'Οπως όλα τα δημόσια κτήματα, ήταν εγκαταλειμμένο. Κανένας γραφειοκράτης ή δασοφύλακας δεν είχε ενοχλήσει τον Ραλφ Κοτλ εδώ και έντεκα χρόνια, από τότε που είχε καθαρίσει το καλύβι, είχε στρώσει το στρώμα του και είχε εγκατασταθεί σαν καταπατητής. Γείτονες δεν υπήρχαν σε απόσταση που θα μπορούσε να τους δει ή να τους ακούσει. Το καλύβι ήταν απομονωμένο, πράγμα που βόλευε μια χαρά τον Κοτλ. Αυτό ίσχυε μέχρι τις 3:45 τα ξημερώματα της προηγούμενης

μέρας, όταν τον ξύπνησε ένας επισκέπτης με μάσκα του σκι. Τότε, αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με ευχάριστη μοναχικότητα μετατράπηκε άξαφνα σε εφιαλτική απομόνωση. Ο Κοτλ είχε αποκοιμηθεί χωρίς να σβήσει τη λάμπα πετρελαίου, στο φως της οποίας διάβαζε περιπέτειες της Άγριας Δύσης και έπινε μέχρι να κοιμηθεί. Αν και υπήρχε φως, δεν είχε συγκρατήσει κάποια χρήσιμη λεπτομέρεια σχετικά με την εμφάνιση του δολοφόνου. Δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει το ύψος ή το βάρος του. Ισχυριζόταν ότι η φωνή του παράφρονα δεν είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο Μπίλι υπέθεσε πως ο Κοτλ ήξερε περισσότερα, αλλά φοβόταν να μιλήσει. Η αγωνία που ζωγραφιζόταν τώρα στα ξεπλυμένα γαλανά μάτια του ήταν απροσποίητη και έντονη, αν και όχι τόσο άμεση όσο ο τρόμος που, σύμφωνα με την περιγραφή του, ήταν αποτυπωμένος στη φωτογραφία της άγνωστης γυναίκας από την οποία ο δολοφόνος είχε αφαιρέσει το πρόσωπο. Κρίνοντας από το μήκος των κοκαλιάρικων δαχτύλων και από τα μεγάλα κόκαλα των καρπών του, ο Κοτλ θα πρέπει κάποτε να είχε την ικανότητα να αναμετρηθεί με γροθιές. Τώρα, με δική του επιλογή, ήταν αδύναμος, όχι μόνο ψυχικά και ηθικά αλλά και σωματικά. Παρ' όλ' αυτά, ο Μπίλι έγειρε μπροστά και προσπάθησε ξανά να εξασφαλίσει την υποστήριξή του. «Έλα να επιβεβαιώσεις αυτά που θα πω στην αστυνομία. Βοήθησέ με...» «Εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω ούτε τον εαυτό μου, κύριε Γουάιλς». «Κάποτε θα πρέπει να ήξερες πώς να το κάνεις». «Δε θέλω να θυμηθώ». «Τι να θυμηθείς;» «Οτιδήποτε. Σας είπα... είμαι αδύναμος». «Μάλλον επειδή θέλεις να είσαι». Ο Κοτλ έφερε το μπουκάλι στα χείλη του, χαμογέλασε αμυδρά και, προτού κατεβάσει την επόμενη γουλιά, ψιθύρισε: «Δεν έχετε ακούσει ότι οι πράοι θα κληρονομήσουν τη γη;» «Αφού δεν το κάνεις για σένα, κάν' το για μένα».

Ο Κοτλ σάλιωσε τα σκασμένα από τη ζέστη και αφυδατωμένα εξαιτίας του ουίσκι χείλη του. «Γιατί να το κάνω;» «Οι πράοι δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια όταν βλέπουν το συνάνθρωπο τους να καταστρέφεται. Οι πράοι δεν είναι ίδιοι με τους δειλούς. Είναι δύο διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων». «Όσο κι αν με προσβάλλετε, δεν πρόκειται να με πείσετε να συνεργαστώ. Δεν προσβάλλομαι. Δε νοιάζομαι. Ξέρω ότι είμαι ένα τίποτα και δε με πειράζευ>. «Το γεγονός ότι ήρθες εδώ για να κάνεις αυτό που σου ζήτησε δε σου εξασφαλίζει ότι θα είσαι ασφαλής στο καλύβι σου». «Θα είμαι πιο ασφαλής από εσάς», είπε ο Κοτλ βιδώνοντας το καπάκι του μπουκαλιού. «Καθόλου. Είσαι εκκρεμότητα. Άκουσέ με. Η αστυνομία θα σε προστατέψει». Ένα ξερό γέλιο ξέφυγε από το μέθυσο. «Γι' αυτό τρέξατε αμέσως στην αστυνομία; Για να σας προστατέψει;» Ο Μπίλι δεν απάντησε. Παίρνοντας θάρρος από τη σιωπή του Μπίλι, ο Κοτλ συνέχισε με πιο δυνατή φωνή, που φανέρωνε πιο πολύ αυταρέσκεια παρά κακεντρέχεια: «Ακριβώς όπως εγώ, είστε ένα τίποτα, αλλά ακόμα δεν το γνωρίζετε. Είστε τίποτα, είμαι τίποτα, όλοι είμαστε ένα τίποτα, κι όσο για μένα, αν αυτός ο σκατοκέφαλος παράφρονας με αφήσει ήσυχο, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει σε όποιον θέλει, επειδή κι αυτός είναι ένα τίποτα». Παρακολουθώντας τον να ξεβιδώνει το καπάκι που μόλις είχε βιδώσει, ο Μπίλι είπε: «Και τι θα γίνει αν σε πετάξω κακήν κακώς από τη σκάλα και σε διώξω με τις κλοτσιές από το σπίτι μου; Κάπου κάπου μου τηλεφωνεί για να μου σπάσει τα νεύρα. Τι θα συμβεί αν του πω, όταν τηλεφωνήσει, πως ήσουν μεθυσμένος, πως παραληρούσες, πως δεν κατάλαβα λέξη από όσα είπες;» Το ηλιοκαμένο και ροδοκόκκινο πρόσωπο του Κοτλ δεν μπορούσε να χλομιάσει, αλλά το μικρό στόμα του, που ήταν σφιγμένο με αυταρέσκεια μετά το στομφώδες λογύδριό του, χαλάρωσε και άρχισε να απολογείται. «Κύριε Γουάιλς, σας παρακαλώ, μην παρεξηγείτε τις ανοησίες που λέω. Δεν ελέγχω ούτε όσα βγαίνουν από το στόμα μου ούτε όσα μπαίνουν».

«Σου ζήτησε να μου μιλήσεις οπωσδήποτε για το πρόσωπο μέσα στη γυάλα, έτσι δεν είναι;» «Μάλιστα, κύριε». «Γιατί;» «Δεν ξέρω. Δε με συμβουλεύτηκε, κύριε. Μου υπαγόρευσε τα λόγια που ήθελε να σας μεταφέρω και βρίσκομαι εδώ επειδή θέλω να ζήσω». «Γιατί;» «Ορίστε;» «Κοίταξέ με, Ραλφ». Ο Κοτλ τον κοίταξε κατάματα. «Γιατί θέλεις να ζήσεις;» ρώτησε ο Μπίλι. Σαν να μην το είχε σκεφτεί ποτέ άλλοτε ο Κοτλ, το ερώτημα φάνηκε να καρφώνεται σαν κάτι πετούμενο στο μυαλό του, σαν κάποιο σπάνιο λεπιδόπτερο καρφιτσωμένο σε πίνακα δειγμάτων, μια ανήσυχη, καβγατζίδικη, πικρόχολη πλευρά του εαυτού του που προς στιγμήν έδειξε επιτέλους διατεθειμένος να αναγνωρίσει. Μετά το βλέμμα του έγινε πάλι απλανές και έσφιξε και τα δυο του χέρια, όχι μόνο το ένα, γύρω από το μπουκάλι με το ουίσκι. «Γιατί θέλεις να ζήσεις;» επέμεινε ο Μπίλι. «Τι άλλο υπάρχει;» Αποφεύγοντας τα μάτια του Μπίλι, ο Κοτλ σήκωσε το μπουκάλι με τα δύο χέρια σαν να ήταν δισκοπότηρο. «Μια γουλίτσα, τη χρειάζομαι», είπε σαν να ζητούσε την άδεια. «Ελεύθερα». Ο Κοτλ κατέβασε μια μικρή γουλιά κι αμέσως μετά άλλη μία. «Ο μανιακός σ' έβαλε να μου μιλήσεις για το πρόσωπο μέσα στη γυάλα επειδή θέλει να έχω αυτή την εικόνα στο κεφάλι μου». «Όπως νομίζετε». «Το κάνει για να με τρομοκρατήσει, για να μην ξέρω τι να κάνω». «Ξέρετε;» Αντί να απαντήσει, ο Μπίλι είπε: «Τι άλλο σε έστειλε να μου πεις;»

Λες και ετοιμαζόταν να συζητήσει για δουλειές, ο Κοτλ βίδωσε το καπάκι του μπουκαλιού και το έβαλε στην τσέπη του. «Έχετε πέντε λεπτά καιρό για να πάρετε μια απόφαση». «Τι απόφαση;» «Βγάλτε το ρολόι σας και ακουμπήστε το στο κάγκελο της βεράντας». «Γιατί;» «Για να μετρήσετε τα πέντε λεπτά». «Μπορώ να τα μετρήσω φορώντας το ρολόι στον καρπό μου». «Η τοποθέτηση στο κάγκελο θα του δώσει το σύνθημα ότι έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση». Τα δέντρα προς τα βόρεια φάνταζαν δροσερά και σκιερά μέσα στη ζεστή μέρα. Στα ανατολικά εκτεινόταν το πράσινο γρασίδι, πιο πίσω το ψηλό, χρυσαφένιο χορτάρι, ακόμα πιο πίσω μερικές βελανιδιές με πλατιά φυλλώματα και στο βάθος δύο σπίτια στην πλαγιά του λόφου. Προς τα δυτικά βρισκόταν ο αγροτικός δρόμος, δέντρα και χωράφια. «Μας παρακολουθεί αυτή τη στιγμή;» ρώτησε ο Μπίλι. «Έτσι υποσχέθηκε, κύριε Γουάιλς». «Από πού;» «Δεν ξέρω, κύριε. Μόνο, σας παρακαλώ, βγάλτε το ρολόι και αφήστε το στο κάγκελο». «Κι αν δεν το κάνω;» «Μη μιλάτε έτσι, κύριε Γουάιλς». Η βαρύτονη χροιά της φωνής του έγινε πιο λεπτή. «Σας είπα, θα μου κόψει το πρόσωπο και όσο θα το κάνει θα με κρατάει ξύπνιο. Σας το είπα». Ο Μπίλι σηκώθηκε, έβγαλε το Τάιμεξ από τον καρπό του και το ακούμπησε στο κάγκελο, έτσι ώστε οι δείκτες να είναι ορατοί και από τις δύο κουνιστές πολυθρόνες. Ο ήλιος κόντευε να μεσουρανήσει, εισχωρώντας σ' όλο το τοπίο, διαλύοντας τους ίσκιους παντού εκτός από τις δασωμένες εκτάσεις. Τα δέντρα, τυλιγμένα συνωμοτικά με τον πράσινο μανδύα τους, δεν αποκάλυπταν τα μυστικά τους. «Κύριε Γουάιλς, πρέπει να καθίσετε».

Το δυνατό φως και η κίτρινη μεταλλική αντηλιά θόλωναν την εικόνα των αγρών και των αυλακιών, αναγκάζοντας τον Μπίλι να ψάχνει με μάτια μισόκλειστα τα αμέτρητα σημεία όπου θα μπορούσε να σταθεί ένας άνθρωπος ακάλυπτος, καμουφλαρισμένος αποτελεσματικά απλώς και μόνο με το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. «Δεν πρόκειται να τον εντοπίσετε», είπε ο Κοτλ, «και θα θυμώσει αν σας δει να το επιχειρείτε. Ελάτε πίσω, καθίστε». Ο Μπίλι έμεινε όρθιος πίσω από τα κάγκελα. «Σπαταλήσατε μισό λεπτό, κύριε Γουάιλς, σαράντα δευτερόλεπτα». Ο Μπίλι δε σάλεψε. «Δεν αντιλαμβάνεστε σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκεστε», είπε με αγωνία ο Κοτλ. «Θα χρειαστείτε όλα τα λεπτά που σας έχει δώσει για να σκεφτείτε». «Πες μου γιατί είμαι σε δύσκολη θέση». «Πρέπει πρώτα να καθίσετε. Για όνομα του Θεού, κύριε Γουάιλς». Η φωνή του ήταν σφιγμένη από το άγχος και την ανησυχία. «Σας θέλει καθισμένο στην πολυθρόνα». Ο Μπίλι επέστρεψε στην κουνιστή πολυθρόνα. «Το μόνο που θέλω είναι να ξεμπερδεύω μ' αυτό», είπε ο Κοτλ. «Θέλω να κάνω αυτό που μου είπε και μετά να φύγω». «Τώρα εσύ είσαι αυτός που χασομεράει». Είχε περάσει το ένα από τα πέντε λεπτά. «Εντάξει, εντάξει. Λοιπόν, τώρα μιλάει αυτός. Με αντιλαμβάνεστε; Μιλάει αυτός». «Εμπρός, πες το». Ο Κοτλ σάλιωσε νευρικά τα χείλη του. Έβγαλε το μπουκάλι από την τσέπη του, αποφεύγοντας να πιει για την ώρα, και το κράτησε απλώς σφιχτά με τα δυο του χέρια, σαν φυλαχτό που με τις μυστηριώδεις δυνάμεις του θα έδιωχνε την ομίχλη του ποτού που σκέπαζε τη μνήμη του, ώστε να μεταφέρει με σαφήνεια το μήνυμα, προκειμένου να μην καταλήξει το πρόσωπό του τουρσί σε ένα γυάλινο δοχείο. «"Θα σκοτώσω κάποιον γνωστό σου. Εσύ θα διαλέξεις το στόχο, από τους ανθρώπους του περιβάλλοντος σου"», είπε ο

Κοτλ. «"Είναι η ευκαιρία σου να απαλλάξεις τον κόσμο από κάποιο ρεμάλι"». «Είναι ένας ανώμαλος, ένας παλιάνθρωπος», μουρμούρισε ο Μπίλι, διαπιστώνοντας ότι έσφιγγε τις γροθιές του, χωρίς να έχει κάτι να γρονθοκοπήσει. «"Αν δε διαλέξεις εσύ για μένα ένα στόχο"», συνέχισε ο Κοτλ, «"θα διαλέξω εγώ να σκοτώσω κάποιον γνωστό σου. Έχεις πέντε λεπτά καιρό για να αποφασίσεις. Η επιλογή είναι δική σου, αν έχεις τα κότσια να την κάνεις"».

Κεφάλαιο 2 2

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΘΥΜΗΘΕΙ ακριβώς τα λόγια του μηνύματος διέλυσε το νευρικό σύστημα του Ραλφ Κοτλ. Οι αμέτρητες ανησυχίες που τον κατέκλυζαν ήταν ορατές στα αλαφιασμένα μάτια του, στο παραμορφωμένο πρόσωπο του, στα τρεμάμενα χέρια του. Ο Μπίλι μπορούσε σχεδόν να ακούσει το άγριο φτεροκόπημα του τρόμου. Όση ώρα ο Κοτλ απήγγελλε την πρόκληση και τους όρους του παρανοϊκού δολοφόνου, με την απειλή του θανάτου να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του σε περίπτωση που τα έλεγε λάθος, κρατούσε το μπουκάλι σαν φυλαχτό, αλλά τώρα είχε απόλυτη ανάγκη το περιεχόμενο του. Ο Μπίλι κάρφωσε τα μάτια του στο ρολόι πάνω στο κάγκελο και είπε: «Δε χρειάζομαι πέντε λεπτά. Διάβολε, δε χρειάζομαι ούτε τα τρία που μένουν». Με το να μην πάει στην αστυνομία και να μην την ανακατέψει σ' αυτή την υπόθεση, είχε συμβάλει ήδη, άθελά του, στο θάνατο ενός ανθρώπου του περιβάλλοντος του: του Λάνι Όλσεν. Με την αδράνειά του, είχε γλιτώσει μια μητέρα δύο παιδιών, αλλά είχε καταδικάσει το φίλο του. Ο Λάνι ήταν αρκετά, για να μην πούμε σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπεύθυνος για το θάνατο του. Είχε πάρει τα σημειώματα του δολοφόνου και τα είχε καταστρέψει για να σώσει τη θέση του στη δουλειά και τη σύνταξή του, πληρώνοντάς το με τη ζωή του. Παρ' όλ' αυτά, ένα μέρος της ευθύνης αναλογούσε στον Μπίλι. Ένιωθε ήδη το βάρος αυτής της ευθύνης, και πάντα θα το ένιωθε.

Αυτό που απαιτούσε τώρα από εκείνον ο μανιακός ήταν κάτι καινούριο και πιο τρομερό από οτιδήποτε άλλο είχε ζητήσει μέχρι τώρα. Αυτή τη φορά δε θα ήταν η αδράνεια ούτε μια ακούσια ενέργεια, αλλά η συνειδητή επιλογή του Μπίλι που θα οδηγούσε κάποιον γνωστό του στο θάνατο. «Δεν πρόκειται να το κάνω», δήλωσε. Έχοντας κατεβάσει μια δυο γερές γουλιές, ο Κοτλ χάιδευε το στόμα του με το στόμιο της μπουκάλας σαν να της έδινε φλογερά φιλιά, ενώ ταυτόχρονα ανάσαινε με θόρυβο από τη μύτη τους ατμούς του αλκοόλ. «Αν δεν το κάνετε εσείς, θα το κάνει αυτός», είπε. «Για ποιο λόγο να διαλέξω; Έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος». «Δεν ξέρω. Δε θέλω να ξέρω. Δε με αφορά». «Έτσι νομίζεις»· «Δε με αφορά», επέμεινε ο Κοτλ. «Πρέπει να καθίσω εδώ ώσπου να μου ανακοινώσετε την απόφασή σας. Μετά θα του τη μεταφέρω και θα ξεμπερδέψω με αυτή την ιστορία. Σας μένουν δύο λεπτά». «Θα πάω στην αστυνομία». «Είναι πια πολύ αργά». «Είμαι χωμένος στα σκατά μέχρι τη μέση», ομολόγησε ο Μπίλι, «αλλά σε λίγο θα χωθώ ακόμα πιο βαθιά». Όταν ο Μπίλι σηκώθηκε από την κουνιστή πολυθρόνα, ο Κοτλ πρόσταξε κοφτά: «Καθίστε! Αν δοκιμάσετε να απομακρυνθείτε από τη βεράντα πριν από μένα, θα φάτε μια σφαίρα στο κεφάλι». Ο μεθύστακας κουβαλούσε στις τσέπες του μπουκάλια, όχι όπλα. Ακόμα κι αν είχε όπλο, ο Μπίλι ήταν βέβαιος πως θα μπορούσε να τον αφοπλίσει. «Όχι από μένα», εξήγησε ο Κοτλ. «Από αυτόν. Αυτή τη στιγμή μας παρακολουθεί με τον τηλεφακό ενός δυνατού τουφεκιού». Η σκοτεινιά του δάσους στα βόρεια, το πυρωμένο τοπίο στην ανατολική πλαγιά, οι πέτρες και τα αυλάκια στους αγρούς νότια του αγροτικού δρόμου... «Μπορεί να διαβάσει τα χείλη», είπε ο Κοτλ. «Είναι ένα

θαυμάσιο όπλο για σκοποβολή κι αυτός είναι εξαιρετικός σκοπευτής. Μπορεί να σε πετύχει από χίλια μέτρα». «Ίσως και να το θέλω». «Δε θα διστάσει να σας κάνει τη χάρη. Όμως θεωρεί πως δεν είστε έτοιμος. Λέει ότι κάποια στιγμή θα είστε. Στο τέλος, λέει, θα του ζητήσετε να σας σκοτώσει. Αλλά όχι ακόμα». Ακόμα και με το βάρος των ενοχών, ο Μπίλι Γουάιλς ένιωσε ξαφνικά σαν φτερό και φοβήθηκε μήπως σηκωθεί κανένας ξαφνικός άνεμος. Κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα. «Είναι πολύ αργά να πάτε στην αστυνομία, επειδή έχει τοποθετήσει ενοχοποιητικά στοιχεία στο σπίτι της, πάνω στο πτώμα της», εξήγησε ο Κοτλ. Παρά την πλήρη άπνοια, εκεί φύσηξε αέρας. «Τι στοιχεία;» «Πρώτα πρώτα, κρατάει στη χούφτα της μερικές τρίχες σας, κάτω από τα νύχια της». Ο Μπίλι ένιωσε το στόμα του να μουδιάζει. «Πού βρήκε τις τρίχες μου;» «Στην αποχέτευση του ντους». Προτού αρχίσει ο εφιάλτης, όταν η Ζιζέλ Γουίνσλοου ήταν ακόμα ζωντανή, ο δολοφόνος είχε ήδη επισκεφθεί το σπίτι του. Το υπόστεγο της βεράντας δεν αρκούσε πλέον για να κρατάει μακριά την καλοκαιρινή κάψα. Ο Μπίλι αισθανόταν σαν να στεκόταν πάνω στην άσφαλτο, μες στον καυτό ήλιο. «Τι άλλο πήρε εκτός από τις τρίχες;» «Δεν είπε. Αλλά δεν είναι κάτι που θα οδηγήσει την αστυνομία στα ίχνη σας... εκτός αν, για κάποιο λόγο, θεωρηθείτε ύποπτος». «Πράγμα που θα φροντίσει να κάνει». «Αν οι αστυνομικοί σκεφτούν να σας ζητήσουν να κάνετε εξέταση DNA, είστε χαμένος». Ο Κοτλ κοίταξε το ρολόι. Το ίδιο και ο Μπίλι. «Μένει ένα λεπτό», είπε παραινετικά ο Κοτλ.

Κεφάλαιο 2 3

ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ. Ο Μπίλι Γουάιλς κοίταξε επίμονα το ρολόι του σαν να ήταν ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Δε σκεφτόταν τα δευτερόλεπτα που περνούσαν ούτε τα ενοχοποιητικά στοιχεία που είχαν τοποθετηθεί στον τόπο της δολοφονίας της Ζιζέλ Γουίνσλοου ούτε το γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή τον σημάδευε ένα δυνατό όπλο. Αντί για όλα αυτά, έφτιαχνε ένα νοερό κατάλογο των ανθρώπων που γνώριζε. Πρόσωπα περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό του. Αυτών που συμπαθούσε. Αυτών που του ήταν αδιάφοροι. Αυτών που αντιπαθούσε. Αυτά ήταν ερεβώδη νερά. Θα μπορούσε να καταποντιστεί στα βάθη τους. Κι όμως, το να αποδιώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του αποδείχτηκε εξίσου δύσκολο με το να αγνοήσει ένα μαχαίρι που άγγιζε το λαιμό του. Ένα άλλου είδους μαχαίρι, το μαχαίρι της ενοχής, τον βοήθησε τελικά να απαλλαγεί από αυτούς τους στοχασμούς. Όταν συνειδητοποίησε ότι υπολόγιζε τη σχετική αξία των ανθρώπων της ζωής του, κρίνοντας ποιος είχε λιγότερο δικαίωμα στη ζωή από τους άλλους, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια ανατριχίλα αποστροφής. «Όχι», δήλωσε, δευτερόλεπτα προτού λήξει η προθεσμία. «Όχι, δεν πρόκειται να διαλέξω. Ας πάει στο διάολο». «Τότε θα διαλέξει εκείνος για σας», του υπενθύμισε ο Κοτλ. «Ας πάει στο διάολο». «Εντάξει. Όπως θέλετε. Είναι δικό σας θέμα, κύριε Γουάιλς. Όχι δικό μου».

«Και τώρα τι γίνεται;» «Εσείς, κύριε, θα καθίσετε στην πολυθρόνα, εκεί που είστε. Εγώ πρέπει να μπω στην κουζίνα και να περιμένω τηλεφώνημά του για να του ανακοινώσω την απόφασή σας». «Άσε, θα πάω εγώ στην κουζίνα. Θα του μιλήσω εγώ», είπε ο Μπίλι. «Θα με τρελάνετε», διαμαρτυρήθηκε ο Κοτλ. «Θα μας σκοτώσει και τους δύο». «Δικό μου είναι το σπίτι». Όταν ο Κοτλ έφερε το μπουκάλι στο στόμα του, τα χέρια του έτρεμαν σε τέτοιο βαθμό, που το γυαλί χτυπούσε πάνω στα δόντια του. Το ουίσκι κύλησε στο πιγούνι του. «Σας θέλει καθισμένο σ' αυτή την πολυθρόνα. Αν δοκιμάσετε να πάτε μέσα, θα σας τινάξει τα μυαλά στον αέρα προτού φτάσετε στην πόρτα», είπε, χωρίς να σκουπίσει το πρόσωπό του. «Τι νόημα θα είχε;» ^Υστερα θα τινάξει τα δικά μου μυαλά, επειδή δε σας υποχρέωσα να με ακούσετε». «Δεν πρόκειται να το κάνει», διαφώνησε ο Μπίλι, αρχίζοντας να μαντεύει κάπως τον τρόπο σκέψης του μανιακού. «Δε θέλει να τελειώσει ακόμα αυτή η ιστορία, τουλάχιστον όχι μ' αυτό τον τρόπο». «Τι ξέρεις εσύ; Δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις την τύφλα σου». «Έχει ένα σχέδιο, ένα σκοπό, κάτι που μπορεί για εμάς να μην έχει νόημα, αλλά έχει νόημα για κείνον». «Μπορεί να είμαι ένας άχρηστος μεθύστακας, αλλά ακόμα κι εγώ καταλαβαίνω ότι λες βλακείες». «Θέλει να γίνουν όλα όπως τα έχει φανταστεί», συνέχισε ο Μπίλι, απευθυνόμενος περισσότερο στον εαυτό του παρά στον Κοτλ, «κι όχι να τα αφήσει μισοτελειωμένα φυτεύοντας από μια σφαίρα στα κεφάλια μας». Κοιτάζοντας με αγωνία το εκτυφλωτικό φως του ήλιου πέρα από τη βεράντα και εκτοξεύοντας σταγόνες σάλιου καθώς μιλούσε, ο Ραλφ Κοτλ είπε: «Βρε ξεροκέφαλο κάθαρμα, θα με ακούσεις επιτέλους; Δεν ακούς τι σου λέω!» «Ακούω».

«Αυτό που τον ενδιαφέρει πάνω απ' όλα είναι να γίνουν τα πράγματα όπως αυτός επιθυμεί. Δε θέλει να μιλήσει μαζί σου. Το 'πιασες; Ίσως δε θέλει να ακούσεις τη φωνή του». Αυτό ήταν λογικό, αν ο μανιακός ήταν κάποιος που γνώριζε ο Μπίλι. «Ή μπορεί να μην έχει όρεξη να ακούσει τις βλακείες που μου τσαμπουνάς», συνέχισε ο Κοτλ. «Δεν ξέρω. Αν θέλεις να απαντήσεις εσύ στο τηλέφωνο για να του δείξεις ποιος κάνει κουμάντο, απλώς και μόνο για να τον τσαντίσεις, κι αυτός σου τινάξει τα μυαλά στον αέρα, σκοτίστηκα. Αλλά ύστερα θα σκοτώσει κι εμένα, και δεν μπορείς να αποφασίσεις εσύ για λογαριασμό μου. Δεν μπορείς να αποφασίσεις για λογαριασμό μου!» Ο Μπίλι ήξερε ότι το ένστικτο του ήταν σωστό. Ο μανιακός δε θα τους πυροβολούσε. «Τα πέντε λεπτά τελείωσαν», ανήγγειλε ανήσυχα ο Κοτλ δείχνοντας το ρολόι στο κάγκελο. «Έξι λεπτά. Πέρασαν έξι λεπτά. Αυτό δε θα του αρέσει». Η αλήθεια ήταν ότι ο Μπίλι δεν ήξερε αν ο μανιακός θα πυροβολούσε. Υποπτευόταν ότι δε θα το έκανε, το διαισθανόταν, αλλά δεν το ήξερε. «Ο χρόνος τελείωσε. Πάμε στα εφτά λεπτά. Εφτά λεπτά. Περιμένει να φύγω από τη βεράντα και να μπω στο σπίτι». Τα ξεπλυμένα γαλάζια μάτια του Κοτλ γυάλιζαν από φόβο. Είχε τόσα λίγα στη ζωή του, κι όμως λαχταρούσε απεγνωσμένα να ζήσει. Τι άλλο υπάρχει; είχε πει. «Πήγαινε», του είπε ο Μπίλι. «Τι είπες;» «Μπες μέσα. Πήγαινε στο τηλέφωνο». Καθώς ο Κοτλ πεταγόταν από την κουνιστή πολυθρόνα, του έπεσε το ανοιχτό μπουκάλι. Το ουίσκι χύθηκε στο δάπεδο. Δε στάθηκε να μαζέψει το θησαυρό του. Αντίθετα, πάνω στη φούρια του να φτάσει στην εξώπορτα, κλότσησε το μπουκάλι, στέλνοντάς το στην άλλη άκρη της βεράντας. Φτάνοντας στο κατώφλι, κοντοστάθηκε και γύρισε προς τον Μπίλι: «Δεν ξέρω πόσο σύντομα θα τηλεφωνήσει».

«Φρόντισε να θυμηθείς την κάθε λέξη που θα σου πει», τον ορμήνεψε ο Μπίλι. «Να θυμηθείς ακριβώς την κάθε λέξη». «Μάλιστα, κύριε Γουάιλς. Την κάθε λέξη», υποσχέθηκε ο Κοτλ και μπήκε στο σπίτι. Ο Μπίλι έμεινε μόνος στη βεράντα. Ίσως βρισκόταν ακόμα στο σταυρό ενός τηλεσκοπικού σκόπευτρου.

ι

Κεφάλαιο 2 4

ΤΡΕΙΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ, τρεις αέρινες γκέισες, πέταξαν αργά προς τον ίσκιο της βεράντας. Τα μεταξένια κιμονό τους μαζεύονταν και απλώνονταν μέσα σε μια χρωματική δίνη, ντροπαλά και ευαίσθητα όπως τα κρυμμένα πίσω από βεντάλιες ζωγραφισμένες στο χέρι πρόσωπα. Χόρεψαν για λίγο στον ίσκιο κι ύστερα πέταξαν ξανά βιαστικά προς το λαμπερό φως της μέρας. Μια παράσταση... Ίσως αυτή ήταν η λέξη που προσδιόριζε το δολοφόνο, που θα μπορούσε να εξηγήσει τις πράξεις του, αποκαλύπτοντας έτσι την αχίλλειο πτέρνα του. Σύμφωνα με τον Ραλφ Κοτλ, ο μανιακός είχε αναφερθεί στη δολοφονία μιας γυναίκας, χαρακτηρίζοντας την αφαίρεση του προσώπου της ως «τη δεύτερη πράξη» μιας από τις «καλύτερες παραστάσεις» του. Το αρχικό συμπέρασμα του Μπίλι ότι για τον μανιακό ο φόνος ήταν κυρίως ένα συγκλονιστικό παιχνίδι ήταν λαθεμένο. Μπορεί εν μέρει να το διασκέδαζε, αλλά το κίνητρο δεν πήγαζε εντελώς, ή έστω αρχικά, από μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ. Ο Μπίλι δεν ήξερε πώς ακριβώς να ερμηνεύσει τη λέξη παράσταση. Ίσως για τη νέμεσή του ο κόσμος ήταν μια σκηνή θεάτρου, η πραγματικότητα μια απάτη, και όλα μαζί ένα τέχνασμα. Το πώς θα μπορούσε αυτή η θεώρηση να εξηγήσει -ή να προβλέψει- την εγκληματική συμπεριφορά ο Μπίλι δεν το ήξερε ούτε μπορούσε να το υποθέσει. Ο όρος νέμεση οδηγούσε σε λανθασμένους συλλογισμούς. Η

νέμεση είναι ένας εχθρός που δεν μπορεί να νικηθεί. Η πιο κατάλληλη λέξη ήταν αντίπαλος. Ο Μπίλι δεν είχε χάσει τις ελπίδες του. Η εξώπορτα του σπιτιού είχε μείνει ανοιχτή, επομένως το κουδούνισμα θα ακουγόταν στη βεράντα. Δεν το είχε ακούσει ακόμα. Καθώς λικνιζόταν αργά στην κουνιστή πολυθρόνα, όχι για να αποτελεί δυσκολότερο στόχο, αλλά για να κρύψει την αγωνία του και να μην προσφέρει στο δολοφόνο αυτή την ικανοποίηση, ο Μπίλι κοίταξε την πλησιέστερη καλιφορνέζικη βελανιδιά κι ύστερα την αμέσως επόμενη. Τα δέντρα ήταν πελώρια, γέρικα, με πυκνά φυλλώματα. Ο κορμός και τα κλαδιά τους φάνταζαν μαύρα κάτω από τον λαμπερό ήλιο. Κρυμμένος κάτω από τον ίσκιο των φυλλωμάτων, ένας ελεύθερος σκοπευτής εύκολα θα έστηνε το τρίποδό του σε ένα χοντρό κλαδί για να στηρίξει το όπλο του. Τα δύο πλησιέστερα σπίτια της πλαγιάς, ένα από τη μια πλευρά του δρόμου και ένα από την άλλη, απείχαν λιγότερο από ένα χιλιόμετρο από το σπίτι του Μπίλι. Αν οι ένοικοι έλειπαν, ο δολοφόνος δε θα είχε δυσκολευτεί να διαρρήξει ένα απ' αυτά. Ίσως τώρα να βρισκόταν σε ένα παράθυρο του πάνω ορόφου. Παράσταση. Ο Μπίλι δεν μπορούσε να σκεφτεί κανέναν άνθρωπο του περιβάλλοντος του στον οποίο να ταίριαζε η λέξη αυτή περισσότερο απ' όσο ταίριαζε στον Στιβ Ζίλις. Το μπαρ ήταν για τον Στιβ σκηνή θεάτρου. Ήταν λογικό, όμως, ένας μανιακός, ένας βάναυσος κατά συρροή δολοφόνος που είχε ψύχωση με τους ακρωτηριασμούς να διαθέτει τόσο απλοϊκό χιούμορ και τόσο παιδιάστικη αντίληψη για το θέατρο, ώστε να διασκεδάζει χώνοντας φιστίκια στα ρουθούνια του, δένοντας με τη γλώσσα του κόμπο κοτσάνια από κεράσια και λέγοντας ανέκδοτα με χαζές ξανθιές; Ο Μπίλι κοιτούσε κάθε τόσο το ρολόι πάνω στο κάγκελο της βεράντας.

Τα τρία λεπτά ήταν λογικό χρονικό διάστημα, ακόμα και τα τέσσερα. Αλλά όταν πέρασαν πέντε, ο Μπίλι δεν άντεξε άλλο. Έκανε να σηκωθεί, αλλά θυμήθηκε τη φωνή του Κοτλ -Λεν μπορείς να αποφασίσεις για λογαριασμό μου!- και το βάρος της ευθύνης τον καθήλωσε ξανά στην κουνιστή πολυθρόνα. Ίσως ο δολοφόνος, επειδή ο Μπίλι είχε κρατήσει στη βεράντα τον Κοτλ περισσότερο από το όριο των πέντε λεπτών, έπαιρνε τώρα εκδίκηση κάνοντάς τους πόλεμο νεύρων, για να τους μάθει να μην τα βάζουν με ισχυρότερους αντιπάλους. Αυτή η σκέψη τον ηρέμησε για ένα λεπτό. Ύστερα πέρασε από το μυαλό του μια πιο ζοφερή πιθανότητα. Όταν ο Κοτλ δεν μπήκε στο σπίτι ακριβώς στη λήξη της πεντάλεπτης προθεσμίας επειδή ο Μπίλι τον είχε καθυστερήσει δυο τρία λεπτά, μπορεί ο δολοφόνος να εξέλαβε την ασυνέπειά τους ως άρνηση του Μπίλι να διαλέξει θύμα -πράγμα που όντως ίσχυε. Έχοντας καταλήξει σ' αυτό το συμπέρασμα, μπορεί ο δολοφόνος να αποφάσισε πως δεν είχε λόγο να τηλεφωνήσει στον Ραλφ Κοτλ. Μπορεί εκείνη τη στιγμή να είχε πάρει το όπλο του και να είχε φύγει από το δάσος ή από ένα από τα σπίτια της πλαγιάς. Αν είχε επιλέξει ένα θύμα προτού ακούσει την απάντηση του Μπίλι -και ασφαλώς αυτό είχε κάνει-, ίσως ανυπομονούσε να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου του. Ένα από τα πρόσωπα της ζωής του Μπίλι, το σημαντικότερο, ήταν φυσικά η Μπάρμπαρα, που κείτονταν ανήμπορη στο Γουίσπερινγκ Πάινς. Παρ' ότι ούτε η εμπειρία ούτε όσα γνώριζε δικαιολογούσαν την πεποίθησή του, ο Μπίλι διαισθανόταν πως παρακολουθούσε την πρώτη από τις τρεις πράξεις αυτού του αλλόκοτου δράματος. Ο απάνθρωπος αντίπαλός του δεν ήταν έτοιμος ακόμα να δώσει τέλος στην παράσταση, επομένως η Μπάρμπαρα δεν αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο. Αν ο μανιακός γνώριζε κάτι για το αντικείμενο της αγωνίας του Μπίλι -και φαινόταν καλά πληροφορημένος-, θα αντιλαμβανόταν πως ο θάνατος της Μπάρμπαρα θα αφαιρούσε μονο-

μιάς κάθε διάθεση για αντίσταση από την πλευρά του Μπίλι. Η αντίσταση ήταν ουσιαστικό στοιχείο του δράματος. Η σύγκρουση. Χωρίς τον Μπίλι, δε θα υπήρχε δεύτερη πράξη. Έπρεπε να πάρει τα μέτρα του για να προστατέψει την Μπάρμπαρα. Αλλά έπρεπε να σκεφτεί σοβαρά πώς θα το έκανε, και είχε το χρόνο που χρειαζόταν. Αν έπεφτε έξω στις εκτιμήσεις του, αν η Μπάρμπαρα ήταν το επόμενο θύμα, τότε αυτός ο κόσμος θα γινόταν ένα παροδικό, σκληρό καθαρτήριο, από όπου ο Μπίλι θα μετακόμιζε βιαστικά στην Κόλαση. Είχαν περάσει εφτά λεπτά αφότου ο Κοτλ είχε μπει στο σπίτι. Σε λίγο θα ήταν οχτώ. Ο Μπίλι σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Ένιωθε τα πόδια του αδύναμα. Έβγαλε το περίστροφο από το κουτί με τα κρακεράκια. Δεν τον ένοιαζε αν το έβλεπε ο μεθύστακας. «Κοτλ;» φώναξε από το κατώφλι της πόρτας. «Κοτλ; Πού είσαι, ανάθεμά σε;» ξαναρώτησε όταν δεν πήρε απάντηση. Μπήκε στο σπίτι, προχώρησε στο σαλόνι και από κει στην κουζίνα. Ο Ραλφ Κοτλ δεν ήταν εκεί. Η πίσω πόρτα ήταν ορθάνοιχτη, αλλά ο Μπίλι ήταν σίγουρος ότι την είχε αφήσει κλειστή και κλειδωμένη. Βγήκε στην πίσω βεράντα. Ο Κοτλ δεν ήταν ούτε εκεί ούτε στην αυλή. Είχε γίνει άφαντος. Το τηλέφωνο δεν είχε χτυπήσει, αλλά ο Κοτλ είχε φύγει. Ίσως, όταν δεν έγινε το τηλεφώνημα, ο Κοτλ ερμήνευσε τη σιωπή ως ένδειξη ότι ο δολοφόνος έκρινε πως είχε αποτύχει στην αποστολή του. Μπορεί να πανικοβλήθηκε και να το έβαλε στα πόδια. Επιστρέφοντας στο σπίτι, έκλεισε πίσω του την πόρτα και σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο της κουζίνας, ψάχνοντας να δει αν έλειπε κάτι. Δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να λείπει. Όλα έδειχναν όπως ήταν πριν, όπως θα έπρεπε να είναι. Παρ' όλ' αυτά, η αβεβαιότητα μετατράπηκε σε ανησυχία,

και η ανησυχία έγινε καχυποψία. Ο Κοτλ πρέπει να είχε πάρει κάτι, να είχε φέρει κάτι, να είχε κάνει κάτι Από την κουζίνα πήγε στο σαλόνι κι από εκεί στο γραφείο, χωρίς να βρει τίποτα ασυνήθιστο. Αλλά στο μπάνιο ανακάλυψε τον Ραλφ Κοτλ. Νεκρό.

Κεφάλαιο 2 5

ΤΟ ΔΥΝΑΤΟ ΦΩΣ άπλωνε στα ανοιχτά μάτια του Κοτλ μια ψεύτικη μεμβράνη πάγου. Ο μέθυσος, νεκρός και όχι αναίσθητος, καθόταν στο καπάκι της λεκάνης με την πλάτη ακουμπισμένη στο καζανάκι, το κεφάλι γερμένο πίσω, το στόμα ανοιχτό. Ανάμεσα από τα κίτρινα σαπισμένα δόντια του διακρινόταν η ροζ γλώσσα του, σκαμμένη από την αφυδάτωση λόγω της μόνιμης μέθης. Ο Μπίλι στάθηκε ξέπνοος, κοιτάζοντας σαν ηλίθιος από την κατάπληξη, κι ύστερα βγήκε πισωπατώντας στο διάδρομο, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στο πτώμα. Η οπισθοχώρησή του δεν οφειλόταν σε κάποιου είδους άσχημη μυρωδιά. Τα έντερα και η ουροδόχος κύστη του Κοτλ δεν είχαν αδειάσει εξαιτίας των σπασμών του θανάτου. Παρέμενε απεριποίητος αλλά όχι βρόμικος -το μόνο πράγμα για το οποίο είχε δείξει να νιώθει περήφανος. Απλώς ο Μπίλι δεν μπορούσε να ανασάνει μέσα στο μπάνιο, λες και ο αέρας είχε αφαιρεθεί από το χώρο, λες και τον νεκρό άνθρωπο εκεί μέσα τον είχε σκοτώσει ένα ξαφνικό κενό αέρα, που τώρα απειλούσε να πνίξει και τον Μπίλι. Στο διάδρομο μπόρεσε να ανασάνει ξανά. Μπόρεσε να σκεφτεί. Τότε μόνο πρόσεξε τη λαβή του μαχαιριού που στερέωνε το τσαλακωμένο σακάκι του Κοτλ πάνω στο σώμα του. Μια ζωηρόχρωμη κίτρινη λαβή. Η λεπίδα ήταν χωμένη μέχρι τη λαβή με κλίση προς τα πάνω

ανάμεσα στα αριστερά πλευρά. Είχε διαπεράσει την καρδιά, η οποία σταμάτησε ακαριαία. Ο Μπίλι ήξερε ότι η λεπίδα είχε μήκος δεκαπέντε εκατοστά. Ο κίτρινος σουγιάς ήταν δικός του. Τον φυλούσε στο κουτί με τα ψαρικά στο γκαράζ. Ήταν μαχαίρι για το ψάρεμα, ακονισμένο για να ξεκοιλιάζει τα λαβράκια και να κόβει σε φιλέτα τις πέστροφες. Ο δολοφόνος δεν τους παρακολουθούσε από το δάσος ή από κάποια γούβα της κοιλάδας ή από κάποιο γειτονικό σπίτι με τον τηλεφακό του όπλου του. Αυτό ήταν ψέμα και ο μεθύστακας το είχε πιστέψει. Καθώς ο Κοτλ πλησίαζε την μπροστινή βεράντα, ο δολοφόνος θα πρέπει να μπήκε στο σπίτι από την πίσω πόρτα. Όσο ο Μπίλι και ο επισκέπτης του κάθονταν στις κουνιστές πολυθρόνες, ο αντίπαλος τους βρισκόταν μέσα στο σπίτι, λίγα μέτρα μακριά τους. Ο Μπίλι είχε αρνηθεί να διαλέξει κάποιον από τους γνωστούς του για το ρόλο του επόμενου θύματος. Τηρώντας την υπόσχεσή του, ο δολοφόνος διάλεξε μόνος του με εκπληκτική ταχύτητα. Παρ' όλο που ο Κοτλ του ήταν άγνωστος, αναμφίβολα είχε μπει στη ζωή του Μπίλι. Και τώρα ήταν μέσα στο σπίτι του. Νεκρός. Σε λιγότερο από δύο μέρες, σε σαράντα μία ώρες ακριβώς, είχαν δολοφονηθεί τρεις άνθρωποι. Κι όμως, ο Μπίλι είχε την αίσθηση ότι παιζόταν ακόμα η πρώτη πράξη. Ίσως ήταν το τέλος της πρώτης πράξης, αλλά το ένστικτό του του έλεγε πως θα ακολουθούσαν σημαντικές εξελίξεις. Σε κάθε φάση των γεγονότων, εκείνος είχε κάνει αυτό που θεωρούσε πιο λογικό και προσεκτικό, ειδικά λόγω της προηγούμενης προσωπικής του εμπειρίας. Παρ' όλα αυτά, από τη συνετή και λογική συμπεριφορά του ωφελημένος είχε βγει ο δολοφόνος. Ώρα με την ώρα, η θέση του Μπίλι Γουάιλς γινόταν όλο και πιο επισφαλής. Στη Νάπα, στο σπίτι όπου είχε δολοφονηθεί η Ζιζέλ Γουίν-

σλοου, είχαν τοποθετηθεί ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος του. Τρίχες από το μπάνιο του. Δεν ήξερε τι άλλο. Αναμφίβολα, ανάλογα ενοχοποιητικά στοιχεία είχαν τοποθετηθεί και στο σπίτι του Λάνι Όλσεν. Κατ' αρχάς, η γυναίκα της φωτογραφίας που εκτελούσε χρέη σελιδοδείκτη στο βιβλίο που κρατούσε ο νεκρός Λάνι ήταν ασφαλώς η Γουίνσλοου, συνδέοντας έτσι τους δύο φόνους. Τώρα, μέσα στο λουτρό του βρισκόταν ένα πτώμα, καρφωμένο με τον δικό του σουγιά. Μες στην καρδιά του καλοκαιριού, ο Μπίλι ένιωσε σαν να κατρακυλούσε σε παγωμένη πλαγιά, σε μια ξέφρενη κούρσα προς τους αθέατους πρόποδες του βουνού που σκεπάζονταν από παγωμένη ομίχλη. Αν και όρθιος ακόμα, η ταχύτητά του αυξανόταν διαρκώς και από στιγμή σε στιγμή θα έχανε την ισορροπία του. Αρχικά η ανακάλυψη του πτώματος του Κοτλ είχε σοκάρει τον Μπίλι, προκαλώντας του διανοητική και σωματική ακινησία. Τώρα περνούσαν από το μυαλό του διάφοροι τρόποι δράσης, αλλά εξακολουθούσε να στέκει αναποφάσιστος. Το χειρότερο πράγμα θα ήταν να ενεργήσει βιαστικά. Έπρεπε να το σκεφτεί διεξοδικά, να προσπαθήσει να προβλέψει τις συνέπειες κάθε επιλογής. Δεν υπήρχαν περιθώρια λάθους. Η ελευθερία του εξαρτιόταν από το μυαλό του και από το θάρρος του. Το ίδιο και η επιβίωσή του. Μπαίνοντας ξανά στο μπάνιο, δεν είδε κανένα ίχνος αίματος. Ίσως αυτό σήμαινε πως ο Κοτλ δεν είχε δολοφονηθεί εκεί. Αλλά ο Μπίλι δεν είχε δει σημάδια βίας ούτε σε κάποιο άλλο σημείο του σπιτιού. Αυτή η διαπίστωση τον ώθησε να συγκεντρώσει την προσοχή του στη λαβή του μαχαιριού. Γύρω από το τραύμα, το ελαφρύ καλοκαιρινό σακάκι ήταν ματωμένο, όμως ο λεκές δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο θα περίμενε κανείς. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τον Κοτλ με μια μόνο μαχαιριά. Ήξερε ακριβώς πού και πώς να μπήξει το μαχαίρι ανάμεσα στα

156

Dean Koontz

πλευρά. Η καρδιά είχε σταματήσει αμέσως, πράγμα που ελαχιστοποίησε την αιμορραγία. Οι παλάμες του Κοτλ ακουμπούσαν πάνω στους μηρούς του, η μια στραμμένη προς τα πάνω και η άλλη ακουμπισμένη πάνω της, λες και είχε πεθάνει την ώρα που χειροκροτούσε το δολοφόνο του. Ανάμεσα στις παλάμες υπήρχε κάτι που μόλις διακρινόταν. Όταν ο Μπίλι τράβηξε τη γωνία του αντικειμένου και το απελευθέρωσε από τα χέρια του νεκρού, ανακάλυψε μια δισκέτα υπολογιστή: κόκκινη, υψηλής πυκνότητας, ίδια μάρκα με αυτές που χρησιμοποιούσε παλιά, τότε που δούλευε στον υπολογιστή του. Μελέτησε το πτώμα από διαφορετικές γωνίες. Έκανε αργά στροφή γύρω από τον εαυτό του και επιθεώρησε το μπάνιο, αναζητώντας ίχνη που μπορεί να είχε αφήσει ο δολοφόνος, είτε από πρόθεση είτε άθελά του. Αργά ή γρήγορα θα υποχρεωνόταν να ψάξει τις τσέπες του Κοτλ. Η δισκέτα τού πρόσφερε τη δικαιολογία για να αναβάλει αυτό το δυσάρεστο έργο. Πηγαίνοντας στο γραφείο, αφού άφησε το περίστροφο και τη δισκέτα πάνω στο τραπέζι, αφαίρεσε το πλαστικό κάλυμμα από τον σαβανωμένο υπολογιστή. Είχε σχεδόν τέσσερα χρόνια να τον χρησιμοποιήσει. Περιέργως, δεν τον είχε βγάλει από την πρίζα. Ίσως αυτό αποτελούσε ασυνείδητη έκφραση της πεισματικής -αν και αμυδρής- ελπίδας του ότι κάποια μέρα η Μπάρμπαρα Μάντελ θα συνερχόταν. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους του στο κολέγιο, όταν κατάλαβε πως αυτά που μάθαινε δε θα τον βοηθούσαν να γίνει ο συγγραφέας που ονειρευόταν, τα παράτησε. Άρχισε να κάνει δουλειές του ποδαριού και στον ελεύθερο χρόνο του έγραφε με επιμονή και υπομονή. Στα είκοσι ένα έπιασε την πρώτη του δουλειά ως μπάρμαν. Η δουλειά τού είχε φανεί ιδανική για συγγραφέα. Έβλεπε τους θαμώνες σαν υλικό για μια ιστορία. Καλλιεργώντας μεθοδικά το ταλέντο του, πούλησε κάμποσα

διηγήματα σε διάφορα περιοδικά, τα οποία έλαβαν καλές κριτικές. Στα είκοσι πέντε του, ένας μεγάλος εκδότης του ζήτησε να τα συγκεντρώσει σε έναν τόμο. Το βιβλίο δεν πούλησε ιδιαίτερα, αλλά επαινέθηκε από τους κριτικούς, πράγμα που άφησε να φανεί ότι το επάγγελμα του μπάρμαν δε θα ήταν για πάντα η κύρια πηγή του εισοδήματος του. Όταν η Μπάρμπαρα μπήκε στη ζωή του, όχι μόνο τον ενθάρρυνε αλλά έγινε και πηγή έμπνευσης. Και μόνο το γεγονός ότι τη γνώριζε, ότι την αγαπούσε, έδωσε στα γραπτά του μια πιο γνήσια, πιο καθαρή έκφραση. Έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο ο εκδότης υποδέχτηκε με ενθουσιασμό. Οι διορθώσεις που πρότεινε ο επιμελητής ήταν ασήμαντες, το πολύ ενός μήνα δουλειά. Και τότε η Μπάρμπαρα έπεσε σε κώμα. Η αυθεντικότητα και η καθαρότητα της έκφρασής του δε χάθηκαν μαζί της. Μπορούσε ακόμα να γράφει. Η επιθυμία για γράψιμο, ωστόσο, έσβησε, το ίδιο και η θέλησή του και κάθε ενδιαφέρον να αφηγείται ιστορίες. Δεν ήθελε πια να εξερευνά την ανθρώπινη κατάσταση μέσω της λογοτεχνίας, επειδή η προσωπική του εμπειρία από την πραγματικότητα ήταν πολύ σκληρή. Ο εκδότης και ο επιμελητής του έκαναν υπομονή δύο χρόνια. Όμως ο ένας μήνας δουλειάς στο χειρόγραφο του του φαινόταν άθλος που θα κρατούσε μια ολόκληρη ζωή. Δεν μπορούσε να το κάνει. Έδωσε πίσω την προκαταβολή και ακύρωσε το συμβόλαιο. Ανοίγοντας τον υπολογιστή, έστω και για να δει τι είχε αφήσει ο δολοφόνος στα χέρια του Ραλφ Κοτλ, ένιωσε σαν να πρόδιδε την Μπάρμπαρα, παρ? όλο που εκείνη θα αποδοκίμαζε -ακόμα και θα κορόιδευε- τέτοιου είδους συλλογισμούς. Αιφνιδιάστηκε λίγο όταν το μηχάνημα πήρε αμέσως μπροστά, έπειτα από τόσα χρόνια αχρηστίας. Η οθόνη φωτίστηκε και το λογότυπο του λειτουργικού συστήματος πρόβαλε τη στιγμή που από τα ηχεία ακουγόταν η μουσική που τον συνόδευε. Μπορεί ο υπολογιστής να είχε λειτουργήσει πιο πρόσφατα α-

πό όσο νόμιζε. Το γεγονός ότι η δισκέτα ήταν ίδια μάρκα με εκείνες που φυλούσε στο συρτάρι του γραφείου του σήμαινε πως ήταν όντως δική του και πως ο μανιακός είχε γράψει το τελευταίο του μήνυμα με αυτό ακριβώς το πληκτρολόγιο. Παραδόξως, αυτή η διαπίστωση τον έκανε να φρίξει περισσότερο από όσο όταν αντίκρισε το πτώμα στο λουτρό του. Το γνώριμο, έστω και αν είχε χρόνια να το δει, μενού φάνηκε στην οθόνη. Μια και τα κείμενά του τα έγραφε στο Microsoft Word, δοκίμασε πρώτα αυτό. Ήταν η σωστή επιλογή. Ο δολοφόνος είχε γράψει το μήνυμα στο Word. Φορτώθηκε αμέσως. Η δισκέτα περιείχε τρία αρχεία. Προτού προλάβει να διαβάσει το κείμενο, χτύπησε το τηλέφωνο. Υπέθεσε πως θα ήταν ο μανιακός.

Κεφάλαιο 2 6

Ο ΜΠΙΛΙ ΣΗΚΩΣΕ το ακουστικό. «Εμπρός;» Δεν ήταν αυτός. «Ποιος είστε;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή. «Εσείς ποια είστε! Εσείς μου τηλεφωνήσατε». «Μπίλι, εσύ είσαι; Είμαι η Ρόζαλιν Τσαν». Η Ρόζαλιν ήταν φίλη του Λάνι Όλσεν. Δούλευε στο Γραφείο του Σερίφη της Κομητείας Νάπα. Αραιά και πού περνούσε από το μπαρ. Μάλλον είχαν βρει το πτώμα του Λάνι, προτού ο Μπίλι αποφασίσει πώς θα ενεργούσε. Τη στιγμή που συνειδητοποιούσε πως δεν της είχε απαντήσει, η Ρόζαλιν τον ρώτησε: «Είσαι καλά;» «Ποιος, εγώ; Μια χαρά. Όλα καλά. Αν και η ζέστη κοντεύει να με τρελάνει». «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα εκεί;» Ο Μπίλι είδε νοερά το πτώμα του Κοτλ στο μπάνιο και οι ενοχές αποπροσανατόλισαν τις σκέψεις του. «Πρόβλημα; Όχι. Τι πρόβλημα να υπάρχει;» «Μήπως τηλεφώνησες πριν από λίγο και το έκλεισες χωρίς να μιλήσεις;» Ο Μπίλι ένιωσε προς στιγμήν να τον τυλίγουν σύννεφα, αλλά ξαφνικά διαλύθηκαν. Για μια στιγμή, είχε ξεχάσει τι δουλειά έκανε η Ρόζαλιν στο Γραφείο του Σερίφη. Απαντούσε στις κλήσεις της Άμεσης Δράσης. Το όνομα και η διεύθυνση όποιου τηλεφωνούσε στην Άμεση Δράση εμφανιζόταν στην οθόνη του υπολογιστή της αμέσως μόλις σήκωνε το ακουστικό.

«Πώς έγινε αυτό... δηλαδή, πέρασε κιόλας ένα λεπτό;» ρώτησε εκείνος. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, ή τουλάχιστον προσπαθούσε να δουλέψει. «Πριν από ένα λεπτό και δέκα δευτερόλεπτα», είπε η Ρόζαλιν. «Εσύ...» «Αυτό που συνέβη», της εξήγησε, «είναι ότι πληκτρολόγησα τον αριθμό της Άμεσης Δράσης ενώ ήθελα να καλέσω τις Πληροφορίες». «Ήθελες να καλέσεις το 411;» «Ήθελα να πάρω το 411 και κατά λάθος πήρα το 911. Το κατάλαβα αμέσως, κι έτσι έκλεισα». Ο δολοφόνος βρισκόταν ακόμα μέσα στο σπίτι. Ο δολοφόνος είχε καλέσει την Άμεση Δράση. Ο Μπίλι δεν μπορούσε να φανταστεί, ειδικά κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, για ποιο λόγο το είχε κάνει, τι ήλπιζε να πετύχει. «Γιατί δεν έμεινες στη γραμμή να μου πεις ότι τηλεφώνησες κατά λάθος;» ρώτησε η Ρόζαλιν Τσαν. «Κατάλαβα αμέσως το λάθος μου και έκλεισα τόσο γρήγορα, που υπέθεσα ότι δεν είχε προλάβει να γίνει η σύνδεση. Ήταν ανόητο εκ μέρους μου. Με συγχωρείς, Ρόζαλιν. Ήθελα να πάρω το 411». «Επομένως είσαι εντάξει;» «Είμαι μια χαρά. Μόνο αυτή η αλλόκοτη ζέστη μ' έχει τσακίσει». «Δεν έχεις κλιματισμό;» «Έχω, αλλά τα 'παίξε». «Μεγάλη αναποδιά». «Πολύ μεγάλη». Το περίστροφο βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Ο Μπίλι το πήρε. Ο δολοφόνος ήταν στο σπίτι. «Ίσως περάσω από το μπαρ κατά τις πέντε», είπε η Ρόζαλιν. «Δε θα είμαι εκεί. Αισθάνομαι κάπως κομμένος και ειδοποίησα πως δε θα πάω». «Νόμιζα ότι είπες πως ήσουν καλά». Πόσο εύκολα την πάτησε. Έπρεπε να ψάξει να βρει τον ει-

σβολέα, αλλά έπρεπε επίσης να μην κινήσει τις υποψίες της Ρόζαλιν. «Είμαι εντάξει. Είμαι καλά. Τίποτα σοβαρό. Με ταλαιπωρεί απλώς μια μικρή στομαχική διαταραχή. Ίσως είναι καλοκαιρινό κρυολόγημα. Θα χρησιμοποιήσω αυτή την αλοιφή για τη μύτη». «Ποια αλοιφή;» «Ξέρεις, την αλοιφή ψευδαργύρου που βάζεις στη μύτη και περνούν αμέσως τα κρυολογήματα». «Νομίζω ότι κάτι έχω ακούσει σχετικά», είπε η Ρόζαλιν. «Είναι καλή. Αποτελεσματική. Μου τη σύστησε ο Τζάκι Ο'Χάρα. Φρόντισε να πάρεις μία να σου βρίσκεται». «Επομένως όλα είναι καλά εκεί;» τον ρώτησε. «Όλα καλά, αν εξαιρέσουμε τη ζέστη και την κομμάρα μου, αλλά γι' αυτό δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα. Η Άμεση Δράση δε γιατρεύει τα κρυολογήματα ούτε επισκευάζει κλιματιστικά μηχανήματα. Λυπάμαι, Ρόζαλιν. Αισθάνομαι σαν ηλίθιος». «Μην το παίρνεις κατάκαρδα. Οι μισές από τις κλήσεις που δεχόμαστε δεν αφορούν περιστατικά έκτακτης ανάγκης». «Αλήθεια;» «Οι άνθρωποι τηλεφωνούν για να πουν ότι η γάτα τους σκαρφάλωσε σε δέντρο, ότι οι γείτονες κάνουν πάρτι και τους ενοχλεί η φασαρία, τέτοια πράγματα». «Τώρα αισθάνομαι καλύτερα. Τουλάχιστον δεν είμαι ο ηλίθιος της γειτονιάς». «Να προσέχεις, Μπίλι». «Ευχαριστώ. Κι εσύ το ίδιο. Να προσέχεις τον εαυτό σου». «Γεια», του είπε. Ο Μπίλι έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε. Ενώ ο Μπίλι ήταν στο μπάνιο με το πτώμα, ο δολοφόνος είχε επιστρέψει στο σπίτι. Ή μπορεί να ήταν ήδη εκεί, κρυμμένος σε μια ντουλάπα ή κάπου όπου δεν είχε κοιτάξει ο Μπίλι. Ο τύπος είχε κότσια. Το 'λεγε η καρδιά του. Αν και ήξερε για το τριανταοχτάρι, επέστρεψε στο σπίτι και κάλεσε την Άμεση Δράση την ώρα που ο Μπίλι αφαιρούσε το κάλυμμα από τον υπολογιστή.

Ίσως ήταν ακόμα εκεί. Τι έκανε άραγε; Σίγουρα κάτι έκανε. Ο Μπίλι διέσχισε το γραφείο πηγαίνοντας προς την πόρτα, που την είχε αφήσει ανοιχτή. Βγήκε με φούρια, κρατώντας με τα δυο χέρια το περίστροφο, στρέφοντάς το αριστερά και μετά δεξιά. Ο μανιακός δεν ήταν στο χολ. Ήταν κάπου αλλού.

Κεφάλαιο 2 7

ΑΝ ΚΑΙ Ο ΜΠΙΛΙ ΓΟΥΑΪΛΣ δε φορούσε το ρολόι του, ήξερε ότι ο χρόνος κυλούσε σαν νερό μέσα από σουρωτήρι. Όταν βρέθηκε στο υπνοδωμάτιο, άνοιξε το ένα από τα φύλλα της ντουλάπας. Κανείς. Ο χώρος κάτω από το κρεβάτι ήταν πολύ περιορισμένος. Κανένας δε θα επέλεγε να κρυφτεί εκεί, γιατί θα ήταν αδύνατον να βγει γρήγορα. Ήταν μια κρυψώνα-παγίδα. Επιπλέον, δεν υπήρχε κάλυμμα που να πέφτει ως το πάτωμα και να σκεπάζει το κενό. Ο Μπίλι δε χασομέρησε για να ψάξει κάτω από το κρεβάτι. Τράβηξε προς την έξοδο. Ύστερα γύρισε στο κρεβάτι και γονάτισε. Άδικος κόπος. Ο μανιακός είχε φύγει. Ήταν τρελός, αλλά όχι τόσο ώστε να παραμείνει στο σπίτι αφότου κάλεσε την Άμεση Δράση και έκλεισε το τηλέφωνο. Βγαίνοντας ξανά στο διάδρομο, ο Μπίλι έτρεξε προς το λουτρό. Ο Κοτλ ήταν μόνος εκεί μέσα. Η κουρτίνα του ντους ήταν ανοιχτή. Αν ήταν κλειστή, θα ήταν το πρώτο σημείο που θα κοιτούσε. Σε μια μεγάλη ντουλάπα του διαδρόμου ήταν εγκατεστημένος ο καυστήρας του καλοριφέρ. Δεν ήταν κατάλληλη κρυψώνα. Το σαλόνι ήταν ένας ανοιχτός χώρος, που εύκολα μπορούσε να τον ερευνήσει με μια ματιά. Στην κουζίνα υπήρχε μια ψηλή και στενή ντουλάπα για τις σκούπες. Τίποτα κι εκεί. Ο Μπίλι άνοιξε απότομα την πόρτα της αποθήκης. Στα ράφια ήταν αραδιασμένες κονσέρβες, πακέτα με ζυμαρικά, μπου-

κάλια με καυτή σάλτσα, είδη καθαρισμού. Δεν υπήρχε χώρος για να κρυφτεί ένας μεγάλος άνθρωπος. Επιστρέφοντας στο σαλόνι, έχωσε το περίστροφο κάτω από το μαξιλάρι ενός καναπέ. Δε διακρινόταν, αλλά όποιος καθόταν εκεί θα ένιωθε το όπλο από κάτω. Είχε αφήσει την εξώπορτα ορθάνοιχτη. Ορίστε, περάστε. Προτού τρέξει ξανά στο μπάνιο, φρόντισε να την κλείσει. Έτσι όπως ο Κοτλ ήταν καθισμένος με το κεφάλι ριγμένο πίσω, το στόμα ανοιχτό και τις παλάμες ενωμένες πάνω στους μηρούς σαν να χειροκροτούσε, έμοιαζε σαν να τραγουδούσε κρατώντας το ρυθμό. Ο σουγιάς έξυσε το κόκαλο καθώς ο Μπίλι τον τραβούσε από την πληγή. Η λεπίδα ήταν ματωμένη. Τράβηξε μερικά χαρτομάντιλα από ένα κουτί δίπλα στο νιπτήρα και την καθάρισε. Ύστερα τσαλάκωσε τα χαρτομάντιλα και τα ακούμπησε πάνω στο καζανάκι της τουαλέτας. Έχωσε τη λεπίδα στην κίτρινη λαβή και άφησε το σουγιά δίπλα στο νιπτήρα. Όταν μετατόπισε λίγο το πτώμα, το κεφάλι έπεσε μπρος και μια αηδιαστική μπόχα βγήκε από τα χείλη του, λες και ο Κοτλ είχε πεθάνει εισπνέοντας, λες και η τελευταία του ανάσα είχε παγιδευτεί στο λαρύγγι του και βγήκε μόλις τώρα. Πέρασε τα χέρια του κάτω από τα μπράτσα του νεκρού. Προσπαθώντας να αποφύγει το ματωμένο κομμάτι του σακακιού, τον κατέβασε από τη λεκάνη. Εξατίας της υπερβολικής κατανάλωσης οινοπνεύματος, ο Κοτλ ήταν αποστεωμένος και ζύγιζε σχεδόν όσο ένας έφηβος. Η μεταφορά του, ωστόσο, θα ήταν πολύ δύσκολή, επειδή ήταν ψηλόλιγνος και στραβοκάνης. Ευτυχώς δεν είχε αρχίσει η νεκρική ακαμψία. Το σώμα του ήταν χαλαρό και ευλύγιστο. Οπισθοχωρώντας, ο Μπίλι έσυρε το πτώμα έξω από το λουτρό. Τα τακούνια από τα παπούτσια του νεκρού χτυπούσαν κι έτριζαν πάνω στα κεραμικά πλακάκια. Συνέχισαν να διαμαρτύρονται ηχηρά, όταν το έσυρε στο

γυαλισμένο μαονένιο παρκέ του χολ και του γραφείου και το ακούμπησε πίσω από το τραπέζι, πάνω στο σκληρό ξύλο. Ο Μπίλι ανάσανε λαχανιασμένος, όχι τόσο από τη σωματική προσπάθεια όσο από την ασυγκράτητη αγωνία. Η ώρα περνούσε, ο χρόνος κυλούσε σαν τα νερά του ποταμού πάνω από καταρράκτη. Παραμερίζοντας την καρέκλα του γραφείου, έχωσε το πτώμα στον κενό χώρο που προοριζόταν για τα πόδια. Αναγκάστηκε να λυγίσει τα πόδια για να χωρέσει το σώμα του νεκρού άντρα. Ύστερα έσυρε ξανά την καρέκλα μπροστά από τον υπολογιστή, σπρώχνοντάς την όσο πιο βαθιά μπορούσε κάτω από το γραφείο. Το γραφείο ήταν φαρδύ και είχε στο μπροστινό μέρος ένα προστατευτικό ξύλινο κάλυμμα. Όποιος έμπαινε στο δωμάτιο θα έπρεπε να έρθει να σταθεί πίσω από το γραφείο και να κοιτάξει ειδικά από κάτω για να δει το πτώμα. Ακόμα κι έτσι, εξαιτίας της καρέκλας και ανάλογα με την οπτική γωνία, μια επιπόλαιη ματιά δε θα αποκάλυπτε το φρικαλέο μυστικό. Το μισοσκόταδο θα βοηθούσε ακόμα περισσότερο. Ο Μπίλι έσβησε το κεντρικό φως. Άφησε αναμμένη μόνο τη λάμπα του γραφείου. Επιστρέφοντας στο μπάνιο, είδε ένα λεκέ από αίμα στο πάτωμα. Δεν υπήρχε καθόλου αίμα προτού μετακινήσει τον Κοτλ. Η καρδιά του κλοτσούσε σαν αφηνιασμένο άλογο τα τοιχώματα του στήθους του. Ένα λάθος. Έτσι και έκανε ένα λάθος, ήταν χαμένος. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ήξερε πως είχαν περάσει μόνο μερικές στιγμές αφότου είχε αρχίσει να ψάχνει το σπίτι, όμως ένιωθε σαν να είχαν περάσει δέκα, δεκαπέντε λεπτά. Ευχήθηκε να είχε το ρολόι του. Δεν τολμούσε ωστόσο να χασομερήσει για να πάει να το πάρει από το κάγκελο της βεράντας. Έκοψε χαρτί τουαλέτας και σκούπισε το αίμα από το πάτωμα. Τα πλακάκια καθάρισαν, αλλά στους αρμούς το χρώμα έμεινε αλλοιωμένο. Έμοιαζε με σκουριά, όχι με αίμα. Έτσι τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει.

Πέταξε στη λεκάνη το χαρτί, μαζί με τα χαρτομάντιλα με τα οποία είχε σκουπίσει τη ματωμένη λεπίδα του σουγιά. Μετά τράβηξε το καζανάκι. Το όπλο του εγκλήματος ήταν ακουμπισμένο στον πάγκο δίπλα στο νιπτήρα. Το έκρυψε στο βάθος του συρταριού, πίσω από μπουκαλάκια με αφτερσέιβ και αντηλιακά. Όταν έκλεισε το συρτάρι τόσο βιαστικά και τόσο δυνατά που αντήχησε σαν πυροβολισμός, κατάλαβε ότι έπρεπε να ελέγξει καλύτερα τον εαυτό του. Δίδαξε μας μέριμνα κω όχι μέριμνα. Δίδαξε μας να μένουμε ακίνητοι. Ο μόνος τρόπος να παραμείνει ήρεμος ήταν να θυμάται διαρκώς τον πραγματικό στόχο του. Ο πραγματικός στόχος του δεν ήταν ο αέναος κύκλος σκέψης και δράσης, δεν ήταν η προστασία της ελευθερίας του ή ακόμα και της ζωής του. Έπρεπε να ζήσει για να μπορέσει κι εκείνη να ζήσει, ανήμπορη αλλά ασφαλής, ανήμπορη και κοιμισμένη και βυθισμένη στα όνειρά της, αλλά χωρίς να αποτελεί αντικείμενο ταπείνωσης ή στόχο κακόβουλης ενέργειας. Ο Μπίλι ήταν επιφανειακός άνθρωπος. Το είχε αποδείξει πολλές φορές στον εαυτό του. Όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τη δυστυχία, δεν είχε τη δύναμη να βελτιώσει το ταλέντο του στο γράψιμο. Απαρνήθηκε το ταλέντο του όχι μόνο μία αλλά πάρα πολλές φορές, γιατί τα χαρίσματα που απονέμονται από τη δύναμη που είχε απονείμει αυτό εδώ προσφέρονται διαρκώς και μόνο αν τα απαρνιέται κανείς συνέχεια πηγαίνουν χαμένα. Μέσα στη δυστυχία του, ταπεινώθηκε από τα όρια της γλώσσας, και έτσι έπρεπε να γίνει. Νικήθηκε επίσης από τα όρια της γλώσσας, πράγμα που δεν έπρεπε να γίνει. Ήταν ένας επιφανειακός άνθρωπος. Δε διέθετε την ικανότητα να ενδιαφερθεί βαθιά για το πλήθος, να δεχτεί τους συνανθρώπους του μέσα στην καρδιά του χωρίς επιφυλάξεις. Η δύναμη της συμπόνιας ήταν, στην περίπτωσή του, μια ικανότητα, που εκπλήρωνε το σκοπό της με τη φροντίδα μιας γυναίκας. Εξαιτίας του επιφανειακού χαρακτήρα του, πίστευε ότι ήταν

αδύναμος άνθρωπος· ίσως όχι τόσο αδύναμος όσο ο Ραλφ Κοτλ, αλλά ούτε δυνατός. Είχε ανατριχιάσει, αλλά δεν είχε νιώσει ούτε για μια στιγμή έκπληκτος, όταν ο μεθύστακας είπε: Βλέπω ότι είστε λίγο σαν εμένα. Ο πραγματικός σκοπός της ζωής του, αλλά και η μοναδική ελπίδα του για λύτρωση, ήταν η κοιμισμένη γυναίκα, ασφαλής και βυθισμένη στα όνειρά της. Γι' αυτόν το λόγο, έπρεπε να μεριμνά και να μη μεριμνά· έπρεπε να μείνει ακίνητος. Πιο ήρεμος τώρα σε σχέση με τη στιγμή που κοπάνησε το συρτάρι, επιθεώρησε το μπάνιο για μια ακόμα φορά. Δεν είδε αποδεικτικά στοιχεία του εγκλήματος. Ο χρόνος εξακολουθούσε να είναι ένας ορμητικός ποταμός, ένας τροχός που γύριζε. Έλεγξε βιαστικά αλλά συγχρόνως σχολαστικά τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει σέρνοντας το πτώμα, αναζητώντας κηλίδες αίματος σαν εκείνη που εντόπισε στο λουτρό. Δε βρήκε τίποτα. Τυραννισμένος από αμφιβολίες, επιθεώρησε ξανά την κρεβατοκάμαρα, το σαλόνι και την κουζίνα. Προσπάθησε να κοιτάξει γύρω του με τα μάτια ενός καχύποπτου αστυνομικού. Το μόνο που έμενε ήταν η τακτοποίηση της μπροστινής βεράντας. Την είχε αφήσει για το τέλος, επειδή ήταν λιγότερο επείγουσα δουλειά από το κρύψιμο του πτώματος. Σκεπτόμενος ότι μπορεί να μην προλάβαινε να ασχοληθεί με τη βεράντα, κατέβασε από το ντουλάπι της κουζίνας το μπουκάλι του ουίσκι με το οποίο είχε συνοδέψει την Γκίνες του τη Δευτέρα το βράδυ. Ήπιε κατευθείαν από το μπουκάλι. Αντί να καταπιεί το ουίσκι, ξέπλυνε μ' αυτό το στόμα του σαν να ήταν στοματικό διάλυμα. Όσο περισσότερο κρατούσε το οινόπνευμα στο στόμα του, τόσο περισσότερο του έκαιγε τα ούλα, τη γλώσσα, τα μάγουλα. Το έφτυσε στο νεροχύτη, ξεχνώντας να κάνει γαργάρα. Ξέπλυνε το στόμα του με μια ακόμα γουλιά, αφήνοντάς την πάλι να του κάψει το λαιμό για μερικά δευτερόλεπτα. Έφτυσε τη δεύτερη γουλιά ξεφυσώντας, ακριβώς τη στιγμή που ακούστηκε το αναμενόμενο, δυνατό και παρατεταμένο χτύπημα στην εξώπορτα.

1

Θα πρέπει να είχαν περάσει τέσσερα λεπτά από τη στιγμή που έκλεισε το τηλέφωνο μετά τη συνομιλία του με τη Ρόζαλιν Τσαν. Μπορεί και πέντε. Του φαινόταν σαν να είχε περάσει μία ώρα· ή δέκα δευτερόλεπτα. Ακούγοντας το χτύπημα, ο Μπίλι άνοιξε τη βρύση με το κρύο νερό για να ξεπλύνει το νεροχύτη από το ποτό. Την άφησε να τρέξει για λίγο. Στην ησυχία που μεσολάβησε αμέσως μετά το χτύπημα, βίδωσε το μπουκάλι και το έβαλε πίσω στο ντουλάπι. Πήγε ξανά στο νεροχύτη και έκλεισε το νερό τη στιγμή που ακουγόταν το δεύτερο χτύπημα. Αν απαντούσε αμέσως μετά το πρώτο χτύπημα, ίσως έδειχνε ανυπομονησία. Περιμένοντας το τρίτο χτύπημα, θα έδινε την εντύπωση ότι του είχε περάσει από το νου να μην ανοίξει καθόλου. Καθώς διέσχιζε το σαλόνι, φρόνησε να επιθεωρήσει τα χέρια του. Δεν είχαν αίματα.

Κεφάλαιο 2 8 iι

ι i ΟΤΑΝ Ο ΜΠΙΛΙ ΓΟΥΑΪΑΣ άνοιξε την εξώπορτα, είδε μπροστά του ένα βοηθό του σερίφη να στέκεται με επιφυλακτικότητα τρία βήματα μακριά από το κατώφλι και στο πλάι της πόρτας. Το δεξί του χέρι ακουμπούσε στο όπλο που κρεμόταν στη θήκη, στο ύψος του γοφού του, όχι σαν να ήταν έτοιμος να το τραβήξει, αλλά με τη φυσικότητα που στηρίζει κανείς τη γροθιά του πάνω στο γοφό. Ο Μπίλι ήλπιζε πως θα ήταν κάποιος που γνώριζε. Δεν ήταν. Το όνομα του αστυνομικού ήταν γραμμένο πάνω στο σήμα του: ΑΡΧΙΦΥΛΑΚΑ! Β. ΝΑΠΟΛΙΤΙΝΟ. Στα σαράντα έξι του χρόνια, ο Λάνι Όλσεν διατηρούσε τον ίδιο βαθμό -βοηθός σερίφη- που είχε όταν πρωτομπήκε νεαρός στην υπηρεσία. Στα είκοσι με είκοσι δύο του χρόνια, ο νεαρός Ναπολιτίνο είχε ήδη προαχθεί στο βαθμό του αρχιφύλακα. Είχε την περιποιημένη εμφάνιση, το καθάριο βλέμμα, το ευφυές και δραστήριο ύφος ανθρώπου που θα γινόταν υπαστυνόμος στα είκοσι πέντε, αστυνόμος στα τριάντα, υποδιευθυντής στα τριάντα πέντε και διευθυντής πριν τα σαράντα. Ο Μπίλι θα προτιμούσε ένα χοντρό, ατημέλητο, κουρασμένο και κυνικό εκπρόσωπο του νόμου. Ίσως ήταν μια από εκείνες τις μέρες που είναι προτιμότερο να μην παίξεις ρουλέτα, γιατί σε κάθε ποντάρισμά σου στο μαύρο είναι βέβαιο ότι θα έρθει κόκκινο. «Ο κύριος Γουάιλς;» «Μάλιστα. Εγώ είμαι».

i

1

«Ο Γουίλιαμ Γουάιλς;» «Μπίλι, ναι». Ο αρχιφύλακας Ναπολιτίνο επιθεώρησε με το βλέμμα το σαλόνι πίσω από τον Μπίλι. Το πρόσωπό του παρέμεινε ανέκφραστο. Παρ' ότι τα μάτια του δεν αποκάλυπταν φόβο ούτε ανησυχία, ούτε καν επιφυλακτικότητα, κοιτούσαν γύρω τους άγρυπνα. «Κύριε Γουάιλς, θα σας πείραζε να έρθετε μαζί μου μέχρι το αμάξι μου;» Το περιπολικό του Γραφείου του Σερίφη ήταν σταματημένο στο δρομάκι του σπιτιού του. «Θέλετε να μπω στο περιπολικό;» ρώτησε ο Μπίλι. «Όχι απαραίτητα, κύριε. Θέλω απλώς, αν δεν έχετε αντίρρηση, να έρθετε στο αμάξι για ένα δυο λεπτά». Τα λόγια του ακούγονταν σχεδόν σαν παράκληση, αλλά δεν ήταν. «Ασφαλώς», είπε ο Μπίλι. «Εντάξει». Ένα δεύτερο περιπολικό έστριψε από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, μπήκε στο δρομάκι και σταμάτησε τρία μέτρα πίσω από το πρώτο. Βγαίνοντας, ο Μπίλι ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα του σπιτιού του, αλλά ο αρχιφύλακας Ναπολιτίνο του είπε: «Γιατί δεν αφήνετε ανοιχτά, κύριε;» Ο τόνος της φωνής του δεν ήταν ερωτηματικός ούτε υπαινικτικός. Ο Μπίλι άφησε την πόρτα ανοιχτή. Ο Ναπολιτίνο έδειξε εμφανώς ότι ήθελε να προχωρήσει πρώτος ο Μπίλι. Ο Μπίλι πέρασε πάνω από το πεσμένο μπουκάλι και το χυμένο Σίγκραμ'ς. Μόλο που το ουίσκι είχε χυθεί τουλάχιστον πριν από δεκαπέντε λεπτά, το μισό περίπου είχε εξατμιστεί λόγω της ζέστης. Καθώς δε φυσούσε, η βεράντα βρομοκοπούσε ουίσκι. Ο Μπίλι κατέβηκε τα σκαλοπάτια και πάτησε στην πρασιά. Δεν προσποιήθηκε ότι παραπατούσε. Δεν ήταν καλός ηθοποιός για να παραστήσει το μεθυσμένο, κι αν το επιχειρούσε, θα δημιουργούσε αμφιβολίες για την ειλικρίνειά του.

Σκόπευε να βασιστεί στην ποτισμένη από το οινόπνευμα ανάσα του για να αφήσει να εννοηθεί ότι είχε πιει, προκειμένου να φανεί αξιόπιστη η ιστορία που σκόπευε να τους σερβίρει. Καθώς ο συνάδελφος του αρχιφύλακα κατέβαινε από το δεύτερο περιπολικό, ο Μπίλι τον αναγνώρισε. Ήταν ο Σαμ Σομπιέσκι. Ήταν κι αυτός αρχιφύλακας, πέντε χρόνια περίπου μεγαλύτερος από τον Ναπολιτίνο. Ο Σομπιέσκι επισκεπτόταν κάπου κάπου το μπαρ, συνήθως όταν έβγαινε ραντεβού με κάποια κοπέλα. Ερχόταν πιο πολύ για να φάει και ποτέ δεν έπινε πάνω από δύο μπίρες. Ο Μπίλι δεν τον ήξερε καλά. Δεν ήταν φίλοι, αλλά το ότι τον γνώριζε έστω και λίγο ήταν προτιμότερο από το να έχει να αντιμετωπίσει δύο αγνώστους. Ενώ στεκόταν στην μπροστινή πρασιά, ο Μπίλι γύρισε να κοιτάξει το σπίτι. Ο Ναπολιτίνο ήταν ακόμα στη βεράντα. Κατάφερε να φτάσει στα σκαλοπάτια και να αρχίσει να κατεβαίνει χωρίς να γυρίσει εντελώς την πλάτη του προς την ανοιχτή πόρτα ή τα παράθυρα, δίνοντας συγχρόνως μια εντύπωση ανεμελιάς. Ο αρχιφύλακας αυτή τη φορά προπορεύτηκε και οδήγησε τον Μπίλι στην πλευρά του περιπολικού που ήταν προς το δρόμο, οπότε το αμάξι βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτούς και το σπίτι. Ο αρχιφύλακας Σομπιέσκι ήρθε κοντά τους. «Γεια σου, Μπίλι». «Πώς είστε, αρχιφύλακα Σομπιέσκι;» Όλοι φωνάζουν τους μπάρμαν με το μικρό τους όνομα. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ανταπόδοση της οικειότητας είναι αναμενόμενη. Στην προκειμένη περίπτωση, όχι. «Ξέχασα ότι χτες ήταν η μέρα του τσίλι», σχολίασε ο Σομπιέσκι. «Ο Μπεν κάνει το καλύτερο τσίλι», είπε ο Μπίλι. «Ο Μπεν είναι ο θεός του τσίλι», είπε ο Σομπιέσκι. Το αυτοκίνητο τραβούσε τις ακτίνες του ήλιου, αντανακλώντας τη ζέστη. Σίγουρα αν το άγγιζες, το χέρι σου θα φουσκάλιαζε. Μια και είχε φτάσει πρώτος, ο Ναπολιτίνο ανέλαβε τις ερωτήσεις. «Κύριε Γουάιλς, είστε καλά;»

«Ναι, μια χαρά. Υποθέτω ότι ήρθατε εξαιτίας της βλακείας μου». «Καλέσατε την Άμεση Δράση», είπε ο Ναπολιτίνο. «Ήθελα να καλέσω το 411. Το εξήγησα στη Ρόζαλιν Τσαν». «Της το είπατε όταν εκείνη σας τηλεφώνησε». «Το έκλεισα τόσο γρήγορα, που υπέθεσα ότι δεν είχε γίνει η σύνδεση». «Κύριε Γουάιλς, μήπως αντιμετωπίζετε κάποια απειλή;» «Απειλή; Όχι βέβαια. Εννοείται αν μου είχε κολλήσει κάποιος ένα όπλο στο κεφάλι την ώρα που μιλούσα στο τηλέφωνο με τη Ρόζαλιν; Προς Θεού. Αυτό είναι εντελώς τρελό. Μη με παρεξηγείτε, ξέρω ότι συμβαίνουν τέτοια πράγματα, αλλά όχι σ' εμένα». Ο Μπίλι σκέφτηκε ότι έπρεπε να είναι πιο σύντομος στις απαντήσεις του. Η μακρηγορία μπορεί να καταλήξει σε νευρική φλυαρία. «Ενημερώσατε τον εργοδότη σας ότι είστε άρρωστος;» ρώτησε ο Ναπολιτίνο. «Ναι». Ο Μπίλι ακούμπησε την κοιλιά του, μορφάζοντας ελαφρά. «Κάτι με πείραξε στο στομάχι». Ήλπιζε ότι μύριζαν το χνότο του. Ο ίδιος το μύριζε σίγουρα. Αν μύριζαν την ανάσα του, θα σκέφτονταν πως η δήθεν αρρώστια του ήταν μια ανεπιτυχής απόπειρα να κρύψει το γεγονός ότι τα είχε κοπανήσει. «Κύριε Γουάιλς, ποιος άλλος μένει εδώ;» «Κανείς. Μόνο εγώ. Ζω μόνος». «Αυτή τη στιγμή, βρίσκεται κανείς άλλος στο σπίτι;» «Όχι. Κανείς». «Ούτε φίλος ούτε συγγενής;» «Κανείς. Ούτε καν ένας σκύλος. Μερικές φορές σκέφτομαι να πάρω ένα σκύλο, αλλά όλο το αναβάλλω». Ένα νυστέρι δε θα ήταν πιο κοφτερό από τα σκουρόχρωμα μάτια του αρχιφύλακα Ναπολιτίνο. «Κύριε Γουάιλς, αν υπάρχει κάποιος κακοποιός εκεί μέσα...» «Όχι, δεν υπάρχει κανένας κακοποιός», τον διαβεβαίωσε ο Μπίλι.

«Αν κάποιος για τον οποίο ενδιαφέρεστε κρατείται διά της βίας εκεί μέσα, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να μας το πείτε». «Ασφαλώς. Το γνωρίζω. Ποιος δεν το γνωρίζει;» Η αφόρητη ζέστη που αντανακλούνταν από το αμάξι προκάλεσε ναυτία στον Μπίλι. Ένιωθε το πρόσωπό του να καίει. Κανένας από τους δύο αστυνομικούς δε φαινόταν να ενοχλείται από τον καυτό αέρα. «Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται υπό το κράτος του φόβου», είπε ο Σομπιέσκι, «παίρνουν λανθασμένες αποφάσεις, Μπίλι». «Για το Θεό», είπε ο Μπίλι, «θα πρέπει πραγματικά να έγινα ρεζίλι αυτή τη φορά, κλείνοντας το τηλέφωνο στην Άμεση Δράση και με όσα είπα μετά στη Ρόζαλιν». «Τι της είπατε;» ρώτησε ο Ναπολιτίνο. Ο Μπίλι ήταν βέβαιος πως ήξεραν πάνω κάτω τι είχε πει. Ο ίδιος θυμόταν τα λόγια του με εκπληκτική διαύγεια, αλλά ήλπιζε να τους πείσει πως ήταν αρκετά θολωμένος από το ποτό για να θυμάται πώς ακριβώς είχε μπλέξει έτσι άσχημα. «Ό,τι κι αν είπα, θα πρέπει να ήταν πολύ βλακώδες, αφού της έδωσα την εντύπωση ότι μπορεί κάποιος να μου προκαλούσε προβλήματα. Ότι με απειλούσε. Θεέ μου. Αισθάνομαι πολύ άσχημα». Κούνησε το κεφάλι του επικρίνοντας την ανοησία του, κατάφερε να βγάλει ένα ξερό γέλιο κι ύστερα κούνησε ξανά το κεφάλι του. Οι αρχιφύλακες τον παρατηρούσαν. «Δεν είναι εδώ κανένας άλλος εκτός από μένα. Μέρες έχει να φανεί άνθρωπος. Μια ζωή ζω μόνος εδώ πέρα. Είμαι μοναχικός άνθρωπος, έτσι είμαι φτιαγμένος». Αρκετά. Ήταν έτοιμος να αρχίσει ξανά να φλυαρεί επικίνδυνα. Αν ήξεραν για την Μπάρμπαρα, ήξεραν ότι ζούσε μόνος. Αν δεν ήξεραν, θα τους το έλεγε η Ρόζαλιν. Ίσως δεν έπρεπε να τους πει πως δεν είχε δεχτεί καμία επίσκεψη τις τελευταίες μέρες. Ήταν παρακινδυνευμένο. Καλώς ή κακώς, είχε σκεφτεί ότι έπρεπε να τονίσει το γεγονός ότι ζούσε μοναχικά.

Αν κάποιος από τα σπίτια της αντικρινής πλαγιάς είχε δει τον Ραλφ Κοτλ να πλησιάζει το σπίτι του ή αν τον είχε δει να κάθεται στη βεράντα, κι αν οι αστυνομικοί αποφάσιζαν να μιλήσουν με τους γείτονες, το ψέμα του θα ξεσκεπαζόταν. «Τι πάθατε στο μέτωπο;» ρώτησε ο Ναπολιτίνο. Ως εκείνη τη στιγμή, ο Μπίλι είχε ξεχάσει τις πληγές από τα αγκίστρια στο μέτωπό του, αλλά με την ερώτηση του αρχιφύλακα ένιωσε να τις διαπερνά ένας ελαφρύς πόνος.

Κεφάλαιο 2 9

«ΕΓΠΔΕΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ αυτό που βλέπω;» επέμεινε ο αρχιφύλακας Ναπολιτίνο. Παρ' όλο που τα πυκνά μαλλιά του Μπίλι σκέπαζαν το μέτωπο του, δεν έκρυβαν εντελώς τις γάζες και το λευκοπλάστη. «Είχα ένα μικρό ατύχημα με το δισκοπρίονο», είπε ο Μπίλι ικανοποιημένος και συγχρόνως έκπληκτος από την ταχύτητα με την οποία σοφίστηκε το ψέμα του. «Φαίνεται σοβαρό», παρατήρησε ο αρχιφύλακας Σομπιέσκι. «Δεν είναι. Δεν είναι τίποτα. Στο γκαράζ έχω ένα εργαστήριο ξυλουργικής. Κατασκευάζω μόνος μου όλα τα ντουλάπια του σπιτιού. Χτες το βράδυ έφτιαχνα κάτι, έκοβα ένα ξύλο καρυδιάς τριάντα επί ένα κι ογδόντα, και είχε ρόζο. Όταν ο δίσκος κοπής έφτασε στο ρόζο, πετάχτηκαν σκλήθρες στο μέτωπο μου». «Θα μπορούσες να βγάλεις το μάτι σου», είπε ο Σομπιέσκι. «Φοράω προστατευτικά γυαλιά. Δουλεύω πάντα με γυαλιά». «Πήγατε στο γιατρό;» ρώτησε ο Ναπολιτάνο. «Μπα. Δε χρειάζεται. Ήταν μονάχα μερικές σκλήθρες. Τις έβγαλα με την πένσα. Μεγαλύτερη ζημιά έκανε η πένσα καθώς τις αφαιρούσα, παρά οι ίδιες οι σκλήθρες όταν καρφώθηκαν στο δέρμα». «Προσέξτε μη μολυνθεί». «Το καθάρισα με οινόπνευμα και οξυζενέ. Ύστερα άλειψα και Νεοσπορίν. Θα περάσει. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν». Ο Μπίλι κατάλαβε ότι τα λόγια του τους καθησύχασαν. Τουλάχιστον στ' αυτιά του, ο τόνος της φωνής του και το ύφος του

δε θύμιζαν άνθρωπο που απειλείται, που αντιμετωπίζει πρόβλημα ζωής ή θανάτου. Ο ήλιος έκαιγε σαν φούρνος, σαν καμίνι, και η θερμότητα που αντανακλούσε η λαμαρίνα του αυτοκινήτου τον έψηνε mo αποτελεσματικά από φούρνο μικροκυμάτων, αλλά φερόταν ψύχραιμα. Όταν η ανάκριση πήρε αρνητική και πιο επιθετική τροπή, ο Μπίλι δεν αντιλήφθηκε αμέσως την αλλαγή. «Κύριε Γουάιλς», είπε ο Ναπολιτάνο, «καλέσατε τις Πληροφορίες;» «Τι πράγμα;» «Όταν πήρατε κατά λάθος την Άμεση Δράση και κλείσατε το τηλέφωνο, καλέσατε το 411;» «Όχι. Κοντοστάθηκα για ένα λεπτό αναλογιζόμενος τι είχα κάνει». «Καθίσατε ένα λεπτό για να αναλογιστείτε ότι πήρατε κατά λάθος την Άμεση Δράση;» «Ε, όχι και ολόκληρο λεπτό. Δεν ξέρω πόσο. Πάντως δεν ήθελα να ξανακάνω λάθος. Αισθανόμουν λίγο ζαλισμένος. Σας εξήγησα, έχω το στομάχι μου. Ύστερα μου τηλεφώνησε η Ρόζαλιν». «Σας τηλεφώνησε προτού καλέσετε το 411 για πληροφορίες». «Ακριβώς». «Μετά τη συνομιλία σας με την υπάλληλο του τηλεφωνικού κέντρου της Άμεσης Δράσης...» «Τη Ρόζαλιν». «Ναι. Μετά τη συνομιλία σας μαζί της, καλέσατε το 411;» Η τηλεφωνική εταιρεία χρέωνε τις κλήσεις στο 411. Αν ο Μπίλι είχε καλέσει τις πληροφορίες, η κλήση θα είχε καταγραφεί «Όχι», αποκρίθηκε. «Αισθανόμουν εντελώς ανόητος. Χρειαζόμουν ένα ποτό». Η αναφορά στο ποτό έγινε με φυσικότητα, όχι σαν να προσπαθούσε σκόπιμα να τους πείσει πως ήταν μεθυσμένος. Του φάνηκε ότι μίλησε αβίαστα, πειστικά. «Ποιον αριθμό σκοπεύατε να ζητήσετε από το 411;» ρώτησε ο Ναπολιτίνο.

Ο Μπίλι κατάλαβε ότι οι ερωτήσεις δεν αφορούσαν πλέον την υγεία του ή την ασφάλειά του. Οι ερωτήσεις του Ναπολιτίνο χρωματίζονταν τώρα από συγκαλυμμένη καχυποψία, διακριτική αλλά εμφανή. Ο Μπίλι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να επισημάνει απροκάλυπτα αυτή την εξέλιξη, ζητώντας να μάθει ποιος ήταν ο σκοπός των ερωτήσεων. Δεν ήθελε να φανεί ένοχος. «Του Στιβ», είπε. «Ήθελα τον αριθμό του Στιβ Ζίλις». «Ποιος είναι ο Στιβ;» «Είναι συνάδελφος στο μαγαζί που δουλεύω». «Σας αντικαθιστά όταν είστε άρρωστος;» ρώτησε ο Ναπολιτίνο. «Όχι. Εργάζεται στη βάρδια μετά από τη δική μου. Τι σημασία έχει;» «Γιατί θέλατε να του τηλεφωνήσετε;» «Ήθελα απλώς να τον ενημερώσω ότι δεν είχα πάει στη δουλειά και ότι όταν πήγαινε θα έπρεπε να συγυρίσει πρώτα, επειδή ο Τζάκι θα δούλευε μόνος στο μπαρ». «Ο Τζάκι;» ρώτησε ο Ναπολιτίνο. «Ο Τζάκι Ο'Χάρα. Είναι ο ιδιοκτήτης. Καλύπτει τη βάρδια μου. Ο Τζάκι δεν τακτοποιεί διαρκώς τον πάγκο, το χαμηλότερο πάγκο όπου δουλεύουμε εμείς, όπως θα έπρεπε. Αφήνει μες στη μέση τα πράγματα και δεν καθαρίζει αυτά που χύνονται, οπότε ο επόμενος μπάρμαν μετά την αναχώρηση του Τζάκι χρειάζεται να δουλέψει πυρετωδώς για ένα τέταρτο της ώρας μέχρι να συνεφέρει τον πάγκο». Κάθε φορά που ο Μπίλι έδινε μια πιο μακροσκελή, πιο επεξηγηματική απάντηση, διέκρινε ένα τρεμούλιασμα στη φωνή του. Δεν πίστευε πως ήταν ιδέα του. Πίστευε πως το τρεμούλιασμα γινόταν αντιληπτό και από τους αρχιφύλακες. Μπορεί όμως να συνέβαινε το ίδιο σε οποιονδήποτε μιλούσε σε αστυνομικούς για αρκετή ώρα. Ίσως ήταν φυσικό να αισθάνεται άβολα. Οι πολλές χειρονομίες, ωστόσο, δεν ήταν κάτι φυσικό, ειδικά για τον Μπίλι. Κατά τη διάρκεια των μακροσκελών απαντήσεών

του, αντιλήφθηκε ότι κουνούσε υπερβολικά τα χέρια του, χωρίς να μπορεί να συγκρατηθεί. Για να αντισταθεί σ' αυτή την παρόρμηση, αλλά προσπαθώντας να δείχνει άνετος, έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του. Σε κάθε τσέπη, τα δάχτυλά του άγγιξαν τις τρεις εφεδρικές τριανταοχτάρες σφαίρες. «Θέλατε λοιπόν να ειδοποιήσετε τον Στιβ Ζίλις ότι θα τον περίμενε ένας πάγκος άνω κάτω». «Ακριβώς». «Δε γνωρίζετε τον αριθμό του τηλεφώνου του κυρίου Ζίλις;» «Δεν του τηλεφωνώ συχνά». Οι αθώες ερωταποκρίσεις είχαν τελειώσει προ πολλού. Δεν είχαν περάσει ακόμα στο επίπεδο της καθαρής ανάκρισης, αλλά όλα οδηγούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Μπίλι δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο γινόταν αυτό, παρά μόνο, ίσως, αν οι απαντήσεις και η στάση του δε φάνταζαν τόσο αθώες όσο του φαίνονταν. «Ο αριθμός του κυρίου Ζίλις δεν υπάρχει στον κατάλογο;» «Φαντάζομαι πως θα υπάρχει. Αλλά καμιά φορά είναι ευκολότερο να καλέσεις το 411». «Εκτός αν σχηματίσεις κατά λάθος τον αριθμό της Άμεσης Δράσης», σχολίασε ο Ναπολιτίνο. Ο Μπίλι αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο να μην απαντήσει καθόλου, παρά να τα βάλει με τον εαυτό του για τη βλακεία του, όπως είχε κάνει νωρίτερα. Αν η κατάσταση επιδεινωνόταν και οι αστυνομικοί έκριναν ότι έπρεπε να του κάνουν σωματική έρευνα, αρκούσε ένα απαλό χτύπημα για να βρουν τις σφαίρες στις τσέπες του. Αναρωτήθηκε αν θα έβρισκε τρόπο να εξηγήσει την ύπαρξή τους με ένα ακόμα εύκολο και πειστικό ψέμα. Προς το παρόν, δεν του ερχόταν καμιά δικαιολογία. Όμως δεν ήθελε να πιστέψει ότι θα έφταναν σ' αυτό το σημείο. Οι αστυνομικοί βρίσκονταν εκεί επειδή τους είχε ανησυχήσει το ενδεχόμενο να διατρέχει κάποιο κίνδυνο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τους πείσει ότι ήταν ασφαλής, και τότε θα έφευγαν.

Κάτι που είχε πει -ή δεν είχε πει- εξακολουθούσε να τους βάζει σε αμφιβολίες. Αν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις, τις μαγικές λέξεις, οι αρχιφύλακες θα έφευγαν. Τώρα, εκεί που στεκόταν, δυσανασχέτησε ξανά με τους περιορισμούς της γλώσσας. Παρ' ότι η αλλαγή της στάσης του Ναπολιτίνο ήταν σαφής, ένα κομμάτι του μυαλού του Μπίλι αναρωτιόταν μήπως ήταν αποκύημα της φαντασίας του, μήπως η προσπάθεια να κρύψει την αγωνία του είχε θολώσει την κρίση του και είχε αρχίσει να παραλογίζεται. Συμβούλεψε τον εαυτό του να ηρεμήσει και να κάνει υπομονή. «Κύριε Γουάιλς», ρώτησε ο Ναπολιτίνο, «είστε απόλυτα σίγουρος ότι καλέσατε εσείς ο ίδιος την Αμεση Δράση;» Αν και ο Μπίλι μπορούσε να αναλύσει συντακτικά την πρόταση, δεν μπορούσε να καταλάβει το νόημά της. Δεν μπορούσε να συλλάβει σε τι αποσκοπούσε η ερώτηση και, παίρνοντας υπόψη του όσα τους είχε πει μέχρι στιγμής, δεν ήξερε τι απάντηση περίμεναν από κείνον. «Υπάρχει έστω και μια αμυδρή πιθανότητα να κάλεσε κάποιος άλλος την Άμεση Δράση από το σπίτι σας;» επέμεινε ο Ναπολιτίνο. Προς στιγμήν, ο Μπίλι σκέφτηκε ότι με κάποιο τρόπο γνώριζαν το πρόβλημα με τον μανιακό δολοφόνο, αλλά μετά κατάλαβε. Κατάλαβε. Η ερώτηση του αρχιφύλακα Ναπολιτίνο σχετιζόταν με τους περιορισμούς που έθετε ο νόμος στην αστυνομική διαδικασία. Αυτό που ήθελε να ρωτήσει τον Μπίλι ήταν, για την ακρίβεια: Κύριε Γουάιλς, μήπως κρατάτε κάποια -γυναίκα μέσα στο σπίτι σας παρά τη θέληση της, και μήπως κατόρθωσε να ελευθερωθεί για μια στιγμή και κάλεσε την Άμεση Δράση, και μήπως της αρπάξατε το ακουστικό από το χέρι και κλείσατε το τηλέφωνο, ελπίζοντας ότι δεν είχε γίνει ακόμα η σύνδεση; Αν ο Ναπολιτίνο έθετε πιο ωμά την ερώτηση, θα ήταν υποχρεωμένος να ενημερώσει τον Μπίλι για το δικαίωμά του να μη

μιλήσει και να ζητήσει να παρίσταται ο δικηγόρος του κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Ο Μπίλι Γουάιλς είχε θεωρηθεί ύποπτος. Βρίσκονταν ένα βήμα πριν απ' τον γκρεμό. Ποτέ άλλοτε το μυαλό του Μπίλι δεν είχε υπολογίσει με τέτοια πυρετώδη ταχύτητα τις επιλογές και τις συνέπειές τους, γνωρίζοντας παράλληλα ότι κάθε δευτερόλεπτο δισταγμού τον έκανε να φαίνεται περισσότερο ένοχος. Ευτυχώς, δε χρειάστηκε να παραστήσει τον έκπληκτο. Τους κοιτούσε με το στόμα ορθάνοιχτο. Αμφιβάλλοντας για την ικανότητά του να παραστήσει πειστικά τον θυμωμένο ή τον αγανακτισμένο, προτίμησε να αφήσει απλώς να εκδηλωθεί η ανυπόκριτη έκπληξή του: «Για το Θεό, μη μου πείτε πως;... Πιστεύετε σοβαρά ότι εγώ... Χριστός και Παναγία. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα φανταζόμουν ότι τον θεωρούν κάτι ανάλογο με τον Χάνιμπαλ Λέκτερ». Ο Ναπολιτίνο δε μίλησε. Ούτε ο Σομπιέσκι. Τα μάτια τους παρέμεναν ασάλευτα όπως ο άξονας ενός γυροσκοπίου. «Βέβαια, είστε υποχρεωμένοι να σκεφτείτε αυτή την πιθανότητα», συνέχισε ο Μπίλι. «Καταλαβαίνω. Τη δουλειά σας κάνετε. Δεν πειράζει. Πηγαίνετε μέσα, αν θέλετε. Ρίξτε μια ματιά». «Κύριε Γουάιλς, μας προσκαλείτε να ερευνήσουμε το σπίτι σας για την ύπαρξη κάποιου εισβολέα ή οποιουδήποτε άλλου;» Τα δάχτυλα του Μπίλι άγγιζαν τις σφαίρες μέσα στις τσέπες του, ενώ ταυτόχρονα έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας του το σκοτεινό σχήμα του Κοτλ κάτω από το γραφείο... «Ερευνήστε το όσο θέλετε», είπε με ύφος φιλικό, σαν να αισθανόταν ανακουφισμένος που επιτέλους είχε καταλάβει τι ήθελαν από εκείνον. «Πηγαίνετε». «Κύριε Γουάιλς, δε ζητώ να ερευνήσω την κατοικία σας. Καταλαβαίνετε τη διαφορά;» «Ασφαλώς. Ξέρω. Δε με πειράζει. Πηγαίνετε». Αν τους καλούσε να περάσουν μέσα, οποιοδήποτε στοιχείο έβρισκαν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο. Αν,

αντίθετα, έμπαιναν στο σπίτι απρόσκλητοι, χωρίς ένταλμα ή σοβαρό λόγο να πιστεύουν ότι κάποιος εκεί μέσα κινδύνευε, το δικαστήριο θα απέρριπτε τα ίδια αυτά στοιχεία. Οι αρχιφύλακες, στην καλύτερη περίπτωση, θα θεωρούσαν τη διάθεση του Μπίλι για συνεργασία ένδειξη της αθωότητάς του. Νιώθοντας αρκετά ανακουφισμένος, έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες του. Αν φερόταν φιλικά, άνετα, ενθαρρυντικά, ίσως σκέφτονταν πως δεν είχε τίποτα να κρύψει. Ίσως έφευγαν χωρίς να μπουν στον κόπο να ερευνήσουν το σπίτι. Ο Ναπολιτίνο κοίταξε τον Σομπιέσκι και ο Σομπιέσκι έγνεψε καταφατικά. «Κύριε Γουάιλς, μια και θα νιώθατε καλύτερα αν το έκανα, θα ρίξω μια γρήγορη ματιά στο εσωτερικό του σπιτιού». Ο αρχιφύλακας Ναπολιτίνο απομακρύνθηκε από το περιπολικό και τράβηξε για τα σκαλιά της βεράντας, αφήνοντας τον Μπίλι με τον Σομπιέσκι.

Κεφάλαιο 3 0

Η ΕΝΟΧΗ ΠΡΟΔΙΔΕΤΑΙ από το φόβο ότι θα προδοθεί, είχε πει κάποιος, ίσως ο Σαίξπηρ, ίσως ο Ο-Τζέι Σίμπσον. Ο Μπίλι δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος είχε εκφράσει τόσο επιτυχημένα με λόγια αυτή τη σκέψη, αλλά εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πόση αλήθεια έκρυβε αυτός ο αφορισμός και την ένιωσε να τον τσουρουφλίζει. Ο αρχιφύλακας Ναπολιτίνο ανέβηκε τα σκαλιά, διέσχισε τη βεράντα, πέρασε πάνω από το πεσμένο μπουκάλι και από όσο χυμένο ουίσκι δεν είχε εξατμιστεί. «Θυμίζει πολύ Τζο Φράιντεϊ», σχολίασε ο Σομπιέσκι. «Ορίστε;» «Ο Βινς. Είναι υπερβολικά ανέκφραστος. Σε κοιτάζει με το παγερό του βλέμμα και το εντελώς ασυγκίνητο πρόσωπο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο σκληρό καρύδι όσο φαίνεται». Αναφέροντας τον Ναπολιτίνο με το μικρό του όνομα, ο Σομπιέσκι προφανώς προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Μπίλι. Ο Μπίλι όμως, ξέροντας πολύ καλά τις μεθόδους παραπλάνησης και χειραγώγησης, υποψιαζόταν ότι ο αρχιφύλακας προσπαθούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του με την ίδια ευγενική και αδερφική διάθεση που υποδέχεται μια αράχνη το σκαθάρι που έχει πέσει στα δίχτυα της. Ο Βινς Ναπολιτίνο μπήκε στο σπίτι από την ανοιχτή πόρτα και χάθηκε στο εσωτερικό του. «Ο Βινς είναι ακόμα επηρεασμένος από το πνεύμα της Ακα-

δημίας», συνέχισε ο Σομπιέσκι. «Όταν τριφτεί λίγο ακόμα με τη δουλειά, θα πάψει να είναι τόσο απόλυτος». «Κάνει απλώς τη δουλειά του», είπε ο Μπίλι. «Το καταλαβαίνω. Δεν τρέχει τίποτα». Ο Σομπιέσκι παρέμεινε στο δρομάκι μαζί του επειδή εξακολουθούσε να υποπτεύεται, έστω και λίγο, ότι ο Μπίλι είχε διαπράξει κάποιου είδους έγκλημα. Διαφορετικά θα είχαν πάει και οι δύο αστυνομικοί να ερευνήσουν το σπίτι. Ο αρχιφύλακας Σομπιέσκι βρισκόταν εκεί για να αρπάξει τον Μπίλι, αν επιχειρούσε να το σκάσει. «Πώς αισθάνεσαι;» «Μια χαρά», απάντησε ο Μπίλι. «Απλώς νιώθω ανόητος που σας έβαλα σε τόσο κόπο». «Εννοώ πώς είναι το στομάχι σου», εξήγησε ο Σομπιέσκι. «Δεν ξέρω. Ίσως έφαγα κάτι χαλασμένο». «Αποκλείεται να ήταν το τσίλι του Μπεν Βέρνον», είπε ο αρχιφύλακας. «Αυτό το φαγητό είναι τόσο καυτό, που σε γιατρεύει από κάθε γνωστή αρρώστια». Συνειδητοποιώντας ότι ένας αθώος, κάποιος που δεν είχε λόγο να φοβάται, δε θα κοίταζε με αγωνία το σπίτι περιμένοντας τον Ναπολιτίνο να τελειώσει την έρευνα, ο Μπίλι αποτράβηξε το βλέμμα του από το σπίτι και κοίταξε την κοιλάδα, τα αμπέλια που απλώνονταν πέρα μακριά κάτω από το χρυσαφένιο φως, τα βουνά στο βάθος, που υψώνονταν μέσα στη γαλανή αχλή. «Το καβούρι τα κάνει αυτά», παρατήρησε ο Σομπιέσκι. «Τι;» «Το καβούρι, η γαρίδα, ο αστακός... Έτσι και είναι λίγο χαλασμένα, σε τσακίζουν». ' «Χτες το βράδυ έφαγα λαζάνια». «Τα λαζάνια είναι μάλλον ασφαλές φαγητό». «Ίσως όχι τα δικά μου», είπε ο Μπίλι, προσπαθώντας να μιμηθεί τη φαινομενική ανεμελιά του Σομπιέσκι. <£Ελα πια, Βινς», μουρμούρισε ο αρχιφύλακας κάπως ανυπόμονα. «Το ξέρω ότι είσαι σχολαστικός. Δε χρειάζεται να μου το αποδείξεις». Ύστερα στράφηκε στον Μπίλι: «Έχεις σοφίτα;» «Ναι».

Ο αρχιφύλακας αναστέναξε. «Τότε θα θελήσει να ψάξει και τη σοφίτα». Από τα δυτικά πλησίασε ένα σμήνος μικρών πουλιών. Βούτηξαν χαμηλά, υψώθηκαν προς τον ουρανό κι ύστερα ξαναβούτηξάν προς τα κάτω. Ήταν δρυοκολάπτες, ασυνήθιστα δραστήριοι με τόση ζέστη. «Θέλεις να δοκιμάσεις μια απ' αυτές;» ρώτησε ο Σομπιέσκι, προσφέροντάς του μια μέντα από ένα ανοιγμένο πακέτο. Ο Μπίλι σάστισε για λίγο, κι ύστερα συνειδητοποίησε ότι τα χέρια του είχαν χωθεί ξανά στις τσέπες και ψηλαφούσαν τις σφαίρες. Έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες. «Φοβάμαι ότι είναι κάπως αργά», είπε, αλλά πήρε τη μέντα. «Τα 'χει αυτά το επάγγελμά σου», παρατήρησε ο Σομπιέσκι. «Ένας μπάρμαν ασχολείται όλη μέρα με αυτό το είδος». «Στην πραγματικότητα, δεν πίνω πολύ», είπε ο Μπίλι πιπιλώντας τη μέντα. «Απόψε όμως ξύπνησα στις τρεις το πρωί, στο μυαλό μου άρχισαν να τριγυρίζουν διάφορες έγνοιες που δεν μπορούσα να διώξω και σκέφτηκα ότι με ένα δυο ποτηράκια θα έπεφτα ξερός». «Όλοι μας περνάμε τέτοιες νύχτες. Νύχτες αγωνίας και μελαγχολίας, τις λέω εγώ. Αλλά το ποτό δε βοηθάει. Μια κούπα ζεστή σοκολάτα διώχνει την αϋπνία, όμως στις νύχτες αγωνίας και μελαγχολίας δε βοηθάει ούτε αυτό». «Όταν είδα πως το ουίσκι δεν έκανε τίποτα, σκέφτηκα ότι τουλάχιστον έτσι θα περνούσε πιο ευχάριστα η νύχτα. Και το πρωί». «Βλέπω ότι το αντέχεις». «Έτσι λες;» «Δε δείχνεις στουπί». «Δεν είμαι μεθυσμένος. Εδώ και μερικές ώρες πίνω με ρέγουλα, ώστε να συνέλθω σιγά σιγά και ν' αποφύγω τον πονοκέφαλο». «Ωραίο κόλπο». «Υπάρχουν κι άλλα».

Ο αρχιφύλακας Σομπιέσκι ήταν ευχάριστος συνομιλητής: υπερβολικά ευχάριστος. Οι δρυοκολάπτες χαμήλωσαν ξανά προς τη μεριά τους, πήραν απότομα κλίση, υψώθηκαν και ξαναπήραν κλίση, τριάντα με σαράντα πουλιά που πετούσαν σαν να σκέφτονταν με ένα μυαλό. «Είναι πολύ ενοχλητικά πουλιά», είπε ο Σομπιέσκι. Οι δρυοκολάπτες αναζητούσαν σπίτια, στάβλους και εκκλησίες σ' όλη την Κομητεία Νάπα για να ανοίξουν με τα μυτερά ράμφη τους περίτεχνες τρύπες σαν δαντέλες στις ξύλινες μαρκίζες, στα γείσα, στα κουφώματα, στις στέγες. «Εμένα δε με επισκέπτονται ποτέ», είπε ο Μπίλι. «Το σπίτι είναι φτιαγμένο από κέδρο». Πολλοί θαύμαζαν το αποτέλεσμα της δουλειάς των δρυοκολαπτών στα ξύλα τους και απέφευγαν να τα αντικαταστήσουν, μέχρι που καταστρέφονταν με τα χρόνια. «Δεν τους αρέσει ο κέδρος;» «Δεν ξέρω. Πάντως το δικό μου σπίτι δεν τους αρέσει». Αφού ανοίξει τις τρύπες, ο δρυοκολάπτης τοποθετεί μέσα τους βελανίδια, στα ψηλά τμήματα του κτιρίου, έτσι ώστε να ζεσταίνονται από τον ήλιο. Σε λίγες μέρες, το πουλί επιστρέφει για να αφουγκραστεί τα βελανίδια. Σε όποιο ακούσει θορύβους, το ανοίγει με το ράμφος του για να φάει το σκουλήκι που βρίσκεται μέσα. Και μετά σου λένε ότι το σπίτι του καθενός είναι το άδυτό του. Οι δρυοκολάπτες και οι αρχιφύλακες δεν καταλαβαίνουν από τέτοια. Κάνουν τη δουλειά τους, αργά, σταθερά. «Δεν είναι δα τόσο μεγάλο σπίτι», μουρμούρισε ο Μπίλι, όπως υπέθεσε ότι θα γκρίνιαζε ένας ανυπόμονος αθώος άνθρωπος. Όταν ο αρχιφύλακας Ναπολιτίνο επέστρεψε, δε βγήκε από την μπροστινή εξώπορτα. Εμφανίστηκε στη νότια πλευρά του οικήματος, όπου βρισκόταν το γκαράζ. Καθώς ζύγωνε, το χέρι του δε βρισκόταν, δήθεν τυχαία, πάνω στο όπλο του. Ίσως αυτό ήταν καλό σημάδι. Τα πουλιά πέταξαν σαν κυνηγημένα μόλις εμφανίστηκε ο Ναπολιτίνο.

«Πολύ ωραίο το εργαστήριο σας», είπε στον Μπίλι. «Θα μπορούσατε να φτιάξετε σχεδόν τα πάντα εκεί μέσα». Για κάποιο λόγο, του Μπίλι του φάνηκε ότι υπονοούσε πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του για να διαμελίσει ένα πτώμα. Ο Ναπολιτίνο άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στην κοιλάδα. «Έχετε καταπληκτική θέα από δω». «Είναι όμορφα», είπε ο Μπίλι. «Είναι παράδεισος». «Πράγματι», συμφώνησε ο Μπίλι. «Μου κάνει εντύπωση που έχετε κατεβασμένα όλα τα στόρια στα παράθυρα». Ο Μπίλι είχε βιαστεί να χαλαρώσει. «Όταν κάνει τόση ζέστη, ξέρετε, τα κατεβάζω -ο ήλιος», ψέλλισε σχεδόν ακατάληπτα. «Ακόμα και στις πλευρές του σπιτιού όπου δε χτυπάει ο ήλιος». «Μια τόσο λαμπερή μέρα, και μάλιστα με τον πονοκέφαλο από το ουίσκι να παραμονεύει, η σκοτεινιά είναι ευπρόσδεκτη», εξήγησε ο Μπίλι. «Προσπαθεί να συνέλθει με το μαλακό από το ποτό», είπε ο Σομπιέσκι στον Ναπολιτίνο, «ώστε να γλιτώσει τον πονοκέφαλο». «Αυτό είναι το κόλπο;» ρώτησε ο Ναπολιτίνο. «Είναι ένα από τα πολλά κόλπα», είπε ο Μπίλι. «Είναι ευχάριστα και δροσερά μέσα στο σπίτι». «Η δροσιά βοηθάει επίσης», σχολίασε ο Μπίλι. «Η Ρόζαλιν είπε ότι σας χάλασε ο κλιματισμός». Ο Μπίλι είχε ξεχάσει εκείνο το ψεματάκι, το ασήμαντο νήμα στον τεράστιο ιστό της απάτης που είχε υφάνει. «Λειτουργεί για μερικές ώρες, ύστερα σβήνει κι ύστερα επανέρχεται σε λειτουργία. Ίσως έχει πρόβλημα ο συμπιεστής». «Αύριο έρχεται καύσωνας», είπε ο Ναπολιτίνο, εξακολουθώντας να ατενίζει την κοιλάδα. «Καλύτερα να ειδοποιήσετε έναν τεχνίτη, αν δεν είναι όλοι ήδη κλεισμένοι μέχρι τα Χριστούγεννα».

«Λέω να του ρίξω μια ματιά μόνος μου λίγο αργότερα. Πιάνουν τα χέρια μου», εξήγησε ο Μπίλι. «Καλύτερα να μη σκαλίσετε μηχανήματα μέχρι να ξεμεθύσετε εντελώς». «Έχετε δίκιο. Θα περιμένω». «Προπάντων ηλεκτρικά μηχανήματα». «Θα ετοιμάσω κάτι να τσιμπήσω. Αυτό θα βοηθήσει. Ίσως μου στρώσει το στομάχι». Ο Ναπολιτίνο κοίταξε επιτέλους τον Μπίλι. «Λυπάμαι που σας κρατήσαμε εδώ έξω στον ήλιο, ειδικά σήμερα που έχετε τον πονοκέφαλο και τα υπόλοιπα». Για πρώτη φορά, ο τόνος του ακουγόταν ειλικρινής, συμφιλιωτικός, όμως τα μάτια του παρέμειναν ψυχρά, σκοτεινά και απειλητικά σαν κάννες δύο πιστολιών. «Το λάθος ήταν δικό μου», είπε ο Μπίλι. «Εσείς τη δουλειά σας κάνατε. Έχω ήδη πει ότι φέρθηκα ηλίθια. Δεν έχει νόημα να το επαναλάβω. Λυπάμαι ειλικρινά που χάσατε το χρόνο σας μαζί μου». «Η δουλειά μας είναι να "υπηρετούμε και να προστατεύουμε τον πολίτη"», είπε ο Ναπολιτίνο με μια υποψία χαμόγελου. «Το γράφει και στην πόρτα του περιπολικού». «Μου άρεσε περισσότερο όταν έγραφε "οι καλύτεροι αστυνομικοί της αγοράς"», είπε ο αρχιφύλακας Σομπιέσκι, κερδίζοντας ένα γέλιο από τον Μπίλι και μια γκριμάτσα ενόχλησης από τον Ναπολιτίνο. «Μπίλι, ίσως είναι καιρός να σταματήσεις να πίνεις με ρέγουλα και να φας κάτι». Ο Μπίλι συγκατένευσε. «Έχεις δίκιο». Καθώς τραβούσε κατά το σπίτι, ένιωσε ότι τον παρακολουθούσαν. Δεν κοίταξε πίσω. Η καρδιά του χτυπούσε σχετικά ήρεμα τόση ώρα. Τώρα ξανάρχισε το δυνατό καρδιοχτύπι. Δεν πίστευε την τύχη του. Φοβόταν πως δε θα κρατούσε. Φτάνοντας στη βεράντα, πήρε το ρολόι από το κάγκελο και το φόρεσε. Έσκυψε να μαζέψει το μπουκάλι. Δεν είδε πουθενά το καπάκι. Μάλλον είχε πέσει στον κήπο ή κάτω από καμιά πολυθρόνα.

Πήρε τα τρία κράκερ από το τραπέζι και τα έριξε στο άδειο κουτί Ριτζ που είχε φιλοξενήσει νωρίτερα το τριανταοχτάρι του. Μάζεψε επίσης το ποτήρι με την Κόκα Κόλα. Περίμενε να ακούσει τις μηχανές των περιπολικών να παίρνουν μπρος. Δεν ακούστηκαν Δίχως να κοιτάξει πίσω του, μετέφερε το ποτήρι, το κουτί και το μπουκάλι μέσα στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα και ακούμπησε πάνω της. Έξω, η μέρα παρέμενε σιωπηλή και οι μηχανές βουβές.

Κεφάλαιο 3 1

ΜΙΑ ΞΑΦΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ δεισιδαιμονίας προειδοποίησε τον Μπίλι πως, όσο περίμενε με την πλάτη στηριγμένη στην εξώθυρα, ο Ναπολιτίνο και ο Σομπιέσκι δε θα έφευγαν. Με το αυτί πάντα στημένο, πήγε στην κουζίνα και πέταξε το κουτί Ριτζ στο σκουπιδοτενεκέ. Με το αυτί πάντα στημένο, άδειασε το υπόλοιπο ουίσκι από το μπουκάλι στο νεροχύτη και στη συνέχεια το ποτήρι με την Κόκα Κόλα. Πέταξε το μπουκάλι στα σκουπίδια και τοποθέτησε το ποτήρι στο πλυντήριο πιάτων. Όταν, τελειώνοντας με όλα αυτά, δεν είχε ακούσει ακόμα τις μηχανές των περιπολικών να παίρνουν μπροστά, άρχισε να τον τρώει η περιέργεια. Το σπίτι με τα κατεβασμένα στόρια τού προκάλεσε ένα αίσθημα κλειστοφοβίας. Του φάνηκε ότι συρρικνωνόταν, ότι σιγά σιγά αποκτούσε τις διαστάσεις ενός φέρετρου, ίσως επειδή ήξερε πως εκεί μέσα υπήρχε ένα πτώμα. Μπαίνοντας στο σαλόνι, ένιωσε τον πειρασμό να σηκώσει ένα από τα στόρια, να τα ανοίξει όλα. Όμως δεν ήθελε να σκεφτούν οι αρχιφύλακες ότι τα σήκωσε για να τους παρακολουθεί, ότι η παρουσία τους τον ανησυχούσε. Τράβηξε με προσοχή από το πλαίσιο του παραθύρου την άκρη ενός από τα στόρια. Από τη γωνία εκείνη δε φαινόταν το δρομάκι. Πλησίασε ένα άλλο παράθυρο, ξαναδοκίμασε και τότε είδε τους δύο άντρες να στέκουν δίπλα στο αμάξι του Ναπολιτίνο,

στο σημείο όπου τους είχε αφήσει. Κανένας τους δεν κοίταζε απευθείας το σπίτι. Έμοιαζαν απορροφημένοι στη συζήτηση τους. Σίγουρα δεν κουβέντιαζαν για μπέιζμπολ. Αναρωτήθηκε αν ο Ναπολιτίνο είχε σκεφτεί να αναζητήσει στο εργαστήριο τη μισοκομμένη τάβλα από καρυδιά με το ρόζο που είχε διαστάσεις τριάντα επί ένα κι ογδόντα. Ο αρχιφύλακας, φυσικά, δε θα είχε βρει κάποιο κομμάτι ξύλου μ' αυτές τις διαστάσεις, επειδή δεν υπήρχε. Όταν ο Σομπιέσκι γύρισε το κεφάλι του προς το σπίτι, ο Μπίλι άφησε αμέσως το στόρι. Ευχήθηκε να το είχε κάνει αρκετά γρήγορα. Μέχρι να φύγουν, ο Μπίλι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να ανησυχεί. Κι όμως, παρά τις τόσες σκοτούρες του, για κάποιον περίεργο λόγο, η ομίχλη ανησυχίας που τον τύλιγε συμπυκνώθηκε στην αλλόκοτη ιδέα ότι το πτώμα του Ραλφ Κοτλ δε βρισκόταν πια κάτω από το γραφείο, εκεί όπου το είχε αφήσει. Για να μετακινήσει το πτώμα, ο δολοφόνος θα έπρεπε να είχε επιστρέψει στο σπίτι ενόσω οι δύο αστυνομικοί μιλούσαν με τον Μπίλι στο δρομάκι, προτού ο ίδιος μπει στο σπίτι. Ο μανιακός είχε αποδείξει ότι ήταν ριψοκίνδυνος, όμως κάτι τέτοιο θα ήταν απερισκεψία, αν όχι το χειρότερο είδος παράλογης τόλμης. Πάντως, σε περίπτωση που το πτώμα είχε μεταφερθεί αλλού, ο Μπίλι έπρεπε να το βρει. Δεν είχε το περιθώριο να περιμένει μέχρι να εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά του σε μια εντελώς ακατάλληλη και ενοχοποιητική στιγμή. Ο Μπίλι πήρε το τριανταοχτάρι κάτω από το μαξιλάρι του καναπέ. Άνοιξε τον κύλινδρο και κοίταξε να δει αν όλες οι σφαίρες ήταν στη θέση τους, διαβεβαιώνοντας τον εαυτό του πως ήταν μια πράξη υγιούς καχυποψίας και όχι ένδειξη αυξανόμενης παράνοιας. Καθώς προχωρούσε στο διάδρομο, η ανησυχία που τσίτωνε τα νεύρα του έγινε πιο έντονη, και τη στιγμή που διέσχιζε το κατώφλι του γραφείου έφτασε στα όρια του πανικού.

Τράβηξε την καρέκλα του γραφείου. Πλαισιωμένος από τις τρεις πλευρές του γραφείου, τυλιγμένος με το φαρδύ, τσαλακωμένο κοστούμι του, ο Ραλφ Κοτλ έμοιαζε με την ψίχα καρυδιού μέσα στο τσόφλι της. Μέχρι πριν από λίγα μόλις λεπτά, ο Μπίλι δε θα φανταζόταν πως θα ένιωθε ανακούφιση βρίσκοντας ένα πτώμα μέσα στο σπίτι του. Υποψιαζόταν ότι πάνω στο πτώμα θα είχαν τοποθετηθεί διακριτικά ορισμένα στοιχεία που θα τον συνέδεαν με το θάνατο του Κοτλ. Ακόμα κι αν έβρισκε το χρόνο να ερευνήσει σχολαστικά το πτώμα, αναμφίβολα όλο και κάποια ενοχοποιητική λεπτομέρεια θα του διέφευγε. Έπρεπε να καταστρέψει το πτώμα ή να το θάψει κάπου όπου δε θα το έβρισκε ποτέ κανείς. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα πώς θα το ξεφορτωνόταν, αλλά ενόσω σκεφτόταν τρόπους για να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση, στο βάθος του μυαλού του πλάθονταν διάφορα μακάβρια σενάρια. Εκτός από το πτώμα, που το βρήκε όπως το είχε αφήσει, βρήκε επίσης την αναμμένη οθόνη του υπολογιστή να τον περιμένει. Είχε φορτώσει τη δισκέτα που είχε βρει στα χέρια του νεκρού Κοτλ, αλλά προτού προλάβει να δει το περιεχόμενο της, είχε τηλεφωνήσει η Ρόζαλιν Τσαν για να τον ρωτήσει αν είχε μόλις καλέσει την Άμεση Δράση. Έσπρωξε ξανά την καρέκλα του γραφείου κοντά στον κενό χώρο. Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή μαζεύοντας τα πόδια του κάτω από την καρέκλα, μακριά από το πτώμα. Η δισκέτα περιείχε τρία έγγραφα. Το πρώτο είχε τον τίτλο ΓΙΑΤΙ, χωρίς ερωτηματικό. Όταν άνοιξε το έγγραφο, διαπίστωσε πως ήταν πολύ σύντομο. Επειδή είμαι, κι εγώ, αλιεύς ανθρώπων. Ο Μπίλι διάβασε τη φράση τρεις φορές. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, όμως οι πληγές από τα αγκίστρια στο μέτωπο του άρχισαν ξανά να τον τσούζουν.

Αναγνώρισε τη θρησκευτική αναφορά. Ο Χριστός αποκαλούνταν αλιεύς ανθρώπων. Η εύκολη ερμηνεία ήταν ότι μπορεί ο δολοφόνος να ήταν κάποιος θρησκόληπτος που νόμιζε ότι άκουγε θεϊκές φωνές να τον προστάζουν να σκοτώσει, όμως οι εύκολες ερμηνείες είναι συνήθως λανθασμένες. Η επαγωγική λογική απαιτεί περισσότερες παραμέτρους για να καταλήξει σε ένα γενικό συμπέρασμα. Εκτός αυτού, ο δολοφόνος ήταν άσος στη δολιότητα, επιτήδειος στην πρόκληση σύγχυσης, μοναδικός στην παραπλάνηση και ιδιοφυής στο να σκαρώνει περίπλοκα αινίγματα. Προτιμούσε τους πλάγιους τρόπους από τους ίσιους, τις παρακάμψεις από τις ευθείες. ΓΙΑΤΙ. Επειδή είμαι, κι εγώ, αλιεός ανθρώπων. Ο Μπίλι δε θα μπορούσε να εικάσει, πόσο μάλλον να εξακριβώσει, την αληθινή και πλήρη σημασία αυτής της πρότασης ακόμα κι αν τη διάβαζε εκατό φορές, ειδικά με τον περιορισμένο χρόνο που μπορούσε να αφιερώσει στην ανάλυσή της. Το δεύτερο έγγραφο είχε τον τίτλο ΠΩΣ. Αποδείχτηκε εξίσου μυστηριώδες με το πρώτο. Βαναυσότητα, βία, θάνατος. Κίνηση, ταχύτητα, σύγκρουση. Σάρκα, αίμα, οστά. Παρ' ότι δε διέθεταν ούτε ομοιοκαταληξία ούτε μέτρο, οι φράσεις θύμιζαν στίχους ενός ποιήματος. Και όπως συμβαίνει με τη δυσνόητη ποίηση, το νόημα δε βρισκόταν στην επιφάνεια. Ο Μπίλι είχε την παράξενη αίσθηση πως αυτοί οι τρεις στίχοι ήταν απαντήσεις και πως, αν ήξερε τις ερωτήσεις, θα ήξερε επίσης την ταυτότητα του δολοφόνου. Για την ώρα δεν προλάβαινε να σκεφτεί αν αυτή η εντύπωση ήταν αξιόπιστη διαίσθηση ή καθαρή αυταπάτη. Έπρεπε να εξαφανίσει τόσο το πτώμα του Λάνι όσο και του Κοτλ. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως, αν κοιτούσε το ρολόι του, θα έβλεπε το λεπτό-

δείκτη και τον ωροδείκτη να γυρίζουν ξέφρενα, σαν να μετρούσαν απλώς τα δευτερόλεπτα. Το τρίτο έγγραφο της δισκέτας είχε τον τίτλο ΠΟΤΕ, και καθώς ο Μπίλι το άνοιγε, ο νεκρός κάτω από το γραφείο τον γράπωσε από το πόδι. Αν ο Μπίλι κατάφερνε να ανασάνει, θα είχε ουρλιάξει. Τη στιγμή, ωστόσο, που η κομμένη ανάσα του εκτοξεύτηκε από το λαιμό του, συνειδητοποίησε ότι η εξήγηση ήταν λιγότερο υπερφυσική απ' ό,τι του είχε φανεί στην αρχή. Ο νεκρός δεν τον είχε αδράξει. Πάνω στην ταραχή του, ο Μπίλι είχε πιέσει το πόδι του πάνω στο πτώμα. Μάζεψε ξανά τα πόδια του κάτω από την καρέκλα. Στην οθόνη, το έγγραφο με τον τίτλο ΠΟΤΕ περιείχε ένα μήνυμα που δε χρειαζόταν αποκρυπτογράφηση όπως το ΓΙΑΤΙ και το ΠΩΣ. Ο τελευταίος φόνος μου: τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Η αυτοκτονία σου: λίγο μετά.

I

Κεφάλαιο 3 2

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΟΝΟΣ ΜΟΥ: τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Η αυτοκτονία σου: λίγο μετά. Ο Μπίλι Γουάιλς συμβουλεύτηκε το ρολόι του. Ήταν Τετάρτη μεσημέρι, λίγα λεπτά μετά τις δώδεκα. Αν ο δολοφόνος εννοούσε αυτά που έλεγε, αυτή η παράσταση, ή ό,τι άλλο ήταν, θα τελείωνε σε τριάντα έξι ώρες. Η Κόλαση είναι αιώνια, αλλά οποιαδήποτε κόλαση πάνω στη γη είναι εξ ορισμού πεπερασμένη. Η αναφορά σε έναν «τελευταίο» φόνο δε σήμαινε απαραίτητα ότι θα γινόταν μόνο ένας ακόμα φόνος. Στην προηγούμενη μιάμιση μέρα, ο μανιακός είχε σκοτώσει τρία άτομα, και στην επόμενη μιάμιση μέρα θα μπορούσε να είναι εξίσου αποδοτικός σε δολοφονίες. Βαναυσότητα, βία, θάνατος. Κίνηση, ταχύτητα, σύγκρουση. Σάρκα, αίμα, οστά. Από αυτές τις εννιά λέξεις του δεύτερου εγγράφου, μία φάνηκε στον Μπίλι πιο σχετική με την υπόθεση από τις άλλες. Ταχύτητα. Η κίνηση είχε αρχίσει όταν το πρώτο σημείωμα τοποθετήθηκε κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του Εξπλόρερ. Η σύγκρουση θα ερχόταν με την τελευταία δολοφονία, αυτή που θα τον ανάγκαζε να σκεφτεί την αυτοκτονία. Στο μεταξύ, με σταθερά αυξανόμενο ρυθμό, προσφέρονταν στον Μπίλι καινούριες προκλήσεις, κρατώντας τον συνεχώς σε αβεβαιότητα. Η λέξη ταχύτητα έμοιαζε να του υπόσχεται πως οι

μεγαλύτερες βουτιές σ' αυτό το τρενάκι του λούνα παρκ βρίσκονταν ακόμα μπροστά του. Ο Μπίλι δεν αμφισβητούσε την υπόσχεση της αυξανόμενης ταχύτητας ούτε απέρριπτε τον γεμάτο σιγουριά ισχυρισμό ότι θα αυτοκτονούσε. Η αυτοκτονία είναι θανάσιμο αμάρτημα, αλλά ο Μπίλι ήξερε ότι ήταν άνθρωπος άτολμος, αδύναμος, γεμάτος ελαττώματα. Προς το παρόν, δεν ήταν ικανός να βλάψει τον εαυτό του. Αλλά η καρδιά και η λογική είναι εύθραυστες. Ο Μπίλι δε δυσκολευόταν ιδιαίτερα να φανταστεί τι θα μπορούσε να τον φτάσει σ' αυτό το σημείο. Δε δυσκολευόταν καθόλου. Ο θάνατος της Μπάρμπαρα Μάντελ και μόνο δε θα τον οδηγούσε στην αυτοκτονία. Εδώ και τέσσερα χρόνια περίπου, προετοιμαζόταν για το τέλος της. Είχε συνηθίσει στην ιδέα πως θα ζούσε χωρίς καν την ελπίδα της ανάρρωσής της. Ο τρόπος της δολοφονίας της, ωστόσο, θα μπορούσε να έχει μοιραίες συνέπειες στην ψυχική ισορροπία του. Όντας σε κώμα, ίσως η Μπάρμπαρα να μην αισθανόταν πλήρως τι της έκανε ο δολοφόνος. Παρ' όλ' αυτά, στη σκέψη του πόνου που θα της προξενούσε, της βάναυσης κακοποίησης, των χυδαίων ταπεινώσεων, ο Μπίλι φανταζόταν ότι θα ένιωθε μια φρίκη τόσο τεράστια, που σίγουρα θα τον συνέτριβε με το βάρος της. Αυτό το κτήνος ξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου νεαρές όμορφες δασκάλες και έγδερνε πρόσωπα γυναικών. Επιπλέον, αν σκόπευε να μαγειρέψει έτσι τα στοιχεία ώστε να ενοχοποιηθεί ο Μπίλι για τις δολοφονίες όχι μόνο της Ζιζέλ Γουίνσλοου, του Λάνι και του Ραλφ Κοτλ αλλά και της Μπάρμπαρα, τότε δε θα άντεχε να υποστεί επί μήνες το κυνηγητό των μέσων ενημέρωσης ή τη δημοσιότητα της δίκης, ή τη μόνιμη καχυποψία με την οποία θα τον αντιμετώπιζαν ακόμα κι αν αθωωνόταν από το δικαστήριο. Ο δολοφόνος σκότωνε για ευχαρίστηση, αλλά βάσει σχεδίου και με συγκεκριμένο σκοπό. Ανεξάρτητα από το σκοπό του, το σχέδιο μπορεί να ήταν να πείσει την αστυνομία ότι ο Μπίλι διέπραξε τις δολοφονίες που οδήγησαν στο φόνο της Μπάρ-

μπαρα στο Γουίσπερινγκ Πάινς, για να δώσει την εντύπωση πως στην κομητεία δρούσε ένας κατά συρροήν δολοφόνος, και έτσι να στραφούν οι υποψίες στον ανύπαρκτο μανιακό και όχι στον ίδιο. Αν ο δολοφόνος ήταν έξυπνος -και πρέπει να ήταν-, οι Αρχές θα έπεφταν στην παγίδα του με τα μούτρα. Στο κάτω κάτω, κατά τη γνώμη τους, ο Μπίλι είχε ισχυρό κίνητρο για να βγάλει από τη μέση την Μπάρμπαρα. Τα έξοδα της ιατρικής περίθαλψης καλύπτονταν από την επένδυση των εφτά εκατομμυρίων δολαρίων που είχαν δοθεί ως αποζημίωση από την εταιρεία που ευθυνόταν για την κατάστασή της. Ο Μπίλι ήταν ο κυριότερος από τους τρεις διαχειριστές του κεφαλαίου. Αν η Μπάρμπαρα πέθαινε όσο βρισκόταν σε κώμα, αυτός ήταν ο μοναδικός κληρονόμος της περιουσίας της. Δεν ήθελε τα λεφτά, δεν ήθελε ούτε δεκάρα, κι αν έρχονταν στα χέρια του, δε θα τα κρατούσε. Σ' αυτή τη θλιβερή περίπτωση, αυτό που σκόπευε να κάνει ήταν να τα μοιράσει. Φυσικά, κανένας δε θα πίστευε πως αυτή ήταν η πρόθεσή του. Ειδικά μετά την ολοκλήρωση της παγίδας που του έστηνε ο μανιακός, αν πραγματικά αυτό προσπαθούσε να πετύχει. Η κλήση στην Άμεση Δράση σίγουρα έδειχνε ότι αυτή ήταν η πρόθεσή του. Είχε στρέψει την προσοχή των ανθρώπων του Γραφείου του Σερίφη στον Μπίλι με ένα περιστατικό που αναμφίβολα θα θυμούνταν -και θα τους δημιουργούσε ερωτηματικά. Ο Μπίλι συγκέντρωσε τα τρία έγγραφα σε ένα και τα τύπωσε σε μια σελίδα: Επειδή είμαι, κι εγώ, αλιεύς ανθρώπων. Βαναυσότητα, βία, θάνατος. Κίνηση, ταχύτητα, σύγκρουση. Σάρκα, αίμα, οστά. Ο τελευταίος φόνος μου: τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Η αυτοκτονία σου: λίγο μετά.

Ο Μπίλι έκοψε με το ψαλίδι το κείμενο, σκοπεύοντας να το κρατήσει στο πορτοφόλι του για να το έχει πρόχειρο να το μελετάει. Όταν τελείωσε, συνειδητοποίησε πως το χαρτί φαινόταν ολόιδιο με εκείνο όπου ήταν γραμμένα τα τέσσερα σημειώματα του δολοφόνου. Αν η δισκέτα που βρισκόταν στα χέρια του Κοτλ είχε γραφτεί σ' αυτό τον υπολογιστή, ίσως τα τέσσερα σημειώματα να γράφτηκαν επίσης εδώ. Βγήκε από το Word και ξαναμπήκε στο λογισμικό. Άνοιξε τον κατάλογο των εγγράφων του. Δεν υπήρχαν πολλά. Χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο πρόγραμμα αποκλειστικά για τα λογοτεχνικά του κείμενα. Αναγνώρισε τις λέξεις-κλειδιά των τίτλων του μοναδικού του μυθιστορήματος και των διηγημάτων που είχε ολοκληρώσει, καθώς και όσων είχαν παραμείνει ημιτελή. Μόνο ένα έγγραφο του ήταν άγνωστο: το ΘΑΝΑΤΟΣ. Όταν το άνοιξε, ανακάλυψε το κείμενο των τεσσάρων μηνυμάτων του δολοφόνου. Καθυστέρησε λίγο, καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί τη διαδικασία. Ύστερα πάτησε τα πλήκτρα, ανακαλώντας την ημερομηνία που είχε δημιουργηθεί αρχικά το έγγραφο. Ήταν η προηγούμενη Παρασκευή, στις 10:09 π.μ. Εκείνη την ημέρα ο Μπίλι είχε φύγει για τη δουλειά ένα τέταρτο νωρίτερα. Είχε περάσει από το ταχυδρομείο για να ταχυδρομήσει κάποιους λογαριασμούς. Τα δύο σημειώματα που είχαν τοποθετηθεί στο παρμπρίζ, εκείνο που ήταν κολλημένο δίπλα στο τιμόνι του Εξπλόρερ, καθώς κι εκείνο που βρήκε στο ψυγείο του τα ξημερώματα είχαν γραφτεί στον υπολογιστή τρεις μέρες προτού παραδοθεί το πρώτο, προτού αρχίσει ο εφιάλτης το απόγευμα της Δευτέρας. Αν ο Λάνι δεν είχε καταστρέψει τα δύο πρώτα σημειώματα για να σώσει τη θέση του, αν ο Μπίλι τα είχε δώσει στην αστυνομία ως αποδεικτικά στοιχεία, αργά ή γρήγορα, οι Αρχές θα έλεγχαν τον υπολογιστή του και θα κατέληγαν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως τα σημειώματα τα είχε γράψει ο ίδιος ο Μπίλι. Ο δολοφόνος είχε προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα. Αν

μη τι άλλο, ήταν σχολαστικός και μεθοδικός. Ήταν επίσης βέβαιος πως το σενάριό του θα πετύχαινε και όλα θα εξελίσσονταν όπως τα είχε προσχεδιάσει. Ο Μπίλι διέγραψε το αρχείο με τον τίτλο ΘΑΝΑΤΟΣ, το οποίο και πάλι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο εναντίον του, ανάλογα με τις εξελίξεις. Υποπτευόταν ότι η διαγραφή από τα έγγραφά του δεν το έσβηνε και από τον σκληρό δίσκο. Έπρεπε να βρει τρόπο να ρωτήσει κάποιον ειδικό στους υπολογιστές. Όταν έκλεισε τον υπολογιστή, συνειδητοποίησε πως δεν είχε ακούσει ακόμα τις μηχανές των περιπολικών να παίρνουν μπρος.

Κεφάλαιο 3 3

ΤΡΑΒΩΝΤΑΣ ΛΙΓΟ ΣΤΟ ΠΛΑΪ το στόρι του παραθύρου του γραφείου, ο Μπίλι αντίκρισε τον περίβολο έρημο κάτω από τον καυτό ήλιο. Απορροφημένος όπως ήταν από τη δισκέτα, δεν είχε ακούσει τα περιπολικά να ξεκινούν. Οι αρχιφύλακες είχαν φύγει. Περίμενε να ανακαλύψει άλλη μια πρόκληση στη δισκέτα: να επιλέξει ανάμεσα σε δύο αθώα θύματα, δίνοντάς του πολύ στενά χρονικά περιθώρια για να πάρει την απόφασή του. Σίγουρα, σύντομα θα ερχόταν κι άλλο μήνυμα, αλλά προς το παρόν ήταν ελεύθερος να ασχοληθεί με πιο επείγοντα θέματα. Και είχε μπόλικα. Πήγε στο γκαράζ και επέστρεψε με ένα σκοινί και ένα κομμάτι ύφασμα από πολυουρεθάνη από αυτά που είχε σκεπάσει τα έπιπλα την άνοιξη, όταν έβαψε το εσωτερικό του σπιτιού. Ξετύλιξε το πλαστικοποιημένο κάλυμμα στο πάτωμα του γραφείου. Έβγαλε αγκομαχώντας το πτώμα του Κοτλ από την κρυψώνα του, το έσυρε γύρω από το γραφείο και το ακούμπησε πάνω στο κάλυμμα. Η ιδέα να αδειάσει τις τσέπες ενός νεκρού του προκαλούσε απέχθεια. Παρ' όλα αυτά, το έκανε. Δεν έψαχνε να βρει στοιχεία που είχαν τοποθετηθεί σκόπιμα εκεί για να τον ενοχοποιήσουν. Αν ο δολοφόνος είχε τοποθετήσει πλαστά στοιχεία στο πτώμα, θα το είχε κάνει με την πονηριά που τον χαρακτήριζε. Ο Μπίλι δε θα έβρισκε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, σκόπευε να πετάξει το πτώμα σε ένα μέρος όπου δε θα το έβρισκαν ποτέ. Για το λόγο αυτό, του ήταν αδιάφορο αν θα άφηνε δακτυλικά αποτυπώματα στο πλαστικό κάλυμμα.

Το σακάκι είχε δύο εσωτερικές τσέπες. Στην πρώτη ο Κοτλ φυλούσε το ουίσκι που του είχε χυθεί στο δάπεδο. Από τη δεύτερη ο Μπίλι έβγαλε ένα μπουκάλι ρούμι και το ξανάβαλε πίσω στη θέση του. Στις δύο εξωτερικές τσέπες του σακακιού υπήρχαν τσιγάρα, ένας φτηνός αναπτήρας αερίου και ένα πακέτο καραμέλες Λάιφ Σέιβερς. Στις μπροστινές τσέπες του παντελονιού υπήρχαν εξήντα εφτά σεντς, μια τράπουλα και μια πλαστική σφυρίχτρα σε σχήμα καναρινιού. Το πορτοφόλι του Κοτλ περιείχε έξι χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου, ένα των πέντε και δεκατέσσερα δεκαδόλαρα. Θα πρέπει να ήταν αυτά που του είχε δώσει ο δολοφόνος. Δέκα δολάρια για κάθε χρόνο της αθωότητάς σας, κύριε Γουάιλς. Όντας εκ πεποιθήσεως οικονόμος, ο Μπίλι δεν ήθελε να θάψει τα χρήματα μαζί με το πτώμα. Σκέφτηκε να τα ρίξει στο κουτί για τους φτωχούς της εκκλησίας όπου είχε παρκάρει -και είχε πέσει θύμα επίθεσης- την προηγούμενη νύχτα. Η σιχασιά του ωστόσο ξεπερνούσε το πνεύμα οικονομίας. Ο Μπίλι άφησε τα χρήματα στο πορτοφόλι. Όπως συνέβαινε με τους νεκρούς φαραώ, που τους έστελναν στον άλλο κόσμο εφοδιασμένους με αλάτι, δημητριακά, κρασί, χρυσάφι και δούλους που είχαν θανατωθεί για το σκοπό αυτό, έτσι και ο Ραλφ Κοτλ θα περνούσε τα νερά της Στύγας με άφθονο χαρτζιλίκι. Ανάμεσα στα λιγοστά αντικείμενα που περιείχε το πορτοφόλι, δύο είχαν κάποιο ενδιαφέρον. Το ένα ήταν μια φθαρμένη και τσαλακωμένη φωτογραφία του Κοτλ σε νεαρή ηλικία. Φαινόταν όμορφος, αρρενωπός, εντελώς διαφορετικός από τον τσακισμένο άντρα των τελευταίων ετών αλλά αναγνωρίσιμος. Μαζί του πόζαρε μια χαριτωμένη κοπέλα. Χαμογελούσαν. Έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Το δεύτερο ήταν μια κάρτα μέλους της Αμερικανικής Εταιρείας Σκεπτικιστών, του 1983. ΡΑΛΦ ΘΕΡΜΑΝ ΚΟΤΛ, ΜΕΛΟΣ ΑΠΟ ΤΟ 1978. Ο Μπίλι κράτησε τη φωτογραφία και την κάρτα μέλους και ξανάβαλε όλα τα υπόλοιπα στην τσέπη του παντελονιού του Κοτλ.

Τύλιξε σφιχτά το πτώμα με το πλαστικό ύφασμα. Δίπλωσε τις άκρες και το έκλεισε με μονωτική ταινία. Υπολόγιζε ότι, κάτω από τόσα πολλά στρώματα αδιαφανούς πολυουρεθάνης, το πτώμα θα έμοιαζε με χαλί τυλιγμένο σε προστατευτικό πλαστικό. Στην πραγματικότητα έμοιαζε με τυλιγμένο πτώμα. Χρησιμοποιώντας το σκοινί, έφτιαξε μια λαβή στη μια άκρη του τυλιγμένου πτώματος, για να μπορέσει να το σύρει. Δε σκόπευε να ξεφορτωθεί τον Κοτλ πριν πέσει το σκοτάδι. Ο χώρος αποσκευών του Εξπλόρερ περιβαλλόταν από τζάμια. Τα SUV ήταν χρήσιμα οχήματα, αλλά αν ήθελες να μεταφέρεις πτώματα μέρα μεσημέρι, ήταν προτιμότερο να χρησιμοποιήσεις ένα κοινό αυτοκίνητο με ευρύχωρο πορτ μπαγκάζ. Νιώθοντας ότι το σπίτι του είχε καταντήσει πολυσύχναστο σαν τέρμα λεωφορείου, έσυρε το πτώμα από το γραφείο στο σαλόνι, όπου το άφησε πίσω από τον καναπέ. Έτσι δε φαινόταν ούτε από την εξώπορτα ούτε από την πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα. Στο νεροχύτη της κουζίνας έπλυνε τα χέρια του αρκετές φορές με σαπούνι και σχεδόν ζεματιστό νερό. Ύστερα ετοίμασε ένα σάντουιτς με ζαμπόν. Καθώς το έτρωγε με βουλιμία, αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να έχει όρεξη ύστερα από τη μακάβρια δουλειά με την οποία είχε μόλις ασχοληθεί. Ποτέ δε φανταζόταν πως, μετά από τόσα χρόνια παραίτησης, η θέλησή του για επιβίωση παρέμενε τόσο δυνατή. Αναρωτήθηκε ποιες άλλες ιδιότητες, καλές ή κακές, θα ανακάλυπτε ξανά ή για πρώτη φορά ότι διέθετε μέσα στις επόμενες τριάντα έξι ώρες. Υπάρχει κάποιος που θυμάται το δρόμο προς την πόρτα σας: Τη Ζωή μπορείτε να την αποφύγετε, μα όχι το Θάνατο.

Κεφάλαιο 3 4

ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο ΜΠΙΛΙ τελείωνε το σάντουιτς, χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν ήθελε να απαντήσει. Δε δεχόταν συχνά τηλεφωνήματα από φίλους, και ο Λάνι είχε πεθάνει. Ήξερε ποιος θα ήταν. Αλλά αρκετά ως εδώ. Στο δωδέκατο χτύπημα, έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. Ο δολοφόνος δεν του είχε μιλήσει ποτέ στο τηλέφωνο. Δεν ήθελε να αποκαλύψει τη φωνή του. Θα άκουγε απλώς τον Μπίλι, χλευάζοντάς τον με τη σιωπή του. Στο δέκατο έκτο χτύπημα, ο Μπίλι σηκώθηκε. Ο μόνος σκοπός αυτών των τηλεφωνημάτων ήταν ο εκφοβισμός. Δεν είχε νόημα να απαντήσει. Στάθηκε πλάι στη συσκευή κοιτώντας την επίμονα. Στο εικοστό έκτο χτύπημα, σήκωσε το ακουστικό. Στην ψηφιακή οθόνη δεν εμφανίστηκε ο αριθμός του καλούντος. Ο Μπίλι δε μίλησε. Απλώς άκουγε. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα σιγής, στην άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε ένας μηχανικός κρότος και μετά κάτι σαν συριγμός. Ξεροί ήχοι και γρατσουνίσματα διέκοπταν κατά διαστήματα το συριγμό: ο ήχος μιας άδειας κασέτας μαγνητοφώνου που περνούσε από την κεφαλή αναπαραγωγής. Τα λόγια που ακούστηκαν στη συνέχεια ήταν μια σειρά από φωνές, κάποιες αντρικές, κάποιες γυναικείες. Καμία δεν πρόφερε περισσότερες από τρεις λέξεις, συχνά μόνο μία. Κρίνοντας από την αστάθεια της έντασης του ήχου και από

κάποιες άλλες λεπτομέρειες, ο Μπίλι μάντεψε πως ο δολοφόνος είχε κατασκευάσει το μήνυμα από ήδη υπάρχουσες εγγραφές, πιθανότατα ηχογραφήσεις βιβλίων, διαβασμένων από διαφορετικούς αναγνώστες. «Θα... σκοτώσω μια... όμορφη κοκκινομάλλα. Αν εσύ... πεις... ξέκανε τη σκρόφα... θα... τη... σκοτώσω... γρήγορα. Αλλιώς... θα... υποστεί.... πολλά... βασανιστήρια. Έχεις... ένα λεπτό... για να... πεις... ξέκανε τη σκρόφα. Η επιλογή... είναι... δική σου». Ακούστηκε ξανά το σιγανό σφύριγμα και τα παράσιτα της κενής μαγνητοταινίας... Το μήνυμα είχε δομηθεί άψογα. Δεν άφηνε κανένα περιθώριο για υπεκφυγές σε κάποιον που ήθελε να υπεκφύγει. Στις προηγούμενες περιπτώσεις, ο Μπίλι είχε συνεργαστεί ηθικά μόνο στο βαθμό που η επιλογή των θυμάτων έγινε λόγω της αδράνειάς του, και στην περίπτωση του Κοτλ επειδή αρνήθηκε να ενεργήσει. Στην επιλογή ανάμεσα σε μια όμορφη δασκάλα και μια φιλάνθρωπη ηλικιωμένη γυναίκα, ο θάνατός τους ήταν εξίσου τραγικός, εκτός αν ήσουν προκατειλημμένος υπέρ των όμορφων και εναντίον των ηλικιωμένων. Αν έπαιρνε την απόφασή του δρώντας, το αποτέλεσμα δε θα ήταν λιγότερο ή περισσότερο τραγικό απ' ό,τι αν αδρανούσε. Όταν τα πιθανά θύματα ήταν ένας ανύπαντρος άντρας «που δε θα λείψει πολύ σε κανέναν» ή μια νεαρή μητέρα δύο παιδιών, ο θάνατος της μητέρας έμοιαζε πιο τραγικός. Σ' αυτή την περίπτωση, η επιλογή ήταν έτσι δομημένη, ώστε το ότι ο Μπίλι δεν πήγε στην αστυνομία εξασφάλισε την επιβίωση της μητέρας, επιβραβεύοντας την αδράνεια και χρησιμοποιώντας την αδυναμία του. Για μια ακόμα φορά, ο Μπίλι έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο κακά, και να γίνει μ' αυτό τον τρόπο συνεργός του δολοφόνου. Αλλά αυτή τη φορά η αδράνεια δεν περιλαμβανόταν στις επιλογές. Αν δεν έλεγε τίποτα, θα καταδίκαζε την κοκκινομάλλα σε αργό, μαρτυρικό, αποτρόπαιο θάνατο. Αν αντιδρούσε, θα της εξασφάλιζε ένα θάνατο λιγότερο επώδυνο. Δεν μπορούσε να τη σώσει.

Και στις δύο περιπτώσεις, η γυναίκα θα πέθαινε. Όμως ο ένας θάνατος θα ήταν mo ανώδυνος από τον άλλο. Από τη μαγνητοταινία ακούστηκαν άλλες δύο λέξεις: «...τριάντα δευτερόλεπτα...» Ο Μπίλι ένιωσε ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά μπορούσε. Ένιωσε ότι, αν προσπαθούσε να καταπιεί, θα πνιγόταν, αλλά δεν πνίγηκε. «...δεκαπέντε δευτερόλεπτα...» Το στόμα του είχε στεγνώσει. Αισθανόταν τη γλώσσα του πρησμένη. Πίστευε ότι δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, ωστόσο ψέλλισε: «Ξέκανε τη σκρόφα». Ο δολοφόνος έκλεισε. Το ίδιο και ο Μπίλι. Συνεργοί. Το μασημένο ζαμπόν, το ψωμί και η μαγιονέζα ανακατεύτηκαν στο στομάχι του. Αν είχε φανταστεί πως ο δολοφόνος θα επικοινωνούσε μαζί του τηλεφωνικά, θα μπορούσε να είχε προετοιμαστεί να μαγνητοφωνήσει το μήνυμα. Τώρα ήταν αργά. Η μαγνητοφώνηση ενός μαγνητοφωνημένου μηνύματος δε θα έπειθε, έτσι κι αλλιώς, την αστυνομία, εκτός αν εμφανιζόταν το πτώμα μιας κοκκινομάλλας. Κι αν βρισκόταν ένα τέτοιο πτώμα, πιθανότατα θα βρίσκονταν και ψεύτικα στοιχεία που θα το συνέδεαν με τον Μπίλι. Αν και ο κλιματισμός λειτουργούσε μια χαρά, ένιωθε τον αέρα της κουζίνας να τον πνίγει, να του προκαλεί ασφυξία, να φράζει το λαιμό του και να κατακάθεται βαριά στα πνευμόνια του. Ξέκανε τη σκρόφα. Χωρίς να θυμάται καν ότι είχε βγει από το σπίτι, ο Μπίλι βρέθηκε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια της πίσω βεράντας. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Κάθισε στα σκαλιά. Κοίταξε τον ουρανό, τα δέντρα, την πίσω αυλή. Κοίταξε τα χέρια του. Δεν τα αναγνώρισε.

Κεφάλαιο 3 5

ΒΓΉΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ από έναν παρακαμπτήριο δρόμο χωρίς να δει κανέναν να τον ακολουθεί. Μια και δε μετέφερε κανένα τυλιγμένο πτώμα μέσα στο Εξπλόρερ, τόλμησε να υπερβεί το όριο ταχύτητας στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής προς τα νότια της κομητείας. Ένας καυτός άνεμος μπήκε από το σπασμένο τζάμι της πόρτας του οδηγού καθώς περνούσε τα όρια της πόλης Νάπα στη 1:52 μ.μ. Η Νάπα είναι μια συμπαθητική, μάλλον γραφική κωμόπολη, που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη φυσική ομορφιά της, ανέπαφη ακόμα από τα συνωμοτικά σχέδια πολιτικών και μεγάλων εταιρειών να τη μετατρέψουν σε θεματικό πάρκο κατά το πρότυπο της Ντίσνεϊλαντ, κάτι που ήταν η μοίρα πολλών περιοχών της Καλιφόρνιας. Ο Χάρι Εβάρκιαν, ο δικηγόρος του Μπίλι, διατηρούσε γραφείο στο κέντρο της πόλης, σε μικρή απόσταση από το δικαστήριο, σε ένα δρόμο κατά μήκος του οποίου υψώνονταν παμπάλαιες ελιές. Περίμενε την επίσκεψη του Μπίλι και τον υποδέχτηκε με ένα θερμό αγκάλιασμα. Γύρω στα πενήντα πέντε, ψηλός και γεροδεμένος, πρόσχαρος, με αρυτίδωτο χαμογελαστό πρόσωπο, ο Χάρι θύμιζε τύπο που διαφημίζει τα θαύματα της εμφύτευσης μαλλιών. Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά, τόσο πυκνά, που μάλλον χρειάζονταν καθημερινή περιποίηση από κουρέα, κρεμαστό μουστάκι και ένα στρώμα από πυκνές, σκληρές τρίχες στα τεράστια χέρια του που σ' έκανε να σκέφτεσαι μήπως το χειμώνα έπεφτε σε χειμερία νάρκη. Δούλευε καθισμένος πίσω από ένα γραφείο αντίκα, κι όταν ο

Μπίλι καθόταν απέναντι του, είχε την αίσθηση ότι κουβέντιαζε για δουλειές με ένα φίλο, ότι η σχέση τους δεν ήταν σχέση δικηγόρου-πελάτη. Αφού αντάλλαξαν τα συνηθισμένα νέα για την υγεία τους και μίλησαν για τη ζέστη, ο Χάρι είπε: «Λοιπόν, τι ήταν αυτό το σημαντικό που δεν μπορούσες να μου το πεις από το τηλέφωνο;» «Δεν είναι ότι δεν ήθελα να μιλήσω από το τηλέφωνο», είπε ψέματα ο Μπίλι. Τα υπόλοιπα ήταν, λίγο ως πολύ, αλήθεια: «Θα ερχόμουν στην πόλη για μερικές δουλειές, οπότε σκέφτηκα να περάσω να τα πούμε από κοντά και να σε ρωτήσω κάτι που με προβληματίζει». «Ρίχ' τα, λοιπόν, να δούμε αν σκαμπάζω από νομικά». «Έχει σχέση με το κεφάλαιο που συντηρεί την Μπάρμπαρα». Τα άλλα δύο μέλη της τριμελούς επιτροπής διαχειριστών ήταν ο Χάρι Εβάρκιαν και ο Τζι Μινχ «Τζορτζ» Νγκουγιέν, ο λογιστής του Μπίλι. «Πριν από δύο ημέρες, μελετούσα τον οικονομικό απολογισμό του δεύτερου τετραμήνου», είπε ο Χάρι. «Είχαμε απόδοση δεκατέσσερα τοις εκατό. Θαυμάσια απόδοση. Παρά τα έξοδα νοσηλείας της Μπάρμπαρα, το κεφάλαιο αυξάνεται σταθερά». «Κάναμε έξυπνες επενδύσεις», συμφώνησε ο Μπίλι. «Όμως τις νύχτες μένω ξάγρυπνος και ανησυχώ μήπως υπάρχει τρόπος να βάλει κάποιος χέρι στο πουγκί». «Στο πουγκί; Εννοείς στα χρήματα της Μπάρμπαρα; Αν γυρεύεις οπωσδήποτε ένα λόγο για να ανησυχείς, καλύτερα να αγωνιάς μήπως πέσει στη γη κανένας αστεροειδής». «Ανησυχώ. Δεν μπορώ να το εμποδίσω». «Μπίλι, τα έγγραφα αυτού του επενδυτικού λογαριασμού τα ετοίμασα εγώ ο ίδιος και είναι πιο αδιαπέραστα κι απ' τον κώλο σκνίπας. Εξάλλου, μ' εσένα φρουρό του θησαυρού, κανένας δεν μπορεί να αρπάξει ούτε μια δεκάρα». «Εννοώ αν πάθω κάτι εγώ». «Είσαι μόλις τριάντα τεσσάρων ετών. Με τον τρόπο που βλέπω εγώ τα πράγματα, μόλις βγήκες από την εφηβεία». «Ο Μότσαρτ ήταν λιγότερο από τριάντα τέσσερα όταν πέθανε».

«Δε ζούμε στο δέκατο όγδοο αιώνα, άσε που δεν ξέρεις καν πιάνο», παρατήρησε ο Χάρι. «Επομένως η σύγκριση είναι άστοχη». Το πρόσωπο του συννέφιασε. «Μήπως είσαι άρρωστος;» «Έχω νιώσει και καλύτερα», ομολόγησε ο Μπίλι. «Τι είναι αυτές οι γάζες στο μέτωπο σου;» Ο Μπίλι του σέρβιρε την ιστορία με το ρόζο στη σανίδα από καρυδιά. «Δεν είναι σοβαρό». «Πώς και είσαι τόσο χλομός καλοκαιριάτικα;» «Τελευταία δεν πολυπηγαίνω για ψάρεμα. Άκουσέ με, Χάρι. Μη φανταστείς ότι έχω καρκίνο ή κάτι τέτοιο, αλλά θα μπορούσε να με πατήσει φορτηγό». «Σε κυνηγούν συχνά αυτά τα φορτηγά που λες; Κινδύνεψες πολλές φορές; Από πότε έγινες απαισιόδοξος;» «Και τι γίνεται με την Νταρντρ;» Η Νταρντρ ήταν η αδερφή της Μπάρμπαρα. Ήταν δίδυμες, αλλά δεν έμοιαζαν καθόλου, ούτε στην εμφάνιση ούτε στο χαρακτήρα. «Το δικαστήριο όχι μόνο της τράβηξε την πρίζα, αλλά έκοψε τα καλώδια και της έβγαλε και τις μπαταρίες», είπε ο Χάρι. «Το ξέρω, αλλά...» «Ξέρω ότι δεν το βάζει κάτω, αλλά αυτή η ιστορία έχει τόσο παλιώσει όσο και το σάντουιτς που έφαγα για μεσημεριανό την προηγούμενη βδομάδα». Η μητέρα της Μπάρμπαρα και της Νταρντρ, η Σίσιλι, ήταν τοξικομανής. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο πατέρας τους, και στο πιστοποιητικό γέννησης τα δίδυμα πήραν το πατρικό όνομα της μητέρας τους. Η Σίσιλι κατέληξε σε ψυχιατρική κλινική όταν τα κορίτσια ήταν δύο ετών και η Πολιτεία αφαίρεσε την κηδεμονία τους από τη μητέρα και τα έδωσε σε ανάδοχες οικογένειες. Η Σίσιλι πέθανε έντεκα μήνες αργότερα. Μέχρι τα πέντε τους χρόνια, οι αδερφές πέρασαν από αρκετά ανάδοχα σπίτια. Ύστερα τις χώρισαν. Η Μπάρμπαρα δεν ξαναείδε ποτέ την Νταρντρ. Για την ακρίβεια, όταν στα είκοσι ένα της ανακάλυψε τα ίχνη της αδερ-

I

φής της και επιχείρησε να ανανεώσει τη σχέση τους, έσπασε τα μούτρα της. Αν και όχι το ίδιο αυτοκαταστροφική όσο η Σίσιλι, η Νταρντρ κληρονόμησε από τη μητέρα της την προδιάθεση στις παράνομες χημικές ουσίες και στις καταχρήσεις. Η καθαρή και νηφάλια αδερφή της της φάνηκε βαρετή και ξενέρωτη. Οχτώ χρόνια αργότερα, μετά την ευρεία δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση της Μπάρμπαρα από τα μέσα ενημέρωσης, όταν η ασφαλιστική εταιρεία την αποζημίωσε με αρκετά εκατομμύρια δολάρια για την κάλυψη της απαιτούμενης μακροχρόνιας ιατρικής περίθαλψης, η Νταρντρ ανακάλυψε ξαφνικά τον βαθύ συναισθηματικό δεσμό της με την αδερφή της. Όντας η μοναδική εξ αίματος συγγενής της Μπάρμπαρα, ξεκίνησε δικαστικό αγώνα για να οριστεί μοναδική διαχειρίστρια. Ευτυχώς, ακολουθώντας τη συμβουλή του καλού Χάρι, αμέσως μετά τον αρραβώνα τους, ο Μπίλι και η Μπάρμπαρα υπέγραψαν στο ίδιο εκείνο γραφείο απλές διαθήκες, με τις οποίες όριζαν ο ένας τον άλλο κληρονόμο και εκτελεστή της διαθήκης τους. Η προϊστορία της Νταρντρ, οι μέθοδοι που ακολούθησε και η απροκάλυπτη πλεονεξία της της εξασφάλισαν την περιφρόνηση του δικαστή. Το αίτημά της απορρίφθηκε με επιφύλαξη. Εκείνη προσπάθησε να ξαναφέρει την υπόθεση σε άλλο δικαστήριο. Απέτυχε. Εδώ και δύο χρόνια δεν είχαν νέα της. «Αν όμως πεθάνω...» είπε τώρα ο Μπίλι. «Έχεις διαλέξει έμπιστους διαχειριστές για να σε αντικαταστήσουν. Αν σε πατήσει φορτηγό, ένας από αυτούς θα πάρει τη θέση σου». «Καταλαβαίνω. Παρ' όλ' αυτά...» «Αν και εσένα και εμένα και τον Τζορτζ Νγκουγιέν μας πατήσει φορτηγό», είπε ο Χάρι, «αν, για την ακρίβεια, μας πατήσουν και τους τρεις τρία φορτηγά, υπάρχουν πρόθυμοι υποψήφιοι για τη θέση του διαχειριστή, αποδεκτοί από το δικαστήριο και έτοιμοι να αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Μέχρι να τους ανατεθεί η διαχείριση, τα καθημερινά ζητήματα του επενδυτικού λο-

γαριασμού θα αντιμετωπίζονται από εγγυήτρια εταιρεία διαχείρισης κεφαλαίων». «Τα έχεις προβλέψει όλα». Το τεράστιο μουστάκι ανασηκώθηκε μαζί με το χαμόγελο του Χάρι. «Το σημαντικότερο κατόρθωμά μου είναι πως νιώθω περήφανος που δε με έχουν διαγράψει από το δικηγορικό σύλλογο». «Μα αν κάτι μου συμβεί...» «Θα με τρελάνεις». «...υπάρχει άλλος να φοβόμαστε εκτός από την Νταρντρ;» «Σαν ποιος δηλαδή;» «Οποιοσδήποτε». «Όχι». «Είσαι βέβαιος;» «Ναι». «Κανένας που θα μπορούσε να βάλει χέρι στα λεφτά της Μπάρμπαρα;» «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε ο Χάρι στηρίζοντας τους αγκώνες του στο γραφείο και γέρνοντας μπροστά. Ο Μπίλι ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Τελευταία αισθάνομαι λίγο... τρομαγμένος». «Ίσως είναι καιρός να ξαναρχίσεις τη ζωή σου», είπε ο Χάρι ύστερα από λίγο. «Η ζωή μου είναι μια χαρά», είπε ο Μπίλι, μιλώντας υπερβολικά κοφτά σε κάποιον σαν τον Χάρι, που ήταν και φίλος και έντιμος άνθρωπος. «Μπορείς να φροντίζεις την Μπάρμπαρα, να είσαι πιστός στη μνήμη της και συγχρόνως να ζεις τη ζωή σου». «Δεν είναι απλώς μια ανάμνηση. Είναι ζωντανή. Χάρι, είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελα να του ρίξω γροθιά στη μούρη». Ο Χάρι αναστέναξε. «Έχεις δίκιο. Κανένας δεν μπορεί να σου υπαγορεύσει πώς να νιώσεις». «Διάβολε, ποτέ δε θα σου έριχνα γροθιά στη μούρη». «Φάνηκα φοβισμένος;» Ο Μπίλι γέλασε σιγανά. «Φάνηκες ο εαυτός σου. Φάνηκες σαν ένα Μάπετ».

Οι επιβλητικοί ίσκιοι των ελιών αργοσάλεψαν στο τζάμι του παραθύρου και στο δωμάτιο. Ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής, ο Χάρι Εβάρκιαν είπε: «Σε ορισμένες περιπτώσεις, άνθρωποι που έπεσαν σε κώμα από τροφική δηλητηρίαση συνήλθαν χωρίς να έχουν επηρεαστεί οι βασικές λειτουργίες τους». «Είναι σπάνιες περιπτώσεις», είπε ο Μπίλι. «Άλλο σπάνιες, άλλο ανύπαρκτες». «Προσπαθώ να είμαι ρεαλιστής, αλλά στην πραγματικότητα δεν το θέλω». «Κάποτε μου άρεσε η βισισουάζ», σχολίασε ο Χάρι. «Τώρα, ακόμα κι όταν τη βλέπω στα ράφια των σούπερ μάρκετ, ανακατεύεται το στομάχι μου». Ένα σαββατόβραδο που ο Μπίλι ήταν στη δουλειά, η Μπάρμπαρα είχε ανοίξει μια κονσέρβα με σούπα για βραδινό. Σούπα βισισουάζ. Είχε φτιάξει επίσης ένα τοστ με τυρί. Όταν την Κυριακή το πρωί δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, ο Μπίλι πήγε στο διαμέρισμά της και μπήκε με το κλειδί του. Τη βρήκε αναίσθητη στο πάτωμα του λουτρού. Στο νοσοκομείο την υπέβαλαν σε αντιτοξική θεραπεία και γλίτωσε το θάνατο. Και τώρα κοιμόταν. Κοιμόταν χωρίς διακοπή. Μέχρι να ξυπνήσει, αν ξυπνούσε, δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί η εγκεφαλική βλάβη. Η κατασκευάστρια εταιρεία της σούπας, μια ευυπόληπτη επιχείρηση, είχε αποσύρει αμέσως τη σούπα βισισουάζ από τα ράφια των καταστημάτων. Από τις τρεις χιλιάδες κονσέρβες, μόνο έξι βρέθηκαν μολυσμένες. Καμία από τις έξι δε φαινόταν χαλασμένη. Έτσι λοιπόν, η κακοτυχία της Μπάρμπαρα είχε γλιτώσει, κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον έξι ακόμα ανθρώπους από την ίδια μοίρα. Ο Μπίλι δεν μπόρεσε ποτέ να αντλήσει παρηγοριά από αυτή τη σκέψη. «Είναι ωραία γυναίκα», είπε ο Χάρι. «Είναι χλομή και αδύνατη, αλλά για μένα είναι πάντα όμορφη», είπε ο Μπίλι. «Και κάπου στο βάθος, είναι ζωντανή. Μιλάει. Σου το έχω πει. Στο βάθος, είναι ζωντανή, σκέφτεται».

Κοίταξε τους ίσκιους από τα ελαιόδεντρα, που μάκραιναν πάνω στο έπιπλο του γραφείου. Απέφυγε το βλέμμα του Χάρι. Δεν ήθελε να δει τον οίκτο στα μάτια του δικηγόρου. Μετά από λίγο, ο Χάρι έκανε ξανά μερικά σχόλια για τον καιρό και στη συνέχεια ο Μπίλι είπε: «Ακουσες ότι στο Πρίνστον -ή ίσως στο Χάρβαρντ- οι επιστήμονες προσπαθούν να φτιάξουν ένα γουρούνι με ανθρώπινο εγκέφαλο;» «Παντού κάνουν τέτοιες ηλιθιότητες», απάντησε ο Χάρι. «Ποτέ δε μαθαίνουν. Όσο πιο έξυπνοι είναι, τόσο πιο ανόητοι γίνονται». «Είναι φρικτό». «Δεν τη βλέπουν τη φρίκη. Αυτοί βλέπουν μόνο τη δόξα και το χρήμα». «Εγώ δε βλέπω καμιά δόξα». «Τι δόξα θα μπορούσε να δει κανείς στο Άουσβιτς; Εντούτοις, ορισμένοι έτσι το αντιμετώπισαν». Ακολούθησε σιωπή. Ο Μπίλι κοίταξε τον Χάρι κατάματα. «Ξέρω να φτιάχνω το κέφι της παρέας, ε;» «Είχα να γελάσω τόσο από την εποχή των Άμποτ και Κοστέλο».

Κεφάλαιο 3 6

ΑΠΟ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ηλεκτρονικών της Νάπα, ο Μπίλι αγόρασε μία βιντεοκάμερα με ενσωματωμένο σύστημα εγγραφής. Η συσκευή μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με τον συνηθισμένο τρόπο ή να ρυθμιστεί έτσι ώστε να τραβάει διαδοχικές φωτογραφίες με διαλείμματα μερικών δευτερολέπτων. Η δεύτερη δυνατότητα της κάμερας ήταν, με την τοποθέτηση του κατάλληλου δίσκου, να καταγράφει εικόνες επί μία εβδομάδα, όπως περίπου γίνεται σε ένα τυπικό εμπορικό κατάστημα. Δεδομένου ότι το Εξπλόρερ είχε σπασμένο τζάμι και δεν μπορούσε να κλειδώσει στο αμάξι ακριβά αντικείμενα, ο Μπίλι πλήρωσε τη βιντεοκάμερα και κανόνισε να επιστρέψει να την παραλάβει σε μισή ώρα. Μετά το κατάστημα ηλεκτρονικών συσκευών, αναζήτησε ένα αυτόματο μηχάνημα πώλησης εφημερίδων. Ανακάλυψε ένα μπροστά από ένα φαρμακείο. Πρωτοσέλιδο θέμα ήταν η υπόθεση της Ζιζέλ Γουίνσλοου. Η δασκάλα είχε δολοφονηθεί τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης, αλλά το πτώμα της βρέθηκε αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, πριν από σχεδόν ένα εικοσιτετράωρο. Η φωτογραφία στην εφημερίδα δεν ήταν ίδια με εκείνη που ήταν χωμένη στο βιβλίο του Λάνι Όλσεν, αλλά και οι δύο ήταν φωτογραφίες της ίδιας ελκυστικής γυναίκας. Ο Μπίλι πήρε την εφημερίδα και πήγε με τα πόδια στο κεντρικό κτίριο της βιβλιοθήκης της κομητείας. Ο υπολογιστής του σπιτιού του δεν είχε πλέον πρόσβαση στο Ίντερνετ. Στη βιβλιοθήκη θα έβρισκε και τα δύο.

Ήταν μόνος στο χώρο των υπολογιστών. Μερικοί ακόμα αναγνώστες κάθονταν στα τραπέζια, ενώ άλλοι έψαχναν στους διαδρόμους. Μπορεί η αποδοχή των «εναλλακτικών βιβλίων» να μην οδηγούσε τελικά στις βιβλιοθήκες του μέλλοντος. Τον καιρό που έγραφε λογοτεχνία, χρησιμοποιούσε το Διαδίκτυο για τις έρευνές του. Αργότερα κατέφευγε σ' αυτό για να ξεσκάσει και να ξεφύγει για λίγο από τα προβλήματά του. Εδώ και δύο χρόνια δεν είχε σερφάρει καθόλου στο Διαδίκτυο. Στο μεταξύ, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Η πρόσβαση ήταν ταχύτερη. Ταχύτερες, επίσης, και ευκολότερες ήταν οι αναζητήσεις. Ο Μπίλι πληκτρολόγησε τα στοιχεία αναζήτησης. Όταν δεν πήρε απάντηση, τροποποίησε τη σειρά των στοιχείων, κι ύστερα τα τροποποίησε άλλη μια φορά. Οι νόμοι που καθορίζουν την επιτρεπόμενη ηλικία χρήσης αλκοόλ διέφεραν από Πολιτεία σε Πολιτεία. Σε πολλές περιοχές, ο Στιβ Ζίλις δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να εργάζεται σε μπαρ, οπότε ο Μπίλι διέγραψε τη λέξη μπάρμαν από τα στοιχεία αναζήτησης. Ο Στιβ δούλευε στο μαγαζί μόλις ένα πεντάμηνο. Δεν είχαν ανταλλάξει με τον Μπίλι πληροφορίες που αφορούσαν τη ζωή τους. Ο Μπίλι θυμόταν αόριστα ότι ο Στιβ είχε φοιτήσει σε κολέγιο. Δεν θυμόταν πού. Πρόσθεσε στα στοιχεία τη λέξη σπουδαστής. Ίσως η λέξη ανθρωποκτονία να ήταν υπερβολικά περιοριστική. Την αντικατέστησε με τη λέξη εγκληματική ενέργεια. Κάτι βρήκε. Στην Ντένβερ Ποστ. Το άρθρο είχε γραφτεί πριν από πέντε χρόνια και οχτώ μήνες. Μολονότι ο Μπίλι προειδοποίησε τον εαυτό του να περιοριστεί στο πραγματικό περιεχόμενο του κειμένου χωρίς να κάνει εικασίες, η πληροφορία τού φάνηκε σχετική. Εκείνον το Νοέμβριο, στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Ντένβερ είχε εξαφανιστεί μια δεκαοχτάχρονη φοιτήτρια ονόματι Τζούντιθ Σάρα Κέσελμαν. Αρχικά, τουλάχιστον, δεν υπήρχαν ενδείξεις εγκληματικής ενέργειας. Στο πρώτο άρθρο που γράφτηκε στην εφημερίδα σχετικά με

την εξαφάνισή της, ένας άλλος φοιτητής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, ο Στίβεν Ζίλις, δεκαεννέα ετών, έλεγε πως η Τζούντιθ ήταν «ένα υπέροχο, φιλικό κορίτσι που νοιαζόταν για τους άλλους». Ανησυχούσε επειδή «η Τζούντι είναι εξαιρετικά υπεύθυνο άτομο και δε θα έφευγε για δυο μέρες χωρίς να ενημερώσει κανέναν». Η αναζήτηση με λέξεις-κλειδιά που αφορούσαν την Τζούντιθ Σάρα Κέσελμαν έδωσε πάρα πολλές αναφορές. Ο Μπίλι προετοίμασε τον εαυτό του για την ανακάλυψη ότι το πτώμα της είχε βρεθεί χωρίς πρόσωπο. Άρχισε να διαβάζει τα άρθρα. Στην αρχή προσεκτικά, ύστερα πιο γρήγορα, μια και επαναλαμβάνονταν οι ίδιες πληροφορίες. Ονόματα φίλων, συγγενών και καθηγητών της Τζούντιθ Κέσελμαν επαναλαμβάνονταν συχνά. Ο Στίβεν Ζίλις δεν αναφερόταν ξανά. Κρίνοντας από το πλούσιο υλικό που είχε στη διάθεσή του ο Μπίλι, ποτέ δε βρέθηκαν τα ίχνη της Τζούντιθ. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί ολότελα, λες και είχε μετακομίσει από αυτό τον κόσμο σε κάποιον άλλο. Η συχνότητα της δημοσιογραφικής κάλυψης μειωνόταν σταθερά μέχρι τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς. Τα άρθρα των εφημερίδων που την αφορούσαν είχαν αραιώσει. Με τη νέα χρονιά σταμάτησαν εντελώς. Ο Τύπος προτιμάει τα νεκρά σώματα από τα εξαφανισμένα, το αίμα από το μυστήριο. Πάντα υπάρχει κάποιο νέο, ερεθιστικό κρούσμα βίας. Το τελευταίο άρθρο συνέπιπτε με την πέμπτη επέτειο της εξαφάνισης της Τζούντιθ. Γενέτειρά της ήταν η Λαγκούνα Μπιτς της Καλιφόρνιας και το άρθρο είχε δημοσιευτεί στην Όραντζ Κάουντι Ρέτζιστερ. Ένας δημοσιογράφος που συμπαραστεκόταν στην οδύνη της οικογένειας έγραψε ένα συγκινητικό άρθρο σχετικά με την άσβεστη ελπίδα τους ότι η Τζούντιθ ήταν ακόμα ζωντανή. Κάπως. Κάπου. Και κάποια μέρα θα γύριζε. Η Τζούντιθ σπούδαζε μουσική. Έπαιζε καλό πιάνο και κιθά-

ρα. Αγαπούσε τα γκόσπελ. Και τα σκυλιά. Και τους μακρινούς περιπάτους στην παραλία. Ο Τύπος είχε δημοσιεύσει δύο φωτογραφίες της. Και στις δύο φαινόταν ζωηρή, κεφάτη και γλυκιά. Αν και ο Μπίλι δεν είχε γνωρίσει την Τζούντιθ Κέσελμαν, δεν άντεχε να σκέφτεται τι μπορεί να είχε συμβεί στο δροσερό προσωπάκι της. Απέφυγε να κοιτάξει τις φωτογραφίες. Τύπωσε τα άρθρα που είχε επιλέξει για να τα μελετήσει ξανά αργότερα. Τα δίπλωσε μέσα στην εφημερίδα που είχε αγοράσει από το αυτόματο μηχάνημα. Καθώς προσπερνούσε τα τραπέζια των αναγνωστών και κατευθυνόταν προς την έξοδο, κάποιος τον φώναξε: «Μπίλι Γουάιλς. Χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω». Σε μια καρέκλα μπροστά από ένα τραπέζι, καθόταν ο σερίφης Τζον Πάλμερ χαμογελώντας πλατιά.

Κεφάλαιο 3 7

ΑΝ ΚΑΙ ΦΟΡΟΥΣΕ ΣΤΟΛΗ χωρίς το καπέλο, ο σερίφης έμοιαζε λιγότερο με όργανο της τάξης και περισσότερο με πολιτικό. Επειδή ο σερίφης είναι πρόσωπο εκλεγόμενο, στην πραγματικότητα ο Πάλμερ ήταν και αστυνομικός και πολιτικός. Χτενισμένος σε βαθμό επιτήδευσης, ξυρισμένος τόσο βαθιά που το πρόσωπο του ήταν λείο σαν γυάλινο φρούτο, με κατάλευκα δόντια και χαρακτηριστικά που θα ταίριαζαν σε ρωμαϊκό νόμισμα, φαινόταν δέκα χρόνια νεότερος από την ηλικία του -και έτοιμος για τις κάμερες. Παρ' ότι ο Πάλμερ καθόταν στο τραπέζι του αναγνωστήριου, δεν είχε μπροστά του ούτε βιβλίο ούτε περιοδικό ούτε εφημερίδα. Έμοιαζε να γνωρίζει ήδη τα πάντα. Ο Πάλμερ δε σηκώθηκε. Ο Μπίλι έμεινε όρθιος. «Πώς είναι τα πράγματα στο Βίνγιαρντ Χιλς;» ρώτησε ο σερίφης. «Όπως λέει και το όνομα, όλο αμπέλια και λόφους», αποκρίθηκε ο Μπίλι. «Είσαι ακόμα μπάρμαν;» «Πάντα υπάρχει ζήτηση. Είναι το τρίτο αρχαιότερο επάγγελμα». «Ποιο είναι το δεύτερο μετά τις πόρνες;» ρώτησε ο Πάλμερ. «Οι πολιτικοί». Ο σερίφης φάνηκε να το διασκεδάζει. «Γράφεις ακόμα;» «Λίγο», είπε ψέματα ο Μπίλι. Σε ένα από τα δημοσιευμένα διηγήματά του, ένας χαρακτήρας ήταν εμπνευσμένος από τον Τζον Πάλμερ.

«Κάνεις έρευνα για κάποιο διήγημά σου;» ρώτησε ο Πάλμερ. Από το σημείο όπου καθόταν, ο σερίφης έβλεπε τον υπολογιστή στον οποίο δούλευε ο Μπίλι, αλλά όχι την οθόνη. Ίσως ο Πάλμερ είχε τρόπο να μάθει τι έκανε ο Μπίλι στον υπολογιστή. Ένας κοινόχρηστος υπολογιστής μπορεί να κρατούσε αρχείο των εργασιών που έκανε ο χρήστης. 'Οχι. Πιθανότατα δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Εξάλλου, υπήρχαν νόμοι για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. «Ναι», αποκρίθηκε ο Μπίλι. «Κάνω κάποια έρευνα». «Ένας βοηθός μου σε είδε να παρκάρεις έξω από το γραφείο του Χάρι Εβάρκιαν». Ο Μπίλι έμεινε σιωπηλός. «Τρία λεπτά αφότου έφυγες από το γραφείο του Χάρι, έληξε ο χρόνος σου στο παρκόμετρο». Μπορεί και να ήταν αλήθεια. «Έριξα δύο εικοσιπενταράκια για σένα», είπε ο Πάλμερ. «Ευχαριστώ». «Έχει σπάσει το τζάμι του οδηγού». «Είχα ένα μικρό ατύχημα», είπε ο Μπίλι. «Δε συνιστά παραβίαση του κώδικα, αλλά καλό θα ήταν να το επισκευάσεις». «Έχω κλείσει ραντεβού την Παρασκευή», είπε ψέματα ο Μπίλι. «Δεν πιστεύω να σε πειράζει;» ρώτησε ο σερίφης. «Ποιο πράγμα;» «Που μιλάμε εμείς οι δύο». Ο Πάλμερ κοίταξε γύρω του το χώρο. Κανένας δε βρισκόταν κοντά τους. «Μόνοι». «Δε με πειράζει», απάντησε ο Μπίλι. Είχε κάθε δικαίωμα να σηκωθεί να φύγει. Όμως έμεινε, αποφασισμένος να μη δείξει ότι φοβόταν. Πριν από είκοσι χρόνια, ο δεκατετράχρονος τότε Μπίλι Γουάιλς είχε υποστεί ανακρίσεις διενεργημένες με τέτοιο τρόπο, που θα μπορούσαν να καταστρέψουν την καριέρα του Τζον Πάλμερ στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου. Αντί να συμβεί αυτό, ο Πάλμερ είχε προαχθεί από υπαστυνό-

μος σε αστυνόμο και αργότερα σε διευθυντή. Τελικά είχε βάλει υποψηφιότητα για τη θέση του σερίφη και είχε εκλεγεί. Δύο φορές. Ο Χάρι Εβάρκιαν είχε μια περιεκτική εξήγηση για την άνοδο του Πάλμερ και ισχυριζόταν μάλιστα πως την είχε ακούσει από αστυνομικούς: Τα σκατά επιπλέουν. «Πώς είναι η δεσποινίς Μάντελ;» ρώτησε ο Πάλμερ. «Τα ίδια». Αναρωτήθηκε αν ο Πάλμερ ήξερε για την κλήση στην Άμεση Δράση. Ο Ναπολιτίνο και ο Σομπιέσκι δεν είχαν λόγο να υποβάλουν αναφορά για το περιστατικό, ειδικά εφόσον επρόκειτο για λάθος. Εκτός αυτού, οι δύο αρχιφύλακες υπηρετούσαν στο τμήμα της ΣεντΈλενα. Ο σερίφης Πάλμερ περιόδευε σε όλη την περιοχή όπου είχε δικαιοδοσία, αλλά το γραφείο του βρισκόταν εδώ, στην έδρα της κομητείας. «Ήταν πολύ λυπηρό», σχολίασε ο Πάλμερ. Ο Μπίλι σώπαινε. «Τουλάχιστον, με όλα αυτά τα λεφτά, θα έχει εξαιρετική φροντίδα για το υπόλοιπο της ζωής της». «Θα γίνει καλά. Θα συνέλθει». «Το πιστεύεις στ' αλήθεια;» «Ναι». «Τόσα χρήματα... Ελπίζω να έχεις δίκιο». «Έχω». «Θα έπρεπε να της δοθεί η ευκαιρία να απολαύσει όλα αυτά τα λεφτά». Παγερά ανέκφραστος, ο Μπίλι έκανε ότι δεν κατάλαβε το αιχμηρό υπονοούμενο. Ο Πάλμερ χασμουρήθηκε και τεντώθηκε με άνεση στην καρέκλα του, βλέποντας πιθανώς τον εαυτό του σαν γάτα που παίζει με το ποντίκι. «Ο κόσμος θα χαρεί όταν μάθει ότι δεν είσαι χαμένος, ότι εξακολουθείς να γράφεις λίγο». «Σαν ποιοι δηλαδή;» «Οι άνθρωποι που αγαπούν τις ιστορίες σου, φυσικά». «Ξέρεις κανέναν;»

Ο Πάλμερ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν κινούμαι σ' αυτούς τους κύκλους. Αλλά για ένα πράγμα είμαι βέβαιος...» Επειδή ο σερίφης περίμενε να τον ρωτήσει ο Μπίλι Τι; ο Μπίλι δε ρώτησε. Ενοχλημένος από τη σιωπή του Μπίλι, ο Πάλμερ συνέχισε: «Είμαι βέβαιος πως η μαμά και ο μπαμπάς σου θα ήταν πολύ περήφανοι». Ο Μπίλι τον παράτησε και βγήκε από τη βιβλιοθήκη. Μετά τη δροσιά του κλιματιζόμενου χώρου, η καλοκαιρινή ζέστη τον χτύπησε κατακέφαλα. Ένιωθε σαν να τον έπνιγαν όταν εισέπνεε, σαν να τον στραγγάλιζαν όταν εξέπνεε. Ίσως, πάλι, να μην έφταιγε η ζέστη αλλά το παρελθόν.

Κεφάλαιο 3 8

ΚΑΘΩΣ ΔΙΕΣΧΙΖΕ ΜΕ ΤΑΧΥΤΗΤΑ την Εθνική Οδό 29 προς τα βόρεια, περνώντας από σημεία σκιερά και μετά πάλι ηλιόλουστα, με τη διάσημη και γόνιμη κοιλάδα να στενεύει ανεπαίσθητα στην αρχή και μετά αισθητά, ο Μπίλι σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα μπορούσε να προστατέψει την Μπάρμπαρα. Ο επενδυτικός λογαριασμός θα μπορούσε να της εξασφαλίσει προστασία σε εικοσιτετράωρη βάση, έως ότου ο Μπίλι ανακαλύψει τον μανιακό δολοφόνο ή έως ότου εκείνος βγάλει από τη μέση τον Μπίλι. Δεν υπήρχε πρόβλημα χρημάτων. Αλλά ζούσαν σε μια μικρή πόλη. Ο τηλεφωνικός κατάλογος δεν περιείχε ατέλειωτες σελίδες με διαφημίσεις ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας. Θα ήταν παρακινδυνευμένο να εξηγήσει στους φρουρούς για ποιο λόγο χρειαζόταν τις υπηρεσίες τους. Η αποκάλυψη της αλήθειας θα ενέπλεκε τον Μπίλι με τους τρεις φόνους, για τους οποίους πιθανότατα του είχαν στήσει παγίδα ώστε να θεωρηθεί ένοχος. Αν τους έλεγε μόνο ένα μέρος της αλήθειας, οι φρουροί δε θα ήξεραν τι είχαν να αντιμετωπίσουν. Ο Μπίλι θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους. Εκτός αυτού, οι περισσότεροι φρουροί ασφαλείας της περιοχής ήταν πρώην ή εν ενεργεία αστυνομικοί που έκαναν και δεύτερη δουλειά. Πολλοί από αυτούς είχαν εργαστεί -ή εξακολουθούσαν να εργάζονται- στην υπηρεσία του Πάλμερ. Ο Μπίλι δεν ήθελε να μάθει ο σερίφης ότι η Μπάρμπαρα

φρουρείται από μισθωμένους σωματοφύλακες. Ο σερίφης θα αναρωτιόταν τι συνέβαινε. Θα έκανε ερωτήσεις. Επί αρκετά χρόνια, ο Πάλμερ τον παρακολουθούσε άγρυπνα, και τώρα βρισκόταν πάλι στο στόχαστρο του. Δεν τολμούσε να τραβήξει περισσότερο την προσοχή του. Δεν μπορούσε να ζητήσει από φίλους να τον βοηθήσουν να προσέχει την Μπάρμπαρα. Θα αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε στενούς φίλους που θα μπορούσε να τους ζητήσει με άνεση κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι που συναναστρεφόταν ήταν οι περισσότεροι απλοί γνωστοί. Ο ίδιος το είχε επιδιώξει. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει αποκομμένος από την κοινωνία. Το ήξερε. Το ήξερε πολύ καλά. Παρ' όλα αυτά, δεν είχε σπείρει τους κατάλληλους σπόρους, και τώρα δεν είχε σοδειά να θερίσει. Ο αέρας που έμπαινε από το σπασμένο τζάμι τον οδηγούσε σε χαοτικές σκέψεις. Στις ώρες του μεγαλύτερου κινδύνου, θα έπρεπε να προστατέψει μόνος του την Μπάρμπαρα. Αν μπορούσε. Της άξιζε κάτι καλύτερο. Με το δικό του παρελθόν, κανένας ανυπεράσπιστος άνθρωπος δε θα απευθυνόταν σ' εκείνον για βοήθεια. Ο τελευταίος φόνος μου: τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Αν ο Μπίλι είχε μαντέψει σωστά τις προθέσεις του δολοφόνου -και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι δεν έκανε λάθος-, η δολοφονία της Μπάρμπαρα θα ήταν η κορύφωση αυτής της άγριας «παράστασης», και με αυτή θα έπεφτε η αυλαία. Η αυτοκτονία σου: λίγο μετά. Το επόμενο βράδυ, πολύ πριν από τα μεσάνυχτα, θα πήγαινε να καθίσει φρουρός στο προσκέφαλο της. Απόψε δε γινόταν να μείνει μαζί της. Οι επείγουσες εργασίες που τον περίμεναν πιθανότατα θα τον κρατούσαν απασχολημένο μέχρι το ξημέρωμα. Αν έκανε λάθος, αν η δολοφονία της ήταν η έκπληξη της δεύτερης πράξης, αυτή η ηλιόλουστη κοιλάδα θα γινόταν για τον Μπίλι τόσο σκοτεινή όσο το κενό διαστρικό διάστημα. Οδηγώντας ακόμα πιο γρήγορα, σπρωγμένος από τη λαχτά-

ρα του για λύτρωση, με το φως του ήλιου να πέφτει τώρα από τα αριστερά και το πελώριο μνημείο της κοιλάδας, το όρος ΣεντΈλενα, μπροστά να φαίνεται σαν να μην ερχόταν ποτέ κοντύτερα, ο Μπίλι κάλεσε από το κινητό του το Γουίσπερινγκ Πάινς πατώντας το πλήκτρο 1 για ταχεία κλήση. Επειδή η Μπάρμπαρα νοσηλευόταν σε μονόκλινο δωμάτιο με δικό του μπάνιο, δεν ίσχυαν οι κανόνες για τις ώρες επισκεπτηρίου. Με έγκαιρη προσυνεννόηση, ένα μέλος της οικογένειάς της μπορούσε ακόμα και να διανυκτερεύσει εκεί. Υπολόγιζε να περάσει από το Γουίσπερινγκ Πάινς καθώς θα πήγαινε στο σπίτι και να κανονίσει να μείνει με την Μπάρμπαρα το βράδυ της Πέμπτης μέχρι το πρωί της Παρασκευής. Είχε επινοήσει μια ιστορία που ήλπιζε ότι θα γινόταν δεκτή χωρίς να κινήσει υποψίες. Η υπάλληλος που απάντησε στο τηλεφώνημά του τον πληροφόρησε πως η κυρία Νόρλι, η διευθύντρια, θα μπορούσε να τον δεχτεί μετά το τέλος μιας σύσκεψης, στις πεντέμισι το απόγευμα. Το ραντεβού κανονίστηκε. Έφτασε στο σπίτι του λίγο πριν τις τέσσερις, περιμένοντας κατά βάθος να δει απέξω περιπολικά, το βαν του ιατροδικαστή, άφθονους αστυνομικούς και τον αρχιφύλακα Ναπολιτίνο να τον περιμένει στη βεράντα, όρθιος πάνω από την κουνιστή πολυθρόνα όπου θα ήταν καθισμένο το πτώμα του Ραλφ Κοτλ, χωρίς το περιτύλιγμα. Όμως στο σπίτι επικρατούσε ησυχία. Αντί να χρησιμοποιήσει το γκαράζ, πάρκαρε το αυτοκίνητο στο δρομάκι, προς την πίσω μεριά του σπιτιού. Μπήκε στο σπίτι και έψαξε ένα ένα τα δωμάτια. Δε βρήκε ενδείξεις ότι είχε μπει κάποιος λαθραία κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Το πτώμα ήταν ακόμα τυλιγμένο πίσω από τον καναπέ.

Κεφάλαιο 3 9

ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΥΡΝΟ μικροκυμάτων, σε ένα βαθύ ντουλάπι, υπήρχαν λαδόκολλες, δύο τρυπημένα ταψιά πίτσας και άλλα στενά αντικείμενα τοποθετημένα κατακόρυφα. Ο Μπίλι έβγαλε τα ταψιά, καθώς και το κινητό ράφι όπου ήταν τοποθετημένα, και τα έβαλε στην αποθηκούλα. Στο πίσω μέρος του κενού πλέον χώρου υπήρχε μια πρίζα με δύο υποδοχές. Στην κάτω υποδοχή ήταν συνδεδεμένο ένα φις και το καλώδιο περνούσε απο μια τρύπα πίσω από την πλάτη του ντουλαπιού. Το φις τροφοδοτούσε το φούρνο μικροκυμάτων. Ο Μπίλι το τράβηξε. Πατώντας σε μια φορητή σκαλίτσα, άνοιξε με ένα ηλεκτρικό τρυπάνι μια τρύπα στον πάτο του ντουλαπιού και συγχρόνως στην πάνω επιφάνεια του φούρνου μικροκυμάτων, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ο φούρνος, αλλά τον Μπίλι λίγο τον ενδιέφερε. Κινώντας το τρυπάνι γύρω από την περίμετρο της τρύπας και ταυτόχρονα πάνω κάτω, προσπάθησε να τη φαρδύνει. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Αρχισε να μυρίζει καμένο μονωτικό υλικό, αλλά ο Μπίλι ολοκλήρωσε απτόητος το έργο του, προτού η θερμότητα από την τριβή δημιουργήσει προβλήματα. Καθάρισε τα κομμάτια που είχαν πέσει μέσα στο φούρνο κι ύστερα τοποθέτησε στο εσωτερικό τη βιντεοκάμερα. Αφού συνέδεσε την κάμερα με το καλώδιο για τη μεταφορά της εικόνας, πέρασε την άλλη άκρη του από την τρύπα του

φούρνου. Στη συνέχεια έκανε το ίδιο με το καλώδιο παροχής ρεύματος. Στο ντουλάπι που προηγουμένως περιείχε ταψιά, ο Μπίλι τοποθέτησε τη συσκευή εγγραφής σε δίσκο. Ακολουθώντας τις τυπωμένες οδηγίες, ένωσε την ελεύθερη άκρη του καλωδίου μεταφοράς εικόνας με τη συσκευή εγγραφής. Συνέδεσε το καλώδιο τροφοδοσίας της κάμερας με την πάνω υποδοχή της πρίζας που υπήρχε στο βάθος του ντουλαπιού. Η συσκευή εγγραφής συνδέθηκε με την κάτω υποδοχή, όπου προηγουμένως ήταν συνδεδεμένος ο φούρνος μικροκυμάτων. Τοποθέτησε ένα δίσκο διάρκειας εφτά ημερών. Ρύθμισε το σύστημα σύμφωνα με τις οδηγίες και το ενεργοποίησε. Όταν έκλεισε την πόρτα του φούρνου, η εσωτερική επιφάνεια του τζαμιού της ακουμπούσε στον λαστιχένιο δακτύλιο του καλύμματος του φακού. Η κάμερα ήταν στραμμένη προς την πίσω πόρτα. Με το φωτάκι του φούρνου μικροκυμάτων σβηστό, ο Μπίλι μπορούσε να δει την κάμερα στο εσωτερικό του μόνο αν κολλούσε το πρόσωπο στο τζάμι. Ο μανιακός δε θα την ανακάλυπτε παρά μόνο αν αποφάσιζε να ψήσει ποπκόρν στο φούρνο. Επειδή το τζάμι του φούρνου περιείχε ένα λεπτό φίλτρο συμπιεσμένο ανάμεσα σε στρώσεις γυαλιού, ο Μπίλι δεν ήξερε αν η λήψη θα ήταν καθαρή. Έπρεπε να το ελέγξει. Τα στόρια ήταν κατεβασμένα στα παράθυρα της κουζίνας. Τα σήκωσε και άναψε τα φώτα της οροφής. Στάθηκε για μια στιγμή μπροστά από την πόρτα της κουζίνας κι ύστερα διέσχισε το δωμάτιο με αργό βήμα. Η συσκευή εγγραφής διέθετε μια μικρή οθόνη για να ελέγχεις πρόχειρα ό,τι τράβηξες. Όταν ο Μπίλι ανέβηκε στη σκαλίτσα και έβαλε να παίξει αυτό που είχε γράψει, είδε μια σκοτεινή φιγούρα. Καθώς η φιγούρα διέσχιζε το δωμάτιο, η ευκρίνεια βελτιωνόταν και μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Ενοχλήθηκε βλέποντας τον εαυτό του. Φαινόταν σταχτής, σκυθρωπός, γεμάτος αποφασιστικότητα αλλά αβέβαιος. Αν ήθελε να είναι δίκαιος με τον εαυτό του, η εικόνα ήταν α-

σπρόμαυρη και κοκκώδης. Η φαινομενική αβεβαιότητα ήταν αποτέλεσμα της αποσπασματικής μαγνητοσκόπησης. Παρ' όλ' αυτά, η μορφή του δεν έπειθε: διέκρινε το σχήμα και τη φωτοσκίαση, αλλά η εικόνα θύμιζε περισσότερο οπτασία παρά άνθρωπο με σάρκα και οστά. Του φάνηκε σαν ένας ξένος μέσα στο σπίτι του. Ρύθμισε ξανά το μηχάνημα στη λειτουργία εγγραφής. Έκλεισε τα πορτάκια του ντουλαπιού και έκρυψε τη σκάλα. Στο λουτρό, άλλαξε την επίδεση στο μέτωπο του. Οι πληγές ήταν κατακόκκινες, αλλά δεν είχαν χειροτερέψει. Φόρεσε μαύρο μακό μπλουζάκι, μαύρο τζιν, μαύρα αθλητικά παπούτσια. Σε τέσσερις ώρες θα έπεφτε το σούρουπο, κι όταν θα σκοτείνιαζε για τα καλά, ο Μπίλι θα έπρεπε να κινηθεί όσο πιο προσεκτικά μπορούσε μέσα στην εχθρική νύχτα.

Κεφάλαιο 4 0

Η ΓΚΡΕΤΣΕΝ ΝΟΡΛΙ προτιμούσε τα αυστηρά σκουρόχρωμα ταγέρ, δε φορούσε κοσμήματα, χτένιζε τα μαλλιά της προς τα πίσω, κοιτούσε τον κόσμο πίσω από τα γυαλιά της με τον συρμάτινο σκελετό -και διακοσμούσε το γραφείο της με γούνινα ζωάκια. Ένα αρκουδάκι, ένας βάτραχος, μια πάπια, ένα λαγουδάκι και μια σκούρα μπλε γατούλα ήταν τοποθετημένα στα ράφια που φιλοξενούσαν τη συλλογή, η οποία αποτελούνταν κυρίως από σκυλάκια, που υποδέχονταν τους επισκέπτες με τις κόκκινες και ροζ βελούδινες γλωσσίτσες τους. Η Γκρέτσεν διηύθυνε το Αναρρωτήριο Γουίσπερινγκ Πάινς των 102 κλινών με στρατιωτική πυγμή και απέραντη κατανόηση. Οι ζεστοί τρόποι της εξουδετέρωναν την τραχύτητα της απότομης φωνής της. Οι αντιφάσεις της προσωπικότητάς της δεν ήταν μεγαλύτερες από οποιουδήποτε ανθρώπου έβρισκε προσωρινή ισορροπία σ' αυτό τον εξαιρετικά προσωρινό κόσμο. Απλώς οι δικές της ήταν άμεσα ορατές και πολύ συμπαθητικές. Η Γκρέτσεν σηκώθηκε από το γραφείο της και, θέλοντας να δείξει ότι θεωρούσε τη συνάντηση περισσότερο προσωπική παρά επαγγελματική, κάθισε σε μια πολυθρόνα διαγώνια από την καρέκλα που καθόταν ο Μπίλι. «Εφόσον η Μπάρμπαρα έχει δικό της δωμάτιο, μπορεί να δέχεται επισκέψεις ανεξάρτητα από τις ώρες επισκεπτηρίου χωρίς να ενοχλεί τους άλλους ασθενείς. Δε βλέπω να υπάρχει πρόβλημα, αν και συνήθως οι συγγενείς διανυκτερεύουν εδώ μόνο όταν ο ασθενής έχει μόλις επιστρέψει από κάποιο νοσοκομείο».

Αν και η Γκρέτσεν ήταν υπερβολικά διακριτική για να εκφράσει άμεσα την περιέργειά της, ο Μπίλι αισθάνθηκε υποχρεωμένος να της δώσει μια εξήγηση, έστω κι αν όλα όσα της είπε ήταν ψέματα. «Η ομάδα μου στο μάθημα ανάλυσης της Βίβλου μελετάει αυτά που λέει η Γραφή σχετικά με τη δύναμη της προσευχής». «Ώστε ανήκετε σε ομάδα μελέτης της Βίβλου», είπε εκείνη εντυπωσιασμένη, σαν να μην τον θεωρούσε ικανό να αφιερώνει το χρόνο του σε ανάλογες ευσεβείς ασχολίες. «Υπάρχει μια σημαντική ιατρική μελέτη που έδειξε ότι, όταν οι φίλοι και οι συγγενείς προσεύχονται τακτικά για κάποιον αγαπημένο τους άρρωστο, συχνά ο ασθενής αναρρώνει, και αναρρώνει πιο γρήγορα». Η συγκεκριμένη αμφισβητήσιμη μελέτη είχε ξεσηκώσει θύελλα διαφωνιών στο μπαρ όταν δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Εκείνες οι φλυαρίες των μεθυσμένων -και όχι κάποια ομάδα μελέτης της Βίβλου- έδωσαν στον Μπίλι την ιδέα να χρησιμοποιήσει αυτό το παραμύθι σαν πρόφαση. «Νομίζω ότι διάβασα κάτι σχετικό», είπε η Γκρέτσεν Νόρλι. «Φυσικά, προσεύχομαι καθημερινά για την Μπάρμπαρα». «Φυσικά». «Αλλά έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσευχή έχει περισσότερο νόημα όταν συνοδεύεται από κάποια θυσία». «Θυσία», μουρμούρισε εκείνη συλλογισμένη. Ο Μπίλι χαμογέλασε. «Δεν εννοώ το σφάξιμο ενός αρνιού». «Α. Έτσι δε θα στενοχωρήσουμε την υπηρεσία καθαρισμού της κλινικής». «Αλλά μια προσευχή πριν από τον ύπνο, όσο ειλικρινής κι αν είναι, δε σου κοστίζει τίποτα». «Καταλαβαίνω τι εννοείτε». «Ασφαλώς η προσευχή θα είναι πιο σημαντική και αποτελεσματική αν συνοδευτεί από μια προσωπική θυσία -τη θυσία του ύπνου για μια νύχτα, αν μη τι άλλο». «Ποτέ δεν το σκέφτηκα απ' αυτή την άποψη». «Θα ήθελα κάπου κάπου να περνώ κοντά της όλη τη νύχτα

προσευχόμενος. Αν αυτό δε βοηθήσει την Μπάρμπαρα, θα βοηθήσει τουλάχιστον εμένα». Ακούγοντας τον εαυτό του, είχε την αίσθηση ότι έμοιαζε το ίδιο ανειλικρινής με τους ηθικολόγους των καναλιών που κήρυτταν την αρετή της αγνότητας ενώ είχαν συλληφθεί γυμνοί, συντροφιά με μια πόρνη, στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας τους. Προφανώς, ο τρόπος που τον άκουγε η Γκρέτσεν ήταν διαφορετικός από τον τρόπο που άκουγε ο ίδιος τον εαυτό του. Πίσω από τα γυαλιά με τον συρμάτινο σκελετό, τα μάτια της είχαν δακρύσει από τη συγκίνηση. Η πρόσφατη ανακάλυψη της επιτηδειότητάς του στα ψέματα τρόμαζε και αναστάτωνε τον Μπίλι. Όταν ένας ψεύτης γίνεται υπερβολικά επιδέξιος στις ψευτιές, κινδυνεύει να χάσει την ικανότητά του να διακρίνει την αλήθεια, οπότε εύκολα μπορεί να εξαπατηθεί και ο ίδιος. Μια και για όλα υπάρχει ένα τίμημα, υπέθετε πως θα πλήρωνε με κάποιο τρόπο τα ψέματα που σέρβιρε σε μια τόσο ευγενική γυναίκα σαν την Γκρέτσεν Νόρλι.

Κεφάλαιο 4 1

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΜΠΙΛΙ διέσχιζε τον κεντρικό διάδρομο κατευθυνόμενος προς το δωμάτιο της Μπάρμπαρα στη δυτική πτέρυγα, ο δόκτωρ Τζόρνταν Φέριερ, ο γιατρός της, έβγαινε από το δωμάτιο κάποιου άλλου ασθενούς. Κόντεψαν να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο. «Μπίλι!» «Γεια σου, γιατρέ». «Μπίλι, Μπίλι, Μπίλι». «Κάτι μου λέει ότι έπεται κήρυγμα». «Τελευταία με αποφεύγεις». «Έκανα ό,τι μπορούσα», παραδέχτηκε ο Μπίλι. Ο δόκτωρ Φέριερ φαινόταν νεότερος από σαράντα δύο. Είχε ξανθοκάστανα μαλλιά, πράσινα μάτια, μόνιμο χαμόγελο και ήταν ορκισμένος πλασιέ του θανάτου. «Έπρεπε να είχαμε συναντηθεί για την εξαμηνιαία ανασκόπησή μας εδώ και αρκετές εβδομάδες»· «Η εξαμηνιαία ανασκόπηση ήταν δική σου ιδέα. Εμένα μου φτάνει μια ανασκόπηση κάθε δεκαετία». «Πάμε να δούμε την Μπάρμπαρα». «Όχι», είπε ο Μπίλι. «Αρνούμαι να μιλήσω γι' αυτό το θέμα μπροστά της». «Εντάξει». Πιάνοντάς τον από το μπράτσο, ο δόκτωρ Φέριερ τον οδήγησε στο σαλόνι του προσωπικού. Ήταν μόνοι τους στο δωμάτιο. Τα μηχανήματα αυτόματης πώλησης σνακ και αναψυκτικών έκαναν αρκετό θόρυβο, έτοιμα να προσφέρουν λιχουδιές πλούσιες σε θερμίδες, πλούσιες σε λί-

πη, πλούσιες σε καφεΐνη στους εργαζόμενους του νοσοκομείου, που γνώριζαν τις συνέπειες της κακής τους συνήθειας, αλλά διέθεταν την κοινή λογική να επιτρέπουν στον εαυτό τους να χαλαρώνει με κάποιες παρασπονδίες. Ο Φέριερ απομάκρυνε μια άσπρη πλαστική καρέκλα από το πορτοκαλί τραπέζι από φορμάικα. Όταν ο Μπίλι δε μιμήθηκε το παράδειγμά του, την έσπρωξε ξανά στη θέση της αναστενάζοντας και στάθηκε όρθιος. «Πριν από τρεις εβδομάδες ολοκλήρωσα την αξιολόγηση της κατάστασης της Μπάρμπαρα». «Εγώ κάνω καθημερινά αξιολόγηση της κατάστασής της». «Μπίλι, δεν είμαι εχθρός σου». «Δύσκολα μπορώ να το πιστέψω, όταν έρχεται αυτή η περίοδος κάθε χρόνο». Ο Φέριερ ήταν ένας γιατρός αφοσιωμένος στη δουλειά του, έξυπνος, προικισμένος και καλοπροαίρετος. Δυστυχώς, το πανεπιστήμιο από το οποίο αποφοίτησε του είχε μεταδώσει το μικρόβιο που ονομάζεται «ωφελιμιστική ηθική». «Η κατάστασή της δεν έχει βελτιωθεί», δήλωσε ο δόκτωρ Φέριερ. «Ούτε έχει χειροτερέψει». «Οποιαδήποτε πιθανότητα να επανέλθουν πλήρως οι νοητικές λειτουργίες...» «Μερικές φορές μιλάει», τον διέκοψε ο Μπίλι. «Το ξέρεις». «Αυτά που λέει έχουν ειρμό; Είναι λογικά;» «Μια στο τόσο», αποκρίθηκε ο Μπίλι. «Δώσε μου ένα παράδειγμα». «Δεν μπορώ τώρα αμέσως. Πρέπει να κοιτάξω τα σημειωματάριά μου». Ο Φέριερ είχε μάτια εκφραστικά. Και ήξερε πώς να τα χρησιμοποιεί. «Μπίλι, ήταν μια θαυμάσια γυναίκα. Κανένας άλλος εκτός από σένα δεν ένιωθε μεγαλύτερο σεβασμό για κείνη από αυτόν που ένιωθα εγώ. Αλλά τώρα η ζωή της δεν έχει νόημα». «Για μένα έχει και παραέχει». «Δεν είσαι εσύ αυτός που υποφέρει. Εκείνη είναι».

«Δε δείχνει να υποφέρει», είπε ο Μπίλι. «Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι». «Ακριβώς»· Η Μπάρμπαρα συμπαθούσε τον Φέριερ. Ήταν ένας από τους λόγους που ο Μπίλι δεν τον είχε αντικαταστήσει. Ίσως στο βάθος της συνείδησής της αντιλαμβανόταν όσα συνέβαιναν γύρω της. Σ' αυτή την περίπτωση, ίσως αισθανόταν πιο ασφαλής γνωρίζοντας πως τη φρόντιζε ο Φέριερ κι όχι κάποιος άγνωστος γιατρός, τον οποίο δεν είχε συναντήσει ποτέ. Μερικές φορές η ειρωνεία ήταν ένας τροχός που ακόνιζε την αίσθηση του Μπίλι για την αδικία σαν λεπίδα ξυραφιού. Αν η Μπάρμαρα γνώριζε τις απόψεις του Φέριερ περί βιοηθικής, αν γνώριζε ότι πίστευε πως είχε τη φρόνηση και το δικαίωμα να αποφασίζει αν ένα μωρό με σύνδρομο Ντάουν ή ένα ανάπηρο παιδί ή μια γυναίκα σε κωματώδη κατάσταση άξιζε να ζουν με την ποιότητα ζωής που απολάμβαναν, ίσως είχε αλλάξει γιατρό. Όμως δεν τις γνώριζε. «Ήταν ένα πλάσμα πολύ ζωντανό, με πολλά ενδιαφέροντα», σχολίασε ο Φέριερ. «Δε θα ήθελε να σέρνεται κατ' αυτόν τον τρόπο, χρόνο με το χρόνο». «Δε σέρνεται», είπε ο Μπίλι. «Δεν είναι χαμένη στα βάθη της θάλασσας. Βρίσκεται πολύ κοντά στην επιφάνεια. Είναι κοντά μας». «Καταλαβαίνω τον πόνο σου, Μπίλι. Ειλικρινά τον καταλαβαίνω, πίστεψε με. Όμως δεν απαιτούνται ιατρικές γνώσεις για να αντιληφθείς την κατάστασή της. Δεν είναι κοντά μας. Ποτέ δε θα είναι». «Θυμάμαι κάτι που είπε τις προάλλες: "Θέλω να μάθω τι λέει... η θάλασσα, τι είναι αυτό που λέει διαρκώς"». Ο Φέριερ τον κοίταξε με τρυφερότητα αλλά και απογοήτευση. «Αυτό είναι το καλύτερο παράδειγμα λογικού ειρμού που έχεις να δώσεις;» «"Ποτέ δε θα βλάψω ασθενή μου"», είπε ο Μπίλι. «Βλάπτουμε τους άλλους ασθενείς, όταν ξοδεύουμε τους περιορισμένους πόρους μας σε ανέλπιδες περιπτώσεις».

«Δεν είναι καταδικασμένη. Μερικές φορές γελάει. Είναι κοντά μας. Και διαθέτει άφθονους πόρους»· «Που θα μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλο καλό, αν χρησιμοποιούνταν σωστά». «Δεν τα θέλω τα λεφτά». «Το ξέρω. Δεν είσαι από τους ανθρώπους που θα ξόδευαν έστω και μια δεκάρα για τον εαυτό τους. Όμως θα μπορούσες να προσφέρεις αυτά τα χρήματα σε ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να απολαύσουν καλύτερης ποιότητας ζωή απ' ό,τι εκείνη, ανθρώπους που με λίγη βοήθεια η κατάστασή τους θα βελτιωνόταν». Ένας άλλος λόγος που ανεχόταν ο Μπίλι τον Φέριερ ήταν επειδή ο γιατρός είχε αποδειχτεί εξαιρετικά αποτελεσματικός στις προδικαστικές καταθέσεις, διαδικασία που είχε επιλέξει ο κατασκευαστής της βισισουάζ για να τακτοποιηθεί το ζήτημα χωρίς να φτάσουν σε δίκη. «Σκέφτομαι μόνο την Μπάρμπαρα», συνέχισε ο Φέριερ. «Αν ήμουν στη θέση της, δε θα ήθελα να κείτομαι ανήμπορος σε ένα κρεβάτι με τα χρόνια». «Κι εγώ θα σεβόμουν τις επιθυμίες σου», είπε ο Μπίλι. «Όμως δε γνωρίζουμε ποιες είναι οι δικές της επιθυμίες». «Δε χρειάζεται να πάρουμε δραστικά μέτρα για να την αφήσουμε να τελειώσει», του υπενθύμισε ο Φέριερ. «Δεν έχουμε παρά να τηρήσουμε παθητική στάση. Να αφαιρέσουμε το σωλήνα χορήγησης τροφής»· Μέσα στο κώμα της, η Μπάρμπαρα δεν μπορούσε να καταπιεί κανονικά. Το φαγητό θα κατέληγε στους πνεύμονες. «Θα αφαιρέσουμε το σωλήνα και θα αφήσουμε τη φύση να ακολουθήσει την πορεία της». «Λιμοκτονία». «Είναι απλώς ο τρόπος της φύσης»· Ο Μπίλι την είχε αφήσει επίσης στις φροντίδες του Φέριερ επειδή ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος σε ό,τι αφορούσε την πίστη του στην ωφελιμιστική βιοηθική. Ένας άλλος γιατρός μπορεί να είχε τις ίδιες ιδέες, αλλά να τις έκρυβε... και να θεωρούσε τον εαυτό του άγγελο -ή μεσάζοντα- του ελέους.

Ο Φέριερ έθιγε αυτό το επίμαχο θέμα δύο φορές το χρόνο, αλλά δε θα ενεργούσε ποτέ χωρίς τη συγκατάθεση του Μπίλι. «Όχι», δήλωσε ο Μπίλι. «Όχι, δε θα το κάνουμε. Θα συνεχίσουμε όπως κάναμε μέχρι τώρα». «Τέσσερα χρόνια είναι μακρύ διάστημα». «Ο θάνατος είναι μακρύτερος», αποκρίθηκε ο Μπίλι.

Κεφάλαιο 4 2

ΗΤΑΝ ΕΞΙ Η ΩΡΑ. Ο απογευματινός ήλιος που έπεφτε πάνω στους αμπελώνες σχημάτιζε στο παράθυρο μια εικόνα καλοκαιριού, ζωής και ευφορίας. Πίσω από τα χλομά της βλέφαρα, τα μάτια της Μπάρμπαρα Μάντελ παρακολουθούσαν τη δράση των ζωηρών ονείρων. «Είδα τον Χάρι σήμερα», είπε ο Μπίλι καθισμένος δίπλα της, πάνω στο σκαμνί του μπαρ. «Ακόμα χαμογελάει όταν θυμάται που τον έλεγες Μάπετ. Λέει ότι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του είναι ότι δεν τον έχει διαγράψει ο δικηγορικός σύλλογος». Δεν της είπε πώς είχε περάσει την υπόλοιπη ημέρα του. Όσα είχαν συμβεί δεν προσφέρονταν για την τόνωση του ηθικού της. Από πλευράς ασφάλειας, τα δύο αδύνατα σημεία του δωματίου ήταν η πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο και το παράθυρο. Το μπάνιο δεν είχε παράθυρο. Στο παράθυρο υπήρχαν ένα στόρι και ένα μάνταλο. Η πόρτα δεν κλείδωνε. Όπως σε όλα τα νοσοκομεία, το κρεβάτι της Μπάρμπαρα είχε ρόδες. Την Πέμπτη το βράδυ, όταν θα ζύγωναν τα μεσάνυχτα, ο Μπίλι θα μπορούσε να την πάρει από εκεί μέσα, όπου ο δολοφόνος πίστευε πως θα την έβρισκε, και να τη μεταφέρει με το κρεβάτι σε ένα άλλο δωμάτιο, σε κάποιο ασφαλέστερο σημείο. Δεν είχε μηχανική υποστήριξη ούτε ήταν συνδεδεμένη με άλλα μηχανήματα. Το σύστημα παροχής τροφής και η αντλία κρέμονταν από ένα ικρίωμα που ήταν προσαρμοσμένο στο πλαίσιο του κρεβατιού.

Από το γραφείο των νοσοκόμων, που βρισκόταν στη μέση του μακρόστενου κεντρικού διαδρόμου, δε φαινόταν το δωμάτιο της δυτικής πτέρυγας. Με λίγη τύχη, θα κατάφερνε να μετακινήσει την Μπάρμπαρα την τελευταία στιγμή χωρίς να γίνει αντιληπτός και στη συνέχεια να επιστρέψει εδώ για να περιμένει το δολοφόνο. Με την προϋπόθεση ότι θα έφτανε στο κρίσιμο σημείο να αναλάβει αυτό το ζωτικό, αν και όχι ευχάριστο, καθήκον. Άφησε την Μπάρμπαρα μόνη της και πήγε στη δυτική πτέρυγα, ρίχνοντας ματιές στα δωμάτια των άλλων ασθενών, ελέγχοντας μια ιματιοθήκη, ένα λουτρό, εξετάζοντας τις διάφορες δυνατότητες. Όταν επέστρεψε στο δωμάτιό της, τη βρήκε να μιλάει, «...βουτηγμένος στο νερό... μες στη λάσπη... κουτσαίνοντας στις πέτρες...» Τα λόγια της έδειχναν ότι έβλεπε άσχημο όνειρο, αλλά ο τόνος της φωνής της ήταν ήρεμος. Μιλούσε σιγανά, σαν μαγεμένη. «...κομμένος από τις πουρναρόπετρες... τσιμπημένος από τις τσουκνίδες... ξεσκισμένος από τα αγκάθια...» Ο Μπίλι είχε ξεχάσει το σημειωματάριο και το στυλό. Αλλά ακόμα κι αν είχε θυμηθεί να τα φέρει, δε θα είχε το χρόνο να καθίσει και να καταγράψει τα λόγια της. «Γρήγορα!» είπε εκείνη. Στάθηκε πλάι της και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της για να την ησυχάσει. «Πες το», ψιθύρισε εκείνη με επιτακτική φωνή. Για μια στιγμή, ο Μπίλι πίστεψε πως θα άνοιγε τα μάτια της και θα τα κάρφωνε πάνω του, όμως παρέμειναν κλειστά. Όταν η Μπάρμπαρα σώπασε, ο Μπίλι έσκυψε για να εξετάσει το καλώδιο που έδινε ρεύμα στο μηχανισμό του στρώματος του κρεβατιού. Αν αναγκαζόταν να τη μετακινήσει το επόμενο βράδυ, θα έπρεπε πρώτα να βγάλει το καλώδιο από την πρίζα. Στο δάπεδο, ακριβώς κάτω από το ψηλό κρεβάτι, ήταν πεσμένη μια φωτογραφία τραβηγμένη με ψηφιακή μηχανή. Ο Μπίλι τη μάζεψε και στάθηκε κοντά στο φως για να τη δει καλύτερα. «...γλιστράει και γλιστράει...» ψιθύρισε η Μπάρμπαρα.

Γύρισε τη φωτογραφία αρκετές φορές μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι έδειχνε ένα αλογάκι της Παναγίας, προφανώς ψόφιο, αχνό πάνω στο ανοιχτόχρωμο παρκέ. «... γλιστράει και γλιστράει... και τον ανοίγει...» Ξάφνου ο Μπίλι ένιωσε την ψιθυριστή φωνή να στριφογυρίζει σαν αλογάκι της Παναγίας που ψυχορραγεί στο εσωτερικό των αυτιών του, προκαλώντας του ένα τρέμουλο και μια ανατριχίλα. Τις ώρες του επισκεπτηρίου, οι φίλοι και οι συγγενείς των ασθενών μπαινόβγαιναν στην κλινική, πηγαίνοντας όπου ήθελαν, χωρίς να απαιτείται ειδική άδεια. «...τα χέρια του νεκρού...» ψιθύρισε η Μπάρμπαρα. Επειδή η Μπάρμπαρα δε χρειαζόταν τόση φροντίδα όση οι άλλοι ασθενείς, που ήταν όλο γκρίνια και απαιτήσεις, οι αδελφές δεν έρχονταν στο δωμάτιο της τόσο συχνά όσο πήγαιναν σε άλλους. «...μεγάλες πέτρες... κατακόκκινο...» Ένας αθόρυβος επισκέπτης θα μπορούσε να μείνει εκεί μέσα μισή ώρα, χωρίς να τον δει κανείς ούτε να μπαίνει ούτε να βγαίνει ούτε να κάθεται στο προσκέφαλό της. Δεν ήθελε να την αφήσει να μιλάει μόνη σ' ένα έρημο δωμάτιο, αν και θα πρέπει αυτό να είχε συμβεί αμέτρητες άλλες φορές. Το βραδινό πρόγραμμα του Μπίλι, που ούτως ή άλλως ήταν φορτωμένο, έγινε πιο περίπλοκο από την προσθήκη ενός ακόμα επείγοντος καθήκοντος. «...αλυσίδες κρεμασμένες... τρομερό...» Ο Μπίλι έβαλε στην τσέπη του τη φωτογραφία. Έσκυψε και φίλησε την Μπάρμπαρα στο μέτωπο. Ήταν δροσερό, όπως πάντα. Στάθηκε στο παράθυρο και κατέβασε το στόρι. Ύστερα κοντοστάθηκε στο κατώφλι και την κοίταξε, διστάζοντας να φύγει. Τότε η Μπάρμπαρα είπε κάτι που του φάνηκε σημαντικό, μόλο που δεν ήξερε το λόγο. «Κυρία Τζο», είπε η Μπάρμπαρα. «Κυρία Τζο». Ο Μπίλι δε γνώριζε καμία κυρία Τζο, ή κυρία Τζόζεφ, ή κυ-

ρία Τζόουνς, ή κυρία Τζόνας, ή οποιαδήποτε με όνομα παραπλήσιο με εκείνο που πρόφερε η Μπάρμπαρα. Παρ' όλ' αυτά, για κάποιο λόγο... το όνομα του φάνηκε γνωστό. Το φανταστικό αλογάκι της Παναγίας στριφογύρισε ξανά μέσα στ' αυτιά του. Διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Προσευχόμενος στ' αλήθεια αυτή τη φορά, και όχι όπως στα ψέματα που είχε αραδιάσει στην Γκρέτσεν Νόρλι, την άφησε μόνη εκείνη την τελευταία νύχτα που ίσως ήταν ασφαλής. Σε λιγότερο από τρεις ώρες, ο εντελώς ασυννέφιαστος ουρανός θα είχε σκοτεινιάσει. Προς το παρόν ο ήλιος σκορπούσε μια θερμοπυρηνική λαμπρότητα και ολόγυρα επικρατούσε απόλυτη νηνεμία, όπως πριν από έναν ξαφνικό κατακλυσμό.

Κεφάλαιο 4 3

Η ΠΕΡΙΦΡΑΓΜΕΝΗ ΑΥΛΗ δεν ήταν στρωμένη με γκαζόν, που χρειαζόταν περιποίηση, αλλά με ένα πλούσιο χαλί από ανθισμένα ποώδη φυτά που απλώνονταν κάτω από τα ευεργετικά κλαδιά των πιπερόδεντρων. Το μονοπάτι που διέσχιζε την μπροστινή αυλή το σκίαζε μια αψιδωτή πέργκολα σκεπασμένη με περικοκλάδα. Ορχήστρες από βουβές πορφυρές τρομπέτες έστρεφαν τα χωνιά τους προς τον ήλιο. Η αψιδωτή πέργκολα, ένας προάγγελος του δειλινού, οδηγούσε στο ηλιόλουστο αίθριο, με τις γλάστρες όπου άνθιζαν λουλούδια σε διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου. Το σπίτι ήταν ένα μπάνγκαλοου ισπανικού ρυθμού. Λιτό αλλά χαριτωμένο, φροντισμένο με αγάπη. Στην κόκκινη εξώπορτα ήταν ζωγραφισμένη η μαύρη σιλουέτα ενός πουλιού. Τα φτερά ήταν ανοιχτά και το πουλί έδειχνε να πετάει προς τα πάνω. Πριν προλάβει ο Μπίλι να ολοκληρώσει το σύντομο χτύπημά του, η πόρτα άνοιξε σαν να τον περίμεναν με ανυπομονησία. «Γεια σου, Μπίλι», είπε η ΆιβιΈλτζιν χωρίς να δείχνει ξαφνιασμένη, λες και τον είχε δει από το τζάμι της πόρτας. Η πόρτα δεν είχε τζάμι. Ήταν ξυπόλυτη και φορούσε χακί άνετο σορτσάκι και φαρδύ κόκκινο μακό μπλουζάκι που έκρυβε τη σιλουέτα της. Αλλά η Άιβι, ακόμα και κουκουλωμένη με μανδύα, θα ήταν πάντα το φως που προσελκύει τις νυχτοπεταλούδες. «Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα σε έβρισκα εδώ», είπε ο Μπίλι.

«Τις Τετάρτες έχω ρεπό». Η νεαρή γυναίκα παραμέρισε για να τον αφήσει να περάσει. Διστάζοντας να μπει στο σπίτι, ο Μπίλι εξακολουθούσε να στέκεται στην πλευρά της πόρτας που χτυπούσε ο ήλιος καθώς έλεγε: «Το ξέρω. Αλλά έχεις και προσωπική ζωή». «Ξεφλουδίζω φιστίκια στην κουζίνα». Η Αιβι έκανε μεταβολή και προχώρησε προς το εσωτερικό του σπιτιού αφήνοντάς τον να την ακολουθήσει, λες και ο Μπίλι είχε ξανάρθει χιλιάδες φορές. Ωστόσο, πρώτη φορά επισκεπτόταν το σπίτι της. Ο ήλιος που έμπαινε πίσω από τις βαριές κουρτίνες και μια επιδαπέδια λάμπα με ζαφειρένιο μεταξωτό αμπαζούρ φώτιζαν το σκοτεινό σαλόνι. Ο Μπίλι κοίταξε το σκουρόχρωμο παρκέ από ξύλο έλατου, τις σκούρες μπλε ταπετσαρίες των επίπλων, ένα περσικού τύπου χαλί. Οι πίνακες στους τοίχους έμοιαζαν να είναι της δεκαετίας του 1930. Τα βήματά του αντηχούσαν στο ξύλινο δάπεδο, ενώ της Αιβι δεν ακούγονταν καθόλου. Διέσχισε το δωμάτιο σαν να γλιστρούσε πάνω από το παρκέ, σαν συλφίδα που πετάει πάνω απ' τα νερά μιας λίμνης δίχως να τα αναταράζει. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, η κουζίνα συναγωνιζόταν σε μέγεθος το σαλόνι, μια και εκεί βρισκόταν επίσης η τραπεζαρία. Η ξύλινη καφασωτή επένδυση, τα ντουλάπια της κουζίνας με τα διπλά πορτάκια, τα λευκά πλακάκια στο δάπεδο με τους μαύρους αρμούς και γενικότερα η ατμόσφαιρα του χώρου τού θύμισαν τη γοητεία της Νέας Ορλεάνης. Δύο παράθυρα που έβλεπαν στην πίσω βεράντα ήταν ανοιχτά για να αερίζεται το δωμάτιο. Πάνω στο ένα παράθυρο έστεκε ένα μεγάλο μαύρο πουλί. Η απόλυτη ακινησία του υπονοούσε πως ήταν ταριχευμένο. Μετά κούνησε το κεφάλι του. Αν και η Άιβι δεν είπε τίποτα, ο Μπίλι διαισθάνθηκε ότι τον προσκαλούσε να καθίσει στο τραπέζι και, μάλιστα, τη στιγμή που καθόταν, εκείνη έβαλε μπροστά του ένα ποτήρι με πάγο. Ύστερα έπιασε την κανάτα και του σέρβιρε τσάι.

Πάνω στο κόκκινο και λευκό καρό πλαστικό τραπεζομάντιλο υπήρχαν ένα ακόμα ποτήρι με τσάι, ένα πιάτο με φρέσκα κεράσια, ένα ταψί γεμάτο ως πάνω με ακαθάριστα φιστίκια και ένα μπολ μισογεμάτο με καθαρισμένα. «Ωραίο το σπίτι σου», σχολίασε ο Μπίλι. «Ήταν της γιαγιάς μου». Η Άιβι πήρε τρία κεράσια από το πιάτο. «Αυτή με μεγάλωσε». Η Άιβι μιλούσε σιγανά, όπως πάντα. Ακόμα και στο μπαρ, ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή της. Παρ' όλ' αυτά, οι άλλοι πάντα άκουγαν αυτό που τους έλεγε. Ο Μπίλι ήταν άνθρωπος διακριτικός, γι' αυτό παραξενεύτηκε όταν άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει, εξίσου σιγανά: «Τι έπαθε η μητέρα σου;» «Πέθανε στη γέννα», αποκρίθηκε η Άιβι, τοποθετώντας τα κεράσια στη σειρά πάνω στο περβάζι του παραθύρου δίπλα στο πουλί. «Ο πατέρας μου έφυγε». Στο τσάι είχε προστεθεί χυμός ροδάκινου για να γλυκάνει και λίγη μέντα. Η Άιβι επέστρεψε στο τραπέζι, κάθισε και συνέχισε να καθαρίζει τα φιστίκια. Το πουλί, αγνοώντας τα κεράσια, παρακολουθούσε τον Μπίλι. «Είναι το κατοικίδιό σου;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ανήκουμε ο ένας στον άλλον. Συνήθως στέκεται στο παράθυρο, κι αν καμιά φορά έρθει πιο μέσα, σέβεται τους κανόνες μου για την καθαριότητα». «Πώς λέγεται;» «Δε μου έχει πει ακόμα. Κάποτε θα το κάνει». Ποτέ στη ζωή του μέχρι τώρα ο Μπίλι δεν είχε νιώσει τόσο άνετα αλλά και λίγο αποπροσανατολισμένος ταυτόχρονα. Διαφορετικά δε θα είχε επιτρέψει στον εαυτό του να κάνει μια τόσο παράξενη ερώτηση: «Ποιο ήρθε πρώτο, το αληθινό πουλί ή αυτό της εξώπορτας;» «Έφτασαν εδώ μαζί», απάντησε εκείνη, δίνοντας μια απάντηση εξίσου παράξενη με την ερώτηση. «Τι είναι; Κουρούνα;»

«Είναι πιο αρχοντικό πουλί. Είναι κοράκι και θέλει να πιστεύουμε ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο». Ο Μπίλι δεν ήξερε τι να πει, έτσι δεν είπε τίποτα. Αισθανόταν άνετα με τη σιωπή και προφανώς το ίδιο αισθανόταν κι εκείνη. Συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει εκείνη την αίσθηση του επείγοντος με την οποία είχε φύγει από το Γουίσπερινγκ Πάινς. Ο χρόνος δεν έμοιαζε πια να λιγοστεύει. Για την ακρίβεια, ο χρόνος δε φαινόταν να είχε σημασία εδώ. Τελικά το πουλί στράφηκε στα κεράσια και άρχισε να διαχωρίζει τη σάρκα του καρπού από το κουκούτσι με το ράμφος του, γρήγορα και επιδέξια. Τα μακριά, σβέλτα δάχτυλα της Άιβι φαίνονταν να δουλεύουν αργά, αλλά το μπολ με τα καθαρισμένα φιστίκια γέμιζε με ταχύτητα. «Τι ήσυχο που είναι αυτό το σπίτι», παρατήρησε ο Μπίλι. «Επειδή οι τοίχοι δεν έχουν ρουφήξει επί χρόνια άσκοπες κουβέντες». «Πώς έτσι;» «Η γιαγιά μου ήταν κουφή. Επικοινωνούσαμε με τη νοηματική γλώσσα και το γραπτό λόγο». Πέρα από την πίσω βεράντα απλωνόταν ένας ανθόκηπος, όπου όλα τα λουλούδια ήταν κόκκινα, μενεξελιά και μοβ. Ακόμα κι αν ένα φύλλο έπεφτε, αν ένα τριζόνι τραγουδούσε, αν μια μέλισσα πολιορκούσε ένα τριαντάφυλλο, κανένας ήχος δεν έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. «Ίσως θα ήθελες να ακούσεις λίγη μουσική», είπε η Άιβι, «αλλά εγώ είμαι καλύτερα χωρίς αυτήν». «Δε σου αρέσει η μουσική;» «Ακούω αρκετή στο μπαρ». «Εμένα μου αρέσει η ζάιντεκο. Και το γουέστερν σουίνγκ. Οι Τέξας Τοπ Χαντς. Ο Μπομπ Γουίλς και οι Τέξας Πλέιμποϊς». «Έτσι κι αλλιώς, η μουσική υπάρχει πάντα, αρκεί να κάνεις ησυχία για να την ακούσεις». Μάλλον ο Μπίλι δεν έκανε αρκετή ησυχία. Έβγαλε τη φωτογραφία του ψόφιου εντόμου από την τσέπη

\

του και την ακούμπησε στο τραπέζι. «Βρήκα αυτό στο πάτωμα του δωματίου της Μπάρμπαρα στο Γουίσπερινγκ Πάινς». «Μπορείς να την κρατήσεις αν θέλεις». Ο Μπίλι δεν ήξερε πώς να το ερμηνεύσει αυτό. «Την επισκέφθηκες;» «Κάθομαι μαζί της κάπου κάπου». «Δεν το ήξερα». «Ήταν πολύ καλή μαζί μου». «Έπιασες δουλειά στο μπαρ ένα χρόνο μετά που έπεσε σε κώμα». «Την ήξερα από πριν». «Σοβαρά;» «Ήταν πολύ ευγενική μαζί μου όταν η γιαγιά μου ήταν ετοιμοθάνατη στο νοσοκομείο». Η Μπάρμπαρα ήταν νοσοκόμα, και πολύ καλή στη δουλειά της. «Πόσο συχνά την επισκέπτεσαι;» ρώτησε ο Μπίλι. «Μια φορά το μήνα». «Γιατί δε μου το είπες ποτέ, Αιβι;» «Επειδή τότε θα έπρεπε να μιλήσουμε γι' αυτήν, έτσι δεν είναι;» «Να μιλήσουμε;» «Να πούμε για το πώς είναι, γι' αυτό που της συνέβη. Αυτό σου προσφέρει κάποιου είδους γαλήνη;» ρώτησε η Άιβι. «Γαλήνη; Όχι. Πώς θα μπορούσε;» «Όταν θυμάσαι πώς ήταν πριν από το κώμα, σε γαληνεύει;» Ο Μπίλι το σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει: «Μερικές φορές». Σήκωσε το βλέμμα της από τα φιστίκια και τα ασυνήθιστα καστανόχρυσα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. «Τότε λοιπόν μη μιλάς για το τώρα. Να θυμάσαι απλώς το τότε». Έχοντας τελειώσει με δύο κεράσια, το κοράκι σταμάτησε να τρώει και τέντωσε τα φτερά του. Άνοιξαν αθόρυβα και έκλεισαν αθόρυβα. Όταν ο Μπίλι ξανακοίταξε την Άιβι, εκείνη είχε στρέψει ξανά το βλέμμα της στα χέρια της, που καθάριζαν τα τσόφλια.

«Γιατί πήρες αυτή τη φωτογραφία μαζί σου όταν την επισκέφθηκες;» τη ρώτησε. «Τις πιο πρόσφατες φωτογραφίες νεκρών πλασμάτων τις παίρνω μαζί μου όπου κι αν πάω». «Για ποιο λόγο;» «Χάριν της μαντείας», του θύμισε. «Μελετάω τα σημάδια. Προφητεύουν το μέλλον». Ο Μπίλι ήπιε το τσάι του. Το κοράκι τον παρατηρούσε με το ράμφος ανοιχτό, σαν να έκρωζε. Δεν έβγαζε κανέναν ήχο. «Τι προφητεύουν για την Μπάρμπαρα;» ρώτησε ο Μπίλι. Η γαλήνια έκφραση και το ονειροπόλο βλέμμα της Άιβι δεν του επέτρεψαν να καταλάβει αν σκεφτόταν την απάντησή της ή αν ο δισταγμός της οφειλόταν στο γεγονός ότι ο νους της ταξίδευε αλλού. «Τίποτα». «Τίποτα απολύτως;» Είχε δώσει την απάντησή της. Δεν είχε κάτι άλλο να προσθέσει. Πάνω στο τραπέζι, από τη φωτογραφία, το αλογάκι της Παναγίας δεν έλεγε τίποτα στον Μπίλι. «Ποιος σου έδωσε την ιδέα να μελετάς τα νεκρά πλάσματα; Η γιαγιά σου;» ρώτησε την Άιβι. «Όχι. Εκείνη δεν το ενέκρινε. Ήταν παλαιών αρχών, πιστή καθολική. Θεωρούσε τον αποκρυφισμό αμαρτία. Ότι βάζει σε κίνδυνο την αθανασία της ψυχής». «Αλλά εσύ διαφωνείς». «Και ναι και όχι», είπε η Άιβι, πιο σιγανά από ό,τι συνήθως. Το κοράκι τελείωσε ένα τρίτο κεράσι, αφήνοντας τα γυμνά κουκούτσια το ένα δίπλα στο άλλο στο περβάζι του παραθύρου, σαν να ήθελε να δείξει ότι γνώριζε τους κανόνες του σπιτιού περί καθαριότητας και τάξης. «Δεν άκουσα ποτέ τη φωνή της μητέρας μου», είπε η Άιβι. Ο Μπίλι δεν ήξερε πώς να πάρει αυτή τη δήλωση, αλλά ύστερα θυμήθηκε πως η μητέρα της είχε πεθάνει στη γέννα. «Από μικρή ακόμα, ήξερα ότι η μητέρα μου έχει να μου πει κάτι τρομερά σημαντικό», είπε η Άιβι.

Για πρώτη φορά ο Μπίλι πρόσεξε ένα ρολόι τοίχου. Δεν είχε λεπτοδείκτη ούτε ωροδείκτη. «Αυτό το σπίτι ήταν πάντα τόσο ήσυχο», είπε η Άιβι. «Πολύ ήσυχο. Εδώ πέρα μαθαίνεις να ακούς». Ο Μπίλι αφουγκράστηκε. «Οι νεκροί έχουν πολλά να μας πουν», πρόσθεσε η Αιβι. Το κοράκι κοίταξε την κυρά του με μάτια σαν από γυαλισμένο ανθρακίτη. «Ο τοίχος εδώ είναι πιο λεπτός», είπε η κοπέλα. «Ο τοίχος που χωρίζει τους δύο κόσμους. Ένα πνεύμα θα μπορούσε να μιλήσει και να ακουστεί, αν το ήθελε πάρα πολύ». Έσπρωξε στην άκρη τα τσόφλια και έριξε τους καθαρισμένους καρπούς στο μπολ, με μια συμφωνία εξαιρετικά σιγανών ήχων, πιο σιγανών κι από τα παγάκια που έλιωναν στο ποτήρι με το τσάι. «Μερικές φορές τη νύχτα ή κάποιες ιδιαίτερα ήσυχες στιγμές το απόγευμα ή το σούρουπο, όταν ο ορίζοντας καταπίνει τον ήλιο και τον αναγκάζει να σωπάσει, καταλαβαίνω ότι με καλεί εκείνη. Σχεδόν μπορώ ν' ακούσω τη χροιά της φωνής της... αλλά όχι τα λόγια. Όχι ακόμα». Ο Μπίλι σκέφτηκε την Μπάρμπαρα, που μιλούσε μέσα από την άβυσσο του αφύσικου ύπνου της, προφέροντας λόγια ακατανόητα για τους άλλους, κι ωστόσο γεμάτα από αινιγματικά νοήματα για τον ίδιο. Ο Μπίλι έβρισκε την Άιβι Έλτζιν αλλόκοτη όσο και σαγηνευτική. Κι αν η αθωότητά της μερικές φορές φαινόταν να προσεγγίζει την απόλυτη αγνότητα, ο Μπίλι θύμιζε στον εαυτό του πως βαθιά στην καρδιά της, όπως στην καρδιά κάθε ανθρώπου, πρέπει να υπήρχε ένας χώρος όπου δεν έφτανε ποτέ το φως, όπου η γαλήνια σιωπή δεν μπορούσε να επιτευχθεί. Εντούτοις, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του απόψεις για τη ζωή και το θάνατο, και παρά τα οποιαδήποτε ρυπαρά κίνητρα είχε η Άιβι, αν πράγματι είχε κάποια, ο Μπίλι διαισθανόταν πως πίστευε ειλικρινά ότι η μητέρα της προσπαθούσε να της μιλήσει, ότι θα συνέχιζε να προσπαθεί και ότι στο τέλος θα το κατόρθωνε.

Το πιο σημαντικό ήταν ότι τον εντυπωσίαζε τόσο πολύ, όχι με βάση τη λογική αλλά με κριτήριο το υποσυνείδητο του, ώστε του ήταν αδύνατον να την κατατάξει στην κατηγορία των εκκεντρικών και να την απορρίψει. Σ' αυτό το σπίτι, ο τοίχος που χώριζε τους δύο κόσμους θα μπορούσε κάλλιστα να έχει φθαρεί και να έχει λεπτύνει από τα πολλά χρόνια της σιωπής. Οι προβλέψεις που έκανε μελετώντας τα νεκρά ζώα σπάνια ήταν σωστές. Η Άιβι το απέδιδε στην ανικανότητά της να διαβάσει τα σημάδια και θα αντέκρουε τους ισχυρισμούς ότι η μαντεία ήταν άχρηστη. Ο Μπίλι καταλάβαινε τώρα την επιμονή της. Αν κάποιος δεν μπορεί να διαβάσει το μέλλον από τα δεδομένα ενός νεκρού πλάσματος, τότε μπορεί επίσης να είναι αλήθεια ότι οι νεκροί δεν έχουν τίποτα να μας πουν και πως ένα παιδί που περιμένει να ακούσει τη φωνή της χαμένης μητέρας του ίσως να μην την ακούσει ποτέ, όσο κι αν αφουγκράζεται, όσο σιωπηλό και προσεκτικό κι αν είναι. Κι έτσι μελετούσε φωτογραφίες από οπόσουμ που τα είχε χτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο, ψόφια αλογάκια της Παναγίας, πουλιά πεσμένα από τον ουρανό. Περπατούσε αθόρυβα μέσα στο σπίτι της, καθάριζε αθόρυβα τα φιστίκια, μιλούσε σιγανά στο κοράκι ή δε μιλούσε καθόλου, και ώρες ώρες απλωνόταν γύρω της απόλυτη σιγαλιά. Μια τέτοια απόλυτη σιγή τους είχε τυλίξει τώρα, αλλά την έσπασε ο Μπίλι. Θέλοντας περισσότερο να δει την αντίδρασή της παρά να ακούσει την άποψή της, την κοίταξε πιο επίμονα απ' όσο την είχε κοιτάξει ποτέ το κοράκι και της είπε: «Μερικές φορές, οι ψυχοπαθείς δολοφόνοι κρατούν σουβενίρ από τα θύματά τους για να τα θυμούνται». Σαν να μην ήταν το σχόλιο του Μπίλι τίποτε περισσότερο από μια αναφορά στον ζεστό καιρό, η Αιβι σταμάτησε για να πιει μια γουλιά τσάι και μετά συνέχισε το ξεφλούδισμα των φιστικιών. Ο Μπίλι υποψιαζόταν πως τίποτα από όσα έλεγαν οι άλλοι δεν εξέπληττε την Άιβι, σαν να ήξερε πάντα τι θα έλεγαν προτού μιλήσουν.

«Ακουσα για μια περίπτωση», συνέχισε εκείνος, «που ένας κατά συρροήν δολοφόνος αφαίρεσε το πρόσωπο ενός θύματός του και το φύλαξε σε ένα βάζο με φορμαλδεΰδη». Η Άιβι μάζεψε τα τσόφλια από το τραπέζι και τα έβαλε στο σκουπιδοτενεκέ που ήταν δίπλα στην καρέκλα της. Δεν τα πέταξε, τα τοποθέτησε στον τενεκέ, έτσι ώστε να μην κροταλίσουν. Κοιτάζοντάς την, ο Μπίλι δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε ξανακούσει την ιστορία με τον τύπο που αφαίρεσε το πρόσωπο ή αν την άκουγε για πρώτη φορά. «Αν έβλεπες εκείνο το απρόσωπο κουφάρι, τι θα καταλάβαινες; Δεν εννοώ τι θα μάντευες για το μέλλον, αλλά τι συμπέρασμα θα έβγαζες για το δολοφόνο». «Θέατρο», απάντησε εκείνη χωρίς δισταγμό. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». «Του αρέσει το θέατρο». «Γιατί το λες αυτό;» «Του αρέσει το δραματικό στοιχείο που εμπεριέχει η αφαίρεση ενός προσώπου», απάντησε εκείνη. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς συνδέονται αυτά μεταξύ τους». Η Άιβι πήρε ένα κεράσι από το ρηχό πιάτο. «Το θέατρο είναι εξαπάτηση», είπε εκείνη. «Κανένας ηθοποιός δεν παίζει τον εαυτό του». «Μάλιστα», είπε απλώς ο Μπίλι, περιμένοντας να ακούσει κάτι ακόμα. «Σε κάθε ρόλο, ο ηθοποιός υιοθετεί μια ψεύτικη ταυτότητα». Η Άιβι έβαλε το κεράσι στο στόμα της. Ύστερα έφτυσε το κουκούτσι στην παλάμη της και κατάπιε τον καρπό. Μπορεί να ήθελε να δείξει μ' αυτό τον τρόπο πως το κουκούτσι ήταν η έσχατη πραγματικότητα του κερασιού, μπορεί και όχι, πάντως ο Μπίλι έτσι το ερμήνευσε. Έστρεψε ξανά τα μάτια της πάνω του. «Αυτός ο άνθρωπος δεν ήθελε το πρόσωπο επειδή ήταν πρόσωπο. Το ήθελε επειδή το έβλεπε σαν μάσκα». Τα όμορφα μάτια της δεν πρόδιδαν τα συναισθήματά της, αλλά ο Μπίλι ήταν σχεδόν σίγουρος ότι η διορατικότητά της δεν

της προκάλεσε την ανατριχίλα που προκάλεσε σ' εκείνον. Όταν περνάς τη ζωή σου προσπαθώντας ν' ακούσεις τις φωνές των πεθαμένων, μπορεί να μην ανατριχιάζεις εύκολα. «Εννοείς ότι μερικές φορές, όταν είναι μόνος και έχει την κατάλληλη διάθεση, βγάζει το πρόσωπο από το δοχείο και το φοράει;» «Μπορεί. Ή πάλι μπορεί να το ήθελε απλώς για να του θυμίζει ένα σημαντικό δράμα της ζωής του, μια αγαπημένη παράσταση». Παράσταση. Ήταν η λέξη που είχε χρησιμοποιήσει ο Ραλφ Κοτλ. Μπορεί η Άιβι να την είχε επαναλάβει σκόπιμα, μπορεί εντελώς αθώα. Ο Μπίλι δεν μπορούσε να καταλάβει. Συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια. «Μπίλι, εσύ πιστεύεις ότι κάθε πρόσωπο είναι μια μάσκα;» «Εσύ το πιστεύεις;» «Η κουφή γιαγιά μου είχε τα δικά της μυστικά, κι ας ήταν καλή και ενάρετη σαν αγία. Είχε τα δικά της αθώα, ακόμα και γοητευτικά μυστικά. Η μάσκα της ήταν σχεδόν διάφανη σαν γυαλί -ωστόσο φορούσε μάσκα». Ο Μπίλι δεν καταλάβαινε τι ήθελε να του πει, σε ποιο συμπέρασμα προσπαθούσε να τον οδηγήσει μ' αυτά που έλεγε. Ούτε πίστευε ότι αν τη ρωτούσε στα ίσια θα έπαιρνε μια ευθεία απάντηση. Αυτό δε σήμαινε απαραίτητα ότι προσπαθούσε να τον παραπλανήσει. Οι συζητήσεις της ήταν συχνά περισσότερο υπαινικτικές και λιγότερο άμεσες, όχι από πρόθεση αλλά λόγω του χαρακτήρα της. Ενώ όσα έλεγε ακούγονταν καθαρά σαν τον ήχο καμπάνας, μερικές φορές παρουσίαζαν δυσκολίες στην ερμηνεία τους. Συχνά η σιωπή της φαινόταν να λέει περισσότερα από τα λόγια της, όπως ήταν λογικό για μια κοπέλα που μεγάλωσε κοντά σε μια αξιαγάπητη κουφή γιαγιά. Αν την καταλάβαινε έστω και κατά το ήμισυ, η Άιβι δεν είχε την πρόθεση να τον ξεγελάσει. Αλλά τότε γιατί μόλις τώρα είχε

πει πως κάθε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένου του δικού της, ήταν μια μάσκα; Αν η Αιβι επισκεπτόταν την Μπάρμπαρα μόνο επειδή η Μπάρμπαρα της είχε φερθεί κάποτε ευγενικά, κι αν έπαιρνε φωτογραφίες νεκρών ζώων στο Γουίσπερινγκ Πάινς μόνο και μόνο επειδή τις κουβαλούσε παντού μαζί της, τότε η φωτογραφία του ψόφιου εντόμου δεν είχε σχέση με την παγίδα στην οποία είχε πέσει ο Μπίλι κι εκείνη δεν ήξερε τίποτα για τον μανιακό δολοφόνο. Σ' αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε να σηκωθεί και να φύγει, για να ασχοληθεί με τις επείγουσες δουλειές που τον περίμεναν. Παρ' όλ' αυτά, δε σηκώθηκε. Τα μάτια της είχαν στραφεί ξανά στα φιστίκια και τα χέρια της ξανάπιασαν την αθόρυβη, χρήσιμη ασχολία του ξεφλουδίσματος. «Η γιαγιά μου γεννήθηκε κουφή», είπε η Άιβι. «Δεν άκουσε ποτέ τους άλλους να μιλούν και δεν μπορούσε και η ίδια να μιλήσει». Παρακολουθώντας τα επιδέξια δάχτυλά της, ο Μπίλι υπέθεσε πως η Άιβι γέμιζε το χρόνο της με χρήσιμες ασχολίες -κηπουρική, συντήρηση και καθαριότητα του θαυμάσιου σπιτιού της, μαγείρεμα- και πως απέφευγε με κάθε τρόπο την τεμπελιά. «Δεν άκουσε επίσης ποτέ κάποιον να γελάει, αλλά ήξερε μια χαρά να γελάει. Είχε υπέροχο και μεταδοτικό γέλιο. Μέχρι που έγινα οχτώ χρονών, δεν την άκουσα ποτέ να κλαίει». Ο Μπίλι έβλεπε στην ψυχαναγκαστική εργατικότητα της Άιβι μια αντανάκλαση του εαυτού του και την κατανοούσε. Αν άφηνε κατά μέρος την αμφιβολία κατά πόσο μπορούσε να την εμπιστευτεί ή όχι, τη συμπαθούσε. «Όταν ήμουν πολύ πιο μικρή», είπε η Άιβι, «δεν καταλάβαινα ακριβώς τι σήμαινε ότι η μητέρα μου πέθανε στη γέννα. Νόμιζα ότι την είχα σκοτώσει εγώ με κάποιο τρόπο, ότι ήμουν υπεύθυνη για το θάνατο της». Στο παράθυρο, το κοράκι τέντωσε ξανά τα φτερά του, αθόρυβα όπως και προηγουμένως. «Ήμουν οχτώ χρονών όταν συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν

ένοχη», συνέχισε η Άιβι. «Όταν εξομολογήθηκα με νοήματα στη γιαγιά μου τη διαπίστωσή μου, την είδα να κλαίει για πρώτη φορά. Μπορεί να σου φανεί αστείο, αλλά υπέθετα πως το κλάμα της θα ήταν βουβό, μόνο δάκρυα και βουβοί σπασμοί. Αλλά οι λυγμοί της ήταν φυσιολογικοί όπως το γέλιο της. Σε ό,τι αφορούσε αυτούς τους δύο ήχους, δεν ήταν διαφορετική από τις γυναίκες που μπορούν να ακούν και να μιλούν. Ήταν μέλος της κοινότητάς τους». Ο Μπίλι πίστευε πάντα πως η Άιβι μάγευε τους άντρες με την ομορφιά και τον αισθησιασμό της, όμως η γοητεία της πήγαζε από κάπου πολύ πιο βαθιά. Κατάλαβε τι σκόπευε να της αποκαλύψει μόνο όταν άκουσε τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα του: «Όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών, πυροβόλησα τη μητέρα και τον πατέρα μου». «Το ξέρω», είπε εκείνη δίχως να σηκώσει το βλέμμα. «Πέθαναν». «Το ξέρω. Σκέφτηκες ποτέ πως κάποιος από τους δύο ίσως θέλει να σου μιλήσει μέσω του τοίχου;» «Όχι. Ποτέ. Και, μα το Θεό, ελπίζω να μην το κάνουν». Η Άιβι συνέχισε να αφαιρεί τα τσόφλια και αυτός να την κοιτάζει. «Πρέπει να φύγεις», του είπε σε λίγο. Με τον τρόπο που το είπε εννοούσε ότι μπορούσε να μείνει, αλλά ότι καταλάβαινε πως ο Μπίλι έπρεπε να φύγει. «Ναι», είπε εκείνος και σηκώθηκε. «ΠΕχεις μπλέξει, Μπίλι, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Μου λες ψέματα». «Ναυ>. «Αλλά δε θα πεις τίποτα περισσότερο». Ο Μπίλι δε μίλησε. «Ήρθες εδώ γυρεύοντας κάτι. Το βρήκες;» «Δεν είμαι βέβαιος». «Μερικές φορές, στην προσπάθεια να ακούσουμε έναν ανεπαίσθητο ήχο, χάνουμε άλλους, πολύ πιο δυνατούς», του είπε εκείνη.

ι

Ο Μπίλι σκέφτηκε τα λόγια της για μερικές στιγμές. «Θα με ξεπροβοδίσεις;» «Ξέρεις το δρόμο». «Καλύτερα να κλειδώσεις όταν φύγω». «Η πόρτα μανταλώνει μόλις την κλείσεις». «Δε φτάνει αυτό. Θα έπρεπε να κλειδώνεις και να κλείνεις τα παράθυρα προτού σκοτεινιάσει». «Δε φοβάμαι τίποτα», του είπε. «Ποτέ δε φοβήθηκα». «Εγώ πάντα φοβόμουν». «Το ξέρω», είπε η Άιβι. «Επί είκοσι χρόνια». Καθώς πήγαινε προς την έξοδο, ο Μπίλι φρόνησε να κάνει λιγότερο θόρυβο στο παρκέ απ' όσο έκανε όταν έμπαινε. Έκλεισε την εξώπορτα, έλεγξε αν έπιασε το μάνταλο και κατέβηκε στο σκιασμένο μονοπάτι που οδηγούσε στο δρόμο, αφήνοντας την Άιβι Έλτζιν με το τσάι και τα φιστίκια της και το άγρυπνο κοράκι πίσω της, μέσα στη σιγαλιά της κουζίνας όπου το ρολόι δεν είχε δείκτες.

Κεφάλαιο 4 4

Ο ΣΤΙΒ ΖΙΛΙΣ ΝΟΙΚΙΑΖΕ ένα μονώροφο σπίτι χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ρυθμό, σε ένα δρόμο όπου η φιλοσοφία που συνέδεε τους γείτονες ήταν η παραμέληση της ιδιοκτησίας τους. Το μόνο καλοδιατηρημένο οίκημα ήταν το αμέσως επόμενο από το σπίτι του Ζίλις, προς τα βόρεια. Εκεί ζούσε η φιλενάδα του Τζάκι Ο'Χάρα, η Σίλια Ρέινολντς. Η Σίλια ισχυριζόταν ότι είχε δει τον Ζίλις να τεμαχίζει με μανία στην πίσω αυλή του καρέκλες, καρπούζια και κούκλες βιτρίνας. Το γκαράζ βρισκόταν στη νότια πλευρά του σπιτιού και αποτελούσε ξεχωριστό κτίσμα. Δε φαινόταν από το σπίτι της Σίλια Ρέινολντς. Ο Μπίλι κοίταζε κάθε τόσο από τον πλαϊνό καθρέφτη του αυτοκινήτου του και όταν βεβαιώθηκε ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς πάρκαρε με τόλμη στο ιδιωτικό δρομάκι του Ζίλις. Στη νότια πλευρά, ανάμεσα στο σπίτι του Ζίλις και το γειτονικό, υψωνόταν ένας τοίχος δυόμισι μέτρων και παράλληλα με τον τοίχο μια σειρά από ευκάλυπτοι έκρυβαν εντελώς τη θέα από το διπλανό οίκημα. Όταν ο Μπίλι κατέβηκε από το Εξπλόρερ, η μόνη μεταμφίεσή του ήταν ένα μπλε κασκέτο του μπέιζμπολ, κατεβασμένο χαμηλά στο μέτωπο. Η εργαλειοθήκη που κουβαλούσε μαζί του δικαιολογούσε την παρουσία του. Ένας άντρας με εργαλειοθήκη που βαδίζει με αποφασιστικότητα είναι προφανώς κάποιος τεχνίτης και δεν προκαλεί υποψίες.

Όντας μπάρμαν, ο Μπίλι ήταν πολύ γνωστός σε ορισμένους κύκλους, αλλά δε θα έμενε για πολλή ώρα εκεί έξω. Προχώρησε ανάμεσα από τους ευωδιαστούς ευκαλύπτους προς το γκαράζ. Όπως ήλπιζε, βρήκε μια πλαϊνή πόρτα στο ύψος ενός μέσου ανθρώπου. Δεδομένου ότι το σπίτι ήταν παραμελημένο και το ενοίκιο φτηνό, η είσοδος είχε μια απλή κλειδαριά. Δεν υπήρχε κλειδαριά ασφαλείας. Ο Μπίλι χρησιμοποίησε την πλαστικοποιημένη άδειά του οδήγησης για να παραβιάσει την κλειδαριά. Μετέφερε την εργαλειοθήκη μέσα στο ζεστό γκαράζ και άναψε το φως. Στη διαδρομή από το Γουίσπερινγκ Πάινς προς το σπίτι της Άιβι Έλτζιν, είχε περάσει έξω από το μπαρ. Το αυτοκίνητο του Στιβ ήταν παρκαρισμένο στο χώρο στάθμευσης του μαγαζιού. Ο Ζίλις ζούσε μόνος. Ο Μπίλι μπορούσε να ψάξει ελεύθερα. Άνοιξε την πόρτα του γκαράζ, έβαλε μέσα το SUV και την ξανάκλεισε. Οι κινήσεις του ήταν αργές, σαν να μη βιαζόταν να χωθεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Τετάρτη βράδυ είχε συνήθως πολλή δουλειά στο μπαρ. Ο Στιβ δε θα επέστρεφε πριν από τις δύο τα ξημερώματα. Παρ' όλ' αυτά, ο Μπίλι δεν είχε στη διάθεσή του εφτά ώρες για να ερευνήσει το σπίτι. Κάπου αλλού, δύο πτώματα πασπαλισμένα με ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον του τον περίμεναν για να τα εξαφανίσει προτού χαράξει. Το γκαράζ ήταν γεμάτο αράχνες και σκόνη, αλλά δεν είχε πράγματα. Ο Μπίλι έψαξε για κάποιο κρυμμένο κλειδί με το οποίο θα έμπαινε στο σπίτι, αλλά δε βρήκε παρά ιστούς αράχνης. Δεν ήθελε να αφήσει ίχνη διάρρηξης, αλλά η παραβίαση μιας κλειδαριάς δεν είναι τόσο εύκολη όσο δείχνουν οι κινηματογραφικές ταινίες. Το ίδιο ισχύει για το ξελόγιασμα μιας γυναίκας, για τη δολοφονία ενός άντρα και για ένα σωρό άλλα πράγματα. Έχοντας αντικαταστήσει τις παλιές κλειδαριές του σπιτιού του με καινούριες, ο Μπίλι δεν είχε μάθει μόνο να κάνει σωστά τη δουλειά αλλά και πόσο συχνά γινόταν από κάποιους λανθασμένα. Υπολόγιζε ότι κι εδώ η τοποθέτηση θα είχε γίνει πρόχειρα -και δεν έπεσε έξω.

Ίσως η πόρτα είχε τοποθετηθεί ανάποδα. Αντί να την ξανακρεμάσουν για να ταιριάζει με την κλειδαριά, είχαν εγκαταστήσει την κλειδαριά ανάποδα, με την εσωτερική πλευρά να κοιτάζει προς το γκαράζ. Αντί να προστατεύεται η κλειδαριά με πρεσαριστή πλάκα, του είχαν κάνει τη χάρη να τοποθετήσουν μια απλή πλάκα με δύο βίδες. Ο αφαλός είχε μια ασφάλεια για να μπορεί να αφαιρεθεί η κλειδαριά. Ο Μπίλι άνοιξε την πόρτα σε λιγότερο χρόνο από εκείνον που σπατάλησε ψάχνοντας για κλειδί. Προτού μπει στο σπίτι, έβαλε την κλειδαριά στη θέση της. Έσβησε όλα τα ίχνη της παρουσίας του και σκούπισε τα δακτυλικά αποτυπώματα από την πόρτα. Έβαλε ξανά τα εργαλεία στη θήκη και πήρε από μέσα το περίστροφο του. Για να διευκολύνει τις κινήσεις του σε περίπτωση που χρειαζόταν να φύγει βιαστικά, έβαλε την εργαλειοθήκη στο Εξπλόρερ. Εκτός από τα εργαλεία, είχε φέρει ένα κουτί με ελαστικά γάντια μιας χρήσης. Φόρεσε ένα ζευγάρι. Τώρα, έχοντας μπροστά του μία ώρα μέχρι να σκοτεινιάσει, άρχισε να επιθεωρεί ένα ένα τα δωμάτια, ανάβοντας λάμπες και φώτα οροφής. Η αποθηκούλα είχε πολλά άδεια ράφια. Οι προμήθειες του Στιβ ήταν οι συνηθισμένες ενός εργένη: κονσερβαρισμένες σούπες, κονσερβαρισμένα φαγητά, πατατάκια τσιπς, τσιπς καλαμποκιού, γαριδάκια. Τα άπλυτα πιάτα και τα κατσαρολικά που στοιβάζονταν στο νεροχύτη ξεπερνούσαν σε αριθμό αυτά που υπήρχαν στα ντουλάπια, τα οποία στην πλειοψηφία τους ήταν άδεια. Σε ένα συρτάρι, βρήκε εφεδρικά κλειδιά αυτοκινήτου αλλά και κλειδαριών ασφαλείας. Δοκίμασε μερικά στην πίσω πόρτα και βρήκε ένα που ταίριαζε. Το έχωσε στην τσέπη του και ξανάβαλε τα υπόλοιπα στο συρτάρι. Ο Στιβ Ζίλις απεχθανόταν τα έπιπλα. Στην κουζίνα, η μοναδική καρέκλα ήταν διαφορετική από το σημαδεμένο τραπέζι από φορμάκια.

Στο σαλόνι υπήρχαν ένας καναπές με εξογκώματα, ένα πουφ με σκασμένο δέρμα και μια τηλεόραση με συσκευή προβολής DVD πάνω σε μια βάση με ρόδες. Στο δάπεδο στοιβάζονταν περιοδικά και δίπλα τους ήταν πεταμένο ένα ζευγάρι βρόμικες κάλτσες. Με εξαίρεση την απουσία πόστερ, το ντεκόρ θύμιζε κοιτώνα φοιτητικής εστίας. Η παρατεινόμενη εφηβεία είναι θλιβερή αλλά όχι αξιόποινη. Αν ποτέ επισκεπτόταν αυτό το σπίτι μια γυναίκα, σίγουρα δε θα το επιχειρούσε δεύτερη φορά -ούτε θα έμενε εκεί το βράδυ. Η ικανότητα να δένεις κόμπους τα κοτσάνια των κερασιών με τη γλώσσα σου δε φτάνει για να εξασφαλίσεις ένα φλογερό έρωτα. Η δεύτερη κρεβατοκάμαρα ήταν χωρίς έπιπλα και περιείχε μόνο τέσσερις κούκλες βιτρίνας. Ήταν όλες θηλυκού γένους, γυμνές και φαλακρές. Οι τρεις από αυτές είχαν υποστεί αλλαγές. Η μία ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο δάπεδο, στο κέντρο του δωματίου. Κρατούσε δύο μαχαίρια κουζίνας. Τα μαχαίρια ήταν χωμένα στο λαιμό της, σαν να είχε αυτομαχαιρωθεί διπλά. Ανάμεσα στα πόδια ήταν σκαμμένη μια τρύπα. Ανάμεσα στα πόδια επίσης υπήρχε μια μυτερή ράβδος κομμένη από σιδερένιο φράχτη. Η αιχμηρή άκρη της ράβδου ήταν χωμένη στον άγαρμπα σχηματισμένο κόλπο. Αντί για πέλματα, η κούκλα είχε άλλο ένα ζευγάρι χέρια στην άκρη των ποδιών. Και τα δύο πόδια ήταν λυγισμένα, ώστε να επιτρέπουν στα επιπρόσθετα χέρια να κρατούν τη σιδερένια ράβδο. Ένα τρίτο ζευγάρι χέρια αναδυόταν από τα στήθη. Χούφτωναν τον αέρα ψάχνοντας ανυπόμονα, λες και η κούκλα ήταν ακόρεστη.

Κεφάλαιο 4 5

ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΣΠΓΠΑ, αν μπορούσε κανείς να ψάξει με την ησυχία του, θα ανακάλυπτε ίσως μυστικά που σχετίζονται με διάφορες διαστροφές. Δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες κούκλες είχαν υποστεί επεμβάσεις που απαιτούσαν χρόνο και κόπο, πιθανότατα αντιπροσώπευαν κάτι περισσότερο από αυτό. Το θέαμα που παρουσίαζαν δεν ήταν έκφραση επιθυμίας, αλλά ενός ακόρεστου πόθου, μιας σαρκοβόρας ανάγκης που ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί πλήρως. Μια δεύτερη κούκλα καθόταν με την πλάτη στον τοίχο και τα πόδια ανοιχτά. Τα μάτια της ήταν βγαλμένα. Στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί δόντια. Θα πρέπει να ήταν δόντια ζώου, πιθανότατα ερπετού και πιθανότατα αληθινού. Δόντια γαμψά και μυτεροί κοπτήρες. Κάθε δόντι ήταν κολλημένο με επιμέλεια στα χείλη της κόγχης. Η κάθε συστάδα φαινόταν σαν να είχε σχεδιαστεί σχολαστικά με τρόπο ανατριχιαστικό. Το στόμα ήταν κομμένο και στη θέση του είχε ανοιχτεί μια φαρδιά τρύπα, γεμάτη με απαίσια, διόλου ανθρώπινα δόντια. Τα αυτιά είχαν επίσης δόντια, σαν πέταλα εντομοφάγου φυτού. Δόντια ξεπρόβαλλαν από τις θηλές και από τον αφαλό. Ένας σκαλισμένος κόλπος περιείχε περισσότερα γαμψά δόντια από τις υπόλοιπες οπές. Αυτή η μακάβρια μορφή ίσως αντιπροσώπευε το φόβο για τη γυναικεία (ρύση που όλα τα καταβροχθίζει ή τη γυναίκα που α-

φανίζεται από την ίδια της την πείνα. Ο Μπίλι δεν ήξερε την απάντηση, ούτε ήθελε να τη μάθει. Ήθελε μονάχα να φύγει από εκεί μέσα. Είχε δει αρκετά. Παρ' όλ' αυτά, συνέχισε να κοιτάζει. Η τρίτη κούκλα καθόταν επίσης με την πλάτη στον τοίχο. Τα χέρια της ακουμπούσαν στους μηρούς κρατώντας ένα μπολ. Το μπολ ήταν στην πραγματικότητα το πάνω κομμάτι του κρανίου της, το οποίο είχε κοπεί με πριόνι. Μέσα στο μπολ υπήρχαν φωτογραφίες αντρικών γεννητικών οργάνων. Χωρίς να τις αγγίξει, ο Μπίλι κατάλαβε ότι όλες έδειχναν το γεννητικά όργανα του ίδιου ατόμου. Ένα πλήθος από ανάλογες φωτογραφίες έβγαιναν από το ανοιχτό κρανίο της κούκλας. Κι ακόμα περισσότερες από το στόμα της. Προφανώς ο Στιβ Ζίλις είχε περάσει πολλές ώρες τραβώντας φωτογραφίες τον εαυτό του από διάφορες γωνίες, σε διάφορες φάσεις στύσης. Τα ελαστικά γάντια του Μπίλι, πέρα από το γεγονός ότι του επέτρεπαν να μην αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα, εξυπηρετούσαν και έναν επιπλέον σκοπό. Χωρίς αυτά, θα του ερχόταν εμετός αν χρειαζόταν να αγγίξει πόμολα, διακόπτες του ηλεκτρικού και οτιδήποτε άλλο μέσα στο σπίτι. Η τέταρτη κούκλα δεν είχε ακόμα ακρωτηριαστεί. Μάλλον ο Ζίλις δεν έβλεπε την ώρα να της ριχτεί. Όση ώρα δούλευε στο μπαρ γεμίζοντας τα ποτήρια με μπίρα, λέγοντας ανέκδοτα, κάνοντας τα ταχυδακτυλουργικά του κόλπα, αυτές οι σκέψεις κρύβονταν πίσω από το ακτινοβόλο χαμόγελό του. Η κρεβατοκάμαρά του ήταν εξίσου λιτά επιπλωμένη με το υπόλοιπο σπίτι. Ένα κρεβάτι, ένα κομοδίνο, ένα πορτατίφ, ένα ρολόι. Στους τοίχους δεν κρέμονταν πίνακες κι ολόγυρα δεν υπήρχαν προσωπικά αντικείμενα ή αναμνηστικά. Τα σεντόνια ήταν ανάκατα. Ένα μαξιλάρι βρισκόταν στο πάτωμα. Σε μια γωνιά του δωματίου ήταν πεταμένα βρόμικα ρούχα. Τσαλακωμένα πουκάμισα, μια χακί στολή, παντελόνια τζιν και

βρόμικα εσώρουχα σχημάτιζαν ένα βουναλάκι, εκεί όπου τα είχε πετάξει ο Στιβ. Μια έρευνα στην κάμαρα και στην ντουλάπα οδήγησε σε μια ακόμα συνταρακτική ανακάλυψη. Κάτω από το κρεβάτι υπήρχε μια ντουζίνα πορνογραφικά βίντεο, τα καλύμματα των οποίων απεικόνιζαν γυναίκες με χειροπέδες, αλυσοδεμένες, άλλες φιμωμένες, άλλες με δεμένα μάτια, γυναίκες τρομοκρατημένες που τις απειλούσαν σαδιστές άντρες. Τα βίντεο δεν ήταν ερασιτεχνικά. Ήταν επαγγελματικές συσκευασίες και πιθανότατα πουλιούνταν σε όλα τα καταστήματα με βιντεοταινίες για ενηλίκους ή στο Διαδίκτυο. Ο Μπίλι τα έβαλε ξανά εκεί που τα είχε βρει και συλλογίστηκε αν όσα είχε ανακαλύψει αποτελούσαν βάσιμο λόγο να καλέσει την αστυνομία. Όχι. Ούτε οι κούκλες ούτε οι βιντεοταινίες αποδείκνυαν πως ο Στιβ Ζίλις είχε βλάψει ζωντανό ανθρώπινο πλάσμα. Έδειχναν μόνο ότι είχε αρρωστημένη και δραστήρια φανταστική ζωή. Στο μεταξύ, στο σπίτι του Μπίλι, πίσω από τον καναπέ, ήταν κρυμμένος ένας νεκρός άντρας τυλιγμένος σε πλαστικό κάλυμμα. Αν ο Μπίλι κρινόταν ύποπτος για τη δολοφονία της Ζιζέλ Γουίνσλοου στη Νάπα ή αν βρισκόταν το πτώμα του Λάνι Όλσεν και η αστυνομία τον έκρινε ύποπτο, στην καλύτερη περίπτωση θα τον έθεταν υπό παρακολούθηση. Θα έχανε την ελευθερία κινήσεων. Αν έβρισκαν το πτώμα του Κοτλ, θα τον συλλάμβαναν. Κανένας δε θα καταλάβαινε ούτε θα πίστευε ότι η Μπάρμπαρα διέτρεχε κίνδυνο. Η αστυνομία δε θα έπαιρνε τις προειδοποιήσεις του στα σοβαρά. Όταν είσαι βασικός ύποπτος, η αστυνομία θέλει να ακούσει αυτό που περιμένει να ακούσει από σένα, δηλαδή την ομολογία σου. Ο Μπίλι ήξερε πώς δουλεύει το σύστημα. Το ήξερε πάρα πολύ καλά. Κατά τη διάρκεια των είκοσι τεσσάρων ωρών ή των σαράντα οχτώ ωρών -ή της εβδομάδας, του μήνα, του χρόνου- που θα χρειαζόταν για να αποδείξει την αθωότητά του, αν κατόρθω-

νε τελικά να την αποδείξει, η Μπάρμπαρα θα ήταν ευάλωτη, δίχως φύλακα. Είχε αναγκαστεί να κάνει βουτιά στα βαθιά. Ο μόνος που μπορούσε να τον βοηθήσει τώρα ήταν ο ίδιος ο εαυτός του. Αν έβρισκε εκεί μέσα ένα δοχείο με φορμαλδεΰδη ή κάποιο άλλο ανατριχιαστικό σουβενίρ, ίσως κατάφερνε να πείσει τις Αρχές για την ενοχή του Ζίλις. Τίποτα λιγότερο δε θα τους έπειθε. Όπως τα περισσότερα σπίτια της Καλιφόρνιας, ούτε αυτό είχε υπόγειο. Διέθετε ωστόσο σοφίτα. Στο ταβάνι του διαδρόμου υπήρχε ένα πορτάκι καταπακτής από το οποίο κρεμόταν μια χειρολαβή. Όταν ο Μπίλι τράβηξε το πορτάκι, από την πίσω πλευρά του ξεδιπλώθηκε μια πτυσσόμενη σκάλα. Άκουσε κάτι πίσω του. Είδε νοερά μια κούκλα με δόντια στις κόγχες των ματιών να πλησιάζει προς το μέρος του. Γύρισε απότομα αδράχνοντας το όπλο κάτω από τη ζώνη του. Κανείς. Μάλλον θα είχε ακούσει κάποιο τρίξιμο, όπως συμβαίνει με τα παλιά σπίτια. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, βρήκε στο κούφωμα ένα διακόπτη. Δύο γυμνοί γλόμποι, σκεπασμένοι από σκόνη, φώτισαν αχνά τον άδειο χώρο κάτω από τα δοκάρια της σκεπής. Το μόνο που υπήρχε ήταν η μυρωδιά του σαπισμένου ξύλου. Ήταν φανερό πως ο μανιακός ήταν αρκετά πανούργος ώστε να φυλάξει αλλού τα ενοχοποιητικά σουβενίρ του. Ο Μπίλι υποψιαζόταν πως ο Ζίλις έμενε σ' αυτό το νοικιασμένο σπίτι, αλλά δε ζούσε στ' αλήθεια εκεί. Τα λιγοστά έπιπλα και η απουσία διακοσμητικών αντικειμένων έδιναν την εντύπωση ενός ενδιάμεσου σταθμού. Ο Στιβ Ζίλις δεν είχε ρίζες εκεί μέσα. Ήταν απλώς περαστικός. Δούλευε στο μαγαζί πέντε μήνες. Πού βρισκόταν στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Ντένβερ, πριν πεντέμισι χρόνια, την εποχή που είχε εξαφανιστεί η Τζούντιθ Κέσελμαν, μέχρι την εγκατάσταση του σ' αυτό το σπίτι; Στο Διαδίκτυο, το όνομά του είχε συνδεθεί μόνο με μία εξαφάνιση και όχι με κάποιο φόνο. Αντίθετα, αν έψαχνε κανείς το

όνομα του Μπίλι στο Google, τα αποτελέσματα δε θα τον έδειχναν τόσο καθαρό. Αλλά αν ο Μπίλι είχε στη διάθεσή του έναν κατάλογο με τα μέρη όπου είχε ζήσει προσωρινά ο Στιβ Ζίλις κι αν αναζητούσε πληροφορίες για φόνους και εξαφανίσεις σ' αυτές τις συγκεκριμένες περιοχές, ίσως η αλήθεια να ήταν διαφορετική. Οι πιο πετυχημένοι κατά συρροήν δολοφόνοι ήταν οι περιπλανώμενοι απόκληροι, αυτοί που ασκούσαν την εγκληματική τους δράση σε τόπους απομακρυσμένους μεταξύ τους. Όταν τα μέρη όπου σημειώνονται ομαδικές δολοφονίες τα χωρίζουν εκατοντάδες χιλιόμετρα και συγκρούσεις δικαιοδοσίας, οι πιθανότητες να συσχετιστούν οι φόνοι μεταξύ τους είναι λιγότερες. Διακριτικά σημεία σε ένα τοπίο που είναι ορατά από αεροπλάνο σπάνια μπορεί να τα διακρίνει κάποιος πεζός. Ένας περιπλανώμενος μπάρμαν που ξέρει καλά τις δοσολογίες, που είναι εξωστρεφής και ξέρει να γοητεύει τους πελάτες, εύκολα πιάνει δουλειά οπουδήποτε. Αν ζητήσει δουλειά στο κατάλληλο μέρος, δε θα χρειαστεί καν να δώσει συστάσεις από προηγούμενους εργοδότες. Θα του ζητήσουν μόνο την κάρτα κοινωνικής ασφάλισης ή την άδεια οδήγησης και μια βεβαίωση από την επιτροπή ελέγχου οινοπνευματωδών. Ο Τζάκι Ο'Χάρα, όπως όλοι οι όμοιοι του, δε συνήθιζε να επικοινωνεί με τους πρώην εργοδότες των υποψήφιων υπαλλήλων του. Προσλάμβανε προσωπικό ακολουθώντας το ένστικτο του. Ο Μπίλι έσβησε τα φώτα και βγήκε. Με το εφεδρικό κλειδί κλείδωσε την πόρτα βγαίνοντας και το ξανάβαλε στην τσέπη του, επειδή σκόπευε να επιστρέψει.

Κεφάλαιο 4 6

Ο ΗΛΙΟΣ ΠΟΥ ΞΕΨΥΧΟΥΣΕ έχυνε το σκληρό, ματωμένο φως του πάνω στην τρισδιάστατη ξύλινη κατασκευή απέναντι από το μπαρ. Την ώρα που ο Μπίλι προσπερνούσε με το αμάξι του πηγαίνοντας προς το σπίτι του για να πάρει το πτώμα του Κοτλ, το λαμπυρίζον κατασκεύασμα τράβηξε την προσοχή του. Τον απορρόφησε σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκε να σταματήσει στην άκρη του δρόμου. Έξω από τη μεγάλη κίτρινη και κόκκινη τέντα όπου οι καλλιτέχνες και οι τεχνίτες του έργου γευμάτιζαν τακτικά ή συμμετείχαν σε συσκέψεις και όπου διοργανώνονταν δεξιώσεις προς τιμήν διαφόρων επιφανών εκπροσώπων της τέχνης και του ακαδημαϊκού κόσμου, συγκεντρώνονταν τώρα για να θαυμάσουν το πρόσκαιρο έργο της φύσης. Παρκαρισμένο κοντά στη σκηνή, δέσποζε το γιγάντιο κίτρινο και κόκκινο αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, φτιαγμένο σε σασί λεωφορείου και με το όνομα Βέιλις γραμμένο πάνω του. Στις χρωμιωμένες και ατσάλινες επιφάνειες του, η αντανάκλαση του ήλιου σχημάτιζε μια αδρανή πυρκαγιά. Τα φιμέ τζάμια έδιναν επίσης την εντύπωση ότι φλέγονταν, εκπέμποντας μια μουντή βαθυκόκκινη, χαλκόχρωμη λάμψη. Αυτό που σταμάτησε τον Μπίλι δεν ήταν η γιορτινή τέντα ούτε το τροχόσπιτο του ροκ σταρ ούτε οι γοητευτικοί καλλιτέχνες και τεχνίτες που απολάμβαναν τα παιχνιδίσματα του ηλιοβασιλέματος. Αρχικά θα έλεγε ότι αυτό που τράβηξε πρώτο την προσοχή του και τον σταμάτησε ήταν η χρυσοπόρφυρη λάμψη του θεά-

ματος. Αλλά αυτή η προσωπική ανάλυση της αντίδρασής του απείχε πολύ από την αλήθεια. Η κατασκευή είχε ανοιχτό γκρίζο χρώμα, αλλά η αντανάκλαση του έντονου ήλιου άστραφτε πάνω στη γυαλιστερή μπογιά. Αυτή η αστραφτερή γυαλάδα και η ζέστη που λαμπύρισε στον αέρα καθώς εκπεμπόταν από τις καυτές ζωγραφισμένες επιφάνειες δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση πως η τοιχογραφία φλεγόταν. Και προς στιγμήν αυτό φαινόταν να ώθησε τον Μπίλι να σταματήσει στην άκρη του δρόμου: αυτό το προφητικό θέαμα της γυαλιστερής κατασκευής, που πράγματι θα κατεδαφιζόταν μετά την ολοκλήρωσή της. Ήταν ένα αλλόκοτο προμήνυμα, δημιουργημένο από το φως του καλοκαιριού και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες. Η εικόνα της μελλοντικής φωτιάς. Στο γκρίζο φόντο γύρω από τις φανταστικές φλόγες διακρίνονταν τώρα ακόμα και οι τελευταίες στάχτες. Καθώς η ένταση αυτού του πυροτεχνήματος δυνάμωσε με τη διάθλαση των τελευταίων ακτίνων του ήλιου, ο Μπίλι συνειδητοποίησε την αληθινή αιτία της υπνωτιστικής δύναμης που άσκησε πάνω του η σκηνή. Αυτό που τον καθήλωσε ήταν η τεράστια φιγούρα που ήταν παγιδευμένη στη ζωγραφισμένη μηχανή, ο άνθρωπος που πάλευε να επιβιώσει ανάμεσα στους γιγάντιους τροχούς, τα κοφτερά γρανάζια, τα πιστόνια που ανεβοκατέβαιναν. Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων που στηνόταν η κατασκευή, καθώς διαμορφωνόταν η τοιχογραφία, ο άνθρωπος έδειχνε πάντα παγιδευμένος από τη μηχανή, ακριβώς όπως το ήθελε ο καλλιτέχνης. Ήταν θύμα δυνάμεων πιο ισχυρών από εκείνον. Τώρα, χάρη στην ιδιόμορφη γοητεία του ηλιοβασιλέματος, ο άνθρωπος δεν έμοιαζε να καίγεται όπως τα σχήματα της μηχανής γύρω του. Ήταν όντως πιο φωτεινός, αλλά με τρόπο μοναδικό, φωτεινός και γερός και δυνατός, εντελώς άθικτος, χωρίς να καταστρέφεται από τις φλόγες. Τίποτα στη φαντασμαγορική μηχανή δεν έδινε την αίσθηση

μηχανολογικής σχεδίασης. Ήταν μια απλή συναρμολόγηση συμβόλων μηχανών, χωρίς λειτουργικό σκοπό. Μια μηχανή χωρίς παραγωγική λειτουργία δεν έχει νόημα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε σαν φυλακή. Ο άνθρωπος μπορούσε να κατεβεί από τη μηχανή όποτε ήθελε. Δεν ήταν παγιδευμένος. Απλώς νόμιζε πως ήταν αιχμάλωτος, μια πεποίθηση που πήγαζε από την απελπισία και τη μεμψιμοιρία του, και επομένως ήταν εξίσου απατηλή. Ο άνθρωπος πρέπει να ξεφύγει από αυτό που δεν έχει νόημα, να βρει νόημα, και με αφετηρία αυτό το νόημα να βρει για τον εαυτό του ένα σημαντικό σκοπό. Ο Μπίλι Γουάιλς δεν ήταν άνθρωπος που πίστευε στη θεϊκή αποκάλυψη. Αντίθετα, σ' όλη του τη ζωή, γύριζε την πλάτη σ' αυτά τα πράγματα. Για κείνον η διαίσθηση και ο πόνος ήταν συνώνυμα. Ωστόσο, όλα αυτά τα αποδέχτηκε σαν αποκάλυψη και δεν το έβαλε στα πόδια. Αντίθετα, καθώς έβγαινε ξανά στο δρόμο και συνέχιζε την πορεία προς το σπίτι του μέσα στο σούρουπο, ανέβηκε μια νοερή σκάλα επιπτώσεων, έφτασε σε μια στροφή της σκάλας, συνέχισε να ανεβαίνει, και έφτασε σε μια ακόμα στροφή. Δεν μπορούσε να προβλέψει πώς θα επωφελούνταν από αυτή την αιφνίδια ενόραση. Ίσως δεν ήταν αρκετά ικανός για να καταφέρει κάτι σημαντικό, όμως ήξερε ότι κάτι θα έκανε. Φτάνοντας στο σπίτι κάτω από ένα μαβή ουρανό με μια μικρή, πιο φωτεινή πινελιά στα δυτικά, ο Μπίλι οδήγησε το αμάξι του στο πίσω μέρος του κήπου. Πάρκαρε με την όπισθεν κοντά στα σκαλοπάτια της βεράντας της κουζίνας, ώστε να γίνει ευκολότερα η φόρτωση του Ραλφ Κοτλ. Δε φαινόταν από το δρόμο ούτε από το πλησιέστερο γειτονικό σπίτι. Καθώς έβγαινε από το SUV, άκουσε την πρώτη κουκουβάγια της νύχτας. Μόνο οι κουκουβάγιες θα τον έβλεπαν -και τα αστέρια. Μπαίνοντας στο σπίτι, έβγαλε τη μικρή φορητή σκάλα από την αποθηκούλα και έλεγξε τη συσκευή εγγραφής μέσα στο

ντουλάπι πάνω από το φούρνο μικροκυμάτων. Την έβαλε να παίξει με γρήγορη ταχύτητα και διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια της απουσίας του δεν είχε μπει κανείς στο σπίτι, τουλάχιστον από την κουζίνα. Δεν περίμενε να δει κάποιον. Ο Στιβ Ζίλις δούλευε στο μπαρ. Έβαλε πάλι τη σκάλα στην αποθηκούλα και στη συνέχεια έσυρε το πτώμα του Κοτλ μέχρι την πίσω βεράντα και το κατέβασε από τα σκαλιά χρησιμοποιώντας τη λαβή του σκοινιού που είχε τυλίξει γύρω από το πτώμα. Η μεταφορά του Κοτλ στο πίσω μέρος του Εξπλόρερ απαίτησε μεγαλύτερη υπομονή και μυϊκή δύναμη από όσο είχε υπολογίσει ο Μπίλι. Κοίταξε τη σκοτεινή αυλή και πιο πέρα τη μαυρίλα του δάσους, τις στρατιές των δέντρων που έστεκαν φρουροί. Δεν είχε την αίσθηση πως τον παρακολουθούσαν. Αισθανόταν βαθύτατα μόνος. Κλείδωσε το σπίτι, παρ' όλο που ήξερε ότι δεν είχε νόημα, και οδήγησε το Εξπλόρερ στο γκαράζ. Στη θέα του πάγκου με τα εργαλεία και τα πριόνια, ένιωσε την παράλογη παρόρμηση να γυρίσει την πλάτη του στην κρίση που αντιμετώπιζε. Ήθελε να μυρίσει το φρεσκοκομμένο ξύλο, να απολαύσει την ικανοποίηση που δίνει μια καλά θηλυκωμένη ένωση. Τα τελευταία χρόνια είχε κατασκευάσει πάρα πολλά πράγματα για το σπίτι, για τον εαυτό του. Αν τώρα ήταν ανάγκη να φτιάξει κάτι για άλλους, με τι άλλο θα μπορούσε να ξεκινήσει πέρα από κάτι που ήταν απαραίτητο -φέρετρα; Η καριέρα του φερετροποιού ανοιγόταν μπροστά του. Με ύφος σκυθρωπό, φόρτωσε στο Εξπλόρερ άλλο ένα πλαστικό ύφασμα, μια κουλούρα χοντρό σκοινί, μονωτική ταινία, ένα φακό και μερικά ακόμα μικροπράγματα. Πάνω και γύρω από το τυλιγμένο πτώμα έριξε μερικές διπλωμένες κουβέρτες και δύο άδεια χαρτόκουτα για να συγκαλύψει το προδοτικό σχήμα του. Μπροστά του απλωνόταν μια μακριά νύχτα θανάτου και δουλειάς νεκροθάφτη, κι αυτό που φοβόταν δεν ήταν μόνο ο μα-

νιακός δολοφόνος αλλά και όσα έκρυβε το σκοτάδι που απλωνόταν μπροστά του. Το σκοτάδι ξυπνά στο μυαλό ατέλειωτους τρόμους, αλλά είναι αλήθεια -και ο Μπίλι άντλησε ελπίδα από τη σκέψη- ότι το σκοτάδι μάς θυμίζει επίσης το φως. Ανεξάρτητα από το τι τον περίμενε τις αμέσως επόμενες ώρες, πίστευε πως θα ξανάβλεπε το φως της μέρας.

Κεφάλαιο 4 7

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ ΥΠΝΟΥ με τη βοήθεια του Βικοντίν και της μπίρας Έλεφαντ δεν τον είχαν ξεκουράσει όσο χρειαζόταν. Είχαν περάσει πάνω από δώδεκα ώρες από τη στιγμή που σηκώθηκε από το κρεβάτι κι όλο αυτό το διάστημα ήταν διαρκώς σε κίνηση. Είχε ακόμα αποθέματα φυσικής αντοχής, αλλά τα γρανάζια του μυαλού του, που τόσες ώρες έτρεχαν, δε γύριζαν τώρα τόσο γρήγορα όσο πριν, τόσο γρήγορα όσο τα είχε ανάγκη να γυρίζουν. Σίγουρος ότι το Εξπλόρερ δεν πρόδιδε ότι ήταν νεκροφόρα, σταμάτησε έξω από ένα μίνι μάρκετ. Αγόρασε Ανασίν για τον πονοκέφαλο που ολοένα δυνάμωνε και ένα κουτάκι παστίλιες καφεΐνης Νόου-Ντοζ. Το πρωί είχε φάει δύο μάφιν και αργότερα ένα σάντουιτς με ζαμπόν. Του έλειπαν θερμίδες κι ένιωθε τα πόδια του να τρέμουν. Το μαγαζί είχε σάντουιτς μέσα σε αεροστεγή συσκευασία και φούρνο μικροκυμάτων για να τα ζεσταίνεις. Για κάποιο λόγο, στη σκέψη και μόνο του κρέατος το στομάχι του ανακατεύτηκε. Αγόρασε έξι σοκολάτες Χέρσεϊ για ζάχαρη, έξι μπάρες Πλάντερς με φιστίκια για πρωτεΐνη κιι ένα μπουκάλι Πέπσι για να πιει το Νόου-Ντοζ. «Γιορτάζουμε τον Άγιο Βαλεντίνο μέσα στον Ιούλιο και δεν το ξέρω;» είπε ο ταμίας βλέποντας όλα αυτά τα γλυκά. «Όχι, το Χαλοουίν», είπε ο Μπίλι. Κάθισε στο SUV και ήπιε το Ανασίν και το Νόου-Ντοζ. Στο κάθισμα του συνοδηγού βρισκόταν η εφημερίδα που είχε

αγοράσει στη Νάπα. Δεν είχε βρει ακόμα το χρόνο να διαβάσει το άρθρο για τη δολοφονία της Γουίνσλοου. Μέσα στην εφημερίδα είχε βάλει και τα άρθρα της Ντένβερ Ποστ που είχε κατεβάσει από τον υπολογιστή της βιβλιοθήκης. Τα άρθρα για την Τζούντιθ Κέσελμαν, που είχε εξαφανιστεί για πάντα. Τρώγοντας μια Χέρσεϊ και μια μπάρα Πλάντερς, διάβασε τα τυπωμένα άρθρα. Περιείχαν δηλώσεις πολιτών, μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας και αξιωματούχων της αστυνομίας. Με εξαίρεση την αστυνομία, οι υπόλοιποι εξέφραζαν την πεποίθησή τους ότι η Τζούντιθ θα βρισκόταν σώα και αβλαβής. Οι αστυνομικοί ήταν επιφυλακτικοί στις δηλώσεις τους. Σε αντίθεση με τους ακαδημαϊκούς, τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς, αυτοί απέφευγαν να λένε ανοησίες. Ήταν οι μόνοι που έδιναν την εντύπωση ότι ενδιαφέρονταν πραγματικά για την τύχη της κοπέλας. Επικεφαλής της έρευνας ήταν ο ντετέκτιβ Ράμζι Όζγκαρντ. Μερικοί συνάδελφοι του τον αποκαλούσαν Οζ. Τον καιρό της εξαφάνισης, ο Όζγκαρντ ήταν σαράντα τεσσάρων ετών. Μέχρι τότε, του είχε απονεμηθεί τρεις φορές εύφημη μνεία για την ανδρεία του. Στα πενήντα, πιθανότατα δούλευε ακόμα στην υπηρεσία, υπόθεση που ενισχυόταν από τη μοναδική προσωπική πληροφορία που αναφερόταν στα άρθρα. Στα τριάντα οχτώ του χρόνια, ο Ράμζι Όζγκαρντ είχε τραυματιστεί από σφαίρα στο αριστερό πόδι. Η υπηρεσία τού πρότεινε να συνταξιοδοτηθεί λόγω αναπηρίας. Εκείνος αρνήθηκε. Δεν κούτσαινε. Ο Μπίλι ήθελε να μιλήσει μαζί του. Για να το κάνει, ωστόσο, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αληθινό του όνομα ούτε το τηλέφωνό του. Καθώς τα γλυκά, η Πέπσι και το Νόου-Ντοζ άρχιζαν να λαδώνουν τα γρανάζια του μυαλού του, ο Μπίλι ξεκίνησε για το σπίτι του Λάνι Όλσεν. Δεν πάρκαρε στην εκκλησία για να συνεχίσει από εκεί με τα πόδια, όπως είχε κάνει την προηγούμενη φορά. Όταν έφτασε στο απομονωμένο σπίτι στο τέρμα του δρόμου, διέσχισε την α-

νηφορικη πίσω αυλή, προσπερνώντας το πεδίο βολής με τις θημωνιές όπου στερεώνονταν οι στόχοι. Το γρασίδι έδωσε τη θέση του στα αγριόχορτα, στους αγκαθωτούς θάμνους και στα αραιά χαμόδεντρα. Σιγά σιγά το έδαφος γινόταν ανώμαλο και ήταν γεμάτο πέτρες. Σταμάτησε στα δύο τρίτα της απόστασης από την κορυφή της πλαγιάς και τράβηξε χειρόφρενο. Θα μπορούσε να αφήσει τα φώτα του Εξπλόρερ αναμμένα για να βλέπει, αλλά βρισκόταν ψηλά στην πλαγιά του λόφου και μπορεί να ήταν ορατά από τις κατοικίες που γειτόνευαν με τον αγροτικό δρόμο. Φοβούμενος μήπως προσελκύσει την προσοχή και κεντρίσει την περιέργεια των περίοικων, έσβησε τα φώτα και τη μηχανή. Προχώρησε μερικά βήματα και με τη βοήθεια του φακού δεν άργησε να βρει το στόμιο της τρύπας, έξι μέτρα μακριά από το SUV. Πριν από την καλλιέργεια των αμπελώνων, πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, προτού οι πρόγονοι των Ινδιάνων της Αμερικής καταφτάσουν από την Ασία μέσω μιας λωρίδας ξηράς ή πάγου, αυτή η κοιλάδα είχε δημιουργηθεί από ηφαίστεια, που καθόρισαν το μέλλον της. Το παλιό οινοποιείο Ρόσι, που τώρα φιλοξενούσε τα κελάρια παλαίωσης της Χέιτζ, καθώς και άλλα κτίρια στην κοιλάδα ήταν κατασκευασμένα από πυρόλιθο, την ηφαιστειογενή μορφή του γρανίτη, που εξορυσσόταν από τα τοπικά λατομεία. Ο στρογγυλός λοφίσκος όπου δέσποζε το σπίτι των Όλσεν ήταν από βασάλτη, ένα ακόμα ηφαιστειογενές πέτρωμα, σκούρο και συμπαγές. Όταν μια ηφαιστειακή έκρηξη εκτονωθεί, μερικές φορές αφήνει πίσω της στοές από λάβα, μακριές σήραγγες που διασχίζουν το πετρώδες έδαφος της περιοχής. Ο Μπίλι δεν είχε πολλές γνώσεις ηφαιστειολογίας για να ξέρει αν το στόμιο σ' αυτόν το λοφίσκο οδηγούσε σε μια τέτοια σήραγγα ή ήταν μια ρωγμή απ' όπου είχαν εκτοξευτεί εύφλεκτα αέρια. Ήξερε, ωστόσο, πως το στόμιο είχε πλάτος γύρω στο ενάμισι μέτρο -και ακαταμέτρητο βάθος. Ο Μπίλι γνώριζε καλά την περιοχή, επειδή στα δεκατέσσερά

του χρόνια, όταν βρέθηκε μόνος, η Περλ Όλσεν τον πήρε στο σπίτι της. Η Περλ δεν τον φοβήθηκε ποτέ, όπως αρκετοί άλλοι. Καταλάβαινε πότε κάποιος έλεγε αλήθεια. Του άνοιξε τη στοργική καρδιά της και, παρά τον καρκίνο που την κατέτρωγε, τον ανέθρεψε σαν να ήταν δικό της παιδί. Τα δώδεκα χρόνια της διαφοράς σε ηλικία ανάμεσα στον Μπίλι και στον Λάνι τους εμπόδισαν να ζήσουν σαν αδέρφια, έστω κι αν βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη. Εκτός αυτού, ο Λάνι ήταν πάντα κλειστός χαρακτήρας και, όταν δεν είχε υπηρεσία στο Γραφείο του Σερίφη, απομονωνόταν και ζωγράφιζε τα καρτούν του. Πάντως η σχέση τους ήταν αρκετά φιλική και κάπου κάπου ο Λάνι έπαιζε το ρόλο του ευχάριστου επίτιμου θείου. Μια τέτοια μέρα, ο Λάνι είχε πάρει μαζί του τον Μπίλι για να υπολογίσουν το βάθος του στομίου. Αν και δεν έπαιζαν παιδιά στο θαμνώδες ύψωμα, η Περλ ανησυχούσε ακόμα και για την ασφάλεια κάποιου φανταστικού κοπρόσκυλου. Πριν από χρόνια, είχε βιδώσει στο πέτρινο χείλος του στομίου ένα ξύλινο καπάκι. Αφού αφαίρεσαν το καπάκι, ο Λάνι και ο Μπίλι άρχισαν την εξερεύνηση τους με ένα φακό της αστυνομίας που έπαιρνε ρεύμα από τη μηχανή ενός αγροτικού αυτοκινήτου. Η δέσμη φώτισε τα τοιχώματα σε βάθος εκατό μέτρων, όμως ο πυθμένας δε φαινόταν. Μετά το στόμιο, το άνοιγμα πλάταινε, φτάνοντας τα δυόμισι με τρία μέτρα. Τα τοιχώματα ήταν ανώμαλα και φάνταζαν αλλόκοτα. Έδεσαν ένα βαρίδι βάρους μισού κιλού στην άκρη ενός σκοινιού τυλιγμένου σε καρούλι και το κατέβασαν στο κέντρο της τρύπας, τεντώνοντας τα αυτιά τους για να ακούσουν τον ήχο του όταν θα έφτανε στον πυθμένα. Το σκοινί είχε μήκος τριακόσια μέτρα, αλλά αποδείχτηκε ανεπαρκές. Τελικά πέταξαν στην άβυσσο ατσάλινες μπίλιες από ρουλεμάν, μετρώντας το χρόνο μέχρι την πρώτη πρόσκρουση και χρησιμοποιώντας κανόνες της φυσικής για τον υπολογισμό της απόστασης. Καμιά μπίλια δεν ακούστηκε μέχρι τα τετρακόσια πενήντα περίπου μέτρα.

Ο πυθμένας δε βρισκόταν σ' αυτό το βάθος. Μετά από εκείνη τη μακριά κατακόρυφη πτώση, η σήραγγα προφανώς κατέβαινε ακόμα πιο βαθιά υπό γωνία, αλλάζοντας ενδεχομένως περισσότερες από μια φορά κατεύθυνση. Μετά τον αρχικό κρότο της πρώτης πρόσκρουσης, κάθε μπίλια συνέχισε να χτυπάει από τοίχωμα σε τοίχωμα, κι ο θόρυβός τους ολοένα ξεμάκραινε και γινόταν πιο αδύναμος, ώσπου στο τέλος έσβηνε, χωρίς ωστόσο να σταματήσει απότομα. Ο Μπίλι υπέθετε πως αυτός ο φτιαγμένος από λάβα αγωγός είχε μήκος πολλών χιλιομέτρων και περνούσε σε βάθος εκατοντάδων μέτρων κάτω από την επιφάνεια της κοιλάδας. Τώρα, κάτω από τη φωτεινή δέσμη του φακού, χρησιμοποίησε ένα κατσαβίδι μπαταρίας για να αφαιρέσει τις δώδεκα βίδες που στερέωναν το ξύλινο καπάκι που είχε αντικαταστήσει εκείνο που είχαν αφαιρέσει πριν από είκοσι χρόνια σχεδόν. Ύστερα έσπρωξε το καπάκι στο πλάι. Από την τρύπα δε βγήκε κανένα ρεύμα αέρα. Ο Μπίλι μύρισε μόνο μια ελαφριά οσμή καμένου άνθρακα, που σκέπαζε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά αλατιού και μια υποψία ασβέστη. Σφίγγοντας τα δόντια, κατέβασε με κόπο τον νεκρό από το Εξπλόρερ και τον έσυρε ως το άνοιγμα. Δεν ανησυχούσε για τα ίχνη που άφηνε στους θάμνους ούτε για τις ροδιές του Εξπλόρερ. Το χαλί της φύσης είναι ανθεκτικό. Μέσα σε λίγες μέρες, τα ίχνη θα είχαν καλυφθεί. Αν και ο νεκρός μπορεί να μην το ενέκρινε, δεδομένου ότι είχε υπάρξει μέλος της Εταιρείας Σκεπτικιστών, ο Μπίλι μουρμούρισε μια σύντομη προσευχή προτού ρίξει το πτώμα μέσα στην οπή. Πέφτοντας, ο Ραλφ Κοτλ έκανε πολύ περισσότερο θόρυβο από τις μπίλιες των ρουλεμάν. Οι πρώτες προσκρούσεις ακούστηκαν σαν κόκαλα που έσπαγαν. Μετά η ολισθηρή επιφάνεια του πλαστικού καλύμματος παρήγαγε έναν αλλόκοτο συριστικό θόρυβο, καθώς το τούνελ έστριβε και η τυλιγμένη μούμια κατευθυνόταν όλο και πιο γρήγορα προς τα βάθη, γλιστρώντας στα τοιχώματα του σωλήνα της λάβας σαν σφαίρα μέσα στην κάννη ενός όπλου.

Κεφάλαιο 4 8

Ο ΜΠΙΛΙ ΠΑΡΚΑΡΕ το Εξπλόρερ στην αυλή πίσω από το γκαράζ για να μη φαίνεται από το δρόμο, σε περίπτωση που κάποιος οδηγός χρησιμοποιούσε το αδιέξοδο για να κάνει στροφή. Ύστερα φόρεσε ένα ζευγάρι ελαστικά γάντια. Χρησιμοποιώντας το κλειδί που είχε πάρει από την κουφάλα του κορμού της κομμένης βελανιδιάς πριν από δεκαεννέα ώρες, μπήκε στο σπίτι από την πίσω πόρτα. Μαζί του είχε πάρει το πλαστικό ύφασμα, την κολλητική ταινία και το σκοινί. Και, φυσικά, το τριανταοχτάρι περίστροφο. Καθώς διέσχιζε το ισόγειο, άναβε τα φώτα. Τις Τετάρτες και τις Πέμπτες ο Λάνι είχε ρεπό, επομένως μπορεί να μην τον αναζητούσαν μέσα στις επόμενες τριάντα έξι ώρες. Αν όμως κάποιος φίλος περνούσε τυχαία να τον δει και, παρά τις φωταψίες, δεν του άνοιγε κανείς, τότε θα άρχιζαν τα προβλήματα. Ο Μπίλι σκόπευε να κάνει όσα είχε να κάνει όσο μπορούσε γρηγορότερα και φεύγοντας να σβήσει τα φώτα. Τα χέρια του καρτούν που έδειχναν το δρόμο προς το πτώμα ήταν ακόμα κολλημένα στους τοίχους. Θα τα αφαιρούσε αργότερα, όταν θα έσβηνε τα ίχνη. Αν το πτώμα του Λάνι ήταν φορτωμένο με ψεύτικα στοιχεία που ενοχοποιούσαν τον Μπίλι, όπως ήταν και της Ζιζέλ Γουίνσλοου σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Κοτλ, κανένα από αυτά δε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε δικαστήριο, αν ο Λάνι έμενε για πάντα θαμμένος ένα χιλιόμετρο -ίσως και περισσότερο- κάτω από τη γη.

Ο Μπίλι συνειδητοποίησε ότι, εξαφανίζοντας τα στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν, κατέστρεφε επίσης όσα ίχνη μπορεί να είχε αφήσει άθελά του ο δολοφόνος. Ο Μπίλι καθάριζε και για τους δύο. Η πανουργία με την οποία είχε στηθεί αυτή η παγίδα και οι πρώτες επιλογές του Μπίλι καθώς η παράσταση εκτυλισσόταν ουσιαστικά εξασφάλιζαν ότι θα έφτανε σ' αυτό το σταυροδρόμι και ότι θα ενεργούσε όπως ενεργούσε τώρα. Δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η Μπάρμπαρα. Έπρεπε να μείνει ελεύθερος ώστε να την προστατέψει, γιατί δεν υπήρχε άλλος να το κάνει. Αν ο Μπίλι κρινόταν ύποπτος για δολοφονία, ο Τζον Πάλμερ θα τον έκλεινε μέσα στο άψε σβήσε. Ο σερίφης θα προσπαθούσε να δικαιωθεί με την καταδίκη του Μπίλι για δολοφονία, κι αν πετύχαινε αυτή την καταδίκη, θα προσπαθούσε, επίσης, να την εκμεταλλευτεί για να ξαναγράψει την ιστορία. Ακόμα και ως ύποπτο, θα μπορούσαν να τον θέσουν υπό κράτηση. Δεν ήταν σίγουρος για πόσο διάστημα. Σίγουρα για σαράντα οχτώ ώρες. Μέχρι τότε η Μπάρμπαρα θα ήταν νεκρή. Ή θα εξαφανιζόταν, όπως η Τζούντιθ Κέσελμαν, η φοιτήτρια της μουσικής, η λάτρης των σκύλων και των περιπάτων στην παραλία. Η παράσταση θα είχε λήξει. Και ο μανιακός ίσως είχε ένα ακόμα πρόσωπο σε μια ακόμα γυάλα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ήταν αιώνια παρόντα στο εδώ και τώρα και έτρεχαν -ο Μπίλι θα έπαιρνε όρκο ότι μπορούσε να ακούσει τους δείκτες του ρολογιού του να γυρίζουν ξέφρενα-, έτσι όρμησε στη σκάλα και ανέβηκε τρέχοντας. Πριν ακόμα φτάσει στο σπίτι, φοβόταν ότι δε θα έβρισκε το πτώμα του Λάνι στην πολυθρόνα της κρεβατοκάμαρας, όπου το είχε δει την τελευταία φορά. Μια ακόμα κίνηση στο παιχνίδι, μια ακόμα τροπή στην εξέλιξη της παράστασης. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, ο ίδιος φόβος τον έκανε να κοντοσταθεί. Κοντοστάθηκε ξανά στο κατώφλι της μεγάλης κάμαρας. Ύστερα μπήκε και άναψε το φως. Ο Λάνι καθόταν στην πολυθρόνα με το βιβλίο στα γόνατα

και τη φωτογραφία της Ζιζέλ Γουίνσλοου χωμένη ανάμεσα στις σελίδες. Το πτώμα είχε άσχημη όψη. Ίσως χάρη στον κλιματισμό, η αποσύνθεση δεν ήταν ακόμα εμφανής, όμως τα αιμοφόρα αγγεία του προσώπου είχαν αρχίσει να παίρνουν μια αχνή πράσινη απόχρωση. Τα μάτια του Λάνι κινήθηκαν για να ακολουθήσουν τον Μπίλι στο δωμάτιο, όμως αυτό δεν ήταν παρά ένα παιχνίδισμα του φωτός.

Κεφάλαιο 4 9

ΑΠΛΩΣΕ ΤΟ ΥΦΑΣΜΑ της πολυουρεθάνης στο δάπεδο, αλλά προτού περάσει στην επόμενη φάση, ο Μπίλι κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και σήκωσε το τηλέφωνο. Προσέχοντας να μην επαναλάβει το λάθος που υποτίθεται ότι είχε κάνει το πρωί της ίδιας μέρας, πληκτρολόγησε το 411. Από τις πληροφορίες καταλόγου βρήκε τον κωδικό του Ντένβερ. Ακόμα κι αν ο Ράμζι Όζγκαρντ εξακολουθούσε να υπηρετεί στην Αστυνομία του Ντένβερ, μπορεί να μην έμενε στην πόλη. Μπορεί να ζούσε σε κάποιο προάστιο, οπότε θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να τον εντοπίσει. Εκτός αυτού, μπορεί ο αριθμός του να ήταν απόρρητος. Όταν ο Μπίλι κάλεσε τις Πληροφορίες του Ντένβερ, στάθηκε τυχερός. Ήταν καιρός να του χαμογελάσει η τύχη. Ο Όζγκαρντ, Ράμζι Τζ. ζούσε στην πόλη και ο αριθμός του τηλεφώνου του υπήρχε στον κατάλογο. Στο Κολοράντο ήταν 10:54, αλλά ένα τηλεφώνημα αυτή την ώρα συνήθως είναι επείγον και επομένως πιο αξιόπιστο. Στο δεύτερο χτύπημα, απάντησε μια αντρική φωνή. «Ο ντετέκτιβ Όζγκαρντ;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ο ίδιος». «Κύριε Όζγκαρντ, ονομάζομαι Λάνι Όλσεν και υπηρετώ στο Γραφείο του Σερίφη της Κομητείας Νάπα στην Καλιφόρνια. Κατ' αρχήν θέλω να ζητήσω συγνώμη που σας ενοχλώ τέτοια ώρα». «Σ' όλη μου τη ζωή υποφέρω από αϋπνίες, κύριε Όλσεν, και τώρα που διαθέτω γύρω στα εξακόσια τηλεοπτικά κανάλια στην

τηλεόραση, θα βλέπω επαναλήψεις του Γκίλιγκαν 'ς Άιλαντ ή κάποιας άλλης αναθεματισμένης εκπομπής ως τις τρεις τα ξημερώματα. Τι συμβαίνει;» «Ντετέκτιβ, σε καλώ από το σπίτι μου για μια υπόθεση που είχες αναλάβει πριν από μερικά χρόνια. Αν θέλεις, μπορείς να τηλεφωνήσεις στον αξιωματικό υπηρεσίας του βόρειου αστυνομικού τμήματος για να επιβεβαιώσεις την ταυτότητά μου και να σου δώσουν τον αριθμό του σπιτιού μου για να με καλέσεις». «Βλέπω τον αριθμό κλήσης», είπε ο Όζγκαρντ. «Βλέπω ποιος είσαι και αυτό μου φτάνει για την ώρα. Αν αυτό που θα μου ζητήσεις δε μου γεμίσει το μάτι, τότε θα κάνω αυτό που λες. Προς το παρόν, ας μπούμε στο ψητό». «Ευχαριστώ. Πρόκειται για μια παλιά υπόθεση εξαφάνισης που ίσως σχετίζεται με κάτι που προέκυψε εδώ. Πριν από πεντέμισι χρόνια περίπου...» «Η Τζούντιθ Κέσελμαν», είπε ο Όζγκαρντ. «Ακριβώς». «Μη μου πεις ότι τη βρήκατε. Τουλάχιστον μη μου πεις ότι τη βρήκατε νεκρή». «Όχι, κύριε Όζγκαρντ. Ούτε νεκρή ούτε ζωντανή». «Δεν περιμένω να βρεθεί ζωντανή, η δύστυχη», είπε ο Ράμζι. «Αλλά θα είναι η χειρότερη μέρα της ζωής μου όταν μάθω στα σίγουρα ότι είναι νεκρή. Το αγαπώ αυτό το κορίτσι». Ο Μπίλι αιφνιδιάστηκε. «Πώς είπες;» «Δεν τη γνώρισα, αλλά την αγαπώ. Σαν κόρη μου. Έμαθα τόσα πολλά για την Τζούντιθ Κέσελμαν, που την ξέρω καλύτερα από πολλούς άλλους που ουσιαστικά ανήκουν στο περιβάλλον μου». «Καταλαβαίνω». «Ήταν υπέροχη κοπέλα». «Έτσι μαθαίνω». «Μίλησα με πάρα πολλούς φίλους και συγγενείς της. Δεν άκουσα ούτε μια κακή κουβέντα για κείνη από κανέναν. Άκουσα ιστορίες για τον αλτρουισμό της, για την καλοσύνη της... Ξέρεις πώς γίνεται καμιά φορά, όταν ένα από τα θύματα σε στοιχειώνει. Δεν μπορείς να είσαι εντελώς αντικειμενικός».

«Ναι, ξέρω», είπε ο Μπίλι. «Η συγκεκριμένη κοπέλα έχει στοιχειώσει μέσα μου», συνέχισε ο Όζγκαρντ. «Ήταν καταπληκτική επιστολογράφος. Όταν γνώριζε κάποιον, δεν τον ξεχνούσε. Φρόντιζε να διατηρεί επαφή μαζί του. Διάβασα εκατοντάδες γράμματα της Τζούντι, Όλσεν, εκατοντάδες». «Οπότε σε γοήτευσε». «Δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, σε γοητεύει. Εκείνα τα γράμματα ήταν γράμματα μιας γυναίκας που αγκαλιάζει τους ανθρώπους, που δίνει την καρδιά της σε όλους. Ήταν γράμματα φωτεινά». Ο Μπίλι συνειδητοποίησε ότι είχε καρφώσει το βλέμμα του στην τρύπα που είχε ανοίξει η σφαίρα στο μέτωπο του Λάνι Όλσεν. Κοίταξε προς την ανοιχτή πόρτα και το διάδρομο. «Έχουμε κάποιο πρόβλημα εδώ πέρα», είπε. «Για την ώρα δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες, γιατί ακόμα ερευνούμε τα στοιχεία και δεν είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε συλλήψεις». «Καταλαβαίνω», τον διαβεβαίωσε ο Όζγκαρντ. «Όμως υπάρχει ένα όνομα που θα ήθελα να σου πω, για να δω αν σου λέει κάτι». «Κοντεύω να ανατριχιάσω», είπε ο Όζγκαρντ. «Δεν ξέρεις πόσο θέλω αυτή η υπόθεση να οδηγήσει κάπου». «Έψαξα το όνομα του φιλαράκου στο Google και το μόνο που βρήκα ήταν μια αναφορά στην εξαφάνιση της Κέσελμαν, αλλά ακόμα κι αυτή ήταν ασήμαντη». «Εμπρός λοιπόν, ας γίνω εγώ το Google σου», τον παρότρυνε ο Όζγκαρντ. «Στίβεν Ζίλις». Στο Ντένβερ, ο Ράμζι Όζγκαρντ έβγαλε την κομμένη ανάσα του με ένα συριγμό. «Τον θυμάσαι», είπε ο Μπίλι. «Ω, ναι». «Ήταν ύποπτος;» «Όχι επίσημα». «Όμως εσύ προσωπικά αισθανόσουν...» «Με έκανε να νιώθω άβολα».

«Γιατί;» Ο Όζγκαρντ δε μίλησε για λίγο. Μετά είπε: «Μολονότι ήταν άνθρωπος που δε θα ήθελες να πιεις την μπίρα σου μαζί του, που δε θα ήθελες να ανταλλάξεις χειραψία μαζί του, δεν μπορώ να σπιλώσω με ελαφριά συνείδηση την υπόληψή του». «Τώρα κουβεντιάζουμε μεταξύ μας, ανεπίσημα», τον διαβεβαίωσε ο Μπίλι. «Πες μου όσα δε σε φέρνουν σε δύσκολη θέση και πες μου απλώς πόσο αλάτι θα χρειαστεί να προσθέσω». «Το ζήτημα είναι ότι τη μέρα της εξαφάνισης της Τζούντι, τη μέρα που την άρπαξαν -αν την άρπαξαν, και αυτό πιστεύω πως έγινε-, ολόκληρη εκείνη την ημέρα, για ένα εικοσιτετράωρο και βάλε, ο Ζίλις είχε ακλόνητο άλλοθι». «Όμως εσύ επιχείρησες να το καταρρίψεις». «Ναι, πίστεψέ με. Αλλά ακόμα κι αν δεν είχε άλλοθι, δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του». «Τότε γιατί σε έκανε να νιώθεις άβολα;» «Ήταν υπερβολικά πρόθυμος, υπερβολικά άνετος». Ο Μπίλι δεν είπε τίποτα, αλλά απογοητεύτηκε. Είχε ανάγκη από βεβαιότητες, πράγμα που δε διέθετε ο Όζγκαρντ. Μαντεύοντας την απογοήτευσή του, ο ντετέκτιβ εξήγησε τι εννοούσε. «Ήρθε να με βρει προτού καν τον βάλω στο στόχαστρο μου. Η αλήθεια είναι ότι μπορεί να μην έμπαινε ποτέ στο στόχαστρο μου, αν δεν ερχόταν αυτός σ' εμένα. Ήθελε τρομερά να βοηθήσει. Μιλούσε ασταμάτητα. Ενδιαφερόταν για κείνη πάρα πολύ, λες και ήταν η λατρεμένη αδερφή του, αλλά τη γνώριζε μόνο ένα μήνα». «Είπες πως ήταν ξεχωριστή στις σχέσεις της με τους άλλους, πως αγκάλιαζε τους ανθρώπους, κι εκείνοι δένονταν μαζί της». «Σύμφωνα με τους πιο στενούς φίλους της, τον Ζίλις δεν τον ήξερε τόσο καλά. Περιστασιακά μόνο». Ο Μπίλι συνέχισε να παίζει απρόθυμα το ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου. «Μπορεί εκείνος να ένιωθε πιο κοντά της από όσο εκείνη απέναντι του. Θέλω να πω, αν η κοπέλα εξέπεμπε αυτού του είδους το μαγνητισμό, αυτή τη γοητεία...» «Θα έπρεπε να είχες δει πώς με πλησίασε ο Ζίλις», είπε ο Όζγκαρντ. «Ήταν σαν να ήθελε να τον υποψιαστώ, να πάρω πληρο-

φορίες γι' αυτόν και να βρω το ακλόνητο άλλοθι του. Κι όταν το έκανα, έπρεπε να έβλεπες το αυτάρεσκο ύφος του». «Εξακολουθείς να τον έχεις στην μπούκα», παρατήρησε ο Μπίλι, ανιχνεύοντας τη βουβή απέχθεια που έκρυβε η φωνή του ντετέκτιβ. «Ναι, τον έχω στην μπούκα. Αρχίζω να θυμάμαι τις λεπτομέρειες. Για ένα διάστημα, προτού φύγει από το προσκήνιο, συνέχισε τις προσπάθειες να βοηθήσει, κι όλο μου τηλεφωνούσε, περνούσε να με δει και μου αράδιαζε τις απόψεις του. Ωστόσο εγώ είχα την αίσθηση πως όλα αυτά ήταν κοροϊδία, πως έδινε παράσταση»: «Παράσταση. Κι εμένα την ίδια αίσθηση μου δημιουργεί», είπε ο Μπίλι, «αλλά χρειάζομαι κι άλλα στοιχεία». «Είναι ένα καθίκι. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι και κάτι χειρότερο, αλλά σίγουρα είναι ένα αυτάρεσκο καθίκι. Το κωλόπαιδο άρχισε να παριστάνει ότι ήμαστε κολλητοί εκείνος κι εγώ. Οι πιθανοί ύποπτοι ποτέ δε συμπεριφέρονται έτσι. Είναι αφύσικο. Διάβολε, τα ξέρεις. Αλλά είχε αυτή την άνεση, ένα χωρατατζίδικο αέρα». «"Τι χαμπάρια, μάγκες;"» «Διάβολε, ακόμα έτσι μιλάει;» ρώτησε ο Όζγκαρντ. «Ακόμα». «Είναι κωλόπαιδο. Το καλύπτει με αυτή τη χαριτωμένη παλαβομάρα του, αλλά είναι όντως μεγάλο καθίκι». «Ώστε σου είχε γίνει τσιμπούρι και μετά απλώς εξαφανίστηκε». «Ολόκληρη η έρευνα σιγά σιγά έσβησε. Η Τζούντι εξαφανίστηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ο Ζίλις παράτησε τη σχολή στο τέλος της χρονιάς, στο τέλος του δεύτερου έτους των σπουδών του. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα». «Τώρα είναι εδώ», είπε ο Μπίλι. «Αναρωτιέμαι πού ήταν στο ενδιάμεσο διάστημα». «Ίσως το ανακαλύψουμε». «Το ελπίζω». «Θα επικοινωνήσω ξανά μαζί σου», είπε ο Μπίλι.

«Γι' αυτό το θέμα μπορείς να με καλέσεις όποτε θέλεις. Το 'χεις στο αίμα σου, συνάδελφε;» Ο Μπίλι δεν μπήκε αμέσως στο νόημα. Είχε ξεχάσει σχεδόν ποιος παρίστανε ότι ήταν, αλλά έδωσε τη σωστή απάντηση: «Ναι. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός. Τον έθαψαν με τη στολή του». «Εμένα ήταν και ο πατέρας και ο παππούς μου», είπε ο Όζγκαρντ. «Έχω το μικρόβιο μέσα μου σε τέτοιο βαθμό, που δε χρειάζεται να δείξω ταυτότητα για να καταλάβει ο άλλος πως είμαι αστυνομικός. Όμως έχω μέσα μου και το μικρόβιο της Τζούντιθ Κέσελμαν. Θέλω να αναπαυτεί με αξιοπρέπεια, όχι... όχι να είναι κάπου πεταμένη. Ξέρω ότι δεν υπάρχει πολλή δικαιοσύνη στον κόσμο αυτό, αλλά σ' αυτή την περίπτωση πρέπει να υπάρξει». Αφού έκλεισαν, ο Μπίλι έμεινε προς στιγμήν κοκαλωμένος στην άκρη του κρεβατιού. Καθόταν κοιτάζοντας τον Λάνι και ο Λάνι έδινε την εντύπωση ότι κοίταζε εκείνον. Ο Ράμζι Όζγκαρντ βουτούσε μέσα στη ζωή, πήγαινε κόντρα στο ρεύμα, κολυμπούσε, δε βάδιζε προσεκτικά κατά μήκος της ακτής. Ήταν βουτηγμένος μέσα στη ζωή της κοινότητάς του, αφοσιωμένος σ' αυτή. Αυτή η αφοσίωση είχε φτάσει από το Ντένβερ στον Μπίλι μέσω της τηλεφωνικής γραμμής με την ίδια ζωντάνια που θα ακουγόταν αν βρίσκονταν οι δυο τους στο ίδιο δωμάτιο. Ακούγοντάς την, ο Μπίλι συνειδητοποίησε πόσο απόλυτη ήταν η δική του απομάκρυνση από το κοινωνικό περιβάλλον. Και πόσο επικίνδυνη. Η Μπάρμπαρα είχε καταφέρει να τον πλησιάσει. Ύστερα ήρθε η βισισουάζ. Η ζωή τού έριξε μια έξυπνη διπλή γροθιά: ασπλαχνία και παραλογισμός. Τώρα κολυμπούσε κι ο ίδιος κόντρα στο ρεύμα, αλλά όχι από επιλογή. Τα γεγονότα τον είχαν ρίξει στα βαθιά, ορμητικά νερά. Το βάρος είκοσι χρόνων καταπιεσμένων συναισθημάτων, μελετημένης απομάκρυνσης, αμυντικού ασκητισμού τον συνέτριβε. Τώρα πάσχιζε να μάθει ξανά κολύμπι, αλλά το αντίθετο ρεύμα έμοιαζε να τον τραβάει όλο και πιο μακριά από οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή, προς μια μεγαλύτερη απομόνωση.

Κεφάλαιο 5 0

Ο ΛΑΝΙ ΑΡΝΙΟΤΑΝ να δεχτεί το πακετάρισμα, λες και ήξερε ότι θα κατέληγε στην ηφαιστειογενή σήραγγα χωρίς να τον πενθήσει κανείς, χωρίς να τον θάψουν όπως κάθε νεκρό. Εφόσον η δολοφονία του δεν είχε γίνει σ' εκείνο το δωμάτιο, δεν υπήρχαν λεκέδες από αίμα ή εγκεφαλική ουσία στους τοίχους και στα έπιπλα. Ο Μπίλι ήλπιζε να μην αφήσει πουθενά σημάδια. Επειδή ήθελε να εξαφανιστεί ο Λάνι με τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλέσει τη μεγαλύτερη δυνατή αβεβαιότητα, και κατά συνέπεια να μην οδηγήσει σε άμεση και εντατική έρευνα για ανθρωποκτονία, προσπαθούσε να μην αφήσει πίσω του κάποιο ύποπτο στοιχείο. Πήρε από το ντουλάπι, μια αγκαλιά αφράτες πετσέτες. Ο Λάνι εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί το ίδιο απορρυπαντικό και το ίδιο μαλακτικό που έβαζε η Περλ. Ο Μπίλι αναγνώρισε τη διακριτική ευωδιά της καθαριότητας. Έστρωσε τις πετσέτες στα μπράτσα και στην πλάτη της πολυθρόνας όπου καθόταν το πτώμα. Σε περίπτωση που χύνονταν κάποια υπολείμματα από το τραύμα εξόδου της σφαίρας στο πίσω μέρος του κρανίου, οι προσεκτικά απλωμένες πετσέτες θα το απορροφούσαν. Είχε φέρει μαζί του μια πλαστική σακούλα από αυτές που χρησιμοποιούνται στα καλαθάκια αχρήστων των λουτρών. Αποφεύγοντας τα θολά, εξογκωμένα μάτια, πέρασε τη σακούλα στο κεφάλι του νεκρού και την έκλεισε με σελοτέιπ όσο καλύτερα μπορούσε γύρω από το λαιμό -ένα ακόμα μέτρο για να μη χυθεί τίποτα και λερώσει.

Αν και ήξερε ότι κανένας δεν τρελαίνεται την ώρα που κάνει μια τέτοια φρικαλέα δουλειά, αν και ήξερε ότι η φρίκη έπεται της τρέλας, δεν προηγείται, αναρωτήθηκε για πόσο ακόμα θα κατάφερνε να καταγίνεται με πτώματα, προτού κάθε όνειρό του, αν όχι οι ώρες που ήταν ξύπνιος, γίνει ένα ωρυόμενο φρενοκομείο. Η μεταφορά του νεκρού από την πολυθρόνα στον απλωμένο στο δάπεδο μουσαμά ήταν αρκετά εύκολη, αλλά στη συνέχεια ο Λάνι έπαψε να είναι συνεργάσιμος. Κείτονταν στο πάτωμα στη στάση που είχε καθιστός και τα πόδια του δεν τεντώνονταν με τίποτα. Νεκρική ακαμψία. Το πτώμα ήταν κοκαλωμένο και θα παρέμενε έτσι έως ότου η σήψη προχωρούσε αρκετά ώστε να μαλακώσουν οι ιστοί. Ο Μπίλι δεν είχε ιδέα πόσο διαρκούσε η νεκρική ακαμψία. Έξι ώρες; Δώδεκα ώρες; Δεν είχε την πολυτέλεια να περιμένει για να το διαπιστώσει. Πάλεψε για να τυλίξει τον Λάνι με το πλαστικό ύφασμα. Κάποιες στιγμές, η αντίσταση του νεκρού έμοιαζε να είναι συνειδητή, πεισματική. Το πακέτο ήταν τελικά ασουλούπωτο, αλλά επαρκώς σφρα-. γισμένο. Ο Μπίλι ευχόταν να αντέξει το σκοινί της λαβής. Οι πετσέτες ήταν πεντακάθαρες. Τις δίπλωσε και τις έβαλε ξανά στο ντουλάπι. Του φάνηκε ότι δε μύριζαν τόσο όμορφα όσο προηγουμένως. Η μεταφορά του Λάνι ως το κεφαλόσκαλο αποδείχτηκε εύκολη, αλλά ο ήχος που έκανε ο Λάνι καθώς κατέβαινε τα σκαλιά ήταν άγριο πράγμα. Λυγισμένο όπως ήταν σε εμβρυακή στάση, το πτώμα χτυπούσε δυνατά σε κάθε σκαλοπάτι, βγάζοντας έναν ήχο κοφτό και συγχρόνως μαλακό. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, ο Μπίλι υπενθύμισε στον εαυτό του πως ο Λάνι τον είχε προδώσει για να σώσει τη δουλειά του και τη σύνταξή του, και γι' αυτό βρίσκονταν τώρα και οι δύο σ' αυτή την κατάσταση. Αυτή η αλήθεια, αν και αναπόδραστη, δεν έκανε την κάθοδο λιγότερο εφιαλτική. Η μεταφορά από το χολ του ισογείου στην πίσω βεράντα μέ-

σω της κουζίνας ήταν αρκετά εύκολη. Ακολούθησαν μερικά ακόμα σκαλιά, λίγα ευτυχώς, και βρέθηκαν στην αυλή. Ο Μπίλι σκεφτόταν να φορτώσει το πτώμα στο Εξπλόρερ και να το μεταφέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά στο άνοιγμα του λόφου. Αλλά η απόσταση δεν ήταν μεγάλη και το να σύρει τον Λάνι μέχρι την τελευταία του κατοικία θα απαιτούσε την ίδια προσπάθεια που θα χρειαζόταν το φόρτωμα και το ξεφόρτωμα από το Εξπλόρερ. Η γη ξερνούσε τώρα την κάψα της ημέρας, αλλά επιτέλους φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι. Καθώς διέσχιζε την ανηφορική αυλή σκοντάφτοντας στα χαμόκλαδα ανάμεσα στο ψηλό χορτάρι, διαπίστωσε πως η διαδρομή ήταν μακρύτερη από όσο είχε φανταστεί. Άρχισαν να του πονούν τα μπράτσα, οι ώμοι και ο αυχένας. Οι πληγές από τα αγκίστρια, που μέχρι τώρα δεν τον είχαν ενοχλήσει, άρχισαν να καίνε. Κάποια στιγμή, καθώς συνέχιζε την πορεία του, αντιλήφθηκε ότι έκλαιγε. Αυτό τον τρόμαξε. Έπρεπε να παραμείνει δυνατός. Κατάλαβε την αιτία των δακρύων του. Όσο πλησίαζε την ηφαιστειογενή σήραγγα, τόσο λιγότερο άχτι είχε το πτώμα που με κόπο τραβολογούσε. Χωρίς να θέλει να τον παινέψει, αλλά ούτε και να του δώσει συγχωροχάρτι, ο νεκρός που κουβαλούσε ήταν ο Λάνι Όλσεν, ο γιος της ευλογημένης γυναίκας που είχε ανοίξει την αγκαλιά και το σπιτικό της σε ένα συναισθηματικά σακατεμένο δεκατετράχρονο αγόρι. Κάτω από το φως των αστεριών, ο σωρός από πέτρες που πλαισίωνε το στόμιο της σήραγγας φάνταζε όλο και περισσότερο στα προσαρμοσμένα στο σκοτάδι μάτια του Μπίλι σαν νεκροκεφαλή. Αλλά ό,τι κι αν απλωνόταν μπροστά του, είτε ένα βουνό είτε μια κοιλάδα σπαρμένη με νεκροκεφαλές, δεν μπορούσε να κάνει πίσω, και σίγουρα δεν μπορούσε να ξαναφέρει τον Λάνι πίσω στη ζωή, γιατί δεν ήταν παρά ο Μπίλι Γουάιλς, ένας καλός μπάρμαν και αποτυχημένος συγγραφέας. Δεν ήξερε να κάνει θαύματα. Το μόνο που διέθετε ήταν μια πεισματική ελπίδα και μια ικανότητα τυφλής καρτερικότητας.

Έτσι, κάτω από το φως των αστεριών και το ζεστό αεράκι, έφτασε κοντά στη νεκροκεφαλή. Εκεί, χωρίς να χάσει χρόνο, ούτε καν για να πάρει ανάσα, έσπρωξε το πτώμα στην τρύπα. Ξάπλωσε πάνω στο ξύλινο καπάκι και κοίταξε το απύθμενο σκοτάδι, ακούγοντας τη μακριά καθοδική πορεία του πτώματος. Όταν έπεσε σιγή, έκλεισε τα μάτια και είπε: «Τελείωσε». Φυσικά, μόνο ένα από τα καθήκοντά του είχε τελειώσει. Τα υπόλοιπα που τον περίμεναν ίσως ήταν εξίσου δυσάρεστα, αλλά σίγουρα κανένα δεν ήταν χειρότερο. Είχε αφήσει το φακό και το κατσαβίδι στο έδαφος δίπλα στο στόμιο του υπόγειου τούνελ. Έσυρε το ξύλινο καπάκι στη θέση του, έβγαλε τις ατσάλινες βίδες από τις τσέπες του και το βίδωσε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, ο ιδρώτας είχε ξεπλύνει τα τελευταία δάκρυα από το πρόσωπο του. Πάρκαρε πίσω από το γκαράζ και άφησε το κατσαβίδι και το φακό στο Εξπλόρερ. Τα ελαστικά γάντια είχαν σκιστεί. Τα έβγαλε, τα έχωσε στο σακουλάκι όπου έριχνε τα σκουπίδια μέσα στο SUV και φόρεσε καινούριο ζευγάρι. Ύστερα επέστρεψε στο σπίτι για μια ακόμα εξονυχιστική επιθεώρηση. Δεν τολμούσε να αφήσει πίσω του ίχνη που θα αποκάλυπταν τη δική του παρουσία ή την παρουσία ενός πτώματος εκεί μέσα. Στην κουζίνα βρήκε το ρούμι, την Κόκα Κόλα και το κομμένο γλυκολέμονο, μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα πάνω στο τραπέζι. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι θα τα έκανε. Επειδή σκόπευε να ξεκινήσει από τον πάνω όροφο, από την κρεβατοκάμαρα, διέσχισε το στολισμένο με τριαντάφυλλα χαλάκι του διαδρόμου μέχρι το μπροστινό μέρος του σπιτιού. Καθώς πλησίαζε στο χολ, αντιλήφθηκε στα δεξιά του, πίσω από την καμάρα του σαλονιού, έντονη φωταψία. Μονομιάς το περίστροφο που κρατούσε μεταμορφώθηκε από ενοχλητικό βάρος σε πολύτιμο εργαλείο. Νωρίτερα, όταν είχε διασχίσει το σπίτι για να δει αν το πτώμα του Λάνι βρισκόταν ακόμα στην πολυθρόνα της κρεβατοκά-

μαρας, ο Μπίλι είχε ανάψει τα φώτα της οροφής του σαλονιού, αλλά μόνο αυτά. Τώρα ήταν αναμμένες όλες οι λάμπες. Στον καναπέ, ακριβώς απέναντι από το άνοιγμα της καμάρας, ενάντια σε κάθε κανόνα της λογικής και της αντοχής των μεταχειρισμένων ρούχων, καθόταν ο Ραλφ Κοτλ.

Κεφάλαιο 5 1

Ο ΡΑΛΦ ΚΟΤΛ, με απίστευτο τρόπο, είχε ξεφορτωθεί το πλαστικό του σάβανο, είχε αναδυθεί από βάθος εκατοντάδων μέτρων κάτω από την κοιλάδα και είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο: να επιστρέψει στο σπίτι των Όλσεν, μόλις σαράντα λεπτά αφότου κατέβηκε σφυρίζοντας στην ηφαιστειογενή σήραγγα, και όλα αυτά παραμένοντας νεκρός και δηλωμένος σκεπτικιστής. Ο Μπίλι τα έχασε τόσο πολύ αντικρίζοντας τον Κοτλ, που προς στιγμήν σκέφτηκε πως ήταν ζωντανός, πως δεν είχε πεθάνει ποτέ, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε πως το πρώτο πτώμα που είχε πετάξει στην ηφαιστειογενή σήραγγα δεν ήταν ο Κοτλ, πως το περιεχόμενο του πακέτου που είχε φτιάξει είχε αντικατασταθεί. Άκουσε τον εαυτό του να λέει «Ποιος;» εννοώντας ποιος ήταν τελικά τυλιγμένος με το πλαστικό. Την ίδια στιγμή έκανε μεταβολή προς το διάδρομο πίσω του, σκοπεύοντας να πυροβολήσει οποιονδήποτε βρισκόταν εκεί χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ένα σκληρό ρόπαλο, ή κάτι ανάλογο, τον πέτυχε με ακρίβεια στη δεξιά πλευρά του αυχένα, στη βάση του κρανίου, παράγοντας περισσότερο χρώματα παρά πόνο. Έντονες γαλάζιες και κόκκινες λάμψεις άστραψαν μέσα στο κεφάλι του, τυφλώνοντας τα μάτια του πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Δεν ένιωσε την πρόσκρουση στο δάπεδο. Για ένα διάστημα που του φάνηκε ώρες, κατέβαινε σε ελεύθερη πτώση μέσα σε μια σκοτεινή ηφαιστειογενή σήραγγα, ενώ συγχρόνως αναρωτιόταν με ποιο τρόπο διασκέδαζαν οι νεκροί μέσα στην παγωμένη καρδιά ενός ανενεργού ηφαιστείου.

Το σκοτάδι έμοιαζε να τον θέλει περισσότερο γιατί ξυπνούσε μέσα σε μια έκρηξη αστεριών, και κάθε φορά που ανακτούσε τις αισθήσεις του, βουτούσε ξανά στον σκοτεινό βυθό. Μια επιτακτική φωνή τού μίλησε δύο φορές, ή τουλάχιστον δύο φορές την άκουσε αυτός. Και τις δύο φορές την κατάλαβε, αλλά μόνο τη δεύτερη μπόρεσε να αντιδράσει. Παρ' όλη τη ζαλάδα και τη σύγχυσή του, ο Μπίλι προσπάθησε να ακούσει προσεκτικά τη φωνή, να αποτυπώσει στη μνήμη του τη χροιά και τον τόνο της, ώστε αργότερα να την αναγνωρίσει. Η αναγνώριση θα ήταν δύσκολη, γιατί η φωνή δεν είχε ανθρώπινη χροιά. Ήταν τραχιά, αλλόκοτη, παραμορφωμένη και επαναλάμβανε επίμονα μια ερώτηση. «Είσαι έτοιμος για το δεύτερο πλήγμα σου;» Ύστερα από μερικές επαναλήψεις, ο Μπίλι διαπίστωσε πως μπορούσε να απαντήσει: «Όχι». Μόλις βρήκε τη φωνή του, ανησυχώντας μάλιστα επειδή ακουγόταν τόσο λαχανιασμένη, βρήκε επίσης το κουράγιο να ανοίξει τα μάπα του. Αν και η όρασή του ήταν θολή και καθάριζε πολύ αργά, κατόρθωσε να διακρίνει τον άνθρωπο με τη μάσκα του σκι και τα σκουρόχρωμα ρούχα που έστεκε από πάνω του. Ο μανιακός φορούσε μαύρα δερμάτινα γάντια και κρατούσε και με τα δύο χέρια ένα φουτουριστικό όπλο. «Όχι», επανέλαβε ο Μπίλι. Ήταν πεσμένος ανάσκελα, ο μισός πάνω στο χαλάκι του διαδρόμου με τα τριαντάφυλλα, ο μισός στο σκούρο παρκέ, με το δεξί χέρι του πάνω στο στήθος και το αριστερό ανοιχτό στο πλάι. Το περίστροφο δεν το κρατούσε με κανένα από τα δύο. Μόλις η όρασή του καθάρισε εντελώς, ο Μπίλι είδε πως το παράξενο όπλο δεν ήταν, τελικά, ένδειξη ότι είχε δεχτεί επίθεση από έναν ταξιδιώτη του χρόνου ή έναν εξωγήινο. Ήταν απλώς ένα από αυτά τα φορητά εργαλεία μπαταρίας για κάρφωμα προκών που δεν περιορίζονται από το μήκος του σωλήνα συμπίεσης. Το αριστερό του χέρι ακουμπούσε στο πάτωμα, με την παλάμη προς τα πάνω, και ο άντρας με τη μάσκα το κάρφωσε στο ξύλινο πάτωμα.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Το Μόνο Που Έχεις Είναι Το Πώς Ζεις

Κεφάλαιο 5 2

Ο ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ συσκοτίζουν τη λογική, θολώνουν το μυαλό. Η τρυπημένη σάρκα έκανε τον Μπίλι να ουρλιάξει. Ένας παραλυτικός τρόμος θόλωνε τη σκέψη του, καθώς συνειδητοποιούσε πως ήταν καρφωμένος στο πάτωμα, ακινητοποιημένος στο έλεος του μανιακού. Τον πόνο μπορεί κανείς να τον αντέξει και να τον δαμάσει μόνο αν τον αποδεχτεί. Όταν τον αρνείται ή τον φοβάται, μοιάζει να δυναμώνει -και ίσως στην πραγματικότητα δυναμώνει. Η καλύτερη αντίδραση στον τρόμο είναι η δικαιολογημένη οργή, η πίστη στην έσχατη δικαιοσύνη, η άρνηση να υποκύψεις στο φόβο. Αυτές οι σκέψεις δε σχηματίζονταν στο μυαλό του Μπίλι μία μία στη σειρά. Ήταν αλήθειες που γνώριζε υποσυνείδητα, αλήθειες βασισμένες στη σκληρή εμπειρία, κι εκείνος τις αποδέχτηκε σαν να υπήρχαν πάντα μέσα του. Τη στιγμή που έπεφτε, του είχε φύγει από τα χέρια το περίστροφο. Ο μανιακός δεν το κρατούσε, επομένως θα πρέπει να ήταν πεσμένο κάπου εκεί γύρω. Γύρισε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, ερευνώντας το διάδρομο. Με το ελεύθερο χέρι του ψηλάφισε το δάπεδο στα δεξιά του. Ο μανιακός πέταξε κάτι στο πρόσωπο του Μπίλι. Εκείνος σφίχτηκε, περιμένοντας ότι θα πονέσει. Ήταν απλώς μια φωτογραφία. Δεν μπορούσε να δει τι απεικόνιζε. Κούνησε το κεφάλι του για να διώξει τη φωτογραφία από το πρόσωπο του.

ι

Η φωτογραφία κύλησε στο στήθος του, και ο Μπίλι φοβήθηκε ότι ο δολοφόνος θα την κάρφωνε πάνω του. Όμως όχι. Ο δολοφόνος προχώρησε στο διάδρομο προς την κουζίνα, κρατώντας το πιστόλι για πρόκες. Ένα καρφί είχε καρφωθεί με επιτυχία. Η δουλειά είχε γίνει. Να τον δει όσο καλύτερα γινόταν. Να απομνημονεύσει την εικόνα του. Να υπολογίσει πάνω κάτω το ύψος, το βάρος. Είχε φαρδιούς ώμους ή όχι; Στενούς ή φαρδιούς γοφούς; Υπήρχε κάτι το ξεχωριστό στο βάδισμά του, χαριτωμένο ή όχι; Ο πόνος, ο φόβος, η ζάλη αλλά προπάντων η οπτική γωνία -ο Μπίλι ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, ενώ ο δολοφόνος όρθιοςδεν του επέτρεψαν να σχηματίσει μια εικόνα της σωματικής διάπλασης του άντρα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που τον είδε. Ο δολοφόνος χάθηκε στην κουζίνα. Τριγύρισε εκεί μέσα κάνοντας θόρυβο. Κάτι έψαχνε. Κάτι έκανε. Ο Μπίλι είδε το αστραφτερό μέταλλο πάνω στο σκούρο παρκέ του χολ και το αναγνώρισε. Ήταν το περίστροφο. Το όπλο βρισκόταν πίσω του, δεν έφτανε να το πιάσει. Μετά την επίσκεψή του στον τόπο με τις νεκροκεφαλές, μετά τη ρίψη του Λάνι στην υπόγεια δίοδο, ο Μπίλι πίστευε πως είχε πάθει ανοσία στη φρίκη. Έτσι τουλάχιστον νόμιζε, μέχρι που συνειδητοποίησε πως έπρεπε να ελέγξει πόσο καλά ήταν καρφωμένος στο πάτωμα. Δεν τολμούσε να κουνήσει το χέρι του. Ο πόνος ήταν διαρκής αλλά υποφερτός, δυσάρεστος αλλά όχι τόσο τρομερός όσο θα περίμενε. Εντούτοις, το να επιχειρήσει να κουνήσει την παλάμη, το να προσπαθήσει να χαλαρώσει το καρφί, θα ήταν σαν να μασούσε μαντολάτο με χαλασμένο δόντι. Δεν έφριττε μόνο στην ιδέα να κουνήσει το χέρι του, αλλά και να το κοιτάξει. Μολονότι ήξερε πως η εικόνα που είχε στο μυαλό του θα πρέπει να ήταν χειρότερη από την πραγματική, το στομάχι του σφίχτηκε καθώς έστριβε το κεφάλι και προσήλωνε το βλέμμα του στην πληγή. Με εξαίρεση τα παραπανίσια δάχτυλα, τα χέρια του με τα ελαστικά λευκά χειρουργικά γάντια έμοιαζαν σαν του Μίκι Μάους, σαν τα χέρια του καρτούν που ήταν κολλημένα στους τοίχους και έδειχναν προς την κρεβατοκάμαρα όπου ο Λάνι καθό-

ταν στην πολυθρόνα με ένα βιβλίο της μητέρας του στα γόνατα. Το ρεβέρ του γαντιού στον καρπό τόνιζε ακόμα περισσότερο την ομοιότητα. Ένα λεπτό αυλάκι που σχηματιζόταν στον καρπό του αποδείχτηκε πως ήταν αίμα, πράγμα που αφαίρεσε από την εικόνα κάθε κωμικό στοιχείο, έστω και μακάβριο. Ο Μπίλι περίμενε πως η αιμορραγία θα ήταν πολύ χειρότερη. Το καρφί εμπόδιζε το αίμα να χυθεί. Όταν θα το αφαιρούσε... Κράτησε την ανάσα του και αφουγκράστηκε. Στην κουζίνα επικρατούσε σιωπή. Προφανώς ο δολοφόνος είχε φύγει. Δεν ήθελε να τον ακούσει ο μανιακός να ουρλιάζει ξανά, δεν ήθελε να του προσφέρει αυτή την ικανοποίηση. Το καρφί. Το κεφάλι δεν ήταν κολλημένο πάνω στη σάρκα. Κάπου δύο εκατοστά το χώριζαν από την παλάμη του Μπίλι. Διέκρινε τις εγκοπές πάνω στο ατσάλι. Δεν μπορούσε να γνωρίζει το συνολικό μήκος του καρφιού. Κρίνοντας από τη διάμετρο του, υπολόγιζε ότι η απόσταση από το κεφάλι μέχρι τη μύτη θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον εφτάμισι πόντοι. Αν αφαιρούσε το μήκος του καρφιού που εξείχε από την παλάμη του και το μήκος που διαπερνούσε τη σάρκα του, στο πάτωμα θα πρέπει να εισχωρούσαν γύρω στα τρεισήμισι εκατοστά. Αφού είχε διαπεράσει το επιφανειακό ξύλο και το υπόστρωμα, θα πρέπει να απέμενε ένα ελάχιστο κομμάτι του καρφιού καρφωμένο σε δοκάρι. Αλλά αν το μήκος του ήταν δέκα εκατοστά, τότε θα είχε σφηνωθεί για τα καλά στο δοκάρι. Για να ελευθερωθεί από άλλα δυόμισι αναθεματισμένα εκατοστά θα έπρεπε να παλέψει πολύ. Την εποχή που είχε χτιστεί αυτό το σπίτι, έφτιαχναν γερές κατασκευές. Το υπόστρωμα θα πρέπει να στηριζόταν σε δοκάρια διατομής πέντε επί δέκα ή πέντε επί δεκαπέντε, τοποθετημένα πιθανώς σε απόσταση τριάντα εκατοστών μεταξύ τους. Όπως και να 'χε, οι πιθανότητές του ήταν ευνοϊκές. Για κάθε τριάντα πέντε εκατοστά πλάτους του πατώματος, μόνο τα δέκα εκατοστά στηρίζονταν πάνω σε δοκάρια. Αν κάρφωνε κανείς δέκα καρφιά τυχαία στο πάτωμα, μόνο

τα τρία θα πετύχαιναν δοκάρι. Τα υπόλοιπα εφτά θα έπεφταν στον κενό χώρο ανάμεσα από τα ξύλα. Όταν δοκίμασε να κλείσει την παλάμη του για να ελέγξει την ευλυγισία της, η κραυγή πόνου που βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη του κατέληξε σε βρυχηθμό. Δεν κατάφερε να τον πνίξει ολότελα. Δεν ακούστηκε γέλιο από τη μεριά της κουζίνας, πράγμα που ενίσχυσε την υποψία του ότι ο δολοφόνος είχε φύγει. Άξαφνα ο Μπίλι αναρωτήθηκε αν, προτού φύγει, ο δολοφόνος είχε τηλεφωνήσει στην Άμεση Δράση.

Κεφάλαιο 5 3

Ο ΡΑΛΦ ΚΟΤΛ ΚΑΘΟΤΑΝ φρουρός στον καναπέ, ασάλευτος και σιωπηλός, όπως μόνο ένα πτώμα μπορεί να είναι. Ο δολοφόνος είχε σταυρώσει το δεξί πόδι του νεκρού πάνω από το αριστερό και είχε ακουμπήσει τα χέρια του στην κοιλιά του για να δώσει στη στάση του φυσικότητα. Έμοιαζε να περιμένει υπομονετικά να εμφανιστεί ο οικοδεσπότης κρατώντας ένα δίσκο με κοκτέιλ -ή οι αρχιφύλακες Ναπολιτίνο και Σομπιέσκι. Αν και ο Κοτλ δεν ήταν ακρωτηριασμένος ή στολισμένος με θεατρικά φτιασίδια, ο Μπίλι σκέφτηκε τις μακάβριες κούκλες που ήταν στημένες με τόση επιμέλεια στο σπίτι του Στιβ Ζίλις. Ο Ζίλις εκείνη την ώρα σέρβιρε ποτά στο μπαρ. Ο Μπίλι είχε δει εκεί το αμάξι του νωρίτερα, όταν είχε σταματήσει στον αυτοκινητόδρομο απέναντι από το μαγαζί για να παρακολουθήσει τα φλογισμένα χρώματα της δύσης πάνω στη γιγάντια τοιχογραφία. Με τον Κοτλ και με τον Ζίλις θα ασχολιόταν αργότερα. Τώρα τον απασχολούσε το καρφί. Γύρισε προσεκτικά στο αριστερό πλευρό, έτσι ώστε να κοιτάζει την τρυπημένη παλάμη. Με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού του, έπιασε το κεφάλι του καρφιού. Προσπάθησε να το κουνήσει μαλακά μπρος πίσω, με την ελπίδα να μετακινηθεί το καρφί, όμως ήταν καλά σφηνωμένο. Αν το κεφάλι ήταν μικρό, θα μπορούσε να δοκιμάσει να τραβήξει την παλάμη για να απαγκιστρωθεί, αφήνοντας το καρφί σφηνωμένο στο πάτωμα.

Το κεφάλι ήταν πλατύ. Ακόμα κι αν άντεχε τον πόνο, την ώρα που θα τραβούσε με δύναμη το χέρι του, θα γινόταν απίστευτη ζημιά. Όταν πασπάτεψε το καρφί πιο δυνατά, ο πόνος τον έκανε να αισθανθεί σαν μωρό παιδί. Έσφιξε τα δόντια του με τόση δύναμη, που οι φρονιμίτες του έτριξαν. Αλλά το καρφί δε μετακινήθηκε καθόλου. Αν ο Μπίλι συνέχιζε έτσι, πρώτα θα του έπεφταν όλα τα δόντια και μετά θα ελευθερωνόταν. Και τότε το καρφί κουνήθηκε. Έτσι όπως το τραβούσε με το δείκτη και τον αντίχειρα, το καρφί χαλάρωσε, όχι υπερβολικά αλλά αισθητά. Καθώς κουνιόταν μέσα στο σανίδι, κουνιόταν και μέσα στη σάρκα της παλάμης του. Ο πόνος ήταν ήπιος. Σαν αλυσιδωτές αστραπές, δυνάμωνε και χανόταν, και πάλι από την αρχή. Αισθάνθηκε το στέλεχος να τρίβεται στο κόκαλό του. Αν το καρφί είχε σπάσει ή είχε ξύσει κάποιο κόκαλο, αργά ή γρήγορα ο Μπίλι θα χρειαζόταν ιατρική φροντίδα. Αν και ο κλιματισμός λειτουργούσε, μέχρι πριν από λίγο το σπίτι δεν του είχε φανεί κρύο. Τώρα ένιωθε τον ιδρώτα να παγώνει πάνω στο δέρμα του. Ο Μπίλι συνέχισε να παλεύει με το καρφί και ο ήπιος πόνος γινόταν όλο και πιο έντονος, ώσπου του φάνηκε ότι θα πρέπει να είχε αποκτήσει διάφανη υπόσταση, ότι το φως τον διαπερνούσε και ήταν ορατό από την άλλη πλευρά του σώματος του, αν ήταν κάποιος άλλος εκτός από τον Κοτλ εκεί για να το δει. Μόλο που οι πιθανότητες να είχε πετύχει δοκάρι κάποιο καρφί καρφωμένο στην τύχη ήταν μικρές, αυτό εδώ είχε διαπεράσει όχι μόνο το σανίδι και το υπόστρωμα, αλλά και ένα σκληρό δοκάρι. Η βασική σκληρή αλήθεια στη ρουλέτα της απελπισίας: ποντάρεις στο κόκκινο και έρχεται μαύρο. Το καρφί ελευθερώθηκε και, μέσα σε μια έκρηξη θριάμβου και οργής, ο Μπίλι κόντεψε να το πετάξει μακριά, προς το σαλόνι. Αν το πετούσε, θα υποχρεωνόταν να ψάξει να το βρει, επειδή ήταν λεκιασμένο με το αίμα του. Το ακούμπησε στο δάπεδο δίπλα στην τρύπα που είχε ανοίξει.

Όταν υποχώρησε ο οξύς πόνος, ο Μπίλι διαπίστωσε ότι ήταν σε θέση να σηκωθεί. Το αριστερό του χέρι αιμορραγούσε στα σημεία εισόδου και εξόδου του καρφιού, αλλά όχι υπερβολικά. Το καρφί είχε προκαλέσει ένα απλό τρύπημα και το τραύμα δεν ήταν βαθύ. Βάζοντας τη δεξιά χούφτα του κάτω από το αριστερό του χέρι για να μη στάξει αίμα στο χαλί του διαδρόμου και στα σανίδια, έτρεξε στην κουζίνα. Ο δολοφόνος είχε αφήσει ανοιχτή την πίσω πόρτα. Δεν ήταν στη βεράντα και πιθανότατα ούτε στην αυλή. Ο Μπίλι άνοιξε τη βρύση του νεροχύτη και έβαλε από κάτω το αριστερό του χέρι για να μουδιάσει με το κρύο νερό. Σιγά σιγά η αιμορραγία υποχώρησε. Έκοψε άφθονο χαρτί κουζίνας από ένα ρολό και τύλιξε την παλάμη του. Βγήκε στην πίσω βεράντα. Κρατώντας την αναπνοή του, αφουγκράστηκε, όχι για ν' ακούσει το δολοφόνο αλλά τις σειρήνες των περιπολικών. Ένα λεπτό αργότερα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή τη φορά δεν είχε κληθεί η Άμεση Δράση. Ο δολοφόνος, ο εκτελεστής της παράστασης, περηφανευόταν για την εξυπνάδα του. Δε θα επαναλάμβανε το ίδιο κόλπο. Ο Μπίλι επέστρεψε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Είδε τη φωτογραφία που του είχε πετάξει ο δολοφόνος. Είχε ξεχάσει την ύπαρξή της. Έσκυψε και τη μάζεψε από το πάτωμα του διαδρόμου. Ήταν μια όμορφη κοκκινομάλλα. Κοιτούσε τη φωτογραφική μηχανή. Τρομοκρατημένη. Θα πρέπει να διέθετε γοητευτικό χαμόγελο. Δεν την είχε ξαναδεί. Αλλά δεν είχε σημασία. Είχε γονείς. Κάπου υπήρχαν άνθρωποι που την αγαπούσαν. Ξέκανε τη σκρόφα. Ακούγοντας νοερά αυτά τα λόγια, ο Μπίλι ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Είκοσι χρόνια τώρα, σπάνια εκδήλωνε τα συναισθήματά του. Ορισμένα τα είχε απωθήσει εντελώς. Επέτρεπε στον εαυτό του να αισθάνεται μόνο ό,τι έμοιαζε ασφαλές να το αισθανθεί.

Επέτρεπε στον εαυτό του να οργίζεται, αλλά με μέτρο, και δεν του επέτρεπε να κυριευτεί από μίσος. Φοβόταν ότι, αν αφηνόταν να νιώσει έστω και ελάχιστο μίσος, τότε θα ελευθερώνονταν μέσα του άγριοι χείμαρροι και θα τον έπνιγαν. Η αυτοσυγκράτηση, ωστόσο, απέναντι στο κακό δεν ήταν αρετή, και το να αισθανθεί μίσος γι' αυτόν το διεστραμμένο δολοφόνο δεν ήταν αμάρτημα. Η οργή του ήταν δικαιολογημένη, ήταν ισχυρότερη από την αποστροφή του, εντονότερη από τον πόνο που τον είχε μετατρέψει σε πυρακτωμένη λάμπα. Σήκωσε το περίστροφο. Αφήνοντας τον Κοτλ όπως ήταν στο σαλόνι, ανέβηκε τη σκάλα, διερωτώμενος αν επιστρέφοντας θα έβρισκε τον νεκρό στον καναπέ.

Κεφάλαιο 5 4

ΣΤΟ ΝΤΟΥΛΑΠΙ ΤΟΥ ΜΠΑΝΙΟΥ που ήταν το φαρμακείο του Λάνι, ο Μπίλι βρήκε οινόπνευμα, ένα κλειστό δοχείο με υγρές γάζες και διάφορα μπουκαλάκια που έγραφαν ΠΡΟΣΟΧΗ! ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙΑ. Το καρφί ήταν καθαρό, οπότε δε θα του προκαλούσε μόλυνση. Όμως ίσως είχαν μεταφερθεί στην πληγή μικρόβια από το δέρμα του. Ο Μπίλι έχυσε οινόπνευμα στην αριστερή χούφτα, ελπίζοντας ότι θα διαπερνούσε την πληγή. Την επόμενη στιγμή άρχισε το τσούξιμο. Επειδή είχε φροντίσει να μη λυγίζει την παλάμη του περισσότερο απ' όσο ήταν απαραίτητο, η αιμορραγία είχε ήδη σχεδόν σταματήσει. Το οινόπνευμα δεν την ξανάρχισε. Η απολύμανση κάθε άλλο παρά τέλεια ήταν. Δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε τα μέσα για κάτι καλύτερο. Άπλωσε την υγρή γάζα στα σημεία εισόδου και εξόδου του καρφιού. Έτσι δεν έμπαιναν ακαθαρσίες στη διαμπερή τρύπα. Το σημαντικότερο ήταν πως ο υγρός επίδεσμος -που θα στέγνωνε και θα γινόταν ένα ελαστικό σφράγισμα- θα εμπόδιζε περαιτέρω αιμορραγία. Τα περισσότερα μπουκαλάκια του φαρμακείου περιείχαν λίγα χάπια ή κάψουλες. Κατά τα φαινόμενα, ο Λάνι δεν ολοκλήρωνε ποτέ μια φαρμακευτική θεραπεία, αλλά φυλούσε πάντα μια μικρή ποσότητα από το φάρμακο για μελλοντική χρήση. Ο Μπίλι βρήκε δύο μπουκαλάκια με το ίδιο αντιβιοτικό -Σί-

προ των 500 μιλιγκράμ. Το ένα μπουκάλι περιείχε τρία χάπια, το άλλο πέντε. Έριξε και τα οχτώ σε ένα μπουκάλι. Ύστερα ξεκόλλησε την ετικέτα και την πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Περισσότερο από τη μόλυνση τον ανησυχούσε η φλεγμονή. Αν το χέρι του πρηζόταν και γινόταν άκαμπτο, θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση αν χρειαζόταν να αναμετρηθεί με κάποιον. Ανάμεσα στα φάρμακα βρήκε το Βικοντίν. Δε θα απέτρεπε τη φλεγμονή, αλλά θα μείωνε τον πόνο, αν επιδεινωνόταν. Πρόσθεσε στο μπουκάλι του Σίπρο τις τέσσερις ταμπλέτες που έμεναν στο μπουκάλι του Βικοντίν. Ο πόνος στην πληγή ακολουθούσε το ρυθμό του σφυγμού του. Κι όταν κοίταξε ξανά τη φωτογραφία της κοκκινομάλλας, φούντωσε μέσα του ένας άλλος πόνος, διαφορετικός, πιο πολύ συναισθηματικός παρά σωματικός. Ο πόνος είναι χάρισμα. Μια ανθρωπότητα δίχως πόνο δε θα γνώριζε ούτε φόβο ούτε οίκτο. Χωρίς το φόβο, δε θα υπήρχε ταπεινοφροσύνη και κάθε άνθρωπος θα μεταμορφωνόταν σε τέρας. Η αποδοχή του πόνου και του φόβου των άλλων γεννάει μέσα μας τον οίκτο, και μέσα στον οίκτο μας βρίσκεται η ανθρωπιά μας, η λύτρωσή μας. Στα μάτια της κοκκινομάλλας ήταν ξεκάθαρος ο τρόμος. Στο πρόσωπό της αποτυπωνόταν η άγρια συνειδητοποίηση της μοίρας της. Ο Μπίλι δεν είχε τη δυνατότητα να τη σώσει. Αν όμως ο δολοφόνος έπαιξε το παιχνίδι σύμφωνα με τους κανόνες του, η κοπέλα δεν είχε υποφέρει. Καθώς η προσοχή του Μπίλι μετατοπιζόταν από το πρόσωπό της στο δωμάτιο πίσω της, αναγνώρισε την κρεβατοκάμαρά του. Η κοπέλα είχε κρατηθεί αιχμάλωτη στο σπίτι του Μπίλι. Είχε δολοφονηθεί εκεί.

Κεφάλαιο 5 5

ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ της μπανιέρας μέσα στο λουτρό του Λάνι, κρατώντας τη φωτογραφία της κοκκινομάλλας, ο Μπίλι προσπάθησε να υπολογίσει την ώρα του εγκλήματος. Ο μανιακός είχε τηλεφωνήσει -πότε;- ίσως κατά τις δωδεκάμισι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, αφού είχαν φύγει οι αρχιφύλακες και αφού είχε ολοκληρωθεί το τύλιγμα του Κοτλ με το πλαστικό. Είχε βάλει για να ακούσει ο Μπίλι την ηχογραφημένη κασέτα δίνοντάς του δύο επιλογές: η κοκκινομάλλα θα βασανιζόταν μέχρι θανάτου· η κοκκινομάλλα θα πέθαινε με μια μόνο σφαίρα ή με μια μαχαιριά. Ήδη από εκείνη την ώρα, ο δολοφόνος την κρατούσε αιχμάλωτη. Ήταν σχεδόν βέβαιο πως την άφησε να ακούει την κασέτα την ώρα που την έπαιζε στο τηλέφωνο. Στη μία η ώρα, ο Μπίλι είχε φύγει για τη Νάπα. Αμέσως μετά, ο δολοφόνος μετέφερε τη γυναίκα στο σπίτι, τη φωτογράφισε και τη σκότωσε. Όταν ο μανιακός βρήκε τον Ραλφ Κοτλ τυλιγμένο με το πλαστικό και κρυμμένο πίσω από τον καναπέ, ξύπνησε μέσα του η όρεξη για πλάκα. Άλλαξε τα πτώματα. Στη θέση του μεθύστακα έβαλε την κοπέλα. Χωρίς να το γνωρίζει, ο Μπίλι είχε πετάξει την κοκκινομάλλα στην ηφαιστειογενή σήραγγα, στερώντας έτσι από τους δικούς της έστω και τη λιγοστή παρηγοριά που θα τους πρόσφερε η ταφή της σορού της. Αυτή η αλλαγή στα πτώματα ταίριαζε γάντι στον Ζίλις. Ή-

ταν το είδος του εφηβικού χιούμορ στο οποίο επιδιδόταν όταν πετούσε ανέμελα τα πρόστυχα καλαμπούρια του. Ο Στιβ είχε πιάσει δουλειά στις έξι. Μέχρι τότε είχε άφθονο χρόνο για παιχνίδι. Όμως τώρα αυτό το διεστραμμένο τέρας βρισκόταν στο μαγαζί. Δε θα μπορούσε να μεταφέρει τον Κοτλ στον καναπέ και να καρφώσει το χέρι του Μπίλι στο πάτωμα. Ο Μπίλι κοίταξε το ρολόι του. Έντεκα και σαράντα ένα. Υποχρέωσε τον εαυτό του να κοιτάξει ξανά την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά, επειδή σκεφτόταν να μαζέψει τη φωτογραφία και τα υπόλοιπα ενοχοποιητικά στοιχεία και να τα πετάξει στην ηφαιστειογενή σήραγγα. Ήθελε να τη θυμάται, ένιωθε υποχρεωμένος να αποτυπώσει το πρόσωπό της στη μνήμη του για πάντα. Όταν ο δολοφόνος είχε παίξει το μαγνητοφωνημένο μήνυμα στο τηλέφωνο, αν η γυναίκα ήταν παρούσα, δεμένη και φιμωμένη, ίσως είχε ακούσει επίσης την απάντηση του Μπίλι: Ξέκανε τη σκρόφα. Αυτά τα λόγια τη γλίτωσαν από τα βασανιστήρια, αλλά τώρα βασάνιζαν τον Μπίλι. Δυσκολευόταν να πετάξει τη φωτογραφία. Αλλά θα ήταν απερισκεψία να την κρατήσει· ήταν επικίνδυνο. Παρ' όλ' αυτά, τη δίπλωσε προσεκτικά, έτσι ώστε να μην τσακίσει το πρόσωπο, και την έκρυψε στο πορτοφόλι του. Βγήκε έξω κοιτάζοντας επιφυλακτικά γύρω του και τράβηξε για το Εξπλόρερ. Αν ο δολοφόνος ήταν κάπου εκεί γύρω και τον παραμόνευε, ο Μπίλι πίστευε πως θα τον αντιλαμβανόταν. Η νύχτα φαινόταν καθάρια και ασφαλής. Πέταξε τα τρύπια ελαστικά γάντια στα σκουπίδια και φόρεσε καινούριο ζευγάρι. Έβγαλε το κινητό του από το φορτιστή του αυτοκινήτου και το πήρε μαζί του. Ξαναμπαίνοντας στο σπίτι, επιθεώρησε τα δωμάτια του πάνω ορόφου και του ισογείου, μαζεύοντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία μέσα σε μια σακούλα σκουπιδιών, συμπεριλαμβανομένης της φωτογραφίας της Ζιζέλ Γουίνσλοου (που δεν μπορούσε να την κρατήσει), των χεριών καρτούν, του καρφιού...

Όταν τελείωσε, άφησε τη σακούλα δίπλα στην εξωτερική πόρτα της κουζίνας. Έπιασε ένα καθαρό ποτήρι. Από το μπουκάλι που ήταν πάνω στο τραπέζι σέρβιρε μερικά δάχτυλα ζεστή Κόκα Κόλα. Εξαιτίας των κινήσεων, ο πόνος στο χέρι του είχε επιδεινωθεί. Πήρε ένα χάπι Σίπρο και ένα Βικοντίν. Αποφάσισε να σβήσει κάθε ίχνος από τα ποτά που είχε πιει ο φίλος του. Η αστυνομία δεν έπρεπε να βρει τίποτα ασυνήθιστο στο σπίτι. Όταν η απουσία του Λάνι παρατεινόταν, θα έρχονταν να του χτυπήσουν την πόρτα. Θα κοίταζαν από τα παράθυρα. Θα έμπαιναν μέσα. Αν έβλεπαν στην κουζίνα το μπουκάλι με το ρούμι, μπορεί να σκέφτονταν την κατάθλιψη και το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. Όσο πιο γρήγορα οδηγούνταν σε άσχημα συμπεράσματα, τόσο πιο γρήγορα θα άρχιζαν να ψάχνουν στα πιο μακρινά σημεία του οικοπέδου. Όσο περισσότερο καθυστερούσαν, τόσο θα προλάβαιναν οι τσαλαπατημένοι θάμνοι να επανέλθουν στα κανονικά τους και τόσο πιο απίθανο θα ήταν να εντοπίσουν το προστατευτικό καπάκι της ηφαιστειογενούς σήραγγας. Όταν όλα ήταν τακτοποιημένα, η σακούλα των σκουπιδιών με τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν δεμένη σφιχτά και το μόνο που έμενε ήταν να ασχοληθεί με τον Ραλφ Κοτλ, ο Μπίλι κάλεσε από το κινητό του τον αριθμό του μπαρ. Απάντησε ο Τζάκι Ο'Χάρα. «Μπαρ, λέγετε». «Τι κάνουν τα γουρούνια με τον ανθρώπινο εγκέφαλο;» ρώτησε ο Μπίλι. «Πίνουν σε κάποιο άλλο μαγαζί». «Επειδή το δικό μας είναι οικογενειακό». «Ακριβώς. Και θα είναι στον αιώνα τον άπαντα». «Κοίταξε να δεις, Τζάκι...» «Μισώ αυτά τα "κοίταξε να δεις, Τζάκι". Πάντα σημαίνει ότι θα έχω κακά μαντάτα». «Θα χρειαστεί να λείψω και αύριο». «Να τα τα κακά μαντάτα». «Άσε τους μελοδραματισμούς».

«Δεν ακούγεσαι τόσο άρρωστος». «Δεν είναι κρυολόγημα. Κάτι τρέχει με το στομάχι μου». «Βάλε το ακουστικό στην κοιλιά σου για να ακούσω». «Πολύ δύστροπος έγινες ξαφνικά». «Δεν είναι ωραίο να βλέπουν διαρκώς οι πελάτες τον ιδιοκτήτη πίσω από την μπάρα να σερβίρει μπίρες». «Έχει τόση δουλειά που δεν μπορεί ο Στιβ να εξυπηρετήσει τη νυχτερινή πελατεία μόνος του;» «Ο Στιβ δεν είναι εδώ. Είμαι μόνος μου». Ο Μπίλι έσφιξε το ακουστικό. «Πέρασα απέξω προηγουμένως. Το αυτοκίνητό του ήταν παρκαρισμένο εκεί». «Σήμερα ο Στιβ έχει ρεπό. Το ξέχασες;». Ο Μπίλι το είχε ξεχάσει. «Επειδή δεν έβρισκα άλλον εύκαιρο να σε αντικαταστήσει, ήρθε να με βοηθήσει από τις τρεις ως τις εννιά. Εσύ γιατί κυκλοφορείς στους δρόμους, αφού είσαι άρρωστος;» «Πήγαινα στο γιατρό. Ο Στιβ έμεινε μόνο έξι ώρες;» «Είχε δουλειές πριν και μετά». Πριν, είχε να σκοτώσει μια κοκκινομάλλα. Μετά, να καρφώσει το χέρι του Μπίλι στο πάτωμα. «Τι είπε ο γιατρός;» ρώτησε ο Τζάκι. «Είναι ιός». «Έτσι λένε πάντα, όταν δεν ξέρουν τι διάβολο συμβαίνει». «Όχι, πιστεύω πως είναι πραγματικά μια σαρανταοχτάωρη ίωση». «Λες και ο ιός καταλαβαίνει από σαρανταοχτάωρα», σχολίασε ο Τζάκι. «Ακόμα και αν εμφανιστείς με ένα τρίτο μάτι στο μέτωπο, ο γιατρός θα σου πει ότι είναι ίωση». «Λυπάμαι για την αναστάτωση, Τζάκι». «Θα επιζήσω. Στο κάτω κάτω, εδώ πέρα είναι ένα απλό μπαρ. Δεν είμαστε και στον πόλεμο». Κι όμως, όταν ο Μπίλι Γουάιλς έκλεισε το τηλέφωνο, αισθανόταν ακριβώς σαν να ήταν σε πόλεμο. Πάνω σ' έναν πάγκο της κουζίνας ήταν το πορτοφόλι του Λάνι Όλσεν, τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μερικά ψιλά, το κινη-

τό και το υπηρεσιακό πιστόλι, ακριβώς εκεί που τα είχε αφήσει το προηγούμενο βράδυ. Ο Μπίλι πήρε το πορτοφόλι. Φεύγοντας, θα έπαιρνε μαζί του και το κινητό, το όπλο και τη θήκη Γουίλσον Κόμπατ. Άνοιξε την ψωμιέρα και πήρε μισή φραντζόλα ψωμί ολικής άλεσης κλεισμένη σε μια πλαστική σακούλα. Βγήκε στη βεράντα, στάθηκε στην ανατολική πλευρά και σκόρπισε τα κομματάκια του ψωμιού στο χορτάρι. Το πρωί τα πουλιά θα έκαναν πάρτι. Μπαίνοντας ξανά στο σπίτι, έβαλε μέσα στην άδεια πλαστική σακούλα μια πετσέτα της κουζίνας. Στο γραφείο υπήρχε μια οπλοθήκη με γυάλινες πόρτες. Στα συρτάρια κάτω από τις πόρτες ο Λάνι φυλούσε κουτιά με σφαίρες, φιαλίδια με δακρυγόνο σπρέι Μέις και μια εφεδρική αστυνομική ζώνη. Στη ζώνη υπήρχαν υποδοχές για εφεδρικούς γεμιστήρες, σπρέι Μέις, όπλο Τέιζερ, χειροπέδες, κλειδιά, στυλό και θήκη για όπλο. Ήταν όλα έτοιμα προς χρήση. Ο Μπίλι πήρε από τη ζώνη ένα γεμιστήρα. Πήρε επίσης τις χειροπέδες, ένα σπρέι Μέις και το Τέιζερ. Τα έβαλε όλα στη σακούλα του ψωμιού.

Κεφάλαιο 5 6

ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΩΙΝΕΣ ώρες της Πέμπτης ένα βιαστικό φτεροκόπημα, ίσως νυχτερίδες που κυνηγούσαν νυχτοπεταλούδες, ακούστηκε να διασχίζει χαμηλά την αυλή, πέρασε δίπλα από τον Μπίλι και υψώθηκε ξανά προς τον ουρανό. Όταν ο Μπίλι ακολούθησε τον ήχο του αόρατου πετούμενου, το βλέμμα του έπεσε στη λεπτή ασημένια φλούδα της Νέας Σελήνης. Αν και το φεγγάρι πρέπει να βρισκόταν εκεί από νωρίς, ταξιδεύοντας προς τη δύση, ο Μπίλι δεν το είχε προσέξει. Διόλου παράξενο. Από την ώρα που είχε πέσει το σκοτάδι, δεν είχε προλάβει να κοιτάξει τον ουρανό. Η προσοχή του ήταν στραμμένη βλοσυρά στη γη. Ο Ραλφ Κοτλ, με τα άκρα του κοκαλωμένα σε άβολες γωνίες λόγω της νεκρικής ακαμψίας, τυλιγμένος με κουβέρτα ελλείψει πλαστικού περιτυλίγματος και δεμένος με τη συλλογή από γραβάτες του Λάνι -τρεις όλες κι όλες-, δεν ήταν εύκολο να συρθεί πάνω στο ανηφορικό έδαφος. Ο Κοτλ είχε δηλώσει πως δεν ήταν ήρωας. Και σίγουρα είχε πεθάνει σαν δειλός. Ήθελε να συνεχίσει την άθλια ζωή του επειδή -Τι άλλο υπάρχει;- δεν μπορούσε να φανταστεί, ούτε και να δεχτεί, πως θα μπορούσε να αγωνιστεί για κάτι καλύτερο. Τη στιγμή που το μαχαίρι χωνόταν ανάμεσα στα πλευρά του και σταματούσε την καρδιά του, θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι μπορείς να ξεφύγεις από τη ζωή, αλλά όχι από το θάνατο. Ο Μπίλι ένιωσε κάποιου είδους θλίψη ακόμα και γι' αυτό

τον άνθρωπο, που ή απελπισία του ήταν μεγαλύτερη από τη δική του και η ζωή του ακόμα πιο στερημένη. Έτσι, όταν η μαλακή κουβέρτα άρχισε να σκαλώνει στους θάμνους και στα χαμόκλαδα, και η μεταφορά του πτώματος έγινε υπερβολικά δύσκολη, τον φόρτωσε στον ώμο του, δίχως αποστροφή και δίχως βαρυγκώμια. Συνέχισε την πορεία του τρεκλίζοντας κάτω από το βάρος του νεκρού, αλλά δεν έπεσε. Πριν από μερικά λεπτά, είχε ανεβεί στο ύψωμα για να αφαιρέσει ξανά το ξύλινο καπάκι. Η ανοιχτή σήραγγα τους περίμενε. Ο Κοτλ είχε πει πως δεν υπήρχε ένας κόσμος αλλά δισεκατομμύρια, και πως ο δικός του διέφερε από τον κόσμο του Μπίλι. Είτε είχε δίκιο είτε όχι, εδώ οι κόσμοι τους έγιναν ένας. Το τυλιγμένο πτώμα έπεσε. Και χτύπησε. Και σκόνταψε. Και έπεσε. Μες στο σκοτάδι, το κενό μέσα στο κενό. Όταν επικράτησε σιωπή, ο Μπίλι, υποθέτοντας πως ο σκεπτικιστής είχε φτάσει πλέον στην τελευταία του κατοικία, όπου θα αναπαυόταν μαζί με τον καλό γιο και την άγνωστη γυναίκα, τοποθέτησε το καπάκι στη θέση του, χρησιμοποίησε το φακό για να βεβαιωθεί ότι οι τρύπες συνέπιπταν και το βίδωσε για μια ακόμη φορά. Ευχήθηκε να μην ξαναδεί ποτέ αυτό το μέρος. Κάτι του έλεγε, όμως, πως θα υποχρεωνόταν να επιστρέψει. Καθώς απομακρυνόταν από το σπίτι του Όλσεν, δεν ήξερε πού να πάει. Κάποια στιγμή, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Στιβ Ζίλις, αλλά όχι αμέσως, όχι ακόμα. Πρώτα έπρεπε να προετοιμαστεί. Σε μια άλλη εποχή, την παραμονή της μάχης, οι άνθρωποι πήγαιναν στις εκκλησίες για να προετοιμαστούν πνευματικά και ψυχολογικά. Μέσα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα του λιβανιού και των κεριών, να νιώσουν την ταπεινοφροσύνη που τους ενέπνεε η σκιά του Σωτήρα. Εκείνο τον καιρό, οι εκκλησίες ήταν ανοιχτές μέρα νύχτα, προσφέροντας καταφύγιο δίχως όρους. Οι καιροί είχαν αλλάξει. Στη σύγχρονη εποχή, κάποιες εκκλησίες ίσως έμεναν ανοιχτές όλο το εικοσιτετράωρο, αλλά οι

περισσότερες λειτουργούσαν με συγκεκριμένο ωράριο και κλείδωναν τις πόρτες τους πολύ πριν από τα μεσάνυχτα. Ορισμένες έκλειναν για να κάνουν οικονομία στη θέρμανση και το ηλεκτρικό. Μπροστά στα έξοδα, η κοινωνική αποστολή περνάει σε δεύτερη μοίρα. Κάποιες άλλες γίνονταν στόχος βανδαλισμών από συμμορίες οπλισμένες με σπρέι μπογιάς και από άπιστους που, από διάθεση χλευασμού, ζευγάρωναν στους ναούς και πετούσαν εκεί τα προφυλακτικά τους. Σε περασμένους αιώνες, αυτού του είδους η συμπεριφορά αντιμετωπιζόταν με αποφασιστικότητα, μέσω της διδαχής και της καλλιέργειας της μεταμέλειας. Σήμερα, οι κληρικοί πιστεύουν πως οι κλειδαριές και οι συναγερμοί είναι πιο αποτελεσματικοί από τις παλαιότερες, πιο ήπιες μεθόδους. Αντί να πάρει σβάρνα τις εκκλησίες για να δει αν κάποια ήταν ανοιχτή και στο τέλος να διαπιστώσει ότι το άσυλο προσφερόταν μόνο μετά από ραντεβού, ο Μπίλι πήγε εκεί όπου οι περισσότεροι άνθρωποι της σύγχρονης εποχής καταφεύγουν όταν έχουν ανάγκη από ένα ήσυχο μέρος για περισυλλογή τις μεταμεσονύκτιες ώρες: σε ένα σταθμό εξυπηρέτησης φορτηγών. Επειδή δε διέσχιζαν την κομητεία διαπολιτειακοί αυτοκινητόδρομοι, ο συγκεκριμένος σταθμός ήταν ένα ταπεινό βενζινάδικο-εστιατόριο στον Πολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 29, στα μέτρα μιας μικρής κωμόπολης. Αλλά ήταν εξοπλισμένο με αντλίες βενζίνης που συναγωνίζονταν σε λάμψη το φως της μέρας, ένα ψιλικατζίδικο, δωρεάν ντους, πρόσβαση στο Διαδίκτυο και εστιατόριο που λειτουργούσε όλο το εικοσιτετράωρο, στο οποίο μπορούσες να φας οτιδήποτε τηγανητό και να πιεις καφέ δυναμίτη. Ο Μπίλι δε χρειαζόταν ούτε τον καφέ ούτε τη χοληστερίνη. Είχε απλώς ανάγκη από το συνηθισμένο, λογικό βουητό ενός τέτοιου χώρου, για να εξισορροπήσει τον παραλογισμό της κατάστασης που αντιμετώπιζε, αλλά και από ένα χώρο δημόσιο, ώστε να μην κινδυνεύει να δεχτεί επίθεση. Πάρκαρε σε ένα χώρο έξω από το εστιατόριο, κάτω από ένα φανοστάτη με τόσο δυνατό φως, που θα μπορούσε να διαβάσει ακόμα και μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου.

Από το ντουλαπάκι του Εξπλόρερ πήρε ένα πακέτο με υγρά χαρτομάντιλα και καθάρισε τα χέρια του. Τα μαντιλάκια είχαν εφευρεθεί για να καθαρίζει κανείς τα χέρια του μετά από ένα χάμπουργκερ με πατάτες στο αυτοκίνητο, όχι για να τα αποστειρώνει μετά τη μεταφορά πτωμάτων. Όμως ο Μπίλι δεν ήταν σε θέση -ούτε και είχε διάθεση- να ασχοληθεί με τέτοιες λεπτομέρειες Το αριστερό του χέρι τον έκαιγε και ήταν κάπως δύσκαμπτο. Ανοιγόκλεισε την παλάμη αργά, πολύ προσεκτικά. Χάρη στο Βικοντίν, δεν πονούσε. Ίσως αυτό να μην ήταν καλό. Αν επιδεινωνόταν η κατάσταση του χεριού του χωρίς να το αισθάνεται, ίσως καταλάβαινε ξαφνικά την αδυναμία να αδράξει κάποιον την κρίσιμη στιγμή, ακριβώς τότε που θα χρειαζόταν δύναμη. Πίνοντας λίγη ζεστή Πέπσι κατάπιε άλλα δυο Ανασίν, που είχαν αντιφλεγμονώδη δράση. Το Μοτρίν θα ήταν προτιμότερο, αλλά είχε μόνο Ανασίν. Η σωστή δόση καφεΐνης θα αντιστάθμιζε την έλλειψη ύπνου. Η υπερδοσολογία, όμως, θα του τσίτωνε τα νεύρα και θα τον παρέσυρε σε απερίσκεπτες κινήσεις. Παρ' όλ' αυτά, πήρε άλλο ένα Νόου-Ντοζ. Δεν είχε σταθεί λεπτό από τη στιγμή που είχε φάει, πριν από κάμποσες ώρες, τη σοκολάτα και την μπάρα με τα φιστίκια. Έφαγε άλλη μία από το κάθε είδος. Καθώς έτρωγε, σκεφτόταν τον Στιβ Ζίλις, τον βασικό του ύποπτο. Τον μοναδικό του ύποπτο. Τα στοιχεία σε βάρος του Ζίλις φαίνονταν συντριπτικά, κι όμως ήταν όλα απλές ενδείξεις. Αυτό δε σήμαινε πως η υπόθεση ήταν αστήρικτη. Οι μισές ή περισσότερες από τις καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων βασίζονταν σ' ένα πειστικό πλέγμα ενδείξεων, και πολύ λιγότερες από το ένα τοις εκατό απ' αυτές ήταν στρεβλή απονομή δικαιοσύνης. Οι δολοφόνοι δεν είναι τόσο εξυπηρετικοί ώστε να αφήνουν αδιάσειστα στοιχεία στους τόπους των εγκλημάτων τους. Ειδικά στη σημερινή εποχή των συγκριτικών ελέγχων DNA, οποιοσδή-

ποτε κακοποιός διαθέτει τηλεόραση μπορεί να παρακολουθήσει τα επεισόδια της σειράς CSI και να μάθει τα απλά μέτρα που πρέπει να πάρει, προκειμένου να αποφύγει την ενοχοποίηση. Ωστόσο, όλα τα πράγματα, από τα αντιβιοτικά μέχρι τη μουσική ζάιντεκο, έχουν και την αρνητική πλευρά τους, και ο Μπίλι ήξερε πολύ καλά τους κινδύνους των εγκληματολογικών πειστηρίων. Υπενθύμισε στον εαυτό του πως τότε το πρόβλημα δεν ήταν τα στοιχεία. Το πρόβλημα ήταν ο Τζον Πάλμερ, ο σημερινός σερίφης, που τότε ήταν ένας φιλόδοξος νεαρός υπαστυνόμος που κυνηγούσε την προαγωγή του σε αστυνόμο. Τη νύχτα που ο Μπίλι κατέστησε τον εαυτό του ορφανό, η αλήθεια ήταν φρικτά τρομακτική, αλλά ξεκάθαρη και εύκολα αναγνωρίσιμη.

Κεφάλαιο 5 7

Ο ΔΕΚΑΤΕΤΡΑΧΡΟΝΟΙ ΜΠΙΛΙ Γουάιλς ξυπνάει από μια ονείρωξη ακούγοντας δυνατές, θυμωμένες φωνές. Στην αρχή σαστίζει. Νομίζει ότι το ωραίο του όνειρο το διαδέχεται ένα άλλο, λιγότερο ευχάριστο. Σκεπάζει το κεφάλι του με το ένα μαξιλάρι και χώνει το πρόσωπο στο δεύτερο, προσπαθώντας να επιστρέψει στην ηδονική φαντασίωση. Η πραγματικότητα διεισδύει στα όνειρά του. Η πραγματικότητα επιμένει. Οι φωνές έρχονται από το ισόγειο και ανήκουν στη μητέρα και τον πατέρα του. Είναι πολύ δυνατές και το πάτωμα που μεσολαβεί δεν τις εμποδίζει να φτάσουν ως επάνω. Οι μύθοι μας βρίθουν από μάγους και μάγισσες: νύμφες της θάλασσας που μαγεύουν με το τραγούδι τους τους ναύτες και τους ρίχνουν στα βράχια, η Κίρκη που μεταμορφώνει τους άντρες σε γουρούνια, αυλητές που παρασύρουν παιδάκια στο θάνατο. Είναι αλληγορικές περιγραφές της ολέθριας κρυφής παρόρμησής μας για αυτοκαταστροφή και υπάρχουν στη ζωή μας από την πρώτη δαγκωματιά του πρώτου μήλου. Ο Μπίλι γίνεται αυλητής του εαυτού του, επιτρέποντάς του να τον τραβήξουν από το κρεβάτι του οι άγριες φωνές των γονιών του. Σ' αυτό το σπίτι οι καβγάδες δεν είναι συχνοί, αλλά ούτε σπάνιοι. Συνήθως οι διενέξεις ανάμεσα στους δικούς του είναι σιωπηλές, έντονες και σύντομες. Όταν η δυσφορία έχει διάρ-

κεια, εκφράζεται με μούτρα και βουβαμάρα που κάποια στιγμή υποχωρεί ή δείχνει να υποχωρεί. Ο Μπίλι δεν πιστεύει πως οι γονείς του είναι δυστυχισμένοι στο γάμο τους. Αγαπούν ο ένας τον άλλο. Είναι βέβαιος γι' αυτό. Ξυπόλυτος, γυμνόστηθος, φορώντας μόνο το παντελόνι της πιτζάμας, μισοκοιμισμένος ακόμα, ο Μπίλι προχωράει στο διάδρομο, κατεβαίνει τη σκάλα... Δεν αμφιβάλλει ότι οι γονείς του τον αγαπούν. Με τον τρόπο τους. Ο πατέρας του εκφράζει τη στοργή του μέσα από την αυστηρότητα. Η μητέρα του ταλαντεύεται ανάμεσα στην ευγενική αδιαφορία και σε εκρήξεις μητρικής αγάπης, που είναι ειλικρινείς και υπερβολικές ταυτόχρονα. Η φύση της απογοήτευσης που αισθάνονταν οι γονείς του ο ένας από τον άλλο παρέμενε πάντα ένα μυστήριο για τον Μπίλι και φαινόταν άνευ σημασίας. Μέχρι τώρα. Τη στιγμή που φτάνει στην τραπεζαρία, από όπου φαίνεται η πόρτα της κουζίνας, ο Μπίλι βρίσκεται αντιμέτωπος, ενάντια στη θέλησή του -ή μήπως όχι;-, με την ψυχρή αλήθεια και τα μυστικά των ανθρώπων που νόμιζε πως γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον. Ποτέ δε φανταζόταν πως ο πατέρας του θα έκρυβε μέσα του μια τόσο άγρια οργή. Η βαναυσότητα της φωνής του αλλά και ο τόνος και η χυδαιότητα των λόγων του αποκαλύπτουν ότι μέσα του σιγόβραζε από καιρό το μίσος που τώρα πυροδοτεί το θυμό του. Ο πατέρας του κατηγορεί τη μητέρα του για απιστία, για μοιχεία κατ' εξακολούθηση. Την αποκαλεί πουτάνα, κι άλλα χειρότερα, κι ο θυμός του μετατρέπεται σε μανιασμένη οργή. Μέσα στην τραπεζαρία, ο Μπίλι μαρμαρώνει από την αποκάλυψη, το μυαλό του θολώνει από τις κατηγορίες που εκτοξεύονται εναντίον της μητέρας του. Πάντα έβλεπε τους γονείς του σαν όντα μη σεξουαλικά, ελκυστικά πλάσματα αλλά αδιάφορα απέναντι σε τέτοιου είδους επιθυμίες. Αν είχε αναρωτηθεί ποτέ για τη σύλληψη του, θα την είχε θεωρήσει αποτέλεσμα του συζυγικού καθήκοντος και της επιθυμίας να αποκτήσει κανείς οικογένεια και όχι του ερωτικού πάθους.

Ilto συγκλονιστική από τις κατηγορίες είναι η παραδοχή της μητέρας του ότι είναι βάσιμες -και οι αντεπιθέσεις της, που αποκαλύπτουν πως ο πατέρας του είναι ταυτόχρονα άντρας αλλά και κάτι λιγότερο από άντρας. Χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο ακόμα mo προσβλητικό από αυτό που εισέπραξε, τον αντιμετωπίζει με χλευασμό και περιφρόνηση. Η χλεύη της εξωθεί στα άκρα την οργή του και τη μετατρέπει σε μανία. Ακούγεται ο ήχος σάρκας πάνω σε σάρκα, ένα δυνατό χαστούκι. Εκείνη ξεφωνίζει από τον πόνο, αλλά αμέσως φωνάζει: «Δε με τρομάζεις, δεν μπορείς να με τρομάξεις!» Πράγματα εκσφενδονίζονται, βροντούν στο πάτωμα, σπάζουν. Κι ύστερα ακούγεται ένας πιο φρικτός ήχος, ο βάναυσος, άγριος κρότος ρόπαλου που χτυπάει με βιαιότητα. Εκείνη ουρλιάζει από τον πόνο, από τον τρόμο. Χωρίς να θυμάται ότι βγήκε από την τραπεζαρία, ο Μπίλι βρίσκεται στην κουζίνα φωνάζοντας στον πατέρα του να σταματήσει, αλλά εκείνος δε δείχνει να τον ακούει ή έστω να αντιλαμβάνεται την παρουσία του. Ο πατέρας του είναι μαγεμένος, υπνωτισμένος, τρελός από την αποτρόπαιη δύναμη του ρόπαλου που στριφογυρίζει στον αέρα. Είναι ένα μακρύ γαλλικό κλειδί. Η μητέρα του Μπίλι είναι πεσμένη στο πάτωμα. Τινάζεται σαν μισολιωμένο ζουζούνι και από το στόμα της βγαίνουν άναρθροι ήχοι, βογκητά πόνου. Δεν μπορεί πια να ουρλιάξει. Ο Μπίλι βλέπει στον πάγκο της κουζίνας κι άλλα όπλα. Ένα σφυρί. Ένα χασαπομάχαιρο. Ένα περίστροφο. Προφανώς ο πατέρας του είχε αραδιάσει τα δολοφονικά εργαλεία για να τρομοκρατήσει τη μητέρα του. Όμως εκείνη μάλλον δεν είχε τρομοκρατηθεί, μάλλον είχε σκεφτεί ότι ήταν δειλός, ανόητος και αποτυχημένος. Και σίγουρα είναι δειλός, αφού χτυπάει μια ανυπεράσπιστη γυναίκα μ' ένα γαλλικό κλειδί, αλλά εκείνη έχει κάνει το λάθος να υποτιμήσει την ικανότητά του να φερθεί βίαια. Αρπάζοντας το περίστροφο, ο Μπίλι το σφίγγει με τα δυο του χέρια και φωνάζει στον πατέρα του να σταματήσει, για όνο-

μα του Θεού, να σταματήσει, κι όταν η παράκλησή του πέφτει στο κενό, πυροβολεί στο ταβάνι. Το αναπάντεχο κλότσημα τον σπρώχνει προς τα πίσω και παραπατάει έκπληκτος. Ο πατέρας του στρέφεται στον Μπίλι, αλλά δε δείχνει διατεθειμένος να υποχωρήσει. Το γαλλικό κλειδί είναι η ενσάρκωση του κακού και ελέγχει τον άντρα όσο το ελέγχει κι εκείνος, αν όχι περισσότερο. «Εσύ ποιανού σπόρος είσαι;» ρωτάει ο πατέρας του. «Ποιανού το γιο τρέφω τόσα χρόνια, ποιανού το μπάσταρδο;» Όσο κι αν μοιάζει αδύνατο, ο τρόμος μεγαλώνει, κι όταν ο Μπίλι αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να σκοτώσει ή να σκοτωθεί, πατάει τη σκανδάλη, μία, δύο, τρεις φορές, με τα μπράτσα του να τραντάζονται από το κλότσημα του όπλου. Δύο αστοχίες και ένα τραύμα στο στήθος. Ο πατέρας του τινάζεται πίσω, τρεκλίζει, πέφτει ανάσκελα. Η σφαίρα σχηματίζει μια αιμάτινη μπουτονιέρα στο στήθος του. Το γαλλικό κλειδί πέφτει στα πλακάκια του δαπέδου με κρότο και τα σπάει. Οι φωνές, οι οργισμένες προσβολές έχουν πλέον σταματήσει και το μόνο που ακούγεται τώρα είναι η ανάσα του Μπίλι και τα πνιχτά βογκητά πόνου της μητέρας του. Και την επόμενη στιγμή λέει: «Μπαμπά;» Τα λόγια βγαίνουν μπερδεμένα, η φωνή της είναι ραγισμένη από τον πόνο. «Μπαμπά Τομ;» Ο πατέρας της, πεζοναύτης καριέρας, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, όταν εκείνη ήταν δέκα ετών. Ο μπαμπάς Τομ ήταν ο πατριός της. «Βοήθησέ με». Η φωνή ακούγεται πιο βραχνή, ανησυχητικά αλλοιωμένη. «Μπαμπά Τομ, βοήθησέ με». Ο μπαμπάς Τομ είναι ένας στεγνός άντρας με μαλλιά στο χρώμα της άμμου και καφεκίτρινα μάτια. Τα χείλη του είναι μονίμως σφιγμένα και το πνιχτό του γέλιο ερεθίζει τα νεύρα όποιου το ακούει. Μόνο σε πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις θα ζητούσε κάποιος τη βοήθεια του μπαμπά Τομ και κανείς δεν περίμενε ότι θα την είχε.

«Μπαμπά Τομ, βοήθησέ με». Επιπλέον, ο ηλικιωμένος άντρας ζει στη Μασαχουσέτη, στην άλλη άκρη της ηπείρου από την Κομητεία Νάπα. Η σοβαρότητα της κατάστασης διαπερνά το σοκ που έχει καθηλώσει τον Μπίλι και μια αίσθηση τρομαγμένης συμπόνιας τον σπρώχνει προς τη μητέρα του. Εκείνη φαίνεται να έχει παραλύσει. Το μικρό δάχτυλο του δεξιού της χεριού συσπάται ανεξέλεγκτα, αλλά το σώμα της από το λαιμό και κάτω μένει ακίνητο. Σαν σπασμένο πήλινο αγγείο που κόλλησε στραβά, το κρανίο και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι εντελώς παραμορφωμένα. Το ανοιχτό της μάτι, το μοναδικό της μάτι τώρα πια, εστιάζει στον Μπίλι. «Μπαμπά Τομ», ψιθυρίζει. Δεν αναγνωρίζει το γιο της, το μοναχοπαίδι της. Νομίζει ότι είναι ο γέροντας από τη Μασαχουσέτη. «Σε παρακαλώ», λέει, με φωνή ραγισμένη από τον πόνο. Το ρημαγμένο πρόσωπο υποδηλώνει ανεπανόρθωτη εγκεφαλική βλάβη, που αποσπά από τον Μπίλι έναν πνιχτό λυγμό. Το μονόφθαλμο βλέμμα της ταξιδεύει από το πρόσωπο του στο όπλο που κρατά στο χέρι του. «Σε παρακαλώ, μπαμπά Τομ. Σε παρακαλώ». Είναι μόνο δεκατεσσάρων ετών, ένα μικρό αγόρι, σχεδόν παιδί ακόμα, και υπάρχουν επιλογές που δε θα έπρεπε να του ζητήσουν να κάνει. «Σε παρακαλώ». Αυτή η επιλογή θα έφτανε να τσακίσει οποιονδήποτε ενήλικο άντρα. Δεν μπορεί να το κάνει, όχι, δε θα το κάνει. Όμως βλέπει την οδύνη της. Το φόβο. Την αγωνία της. «Χριστέ μου, Χριστέ μου, πού είναι εγώ;» ικετεύει εκείνη τραυλίζοντας. «Ποιος είναι εσύ; Ποιος σέρνεται εδώ μέσα, ποιος είναι; Ποιος είναι εσύ, με τρομάζει; Με τρομάζει/» Καμιά φορά η καρδιά παίρνει αποφάσεις που δεν μπορεί να πάρει ο νους, και παρ' ότι γνωρίζουμε ότι η καρδιά πάνω απ' όλα μας ξεγελάει, γνωρίζουμε επίσης πως σε σπάνιες στιγμές έντασης και βαθιάς απώλειας ο πόνος την εξαγνίζει.

Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, δε θα μάθει ποτέ αν η επιλογή του να ακούσει την καρδιά του εκείνη τη στιγμή ήταν η σωστή. Αλλά κάνει αυτό που του λέει. «Σ' αγαπώ», ψελλίζει και δίνει στη μητέρα του τη χαριστική βολή. Ο υπαστυνόμος Τζον Πάλμερ είναι ο πρώτος που φτάνει στον τόπο του εγκλήματος. Αυτό που αρχικά δείχνει να είναι η άφιξη μιας αξιόπιστης και ατρόμητης δημόσιας αρχής αργότερα θα φανεί στον Μπίλι σαν εφόρμηση ενός αρπακτικού σε ψοφίμι. Όσο περιμένει την αστυνομία, ο Μπίλι δεν είναι σε θέση να φύγει από την κουζίνα. Δεν μπορεί να αφήσει μόνη τη μητέρα του. Αισθάνεται ότι εκείνη δεν έχει χαθεί για πάντα, ότι το πνεύμα της παραμένει ακόμα εκεί και ότι αντλεί παρηγοριά από την παρουσία του. Ή μπορεί να μην αισθάνεται τίποτα απ' όλα αυτά και απλώς να εύχεται να είναι αλήθεια. Αν και του είναι αδύνατον να την κοιτάξει πια, έτσι όπως έχει καταντήσει, μένει κοντά της, με το βλέμμα στραμμένο αλλού. Όταν μπαίνει ο υπαστυνόμος Πάλμερ, όταν ο Μπίλι δεν είναι πια μόνος και δε χρειάζεται να είναι δυνατός, το κουράγιο του τον εγκαταλείπει. Το αγόρι τρέμει σύγκορμο και κοντεύει να σωριαστεί. «Τι συνέβη εδώ πέρα, παιδί μου;» ρωτάει ο υπαστυνόμος Πάλμερ. Μετά από αυτούς τους δύο θανάτους, ο Μπίλι δεν είναι πια παιδί. Νιώθει τη μοναξιά να φτάνει μέχρι το μεδούλι του, την ψυχή του παγωμένη, φόβο για το μέλλον. Έτσι, όταν ακούει τη λέξη παιδί μου, του φαίνεται κάτι περισσότερο από μια απλή λέξη, του φαίνεται σαν να του απλώνει κάποιος το χέρι, προσφέροντάς του ελπίδα. Ο Μπίλι πηγαίνει προς τον Τζον Πάλμερ. Και ο υπαστυνόμος τού ανοίγει την αγκαλιά του, είτε από υπολογισμό είτε από ανθρωπιά.

Τρέμοντας, ο Μπίλι πέφτει σ' εκείνη την αγκαλιά, και ο Τζον Πάλμερ τον σφίγγει πάνω του. «Παιδί μου; Τι συνέβη εδώ πέρα;» «Τη χτύπησε. Τον πυροβόλησα. Τη χτύπησε με το γαλλικό κλειδί». «Τον πυροβόλησες;» «Τη χτύπησε με το κλειδί. Τον πυροβόλησα. Την πυροβόλησα». Κάποιος άλλος θα έπαιρνε υπόψη του τη συναισθηματική ταραχή του νεαρού μάρτυρα, αλλά η πρωταρχική έννοια του υπαστυνόμου είναι ότι ακόμα δεν έχει γίνει αστυνόμος. Είναι φιλόδοξος. Και ανυπόμονος. Πριν από δύο χρόνια, στην Κομητεία Λος Αντζελες, νοτιότερα της Νάπα, ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι είχε σκοτώσει τους γονείς του. Υποστήριξε ότι ήταν αθώος, επικαλούμενος τη μακρόχρονη σεξουαλική κακοποίησή του. Η δίκη, η οποία είχε τελειώσει μόλις δύο εβδομάδες πριν από εκείνη την κρίσιμη νύχτα στη ζωή του Μπίλι Γουάιλς, κατέληξε σε καταδίκη του νεαρού. Οι εμπειρογνώμονες προέβλεπαν πως το αγόρι θα αθωωνόταν, αλλά ο επικεφαλής ντετέκτιβ της υπόθεσης ήταν δραστήριος. Είχε συγκεντρώσει έναν όγκο αδιάσειστων αποδεικτικών στοιχείων και είχε πιάσει το δράστη να ψεύδεται κατ' επανάληψη. Τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ο ακούραστος ντετέκτιβ είχε γίνει ο ήρωας των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η τηλεόραση τον έδειχνε διαρκώς. Το όνομά του έγινε mo γνωστό από το όνομα του δημάρχου του Λος Αντζελες. Με την ομολογία του Μπίλι, ο Τζον Πάλμερ δε βλέπει καμία ευκαιρία για να ερευνήσει για την αλήθεια, αλλά, αντίθετα, βλέπει την ευκαιρία. «Ποιον πυροβόλησες, παιδί μου; Εκείνον ή εκείνη;» «Τον... τόν πυροβόλησα. Την πυροβόλησα. Τη χτύπησε πολύ άσχημα με το γαλλικό κλειδί. Αναγκάστηκα να τους πυ... πυροβολήσω και τους δύο». Καθώς οι σειρήνες ακούγονται από μακριά, ο υπαστυνόμος

Πάλμερ οδηγεί τον Μπίλι στο σαλόνι. Βάζει το αγόρι να καθίσει στον καναπέ. Δεν τον ρωτάει πια, Τι συνέβη εδώ, παιδί μου; Τώρα τον ρωτάει: «Τι έκανες, παιδί μου; Τι έκανες;» Για μεγάλο διάστημα, ο Μπίλι Γουάιλς δεν αντιλαμβάνεται τη διαφορά. Έτσι αρχίζουν οι εξήντα ώρες του στην κόλαση. Στα δεκατέσσερα, δεν μπορεί να δικαστεί όπως ένας ενήλικος. Δεδομένου ότι δεν μπορούν να του επιβληθούν η θανατική ποινή και η ισόβια κάθειρξη, η πίεση που ασκείται στην ανάκριση θα πρέπει να είναι μικρότερη απ' ό,τι σ' έναν ενήλικο παραβάτη. Αλλά ο Τζον Πάλμερ είναι αποφασισμένος να τσακίσει τον Μπίλι, να του αποσπάσει την ομολογία ότι ο ίδιος χτύπησε τη μητέρα του με το εργαλείο, ότι πυροβόλησε τον πατέρα του όταν εκείνος προσπάθησε να την προστατέψει, και ότι μετά την αποτέλειωσε με μια σφαίρα. Επειδή οι ποινές που επιβάλλονται στους ανήλικους παραβάτες είναι πολύ πιο επιεικείς από των ενηλίκων, το νομικό σύστημα μερικές φορές προστατεύει τα δικαιώματά τους λιγότερο σθεναρά απ' όσο θα όφειλε. Κατ' αρχάς, αν ο ύποπτος δε γνωρίζει ότι πρέπει να καλέσει δικηγόρο, ενδέχεται να μην ενημερωθεί γι' αυτό το δικαίωμά του όσο έγκαιρα απαιτείται. Αν ο ύποπτος δεν έχει οικονομικούς πόρους και αναλάβει την υπεράσπισή του δημόσιος συνήγορος, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο αυτός που θα του ορίσουν να είναι ανίκανος. Ή ανόητος. Ή μεθυσμένος. Δεν είναι όλοι οι δικηγόροι τόσο αξιοσέβαστοι όσο οι πρωταγωνιστές των τηλεοπτικών σίριαλ, όπως άλλωστε και οι ίδιοι οι καταπιεσμένοι δεν είναι πάντα τόσο ανώτεροι άνθρωποι στην αληθινή ζωή. Ένας έμπειρος αστυνομικός σαν τον Τζον Πάλμερ, που οδηγείται από την άμετρη φιλοδοξία του και είναι πρόθυμος να ρισκάρει τη σταδιοδρομία του, έχοντας παράλληλα τη συμπαράσταση των ανωτέρων του, διαθέτει ένα τεράστιο απόθεμα από τεχνάσματα που θα του επιτρέψουν να κρατήσει έναν ύποπτο

μακριά από νομικούς συμβούλους και να τον έχει διαθέσιμο για ανάκριση χωρίς περιορισμούς τις αμέσως επόμενες ώρες της σύλληψής του. Ένα από τα πιο αποτελεσματικά από αυτά τα τερτίπια είναι να κάνει τον Μπίλι «μπαλάκι». Ένας διορισμένος συνήγορος καταφθάνει στο κρατητήριο της Νάπα, όπου ανακαλύπτει πως, λόγω έλλειψης χώρου ή για κάποια άλλη ψεύτικη αιτία, ο πελάτης του έχει μεταφερθεί στον υποσταθμό του Καλιστόγκα. Φτάνοντας στο Καλιστόγκα, μαθαίνει πως έχει γίνει ένα ατυχές λάθος: το αγόρι έχει μεταφερθεί στη Σεντ Έλενα. Από τη Σεντ Έλενα, στέλνουν το δικηγόρο πίσω στη Νάπα. Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, μερικές φορές το όχημα που μεταφέρει τον ύποπτο παρουσιάζει μηχανικά προβλήματα. Μια ώρα δρόμος μπορεί να γίνει τρεις ή τέσσερις, ανάλογα με την απαιτούμενη επισκευή. Σ' αυτές τις δυόμισι μέρες, ο Μπίλι περνάει από αμέτρητα βρόμικα γραφεία, ανακριτικές αίθουσες και κελιά. Είναι πάντα ψυχολογικά ευάλωτος και οι φόβοι του είναι τόσο σταθεροί όσο ασταθή είναι τα γεύματά του, αλλά οι χειρότερες στιγμές είναι αυτές μέσα στο περιπολικό, κατά τη μεταφορά του. Ο Μπίλι κάθεται στο πίσω κάθισμα, πίσω από το προστατευτικό διαχωριστικό. Φοράει χειροπέδες που είναι δεμένες με αλυσίδα από έναν κρίκο στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Ο οδηγός δεν έχει ποτέ τίποτα να πει. Αν και απαγορεύεται από τον κανονισμό, ο Τζον Πάλμερ κάθε πίσω μαζί με τον κρατούμενο. 0 υπαστυνόμος είναι μεγαλόσωμος άντρας και ο κρατούμενος ένα δεκατετράχρονο αγόρι. Σε τόσο μικρό χώρο, η ανισότητα του όγκου τους και μόνο προκαλεί δυσφορία στον Μπίλι. Επιπλέον, ο Πάλμερ είναι άσος στον εκφοβισμό. Ξέρει να εναλλάσσει την ατέλειωτη κουβέντα και τις ερωτήσεις με σιωπές γεμάτες κατηγόρια. Τα μελετημένα βλέμματα, οι καλοδιαλεγμένες λέξεις, οι απειλητικές μεταβολές της διάθεσής του διαβρώνουν το πνεύμα όπως το ηλεκτρικό πριόνι ροκανίζει σιγά σιγά το ξύλο. Χειρότερο από όλα είναι το άγγιγμα. Μερικές φορές ο Πάλμερ κάθεται mo κοντά του. Κάπου κά-

που έρχεται τόσο κοντά, όσο κοντά θα ήθελε να καθίσει ένα αγόρι με ένα κορίτσι, και κολλάει την αριστερή πλευρά του στη δεξιά του Μπίλι. Του ανακατεύει τα μαλλιά με ψεύτικη πατρική στοργή. Ακουμπάει τη χερούκλα του πότε στον ώμο του Μπίλι, πότε στο γόνατο του, πότε στο μηρό του. «Το ότι τους σκότωσες δεν είναι έγκλημα, αν είχες σοβαρούς λόγους, Μπίλι. Αν ο πατέρας σου σε παρενοχλούσε σεξουαλικά επί χρόνια με την ανοχή της μητέρας σου, κανένας δε θα σε κατηγορούσε». «Ο πατέρας μου δε με άγγιξε ποτέ έτσι. Γιατί λες συνέχεια ότι το έκανε;» «Δε λέω, Μπίλι. Ρωτάω. Δεν έχεις λόγο να ντρέπεσαι, αν σε πασπάτευε από τότε που ήσουν μικρός. Γιατί έτσι γίνεσαι θύμα, κατάλαβες; Ακόμα κι αν σου άρεσε...» «Δε θα μου άρεσε ποτέ τέτοιο πράγμα». «Ακόμα κι αν σου άρεσε, δεν έχεις λόγο να ντρέπεσαι». Το χέρι στον ώμο. «Εξακολουθείς να είσαι θύμα». «Δεν είμαι. Δεν ήμουν. Μην το λες αυτό». «Μερικοί άντρες κάνουν φρικτά πράγματα σε ανυπεράσπιστα αγοράκια, και ορισμένα αγοράκια το ευχαριστιούνται». Το χέρι στο μηρό. «Όμως αυτό δε σημαίνει πως το αγοράκι δεν είναι αθώο, Μπίλι. Το γλυκό αγοράκι είναι και πάλι αθώο». Ο Μπίλι φτάνει στο σημείο να εύχεται να τον χτυπήσει ο Πάλμερ. Το άγγιγμα, το απαλό άγγιγμα και οι υπαινιγμοί είναι χειρότερα από το ξύλο, γιατί το ξύλο μπορεί να μην το γλιτώσει έτσι κι αλλιώς, αν αποτύχει το κόλπο με το άγγιγμα. Κάμποσες φορές, ο Μπίλι σκέφτεται να ομολογήσει, μόνο και μόνο για να γλιτώσει από τις διακυμάνσεις της φωνής του υπαστυνόμου Τζον Πάλμερ που τον τρελαίνουν, για να απαλλαγεί από το άγγιγμα. Αρχίζει να αναρωτιέται γιατί... Αφού έδωσε τέλος στο μαρτύριο της μητέρας του, γιατί ειδοποίησε την αστυνομία, αντί να χώσει την κάννη του περιστρόφου μέσα στο στόμα του; Ο Μπίλι γλιτώνει εν τέλει χάρη στην ευσυνείδητη δουλειά του ιατροδικαστή και των τεχνικών της Σήμανσης, καθώς και

χάρη στις αμφιβολίες άλλων αστυνομικών, που είχαν αφήσει τον Πάλμερ να χειριστεί την υπόθεση όπως του γούσταρε. Τα πειστήρια οδηγούν στον πατέρα· κανένα δεν ενοχοποιεί το γιο. Το μοναδικό αποτύπωμα στο όπλο προέρχεται από τον Μπίλι, αλλά στο γυαλιστερό γαλλικό κλειδί βρίσκεται ένα καθαρό δακτυλικό αποτύπωμα και ένα τμήμα της παλάμης του πατέρα του Μπίλι. Ο δολοφόνος κράδαινε το γαλλικό κλειδί με το αριστερό χέρι. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, ο Μπίλι είναι δεξιόχειρας. Τα ρούχα του Μπίλι είναι λερωμένα με λίγο αίμα, αλλά όχι υπερβολικά. Τα μανίκια του πουκαμίσου του πατέρα του είναι καταματωμένα. Η γυναίκα είχε προσπαθήσει να απωθήσει τον άντρα της με τα χέρια της. Στα νύχια της βρέθηκαν ίχνη από το αίμα και το δέρμα του πατέρα, όχι του γιου. Λίγο καιρό αργότερα, δύο υπάλληλοι του τμήματος υποχρεώνονται να παραιτηθούν και ένας ακόμα απολύεται. 'Οταν ο καπνός διαλύεται, κατά παράξενο τρόπο, ο υπαστυνόμος Τζον Πάλμερ παραμένει στη θέση του αλώβητος. Ο Μπίλι σκέφτεται να υποβάλει μήνυση εναντίον του, αλλά φοβάται να καταθέσει και, κυρίως, φοβάται τις συνέπειες σε περίπτωση που δε θα πείσει το δικαστήριο. Η σύνεση του υπαγορεύει να μην προχωρήσει. Μην τραβάς την προσοχή, σώπαινε, ζήσε απλά, μην περιμένεις πολλά, απόλαυσε αυτό που έχεις. Προχώρα μπροστά. Το εκπληκτικό είναι ότι τελικά το να προχωρήσει σημαίνει να ζήσει μαζί με την Περλ Όλσεν, χήρα και μητέρα αστυνομικού. Η κυρία Όλσεν προσφέρεται να σώσει τον Μπίλι από τον εφιάλτη των κοινωνικών ιδρυμάτων, και από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους, εκείνος καταλαβαίνει ενστικτωδώς πως αυτή η γυναίκα θα είναι πάντα αυτό ακριβώς που φαίνεται, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Αν και είναι μόνο δεκατεσσάρων ετών, έχει μάθει πως η αρμονία ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαινομενικότητα μπορεί να είναι πιο σπάνια από όσο φαντάζεται ένα παιδί και πως είναι μια αρετή την οποία ελπίζει να καλλιεργήσει μέσα του.

Κεφάλαιο 5 8

ΣΤΑΜΑΤΗΜΕΝΟΣ ΚΑΤΩ από τα δυνατά φώτα του σταθμού εξυπηρέτησης φορτηγών, έξω από το εστιατόριο, ο Μπίλι Γουάιλς έτρωγε τη Χέρσεϊ και την Πλάντερς και σκεφτόταν βαρύθυμα τον Στιβ Ζίλις. Τα στοιχεία εναντίον του Ζίλις, αν και ήταν έμμεσες ενδείξεις, έδειχναν να εδραιώνουν την ενοχή του πολύ περισσότερο από όσα είχε χρησιμοποιήσει ο Τζον Πάλμερ για να ενοχοποιήσει τον Μπίλι. Παρ' όλ' αυτά, ο Μπίλι ανησυχούσε μήπως ετοιμαζόταν να στραφεί εναντίον ενός αθώου. Οι κούκλες της βιτρίνας, το πορνογραφικό υλικό και η γενική κατάσταση του σπιτιού του Ζίλις οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως ήταν ένας λεχρίτης και ίσως κάπως ανισόρροπος, όμως δεν αποδείκνυαν πως είχε σκοτώσει άνθρωπο. Η εμπειρία που είχε ζήσει στα χέρια του Πάλμερ τον είχε μάθει να αναζητά τη βεβαιότητα. Ελπίζοντας να βρει κάποια στοιχεία που θα στήριζαν την καταγγελία του, έστω κι αν ήταν λεπτά σαν τη φλούδα του φεγγαριού πάνω από το εστιατόριο, ο Μπίλι έπιασε την εφημερίδα που είχε αγοράσει στη Νάπα και από τότε δεν του είχε μείνει χρόνος να τη διαβάσει. Πρωτοσέλιδο θέμα ήταν η δολοφονία της Ζιζέλ Γουίνσλοου. Όσο τρελό κι αν ήταν, ευχήθηκε να είχε βρει η αστυνομία ένα κοτσάνι από κεράσι δεμένο κόμπο κοντά στο πτώμα. Αντίθετα, αυτό που τον χτύπησε κατακούτελα από το άρθρο, αυτό που του όρμησε με την ίδια ταχύτητα που ορμάει η νυχτε-

ρίδα στη νυχτοπεταλούδα, ήταν το γεγονός ότι το αριστερό χέρι της Γουίνσλοου ήταν κομμένο. Ο διεστραμμένος δολοφόνος είχε πάρει μαζί του ένα σουβενίρ -χέρι αυτή τη φορά, όχι πρόσωπο. Ο Λάνι δεν είχε αναφέρει κάτι σχετικό. Αλλά όταν ο Λάνι είχε έρθει στο πάρκινγκ του μπαρ τη στιγμή που ο Μπίλι έπαιρνε το δεύτερο σημείωμα από το παρμπρίζ του Εξπλόρερ, το πτώμα της Γουίνσλοου είχε μόλις βρεθεί. Από το Γραφείο του Σερίφη δεν είχαν ακόμα διαρρεύσει όλες οι λεπτομέρειες. Αναπόφευκτα, ο Μπίλι θυμήθηκε το σημείωμα που είχε βρει κολλημένο στο ψυγείο του πριν από δεκαεφτά ώρες, αυτό που είχε κρύψει στο βιβλίο Στον Καιρό μας. Το μήνυμα έλεγε: «Ένας συνεργάτης μου θα έρθει να σε δει στις 11:00. Περίμενέ τον στην μπροστινή βεράντα». Θυμήθηκε τις δύο τελευταίες αράδες του σημειώματος, που τώρα φάνταζαν λιγότερο ακατανόητες. Φαίνεσαι πολύ θυμωμένος. Δε σου έτεινα χέρι φιλίας; Και βέβαια το έκανα. Την πρώτη φορά που διάβασε αυτές τις φράσεις τού είχαν φανεί περιπαικτικές, χλευαστικές. Τώρα του γελούσαν κατάμουτρα, τον προκαλούσαν να παραδεχτεί την υπεροχή του αντιπάλου. Κρυμμένο κάπου μέσα στο σπίτι του, το κομμένο χέρι περίμενε να το ανακαλύψει η αστυνομία.

Κεφάλαιο 5 9

ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ένα ζευγάρι φορτηγατζήδων με τζιν, μακό μπλουζάκι και κασκέτο του μπέιζμπολ -εκείνου έγραφε ΠΙΤΕΡΜΠΙΛΤ, εκείνης ΘΕΑ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ-, βγήκαν από το εστιατόριο. Ο άντρας σκάλιζε τα δόντια του με μια οδοντογλυφίδα. Η γυναίκα χασμουρήθηκε, περιέστρεψε τους ώμους της και τέντωσε τα χέρια της. Καθισμένος πίσω από το τιμόνι του Εξπλόρερ, ο Μπίλι έπιασε τον εαυτό του να παρατηρεί τα χέρια της γυναίκας και να σκέφτεται πόσο μικρά ήταν, πόσο εύκολα θα μπορούσε κάποιος να κρύψει το ένα από αυτά. Στη σοφίτα. Κάτω από τα σανίδια του παρκέ. Πίσω από τον καυστήρα. Στο βάθος μιας ντουλάπας. Στο χώρο κάτω από τις δύο βεράντες, τη βεράντα της κουζίνας και την μπροστινή. Ίσως στο γκαράζ, σε ένα συρτάρι του εργαστηρίου. Είτε διατηρημένο μέσα σε φορμαλδεΰδη είτε όχι. Αν το χέρι ενός θύματος βρισκόταν κρυμμένο μέσα στο σπίτι του, τότε γιατί να μη συνέβαινε το ίδιο με ένα μέλος κάποιου άλλου θύματος; Τι είχε αφαιρέσει ο μανιακός από την κοκκινομάλλα και πού το είχε κρύψει; Ο Μπίλι μπήκε στον πειρασμό να επιστρέψει στο σπίτι του χωρίς καθυστέρηση για να το ερευνήσει από πάνω ως κάτω. Μπορεί να χρειαζόταν να ψάχνει όλη τη νύχτα και όλο το πρωί, μέχρι να βρει τα αποτρόπαια ενοχοποιητικά στοιχεία. Κι αν δεν τα έβρισκε; Θα συνέχιζε την έρευνα ως το βράδυ; Πώς θα μπορούσε να σταματήσει; Από τη στιγμή που θα ξεκινούσε, θα ήταν υποχρεωμένος, έ-

στω και ψυχαναγκαστικά, να συνεχίσει την αναζήτηση του ιερού δισκοπότηρου της φρίκης. Σύμφωνα με το ρολόι του, ήταν 1:36 π.μ. Μόλις είχε μπει η Πέμπτη. Λίγο περισσότερο από είκοσι δύο ώρες τον χώριζαν από τα μεσάνυχτα. Ο τελευταίος φόνος μου: τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Ο Μπίλι ήδη λειτουργούσε με τη βοήθεια της καφεΐνης, της σοκολάτας, του Ανασίν και του Βικοντίν. Αν περνούσε τη μέρα του ψάχνοντας πυρετωδώς για ακρωτηριασμένα μέλη, αν μέχρι το δειλινό δεν είχε μάθει ούτε την ταυτότητα του μανιακού ούτε είχε ξεκουραστεί έστω και λίγο, το βράδυ θα ήταν διανοητικά, σωματικά και συναισθηματικά εξουθενωμένος. Πώς θα αναλάμβανε υπεύθυνα την προστασία της Μπάρμπαρα σ' αυτή την κατάσταση; Δεν έπρεπε να χάσει χρόνο ψάχνοντας για το χέρι. Εξάλλου, καθώς διάβαζε το άρθρο της εφημερίδας για δεύτερη φορά, θυμήθηκε κάτι άλλο. Την κούκλα της βιτρίνας με τα έξι χέρια. Η κούκλα κρατούσε με τις γροθιές της τα μαχαίρια που ήταν χωμένα στο λαιμό της. Τα πόδια της είχαν αντικατασταθεί με χέρια για να κρατούν καλύτερα το μυτερό σιδερένιο μπαστούνι με το οποίο κακοποιούσε τον εαυτό της. Ένα τρίτο ζευγάρι χέρια είχε κοπεί από μια άλλη κούκλα. Αυτά τα χέρια ξεφύτρωναν από τα στήθη της κούκλας με τις έξι παλάμες, σαν αισχρή απεικόνιση της θεάς Κάλι των ινδουιστών. Αν και οι υπόλοιπες κούκλες στο δωμάτιο είχαν κανονικά χέρια, αυτό με τα έξι υπαινισσόταν πως μπορεί ο Ζίλις να είχε φετίχ με τα χέρια. Στις φωτογραφίες των εξωφύλλων των πορνογραφικών βίντεο, οι γυναίκες είχαν συχνά τα χέρια δεμένα. Με χειροπέδες. Με σκοινιά. Με σφιχτοδεμένα δερμάτινα λουριά. Το γεγονός ότι από το πτώμα της Ζιζέλ Γουίνσλοου έλειπε το χέρι αποκτούσε ιδιαίτερο νόημα. Ο Μπίλι κόντευε να φτάσει στην αλήθεια. Προσπαθούσε, έ-

βαζε τα δυνατά του. Όμως δε διέθετε ακόμα αρκετό σκοινί ώστε να φτιάξει μια νόμιμη θηλιά για τον Στιβ Ζίλις. Δε σου έτεινα χέρι φιλίας; Και βέβαια το έκανα. Χοντροκομμένο, εφηβικό χιούμορ. Ο Μπίλι έβλεπε νοερά τον Ζίλις να μειδιά, σχεδόν τον άκουγε να ψιθυρίζει αυτά τα λόγια. Άκουγε την ξιπασμένη, αστεία φωνή του φιγουρατζή μπάρμαν. Ξάφνου συνειδητοποίησε πως ο Ζίλις έκανε ένα σωρό πράγματα με τα χέρια. Διέθετε μια ασυνήθιστη επιδεξιότητα. Πετούσε στον αέρα ελιές και άλλα αντικείμενα δίνοντας παράσταση. Ήξερε ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τραπουλόχαρτα. Μπορούσε να εξαφανίσει ένα νόμισμα μπροστά στα μάτια των θεατών. Τίποτα από όλα αυτά δε βοήθησε τον Μπίλι να φτιάξει το βρόχο του. Σε λίγο θα ήταν δύο η ώρα. Αν σκόπευε να κυνηγήσει τον Ζίλις, προτιμούσε να το κάνει όσο τον προστάτευε το σκοτάδι. Η υγρή γάζα που είχε τοποθετήσει στις πληγές του χεριού του είχε δοκιμαστεί σκληρά. Στις άκρες είχε αρχίσει να κόβεται και να ξεφτίζει. Άνοιξε το μπουκάλι και ψέκασε άλλο ένα στρώμα πάνω στο πρώτο, διερωτώμενος αν είχε κάποια ξεχωριστή σημασία το γεγονός ότι το δεύτερο πλήγμα ήταν ένα καρφί στην παλάμη του. Αν κυνηγούσε τον Ζίλις, θα έπρεπε πρώτα να κουβεντιάσει μαζί του. Τίποτα περισσότερο. Τίποτα χειρότερο. Θα έκαναν απλώς μια σοβαρή κουβέντα. Σε περίπτωση που ο Ζίλις ήταν όντως ο δολοφόνος, τότε οι ερωτήσεις θα υποβάλλονταν κάτω από την απειλή όπλου. Φυσικά, αν αποδεικνυόταν πως ο Ζίλις ήταν απλώς ένας διεστραμμένος λεχρίτης αλλά όχι φονιάς, δε θα έδειχνε κατανόηση, θα τσαντιζόταν. Ίσως αποφάσιζε να τον καταγγείλει για παράνομη είσοδο στο σπίτι του ή για κάτι άλλο. Ο μόνος τρόπος για να τον αναγκάσει να μη μιλήσει ήταν να τον τρομοκρατήσει. Και δε θα ένιωθε τρομοκρατημένος παρά μόνο αν ο Μπίλι του προξενούσε αρκετό πόνο ώστε να τον πάρει στα σοβαρά και αν πίστευε πως ο Μπίλι θα του έκανε μεγαλύτερη ζημιά έτσι και καλούσε την αστυνομία. Προτού πάει να συναντήσει τον Ζίλις, έπρεπε να σιγουρευτεί

πως είχε την ικανότητα να επιτεθεί σε έναν αθώο άνθρωπο και να τον κακοποιήσει προκειμένου να τον αναγκάσει να σωπάσει. Ανοιγόκλεισε μαλακά το αριστερό του χέρι. Επανέλαβε την ίδια κίνηση. Τώρα έπρεπε να κάνει μια επιλογή χωρίς να τον αναγκάζει κανείς: Μπορούσε να διακινδυνεύσει να πληγώσει και να τρομοκρατήσει έναν αθώο ή να καθυστερήσει, να σκεφτεί, να περιμένει την εξέλιξη των γεγονότων, εκθέτοντας έτσι πιθανότατα την Μπάρμπαρα σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Η εταλογή είναι δική σου. Πάντα ήταν. Πάντα θα ήταν. Να ενεργήσει ή να μην ενεργήσει. Να περιμένει ή να φύγει. Να κλείσει ή να ανοίξει μια πόρτα. Να αποτραβηχτεί από τη ζωή ή να επανενταχθεί σ' αυτή. Δεν είχε στη διάθεσή του ούτε ώρες ούτε μέρες για να αναλύσει το δίλημμα. Ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν διέθετε το χρόνο, το μόνο που θα πετύχαινε θα ήταν να χαθεί μέσα στις αναλύσεις. Ανέτρεξε σε όσα τον είχε διδάξει η προηγούμενη εμπειρία του, δίχως ωστόσο να βρει κάτι που να ταιριάζει στην προκειμένη περίπτωση. Η μόνη σοφία είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης. Στο τέλος, η απόφασή του θα στηριζόταν μόνο στην αγνότητα του κινήτρου του. Έστω κι αν δεν ήταν σίγουρος σε ποια ακριβώς αλήθεια στηριζόταν το κίνητρο του. Έβαλε μπρος τη μηχανή. Απομακρύνθηκε από το σταθμό εξυπηρέτησης φορτηγών. Δεν μπορούσε να δει το φεγγάρι, εκείνη την εξαιρετικά λεπτή , και χλομή ασημένια φλούδα. Πρέπει να βρισκόταν πίσω του.

Κεφάλαιο 6 0

ΣΤΙΣ 2:09 Π.Μ. Ο ΜΠΙΛΙ πάρκαρε σε ένα ήσυχο δρομάκι μιας γειτονιάς με κατοικίες, δυόμισι τετράγωνα μακριά από το σπίτι του Στιβ Ζίλις. Κάτω από τις λάμπες των δρόμων κρέμονταν τα χαμηλότερα κλαδιά της ινδικής δάφνης και στα λουσμένα στο κίτρινο φως πεζοδρόμια σχηματίζονταν βουναλάκια από πεσμένα φύλλα σαν θησαυρός από μαύρα νομίσματα. Περπατούσε με κανονικό βήμα, σαν αιώνιος ξενύχτης που βγαίνει τακτικά για περίπατο τις νεκρές ώρες της νύχτας. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν σκοτεινά, τα φώτα στις βεράντες σβηστά. Κανένα αυτοκίνητο δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Η γη είχε πλέον ξεφορτωθεί τη συσσωρευμένη ζέστη της ημέρας. Η νύχτα δεν ήταν ούτε ζεστή ούτε κρύα. Στην αριστερή πλευρά του κρεμόταν από τη ζώνη το πλαστικό σακουλάκι του ψωμιού με την πετσέτα της κουζίνας. Εκεί μέσα βρίσκονταν οι χειροπέδες, το μικρό σπρέι Μέις και το Τέιζερ. Περασμένη στη ζώνη του, στον δεξιό γοφό, ήταν η θήκη Γουίλσον Κόμπατ με το γεμάτο πιστόλι. Είχε βγάλει το πουκάμισο έξω από το τζιν του, ώστε να κρύβεται το όπλο. Από κάποια απόσταση και μέσα στη νύχτα, κανένας δε θα αναγνώριζε το αποκαλυπτικό περίγραμμα του πιστολιού. Όταν έφτασε στο σπίτι του Ζίλις, χώθηκε στην αυλή και προχώρησε κάτω από τους ευκαλύπτους, προσπερνώντας το γκαράζ.

Η πρόσοψη του σπιτιού ήταν σκοτεινή και τα στόρια κατεβασμένα, αλλά μερικά από τα πίσω παράθυρα, όπως η κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο του Ζίλις, είχαν φως. Ο Μπίλι κοντοστάθηκε στην αυλή, επιθεωρώντας το οίκημα, προσπαθώντας να διακρίνει κάθε αλλαγή στο σκοτάδι της νύχτας. Περίμενε μέχρι να συνέλθουν τα μάτια του από τα φώτα του δρόμου και να προσαρμοστούν στο σκοτάδι. Έχωσε ξανά το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι, για να έχει ευκολότερη πρόσβαση στο όπλο. Από την τσέπη του έβγαλε ένα ζευγάρι ελαστικά γάντια και τα φόρεσε. Η γειτονιά ήταν ήσυχη. Τα σπίτια δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους. Μπαίνοντας, θα έπρεπε να προσέξει να μην κάνει θόρυβο. Οι κραυγές του Ζίλις θα ακούγονταν καθαρά, το ίδιο και ένας πυροβολισμός, αν δεν έβαζε μπροστά ένα μαξιλάρι. Προχώρησε στο στεγασμένο αίθριο όπου βρισκόταν μία και μοναδική καρέκλα από αλουμίνιο. Δεν υπήρχαν ούτε τραπέζι ούτε ψησταριά ούτε γλάστρες με φυτά. Από το τζάμι της πίσω πόρτας διέκρινε τα φωτάκια των δύο ψηφιακών ρολογιών του ηλεκτρικού φούρνου και του φούρνου μικροκυμάτων της κουζίνας. Τράβηξε τη σακούλα του ψωμιού από τη ζώνη του και έβγαλε από μέσα το σπρέι Μέις. Η πετσέτα απορροφούσε τον ήχο των μεταλλικών χειροπεδών. Ύστερα έστριψε το στόμιο της σακούλας και την έδεσε ξανά στη ζώνη του με προσοχή. Κατά την πρώτη του επίσκεψη, είχε βουτήξει το εφεδρικό κλειδί από το συρτάρι της κουζίνας. Το έβαλε αθόρυβα στην κλειδαριά και το έστριψε αργά. Φοβόταν μήπως η κλειδαριά έτριζε και ακουγόταν στο εσωτερικό του μικρού σπιτιού. Η πόρτα άνοιξε. Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έβγαλαν ένα σιγανό στεναγμό, αλλά δεν έτριξαν. Ο Μπίλι μπήκε και έκλεισε την πόρτα. Προς στιγμήν στάθηκε ασάλευτος. Μολονότι τα μάτια του είχαν συνηθίσει πια το σκοτάδι, έπρεπε να προσανατολιστεί. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Ίσως έφταιγαν εν μέρει οι παστίλιες καφεΐνης.

Καθώς διέσχιζε την κουζίνα, οι λαστιχένιες σόλες των αθλητικών παπουτσιών του έτριξαν ελαφρά στο πλαστικό δάπεδο. Δαγκώθηκε, αλλά συνέχισε την πορεία του. Το σαλόνι ήταν στρωμένο με χαλί. Έκανε δυο αθόρυβα βήματα και κοντοστάθηκε ξανά για να προσανατολιστεί. Ευτυχώς που ο Ζίλις δεν αγαπούσε τα έπιπλα. Έτσι δε θα υπήρχαν πολλά εμπόδια να ανακόπτουν την πορεία του Μπίλι μες στο σκοτάδι. Άκουσε σιγανές φωνές. Τρομοκρατήθηκε. Έστησε αυτί. Δεν έβγαζε τα λόγια τους. Δεν είχε υπολογίσει πως ο Ζίλις μπορεί να είχε συντροφιά. Σκέφτηκε να φύγει, όμως ήταν απαραίτητο να μάθει. Ένα θαμπό φέγγος σημάδευε την είσοδο του χολ, που οδηγούσε από το σαλόνι στα δύο υπνοδωμάτια και στο μπάνιο. Το φως του διαδρόμου ήταν σβηστό, αλλά ο χώρος φωτιζόταν από το απαλό φέγγος που ερχόταν από τις ανοιχτές πόρτες των δύο τελευταίων δωματίων. Τα δύο αυτά δωμάτια ήταν αντικριστά. Από όσο θυμόταν ο Μπίλι, αριστερά βρισκόταν το λουτρό και δεξιά η κρεβατοκάμαρα του Ζίλις. Κρίνοντας από τον τόνο και τη χροιά και όχι από αυτά που έλεγαν, υπέθεσε πως οι φωνές ήταν δύο και πως ανήκαν σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Κράτησε το Μέις στο δεξί του χέρι, με τον αντίχειρα έτοιμο να πατήσει το μηχανισμό για την εκτόξευση του αερίου. Το ένστικτό του του υπαγόρευε να αντικαταστήσει το Μέις με το πιστόλι. Όμως το ένστικτο αποδεικνύεται συχνά λιγότερο αξιόπιστο από τη λογική. Αν πυροβολούσε τον Ζίλις με την πρώτη, δε θα κέρδιζε τίποτα. Ήθελε πρώτα να τον ακινητοποιήσει κι όχι να τον τραυματίσει. Προχώρησε στο χολ, περνώντας έξω από το φανταστικό, αναίμακτο σφαγείο όπου βρίσκονταν οι ακρωτηριασμένες κούκλες. Τώρα που άκουγε καλύτερα, οι φωνές έμοιαζαν κι αυτές προσποιητές. Επρόκειτο για άθλιους ηθοποιούς που διάβαζαν απαίσια τα λόγια τους. Ο αόριστα μπουκωμένος ήχος των φω-

νών φανέρωνε ότι προερχόταν από τα μεγάφωνα μιας φτηνής τηλεόρασης. Η γυναίκα έβγαλε ξάφνου μια κραυγή πόνου, αλλά κάπως αισθησιακή, λες και ο πόνος τής προκαλούσε ευχαρίστηση. Ο Μπίλι κόντευε να φτάσει στο τέρμα του διαδρόμου, όταν ο Στιβ Ζίλις βγήκε από το μπάνιο, στα αριστερά. Ήταν ξυπόλυτος, με γυμνό θώρακα, και φορούσε μόνο το παντελόνι της πιτζάμας του. Χωρίς να διακόψει το βούρτσισμα των δοντιών του, έτρεχε βιαστικά προς την κρεβατοκάμαρα για να δει τι έδειχνε η τηλεόραση. Μόλις είδε τον Μπίλι, γούρλωσε τα μάτια και φώναξε μέσα από τους αφρούς της οδοντόπαστας: «Τι σκατ...» Ο Μπίλι τον ψέκασε με Μέις. Το Μέις της αστυνομίας είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό από απόσταση έξι μέτρων, αν και η ιδανική είναι τα τεσσεράμισι. Ο Στιβ Ζίλις απείχε μόλις δύο μέτρα από τον Μπίλι. Λίγο Μέις στο στόμα και στη μύτη θα αναχαιτίσει κάπως αυτόν που σου επιτίθεται. Αλλά αν θέλεις να τον σταματήσεις με σιγουριά, πρέπει να ψεκάσεις αρκετή ποσότητα στα μάτια του. Το σπρέι τον βρήκε από κοντά και στα δύο μάτια, καθώς και στα ρουθούνια. Ο Ζίλις πέταξε την οδοντόβουρτσα, σκέπασε μάταια τα μάτια με τις παλάμες του και, στρίβοντας το κεφάλι, προσπάθησε στα τυφλά να απομακρυνθεί από τον Μπίλι, με αποτέλεσμα να κολλήσει στον τοίχο του διαδρόμου. Ξεφυσώντας απελπισμένα, διπλώθηκε στα δύο προσπαθώντας να κάνει εμετό. Έτσι όπως πετάγονταν από το στόμα του οι αφροί της οδοντόκρεμας, θύμιζε λυσσασμένο σκυλί. Το κάψιμο στα μάτια ήταν εφιαλτικό. Οι κόρες είχαν διασταλεί και το μόνο που διέκρινε ήταν μια δυνατή λάμψη, έντονα χρώματα. Δεν έβλεπε τη μορφή του αντιπάλου του, δεν έβλεπε ούτε μια σκιά. Ο λαιμός του έκαιγε από τη χημική ουσία που είχε εισχωρήσει από τα ρουθούνια, και τα πνευμόνια του επαναστατούσαν με κάθε μολυσμένη εισπνοή. Ο Μπίλι έσκυψε, τον άρπαξε από την πιτζάμα και του τράβηξε το αριστερό πόδι για να τον ξαπλώσει κάτω.

Ο Ζίλις άπλωσε τα χέρια του να αρπαχτεί από κάπου, από τον τοίχο, από μια πόρτα, από κάποιο στήριγμα, αλλά μη βρίσκοντας τίποτα σωριάστηκε καταγής τραντάζοντας το σανιδένιο δάπεδο. Ενόσω πάσχιζε να αναπνεύσει, ενόσω έβηχε και πνιγόταν, ούρλιαζε και παραπονιόταν για τα μάτια του, για τον πόνο, για τη δυνατή λάμψη που τον τύφλωνε. Ο Μπίλι τράβηξε το πιστόλι των εννιά χιλιοστών και τον χτύπησε στο πλάι του κεφαλιού αρκετά δυνατά ώστε να τον πονέσει. Ο Ζίλις ούρλιαξε και ο Μπίλι τον προειδοποίησε: «Βούλωσέ το, γιατί θα σε ξαναχτυπήσω, mo δυνατά». Όταν ο Ζίλις τον βλαστήμησε, ο Μπίλι τον κοπάνησε ξανά με το όπλο, όχι όσο δυνατά είχε απειλήσει, αλλά πέρασε το μήνυμα. «Ωραία», είπε ο Μπίλι. «Λοιπόν, για τα επόμενα είκοσι λεπτά, ίσως μισάωρο, δε θα βλέπεις καλά...» Εξακολουθώντας να παίρνει μικρές, λαχανιασμένες ανάσες και να εκπνέει με σπασμούς, ο Ζίλις τον διέκοψε: «Χριστέ μου, τυφλώθηκα, τυ...» «Δεν ήταν παρά λίγο Μέις»· «Είσαι τρελός;» «Ήταν Μέις. Δεν αφήνει μόνιμη βλάβη». «Είμαι τυφλός», επέμεινε ο Ζίλις. «Μείνε εδώ». «Είμαι τυφλός». «Δεν είσαι τυφλός. Μην κουνηθείς». «Γαμώτο. Πονάω!» Ένα κόκκινο ρυάκι κυλούσε από το κρανίο του Ζίλις. Παρ' ότι το χτύπημα δεν ήταν δυνατό, το δέρμα του είχε ανοίξει. «Μην κουνηθείς, μόνο άκουσέ με, συνεργάσου κι όλα θα πάνε καλά», είπε ο Μπίλι. Συνειδητοποίησε ότι είχε κιόλας αρχίσει να παρηγορεί τον Ζίλις, λες και η αθωότητά του ήταν δεδομένη. Μέχρι τώρα, αυτό που πήγαινε να κάνει του φαινόταν απλό. Ακόμα κι αν αποδεικνυόταν πως δεν ήταν ο μανιακός δολοφό-

νος, ο Μπίλι πίστευε πως θα ξεμπέρδευε μαζί του χωρίς να υπάρξουν ιδιαίτερες συνέπειες. Εντούτοις, στη φαντασία του, η αρχή της συνάντησής τους δεν ήταν τόσο βίαιη. Είχε φανταστεί ότι μόλις ο Ζίλις θα έπαιρνε μια πρώτη γεύση από το Μέις, θα αφοπλιζόταν και θα υπάκουε. Το σχέδιο ήταν απλό. Όμως να που προτού αρχίσουν καλά καλά, η κατάσταση κόντευε να ξεφύγει από τον έλεγχό του. «Αν δε θέλεις να πληγωθείς, μείνε εκεί ξαπλωμένος ώσπου να σου πω τι να κάνεις στη συνέχεια», είπε ο Μπίλι προσπαθώντας να φαίνεται σίγουρος για τον εαυτό του. Η ανάσα του Ζίλις σφύριζε. «Με άκουσες;» ρώτησε ο Μπίλι. «Ναι, γαμώτο, πώς είναι δυνατόν να μη σ' ακούσω;» «Με κατάλαβες;» «Είμαι τυφλός, δεν είμαι κουφός». Ο Μπίλι μπήκε στο λουτρό, έκλεισε τη βρύση του νιπτήρα και κοίταξε γύρω. Δεν έβλεπε πουθενά αυτό που χρειαζόταν, αλλά είδε κάτι που δεν ήθελε να δει: το είδωλό του στον καθρέφτη. Φανταζόταν πως θα φαινόταν έξαλλος, ίσως επικίνδυνος, και όντως αυτό συνέβαινε. Φανταζόταν πως θα έδειχνε φοβισμένος, και όντως αυτό συνέβαινε. Αυτό που δε φανταζόταν ήταν πως στην έκφραση του προσώπου του αποτυπωνόταν η ικανότητα να βλάψει άνθρωπο.

Κεφάλαιο 6 1

ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΤΗΣ κρεβατοκάμαρας, ένας γυμνός άντρας με μαύρη μάσκα μαστίγωνε τα στήθη μιας γυναίκας με ένα μαστίγιο με δερμάτινες λουρίδες. Ο Μπίλι την έκλεισε. «Σε σκέφτομαι να πιάνεις τα λεμόνια που κόβεις για τα ποτά και μου έρχεται να ξεράσω». Πεσμένος στο χολ, μπροστά από την ανοιχτή πόρτα, εντελώς ανήμπορος, ο Ζίλις δεν τον άκουσε ή καμώθηκε πως δεν τον άκουσε. Το κρεβάτι δεν είχε κεφαλάρι ούτε κάγκελα στα πόδια. Το στρώμα και ο σομιές πατούσαν πάνω σε ένα μεταλλικό πλαίσιο με ρόδες. Επειδή ο Ζίλις δε σκοτιζόταν για τέτοιες λεπτομέρειες, όπως το να ντύσει το κρεβάτι με κάλυμμα ή να καλύψει το πλαίσιο με ύφασμα, ο σκελετός του κρεβατιού ήταν εκτεθειμένος. Ο Μπίλι πήρε τις χειροπέδες από τη σακούλα του ψωμιού και πέρασε τον έναν κρίκο στο κάτω τμήμα του σκελετού. «Στηρίξου με τα χέρια και τα γόνατα στο πάτωμα», είπε. «Έλα μπουσουλώντας προς το μέρος όπου ακούγεται η φωνή μου». Ο Ζίλις παρέμεινε πεσμένος στο χολ, ανασαίνοντας ακόμα λαχανιασμένα, αν και με περισσότερη ευκολία, και έφτυσε δυνατά στο χαλί. Τα δάκρυά του είχαν μεταφέρει το Μέις στα χείλη του και η πικρίλα είχε φτάσει στο στόμα του. Ο Μπίλι τον πλησίασε και κόλλησε την κάννη του πιστολιού στον αυχένα του. Ο Ζίλις στάθηκε ασάλευτος, ανασαίνοντας σφυριχτά. «Ξέρεις τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Μπίλι.

«Δικέ μου». «Θέλω να μπουσουλήσεις ως την κρεβατοκάμαρα». «Γαμώτο». «Το εννοώ». «Εντάξει». «Μέχρι τα πόδια του κρεβατιού». Αν και το μοναδικό φως στο δωμάτιο προερχόταν από το πορτατίφ του κομοδίνου, ο Ζίλις μισόκλεισε τα μάτια καθώς μπουσουλούσε προς το κρεβάτι, επειδή έτσουζαν από την εκτυφλωτική λάμψη. Δυο φορές αναγκάστηκε ο Μπίλι να του αλλάξει πορεία. «Κάθισε τώρα στο πάτωμα με την πλάτη στα πόδια του κρεβατιού. Ωραία. Ψάξε δίπλα σου με το αριστερό χέρι. Από το πλαίσιο του κρεβατιού κρέμεται ένα ζευγάρι χειροπέδες. Έτσι μπράβο». «Μη μου το κάνεις αυτό, δικέ μου». Τα μάτια του Ζίλις έτρεχαν ασταμάτητα. Το ίδιο και τα ρουθούνια του. «Γιατί; Τι σημαίνουν όλα αυτά;» «Πέρασε τον αριστερό σου καρπό στον κενό κρίκο». «Δε μου αρέσει αυτό», είπε ο Ζίλις. «Δεν είναι ανάγκη να σου αρέσει». «Τι θα μου κάνεις;» «Εξαρτάται. Φόρεσέ την». Ο Ζίλις πασπάτεψε τη χειροπέδη κι ύστερα ο Μπίλι έσκυψε για να ελέγξει αν είχε κλειδώσει. Ο Ζίλις εξακολουθούσε να μη βλέπει καλά, οπότε δε θα ήταν εύκολο να τον χτυπήσει για να του πάρει το όπλο. Ο Στιβ θα μπορούσε να σύρει το κρεβάτι σ' όλο το δωμάτιο, αν ήθελε. Με λίγη προσπάθεια, θα μπορούσε να το αναποδογυρίσει, να ρίξει το στρώμα και το σομιέ, να αποσυναρμολογήσει με υπομονή το πλαίσιο και τελικά να ελευθερωθεί. Αλλά δεν μπορούσε να κινηθεί γρήγορα. Το χαλί ήταν βρόμικο. Ο Μπίλι δεν ήθελε να καθίσει ούτε να γονατίσει εκεί πάνω. Πήγε μια βόλτα μέχρι το κουζινάκι και επέστρεψε με τη μοναδική καρέκλα με ίσια πλάτη που διέθετε το σπίτι. Την τοποθέτησε απέναντι από τον Ζίλις, σε ασφαλή απόσταση, και κάθισε.

«Μπίλι, πεθαίνω». «Δεν πεθαίνεις». «Φοβάμαι για τα μάτια μου. Δε βλέπω». «Θέλω να σου κάνω μερικές ερωτήσεις». «Ερωτήσεις; Τρελάθηκες;» «Περίπου», παραδέχτηκε ο Μπίλι. Ο Ζίλις έβηξε. Ο απλός βήχας εξελίχτηκε σε κανονική κρίση και μετά σε ανησυχητικό πνίξιμο. Δεν ήταν θέατρο. Ο Μπίλι περίμενε. Όταν ο Ζίλις κατάφερε να μιλήσει, η φωνή του ήταν βραχνή και έτρεμε: «Μπίλι, μ' έχεις κάνει να χεστώ από το φόβο». «Λαμπρά. Πες μου τώρα πού φυλάς το όπλο σου». «Ποιο όπλο; Τι να το κάνω εγώ το όπλο;» «Αυτό με το οποίο τον σκότωσες»· «Τον σκότωσα; Ποιον σκότωσα; Δε σκότωσα κανέναν. Έλα, Χριστέ μου!» «Τον πυροβόλησες στο μέτωπο». «Όχι. Με τίποτα. Δεν ήμουν εγώ, δικέ μου». Τα μάτια του εξακολουθούσαν να δακρύζουν από το Μέις, οπότε δεν καταλάβαινες αν έλεγε ψέματα. Τα ανοιγόκλεισε προσπαθώντας να δει. «Δικέ μου, αν αυτό είναι κανένα ηλίθιο αστείο...» «Εσύ είσαι ο καλαμπουρτζής της παρέας, όχι εγώ», σχολίασε ο Μπίλι. «Εσύ δίνεις παραστάσεις». Ο Ζίλις δεν αντέδρασε στο άκουσμα της λέξης. Ο Μπίλι πλησίασε το κομοδίνο και άνοιξε το συρτάρι. «Τι κάνεις;» ρώτησα ο Ζίλις. «Ψάχνω για το όπλο». «Δεν υπάρχει όπλο». «Δεν υπήρχε νωρίτερα, όσο έλειπες, αλλά τώρα θα υπάρχει. Το παίρνεις μαζί σου>>%«Είχες έρθει εδώ νωρίτερα;» «Κολυμπάς σε κάθε είδους βρομιά, έτσι, Στιβ; Όταν έφυγα από δω ήθελα να κάνω ένα καυτό ντους». Ο Μπίλι άνοιξε το ντουλαπάκι του κομοδίνου, ψάχνοντας ανάμεσα στα διάφορα αντικείμενα. «Τι θα κάνεις αν δε βρεις όπλο;»

«Ίσως καρφώσω την παλάμη σου στο πάτωμα και σου κόψω ένα ένα τα δάχτυλα». Ο Ζίλις έδειχνε έτοιμος να βάλει στ' αλήθεια τα κλάματα. «Έλα ρε, μη λες τέτοιες παλαβομάρες. Τι σου έκανα; Δε σόυ έκανα τίποτα». Ο Μπίλι άνοιξε το φύλλο της ντουλάπας. «Όταν μπήκες στο σπίτι μου, πού έκρυψες το κομμένο χέρι, Στίβι;» Ένα βογκητό ξέφυγε από τον Ζίλις και άρχισε να κουνάει το κεφάλι δεξιά αριστερά: όχι, όχι, όχι, όχι, όχι. Το ράφι της ντουλάπας πάνω από. τα κρεμασμένα ρούχα ήταν στο ύψος των ματιών του Μπίλι. Το έψαξε για όπλο. «Τι άλλο έκρυψες στο σπίτι μου; Τι έκοψες από την κοκκινομάλλα; Κανένα αυτί; Κανένα στήθος;» «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Ζίλις με ραγισμένη φωνή. «Αλήθεια;» «Για όνομα του Θεού, είσαι ο Μπίλι Γουάιλς». Επιστρέφοντας στο κρεβάτι, ο Μπίλι συνέχισε την έρευνα, ψάχνοντας ανάμεσα από το στρώμα και το σομιέ. Αν δε φορούσε γάντια, θα του γύριζε το στομάχι. «Είσαι ο Μπίλι Γουάιλς», επανέλαβε ο Ζίλις. «Και τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν ήξερα να φροντίζω τον εαυτό μου;» «Δεν έκανα τίποτα, Μπίλι. Τίποτα». Ο Μπίλι προχώρησε προς την άλλη πλευρά του κρεβατιού. «Σε πληροφορώ ότι ξέρω να φροντίζω μια χαρά τον εαυτό μου, έστω κι αν δεν είμαι ακριβώς ο τύπος του γλεντζέ». Ο Ζίλις αναγνώρισε τα ίδια του τα λόγια. «Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Το πήρες για προσβολή; Εγώ δεν το εννοούσα έτσι». Ο Μπίλι έψαξε ξανά κάτω από το στρώμα. Τίποτα. «Μπίλι, εγώ λέω διάφορα. Με ξέρεις. Όλο αστειεύομαι. Με ξέρεις, δε με ξέρεις; Έλα, ρε Μπίλι, αφού ξέρεις τι μαλάκας είμαι. Το ξέρω ότι είμαι ένας μαλάκας με πολύ μεγάλη γλώσσα, και τις περισσότερες φορές δεν ξέρω τι λέω». Ο Μπίλι επέστρεψε στην καρέκλα και κάθισε. «Μήπως τώρα με βλέπεις καλύτερα, Στίβι;» «Όχι, όχι, δεν καλοβλέπω. Χρειάζομαι χαρτομάντιλο».

«Σκουπίσου στο σεντόνι». Με το ελεύθερο χέρι του, ο Ζίλις τράβηξε την κουβέρτα και ελευθέρωσε το σεντόνι που ήταν πιασμένο κάτω από το στρώμα. Ύστερα σκούπισε το πρόσωπο και φύσηξε τη μύτη του. «Έχεις τσεκούρι;» ρώτησε ο Μπίλι. «Θεέ μου». «Έχεις δικό σου τσεκούρι, Στίβι;» «Όχι». «Να μου πεις την αλήθεια, Στίβυ>. «Μη, Μπίλι, μη». «Έχεις τσεκούρι;» «Μην το κάνεις αυτό». «Έχεις τσεκούρι, Στίβι;» «Ναι», ομολόγησε ο Ζίλις κι ένας λυγμός φόβου ξέφυγε από το λαρύγγι του. «Ε, λοιπόν, ή είσαι καταπληκτικός ηθοποιός ή είσαι στ' αλήθεια ο κακομοίρης, ανεγκέφαλος Στιβ Ζίλις», είπε ο Μπίλι και η δεύτερη πιθανότητα άρχισε να τον προβληματίζει.

Κεφάλαιο 6 2

«ΟΤΑΝ ΚΟΜΜΑΤΙΑΖΕΙΣ τις κούκλες στην αυλή, ονειρεύεσαι πως είναι αληθινές γυναίκες;» ρώτησε ο Μπίλι. «Κούκλες είναι, τίποτα περισσότερο». «Σου αρέσει να κομματιάζεις καρπούζια επειδή στο εσωτερικό είναι κόκκινα; Σου αρέσει να βλέπεις την κόκκινη σάρκα να τινάζεται, Στίβι;» Ο Ζίλις σάστισε. «Πώς; Σου μίλησε γι' αυτό; Τι σου είπε;» «Ποιος να μου μίλησε, Στίβι;» «Αυτή η γριά σκρόφα, η γειτόνισσα. Η Σίλια Ρέινολντς». «Δεν είσαι σε θέση να αποκαλείς κάποια γριά σκρόφα», είπε ο Μπίλι. «Δεν είσαι σε θέση να χαρακτηρίζεις κανέναν». Ο Ζίλις πήρε ύφος υποταγμένο. Βιάστηκε να συμφωνήσει γνέφοντας καταφατικά. «Έχεις δίκιο. Με συγχωρείς. Είναι μια μοναχική γυναίκα. Το ξέρω. Όμως, Μπίλι, χώνει τη μύτη της παντού. Δεν κοιτάζει τη δουλειά της. Στέκεται διαρκώς στο παράθυρο και κρυφοκοιτάζει πίσω από τα στόρια. Έτσι και βγω στην αυλή, με παρακολουθεί ασταμάτητα». «Κι εσύ κάνεις ένα σωρό πράγματα που δε θέλεις να δουν οι άλλοι, έτσι δεν είναι, Στίβι;» «Όχι. Δεν κάνω τίποτα. Θέλω απλώς την ησυχία μου. Γι' αυτό, μια δυο φορές της έκανα επίτηδες επίδειξη με το τσεκούρι. Παρίστανα τον τρελό, έτσι, για να την τρομάξω». «Για να την τρομάξεις». «Για να την κάνω να πάψει να ασχολείται με τους γείτονες. Αυτό έγινε μόνο τρεις φορές, αλλά την τρίτη της έδειξα ότι το έκανα επίτηδες, ότι ήξερα πως με παρακολουθούσε».

«Πώς της το έδειξες;» «Τώρα που το λέω, ντρέπομαι». «Είμαι σίγουρος ότι έχεις πολλούς λόγους για να ντρέπεσαι, Στίβι». «Της έδειξα το μεσαίο μου δάχτυλο», είπε ο Ζίλις. «Την τρίτη φορά, κομμάτιασα μια κούκλα κι ένα καρπούζι -που δεν ονειρεύομαι ότι είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι-, και πλησίασα στο φράχτη και της έδειξα το δάχτυλο». «Μια φορά κομμάτιασες μια καρέκλα». «Ναι, το έκανα. Και λοιπόν;» «Αυτή που κάθομαι είναι η μοναδική καρέκλα του σπιτιού». «Παλιά είχα δύο. Χρειαζόμουν μόνο μία. Δεν ήταν παρά μια καρέκλα». «Σου αρέσει να βλέπεις γυναίκες να πληγώνονται», είπε ο Μπίλι. «Όχι». «Δηλαδή, μόλις σήμερα το βράδυ βρήκες την πορνοταινία κάτω από το κρεβάτι; Ποιος την έβαλε εκεί, κανένα ξωτικό; Μήπως πρέπει να καλέσουμε κανέναν εξολοθρευτή ξωτικών;» «Αυτές δεν είναι αληθινές γυναίκες». «Δεν είναι κούκλες». «Θέλω να πω, δεν υποφέρουν στ' αλήθεια. Προσποιούνται». «Όμως εσένα σου αρέσει να βλέπεις». Ο Ζίλις δε μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι του. Από ορισμένες απόψεις, τα πράγματα ήταν ευκολότερα από όσο είχε φανταστεί ο Μπίλι. Νόμιζε ότι, κάνοντας εξευτελιστικές ερωτήσεις και ακούγοντας ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα να προσπαθεί απελπισμένα να υπερασπιστεί τον εαυτό του, θα αισθανόταν τόσο άσχημα, ώστε δε θα ήταν σε θέση να βγάλει κάτι από την ανάκριση. Αντίθετα, αισθανόταν δυνατός, και αυτό του έδινε αυτοπεποίθηση. Και ικανοποίηση. Η ευκολία του εγχειρήματος τον εξέπληξε και συγχρόνως τον φόβισε. «Αυτά τα βίντεο είναι εντελώς ανήθικα, Στίβι. Είναι αρρωστημένα».

«Ναι», μουρμούρισε σιγανά εκείνος. «Έτσι είναι. Το ξέρω». «Έχεις τραβήξει ποτέ σε βίντεο τον εαυτό σου να βασανίζεις γυναίκες μ' αυτό τον τρόπο;» «Όχι. Προς Θεού». «Μιλάς ψιθυριστά, Στίβι». Εκείνος σήκωσε το κεφάλι, αλλά απέφυγε να κοιτάξει τον Μπίλι. «Ποτέ δε βασάνισα γυναίκα μ' αυτό τον τρόπο». «Ποτέ; Ποτέ δε βασάνισες γυναίκα μ' αυτό τον τρόπο;» «Όχι. Το ορκίζομαι». «Πώς τις βασάνισες, Στίβι;» «Δεν το έκανα ποτέ. Δε θα μπορούσα». «Γιατί; Επειδή είσαι του κατηχητικού;» «Μου αρέσει να... να κοιτάζω». «Να κοιτάζεις γυναίκες να βασανίζονται;» «Μου αρέσει να κοιτάζω, σύμφωνοι; Όμως ντρέπομαι γι' αυτό». «Νομίζω ότι κάθε άλλο παρά ντρέπεσαι». «Κι όμως. Ντρέπομαι. Ίσως όχι όση ώρα κοιτάζω, αλλά μετά πάντα ντρέπομαι». «Μετά από τι;» «Μετά... όταν τελειώνει αυτό που κοιτάζω. Δε... Φίλε μου, δε θέλω να γίνω έτσι». «Ποιος θα ήθελε να είναι σαν εσένα, Στίβι;» «Δεν ξέρω». «Πες μου κάποιον. Κάποιον που θα ήθελε να είναι σαν εσένα». «Κανείς, ίσως», είπε ο Ζίλις. «Δηλαδή, πόσο ντρέπεσαι;» επέμεινε ο Μπίλι. «Έχω πετάξει τα βίντεο. Πολλές φορές. Καμιά φορά τα καταστρέφω. Αλλά μετά... ξέρεις, μετά από λίγο αγοράζω καινούρια. Χρειάζομαι βοήθεια για να σταματήσω». «Γύρεψες ποτέ βοήθεια, Στίβι;» Ο Ζίλις δεν αποκρίθηκε. «Γύρεψες ποτέ βοήθεια;» επέμεινε ο Μπίλι. «Όχι».

«Αν θέλεις πράγματι να σταματήσεις, γιατί δε ζήτησες βοήθεια;» «Νόμιζα ότι θα κατάφερνα να σταματήσω μόνος μου. Έτσι πίστευα». Ο Ζίλις έβαλε τα κλάματα. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να γυαλίζουν εξαιτίας του Μέις, όμως αυτά ήταν αληθινά δάκρυα. «Γιατί έκανες αυτά τα πράγματα στις κούκλες που έχεις στο διπλανό δωμάτιο, Στίβι;» «Δεν μπορείς να καταλάβεις». «Σωστά, δεν είμαι παρά ο βαρετός Μπίλι Γουάιλς, δεν είμαι καν γλεντζές, αλλά, παρ' όλ' αυτά, κάνε μια προσπάθεια». «Αυτό που τους έκανα δε σημαίνει τίποτα». «Σίγουρα ήταν κάτι που απαιτούσε πολύ κόπο και χρόνο. Γιατί να μπεις στον κόπο, αν δε σημαίνει τίποτα;» «Δε θέλω να μιλήσω γι' αυτό. Όχι, όχι, δεν μπορώ». Η άρνησή του ήταν περισσότερο ικεσία. «Δε γίνεται». «Γιατί, Στίβι; Μήπως κοκκινίζεις; Μήπως θίγονται οι ευαισθησίες σου;» Ο Ζίλις έκλαιγε τώρα ασταμάτητα. Όχι με λυγμούς, αλλά με τα συνεχή, καυτά δάκρυα ενός ανθρώπου ταπεινωμένου, ταραγμένου. «Δεν είναι το ίδιο να το κάνεις και να το λες», εξήγησε. «Εννοείς αυτό που κάνεις στις κούκλες», διευκρίνισε ο Μπίλι. «Μπορείς... μπορείς να μου τινάξεις τα μυαλά στον αέρα, αλλά δεν πρόκειται να μιλήσω γι' αυτό. Δεν μπορώ». «Πες μου, Στίβι, όταν ακρωτηριάζεις τις κούκλες, διεγείρεσαι; Σου σηκώνεται από την έξαψη;» Ο Ζίλις κούνησε το κεφάλι του κι ύστερα το έγειρε μπροστά. «Είναι τόσο διαφορετικό το να το κάνεις από το να μιλάς γι' αυτό;» ρώτησε ο Μπίλι. «Μπίλι. Μπίλι, να χαρείς. Δε θέλω να ακούσω τον εαυτό μου, δε θέλω να μ' ακούσω να μιλάω γι' αυτό». «Επειδή όταν το κάνεις είναι απλώς κάτι που κάνεις. Ενώ όταν μιλάς γι' αυτό, είναι κάτι που είσαι».

Η έκφραση του Ζίλις επιβεβαίωσε πως ο Μπίλι είχε πιάσει το νόημα. Δε θα κέρδιζε τίποτα επιμένοντας για τις κούκλες. Οι κούκλες ήταν αυτό που ήταν. Το να τρίβει στη μούρη του Στιβ Ζίλις τη διαστροφή του μπορεί να έκανε ζημιά. Ο Μπίλι δεν είχε μάθει ακόμα αυτό που ήθελε, αυτό που είχε έρθει να αποδείξει. Ένιωθε συγχρόνως κουρασμένος και τεντωμένος. Χρειαζόταν λίγο ύπνο, αλλά η καφεΐνη τον κρατούσε σε εγρήγορση. Κάποιες στιγμές, η πληγωμένη παλάμη του πονούσε. Η επίδραση του Βικοντίν είχε αρχίσει να περνάει. Το γεγονός ότι είχε καταναλώσει χημικές ουσίες για να καταπολεμήσει την εξάντληση ίσως τον επηρέαζε και τον εμπόδιζε να ανακρίνει τον Ζίλις με έξυπνο τρόπο. Αν ο Ζίλις ήταν ο δολοφόνος, τότε ήταν σαΐνι στην προσποίηση. Όμως αυτό ακριβώς είναι οι ψυχοπαθείς: αχόρταγες αράχνες που διαθέτουν το αλλόκοτο ταλέντο να προβάλλουν μια πειστική εικόνα ενός περίπλοκου ανθρώπινου πλάσματος που συσκοτίζει τον παγερό υπολογισμό και τις αρπακτικές προθέσεις τους. «Όταν κάνεις αυτά που κάνεις στις κούκλες», είπε ο Μπίλι, «όταν παρακολουθείς αυτά τα αρρωστημένα βίντεο, σκέφτεσαι ποτέ την Τζούντιθ Κέσελμαν;» Στην πορεία αυτής της συνάντησης, ο Ζίλις είχε αιφνιδιαστεί κάμποσες φορές, όμως η συγκεκριμένη ερώτηση τον συντάραξε. Τα κατακόκκινα από την επίδραση του Μέις μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Το πρόσωπό του χλόμιασε και χαλάρωσε, σαν να είχε φάει γροθιά.

Κεφάλαιο 6 3

Ο ΖΙΛΙΣ ΗΤΑΝ ΔΕΜΕΝΟΣ με τις χειροπέδες στο κρεβάτι. Ο Μπίλι καθόταν ελεύθερος στην καρέκλα, αλλά μέσα του θέριευε ολοένα η αίσθηση ότι ήταν παγιδευμένος στην άρνηση του αιχμαλώτου του να απαντήσει. «Στίβι; Σε ρώτησα κάτι». «Τι γίνεται εδώ πέρα;» ρώτησε ο Ζίλις με εμφανή ειλικρίνεια και μια ελάχιστη δόση δικαιολογημένης αγανάκτησης. «Τι εννοείς;» «Γιατί ήρθες εδώ; Μπίλι, δεν καταλαβαίνω τι κάνεις εδώ». «Τι πιστεύεις για την Τζούντιθ Κέσελμαν;» επέμεινε ο Μπίλι. «Πώς ξέρεις γι' αυτή;» «Εσύ πώς νομίζεις ότι ξέρω;» «Απαντάς στις ερωτήσεις με ερωτήσεις, αλλά από μένα απαιτείς να έχω απάντηση για όλα». «Καημενούλη Στίβι! Πες μου τώρα για την Τζούντι Κέσελμαν». «Κάτι της συνέβη». «Τι της συνέβη, Στίβι;» «Τότε που ήμαστε στο κολέγιο. Πριν από πέντε, πεντέμισι χρόνια». «Ξέρεις τι της συνέβη, Στίβι;» «Κανείς δεν ξέρει». «Κάποιος ξέρει», είπε ο Μπίλι. «Εξαφανίστηκε». « Ως διά μαγείας;» «Απλώς εξαφανίστηκε».

«Ήταν θαυμάσια κοπέλα, έτσι δεν είναι;» «Όλοι τη συμπαθούσαν», είπε ο Ζίλις. «Ήταν τόσο καλή κοπέλα, τόσο αθώα. Οι αθώες είναι οι πιο ορεκτικές, έτσι δεν είναι, Στίβι;» «Ορεκτικές;» επανέλαβε ο Ζίλις ζαρώνοντας το μέτωπο. «Οι αθώες... είναι οι πιο χυμώδεις, οι πιο απολαυστικές. Ξέρω τι της συνέβη», είπε ο Μπίλι, θέλοντας να υπονοήσει πως ήξερε ότι ο Ζίλις την είχε απαγάγει και την είχε σκοτώσει. Το ρίγος που διαπέρασε το κορμί του Στιβ Ζίλις έκανε τις χειροπέδες να κροταλίσουν πάνω στον μεταλλικό σκελετό του κρεβατιού. «Ξέρω, Στίβι», δήλωσε ο Μπίλι, ικανοποιημένος από την αντίδραση. «Τι; Τι ξέρεις;» «Τα πάντα». «Ξέρεις τι της συνέβη;» «Ναι. Τα πάντα». Ο Ζίλις καθόταν με την πλάτη στο κρεβάτι και τα πόδια ανοιχτά στο πάτωμα μπροστά του. Ξαφνικά μάζεψε τα γόνατα στο στήθος του. «Αχ, Θεέ μου». Ένα βογκητό δυστυχίας ξέφυγε απ' τα χείλη του. «Με κάθε λεπτομέρεια», είπε ο Μπίλι. Ο Ζίλις ξέσφιξε τα χείλη. Η φωνή του έτρεμε. «Μη μου κάνεις κακό». «Τι πιστεύεις ότι θα μπορούσα να σου κάνω, Στίβι;» «Δεν ξέρω. Δε θέλω να το σκεφτώ». «Εσύ που διαθέτεις τόση φαντασία, εσύ που έχεις τόσο ταλέντο όταν χρειάζεται να βρεις τρόπους για να βασανίσεις γυναίκες, ξαφνικά δε θέλεις να σκεφτείς;» «Τι ζητάς από μένα, τι μπορώ να κάνω;» ρώτησε ο Ζίλις τρέμοντας ανεξέλεγκτα. «Θέλω να μου πεις τι συνέβη στην Τζούντιθ Κέσελμαν». Όταν ο Ζίλις άρχισε να κλαίει με αναφιλητά σαν μικρό παιδί, ο Μπίλι σηκώθηκε από την καρέκλα. Διαισθανόταν ότι έφταναν σε κρίσιμη καμπή. «Στίβι;»

«Φύγε». «Ξέρεις ότι δεν πρόκειται να φύγω. Ας μιλήσουμε για την Τζούντι Κέσελμαν». «Δε θέλω». «Νομίζω πως το θέλεις». Χωρίς να τον πλησιάσει, ο Μπίλι λύγισε τα γόνατα, ώστε να βρεθεί στο ίδιο ύψος με τον Ζίλις. «Νομίζω πως θέλεις πάρα πολύ να μιλήσεις γι' αυτό». Ο Ζίλις κούνησε βίαια το κεφάλι του. «Όχι. Όχι. Αν μιλήσουμε γι' αυτό, μετά θα με σκοτώσεις οπωσδήποτε». «Γιατί το λες αυτό, Στίβι;» «Ξέρεις». «Γιατί λες ότι θα σε σκοτώσω;» «Επειδή τότε θα ξέρω πάρα πολλά». Ο Μπίλι κοίταξε επίμονα τον αιχμάλωτο του, πασχίζοντας να μαντέψει τις σκέψεις του. «Τη σκότωσες», είπε ο Ζίλις με ένα βογκητό. «Τι έκανα, λέει;» «Τη σκότωσες και τώρα, δεν ξέρω γιατί, δεν καταλαβαίνω, αλλά έχεις αποφασίσει να σκοτώσεις κι εμένα». Ο Μπίλι πήρε βαθιά εισπνοή μορφάζοντας. «Τι έχεις κάνει;» Αντί για απάντηση, ο Ζίλις συνέχισε να κλαίει με αναφιλητά. «Στίβι, τι έχεις κάνει στον εαυτό σου;» Ο Ζίλις είχε μαζέψει τα γόνατα στο στήθος του. Τώρα τέντωσε ξανά τα πόδια. «Στίβι;» Ο καβάλος της πιτζάμας του είχε ένα σκούρο λεκέ από ούρα. Είχε κατουρηθεί πάνω του.

Κεφάλαιο 6 4

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΤΕΡΑΤΑ ΕΙΝΑΙ περισσότερο αξιολύπητα ανθρωπάκια παρά στυγεροί δολοφόνοι. Τα λημέρια τους δεν είναι λημέρια με την ακριβή έννοια του όρου, γιατί δεν παραμένουν σ' αυτά καραδοκώντας τη λεία τους. Καταφεύγουν σε άθλιες φωλιές, με ελάχιστα έπιπλα και με αντικείμενα που σχετίζονται με τη διεστραμμένη αίσθησή τους για την ομορφιά. Ελπίζουν να επιδοθούν στις μεταλλαγμένες φαντασιώσεις τους και να ζήσουν την τερατώδη ζωή τους με όση γαλήνη μπορούν να βρουν, δηλαδή ελάχιστη, αφού ακόμα κι όταν η κοινωνία τους αφήνει ήσυχους, αυτοί τυραννιούνται από μόνοι τους. Ο Μπίλι δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ο Στιβ Ζίλις ανήκε σ' αυτή τη θλιβερή κατηγορία. Αν παραδεχόταν πως ο Ζίλις δεν ήταν ένας μανιακός δολοφόνος, τότε θα έπρεπε να ομολογήσει στον εαυτό του πως σπατάλησε πολύτιμο χρόνο κυνηγώντας έναν υποτιθέμενο άγριο λύκο, ο οποίος στην πραγματικότητα αποδείχτηκε μειλίχιο σκυλί. Επιπλέον, αν ο Ζίλις δεν ήταν ο δολοφόνος, ο Μπίλι δεν είχε ιδέα πού να ψάξει από κει και πέρα. Και το χειρότερο απ' όλα, αν αυτός δεν ήταν ο δολοφόνος, τότε εκείνος είχε συμπεριφερθεί με τόση βαναυσότητα χωρίς κανένα όφελος. Κατά συνέπεια, για όλους αυτούς τους λόγους, συνέχισε λίγο ακόμα να ανακρίνει και να ταλαιπωρεί τον αιχμάλωτο του, αλλά με κάθε λεπτό που περνούσε η αντιπαράθεσή τους έπαιρνε περισσότερο τη μορφή μιας πράξης κακομεταχείρισης. Ο ταυρομάχος παύει να είναι ήρωας όταν ο ταύρος, διάτρητος από τα

βέλη με τις χρωματιστές κορδέλες, χάνει το ενδιαφέρον του και αγνοεί το κόκκινο πανί. Πολύ γρήγορα, κρύβοντας την αυξανόμενη απελπισία του, ο Μπίλι κάθισε ξανά στην καρέκλα για το τελευταίο μέρος της ανάκρισης, ελπίζοντας ότι κάτι θα προέκυπτε εκεί που δεν το περίμενε. «Πού ήσουν απόψε, Στίβι;» «Ξέρεις. Δεν ξέρεις; Ήμουν στο μπαρ και δούλευα τη βάρδια σου». «Μόνο μέχρι τις εννιά. Ο Τζάκι λέει ότι δούλεψες από τις τρεις ως τις εννιά, γιατί πριν και μετά είχες να κάνεις κάτι άλλο». «Ναι, είχα κάτι άλλο». «Πού ήσουν από τις εννιά ως τα μεσάνυχτα;» «Τι σημασία έχει;» «Έχει», επέμεινε ο Μπίλι. «Πού ήσουν;» «Έτσι κι αλλιώς, θα μου κάνεις κακό... θα με σκοτώσεις». «Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω και δε σκότωσα την Τζούντιθ Κέσελμαν. Είμαι σίγουρος ότι εσύ τη σκότωσες». «Εγώ;» Η έκπληξη του έμοιαζε ειλικρινής, όπως όλες του οι αντιδράσεις από την αρχή. «Είσαι πολύ καλός σ' αυτό», είπε ο Μπίλι. «Σε ποιο πράγμα; Στο να σκοτώνω ανθρώπους; Σου έχει στρίψει ολότελα! Ποτέ δε σκότωσα κανέναν». «Στιβ, αν μπορέσεις να μου αποδείξεις ότι έχεις πειστικό άλλοθι για τις ώρες από εννιά έως τα μεσάνυχτα, τότε τελειώσαμε. Θα φύγω και εσύ θα είσαι ελεύθερος». Ο Ζίλις τον κοίταξε με δυσπιστία. «Τόσο απλά;» «Ναι». «Ύστερα από όλα αυτά... θα τελειώσουμε έτσι απλά;» «Μπορεί. Εξαρτάται από το άλλοθι». Ο Ζίλις έδειξε να το σκέφτεται. Ο Μπίλι άρχισε να πιστεύει ότι μαγείρευε την απάντησή του. «Κι αν σου πω πού ήμουν», είπε τελικά ο Ζίλις, «και είναι αυτό ακριβώς που σε οδήγησε εδώ, επειδή ξέρεις ήδη πού ήμουν και θέλεις να το ακούσεις από μένα τον ίδιο ώστε να με σπάσεις στο ξύλο;»

«Δε σε κατάλαβα», είπε ο Μπίλι. «Καλά. Εντάξει. Ήμουν με κάποια κοπέλα. Δεν την άκουσα ποτέ να μιλάει για σένα, αλλά αν τη γουστάρεις, τότε τι θα μου κάνεις;» Ο Μπίλι τον κοίταξε με δυσπιστία. «Ήσουν με γυναίκα;» «Δεν ήμουν όπως το εννοείς, δεν πλάγιασα μαζί της. Βγήκαμε απλώς ραντεβού. Για φαγητό, και μάλιστα καθυστερημένα, γιατί αναγκάστηκα να δουλέψω στη βάρδια σου. Ήταν το δεύτερο ραντεβού μας». «Ποια είναι;» Ο Ζίλις ατσαλώθηκε με θάρρος για να αντιμετωπίσει το ξέσπασμα ζήλιας του Μπίλι και ψέλλισε: «Η Αμάντα Πόλαρντ». «Η Μάντι Πόλαρντ; Τη γνωρίζω. Είναι καλή κοπέλα». «Αυτό απλώς; "Είναι καλή κοπέλα";» ρώτησε καχύποπτα ο Ζίλις. Οι Πόλαρντ ήταν ιδιοκτήτες ενός επιτυχημένου αμπελώνα. Καλλιεργούσαν σταφύλια σε συνεργασία με έναν από τους καλύτερους οινοποιούς της περιοχής. Η Μάντι ήταν γύρω στα είκοσι, όμορφη και πρόσχαρη. Δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση. Αν έκρινε κανείς από το ήθος της, θα μπορούσε να ανήκει σε μια εποχή καλύτερη από τη σημερινή. Το βλέμμα του Μπίλι ταξίδεψε στο χώρο της άθλιας κρεβατοκάμαρας, από τις πεταμένες πορνοταινίες στο πάτωμα δίπλα στην τηλεόραση μέχρι τα στοιβαγμένα άπλυτα ρούχα στη γωνία. «Δεν έχει έρθει ποτέ εδώ», είπε ο Ζίλις. «Βγήκαμε μαζί μόνο δύο φορές. Ψάχνω να νοικιάσω ένα καλύτερο σπίτι, ένα ωραίο διαμέρισμα. Θέλω να ξεφορτωθώ όλα αυτά τα πράγματα και να ξεκινήσω από την αρχή». «Είναι σοβαρή κοπέλα». «Πράγματι», συμφώνησε πρόθυμα ο Ζίλις. «Νομίζω ότι αν την είχα κοντά μου θα μπορούσα να απαλλαγώ από το παρελθόν μου, να αρχίσω ξανά, να κάνω επιτέλους κάτι σωστό». «Θα έπρεπε να το δει αυτό το μέρος». «Όχι, όχι. Όχι, Μπίλι, προς Θεού. Δε θέλω να δει αυτή την πλευρά του εαυτού μου. Θέλω να γίνω καλύτερος για χάρη της». «Πού πήγατε για φαγητό;»

Ο Ζίλις έδωσε το όνομα ενός εστιατορίου. «Φτάσαμε λίγο μετά τις εννιά και είκοσι. Φύγαμε στις έντεκα και τέταρτο, γιατί ήμαστε πια οι μοναδικοί πελάτες». «Και μετά;» «Πήγαμε βόλτα. Με το αμάξι. Μη φανταστείς ότι παρκάραμε κάπου. Η Αμάντα δεν είναι από αυτά τα κορίτσια. Απλώς κάναμε βόλτες με το αυτοκίνητο κουβεντιάζοντας, ακούγοντας μουσική». «Μέχρι πότε;» «Την πήγα στο σπίτι της λίγο μετά τη μία». «Και επέστρεψες εδώ». «Ναι». «Και έβαλες να δεις μια πορνοταινία όπου ένας τύπος μαστιγώνει μια γυναίκα». «Έχεις δίκιο. Ξέρω τι είμαι, αλλά ξέρω επίσης τι μπορώ να γίνω». Ο Μπίλι πλησίασε το κομοδίνο και έπιασε το τηλέφωνο. Είχε μακρύ κορδόνι. Το έφερε κοντά στον Ζίλις. «Τηλεφώνησέ της». «Τι, τώρα; Μπίλι, είναι περασμένες τρεις». «Τηλεφώνησέ της. Πες της πόσο σου άρεσε η βραδιά, πόσο ξεχωριστή κοπέλα τη θεωρείς. Δε θα ενοχληθεί αν την ξυπνήσεις για να της πεις κάτι τέτοιο». «Δεν έχουμε αναπτύξει ακόμα τέτοιου είδους σχέση», είπε ο Ζίλις ανήσυχος. «Θα της φανεί αλλόκοτο». «Τηλεφώνησέ της και άσε με να ακούσω τι λέτε», είπε ο Μπίλι, «ειδάλλως κολλάω το πιστόλι στο αυτί σου και σου τινάζω τα μυαλά στον αέρα. Τι λες, λοιπόν;» Το χέρι του Ζίλις έτρεμε σε τέτοιο βαθμό, που δυο φορές πήρε λάθος αριθμό. Την τρίτη φορά το πέτυχε. Ο Μπίλι κάθισε οκλαδόν πίσω από τον αιχμάλωτο του, με την κάννη του όπλου κολλημένη στα πλευρά του Ζίλις ώστε να μην του έρθει καμιά ανόητη ιδέα, και άκουσε τη φωνή της Μάντι Πόλαρντ. Η κοπέλα δεν έκρυψε την έκπληξή της για το τηλεφώνημα από το νέο της αμόρε τέτοια ώρα. «Μην ανησυχείς», είπε η Μάντι στον Ζίλις. «Δε με ξύπνησες. Ήμουν απλώς ξαπλωμένη και κοίταζα το ταβάνι».

Η φωνή του Ζίλις έτρεμε, αλλά η Μάντι θα μπορούσε εύκολα να το αποδώσει στη νευρικότητά του που της τηλεφωνούσε τόσο αργά για να εκφράσει τα αισθήματά του πιο άμεσα από όσο ίσως το είχε κάνει νωρίτερα. Για μερικά λεπτά, ο Μπίλι τους άκουσε να μιλάνε για τη βραδιά -για το δείπνο, για τη βόλτα- κι ύστερα έγνεψε στον Ζίλις να τελειώνει. Η Μάντι Πόλαρντ είχε περάσει το βράδυ μ' αυτό τον άντρα, ενώ δεν ήταν από τα κορίτσια που κυνηγούν τις έντονες συγκινήσεις και κάνουν συνειδητά παρέα με κακά αγόρια. Εφόσον ο Στιβ Ζίλις είχε δειπνήσει με τη Μάντι, δε θα μπορούσε να είναι ο μανιακός που είχε στήσει το πτώμα του Ραλφ Κοτλ στον καναπέ του Λάνι και είχε καρφώσει το χέρι του Μπίλι στο πάτωμα του διαδρόμου.

Κεφάλαιο 6 5

Ο ΜΠΙΛΙ ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΟΠΛΟ στη θήκη που κρεμόταν στο γοφό του. «Θα σε αφήσω δεμένο με τις χειροπέδες στο κρεβάτι», δήλωσε. Ο Στιβ Ζίλις φάνηκε ανακουφισμένος όταν είδε το πιστόλι να κρύβεται, αλλά συνέχισε να τον κοιτάζει με επιφυλακτικότητα. Ο Μπίλι ξερίζωσε τα καλώδια του τηλεφώνου από τον τοίχο και από τη συσκευή, τα τύλιξε και τα έχωσε στη σακούλα του ψωμιού. «Δε θέλω να ειδοποιήσεις κανέναν προτού ηρεμήσεις και σκεφτείς αυτά που έχω να σου πω». «Στ' αλήθεια δε θα με σκοτώσεις;» «Στ' αλήθεια. Θα αφήσω το κλειδί από τις χειροπέδες στον πάγκο της κουζίνας». «Εντάξει. Στην κουζίνα. Αλλά σε τι θα με βοηθήσει αυτό;» «Αφού φύγω, μπορείς να βγάλεις το στρώμα και το σομιέ από το πλαίσιο του κρεβατιού. Το πλαίσιο είναι στερεωμένο με βίδες και παξιμάδια, έτσι;» «Ναι, μα...» «Μπορείς να ξεβιδώσεις τα παξιμάδια με τα δάχτυλά σου». «Μπορεί να είναι σκουριασμένα...» «Μετακόμισες εδώ μόλις πριν από έξι μήνες. Αποκλείεται να σκούριασαν μέσα σε ένα εξάμηνο. Αν είναι σφιχτά, βάλε δύναμη για να ξεσφίξεις τα κομμάτια του σκελετού, προσπάθησε να χαλαρώσουν λίγο οι σύνδεσμοι. Κάτι θα σκεφτείς». «Σίγουρα κάτι θα σκεφτώ. Αυτό που εξακολουθώ να μην μπορώ να καταλάβω είναι γιατί το έκανες αυτό, να πάρει ο διά-

βολος. Αποκλείεται να πιστεύεις ότι σκότωσα την Τζούντιθ Κέσελμαν, όπως είπες. Το ξέρω ότι δεν το πιστεύεις. Γιατί λοιπόν όλα αυτά;» Ο Μπίλι έβαλε το σπρέι Μέις πίσω στη σακούλα του ψωμιού. «Δεν πρόκειται να σου εξηγήσω και είναι προτιμότερο να μη μάθεις. Πίστεψέ με, δε σε συμφέρει». «Κοίταξε πώς με κατάντησες», κλαψούρισε ο Ζίλις. «Τα μάτια μου τσούζουν ακόμα. Είμαι κατουρημένος, ανάθεμά σε. Είναι εξευτελιστικό. Με κοπάνησες με το όπλο, μου μάτωσες το κρανίο, με πόνεσες, Μπίλι». «Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα», τον διαβεβαίωσε ο Μπίλι. «Θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερα». Ερμηνεύοντας αυτά τα λόγια σαν απειλή, ο Ζίλις μαλάκωσε. «Καλά. Εντάξει. Σ' ακούω. Είμαι ήρεμος». «Ανάλογα με το πόσο σφιχτές είναι οι βίδες, θα χρειαστείς τουλάχιστον μία ώρα, ίσως δύο, για να ελευθερωθείς από το κρεβάτι. Το κλειδί για τις χειροπέδες θα βρίσκεται στην κουζίνα. Αφού το χρησιμοποιήσεις, ετοίμασε τις βαλίτσες σου». Ο Ζίλις ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι πράγμα;» «Τηλεφώνησε στον Τζάκι και πες του ότι παραιτείσαι». «Δε θέλω να παραιτηθώ». «Προσγειώσου, Στιβ. Δε γίνεται να βλεπόμαστε κάθε μέρα ύστερα από όσα ξέρω για σένα και όσα ξέρεις για μένα. Ετοιμάσου να μετακομίσεις». «Να πάω πού;» «Μου είναι αδιάφορο. Αρκεί να φύγεις από την Κομητεία Νάπα». «Μου αρέσει εδώ. Εξάλλου, δεν έχω χρήματα για να μετακομίσω τώρα αμέσως». «Πήγαινε στο μπαρ την Παρασκευή το βράδυ για να εισπράξεις τον τελευταίο μισθό σου», είπε ο Μπίλι. «Θα αφήσω στον Τζάκι ένα φάκελο για σένα. Θα περιέχει δέκα χιλιάδες δολάρια σε μετρητά. Μ' αυτά θα μπορέσεις να ξεκινήσεις κάπου αλλού τη ζωή σου». «Δεν έκανα τίποτα και ξαφνικά η ζωή μου έρχεται τα πάνω κάτω; Είναι άδικο».

«Έχεις δίκιο. Είναι άδικο. Αλλά έτσι είναι. Τα έπιπλά σου δεν αξίζουν δεκάρα. Πέτα τα στα σκουπίδια. Μάζεψε τα προσωπικά σου αντικείμενα και φύγε. Μέχρι την Παρασκευή το βράδυ θέλω να έχεις εξαφανιστεί». «Θα μπορούσα να καλέσω την αστυνομία, να σου υποβάλω μήνυση». «Σοβαρά; Θα ήθελες να δουν οι αστυνομικοί τον τόπο του εγκλήματος, να τους έχεις να ψάχνουν εδώ μέσα τις πορνοταινίες και τις κούκλες στο διπλανό δωμάτιο;» Αν και φοβισμένος ακόμα, ο Ζίλις μούτρωσε. «Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να το παίζεις Θεός;» Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι του. «Στιβ, είσαι αξιοθρήνητος. Πάρε τα δέκα χιλιάρικα και δίνε του. Να χαίρεσαι που είσαι ζωντανός. Και κάτι ακόμα... Μην ξανατηλεφωνήσεις στη Μάντι Πόλαρντ». «Για στάσου. Δεν μπορείς...» «Μην της τηλεφωνήσεις, μην την ξανασυναντήσεις. Ποτέ». «Μπίλι, αυτή η κοπέλα θα μπορούσε να μου αλλάξει τη ζωή». «Είναι καλό κορίτσι. Είναι σοβαρό κορίτσι». «Αυτό εννοώ. Ξέρω ότι μπορώ να αλλάξω, αν εκείνη...» «Μια καλή γυναίκα μπορεί να βοηθήσει έναν άντρα να αλλάξει», είπε ο Μπίλι. «Όχι όμως έναν άντρα που είναι βουτηγμένος στο βούρκο όσο εσύ. Αν της τηλεφωνήσεις ή τη δεις, έστω και μια φορά, θα το μάθω. Και θα σε βρω. Με πιστεύεις;» Ο Ζίλις σώπαινε. «Κι αν την αγγίξεις, μάρτυς μου ο Θεός, θα σε σκοτώσω, Στιβ». «Αχ, αυτό είναι εντελώς άδικο», είπε ο Ζίλις. «Με πιστεύεις; Καλύτερα να με πιστέψεις, Στιβ». Όταν ο Μπίλι ακούμπησε το χέρι στη λαβή του πιστολιού του, ο Ζίλις διαμαρτυρήθηκε: «Καλά, καλά. Εντάξει. Σ' άκουσα». «Ωραία. Πηγαίνω τώρα». «Έτσι κι αλλιώς, αυτό το μέρος έχει τα χάλια του», είπε ο Ζίλις. «Οι αμπελώνες δεν έχουν καμιά διαφορά από τα χωράφια, κι εγώ δεν είμαι αγροτόπαιδο».

«Όχι, δεν είσαι», είπε ο Μπίλι από το κατώφλι της πόρτας. «Εδώ πέρα δεν υπάρχει δράση». «Δεν υπάρχουν -γλεντζέδες», συμφώνησε ο Μπίλι. «Άντε γαμήσου». «Καλό δρόμο, μάγκα».

Κεφάλαιο 6 6

ΟΤΑΝ Ο ΜΠΙΛΙ είχε απομακρυνθεί με το αυτοκίνητό του κάπου ένα χιλιόμετρο από το σπίτι του Ζίλις, τον έπιασαν τόσο έντονα ρίγη, που αναγκάστηκε να σταματήσει στην άκρη του δρόμου ώσπου να συνέλθει. Κάτω από πίεση, είχε μεταμορφωθεί σ' αυτό που πάνω απ' όλα σιχαινόταν. Για ένα διάστημα, είχε μεταμορφωθεί σε Τζον Πάλμερ. Ούτε τα δέκα χιλιάδες δολάρια που θα έδινε στον Ζίλις τον έκαναν λιγότερο Πάλμερ. Όταν κόπασαν τα ρίγη, δεν έβαλε ταχύτητα για να ξεκινήσει, γιατί δεν ήξερε πού να πάει. Ένιωθε ότι βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού. Δεν πέφτεις με το αυτοκίνητο στον γκρεμό. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, αλλά εκεί σίγουρα δε θα έβρισκε τη λύση σ' αυτό το μπέρδεμα. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι απλώς και μόνο για να είναι στο σπίτι του. Αναγνώρισε την οικεία παρόρμηση να απομονωθεί. Στο σπίτι θα μπορούσε να καθίσει στον πάγκο εργασίας και να καταπιαστεί με το σκάλισμα των ξύλων, κι ας πήγαιναν όλοι στο διάολο. Μόνο που αυτή τη φορά θα πήγαινε κι εκείνος στο διάολο. Δεν μπορούσε να πάρει την Μπάρμπαρα μαζί του στο σπίτι, κι αν την άφηνε μόνη και εκτεθειμένη σε κίνδυνο, θα έχανε τον μοναδικό λόγο που τον κρατούσε στη ζωή. Τα γεγονότα τον είχαν σπρώξει στον αγώνα, στο ορμητικό ποτάμι της ζωής, ωστόσο αυτός αισθανόταν απομονωμένος και απελπισμένος.

Για πολύ μεγάλο διάστημα είχε παραμελήσει τη σπορά και τώρα δεν υπήρχε τίποτα να θερίσει. Οι φίλοι του ήταν απλώς γνωστοί. Κι ενώ η ζωή προϋποθέτει επαφή με άλλα ανθρώπινα πλάσματα, εκείνος δεν είχε επαφή με κανέναν. Στην ουσία, η κατάστασή του ήταν χειρότερη από την απομόνωση. Οι φίλοι, που δεν ήταν παρά γνωστοί, τώρα πια δεν ήταν ούτε γνωστοί, αφού όλοι τους είχαν περάσει στην κατηγορία του υπόπτου. Ο Μπίλι είχε προσφέρει στον εαυτό του μια μοναξιά απόλυτης παράνοιας. Ξεκίνησε πάλι το δρόμο του, δίχως να έχει στο μυαλό του συγκεκριμένο προορισμό. Σαν το πουλί, ακολουθούσε τα ρεύματα της νύχτας, αποφασισμένος να μη χάσει το ηθικό του, να μη βυθιστεί ολότελα στην απόγνωση, προτού εμφανιστεί μια αμυδρή ακτίνα ελπίδας. Από μια σύντομη επίσκεψη στο σπίτι της Άιβι Έλτζιν, είχε μάθει περισσότερα από όσα είχε μπει στον κόπο να μάθει στα χρόνια που δούλευαν μαζί. Και μολονότι συμπαθούσε την Άιβι, τώρα που τη γνώρισε καλύτερα του φαινόταν ακόμα πιο μυστηριώδης απ' όσο όταν ήξερε λιγότερα για κείνη. Δεν πίστευε ότι είχε κάποια σχέση με τον μανιακό δολοφόνο που διέπραττε αυτά τα εγκλήματα. Αλλά η εμπειρία του από τους γονείς του τον είχε διδάξει πως για κανέναν δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Ο Χάρι Εβάρκιαν ήταν καλός άνθρωπος και θαυμάσιος δικηγόρος, αλλά ήταν επίσης ένας από τους τρεις διαχειριστές μιας περιουσίας εφτά εκατομμυρίων δολαρίων -ένας πειρασμός που δεν έπρεπε να υποτιμηθεί. Προτού γνωρίσει την Μπάρμπαρα, ο Μπίλι είχε επισκεφθεί το σπίτι του δικηγόρου μόνο μια φορά. Η Μπάρμπαρα έκανε παρέα μαζί του. Μέσα σε ένα χρόνο είχαν πάει μαζί για δείπνο στο σπίτι του Χάρι πέντ' έξι φορές, αλλά αφότου έπεσε η Μπάρμπαρα σε κώμα, ο Μπίλι επισκεπτόταν το δικηγόρο μόνο στο γραφείο του. Γνώριζε τον Χάρι Εβάρκιαν, αλλά δεν τον ήξερε. Ο νους του πήγε στο δόκτορα Φέριερ. Αυτό ήταν εντελώς τρελό. Οι διαπρεπείς γιατροί δε σκοτώνουν ανθρώπους. Με τη διαφορά ότι ο δόκτωρ Φέριερ ήθελε να πείσει τον

Μπίλι να σκοτώσουν την Μπάρμπαρα Μάντελ. Να αφαιρέσουν από το στομάχι της το σωληνάκι χορήγησης τροφής. Να την αφήσουν να πεθάνει από την πείνα μέσα στο κώμα της. Αν δε διστάζεις να αποφασίσεις για μια γυναίκα -κάποια που δε φαίνεται να υποφέρει- πως η ποιότητα ζωής της δεν είναι τόσο καλή ώστε να δικαιολογεί τη σπατάλη πόρων για χάρη της, πόσο εύκολο σου είναι να κάνεις ένα βήμα παραπάνω, πατώντας μια σκανδάλη αντί να τραβήξεις ένα σωληνάκι; Γελοία σκέψη. Ωστόσο, δε γνώριζε τον Φέριερ καλύτερα από όσο γνώριζε τον πατέρα του, και ο πατέρας του, παραβιάζοντας όσα ο Μπίλι νόμιζε πως γνώριζε, είχε χτυπήσει τη μητέρα του με εκείνο το γυαλιστερό σιδερένιο γαλλικό κλειδί δίνοντας την εντύπωση ότι αισθανόταν κάποιου είδους διεστραμμένη απόλαυση. Ο Τζον Πάλμερ. Ήταν άνθρωπος που η αγάπη του για την εξουσία ήταν ολρφάνερη, αλλά που ο εσωτερικός του κόσμος παρέμενε μυστηριώδης όσο ένας άλλος πλανήτης. Όσο περισσότερο σκεφτόταν ο Μπίλι τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, τόσο περισσότερο του φαινόταν πιθανό να είναι ο δολοφόνος κάποιος εντελώς άγνωστος, τόσο περισσότερο ταραζόταν ανώφελα. Προσπάθησε να πει στον εαυτό του να νοιάζεται και να μη νοιάζεται, να μείνει ακίνητος. Για να αποκτήσεις ό,τι δεν κατέχεις πρέπει να περάσεις απ' τη στέρηση. Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μόνο που ξέρεις. Καθώς οδηγούσε, κατάφερε να πετύχει την πολυπόθητη εσωτερική ηρεμία, και σε λίγο, χωρίς να το επιλέξει συνειδητά, έφτασε στο σταθμό εξυπηρέτησης φορτηγών. Στάθμευσε στο σημείο όπου είχε σταθμεύσει και την προηγούμενη φορά, μπροστά από το εστιατόριο. Το αριστερό του χέρι πονούσε. Το ανοιγόκλεισε και διαπίστωσε πως είχε αρχίσει το πρήξιμο. Είχε περάσει η επίδραση του Βικοντίν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πάρει άλλο, αλλά αναμφίβολα χρειαζόταν το Μοτρίν. Πεινούσε, αλλά στη σκέψη μιας ακόμα σοκολάτας του κοβό-

ταν η όρεξη. Ο οργανισμός του είχε ανάγκη από καφεΐνη, αλλά κάτι περισσότερο από ένα χάπι. Έχωσε το πιστόλι και το περίστροφο κάτω από το μπροστινό κάθισμα, μόλο που το σπασμένο τζάμι δεν πρόσφερε καμία ασφάλεια στο όχημα, και μπήκε στο μαγαζί. Στις 3:40 τα ξημερώματα μπορούσε να διαλέξει όποιο τραπέζι ήθελε. Τέσσερις φορτηγατζήδες κάθονταν σε σκαμνιά στον πάγκο, πίνοντας καφέ και τρώγοντας γλυκό. Τους εξυπηρετούσε μια χοντρή σερβιτόρα με αγγελικό πρόσωπο και σβέρκο αμυντικού παίκτη του ράγκμπι. Στα πυκνά μαλλιά της, που ήταν βαμμένα κορακάτα, φορούσε κίτρινα φιογκάκια. Ο Μπίλι κάθισε στον πάγκο.

Κεφάλαιο 6 7

ΤΟ ΚΑΡΤΕΛΑΚΙ ΤΗΣ ΣΤΟΛΗΣ της σερβιτόρας έγραφε το όνομά της: Τζάσμιν. Αποκάλεσε τον Μπίλι «γλυκέ μου» και του σέρβιρε τον σκέτο καφέ και τη λεμονόπιτα που της παρήγγειλε. Όταν ο Μπίλι κάθισε στο σκαμνί ανάμεσά τους, η Τζάσμιν και οι φορτηγατζήδες συζητούσαν ζωηρά μεταξύ τους. Από τη συζήτησή τους, ο Μπίλι έμαθε πως ο ένας από τους άντρες ονομαζόταν Κέρλι και ένας άλλος Άρβιν. Το όνομα του τρίτου δεν το ανέφερε κανείς, του απηύθυναν το λόγο με το «εσύ», και ο τέταρτος είχε ένα χρυσό μπροστινό πάνω δόντι. Στην αρχή κουβέντιαζαν για τη χαμένη Ατλαντίδα. Ο Άρβιν είπε πως η καταστροφή του μυθικού πολιτισμού οφειλόταν στο γεγονός ότι οι κάτοικοι της Ατλαντίδος ασχολήθηκαν με γενετικά πειράματα και ότι τα τέρατα που κατασκεύασαν τους κατέστρεψαν. Αυτό οδήγησε γρήγορα τη συζήτηση από την Ατλαντίδα στην κλωνοποίηση και στις έρευνες DNA, και σε λίγο ο Κέρλι αναφέρθηκε στα επιστημονικά πειράματα λέγοντας ότι σε κάποιο από αυτά τα άθλια καταγώγια, στο Πρίνστον ή στο Χάρβαρντ ή στο Γέιλ, οι επιστήμονες προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ένα γουρούνι με ανθρώπινο εγκέφαλο. «Δε νομίζω ότι είναι κάτι καινούριο», είπε η Τζάσμιν. «Σας πληροφορώ ότι έχω γνωρίσει στη ζωή μου κάμποσα ανθρώπινα γουρούνια». «Τι νόημα θα είχε ένα εξανθρωπισμένο γουρούνι;» αναρωτήθηκε ο Άρβιν. «Απλώς θα υπάρχει», αποφάνθηκε ο Εσύ.

«Πώς θα υπάρχει;» «Όπως ένα βουνό που απλώς υπάρχει», εξήγησε ο Εσύ. «Για να μπορούν κάποιοι να το ανεβούν. Άλλοι άνθρωποι θέλουν να φτιάξουν ένα γουρούνι με ανθρώπινο μυαλό απλώς επειδή μπορούν». «Τι δουλειά θα κάνει;» ρώτησε ο Χρυσοδόντης. «Δεν νομίζω ότι σκοπεύουν να το χρησιμοποιήσουν σε κάποια δουλειά», απάντησε ο Κέρλι. «Το θέλουν για κάποιο σκοπό», είπε ο Χρυσοδόντης. «Ένα είναι σίγουρο», δήλωσε η Τζάσμιν. «Οι ακτιβιστές θα ξεσηκωθούν». «Ποιοι ακτιβιστές;» ρώτησε ο Άρβιν. «Όλο και κάποιοι θα βρεθούν», απάντησε η γυναίκα. «Από τη στιγμή που θα υπάρχουν γουρούνια με ανθρώπινο μυαλό, δε θα μας αφήσουν να ξαναφάμε ζαμπόν ή μπέικον». «Δεν καταλαβαίνω γιατί όχι», είπε ο Κέρλι. «Το ζαμπόν και το μπέικον θα προέρχονται από γουρούνια που δε θα έχουν εξανθρωπιστεί». «Θα το κάνουν από αλληλεγγύη», προφήτεψε η Τζάσμιν. «Πώς θα μπορείς να πεις ότι τρως ζαμπόν και μπέικον, όταν τα παιδιά σου πηγαίνουν σχολείο με έξυπνα γουρούνια και τα καλούν για να κοιμηθούν το βράδυ στο σπίτι;» «Αυτό δε θα γίνει ποτέ», είπε ο Εσύ. «Ποτέ», συμφώνησε ο Άρβιν. «Ξέρετε τι θα γίνει;» είπε η Τζάσμιν. «Κάποια στιγμή αυτοί οι τρελοί που παίζουν με τα ανθρώπινα γονίδια θα κάνουν καμιά βλακεία και θα μας σκοτώσουν όλους». Κανένας από τους τέσσερις φορτηγατζήδες δε διαφώνησε. Ούτε ο Μπίλι. Ο Χρυσοδόντης εξακολουθούσε να πιστεύει πως οι επιστήμονες είχαν στο μυαλό τους κάποια δουλειά για τα εξανθρωπισμένα γουρούνια. «Δεν ξοδεύουν εκατομμύρια δολάρια σε κάτι τέτοιο μόνο και μόνο για την πλάκα τους. Δεν τους ξέρετε αυτούς τους ανθρώπους». «Κι όμως», διαφώνησε η Τζάσμιν. «Τα λεφτά δε σημαίνουν τίποτα γι' αυτούς. Δεν είναι δικά τους».

«Είναι τα λεφτά των φορολογούμενων», είπε ο Κέρλι. «Τα δικά σου και τα δικά μου». Ο Μπίλι έκανε ένα δυο σχόλια, αλλά προτιμούσε κυρίως να ακούει. Ο γνώριμος ρυθμός αυτού του είδους κουβέντας παραδόξως τον ηρέμησε και τον ζέστανε. Ο καφές ήταν δυνατός. Η λεμονόπιτα είχε υπέροχη γεύση και ήταν σερβιρισμένη με ζεστή μαρέγκα. Απόρησε με τη γαλήνη που ένιωθε. Του αρκούσε απλώς να κάθεται στον πάγκο και να ακούει. «Αν θέλετε να μιλήσουμε για πεταμένα λεφτά», είπε ο Χρυσοδόντης, «κοιτάξτε το τερατούργημα που κατασκευάζουν δίπλα στον αυτοκινητόδρομο». «Ποιο, εννοείς αυτό το πράγμα απέναντι από το μπαρ, που θα το κάψουν μόλις το τελειώσουν;» ρώτησε ο Άρβιν. «Ω, μα αυτό είναι τέχνη», σχολίασε ειρωνικά η Τζάσμιν. «Εγώ δε βλέπω καμιά τέχνη σ' αυτό το κατασκεύασμα», είπε ο Εσύ. «Τα έργα τέχνης δεν πρέπει να έχουν διάρκεια στο χρόνο;» «Ο τύπος θα κερδίσει εκατομμύρια πουλώντας τα σχέδια του έργου», τους πληροφόρησε ο Κέρλι. «Έχει εκατοντάδες τρόπους να βγάλει λεφτά από αυτή την ιστορία». «Μπορεί να αποκαλέσει τον εαυτό του καλλιτέχνη όποιος γουστάρει;» ρώτησε ο Χρυσοδόντης. «Δεν πρέπει να περάσει κάποιες εξετάσεις, κάτι τέτοιο;» «Αυτός αποκαλεί τον εαυτό του ξεχωριστό καλλιτέχνη», είπε ο Κέρλι. «Ξεχωριστός σαν τον κώλο μου», παρατήρησε ο Αρβιν. «Να με συμπαθάς, καλέ μου», είπε η Τζάσμιν, «αλλά ο φουσκωτός πισινός σου δε μου φαίνεται τόσο ξεχωριστός». «Ξέρετε πώς αυτοαποκαλείται;» ρώτησε ο Κέρλι. «Παραστατικός καλλιτέχνης». «Τι πάει να πει αυτό;» «Αν το αντιλαμβάνομαι σωστά, πάει να πει ότι η τέχνη δε διαρκεί», εξήγησε ο Κέρλι. «Φτιάχνεται για να πετύχει κάτι, κι όταν το πετύχει, τελειώνει».

«Και τι θα υπάρχει στα μουσεία σε εκατό χρόνια;» αναρωτήθηκε ο Εσύ. «Άδειες αίθουσες;» «Δε θα υπάρχουν πια μουσεία», είπε η Τζάσμιν. «Τα μουσεία είναι για τους ανθρώπους. Δε θα υπάρχουν άνθρωποι. Μόνο εξανθρωπισμένα γουρούνια». Ο Μπίλι είχε μαρμαρώσει στη θέση του. Καθόταν με το φλιτζάνι στα χείλη και το στόμα ανοιχτό, ανήμπορος να πιει. «Γλυκέ μου, δεν είναι καλός ο καφές;» ρώτησε η Τζάσμιν. • «'Οχι, όχι, είναι θαυμάσιος. Για την ακρίβεια, θα ήθελα ακόμα ένα φλιτζάνι. Μπορώ να το πάρω μαζί μου;» «Σερβίρουμε τριπλό σε πλαστικό ποτήρι. Το λέμε Σούπερ Δόση». «Δώσε μου ένα απ' αυτά», είπε ο Μπίλι.

Κεφάλαιο 6 8

ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ υπήρχε Ίντερνετ καφέ. Έξι τραπεζάκια με υπολογιστή πρόσφεραν σύνδεση με το Διαδίκτυο. Ο ένας υπολογιστής ήταν κατειλημμένος από ένα φορτηγατζή που χειριζόταν το πληκτρολόγιο και το ποντίκι, με τα μάτια καρφωμένα στην οθόνη. Ίσως κοίταζε το πρόγραμμα της μεταφορικής εταιρείας ή έπαιζε παιχνίδια στο Ίντερνετ ή έψαχνε σε ιστοσελίδες με πορνογραφικό υλικό. Ο υπολογιστής ήταν βιδωμένος σε ένα τραπέζι όπου υπήρχε χώρος για να ακουμπήσεις το φαγητό σου. Ο Μπίλι τοποθέτησε τον καφέ του στην ειδική θέση για τα ποτήρια. Δεν ήξερε το όνομα της ιστοσελίδας του Βέιλις, έτσι άρχισε να ψάχνει γενικά σε ιστοσελίδες για την παραστατική τέχνη, ώσπου συνδέθηκε με το www.valisvalisvalis.com. Ο καλλιτέχνης είχε φτιάξει μια περίτεχνη και δελεαστική ιστοσελίδα. Ο Μπίλι είδε το έγχρωμο βίντεο της αυστραλιανής γέφυρας στην οποία ο Βέιλις είχε δέσει είκοσι χιλιάδες κόκκινα μπαλόνια. Τα είδε να σκάνε όλα μαζί. Διάβασε τις δηλώσεις του καλλιτέχνη για μεμονωμένα έργα. Ήταν ξιπασμένες και σχεδόν ακατάληπτες, διανθισμένες με την κακόηχη αργκό της μοντέρνας τέχνης. Σε μια νεφελώδη συνέντευξη, ο Βέιλις δήλωνε πως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης είναι «αλιεύς ανθρώπων», επειδή θέλει να «αγγίξει τις ψυχές, να αιχμαλωτίσει τις ψυχές» των θεατών. Ο Βέιλις βοηθούσε τους θαυμαστές του να καταλάβουν καλύτερα την πρόθεση κάθε έργου του παρέχοντάς τους τρεις γραμμές

«πνευματικής καθοδήγησης». Κάθε γραμμή περιείχε τρεις λέξεις. Ο Μπίλι μελέτησε με προσοχή κάμποσες τέτοιες γραμμές. Έβγαλε από το πορτοφόλι του το χαρτί όπου ήταν τυπωμένες οι έξι γραμμές που περιέχονταν στα τρία έγγραφα της κόκκινης δισκέτας που είχε βρει στα χέρια του Ραλφ Κοτλ. Το ξεδίπλωσε και το ίσιωσε πάνω στο τραπέζι. Η πρώτη γραμμή: Επειδή είμαι, κι εγώ, αλιεύς ανθρώπων. Η πέμπτη γραμμή: Ο τελευταίος φόνος μου: τα μεσάνυχτα της Πέμπτης. Η έκτη γραμμή: Η αυτοκτονία σου: λίγο μετά. Η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη γραμμή έμοιαζαν ανατριχιαστικά με την «πνευματική καθοδήγηση» που παρείχε ο Βέιλις στους θαυμαστές του προκειμένου να αντιληφθούν και να εκτιμήσουν πλήρως τα έργα του. Η πρώτη από τις κατευθυντήριες γραμμές αναφερόταν στο ύφος του έργου, στην παραστατικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, το ύφος ήταν: Βαναυσότητα, βία, θάνατος. Η δεύτερη γραμμή συνόψιζε τις τεχνικές που σκόπευε να χρησιμοποιήσει ο καλλιτέχνης για να εκτελέσει το έργο τέχνης. Στην περίπτωση του Μπίλι, η τεχνική ήταν: Κίνηση, ταχύτητα, σύγκρουση. Η τρίτη γραμμή περιέγραφε το μέσο ή τα μέσα με τα οποία θα δημιουργούσε ο Βέιλις. Στην συγκεκριμένη παράσταση, τα μέσα ήταν: Σάρκα, αίμα, οστά. Μερικές φορές, οι πιο πετυχημένοι κατά συρροήν δολοφόνοι είναι κάποιοι απόκληροι, αδέσμευτοι περιπλανώμενοι που διαπράττουν τα εγκλήματά τους σε περιοχές που τις χωρίζουν μεγάλες αποστάσεις. Ο μανιακός δε θεωρούσε το φόνο παιχνίδι, ενώ μόνο εν μέρει τον έβλεπε σαν παράσταση. Γι' αυτόν, η ουσία ήταν η τέχνη του φόνου. Από τις ιστοσελίδες που αναφέρονταν στην παραστατική τέχνη, ο Μπίλι είχε πληροφορηθεί πως ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης του θανάτου απέφευγε μονίμως τις κάμερες. Ο Βέιλις ισχυριζόταν πως, κατά τη γνώμη του, η τέχνη οφείλει να είναι σημα-

ντικότερη από τον καλλιτέχνη. Ελάχιστες φορές επέτρεψε να τον φωτογραφίσουν. Αυτή η φιλοσοφία τού επέτρεπε να είναι πλούσιος και διάσημος -και να διατηρεί συγχρόνως ένα βαθμό ανωνυμίας. Το www.valisvalisvalis.com παρουσίαζε ένα πορτραίτο. Όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν από φωτογραφία αλλά ένα ρεαλιστικό λεπτομερές σκίτσο, μια αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη. Ίσως από πρόθεση, το πορτραίτο δεν απέδιδε με ακρίβεια το πρόσωπο του Βέιλις, αλλά ο Μπίλι τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο πελάτης με τη Χάινεκεν, ο πελάτης που τη Δευτέρα το απόγευμα καθόταν και άκουγε υπομονετικά τον Νεντ Πίρσολ, διασκεδάζοντας με την ιστορία του θανάτου του Χένρι Φριντλ εξαιτίας του τσιμεντένιου νάνου. Είσαι ενδιαφέρων τύπος, μπάρμαν Μπίλι. Ήδη από τότε, ο μανιακός γνώριζε το επώνυμο του Μπίλι, έστω κι αν υποκρινόταν ότι το αγνοούσε. Θα πρέπει να ήξερε σχεδόν τα πάντα γι' αυτόν. Για λόγους που μονάχα ο Βέιλις γνώριζε, ο Μπίλι Γουάιλς είχε επιλεγεί γι' αυτή την παράσταση ύστερα από σχολαστική έρευνα γύρω από το άτομό του. Τώρα, εκτός από τις άλλες επιλογές που υπήρχαν κάτω από το πορτραίτο, ο Μπίλι πρόσεξε μία που είχε τον τίτλο ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΜΠΙΛΙ. Μολονότι τίποτα πια δεν μπορούσε να τον ξαφνιάσει, κοίταξε για λίγο τα γράμματα προβληματισμένος. Στο τέλος τα μάρκαρε κι έκανε κλικ με το ποντίκι. Το πορτραίτο χάθηκε και στην οθόνη εμφανίστηκαν οδηγίες: ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔ0-Ε1ΣΑΓΕΤΕ ΚΩΔΙΚΟ. Ο Μπίλι ήπιε λίγο καφέ. Ύστερα πληκτρολόγησε τη λέξη ΓΟΥΑΪΛΣ και πάτησε ENTER. Έλαβε αμέσως απάντηση: ΕΙΣΑΙ ΑΞΙΕΠΑΙΝΟΙ. Οι δύο λέξεις έμειναν στην οθόνη για δέκα δευτερόλεπτα κι ύστερα η οθόνη μαύρισε. Τίποτ' άλλο. Ξαναγύρισε η σελίδα με το σκίτσο της αυτοπροσωπογραφίας. Οι επιλογές από κάτω δεν περιλάμβαναν ΠΙΑ το ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΜΠΙΛΙ.

Κεφάλαιο 6 9

Η ΟΓΚΩΔΗΣ ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΗ κατασκευή δε φωτιζόταν. Οι τροχοί, τα γρανάζια, οι άξονες, οι μεταλλικοί σύνδεσμοι, οι σωλήνες, τα παράξενα εξαρτήματα διακρίνονταν αμυδρά μέσα στο σκοτάδι. Η γιγάντια ανθρώπινη μορφή, τυραννισμένη και πολιορκημένη από όλα αυτά, πάλευε βουβά, τυλιγμένη στο μαύρο σάβανο της νύχτας. Η κίτρινη και κόκκινη σκηνή ήταν σκοτεινή, αλλά από τα παράθυρα του μεγάλου αυτοκινούμενου τροχόσπιτου χυνόταν ένα απαλό κεχριμπαρένιο φέγγος. Ο Μπίλι σταμάτησε αρχικά στην άκρη του δρόμου και επιθεώρησε το όχημα από μακριά. Οι δεκαέξι καλλιτέχνες και τεχνίτες που έστηναν το έργο κάτω από την καθοδήγηση του Βέιλις δεν έμεναν εκεί. Είχαν κλείσει για ένα εξάμηνο το Βίνγιαρντ Χιλς Iw. Ο Βέιλις, ωστόσο, ζούσε εδώ αυτό το διάστημα. Το τροχόσπιτο διέθετε ηλεκτρική και υδραυλική εγκατάσταση. Η εταιρεία Γκλενς Ριλάιαμπλ Σέπτικ Σέρβις άδειαζε δύο φορές την εβδομάδα τις δεξαμενές όπου συγκεντρώνονταν τα λύματά του. Ο Γκλεν Γκόρτνερ καμάρωνε για τη φήμη που είχε αποκτήσει με τη συγκεκριμένη ανάθεση, έστω κι αν κατά τη γνώμη του το «έργο» ήταν «ένας βόθρος που χρειαζόταν επίσης εκκένωση». Επειδή δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να προσπεράσει ή να σταματήσει, ο Μπίλι βγήκε από το δρόμο και άφησε το Εξπλό-

ρερ να κατηφορίσει προς το λιβάδι. Ύστερα το οδήγησε σε σημείο από όπου μπορούσε να δει το πίσω μέρος ίου τροχόσπιτου. Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή. Το φως που έπεφτε στα σκαλοπάτια και στο χώρο ακριβώς μπροστά τους σχημάτιζε ένα χαλί καλωσορίσματος. Σταμάτησε. Στάθηκε εκεί για λίγο, χωρίς να σβήσει τη μηχανή, με το ένα πόδι στο φρένο και το άλλο πάνω από το γκάζι. Τα περισσότερα παράθυρα ήταν ακάλυπτα. Δεν είδε κανέναν μέσα. Μόνο τα πίσω παράθυρα είχαν κουρτίνες. Προφανώς εκεί θα βρισκόταν η κρεβατοκάμαρα. Διέκρινε ένα απαλό φως πίσω από το χρυσαφένιο ύφασμα. Αναπόφευκτα, ο Μπίλι συμπέρανε ότι τον περίμεναν. Δεν είχε καμία διάθεση να δεχτεί την πρόσκληση. Ήθελε να φύγει. Δεν είχε πού να πάει Λιγότερες από είκοσι ώρες απέμεναν μέχρι τα μεσάνυχτα, όταν θα γινόταν ο «τελευταίος φόνος», όπως είχε προαναγγελθεί. Η Μπάρμπαρα βρισκόταν ακόμα σε κίνδυνο. Επειδή ο Βέιλις είχε τοποθετήσει κατά πάσα πιθανότητα και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία εκτός από αυτά που υπήρχαν πάνω στα πτώματα, ο Μπίλι παρέμενε ο πιθανότερος ύποπτος για τις εξαφανίσεις που πολύ σύντομα θα ανακάλυπτε η αστυνομία: του Λάνι, του Ραλφ Κοτλ, της νεαρής κοκκινομάλλας. Κάπου μέσα στο σπίτι του ή στο γκαράζ ή θαμμένο στην αυλή του βρισκόταν το χέρι της Ζιζέλ Γουίνσλοου. Αναμφίβολα μαζί του θα υπήρχαν και άλλα σουβενίρ. Πάρκαρε το Εξπλόρερ, έσβησε τα φώτα, αλλά άφησε αναμμένη τη μηχανή. Κοντά στη σκοτεινή σκηνή ήταν παρκαρισμένη μια Λίνκολν Ναβιγκέιτορ. Προφανώς ήταν το αυτοκίνητο που εξυπηρετούσε τον Βέιλις στις μετακινήσεις του στην περιοχή. Είσαι αξιέπαινος. Ο Μπίλι φόρεσε νέο ζευγάρι ελαστικά γάντια. Το αριστερό του χέρι ήταν κάπως άκαμπτο, χωρίς ωστόσο να πονάει. Ευχήθηκε να μην είχε πάρει το Βικοντίν στο σπίτι του Λάνι.

Σε αντίθεση με τα περισσότερα παυσίπονα, το Βικοντίν άφηνε καθαρό το μυαλό, όμως φοβόταν ότι, αν οι αισθήσεις και τα αντανακλαστικά του έχαναν έστω και μισό τοις εκατό από την απόδοση τους, μπορεί αυτή η απώλεια να του κόστιζε τη ζωή. Ίσως οι παστίλιες καφεΐνης και ο καφές να αντιστάθμιζαν την απώλεια. Το ίδιο και η λεμονόπιτα. Έσβησε τη μηχανή. Αμέσως μετά, η νύχτα του φάνηκε σιωπηλή όσο το σπίτι ενός κουφού. Γνωρίζοντας πόσο απρόβλεπτος ήταν ο αντίπαλος, προετοιμάστηκε για κάθε είδους αιφνιδιασμό. Προτίμησε να πάρει μαζί του το τριανταοχτάρι περίστροφο, επειδή του ήταν οικείο. Είχε σκοτώσει κι άλλη φορά μ' αυτό. Βγήκε από το Εξπλόρερ. Το τραγούδι των γρύλων και τα κοάσματα των βατράχων έσπαζαν τη σιγαλιά. Τα σημαιάκια της σκηνής θρόιζαν στο φύσημα του αγέρα. Ο Μπίλι πλησίασε την ανοιχτή πόρτα του τροχόσπιτου. Στάθηκε κάτω από το φως, αλλά δίσταζε να ανεβεί τα σκαλοπάτια. Από το εσωτερικό, όπου κάθε ήχος καλυπτόταν από τα υψηλής ποιότητας μεγάφωνα του ηχητικού συστήματος του τροχόσπιτου, τα οποία προφανώς εξυπηρετούσαν και το σύστημα ενδοεπικοινωνίας, ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Η Μπάρμπαρα έχει το δικαίωμα να ζήσει». Ο Μπίλι ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Η καμπίνα του οδηγού είχε δύο κομψά περιστρεφόμενα καθίσματα για τον οδηγό και το συνοδηγό. Η ταπετσαρία τους έμοιαζε να είναι από δέρμα στρουθοκαμήλου. Μόλις μπήκε ο Μπίλι, η πόρτα πίσω του έκλεισε με τηλεχειρισμό. Υπέθεσε ότι συγχρόνως κλείδωσε. Ήταν ένα όχημα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του πελάτη. Ανάμεσα στην καμπίνα του οδηγού και στο χώρο διαμονής υπήρχε ένα διαχωριστικό τοίχωμα. Μια δεύτερη ανοιχτή πόρτα περίμενε τον Μπίλι. Ο Μπίλι μπήκε σε μια εκπληκτική κουζίνα. Όλα εκεί μέσα ήταν σε αποχρώσεις του κρεμ και του μελί. Το πάτωμα ήταν μαρμάρινο, τα ντουλάπια από ξύλο σφενταμιού με διάφανα τζάμια

και περίτεχνα καμπυλωτά πλαίσια όπως τα ερμάρια ενός πολυτελούς σκάφους. Μόνες εξαιρέσεις, οι πάγκοι από μαύρο γρανίτη και οι ανοξείδωτες ηλεκτρικές συσκευές. Από τα μεγάφωνα που ήταν ενσωματωμένα στο ταβάνι, η ευχάριστη και υποχρεωτική φωνή του Βέιλις έκανε μια πρόταση: «Θα μπορούσα να σου ετοιμάσω ένα πρόγευμα, αν θέλεις». Το μαρμάρινο δάπεδο οδηγούσε σε μια τραπεζαρία όπου μπορούσαν να καθίσουν άνετα έξι άτομα, οχτώ στριμωγμένα. Η επιφάνεια του τραπεζιού από σφεντάμι ήταν στολισμένη με εβένινα μοτίβα, λίθους χαλαζία και κατάλευκη δρυ, πλεγμένα σαν κορδέλα μεταξύ τους -ένα εκπληκτικό και πανάκριβο έργο ξυλουργικής τέχνης. Από την καμάρα ενός δεύτερου διαχωριστικού τοιχώματος, ο Μπίλι μπήκε σ' ένα μεγάλο σαλόνι. Οι ταπετσαρίες κόστιζαν το λιγότερο πεντακόσια δολάρια το τετραγωνικό και το χαλί τα διπλάσια. Τα έπιπλα ήταν σύγχρονα, αλλά τα αναρίθμητα γιαπωνέζικα μπρούντζινα αντικείμενα ήταν ανεκτίμητα δείγματα των λεπτουργημάτων της εποχής του αυτοκράτορα Μέιτζι. Απ' ό,τι έλεγαν ορισμένοι τακτικοί θαμώνες του μπαρ που είχαν διαβάσει πληροφορίες για το τροχόσπιτο στο Ίντερνετ, είχε κοστίσει πάνω από ενάμισι εκατομμύριο δολάρια. Στο ποσό δεν πρέπει να περιλαμβάνονταν τα μπρούντζινα λεπτουργήματα. Μερικές φορές τέτοιου είδους οχήματα αποκαλούνταν «στεριανά γιοτ». Ο όρος δεν ήταν υπερβολή. Η κλειστή πόρτα στο βάθος του σαλονιού ασφαλώς οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο. Σίγουρα θα ήταν κλειδωμένη. Ο Βέιλις θα πρέπει να βρισκόταν σ' εκείνο το τελευταίο οχυρό. Άκουγε και παρακολουθούσε, οπλισμένος σαν αστακός. Ο Μπίλι άκουσε πίσω του ένα σιγανό θρόισμα και γύρισε. Στο σαλόνι, το διαχωριστικό με την τραπεζαρία ήταν φτιαγμένο με υπέροχα παραβάν από λεπτά μπαμπού. Ένα από αυτά σηκώθηκε αργά αποκαλύπτοντας πίσω του μυστικές προθήκες. Αμέσως μετά, μεταλλικά στόρια κατέβηκαν και σκέπασαν ό-

λα τα παράθυρα, τρομάζοντας τον Μπίλι με τον αιφνίδιο, απότομο κρότο τους. Υπέθεσε πως τα στόρια δεν είχαν μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα. Θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τα παραβιάσει και να βγει από το παράθυρο. Στη φάση του σχεδιασμού και της κατασκευής του τροχόσπιτου, πιθανότατα τα στόρια είχαν χαρακτηριστεί «μηχανισμοί ασφαλείας». Καθώς τα καλαμένια παραβάν αποκάλυπταν όλο και περισσότερες προθήκες, από τα μεγάφωνα αντήχησε ξανά η φωνή του Βέιλις: «Μπορείς να δεις τη συλλογή μου. Ελάχιστοι την έχουν δει. Εσύ θα είσαι η μοναδική εξαίρεση, αφού θα σου δώσω την ευκαιρία να βγεις από δω μέσα ζωντανός. Απόλαυσέ την».

Κεφάλαιο 7 0

ΟΙ ΠΡΟΘΗΚΕΣ ΠΙΣΩ από το παραβάν ήταν επενδυμένες με μαύρο βελούδο. Η συλλογή απαρτιζόταν από γυάλες σε δύο μεγέθη. Η βάση κάθε γυάλας ακουμπούσε σε μια ειδική υποδοχή του ραφιού. Ένα μαύρο εμαγιέ κολάρο έσφιγγε το μολύβδινο καπάκι, στερεώνοντάς το στην κάτω επιφάνεια του από πάνω ραφιού. Τα δοχεία δε μετατοπίζονταν ούτε χιλιοστό ούτε κουδούνιζαν, όταν το τροχόσπιτο βρισκόταν σε κίνηση. Κάθε γυάλα φωτιζόταν από οπτικές ίνες τοποθετημένες στη βάση της, έτσι ώστε το περιεχόμενο να λάμπει με φόντο το μαύρο βελούδο. Το φως του σαλονιού μειώθηκε προοδευτικά, προκειμένου να ενισχυθεί η εντύπωση που προκαλούσε η συλλογή. Ο Μπίλι είχε την αίσθηση πως βρισκόταν σε ενυδρείο. Καθένας από αυτούς τους μικρούς γυάλινους κόσμους δεν περιείχε ψάρια αλλά το αναμνηστικό ενός φόνου. Πρόσωπα και χέρια έπλεαν μέσα σε συντηρητικό διάλυμα. Κάθε πρόσωπο έμοιαζε με φάντασμα, θύμιζε χλομό αλογάκι της Παναγίας σε αέναο κολύμπι. Τα χαρακτηριστικά κάθε προσώπου διακρίνονταν ελάχιστα, με αποτέλεσμα όλα να μοιάζουν μεταξύ τους. Τα χέρια διέφεραν το ένα από το άλλο, έλεγαν περισσότερα για τα θύματα απ' ό,τι τα πρόσωπα, και ήταν λιγότερο αποκρουστικά απ' όσο θα περίμενε κανείς, καθώς δημιουργούσαν μια παράξενη, αιθέρια εντύπωση. «Δεν είναι πανέμορφα;» ρώτησε ο Βέιλις. Η φωνή του θύμιζε τον HAL 9000 από την ταινία 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος.

«Είναι θλιβερά», είπε ο Μπίλι. «Τι παράξενη επιλογή λέξης», σχολίασε ο Βέιλις. «Εμένα μου προκαλούν ευχαρίστηση». «Εμένα με γεμίζουν απελπισία». «Η απελπισία είναι καλό πράγμα», είπε ο Βέιλις. «Η απελπισία μπορεί να είναι το ναδίρ μιας ζωής και το σημείο εκκίνησης της ανόδου σε μια άλλη, καλύτερη». Ο Μπίλι δεν απέστρεψε το βλέμμα. Κοίταζε τα εκθέματα χωρίς να δείξει φόβο ή αποστροφή. Υπέθετε πως ο καλλιτέχνης τον παρακολουθούσε μέσα από κάμερα κλειστού κυκλώματος. Φαίνεται πως οι αντιδράσεις του είχαν σημασία για τον Βέιλις. Εκτός αυτού, όσο φρικαλέα κι αν ήταν αυτά τα εκθέματα, είχαν μια αποτρόπαιη κομψότητα και ασκούσαν μια κάποια σαγήνη. Ο συλλέκτης είχε τη λεπτότητα να μη συμπεριλάβει στα εκθέματά του γεννητικά όργανα ή μαστούς. Ο Μπίλι υποψιαζόταν πως ο Βέιλις δε σκότωνε από σεξουαλική διαστροφή, πως δε βίαζε τα θύματά του, ίσως επειδή, αν το έκανε, θα ήταν σαν να παραδεχόταν ότι του είχε μείνει έστω αυτό το μοναδικό κομμάτι ανθρώπινης φύσης. Έδειχνε ότι ήθελε να θεωρεί τον εαυτό του σαν ένα πλάσμα ξεχωριστό. Επίσης, ο καλλιτέχνης είχε αποφύγει να δώσει στη συλλογή του χαρακτήρα επιδεικτικό ή γκροτέσκο. Στα εκθέματα δεν περιλαμβάνονταν μάτια, ούτε εσωτερικά όργανα. Πρόσωπα και χέρια, πρόσωπα και χέρια. Καθώς ο Μπίλι κοίταζε τα φωτισμένα δοχεία, του ήρθε στο νου η εικόνα ενός μαυροντυμένου μίμου με πουδραρισμένο λευκό πρόσωπο και λευκά γάντια. Παρά τον διεστραμμένο χαρακτήρα της έκθεσης, η συλλογή είχε σαφώς αισθητική άποψη. «Αίσθηση ισορροπίας», είπε ο Μπίλι περιγράφοντας τα φωτεινά εκθέματα, «αρμονία της γραμμής, ευαισθησία της μορφής. Και, το σημαντικότερο ίσως, έλεγχος αυστηρός αλλά όχι λεπτολόγος». Ο Βέιλις σώπαινε. Περιέργως, καθώς στεκόταν αντιμέτωπος με το Θάνατο χω-

ρίς να επιτρέπει στο φόβο να κυριαρχήσει, επιτέλους ο Μπίλι δε δραπέτευε από τη ζωή, αλλά την αγκάλιαζε. «Έχω διαβάσει τα διηγήματά σου», είπε ο Βέιλις. «Η κριτική μου για το έργο σου δεν έγινε με σκοπό να την ανταποδώσεις». Ο Βέιλις γέλασε ξαφνιασμένος. Ήταν ένα ζεστό γέλιο, παρ' όλο που μεταδιδόταν από τα μεγάφωνα. «Για την ακρίβεια, βρήκα το γράψιμό σου πολύ δυνατό και συναρπαστικό». Ο Μπίλι δεν απάντησε. «Είναι οι ιστορίες ενός ανθρώπου που ψάχνει», σχολίασε ο Βέιλις. «Γνωρίζεις την αλήθεια της ζωής, αλλά διαγράφεις κύκλους γύρω από τον καρπό, γυρίζεις ασταμάτητα, φοβούμενος να το παραδεχτείς, να τον γευτείς». Ο Μπίλι γύρισε την πλάτη του στη συλλογή και πλησίασε το κοντινότερο μπρούντζινο γιαπωνέζικο γλυπτό της περιόδου Μέιτζι, δυο ψάρια μπλεγμένα μεταξύ τους, ένα έργο απλό αλλά με εξαιρετικές λεπτομέρειες. Ο καλλιτέχνης είχε μιμηθεί τέλεια την υφή και την απόχρωση του σκουριασμένου σίδερου. «Η δύναμη», είπε ο Μπίλι. «Η δύναμη είναι μέρος της αλήθειας της ζωής». Ο Βέιλις περίμενε πίσω από την κλειδωμένη πόρτα. «Και η ερημιά», είπε ο Μπίλι. «Το κενό. Η άβυσσος». Πλησίασε ένα άλλο μπρούντζινο γλυπτό: ένα γέρο σοφό με μακρύ χιτώνα και ένα ελάφι, καθισμένους πλάι πλάι. Ο άντρας ήταν χαμογελαστός, είχε γενειάδα και ο χιτώνας του ήταν κεντημένος με χρυσά σχέδια. «Η επιλογή», είπε ο Μπίλι, «είναι χάος ή έλεγχος. Με τη δύναμη μπορούμε να δημιουργούμε. Με τη δύναμη και με την αυστηρή προσήλωση δημιουργούμε τέχνη. Και η τέχνη είναι η μόνη απάντηση στο χάος και στο κενό». Ο Βέιλις άργησε να μιλήσει. «Μονάχα ένα πράγμα σε κρατάει προσκολλημένο στο παρελθόν. Μπορώ να σε απαλλάξω από αυτό». «Με έναν ακόμα φόνο;» ρώτησε ο Μπίλι. «Όχι. Εκείνη μπορεί να συνεχίσει να ζει κι εσύ να προχωρήσεις σε μια νέα ζωή... όταν θα μάθεις».

«Και τι είναι αυτό που ξέρεις εσύ κι εγώ αγνοώ;» «Η Μπάρμπαρα», είπε ο Βέιλις, «ζει μέσα στον Ντίκενς». Την ίδια στιγμή που το άκουσε, ο Μπίλι συνειδητοποίησε πως ήταν αλήθεια κι ένιωσε την ανάσα του να κόβεται από την έκπληξη. «Όταν ήμουν στο σπίτι σου, Μπίλι, διάβασα τα σημειωματάρια όπου έχεις γράψει αυτά που λέει μέσα στο κώμα της». «Αλήθεια;» «Ορισμένες φράσεις, ορισμένες λεπτομέρειες στη σύνταξη, μου φάνηκαν οικείες. Στα ράφια του σαλονιού σου βρήκα τα άπαντα του Ντίκενς -που της ανήκαν». «Ναι». «Είχε πάθος με τον Ντίκενς». «Είχε διαβάσει όλα του τα μυθιστορήματα, αρκετές φορές το καθένα». «Εσύ όμως όχι». «Μόνο δυο τρία. Ο Ντίκενς ποτέ δεν ήταν του γούστου μου», αποκρίθηκε ο Μπίλι. «Ίσως είναι υπερβολικά γεμάτος ζωή για σένα. Υπερβολικά γεμάτος πίστη και έξαψη», σχολίασε ο Βέιλις. «Ίσως». «Εκείνη γνωρίζει τόσο καλά αυτές τις ιστορίες, ώστε τις ζει στα όνειρά της. Τα λόγια που λέει μέσα στο κώμα της τα συναντάμε διαδοχικά σε ορισμένα κεφάλαια». «Η κυρία Τζο», ψιθύρισε ο Μπίλι φέρνοντας στο νου του την πιο πρόσφατη επίσκεψη του στην Μπάρμπαρα. «Αυτό το έχω διαβάσει. Είναι η γυναίκα του Τζο Γκάρτζερι, η αδερφή του Πιπ, η τρομερή μέγαιρα. Ο Πιπ τη φωνάζει "κυρία Τζο"». «Μεγάλες Προσδοκίες», επιβεβαίωσε ο Βέιλις. «Η Μπάρμπαρα ζει όλα τα βιβλία, αλλά συχνότερα βιώνει τις πιο ανάλαφρες περιπέτειες και σπάνια τη φρίκη της Ιστορίας Δύο Πόλεων». «Δεν το είχα συνειδητοποιήσει...» «Είναι πιθανότερο να ονειρεύεται τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία παρά τις πιο αιματοβαμμένες στιγμές της Γαλλικής Επανάστασης», τ ο ν διαβεβαίωσε ο Βέιλις. «Εγώ δεν το αντιλήφθηκα, αλλά εσύ...»

«Ούτως ή άλλως, δεν αισθάνεται φόβο ούτε πόνο, επειδή η κάθε περιπέτεια είναι γνωστή, επειδή της προσφέρει ευχαρίστηση και παρηγοριά». Ο Μπίλι διέσχισε το σαλόνι, ζυγώνοντας ένα ακόμα μπρούντζινο γλυπτό, κι ύστερα προχώρησε παρακάτω. «Δε χρειάζεται τίποτα από όσα μπορείς εσύ να της προσφέρεις», είπε ο Βέιλις, «και τίποτα περισσότερο από όσα ήδη έχει. Ζει μέσα στον Ντίκενς και δεν αισθάνεται φόβο». Διαισθανόμενος τι έπρεπε να κάνει ώστε να εμφανιστεί ο καλλιτέχνης, ο Μπίλι ακούμπησε το περίστροφο σε ένα γιαπωνέζικο τραπεζάκι αντίκα, στην αριστερή μεριά της πόρτας της κρεβατοκάμαρας. Ύστερα επέστρεψε στο κέντρο του σαλονιού και κάθισε σε μια πολυθρόνα.

Κεφάλαιο 7 1

Ο ΒΕΪΛΙΣ ΜΠΗΚΕ στο σαλόνι, ωραιότερος από το σκίτσο της αυτοπροσωπογραφίας του που είχε αναρτήσει στο σάιτ του. Χαμογελώντας, σήκωσε το περίστροφο από το γιαπωνέζικο τραπέζι και το περιεργάστηκε. Πίσω από την πολυθρόνα του Μπίλι, πάνω σ' ένα μικρό τραπέζι, βρισκόταν ακόμα ένα μπρούντζινο γλυπτό της περιόδου Μέιτζι: ένα στρουμπουλό χαμογελαστό σκυλί που κρατούσε από το λουρί μια χελώνα. Ο Βέιλις πλησίασε κρατώντας το όπλο. Το βάδισμά του ήταν ανάλαφρο και γεμάτο χάρη, όπως της Άιβι Έλτζιν, θαρρείς και η βαρύτητα δεν κρατούσε τις σόλες των παπουτσιών του στο πάτωμα. Τα πυκνά μαύρα μαλλιά του ήταν γκριζαρισμένα στους κροτάφους. Το χαμόγελο του ήταν εξαιρετικά φιλικό. Τα γκρίζα, διάφανα φωτεινά μάτια του κοιτούσαν με ευθύτητα. Είχε το παρουσιαστικό κινηματογραφικού αστέρα. Την αυτοπεποίθηση βασιλιά. Την ηρεμία μοναχού. Στάθηκε μπροστά στην πολυθρόνα και έστρεψε το περίστροφο προς το πρόσωπο του Μπίλι. «Αυτό είναι το όπλο». «Ναι», είπε ο Μπίλι. «Με αυτό πυροβόλησες τον πατέρα σου». «Ναι». «Πώς ένιωσες;» Ο Μπίλι είχε καρφώσει το βλέμμα του στην κάννη. «Φοβισμένος». «Και τη μητέρα σου, Μπίλι;»

«Σωστά». «Σου φάνηκε ότι έκανες καλά που την πυροβόλησες;» «Εκείνη τη στιγμή, ναι», είπε ο Μπίλι. «Και μετά;» «Δεν ήμουν σίγουρος». «Το λάθος είναι σωστό. Το σωστό είναι λάθος. Όλα είναι σχετικά, Μπίλι». Ο Μπίλι σώπασε. Για να φτάσεις σ' αυτό που δεν είσαι, πρέπει να πας μέσα από εκεί που δεν είσαι. «Ποιον μισείς, Μπίλι;» ρώτησε ο Βέιλις κοιτώντας τον πάνω από την κάννη του όπλου. «Δε νομίζω ότι μισώ κάποιον». «Αυτό είναι καλό. Είναι υγιές. Το μίσος και η αγάπη εξαντλούν το νου, συσκοτίζουν τη σκέψη». «Μου αρέσουν πολύ αυτά τα μπρούντζινα γλυπτά», είπε ο Μπίλι. «Δεν είναι υπέροχα; Μπορείς να απολαύσεις τη μορφή, την υφή, την απέραντη επιδεξιότητα του καλλιτέχνη, χωρίς ωστόσο να νοιάζεσαι για τη φιλοσοφία που κρύβεται πίσω τους». «Προπάντων τα ψάρια», είπε ο Μπίλι. «Γιατί ειδικά τα ψάρια;» «Γιατί δίνουν την ψευδαίσθηση της κίνησης, της ταχύτητας. Φαίνονται ελεύθερα». «Έζησες μια ζωή πολύ συγκρατημένη, Μπίλι. Ίσως είσαι έτοιμος για λίγη κίνηση. Είσαι έτοιμος για την ταχύτητα;» «Δεν ξέρω». «Εγώ πιστεύω ότι ξέρεις». «Είμαι έτοιμος για κάτυ>. «Ήρθες εδώ με σκοπό να ασκήσεις βία», είπε ο Βέιλις. Ο Μπίλι σήκωσε τα χέρια του από τα μπράτσα της πολυθρόνας και κοίταξε τα ελαστικά γάντια. Ύστερα τα έβγαλε. «Όλα αυτά σε κάνουν να νιώθεις παράξενα, Μπίλι;» «Εντελώς». «Μπορείς να φανταστείς τι θα μπορούσε να συμβεί στη συνέχεια;»

«Όχι με σαφήνεια». «Σε νοιάζει, Μπίλι;» «Όχι όσο νόμιζα ότι θα με ένοιαζε». Ο Βέιλις έριξε μια πιστολιά. Η σφαίρα σφηνώθηκε στη φαρδιά πλάτη της πολυθρόνας, πέντε εκατοστά δίπλα από τον ώμο του Μπίλι. Υποσυνείδητα, θα πρέπει να την περίμενε αυτή τη βολή. Είδε νοερά το κοράκι, το ασάλευτο κοράκι που παρατηρούσε σιωπηλά από το περβάζι του παραθύρου. Ύστερα έπεσε ο πυροβολισμός κι αυτός δεν το έβαλε στα πόδια, ούτε καν ζάρωσε από φόβο, παρά έμεινε καθισμένος με την αδιαφορία ενός μοναχού Ζεν. Ο Βέιλις κατέβασε το όπλο. Κάθισε σε μια πολυθρόνα αντικριστά στον Μπίλι. Ο Μπίλι έκλεισε τα μάτια και έγειρε πίσω το κεφάλι του. «Θα μπορούσα να σε σκοτώσω με δύο τρόπους, χωρίς να βγω από την κρεβατοκάμαρα», είπε ο Βέιλις. Σίγουρα αυτό ήταν αλήθεια. Ο Μπίλι δε ρώτησε με ποιο τρόπο. «Θα πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένος», είπε ο Βέιλις. «Πολύ». «Πώς πάει το χέρι;» «Καλά. Παίρνω Βικοντίν». «Και το μέτωπο;» «Θαυμάσια». Ο Μπίλι αναρωτήθηκε αν τα μάτια του κουνιόνταν κάτω από τα βλέφαρα, όπως της Μπάρμπαρα μερικές φορές στα όνειρά της. Τα ένιωθε ασάλευτα. «Είχα προγραμματίσει να σου προξενήσω και τρίτο πλήγμα», είπε ο Βέιλις. «Μπορεί να περιμένει μέχρι την άλλη εβδομάδα;» «Είσαι αστείος, Μπίλι». «Δε νιώθω καθόλου αστείος». «Μήπως αισθάνεσαι ανακούφιση;» «Μμμμ». «Αυτό σε εκπλήσσει;»

«Ναι». Ο Μπίλι άνοιξε τα μάτια. «Εσένα σε εκπλήσσει;» «Όχι», είπε ο καλλιτέχνης. «Είδα σ' εσένα πολλές δυνατότητες». «Πότε;» «Διαβάζοντας τα διηγήματά σου. Προτού ακόμα σε γνωρίσω». Ο Βέιλις ακούμπησε το περίστροφο σε ένα τραπέζι δίπλα στην πολυθρόνα του. «Οι δυνατότητές σου αποτυπώνονται με σαφήνεια στο χαρτί. Όσο ερευνούσα τη ζωή σου, αυτές οι δυνατότητες έγιναν ξεκάθαρες». «Το γεγονός ότι σκότωσα τους γονείς μου». «Όχι, όχι τόσο αυτό. Αναφέρομαι περισσότερο στην απώλεια της εμπιστοσύνης». «Μάλιστα». «Χωρίς εμπιστοσύνη, το πνεύμα δεν μπορεί να ησυχάσει». «Δεν μπορεί να ησυχάσει», επανέλαβε ο Μπίλι. «Δε βρίσκει αληθινή γαλήνη». «Χωρίς εμπιστοσύνη, δεν μπορεί να υπάρξει πίστη. Δεν υπάρχει πίστη στην καλοσύνη. Ή στην εντιμότητα. Σε οτιδήποτε». «Καταλαβαίνεις για μένα περισσότερα από όσα εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου». «Όπως και να το κάνεις, είμαι μεγαλύτερος», είπε ο Βέιλις. «Και πιο έμπειρος». «Πολύ πιο έμπειρος», συμφώνησε ο Μπίλι. «Πόσο καιρό σχεδιάζεις αυτή την παράσταση; Αποκλείεται να συνέλαβες την ιδέα τη Δευτέρα στο μπαρ». «Τη σχεδιάζω εδώ και πάρα πολλές εβδομάδες», είπε ο Βέιλις. «Η μεγάλη τέχνη απαιτεί προετοιμασία». «Πες μου, ανέλαβες την εκτέλεση του έργου επειδή ήμουν εγώ εδώ ή η ανάθεση προηγήθηκε;» «Και τα δύο», απάντησε ο Βέιλις. «Έπεσα πάνω και στα δύο χωρίς να το επιδιώξω». «Καταπληκτικό. Και να 'μαστέ τώρα εδώ». «Ναι, να 'μαστέ τώρα εδώ». «"Κίνηση, ταχύτητα, σύγκρουση"», είπε ο Μπίλι, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Βέιλις σχετικά με το ύφος αυτής της παραγωγής.

«Αν λάβουμε υπόψη την εξέλιξη της παράστασης, νομίζω ότι θα το άλλαζα σε "Κίνηση, ταχύτητα, ελευθερία"». «Όπως τα ψάρια». «Ναι, όπως τα ψάρια. Επιθυμείς την ελευθερία, Μπίλι;» «Ναι». «Εγώ είμαι εντελώς ελεύθερος». «Πόσο καιρό το... το κάνεις;...» ρώτησε ο Μπίλι. «Τριάντα δύο χρόνια. Από τα δεκαέξι μου. Για τα πρώτα ντρέπομαι. Ήταν άγαρμπο πετσόκομμα. Ανεξέλεγκτο. Χωρίς τεχνική. Χωρίς στυλ». «Τώρα όμως...» «Τώρα έχω γίνει αυτός που είμαι. Ξέρεις το όνομά μου;» Ο Μπίλι κοίταξε τα λαμπερά, γκρίζα μάτια. «Ναι», έδωσε μόνος του την απάντηση ο Βέιλις. «Βλέπω ότι το ξέρεις. Ξέρεις το όνομά μου». Μια σκέψη άστραψε στο μυαλό του Μπίλι και έγειρε ελαφρά το σώμα του μπροστά, γεμάτος περιέργεια. «Μήπως οι άλλοι του συνεργείου...» «Μήπως τι;» «Μήπως είναι... προηγούμενες επιτυχίες σου;» Ο Βέιλις χαμογέλασε. «Ω, όχι. Κανένας από αυτούς δεν έχει δει ποτέ τη συλλογή μου. Ανθρωποι σαν εσένα κι εμένα... σπανίζουν, Μπίλι». «Μάλλον». «Πιθανότατα έχεις ένα σωρό ερωτηματικά γι' αυτή την υπόθεση». «Ίσως, αλλά χρειάζομαι πρώτα λίγο ύπνο». «Πριν από λίγο ήμουν στο σπίτι του Όλσεν. Το άφησες σε άψογη κατάσταση». Ο Μπίλι μόρφασε. «Ελπίζω να μην έβαλες κι εκεί ενοχοποιητικά στοιχεία». «Όχι, όχι. Ήξερα ότι πλησίαζε αυτή η στιγμή, οπότε δεν υπήρχε λόγος να σε τυραννήσω περισσότερο. Απλώς πήγα στο σπίτι και θαύμασα το πώς δουλεύει το μυαλό σου, το πόσο σχολαστικός είσαι».

Ο Μπίλι χασμουρήθηκε. «Πειστήρια εγκλήματος. Με φοβίζουν». «Θα πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένος»· «Είμαι εξουθενωμένος». «Έχω μόνο μια κρεβατοκάμαρα, αλλά ευχαρίστως να σου παραχωρήσω τον καναπέ». Ο Μπίλι κούνησε το κεφάλι συλλογισμένα. «Είμαι κατάπληκτος». «Από τη φιλοξενία μου;» «Όχι. Επειδή βρίσκομαι εδώ». «Η τέχνη μεταμορφώνει, Μπίλι». «Θα αισθανθώ διαφορετικά όταν ξυπνήσω;» «Όχι», αποκρίθηκε ο Βέιλις. «Έχεις κάνει την επιλογή σου». «Αυτές οι επιλογές ασφαλώς κάτι σήμαιναν». «Σου έδωσαν την ευκαιρία να καταλάβεις τις δυνατότητές σου». «Οι καναπέδες σου είναι καθαροί κι εγώ έχω τα χάλια μου». «Είσαι μια χαρά», είπε ο Βέιλις. «Τα καλύμματα βγαίνουν και πλένονται». Καθώς σηκώνονταν ταυτόχρονα από τις πολυθρόνες τους, ο Μπίλι τράβηξε το Μέις που έκρυβε κάτω από την μπλούζα του. Εμφανώς αιφνιδιασμένος, ο Βέιλις προσπάθησε να αποστρέψει το πρόσωπό του. Από τρία μόλις μέτρα απόσταση, ο Μπίλι τον ψέκασε στα μάτια. Ο Βέιλις αναζήτησε στα τυφλά το περίστροφο που βρισκόταν στο τραπέζι, αλλά το έριξε στο πάτωμα. Ο Μπίλι έσκυψε και το άρπαξε, ενώ ο Βέιλις άπλωνε μάταια τα χέρια γύρω του, σε μια προσπάθεια να τον βρει. Ο Μπίλι στάθηκε πίσω από τον μανιακό και τον χτύπησε δυο φορές στο κεφάλι με τη λαβή του περιστρόφου. Χάνοντας ολότελα τη συνηθισμένη χάρη του, ο Βέιλις σωριάστηκε μπρούμυτα στο πάτωμα. Ο Μπίλι γονάτισε δίπλα του, για να σιγουρευτεί ότι είχε χάσει τις αισθήσεις του. Πράγματι, ήταν αναίσθητος. Ο Βέιλις φορούσε το πουκάμισο μέσα από το παντελόνι. Ο

Μπίλι το τράβηξε και το πέρασε πάνω από το κεφάλι του αναίσθητου άντρα, δένοντας τις άκρες, φτιάχνοντας έτσι μια σφιχτή κουκούλα. Ο σκοπός του δεν ήταν να του κλείσει τα μάτια, αλλά να σχηματίσει κάτι σαν επίδεσμο, για την περίπτωση που το κρανίο μάτωνε στο σημείο όπου τον είχε χτυπήσει το όπλο. Ο Μπίλι ήθελε να αποφύγει να στάξει αίμα στο χαλί.

Κεφάλαιο

72

Ο ΜΠΙΛΙ ΦΟΡΕΣΕ τα ελαστικά γάντια και ρίχτηκε στη δουλειά. Η κρεβατοκάμαρα ήταν ακόμα πιο πολυτελής απ' ό,τι το υπόλοιπο τροχόσπιτο. Το μπάνιο έλαμπε και άστραφτε σαν κόσμημα, όντας φτιαγμένο από μάρμαρο, γυαλί, μπιζουτέ καθρέφτες και επίχρυσα αξεσουάρ μπάνιου. Ενσωματωμένη σε μια βάση πάνω στο γραφείο της κρεβατοκάμαρας, που ήταν διακοσμημένο με σχέδια από σφεντάμι, μια οθόνη αφής εξασφάλιζε τον έλεγχο των ηλεκτρονικών συστημάτων του τροχόσπιτου, από τα ηχητικά συστήματα μέχρι τα συστήματα ασφαλείας. Προφανώς, για να χειριστεί κανείς αυτά τα συστήματα έπρεπε να γνωρίζει τον κωδικό πρόσβασης. Ευτυχώς, ο Βέιλις είχε αφήσει το σύστημα σε λειτουργία αφού σήκωσε τα καλαμένια παραβάν και κατέβασε τα μεταλλικά στόρια στα παράθυρα. Όλα τα πλήκτρα ελέγχου είχαν ταμπελίτσες για να μπορεί να τα χειριστεί ακόμα κι ένας ηλίθιος. Ο Μπίλι ξεκλείδωσε την εξώπορτα. Στο σαλόνι, ο Βέιλις εξακολουθούσε να είναι αναίσθητος, με το κεφάλι κουκουλωμένο με το πουκάμισο. Ο Μπίλι τον έσυρε από το σαλόνι στο χώρο της τραπεζαρίας και της κουζίνας, κι από εκεί στην καμπίνα οδήγησης. Τον πέταξε απ' τα σκαλοπάτια και τον έβγαλε από το τροχόσπιτο. Σε λιγότερο από μία ώρα θα ξημέρωνε. Το λεπτό δρεπάνι του φεγγαριού θέριζε τα αστέρια χαμηλά στον δυτικό ορίζοντα. Είχε παρκάρει το Εξπλόρερ ανάμεσα στη σκηνή και στο αυ-

τοκινούμενο τροχόσπιτο, σε σημείο που να μην είναι ορατό από τον αυτοκινητόδρομο. Εκείνη την ώρα δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Ο Μπίλι έσυρε τον Βέιλις ως το SUV. Στην περιοχή δεν υπήρχαν σπίτια. Το μπαρ στην απέναντι πλευρά του δρόμου θα έμενε έρημο για κάμποσες ώρες ακόμα. Όταν ο Βέιλις πυροβόλησε την πολυθρόνα, κανένας δεν τον άκουσε. Ο Μπίλι άνοιξε την πίσω πόρτα. Ξεδίπλωσε μια από τις κουβέρτες που είχε ρίξει πάνω από το τυλιγμένο πτώμα του φουκαρά Ραλφ Κοτλ και την άπλωσε στο χώρο των αποσκευών. Κάτω στο έδαφος, ο Βέιλις αναδεύτηκε. Άρχισε να βογκάει. Ο Μπίλι ένιωσε ξαφνικά αδύναμος, όχι τόσο από σωματική κόπωση όσο από ψυχική και πνευματική εξάντληση. Ο κόσμος γυρίζει κι ο κόσμος αλλάζει, αλλά ένα πράγμα δεν αλλάζει. Οπως και να το μεταμφιέσεις, αυτό το πράγμα δεν αλλάζει: η αέναη πάλη του Καλού και του Κακού. Κρατώντας μια δεύτερη κουβέρτα, ο Μπίλι γονάτισε δίπλα στον διάσημο καλλιτέχνη. Χώνοντας το περίστροφο στις πτυχές της, ώστε να πνίξουν τον κρότο, άδειασε στο στήθος του διεστραμμένου τέρατος τις πέντε σφαίρες που απέμεναν. Δεν τολμούσε να περιμένει για να διαπιστώσει αν αυτή τη φορά οι πυροβολισμοί έγιναν αντιληπτοί. Άπλωσε αμέσως στο έδαφος την κουβέρτα που κάπνιζε και ακούμπησε πάνω τον νεκρό. Το φόρτωμά του στο Εξπλόρερ αποδείχτηκε δυσκολότερο από ό,τι περίμενε. Ο Βέιλις ήταν mo βαρύς από τον κοκαλιάρη Ραλφ Κοτλ. Αν κάποιος κινηματογραφούσε τον Μπίλι, η κάμερα θα αποτύπωνε ένα κλασικό κομμάτι μακάβριας κωμωδίας. Ήταν από εκείνες τις στιγμές που έκαναν τον Μπίλι να αναρωτιέται για το Θεό. Δεν αμφέβαλλε για την ύπαρξή Του, απλώς αναρωτιόταν γι' Αυτόν. Αφού φόρτωσε και σκέπασε τον Βέιλις, ο Μπίλι έκλεισε την πίσω πόρτα και επέστρεψε στο τροχόσπιτο. Η σφαίρα του Βέιλις είχε διαπεράσει την πολυθρόνα και είχε

βγει από το πίσω μέρος. Στη συνέχεια εξοστρακίστηκε και χτύπησε στην επένδυση του τοίχου. Ο Μπίλι προσπάθησε να τη βρει. Επειδή το τριανταοχτάρι ήταν το όπλο με το οποίο είχε σκοτώσει τον πατέρα και τη μητέρα του, τα στοιχεία του υπήρχαν στα αρχεία της αστυνομίας. Αν και ο Μπίλι πίστευε ότι ήταν μάλλον απίθανο να γίνει συγκριτικός έλεγχος, δεν ήταν διατεθειμένος να το ρισκάρει. Σε λίγα λεπτά βρήκε τη σφαίρα κάτω από ένα τραπεζάκι. Την έβαλε στην τσέπη του. Η αστυνομία θα αναγνώριζε πως η τρύπα στην πολυθρόνα είχε προκληθεί από σφαίρα. Θα καταλάβαινε ότι είχε χρησιμοποιηθεί όπλο μέσα στο τροχόσπιτο. Ο Μπίλι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτό. Αλλά οι αστυνομικοί δε θα ήξεραν αν ο Βέιλις πυροβολήθηκε ή τωροβόλησε. Χωρίς ίχνη αίματος, δε θα μπορούσαν να συμπεράνουν σε ποιον ασκήθηκε βία ή αν πράγματι είχε ασκηθεί βία. Κάνοντας αργά μια περιστροφή, ο Μπίλι έφερε στο νου του τη στιγμή, προσπαθώντας να θυμηθεί αν στο σύντομο χρονικό διάστημα που είχε βγάλει τα γάντια έτυχε να αγγίξει κάτι και να αφήσει αποτυπώματα. Όχι. Ο χώρος ήταν καθαρός. Άφησε τα μεταλλικά στόρια κλειστά και τα καλαμένια παραβάν ανεβασμένα, ώστε να φαίνεται η συλλογή με τα πρόσωπα και τα χέρια. Όταν κατέβηκε από το τροχόσπιτο, δεν έκλεισε την πόρτα. Την άφησε ανοιχτή, σαν να σε προσκαλούσε να μπεις. Τι έκπληξη για το λαμπερό συνεργείο των καλλιτεχνών και των τεχνικών! Μέχρι να απομακρυνθεί με το αμάξι του από το τροχόσπιτο και από το λιβάδι και να βγει στην άσφαλτο, δεν πέρασε κανένα τροχοφόρο. Τα ίχνη που ενδεχομένως είχαν αφήσει τα λάστιχά του στο χώμα θα σβήνονταν σε λίγες ώρες, με την άφιξη του συνεργείου.

Κεφάλαιο 7 3

ΑΚΟΜΑ ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ στην ηφαιστειογενή σήραγγα, αυτή τη φορά από διαφορετική διαδρομή, για να μην τσαλαπατηθούν οι ίδιοι θάμνοι. Καθώς ο Μπίλι αφαιρούσε το ξύλινο καπάκι, η λεπτή κυματοειδής πληγή μιας ταιριαστά ματωμένης αυγής σημάδεψε τις καμπυλόγραμμες κορυφές των βουνών στα ανατολικά. Η προσευχή ήταν περιττή. Ο Βέιλις φάνηκε να πέφτει πιο γρήγορα από τους υπόλοιπους που είχαν προηγηθεί στον λαίμαργο καταπιώνα, λες και το ειδικό του βάρος ήταν μεγαλύτερο από των άλλων τριών πτωμάτων. «Μεγαλύτερος και πιο έμπειρος. Κολοκύθια», μουρμούρισε ο Μπίλι, όταν έπαψαν να ακούγονται οι ήχοι της καθόδου του πτώματος. Προτού κλείσει το καπάκι, θυμήθηκε να πετάξει στην τρύπα το πορτοφόλι του Λάνι. Καθώς η νύχτα αντιστεκόταν ανώφελα στο πρώτο πορφυρό φέγγος, ο Μπίλι πάρκαρε το Εξπλόρερ στην αυλή πίσω από το γκαράζ του Λάνι και μπήκε στο σπίτι. Ήταν Πέμπτη, η δεύτερη μέρα του ρεπό του Λάνι. Το πιθανότερο ήταν πως κανείς δε θα τον αναζητούσε πριν από την Παρασκευή. Αν και ο Βέιλις είχε αρνηθεί πως είχε τοποθετήσει ψεύτικα ενοχοποιητικά στοιχεία μετά την προηγούμενη επίσκεψη του Μπίλι, ο Μπίλι αποφάσισε να ερευνήσει για μια ακόμα φορά το σπίτι. Ορισμένους ανθρώπους ποτέ δεν πρέπει να τους εμπιστεύεσαι.

Ξεκίνησε από τον πάνω όροφο, κινούμενος με τη βραδύτητα που προκαλεί η εξαντλητική κούραση, κι όταν πια επέστρεψε στην κουζίνα, δεν είχε βρει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο. Διψούσε. Πήρε ένα ποτήρι από το ντουλάπι και άνοιξε τη βρύση του κρύου νερού. Φορούσε ακόμα γάντια, οπότε δεν ανησυχούσε μήπως αφήσει αποτυπώματα. Όταν ξεδίψασε, ξέπλυνε το ποτήρι, το σκούπισε με μια πετσέτα και το έβαλε ξανά στη θέση του στο ντουλάπι. Κάτι δεν του πήγαινε καλά. Υποψιαζόταν πως του είχε ξεφύγει κάποια κρίσιμη λεπτομέρεια που ενδεχομένως θα τον έκαιγε. Αποβλακωμένος όπως ήταν από την κούραση, σίγουρα θα κοίταξε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο χωρίς να αναγνωρίσει τη σημασία του. Επιστρέφοντας στο σαλόνι, έψαξε γύρω από τον καναπέ όπου ο Βέιλις είχε τοποθετήσει το πτώμα του Ραλφ Κοτλ. Η ταπετσαρία και το χαλί ολόγυρα δεν είχαν λεκέδες από αίμα. Ο Μπίλι σήκωσε τα μαξιλάρια για να δει μήπως είχε πέσει κάτι από τις τσέπες του Κοτλ. Μη βρίσκοντας το παραμικρό, τα ξανάβαλε στη θέση τους. Νιώθοντας ακόμα να τον τρώει η ανησυχία ότι κάτι είχε παραβλέψει, κάθισε να σκεφτεί. Επειδή ήταν βουτηγμένος στη βρόμα, δε διακινδύνευσε να λερώσει τις πολυθρόνες, έτσι κάθισε βγάζοντας έναν αναστεναγμό κούρασης σταυροπόδι στο πάτωμα. Μόλις είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο, ή κάτι σαν άνθρωπο, και παρ' όλ' αυτά εξακολουθούσε να νοιάζεται για την ταπετσαρία του σαλονιού. Κατά βάθος παρέμενε ένα ευγενικό αγόρι. Ένας μικρός άγριος που σεβόταν τους συνανθρώπους του. Η αντίφαση του φάνηκε διασκεδαστική και γέλασε δυνατά. Όσο γελούσε, τόσο πιο αστεία έβρισκε τη σκοτούρα του για την ταπετσαρία των επίπλων, ώσπου έφτασε στο σημείο να γελάει με το ίδιο του το γέλιο, με την αταίριαστη ευθυμία του. Ήξερε ότι αυτό το γέλιο ήταν επικίνδυνο, ότι μπορούσε να καταστρέψει την προσεκτικά αποκτημένη ψυχική ισορροπία του. Ξάπλωσε ανάσκελα στο χαλί και τεντώθηκε, παίρνοντας βαθιές εισπνοές για να ηρεμήσει. Το γέλιο υποχώρησε, η ανάσα του έγινε πιο ρυθμική και, παραδόξως, επέτρεψε στον εαυτό του να αποκοιμηθεί.

Κεφάλαιο 7 4

Ο ΜΠΙΛΙ ΞΥΠΝΗΣΕ αποπροσανατολισμένος. Καθώς κοίταζε τα πόδια από τις πολυθρόνες και τους καναπέδες γύρω του, σκέφτηκε προς στιγμήν ότι είχε αποκοιμηθεί στο σαλόνι ενός ξενοδοχείου και θαύμασε τη διακριτικότητα της διεύθυνσης, που δεν τον ενόχλησε. Ύστερα θυμήθηκε και μονομιάς ξύπνησε ολότελα. Στηρίχτηκε με το αριστερό του χέρι στο μπράτσο του καναπέ για να σηκωθεί. Μέγα σφάλμα. Το τραύμα από το καρφί είχε πρηστεί. Ξεφωνίζοντας απ' τον πόνο, κόντεψε να πέσει πάλι κάτω, αλλά το απέφυγε. Το φως της μέρας πίσω από τις κουρτίνες ήταν πολύ έντονο, που σήμαινε πως η ώρα ήταν περασμένη. Όταν κοίταξε το ρολόι του, είδε πως ήταν 5:02 το απόγευμα. Είχε κοιμηθεί σχεδόν δέκα ώρες. Κυριεύτηκε από πανικό και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Η αδικαιολόγητη απουσία του θα πρέπει να τον καθιστούσε κύριο ύποπτο για την εξαφάνιση του Βέιλις. Μετά θυμήθηκε πως είχε δηλώσει ασθένεια και για δεύτερη μέρα. Κανένας δεν τον περίμενε πουθενά. Και κανένας δεν ήξερε ότι είχε έστω και την ελάχιστη σχέση με τον νεκρό καλλιτέχνη. Αν η αστυνομία βιαζόταν να βρει κάποιον, θα έψαχνε να βρει τον ίδιο τον Βέιλις, για να του κάνουν μερικές ζόρικες ερωτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των δοχείων του σαλονιού του. Στην κουζίνα, ο Μπίλι πήρε ένα ποτήρι από το ντουλάπι και το γέμισε από τη βρύση.

Ψάχνοντας στις τσέπες του τζιν του, βρήκε δύο Ανασίν και τα κατάπιε με μια μεγάλη γουλιά νερό. Πήρε επίσης ένα χαπάκι Σίπρο και ένα Βικοντίν. Για μια στιγμή ένιωσε ναυτία, αλλά του πέρασε γρήγορα. Ίσως ο συνδυασμός όλων αυτών των φαρμάκων να ήταν θανατηφόρος και να τον ξάπλωνε κάποια στιγμή νεκρό καταγής, αλλά τουλάχιστον είχε γλιτώσει τον εμετό. Δεν ανησυχούσε πια μήπως είχε αφήσει ενοχοποιητικά στοιχεία στο σπίτι. Ο προηγούμενος φόβος του ήταν απόρροια της εξάντλησής του. Τώρα που είχε ξεκουραστεί, επανεξέτασε τα προληπτικά μέτρα που είχε λάβει και έκρινε ότι δεν είχε παραλείψει τίποτα. Κλείδωσε το σπίτι και έβαλε ξανά το κλειδί στην κουφάλα του κομμένου κορμού. Επωφελούμενος από το φως της μέρας, άνοιξε την πίσω πόρτα του Εξπλόρερ και επιθεώρησε το δάπεδο του χώρου των αποσκευών για να δει αν υπήρχαν λεκέδες από το αίμα του Βέιλις. Δεν είχε περάσει καθόλου αίμα από τις κουβέρτες που τον είχε μεταφέρει, και οι κουβέρτες βρίσκονταν πια στην ηφαιστειογενή σήραγγα μαζί με το πτώμα. Απομακρύνθηκε από το σπίτι των Όλσεν με ανακούφιση, με συγκρατημένη αισιοδοξία, με μια αυξανόμενη αίσθηση θριάμβου. Ο χώρος όπου στηνόταν το έργο του Βέιλις έμοιαζε με έκθεση αυτοκινήτων που πουλούσε μόνο οχήματα της αστυνομίας. Ένστολοι αστυνομικοί χτένιζαν την περιοχή γύρω από το τροχόσπιτο, τη σκηνή, την ξύλινη κατασκευή με την τοιχογραφία. Κάπου εκεί θα βρισκόταν ο σερίφης Τζον Πάλμερ, μια και τα βαν των τηλεοπτικών συνεργείων ήταν παρκαρισμένα, κολλημένα το ένα πίσω από το άλλο, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου. Ο Μπίλι πρόσεξε πως φορούσε ακόμα τα ελαστικά γάντια. Δε βαριέσαι. Όλα καλά. Κανείς δεν τον έβλεπε ώστε να παραξενευτεί. Στο χώρο στάθμευσης του μπαρ δεν υπήρχε ούτε μία θέση ελεύθερη. Τα νέα σχετικά με τον Βέιλις και τη μακάβρια συλλογή

του θα έφερναν στο μαγαζί όλους τους παλιούς πελάτες, αλλά και νέους, κι έτσι θα είχαν να μιλήσουν για κάτι άλλο εκτός από τα γουρούνια με το ανθρώπινο μυαλό. Τυχερός ο Τζάκι. Όταν ο Μπίλι είδε από μακριά το σπίτι του, ένιωσε μέσα του μια γλυκιά ζεστασιά. Σπίτι μου, σπιτάκι μου. Μια και ο καλλιτέχνης είχε βγει από τη μέση, δεν υπήρχε λόγος να αλλάξει κλειδαριές. Ένιωθε ξανά ασφαλής και κύριος του προσωπικού του χώρου. Πάρκαρε το Εξπλόρερ στο γκαράζ, το καθάρισε, μάζεψε τα σκουπίδια σε μια σακούλα και έβαλε στη θέση τους το ηλεκτρικό κατσαβίδι και τα υπόλοιπα εργαλεία. Κάπου μέσα στο χώρο της ιδιοκτησίας του υπήρχαν ενοχοποιητικά σουβενίρ. Χρειαζόταν ένα τελευταίο ξεκαθάρισμα. Μόλις πάτησε το κατώφλι της κουζίνας, άφησε το ένστικτό του να τον οδηγήσει. Ο Βέιλις δε θα μετέφερε το χέρι της Ζιζέλ Γουίνσλοου μέσα σε μια γυάλα γεμάτη φορμαλδεΰδη. Μια εύθραυστη γυάλα μεταφέρεται δύσκολα και δεν προσφέρεται για γρήγορη, λαθραία δράση. Το ένστικτό του του έλεγε ότι είχε επιλέξει απλούστερη λύση. Πλησίασε το ψυγείο και τράβηξε το συρτάρι της κατάψυξης στο κάτω μέρος. Ανάμεσα στα δοχεία του παγωτού και στα κατεψυγμένα φαγητά, είδε δύο πακέτα τυλιγμένα με αλουμινόχαρτο που δεν αναγνώρισε. Τα άνοιξε πάνω στο πάτωμα. Ήταν δύο χέρια, από δύο διαφορετικές γυναίκες. Κατά πάσα πιθανότητα, το ένα ανήκε στην κοκκινομάλλα. Ο Βέιλις είχε χρησιμοποιήσει αντικολλητικό αλουμινόχαρτο. Ο κατασκευαστής θα χαιρόταν να μάθει ότι πράγματι δεν κολλούσε, όπως ακριβώς το διαφήμιζε. Καθώς ξανατύλιγε τα χέρια, ο Μπίλι έτρεμε σύγκορμος. Κάποια στιγμή είχε σκεφτεί ότι είχε πάθει ανοσία στον τρόμο. Είχε κάνει λάθος. Πριν τελειώσει η μέρα, έπρεπε να πετάξει τα πάντα από την κατάψυξη. Δεν πρέπει να είχαν μολυνθεί αλλά η σκέψη και μόνο της μόλυνσης τον αρρώσταινε. Ίσως πετούσε στα σκουπίδια ολόκληρο το ψυγείο.

Ήθελε να απομακρύνει τα χέρια από το σπίτι. Δεν περίμενε ότι η αστυνομία θα του χτυπούσε την πόρτα με ένταλμα έρευνας, όμως αυτός ήθελε να φύγουν τα χέρια από κει. Η ιδέα να τα θάψει κάπου στον κήπο δεν του φάνηκε καλή. Στην καλύτερη περίπτωση, τις νύχτες θα έβλεπε εφιάλτες με χέρια που βγαίνουν από τον τάφο τους και σκαρφαλώνουν στο σπίτι. Μέχρι να αποφασίσει τι θα έκανε τα παγωμένα χέρια, τα έκρυψε σε ένα μικρό φορητό ψυγείο. Έβγαλε από το πορτοφόλι του τη διπλωμένη φωτογραφία του Ραλφ Κοτλ σε νεαρή ηλικία, την κάρτα μέλους της Αμερικανικής Εταιρείας Σκεπτικιστών και τη φωτογραφία της κοκκινομάλλας. Τα είχε φυλάξει με την αόριστη προοπτική να αντιστρέψει τους ρόλους και να τοποθετήσει αυτός στοιχεία που θα ενοχοποιούσαν τον μανιακό. Τώρα τα έβαλε στο φορητό ψυγείο μαζί με τα χέρια. Είχε επίσης το κινητό τηλέφωνο του Λάνι, αλλά δίσταζε να το ρίξει κι αυτό στο ψυγείο, λες και τα χέρια θα ελευθερώνονταν από το περιτύλιγμά τους και θα καλούσαν την Άμεση Δράση. Ακούμπησε το τηλέφωνο στο τραπέζι της κουζίνας. Μετέφερε το φορητό ψυγείο στο γκαράζ και το έβαλε στο Εξπλόρερ, στο δάπεδο μπροστά από τη θέση του συνοδηγού. Ύστερα βγήκε και κλείδωσε το γκαράζ. Η ζέστη της ημέρας είχε υποχωρήσει. Ήταν έξι και τριάντα έξι. Ψηλά στον ουρανό, ένα γεράκι αναζητούσε την τελευταία λεία της ημέρας. Ο Μπίλι στάθηκε παρακολουθώντας το να διαγράφει όλο και μεγαλύτερους κύκλους. Μετά μπήκε στο σπίτι, ανυπομονώντας να κάνει ένα παρατεταμένο ντους, όσο πιο καυτό άντεχε. Η ιστορία με τα γυναικεία χέρια τού είχε κόψει την όρεξη. Δεν ένιωθε άνετα να καθίσει να φάει στο σπίτι του. Ίσως ξαναγύριζε στο σταθμό εξυπηρέτησης φορτηγών για να δειπνήσει. Πίστευε πως χρωστούσε στην Τζάσμιν μεγαλύ-

τερο φιλοδώρημα από αυτό που της είχε αφήσει την προηγούμενη φορά. Στο διάδρομο, καθώς κατευθυνόταν προς το λουτρό, διέκρινε φως στο γραφείο του. Κοιτάζοντας από την πόρτα, είδε τα στόρια κατεβασμένα, όπως τα είχε αφήσει. Δε θυμόταν να είχε αφήσει αναμμένη τη λάμπα του γραφείου, αλλά είχε φύγει βιαστικά, ανυπομονώντας να ξεφορτωθεί τον Κοτλ. Έσβησε τη λάμπα, χωρίς να κάνει το γύρο του γραφείου. Αν και ο Κοτλ δε βρισκόταν πια καθισμένος στη λεκάνη της τουαλέτας, ο Μπίλι δεν μπορούσε να ξεχάσει την εικόνα του. Όμως μια και το σπίτι δε διέθετε άλλο μπάνιο, θα συμβιβαζόταν. Η επιθυμία του για ένα ντους αποδείχτηκε ισχυρότερη από τη σιχασιά που ένιωθε. Το καυτό νερό μαλάκωσε σιγά σιγά τους πονεμένους μυς. Το σαπούνι είχε μεθυστική μυρωδιά. Μια δυο φορές ένιωσε κλειστοφοβία πίσω από την κουρτίνα του μπάνιου και νόμισε ότι έπαιζε το ρόλο της Τζάνετ Λη στο Ψυχώ. Ευτυχώς, κατάφερε να μη ρεζιλευτεί ανοίγοντας την κουρτίνα. Τέλειωσε το μπάνιο του χωρίς να τον μαχαιρώσει κανείς. Αναρωτήθηκε πόσος χρόνος θα περνούσε μέχρι να ξεπεράσει τους φόβους του. Το πιθανότερο, η υπόλοιπη ζωή του. Αφού σκουπίστηκε και ντύθηκε, άλλαξε τις γάζες στο μέτωπο του. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε μια μπίρα Έλεφαντ και ήπιε ένα Μοτρίν. Η φλεγμονή στο αριστερό χέρι τον ανησυχούσε. Κάθισε στο τραπέζι μαζί με την μπίρα και προσπάθησε να ρίξει ιώδιο στην πληγή. Ύστερα τοποθέτησε πάνω της καινούρια υγρή γάζα. Πίσω από τα παράθυρα είχε αρχίσει να πέφτει το σούρουπο. Ο Μπίλι σκόπευε να πάει στο Γουίσπερινγκ Πάινς και να μείνει μερικές ώρες. Είχε κανονίσει να μείνει όλη τη νύχτα σε μια αγρυπνία με προσευχή, όμως παρά τον δεκάωρο ύπνο του, πίστευε πως δε θα κατόρθωνε να μείνει τόσο πολύ. Τώρα που ο Βέιλις ήταν πεθαμένος, τα μεσάνυχτα είχαν χάσει το νόημά τους. Όταν τελείωσε με την περιποίηση του χεριού, καθώς καθό-

ταν να τελειώσει την μπίρα του, το βλέμμα του έπεσε στο φούρνο μικροκυμάτων. Στην κάμερα ασφαλείας. Όλη αυτή την ώρα κατέγραψε τον εαυτό του καθισμένο στο τραπέζι. Συνειδητοποίησε πως είχε καταγράψει επίσης τον εαυτό του να βγάζει τα χέρια από την κατάψυξη. Η κάμερα είχε ευρυγώνιο φακό, αλλά του φαινόταν απίθανο να είχε καταγράψει το μακάβριο έργο του τόσο καλά ώστε να προσφέρεται ως αποδεικτικό στοιχείο. Παρ' όλα αυτά... Έφερε τη μικρή σκάλα από την αποθήκη. Ανέβηκε και άνοιξε το ντουλάπι πάνω από το φούρνο μικροκυμάτων. Γυρίζοντας πίσω την ταινία, είδε στη μικρή οθόνη τον εαυτό του να περπατάει ανάποδα στην κουζίνα. Η γωνία λήψης δεν αποκάλυπτε τα κομμένα χέρια. Ξαφνικά αναρωτήθηκε αν ο Βέιλις είχε επισκεφθεί το σπίτι την προηγούμενη μέρα, από τη στιγμή που ο Μπίλι είχε βγει μέχρι τη μεταμεσονύκτια συνάντηση τους στο τροχόσπιτο, και συνέχισε να γυρίζει πίσω την ταινία, στο χρονικό διάστημα πριν από την είσοδο του λίγο μετά τις έξι. Δε χρειάστηκε τις λήψεις όλης της προηγούμενης μέρας. Στις 3:07 την ίδια μέρα, όσο ο Μπίλι κοιμόταν στο σπίτι των Όλσεν, ένας άντρας βγήκε πισωπατώντας από το σαλόνι, διέσχισε την κουζίνα μέχρι την πόρτα και βγήκε από το σπίτι. Ο άγνωστος δεν ήταν, φυσικά, ο Βέιλις, γιατί ο Βέιλις ήταν νεκρός.

Κεφάλαιο 7 5

Ο ΜΠΙΛΙ ΔΕ ΘΥΜΟΤΑΝ τον αριθμό. Χρησιμοποιώντας το κινητό του Λάνι, κάλεσε τις πληροφορίες καταλόγου του Ντένβερ και τον συνέδεσαν με τον αριθμό του ντετέκτιβ Ράμζι Όζγκαρντ. Ο Μπίλι βημάτιζε πάνω κάτω όση ώρα το τηλέφωνο χτυπούσε πολλά χιλιόμετρα μακριά, στη σκιά των Βραχωδών Ορέων. Ίσως ο Βέιλις πίστευε ότι θα προσηλύτιζε τον Μπίλι, επειδή είχε καταφέρει και στο παρελθόν να πάρει κάποιον με το μέρος του αντί να τον σκοτώσει. Κανένα από τα μέλη του συνεργείου του δεν ήταν σαν αυτόν, αλλά αυτό δε σήμαινε πως ο καλλιτέχνης ήταν μοναχικός κυνηγός. Ο Ράμζι Όζγκαρντ απάντησε στο πέμπτο κουδούνισμα και ο Μπίλι του μίλησε ως Λάνι Όλσεν. «Από τη φωνή σου, συνάδελφε, μυρίζομαι αίμα», είπε ο Όζγκαρντ. «Πες μου ότι συνέλαβες τον άνθρωπό σου». «Νομίζω ότι δε θα αργήσω», είπε ο Μπίλι. «Έχω κάτι επείγον εδώ πέρα. Θέλω να μάθω το εξής: Τη χρονιά που εξαφανίστηκε η Τζούντιθ Κέσελμαν, μήπως υπήρχε στο πανεπιστήμιο ένας καθηγητής ονόματι Βέιλις;» «Δεν ήταν καθηγητής», είπε ο Όζγκαρντ. «Ήταν ο καλλιτέχνης που ανέλαβε να διδάξει για ένα εξάμηνο. Στο τέλος της περιόδου, έκανε ένα γελοίο πράγμα που το βάφτισε παραστατική τέχνη. Τύλιξε δύο κτίρια της πανεπιστημιούπολης με χιλιάδες μέτρα μπλε μεταξωτού υφάσματος και...» Ο Μπίλι τον διέκοψε. «Ο Στιβ Ζίλις είχε το τέλειο άλλοθι». «Ήταν αδιάσειστο», τον διαβεβαίωσε ο Όζγκαρντ. «Μπορώ να σου εξηγήσω, αν έχεις δέκα λεπτά καιρό».

«Όχι, δεν έχω. Πες μου όμως, αν θυμάσαι, τι σπούδαζε ο Ζίλις στο πανεπιστήμιο;» «Έκανε μεταπτυχιακό στις καλές τέχνες». «Το κάθαρμα». Δεν ήταν παράξενο που ο Ζίλις δε θέλησε να μιλήσει για τις κούκλες. Δεν ήταν απλώς έκφραση των αρρωστημένων ονείρων ενός μανιακού δολοφόνου· ήταν τα δικά του έργα τέχνης. Μέχρι τότε, ο Μπίλι δεν είχε ανακαλύψει τις λέξεις-κλειδιά που θα αποκάλυπταν την ταυτότητα του δολοφόνου -παραστατική τέχνη. Ήξερε μόνο το παράσταση, και ο Ζίλις ενστικτωδώς δε θέλησε να του αποκαλύψει τα υπόλοιπα, αφού τα κατάφερνε θαυμάσια στο ρόλο του ακίνδυνου ανώμαλου νεαρού που κακοποιείται άδικα. «Το κάθαρμα. Του αξίζει Όσκαρ», είπε ο Μπίλι. «Όταν έφυγα από το σπίτι του, ένιωθα χειρότερος κι από σκουπίδι για τον τρόπο που τον κακομεταχειρίστηκα». «Συνάδελφε;» «Ο διάσημος και αξιοσέβαστος Βέιλις εγγυήθηκε για τον Στιβ Ζίλις, έτσι δεν είναι; Τη μέρα της εξαφάνισης της Τζούντιθ Κέσελμαν, είπε ότι ο Στιβ βρισκόταν κάπου μαζί του». «Σωστά. Αλλά αυτό θα το σκεφτόταν κανείς αν...» «Βάλε να δεις τις βραδινές ειδήσεις, ντετέκτιβ Όζγκαρντ. Την εποχή που εξαφανίστηκε η Τζούντιθ Κέσελμαν, ο Στιβ και ο Βέιλις συνεργάζονταν. Ήταν ο ένας το άλλοθι του άλλου. Πρέπει να κλείσω». Ο Μπίλι θυμήθηκε να πατήσει το κουμπί διακοπής της επικοινωνίας προτού ρίξει στο τραπέζι το τηλέφωνο του Λάνι. Είχε ακόμα το πιστόλι και το Τέιζερ του Λάνι. Πέρασε τη θήκη Γουίλσον Κόμπατ στη ζώνη του. Από την ντουλάπα της κρεβατοκάμαράς του άρπαξε ένα σπορ σακάκι και το φόρεσε για να κρύψει όσο γινόταν το πιστόλι. Έχωσε το Τέιζερ σε μια εσωτερική τσέπη. Τι έκανε ο Στιβ στο σπίτι του εκείνο το απόγευμα; Θα πρέπει να ήξερε πια ότι ο μέντοράς του είχε ξεσκεπαστεί και ότι η συλλογή με τα χέρια και τα πρόσωπα είχε ανακαλυφθεί. Μπορεί επίσης να υποψιαζόταν πως ο Βέιλις ήταν νεκρός.

Ο Μπίλι θυμήθηκε το φως στο γραφείο. Πήγε στο δωμάτιο, κάνοντας το γύρο του γραφείου αυτή τη φορά, και βρήκε τον υπολογιστή ανοιχτό σε κατάσταση αναμονής. Θυμόταν καλά ότι τον είχε κλείσει. Όταν κούνησε το ποντίκι, στην οθόνη εμφανίστηκε ένα έγγραφο. Μπορούν τα βασανιστήρια να ξυπνήσουν κάποιον από το κώμα του; Το αίμα της, ο ακρωτηριασμός της θα είναι το τρίτο πλήγμα σου. Ο Μπίλι βγήκε από το σπίτι σαν τρελός. Πήδησε τα σκαλιά της πίσω βεράντας, σκόνταψε στην προσγείωση και συνέχισε να τρέχει. Είχε νυχτώσει. Μια κουκουβάγια έκρωξε. Φτερά με φόντο τα άστρα.

Κεφάλαιο 7 6

ΣΤΙΣ 9:06, ΣΤΟ ΠΑΡΚΙΝΓΚ των επισκεπτών μπροστά από το Γουίσπερινγκ Πάινς υπήρχε μόνο ένα αυτοκίνητο. Το επισκεπτήριο έληγε στις εννέα το βράδυ. Δεν είχαν ακόμα κλειδώσει την εξώπορτα. Ο Μπίλι μπήκε και προχώρησε προς το κεντρικό γραφείο των νοσοκόμων. Πίσω από τον πάγκο κάθονταν δύο αδελφές. Τις γνώριζε. «Έχω κανονίσει να μείνω...» άρχισε να λέει. Τα φώτα της οροφής έσβησαν. Το ίδιο και τα φώτα στο πάρκινγκ. Ο κεντρικός διάδρομος βυθίστηκε σε απόλυτο σκοτάδι. Αφήνοντας τις αναστατωμένες νοσοκόμες, ο Μπίλι ακολούθησε το διάδρομο προς τη δυτική πτέρυγα. Στην αρχή πήγαινε σχεδόν τρέχοντας, αλλά ύστερα από καμιά δεκαριά βήματα έπεσε πάνω σε ένα αναπηρικό καρότσι μες στο σκοτάδι. Κρατήθηκε πάνω του και το ψηλάφισε για να καταλάβει τι ήταν. «Τι συμβαίνει, τι κάνετε;» ρώτησε από το καρότσι μια φοβισμένη ηλικιωμένη γυναίκα. «Εντάξει, δεν είναι τίποτα, όλα θα πάνε καλά», την καθησύχασε και συνέχισε το δρόμο του. Τώρα προχωρούσε πιο αργά, με τα χέρια απλωμένα μπροστά, σαν τυφλός που προσπαθεί να αποφύγει τα εμπόδια. Τα φώτα ασφαλείας στους τοίχους άναψαν, τρεμόπαιξαν κι ύστερα έσβησαν για τα καλά. «Παρακαλώ, μείνετε στα δωμάτιά σάς», φώναξε μια επιβλητική αντρική φωνή. «Θα έρθουμε εμείς σ' εσάς. Παρακαλώ, μείνετε στα δωμάτιά σας».

Τα φώτα ασφαλείας προσπάθησαν ξανά να ανάψουν, όμως έφεγγαν ελάχιστα και με διακοπές. Οι ξαφνικές λάμψεις και οι σκιές που χόρευαν στους τοίχους δημιουργούσαν ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση, όμως ο Μπίλι έβλεπε αρκετά καλά ώστε να αποφεύγει να πέφτει πάνω σε ανθρώπους καθώς έτρεχε στους διαδρόμους. Άλλη μια νοσοκόμα, ένας τραυματιοφορέας, ένας παππούς με πιτζάμες, όλοι αλαφιασμένοι... Ένας συναγερμός πυρκαγιάς έβγαλε ένα ηλεκτρονικό ουρλιαχτό. Μια ηχογραφημένη φωνή άρχισε να δίνει οδηγίες εκκένωσης του κτιρίου. Μια γυναίκα με πι άδραξε τον Μπίλι από το μανίκι, γυρεύοντας πληροφορίες. «Όλα είναι υπό έλεγχο», τη διαβεβαίωσε προσπερνώντας τη βιαστικά. Έστριψε στη δυτική πτέρυγα. Το δωμάτιο ήταν ίσια μπροστά, στα δεξιά. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Εκεί μέσα δεν υπήρχαν βοηθητικά φώτα ασφαλείας. Το σώμα του δεν άφηνε να περάσει το λιγοστό φως που ερχόταν από το δυτικό χολ. Πόρτες που κοπανούσαν, ένα πανδαιμόνιο από πόρτες που κοπανούσαν, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν πόρτες, ήταν η καρδιά του. Προχώρησε ψηλαφιστά προς το κρεβάτι. Θα έπρεπε να το έχει φτάσει. Προχώρησε άλλα δύο βήματα. Το κρεβάτι έλειπε. Έκανε μια πλήρη περιστροφή στα τυφλά, κουνώντας στον αέρα τα τεντωμένα χέρια του. Το μόνο που συνάντησε ήταν το σκαμνί του μπαρ. Το κρεβάτι της Μπάρμπαρα είχε ρόδες. Κάποιος την είχε μετακινήσει. Βγήκε στο διάδρομο κοιτάζοντας δεξιά αριστερά. Μερικοί ασθενείς είχαν βγει από τα δωμάτιά τους. Μια νοσοκόμα τούς οδηγούσε με τάξη προς την έξοδο. Μέσα στην εναλλαγή του χαμηλού φωτός και του σκοταδιού, ο Μπίλι είδε κάποιον να σπρώχνει ένα κρεβάτι στο βάθος

του διαδρόμου και να τρέχει προς το κόκκινο τρεμάμενο φως της εξόδου. Παρακάμπτοντας ασθενείς και νοσοκόμες, αέρινα φαντάσματα, ο Μπίλι άρχισε να τρέχει. Η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου άνοιξε με θόρυβο καθώς ο άγνωστος την έσπρωχνε με το κρεβάτι. Μια νοσοκόμα άδραξε τον Μπίλι απ' το μπράτσο και τον σταμάτησε. Εκείνος προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά τον κρατούσε γερά. «Βοηθήστε με να βγάλουμε έξω μερικούς κατάκοιτους», του είπε. «Δεν έχει πιάσει φωτιά». «Κι όμως. Πρέπει να εκκενώσουμε το κτίριο». «Η γυναίκα μου», δήλωσε εκείνος, μόλο που με την Μπάρμπαρα δεν ήταν παντρεμένος, «χρειάζεται βοήθεια». Τράβηξε το χέρι του απότομα, σχεδόν ρίχνοντας κάτω τη νοσοκόμα, και έτρεξε προς την έξοδο. Έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκε στο σκοτεινό πάρκινγκ του προσωπικού, ανάμεσα σε σκουπιδοτενεκέδες, αυτοκίνητα και SUV. Προς στιγμήν, δεν έβλεπε πια τον άντρα με το κρεβάτι. Εκεί. Καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα, στα αριστερά, βρισκόταν ένα ασθενοφόρο με αναμμένη μηχανή. Η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο τύπος με το κρεβάτι κόντευε να τη φτάσει. Ο Μπίλι τράβηξε το πιστόλι των εννιά χιλιοστών, αλλά δεν τόλμησε να το χρησιμοποιήσει. Φοβήθηκε μήπως χτυπήσει την Μπάρμπαρα. Διασχίζοντας το ασφαλτοστρωμένο πάρκινγκ, έβαλε το πιστόλι στη θήκη και έβγαλε το Τέιζερ από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Ο Στιβ αντιλήφθηκε τον Μπίλι την τελευταία στιγμή. Κρατούσε πιστόλι. Γύρισε και πυροβόλησε δύο φορές. Ο Μπίλι τον είχε ήδη αδράξει από το μπράτσο. Το όπλο εκπυρσοκρότησε πάνω από το κεφάλι του. Κόλλησε την άκρη του Τέιζερ στην κοιλιά του Στιβ και το ε-

νεργοποίησε. Ήξερε ότι τα λεπτά ρούχα δε μείωναν τη δράση του, αλλά είχε ξεχάσει να ελίξει αν οι μπαταρίες του ήταν γεμάτες. Ο Ζίλις τινάχτηκε σπασμωδικά, καθώς η ηλεκτρική εκκένωση συντάραζε το νευρικό του σύστημα. Δεν άφησε απλώς το πιστόλι να του πέσει, αλλά το πέταξε μακριά. Τα γόνατά του λύγισαν. Πέφτοντας, κοπάνησε το κεφάλι του στον προφυλακτήρα του ασθενοφόρου. Ο Μπίλι τον κλότσησε. Προσπάθησε να τον κλοτσήσει στο κεφάλι. Τον κλότσησε ξανά. Η πυροσβεστική υπηρεσία θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή. Και η αστυνομία. Αργά ή γρήγορα, και ο σερίφης Τζον Πάλμερ. Ο Μπίλι έφερε την παλάμη του κοντά στο πρόσωπο της Μπάρμπαρα. Η αναπνοή της χάιδεψε απαλά το χέρι του. Φαινόταν καλά. Τα μάτια της σάλευαν κάτω από τα βλέφαρα -ονειρευόταν ιστορίες του Ντίκενς. Ρίχνοντας μια ματιά στο Γουίσπερινγκ Πάινς, διαπίστωσε ότι κανένας δεν είχε βγει ακόμα από την έξοδο της δυτικής πτέρυγας. Έσπρωξε το κρεβάτι της Μπάρμπαρα στο πλάι. Ο Στιβ σπαρταρούσε στο έδαφος βγάζοντας άναρθρες κραυγές, σε μια αποτυχημένη μίμηση επιληπτικής κρίσης. Ο Μπίλι τον χτύπησε ξανά με το Τέιζερ κι ύστερα το έχωσε στην τσέπη του. Αρπάζοντας τον διεστραμμένο δολοφόνο από τη ζώνη και το γιακά, τον σήκωσε από την άσφαλτο. Δε φανταζόταν ότι διέθετε τόση δύναμη ώστε να σηκώσει τον Ζίλις και να τον πετάξει στο πίσω μέρος του ασθενοφόρου, αλλά ο πανικός είχε αυξήσει τα επίπεδα της αδρεναλίνης στον οργανισμό του. Το δεξί χέρι του Ζίλις χτύπησε δυνατά στο δάπεδο του ασθενοφόρου. Το ίδιο και το πίσω μέρος του κρανίου του. Ο Μπίλι έκλεισε την πόρτα και πιάνοντας το κρεβάτι από τα κάγκελα το έσπρωξε προς το Γουίσπερινγκ Πάινς. Όταν έφτασε στα τρία μέτρα από την έξοδο, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας νοσοκόμος που συνόδευε έξω έναν ασθενή με 7ΐι.

«Έχω εδώ τη γυναίκα μου», είπε ο Μπίλι. «Την έβγαλα έξω. Θα τη φροντίσεις για να πάω να βοηθήσω κι άλλους;» «Έγινε», τον διαβεβαίωσε ο νοσοκόμος. «Καλύτερα να την απομακρύνω από το κτίριο, για την περίπτωση που έχουμε πιάσει φωτιά». Καλώντας τον ασθενή με το πι να τον ακολουθήσει, ο νοσοκόμος έσπρωξε το κρεβάτι της Μπάρμπαρα, απομακρύνοντάς το από το κτίριο αλλά και από το ασθενοφόρο. Όταν ο Μπίλι κάθισε στη θέση του οδηγού και έκλεισε την πόρτα, άκουσε πίσω τον παράφρονα να κοπανάει τα πόδια του και να βγάζει από το λαρύγγι πνιχτούς ήχους -πιθανώς βλαστήμιες. Ο Μπίλι δεν ήξερε πόση ώρα διαρκεί η επίδραση του Τέιζερ. Μπορεί να ήταν κακό να προσεύχεται να παραταθούν οι σπασμοί, αλλά το έκανε. Βρήκε το σύστημα απελευθέρωσης του φρένου και το λεβιέ των ταχυτήτων και οδήγησε το ασθενοφόρο στο μπροστινό μέρος του κτιρίου. Πάρκαρε δίπλα στο Εξπλόρερ. Από το κτίριο έβγαιναν στο πάρκινγκ άνθρωποι, αλλά ήταν πολύ απασχολημένοι για να του δώσουν σημασία. Ο Μπίλι μετέφερε το φορητό ψυγείο με τα κομμένα χέρια στο ασθενοφόρο και έφυγε. Πέρασε δυο τετράγωνα πριν εντοπίσει το διακόπτη του περιστρεφόμενου φωτός και της σειρήνας. Όταν προσπέρασε τα πυροσβεστικά οχήματα που έρχονταν από το Βίνγιαρντ Χιλς, το ασθενοφόρο ούρλιαζε σ' όλη του την ένταση και το φως του αναβόσβηνε. Ο Μπίλι σκεφτόταν πως όσο περισσότερο τραβούσε την προσοχή, τόσο λιγότερο ύποπτος θα φαινόταν. Υπερβαίνοντας κατά πολύ το όριο ταχύτητας, κατευθύνθηκε προς τα βορειοανατολικά της πόλης και έστριψε ανατολικά στον επαρχιακό δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι των Όλσεν. Πέντε χιλιόμετρα έξω από την πόλη, με τους αμπελώνες να απλώνονται στις δυο πλευρές του δρόμου, άκουσε τον Ζίλις να μουρμουρίζει λιγότερο ασυνάρτητα και να κοπανάει την καρότσα σαν να προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο Μπίλι σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, αφήνοντας α-

ναμμένο το περιστρεφόμενο φως. Περνώντας ανάμεσα στα καθίσματα, χώθηκε στο πίσω μέρος του ασθενοφόρου. Ο Ζίλις ήταν γονατισμένος και κρατιόταν από τη φιάλη του οξυγόνου, πασχίζοντας να σταθεί στα πόδια του. Τα μάτια του έλαμπαν σαν του κογιότ μέσα στη νύχτα. Ο Μπίλι του διοχέτευσε κι άλλο ρεύμα και ο Ζίλις έπεσε κάτω με σπασμούς, αλλά το Τέιζερ δεν είναι φονικό όπλο. Αν τον πυροβολούσε, το αίμα μπορεί να πεταγόταν πάνω στις συσκευές παροχής πρώτων βοηθειών, αφήνοντας το ασθενοφόρο σε κακό χάλι. Και γεμάτο αποδεικτικά στοιχεία. Πάνω σε ένα φορείο με ρόδες υπήρχαν δύο μαξιλάρια με αφρολέξ. Ο Μπίλι τα πήρε και τα δύο. Πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα του ασθενοφόρου, ο Ζίλις κουνούσε το κεφάλι του δεξιά αριστερά, χωρίς να ασκεί κανέναν έλεγχο στους μυς του. Ο Μπίλι έπεσε στο στήθος του και με τα δύο γόνατα, κόβοντάς του την ανάσα, σπάζοντάς του κάμποσα πλευρά, και κράτησε τα μαξιλάρια πάνω στο πρόσωπό του. Το μανιακό τέρας πάλευε για τη ζωή του, αλλά χωρίς πολλή δύναμη. Ο Μπίλι δυσκολευόταν να αποτελειώσει αυτό που άρχισε. Υποχρέωσε τον εαυτό του να σκεφτεί την Τζούντιθ Κέσελμαν, τα φωτεινά μάτια της, το χαριτωμένο χαμόγελό της, και αναρωτήθηκε αν ο Ζίλις είχε χώσει μέσα της ένα σιδερένιο λοστό με αιχμηρή μύτη, αν είχε κόψει το πάνω μέρος του κρανίου της όσο ήταν ζωντανή κι αν της το έδωσε για ποτήρι. Ύστερα όλα τέλειωσαν. Κλαίγοντας, αλλά όχι για τον Ζίλις, ο Μπίλι κάθισε ξανά στο τιμόνι και ξεκίνησε. Τρία χιλιόμετρα πριν από τη στροφή για το σπίτι των Όλσεν, έσβησε το περιστρεφόμενο φως και τη σειρήνα. Μείωσε την ταχύτητα κάτω από το επιτρεπόμενο όριο. Δεδομένου ότι ο συναγερμός στο Γουίσπερινγκ Πάινς ήταν ψεύτικος, τα πυροσβεστικά οχήματα γρήγορα θα αποχωρούσαν. Όταν θα επέστρεφε το ασθενοφόρο, ο χώρος στάθμευσης του προσωπικού θα είχε ξανά ερημώσει.

Είχε αφήσει το ηλεκτρικό κατσαβίδι στο σπίτι του. Ήταν σίγουρος πως ο Λάνι είχε τέτοιο κατσαβίδι. Θα το δανειζόταν. Ο Λάνι δε θα είχε αντίρρηση. Πλησιάζοντας στο σπίτι, είδε το δρεπάνι του φεγγαριού, λίγο πιο φαρδύ απόψε από την προηγούμενη νύχτα και με την ασημένια λεπίδα του ίσως πιο κοφτερή.

Κεφάλαιο 7 7

Σ' ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ του χρόνου, η κοιλάδα φιλοξενεί αγριοπερίστερα και φασοπερίστερα, κελαηδότσιχλες και τις ακόμα πιο μελωδικές αμερικανικές καρδερίνες με τα σκούρα μάτια. Τα γεράκια με τα μεγάλα φτερά και τη μακριά ουρά, που λέγονται αμερικανικά γεράκια, μένουν επίσης εκεί όλο το χρόνο. Το φτέρωμά τους είναι ανοιχτόχρωμο και χαρούμενο. Η διαπεραστική, καθαρή κραυγή τους, που ακούγεται σαν κίλι-κίλι-κίλι-κίλι, θα περίμενε κανείς να είναι ενοχλητική στο αυτί, αλλά δεν είναι. Ο Μπίλι αγόρασε καινούριο ψυγείο. Και φούρνο μικροκυμάτων. Έριξε έναν τοίχο, ενώνοντας το γραφείο με το σαλόνι του, επειδή σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει το χώρο διαφορετικά απ' ό,τι μέχρι τώρα. Διάλεξε ένα χαρούμενο παλ κίτρινο χρώμα και έβαψε όλα τα δωμάτια. Πέταξε τα χαλιά και τα έπιπλα και τα αντικατέστησε με καινούρια, επειδή δεν ήξερε πού καθόταν ή ήταν ξαπλωμένη η κοκκινομάλλα όταν τη σκότωσαν στραγγαλίζοντάς την ή με κάποιον άλλο τρόπο. Είχε σκεφτεί να γκρεμίσει το σπίτι και να το ξαναχτίσει, αλλά ύστερα συνειδητοποίησε ότι τα σπίτια δεν είναι στοιχειωμένα. Εμείς είμαστε στοιχειωμένοι, και ανεξάρτητα από την αρχιτεκτονική δομή του περιβάλλοντος μας, τα φαντάσματά μας μένουν μαζί μας ώσπου να γίνουμε κι εμείς φαντάσματα με τη σειρά μας. Όταν δε δούλευε στο σπίτι ή στο μπαρ, καθόταν στο δωμάτιο του Γουίσπερινγκ Πάινς ή στην μπροστινή βεράντα του και

διάβαζε μυθιστορήματα του Ντίκενς, προκειμένου να γνωρίσει καλύτερα τον κόσμο στον οποίο ζούσε η Μπάρμπαρα. Όταν μπαίνει το φθινόπωρο, τα σκοινοπούλια εγκαταλείπουν την κοιλάδα. Το ρυθμικό τραγούδι τους θα ακουστεί ξανά την άνοιξη. Οι περισσότεροι μυγοχάφτες μεταναστεύουν επίσης, αν και μερικά πουλιά προσαρμόζονται και παραμένουν όλο το χρόνο. Το φθινόπωρο, ο Βέιλις εξακολουθούσε να αποτελεί το κύριο θέμα των μέσων ενημέρωσης, προπάντων του κίτρινου Τύπου και των τηλεοπτικών εκπομπών που, στο όνομα της υποτιθέμενης δημοσιογραφικής έρευνας, αρέσκονται να προβάλλουν ιστορίες φρίκης. Θα τρέφονταν από τη σάρκα του τουλάχιστον για ένα χρόνο, σαν δρυοκολάπτες που τσιμπολογούν φασαριόζικα τις κάμπιες, με τη διαφορά ότι τα πουλιά ωθούνται σ' αυτό από τη φύση. Στο μεταξύ είχε αποκαλυφθεί η σχέση ανάμεσα στον Ζίλις και τον Βέιλις. Το ζεύγος -μεταμφιεσμένο αλλά αναγνωρίσιμοείχε δράσει στη Νότια Αμερική, στην Ασία και σε πιο ζοφερές περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Ο Λάνι Όλσεν θεωρήθηκε νεκρός και, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο, ήρωας. Δεν ήταν ντετέκτιβ, ήταν ένα απλό αστυνομικό όργανο που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δείξει ιδιαίτερο ζήλο. Παρ' όλα αυτά, οι κλήσεις του στον Ράμζι Όζγκαρντ της Αστυνομίας του Ντένβερ έδειχναν πως είχε λόγους να υποψιάζεται τον Ζίλις, και στο τέλος και τον Βέιλις. Κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει για ποιο λόγο ο Λάνι δεν είχε μιλήσει στους ανωτέρους του για τις υποψίες του. Ο σερίφης Πάλμερ είπε μόνο πως ο Λάνι ήταν πάντα «ένας μοναχικός λύκος που δούλευε καλύτερα έξω από τα συνηθισμένα κανάλια», και για κάποιο λόγο κανένας δε γέλασε ούτε ρώτησε το σερίφη τι στην ευχή εννοούσε. Σύμφωνα με μια θεωρία -ιδιαίτερα δημοφιλή στο μπαρ-, ο Λάνι πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Βέιλις, αλλά ο Στιβ Ζίλις εμφανίστηκε στο προσκήνιο και σκότωσε τον Λάνι. Έπειτα ο Στιβ έφυγε παίρνοντας μαζί το πτώμα του Λάνι για να το ξεφορτωθεί και τον τραυματισμένο καλλιτέχνη για να τον φροντίσει

μόνος σε κάποιο κρησφύγετο, μια και οι γιατροί είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν τις περιπτώσεις τραυματισμού από σφαίρα. Κανείς δεν ήξερε με τι αυτοκίνητο διέφυγε ο Στιβ, αφού το δικό του έμεινε στο γκαράζ του σπιτιού του. Προφανώς θα είχε κλέψει κάποιο ξένο. Δεν έφυγε με το τροχόσπιτο, επειδή δεν το είχε οδηγήσει ποτέ μέχρι τότε και σίγουρα επειδή φοβόταν ότι, μετά την εξαφάνιση του Βέιλις, το αυτοκινούμενο θα τραβούσε την προσοχή. Ψυχολόγοι και εγκληματολόγοι ειδικοί στη συμπεριφορά των ψυχοπαθών διαφώνησαν με την ιδέα ότι ένας ψυχοπαθής δολοφόνος μπορεί να είναι τόσο αλτρουιστής ώστε να φροντίσει έναν άλλο ψυχοπαθή δολοφόνο. Παρ' όλ' αυτά, η ιδέα ότι τα δύο τέρατα επιδείκνυαν τρυφερότητα και στοργή μεταξύ τους άρεσε στους δημοσιογράφους και στον κόσμο. Αν ο Κόμης Δράκουλας και το τέρας του Φρανκενστάιν μπορούσαν να είναι δυο καλοί φίλοι, όπως είχε συμβεί σε δύο παλιές κινηματογραφικές ταινίες, γιατί ο Ζίλις να μην αναλάβει τη φροντίδα του σοβαρά τραυματισμένου καλλιτέχνη και μέντορά του. Κανένας δεν αντιλήφθηκε ποτέ την εξαφάνιση του Ραλφ Κοτλ. Οπωσδήποτε κάποιοι θα αναζητούσαν τη νεαρή κοκκινομάλλα, αλλά μπορεί να είχε ξεκινήσει από κάποια μακρινή γωνιά της χώρας και να την είχαν απαγάγει καθώς περνούσε από την περιοχή των αμπελώνων. Σε κάποια άλλη Πολιτεία ίσως να είχε δημοσιοποιηθεί η εξαφάνισή της, όμως δε συνδέθηκε ποτέ με την υπόθεση Βέιλις, και ο Μπίλι δεν έμαθε ποτέ το όνομά της. Καθημερινά εξαφανίζονται άνθρωποι. Τα εθνικά μέσα ενημέρωσης δεν έχουν ούτε το χώρο ούτε το χρόνο να ασχολούνται με τα δεινά του κάθε πολίτη. Αν και τα σκοινοπούλια και οι περισσότεροι μυγοχάφτες φεύγουν μαζί με το καλοκαίρι, οι μπεκάτσες εμφανίζονται όταν το φθινόπωρο δίνει τη θέση του στο χειμώνα, μαζί με τους βασιλίσκους με το κόκκινο λοφίο και το καθαρό, οξύτονο ζωηρό τραγούδι τους. Στους εκλεπτυσμένους κύκλους, όπου οι πιο απλές σκέψεις αποκτούν βάθος και όπου ακόμα και το γκρίζο χρώμα έχει άπει-

ρες αποχρώσεις, ξεκίνησε ένα κίνημα που υποστήριζε ότι έπρεπε να ολοκληρωθεί το ημιτελές έργο τέχνης. Και να καεί όπως είχε προγραμματιστεί. Μπορεί ο Βέιλις να ήταν παράφρων, έλεγαν, αλλά η τέχνη είναι τέχνη και οφείλουμε να τη σεβόμαστε. Το κάψιμο προσέλκυσε τέτοιο ενθουσιώδες πλήθος Αγγέλων της Κόλασης, οργανωμένων αναρχικών και φανατικών μηδενιστών, που ο Τζάκι Ο'Χάρα έκλεισε το μπαρ εκείνο το Σαββατοκύριακο. Δεν ήθελε αυτό το σινάφι στο «οικογενειακό» μαγαζί του. Στα τέλη του φθινοπώρου, ο Μπίλι εγκατέλειψε τη δουλειά στο μπαρ και πήρε την Μπάρμπαρα στο σπίτι. Ένα τμήμα του μεγάλου πλέον σαλονιού φιλοξενούσε τώρα την κρεβατοκάμαρά της και μαζί το γραφείο του Μπίλι. Χάρη στη σιωπηλή παρουσία της, ο Μπίλι ανακάλυψε ότι μπορούσε να γράψει ξανά. Μολονότι η Μπάρμπαρα δεν υποστηριζόταν από μηχανήματα και χρειαζόταν μόνο μια αντλία για τη διαρκή χορήγηση τροφής μέσω του σωλήνα που κατέληγε στο στομάχι της, αρχικά ο Μπίλι βασίστηκε στη βοήθεια ειδικευμένων νοσοκόμων. Σιγά σιγά, ωστόσο, έμαθε να τη φροντίζει και ύστερα από μερικές εβδομάδες, σπάνια χρειαζόταν νοσοκόμα, πέρα από τη νυχτερινή, όταν εκείνος πήγαινε για ύπνο. Άδειαζε το σακουλάκι του καθετήρα, της άλλαζε τις πάνες, την καθάριζε, την έκανε μπάνιο χωρίς ποτέ να νιώθει απέχθεια. Αντίθετα, ένιωθε καλύτερα όταν την περιποιόταν ο ίδιος παρά όταν το ανέθετε σε ξένους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, δεν περίμενε ποτέ ότι φροντίζοντάς τη μ' αυτό τον τρόπο θα την έβρισκε πιο όμορφη, αλλά ακριβώς αυτό συνέβη. Η Μπάρμπαρα τον είχε σώσει μία φορά, προτού το ατύχημά της την πάρει μακριά του, και τώρα τον έσωσε ξανά. Μετά τον τρόμο, την ωμή βία, το φόνο, εκείνη του πρόσφερε την ευκαιρία να ξαναμάθει τι σήμαινε συμπόνια και να βρει μέσα του μια καλοσύνη που διαφορετικά μπορεί να την είχε χάσει για πάντα. Περιέργως, άρχισαν να τους επισκέπτονται διάφοροι φίλοι. Ο Τζάκι, η Άιβι, οι μάγειρες Ραμόν και Μπεν, και η Σίρλεϊ Τρούμπλαντ. Ο Χάρι Εβάρκιαν ερχόταν τακτικά από τη Νάπα. Μερικές φορές, έφερναν μαζί και μέλη της οικογένειάς τους,

καθώς και δικούς τους φίλους, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν και φίλοι του Μπίλι. Οι άνθρωποι έδειχναν να απολαμβάνουν όλο και περισσότερο την ατμόσφαιρα του σπιτιού των Γουάιλς. Την ημέρα των Χριστουγέννων συγκεντρώθηκε μεγάλη παρέα. Την άνοιξη, όταν τα σκοινοπούλια και οι μυγοχάφτες επέστρεψαν κατά σμήνη, ο Μπίλι μεγάλωσε το άνοιγμα της εξώπορτας και έφτιαξε μια ράμπα στο κατώφλι για να βγάζει το κρεβάτι της Μπάρμπαρα στη βεράντα. Πρόσθεσε μια προέκταση στο σωλήνα χορήγησης τροφής που του επέτρεπε να ρυθμίζει και το στρώμα σε κεκλιμένη θέση, κι έτσι η Μπάρμπαρα μπορούσε να είναι λίγο ανασηκωμένη ώστε το ζεστό ανοιξιάτικο αεράκι να της χαϊδεύει το πρόσωπο. Στη βεράντα, εκείνος διάβαζε, πολλές φορές μεγαλόφωνα. Και άκουγε το κελάηδημα των πουλιών. Και την κοίταζε, καθώς εκείνη ονειρευόταν τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία. Ήταν μια όμορφη άνοιξη, ένα ακόμα καλύτερο καλοκαίρι, ένα ωραίο φθινόπωρο, ένας θαυμάσιος χειμώνας. Ήταν η χρονιά που ο κόσμος άρχισε να τον αποκαλεί Μπιλ αντί για Μπίλι, κι εκείνος δεν το πρόσεξε παρά όταν το καινούριο του όνομα είχε πλέον καθιερωθεί. Την άνοιξη του επόμενου χρόνου, μια μέρα που καθόταν στη βεράντα με την Μπάρμπαρα και διάβαζε από μέσα του, την άκουσε να λέει: «Σταβλοχελίδονα». Είχε σταματήσει να σημειώνει αυτά που έλεγε, γιατί δεν ανησυχούσε πια μήπως ένιωθε φοβισμένη και χαμένη, μήπως υπέφερε. Η Μπάρμπαρα δεν ήταν χαμένη. Σηκώνοντας τα βλέμμα από το βιβλίο του, είδε ένα σμήνος σταβλοχελίδονα να πετούν σαν ένα σώμα, διαγράφοντας όμορφα σχέδια στον ουρανό πάνω από την αυλή. Κοίταξε την Μπάρμπαρα και είδε ότι τα μάτια της ήταν ανοιχτά και ότι έδειχνε να κοιτάζει τα χελιδόνια. «Έχουν περισσότερη χάρη από τα άλλα χελιδόνια», σχολίασε ο Μπιλ. «Μου αρέσουν», είπε εκείνη. Υπήρχε μια φινέτσα σ' αυτά τα πουλιά, με τα μακριά, λεπτά

και μυτερά φτερά και την ψαλιδωτή ουρά τους. Η ράχη τους είχε σκούρο μπλε χρώμα και το στήθος τους πορτοκαλί. «Μου αρέσουν πάρα πολύ», ξανάπε εκείνη κι έκλεισε τα μάτια της. Ο Μπιλ κράτησε την ανάσα του για κάμποσες στιγμές. «Μπάρμπαρα;» είπε τέλος. Δεν του απάντησε. Είπα στην ψυχή μου, γαλήνεψε, και περίμενε χωρίς ελπίδα, γιατί η ελπίδα θα 'ταν ελπίδα για το λάθος πράγμα. Η ελπίδα, η αγάπη και η πίστη βρίσκονται όλες στην αναμονή. Η δύναμη δεν είναι η αλήθεια της ζωής· η αγάπη της δύναμης είναι η αγάπη του θανάτου. Τα σταβλοχελίδονα πέταξαν μακριά. Ο Μπιλ ξαναγύρισε στο βιβλίο του. Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Υπάρχει χρόνος για θαύματα, ώσπου δε θα υπάρχει πια χρόνος, αλλά ο χρόνος δεν έχει τέλος.

Σημείωση

Σε στιγμές έντασης και αναποφασιστικότητας, στο νου του Μπίλι έρχονται λόγια σοφά, λόγια που τον καθοδηγούν. Μόλο που εκείνος δεν το προσδιορίζει, οι φράσεις αυτές είναι από το έργο του Τ. Σ. Έλιοτ. Κεφάλαιο 9: Προφύλαξε με απ' τον εχθρό που έχει κάτι να κερδίσει, κι από το φίλο που έχει κάτι να χάσει. Στο ίδιο κεφάλαιο επίσης: Δίδαξέ μας να νοιαζόμαστε και να μη νοιαζόμαστε. Αίδαξέ μας να μένουμε ακίνητοι. Κεφάλαιο 13: Η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίσουμε ότι θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης. Κεφάλαιο 17: Είθε η κρίση να μην είναι τόσο βαριά επάνω μας. Κεφάλαιο 33: Υπάρχει κάποιος που θυμάται το δρόμο προς την πόρτα σας: Τη Ζωή μπορείτε να την αποφύγετε, μα όχι το Θάνατο. Κεφάλαιο 66: Για να αποκτήσεις ό,τι δεν κατέχεις πρέπει να περάσεις απ' τη στέρηση. Κι ό,τι δεν ξέρεις είναι το μόνο που ξέρεις. Κεφάλαιο 71: Για να φτάσεις σ' αυτό που δεν είσαι, πρέπει να πας μέσα από εκεί που δεν είσαι. Κεφάλαιο 72: Ο κόσμος γυρίζει κι ο κόσμος αλλάζει, αλλά ένα πράγμα δεν αλλάζει. Όπως και να το μεταμφιέσεις, αυτό το πράγμα δεν αλλάζει: η αέναη πάλη του Καλού και του Κακού. Κεφάλαιο 77: Είπα στην ψυχή μου, γαλήνεψε, και περίμενε χωρίς ελπίδα, γιατί η ελπίδα θα 'ταν ελπίδα για το λάθος πράγμα. Το Γραφείο του Σερίφη της Κομητείας Νάπα σ' αυτό το μυθιστόρημα δεν έχει καμία ομοιότητα με τη θαυμάσια υπηρεσία που φέρει την ίδια ονομασία στην αληθινή ζωή, ούτε κάποιο α-

πό τα πρόσωπα της ιστορίας βασίζεται έστω και στο ελάχιστο σε υπαρκτά πρόσωπα της Κομητείας Νάπα της Καλιφόρνιας. Η πιο αινιγματική φράση της Μπάρμπαρα -Θέλω να μάθω η λέει, η θάλασσα. Τι είναι αυτό που λέει διαρκώς- προέρχεται από το Ντόμπι και Υιός, του Ντίκενς.

More Documents from "ttsab444"