Arkhaioi Athenaioi, Edones, Katakhreseis & Pathe - Tzeims Nteibintson

  • Uploaded by: petros paliaros
  • 0
  • 0
  • February 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Arkhaioi Athenaioi, Edones, Katakhreseis & Pathe - Tzeims Nteibintson as PDF for free.

More details

  • Words: 160,609
  • Pages: 499
Loading documents preview...
Τ2ΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ηδονές, καταχρήσεις

&

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

πάθη

Στους

D.A.D.

και

G.H.D.

Περιεχόμενα

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΕΩΝ ΧΑΡΤΗΣ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . 13

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14

ΕΙΣΑΓΩΓΗ . . . . . . . . . . . ... . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Κεφάλαιο

10

Τα φαγητά

κεφάλαιο

20

Τα

-

ΓΙΟΡΤΕΣ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 35 ποτά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 77 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

κεφάλαιο

30

Γυναίκες και αγόρια

Κεφάλαιο

40

Το αντίτιμο της εταίρας

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Σώματα

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

-

. . . . . . . . . . . . . . . . . . 123 . . . . . . . . . . . . . . . . 169

-

Ο ΠΟΛΙΤΗΣ

Κεφάλαιο

50

Κεφάλαιο

60 Πολιτική οικονομία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 267

Κεφάλαιο

70

Πολιτική και κοινωνία . . . . . . . . . . . . . . . . .

κεφάλαιο

80

Πολιτική και πολιτικοί

Κεφάλαιο

90

Τυραννία και επανάσταση

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 209

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

-

Η ΠΟΛΗ

. . . . . . . . . . . . . . . . 355 . . . . . . . . . . . . . . . 391

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.

307

431

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 439

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΝ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 481

ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 482

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ.

. . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 490

9

Ευχαριστίες

Το βιβλίο γράφτηκε σε διάστημα επτά ετών και, όπως είναι φυσι­

κό, έχω συνάψει έναν ανάλογα μεγάλο αριθμό χρεών. Πρώτα απ' όλα, οφείλω ένα ευχαριστώ στον καθηγηΤή που επέβλεψε το διδα­ κτορικό πάνω στο οποίο στηρίζεται το βιβλίο, τον Όζγουιν Μάρεϊ, για τη γενναιοδωρία, την ενθάρρυνση και την υπομονή του.

David Ogden

Ο

είναι συνεργάτης και φίλος μου επί είκοσι χρόνια

και με βοήθησε σε πολλά σημεία της εξέλιξης του βιβλίου, με τις

αναφορές και τους σχολιασμούς του -άλλοτε κολακευτικούς κι άλλοτε δηλητηριώδεις

-

για τους οποίους του είμαι ευγνώμων.

Χρωστώ επίσης ένα ευχαριστώ στη Βρετανική Ακαδημία, στο Κολέ­ γιο

Saint Hugh

της Οξφόρδης, το οποίο επιδότησε τα αρχικά στά­

δια της έρευνας, και στον Πρόεδρο και τους καθηγητές του Κολε­ γίου

Trinity της

Οξφόρδης, οι οποίοι με επέλεξαν για την υποτρο­

φία του μεταδιδακτορικού ερευνητή το

1992,

προσφέροντάς μου

χρόνο κι ένα εντυπωσιακό περιβάλλον για να ωριμάσουν οι έρευ­ νές μου. Στην

Emma Dench, του Κολεγίου Birkbeck, που με βοή­ θησε να συνεχίσω το 1995, και στους συναδέλφους μου του πανε­ πιστημίου του Warwick, οι οποίοι με ανέχθηκαν όσο ολοκλήρωνα το τελευταίο κομμάτι. Μέρος του υλικού που υπάρχει εδώ έχει πα­

ρουσιαστεί σε διάφορα άρθρα, συνέδρια, σεμινάρια και συνεντεύ­ ξεις για δουλειά, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Ευχαριστώ όλους όσοι έκαναν σχόλια σε κάθε περίσταση και, σε όσες περι­ πτώσεις εκδόθηκε το άρθρο, ευχαριστώ τους αντίστοιχους εκδότες και αναγνώστες.

Οι

Roger Brock με βοήθησαν στην Rosalind Thomas και ο Robin αποτελέσματα. Ο Richard Billows και ο Wil-

Simon Price, Peter Derow

και

υποστήριξη του διδακτορικού μου. Η

Lane Fox εξέτασαν τα liam Harris στο Κολούμπια παίδευση. Ο Robin Osborne

συντέλεσαν στην ακαδημαϊκή μου εκ­

και η

Christiane Sourvinou-Inwood

με

ενθάρρυναν και με υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Οξφόρδη. Η

Sita

νοη

Reden

11

μου επισήμανε πρώτη τη ση-

ΤΖΕΪΜΣ μασία του Δώρου. Ο

οι

Stuart profitt

και

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

John Sturrock της London Review of Books και Philip Gwyn Jones των εκδόσεων HarperCollins

προσπάθησαν, έμμεσα και άμεσα, να Βελτιώσουν το λόγο μου και τη διαύγεια της σκέψης μου. Πολλοί άλλοι μου πρόσφεραν το έρ­

γο ή το χρόνο τους, στη διάρκεια της προετοιμασίας του ΒιΒλίου, αναφέρω δε ενδεικτικά το μακαρίτη

David Lewis, τους Peter Brown, Catharine Edwards, John Wilkins, Franvois Lίssarague, Shaen Catherwood, Jonathan Walters, Ewen Bowie, Peter Wilson, Nicholas Purcell, Rίchard Canning, David Harvey, Duncan Kennedy, Uttara Natarajan, Leslie Kurke και Peter Garnsey. Θα ήθελα με την ευκαι­ ρία αυτή να τους ευχαρισΤήσω όλους για τη γενναιοδωρία και το

ενδιαφέρον τους. Τα περισσότερα ευχαριστήρια σημειώματα τε­

λειώνουν με το συγγραφέα να αποδεσμεύει τους αναφερόμενους σ' αυτά από κάθε συνενοχή στα λάθη του. Μερικοί απ' όσους ευχαρί­ στησα εδώ, εντούτοις, θα διαΒάσουν υλικό που αντιφάσκει προς τις συστάσεις τους. Αυτό ας θεωρηθεί σύμπτωμα στενοκεφαλιάς κι όχι περιφρόνησης.

Ένα χρέος εντελώς διαφορετικής τάξεως οφείλω στο σύντροφό μου

Alberto Perez Cedillo

και στους γονείς μου, στους οποίους

αφιερώνω το Βιβλίο με πολύ αγάπη.

12

Κατάλογος εικονογραφήσεων

Φωτογραφίες στο ένθετο

Πιάτο του 40υ αιώνα με ψάρι, από την Αθήνα (δώρο των και

Armour

φημένη από

Philip D.

Charles L. Hutchinson, 1889-98), όψη Ι, φωτογρα­ τον Robert Hashimoto (Copyright © The Art Insti-

tute of Chicago, All· Rights Reserved). Εσωτερικό κυπέλλου του Εξηκίου

(Copyright © Ancient Art and Archi-

tecture Collection). Τόντο κυπέλλου του 50υ αιώνα, που παρουσιάζει μια σκηνή από τα­ Βέρνα στην Αθήνα

(Copyright ©

Μουσείο

Ashmolean,

Οξφόρ­

δη).

Γραμμωτός κώθων, γνωστός ως «σπαρτιατικό κύπελλο» Μουσείο Ασημένιο

Ashmolean,

μεΤάλλιο

του

(Copyright ©

Οξφόρδη).

40υ

αιώνα

(φωτογραφία

του

(Copyright © Deutsches Archiiologisches Institut,

G. Heilner)

Αθήνα).

Μπουκάλι για άρωμα του 50υ αιώνα (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).

Μπουκάλι για άρωμα του 50υ αιώνα

Museen

Ζυ

(Antikensammlung, Staatliche

Berlin, Preussischer Kulturbesitz). 470 π.χ. (Antikensammlung, Staatliche

Εξωτερικό κυπέλλου, γύρω στο

Museen Ζυ B~rlin, Preussischer Kulturbesitz). Τόντο κυπέλλου της πρώιμης κλασικής περιόδου (φωτογραφία του Μ.

Chuzeville,

Μουσείο ΛούΒρου).

Αφροδίτη της Κνίδου, έργο του ΠραξΙΤέλους, Μουσείο Πίου-Κλήμε­ ντος, Βατικανό

(Copyright © SCALA).

Εσωτερικό ιταλικού κυπέλλου

Η

(Antikensammlung, Staatliche Museen Ζυ Berlin, Preussischer Kulturbesitz). «Οινοχόη του Ευρυμέδοντος» (Museum fur Kunst und Gewerbe, Αμ­ Βούργο).

Άγαλμα του Δημοσθένους

SCALA).

(Braccio

Νυονο, Βατικανό)

(Copyright ©

προς Ακαδημία

,

Οδός Τάφων

Εξωτερικός \. Κεραμεικός

Η αγορά της

Αθήνας ,

,

και τα περιχωρα

Πειραϊκές Πύλες

της κατά την

κλασική εποχή

Δήμιες Πύλες

1. 2.

Θόλος (Τραπεζαρία Πρυτάνεων)

Ανδριάντας Αρμοδίου και Αριστογείτονος

3.

Ερμαϊκές Στήλες

Εσωτερικός Κεραμεικός

Εισαγωγή

Στη συλλογή των Μουσείων του Βατικανού υπάρχει ένα μωσαικο που υπογράφει κάποιος Ηράκλειτος. Πάνω σε λευκό φόντο, Βλέ­ πουμε σκουπίδια ομοιόμορφα κατανεμημένα: ένα γιάντες, μια δαγκά­

να καΒουριού, μερικά φρούτα, διάφορα απομεινάρια από θ~λασσινά και ψαροκόκαλα. Πρόκειται για αντίγραφο ενός περίφημου μωσαϊ­ κού του ψηφοθέτη Σώσου από την Πέργαμο, που λεγόταν Ασάρωτος

οΙκος, δηλαδή ΑσκούπισΤΩ αΙθουσα. Ο Σώσος, τον οποίο ο Ρωμαί­ ος συγγραφέας Πλίνιος αποκαλούσε «τον πιο ξακουστό" από όλους τους κατασκευαστές ψηφιδωτών, εργάστηκε το πρώτο μισό του 20υ αιώνα π.χ. Ειδικευόταν σε ψευδαισθητικά έργα, προσπαθώντας να μετατρέψει ένα μέσο κάθε άλλο παρά πρόσφορο γι' αυτό το σκοπό, όπως είναι οι χρωματιστές ψηφίδες, σε κάτι ζωντανό και αληθινό. Το πιο διάσημο και ασυνήθιστο έργο του απεικόνιζε περιστέρια να

πίνουν από μια ποτίστρα για πουλιά. Ο Πλίνιος λέει μάλιστα ότι ήταν τόσο επιτυχημένο που μπορούσες να δεις την αντανάκλαση των περιστεριών στην επιφάνεια του νερού. Ένα αντίγραφό του ανακα­

λύφθηκε στη Βίλα του Αδριανού, στο ΤίΒολι. Αποτελεί πράγματι ένα έξοχο δείγμα όσων ήταν ικανοί οι αρχαίοι καλλιτέχνες να επιτύ­ χουν, παρέχοντας μια πολύ ρεαλιστική αίσθηση του τρισδιάστατου σχήματος της ποτίστρας και της στιλΒωμένης μεταλλικής γυαλάδας της. Το πιο αξιοσημείωτο, εντούτοις, στον Ασάρωτο οΙκο δεν είναι οι ψευδαισθητικές φιλοδοξίες του έργου, αλλά η αντικειμενική τα­ πεινότητά του. Είναι ένα δάπεδο που απεικονίζει ένα δάπεδο, γεφυ­ ρώνοντας έτσι το χάσμα τέχνης και ζωής. Αυτό φαίνεται ίσως πιο

καθαρά στις λευκές ψηφίδες, που ταυτίζονται τέλεια με τα άσπρα

πλακάκια ενός ασκούπιστου δαπέδου. Πιο άμεσο από τα περιστέρια που πίνουν, σ' ένα πρώτο επίπεδο είναι πράγματι αυτό που ισχυρί­ ζεται ότι είναι: ένα δάπεδο-οφθαλμαπάτη, αδύνατον να σκουπιστεί. Αλλά το θέμα δεν είναι πράγματι το δάπεδο. Το αληθινό θέμα εί­ ναι ένα αθέατο συμπόσιο, όπως μπορούμε να καταλάΒουμε από τα σκόρπια αποφάγια. Και η συγκεκριμένη γιορτή φαίνεται να συνεχί-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ζεται ακόμα. Στα ελληνικά συμπόσια γινόταν μια παύση ανάμεσα στο φαγηΤό και την οινοποσία" στη διάρκεια της παύσης, οι υπηρέτες

καθάριζαν τα τραπέζια και σκούπιζαν τα πατώματα, ενώ οι συνδαι­ τυμόνες έπλεναν τα χέρια τους και έΒαζαν άρωμα. Το συμπόσιο του

Σώσου δεν έχει φτάσει ακόμα σ' αυτό το στάδιο. Επιπλέον, μερικά από τα αποφάγια ρίχνουν κάτι μάλλον περίεργες σκιες, σαν να πλα­ νιούνται μισό χιλιοστό πάνω από το έδαφος, σαν να έχουν λίγο δρό­ μο να διανύσουν πριν πέσουν στο πάτωμα.

Το θέμα του ΒιΒλίου που κρατάτε είναι ανάλογο προς το θέμα

του Σώσου

-

δεν είναι το αρχαίο συμπόσιο ακριΒώς, αλλά οι απο­

λαύσεις της σάρκας τις οποίες χαίρονταν οι συνδαιτυμόνες το φα­ γητό, το ποτό και το σεξ. Αυτά είναι τα ανεξέλεγκτα πάθη, οι τρεις

παραλλαγές σωματικού κορεσμού στις οποίες, κατά τον Πλάτωνα, ολόκληρο το ανθρώπινο είδος είναι επιρρεπές εκ γενετής. Ο Αρι­

στοτέλης τα περιέγραφε ως ζωώδεις ηδονές δίψα, πείνα και λαγνεία (οινοφλυγία γαρ και γαστριμαργία και λαγνεία και όψοφαγία), ταπει­

νές και δουλικές ορμές, οι οποίες ως αληθινή Βάση, παρά τα φαινό­ μενα, έχουν την αίσθηση της αφής. Έτσι εξηγείται, κατά τον Αριστο­ τέλη, η ιστορία του καλοφαγά που ευχόταν να είχε φάρυγγα γερα­

νού για να μπορεί να απολαμΒάνει το φαγητό του περισσότερη ώρα, καθώς αυτό θα ταξίδευε αργά προς τα κάτω. Πιο συγκεκριμένα, το ΒιΒλίο μιλάει για τις σαρκικές απολαύσεις στην κλασική Αθήνα, διό­ τι, παρ' όλο που δεν εντάσσεται όλο το υλικό μου στην κλασική πε­

ρίοδο

(479-323

π.χ.), ενώ κάποιο κομμάτι του δεν είναι καν καθα­

ρά αθηναϊκό, το Βασικό πλαίσιό του είναι η Αθήνα και η αθηναϊκή δημοκρατία.

Υλικό του είναι τα αποφάγια που έχουν πέσει από τα τραπέζια της αρχαίας λογοτεχνίας, αποσπάσματα συζητήσεων, ανέκδοτα κου­

τσουρεμένα και ιστορίες που δε Βγάζουν και πολύ νόημα: ένας εξε­ ρευνητής συναντάει στις ακτές του Περσικού Κόλπου μια φυλή αγρίων, που τρέφονται με ψωμί φτιαγμένο από ψάρι και με «ψαρο­

κροκέτες» σε ειδικές περιστάσεις ο φιλόσοφος Σωκράτης επισκέ­

πτεται μια όμορφη γυναίκα, η οποία ζει' πολυτελώς χωρίς φανερά έσοδα, και αναφέρεται εμμέσως στους «φίλους της»" οι καλεσμένοι σε μια κρασοκατάνυξη νομίζουν ότι Βρίσκονται στη θάλασσα και πε-

18

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τάνε τα έπιπλα από τα παράθυρα για να μην μπατάρει η Βάρκα' ένας

πολιτικός εκφωνεί λόγο για πύργους και τείχη και Βρίσκεται κατη­ γορούμενος για πορνεία' ένας τύραννος Βρίσκει το χαμένο δαχτυλί­

δι του μέσα σ' ένα υπέροχο ψάρι και το θεωρεί έργο των θεών, αλ­ λά όταν το λέει στο Βασιλιά της Αιγύπτου, ο τελευταίος διακόπτει πάραυτα κάθε σχέση μαζί του' ο στρατηγός ΑλκιΒιάδης πίνει κρασί χωρίς νερό, αμέτρητες ερμαϊκές στήλες καταστρέφονται από Βανδά­ λους τη νύχτα και η Αθήνα χάνει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ένα συγκεκριμένο τραπέζι μας εφοδιάζει με ιδιαίτερα πλούσια ευρήματα, το τραπέζι των «Δειπνοσοφιστών» του Αθήναιου, άλλως

γνωστό και ως «Συμπόσιον των λογίων»' το εκτενές έργο γράφτηκε στα τέλη του 20υ αιώνα μ.χ., υπό διαλογική μορφή, στην παράδοση

του «Συμποσίου» του Πλάτωνος. Εντούτοις, οι καλεσμένοι του Αθή-. ναιου, αντί να συζητούν για το νόημα της ζωής ή για τη φύση του

έρωτα, μιλούν μόνο για το συμπόσιο το ίδιο, για διάφορα είδη φα­ γητών και ποτών, για διάσημες εταίρες και καυχησιάρηδες μαγεί­ ρους, για κύπελλα και γρίφους, για την τραπεζοσύμπραξη των χω­

ρών που ζούσαν πλουσιοπάροχα. Ελάχιστα ενδιαφέρονται για τη δι­ κή τους εποχή και συγκεντρώνουν την προσοχή τους στον κόσμο

πριν την έλευση των Ρωμαίων, ειδικότερα στον κόσμο της κλασικής Αθήνας, ο οποίος είχε υποκύψει στη στρατιά των Μακεδόνων πεντα­

κόσια χρόνια νωρίτερα. Ακόμα σημαντικόΤερο, οι καλεσμένοι είναι εξαιρετικά πολυμαθείς και υποστηρίζουν ακόμα και τα πιο κοινότο­ πα σχόλια με μια έξοχη παράθεση αποσπασμάτων από την αρχαία

γραμματεία, η οποία τότε πια είχε εξαφανιστεί σχεδόν εντελώς. Ελάχιστοι λόγιοι ενδιαφέρονται για τον Αθήναιο τον ίδιο και το

λεπτομερέστατο συμπόσιό του, αλλά τα ψίχουλα του τραπεζιού του αποτελούν μοναδική πηγή πληροφοριών για τους ιστορικούς της

απόλαυσης. Οι ιστορικοί που ασχολούνται με την αρχαιότητα Βασί­ ζονται συχνά σ' έναν και μόνο συγγραφέα για ζητήματα υψίστης ση­ μασίας. Χάρη στον Αθήναιο, εντούτοις, εκείνοι που επιθυμούν να

μάθουν τι πίστευαν οι Έλληνες για τα οστρακόδερμα, για τις διάφο­ ρες εταίρες ή για το σωστό τρόπο να πίνει κανείς το κρασί του μπο­

ρούν να πάρουν στοιχεία από έναν τεράστιο αριθμό συγγραφέων και

. μια

ευρεία γκάμα λογοτεχνικών ειδών. Φυσικά ο Αθήναιος έχει τις

δικές του ξεκάθαρες προκαταλήψεις και οι επιλογές του δεν μπο-

19

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ρούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της αθηναϊκής κουλ­ τούρας ή της αθηναϊκής γραμματείας γενtκότερα. Καταφεύγεt εtδtκά

στους κωμtκούς ποtητές

Kat

πολλά απ' όσα γνωρίζουμε γtα την αθη­

ναϊκή ζωή έχουν ως Βάση την αττική κωμωδία, όπως παρασταtνόταν

κάθε χρόνο κατά τα Μεγάλα Δtoνύσtα. Αντίθετα από τις τραγωδίες,

ot

οποίες δεν ασχολούνταν με το παρόν στις αρχές της κλασικής πε­

ρtόδου, η κωμωδία μtλούσε πολύ γtα το σύγχρονο κόσμο σύγχρονα θέματα. Συχνά ανέφερε πολtτικούς της εποχής

Kat γtα τα Kat δημό­

σtες φυσtoγνωμίες, ή τους έΒαζε μέσα στην πλοκή, ενώ κατέφευγε στον κόσμο των μύθων και των ηρώων μόνον όταν είχε σκοπό να πα­ ρωδήσεt τους τραγtκούς ανταγωνιστές της, ή γtα να στήσεt μtα πα­

ράλογη αντιπαράθεση ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Εντούτοtς, η κωμωδία δεν είναι η μοναδtκή πηγή πληροφορtών

γtα τις απολαύσεtς των Αθηναίων. Έχουμε επίσης ένα μεγάλο

apte-

μό λόγων, που καλύπτουν την περίοδο από τα τέλη του 50υ αιώνα ως τα τέλη του 40υ

-

Kt

ανήκουν στη συλλογή των «Αττικών Ρητόρων»

στο έργο δηλαδή των δέκα κορυφαίων ρητόρων της κλασtκής πε­

ρtόδου, όπως τους επέλεξαν

Ot

μεταγενέστεροt Κρtτικοί ως υποδείγ­

ματα προς μίμηση και δtατήρηση τόρων,

ot

-

συν το έργο μερtκών ακόμα ρη­

οποίοt πέρασαν απαρατήρητot.

Ot

περισσότεροt από τους

λόγους αυτούς είναt δtκανtκοί, στρέφονταt δηλαδή κατά αντιδίκων στο δtκαστήρto, ή προσπαθούν να προσφέρουν μία λογtκή υπερά­ σπιση. Μερtκοί είναt πολtτικοί, αφορούσαν δηλαδή την κυΒερνητι­ κή πολtτική

Kat

εκφωνήθηκαν στην Εκκλησία του Δήμου. Κάτι λίγοt

είναι πανηγυρtκοί, με αποκλειστικό σκοπό να επtδείξουν το ταλέ­ ντο του ομtλητή. Εξαιτίας του πλαισίου στο οποίο εκφωνήθηκαν, παρουσtάζουν μtα πολύ δtαφoρεΤΙKή οπτική της απόλαυσης απ' ό,τι

Ot

κεφάτες κωμωδίες, τονίζοντας τους Κtνδύνους που εκπροσωπεί η

επtθυμία γtα τον οίκο, την πόλη και τους συμπολίτες όχt η δtκή τους επtθυμία φυσtκά, αλλά εκείνη των εχθρών τους. Εκτός απ' αυτές τις πηγές, υπάρχεt μεγάλος αρtθμός από ετερό­ κλητα έργα, που δtασώθηKαν στον Αθήναto ή ανεξάρτητα απ' αυτόψ πραγματείες και φυλλάδtα γtα δtάφορα ζητήματα, στα οποία περt­

λαμΒάνεται το ξακουστό εγχειρίδto περί σεξ και αποπλάνησης της Φtλαινίδος, μtα Κάμα Σούτρα της κλασtκής εποχής, από την οποία

σώζονταt δυστυχώς μόνο ελάχιστα ψήγματα. Υπάρχουν επίσης πο-

20

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

λυάριθμα ανεκδοτολογικά έργα συγγραφέων όπως ο Λυγκεύς ο Σά­ μιος και ο Μάχων, οι οποίοι συνέλεξαν τα ευφυολογήματα των εται­ ρών και τα έκαναν στίχους. Το σημαντικότερο ίσως απ' όλα αυτά τα ανεκδοτολογικά έργα είναι τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος, στο οποίο ο φιλόσοφος Σωκράτης συζητάει για διάφορα θέματα της καθημερινής ζωής, συμΒουλεύει το συγγραφέα να αποφύγει να φι­ λήσει ένα χαριτωμένο αγόρι και πιάνει κουΒέντα με τη Θεοδότη, μια μυστηριώδη καλλονή.

Θα πίστευε κανείς ότι ένα τόσο ενδιαφέρον θέμα, ζουμερό και ταυτόχρονα αισθησιακό, με τέτοιο πλούτο υλικού, θα έπρεπε να έχει ερευνηθεί εξονυχιστικά εδώ και καιρό, αλλά κάθε άλλο παρά έτσι έχει η κατάσταση. Ακόμα και σήμερα, πολλοί μελετητές της αρχαιό­ τητας προΒάλλουν σημαντική αντίσταση σ' ένα συγκεκριμένο τομέα,

τον οποίο αντιμετωπίζουν σαν ελαφριά ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο άρθρα για πιο σημαντικά θέματα. Είναι αλήθεια ότι η αρχαιολογι­ κή/φιλολογική έρευνα των εθίμων και του τρόπου ζωής έχει πιο μα­

κροχρόνιο ιστορικό από άλλους κλάδους της αρχαίας ιστορίας. Τα σχόλια του Ισαάκ Καζωμπόν* για τον Αθήναιο, που δημοσιεύθηκαν

πρώτη φορά το

1600,

παραμένουν χρήσιμα στους σύγχρονους ερευ­

νητές. Εξάλλου, από τις αρχές του 200υ αιώνα και ειδικά μετά το Δεύτερο

Παγκόσμιο Πόλεμο,

το

ενδιαφέρον των επαγγελματιών

ιστορικών για το συγκεκριμένο θέμαcέχει πέσει σε εντυπωσιακή πα­ ρακμή. Την προσοχή των ιστορικών απορρόφησε εν μέρει η αρχαιο­

λογία και οι επιγραφές, οι οποίες έχουν πιο άμεση σχέση με τον «Πραγματικό Κόσμο», παρά κάτι φανταστικοί συγγραφείς όπως ο

Αριστοφάνης, ή αναξιόπιστοι κουτσομπόληδες σαν το Λυγκέα' οι

επιγραφές άλλωστε φέρουν συχνά μαζί τους το κλέος νέων ανακα­ λύψεων. Για πολλούς ιστορικούς, τα υλικά αντικείμενα, τα ντοκου­ μέντα και τα «συμπαγή στοιχεία" κουΒαλούν μία μυστικιστική αντι­ κειμενικότητα, διότι συνιστούν αυτό που μερικοί αποκαλούν «το ζουμί» της ιστορίας. Κάποιοι ιστορικοί μάλιστα δυσπιστούν τόσο πολύ στα παραμυθένια κείμενα και τις συνταγές του Αθήναιου ώστε

• Isaac Casaubon 0559-1614)

ελληνιστής και καλΒινιστής θεολόγος που έζησε στη

Γενεύη. Εξέδωσε και σχολίασε πολλά έργα αρχαίων συγγραφέων και ιδιαίτερα των σατυρικών ποιητών.

21

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

προτιμούν να μην τα χρησιμοποιούν καθόλου, εμπιστευόμενοι στις έρευνές τους μόνο τις σιωπηλές πέτρες, τις κατόψεις και τα τε­ χνουργήματα

-

μαζί με μεγάλες δόσεις της δικής τους (αντικειμε­

νικής) διαίσθησης. Η αρχαία ιστορία, εντούτοις, δεν έχει τόσο μεγά­

λο πλούτο πηγών ώστε να έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε οποιαδήποτε απ' αυτές. Ένα παραμελημένο ή παραποιημένο κείμενο είναι ανάλογη απώλεια μ' ένα τεχνούργημα θαμμένο αρκεΤά μέτρα κάτω από τη γη.

Ενώ οι λόγιοι είχαν στρέψει την προσοχή τους αλλού, αντιλη­ φθήκαμε την ύπαρξη μερικών ασυνήθιστων κενών στις γνώσεις μας

περί αρχαίας κουλτούρας και πολιτισμού. Η έλλειψη έργου πάνω στην ελληνική ετεροφυλοφιλία και (μέχρι πρόσφατα και εκτός Γαλ­ λίας) πάνω στη διατροφή των αρχαίων είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή.

Η μόνη δικαιολογία που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι οι πόρνες και οι εταίρες δε θεωρούνται αντάξιες της ιστορίας των γυναικών, ή ότι τις παραΒλέπουν επειδή πιστεύουν ότι η ελληνική ομοφυλοφιλία ήταν πιο ουσιώδης ή σημαίνουσα. Ακόμα και τελειώνοντας την έρευ­ νά μου, δεν είχα την αίσθηση ότι το υλικό είχε εξαντληθεί σε ικανο­ ποιητικό Βαθμό· συναισθανόμουν ότι πολλά Βρίσκονται ακόμα σε

προκαταρκτικό στάδιο και αγωνιούσα για όσα μένουν ακόμα ν~ γί­ νουν. Οποιοσδήποτε έχει χρόνο και διάθεση να συνεισφέρει στην ανθρώπινη γνώση θα Βρει πολλά υποσχόμενους τομείς έρευνας,

όπως τα ελληνικά «δείπνα-ρεφενέ», τα αττικά γλυκίσματα, το «δεύ­ τερο» τραπέζι των επιδορπίων*, η κατανάλωση κυνηγιού, ο τζόγος,

τα αρώματα, τα λουλουδένια στεφάνια, τα χτενίσματα, οι ιπποδρομί­ ες, τα αγαπημένα τους πουλιά και οι διάφορες ψυχαγωγικές δραστη­ ριότητες του συμποσίου, στις οποίες περιλαμΒάνονται η φαρσοκω­

μωδία, ο κωμικός αυτοσχεδιασμός και τα ακροΒατικά. Το μόνο ανα­ γκαίο τυπικό προσόν είναι η διάθεση να ασχοληθεί κανείς σοΒαρά

με αυτά τα θέματα (όχι όμως υπ€ρBOλΙKά σοΒαρά), αφού αξίζουν κά­ τι παραπάνω από μια επιφανειακή επισκόπηση. Μετά την πρόσφατη

επανέκδοση αποσπασμάτων από κωμωδίες, με το σοφό σχολιασμό



Όταν τέλειωνε το γεύμα, οι υπηρέτες μάζευαν τα τραπέζια και έφερναν τα καθαρά, τα «δεύτερα» τραπέζια, στα οποία σερΒίρονταν γλυκά, πίτες, ξηροί καρποί και φρέ­ σκα φρούτα, ως συνοδευτικά του κρασιού.

22

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

των Ρούντολφ Κάσελ και Κόλιν Ώστιν, δεν υπάρχει πλέον καμία δι­ καιολογία. Αναφέρω τη γενικότερη παραμέληση του τομέα αυτού των αρχαί­

ων σπουδών εν μέρει για να διορθώσω τη συνηθισμένη και μάλλον αλλόκοτη παρεξήγηση ότι το σεξ και οι άλλες απολαύσεις έχουν γί­ νει αντικείμενο υπερβολικής επιστημονικής μελέτης τα τελευταία

χρόνια και για να εκλιπαρήσω τον αναγνώστη να απολαύσει τις ση­

μειώσεις μου. Κάπου κάπου, έκρινα αναγκαίο να ξοδέψω χρόνο και χώρο για να αποδείξω μερικά πολύ ουσιώδη στοιχεία, τα οποία έπρεπε να συζητηθούν και να υποστηριχτούν με αποσπάσματα από αρχαία κείμενα, πριν περάσω στην πιο ενδιαφέρουσα αποστολή: να

συνάγω τις συνέπειές τους, να προτείνω λύσεις και να τις θέσω μέ­ σα σ' ένα πλαίσιο

-

κύριο ρόλο δηλαδή, του δεύτερου μισού του

βιβλίου. Εντούτοις, εκείνοι που δυσανασχετούν με την πληκτική προπαρασκευαστική δουλειά, ας παρηγορηθούν στη σκέψη ότι βρί­ σκονται στην κόψη αυτού του λεπτού θέματος.

Για να είμαι δίκαιος, ένα πρόβλημα που απαντάται σ' αυτό το εί­ δος έρευνας είναι ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είναι κάπως αναξιό­ πιστα και δύσκολα στο χειρισμό. Οι ιστορικοί που ασχολούνται με τον αρχαίο κόσμο προτιμούν να δουλεύουν με πηγές φαινομενικά αμερόληπτες και έγκυρες, όπως ο Θουκυδίδης ή ο Πολύβιος, οι οποίοι θυμίζουν επιμελείς μαθητές. Η ελληνική κωμωδία, από την

άλλη, αν και είναι φανερό ότι ασχολιόταν με τον πραγματικό κόσμο, κάθε άλλο παρά άμεσα ρεαλιστική ήταν, όπως γνωρίζει όποιος έχει παρακολουθήσει παράσταση του Αριστοφάνους. Αυτό σημαίνει ότι

οφείλουμε να προσεγγίζουμε τα κωμικά αποσπάσματα με προσοχή, για να δούμε αν αναφέρονται σε καθημερινές καταστάσεις ή σε κά­

ποιο φανταστικό σενάριο. Όταν ένας κωμωδιογράφος μιλάει για το νόμο που απαγορεύει στους ψαράδες να Βρέχουν τα ψάρια τους με νερό, για να μη δείχνουν πιο φρέσκα απ' ότι είναι, να υποθέσουμε άραγε ότι υπήρχε όντως τέτοιος νόμος στην Αθήνα, ή ότι βάζει το

νόμο αυτό στο έργο εξαιτίας κάποιας φανταστικής κρίσης (του μπο­

ϊκοτάζ που κάνουν οι Νεφέλες στην Αθήνα, της απεργίας του Διός ή της κατάληψης της πόλης από τη θεά Αλήθεια;) Από την άλλη, οι

πιο πειστικές αντιλήψεις περί αθηναϊκής κοινωνίας βρίσκονται συ­ χνά στις πιο εξωφρενικές εικόνες. Οι «Εκκλησιάζουσαι" του Αριστο-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

φάνους, για παράδειγμα, μια σάτιρα για την κατάληψη της εξουσίας από τις γυναίκες, ανοίγει με την αρχηγό της ομάδας να μιλάει σ' ένα λύχνο, που είναι έμπιστος φίλος των γυναικών και μάρτυρας των απιστιών τους, και μόνο τη δική του σιωπή εμπιστεύονται. Ελάχι­ στοι θα διατείνονταν ότι οι Αθηναίες είχαν συλλογιστεί ποτέ στα σο­ βαρά μια επανάσταση, ή ότι μιλούσαν στα λυχνάρια τους. Ούτε ότι

είναι πιθανό να επιδίδονταν συνέχεια στο σεξ με κρυφούς εραστές. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι η Πραξαγόρα απευθύνεται στο

λύχνο φωτίζει διάφορες πτυχές της αθηναϊκής ζωής και κουλτού­ ρας, που επιβεβαιώνονται και από αλλού: ότι τα φύλα ήταν διαχω­ ρισμένα, ότι οι άντρες θεωρούσαν τις γυναίκες μυστηριώδη πλάσμα­ τα, ότι ο διαχωρισμός των φύλων είχε ερωτική φόρτιση, ότι οι γυ­ ναίκες έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτικές όταν παραβίαζαν τους σεξουαλικούς κανόνες, ότι η σεξουαλική ανυπακοή και η πο­ λιτική ανυπακοή συνδέονταν στη φαντασία και στη σκηνή.

Και οι δικανικοί λόγοι όμως εμπεριέχουν τις παγίδες τους. Τα αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία δεν ήταν εκ των ων ουκ άνευ στα αθηναϊκά δικαστήρια, ούτε η αλήθεια ήταν αναγκαστικά σε πρώτη

ζήτηση. Οι σύγχρονοι λόγιοι αμφιβάλλουν ιδιαίτερα για την αλήθεια όσων περιγράφουν οι ρήτορες. Υποπτεύονται ότι οι ρήτορες επινο­

ούσαν νόμους, ψεύδονταν για την οικογενειακή και κοινωνική κα­ τάσταση των αντιπάλων τους, ψεύδονταν για την ηλικία τους. Ένας κατήγορος καυχιέται δογματικά ότι δεν έχει καμία απόδειξη για τις κατηγορίες του εκτός από φήμες, τις οποίες όμως έχει σε μεγάλη υπόληψη. Από την άλλη βέβαια, γνωρίζουμε ότι ο κατηγορούμενος,

εναντίον του οποίου χρησιμοποιήθηκαν οι φήμες, καταδικάστηκε τε­ λικά και, παρ' όλο που οι ρήτορες είναι αναξιόπιστοι μάρτυρες αυ­ τών που συνέβαιναν στην Αθήνα, είναι εξαιρετικοί μάρτυρες αυτού

που θεωρείτο πειστικό. Εμείς μπορεί να μην πιστεύουμε ότι πράγ­ ματι ένας άντρας «ξόδεψε ρια ολόκλυρυ περιουσία σε περιπέτειες ρε αγόρια» ή ότι η μεγαλύτερη περιουσία στην Ελλάδα εξανεμίστηκε εξαιτίας πανάκριβων γιορτών και γυναικών, αλλά οι Αθηναίοι τα πί­

στευαν σίγουρα αυτά τα πράγματα και αυτό έχει ενδιαφέρον από μό­ νο του.

Απ' αυτό φαίνεται καθαρά ότι το θέμα του βιβλίου, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι τόσο οι απολαύσεις της σάρκας καθαυτές, αλλά

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

το τι έλεγαν οι Έλληνες και ειδικότερα οι Αθηναίοι γι' αυτές, ο τρό­ πος που τις αναπαριστούσαν, οι επιπτώσεις που τους απέδιδαν, ο

τρόπος που πίστευαν ότι λειτουργούν. Αντί να κοιτάζουμε τις αρ­

χαίες πηγές σαν παράθυρα σ' έναν κόσμο, μπορούμε να τις δούμε σαν τεχνουργήματα του κόσμου εκείνου ιδίω δικαιώματι. Γνωρίζου­ με ότι ο Ασάρωτος οίκος δεν είναι μια ακριβής αναπαράσταση του δαπέδου ενός συμποσίου. Τα τυχαία σκορπισμένα σκουπίδια δεν εί­

ναι στην πραγματικότητα καθόλου τυχαία αλλά ομοιόμορφα ταξινο­ μημένα και περιέχουν λίγο απ' όλα, χωρίς επανάληψη των ίδιων πραγμάτων ή άσκοπων αντικειμένων, όπως θα συνέβαινε αν επρόκει­ το για μια ρεαλιστική αναπαράσταση. Παρά το γεγονός πάντως ότι η εικόνα είναι «παραπλανητική", μας λέει πολλά για τη σημασία των συμποσίων στον αρχαίο κόσμο, για τη φύση του ρεαλισμού, την έν­ νοια της υπερβολής και του τυχαίου· η «πλάνη» του καλλιτέχνη μπο­

ρεί επίσης να μας δώσει ιδέες για τους λόγους που

n

κλiιρωσΩ εί­

χε καταστεί τόσο ουσιώδες στοιχείο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, όταν ένας συγκεκριμένος ποιητής περιγράφει μια εταίρα ως πόρνη, άπληστη και δόλια, είναι δύσκολο να αποφασίσουμε τώρα αν η εκτίμησή του ήταν ακριβής. Από την άλ­

λη, είμαστε σίγουροι ότι πρόκειται για μια πολύ αξιόπιστη απόδει­ ξη του πώς παρουσίαζαν τις εταίρες στη σκηνή. Ο Μέγας Αλέξαν­

δρος μπορεί να πέθανε επειδή ήπιε μονοκοπανιά πολύ κρασί, ή μπο­ ρεί να μην πέθανε απ' αυτό, πολλοί Έλληνες όμως ισχυρίζονταν ότι πέθανε έτσι, και αυτό που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω είναι οι απόψεις τους για τις συνέπειες του κρασιού.

Αυτό το είδος έρευνας είναι γνωστό ως ρελέΤΩ του λόγου, όρο που επέβαλε ο Γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός Μισέλ Φουκό. Λό­ γος σημαίνει λίγο ως πολύ ό,τι και η λέξη «απόψεις», αν δούμε τον όρο ευρέως, με όλες τις χαριτωμένες συνεκδοχές του προσποίησης και πλουραλισμού. Στην Ελλάδα, πάνω απ' όλα, όπου οι σοφιστές είχαν κάνει εθνικό σπορ τους ύμνους για τις σκνίπες, το ρόλο του

δικηγόρου του διαβόλου και τις επιχειρηματολογίες ότι το μαύρο είναι άσπρο, θα ήταν επικίνδυνο να θεωρήσουμε τις πηγές μας ως ακριβείς αποδείξεις ακόμα και για τις ίδιες τους τις απόψεις. Αυτό πάντως που έχει ενδιαφέρον στο έργο του Φουκό είναι η συνειδη­ τοποίηση ότι οι διαστρεβλώσεις είναι εξίσου ενδιαφέρουσες με τις

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

αναπαραστάσεις, ενώ ακάρα πιο χρήσιμα είναι τα εςωφρενικά ψεύ-' δη, όταν μπορείς να τα αναγνωρίσεις.

Ο Κριτίας, για παράδειγμα, ένας δεξιός φιλόσοφος και ηγέτης του καταπιεστικού καθεστώτος που επιΒλήθηκε στην Αθήνα μετά την ήττα της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, είναι σχεδόν σίγουρο

ότι ψεύδεται όταν λέει ότι οι Σπαρτιάτες έπιναν μόνο νερό στις με­ γάλες κούπες τους. Αν αυτό ήταν μια σκέτη προσωπική ιδιαιτερότη­

τά του, δε θα μπορούσαμε να συνάγουμε ευρύτερα συμπεράσματα· το ψεματάκι του αυτό όμως εντάσσεται σ' ένα μοτίΒο που συναντάμε και σ' άλλους συγγραφείς, οι οποίοι ξοδεύουν χρόνο και κόπο υπερα­ σπιςόμενοι τους σπαρτιατικούς θεσμούς, τα θηλυπρεπή μακριά μαλ­ λιά και τα φανταχτερά ρούχα των Σπαρτιατών, που ήταν Βαμμένα σκούρα πορφυρά. Πολυάριθμες άλλες πηγές, εντούτοις, αντικρού­ ουν τον Κριτία άμεσα και τονίςουν ότι τα σπαρτιάτικα κύπελλα ήταν κατάλληλα για τον πιο έκφυλο τρόπο οινοποσίας για δυνατό κρα­ σί, για, να πίνει κανείς μεγάλες γουλιές, με αποκλειστικό σκοπό να μεθύσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο Κριτίας συμμετέχει προφα­ νώς σε μια δημόσια συςήτηση και υπερασπίςεται τον ασκητισμό των Σπαρτιατών έναντι της εντελώς διαφορετικής φήμης που είχαν απο­ κτήσει στην Αθήνα λόγω των κυπέλλων τους. Αυτές οι δημόσιες συςητήσεις περί Σπάρτης και περί του σωστού

τρόπου πόσης, τις οποίες διεξήγαν πολλοί και διαφορετικοί συγ­ γραφείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι κάτι σαν υπερ-λόγοι, μια γενικευμένη συςήτηση που διεξαγόταν εντός του αθηναϊκού πο­

λιτισμού· η περίεργη υπεράσπιση των σπαρτιατικών κυπέλλων από τον Κριτία δεν είναι παρά ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της συςή­ τησης αυτής. Για μερικούς ιστορικούς του πολιτισμού, αυτές οι θεω­ ρητικές και επαναλαμΒανόμενες διαμάχες είναι το πραγματικό αντι­

κείμενο της ιστορικής έρευνας και τα συγκεκριμένα κείμενα απλά περιστατικά. Οι ιστορικοί όχι μόνο χρησιμοποιούν τα κείμενα ως

παράθυρα, αλλά ενίοτε θεωρούν δεδομένο ότι αυτός είναι ο σκοπός τους, λες και οι Έλληνες ήθελαν να μας δώσουν μια άποψη του αρ­ χαίου κqσμου, για να μάθουν οι μεταγενέστεροι με τι έμοιαςαν, λες και οι πραγματικοί θεατές δεν ήταν αυτοί που κάθονταν στα δικα­ στήρια και στο θέατρο, αλλά εμείς. Κάπου κάπου, η άποψη αυτή εί­ ναι αρκετά δίκαιη. Ο Θουκυδίδης ήθελε να καταγράψει την πιο

26

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ακριβή περιγραφή του πολέμου που έζησε και επιδίωκε να αποτε­ λέσει η ιστορία του «κτήμα όλων των εποχών»

-

και της δικής μας

δηλαδή, αν και μάλλον δεν μπορεί να σκεφτόταν τόσο μακροπρόθε­

σμα. Οι άνθρωποι δημιουργούν εικόνες και κείμενα για κάθε είδους λόγους, για ομορφιά, για την τέχνη την ίδια, για να βγάλουν το ψω­ μί τους, για να τιμήσουν τη μνήμη κάποιου, για να διασκεδάσουν,

για να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα, σαν θεραπεία, και ούτω κα­ θεξής. Στην περίπτωση του Κριτίου, πάντως, το δίκαιο είναι να πού­

με ότι η υπάρχουσα διαμάχη περί Σπάρτης τον ωθεί να πάρει μολύ­ βι και χαρτί. Παρεμβαίνει σε μια αντιδικία. Είναι προπαγανδιστής, επιφυλλιδογράφος. Προηγείται η διαμάχη, η προβληματικότητα της Σπάρτης ή των σπαρτιατικών κυπέλλων. Τα κείμενα είναι σύμπτωμα αυτής της πολεμικής.

Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των πηγών μας οδηγεί σε μερικά περίεργα συμπεράσματα: όσο περισσότερο μιλούσαν οι άνθρωποι για κάτι τόσο πιο αμφισβητήσιμο ήταν το θέμα, τόσο λιγότερη ομο­

φωνία υπήρχε επ' αυτού. Τα κείμενα, μακράν του να αντικατοπτρί­ ζουν τον τρόπο που μιλούσαν οι Έλληνες υπό φυσιολογικές συνθή­ κες, συχνά υποστηρίζουν κάτι επίπονο, εμμένοντας σε μια άποψη

που ελάχιστοι σύγχρονοί τους θα συμμερίζονταν. Το κείμενο παρά­ γεται για να αλλάξει απόψεις. Σύμφωνα με το ίδιο επιχείρημα, τα πιο προφανή και αδιαμφισβήτητα πράγματα μπορεί να μην καταλή­

ξουν ποτέ σε κείμενα. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε ελάχιστα πράγ­ ματα για το πώς έτρωγαν οι Έλληνες, επειδή το φαγητό συνεπαγό­

ταν τετριμμένες πρακτικές που κανένας δεν τις θεωρούσε άξιες παρατήρησης. Στην περίπτωση των επιθυμιών, μαθαίνουμε πολύ πε­ ρισσότερα για τις επικίνδυνες δραστηριότητες παρά για την καθημε­ ρινή κατανάλωση. Συχνά λοιπόν, η φαινομενικά πιο πολλά υποσχόμενη απόδειξη η οποία θέτει ένα ζήτημα άμεσα, αποδεικνύεται η λιγότερο αξιόπιστη. Όταν ένας ρήτορας σταματάει το λόγο του για να εξηγήσει στο ακροατήριό του τη διαφορά συζύγων, παλλακίδων και εταιρών, θα

πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί. Όταν ένας φιλόσοφος μας προσφέρει ένα χρήσιμο ορισμό του καλοφαγά, καλό είναι να αντι­

σταθούμε στον πειρασμό να τον αντιγράψουμε στα λεξικά μας. Ο Φουκό ο ίδιος φαίνεται να έχει ξεχάσει αυτή τη χρήσιμη αρχή στη

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μελέτη του περί σεξουαλικότητας, η οποία εξαρτάται σε υπερΒολι­ κό Βαθμό από φιλοσοφικά και καθοδηγητικά κείμενα, στημένα έτσι ώστε να του δώσουν τις απαντήσεις. Δείχνει να πιστεύει ότι, ακόμα κι αν οι πηγές αυτές ήταν αναξιόπιστοι μάρτυρες όσων συνέΒαιναν,

δεν παύουν να εκπροσωπούν έγκυρα τις ανησυχίες των Ελλήνων πε­ ρί σεξουαλικότητας. Δεν ισχύει όμως αυτό. Η μελέτη του Φουκό για τη σεξουαλικότητα των Ελλήνων περιέχει ελάχιστα πράγματα για τις γυναίκες και δίνει την εντύπωση ότι οι Έλληνες ενδιαφέρονταν πο­

λύ περισσότερο για τα αγόρια. Αν εξετάσουμε, εντούτοις, αποσπά­ σματα από κωμωδίες, την αγγειογραφία και την αττική ρητορεία, Βλέπουμε ότι η εντύπωση αυτή είναι αρκετά εσφαλμένη, μία πλατω­ νική αυταπάτη. Οι φιλόσοφοι είναι χρήσιμοι συχνά, διότι αφιερώ­ νουν περισσότερο χώρο στην απόλαυση και προχωρούν σε μια Βα­ θύτερη ανάλυση, στο ΒιΒλίο πάντως που κρατάτε εμφανίζονται λιγό­ τερο απ' ότι σε άλλες μελέτες των ελληνικών απόψεωψ και όταν κά­ νουν τελικά την εμφάνισή τους, είναι για να Βρούμε ένα πλαίσιο σύ­ γκρισης των παραμέτρων όσων λένε αυτοί οι απατεώνες. Αυτό που έσωσε τη μελέτη της απόλαυσης στην αρχαία εποχή

από τα ατελείωτα επιχειρήματα περί αξιοπιστίας και τα «ρητορικά

κλισέ", ήταν ότι έπαψαν να χρησιμοποιούν τα κείμενα ως παράθυρα κι άρχισαν να τα χρησιμοποιούν ως τεχνουργήματα ιδίω δικαιώματι. Υπάρχουν λιγότερες μαρτυρίες για τον ιδιωτικό Βίο, λόγω της φύ­

σεώς του, απ' ότι υπάρχουν για μάχες και πολιτικές αντιδικίες και είναι λιγότερο ελεγμένες για ψέματα και παραποιήσεις. Ο λόγος πε­ ρί ιδιωτικού Βίου, από την άλλη, είναι καταφανώς δημόσιος. Πολ­

λές από τις αποδείξεις μας προέρχονται από ζωτικούς χώρους αντι­ δικιών, όπως ήταν τα θέατρα και τα δικαστήρια και ο λόφος της Πνύκας, στον οποίο συνερχόταν η Εκκλησία του Δήμου. Το κοινό,

που έπρεπε να διασκεδάσει και να πείσει ο λόγος αυτός, αριθμούσε μερικές χιλιάδες κόσμο. Επιπλέον, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, τα επιχειρήματα αποκτούν μάλλον παρά χάνουν νόημα, όταν τα Βρί­

σκουμε να επαναλαμΒάνονται αλλού και από άλλους συγγραφείς. Αντί να απορρίψουμε τέτοια πράγματα ως απλές κοινοτοπίες, που δε σημαίνουν τίποτ' άλλο παρά την εχθρότητα, το θαυμασμό ή την περιφρόνηση του ομιλητή, μπορούμε να τα συνδυάσουμε, δημιουρ­

γώντας συσχετισμούς, επεξεργαζόμενοι τους μηχανισμούς τους, δια-

28

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σαφηνίζοντας τα μοντέλα αντιδικίας.

Μπορούμε μάλιστα να δη­

μιουργήσουμε μικρές αφηγήσεις απόλαυσης με τις δικές τους υπο­ τιθέμενες αρχές και τα δικά τους προφητικά τέλη. Μπορούμε να

αποπειραθούμε να καταλάβουμε αν ο συγγραφέας μας εξιστορεί μια περιστασιακή ομοφωνία, ή αν προσπαθεί τυχαία να υπερασπιστεί μια δύσκολη κατάσταση' και χάρη στον Αθήναιο, τα συμπεράσματα που συνάγουμε για όσα συζητούσαν και έγραφαν οι Αθηναίοι θα είναι πιο αξιόπιστα, αφού τα επιχειρήματα προέρχονται από πολλούς δια­

φορετικούς συγγραφείς και έχουν εκτεθεί σ' ένα ευρύ κοινό. Αντί­ θετα, για το ακροατήριο του Πλάτωνος γνωρίζουμε ελάχιστα και ο συγγραφέας μπορεί να μας δώσει προφανώς

-

-

και μερικές φορές μας δίνει

αποδείξεις μόνο για το δικό του (πολύ ενδιαφέροντα)

εαυτό.

Κάποιες φορές, πάντως, το παρατραβάμε με το λόγο και αρχίζου­ με να τον κάνουμε φετίχ, λες και είναι μια καινούρια πραγματικότη­ τα. Ο Φουκό και οι οπαδοί του μπλέκουν σε τρία σημεία ειδικότε­ ρα. Αν και ο Φουκό ενδιαφέρεται για τις διαμάχες των αρχαίων και όχι για μια και μοναδική «αρχαϊκή άποψη», συχνά εννοεί τη διαμά­ χη πολύ στενά και άκαμπτα. Αυτό που έλεγαν οι Έλληνες περί από­

λαυσης είναι πολύ πιο μπερδεμένο και ποικίλο απ' αυτό που θα περίμενε κανείς από το Φουκό. Δεύτερον, στη βάση αυτής της στε­ νής και άκαμπτης ιδέας περί λόγου, η ανθρώπινη ιστορία έχει χω­

ριστεί σε ασυνεχείς εποχές (που συχνά βγάζουν νόημα μόνο στη Γαλλία) ή επιστήμες, διαχωρισμένες από τις πνευματικές επαναστά­

σεις που συγκλόνισαν τον κόσμο και άνοιξαν μεγάλα χάσματα στο χρόνο. Καθεμιά από τις επιστήμες αυτές αντιμετωπίζεται σαν ένας

κρύσταλλος, που πρέπει να σπάσει πριν αποκρυσταλλωθεί πάλι μια καινούρια επιστήμη, σε μια εντελώς καινούρια εποχή. Αρχικά η θεω­ ρία εφαρμοζόταν μόνο στη διάκριση των γνώσεων και χρησιμοποιεί­ το για να ερμηνεύσει τις αλλόκοτες, άγνωστες περιοχές και τις φα­ ντασιώσεις μιας

κουλτούρας.

Στο μεταγενέστερο

έργο του

περί

σεξουαλικότητας, εντούτοις, και στο έργο των οπαδών του, η θεω­ ρία αυτή εφαρμόστηκε πιο γενικά. Ο ελληνικός πολιτισμός, σύμφω­

να με την ερμηνεία αυτή, είναι ένας απρόσμενα ξένος πολιτισμός, που συνιστά έναν ανεξάρτητο, σφραγισμένο κόσμο, με τις δικές του ιδιόρρυθμες δυνατότητες για εμπειρία. Εντέλει, αποδίδοντας στοι-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

χεία φετίχ στον τρόπο που αναπαριστά ένας πολιτισμός τον κόσμο, ο Φουκό και οι οπαδοί του μοιάζουν μερικές φορές να ξεχνούν τον κόσμο τον ίδιο, ο οποίος τους γνέφει ακόμα από το παράθυρο, λες και αυτό που λέει ένας πολιτισμός πως είναι, να είναι όντως, σε κά­ ποιο σημαντικό επίπεδο, λες και οι Έλληνες κυκλοφορούσαν σε μια εικονική πραγματικότητα που είχαν φτιάξει για τον εαυτό τους μι­ λώντας απλώς. Μια πολύ δημοφιλής θεωρία για τους Έλληνες, για παράδειγμα, η οποία φέρει την επιρροή του Φρόιντ, της ντε Μποβουάρ αλλά και του Φουκό, διατείνεται ότι οι Έλληνες χώριζαν τον κόσμο σε δύο μέρη, σ' Εκείνους και σ' Εμάς. Το Εμείς περιλάμβανε τους ενήλικες άρρενες πολίτες που έγραφαν όλα αυτά τα κείμενα, το Εκείνοι τους άλλους ή το Άλλο, δούλους, γυναίκες, βαρβάρους και ούτω καθεξής, που δεν έγραφαν. Ο Φουκό ενσωμάτωσε δυστυχώς αυτή τη μανιχαϊ­ στική άποψη στην ιστορία του περί σεξουαλικότητας. Απέδωσε στο Εμείς το ρόλο του διεισδύοντος και στο Εκείνοι το ρόλο του διεισ­ δυομένου. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτή η παράλογη υπεραπλού­ στευση παράγει πολύ κοινότοπα κι αναμενόμενα συμπεράσματα. Ότι οι δούλοι είναι σαν τις γυναίκες, ότι οι γυναίκες είναι σαν τους δού­

λους, ότι οι δούλοι χάνουν αυτομάτως το φαλλό τους και υφίστα­ νται

-

μεταφορικά πάντοτε

-

τη διείσδυση των αφεντικών τους,

ότι τα πάντα είναι όπως τα λέει ο ενηλιξ άΡΡΩν πολίΤΩς. Ενώ είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες μιλούσαν συχνά για τον κόσμο με δυαδικούς όρους, σαν να υπήρχαν δύο πολωμένα άκρα, αυτό δεν ήταν παρά ένας απλός τρόπος για να συζητούν και να σκέφτονται τα πράγμα­ τα (και όχι ο μοναδικός τρόπος), ενώ οι όροι της αντίθεσης άλλα­ ζαν όλη την ώρα. Μερικές φορές αναφέρονται στους Έλληνες σε αντίθεση προς τους Πέρσες, άλλοτε στους Πέρσες σε αντίθεση προς τους Σκύθες και ανάλογα διαμορφώνεται η αναπαράσταση των Περ­

σών. Κατά τον ίδιο τρόπο, μερικές φορές μιλούν για τις γυναίκες, διακρίνοντάς τις σε κοινές πόρνες και σε συζύγους. Στην επόμενη

πρόταση, εντούτοις, οι όροι της πόλωσης μπορεί να έχουν αλλάξει. Η διάκριση είναι τώρα ανάμεσα σε αυλητρίδες και εταίρες, ή παλλα­ κίδες και εταίρες. Αυτή η επιχειρηματολογία μαύρου-άσπρου δε συμβολίζει μια μανιχαϊστική άποψη του κόσμου.

Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τους Έλληνες, ελλοχεύ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ουν δύο Βασικοί κίνδυνοι. Ο πρώτος είναι να τους θεωρήσουμε ξα­

δέλφια μας και να ερμηνεύσουμε τα πάντα με τους δικούς μας όρους. Εισερχόμαστε σ' έναν πολύ διαφορετικό κόσμο, πολύ παρά­ ξενο και άγνωστο, έναν κόσμο αδιανόητα μακρινό χρονικά, αιώνες πριν το Χριστό ή το χριστιανισμό, έναν αιώνα περίπου πριν την

πρώτη πήλινη στρατιά του Κινέζου αυτοκράτορα, έναν κόσμο χωρίς καν τους αιώνες μας ή τις Βδομάδες ή τα λεπτά ή τις υποδιαιρέσεις του χρόνου. Κι εντούτοις, αυτοί οι Έλληνες θα μας φανούν μερικές

φορές πολύ οικείοι, πολύ ζωντανοί, ζεστοί και καταδεκτικοί. Πού και πού, μπορεί να πιάνουμε τα αστεία τους. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, για να μη μας ξεγελάσουν αυτές οι ψευδείς ομοιότητες. Συχνά αυτό που μας φαίνεται πιο οικείο, πιο προφανές,

πιο εύκολο να το καταλάΒουμε είναι στην πραγματικότητα το πιο αλλόκοτο απ' όλα. Από την άλλη μεριά, πρέπει να αντισταθούμε

στον πειρασμό να σπρώξουμε τους Έλληνες ακόμα πιο μακριά στο διάστημα απ' όσο είναι αναγκαίο. Δεν είναι ξαδέλφια μας, αλλά ού­

τε το αντίθετό μας. Είναι απλώς διαφορετικοί, προσπαθώντας να εί­ ναι ο εαυτός τους.

Μέρος Πρώτο

Γιορτές

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

1

Τα φαγητά

Γινόταν ένα συμπόσιο και ο κόσμος συζητούσε και, όπως μαθαίνου­ με τόσο συχνά από περιγραφές συμποσίων εκείνης της περιόδου,

εκεί Βρισκόταν και ο Σωκράτης. Το θέμα ήταν η γλώσσα: η προέλευ­

ση των λέξεων και το αληθινό νόημά τους, οι σχέσεις τους με άλλες λέξεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, ο οποίος περι­ γράφει τη σκηνή στα «Απομνημονεύματα" του Σωκράτους, μιλούσαν για τις ταμπέλες που κολλάμε στους ανθρώπους ανάλογα με τη συ­

μπεριφορά τους!. Το θέμα δε στερείτο ενδιαφέροντος, εντούτοις δεν τα κατάφερνε να απορροφήσει απόλυτα το Σωκράτη. Αυτό που πε­ ρισπούσε την προσοχή του ήταν οι τρόποι ενός άλλου καλεσμένου

στο τραπέζι, ενός νεαρού ο οποίος δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτη­ ση, υπερΒολικά αφοσιωμένος στο φαγητό που είχε μπροστά του. Κάτι στον τρόπο που έτρωγε ο νεαρός είχε συναρπάσει το Σωκρά­

τη. Αποφάσισε λοιπόν να στρέψει τη συζήτηση σε καινούρια κατεύ­ θυνση:

Δ υνάρε θα, ω άνδρες, άρχισε, να είπωρεν διά ποίαν πράξιν άραγε ο άνθρωπος καλείται οψοφάγος;

Ψάρια Αν ο Πλούταρχος ήταν παρών (και ο Πλούταρχος θα είχε δώσει

τα πάντα για να είναι παρών, αν δε μεσολαΒούσαν πέντε αιώνες), το ερώτημα δε θα είχε τεθεί καθόλου. Διότι ο Πλούταρχος είναι αρκε­ τά κατηγορηματικός:

...

και σΤΩν πραγρατικόΤΩτα, δεν αΠOKaλOύpε οψοφάγους

[. .. ]

εκείνους, όπως ο ΗρακλΩς, που αγαπούν το ροσχάρι, ούτε

35

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

εκείνους που αγαπούν τα σύκα, σαν τον Πλάτωνα,

ri τα στα­

φύλια, σαν τον Αρκεσίλαο, αλλά όσους τεντώνουν τα αφτιά

τους για

v'

ακούσουν το καμπανάκι τnς αγοράς και

δάνε γύρω από τους πωλnτές ψαριών,

Οψοφάγος λάχιστον

-

-

arnv

xoponn-

πρώτn ευκαιρίd.

σύμφωνα με μια αυθεντία όπως ο Πλούταρχος του­

ήταν αυτός που είχε σαφή προτίμηση στα ψάρια.

Α ν Βρεθείς

arnv

ευδαίμονα χώρα τnς ΑμΒρακίας και τύχει

να δεις καρχαρία [κάπρον], αγόρασέ τον! Ακόμα κι αν κοστί­ ςει το Βάρος του σε χρυσάφι,

pn

θες να πέσει πάνω σου ανελέnτn

φύγεις χωρίς αυτόν, αν δε

n

εκδίκnσn των αθανάτων·

διότι το ψάρι αυτό είναι ο ανθός του νέκταρος.

Οι Έλληνες αγαπούσαν τα ψάρια. Η λέξη αγαπούσαν, αν το ξα­ νασκεφτούμε, είναι μάλλον μετριοπαθής για ένα τέτοιο πάθος. Αυτό που αποκαλύπτει η γραμματεία της απόλαυσης, ξανά και ξανά, είναι

κάτι πολύ πιο έντονο, μια λαχτάρα, μια τρελή εξάρτηση, μια ανήθι­ κη μανία. Δείγματα αυτής της λαχτάρας συναντάμε αρκετά συχνά στο

έργο του Αρχεστράτου από τη Γέλα της Σικελίας, που έχει γράψει το πιο πάνω εγκώμιο. Σ' ένα άλλο απόσπασμα, στο ίδιο έργο, συμ­ Βουλεύει τον αναγνώστη τι να κάνει, αν συναντήσει ροδίτικο σκυλό­ ψαρο:

Ακόμα κι αν σnμάνει το θάνατό σου, άρπαξέ το με

αν αρνnθούν να σ' το πουλΩσουν ξου υπομονετικά

arn

[... ]

και

arn

rn

Βία,

συνέχεια υποτά­

μοίρα σο';.

Ο Αρχέστρατος είχε αποκτήσει μια κάποια φήμη από τα ψευδο­

ηρωικά του εξάμετρα που υμνούσαν το φαγητό, ενώ το έργο του,

που είναι γνωστό υπό τους τίτλους «Γαστρονομία", «Δειπνολογία" ή «Ηδυπάθεια", δεν είναι επ' ουδενί ασυνήθιστο στο λόγο περί καλο­ φαγίας. Αυτό που αξίςει να επισημάνουμε δεν είναι τόσο η υπερΒο­ λή της γλώσσας που χρησιμοποίησε για να περιγράψει τα ψάρια όσο

το γεγονός ότι, σ' ένα έργο που αφορά τις γαστριμαργικές απολαύ­ σεις γενικότερα, δεν κάνει αναφορά σχεδόν σε τίποτα άλλο. Οι Έλ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ληνες φυσικά θεωρούσαν λιχουδιές και κάποιες τροφές που δεν εί­ χαν καμία σχέση με τη θάλασσα: μερικά πτηνά και άλλα θηράματα (ειδικά τις τσίχλες και τους λαγούς), διάφορα αλλαντικά και εντό­ σθια (εκτιμούσαν ιδιαίτερα τη μήτρα της γουρούνας), κάποια λυδι­

κά πιάτα με κρέας και διάφορα είδη γλυκισμάτων, αλλά αυτά ήταν

εξαιρέσεις. Τα φαγώσιμα θαλασσινά πλάσματα φαίνεται ότι είχαν επιβάλει την κυρωρχία τους στον τομέα του καλού φαγητού στην κλασική Ελλάδα, ώστε θα λέγαμε ότι αποτελούσαν γευστικό μονο­

πώλιο. Είναι δύσκολο να πούμε ποιος ήταν ο πρώτος που έβαλε τα ψα­

ρικά στην κουζίνα. Την επινόηση του πολυτελούς <<μοντέρνου» στυλ μαγειρικής την ανιχνεύουμε συνήθως στους Σικελούς, ή στους γεί­ τονές τους από την άλλη μεριά των στενών, στους κατοίκους της Συ­ βάρεως, στον ταρσό της Νότιας Ιταλίας. Η Σύβαρις ηττήθηκε από

τους γείτονές της το

510

π.χ. και η πόλη ισοπεδώθηκε κυριολεκτι­

κά, αλλά οι ιστορίες για τα αμύθητα πλούτη της πόλης ακούγονταν ακόμα στα αθηνα·ίκά δείπνα εκατό χρόνια αργότερα. Ένας ιστορικός

ανέφερε ένα συβαριτικό νόμο που έδινε στους εφευρέτες καινού­ ριων πιάτων ετήσια πνευματική ιδιοκτησία (ίσως, λέει κάποιος σύγ­ χρονος σχολιαστής, να είναι η παλιότερη γνωστή πατέντα). Επιπλέ­

ον, ισχυριζόταν ότι υπήρχε ειδική διάταξη που εξαιρούσε τους πω­ λητές και τους αλιείς χελιών από την πληρωμή φόρων. Γύρω στο

527

π.χ., ο Σμινδυρίδης, ο οποίος ξεχώριζε ακόμα και ανάμεσα

στους Συβαρίτες για την τρυφηλότητά του, έκανε πάταγο όταν ήρθε στην Ελλάδα για να ζητήσει το χέρι της κόρης του Κλεισθένους, του ηγεμόνα της Σικυώνος, κοντά στην Κόρινθο. Φοβούμενος ότι η πα­

τρίδα δέ θα ικανοποιούσε το επίπεδό του, έφερε μαζί του χίλιους

δούλους, ψαράδες, μαγείρους και κυνηγούς πτηνών4 . Τα ψάρια φαίνεται ότι κατείχαν άκρως εξέχουσα θέση και στη μα­ γειρική κουλτούρα της Σικελίας. Σύμφωνα με μια πηγή, αποκαλού­

σαν τη θάλασσα «γλυκιά» επειδή απολάμβαναν τόσο πολύ το φαγη­ τό που έβγαινε απ' αυτήν. Ο Αθήναιος αναφέρει ένα ζωγράφο από την Κύζικο λάτρη των ψαριών, τον Ανδροκύδη, ο οποίος ζωγράφι­

σε τη γλυκιά παραγωγή εκείνων των γλυκών νερών με παθιασμένες και φιλήδονες λεπτομέρειες, σε μια απεικόνιση του πολυκέφαλου

τέρατος της Σκύλας στις αρχές του 40υ αιώνα. Ίσως θα έπρεπε να

37

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

δούμε τα πολυάριθμα αρχαία ψηφιδωτά με σκηνές θαλάσσιας ζωής υπό την ίδια προοπτική που Βλέπουμε σήμερα τις ολλανδικές νεκρές

φύσεις, όχι σαν εγκεφαλικές ρεαλιστικές μελέτες, αλλά σαν τρυφε­ ρές αναπαραγωγές επιθυμητών και ακριΒών αγαθών. Ο κωμικός ποι­ ητής Επίχαρμος, ο οποίος εργάστηκε στις αρχές του 50υ αιώνα στις

Συρακούσες, τη μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της Σικελίας,

φαίνεται να ασχολείται κατ' αποκλειστικότητα με τα θαλασσινά, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα αποσπάσματα του έργου του, αν και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς δεν ήταν πάντοτε σίγουροι σε τι αναφε­ ρόταν:

Σύμφωνα με το Νίκανδρο, ο Επίχαρμος αναφέρει κι ένα άλ­ λο είδος καΒουριού, την κολύΒδαινα

[. .. ]

υπό το όνομα «θα­

λάσσιον αιδοίον". Ο Ηρακλείδης ο Συρακούσιος, εντούτοις, στο έργο του «Οψαρτυτικόν", ισχυρίζεται ότι αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Επίχαρμος είναι στην πραγματικότητα η γαρίδα.

Σ' ένα έργο του υπό τον τίτλο «Γη και θάλασσα", ο Επίχαρμος πε­

ριέλαΒε μια διαμάχη ανάμεσα σε γεωργούς και ψαράδες, που τσακώ­ νονταν για το ποιο στοιχείο της φύσης παρήγαγε τα καλύτερα προϊόντα.

Η Σικελία γέννησε επίσης τα πρώτα ΒιΒλία μαγειρικής. Μια από τις παλαιότερες διατριΒές ήταν του Μίθαικου εκ Σικελίας, ενός διά­ σημου μάγειρου που τον αναφέρει και ο Πλάτων και τον οποίο κά­ ποιος συγγραφέας αποκαλούσε Φειδία της κουζίνας. Τα αποσπά­

σματα του έργου του είναι ελάχιστα, αλλά κάθε άλλο παρά αντικρού­ ουν την εντύπωση ότι το ψάρι κυριαρχούσε ήδη εκείνη την εποχή:

«ο Μίθαικος αναφέρει το ψάρι που λέγεται χειλού"· συμΒουλεύει ο Μίθαικος: «Κόψε το κεφάλι της ταινίας. Πλύνε τη και κόψε τη σε

φέτες. Πασπάλισέ τη με τυρί και λάδι"

σωζόμενες συνταγές που εκδόθηκαν

-

μια από τις παλαιότερες

ποτέ 5 .

Κανένα ΒιΒλίο μαγειρικής και καμία πραγματεία περί γαστρονο­ μίας δε σώζεται από την Αθήνα, ενώ η συνεισφορά των Αθηναίων στην ιστορία της γαστριμαργίας περιορίζεται στα γ λυκίσματά τους. Η Αττική Κωμωδία εντούτοις, και ειδικά η επονομαζόμενη Μέση και

Νέα Κωμωδία του 4ου και των αρχών του 30υ αιώνα, μας προσφέ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ρει πολλές αποδείξεις ότι οι πολίτες της μεγαλύτερης και πλουσιό­ τερης πόλης της κλασικής περιόδου συμμερίζονταν τα ενδιαφέροντα των καλοφαγάδων της Σικελίας και της Νότιας Ιταλίας (Βλ. εικ.

1).

Όποιος πιάσει στα χέρια του μια επιλογή από αποσπάσματα κωμω­

διών του 40υ αιώνα θα εντυπωσιαστεί αμέσως από το μεγάλο αριθ­ μό αναφορών στην κατανάλωση ψαριών. Σε τακτική Βάση, οι ήρωες αλλάζουν εντελώς θέμα για να απαγγείλουν μακριές και σε περίτε­ χνους στίχους λίστες για ψώνια στην ψαραγορά, μενού με ψάρια και συνταγές για δείπνα ψαροφαγίας, στις οποίες περιγράφονται λεπτο­ μερώς τα υλικά και οι μέθοδοι παρασκευής. Ένας κωμικός μάγειρος, για παράδειγμα, στο «Στρατιώτη» του Φιλήμονος, περιγράφει μια απλή συνταγή με την ακόλουθη κομπορρημοσύνη:

Διότι μια λαχτάρα μ' έπιασε ξαφνικά να Βγω και να το πω στον κόσμο, αλλά και στα ουράνια, πώς ετοίμασα το πιάτο. Μα την Αθηνά, πόσο ευχάριστο είναι να το πετυχαίνω κάθε φορά. Τι ψάρι τρυφερό ήταν αυτό που είχα μπροσΤά μου! Τι πιάτο

ετοίμασα! Όχι φαρμακωμένο από τα τυριά, ούτε σκεπασμένο

από πάνω με χορταρικά, ξεπρόΒαλε από το φούρνο ψημένο όπως ήταν και ςωντανό. Τόσο τρυφερή, τόσο απαλή ήταν η

φωτιά που άναψα για να το μαγειρέψω. Δε θα πιστέψετε το αΠΟΤέλεσμα. Ήταν όπως όταν ένα κοτόπουλο αρπάξει κάτι

μεγαλύτερο απ' ό, τι μπορεί να καταπιεί και αρχίςει να τρέχει γύρω γύρω κάνοντας κύκλους, ανίκανο να το αφήσει από τα μάτια του κι αποφασισμένο να το καταπιεί, ενώ τα άλλα κοτό­ πουλα το κυνηγάνε από πίσω. Το ίδιο ακριΒώς συνέΒη τότε: ο πρώτος άντρας που ανακάλυψε τις ηδονές του πιάτου πή­ δηξε πάνω κι έτρεχε γύρω γύρω, παίρνοντας το πιάτο μαςί του, ενώ οι άλλοι τον ακολουθούσαν καταπόδας. Επέτρεψα στον εαυτό μου να τσψίξει από χαρά, καθώς μερικοί άρπαςαν κάτι, κάποιοι τα άρπαςαν όλα και άλλοι δεν άρπαςαν τίποτα. Και να σκεφτείς ότι είχα αναλάΒει ένα ποταμόψαρο, που τρέ­ φεται μέσα στο ΒόρΒορο. Αν είχα στα χέρια μου κανένα σκάρο ή γλαυκίσκο από την Αττική, ή καρχαρία από το Άργος [της Αμφιλοχίας], ή μουγγρί από την αγαπημένη μου Σικυώνα, το

ψάρι που κουΒαλάει ο Ποσειδώνας στους θεούς στον ουρανό,

39

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τότε όλοι όσοι τα έτρωγαν θα είχαν γίνει θεοί. Έχω ανακαλύ­

ψει το ρυστικό ΤΩς αθανασίας και πεθαρένους ανασταίνω, ρό­ λις

n

ρυρωδιά του ψαριού ρου φτάσει στα ρουθούνια τους.

Εκτός κωμωδίας, οι αναφορές στην κατανάλωση ψαριών είναι κά­ πως λιγότερες αριθμητικά, αλλά συχνά παρουσιάζουν ακόμα πιο άμεσες και εντυπωσιακές μαρτυρίες για τις μανίες των πολιτών. Ο Δημοσθένης επισημαίνει με αηδία ότι, όταν ο Φιλοκράτης δωροδο­

κήθηκε για να προδώσει την πόλη του στους Μακεδόνες, ξόδεψε τα ανήθικα αποκτηθέντα χρήματα σε πόρνες και ψάρια. Ο Αισχίνης,

όταν επιτίθεται στον αντίπαλό του τον Τίμαρχο με σκοπό να του στερήσει τα πολιτικά του δικαιώματα, θυμάται ότι τον είδε πολλές

φορές να συχνάζει στα ψαράδικα με το «φίλο» του τον Ηγήσανδρο 6. Οι Έλληνες δεν ήταν τόσο τυφλωμένοι από την αγάπη τους για

τα ψάρια ώστε να αγνοούν τα καθήκοντα του σωστού γευσιογνώστη. Μέσα στις ευγενείς τάξεις της θαλάσσιας πανίδας, αναγνώριζαν την ύπαρξη ευδιάκριτων ιεραρχιών, χωρίς να υπάρχει πάντοτε καθολική ομοφωνία. Τα παστά ψάρια ή ταρίχους, για παράδειγμα, τα περιφρο­ νούσαν σε γενικές γραμμές και ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τη φρά­

ση «πιο φτηνό κι απ' τα παστά ψάρια» με την έννοια του «δυο δεκά­ ρες η οκά». Οι διάφορες ποικιλίες είχαν τους υποστηρικτές τους πολλοί επαινούσαν τον τόννο, όταν παστωνόταν τη σωστή εποχή, κομμένος σε λωρίδες ή ιΡέτες, και ο Αρχέστρατος έλεγε πολλά κα­ λά λόγια για το παστό σκουμπρί. Ο Ευθύδημος, ένας συγγραφέας περί διατροφής της ελληνιστικής περιόδου, έγραψε μάλιστα μια

πραγματεία επί του θέματος, παρ' όλο που το εγκώμιο του παστού ψαριού, το οποίο απέδιδε στον Ησίοδο και στον οποίο παρέπεμπε για να στηρίξει την άποψή του, θεωρήθηκε πλαστογραφημένο 7 • Ανάμεσα στα φρέσκα ψάρια, την κατώτερη θέση καταλάμΒαναν τα

διάφορα μικρά ψαράκια, που δεν είναι εύκολο πάντοτε να Βρούμε ανάλογά τους στη σημερινή θαλάσσια πανίδα. Ένα απόσπασμα από την κωμωδία του Τιμοκλέους «Επιχαιρέκακος» (δηλαδή αυτός που

χαίρεται με τις δυσκολίες των άλλων), παρακολουθεί τον παράσιτο·, που ήταν γνωστός ως Κορυδαλλός, στη μάλλον πρωτοφανή γι' αυ-



Παράσιτος ονομαζόταν αυτός που έτρωγε σε δεΙπνα απροσκάλεστος.

40

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τόν εμπειρία να ψωνίζει στην αγορά. Πηγαίνει στα χέλια, στον τόν­ νο, στα σελάχια, στις καραΒίδες, και ρωτάει την τιμή του καθενός με

τη σειρά. Όλα κοστίζουν πολύ πάνω από τα τέσσερα μπρούντζινα νομίσματα που έχει. Συνειδητοποιώντας τελικά ότι δεν τον παίρνει

οικονομικά, τρέχει Βιαστικά προς τις μεμ8ράδες, τα μικρά ψαράκια που αποκαλούμε χαψία, τις σαρδέλες ή το γαύρο. Ένας άλλος πα­ ράσιτος, στην «Ορχηστρίδα» του Αλέςιδος, διαμαρτύρεται για το πό­ σο δύσκολο είναι να εςασφαλίσει κάποιος μιά πρόσκληση σε πλού­ σιο δείπνο· θα προτιμούσε να μοιραστεί ένα πιάτο γαύρο με κάποιον που να μιλάει την καθαρή αττική διάλεκτο. Άλλα αποσπάσματα επι­ ΒεΒαιώνουν την παρατήρηση ότι, στην Αθήνα τουλάχιστον, τα μικρά ψάρια θεωρούνταν τροφή κατάλληλη μόνο για ζητιάνους, απελεύθε­ ρους και χωριάτες που δεν ήςεραν τι τους γίνεται· στην άποψη αυ­ τή επιτίθεται με ζήλο ο ψαράς που πουλάει γαύρο στους «Σφήκες» του Αριστοφάνους, κατηγορώντας όσους περιφρονούν την πραμά­

τεια του για ελιτισμό 8 . Στον άλλο δίσκο της πλάστιγγας Βρίσκουμε τις σπουδαίες λιχου­

διές, ανάμεσά τους τον τόννο, το ροφό, το μουγγρί, τον κέφαλο, το μπαρμπούνι, την τσιπούρα, το λαΒράκι, ένα αγνώστου ταυτότητας πλάσμα γνωστό ως «ασημόψαρο» ή γλαύκο και τα οστρακόδερμα γνωστά ως κάραΒους,

κάτι άχαρες ποταμίσιες καραΒίδες μέταςύ

αστακού και γαρίδας. Κάποια κομμάτια έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμη­

σης: από τον τόννο, η κοιλιά και το ψαχνό της περιοχής του λαι­ μού· από το λαΒράκι, το γλαύκο και το μουγγρί, το κεφάλι. Εντούτοις, ασυναγώνιστο, ο αδιαμφισΒήτητος αφέντης στον πάγκο του ψαρά, ήταν το χέλι. Ο Αρχέστρατος θεωρούσε καλύτερα τα χέλια που ψαρεύονταν στα στενά της Μεσσίνης:

Εσύ, πολίτη ΤΩς ΜεσσίνΩς, έχεις το πλεονέΚΤΩμα έναντι όλων Ωμών των άλλων θνΩτών να φέρνεις στα χείλΩ σου τέ­ τοια λιχουδιά. Τα χέλια του ποταμού ΣτΡυμόνα, ωστόσο, και εκείνα ΤΩς λίμνΩς Κωπαίδας έχουν έξΟΧΩ φΙψΩ λόγω του με­ γάλου μεγέθους τους και του θαυμαστού πάχους τους Σε γε­ νικές γραμμές, νομίζω ότι το χέλι 8ασιλεύει επί όλων των άλ­ λων φαγΩτών και δεσπόζει στο πεδίο ΤΩς απόλαυσΩς κι ας εί­ ναι το μοναδικό ψάρι χωρίς ραχοκοκαλιά.

.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Οι Έλληνες πίστευαν ευρέως ότι οι Αιγύπτιοι λάτρευαν το χέλι, πράγμα που έδωσε σε πολλούς κωμικούς συγγραφείς την ευκαιρία για Βαθυστόχαστες πολιτιστικές συγκρίσεις

Δε θα μπορούσα ποτέ να συνάψω συμμαχία μαζί σου' οι τρόποι και οι συνΩθειές μας δε μοιάζουν καθόλου με τις δι­

κές σας και μας χωρίζουν σΩμαντικές διαφορές. Εσύ προσκυ­

νάς ΤΩν αγελάδα, εγώ ΤΩ θυσιάζω στους θεούς. Εσύ θεωρείς το χέλι σπουδαιότεΡΩ θεόΤΩτα, εγώ σπουδαιότερο πιάτο.

Ένας άλλος πίστευε ότι οι Αιγύπτιοι είχαν συλλάΒει πολύ σωστά το νόημα:

λένε ότι οι Αιγύπτιοι είναι έξυπνοι, εκτός των άλλων επει­ δΩ θεωρούν το χέλι ισότιμο των θεών' σΤΩν πραγματικόΤΩτα, έχει πολύ μεγaλύτερΩ αξία από τους θεούς, αφού, για να τους πλΩσιάσουμε αυτούς, το μόνο που χρειάζεται είναι να προσευ­ ΧΩθούμε, ενώ για να πλΩσιάσουμε σε απόστασΩ μυρωδιάς το

χέλι, θα πρέπει να σκάσουμε τουλάχιστον δώδεκα δραχμές, μπορεί και παραπάνω, τόσο σε8άσμιο και όσιο πλάσμα είναι 9 .

ΔιαΒάζοντας τα αποσπάσματα αυτά, παίρνουμε μια ιδέα για το ασυνήθιστο πάθος που έτρεφαν οι Αθηναίοι προς τα ψάρια. Μιλούν για τα ψάρια σαν να είναι ένας ακατανίκητος πειρασμός και τα ορέ­

γονται μ' έναν πόθο που πλησιάζει τον σεξουαλικό. Την ένταση της

όρεξης των Αθηναίων παρουσιάζουν πιο λεπτομερώς κάποια απο­ σπάσματα, στα οποία το ψάρι εμπλέκεται σε μια κυριολεκτική ή με­

ταφορική αποπλάνηση. Στο έργο του Αναξανδρίδου «Οδυσσεύς», για παράδειγμα, συναντάμε το ακόλουθο εγκώμιο της τέχνης του ψαρά:

Ποιο άλλο επάγγελμα κάνει τα χείλΩ των νεαρών να καίνε, τα δάχτυλά τους να σπρώχνουν νευρικά,

ri

να πνίγονται σΤΩ

8ιασύνΩ τους να καταπιούν; Και μόνον όταν είναι τιγκαρισμέ­ νΩ στο ψάρι

n

αγορά, δεν είναι που δΩμιουργούνται οι σχέ­

σεις; Διότι ποιος θνΩτός κανονίζει ραντε80ύ για δείπνο, όταν

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

το μόνο που υπάρχει για πούλΩμα είναι φΤΩνόψαρα, μαυ­ ρόψαρα

ri καμιά μαρίδα; Και όταν θέλεις να ψαρέψεις κανέναν

πραγματικό κούκλο, με τι μαγικά λόγια, με τι κολακείες θα τον ρίξεις του, αν Βγάλεις απέξω ΤΩν τέΧVΩ του ψαρά; Αφού αυτΙί

n

τέΧVΩ τον ξελογιάζει με ΤΩ θωριά των Βρασμένων ψα­

ριών και οδΩγεί τα σώματα στις πύλες του φαγΩτού και τ' αναγκάζει να υποκύψουν χωρίς πλΩρωμΙί.

Ο ανεκδοτολόγος Λυγκεύς ο Σάμιος άφηνε μάλιστα να εννοηθεί,

κάπως σκανδαλιάρικα, ότι για χάρη του ροδίτικου ψαριού (του πε­ ρίφημου σκυλόψαρου, φυσικά) ο Αθηναίος ήρωας Θησεύς παραχώ­ ρησε την εύνοιά του στον Τληπόλεμο, το μυθικό ιδρυτή του νησιού.

Σε μεταγενέστερη περίοδο, υπάρχουν αποδείξεις ότι οι αρχαίοι θεω­ ρούσαν την επιρροή που ασκούσε το ψάρι στην αποπλάνηση ως έν­

δειξη μαγικής δύναμης. Ο Απουλήιος, ο συγγραφέας του «Χρυσού όνου», αναγκάστηκε να αντικρούσει την κατηγορία ότι έφτιαξε ερω­ τικό ξόρκι για την πλούσια και ηλικιωμένη σύζυγό του με τη μαγι­ κή Βοήθεια ενός ψαριού που προμηθεύτηκε στην αγορά. Στην κλα­ σική περίοδο, ελάχιστες αποδείξεις υπάρχουν γι' αυτή την υπερφυ­ σική σχέση, παρ' όλο που το μπαρμπούνι λόγω του ονόματός του που περιέχει τον αριθμό τρία

-

τρίγλη στα αρχαία ελληνικά

-

συσχετιζόταν με την τρίμορφη αφέντρα των μαγισσών και φύλακα των σταυροδρομιών, την Εκάτη. Από την άλλη μεριά, στην αττική αγ­ γειογραφία Βλέπουμε ότι τα ψάρια χρησίμευαν ως ερωτικά δώρα. Ένα αγγείο απεικονίζει έναν νεαρό και τον υπηρέτη του να πλησιά­ ζουν μια εταίρα που γνέθει μαλλί, φέρνοντάς της για δώρο ένα χτα­

πόδι και δύο πουλιά. Ένα άλλο αγγείο που Βρισκόταν κάποτε στο Λένινγκραντ αλλά τώρα έχει χαθεί, έδειχνε ένα φτερωτό Έρωτα να

προσφέρει ένα τσέρκι κι ένα μεγάλο ψάρι σ' ένα αγόρι καθισμένο

και τυλιγμένο με το μανδύα του 1Ο • Δεν είναι μόνο η νοστιμιά των ψαριών που τα συνδέει με την αποπλάνηση, αλλά και η όψη τους. Οι δύο αδελφές, που ήταν γνω­ στές ως «σαρδέλες"

[αφύαι

<

αφύω

= είμαι

ri

γίνομαι λευκός] και

αναφέρονταν σ' ένα λόγο του Υπερείδου, ονομάστηκαν έτσι προφα­

νώς εξαιτίας «ΤΩς πάλλευΚΩς επιδερμίδας τους, ΤΩς λεπτΙίς σιλουέ­ τας τους και των μεγάλων ματιών τους». Και έτσι, με μια εντυπωσια-

43

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

κή μεταφορική μετάβαση από το ορεκτικό στην αποπλάνηση, τα ψά­

ρια καταλήγουν να αναπαριστώνται σαν κοκέτες ερωμένες και μαι­ τρέσες. Αυτή τη συγχώνευση εικόνων αναπτύσσει πλήρως ένα από­

σπασμα της κωμωδίας του Διφίλου «Εμπορος». Ο ομιλητής διαμαρ­ τύρεται για την ψηλή τιμή που ζητούν για τα ψάρια:

Πάντως, αν ποτέ κάποιο από αυτά μου χαμογελούσε, θα πλΩρωνα

-

Βογκώντας έστω

-

όλα όσα μου ζητάει ο ψαράς.

Αυτή η εικόνα, τόσο ασυνήθιστη για τη δική μας νοοτροπία, να

παρομοιάζονται τα ψάρια με σαγηνευτικά σώματα, να συγκρίνονται κατά κάποιο τρόπο με τα όμορφα αγόρια και τις εταίρες, στην απο­

πλάνηση των οποίων βοηθούσαν, αυτή η εικόνα λοιπόν κρύβεται πί­

σω από το συνηθισμένο ρητορικό σχήμα που συγκρίνει το χέλι, «εν­ δεδυμένο» με παντζάρι (ή ίσως, πιο λογικό, με παντζαρόφυλλα), με κοπέλα της παντρειάς ή με εκθαμβωτική θεά. Όταν ο Δικαιόπολις, ο ήρωας των «Αχαρνέων» του Αριστοφάνους, μαθαίνει ότι ο Βοιωτός λαθρέμπορος έχει πενήντα «μορφονιές από την Κωπαίδα» στο σακί του, ξεσπάει σε διθυράμβους «Ω λαχταριστό και μυριοπόθητο, κα­ λοφαγάδων όνειρο». Στην «Ειρήνη», κάποιος φαντάζεται την αντί­ δρασή του Μελανθίου, ενός τραγικού ποιητή που λάτρευε τα ψάρια, όταν φτάνει στα ψαράδικα πολύ αργά για να βρει χέλια: «Χάθηκα αχ,

χάθηκα αχ», φωνάζει και ξεσπάει σ' ένα μονόλογο-παρωδία, σταχυο­ λογημένο από μια κορυφαία σκηνή της δικής του «Μήδειας>, «στε­

ρημένος εγώ απ' αυτΩ που σε παντζαρόφυλλα κείτεται μέσα». Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι τέτοιες ασυνήθιστες μεταφορές είναι αναμενόμενες στον κωμικό λόγο, ο οποίος διακρίνεται για την αγάπη του προς τις εντυπωσιακές και αταίριαστες εικόνες, η πρα­

κτική όμως να συγκρίνουν τις γυναίκες με λαχταριστά ψάρια και τα ψάρια με γυναίκες μοιάζει αρκετά γενικευμένη στην αθηναϊκή κοι­

νωνία. Εκτός από τις αδελφές σαρδέλες που αναφέραμε πιο πάνω, βρίσκουμε αυλητρίδες και εταίρες με παρατσούκλια όπως «Αθερίνα», «Μπαρμπούνι» και «Σουπιά», κάτι που εκμεταλλεύτηκε πλήρως ο κωμικός ποιητής Αντιφάνης στο έργο του «Αλιευομένη». Στο έργο

αυτό, παίζει με το διπλό νόημα των ονομάτων των ψαριών, έτσι που

δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς κάθε φορά αν σατιρίζει τα θύμα-

44

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τά του για την αγάπη τους προς τα ψάρια ή για την υπερβολική

αφοσίωσή τους στις εταίρες και τα αγόρια l1 • Τα ψάρια αποπλανούν και κατακτούν. Λειτουργούν σαν δυνάμεις

πειθούς, σαν δέλεαρ για τις εταίρες ή σαν μαγική δύναμη για φυλα­ χτά. Οι κωμικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν την ιδέα ότι τα ψάρια είναι ακαταμάχητα, για να δημιουργήσουν διασκεδαστικές κατάρες και βλασφημίες. Στους «Ιππείς» του Αριστοφάνους, ο Αγοράκριτος,

ο πωλητής λουκάνικων, καταριέται τον Παφλαγόνα (μια ελάχιστα μεταμφιεσμένη καρικατούρα του δημαγωγού Κλέωνος), τον αντίπα­ λό του στην εύνοια του ηλικιωμένου Δήμου (δηλαδή του λαού) , ως

ακολούθως

Δεν θα σε φο/3ερίσω εγώ' ρια ευχri σου δίνω ροναχά: Να

'χεις το τηγάνι στη φωτιά ρε καλαράρια" κι επειδιΊ. για τους ΜιλιΊ.σlOυς πρόκειται να κάρεις στη λαοσύναξη ρια πρόταση

που, αν πάει καλά, θα /3γάλεις' ένα τάλαντο, να /3ιάζεσαι να φας, αλλά και στη λαοσύναξη να πας εκεί που τρως, στο σπί­

τι σου να 'ρθει ένας από τη Μίλητο, για να τα συζητιΊ.σετε" και, θέλοντας να ρη χαθεί το τάλαντο, ρα και να φας τα καλαρά­

ρια, να ΠVιγείς απ' την πολλιΊ. τη /3ιάση.

Στους «Αχαρνείς», ο Αριστοφάνης εξαπόλύει μια παρόμοια κατά­ ρα εναντίον ενός αντιπάλου θεαΤρ'ικού συγγραφέα" αυτή τη φορά το

πολυπόθητο καλαμάρι εικονίςεται να πλησιάςει αργά και σκανδαλι­ στικά τον καταραμένο και να εξοκείλει στο τραπέςι δίπλα του, για να του το αρπάξει την τε-\ευταία στιγμή ένας σκύλος. Ο Αντιφάνης μάλιστα χρησιμοποιεί σ' έναν όρκο την ακαταμάχητη γοητεία που

ασκούν τα ψάρια στον ψαρομανή: «Ορκίζοραι να εγκαταλείψω αρέ­ σως το σκοπό ρου, ρόλις ο Καλλψέδων παρατιΊ.σει το κεφάλι του γλαύκου», λέει ένας ήρωας με αποφασιστική περιφρόνηση. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γεγονός ότι ο στωικός Χρύσιππος, ο οποίος έγραψε τον επόμενο αιώνα, προτιμούσε να αναφέρει αυ­

τούς τους ανθρώπους ως οψομανείς αντί για οψοφάγους, συγκρίνο­ ντάς τους με τον άντρα που είναι γυναικομανής, δηλαδή έχει μανία με τις γυναί κες 12.

45

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Το ψάρι λείπει από τον Όμηρο Μια κριηκή που ασκείτω μερικές φορές στους ιστορικούς είνω

όη παίρνουν στα σοβαρά αυτά που οι πηγές τους εννοούν εμφανώς ως αστεία. Κάποωυς άλλους τους κατηγορούν όη υπερτονίζουν

ηθελημένα, χωρίς εςηγήσεις, ης ιδωμορφίες μιας περιόδου, με σκο­ πό να εμφανίσουν ένα πολιησμό πω εςωηκό κω να διασκεδάσουν τον αναγνώστη. Κάθε μελέτη του φωνομένου της ψαρομανίας των αρχαίων ενέχει τον κίνδυνο να υποπέσει κω στα δύο αυτά λάθη ταυ­ τόχρονα. Οι συγγραφείς εκείνοι έγραφαν με ειρωνεία. Οι υπερβολι­ κές δοςολογίες που γράφει ο Αρχέστρατος για τα ψάρια, ή που βά­ ζει ο Αριστοφάνης στο στόμα του Μελανθίου, είνω προφανές όη λέ­ γοντω ως αστεϊσμοί. Ο Δημοσθένης διακωμωδούσε το Φιλοκράτη κω ης προδοηκές αγορές του, ο Αριστοφάνης διακωμωδούσε τον τραγικό ψαρομανή κω ο Αρχέστρατος, με τα επικά εςάμετρα κω ης

κοροϊδευηκές περιγραφές του, διακωμωδούσε τον εαυτό του. Η όποια θυμηδία μπορεί να νιώθουμε για τη συγκίνηση που αισθάνο­ νταν

ot

αρχαίοι στην προοπηκή ενός δείπνου με ψάρια, προσκρού­

ει στην ειρωνεία κω το πάθος που αποτελεί ήδη διακρnό στοιχείο των ελληνικών μαρτυριών. Θα μπορούσαμε να πούμε όη οι Έλληνες είναι σαν να έπιαναν τη γεμάτη θυμηδία μαηά των μεταγενεστέρων

κω υπερέβαλλαν εσκεμμένα, ςέροντας πόσο αλλόκοτot θα φαίνο­ νταν σης μελλονηκές γενιές. Είναι αλήθεια όη οι Έλληνες θεωρούσαν την αυτογνωσία ως ύψι­ στη αρετή, αλλά μία τέτοια προνοηηκότητα τους ςεπερνάει ακόμα κι αυτούς. Επομένως, γιατί θα έπρεπε να τους φαίνεται το ψάρι το ίδω παράςενο κω διασκεδασηκό όσο είνω για μας; Αυτή η ερώτηση εί­ νω κάη παραπάνω από ασήμαντη. Ο ειρωνικός τόνος που χρησψο­

ποωύν εμπεριέχει ένα στοιχείο για τη διαλεύκανση του μυστηρίου της ψαρομανίας. Αυτό που κάνει το ψάρι αστείο για τους Έλληνες εςηγεί ως ένα βαθμό το λόγο που το κάνει τόσο καλό για φαί. Το πρώτο πράγμα που επισημαίνουμε είνω όη το ψάρι δε συμ­ μετείχε ποτέ σης τελετουργίες που περιέβαλλαν την κατανάλωση βοδινού, πρόβωυ κω χοιρινού κρέατος. Με μία ή δύο εςαιρέσεις, το ψάρι δε θεωρείτο κατάλληλο για θυσίες. Η προέλευση αυτής της εςαίρεσης αμφισΒητείται. Μερικοί πιστεύουν όη οφείλεται στο όη

46

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

η ελληνική θυσία ήταν κυρίως μια θυσία αιματηρή, μια θυσία μεγά­

λων ζώων τα οποία έπρεπε να φαγωθούν συλλογικά. Ο τόννος, ένα από τα ελάχιστα ψάρια που θα μπορούσε να θυσιαστεί (στον Ποσει­ δώνα, φυσικά), διακρίνεται και για τη μεγάλη ποσότητα αίματος που

περιέχει και για το γεγονός ότι ψαρεύεται μαζικά, προσφέροντας έτσι μια τεράστια ψαριά προς κατανάλωση στην κοινότητα. Άλλοι

υπογραμμίζουν ότι οι Έλληνες θυσίαζαν μόνο οικόσιτα ζώα, ότι τα ψάρια πρέπει να καταταγούν στα άγρια θηράματα, στο άγριο κυνήγι

που μπορούσε να σκοτωθεί ανοργάνωτα, έξω από τα συμΒολικά δόγ­ ματα της επίσημης θυσίας. Εντούτοις, η αιτιολόγηση της εξαίρεσης

δε μας ενδιαφέρει πραγματικά. Το σημαντικό είναι ότι η παράλειψη του ψαριού δημιούργησε την αντίθεση ανάμεσα στο κρέας των γου­

ρουνιών, προΒάτων και Βοοειδών στούν, πριν φαγωθούν

-

-

που όλα ~oυς έπρεπε να θυσια­

και στο ψάρι, το οποίο ήταν εντελώς ελεύ­

θερο από τέτοιες δομές, ένα είδος προς ιδιωτική, κοσμική κατανά­ λωση, όποτε και όταν το επιθυμούσε κανείς. Κατά μια σημαντική έν­

νοια, δεν έπαιρναν απλώς τόσο σοΒαρά την κατανάλωση ψαριού όσο τα άλλα είδη κρεοφαγίας. Τα ψάρια ήταν απόντα και από έναν άλλο σημαντικό τόπο, όπως επισήμανε ο ήρωας μιας κωμωδίας του ΕυΒούλου: «Σε ποιο σΩμείο ανέφερε ποτέ ο ΌμΩρος κανέναν Αχαιό να τρώει ψάρια;» Τα ψάρια

δεν εμφανίζονταν στα συμπόσια της «Ιλιάδος», κάτι που οι ψαρομα­ νείς Έλληνες της κλασικής περιόδου δεν άργησαν να το τσιμπήσουν.

Ένας σύγχρονος του ΕυΒούλου, ο φιλόσοφος Πλάτων, θεωρούσε το ελλείπον ψάρι πολύ σημαντικό. Στην «Πολιτεία» του, γίνεται συζή­ τηση για τη διατροφή που είναι κατάλληλη για τους πολεμιστές

αθλητές και ο Πλάτων παραπέμπει στον Όμηρο:

-

Γιατί θα ξέΡΩς ότι, στο στρατόπεδο, στα συμπόσια των

Ωρώων, δεν τους 8άνει να τρώνε ψάρια, ας είναι κοντά σΤΩ θά­

λασσα, στον EλλrίσπoντO, ούτε κρέας 8ραστό αλλά μόνο ψΩ­ τό, που είναι πολύ εύκολο για τους στρατιώτες γιατί, με λί­ γα λόγια, τους είναι ΕUKOλώτεpO να μεταχειρίζωνται παντού

ΤΩ φωτιά, παρά να 'χουν μαζί τους μαγειρικά σκεύΩ ... [ο φι­ λόσοφος περνάει στη συνέχεια σε άλλους συσχετισμούς] Αλ­ λά ούτε και μπαχαρικά, νομίζω, αναφέρει πουθενά ο ΌμΩρος

47

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Ώ το γνωρίζουν και όλοι οι αθλnταί ότι ένας που θέλει να

'Xn

γερό σώμα, πρέπει να μΩ ΧΡΩσψοποιΏ τέτοια.

-

Το γνωρίζουν 8έ8αια και πολύ καλά κάνουν και προ­

φυλάγονται απ' αυτά.

-

Αν λοιπόν τα παραδέχεσαι αυτά για ορθά, συνεχίζει ο

ΣωκράΤΩς, τότε, καθώς φαίνεται, δεν σου αρέσουν τα συρα­

κούσια φαγοπότια και n σικελικΏ ποικιλία φαγΩτών. Όχι.

-

Ώστε δεν θα σου αρέσΩ το να 'χn ένας άντρας, που θέ­

λει να αποκτΏσΩ γερό σώμα, φιλενάδα από ΤΩν Κόρινθο ούτε απολαυστικές αττικές λιχουδιές

[. .. ]

[. .. ]

Γιατί όλΩ αυτΏν ΤΩ

δίαιτα και διατροφΏ αν ΤΩν παρομοιάζαμε με τις μελωδίες και τα άσματα όλων των ρυθμών του παναρμονίου, θα κάναμε πε~

τυΧΩμένΩ iιαρoμoίωσΩ l3 • Το μοντέρνο συμπόσιο, με τα γλυκίσματα και τις εταίρες του, αντιπαρατίθεται προς τα ηρωικά τραπέζια της «Ιλιάδος". Η επιδει­ κτική απουσία των ψαριών από τέτοιες αρχαίες σκηνές και από τις θυσίες επίσης συνδέεται ίσως στο Βαθμό που οι θυσιαστικές τελε­ τουργίες της κλασικής περιόδου συχνά Βασίζονταν συνειδητά στο

ομηρικό πρότυπο. Αν τις Βάλουμε μαζί, οι δομές του αποκλεισμού

λαςεύουν ένα χώρο όπου το ψάρι είναι ένα πράγμα περίεργα κοσμι­ κό και ευδιάκριτα, διεφθαρμένα «μοντέρνο". Αυτή η απουσία ηρωικής Βαρύτητας είναι που γεννά το υπερΒο­ λικό χιούμορ και την ψευδο-επική ειρωνεία της κλασικής περιόδου.

Η καρικατούρα και η αυτο-παρωδία που φαίνεται να επηρεάζουν τις περιγραφές των ψαρομανών και της ψαρομανίας κοιτάζουν όχι προς

το μέλλον μας, αλλά προς το παρελθόν τους, ατενίζοντας το χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στην ομηρική εποχή και το κλασικό παρόν.

Τα εγκώμια των ψαριών σε επική γλώσσα και εςάμετρους στίχους, τα οποία είναι τόσο χαρακτηριστικά της Μέσης Κωμωδίας και συγ­ γραφέων όπως ο Αρχέστρατος και ο Μάτρων, αποκτούν αυτή την αί­

σθηση του πάθους από τη σύγκρουση της ηρωικής φόρμας με το ψα­

ρίσιο περιεχόμενοl4. Τα ίδια τα ονόματα των ψαριών ήταν αντιηρωι­ κά και η παρουσία τους σ' ένα τόσο ακατάλληλο πλαίσιο ήταν ανα­ πόφευκτα ειρωνική. Το αποτέλεσμα θα πρέπει να ακουγόταν, από

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

μία άποψη, σαν να απαγγέλλαμε τα ονόματα προϊόντων, όπως ας πούμε Άςαζ και Περςίλ ή Κρισπίνια και Κόκα Κόλα, στη γλώσσα και το μέτρο του Σαίζπηρ. Ειδικότερα, οι κωμικοί ποιητές δε φαίνεται

να ζεχνούν την αντιπαράθεση κωμωδίας και τραγωδίας στις δραμα­ τικές γιορτές, όπου το πρώτο είδος ήταν γερά ριςωμένο στο σύγ­ χρονο κόσμο, ενώ το δεύτερο αυτοπεριοριςόταν στην εποχή των μύ­

θων. Δεν είναι συμπτωματικό ίσως ότι η κωμωδία του 40υ αιώνα χα­ ρακτηρίςεται και από τη διακωμώδηση μυθολογικών αφηγήσεων, και από την ενασχόλησή της με τα ψάρια. Οι κωμικοί ποιητές, παρωδώ­

ντας τραγικές μορφές,

δημιουργώντας

ένα ηρωικό πλαίσιο στο

οποίο εισήγαγαν στη συνέχεια ανάρμοστες και αναχρονιστικές εικό­

νες από τη σύγχρονη πόλη, έκαναν ακόμα πιο έντονη την αναπαρά­ σταση του παρόντος και την επίγνωση ότι ήταν σύγχρονοι. Δεν εί­

ναι υπερΒολή να πούμε ότι τα ψάρια σ' αυτές τις κωμωδίες και πα­ ρωδίες συνεισφέρουν σημαντικά σε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις

της ιδέας του μοντέρνου, του σύγχρονου, στη δυτική πολιτιστική ιστορία, ένα επίτευγμα που ταιριάςει ενδεχομένως σ' ένα φαγητό το οποίο στις θερμές χώρες σπάνια κρατάει πάνω από μια μέρα.

Ο κανόνας που αποκλείει το ψάρι από τις θυσιαστικές προσφο­ ρές προς τους θεούς καταστρατηγείται συχνά για να επιτευχθεί ένα

κωμικό αΠΟΤέλεσμα, κατά πολύ παρόμοιο τρόπο. Σ' ένα έργο, συνα­ ντάμε ένα μάγειρο που έχει μαγειρέψει ένα μουγγρί αντάζιο των θε­ ών, ενώ ο ποιητής γνωρίςει πολύ καλά ότι καμία θεότητα δεν υπήρ­ χε περίπτωση να πλησιάσει μια τέτοια λιχουδιά. Σ' ένα άλλο, διαΒά­ ςουμε για

«

μουΥΥΡlOύ

ΤΩν κοιλιά του τόννου, για το κεφάλι του λαl3ρακιού, του

ri

των σουπιών, που ούτε οι θεοΙ δε θα τα περιφρονού­

σαν». Αυτά τα αποσπάσματα εζάρουν τα ψάρια στα οποία αναφέρο­

νται, αλλά αλλοιώνουν και τη θυσία, δημιουργώντας μια νέα εκδοχή των θεών, που μας θυμίςουν μοντέρνους καλοφαγάδες και γευσιο­ γνώστες. Ένα από τα πρώτα θεατρικά του Μενάνδρου πραγματεύεται

τις επιπτώσεις του αποκλεισμού αρκετά απερίφραστα:

Τότε λοιπόν, οι τύχες μας εξαpτώvται τελικά από τις θυσΙ­ ες που εΙμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε; Εν πάσΩ πtριπΤώ­ σει, για τους θεούς, από ΤΩ μια πλευρά, φέρνω προσφορά ένα

αρνάκι για το οποΙο πλΩρωσα ευχαρΙστως δέκα δραXJ1ές. Για

49

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

αυλητρίδες εντούτοις και αρώρατα και ψάλτριες, για κρασιά της Μένδης και της Θάσου, για χέλια, τυρί και ρέλι, το κό­ στος σπάνια πέφτει κάτω από τάλαντο· Βλέπετε, ό,τι δίνει κα­

νείς παίρνει, πράγρα που σηραίνει ότι Βγάζεις όφελος δέκα δραχρών από το αρνί, αν δηλαδή η θυσία είναι ευοίωνη, ενώ στην άλλη πλάστιγγα Βάζεις κορίτσια και κρασιά και τα σχε­

τικά, ζηριές αξίας ενός τάλαvτoυ ... Εν πάση περιπτώσει, εγώ αν ήρουνα θεός, δε θα επέτρεπα σε κανέναν να Βάλει εντόσθια

στο Βωρό ρου, αν δε θυσίαζε ταυτόχρονα και χέλια.

Εδώ το χέλι αντιπροσωπεύει την «πραγματική» τροφή, το ψάρι προς χάριν της απόλαυσης, αντί για ένα κακόμοιρο αρνάκι, ίσα ίσα για τα μάτια, προς χάριν της θυσίας. Ξεχάστε τις τσίκνες αγελάδων

και κατσικιών, οι θεοί θα προτιμούσαν ένα πιάτο με θαλασσινά ΙS . Το γεγονός ότι τα ψάρια δε θυσιάζονταν δεν είχε μόνο συμβολι­ κές συνέπειες. Η ιεροτελεστία άλλαζε ουσιαστικά τη μετατροπή του ζώου σε τροφή. Ζωτικό στοιχείο της θυσίας ήταν το μοίρασμα του

θύματος στους μετέχοντες στη θυσία. Ο τεμαχισμός έπρεπε να είναι οφθαλμοφανώς δίκαιος και για το σκοπό αυτό, μετά την αφαίρεση των εντοσθίων από το ζώο και αφού λάμβαναν οι θεοί και οι ιερείς

τα προνόμιά τους, το ζώο χωριζόταν απλώς σε μερίδες λίγο ως πο­ λύ ίδιου μεγέθους. Αυτό σηματοδοτεί μια ουσιώδη διαφορά σε σχέ­ ση με το σημερινό τρόπο σφαγής των ζώων, κατά τον οποίο τεμαχί­

ζουμε τα σφάγια κόντρα ή όχι και διαφοροποιούμε πολύ προσεχτι­ κά τα κομμάτια ανάλογα με την τρυφερότητά τους. Από ποιοτική άποψη επομένως, οι αρχαίες μερίδες κρέατος ήταν και άνισες και

ακανόνιστες, διότι άλλες αποτελούνταν κυρίως από λίπος και κόκα­

λα και άλλες από φιλέτο και ψαχνό" γι' αυτό άλλωστε το μοίρασμα του κρέατος στο πλήθος που συμμετείχε στη θυσία γινόταν με κλή­

ρο, για να εξασφαλισθεί ότι όλοι θα είχαν ίσες ευκαιρίες να πετύ­ χουν ένα καλό κομμάτι. Είναι πιθανόν, όπως ισχύει σε πολλούς πο­ λιτισμούς της Μέσης Ανατολής, όλο το διαθέσιμο βοδινό, χοιρινό και πρόβιο κρέας να ήταν προϊόν αυτής της τελετουργικής διαδικα­ σίας. Ακόμα και το κρέας που πουλιόταν στην αγορά φαίνεται ότι

προερχόταν από ζώα που είχαν σκοτωθεί τελετουργικά. Όπως ανα­ φέρει ένας μελετητής των σφαγείων της αρχαίας εποχής: «Η διαιώ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νισΩ μιας μεθόδου σφαγΩς που αδιαφορούσε για τα διαφορετικά κομμάτια του ςώου σΩμaινε ότι ο μελλοντικός αγορασΤΩς είχε μια μόνΩ πιθανΩ επιλογΩ, κρέας

n κατψάς: στις ΠΩγές μας δε συναντά­

με ποτέ ανθρώπους που πάνε σΤΩν αγορά και ςΩτούν ένα αρνίσιο

μπούτι

n κοτολέτες»16.

Η ιδεολογία της σφαγής επομένως και το

ισομετρικό κόψιμο στο οποίο κατέληγε σήμαινε ότι η ίδια η μορφή

που προσλάμΒαναν τα ζώα ως μονάδες τροφής επηρεαζόταν κυρίως από τη θέση που κατείχαν στη συμΒολική τελετουργία· μια θέση ανε­ ξάρτητη από τη γεύση και την τρυφερότητα, που είχε να κάνει μόνο με το τελετουργικό της συμμετοχής, εκεί όπου η ισότητα προηγεί­ το της ποιότητας. Τα ψάρια, από την άλλη, μαζί με το κυνήγι και τους κατιμάδες, δεν ενέπιπταν στο τελετουργικό μοίρασμα. Η αξιο­ λόγησή τους γινόταν ελεύθερα, ανάλογα με τη νοστιμιά τους. Τα θεωρούμενα ανώτερα είδη, τα καλύτερα δείγματα, τα πιο ζουμερά μέ­ ρη, ξεχώριζαν μόνο από το πόσο απολαυστικά ήταν και οι οψοφά­

γοι τα επέλεγαν σύμφωνα με τα γούστα τους και μόνο. Αφού λοιπόν το θρησκευτικό τυπικό προστάτευε το κρέας από γαστρονομικούς κανόνες, ο απαιτητικός λόγος των γευσιογνωστών ασχολιόταν απο­ κλειστικά με την ταξινόμηση, τη σύσταση και το σώμα του ψαριού.

Το κρέας έπρεπε να το μοιραστείς με άλλους. Το ψάρι ήσουν ελεύ­

θερος να το ερωτευτείς και να αρπάξεις τα καλύτερα κομμάτια για τον εαυτό σου. Στον πολύ μικρό αυτόν τομέα της αθηναϊκής οικο­ νομίας του 50υ και 40υ αιώνα π.χ., συναντάμε ένα πλήρως αναπτυγ­ μένο σύστημα καταναλωτικών αγαθών. Κατά την ελληνιστική περίοδο, μερικοί σχολιαστές του Ομήρου, οι επονομαζόμενοι «χωρίζοντες»*, επισήμαιναν ότι τα ψάρια μπορεί να μην τα συναντάμε όντως στα συμπόσια της «Ιλιάδος», στην «Οδύσ­

σεια» όμως υπήρχαν περιστάσεις όπου τα έτρωγαν. Αυτό θεωρήθη­ κε καθοριστική απόδειξη ότι τα δύο έπη είχαν διαφορετικό συγγρα­ φέα. Ενάντια σ' αυτή την άποψη, ο πολυμαθής Αρίσταρχος παρατη­ ρούσε ότι ο συγγραφέας της «Ιλιάδος» είχε εξορίσει την αλιεία και την ψαροφαγία από την Τροία, αλλά δεν αγνοούσε την ύπαρξη των αλιέων ή τις τεχνικές αλιείας και χρησιμοποιούσε μάλιστα το ψάρε-



Γραμματικοί των ελληνιστικών χρόνων που θεωρούσαν μόνο την "Ιλιάδα» έργο του Ομήρου και την "Οδύσσεια» την απέδιδαν σε άλλο ποιητή.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μα με καθετή και με τράτα σε παρομοιώσεις και μεταφορέ ς '7. Αυτό σήμαινε, από μία άποψη, όη τα δύο ποιήματα μπορεί να είχαν πράγ­

μαη ένα και μοναδικό συγγραφέα και, από άλλη, όη θα πρέπει να υπήρχε άλλος λόγος, εκτός της άγνοιας, για τον οποίο ο Όμηρος δεν ανέφερε το ψάρεμα στην «Ιλιάδα,,· ίσως ο ποιητής θέλησε να

αποφύγει το μικροπρεπές, ό,η θεωρείτο ταπεινωηκό, για τον ίδιο

λόγο που αποσιωπά τα λαχανικά. Στην περίπτωση αυτή όμως,

πώς εξηγείται το γεγονός όη η

αλιεία και η ψαροφαγία εμφανίζονταν στην «Οδύσσεια,,; Ο Αρίσταρ­ χος ισχυριζόταν όη αυτό συνέΒαινε μόνο σε ασυνήθιστες καταστά­ σεις, όταν οι ήρωες υπέφεραν από μεγάλη πείνα, για παράδειγμα. Μια τέτοια περίσταση ήταν το επεισόδιο στο οποίο ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του αποΒιΒάζονται σΊΟ νησί όπου φύλαγε τα κοπάδια

του ο Ήλιος, μετά τη σωτηρία τους από τη Σκύλλα και τη ΧάρυΒδη:

Μα σαν αρχίσαν οι θροφές να λείπουνε απ' το αμπάρι, κυ­ νΩγι να ζπτΩσουνε γυρίζαν απ' ανάγκπ, πιάνοντας ψάρια και πουλιά, κι ό, τι έΒρισκαν ομπρός τους, τι

n

πείνα τους τα θέ­

ριζε τα σωθικά.

Από τέτοια αποσπάσματα, φαίνεται καθαρά όη στον ομηρικό κό­ σμο, όπως κατά το Μεσαίωνα και σης αρχές της σύγχρονης Ευρώ­

πης, τα ψάρια θεωρούνταν η τροφή του φτωχού, μια τροφή για τη Σαρακοστή και τη νηστεία της Παρασκευή ς '8. Είναι προφανές όη δεν ταίριαζι; σε ήρωες του αναστήματος του Αχιλλέως και του Διομή­ δους να τους δουν να τρώνε τέτοιο φτωχικό φαγητό, εκτός αν ο ποι­ ητής ήθελε να δείξει όη είχαν φτάσει σε ακραία στέρηση. Οι Έλλη­ νες των μεταγενέστερων γενεών εντούτοις, οι όποιοι, όπως έχουμε

δει, είχαν πολύ ανώτερη άποψη για τα ψάρια, παρανόησαν το νόη­

μα της απουσίας και την είδαν εντελώς διαφορεηκά. Ο Αθήναιος, για παράδειγμα, πίστευε όη ο Όμηρος προστάτευε τους ήρωές του

όχι από μια διατροφή ζηηάνων, αλλά από την πολυτέλεια: ο ποιη­ τής δεν αναφέρει την κατανάλωση λαχανικών, ψαριών και πουλιών,

επειδή αποτελούν δείγμα καλοφαγίας [λ ΙΧVεία] *.



Λιχνεία σημαίνει και λαιμαργία και λιχουδιά, νοστιμιά.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Επομένως, όταν ο πλάτων διαπραγματεύεται την απουσία των ψαριών στον Όμηρο, την καταλαΒαίνει ενδεχομένως εντελώς λανθα­ σμένα, αφού εντάσσει την παράλειψη στο ίδιο πλαίσιο με τον απο­ κλεισμό των εταιρών, των περίπλοκων γλυκισμάτων και της σικελι­ κής κουζίνας, των διεφθαρμένων κι εξουθενωτικών συστατικών δη­ λαδή του δείπνου της κλασικής περιόδου. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα ψάρια θα πρέπει να ήταν κατάλληλη πηγή πρωτε'ίνών για τους κατοίκους της απλής πρωτόγονης πόλης

που

περιγράφει

ο

Σωκράτης,

μια θεόσταλτη τροφή

όπως

στην

"Οδύσσεια,,- επιπλέον, ήταν μια τροφή που Βρισκόταν σε ποτάμια και ακτές και ταίριαζε με τις λαχανίδες και τα Βελανίδια που θεω­ ρούσε κατάλληλα για τους κατοίκους της πρωτόγονης πόλης του. Μεταξύ Ομήρου και Πλάτωνος, μια τεράστια αλλαγή είχε επέλθει στις αντιλήψεις του τι εκπροσωπεί μια δίαιτα με ψάρια. Το κέντρο Βάρους έχει μετατεθεί από την ύπαιθρο στην πόλη, από κάτι που συλλέγεις σε κάτι που αγοράζεις. Τα συμπόσια του ομηρικού κόσμου λαμΒάνουν χώρα σε μια οικο­ νομία χωρίς χρήματα, μια οικονομία Βασισμένη στην ανταλλαγή δώ­

ρων και στα συνακόλουθα συστήματα προστασίας. Η θυσία αποτελεί αναμφίΒολα κομμάτι αυτής της οικονομίας της παροχής και το θυ­ σιαστικό κρέας αντιμετωπίζεται συχνά ως δώρο της πόλης ή ενός

μεμονωμένου πολίτη, για χάρη του οποίου γίνεται η θυσία, ένα δώ­ ρο προορισμένο να αποσπάσει την εύνοια των θεών και να ενώσει τους μετέχοντες στην πράξη της συνεστίασης. Η αμοιΒαιότητα επέ­

Βαλε την υποχρέωση να θυσιάζουν όλοι, μια υποχρέωση που ελάχι­ στοι μπορούσαν να αγνοήσουν. Ακόμα και οι διαΒόητοι χορτοφάγοι Πυθαγόρειοι ένιωθαν την ανάγκη να συμμετάσχουν στη θυσία περι­ στασιακά, για να αποφύγουν την κατηγορία της ασέΒειας. Η κατανά­ λωση κρέατος ήταν ένα θρησκευτικό καθήκον, αναπόφευκτο τελικά. Τα ψάρια από την άλλη ήταν το έκτακτο, κάτι που δεν μπορούσε να αιτιολογηθεί παρά με Βάση την απλή αγάπη της απόλαυσης. Από την

άποψη αυτή, οι αρχαίοι χορτοφάγοι διαφέρουν ριζικά από τους συγχρόνους τους, οι οποίοι είναι ΠΙο πρόθυμοι να φάνε ψάρι από κάθε άλλο ςώο. Και στις δύο περιπτώσεις, ο αποφασιστικός παρά­ γοντας είναι ενδεχομένως η σχετικά αναίμακτη σύσταση των ψα­

ριών 19 .

53

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Περιστασιακά, το κρέας έφτανε από το βωμό στην αγορά, αλλά εκεί το βρίσκουμε σε πολύ σπάνιες περιστάσεις. Η δυνατότητά του να γίνει καταναλωτικό αγαθό ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη, όπως έχουμε δει, λόγω του ισομετρικού τεμαχισμού που απαιτούσε το τε­ λετουργικό. Το ψάρι, από την άλλη, είναι η πεμπτουσία του κατα­ ναλωτικού αγαθού. Η αγορά είναι το στοιχείο του. Τυχαίνει μάλιστα μερικές φορές να το συγκρίνουν με το χρήμα. Σε κάποιο σημείο, ο

Αριστοφάνης περιγράφει το ασήμι που εισρέει στην Αθήνα από τους

συμμάχους της σαν ένα κοπάδι από τόννους, που τους διακρίνει να κολυμπούν μακριά, στ' ανοιχτά της θάλασσας. Στις κωμωδίες, ακού­ γονται διάφορα αστεία που συγκρίνουν τα λέπια των ψαριών με τα μικρά κέρματα που κουβαλούσαν οι Αθηναίοι μέσα στο στόμα τους*.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι αλιείς

-

οι

οποίοι στον αρχαίο κόσμο παρουσιάζονταν συχνά σαν στερεότυπα εξαιρετικής φτώχειας

-

απουσιάζουν από τα αθηναϊκά έργα περί

ψαρομανίας, όντας ίσως θύματα του γεγονότος ότι τα προϊόντα τους

είχαν γίνει φετίχ. Αντίθετα, το ενδιαφέρον των έργων επικεντρώνε­ ται μόνιμα και ακατάπαυστα στην αγορά και τη διαδικασία της αγο­

ραπωλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις κωμωδίες βλέπουμε συ­

χνά να διακωμωδούνται οι πωλητές ψαριών ως άνθρωπο·ι άπληστοι, συνήθως αλλοδαποί, που προσπαθούν να κοροϊδέψουν τον πολίτη­

καταναλωτή. Ένα τέτοιο παράδειγμα υπάρχει στο θεατρικό του Αντι­ φάνους «Φιλοθήβαιος»:

Δεν είναι παράξενο ότι, όταν κάποιος τύχει να πουλάει ψάρια φρέσκα, ρας ριλάει κακότροπα και κατσούφικα και ρε σριχτά τα φρύδια, όταν όρως τα ψάρια του είναι ρπαγιάτικα, είναι όλο γελάκια και αστειάκια; Κανονικά, θα έπρεπε να συρ­

Βαίνει το αντίθετο. ΣΤΩν πρώΤΩ περίπτωσΩ,

θα έπρεπε να

γελάει ο πωλΩτΩς, σΤΩ δεύτερΩ να κλαψουρίζει.

Σ' ένα άλλο απόσπασμα από την «Πορφύρα" (δηλαδή το πορφυ­ ρό ψάρι) του Ξενάρχου, υπάρχει ένας ήρωας που επαινεί τους πω-



Αναφέρεται στα αργυρά τριημιτεταρτημόρια των Αθηνών, που ήταν τόσο μικρά ώστε οι Αθηναίοι τα μετέφεραν μέσα στο στόμα τους.

54

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

λητές ψαριών επειδή επιδεικνύουν μεγαλύτερη φαντασία κι από τους ποιητές, όταν χρειαστεί να επινοήσουν τρόπους για να παρα­

κάμψουν κάποιον (πιθανότατα φανταστικό) νόμο:

Αφού λοιπόν δεν έχουν πια τπν άνεσπ να φρεσκάρουν τπν πραμάτεια τους με νερό

-

το απαγορεύει ο νόμος

-

ένας απ'

αυτούς τους τύπους, εχθρός των θεών, 8λέπovτας τα ψάρια του αφυδατωμένα, πιάσΤΩκε επίτπδες σε κα8γά με τους άλ­ λους εμπόρους Άρχισαν να πέφτουν μπουνιές και προς στιγ­ μιΊ φάνΩκε χτυππμένος θανάσψα. Πέφτει κάτω λοιπόν και 8α­

ριανασαίνει σαν να ξεψυχά, ανάσκελα ξαπλωμένος ανάμεσα στα ψάρια του. Φωνάζει κάποιος "Νερό Ι Νερόl» Αμέσως, αρ­

πάζει μια κανάτα ένας άλλος ομότεχνός του και του τπν αδειά­ ζει, χωρίς να τον πετύχει καθόλου, καταφέρνει όμως να μου­ σκέψει τα ψάρια. Θα μπορούσες να ορκιστείς ότι τα ψάρια μό­

λις τα είχαν 8γάλει από τπ θάλασσα.

Τέτοιοι κίνδυνοι ελλόχευαν στην αγορά ώστε ο συγγραφέας της πρώτης ελληνιστικής περιόδου Λυγκεύς ο Σάμιος έγραψε μια πραγ­

ματεία για το σωστό τρόπο να ψωνίζεις ψάρια, απευθυνόμενος σ' ένα φίλο του που δεν τα κατάφερνε στα ψώνια. Τον συμΒουλεύει να κουΒαλάει μαζί του ένα αντίτυπο του Αρχεστράτου για να τρομάζει τους πωλητές:

Ένα πράγμα που θα σου φανεί χριΊσψο, όταν σταθείς στους πάγκους τπς ψαραγοράς αντψέτωπος με τους αδίστακτους, τους αvυπoxώΡΩτoυς σε θέματα τιμών, είναι να κακολογείς Τα ψάρια κάνοντας αναφορά στον Αρχέστρατο, το συγγραφέα τπς

"Ηδυπάθειας", ιΊ σε κάποιον άλλο ΠΟΙΩΤιΊ, και λέγοντας το στίχο:

"n

μουρμούρα που συχνάζει στις ακτές είναι ένα φρι­

χτό ψάρι που δεν αξίζει δεκάρα,,· και για δοκίμασε και τπ φράσπ 'ιΥουφάρι να αγοράζεις, όταν τελειώνει το φθινόπωρο», ενώ τώρα αλίμονο είναι άνοιξπ, και το καλοκαίρι να λες: "ο

κεστρέας είναι θαυμαστός, όταν φτάνει ο χεψώνας" και πολ­ λές άλλες τέτοιες φράσεις Θα τρομοκρατιΊσεις πολλούς αγο­ ραστές και παραστεκάμενους και θα αναγκαστεί ο πωλΩτιΊς να

δεχτεί όποια τψιΊ θεωρείς εσύ δίκαιπ 2Ο •

55

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Οι εν λόγω πωλητές ψαριών ανήκαν σ' ένα τυπικά αστικό περι­ βάλλον πανούργων απατεώνων και δολίων πωλητών, αφού μια συνέ­ πεια της εισαγωγής των ψαριών στην εμπορευματική οικονομία ήταν

ότι κατέληξαν να θεωρούνται μέρος της κοινωνίας της πόλης. Όταν

τύχει να κάνουν τα ψάρια την εμφάνισή τους στην ύπαιθρο, μοιά­

ζουν σχεδόν εξωτικά, όπως φανερώνει το πιο κάτω απόσπασμα μιας σάτιρας των αγροτών:

-

Εσύ, Πιστέ, πάρε μερικά χρήματα και πήγαινε να μου κά­

νεις τα ψώνια.

Όχι, εγώ ποτέ δεν έμαθα να παζαρεύω σΤΩν αγορά. Πες, εσύ Φιλούμενε, ποιο είναι το αγαΠΩμένο σου ψάρι;

Μ' αρέσουν όλα. ΑπαρίΘμΩσέ τα ένα ένα· ποιο ψάρι Θα ήθελες να δοκιμά­ σεις;

-

Αοιπόν, ήρθε κάποτε ένας ιχΘυοπώλΩς στο χωράφι και εί­

χε μαρίδες μαζί του και μπαρμπουνάκια και, μα το Δία, τον αγαπήσαμε όλοι μας!

-

Ώστε και τώρα Θα 'τρωγες μερικά τέτοια; Ναι, κι ό, τι άλλο μικρό υπάρχει· διότι, κατά ΤΩ ΥνώμΩ μου,

όλα εκείνα τα μεγάλα ψάρια είναι ανΘρωποφάγα.

Η έννοια του επαρχιώτη που δεν έχει ιδέα από ψάρια φτάνει του­ λάχιστον ως τον Αριστοφάνη, ο οποίος σ' ένα έργο του περιγράφει έναν κάτοικο της πόλης που αποφασίζει να μετακομίσει στην επαρ­

χία, για «να τρώει σπίνους και τσίχλες αντί να σπαταλάει τον καιρό του σΤΩν αγορά για ψαράκια, δύο Ωμερών παλιά, πανάκρι8α και τα­

λαιπωΡΩμένα από τα χέρια του άνομου ψαροπώλΩ,,2Ό Το να τρως ψά­ ρια και να ξέρεις ποια να προτιμήσεις δεν είναι μόνο ένδειξη μο­ ντερνισμού και κοσμικότητας, αλλά και σημάδι αστικοποίησης.

Το πάθος των αρχαίων για το ψάρι λοιπόν μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από το τι δεν ήταν αυτό, από την άποψη της θέ­

σης του σε μια σειρά τεμνόμενων αντιθέσεων που το αντιπαρέβαλαν με άλλα είδη τροφής. Την κατανάλωση ψαριών δεν τη Βάραινε μια προϊστορία πανηγυρικών συμποσίων ή ομηρικών επών, ούτε οι στο­

χασμοί του Πλάτωνος περί πρωτόγονης κατάστασης. Δεν ήταν μια

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

δραστηριότητα σοΒαρή ή αξιοσέΒαστη. Τα ψάρια δεν τα έσφαζαν

ούτε τα μοιράζονταν σ' ένα τελετουργικό συμΒολικό πλαίσιο. Τα ψά­ ρια Βρίσκονταν εκτός θυσιαστικού χώρου και εκτός επισήμων συ­ μποσίων. Δεν είχαν δημόσιο ρόλο ή ευθύνες, ήταν ελεύθερα να εί­ ναι ο εαυτός τους ήταν η πεμπτουσία του μοντέρνου αγαθού που εξελίχθηκε στο απόλυτο φετίχ της ιδιωτικής κατανάλωσης, ένα φα­ γητό του οποίου η αξία μπορούσε να μετρηθεί μόνο σύμφωνα με την ελκυστικότητα και τη ζήτησή του" ένα αντικείμενο διαρκούς εκτίμη­

σης ανάλογα με το είδος και τον τύπο του συγκεκριμένου ψαριού" και τέλος θέμα ενός έξοχου λόγου, για το οποίο επιχειρηματολο­ γούσαν και παζάρευαν σε κωμωδίες και επίσημα δείπνα, σε αγορές και διατριΒές.

Επικίνδυνο συμπλήρωμα καλά ως εδώ. Έχουμε απαντήσει στο ερώτημα του Σωκράτους.

Χάρη στον Πλούταρχο, ξέρουμε τι είναι ο οψοφάγος και μπορούμε να καταλάΒουμε γιατί οι φιλόσοφοι ανησυχούν επ' αυτού. Ο οψοφά­ γος ήταν ένας ψαρομανής. Οι ψαρομανείς τρελαίνονταν για τα ψά­ ρια και οι φιλόσοφοι τους θεωρούσαν παρακμιακούς. Δυστυχώς, ο Πλούταρχος δε Βρισκόταν στο συμπόσιο και το ερώτημα δεν είναι

τόσο απλό. Ο Ξενοφών διαπραγματεύεται επισταμένα αρκετές πιθα­ νές εξηγήσεις της έννοιας της οψοφαγίας, στις οποίες όμως δεν πε­ ριλαμΒάνεται η ψαροφαγία. Αλλά αν το κουσούρι της οψοφαγίας δεν

είναι η ψαροφιλία, τότε τι είναι; Είναι ανάγκη ίσως να επανέλθουμε στα Βασικά. Το ουσιαστικό οψοφαγία και το ρήμα οψοφαγέω εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία προς τα τέλη του 50υ αιώνα, στην ποίη­

ση του Αριστοφάνους. Για παράδειγμα, στις «Νεφέλες» ο παλαιών αρχών Δίκαιος Λόγος στη διάρκεια του τσακωμού του με τον κακό­ τροπο Άδικο Λόγο, ισχυρίζεται ότι το οψοφαγείν είναι μια κακιά συνήθεια των Αθηναίων που απαγορευόταν σε παλιότερες εποχές,

όπως απαγορεύονταν τα χάχανα, το σταυροπόδι και το να αρπάζεις το σέλινο από τους μεγαλυτέρου ς σου. Σ' ένα άλλο σημείο των «Απομνημονευμάτων» του Ξενοφώντος, ο Σωκράτης Βλέπει κάποιον να κακομεταχειρίζεται το δούλο του. Όταν ρωτάει τι του έκανε για

57

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

να αξίζει τέτοια τιμωρία, ο αφέντης απαντάει ότι τον δέρνει επειδή είναι «ένας οψοφάγος του χειρίστου είδους>. Είναι προφανές ότι η λέξη αποτελείται από δύο στοιχεία: το ουσιαστικό όψον και το ρή­ μα φαγέω. Το φαγέω σημαίνει τρώω. Είναι προφανές λοιπόν ότι ο

οψοφάγος είναι ένας άνθρωπος με κατακριτέες διατροφικές συνή­ θειες. Και το όψον θα έπρεπε να έχει αρκετά ξεκάθαρη σημασία. Ενώ εμείς όταν μιλάμε συνήθως περί διατροφής, λέμε ότι συνίσταται από

δύο στοιχεία, το φαγητό και το ποτό, οι Έλληνες διέκριναν τρία στοιχεία, κι αυτό επειδή διαιρούσαν τη στερεά τροφή σε δύο άλλα ευδιάκριτα μέρη: το βασικό είδος διατροφής και αυτό που τρως ως

συνοδευτικό, δηλαδή σίτος και όψον. Το βασικό είδος διατροφής ήταν συνήθως ψωμί φτιαγμένο από σιτάρι ή άλλο δημητριακό. Το όψον αντιπροσώπευε σχεδόν όλα τα άλλα. Αυτή η τριπλή διαίρεση της διατροφής σε βασικό είδος, άρτυμα (ή προσφάι) και ποτό, ή σε

άρτον, όψον και οίνον, εμφανίζεται σε πολυάριθμα αποσπάσματα της

. αρχαίας γραμματείας από τον Όμηρο και μετά, κάθε φορά που οι Έλ­ ληνες συζητούν τη διατροφή από ιατρική, οικονομική ή ηθική άπο­

ψη. Το πιο ξακουστό παράδειγμα είναι ενδεχομένως η ιστορία για το πώς ο Μέγας Βασιλεύς Ξέρξης αντάμειψε το Θεμιστοκλή, όταν κατέφυγε στην Περσία, παραχωρώντας του τα έσοδα τριών πλούσιων πόλεων για τις ανάγκες του,

Αάμψακο για τον οίνο του

«Tn Mayvnaia για τον άρτο του, rn και rn Μυούντα για το όψον του»22.

Ο οψοφάγος λοιπόν, για να λέμε τα πράγματα απλά, είναι κά­ ποιος που τρώει όψον, που τρώει προσφάι, «αυτός που τρώει μη

αμυλώδη τροφή». Αυτή η ονομασία εντούτοις δεν είναι όσο ξεκάθα­ ρη φαίνεται. Κατ' αρχάς, δε φαίνεται να χαρακτηρίζει κανέναν, αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνο με ψωμί. .. Στο σημείο αυτό, ίσως θα πρέπει να επανέλθουμε στο συμπόσιο και να αφήσουμε το Σωκράτη να μας τα πει με δικά του λόγια:

«Διότι πάντες μεν τρώγουν μετά του άρτου προσφάγιον, όταν

υπάρχn· αλλά νομίζω ότι διά τούτο τουλάχιστον δεν καλού­ νται οψοφάγοι».

«Βε8αίως όχι», είπέ τις των παρόντων. «Και τι δε», είπεν, «εάν τις άνευ άρτου τρώγn μόνον το προ­

σφάγιον, ουχί ένεκα διαίτnς, αλλά από ευχαρίστnσιν, ποίον εκ

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

των δύο φαίνεται ότι είναι οψοφάγος rί όχι;» «Δυσκόλως θα .nταν άλλος τις οψοφάγος», είπεν. Και άλλος τις εκ των παρόντων, «ο δε τρώγων ρε ολίγον άρ­ τον πολύ προσφάγlOν;»

«Εις ερέ ρεν, και αυτός φαίνεται ότι δικαίως θέλει OνOpασθrί οψοφάγος», είπεν ο ΣωΚΡάτnς.

Εκείνη την ώρα πια, είχαν αρχίσει να καίνε τ' αφτιά του νεαρού,

του οποίου τις διατροφικές συνήθειες μελετούσαν εξονυχιστικά. Κρυφά παίρνει ένα κομμάτι ψωμί. Ο Σωκράτης προσέχει αυτή την

αβρή χειρονομία και, καθώς δεν είναι από αυτούς που αφήνουν τί­

ποτα ασχολίαστο, ζητάει από τους διπλανούς του νεαρού να προσέ­ ξουν ότι δε χρησιμοποιεί το ψωμί ως απλή γαρνιτούρα, «παΡaτnΡεί­ τε ποίον εκ των δύο, τον άρτον ως προσφάγlOν rί το προσφάγlOν ως

άρτον θα xpnaιponorrί". Τα τρία στοιχεία της διατροφής ήταν προσεχτικά διαφοροποιη­ μένα στην πράξη. Το φαγητό και το ποτό, κατ' αρχάς, ήταν επίσημα εντελώς χωριστές δραστηριότητες όταν τελείωνε το δείπνο, παρα­

μέριζαν τα τραπέζια και σκούπιζαν το δάπεδο πριν αρχίσει το συ­ μπόσιο, το υγρό μέρος του γεύματος. Τα βασικά είδη διατροφής και

το όψον δε χωρίζονταν τόσο ριζικά, αλλά έχουμε αρκετές ενδείξεις ότι ένα αυστηρό σύνολο διατροφικών κανόνων ενσωμάτωνε και αυ­ τή την ουσιώδη διάκριση στη δομή της εστίασης. Η πρακτική της

βρώσης με τα δάχτυλα μοιάζει σ' εμάς τους δυτικούς σαν απουσία μάλλον παρά σαν διαφορά τρόπων. Εντούτοις, αντίθετα προς τη δη­ μοφιλή είκόνα_ των μεσαιωνικών συμποσίων, όπου οι συνδαιτυμόνες

με τα λαδωμένα πρόσωπα ξεσχίζουνε ανέμελα κομμάτια από τη σάρ­ κα των ζώων, οι κοινωνίες που χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να φάνε έχουν πολύ αυστηρούς κανόνες, που καθορίζουν όχι μόνο

ποιο χέρι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για ποιο φαγώσιμο, αλλά και ποιο τμήμα του χεριού, ποια δάχτυλα και ποια τμήματα των δα­ χτύλων. Το να τρώνε με το χέρι ήταν τόσο φυσικό και αναπόσπαστο

κομμάτι της ζωής των αρχαίων ώστε σπάνια αναφέρεται στις πηγές υπάρχουν όμως αρκετές ενδείξεις ότι οι Έλληνες είχαν εξίσου αυ­

στηρούς τρόπους με άλλους πολιτισμούς που έτρωγαν έτσι.

Ο

Πλούταρχος, για παράδειγμα, αναφέρει κάπου αινιγματικά ότι τα

59

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

παιδιά διδάσκονται να χρησιμοποιούν ένα δάχτυλο για να πάρουν παστό ψάρι, αλλά δύο για το φρέσκο. Οι τρόποι στο τραπέζι φαίνε­ ται ότι ήταν η Βασική μέθοδος για να διαχωρίζουν τα δύο στοιχεία της τροφής την ώρα του φαγητού. Η Μάργκαρετ Βίσερ συνήγαγε

από τη συνήθειά τους να ακουμπούν στον αριστερό αγκώνα ότι οι

Έλληνες και οι Ρωμαίοι, όπως οι αρχαίοι Κινέζοι, δε χρησιμοποιού­ σαν καθόλου το αριστερό χέρι στο φαγηΤό. Φαίνεται μάλιστα ότι οι

τρόποι τους στο τραπέζι έμοιαζαν αρκετά μ' εκείνους των ΑΒΒασι­ δών*, της δυναστείας που τους διαδέχτηκε στη Μέση Ανατολή' οι τε­

λευταίοι έπιαναν με το αριστερό χέρι μόνο το ψωμί, φυλάγοντας το δεξί για τα πιάτα από τα οποία έτρωγαν όλοι μαζί και για να φέρ­ νουν την τροφή στο στόμα τους, κάτι που ήταν απόλυτα εφικτό ακό­ μα και στους μισοξαπλωμένους Έλληνες (η ξαπλωτή στάση ούτως ή άλλως δεν ήταν καθημερινή πρακτική). Έτσι, με το αριστερό χέρι

έπαιρναν τον σίτον και με το δεξί το όψον. Ο Πλούταρχος αναφέ­ ρει ότι επέπλητταν τα παιδιά, όταν χρησιμοποιούσαν τα χέρια τους

με λάθος τρόπο. Αυτή η πρακτική διασαφηνίζει δύο αποσπάσματα της κλασικής περιόδου. Ο Ξενοφών, για παράδειγμα, περιγράφει τη

σκηνή του Κύρου, στην οποία οι μάγειροι των όψων στέκονταν δε­ ξιά και οι φουρνάρηδες αριστερά, ενώ ο Άλεξις, σε μια σατιρική επί­

θεση κατά του καλοφαγά Καλλιμέδοντος, προτείνει να του φτιάξουν ένα άγαλμα στην αγορά που να τον δείχνει με μια ψητή καραΒίδα

στο δεξί χέρι, έτοιμος να τη φάει 23 . Ενδεχομένως να υπήρχαν, όπως σε πολλές σύΥχρονες κοινωνίες,

κάποιες υγειονομικές συνήθειες που συμπλήρωναν τις διατροφικές συνήθειες, των οποίων ο συνδυασμός δημιουργούσε ένα σύστημα

Βασισμένο στην ιδέα του καθαρού χεριού, το οποίο μπορεί να Βου­ τήξει κανείς στα κοινά πιάτα, και του Βρόμικου χεριού, που το κρα­ τάει για τον εαυτό του. Η διάκριση σίτου/όψου εξαρτάται ίσως από μια ακόμα πιο σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ φαγητού και απεκ­ κρίσεων.

Αυτή η διάκριση, που από τη μία μεριά είναι ένα χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής τόσο ασήμαντο και αδιάφορο ώστε θα μπο-



Οι ΑΒΒασίδες είναι η τρίτη δυναστεία χαλιφών διαδόχων του Μωάμεθ, που ιδρύ­ θηκε το

750

μ.χ. με έδρα τη Βαγδάτη.

60

ΑΡΧΑΙΟΙ

ρούσε να

διαφύγει

της

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

προσοχής

των μεταγενεστέρων,

μοιάςει

εντούτοις κλασική περίπτωση μιας συνήθειας η οποία μεταγράφει

την ιδεολογία σε πρακτική. Ένα συγκεκριμένο σύνολο δοξασιών για τον κόσμο ενισχύεται περισσότερο παρά αδρανοποιείται όταν απο­ φεύγεις να το συςητάς, αποβλέποντας στη συνήθεια μάλλον παρά

στην ιδεολογία και σε μια κατάσταση πέραν της γλώσσας, της αμφι­ σβήτησης και της επιχειρηματολογίας μέσα στο πολιτιστικό ασυνεί­ δητο. Αντί να διατυπωθούν ρητά, η αξία και το νόημα μπορούν να

αποδοθούν μέσω προσεκτικά διαμορφωμένων διαφορών ανάμεσα σε συμβολικά φορτισμένες ςώνες και κατευθύνσεις. Σε μια πόλη όπως η Αθήνα, οι αντιτιθέμενοι χώροι, όπως τα διαμερίσματα των γυναι­ κών και το δωμάτιο των αντρών, ή το εσωτερικό του σπιτιού και οι δημόσιοι δρόμοι, είχαν συμβολική φόρτιση. Στην περίπτωση του φα­

γητού, η σημασία μπορεί να γίνει αντιληπτή στους προσανατολι­ σμούς της προσωπικής γεωγραφίας αριστερά και δεξιά, πάνω και

κάτω, βασικό είδος και όψον24 • Το όψον δεν είναι ένα υλικό αντικεί­ μενο, δεν είναι όμως ούτε μια ιδέα. Είναι, πάνω απ' όλα, ένας χώρος. Αυτός ο χώρος αποδεικνύεται κάπως ασαφής. Έχει μια καταξιω­ μένη θέση στη διατροφή κι εντούτοις μοιάςει κάπως πλεονάςων, σκέτα διακοσμητικός. Σε αυτό μοιάςει αρκετά με ό,τι ορίςει ο Ντε­ ριντά ως μόνιμη πηγή αγωνίας στη δυτική φιλοσοφία, μια προσθή­ κη η οποία φαίνεται να συμπληρώνει κάτι και εντούτοις να είναι

άσχετη, απειλώντας όλη την ώρα να ξεχάσει τον αμελητέο, υποταγ­ μένο ρόλο της και να καταλάβει αυτό που υποτίθεται απλώς ότι συ­ μπληρώνει ή εξωραίςει. Ακολουθώντας το Ρουσσώ, ο Ντεριντά απο­ κάλεσε αυτή την ασαφή προσθήκη «επικίνδυνο συμπλήρωμα», μια

φράση που φαίνεται να περιγράφει με αρκετή ακρίβεια το όψον, το διαιτητικό συμπλήρωμα. Πολλά αποσπάσματα ασχολούνται με το όψον ως κάτι ουσιώδες είναι αυτό που πιάνει το δεξί χέρι ως συ­ μπλήρωμα του ψωμιού που πιάνει το αριστερό' είναι ένας από τους τρεις στυλοβάτες της ύπαρςης και αναφέρεται σε αμέτρητα αρχαία

κείμενα περί διατροφής. Ξεφυτρώνει σε περιγραφές καθημερινών δαπανών μαςί με άλλα στοιχειώδη, όπως το κριθάρι και τα ξύλα. Εί­

ναι προαπαιτούμενο επιδομάτων και μισθώ~5. Από την άλλη, μπορεί να θεωρηθεί ως απλό διαιτητικό εςάρτημα, που μοναδικό σκοπό έχει

να κάνει πιο εύγευστο το πραγματικά θρεπτικό κομμάτι της διατρο-

61

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

φής, το Βασικό είδος. Αυτή την αντιμετώπιση του όψου ως απλής γαρνιτούρας τη συναντάμε από νωρίς στα αρχεία. της ελληνικής

γραμματείας, σ' ένα απόσπασμα αρκετά γνωστό στο σωκρατικό κύ­ κλο, το οποίο παραθέτουν τόσο ο πλάτων όσο και ο Ξενοφών: εί­ ναι μια σκηνή από την «Ιλιάδα», στην οποία ο ποιητής περιγράφει την υπηρέτρια: του Νέστορος να φέρνει ένα χάλκινο κάνιστρο γεμάτο

κρεμμύδια, τα οποία προσθέτει στο ποτό ως όψον [έπι ποτφ Οψον]. Η συνήθης διαφοροποίηση την ώρα του φαγητού ανάμεσα στο αρι­

στερό και το δεξί, στο πάνω και το' κάτω, μεταφράζεται εύκολα σε αντιθέσεις με ιδεολογική χροιά: ουσία και διακόσμηση, αναγκαιότη­ τα και υπερΒολή, αλήθεια και επίφαση. Τα άλλα δύο στοιχεία της διατροφής προσδιορίζονται και ελέγ­

χονται χωρίς δυσκολία. Η λέξη ψωμί μπορεί να αντικατασταθεί από το σίτο και το νερό ή το κρασί από τον πότο, ενώ μια τέτοια απλή λύση δεν υπήρχε για το χώρο του όψου, ο οποίος εκ φύσεως ήταν

δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού ήταν ένας χώρος διαιτητικής ποι­ κιλίας. Οι φιλόσοφοι ειδικότερα ένιωθαν Βαθύτατη καχυποψία για ένα κομμάτι της διατροφής το οποίο αντιπροσώπευε μια ευκαιρία για νεωτερισμούς και υπερΒολές, όπως διευκρινίζει ο Πλάτων σε κάποιο σημείο της «Πολιτείας». Ο Σωκράτης φαντάζεται μια παλαιό­ τερη πρωτόγονη κοινωνία:

Δεν θα ςουν ετoψάςOVΤα~ σίτο, κρασί, ρούχα και υποδΩρατα;

[. .. ]

Δεν θα τpέφωVΤαι φτιάνOVΤα~ Kpιθαpόπιτε~ και ψωρί ρε

σιταρένια άλευρα, που θα τα ψΩνουν και θα τα ςυρώνουν, και κατόπιν Bάνovτα~ σε KaλαpένlOυ~ δίσKoυ~

n επάνω

σε καθα­

ρά φύλλα ρεΥάλα τηΥανόψωρα και ψωριά, δεν θα ξαπλώνωvται σε στΡώρατα από σρίλακα και pυpσίνε~, και δεν θα KaλOτpώ­ νε αυτοί και τα παιδιά τoυ~, και δεν θα κουτσοπίνουν φορώ­ vτα~ στεφάνια στο κεφάλι και υpνoλoyώvτα~ τoυ~ θεoύ~ σε

ευxάpιστε~ ρεταξύ τoυ~ συvτpoφιέ~; Μετά απ' αυτή την παρέκΒαση σε μια· αρχαία ειδυλλιακή σκηνή, ο

Γλαύκων διακόπτει για να επισημάνει μια προφανή παράλειψη:

-

Kαθώ~ φαίνεται παpoυσιάςει~ τoυ~ ανθρώπους σου να

τρώνε xωpί~ όψον.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Έχεις δΙκlO, λέει ο ΣωκράΤΩς υποκριτικά, εξέχασα ότι θα έχουν και όψον.

Και συνεχΙζει την απαρΙθμηση των πιο ξεκάρφωτων πραγμάτων που του έρχονται στο μυαλό: αλάτι, ελιές και τυρΙ και οποιοδήπο­ τε λαχανικό μπορεΙ να μαζέψει κανεΙς στους αγρούς: ΒελανΙδια, για παράδειγμα. Ο Γλαύκων εξοργΙζεται και σχολιάζει μάλλον δόλια ότι ο Σωκράτης μιλάει σαν να σκοπεύει να ταίσει μια πόλη γουρουνιών.

-

Και τι πρέπει να

yivn,

Γλαύκων; ρωτάει ο ΣωκράΤΩς κι

εκεΙνος του απαντάει:

-

[Να έχουν οι άνθρωποι] Τα συΥΩθισρένα.

Ο Σωκράτης αντικρούει το Γλαύκωνα, εν προκειμένω, διότι ο τε­ λευταΙος μιλάει όχι απλώς για μια πόλη, αλλά για μια πόλη που κα­ λοπερνάει, μια πόλη με κρεΒάτια και τραπέζια και όλα τα άλλα έπι­ πλα, και συνεχΙζει περιφρονητικά:

-

Και όψα, φυσικά, και ρυρωδικά και θυριάρατα και εταΙρες

και ΥλυκΙσρατα, και κάθε εΙδος από το καθένα τους6. Ο Πλάτων εΙχε τη φήμη προσεκτικού συγγραφέα. Μετά το θάνα­ τό του, Βρέθηκε στα υπάρχοντά του μΙα δέλτος με τις οκτώ πρώτες λέξεις της «ΠολιτεΙας» γραμμένες σε διαφορετικές παραλλαγές. Η αδιαφορΙα που δεΙχνει εδώ ο Σωκράτης εΙναι εξαιρετικά καλά μελε­ τημένη και ερμηνεύει τέλεια το πρόΒλημα που υπάρχει με το όψον. Το όψον έχει ήδη μια καταξιωμένη θέση στις παραδόσεις της ελλη­ νικής διατροφής και δεν μπορεΙ να εκτοπισθεΙ εντέλει> αλλά αυτή η

παράλειψη το τοποθετεΙ σταθερά στην αμελητέα θέση του. ΕΙναι κά­ τι που πρέπει να αΥνοηθεΙ> να αποΒληθεΙ ή να ξεχαστεΙ, κάτι εντε­ λώς ασήμαντο. Όταν αναγκάζεται να μιλήσει για την αΒλεψΙα, ο Σω­ κράτης αποπειράται να προσδιορΙσει το όψον σε φυσική κατάστα­

ση· γεμΙζει το διαιτητικό χώρο με τα πιο αδιάφορα εδώδιμα, οΤΙbή­ ΠΟΤε εΙναι πρόχειρο, ό,τι απαιτεΙ ελάχιστη προετοιμασΙα. Αλλά και στην «Κύρου παιδεΙω>, ένα ιδεαλιστικό και ασκητικό όραμα της πα­

λιάς ΠερσΙας, ο Ξενοφών διαπραγματεύεται το όψον μ' έναν ανάλο-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

γα περιοριστικό τρόπο, εκμηδενίζοντας προοδευτικά τη σημασία του, θα λέγαμε. Στο παλιό εκπαιδευτικό σύστημα, μας λέει, τα αγό­ ρια ως τα δεκαέξι δεκαεφτά τους ζούσαν με ψωμί ως σίτο, νερό από ένα ποτάμι ως πότο και κάρδαμο ως όψον. Τα λίγο μεγαλύτερα αγό­ ρια, τα οποία ο Ξενοφών αποκαλεί εφήΒους, πήγαιναν για κυνήγι με το ψωμί μιας μέρας και το μοναδικό όψον τους ήταν ό,τι κατάφερ­ ναν να πιάσουν στους αγρούς. Στο σημείο αυτό, το όψον έχει γίνει

μια απλή ευκαιρία. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα εντούτοις, ο Σωκρά­ της έφτανε ακόμα πιο μακριά και έτρωγε μόνο όση τροφή ήταν απα­

ραίτητη «ώστε η επιθυμία της τΡοφΏς Ώτα εις αυτόν ως όψον» και η

όρεξη το καλύτερο άρτυμα 27 • Οι προσπάθειες των φιλοσόφων να παραΒλέψουν, να συνθλίψουν ή να μειώσουν το όψον σ' έναν κενό χώρο είναι απόδειξη της Βαθύ­ τατης ανησυχίας τους για την όλη κατηγορία. Το επικίνδυνο συ­ μπλήρωμα απειλεί να εκτρέψει το φαγητό από διατροφή σε απόλαυ­ ση και να σφετεριστεί μάλιστα το χώρο που κατέχει το ψωμί ως θε­ μελιώδες στοιχείο της ύπαρξης. Η ανησυχία αυτή είναι που εξηγεί

τη μεγάλη ενόχληση του Σωκράτους για τους τρόπους του νεαρού στο συμπόσιο, με το οποίο αρχίσαμε. Ο οψοφάγος, με την πράξη του να μην πάρει καθόλου ψωμί ή ελάχιστο μόνο, απειλεί να ανα­ τρέψει τη διαιτητική ιεραρχία και να αφήσει την απλή διατροφή να

εκτραπεί σε απόλαυση. Το αμάρτημα του οψοφάγου δεν έγκειται στο ότι τρώει όψον, όπως κάνουν και όλοι οι άλλοι, αλλά στο ότι ζει μόνο από αυτό.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης πωλητής ψαριών; Μία εκδοχή του αμαρτήματος της οψοφαγίας λοιπόν σχετίζεται με την προσεχτική εξισορρόπηση των στοιχείων διατροφής, έτσι ώστε να διατηρηθεί το Βασικό είδος ως τέτοιο και όλα τα υπόλοιπα να είναι διακοσμητικά. Η εκδοχή του Πλουτάρχου, από την άλλη, λέει πιο ειλικρινά ότι οψοφαγία είναι η αγάπη για τα ψάρια. Πώς

μπορεί να συμφιλιωθούν αυτές οι δύο διαφορετικές εκδοχές; Ποια­ νού

την

ερμηνεία

εμπιστευόμαστε,

του

εξέχοντος

αρχαιολόγου

Πλουτάρχου ή του Ξενοφώντος, ο οποίος ήταν ΒέΒαια αξιόπιστος μάρτυρας της γλώσσας της εποχής του;

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Για να επιλύσουμε αυτή τη διαφορά, χρειάζεται να κάνουμε μια άλλη παράκαμψη, σε μια άλλη διχογνωμία και σ' ένα άλλο σημείο του αρχαίου κόσμου, στη θάλασσα της Γαλιλαίας επί αυτοκράτορα

ΤιΒερίου. Μια άτυχη νύχτα τελειώνει επιτέλους και στο νερό εμφα­ νίζεται μια Βάρκα με πολλούς ψαράδες αλλά καθόλου ψάρια. Στο φως που χαράζει, μια φιγούρα διακρίνεται στην ακτή. Ρωτάει τους

ψαράδες αν έπιασαν τίποτα. Εκείνοι απαντούν ότι δεν έχουν πιάσει ούτε λέπι. Τους συμΒουλεύει να ρίξουν τα δίχτυα τους στη δεξιά πλευρά της Βάρκας. Ακολουθούν τις οδηγίες του και τα δίχτυα τους

γεμίζουν, τόσο πολύ μάλιστα ώστε δυσκολεύονται να ανεΒάσουν την ψαριά στη Βάρκα και αναγκάζονται να τη σύρουν ως την ακτή. Όταν φτάνουν στη στεριά, ανακαλύπτουν ότι ο ξένος έχει αρχίσει ήδη να

μαγειρεύει πρωινό με ψωμί και ψάρια. Δεν τολμούν να τον ρωτήσουν ποιος είναι, επειδή καταλαΒαίνουν πια ότι πρέπει να είναι ο αναστη­ μένος Χριστός.

Αυτή είναι η ιστορία της θαυματουργής ψαριάς, όπως τη διηγεί­

ται ο Ιωάννης. Η ίδια ιστορία εμφανίζεται με ελαφριές παραλλαγές

και στο Λουκά, θέτοντας πολλά ενδιαφέροντα θέματα στους μελετη­ τές της ΒίΒλου και τους θεολόγους. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ, εντούτοις, δεν είναι η θεολογία αλλά η φιλοσοφία. Ο Ιωάννης χρη­

σιμοποιεί δύο διαφορετικές λέξεις για τα ψάρια: πρώτον, όπως εί­ ναι αναμενόμενο, τη λέξη ιχθύς (η οποία σύμφωνα με τη λογική του ακρωνυμίου

-

Ιησούς Χριστός Θεού Υιος Σωτήρ

-

έκανε το ψάρι

μυστικό σύμΒολο της χριστιανικής πίστης τους πρώτους αιώνες με­ τά Χριστό και σύμΒολο της χριστιανικής περηφάνιας στο δικό μας αιώνα)· όταν όμως φέρνουν τα ψάρια για να τα φάνε, ο Ιωάννης χρη­

σιμοποιεί μια διαφορετική λέξη, οψάριον, μια λέξη η οποία εμφανί­ ζεται πέντε φορές στον Ιωάννη και πουθενά αλλού στην Καινή Δια­ θήκη. Αυτή η γλωσσική ιδιαιτερότητα έχει οδηγήσει σε μερικά τολ­ μηρά πορίσματα όσον αφορά το συγγραφέα. Για τον Τζων Α. Τ. Ρό­

μπινσον, Επίσκοπο του Γούλιτς, η λέξη κανονικά αναφερόταν στα μαγειρεμένα ψάρια και ήταν απόδειξη πως ο ευαγγελιστής, ο οποί­ ος θεωρείται συνήθως ο τελευταίος χρονολογικά από τους συγγρα­ φείς των ευαγγελίων, ήταν στην πραγματικότητα ο πρώτος, ήταν δη­

λαδή αυτόπτης μάρτυρας όσων περιέγραφε· επομένως δεν ήταν άλ­

λος από τον Ιωάννη, το γιο του ΖεΒεδαίου, έναν από τους δώδεκα

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μαθητές, αλιέα και πωλητή ψαριών. Και ο Ρόμπινσον αφήνει να εν­ νοηθεί ότι μόνο ένας επαγγελματίας θα νοιαζόταν να κάνει τέτοιες διακρίσεις. Ο Α. Ν. Γουίλσον, σε μια πιο πρόσφατη Βιογραφία του Ιησού, θεώρησε αυτή την παρατήρηση ως απόδειξη ότι ακόμα μπορούμε να

Βρούμε καινούρια πράγματα στο κείμενο της ΒίΒλου. Αποσαφήνισε το

κάπως

ασαφές

επιχείρημα του

Επισκόπου,

εισηγούμενος

την

άποψη ότι, μιλώντας για 'φαγειρεμένο ψάρι", ο επαγγελματίας ψα­ ράς αναφερόταν σε κάτι όπως η ρέγκα ή κάποιο άλλο καπνιστό ψά­

ρι 28 • Δυστυχώς, πάντως, το λεξιλόγιο του Ιωάννη δεν έχει τίποτα τε­ χνικό. "Το θαύμα της σίτισης πέντε χιλιάδων ατόμων" δεν πρόκειται να γίνει "το θαύμα με τους σολομούς". Εκείνη την εποχή, η λέξη όψον μαζί με το υποκοριστικό της οψάριον ήταν εντελώς συνηθι­ σμένες λέξεις για τα ψάρια, όχι τα καπνιστά και όχι απαραίτητα τα

μαγειρεμένα, αλλά σίγουρα για ψάρια που κινδύνευαν άμεσα να μα­ γειρευτούν, αφού το όψον αντιστοιχούσε στη λέξη ιχθύς, όπως το χοιρινό αντιστοιχεί στο γουρούνι, κι επομένως αναφερόταν στο ψά­ ρι ως τροφή. Στην πραγματικότητα, από το οψό.ριον και όχι από το

ιχθύς προήλθε η σύγχρονη ελληνική λέξη ψάρι. Έτσι εξηγείται για­

τί ο Πλούταρχος θεωρούσε ως οψοφάγο κάποιον που αγαπούσε απλώς τα ψάρια. Η χρήση της λέξης δεν αποδεικνύει τίποτα για την

ταυτότητα ή το επάγγελμα του

-

σχεδόν συγχρόνου του

-

Αγίου

Ιωάννη, εκτός του ότι χρησιμοποιούσε με ευχέρεια τα ελληνικά, τη

lingua franca

της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορί ας 29.

Το γεγονός ότι μια λέξη σήμαινε "οτιδήποτε τρώμε μαζί με το ψωμί

-

το προσφάι, δηλαδή" και επίσης απλώς "το ψάρι ως τρο­

φή" προκάλεσε παρανοήσεις σε γενιές Ελλήνων μελετητών επί αιώ­ νες τυπικό παράδειγμα, η διαφωνία του Πλουτάρχου και του Ξενο­ φώντος περί οψοφαγίας. Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης, σύγ­

χρονος του Ιουλίου Καίσαρος, διάΒασε στο Θουκυδίδη για τις τρεις πόλεις που παραχώρησε ο Ξέρξης στο Θεμιστοκλή όταν πήγε στους Πέρσες, και οι οποίες εκπροσωπούσαν τους τρεις στυλοΒάτες της

διατροφής, αλλά κατάλαΒε κάτι διαφορετικό. Αφού σχολίασε την παραγωγικότητα των αμπελώνων της Λαμψάκου και την ευφορία των σιτοΒολώνων της Μαγνησίας, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πει­ ρασμό να προσθέσει μια επεξηγηματική υποσημείωση για την επιλο-

66

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γή της Μυούντος για το όψον του: «έχει θάλασσα πλούσια σε ψά­ ρια"

-

παρ' όλο που η πόλη, εκείνη την εποχή, βρισκόταν πολλά χι­

λιόμετρα εντός της ενδοχώρας. Είναι προφανές λοιπόν ότι το όψον σήμαινε απλώς «τα θαλασσι­ νά" ήδη από τον πρώτο αιώνα π.χ. Το ερώτημα που βασάνιζε τους μελετητές της αρχαίας γλώσσας ήταν πόσο νωρίτερα είχε εμφανισθεί για πρώτη φορά υπό αυτή την έννοια και ειδικότερα αν μπορούσε να θεωρηθεί ως ορθή αττική διάλεκτος. Φαίνεται λογικό να θεωρή­

σουμε ότι πρωτοεμφανίζεται έναν ή δύο αιώνες νωρίτερα. Μερικοί σύγχρονοι λόγιοι ισχυρίζονται πειστικά ότι ο Πλούταρχος πήρε τον ορισμό του από τον Ηγήσανδρο εκ Δελφών, έναν ελληνιστή περιη­ γητή του 20υ αιώνα π.χ., ενώ κάποιοι αιγυπτιακοί πάπυροι επιβε­ βαιώνουν τη χρήση της έννοιας τον

30

αιώνα. Υπάρχουν όμως πα­

λαιότερα κείμενα, όπου το όψον να σημαίνει ψάρι; Υπάρχουν κλα­ σικοί συγγραφείς του 40υ ή και του 50υ αιώνα που χρησιμοποιούν το όψον όπως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης; Το σημαντικό αυτό ερώτη­ μα τέθηκε με μέγιστη επιτακτικότητα στη διάρκεια της ανόδου του αττικισμού*, επί ηγεμονίας του Αδριανού και των Αντωνίνων διαδό­

χων του 3Ο • Το

20

αιώνα μ.χ., οι μορφωμένοι άντρες σε ολόκληρη τη Ρωμαϊ­

κή Αυτοκρατορία άφηναν φιλοσοφικές γενειάδες και προσπαθούσαν

να γράφουν και να μιλούν τα ελληνικά που πίστευαν ότι χρησιμο­ ποιούσαν στην κλασική Αθήνα, πέντε ή έξι αιώνες νωρίτερα. Εκείνη την εποχή, ένας άνθρωπος των γραμμάτων μπορούσε να κερδίσει χρήμα και δόξα. Στην Αθήνα είχαν στήσει τον αυτοκρατορικό θώκο

της ρητορικής και οι αντίπαλοι γραμματικοί και λεξικογράφοι κάθε επαρχίας σκοτώνονταν για το δικαίωμα να καθίσουν πάνω του, εξα­

πολύοντας επαίνους προς τη βασιλική οικογένεια και κατηγορίες ο ένας εναντίον του άλλου. Σ' αυτό το κλίμα, ο αττικισμός είχε γίνει φλέγον θέμα και στα αντίπαλα στρατόπεqα ξεφύτρωναν εξτρεμιστές και μετριοπαθείς. Ενώ αυτή η αδιάλλακτη σχολαστικότητα μπορεί να μην είναι του γούστου μας, ας μην παραγνωρίζουμε το όφελος που



Αττικισμός είναι η τάση προς μίμηση της γλώσσας των κλασικών έργων της αττικής λογοτεχνικής παραγωγής και εμφανίστηκε κατά την αλεξανδρινή εποχή,

όταν οι λόγιοι που τον πρέσΒευαν θεωρούσαν κάθε ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα ως εκτροπή από την αττική διάλεκτο

-

τον κανόνα της ορθοέπειας.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

είχε για τους μεταγενέστερους μεγάλος αριθμός από τα αποσπάσμα­ τα στα οποία Βασίζεται το ΒιΒλίο αυτό σώθηκαν απλώς επειδή κά­ ποιος που έγραφε αιώνες αργότερα τα ανέφερε ως απόδειξη της

κλασικής καθαρότητας του λεξιλογίου του. Περιττό να πούμε ότι, εξαιτίας της σύνθετης και συγκεχυμένης ιστορίας του, το όψον και τα παράγωγά του έγιναν κάτι σαν

cause ceJebre*

στην αττικιστική

διαμάχη. Για το μετριοπαθή Πολυδεύκη εκ Ναυκρατίδος, έλεγαν ότι είχε περιορισμένο ταλέντο ως ομιλητής αλλά την ευλογία της μελιστάλα­ χτης εκφοράς, η οποία σαγήνευσε τα αφτιά του αυτοκράτορα Κόμο­

δου και έτσι κέρδισε την έδρα του καθηγητή της ρητορικής στην

Αθήνα, λίγο μετά το

178

μ.χ. Το έργο του «Ονομαστικόν» (θησαυρός

όρων), το οποίο σώζεται σε συνεπτυγμένη και παραποιημένη μορφή,

ήταν μια συλλογή από αττικές λέξεις, ταξινομημένες θεματικά' σ' αυ­ τές Βρίσκουμε τριάντα τρεις υΒριστικές λέξεις για τους τελώνες, και πενήντα δύο επαινετικές για τους Βασιλιάδες. Όταν φτάνει στην κα­ τηγορία των λέξεων που έχουν σχέση με το επάγγελμα του πωλητή

ψαριών, δεν πολυσκοτίζεται: «ψαροπωλες, ψαροπώληση, ψάρια, ψα­ ρίσια, όψον». Ο επικριτής και αντίπαλός του στην εύνοια του αυτο­

κράτορα, Φρύνιχος «Ο Άραψ», ένας λόγιος που είχε τόσο ύψηλές απαιτήσεις αττικής ορθοέπειας ώστε ακόμα και κάποιοι από τους κλασικούς συγγραφείς δεν του φαίνονταν επαρκείς, αντιμετώπιζε πε­ ριφρονητικά μια τέτοια ανακρίΒεια. Έγραφε στο δικό του λεξικό της αττικής διαλέκτου, αποτελούμενο από τριάντα επτά τόμους: «όχι ψά­ ΡΙ», λέει σε μια επεξήγηση της λέξης οψάριον, «αν και σήμερα ο κό­ σμος το χρησιμοποιεί έτσι». Ο Αθήναιος, σαν τον Πολυδεύκη, ήταν

από τη Ναυκρατίδα της Αιγύπτου. Το έργο του «Συμπόσιον των λο­ γίων» ή «Δειπνοσοφισταί» γράφτηκε περίπου το

νει τη μορφή ενός

δείπνου

στο

οποίο

200

μ,Χ. και παίρ­

παρακάθονται εξέχοντες

άντρες της περιόδου, ανάμεσά τους ο ιατρός Γαληνός και ο νομοδι­

δάσκαλος Ουλπιανός εκ Τύρου. Οι συμποσιαστές περνούν από την κατανάλωση τροφής στις συζητήσεις περί τροφής, ενώ κατορθώνουν

να χώσουν μέσα στις συζητήσεις τους και εμΒριθείς αναλύσεις περί

σεξ, παρακμής και πιατικών. Αυτό το λόγο διακόπτει με τη σειρά του



Περίφημη δικαστική υπόθεση.

68

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ένας μετά-λόγος, ο οποίος σχολιάζει τη συζήτηση και την καταλλη­

λότητα των λέξεων με τις οποίες διεξάγεται, και όλα αυτά υποστη­ ριγμένα προσεκτικά από αναφορές σε κλασικές αυθεντίες. Οι συμμε­ τέχοντες στο δείπνο κάνουν μεγάλες προσπάθειες να μιλήσουν όσο

πιο αυθεντικά ελληνικά είναι δυνατόν και επιτίθενται ο ένας στον άλλον με μοχθηρή σχολαστική ενεργητικότητα, όταν νομίζουν ότι

εντοπίζουν κάτι πολύ μοντέρνο. Αναπόφευκτα, ανακύπτει και το θέ­ μα του οψάριου. Λέει ο Αθήναιος:

Όταν κάποτε σερl3ιΡίστnκε ένα τεράστιο ψάρι, σε αρρυρΩ και ξυδάΤΩ σάλτσα, κάποιος είπε ότι κάθε ψάρι [οψάριον]

που σερl3ίρεται σε οξάλΡΩ είναι πολύ νόστψο. Στο άκουσρα αυτΩς ΤΩς παρατΩΡΩσΩς, ο Ουλπιανός, που αρεσκόταν στα ακανθώδΩ θέρατα, συνοφρυώθΩκε και είπε: «Δεν ξέρω κανέναν από τους συγγραφείς που ξΌυν να ΧΡΩσψοποιεί ΤΩ λέξΩ οψά­ PΙOV>J. Οι περισσότεροι του είπαν να κοιτάζει ΤΩ δουλειά του και να συνεχίσει το φαγΩτό του.

Εντούτοις, ένα μέλος της συντροφιάς, ένας τύπος γνωστός ως

Μυρτίλος ο Θεσσαλός, τσιμπάει το δόλωμα και αρχίζει να αναφέρει διάφορες αττικές κωμωδίες στις οποίες χρησιμοποιείται η λέξη οψάριον ως ψάρι, τον

50

αιώνα και μεταγενέστερα, όπως οι «Αυτό­

μολοι» του Φερεκράτους, ο «Θησαυρός» του Φιλήμονος και ο «Υά­ κινθος πορνοΒοσκός» του Αναξίλου. Το γεγονός ότι ο Μυρτίλος αναφέρει συγκεκριμένα τη χρήση της λέξης θα έπρεπε να είναι αρκετό για να απαντήσει στο ζήτημα μια

κι έξω και διά παντός. Αλλά δυστυχώς το πρόΒλημα δεν μπόρεσε να λυθεί από μια επισκόπηση των κλασικών κειμένων, επειδή οι απα­ ντήσεις που έδιναν αυτά δεν ήταν συνεπείς. Τους κωμικούς ποιητές

που ανέφερε ο Μυρτίλος, για παράδειγμα, αντικρούει ο Ξενοφών, και πάνω από όλους ο μέγας Πλάτων, ο κορυφαίος των πεζογράφων και η ύψιστη αυθεντία για τους αυστηρούς αττικιστές. Αν και έγρα­

ψε αργότερα από μερικές πηγές που παρέθετε ο Αθήναιος, φαίνεται να αγνοεί πλήρως ότι το όψον

ριθμα παράγωγά του

-

-

για να μην αναφέρουμε τα πολυά­

μπορεί να σήμαινε ψάρι. Σε τι οφείλεται μια

τέτοια διάσταση στο λεξιλόγιο αυτών των κλασικών συγγραφέων,

69

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

που ανήκαν στην ίδια περίοδο; Πώς γίνεται μια λέςη που τη χρησι­ μοποιούσαν με τόση ευχαρίστηση στα θέατρα, να μην έχει φτάσει πο­ τέ ως τα άλση της Ακαδημίας; Μια λύση μας δίνει η εςέταση της

επιρροής της ετυμολογίας στις ιδέες των Ελλήνων περί γλώσσας. Μια άλλη, η εςέταση της στάσης του Πλάτωνος απέναντι στα ψάρια.

Από πολύ νωρίς, οι Έλληνες εκδήλωσαν μεγάλο ενδιαφέρον για τη γλώσσα γενικότερα και την ετυμολογία πιο συγκεκριμένα. Αυτό το ενδιαφέρον τους για την προέλευση των λέςεων δεν ήταν απλώς

μια τυχαία ενασχόληση με την ιστορία της γλώσσας. Η ετυμολογία, η οποία προέρχεται από το επίθετο έτυρος<ετεός που σημαίνει αλη­

θής, πραγματικός, ΒέΒαιος, θεωρείτο ότι έδινε πρόσΒαση στο αυθε­ ντικό νόημα της λέςης. Οι μοντέρνοι λεςικογράφοι αντιμετωπίςουν με Βαθύτατη καχυποψία αυτή την προσέγγιση: «Η ετυρολογΙα ρπο­

ρεΙ να εΙναι πολύΤΨΩ από ρόvn ΤΩς», γράφει ο Σίντνεϋ Λάντω, «αλ­ λά ελάχιστα πράγρατα ρας λέει για το τρέχον νόΩρα και σΤΩν πραγ­ ρατικόΤΩτα εΙναι συχνά παραπλαvnτικn»31. Παρ' όλα αυτά, το ενδια­ φέρον για την προέλευση των λέςεων παραμένει έντονο στη συλλο­

γική φαντασία και συχνά σε στήλες εφημερίδων, σχολικές αίθουσες και δείπνα, Βλέπουμε να επιπλήττουν ένα απρόσεχτο ομιλητή για

λανθασμένη χρήση μιας λέςης, υπενθυμίςοντάς του την προέλευσή της32. «Μια τέτοια άΠΟΨΩ ΤΩς ετυρολογΙας», επισημαίνει ο κριτικός Ντέρεκ Άτριτς, «υπoδnλώνει ΤΩν πΙσΤΩ ότι όσο παλαιότερο το νόΩ­ ρα τόσο καλύτερο, ρια άΠΟψΩ που πρέπει να 13ασιςεται σε ρια διά­

ΥνωσΩ πολιτιστικΩς παρακρΩς

[. .. ] n

σΤΩν πΙσΤΩ ότι υπΩρξε ρια χα­

ρέvn ΧρυσΩ ΕποχΩ λεξικολογικΩς καθαρόΤΩτας και aκρi13ειας»33. Στις μέρες μας, οι ασχολούμενοι με την ετυμολογία αρέσκονται να ανιχνεύουν την προέλευση των λέςεων ως τα λατινικά και τα ελλη­ νικά, αντιπαρερχόμενοι αυτή τη λεςικολογική

iige

dΌr

[=

Χρυσή

Εποχή] σαν μια απλή υπόθεση. Στην αρχαιότητα εντούτοις, η υποτι­

θέμενη πρωταρχική και καθαρή κατάσταση της γλώσσας ήταν θέμα

αρκετών εικασιών. Ο Ηρόδοτος καταγράφει το περίφημο πείραμα του Φαραώ Ψαμμη:rίχου, ο οποίος με σκοπό να ανακαλύψει την πα­ λαιότερη γλώσσα απομόνωσε δύο μωρά από κάθε ανθρώπινη επικοι­ νωνία μετά τη γέννησή τους και περίμενε να ακούσει τον πρώτο ήχο

που θα έΒγαινε αυθόρμητα από το στόμα τους. Αποδείχτηκε ότι ο πρώτος 'ήχος που άρθρωσαν ήταν η λέςη 13εκός, η οποία δε σήμαινε

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τίποτα στα αιγυπτιακά, αλλά ήταν η φρυγική λέξη για το ψωμί' έτσι, στη Φρυγία απονεμήθηκε η διάκριση της πρώτης γλώσσας. Ο Κρα­

τύλος, στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, ορίζει ένα και μοναδι­ κό προϊστορικό εφευρέτη της γλώσσας, ο οποίος απένειμε νοήματα όχι αυθαίρετα, αλλά με μια υπεράνθρωπη διορατικότητα εντός της

αληθούς φύσεως των πραγμάτων. Στον ίδιο διάλογο, ο Σωκράτης φαντάζεται τη γλώσσα να έχει τις ρίζες της στη φύση και το σώμα. Σύμφωνα μ' αυτή τη θεωρία, η λέξη άνθρωπος προήλθε από το γε­ γονός ότι ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα άλλα ζώα, συλλογίζεται και παρατηρεί όσα βλέπει, είναι ό αναθρόΊν α οπωπε (δηλαδή ο επι­ θεωρών όσα είδε). Ο Χρύσιππος ο Στωικός πήγε ακόμα μακρύτερα στην αναζήτηση των φυσικών αρχών της γλώσσας και ισχυρίστηκε ότι όταν κανείς εκφέρει τη λέξη που εκφράζει τον εαυτό του, δηλα­

δή τη λέξη εγώ, το χείλος και το σαγόνι του δείχνουν προς τον ομι­ ληΤή, ταυτίζοντας έτσι άμεσα και στενά τη λέξη με το νόημα, σε μια

μοναδική πρωτότυπη έναρθρη χειρονομία34. Αλλά αυτή η χρυσή εποχή, όπου σημαίνον και σημαινόμενο απο­

λάμβαναν μια τόσο άψογα ειλικρινή σχέση, μια τέτοια πρωτόγονη

ενότητα σκοπού, δεν επρόκειτο να διαρκέσει. Ο απόγονος ενός ήρωα μπορεί να υπολείπεται σε ηρωισμό του πατρός του, διαπιστώ­ νει ο Σωκράτης στον Κρατύλο, αλλά δεν παύει να έχει το δικαίωμα να κληρονομήσει το όνομά του. Υπό την επιρροή της ετυμολογικής πλάνης, η ιστορία των λέξεων παύει πια να είναι μια ουδέτερη κα­ ταγραφή των αλλαγών στη χρήση, που επισημαίνει διαχρονικές δια­

φορές χωρίς να τους αποδίδει διαφορετική αξία' γίνεται, αντίθετα, μια γενεαλογική αφήγηση, μια ιστορία πλανήτων που περιφέρονται

όλο και πιο μακριά από τον κήπο της Εδέμ, μια ιστορία αποκλινό­ ντων των οποίων η απόσταση από το αρχέγονο και αληθές νόημα μετριέΤαι πια ως διάλυση, παραμόρφωση και λάθος. Αυτό κάνει το γράψιμο κάτι παραπάνω από ένα απλό μέσο επικοινωνίας. Ένα ιδεο­

λογικό στοιχείο εισέρχεται λάθρα. Τα κείμενα μπορεί να χρησιμο­ ποιηθούν όχι απλώς ως μέσο πιο αποτελεσματικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τη γενικότερα αποδεκτή αντίληψη της εποχής τους, αλ­

λά ως αποκατάσταση της γλώσσας, που οδηγεί τις λέξεις πίσω στις ρίζες τους, πιο κοντά στην αρχική τους αυθεντικότητα, στην «ορθή» τους προπατορική αλήθεια.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Οι έρευνες των Βίλχελμ Σούλτσε και Φρήντριχ Μπέχτελ, στις αρ­ χές του 200υ αιώνα, εισηγούνταν ότι η πιο ευλογοφανής προέλευ­

ση της λέξης όψον ήταν από τη λέξη ψωμόr;, που σήμαινε <<μπουκιά» ή «δαγκωνιά», μαζί με το πρόθεμα ο που σήμαινε «μαζί». Τα πιο σύγ­ χρονα ετυμολογικά λεξικά, θεωρώντας ακόμα κι αυτή την άποψη κά­ πως παράτολμη,

αναφέρουν την προέλευσή του

ως «ασαφή» και

«nicht sicher erklart»*35. Στην αρχαιότητα εντούτοις, οι φιλόλογοι ήταν λιγότερο επιφυ­ λακτικοί και ανίχνευαν όλο σιγουριά την προέλευση της λέξης όψον

στις λέξεις που σχετίζονταν με τη μαγειρική και ειδικά στο έψω, δη­ λαδή βράζω. Η προέλευση αυτή ήταν ευρέως αποδεκτή μέχρι τα τέ­ λη του 190υ αιώνα και επιβιώνει ακόμα ως το «ορθό» νόημα σε με­ ρικά σύγχρονα λεξικά (εκτρέποντας έτσι τον Α. Ν. Γουίλσον και τον Επίσκοπο Ρόμπινσον από την οδό της Θαυματουργής Ψαριάς). Για

την παλιότερη

κατηγορηματική δήλωση αυτής της

ετυμολογίας,

οφείλουμε πάλι χρέος στον Αθήναιο, αλλά φαίνεται ότι ήταν γνωστή ήδη στον Πλάτωνα, κατά την κλασική περίοδο. Εκτός από τη συ­ μπτωματική απόδειξη της χρήσης της από τον ίδιο

-

το όψον αναφέρεται πολύ συχνά στο μαγειρευτό πιάτο

στο έργο του

-

ο συγγρα­

φέας προσελκύει την προσοχή στην ετυμολογία αυτή κατά τη συζή­ τηση της διατροφής των πρωτόγονων πολιτισμών. Όπως θυμόμαστε, ο Σωκράτης είχε υποστεί την επίπληξη του Γλαύκωνος, επειδή «εί­

χε ξεχάσει» να δώσει στους αρχαίους πολίτες του κανένα όψον. Αντικρούει ότι «εξέχασα πωr; θα 'χουν και προσφάγι»; τυρί και βολ­ βούς, ελιές και λαχανικά, «που θα μαγειρεύουν στα χωράφια [έπελα­ θόμην οτι και οψον εξουσιν, αλας τε δηλον ΟΤΙ και έλάας και τυρόν, και

βολβΟ'υς και λάχανά γε, οία δη έν αγροις έψήματα, έψήσονται)). Με αυ­ τή την παράξενη ορολογία, ο Πλάτων επισημαίνει την αληθινή έν­ νοια της λέξης όψον ως «κάτι βραστό», την εποχή της ομιχλώδους

χρυσής εποχής της διαμόρφωσης της γλώ σσας 36. Αν η συνήθης μοίρα των λέξεων ήταν να λύνονται από τις πρυ­

μάτσες τους και να περιπλανιούνται τυχαία στο λάθος, αυτό που συνέβη στο όψον θα πρέπει να έμοιαζε ως το αποκορύφωμα του πο­ λυτελούς εκφυλισμού. Τα τελευταία χρόνια, εμφανίστηκαν πολλές



Όχι επαρκώς διευκρινισμένη.

72

.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

θεωρίες για να εξηγήσουν πως το όψον κατέληξε να σημαίνει «ψά­

ΡΙ», αλλά η απλούστερη και ταυτόχρονα πιο πειστική περιγραφή απαντάται στις σημειώσεις του Ισαάκ Καζωμπόν στον Αθήναιο, που

εκδόθηκαν το

1600.

Ο Καζωμπόν πρότεινε την εξήγηση ότι επρόκει­

το για σύντμηση του όψον θαλάσσιον, όρο εμφανώς πιο εδώδιμο από το ιχθύς, αλλά και πιο περιεκτικό, κατάλληλο για λιχουδιές του βυθού όπως τα οστρακοειδή και τα μαλάκια, των οποίων η ένταξη στην κατηγορία των ψαριών θεωρείτο μερικές φορές προβληματική. Οι αρχαίοι λόγιοι εντούτοις φαίνεται να αγνοούν πλήρως αυτή την καθαρή διαδικασία γλωσσικής μεταβολής. Αντ' αυτού, ο νεολογι­ σμός παρουσιάστηκε σαν θρίαμβος συγκρίσιμος με το θρίαμβο του Ομήρου στους κανόνες της λογοτεχνίας: «Μπορεί να υπάρχουν πολ­ λοί πoιnτές, εντούτοις ένα ρόνο από αυτούς, τον πρώτιστο, αποκα­

λούρε "πoΙΩΤiι'"

έτσι, αν και υπάρχουν πολλά όψα, το ψάρι έχει

κερδίσει τον αποκλειστικό τίτλο του "όψου" ι

.. ] επειδiι

υπερτερεί

όλων των άλλων σε τελειόΤΩτα", όπως το θέτει ο Πλούταρχος37. Ο Πλάτων, μαζί με πολλούς άλλους φιλοσόφους, δε συμμεριζό­ ταν επ' ουδενί αυτή την άποψη και επέκρινε μάλιστα εντονότατα την προΤίμηση των συγχρόνων του για την

poissonerie [=

ψαραγορά].

Αυτό φαίνεται καθαρά στην «Πολιτεία», όπου αποκλείει προσεκτικά τα θαλασσινά από το γεύμα της χρυσής εποχής, και κατά τη συζήτη­

ση για την απουσία των ψαριών στον Όμηρο, όπου συνδέει την κα­ τανάλωσή τους με τα αρώματα και τις εταίρες και όλα τα παρακμια­ κά συμπράγκαλα του μοντέρνου συμποσίου. Επιπλέον, τουλάχιστον δύο συγγραφείς της ελληνιστικής εποχής γνώριζαν μια ιστορία στην οποία ο φιλόσοφος κατηγορούσε ένα άλλο μέλος του σωκρατικού κύκλου, τον Αρίστιππο, ότι έτρωγε ψάρια. Σύμφωνα με την εκδοχή

του Ηγησάνδρου:

Ο Πλάτων αποδοκίρασε το γεγονός ότι επέστρεφε από τα ψώ­

νια του κου/3αλώντας ρπόλικα ψάρια, αλλά ο Αρίστιππος απά­ νΤΩσε ότι τα είχε αγοράσει δύο ο/30λούς ρόνο. Ο πλάτων πα­ ραδέΧΤΩκε ότι και ο ίδιος θα τα είχε αγοράσει σε τέτοια τψiι, στο οποίο ο Αρίστιππος απάνΤΩσε: "Ε τότε, σΤΩν περίπτωσΩ

αυτiι, αγαΠΩτέ ρου Πλάτωνα, θα πρέπει να αντιλΩφθείς ότι δεν είραι εγώ οψοφάγος, αλλά εσύ είσαι τσιγγούναρος,,38.

73

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Για τέτοιους ασκητικούς τύπους, η χρήση της λέςης όψον υπό την έννοια του ψαριού πήρε ένα μάλλον διαφορετικό νόημα. Δεν

ήταν τόσο ένας θρίαμβος, όσο η πολιτογράφηση μιας αμαρτίας, μια διαστροφή της γλώσσας τόσο ηθικά αςιόμεμπτη, όπως όταν χρησι­

μοποιούμε σήμερα τη λέςη «ποτό" Ένα αληθινό ποτό!»

-

-

«Θέλω ένα ποτό. Όχι τέτοιο:

σαν αναφορά στο αλκοόλ, ή τη λέςη «τσιγά­

ρο» για το «τσιγάρο χασίς". Το να θεωρείται δεδομένο ότι, όταν κά­ ποιος ανέφερε το όψον, εννοούσε κάποιο είδος θαλασσινού, τη λε­ πτότερη και ακριβότερη λιχουδιά, θα πρέπει να φαινόταν στον Πλά­ τωνα, ο οποίος τα σκεφτόταν πολύ τα πράγματα, σαν μια αρκετά αποδυναμωμένη υπόθεση. Έχοντας αφαιρέσει προσεκτικά το ψάρι από την κατηγορία του όψου κατά τη συζήτηση της διατροφής της

χρυσής εποχής, δε σκόπευε να του επιτρέψει να εισέλθει στο χώρο της σημειολογί ας 39. Η ηθική και η χρήση ήταν πολύ στενά συνδεδε­ μένες. Εδώ και καιρό, υποψιαζόμαστε τους αρχαίου ς συγγραφείς για αναςιόπιστους μάρτυρες του κόσμου που προσποιούνται ότι περι­ γράφουν. Σε μερικές περιπτώσεις, δεν είναι καλύτεροι μάρτυρες της γλώσσας με την οποία τον περιγράφουν. Ο ορισμός της οψοφαγίας που βάζει ο Ξενοφών στο στόμα του

Σωκράτους μπορεί να ειδωθεί τώρα σαν αυτό που είναι πραγματικά:

, όχι μια ειλικρινής διαπραγμάτευση του νοήματος, αλλά μια προσπά­ θεια επιβολής ενός συγκεκριμένου νοήματος και μιας συγκεκριμένης

μεθόδου εύρεσης του νοήματος, με αποκλεισμό όλων των άλλων. Εί­ ναι ασυνήθιστο το γεγονός ότι, σε μια συζήτηση περί του αμαρτήμα­ τος της οψοφαγίας, δεν αναφέρεται ποτέ το ψάρι, το οποίο είχε γί­ νει από καιρό το αγαπημένο φαγητό του οψοφάγου (ανεςάρτητα του πώς ορίζεται αυτός). Λίγο πιο κάτω, ο συγγραφέας των «Απομνημο­

νευμάτων" καταγράφει μιαν άλλη παρατήρηση του Σωκράτους «Εις τηγ γλώσσαγ τωγ Αθηγαίωγ» , έλεγε, «το τρώγειγ καλείται ευωχεί­

σθaι»40. Ο Ξενοφών δεν επρόκειτο να κάνει το ίδιο λάθος. Η φαινομενικά επιπόλαια ερώτηση του Σωκράτους, την οποία απηύθυνε πλαγίως στο νεαρό άντρα που προσπαθούσε να φέρει σε δύσκολη θέση και την οποία ο Ξενοφών με τη σειρά του απευθύνει σ' εμάς, έχει προκαλέσει, αιώνες τώρα, μια ολόκληρη γκάμα απαντή­

σεων στο έργο του Πλάτωνος, του Πλουτάρχου, του Αθήναιου, του

Φρυνίχου του «Άραβος", του Πολυδεύκους του λεςικογράφου και

74

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

διάφορων συγχρόνων κλασικιστών όπως ο Καζωμπόν, ο Πασώφ, ο Καλιτσουνάκης, οι Λίντελ-Σκωτ και ο Τζόουνς. Κανένας δε συμφω­ νεί με τον άλλον και, ακόμα και σήμερα, δεν μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα έχει διευθετηθεί. Η διαμάχη μοιάζει πολύ μονότονη, τρο­ μερά σχολαστική και επίπονη, ακριΒώς ό,τι φοΒάται ο αναγνώστης όταν ανοίγει ένα ΒιΒλίο για την κλασική Αθήνα. Και το χειρότερο απ' όλα, μπορεί να μοιάζει άσχετη. Ο περισσότερος κόσμος στην κλασική Αθήνα θα αναγνώριζε το αμάρτημα της οψοφαγίας, όταν το

έΒλεπε με τα μάτια ταυ, έστω κι αν ο κατηγορούμενος ως οψοφάγος αρνιόταν την κατηγορία ή ένας τρίτος διαφωνούσε ως προς την αι­

τιολογία που έκανε το επίθετο αυτό ταιριαστό. Σε πολλές περιστά­ σεις, δεν υπήρχε λόγος διαφωνίας: «Ο Γλαύκος έφερε στα ρέΡΩ ρας

άλλο ένα ψάρι, περfιφανoς για το ρεγάλο ρέγεθός του», λέει ένας ήρωας στο θεατρικό έργο του Αξιονίκου «Φιλευριπίδης», ψπόλικο ψωρί για τους οψοφάγους». Η λέξη οψοφαγία, μια λέξη ευρύχωρη,

σήμαινε πολλά διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές ομάδες αν­ θρώπων, και ειδικότερα σε διαφορετικά επίπεδα της κοινωνίας. Οι

λέξεις δεν έχουν ένα προκαθορισμένο και μοναδικό νόημα και όποιος τις αντιμετωπίζει έτσι παραποιεί τα νόημα ενός κειμένου. Αν

αυτό ισχύει σήμερα, θα πρέπει να ίσχυε ακόμα περισσότερο στην κλασική Αθήνα. Σ' έναν κόσμο που ήταν ελεύθερος ακόμα από την

τυραννία των λεξικών και των συστημάτων δημόσιας εκπαίδευσης,

το νόημα των λέξεων θα ήταν αρκετά ευμετάΒλητο σε γενικές γραμ­

μές και αρκετά δύσκολο να περιοριστεί 4 '. Δεν έχω την πρόθεση να αφιερώσω υπερβολικό χώρο στο υπό­ λοιπο βιβλίο, δοκιμάζοντας την υπομονή του αναγνώστη, σε τέτοιες φιλολογίες, αλλά, χωρίς να είναι νεκρή, μονότονη ή άσχετη, αυτή η

διαμάχη περί λέξεων μας οδηγεί στην ίδια την καρδιά των ελληνι­ κών επιθυμιών. Όπως ακριβώς οι ψυχαναλυτές μπορούν να ανακα­

λύψουν το κλειδί ενός ψυχικού τραύματος σ' ένα γλωσσικό ολίσθη­ μα, το ψάρι που λείπει επιδεικτικά από τα κείμενα του Ξενοφώντος

και ταυ Πλάτωνος, μαρτυρεί ταν πραγματικό κίνδυνο που κρυΒόταν στις ορέξεις. Τα αρχαία κείμενα μας πληροφορούν και με το παρα­ πάνω για τις επιθυμίες των αρχαίων. Μας προσφέρουν και με το πα­ ραπάνω δείγματα του αρχαίου λόγου περί επιθυμιών. Η αρχαία επι­ θυμία καθαυτή βρίσκεται στο κείμενο, καταπιεσμένη ίσως, αλλά πα-

75

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ρούσα. Μέσα από τους δισταγμούς τους και τις παραλείψεις τους, οι συγγραφείς μας αποκαλύπτουν μια πάλη στην ίδια τη σύνθεση της πρόζας τους, μια διαρκή πάλη με τα επικίνδυνα πάθη που απει­ λούν συνεχώς να αναλώσουν αυτούς και τους αναγνώστες τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

2

Τα ποτά

Ο Σαρλ Μποντλέρ δε συμπαθούσε ιδιαίτερα τη «Φυσιολογία της γεύσης>

(Physiologie du

goίιt) του Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν. Πάνω απ'

όλα, αποδοκίμαζε τη σύντομη εισαγωγή για το κρασί: «Ο πατριάρ­ χης Νώε θεωρείται εφευρέτης του κρασιού· ένα οινοπνευματώδες ποτό παραγώμενο από τον καρπό της αμπέλου». Ο ποιητής παρατη­

ρεί σαρκαστικά ότι, αν κατέφευγε στον Μπριγιά-Σαβαρέν ένας εξω­ γήινος, ο οποίος είχε πέσει στη Γη από το φεγγάρι ή από κάποιον

άλλο μακρινό πλανήτη, και ήθελε να πιει κάτι δροσιστικό, δε θα κα­ τάφερνε να μάθει αυτά που θα έπρεπε να ξέρει dίjJerentes quαlites,

sur le

«de tous les vins, de leurs

de leurs inconvenients, de leur puissαnce sur

l'estomαc

et

cerνeαu»*. Εν είδει επανόρθωσης, μας προσφέρει το δικό του

ενθουσιώδη ύμνο στις ιδιότητες του κρασιού, ένα ανέκδοτο για έναν Ισπανό και την προσωποποίηση του πνεύματος του κρασιού. Όπως

τόνιζε ο Ρολάν Μπαρτ στην εισαγωγή που έγραψε ο ίδιος στην έκ­ δοση της «Φυσιολογίας της γεύσης» το

1975,

ο σαρκασμός του

Μποντλέρ αποκαλύπτει μια ουσιώδη σύγκρουση απόψεων σχετικά

με τη φύση του κρασιού: «Για τον Μποντλέρ, το κρασί είναι θύΡΩσΩ και λΩσρονιά, χαρά και ρελαΥχ"Ολία· διευκολύνει το άτορο να ρεΤα­ φερθεί έξω από τον εαυτό του ... είναι ρία ατραπός παρεΚτΡοπΙΊς εν

ολίγοις, ένα ναρκωτικό». Για τον Μπριγιά-Σαβαρέν, απ~ την άλλη:

Το κρασί δεν είναι επ'. ουδενί ένας αγωγός έκστασΩς. Ο λόγος γι' αυτό είναι σαφΙΊς: το κρασί είναι ρέρος ΤΩς τΡοφΙΊς

>" ... για όλα τα κρασιά, τις διάφορες ποιότητές τους, τα μειονεκτήματά τους, την

έντασή τους στο στομάχι και στο μυαλό».

77

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

και η τροφΩ για τον Μπριγιά-Σα8αρέν είναι κυρίως κάτι κοι­ νωνικό, επορένως το κρασί δεν ρπορεί να απορρέει από ένα

ροναχικό κώδικα συΡΠεΡιφοράς Ο άνθρωπος πίνει ενώ τρώ­ ει και ο άνθρωπος τρώει πάντοτε ρε άλλους ρια περιοριστι­ κΩ κοινωνικότητα επιτηρεί την απόλαυση του φαγητού Ι

... ]

Η

συζΩτηση (ρε άλλους) είναι ο νόρος, κατά κάποιον τρόπο, ο

οποίος προστατεύει τη γαστρψαργικΩ απόλαυση από κάθε ψυχωτικό κίνδυνο και διατηρεί τον καλοφαγά εντός ριας «εχέ­

φρονος» λογικΩς: ρε το να ριλάει

-

να κου8εντιάζει

-

ενώ

τρώει, το άτορο στο τραπέζι επι8ε8αιώνει το εγώ του και η ποικιλία των εικόνων του λόγου το προστατεύει από κάθε υποκεψενικΩ πτΩση. Για τον Μπριγιά-Σα8αρέν το κρασί δεν

περιέχει κανένα προνόριο: όπως το φαγηΤό και ραζί ρε αυτό, το κρασί ενδυναρώνει ελαφρά το σώρα (το κάνει «εκθαρ8ωτι­

κό,,) αλλά δεν το φψώνει. Είναι ένα αντι-ναρκωτικόΌ

Το αλκοόλ φημιζόταν από παλιά για την ικανότητά του να κάνει

τους ανθρώπους ομιλητικούς. Τα τελευταία διακόσια χρόνια ειδικό­ τερα, έχοντας κατακτήσει μια ανώτατη θέση στην κλίμακα των αμαρ­ τημάτων

-

κάπου ενδιάμεσα σ' αυτό που είναι υπερβολικά κοινότο­

πο για να το προσέξεις και σ' αυτό που είναι πολύ τρομερό για να το συζητήσεις

-

έχει γίνει ένας τομέας γνώσης ιδίω δικαιώματι κι

αποτελεί έναυσμα για παντός είδους έρευνες, κατηγοριοποιήσεις και νομοθετήματα, δημόσιες διαμάχες και ακαδημαϊκές μελέτες. Από τα φυλλάδια του Κινήματος για την Αποχή από τα Οινοπνευματώδη ως τις ομάδες αυτοβοήθειας του τέλους του 200ύ αιώνα και μέσω της Ποτοαπαγόρευσης, οι υποτιθέμενοι κίνδυνοι του αλκοόλ έχουν θέσει τους πότες υπό τη στενή παρακολούθηση εκκλησιών, γιατρών, σατιρικών συγγραφέων, της αστυνομίας και των κοινωνιολόγων

-

για να μην αναφέρουμε το πιο ανελέητο βλέμμα απ' όλα: την προσε­ χτική επιτήρηση στην οποία επιβάλλουν όσοι πίνουν τον ίδιο τους τον εαυτό, τις συνήθειές τους και την επιθυμία για ένα ποτό.

Τα κατάλοιπα αυτού του ενδιαφέροντος τροφοδοτούν με πλού­ σια ευρήματα τους σύγχρονους ιστορικούς της κοινωνίας, οι οποί­

οι μπορούν να μελετήσουν χωρίς ιδεολογικό ζήλο τις πρακτικές πό­ σης του προηγούμενου αιώνα, προσεκτικά καταγραμμένες από τους

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

φανατικούς πολέμιους του αλκοόλ' ο χαρακτήρας όμως αυτού του λόγου έχει κάνει κυρίαρχες μερικές κάπως απλουστευμένες και αθροιστικές αντιλήψεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να προχωρή­ σει η μελέτη της πόσης πέρα από τα όρια της ιστορίας. Οι μελετη­ τές αντιμετωπίζουν την εκτεταμένη γκάμα των γνωστών στον άνθρω­

πο διεγερτικών ποτών ως εκδήλωση ενός μοναδικού ναρκωτικού, του αλκοόλ, υπό διαφορετικά προσωπεία. Και αντιμετωπίζουν επί­ σης τους πολυάριθμους τρόπους που μπορεί να τα απολαύσει κα­ νείς και τις ποικίλες μορφές της κατανάλωσής τους ως εκδηλώσεις μιας μονότονης παθολογίας μέθης και εξάρτησης, καθώς η αιθυλι­ κή αλκοόλη πρώτα θέλγει και μετά καταλαμβάνει το σώμα. Αυτή η άποψη, η οποία είναι ακόμα διάχυτη στη σύγχρονη κοι­

νωνία, αμφισβητείται τον τελευταίο καιρό από τους ανθρωπολό­

γους. Οι τελευταίοι δυσκολεύονται να εντάξουν τις πρακτικές πό­ σης άλλων κοινωνιών στις κατηγορίες «αλκοολούχο» και «αλκοολι­

σμός» και προτιμούν να ταξινομούν τα αλκοολούχα ποτά στο κεφά­ λαιο της συνεστίασης (της συντροφικότητας στο τραπέζι), μαζί με το

φαγητό και τα άλλα μη διεγερτικά ροφήματα' υπογραμμίζουν τη σχέ­ ση του πότη με τους άλλους πότες κι όχι με το ποτό του, τονίζο­ ντας τη συντροφικότητα, εκείνο το από κοινού κόψιμο του ψωμιού

-

ένα τόσο γραφικό έθιμο των κολεγίων της Οξφόρδης και του

Κέιμπριτζ των φοιτητικών ξενώνων και της θρησκευτικής λειτουρ­ γίας. Μερικοί έχουν φτάσει μάλιστα στο σημείο να υπαινίσσονται ότι το πρόβλημα του ποτού είναι καθαρά δυτικό φαινόμενο, που θα

μπορούσε να θεραπευτεί μέσω της κοινωνικοποίησηξ Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι οι διαφορές του Μποντ­

λέρ με τον Μπριγιά-Σαβαρέν προεξοφλούν το γενικό περίγραμμα της διαμάχης ανθρωπολόγων και μελετητών του αλκοόλ. Για τον ποιητή και για το μελετητή του αλκοόλ, το ποτό είναι μια ουσία, ένα ναρκωτικό. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η παράξενη κατάσταση όταν βρίσκεται κανείς εντός της δικής του προσωπικής μέθης. Για τον καλοφαγά και τον ανθρωπολόγο, το ποτό είναι απλώς ένα ακό­ μη συστατικό της τροφής. Αυτό που έχει σημασία είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο καταναλώνεται, οι τελετουργίες της πόσης, η κοι­ νότητα των συμποτών. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, με τον

κίνδυνο της υπεραπλούστευσης, ότι η ρίζα αυτής της πολεμικής βρί-

79

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σκεται στην προκατάληψη της σύγχρονης Δύσης κατά της μοναχικής

πόσης είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η παρουσία άλλων συμποτών με­ τριάζει τις επιπτώσεις του αλκοόλ

-

ή έστω τις κάνει αμελητέες

-

και πως ο αλκοολισμός αποκαλύπτει την πραγματική μορφή του κα­ τά το διάστημα πριν το άνοιγμα και μετά το κλείσιμο των παμπ, όταν ο πότης μένει μόνος με το ποτό του. Αυτή η ιδιαίτερη ανησυχία για

όποιον ανοίγει ένα μπουκάλι για τον εαυτό του μοιάζει άστοχη. Πολλοί επικίνδυνοι και επίμονοι πότες φτάνουν σε κατάσταση μέ­ θης με συντροφιά, αν και η Βία που συνοδεύει το μεθύσι τους μπο­

ρεί να εμφανίζεται μόνο στο σπίτι. Παρ' όλα αυτά, αυτό που απο­ κρυσταλλώνει για πολλούς πιο καθαρά την εικόνα του αλκοολικού είναι η ήσυχη γεροντοκόρη που κατεΒάζει σέρυ το πρωί παρά τα

νταηλίκια στα μπαρ. Και οι δύο προσεγγίσεις

λετητή του αλκοόλ

-

-

η ανθρωπολογική και εκείνη του με­

έχουν χρησιμοποιηθεί σε πρόσφατες μελέτες

για την κατανάλωση κρασιού στην αρχαιότητα. Κι ενώ κάποιοι επι­ κεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην εύρεση αποδείξεων για την εξάρτηση των αρχαίων από το αλκοόλ και την προΒληματική συμπε­ ριφορά την οποία οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι συνδέουν με την προΒληματική πόση, κάποιοι άλλοι υιοθετούν το φακό των ανθρω­ πολόγων, μέσω του οποίου μια φαινομενικά κοινότοπη πρακτική όπως η κατανάλωση κρασιού μεταμορφώνεται σε κάτι πλούσιο και

παράξενο. Το γνώριμο διεγερτικό υγρό είναι ένας περισπασμός. Δεν έχει σημασία αυτό καθαυτό, παρά μόνο ως καταλύτης περίεργων πο­

λιτιστικών πρακτικών, ως συνεκτικός ιστός ευδιάκριτων κοινωνικών σχέσεων.

Ο οινικός λόγος των Ελλήνων ήταν πλούσιος. Κατά τύχη αλλά και εσκεμμένα, ένα τεράστιο ποσοστό από τις σωζόμενες ελληνικές

ζωγραφιές του 60υ και των αρχών του 50υ αιώνα π.Χ. προέρχεται από αγγεία φτιαγμένα για οινοποσία, των οποίων η διακοσμητική ει­

κονογραφία σε γενικές γραμμές απηχεί τη χρήση τους. Την ίδιά πε­ ρίοδο περίπου, άνθισε η λογοτεχνία της οινοποσίας υπό τη μορφή της συμποτικής ποίησης, καθώς οι συμπότες συνήθιζαν να απαγγέλ­ λουν ποιήματα στις κρασοκατανύξεις με θέμα τις γυναίκες, τα αγό­ ρια, το κρασί και την απόλαυση. Υπάρχουν επίσης και ιατρικά κεί­ μενα που ανήκουν σε μια μάλλον μεταγενέστερη περίοδο και μοιά-

80

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ζουν αρκετά με παρακλάδια του σύγχρονου λόγου περί ποτού, αν και ελάχιστοι σύγχρονοι γιατροί θα επαναλάμΒαναν τη συμΒουλή του πιο διακεκριμένου Αθηναίου γιατρού του 40υ αιώνα, του Μνη­

σιθέου, ο οποίος θεωρούσε τη γερή οινοποσία ευεργετική. Αρκετοί

αρχαίοι φιλόσοφοι, στους οποίους συμπεριλαμΒάνονται ο Αριστοτέ­ λης και ο Θεόφραστος, έγραψαν μελέτες «Περί μέθης», αν και καμία

δυστυχώς δε σώζεται ανέπαφη. Παίρνουμε πάντως μια ιδέα για το ύφος και τις ανησυχίες τους στο τρίτο ΒιΒλίο των «ΠροΒλημάτων» του Αριστοτέλους, όπου υπάρχει μια σειρά ερωτήσεων και απαντή­ σεων για τις οργανικές πλευρές της μέθης. Το κρασί κατάφερε να διεισδύσει ακόμα στην ιστορία και την πολιτική. Ένας ιστορικός ει­

δικότερα, ο Θεόπομπος ο Χίος, φαίνεται ότι είχε μανία να ανιχνεύ­ ει το αλκοόλ στην ανάσα τυράννων και πολιτικών. Τα περισσότερα από τα σωζόμενα αποσπάσματά του, προερχόμενα από τα πολλά και διαφορετικά ΒιΒλία που έγραψε για την Ελλάδα και το Φίλιππο, θί­ γουν τις σχετικές με το ποτό συνήθειες πριγκίπων και εθνών. Ο Αθήναιος λέει μάλιστα για το Θεόπομπο ότι «συνέταξε έναν κατάλο­

γο εραστών του ποτού και ρέθυσων»3. Επιπλέον όλων αυτών, Βρί­ σκουμε και στους ρήτορες σποραδικές νύςεις για κρασόπουλειά χα­ μηλής υποστάθμης και αποδοκιμαζόμενες πρακτικές οινοποσίας. Ο Δημοσθένης, για παράδειγμα, ήταν διαΒόητος πολέμιος του αλκοόλ. Ίσως, η πιο σημαντική πηγή για το πώς έπιναν οι Αθηναίοι την κλα­

σική περίοδο είναι η αττική κωμωδία όλων των περιόδων, που ανε­ Βάζει τους μέθυσους στη σκηνή και παρουσιάζει τις προετοιμασίες

των συμποσίων. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού τα θεατρικά έργα παριστάνονταν υπό την κηδεμονία του Διονύσου,

του θεού του κρασιού. Αυτός ο αρχαίος λόγος εντάσσεται εύκολα μέσα στα όρια που έχουν θέσει οι δύο πλευρές της σύγχρονης πολεμικής, έτσι όπως στρέφεται από το ποτό προς την κοινότητα των συμποτών και πάλι πίσω στο ποτό και μας δίνει τη δυνατότητα να αποφύγουμε κατ' αρ­ χάς μερικές από τις πιο αιχμηρές επικρίσεις του Μποντλέρ και να παρουσιάσουμε μια σύντομη εποπτεία

ferentes

quαlites,

... ».

81

«de tous les vins, de leurs

dίf­

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Κρασί Η άμπελος ήταν γνωστή σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και σε

όλους τους παράκτιους θύλακες που είχαν αποικίσει οι Έλληνες, από την Καταλονία ως την Κριμαία. Στην πραγματικότητα, η κατα­

νάλωση οίνου θεωρείτο σύμΒολο της ελληνικής πολιτιστικής ταυτό­

τητας. Ήταν σημάδι του ΒαρΒαρισμού τους ότι οι ΒάρΒαροι έπιναν μπύρα. Στις περιπτώσεις που ήςεραν το κρασί

-

και οι Έλληνες πα­

ραδέχονταν ότι οι άλλοι πολιτισμοί δεν το αγνοούσαν εντελώς

-

το

κακομεταχειρίζονταν. Το κρασί το ίδιο, στην ακατέργαστη και μη αραιωμένη μορφή που σπάνια έπιναν οι Έλληνες, ήταν γλυκό και, εςαιτίας του ζεστού κλίματος και της μικρής παραγωγής, συνήθως πλησίαζε το ανώτατο όριο της κλίμακας περιεκτικότητας σε αλκο­

όλ, δηλαδή το

15-16%,

αντί του

12,5%

το οποίο θεωρείται φυσιολο­

γικό σήμερα. Πολύ συχνά, στην επιφάνειά του επέπλεαν στέμφυλα ή είχε μούργα και έπρεπε να το σουρώσεις πριν το ανακατέψεις ή το

σερΒίρεις. Επομένως, τα κόκκινα κρασιά θα πρέπει να ήταν πολύ σκουρόχρωμα και με πολλές τανίνες. Η ευωδιά του αρχαίου κρασιού έλεγαν ότι είχε ισχυρή επίδραση στους λάτρεις του κρασιού και ενίοτε τη συνέκριναν με το άρωμα των λουλουδιών. Μερικά άλλα αρώματα όμως μπορεί να μη μας φαί­ νονταν οικεία στη σύγχρονη εποχή. Κατ' αρχάς, το κρασί αποκτού­ σε τη γεύση του αγγείου στο οποίο το μετέφεραν ή το φύλαγαν' και δε χρησιμοποιούσαν τότε τα δρύινα Βαρέλια που χαρίζουν στα σύγ­ χρονα κρασιά το χαρακτηριστικό άρωμα Βανίλιας. Εννοούμε μυρω­ διά πίσσας ή ρετσινιού, που χρησιμοποιούσαν στο σφράγισμα των αμφορέων, ενώ σε κάποιες περιστάσεις, το κρασί έπαιρνε τη μυρω­

διά του πρόΒιου ή κατσικίσιου δέρματος, από τους ασκούς όπου το

φύλαγαν. Μερικές φορές, σε διάφορα στάδια της διαδικασίας παρα­ σκευής και προετοιμασίας, πρόσθεταν κι άλλα συστατικά, όπως θα­

λασσινό νερό, αρωματικά Βότανα, μυρωδικά και, σε μια περίπτωση, μέλι και ζυμάρι. Ο Αριστοτέλης, στη διατριΒή του «Περί μέθης", ανα­ φέρει την οινοποσία από «ροδίτικη χυτρίδα", στην οποία προσέθε­ ταν ένα εκχύλισμα από μείγμα σμύρνας, σχίνου, άνθους κρόκου και

Βαλσάμου κινναμώμου. Προφανώς, όταν ζεσταινόταν το αγγείο, τα

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

μυρωδικά μείωναν τη μεθυστική δύναμη του υγρού που περιείχε. Κατά το Μνησίθεο, έχουμε τρία διαφορετικά χρώματα κρασιού: το <ψαύρο», το «άσπρο» και το «κιρρό», δηλαδή το κεχριμπαρένιο. Τα άσπρα και τα κεχριμπαρένια κρασιά ήταν ή γλυκά ή ξηρά, τα μαύ­ ρα μπορούσαν να είναι επίσης και μέτρια. Ο Ιπποκράτης πάλι, στη

διατριΒή του «Περί διαίτης», διακρίνει τα κρασιά και σε «αρωματι­ κά» ή «χωρίς άρωμα», «λεπτά» ή «παχιά», σε «δυνατά» ή «πιο αδύνα­

μα». Ο Θεόφραστος λέει ότι κάποιες φορές τα κρασιά αναKaτεύO­

νταν4 • Οι Έλληνες, αντίθετα από τους Ρωμαίους που ακολούθησαν, δε

φαίνεται να είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένες ποικιλίες, αλλά οπωσδήποτε αναγνώριζαν την αξία της παλαίωσης

-

κάτι που

εξέπληττε τους αρχαιοδίφες ως τα τέλη του 180υ αιώνα, όταν τα κρασιά χαλούσαν πολύ γρήγορα. Αυτή η παρανόηση πρέπει να οφεί­ λεται απλώς στο γεγονός ότι, στις αρχές του Μεσαίωνα, οι εύκολοι στο σφράγισμα πήλινοι αμφορείς έπεσαν σε δυσμένεια και αντικατα­ στάθηκαν από λιγότερο αεροστεγή δοχεία. Η ηλικία του κρασιού ήταν σημαντικό ζήτημα για τους ειδήμονες κι ενέπνευσε τον καλο­ φαγά Αρχέστρατο να γράψει μερικούς τρομερά κακούς και περίτε­

χνους στίχους, οι οποίοι κάνουν τους σύγχρονους ειδήμονες να μοιάζουν εντελώς στερημένοι φαντασίας

Μετά, αφού πιεις μια γερΩ γουλιά προς τψΩ του Διός Σω­ τΩρος, πρέπει να πιεις ένα παλιό κρασί, που να κουΒαλάει στους ώμους του κατάλευκο κεφάλι, ένα κρασί που να έχει τους υγρούς του Βοστρύχους στεφανωμένους με άσπρα λου­ λούδια, ένα κρασί ΤΩς θαλασσοδαρμένΩς ΛέσΒου. Και επαινώ το ΒύΒλινο κρασί ΤΩς ιερΩς ΦοινίΚΩς, αν και δεν το συγκρί­ νω με το άλλο. Διότι, αν δεν το έχεις ξαναπιεί και ώσπου να το συνΩθίσεις, θα σου φανεί πιο αρωματικό από ΤΩς ΛέσΒου, γιατί διαΤΩρεί το άρωμά του για πολύ περισσόΤεΡΩ ώρα, αλ­ λά, όταν το πίνεις συχνά, θα σου φανεί πολύ κατώτερο, ενώ

n

εκτίμΩσΩ σου για το λεσΒιακό θα ανέΒει στα ύψΩ, αφού είναι ανώτερο όχι μόνο από κάθε άλλο κρασί αλλά κι απ' ΤΩν αμ­ Βροσία. Και μερικοί αλαςονικοί πομφόλυγες μπορεί να πουν περιφρονΩτικά ότι το φοινικικό είναι το γλυκύτερο απ' όλα

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τα κρασιά, αλλά εγώ δε θα τους δώσω σηρασία.

[. .. ]

Το κρασί

της Θάσου είναι KατάλλnλO για ευγενικΩ οινοποσία, αρκεί να είναι παλιό, φορτωρένο ρε πολλές χρονιές.

Η ιδιότητα του κρασιού να Βελτιώνεται όσο παλιώνει προκάλεσε

κάiIοιες δυσμενείς για το ανθρώπινο είδος συγκρίσεις. Ο ήρωας ενός έργου του ΕυΒούλου, για παράδειγμα, παρατηρεί πως οι εταί­ ρες εκτιμούν το παλιό κρασί, αλλά όχι τους ηλικιωμένους άντρες. Σ' ένα απόσπασμα του Κρατίνου, Βρίσκουμε μια πιο εκλεπτυσμένη σύγκριση με την ανθρώπινη ζωή. Ο Κρατίνος μιλάει για «οίνο ρεν­

δαίο που ενnλΙKιώνεται" (ηBώvτα, στην κυριολεςία θαλερό ή έφηΒο) και μας θυμίζει έτσι τα σύγχρονα διαγράμματα ωριμότητας της «ζωής" ενός κρασιού, τα οποία χωρίζουν τις περιόδους ωρίμανσης σε: «στη στιγμή του", «στην κατάλληλη στιγμή του", «κουρασμένο"

«έχει ςεπεράσει τα όριά του,,5. Ο κύριος όγκος του κρασιού που κατανάλωναν οι Έλληνες ήταν κοινό κρασί τοπικής παραγωγής, από τη συγκομιδή μικρών ανειδί­ κευτων κτημάτων. Οι Αθηναίοι αποκαλούσαν αυτό το κρασί τρικό­

τυλο ή «κρασί του λίτρου" (κυριολεκτικά ίσο με τρεις κοτύλες, δηλ. τρία μικρά ποτήρια), επειδή, σύμφωνα με το λεςικογράφο Ησύχιο, μπορούσες να αγοράσεις τρεις κοτύλες μ' έναν οΒολό μόνο. Μερικά εντούτοις ήταν πολύ υψηλότερης ποιότητας, εισάγονταν από περιο­

χές διάσημες για τα κρασιά τους και καλλιεργούνταν σε μεγάλα κτή­ ματα. Τέτοια κρασιά συναντάμε συχνά στις κωμωδίες, σε λίστες μα­ ζί με άλλες λιχουδιές, αν και στην ανώτατη Βαθμίδα Βρίσκουμε λι­

γότερα είδη κρασιών παρά ψαριών, για παράδειγμα, κατ' επιταγή των ποιητών

-

τα κρασιά σπάνια ςεπερνούν τα τρία ή τέσσερα τη

φορά. Δε συμφωνούν όλες οι πηγές μας για το ποια ήταν τα κορυ­ φαία κρασιά, αλλά τα κρασιά της Θάσου, της Χίου και της Μένδης, πόλης της Χαλκιδικής, θεωρούνταν τα διαπρεπέστερα της κλασικής

περιόδου για τους περισσότερους. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα κρασιά της ΛέσΒου, τα οποία Βρίσκουμε σποραδικά στις λίστες

από πολύ νωρίς, από τις αρχές του 50υ αιώνα, αν και ο Πλίνιος πι­ στεύει ότι η φήμη τους χρονολογείται από τα τέλη του 4ου. Οι ήρω­

ες tων θεατρικών έργων διαπραγματεύονται άνετα τις περίεργες ιδιότητες κάθε κρασιού, το χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμά του,

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τη γλυκύτητά του, όπως στο λόγο του Διονύσου από ένα έργο του Ερμίππου:

Με ΤΟ κρασί ΤΩς ΜένδΩς, οι θεοί μουσκεύουν τα μαλακά τους τα στρώματα. Και μετά είναι ένα κρασί της ΜαΥνΩσίας,

απαλό κι ευχάριστο {μειλιχόδωρον], κι ένα θασιώτικο, που

σΤΩν επιφάνειά του γλιστράει το άρωμα των μrίλωY" αυτό κρί­ νω ως το καλύτερο απ' όλα τα κρασιά, εκτός από το άψογο

κρασί ΤΩς Χίου, που διώχνει κάθε πόνο,,6. Ίχνη της δημοτικότητας των καλών κρασιών της κλασικής περιό­ δου δε Βρίσκουμε μόνο στα υπολείμματα της αρχαίας γραμματείας, αλλά και σε θραύσματα αμφορέων που Βρέθηκαν στην Αγορά της Αθήνας και αλλού. Καθεμιά από τις σημαντικές πόλεις που έκαναν εξαγωγή κρασιών εμφιάλωνε την παραγωγή της σε χαρακτηριστικά αγγεία που είχαν πάνω κάτω ομοιόμορφο σχήμα, όπως μπορούν να

διακρίνουν οι αρχαιολόγοι. Οι Χίοι μάλιστα χρησιμοποιούσαν τους

αμφορείς τους ως διακριτικό σύμΒολο στο νόμισμά τους. Έτσι επι­ ΒεΒαιώνεται αυτό που υπονοούν τα αποσπάσματα των κωμωδιών, ότι

τα κρασιά των πόλεων αυτών ήταν ειδικά προϊόντα, με αναγνωρίσιc μα χαρακτηριστικά. Μερικές πόλεις ειδικεύονταν στην παραγωγή

ενός είδους κρασιού μόνο, άλλες παρήγαγαν περισσότερα. Το χιώ­ τικο κρασί, για παράδειγμα, έΒγαινε σε τρεις τύπους: αυσΤΩρό (ξη­ ρό), γλυκάξον (γλυκό) και ένα ονομαζόμενο αυτόκρατο*, κάτι ανά­ μεσα στα δύο. Η ιδιαιτερότητα αυτών των κρασιών μπορεί να εξηγη­ θεί ως αποτέλεσμα της φυσικής επικράτησης συγκεκριμένων ποικι­

λιών και κάποιων παραδοσιακών μεθόδων, συγκεκριμένων σε κάθε περιοχή. Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτά τα ξεχωριστά κρασιά, χω­ ρίς καμία εξαίρεση, προέρχονταν από απομονωμένες αγροτικές οι­ κονομίες, κάτι που ισχύει στην κυριολεξία στην περίπτωση νησιών όπως η Θάσος και η Χίος, ή όπως η Μένδη, που περιτριγυριζόταν

από ΒαρΒάρους. Είναι σημαντικό από την άποψη αυτή ότι το λεσΒια­ κό κρασί παίρνει το όνομά του από τό νησί, τη γεωγραφική ενότη-

*

Αυτόκρατος ή αυτοκέραστος, δηλαδή ο αμιγής οίνος. Αναφέρεται σε πολύ ελαφριά

κρασιά που δε χρειάζονται νερό.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τα, κι όχι από τις πόλεις, Μυτιλήνη, Ερεσό και Μήθυμνα, τις πολι­

τικές οντότητες που καταλάμΒαναν την έκτασή του. Μερικές πολύ σποραδικές αναφορές μαρτυρούν ότι οι αρχαίοι παραδέχονταν τη

λιγότερο χειροπιαστή ιδιότητα της terroir, της μαγικής επιρροής δηλαδή συγκεκριμένων κομματιών γης. Απ' ό,τι φαίνεται, το καλύτε­ ρο χιώτικο κρασί προερχόταν από μια περιοχή στα Βορειοδυτικά του νησιού, που ήταν γνωστή ως Αριουσία. Μαθαίνουμε επίσης την ύπαρξη ενός κρασιού που λεγόταν ΒύΒλινο, το οποίο, παρ' όσα λέ­

ει ο Αρχέστρατος, δεν προερχόταν από τη φοινικική ΒύΒλο, αλλά από μια περιοχή της Θράκης απέναντι στις Βορειοδυτικές ακτές της Θάσου, η οποία περιοχή ανήκε ενδεχομένως στην επικράτεια κά­

ποιας πόλης της περιοχής, ίσως στη Θάσο την ίδια7 • Η Θάσος μας προσφέρει, εξ αντιδιαστολής, την καλύτερη απόδει­ ξη για μία άκρως οργανωμένη αμπελουργία ευρείας κλίμακας, η

οποία οφειλόταν στις παρακινδυνευμένες αλλά ευλογημένες παρα­ δοσιακές μεθόδους και στο καλό χώμα, στοιχεία που συμπλήρωνε και μια σχετική νομοθεσία. Κάποιες επιγραφές που Βρέθηκαν στο

νησί αποκαλύπτουν ότι η πολιτική παρέμΒαση στο εμπόριο κρασιού ήταν έντονη και πολύ εκτεταμένη. Σε γενικές γραμμές, οι νόμοι ασχολούνταν με την ποιότητα και αυτή η μέριμνα στάθηκε ευεργετι­ κή όχι μόνο για τους ντόπιους καταναλωτές του θασιώτικου κρα­

σιού αλλά και για τους εξαγωγείς, των οποίων η επιτυχία .εξαΡΤΙό­ ταν από τη διατήρηση της φήμης του νησιού σε υψηλά επίπεδα 8 •

Το συμπόσιο Το πιο τυπικό πλαίσιο κατανάλωσης οίνου στον ελληνικό κόσμο ήταν η γιορτή οινοποσίας ή συμπόσιο, μια εντελώς τελετουργική περίσταση και σημαντικό χωνευΤήρι σφυρηλάτησης φιλιών, συμμα­

χιών και συνεργασιών στην αρχαία Ελλάδα. Το συμπόσιο, στην πραγματικότητα, αποτελεί ένα σχεδόν ιδανικό δείγμα του μοντέλου συνεστίασης των ανθρωπολόγων στο χώρο του ποτού, στο οποίο η κοινωνικοποίηση θεωρείται ύψιστη αρετή. Τις πρακτικές του συ­

μποσίου μπορούμε να συναρμολογήσουμε από αρκετές περιγραφές. Ο τόπος στον οποίο λάμΒανε χώρα ήταν «ΤΟ δωμάτιο των αντρών»,

ο ανδρών ή ανδρωνίΤΩς, ένα μικρό δωμάτιο με ελαφρά υπερυψωμέ-

86

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νο δάπεδο απ' όλες τις μεριές, πράγμα που το κάνει έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους χώρους στην αρχαιολογία του ελληνικού σπι­ τιού. Αυτό το περί~ωμα ήταν μια πλατφόρμα για τα ανάκλιντρα, τα οποία συνήθως ήταν επτά, ενίοτε έντεκα και σπανιότερα έφταναν τα

δεκαπέντε. Κάθε ανάκλιντρο χωρούσε δύο ανθρώπους, ξαπλωμένους από την αριστερή πλευρά. Τα ανάκλιντρα συνιστούσαν χοντρικά έναν τετραγωνισμένο κύκλο, αλλά η θέση του καθενός δεν ήταν τυ­ χαία. Τον κύκλο των συμποτών διασπούσε η πόρτα, πράγμα που σή­ μαινε ότι υπήρχε μια πρώτη και μια τελευταία θέση, και θέσεις για τον οικοδεσπότη, τους καλεσμένους, τους συμποσίαρχους, τους τι­

μώμενους καλεσμένους και τους απρόσκλητους. Το κρασί, το τρα­ γούδι και η συ~ήτηση έκαναν το γύρο του δωματίου «από αριστερά προς τα δεξιά», κατά τη φορά δηλαδή των δεικτών του ρολογιού. Η διευθέτηση των ανακλίντρων δεν ήταν τόσο ένας στατικός κύκλος ισότητας όσο μια δυναμική σειρά κινήσεων που εξελισσόταν στο

χρόνο και το χώρο, με τη δυνατότητα να ξετυλίγεται σε μακρινά τα­

ξίδια, εκδρομές, περιηγήσεις9. Μέσα στο μικρό ανδρώνα, οι συμπό­ τες μπορούσαν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Το συμπόσιο καταλάμΒανε ένα χώρο απόλυτα συμμετρικό προς τους τοίχους. Η ατμόσφαιρα είχε. την ανάλογη ένταση και οικειότη­

τα. «Τίποτα δε λαρΒάνει χώρα πίσω από τους συρπότες ολόκληρος ο οπτικός χώρος είναι δορηρένος έτσι ώστε να συγκλίνουν οι οπτι­ κές όλων και να εξασψαλίςεται η αροιΒαιότηΤΩ,,10. Ο συμποτικός χώ­ ρος συνωμοτούσε με την επίδραση του αλκοόλ για να δημιουργήσει στους συμπότες την αίσθηση ότι εισέρχονταν σε μια χωριστή πραγ­

ματικότητα. Οι ιδιοκτήτες των μονΤέρνων νάιτ κλαμπ και των Kα~ί­ νων φρoντί~oυν να μην υπάρχουν παράθυρα ή ρολόγια, που θυμί­ ~oυν στην πελατεία τους το χρόνο έξω. Στο συμπόσιο, μια παρόμοια διάρρηξη των δεσμών με τον έξω κόσμο γινόταν εφικτή χάρη σ' ένα

ρεπερτόριο εικόνων και λόγου χαρακτηριστικών αποκλειστικά δι­ κών του, που ανΤΙKατόπτρι~αν το συμπόσιο και ήταν αντανακλάσεις του συμποσίου

en abime*.

Στον ανδρώνα ξάπλωναν και έπιναν από διακοσμημένα κύπελλα

*

Που χάνονται στο άπειρο (όταν τοποθετήσουμε δύο καθρέφτες σε παράλληλη διά­ ταξη, σχηματίζονται άπειρα είδωλα).

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

με εικόνες αντρών που ήταν ξαπλωμένοι και έπιναν' απάγγελλαν συ­ μποτική ποίηση και έλεγαν ιστορίες για άλλα συμπόσια άλλων και­ ρών και άλλων τόπων. Δεν ήταν ανάγκη να απομακρυνθούν ούτε στιγμή από τα συμποτικά θέματα του έρωτα και του σεξ, της από­ λαυσης και του ποτού. Ουσιαστικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συμπόσιο, για όσο χρόνο διαρκούσε, συγκροτούσε συμβολικά τον κόσμο.

Μια αλλόκοτη ιστορία, που έλεγε ο Τίμαιος εκ Ταυρομενίου (ση­ μερινή Ταορμίνα της Σικελίας), ερμηνεύει παραστατικά την αίσθηση διαχωρισμού ανάμεσα στον κόσμο εντός και στον κόσμο εκτός συ­ μποσίου:

ΣΤΟΥ AKράγαVΤα υπάρχει έΥα σπίτι που το λέΥε τριΩρπ για ΤΟΥ ακόλουθο λόγο. Κάποτε έΠΙΥαΥ εκεί μερικοί Υεαροί και μέθυ­ σαΥ τόσο πολύ που έχασαΥ το μυαλό τους εΥτελώς, κι άρχι­ σαΥ Υα φαyτάςOVΤαι πως ΒρίσΚΟΥταΥ σε μια τριΩρπ,

n

οποία

ταξίδευε μέσα από επικίΥδυΥΠ καταιγίδα' μπερδεύΤΩκαΥ λοι­ πόΥ τόσο πολύ ώστε πέταξαΥ όλα τα σκεύπ και τα στρώματα έξω από το σπίτι, σαΥ Υα ΒρίσΚΟΥταΥ στπ θάλασσα, ΥομίςΟΥτας ότι ο καπετάΥιος τούς είχε δώσει εΥτολΩ Υα ελαφρώσουΥ το πλοίο λόγω τπς καταιγίδας. Πολύς κόσμος εΥτωμεταξύ είχε μαςευτεί απέξω κι άρχισε Υα κουΒαλάει τα πεταμέΥα πράγμα­ τα, αλλά ακόμα και τότε οι Υεαροί δε σταμάτπσαΥ ΤΩΥ παλαΒο­ μάρα.

Tnv

επομέΥΠ μέρα, επισκέφθΩκαΥ το σπίτι οι στρατπγοί

και τους απάγγειλαΥ κατπγορίες. Οι Υεαροί, που υπέφεραΥ ακόμα από Υαυτία, απάΥτπσαΥ στις ερωτΩσεις τωΥ αρχόΥτωΥ

ότι, μέσα σΤΩΥ αγωΥία τους για ΤΩΥ καταιγίδα, έΥιωσαΥ ΤΩΥ πα­ ρόρμπσπ Υα απαλλαγούΥ από το υπερΒάλλΟΥ Βάρος, πετώΥτας το στπ θάλασσα.

Η ιστορία εντάσσεται σε μια πλούσια ελληνική παράδοση παρο­ μοιώσεων, που συγκρίνουν τη συμποτική κοινότητα με τη θάλασσα ll •

Η ανοιχτή θάλασσα αντιπροσωπεύει την απεραντοσύνη του κρασιού, την απάλειψη σημείων αναφοράς. Ο διάσημος ζωγράφος της αρχαιό­ τητας Εξηκίας συλλαμβάνει σ' ένα κύπελλο (Βλ. εικόνα

2)

την παρο-

. μοίωση αυτή με χαρακτηριστική λιτότητα. Δείχνει το Διόνυσο, ήρε-

88

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

μο και θριαμΒευτή, μέσα σε σκάφος στολισμένο με τσαμπιά σταφύ­ λια και τα ανεξέλεγκτα κλαδιά ενός αμπελιού, ο οποίος έχει κατα­ φέρει να ανατρέψει την κατάσταση προς όφελός του, αφού έχει νι­

κήσει τους πειρατές απαγωγείς του, που κολυμπούν γύρω από το σκάφος μεταμορφωμένοι σε ψάρια. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η εσωτερική διακόσμηση μιας κύλικας αποτελείται μόνο από ένα μι­

κρό κεντρικό τόντο·, αλλά εδώ η Βαμμένη κόκκινη θάλασσα ξεφεύ­ γει από τους περιορισμούς της και γλείφει τις άκρες του κυπέλλου σαν φουντωμένη κληματαριά, όπως ακριΒώς το συμπόσιο διαΒρέχει τους τοίχους του ανδρώνα. Στην απέραντη θάλασσα του κρασιού, η συντροφιά ταξιδεύει ελεύθερη από τους περιορισμούς της πραγμα­ τικότητας και μακριά μέσα στο Βυθό. Δεν είναι περίεργο που σ' έναν άλλο τόπο, την Ετρουρία της Ιταλίας, το συμπόσιο σχετιζόταν με τις τελετουργίες του θανάτου. Το μέρος του δείπνου που είχε σχέση με τη στερεά τροφή τερμα­ τιζόταν με την απομάκρυνση των τραπεζιών. Οι υπηρέτες σκούπιζαν

από το δάπεδο τα τσόφλια και τα κόκαλα που είχαν συγκεντρωθεί, στη διάρκεια του συμποσίου και έδιναν νερό στους καλεσμένους για να πλύνουν τα χέρια τους. Στο σημείο αυτό, οι καλεσμένοι φορού­

σαν μερικές φορές στεφάνια με λουλούδια και αλείφονταν με αρω­ ματικά έλαια. Το συμπόσιο καθαυτό άρχιζε με μια σπονδή άκρατου οίνου στον Αγαθό Δαίμονα, τη «θεότητα του καλού», υπό τη συνο­ δεία παιάνων που τραγουδούσαν στο θεό. Αυτή ήταν η μόνη περί~ σταση που επιτρεπόταν να δοκιμάσουν κρασί μη αραιωμένο και αντι­

κατοπτρίζει μια ατμόσφαιρα κινδύνου που διαπερνούσε το Βραδινό γλέντι. Οι συμποσιαστές ξεκινούσαν ένα επικίνδυνο ταξίδι. Σύμφω­ να με τον ιστορικό Φιλόχορο, την τελετουργική πρόποση του άκρα­

του οίνου θέσπισε μαζί με άλλα έθιμα του ποτού ο μυθικός Βασιλιάς της Αθήνας Αμφικτύων, ως «εκδΩλωσΩ ΤΩς δύναμΩς του Αγαθού Δαί­ μονος Επιπλέον, έπρεπε να επαναλάΒουν πάνω απ' αυτό το κύπελ­

λο το όνομα του Διός ΣωτΩρος, σαν προειδοποίΩσΩ και υπενθύμισΩ στους συμπότες ότι μόνον όταν έπιναν με τέτοιο τρόπο [δηλαδή, ανακατεύοντας το κρασί με νερό] θα έμεναν σώοι και αΒλαΒείς». Η σπονδή γινόταν από μια ειδική κύλικα, ονομαζόμενη μετάνιπτρον,

• Tondo =

ο πίνακας, ΤΟ ανάγλυφο ή η απεικόνιση που έχει στρογγυλό σχήμα.

89

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

που έκανε το γύρο των καλεσμένων. Κατόπιν εκλογής ή με κάποια άλλη διαδικασία, διάλεγαν ένα συμποσίαρχο για να προίσταται στο ανακάτεμα και τις προπό σεις 12.

Αυτό το περίεργο έθιμο των Ελλήνων, να προσθέτουν νερό στο κρασί τους, δεν το συναντάμε σε άλλες οινικές κουλτούρες. Τα δύο υγρά τα ανακάτευαν σ' ένα μεγάλο ειδικό δοχείο που ήταν γνωστό ως κρaτΙψ Το νερό μπορεί να ήταν κρύο ή ζεστό και μερικές φο­ ρές χρησιμοποιούσαν χιόνι για να παγώσουν τον άκρατο οίνο στον

ψυκτΩρa ή το έριχναν να λιώσει κατευθείαν μέσα στο δοχείο. Σύμ­ φωνα με το Θεόφραστο, στην εποχή του είχε γίνει μόδα να χύνουν μέσα στον κρατήρα πρώτα το κρασί και μετά να το αραιώνουν· ο

Θεόφραστος θεωρεί τη διαδικασία αυτή πιο επικίνδυνη απ' το να

προσθέσεις κρασί στο νερό για να το φέρεις στα γράδα του κι αυ­ τό, υποθέτω, επειδή πίστευε ότι το «νέρωμα του κρασιού" συνεπα­ γόταν ένα δυνατότερο μείγμα απ' ότι «Ο αρωματισμός ή η ενίσχυση

του νερού,,13. Η· περιδίνηση των υγρών που ανακατεύονταν αντικατο­ πψίζεται στο όνομα ενός δοχείου ειδικού για το ανακάτεμα, του δί­ νου ή ρουφήχτρας.

Η σωστή αναλογία αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλης διχογνωμίας.

Ο Αθήναιος αναφέρει πολλούς ήρωες αττικών κωμωδιών που λογο­ μαχούν για τις αναλογίες. Τα περισσότερα αποσπάσματα αναφέρουν

ένα μείγμα μισό μισό, αλλά όπου το πλαίσιο αναφοράς είναι πρόδη­ λο, φαίνεται ότι μια τέτοια αναλογία υποτίθεται πως προσδιόριζε έναν τρόπο πόσης άκρως υπερβολικό και λαίμαργο. Ένας ήρωας στο θεατρικό του Σωφίλου «Εγχειρίδιον", για παράδειγμα, περιγράφει το κρασί με αυτή την αναλογία ως μη αραιωμένο, άκρατο. Ακόμα η ανα­

λογία ένα τρίτο κρασί, δύο τρίτα νερό θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετη στα έθφα, ενώ το ένα τέταρτο κρασί ήταν υπερβολικά αδύ­

ναμο. Η αραίωση που θεωρείται πιο αποδεκτή στα κωμικά αποσπά­ σματα βρίσκεται κάπου ανάμεσα: στα δύο έβδομα, δηλαδή πέντε μέ­

ρη νερό και δύο κρασί. Το υγρό που προέκυπτε θα πρέπει να ήταν όσο δυνατές είναι οι σύγχρονες μπύρες και καταναλωνόταν σε ανά­ λογες ποσότητες. Θεωρείτο ότι το κρασί και το νερό ανταγωνίζο­ νταν κατά κάποιο τρόπο το ένα το άλλο, σαν το δηληΤήριο και το αντίδοτό του. Στην περιγραφή ενός πλουσιοπάροχου συμποσίου για το γάμο του Καράνου, αναφέρεται ότι ακόμα κι ένας διαβόητος γε-

90

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ρός πότης, όπως ο Πρωτεύς ο Μακεδών, ''Ραντίζει το κρασί του με λιγάκι νερό" από δεισιδαιμονία, πριν κατεβάσει μονοκοπανιά ένα

χόα (=

3,3 λίτρα) από το θασιώτικο 14 .

Μόλις τέλειωνε η ανάμειξη του κρασιού, ένας δούλος το μοίρα­ ζε: αφού σερβίριζε πρώτα το κρασί σε μια οινοχόη, μετά το έχυνε σε κάθε κύπελλο με τη σειρά. Ο συμποσίαρχος αποφάσιζε όχι μόνο τις αναλογίες οίνου και νερού αλλά και τον αριθμό των κρατήρων που θα ανακάτευαν. Ένα αξιοπρεπές συμπόσιο περιοριζόταν σε τρεις. Ο Διόνυσος επί σκηνής, σ' ένα θεατρικό του Ευβούλου, ανακοινώνει:

Τρεις κρατnρες ρόνο προτείνω εγώ στους λογικούς ανθρώ­ πους, έναν για υγεία, τον δεύτερο για αγάπη και απόλαυση και τον τρίτο για ύπνο' όταν τους πιουν αυτούς, οι σώφρο­

νες καλεσρένοι ξεκινάνε για το σπίτι τους15.

Ο αριθμός των κρατήρων μπορεί να ήταν καθορισμένος εκ των προτέρων ή μπορεί να τον αποφάσιζαν κατά την εξέλιξη του συμπο­ σίου. Το «Συμπόσιον» του Πλάτωνος ξεκινά με τις σκέψεις των κα­ λεσμένων για το πώς σκοπεύουν να πιουν. Καθώς δεν έχουν συνέλ­ θει ακόμα από το χθεσινοβραδινό γλέντι, βάζουν στόχο να είναι με­ τριοπαθείς. Από τη συζήτηση προκύπτει ότι θα πιουν όλοι το ίδιο και άρα χρειάζεται να συμφωνήσουν εκ των προτέρων πόσο θα πιουν. Εκτός από τον αριθμό των κρατήρων και τη δύναμη του μείγ­

ματος, οι συμπότες μπορούσαν να ποικίλλουν τον αριθμό και το μέ­ γεθος των προπόσεων, το μέγεθος των κυπέλλων και τη συχνότητα

των γύρων. Αφού τα αποφάσιζαν όλα αυτά, ο συμποσίαρχος ήταν σε θέση να υπαγορεύει αποτελεσματικά το ρυθμό της πόσης, αφήνο­ ντας μερικούς να διαμαρτύρονται για υποχρεωτική ή «καταναγκαστι­

κή» οινοποσία. Στις δημόσιες συγκεντρώσεις, διορίζονταν κάποιοι αξιώματούχοι καλούμενοι οινόπται (δηλαδή επόπτες του οίνοω,

που φρόντιζαν να πίνουν όλοι εξίσου 16 . Δε θα πρέπει να δούμε την εικόνα του μετριοπαθούς συμποσίου της κλασικής εποχής, η οποία αναδύεται απ' όλα αυτά τα αποσπά­

σματα, ως μία προσπάθεια των Ελλήνων να δείξουν στους μεταγενέ­ στερους πώς είχε η κατάσταση, αλλά ως σύμπτωμα της αγωνίας τους για το πώς πίνει κανείς ορθά. Αυτή η αγωνία ήταν πολύ κατανοητή.

91

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Διαταραχές του ορθού ρυθμού πόσης παρατηρούνται σε όλα τα επί­ πεδα του τελετουργικού. Κατ' αρχάς, πριν προλάβουν οι πότες να τελειώσουν τον τρίτο κρατήρα, το πειθαρχημένο συμπόσιο και με τις τελετουργίες του αλώβητες

-

-

έστω

θα μπορούσε να ξεφύγει

από κάθε έλεγχο, αφού ο μηχανισμός του ήταν πιθανόν να πάψει να ελέγχει την υπερβολή και να παρασυρθεί από τη δύναμη της μέθης.

Ο Διόνυσος, στο έργο του Ευβούλου, συνεχίζει και περιγράφει τι συμβαίνει όταν η οινοποσία συνεχιστεί μετά τους τρεις κρατήρες

που θεωρεί ενδεδειγμένους

Ο τέταρτος κρατΩρας δεν είναι πια δικός μου, αλλά ανΩκει σΤΩν ύ8ΡΩ' ο πέμπτος στις φωνασκίες' ο έκτος στο γλεντο­

κόπι' ο έ8δομος στα μαυρισμένα μάτια' ο όγδοος στα κλΩτΩ­ ρια θεσπίσματα'

ο ένατος στον εκνευρισμό' και ο δέκατος

σΤΩν τρέλα και σε ανθρώπους που πετάνε τα έπιπλα από τα παράθυρα.

Το να πετάνε τα έπιπλα φαίνεται ότι ήταν μια συνηθισμένη πρα­ κτική στο τελευταίο στάδιο τρέλας του συμποσίου. Η αποδιοργάνω­ ση θα μπορούσε να προέλθει και από λάθος μείγμα. Λέει ο ομιλη­

τής σ' ένα κωμικό απόσπασμα:

Αν υΠεΡ8άλεις στις αναλογίες, το κρασί φέρνει ΤΩν ύ8ΡΩ. Αν το πιεις σε αναλογία μισό μισό, θα οδΩγΩθείς σΤΩν τρέλα. Αν το πιεις μΩ αραιωμένο, σε φυσικΩ παράλυσΩ 17 •

Παρά τον κίνδυνο που ελλόχευε, ενίοτε έπιναν άκρατο οίνο, δη­ λαδή σκέτο ή δυνατό κρασΙ Αυτό μπορούσε να συμβεί μόνον όταν άφηναν στην άκρη τις δομές του τακτικού τρόπου πόσης, όταν διέ­ κοπταν το συμποτικό μηχανισμό της αραίωσης και διανομής, κατά

τον οποίο το κρασί μεταφερόταν από τις υδρίες και τους ψυκτήρες,

όπου το φύλαγαν και το δρόσιζαν, σ' έναν ουδέτερο κρατήρα, μετά με μια μεγάλη κουτάλα στην οινοχόη και τελικά στο κύπελλο. Ένας κωμικός ήρωας δείχνει την απόφασή του να μεθύσει, όταν ζητάει να πάρουν μακριά όλα τα συμποτικά σύνεργα, εκτός απ' όσα ήταν ανα­ γκαία για να πετύχει το σκοπό του. Ένας άλλος μιλάει για κάποιους

92

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

άντρες που πίνουν κατευθείαν από την κουτάλα. Ένας ήρωας πάλι της «Χαλκείας» του Μενάνδρου, πίστευε ότι αυτά ήταν μοντέρνες συ­ νήθειες

Όπως είγαι το έθιμο σΙψερα, φώγαςαγ όλοι, άκρατος, στο

μεγάλο κύπελλο! Και όπου γα 'ναι, κάποιος θα προκαλέσει

rnv

KατασΤΡOφrΊ τωγ φουκαράδωγ συμποτώγ του, προτείΥΟ­

Υτάς τους γα κάΥουγ πρόποσn από τογ ψυKτrΊρα l8 .

Το πιο διάσημο παράδειγμα αυτής της <<μοντέρνας» πρακτικής

προέρχεται από το «Συμπόσιον» του Πλάτωνος. Το συμπόσιο στο σπίτι του Αγάθωνος ήταν υποδειγματικό, ως ένα σημείο. Έπιναν όλοι μετρημένα, ο συμποσίαρχος δεν ανάγκαζε τους συμπότες να κάνουν προπόσεις και όλοι μιλούσαν με τη σειρά τους στο δωμάτιο. Τότε όμως, καταφθάνει ο ένδοξος Αλκιβιάδης, πάρα πολύ μεθυσμέ­ νος. Αρνείται, στην αρχή, να δεχτεί τους κανόνες του συμποσίου και εκλέγει τον εαυτό του συμποσίαρχο, με σκοπό να εξαναγκάσει τους άλλους να φτάσουν γρήγορα στο δικό του επίπεδο μέθης. Ξεκινώ­ ντας πρώτος, αρχίζει να πίνει άκρατο οίνο από τον ψυκτήρα και με­ τά πιέζει το Σωκράτη να κάνει το ίδιο. Πριν περάσει πολλή ώρα

εντούτοις, ο νόμιμος συμποσίαρχος ο Ερυξίμαχος διεκδικεί ξανά την εξουσία του και ο Αλκιβιάδης κοινωνικοποιείται, εντάσσεται

στην ομάδα και τη συζήτηση. Προς το τέλος του διαλόγου, ακολου­ θεί μια δεύτερη διαταραχή από έξαλλους γλεντοκόπους, οι οποίοι εισβάλλουν στη συγκέντρωση και αναγκάζουν τους καλεσμένους να πιουν μεγάλες ποσότητες χωρίς καμία τάξη, «εν κόσμφ ουδενΙ». Με

το τέλος της τάξης στην πόση, το συμπόσιο διαλύεται 19 .

Συνεστίαση Έγραφε ο Αρτεμίδωρος, ο ερμηνευτής ονείρων:

Υπάρχει μια άλλn σωστrΊ ερμnvεία για τα κύπελλα ΟΙΥΟΠΟ­ σίας, συμΒολίςουγ εκείΥους που μας χαιρετούγ με έγα φιλί. Και έτσι, όταγ σπάσουγ, σnμαίvει ότι θα πεθάγει κάποιος από

rnv

οικογέγεια αυτού που είδε το όγειρο, rΊ φίλος.

93

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Πίνοντας κρασί από το ίδιο δοχείο, η κοινότητα των συμποτών σφυρηλατούσε δεσμούς ομοουσιότητας, που συγγένευαν προς το μοίρασμα του θυσιαστικού κρέατος μετά από θρησκευτική τελετή.

Μερικές φορές, οι συμποσιαστές απολάμΒαναν ακόμα μεγαλύτερη οικειότητα, πίνοντας από το ίδιο κύπελλο. Το μετάνιπτρον, για πα­

ράδειγμα, περνούσε πιθανότατα από τα χέρια όλων, και ο Κριτίας θεωρούσε παράςενο σπαρτιάτικο έθιμο το να μη γίνεται αυτό. Μα­ θαίνουμε επίσης για ένα κύπελλο αφιερωμένο στη φιλία, τη φιλΟΤΩ­ σία, το οποίο χρησιμοποιούσαν για να ορκιστούν πίστη σε κάποια

συμμαχία. Η έντονη αίσθηση σύμπνοιας, την οποία σφυρηλατούσε το συμπόσιο, συνοψίζεται σε μια εντυπωσιακή εικόνα του Αριστοφά­ νους. Ο Χορός στους «Αχαρνείς» εςηγεί ότι δεν ςέρει πώς να φερ­ θεί στον Πόλεμο, συγκρίνοντάς τον με μέθυσο καλεσμένο ο οποίος

-

αντίθετα από τον ΑλκιΒιάδη στο σπίτι του Αγάθωνος

-

αρνείται

να ενταχθεί στην ομάδα:

Α, ποτέ τον Πόλεμο άλλο σπίτι μου δεν θα δεχτώ, στο τρα­

πέζι μου του Αρμόδιου το τραγούδι δεν θα πει πλάι μου κα­ θισμένος· είναι το μεθύσι του κακό· είχαμε όλα τα καλά μας

και Ωρθε για ξεφαντωτΩς κι έφερε όλες τις μαυρίλες, γενικό αναστάτωμα και σκορπίσματα κι αμάχες· του γλυκομιλούσα

εγώ: «Να φιλίας ποτΩρι· πάρ' το, κάθου, πίνε το Ωσυχος», στις κλΩματαριές μου εκείνος πιότεΡΩ έΒαζε φωτιά κι άγριος έξω

από το αμπέλι μού έχυνε όλο το κρασί2Ο •

Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί πάλι τους συμΒολισμούς της από κοινού πόσης στους «Ιππείς», για να εκφράσει μια ακόμα πιο πρα­

κτική ιδέα. Κάποια στιγμή στα τέλη του 50υ αιώνα, ένας άντρας ονό­ ματι Αριφράδης είχε αποκτήσει άσχημη φήμη ως αιδοιολείκτης. Ο

Χορός εκφράζει τον αποτροπιασμό του αρκετά ζωηρά παίρνοντας μιαν απόφαση. Όχι, πρέπει να πούμε, κατά του Αριφράδου και του

στόματός του, αλλά κατά των γνωστών του:

Όποιος σιχασιά δεν νοιώθει για έναν άνδρα σαν αυτόν, απ' το ίδιο ποτΩρι δεν θα πιει ποτέ μ' εμάς.

94

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Το θέμα του μιάσματος μας οδηγεί στη γιορτή των Χοών και στο μύθο που αφορά την καθιέρωσή τους. Χόες* ονόμαζαν τη δεύτερη

μέρα των τριήμερων Ανθεστηρίων. Μαθαίνουμε γι' αυτή τη γιορτή από δύο κλασικές πηγές ειδικότερα: ο Δικαιόπολις, ο ήρωας των «Αχαρνέων" του Αριστοφάνους, απολαμβάνει την ιδιωτική ειρήνη

που έχει κλείσει με τους Σπαρτιάτες, γιορτάζοντας τους δικούς του προσωπικούς Χόας, ενώ η υπόλοιπη πόλη ετοιμάζεται για πόλεμο.

Στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις" του Ευριπίδου, ο Ορέστης αναφέρει ότι το τελετουργικό ξεκίνησε από ένα συμπόσιο που είχε γίνει προς τι­

μή του στην Αθήνα. Κρίνοντας απ' αυτά τα αποσπάσματα και τον αρ­ χαίο σχολιασμό τους, στους Χόας επικρατούσαν ασυνήθιστες πρα­ κτικές οινοποσίας:

Το Βράδυ ΤΩς δωδεκάΤΩς [του μηνός Ανθεστηριώνος] nταν κατά παράδοσΩ

n

KατάλλnλΩ περίστασΩ για να καλέσεις φί­

λους σε γωρΤΩ, αλλά ο οικοδεσπόΤΩς παρείχε μόνο στεφάνια, αρώματα και επιδόρπια. Οι καλεσμένοι έφερναν ο καθένας το δικό του φαγΩτό και

-

ακόμα πω σΩμαντικό

-

το δικό του

ποτό, μια μεγάλn οινοχόΩ δnλαδΩ με το κρασί τους, που λε­

γόταν χους

[... ] Η παράδοσΩ

επέτασσε, απ' ό, τι φαίνεται, ο κά­

θε πόΤΩς να καταναλώνει το μερτικό του σιωπnλός. Επρόκει­ το για το εντελώς αντίθετο του συμποσίου, όπου όλοι μιλού­ σαν

ri τραγουδούσαν.

Αυτές οι ασυνήθιστες πρακτικές υποτίθεται ότι αναπαριστούσαν την απρόθυμη φιλοξενία που προσέφερε ένας άρχοντας της Αθήνας

στο μολυσμένο Ορέστη, όταν ο τελευταίος ήταν ακόμα απόβλητος από την κοινωνία μετά το φόνο της μητέρας του. Στην «Ιφιγένεια"

περιγράφει πως του έδωσαν δικό του τραπέζι και έπινε χωριστά από τους άλλους το κρασί που του έχυναν σε ίση αναλογία σ' ένα δο­ χείο, το οποίο ακούμπησαν μόνο τα δικά του χείλη. Υπάρχουν δυ­ σκολίες στην ανασύνθεση της γιορτής, κυρίως στο συνδυασμό των

ιδιωτικών και δημοσίων πλευρών των περιγραφών. Για τους σκο-

*

Η μέρα ονομάστηκε Χόες από το αγγεΙο χους, που το χρησιμοποιούσαν για να πΙ­ νουν κρασί.

95

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πούς μας, είναι αρκετό να επισημάνουμε την έκδηλη αντίθεση

-

που ήταν προφανέστατη σ' έναν κλασικό συγγραφέα και στο ακροα­ τήριό του

-

ανάμεσα στα έθιμα των Χοών και στην κανονική πρα­

κτική πόσης στην Αττική και πώς η αντίθεση αυτή χρησιμοποιείται

για να δείξει την κοινωνική απομόνωση του Ορέστου. Το ίδιο το γε­ γονός ότι η πόση κατά τη γιορτή δε γινόταν από κύπελλο οινοπο­

σίας αλλά από μια κανάτα, ένα χόα ειδικό για να χύνουν το κρασί, ήταν αρκετό για να θεωρήσουν οι Αθηναίοι αυτό τον τρόπο πόσης

ως διακοπή των διαδικασιών δ ιaνoplι. ς, όπως το ότι ο ΑλκιΒιάδης πίνει από τον ψυκτήρα σημαίνει διακοπή της διαδικασίας ανάΡιξnς

του κρασιού με νερό 21 . Ένας άλλος παράγοντας που υπογραμμίςει την ανατροπή των κα­ νόνων πόσης στην απρόθυμη φιλοξενία του Ορέστου είναι η έλλει­ ψη λεκτικής επικοινωνίας. Γιορτάςει, λέει ο Ευριπίδης, «χωρίς να ριλάει και χωρίς να του ριλούν». Η αφηρημένη έννοια της κοινωνι­ κότητας ήταν εφικΤή στο συμπόσιο, όπως για τον Μπριγιά-ΣαΒαρέν, χάρη στις συγκεκριμένες πρακτικές του λόγου. Η συςήΤηση ήταν τό­

σο καθοριστικό χαρακτηριστικό του συμποσίου ώστε ο Θεόφραστος αναφερόταν στα διαΒόητα κουτσομπόλικα κουρεία ως «συμπόσια χωρίς κρασί>,22. Στο ελληνικό πλαίσιο, η ροή κρασιού και η ροή λέ­ ξεων υποστήριςε και συμπλήρωνε η μια την άλλη, δεμένες μεταφο­

ρικά και δομικά. Αυτός ο δεσμός μπορεί να είναι αρκετά τυπικός, όπως στο «Συμπόσιον» του Πλάτωνος, όπου κάθε καλεσμένος με τη σειρά πρέπει να εκφωνήσει ένα μικρό λόγο. Η ομιλία ήταν ο υπέρ­ τατος σκοπός τέτοιων συμποσίων. Η οινοποσία ήταν επικουρική και

χρησίμευε μόνο για να χαλαρώσει τη γλώσσα και να διευκολύνει τη ροή των λέξεων. Στην πράξη εντούτοις, σπάνια παρατηρούμε την πρωτοκαθεδρία του· λόγου και οι υπέρμαχοι της συςήΤησης απογοη­

τεύονταν. Αντί να έρθουν προς Βοήθεια της διαλεκτικής, το κρασί και τα λόγια ανταγωνίςονταν μεταξύ τους σ' έναν άνισο αγώνα όπου έΒγαινε συνήθως κερδισμένο το κρασί· έπιναν λοιπόν προς χάρη του ποτού και μόνο, έπιναν για να μεθύσουν, και το κρασί διέκοπτε και κατέστρεφε με τη Βία αντί να ενισχύει την κοινωνία των συμπο­ τών, ή τους έδενε πιο στενά σε μια επικίνδυνη συλλογική υστερία. Η κανονική ροή συςήΤησης συνδέεται επομένως με τη σωστή ανά­

μιξη νερού και την πόση με μικρές γουλιές, .πρακτικές δηλαδή που

96

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σκόπευαν όλες στο μετριασμό των επιπτώσεων του ναρκωτικού. Η πρακτική να πίνουν σιωπηλά και με μεγάλες γουλιές, όπως κατά τους αγώνες οινοποσίας στους Χόας, αποτελούσε εξαιρετική περί­ πτωση και, εκτός γιορτής, καταδικαζόταν εντονότατα. Η αντίθεση φαίνεται ακόμα πιο καθαρά σε μερικές σελίδες του χειρογράφου του Αθήναιου, που έχουν σχιστεί και σώζονται μόνο περιληπτικά:

Μπορεί να θεωΡΩθεί μάλιστα ίδιον ευγενούς να περνάς το χρόνο σου πίνοντας, αρκεί να το κάνεις με καλό γούστο, να μΩν πίνεις πολύ [κωθωνιζόμενος*] και να μΩν πίνεις 8ιαστικά χωρίς να παίρνεις ανάσα, όπως είναι

n

μόδα στους Θρακιώ­

τες, αλλά να αναμειyvύεις ΤΩ συζΩΤΩσΩ και το ποτό σε υγιΩ αναλογία.

Επειδή δεν έχουμε το πλήρες κείμενο στο σημείο αυτό, είναι αδύ­ νατον να καταλάΒουμε αν ο Αθήναιος παραθέτει αρχαίε ς ΠΩγές γι' αυτή την ιδέα ή εκφράζει απλώς τις δικές του σκέψεις της εποχής του Μάρκου Αυρηλίου· και άλλα κείμενα όμως, παλαιότερα από το δικό του, κάνουν τον ίδιο συσχετισμό ανάμεσα στη συζήτηση και την ήπια οινοποσία. Στο «Συμπόσιον» του Ξενοφώντος, ένα από τα επι­ χειρήματα που χρησιμοποιεί ο Σωκράτης κατά της γρήγορης οινο­

ποσίας είναι ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως «δεν θα είμεθα εις θέ­

σιν όχι μόνο να λέγωμεν τίποτε, αλλά ουδέ ν' αναπνέωμεν». «Ας μΩν πίνουμε ποτέ από κύπελλα γεμάτα ως το χείλος, αλλά ας επιτρέψουμε στο διάλογο να εμφανιστεί σΤΩ συντροφιά», λέει ένας ήρωας στον «Τραυματία» του Αντιφάνους. Την ίδια αντίθεση εκφρά­ ζουν οι ήρωες αρκετών θεατρικών του Αλέξιδος. «Βλέπεις», λέει ο

Σόλων στον «Αίσωπο», «αυτός είναι ο ελλΩνικός τρόπος οινοποσί­ ας, να ΧΡΩσψοποιούν μετρίου μεγέθους κύπελλα και να κου8εντιά­ ζουν και να κουτσομπολεύουν μεταξύ τους ευχάριστα». Αντίθετα, ένας πολυφάγος «Παράσιτος», στο ομώνυμο θεατρικό του Αλέξιδος, είναι η προσωποποίηση του σιωπηλού και άπληστου πότη: «Δειπνεί

μουγκός σαν τον ΤΩλεφο, κουνώντας το κεφάλι σε όσους του απευ-



Κωθωνίζω: πίνω με μεγάλες γουλιές και από μεγάλο κύπελλο χωρίς ανάσα, μτψ. πίνω πολύ και μεθάω.

97

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

θύνουν ρω ερώΤΩσΩ». Είναι χαρακτηριστικό Των εκφυλισμένων, σχο­ λιάζει ο Σάτυρος, προδιαγράφοντας τις απόψεις του Μπριγιά-ΣαΒα­ ρέν και των ανθρωπολόγων, «να απολαρf3άvουv το κρασί περισσότε­ ρο από τους συρπότες τους»23. Ο Αθήναιος μιλάει για «ευγενή»

ή «φιλελεύθερη» [ελευθέριον]

συμπεριφορά και αυτή η έμφαση στην τάξη (υπό την ευρύτερη έν­

νοιά της) απαντάται και σε παλαιότερα λογοτεχνικά κείμενα. Ο Άλε­

ξις δηλώνει ότι «κανένας άντρας εραστΩς του οίνου δεν ρπορεί να έχει πρόστυχο χαρακτΩρα [κακός]. Διότι ο διπλογεννΩρένος Βρό­

ριος [Διόνυσος*] δεν απολαρf3άvει ΤΩ συντροφιά χυδαίων αντΡών και ρω ςωΩ που δεν είναι εκλεπτυσρένΩ». Ένα παρόμοιο συναίσθημα εκ­ φράζει ο Αριστοφάνης στην αρχή των «Σφηκών», όπου το ακροατή­ ριο προσπαθεί να μαντέψει ποιο είναι το κουσούρι του δίκαιου Φι­ λοκλέονος. Ένας υπαινίσσεται πως είναι λάτρης του κρασιού (φιλο­

πόΤΩς) και ο Ξανθίας απαντάει: Καθόλου, αυτό είναι «αρρώστια των καλών ανθρώπων [χρηστών]». Προς το τέλος του ίδιου έργου, ο

εκλεπτυσμένος γιος του Φιλοκλέονος, ο Βδελυκλέων, διατάζει το δούλο να ετοιμάσει το δείπνο ώστε να μπορέσουν να μεθύσουν. Ο πατέρας του, που είναι ταπεινής καταγωγής, αντιλέγει ότι η οινοπο­

σία οδηγεί σε σπασμένες πόρτες, Βία και πρόστιμα. «Καθόλου, αν πας ρε ανθρώπους όπως πρέπει [καλούς καγαθούς]», απαντάει ο γιος του. Στο σημείο αυτό, το ακροατήριο περιμένει ίσως κάτι ανά­

λογο των παρατηρήσεων του Αθήναιου, για το πώς οι πραγματικοί

ευγενείς ξέρουν να μετριάζουν την οινοποσία με εκλεπτυσμένες συ­ ζητήσεις, αλλά το μυαλό του Βδελυκλέονος τρέχει εντελώς αλλού.

Δε θα είναι λιγότερο Βίαια τα πράγματα, αλλά, έτσι και γίνει κάποια ζημιά, οι ευγενείς άντρες ψεσολαf30ύv σ' εκείνον που έχεις προσf3ά­

λει,

ri

λες εσύ ο ίδιος ρία νοστψάδα

-

ρύθο του Αισώπου, ανέκδο­

το από εκείνα τα συf3αριτικά, που θα 'χεις ράθει στο γλέντι απάνω

-

το γυρνάς στο αστείο, περνά ο θυρός του και Ωσυχο σ' αφΩνει»24.

• Ο Διόνυσος ήταν γιος του Διός και της Σεμέλης. Οταν η μητέρα του πέθανε κε­ ραυνοχτυπημένη στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης, ο Ζευς πήρε το έμΒρυο και το έραψε στο μηρό του ως τον ένατο μήνα.

98

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ΤαΒέρνες Αυτές οι παρατηρήσεις μας θυμίζουν ότι, παρ' όλο που το συμπό­ σιο θεωρείται το κλασικό πλαίσιο πόσης της ελληνικής κοινωνίας από τον

40

αιώνα και μετά, κουΒαλάει εντούτοις από την αρχαϊκή

περίοδο συσχετισμούς με τον τρόπο ζωής μιας συγκεκριμένης κοι­ νωνικής ομάδας, της αριστοκρατίας και των μιμητών της. Όπως πα­

ρατηρεί ο Όζγουιν Μάρεϊ:

Όσο κι αν προσπάθΩσε

n

δΩμοκρατία του 50υ αιώνα να

προσφέρει δΩμόσιες τραπεςαρίες και περιστάσεις για δΩμό­ σιες γιορτές, το συμπόσιο παρέμεινε κυρίως ένα ιδιωτικό και αριστοκρατικό αποκλειστικό δικαίωμα. Οι συνεκδοχές ελιτι­ σμού που διαΤΩρούσε ακόμα φαίΥΟΥται αρκετά καθαρά στις τε­ λικές σΚΩνές των "ΣφΩκών", σΤΩν αμΩχανία με ΤΩν οποία πρ~­ σεγγίςει το συμπόσιο ένας απλός ΑθΩναίος, ένας δΙKαστfις όπως ο Φιλοκλέων: '<για το αKρoατfιριo του 50υ αιώνα, το συ­

μπόσιο είναι ένας ξέΥος κόσμος ακολασίας και παρεκτρο­ πfις,,25.

Εκείνοι που δεν ανήκαν στην αριστοκρατία ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν για το αναψυκτικό τους αλλού, στην ταΒέρνα ή καΠΩ­ λείον, ένα χώρο πολύ· πιο λαϊκό και ανομοιογενή από τον ιδιωτικό και επιλεκτικό ανδρώνα. Αυτός ο καλά τεκμηριωμένος θεσμός δε φαίνεται να έχει τραΒήξει την προσοχή των λογίων όσο του αξίζει. Αν εξαιρέσουμε τη γεμάτη αναφορές σύντομη εισαγωγή του Άρνολντ Χουγκ στην περιεκτική εγκυκλοπαίδεια των Πάουλυ-ΒισσόΒα* για τον αρχαίο κόσμο, είναι δύσκολο να Βρούμε εμπεριστατωμένες με­ λέτες, ενώ ελάχιστοι μπαίνουν καν στον κόπο να αναφερθούν στην ταΒέρνα. Ως ένα Βαθμό, η αμέλεια αυτή είναι άμεσο αποτέλεσμα της εξέχουσας σημασίας που αποδίδεται στο συμπόσιο και το ανθρωπο-

• August

νοη

Pauly 0796-1845)

Γερμανός φιλόλογος που εξέδωσε το

1839

την πε­

ρίφημη «Εγκυκλοπαίδεια της κλασικής αρχαιογνωσίας», την οποία συνέχισε και

αναθεώρησε το

1893

ο

Georg Wissowa.

99

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

λογικό μοντέλο συνεστίασης στις περιγραφές του τρόπου που έπι­ ναν οι Έλληνες. Αντίθετα από το συμπόσιο, το καπηλείο μοιάζει εκτός ιστορικού τόπου, σαν να προαναγγέλλει την καταναλωτική, εξατομικευμένη πόση, η οποία θα όφειλε να είναι προνόμιο των

σύγχρονων καιρών μας. Ο κάπnλος μπορεί να είναι και λιανοπωλη­ τής γενικότερα και ταΒερνιάρης ειδικότερα, αν και τόσο στην κωμω­ δία όσο και στη ρητορεία, όταν χρησιμοποιείται η λέξη χωρίς άλλο

χαρακτηριστικό, υπονοείται σχεδόν πάντοτε η δεύτερη έννοια 26 . Αυτές οι ταΒέρνες μοιάζει να πουλούσαν κρασί, ξύδι και πυρ­ σούς, με τους οποίους φώτιζαν το δρόμο προς το σπίτι τη νύχτα,

για να προστατεύονται οι πελάτες από τους κλέφτες μανδυών. Σε με­ ρικά τέτοια καταστήματα, φαίνεται ότι μπορούσες και να φας κάτι.

Οι κάπηλοι ξεκινούσαν ως χονδρέμποροι και κατέληγαν να πουλά­ νε κρασί χύμα σε όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα να διασκε­ δάζουν στο σπίτι τους. Αλλά πουλούσαν και λιανική, μια πρακτική γνώστή ως «πουλάω ένα ποτηράκι» [κοτυλίζω], και σερΒίριζαν μι­ κρότερες ποσότητες κρασιού με νερό για κατανάλωση επί τόπου. Στο «Γοργία», ο πλάτων αναφέρει ένα συγκεκριμένο κάπηλο, ονόμα­ τι ΣάραμΒο, τον οποίο θεωρεί τόσο ταλαντούχο στην ετοιμασία [πα­

ρασκευάζων] του κρασιού ώστε να τον συγκρίνει με τον καλύτερο φούρναρη των Αθηνών και με το Μίθαικο, ένα Συρακούσιο μάγειρο

που φημιζόταν ως ο Φειδίας της κουζίνας. Μερικοί μεταφραστές αναφέρουν το ΣάραμΒο ως οινοπώλη και μεταφράζουν το «παρα­ σκευάζει» ως «προσφέρει», αλλά το γεγονός ότι τον παραΒάλλουν με δημιουργικούς τύπους, όπως ο φούρναρης κι ο μάγειρος, υπονοεί ότι ο ΣάραμΒος είναι κάτι παραπάνω από απλός λιανοπωλητής. Ο πλάτων μιλάει για το ταλέντο του ως ταΒερνιάρη και μάλιστα αυτό το απόσπασμα χρησιμοποιεί ο λεξικογράφος Πολυδεύκης για να

αποδείξει ότι στην κλασική Αττική οι κάπηλοι ανακάτευαν και το

κρασί. Ο Πλάτων, λέει, παινεύει το ΣάραμΒο για την ΟlνΟUΡΥία του, το «ταλέντο του στην οινοποιία». Σε τι συνίστατο η οινουργία ενός καλού ταΒερνιάρη στην πραγματικότητα σηκώνει πολύ νερό· ίσως σήμαινε το τίμιο ζύγισμα καλού κρασιού, από έναν αμφορέα πρό­ σφατα ανοιγμένο, όπου το κρασί ήταν σουρωμένο από υπολείμματα, ανακατεμένο με καθαρό, παγωμένο νερό και ίσως λιγάκι αρωματι­

σμένο, σερΒιρισμένο σε ωραία κύπελλα μαζί με κάποιο πρόχειρο φα-

100

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γητό, με κάποια τραΥΙψατα (επιδόρπια) ίσως ή άλες (μεζεδάκια). Υπάρχει απόδειξη για την απαγόρευση τέτοιων μαγαζιών στη Θάσο

τουλάχιστον και πριν τον Αριστοφάνη δεν ακούμε πολλά για ταβέρ­ νες, αλλά στις κωμωδίες του εμφανίζονται σαν ένα συνηθισμένο ήδη χαρακτηριστικό του αστικού περιβάλλοντος. Θα ήταν επικίνδυνο πά­

ντως να συνάγουμε από την έλλειψη παλαιότερων αναφορών ότι οι ταβέρνες ήταν φαινόμενο του τέλους του 50υ αιώνα, το οποίο παρα­ γκώνισε τα προγενέστερα πιο παραδοσιακά αριστοκρατικά συμπόσια, όσο προχωρούσε ο 40ς αιώνας. Οι δύο χώροι οινοποσίας συνέχισαν να υπάρχουν δίπλα δίπλα για μεγάλο διάστημα και συνυπήρξαν εν­ δεχομένως για αρκετά χρόνια πριν εμφανιστούν στις πηγές μας. Υπάρχουν αρκετές αναφορές σε παντός είδους διαφορετικά κεί­ μενα που δείχνουν ότι οι ταβέρνες ήταν ευρύτατα διαδομένες και δη­ μοφιλείς. Στην Πομπηία, έφταναν σε πυκνότητα που συγκρίνεται με τη συχνότητα των μπαρ και των παμπ στις σύγχρονες πόλεις. Μια εκτίμηση της κατανομής τους στην Αθήνα θα πρέπει εξανάγκης να είναι πιο χοντρική. Ας πάρουμε ως αφετηρία τη λακωνική παρατή­ ρηση την οποία αποδίδει ο Αριστοτέλης, στη «Ρητορική" του, στο Διογένη τον κυνικό: «τα καπηλεία τα Άττικα φειδίτια" (οι ταβέρνες ήταν οι κοινές τραπεζαρίες της Αττικής). Το υποτιθέμενο αστείο αυ­ τής της σύγκρισης βρίσκεται στο ότι αντιπαραβάλλει δύο αυστηρά

αντιτιθέμενους θεσμούς: τα φειδίτια, δηλαδή τις κοινοτικές τραπε­ ζαρίες της Σπάρτης

-

επιτομή της συντηρητικής συλλογικότητας,

αρχέτυπα της ελιτίστικης συνεστίασης, η ιδιότητα του μέλους των

οποίων προσδιόριζε ουσιαστικά την ιδιότητα του πολίτη

-

με τα

καπηλεία, τις αθηναϊκές ταβέρνες, ένα τυπικά δημοκρατικό φαινόμε­ νο, την πεμπτουσία του εμπορίου και οφθαλμοφανώς χώρο συνά­ θροισης πληβείων. Αλλά πίσω από τη σαρκαστική σύγκριση του Διο­ γένους κρύβεται μια παρατήρηση σχετική με τη δημοτικότητα των ταβερνών στην Αττική. Όπως στις κοινές τραπεζαρίες έτρωγαν κι

έπιναν όλοι οι πολίτες της Σπάρτης, έτσι και ολόκληρος ο πληθυ­ σμός της Αττικής περνούσε τα βράδια του συρρέοντας στα καπη­

λεία 2Ί . Την παρατήρηση του Διογένους επιβεβαιώνουν οι τακτικές ανα­

φορές, που συναντάμε στην κωμωδία και τους δικανικούς λόγους, για «ΤΟ καπηλείο της γειτονιάς", οι οποίες δίνουν την εντύπωση ότι

101

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τα ποτοπωλεία ήταν διασκορπισμένα ευρέως σε όλη την πόλη. Τό­ σο σύνηθες χαρακτηριστικό του αστικού τοπίου ήταν τα καπηλεία ώστε ο απατημένος σύζυγος Ευφίλητος, αιτιολογώντας την εν ψυ­

χρώ δολοφονία του Ερατοσθένους στις αρχές του 40υ αιώνα, ανα­ φέρει ότι μαζί με τους φίλους του αγόρασαν πυρσούς για την επι­ δρομή τους αργά τη νύχτα από το «κοντινότερο καπηλείο», έτσι ώστε όλοι να γίνουν μάρτυρες της απιστίας της συζύγου του πριν ςαποστείλουν τον εραστή της. Εκτός από τις λογοτεχνικές πηγές, τα καπηλεία κάνουν συχνά την εμφάνισή τους σε υβριστικές δέλτους, τις οποίες οι Αθηναίοι παρήγγελναν σε μάγους και τις τοποθετού­ σαν στα «γραμματοκιΒώτια του Άδη», δηλαδή σε τάφους ή σχισμές ΒράχωΥ" με αυτές επικαλούνταν τον Ερμή και την Περσεφόνη, για να

δέσουν με μάγια τους εχθρούς τους. Μια δέλτος ειδικότερα, ενός αποτυχόντος αντιπάλου ή πάμπτωχου αλκοολικού, επιΒεΒαιώνει πο­ λύ ζωηρά τις εικόνες μιας Αθήνας κατάμεστης από καπηλεία, όπως

τις Βλέπουμε σε κωμωδίες και δικανικούς λόγους:

Δένω τον Kaλλία τον τα8ερνιάρη, και τη γυναίκα του τη Θράττα, και την τα8έρνα του φαλακρού, και τη γειτονικΩ τα8έρνα του Ανθεμίωνος

[... ]

και το Φίλωνα τον τα8ερνιάρη.

Όλων αυτών δένω την ψυχΩ, την τέχνη [εργασία], τα χέρια

τους και τα πόδια, τις τα8έρνες τους.

[... ]

και ακόμα τον τα-

8ερνιάρη τον Αγάθωνα, υπηρέτη του Σωσψένους

[... ] Δένω

και

τη Μανία τη σερ8ιτόρα την άνοιξη, και την τα8έρνα του Αρι­

στάνδρου του Ελευσινίου.

Το «καπηλείο του φαλακρού» φαίνεται ότι ανήκε σε κάποιο διά­

σημο ταΒερνιάρη, διότι η ονομασία εμφανίζεται και σ' άλλη επιγρα­ φή, ενώ ο Καλλίας και η Θράττα πρέπει να ήταν οι ιδιοκτήτες της ή να δούλευαν εκεΙ Πολλοί από τους ταΒερνιάρηδες ήταν δούλοι, κι αυτό φαίνεται όχι μόνο από την αναφορά των ιδιοκτητών τους,

αλλά και από τα ονόματά τους. Το όνομα Θράττα (γυναίκα εκ Θρά­ κης), για παράδειγμα, είχε γίνει σχεδόν συνώνυμο της δούλης. Το απόσπασμα από τον «Αίσωπο» του Αλέςιδος, που αναφέραμε ήδη, μι­

λάει για την πρακτική να πουλούν κρασί από κάρα. Μερικά από αυ­ τά τα καπηλεία λοιπόν μπορεί να μην ήταν τίποτα παραπάνω από

102

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κάρα, Βολικά στημένα δίπλα σε μια πηγή, για να ανακατεύουν το κρασί με κρύο νερό και να το πίνουν πάραυτα επί τόπου. Άλλα πο­ τοπωλεία, με πιο γερά θεμέλια, είχαν πηγάδια ή δεξαμενές στις εγκαταστάσεις τους28. Ένα κύπελλο (Βλ. εικόνα

3)

από μια ιδιωτική συλλογή, το οποίο

επί του παρόν'fος Βρίσκεται ως δάνειο στο Μουσείο Ασμόλιαν της Οξφόρδης

(Ashmolean Museum),

παρουσιάζει σχεδόν σίγουρα μια

αναπαράσταση καπηλείου. Το στόμιο της σκεπαστής δεξαμενής ή

λάκκου Βρίσκεται πίσω από τον νεαρό που ζητάει ένα «τρικότυλο»,

ΤΟ φτηνό κρασί που πουλιόταν τρεις οΒολούς ο χους. Πίσω του κρέ­ μεται μια οινοχόη ή υδρία, για την περίπτωση που θέλει να πιει επί

τόπου. Ο νέος ή ανοίγει τον αμφορέα ή δοκιμάζει κρασί μ' ένα σφουγγάρι, πράγμα που μπορεί να συμΒολίζει δίψα ή λαιμαργία για το κρασΙ Στο άλλο χέρι του κρατάει ένα σακούλι με χρήματα για να το πληρώσει. Το εν λόγω κύπελλο ίσως ήταν φτιαγμένο ειδικά για συμπόσια και η εικόνα είχε σκοπό να ανΤιπαραΒάλλει· τη φιλοξενία προς την αγορά, θυμίζοντας στους συμποσιαστές με ποιο τρόπο έφτανε εκεί το κρασί που έπιναν και επιτρέποντας στον πληΒείο να εισέλθει στα όρια του ανδρώνα, για να του δείξει πόσο αριστοκρα­ τικός χώρος ήταν αυτός. Από την άλλη πάλι, ίσως το κύπελλο αυτό προοριζόταν για ποτοπωλείο, ως μάρτυρας του γεγονότος ότι το καπηλείο μπορούσε να απομονώνεται από τον κόσμο, με μια εικο­ νογραφία ατελείωτης ενδοσκόπησης .. Στις αρχές της δεκαετίας του

1970,

οι ανασκαφές που έγιναν

στην Αρχαία Αγορά έΒγαλαν από τη γη ένα κτίριο των αρχών του

40υ αιώνα, το οποίο μοιάζει πολύ με τις ταΒέρνες που αναφέραμε και είναι συνεχόμενο ή ίσως ενσωματωμένο σε κάποιου είδους εστιατόριο. Στο «δωμάτιο έξι» του συμπλέγματος ανακάλυψαν ένα πηγάδι, το οποίο, επειδή είχε ξεραθεί, χρησιμοποιείτο για χωματε­ ρή· Βρέθηκε λοιπόν γεμάτο από υπολείμματα πιάτων, ψαροκόκαλα

(φυσικά) και μεγάλο αριθμό θραυσμάτων από αμφορείς. Τα θραύ­ σματα αυτά αποκαλύπτουν πως, εκτός από το τοπικό κρασί της Ατ­

τικής, έρεε άφθονο και κρασί μενδαίο μαζί με χιώτικο, κορινθιακό, σαμιώτικο και λεσΒιακό. Ανάμεσα στα τραχιά κεραμικά θραύσματα,

Βρέθηκε και μεγάλος αριθμός από κύπελλα διαφόρων τύπων, μερι­ κά πολύ υψηλής ποιότητας:

103

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Αυτά αφfινoυν να εννοηθεί ότι το κατάστημα εξυπηρετούσε

πελατεία κάποιου επιπέδου. Μια ένδειξη του πόσο δυνατό κρασί πουλούσε και πόσο δημοφιλές fιταν ως κρασοπουλειό συνάγεται ενδεχομένως από τον ασυνfιθιστo αριθμό και την ποιότητα των σπασμένων, τα οποία διαφύλαξε στους αιώνες το πηγάδι μας9.

Όπως συνέβαινε με τους πωλητές ψαριών και άλλους εμπόρους, ο κόσμος δεν είχε σε καμία εκτίμηση τους καπήλους. Σ' ένα θεατρι­ κό του, ο Θεόπομπος συνέκρινε τους Σπαρτιάτες με σερβιτόρες [κα­ πηλίδες], επειδή, μετά τη νίκη τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έδωσαν στους Έλληνες μια γεύση ελευθερίας και μετά τους απογοή­

τευσαν με ξύδι. Ο Βλεψίδημος, στον «πλούτο» του Αριστοφάνους, αναρωτιέται αν η Φτώχεια είναι «η ταΒερνιάρισσα από δίπλα, αυτfι

που πάντα με γελάει στο ζύγι», όταν του ζυγίζει το κρασί του. Στις «Θεσμοφοριάζουσες», μια γυναίκα κήρυκας εξαπολύει τις κατάρες και τους αναθεματισμούς της, εκτός των άλλων, κι εναντίον «του τα­

Βερνιάρη, fι της ταΒερνιάρισσας, που πουλάει με ξίκικα κανάτια και κοτύλες». Πριν περάσει πολύς καιρός, η λέξη κάπηλος και όσες έχουν την ίδια ρίζα θα καταλήξουν να σημαίνουν τον απατεώνα έμπορο και την απατεωνιά γενικότερα· τους τίμιους ταβερνιάρηδες

τιμούσαν ανάλογα 3Ο • Η ατμόσφαιρα άγχους που συνοδεύει το ζύγι­ σμα στο καπηλείο δημιουργεί μια έντονη αντίθεση προς τη γενναιό­ δωρη ισότητα του συμποσίου.

Είναι αρκετά προφανές ότι οι περισσότερες πηγές μας (που εκ­ προσωπούν κάτι παραπάνω από ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας) βλέπουν τα καπηλεία ως ξεχωριστό γνώρισμα των δημο­ κρατικών και εμπορικών πόλεων και αποδίδουν τη δημοτικότητα τέ­ τοιων μαγαζιών στα «χυδαιότερα» στοιχεία της κοινωνίας. Ιδού, για

παράδειγμα, το υβρεολόγιο του ιστορικού Θεοπόμπου εναντίον των κατοίκων του

Βυζαντίου

και της Χαλκηδόνας,

παρμένο από το

όγδοο βιβλίο των «Φιλιππικών» του:

Το γεγονός ότι έχουν δημοκρατία εδώ και πάρα πολύ και­

ρό μαζί με το γεγονός ότι η πόλη τους fιταν τοποθετημένη σε

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

εμπορικό σΩμείο, για γα μΩγ αγαφέρουμε ότι ολόκλΩρος ο πλΩθυσμός τους περγούσε τογ καιρό του γύρω από ΤΩγ αγο­

ρά και στο λιμάγι, σΙψαιγε ότι οι πολίτες του Βυζαγτίου στε­ ρούγταγ αυτοπειθαρχίας και είχαγ ΤΩ συγΩθεια γα συγαγτιού­

γται σε ποτοπωλεία για γα πιουγ. Και οι κάτοικοι ΤΩς ΧαλΚΩ­ δόγας, πριγ καταλΩξουγ γα έχουγ τον ίδιο τρόπο διακυ8έργΩ­ σΩς με τους Βυζαγτιγούς, επιδίωκαγ όλοι έγαγ καλύτερο τρό­ πο ζωΩς. Αλλά, όταγ πΩραγ μια γεύσΩ ΤΩς 8υζαγτιγΩς δΩμο­ κρατίας, έπεσαγ σε παρακμύ. και, από εκεί που ζούσαγ με τογ

πιο αυτοκυριαρχούμεγο και μεΤΡΩμέγο τρόπο ζωΩς, έγιγαγ

εραστές του ποτού και χαραμοφάΩδες.

Αργότερα ο ιστορικός Φύλαρχος επαναλαμβάνει την παρατήρηση του Διογένους για την Αθήνα και επισημαίνει ότι οι Βυζαντινοί κα­ τοικούσαν κυριολεκτικά μέσα στις ταβέρνες. Στη Θάσο, από την άλ­ λη, απαγορευόταν η λιανική πώληση και η πώληση με την κοτύλη,

ένα μέτρο που, απ' ό,τι φαίνεται, είχε σκοπό να θέσει εκτός νόμου τις ταβέ ρνες 31.

Σύμφωνα με τον Ισοκράτη το λογογράφο, μόνο ενός συγκεκριμέ­

νου είδους άτομα θα ανέχονταν να εμφανισθούν σε τέτοια μαγαζιά. Για παράδειγμα, στο λόγο του «Αρεοπαγιτικός», που αποτελεί εγκώ­ μιο της «ες Αρείου Πάγου βουλής», αναπολεί με νοσταλγία τον τρό­ πο που συμπεριφέρονταν οι νέοι τις παλιές καλές μέρες:

Ύστερα δεγ ετολμούσε καγείς, μα ούτε και ο πιο ελαστικός υΠΩρέΤΩς, γα φάει

ri

γα πιει στο καΠΩλειό. Γιατί εφρόγτιζαγ

πάγτα γα καμαρώγουγ για ΤΩγ τακτικύ. τους και γα μΩ θεωρού­ VΤαι από καγέγα 8ωμολόχοι*.

Το ίδιο θέμα επαναλαμβάνει με κάποια επεςεργασία στον «Περί αντιδόσεως»:



Βωμολόχος σήμαινε στην κυριολεξία ο λοχών παρά τους Βωμούς, αυτός δηλαδή που παραμόνευε δίπλα στους Βωμούς, με την ελπίδα να αρπάξει και να φάει κάτι από το θυσιασθέν, ή αυτός που κάθεται κοντά στο Βωμό και με χίλιες κολακείες ζητιανεύει κανένα κομμάτι κρέας. Κατά συνεκδοχή, ο χαμερπής, ο παράσιτος, ο φλύαρος γελωτοποιός.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Και όρως έχετε κάρει τους ρεν καλύτερους [επιεικέστα­ τους] εξ αυτών να περνούν τον καιρό των πίνοντες και απο­ λαύοντες ανόρων Ωδονών [συνουσίαις] και ραθυρούντες και

παίξοντες ... εκείνους δε που εκ φύσεως είναι κακοί, να ξουν διαρκώς ρέσα εις τοιαύΤΩν διαφθοράν, εις ΤΩν οποίαν πρότε­ ρον ουδείς ούτε δούλος ανόΩτος θα ετόλρα να ξπ δnλ. άλλοι ρεν εξ αυτών ψύχουν τον οίνον εις ΤΩν Εννεάκρουνον"', άλλοι δε πίνουν εις τα Kαπnλεία, άλλοι παίξουν κύ/30υς εις τα σκι­ ραφεία"'''', πολλοί δε ευρίσκονται διαρκώς εις τα διδασκαλεία των αυλntρίδωγ2.

Ο Ισοκράτης δεν ήταν ο μόνος που είχε τέτοιες προκαταλήψεις. Στο λόγο του «Κατά Πατρόκλου", ο ρήτορας Υπερείδης, σύγχρονος του Δημοσθένους, σημειώνει ότι «οι Αρεοπαγίτες απαγόρευαν σε

οποιοδΩποτε είχε γευραΤίσει σε καΠΩλείο να επισκεφτεί τον Άρειο Πάγο». Αυτό φυσικά δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να εμποδίσουν τους μεθυσμένους να συμμετέχουν στις συζητήσεις και είναι πιθανό ότι, όταν οι πηγές μας μιλούν για ανθρώπους που έπιναν στη διάρ­

κεια της μέρας, αναφέρονται στα καπηλεία 33 . Ο Αριστοφάνης φαίνε­ ται ότι χτυπάει το δημαγωγό Κλέωνα, ο οποίος περνούσε το πρωί απ' αυτές τις τρύπες της αγοράς

-

αν όχι στην ταβέρνα που ανακά­

λυψαν οι αρχαιολόγοι, τότε σε κάποια παρόμοια

-

πριν ξεκινήσει

μια δημόσια συζήτηση στην κοντινή συνέλευση, όταν, στους «Ιπ­

πείς», βάζει στο στόμα του αλαζονικού δούλου Παφλαγόνος τη φρά­ ση: «Μόλις φάω ξεστές παλαριδοφέτες και πιω από πάνω σκέτο κρα­

σί, θα κάρω λιώρα εγώ τους στραΤΩγούς ΤΩς Πύλου». Ο Ισοκράτης μας επιτρέπει να διαπισΤώσουμε καθαρά την αντί­ θεση ανάμεσα στα δύο είδη οινοποσίας, τον πότο (συμποτική οινο­ ποσία) των πιο «αξιοσέβαστων» [επιεικέστατων] και την πόση στην ταβέρνα εκείνων που ήταν «κακοί εκ φύσεως». Προφανώς, υπεισέρ­ χονται στοιχεία κοινωνικής προκατάληψης στη διάκριση που κάνει



Η EΝVεάKΡOυνOς ήταν πηγή δίπλα στον Ιλισό, της οποίας το νερό χρησιμοποιού­ σαν σε γάμους και άλλες τελετές προς καθαρμό .

••

Τα σκιραφεία ήταν σαν χαρτοπαικτικές λέσχες.

106

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ανάμεσα στις χοντροκομμένες πρακτικές της κατώτερης τάξης (βω­ μολοχία) και στην αξιοπρέπεια (επιείκεια), όπως δείχνει η αναφορά του στον «υπηρέτη». Αλλά δεν πρέπει να δώσουμε στη νοσταλγική

φαντασία του ρήτορα περισσότερη πίστη απ' όση της αξίζει. Ακόμα και με την περιορισμένη πληροφόρηση που έχουμε στη διάθεσή μας, βλέπουμε ότι υπήρχαν ταβέρνες διαφόρων κατηγοριών, που ξεκι­

νούσαν από τα υψηλής ποιότητας καπηλεία

-

όπως αυτό που ανα­

κάλυψαν στην αγορά, όπου οι θαμώνες έβρισκαν τα καλύτερα κρα­ σιά των καλύτερων παραγωγών, σερβιρισμένα σε καλά κεραμικά σκεύη από εξαίρετους ιδιοκτήτες όπως ο Σάραμβος του Πλάτωνος

-

έως τους μικρούς πάγκους των τύπων που συναντάμε στις υβρι­

στικές δέλτους, μερικοί από τους οποίους δεν είχαν παρά ένα κάρο με μια δούλη, δίπλα σε μια πηγή. Η πελατεία ήταν ανάλογη αυτής της διαβάθμισης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνουν οι ρήτορες, οι ταβέρνες ήταν μέρη όπου μπορούσες να συναντήσεις ένα μέλος του Αρείου Πάγου, τον Αισχίνη το Σωκρατικό, ή τον Ευφίλη­

το και τους φίλους του να αγοράζουν πυρσούς ενώ προετοιμάζονταν να σκοτώσουν τον Ερατοσθένη. Στην κωμωδία, οι ταβέρνες ήταν μέ­ ρη πολύ οικεία σε ανθρώπους όπως ο Βλεψίδημος στον «Πλούτο» ή

οι δούλοι στη «Λυσιστράτη» και σε γυναίκες όλων των κοινωνικών βαθμίδων, στις πολίτιδες που συναντάμε στη «Λυσιστράτη», τις «Θε­

σμοφοριάζουσες» και τις «Εκκλησιάζουσες», όπως επίσης και σε μια τροφό στον «Πάμφιλο» του Ευβούλου. Στην ταβέρνα όπως και στον

ανδρώνα, το κρασί πινόταν αραιωμένο, αλλά χωρίς τις τελετουργίες και τους κανονισμούς του πειθαρχημένου συμποσίου:

Όσο για ρένα

-

αφού έτυχε να υπάρχει ένα καινούριο ρε­

γάλο καππλείο απέναντι από το σπίτι

-

είχα τα ράτια ρου

στπντροφό του κοριτσιού, διότι είχα προστάξει τον ταΒερνιά­

ρπ να ρου ανακατέψει ένα χόα αξίας ενός οΒολού και για να τον πιω ρου έδωσε το ρεγαλύτερο κάνθαρο* που είχε.

Το κρασί στην ταβέρνα το αραίωναν σε ξεχωριστό δοχείο για κά­ θε πελάτη, που έπινε και από ξεχωριστό κύπελλο. Οι περίτεχνες τε-



Μικρό αγγείο που μοιάζει με ποτήρι.

1°7

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

λετουργίες του μοιράσματος από τον κρατήρα, ένα τόσο περίΒλεπτο χαρακτηριστικό του συμποσίου, δεν έχουν θέση στο εμπορικό περι­ Βάλλον της ταΒέρνας. Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί το συμπόσιο σαν παρομοίωση για την κοινότητα που απειλείται από ανεπιθύμη­ τους παρείσακτους, όπως ο Πόλεμος ή οι φίλοι του Αριφράδου. Το καπηλείο, από την άλλη μεριά, το χρησιμοποιεί σαν αλληγορία της απατεωνιάς, αφού οι κλεφταράδες ταΒερνιάρηδες προσπαθούσαν να

εκμεταλλευτούν όσο περισσότερο μπορούσαν τους πελάτες τους πί­ σω από τον πάγκο. Στο καπηλείο Βρίσκονται όσοι δεν έχουν θέση στο συμπόσιο:

«des femmes, des esclaves, des barbares,,*.

Φαίνεται επομένως να πληροί το ρόλο του Άλλου σε σχέση με το

συμπόσιο, στο περιθώριο της κοινότητας των Αθηναίων πολιτών, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι πίνουν «εν κόσμφ Ο'υδενι", όπως παρα­ τηρεί ο πλάτων για την οινοποσία που αναστατώνει και τερματίζει το δικό του «Συμπόσιον", Η ταΒέρνα είναι ένας χώρος όπου τα κρα­ σιά προσδιορίζονται από την τιμή τους, η πόση εμπορευματοποιεί­

ται και αποκόπτεται από τους κοινωνικούς δεσμούς, ένα μέρος ό­ που πίνει κανείς για να μεθύσει και όπου ο τρόπος που έπιναν οι

αρχαίοι καταλήγει να μοιάζει αρκετά με τον τρόπο που προφανώς

πίνουμε κι εμείς σήμερα 34 . Αλλά έτσι είναι σαν να αγνοούμε συγκεκριμένα εμφανέστατα χα­ ρακτηριστικά της εμπορικής πόσης, παρ' όλο που οι αποδείξεις εί­ ναι τόσο διάσπαρτες. Πρώτα απ' όλα, τα ποτοπωλεία είναι πάρα πο­

λύ συχνά «τοπικά". Φωλιάζουν Βολικά στη γειτονιά. Η τροφός δεν έχει παρά να πεταχτεί απέναντι στο καπηλείο της, όπως τόσοι άλ­ λοι, από τον κεραΤά Ευφίλητο ως το Βλεψίδημο στον «Πλούτο'" και εκεί όλο και κάποιον θα Βρει για να την κεράσει ένα ποτό. Ο Βλε­ ψίδημος νομίζει ότι η θεά Φτώχεια είναι η κλέφτρα σερΒιτόρα της

γειτονικής ταΒέρνας και σίγουρα οι πελάτες και οι αγοραστές θα πρέπει να ήξεραν ο ένας τον άλλον και τις συνήθειές τους στο πο­ τό. Η απόσταση είναι μεγάλη από την ανώνυμη οινοποσία.

Έχουμε έναν τα8ερνιάΡΩ σΤΩ γειτονιά μας και όποτε μου έρχεται



n

διάθεσπ για κανένα κρασάκι, πάω εκεί κι αυτός ξέ-

«Γυναίκες, σκλάΒοι, ΒάρΒαροι».

108

ΑΡΧΑΙΟΙ

ρει αρέσως

-

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

και ρόνο αυτός

-

πώς το θέλω αραιωρένο. Κι

εγώ ξέρω πάντοτε ότι δε θα το πιω ούτε πολύ νερωρένο ούτε πολύ δυνατό.

Οι δεσμοί ανάμεσα σε ταΒερνιάρηδες και τακτικούς πελάτες φαί­ νονται και στην πρακτική του Βερεσέ. Στην Αθήνα, ο δανεισμός ήταν πολύ διαδομένησυνήθεια. Η εύκολη χρήση της πίστωσης θεωρείται

συχνά ως ένδειςη των εςαιρετικά ανεπτυγμένων καπιταλιστικών οι­ κονομιών, αλλά σε πολλές κοινωνίες, και ειδικότερα στην Αθήνα, η πίστωση έχει περισσότερη σχέση με τις οικονομίες προ χρήματος,

οι οποίες Βασίςονταν στην ανταλλαγή δώρων, μια συναλλαγή που μεταφέρει το Βάρος της πίστης από την ποιότητα του νομίσματος

στις προσωπικές γνωριμίες. Η πρακτική του «προδόσει πίνω» (δη­ λαδή πίνω επί πιστώσει) απεμπολεί μοιραία τον απρόσωπο χαρακτή­ ρα της πόσης σε μια ταΒέρνα, δένοντας την ελεύθερη και τυχαία

ανταλλαγή αγαθών με δεσμούς χρέους και πίστωσης. Μια ένδειςη της κατάντιας του Αισχίνου του Σωκρατικού, λόγω της χρεοκοπίας του, ήταν ότι οι κάπηλοι της γειτονιάς του είχαν πάψει να του κά­

νουν πίστωση 3S • Η διάκριση ανάμεσα στο συμπόσιο και το καπηλείο λοιπόν είχε να κάνει με την τάςη και τη μόρφωση μάλλον παρά με την κοινωνι­ κοποίηση. Η ταΒέρνα ήταν διαφορετικά κοινωνικοποιημένη κι όχι μη κοινωνικοποιημένη και, αν δεχτούμε ότι ήταν τόπος καταχρήσε­

ων

-

γους

των οποίων τα κατάλοιπα εντυπωσίασαν τόσο τους αρχαιολό­

-,

στην Αθήνα δεν είχε χειρότερη φήμη από το συμπόσιο. Στη

λαϊκή φαντασία μάλιστα, εμφανίςεται, αν μη τι άλλο, ως μικρότερη απειλή προς τη δημόσια τάςη από την αριστοκρατική γιορτή. Γι' αυ­ τό φυσικά, η Αθήνα ήταν μια δημοκρατική πόλη με ριςοσπαστική φήμη. Όσοι δεν ήταν Αθηναίοι, όπως ο Θεόπομπος και ο Διογένης ή η κυΒέρνηση της Θάσου, έΒλεπαν τις ταΒέρνες με πολύ διαφορε­ τικό μάτι.

Οι Έλληνες προΒλέπουν σε εντυπωσιακό Βαθμό τις σύγχρονες διαμάχες για το αν το ποτό είναι ναρκωτικό ή κοινωνικός καταλύ­ της. Έπιναν με ανησυχία και συμμερίςονταν την αγωνία των ανθρω-

109

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πολόγων ότι το κρασί αποτελεί απειλή για την κοινωνικοποίηση και

συμφωνούσαν με τον Μπριγιά-ΣαΒαρέν ότι η πειθαρχία της συςήτη­ σης πρέπει να οδηγεί σε αποχή. Μια σημαντική άποψη της προΒλη­

ματικής των Ελλήνων σχετικά με το κρασί, εντούτοις, Βρίσκει ελά­ χιστες αναλογίες στη σύγχρονη εποχή, έτσι καθώς δεν εστιάςει την προσοχή της ούτε στην κοινότητα των συμποτών ούτε στο ποτό, αλ­

λά σε κάτι ενδιάμεσο.

Κύπελλα Μερικά από τα πιο απροσδόκητα κείμενα με θέμα την οινοποσία στην αρχαιότητα είναι τα αποσπάσματα ποίησης και πρόςας που

επαινούν τις σπαρτιατικές συνήθειες πόσης, τα οποία συνέθεσε ο θαυμαστής των Σπαρτιατών,

επαναστάτης ολιγαρχικός Κριτίας ο

Αθηναίος. Στις «Ελεγείες" του, αντιπαρέθετε τον τρόπο που έπιναν οι Σπαρτιάτες

-

κάθε άντρας από δικό του κύπελλο, χωρίς προπό­

σεις και, επιμένει, χωρίς καταχρήσεις

-

με την αθηναϊκή πρακτική.

Σ' ένα παρόμοιο έργο, τη «Λακεδαιμονίων πολιτεία", ανέπτυσσε τον έπαινό του για τους σπαρτιατικούς θεσμούς εξετάςοντας εγκωμια­ στικά και τις μικρότερες λεπτομέρειες της καθημερινής ςωής, από τα υποδήματα ως τα πιατικά τους:

Τα λακωVlκά υπoδrΊ.ματα είναι τα καλύτερα· οι μανδύες

τους οι πιο ευχάριστοι, αλλά και οι πιο xprΊ.σψoι· ο σπαρτια­ τικός κώθων είναι ένα κύπελλο ιδανικό για ΤΩ στρατιωΤΙKrΊ. θΩτεία και μεταφέρεται εύκολα στο γυλιό. Είναι ένα κύπελλο για στρατιώτες, οι οποΙοι συχνά είναι αναγκασμένοι να πίνουν

ακάθαρτο νερό: το υγρό μέσα στον κώθωνα δε φαίνεται τόσο

καθαρά και το κύπελλο έχει Xεiλoς που συγκρατεί τις ακαθαρ­ σίες6.

Αυτό το απόσπασμα του Κριτίου είναι το πρώτο μιας παράξενης

σειράς από εκλογικεύσεις, που έγραψαν οι υποστηρικτές των πε­ ρίεργων συνηθειών της Σπάρτης. Ο Ξενοφών, για παράδειγμα, μας λέει ότι ο Λυκούργος επινόησε την κόκκινη στολή για τους Σπαρ­

τιάτες, διότι πίστευε ότι μοιάςει λιγότερο με τη γυναικεία ενδυμα-

110

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σία. Επέτρεψε επίσης σε όσους είχαν περάσει την πρώτη νεότητα να

έχουν μακριά μαλλιά, όχι για λόγους ματαιοδοξίας, αλλά επειδή αυ­ τό τους έκανε να φαίνονται πιο ψηλοί, πιο μεγαλοπρεπείς και πιο τρoμCΙKΤΙKOί. Ο Αριστοτέλης, στο δικό του έργο «Λακεδαιμονίων πο­ λιτεία», επανήλθε στο ίδιο θέμα, ισχυριζόμενος ότι οι πορφυροί μανδύες ήταν εκ φύσεως αρρενωποί και το κόκκινο χρώμα τους εξοικείωνε τους Σπαρτιάτες με την αιμορραγία. Ο Πλούταρχος έδι­ νε κάπως διαφορετική εξήγηση: Το κατακόκκινο χρώμα είχε στόχο να μην αντιλαμβάνεται ο εχθρός ότι είχαν τραυματιστεί. Στη «Ρητο­ ρική» του πάλι, ο Αριστοτέλης δίνει μια βεμπλένια* επεξήγηση στις

απόψεις του Ξενοφώντος για τα μακριά μαλλιά:

Είναι ένδειξη ευγενούς καταγωγΩς, διότι δεν είναι εύκολο να εκτελείς πλη8εία KαθΩKOVΤα με μακριά μaλλιά 37 •

Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι αυτή η ερμηνεία της σημειολο­

γίας της σπαρτιατικής μόδας έχει μάλλον αμυντικό τόνο, είναι η συ­ νειδητή σφυρηλάτηση ενός μύθου. Οι συγγραφείς το παρακάνουν στις διαμαρτυρίες, και ο λόγος της αμυντικότητάς τους εύκολα γί­

νεται κατανοητός: οι συνήθειες που περιγράφουν μοιάζουν αρκετά πολυτελείς στα μάτια των Αθηναίων. Αυτό είναι πιο εμφανές στα μα­

κριά μαλλιά, μια μόδα η οποία, έξω από τα όρια της Λακωνίας, προ­ καλούσε έντονη καχυποψία, διότι επέσυρε κατηγορίες περί θηλυ­ πρέπειας και μαλθακότητας. Τα μακριά μαλλιά θύμιζαν στην Αθήνα το μακρυμάλλη ακόλαστο Φειδιππίδη, ένα φανταστικό ήρωα από τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, ή τον πραγματικό και διαβόητο Αλκι­ βιάδη. Και άλλα αντικείμενα της σπαρτιατικής μόδας κουβαλούν πο­

λυτελείς συνειρμούς. Τα λακωνικά παπούτσια είναι θαυμάσια υπο­ δήματα, παπούτσια ευγενών, σε αντίθεση προς τις τρίχινες παντό­

φλες των φτωχών. Οι φοινικίδες επίσης, οι πορφυροί μανδύες με την πανάκριβη βαφή από κιννάβαρι, είναι η ίδια η εικόνα της υπερ­ βολής για τους εκτός Σπάρτης38. Στη δημοκρατική Αθήνα, το όλο συ-

• Thorstein Veblen (1857-1929)

ανορθόδοςος Αμερικανός οικονομολόγος που επέ­

κρινε τη σύΥΧρονη Βιομηχανική κοινωνία. Επινόησε τον όρο «επιδεικτική κατανά­ λωση», που σημαίνει την αγορά και κατανάλωση αγαθών όχι για κάλυψη αναγκών

αλλά για επίδειςη πλούτου και εντυπωσιασμό.

111

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νολάκι θα έμοιαςε να απέχει πολύ από τον ασκητισμό. Οι πολίτες με ολιγαρχικές τάσεις, που προσπαθούσαν να μιμηθούν το σπαρτια­ τικό τρόπο ςωής, χρήςοντάς τον πρότυπο μετριοπάθειας και εγκρά­

τειας, προσπαθούσαν να ανασκευάσουν όλες τις κατηγορίες, κολλώ­

ντας το επίθετο «σπαρτιατικό" σε όλα τα συμπαρομαρτούντα ενός πλούσιου και πολυτελούς τρόπου ςωής. Στην ίδια απολογητική κατηγορία εντάσσεται και η λεπτομερής υπεράσπιση του σπαρτιατικού κυπέλλου από τον Κριτία. Κι αυτό επίσης ήταν ένα ύποπτο αντικείμενο. Ο τρόπος που έπιναν οι Σπαρ­

τιάτες

-

χωρίς τις ςωηρές συςητήσεις, και τις προπόσεις, και το

πέρασμα του κυπέλλου από χέρι σε χέρι, που χαρακτήριςαν την πει­ θαρχημένη οινοποσία στην Αθήνα

-

έμοιαςε χοντροκομμένος, αγε­

νής και επικίνδυνος στο ακροατήριο του Κριτίου. Οι Σπαρτιάτες

έπιναν ο καθένας από το κύπελλό του, σιωπηλοί, πράγμα που θύμι­ ςε περισσότερο τους παραΒατικούς και ανταγωνιστικούς Χόας, όπου έπιναν για να μεθύσουν. Το κύπελλο το ίδιο ήταν ένα σύμΒολο του λάθος τρόπου πόσης, όπως διευκρινίςει ο Αριστοφάνης στο χαμένο έργο του «Δαιταλείς". Το έργο έχει ως κεντρικό θέμα τις δραστηριό­ τητες των δύο γιων ενός άντρα, εκ των οποίων ο ένας είναι πρότυ­ πο αυτοκυριαρχίας, ενώ ο άλλος εντελώς άσωτος σε όλους τους το­ μείς. Μια εικόνα της ασωτίας του μας δίνουν οι συνήθειές του στην οινοποσία· δε θέλει αυτός μετρημένο αραίωμα, ούτε ρουφάει ευγε­

νικά από ρηχό κύπελλο ανάμεσα σε δύο ιστορίες, πίνει «χιώτικο κρασί από σπαρτιατικά κύπελλα,,39. Ο κώθων, για την Αθήνα, όχι μό­ νο δε συνεισφέρει στο σκληραγωγημένο ασκητισμό των στρατιωτών,

αλλά συμΒολίςει το χειρότερο είδος οινικής απόλαυσης, που απο­ λάμΒαναν οι διεφθαρμένοι αστοί. Η αιτία της κακής φήμης του κυ­

πέλλου μοιάςει φανερή. Είχε λάθος σχήμα. Οι Έλληνες είχαν μια πλούσια και ποικίλη συλλογή από κύπελ­ λα, παντός σχήματος και μεγέθους. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ήταν έθι­ μο να ξεκινούν με μικρά κύπελλα στην αρχή του συμποσίου και να

περνάνε σε μεγαλύτερα προς το τέλος του. Ο Σκύθης Ανάχαρσις, ο οποίος για τους Έλληνες συμΒολίςει κάτι από την απλοϊκή σοφία του «ευγενούς αγρίου" του 180υ αιώνα, το θεωρούσε αυτό πολύ πα­

ράδοξο. Γιατί να πίνεις από μικρά κύπελλα, όταν είσαι άδειος, και από μεγάλα κύπελλα, όταν έχεις μπουχτίσει; Στην κρασοκατάνυξη

112

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

που περιγράφει ο Ξενοφών στο «Συμπόσιόν" του, ένας καλεσμένος, λαχανιασμένος από μια αυτοσχέδια χορευτική επίδειξη, προσπαθεί να Βιάσει τα πράγματα, ζητώντας «ΤΟ μεγάλο κύπελλο» για να σΒή­ σει τη δίψα του. Ο οικοδεσπότης συναινεί και διατάζει να μοιρά­

σουν τα μεγάλα κύπελλα' και οι άλλοι έχουν διψάσει, όχι από το χο­ ρό αλλά από τα γέλια που τους προκάλεσε η παράσταση του πρώ­ του. Όπως είναι όμως αναμενόμενο, ο Σωκράτης

-

ο οποίος είναι

καλεσμένος σε ανησυχητικό αριθμό πιστοποιημένων συμποσίων

παρεμΒαίνει και τάσσεται υπέρ των μικρών κυπέλλων:

ι

.. ] αν όρως οι

υΠΩρέται ρε ρικρά ποτΙΊρια συχνά ρας δροσί­

ζουν Ι .. ] ούτω, χωρίς να 8ιαζώρεθα να ρεθύωρεν υπό του οί­ νου, λογικά θα φθάσωρεν εις ΤΩν καλυτέραν διασκέδασιν.

Οι μετριοπαθείς πρακτικές του πειθαρχημένου συμποσίου απαι­

τούν μετρίου μεγέθους κύπελλα. Οι συμπότες που θέλουν να πιουν γερά, εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι ζητούν μεγάλο κύπελλο, ή

έστω μεγαλύτερο από των άλλων, για να δείξουν τις προθέσεις τους. Η γυναίκα στην «Κοριαννώ» του Φερεκράτους φτάνει στο σημείο να

κουΒαλήσει μαζί της το δικό της κύπελλο, μεγάλου μεγέθους, απορ­ ρίπτοντας την κοτυλίσΚΩ (δηλαδή μικρή κοτύλη) που της προσφέ­

ρουν 4Ο • Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι στη λογοτεχνία τα μεγά­

λα κύπελλα είναι σχεδόν πάντοτε Βαθιά κύπελλα. Τα αγγεία με τα

οποία αντιπαραΒάλλονται είναι επίπεδα, ρηχά, κάπως σαν πιατάκια του τσαγιού. Σ' ένα απόσπασμα του Φερεκράτους, φαίνεται αρκετά καθαρά η σχέση μεγέθους και σχήματος. Στο έργο του «Τυραννίς», το οποίο μοιάζει να είναι η φανταστική περίπτωση της κατάληψης

της εξουσίας από γυναίκες, όπως και οι «Εκκλησιάζουσαι» του Αρι­

στοφάνους, περιγράφει την προσπάθειά τους να περιορίσουν το πό­ σο πίνουν οι άντρες τους ως ακολούθως:

Μετά, έΒαλαν τους κεραρείς να τους φτιάξουν για τους άντρες ποτΙΊρια πλατιά, ένας σκέτος πάτος χωρίς τοιχώρατα, που δεν είχε χώρο για πάνω από ρια ρουφΩξιά, παρερφεΡΙΊ ρε τους δο­ κψαστΙΊρες' για ΤΩν αφεντιά τους, αντίθετα, ζΙΊΤΩσαν να τους

113

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

φτιάξουΥ Βαθιές κύλικες, σαΥ τα ερπορικά πλοΙα που κουΒα­

λάΥε κρασΙ, ολοστρόγγυλα, λεπτά δοχεΙα ρ' έΥα εξόγκωρα σΤΩ ρέσΩ' κύπελλα που πρooρΙζovταy ερφαΥέστατα για ρεγαλύτε­ ΡΩ αΥεξέλεγΚΤΩ καταΥάλωσΩ. Το αποτέλεσρα; Όποτε τις καΤΩ­ γορούρε ότι ΩπιαΥ όλο το κρασΙ, ρας ΒρΙζουΥ και oρκΙζΟΥΤαι ότι δεΥ ΩπιαΥ πάΥω από έΥα κύπελλο. Αλλά αυτό το ΡΟΥαδικό κύπελλο εΙΥαι ρεγαλύτερο από χΙλια ποτΙψια.

Μια παρόμοια αντίθεση παρουσιάζει και ο Επιγένης στο έργο του «Ηρωίνη» (δηλαδή ηρωίδα):

Αλλά οι αγγειοπλάστες στις ρέρες ρας δε φτιάχνουΥ ούτε καΥθάρους, καΩρέΥε φΙλε ρου, ούτε από τα άλλα τα ΧΟΥτρά' φτιάχνουΥ όλοι κάτι ΡΩχά λεπτεπΙλεπτα ΠΟΤΩράκια

[... J

λες

και ΠΙΥουρε τα κύπελλα παρά το κρασΙ41 • Το μέγεθος και το σχήμα των αγγείων αντιπροσώπευε μια διαφο­ ρά στον τρόπο οινοποσίας. Τα βαθιά κύπελλα σήμαιναν γερή κρα­

σοκατάνυξη, μεγάλες γουλιές που τις κατέβαζαν βιαστικά από χο­

ντρά δοχεία, άσπρο πάτο' τα ρηχά κύπελλα αντίθετα άδειαζαν πιο κομψά, οι συμπότες τα έγερναν ελαφρά και έπιναν μικρές γουλιές τακτικά, ανάμεσα σε δύο συζητήσεις. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των βαθιών αγγείων ήταν ο κάΥθα­

ρος, μια κούπα με πόδι και με δύο εξογκώματα σαν αφτιά, που εί­ χαν οι Βοιωτοί και οι Ετρούσκοι. Λέει ένας κωμικός ήρωας στο δού­

λο του:

Ας πέσουρε ρε τα ρούτρα στα Βαθιά' ρέσα σΤΟΥ κάΥθαρο, φiλε ρου, χύσε κρασΙ, ρα το ΔΙα, ρέσα σΤΟΥ κάΥθαρο.

Στον «Πάμφιλο» του Ευβούλου, η τροφός μεθάει όταν στραγγίζει με τη μία έναν τεράστιο κάνθαρο και ο Ερμαίσκος στο έργο του Αλέ­ ξιδος «Κράτεια ή φαρμακοπώλης» θεάται να κατεβάζει βιαστικά έναν κάνθαρο. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γεγονός ότι αυτό το κύπελ­ λο έχει δίπλα του ο Διόνυσος και ότι τελικά γίνεται το σύμβολό του,

αφού συνδέεται τόσο στενά με το θεό του κρασιού 42 •

ΑΡΧΑΙΟΙ

Τα κερατόσχημα

αγγεία,

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τα αποκαλούμενα ρυτόν και

κέρας,

έχουν την ίδια περιεκτικότητα. Ο Επίνικος περιγράφει τρία κύπελ­ λα μυθικής χωρητικότητας, που όλα τους ήταν ρυτά. Το ένα χωρού­

σε δύο χόας, περίπου

6,6

λίτρα, Kάl είναι γνωστό ως προΒοσκίδα

του ελέφαντα, διότι έπρεπε να πιεις το περιεχόμενό του με μια ρου­ φηςιά, προφανώς. Μια πηγή τουλάχιστον ακόμα αναφέρει ένα τέτοιο αγγείο, μπορεί λοιπόν να είνάl κάτι παραπάνω από απλό εύρημα της υπερΒολικής φαντασίας της κωμωδίας. Όπως ο κάνθαρος, και τα κέ­ ρατα οινοποσίας σXετίζOνΤάl συμΒολικά με το Διόνυσο Kάl τη συνο­ δεία του, γεγονός που μαρτυρεί συγκεκριμένα έναν πρωτόγονο ή

ΒαρΒαρικό τρόπο οινοποσίας. Και φαίνεΤάl ότι συχνά τα γέμιζαν με άκρατο οίνο. Μια εντυπωσιακή εικόνα από ένα αγγείο γύρω στο

500

π.χ. δείχνει ένα συμποσιαστή σε σμίκρυνση, ντυμένο για οινοποσία

σαν Σκύθη, ενώ δίπλα του, σε πρώτο πλάνο, διαγράφεται η σιλουέ­ τα ενός τεράστιου κέρατος. Όταν κάποιος σε μια κωμωδία ζητάει ένα κέρας για να πιει, ή «κύπελλα Βαθύτερα κι από κέρατα", είναι προ­ φανές ότι πάνε κατά διαόλου οι πειθαρχημένες δομές της ελληνικής οινοποσίας. Μια εντυπωσιακή απεικόνιση αυτού προέρχεται από τα

πλαστικά αγγεία, κεραμικά κύπελλα που έχουν καλουπωθεί σε σχή­ μα προσώπου. Τα κύπελλα αυτά υιοθετούν ποικίλες μορφές, αλλά

ποτέ δεν παίρνουν τα χαρακτηριστικά των λευκών αντρών, για τα χείλη των οποίων ήταν φτιαγμένα. Την εντυπωσιακή αυτή εςαίρεση επισήμανε και ο Φρανσουά Λισαράγκ, στη μελέτη του για την εικο­ νογραφία του συμποσίου:

Δεν υπάρχουν θεοί εκτός από το Διόνυσο και τον ΗρακλΩ" αντίθετα, Βρίσκει κανείς ρόνο γυναίκες, ραύρους άντρες και

γυναίκες, Ασιάτες και σατύρους .. Είναι λες και το ανθρωπό­ ρορφο σχΩρα αυτών των αγγείων σκόπευε να δnλώσει το αντί­

θετο του ΈλλΩνα πόΤΩ και να του δείξει όλα όσα δεν Ωταν 43 • Δεν είναι συμπτωματικό ότι τα κύπελλα που υιοθετούσαν τη μορ­ φή αυτών των ατόμων είναι τα κύπελλα της υπερΒολικής οινοποσί­ ας, ο κάνθαρος και το κέρας ειδικότερα. Τα κέρατα αποτέλεσαν ένα κάποιο πρόΒλημα για τους ηθικολό­ γους. Διότι αν, όπως επέμενε ο φιλόσοφος Χαμαιλέων από την Ηρά-

115

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

κλεια, στη διατριΒή του «Περί μέθης», τα μεγάλα κύπελλα ήταν επι­ νόηση της σύγχρονης διαφθοράς και δεν υπήρχαν σε παλιότερες εποχές, πώς το ρυτό ήταν σύμΒολο των ηρώων του παρελθόντος; Ο φιλόσοφος είχε έτοιμη απάντηση σ' αυτή την αντίρρηση. Οι καλλι­

τέχνες αναπαριστούν ήρωες με μεγάλα κύπελλα για να δείξουν ότι ο

οργίλος χαρακτήρας

τους, αλλά στη

τους δεν οφειλόταν στην ιδιοσυγκρασία

μέθη 44 .

Και άλλα, μάλλον πιο ασαφή σχήματα, είχαν τη φήμη του κανθά­ ρου και του ρυτού. Το κuρ8ίον* ήταν ένα Βαθύ δοχείο σε σχήμα Βάρ­

κας, το αγαπημένο σχήμα ενός διαΒόητου πότη του 40υ αιώνα, του

Ευριπίδου. Ένα άλλο Βαθύ κύπελλο ονομαζόμενο λεπαστΩ* συνδυα­ ζόταν με το ρήμα λάπτω, το οποίο ο Αθήναιος ερμηνεύει ως «πίνω άπληστα». Σ' ένα απόσπασμα του Φερεκράτους, ο ήρωας προσφέρει ένα τέτοιο κύπελλο στους διψασμένους ακροατές του, προτείνονΤάς τους να το κατεΒάσουν σαν τη ΧάρυΒδη. Αλλού, Βρίσκουμε να το έχουν αδειάσει γριες γυναίκες και αλλού χρησιμοποιείται με επιτυ­ χία για να γοητεύσει το Λύσανδρο, μετά την αποτυχία του κώθωνα. Ένα απ' αυτά τα Βαθιά κύπελλα ήταν η άρuστις*, επειδή έπιναν το

περιεχόμενό του απνευστί, χωρίς να παίρνουν ανάσα 45 . Παρά τον ανταγωνισμό, ο κώθων του Κριτίου είναι που καταλή­ γει να συμΒολίζει

τη γερή οινοποσία στην Αθήνα.

par excellence**

Έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά των Βαθιών κυπέλλων, που συν­ δέονται με το Διόνυσο και τους ακολούθους του, τα οποία άδειαζαν

με μια γουλιά. Ένας κώθων, τον οποίο αναφέρει ο Άλεξις σ' ένα θεα­ τρικό του, χωρούσε πάνω από

1,1

λίτρα. Σε μια ζωγραφιά που πε­

ριέγραφε ο Πολέμων, στο απόσπασμα του έργου του «Προς Αδαίον και Αντίγονον», ο Διόνυσος είναι καθισμένος σ' ένα Βράχο, συνο­ δευόμενος από ένα φαλακρό σάτυρο που κρατάει έναν κώθωνα. Μια γυναίκα στις «Στρατιώτιδες» (δηλαδή στρατιωτίνες) του Θεοπόμπου

περιγράφει ότι το έθιμο επέτασσε να στραγγίζουν αυτό το κύπελλο:



Στην πραγματικότητα το Βαθύ ποτήρι ήταν η κύμΒη και κυμΒίον είναι το υποκο­ ριστικό του, δηλαδή ένα ποτηράκι. Κατά το λεξικό των Λίντελ-Σκωτ, η λέξη λε­

παστή προέρχεται από τη λεπάδα, δηλαδή την πεταλίδα, επειδή είχε ρηχό σχήμα. Το ρήμα είναι αμυστίςω = πίνω μονορούφι .

••

Κατ' εξοχήν.

116

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Τι, δnλαδΩ να τεντώσω ως πίσω το λαψό ρου, για να πιω

'από τον κώθωνα που σε στΡαl30λαψιάζει;

Οι περισσότεροι σχολιαστές ισχυρίζονται ότι αυτή η κωμωδία

αναφερόταν στις συνέπειες που θα είχε η φανταστική περίπτωση να συμμετέχουν οι γυναίκες στο στρατό' λένε μάλιστα ότι ίσως να δί­ νει περισσότερα στοιχεία για τη σχέση του κώθωνα με το στρατό απ' όσα μας λέει ο Κριτίας, Τους κώθωνες Βρίσκουμε στα χέρια των στρατιωτών στις παλαιές αρχαϊκές «Ελεγείες» του Αρχιλόχου και

στους «ιππείς» του Αριστοφάνους από τα τέλη του 50υ αιώνα, Εντούτοις, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο Κριτίας, ήταν πιο πιθανόν

να Βρεις μέσα στους κώθωνες κρασί παρά νερό. Πολλές διαμάχες έχουν υπάρζει για το πώς ήταν πραγματικά τα σπαρτιατικά κύπελ­ λα. Πολλοί, ζεγελασμένοι από την περιγραφή του Κριτίου, ψάχνουν

μάταια ένα δοχείο με περίτεχνο γυριστό χείλος που να συγκρατεί τις ακαθαρσίες. Αλλά το απόσπασμα αναφέρει απλώς άμΒωνας·, υπό την έννοια του «εζογκώματος» ή της «φλέΒας». Οι ερευνητές έχουν ανα­

καλύψει ένα αγγείο τουλάχιστον (Βλ. εικόνα

6),

με σχήμα χοντρής

κούπας ή κυπέλλου που γράφει κώθων στη Βάση, και φαίνεται πια καθαρά ότι αυτό το σχήμα ικανοποιεί τις περισσότερες λογοτεχνι­ κές αναφορές. Από την εποχή του Κριτίου, στα τέλη του 50υ αιώνα, έφτιαχναν τα κύπελλα με κάθετες νευρώσεις σε όλη την επιφάνεια. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τέτοιες νευρώσεις ήταν απλώς διακο­ σμητικές, για να μοιάζουν τα κεραμικά σκεύη με ασημένια, αλλά στους κώθωνες οι νευρώσεις Βρίσκονται συχνά και στο εσωτερικό, κάτι που προφανώς δεν είχε νόημα και αδυνάτιζε το υλικό. Μερικοί μελετητές αγγείων προτείνουν την εζήγηση ότι κάτι τέτοιο μπορού­ σε να θεωρηθεί μανία απομίμησης της μεταλλουργίας, με αντιπαρα­

γωγικά αποτελέσματα. Αλλά ο Κριτίας το εζηγεί πολύ καλύτερα. Ποιο νόημα θα είχαν οι νευρώσεις για να συγκρατούν τα κατακάθια,

αν δε Βρίσκονταν στο εσωτερικό του κυπέλλου;46.

Αν τέτοια αγγεία αναφέρονται σπάνια σε σύγχρονες περιγραφές της ελληνικής οινοποσίας, οφείλεται στο ότι δεν ταιριάζουν με την

εικόνα του κλασικού κομψού συμποτικού κυπέλλου, αλλά θυμίζουν

*

ΆμΒων εΙναι οτιδήποτε προεξέχει, και το εξόγκωμα.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

περισσότερο τις μεσαιωνικές κούπες. Ο Μπίζλυ*, ο μεγάλος ειδήμο­ νας στα ελληνικά αγγεία, προΤίμησε να τα αφήσει χωρίς όνομα, κα­ τατάσσοντάς τα στις οινοχόες (παρά την έλλειψη χείλους ροής).

Είμαστε τώρα σε θέση να ανατρέψουμε τον ισχυρισμό του Κριτίου και να αποκαταστήσουμε τον κώθωνα στις φυσιολογικές συνεκδοχές του. Ήταν ένα κύπελλο πολύ χρήσιμο για να το γεμίζεις όχι από

ορεινά ρυάκια νερού, αλλά από κάδους κρασιού, όπως περιγράφει με τόση απόλαυση ο Αρχίλοχος. Το περιεχόμενό του θα ήταν λιγό­ τερο οραΤό απ' ό,τι σ' ένα συνηθισμένο συμποτικό κύπελλο, όχι όμως για να κρυφτεί η Βρομιά του νερού των ρυακιών, αλλά επειδή ήταν απλώς ένα Βαθύ κύπελλο φτιαγμένο για να τα τσούζεις γερά. Οι νευρώσεις δεν προορίζονταν να συγκρατούν τη Βρομιά από το ποτάμι, που αναφέρει ο Κριτίας, αλλά για να εμποδίζουν αυτόν που έπινε μεγάλες γουλιές να καταπιεί τα κατακάθια και όλα τ' άλλα υπολείμματα που επέπλεαν στο κρασί των αρχαίων Ελλήνων. Μπο­ ρεί να είχε ξεκινήσει ως στρατιωτικό κύπελλο, αλλά από πολύ νω­

ρίς Βρέθηκε και στο συμπόσιο 47 . Εκεί, θα πρέπει να στεκόταν δίπλα δίπλα με το κέρας και άλλα Βαθιά κύπελλα, σαν πρόκληση στην τα­ κτική αραίωση και διανομή του κρασιού. Ο κώθων, με το χαρακτη­

ριστικό του μονό χερούλι, δε μοιάζει με κύπελλο φτιαγμένο για να μοιραστείς κάτι.

Από το όνομα του κυπέλλου αυτού, οι Έλληνες δημιούργησαν το

ουσιαστικό κωθωνισμός και το ρήμα κωθωνίζω, τα οποία εμφανίζο­ νται για πρώτη φορά τον

40 αιώνα. Αναφέρονται «je vide la grande coupe», έτσι εξηγεί

στη «γερή κρασο­

κατάνυξη»:

ένας Γάλλος σχο­

λιαστής αυτό το ενδιαφέρον ρήμα. Ο ιατρός Μνησίθεος έγραψε μια διατριΒή υπό μορφή επιστολής, γύρω στα μέσα του αιώνα, ισχυριζό­

μενος ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις ο κωθωνισμός θα μπορού­ σε να κάνει καλό, ως εμετικό ή καθαρτικό. Συνιστά τρία Βασικά πράγματα, τα οποία πρέπει να έχουμε κατά νου, όταν πίνουμε γερά:

Να

pnv πίνεις

κακό κρασί

• John Beazley 0885-1970)

ri

άκρατο και,

arn

διάρκεια του

Βρετανός λόγιος που έθεσε σε νέες Βάσεις τη μελέτη των

ελληνικών αγγείων εφαρμόζοντας τη μέθοδο του Ιταλού τεχνοκριτικού του 190υ αιώνα ΤζοΒάνι Μορέλι στην εξακρίΒωση της ταυτότητας των ζωγράφων-αγγειογρά­ φων.

118

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κωθωνισμού, να μΩν τρως τραγιΊματα [αποξηραμένα φρούτα, ξηρούς καρπούς και άλλα επιδόρπια στο δεύτερο τραπέζι]. Όταν πιεις αρκετά, μΩν πας να ΚΟΨΩθείς πριν κάνεις εμετό, πολύ ως λίγο. ΣΤΩ συνέχεια, αφού κάνεις εμετό ικανΟΠΟΙΩΤΙ­

κά, πιΊγαινε στο κρε8άτι μετά από ελαφρύ μπάνιο. Αν παρά

ταύτα δεν καταφέρεις να αποκαθαρθείς πλιΊρως, ΧΡΩσψοποί­ Ωσε κι άλλο νερό και 80ύλιαξε εντελώς μέσα σε ςεστό λου­

τρό48 • Οι άνθρωποι θα πρέπει να έπιναν έτσι από πάντοτε, αλλά μόνο τον

40

αιώνα η κουλτούρα του κωθωνισμού επέσυρε την προσοχή

ρητόρων και ηθικολόγων. Ο Δημοσθένης, σύμφωνα με τον Υπερείδη, θεωρούσε τον κωθω­ νισμό ιδιαίτερο αμάρτημα των νέων. Τους περιέγραφε ως ακρατοκώ­ θωνες, μια παραΤήρηση που έγινε διαΒόητη στη συνέχεια. Ο γνω­ στός παράσιτος Κορυδαλλός απέδειξε την ευστροφία του, χάρη στην

οποία κατάφερνε να πηγαίνει απρόσκλητος σε συμπόσια, όταν συνέ­ δεσε την παραΤήρηση του Δημοσθένους με τη διαΒόητη προθυμία

του να δέχεται δωροδοκίες, κατηγορώντας το ρήτορα για μεταφορι­ κή υποκρισία:

Αυτός που αποκαλεί τους νεότερους άντρες ακρατοκώθω­

νες, έχει στραγγίσει ο ίδιος το μεγάλο κύπελλο ως τον πάτο.

Μια τέτοια πόση φαίνεται ότι ήταν κοινωνική και ανταγωνιστική

και μπορεί να λάμΒανε χώρα σε συμποτικό πλαίσιο, παρ' όλο που παραΒίαζε τόσο πολλούς από τους κανόνες του συμποσίου. Στις αρ­ χές του 30υ αιώνα, η λέξη κώθων έπαψε πια να σημαίνει το κύπελ­ λο και υπονοούσε τη γερή κρασοκατάνυξη ή και το συμπόσιο. Δύο

είδη κώθωνος αναφέρονται, ο συμ80λικός και ο ασύμ80λος

-

με

και χωρίς συνεισφορά" κατά τον πρώτο, όποιος συμμετείχε, έπρεπε

να φέρνει το δικό του κρασί, ενώ στον δεύτερο το ποτό ήταν άφθο­ νο και δωρεάν. Όταν ο Λύκων ο περιπατητικός έφτασε ως μαθητής

στην Αθήνα, στις αρχές του 30υ αιώνα, έκανε γρήγορα μεγάλες προ­ όδους κι έμαθε τα πάντα γι' αυτά τα συμπόσια, όπως επίσης για τις

τιμές που χρέωνε η κάθε εταίρα της πόλ ης 49.

119

ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ Όπως δείχνει ο νεολογισμός του Δημοσθένους, ο κώθων είχε συ­ σχετιστεί όχι μόνο με το να πίνει κανείς μεγάλες γουλιές, αλλά και με το να πίνει δυνατό κρασί. Αυτό ήταν το κοινό σημείο του κώθω­ να με τα άλλα Βαθιά κύπελλα. Η έννοια του «Βάθους» είναι το κλει­ δί στην προΒληματική περί πόσης στην Αθήνα, που μας δίνει τη δυ­

νατότητα να κάνουμε μια διάκριση σε δύο άςονες. Το ένα είδος κα­ τανάλωσης τονίζει το οριζόντιο επίπεδο: το κρασί αναμειγνύεται πλουσιοπάροχα με νερό' το ρουφούν αργά από μικρότερα και πιο

ρηχά κύπελλα' το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχουν πολλοί γύροι,

. πολλές

διαδικασίες κυκλοφορίας και διανομής, οι οποίες κάνουν το

συμπόσιο μια τόσο έντονη εμπειρία δεσίματος οι λέςεις ενώνονται

με το νερό στην αραίωση του κρασιού, του οποίου ο ορθός ρόλος είναι να διευκολύνει τη συζήτηση. Σε αυτή τη ρηχή μορφή της πό­

σης, η έμφαση δε Βρίσκεται στο κρασί αλλά στη συντροφιά των συ­ μποτών που μαζεύονται γύρω από τον κρατήρα και τους οποίους προστατεύει από τη δύναμη του υγρού ένα ολόκληρο θεατρικό τε­ λετουργικό μετριασμού, μαζί με το διασπαστικό παιχνίδι λόγου και παράστασης. Το κρασί αδυνατίζει αποτελεσματικά και καθίσταται αμελητέο. Αυτό είναι το κρασί της συνεστίασης, του Μπριγιά-ΣαΒα­

ρέν και των ανθρωπολόγων 5Ο • Αντίθετη αυτού είναι η εκφυλισμένη κατανάλωση του κάθετου άςονα, το κρασί του Μποντλέρ και των αλ­ κοολικών: ο οίνος είναι άκρατος, παχύς, τρισδιάστατος και δυνατός

τα κύπελλα είναι μεγάλα και Βαθιά' η οινοποσία κρατάει πολύ και κόΒει την αναπνοή. Το κρασί μπορεί να διεκδικήσει ςανά την πρω­

τοκαθεδρία του και, στην αναμπουμπούλα της μέθης, οι ευγένειες της κοινωνικής συνάφειας τσαλαπατιούνται. Εδώ το κρασί δεν είναι πια ο καταλύτης της συζήτησης. Γίνεται ςανά ναρκωτικό.

120

Μέρος Δεύτερο

Επιθυμία

Κεραμεικός

Ο Λουτρά

+-

Κτίριο Ζ στην πρώτη φάση του

430

Π.Χ. περίπου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

3

Γυναίκες και αγόρια

Ο ρήτορας Απολλόδωρος επιτίθεται στη Νέαιρα, την πόρνη, στο

δικαστήριο. Προς στιγμή, ξεφεύγει από το θέμα του για να αναφέ­ ρει τις χρήσεις των γυναικών στην Αθήνα:

Τις εταίρες έχουρε για ΤΩν απόλαυσΩ, τις παλλακίδες για ΤΩν καθΩρερινΙΊ φροντίδα του σώρaτος και τις συζύγους για ΤΩ δΩΡlOυργία νόρψων απογόνων και για να διαφυλάσσουν

πιστά ΤΩν εστία ρας'.

Η αρχαία γραμματεία περιέχει ουκ ολίγες απόπειρες των αρχαί­ ων αντρών να βάλουν τις γυναίκες στην αρμόζουσα σεξουαλική τους θέση και οι άντρες έχουν στη διάθεση τους ένα ολόκληρο λεξιλόγιο κατηγοριών και όρων για το σκοπό αυτόν: "γυναίκα των δύο οβο­

λών», "γύναιο του δρόμου», "αυλητρίδα», "συνοδός», <ψισθάρνουσα», "γυρίστρα», "σύζυγος». Η ίδια η πράξη της ονοματοδοσίας ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της αστυνόμευσης των γυναικών και της γυναι­

κείας σεξουαλικότητας. Σύμφωνα με τους νόμους των Συρακουσών, για παράδειγμα, απαγορευόταν σε μια γυναίκα να φορά "χρυσά στο­

λίδια, φορέρατα ρε έντονο χρώρα

ri

ενδύρατα ρε πορφυρές ρπορ­

ντούρες, εκτός αν παραδεχόταν ότι Ωταν κοινΩ πόρνΩ»2. Η επιγραμ­ ματική δήλωση του Απολλοδώρου για τα τρία είδη των γυναικών έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τους συγχρόνους ιστορικούς, που τα ανα­ φέρουν μερικές φορές ως άμεση καταγραφή των γυναικείων ρόλων στην Αθήνα. Εντούτοις, κάθε άλλο παρά έτσι είναι. Ο ομιλητής ο

ίδιος δείχνει ένα σημαντικό επίπεδο ασυνέπειας, όταν απονέμει τους τίτλους του στη Νέαιρα, και το όλο νόημα του λόγου του εί­

ναι ότι κάτι τέτοιες διακρίσεις καταστρατηγούνται εύκολα. Αυτό

123

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

φαίνεται από το γεγονός ότι η κόρη της Νεαίρας, <<μια κοινή πόρ­

νη», κατάφερε να διεισδύσει στις τάξεις των αξιοσέΒαστων πολιτών όταν παντρεύτηκε το Βασιλιά Άρχοντα και εκτελούσε μάλιστα μαζί του τις πιο αρχαίε ς θρησκευτικές τελετές της πόλης, ριψοκινδυνεύ­ οντας έτσι να προκαλέσει την οργή των θεών. Όπως σχολιάζει ο με­

γάλος Γάλλος κλασικιστής Ζαν-Πιέρ Βερνάν:

Οι παραΤΩρΙΊσεις του συγγραφέα σε αυτό το

[... ] λόγο

απο­

δεικνύουν καλύτερα από οτιδΙΊποτε άλλο ΤΩν επιθυρία να κα­ θιερωθεί ρω ΕUKpινIΊς οριοθέΤΩσΩ

[... ]

και ταυτόχρονα ΤΩν

αδυναρία να γίνει κάτι τέτοιο3 .

Και άλλοι συγγραφείς δε μας είναι πιο χρήσιμοι από τον Απολ­ λόδωρο, αφού χρησιμοποιούν αρκετούς διαφορετικούς όρους για την ίδια γυναίκα, μπερδεύοντας έτσι τις ίδιες τους τις ταξινομήσεις. Αυτή η αΒεΒαιότητα ενυπάρχει στο λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν

για να περιγράψουν τους ρόλους των γυναικών. Η λέξη γυνή σήμαι­ νε τη σύζυγο, αλλά και πιο γενικά τη «γυναίκα» (πρΒλ. το γαλλικό

femme),

ενώ κάποιες φορές χρησιμοποιείτο για την παλλακίδα ή

την ερωμένη. Η πιο συνηθισμένη λέξη που χρησιμοποιούσαν για μια γυναίκα σε μια τέτοια ανεπίσημη σχέση ήταν εταίρα, αλλά κι αυτή μπορεί να προσδιόριζε εξίσου μιαν ανεξάρτητη οικονομικά και κα­ λοπληρωμένη γυναίκα ή, στην άλλη άκρη της κλίμακας, μια δούλη

που δούλευε για μια μαντάμ. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γεγονός ότι, ενώ έχουν διασωθεί πολυάριθμοι αρχαίοι προσδιορισμοί, οι απόπειρες να καθιερωθούν ξεκάθαρες οριοθετήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κατηγορίες γυναικών στην Αθήνα (να διακριθούν οι σύζυγοι από τις παλλακίδες [παλλακαί *] και οι παλλακίδες από τις «εταίρες», και οι «εταίρες» από τις «κοινές πόρνες» [πόρναι]) είναι εξαιρετικά προΒληματικές και σπάνια συναντάμε ομοφωνία για πά­

νω από μια γενεά. Πολύ πρόσφατα, αρκετοί μελετητές έχουν αρχί­ σει να εκνευρίζονται με αυτή την αστάθεια των αρχαίων συγγραφέ­ ων. Αγνοώντας τη συμΒουλή του Βερνάν, έχουν καταλήξει ότι μια



Παλλακή ή πάλλαξ ή παλλακίς ονομαζόταν συνήθως η αιχμάλωτη ή αγορασμένη δούλη, διακρινόμενη από τη νόμιμη σύζυγο και την εταίρα.

124

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

διάκριση μόνο μπορεί να γίνει με κάποια σιγουριά, μια διάκριση που όντ~ς είχε σημασία: η διάκριση ανάμεσα στις Συζύγους και τις Υπόλοιπες. Οι άλλες διακρίσεις δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα πιο ουσιώδες από ένα πλούσιο λεξιλόγιο, με το οποίο οι άντρες μπο­ ρούσαν να εκφράσουν ποικιλοτρόπως την περιφρόνησή τους για τις γυναίκες που χρησιμοποιούσαν.

Αυτό το μοντέλο των «δύο τύπων» στα έργα που αφορούν τις γυ­ ναίκες στην αρχαιότητα έχει καταστροφικές συνέπειες στον τρόπο

αντιμετώπισης της εταίρας, η οποία, από το επίκεντρο όπου βρισκό­

ταν σε παλιότερες αφηγήσεις περί πορνείας, έγινε σχεδόν αόρατη στις πιο πρόσφατες. Στις αρχές του 200υ αιώνα, όταν άρχισαν να

θεωρούνται για πρώτη φορά άξια προσοχής θέματα όπως οι γυναί­ κες και το σεξ, η εταίρα ασκούσε έντονη έλξη στους άρρενες ιστο­

ρικούς. Την παρουσίαζαν ως εκλεπτυσμένη κυρία, μια καλλιεργημέ­ νη γυναίκα του κόσμου, πνευματώδη, γνώστρια της φιλοσοφίας και

του φλερτ. Σ' εκείνες τις πρώτες ιδεαλιστικές πραγματείες, υπήρχε έντονη η διάκριση ανάμεσα στις κομψές κι αριστοκρατικές εταίρες

και στις πόρνες, τις κατωτέρας υποστάθμης γυναίκες των πορνείων και των δρόμων, αυτές που αντιπροσώπευαν το «κακό» είδος πορ­

νείας. Ο Τσαρλς Σέλτμαν, πχ, υποστήριζε Τη δεκαετία του

1950:

Η διάρθρωσΩ ΤΩς KOινωνΙKrΊς ζωrΊς σΤΩν AθrΊνα δε διέφερε πολύ από εκείνΩ του Παρισιού ρέχρι το

1939.

YπrΊΡXαν πορ­

νεία, κυρίως για τους κάθε είδους αλλοδαπούς, τα οποία εί­ χαν άδεια, σύρφωνα ρε τους νόρους του Σόλωνος, rΊδΩ από τις

αρχές του 60υ αιώνα π.Χ Η παρoXrΊ αδείας είχε σκοπό να αποφεύγονται οι φωνές και οι φασαρίες στους δρόρους. Αρ­ γότερα, έκαναν ΤΩν εpφάνισrΊ τους οι τροτέζες, οι οποίες ζού­ σαν υπό ΤΩ φροντίδα ριας «ραντάρ". Όλα αυτά φυσικά ισχύ­ ουν ακόρα και σrΊpερα σε πολλές πόλεις ΤΩς Μεσογείου, ρια ευρύτατα διαδεδορένΩ συρφορά. Αλλά οι εταίρες ανrΊKαν 8έ-

8αια σε πολύ διαφOρεΤΙKrΊ τάξΩ' συχνά rΊταν εξαιρετικά ρορ­

φωρένες γυναίκες, αλλοδαπές από άλλες ελλΩνικές πολιτείες και πόλεις, και ενίοτε κέρδιζαν τα προς το ζΩν από το ερπό­

ριο, ως επιχεΙΡΩρατίες, ως ανεξάΡΤΩτες ανύπαντρες κοπέλες rΊ

ως ροντέλα4 •

125

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Το γεγονός ότι οι εταίρες που σχετίζονταν με τους ηγέτες της

περιόδου, αυτές οι οποίες ενέπλεκαν τον Περικλή και τον ΑλκιΒιά­ δη σε διασκεδαστικές συζητήσεις, πουλούσαν επίσης και το κορμί τους ήταν κάτι πολύ άΒολο

-

κι αυτό φροντίζουν όλοι να το απω­

θήσουν πρόθυμα κάπου στο Βάθος. Οι καινούριες περιγραφές των γυναικών της αρχαιότητας όμως,

επηρεασμένες από τις φεμινιστικές απόψεις περί πορνείας, αντι­

δρούν εντονότατα κατά της εικόνας αυτής και την αντιμετωπίζουν

ως απόπειρα της ανδρικής φαντασίας, αρχαίας και σύγχρονης, να δώσει μια ρομαντική διάσταση σ' έναν ουσιαστικά ειδεχθή θεσμό. Οι γυναίκες είχαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο ρόλους: της συζύγου ή της πόρνης δεν υπήρχε χώρος για τον ασαφή ρόλο της «εταίρας»,

στο ενδιάμεσ0 5 . Η ΈΒα Κιούλς, για παράδειγμα, στο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Δύο είδη γυναικών. Ο διχασμός της γυναικείας ψυχής», παρατηρεί:

Av n

σεξoυαλΙKfι συρπεριφορά ΤΩς αξιοσέΒασΤΩς γυγαίκας

περιορίξεται σΤΩ γαpfιλια συγουσία, εγώ στο αντίστοιχο αρσε­ γικό επιτρέπεται γα είγαι πολυγαρικό, αυτό συγεπάγεται αγα­ γκαστικά ότι ο γυγαικείος πλΩθυσρός χωρίξεται ερφαγώς σε δύο Τάξεις αυτές που έχουγ περιορισρέγες σεξουαλικές επα­ φές σΤΩ διάρκεια ΤΩς ξωfις τους, εγδεχορέγως πολύ λιγότερες απ' όσες επιθυρούγ, και σ' εκείγες που έχουγ σεξ εγ αφθογία,

πολύ περισσότερο απ' όσο ρπορούγ γα Βιώσουγ ρε τρόπο ου­

σιώδΩ6 . Αυτή η αρχικά κάπως ριζοσπαστική ιδέα έχει καθιερωθεί πια για τα καλά στο κύριο ρεύμα των αρχαίων σπουδών. Ισχυρίζεται ο Ρό­

τζερ Τζαστ:

Η αθΩγαϊKfι κοιγωγία τελειοποίΩσε ρια αρκετά σαφfι άγισΩ

ρεταχείρισΩ κι αυτό δε συγεπαγόταγ καρία αγτίφασΩ fι υπεκ­ φυγfι, αλλά Βασιξόταγ σΤΩγ ξεκάθαΡΩ διάκρισΩ δύο καΤΩγο­ ριώγ γυγαικώγ, που δεγ έπρεπε γα συγχέονται ποτέ: στις γό­ ρψες συξύγους (fι τις εγ δυγάρει γόρψες συξύγους) και σε όλες τις άλλες γυγαίκες. Οι πρώτες fιταγ οι εγάρετες ΡΩτέρες

Α:ΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

και κόρες των ΑθΩναίων πολιτών· οι δεύτερες Ωτaν έκθετες

σε απεριόρισΤΩ σεξOυaλΙKΩ εκρετάλλευσΩ7 • Σ' αυτή την εκδοχή της θέσης των γυναικών στην Αθήνα, υπάρ­

χουν μόνο δύο πολύ αυστηρά αντιτιθέμενες ομάδες, η μια σχεδόν σαν ανεστραμμένη εικόνα της άλλης. Το μόνο που τις συνδέει ως συ­

γκοινωνούντα δοχεία είναι η ανδρική ετεροφυλοφιλία, καθώς οι πόρνες προσέφεραν μια ανακούφιση από τις εντάσεις που προ κα­

λούσε η ενάρετη απομόνωση των σεΒάσμιων γυναικών, ένα ξαλάφρω­ μα από την έλλειψη σεξουαλικής ικανοποίησης σε όσους δεν ήταν παντρεμένοι ή είχαν αναγκαστεί να παντρευτούν με μόνο δέλεαρ την

προίκα ή τις ισχυρές οικογενειακές διασυνδέσεις της συςύγου τους. Η πόρνη ήταν ένα σεξουαλικό υποκατάστατο της συςύγου, μια κο­ μπάρσα ή, σύμφωνα με μια πρόσφατη γερμανική μελέτη, μια

«Ersatz-

frau,,*B. Υπό την επιρροή αυτής της υποθετικής διάκρισης μεταξύ των Συ­

ςύγων και των Υπολοίπων, η παλιά διάκριση ανάμεσα σε εταίρες και «κοινές πόρνες" έχει περάσει σε αχρησία. Και οι δύο εμπίπτουν τώ­ ρα, λιγότερο ή περισσότερο καίρια, σε μια μοναδική σύγχρονη κα­

τηγορία. Είναι όλες πό ρνες 9. Ταυτόχρονα, κάποιοι σημαντικοί ενδιά­ μεσοι όροι όπως Αθηναία εταίρα και παλλακίδα έχουν εξαλειφθεί, έχουν ξεχαστεί ή αγνοούνται, λες και όλες οι Αθηναίες ήταν ενάρε­ τες παντρεμένες ή μελλόνυμφες, ενώ όλες οι εταίρες ήταν αλλοδα­ πές που μιλούσαν παράξενες διαλέκτους με αλλόκοτη προφορά. Αυ­ τές δε χρειάςεται να ταράξουν τη θεωρία των δύο ειδών γυναικών. Είτε είναι «παράδοξες" εξαιρέσεις, των οποίων η ύπαρξη «παραδό­ ξως" επιΒεΒαιώνει τη Βασική αλήθεια του δόγματος, ή εντάσσονται στην ακόμα πιο συγκεχυμένη τάξη των «παλλακών" και ταξινομού­

νται με τις συςύγους ή τις εταίρες, ανάλογα πώς μας Βολεύει. Δεν

υπάρχουν όντως πολλές αναφορές σ' αυτές τις ιθαγενείς εταίρες και παλλακίδες (θα ήταν πιο εύκολο γι' αυτές να σΒήσουν σε μια αξιο­ πρεπή αφάνεια), αλλά το σίγουρο είναι ότι υπήρχαν κι αποτελούσαν

μια σημαντική γέφυρα ανάμεσα στις Συςύγους και τις Υπόλοιπες,

θολώνοντας έτσι τις αρσενικές διακρί σεις Ι0. Δεν μπορεί κανείς πα-



Μια γυναίκα υποκατάστατο.

127

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ρά να σκεφτεί ότι αυτή η δογματική διάκριση είναι ένας τρόπος για

να αποφύγουν εντελώς οι λόγιοι να ασχοληθούν με την πορνεία και εξηγεί την εντυπωσιακή έλλειψη έρευνας πάνω σ' ένα θέμα το οποίο βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο εκ των πιο αναπτυσσόμενων πεδίων

των συγχρόνων κλασικών σπουδών: της μελέτης των γυναικών και της μελέτης της σεξουαλικότητας.

Αντί για δύο άκαμπτες ομάδες γυναικών και μια μεγάλη ομοιογε­ νή μάζα εργατριών του σεξ, εγώ θα ήθελα να τονίσω στα επόμενα δύο κεφάλαια την ποικιλία και την πολυπλοκότητα της αγοράς του σεξ στην Αθήνα και να αποκαταστήσω τη σημασία της εταίρας. Υπήρ­

χαν πολυάριθμες διαβαθμίσεις ανάμεσα στην άθλια ζωή των δρόμων και στην άνετη ζωή των πιο επιτυχημένων εταιρών και οι διαβαθμί­

σεις αυτές σφετερίζονταν αθόρυβα το χώρο της νόμιμης οικογένειας και καταθορυβούσαν τον Απολλόδωρο και τους συμπολίτες του. Το

να μιλάμε για 'ψαιτρέσσες» και «εταίρες» ενέχει τον κίνδυνο να με­ τατρέψουμε σε λαμπρή, ρομαντική ή εξωτική, μια ζωή που στις πε­

ρισσότερες περιπτώσεις ήταν βρομερή, βάρβαρη και σύντομη, και κινδυνεύουμε να ξαναδημιουργήσουμε ένα είδος ιεραρχίας' από την άλλη όμως, οι ιστορικοί δεν αποζημιώνουν τις γυναίκες της αρχαιό­ τητας για την αθλιότητα της ζωής τους με το να στοιβάζουν όλα τα

«κακά κορίτσια» μαζί. Επιπλέον, η αγορά του σεξ στην Αθήνα δεν αφορούσε μόνο την εκμετάλλευση των γυναικών. Οι άντρες, εκτός από καταναλωτές, ήταν και σεξουαλικά αντικείμενα και, παρ' όλο που οι άρρενες εργαζόμενοι στην αγορά του σεξ δεν ήταν, κατά τη

γνώμη μου, επ' ουδενί όσες οι αντίστοιχες γυναίκες, υιοθετούσαν πολύ ανάλογους ρόλους εντός της πόλης, πράγμα που κάνει την πορνεία κάτι παραπάνω από ένα απλό ζήτημα φύλου.

Οι όροι που χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν τις γυναίκες

ήταν τόσο ευμετάβλητοι ώστε, για να αποφύγουν τις παρανοήσεις, οι Αθηναίοι αναγκάζονταν να καταφύγουν σε διάφορες, συχνά απο­ καλυπτικές, περιφράσεις. Αντί του απλού γυνή, συχνά ανέφεραν τη

σύζυγο ως ΥυνΩ ΥαμετΩ (παντρεμένη σύζυγο), ή ακόμα ως ΥυνΩ Υα­ μετΩ κατά τους νόμους (σύζυγο παντρεμένη σύμφωνα με τους νό­ μους), ενώ την παλλακίδα ΚΤΩτΩ. Στη «Σαμία», η εταίρα προσδιορί-

128

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ζεται πιο στενά ως «μια από εκείνες τις γυναίκες που δίδονται προς ενοικίασΩ" ή «μια από εκείνες τις γυναίκες που τρέχουν στα συμπό­

σια για δέκα δραχμές» 11. Εντούτοις, εκεί που η κατηγοριοποίηση των γυναικών γινόταν ζήτημα ζωτικής σημασίας ήταν η νομοθεσία. Η

μοιχεία τιμωρείτο με βαρύτατες ποινές στην Αθήνα. Ένας παλιός νό­

μος από τη νομοθεσία του Δράκοντος

(621

περίπου π.χ.) επέτρεπε

στον άντρα που έπιανε επ' αυτοφώρω κάποιον άλλον να κάνει σεξ με τη γυναίκα του (σύζυγο, κόρη, μητέρα, αδελφή, παλλακίδα) να

τον σφάξει επί τόπου 12 . Είχε λοιπόν μεγάλη σημασία ο προσδιορι­ σμός των γυναικών με τις οποίες μπορούσε να συνευρεθεί κανείς με

ασφάλεια' γι' αυτό το λόγο, ένας άλλος αρχαίος νόμος που αποδί­ δεται στο Σόλωνα

(594

π.χ. περίπου) κατονόμαζε συγκεκριμένα τις

γυναίκες που δεν απολάμβαναν την προστασία του νόμου, αναφερό­

μενος όχι στις πόρνες, αλλά σ' «εκείνες που κάθονται σε πορνείο

ri

σ' εκείνες που ΠΩγαινοέρχονται στο ύπαιθρο»13.

Δρόμοι Όπως έχουμε δει, ο χώρος στην αρχαιότητα σπάνια ήταν μια ου­ δέτερη έννοια και οι σιωπηλές διαθέσεις του φορτίζονταν πολύ συ­

χνά με συμβολικό νόημα και ιδεολογικές διακρίσεις. Στο προσωπι­ κό επίπεδο, περιλάμβανε πιθανώς την αντίθεση ανάμεσα στο δεξί και το αριστερό, που διέπει την ηθική της εστίασης. Σε μια ευρύτερη

κλίμακα, προσέφερε στους θεούς και τις θεές ξεχωριστές σφαίρες αρμοδιότητας μέσα στην επικράτεια της πόλης: τα καλλιεργημένα

αγροτεμάχια στη Δήμητρα, τα απόμακρα βουνά, λιβάδια και δάση στην Αρτέμιδα και τον Πάνα και τις ακροπόλεις στην Αθηνά. Μια από τις πιο προσεκτικά οριοθετημένες ζώνες εντός της πόλης ήταν η ζώνη της Εστίας επικεντρωμένη στη φωτιά και το σπίτι, σε αντί­ θεση προς τη σφαίρα του Ερμού, του θεού της εισόδου των σπιτιών,

των μονοπατιών που ξεκινούσαν από εκεί και της τύ χ η ς 14. Σύμφωνα με αυτή την άκαμπτη συμβολική αντίθεση, οι γυναίκες των δρόμων στέκονταν όσο πιο μακριά γινόταν από τον κόσμο της συζύγου, η

οποία έμενε στο εσωτερικό, «πιστΩ φύλακας του εσωτερικού ΤΩς

α;πίας» , όπως λέει ο Απολλόδωρος. Οι γυναίκες που ήθελαν να δια­ φυλάξουν τη φήμη τους ως ενάρετες σπάνια απομακρύνονταν από το

129

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σπίτι, εκτός αν υπήρχε πιεστική ανάγκη, και τότε ακόμα φορούσαν

έναν αδιαφανή μανδύα. Οι δημόσιες δραστηριότητες, όπως η πολι­ τική και τα ψώνια, ανήκαν στη δικαιοδοσία των αντρών. Οι γυναί­

κες των δρόμων, επομένως, ζούσαν στη λάθος πλευρά και διαφήμι­ ζαν τη διαθεσιμότητά τους, ενδίδοντας στα δημόσια Βλέμματα. Κου­ Βαλούσαν την έλλειψη στέγης στις ονομασίες τους, οι οποίες εξέ­

φραζαν σε μία ξερή λακωνική ιδιωματική γλώσσα κάτι από τη μονο­ τονία της νομαδικής ζωής: «γυναίκα της γέφυρας» (γεφυρίς), «Βια­

στική»

(δρομάς),

«περιπλανώμενη»

(περιπολάς),

«που

τριγυρνάει

από πόλη σε πόλη» (περίπολις), «περιφερόμενη στα σοκάκια» (σπο­

δησιλαύρα), «γύναια των δρόμων», «πεζικάριες*»15. Όλες αυτές σχη­ ματίζουν μια ανώνυμη μάζα γυναικών, απρόσωπους «ζυγούς» ή «αγέ­ λες».

Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γεγονός ότι αυτές οι γυναίκες έχουν αφήσει ελάχιστα ίχνη στα ιστορικά αρχεία, εκτός από τα πα­ ρατσούκλια τους. Η έλλειψη στέγης και ο νομαδικός τρόπος ζωής δεν ήταν οι ιδανικές συνθήκες για τη δημιουργία μνημείων μακράς διαρκείας. Κάποια τυχαία σχόλια παρατηρητών όμως μας δείχνουν ότι «ΟΙ γυναίκες που πηγαινοέρχονται στο ύπαιθρο» συνέχισαν να

αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο του αστικού τοπίου πολύ μετά την εποχή που ο Σόλων τις εξαίρεσε από την προστασία του νόμου. Ο Ξενοφών, για παράδειγμα, αναφέρει μια παρατήρηση του Σωκρά­ τους, στα τέλη του 50υ αιώνα, ότι στην Αθήνα «μεσταί μέν αί όδοι

των απαλλαττόντων από τούτων [των σωματικών ηδονών]»16 Περισ­ σότερες αποδείξεις γι' αυτή τη μορφή πορνείας μπορούμε να συλλέ­ ξουμε από λόγους και κωμωδίες, που κακολογούν τη σεξουαλική ηθική των πολιτικών. Αυτά τα συχνά χυδαία υπονοούμενα πείθουν

ότι δεν πρόκειται για απλές εικασίες και ρίχνουν λίγο φως στις σκιερές τοιχογραφίες της αθηναϊκής σεξουαλικότητας. Πιο αποκαλυπτική απ' όλες είναι η δικανική επίθεση του Αισχί­ νου κατά του Τιμάρχου εκ Σφηττού, τον οποίο κατηγορούσε ότι εί­

χε διατελέσει κοινή πόρνη. Είναι προφανές ότι, στην πραγματικότη­ τα, ο Αισχίνης είχε ελάχιστες αποδείξεις για να τεκμηριώσει τις κα-



Πεζας μόσχους και πεζας εταίρας οϋτως εκάλουν τας μισθαρνούσας εταίρας χωρις οργάνου.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τηγορίες του. Αντ' αυτού, στηρίζεται σε φήμες και υπαινιγμούς θυ­

μάται ειδικότερα ένα περιστατικό που συνέΒη σε μια συνεδρίαση της Βουλής, μερικούς μήνες νωρίτερα. Ο Τίμαρχος εκφωνούσε λόγο για την αναγκαιότητα να ενισχυθούν τα οχυρωματικά έργα της πόλης,

αλλά τη Βαριά ατμόσφαιρα διασπούσαν τα γέλια των ΒουλευΤών, κά­ θε φορά που ανέφερε τα «τείχη», έναν «πύργο» που χρειαζόταν επι­ σκευή ή κάποια «απαγωγή που είχε γίνει». Αφού ο Αισχίνης χρησι­

μοποιεί το γέλιο των ακροατών για να αποδείξει ότι οι δραστηριό­ τητες του κατηγορουμένου ως κοινής πόρνης ήταν γνωστές τοις πά­

σι, φαίνεται ~αθαρά ότι τα μέρη που αναφέρει ο Τίμαρχος ήταν γνω­

στά στέκια των «γύναιων του δρόμου» ή των «περιφερόμενων στα σο­ κάκια». Σε μια γενική συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου, κάποιο

χειμωνιάτικο πρωινό λίγο καιρό αργότερα, ο Αυτόλυκος, εξέχον μέ­ λος του σεΒάσμιου Αρείου Πάγου, αποφάσισε να διαφωνήσει με τις προτάσεις του Τιμάρχου:

ΜΩν απορείτε, συρπολίτες, αν τον εΡΩΡικόν αυτόν τόπον που είναι γύρω από ΤΩν ΠVΎKα, τον ξέρει καλύτερα ο Τίραρ­ χος παρά οι Αρεοπαγίται ... νορίζορεν όρως ότι αυτΙίν ΤΩν δι­

καιολογίαν Ωρπορεί να έΧΩ. Πιθανόν να ενόρισεν ότι το εΡΩ­ ρικόν ΩσυχαστΙίριον εκείνο θα εκόστιζε ρικρά πράγρατα εις

τον καθένα από σας

Ακόμα περισσότερος θόρυΒος και δυνατά γέλια. Ο Αυτόλυκος δεν πιάνει το αστείο. Συνοφρυώνεται και συνεχίζει, αλλά όταν φτά­ νει στο ζήτημα των «υπογείων αυτών Των σπιτιών» και «των λάκκων»,

κανείς πια δεν μπορεί να συγκρατήσει τα γέλια του. «Ευτυχώς ο σύγ­

χρονος αναγνώσΤΩς δε γνωρίζει το σεξουαλικό υπονοούρενο, που έκανε τους χυδαίους ακροατές να Βάλουν τα γέλια ... », ισχυρίζεται ο Τσαρλς Ντάργουιν Άνταμς, σε μια υποσημείωσή του στη μεΤάφραση του συγκεκριμένου αποσπάσματος" Όποιος όμως από τους συγχρό­

νους αναγνώστες θυμάται ότι ο Τίμαρχος είχε κατηγορηθεί επίσημα για πορνεία στην ίδια συγκέντρωση δε θα δυσκολευτεί να καταλάΒει

τους υπαινιγμούς των αρχαίων. Ο λάκκος δεξαμενή

-

-

που σημαίνει πηγάδι ή

είναι πιο εύκολο να αποκρυπτογραφηθεΙ Λάκκους

αποκαλούσαν τις πόρνες, μια λέξη που αναφερόταν προφανώς στην

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τεράστια σεξοuαλική τοuς χωρητικότητα ή, για να το πούμε πιο πε­ ριγραφικά, στο γεγονός ότι δέχονταν παθητικά τις απεκκρίσεις των πελατών τοuς17.

Τα τείχη των πόλεων, εξάλλοu, σε πολλές εποχές και τόποuς, έχοuν τη φήμη περιοχών κατάλληλων για γρήγορες και λαθραίες σε­ ξοuαλικές σuναλλαγές και, σε όσα μέρη διατηρούνται ακόμα τείχη,

εξακολοuθεί να ισχύει αuτό. Εδώ πάντως, «τα τείχη" και ο «πύργος" ίσως αναφέρονται πιο σuγκεκριμένα στην κακόφημη περιοχή των

Αθηνών, τον Κεραμεικό,

nou

Βρισκόταν στα Βορειοδuτικά της κύ­

ριας εισόδοu της πόλης, στη διπλή πύ.λη ή Δίπuλο. Ο Κεραμεικός είχε πάρει το όνομά

tou

από τοuς αγγειοπλάστες

nou

είχαν εγκατα­

σταθεί παλιά στην περιοχή, αλλά ξεχώριζε και από τοuς uπέροχοuς

μνημειακούς τύμΒοuς

nou

nou

στόλιζαν τις δύο πλεuρές των δρόμων

οδηγούσαν έξω από την Αθήνα, για να φέροuν τοuς μuημένοuς

στα Ελεuσίνια Μuστήρια ή τοuς φερέλπιδες φιλοσόφοuς προς το

yu-

μνάσιο της Ακαδημίας, για μια σuνάντηση με τον Πλάτωνα. Εντού­ τοις, οι μεταγενέστεροι σχολιαστές, όταν εξηγούσαν τη σημασία

tou

Κεραμεικού στοuς αναγνώστες τοuς, κόλλαγαν σ' ένα εντελώς δια­ φορετικό τοπικό χαρακτηριστικό: σuνήθως έλεγαν σuνοπτικά ότι ήταν «ΤΟ μέρος όποu στην Αθήνα στέκονταν οι πόρνες", Αuτό το πράσινο, γαλήνιο πάρκο είναι μια από τις πιο ήρεμες αρχαιολογι­

κές τοποθεσίες της Αθήνας, αλλά, διαΒάζοντας ένα απόσπασμα από τοuς «Ιππείς"

tou

Αριστοφάνοuς, είναι σαν να Βλέποuμε τον Κερα­

μεικό μπροστά μας, γεμάτο θόρuΒο και ζωή: ο Αγοράκριτος, ο πω­ λητής λοuκάνικων, αφού ξεσκεπάζει το δημαγωγό, Βρίσκει και την κατάλληλη τιμωρία γι' αuτόν:

ΤΩν τέχνη μου θα πάρει, τΙποτα άλλο" από σκυλιών κι από

γαϊδάρων κρέας λουκάνικα θα φτιάνει και στις πύλες κοντά θα τα πουλά" και, μεθυσμένος, με πόρνες θα τα l3άςει" κι απο­ νέρια θα πΙνει των λουτρών. Ναι, αυτά του αξιςουΥ"

n

σκέΨΩ

σου σπουδαΙα, να παραl3γαΙνει στις φωνές ρε λουτΡάΡΩδες και πόρνες 18.

Μερικές από τις πόρνες

nou

στέκονταν στοuς δρόμοuς θα πρέ­

πει να διέθεταν κρεΒάτι στα κοντινά πορνεία, άλλες μπορεί να Βο-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

λεύονταν στο κοντινό νεκροταφείο. Αυτό το τελευταίο έδωσε στον Αριστοφάνη την ευκαιρία να προπηλακίσει ένα δημόσιο άντρα, συν­ δυάζοντας χοντροκομμένα αυτές τις δύο εκΤό,ς των τειχών δραστη­ ριότητες, το πένθος και την εκπόρνευση:

Και του ΚλεισθένΩ λένε ο γιος ξεσκίζει τα σαγόνια του στους τάφους και ραδά τον πισινό του

[... ] χτυπιόταν κι

έκλαι­

γε σκυφτό ς l9.

Στην «Ειρήνη», ο Αριστοφάνης ξεπερνάει ακόμα κι αυτή τη χο­

ντροκομμένη εικόνα και αποκαλύπτει παρεμπιπτόντως ότι το λιμά­ νι της Αθήνας, ο Πειραιάς, ήταν μια ακόμη δημοφιλής ζώνη των γυ­

ναικών του δρόμου. Πετώντας ψηλά πάνω από την πόλη στην πλά­

τη ενός σκαθαριού, ο Τρυγαίος, που έχει αναλάΒει την αποστολή να σώσει τη θεά Ειρήνη, Βλέπει «έναν άνθρωπο να Τα αρολάει στου Πει­

ραιά τα πορνόσπιτα» και φοΒάται ότι θα τον γκρεμοτσακίσει το κο­ προ φιλικό μεταφορικό του μέσο

τη

μυρωδιά 2Ο .

-

Το σκαθάρι

-

αν πάρει είδηση

Φωνάζει κάτω στον άντρα « ... παράχωσέ τα αρέσως και

ράζεψε πάνω τους χώρα πολύ, χύσε αρώρατα, φύτεψε θρούρπι».

Από τα τέλη του 60υ αιώνα, αν όχι νωρίτερα, οι καΒγατζούδες γυναίκες του δρόμου είχαν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των πιο μελωδικών αυλητρίδων. Ο αυλός ήταν φτιαγμένος από διπλό

καλάμι, είχε διπλό γλωσσίδι και έμοιαζε στη χροιά με το όμποε ή με τον προκάτοχό του, τον κωνικό οξύαυλο. Οι Έλληνες συνέκριναν το χαμηλότερο τμήμα της ηχητικής του γκάμας με το ζουζούνισμα της σφήκας και τις υψηλότερες νότες του με το κρώξιμο της χήνας. Ο

Πολυδεύκης ο λεξικογράφος συγκέντρωσε διάφορες λέξεις της ατ­ τικής διαλέκτου που περιέγραφαν τον ήχο του: «θρηνητικός, σαγη­

νευτικός, πένθιμος »21. Μαζί με άλλες μουσικούς, οι αυλητρίδες έπαι­ ζαν σημαντικό ρόλο στο συμπόσιο, αφού ψυχαγωγούσαν τους καλε­ σμένους με μουσική στην αρχή και με σεξ στο τέλος της γιορτής.

Αρκετά' συχνά, ,εντούτοις, τις συναντάμε και στο ύπαιθρο, στις απο­ Βάθρες του Πειραιά, όπου «έφΩ13ες ακόΡΩ, 130υτάνε ΤΩν αpoι13rΊ. τους και σε χρόνο ΡΩδέν αιropυζoύν ΤΩ δύναΡΩ των ναυτικών», ή στην Αθήνα όπου «σου χαρογελάνε στις γωνίες των δρόρων». Απ' ό,τι φαίνεται, μπορούσες να κάνεις σεξ με μια αυλητρίδα χωρίς να χρειά-

133

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ζεται να την πας πρώτα στο συμπόσιο 22 . Αντίθετα προς την εσωστρε­ φή λύρα, η οποία συνόδευε ποιητικές ενδοσκοπήσεις και ανάπαυ­

λες, συναντάμε συνήθως τον αυλό ως συνοδεία για δουλειά και κί­ νηση, και πιο συγκεκριμένα για τις χορευτικές κινήσεις που έκαναν

ακολουθώντας μια πομπή ή μια παρέλαση 23 . Ο αυλός ήταν προικι­ σμένος με την υπερφυσική δύναμη να καταλαμβάνει το σώμα' όταν έπαιζε, οι άντρες ξεχνιόντουσαν. Ο έξοχος ρήτορας της ρωμαϊκής

περιόδου Δίων ο «Χρυσόστομος', διηγείται την ιστορία του μεγάλου αυλητή Τιμοθέου, ο οποίος έπαιζε για τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξαν­ δρος ενθουσιάστηκε τόσο από τη μουσικότητα και το ρυθμό του παι­ ξίματός του ώστε πετάχτηκε όρθιος αμέσως και έσπευσε σαν δαιμο­ νισμένος να πάρει τα όπλα του. Ακόμα και τα ζώα υπέκυπταν στη γοητεία του αυλού. Έλεγαν ότι οι παρακμιακοί Συβαρίτες είχαν κά­ νει το λάθος να εξοικειώσουν τα άλογά τους με τον ήχο των αυλών κι έτσι κατέληξαν να παρακολουθούν άπρακτοι το ιππικό τους το οποίο, στη μέση της μάχης, άρχισε να χορεύει με τους σκοπούς των

εχθρών και προχώρησε βαλσάροντας προς το εχθρικό στρατόπεδο. Στον αρχαίο κόσμο, λίγο απείχαν από το να θεωρούν όλους τους αυ­

λούς μαγεμέ νους 24. Ο αυλός ήταν σημαντικό στοιχείο του συμποσί­ ου' έδινε ρυθμό στο ανακάτεμα και τη διανομή του κρασιού, όπως επίσης στο τραγούδι, αλλά από κάποια άποψη, αυτός ο στενός χώ­ ρος της οριζόντιας μέθης ήταν κάπως περιοριστικός για τον αυλό. Ο συγγραφέας ενός ιατρικού έργου ανέφερε έναν άντρα που πάθαι­ νε πανικό κάθε φορά που άκουγε τον ήχο του αυλού μέσα στα πε­

ριορισμένα όρια του ανδρώνα. Έξω, στο δρόμο, οι αυλητρίδες έρχο­ νταν πραγματικά στο στοιχείο τους, στον κώμο, όπου οι κωμαστές

-

μια παρέλαση γλεντζέδων, δηλαδή

-

παρέσυραν τους συμπότες

στην πόλη σε πομπές οχλαγωγίας και ακολασί ας 25. Μαθαίνουμε ότι υπήρχαν «αυλητρίδων διδασκαλεία», και ότι κά­

ποιοι ηλικιωμένοι άντρες, όπως ο Ισοκράτης, πίστευαν πως οι νέοι

περνούσαν εκεί υπερβολικά πολύ χρόνο, αλλά ο Πλάτων υπαινίσσε­ ται ότι οι αυλητρίδες δεν έπαιζαν και τόσο καλά' και γενικότερα αυ­

τό που τις έκανε δημοφιλείς δεν ήταν τα μουσικά ταλέντα τους26. Αν και λίγες από αυτές κατάφεραν να ανέλθουν στις ανώτερες τάξεις

των εταιρών, είναι προφανές ότι οι αυλητρίδες θεωρούνταν πάντοτε από τις φτηνότερες και πιο αξιοκαταφρόνητες επί χρήμασι ενοικια-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ζόμενες. Από τον

40

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

αιώνα και μετά, η λέξη αυλητρίς έχει γίνει σχε­

δόν συνώνυμη της «φτηνής πόρνης'>? Βασικά, μοιράζονταν τον ίδιο χώρο με τα γύναια του δρόμου στον Πειραιά, στους δρόμους ή κά­ τω από τα τείχη, και συνόδεψαν με τη μουσική τους το γκρέμισμα των τειχών το

404,

μετά τη νίκη της Σπάρτης28. Φυσικά, πριν περά­

σει πολύς χρόνος, οι προμαχώνες υψώθηκαν ξανά για να προσφέ­ ρουν στην Αθήνα προστασία, αλλά για δέκα χρόνια περίπου η πόλη γνώρισε τι σήμαινε να ζεις εκτός. Οι δρόμοι ήταν σκληροΙ Οι καβγάδες για τις πόρνες ήταν συνη­ θισμένοι ανάμεσα στους περιθωριακούς και οι αυλητρίδες κινδύ­ νευαν να φάνε ξύλο από τους συμπλεκομένους. Ο Δημοσθένης ανα­ φέρει παρεμπιπΤόντως ένα μέλος του συμβουλίου των θεσμοθεΤών που είχε εμπλακεί σε καβγά προσπαθώντας να αρπάξει μιαν αυλη­ τρίδα. Στους «Σφήκες», ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον καβγά ενός

πατέρα με το γιο του για μια γυμνή αυλητρίδα που είχε κλέψει ο πρώτος από μια γιορτή. Στους «Αχαρνείς», υποβαθμίζει τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν μια δίκαιη και ηθική διαμάχη για τα ιερά χώματα, αλλά ένας άθλιος καβγάς για

μερικές πόρνες, και εξισώνει εντελώς τις ναυτικές εξορμήσεις, τις

αυλητρίδες και τα μαυρισμένα μάτια 29 . Όσο οι καβγάδες αυτοί περιο­ ρίζονταν στα συμπόσια ήταν ένα προσωπικό ζήτημα που το διευθε­

τούσαν με ιδιωτικές μηνύσεις. Στους δρόμους όμως, οι καβγάδες αυ­ τοί συνιστούσαν σοβαρό πρόβλημα δημόσιας τάξης και οι Αστυνό­ μοι

-

ένα συμβούλιο από δέκα άντρες που ήταν υπεύθυνοι για την

καθαριότητα και την άνετη κυκλοφορία στους δρόμους της πόλης

-

είχαν εξουσιοδοτηθεί από το νόμο να διευθετούν τους καβγάδες

ειρηνικά, φροντίζοντας ώστε οι αυλητρίδες και οι άλλες μουσικοί να μην επωφελούνται από τη ζήτηση που είχαν οι υπηρεσίες τους. Η μέγιστη αμοιβή για μια νύχτα είχε οριστεί σε δύο δραχμές. Αν ήθε­

λαν την ίδια γυναίκα περισσότεροι του ενός πελάτες, το ζήτημα λυ­ νόταν με το τράβηγμα κλήρου' εκείνη δεν τη ρωτούσε κανεί ς 30. Αυ­ τός ο νόμος δεν ήταν ανενεργός και γνωρίζουμε περιστατικά αντρών που έπεσε πάνω τους βαρύ το χέρι του νόμου μέσω του μηχανισμού της εισαγγελίας (δηλαδή καταγγελίας στη Βουλή ή την Εκκλησία του

Δήμου για δημόσιο αδίκημα), επειδή πλήρωσαν περισσότερα απ' όσα επέτρεπε ο νόμος31.

135

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Τα άλλα καθήκοντα των Αστυνόμων περιλάμΒαναν την απομά­

κρυνση των πτωμάτων όσων πέθαιναν στο δρόμο και τη μέριμνα ώστε οι συλλέκτες ακαθαρσιών να ξεφορτώνονται το φορτίο τους σε συγκεκριμένη απόσταση από τα τείχη της πόλης. Όλα αυτά συγκε­

φαλαιώνουν επαρκώς τη χωρική, διοικητική και συμΒολική θέση των γυναικών του δρόμου στην Αθήνα· κατοικούσαν σε μέρη όπου οι

λουτράρηδες έχυναν τα νερά των δημοσίων λουτρών, όπου αφόδευαν ανενόχλητοι όσοι είχαν ανάγκη, εκεί που h πόλη έθαΒε τους νεκρούς

της. Μια γυναίκα του δρόμου δε Βρισκόταν απλώς στους δρόμους, αλλά ανήκε επίσης κατά κάποιο τρόπο σ' αυτούς, ήταν μια «δημόσια αρτηρία» σύμφωνα με τον ποιητή Ανακρέοντα, ένα δημόσιο αποχω­ ρητήριο για τις σωματικές λειτουργίες, ένας «λάκκος» για τη συλλο­

γή των απεκκρίσεων της περισσευούμενης σεξουαλικής επιθυμί ας 32.

Πορνεία Αν οι δρόμοι συνδέονταν στη συλλογική φαντασίωση με τα σκου­ πίδια και την αποχέτευση, το πορνείο ήταν περισσότερο κάτι σαν νεκροτομείο ή μνήμα:

Ξέρω κάποιον που οvειρεqτnκε ότι μπrΊ.Kε σε πορνείο και

δεν μπορούσε να φύγει Πέθανε μερικές μέρες αργότερα, όπως rΊ.ταν το λογικό αποτέλεσμα του ονείρου του. Αυτό το μέρος είναι γνωστό ως «κοινός χώρος», σαν αυτόν που δέχε­

ται τα πτώματα, και πολύ σπέρμα πάει χαμένο εκεί. Είναι λο­

γικό λοιπόν αυτό το μέρος να μοιάζει με το θάνατο33 •

Η ζωή στο πορνείο προκαλούσε περιφρόνηση και φόΒο, ειδικά στις άλλες πόρνες. Η εταίρα Αδελφάσιον στο «Μικρό Καρχηδόνιο» του πλαύτου δε θέλει να πάει κοντά σ' αυτές

Τις γυναίκες που μυρίζουν στά8λο και κοπριά ... αυτές που

θα δυσκολευόταν ακόμα και να τις αγγίξει ελεύθερος άντρας rΊ. να τις πάει στο σπίτι του, τις τσούλες των δύο 080λών, τις

8ρομερές μικρές δούλες4.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ακόμα και μια δούλη θεωρούσε τη ζωή στο πορνείο χειρότερη κι από θάνατο, όπως αποδεικνύει αρκετά γραφικά ο λόγος του Αντι­ φώντος "Φαρμακεία κατά της μητρυιάς»: η δούλη-παλλακίδα του Φι­ λόνεω, όταν μαθαίνει ότι ο εραστής κι αφέντης της έχει κουραστεί

απ' αυτήν και θέλει να τη στείλει σε πορνείο, του βάζει δηλητήριο στο φαγητό και τον δολοφονεί, όπως κι ένα· φίλο του που ήταν κα­ λεσμένος στο δείπνο. Η κοπέλα υποβλήθηκε αμέσως σε Βασανιστή­

ρια και εκτελέστηκε 35 • Μια πιο κεφάτη και θετική εικόνα των επισκέψεων στα πορνεία

μας δίνουν μερικά αποσπάσματα κωμωδιών που είχε μαζέψει ο Αθή­ ναιος. Εδώ, Βλέπουμε να τιμούν τις εργάτριες του σεξ ως στήριγμα της δημόσιας ηθικής και να τις θεωρούν τμήμα του ιστού μιας καλά οργανωμένης πολιτείας, αφού προσφέρουν εύκολη και νόμιμη διέ­

ξοδο σε επιθυμίες που διαφορετικά μπορεί να οδηγούσαν σε μοι­

χεία. Ο Ξέναρχος, στο έργο του "Πένταθλος», αναφέρει:

Δεινά, πολλά δεινά ανυπόφορα σκαρώνουν οι νεαροί σΤΩν

πόλΩ μας. Αφού υπάρχουν κοπελίτσες αρκεΤά καλοφτιαγμένες εδώ στα πορνεία, που μπορεί κανείς να τις κοιτάξει ελεύθερα να στέκονται γυμνόσΤΩθες σε Ωμικύκλιο· από αυτές μπορείς να διαλέξεις όποια σου αρέσει: λεπτύ, παχιά, στρουμπουλύ, ψΩλύ, κοντύ, νέα, γρια, μεσόΚΟΠΩ ύ παρασιτεμένΩ. Και δεν εί­ ναι ανάγΚΩ να στύνεις σκάλες για να μπεις κρυφά σε ξένα σπί­ τια, ούτε να χώνεσαι από τρύπες κάτω από ΤΩ στέγΩ, ούτε να

κρύ8εσαι σε δεμάτια με άχυρο. Διότι αυτές 8ιάξονται να σε τρα8ύξουν μέσα και τους μεν μεγαλύτερους αποκαλούν «μπα­ μπάκα», τους δε νεότερους «αδελφούλΩ». Και είναι όλες τους

διαθέσιμες, χωρίς κινδύνους και έξοδα, σΤΩ διάρκεια ΤΩς μέ­ ρας ύ το απόγευμα, με όποιο τρόπο τις θέλεις. Αλλά όσον αφορά τις άλλες γυναίκες, εκείνες που δεν κά­ νει να τις κοιτάξεις, διότι δεν είναι ευπρεπές, αυτές, ακόμα κι αν καταφέρεις να τις δεις φευγαλέα, θα πρέπει να είσαι προ­ ετοιμασμένος να κοιτάς συνέχεια πίσω σου έντρομος, να τρέ­

μουνε τα γόνατά σου, να φ08άσαι θανάσιμα, να ρισκάρεις ΤΩ ξωύ σου

[... ]

Πώς μπορούν οι άντρες να κάνουν έρωτα με τέ­

τοιες γυναίκες, ω ΑφροδίΤΩ Κύπριδα, αφέντρα ΤΩς θάλασσας,

137

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

όταγ, πάγω που είγαι έτοιμοι γα αρχίσουγ, θυμούΥται τους γό­

μους του ΔράΚΟΥτος/6 Κι άλλα αποσπάσματα επιβεβαιώνουν την εικόνα του Ξενάρχου

για το πορνείο του 40υ αιώνα. Τα κορίτσια φαίνεται ότι ήταν μισό­ γυμνα ή φορούσαν μόνο διάφανα υφάσματα και στέκονταν σε ημικύ­

κλιο για να διαλέξουν οι πελάτες. Ο Εύβουλος λέει ότι τραγουδού­ σαν. Ο ήρωας ενός θεατρικού του Αλέξιδος περνάει τρεις ολόκλη­ ρες μέρες στον Κεραμεικό, θέλοντας να διδαχθεί τη «γλυκιά ζωή", αν και συνήθως οι επισκέψεις ήταν πολύ πιο βιαστικέ ς 37. Η συνήθης λέξη για το πορνείο, που απαντάται ακόμα και στον αρχαίο νομοθε­ τικό κώδικα του Σόλωνος, ήταν εργαστΙΊριογ, μια λέξη που σημαίνει απλώς «χώρος δουλειάς». Το πορνείο ήταν στην κυριολεξία ένα <<μα­ γαζί του σεξ», ενώ ένας ποιητής το αποκαλεί κιγΩτΙΊριογ, δηλαδή «χώρο διέγερσης»:

ΣτέΚΟΥται σχεδόγ γυμγές, μΩγ τυχόγ και ξεγελαστείς ρίξε μια ματιά σε όλα. Ίσως Υιώσεις ότι δεγ είγαι του επιπέδου σου' ίσως έχεις κάτι άλλο [στο μυαλό σου]. Η πόρτα είγαι ορ­

θάΥΟΙΧΤΩ'

n

είσοδος, έγας οΒολός. Μπες μέσα! Εδώ δεγ έχει

σεμΥοτυφίες και σαχλαμάρες, καγείς δεγ το Βάζει στα πόδια,

αρπάζεις όποια θέλεις χωρίς καθυστέρπσπ, με όποιο τρόπο τπ θέλεις. Βγαίγεις έξω' τπς λες γα πάει γα ΠΥιγεί' δεγ σου είγαι τίποτα 38 •

Τους κωμικούς ποιητές, φυσικά, δεν είναι να τους παίρνουμε πο­

λύ στα σοβαρά, ούτε θα πρέπει να μας παρασύρουν οι κωμωδίες που παρουσιάζουν τις κοπέλες ως εκπάγλου καλλονής. Ο Εύβουλος ξε­ σκεπάζει την αλήθεια, όταν περιγράφει τα κορίτσια ως «εκείγες που δροσίζει ο Ηριδαγός με τα καθάρια του γερά». Την εποχή που ο Ηρι­ δανός έρεε μέσω της πόλης και έφτανε στον Κεραμεικό, θα πρέπει να ήταν ένας σκέτος οχετός, αφού δεχόταν τα λύματα του μεγάλου υπονόμου της πόλης και τα βρόμικα νερά των λουτρών (κατά πάσα

πιθανότητα) όπως αναφέρει ο Αριστοφάνης και πολλοί άλλοι. Ευτυχώς όμως, δεν είμαστε αναγκασμένοι να βασιστούμε απο­ κλειστικά στην ειρωνεία των κωμικών ποιητών για να σχηματίσουμε

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

μια εικόνα για τα πορνεία. Ένα παρακλάδι των υπονόμων του Κερα­ μεικού έΒγαινε από ένα μυστηριώδες κτίριο, το γνωστό στους ανα­ σκαφείς ως «κτίριο Ζ", το οποίο έΒρισκες κουρνιασμένο εκεί που

ta

τείχη δημιουργούσαν μια κόχη με την Ιερά Πύλη, μόλις έμπαινες στην πόλη. Το κτίριο, το οποίο χτίστηκε αρχικά στα μέσα του 50υ αιώνα, υπέστη πολυάριθμες και ποικίλες μετατροπές στη διάρκεια του επομένου ενάμιση αιώνα. Η πρώτη εκδοχή του πάντως αποτέλε­ σε το Βασικό σχεδιάγραμμα και των υπόλοιπων. Μια πόρτα, στη σκια

των προμαχώνων της πόλης, άνοιγε σ' ένα μεγάλο προθάλαμο. Από εκεί, ένας στενός διάδρομος οδηγούσε τον επισκέπτη δίπλα σε με­ ρικά δωμάτια και,

στρίΒοντας δεξιά,

ακριΒώς πριν την κουζίνα,

έΒγαζε σε μια μικρή αυλή. Κι άλλες πόρτες ξεκινούσαν από εδώ, δε­ ξιά και αριστερά. ΑκριΒώς απέναντι ήΤαν ο προθάλαμος ενός πολύ μεγαλύτερου δωμαΤίου με ψηφιδωτό δάπεδο. Από εδώ, ο επισκέπτης μπορούσε να περάσει στη δυτική πλευρά του σπtTιού: μια σειρά από μεγαλύτερες κάμαρες, με τοίχους από κόκκινο στούκο, και μια δεύ­ τερη μικρή αυλή στο πίσω μέρος. Υπήρχαν περισσότερα από δεκα­

πέντε δωμάτια συνολικά, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους μέσω

ανοιχτών χώρων και διαδρόμων, και το κτίριο ως σύνολο θα πρέπει να ήταν δαιδαλώδες. Ο επικεφαλής αρχαιολόγος ανακάλυψε μεγάλο αριθμό γυναικείων αξεσουάρ, μερικά από τα οποία είχαν παραστά­ σεις της Αφροδίτης και της λατρείας της, και μια ολόκληρη σειρά

από συμποτικά πιατικά για την ψυχαγωγία των καλεσμένων. Αυτά τα χειροτεχνήματα μαζί με το μέγεθος του οικοπέδου, την τοποθεσία του και τον αριθμό των δωματίων αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι το κτίριο Ζ, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ή ίσως και σε όλο,

εκτελούσε χρέη πορνείου ή και πανδοχείου39. Το κτίριο δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής στην πρώτη του μορφή, και μετά από μερικά χρόνια κατέρρευσε, ενδεχομένως από σεισμό. Οι μεtaγενέστερες εκδοχές του δείχνουν μια μεγάλη διεύρυνση της

κεντρικής αυλής. Η αρχαιολόγος των ανασκαφών Ούρσουλα Κνίγκε ανακάλυψε διάφορα εργαλεία που της φάνηκαν κηπουρικά, και αυ­ τά ίσως ήταν τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τον εξωραϊσμό της αυλής. Μπορεί αυτή να ήταν τώρα η τοποθεσία όπου στέκονtaν οι γυναίκες σε ημικύκλιο, την οποία αναφέρουν οι κωμικοί ποιητές.

Ταυτόχρονα, τα δωμάτια έγιναν μικρότερα και περισσότερα. Η δεύ-

139

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τερη εκδοχή, που χτίστηκε Βιαστικά πάνω στα χαλάσματα του πρώ­ του κτιρίου, στα τέλη του 50υ αιώνα, αποκαλύπτει μια πρώτη από­ δειξη της λατρείας της Αφροδίτης, η οποία χαρακτήριζε τις ευλα­ Βείς πόρνες της αρχαιότητας: είναι το θραύσμα ενός δοχείου για το ανακάτεμα του κρασιού, εικονογραφημένο με τη θυσία μιας άσπρης

κατσίκας. Ούτε το δεύτερο κτίριο άντεξε περισσότερο από το πρώ­ το και τη φορά αυτή κάηκε συθέμελα σε μια μεγάλη πυρκαγιά. Το καψαλισμένο ερείπιο στεκόταν ετοιμόρροπο για πάνω από πενήντα χρόνια. Η ένδεια της Αθήνας μετά την ήττα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο δεν άφηνε περιθώρια για πολλές επενδύσεις. Θα πρέπει πά­ ντως να είχε διασωθεί μεγάλο τμήμα των θεμελίων του, τα οποία

αποτέλεσαν το σχεδιάγραμμα ενός τρίτου κτιρίου στην ίδια τοποθε­ σία, γύρω στα μέσα του 40υ αιώνα. Πρόσθεσαν και τρεις μεγάλες δε­ ξαμενές, οι οποίες συνδέονταν μέσω υπογείων σωλήνων και γέμιζαν από το Βρόχινο νερό που έσταζε από τη στέγη

-

μια υποτιμητική

παρομοίωση, όπως έχουμε δει, για την πορνεία την ίδια 4Ο • Ένας σύγχρονος με το κτίριο ήρωας κάποιας κωμωδίας αναφέρει ένα πορνείο στον Κεραμεικό με καμιά τριανταριά γυναίκες, και αυ­

τή η τρίτη εκδοχή του κτιρίου Ζ θα πρέπει να είχε το λιγότερο εί­

κοσι δωμάτια. Οι γυναίκες που σύχναζαν σ' αυτούς τους διαδρόμους ήταν αλλοδαπές, σχεδόν σίγουρα δούλες, οι οποίες άφησαν ίχνη της αφοσίωσής τους σε ξένες θεές υπό τη μορφή μικρών αγαλματιδίων. Αυτά, μαζί με τα κοσμήματα που Βρέθηκαν στην τοποθεσία, υποδη­

λώνουν ότι είχαν έρθει από τη Θράκη, την Ανατολία και τη Συρία

-

περιοχές που προμήθευαν συνήθως δούλες στην Αθήνα. Ανάμεσα στα ευρήματα υπάρχει ένα ασημένιο μενταγιόν που απεικόνιζε μια

γυναικεία μορφή (Βλ. εικόνα

4).

Η Κνίγκε αναγνώρισε την Αφροδί­

τη, ανεΒασμένη σ' έναν άσπρο τράγο με φόντο το νυχτερινό ουρανό, που έχει μπροστά της το Φωσφόρο

ή Εωσφόρο σπερίτη

-

-

-

το πρωινό αστέρι, Αυγερινό

και πίσω της τον Έσπερο

-

το Βραδινό αστέρι, Απο­

δύο όψεις του πλανήτη Αφροδίτη που κυριαρχεί στο στε­

ρέωμα εκείνη την ώρα 41 . Κάποια άλλα ευρήματα προσέφεραν στην αρχαιολόγο αποδείξεις μιας περαιτέρω λειτουργίας του κτιρίου, οι οποίες μπορεί να Βοη­ θήσουν κι εμάς στη διαλεύκανση ενός παλαιότερου προΒλήματος. Η

διαμάχη για τις μυστηριώδεις «υφάντριες εταίρες» ξεκίνησε τα πρώ-

140

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τα χρόνια του 200υ αιώνα, όταν ανακαλύφθηκε ένα αθηναϊκό φιαλί­ διο για άρωμα (Βλ. εικόνα

5).

Στην εικονογράφησή του, Βλέπουμε

ένα νέο άντρα, με μπαστούνι στο ένα χέρι και μια κότα στο άλλο, να

πλησιάζει μια γυναίκα που στέκεται και γνέθει δίπλα σε μια καρέ­ κλα. Τον οδηγεί ένα αγόρι, μ' ένα πουλί κι ένα χταπόδι, που κοιτά­

ζει πίσω προς το μέρος του. Οι πρώτοι σχολιαστές ερμήνευσαν την εικόνα ως σκηνή οικογενειακής ζωής: ένας νέος άντρας και ο δού­ λος του γυρίζουν από τα ψώνια, ενώ η σύζυγος γνέθει. Το

1919,

εντούτοις, ο Καρλ Ρόμπερτ, στηριζόμενος στα δικά του Βιώματα από τη Νάπολη, υπαινίχθήκε ότι η σκηνή δεν ήταν τόσο αθώα. Η γυναί­ κα ήταν πόρνη, το αγόρι ο προστάτης της και ο νεαρός άντρας ο πε­

λάτης που της είχε Βρει 42 • Η σκηνή κάθε άλλο παρά μοναδική είναι. Ξεκινώντας από τις αρχές του 50υ αιώνα, πάρα πολλά αγγεία δεί­ χνουν γυναίκες να υφαίνουν ή να γνέθουν μαλλί, ενώ τις πλησιά­ ζουν νεαροί άντρες με δώρα ή πουγκιά με χρήματα. Αυτά τα τελευ­

ταία,

ειδικότερα,

κάνουν αρκετά

προφανείς

τις

προθέσεις

των

αντρών και κανένας δεν αμφιΒάλλει τι επιδιώκουν οι άντρες στις σκηνές αυτές. Αυτό όμως με το οποίο ασχολούνται οι γυναίκεςεί­

ναι πιο αμφιλεγόμενο. Οι πιο έμπειροι σχολιαστές Βλέπουν τα αδράχτια σαν εςωτικά φετίχ. Οι γυναίκες είναι πόρνες, που ερεθίζουν τους πελάτες τους παριστάνοντας τις ενάρετες συζύγους. Άλλοι, που διατηρούν τις ψευδαισθήσεις τους, υποστηρίζουν ότι οι άντρες, επισκεπτόμενοι τις πόρνες, αυτό ακριΒώς που προσπαθούσαν να αποφύγουν ήταν η συζυγική αρετή. Θα πρέπει να υπάρχει μια άλλη εςήγηση. Οι γυναί­ κες δεν ήταν εταίρες αλλά αςιοπρεπείςνεαρές κυρίες, τις οποίες οι νεαροί προσπαθούσαν να παρασύρουν μακριά από τα οικιακά τους καθήκοντα με ανήθικα σχέδια και πουγκιά γεμάτα λεφτά. Μετά από

ένα σχεδόν αιώνα διαφωνιών, μια μικρή πλειοψηφία λογίων δέχεται ότι οι γυναίκες είναι όντως πόρνες και τα αδράχτια ένα απλό σκη­

νικό εύρημα. Η ΈΒα Κιούλς υπαινίσσεται ότι αυτό που διέγειρε τους Αθηναίους δεν ήταν η συζυγική αρετή, αλλά ο γυναικείος μόχθος

παντός είδ ους 43. Όταν ανακαλύφθηκαν γύρω στα εκατό Βαρίδια αργαλειού στα επίπεδα του 50υ και 40υ αιώνα του κτιρίου Ζ, φάνηκε πως όλες αυ­ τές οι ερμηνείες ήταν εντελώς λανθασμένες. Μπορεί να ήταν αλήθεια

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ότι μια καλή σύζυγος δούλευε σκληρά κάνοντας τις οικιακές αγγα­ ρείες της, στις οποίες ανήκε και η ύφανση, αλλά η κατασκευή υφα­

σμάτων ήταν και επάγγελμα. Οι ασχολούμενοι με αυτό, δούλοι και ελεύθερες γυναίκες που είχαν οικονομικές δυσκολίες, κάθονταν στον αργαλειό για να επιΒιώσουν, όχι για να εντυπωσιάσουν τους

φιλοσό φους 44. Θα πρέπει να αποκτούσαν κι αυτές την κακή φήμη όσων γυναικών εργάζονταν, όπως ήταν οι εμπόρισσες κρασιού, οι τροφοί και οι λαχαναγορίτισσες, κι όχι της καλής συζύγου που ύφαινε. Σε τελευταία ανάλυση, η συνήθης λέξη για το πορνείο ήταν απλώς «εργαστήριο» και για την πορνεία απλώς «επάγγελμα». Μερι­ κά επιγράμματα της ελληνιστικής περιόδου παίζουν με τον εναλλα­ κτικό χαρακτήρα της δουλειάς των γυναικών και αντιπαραθέτουν ει­ ρωνικά τα δύο κύρια γυναικεία επαγγέλματα

-

την υφαντική της

Αθηνάς και τη σεξουαλική Βιομηχανία της Αφροδίτης. Δύο από αυ­

τά τα επιγράμματα αφορούν τα αναθήματα που έκαναν οι εργάτριες του μαλλιού: χτένια, αδράχτια και σαίτες, δηλαδή τα εργαλεία της τέχνης τους. Οι γυναίκες, κουρασμένες από τη σκληρή και άχαρη

δουλειά, στρέφονταν σ' ένα πιο προσοδοφόρο επάγγελμα, με την ελ­ πίδα μιας ευκολότερης ζωής.

Τπ pελωδΙKrΊ σαίτα στπν Αθπνά αφιέρωσε

n

Βιττώ, προσφο­

ρά τπς δουλειάς τπς τπς λιγOXρrΊpατπς και είπε:

-

Αντίο, θεά, κι έχε τπν' γιατί εγώ στα σαράντα ρου, XrΊ­

ρα, απαρνιέραι τα δώρα σου και τα έργα αρχίζω τπς Αφροδί­ τπς. Η πεθυριά πω δυνατrΊ απ' τπν πλικία.

Ή Βάζει φωτιά στα μασούρια της και επικαλείται την Αφροδίτη:

Πάρε το επάγγελρά ρου και δώσε ρου άλλο γι' αντάλλαγρα.

Σ' ένα τρίτο ποίημα, ο ποιητής παίζει με δύο από τις έννοιες του εργάζομαι (<<κάνω» και «Βγάζω λεφτά»):

Η Φιλαίνων KOψrΊθΩKε κρυφά στπν αγκαλιά του AγαprΊδπ και έφτιαξε ένα ρανδύα. Η Κύπριδα Αφροδίτπ

n

ίδια rΊταν

n

εργάτρια του paλλωύ. Ά.σε τα αδράχτια των γυναικών, άσε τπν

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

καλΟΥνεσμένη κλωστΩ τους να κάθεται άεργη στο καλάθι ρε το μαλλί.

Περιστασιακά, το μοτίβο αντιστρέφεται. Κάποιος περιγράφει μια

γρια πόρνη, της οποίας οι πλούσιες κατακτήσεις ανήκουν πια στο παρελθόν:

ΑυτΩ που πρώτα καυχιότανε για τους πλούσιους εραστές της και ποτέ δε γονάτισε μπροστά στη φ08ερΩ Νέμεση τώρα

υφαίνει στο φτωχό αργαλειό και πληρώνεται. Το απόσπερο η

Αθηνά την Αφροδίτη λαφυραγώγησε 45 .

Ο γεωγράφος Στράβων διηγείται μια ιστορία που δείχνει ότι η υφαντική και η πορνεία κάθε άλλο παρά απέκλειαν η μία την άλλη. Μια Κορινθία εταίρα που κατηγορείται ότι δε δουλεύει αρκετά σκλη­ ρά στον αργαλειό της διαμαρτύρεται:

Μα κατέ8ασα Ωδη τρεις ιστούς σε τόσο λίγο χρόνο! [εγω μέντοι ή τοιαύτη τρείς ήδη καθείλον ίστσυς εν βραχεί χρόνφ

τούτφ] 46.

Με τη βοήθεια του βρόμικου αστείου του Στράβωνα, με τα ευρή­

ματα του κτιρίου Ζ και με τα ελληνιστικά επιγράμματα, οι «υφά­ ντριες εταίρες» μοιάζουν λιγότερο μυστηριώδεις. Αρκετά είναι τα αγγεία που δείχνουν υφαντουργικές εργασίες σε χώρο που οι πε­

ρισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι είναι πορνείο, και μια συγκε­ κριμένη υδρία

χάγη

-

-

η οποία επί του παρόντος βρίσκεται στην Κοπεγ­

έχει μια γυναίκα καθισμένη, να διδάσκει, απ' ό,τι φαίνεται,

σε μια γυμνή πόρνη να γνέθει μαλλί 47 . Το πιο σαφές απ' όλα είναι ένα κύπελλο του ζωγράφου Αμβροσίου, από τα τέλη του 60υ αιώνα, που βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή. Δεν είχα την ευκαιρία να το δω ο ίδιος, αλλά η περιγραφή μοιάζει κατηγορηματική: «Στο ένα άκρο

δεξιά, ρια κοπέλα υφαίνει, ενώ ένας άντρας προσπαθεί να προσεγ­ γίσει

[SiC]

το συνοδό της που παίζει σύριγγα

-

ένα είδος πολυκά­

λαρου αυλού. Στα αριστερά, ένας πιο υπορονετικός πελάτης παρα­ κολουθεί δύο εταίρες να φυλάγουν σ' ένα καλάθι δύο αδράχτια γε-

143

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μάτα μαλλί. Τα ονόματα που τους έχει δώσει ο ζωγράφος διευκρινί­

ζουν ότι αυτές οι γυναίκες είναι εταίρες

-

Αφροδισία και 08όλΩ,,48.

Το ίδιο μοτίΒο μπορούμε να δούμε και σε άλλα αγγεία (Βλ. εικόνες

7, 8, 9).

Όταν Βρίσκονται εκεί άντρες, το μαλλί μπαίνει στην άκρη ή

εξαφανίζεται 49 . Ένας άπληστος ιδιοκτήτης δούλων δε χρειαζόταν να αφήνει τις δούλες του να κάθονται άεργες, ενώ περίμεναν να πέσει η νύχτα. Το πορνείο, και ειδικότερα ένα φτηνό πορνείο, θα έπρεπε

να λειτουργεί συμπληρωματικά και ως εργαστήριο υφαντουργί ας 50. Το σίγουρο είναι ότι υπήρχαν υφάντριες που δεν έκαναν τίποτα

άλλο παρά να υφαίνουν και πόρνες που ποτέ δεν έπιασαν αδράχτι στο χέρι τους. Πάντως καταλήγουμε στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι μια μεγάλη μερίδα γυναικών στην αρχαία Αθήνα εντάσσονταν και στις δύο αυτές κατηγορίες και εξαναγκάζονταν (ή διάλεγαν) να δου­ λεύουν συμπληρωματικά και στο άλλο επάγγελμα, αμαυρώνοντας τη

φήμη της υφαντικής Βιοτεχνίας. Τα σύμΒολα της ενάρετης αφοσίω­ σης μεταμορφώνονταν σε κάτι ολότελα τολμηρό, σε περίπλοκα νή­

ματα σαγήνης και μαγείας, σε μάλλινους ιστούς και αραχνοπαγίδ ες 51. Έτσι κόΒεται ο γόρδιος δεσμός των «υφαντριών εταιρών» και παύ­ ουμε να εξαρτιόμαστε υπερΒολικά από τα αγαπημένα ρητορικά σχή­ ματα των σύγχρονων εικονολόγων: το παράδοξο και την αμφισημία. Η εισΒολή του αρσενικού σ' ένα θηλυκό περιΒάλλον, που Βλέπουμε να επαναλαμΒάνεται διαρκώς στα αγγεία, δεν είναι μια απλή καλλι­ τεχνική επινόηση, μια σύγκρουση αντιτιθέμενων κόσμων ως αυτο­ σκοπός, αλλά αντικατοπτρίζει την πραγματική καθημερινή εισΒολή των αρσενικών πελατών του πορνείου σ' αυτή την γικές συνθήκες

-

-

υπό φυσιολο­

ελεύθερη από άντρες ζώνη. Φαινόταν πάντοτε αρ­

κετά περίεργο ότι τα συμποτικά αγγεία του ανδρώνα, εκτός από τις σκηνές οινοποσίας και απόλαυσης, είχαν και αναπαραστάσεις ενά­ ρετων συζύγων απασχολημένων σε οικιακές αγγαρείες τόσο όμως

τα Βαρίδια του αργαλειού όσο και τα κύπελλα του κρασιού Βρίσκο­ νταν στο χώρο τους στο κτίριο

2.

Εδώ το αδράχτι και το καλάθι με

το μαλλί συμΒολίζουν όχι την αρεΤή, αλλά το χρονικό διάστημα της ημέρας. Τα αγγεία δείχνουν την ακριΒή στιγμή που το ένα είδος ερ­ γασίας μπαίνει στην άκρη και ξεκινάει ένας εντελώς διαφορετικού είδους μόχθος, τη δραματοποιημένη στιγμή της έναρξης της νυχτε­ ρινής Βάρδιας, το ενανΤΙόμορφο είδωλο της σκηνής πάνω στο αση-

144

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

μένιο μενταγιόν του κτιρίου Ζ, όπου η Αφροδίτη ταξιδεύει έφιππη στο διάστημα ανάμεσα στο πρωινό και το Βραδινό αστέρι. Οι νέοι άντρες απεικονίζονται υπερΒολικά πρόθυμοι να μπουν μέσα πρώτοι, ή ίσως να ανήκουν στην ομάδα των έκφυλων που επισκέπτονταν τα

πορνεία στη διάρκεια της μέρας, για να εμπλακούν σ' αυτό που ο Δημοσθένης αποκαλούσε «γάμους στη μέση της μέρας,,52.

Ένα κύπελλο που Βρίσκεται στο Βερολίνο έχει ένα διαφορετικό σατιρικό στόχο. Μια γυναίκα συνεχίζει να υφαίνει και περιμένει, ενώ οι συναδέλφισσές της δέχονται πελάτες. Την έχουν ζωγραφίσει να κοιτάζει κατάματα αυτόν που θα πιει από το κύπελλο, στην ασυνή­ θιστη .ανφάς πόζα που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες για να τραΒή­

ξουν την προσοχή του θεατή. Υποτίθεται ίσως πως είναι γρια ή άσχημη, εξού και το μεταγενέστερο ελληνιστικό επίγραμμα για τη

γερασμένη πόρνη που στρέφεται στην υφαντική" ή ίσως πάλι να εί­

ναι η μαντάμ, μια από εκείνες που «σε μπλέκουν στα vn.ματά τους,,53. Ένα άλλο πρόσωπο, πάλι ανφάς, μας κοιτάζει από τον πάτο ενός κυ­

πέλλου που Βρίσκεται στο Παρίσι. Η γυναίκα της ζωγραφιάς δεν κοιτάζει τον πότη που στραγγίζει το κύπελλό του, αλλά κοιτάζει τον εαυτό της σ' έναν καθρέφτη χειρός. Το γυμνό σώμα της διαγράφεται

μέσα από τις πτυχές του χιτώνα της και η επιγραφή μάς λέει πως

είναι «όμορφη". Έχει κι αυτή ένα καλάθι με μαλλί, που μόλις διακρί­ νεται στην αριστερή γωνία του στρογγυλού πλαισίου, αλλά το καλά­

θι μένει παρατημένο. Εκείνη έχει άλλα πράγματα κατά νου 54 . Οι αγ­ γειογράφοι, που κατασκόπευαν τις γυναίκες τις ώρες αναδουλειάς του πορνείου, προαναγγέλλουν την έλξη που θα ένιωθαν για το ίδιο θέμα οι Γάλλοι ζωγράφοι του 190υ αιώνα. Σαν κι αυτούς, αυτό που έΒρισκαν σεξουαλικά διεγερτικό οι Αθηναίοι δεν ήταν η δουλειά των γυναικώΥ, πόσο μάλλον «η συζυγική αρετή", αλλά η θηλυκή

ennui,

η ερωτικά φορτισμένη πλήξη των γυναικών που περιμένουν στα δια­ μερίσματά τους.

Το κτίριο Ζ3 είχε την ίδια τύχη με το Ζ1, έπεσε θύμα σεισμού πι­ θανότατα κάποια στιγμή προς τα τέλη ταυ 40υ αιώνα. Τα ευρήματα, που ανακαλύφθηκαν περίπου δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, μαρτυ­ ρούν ότι χτυπήθηκε στη διάρκεια της μέρας, την ώρα που οι γυναί­

κες δούλευαν ακόμα στους αργαλειούς τους. Απ' ό,τι φαίνεται, οι άντρες δε δούλευαν σε μεγάλα πορνεία, αλ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

λά συχνά συναντάμε περιγραφές όπου άντρες και γυναίκες «κάθο­ γται μέσα σ' έγα οίκημα [θαλαμίσκο, κλωβό]», κάτι που αναφέρεται ενδεχομένως σε κάπως διαφορετικό είδος ιδρύματος. Ο Αισχίνης, ως συνήθως, είναι ο πιο ενημερωτικός επί του θέματος, πρόθυμος να τα πει όλα έξω από τα δόντια, με την ελπίδα ότι καμπόση από τη

λάσπη που εκσφενδονίζει στη διάρκεια του λόγου του θα κολλήσει στον Τίμαρχο:

Ξέρετε εκείγους τους τροφίμους τωγ σπιτιώγ [οικημάτων], οι οποίοι κατά κοιγΏγ πεποίθησιγ κάμγουγ αυτΏγ τηγ δου­

λειά. λοιπόγ και αυτοί ακόμη, όταγ αγαγκάζωγται γα κάμουγ

αυτΏ τη δουλειά, όμως γτρέπovται και κλείουγ τις πόρτες.

Av

όμως σας ερωτΏση κάποιος τι δουλειά κάμγει έγας απ' αυτούς, ευθύς αμέσως θα τηγ ειπΏτε με τ' όγομά της, χωρίς γα είγαι αγάγκη γα ιδΏτε και γα μάθετε ποίος επΏγε στο σπίτι αυτό.

Ξέρετε το επάγγελμα που εδιάλεξαγ και επομέγως γνωρίζετε κάθε στιγμΏγ τι κάμγουγ 55 •

Εμείς πάντως γνωρίζουμε τουλάχιστον μια εξαίρεση στον κανόνα του Αισχίνου. Ο «Φαίδων» του Πλάτωνος είναι ίσως το πιο συγκι­ νητικό έργο του, μια περιγραφή του θανάτου του Σωκράτους από

ένα στενό φίλο, ο οποίος δανείζει το όνομά του στο διάλογο. Ενώ ο δήμιος ανακατεύει το κώνειο που θα τον σκοτώσει αργά, ο Σωκρά­ της παίζει με τα μακριά μαλλιά του Φαίδωνος (τα οποία σύντομα θα κοπούν σ' ένδειξη πένθους) και συζητάει για την αθανασία της ψυ­ χής. Αυτό που δε μας λέει ο Πλάτων είναι ότι και ο Φαίδων επίσης είχε εγκατασταθεί κάποτε «σε οίκημα». Όταν όμως «έκλειγε τηγ πόρ­

τα», το έκανε για να συμμετάσχει σε φιλοσοφική και όχι σεξουαλι­

κή συνομιλία με το Σωκράτη, ο οποίος έπεισε τελικά κάποιους πλούσιους φίλους του να εξαγοράσουν την ελευθερία του Φαίδω­

νος56. Από τις δύο αυτές περιγραφές, το οίκημα αποκτά μάλλον δια­ φορετική διάσταση από το πορνείο. Δεν αναφέρεται πουθενά ότι

εκτίθονταν οι πόρνες σε ημικύκλιο, όπως ακούμε στα κωμικά απο­ σπάσματα. Αυτό που φανταζόμαστε μοιάζει πολύ περισσότερο με

ιδιωτικό θαλαμίσκο, του οποίου οι πόρτες ανοίγουν κατευθείαν στο δρόμο και ο ένοικός του είναι ορατός στο εσωτερικό.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ο Φαίδων, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας από την Ήλιδςι, απ' ό,τι φαίνεται, έγινε δούλος όταν καταλήφθηκε η πόλη του και

οι περισσότεροι από τους άντρες που κάθονταν στους θαλαμίσκους θα πρέπει να είχαν εξαναγκαστεί στην πορνεία όπως αυτός. Υπήρ­

χαν όμως και μερικές αρσενικές πόρνες που απολάμΒαναν την ελευ­ θερία και τα δικαιώματα του ελεύθερου άντρα και δε χρειάζονταν προστάτη για να ενεργήσει γι' αυτούς ή για να τους υπερασπιστεί, ενώ είχαν περισσότερες ευκαιρίες από τις γυναίκες να δουλέψουν μόνοι τους. Στο «Χαρμίδη" του Πλάτωνος, το «να κάθεται κανεΙς σε ΟΙΚΩμα" κατατάσσεται δίπλα στο «να πουλάει παστά ψάρια" και «να φτιάχνει παπούτσια", ως επάγγελμα αρκεΤά κακόφημο, αλλά όχι αδιανόητο. Ο Αισχίνης αναφέρει μια περίπτωση που είχε γίνει δια­

Βόητη. Ο Διόφαντος, «που εΙναι γνωστός με το παρατσούκλι "το ορ­ φανό"", άσκησε αγωγή εναντίον ενός ξένου, την έφερε μάλιστα ενώ­ πιον του επωνύμου άρχοντα (ο επώνυμος άρχων ήταν σημαντικός δι­ καστής, που έδινε το όνομά του στη χρονιά), ο οποίος ήταν υπεύ­

θυνος για τα συμφέροντα των ορφανών, ζητώντας τις τέσσερις δραχ­ μές που του είχε υποσχεθεί ο ξένος. Αυτός ήταν ένας από τους κιν­ δύνους του επαγγέλματος για κάθε πόρνη. Ο Αριστοφάνης ισχυρί­

ζεται ότι στα χειρότερα σημεία του Κάτω Κόσμου, μαζί με όσους αδι­

κούν φίλο, Βρίσκονται εκείνοι που «χρΙψατα εΙχαν τ.άξει για ερωτι­ κή δουλειά, αλλά δεν τα δώσανε,,57.

Συμπόσιο Συγκεκρψένοι κύκλοι του Λος Ά.ντςελες, όταν δια­ φΩμιςουν κάποια μελλοντική εκδήλωσΩ, συΥΩθιςουν πά­ ντοτε να αναφέρουν ΤΩν πιθανή παρουσΙα «όμορφων κο­ ριτσιών», άλλως ψωρών»

[... ]

Τις περισσότερες φορές,

μας δΙνουν ΤΩν πλnρoφoρΙα αυτή στο Ιδια πνεύμα και με τον Ιδια τόνο που μας υπόσχονται σαμπάνια και κα­

ναπεδάκια

-

σαν να μας διαl3εl3αιώνουν ότι έχουν φρο­

ντΙσει για όλα τα απαραΙΤΩτα προς διασκέδασή μας.

(201

ΧΕΛΕΡ, Σάντεϊ Τάιμς,

7

Ιουλίου

1996)

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Τα περισσότερα διαθέσιμα κορμιά βρίσκονταν συγκεντρωμένα στα πορνεία, τους δρόμους και τα οικήματα. Απ' αυτό το ναδίρ, οτι­ δήποτε ήταν βελτίωση. Οι πρώτες γυναίκες που θα μπορούσαν να

ονομαστούν δικαίως εταίρες είναι οι επονομαζόμενες μισθωτές μισθάρνουσαι

-

-

οι γυναίκες που τις νοίκιαζαν για μια βραδιά ή πα­

ραπάνω ως συνοδούς, αντί να τις πληρώνουν ως πόρνες απλώς για το σεξ. Όπως το εργαστήριο μπορούσε να σημαίνει και το πορνείο

και την εργασία

-

την πορνεία δηλαδή

-

έτσι, όταν χρησιμοποιεί­

ται η λέξη μισθαρνέω (νοικιάζω την εργασία μου) για γυναίκα, υπαι­

νίσσεται την επαγγελματία εταίρα 58 • Έτσι είχε ξεκινήσει και η Νέαι­ ρα. Ο Απολλόδωρος λέει ότι μπήκε στο επάγγελμα πολύ νέα, όταν την αγόρασε μια γυναίκα που έμενε στην Κόρινθο ονομαζόμενη Νι­ καρέτη, η οποία παρίστανε τη μηΤέρα της. Η Νικαρέτη τη νοίκιαζε

μαζί με τις «αδελφές" της ως συνοδούς σε πλούσιους και διακεκρι­ μένους άντρες, ποιητές, ξένους ευγενείς και δασκάλους της ελληνι­ κής πρόζας, όπως ο Λυσίας. Τις πήγαιναν σε γιορτές και τις εμφά­ νιζαν σε δείπνα και συμπόσια σε όλη την Ελλάδα:

Ο Σίμος ο Θεσσαλός είχε τη ΝέαιΡα μαςί του, όταν nρθε εδώ για να γιορτάσει τα Μεγάλα Παναθnναια. Η Νικαρέτη

np-

θε κι αυτΙΊ. μαςί ως συνοδός της. Έμειναν με τον Κτnσιππο, γιο του Γλαυκωνίδη από το δnμο των Κυδεντιδών, και τούτη εδώ

η γυναίκα, η ΝέαιΡα, πnγαιvε στα δείπνα και τα συμπόσια με τη συντροφιά πολλών αντρών, σαν να

nrav

εταίρα.

Συχνά αυτές οι γυναίκες βρίσκονταν υπό την εξουσία ενός άντρα,

του πορνοβοσκού, που περιέφερε τα μπουλούκια των γυναικών του σε όλη την Ελλάδα, ανάλογα με τις εποχές και τις γιορτές.

Η δουλειά της συνοδού δε συνεπαγόταν πάντοτε ταξίδια στο εξω­ τερικό και η Νέαιρα περνούσε τον περισσότερο καιρό της στην Κό­

ρινθο, το κέντρο των επαγγελματιών του σεξ, όπου απέκτησε μια κά­ ποια φήμη. Όλο αυτό το διάστημα, ισχυρίζεται ο Απολλόδωρος, εξα­

σκούσε το επάγγελμά της ανοιχτά και είχε πολλούς εραστές. Κατο­ νομάζει μάλιστα δύο Αθηναίους ειδικότερα και καλεί τον έναν να κα­ ταθέσει ότι είχε μισθώσει όντως τις υπηρεσίες της στην Κόρινθο, «ως εταίρα προς ενοικίαση", και ότι έπινε μαζί με αυτόν και μαζί με

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

το φίλο του. Αυτές οι διαρκείς αναφορές του Απολλοδώρου στο γε­ γονός ότι η Νέαιρα «έπινε με άντρες» παραπέμπουν φυσικά στον κό­

σμο του συμποσίου, το πιο γνωστό πρόσωπο της ελληνικής πορνεί­ ας. Η προετοιμασία ενός δείπνου συνεπαγόταν και την προμήθεια γυναικών, μαζί με τα ψώνια για ψάρια, κρασί και αρώματα. Μερικά κορίτσια, οι μουσουργοί, ψυχαγωγούσαν τους καλεσμένους με όρ­ γανα, συνήθως με αυλό ή άρπα, ενώ άλλες χόρευαν και τραγουδού­

σαν. Στο «Συμπόσιον», ο Ξενοφών περιγράφει λεπτομερώς αυτές τις ψυχαγωγίες, που κορυφώνονται σ' ένα μυθολογικό ταμπλό ΒιΒάν. Οι μουσικοί έπαιζαν παραλλαγές γνωστών λατρευτικών σκοπών:

Βλέπεις ότι οι άλλες αυλnτρίδες παίξουν τον ύμνο του Απόλλωνος και τον ύμνο του Διός τούτες όμως οι γυναίκες παίξουν μόνο τον ύμνο του γερακιού.

Μερικές ήταν πιο δημιουργικές και συνέθεταν δική τους μουσι­ κή, ενίοτε και δικούς τους παιάνες. Ο Αριστοφάνης μιλά για μια Χα­

ριξένη, την οποία μεταγενέστεροι λεξικογράφοι αναφέρουν ως «αρ­ χαία αυλnτρίδα και συνθέτρια μουσικών κομματιών...

συγγραφέα

τραγουδιών» και «ποιΙΊτρια ασμάτων ερωτικών». Είναι πιθανόν μάλι­ στα η σκηνή με τις τρεις γριες στο τέλος των «Εκκλησιαζουσών» να

είναι παρωδία μιας τέτοιας παράστασης. Κατά την ελληνιστική περί­ οδο, είχαν γίνει διάσημοι οι «σκοποί της Γλαύκης», μιας άλλης μου­

σικού S9 . Εντούτοις, θα πρέπει να υπήρχαν πολλές γυναίκες σαν τη Νέαιρα που, απ' ό,τι φαίνεται, δεν έπαιζαν κανένα όργανο απολύτως και είχαν γίνει γνωστές ως «ιππικό από ξεπεταρούδια», σύμφωνα με μια πηγή, και οι οποίες στηρίζονταν αποκλειστικά στην εμφάνισή

τους και τη συζήτηση 6Ο • Διότι το συμπόσιο ήταν ο τόπος όπου όμορ­ φες κι ετοιμόλογες κοπέλες αντάλλασσαν αστεία και σεξουαλικά υπονοούμενα με καλλιτέχνες και πολιτικούς, όπως εικονογραφού­ νται και απαθανατίζονται σε κύπελλα Kq.t δοχεία για το ανακάτεμα

του κρασιού. Οι συλλογές των χυδαίων ευφυολογημάτων των εται­ ρών και των συντρόφων τους, των παρασίτων, αποτέλεσαν δευτερεύ­ ον λογοτεχνικό είδος. Μια εξ αυτών είναι οι «Χρείαι» του Μάχωνος, της οποίας σώζονται μεγάλα αποσπάσματα' πρόΚΕΙΤαι για μια ειρω­ νική εκδοχή των συλλογών με φιλοσοφικά ανέκδοτα, όπως ήταν τα

149

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

«Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος. Μερικά αστεία είναι εξαιρετι­ κά εκλεπτυσμένα, με λογοπαίγνια από στίχους τραγωδιών, αλλά, αν δεχτούμε ότι ο Μάχων

-

όπως ο Ξενοφών

-

έΒαλε κάτι από τον

εαυτό του στη συλλογή, αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι η ετοιμόλο­

γη εταίρα είναι κατασκεύασμα, όπως δεν είναι ο σοφός Σωκράτης. Η παρουσία πλούσιων και διάσημων σε χαλαρή διάθεση και με τα παντελόνια κατεΒασμένα, τρόπος του λέγειν, έκανε το συμπόσιο τό­ πο κατάλληλο για το σχεδιασμό ενός πραξικοπήματος, πράγμα που δίνει μια σπάνια ευκαιρία στον κόσμο της συμποτικής εταίρας να πε­ ράσει στην ιστορία. Ο Ξενοφών, για παράδειγμα) διηγείται πώς το

χειμώνα του

379

π.χ. η ΘήΒα απελευθερώθηκε από την εξουσία μιας

φιλοσπαρτιατικής φατρίας και αναδύθηκε (για ελάχιστο διάστημα) σε κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα:

Ο Φιλλίδας λοιπόγ και τας άλλας ετοψασίας έκαμγε διά τους πολεμάρχους, οι οποίοι εώρταςογ τα Αφροδίσια, διά τηγ

λΏξιγ τπς εξουσίας τωγ, και μάλιστα και τας γυγαίκας, που από καιρόγ τους υπέσχετο, τας πλέογ σπουδαίας και ωραίας τωγ Θπ!3ώγ, τότε είπεγ ότι θα τας φέρπ. Εκείγοι δε Ώσαγ τέτοιοι χτίσουγ.

-

-

διότι

με πολλΏγ εuxαρίστπσιγ εδέχθπσαγ γα ξεγυ­

Αφού εδείπγπσαγ και με ΤΩγ πρόθυμογ !3οΏθειαγ

εκείγου ταχέως εμέθυσαγ, τότε, καθώς από ώραγ πολλΏγ του εςΩτούσαγ γα τους φέρπ τας εταίρας, εξελθώγ ωδΏγπσε τογ Μέλωγα και τους συντρόφους του, εγδύσας τους μεγ τρεις ως

δεσποίγας τους δε άλλους ως υππρετρίας.

Οι «εταίρες» από σεμνότητα ζήτησαν να απομακρύνουν τους υπη­

ρέτες και μπήκαν στο δωμάτιο με σκεπασμένα πρόσωπα. Ο Φιλλίδας

τις έΒαλε να καθίσουν από μία δίπλα στον καθέναν. Αμέσως μόλις κάθισαν, οι «εταίρες» σήκωσαν τα πέπλα τους και τράΒηξαν τα στι­

λέτα61 . Ο πολυεθνικός κόσμος των γυναικών ελαφρών ηθών που σύχνα­ ζαν στα συμπόσια μοιάζει λαμπερός και ήταν αναμφίΒολα μια Βελ­ τίωση σε σχέση με τα πορνεία. Μερικά πορνεία μάλιστα προσπαΘού­ σαν να μιμηθούν τη συμποτική ατμόσφαιρα, αν θεωρήσουμε αληθινά τα ευρήματα του κτιρίου Ζ. Θα μπορούσαμε όμως να τα δούμε και

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

υπό ένα κάπως διαφορεηκό πρίσμα: ο Δημέας, ήρωας της «Σαμίας»

του Μενάνδρου, νομίζει εσφαλμένα όη η ερωμένη του Χρυσίς, η επο­ νομαζόμενη Σαμία, κοιμάται με τον υιοθετημένο γιο του Μοσχίωνα

και έχει παιδί από αυτόν. Απειλεί να την πετάξει έξω από το σπίη:

Νομίζεις ότι είσαι καμία σπουδαία. Για πΩγαινε στην πόλη και θα δεις τι είδους γυναίκα είσαι πράγματι. Εκείνες οι άλ­

λες γυναίκες ζουν σε διαφορετικό κόσμο και εισπράττουν το γελοίο ποσό των δέκα δραχμών για να τρέχουν στα δείπνα και να πίνουν σκέτο κρασί ως να πεθάνουν κι, αν διστάσουν

n φέ­

ρουν αντιρρΩσεις, πεινάνε. Θα δεις τα δύσκολα όπως όλες οι

άλλες και θα καταλάΒεις τι λάθος έκανες

62.

Ο Δημέας παραλείπει στην περιγραφή του την πιο τρομακηκή πλευρά αυτού του τρόπου ζωής, τον προστάτη ή πορνοβοσκό, ο

οποίος εμφανίζεται στην κωμωδία σαν σατανικός, πανούργος κι αρ­ πακηκός χαρακτήρας, που απειλεί πάντοτε ης γυναίκες να ης στεί­

λει σε πορνείο. Κι αν η κωμωδία υπερέβαλε τα χειρότερα χαρακτη­ ρισηκά του πορνοβοσκού, τα παραδείγματα της αληθινής ζωής δεί­ χνουν όη δεν ήταν ιδιαίτερα αξιαγάπητος. Για τους εραστές, ο προ­ στάτης ήταν το εμπόδιο στα ρομάντζα τους, για τους φιλοσόφους

εκπροσωπούσε την αδιάντροπη φιλαργυρία, ενώ ο απλός κόσμος τον κατηγορούσε επειδή χρέωνε πάρα πολλά (σαν τους ψαράδες και τους ταβερνιάρηδες) για πολυπόθητα αγαθά. Η σκέψη όη η αγαπη­

μένη τους Νέαιρα μπορεί να κατέληγε στα χέρια πορνοβοσκού ενερ­ γοποίησε τους εραστές της εταίρας που μάζεψαν ένα υψηλό χρημα­

ηκό ποσό για να εξαγοράσουν την ελευθερία της63. Μια άλλη εξόφθαλμη παράλειψη που κάνει ο Δημέας, μιλώντας

γι' αυτό τον τρόπο ζωής, είναι το σεξ. Στην πραγμαηκότητα, είναι

πολύ δύσκολο να υπολογίσουμε πόσο σημανηκό ρόλο έπαιζε το σεξ σης υποχρεώσεις της μισθωμένης κοπέλας. Προφανώς και οι δύο

πλευρές θεωρούσαν αναμενόμενο όη θα επακολουθούσε συνουσία. Οι πολέμαρχοι της Θήβας φαίνεται όη προσδοκούσαν κάη τέτοιο (αν και έχει ενδιαφέρον το γεγονός όη ο Ξενοφών θεωρεί ης προσ­ δοκίες «ησαν

τους

rClp

χαρακτηριστικές

ενός

συγκεκριμένου

τύπου

άντρα,

τοιαυτοι») και η Αβρότονον, η αρπίστρια στους «Επιτρέ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ποντες» του Μενάνδρου, θεωρεί πολύ αλλόκοτο να πληρώνει ο Χα­

ρίσιος δώδεκα δραχμές για μια νύχτα σΤΟν πορνοΒοσκό της, αλλά να μη δείχνει κανένα σεξουαλικό ενδιαφέρον για εκείνη. Ο Δημέας, από την άλλη, είναι πρόθυμος να υπερΒάλει την πιο άσχημη πλευ­ ρά της ζωής μιας εταίρας μισθάρνουσας και το γεγονός ότι δεν ανα­ φέρει το σεξ θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Θα πρέπει να διακρίνου­

με σαφώς τις εταίρες που πληρώνονταν με το Βράδυ από τις πόρνες οι οποίες πληρώνονταν με την πράξη. Την κοινωνική συνεύρεση του

συμποσίου, το «να πίνει ρε άντρες» μια εταίρα

-

που ο Απολλόδω­

ρος φροντίζει να επισημάνει στο παρελθόν της Νεαίρας

-

δε θα

πρέπει να το θεωρήσουμε ως ευφημισμό της σεξουαλικής συνομιλί­ ας ή ως ασήμαντο προοίμιο στην ουσία που ήταν το κρεΒάτι. Η έκ­

φραση «κάνω έρωτα» είχε ένα πιο ποικίλο πλαίσιο αναφοράς από τη σκέτη σεξουαλική πράξη που υπονοεί σήμερα. Αφού, στην Αθήνα, οι ενάρετες γυναίκες έμεναν προσεκτικά απομονωμένες, εκχωρούσαν

στις εταίρες έναν τεράστιο χώρο που περιλάμΒανε τη γυναικεία συ­ ντροφικότητα, τρυφερότητα και οικειότητα. Αμέσως μόλις έμπαιναν

οι γυναίκες στον ανδρώνα κι έΒγαζαν τα πέπλα τους, επακολουθού­ σε μια ασυνήθιστη συνομιλία αντρών-γυναικών, όπου οι ερωτοτρο­ πίες διαρκούσαν ώρα πολλή με Βλέμματα και ματιές, αστεία και υπο­ νοούμενα, φιλιά και χάδια, πριν ανακύψει το θέμα του κρεΒατιού. Ένας ζηλιάρης υποψήφιος στην «Κωμωδία των γαϊδάρων» του Πλαύ­

του, προσπαθεί να εμποδίσει τη φιλενάδα του από κάθε ερωτοτρο­ πία κι έτσι μαθαίνουμε με λεπτομέρειες πόσες παραλλαγές του φλερτ μπορούσε να συναντήσει κανείς σ' ένα συμπόσιο: για παρά­

δειγμα, να πίνει μια γυναίκα από το ίδιο κύπελλο μ' έναν άντρα, να του περνάει τα ζάρια, να φωνάζει το όνομά του ρίχνοντας τα ζάρια, να του πατάει το πόδι, να του πιάνει το χέρι όταν σηκωνόταν από το ανάκλιντρο, να του κάνει ερωτικές προτάσεις όταν έσΒηνε το φως, να Βήχει και να δείχνει τη γλώσσα της, κ.λπ. Αυτό που προσέ­ φερε μια εταίρα

-

<<μια συνοδός»

-

ήταν η συντροφιά της υπό την

ευρύτερη έννοια και, παρά τις ονειροπολήσεις των υφαντριών, δού­

λευε κι εκείνη σκληρά για τα λεφτά της64. Ένα πράγμα που μας δυσκολεύει να εντοπίσουμε την πρέπουσα θέση του σεξ στο συμπόσιο είναι ότι οι δύο πιο λεπτομερείς περι­ γραφές που έχουμε για το θεσμό

-

του Πλάτωνος και του Ξενοφώ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ντος

-

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφύγουν τις εξομολογήσεις

περί συνουσίας. Δεν υπάρχουν εταίρες ανάμεσα στους καλεσμένους

καμίας από τις δύο παρέες, ο πλάτων μάλιστα έχει διώξει και τις αυλητρίδες, αποφορτίζοντας έτσι την ερωτική ατμόσφαιρα σε φιλο­

σοφικές συζητήσεις περί έρωτος. Η εκδοχή του Ξενοφώντος μοιά­ ζει εκ πρώτης όψεως πολύ πιο χαρακτηριστική. Γι' άλλη μια φορά,

η αφορμή

eivat μια από τις γιορτές που ήταν τόσο συχνές στην αρ­

χαία Ελλάδα και βοηθούσαν έναν κόσμο χωρίς σαββατοκύριακα να οργανώνει τους μήνες και τα χρόνια. Ο Καλλίας παραθέτει δείπνο για το «φίλο" του Αυτόλυκο και τον πατέρα του, με σκοπό να γιορ­ τάσει τη νίκη του νεαρού στο παγκράτιο, κατά τα Μεγάλα Παναθή­ ναια. Μετά το δείπνο, οι υπηρέτες καθαρίζουν τα τραπέζια όταν κα­ ταφθάνει ένας άντρας. Είναι από τις Συρακούσες και κερδίζει τα προς το ζην ως «θαυματοποιός" στα συμπόσια. Ο Ξενοφών αποφεύ­

γει να μιλάει για τέτοια θέματα, αλλά είναι προφανές ότι ο άντρας είναι πορνοβοσκός ή κάτι παρεμφερές. Έχει μαζί του μια

ΚαλΏ αυλΩτρίδα και xopεύτριaν, από τας εΠΙΤΩδείας να κά­

μνουν τεχνάσματα, και με ωραιότατον υΠΩρέΤΩΥ, πολύ επιτΏ­ δειον κιθαριστΏν και χορευτΏν.

Οι δυο τους εκτελούν μια ολόκληρη γκάμα από παράτολμα χο­ ρευτικά και σύνθετα ακροβατικά, που αποκορυφώνονται στην ανα­ παράσταση της

bandonata

Ariadne auf Naxos*

(Αριάδνης εν Νάξω), με την

ab-

(δηλαδή την εγκαταλειφθείσα) ντυμένη νύφη να περιμένει

το Διόνυσο. Οι θεατές βρίσκουν την παράσταση πολύ αληθινή. Οι

χορευτές φιλιούνται και ανταλλάσσουν γλυκόλογα. Τελικά αγκαλιά­ ζονται και κατευθύνονται προς το γαμήλιο κρεβάη. Αυτό το θέαμα συζυγικής ευτυχίας επηρεάζει έντονα τους καλεσμένους. Οι εργένη­ δες ορκίζονται να παντρευτούν και οι σύζυγοι να τρέξουν γρήγορα στις συζύγους τους. Με λιγότερη λεπτότητα από τον Πλάτωνα, ο Ξε­ νοφών προσπαθεί να δαμάσει το άτακτο συμπόσιο, οδηγώντας το με

ασφάλεια στα λιμπιντικά πλαίσια της οικογέ νειας 6S. Στη διάρκεια των συζητήσεων που προηγούνται του χορευτικού,



Αναφορά στο μελόδραμα του Ρίχαρντ Στράους.

153

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ο Συρακούσιος αποκαλύπτει ότι ανησυχεί για το όμορφο και πολυ­

τάλαντο αγόρι, το οποίο, απ' ό,τι αφήνει να διαρρεύσει, μοιράζεται και το κρεΒάτι του. Έχει υποπέσει στην αντίληψή του ότι κάποιοι άντρες συνωμοτούν για να το αποπλανήσουν και άρα να τον «κατα­

στρέψουν». Απ' όλα αυτά, φαίνεται ότι οι επαγγελματίες μουσικοί του συμποσίου ήταν εςίσου ευάλωτοι με τις γυναίκες συναδέλφους τους σε σεςουαλικές προτάσεις. Οι «κιθαρωδοί» μάλιστα ήταν ιδιαί­ τερα δημοφιλείς. Ένας από τους υποτιθέμενους πρώην εραστές του Τtμάρxoυ, ο Μισγόλας, φημιζόταν για το αληθινό πάθος που έτρε­

φε στους κιθαρωδού ς 66. Αν ένας πελάτης επιθυμούσε να περάσει πάνω από μια νύχτα με τη <φεροκαματιάρισσά» του, μπορούσε να παζαρέψει συμΒόλαιο για

μεγαλύτερη περίοδο. Εκτός κωμωδίας, οι περισσότερες πληροφορί­ ες που έχουμε γι' αυτά τα συμΒόλαια αφορούν άντρες και ςανά Βα­ σική πηγή μας είναι ο Αισχίνης. ΠροΒλέπει ότι ο Δημοσθένης, υπε­ ρασπιζόμενος τον Τίμαρχο, θα αντικρούσει τις φήμες και τα υπονο­

ούμενα ζητώντας στοιχεία και αποδείςεις, με τον ισχυρισμό ότι Δεν Ωρπορεί να θεωΡΩθεί ένοχος εταιΡιΊσεως παρά εκείνος που ρε συρΒόλαιον ενοικίασε τον εαυτό του.

Ο Αισχίνης προκαταλαμΒάνει την επίθεση, αποκαλύπτοντας ότι τέτοια συμΒόλαια μεταςύ αντρών ήταν στην πράςη μάλλον ανεφάρ­ μοστα. Είναι σε θέση να παραθέσει μόνο ένα τέτοιο παράδειγμα εγ­

γράφου και δεν κατονομάζει κανέναν από τους συμμετέχοντες. Ακό­ μα και αυτή η ασαφής νύςη μοιάζει περισσότερο με υπονοούμενο,

σαν μια ακόμη ευκαιρία για να διαΒάλει τον Τίμαρχο και τους φί­

λους του, παρά με πραγματική κατηγορία 67 • Στην πραγματικότητα, το μοναδικό υπαρκτό συμΒόλαιο που γνωρίζουμε είναι ένα που υποτί­ θεται ότι υπογράφτηκε ανάμεσα σε κάποιο Σίμωνα και στο Θεόδοτο εκ Πλαταιών, πρόσφυγα όπως ο Φαίδων από λεηλατημένη πόλη

-

αν και δεν είναι αναγκαίο να είχε γίνει δούλος κι αυτός όπως ο Φαί­ δων. Ο Σίμων ισχυριζόταν ότι είχε πληρώσει το ποσό των τριακοσί­

ων δραχμών στο αγόρι, για ποιο λόγο όμως ή για πόσο χρόνο δε γνωρίζουμε. Το συμΒόλαιο δε φαίνεται να είχε παρουσιαστεί στο δι­ καστήριο. Ίσως ο Σίμων έλεγε ψέματα ή ίσως ο Αισχίνης είχε δίκιο

154

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ότι οι όροι τέτοιων συμφωνιών μεταξύ αντρών ήταν τόσο αδιάντρο­ ποι ώστε ήταν ανεφάρμοστοι. Εν πάση περιπτώσει, ο Σίμων προτί­

μησε να πάει στο δικαστήριο τον πλούσιο καινούριο φίλο του αγο­ ριού για άδικο επίθεση, αντί να μηνύσει το αγόρι για ρήξη συμβο­

λαίου 68 . Αναφορές συμβολαίων με γυναίκες συναντάμε σε αρκετές περι­ στάσεις στις ρωμαϊκές κωμωδίες, οι οποίες ήταν μεταφράσεις ή δια­ σκευές κάποιων ελληνικών πρωτοτύπων. Μερικά συμβόλαια βρί­

σκουμε στα έργα του Πλαύτου, ένα μάλιστα πολύ εκτεταμένο αποδί­ δεται αυτολεξεί (στο έργο, το συμβόλαιο αναφέρεται ως σύΥΥραφος, από το ελληνικό του όνομα). Αφορά διάφορες συμφωνίες ανάμεσα στο Διάβολο και την Κλεαρέτη για τις υπηρεσίες της κόρης της Φι­

λαινίου. Υπάρχουν μερικοί βασικοί όροι

-

ότι η Φιλαίνιον θα πρέ­

πει να περνάει όλες τις μέρες και τις νύχτες της μαζί με το Διάβο­

λο για ένα χρόνο, με αντάλλαγμα είκοσι μνες

(2.000

δραχμές)

-

οι

οποίοι πιάνουν τέσσερις αράδες του κειμένου. Ακολουθούν άλλες

σαράντα έξι γραμμές με παρανοϊκούς συμπληρωματικούς

όρους.

Έχουμε αναφέρει ήδη αυτούς που έχουν σκοπό να εμποδίσουν την

κοπέλα να φλερτάρει με άλλους άντρες στο συμπόσιο, αλλά υπάρ­ χουν κι άλλοι: δεν πρέπει να αφήσει κανέναν απολύτως να περάσει την πόρτα της, ούτε να κοιτάξει καν άλλον άντρα" δεν πρέπει να έχει πινακίδια για γράψιμο" πρέπει να ορκίζεται μόνο σε θηλυκές θεότη­ τες και να μη χρησιμοποιεί λέξεις με διπλό νόημα" πρέπει τέλος να

μιλάει μόνο στην αττική διάλεκτ0 69 . Απ' ό,τι φαίνεται, πρόκειται για σάτιρα της παρανοϊκής ζήλειας που πιάνει τους άντρες όταν ερωτεύ­ ονται εταίρες, αλλά το συμβόλαιο περιέχει αρκετούς από τους στε­ ρεότυπους όρους που βρίσκουμε στα συμβόλαια και άλλων κωμω­ διών, τα οποία υπόσχονταν την αποκλειστική χρήση της κοπέλας.

Σπίτι Εντούτοις, αν η γυναίκα που αγαπούσες ήταν σκλάβα, υπήρχε ένας πολύ καλύτερος τρόπος από τη σύναψη συμβολαίων για να

αποκτήσεις δικαιώματα πάνω της. Μπορούσες να την αγοράσεις. Αυ­ τό συνέβη στη Νέαιρα, όταν μεγάλωσε η φήμη της, μετά από αρκετά χρόνια που πέρασε στην Κόρινθο εργαζόμενη ως «μισθωμένη κοπέ-

155

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

λα». Δύο από τους εραστές της, ο Ευ κράτης ο Λευκάδιος και ο Τι­ μανορίδας ο Κορίνθιος ανακάλυψαν ότι πλήρωναν πάρα πολλά στη Νικαρέτη κι ότι θα τους ερχόταν φτηνότερα να αγοράσουν τη Νέαι­ ρα. Συνεταιρίστηκαν λοιπόν και πλήρωσαν

3.000

δραχμές, <<για να

ΤΩν έχουν και να ΤΩ ΧΡΩσΨΟΠΟlOύν, όσο διάσΤΩμα τους αρέσει»70. Οι δούλες-παλλακίδες είναι συγκριτικά σπάνιες στις πηγές μας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ήταν σπάνιες και στην πραγματικότητα, αφού

η ύπαρξή τους πιστοποιείται σε όλες τις περιόδους της αθηναϊκής ιστορίας. Προφανώς υπήρχαν ήδη από τον

70

αιώνα, την εποχή της

νομοθεσίας του Δράκοντος, ο οποίος κρίνει ότι δεν πρέπει να τιμω­ ρηθεί ο άντρας που σκοτώνει άλλον άντρα, τον οποίο συλλαμΒάνει με «μια παλλακίδα, που συνΤΩρεί για ΤΩ δΩμlOυργία ελεύθερων παι­ διών». Απ' όπου συμπεραίνουμε την ύπαρξη παλλακίδων που τις συ­ ντηρούσαν για τη γέννηση παιδιών τα οποία δε θα ήταν ελεύθερα. Ο

Φιλόνεως, καθώς είδαμε, δηλητηριάστηκε από τη δούλη ερωμένη του τον

50

αιώνα και εκατό χρόνια αργότερα ο «Μισούμενος» του

Μενάνδρου άνοιγε με το στρατιώτη του τίτλου αναστατωμένο, επει­ δή η ερωμένη του η Κράτεια, μια αιχμάλωτη πολέμου, δεν του αντα­ ποδίδει την αγάπη του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, στα έργα του Μενάνδρου, οι σχέσεις που υπάρχουν ήδη από την αρχή του έργου,

ήταν με ελεύθερες ή απελεύθερες, παρ' όλο που τα μπερδέματα των γιων

-

οι οποίοι προσπαθούσαν να μαζέψουν χρήματα για να αγο­

ράσουν τη φιλενάδα τους από τους πορνοΒοσκούς, χωρίς να το μά­ θει ο πατέρας τους

-

τροφοδοτούν την πλοκή πολλών ρωμαϊκών

κωμωδιών. Δεν είναι περίεργο που δε μαθαίνουμε για δούλες-ερω­ μένες στη ρητορική. Οι σχέσεις ενός αφέντη με τη δούλη του, η

οποία δεν είχε σχεδόν κανένα δικαίωμα, δεν έφταναν συχνά στο δι­

καστήριο. Κανένας δεν ~νδιαφέρθηKε για την παλλακίδα που δολο­ φόνησε το Φιλόνεω. Αν γνωρίζουμε την ύπαρξή της, είναι εξαιτίας των μεταγενέστερων κατηγοριών που ασκήθηκαν εναντίον της ελεύ­ θερης συζύγου του φίλου. Φυσικά, κάθε δούλη του σπιτιού ήταν σεξουαλικά ευάλωτη στις σεξουαλικές προτάσεις του αφέντη της. Ο Αριστοφάνης παρουσιά­ ζει ως ρουτίνα της φυσιολογικής ειρηνικής ζωής «όταν

n

γυναίκα

μου είναι μέσα στο λουτρό, ΤΩ Θρακιώησσα ΤΩ δούλα να φιλώ», ενώ στο «Πλόκιον» (δηλαδή περιδέραιο) του Μενάνδρου, η άσχημη κλη-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ρονόμος αναγκάζει τον άντρα της να ξεφορτωθεί μια δούλη που δουλεύει καλά, αλλά είναι πολύ όμορφη για να την έχει σπίτι της χωρίς πρόβλημα. Μια σκηνή από το λόγο του Λυσία «Υπέρ του Ερατοσθένους φό­

νου απολογία» παρουσιάζει με μεγαλύτερη αληθοφάνεια αυτές .τις

οικιακές εντάσεις. Ο Ευφίλητος γυρίζει στο σπίτι νωρίς μια μέρα και κάθεται με τη γυναίκα του να φάνε μαζί το βραδινό τους. Τότε το μωρό βάζει τα κλάματα. Ο Ευφίλητος της λέει να πάει να το κοι­ τάξει κι αυτή προσποιείται ότι διστάζει. Φοβάται ότι θέλει να την ξεφορτωθεΙ

Για γα πας γα ριχτείς σΤΩγ υΠΩρέτριa' και δε θα είγαι

n

πρώΤΩ φορά που ρεθάς καιΤΩγ αγαγκάςεις γα σε υποστεί.

Εκείνη φεύγει από το δωμάτιο με βαρύ βήμα δήθεν και κλειδώνει την πόρτα πίσω της. Αυτός γελάει και το ρίχνει στον ύπνο για να χωνέψει, αγνοώντας το γεγονός ότι η γυναίκα του πηγαίνει να συ­

ναντήσει τον εραστή της Ερατοσθένη, που την περιμένει, και πως όλη η σκηνή ήταν προσεκτικά σκηνοθετημένη 71 . Δεν πρέπει εντού­ τοις να θεωρούμε τις υπηρέτριες της συζύγου ως χαρέμι του συζύ­

γου. Οι σχέσεις της κουζίνας, κάτι πολύ συνηθισμένο στα μυθιστο­ ρήματα του 180υ αιώνα, είναι σπάνιες στην ελληνική γραμματεία και

φαίνεται ότι οι ερωμένες διακρίνονταν ξεκάθαρα από τις υπηρέ­ τριες. Θεωρείτο ντροπή μάλιστα να έχεις την ερωμένη σου στο ίδιο

σπίτι με τη σύζυγό σου ή με άλλες γυναίκες συγγενείς. Ο λογογράφος Λυσίας ήξερε πώς να φερθεί" όταν έφερε τη Με­ τάνειρα, μια από τις «αδελφές» της Νεαίρας, να μείνει μαζί του στην Αθήνα, την εγκατέστησε στο σπίτι ενός ανύπαντρου φίλου του. Ο Αλκιβιάδης δεν ήταν τόσο διακριτικός η σύζυγός του δοκίμασε να

τον χωρίσει, επειδή έφερνε στο σπίτι του εταίρες, ελεύθερες και δούλ ες 72.

Μόλις μάζευε τα χρήματα, ο εραστής είχε δύο επιλογές να εξα­ γοράσει την ελευθερία της δούλης ή να αγοράσει την ίδια τη δούλη.

Η πρώτη εναλλακτική λύση ενείχε προφανείς κινδύνους για τους άστατους εραστές, επειδή σήμαινε ότι θα έχαναν την ευκαιρία να τη μεταπωλήσουν, όταν θα τη βαριόντουσαν. Σ' ένα λόγο του Υπερεί-

157

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

δου, υπάρχει μια περίπτωση που φωτίζει αυτό το παράξενο και ρο­ μαντικό δίλημμα που είχε πέσει σε αχρησία. Ο Επικράτης έχει ερω­

τευθεί ένα αγόρι που εργάζεται σε αρωματοπωλείο και προσφέρεται να αγοράσει την ελευθερία του από τον ιδιοκτήτη του, έναν Αιγύ­ πτιο ονόματι Αθηνογένη. Το αγόρι πείθει τον Επικράτη να περιλά­

βει στη συμφωνία και τον πατέρα και τον αδελφό του. Όταν όμως πάνε να υπογράψουν, ο Αθηνογένης τους κάνει μια απροσδόκητη

προσφορά' αντί να τους ελευθερώσει, γιατί να μην τους αγοράσει από αυτόν ο Επικράτης:

Θα σ' τους πουλιίσω κανονικά, έτσι ώστε κανένας να μΩν μπορεί να ενοχλιίσει το αγόρι

ri

να το διαφθείρει και το αγό­

ρι και οι συγγενείς του δε θα τολμούν από φόΒο να δΩμιουρ­ γιίσουν προΒλιίματα. Και το καλύτερο απ' όλα: ενώ τώρα ίσως φανεί ότι εγώ είμαι υπεύθυνος για ΤΩν απελευθέρωσιί τους, αν τους αγοράσεις κανονικά, τότε θα μπορείς να τους ελευθερώ­ σεις εσύ αργότερα, όποτε σου αρέσει, κι εκείνοι θα σου είναι διπλά ευγνώμονες. Ο Επικράτης πείθεται και επικυρώνει το συμβόλαιο. Αργότερα όμως αποκαλύπτεται ότι ο Αθηνογένης έχει περιλάβει στη συμφω­ νία τα τεράστια χρέη που είχαν προκαλέσει οι δούλοι στην αρωμα­ τοποιία, για τα οποία τώρα είναι υπεύθυνος ο νέος ιδιοκτήτης τους.

Στις κωμωδίες, «η απελευθέρωση μιας μικρής πόρνης" είναι συνηθι­ σμένο εύρημα που δείχνει την απερισκεψία και την υπερβολή που χαρακτηρίζει τους νεαρούς ερωτευμένους. Στους «Σφήκες" του Αρι­ στοφάνους, ο Φιλοκλέων, ο λαϊκός ηλικιωμένος δικαστής, ξεστομί­ ζει διάφορες τετριμμένες υποσχέσεις στην αυλητρίδα που έχει κλέ­

ψει από το συμπόσιο, αντιστρέφοντας κωμικά τους ρόλους πατέρα και γιου:

Είδες με πόσΩ σ' έκλεψα ξυπνάδα ΤΩν ώρα που έΤΟΨΩ ιίσουν να χαρίσεις ΤΩ λεσΒιακιί Ωδονιί στους χαροκόπους γι' αυτό λοιπόν κι εσύ ΕUxαρίσΤΩσέ το. Αλλά δεν θα το κάμεις, ΒέΒαιος είμαι, θα με γελάσεις, θα με κοροϊδέψεις σαν πόσους θα κορόιδεψες ως τώρα! Μα αν δείξεις KaλOσύνΩ, θα πλΩρώ­ σω λύτρα για σε και, ελεύθεΡΩ, χρυσό μου, θα σ' έχω φιλενά-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

δα, σαν πεθάνει ο γιος- μου. Τώρα ακόμα δεν ορίζω το Βιός­ μου' ναι είμαι νέος- και με φυλάνε ο γιος- μου δε μ' αφΩνει από κοντά του' κι είναι σπαγκοραμμένος- και γρινιάΡΩς Φο­

Βάται κιόλας- μΩν παραστρατίσω' μονάκριΒο πατέρα μ' έχει, Βλέπεις-73.

Όπως επισημαίνει ο Αθηνογένης στον καημένο τον Επικράτη,

υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην εξαγορά της ελευθερίας μιας δούλης από έναν πορνοΒοσκό και στην απελευθέρωσή της από τον ίδιο τον αγοραστή της, διότι οι απελεύθεροι διατηρούσαν πολύ στε­ νές σχέσεις με τους πρώην αφέντες τους, σχέσεις τις οποίες ενί­

σχυαν κάποιες ασαφείς αλλά νομικά δεσμευτικές υποχρεώσεις. Η ιστορία της Νεαίρας είναι άλλο ένα καλό παράδειγμα. Αφού τη συν­ τηρούν για κάποιο διάστημα ως δούλη κι ερωμένη τους, ο Τιμανο­ ρίδας και ο Ευ κράτης αποφασίζουν να Βρουν κανονικές συζύγους και να νοικοκυρευτούν. Καθώς όμως δε θέλουν να τη δουν στα χέ­ ρια ενός πορνοΒοσκού, της κάνουν έκπτωση το ένα τρίτο της τιμής της ελευθερίας της, αρκεί να καταφέρει να Βρει εκείνη τα υπόλοιπα χρήματα. Η Νέαιρα συγκεντρώνει ένα σημαντικό ποσό από τις οικο­

νομίες της, μαζί με τις προσφορές κάποιων παλιών εραστών της. Στη συνέχεια δίνει τα χρήματα σ' έναν Αθηναίο ονόματι Φρυνίωνα, ο οποίος Βάζει τα υπόλοιπα κι έτσι αγοράζει την ελευθερία της. Η ελευθερία της όμως κινδυνεύει τρομερά. Οι παλιοί αφέντες της εί­

ναι σε θέση να αξιώσουν να μη θίξει την ευπρέπειά τους, αρχίζοντας πάλι να εργάζεται στην Κόρινθο. Αλλά και ο Φρυνίων έχει εξουσία πάνω της.

ΤΩν έπαιρνε παvτoύ μαζί του, σε δείπνα, σε οινοποσίες-, σε εξόδους- παραλυσίας-. ΑπολάμΒανε ΤΩ συνουσία μαζί ΤΩς- ανοι-

. χτά

και παvτoύ, όποτε το επιθυμούσε, επιδεΙKVΎOντας- το δι­

καίωμά του σε πάντα ενδιαφερόμενο. Ένας- από τους- πολλούς­

οικοδεσπότες- του θορυΒώδους- ζευγαριού Ωταν ο ΧαΒρίας- ο Αιξωνεύς-, ο οποίος- έκανε μια γιορτΩ σΤΩν Κωλιάδα, για να γιορτάσουν ΤΩ νίΚΩ του στις- αρματοδρομίες- των Δελφών.

[...]

Και εκεί, ενώ ο Φρυνίων κοιμόταν και Ω Νέαιρα Ωταν ξαπλω­

μένΩ,

σκνίπα στο μεθύσι,

ΤΩν επισκέφθΩκε μια

159

ολόκλΩΡΩ

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

στρατιά αντρών, συρπεριλαρΒανορένων των υΠΩρετών που εί­ χαν σερΒίρει το Υεύρα.

Ο Απολλόδωρος επικαλείται τις δηλώσεις κάποιων άλλων καλε­ σμένων, που έτυχε να είναι παρόντες και που «παρατΩΡΩσαν κά­ ποιους να σΩκώνονται ΤΩ νύχτα και να ΠΩΥαίνουν σΤΩ Νέαιρα, και

ειδικότερα ΡεΡικούς υΠΩρέτες, δούλους του ΧaΒρίου". Προσβλημέ­ νη από μια τέτοια εξωφρενική μεταχείριση, η Νέαιρα μαζεύει τα ρού­ χα και τα κοσμήματά της και φεύγει για τα κοντινά Μέγαρα. Δυσκο­

λεύεται όμως να κερδίσει τα προς το ζην, διότι οι Μεγαρίτες φημί­ ζονται για την τσιγγουνιά τους, και όταν ένας άλλος Αθηναίος, κά­ ποιος Στέφανος, της ζητάει να επιστρέψει μαζί του, εκείνη αρπάζει την ευκαιρία. Πριν προλάβει όμως να φτάσει καλά καλά στην Αθή­ να, τη βρίσκει ο Φρυνίων και διεκδικεί τα δικαιώματά του πάνω της.

Η διαμάχη τελικά καταλήγει σε διαιτησία· η ανεξαρτησία της Νεαί­ ρας επιβεβαιώνεται, αλλά υποχρεώνεται να μοιράζει το χρόνο της εξίσου ανάμεσα στο Στέφανο και το Φρυνίωνα, τον τωρινό και τον προηγούμενο εραστή της. Για μια απελεύθερη, η ελευθερία ήταν ένα

αγαθό σχετικό κι όχι απόλυτο, αμφίβολο και αβέβαιο 74 • Κάποιες φορές ακούμε το επιχείρημα ότι μια γυναίκα σε μόνιμη

σχέση έχει πάψει να είναι εταίρα και απολαμβάνει πλέον τη θέση της παλλακής. Δεν έχει πάντως νόημα να ακολουθήσουμε τον Απολλό­

δωρο στην προσπάθειά του να διακρίνει τις δύο κατηγορί ες 75. Εν πά­ ση περιπτώσει, συχνά πληροφορούμαστε για άντρες Αθηναίους που έχουν μόνιμη σχέση με «εταίρες" (και ενίοτε, και με αρσενικές εταί­ ρες) κι έχουν δημιουργήσει ένα εναλλακτικό σπιτικό μαζί τους. Ο Τρυγαίος, αφού τα καταφέρνει με επιτυχία να αποσπάσει την προ­

σοχή του σκαθαριού του από τις μυρωδιές του Πειραιά, φτάνει τε­ λικά ως τον Όλυμπο· εκεί, αρχίζει να ονειρεύεται έναν κόσμο χωρίς Πόλεμο, με τη θεά Ειρήνη να έχει επιστρέψει στη Γη, και μιλάει για τη ζωή που θα ζήσει με μια εταίρα

-

όχι με μια σύζυγο -

δίπλα στο

τζάκι. Όταν, μετά την ήττα της Αθήνας στη Χαιρώνεια, ο Λεωκράτης

παίρνει την εταίρα του μαζί του στη Ρόδο, οι Αθηναίοι βλέπουν αυ­ τό το «επαγγελματικό ταξίδι" του ως κανονική μετακόμιση του σπι­ τικού του, μια πράξη προδοσίας προς την πόλη που έχει γονατίσει. Βλέπουμε επίσης ότι οι μόνιμες εταίρες συνδέονται στενά με τους

160

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

εραστές τους και ότι προσδιορίζονται αναφορικά προς αυτούς: η

«εταίρα του Ολυμπιοδώρου», η «εταίρα του Αθηνογένους», κ.λπ. 76 • Για τους περισσότερους άντρες, οι τέτοιου είδους σχέσεις προ­ ηγούνταν ή έπονταν του γάμου. Ο Τρυγαίος μοιάζει να είναι χήρος

και ο Στέφανος θα αποκριθεί στον Απολλόδωρο ότι τα παιδιά που χάρισε στο άστυ δεν τα γέννησε η αλλοδαπή μήτρα της Νεαίρας, αλ­ λά είναι προ·ίόν του γάμου του με μια πολίτιδα προγενέστερή της. Κατά τον Πλούταρχο, και ο Περικλής έζησε με την Ασπασία μόνο

μετά τη λήξη του πρώτου του γάμου 77 . Ο Τψανορίδας και ο Ευκρά­ της, από την άλλη, χρησιμοποίησαν τη Νέαιρα για να τους ζεσταίνει το εργένικο κρεβάτι, πριν νοικοκυρευτούν. Άλλοι καΤάφερναν να έχουν και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο, και να είναι πα­ ντρεμένοι και να έχουν ερωμένη. Ο Ισαίος, δάσκαλος του Δημοσθέ­

νους, αναφέρει σ' ένα λόγο του πως ο Ευκτήμων, ένας πολύ εύπο­ ρος ηλικιωμένος άντρας, είχε στενές σχέσεις με μια δούλη του, πρώ­ ην πόρνη, η οποία φρόντιζε κάποια σπίτια του. Οι σύντομες επισκέ­

ψεις του για την είσπραξη των ενοικίων κρατούσαν περισσότερο και

ο Ευκτήμων άρχισε να μένει για το δείπνο, μέχρι που εγκατέλειψε τη σύζυγο και την οικογένειά του και άρχισε να ζει μαζί της μόνι­ μα, αναγνωρίζοντας μάλιστα και τα παιδιά της ως δικά του (δήθεν). Ούτε ο Απολλόδωρος ήταν υπεράνω τέτοιων παράνομων σχέσεων,

παρά τις επιθέσεις που εξαπολύει κατά του σπιτικού του Στεφάνου και της Nεaίρας. Τον κατηγόρησαν ότι απελευθέρωσε μια εταίρα και

χάρισε μιαν άλλη, παρ' όλο που ήταν παντρεμένος. Ο Ευκτήμων και ο Απολλόδωρος ήταν πάμπλουτοι και το να συντηρούν πάνω από μία γυναίκα θεωρείτο σημάδι ευμάρειας ή υπερβολή ς 78. Ο ρήτορας Υπερείδης έβγαλε τόσα πολλά χρήματα από την πολιτική και το

γράψιμο λόγων για άλλους, όπως ο Επικράτης, ώστε μπορούσε να συντηρεί τρεις ερωμένες σε διαφορετικά σπίτια στην Αττική. Εγκα­ τέστησε τη Μυρρίνη στο οικογενειακό του σπίτι στην Αθήνα, πετώ­

ντας έξω τον ίδιο του το γιο (αφού δεν αναφέρεται πουθενά να προσβλήθηκε η σύζυγός του, θα είχε πεθάνει ενδεχομένως), την Αρι­ σταγόρα στον Πειραιά και τη Φίλα στην Ελευσίνα. Την τελευταία την είχε αγοράσει για ένα πολύ μεγάλο ποσό και τη συντηρούσε ως απε­ λευθερη, ενώ αργότερα την εγκατέστησε ως ερωμένη στο σπιτικό του, στο ρόλο της Οlκοuρού

-

δηλαδή της οικοδέσποινας79.

161

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Περιστασιακά ακούμε για άντρες που συγκατοικούσαν με εταίρες

όχι μόνο ως συμπλήρωμα του γάμου αλλά εμφανώς ως υποκατάστα­

το του γάμου. Ο Πύρρος αγνόησε όλους όσοι είχαν αποφασίσει ότι θα πέθαινε άκληρος και κουβάλησε μια εταίρα πολίτιδα στο σπίτι του. Μετά το θάνατό του, η περιουσία του πέρασε, όπως ήταν ανα­

μενόμενο, στον υιοθετημένο γιο του και τα παραστρατήματα του Πύρρου θα πρέπει να φάνηκαν σε όλους σαν άκακη ψυχαγωγία χω­ ρίς συνέπειες. Είκοσι χρόνια αργότερα, εντούτοις, εμφανίστηκε μια

γυναίκα η οποία ισχυρίστηκε ότι η εταίρα ήταν σύζυγός του, ότι η ίδια ήταν η νόμιμη κόρη της και ότι η τεράστια περιουσία του Πύρ­ ρου τής ανήκε δικαιωματικά. Άλλοι εργένηδες εκ πεποιθήσεως εί­

χαν την αναίδεια να σπιτώσουν αλλοδαπές, ακόμα και δούλες, απο­ ποιούμενοι έτσι των ευθυνών τους να διατηρήσουν τον αυτόχθονα

πληθυσμό των Αθηναίων (οι οποίοι καμάρωναν ότι δεν ήταν μέτοι­ κοι, αλλά γέννημα θρέμμα της αττικής γης, εκεί όπου η Αθηνά πέ­

ταξε το μάλλινο πανί, με το οποίο είχε σκουπίσει το σπέρμα του υπερβολικά ερεθισμένου Ηφαίστου*). Μια τέτοια ύβρις στις οικογε­

νειακές αξίες δεν πέρασε ασχολίαστη: Τούτος εδώ ο άντρας, . αυτός ο Ολυμπιόδωρος, δεν πα­ ντρεύΤΩκε ποτέ μια πολίτιδα σύμφωνα με τους νόμους μας,

ούτε έχει παιδιά, ούτε είχε ποτέ. Έχει όμως μια εταίρα. Α γό­ ρασε ΤΩν ελευθερία ΤΩς και ΤΩν έχει στο σπίτι του. Κι εκείνΩ

μας οδΏγΩσε σΤΩν καταστροφΏ όλους εμάς, εξωθώντας τον σε πράξεις παράνοιας.

[... ] Δεν εμπλέκομαι

σ' αυτό τον αγώνα μό­

νο για το δικό μου συμφέρον, αλλά για το συμφέρον ΤΩς αδελ­ φΏς του, που είναι από τον ίδιο πατέρα και ΤΩν ίδια μΩτέρα μ' εκείνον, και είναι νόμΨΩ σύςυγός μου, και ΤΩς ανεψιάς του, ΤΩς κόΡΩς μου. Διότι κι αυτές έχουν αδΙΚΩθεί, περισσόΤερο ακόμα κι από μένα. Ποιος θα το αρνΩθεί; Ποιος θα αρνΩθεί ότι υποφέρουν φριχτά, κάθε φορά που l3λέπουν ΤΩν εταίρα

αυτού του άντρα στις εξόδους ΤΩς να επιδεικνύει τα l3αριά κο-



Η Αθηνά ζήτησε από τον Ήφαιστο να της φτιάξει μια πανοπλία, εκείνος όμως, ερε­

θισμένος από την ομορφιά της, προσπάθησε να τη Βιάσει. Η θεά σκούπισε μ' ένα κομμάτι πανί το σπέρμα του Ηφαίστου από την αριστερή της γάμπα και μετά το

πέταξε χάμω αηδιασμένη. Έτσι γεννήθηκε ο Εριχθόνιος, Βασιλιάς της Αττικής.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σμΩματά ΤΩς και τα φίνα ρούχα ΤΩς, ξεπερνώντας κάθε όριο καλού γούστου, κομπάςοντας εις 8άρος μας, ενώ αυτές είναι

πολύ φτωχές για να χαρούν παρόμοια στολίδια/Ο

Και στην κωμωδία βρίσκουμε αρκετούς άντρες που ζούσαν με γυ­

ναίκες χωρίς να είναι παντρεμένοι μαζί τους, παρ' όλο που οι σχέ­ σεις τους ήταν προφανώς μόνιμες και μονογαμικές. Ο Δημέας, στη

«Σαμία» του Μενάνδρου, ήταν ένας ηλικιωμένος εργένης. Αργά στη ζωή του ερωτεύεται μια γυναίκα εκ Σάμου και ο υιοθετημένος γιος του τον πείθει να την πάρει στο σπίτι του, προφυλάσσοντάς την έτσι από τα χέρια νεότερων μνηστήρων. Οι χάρες μιας τέτοιας συντρό­

φου ήταν προφανείς. Οι εταίρες είχαν σπουδάσει καλά την τέχνη

πώς να κάνουν τους άντρες να νιώθουν όμορφα. Ήξεραν να δει­ πνούν μαζί τους, και να πίνουν μαζί τους, και να φλερτάρουν μαζί τους, και να τους κολακεύουν. Νιώθοντας ευάλωτες, ήταν άκρως

υποχρεωτικές, όπως γνωρίζει πολύ καλά ένας κωμικός ήρωας:

Εκτός αυτού είναι ευκολότερο να τα πας καλά με μια «πα­ ντΡεμένΩ» εταίρα παρά με μια παντΡεμένΩ σύςυγο, έτσι δεν εί­ ναι; Φυσικά και είναι έτσι Η σύςυγος μένει μέσα στο σπίτι και σου φέρεται αφ' υΨΩλού με ΤΩν άδεια του νόμου, ενώ

n

εταί­

ρα από ΤΩν άλλΩ ξέρει ότι, αν θέλει να κρατΩσει τον άντρα ΤΩς, θα πρέπει να τον ανταμεί8ει με καλΩ συμπεριφορά

ri

να

πάει να 8ρει άλλον.

Σε μερικά άλλα θεατρικά του Μενάνδρου, την «Περικειρομένη», τον «Σικυώνιο», τον «Μισούμενο», οι άντρες που έχουν εμπλακεί σε

τέτοιες σχέσεις εκτός γάμου είναι όλοι επαγγελματίες στρατιωτικοί, σύμφωνα με το παμπάλαιο στερεότυπο για το σπιτικό των μισθοφό­

ρων, το οποίο προσυπογράφει και ο Πλάτων. Μπορεί να υπήρχε κά­ ποια αλήθεια σ' αυτό. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, εταίρες συνό­ δευαν το μισθοφορικό στραΤό των Μυρίων, στη μεγάλη εκστρατεία

τους στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίαξ. Μια τελευταία ομάδα γυναικών που πρέπει να μας απασχολήσει είναι αι μεγaλόμισθoι εταίραι (δηλαδή οι εταίρες με τις «μεγάλες

αμοιβές»), οι οποίες μπορούσαν να συντηρούν ανεξάρτητο σπιτικό,

ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ όπου καλούσαν όποιον εραστή τύχαινε να Βλέπουν εκείνη την επο­ χή. Μερικά απ' αυτά τα σπιτικά ήταν αρκετά πολυτελή, ειδικά κατά την ελληνιστική περίοδο. Ο ιστορικός ΠολύΒιος, κατά την επίσκε­

ψή του στην Αλεξάνδρεια, ανακάλυψε με αηδία ότι τα ωραιότερα σπίτια της όμορφης πόλης ήταν «ΤΟ σπίτι της Μνησίδος» και «ΤΟ

σπίτι της Ποθεινής», «εντούτοις και

n

n

ΜνΩσίς Ωτaν αυλΩτΡίδα, το ίδιο

ΠOθειVΩ». Ο Μάχων αναφέρει ένα συμπόσιο στο σπίτι της Μα­

νίας και μια επίσκεψη στο σπίτι της Γνάθαινας, όπου ο κωμικός ποι­ ητής Δίφιλος κάνει ένα αισχρό αστείο· το αστείο, ξεπερασμένο ακό­ μα και για μας, αναφέρεται στην ψυχρότητα του «αγγείου» της (κι

εκείνη του ανταποδίδει ότι το κρατάει κρύο για να διατηρεί τα άνο­ στα δραματικά έργα του). Η ίδια γυναίκα μας άφησε μια πιο πλήρη περιγραφή του σπιτικού της, προσθέτοντας ταυτόχρονα και μια μι­ κρή υποσημείωση στο μικροσκοπικό κεφάλαιο της κλασικής γραμ­ ματείας που περιέχει έργα γραμμένα από γυναίκες. Η Γνάθαινα, στο έργο της υπό τον τίτλο «Νόμος συσσιτικός» (δηλαδή κανόνες του

σπιτιού), σε τριακόσιες είκοσι τρεις γραμμές, απευθυνόταν στους καλεσμένους της και τους καθοδηγούσε για το πώς πρέπει να συ­ μπεριφέρονται στις επισκέψεις τους σ' εκείνη και την κόρη της

ήταν μια παρωδία ανάλογων νόμων που έγραφαν οι φιλόσ9φοι, όπως οι «Χρείαι» του Μάχωνος ήταν παρωδία των σοφών ρητών τους. Οι κανόνες της Γνάθαινας Βρέθηκαν στη μεγάλη ΒιΒλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και αναφέρονταν στον κατάλογο που συνέταξε ο

ΒιΒλιοθηκάριος-ποιητής Καλλίμαχος, ο οποίος κατέγραψε για τους μεταγενέστερους την κοροϊδευτική πρώτη αράδα τους:

Ο κανόνας που έχει γραφτεί εδώ είναι ίσος και δίκαιος για όλους ..

Αναφορές σε σπίτια εταιρών Βρίσκουμε πολύ νωρίτερα από την ελληνιστική περίοδο. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ως χαρακτηριστικό πάρεργο της παρακμιακής νεολαίας του τέλους του 50υ αιώνα το

«να ορράς ρες στο σπίτι χορεύτΡας» και ο Άμφις περιγράφει το θεό

Πλούτο «παpaλυpένo στο σπίτι, ρε ΤΩ συντροφιά ΤΩς ΣινώΠΩς, ΤΩς Αύκας, ΤΩς Ναννίου, και ρε άλλες γυναίκες που παγιδεύουν ΤΩ ςω­ τικόΤΩτα, και να

pn

8γαίνει ποτέ έξω». Η Νέαιρα είχε σπίτι στα Μέ-

164

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γαρα, όπου έμενε ο Στέφανος και έκανε σεξ μαζί της, αλλά, μόλις επέστρεψε πάλι στην Αθήνα, έστησε την επιχείρησή της στο σπίτι

του, κατά τον Απολλόδωρο, και άρχισε να αποσπά χρήματα από αλ­ λοδαπούς για να τα βγάλει πέρα με τα τεράστια έξοδα διαβίωσής της, αφού ήταν συνηθισμένη σ' έναν τρόπο ζωής κάθε άλλο παρά τα­ πεινό. Ο Απολλόδωρος θα πρέπει να ήξερε τι έλεγε, αφού είχε ελευ­

θερώσει μια εταίρα ο ίδιος και «είχε πα ντρέψε ι μιαν άλλΩ". Στα «Απομνημονεύματα», ο Ξενοφών μας προσφέρει μια σεμνή αλλά απε­ ρίφραστη περιγραφή μιας από αυτές τις ανεξάρτητες γυναίκες, στην άνεση του σπιτικού της. Αφηγείται την επίσκεψη του Σωκράτους και

μερικών φίλων του στο σπίτι της Θεοδότης, μιας «εν ΑθΩναις ωραί­

ας τινός ΥυνΩς", Ο φιλόσοφος εντυπωσιάζεται από τη λαμπρότητα του σπιτιού της,

Βλέπων και αυτΩν πολυτελώς κεκοσμΩμένΩν και ΤΩν μΩτέ­ ρα ισταμένΩν πλΩσίον ΤΩς με ενδυμασίαν και περιποίΩσιν ου ΤΩν ΤUXOύσαν και με υΠΩρετρίας πολλάς και ωραίας και κα­

λώς και αυτάς ενδεδυμένας και ως προς τα άλλα πλουσίως εφωδιασμένΩν ΤΩν οικίαν αυτΩς.

Αναρωτιέται αν η Θεοδότη είναι ιδιοκτήτρια γης, οικιών ή δού­

λων, αλλά τελικά είναι μάλλον δύσκολο να εντοπίσει την προέλευ­ ση των εισοδημάτων της82.

Για άλλη μια φορά, η ανεξαρτησία που είχαν οι <φεγαλόμισθες εταίρες" ήταν μια άκρως παρακινδυνευμένη μορφή ανεξαρτησίας και κατάφερναν να τη διατηρούν μόνο στρέφοντας διάφορους εραστές

τον έναν εναντίον του άλλου. Παραμένει αμφίβολο λοιπόν αν ήταν δυνατόν, στην Αθήνα τουλάχιστον, να κατέχει μια γυναίκα ακίνητη περιουσία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Νέαιρα, αν και αναφέρεται ως «κυρία του εαυτού ΤΩς [αυτην αύτης κυρίαν]", προτιμά να ζει κά­ τω από τη στέγη του Στεφάνου' ο Στέφανος ενεργούσε ως κύριος κι

αφέντης της, αποσπούσε χρήματα από ανυποψίαστους αλλοδαπούς κατηγορώντας τους για μοιχεία και προσποιούμενος πως ήταν ο σύ­

ζυγός της. Αλλού αναφέρουν τη Θεοδότη ως πιστή ερωμένη του Αλ­ κιβιάδου, πράγμα που σημαίνει ίσως ότι η ανεξαρτησία ηου φαίνε­ ται να έχει στην περιγραφή του Ξενοφώντος δεν ήταν παρά απλή αυ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ταπάτη 83 . Εντούτοις, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τις σχέσεις αυ­ τές από άλλη σκοπιά. Ο Απολλόδωρος ισχυρίζεται ότι ο Στέφανος ζούσε από τα εισοδήματα της Νεαίρας, ενώ και άλλοι άντρες ήταν γνωστό πως εξαρτιόνταν από εταίρες, που τους χρησιμοποιούσαν ως αντιπροσώπους ή προστάτες τους, όταν ήταν ανάγκη. Ο Μάχων

και ο Λυγκεύς ο Σάμιος παίζουν με την ανατροπή ρόλων που συνε­ πάγονταν αυτές οι σχέσεις: η κοιλιά των σπιτωμένων αντρών φου­ σκώνει σαν την κοιλιά των σπιτωμένων γυναικών, αλλά όχι από μω­ ρά

-

από το πολύ φαΙ Συγκεκριμένα, μαθαίνουμε για κάποιο Γρυλ­

λίωνα (δηλαδή που γρυλίζει σαν γουρούνι), μέλος του Αρείου Πά­ γου, ο οποίος ήταν παράσιτος της Φρύνης και για το Σάτυρο εξ

Ολύνθου, που έπαιζε τον ίδιο ρόλο για την Παμφίλη 84 • Αυτές οι <φεγαλόμισθες εταίρες» είναι οι πλούσιες και διάσημες,

αυτές που αναφέρουν οι λόγιοι στις διατριΒές τους για χάρη τους γράφτηκαν έργα και λόγοι, τα δικά τους

bons mots [=

ευφυολογή­

ματα] κατέγραψαν στις ανεκδοτολογικές συλλογές τους ο Μάχων και ο Λυγκεύς ο Σάμιος. Χάρη στο λόγο του Απολλοδώρου και σε μια κωμωδία του Τιμοκλέους που έφερε το όνομά της, η Νέαιρα μπορεί να διεκδικήσει μια θέση σ' αυτή την ανώτερη λίστα, μαζί με τη Λαίδα τη νεότερη, τη Λαίδα την πρεσΒύτερη, τη Σινώπη, τη Μα­

νία, τη Γνάθαινα, τη Ναίδα, τη Θαίδα και πολλές άλλες. Από όλες αυτές, η πιο διάσημη ήταν ίσως η Φρύνη. Ζωγράφοι

την επισκέπτονταν για να τη ζωγραφίσουν, όπως και τη Θεοδότη. Ήταν εκείνη που πόζαρε για τον Πραξιτέλη, όπως λένε, για το επα­

ναστατικό γυναικείο γυμνό του

-

το πρώτο του είδους

-,

γνωστό

ως Αφροδίτη της Κνίδου, και για την Αναδυομένη Αφροδίτη του Απελλού, που μια διασκευή της έκανε διάσημη και ο Μποτιτσέλι.

Ένα άλλο άγαλμα

sua ipsa persona,

πάλι έργο του Πραξιτέλους

επίχρυσο ή χρυσό, αφιερώθηκε στους Δελφούς και στήθηκε ανάμε­ σα στο Φίλιππο της Μακεδονίας και τον Αρχίδαμο, Βασιλιά της Σπάρτης. Ήταν ένα ανάθημα, λέει ο Κράτης ο κυνικός, στην ελληνι­

κή τρυφηλότητα. Αυτά τα έργα τέχνης όχι μόνο απαθανάτισαν τη σι­ λουέτα της Φρύνης στους αιώνες των αιώνων, αλλά διέδωσαν την ει­ κόνα της σε όλη την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον Καλλίστρατο στο έργο του «Περί εταιρών», η Φρύνη έγινε τόσο πλούσια ώστε, μετά την ισοπέδωση της πόλης των

166

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ΘηΒών από τους Μακεδόνες, ανέλαΒε να πληρώσει εκείνη την ανοι­

κοδόμηση των τειχών της πόλης, αρκεί οι πολίτες να έΒαζαν μια επι­

γραφή: "ο Αλέξανδρος μπορεί να τα γκρέμισε συθέμελα, αλλά Ω ΦρύVΏ

n

εταίρα τα έχτισε πάλι»

-

μια από τις ελάχιστες περιπτώ­

σεις όπου οι γυναίκες αυτές αποδέχονταν το συγκεκριμένο χαρα-

..

κτηρισμό.

Στα τέλη του 40υ αιώνα, οι διάσημες κυρίες φαίνεται ότι απέκτη­ σαν μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης οι πόλεις της παλιάς Ελλάδας

που τσακώνονταν μεταξ;ύ τους είχαν καταντήσει απλοί ικέτες πλού­ σιων και ισχυρών ατόμων, των μισθοφόρων διοικητών και διαδόχων του Αλεξ;άνδρου, που όλοι είχαν τις φιλενάδες και τους φίλους τους. Ήδη από το

350

πΧ., οι στρατηγοί της Φωκίδας χρηματοδο­

τούσαν το στρατό τους λεηλατώντας τους θησαυρούς των Δελφών και από τα λάφυρα έΒαζαν στην άκρη διάφορα διαλεκτά αντικείμενα ως δώρα για τις ερωμένες τους. Ό,τι κι αν έκαναν όμως, σύντομα

τους επισκίασε για τα καλά ο Άρπαλος, ο αποστάτης θησαυροφύλα­ κας του Αλεξ;άνδρου· όταν πέθανε η ερωμένη του Πυθιονίκη, ο Άρ­ παλος στενοχωρήθηκε τόσο ώστε οργάνωσε μια μεγαλοπρεπή κη­ δεία και έστησε δύο μεγάλα μνημεία στη μνήμη της, ένα στη ΒαΒυ­

λώνα και ένα ανάμεσα στους τύμΒους έξ;ω από το Δίπυλο των Αθη­ νών, στο δρόμο προς την Ελευσίνα:

Ένα μνΩμείο που δεν έχει ισάξιό του σε μέγεθος. ΣΤΩν αρ­ χΩ θα έλεγες, κι όχι αναίτια, ότι θα πρέπει να Ωταν αναμvώ­ στικό για το ΜιλτιάδΩ Ω τον ΠερικλΩ Ω τον Κίμωνα Ω για κά­

ποιον άλλον από τις τάξεις των καλών καγαθών, ένα δΩμόσιο μVΏμείo, αν μΩ τι άλλο, χτισμένο από ΤΩν πόλΩ Ω κατόπιν δι­ κΩς ΤΩς απόφασΩς. Τι να περιμένει κανεΙς όμως, όταν το κα­

λοεξετάσει και ανακαλύψει πως πρόκειται για μVΏμείo σΤΩν ΠυθιονίΚΩ ΤΩν εταίρα; Έλεγαν ότι ο τύμΒος των Αθηνών κόστισε το τεράστιο χρηματικό

ποσό των τριάντα ταλάντων, αλλά ο Πλούταρχος που τον είδε, πε­ ρίπου τετρακόσια χρόνια αργότερα, τον θεώρησε πολύ συνηθισμένο. Ο Θεόπομπος, σε μια ανοιχτή "Επιστολή προς Αλέξ;ανδρον», υπολό­

γιζε ότι το κόστος και των δύο τάφων υπερέΒαινε τα

200

τάλαντα

και ισχυριζόταν μάλιστα ότι ο Άρπαλος είχε ιδρύσει μνημείο το

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

οποίο τολμούσε να αποκαλεί ιερό της «Αφροδίτης Πυθιονίκης». Οι πράξεις του Αρπάλου και η δημοσιότητα που τις περιέΒαλε έκαναν

τις εταίρες να έχουν υπέρμετρες φιλοδοξίες Θα γίνεις 8ασίλισσα της Βα8υλώνας, αν τα πράγματα εξε­ λιχθούν καλά' ξέρεις, δεν ξέρεις τη διάσημη Πυθιονίκη του

Αρπάλου/ 5 Το μεγαλοπρεπές μνημείο της Πυθιονίκης ήταν μερικά μίλια πιο κάτω στο δρόμο όπου στέκονταν κάνοντας φασαρία οι γυναίκες του Κεραμεικού, στο Δίπυλο, κι αυτό είναι μια ρεαλιστική ένδειξη του πόσο μεγάλο εύρος είχε ο απλός όρος «πόρνη", Δεν ήταν πολλές οι γυναίκες που κατάφεραν να φτάσουν από το ένα σημείο στο άλλο, μερικές πάντως το πέτυχαν. Στη διαδρομή αυτή, έΒρισκες όλα τα εί­ δη γυναικών: την τροτέζα η οποία σπάνια είχε τη δυνατότητα να

προσΒλέπει πέρα από τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες, τη δούλη που ήταν εγκαΤΕστημένη σε πορνείο για να αποφέρει κέρδη στον ιδιοκτήτη της και την επαγγελματία των γιορτών η οποία ζούσε από τα μουσικά ταλέντα και την αΒροφροσύνη της. Και η διαδρομή αυτή

περιλάμΒανε πολλές γυναίκες που ήταν κυρίες του εαυτού τους και

του πλούτου τους, ενώ η επιτυχία μιας ή δύο εξ αυτών τους χάρισε τον έλεγχο πάνω στην ίδια τους τη ζωή και τη δυνατότητα επιλογής

των εραστών τους. Υπήρξαν στιγμές που ο κόσμος των «πορνών» αυ­ τών εισέΒαλε στον κόσμο των αντρών που συναναστρέφονταν και εί­

ναι άνευ ουσίας να κάνουμε γενικεύσεις γι' αυτές, όπως θα ήταν άνευ ουσίας να κάνουμε γενικεύσεις για τους πελάτες τους. Υπήρχε επίσης μια κινητικότητα ανάμεσα στα διαφορετικά στάδια της θέσης

τους. Ο Λυσίας μας δίνει έναν κατάλογο γυναικών που είχαν υπάρ­ ξει πόρνες στα νιάτα τους, αλλά στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε κάτι

άλλο. Έχουμε αρκετές αποδείξεις ότι το γεγονός πως οι γυναίκες αυτές στην Αθήνα παρέμεναν στην αφάνεια μπορεί να θεωρήθηκε ως

προσπάθεια για να τις κρατήσουν υπό τον ανδρικό έλεγχο, αλλά συ­ χνά τους έδινε μεγαλύτερη ελευθερία να κινούνται ανάμεσα σε δια­

φορετικές ζωές, να ανέρχονται στην κοινωνική κλίμακα ή να ξανα­ πέφτουν στο όνειδος, εντελώς αθέατες, ακόμα κι όταν τολμούσαν να

εισέλθουν στις τάξεις των συζύγων ή να Βάλουν τα παιδιά τους στη

λίστα των πολιτών86 .

168

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

4

Το αντίτιμο ,της εταίρας

Αν και ο κόσμος ιης Αφροδίιης μοιάζει κάπως σκοτεινός και μυ­ στηριώδης, μέσα σιο σκοιάδι αυιό μπορούμε να διακρίνουμε κάποια επαναλαμβανόμενα θέματα. Ένα από ια πιο σημανnκά εξ αυιών εί­ ναι η απόπειρα να χαράξουμε μια σαφή διάκριση ανάμεσα σε δύο εί­ δη ερωnκής συνομιλίας: ιη ρομανnκή στραιηγική του κόρτε, του φλερι και ιης αποπλάνησης και την πιο άμεση προσέγγιση ιης αγο­ ραπωλησίας του σεξ. Αυιή η διάκριση υπονοείται σε πολλές πραγ­ ματείες για το πώς πρέπει να φέρεσαι στους εραστές και ενίοιε βγαίνει σιο φως και υπόκειται σε αυσιηρή εξέταση από κυνικούς,

όπως ο σκλάβος Καρίων σων "Πλούιο» του Αριστοφάνους. Ο αφέ­ νιης ωυ μιλάει για ιη δύναμη ιου χρήμαως:

-

Και οι εταίρες οι Κορίνθιες, όπως λένε, φτωχός αν τις

γυρέψει, ούτε γυρίςουν να τον κοιτάξουν, αλλά αν είναι πλού­ σιος, αμέσως του κουνάνε ΤΩν ουρά τους.

-

Και τα παιδιά έτσι, λένε, κάνουΥ" όχι γι' αυτούς που τα

αγαπούνε' για το χρΙψα.

Τα πρόστυχα, όχι τα όπως πρέπει' αυτά δεν ςΩτούνε λεφτά.

Και τι ςΩτούνε; Ααγωνικά

ri

ένα καλό αλογάκι ...

Ντρέπονται για λεφτά να πούνε, κι έτσι με λέξΩ ωραία τυλίγουν ΤΩ ντροπΩ τους

Ο Αρισιοφάνης θίγει εδώ ένα ζήιημα θεμελιώδους σημασίας για τη σύγχρονη ανθρωπολογία: τη διάκριση ανάμεσα σιην ανταλλαγή

169

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

αγαθών και την ανταλλαγή δώρων, ανάμεσα στις αμοιΒές και τις δω­ ρεάν παροχές.

Πρόκειται για μια διάκριση που δε γίνεται εύκολα κατανοητή,

αλλά, όπως ελπίζω να αποδείξω, γι' αυτό ακριΒώς το λόγο είναι τό­ σο σημαντική. Η ανταλλαγή αγαθών εγκαθιδρύει μια σχέση ανάμεσα σε αντικείμενα, μια σχέση που εκφράζεται με γνώμονα την τιμή. Τα αγαθά είναι ανταλλάξιμα, εύκολα μετρίσιμα καΙ συγκρίσιμα, η ποσό­ τητα και η ποιότητά τους μπορούν να διαχωριστούν σε μικρές μο­ νάδες, συχνά μάλιστα σε νομισματικές μονάδες. Είναι κατά κάποιο τρόπο απρόσωπα και κάπως ανώνυμα εμπορεύματα και η ανταλλαγή αγαθών αντανακλά αυτή την ανωνυμία. Η συναλλαγή είναι καθαρή και οριστική, ο πωλητής χάνει τα αγαθά διά rψντός κι αυτά περνά­ νε πια στην κατοχή του αγοραστή.

Η ανταλλαγή δώρων, από την άλλη, δεν εγκαθιδρύει σχέσεις ανά­ μεσα σε αντικείμενα αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους, που συνδέονται έκτοτε με δεσμούς κηδεμονίας και φιλίας. Κατά συνέπεια, τα δώρα είναι προσωπικά. Θα πρέπει να είναι μοναδικά, ατομικά, και να μην υπόκεινται σε αντικειμενική εκτίμηση. Αντίθετα από τα αγαθά, τα δώρα είναι αντικείμενα που «κολλάνε». Ο δωρητής δε χάνει ποτέ

εντελώς το δώρο. Ένα ωραίο παράδειγμα αυτής της αρχής στον ελ­ ληνικό πολιτισμό Βλέπουμε στο γεγονός ότι, όταν μια πόλη προσέ­ φερε ένα δώρο σε κάποιο θεό, σ' ένα πανελλήνιο ιερό όπως οι Δελ­ φοί ή η Δήλος, το δώρο παρέμενε σ' ένα χώρο ειδικά χτισμένο γι' αυτό, που ονομαζόταν θησαυρός της πόλης. Το δώρο συντηρεί επί­ σης τη σχέση, διότι φορτώνει τον αποδέκτη με χρέη και υποχρεώ­ σεις. Με τον ίδιο τρόπο, η ανταλλαγή δώρων κάθε άλλο παρά ορι­ στική είναι, διότι αποτελεί απλώς το τελευταίο επεισόδιο σε μια μα­ κροχρόνια ιστορία παροχής και ανταπόδοσης μιας χάρης. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο ειδών σχέσεων δεν είναι απλώς η διαφορά ανάμεσα σε μια ανταλλαγή αντικειμένων και μια χρηματι­

κή πληρωμή, αν και εξαιτίας της ανταλλαξιμότητάς τους τα χρήματα έχουν την τάση, όπως είναι φυσικό, να δημιουργούν πιο απρόσωπες σχέσεις. Όταν κάποιος πηγαίνει κάθε πρωί σ' ένα συγκεκριμένο μέ­

ρος για να ανταλλάξει μια συγκεκριμένη ποσότητα γάλακτος με μια συγκεκριμένη ποσότητα μελιού, μ' ένα εντελώς άγνωστο άτομο, η συναλλαγή μοιάζει πάρα πολύ με ανταλλαγή αγαθών, παρ' όλο που

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

δε Βλέπουμε νομίσματα να αλλάζουν χέρια. Ούτε θα πρέπει να θεω­ ρήσουμε την ανταλλαγή δώρων ως ένα πιο πρωτόγονο στάδιο ανά­

πτυξης, το οποίο ξεπερνούν οι πολιτισμοί όσο πιο πολύπλοκοι γί­ νoνται. Τα δώρα και τα αγαθά απαντώνται στις ίδιες κοινωνίες. Ο

διαχωρισμός λοιπόν είναι σχετικός μάλλον παρά απόλυτος. Ένα αντικείμενο μπορεί να είναι δώρο περισσότερο ή λιγότερο και οι αν­ θρωπολόγοι μιλούν για αντικείμενα (και ανθρώπους) που εμπορευ­ ματοποιούνται και αποεμπορευματοποιούνται για να εμπορευματο­

ποιηθούν εκ νέου στις εξής περιπτώσεις: όταν ένα κειμήλιο Βγαίνει σε πλειστηριασμό, όταν μία δούλη μεταπίπτει σε ερωμένη, όταν ένα ασημένιο ανάθημα εκτιμάται ανάλογα με το Βάρος του και χρησιμο­

ποιείται για να πληρωθούν μισθοφόροι, όταν αυτός που επιλέγει ποιοι θα πληρωθούν είναι η κληρωτίδα, όταν χρονομετρείται μια σε­ ξουαλική συνεύρεση. Μιλάμε πάνω απ' όλα για μια συμΒολική διάκριση, την οποία οι

κοινωνίες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν και να επιΒάλλουν. Υπάρχουν οι σαφώς αντιτιθέμενοι χώροι: η αγορά σε αντίθεση προς το σπίτι' ή οι αντιτιθέμενες εποχές του χρόνου: η ημέρα του παζα­

ριού σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα. Πιο πολύ όμως είναι το λεξι­ λόγιο: «φιλία", «χάρες", «προσφορά" από τη μία, και «πληρωμή", «αγορά" και «πώληση" από την άλλη. Δε θα πρέπει να θεωρούμε αυ­

τές τις διακρίσεις παρωχημένες στο σύγχρονο πολιτισμό. Ένα πολύ μικρό μέρος της σύγχρονης οικονομίας λειτουργεί ως ανταλλαγή δώρων, το οποίο όμως μπορεί να είναι πολύ σημαντικό. Συνεχίζου­ με να ανησυχούμε μήπως ξεχάσαμε την τιμή πάνω στο δώρο. Εκτιμά­

με προσεκτικά την αξία των δώρων που ανταλλάσσουμε, αλλά απο­ δοκιμάζουμε όποιον συγκρίνει πολύ κραυγαλέα αυτό που του έδω­ σαν μ' εκείνο που έδωσε ο ίδιος, ή

-

ακόμα χειρότερα

-

όταν ζη­

τήσει να του εκτιμήσουν κάποιο αναμνηστικό. Εκτιμάμε ιδιαίτερα τα χειροποίητα δώρα ή όσα έχουν συναισθηματική αξία για εκείνον που

τα δίνει. Διερωτόμαστε αν οι πολιτικοί πρέπει να δέχονται προσκλή­ σεις στη Βίλα πλούσιων φίλων τους με προσωπικά συμφέροντα. Δια­ μαρτυρόμαστε, από την άλλη, όταν κάποιος που μας πληρώνει για τις υπηρεσίες που του έχουμε παράσχει παρουσιάζει την πληρωμή

αυτή ως πράξη γενναιοδωρίας, για την οποία υποτίθεται ότι θα πρέ­ πει να νιώθουμε κι ευγνωμοσύνη.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Όπως δείχνουν αυτά τα παραδείγματα, και όπως υποδεικνύει στον αφέντη του ο σκλάΒος Καρίων (που είναι κι ο ίδιος ένα αγα­ θό), στον πυρήνα της προσφοράς ενός δώρου υπάρχει μεγάλος Βαθ­ μός προσποίησης ή ακόμη και υποκρισίας. Ο χαρακΤήρας του δώ­

ρου εξαρτάται από τη γενικότερη πρακτική αυτού που ο ανθρωπο­ λόγος Πιέρ Μπουρντιέ αποκαλεί meconnαissαnce, δηλαδή την παρα­ γνώριση, την προσποίηση ότι το δώρο δεν κουΒαλάει κάποια αξία

και δεν απαιτεί τίποτα ως αντάλλαγμα. Η χάρη που προσδοκά κά­ ποιος ως αντάλλαγμα πρέπει να φανεί σαν κάτι που εναπόκειται εντελώς στη διάκριση του αποδέκτη, ο οποίος τονίζει την ελευθερία της πράξης του, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο της ανταπό­

δοσής του. Σ' αυτό Βοηθάει όταν τα δώρα είναι ελαφρώς παράταιρα. Και Βοηθάει επίσης η μεσολάΒηση κάποιου χρονικού διαστήματος

-

αλλά όχι πολύ μεγάλου

-

πριν την ανταπόδοση του δώρου. Όταν

ένα δώρο ακολουθήσει πολύ γρήγορα μετά από μια χάρη, παύει να

είναι δώρο και γίνεται πληρωμή για «προσφερθείσες υπηρεσίες". Η διαφορά ανάμεσα σ' αυτά τα δύο είδη σχέσης φορτίζεται ακό­ μα περισσότερο, όταν ένα από τα αντικείμενα της ανταλλαγής είναι το σεξ. Στην κλασική Αθήνα, το θέμα δεν είναι απλώς αν «το κάνεις για λεφτά» ή αν «το κάνεις για δώρα". Η μετατροπή της σεξουαλι­ κής συνομιλίας σε ανταλλαγή μεταΒιΒάσιμων αγαθών συνεπάγεται μια τεράστια προσπάθεια συγκεκριμενοποίησης. Τι είναι αυτό που πουλάει η πόρνη; Ένα μέρος του χρόνου της; Τη σεξουαλική πράξη; Το σώμα της; Ένα μέρος του σώματός της; Οι εταίρες, από την άλ­ λη, για την κατάκτηση των οποίων απαιτούνται δώρα, πρέπει να εί­ ναι όσο πιο διακριτικές γίνεται, για να αποφύγουν να θεωρηθούν κοινές πόρνες, ενώ οι εχθροί τους χρησιμοποιούν τη γλώσσα της αγοράς για να τις επαναφέρουν στη θέση τους. Ο προσδιορισμός εί­ ναι και ο ίδιος ένα ζήτημα στη σεξουαλική οικονομία. Και αν οι αρ­

χαίοι άντρες και οι σύγχρονοι μελετητές δυσκολεύονται να συλλά­ Βουν την έννοια της εταίρας, σ' αυτό δε φταίει απλώς ο κόσμος των

γυναικών που είναι πολύπλοκος. Η εταίρα καταΒάλλει μεγάλες προ­ σπάθειες για να μην είναι σαφής ούτε η ίδια ούτε

τους άντρες. Αλλιώς δε θα ήταν εταίρα'.

n

σχέση της με

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Έρωτας και χρήμα Επειδή το δώρο και το αγαθό προσδιορίζονται σε αμοιβαία πε­ ριοριστική αντίθεση, δεν μπορούμε να μάθουμε το ένα χωρίς να γνω­ ρίσουμε το άλλο. Χρειάζεται να ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στο πώς οι άνθρωποι και το σεξ μεταμορφώθηκαν σε αγαθά προς πώλη­ ση, πριν μπορέσουμε να δούμε πώς το απέφευγε αυτό η εταίρα. Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία της διάγνωσης ήταν ο χώρος. Στο νό­

μο του Σόλωνος περί μοιχείας, όπως έχουμε δει, ο χώρος ήταν πρω­ τεύουσα ένδειξη για το αν ήταν νόμιμη η σεξουαλική πράξη με μια

γυναίκα. Αν ήταν από εκείνες «που κάθΟΥΤαι σε ΠΟΡΥείο

ri

εκείΥες

που ΠΩγαιΥοέΡΧΟΥΤαι στο ύπαιθρο", ήταν πόρνη και άρα δε διακιν­ δύνευε κανείς να κατηγορηθεί για μοιχεία. Αυτοί οι δημόσιοι χώροι,

οι δρόμοι, η αγορά, τα πορνεία, οι παράγκες του σεξ (οικήματα) και τα «μαγαζιά» αντιτάσσονταν προς τον ιδιωτικό χώρο του οίκου, λέ­ ξη που σημαίνει και το σπίτι και τους ανθρώπους που ζουν εκεί, δη­ λαδή την οικογένεια ή το υπηρετικό προσωπικό. Όλοι οι δημόσιοι

χώροι λοιπόν θα μπορούσαν να θεωρηθούν «ζώνες εμπορευματοποί­ ησης", χώροι μαγικοί που μετατρέπουν τους ανθρώπους σε προϊό­ ντα και κάνουν δυνατές κάποιες απλές συναλλαγές που απέχουν έτη φωτός από τις «ερωτικές σχέσεις" και την «αποπλάνηση,,:

Η πόρτα είΥαι ορθάΥΟΙΧΤΩ'

n

είσοδος, έΥας 080λός. Μπες

μέσα! Εδώ δεΥ έχει σεμΥοτυφίες και σαχλαμάρες, καΥείς δεΥ

το 8άζει στα πόδια, αρπάζεις όποια θέλεις χωρίς καθυστέΡΩ­ σΩ, με όποιο τρόπο ΤΩ θέλεις. ΒγαίΥεις έξω' ΤΩς λες Υα πάει Υα ΠΥιγεί- δεΥ σου είΥαι τίποτα 2. Οι γυναίκες που ανήκαν πραγματικά στους δημόσιους χώρους

παρουσίαζαν ελάχιστα προΒλήματα προσδιορισμού. Το έξω είναι έξω. Οι δρόμοι είναι δρόμοι. Η δεύτερη κατηγορία γυναικών εντού­

τοις, οι γυναίκες του πορνείου, παρουσίαζαν περισσότερες δυσκο­ λίες. Μπορεί να ήταν κάπως προβληματικό να διακρίνεις ένα σπίτι από ένα κακόφημο σπίτι. Τι είδους κτίριο είναι το σπίτι του Πύρ­

ρου, όταν εγκαθίσταται εκεί η μαμά της Φίλης, «μια γυΥαίκα που ΤΩ μΟιΡάζΟΥταΥ όλοι όσοι ΤΩΥ ΩθελαΥ", ένα σπίτι στο οποίο εκτυλίσσο­ νταν σκηνές αταξίας και το επισκέπτονταν παρέες γλεντζέδων; Και

173

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

όταν κάποιος που συλλαμβάνεται στο σπίτι του Στεφάνου να κάνει σεξ με «την κόρη του» Φανώ, απαλλάσσεται από την κατηγορία της

μοιχείας, είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε ποια από τις συνέπειες εί­ ναι πιο ανησυχητική: ότι η κοπέλα είναι πόρνη ή ότι το σπίτι του

Στεφάνου είναι πορνεί0 3 . Το εργαστήριο μετατρέπει το σεξ σε αντι­ κείμενο προς πώληση, αλλά οι ρόλοι μπορεί να αντιστραφούν. Μια πόρνη μπορεί να μετατρέψει ένα σπίτι σε πορνείο.

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που ο Αισχίνης, στο λόγο «Κατά Τιμάρχου», δεν παραλείπει αυτή τη χρήσιμη σοφιστεία, σ' ένα λόγο που προσπαθεί με κάθε τρόπο να μετατρέψει τις «φιλίες» και τις «ερωτικές σχέσεις» σε επαγγελματικές συναλλαγές. Είναι προφανές ότι μέρος της διαμάχης σ' αυτή τη δίκη ενός πολιτικού για πορνεία αφορούσε το είδος των χώρων στους οποίους δήθεν είχε λάβει χώ­ ρα η συνεύρεση. Αν ο Τίμαρχος ήταν πράγματι πόρνη, ο κατήγορος

θα έπρεπε να δείξει το μέρος όπου δούλευε. Ο Αισχίνης στην αρχή προσποιείται ότι τον αηδιάζει ένα τέτοιο επιχείρημα:

Αυτά δε που ο Δημοσθένης σου υπέΒαλε να ειπΏς, δεν αρ­

μόζουν σε άνδρα ελεύθερον, αλλά σε πόρνον, που απλώς αμ­ φισΒητεί σε ποίον τόπο εξετέλεσεν αυτΏν την πράξιν. Αφού δε μετατοπίζεις την συζΏτησιν εις το πώς ελέγοντο οι τόποι

όπου έμενες και ζητείς να εξετασθΏ αν είχες μείνει σε πορνεί­ ον [οίκημα], άκουσέ με και αν είσαι φρόνιμος, θα παύσης να κάμης χρΏσιν επιχειρημάτων αυτού του είδους. Τα σπίτια και

τα ενδιαιτΏματα δεν δίδουν τον χαρακτηρισμόν εις τους κατοί­ κους των. Απεναντίας οι κάτοικοι δημιουργούν το όνομα του

σπιτιού των. Πράγματι όταν εις ένα σπίτι κατοικούν πολλοί ενοικιασταί μαζί, το ονομάζουν χάνι, και όταν κατοικΏ ένας, σπίτι. Αν εις ένα μαγαζί [εργαστήριον] που Βρίσκεται στους

δρόμους, εγκατασταθΏ εις ιατρός, θα το ονομάσωμεν ιατρείον. Και όταν αυτός το αφΏση και το ενοικιάση ένας χαλκωματάς,

θα το πούμε χαλκείον και Βαφείον και ξυλουργείον, αν το πιάση Βαφεύς Ώ μαραγκός. Α ν δε το πάρη ένας πορνοΒοσκός

μαζί με τας πόρνας του, από το είδος της δουλειάς του θα το ονομάσωμεν πορνείον. Και συ, με την ευχέρειαν που είχες εις

αυτΏν την δουλειά, πολλά σπίτια τα κατΏντησες πορνεία 4 •

174

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Δεν είναι συμπτωμαηκό όη οι ένοικοι του κτιρίου που περιγρά­

φει ο Αισχίνης είναι πέντε τον αριθμό, αρχίζοντας με το γιατρό και τελειώνοντας με ης πόρνες, και όη ο Τίμαρχος νη

-

-

κατά τον Αισχί­

είχε συζήσει με πέντε διαφορεηκούς άντρες, ο πρώτος από

τους οποίους ήταν γιατρός και ο τελευταίος επίσης «πόρνος». Όταν ο Τίμαρχος ζούσε με το γιατρό, το ιατρείο γινόταν πορνείο, μια με­

ταμόρφωση που υφίστατο όποιο μέρος κατοικούσε [ο Τίμαρχος]. Το κτίριο που περιγράφει ο Αισχίνης είναι ένας ανώνυμος χώρος, κάη

που απέχει πολύ από σπίη. Είναι ένας χώρος ανήθικος, που άλλο­

τε τον καταλαμβάνουν κάποιοι άντρες και τον μοιράζονται μεταξύ τους κι άλλοτε περνάει βιασηκά στα χέρια πολλών και διαφόρων

ιδιοκτητών. Νομίζω όη δε χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα πο­ λυμήχανος για να προσέξει όη ο Αισχίνης πηγαίνει τη σχέση ανθρώ­

πων και χώρων ένα στάδιο παραπέρα. Το «μαγαςί που Βρίσκεται στους δρόμους» είναι φυσικά ο Τίμαρχος ο ίδιος, το σώμα του που το «νοικιάζει» στον καθένα με τη σειρά. Η μεταφορά σώμα == κτίριο δεν είναι σπάνια στον Αισχίνη και ένας τολμηρός ανηθικολόγος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ίδια σύγκριση για να στηρίξει μια

εντελώς διαφορεηκή άποψη. Όταν ο Διογένης ισχυρίζεται όη η φι­ λενάδα του η Λαϊδα είναι κοινή πόρνη, ο Αρίσηππος τον ρωτάει αν θα είχε αντίρρηση, στην περίπτωση αυτή, να ζήσει σε σπίη όπου

έχουν μείνει άλλοι άντρες προηγουμένως ή να ταξιδέψει με πλοίο

με το οποίο είχαν ταξιδέψει κι άλλοι 5 . Η γκάμα των χώρων πώλησης δεν εξαντλείται στο πορνείο, την αγορά και τους δρόμους. Από το στωικό φιλόσοφο Περσαίο εκ Κι­ τίου, μαθαίνουμε όη ακόμα και το συμπόσιο μπορούσε να μετατρα­

πεί σε χώρο αγοράς, όταν γίνονταν εκεί πλειστηριασμοί στους οποί­ ους οι καλεσμένοι πλειοδοτούσαν για δούλες. Από τον Αντίγονο τον Καρύστιο μαθαίνουμε όη και ο Περσαίος ο ίδιος κάποτε «αγόρασε

μιαν αυλητρίδα" σ' ένα συμπόσιο, αν και δίστασε να την πάρει στο σπίη του, επειδή ζούσε μαζί με τον εραστή του το 2ήνωνα. Εδώ θα

πρέπει να είμαστε επιφυλακηκοί, διόη εμείς είμαστε απόλυτα εξοι­ κειωμένοι με την ιδέα όη οι πόρνες «πουλάνε τον εαυτό τους» και δε μας εκπλήσσει που και οι αρχαίοι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν αυ­ τή τη γλώσσα της αγοραπωλησίας. Έτσι ο Αισχίνης μπορεί να λέει για τον Τίμαρχο όη «είχε την πρόθεσιν να πωλΏ το κορμί του», αν

175

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

και φυσικά κανένας δεν τον πουλούσε και δεν τον αγόραςε. Ο Αι­

σχίνης χρησιμοποιεί απλώς τη γλώσσα της πώλησης για να μετατρέ­ ψει τον Τίμαρχο σε αντικείμενο και για να διαχωρίσει τις σχέσεις του με τους «πελάτες» του από την έντιμη σχέση ενός εραστή προς τον αγαπημένο του (ερώμενον). Η Αθήνα όμως ήταν μια κοινωνία

ιδιοκτητών δούλων, στην οποία οι άντρες αγόραςαν στην κυριολε­ ςία άλλους άντρες και γυναίκες, πάνω στους οποίους είχαν πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια ότι κάποιος «αγοράςει γυναίκες» είναι μάλλον πιο προΒληματική, αφού πάρα πολλές πόρνες ήταν δούλες και ανήκαν στην ιδιοκτησία κάποιου προστάτη, ο οποίος «τις πουλάει» ή «τις νοικιάςει» με τη σειρά του.

Όταν ο Δημοσθένης, για παράδειγμα, κατηγορεί το Φιλοκράτη ότι πρόδωσε την πόλη για χρήματα, λέει «τούτων πόρνας ήγόραζε και ίχθυς». Η λέςη αγοράςω (δηλαδή πηγαίνω στην αγορά για ψώνια, πα­

ςαρεύω) που χρησιμοποιεί φέρνει έντονα στο νου την εμπορική συ­ ναλλαγή, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι οι εν λόγω γυ­ ναίκες θα γίνονταν μόνιμα αποκτήματα του Φιλοκράτους. Αυτό που θέλει να τονίσει ο Δημοσθένης είναι σε πόσο ασήμαντα πράγματα χρησιμοποίησε ο Φιλοκράτης τα χρήματα που κέρδισε από την προ­

δοσία. Ούτε θα πρέπει να νομίσουμε κατ' ανάγκη ότι ο Περσαίος πή­ ρε όντως υπό την κατοχή του την κοπέλα για την οποία πλειοδότη­

σε στον πλειστηριασμό της γιορτής. Ακόμα και τα αδιαμφισΒήτητα εμπορεύσιμα αγαθά είχαν κάποια χρήση στο λόγο περί εμπορευμα­ τοποίησης. Μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν για να απομονώ­

σουν και να αποσπάσουν κάποιο ςεχωριστό αγαθό, ανεςάρτητο από τον ίδιο τους τον εμπορευματοποιημένο εαυτό, αν και δεν είναι πά­

ντοτε ευκρινές ποιο ήταν αυτό 6 • Ο χρόνος φυσικά είναι μια πιθανότητα. Το χρόνο της πουλούσε προφανώς η Νέαιρα, όταν ςούσε στα νιάτα της ως μισθάρνουσα ή με­

ροκαματιάρισσα στην Κόρινθο. Μια συμποτική εταίρα πληρωνόταν για τη συντροφιά που προσέφερε για μια Βραδιά και, όταν ο πελά­

της της δεν της ςητούσε τίποτα παραπάνω

-

όπως συνέΒη στην

εταίρα ΑΒρότονον στους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου

-,

θα την

εςέπλησσε το γεγονός, παρ' όλα αυτά εκείνη θα κέρδιςε την αμοιΒή της. Ο Απολλόδωρος, όταν επιτίθεται στη Νέαιρα, παρουσιάςει τις δραστηριότητές της ως «επάγγελμα» (εργασία, εργάςεται) και σε κά-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ποιο σημείο ρωτάει ρητορικά: «Και πού δεν πΙίγε

n

ΝέαιΡα για να

Βρει μεροκάματο;» Ένα πιο ακραίο παράδειγμα μιας τέτοιας αγοράς συμβολίζουν οι ιστορίες για τη γυναίκα που ήταν γνωστή ως Κλε­

ψύδρα. Η Κλεψύδρα φαίνεται ότι είχε γίνει διάσημη γύρω στα μέσα του 40υ αιώνα και ήταν ηρωίδα μιας κωμωδίας του Ευβούλου. Σύμ­ φωνα με μια πηγή, απέκτησε το παρατσούκλι της επειδή χρονομε­ τρούσε τις συνεδρίες της και σταματούσε να κάνει σεξ όταν άδειαζε η κλεψύδρα, μετατρέποντας έτσι πολύ αποτελεσματικά το χρόνο της

σε μια σειρά από χωριστά προϊόντα. Η κλεψύδρα

-

ένα δοχείο στο

οποίο αδειάζει το νερό στάζοντας με κανονικό ρυθμό μέσα σ' ένα

άλλο συνεχόμενο -

είναι μια μεταφορά που ταιριάζει στο σεξ, όπως

και ο λάκκος? Άλλο υποψήφιο εμπόρευμα ήταν το σώμα: «διάλεξε όποια σου

αρέσει: λεπτΙί, παχιά, στΡουμπουλΙί, ψnλn, κοντΙί, νέα, γρια, μεσόκο­ πn

n

παρασιτεμένn» , λέει ένας ήρωας στον «Πένταθλον» του Ξενάρ­

χου, εγκωμιάζοντας τα πορνεία. Το σώμα προς πώληση είναι το αγα­ πημένο θέμα τόσο του Απολλοδώρου όσο και του Αισχίνου. Για τον πρώτο, η Νέαιρα είναι μια γυναίκα που «εμπορεύεται το σώμα τnς»

-

ασχολείται με τις «επιχειρΙίσεις του σώματος»

-

και ο Αισχίνης

ζωγραφίζει τον Τίμαρχο σαν να είναι κατά κάποιο τρόπο εντελώς χωριστός από τον ενσώματο εαυτό του. Είναι κάποιος «με

rnv

πρό­

θεσιν να πωλΙί το σώμα του»' «που αδιάντροπα μετεχειρίσθn αυτό τούτο του το σώμα»' «πόσα, ως παιδί ακόμα, αμαρτΙίματα έκαμε κα­ τά του σώματός του». Οι εραστές του δε διέπρατταν αδικήματα και πράξεις ύβρεως εναντίον του Τψάρχου, αλλά «εις το σώμα του Τι­ μάρχου»' οι άντρες που τον επισκέπτονταν, όταν κατοικούσε στο

σπίτι του γιατρού, δεν πλήρωναν για να κάνουν σεξ με τον Τίμαρχο,

αλλά «εμεταχειρίσθnσαν το κορμί του Τψάρχου». Μιλώντας συνεχώς για το κουφάρι του Τψάρχου, ο Αισχίνης μετατρέπει τον πασίγνω­

στο πολιτικό σ' ένα αποπροσωποποιημένο, ανώνυμο αντικείμεν0 8 . Σ' ένα περαιτέρω επίπεδο διάσπασης, αυτό που βγαίνει στην αγο­ ρά δεν είναι τόσο το σώμα όσο ένα συγκεκρψένο μέρος του σώμα­

τος. Κάτι τέτοια θέματα είναι ίσως πολύ ζόρικα για το ακροατήριο του Απολλοδώρου ή του Αισχίνου, αλλά ο Αριστοφάνης ως γνωστόν δε διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους. «Γουρουνάκι», «χοίρο», απ' ό,τι φαίνεται, αποκαλούσαν οι Έλληνες στην αργκό της

177

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

εποχής τα γεννητικά όργανα των κοριτσιών ή τα προσεκτικά ξυρι­ σμένα αιδοία των εταιρών. Όταν ο γέρος αρπάζει την αυλητρίδα στο τέλος των «Σφηκών», δείχνει καθαρά πώς τη Βλέπει, αποκαλώντας τη ΧΟιΡίον (δηλαδή μουνάκι). Οι κωμικοί συγγραφείς δεν αφήνουν να τους ξεφύγει μια τέτοια ευκαιρία για να Βγάλουν γέλιο. Κάποιοι

μεταγενέστεροι λεξικογράφοι εξηγούσαν στους κατάπληκτους Βυζα­ ντινούς αναγνώστες τους ότι η έκφραση «πώληση χοιριδίων στην

Κόρινθο», ήταν μια αναφορά στις διάσημες πόρνες της πόλης. Κα­ θώς η Κόρινθος ήταν μεγάλο κέντρο πορνείας, ιερής και μη, η φρά­ ση θα πρέπει να σήμαινε κάτι σαν το «κομίζω γλαύκαν εις Αθήνας». Στους «Αχαρνείς», ο Αριστοφάνης αναπτύσσει ακόμα περαιτέρω την

παρομοίωση της αγοραπωλησίας. Ο ήρωας του έργου, ο Δικαιόπο­

λις, έχει Βαρεθεί πια να πολεμάει τους Σπαρτιάτες και αποφασίζει να κλείσει τη δική του, ιδιωτική ειρήνη, στη μέση μιας πόλης που

προετοιμάζεται για πόλεμο. Είναι αποφασισμένος να απολαύσει τα οφέλη του εμπορίου με εχθρικές πόλεις, παρά το εμπάργκο που ισχύει στα προϊόντα τους, και ιδρύει τη δική του ελεύθερη ζώνη

εμπορίου στην αγορά. Τον πλησιάζει λοιπόν ένας άντρας από τα Μέ­ γαρα, των οποίων οι κάτοικοι υποφέρουν από τις επιπτώσεις του

αθηναϊκού αποκλεισμού και από τις τακτικές επιδρομές του εχθρού. Έχει μεταμφιέσει τις κόρες του σε γουρουνάκια και σκοπεύει να τις

πουλήσει για να Βγάλει μερικά χρήματα. Ο Δικαιόπολις καταλαΒαί­ νει αμέσως ότι πρόκειται για μεταμφίεση και αρχίζει τα παζάρια. Εί­

ναι αδύνατον για το ακροατήριο οποιασδήποτε εποχής να καταλά­ Βει αν οι ήρωές μας μιλάνε και εμπορεύονται γουρουνάκια, κορίτσια ή αιδοία. Εδώ ο συγγραφέας θέτει σε λειτουργία το εύρημα της λαν­ θασμένης ταυτότητας εις διπλούν. Οι κόρες του Μεγαρίτη κρύΒουν τις γυναικείες χάρες τους και γίνονται γουρουνάκια, αλλά ταυτό­ χρονα, μέσω του λεκτικού αστείου, τα γουρουνάκια γίνονται απλώς

αιδοία. Το επιφανειακό κοίταγμα, το οποίο Βλέπει «γουρουνάκια για πούλημα», και το διεισδυτικό κοίταγμα, το οποίο διακρίνει πίσω από τις μεταμφιέσεις «κορίτσια για πούλημα», παράγουν μια τρίτη

εικόνα, «τα αιδοία για πούλημα», την ουσιώδη αλήθεια πίσω από την πρόσοψη, την απάντηση στο γρίφο. Μέσω αυτού του σύνθετου δι­

κτύου λεκτικών αστείων και μεταμφιέσεων, τα κορίτσια υποΒιΒάζο­ νται σε απλά σεξουαλικά σκεύη 9 .

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Από αυτό το ΒάρΒαρο παράδειγμα για το πώς τα σώματα μετατρέ­ πονται σε αγαθά, ερχόμαστε σε μια πιο αποδεκτή μεταφορά, «την πώληση σες». Έχουμε αρκετές αποδείςεις ότι οι Έλληνες θεωρούσαν

το σες μεταςύ εραστών διαφορετικό από το αγοραίο σες. Το πρώτο συνέχιζε απλώς την αμοιΒαία ανταλλαγή δώρων και χατιριών σ' ένα πιο σωματικό επίπεδο, ενώ το δεύτερο ήταν ύΒρις. Το ακριΒές νόη­

μα της ύΒρεως έχει προΒληματίσει πολλές γενιές σπουδαστών των ελληνικών. Στα ελληνικά η λέςη αυτή σημαίνει Βία και αυθάδεια και

αλαζονεία, ενώ στα αγγλικά για παράδειγμα δεν υπάρχει αντίστοιχη λέςη. Ο Αισχίνης την τοποθετεί σε σεςουαλικό πλαίσιο: «Όποιος ενοικιάζει άλλον», λέει, «διαπράττει ύΒριν». Μοιάζει να έχει πάνω κάτω τις ίδιες αποχρώσεις με τη δική μας «σεςουαλική εκμετάλλευ­

ση». Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, αφηγείται την ιστορία του Ελ­ λανοκράτους του Λαρισαίου, του οποίου ο εραστής αρνήθηκε να εκ­ πληρώσει την υπόσχεσή του και να τον αφήσει να επιστρέψει στην

πόλη του, «ξεκαθαρίζοντας έτσι ότι ΩσχέσΩ τους δεν είχε προέλθει από ερωτικύ. επι θυρ ία, αλλά εξ ύΒρεως». Ο Ελλανοκράτης ένιωσε αντικείμενο εκμετάλλευσης και τον σκότωσε. Ίσως λοιπόν, το σες γίνεται ύΒρις όταν υποΒιΒάζεται σε μιαν απρόσωπη δραστηριότητα,

σε σκέτο προϊόν, σε σες που δε σημαίνει τίποτα, κι όχι σε μια πρά­ ςη που συμΒολίζει μια αμοιΒαία δέσμευση. Δεν είναι πολύ δύσκολο

να καταλάΒουμε ότι το σες του είδους «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώ­ σατε», το οποίο επαινούσαν τόσο πολύ οι κωμικοί ποιητές αναφε­ ρόμενοι στα πορνεία, μπορούσε να συσχετιστεί με μια λέςη που αλ­

λού υπονοεί την προσΒλητική συμπεριφορά lΟ • Η ίδια η λέςη πόρνη προέρχεται από το ρήμα πέρνημι, το οποίο

σημαίνει πουλάω κάτι αλλά και πουλιέμαι. Πιο σημαντικό είναι ότι η σχέση ανάμεσα στις δύο λέςεις μοιάζει αρκετά ςεκάθαρη: «πέρνα­ ται = πωλεί" εςού και η λέςη πόρνη, εκείνη η οποία πουλάει σες (μί­ ςιν)*.

Η απόσταση είναι μικρή από εδώ ως τις περιγραφές του πορνεί­ ου από τους κωμικούς ποιητές, οι οποίοι το ονομάζουν KΙVDτrΊ.ΡΙOν,



Μίξις



συνάφεια, η εμπορική αλλά και η σεξουαλική επαφή. Άλλοι φιλόλογοι

ετυμολογούν τη λέξη πόρνη από το πέρνημι, όμως επειδή οι περισσότερες πόρνες ήταν σκλάΒες που είχαν αγοραστεί.

179

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

«εργαστήριο του σε~;", σαν να ήταν ένα εργαστήριο που παρήγαγε

σεξουαλικά προϊόντα. Η γκάμα των προϊόντων του θα πρέπει να ήταν αρκετά εκτεταμένη. Τον

40

αιώνα π.χ., παρατηρούμε μια έκρη­

ξη βοηθημάτων και εγχειριδίων, που πολύ σύντομα κάλυψαν όλα τα θέματα: από τη «μαγειρική τέχνη» έως «την επιβίωση στη διάρκεια

πολιορκίας». Ανάμεσά τους υπήρχαν και σεξουαλικά εγχειρίδια, με συμβουλές περί κολακείας και αποπλάνησης, όπως επίσης με μια γκάμα σεξουαλικών στάσεων. Ο Αριστοφάνης αναφέρει μια εταίρα που την έλεγαν Κυρήνη, η οποία ήταν προφανώς δεξιοτέχνης σε δώ­

δεκα στάσεις (δωδεκαμήχανος). Στις περισσότερες από αυτές δεν μπορούμε ούτε όνομα να δώσουμε και σε όσες μπορούμε, όπως στην επονομαζόμενη λέαινα έπι τυροκνήστιδος (δηλαδή λέαινα στον τρί­ φτη του τυριού), πάλι δε βγάζουμε άκρη*. Υπήρχαν πάντως τρεις

στάσεις που αναφέρονται αρκετά τακτικά. Οι δύο συνεπάγονται διείσδυση από πίσω: η κύβδα**, η «σκυφτή προς τα μπρος», είναι

όταν ο άντρας είναι όρθιος και η γυναίκα σκύβει μπροσΤά, ενώ η λορδώ***, «η σκυφτή προς τα πίσω», είναι όταν η γυναίκα ακουμπά­ ει πίσω στο στήθος αυτού που τη διεισδύει. Η τρίτη λέγεται κέλης ή «άλογο κούρσας», όταν η γυναίκα κάθεται πάνω στον άντρα και

τον ιππεύει σαν άλογο. Οι διαφορετικές στάσεις είχαν και διαφορετική χρέωση. Σ' ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Πλάτωνος, όπου υπάρχει μια θυσία στους πορνοθεούς, η στάση «σκυφτή προς τα πίσω» χρεώνεται μια δραχμή, η «σκυφτή προς τα μπρος» τρεις οβολούς (μισή δραχμή) και

η «άλογο κούρσας» το δέρμα, και σχεδόν σίγουρα πρόκειται για σά­ τιρα της γκάμας των αμοιβών μιας πόρνης. Εκτός από την προφανή

περίπτωση να πρόκειται για αισχρό υπονοούμενο, το δέρμα ενός θυ­ σιασμένου ζώου θεωρείτο ύψιστο προνόμιο και το «άλογο κούρσας» θα πρέπει να ήταν η πιο ακριβή στάση. Η σκυφτή προς τα μπρος,

από την άλλη, είναι το φτηνότερο είδος σεξ, που συνήθως χρέωναν

τρεις οβολούς. Απαντάται ως προϊόν σ' ένα από τα ανέκδοτα του

• •• •••

Πρόκειται για στάση οκλαδόν . Από το επΙρρημα κύΒδα = σκυφτά, με το κεφάλι κάτω (κύπτω) . Από το ρήμα λορδόω = σκύΒω προς τα πΙσω, με το στήθος και την κοιλιά να εξέ­ χουν.

180

ΑΡΧΑΙΟΙ

Μάχωνος για την

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

grande horizontale*

Γνάθαινα: αρκετό καιρό αφού

έχει πάψει να είναι στις δόξες της, η διακεκριμένη κυρία πηγαίνει στην αγορά και Βλέπει έναν όμορφο νεαρό χασάπη που ζυγίζει κρέ­ ας. Τον πλησιάζει και τον ρωτάει: «Πόσο πάει;» Εκείνος χαμογελά­ ει και της αντιστρέφει την ερώτησή της. «Τρεις οΒολούς», της λέει,

«σKυφτrΊ προς τα μπρος». Τώρα πια μπορούμε να αντιληφθούμε τι ακριΒώς συνειρμούς προκαλούσε η συμπεριφορά των Κορινθίων εταιρών, που αναφέρθηκαν στην αρχή του κεφαλαίου. Παρά το ύφος τους και τις χάρες τους, δεν είναι καλύτερες από τις τσούλες «της πεντάρας» όταν σκύΒουν προς τα μπρος για χάρη κάποιου πλού­

σιου l1 • Το γεγονός ότι φαίνεται να υπήρχε σταθερή τιμή για την κύΒδα συντελεί στη μετατροπή της στάσης αυτής σε αναγνωρίσιμο σεξουα­

λικό αγαθό και ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εμπορευματικής

γλώσσας είναι η μέριμνα για καθορισμένες τιμές. Όταν ο Θεόπο­ μπος θέλει να μετατρέψει τη μεγάλη Πυθιονίκη σε κοινή πόρνη, πα­ ρατηρεί πως, εκτός του ότι είναι τρεις φορές πόρνη και τρεις φο­

ρές δούλη, είναι γνωστή ως εκείνη «που οι πάΥτες yvωρίςουv ότι τη μΟιΡάστηκαγ όλοι όσοι τηγ rΊθελαγ, και όλοι στηγ ίδια τψrΊ». Αλλού Βρίσκουμε την καθορισμένη τιμή χαραγμένη ακόμα και στα ονόματα

των γυναικών. Όπως θυμόμαστε από το κύπελλο που ήταν εικονο­ γραφημένο με μια σκηνή πορνείου-εργαστηρίου υφαντικής, υπήρχε

μια κοπέλα ονόματι ΟΒόλη

-

η τιμή που αναφέρει ο Φιλήμων στην

περιγραφή του πορνείου: «Η πόρτα είγαι ορθάΥοιχτη' η είσοδος, έγας οΒολός. Μπες μέσα!». Μια άλλη γυναίκα ήταν γνωστή ως Δί­ δραχμον, επειδή «πrΊγαιγε με όποιογ τηγ rΊθελε για δύο δραχμές»!2. Τα μετρητά δεν προσδιορίζουν κατ' ανάγκη ανταλλαγή προϊό­ ντων, αλλά οπωσδήποτε Βοηθούν στην κατανόησή της και φαίνεται

ότι υπάρχει πράγματι ένας ισχυρός συμΒολικός συσχετισμός μεταξύ νομισμάτων και ανηθικότητας, που λειτουργεί αμφίδρομα: ΜόΥΟ η γOμισμαΤΙKrΊ συγαλλαγrΊ αΥταποκρίγεται στο χαρα­

KτrΊρα μιας εΥτελώς εφrΊμεpης ασίψαΥτης σχέσης, όπως είγαι η ποργεία. Η σχέση κατακερματίςεται πληρέστερα και τερμα-

*

ου

demi-mondaine ονόμαζαν τη γυναίκα ελαφρών ηθών κατά το 190 αι. «La Grande Horizontale» του ]ean-Louis Dubut de Laforest.

μυθιστόρημα

181

Βλ. το

ΤΖΕΪΜΣ τίςεται πιο ριςικά με

rnv

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ πλnρωμΏ ενός χρnματικού ποσού

παρά με το δόσιμο ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ως δώ­ ρου'

pnv ξεχνάμε

ότι το δώρο διατnρεί πάντοτε, μέσω του πε­

ριεχομένου του, τnς επιλογΏς και τnς χρΏσnς του, ένα στοι­ χείο του προσώπου που το έχει δώσει. Μόνο τα χρΏματα, τα οποία δε συνεπάγονται καμία δέσμευσn και θεωρnτικά είναι πάντοτε πρόχειρα και ευπρόσδεκτα, είναι το κατάλλnλο ισο­ δύναμο τnς σεξουαλικΏς επιθυμίας, που αυξάνεται στιγμιαία

και εξίσου στιγμιαία σΒΏνει,

[. .. ] Εφόσον ένα

οποία εξυπnρετεί

rnv

n

πορνεία

άτομο πλnρώνει με χρΏματα, τελειώνει οριστι­

κά με το όποιο αντικείμενο, με τόσο θεμελιώδn τρόπο όπως όταν πλnρώνει για να τον ικανοποιΏσει μια πόρνn

an

[. .. ] arn

φύ­

των χρnμάτων Βιώνουμε κάτι από

Η αδιαφορία που ενυπάρχει

rnv ουσία τnς πορνείας arn xprian του χρΏματος, n έλλει­

ψn εξάρτnσnς από κάποιο άτομο, αφού δε συνδέεται με κανέ­

να,

n

κάθε

εγγενΏς αντικειμενικότnτά του ως μέσου που αποκλείει

auvataenpaTlKri

σχέσn

όλα αυτά δnμιουργούν μια δυ­

-

σοίωνn αναλογία μεταξύ χρΏματος και πορνείας. Ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα ο Ζίμελ *

ρακτηριστικός του

.κτές

-

ένας τρόπος χα-

φαίνεται να βρίσκει υποστηρι-

jin-de-siecle** -

στην κλασική Αθήνα, όπου τα νομίσματα αντικατοπτρίζουν και

προσδιορίζουν τις ανώνυμες ανήθικες συναλλαγές. Έτσι οι γυναίκες των πορνείων του αποσπάσματος

82

του Ευβούλου είναι «κερμάτων

παλεύτρ ια ι" (δηλαδή νομισματοπαγίδες) και στο απόσπασμα

67

μα­

θαίνουμε ότι μπορείς να αγοράσεις την ηδονή από αυτές μ' «ένα μι­ κρό νόμισμα». Και ο Επικράτης χρησιμοποιεί τα χρήματα για να δεί­

ξει την κατάπτωση της εταίρας Λαίδος, όταν αντιπαραβάλλει την πε­ ρίοδο της ακμής της, τότε που γινόταν έξω φρενών όταν της πρσέ­ φεραν ένα στατήρα***, με την παρούσα κατάπτωσή της, που την ανά-

• Georg Simme! 0858-1918)

Γερμανός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος που με το

έργο του «Η φιλοσοφία του χρήματος» εφαρμόζει τις ιδέες του σ' ένα συγκεκρι­ μένο πεδίο: την οικονομία .

••

Του τέλους του αιώνα, ειδικά για το

190

αιώνα. Όρος που χαρακτηρίζει κάτι πα­

ρακμιακό .

•••

Ο αργυρός στατήρας ισοδυναμούσε μ' ένα τετράδραχμο, ενώ ο χρυσός με είκοσι αττικές δραχμές.

.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γκαζε να δέχεται ακόμα κι ένα τριόΒολο (μισή δραχμή), μειλίχια και ήπια. Στην κλασική περίοδο, συναντάμε κάποιες νύξεις που ταυτί­ ζουν το χρήμα με το σπέρμα, τις δύο πλευρές δηλαδή της ανδρικής υπόστασης. Οι νύξεις αυτές γίνονται αργότερα πολύ πιο κατηγορη­ ματικές.

Αυτή η λογική οδηγεί τον Αρτεμίδωρο, το

20

αιώνα μ.χ., να ισχυ­

ρίζεται στον ονειροκρίτη του ότι, όταν ένας άντρας ονειρεύεται πως

κάνει σεξ με το γιο του, σημαίνει ότι θα ξοδέψει χρήματα γι' αυτόν: θα του πληρώσει τα δίδακτρα του σχολείου ή θα του μεταΒιΒάσει την περιουσία του. Σύμφωνα με την ίδια θεωρία, η χρυσή Βροχή που Βλέπουμε στα αγγεία της κλασικής εποχής να πέφτει στην ποδιά της

Δανάης και να τη γονιμοποιεί γίνεται στον Τισιανό μια Βροχή από χρυσά νομίσματα που πέφτει στην ποδιά μιας πόρνης. Η άποψη του

ΕυΒούλου ότι οι πόρνες είναι «νομισματοπαγίδες» δεν απέχει πολύ από τις απόψεις του 2ίμελ και του Μπωντριγιάρ, που θεωρούν τον

καπιταλισμό ως ανηθικότητα 13 . Είναι προφανές ότι όσοι αποδίδουν στις πόρνες το χαρακτήρα αντικειμένων προς πώληση κινούνται από ισχυρά ρεύματα μίσους και περιφρόνησης, αλλά δε μας Βοηθάει σε τίποτα να αντιμετωπίζου­ με ως σύμφυτα και ουσιαστικά θετικό ή αρνητικό το λόγο περί

εμπορευματικής συναλλαγής. Για όσο χρόνο θα υπάρχει πορνεία, αυτό το λεξιλόγιο με αυτούς τους συμΒολισμούς θα χρησιμοποιεί­ ται για να προστατεύει αλλά και ταυτόχρονα να υποτιμά τις πόρνες. Ακολουθώντας τέτοιες στρατηγικές, οι άποροι άντρες και γυναίκες υιοθετούν το ρόλο των προϊόντων που έχουν ζήτηση και μπαίνουν οι ίδιοι στη θέση και του πωλητή. Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γε­

γονός ότι οι κοινωνιολόγοι ανακαλύπτουν πως πολλές

πόρνες

ισχυρίζονται ότι Βιώνουν για πρώτη φορά μια αίσθηση εξουσίας, όταν διαπραγματεύονται την πρώτη τους συναλλαγή. Πολλές προτι­ -μούν να αυτοαποκαλούνται εργάτριες του σεξ. Είναι οι πελάτες που φαντασιώνουν μια ιδιαίτερη σχέση, επινοώντας ιστορίες για μια κο­ πέλα που ερωτεύτηκε έναν πελάτη και αρνήθηκε να του πάρει λε­

φτά 14 . Κι άλλωστε μην ξεχνάτε ότι η Κλεψύδρα είναι που καταφεύ­ γει στο ρολόι.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Απλώς καλοί φίλοι Ο κόσμος της μεγάλης εταίρας απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από την Κλεψύδρα, που πουλάει κομμάτια του χρόνου της. Ο κοινός οί­ κος ανοχής δε μοιάζει καθόλου με τη θαυμάσια επιπλωμένη κατοι­ κία της Θεοδότης, στο πολυτελές περιβάλλον της οποίας δέχεται την επίσκεψη του Σωκράτους. Ο φιλόσοφος εντυπωσιάζεται φανερά και δεν μπορεί να μη νιώσει περιέργεια για τα εισοδήματά της. Μή­ πως έχει αγρόκτημα; Κανένα σπίτι; Κάποιους τεχνίτες που δουλεύ­ ουν γι' αυτήν; Σε κάθε ερώτηση, η απάντηση της Θεοδότης είναι αρ­ νητική. Η μόνη πηγή εισοδήματός της είναι οι «φίλοι» της. Ο φιλό­

σοφος θεωρεί κάπως ευάλωτο αυτό τον τρόπο ζωής και, γινόμενος

ανθρωπολόγος, συλλογίζεται τις μεθόδους με τις οποίες μια τόσο παρακινδυνευμένη διαδικασία θα μπορούσε να γίνει πιο ασφαλής. Η

φιλία μπορεί να εδραιωθεί και να ενισχυθεί από επισκέψεις τις πρέ­ πουσες ώρες, για παράδειγμα. Η Θεοδότη τρομάζει στη σκέψη μιας τόσο άβολης κατάστασης. Ο Σωκράτης αλλάζει τακτική και συγκρί­ νει τη φιλία με την πείνα και τις χάρες με την τροφή (μια αγαπημέ­

νη του παρομοίωση με την επιθυμία), χρησιμοποιώντας τη μεταφο­ ρά για να σκιαγραφήσει μια λιμπιντική οικονομία όπου οι ορέξεις διεγείρονται αλλά η ικανοποίηση αναβάλλεται. Η Θεοδότη εντυπω­

σιάζεται από το πόσο καλά αντιλαμβάνεται ο Σωκράτης το αληθινό νόημα της φιλίας ώστε του προτείνει να χρησιμοποιήσει τις υπηρε­

σίες του. Ο Σωκράτης της λέει ότι είναι πολύ απασχολημένος. Θα προτιμούσε να ερχόταν εκείνη σε αυτόν.

Αυτό το διάσημο επεισόδιο, τόσο γεμάτο ειρωνικά υπονοούμενα, θα πρέπει να είναι η αφετηρία κάθε έρευνας που αφορά τη σχέση

εταίρας και δώρου, διότι φυσικά, παρ' όλο που ούτε ο Σωκράτης ού­ τε ο Ξενοφών το λένε ποτέ καθαρά, η Θεοδότη είναι εταίρα. Ο Ξε­ νοφών αποφεύγει προσεκτικά κάθε αναφορά στους πελάτες, τις τι­ μές, τις αμοιβές και το σεξ. Η συζήτηση περιστρέφεται συνέχεια γύ­ ρω από τη φιλία και τις χάρες. Ο φιλόσοφος προσδιορίζει το πλαί­

σιο αμέσως μόλις φτάνουν οι επισκέπτες, ταράζοντας τους συντρό­ φους του με την ερώτηση αν τώρα θα πρέπει να ξεπληρώσουν στη Θεοδότη τη χάρη ότι δέχτηκε να τους δει ή αν εκείνη τους οφείλει χάρη για τις φροντίδες τους. Όταν εμφανίζεται η όμορφη Θεοδότη,

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

φροντίζει τα λόγια της να μην ξεφεύγουν ποτέ από το λεξιλόγιο της φιλίας, των δώρων, της ευεργεσίας και της ευγνωμοσύνης. «Εάν τις,

γενόρενος φίλος ρου, θέλΩ να ρε ευεργετΩ ... »: έτσι περιγράφει τον τρόπο διαΒίωσής της. Ο Σωκράτης συνεχίζει το γλωσσικό παιχνίδι και της προτείνει ένα σχέδιο ώστε οι γνωστοί της να «δύνανται να

γίνωσιν άριστοι φίλοι και πλείστον χρόνον να αγαπώσι και τα ρέγι­ στα να ευεργετώσι»15. Είναι πάρα πολλές οι περιστάσεις,

στην κωμωδία και αλλού,

όπου οι εταίρες συσχετίζονται με τα δώρα. Μια κήρυκας στις «Θε­

σμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνους, για παράδειγμα, καταριέται "Ρια ερωρένΩ που δέχεται [δώρα πολλά] κι ωστόσο το φίλο ΤΩς προ­ δίνει». Το πιο διάσημο παράδειγμα δώρου ανάμεσα σε μια εταίρα και τον εραστή της

-

κλασική περίπτωση από πολλές πλευρές

-

είναι

το δώρο που έκανε ο Πραξιτέλης στη Φρύνη, ένα άγαλμα του θεού

Έρωτα. Πολλά έχουν λεχθεί γι' αυτό το διάσημο δώρο. Ο Αθήναιος παραθέτει ένα επίγραμμα που έλεγαν ότι είχε σκαλίσει ο γλύπτης ο ίδιος:

Ο ΠραξιτέλΩς απεικόνισε ρε ακρί8εια τον Έρωτα από τον οποίο υπέφερε, σφυΡΩλατώντας το πρότυπο από ΤΩν ίδια του ΤΩν καρδιά. ΣΤΩ ΦρύνΩ ρε έδωσε, ρε αντάλλαγρα ερένα.

Σε άλλες εκδοχές της ιστορίας, ο γλύπτης δεν έφτιαξε το άγαλ­ μα για τη Φρύνη, αλλά εκείνη το διάλεξε από τα έργα του, αφού

υπολόγισε προσεκτικά την αξία του, το επίγραμμα πάντως παρου­ σιάζει το άγαλμα ως ένα εντελώς προσωπικό δώρο. Το άγαλμα είναι μια εκδοχή του έρωτά του, του έρωτα που ένιωθε για τη Φρύνη, του

έρωτα που του έδινε η Φρύνη. Είναι ένα ακριΒές ταίρι, ένα ακριΒές

αντίγραφό του

-

"Ρε έδωσε, ρε αντάλλαγρα ερένα». Και είναι τέλειο

επίσης, επειδή ταιριάζει τόσο εύστοχα στο σύγχρονο ορισμό του δώρου, ως μιας προσωπικής σχέσης ανάμεσα σε ανθρώπους. Τι θα

μπορούσε να συμΒολίζει τη σχέση δύο εραστών καλύτερα από τον Έρωτα; Το άγαλμα διατήρησε το ρόλο του ως δώρου για μεγάλο χρο­ νικό διάστημα. Η Φρύνη το χάρισε στο θεό τον ίδιο στον Έρωτα από έρωτα

-

-

ο Έρωτας

και το άγαλμα τοποθετήθηκε στο ιερό του

Έρωτα στις Θεσπιές. Εκεί παρέμεινε ως μοναδικό τουριστικό αξιο-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

θέατο της πόλης, μέχρι τη μεταφορά του στη Ρώμη, όπου καταστρά­

φηκε στη διάρκεια μιας πυρκαγιά ς 16. Η πορεία του αγάλματος, από ερωτικό δώρο σε ανάθημα στο ναό, μπορεί να αντιστραφεί. Στο έργο του «Περί των συληθέντων εκ Δελ­ φών χρημάτων", ο Θεόπομπος αναφέρει έναν κατάλογο με τα δώρα που έκαναν οι τύραννοι της Φωκίδας στους εραστές και τις ερωμέ­ νες τους, όταν το ιερό βρέθηκε υπό τον έλεγχό τους, λεηλατώντας έτσι ανεκτίμητους αρχαίου ς θησαυρούς:

ΣΤΩν αυλΩτΡίδα Βροριάδα

[... ]

ο Φάυλλος έδωσε ένα ασΩ­

ρένlO καρχΙι σ lOν*, ανάθΩρα ΤΩς Φώκαιας, και ένα χρυσό στέ­ φανο από κισσό, ανάθΩρα από ΤΩν ΠεπάΡΩθο

[. .. ] ΣΤΩ

Φαρσα­

λία, ΤΩ χορεύτρια απ6 ΤΩ Θεσσαλία, ο ΦιλόΡΩλος χάρισε ένα

χρυσό δάφνινο στέφανο, ανάθΩρα ΤΩς Ααρψάκου 17 •

Αν κρίνουμε από τις ρωμαϊκές διασκευές του Πλαύτου και του Τερεντίου, η νέα κωμωδία ήταν πλήρως ευαισθητοποιημένη στη ση­

μασία της ανταλλαγής δώρων στον κόσμο της εταίρας (στα λατινικά

meretrix).

Ο συγγραφέας μιας μελέτης σχολιάζει:

ΣΤΩν τεράστια πλεlOΨΩφία των κεψένων που σχετίςονται ρε ΤΩ συντΙιΡΩσΩ ΤΩς εταίρας/meretriΧ στον κλασικό κόσρο, φαίνεται αρκετά ξεκάθαρα ότι τα δώρα, είτε σε είδος είτε υπό ρορφΙι χρΙιρατος, δεν iιταν απλώς ένας εθψικός τρόπος πλΩ­ ρωρΙις, αλλά όταν

[... ]

αφορούσαν ρια λίγο ως πολύ σταθεΡΙι

σχέσΩ, ο ροναδικός τρόπος πλΩρωρΙις.

Μερικές φορές, αυτά τα δώρα αποτελούν σημαίνον μέρος της πλοκής. Ο «Ευνούχος» του Τερεντίου, για παράδειγμα, ένα θεατρι­ κό που δανείζεται τον τίτλο του και μεγάλο μέρος της πλοκής του από ένα χαμένο έργο του Μενάνδρου, έχει ως κεντρικό θέμα τα δώ­ ρα που κάνουν διάφοροι μνηστήρες στην εταίρα Θαιδα διεκδικώντας την εύνοιά της

*

-

και τα οποία δώρα είναι μια νεαρή δούλη και ένας

Είδος ποτηριού ή κύλικος, στενότερο στο μέσο και πλατύτερο στη Βάση και τα χεί­ λη.

186

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ευνούχος. Εκτός των ρωμαϊκών αντιγράφων, έχουν σωθεί σε παπύ­

ρους δύο άλλα αποσπάσματα, τα οποία συλλαμβάνουν την περίπλο­ κη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας στον τομέα του δώρου. Στο

πρώτο, ένα καινούριο απόσπασμα του «Μισούμενου" που εκδόθηκε για πρώτη φορά το

1977,

ο στρατιώτης Θρασωνίδης διαμαρτύρεται

για τον τρόπο που του φέρεται η αιχμάλωτη Κράτεια, η οποία δεί­

χνει να τον μισεί παρά τα δώρα του:

ΤΩν αγόρασα, [της έδωσα] ΤΩν ελευθερία ΤΩς, ΤΩν αναγό­

ρευσα [σε αφέντρα] του σπιτιού μου, ΤΩς έδωσα υΠΩρέτΡιες,

χρυσά στολίδΖα, μανδύες, ΤΩς φέρθΩκα όπως σε σύζυγο.

Το δεύτερο είναι από τη «Θεοφορουμένη" και, απ' ό,τι φαίνεται, κάποιος κρυφακούει μια ξένη κοπέλα να λέει αφηρημένα για «τα δώ­

ρα μου" και πως της τα έκλεψαν. Ο τρόπος που μιλάει για τα δώρα της, την κατατάσσει αμέσως στην κατηγορία της lΠΠOπόpνΩς, δnλα~ δή της ασελγούς και απεχθούς πόρνης. Τα δύο αυτά αποσπάσματα μαςί μάς δείχνουν θαυμάσια πόσο ύπουλη ήταν η υποκρισία και ο

κυνισμός των αρχαίων όσον αφορά το δώρο. Στο πρώτο, τα δώρα του στρατιώτη προς την Κράτεια απέχουν πολύ από την πληρωμή μιας πόρνης και ο ήρωας τα χρησιμοποιεί για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό του ότι της έχει φερθεί σαν σε ελεύθερη γυναίκα, σαν αφέ­ ντρα του σπ~τιoύ του και σύςυγό του. Εντούτοις, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Κράτεια είναι (ή ήταν) μια δούλη-παλλακίδα. Στο άλλο από­

σπασμα, ο αφηγητής «διαβλέπει" αμέσως στην αναφορά των δώρων την αλαςονεία της εταίρας και η γυναίκα θεωρείται πόρνη· αν και ο

χαρακτηρισμός, αφού η ηρι,;ίδα είναι σχεδόν σίγουρα παρθένα, θα αποδειχτεί εντελώς λαθεμένος. Αυτό που δείχνουν όλα αυτά τα απο­ σπάσματα, όπως και η περιγραφή της επίσκεψης του Σωκράτους στη

Θεοδότη, είναι ότι οι Έλληνες ήταν ενήμεροι για τη σημασία του δώ­

ρου. Καταλάβαιναν εξίσου καλά με τον κάθε ανθρωπολόγο τον τρό­ πο λειτουργίας του, το γεγονός ότι μπορεί να μην ήταν τίποτα πα­ ραπάνω από ένα παιχνίδι, ένα ενσυνείδητο παιχνίδι με άρρητους κα­

νόνες, ένα παιχνίδι στο οποίο οι εταίρες ήταν μαστόρισσες18. Φυσικά, αυτά τα δώρα δεν ήταν τσάμπα. Οι γυναίκες ήταν υπο­

χρεωμένες να δώσουν κάτι σε ανταπόδοση

-

κάτι που ήταν στη δι-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

κή τους διάκριση, φυσικά. Το επίγραμμα του Πραξιτέλους διευκρι­ νίζει ότι ο γλύπτης κάνει δώρο τον Έρωτα στη Φρύνη, σε ανταπό­ δοση του έρωτά της. Από την άλλη, αυτό που οφείλει να δώσει η

Θεοδότη ως αντάλλαγμα για τις χάρες των φίλων της δε διευκρινί­ ζεται εντελώς. Ο Σωκράτης τη βοηθάει. Ίσως ξεπληρώσει τη χάρη

επισκεπτόμενη τον εν λόγω φίλο όταν είναι άρρωστος, με το να τον συγχαρεί για τις επιτυχίες του, με λόγια, μ' ένα βλέμμα. Αν αυτός είναι ιδιαίτερα ενθουσιώδης, εκείνη μπορεί να ευαρεστηθεί να τον ευχαρισΤήσει «με όλη της την ψυXiι» (οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυ­ τό). Ο Σωκράτης υπεκφεύγει όσο μπορεί την ουσία: «και ότι αρεστοί

σοι είναι οι φίλοι Υνωρίςω ότι όχι με λόγους, αλλά με έργα κατα­ πείθεις». Αργότερα λέει γι' αυτήν ότι κάνει ένα δώρο από «τα παρα σεαυτης (τα δικά της πράγματα)>>, προσφέρει δηλαδή ευεργεσίες, απόλαυση. Τώρα ο Σωκράτης μπαίνει περισσότερο στο ψητό. Ο Μά­ χων δεν είναι τόσο σεμνότυφος. Αυτό που έχουν να δώσουν οι εταί­ ρες του είναι παρόμοιο με αυτό που πωλούν οι πόρνες. Διηγείται λοιπόν μια ιστορία για την εταίρα Νικώ και τον εραστή του Σοφο­ κλέους, το Δημοφώντα:

Λέγεται ότι η Νικώ είχε πολύ θελκτικά οπίσθια και ο Δη­ μοφών τη ρώτησε κάποτε αν μπορούσε να τα απoKτiισει. Κι

εκείνη γέλασε και του είπε:

-

Μετά χαράς, φίλε μου, πάρ' τα και δώσ' τα στο Σοφο­

Kλiι ως δώρο εκ μέρους μου.

Ένα παρόμοιο ανέκδοτο μιλάει για τη Μανία και το Δημήτριο τον Πολιορκητή, βασιλιά της ελληνιστικής περιόδου:

Λένε ότι σε κάποια περίσταση που ο Δημiιτριoς ο Βασιλεύς επιθύμησε τα οπίσθιά της, η Μανία του ςiιτησε κάτι σε αντάλ­

λαγμα. Εκείνος της το παραχώρησε και λίγο αργότερα εκείνη του γύρισε την πλάτη και του είπε:

-

Γιε του Αγαμέμνονα, τώρα μπορείς.

Αυτό το «λίγο αργότερα» έχει ζωτική σημασία. Όπως έλεγαν οι κωμικοί ποιητές στα εγκώμια των πορνείων, οι γυναίκες του πορ-

188

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νείου οφείλουν να το κάνουν «χωρίς καθυστέρηση». Παρατηρεί ο Πιέρ ΜπουρνΤΙέ:

Η λειτουργία ΤΩς αvτaλλαγIίς δώρων προϋποθέτει παρα­ ΥνώρισΩ [meconnαissαnce] ΤΩς πραγματικόΤΩτας του αVΤΙKεψε­

νικού «ρΩχανισμού» ΤΩς αvτaλλαγIίς, μιας πραΥΡατικόΤΩτας ΤΩν οποία μια άμεσΩ αVΤαπόKΡισρ εκθέτει 8ίαια.

Αυτή την αντιπαράθεση, την τόσο οικεία στους ανθρωπολόγους,

ανάμεσα σ' αυτό που οι τρίτοί θεωρούν προνομιούχο θέση και στην εμπειρία εκείνων που τη Βιώνουν πράγματι, μπορούμε να τη δούμε στην περίπτωση της επίσκεψης του Σωκράτους σΤη Θεοδότη. Κά­ ποια στιγμή, η εταίρα εναντιώνεται όταν, ο Σωκράτης κοινοποιεί

προσεκτικά τους κανόνες του παιχνιδιού: «Μα το Δία», ορκίςεται,

«ουδέν εκ τούτων μΩχανεύομαι εγώ». Ο Σωκράτης, που ελάχιστα

πτοείται, συμφωνεί: «Και όμως, μεγάλn σΩμασία αποδίδεται εις το να προσφέρεται τις προς άνθρωπον κατά φύσιν και ορθώς (δηλαδή να φέρεται κανείς με φυσικότητα και ειλικρίνεια)>>19. Η μικρή καθυστέ­ ρηση της Μανίας να ικανοποιήσει την επιθυμία του Δημητρίου και η οργή της Θεοδότης για τον κυνισμό του Σωκράτους είναι στοιχεία

αναγκαία για να αμυνθούν και οι δύο γυναίκες εναντίον ενός κό­ σμου αγοραπωλησίας. Η παρανόηση, η υπεκφυγή, η αποφυγή λεπτο­

μερειών, η αΒεΒαιότητα της εύνοιας που θα δοθεί ως αντάλλαγμα εί­ ναι όλα στρατηγικές που έχουν σκοπό να διατηρήσουν τη «φιλία» εκτός αγοράς. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ςήτημα ευαισθησίας. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα μυστικότητας και. υπεκφυγής στον κόσμο της εταίρας.

Με το σαφή προσδιορισμό έρχονται οι κίνδυνοι, οΙ φόροι, τα όρια,

οι νόμοι. Οι γυναίκες που εργάςονταν σε πορνεία ήταν δηλωμένες και έπρεπε να πληρώνουν το πορνικόν τέλος, το φόρο πορνείας δη­ λαδή. Οι αυλητρίδες απαγορευόταν να χρεώσουν πάνω από δύο δραχμές για μια νύχτα και ήταν υποχρεωμένες να πηγαίνουν σε όποιον τις παραχωρούσε ο Αστυνόμος. Οί γυναίκες των πορνείων

και των δρόμων αποκλείονταν από την προστασία που παρείχε στις άλλες γυναίκες η νομοθεσία του Σόλωνος ή του Δράκοντος. Οι Αθη­ ναίες που ςούσαν έναν τέτοιο τρόπο ςωής εξέθεταν τον εαυτό τους

189

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

και τους εραστές τους στους νόμους περί μοιχείας, ακόμα και στο

θάνατο. Οι εταίρες είχαν έντονο ενδιαφέρον γι' αυτό το παιχνίδι. Από τον επισφαλή προσδιορισμό του δώρου εξαρτιόταν η επισφα­ λής θέση τους "ως «συνοδοί» κι όχι ως κοινές πόρνες. Η αποφυγή υπολογισμού κατά την προσφορά και η φυσικότητα της φιλίας, στην οποία η Θεοδότη επιμένει και με την οποία ο Σωκράτης συναινεί ει­ ρωνικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις ίδιες τις γυναίκες για να παρακάμψουν το χαρακτηρισμό, τον ποσοτικό προσδιορισμό και την εμπορευματοποίηση.

Το δικαίωμα επιλογής με ποιον θα κοιμηθεί που είχε η εταίρα εί­ ναι ένα δικαίωμα ουσιώδους σημασίας. Η Θεοδότη δεν πηγαίνει με όποιον τη θέλει, αλλά με όποιον «την πείθει». Από την άποψη αυ­

τή, οι εταίρες είναι πιο κοντά προς τις (μοιχαλίδες ή εν δυνάμει μοι­

χαλίδες) συζύγους παρά προς τις πόρνες. Το κατάλληλο ρήμα δεν είναι το αγοράζω, αλλά το πείθω (δηλαδή πείθω, σαγηνεύω) ή πει­ ράω (δοκιμάζω, επιτίθεμαι σε κάποιον ή κάτι με σκοπό την κατα­ στροφή ή το σεξ, όπως το αποδίδει ο Φώτιος στο «Λεξικόν» του). Το ρήμα χρησιμοποιείται για επιθέσεις από στρατούς σε πόλεις ή

χώρες, αλλά και για απόπειρες κατά της σεξουαλικής «τιμής». Το συναντάμε και στην Καινή Διαθήκη, όπου μεταφράζεται ως «πειρα­ σμός», αλλά και στα ελάχιστα σωζόμενα αποσπάσματα του πιο διά­

σημου σεξουαλικού εγχειριδίου του αρχαίου κόσμου, το οποίο απο­ δίδεται στη Φιλαινίδα τη Σαμία. Η κορυφή της δεύτερης στήλης του

αποσπάσματος του πρώτου παπύρου έχει επικεφαλίδα «Περί πειρα­ σμών» (Σχετικά με τις τεχνικές αποπλάνησης). Αυτό που ακολουθεί,

απευθύνεται στον πειρώVΤα, τον εκμαυλιστή (άρρενα), και περιέχει

συμΒουλές για τους διάφορους τρόπους κολακείας και αποπλάνη­ σης. Αντίθετα, οι πόρνες είναι υποχρεωμένες να κάνουν σεξ με τον

80υλόρενον, «όποιον το επιθυμεί». Ο Απολλόδωρος φροντίζει να τονίσει το γεγονός ότι η Νέαιρα, στην αρχή της σταδιοδρομίας της όταν ήταν δούλη της Νικαρέτης, «νοίκιαζε τον εαυτό ΤΩς σε όποιον ήθελε να κάνει σεξ ραζί ΤΩς» και, σύμφωνα με τον Ισαίο, η «σύζυ­ γος» του Πύρρου και μητέρα της Φίλης δεν ήταν απλώς εταίρα, αλ­

λά "Ρια γυναίκα που ΤΩ ροιράζονταν όλοι όσοι ΤΩν ήθελαν». Το ίδιο ισχυρίζεται ο Θεόπομπος για την Πυθιονίκη, ότι «ΤΩ ροιράσΤΩκαν

όλοι όσοι ΤΩν ήθελαν, και όλοι σΤΩν ίδια τψή». Οι ίδιοι κανόνες

190

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

εφαρμόζονταν φυσικά και στους άντρες. Σ' ένα άλλο σημείο των «Απομνημονευμάτων" του Ξενοφώντος, ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι κάποιος αποκαλείται πόρνος όταν πουλάει το νεανικό ανθό του σε όποιον τον θέλει και ο Αισχίνης διατείνεται ότι αυτό που διακρίνει έναν κοινό πόρνο από ένα «συνοδό» είναι ότι «ΤΟ κάνει με πολλούς

άντρες χωρίς διάκρισΩ [ό γαρ είΚ11 τουτο και προς πολλαus πράττων]»20. Ένας άλλος Βασικός κανόνας είναι οι ιδιοτροπίες. Η εταίρα πρέ­ πει πάντοτε να έχει την ελευθερία να κάνει τα καπρίτσια της και να συντηρεί ζωντανή την πιθανότητα, όσο μικρή κι αν είναι αυτή, ότι

θα κάνει κάτι χωρίς αντάλλαγμα ή ότι δε θα ξεπληρώσει τη χάρη τε­ λικά. Υπάρχει φυσικά μια λογική εξήγηση γι' αυτή την παράλογη συμπεριφορά:

Η απλΩ πιθανόΤΩτα ότι τα πράγματα μπορεί να εξελιχθούν αλλιώς απ' ό, τι ορίζουν «οι μΩχανικοί νόμοι» του «κύκλου ΤΩς αμοι8αιόΤΩτας» είναι επαρκΩς λόγος για να αλλάξει ΤΩν όλΩ εμπειρία ΤΩς πρακτικΩς και, κατά το ίδιο τεκμΩριο, ΤΩ λογικΩ ΤΩς. Η μετάθεσΩ από ΤΩ μεγάλΩ πιθανόΤΩτα σΤΩν απόλυΤΩ 8ε8αιόΤΩτα είναι ένα ποιοτικό άλμα δυσανάλογο προς ΤΩν αριθ­ μΩτικΩ διαφορά.

Η συλλογή πνευματωδών αποφθεγμάτων του Μάχωνος Βρίθει από αυθαίρετες συμπεριφορές:

Ο Μοίριχος προσπαθούσε να ρίξει ΤΩ ΦρύνΩ στο κρε8άτι [Φρύνην έπείρα

Μοίριχος].

Όταν εκείνΩ του ζΩΤΩσε εκατό

δραχμές, αυτός απά νΤΩ σε:

-

ΖΩτάς πολλά. Χθες δεν έμεινες μ' έναν ξένο, αν και σου

έδωσε μόνο δύο χρυσά νομίσματα;

-

Καλά τότε, του είπε εκείνΩ, το ίδιο ισχύει και για σένα.

Περίμενε ώσπου να θελΩσω να κάνω σεξ και θα σου πάρω αυ­ τό το ποσό.

Αυτό απέχει πολύ από την «καθορισμένη τιμή» των δύο δραχμών της Διδράχμου. Η Λαίς η Κορινθία λέγεται ότι είχε πολυάριθμους

εραστές και δεν έκανε διακρίσεις σε πλούσιους και φτωχούς. Ο φι-

191

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

λόσοφος Αρίστιππος επέσυρε τον ψόγο, επειδή έδωσε στη Λαίδα

πολλά χρήματα, παρ' όλο που εκείνη έκανε σεξ δωρεάν με το Διο­ γένη τον κυνικό. Όσες φορές κι αν ζητούσε ο ηθοποιός Ανδρόνικος από τη Γναθαίνιον (κόρη ή εγγονή της μεγάλης Γνάθαινας) να «κά­ νει το άλογο κούρσας» μαζί του, εκείνη αρνιόταν κι ας ήταν σχεδόν παντρεμένοι. Εντούτοις, η Γναθαίνιον έκανε αυτή τη χάρη σ' έναν κα­

λοφτιαγμένο χαλκωματά, ενώ.έλειπε ο Ανδρόνικος:

ΕκεΙvn δε δεχόταν να το κάνει επ'

aPOl13ri,

αλλά ο χαλκω­

ρατάς επέρεινε και ξόδεψε για χάΡΩ ΤΩς αρκετό χρυσάφι κι έτσι ΤΩν κατάφερε.

Δυστυχώς ο χαλκωματάς δεν είχε αγωγή και καυχήθηκε για την κατάκτησή του στο μαγαζί του παπουτσή. Ο Ανδρόνικος το έμαθε

και της πέταξε την πληροφορία στα μούτρα. Η Γναθαίνιον είχε έτοι­ μη την απάντηση. Του είπε ότι δεν είχε καμία διάθεση να αγκαλιά­ σει το Βρόμικο κορμί του χαλκωματά και μηχανεύτηκε να ακουμπή­

σει μόνο το μικρότερο σε μέγεθος μέλος του, που προεξείχε πιο πο­

λύ από το σώμα του 21 • Η δυσκολία που συνεπάγεται λοιπόν ο προσδιορισμός μιας εταί­ ρας είναι μέρος του σχεδίου της. Μια εταίρα παραμένει εταίρα μόνο για όσο διάστημα μπορεί να ανατρέψει κάθε απόπειρα προσδιορι­ σμού της. Αυτή η αΒεΒαιότητα την κρατάει μέσα στα αποδεκτά πλαί­

σια των νόμων και μακριά από τους φόρους και χτίζει ένα γυάλινο τοίχο ανάμεσα σε αυτό που κάνει αυτή και σ' αυτό που συμΒαίνει

στα πορνεία. Κι επιπλέον όλων αυτών, την κάνει σέξι:

Ποια διαφορά υπάρχει ανάρεσα σε ρια νύχτα ρε ρια του πε­ ςοδρορΙου και σε ρια νύχτα ρε ρια κοπέλα [κορίσκη]. Αχ ναι,

το σφιχτό κορρΙ ΤΩς, το χρώρα του δέρρατός ΤΩς,

n

ανάσα ΤΩς,

ω θεοΙ! Ότι δε σ' τα δΙνουν όλα έΤΟιΡα στο χέρι, αλλά πρέπει νά παλέψεις λιγάκι, να φας και κανένα χαστούκι και καριά σφαλιάρα από απαλά χεράκια' τι ρεγάλΩ απόλαυσΩ; ρα το ΔΙα

- n

ρεγαλύτεΡΩ!22.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Η ιδεολογία του Βλέμματος Η προσπάθεια της εταίρας να αποφύγει τον οικονομικό προσδιο­ ρισμό αντιστοιχεί προς την προσεκτική προσπάθειά της να αποφύ­ γει το ανδρικό Βλέμμα. Οι τίμιες γυναίκες στην Αθήνα έπρεπε να εί­ ναι απομονωμένες, απέφευγαν τη συντροφιά των αντρών εκτός της

οικογένειάς τους, απέφευγαν ακόμα και να αναφερθεί το όνομά τους δημόσια. Τόσο αόρατες ήταν ώστε σε ακραίες περιστάσεις μπορού­ σε να αμφισΒητηθεί και η ίδια η ύπαρξή τους. Το ουσιώδες θέμα στο λόγο «Κατά Nεaίρας» είναι αν είχε ποτέ μια σύζυγο-πολίτιδα ο Στέ­

φανος στο σπίτι του, για να του γεννήσει παιδιά που θα ήταν νόμι­ μοι πολίτες. Το αν η απομόνωση ήταν θεωρητική ή μια κοινή πρα­

κτική και αν γινόταν ως ένδειξη τιμής και σεΒασμού ή φόΒου και

περιφρόνησης, είναι ερωτήματα που έχουν προκαλέσει πολλές και ποικίλες συζητή σεις 23. Τα επιχειρήματα ταλαντεύονται ανάμεσα στις

δύο απόψεις, χωρίς να φωτίζουν ιδιαίτερα την κατάσταση. Οι μελε­ τητές αντιμετωπίζουν την απομόνωση ως μια στατική κατάσταση και

αντιπαραΒάλλουν το απόλυτα ιδιωτικό με το απόλυτα δημόσιο για

να χωρίσουν τον κόσμο των γυναικών στα δύο' πρόκειται για ένα ξε­ κάθαρο σχίσμα, το οποίο σχετίζεται αναπόφευκτα με τη διάκριση

των γυναικών σε δύο κατηγορίες: στις συ.ζύγους και τις υπόλοιπες. Στην καλύτερη περίπτωση, την αντιμετωπίζουν ως αντανάκλαση κά­

ποιου άλλου πράγματος, μια ένδειξη των απόψεων που υπάρχουν για τις γυναίκες, ένα σημάδι κοινωνικής θέσης. Παραδόξως έχουν παραμελήσει την πιο προφανή πλευρά της απομόνωσης, αυτή δηλα­ δή που έχει σχέση με τη σεξουαλικότητα, τη γυναικεία επιθυμία και τη δύναμη των θελγήτρων της γυναικείας γοητείας. Και, όταν τύχει

να τη συνδυάσουν με τη σεξουαλικότητα, τη Βλέπουν σε σχέση με τις υποκαταστάσεις και την ανταμοιΒή. Βλέπουν τη σεξουαλικότητα μη­ χανιστικά: οι Αθηναίες έμεναν κρυμμένες, επομένως οι άντρες ανα­

γκάζονταν να στραφούν σε δούλες και πόρνες. Οι δούλες και οι πόρνες δεν ήταν αρκετά ικανοποιητικές διανοητικά ή πνευματικά,

επομένως οι άντρες στρέφονταν στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, κ.λπ. Σε αυτές τις πραγματείες, η απομόνωση αμφισΒητεί, περισπά και πα­

ραμορφώνει μια πλήρως διαμορφωμένη επιθυμία, λες και οι άντρες διατηρούν ένα σταθερό επίπεδο λαγνείας, για το οποίο το μόνο που

193

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μπορεί να γίνει είναι να χειραγωγηθεί, να απελευθερωθεί ή να εκ­ τραπεί. Σπάνια λαμΒάνουν υπόψη τους ότι η απομόνωση μπορεί στην πραγματικότητα να γεννάει την επιθυμία, ότι μπορεί να συνθέ­

τει τα θέλγητρα με συγκεκριμένο τρόπο, ότι μπορεί να παίζει ενερ­ γητικό ρόλο στο πεδίο της σεζ;ουαλικότητας και όχι να αντικατο­ πτρίζει απλώς τις υπάρχουσες ορμές παθητικά.

Εμένα μου φαίνεται πολύ πιο πρόσφορο να αντιμετωπίσουμε τους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους όχι σαν δύο ζ;εχωριστούς κό­ σμους, αλλά σαν δύο ακραία σημεία ενός ενιαίου συστήματος ή ιδε­ ολογίας. Μιας ιδεολογίας η οποία στην πραγματικότητα συντελεί στη διέγερση της επιθυμίας παρά στη χειραγώγησή της, μιας ιδεο­

λογίας που δομεί τη λαγνεία με συγκεκριμένους τρόπους. Η όλη υπόθεση της απόκρυψης των γυναικών, μόνο και μόνο για να τις

ανακαλύψουν αργότερα, τις τοποθετεί σ' ένα εντυπωσιακό σύστημα, αυτό που η

Luce Irigaray

αποκαλεί «κυρίαρχη οπτική ιδεολογία».

Η γυγαίκα πρέπει γα αποτελεί το όμορφο αΥτικείμεΥΟ πα­

ρατrΊ.ρΩσΩς

[. .. ]

το σώμα ΤΩς 8ρίσκεται έτσι ερωΤΟΠΟΙΩμέΥΟ και

υποχρεούται σε μια διπλrΊ κίγΩσΩ επίδειξΩς και εγάρεΤΩς υπο­ χώΡΩσΩς, με σκοπό γα ερεθίσει τις ορμές του «υποκειμέΥου».

Ο δημόσιος χώρος των δρόμων και οι ιδιωτικές ζώνες των γυ­

ναικείων διαμερισμάτων δεν αποτελούν στατικές ζώνες, αλλά ακραία σημεία μιας μεταΒαλλόμενης κλίμακας διέγερσης. Λέει ο υπηρέτης προς την προσωποποίηση της θεάς «Ειρήνης» στο ομώνυμο έργο του Αριστοφάνους:

ΠολύτιμΩ εσύ, δέξου αυτrΊ ΤΩ θυσία και μΩ φέργεσαι όπως αυτές που απατούγε τους άντρες τους, μΩ.

Tnv

εξώπορτα αυ­

τές μισαΥοίγουγ κρυφά κι έξω σκύ80υγ και 8λέπουγ' αγ τύχει

καγείς και τις δει, μέσα πάλι γλιστρούΥ" μόλις ο άλλος περά­ σει, χοπ, σκύ80υγ ξαγά. Τέτοια πράματα εσύ γα μΩγ κάγεις σ' εμάς.

Ή, από τη γυναικεία σκοπιά:

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ΣκύΒει ρια από το παράθυρο; Ε, όποιος περνά ΤΩν πανού­ κλα ποθεί να κοιτάξει, κι αν αυτΩ από vτpoπΩ τΡαΒΩχτεί, φλο­ γερός τότε ανάΒει καΩρός ρες τα στΩθια του διαΒάΤΩ και πά­

λι να Βγει να ΤΩ δει 24 •

Το θέαμα μιας γυναίκας επομένως έχει μια φόρτιση, μια συγκε­

κριμένη συμβολική αξία. Και οι πιο καλά κρυμμένες γυναίκες κάτι αποκαλύπτουν. Ακόμα και όσες είναι εντελώς γυμνές και εκτεθειμέ­ νες, κάτι έχουν ακόμα να αποκαλύψουν. Για τους Αθηναίους, οι γυ­ ναίκες της Αθήνας βρίσκονται σε διάφορα στάδια γδυσίματος. Η ακραία έκθεση της πόρνης του πορνείου και η πλήρης αφάνεια της

αξιοπρεπούς κυρίας αναγκάζουν όλες τις υπόλοιπες γυναίκες να εκτελούν ένα στριπτίζ στα ενδιάμεσα σημεία αυτών των άκρων. Η ιδεολογία του βλέμματος μπορεί να μοιάζει μ' ένα μπερδεμένο κράμα μεταφορών, αλλά έχει το προηγούμενό της στην αρχαιότητα.

Αν κοιτάξουμε πάλι την επίσκεψη του Σωκράτους στη Θεοδότη, προσέχουμε ότι η πρώτη ερώτηση που

της

κάνει καταφέρνει να

εντάξει την όλη επίσκεψη σε σχέση όχι με μια ανταλλαγή δώρων, αλ­ λά με το βλέμμα και την επίδειξη:

-

Ω άνδρες, ποίον εκ των δύο πρέπει ράλλον Ωρείς να ευ­

χαρισΤώρεν, ΤΩν ΘεοδόΤΩν, διότι επέδειξεν εις Ωράς το κάλ­ λος αυτΩς,

ri

αυτΩ να ευχαριστΩ Ωράς, διότι ΤΩν παρεΤΩρΩσα­

ρεν; Άραγε, εάν ρεν είναι ωφελψωτέρα εις αυτΩν

πρέπει αυτΩ να ευχαριστΩ Ωράς, εάν δε εις Ωράς

n επίδειξις, n θέα, Ωρείς

α υτΩ ν;

Ο Σωκράτης, ο ανθρωπολόγος, αφού ξεσκεπάζει αυτές τις άρρη­ τες ανταλλαγές, έχει το θράσος να δοκιμάσει να υπολογίσει ποια από τις δύο είναι πιο πολύτιμη. Και, κάνοντάς το αυτό, συνδέει το κοίταγμα με τη λαγνεία, την οπτική με τη λιμπιντική ιδεολογία:

-

Ηρείς δε ΩδΩ και αυτά τα οποία είδορεν επιθυρούρεν να

εγγίσωρεν και απερχόρενοι θα είρεθα διεγΩγερρένοι και όταν θα φύγωρεν θα ποθΩσωρεν ό, τι είδορεν. Κατόπιν δε φυσικόν

είναι Ωρείς να εξυΠΩρετώρεν αυτΩν, αυτΩ δε να εξυΠΩρετΩται υφ' Ωρών.

195

ΤΖΕΪΜΣ Μα τον Δία, είπεν

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

n ΘεοδόΤΩ, εάν 8έ8αια τούτο ούτως

έχει, θα πρέΠΩ εγώ να σας χρεωστώ χάριν διά ΤΩν θέαν.

Η Θεοδότη δεν είναι καθόλου η απομονωμένη σύζυγος, αλλά ού­

τε καμιά δημόσια πόρνη. Παρ' όλα αυτά, από την αρχή του επεισο­ δίου τοποθετείται στο πλαίσιο του ανδρικού βλέμματος, η θέασή της, το ντύσιμό της, το γδύσιμό της, όλα εκτιμώνται και αξιολογού­ νται εντός της οπτικής ιδεολογίας. Στο Σωκράτη τη συστήνουν ως κάποια που την επισκέπτονται ζωγράφοι, για να την παρατηρήσουν και να τη ζωγραφίσουν. Η Θεοδότη παρουσιάζει σ' αυτούς τους ζω­ γράφους ένα προσεκτικά μελετημένο κομμάτι του εαυτού της, «όσα

δεν εξrΊpXovτo από τα όρια ΤΩς σεμνόΤΩτος". Και πράγματι, όταν ο φιλόσοφος και τα φιλαράκια του φτάνουν στο σπίτι της για να τη δουν, εκείνη βρίσκεται ήδη υπό παρατήρηση, διότι ποζάρει για ένα

ζωγράφο. Οι επισκέπτες την παρατηρούν ενώ βρίσκεται υπό παρα­ τήρηση. Αυτό το βλέμμα ερωτικοποιεί το σώμα της. Το κοίταγμα συν­

δέεται αυτόματα με την κατοχή. Οι άντρες επιθυμούν να ακουμπή­

σουν αυτό που έχουν δει. Η Θεοδότη εκθέτει ένα μέρος του εαυτού της κι αυτό δημιουργεί μια λαχτάρα για μεγαλύτερο μέρος της. Η αποκάλυψή της χρησιμεύει μόνο για να τραβήξει την προσοχή σε αυ­

τό που μένει ακόμα καλυμμένο, σε αυτό που μένει να αποκαλυφθεί 2S • Οι Αθηναίες λοιπόν είναι κάπως σαν τις ρωσικές κούκλες. Το πρώτο εμπόδιο που συναντάει το ερευνητικό μάτι είναι οι τοίχοι του σπιτιού, στους οποίους είναι κλεισμένες οι γυναίκες. Ακόμα και μέ­ σα στο σπίτι, οι γυναίκες παραμένουν αθέατες, κρυμμένες στην επό­ μενη στιβάδα, στο μυχό* ή γυναικεία διαμερίσματα. Και πίσω από

αυτές τις πόρτες, συνεχίζουν να κρύβονται στις πτυχές των ενδυμά­ των τους. Πίσω από αυτό το επίπεδο βρίσκεται το γυναικείο σώμα

και, συγκαλυμμένο στο πιο απομακρυσμένο μέρος αυτού του οικο­ δομήματος, είναι το αιδοίο, το σημείο υποχώρησης. Οι γυναίκες μπορούν να τοποθετηθούν σε διάφορα σημεία αυτού του φάσματος

συνεχούς έκθεσης και να γίνουν από ορατές εντελώς αόρατες. Το σώμα είναι καθαυτό σαν κτίσμα, με τις εσοχές του και τις κρύπτες



Το πιο κρυφό σημείο του σπιτιού, το εσώτατο της οικίας, το κατοικούμενο από

τις γυναίκες, τα διαμερίσματα των γυναικών, ο γυναικωνίτης.

196

ι

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

του. Το έχουμε δει αυτό να συμΒαίνει στο σώμα του Τιμάρχου, όταν ο Αισχίνης το συγκρίνει με τον ανήθικο και δημόσιο χώρο «ενός κα­ ταστΩρατος στο δρόρο». Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί μια παρόμοια

σύγκριση σώματος/κτιρίου με εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα στις «Εκκλησιάζουσες», που είναι η φαντασίωσή του περί γυναικείας επανάστασης δημιουργεί έτσι μια εικόνα που αποπνέει τη μόνωση,

τη μυστικότητα και την κρυμμένη σεξουαλικότητα του κόσμου των γυναικών. Το έργο ξεκινάει μ' ένα εγκώμιο προς ένα λύχνο, ή μάλ­

λον προς «Το λαρπερό, τροχογύριστο» λύχνο, ο οποίος εντός του σπιτιού «λειτούργΩρα έχει λαρπερό, σαν του Ωλιου». Εξαιτίας τής ικανότητάς του να κρατάει μυστικά, η Πραξαγόρα θα εμπιστευθεί στο λύχνο τη συνωμοσία των γυναικών για να καταλάΒουν την εξου­ σία. Εδώ δεν έχουμε σχεδόν καθόλου την αίσθηση ότι η απομόνωση

είναι ένας χώρος χωρίς στοιχεία σεξουαλικότητας, ένας χώρος που είναι άσυλο ασφαλές από την επιθυμία. Θα λέγαμε μάλλον πως η μυ­ στικότητα και η σεξουαλικότητα συμπλέκονται για να δημιουργή­ σουν ένα έντονα ερωτικό αποτέλεσμα:

Μόνο σ' εσέ το φανερώνουρε' είναι και δίκιο' εσύ κοντά ρας στέκεις, όταν γυρναξόραστε ρες στις καραρούλες σΤΩς ΑφροδίΤΩς τα έργα· εσέ

n ρατιά

σου κοιτάει κορριά που τα λυ­

γάει ο πόθος, ρα κανείς από ρέσα δεν σε διώχνει. Σε ΡΩριών 8άθΩ απόκρυφα εσύ ρόνο φέγγεις και καις χνούδι που ρέσα ανθίξει.

Εδώ ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στη

λέξη μυχός, υπό την έννοια των διαμερισμάτων των γυναικών, και της λέξης ρυχοί, που σημαίνει τις εσοχές του σώματος, πχ, το αι­

δοίο. Αλλά ο Αριστοφάνης τελειοποιεί απλώς ένα πολύ κοινό λεξι­ λόγιο παρομοιώσεων, το οποίο Βλέπει το σώμα σαν κτίριο ή χώρο και το αιδοίο είτε σαν πόρτα που οδηγεί σε αυτό ή σαν εσοχή εντός του. Αυτή η έννοια του σώματος ως περίΒλημα γεννάει μερικές κά­

πως ιδιόρρυθμες εικόνες. Ο Σωκράτης μιλάει για το σώμα της Θεο­ δότης σαν να είναι ένας «ιστός» και ο Αθήναιος διηγείται ένα άσε­ μνο ανέκδοτο για τον ποιητή Μένανδρο, ο οποίος πήγε να επισκε­ φτεί την εταίρα Γλυκέρα όταν την είχαν πάρει πια τα χρόνια.

197

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Εκείvn του έφερε λίγο f3ραστό γάλα και τον παρότρυνε να το ρουφΩξει αμέσως αλλά αυτός είπε: «Δεν το θέλω», διότι είχε σΧΩματιστεί σΤΩν επιφάνειά του πέτσα*. Κι εκείνη του ~ί­ πε: «Φύσα ΤΩν πέτσα και ΧΡΩσιμοποίΩσε αυτό που έχει από κάτω »26.

Όλες οι άλλες διαφορές των γυναικών της Αθήνας επαναλαμΒά­ νονται και στο επίπεδο του Βλέμματος. Το γεγονός ότι η πόρνη του πορνείου είναι γενικότερα προσιτή, η ευκολία με την οποία μπορεί να την αποκτήσει κανείς, η φτηνή τιμή της, η απλότητα της σεςουα­

λικής συναλλαγής, η ορατότητά της αντιστοιχούν στη διαφάνειά της, στην απεριόριστη έκθεσή της στο ανδρικό Βλέμμα. Από την άλλη, οι δυσκολίες στην ταςινόμηση των μεγάλων εταιρών, οι δυσκολίες να τις οδηγήσει κανείς στο κρεΒάτι, συνδέονται με τη δυσκολία να τις δει κάποιος. Αυτή την αντίθεση τονίςουν πιο· απροσχημάτιστα τα εγκώμια των κωμικών ποιητών για το πορνείο. Οι πόρνες στέκονται

στον ήλιο ίησόγυμνες είναι γυναίκες που «επιτρέπεται να τις κοι­ τάξεις», ψΩν τυχόν και ξεγελαστείς». «Ρίξε μια ματιά σε όλα», λέει ο ομιλητής κάποιου αποσπάσματος,

«... Ω

πόρτα είναι ορθάνΟΙΧΤΩ».

Σύμφωνα με τον Αθήναιο, αντιπαραΒάλλονται προς τις ελεύθερες γυναίκες και ειδικότερα προς τις μεγάλες εταίρες. Αυτές είναι οι γυ­ ναίκες που, όπως λέει το εγκώμιο του Ξενάρχου για το πορνείο,

«δεν επιτρέπεται να τις κοιτάξει κανείς». «Πώς μπορούν οι άντρες', συνεχίςει ο ομιλητής «να κάνουν έρωτα με τέτοιες γυναίκες, όταν, πάνω που είναι έτοιμοι να αρχΙσουν, θυμούνται τους νόμους του Δράκοντος;»27.

Είναι αντιφατικό, αν μη τι άλλο, να τοποθετείς τις εταίρες στις τάςεις των γυναικών του εσωτερικού, τις οποίες προστάτευαν οι νό­ μοι του Δράκοντος που απάλλασσαν τους εςαγριωμένους συςύγους και πατέρες από την κατηγορία της επί τόπου δολοφονίας ο Αθή­

ναιος όμως το λέει ςεκάθαρα και δεν έχουμε λόγους να πιστέψουμε ότι κάνει λάθος, ακριΒώς επειδή αυτό που λέει είναι ένα κάπως πα­ ράδοςο κι αφύσικο πράγμα. Οι νόμοι οι ίδιοι είναι αρκετά κατηγο-

• Εδώ κάνει λογοπαίγνιο με τη λέξη Υρaυς που σημαίνει γρια και πέτσα.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ρηματικοί. Ο Δράκων περιέλαΒε ξεκάθαρα στην προστασία του «τις

παλλακίδες, που συvτΩρεί κάποιος για ΤΩ δΩριόυργία ελεύθερων παιδιών» και ο Σόλων δεν τις απέκλεισε όταν αναφέρθηκε, όπως έχουμε δει, μόνο στις γυναίκες του πορνείου και του δρόμου. Οι σύγχρονοι μελετητές αντιμετωπίζουν απλουστευτικά τις Αθηναίες κι έχουν την τάση να ξεχνούν ή να αποΒάλλουν τις δύσκολες κατηγο­ ρίες όπως η ερωμένη και η παλλακίδα. Η παραδοσιακή άποψη τωΥ συγχρόνων μελετητών για τη μοιχεία είναι «παράνομη συνουσία με

οποιοδήποτε

γυναικείο

μέλος

της

οικογένειας»,

παραλείποντας

εντελώς τις ερωμένες. Αλλά ο αθηναϊκός νόμος είναι ένας νόμος

επίσημων πρωτότυπων τεκμηρίων, τα οποία εκτίθενται δημόσια και ο οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να τα προσκομίσει στο δικαστή­

ριο. Για όσο διάστημα οι νόμοι του Σόλωνος και του Δράκοντος ήταν χαραγμένοι σε πέτρα και αποτελούσαν τμήμα του νομικού κώ­ δικα, ήταν ανοιχτοί σε σχολαστικές ερμηνείες. Ως τέτοιοι κάνουν

σαφή διάκριση ανάμεσα στις δούλες και τις γυΎαίκες του δρόμου και των πορνείων, αλλά δεν κάνουν καμία διάκριση ανάμεσα στις συζύ­ γους και τις ελεύθερες παλλακίδες. Πρέπει επομένως να έχουμε κα­ τά νου την πιθανότητα ότι οι προσΒληθέντες μπορούν να χρησιμο­ ποιήσουν αυτούς τους δύο νόμους για να προστατέψουν την τιμή

των ερωμένων τους και υπάρχουν μερικές αποδείξεις ότι όντως συ­

νέΒαινε αυτό, θεωρητικά τουλάχιστον, αν όχι και στην πράξη 28 • Έχουμε δει ήδη μερικές εταίρες που είχαν αντιμετώπιση συζύγου. Και σε αρκετές περιπτώσεις, ανακαλύπτουμε ότι το λεξιλόγιο της «μοιχείας» χρησιμοποιείται όταν άλλοι άντρες, εκτός από αυτούς με τους οποίους συζούν, κάνουν σέξ μαζί τους ή τις πλησιάζουν πάρα πολύ. Στην «Περικειρομένη» του Μενάνδρου, ο σκλάΒος Σωσίας αποκαλεί το Μοσχίωνα «μοιχό» τρεις φορές, εξαιτίας των περιποιή­ σεών του προς την ερωμένη του αφέντη του. Η κατηγορία αυτή θεω­

ρείται .συνήθως ως ψευδής απειλή από μεριάς του δούλου και· πα­ ραίσθηση του αφεντικού του. Αλλά η κατηγορία δε φαίνεται καθό­ λου αΒάσιμη σύμφωνα με τους νόμους του Δράκοντος και του Σό­ λωνος και το απόσπασμα του Ξενάρχου. Μια παρόμοια χρήση της

λέξης απαντάται και σ' ένα άλλο ανέκδοτο του Μάχωνος. Λέει λοι­ πόν ο συγγραφέας ότι ο Λεοντίσκος ο παγκρατιαστής είχε την απο­

κλειστικότητα της εταίρας Μανίας, «σαν να .ι:ίταν νόΡΨΩ σύζυγός

199

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

του». Αργότερα όμως παρατηρεί ότι ένας αντίπαλός του στο άθλη­

μα, ο Αντήνωρ, «ΤΩν αποπλανεί και δΩΡlOυΡΥεί παράνΟΡΩ σχέσΩ ρα­ ζί ΤΩς [μοιχευόμενη]». Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός πως, απ' ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχουν ενδιάμεσοι όροι μεταξύ προστατευόμε­ νης ερωμένης, κατά το Δράκοντα, και αποκλειόμενης πόρνης, κατά

το Σόλωνα. Όταν ο διαφθορέας της κόρης της Νεαίρας απαλλάσσε­ ται από την κατηγορία της «μοιχείας», ξαναθυμόμαστε τις κατηγο­ ριοποιήσεις του Σόλωνος και το σπίτι του Στεφάνου μεταπίπτει σε πορνείο. Το μοναδικό συμπέρασμα που βγαίνει, κατά τη γνώμη μου,

σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι οι παλιές κατηγοριοποιή­

σεις των νόμων του Σόλωνος και του Δράκοντος συνεχίζουν να ισχύουν απόλυτα, όταν μπαίνει θέμα μοιχείας29. Από πρακτική άπο­ ψη, θα πρέπει να ήταν δύσκολο να κατηγορήσεις κάποιον για μοι­ χεία, αν η ερωμένη σου δεν ήταν Αθηναία, κι αυτό διότι, κάποια χρο­ νική στιγμή, ψηφίσθηκε ένας νόμος που απαγόρευε τη «συγκατοίκη­

ση" ή το «γάμο» [συνοικείν] με αλλοδαπές- αν και, αφού τόσοι πολλοί Αθηναίοι συγκατοικούσαν με αλλοδαπές, η απαγόρευση δεν μπορεί να ήταν πολύ αυστηρή. Αυτό που μοιάζει φανερό είναι ότι, σε καθημερινή βάση, για κάποιους άντρες και ίσως για πολλές γυ­

ναίκες, η διαφορά ανάμεσα σε συζύγους και ερωμένες μπορεί να ήταν κάπως μπερδεμένη υπόθεση.

Ίσως θα έπρεπε να κοιτάξουμε το ζήτημα από την άλλη πλευρά.

Ο ετεροφυλόφιλος ερωτισμός στην Αθήνα δεν ήταν συγκεντρωμένος ούτε στο σεξ εντός γάμου ούτε στις βιαστικές επισκέψεις στο πορ­ νείο. Ήταν δομημένος σ' ένα σκοτεινό ενδιάμεσο πεδίο αβεβαιότη­

τας, πάνω στο ξελόγιασμα και το δελεασμό των γυναικών που δεν ήταν ξεκάθαρο αν ήταν προσιτές. Έχω αποδείξει αλλού ότι τα ερω­ τικά τραγούδια και οι παιάνες που έπαιζαν οι μουσικοί των συμπο­ σίων ασχολιόνταν ιδιαίτερα με τη «μοιχεία», όπως μπορούμε να δού­ με στις αναφορές των κωμωδιογράφων για τα «νυχτερινά μοιχικά» άσματα του ποιητή Γνησίππου, των μέσων του 50υ αιώνα, και για το

χορό του από γυναίκες που έπαιζαν ιαμβύκη και τρίγωνο. Σε αυτό τον κόσμο κατοικούσε η Φιλαινίς, η οποία στο εγχειρίδιο ερωτικών συμβουλών συστήνει, σε όποιον επιθυμεί να αποπλανήσει μια γυναί­ κα, να μη φανεί «σΤΩ γυναίκα» ότι είναι έτοιμος «να κάνει ΤΩ δου­

λειά». Για τι είδους γυναίκα μιλάει άραγε;30

200

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Από την άποψη λοιπόν του πόσο ορατές είναι, οι μεγάλες εταί­

ρες είναι πιο κοντά σης συζύγους απ' όη σης πόρνες, οι οποίες δουλεύουν στους δρόμους και κάθονται στα πορνεία. Σαν ης συζύ­

γους, είναι γυναίκες που δεν ε~ιτρέπεTαι να ης κοιτάξεις παρά μό­ νο αν είσαι πολύ τολμηρός: «Οι οικίες των εταιΡών είναι τόποι ιε­ ροί που έχουν πέσει εξ ουρανού [διιπετείς]*", λέει ένας κωμικός ήρωας, «έχουν γίνει τόποι που απαγορεύεται να πλησιάσεις". «Όταν

η Ααίς ιίταν μια νεapιί και φρέσκια κοπελίτσα ... ", λέει ένας άλλος, «την έ8λεπες πιο σπάνια κι από το σατράπη Φαρνά8αζο", αλλά στα γηρατειά της, «είναι ευκολότερο να τη δεις παρά να φτύσεις", Τις εταίρες, σαν ης παντρεμένες γυναίκες, μπορούσες να ης δεις φευ­

γαλέα σε γιορτές, όπως τα Ελευσίνια ή τα Ποσειδώνια, ή όταν πή­ γαιναν στο πηγάδι για νερό. Όταν ξεμυτίζουν από την πόρτα τους,

συνεχίζουν να κρύΒονται κάτω από μανδύες, αλλά σε τέτοιες περι­ στάσεις είναι που εξάπτεται η φαντασία απ' αυτό που κρύΒεται κά­ τω από τα ενδύματα. Ο Μάχων διηγείται μια ιστορία για τη Γνάθαινα και την κόρη της, τη Γναθαίνιον, που είχαν πάει στη γιορτή του Κρόνου' ης πλησία­ σε τότε ένας ηλικιωμένος στρατηγός, ο οποίος «]1ελετώντας τη σι­ λουέτα του κοριτσιού κάτω από τα ρούχα της και την κίνησιί της"

ένιωσε τον πόθο του να ανάΒει. Κανένας δε φέρνει αντίρρηση, όταν άντρες μεταμφιεσμένοι σε εταίρες έρχονται κρυμμένοι κάτω από

μανδύες στο συμπόσιο των ΘηΒαίων πολεμάρχων και ζητούν την απομάκρυνση των υπηρετών πριν μπουν στο δωμάηο. Μόνον όταν κάθονται, ξεσκεπάζουν τα ανδρικά τους πρόσωπα και ταυτόχρονα

Βγάζουν τα μαχαίρια τους. Φυσικά, αντίθετα από την τίμια σύζυγο, η εταίρα σκεπάζεται όχι από σεμνότητα, αλλά για να παραπλανήσει, να ξεγελάσει και να διατηρήσει την αγοραία αξία της. Είναι στον

αντίποδα των πορνών που επαινεί ο Φιλήμων, οι οποίες στέκονται γυμνές «]1ην τυχόν και ξεγελαστείς". Σύμφωνα με το «Περί εταιρών" του Ανηφάνους:

Η Νάvvιον είχε το παρατσούκλι προσκιίνιον [δηλαδή πα-



Διιπετής = ο πεσών εκ του Διός, αυτός που έχει πέσει εξ ουρανού, ο ουρανοκα­ τέΒατος. Μεταγενέστερα: θείος, ιερός και αγνός.

201

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ραπέτασμα], επειδΩ, παρ' όλο που είχε λεπτά χαραΚΤΩριστικά και φορούσε χρυσά κοσμΩματα και ντυνόταν με πανάκρι8α εν­ δύματα, χωρίς ρούχα είχε πολλές ατέλειες.

Ο Άλεξις πηγαίνει αυτό το επιχείρημα ακόμα παραπέρα:

Κάποια τυχαίνει να είναι κοντΩ' ρά8ει αμέσως στα πασού­ μια ΤΩς έναν πάτο από φελλό

[... ]

Μια άλλΩ δεν έχει γοφούς

ρά8ει ένα ΤOυρVΎρ και το φοράει σαν εσώρουχο, έτσι ώστε όσοι ΤΩν κοιτάζουν να εντυπωσιάζονται από τα ωραία οπίσθιά ΤΩς και να ΤΩν καλούν. Έχει μεγάλΩ κοιλιά; Αυτό 80λεύεται με τον κορσέ. Μια έχει κάποιο μέρος του σώματος πολύ ωραίο­

το αφΩνει ακάλυπτο λοιπόν και το επιδεικνύει όσο μπορεί 31.

Καμία τέτοια υποψία δεν υπήρξε ποτέ για τη Φρύνη, τη μεγαλύ­

τερη από τις εταίρες, η οποία χειριζόταν με μεγάλη εξυπνάδα αυτή

την οπτική ιδεολογία, κατανέμοντας προσεκτικά τις εμφανίσεις της, ενώ υπολόγιζε σχολαστικά πότε θα αποσυρόταν και τι θα αποκάλυ­ πτε. Αν και, σύμφωνα με τον Έρμιππο εκ Σμύρνης, αυτό που αποκά­

λυπτε ήταν αρκετά όμορφο:

ΣΤΩν πραγματικόΤΩτα, τα πιο όμορφα μέΡΩ ΤΩς Ωταν εκεί­

να που δεν εξέθετε σε κοινΩ θέα. Εξαιτίας αυτού, δεν Ωταν εύ­ κολο να ΤΩ δεις γυμνΩ. Πάντοτε φορούσε ένα μικρό χιτώνα κατάσαρκα και δε ΧΡΩσφοποιούσε τα δΩμόσια λουτρά. Αλλά σΤΩ μεγάλΩ γιορτΩ των Ελευσινίων, όπως και στα Ποσειδώνια,

n

ΦρύνΩ, μπροστά στο μεγάλο πλΩθος που είχε μαζευτεί από

όλΩ ΤΩν ΕλλάδΩ, έ8γαλε το μανδύα ΤΩς και έλυσε τα μαλλιά ΤΩς πριν μπει σΤΩ θάλασσα' και ο ΑπελλΩς ζωγράφισε ΤΩν εκ­

δοχΩ του για ΤΩν αναδυομένΩ ΑφροδίΤΩ ΧΡΩσφοποιώντας εκείνΩ ως πρότυπο.

Αφού η Φρύνη φαίνεται ότι φορούσε πάντοτε το χιτώνα της, το

θέαμα θα πρέπει να έμοιαζε περισσότερο με διαγωνισμό για το

ωραιότερο Βρεγμένο μακό μπλουζάκι παρά με γυμνό του Μποτιτσέ­ λι. Η Φρύνη δεν κρύΒεται εντελώς, αλλά ούτε εκθέτει εντελώς τον

202

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

εαυτό της. Η απόλυτη αφάνεια και η απόλυτη έκθεση αποτελούν δύο ακραία σημεία και εξουδετερώνουν την επιθυμία. Αποκαλύπτοντας πολλά, αλλά φορώντας τα ρούχα της, η Φρύνη παραμένει εντός της οπτικής ιδεολογίας και ξυπνάει τον πόθο γι' αυτό που είναι κρυμ­ μένο.

Γνωρίζουμε πάντως κι ένα περιστατικό στο οποίο εξέθεσε το σώ­ μα της δημόσια. Κάποτε την κατηγόρησαν για ασέΒεια, επειδή εισή­ γαγε καινούριους θεούς. Την υπεράσπισή της ανέλαΒε ο Υπερείδης, ένας από τους εραστές της, ο οποίος έγραψε για την περίσταση έναν

από τους ωραιότερους λόγους της αρχαιότητας. Εντούτοις, δεν τα

κατάφερε να εντυπωσιάσει τους δικαστές. Βλέποντας την αποτυχία

του, «οδΩΥΩσε ΤΩν ίδια ΤΩ ΦρύνΩ μπροστά τους, ΤΩς έσκισε τους χι­ τώνες, εκθέτοντας το στΩθος ΤΩς. ΟΙ δικαστές ένιωσαν θΡΩσKΕUΤΙKό δέος και αποφάσισαν να μΩν καταδικάσουν σε θάνατο ΤΩν εκπρόσω­ πο και θεραπαινίδα ΤΩς ΑφροδίΤΩς»3 2 • Αν η Φρύνη είχε υπάρξει πιο διαθέσιμη, δε θα είχε την ελπίδα να προκαλέσει μια τέτοια εντύπω­ ση' μετά όμως από χρόνια ολόκληρα φευγαλέων εμφανίσεων, και

φημών, και εικασιών, το ξαφνικό ξεγύμνωμά της θα πρέπει να είχε την επίδραση της

denouement*

στο τέλος μιας μπερδεμένης αφήγη­

σης.

Οι εταίρες προσέφεραν τεράστιο όγκο υλικού. Οι λογογράφοι

έγραφαν λόγους γι' αυτές, οι θεατρικοί συγγραφείς τις έΒαζαν στις παραστάσεις τους, οι ζωγράφοι τις ζωγράφιζαν, οι φιλόσοφοι τις ανέφεραν σε διαλόγους τους. Εντούτοις, τόσο οι σύγχρονοι μελετη­ τές όσο και οι άντρες της αρχαιότητας δυσκολεύονται πολύ να κα­ ταλήξουν πού ακριΒώς κολλάνε στην ελληνική κοινωνία. Αυτό είναι

λιγότερο παράδοξο απ' ό,τι φαίνεται. Μπορούμε ίσως τώρα να κα­

ταλάΒουμε ότι οι δυσκολίες στον προσδιορισμό των εταιρών συνδέ~ ονται στενά με το ποιες ήταν. Ζουν στην αΒέΒαιη οικονομία του δώ­ ρου και έχουν επικεντρώσει την ερωτική στρατηγική τους στην ου­

σιώδη παρανόηση του δώρου. Ο ίδιος ο όρος εταίρα

φίλη

-

-

σύντροφος,

είναι συγκεχυμένος, ένας ευφημισμός. Με ανάλογο τρόπο,

το λεξιλόγιό τους χαρακτηρίζεται από υπονοούμενα και φημίζεται για την αινιγματικότητά του, τη σάτιρα και τα λογοπαίγνια. Αυτός



Λύση του δράματος.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

είναι ο ουσιώδης λόγος που η εταίρα καταφεύγει σε λογοτεχνικά αποσπάσματα" δε θέλει να κάνει επίδειξη της ευρυμάθειάς της, αλ­ λά να δείξει την ικανότητά της να συγκαλύπτει κάποιαν άσεμνη πρό­

ταση μέσα σ' ένα πομπώδες απόσπασμα, κρύΒοντάς τη μέσα στις αθώες αναφορές του. Ο Αναξίλας συγκρίνει τις εταίρες με τη θανά­ σιμα αινιγματική Σφίγγα:

Τίποτα απ' όσα ρουρρουρί{;ουν δεν είναι ειλικρινές, είναι όλα γεράτα αινίγρατα: πως τους αρέσει "να αγαπούν», "να είναι φίλες» και "να κάνουν παρέα» ρε κάποιον.

Ο θαυμαστής της Φιλαινίου, στην «Κωμωδία των γαϊδάρων» του Πλαύτου, προσπαθεί να πατάξει την προδοτική γλώσσα της, απαγο­ ρεύοντάς της να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε «λέξη με διπλό νόημα».

Η γλώσσα των εταιρών πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα νοήματα, όπως μια ξεδιάντροπη γυναίκα στο κατώφλι' ανά πάσα στιγμή μπορεί απλώς να παραθέτουν ένα στίχο τραγικής ποίησης ή να ξεστομίζουν

Βωμολοχίες. Αυτή η αντίσταση στο καθορισμένο νόημα, στον προσ­ διορισμό, στο πιάσιμο, στην κατοχή, τις κρατάει μακριά από τους νόμους της μοιχείας και την αγοραπωλησία του πορνείου. Δεν. είναι περίεργο λοιπόν που, την ίδια στιγμή, αυτή η αινιγματικότητα, η δυ­

σκολία να τις έχει κάποιος στην κατοχή του, γεννάει τις προσπά­

θειες να τις ελέγξουν, να τις αιχμαλωτίσουν σε εικόνες, να τις αιχ­ μαλωτίσουν γραπτώς. Είναι άραγε σύμπτωση το γεγονός ότι η Φρύ­ νη, που ήταν πασίγνωστο πόσο δύσκολο ήταν να τη δει κανείς γυ­

μνή, αποτέλεσε το μοντέλο για το πρώτο κανονικό γυναικείο γυμνό, την Κνιδία Αφροδίτη; (Βλ. εικόνα

11)

Φυσικά οι ζωγράφοι ήθελαν

να τις ζωγραφίσουν. Φυσικά οι γλύπτες ήθελαν να τις σκαλίσουν σε μάρμαρο. Φυσικά οι ποιητές ήθελαν να γράψουν γι' αυτές. Οι εταί­ ρες είχαν προσπαθήσει πάρα πολύ να γίνουν σαγηνευτικές. Εδώ,

επιτέλους, στο φαντασιακό επίπεδο, η φαντασίωση υπάκουσε. Μπο­ ρεί η εταίρα να απέφευγε την αγοραπωλησία και να ξεγλιστρούσε

από τα ανδρικά νοήματα και το αρσενικό Βλέμμα, οι άντρες όμως κα­ τάφερναν τελικά να τη χειραγωγήσουν στο θεατρικό έργο που ανέ­

Βαζαν, στις σελίδες που έγραφαν ή στις φαντασιώσεις τους:

ΑΡΧΑΙΟΙ

Tnv

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

πανάκρι8n Σθενελαίδα που κατακαίει

rnv

πόλn

και για όσους

rnv πεθυμούν χρυσάφι μυρίζει n ανάσα τnς, ολόγυμνn στο κρε8άτι όλn rn νύχτα μού πλάγιασε τ' όνειρο ως rnv αυγΙί δίνοντάς μου rn δίχως μιστό. Γονατιστός άλλο πΙα δε θα rnv ικετέψω rn 8άναυσn, ούτε και θα θρnνnσω τον εαυτό μου. Τώρα τον ύπνο έχω να μου

205

rn

χαρίζει 33.

Μέρος Τρίτο

Ο' πολίτης

Ι Ι Ι Ι Ι

Ι Ι Ι Ι

Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι Ι

Ι Ι Ι Ι Ι

Ι Ι Ι

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

5

Σώματα

"Είναι γνωστό τοις πάσι ότι στο Μπρίστολ έφτασε στο σηρείο να προσλάΒει κάποιους αμαξάδες και άλλους

-

-

αχθοφόρους,

για να εμποδίζουν Βίαια την εί­

σοδό του σε οποιοδΩποτε φαρμακείο. Αλλά, καθώς η εξουσία για να τον σταματάνε προερχόταν απλώς από

τον ίδιο, αυτοί οι κακομοίρηδες Βρέθηκαν φυσικά σ' ένα μεταφυσικό μπλέξιμο». (Τόμας ντε Κουίνσι, "ΕξορολογΩσεις ενός .Άγγλου ΟΠlOφάγου», για το Σάμιουελ Τέιλορ Κόουλριτζ).

Ο εθισμός των αρχαίων Οι «Σφήκες"

του Αριστοφάνους, που .παρουσιάστηκαν για πρώτη

φορά στα τέλη Ιανουαρίου του

422

π.χ., ανοίγουν με μια σκηνή μυ­

στηρίου και αγωνίας. Είναι λίγο πριν την αυγή. Δύο δούλοι στέκο­ νται φρουροί έξω από ένα σπίτι. Ένας άλλος άντρας κοιμάται πάνω στη στέγη. Κάτι φρουρούν που το περιγράφουν σαν ένα «άγριο ζω­ ντανό [κνώδαλο]", το οποίο εμπνέει φόΒο και τρόμο. Σιγά σιγά, αρ­ χίζουν να αποκαλύπτουν περισσότερα. Ο άντρας στη σκεπή είναι ο αφέντης τους. Το τέρας που κρατάει κλειδωμένο μέσα στο σπίτι εί­ ναι ο ίδιος του ο πατέρας, ο οποίος υποφέρει από ασυνήθιστη ασθέ­

νεια (αλλόκοτον νόσον). Προκαλούν μάλιστα τους θεατές να μαντέ­ ψουν ποιο είναι το πρόΒλημά του κι ο ένας δούλος προσποιείται

ότι ακούει διάφορους δυσώνυμους πολίτες να μαντεύουν Βάσει των δικών τους κουσουριών, ενώ ο άλλος τους απαντάει αν έχουν δίκιο ή άδικο:

209

ΤΖΕΪΜΣ

-

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Ο ΑΡυνίας εδώ λέει ότι είναι τζογαδόρος, φίλος των ζα­

ριών...

-

λάθος! Η αρρώστια, αλrίθεια, είναι φιλία σε κάτι, αλλά

όχι αυτό.

-

Ο Σωσίας εδώ λέει στο Δερκύλο πως θα 'ναι φίλος του

πιοτού.

-

Καθόλου! Αυτό είναι αρρώστια των καλών ανθρώπων.

-

Ο Νικόστρατος λέει ο Σκαμ8ωνίδΏς φιλέορτος rί φιλό-

ξενος πως θα 'ναι ... Και αυτή η εικασία απέχει πολύ. Οι δούλοι αποφασίζουν να απο­ καλύψουν στους θεατές την απάντηση. Το τερατώδες πλάσμα μέσα στο σπίτι είναι «φίλος των δικαστηρίων». Η αρρώστια που τον ταλα­ νίζει είναι μια ακατάπαυστη επιθυμία να εκτελεί χρέη δικαστή.

Έχουν δοκιμάσει τα πάντα για να τον εμποδίσουν, τον έχουν πάει ακόμα και στο ναό του Ασκληπιού στην Αίγινα για να γιατρευτεί, αλ­ λά αυτός καταφέρνει να ξεγλιστράει από τη φύλαξή τους και να μπαίνει πρώτος πρώτος στην ουρά κάθε πρωί για τα καθήκοντα του

δικαστή. Οι θεατές σύντομα Βλέπουν μια ζωντανή αναπαράσταση της πάθησης του Φιλοκλέωνος. Ο ηλικιωμένος άντρας ξυπνάει νωρίς και δοκιμάζει κάθε πιθανή έξοδο για να δραπετεύσει, μέσα από την καμινάδα και από την τρύπα της αποχέτευσης, και σε μιαν άσεμνη

παρωδία της απόδρασης του Οδυσσέως από τους Κύκλωπες, κρεμα­ σμένος κάτω από την κοιλιά ενός γαϊδάρου. Όπως τα περισσότερα θεατρικά του Αριστοφάνους, οι «Σφήκες •• περιέχουν πολλές λεπτομέρειες της εποχής. Οι σκηνοθέτες που το ανεΒάζουν σήμερα αναγκάζονται ή να διασκευάσουν το έργο σημα­ ντικά, για να το κάνουν καταληπτό στους σύγχρονους θεατές, ή να εντάξουν στο πρόγραμμα αρκετές σελίδες με σημειώσεις, εξηγώντας

στο κοινό τις τεχνικές λεπτομέρειες του υπερΒολικά δημοκρατικού νομικού συστήματος των Αθηνών (όπου οι γηραιότεροι πολίτες εκλέγονταν στο λειτούργημα του δικασΤή, για να επιλύσουν διάφο­ ρες συνήθως μικρόψυχες κι ασήμαντες διαφορές, στηριζόμενοι σε

ελάχιστα πειστικά αποδεικτικά στοιχεία) και κάνοντας μια επισκό­ πηση της πολιτικής κατάστασης κατά τη δεκαετία του

420,

γύρω από

την οποία περιστρέφεται το έργο. Ακόμα και οι πιο μορφωμένοι

210

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σχολιαστές αναγκάζονται να παρακάμψουν αρκετές ατάκες, διότι δεν καταλαβαίνουν το αστείο. Αλλά πίσω από τις ιδιαιτερότητες της σάτιρας της εποχής, το δραματικό εύρημα του έργου μοιάζει απόλυ­

τα σύγχρονο: ο ηλικιωμένος άντρας είναι το πιο οικείο δείγμα αν­ θρώπου του 200υ αιώνα, ένας εθισμένος.

Οι ιστορικοί του πολιτισμού, εντούτοις, ισχυρίζονται ότι ο κό­ σμος δε συνειδητοποιεί την ύπαρξη αυτού του τύπου ανθρώπου νω­ ρίτερα από τα τέλη του 180υ αιώνα μ,Χ. Ο οπιομανής ήταν ένας από

τους πρώτους και τον ακολουθεί κατά πόδας ο αλκοολικός, ο οποί­ ος παραμένει η πιο οικεία εκδήλωση του είδ ους 1. Σε αυτούς προσΤέ­ θηκαν για λίγο, στα τέλη του 190υ αιώνα, οι νυμφομανείς γυναίκες

και οι σεξομανείς άντρες. Πολύ πρόσφατα, το μοντέλο του εθισμού

έχει φτάσει, απ' ό,τι φαίνεται, σε τέτοιο βαθμό οικουμενικότητας που ανταγωνίζεται πια το λεξιλόγιο των «Σφηκών»: έτσι, μπορούμε

να μιλάμε πλέον άνετα για «σοκολατομανείς», και «μανιώδεις των αγορών», και «εθισμένους στις σαπουνόπερες». Μπορεί να υιοθετού­

με αυτούς τους όρους επιπόλαια, αλλά το ίδιο το μοντέλο του εθι­ σμού έχει αποκτήσει σημαντική δημοτικότητα και εκτίμηση, μετατρέ­

ποντας ανήθικους και αμαρτωλούς σε θύματα και ασθενείς και μετα­ μορφώνοντας την απαγόρευση σε συμπάθεια και κατανόηση. Και μπορεί «ΤΟ πρόγραμμα των δώδεκα σταδίων» να μην εφαρμόζεται ακόμα στη θεραπεία για τον εθισμό στο τρύπημα του σώματος (ή

«πυρετό του μετάλλου») ή στο τζόγΚΙνΥΚ, κανείς όμως δεν αντιδρά

όταν μιλάμε για τον «αλκοολισμό» σαν να είναι αρρώστια, και μάλι­ στα κληρονομική, που δε θεραπεύεται ποτέ και ο μόνος τρόπος

αντιμετώπισης της πάθησης είναι η πλήρης αποχή, ακόμα και απ' όσους έχουν κληρονομική προδιάθεση στον αλκοολισμό 2 • Η εναρκτήρια σκηνή των «Σφηκών» δε δικαιολογεί από μόνη της

την ανάγκη να ξαναγράψουμε την ιστορία του εθισμού ως ασθένειας.

Το λεξιλόγιο του έργου είναι μοναδικό. Καμία άλλη αρχαία πηγή δε φαίνεται να μας προσφέρει μια τόσο καθαρή γκάμα εθισμένων ηρώ­

ων, παρουσιάζοντάς τους ως ασθενείς, ούτε καν εν είδει αστείου. Σαν αποτέλεσμα, είναι πολύ πιθανότερο το κοινό του Αριστοφάνους να είδε τη σκηνή ως άλλο ένα δείγμα του περίφημου ταλέντου του να δημιουργεί ζωντανές σατιρικές εικόνες παρά σαν την κοινότοπη

και οικεία όψη μιας αδυναμίας. Το να αποκαλείς αρρώστια την αγά-

211

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πη για τα ζάρια ή την αγάπη για το ποτό ήταν απλώς ένα εντυπω­

σιακό και προχωρημένο αστείο, που δεν έπαιρνε κανείς στα σοΒαρά

επί δύο χιλιάδες χρόνια. Η κυρίαρχη άποψη της εποχής του Αριστο­

φάνους γι' αυτά τα πάθη ήταν σχεδόν το ακριΒώς αντίθετο. Με τον κίνδυνο μιας εξωφρενικής υπεργενίκευσης, θα μπορού­ σαμε να πούμε ότι στους σύγχρονους καιρούς προσεγγίζουμε τον

. κόσμο

των τροφίμων με μια σχετική ηρεμία, έχοντας πετύχει ένα εί­

δος ισορροπίας με τις επιθυμίες μας. Ενώ μπορεί να προσπαθούμε να τις μετριάσουμε και να τις ελέγξουμε, υπό φυσιολογικές συνθή­ κες δεν αποτελούν σημαντικό παράγοντα της ζωής μας. Όσοι διεξά­

γουν όντως έναν άγριο αγώνα με τις επιθυμίες τους αποτελούν εξαί­ ρεση. Είναι εκείνοι που έχουν πάρει κάποια ουσία που δεν έπρεπε

ή όσοι απολαμΒάνουν κάποια λιγότερο επικίνδυνη ουσία σε υπερ­

Βολικό Βαθμό, έτσι ώστε τώρα δυσκολεύονται να ζήσουν χωρίς αυ­ τήν. Εξαιτίας μακροχρόνιου εθισμού, της κληρονομικότητας μιας εθιστικής τάσης ή της σύντομης έκθεσης σε κάποιο ισχυρό εθιστικό

ναρκωτικό, έχουν νικηθεί από σοΒαρές παρορμήσεις. Κάτι δεν πάει

καλά με αυτούς

-

κι αυτό το κάτι τους διαφοροποιεί από τον υπό­

λοιπο πληθυσμό, κάτι το οποίο μπορεί να ταξινομηθεί ως ασθένεια που τους διακρίνει από τον υγιή, φυσιολογικό, φιλήσυχο πληθυ­ σμό. Σύμφωνα με αυτή την ιατρική ή ψευδο-ιατρική έννοια του εθι­

σμού, αυτό που αναζητεί το άτομο με τέτοιες αμαρτωλές επιθυμίες εντάσσεται στην κατηγορία των ναρκωτικών, τα οποία μεταμορφώ­

νουν αυτόν που τα αναλίσκει, δημιουργώντας μέσα του μια εξάρτη­ ση. Αυτή η εξάρτηση γεννάει παρορμητικές επιθυμίες και διακαείς καταναγκασμούς, που κυβερνούν τη ζωή του, αποκλείοντας κάθε άλ­ λη σκέψη. Παραδόξως, αυτή η παρόρμηση θεωρείται εντελώς διαφο­ ρετικό πράγμα από την επιθυμία της απόλαυσης. Έχει περάσει πο­

λύς καιρός από τότε που οι αλκοολικοί, οι καπνιστές και οι ηρωι­ νομανείς θεωρούνταν απλώς ηδονιστές. Στην πραγματικότητα, οι

σύγχρονες περιγραφές του εθισμού αγνοούν τόσο πολύ την απόλαυ­ ση ώστε όσοι αποτολμούν να δοκιμάσουν κάποια εθιστική ουσία για πρώτη φορά βιώνουν μιαν απροσδόκητη απόλαυση, που τους κάνει να νομίζουν ότι οι κίνδυνοι ενός επικίνδυνου ναρκωτικού, η δύνα­

μή του να αδράxvει τα θύματά του και να τα αγκιστρώνει, οφείλο­ νται σε κάποια πιο μεταφυσική διαδικασία. Αυτό έχει ως αποτέλε-

212

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σμα να υψωθεί ένα μεγάλο φράγμα ανάμεσα στην επιθυμία για πράγ­

ματα που θεωρούνται «ναρκωτικά" και σε όλα τα άλλα φαγώσιμα. Ο έλεγχος της επιθυμίας για σάντουιτς με μπέικον, για διακοπές στη θάλασσα, για κήρυκες του Ευαγγελίου ή για μπεστ σέλερ αντιμετω­ πίζεται (προς το παρόν) σαν κάτι εντελώς διαφορετικό από τον έλεγχο της επιθυμίας για αλκοόλ, τσιγάρο ή κοκαίνη. Όταν παρατη­ ρούμε ανάλογη «καταναγκαστική» ή «υπερβολική» συμπεριφορά για

κάτι που δεν είναι ναρκωτικό, η αντίδρασή μας δεν είναι να αμφι­ σβητήσουμε τη διάκριση, αλλά να κατατάξουμε το εν λόγω αντικεί­ μενο στην κατηγορία των ναρκωτικών ή οιονεί ναρκωτικών, αλλάζο­

ντας απλώς τον ορισμό. Είναι πιθανό να δούμε, κάποια στιγμή στο κοντινό μέλλον, να εξαφανίζεται η διάκριση μεταξύ ναρκωτικών και μη ναρκωτικών και να αρχίσουν να θεωρούνται ως ουσίες επιδεκτι­ κές «κατάχρησης» οι χημικές ουσίες του σώματός μας, η ενδορφίνη

και η αδρεναλίνη' τότε, μια τεράστια γκάμα ανθρωπίνων δραστηριο­ τήτων θα θεωρηθεί επιδεκτική εθισμού και η απόλαυση η ίδια θα τα­ ξινομηθεί εκ νέου ως ναρκωτικό. Προς το παρόν πάντως, η επίση­ μη και ανεπίσημη λίστα των επικίνδυνων ναρκωτικών είναι περιορι­ σμένη· οι πραγματικά εθισμένοι είναι ακόμα αντικανονικοί και σπά­ νιοι· και μόνο ελάχιστες συνηθισμένες δραστηριότητες, όπως το κά­

πνισμα για παράδειγμα και το ποτό, θεωρούνται διεθνώς ότι χρή­ ζουν διαρκούς και προσεκτικής επαγρύπνησης. Οι αρχαίοι Έλληνες αντίθετα δε διέκριναν κάποια ειδική κατηγο­ ρία τροφίμων ως ιδιαίτερα επιδεκτική κατάχρησης, αλλά θεωρούσαν την έντονη πάλη κατά της επιθυμίας ως φυσική κατάσταση. Έβλεπαν

τον εαυτό τους εκτεθειμένο σε παντός είδους ισχυρές δυνάμεις. Οι τέρψεις του κόσμου τούς περίμεναν κρυμμένες πίσω από κάθε γω­ νιά για να τους παγιδεύσουν. Όλες οι απολαύσεις του τραπεζιού, τα χέλια, οι τηγανητές φέτες τόννου και το αρωματικό κρασί, αλλά πά­

νω απ' όλα η ανθρώπινη ομορφιά, ήταν φυσιολογικό να ασκούν έντονη επιρροή σε όλους όσοι πλησίαζαν στο πεδίο έλξης τους. Δεν υπήρχε κάποιος ειδικός μηχανισμός που δημιουργούσε μια ιδιαίτε­ ρη εξάρτηση. Ήταν φυσιολογικό να θέλουν οι άνθρωποι να απολαύ­ σουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα πράγματα που ήταν απολαυ­ στικά

-

το λέγειν των ρηΤόρων, τις χάρες του θεάτρου, τις ηδονές

της σάρκας. Αυτό οδηγούσε σ' ένα κυρίαρχο μοντέλο εθισμού, που

213

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μοιάζει με ακριβή αντιστροφή του δικού μας. Οι άνθρωποι που απο­ λάμβαναν υπερβολικά κάτι δεν ανέπτυσσαν κάποια αφύσικη εξάρτη­

ση απ' αυτό, εξωθούμενοι από ασυνήθιστες παρορμήσεις. Είχαν απλώς χαμηλότερες αντιστάσεις στις συνηθισμένες, φυσιολογικές, επίμονες ηδονές του κόσμου. Η παρόρμηση θεωρείτο λειτουργία της απόλαυσης. Έβλεπαν τα αντικείμενα της επιθυμίας και του πόθου ζωντανά ή νεκρά

-

-

ως ζωηρά, προκλητικά και φιλάρεσκα, καθοδη­

γούμενα και βελτιούμενα από μαγείρους και συμποσιάρχους και τις θηλυκές τέχνες της αποπλάνησης. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η πάλη αυτή θεωρείτο ως ανοιχτή πάλη ανάμεσα στο Εγώ και τον Κό­

σμο, αλλά, για όσους είχαν κλίση στη φιλοσοφία, το Εγώ ήταν χω­ ρισμένο σε δύο μέρη, την Ψυχή και το Σώμα. Το τελευταίο δρα ως

προδότης εντός των πυλών, ως πέμπτη φάλαγγα της απόλαυσης. Ο

πόλεμος είναι ουσιαστικά ένας εμφύλιος πόλεμος, μια εσωτερική πάλη. Αυτή η κυρίαρχη θεωρία εκφράζεται πιο κατηγορηματικά στο

«Φαίδωνα» του Πλάτωνος' καθώς πλησιάζει η στιγμή της εκτέλεσης του Σωκράτους, ο χωρισμός ψυχής και σώματος έχει αποφασιστική

σημασία. Ο διάλογος τελειώνει με μια εντυπωσιακή εικόνα αυτού του χωρισμού, καθώς ο φιλόσοφος νιώθει το κώνειο να δρα σταδια­ κά και χάνει την επαφή με το σώμα του, ξεκινώντας από τα πό~ια. Οι ατελείωτες απαιτήσεις του σώματος βουβαίνονται προοδευτικά πριν σιωπήσουν για πάντα, ενώ η αθάνατη ψυχή του ετοιμάζεται για

απογείωση σ' έναν κόσμο απερίσπαστου στοχασμού. Είτε η πάλη διεξαγόταν ανάμεσα σ' εσένα και τις ηδονές του κό­

σμου ή ανάμεσα σ' εσένα και το σώμα σου, αυτή η σύγκρουση ήταν κανονική και φυσική. Αυτό που ήταν αφύσικο ήταν η παντελής έλ­

λειψη αντίστασης, το να αφήνεσαι να κυριεύεσαι διαρκώς και αμέ­ σως. Τέτοιοι αδύναμοι χαρακΤήρες σήκωναν τα χέρια ψηλά χωρίς να παλέψουν καθόλου. Τους νικούσαν και τους υποδούλωναν οι επιθυ­

μίες τους. Ήταν γνωστοί ως ακόλαστοι (αδιόρθωτοι, ανεξέλεγκτοι, αχαλίνωτο ι) ή ακρατείς (αδύναμοι, ανίκανοι, έκλυτοι) και είχαν διά­ φορες μορφές. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν τρομερά «μπανάλ»,

αφού το παράκαναν σε δραστηριότητες στις οποίες όλοι, σε κάποιο βαθμό, ήταν επιρρεπείς. Μερικοί πάλι ήταν πιο ασυνήθιστοι και πα­

ράξενοι. Πιο ευδιάκριτοι ήταν όσοι είχαν παραδοθεί στις απολαύ­ σεις της σάρκας, οι λαίμαργοι οψοφάΥΟΙ, εκείνοι που αγαπούσαν το

214

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ποτό (φιλοπότες) ή όσοι άφηναν τις σεξουαλικές τους επιθυμίες να τους συντρίψουν, στους οποίους ανήκε κι ένα συγκεκριμένο αρχαίο

«τέρας», το οποίο θυμίςει ιδιαίτερα τη σύνχρονη έννοια της προσω­ πικότητας του εθισμένου, υπό μια μάλλον απροσδόκητη αμφίεση.

Αυτό που τους χαρακτηρίςει δεν είναι μόνο το μέγεθος της επιθυ­ μίας τους

-

κάποιος μεγάλος λάτρης των ψαριών θα το απέδιδε

ίσως στο πόσο λαχταριστά είναι τα ψάρια

-

αλλά και ο τρόπος με

τον οποίο επιδιώκουν την ικανοποίησή τους. Όλοι οι άνθρωποι ένιωθαν να τους ελκύει σφοδρά η απόλαυση και οι περισσότεροι υπέκυπταν κάποια στιγμή. Αυτό που διέκρινε αυτές τις ευάλωτες ψυχές ήταν η προθυμία τους να υποταχθούν στην επιθυμία με την πρώτη ευκαιρία, ακόμα κι όταν την αντίσταση απαιτούσε ο νόμος, η

κοινωνία και οι καλοί τρόποι, ακόμα και όταν επιΒαλλόταν επί ποι­ νή θανάτου.

Ο οψοφάΥος Όπως έχουμε δει, φιλόσοφοι και διανοούμενοι διαφωνούσαν για το τι ακριΒώς ήταν αυτό που συνιστούσε την οψοφαγία στον οψοφά­

γο, αλλά από πρακτική άποψη δεν τους ήταν δύσκολο να προσδιο­ ρίσουν τον οψοφάγο τον ίδιο. Ήταν εκείνος που, στην άλλη άκρη

του δωματίου, άρπαςε το όψον του χωρίς να νοιάςεται να πάρει και ψωμί, για να αμΒλύνει την αισθησιακή εμπειρία, και όχι οποιοδήπο­

τε όψον φυσικά, αλλά σχεδόν πάντοτε το όψον, δηλαδή καυτές με­ ρίδες ψαριού. Όσοι δεν ήταν προσκεκλημένοι σε τέτοια τραπέςια μπορούσαν να εντοπίσουν τους οψοφάγους στην αγορά ή το λιμάνι:

Ο Εύθυνος, ρε τα σανδάλια και τα δαχτυλΙδια του και παρ­ φουραρισρένος ρε αρώρατα, τακτοποιούσε κάποιο ζΩτυρατάκι

-

δεν ξέρω ΤΙ· καταφθάνουν όρως τότε ο ΦoιvιKIδυς και ο

φiλτατoς Ταυρέας,. Βετεράνοι οψοφάγοι και οι δύο, απ' αυ­ τούς που καταΒροχθΙζουν κορράτες ψαριού στυν αγορά. Όταν εΙδαν τι έκανε, παραλΙγο να πάθουν συγκοπη, τρορερά εξορ­ γισρένοι από τυν έλλειψυ ψαριών [ανοψία]. Μάζεψαν πληθυ

γ(Jρω τους κι έΒγαλαν λόγο, εξυγώVΤας ότι τους εΙναι ανυπό­ φορο και δεν αντέχουν ρερικοΙ από σας να σφετερΙζονται όλυ

215

.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τπ θαλάσσια παραγωγΙί και να ξοδεύουν τεράστια ποσά και ωστόσο να μπ φτάνει ούτε λέπι ψαριού στο λιμάνι Μα τι κά­ νουν τέλος πάντων οι επόπτες των νπσιών; Κάποιο νόμο θα πρέπει να ψπφίσουν για να γίνεται υποχρεωτικά

n

μεταφορά

των ψαριών με ναυτικΙί συνοδεία. Διότι τώρα ο Μάτων έχει κα­ ταφέρει να μονοπωλΙίσει τους ψαράδες και ο Διογείτων, μα το Δία, τους έχει πείσει να του φέρνουν όλπ τπν ψαριά τους. Και

ΒέΒαια αυτό που κάνουν δεν είναι δπμοκρατικό 3 .

Ο χαρακτηρισμός διαφόρων πολιτών ως ψαροφάγων φαίνεται ότι ήταν ομόφωνος, αφού συναντάμε διαφόρους ποιητές μιας συγκεκρι­ μένης χρονικής περιόδου να σατιρίζουν τα ίδια άτομα για το ίδιο

κουσούρι. Ο Φοινικίδης, για παράδειγμα, ο εξοργισμένος άντρας που βγάζει λόγο στο προηγούμενο απόσπασμα, κάνει ξανά την εμ­

φάνισή του σ' ένα θεατρικό του Ευφάνους, όπου μετά βίας καταφέρ­ νει να συγκρατήσει τα «παθιασμένα και νευρικά» χέρια του στη θέα

μιας κατσαρόλας γεμάτης ψάρια 4 . Δύο ήρωες ειδικότερα, τους οποί­ ους χωρίζουν καμιά εκατοστή χρόνια, είχαν τη χειρότερη φήμη. Ο

πρώτος είναι ο Μελάνθιος, μικρανεψιός του Αισχύλου, τον οποίο σατίριζαν για φαυλότητα και οψοφαγία πολλές κωμωδίες στα τέλη του 50υ αιώνα' την άνοιξη του

421

π.χ. μάλιστα, και τα τρία θεατρι­

κά που διαγωνίστηκαν στα Εν Άστει Διονύσια* διάλεξαν να σατιρί­

σουν το Μελάνθιο και τις διατροφικές του συνήθειες. Ένα από αυ­ τά τα έργα σώζεται ολόκληρο. Στην «Ειρήνη», ο Αριστοφάνης περι­

γράφει το Μελάνθιο και τον αδελφό του Μόρσψο σαν «Γοργόνες αχόρταγες, Άρπυιες αρπάΧτΡες πλατιών και μεγάλων ψαριών». Σε άλλη περίσταση, ο κωμικός ποιητής Άρχιππος ανέβασε στη σκηνή

ένα χορό ψαριών, τα οποία ήταν πρόθυμα να κλείσουν ειρήνη στο μακροχρόνιο πόλεμο που διεξήγαν κατά της ανθρωπότητας, υπό τον

όρο να τους παραδώσουν οι άνθρωποι το Μελάνθιο αλυσοδεμένο, για να υποστεί τη μοίρα που είχε επιβάλει σε αμέτρητο αριθμό συγ­ γενών τους.



Λέγονται εν άστει για να διακριθούν από τα κατ' αγρούς Διονύσια, που ετελούντο από κάθε δήμο χωριστά στα μέσα του χειμώνα. Τα εν άστει ετελούντοστην Αθήνα στις αρχές της άνοιξης και ήταν νεότερη γιορτή προς τιμή του Ελευθερέως Διονύ­ σου.

216

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Σύμφωνα με το φιλόσοφο Κλέαρχο, ο Μελάνθιος ξεπέρασε και τον Τιθωνό, ο οποίος ζήτησε να γίνει αθάνατος και κατέληξε να πε­ ράσει στην αιωνιότητα ως τζιτζίκι*. Αυτό που ζήτησε ο Μελάνθιος

ήταν να του χαρίσουν οι θεοί ένα μακρύ λαιμό

aqv

αυτόν που έχουν

οι πελαργοί, για παράδειγμα, για να παρατείνει την απόλαυση του

φαγητού που κατάπινε 5 . Αντίπαλος του Μελανθίου, τον

40

αιώνα, υπήρξε ο Καλλιμέδων,

γνωστός τοις πάσι ως Κάραβος, είτε επειδή η καραβίδα ήταν η αγα­ πημένη του λιχουδιά είτε επειδή τα μάτια του κοίταζαν προς αντί­ θετες κατευθύνσεις. Σύγχρονος του Δημοσθένους, είχε τη φιλοδοξία να γίνει κι αυτός ρήτορας, χωρίς να έχει καμία φυσική κλίση προς

τούτο. Εν πάση περιπτώσει, οι πολιτικές του φιλοδοξίες τράβηξαν την προσοχή του κόσμου, δίνοντας έτσι αφορμή στους θεατρικούς

συγγραφείς να αντιπαραβάλλουν ειρωνικά τις κομψές διατροφικές του συνήθειες με τους πολιτικούς του κομπασμούς. Η εμμονή του στο φαγητό ήταν παροιμιώδης και οι κωμικοί ποιητές την επηωλού­ νταν σε παρωδίες όρκων: « Θα εγκαταλείψω το σκοπό ρου ρόνον

όταν ο Kaλλψέδων παρατnσει το κεφάλι του κέφαλου»6. Ο ήρωας μιας κωμωδίας χλεύαζε τις πολιτικές του φιλοδοξίες, λέγοντας ότι οι μοναδικοί άνθρωποι που θα τον τιμούσαν με ανδριάντα θα ήταν οι ψαράδες στην αγορά. Ένας άλλος ποιητής έδινε στη γαστριμαρ­ γία του ηρωικές διαστάσεις:

Άλλοι άντρες που έχουν παλέψει ρε τους θεούς

[. .. ]

ενώ­

νουν ης δυνάρεις τους ρε τον Κάρα80, τον ρόνο από τους θνΩτούς που είναι σε θέσΩ να χλαπακιάσει ολόκλΩρες κορρά­ τες ψαριού από ΤΩν κατσαρόλα που 8ράξει και να ΡΩν αφnσει

ούτε λέπι 7 .

ο πιο θρυλικός οψοφάγος απ' όλους, εντούτοις, δεν ήταν Αθη­ ναίος ήταν ο Φιλόξενος ο διθυραμβοποιός από τα Κύθηρα, που

ανπκαν στη σπαρτιατική επικράτεια. Πολλές ιστορίες λέγονταν για



Στην πραγματικότητα ήταν η θεά Ηώ αυτή που ζήτησε από τους θεούς να τον κά­ νουν αθάνατο, αλλά ξέχασε να τους ζητήσει να του χαρίσουν και αιώνια νιότη· έτσι

ο Τιθωνός έγινε υπέργηρος, μέχρι που οι θεοί τον λυπήθηκαν και τον έκαναν τζι­ τζίκι.

217

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τα κατορθώματά του, αν και συχνά τον μπέρδευαν μ' έναν άλλο Φι­ λόξενο ή ίσως με πολλούς συνονόματούς του. Αφού, απ' ό,τι φαίνε­ ται, όλοι αυτοί οι Φιλόξενοι ήταν εξίσου αφοσιωμένοι σε γαστρι­ μαργικές αναζητήσεις, ήταν πιο επιρρεπείς σε περιπέτειες από το μέσο άνθρωπο. Ο Μάχων περιέλαΒε και το Φιλόξενο στη συλλογή ανεκδότων του, μαζί με τις εταίρες και τους απρόσκλητους παράσι­ τους.

λένε ότι

ο

Φιλόξενος ο ΚυθΙ1ΡlOς Ωταν οψοφάγος σε

ακραίο Βαθρό. Έτσι λοιπόν, αγόρασε ρια ρέρα στις Συρακού­ σες ένα χταπόδι ένα ρέτρο ρακρύ, το ραγείρεψε και το έφαγε ολόκληρο σχεδόν, αφΩνοντας ρόνο το κεφάλι. Αρρώστησε όρως πολύ από δυσπεψία.

Οι δικοί του κάλεσαν το γιατρό, ο οποίος, Βλέποντας τη σοΒα­ ρότητα· της κατάστασής του, τους ρώτησε αν ο Φιλόξενος είχε τα­

κτοποιήσει όλες τις υποθέσεις του. Ο Φιλόξενος, που νιώθει ότι πλησιάζει το τέλος του, αφιερώνει την ποίησή του στην Αφροδίτη και το Διόνυσο και εκφράζει την τελευταία του επιθυμία:

-

Ο Χάροντας

[. .. ]

δε ρ' αφΩνει να καθυστερΩσω άλλο και

ρε φωνάζει να ρπαρκάρω. ΣκοτεινΩ ροίρα ρε καλεί και το κά­ λεσρά της δεν ρπορώ να α yvon σω. Κι αφού ρπορώ να πάρω το έχει ρου ραζί ρου, στο Βιαστικό φευγιό ρου για τον κάτω κόσρο, δώστε ρου πίσω το υπόλοιπο χταπόδι ρου.

Ο Μάχων λέει γι' αυτόν ότι, όπως ο Μελάνθιος, παρακάλεσε τους θεούς να του χαρίσουν λαιμό τρεις πήχες μακρύ,

Για να ρπορώ να καταπίνω όσο περισσότερη ώρα γίνεται

και να νιώθω την απόλαυση όλων των φαγητών ταυτόχρονα 8.

Θα πρέπει να είναι προφανές πια ότι ο οψοψάγος δεν αναγνω­ ρίζεται από τις μεγάλες ποσότητες που τρώει ούτε από τα ασυνήθι­

στα φαγητά που καταναλώνει (δε θα Βρούμε χαΒιαρόγλωσσες στα αρχεία της ελληνικής γαστριμαργίας), αλλά κυρίως από την ένταση

218

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

και την αμεσότητα της επιθυμίας του. Το χαρακτηριστικό του είναι

ότι δεν κολλάει σε τυπικότητες, αλλά αρπάζει το ψάρι του κατευθεί­ αν από το τηγάνι, ενώ ζεματάει ακόμα. Έτσι ο Αριστοφάνης σατιρί­

ζει το δημαγωγό Κλέωνα ως οψοφάγο στους «Ιππείς», όταν Βάζει τον Παφλαγόνα, το δούλο του Δήμου, «να κατα!3ροχθίζει ζεστέ~ πaλαpι­ δoφέτε~», ή όταν ο πωλητής λουκάνικων Αγοράκριτος τον καταριέ­

ται να πνιγεί, τρώγοντας τα καλαμάρια ζεματιστά από το τηγάνι 9 • Αυ­ τό δε σημαίνει ότι οι Έλληνες προτιμούσαν να τους σερΒίρουν το

φαγητό τους πολύ καυτό, αλλά ότι ένας ψαρομανής ήθελε τόσο απελπισμένα το ψάρι του που δεν άντεχε να περιμένει ούτε πέντε λε­ πτά για να κρυώσει λιγάκι. Μια τέτοια συμπεριφορά πόρρω απέχει

από αισθητική εκτίμηση, όπως παρατηρεί ο ψαράς σε μια κωμωδία:

Ενώ το αποτέλεσρα των φίνων κόπων ενό~ ζωγράφου κα­ τaλΩγει να είναι αντικείρενο θα υρασρού, κρερασρένο στον τοίχο, το αποτέλεσρα των δικών pα~ προσπαθειών το αρπά­ ζουν αpέσω~ από το πιάτο, xωpί~ να που καν ένα «ρε την

άδειά σα~», κι εξαφανίζεται στη σΤΙΥΡΩ από το τηγάvι lO • Το κρέας των θυσιών ήταν προορισμένο να μοιραστεί, ο προορι­ σμός του ψαριού αντίθετα ήταν να το κρατάς για τον εαυτό σου, να το αρπάζεις εγωιστικά και να το καταπίνεις αμάσητο. Το ψάρι ενέ­

πνεε έναν τρόπο βρώσης ανταγωνιστικό, εντελώς ακατάλληλο για δημόσια θυσιαστική γιορτή. Επομένως, ήταν η ταχύτητα της κατανά­

λωσης που προσδιόριζε τον αρχαίο τρόπο Βρώσης ως υπερΒολικό και στο Φιλόξενο αποδίδονται, όπως είναι φυσικό, μερικές από τις πιο γελοίες συνήθειες. Σύμφωνα με το στωικό φιλόσοφο Χρύσιππο, ο Φιλόξενος είχε εξασκήσει το χέρι του για να αντέχει στο κάψιμο,

χώνοντάς το σε καυτό νερό στα λουτρά, και είχε καταφέρει να απο­ κτήσει λαιμό πυρίμαχο (άσΒεστο) κάνοντας ζεματιστές γαργάρες,

πείθοντας τους μαγείρους να σερΒίρουν τα πιάτα πολύ καυτά, έτσι που να προλαΒαίνει να τα τελειώνει μόνος Τόυ, πριν μπορέσει να τα

ακουμπήσει άλλος. Ένας άλλος οψοφάγος, κάποιος Πίθυλλος, έλε­ γαν ότι τον είχε ξεπεράσει σε λαιμαργία και είχε Βάλει να του στε­ ρεώσουν πάνω στη γλώσσα μια ειδική μεμΒράνη και καλύπτρες στα

δάχτυλα, για να τρώει πριν τους άλλους συνδαιτυμό νεςl1.

219

ΤΖΕΪΜΣ

Ο

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πότης

Ενώ μπορεί να Βρίσκουμε μάλλον περίεργη την περιγραφή των καλοφαγάδων και των ψαρομανών από τους Αθηναίους, δε θα έχου­ με την παραμικρή αντίρρηση για τα άτομα που χαρακτηρίζουν πό­

τες. Από όλους όσους θεωρούμε εθισμένους και δυσλειτουργικούς τον 20ό αιώνα, ο πιο ανθεκτικός τύπος μοιάζει να είναι ο «αλκοο­ λικός". Μετά από χρόνια ολόκληρα κριτικής μελέτης, η διάγνωση

«αλκοολικός" συνεχίζει να έχει ακόμα νόημα, να είναι μια αντικειμε­ νική κατάταξη πέρα από πολιτιστικά και ιστορικά όρια. Εντούτοις, πολλοί ισχυρίζονται με κάποια Βασιμότητα ότι η ιδέα του αλκοολι­

σμού ως μιας «προοδευτικΩς ασθέΥειας οποίας είΥαι

n

-

το Βασικό σύμπτωμα ΤΩς

απώλεια ελέγχου ΤΩς συμπεριφοράς του πόΤΩ και ΤΩς

οποίας μΟΥαδικΩ θεραπεία είΥαι ποτά ... "

-

n

αποχΩ από όλα τα αλκοολούχα

είναι μια σύγχρονη ιδέα, που δε μετράει πάνω από δια­

κόσια χρόνια. Ξεκινώντας από εδώ, μερικοί ανθρωπολόγοι πάνε ακόμα πιο μακριά, ισχυριζόμενοι ότι όχι μόνον ο όρος, αλλά ο αλ­

κοολισμός ο ίδιος είναι ένα καθ' ολοκληρία σύγχρονο φαινόμενο:

Ο αλκοολισμός

-

ακόμα και υπό ΤΩ γεΥικότεΡΩ έννοια

τωΥ προΒλΩμάτωΥ που συΥδέονται με το ποτό

-

είΥαι σπά­

Υιος σΤΩΥ τεράστια πλεΙΟΨΩφία τωΥ ΚΟΙΥωΥιώΥ του κόσμου. Και μπορούμε Υα πάμε ακόμα πιο πέρα και Υα επισΩμάΥουμε

ότι πρόκειται για έΥα φαΙΥόμεΥΟ άΥνωστο σχεδόΥ εκτός δυτι­ κού πολιτισμού, αΥ και αποτελεί διαδεδομέΥΟ επακόλουθο

ΤΩς πολιτιστικΩς αφομοίωσΩς που συΥοδεύει ΤΩ σύγΧΡΟΥΩ

ΒιομΩχαΥικΩ ΚΟΙΥωΥία 12 .

Αν και υπάρχουν αρκετές μελέτες που αντιμετωπίζουν την αρχαία οινοποσία υπό την προοπτική του αλκοολισμού του

-

όλες προϊόντα

190υ αιώνα και εντεύθεν, μερικές μάλιστα πολύ πρόσφατες

(όπως, για παράδειγμα, η μελέτη του Τζων Μάξουελ Ο'Μπράιεν για το πρόΒλημα αλκοολισμού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που δημοσιεύ­ θηκε το

1981

στο

British Journal

ΟΩ

Alcohol and Alcoholism,

ή το

κεφάλαιο του Ζαν-Σαρλ Σουρνιά για τον .αρχαίο κόσμο, στο «Ιστο­ ρία του αλκοολισμού", του

1990) 220

τα περισσότερα σύγχρονα έργα

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

επί του θέματος, έντονα επηρεασμένα από την ανθρωπολογική προ­ σέγγιση, ενστερνίζονται συνήθως το σκεπτικισμό των ανθρωπολό­ γων για το αν μπορούμε να δούμε την κατηγορία αυτή διαπολιτισμι­

κά 13 . Επιπλέον, ο αλκοολισμός, σε αντίθεση προς τη σωματική κατά­ πτωση που προκαλεί το υπερβολικό ποτό (που δεν είναι το ίδιο πράγμα),

είναι μια μάλλον νεφελώδης κατάσταση,

που

δύσκολα

εντοπίζεται ακόμα και στη δική μας κοινωνία. Η διάγνωσή της δε γί­

νεται από ιατρικές εξετάσεις, αλλά από ερωτηματολόγια με αναμε­ νόμενες απαντήσεις, τα οποία δίνουν μεγάλη έμφαση στα παρανοϊ­ κά άγχη: «Σας έχει περάσει ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να είστε αλκοολικός;» Αφού δεν μπορούμε να υποβάλλουμε σε τέτοια ερωτη­ ματολόγια τους αρχαίου ς Αθηναίους, είναι μάταιος κόπος να ψά­ χνουμε για έναν αρχαίο αλκοολικό που να ανταποκρίνεται στις σύγ­ χρονες διαγνώσεις. Από την άλλη μεριά,

οι Έλληνες αναφέρουν

άντρες οι οποίοι έπιναν τεράστιες ποσότητες κρασιού και χαρακτη­

ρίζουν συγκεκριμένα άτομα ως επιρρεπή στο ποτό, κι αυτοί οι χα­

ρακτηρισμοί μας αποκαλύπτουν διαφωτιστικές διαφορές και ομοιό­ τητες με τους σύγχρονους αλκοολικούς, που αξίζει να τις διερευνή­ σουμε.

Μια από τις εικασίες των θεατών ως προς τη φύση της ασθένειας

του ηλικιωμένου άντρα, στην αρχή των «Σφηκών», έλεγε ότι ήταν φι­ λοπότης, κυριολεκτικά «εραστής του ποτού» ή «εραστής των οινο­

ποσιών». Αντίθετα από μερικές άλλες εικασίες (φίλος των θυσιαστι­ κών εορτών, κ.λπ.), ο όρος αυτός δε μοιάζει να είναι επινόηση του Αριστοφάνους. Σε ιστορίες, ιατρικές και φιλοσοφικές μελέτες και κωμωδίες της ίδιας περιόδου, βρίσκουμε διάφορους ήρωες που χα­ ρακτηρίζονται ως φιλοπότες. Ο Κίμων, για παράδειγμα, μια σπου­ δαία φυσιογνωμία της πρώιμης κλασικής περιόδου που δέσποζε στην Αθήνα για μια γενιά σχεδόν μετά τους Περσικούς Πολέμους, φαίνεται ότι έμεινε στη μνήμη του κόσμου

θάνατό του

-

-

πολλά χρόνια μετά το

κυρίως ως κάποιος που έπινε πολύ. Τον περιγράφει

κάποιος, στις «Πόλεις» του Ευπόλιδος, ως άνθρωπο «καθόλου κα­ κό, λάτρπ απλώς του ποτού κι αγέμελο (αμελή)>>. Ο ιστορικός Θεό­

πομπος ο Χίος, όπως έχουμε δει, υποτίθεται ότι είχε συντάξει έναν κατάλογο ιστορικών προσώπων που ήταν «εραστές του ποτού και μέθυσοι». Από το έργο του αυτό σώζονται πολλά αποσπάσματα, τα

221

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

οποία αναφέρουν πολυάριθμους μεθύστακες τυράννους και ολόκλη­ ρους πληθυσμούς μεθύσων, έτσι που μας δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Θεόπομπος είχε ψύχωση με τις συνήθειες οινοποσίας του κό­ σμου. Στο τριακοστό ένατο βιβλίο του έργου του «Φιλιππικά», για

παράδειγμα, ανέφερε τον Απολλοκράτη, γιο του τυράννου των Συ­ ρακουσών Διονυσίου, ο οποίος στερούνταν αυτοελέγχου και ήταν εραστής του ποτού. Στο εικοστό τρίτο βιβλίο, έγραφε για το Χαρί­ δημο εξ Ωρεού της Εύβοιας:

Ήταν πασίγνωστο όη επέρενε σε ριαν ακόλασΤΩ [ασελγή]

κaθΩρερινΏ δίαιτα και

ra

κατάφερνε να πίνει διαρκώς και να

ρεθάει 14 •

Φυσικά, το γεγονός ότι τα πιο πολλά αποσπάσματα του Θεοπό­ μπου έχουν διασωθεί από τον Αθήναιο, ο οποίος έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις απολαύσεις της σάρκας, δίνει μια διαστρεβλωμέ­ νη εντύπωση. Από την άλλη, ίσως μας δείχνει ότι σε όλα τα έργα του έβριθαν οι αναφορές σε μέθυσους και ποτά. Παρά τη συχνότητα των

κατηγοριών του εντούτοις, ο Θεόπομπος δεν αποδίδει τέτοιες κα­ τηγορίες ελαφρά τη καρδία, διότι θεωρούσε τον εαυτό του ειδικό επί του θέματος και ήταν έτοιμος να υπερασπιστεί όσους είχαν κα­ τηγορηθεί άδικα, κατά τη γνώμη του. Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύ­ σανδρος, κατακτητής των Αθηνών, για παράδειγμα, χαρακτηρίστηκε

άδικα μέθυσος από ιστορικούς προγενέστερους του Θεοπόμπου και από (Αθηναίους) κωμωδιογράφους. Στο δέκατο βιβλίο της «Ελληνι­ κής ιστορίας» του, ο Θεόπομπος ανέλαβε την υπεράσπισή του:

Ήταν πειθαΡΧΩρένος και είχε αυroέλεΥΧΟ σε όλες ης απο­ λαύσεις κι άλλωστε, όταν έΥινε κύριος σχεδόν όλΩς ΤΩς Ελ­ λάδας, σε καρία πόλΩ δε Βρίσκουρε αποδείξεις όη υπΏρξε επιρρεπΏς σης σεξουαλικές απολαύσεις, όη είχε εμπλακεί σε ρεθύσια Ώ όη έπινε σε λάθος σηΥρέ ς15.

Μια αρκετά διαφορετική άποψη της οινοποσίας μας προσφέρει η κωμωδία. Ήταν φυσικό, σε τελευταία ανάλυση, το ποτό να κατέχει εξέχουσα και τιμητική θέση στους δραματικούς αγώνες που γίνο-

222

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νταν προς τιμή του Διονύσου, θεού Tqu κρασιού. Ακόμα και οι τρα­ γωδοί έπρεπε να επισυνάπτουν στις πομπώδεις τραγικές τριλογίες τους κι ένα σκαμπρόςικο έργο με Σατύρους. Κρίνοντας από τα σω­

ςόμενα δείγματα του Ευριπίδου και του Σοφοκλέους, αυτά τα μικρά θεατρικά δεν έκαναν πολλές προσπάθειες να ςεφύγουν από την τυ­ ποποίηση που ήθελε τους ςωώδεις ήρωές τους να είναι παθιασμένοι λάτρεις του κρασιού. Αλλά και οι κωμωδιογράφοι ήταν αποφασισμέ­ νοι να μην τους ςεπεράσουν οι τραγικοί στη διακωμώδηση του αλ­

κοολισμού, και οι μεταγενέστεροι μελετητές της Αρχαίας Κωμωδίας μένουν με την εντύπωση ότι το θέατρο του 50υ αιώνα ήταν γεμάΤο

από μέθυσους. Ένας παλαιότερος ποιητής ειδικότερα, ο Κράτης, θεωρείτο εφευρέτης αυτού του δημοφιλούς νεωτερισμού. Από το ση­ μείο αυτό και μετά, δεν υπήρχε επιστροφή. Το υποκριτικό ρεπερτό­ ριο γέμισε μεθυσμένες γυναίκες και ςαλισμένους δούλους, η υπόθε­ ση των έργων περιείχε οπωσδήποτε κρασοκατανύςεις και συμποτι­

κές προετοιμασίες και οι συγγραφείς κατέφευγαν συχνά στη Βολική λύση της άνομης συμπεριφοράς λόγω μέθης:

Το κρασί έφταιγε ι

.. ] Αυτό ρε ανάγκασε να κάνω ό, τι έκα­

να. Αυτός είναι ο κακούργος, εδώ, τούτο το κρασί l6 • Ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» κοροϊδεύει τους αντιπάλου ς

του γι' αυτά τα κωμικά κλισέ, αλλά και το δικό του έργο περιέχει πολλές σκηνές με χοντροκοπιές μεθυσμένων. Οι «Σφήκες» αρχίςουν

με τους δύο δούλους που μετά Βίας κρατούν τα μάτια τoυ~ ανοιχτά εςαιτίας της κανάτας που κουΒαλάει ο καθένας τους. Το έργο τε­ λειώνει με τον ηλικιωμένο Φιλοκλέωνα, που επιστρέφει από συμπό­ σιο και τον πιάνει ο γιος του μεθυσμένο να τραΒολογάει μιαν αυλη­ τρίδα.

Σ' αυτή τη γενικότερη ατμόσφαιρα μεθυσιού, είναι μάλλον δύσκο­ λο να απομονώσει κανείς κάποια άτομα και να τα κατηγορήσει ότι το παράκαναν. Οι ήρωες, .που με το ςόρι στέκονταν στα πόδια τους,

δεν ήταν σε θέση να κριτικάρουν τους θεατές για τον τρόπο που έπι­

ναν. Παρ' όλα αυτά, όπως έχουμε δει στην περίπτωση του Κίμωνος και του Λυσάνδρου, σε μερικά δημόσια πρόσωπα φαίνεται ότι είχε κολλήσει για τα καλά η ρετσινιά του λάτρη του ποτού.

223

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Στους «Ιππείς», ο Αριστοφάνης σατιρίζει στο πρόσωπο του δού­ λου Παφλαγόνος το δημαγωγό Κλέωνα, ο οποίος δεν ήταν απλός

οψοφάγος αλλά και μέθυσος, που κόμπαζε ότι ξεπλένει τις καυτές παλαμιδοφέτες του με μια κανάτα άκρατο οίνο. Ήδη στις αρχές του έργου, τον βλέπουμε να υφίσταται τις συνέπειες των συνηθειών του, διότι κοιμάται αναίσθητος από το μεθύσι και δεν αντιλαμβάνεται τους αλαφροχέρηδες που του κλέβουν τον ιερό χρησμό, ο οποίος προβλέπει και το δικό του χαμό. Άλλος που τον σατιρίζει ο Αριστο­ φάνης στους «Ιππείς» ως γερό ποτήρι είναι ο Κρατίνος, ένας αντί­

παλός του ποιητής. Ένα χρόνο μετά τη μομφή, ο Κρατίνος απάντη­

σε μ' ένα ασυνήθιστο έργο, την «Πυτίνη» (δηλαδή φλασκί κρασιού). Το μοναδικό αυτό δράμα, από το οποίο σώζονται δυστυχώς μόνο ελάχιστα αποσπάσματα, ανεβάζει το συγγραφέα τον ίδιο επί σκηνής ως ήρωα. Είναι παντρεμένος με την Κωμωδία, αλλά εκείνη τον έχει εγκαταλείψει ισχυριζόμενη ότι της φέρεται άσχημα. Την επισκέπτο­ νται κάποιοι φίλοι και τη ρωτούν την αιτία του καβγά. Εκείνη δια­

μαρΤύρεται ότι αυτός έχει πάψει να γράφει κωμωδίες και περνάει τον καιρό του μεθυσμένος. Περισσότερα δεν είναι γνωστά για την πλοκή, αλλά φαίνεται ότι ο ποιητής υπερασπιζόταν σε κάποιο ση­ μείο τη δημιουργική δύναμη του κρασιού: «Όποιος πίνει νερό δε θα

μπορέσει ποτέ να δΏμιoυρyr'ισει κάτι πρωτότυπο». Το έργο πήγε κα­ λά και κέρδισε το πρώτο βραβείο στα Διονύσια του

423

π.χ. Το τό­

ντο ενός κυπέλλου από τη Νότιο Ιταλία απεικονίζει έναν κωμικό ηθοποιό, ντυμένο γέρο με μια κανάτα στο χέρι, και τον συνοδεύει η επιγραφή φιλοπόΤΏς (βλ. εικόνα

10).

Είναι πιθανόν ότι αναπαριστά

τον Κρατίνο τον ίδιο 17 . Το θεατρικό του Κρατίνου είναι ένα υπέρο­ χο πρώιμο δείγμα του εξομολογητικού, αυτοβιογραφικού είδους, το οποίο θα καταλήξει να παίζει εξέχοντα ρόλο στη δυτική ιστορία του

εθισμού. Ο Κρατίνος δραπετεύει από την περίοδο σιωπής που του

είχε επιβάλει το ποτό, μ' ένα επιτυχημένο έργο για τη σιωπή που του είχε επιβάλει το ποτό. Όλα αυτά αρκούν για να αποδείξουμε ότι ο φιλοπότης ήταν ένας

αρκετά αναγνωρίσιμος τύπος, μια ταμπέλα που κόλλαγε. Ταυτόχρο­ να, η κωμωδία δείχνει καθαρά ότι δε θεωρείτο ιδιαίτερα σοβαρή κα­ τηγορία και έχουμε κάποιες αποδείξεις ότι περισσότερη ντροπή

έφερνε στον κατήγορο παρά στον κατηγορούμενο. Όταν ο Δημοσθέ-

224

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νης θέλησε να επιτεθεί σε διάφορους νεαρούς για τον τρόπο που έπιναν, αναγκάστηκε να επινοήσει έναν καινούριο όρο, τον ακρατο­

κώθωνα*, για να διακρίνει τον επικίνδυνο τρόπο με τον οποίο έπι­ ναν εκείνοι από τις αβλαβείς δραστηριότητες του φιλοπότη ο ακόμα

κι έτσι πάντως, ο Δημοσθένης δέχτηκε τον ψόγο κι όχι οι νεαροί, αφού σε αυτόν αποδόθηκε η ακόμα πιο σοβαρή κατηγορία ότι είχε

λαδωθεί από τον Άρπαλο 18 . Είναι δύσκολο να μην καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι Αθηναίοι μπορεί να μην ενέκριναν τη μεγά­ λη κατανάλωση αλκοόλ και ανησυχούσαν διαρκώς για τη βία και τους βανδαλισμούς που συνεπάγονταν τα ανεξέλεγκτα συμπόσια, ήταν πολύ ανεκτικοί απέναντι στους μεθυσμένους. Η στάση τους αυ­ τή υπήρξε πηγή μεγάλης απογοήτευσης για τους ιστορικούς του αλ­

κοολισμού, οι οποίοι έχουν ανιχνεύσει στον αρχαίο κόσμο μια ολό­ κληρη γκάμα θετικών συνεκδοχών που επιζούν ως σήμερα και συνει­

σφέρουν στη μυθοποίηση του αλκοόλ στο δυτικό πολιτισμό, ψιας

παράλογης δύναμης που οδηγεί τους ανθρώπους στο ποτό" 19. Υπάρ­ χουν όμως αποδείξεις για την ύπαρξη πιο αρνητικών απόψεων, και όχι μόνο στα έργα του Θεοπόμπου. Ο σοφιστής Αντιφών, στην πραγ­

ματεία του για τους πολιτικούς, συμΒούλευε τους αναγνώστες του:

Ν' αποφεύγετε να σας κολλήσουν την ετικέτα του "εραστή του ποτού" και να πιστεύουν για σας ότι παραμελείτε τις υπο­ θέσεις σας νικημένοι από το κρασί 20.

Επομένως, πώς μπορούμε να λύσουμε την προφανή διάσταση ανάμεσα στο άκακο κουσούρι που συναντάμε στην κωμωδία και στο βαρύ σύμπτωμα ηθικής κατάπτωσης που καταδικάζουν κάποιοι φι­ λόσοφοι και ιστορικοί; Ήταν άραγε σοβαρή η κατηγορία ότι κά­ ποιος αγαπούσε το ποτό, κάτι που θα μπορούσε να Βλάψει τη φήμη

ενός ανθρώπου, ή επρόκειτο για ένα μάλλον ανεκτό παράπτωμα; Για

να απαντήσουμε σ' αυτή την ερώτηση, χρειάζεται να κοιτάξουμε τι είδους συμπεριφορά θεωρείτο ότι χαρακτήριζε τους αρχαίου ς λά­ τρεις του ποτού.



Ακρατοκώθων

=

αυτός που πίνει πολύ άκρατο οίνο από την κανάτα, ο κρασοπα­

τέρας.

225

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Πρώτα απ' όλα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η παρόρμηση που διακρίνει το σύγχρονο αλκοολικό δεν είναι προφανές χαρακτηριστι­ κό του φιλοπότη, όπως τον έΒλεπαν οι αρχαίοι Έλληνες. Φυσικά,

υπήρχαν άνθρωποι που έπιναν λαίμαργα και υπήρχε ο κωθωνισμός, αλλά αυτά τα δύο συνδέονταν με συγκεκριμένο τρόπο κατανάλωσης

του ποτού κι όχι με ιδιαίτερο τύπο ατόμου 21 • Ο φιλοπότης δεν έχει την έντονη λαχτάρα του λάτρη των ψαριών για τα ψάρια του. Δεν επιζητεί με απόγνωση την άμεση ικανοποίηση. Στην πραγματικότη­

τα, μια τέτοια ευσυνειδησία είναι πέρα απ' αυτόν. Βρίσκουμε όντως αναφορές σε ανθρώπους που τους «έχει νικήσει το κρασί", όπως λέ­ ει ο Αντιφών, και σε «δούλους του ποτού", αλλά η προσεκτική εξέ­ ταση αποκαλύπτει ότι αυτό που περιγράφεται είναι η επίδραση του

κρασιού και όχι η επιθυμία για κρασί 22 • Το κρασί σκλαΒώνει τους ανθρώπους, κάνοντάς τους να διαπράττουν πράγματα που δε θα τολ­ μούσαν σε άλλη περίπτωση, ή αντιθέτως κάνοντάς τους εντελώς απαθείς

για

οτιδήποτε,

κι

όχι

εξαναγκάζοντάς

τους να

πιουν.

Όντως, η αγάπη του λάτρη του ποτού για το ποτό αναπτύσσεται

προς την αντίθεση κατεύθυνση από την επιτακτική ανάγκη του οψο­ φάγου. Ενώ ο τελευταίος διακρίνεται από την ταχύτητα με την οποία

καταναλώνει το όψον του, επινοώντας τεχνικές για να το αρπάζει όσο πιο γρήγορα γίνεται κατευθείαν από το τηγάνι, το λάτρη του ποτού χαρακτηρίζει η διάρκεια των περιόδων κατανάλωσης και η

χρόνια φύση της κατάστασής του. Ο Αριστοτέλης ήξερε μια ιστορία για ένα λάτρη του ποτού από τις Συρακούσες, ο οποίος έΒαλε ένα

αΒγό κάτω από το στρώμα του και κάθισε πάνω, αποφασισμένος να μείνει εκεί και να πίνει μέχρι να κλωσήσει το αΒγό. Και συνέχιζε ο

συγγραφέας των αριστοτέλειων «ΠροΒλημάτων", ισχυριζόμενος ότι

γνώριζε πολλούς μέθυσους

« των

οποίων ολόκλΩΡΩ n διατΡοφn συν­

ίσταται σε δυνατό κρασί", με αποτέλεσμα να πάσχουν από έντονες

τρεμούλ ες 2 3. Οι εραστές του ποτού έπιναν ακατάπαυστα. Έπιναν ακόμα και το πρωί, μια επινόηση που ο Εύπολις αποδίδει στον Αλ­

κιΒιάδη. Κάποιες ιστορίες για το διαΒόητο πότη Φίλιππο το Μακε­ δόνα τονίζουν ότι ήταν μόνιμα μεθυσμένος. Έλεγαν ότι κουΒαλούσε

πάντοτε μαζί του, όπου πήγαινε, τα συμποτικά συμπράγκαλά του κι

ότι κοιμόταν μ' ένα χρυσό κύπελλο κάτω από το κεφάλι του. Ο Θεό­ πομπος υποστήριζε ότι, όταν πήγαν να τον επισκεφθούν πρεσΒευ-

226

ΑΡΧΑΙΟΙ

τές από την ηττημένη Αθήνα

-

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ανάμεσά τους και ο Αισχίνης

για

-

να δουν πώς θα ρύθμιζε τα της Ελλάδας μετά τη συντριπτική νίκη

του στη Χαιρώνεια, αυτός ήταν ήδη μεθυσμένος, αφού είχε περάσει τη νύχτα μέσα σε ασταμάτητο ξεφάντωμα. Μερικές φορές μάλιστα πήγαινε μεθυσμένος και στη μάχη. Κυκλοφορούσε και μια ιστορία για μια γυναίκα που τόλμησε να αμφισβητήσει κάποια απόφασή του. «Και σε ποιον σκοπεύεις να αποταθείς;» τη ρώτησε. «Στο νΩφάλιο Φίλιππο», του απάντησε εκείνη, αναγκάζοντάς τον να συνέλθει αμέ­ σως24.

Απ' ό,τι φαίνεται, και ο γιος του Αλέξανδρος δεν ήταν καλύτερος και στα αθηναϊκά θέατρα τον μνημόνευαν αρκετά χρόνια μετά το θά­ νατό του για γερό ποτήρι. Στον «Κόλακα» του Μενάνδρου, που γρά­ φτηκε πιθανότατα οκτώ ή εννέα χρόνια μόνο μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, ο καυχησιάρης στρατιώτης κομπάζει ότι μπορεί να

στραγγίξει ένα κύπελλο δέκα κοτυλών, τρεις φορές απανωτά (συνο­ λικά γύρω στα

7,7

λίτρα).

Πιο πολύ κι από ων Αλέξανδρο; ρωτάει ο κόλακας. λιγότερο πάντως όχι, απαντάει ο σrραTιώTΩς.

Κι αυτό πάρα πολύ είναι, λέει ο άλλος5.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα του Αλεξάνδρου με το ποτό απετέλεσε θέμα επιστημονικής διαμάχης, η οποία συνεχιζόταν πολ­ λούς αιώνες μετά το θάνατό του. Τη διαμάχη πυροδότησε ένα κάπως

παράξενο έγγραφο που είχε στα χέρια του ο Πλούταρχος και οι άλ­ λοι αρχαίοι ιστορικοί' ήταν γνωστό ως «Βασίλειοι εφημερίδες» και διατεινόταν ότι περιέγραφε το πώς περνούσε τις μέρες του ο Αλέ­ ξανδρος, ειδικά προς το τέλος της ζωής του. Οι «Εφημερίδες» nεpt c γράφουν μια φαινομενικά ατελείωτη διαδοχή από γιορτές και κρα­

σοκατανύξεις, ακολουθούμενες από ημέρες αναισθησίας. Ο Aιλια~ νός, στον κατάλογο που έχει φτιάξει με κάποια «άσχημα πράγματα»

για τον Αλέξανδρο, περιλαμβ6νει μια σύνοψη των καταχωρίσεων ενός μηνός

λένε όΤι ΤΩν πέΡΠΤΩ ρέρα ωυ ΡΩνός Δίου [Οκτώβριος

/

Νοέμβριος] έπινε σω σπίΤι του ΜΩδίου και ΤΩν έΚΤΩ ρέρα

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ΚΟιΡόταν για να ξερεθύσει, αλλά, όσΩ ώρα εΙχε τις αισθΩσεις του [έζησεν] εκεΙνΩ ΤΩ ρέρα, σΩκώθΩκε από το κρεΒάτι και συ­

ςΩΤΩσε ρε τους στραΤΩγούς του το ταξΙδι ΤΩς επορένΩς, λέγο­ ντας ότι θα ξεκινούσαν νωρΙς. ΤΩν έΒδΟΡΩ ρέρα, γλέντΩσε ρε τον ΠερδΙκκα και Ωπιε πάλι και ΤΩν όγδΟΩ ΚΟιΡόταν.

Tn

δέ­

καΤΩ πέΡΠΤΩ ρέρα του {διου ρΩνα, άρχισε πάλι τα Ιδια και Ωπιε και ΤΩν επορένΩ έκανε τα συνΩθισρένα που ακολουθούν ΤΩν οινοποσΙα [δηλαδή κοιμόταν;] ΔεΙπνΩσε στου Βαγώα στις

εΙκοσι τέσσερις ι.] και δύο ρέρες αργότερα ΚΟιΡόταν ακόρα

-

επορένως ένα από τα δύο πρέπει να ισχύει:

n ο Αλέξαν­

δρος αυτοκαταστρεφόταν πΙνοντας τόσες πολλές ρέρες το ρΩ­ να

n αυτοΙ

που τα έγραψαν αυτά ψεύδονται. Διότι αυτά τα

αποσπάσρατα σας δΙνουν ρια ιδέα του τι συνέΒαινε τον υπό­

λοιπο χρόνο, αφού όλα επαναλαρΒάνουν τα Ιδια πράγρατα26 • Ελάχιστοι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν τις «Βασίλειες εφημε­

ρίδες» αυθεντικές. Ένα απόσπασμα σωζόμενο σε έργο άλλου συγ­ γραφέα περιέχει έναν προφανή αναχρονισμό και οι διάφοροι ιστο­

ρικοί φαίνεται ότι έχουν πέσει πάνω σε κάπως διαφορετικές εκδο­ χές τους. Από την άλλη, είναι αρκεΤά πιθανή η περίπτωση πλαστο­ γραφίας

-

οι εφημερίδες υπό τύπον ημερολογίου ήταν αναγνωρι­

σμένο λογοτεχνικό είδος στην αρχαιότητα, σώζεται μάλιστα κι ένα

δείγμα που θυμίζει σαπουνόπερα, το οποίο ισχυρίζεται πως είναι ημερολόγιο των τελευταίων ημερών της Τροίας

-

αν και τα κίνη­

τρα του πλαστογράφου παραμένουν σκοτεινά. Μερικοί ισχυρίζονται

ότι αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να αποδείξει ότι ο Αλέξανδρος πέ­ θανε από το υπερΒολικό ποτό κι όχι από δηλητηρίαση, όπως είχε

κυκλοφορήσει. Διαφορετικά, θα μπορούσε να είναι ένα πανούργο λιΒελογράφημα, που σκοπό είχε να δείξει ότι ο Αλέξανδρος ο Μέ­ γας ήταν μέθυσος. Οπωσδήποτε ο Αιλιανός αντιμετωπίζει τις «Εφη­ μερίδες» ως κατηγορώ κατά του μεγάλου ανδρός, ενώ οι υπερασπι­ στές του Αλεξάνδρου, από το σύγχρονό του ΑριστόΒουλο ως τον Πλούταρχο, τετρακόσια χρόνια αργότερα, αποκηρύσσουν εναγωνίως

την εικόνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως λάτρη του ποτού 27 • Ακόμα όμως και χαλκευμένο, το έγγραφο έχει ιστορική αξία, διότι δείχνει πώς κάποιος στον αρχαίο κόσμο θα αναπαριστούσε το ημερολόγιο

228

ΑΡΧΑΙΟΙ

ενός πότη

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

και μάλιστα το ευλογοφανές πορτρέτο ενός φιλοπότη

εν ενεργεία. Θα έλεγα ότι διαφέρει πολύ από τον τρόπο που κά­ ποιος σήμερα θα παραποιούσε την καθημερινή ζωή ενός αλκοολι­ κού, διότι στις μέρες μας το κέντρο Βάρους θα έπεφτε στις κρυφές και μοναχικές οινοποσίες, στη λησμονιά και στο πώς ο πότης ξεγε­

λάει τον ίδιο του τον εαυτό 28 • Και ο Αλέξανδρος είχε ζήσει τα χαμέ­ να Σαββατοκύριακά του*, αλλά τουλάχιστον έπινε με παρέα. Ο τρό­ πος που έπινε ήταν κοινωνικός. Η υπερβολή έγκειται στο ότι έπινε

καθ' έξιν. Περιγράφοντας την καθημερινή ζωή ενός τυπικού λάτρη του πο­ τού, οι «Εφημερίδες» βοηθούν στην επίλυση των φαινομενικών αντι­ φάσεων αναφορικά με τη στάση των αρχαίων απέναντι στο ποτό. Το

παράπτωμα του αρχαίου λάτρη του ποτού δεν έχει να κάνει συνήθως με την κακή υγεία του, τις βίαιες εκρήξεις του ή το ξύπνημά του σε άγνωστα μέρη, αλλά με τη νωθρότητα που προκαλεί το αδιάκοπο με­ θύσι

-

ένα στοιχείο που πρέπει να παραδεχτούμε ότι συναντάμε πά­

ντοτε και στις σύγχρονες κατηγοριοποιήσεις. Το γεγονός ότι ο Αλέ­ ξανδρος έπινε πολύ τον καθιστούσε ανήμπορο για μέρες μετά κι αυ­ τό αποτελεί σοβαρή παράλειψη καθήκοντος. Ένα αρκεΤά χαρακτηρι­ στικό στοιχείο του λάτρη του ποτού, ο οποίος συχνά περιγράφεται ως αμελής, αδιάφορος (ή, από μια πιο θετική άποψη, ανέμελος). Αυ­ τή την αμέλεια απέδιδε ο Εύπολις στο λάτρη του ποτού στρατηγό Κίμωνα στις «Πόλεις» και εξαιτίας αυτής ο Αντιφών συμβουλεύει όποιον θέλει να γίνει πολιτικός να αποφύγει τη φήμη του πότη. Αυ­ τή η σχέση οκνηρίας και μέθης απαντάται σε πολυάριθμα αποσπά­

σματα. Ο Ηρόδοτος, για παράδειγμα, ανέφερε ότι ο Άμασις, ο οποί­ ος μετά από πραξικόπημα απέκτησε τον έλεγχο της Αιγύπτου τον

60

αιώνα, ως άτομο ήταν μάλλον κεφάτος και ανέμελος τύπος:

.Λ.έγεται ότι Ωταν λάτρπς του ποτού και του άρεσαν τα

αστεία, ένας τύπος στερούμενος εντελώς σοΒαρόΤΩτας, που, έτσι και δεν είχε τα μέσα για να συνεχίσει το ποτό και τις

απολαύσεις, θα πΩγαινε να κλέψει.



Αναφορά στο ΒιΒλίο του Τσαρλς Τζάκσον

weekend),

.. Το

χαμένο ΣαΒΒατοκύριακο»

που είναι περιγραφή του ΣαΒΒατοκύριακου ενός αλκοολικού.

229

(The lost

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Κατά το Θεόπομπο, οι κάτοικοι της Χαλκιδικής «περιφρονούσαν

τις ευγενέστερες δραστnριότnτες, αλλά Ωταν αφοσιωμένοι στο ποτό,

rnv

τεμπελιά και τις ακραίες απολαύσεις». Στο πεντηκοστό ΒιΒλίο

των «Φιλιππικών», τα έΒαζε με τους κατοίκους της Μήθυμνας, της· ΛέσΒου, οι οποίοι συνόδευαν πάντοτε τις καθημερινές ανάγκες τους

σε τροφή μ' ένα ποτό και «ποτέ δεν κατάφεραν τίποτα αντάξιο των εξόδων τους»29. Το γεγονός ότι ο Κρατίνος λέει στην «Πυτίνη» ότι

παράτησε το γράψιμο είναι ένα άλλο προφανές παράδειγμα. Η έλλειψη σοΒαρότητας εξυπακούεται για τους κωμικούς ήρωες και τους γλεντζέδες Σατύρους και ούτε περίμενε κανείς τίποτα πα­ ραπάνω από τις γυναίκες, τους δούλους και τους ΒαρΒάρους' για τους πολιτικούς, τους στρατηγούς και τους μονάρχες όμως, που

αποτελούν το στόχο του Θεσπόμπου, αποτελεί ασύγγνωστη ατέλεια. Η γυναίκα που αμφισΒήτησε την κρίση του Φιλίππου, ενώ αυτός ήταν υπό το κράτος της μέθης, μιλούσε εξ ονόματος μιας μακράς παράδοσης πολιτικής φιλοσοφίας. Το ποτό θόλωνε την κρίση. Στην πραγματικότητα, θεωρείτο εντελώς αδύνατο για έναν πότη να πετύ­ χει κάτι άξιο λόγου. Ο Θεόπομπος διαψεύδει τον ισχυρισμό ότι ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος ήταν φιλοπότης, επισημαίνοντας ότι ήταν φιλόπονος, δηλαδή άνθρωπος εργασιομανής. Δε θα μπο­

ρούσε να είναι και τα δύο. Κατά τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και ο Πλούταρχος την εικόνα του Αλεξάνδρου ως ακατάπαυστου πότη,

όπως τον περιέγραφαν οι «Εφημερίδες» και μας διαΒεΒαιώνει ότι σ' όλες αυτές τις γιορτές θα πρέπει να μιλούσε κι όχι να έπινε: «Η ζωΩ του

n

ίδια αποτελεί απόδειξn, διότι, αν και σύvτομn, ξεχειλίζει από

εκπλnκτικά κατορθώματα»30. Οι αντιτιθέμενες απόψεις περί οινοπο­ σίας του Θεοπόμπου και του Αντιφώντος από τη μία, και της κωμω­

δίας από την άλλη, Βασίζονται στη σαφή διάκριση ανάμεσα σε δημό­ σιους άντρες και πολίτες. Είναι προφανές ότι εδώ λειτουργούν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Έτσι μοιάζει ακόμα πιθανότερο η πληκτική έμφαση των «Εφημερίδων» στις μέρες που περνούσε ζαλισμένος και μεθυσμένος ο Αλέξανδρος να μην ήταν παρά μια απόπειρα να κατα­ στρέψουν τη φήμη του' ή ίσως θέλησαν να αποδώσουν κάποια μη

δημοφιλή μέτρα, που έλαΒε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στην αμέλεια που χαρακτηρίζει τους μέθυσους ή για να επιρρίψουν στην αδράνεια του πότη την απουσία εντυπωσιακών καινούριων κα-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τακτήσεων μετά την απόσυρσή του από την Ινδία. Θα μπορούσαν να

έχουν γραφτεί καθ' υπαγόρευση του Θεοπόμπου του ίδιου. Η ίδια λογική μας βοηθάει να εξηγήσουμε αυτό που σε μια πρώ­ τη ματιά μοιάζει με εξαίρεση στον κανόνα, δηλαδή την αρνητική στά­ ση των Αθηναίων προς τους πολιτικούς που έπιναν νερό. Σε αντί­ θεση προς το κρασί, το να πίνει κανείς νερό ήταν ένδειξη ακραίας επιμέλειας και εργατικότητας. Ο Δημοσθένης ήταν ο πιο διάσημος

αρνητής του αλκοόλ και συχνά δεχόταν επιθέσεις γι' αυτό, όπως μας λέει και ο ίδιος: «Έλεγον ότι εγώ ύδωρ πίνων, είναι φυσικόν να εί­ μαι δύστροπος και δύσκολος άνθρωπος», ισχυρίζεται στο δεύτερο «Φιλιππικό» του και θυμάται ένα αστείο των εχθρών του, στη διάρ­ κεια των μοχθηρών αντεγκλήσεων που ακολούθησαν την «κατευνα­ στική» ειρήνη του Φιλοκράτους:

"Δεν είναι περίεργο», έλεγε ο ΦιλοκράΤΏς, "που ο ΔΏμο­ σθένΏς κι εγώ διαφωνούμε, άντρες ΑθΏναίοι. Εκείνος πίνει νε­ ρό κι εγώ πίνω κρασί». Και γελάσατε.

Ο Λουκιανός αναφέρει το αστείο ενός άλλου εχθρού του Δημο­ σθένους, του Δημάδου, ότι εκεί που οι άλλοι ρήτορες μιλούσαν «προς ύδωρ» (δηλαδή τους χρονομετρούσαν με την κλεψύδρα), ο

Δημοσθένης ουσιαστικά έγραφε «προς ύδωρ»3'. Είναι πιθανόν ότι εί­ χε κάποια Βαρύτητα η ερμηνεία που δίνει ο Δημοσθένης στην κοροϊ­ δία. Οι άνθρωποι που δεν έπιναν μπορεί να θεωρούνταν αντικοινω­ νικοί και αντιπαθητικοί χαρακτήρες, αλλά φαίνεται καθαρά ότι απο­ φεύγει το Βασικό επιχείρημα της κατηγορίας. Δεν κατηγορούσαν

τον οποιοδήποτε επειδή έπινε νερό, αλλά τους ρήτορες ειδικά.

Όπως φανερώνει το αστείο του Δημάδου, το να γράφει κανείς λό­ γους πίνοντας νερό ήταν ένδειξη ενός ειλικρινούς επαγγελματισμού και μιας εργατικότητας, που δεν ταίριαζαν με το να μιλάει κανείς

απλά και από στήθους. Θυμόμαστε τα λόγια του Κρατίνου στην «Πυ­ τίνη»:

Όποιος πίνει νερό δε θα μπορέσει ποτέ να δΏμιoυpγrΊσει κάτι πρωτότυπο.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Ο δούλος Παφλαγών διευκρινίζει τη λογική που υπάρχει πίσω απ' αυτή την προκατάληψη πιο άμεσα στους «Ιππείς», όταν επιτίθε­ ται στον πωλητή λουκάνικων Αγοράκριτο, που είναι πολιτικός του αντίπαλος:

ΡΩτορας! Για άκου! ... Μα ξέρεις τι έπαθες; Δουλειά, που άλλοι πολλοί έχουν πάθει Κάποια δικούλα αν κέρδισες με αντίδικο έναν ξένο, ΤΩν αναπολείς, ΤΩν αναμασάς ΤΩ νύχτα μες στους δρόμους, πίνεις νερό, διnγώντας το, τους φίλους σου ταράζεις, και

n

ιδέα σου πέρασε, χαζέ, πως έχεις ευγλωττία.

Ο Παφλαγών, από την άλλη, δε χρειάζεται κοπιώδεις προετοιμα­

σίες και κομπάζει ότι, μόλις φάει ζεστές παλαμιδοφέτες και πιει κι από πάνω σκέτο κρασί, θα κάνει λιώμα τους στρατηγούς της Πύ­

λου 32 . Οι εχθροί του Δημοσθένους, ισχυριζόμενοι ότι έγραφε τους λόγους του πίνοντας νερό, υπονόμευαν τους ισχυρισμούς του ότι μιλάει ειλικρινά, παθιασμένα και οργισμένα. Όλη εκείνη την περίφη­

μη «οργή», όλο το συναίσθημα, όλο τον αυθορμητισμό, τα είχε κα­

τασκευάσει προσεκτικά, τα είχε προετοιμάσει σχολαστικά με καθα­ ρό κεφάλι, την προηγουμένη νύχτα. Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στον επιμελή αρνητή των οινοπνευμα­

τωδών και στον αργόσχολο μέθυσο απαντάται και στους συγγραφείς

ιατρικών συγγραμμάτων. Η παλιά πραγματεία του Ιπποκράτους, η γνωστή με τον τίτλο «Περί αέρων, υδάτων, τόπων», για παράδειγμα, κάνει μερικές προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με την κατάρ­

τιση και τις γνώσεις που χρειάζεται ένας γιατρός για να κάνει διά­ γνωση. Το κλίμα είναι πολύ σημαντικό, αλλά οφείλει επίσης να προ­

σέξει με τι είδους ανθρώπους έχει να κάνει:

Αν τους αρέσει το ποτό, αν είναι πολυφαγάδες [αριστηταί], αν είναι απρόθυμοι για δουλειά

n από

αυτούς που αποφεύ­

γουν τα οινοπνευματώδΩ και αγαπούν ΤΩν άσΚΩσΩ, ΤΩ σκλΩρΩ δουλειά και το σωστό φαγΩτό [εδωδοί]" [φιλοπόται και άρι­ στηται και άταλαίπωροι

εδωδοι και αποτοι]33.

11

φιλΟΥυμνασταί τε και φιλόπονοι και

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ήταν αναπόφευκτο ότι το κρασί θα έπαιζε εξέχοντα ρόλο στις ια­ τρικές θεωρίες των αρχαίων. Το κρασί έχει πιο άμεσες και προφα­ νείς επιπτώσεις στο σώμα από το φαγηΤό και το μεταμορφώνει πιο

μόνιμα από το σεξ. Επιπλέον, Ψ9ίνεται ότι έπαιζε σημαντικό ρόλο στην προσεκτική εξισορρόπηση των στοιχείων

κρύο, του υγρού με το ξηρό

-

-

του ζεστού με το

που αποτελούσαν τα θεμέλια της αρ­

χαίας ιατρικής σκέψης. Όπως έχουμε δει, το κρασί θεωρείΤb συχνά περισσότερο γιατρικό παρά δηλητήριο, ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την αποκατάσταση της ορθής ισορροπίας των στοιχείων, ή κα­

τάλληλο για να εξαγνίζει το σώμα από τα συσσωρευμένα οξέα34 • Το τρίτο ΒιΒλίο των ψευδο-αριστοτέλειων «ΠροΒλημάτων» περιέ­ χει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιατρικές μελέτες πάνω στις επι­ πτώσεις του κρασιού. Μερικές ερωτήσεις

σεις

-

αλλά ελάχιστες απαντή­

θα φανούν οικείες στους συγχρόνους αναγνώστες:

-

Ε.24: Γιατί οι ρεθυσρένοι ξεσπάνε πιο εύκολα σε δάκρυα; Μilπως επειδil είναι ζεστοί και υγροί και επορένως στερού­

νται αυτοελέγχου, ενώ ταυτόχρονα ενεργούν κάπως παΡΟΡΡΩ­ τικά;

Ε.ΙΙ: Γιατί οι ρεθυσρένοι είναι ανίκανοι να κάνουν σεξ;

Επειδil για το σεξ, ένα ρέρος του σώρατος πρέπει να είναι πιο ζεστό από τα υπόλοιπα και οι ρέθυσοι είναι ζεστοί παντού, καταστρέφοντας έτσι ΤΩ διαφορά. Ε. 10: Γιατί οι ρεθυσρένοι Βλέπουν τα πράγρατα διπλά; Ε. 17: Γιατί το λάχανο εξουδετερώνει τους πονοκεφάλους του ρεθυσιού; Η ερώτηση

23

αφορά το θάνατο εξαιτίας του ποτού:

Γιατί οι άνθρωποι πεθαίνουν από κατανάλωσΩ δυνατού κρασιού, όταν πιουν ρεγάλΩ ποσόΤΩτα, όντας iιδΩ κάπως αφυ­ δατωρένοι;

Δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσα η απάντηση

-

ότι η ζέστη του σώ­

ματος σΒήνει από την υπερΒολική ζέστη του οίνου

-

όσο οι προϋ­

ποθέσεις που Βάζει η ερώτηση, για τους όρους που καθιστούν μοι­

ραία την κατανάλωση κρασιού. Στο σύγχρονο κόσμο, αυτό που απα­

σχολεί τους πάντες είναι οι χρόνιες επιπτώσεις του αλκοόλ στο σώ-

233

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μα γενικότερα, και στην καρδιά και το συκώτι ειδικότερα. Απαιτεί­ ται πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα για να καταφέρει κανείς να φΤά­ σει πίνοντας στον τάφο, πριν της ώρας του. Πού και πού συναντά­

με κάποιες νύξεις ότι ο αρχαίος κόσμος δεν αγνοούσε εντελώς τους κινδύνους της υπερκατανάλωσης

-

ο Αιλιανός, όπως είδαμε, πί­

στευε ότι ο Αλέξανδρος αυτοκαταστρεφόταν πίνοντας τόσες πολλές μέρες το μήνα

-

αλλά υπό φυσιολογικές συνθήκες, εκείνοι οι οποί­

οι πέθαιναν από το ποτό, χάνονταν ξαφνικά και αναπάντεχα35. Κά­ ποιος πάθαινε πυρεΤό μετά από μια και μοναδική ακατάπαυστη υπερκατανάλωση άκρατου οίνου ή μετά από μια απλή γουλιά άκρα­ του οίνου. Από την άποψη αυτή, ο τρόπος που έβλεπαν οι Έλληνες τον άκρατο οίνο μού θυμίζει τη στάση των συγχρόνων απέναντι στο έκστασl. Μπορεί να το παίρνεις τακτικά και να μη σου προκαλεί κα­

μία παρενέργεια και μετά, εντελώς ξαφνικά και μυστηριωδώς, να σε σκοτώσει. Τους κινδύνους του άκρατου οίνου θυμόντουσαν στις συ­

μποτικές τελετουργίες και στις ιστορίες που έλεγαν για να τις ερ­ μηνεύσουν, στην ομοιοπαθητική ρουφηξιά άκρατου οίνου που έπι­

ναν εν είδει προφύλαξης προς τιμή του Καλού Δαίμονα, στο πρώτο δοχείο που ανακάτευαν για τη θεά Υγεία ή το Δία Σωτήρα. Τους θυ­

μόντουσαν επίσης σε ιστορίες για τη μοίρα ανθρώπων, οι οποίοι πα­ ραβίασαν τους κανόνες και τόλμησαν να πιουν κρασί ανέρωτο, όπως ο Κλεομένης, ηγέτης της Σπάρτης, ο οποίος έμαθε από τους Σκύθες

να πίνει ανέρωτο κρασί και το αποτέλεσμα ήταν να πεθάνει σε πα­ ραλήρημα. Όταν ο Αλέξανδρος έκανε μια πρόποση στον Καλλισθέ­ νη, τον ιστορικό της εκστρατείας, εκείνος την απέρριψε:

Να μου λείπει" έτσι και πιω έΥα κύπελλο του ΑλεξάΥδρου, μετά θα έχω αΥάγΚΩ από τα θεραπευτικά κύπελλα του ΑσκλΩ­ ωού.

Ο Ηφαιστίων, η αδελφή ψυχή του Αλεξάνδρου, δεν ήταν τόσο δειλός. Το χειμώνα του

324-3

π.χ., προσβλήθηκε από πυρετό και

τον έβαλαν σε αυστηρή δίαιτα. Περίμενε λοιπόν μέχρι να πάει ο για­ τρός του στο θέατρο και μετά σηκώθηκε κι έφαγε ένα ολόκληρο

βραστό κοτόπουλο για πρωινό, το οποίο ξέπλυνε μ' ένα μεγάλο ψυ­

κτήρα κρασί 36 . Ο ψυκτήρας, όπως θυμόμαστε, ήταν ένα δοχείο που

234

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

χρησιμοποιείτο για να δροσίζει το ανέρωτο κρασί, πριν το ανακατέ­

ψουν με νερό' ο πυρετός θα πρέπει να του είχε προκαλέσει αφυδά­ τωση.

Ο Αλέξανδρος πέθανε το επόμενο καλοκαίρι και σχεδόν όλες οι περιγραφές θεωρούν υπεύθυνο το ποτό. Μια από τις παλιότερες πε­

ριγραφές ανήκει σ' ένα σύγχρονό του και εχθρό του, τον Έφιππο τον Ολύνθιο, ο οποίος περιγράφει ένα διαγωνισμό οινοποσίας μ' έναν έξοχο αντίπαλο ονόματι Πρωτέα. Ο Αλέξανδρος ζήτησε ένα κύ­

πελλο δύο χοών (γύρω στα

6,6

λίτρα) και ήπιε στην υγεία του. Ο

Πρωτεύς τότε πήρε το κύπελλο και το ήπιε κι αυτός, ενώ όλοι τον επευφημούσαν. Λίγο αργότερα ο Πρωτεύς πήρε πάλι το κύπελλο και ήπιε στην υγεία του βασιλιά. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να ανταπο­ δώσει την πρόκληση, αλλά δεν τα κατάφερε.

Α ντ' αυτού έπεσε στα μαξιλάρια του κι άφπσε το κύπελλο να του γλιστρΩσει από τα χέρια. Το αποτέλεσμα Ωταν ότι αρ­ ρώστπσε και πέθανε.

Η περιγραφή του Διοδώρου ήταν ακόμα πιο δραματική. Ο Μή­ διος ο Λαρισαίος έκανε μια γιορτή.

Εκεί Ωπιε πάρα πολύ κρασί ανέρωτο, εις ανάμνπσπ του θα­ νάτου του Ηρακλέους. Γέμισε ένα τεράστιο κύπελλο και το στράγγισε. Ξαφνικά έΒγαλε ένα δυνατό ΒογΚΩτό, σαν να τον είχε χτυπΩσει κάποιος με μεγάλπ δύναμπ.

Και στις «Βασίλειες εφημερίδες" αναφέρεται η μοιραία γιορτή του Μηδίου, αν και δε γίνεται καμία αναφορά σε ανέρωτο κρασί και τεράστια κύπελλα' την αναφέρουν απλώς ως συνηθισμένη, μακράς διαρκείας, νυχτερινή κρασοκατάνυξη. Κάποιοι μελετητές αφήνουν

να εννοηθεί ότι, παραλείποντας την πρόποση προς τιμή του Ηρα­ κλέους και την αιφνιδιαστική προσβολή που ακολούθησε, ~ συγγρα­ φέας των «Εφημερίδων" προσπαθούσε να ανασκευάσει την πιθανότη­ τα να δηλητηριάστηκε ο βασιλιάς είναι πάντως αρκετά προφανές ότι οι δραματικές περιγραφές ταιριάζουν πιο πολύ στην ιδέα των

Ελλήνων για το φυσικό «θάνατο από ποτό", με τις αναφορές που γί-

235

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νονται στο ανέρωτο κρασί και τα μεγάλα κύπελλα 3Ί . Παραλείποντας αυτές τις σημαντικές λεπτομέρειες για το πώς έπινε ο Αλέξανδρος, οι «Εφημερίδες» δεν καταφέρνουν ΒέΒαια να αποδείξουν ότι πέθανε από φυσικά αίτια. Από την άλλη, οι Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά την ύπαρξη δηλητηρίων, τα οποία σε μικρές δόσεις χρειάζονταν πο­ λύ καιρό για να δράσουν, όπως εκείνο που είχε ρίξει στο κρασί του Φιλόνεω η δούλη-παλλακίδα του' το δηλητήριο σκότωσε τον αφέντη

της πάραυτα, ενώ το φίλο του είκοσι μέρες αργότερα. Έτσι, θα μπο­ ρούσαμε να θεωρήσουμε ότι οι «Εφημερίδες' αποδεικνύουν εξίσου καλά το αντίθετο: ο Αλέξανδρος θα πρέπει να δηλητηριάστηκε, αφού ο τρόπος που έπινε εκείνη τη νύχτα δεν ήταν διαφορετικός από αμέ­

τρητες άλλες περιστάσεις, από τις οποίες Βγήκε αλώΒητος. Πιο πι­ θανόν είναι οι «Εφημερίδες» να μην είχαν καμία απολύτως σχέση με

το θάνατο του Αλεξάνδρου.

Γυναικάδες και λάτρεις αγοριών Αν ο πιο κοινός εθισμός της σύγχρονης εποχής είναι ο αλκοο­

λισμός, με αναγνωρίσψες παραλλαγές τη σοκολατομανία, την εργα­ σιομανία και την αγοραστική μανία, οι αρχαίοι χαρακτήριζαν πιο συ­ χνά ΊΏν προτίμηση σε κάτι ως φιλία, μια λατρεία-έρωτα για κάποιο πράγμα' έτσι, Βλέπουμε ότι η λίστα των εθισμένων στην αρχή των «Σφηκών» περιλαμΒάνει όχι μόνο το φίλο μας το λάτρη του ποτού αλλά και το «λάτρη των ζαριών» και το «λάτρη των θυσιών». Σε πλή­ ρη αρμονία προς το λεξιλόγιο αυτό, οι πάντες παραδέχονταν ότι ο

έρωτας σε όλους τους Βαθμούς και τις παραλλαγές του, από την έλ­ ξη προς τους όμορφους ανθρώπους ως την καθαρά ζωική λαγνεία, εξασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή στις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο Πάρις, όταν χρειάστηκε να διαλέξει ανάμεσα στη δύναμη και τα

πλούτη, τη σοφία και τη δόξα, ή τη γυναικεία ομορφιά, ήταν φυσι­ κό που προτίμησε την Ελένη και έδωσε το χρυσό μήλο στην Αφρο­ δίτη. Και ήταν φυσικό επίσης ότι ως συνέπεια θα επακολουθούσε μια τρομακτική καταστροφή. Οι Έλληνες θεωρούσαν τον έρωτα Βα­ θιά συνδεδεμένο με την τρέλα. Στο πεδίο του Τρωικού Πολέμου, ο Όμηρος παρουσιάζει την Αφροδίτη ως αναποτελεσματική θεότητα,

αλλά εκείνη μόνη από τους ολύμπιους θεούς είχε την εξουσία να τα

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

βάζει με το Δία. Μόνον όταν η Ήρα δανείζεται τις δυνάμεις που έχει κρυμμένες στη ζώνη της η Αφροδίτη, μπορεί να ελπίζει ότι θα νική­

σει τον άλλως παντοδύναμο σύζυγό της και θα τον κρατήσει απα­ σχολημένο για αρκετό διάστημα ώστε να μπορέσει να αλλάξει την

πορεία των πραγμάτων: «όταν την είδε, ο πόθος έπνιξε το δυνατό

μυαλό του". Σ' ένα χαμένο έργο του, ο Ευριπίδης απέδιδε ανάλογη δύναμη και στο γιο της Αφροδίτης:

Όποιος κρίνει τον Έρωτα θεό Ωσσονος σημασίας τος είναι

ri

ri

ανόη­

δεν έχει εμπειρία της ομορφιάς και συνεχίςει να

αγνοεί το θεό η δύναμη του οποίου επηρεάςει περισσότερο τις ανθρώπινες υποθέ σεις 38.

Οι φιλόσοφοι συμφωνούσαν με τους ποιητές στο ζήτημα αυτό. Στην «Πολιτεία" του, ο Πλάτων περιγράφει «την ηδονΩν περί τα

αφροδίσια" ως τη μεγαλύτερη και οξύτερη ηδονή απ' όλες, αλλά επί­ σης αυτή που τρελαίνει περισσότερο. Στους «Νόμους", ο Αθηναίος

φιλόσοφος σημειώνει ότι οι άνθρωποι καθοδηγούνται από τρεις ανάγκες ή επιθυμίες. Δύο από αυτές, η επιθυμία για φαγητό και η επιθυμία για ποτό, είναι παρούσες κατά τη γέννηση, η τρίτη εμφα­ νίζεται μόνο αργότερα, αλλά είναι «η εντονότερη επιθυμία και η πιο

δεσποτικΩ, που ωθεί άντρες πολύ ισχυρούς σε κάθε είδους τρέλα". Ο σοφιστής Πρόδικος το θέτει πιο περιεκτικά:

Ο πόθος εις διπλούν είναι έρωτας και ο έρωτας εις δι­ πλούν είναι τρέλα 39.

Μερικές φορές βρίσκουμε αυτή τη θεωρητική και μεταφυσική δύ­ ναμη να υλοποιείται σε ακραία παραδείγματα: Ο Υπερείδης ξεγυ­ μνώνει τη Φρύνη στο δικαστήριο, η γυμνή ομορφιά της λυγίζει στη στιγμή την αντίσταση των δικαστών και εξασφαλίζει την αθώωσή της ο Πλάτων περιγράφει το σάστισμα που επικρατεί στο γυμναστή­

ριο, μόλις κάνει την εμφάνισή του ο νεαρός Χαρμίδης, στο άνθος της νιότης του' ο Σωκράτης συμβουλεύει τον Κριτόβουλο να μη φι­ λήσει τον όμορφο γιο του Αλκιβιάδου:

237

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Δεν ΥνωρΙζεις ότι τούτο το θΩρΙον, το οποΙον ονομάζουν καλόν και ωραΙον, τόσο φο13ερώτερον εΙναι των φαλαΥΥΙων·,

όσον εκεΙνα μεν εΥΥΙζοντα, τούτο δε ούδ' εγγΙζον, εάν κανεΙς το 13λέΠΩ, χύνει και από πολύ μακράν κάτι τοιούτον, ώστε φέ­ ρει τον 13λέποντα αυτό εις παραφροσύνΩν;

[. .. ]

Αλλά σε συμ-

130υλεύω, ω Ξενοφών, οσάκις 13λέπεις κάποιον ωραΙον, προ­ τΡοπάδΩν να φεύγΩς. Σε δε, ω Κριτό130υλε, συμ130υλεύω επΙ ολόκλΩρον έτος να μΩ συναντΩθΩς με τον υιον του Αλκι13ιά­ δου" διότι Ισως μόλις εντός τοσούτου χρόνου δύνασαι να γΙ­

vnr;

υγιΩς40.

Σ' ένα πιο στοιχειώδες επίπεδο, η συντριπτική δύναμη του σε­ ςουαλικού πόθου αποτελεί τη λογική προϋπόθεση της «Λυσιστρά­ της» του Αριστοφάνους, όπου Βλέπουμε τη σεςουαλική αποχή των γυναικών να γονατίζει γρήγορα τους άντρες Αθήνας και Σπάρτης.

Στον κατάλογο με τους μάρτυρες της δύναμης του έρωτα μπορού­ με να προσθέσουμε όλα εκείνα τα άτομα που έχουμε συναντήσει ήδη στα δικαστήρια και τα οποία είχαν πιαστεί γερά στο δόκανο ενός

σφοδρού πάθους, όπως διατείνονταν οι εχθροί τους ή όπως ομολο­

γούσαν και οι ίδιοι: τον Ολυμπιόδωρο, που τον είχε τρελάνει εντε­ λώς η εταίρα του" τον Ευκτήμονα, ο οποίος στα γεράματά του έπε­ σε θύμα των απόκρυφων επιστημών της αγάπης και παράτησε την οικογένειά του για να ζήσει με την Αλκή" το Σίμωνα, που είχε τόσο

πολύ ςετρελαθεί με το Θεόδοτο ώστε ο καινούριος εραστής του αγοριού αναγκάστηκε να το φυγαδεύσει από τη χώρα" τον Επικρά­

τη, που είχε πάθει τέτοια σύγχυση από τον έρωτα για το γιο του αρωματοπώλη ώστε αφέθηκε να τον ςεγελάσουν και να του φάνε όλη

του την περιουσία. Φυσικά, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο ομιλη­ τής έχει αρκετούς λόγους να θέλει να υπερΒάλει τη δύναμη του έρω­ τα, έτσι ώστε να δικαιολογήσει την ανόητη ή θλιΒερή συμπεριφορά

του. Αυτό όμως το κάνει μπροστά σ' ένα κοινό που θεωρούσε κάτι τέτοια επιχειρήματα εςόχως ευλογοφανή και είχε ακούσει ήδη αμέ­ τρητες θλιΒερές ερωτικές ιστορίες, οι οποίες είχαν αρχίσει μ' ένα φιλί και έληςαν άδοςα μέσα στη Βία και την τρέλα.



Το φαλάΥΥιον εΙναι εΙδος δηλητηριώδους αράχνης.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Όπως ο λάτρης του ποτού διαχέεται στην ατμόσφαιρα του μεθυ­ σιού της κωμωδίας, έτσι είναι δύσκολο να διακρίνουμε συγκεκριμέ­ νους ζηλωτές του σεξ, όταν όλοι συμφωνούν ότι η δύναμη του Έρω­

τα μπορεί να υποτάξει τον καθένα. Αλλά μια στις τόσες, ξεχώριζαν κάποια συγκεκριμένα άτομα επειδή η συμπεριφορά τους έδειχνε μια σαφή προδιάθεση προς ερωτικές ή σεξουαλικές επαφές πέραν των ορίων της ανθρώπινης αδυναμίας ήταν κάποιοι συγκεκριμένοι άν­ θρωποι που ξεχώριζαν λόγω της σεξουαλικότητάς τους, ανάμεσά τους ο γυναΙKOpανr'ις, ο φιλογύνΩς, ο ροιχός και ο φιλόπαις ή φι­ λορειράΚlOς

-

όπως ο Σοφοκλής, που λάτρευε με πάθος τους νεα­

ρούς. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο ερχόταν ένα αλλόκοτο σεξουαλικό τέρας, ο επονομαζόμενος καταπύγων ή κίναιδος, του οποίου το χα­ ρακτηριστικό κουσούρι είναι πιο δύσκολο να το εντοπίσουμε. Αντίθετα από τον παιδερασΤή και το φιλόπαιδα, όντως οι όροι γυναικομανής και γυναικόφιλος είναι πολύ σπάνιοι στους κλασι­ κούς συγγραφείς κι αυτό όχι επειδή όλη η κοινωνία είχε προσανα­ τολιστεί στην ομοφυλοφιλία

-

η μελέτη που κάναμε περί πορνείας

και εταιρών θα πρέπει να έχει διαλύσει την παρεξήγηση' αντίθετα,

επειδή σ' ένα κατ' εξοχήν ετεροφυλόφιλο περιβάλλον, η μανία ενός άντρα για το γυναικείο φύλο θα έπρεπε να είναι ακραία για να αξί­ ζει κάποιο σχολιασμό. Στην κωμωδία του «Ζακύνθιος», ο Αντιφάνης

περιγράφει ένα γυναικόφιλο:

Ώστε λοιπόν δεν είραι ένας γυναικάς καλός και σωστός Ιού δικαίως ειμι φιλογύνης έγω;], ρε όλες αυτές τις εταίρες που πρόκειται να απολαύσω; Και πρώτα πρώτα, αυτό που ρου κά­

νεις τώρα, που ρου τρί8εις τα πόδια ρε τα χαριτωρένα απαλά χεράκια σου, δεν είναι πραγρατικά υπέροχο;

Το πιο εξόφθαλμο δείγμα αυτού του είδους που περιφερόταν στους δρόμους της Αθήνας ήταν ο Καλλίας ο νεότερος. Ο Καλλίας ήταν από πάμπλουτη οικογένεια, υπήρξε ο πλουσιότερος Έλληνας της εποχής του και μια πανταχού παρούσα φυσιογνωμία της κλασι­

κής γραμματείας τον συναντάμε συχνά στο περιΒάλλον διαφόρων αριστοκρατικών συγκεντρώσεων, ως οικοδεσπότη του «Συμποσίου»

του Ξενοφώντος και του μεγάλου φιλοσοφικού και μάλλον κωμικού

239

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σεμιναρίου, που περιγράφει ο πλάτων στον «Πρωταγόρα». Εκτός φι­ λοσοφίας εντούτοις, ο Καλλίας κάθε άλλο παρά εξέχουσα προσωπι­ κότητα δείχνει να ήταν. Στους «Βατράχους'" ο Αριστοφάνης τον πε­

ριγράφει να φοράει τη δορά των κατακτήσεc;)ν του, ·σαν τον Ηρακλή, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται για λεοντή, αλλά για «γυναικεία γατοπροΒιά». Και για την περίπτωση που δεν πιάσαμε το αστείο, ένας μεταγενέστερος σχολιαστής μας εξηγεί ότι οι κωμικοί ποιητές σατίριζαν τον Καλλία επειδή έκανε σαν «παλα­ Βός για τις γυναίκες». Στους «Όρνιθες», ο Αριστοφάνης λέει ότι «TOV μαδούv οι καταδότες [συκοφάνται] ... και τα φτερά που του απομέ­ VOuV τα μαδούv τα θπλυκά» , ενώ το

421

π.χ. ο Εύπολις έγραψε ένα

ολόκληρο έργο, τους «Κόλακες», γι' αυτόν και τα τσιράκια του (ανά­ μεσά τους ο Πρωταγόρας), το οποίο πήρε το ΒραΒείο καλύτερης κω­ μωδίας, κερδίζοντας την «Ειρήνη» του Αριστοφάνους (ίσως η εναρ­

κτήρια σκηνή με τα σκατολογικά αστεία του σκαθαριού να φάνηκέ. υπερΒολική σε μερικούς κριτές). Η μανία του με τις γυναίκες φαί­

νεται ότι είχε πολλές μορφές. Μερικοί μεταγενέστεροι σχολιαστές ισχυρίζονται ότι τον σατίριζαν ως πορνομανή. Ο Κρατίνος, από την άλλη, τον κατηγορεί για μοιχεία και διατείνεται ότι ο Καλλίας ανα­

γκάστηκε να πληρώσει ένα τεράστιο ποσό σ' έναν εξαγριωμένο σύ­ ζυγο, του οποίου τη γυναίκα είχε αποπλανήσει. Το πιο ακραίο δείγ­

μα της τρέλας του περιγράφει ο ρήτορας Ανδοκίδης στο λόγο του «Περί των μυστηρίων»:

Ο Καλλίας παντρεύτπκε μια κόρπ του Ισχομάχου· αλλά,

nplV

περάσει έvας χρόvος από το γάμο, σπίτωσε και τπ μπτέ­

ρα και συγκατοικούσε ο κακούργος και με τπ μπτέρα και με

rnv κόρπ. Η κόρη, κατά τον Ανδοκίδη, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει και τελικά το έσκασε αφήνοντας τη μητέρα της, τη Χρύσιλλα, να παντρευ­

τεί τον Καλλία. Σύντομα όμως ο Καλλίας Βαρέθηκε και τη μητέρα και

την πέταξε έξω. Η Χρύσιλλα, που είχε μείνει έγκυος και γέννησε αγόρι, έΒαλε τους συγγενείς της να προκαλέσουν τον Καλλία να ανα­

γνωρίσει το παιδί, ενώ ιερουργούσε στη γιορτή των Απατουρίων κα­ τά την οποία έγραφαν τα παιδιά στους καταλόγους των πολιτών:

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ήρθαν στο Βωρό ρε το παιδί κι ένα σφάγιο και του είπαν

v αρχίσει

ΤΩν τελετή. Αυτός ρώΤΩσε ποιανού ήταν το παιδΙ

Του απάντΩσαν ότι ήταν γιος του Καλλίου, γιου του Ιππονί­ κου. Κι αυτός είπε: «Μα εγώ είραι ο Καλλίας». Κι εκείνοι απά­ ντΩσαν: «Ναι, και το παιδί είναι δικό σου».

Μετά από χρόνια συμφιλιώθηκε με τη Χρύσιλλα και αναγνώρισε

επίσημα το αγόρι, μεγάλο παιδί πια. Και ο Ανδοκίδης πρότεινε, με κατανοητή οργή αλλά κάθε άλλο παρά άψογη λογική, ότι θα έπρε­

πε ίσως να τον έχουν Βαφτίσει Οιδίποδα. Το αξιοσημείωτο είναι, κα­ τά τη γνώμη μου, ότι ο χαρακτηρισμός του Καλλίου ως «γυναικομα­

νούς» δεν οφείλεται ιδιαίτερα στις εταίρες, αν και τον περιτριγύρι­ ζαν αρκετές απ' αυτές, τροφοδοτώντας επαρκώς το κουτσομπολιό. Οι εταίρες κάνουν την εμφάνισή τους στο έργο του Ευπόλιδος για

τον Καλλία, αλλά μόνο ως ΒραΒεία για τα οποία συναγωνίζονταν οι

κόλακες, πράγμα που εξηγεί γιατί οι πιο προσεκτικοί σχολιαστές παρατηρούν ότι τον σατίριζαν όχι ως πορνορανΏ, αλλά ως πορνο­

Βοσκό, δηλαδή προστάτη 41 • Όταν οι άντρες υπέκυπταν στα θέλγητρα των εταιρών, γι' αυτό έφταιγαν οι δυνάμεις και οι ικανότητες των γυναικών, όταν όμως οι άντρες τριγυρνούσαν ξελογιάζοντας τις γυ­ ναίκες των άλλων, τις μητέρες των γυναικών τους ή ακόμα και τις ίδιες τους τις κόρες, το θέμα ήταν προφανώς η δική τους σεξουα­ λική ασωτία.

Οι εταίρες παίζουν σημαντικό ρόλο στις επιθέσεις κατά του Αλ­ κιΒιάδου, άλλου δημοσίου άντρα με φήμη γυναικά. Στην περίπτωσή του όμως, την εικόνα της σεξουαλικής του παραλυσίας δημιουργού­

σε το γεγονός ότι ςελόγιαζε τις γυναίκες άλλων αντρών. Όταν ήταν εξόριστος στη Σπάρτη, κυκλοφορούσε ευρέως η φήμη ότι κατέστη­ σε έγκυο τη σύζυγο του Βασιλιά, γεγονός που το επιΒεΒαίωνε η αδυ­ ναμία του Βασιλιά να κοιμηθεί μαζί της επί δέκα μήνες, μετά από ένα σεισμό που τον και τον Καλλία

(: ε

ίχε τρομοκρατήσει. Στην ΆΒυδο, ξεπέρασε ακόμα διαστροφή, κατά την εκδοχή τουλάχιστον του Λυ­

σίου: διατεινόΤι..'ν ο ρήτορας ότι ο ΑλκιΒιάδης και ο συγγενής του

Αξίοχος πήγαν στην ΆΒυδο, στον Ελλήσποντο, και παντρεύτηκαν την ίδια γυναίκα.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Όταν εκεΙνπ γέvvnσε κόρπ,

laxvpiarnKav

ότι δεν μπορού­

σαν να καταλά8ουν ποιανού ιίταν το παιδΙ και, όταν το κορι­ τσάκι έφτασε σε nλΙKΙα γάμου, άρχισαν να συνευρΙσKOVΤαι μα­

ζΙ τπς και οι δύο· όποτε τπν απολάμ8ανε ο Αλκι8ιάδπς, έλεγε ότι Ωταν κόρπ του Αξιόχου· κι όταν το έκανε ο ΑξΙοχος, έλε­

γε ότι Ωταν κόρπ του Αλκι8ιάδου.

Ο φιλόσοφος Αντισθένης τον κατηγορούσε για πολύ χειρότερα πράγματα κι έλεγε ότι ο ΑλκιΒιάδης «απολάμ8ανε τπ συνουσΙα με τπ

μΩτέρα του, τπν αδελφιί του και τπν κόρπ του, όπως κάνουν οι Πέρ­ σες». Αν ο οψοφάγος γίνεται θέαμα λόγω της ταχύτητας με την

οποία τρώει και ο λάτρης του ποτού λόγω της ακατάπαυστης κατα­ νάλωσης κρασιού, ο άντρας που έχει μανία με τις γυναίκες αποκα­

λύπτεται από την ασέΒεια που δείχνει για τους νόμους, την κοινω­ νία και τη φύση, μέσα στη διαστροφή του. Την αρχή αυτή συνοψίςει

εύστοχα ο Αριστοτέλης σ' έναν κατάλογο πραγμάτων για τα οποία ντρέπονται οι άνθρωποι:

Να έχn σχέσεις με πρόσωπα που δεν πρέπει, που δεν πρέπει,

n σε καιρόν που δεν πρέπει·

n σε

τόπον

διότι αυτό εΙναι

αποτέλεσμα ακολασΙ ας42.

Υπάρχει σοΒαρός λόγος για τη στάση αυτή. Όπως έχουμε δει, ένας άντρας, όταν έΒρισκε κάποιον να κοιμάται με τη γυναίκα του

μπορούσε να τον σκοτώσει ατιμωρητί. Πιο συχνά, ο μοιχός γλίτωνε τη ςώή του με αντάλλαγμα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που πλήρω­ νε στον απατημένο σύςυγο, ο οποίος

-

κατά τα φαινόμενα

-

είχε

δικαίωμα να κράτήσει το μοιχό φυλακισμένο και να τον υποΒάλει σε ό,τι Βασανιστήρια μπορούσε να σκεφτεί, αρκεί να μη χρησιμοποιού­

σε μαχαίρι. Από εδώ πιθανότατα προέρχεται και η περίφημη τιμω­ ρία της αποραφανΙδωσπς, η ποινή του ανασκολοπισμού θα λέγαμε

μ' ένα ραπανάκι, αν και ο Κένεθ ΝτόΒερ επισημαίνει ότι, κατά πάσα πιθανότητα, «αυτό το ραπανάκι δεν ιίταν απλώς

n

πολύ μικριί ρΙζα

που ονομάζουμε σιψερα ραπανάκι, αλλά ένας γενικότερος όρος που

περιλάμ8ανε πολύ μεγαλύτερα εΙδπ»43. Και επειδή οι κυρώσεις για τη μοιχεία ήταν τόσο τρομερές, ο μοιχός αποκτούσε τη φήμη του σε-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ξουαλικά ασύδοτου. Για να ρισκάρει ένας μοιχός στην Αθήνα τέτοια

τεράστια πρόστιμα, βασανιστήρια, ακόμα και ξαφνικό θάνατο, θα έπρεπε να είναι απόλυτα αφοσιωμένος στη μανία του και στο κυνή­ γι των γυναικών. Αν κοιτάξουμε πάλι το χαρούμενο και ήρεμο γυ­ ναικόφιλο του Αντιφάνους, βλέπουμε τώρα ότι η έμφαση βρίσκεται

αλλού. Αν είναι ένας «γυναικάς καλός και σωστός», αυτό οφείλεΤάΙ

στο ότι οι επιθυμίες του μένουν αφύσικα μέσα στα πλαίσια του νό­ μου. Οι γυναίκες που τον περιτριγυρίζουν είναι απλώς εταίρες και μέχρι τώρα το μόνο που κάνουν είναι να του τρίβουν τα πόδια. Αλ­

λά, φυσικά, αφού φέρεται τόσο ευπρεπώς, δεν είναι επ' ουδενί ένας κανονικός γυναικόφιλος. Ενώ έναν οψοφάγο ή έναν πότη μπορούμε να τον καταλάβουμε από τη συμπεριφορά του σε δημόσιο ή ημιδημόσιο χώρο, στην αγο­

ρά, στο δείπνο ή στο καπηλείο, για να εντοπίσουμε ένα μοιχό πρέ­ πει να βασιστούμε σε περιστασιακές ενδείξεις. Το μυσΤήριο που πε­

ριέβαλλε τις δραστηριότητές του μοιάζει παραδόξως να οδηγεί σ' ένα πιο αυστηρό και ορθόδοξο στερεότυπο. Το γεγονός ότι ο μοι­ χός κρατούσε το βίτσιο του κρυφό, από καθαρή ανάγκη, έκανε τους

ανήσυχους πολίτες να πασχίζουν πιο έντονα για ν' αντιληφθούν τα ορατά σημάδια ενός τέτοιου επικίνδυνου χαρακτήρα και να συνά­

γουν από εκεί τα κατορθώματά του, χωρίς να χρειαστεί να τον δουν εν δράση. Τα ρητορικά εγχειρίδια βρίθουν από συμβουλές πώς να καταλά­ βει κανείς ένα μοιχό. Στο έργο του Αριστοτέλους «Περί των σοφι­

στικών ελέγχων», μαθαίνουμε ότι μπορείς να αποδείξεις ότι ο αντί­ παλός σου είναι μοιχός απλώς από «ΤΟ γεγονός ότι είναι δανδrίς [καλλωπιστής] rί τον Βλέπουν να τριγυρνάει ΤΩ νύχτα». Ο Αριστοτέ­ λης άφηνε να εννοηθεί ότι τόσο έντονο ήταν το στερεότυπο του όμορφου εκμαυλιστή ώστε οι άσχημοι άντρες που διέπρατταν μοι­ χεία είχαν περισσότερες πιθανότητες να γλιτώσουν, όπως και οι αδύναμοι άντρες όταν τους κατηγορούσαν για βιαιοπραγία. Στη «Ρη­ τορική», έδινε συμβουλές σε όσους δεν είχαν ευνοηθεί με μεγάλη ασχήμια πώς να αποφύγουν την κατηγορία: θα έπρεπε να αποδεί­ ξουν ότι ο κόσμος ήταν προκατειλημμένος εναντίον κάποιου, που κατά κοινή ομολογία ήταν πέραν πάσης υποψίας:

243

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ΕπειδΩ κάποιος καλλωπίζεται [καθάριος] και συνΩθίζει να γυρίζΩ έξω ΤΩν νύκτα, [δεν πρέπει] να συμπεράνωμεν ότι εί­ ναι μοιχός, αφού τέτοιες πράξεις κάμνουν και οι μοιχοί.

Σύμφωνα με το Φύλαρχο, η νομοθεσία των Συρακουσών δεν άφη­ νε κανένα περιθώριο για σοφιστείες ούτε επέτρεπε στους καλοντυ­ μένους πολίτες το ευεργέτημα της αμφιβολίας, αλλά δήλωνε:

Ένας άντρας δε θα πρέπει γα εμφανίζεται όμορφος

ri

ντυ­

μένος περίτεχνα και περίΒλεπτα, εκτός αν ομολογΩσει ότι εί­

ναι μοιχός

ri κίναιδος (δηλαδή άντρας εκμαυλιστής αντρών)44.

Όπως στην Αγγλία της αναγέννησης, ο λάτρης των γυναικών, και

ειδικότερα ο μοιχός, θεωρείτο ότι είχε εκθηλυνθεί κάπως από το κυνήγι των γυναικών κι έτσι τον παρουσίαζαν ως θηλυπρεπή. Ο Χορός, στην «Ορέστεια» του Αισχύλου, απευθύνεται στον Αί­ γισθο, ο οποίος κρατούσε συντροφιά στην Κλυταιμνήστρα όσο διά~

στημα ο Αγαμέμνων έλειπε στην Τροία, σαν να είναι γυναίκα. Σ' ένα κορινθιακό αγγείο, το οποίο απεικονίζει τον Τυδέα να μαχαιρώνει θανάσιμα τη μοιχαλίδα σύζυγό του Ισμήνη, ο ζωγράφος έχει ζωγρα­ φίσει τον εραστή της Περικλύμενο άσπρο, ένα χρώμα που κατά τις

εικαστικές συμβάσεις της εποχής ταίριαζε στη γυναικεία σάρκα 45 . Οι κωμικοί ποιητές φαίνεται ότι εκτιμούσαν αυτό το παράδοξο, ειδικότερα όταν ανέκυπτε το θέμα του Αλκιβιάδου. Κάποιος τον πε­ ριέγραφε ως «άντρα των γυναικών, προφανώς, όσον αφορά όλες τις γυναίκες, χωρίς να είναι σΤΩν πραγματικόΤΩτα άντρας», και ένας

ήρωας στους «Κόλακες» του Ευπόλιδος, τον ταξινομούσε «εκτός ΤΩς τάξεως των γυναικών». Ένα παρόμοιο υπαινιγμό βρίσκουμε ενδεχο­ μένως και στο επίγραμμα του Τιμοκλέους για τον ακόλαστο Κτήσιπ­ πο, που έζησε τον

40

αιώνα: «Ξεχωρίζει έξοχα ανάμεσα στις γυναί­

κες, αλλά όχι ανάμεσα στους άντρες». Το πιο ασυνήθιστο και γραφικό παράδειγμα αυτής της λογικής

των αρχαίων, η οποία μοιάζει τόσο ξένη σ' εμάς και την εποχή μας, είναι μια ιστορία από την Ανατολή που συναντάμε σε διάφορες πη­ γές. Οι φήμες έλεγαν ότι ο διαβόητος Σαρδανάπαλος συνέχεια κα­

θόταν κλεισμένος στο χαρέμι του:

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ο ΜΏδος ΑρΒάΚΩς, ένας από τους μεγαλύτερους στρατπ­

γούς του ΒασιλεΙου του, έστπσε ολόκλπρπ πλεκτάvn μ' έναν ευνούχο ονόματι Σπαράμειςο για να μπορέσει να δει το Σαρ­

δανάπαλο και ο Βασιλιάς του έδωσε απρόθυμα τπ Ο-υγκατάθε­ σΏ του και του παραχώρπσε ακρόασΩ' όταν ο ΜΏδος μπΏκε μέσα, εΙδε το Βασιλιά, με ψιμύθιο και κοσμΏματα σαν γυναΙκα, να ξαΙνει πορφυρό μαλλΙ με τπ συντροφιά των παλλaκΙδων του και να κάθεται ανάμεσά τους με τα γόνατα μαςεμένα, τα φρύδια Βαμμένα μαύρα, φορώντας γυναικεΙο φόρεμα και με το γένι του ξυρισμένο τελεΙως και το πρόσωπο τριμμένο με ελα­

φρόπετρα

-

Ώταν πιο λευκός κι απ' το γάλα και με γραμμΏ

κάτω από τα μάτια [Βλ. σημερινό αϊλάινερJ. Και όταν εΙδε τον

ΑρΒάΚΩ, σΏκωσε τα μάτια και τον κοΙταξε με το ασπράδι τους.

Επίσης αναφέρεται ότι στον τάφο του υπήρχε ένα επίγραμμα που

υποτιμούσε τις ανθρώπινες φιλοδοξίες και προέτρεπε τον περαστι­ κό «εσθιε ΠΙνε οχευε ώς τά γε αλλα ούδέ τούτου έστιν αξια» (να τρώει, να πίνει και να Βατεύει ή σε άλλες εκδοχές να παίζει), αρχαίαεκδο­

χή του σημερινού ό,τι φας, ό,τι πιεις κι ό, τι αρπάξει ο κώλος σου. Αν δεν υπήρχε η παραίνεση για «Βάτευμα» που είχε χαράξει στην τα­

φόπλακά του και δε διαΒάζαμε ότι οι γυναίκες ήταν παλλακίδες του, θα είχαμε κάθε δίκιο να σκεφτούμε ότι το μόνο πράγμα που ενδιέ­ φερε το Σαρδανάπαλο ήταν να ανταλλάσσει σχέδια πλεξίματος με το χαρέμι του. Οι Έλληνες όμως θεωρούσαν αυτή την παράδοξη εικό­ να τυπική ενός γυναικά, ο οποίος έχει διαφθαρεί από τα γυναικεία

διαμερίσματα46 • Εκείνοι οι άντρες που έτρεφαν πάθος προς το ανδρικό φύλο δεν ήταν ανάγκη να καταφύγουν σε ακραίες πράξεις ανομίας και δια­ στροφής για να ξεχωρίσουν. Έχουμε συναντήσει ήδη το Μισγόλα, που οι ρήτορες και οι κωμικοί ποιητές τον είχαν κάνει Βούκινο, λό­ γω της ιδιαίτερης αδυναμίας του στους κιθαρωδούς. Άλλοι που εί­ χαν αποκτήσει τη φήμη του λάτρη των αγοριών στις μεταγενέστερες

γενεές ήταν ο Αλέξανδρος και ο Σοφοκλής. Ο τελευταίος είχε απο­ κτήσει τη φήμη του εξαιτίας των ιστοριών που κυκλοφορούσαν όσο

ζούσε. Ο Σοφοκλής εμφανιζόταν και σ' ένα περίεργο έργο του 50υ αιώνα, το οποίο είχε γράψει ο Ίων ο Χίος, υπό μορφή πρόζας και

245

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

με τίτλο «Επιδημίαι»' στο ΒιΒλίο αυτό, ο Ίων αφηγείτο ιστορίες δια­ σήμων συγχρόνων του που είχαν περάσει από τη Χίο και τις διασκε­

δαστικές συζητήσεις τους στα δείπνα. Ένας από αυτούς τους διακε­ κριμένους ξένους επισκέπτες ήταν και ο Σοφοκλής και ο Ίων περι­

γράφει τις τεχνικές αποπλάνησης που χρησιμοποιούσε σ' ένα μεγά­ λο απόσπασμα:

Ήρθε ο οινοχόος και στάθΩκε δίπλα σΤΩ φωτιά, όρορφος και αναψοκοκκινισρένος Ο ΣοφοκλιΊς ερεθίσΤΩκε προφανώς και του είπε:

-

Θέλεις να πιω ρε απόλαυσΩ;

Το αγόρι απάνΤΩσε καταφατικά.

-

ΣΤΩν περίπτωσΩ αυτιΊ, κάνε ρε το πάσο σου, όταν πλΩ­

σιάσεις να ρου γερίσεις το ποτιΊρι, και

pn

Βιαστείς να απορα­

κρυνθείς

Το αγόρι κοκκινίζει και το δέρμα του γίνεται ακόμα πιο σκούρο, πορφυρό, γεγονός που κάνει τη μορφωμένη συντροφιά να ξεφύγει

και να πιάσει το θέμα της ορολογίας των χρωμάτων. Μετά από λίγη ώρα, ο ποιητής επανέρχεται στο θύμα του. Ζητάει από το αγόρι να

του φυσήξει ένα σκουπιδάκι που έχει μείνει στο κύπελλό του και πλησιάζει λαθραία το κύπελλο στα χείλη του την ώρα που το αγόρι

σκύΒει μπροστά. Όταν το στόμα του Βρίσκεται σε απόσταση αναπνο­ ής, το σουφρώνει σαν να περιμένει φιλί. Μια άλλη ιστορία για τα

σεξουαλικά κατορθώματα του Σοφοκλέους αφηγείται ένας μεταγενέ­

στερος συγγραφέας. Έκανε σεξ μ' ένα αγόρι έξω από τα τείχη της πόλης, αλλά, όταν τελείωσαν, το αγόρι το έσκασε με τον ωραίο μαν­

δύα που είχαν χρησιμοποιήσει για κουΒέρτα. Έλεγαν ότι ο Ευριπί­ δης τον τσίγκλαγε για το περιστατικό αυτό, ισχυριζόμενος ότι ο Σο­ φοκλής έτυχε μιας τέτοιας περιφρονητικής αντιμετώπισης εξαιτίας

της «ακολασίας» του 47 . Ένα φιλί επίσης ήταν το παράδειγμα που χρησιμοποίησαν για να

δείξουν πόσο δούλος ήταν ο Αλέξανδρος στις ομοφυλοφιλικές επι­ θυμίες του. Ο μαθητής του Αριστοτέλους Δικαίαρχος ισχυριζόταν

ότι, μπροστά στα μάτια ενός ολόκληρου θεάτρου, ο Αλέξανδρος εί­ χε σκύψει για να χαϊδέψει το φίλο του, τον ευνούχο Βαγώα, και,

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

όταν το κοινό ανταποκρίθηκε με χειροκρότημα, έσκυψε ξανά και τον

φίλησε 48 • Αυτές οι ιστορίες μοιάζουν σχετικά ήπια παραδείγματα ακολασίας, ειδικά σε σύγκριση με τις δραστηριότητες των μοιχών. Είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι μας παρουσιάζουν καμία τρομερή

μανία του Σοφοκλέους ή του Αλεξάνδρου και ίσως η ερμηνεία τους υπό αυτό το πρίσμα να οφείλεται στις μεταγενέστερες γενεές. Από την άλλη, ταιριάζουν άψογα στη συνταγή του Αριστοτέλους περί σε­ ξουαλικής ακολασίας, που αφορά τη συνεύρεση με λάθος ανθρώ­

πους, σε λάθος χρόνο και σε λάθος μέρος.

Ο καταπύγων και ο κίναιδος Από όλους εκείνους που ενέδιδαν στις επιθυμίες τους, αυτοί που επέσυραν την πιο ακραία κατακραυγή ήταν όσοι ανήκαν στην τάςη

των σεξουαλικά έκφυλων, γνωστοί με διάφορα ονόματα, όπως κατα­

πύγονες ή κίναιδοι

-

ο τελευταίος όρος αντικατέστησε, απ' ό,τι

φαίνεται, τον πρώτο κάποια στιγμή γύρω στις αρχές του 40υ αιώνα. Όπως τους μοιχούς, ήταν πολύ εύκολο να τους εντοπίσει κανείς εξαιτίας της αγάπης τους για τα λεπτά, θελκτικά ή γυναικεία ρού­ χα. Στις Συρακούσες, αν ένας άντρας είχε την ατυχία να συλληφθεί ιδιαίτερα εςωραϊσμένος, ντυμένος δηλαδή με «κομψή» ή «περίΒλε­ πτη» ενδυμασία, κινδύνευε όπως θυμόμαστε να του κολλήσουν τη

ρετσινιά είτε του μοιχού είτε του κίναιδου. Το ίδιο ακριΒώς Βλέπου­ με, όταν ο Αισχίνης σταματάει προς στιγμή τη σχοινοτενή επίθεσή του κατά του Τιμάρχου και στρέφεται εναντίον του υποστηρικτή του

τελευταίου, του Δημοσθένους αντί να τον κατηγορήσει για κιναι­

δεία και θηλυπρέπεια, υποστηρίζει τις κατηγορίες του αναφερόμε­ νος στην αρχοντική ενδυμασία του ρήτορα (Βλ. εικόνα

13):

Πράγρατι αν κάποιος σου Βγάλη, ω Δηροσθένη, αυτΏν την κορψΏν ρικράν χλαίνην και τον ραλακόν χιτωνίσκον σου, που

ντυρένος ρ' αυτά γράφεις τους λόγους υπέρ των φίλων σου, και Τα περιφέρη και τα δώση εις τα χέρια των δικαστών, πι­

στεύω ότι αν δεν τους έχουν ειπεί σε ποιον·ανΏκουν θα αρφι­ Βάλλουν'αν τα ρούχα αυτά είναι ανδρικά και όχι γυναικεία.

ΤΖΕΪΜΣ Τον

50

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

αιώνα, φαίνεται ότι και ο καταπύγων γινόταν αντιληπτός

από την αμφίεσή του. Γι' αυτό ένας κωμικός χαρακτήρας, σ' ένα έςο­ χο απόσπασμα γεμάτο μεταφορές, συγκρίνει τις τραγωδίες του Ευ­ ριπίδου με πιάτα υπερΒολικά στολισμένα με μπαχαρικά και καρυ­

κεύματα. «Όλα τούτα είναι Kαταπυγoσύνn", λέει, «σε σύγκρισΩ μ' ένα πραγματικό κομμάτι κρέας". Ένας άλλος τραγωδός, ο θαυμάσιος Αγάθων, που το

EtxE

παρακάνει στο υπερΒολικό στόλισμα, επέσυρε

τα σατιρικά Βέλη του Αριστοφάνους, που τον Βάζει στις «Θεσμοφο­ ριάζουσες" να εμφανίζεται με γυναικεία ρούχα. Ο Ευριπίδης, που έχει μπλεςίματα εςαιτίας του μισογυνισμού του, τον ικετεύει να διεισδύσει στην αποκλειστικά γυναικεία γιορτή των Θεσμοφορίων

και να μαλακώσει την οργή των γυναικών, Βγάζοντας ένα λόγο προς

υπεράσπισή του. Ο Αγάθων αρνείται ευγενικά και εισπράττει γι' απάντηση την απότομη μομφή ενός συγγενή του Ευριπίδου, του

Μνησιλόχου, ο οποίος τον αποκαλεί καταπύγονα49 • Όπως με τον οψοφάγο, ήταν ευκολότερο να αναγνωρίσεις έναν καταπύγονα παρά να προσδιορίσεις τι ακριΒώς ήταν αυτό που τον έκανε τέτοιο· δεν υπάρχει πάντως φανερή διαμάχη ως προς το νόη­

μα της καταπυγοσύνης που να φτάνει τη διαμάχη περί οψοφαγίας. Εντούτοις, αυτή η ασάφεια δεν εμπόδισε τους πρόσφατους μελετη­ τές της αρχαιότητας να αποφασίσουν μόνοι τους επί του θέματος

αυτού. Ο καταπύγων

/

κίναιδος είναι εκείνο το αλλόκοτο κτήνος, «ο

παθητικός ομοφυλόφιλος". Η ομοφωνία προέρχεται αρχικά από με­ ρικές έμμεσες αρχαίες αποδείςεις, μαζί με κάποιες έμμονες σύγχρο­ νες προκαταλήψεις για τη σεςουαλική συμπεριφορά των θηλυπρε­ πών αντρών. Εντούτοις, κάποιες πρόσφατες μελέτες που παρουσία­ ζαν την Αθήνα ως μια τρομακτικά «φαλλοκρατική" κοινωνία ενίσχυ­ σαν σημαντικά την ομοφωνία αυτή. Υπό το καθεστώς αυτό, αυτή τη

«Βασιλεία του Φαλλού", δεν υπήρχε σεςουαλικότητα ως τέτοια, πα­ ρά μόνο αυτό που περιγράφει ένας μελετητής ως
φαλλού". Οι άνθρωποι τυποποιούνταν σεςουαλικά όχι ανάλογα με το φύλο των ατόμων για τα οποία ένιωθαν σεςουαλική έλςη, αλλά ανάλογα προς το ρόλο που υιοθετούσαν κατά τη συνουσία, διότι το σες στον αρχαίο κόσμο δεν ένωνε τους ανθρώπους, αλλά τους διαι-

248

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ρούσε. Οι εραστές, κατά την ερωΤική πράξη, κοίταζαν από απόστα­ ση ο ένας τον άλλον πάνω από ένα μεγάλο αγεφύρωτο χάσμα: «Συ­ νέπεια αυτού είναι ότι από τη ρια ο ρόλος της "ενεργητικότητας" και της κυριαρχίας έχει περιΒληθεί αξίες σταθερά θετικές, ισχυριζό­ ταν ο Μισέλ Φουκό, «ενώ από την άλλη πρέπει να αποδώσουρε στον έναν από τους συντρόφους κατά τη σεξOυaλΙKΩ πράξη την παθητι­ κΩ, υπεξούσια και κατώτερη στάση». Η διείσδυση εμφανίζεται έτσι ως ένα απολύτως ουσιώδες μέλημα, που κυΒερνά όχι μόνο τη ζώνη των σεξουαλικών σχέσεων, αλλά όλη την αρχαία αθηναϊκή ή την αρ­ χαία ελληνική κοινωνία. Οι καταπύγονες/κίναιδοι, κατά τη θεωρία

αυτή, «θεωρούνταν αυτόρατα, σύρφωνα ρε τους κώδικες που πόλω­ ναν διεισδύοντες και διεισδυόρενους, ότι επιθυρούσαν να υποστούν τη διείσδυση άλλων αντρών, πράγρα που τους αφοροίωνε στο γυναι­ κείο ρόλο". Αυτή η σεξουαλική προτίμηση είχε σοΒαρές επιπτώσεις εκτός σεξουαλικού πλαισίου: «Καθώς η σεξουαλικΩ δραστηριότητα

συρΒολίξει (ri δορείται ως) έναν ανένδοτο ανταγωνισρό και την ανε­ λέητη σύξευξη νικητών και ηττηρένων, ο κίναιδος είναι ο άντρας

που επιθυρεί να χάσει,,50. Δεν είναι να απορεί κανείς που τέτοιοι χα­ ρακτήρες ενέπνεαν τρόμο.

Δεν είναι υπερΒολικό να πούμε όΤι αυτή η θεωρία έχει υπερεκΤι­ μηθεί και παρουσιάζει ένα μοντέλο της αθηναϊκής κοινωνίας όχι μό­ νο απλουστευΤικό και υπερΒολικά σχημαΤικό, αλλά και αρκετά πα­ ραπλανηΤικό. Οι Αθηναίοι έΒλεπαν συχνά τη δύναμη με φυλεΤικούς όρους και φυσικά συνέδεαν το σεξ με τη δύναμη με τρόπους πιο ανε­ ξιχνίαστους, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια λεπτή και σύνθετη

σχέση, ένα περίπλοκο σύμπλεγμα ανταλλασσόμενων αξιών που συ­

νεπάγονταν έρωΊα, δώρα, ελκυσΤικότητα και εύνοιες, κι όχι μ' ένα άκαμπτο «ανένδοτο ανταγωνισμό», στον οποίο νικητής ήταν πάντο­ τε εκείνος που διείσδυε. Στην πραγμαΤικότητα, είναι αξιοσημείωτο πόσο λίγες αποδείξεις Βρίσκουμε για μια γλώσσα σεξουαλικής επι­ θεΤικότητας και κυριαρχίας στην κλασική περίοδο. Γνωρίζουμε ένα ή δύο παραδείγματα συνθημάτων που θα μπορούσαν να εκληφθούν όΤι επισείουν το σοδομισμό ως απειλή, αλλά είναι σπάνια και συχνά κάπως ασαφή. Είναι εντυπωσιακή η αντίθεση με άλλες περιόδους

και πολΙΤισμούς, ακόμα και με τον τόσο κονΤινό ρωμαϊκό 51 . Οι Αθη­ ναίοι δε μάλωναν μεταξύ τους με φράσεις όπως «Άντε γαμήσου» ή

249

ΤΖΕΪΜΣ «Τον παίρνεις»

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

και ήταν ανήκουστο να ισχυριστεί ένας ηττημένος

ανταγωνιστής, μια ηττημένη στρατιά ή ένας ριγμένος εμπορευόμενος

ότι τον «γάμησαν» ή τον «πήδηξαν». Στην απουσία μαρτυριών από

κείμενα, μεγάλο μέρος των αποδείξεων προς υποστήριξη της εν λό­

γω θεωρίας προέρχεται από τις εικαστικές τέχνες, ειδικά από τις αγ­ γειογραφίες' οι πηγές αυτές είναι σιωπηλές, οι ειδικοί εντούτοις,

μόλις τις βάλουν στο χέρι, τις καταφέρνουν να αποκαλύψουν ιστο­ ρίες σεξουαλικής καταπίεσης. Ο Κένεθ Ντόβερ το ξεκίνησε αυτό ει­

δικότερα στο έργο του περί ελληνικής ομοφυλοφιλίας:

Η γυναίκα Βρίσκεται σχεδόν ανεξαιρέτως σε θέση "υποτα­ γΙίς», με τον άντρα "δεσπόζοντα ιι , η γυναίκα σκύΒει μπροσΤά

n είναι

ξαπλωμένη πίσω

n στηρίζεται,

με τον άντρα όρθιο

n

από πάνω.

Ο ΝΤόβερ' παραθέτει αποδείξεις από την ανθρωπολογία, τις σκανδιναβικές σάγκα, τη χρήση στα ιταλικά της λέξης

«inculata»

(γα­

μημένη) για μια ηττημένη ποδοσφαιρική ομάδα, την ταινία του Τζων Μπούρμαν «Όταν ξέσπασε η βία»

(Deliverance)

και τη συμπεριφορά

των πρωτευόντων θηλαστικών, για να υποστηρίξει τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει τις εικόνες, δείχνοντας ότι η διείσδυση δικά ο σοδομισμός

-

-

και ει­

ερμηνεύεται παγκοσμίως με τον τρόπο αυτό.

Γι' άλλους, ακόμα κι αυτό το συγκριτικό υλικό δε θεωρείται ανα­ γκαίο. Ο συμβολισμός της δύναμης και της κυριαρχίας ενυπάρχει στη διάταξη των σωμάτων. «Φυσικά η στάση της εισόδου από πίσω επιτρέπει στο ζωγράφο να δείξει γυναίκες που χρησιμοποιούνται

απρόσωπα, σαν απλά σεξουαλικά εργαλεία, των οποίων η ανταπό­ κριση και η συναισθηματικΙί αντίδραση δεν απασχολούν καθόλου

τους άρρενες εραστές τους»52. Η σκυφτή προς τα μπρος και με είσοδο από πίσω στάση, για την οποία μιλάνε, είναι φυσικά η κύβδα, η στάση των τριών οβολών, η

φτηνότερη στο τιμολόγιο μιας πόρνης. Στη λογοτεχνία βρίσκουμε

αρκετές αναφορές σ' αυτή τη στάση, οι οποίες θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να φωτίσουμε τη σημασία της. Οι αναφορές αυτές μας

δείχνουν ότι, εκτός από το φτηνό σεξ, σχετίζεται με το σεξ στο ύπαι­ θρο (αυτό που ονόμαζαν παλιά στη Βρετανία «τρεμάμενα γόνατα») ή

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

με τη Βιαστική απόλαυση της μοιχείας την ώρα που κοιμάται ο σύ­ ςυγος και όχι με την κυριαρχία. Αυτές οι λογοτεχνικές ενδείςεις

φαίνεται να ερμηνεύουν κάποιες λεπτομέρειες που υπάρχουν σε

σκηνές από πίσω "διείσδυσης των αγγείων. Για παράδειγμα, το γεγο­ νός ότι οι άντρες απεικονίςονται συχνά να φοράνε παπούτσια και, σε μερικές εκδοχές, με μπαστούνια και μανδύες έτοιμους στο χέρι θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί ως ένδειςη της Βιασύνης που συ­

νεπαγόταν το σες στα σοκάκια ή τα πορνεία. Εντούτοις, υπάρχει ένα αγγείο που μοιάςει να αποδεικνύει κατη­ γορηματικά τη σχέση διείσδυσης και εςουσίας. Είναι το επονομαςό­ μένο αγγείο του Ευρυμέδοντος, μια ερυθρόμορφη οινοχόη με μαύρο

φόντο, που προέρχεται ενδεχομένως από το δεύτερο τέταρτο του 50υ αιώνα (Βλ. εικόνα

12).

Έχει τις σιλουέτες δύο αντρών, από μια

σε κάθε πλευρά, και κάποιες λέςεις γραμμένες στο χώρο ανάμεσά τους. Ο ένας άντρας είναι γυμνός εκτός από ένα μανδύα, κρατάει το μισοσηκωμένο πέος του στο χέρι του και Βαδίςει κατά πάνω στον άντρα της άλλης πλευράς, ο οποίος φοράει ανατολίτικα ενδύματα και έχει κρεμασμένη μια φαρέτρα στον ώμο.

Αυτός ο δεύτερος

άντρας είναι σκυμμένος μπροσΤά και το πρόσωπό του με την πυκνή

γενειάδα είναι γυρισμένο προς το μέρος του θεατή, ενώ σηκώνει τα

χέρια του ψηλά πάνω από το κεφάλι, σαν να παραδίνεται. Κάτω από το στόμιο της οινοχόης, υπάρχει μια επιγραφή που ςεκινάει από το

κεφάλι αυτού που Βαδίςει και φτάνει ως τα πόδια του 6.λλου. Δεν είναι εντελώς κατανοητή, αλλά μοιάςει να λέει «ΕΙΜΑι Ο ΕΥΡΥΜΕΔΩΝ ΣΤΕΚΟΜΑΙ ΣΚΥΦΤΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ".

Από την πρώτη στιγμή που ασχολήθηκαν με το αγγείο, οι αρχαιο­ λόγοι ερμήνευσαν την επιγραφή σαν αναφορά στη μάχη του Ευρυμέ­

δοντος, στις αρχές του

460

π.χ. Εκεί, ο φιλοπότης Κίμων καΤάφερε

να συγκεντρώσει τα μυαλά του όσο διάστημα χρειαςόταν για να οδη­ γήσει τους Αθηναίους στην περίφημη νίκη επί των Περσών. Λένε ότι

το αγγείο αναπαριστά

«eine spezielle Form des Triumphus,,*

ή, σύμ­

φωνα με την πιο προσγειωμένη διατύπωση του ΝτόΒερ, «διακηρύσ­

σει: ΠηδΩξaρε τους Πέρσες,,53. Η θεωρία αυτή έχει γίνει ευρέως απο­ δεκτή από τους κλασικιστές



Μια ειδική μορφή θριάμΒου.

-

οι οποίοι πιστεύουν ότι το όνομα

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Ευρυμέδων, το ασιατικό ένδυμα και η κατά προσέγγιση ημερομηνία, είναι υπερβολικά πολλά για να είναι σύμπτωση

-

αλλά δεν αντέχει

σε μια πιο προσεκτική εξέταση. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, όπως καΤέληξε η Γκλόρια Φεράρι Πίνεϋ στην εξέταση του αγγείου που

έκανε, ότι «n υπόθεσΩ ΤΩς πατριωΤΙKfις εΡΡΩνείας είναι ισΧVfι». Το

πλαίσιο, κατ' αρχήν, είναι παράξενο. Τι θέλει μια τέτοια σκηνή πάνω σε οινοχόη; Μετά πάλι, αυτός ο άντρας που κρατάει το μόριό του στο χέρι, μοιάζει πολύ με ταξιδιώτη. Δεν είναι τυπικός εκπρόσωπος του αθηναϊκού στρατού. Δεν είναι καν στρατιώτης. Ο άντρας από την

άλλη μεριά δε χρειάζεται να είναι Πέρσης. Είναι περίεργο επίσης το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης έχει αφήσει τόσο χώρο ανάμεσα στις δύ­ ο σιλουέτες. Αν πρόκειται για θρίαμβο, γιατί να μη δείξει τη στιγμή του σοδομισμού, την πράξη του θριάμβου; Όπως έχει το αγγείο, το πολύ που μπορεί να ισχυριστεί είναι: «'Εχουμε μεγάλες ελπίδες να

πηδήξουμε τους Πέρσες». Πιο επιβαρυντικό απ' όλα, εντούτοις, εί­ ναι το όνομα του Ευρυμέδοντος. Η μάχη πήρε το όνομά της από ένα ποτάμι και οι Έλληνες θεωρούσαν τα ποτάμια θεότητες. Είναι πολύ περίεργο να διαλέξει ο καλλιτέχνης την τοποθεσία της μάχης για

κάτι προσβλητικό. Είναι ανεξήγητο, όταν η τοποθεσία είναι κάποιος

θεός. Σε γενικές γραμμές, ενώ υπάρχουν πολυάριθμες αρχαίες ανα­ παραστάσεις εξουσίας, και μαχών, και κατακτήσεων στη ζωγραφική και τη γλυπτική, το συγκεκριμένο αγγείο παραμένει μοναδικό. Απο­ δίδοντάς του τη συγκεκριμένη ερμηνεία, δε βρίσκουμε άλλο παρό­ μοιο, κανένα συμβολικό πλαίσιο, κι έτσι μένουν πολλά περιθώρια για να υπεισέλθουν στην αποκρυπτογράφηση οι προκαταλήψεις του

τέλους του 200ύ αιώνα 54 . Το αγγείο του Ευρυμέδοντος αποτελεί κλα­ σική περίπτωση αρχαίου τεχνουργήματος που, ενώ εκ πρώτης όψε­

ως μοιάζει εντελώς πασιφανές, μετά από προσεκτική εξέταση απο­ δεικνύεται πολύ πιο σύνθετο και μυστηριώδες. Κατά τη γνώμη μου, έχει παρανοηθεί ως μαρτυρία της σχέσης σοδομισμού και εξουσίας,

αλλά έχει πολλά να πει για τον Kuταπύγoνα. Αν και υπάρχουν αποδείξεις ότι μερικοί καταπύγονες αρέσκο­

νταν στο σοδομισμό

-

ο Αγάθων στις «Θεσμοφοριάζουσες» Π.χ.

θεωρείται ύποπτος για κάτι τέτοιο

-

δεν υπάρχει απόδειξη ότι αυ­

τή η ανεξιχνίαστη προΤίμηση τους προσδιόριζε. Ο Ντόβερ προσπα­

θεί να αποδείξει τη σχέση μ' ένα κάπως περίεργο απόσπασμα από

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τους «Ιππείς» του Αριστοφάνους, όπου ο Αγοράκριτος, ο πωλητής λουκάνικων, θεωρεί καλό οιωνό για την πολιτική του μύηση ότι «ένας κουνιστός [καταπύγων]» πέρδεται στα δεξιά του. Ο ΝτόΒερ πι­ στεύει ότι αυτό λύνει το θέμα οριστικά: «Η ανατορία του πρωκτού

διαφοροποιείται λόγω του τακτικού σοδορισρού και πολλά σύγχρο­ να αστεία υπαινίσσονται (δίκαια επnρεάςεται από αυτΩ

rnv

ri άδικα) ότι ο Ωχος των πορδών

aλλαγΩ». Μπορεί να είχε μια κάποια λο­

γική αυτό το ασυνήθιστο συμπέρασμα, αν ο Αριστοφάνης είχε απο­ δώσει στην κλανιά του καταπύγονος κάποια περίεργη κι αποκαλυ­ πτική ηχητική χροιά' στο κείμενο όμως δε φαίνεται ο καταπύγων να

είναι κρυμμένος και τέτοιους άντρες τους καταλάΒαιναν πρώτα και κύρια από την εμφάνισή τους. Επιπλέον, μετά τον τυχερό οιωνό, ο Αγοράκριτος σκύΒει αμέσως και υπαινίσσεται ότι τον πηδάνε. Ο πιο πιθανός υποψήφιος για τον «ενεργητικό, θετικό, αρσενικό ρόλο της

διείσδυσης» θα ήταν εδώ ο θηλυπρεπής καταπύγων ο ίδ ιος 55. Στην πραγματικότητα, ο όρος καταπύγων φαίνεται να έχει ένα

πολύ ευρύ πλαίσιο αναφοράς. Συχνά χρησιμοποιείται για γυναίκες και συγκεκριμένα είδη ζώων, όπως τα ποντίκια, ακόμα και για ψά­

ρια σαν την επονομαζόμενη χειλού. Ο ΝτόΒερ το γνωρίζει αυτό πο­ λύ καλά, αλλά ισχυρίζεται ότι η λέξη έχει καταντήσει ανούσια προ­

σΒολή, λες και το μόνο που απέμεινε από τον αρχικό διεισδυόμενο ήταν ο εξευτελισμός του: «τουλάχιστον

rnv

εποχΩ του Αριστοφά­

νους, και ίσως σε πολύ προγενέστερn περίοδο, οι λέξεις δεν είχαν

πια συγκεκρψένn σnΡασία, όπως συρΒαίνει λουΡένn ρε

rn

λέξn

GTnv

αγγλικΩ καθορι­

bugger*».

Για όσους δυσκολεύονται να καταλάΒουν γιατί οι ήρωες των κω­ μωδιών πετάνε ανούσιες προσΒολές σε ψάρια και μικρά θηλαστικά, η απάντηση Βρίσκεται στο «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης»

των Λίντελ-Σκωτ, σε μια άλλη σημασία του καταπύγονα που αγνοεί ο ΝτόΒερ: «αισχρός, αχρείος, ασελγής». Μια σημασία που δεν είναι ούτε τόσο συγκεκριμένη όσο «άντρας που υποκύπτει σε σοδομισμό» ούτε τόσο γενική όπως «παλιάνθρωπος», αλλά έχει το επιπρόσθετο πλεονέκτημα να δίνει νόημα σε πολλά αποσπάσματα. Στη «Λυσιστρά-

* Bugger

σήμαινε αρχικά ομοφυλόφιλος και κατέληξε να σημαίνει μασκαράς και πα­

λιάνθρωπος.

253

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τη», για παράδειγμα, η επινοητική ομώνυμη ηρωίδα, αντιμέτωπη με

τον ξεσηκωμό άλλων γυναικών, οι οποίες προτιμούν «σε κάρ80υνα αναμμένα να πα τιΊ σο υν» παρά να στερηθούν το σεξ, τους βάζει τις φωνές θυμωμένη:

Α φύλο γυναικείο! Μια σιχαμάρα [καταπύγων]!

Σύμφωνα με τη θεωρία διείσδυσης/καταπίεσης, η φράση γίνεται

είτε «Τι εντελώς γαμΩμένΩ ράτσα είμαστε!» είτε, κατά την εκδοχή του

Ντόβερ, «Τι άθλια και σιχαμεριΊ ράτσα είμαστε!» Αν ξεχάσουμε όμως το φαλλοκεντρισμό και κοιτάξουμε το ελληνικό λεξικό, το νόημα

βγαίνει ξαφνικά καθαρό και ταιριάζει άψογα με το θέμα της γυναι­ κείας σεξουαλικής ακολασίας: «Τι φ08εριΊ ράτσα νυμφομανών είμα­

στε, όλες μας!», όπως το αποδίδει ο Άλαν Ζομερστάιν56 • Φαίνεται επίσης αρκετά καθαρά ότι, όταν αποκαλούν καταπύγο­

νες κάποια ζώα, δεν τα προσβάλλουν γενικότερα ούτε εννοούν ότι τα διακρίνει η επιθυμία τους να υποστούν σοδομισμό. Αυτό που τα διακρίνει είναι η λαγνεία και η πολυγαμία τους. Ο Αιλιανός ισχυρι­ ζόταν ότι τα ποντίκια ήταν τα πιο λάγνα ζώα, αναφέροντας ως στοι­ χείο της «καταπυγοσύνης» τους τη μαρτυρία του Κρατίνου' οι χει­

λούδες, απ' ό,τι φαίνεται, δε διέκοπταν τη συνουσία όταν τις έπια­ ναν οι ψαράδες και, κατά τον Απολλόδωρο (όχι το ρήτορα), είχαν

γίνει «για

τους αρχαίους» υπόδειγμα «ακολασίας»

και «εκφυλι­

σμού»57. Ο καταπύγων λοιπόν είναι συνήθως κάποιο πλάσμα, ζώο ή άνθρωπος, αρσενικό ή θηλυκό, το οποίο κάνει σεξ χωρίς αναστολές. Μερικές φορές εντούτοις, η λέξη χρησιμοποιείται ακόμα πιο πλα­ τιά, με την έννοια της πλήρους ακολασίας ή της έλλειψης αυτοελέγ­

χου. Οι «Δαιταλείς», το πρώτο έργο του Αριστοφάνους, για παρά­

δειγμα, από το οποίο σώζονται μόνο αποσπάσματα, μιλούσε για τη διαφορετική τύχη δύο αδελφών, εκ των οποίων ο ένας είναι σώφρων

κι έχει αυτοκυριαρχία και ο άλλος είναι Kατα~ύγων, όχι «παλιάν­ θρωπος» ή «γαμημένος», αλλά «εντελώς διεφθαρμένος». Είναι πάντο­

τε δύσκολο να μιλήσουμε με ασφάλεια για έργα που σώζονται μόνο σε αποσπάσματα, αλλά φαίνεται προφανές ότι ο καταπύγων γιος αποκαλύπτει την καταπυγοσύνη του όχι υφισΤάμενος σοδομισμό, αλλά από το γενικότερο έκφυλο τρόπο ζωής του: Αρνιόταν να πη-

254

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γαίνει στα μαθήματά του, ενώ αντίθετα μάθαινε όλα όσα «έχουν σχέ­ σπ ρε το ποτό και τα άσερνατραγούδια, τα συρακούσια πανπγύρια,

τπ auBaPlTιKr1 ρεγαλοπρέπεια και το χιώτικο κρασί σε σπαρτιάτικα κύπελλα". Αυτή η ευρεία ερμηνεία της καταπυγοσύνης Βοηθάει να

Βγάλουμε άκρη από ένα απόσπασμα των «Αχαρνέων", το οποίο συ­

χνά μπερδεύει τους σχολιαστές. Ένας θηλυπρεπής απεσταλμένος, που φέρνει νέα από την Περσία, παρατηρεί ότι «οι Aνατoλίτε~ λο­

γαριάζουν για άvτρε~ εKείνoυ~ ρόνο που ρπορούνε γερά να τρώνε και γερά να πίνουν" και ο Δικαιόπολις σχολιάζει: «Κι εμείς μοναχά

κάτι ξεσκισμένους [Ήμεις δέ λαικαστάς τε και καταπύγονας],,58. Η λέξη κίναιδος φαίνεται ότι αντικαθιστά τη λέξη καταπύγων κά­ ποια στιγμή στις αρχές του 40υ αιώνα. Αν και ο όρος έμελλε να μεί­ νει σε ισχύ και κατά τη ρωμαϊκή εποχή και κατά την ευρωπαϊκή ανα­

γέννηση, συναντάται μάλλον σπανιότερα από τον καταπύγονα την κλασική περίοδο, κι αυτό όχι επειδή άργησε να «πιάσει", αλλά επει­ δή τα ρητορικά και φιλοσοφικά έργα που πλειοψηφούν στη σωζό­ μενη γραμματεία του 40υ αιώνα διάλεγαν τα λόγια τους πιο προσε­

κτικά απ' τον Αριστοφάνη, του οποίου τα έργα προηγούνταν ενδε­ χομένως χρονικά της καινούριας λέξης. Απ ό,τι μπορούμε να δούμε

εντούτοις, οι δύο λέξεις αναφέρονταν σ' ένα οικείο πλέγμα εννοιών: τη θηλυπρέπεια, τη νυμφομανία και την πλήρη παράδοση στην από­ λαυση. Ο «Γοργίας» του Πλάτωνος είναι ίσως το παλιότερο σωζόμε­ νο κείμενο στο οποίο κάνει την εμφάνισή της η λέξη. Ο Σωκράτης συζητάει με τον Καλλικλή για τη φύση της επιθυμίας και την ικανο­

ποίησή της. Ο Καλλικλής έχει υιοθετήσει τη θέση να υπερασπίζεται την επιδίωξη της απόλαυσης. Ο Σωκράτης προσπαθεί να τον κάνει

να αλλάξει γνώμη και για το σκοπό αυτό παρομοιάζει το λάτρη των

απολαύσεων μ' ένα πιθάρι που στάζει συνεχώς. Ο Καλλικλής δεν πείθεται. Ο Σωκράτης επεξηγεί, συγκρίνοντας τη ζωή του σώφρονα με τη ζωή τού ακόλαστου: ο πρώτος έχει γερά πιθάρια, τα οποία γε­ μίζει με προϊόντα που προμηθεύτηκε με μεγάλη δυσκολία, γάλα, μέ­

λι και κρασί. Ο δεύτερος, εντούτοις, έχει πιθάρια τρύπια και είναι

αναγκασμένος νυχθημερόν να τα γεμίζει και ν' αγωνιά συνεχώς. Ποιανού από τους δύο είναι ευτυχέστερη η ζωή; Ο Καλλικλής συνε­ χίζει να εμμένει στην άποψή του. Ισχυρίζεται ότι ο άντρας με τα γε­

μάτα πιθάρια δεν απολαμΒάνει τίποτα και ζει σαν λίθος.

255

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Αλλά αυτfι είvαι ευχαρίστnσις εις

rnv ςωfιv, va ρέn

όσοv το

δυvατόv περισσότεροv. Στην περίπτωση αυτή, λέει ο Σωκρά­

της που γίνεται κακός, θα είvαι μεγάλαι αι οπαί κατά τας εΚροάς .... Ομιλείς πάλιv διά

rn

ςωfι του χαραδριού* και όχι

διά vεκρόv ούτε λίθοv.

Και επικαλείται μερικά παραδείγματα ακόμα' τη ζωή ενός άντρα που πεινάει συνέχεια και τρώει συνέχεια ή τη ζωή ενός άλλου που διψάει συνέχεια και πίνει συνέχεια.

Ειπέ μου εάv περvά ευτυχισμέvnv ςωfιv ο ψωριώv και έχωv

μεγίστnv επιθυμίαv

VQ

ξύvεται, διότι καθ' όλοv του τov 8ίοv

ξύvεται επειδfι μεγάλnv έχει επιθυμίαv

VQ

ξύvεται;

Ο Καλλικλής μένει ασυγκίνητος. Ο Σωκράτης περνάει στο απο­ φασιστικό χτύπημα:

... Τι

θα απoKριθfις, εάv καvείς σε ερωτά

ρύφωμα, ο 8ίος

rUJV

[... J για

το αποκο­

κιvαίδωv αυτός δεv είvαι αΠΟτΡόπαιος

και αισχρός και άθλιος; [κεφάλαιον ό τόΊνκιναίδαιν βίος ούτος ου δει νος και αισχρος και &.θλιος;]

Διάφοροι σχολιαστές διαφωνούν για το απόσπασμα, αλλά είναι προφανές ότι ο πλάτων εννοεί αυτό που λέει. Ο κίναιδος είναι το παράδειγμα έλλειψης κορεσμού, της επιθυμίας που δεν ικανοποιεί­

ται ποτέ και μοιάζει με την επιθυμία του άντρα που έχει διαρκώς φαγούρα και ξύνεται' είναι μια επιθυμία που κυΒερνά όχι μόνο τη σεξουαλική ζωή του αλλά και την καθημερινή ύπαρξή του. Η ζωή

των κιναίδων είναι το κεφάλαιοv, «αποκορύφωμα», μιας ζωής ατε­

λείωτων απολαύσεων, το πιθάρι που στάζει, το υπέρτατο παράδειγ­ μα μιας όρεξης αχαλίνωτης59. Διάφοροι μελετητές έχουν κάνει κάποια προσπάθεια να συμΒιΒά­ σουν μια ηθική στην οποία το πιο σημαντικό είναι η αποφυγή της διείσδυσης με μια ηθική εστιασμένη στην αναγκαιότητα του αυτοε-



Πτηνό που τρώει και αφοδεύει ταυτόχρονα.

1.

Πιάτο με ψάρια του 40υ αιώνα από την Αθήνα. Έχει Βρεθεί μεγάλος αριθμός

τέτοιων πιάτων, ειδικά στη Σικελία, απόδειξη της μανίας των Ελλήνων για τα ψάρια. Το ζωγραφισμένο ψάρι Βασάνιζε όσους έτρωγαν αργά με εικόνες αυτών που απολάμΒαναν ήδη οι γρηγορότεροι συνδαιτυμόνες τους.

2.

Εσωτερικό κυπέλλου του Εξηκία, από τα τέλη του 60υ αιώνα. Ο Διόνυσος είναι

ασυγκράτητος. Πλημμυρίζει το σκάφος των απαγωγέων του και το αμπέλι του

σκεπάζει

το κατάρτι.

Μια κόκκινη θάλασσα κρασιού

γλείφει τις

άκρες του

κυπέλλου, εξαλείφοντας το πλαίσιο του τόντο. Οι πειρατές [ή απαγωγείς] έχουν

μεταμορφωθεί σε δελφίνια.

3.

Τόντο κυπέλλου του 50υ αιώνα. Ένας νεαρός αγοράζει κρασί σε καπηλείον.

Στον τοίχο κρέμεται μια οινοχόη και πίσω διακρίνεται το στόμιο μιας μεγάλης δεξαμενής (λάκκος). ο λάκκος γέμιζε με νερό της Βροχής, απαραίτητο για το αραίωμα του κρασιού, αλλά είναι και μια εκφοΒιστική εικόνα της ακόρεστης όρε­ ξης, σεξουαλικής ή μη.

4.

Ασημένιο μενταγιόν του 40υ αιώνα που Βρέθηκε στο κτίριο Ζ, στο εσωτερικό

των τειχών της πόλης, στην περιοχή του Κεραμικού. Η Αφροδίτη ιππεύει έναν

τράγο με φόντο το νυχτερινό ουρανό, καθώς ο Εωσφόρος (Αυγερινός) της φωτίζει το δρόμο.

5.

Φιαλίδιο για άρωμα του 50υ αιώνα. Ένας νεαρός κι ένα αγόρι που μεταφέρει

ως δώρα ψάρια και κυνήγι πλησιάζουν μια σαγηνευτικά ντυμένη γυναίκα η οποία γνέθει μαλλί. Από αυτό το αγγείο ςεκίνησε η διαμάχη για το αν οι γυναίκες που ύφαιναν ήταν οι εκμαυλίστριες ή οι εκμαυλιζόμενες.

6.

Γραμμωτός κώθων, το

σπαρτιατικό κύπελλο ή φορητό παγούρι των στρατιωτών.

Ο φιλολακεδαίμων Κριτίας

ισχυριζόταν ότι οι γραμμώσεις είχαν σκοπό να

διηθίζουν τη λάσπη από το νερό του ποταμού, όταν οι

στρατιώτες Βρίσκονταν σε εκστρατεία. Οι Αθηναίοι το χρησιμοποιούσαν για να

μεθάνε όσο πιο γρήγορα γινόταν.

7.

Άλλο φιαλίδιο για άρωμα του 50υ αιώνα. Η συγκεκριμένη «υφάντρια εταίρα»

κρύΒεται σεμνά πίσω από το πέπλο της, ενώ το καλάθι με το μαλλί ίσα που δια­

κρίνεται πίσω από την καρέκλα της. Ένας αμούστακος νεαρός δοκιμάζει μια πιο άμεση προσέγγιση και της προσφέρει χρήματα.

8.

Τόντο κυπέλλου της

πρώιμης κλασικής

περιόδου. Η συγκεκριμένη εταίρα

κρατάει ένα φιαλίδιο με άρωμα και κοιτάζει όχι τον πότη, αλλά τον καθρέφτη που κρατάει. Η επιγραφή μας λέει ότι «είναι όμορφη".

Το καλάθι με το μαλλί της έχει στριμωχτεί

στην άκρη δεξιά του

πλαισίου, καθώς εκείνη ετοιμάζεται για δουλειά άλλου είδους.

9.

Εξωτερικό κυπέλλου, γύρω στο

470

π.χ. Ελάχιστες αμφιΒολίες

υπάρχουν ότι πρόκειται για πορνείο και εργαστήριο υφαντικής.

Μια κοπέλα αφήνει στην άκρη τη δουλειά της, ενώ μια άλλη δέ­

χεται επισκέπτες. Η γυναίκα στο μέσο συνεχίζει το γνέσιμο, ίσως είναι μια από τις «μαντάμ που σε μπλέκουν στους ιστούς τους».

10.

Εσωτερικό ιταλικού κυπέλλου. Ένας κωμικός ηθοποιός, ντυμένος σαν γέρος,

κρατάει μια οινοχόη και η επιγραφή αναφέρει «φιλοπότης». Έχει λεχθεί ότι είναι ο Κρατίνος, ο αντίπαλος του Αριστοφάνους, ο οποίος παρουσίασε τον εαυτό του

σ' ένα από τα έργα του ως πότη διχασμένο ανάμεσα στο καθήκον του προς την κωμωδία και την αγάπη του για το κρασί.

11.

Αντίγραφο της Κνιδίας Αφροδίτης του Πραξιτέλους. Το άγαλμα αυτό, το πρώ­

το αληθινό γυναικείο γυμνό, λέγεται ότι φτιάχτηκε με πρότυπο τη μεγάλη εταίρα Φρύνη. Κυκλοφορούν ιστορίες για άντρες που έκλαιγαν πάνω του, που έκαναν

σεξ μαζί του και που το λέκιαζαν με σπέρμα. Κοντά στο άγαλμα, πουλούσαν πορ­ νογραφικές εικόνες στους τουρίστες.

12.

Το «αγγείο του

Ευρυμέδοντος», πρώιμης κλασικής περιόδου. Ένας άντρας κρατάει το πέος του και τρέχει προς το μέρος

ενός σκυμμένου ΒάρΒαρου, στην άλλη μεριά της οινοχόης. Η επιγραφή

ανάμεσα στις δύο φιγούρες γράφει: «Εγώ είμαι ο

Ευρυμέδων Εγώ στέκομαι σκυφτός μπροστά». Η σκηνή

ερμηνεύεται συνήθως (αλλά λανθασμένα) ως σκηνή θριάμΒου Πέρσες!»

-

«Πηδήξαμε τους αλλά ίσως η

εξήγηση του νοήματός της

να Βρίσκεται στον άδειο χώρο ανάμεσα στους άντρες.

13.

Ο Δημοσθένης, μεγάλος ρήτορας του τέλους του 40υ αιώνα. Δείχνει στοχα­

στικός και ταπεινόφρων, αλλά ενίοτε τα φαινόμενα απατούν: «Αν κάποιος σου Βγάλη, ω Δημοσθένη, αυτήν την κομψήν μικράν χλαίνην και τον μαλακόν χιτω­

νίσκον σου

[... ]

και τα δώση εις τα χέρια των δικαστών, πιστεύω ότι, αν δεν τους

έχουν ειπεί σε ποιον ανήκουν, θα αμφιΒάλλουν αν τα ρούχα αυτά είναι ανδρικά και όχι γυναικεία", ισχυρίζεται ο Αισχίνης.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

λέγχου. Ο Φουκό, ο οποίος συχνά κατηγορήθηκε ότι στο έργο του για την ιστορία των νοοτροπιών δε δίνει αρκετή σημασία στους «ει­ δικούς», μοιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση να τους έχει δώσει

πολύ μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι τους αξίζει. Σε όλο του το έργο για την αρχαία Ελλάδα, τονίζει τη σημασία της εγκράτειας, της αυ­

τοκυριαρχίας, στη διαμόρφωση του φύλου στην Αθήνα και χαρτο­ γραφεί δεξιοτεχνικά την περιοχή που τη συνδέει με το λόγο περί αλήθειας και νοήματος. Δυστυχώς, αποπειράθηκε να συμβιβάσει το

μοντέλο αυτό με το σχήμα διείσδυσης-εξουσίας, το οποίο είχε κλη­

ρονομήσει από διακεκριμένους κλασικιστές όπως ο Κένεθ Ντόβερ και ο Πωλ Βεν, επινοώντας την αλλόκοτη έννοια της ηθικής παθη­ τικότητας:

Για τους- αρχαίους- ΈλλΩνες-, το πιο ουσιαστικό είναι

n

αντίθεσΩ ρεταξύ ενεργΩτικόΤΩτας- και παθΩτικόΤΩτας- και αυτΩ είναι που σφραγίζει το πεδίο τπς- σεξoυaλΙKΩς- συρπεριφοράς-, καθώς- κι εκείνο ΤΩς- πθικΩς- στάσΩς- ι

.. ] αυτό που,

στα ράτια

των ΕλλΩνων, αποτελεί ΤΩν κατεξοχΩν πθικΩ αρνΩτικόΤΩτα, ασφaλώς- δεν είναι το να έλκεσαι ερωτικά και από τα δύο φύ­

λα, ούτε και το να ΠΡΟΤιΡάς- το ίδιο ρ' εσένα φύλο, αλλά το να είσαι παθΩτικός- απέναντι στις- πδονές

Έτσι, παρ' όλο που ο μοιχός υιοθετεί ένα σεξουαλικά ενεργητι­

κό ρόλο, διεισδυτικό και αρσενικό, ο ρόλος αυτός ακυρώνεται αΙ1ό την παθητικότητά του σε σχέση με τις απολαύσεις, η οποία τον υπο­ δεικνύει ως θηλυπρεπή. Θα ήμαστε πρόθυμοι να καταπιούμε αυτή τη σοφιστεία, ξεχνώντας όλες τις αξιώσεις που έχει η διείσδυση η ίδια και παραδεχόμενοι ότι η μεταφορική διείσδυση μπορεί εν τέλει να ήταν πιο σημαντική, αν οι Έλληνες μιλούσαν πράγματι για «τη διείσ­

δυση από απόλαυση», αλλά, απ' όσο ξέρουμε, δεν το έκαναν. Επιπλέ­ ον, με σκοπό να κρατήσει τη φαλλοκρατική θεωρία στο παιχνίδι, ο

Φουκό αναγκάζεται να επιδιώξει ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικά ηθικά μοντέλα: το ένα, που είναι μια κυρίως μοναχική πάλη του Εγώ ή της Ψυχής εναντίον των απολαύσεων του Κόσμου και της Σάρκας, και το άλλο, που είναι ένα εσώτερο διπο­

λικό Kατ~σKεύασμα, στο οποίο ο ρόλος του παθητικού εξαρτάται

257

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

από ένα ενεργητικά επιθυμητό υποκείμενο, όπου ο ρόλος του υπο­ ταγμένου με την ηθική του αρνητικότητα, το

τον κυρίαρχο, το

1+,

1-,

δημιουργείται από

σ' εκείνο το «μηδενικού αθροίσματος" παιχνί­

δι που είναι η σεξουαλική πράξη 6Ο • Επομένως τι παίζει το ρόλο του διεισδυτικού ενεργητικού υποκειμένου, το οποίο κάνει το μοιχό θη­ λυπρεπή; Οι σύζυγοι και οι κόρες που αποπλανεί; Το ραπανάκι; Και ποιο ενεργητικό υποκείμενο χρησιμοποιεί το συμΒολικό φαλλό του για να κάνει τον οφοφάγο παθητικό σε σχέση με την απόλαυση; Ο

τόννος, ο σπάρος, ο πωλητής φαριών; Πριν αποδυθούν σε τέτοιες

παραδοξότητες, οι οπαδοί του φαλλοκεντρισμού θα πρέπει να επα­ νεξετάσουν τις λογικές προϋποθέσεις του. Οι εγκοπές που χαράζει

ο μοιχός για κάθε επιτυχία του δεν τονώνουν την ευάλωτη αρρενω­ πότητά του. Οι Έλληνες δεν απένειμαν ΒραΒεία για τη διείσδυση.

Δεν έΒλεπαν ένα χάσμα ανάμεσα στην επιθυμία να διεισδύσεις και στην επιθυμία να υποστείς διείσδυση και ασφαλώς δεν είχαν δομή­ σει ολόκληρη την κοινωνία -πόσο μάλλον ολόκληρο τον κόσμο­

σύμφωνα μ' αυτό το συνουσιακό σχήμα. Η όλη θεωρία είναι απλώς μια προΒολή των δικών μας φυλετικών εφιαλτών πάνω στην οθόνη

ενός πολύ διαφορετικού πολιτισμού. Ο κίναιδος του Πλάτωνος λοιπόν είναι αχαλίνωτο ς εντελώς από μόνος του. Δε χρειάζεται κάποιον ενεργητικό διεισδύοντα για να τον κάνει παθητικό ή θηλυπρεπή. Δεν είναι ο ρόλος που παίζει, εί­

ναι η ζωή που ζει. Είναι ο τρόπος που είναι φτιαγμένος. Θα μπο­

ρούσε θεωρητικά να είναι παρθένος, χαμένος σ' ένα έρημο νησί, και

παρ' όλα αυτά να είναι κίναιδος. Αν υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα στη θηλυπρέπεια και το σεξ, αυτή δε Βρίσκεται στην παθητικότητα αλλά στην έλλειφη κορεσμού. Η στάση της εισόδου από πίσω, όπως έχουμε δει, παρουσιάζεται στη λογοτεχνία σαν μια γρήγορη, φτηνή

και εύκολη στάση, ένα πορνικό σχήμα κατάλληλο για μοιχαλίδες και πόρνες. Όταν οι άντρες υιοθετούν αυτή τη στάση, σημαίνει το ίδιο πράγμα, μεταπίπτουν σε εύκολα θηράματα, μια αρσενική εκδοχή της νυμφομανούς που επιδιώκει πάντοτε απεγνωσμένα τη σεξουαλική ικανοποίηση. Αργότερα, στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο, η στάση αυτή μπορεί να ερμηνευτεί από σωματική άποφη. Η ερώτηση αριθ­

μός είκοσι έξι, στο τέταρτο ΒιΒλίο των «ΠροΒλημάτων», που αποδί­

δονται στον Αριστοτέλη, ασχολείται με το θέμα εκείνων που είναι

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

«γυναικωτοΙ» εκ φύσεως, δημιουργώντας ένα μοντέλο το οποΙο μοιάζει με το ακριΒές αντΙθετο του διαρρέοντος πιθαριού του Πλά­ τωνος, το οποΙο όμως καταλήγει ουσιαστικά στο Ιδιο συμπέρασμα.

Ο συγγραφέας εξηγεΙ πως η σεξουαλική επιθυμΙα ξυπνάει σ' εκεΙνες

τις πυελικές περιοχές που πρήζονται από υγρασΙα και σπέρμα61 • Με την εκσπερμάτωση, αυτά τα υγρά ΒρΙσκουν διέξοδο, αλλά σε κά­ ποιους άντρες οι πόροι προς τους όρχεις εΙναι μπλοκαρισμένοι και τα υγρά ρέουν αντΙθετα προς τον πυθμένα. Αυτό μπορεΙ να συμΒεΙ μέχρις ενός σημεΙου σε όσους το παρακάνουν στη σεξουαλική συ­

νουσΙα, αλλά και σ' εκεΙνους που εΙναι εκ φύσεως θηλυπρεπεΙς, όλη η υγρασΙα εκκρΙνεται σε αυτή την περιοχή. Καθώς δεν μπορούν να Βρουν ανακούφιση, η επιθιψΙα τους δεν καταπραύνεται ποτέ σωστά,

γι' αυτό εΙναι «απληστο.ι ώσπερ αί γυναικες» (κυριολεκτικά <<μη δυ­ νάμενοι να κορεσθούν» όπως οι γυναΙκες). Προϊόν αφύσικων πα­ ρορμήσεων εκ φύσεως ή λόγω συνήθειας, ο θηλυπρεπής άντρας των

«ΠροΒλημάτων» μοιάζει πάρα πολύ με το σύγχρονο εθισμέν0 62 • Υπάρχουν κι άλλες λέξεις γι' αυτούς τους σεξουαλικά έκφυλους, οι οποΙες μπορούν να αποκωδικοποιηθούν με τους Ιδιους όρους. Μια συνηθισμένη λέξη εΙναι ο λάκκος (δεξαμενή, στέρνα) ή ο λακ­ κόπρωκτος, αυτός που έχει πρωκτό σαν στέρνα και που τον συγκρΙ­

νουν με δεξαμενή νερού που γεμΙζει ακατάπαυστα από οχετούς και αποχετεύσεις η λέξη, όταν τη χρησιμοποιεΙ ο Αριστοφάνης στις «Νεφέλες» για το σκορποχέρη γιο, σημαΙνει «αυτόν που χρωστάει πάρα πολλά», αλλά, όταν τη χρησιμοποιεΙ ο ΑισχΙνης για τον πολι­ τικό ΤΙμαρχο, σημαΙνει την αχαλΙνωτη ερωτική ζωή, αφού αμέσως μετά τον κατηγορεΙ ότι ζει σαν κοινή πόρνη. Άλλη λέξη εΙναι ο ρολ­

γός, που σήμαινε ασκό για κρασΙ φτιαγμένο από δέρμα Βοδιού, και ήταν επΙσης μια προσΒλητική έκφραση που συναντάμε στην κωμω­ δΙα. Οι οπαδοΙ της φαλλοκρατικής θεωρΙας, με κάποια πρωτοτυπΙα

ομολογουμένως, υπονοούν ότι αυτό Βγήκε από τις αλλεπάλληλες διεισδύσεις που υφΙσταντο οι κΙναιδοι, που έκαναν τον πρωκτό τους να μοιάζει με κατεργασμένο δέρμα, αλλά κατά το λεξικογράφο Πο­

λυδεύκη, η λέξη προήλθε από την απύθμενη χωρητικότητα του ασκού [το άπληστον]. Μια άλλη λέξη, από τις αγαπημένες όσων θεω­

ρούν ότι το πιο σημαντικό πράγμα στο σεξ των αρχαΙων ήταν η διεΙσδυση, εΙναι ο ευρύπρωκτος, «αυτός που έχει φαρδύ πρωκτό».

259

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Αλλά και αυτή η λέςη, όπως τόσες άλλες, χρησιμοποιείται ως ανα­ φορά σε μια γενικότερη κατάπτωση ή παρακμή, την οποία απέδιδαν ιδιαίτερα στους μοντέρνους μακρυμάλληδες νεαρούς, όπως ο Αλκι­ βιάδης, που είχαν φήμη μεγάλων γυναικάδων. Στις «Νεφέλες", ο Αριστοφάνης παίζει με τις κυριολεκτικές και συμβατικές έννοιες της

λέςης. Ο Άδικος Λόγος κομπάζει ότι με τις σοφιστείες του θα κα­

τάφερνε να απαλλάςει ακόμα κι ένα μοιχό:

Γυναίκες κι έρωτας, θα πεις, και τον Δία τον νικούνε' εσύ

ο θνητός, πιο δυνατός απ' το θεό θα γίνεις;

Ο αντίπαλό ς του ζητάει να μάθει με τι επιχείρημα θα εμποδίσει τους έκφυλους μαθητές του να γίνουν «ευρύπρωκτοι", όταν «κάνο­

ντας αυτά που λες, τους χώσουνε ρεπάνι στον πισινό", επειδή ακο­ λούθησαν τη συμβουλή του. «Και τι σπουδαίο κακό σαν είναι τέ­

τοιος;» λέει ο Άδικος Λόγος, «Κι αν σου αποδείξω πως γελιέσαι; Τό­ τε;» και αρχίζει να εντάσσει τραγωδούς, δικηγόρους και δημαγω­ γούς, και μετά ολόκληρο το αθηναϊκό κοινό, στην τάςη των ευρύ­

πρωκτων. Ο Δίκαιος Λόγος μελετάει τους θεατές και συνειδητοποιεί ότι ο Άδικος Λόγος έχει απόλυτο δίκιο. Σηκώνει ψηλά τα χέρια και εγκαταλείπει τη σκηνή. Εδώ υπάρχουν ενδεχομένως υπονοούμενα περί παθητικής ομοφυλοφιλίας, καθώς επίσης περί μοιχείας, θηλυ­ πρέπειας, ευπιστίας και πλεονεςίας, αν και είναι βέβαιο πως το θέ-'

μα δεν είναι απλώς η διείσδυση, αλλά η καθ' έςιν διείσδυση ως σύ­ μπτωμα σεςουαλικής ακολασίας. Ακόμα κι εδώ, θα πρέπει να είμα­ στε προσεκτικοί για να αποφύγουμε τα μεταχρονολογημένα συμπε­

ράσματα. Απ' ό,τι φαίνεται, ούτε καν ο ευρύπρωκτος είναι παθητικό

αντικείμενο. «Από την ξυπνά δα ρου, το δΏρο τον σφίγγω Ώ τον λα­ σκάρω όπως ρ' αρέσει», κομπάζει ένας από τους ευρύπρωκτους δη­ μαγωγούς, ο Παφλαγών, στους «Ιππείς». «Την τέχνη αυτΏ την ξέρει κι ο ... απαυτός ρου", είναι η χοντροκομμένη απάντηση του αντιπά­

λου του πωλητή λουκάνικων63 . Ο «παθητικός» σύντροφος στο αρ­ χαίο σες οπωσδήποτε δεν ήταν αδρανής. Αυτός ή αυτή δεν ήταν ένα αντικείμενο ή ένα εργαλείο απόλαυσης κάποιου άλλου, ένα ενιαίο

σώμα έτοιμο να εκσκαφθεί, αλλά ένας συμμέτοχος που προσφερόταν

με μεγάλη προθυμία γι' απόλαυση.

260

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Αυτό μας φέρνει στον ίδιο τον πυρήνα της παρανόησης, πάνω

στην οποία θεμελιώνεται η θεωρία της εξουσίας-διείσδυσης. Ο σύγ­ χρονος τρόπος αντιμετώπισης του σεξ, ο οποίος, από όλες τις πι­ θανές απόψεις, διαλέγει να εστιάσει στη διείσδυση και χωρίζει τους σεξουαλικούς συντρόφους σε διεισδύοντα και διεισδυόμενο,

και

αποκωδικοποιεί τη σεξουαλική πράξη ως κυριαρχία, επιθετικότητα και υποταγή, δεν είναι μια φυσιολογική, αναπόφευκτη και οικουμε­ νική ερμηνεία του σεξ, αλλά μια πολύ συγκεκριμένη, περίεργη σύλ­ ληψη, η απόληξη μιας μακράς ελισσόμενης δυτικής παράδοσης όσον αφορά την ερωτική πράξη.

Από την κλασική περίοδο, το σεξ θεωρείτο σημαντικός τομέας ενδιαφέροντος, και ανησυχίας, και γνώσης, και αναθεώρησης. Θα ήταν παράξενο αν όλη αυτή η ιδεολογική δραστηριότητα δεν είχε

αλλάξει βαθύτατα τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε σήμερα το σεξ. Δεν είναι εδώ το κατάλληλο σημείο για να ασχοληθούμε διε­

ξοδικά με την ιστορία αυτή, αλλά μπορούμε να συμπεριλάβουμε κά­ ποιες από τις πιο σημαντικές εξελίξεις της: η αυξανόμενη σημασία που δίνουν στη σωματική ακεραιότητα τους πρώτους αιώνες της με­ τά Χριστόν εποχής, η οποία αποκορυφώθηκε στη χριστιανική απο­ θέωση της παρθενίας της Παρθένου Μαρίας και βοήθησε στη δη­

μιουργία της εικόνας ενός σώματος άθικτου, σαν μια κενή λευκότη­ τα ή ένα ρούχο χωρίς ραφές που περιμένει να δεχτεί σημάδια, σκι­ σίματα και διακορεύσεις η επιτήρηση των οπών, που σχετίζεται με τη νομική κίνηση να προσδιοριστούν κάποια σεξουαλικά αδικήματα τα οποία ως τότε ήταν μάλλον νεφελώδη, όπως η κτηνοβασία, ο σο­

δομισμός και ο βιασμός, στις αρχές της μετά Χριστόν εποχής η ανα­ κήρυξη της στάσης των ιεραποστόλων-αναχωρητών ως επίσημης στάσης (η χειρότερη ιδεολογική επέμβαση στο σεξ που μπορεί να διανοηθεί κανείς), μια προσπάθεια να διακριθεί το ανθρώπινο σεξ από το κτηνώδες και το πολιτισμένο σεξ από τη βαρβαρότητα, η

οποία τονίζει και κωδικοποιεί στην πράξη τη δραστηριότητα του ενεργητικού συντρόφου και την παθητικότητα του «παθητικού,,· η

κυρίαρχη βικτοριανή άποψη περί σεξ, η οποία αποδίδει σε όλα τα σώματα που υφίστανται διείσδυση το ρόλο του αντικειμένου ηδονής,

ενός αντικειμένου που δεν απολαμβάνει το ίδιο καμία ηδονή

-

μια

άποψη που αντιμετωπίζει ακόμα και τη σύζυγο ως σεξουαλικό μάρ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τυρα, που ξαπλώνει, ενώ ο άντρας της εκτελεί ανείπωτα πράγματα επάνω της, για χατίρι της μαμάς Αγγλίας. Μετά από όλες αυτές τις

επαναστάσεις που υπέστη ο τρόπος που βλέπουμε τη σεξουαλικότη­ τα, θα ήταν όντως περίεργο αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα ενός Ιταλού χούλιγκαν ή μια σκηνή από χολιγουντιανή ται­

νία ως πρότυπο για τις σεξουαλικές απόψεις των Ελλήνων του 50υ αιώνα π.χ.

Μια από τις αλλαγές αυτές, η άποψη ότι το σεξ είναι μονόπλευ­ ρη απόλαυση, έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην έννοια της διείσδυσης ως εξουσίας, στη μετατροπή του

παθητικού

συντρόφου σε αδρανές

αντικείμενο, που χρησιμοποιείται για τη σεξουαλική απόλαυση του άλλου. Μετά το φημίσαμε ξανά

190 -

αιώνα φυσικά, ανακαλύψαμε εκ νέου

-

ή δια­

την κλειτορίδα (λέξη ελληνική) και το γυναικείο

οργασμό, αλλά ο σοδομισμός, σε αντίθεση προς την κολπική συνου­ σία, συνεχίζει να παρουσιάζεται ως μονόπλευρη απόλαυση εγγενώς σαδιστική και εξευτελιστική. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι κλα­ σικιστές έχουν ερμηνεύσει την οπίσθια διείσδυση στον κλασικό κό­ σμο ως επιθετική και εξουσιαστική. Στην κλασική Αθήνα όμως, οι

διεισδυόμενοι δεν αντιμετωπίζονταν ως αδρανή αντικείμενα της από­ λαυσης κάποιου άλλου. Οι γυναίκες οπωσδήποτε δεν ξάπλωναν πί­ σω (ή δεν έσκυβαν μπροστά), περιμένοντας να τους κάνουν διάφο­ ρα. Συμμετείχαν πλήρως. Η οπίσθια είσοδος δεν ήταν κτηνώδης ή εξευτελιστική, αλλά λάγνα. Ακόμα και παθητικούς σοδομίτες. βλέ­ πουμε να συμμετέχουν σε κάθε επίπεδο, όπως ο πωλητής λουκάνι­ κων Αγοράκριτος που ανοίγει τα οπίσθιά του, και να βιώνουν, όπως μας δείχνουν τα «Προβλήματα», την απόλαυση όχι της σεξουαλικής

κυριαρχίας αλλά του σεξ του ίδιου. Και πρόκειται μάλιστα για από­ λαυση ακόμα μεγαλύτερη από εκείνη του διεισδύοντος, απόλαυση σαν εκείνη των γυναικών: απόλαυση σαν λαχτάρα χωρίς τέλος. Ο κί­ ναιδος/καταπύγων δεν είναι σεξουαλικά παθητικός, εξευτελισμένος που καταντάει θηλυπρεπής από την επαναλαμβανόμενη κυριαρχία·

είναι νυμφομανής, γεμάτος γυναικεία επιθυμία> που ντύνεται και φτιάχνεται για να προσελκύσει άντρες και θέλει σεξ χωρίς πολλά παρακάλια. Αυτό το νόημα έχει η περιγραφή του Αριστοφάνους στους «Βατράχους»> όταν μιλάει για

ΑΡΧΑΙΟΙ

...

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

του Κλεισθένη το γιο που ξεσκίζει τα σαγόνια του στους

τάφους [του Κεραμεικού] και ραδά τον πισινό του.

και βέβαια αυτό είναι το μήνυμα του Τιμαίου όταν περιγράφει τον Αγαθοκλή, μέλλοντα τύραννο των Συρακουσών:

Στα νιάτα του Ωταν ρια κοινΩ πόρνΩ [πόρνος], διαθέσΨΩ στους πιο έκλυτους, ρια κάργια, ρια 8αρ8ακίνα, που εξέθετε τα οπίσθιά ΤΩς σε όποιον Ωθελε.

Παρ' όλο λοιπόν που αυτό έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα ως απόδειξη του φαλλοκρατικού τρόπου σκέψης των αρχαίων, ο Τί­ μαιος επισημαίνει αρκετά καθαρά την αχαλίνωτη σεξουαλική ςωή

του Αγαθοκλέους. Το ςήτημα δεν είναι η επιθυμία του να υποστεί

διείσδυση/να κυριαρχηθεί/να μετατραπεί σε σεξουαλικό αντικείμε­ νο, αλλά απλώς η απέραντη και ατελείωτη γυναικεία σεξουαλικότη­

τά του. Ο «παθητικός" σοδομισμός μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα της αχαλίνωτης σεξουαλικής ςωής και της έλλειψης κορεσμού του κιναίδου, αλλά αυτό που τον προσδιορίςει δεν είναι η παθητικότη­ τα αλλά η έλλειψη κορεσμού. Διότι τελικά, όπως παρατηρούσε ο φι­ λόσοφος Αρκεσίλαος, βλέποντας μερικούς <ψοιχούς και ασυγκράΤΩ­

τους" άντρες, «δεν έχει καρία διαφορά αν είσαι κίναιδος από ρπρο­ στά

ri

από πίσω,,64.

Η απεραντοσύνη που χαρακτηρίςει τη σεξουαλικότητα του θηλυ­

πρεπούς μετατοπιςόταν εύκολα και στις άλλες ορέξεις, έτσι που η λέξη εupύπρωKΤOς ή λακκόπρωκτος μπορεί να σημαίνει μια γενικό­ τερη παρακμή χωρίς σεξουαλικές συνεκδοχές. Πολύ πριν τον πλά­ τωνα, η «ςωή των κιναίδων" θεωρείΤο υπόδειγμα ςωής ατελείωτων

απολαύσεων. Η εικόνα που δεσπόςει σΤα κλασικά κείμενα δεν είναι αυτή του παθητικού αντικειμένου, που υφίσταται διείσδυση από πό­

θο, αλλά η εικόνα ενός δοχείου, ενός γεμάτου πιθαριού το οποίο στάςει, ενός απύθμενου πηγαδιού, ενός αδηφάγου στομαχιού ή ενός

δερμάτινου δοχείου για κρασί. Η επιθυμία έχει χωρητικότητα· το να την ικανοποιήσεις σημαίνει να τη γεμίσεις. Μέσω του στομίου ή των

στομίων του, το δοχείο συνδέεται με τον κόσμο. Δεν υφίσταται τη διείσδυση του κόσμου, τον απορροφά. Τον καταβροχθίςει· γεμίςει

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

από τους χειμάρρους απόλαυσης του κόσμου. Η εικόνα του απύθμε­ νου ή ελαττωματικού δοχείου δίνει τη δυνατότητα στην επιθυμία να απορρεύσει από το κενό, από την έλλειψη, από την ανάγκη, κάνο­ ντας τον κίναιδο προάγγελο του μοντέρνου εθισμένου. Και οι δύο προσδιορίζονται όχι από την υπερβολική απόλαυση, αλλά από τη μειωμένη ικανοποίηση. Και οι δύο υποφέρουν από αμαρτωλές ορέ­ ξεις και ελαττωματικές ανάγκες. Αυτή η εικόνα ίσχυε για όλα τα είδη ορέξεων, τη δίψα! τη λαι­ μαργία, τη σεξουαλικότητα, δημιουργώντας μια συγχώνευση διαφο­ ρετικών αισθητικών απολαύσεων. Οι Έλληνες αποκαλούν και τις

πόρνες και τους λάτρεις των γιορτών «δεξαμενές", επειδή απορρο­ φούν αδιακρίτως εντός τους ό,τι ρέει' ο καταπύγων γιος στους «Δαιταλείς" του Αριστοφάνους δείχνει την καταπυγοσύνη του όχι

στο σεξ αλλά στο ποτό, κατεβάζοντας μονοκοπανιάς «ΤΟ χιώτικο

κρασί σε σπαρτιάτικα κύπελλα,,' και εκείνοι «που μπορούνε γερά να τρώνε και γερά να πίνουν είναι ξεσκισμένοι [καταπύγονες]", σύμφω­ να με την αλησμόνητη φράση των «Αχαρνέων". Ακόμα και η ανδρική

επιθυμία για γυναίκες, η σεξουαλική φαγούρα που καταπραυνεται από την εκσπερμάτωση, μπορεί να ιδωθεί σαν μια σεξουαλική πείνα που ανακουφίζεται από την κατανάλωση: [ο Κινησίας απευθυνόμε­

νος στο φαλλό του] «Τέτοιες τσιριμόνιες ούτ' ο ΗρακλΩς δε χάΡΩ­ κε, νομίξω", λέει ο σεξουαλικά ακόρεστος σύζυγος, του οποίου η γυναίκα τον αφήνει συνέχεια στα κρύα του λουτρού, στη «Λυσιστρά­ τη". Κι αν περίμενε συμπάθεια από το Διογένη τον κυνικό, τσάμπα περίμενε, αφού ο τελευταίος ήταν μεγάλος οπαδός του αυνανισμού, όποτε και όπου ξυπνούσε η ανάγκη:

Μακάρι να μπορούσε κανείς να ικανοποιΩσει ΤΩν πείνα του

τρί!30ντας το στομάχι

rou 6S •

Έχουμε τώρα ένα μεγαλύτερο πλαίσιο για να μελετήσουμε το αγ­ γείο του Ευρυμέδοντος και να αρχίσουμε να το καταλαβαίνουμε πε­

ρισσότερο. Προσέχουμε, πρώτον, ότι το σεξ σε στάση σκυφτή προς τα μπρος, στην κύβδα δηλαδή, φαίνεται να λαμβάνει χώρα στο ύπαι­ θρο και συμβολίζει την ακόρεστη σεξουαλική ζωή. Δεύτερον, θα

πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η απόσταση ανάμεσα στις δύο φιγού-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ρες δεν εΙναι ένας άΒολος χώρος που πρέπει να αγνοήσουμε, αλλά

παΙζει ουσιώδη ρόλό σε κάθε αποκωδικοποΙηση. Σ' εκεΙνα τα εκατο­ στά του μαύρου κενού, ο καλλιτέχνης έχει ζωγραφΙσει την παρακμή του Ασιάτη. Η ουσΙα εΙναι ότι προσφέρεται τόσο εύκολα, ένα θέμα που θα συσκοτιζόταν, αν Βλέπαμε την εκτέλεση της πράξης. Όπως

ο Αγαθοκλής, ο Ασιάτης στο αγγεΙο εκθέτει τα οπΙσθιά του στους πάντες αδιακρΙτως κι αυτό εΙναι ένδειξη της σεξουαλικής έλλειψης

κορεσμού που τον διακρΙνει. ΜπορεΙ το αγγεΙο να τον αναπαριστά ως θηλυπρεπή, αδύναμο και δειλό, αλλά δεν εΙναι η επικεΙμενη διεΙσδυση που τον καθυποτάσσει και τον εκθηλύνει προκαταΒολικά·

εκείνος έχει παραδοθεΙ εδώ και καιρό

-

όχι στους Έλληνες, αλλά

στις επιθυμΙες του. Είναι η ομοιότητά του με πιθάρι που στάζει, η προφανής νυμφομανΙα του, που τον κάνει γυναικωτό.

Τι θέλει όμως μια τέτοια αναπαράσταση σε μια οινοχόη; Όπως

έχουμε δει, ένας καταπύγων σκυμμένος μπροστά μπορεΙ να συμΒο­ λΙζει όλα τα εΙδη κατανάλωσης. Ο Γάλλος μελετητής αγγειογραφιών Φρανσουά Λισαράγκ έχει επισημάνει ότι, όταν συναντάμε στα κύπελ­ λα άντρες ντυμένους Σκύθες, φαίνεται ότι συμΒολίζουν τους συμπο­ σιαστές που πίνουν το κρασΙ τους με το σκυθικό τρόπο, π.χ. δυνα­ τό. Ένας Σκύθης σκυμμένος μπροστά θα μπορούσε εύκολα να συμ­ Βολίζει έναν από τους καταπύγονες του Δικαιοπόλεως, «που πίνει γερά", ένα αστεΙο που απευθυνόταν στα μέλη της συντροφιάς τα οποία μπορεί να έμπαιναν στον πειρασμό να πιουν υπερΒολικά ή σε όσους έπιναν κατευθεΙαν από την οινοχόη ή άρχιζαν να πΙνουν από πολύ νωρΙς: «Όποιος επινόησε .την οινοποσία από νωρίς", λέει ένας

ήρωας του Ευπόλιδος, «ευθύνεται για μεγάλη λaκKoπρωKτία,,66. Και τότε ποιος εΙναι ο Ευρυμέδων; Αυτό δεν εΙναι τόσο μεγάλο πρόΒλημα όσο φαΙνεται. Ευρυμέδων λεγόταν ένας ποταμός στην ΤουρκΙα, όπου έλαΒε χώρα η διάσημη μάχη, αλλά έτσι ονομάζονταν πολλές ιστορικές φυσιογνωμΙες και αρκετά μυθολογικά πρόσωπα. Το όνομα μπορεί να συνδέεται με κάποιο άλλο μέλος της συντρο­ φιάς που τα πΙνει και να εΙναι ένα φιλικό

-

ή όχι τόσο φιλικό

-

αστεΙο. Άλλως, ο υπαινιγμός μπορεΙ να είναι λογοτεχνικός. Το αγ­ γεΙο μοιάζει να σατιρίζει την πασΙγνωστη εικόνα του ήρωα και του

Σκύθη ηνιόχου του· όντως, Ευρυμέδων λεγόταν ο ηνίοχος του Νέ­ στορος και του Αγαμέμνονος. Τα αποσπάσματα του Ιππώνακτος,

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ενός σατιρικού Ίωνα ποιητή του 60υ αιώνα, προσφέρουν ένα άλλο δελεαστικό σημείο αναφοράς, συνδυάζοντας τη θηλυπρέπεια και την απύθμενη όρεςη του καταπύγονα με μια πρωτόγονη ψευδο-ομηρική σάτιρα:

Πες ρου, ρούσα, για το γιο του Ευρυρέδοντος, για εκείΥΏ ΤΩ Χάρυf3δn του πελάγου, εκείνΩ που καταπίνει αράσΩτα τα πάντα [κυριολεκτικά: αφήνει το μάσημα για το στομάχι της],

που δεν τρώει κόσρια. Πες ρου πώς θα πεθάνει από θάνατο

φριχτό, διά λιθοf30λισρού, κατόπιν λαί:Κrίς απαίΤΩσΩς, δίπλα σΤΩν αKτrί ΤΩς ατρύγΩΤΩς θάλασσας.

Πρόκειται για αναφορά στο γιο κάποιου άγνωστου Ευρυμέδοντος ή είναι ένα αστείο πατρωνυμικό σε ψευδο-ομηρικό ύφος, που στρέ­ φεται κατά του ίδιου του Ευρυμέδοντος; Καθένας από αυτούς τους άγνωστους ή σχεδόν άγνωστους Ευρυ­ μέδοντες είναι μια πιθανότητα. Ενδεχομένως, δε θα μάθουμε ποτέ

ποιος ήταν πραγματικά. Εντούτοις, αν τοποθετήσουμε το αγγείο στο

συμποτικό πλαίσιο και σκεφτούμε τους συμπότες να περνούν ο ένας στον άλλον την οινοχόη, σε κάποιο συμπόσιο της πρώιμης κλασι­

κής εποχής, οι Ευρυμέδοντες αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται. Την ώρα που ο οινοχόος Βάζει κρασί στους πότες, Βλέπει τον παράςενο αγγελιοφόρο στην οινοχόη. Παραςενεύεται. Προσέχει ότι τα λόγια μοιάζουν να Βγαίνουν από το στόμα του. Ακολουθεί το κείμενο γύ­ ρω γύρω, διαΒάζοντάς το δυνατά, όπως ήταν η συνήθεια στον αρχαίο κόσμο. Καθώς σκύΒει μπροστά για να διαΒάσει το τέλος της γραμ­ μής, Βρίσκεται ςαφνικά να λέει στην υπόλοιπη παρέα «Είμαι ο Ευρυ­

μέδων, στέκομαι σκυφτός μπροστά". Στο τέλος του κειμένου, Βρί­ σκει τον εαυτό του δίπλα στα πόδια κάποιου. Σηκώνει τα μάτια και

Βλέπει τον Ασιάτη τοςότη να του ανταποδίδει το Βλέμμα. Έχει γίνει

αυτός ο Ευρυμέδων και είναι αυτός που τον πήρε 67 •

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

6

Πολιτική οικονομία

Το αδηφάγο σώμα δεν υφίστατο φυσικά μέσα σ' ένα κενό και, ενώ οι φιλόσοφοι αγωνιούσαν για τις επιπτώσεις που μπορεί να είχαν οι αμαρτωλές επιθυμίες στην αυτάρκεια Σώματος και Ψυχής, για τους περισσότερους Αθηναίους ο κίνδυνος της υπερβολικής κατανάλω­ σης αποκρυσταλλωνόταν πιο άμεσα ως απειλή κατά της οικογένειας και του οίκου.

Ο οίκος Μεταξύ του πολίτη και της πολιτείας βρίσκεται ο οίκος, μια λέ­ ξη που αποδίδεται ποικιλοτρόπως ως «οικογένεια», «περιουσία», «νοικοκυριό», «εστία». Στην Αθήνα, ο οίκος βρισκόταν σε μια κάπως αβέβαιη θέση, στριμωγμένος ανάμεσα στις πιεστικές αξιώσεις του ατόμου και της πόλης. Διότι η ιδιαίτερη σχέση πόλης και πολίτη, η

οποία είναι τόσο καθοριστικό χαρακτηριστικό της κλασικής Ελλά­ δας γενικότερα και της δημοκρατικής Αθήνας ειδικότερα, μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την περιστολή άλλων σχέσεων, που θα μπο­ ρούσαν να μπουν μέσα στα πόδια της.

Οι θεμελιωΤές της δημοκρατίας στα τέλη του 60υ αιώνα υπονό­ μευσαν εσκεμμένα τους δεσμούς της φυλετικής καταγωγής, της οι­ κογενειακής λατρείας και της προγονικής σφαίρας επιρροής και στη θέση τους ύψωσαν ένα ολόκληρο πλήθος από θεσμούς. Το απο­ τέλεσμα ήταν ότι δεν υπήρχε κανένα ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσι­ μο με συγκεκριμένες ιδιοκτησίες, οι οποίες ήταν συνήθως πολύ μι­ κρές ή αποτελούνταν από άνισους μικρούς κλήρους. Στην αττική ύπαιθρο δε βλέπουμε αγροκτήματα όπως η Τάρα ή το Μπράιντσ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

χεντ* και, αντίθετα από τις μεγάλες κτηματικές περιουσίες των Άγ­ γλων αριστοκρατών

-

οι οποίες περνούσαν συνήθως άθικτες στα χέ­

ρια του μεγαλύτερου γιου, ενώ οι νεότεροι αδελφοί σταδιοδρομού­ σαν στο στρατό, στον κλήρο ή στο εμπόριο

-,

ο αθηναϊκός οίκος συ­

χνά κομματιαςόταν μετά το θάνατο του ιδιοκτήτη του, μοιραςόταν ανάμεσα στους επιςήσαντες κληρονόμους, μεγάλωνε κι εξελισσόταν, διαλυόταν και ξαναχτιςόταν στο διάστημα μιας δύο γενεών. Ο οίκος δεν ήταν τόσο μια συναισθηματική πατρίδα όσο μια οικονομική ανα­

γκαιότητα, «ένας ρnχανισρός άντλnσnς εισοδήρατος», όπως το θέτει

ένας σύγχρονος ιστορικός!. Επομένως, η ιδιοκτησία που κληρονομούσε ένας άντρας ήταν μια

ρευστή οντότητα, η οποία θύμιςε κάπως το παροιμιώδες τάλαντο που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος (κε'

14-30).

Ο κόσμος πα­

ρακολουθούσε στενά για να δει αν οι κληρονόμοι αύξαναν ή μείω­ ναν την περιουσία τους και αν ήταν σε θέση να αφήσουν περισσότε­

ρα ή λιγότερα απ' όσα είχαν λάβει. Λέει ο εύπορος μέτοικος Κέφα­ λος, πατέρας του ρήτορα Λυσίου, στις αρχές της «Πολιτείας» του

Πλάτωνος:

Στο περιουσιακό

Crirnpa

κατέχω Ρέσn θέσn ρεταξύ του

παππού ρου και του πατέρα ρου. Δnλαδή ο ορώνυρος παπ­ πούς ρου, αφού εκλnρονόΡnσε τόσn περιουσία όσn έχω σχε­ δόν εγώ τώρα,

rnv

επολλαπλασίασεν, ενώ ο πατέρας ρου Αυ­

rnv έκαρε ρικρότερn από rn σnΡερινή. Εγώ είραι εuXα­ ριστnΡένος αν rnv αφήσω σ' αυτά εδώ τα παιδιά ρου όχι ρι­ κρότερn από όσο rnv παρέλαΒα, έστω όρως και λίγο pεγaλύ­ σανίας

τερn.

Η εμπειρία της οικογένειας του Κεφάλου μοιάςει αρκεΤά χαρα­ κτηριστική κατά την κλασική περίοδο, αφού οι περιουσίες πήγαιναν κι έρχονταν με ανησυχητική ταχύτητα. Μελετώντας τις οικογενεια­

κές σχέσεις των πολιτών, οι οποίοι αναφέρονται στα αρχεία ότι



Η Τάρα είναι το αγρόκτημα της Σκάρλετ Ο'Χάρα, στο Όσα παίρνει ο άνεμος της Μάργκαρετ Μίτσελ, ενώ το Mπράιvτσxεντ είναι το αρχοντικό από το Επιστροφή στο Mπράιvτσχεντ της ·ΕΒελυν Γουώ.

268

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

εκτελούσαν λειτουργίες (υπηρεσίες που γίνονταν προς όφελος της πολιτείας ή του λαού, όπως η χρηματοδότηση της κατασκευής ενός

πλοίου ή μιας θρησκευτικής γιορτής επιβάλλονταν στους πλουσιό­ τερους πολίτες

-

σία το λιγότερο

μερικές εκατοντάδες συνολικά

-

που είχαν περιου­

18.000 δραχμές), ο ιστορικός Τζων Ντέιβις μπόρε­

σε να υπολογίσει κατά προσέγγιση το ρυθμό μεταβολής στα ανώτε­ ρα κλιμάκια της αθηναϊκής κοινωνίας. Βρήκε μία μόνο οικογένεια που, κατά βέβαιες μαρτυρίες, παρέμεινε στην πιο εύπορη τάξη για πάνω από πέντε γενεές και τριακόσιες πενήντα επτά οικογένειες

που φαίνεται ότι πέρασαν από τη φτώχεια στα πλούτη και πάλι στη

φτώχεια, σε διάστημα μιας γενιάς μόνο. Οι αριθμοί δεν είναι πλή­ ρεις και βέβαια το ότι δεν ήταν κάποιος πλούσιος δε σημαίνει ότι ήταν φτωχός, τα κενά όμως στις αποδείξεις μπορεί να υπερβάλουν κάπως την εικόνα της αστάθειας, αλλά δεν την παραποιούν εντελώς

«Δεν είναι συνnθισΡένο για

rnv πλειοψnφία

των πολιτών», λέει ένας

απρόθυμος φορολογούμενος, επικαλούμενος τη φτώχεια του, «να

καταφέρνουν να διατnρούν ένα σταθερό επίπεδο υλικΙίς ευράρειας»2. Έχουμε και μερικά εντυπωσιακά παραδείγματα περιουσιών που εξανεμίστηκαν. Η πιο εξόφθαλμη περίπτωση ήταν ο αφανισμός της περιo~σίας που κληρονόμησε ο Καλλίας, στα τέλη του 50υ αιώνα. Όταν τη δεκαετία του

420 κληρονόμησε τον πατέρα του Ιππόνικο,

θεωρείτο ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ελλάδα. Τριάντα ή σαρά­ ντα χρόνια αργότερα, ο κόσμος τον ανέφερε ως πένnτα, αδέκαρο. Οι εχθροί του φυσικά υπερέβαλαν τη μεταγενέστερη φτώχεια του, αλλά ακόμα και με πιο ακριβείς υπολογισμούς, η αλλαγή είναι τρομακτι­

κή: «ο παππορς του, λένε, εκτψούσε λαντα

rnv

περιουσία του σε

200

τά­

[1.200.000 δραχμές], αλλά σΙίρερα n περιουσία του εκτψάται

λιγότερο από δύο τάλαντα

[12.000 δραχμές]». Σε σύγχρονες περι­

γραφές, η «φτώχεια» του Καλλίου αποδίδεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και ειδικότερα στη σπαρτιατική κατοχή της Αττικής την τε­ λευταία δεκαετία του 50υ αιώνα. Η κατοχή είχε ως αποτέλεσμα να αποκοπεί η Αθήνα από τη γύρω ύπαιθρο και ο Καλλίας να χάσει τις

απολαβές του από τα ορυχεία ασημιού, τα οποία, απ' ό,τι φαίνεται, αποτελούσαν την υποδομή της οικογενειακής ευπορίας. Οι αρχαίοι παρατηρητές όμως είχαν πολύ λιγότερη κατανόηση. Ο Καλλίας είχε μειώσει την περιουσία του παππού του σε λιγότερο από το ένα τοις

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

εκατό της αρχικής της αξίας εξαιτίας της απίστευτης σπατάλης του. Διότι στη φαντασία των αρχαίων, η μεγαλύτερη απειλή της εuμά~

ρειας δεν ήταν τόσο ο πόλεμος όσο η ασωτία. Ο Ανδοκίδης, στον «Περί των μυστηρίων" λόγο του, λέει:

1σως θυμάστε μια εποχΩ που Ω ΑθΩνα κυριαρχούσε σΤΩν

Ελλάδα και ευδαψονούσε πολύ και ο Ιππόνικος Ωταν ο πλου­ σιότερος των ΕλλΩνων. Τότε όμως, όπως γνωρίζετε οι πάντες,

οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά άρχισαν να μουρμουρίζουν δυσοίωνα ότι το σπίτι του Ιππονίκου Ωταν στοιχειωμένο, πως

περιέθαλπε ένα κακό πνεύμα που «ταράζει το τραπέζι του". Το θυμάστε αυτό, άντρες ΑθΩναίοι. Και πώς νομίζετε λοιπόν ότι πραγματοποιΩθΩκε ο οιωνός; Ο Ιππόνικος νόμιζε ότι μεγάλω­ νε ένα γιο, ενώ περιέθαλπε μια κατάρα, που διασκόρπισε ΤΩν περιουσία του και αναστάτωσε όλΩ του ΤΩ ζωΩ. Αυτό είναι ο

Καλλίας, το κακό πνεύμα του Ιππονίκου 3 •

Υπήρχαν αρκετοί τρόποι για να ξεκοκαλίσει την περιουσία ένας

άσωτος υιος. Ο τζόγος, για παράδειγμα, στις διάφορες μορφές του: τα ζάρια, τις κοκορομαχίες ή την ορτυγοκοπία (χάραζαν έναν κύκλο

γύρω από ένα ορτύκι, το χτυπούσαν στο κεφάλι κι έΒαζαν στοίχημα αν θα στεκόταν στη θέση του ή αν θα έΒγαινε έξω από τον κύκλο)

ευθυνόταν μερικές φορές για τις οικονομικές καταστροφές. Στις «Νεφέλες" του Αριστοφάνους, ο οίκος του Στρεψιάδου έχει υποστεί οικονομικό όλεθρο εξαιτίας του πάθους του γιου του για τα γρήγο­ ρα άλογα. Ο Στρεψιάδης συμφωνεί να πάει ο γιος του να σπουδά­

σει κοντά στο Σωκράτη, μήπως μπορέσει να γλιτώσει τα χρέη με σο­ φιστείες. Αφού οι σοφιστές κατάφερναν με τα επιχειρήμαΤά τους να

Βγάζουν το μαύρο άσπρο, τότε δε θα δυσκολεύονταν καθόλου να ελαφρύνουν ένα λογαριασμό που είχε χτυπήσει κόκκινο. Για τον

Καλλία εντούτοις, ο κόσμος πίστευε ότι είχε υποκύψει σε πολύ πιο συνηθισμένα πάθη και είχε καταντήσει περίγελος των κωμωδιών επειδή έτρωγε τα λεφτά του σε δύο πράγματα ειδικότερα: στις γυ­ ναίκες και τα τραπεζώματα. Δεν ήταν ο μοναδικός. Όταν έΒλεπες με­ γάλες περιουσίες να χάνονται, δύο ήταν συνήθως οι ένοχοι: το στο­ μάχι και η καρδιά.

27°

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Το φαγητό και το ποτό Η κατανάλωση ψαριών, για παράδειγμα, δε θεωρείτο μόνο ηδονι­ στική και τρυφηλή δραστηριότητα, αλλά και μια τεράστια οικονομι­ κή αιμορραγία. Ένας κωμικός χαρακτήρας βάζει τις φωνές στους

πωλητές ψαριών, επειδή «ΟΙ πολίτες ξοδεύουν τεράστια ποσά για ψάρια». «Ζωντανά

ri

πεθαρένα», λέει ένας άλλος, «τα ψάρια έχουν

πόλερο ραζί ρας», διότι όποιος πέσει από τη βάρκα του τον τρώνε, αλλά και πεθαμένα "Ρας στοιχίζουν ρια περιουσία και όποιος τα αγοράσει 8αδίζει ρε 8Ωρα γοργό στπν απόλυτπ ζΩτιανιά». Φαίνεται αρκετά καθαρά στην κωμωδία ότι η τιμή του φρέσκου ψαριού ήταν σε γενικές γραμμές υψηλή στην Αθήνα κι αυτό άγχωνε και προβλη­

μάτιζε τον κόσμο που αγαπούσε τα ψάρια. Κάποιος κατηγορεί τους πωλητές ψαριών ότι απαιτούν «βασιλικούς φόρους» για τα προϊόντα τους. Άλλοι στρέφονται σε ηρωικές λεκτικές υπερβολές. Ο ήρωας μιας κωμωδίας ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να πληρώσει για ένα ψάρι το βάρος του σε ασήμι, σαν τον Πρίαμο που έδωσε λύτρα στον

Αχιλλέα για να πάρει το σώμα του Έκτορος. Ένας άλλος διατείνεται ότι κοιτάζει αλλού όταν ψωνίζει ψάρια, σαν τον Περσέα που απέ­ φευγε το βλέμμα της Γοργόνας, διότι, άμα δει τι του χρεώνουν για

ένα τόσο δα ψαράκι, κινδυνεύει να πετρώσει κι αυτός!4 Είναι πιο δύσκολο να καταλήξουμε στις πραγματικές τιμές των ψαριών στην κλασική Αθήνα, για να δούμε· αν όντως ήταν τόσο υπερ­ βολικές όσο πίστευε η κοινή γνώμη, αλλά διαθέτουμε κάποια νού­ μερα που έχουν διασωθεί σε κωμωδίες. Για να καταλάβουμε τις τι­

μές, αξίζει να θυμηθούμε ότι ένα καλό ημερομίσθιο ενός ειδικευμέ­ νου εργάτη γύρω στα τέλη του 50υ αιώνα ήταν μια δραχμή (έξι οβο­

λοί). Την ίδια περίοδο, το να ξοδέψει κανείς πέντε οβολούς για τα ημερήσια όψα ενός ενηλίκου και δύο παιδιών θεωρείτο υπερβολικό ποσό. Όταν αναφέρει λοιπόν ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνείς» ότι

ένα χέλι στοίχιζε τρεις δραχμές, κάποιοι σχολιαστές δυσκολεύονται κάπως να το χωνέψουν. Από την άλλη, τα χέλια βρίσκονται στην κο­ ρυφή του καταλόγου των εκλεκτών εδεσμάτων της κλασικής Αθήνας

και ο Αριστοφάνης μιλούσε για την κατάσταση εν καιρώ πολέμου. Σ' ένα θεατρικό έργο του επομένου αιώνα, ακούμε για χέλια που στοί-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

χιζαν τουλάχιστον δώδεκα δραχμές. Κάποια άλλα νούμερα είναι λί­ γο πιο λογικά. Μαθαίνουμε ότι ένα χταπόδι πουλιόταν τέσσερις οΒολούς και ένας λούτσος στους οχτώ. Ο ήρωας ενός θεατρικού του

Αλέξιδος θεωρεί τους δέκα οΒολούς υπερΒολικό ποσό για δύο κέ­ φαλους το ίδιο ποσό φαίνεται λογικό για ένα λαΒράκι στον αγορα­ στή από τον «Πολυπράγμονα» του Διφίλου, μέχρι που ο πανούργος πωλητής επισημαίνει ότι δεν εννοεί φυσικά αττικού ς οΒολούς,αλλά τους μεγαλύτερης αξίας οΒολούς της Αίγινας. Εντέλει, στους «Κό­

λακες» του Ευπόλιδος, κάποιος

-

σχεδόν σίγουρα ο Καλλίας αυτο­

προσώπως ή κανένας υπηρέτης του

-

ετοιμάζει μια μεγάλη γιορτή

με οκτώ λαΒράκια και δώδεκα γόπες: συνολικό κόστος:

100

δραχ­

μές. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η λίστα των ψαριών συνεχίζεται

και μετά το τέλος του συγκεκριμένου αποσπάσματος και ότι ο αγο­ ραστής κάτι παραπάνω θα πήρε, δίνοντας όλα αυτά τα λεφτά 5 . Φυσικά, οι τιμές που αναφέρονται στις κωμωδίες είναι συχνά ιδιαίτερα υπερΒολικές και δεν πρέπει να τις δεχόμαστε άκριτα. Ευ­ τυχώς όμως, μια επιγραφή που Βρέθηκε στις ανασκαφές της Ακραι­ φίας στη Βοιωτία, στις αρχές του 200ύ αιώνα, μας δίνει την ευκαι­ ρία να διασταυρώσουμε τα στοιχεία μας. Περιέχει μια λίστα με τιμές

ψαριών

-

ενδεχομένως, τις ανώτατες τιμές τους

-

και είχε σκοπό να

εμποδίσει την εκμετάλλευση του πλήθους που μαζευόταν στην πόλη

την εποχή των γιορτών. Υπάρχουν κάποιες δυσκολίες στη σύγκριση των δεδομένων της επιγραφής με τις μαρτυρίες της κωμωδίας. Οι τι­

μές στην Ακραιφία, για παράδειγμα, παρατίθενται όλες κατά Βάρος, ενώ οι τιμές στην αττική κωμωδία αναφέρονται σε ολόκληρα ψάρια ή σε κομμάτια ψαριών, των οποίων το μέγεθος και το Βάρος μόνο

να υποθέσουμε μπορούμε. Παρά τα προΒλήματα Εντούτοις, έχουν γί­ νει κάποιες συγκρίσεις, οι οποίες φαίνεται ότι δικαιώνουν τις μαρ­ τυρίες της κωμωδίας:

«n

συμφωνία είναι ασφαλώς αξωπρόσεκτn και

αποτελεί πειστικΙι μαρτυρία ότι οι διάλογοι τnς αττικΙις κωμωδίας

δε μας έδιναν πλnθωριστικές τψές»6. Αν συνθέσουμε όλα αυτά τα κομματάκια των πληροφοριών, μπορούμε να Βγάλουμε μερικά συ­ μπεράσματα για την τιμή των ψαριών στην Αθήνα. Τα μικρά ψάρια και τα περιφρονημένα είδη δεν ήταν ιδιαίτερα ακριΒά και θα πρέπει

να πρόσθεταν γεύση και ποικιλία στη δίαιτα πολλών κατοίκων του άστεως. Ακόμα και τα καλύτερα ψάρια δεν ήταν εντελώς απρόσιτα

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

για το μισθό ενός Αθηναίου εργάτη, αλλά θα πρέπει να του έτρωγαν ένα μεγάλο μέρος από το Βδομαδιάτικό του. Εντούτοις, μόνο οι πιο εύποροι ήταν σε θέση να τραπεζώσουν με ψάρια αρκετούς καλεσμέ­ νους. Για να το αντιληφθούμε καλύτερα, ας Βάλουμε στη θέση του ψαριού ένα μπουκάλι σαμπάνια. Μπορεί να μοιάζει παράξενο που μια πόλη τόσο κοντά στη θά­

λασσα θεωρούσε το ψάρι πολυΤέλεια, αλλά δεν υπάρχει τίποτα το μυστηριώδες σ' αυτό. Εκτός από τη δυσκολία συντήρησης και μετα­ φοράς των ψαριών, η Μεσόγειος, αντίθετα από τη Βόρεια ή την Ερυ­

θρά Θάλασσα και τον Ατλαντικό, πολύ απλά δεν έχει πληθώρα νό­

στιμων ψαριών με αξιοπρεπές μέγεθος και ενδεχομένως δεν είχε πο­ τέ. Μεταγενέστεροι ΆραΒες χρονικογράφοι, οι οποίοι είχαν την ευ­ καιρία να τη συγκρίνουν με άλλες θάλασσες, τη θεωρούσαν ιδιαίτε­ ρα φτωχή και ισχυρίζονταν ότι την καταράστηκε ο Αλλάχ, ως τιμω­

ρία επειδή είχε πάρει τη ζωή τόσων πολλών αντρών? Επιπλέον, με εξαίρεση τον τόννο, που ήταν διαθέσιμος μόνο στη διάρκεια των ετήσιων μεταναστευτικών διαδρομών του, και τα μικρότερα και φτη­ νότερα είδη όπως η σαρδέλα, τα ψάρια που προτιμούσαν οι Έλλη­

νες είναι αντικοινωνικά και σε γενικές γραμμές δεν κυκλοφορούν σε κοπάδια' έτσι, οι Έλληνες ψαράδες, πασίγνωστοι για τη φτώχεια

τους, ήταν αναγκασμένοι να τα Βγάζουν πέρα δύσκολα, ψαρεύοντας τα ψάρια ένα ένα στα παράκτια νερά. Μερικές φορές, στέκονταν τυ­

χεροί και κουΒαλούσαν επαρκή ποσότητα από κάποια ιδιαίτερα ακριΒή ποικιλία. Τις περισσότερες φορές, έπιαναν ελάχιστα. Τα ψά­ ρια ήταν ακριΒά σε γενικές γραμμές, επειδή ήταν σπάνια σε γενικές γραμμές. Η επιγραφή της Ακραιφίας θίγει το ζήτημα της κυΒερνητικής πα­

ρέμΒασης στην ψαραγορά. Υπήρχαν ΒέΒαια διορισμένοι επόπτες στην αγορά της Αθήνας, οι α Υορανόρο ι, οι οποίοι υποτίθεται ότι παρακολουθούσαν όλους τους εμπόρους. Ο ήρωας μιας κωμωδίας του 40υ αιώνα εκφράζει την πρόθεσή του να πιάσει φιλίες με τον

αγορανόμο, έτσι ώστε να μπορέσει να αναχαιτίσει τον οψοφάγο Καλ­

λιμέδοντα στους πάγκους των ψαροπωλών, πριν προφτάσει ν' αρπά­ ξει την ψαριά' ένας άλλος ζητάει να συσταθεί μια επιτροπή από τρεις οψονόρους, που θα έχουν την ειδική αποστολή να επιΒλέπουν τους πωλητές ψαριών. Στο "Χρυσό όνο» του Απουλήιου, υπάρχει μια

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

διασκεδαστική περιγραφή για το τι σήμαινε μια τέτοια παρέμΒαση στην πράξη, στην οποία συναντάμε τις ίδιες ανησυχίες σε εντελώς διαφορετική εποχή φυσικά (η αγάπη για το ψάρι είναι σταθερό στοι­ χείο του παγανιστικού πολιτισμού της αρχαιότητας):

Μετά πΩγα προς τα λουτρά, αφού επισκέφΤΩκα πρώτα ΤΩν αγορά για να ψωνίσω κάτι για Βραδινό. ΥπΩρχαν μπόλικα ψά­

ρια για πούλΩμα και, παρ' όλο που ο ψαράς ζΩτούσε σΤΩν αρ­ χΩ διακόσιες δραχμές για το καλάθι, εγώ του κατέΒασα τελι­ κά ΤΩν τψΩ στις είκοσι. Αφού πλΩρωσα, ξεκίνΩσα να φύγω με τα ψώνια μου.

[ο ήρωας πέφτει πάνω στο συσπουδαστή του, τον Πυθία, από την εποχή που έμενε στην Αθήνα, ο οποίος έτυχε τώρα να έχει γίνει επό­ πτης στην αγορά.]

-

Αν μπορώ να σου φανώ χρΩσψος στα Βραδινά σου ψώ­

νια, μΩ διστάσεις να μου το πεις.

-

Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά αγόρασα ΩδΩ μερι­

κά ψάρια!

-

Για να τους ρίξω μια ματιά, είπε αυτός και μου πΩρε το

καλάθι. ΚούνΩσε τα ψάρια πέρα δώθε, για να μπορέσει να τα

επ ι θεωρΩ σε ι από πιο κοντά, και με ρώΤΩσε: Πόσα πλΩρωσες

γι' αυτΩ ΤΩν αΩδία; Αν δεν πειράζει που ρωτάω.

-

Κατάφερα να πείσω τον ψαρά να μου τα δώσει είκοσι

δραχμές, αλλά μου πΩρε καμπόσο χρόνο.

-

Ποιος ψαράς nταν αυτός; Για δείξε μού τον!

Του έδειξα το γεράκο, που Ωταν καθισμένος σΤΩ γωνία ΤΩς αγοράς. Αμέσως, ο Πυθίας άρχισε να τον Βρίζει με άγρια και επίσΩμΩ φωνΩ:

-

Εσύ εκεί πέρα! Έτσι φέρεσαι στους φίλους του ΕπόΠΤΩ;

Έτσι φέρεσαι σε όλους, εδώ που τα λέμε, που έρχονται ν' αγο­ ράσουν ψάρια σΤΩν αγορά; Να ζΩτάς, ούτε λίγο ούτε πολύ, εί­

κοσι δραχμές γι' αυτά τα γελοία ψαράκια! Η ΥπάΤΩ είναι

n

πιο

πλούσια πόλΩ όλΩς ΤΩς Θεσσαλίας, αλλά με ανθρώπους σαν

εσένα

v'

ανεΒάζουν τις τψές σε τέτοια απίστευτα ύψΩ, θα μπο­

ρούσαμε μια χαρά να ζούμε σΤΩν έΡΩμο. Και μΩ νομίσεις ότι θα ξεφύγεις μόνο με επίπλΩξΩ. Μα τους ουρανούς, δε θα γλι-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τώσει Kανένα~ από εσά~ τoυ~ απατεώνε~, όσο καιρό είμαι εγώ EπόΠΤΩ~ των Αγορών.

Και μ' αυτά τα λόγια, άδειασε το καλάθι στο χώμα και διέ­ ταξε έναν από τoυ~ υπoτaκΤΙKoύ~ του να τσαλaπαΤΩσει τα ψά­ ρια στο πεζοδρόμιο και να τα πολΤΟΠΟΖΩσει. Xαμoγελαστό~ κι απόλυτα ΙKανOΠOlΩμένO~ από ΤΩν αυσΤΩρόΤΩτά του, με συμ­ Βούλεψε να πάω σπίτι μου.

Mn

Όλα είναι μια χαρά τώρα, Αούκιε, μου είπε xαρoύpενo~.

λε~ τίποτ' άλλο. Μου φτάνει που τον έκανα σκουπίδι τού­

το τον άθλιο. EμBρόvτΩΤo~, που είχα χάσει και τα λεφτά μου και το Βρα­

δινό μου, τον ευχαρίσΤΩσα για ΤΩν ευγενικΩ του παρέρΒασΩ και πΩγα στα λουτρά, όπου πέρασα το απόγευμα χαλαρώνο­

vταξ Οι Αθηναίοι αγορανόμοι λοιπόν επιτηρούσαν τους πωλητές ψα­

ριών και όλους τους άλλους εμπόρους. Αλλά Βρίσκουμε μερικές επιπλέον ενδείςεις για την ύπαρςη πιο συγκεκριμένων κανονισμών,

που ασχολούνταν άμεσα με το εμπόριο ψαριών. Έχουμε αναφέρει ήδη τον (πιθανότατα πλαστό) νόμο που απαγόρευε στους πωλητές ψαριών να Βρέχουν τα ψάρια τους με νερό, για να μη δείχνουν πιο

φρέσκα απ' ό,τι ήταν (η φανταστική συνέπέια, κατά πάσα πιθανότη­ τα, κάποιου φανταστικού σεναρίου, ίσως η έλλειψη νερού λόγω

απεργίας των νεφών). Μετά, υπάρχουν μερικοί νόμοι που αποδίδο­

νται σε κάποιον Αριστόνικο, σ' ένα έργο του Αλέςιδος που χρονο­ λογείται από το δεύτερο μισό του 40υ αιώνα. Ένας από τους νόμους

του εν λόγω Αριστονίκου προσπαθούσε προφανώς να επιτύχει στα­ θερότητα τιμών, απαγορεύοντας τα παςάρια. Ένας άλλος υποχρέωνε τους πωλητές ψαριών να εςυπηρετούν τους πελάτες τους όρθιοι. Μπορεί όλα αυτά να μας φαίνονται αλλόκοτα, αλλά ο στόχος της σά­ τιρας, ο Αριστόνικος, ήταν υπαρκτή φυσιογνωμία της πολιτικής του

40υ αιώνα και οι νόμοι που σατιρίςει ο Άλεςις θα πρέπει να απη­ χούσαν κάποιους άλλους πραγματικούς. Πάντως, μια από τις ιδέες του Αριστονίκου θυμίςει εντυπωσιακά ένα από τα μέτρα που πρότει­ νε ο πλάτων στους «Νόμους" του:

275

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Αυτός που πουλάει OΠOΙOδrΊΠOτε αντικείμενο στπν αγορά δε θα πρέπει σε καμία περίπτωσπ να Βάζει δύο τιμές στα εμπορεύμαΤά του. Θα ζΩτάει μια τιμrΊ και, όταν δεν τπν παίρ­ νει, καλά θα κάνει να μαζεύει πάλι τα προϊόντα του και να μπν τους Βάζει υψnλότερπ rΊ χαμπλότερπ τιμrΊ, τπν ίδια μέρα.

Εξαιτίας των ομοιοτήτων, μερικοί σκέφτηκαν ότι ο Άλεξις παρω­ δούσε το φιλόσοφο, αν και μια τέτοια αναφορά θα ήταν υπερβολικά ασαφής στο ευρύ κοινό. Από την άλλη μεριά, στην Αθήνα είχαν επι­

βληθεί όντως αρκετοί παρόμοιοι νόμοι, όπως η απαγόρευση να πα­ ζαρεύουν για τις αυλητρίδες. Καθώς οι τιμές αυξομειώνονταν με κά­ θε ψαριά, θα πρέπει να ήταν δύσκολος ο αυστηρός καθορισμός των τιμών. Η απαγόρευση του παζαρέματος είναι ένας τρόπος παράκαμ­ ψης αυτής της δυσκολίας. Αν μη τι άλλο, ο συγκεκριμένος νόμος

μπορεί να ήταν αυθεντικό ς 9. Τα ψάρια αποτελούσαν την πιο διαβόητη αιτία οικονομικής αι­

μορραγίας, αλλά και το ποτό επίσης ήταν υπεύθυνο για πολλές οι­ κονομικές καταστροφές. Το συντηρητικής ιδεολογίας εγκώμιο του Κριτίου για τα σπαρτιατικά κύπελλα (από τα οποία, θυμηθείτε, έπι­ ναν νερό) δεν ήταν παρά ένα μέρος μόνο των ύμνων που έγραψε για τη γενικότερη υπεροχή των σπαρτιατικών συνηθειών οινοποσίας. Αυτός ο ασκητισμός που χαραΚΤήριζε τους Σπαρτιάτες δεν ωφελού­ σε μόνο τη σωματική υγεία και την κρίση τους αλλά και την «περιου­ σία» τους. Αντίθετα, η υπερβολή του αθηναϊκού τρόπου πόσης ήταν πηγή προβλημάτων παντός είδους:

Το σώμα αρχίζει να εξασθενίζει

[... ] n

λOγΙKrΊ χάνεται εντε­

λώς οι δούλοι αποκτούν αχαλίνωτες συνrΊθειες και τους πιά­ νει

n

μανία να ξοδεύουν και να κατασπαταλούν περιουσίες

ολόκλπρες.

Ο Ξενοφών κάνει μια παρόμοια σύγκριση ανάμεσα σε σπαρτιατι­

κό και αθηναϊκό τρόπο οινοποσίας, τονίζοντας τα συμφέροντα του οίκου αλλά και του σώματος:

276

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Πώς λοιπόν, ρε τα κοινά αυτά γε ύρα τα, θα ρπορούσε κα­ νείς να καταστρέψει τον εαυτό του

λαιΡαργία

ri

ΤΩν περιουσία του από

ri από υπερ80λικΩ οινοποσία; [οινοφλυγία].

Κατά το Θεόπομπο,

ο Διονύσιος, τύραννος των Συρακουσών,

προτιμούσε λιγότερο πειθαρχημένους ομοτράπεζους και εσκεμμένα

φρόντιζε να περιτριγυρίζεται από

Όσους είχαν πετάξει ΤΩν περιουσία τους σε ρεθύσια και

ζάρια και άλλες τέτοιες ακολασίες διότι Ωθελε όλοι να είναι φαύλοι και διεφθαρρένοι.

Άρα λοιπόν, θα είχε συμπαθήσει το Ναυσίμαχο και τον Ξενοπεί­ θη, τους ορφανούς γιους ενός εύπορου εμπόρου, οι οποίοι, όταν ενηλικιώθηκαν, μήνυσαν τον κηδεμόνα τους ζητώντας την περιουσία

του πατέρα τους και μετά από δεκαΤέσσερα χρόνια τον μήνυσαν γι' άλλη μια φορά. Ο κληρονόμος του κηδεμόνα τους τους μήνυσε κι αυτός με τη σειρά του. Τα δύο αδέλφια ισχυρίστηκαν ότι έκαναν και­ νούρια μήνυση, όχι επειδή είχαν αδικηθεί από τον πρώτο συμΒιΒα­ σμό, αλλά επειδή είχαν ξεμείνει απλώς από χρήματα, μετά τη δια­ σπάθιση της αρχικής κληρονομιάς τους «σε φαγοπότια και κρασο­

κατανύξεις [παροινούντες, από το ρήμα παροινέω

= συμπεριφέρομαι

κακώς κατά την οινοποσία], ρε παρέα τον ΑριστοκράΤΩ και το Διό­

yvnτo και άλλα τέτοια κουμάσια». Δεν ήταν μόνο οι νέοι άντρες επιρρεπείς σε τέτοιες σπατάλες. Ο Αριστοφάνης πίστευε ότι και οι γυναίκες που έπιναν απειλούσαν το σπιτικό τους. Στις «Θεσμοφοριάζουσες», ο πράκτορας του Ευριπί­ δου διεισδύει στη γιορτή των γυναικών ντυμένος γυναικεία και ανα­ καλύπτει μια γυναίκα να νανουρίζει ένα μπουκάλι φασκιωμένο σαν μωρό. Αυτό οδηγεί σε μια σειρά από αποστροφές με θέμα τη ροπή των γυναικών προς το ποτό και τις καταστροφές που αυτό επιφέ­ ρει:

Α γυναίκες θερρόαιΡες και μπεκρούδες, ο νους σας στο πιοτό με κάθε τρόπο' του καΠΩλειού ευεργέτες και κατάρα του σπιτιού, του αργαλειού και των αντρών σας10.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Φυσικά η πιο άμεση σχέση ανάμεσα στο ποτό και την οικονομι­

κή καταστροφή είναι το κόστος του κρασιού. Γι' άλλη μια φορά, εί­ ναι προΒληματική η συλλογή τεκμηριωμένων πληροφοριών για την

οικονομία της οινοποσίας και θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς τα συμπεράσματά μας. Υπάρχουν κάποιες μαρτυρίες, για

παράδειγμα, ότι το χιώτικο κρασί, που θεωρείτο το ανώτερο κρασί της κλασικής περιόδου, ήταν ανάλογα ακριΒό. Ο Πλούταρχος διη­ γείται μια μεταγενέστερη ιστορία για το Σωκράτη' κάποιος από τους

φίλους του διαμαρτύρεται για την υψηλή τιμή των πραγμάτων στην

πόλη και επιΒεΒαιώνει την άποψή του παραθέτοντας μερικές τιμές,

όπως «ΤΟ χιώτικο κρασί στοιχίζει μία μνα (εκατό δραχμές) ... » Αλλά το απόσπασμα δεν μπορεί να ληφθεί σοΒαρά υπόψη ως απόδειξη της τιμής (ενός αμφορέα;) του χιώτικου κρασιού, κατά την κλασική πε­ ρίοδο. Η κωμωδία μας Βοηθάει λιγάκι παραπάνω. Ένα απόσπασμα

του Αλέξιδος αναφέρει ότι ο χους

(3,3

λίτρα) στοίχιζε δέκα οΒολούς

και, στους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου, ο Σμικρίνης μας αποκα­ λύπτει περισσότερα, διαμαρτυρόμενος για τον τρόπο ζωής του γα­ μπρού του, Χαρισίου:

Δε μιλάω για τα μεθύσια του. Αλλά είναι αδύνατον να πι­ στέψει άνθρωπος πως μπορεί κανείς να πιει κρασί που το έχει αγοράσει δώδεκα οΒολούς το χόα.

Οι σχολιασΤές διαφωνούν εδώ και χρόνια για το αν η τιμή υπο­ τίθεται ότι ήταν χαμηλή ή ψηλή, δηλαδή αν σατίριζε την τσιγκουνιά

του Σμικρίνη ή τη σπατάλη του γαμπρού του. Το τελευταίο είναι πιο πιθανό, αφού η συγκεκριμένη τιμή ήταν στην πραγματικότητα τρεις

φορές υψηλότερη από το φτηνότερο κρασί, το τρικότυλο, το οποίο

στοίχιζε έναν οΒολό' φαίνεται όμως ότι κύριος στόχος του Σμικρί­ νου δεν είναι πόσο κόστιζε το κρασί που έπινε ο Χαρίσιος, αλλά ο

τρόπος που έπινε. Αντί να σιγοπίνει το κρασάκι του με καλούς φί­ λους σε κάποιο ωραίο συμπόσιο, εκείνος έπνιγε τις πίκρες του σε λαϊκές ταΒέρνες και σπίτια κακόφημα, όπου πουλούσαν το κρασί με το ποτήρι!!.

Αυτές τις εξαιρετικά ισχνές στατιστικές μπορούμε να συμπληρώ­

σουμε με αρχαιολογικέ ς μαρτυρίες. Μερικοί από τους αμφορείς που

278

ΑΡΧΑΙΟΙ' ΑΘΗΝΑΙΟΙ

βρέθηκαν στην αγορά και αλλού έχουν κάτι αριθμούς χαραγμένους

πάνω τους παρ' όλο που κάποιοι από αυτούς φαίνεται ότι αναφέ­ ρονται σε βάρος, άλλοι παραπέμπουν ενδεχομένως σε τιμές, όπως ένα αγγείο με κρασί μενδαίο και αρκετές οινοχόες από τη Χίο, Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών περιγράφει ο Ντ. Α. Άμυς:

Έξι χιώτικοι αμφορείς Βρέθnκαν σ' ένα πnγάδι του 50υ αιώνα (γύρω

Grnv αθnναί'κn Αγορά, όλοι ίδιου στα 22 λίτρα), πράγμα που υπονοεί

μεγέθους περίπου ότι ο αμφορέας εί­

χε σταθερΩ χωρnτικότnτα επτά χοών. Αν καταλαΒαίνουμε και

ερμnνεύουμε σωστά τους αριθμούς που είναι χαραγμένοι πά­ νω τους,

n

τιμΩ του κρασιού που περιείχαν θα πρέπει να έφτα­

νε κανονικά τον ένα στατΩρα,

n

δύο δραχμές, ο χους. Είναι

n

τριπλάσια τιμΩ ακριΒώς τnς παραδοσιακΩς λιανικΩς τιμΩς του αττικού τρικότυλου οίνου, που Ωταν νός που ταιριάζει με

rnv

4

οΒολοί ο χους, γεγο­

ανώτερn ποιότnτα του χιώτικου κρα­

σιού.

Συμβαίνει επίσης να συμφωνεί πλήρως και με τις μαρτυρίες του

Μενάνδρου. Ο Χαρίσιος θα πρέπει να έπινε χιώτικο κρασί! Ο Φραν­ σουά Σαλβιά στην έρευνα που έκανε περί τιμών, η οποία περιλαμβά­ νει και παπυρολογικά ντοκουμέντα, βρήκε ότι τα

«grands

crUS» που­

λιούνταν τέσσερις ή πέντε φορές πάνω από την τιμή του «νίη

naire,,*.

ordi-

Σημειώνει επίσης ότι τα παλιότερα κρασιά μπορεί να ήταν

ακόμα πιο ακριβά. Όλους αυτούς τους υπολογισμούς κωλύει σοβα­

ρά η αδυναμία των σχολιαστών και των αρχαιολόγων να διακρίνουν ανάμεσα σε κρασιά που πουλιούνταν με την κοτύλη και σε κρασιά που πουλιούνταν με την οινοχόη. Επιπλέον, διακρίνουμε μια ελα­

φριά απογοήτευση στους Γάλλους μελετητές, επειδή δεν ήταν υψη­ λότερη η τιμή των κρασιών που θα έπρεπε να φέρνουν στο μυαλό

εικόνες πολυτέλειας, αν και το κρασί δε χρειάζεται να φτάσει στις αστρονομικές τιμές ενός

Petrus,

ενός

Yquem

ή ενός

La Tache

για να

θεωρηθεί υπερβολικό. Οι περισσότεροι 4νθρωποι θεωρούν ακόμα

• Grands crus λέγονται τα φημισμένα κρασιά μεγάλων αμπελώνων, νίη ordinaire εί- . ναι το συνηθισμένο φτηνό κρασί.

279

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

γελοίο να πληρώσουν δώδεκα λίρες για ένα μπουκάλι κρασί που δεν είναι σαμπάνια και με διαφορά της τάξης των τεσσάρων ή πέντε λι­ ρών

στην

Αγγλία

Sauvignion Blanc

σήμερα

σ' ένα καλό

χώρα όπως η Ισπανία

-

περνάς

Sancerre,

από

ένα

μπουκάλι

φτηνό

ενώ σε μια οινοπαραγωγική

για να κάνουμε μια σύγκριση πιο σχετική

από ένα συνηθισμένο κόκκινο σ' ένα πρώτης ποιότητας

Rioja.

-

Στην

άλλη άκρη της κοινωνικής κλίμακας, Βρίσκουμε αναφορές σ' εκεί­ νους που ήταν αρκετά λαϊκοί ώστε να πίνουν σε ταΒέρνες, κατεΒά­ ζοντας ένα χόα τη φορά

-

ποσότητα που θα πρέπει να στοίχιζε ολό­

κληρο το μεροκάματο ενός εργάτη 12 • Εξάλλου, πρέπει να έχουμε κατά νου την πιθανότητα οι συγγρα­ φείς που συνδέουν το ποτό με την οικονομική καταστροφή να μη σκέφτονταν καθόλου το κόστος του κρασιού. Όπως έχουμε δει, ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν το λάτρη του κρασιού είναι η ανεμελιά, η αμέλεια, και αυτό είχε συνέπειες στη διοίκηση των προσωπικών αλλά και των δημοσίων υποθέσεών του. Στις πεΡΙΠΤώ­

σεις αυτές, το κύριο πρόΒλημα δεν είναι το έξοδο του κρασιού, αλ­ λά η μέθη που προκαλεί. Στην περιγραφή του Κριτίου για τα κακά που επιφέρει η οινοποσία στην Αττική, η καταστροφή του οίκου

(δηλαδή της περιουσίας) είναι το άμεσο αποτέλεσμα παράλογης συ­ μπεριφοράς και απείθαρχων δούλων, κι αυτά οφείλονται στη γενι­ κότερη ατμόσφαιρα αποδιοργάνωσης που προκαλεί η παρακμιακή οινοποσία. Η παρεκτροπή λόγω μέθης, η παροινία, κι όχι η απλή

υπερκατανάλωση, ευθύνεται για τη διασπάθιση της κληρονομιάς των

αδελφών Ναυσψάχου και Ξενοπείθους. Εξαιτίας του ποτού, οι γυ­ ναίκες παραμελούν τον αργαλειό τους, οι κωμικοί ποιητές όπως ο Κρατίνος ξεχνούν την τέχνη τους και ο αφέντης χάνει τον έλεγχο της περιουσίας του.

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η οινοποσία δεν ήταν ένα μοναχικό κουσούρι. Θα χρειαζόταν χρόνια ολόκληρα ο Καλλίας για να κατα­ φέρει να σπαταλήσει ένα τάλαντο, ακόμα και αν περνούσε μια ζωή

τρώγοντας μόνο χέλια, που θα τα ξέπλενε αποκλειστικά με χιώτικο κρασί. Το πολυτελές φαγητό γίνεται αληθινά καταστροφικό, όταν

αρχίζουν τα πανάκριΒα τραπεζώματα (πολυτελή δείπνα), ακολου­ θούμενα από πολύωρα συμπόσια. Εδώ είναι που αρχίζουν να σωρεύ­

ονται πραγματικά τα έξοδα. Εδώ αρχίζουμε να φτάνουμε σε ποσά

280

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ικανά να πλήξουν οποιαδήποτε προσωπική περιουσία. Ο Μένανδρος αναφέρει μια γιορτή που στοίχισε ένα τάλαντο και δύο πηγές ισχυ­ ρίζονται ότι ο Αλέξανδρος είχε βάλει όριο για τα έξοδα ενός δεί­ πνου τις

100

μνες

- 10.000

δραχμές ή πάνω από ενάμιση τάλαντο '3 .

Το σες και οι δαπάνες Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς φαίνεται πως συμφωνούν ότι, παρά τους πειρασμούς της ψαροφαγίας, της ιππασίας και της

ορτυγοκοπίας, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια περιουσία ήταν ασυ­ ζητητί οι γυναίκες και τα αγόρια. Λέει ο Ξενοφών:

Πολλοί δΩλαδΙί, ενώ Ωδύναντο ρετά φειδούς να δαπανούν τα χρΙίρατα πριν ερωΤΕUθOύν και, αφού κατασπαταλΙίσουν τα χρΙίρατα, από των κερδών, από των οποίων απείχον πρότερον, διότι αυτά τα ενόριζαν αισχρά, δεν δύνανται να απέχουν έπει­ τα.

Ο πλάτων στην «Πολιτεία» καταφέρνει σε ελάχιστες γραμμές να περάσει από τις ερωτικές σχέσεις στην κατασπατάληση περιουσιών:

Ο έρωτας τύραννος (για μια εταίρα ή ένα αγόρι, απ' ό,τι φαίνεται) είναι ένα δεσποτικό πνεύμα που καταλαμβάνει τον άνθρωπο:

-

Επορένως δεν ξεφυτρώνουν νύχτα Ωρέρα πολλές και

φοΒερές επιθυρίες που έχουν ανάγΚΩ από πολλά για να ικα­ νoπoιnθoύν; Ασφαλώς πολλές, ΣωκράΤΩ.

-

Εάν λοιπόν υπάρχουν, ρερικά εισοδΙίρατα δεν εξοδεύο­

νται γρΙίγορα;

-

Πώς όχι;

Και ύστερα απ' αυτό ΒέΒαια αρχίζουν τα δανεικά και το

ψαλίδισρα ΤΩς περιουσίας

-

Ασφαλώς

Οι γυναίκες, όπως έχουμε δει, είχαν άμεση ευθύνη για την εξα­ φάνιση της μεγαλύτερης ιδιωτικής περιουσίας του 50υ αιώνα, της

περιουσίας του Καλλίου. Και ο Ανδοκίδης, μεγάλος εχθρός του

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Καλλίου και υπεύθυνος για πολλά μοχθηρά κουτσομπολιά που κυ­ κλοφορούσαν εις Βάρος του, είχε υποστεί και ο ίδιος τις χασούρες του λόγω σαρκικών επιθυμιών. Ο πατέρας του Λεωγόρας ήταν διά­ σημος σκορποχέρης και είχε γίνει στόχος επίθεσης πολλών κωμι­ κών ποιητών, επειδή είχε πετάξει την περιουσία του για μια εταίρα

ονόματι Μυρρίνη. Μάλιστα το να ερωτευτείς μια εταίρα καΤέληξε να αποτελεί κλασικό παράδειγμα αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς:

Μια εταίρα είναι καταστροφΙΊ για τον άντρα που την τρέ­

φει' κι αυτός ράλιστα είναι πανευτuXIΊς που έχει ΤΩν κατα­ στροφΙΊ στο σπίτι του.

Ο Ισοκράτης έΒλεπε ομοιότητες ανάμεσα στους ερωτευμένου ς και τους φανατικούς ιμπεριαλιστές: όσοι είναι ερωτευμένοι με την αυτοκρατορική εξουσία χάνουν τα λογικά τους, ακριΒώς όπως εκεί­ νοι που ερωτεύονται εταίρες, οι οποίες κάνουν τους άντρες να τις αγαπήσουν και μετά τους καταστρέφουν. Ο Σωκράτης, στον «Οικο­

νομικό» του Ξενοφώντος, χρησιμοποιεί το ίδιο παράδειγμα, για να δείξει ότι τα χρήματα δεν είναι πάντοτε χρήσιμα:

-

Αν κάποιος ΧΡΩσψοποιεί χρΙΊρατα για να αγοράσει ρια

εταίρα και εξαιτίας ΤΩς κάνει ςΩριά στο σώρα, ΤΩν ψυχΙΊ και ΤΩν περιουσία του, τότε ρε ποιο τρόπο τού φαίνονται χρΙΊσι­ ρα τα χρΙΊρατα;

-

Με κανένα τρόπο, απαντάει ο συνοριλΩτΙΊς του, όπως δε

θα ρπορούσες να ονοράσεις χρΙΊσψο τον υοσκύαρο, ο οποίος

προκαλεί τρέλα σε όσους τον τρώγουν 14 Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις αναφέρονται σπανιότερα, αλλά μπο­ ρούσαν να είναι εξίσου επικίνδυνες. Στα «Απομνημονεύματα», ο Ξε­ νοφών θυμάται ότι ο Σωκράτης τον είχε προειδοποιήσει σχετικά με τα αγόρια:

-

Ω ταλαίπωρε, και τι καλόν νορίςεις ότι ΙΊθελες απολαύ­

σει εκ του φιλΙΊρατος; Άρα γε ευθύς αρέσως δεν θα ΙΊσο δού­

λος ρεν αντί ελευθέρου, θα εδαπάνας δε πολλά εις ΒλαΒεΡάς

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ωδονάς, δεν θα είχες ευκαιΡίαν να επψελΩθΩς τινος καλού και

αγαθού, και θα Ωσο Ωναγκασμένος

v'

ασχολΩθΩς εις όσα ούτε

ένας φελλός δεν ασχολείται;

-

Ω Ηράκλεις! είπεν ο Ξενοφών, πόσον φοΒερά λέγεις

ότι είναι

n

δύναμις του φιλΩματος.

Δεν είναι περίεργο λοιπόν το γεγονός ότι, μετά από έναν τέτοιο

λόγο, όταν μεγάλωσε ο Ξενοφών, αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τους ομοφυλόφιλους. Ένας εξαγριωμένος ομιλητής, σε μια περιουσιακή διαμάχη, ένιωσε την παρόρμηση να επινοήσει ένα ανησυχητικό ρήμα

για να περιγράψει τις οικονομικές επιπτώσεις των ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Καταπαιδεραστέω σημαίνει ξοδεύω μια περιουσία σε σχέ­ σεις με αγόρια. Αυτό είχε κάνει ο αντίπαλός του με την περιουσία του και το ίδιο θα έκανε με τη διακυΒευόμενη περιουσία, αν του επέ­ τρεπαν να τη Βάλει στο χέρι15. Τα μονοπάτια που οδηγούσαν από τον έρωτα στην καταστροφή ήταν πολλά και διάφορα. Οι φιλόσοφοι φαίνεται ότι πίστευαν πως η

επιρροή του

έρωτα προκαλούσε μια γενικότερη σύγχυση των

πνευματικών ικανοτήτων, η οποία οδηγούσε σε κάθε είδους οικονο­ μική αμέλεια και ανόητα έξοδα. Από την άποψη αυτή, οι οικονομι­ κές επιπτώσεις του έρωτα είναι κάπως σαν τις οικονομικές επιπτώ­

σεις του ποτού. Ο Ξενοφών ισχυρίζεται ότι τόσο ο εραστής όσο και ο πότης χάνουν όλο και πιο πολύ την ικανότητα να ασχολούνται με τα δέοντα και να αποφεύγουν τα απαγορευμένα. Κι αυτό δε σημαί­ νει μόνο να πληρώνεις τα κοσμήματα και τα ρούχα για τις πολυτε­

λείς εξόδους της' ερωμένης σου, όπως έκανε ο Ολυμπιόδωρος για παράδειγμα, αλλά και διάφορα λιγότερα προΒλέψιμα έξοδα. Ένα ανέκδοτο για τον ΑλκιΒιάδη λέει πως, σε μια περίσταση, όρμησε στο

σπίτι του Ανύτου, του πλούσιου εραστή του, και αποφάσισε να προ­ χωρήσει σε μια μικρή περιουσιακή αναδιανομή' αφού ήπιε στην υγειά του με τα μισά κρασοπότηρα του σπιτιού (προφανώς ασημέ­ νια ή χρυσά), διέταξε μετά τους υπηρέτες του να τα κουΒαλήσουν

στο σπίτι του φίλου του Θρασύλλου, ο οποίος ζούσε πιο στριμωγ­ μένος οικονομικά.

Κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν ότι η συμπεριφορά

του ΑλκιΒιάδου ήταν απερίσκεπτη, αλλά ο Άνυτος απάντησε:

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Καθόλου! Ήταν σΤΩν εξουσία του να τα πάρει όλα και

-

δείχνει μεγάλΩ σωφροσύνΩ από μεριάς του που μου άφΩσε τα μισά

16.

Οι δαπάνες των ερωτικών περιπετειών έπαιρναν πολλές και δια­ φορετικές μορφές, όσες και οι σχέσεις οι ίδιες. Στην πραγματικότη­

τα, όπως απέδειςα σε προγενέστερο κεφάλαιο, η φύση της οικονο­ μικής συναλλαγής έπαιζε ουσιώδη ρόλο στον προσδιορισμό του χα­ ρακτήρα μιας ερωτικής σχέσης. Η πληρωμή μιας καθορισμένης τι­ μής σε μετρηΤά χαρακτήριζε την ανώνυμη ανηθικότητα του πορνεί­ ου. Το δώρο μαρτυρούσε μια πιο μακροχρόνια διευθέτηση αβέβαιων

ανταλλαγμάτων. Για τη σεςουαλική πράςη την ίδια, η φτηνότερη βεβαιωμένη τιμή

για άντρες και γυναίκες ήταν ένας οβολός. Επρόκειτο για μια τιμή πολύ φτηνή. Τόσο φτηνή μάλιστα ώστε μερικοί σχολιαστές τη θεω­ ρούν ως προσχηματικό νούμερο που αφορούσε τα πορνεία του Κε­

ραμεικού και τίποτα καλύτερο. Έχουμε εντούτοις μαρτυρίες κωμι­ κών συγγραφέων, φιλοσόφων και αγγειογράφων, από τις αρχές του 50υ έως τα τέλη του 40υ αιώνα, ότι οι πόρνες στην Αθήνα θα πρέ­ πει να ήταν αρκετά φτηνές, αφού ακόμα και οι δούλοι είχαν την οι­

κονομική δυνατότητα να τις χρησιμοποιούν

-

και είναι γνωστό ότι

τις χρησιμοποιούσαν δούλοι. Διοβολαρία (δηλαδή αςίας δύο οβο­ λών), από την άλλη, είναι ένα επίθετο που συναντάμε σε μια ρωμαϊ­ κή κωμωδία για μια φτηνή πόρνη, ενώ, όταν ήθελαν να δείςουν πα­ ραστατικά πόσο χαμηλά έπεφτε μια εταίρα όταν γερνούσε, έλεγαν ότι έπαιρνε τρεις οβολούς. Στις «Θεσμοφοριάζουσες", ο Ευριπίδης χρεώνει μια δραχμή στο Σκύθη για το σες με την αυλητρίδα. Δύο

δραχμές χρέωνε η Δίδραχμον και το ποσό αυτό προσέφεραν ευχαρί­ στως στη Λαίδα οι επισκέπτες της, ένα ποσό που απέρριπτε οργι­

σμένη στα νιάτα της, αλλά δεχόταν άπληστα στα γεράματά της. Αυ­ τό ήταν επίσης το ανώτατο ποσό

-

όχι συμπτωματικά

-

που είχαν

ορίσει οι Αστυνόμοι για τις υπηρεσίες μιας αυλητρίδας. Ο θεατρι­ κός συγγραφέας Θεόπομπος πιστεύει ότι οι γυναίκες που μπορού­

σες να αποκτήσεις με δύο δραχμές ήταν μεσαίας τάςεως εταίρες (μέ­ σαι).

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Στην άλλη άκρη της κλίμακας, η υψηλότερη γνωστή τιμή είναι οι

1.000

δραχμές που χρέωσε η Γνάθαινα για μια νύχτα με την κόρη

της, τη Γναθαίνιον. Ο πελάτης, ένας πλούσιος γερο-«τύραννος •• , θέ­

λει να πληρώσει μόνο

500.

Και δεν παίζει ρόλο ότι η Γνάθαινα υπο­

χωρεί τελικά. «Eίpaι σίΥουΡΩ ότι απόψε θα ΤΩς τα δώσει εις δι­ πλούν". Ένα τέτοιο ποσό, φυσικά, αποτελεί σπάνια εξαίρεση. Αλλού αναφέρεται ότι η Γνάθαινα χρέωνε μία μνα

000

δραχμές) για τις

υπηρεσίες της κόρης της. Όταν ένας πελάτης ξανάρχεται χωρίς να πληρώσει περισσότερα, η Γνάθαινα του υπενθυμίζει ότι η μνα ήταν

για μία νύχτα μόνο. όχι συνδρομή απεριόριστης διάρκειας. Το ίδιο ποσό της μίας μνας λένε ότι ζητούσε για μία νύχτα και η Φρύνη 17 • Ελαφρά διαφορετικά είναι τα στοιχεία που έχουμε από την τιμο­ λόγηση των διαφόρων σεξουαλικών πράξεων. Από δύο διαφορετικές πηγές μαθαίνουμε ότι η κύΒδα, η σκυφτή στάση με είσοδο από πί­

σω, στοίχιζε τρεις οΒολούς και ήταν η κατ' εξοχήν στάση των πορ­ νών και πάμφθηνη. Η επόμενη (μία δραχμή κατά τον Πλάτωνα τον κωμικό) ήταν η λορδώ, η είσοδος από πίσω με τη γυναίκα να ακου­ μπάει πάνω στο στήθος του άντρα, ενώ στην κορυφή της γκάμας

ήταν ο κέλης, το άλογο κούρσας. Δεν έχουμε τιμή γι' αυτή τη στά­ ση, αλλά θεωρείτο το αποκορύφωμα της πολυτέλειας στη Βιομηχα­ νία του σεξ, στάση που εκτελείτο υπό την προϋπόθεση να ξοδέψει ο πελάτης ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο Μάχων διηγείται την ιστο­

ρία ενός χαλκωματά, που ξόδεψε μια περιουσία στην εταίρα Γναθαί­ νιον για να χαρεί αυτό το προνόμιο. Η συγκεκριμένη στάση έφερνε

στο μυαλό ατμόσφαιρα πολυΤέλειας κι αυτό φαίνεται σε μερικά ελ­ ληνιστικά επιγράμματα, που υποτίθεται ότι είναι ποιήματα αφιερω­ μένα από εταίρες, όταν κρεμούσαν μεταφορικά τα σπιρούνια τους

Ω Κυπρία ΑφροδίΤΩ, τούΤΩ ΤΩ χρυσΙΊ Βουκέντρα του καλο­

σΧΩρατισρένου ποδιού ΤΩς σου αφιερώνει τΙΊν έχει

n

λυσιδίΚΩ· ρ' αυ­

Υυρνάσει πολλούς επιΒΙΊτορες, aνεΒασρένΩ πάνω

τους, ενώ οι δικοί ΤΩς οι ΡΩροί ούτε που κοκκίνισαν, τόσο

ανάλαφρα κάλπαζε. Διότι εκείνΩ τέλειωνε ΤΩν κούρσα χωρίς να ΧΡΩσψοποιΙΊσει Βουκέντρα. Έτσι λοιπόν κρεράει το χρυσό ΤΩς όπλο σΤΩν πόρτα [του ναού σου].

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Παρόμοια αφιέρωση έχει γράψει ο επιγραμματοποιός Ποσείδιπ­ πος, η οποία υποτίθεται ότι εκφράζει την ευγνωμοσύνη μιας εταί­

ρας επειδή ξεπέρασε κάποια συνάδελφό της σε σεξουαλικό αγώνα δρόμου, και το ανάθημα ήταν ένα πορφυρό μασΤίγιο και γυαλισμέ­

να χαλινάρια. Οι επιγραμματοποιοί της ελληνιστικής περιόδου αρέ­

σκονταν να συνθέτουν τις δικές τους τσαχπίνικες και εξαιρετικά λουστραρισμένες

εκδοχές

των

συνηθισμένων

επιγραμμάτων

και

αφιερώσεων που συναντάμε παντού. Έχουμε συναντήσει ήδη τις ει­ ρωνικές και άσεμνες εκδοχές των αναθημάτων των υφαντριών που είχαν στραφεί στην πορνεία, αλλά τα εξαιρετικά δώρα σαν αυτό της Λυσιδίκης προς την Αφροδίτη ήταν σπάνια στον πραγματικό κόσμο. Μια επιγραφή που βρέθηκε στην Αθήνα ήταν ανάθημα (δεν ξέρουμε

τίνος πράγματος) «κάποιας γυναίκας» για «πολλές ιππασίες [πολ­ λοίς κελητισμοίς]». Όλοι οι εμπορευόμενοι ανεξαρτήτως ειδικότη­ τας συνήθιζαν να προσφέρουν αναθήματα στον Ερμή και σε άλλες θεότητες, για να έχουν την εύνοια των θεών στις δουλειές τους. Τα αναθήματα αυτά ήταν συνήθως μικρές πήλινες πλάκες, οι πίνακες, που απεικόνιζαν το είδος της επαγγελματικής τους δραστηριότητας.

Γιατί λοιπόν να μην κάνουν το ίδιο και οι εργαζόμενες στη συντε­ χνία της Αφροδίτης; Ίσως οι πίνακες με τις ερωτικές σκηνές που

βλέπουμε στο Μουσείο Ασμόλιαν της Οξφόρδης να είχαν την ίδια λειτουργία. Αν τώρα αυτά τα αναθήματα έπαιζαν και ρόλο διαφημι­

στικό, κανένας δε διαμαρτυρόταν 18 . Εκεί που περνάμε αναμφίβολα σε υψηλές τιμές, είναι όταν ασχο­

ληθούμε με τις «νοικιασμένες» εταίρες, τις μισθάρνουσες, οι οποίες δε χρέωναν τη σεξουαλική πράξη αλλά τη βραδιά. Οι περισσότερες από αυτές ήταν μουσικοί, οι οποίες υποτίθεται ότι δεν επιτρεπόταν να χρεώνουν πάνω από δύο δραχμές τη βραδιά' ο Μένανδρος πά­ ντως αναφέρει αμοιβή δέκα δραχμών για όλη τη διάρκεια του συμπο­

σίου και ο Χαρίσιος στους «Επιτρέποντες» πληρώνει στην αρπίστρια Αβρότονον δώδεκα δραχμές τη μέρα. Ίσως μετά τη διάλυση της δη­ μοκρατίας, καταργήθηκε και η απαγόρευση για τις μουσικούς και οι

αυλητρίδες μπορούσαν να χρεώνουν περισσότερο. Δώδεκα δραχμές ήταν μεγάλο χρηματικό ποσό, αλλά κι αυτό ακόμα το ξεπερνάει κατά

πολύ μια κοπέλα σ' ένα άλλο έργο του Μενάνδρου, τον «Κόλακα», η οποία αμειβόταν με

300

δραχμές τη μέρα. «Ένα τέτοιο ποσό ροιάζει

286

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

απΙστευτα υψnλό» , ισχυρίζονται το

1973

οι

Gomme

και

Sandbach,

«εντούτοις, Ω σύΥχρονΩ εμπειΡΙα μας δεΙχνει ότι τεράστια ποσά μπο­ ρεΙ να ξοδευτούν για ΤΩν εύνοια μιας γυναΙκας». Με τέτοια μεροκά­ ματα, οι γυναίκες και τα αγόρια συντελούσαν σημαντικά στην ακρί­ Βεια των επίσημων δείπνων.

Όταν τα συμΒόλαια ρύθμιζαν μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, τα ποσά πρέπει να ήταν αντίστοιχα υψηλότερα, αν και, σύμφωνα με το Λυσία, ο Σίμων ισχυριζόταν ότι πλήρωσε μόνο

300

δραχμές για

άγνωστο διάστημα χρόνου ενός νεαρού από τις Πλαταιές. Στην «Κω­ μωδία των γαϊδάρων» του Πλαύτου, από την άλλη, μαθαίνουμε ότι

το αποκλειστικό δικαίωμα της συντροφιάς της Φιλαινίου για ένα χρόνο ετιμάτο

2.000

δραχμές. Αυτή η ασυμφωνία τιμών μπορεί να

αντανακλά απλώς τη διαφορά ανάμεσα στην υπερΒολή της κωμωδί­

ας και την πραγματικότητα l9 • Όταν φτάνουμε βέΒαια στην κανονική αγορά ενός εραστή και

στην απελευθέρωσή του, τα ποσά είναι ακόμα μεγαλύτερα. Η εταίρα Αντιγόνη χρειάζεται μόνο

300

δραχμές για να αγοράσει μια δούλη,

ένα ποσό που δέχεται ως προμήθεια από τον Επικράτη, επειδή του τακτοποίησε την καταστροφική αγορά της επιχείρησης αρωμάτωΥ" ο

Δημοσθένης ισχυρίζεται ότι οι δούλοι στο εργαστήριο του πατέρα του (ειδικευμένοι μεταλλουργοί) άξιζαν

500

ή

600

δραχμές ο ένας

και φαίνεται καθαρά από μια συζήτηση περί της διαφοράς των τιμών

των δούλων που αναφέρει ο Ξενοφών στα «Απομνημονεύματα» ότι, υπό φυσιολογικές συνθήκες,

1.000

η ανώτατη τιμή ενός δούλου ήταν

δραχμές (αν και κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Νικίας είχε πλη­

ρώσει πολύ περισσότερα για τον αρχιεργάτη του αργυρωρυχείου του). Όταν οι δούλοι ήταν κι εραστές, πάντως, δεν ήταν ασυνήθιστα

τέτοια τεράστια ποσά. Η Νικαρέτη, για παράδειγμα, πούλησε τη Νέ­ αιρα αντί

4.000

3.000

δραχμών και ο Επικράτης ήταν έτοιμος να πληρώσει

δραχμές για το γιο του αρωματοπώλη, με μπόνους τον αδελ­

φό του και τον πατέρα του. Στα έργα του Πλαύτου Βλέπουμε τις

δούλες να αλλάζουν χέρια για ποσά μεταξύ

2.000

και

6.000

δραχμών

(ένα τάλαντο), αλλά το τελευταίο ποσό είχε να κάνει με κάποια απά­

τη, που είχε στόχο να ξεγελάσουν έναν πορνοΒοσκό 2Ο • Μιλάμε πια για πολύ σημαντικά ποσά, ικανά να πλήξουν ακόμα και πολύ μεγάλες περιουσίες. Χρειάστηκαν δύο άντρες για να συ-

ΤΖΕΪΜΣ γκεντρώσουν τις

3.000

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

που ζητάει η Νικαρέτη για τη Νέαιρα. Και

όταν η Νέαιρα η ίδια προσπαθεί να μαζέψει τα δύο τρίτα αυτού του ποσού για να εξαγοράσει την ελευθερία της, αναγκάζεται να απευ­

θυνθεί σ' έναν ευρύ κύκλο γνωστών με αποτέλεσμα να Βρεθεί στη δυ­ σάρεστη θέση να υποχρεωθεί σε μερικούς κακόφημους τύπους. Και ο Επικράτης αναγκάζεται να Βγει στη γύρα για να μαζέψει χρήματα

από φίλους του ώστε να μπορέσει να αγοράσει τον εραστή του και την οικογένειά του. Θα ήταν μάλλον απλοϊκό επομένως να ισχυρι­

στεί ο ρήτορας ότι δεν υπήρχε συμΒόλαιο ανάμεσα στο Σίμωνα και

το Θεόδοτο, αφού ο Σίμων απλώς δεν άντεχε οικονομικά το σχετι­ κό ποσό. Αν το ποσό που χρειαζόταν για να αποκτήσεις τον εραστή σου ήταν μεγαλύτερο από τις οικονομίες σου, τα υπόλοιπα θα ανα­ γκαζόσουν να τα ζητιανέψεις, να τα δανειστείς ή να τα κλέψεις. Η

απελευθέρωση μιας εταίρας θεωρείτο απ' όλους ως πράξη απερίσκε­ πτης υπερΒολής, όχι μόνο επειδή οι εταίρες στοίχιζαν ένα σωρό λε­ φτά, αλλά επειδή οι νεαροί ήταν έΤοιμοι να καταστραφούν μετά χα­ ράς για να τα μαζέψουν. Εντούτοις, ακόμα και τα ποσά που αφορούσαν την αγορά ενός

εραστή ψυχή τε και σώματι μοιάζουν τιποτένια μπροστά σ' ένα άλλο είδος σεξουαλικής σπατάλης τη μοιχεία. Ο Καλλίας κατέληξε να τον «μαδήσουν» και να χάσει τα πλούτη του εξαιτίας της μοιχείας μάλ­ λον παρά των εταιρών. Όταν τον έπιασαν με τη γυναίκα κάποιου Φώκου, αναγκάστηκε να πληρώσει το τεράστιο ποσό των τριών τα­

λάντων για ν' αποφύγει τις κυρώσεις της μοιχείας. Τρία τάλαντα ση­ μαίνουν

18.000

δραχμές, ποσό αρκετό για να εκτοξεύσει έναν JJένη­

τα στις τάξεις των λίγων εκατοντάδων πλουσίων πολιτών. Αφού όμως η κύρωση για την επ' αυτοφώρω σύλληψη με Αθηναία που δεν ήταν σύζυγός του ήταν ο θάνατος, ένας άνθρωπος σαν τον Καλλία ίσως το θεώρησε φτηνή τιμή. Αλλού συναντάμε μαρτυρίες για τα πο­ σά που εισέπρατταν οι απατημένο ι σύζυγοι και φαίνεται ότι τέτοια

συμΒάντα ήταν αρκετά συχνά. Ένας φιλόσοφος αναφέρει παρεμπι­

πτόντως τους άντρες που αποπλανούν τις γυναίκες των γειτόνων τους ψε /3άση την πληΡωΡn» και υπάρχουν αρκετά παραδείγματα εκ­ Βιασμών στις ελληνικές και ρωμαϊκές κωμωδίες. Ο πλούσιος μοιχός που ξεφεύγει από τη δικαιοσύνη πληρώνοντας ένα μεγάλο ποσό

αποτέλεσε παροιμιώδες παράδειγμα του γεγονότος ότι το χρήμα

288

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

διευκολύνει τα παραπτώματα κι ένα χρήσιμο αντίθετο παράδειγμα στο στερεότυπο του φτωχού εγκλημαΤία, ο οποίος ωθείται στο έγκλημα από καθαρή ανάγκη. Ο Αριστοφάνης, αναφέροντας όσους

δουλεύουν για το χρήμα, μιλάει και για το μοιχό «που τον τσακώ­

νουνε ρε ξέvn ΥυναΙκα, τον ραδούν, θαρρώ για σένα», «διότι οι πλού­

σιοι ξέφευγαν, ρόλις παρουσΙαζαν τα λεφτά τους», εςηγεί ένας αρ­ χαίος σχολιαστής σε μεταγενέστερη ερμηνεία. Όταν ο Ευφίλητος με

τους συντρόφους του, εφοδιασμένοι με πυρσούς για να φωτίσουν τη σκηνή, πέφτουν πάνω στον Ερατοσθένη που κάνει σες με τη γυναί­ κα του Ευφιλήτου, η πρώτη αντίδραση του Ερατοσθένους είναι να

προσφέρει χρήματα στο σύζυγο. Ειδικότερα μετά την περιπΙΤεια του Καλλίου, κάθε σύζυγος που ανακάλυπτε ότι η γυναίκα του είχε κα­

ταφέρει να τυλίςει πλούσιο εραστή, μπορεί να σκεφτόταν ότι είχε κερδίσει το λαχείο. Υπήρχαν μάλιστα αρκετές υποψίες ότι κάποιοι σύζυγοι απεργάζονταν εσκεμμένα τη μοιχεία των γυναικών τους, με σκοπό το κέρδος. Ο Ευφίλητος, που δικάζεται τώρα για δολοφονία, πρέπει να αποδείςει ότι το μοιραίο επεισόδιο δεν είχε σκηνοθετη­

θεί απλώς "Ρε σκοπό τό χρΩρα, για να γλιτώσω ΤΩ φτώχεια και να πλουτΙσω»21.

Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε την ιστορία που δι­ ηγείται ο Απολλόδωρος, ότι η Νέαιρα αύςησε τις τιμές της όταν με­ τακόμισε στο σπίτι του Στεφάνου

Με ΤΩν αιτιολογΙα ότι τώρα πια ανΩκε σε κάποιον, αφού συγκατοικούσε ρε άντρα. Και ο συγκεΚΡιΡένος άντρας ΤΩ

f3on-

θούσε διαπράττοντας συκοφαντΙες, διότι, όταν εκεΙvn εΙχε εραστΩ κάποιον πλούσιο και αφελΩ αλλοδαπό, ο Στέφανος φρόντιζε να τον κλειδώνει ρέσα στο σπΙτι ραζΙ ΤΩς ως ροιχό και να του αποσπά ένα ρεγάλο ΧΡΩρατικό ποσό.

Ο Απολλόδωρος φαίνεται σχεδόν να συγχωνεύει τα λύτρα του μοιχού με την αυςημένη αμοιΒή της εταίρας. Έχουμε δει ήδη ότι η

εταίρα είναι πιο κοντά στη μοιχαλίδα σύζυγο από την κοινή πόρνη, στον τρόπο που χειρίζεται την οπτική ιδεολογία, στα παιχνίδια που παίζει με το τι αποκαλύπτει και πότε, και στις πιθανότητες να γίνει αντικείμενο κατοχής. Έχουμε δει επίσης πως οι μόνιμοι εραστές των

289

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

εταφών μιλούν γι' αυτές σαν να είναι σύζυγοί τους και αποκαλούν μοιχούς όσους άλλους άντρες επιδιώκουν να κάνουν σεξ μαζί τους. Φαίνεται τώρα ότι υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες και στο είδος των χρημάτων που πληρώνουν οι άντρες για να κάνουν σεξ μαζί τους. Πόσο μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που συμΒαίνει στο σπίτι του Φώκου, όταν είναι εκεί ο Καλλίας μαζί με τη γυναίκα του,

και σ' αυτό που συμΒαίνει στο σπίτι του Πύρρου όταν κατοικεί εκεί η μητέρα της Φίλης και οι γείτονες παρατηρούν σημάδια έκλυσης,

και σ' αυτό που συμΒαίνει στο σπίτι του Στεφάνου όταν εγκαθίστα­ ται η Νέαφα; Ποια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην υψηλότερη αμοι­ Βή που χρεώνει η Νέαφα στους πελάτες της, τώρα που συγκατοικεί

με το Στέφανο, και στα ποσά που αποσπούν από απλοϊκούς αλλο­ δαπούς, τους οποίους φυλακίζουν ως μοιχούς; Ο χαλκωματάς μπο­

ρεί ακόμα να ρίξει τη Γναθαίνιον στο κρεΒάτι, παρ' όλο που εκείνη συζεΙμε τον Ανδρόνικο, αφού έχει «πάψει να κάνει ΤΩ συνοδό [εται­

ρείν]» και είναι «απρόθυΡΩ να δεχτεί αροι8.ά», αλλά του στοιχίζει

μπόλικο χρυσάφι και πάρα πολλές προσπάθειες για να την πείσει 22 •

Η αρπακτική εταίρα Η άποψη ότι όποιοσδήποτε ήταν σε θέση να αποκτήσει την κό­ ρη της Γνάθαινας, ή ακόμα και τη Φρύνη, αρκεί να πλήρωνε τη σω­

στή τιμή, είναι εσκεμμένη και θέλει να ανατρέψει τον ισχυρισμό της εταίρας ότι είναι ερωμένη και φίλη. Αποδίδοντας στις μεγάλες και διάσημες εταίρες μια σταθερή τιμή, τις ταυτίζουν με τις πόρνες,

αφού συμμετέχουν σε μια ανάλογη χρηματική συναλλαγή, μεγαλύτε­ ρης κλίμακας απλώς

-

εισπράττοντας μία μνα αντί για έναν οΒολό

-

άρα είναι ποσοτικά κι όχι ποιοτικά διαφορετικές από την πόρνη. Αυτή την άποψη διακηρύσσουν συγγραφείς εμφανώς εχθρικοί απέ­

ναντί τους, όπως ο Θεόπομπος ο Χίος, που διαστρεΒλώνουν την ει­ κόνα των εταφών και προσπαθούν να τις εντάξουν στις κοινές πόρ­ νες, ισχυριζόμενοι ότι αυτές τις άπιαστες γυναίκες μπορούσε στην πραγματικότητα να τις αποκτήσει «όποιος .άθελε», «σΤΩν ίδια τιρ.ά

για όλους». Από την άλλη μεριά, οι

«1.000 δραχΡές για ρια νύχτα»

με τη Γναθαίνιον, σαν το ένα εκατομμύριο δολάρια της γνωστής χο­ λιγουντιανής ταινίας, είναι μια μυστηριωδώς υπερΒολική και σπάνια

ΑΡΧΑΙΟΙ

εςαίρεση

-

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

απ' αυτές που τυχαίνουν μια φορά στη ζωή

-

πιο κο­

ντά στα ματωμένα λεφτά του μοιχού παρά στην αμοιΒή της πόρνης. Στο επίπεδο αυτό, οι σχέσεις τιμής, ζήτησης και διαθεσιμότητας

γίνονται μάλλον μπερδεμένες. Οι υψηλές τιμές δεν είναι μια απλή αντανάκλαση διαθεσιμότητας, αλλά συμΒολίζουν και την αποκλειστι­

κότητα. Γι' άλλη μια φορά, εδώ ταιριάζουν οι παρατηρήσεις του Ζί­ μελ, από τη Βιέννη των αρχών του 200ύ αιώνα:

Η απέχθεια που νιώθει

n

σύγχρονΩ «καλΩ" κοινωνία για

ΤΩν πόρνΩ είναι πολύ πιο έvτoνΩ όσο πιο εξαθλιωρένΩ και φτωχΩ είναι αυτΩ και ρειώνεται όσο

n

πόρνΩ αυξάνει ΤΩν αροι­

ΒΩ που ζΩτάει για τις υΠΩρεσίες ΤΩς, σε σΩρείο που ακόρα και

ρια Ωθοποιός, για ΤΩν οποία οι πάντες γνωρίζουν ότι ΤΩν έχει σπιτώσει ένας εκατορρυριούχος, να θεωρείται ευπρόσδεΚΤΩ

στα σαλόνια τους, παρ' όλο που ρπορεί να είναι πιο αισχρο­ κερδΩς, ανειλικρινΩς και διεφθαρρένΩ από πολλές του πεζο­ δρορίου.

[... ] n

εξωφρενικΩ τιρΩ σώζει το αντικείρενο προς

πώλΩσΩ από τον ξεπεσρό που θα το συνόδευε άλλως από το γεγονός και ρόνον ότι προσφέρεται προς πώλΩσΩ. ρα

n

[. .. ] Η εταί­

οποία πουλάει τον εαυτό ΤΩς σε πολύ υΨΩλΩ τψΩ απο­

κτάει επορένως ρια «αξία λόγω σπανιόΤΩτας" πολλά άλλα αγαθά,

n

[. .. ].

Όπως ρε

εύνοια ρερικών εταφών εκτψάται ιδιαί­

τερα και έχει ρεγάλΩ ζΩΤΩσΩ, ρόνο επειδΩ αυτές έχουν το κου­ ράγιο να ζΩτΩσουν ρια αρκεΤά εξωφρενικΩ τιρΩ 23.

Η υψηλή τιμή λειτουργεί σε συνδυασμό με την οπτική ιδεολογία.

Ενώ θα έπρεπε να ορίζει μια γυναίκα ως σεςουαλικά διαθέσιμη, στην πραγματικότητα χρησιμεύει για να την κάνει απλησίαστη. Μπορεί να την αποκτήσει όποιος θέλει, αλλά μόνο σε απίστευτη τιμή. Αντί για μια άμεση διαδοχή επιθυμίας-πληρωμής-ικανοποίησης, η φύση της πληρωμής προσδιορίζει τη δυνατότητα ικανοποίησης η δυνατότητα ικανοποίησης επηρεάζει την επιθυμία την ίδια. Η υψηλή αμοιΒή,

όπως το δώρο, κρατάει την εταίρα στα όρια της διαθεσιμότητας, δη­ μιουργώντας έναν ανάρμοστο αποκλεισμό. Η εταίρα απομονώνεται με τα παρανόμως αποκτηθέντα κέρδη της σαν πλούσιος σατράπης, σαν το ΦαρνάΒαζο. Λέει ένας ήρωας στην «Κουρίδα» του Άμφιδος:

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Εμένα μου φαίνεται πως ο Πλούτος είναι τυφλός. Δεν έρ­ χεται να επισκεφθεί αυτύ. ΤΩν κοπέλα, αλλά κάθεται παραλυ­ μένος στο σπίτι, με ΤΩ συντροφιά ΤΩς ΣινώΠΩς, ΤΩς λύκας, ΤΩς

Ναννίου, και με άλλες γυναίκες που παγιδεύουν ΤΩ ςωτικόΤΩ­ τα, και να δε Βγαίνει ποτέ έξω.

Ένας ήρωας στη «Νέαιρα» του Τιμοκλέους ισχυρίζεται:

Εγώ ο δύστυχος ερωτεύΤΩκα ΤΩ ΦρύνΩ ι

.. ] όταν εκείνΩ μά­

ςΕUε ακόμα κάππαΡΩ και δεν είχε όλα όσα έχει τώρα' ξοδεύο­ ντας για κείνΩ μεγάλα ποσά, κατέλΩξα να μου απαγορεύουν να περάσω ΤΩν πόρτα ΤΩς.

Λέει ο Αριστοφών:

Τα σπίτια των εταιΡών είναι απαγορευμένες' ςώνες για όσους δεν μπορούν να πλΩρώσουν.

Ο Αριστόδημος δημιουργεί μια παρομοίωση ανάμεσα στις ασπί­

δε~ σεμνότητqς και τα εμπόδια της τιμής) σε μια ιστορία για κά­ ποιους πελάτες της κόρης της Γνάθαινας, οι οποίοι κατέληξαν πέ­ νητες και αποκλείστηκαν από το σπίτι της. Η ιστορία παίζει με τις διάφορες σημασίες του ρήματος «πειράω». Η Γναθαίνιον αντί να δέ­ χεται τις απόπειρες ως σεμνή σύζυγος, υφίσταται κυριολεκτικά την

πολιορκία των αντρών. Οι άντρες έχουν φέρει εργαλεία μαζί τους, αξίνες και σκαπάνες, με τα οποία απειλούν να γκρεμίσουν το σπίτι.

Αν τα εργαλεία είναι πράγματι δικά σας, λέει η Γνάθαινα, θα μπορούσατε να τα Βάλετε ενέχυρο και να μας στείλετε ΤΩν

αμο ιΒΩ 24 • Εντούτοις, σπάνια έπιαναν μια εταίρα να προσφέρει σεξ σε συ­ γκεκριμένη τιμή. Σαν αποτέλεσμα, τα λεφτά που ξοδεύονταν στις

εταίρες δεν είναι πράγματι λεφτά ξοδεμένα για σεξ. Είναι) όπως επι­ σημαίνουν οι φιλόσοφοι, παρεμπίπτουσες δαπάνες, έξοδα που ξεφυ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τρώνουν γύρω από τον έρωτα, χρήματα που ξοδεύονται αφειδώς σε δώρα με την ελπίδα ότι μπορεί να καταλήξουν

-

-

αλλά μπορεί και όχι

σε ικανοποίηση, ανεξάρτητα από τη δαπάνη. Πρόκειται για ένα

παιχνίδι .δύσκολο για τις εμπλεκόμενες γυναίκες. Από τη μία, πρέ­

πει να είναι σίγουρες ότι οι εραστές τους δε θα το πάρουν επάνω τους, θεωρώντας την έννοιά τους δεδομένη. Από την άλλη, δεν πρέ­

πει να συμπεριφέρονται πολύ ξεκάθαρα. Αν ζητήσουν πολύ συγκε­ κριμένα αυτό που θέλουν ή όταν απειλήσουν να αποσύρουν την εύ­ νοιά τους αν δεν το πάρούν, η φιλία μεταμορφώνεται σε μια απερί­ φραστη συναλλαγή: αυτό για τούτο. Η εταίρα πρέπει να καταφεύγει σε υπονοούμενα και νύξεις, στο διπρόσωπο λόγο για τον οποίο εί­ χε γίνει διάσημη. Μερικά αποσπάσματα από χαμένα θεατρικά του Μενάνδρου διασαφηνίζουν καλά τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν. Από το «Παιδίον,,:

Μου πΩρες κάτι χρυσό. Μακάρι να Ωταν δερένο ρε πολύτι­

ρους λίθους. Τι ωραίο που θα 'ταν έτσι! Από την ίδια σκηνή, πιθανότατα, αλλά με πολύ λιγότερο τακτ:

Θα έπρεπε να έχει ένα σραράγδι και ρερικά σάρδιa*. Στην «Παρακαταθήκη", μια άλλη κοπέλα καμώνεται την εκνευρι­ σμένη:

Ε ράλλον καλά έκανες να ρου αγοράσεις τα Βραχιόλια σε σχΩρα φιδιού. Επρόκειτο προφανώς για λεπτή τέχνη, που απαιτούσε μια κάποια εκπαίδευση. Το ακόλουθο απόσπασμα φαίνεται να προέρχεται από ένα τέτοιο εκπαιδευτικό μάθημα:

Άφπσέ τον να σου φορέσει ένα περιδέραιο στο λαψό. Στα «Απομνημονεύματα", ο Ξενοφών δείχνει και το Σωκράτη να μελετάει λεπtομερώς μαζί με τη Θεοδότη την επιστήμη της απόσπα­ σης δώρων. Προτείνει την ιδέα ότι ο κύκλος της αμοιΒαιότητας ξε-



Σάρδιο ή καρνέλιος. Ημιπολύτιμος λίθος με σκουροκόκκινες ή κοκκινόλευκες αποχρώσεις.

293

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

κινάει καλύτερα με μία πολύ μικρή χάρη' η διαδικασία της εμπλο­ κής πρέπει να είναι σταδιακή:

Πρέπει λοιπόν πρώτον μεν να αξιοίς οι φΡOVΤίζoντες περί σου τοιαύτα να πράττουν, οποία πράττovτες ελάχιστα θα ενο­ χλπθώσιν...

Εξακόσια χρόνια αργότερα, οι καλεσμένοι του Αθήναιου σκανδα­

λίζονταν από την εικόνα του φιλοσόφου, που αναλαμΒάνει ρόλο προαγωγού και

ΣυστrΊνει θέλ γΩτρα του πόθου που ούτε να τα φανταστεί θα

μπορούσε λαινίς

n Σαμία rΊ n Kaλλιστράτπ n ΛεσΒία rΊ n n ΛΕUKαδία [sic] rΊ έστω ο Πυθόνικος ο Αθπναίος. n

Νικώ

Φι­

Ο Αθήναιος δείχνει σ' αυτό το μάθημα αγανάκτησης ότι οι παρι­ στάμενοι στο δείπνο πίστευαν πως, και χωρίς το Σωκράτη, αρκετά εκπαιδευτικά εγχειρίδια περί αποπλάνησης υπήρχαν, εκτός από το διάσημο κείμενο της Φιλαινίδος μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι

δεν απευθύνονταν μόνο προς τον πειρώντα, τον εκμαυλιστή, αλλά και προς την πειρώσαν, την εκμαυλίστρια. Ο κωμικός ποιητής Αναξίλας, στο έργο του «Νεοττίς» (δηλαδή πουλακίδα), καταφέρνει να αποδώσει όλη την πολυπλοκότητα της στρατηγικής της εταίρας σε μια μοναδική παρομοίωση, αναμειγνύο­

ντας το διαΒόητο για τους ευφημισμούς του λεξιλόγιό της, τις διο­ γκούμενες απαιτήσεις της, την ασάφεια του δώρου και την αίσθηση μεγάλου κινδύνου, σε μια παραλλαγή του διάσημου αινίγματος στο οποίο έδωσε τη λύση ο Οιδίπους:

Και όλες τις πόρνες μπορείς να τις πεις ΘπΒαία Σφίγγα'

τίποτα απ' όσα μουρμουρίζουν δεν είναι ειλικρινές, είναι όλα γεμάτα αινίγματα: πως τους αρέσει «να αγαπούν», "να είναι φί­

λες» και «να κάνουν παρέα» με κάποιον. Και μετά αρχίζουν τα

"Αχ και να είχα μοναχά κάτι με τέσσερα πόδια

[... ]

ένα κρεΒά­

τι rΊ μια καρέκλα ίσως». Και συνεχίζουν "Και τι λες για κάτι με τρία πόδια, και μετά κάτι με δύο πόδια, μια υππρέτρια ας πού-

294

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ρε;" Στο σηρείο αυτό, αν αυτός έχει καταλάΒει, το Βάζει στα

πόδια και φεύγει ρακριά, όπως έκανε ο Οιδίπους, προσποιού­ ρενος ότι ούτε που την είδε ούτε που την ξέρει. Χωρίς να το θέλει, είναι ασφαλΏς πια. Εκείνοι όρως που ρένουν ρε την

εντύπωση ότι ΟΙ γυναίκες είναι ερωτευρένες ραζί τους ευθύς

παρασύρονται και Βρίσκονται ψηλά στον αέρα 25.

Δεν υπάρχει κανένα αίνιγμα σ' αυτό που προσπαθεί να πει ο Ανα­

ξίλας. Οι εταίρες παρασύρουν τα θύματά τους σ' έναν ιστό από συγ­ κεχυμένες διπρόσωπες φράσεις, τους εμπλέκουν σταδιακά σε μια

κατ' επίφαση φιλία και αποπλάνηση, μέχρι που τους παγιδεύουν και τους καTaστρέφουν. Οι άντρες μπορούν να ξεφύγουν βρίσκοντας τη λύση του αινίγμaTος, βλέποντας τι σημαίνει το δώρο, συνειδητο­

ποιώντας ότι οι γυναίκες υποκρίνονται φιλία για υλικό κέρδος, αν όμως πάρουν τα λόγια τους κατά γράμμα, είναι χαμένοι. Ο λόγος εί­ ναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα του πώς η γλώσσα, η επιθυμία και το δώρο συνεργάζονται για να διατηρήσουν την αμφισημία της εταίρας.

Το ξόδεμα χρημάτων δεν είναι απλώς μια ένδειξη ικανοποιημένων επιθυμιών, αλλά συνεπάγεTaΙ την ίδια τη δόμηση τών επιθυμιών. Οι διαφορετικοί τρόποι ξοδέματος χρημάτων με σκοπό την απόλαυση

-

η αγορά σε καθορισμένη τιμή, το παζάρεμα, η αγορά σε δημοπρα­

σία και το να δίνεις ευχαρίστως προσδοκώντας αντάλλαγμα

-

δη­

μιουργούν διαφορετικές σχέσεις ανάμεσα σ' εκείνον που ποθεί και στο αντικείμενο του πόθου του, διαφορετικές πιθανότητες να πετύ­ χει το στόχο του, διαφορετικούς βαθμούς αναβολής πριν ικανοποιή­ σει την επιθυμία του. Η άπληστη και κυνική εταίρα, η οποία παριστάνει την ερωτευμέ­

νη, αλλά στην πραγματικότηTa ενδιαφέρεται μόνο για το υλικό κέρ­ δος, είναι κλασικός χαρακτήρας της κωμωδίας. Ο πρόλογος της «Θαίδος" του Μενάνδρου άρχιζε με ψευδο-επικό ύφος:

Τραγούδησέ ρου λοιπόν, ω θεά, για ρια τέτοια γυναίκα, αναίσχυντη αλλά όρορφη, και πειστικΩ. Τραγούδησέ ρου για ρια γυναίκα που συρπεριφέρεται άσχηρα και σου Βροντάει την πόρτα στα ρούτρα·

295

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

για μια γυναίκα της οποίας οι απαιτΙΙσεις πέφτουν σαν ΒροχΙΙ, που ο έρωτάς της δεν έρχεται ποτέ, παρά μόνο η απομίμησΙΙ του.

Γι' αυτό μιλούσε και ο Επικράτης στο έργο του «Αντιλαίς» όταν, σύμφωνα με τον Αθήναιο, αντιπαρέΒαλε τις συνηθισμένες αυλητρί­ δες με τις «πανάκριΒες εταίρες»:

Βλέπεις ότι οι άλλες αυλητρίδες παίςουν τον ύμνο του Απόλλωνος και τον ύμνο του Διός τούτες όμως οι γυναίκες παίςουν μόνο τον ύμνο του γερακιού.

Αυτή η απληστία αποκτά μια Βιολογική διάσταση. Οι εταίρες,

όπως όλες οι γυναίκες από την Πανδώρα και μετά, είναι «στομάχια», αδηφάγες, μπεκρούδες και αχόρταγες [απληστοι ωσπερ αί γυναίκες], λέξη που έχει τις ίδιες σεξουαλικές συνεκδοχές στα ελληνικά και τα

αγγλικά 26 . Αυτά τα ανθρώπινα αρπακτικά τα συναντάμε πολύ συχνά στα ρωμαϊκά θεατρικά του Τερεντίου. Ο «Ευνούχος» του, που στηρί­ ζεται ολοφάνερα στο χαμένο ομώνυμο έργο του Μενάνδρου, έχει ως Βασικό θέμα δύο αντιπάλους στην καρδιά και την εύνοια της εταί­

ρας Θαίδος, που το έργο την παρουσιάζει να προσπαθεί να επωφε­ ληθεί όσο μπορεί από το Φαιδρία και το Θράσωνα. Η αρχή της «Εκυράς» (δηλαδή πεθεράς) περιέχει το πιο αδιάντροπο δείγμα εκ­ μεταλλεύτριας εταίρας, αλλά με κάποια κατανόηση στην άποψή της.

Μια παλιά πόρνη, η Σύρα, διδάσκει μιαν άλλη πώς να επιΒιώσει. Ο

κυνισμός είναι η μόνη ρεαλιστική στρατηγική σ' έναν ανδροκρατού­ μενο κόσμο. Οι άντρες θα προσπαθούν πάντοτε να πάρουν κάτι χω­ ρίς να δώσουν τίποτα και θα αποδεικνύονται πάντοτε άπιστοι. Οι γυναίκες πρέπει να φροντίζουν τον εαυτό τους

Γι' αυτό ακριΒώς δεν παύω να σε προειδοποιώ και να σε δασκαλεύω να μη νιώσεις οίκτο για κανέναν. Αν καταφέρεις

ν' αρπάξεις κάποιον, γδύσ' τον, λεηλάτησέ τον, γδάρ' τον ςω­ ντανό!

Τέτοια στερεότυπα δεν περιορίζονταν μόνο στην κωμωδία. Επει-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

δή είχε «καταβροχθίσει» τον εραστή της Θαλλό (δηλαδή βλαστάρι),

η εταίρα Νικώ κέρδισε το παρατσούκλι «κατσίκα». Οι ρήτορες ειδι­ κότερα ξετρελαίνονταν με αυτή την εικόνα των άπληστων γυναικών

και βιάζονταν να επιρρίψουν την αιτία μιας ολόκληρης γκάμας πα­

ραπτωμάτων στις απαιτήσεις των ραδιούργων εταιρών. Έχουμε συνα­ ντήσει ήδη την Αντιγόνη, που κατάφερε τον Επικράτη να αγοράσει

μια ολόκληρη οικογένεια αρωματοπωλών, και την εταίρα του Ολυ­ μπιοδώρου που τον οδήγησε σε κάθε είδους σπατάλες και τρέλες, για να μπορεί εκείνη να κάνει μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις στην πό­ λη. Επιπλέον μαθαίνουμε για μια δεύτερη Φρύνη

-

που δεν πρέπει

να την μπερδέψουμε με τη διάσημη συνονόματή της εκ Θεσπιών­ στην οποία οι ρήτορες, σύμφωνα με τον Ηρόδικο στο έκτο βιβλίο των «Κωμωδουμένων», είχαν δώσει το παρατσούκλι Σηστός (δηλαδή κόσκινο), επειδή κοσκίνιζε τους άντρες που πήγαιναν μαζί της.

Αφού η ασάφεια είναι η ουσία των χρημάτων που ξοδεύονται για δώρα σε εταίρες, σπάνια έχουμε την ευκαιρία να συγκρίνουμε τέ­ τοιες δαπάνες με τους ακριβείς και υπερ-ακριβείς αριθμούς που βρίσκουμε για άλλα είδη σεξουαλικών παροχών. Ο Αισχίνης εντού­

τοις, όπως πάντοτε, σπεύδει πρόθυμα προς βοήθειά μας. Ισχυρίζε­ ται ότι ο Τίμαρχος, μόλις έβγαλε

2.000

δραχμές, εκβιάζοντας το γα­

μπρό ενός πολίτη τον οποίο κατηγόρησε ότι ήταν δούλος, στη συ­

νέχεια τα ξόδεψε όλα στην εταίρα του, τη Φιλοξένη 27 .

Χρήματα και ηθική Ο Τίμαρχος πράγματι αποτελεί κλασικό παράδειγμα της διαδικα­ σίας με την οποία ένα αχαλίνωτο σώμα μπορούσε να κατασπαταλή­ σει την περιουσία του, δραματική επίδειξη των δυνατοτήτων οικο­ νομικής αυτοκαταστροφής, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Αθηναίοι:

Διότι ο πατέρας του του άφΩσε μεγάλΩγ περιουσίαγ, αλλ' αυτός, όπως θα εκθέσω αργότερα,

ΤΩγ κατασπατάλΩσε

[. .. ]

Αλλ' ο Τίμαρχος Ωτο λαίμαργος, αγαπούσε τα ΠOλυτελrί δεί­ πγα, τας XOΡΕUτpίας, τα ζάρια, rίθελε γα έΧΩ ερωμέγας και εγ γέγει rίΤO δούλος τωγ αισχρότερωγ Ωδογώγ, που ποτέ δεγ πρέ­ πει γα κατακυριεύουγ τογ ευγεγrί και ελεύθερογ άγδρα.

297

[. .. ]

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Διότι ο πατέρας του του άφΩσε τόσnv περιουσία, ώστε άλ­

λοι ρε

aurriv

θα nΡπορούσαv

va

εξοδεύουv και έvα ρέρος ΤΩς

διά τας αvάγκας του κράτους Αυτός όρως ούτε διά τας ιδικάς του αvάγκας Ωρπόρεσε

va rnv διαφυλάξΩ. Είχε από TOV πατέ­ rnv Ακρόπολιv, έvα χωράφι εις TOV έvα κτΙίρα εις rnv Αλωπεκriv, ιδιαιτέρως

ρα του έvα σπίτι πίσω από

δriροv ΣφΩττού, και δε εννέα

ri

δέκα δούλους, τεΧVίτας /3υρσοδέψας, που ο καθέ­

τους του απέφερε δύο 0/30λούς εισόδΩρα

Var;

δε αΡXιτεχvίΤΩς τρεις 0/30λούς. ΑκόΡΩ δε και

rnv nΡέραv, ο plaV γυvαίκα

δούλnv που Iίξεuρε κεvτriρατα ΤΩς Αροργού και έφερε τα ερ­ γόχειρά ΤΩς εις

vrriv,

rnv

αγοράv προς πώλnσιv, κι έvα άvδρα υφα­

και ΧΡΩρατικάς απαιτΙίσεις και έπιπλα

[... ]

Και το ρεv σπίτι του ο Τίραρχος επώλnσεv εις κράτnv,

TOV κωρικόv nolnrriv,

TOV

Ναυσι­

αργότερα δε από τov Ναυσικρά­

το Ωγόρασε ο χοροδιδάσκαλος Κλεαίvετος αvτί είκοσι

rnv

Ρvωv. Το δε χωράφι, που Ιίτο ρεv ρεγάλΩς εκτάσεως, αλλά το

είχεv αφΙίσει εvτελώς χέρσο, το nγόρασεv απ' αυτόv ο Μvnσί­ θεος από ΤΩ Μυρριvούvτα. Το δε κτΙίρα ΤΩς ΑλωπεκΙίς, το οποίοv απείχε έvδεκα δώδεκα στάδια από τα τείΧΩ ΤΩς πόλε­ ως, πλΩροφορούραι ότι ικέτευε

va pn

n

ΡΩτέρα του

TOV παρεκάλει και TOV Va το φυλάξΩ, aV όχι για τί­ va rnv θάΨΩ εις αυτό, αλλά δεv

το πωλΙίσΩ, αλλά

ποτα άλλο, τουλάχιστοv διά

απέτρεψε. Και αυτό το επώλnσεv αvτί δύο χιλιάδωv δραχ­

TOV

Ρώv. Από τους δούλους και τας δούλας καvείς δεv του έρει­ vε, αλλά τους επώλnσεv όλους Όχι όρως, εις αυτόv δεv έρειvε τίποτε, ούτε σπίτι, ούτε χά­

Vl,

ούτε κτΙίρα, ούτε δούλοι, ούτε ΧΡΩρατικΙί απαίΤΩσις, ούτε

τίποτε από εκείvα που πορίζουv τα προς το ζnv εις τους έvτι­

ρους αvθρώπους Αλλ' εις αυτόv απέρειvε, αντί ΤΩς πατρικΙίς του περιουσίας ρόvοv

n

n

διαφθορά,

ροπΙί προς τας απολαύσεις,

ξέΡΩ

va

n

n

συκοφαvτία, το θράσος,

δειλία,

n

αvαίδεια, το

va pnv

κοκκιvίζn για τις vτροπές του ... 28

Εκ πρώτης όψεως, μοιάζει με μια πιο συστηματική και προσεκτι­

κά τεκμηριωμένη προσπάθεια του Αισχίνου για ν' απαλλαγεί ο τί­ μαρχος

από

κάθε

πολιτική ευθύνη,

αντιπαραθέτοντας γεγονότα,

ΑΡΧΑΙΟΙ

. ΑΘΗΝΑΙΟΙ

αριθμούς και λογικά επιχειρήματα με όλα τα σεξουαλικά υπονοού­ μενα, τα κουτσομπολιά και τα σκάνδαλα, στα οποία καταφεύγει πά­ ντοτε. Και όντως μπαίνει κανείς στον πειρασμό, όταν καταχωρεί τις

διαρκείς αθηναϊκές αναφορές στο κόστος διαφόρων απολαύσεων, να πάρει τη σημασία των εξόδων κατά γράμμα. Φαίνεται αρκετά λογικό να ανησυχεί κανείς για τα χρήματα. Σε τελευταία ανάλυση, αυτές οι οικονομικές ανησυχίες δεν ήταν άνευ ουσίας. Αν Βγάλουμε στην

άκρη τις μεγάλες στιγμές της κωμωδίας

-

τη γιορτή που στοιχίζει

ένα τάλαντο, το κορίτσι που στοιχίζει το ίδιο, τη νύχτα πάθους με τη γυναίκα του γείτονα που στοιχίζει στον Καλλία το τριπλάσιο πο­ σό

-

υπάρχουν ακόμα καλά τεκμηριωμένες δαπάνες που θα έκαναν

αισθητή την παρουσία τους όσο πλούσιος κι αν ήταν κάποιος. Δεν έχουμε λόγο να δυσπιστούμε ότι οι απολαύσεις της σάρκας αποτε­ λούσαν συχνά πραγματικό πρόΒλημα απέναντι στην κάπως νεφελώ­ δη και ακαθόριστη ηθική προΒληματική. Αλλά νομίζω ότι θα ήταν

λάθος να αντιμετωπίσουμε χωριστά τις οικονομικές από τις ηθικές ή πνευματικές ανησυχίες. Το λογικό οικονομικό σκεπτικό δεν είναι ο μοναδικός ή έστω ο πιο σημαντικός παράγοντας πίσω από αυτό το λόγο περί πολιτικής οικονομίας. Η ενασχόληση των Αθηναίων με τις δαπάνες ήταν κάτι παραπάνω από ένας σκέτος υπολογισμός των

εξόδων. Πρώτον, όταν αποδίδεις σε κάτι χρηματική αξία, το μετατρέπεις αμέσως σε ένα πράγμα ανταλλάξιμο και ρευστό. Οι Αθηναίοι διακρί­ νουν δύο είδη περιουσίας την οραΤή και την αόρατη, τη φανερά και την αφανΙι ουσία. Με τη ρευστοποίηση ενός κτήματος, με την εξαρ­

γύρωσή του, μπορούσε να εξαφανιστεί η ακίνητη περιουσία. Έμπαι­ νε στο πεδίο της ανταλλαγής, όπου εύκολα μπορούσε να εξανεμι­ στεΙ Γινόταν αναλώσιμη, Βρώσιμη. Η χρηματική αποτίμησή της, από μόνη της, σημαίνει ήδη ξόδεμα, διασπάθιση, απώλεια.

Δεύτερον, τα χρήματα αποτελούν ένα γενικότερο μέτρο με το οποίο μετρούμε τα κάθε λογής κουσούρια. Η ελληνική ηθική θεω­ ρείται κατά Βάση σχετική, σε αντίθεση με την ιουδαϊκή-χριστιανική

παράδοση και τις απόλυτες απαγορεύσεις της. Αντίθετα από τα πρέ­ πει και δεν πρέπει της ΒίΒλου, η ελληνική ηθική θα μπορούσε να

συνοψιστεί στη σύντομη φράση μηδέν άγαν, τίποτα υπερΒολικό. Σε μια ηθική που Βασίζεται στη διαΒάθμιση, τα χρήματα αποτελούν ου-

299

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σιώδες μέτρο για να υπολογίσουμε την έκταση και την ένταση της

επιθυμίας και της απόλαυσης. Λόγω της ανταλλαξιμότητάς του, το χρήμα αποτελεί επίσης ένα γενικό μέτρο που κάνει δυνατή τη σύ­

γκριση και τη συσχέτιση διαφόρων επιθυμιών, οι οποίες εκπροσω­ πούν περισσότερο μια γενικότερη ασωτία ή έλλειψη αυτοελέγχου,

παρά είναι δείγματα συγκεκριμένων προτιμήσεων. Σε αντίθεση προς τον τρόπο που αντιλαμΒανόμαστε σήμερα τις τιμές, δηλαδή ως μια αντανάκλαση της προσφοράς και της ζήτησης (πόσοι θέλουν κάτι), η δαπάνη και η αξία στην κλασική Αθήνα θεωρούνται συνήθως εν­

δεικτικές των επιθυμιών του αγοραστή, πόσο θέλει κάποιος κάτι και πόσα είναι πρόθυμος να πληρώσει. Όπως ακριΒώς η αρχαία ηθική

επικεντρώνεται στο πρότυπο του υποκειμένου που επιθυμεί, ο λό­ γος της αθηναϊκής ελίτ πραγματεύεται την οικονομία σαν κάτι που κινείται και κατευθύνεται από τη μάζα των υποκειμένων, των κατα­ ναλωτών, από τα ίδια τα μέλη της. Ο Πλάτων στον «Πρωταγόρα» μέμφεται τους άντρες που προσ­ λαμΒάνουν αυλητρίδες για τις υψηλές τιμές που ζητούν αυτές. Ο κωμικός ήρωας στη «Νέαιρα" του Τιμοκλέους κατηγορεί τον εαυτό του για την τωρινή υψηλή τιμή της Φρύνης, επειδή παλιότερα ξό­ δευε πολλά για εκείνη. Οι απογοητευμένοι οψοφάγοι κατηγορούν

άλλους ψαρομανείς, για την τρομερή άνοδο της τιμής των ψαριών. Η έμφαση που δίνουν οι Αθηναίοι στις δαπάνες λοιπόν δεν απο­ τελεί τόσο μια λογική αντανάκλαση των αληθινών προΒλημάτων του υπερΒολικού φαγητού, ποτού και συνουσίας όσο ένα μέτρο του Βαθ­ μού αυτοελέγχου. Η ανησυχία για τις δαπάνες είναι ανησυχία για

την επιθυμία την ίδια. Δεν είναι ένδειξη λογικής αλλά εκλογίκευσης, διότι προσφέρει μια λογική αιτιολόγηση για ανησυχίες που πηγά­ ζουν κυρίως από κάπου αλλού' δε διαφέρει πολύ από τα επιχειρή­ ματα που αντιτάσσουμε σήμερα σε όσους παίρνουν ναρκωτικά ή κά­

νουν υπερΒολικό σεξ, ότι θα καταστρέψουν την υγεία τους. Μπορεί να ελλοχεύουν κίνδυνοι και στις δύο αυτές δραστηριότητες, όπως υπήρχαν οικονομικοί κίνδυνοι στην κατανάλωση ψαριών και στη συ­ ναναστροφή με τις εταίρες, αλλά νομίζω πως θα ήταν λάθος να θεω­ ρήσουμε ότι η κυριότερη ανησυχία των ηθικολόγων έχει να κάνει με την οικονομική ή σωματική ευζωία των στόχων τους. Όντως, θα εί­ χε ενδιαφέρον να δούμε τις αντιδράσεις των ηθικολόγων, όταν, στα

300

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

μέσα του 30υ αιώνα, ο Δημήτριος, εγγονός του Δημητρίου του Φα­

ληρέως, ξεσκέπασε την μπλόφα τους

Όταν τα μέλΩ του Αρείου Πάγου τον κάλεσαν και τον διέ­

ταξαν να ζfισει μια καλύτεΡΩ ζωfι, εκείνος απάνΤΩσε: "ΣυντΩ­ ρώ μια από τις πιο όμορφες εταίρες και δεν πειράζω κανέναν, πίνω χιώτικο κρασί και από κάθε άΠΟΨΩ φροντίζω αρκετά κα­

λά τον εαυτό μου' πλΩρώνω για όλ' αυτά από το προσωπικό μου εισόδΩμα και δε ζω, όπως μερικοί από σας, από δωροδο­ κίες και μοιχείες»29.

Τρώγοντας τη γη Ο άσωτος υιος καταΒροχθίζει την περιουσία του, όπως ακριΒώς καταΒροχθίζει κι ένα πιάτο ψάρια. Όντως, στα ελληνικά συναντάμε πολύ συχνά τις φράσεις κατεσθίω (τρώω) την περιουσία μου ή την

καταΒροχθίζω (καταπίνω με λαιμαργία). Διάφορα λογοπαίγνια και αστεία κρατούν ζωντανή τη μεταφορά. Οι μάγειροι στη νέα κωμωδία προτιμούν να εργάζονται για νέους άντρες, οι οποίοι «τρώνε» ήδη

την περιουσία τους για χάρη κάποιου κοριτσιού. Ένας μάλιστα είχε σχεδιάσει ένα ειδικό μενού, από θαλασσινά κυρίως και διάφορα «πε­ τρόψαρα», που ταίριαζε στις ταραγμένες επιθυμίες τους. Ένας άλλος

μελετάει το κοινό και παρατηρεί ότι αναγνωρίζει ανάμεσά τους πολ­ λούς που έχουν «φάει» την περιουσία τους για χάρη του. Ο Κτήσιπ­ πος, γιος του μεγάλου στρατηγού ΧαΒρίου, αποτελούσε θαυμάσια αφορμή για τέτοια αστεία, διότι ξόδεψε στα Βίτσια του τα χρήματα

που προορίζονταν για το μνημείο του πατέρα του' άλλοι έλεγαν ότι πούλησε μάλιστα τις πέτρες τις ίδιες και ο Μένανδρος, πολλά χρό­ νια αργότερα, το

321

π.χ., στο πρώτο έργο του με τίτλο "Οργή», Βά­

ζει έναν ηλικιωμένο άντρα να τον ανταγωνίζεται:

Κοίτα, γυναίκα μου, κι εγώ υπfιρξα κάποτε νέος κι ας μΩν έκανα μπάνιο πέντε ψόρές ΤΩ μέρα' όπως κάνω τώρα. Ούτε

φορούσα κομψό μανδύα' όπως κάνω τώρα. Ούτε παρφουμαρι­ ζόμουνα, όπως κάνω τώρα. Και θα Βάψω τα μαλλιά μου, και θα κάνω αποτρίχωσΩ, και, μα το Δία, πριν περάσει πολύς και-

3°1

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ρός, θα γίγω ΚτΙΊσιππος όχι άγθρωπος και θα κατα8ροχθίσω όπως εκείγος τους λίθους απαξάπαγτες κι όχι απλώς τπ γπ μου.

Ο Μένανδρος προτείνει τη δέουσα τιμωρία για τέτοιους τύπους, με τη μορφή προσευχής

Πολυαγαππμέγπ Μπτέρα Γπ, πόσο ιερΙΊ είσαι, πόσο άξιο απόκτπμα για άγτρες λογικούς! Θα έπρεπε γα έχουμε πρ08λέ­

ψει κάποια τιμωρία για όσους τρώγε τπ γπ που έχουγ κλπρο­ γομΙΊσει, γα τους αγαγκάζουμε γα σαλπάρουγ στπ θάλασσα για πάγτα και γα μπγ ξαγαπατΙΊσουγ ποτέ το πόδι τους στπ στε­ ριά' κι αυτό, για γα εκτιμΙΊσουγ τι αγαθό είχαγ κλπρογομΙΊσει, τι αγαθό απέτυχαγ γα διαφυλάξουγ!3Ω.

Αν κι ένας λογικός αναγνώστης θα μπορούσε να αναρωτηθεί για­

τί σ' ένα λόγο που ασχολιόταν πάνω απ' όλα με την πορνεία, έδιναν τόσο μεγάλη έμφαση στην πώληση περιουσιών, ο Αισχίνης ξέρει τι κάνει.

[ο Δημοσθένης] περιφέρεται λοιπόγ εις τπγ αγοράγ και

απορεί και εξίσταται και ερωτά αγ το ίδιο πρόσωπο είγαι εκεί­ γο που κατπγορείται ότι εποργεύθπ και εκείγο που εσπατάλπ­ σε τπγ πατρικΙΊ του περιουσίαγ.

Ο Αισχίνης όμως δε μιλάει για την οικονομική λογική, σύμφωνα με την οποία η πορνεία θα προσέφερε στον Τίμαρχο αρκετά χρήμα­ τα ώστε να γλιτώσει την πατρική περιουσία ή αντιστρόφως. Απενα­

ντίας, η πραγματική οικονομική πολιτική αντικατοπτρίζει μια εσω­ τερική λιμπιντική οικονομική πολιτική. Όταν ο Αισχίνης παρατηρεί

ότι ο Τίμαρχος όχι μόνο «τπγ κατέφαγε, αλλά και τπγ κατέπιε", δεν υπαινίσσεται ότι ο Τίμαρχος σπατάλησε την περιουσία του στο πο­

τό, αλλά τον τρόπο με τον οποίο ξόδεψε την περιουσία του: «Και ού

μόνον κατέφαγεν, αλλ' ει οίόν τ' εστιν ειπειν, και κατέπιεν». Η εικόνα που βλέπουμε είναι ενός εθισμένου, απελπισμένου για τη δόση του:

302

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Διότι και τα κτΩρατά του δεγ τα επώλΩσεγ εις ΤΩγ αλΩθιγΩ τωγ αξίαγ, ούτε Ωρπορούσε γα περψέγΩ εις ρεγαλυτέραγ και συρφεΡωτέραγ τψΩγ, αλλά τα επωλούσε εις όσΩγ τψΩγ εκά­ στοτε εύρισκε. Τόσογ πολύ ε8ιάςετο γα γλεvτΩσΩ.

Δεν είναι δύσκολο να δούμε πως μια τέτοια μεταφορά συγχωνεύ­

ει το ξόδεμα και το φάγωμα σε μια εικόνα. Η μεταφορά ότι κάποιος τρώει ή πίνει μια περιουσία, εξισώνει την επιθυμία που πρέπει να ικανοποιηθεί με τη διαδικασία συλλογής των χρημάτων που χρειά­ ζονται για την ικανοποίησή της. Η ρευστοποίηση από τον Τίμαρχο

των περιουσιακών στοιχείων του δεν είναι η απόπειρα ενός αξιοπρε­ πούς πολίτη να αποκτήσει αυτό που θέλει, αλλά μια προκλητική

επίδειξη των επιθυμιών που κοχλάζουν κρυφά, μια εντυπωσιακή τρύπα στην πατρική του περιουσία, ένα κτισίππιο αντι-μνημείο στην

επιθυμία του 31 • Δε μας εκπλήσσει λοιπόν, όταν ανακαλύπτουμε ότι ο έκλυτος και ο άσωτος υιος, ο ακρατής και ο άσωτος συχνά συγχωνεύονται σε

ένα, ότι ο καταπύγων, μια φιγούρα η οποία συμπυκνώνει την έλλει­ ψη αυτοελέγχου, απεικονίζεται συχνά ως πρότυπο ασωτίας. Έχουμε συναντήσει ήδη τον καταπύγονα γιο στους «Δαιταλείς» του Αριστο­

φάνους, ο οποίος διδάσκεται συστηματικά πώς να ζει πολυτελώς, ενώ και στις «Νεφέλες», ο Αριστοφάνης επιτίθεται εξίσου στον πα­ θιασμένο για τα άλογα γιο του Στρεψιάδου, για την κατασπατάληση

της περιουσίας του: «Α σιχαρέγε διappΩXΤΩ, πατροκτόγε ... ξεπατω­ ρέγε [λακκόπρωκτε]». Ο ΝτόΒερ θεωρεί αυτές τις λέξεις «πολύ γε­ γικές, εξυ8ριστικές και περιφρογΩτικές εκφράσεις», αλλά είναι πα­ ράλογο να αρνηθούμε ότι παραπέμπουν συγκεκριμένα στις επιπτώ­

σεις της συμπεριφοράς του Φειδιππίδου επί της περιουσίας του πα­ τέρα του. Η λέξη λακκόπρωκτος αναφέρεται στους άσωτους τρό­ πους του, μια άμεση αντιστροφή του επιθέτου που χρησιμοποιεί για

να περιγράψει τα απύθμενα πλούτη που είχε η οικογένεια του Καλ­

λίου πριν την πάρει ο τελευταίος στα χέρια του: λακκόπλουτος, απύθμενα πλούσιος. Αυτό που κάνει ο Αισχίνης λοιπόν, με την προ­ σεκτική αποτίμηση της περιουσίας του Τιμάρχου, είναι να κατα­

σκευάζει τη ζωντανή εικόνα ενός ασώτου σώματος, ενός σώματος τό-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σο παραδομένου σε πανάκριβες απολαύσεις που οι επιθυμίες του πρέπει να ικανοποιηθούν αμέσως:

Κοιτάξτε πώς εξαργύρωσε ο Τίμαρχος ΤΩν περιουσία του:

όπως ακριΒώς εξαργύρωσε και τον εαυτό τoιJ 2 •

Μέρος Τέταρτο

Η πόλη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

7

Πολιτική και κοινωνία

Είμαστε αρκετά συνηθισμένοι, στις μέρες μας, να διαΒάζουμε για τη σεξουαλική ζωή δημοσίων προσωπικοτήτων, την οποία ερευνούν ευ­ συνείδητα για χάρη μας ασυνείδητες εφημερίδες, στο όνομα του «δη­ μοσίου συμφέροντος». Και οι Αθηναίοι συνέδεαν την απόλαυση με την πολιτική, αν και μπορεί να μας φανεί αρκεΤά αλλόκοτη η έκτα­ ση των συσχετισμών που έκαναν και η εφευρετικότητα με την οποία

τους έκαναν. Πράγματι, το ότι εισάγουμε το θέμα της πόλης εδώ, στο τέλος του ΒιΒλίου, είναι κάπως ανέντιμο, αφού μεγάλο μέρος του υλικού που έχουμε ήδη διαπραγματευθεί, προερχόταν εξαρχής από την πολιτική: τα σχόλια κατά πολιτικών αντιπάλων ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου ή ενώπιον των λαϊκών δικαστηρίων, οι συκο­ φαντίες εναντίον δημοσίων προσωπικοτήτων στις κωμωδίες

που

ανέΒαιναν στις λαϊκές γιορτές, οι οργισμένες επιθέσεις των φιλοσό­

φων στις πολιτικές πραγματείες τους. Το μόνο που σκοπεύω να κά­ νω σε αυτό το τελευταίο κομμάτι του ΒιΒλίου είναι να Βάλω τις απο­ δείξεις πίσω στη θέση που ανήκουν και να εξηγήσω πώς έτυχε να Βρεθούν εκεί.

Μ ια πόλη μαρτύρων Από την ανατροπή του δικτάτορα Ιππίου και τις μεταρρυθμίσεις

του Κλεισθένους, στα τέλη του 60υ αιώνα, μέχρι την επιΒολή του ολιγαρχικού καθεστώτος από τους διαδόχους του Αλεξάνδρου το

322

π.χ.

-

και με συντομότατα διαλείμματα στο μεσοδιάστημα

-

η

Αθήνα ήταν δημοκρατία. Δεν ήταν αντιπροσωπευτική δημοκρατία,

όπως όλα σχεδόν τα σύγχρονα πρότυπα, αλλά άμεση δημοκρατία. Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι την πόλη διοικούσε μια κυρίαρχη συ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νέλευση, η Εκκλησία του Δήμου, στην οποία γίνονταν δεκτοί όλοι οι ενήλικες άρρενες πολίτες. Η Εκκλησία του Δήμου συγκαλείτο πο­ λύ νωρίς το πρωί, αρκετές φορές το μήνα, για να αποφασίσει την πολιτική γραμμή. Την ημερήσια διάταξη προετοίμαζε η Βουλή των

500,

στην οποία συμμετείχαν πενήντα τυχαία εκλεγμένοι εκπρόσω­

ποι καθεμιάς των δέκα φυλών με θητεία ενός έτους και η οποία ασχολιόταν με τις καθημερινές υποθέσεις της πολιτείας. Στην Εκ­ κλησία του Δήμου οποιοσδήποτε μπορούσε να προτείνει ένα νόμο ή

να καταφερθεί εναντίον ενός νόμου. Όταν ο νόμος ψηφιζόταν διά πλειοψηφίας

-

κι εφόσον ήταν σημαντικός

-

τον λάξευαν σε πέτρα

και τον τοποθετούσαν σε δημόσια τοποθεσία. Όντως, υπήρχαν τόσο πολλά τέτοια ντοκουμέντα σε παράταξη ώστε κάποια σημεία της πό­ λης θα έπρεπε να μοιάζουν με παραφορτωμένα νεκροταφεία, όμως, χάρη σ' αυτή την εκκεντρική πρακτική, διασώθηκαν ως τον αιώνα

μας αρκετές χιλιάδες απ' αυτά τα δημόσια έγγραφα της δημοκρατί­ ας. Έτσι, κατάφεραν οι ιστορικοί να γνωρίσουν λεπτομερέστερα

τους μηχανισμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας απ' ό,τι αρκετών πιο πρόσφατων καθεστώτων. Οι πιο ώριμοι πολίτες, όσοι δηλαδή ήταν πάνω από τριάντα

ετών, εκλέγονταν επίσης ως μέλη των συνθέσεων των δικαστηρίων, τα οποία αποτελούνταν συνήθως από λίγες εκατοντάδες μέλη, ενώ περιστασιακά έφταναν τους χίλιους. Τον

40

π.χ. αιώνα, αυτοί οι γη­

ραιότεροι πολίτες εξέταζαν και τους νόμους που περνούσαν στην Εκκλησία του Δήμου για να ΒεΒαιωθούν ότι δεν ήταν παράνομοι ή

αντιφατικοί. Οι συνθέσεις των δικαστηρίων, τα μέλη της Βουλής των

500

και των πολυάριθμων άλλων επιτροπών, όπως και άλλοι αξιω­

ματούχοι, επιλέγονταν διά κληρώσεως, πράγμα που οι ΑθηναίΌΙ θεωρούσαν θεμέλιο του δημοκρατικού συστήματος. Για τη διασφάλι­ ση της αμεροληψίας, είχαν ειδικές τοποθεσίες όπου γίνονταν οι κληρώσεις, τα επονομαζόμενα KλΩpωTΩpιa·. Η λειτουργία αυτών των «μνημείων» της αθηναϊκής ισότητας έχει

διασωθεί και περιγράφεται στην «Αθηναίων πολιτεία» του Αριστοτέ­ λους, ένα έργο που ανακαλύφθηκε ξανά σε πάπυρο και δημοσιεύθη-



Κληρωτήριον ονομαζόταν ο τόπος όπου γΙνovταν οι κληρώσεις, αλλά και τα δα­ χεΙα στα οποΙα έριχναν τις ψήφους.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κε για πρώτη φορά στα τέλη του 190υ αιώνα. Οι μηχανισμοί κληρο­ δοσίας ήταν ένα προπύργιο κατά της μόνιμης απειλής των αντιδη­ μοκρατικών δυνάμεων, δηλαδή των πολιτικών κομμάτων ή κάποιων χαρισματικών ατόμων, που περίμεναν την ευκαιρία για να ανατρέ­

ψουν το καθεστώς και να εγκαταστήσουν στη θέση του ένα είδος τυ­ ραννίδας ή δικτατορίας. Αφού η δημοκρατία έκανε τόσο μεγάλες προσπάθειες όχι μόνο να περιφρουρήσει την εξουσία του λαού, αλ­ λά και να εξασφαλίσει τη μαζική συμμετοχή στην καθημερινή διακυ­

βέρνηση και τα δικαστήρια, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγο­ νός ότι η πολιτική διαπότιζε την αθηναϊκή ζωή και τον αθηναϊκό

πολιτισμό. Η Αθήνα δεν ήταν μόνο πολύ ανοιχτή πολιτικά, αλλά και ο πλη­ θυσμός της ζούσε με την ελάχιστη κρατική επιτήρηση, κάτι που δεν

μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο για την υπόλοιπη Ελλάδα. Δεν υπήρ­ χε επίσημη αστυνομική δύναμη (οι περίφημοι Σκύθες τοξότες φαί­

νεται ότι εξανάγκαζαν τους πολίτες που κυκλοφορούσαν στην αγο­ ρά να συμμετάσχουν στην Εκκλησία του Δήμου), δεν υπήρχαν λογο­

κριτές, δεν υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας, ούτε προσωπικοί φά­ κελοι. Ουσιαστικά, σε αντίθεση με τις μνημειώδεις πέτρινες επιγρα­ φές που κατέγραφαν τις αποφάσεις των δημοσίων σωμάτων, τα προ­ σωπικά στοιχεία ήταν πολύ περιορισμένα και συχνά ατελή. Σε μια πόλη που διαφύλαττε με τόσο ζήλο την ιδιότητα του πολίτη, δεν υπήρχε κεντρικό ληξιαρχείο πολιτών. Δεν υπήρχε καν κτηματολόγιο και το θέμα της ιδιοκτησίας ρυθμιζόταν από τις μαρτυρίες των γει­

τόνων. Η Αθήνα δεν ήταν μόνο η δημοκρατία πρότυπο, αλλά από πολλές απόψεις ήταν το αρχέτυπο της περιορισμένης κρατικής πα­ ρέμβασης που εκθειάζουν οι σημερινοί ακραίοι φιλελεύθεροι.

Εκ πρώτης όψεως; μια τέτοια κοινωνία δεν ήταν ελπιδοφόρο πε­ δίο για τους επαγγελματίες πολιτικούς. Το σύστημα εκλογής διά

κληρώσεως έκανε κάθε απόπειρα για κυβερνητική σταδιοδρομία κυ­ ριολεκτικά μάταιη. Τα αξιώματα στα οποία εκλέγονταν οι πολίτες και τα οποία παρείχαν όντως μια κάποια, εξουσία ήταν ελάχιστα, όπως για παράδειγμα του στρατηγού ή του μέλους συγκεκριμένων

οικονομικών επιτροπών, αλλά οι φιλόδοξοι άντρες που ένιωθαν άβολα στο λογιστήριο και τα συσσίτια δεν είχαν λόγο να απελπίζο­

νται. Ένας άντρας είχε πάρα πολλές πιθανότητες να αποκτήσει μια

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σημαίνουσα θέση εξουσίας στην αθηναϊκή δημοκρατία, αρκεί να ήταν

καλός στο γράψιμο λόγων. Κατά την παράδοση, η τέχνη του ομιλείν (ρητορική) αποκαλύ­ φθηκε εντυπωσιακά στους Αθηναίους το

427

π.χ., όταν έφτασε στην

Αθήνα ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας, για να ζητήσει τη Βοήθεια των Αθηνών εναντίον του ισχυρού γείτονα της πόλης

του, των Συρακουσών. Φυσικά, είχαν υπάρξει ικανοί ομιλητές και πριν τη «ρητορική"

-

ο Περικλής, για παράδειγμα, δεν περίμενε με

το στόμα σφραγισμένο να εμφανιστεί ο Γοργίας ο Γοργίας όμως

κουΒαλούσε μαζί του την αυτεπίγνωση ενός καινούριου επιστημονι­ κού κλάδου

-

όπως αυτός είχε τελειοποιηθεί στην πατρίδα του τη

Σικελία, ως επακόλουθο μεταδικτατορικών περιουσιακών διαφορών που διαρκούσαν δεκαετίες ολόκληρες

-

καθώς επίσης τη δική του

προσωπική εκδοχή καινούριας μορφής και ύφους. Οι σύγχρονοι με­

λετητές των ελληνικών δε Βρίσκουν καθόλου ελκυστικό τον τρόπο γραφής του Γοργίου και η επιρροή του στο Θουκυδίδη είναι που

μας δυσκολεύει τόσο να κατανοήσουμε το μεγάλο ιστορικό. Δεν υπάρχει πάντως αμφιΒολία ότι η επίδρασή του στην Αθήνα υπήρξε

πολύ πλατιά. Όχι μόνο έστειλαν οι Αθηναίοι Βοήθεια στους Λεοντί­ νους

-

με μοιραίο αποτέλεσμα

-

αλλά η ρητορική εγκαταστάθηκε για

τα καλά στην πόλη, αφού η δημοκρατία προσέφερε πολλές ευκαιρί­ ες για εξάσκηση στους σπουδαστές της ρητορικής. Ο Γοργίας συνέ­ κρινε την τέχνη της πειθούς με τα μάγια και τα ξόρκια· και υπήρχε όντως κάτι μαγικό στον τρόπο με τον οποίο άρχισαν οι προικισμέ­

νοι ομιλητές να κερδίζουν χρήματα και εξουσία. Ο πιο ειλικρινής,

αν και λιγότερο τιμητικός, τρόπος για να Βγάλει κανείς χρήματα ήταν να πουλάει τους λόγους του σε πελάτες, οι οποίοι θα χρησι­ μοποιούσαν τα ξένα λόγια για να υποστηρίξουν κάποια υπόθεσή τους στο δικαστήριο (τυπικά, οι Αθηναίοι επέμεναν στην αυτοπρό­ σωπη παράσταση όσων εμπλέκονταν στις δικαστικές διαμάχες). Ο Δημοσθένης έτσι ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του και ο Λυσίας, που εδώ και αιώνες θεωρείται ο δεξΙΟΤέχνης του καθαρού κλασικού (ατ­

τικού) ύφους, δεν έκανε σχεδόν τίποτα άλλο, αφού δεν ήταν σε θέ­ ση να επιδιώξει δημόσια σταδιοδρομία εξαιτίας της αλλοδαπής (σι­ κελικής) καταγωγής του. Ήταν πολύ πιο προσοδοφόρο, εντούτοις, όταν κάποιος μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ταλέντο του προς

310

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ίδιον όφελος. Ο Δημοσθένης χρησιμοποίησε τις ρητορικές ικανότη­

τές του για να ανακτήσει μέρος της κληρονομιάς που είχαν ιδιοποι­ ηθεί οι κηδεμόνες του την εποχή που ήταν ανήλικος. Πιο τυπική

περίπτωση ήταν ο Τίμαρχος, ένας πολύ ικανός ομιλητής, για τον

οποίο έλεγαν ότι είχε αποσπάσει χρήματα από κάποιον, κατηγορώ­ ντας τον ψευδώς ότι ήταν πρώην δούλος. Το ίδιο το γεγονός ότι ένας άντρας είχε εκπαιδευθεί σε ρητορική σχολή μπορούσε να χρη­

σιμοποιηθεί εναντίον του ... από άλλους καλά εκπαιδευμένους ρήΤο­

ρες. Λέει κάποιος Ανδροκλής σ' ένα λόγο που του είχε γράψει ο Δη­ μοσθένης

Δεν έχω τΙποτα εναντΙον των ανθρώπων που δΙνουν χρΙψα­ τα στον ΙσοκράΤΩ [έναν από τους πιο δημοφιλείς δασκάλους],

αλλά, ρα το Δία, δε νορίζω ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ΧΡΩ­ σψοποιούν τις ΡΩτορικές τους ικανόΤΩτες για να διεκδικούν ΤΩν περιουσία άλλων ανθρώπων και ενίοτε να τους ΤΩν παίρ­ νουν ράλιστα, θεωρώντας τον εαυτό τους ανώτερο και εξυπνό­ τερο.

Αυτή η άνευ ηθικών άναστολών χρήση των νομικών κανόνων ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, σύμφωνα με μερικές πηγές, και ο συ­ κοψάντΩς, ο επαγγελματίας κατήγορος, ήταν μια μισητή και απεχθής

φυσιογνωμία. Σ' αυτό συντελούσε και το γεγονός ότι η Αθήνα δε στερείτο μόνο αστυνομικής δύναμης αλλά και υπηρεσίας δημοσίου

κατηγόρου και στηριςόταν αντίθετα σ' όποιον ήθελε [Βουλόμενος] να θέσει υπόψη της πόλης τις παραΒιάσεις του νόμου, συχνά με

αντάλλαγμα μια σημαντική αμοιΒή 1. Τα μεγαλύτερα έπαθλα, εντούτοις, Βρίσκονταν στο χώρο της πο­ λιτικής, όπου μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το ρητορικό σου τα­ λέντο για να μεταστρέψεις ολόκληρη την Εκκλησία του Δήμου με το

μέρος σου. Αυτοί οι δημόσιοι ομιλητές (ρήτορες) έχαιραν μεγαλύτε­

ρης υπόληψης απ' ό,τι οι συκοφάντες και οι λογογράφοι, αν και τα όρια αυτών των κατηγοριών συγχέονται. Ουσιαστικά ήταν η αφρό­

κρεμα των ρητόρων και ό,τι πιο κοντινό είχαν οι Αθηναίοι στους

πολιτικούς και τα δημόσια πρόσωπα. Ένα τέτοιο είδος εςουσίας αναμφίΒολα είχε τα πλεονεκτήματά του, αλλά ήταν και επικερδές

-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ενίοτε μάλιστα πολύ επικερδές. Οι ξένες κυΒερνήσεις πλήρωναν τε­ ράστια χρηματικά ποσά για να πάρουν με το μέρος τους τους ομι­

λητές με τη μεγαλύτερη απήχηση. Με χρήματα εξαγόρασε ο Φίλιπ­

πος τη συνθήκη ειρήνης με την Αθήνα το

346

π.χ., κατά το Δημο­

σθένη, αλλά και ο Δημοσθένης ο ίδιος δεν είχε αντιρρήσεις να κερ­ δίσει κάτι, όταν ανέκυψε η ευκαιρία (και ταυτόχρονα να χρηματοδο­ τήσει τον αγώνα του). Έλεγαν ότι την αντίθεσή του προς τους Μα­

κεδόνες υποΒοηθούσε τακτικά με δώρα ο Βασιλιάς της Περσίας, ενώ έκανε την τύχη του κυριολεκτικά όταν έφτασε στην Αθήνα ο Άρπα­

λος, ο λιποτάκτης θησαυροφύλακας του Αλεξάνδρου, γυρεύοντας απεγνωσμένα ένα ασφαλές καταφύγιο για το τεράστιο χρηματικό πο­ σό που είχε υπεξαιρέσει από το Βασιλιά του. Ελάχιστοι ρήτορες πέ­ θαναν αδέκαροι. Από την άλλη πλευρά, το να μιλάει κανείς δημοσίως εγκυμονού­

σε πολύ μεγάλους κινδύνους και οι πολιτικοί αντίπαλοι άρπαζαν κάθε ευκαιρία για να μηνύσουν τους αμελείς ή άτυχους ομιλητές, για . παράνομες ή καταδικασμένες προτάσεις τους. Η ποινή συχνά ήταν θάνατος. Μερικοί απέφευγαν να εκτεθούν και πλήρωναν άλ­

λους, τους πάντοτε πρόθυμους συκοφάντες, για να προτείνουν αντ'

αυτών μέτρα, τα οποία μετά υποστήριζαν ενθ~υσιωδώς. Ο Απολλό­ δωρος κατηγορεί το Στέφανο, τον εραστή της Νεαίρας, ότι Βγάζει το ψωμί του με τέτοιο τρόπο. Κάτι τέτοιο είναι πιθανόν, διότι αυτός ήταν ο αρχικός ρόλος του συκοφάντη, πριν αποκτήσει στις μέρες μας την έννοια του άδικου επικριτή, του διαΒολέα. Στην αρχαία κω­ μωδία, ο συκοφάντης συνδέεται στενά με άλλους αργόσχολου ς γλεί­

φτες και δουλοπρεπείς, όπως ο παράσιτος και ο κόλακαξ Ακόμα και να μην τα μπέρδευε κανείς στην Εκκλησία του Δήμου,

όλο και κάποια άλλη κατηγορία θα ξέθαΒαν οι εχθροί του, με σκο­ πό να τον οδηγήσουν στη χρεοκοπίά ή να τον απομακρύνουν από το προσκήνιο με κυρώσεις όπως η εξορία, η στέρηση των πολιτικών

του δικαιωμάτων ή ο θάνατος. Βλέπουμε λοιπόν ότι, μέσα στις αί­ θουσες των δικαστηρίων, η πολιτική είχε τακτικά το πάνω χέρι και οι Αθηναίοι πολιτικοί χρησιμοποιούσαν πολύ δημιουργικά τους νό­

μους για να λύσουν τις προσωπικές τους Βεντέτες. Μερικές από τις δίκες αυτές μας φαίνονται σήμερα τρομερά ασήμαντες. Ακούμε για τη δημόσια παραπομπή κάποιου, επειδή πλήρωσε πάνω από δύο

312

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

δραχμές για αυλητρίδες, για αγωγές κατά αντρών που χρησιμο­ ποιούσαν άλλο όνομα από το δικό τους και υπάρχει μία μυστηριώ­

δης δίκη εναντίον κάποιου Ερασιστράτου «σχετικά μ' ένα φασιανό,,*. Συναντάμε επίσης και παραπομπές για υπερβολική δικομανία

-

τας Υραφάς συκοφαντίας. Για την κοινωνική ιστορία, αυτή η δη­ μιουργική χρήση του νόμου έχει αναπάντεχα οφέλη. Στην πολιτική,

για παράδειγμα, οφείλουμε πολλά από αυτά που (νομίζουμε) ότι ςέ­ ρουμε για την αρχαία πορνεία. Ο λόγος «Κατά Τιμάρχου" ήταν η εκ­

δίκηση του Αισχίνου εναντίον των συμμάχων του Δημοσθένους, που τον κατηγόρησαν για προδοσία όταν προετοίμασε τη συνθήκη με το

Φίλιππο. Ο λόγος «Κατά Νεαίρας" είναι η εκδίκηση του Απολλοδώ­ ρου κατά του Στεφάνου, ο οποίος του είχε επιτεθεί για τις παράνο­ μες προτάσεις που εισήγαγε στην Εκκλησία του Δήμου και τον είχε

κατηγορήσει μάλιστα για ανθρωποκτονία. Η απουσία αστυνομικής δύναμης, επομένως, δε σήμαινε ότι η Αθήνα δεν αστυνομευόταν. Το αντίθετο θα λέγαμε, ότι δηλαδή αστυ­

νομευόταν υπερβολικά, αφού ο κάθε κάτοικος χωριστά και όλοι μα-' ζί ήταν εν δυνάμει πράκτορες της πόλης. Λόγω της έλλειψης κανο­ νικών αρχείων και φακέλων, τα δικαστήρια βασίζονταν ακόμα περισ­

σότερο στους μάρτυρες, οι οποίοι καλούνταν να καταθέσουν για πα­ ντός είδους γεγονότα και συμβάντα: ποιος από τους δύο αδελφούς ήταν μεγαλύτερος, αν κάποιος ήταν πολίτης ή δεν ήταν, αν ένας άν­ θρωπος ήταν δούλος ή όχι, αν ένας πολίτης είχε παντρευτεί ή όχι, πόσο πλούσιος ήταν ένας άντρας ή πόσο φτωχός. Ιδιαίτερα πολύτι­ μοι από την άποψη αυτή ήταν οι υπηρέτες του σπιτιού, οι οποίοι

συχνά αποτελούσαν το μοναδικό τρόπο για να μάθει κανείς τι συνέ­ βαινε πίσω από τους σιωπηλούς τοίχους του αθηνα'ίκού οίκου. Οι­ κιακοί υπηρέτες ήταν που αποκάλυψαν στο εςαγριωμένο πλήθος ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια είχαν βεβηλωθεί σε ιδιωτικές κατοικίες. Δυ­

στυχώς όμως, η μαρτυρία των δούλων γινόταν δεκτή μόνο αν τους είχαν βασανίσει. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι αντίπαλοι σε νομικές

διαμάχες στην Αθήνα απαιτούσαν συχνά να τους παραδώσουν τους δούλους των εχθρών τους ή προσέφεραν τους δικούς τους για να



Η έκφραση φασιανός ανΩρ υπονοεί ότι κάποιος είναι συκοφάντης και φασιανούς

αποκαλεί κοροϊδευτικά τους συκοφάντες ο Αριστοφάνης

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τους Βασανίσουν και να πουν την αλήθεια. Όποιος αρνιόταν να πα­

ραδώσει τους δούλους του δε θεωρείτο ευσπλαχνικός, αλλά ύπο­ πτος για απόκρυψη στοιχείων. Όσοι το Βρίσκουν αυτό ενοχλητικό, ας παρηγορηθούν από το γεγονός ότι μπορεί κάποιοι να προκαλού­ σαν τους αντιδίκους τους να παραδώσουν τους δούλους τους για

Βασανισμό, αλλά τις περισσότερες φορές αυτό δε γινόταν δεκτό. Μόνο σε δύο από τις σαράντα δύο περιπτώσεις που γνωρίζουμε, η πρόκληση έγινε δεΚΤή, αλλά σε καμία περίπτωση ο δούλος δεν υπο­ Βλήθηκε πράγματι σε Βασανιστήρια. Όποιος πάλι ισχυριστεί ότι πο­

τέ δε συνέΒη Βασανισμός δούλων για την απόσπαση πληροφοριών

πέφτει πολύ έξω, διότι, παρ' όλο που η απειλή ήταν συνήθως μπλό­ φα, δε φαίνεται να συνιστούσε ένα σκέτο τελετουργικό. Και φυσικά είναι γνωστό ότι οι δούλοι Βασανίζονταν (και οι αλλοδαποί, και ακόμα σπανιότερα οι Αθηναίοι πολίτες), όταν τους θεωρούσαν ανα­ μειγμένους σε KάrΊOΙO έγκλημα. Από πρακτική άποψη, οι γνώσεις ενός δούλου ήταν ίσως πιο επι­ κίνδυνες στην περίπτωση προστριΒών εντός του οίκου. Η υπηρέτρια της γυναίκας του Ευφιλήτου, υπό την απειλή Βασανιστηρίων, του

αποκαλύπτει τις λεπτομέρειες της περιπέτειας της γυναίκας του με

τον Ερατοσθένη και έτσι δίνει τη δυνατότητα σ' αυτόν και τους φί­ λους του να πιάσουν στα πράσα το ένοχο ζευγάρι, τη μοιραία νύχτα. Μπορούμε να καταλάΒουμε γιατί η Αστυάνασσα, η υπηρέτρια της Ελένης στην Τροία, θεωρήθηκε η μυθική πρώτη συγγραφέας σεξουα­

λικών εγχειριδίων και γιατί οι γυναίκες στη «Λυσιστράτη» του Αρι­ στοφάνους νιώθουν τόση ευγνωμοσύνη για τη διακριτικότητα του λύχνου3.

Ακόμα και το σπίτι νά κρατούσε το στόμα του κλεισΤό, οι δρό­ μοι ήταν πρόθυμοι να φλυαρήσουν. Η Αθήνα ήταν πολύ μεγάλη και δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «πρόσωπο με πρόσωπο" κοινωνιών

που έχουν μελετήσει οι ανθρωπολόγοι της ζωής στο χωριό, όπου οι πάντες γνωρίζονται μεταξύ τους. Οι Αθηναίοι άλλωστε είχαν τη συ­ νήθεια να παρακολουθούν τις δημόσιες προσωπικότητες, όταν περι­ φέρονταν στην πόλη. Αμέσως μόλις έΒγαιναν από την πόρτα τους,

οι δημόσιοι άντρες ήταν εκτεθειμένοι σ' ένα δάσος από μάτια και συ­ χνά αποκάλυπταν πολύ περισσότερα για τις προσωπικές τους συνή­

θειες ή τις σχέσεις τους με εκπροσώπους ξένων χωρών απ' ό,τι υπο-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

πτεύονταν. Ο Δημοσθένης δε χρειάζεται να θυμίσει στο ακροατήριό του με τι μοιάζει ο Αισχίνης,

Όταν περνάει 8ιαστικός ρέσα από ΤΩν αγορά, ρε το ρανδύα του να κρέρεται ως τους αστραγάλους του, ξεφουσκώνοντας τα ράγουλά του, νάτος περνάει, ο στενός φίλος του Φιλίππου ΤΩς Μακεδονίας στις υΠΩρεσίες σας. Ο Απολλόδωρος συμΒουλεύει τους δικαστές του να ακούσουν τα επιχειρήματα και τους νόμους και μετά να στρέψουν απλώς το Βλέμ­ μα τους στη Νέαιρα, για να δουν αν είναι ένοχη ή όχι. Ίσως έχει μά­ θει το κόλπο από το Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης είχε ισχυριστεί κά­ ποτε ότι αρκούσε να συναντήσεις τον Απολλόδωρο στο δρόμο για να καταλάΒεις πως «ζούσε ριαν ακόλασΤΩ ζωΩ». Ο Απολλόδωρος όμως, έχοντας φέρει πια την κοφτερή γλώσσα του Δημοσθένους με το μέρος του, αρνήθηκε έντονα αυτή την κατηγορία:

Καταλα8αίνω και ρόνος ρου ότι είραι άτυχος έτσι όπως δείχνω, που ριλάω δυνατά, που περπατάω γρΩγορα

[... ]

αλλά

χάΡΩ σΤΩ ρετριοπάθεια των προσωπικών ρου δαπανών, φαίνε­ ται αρκετά καθαρά πόσο πιο πειθαΡΧΩρένος είραι στον προ­ σωπικό ρου τρόπο ζωΩς σε σύγκρισΩ ρε τον αντίπαλό ρου και άντρες σαν αυτόν.

Ακόμα και μια Βόλτα στα μαγαζιά μπορούσε να προσφέρει επι­ κίνδυνες πληροφορίες, όπως έμελλε να ανακαλύψει ο Τίμαρχος και ο φίλος του Ηγήσανδρος. Ισχυρίζεται ο Αισχίνης, επικαλούμενος συνωμοσία και ανηθικότητα:

Όλοι σας το ξέρετε πολύ καλά ότι όλα όσα είπα είναι αλΩ­ θινά. Γιατί ποιος από σας δεν είδε, σΤΩν αγορά των τροφίρων, ΤΩν σπατάλΩν αυτΩν των ανθρώπων;

Η ίδια η σάρκα του Τψάρχου αποτελούσε αρχείο των ηθών του: Προχθές ακόρα, ρέσα εις ΤΩν συνέλευσιν επέταξε τα ρούχα του και παρίστανε τον παγκρατιαστΩ ολόγυρνος. Και το κρα­

σί και

n

διαφθορά τον είχαν καταντΩσει σε τέτοια άθλια και

αισχρά χάλια, ώστε οι παριστάρενοι νοικοκυραίοι εσκέπαζαν

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ω πρόσωπό τους ρε τπν άκρη του ενδύρατος από ντροπΏ για

τπν πόλιν, η οποία χρπσψοποιεί τέτοιους συρ80ύλ ους4. Και όταν οι πολίτες δεν μπορούσαν να θυμηθούν αν τους είχε τύ­ χει να περψένουν στην ουρά πίσω από τον Τίμαρχο και ων Ηγή­

σανδρο για φιλέτα τόννου ή αν δεν ήταν σε θέση να διαΒάσουν όλα τα Βίτσια του Απολλοδώρου πάνω του, όταν τον συναντούσαν στο δρόμο, οι ομιλητές είχαν πάντοτε τη δυνατότητα να προσφύγουν σε «διαδόσεις". Ο Αισχίνης κάνει μεγάλη χρήση των διαδόσεων για να «αποδείξει" ότι ο Τίμαρχος υπήρξε κοινή πόρνη. Θυμάται ειδικότε­ ρα μια πρόσφατη σύγκληση της Βουλής των

500,

στην οποία ο εντε­

λώς συνηθισμένος λόγος του Τψάρχου για τη συντήρηση των αμυ­

ντικών έργων της πόλης μεταμορφώθηκε υπονοούμενων

-

-

χάρη στη δύναμη των

σε μια εξαιρετικά διασκεδαστική μεταφορά της ζω­

ής του ως ενός του πεζοδρομίου. Ο Αισχίνης θυμίζει στο ακροατή­

ριό του ότι η θέα Φήμη, συνεργάτρια του αγγελιοφόρου θεού Ερ­ μού, είχε δικό της Βωμό και τη λάτρευαν στην Αθήνα' και πέρα από τη δική του επίκληση, φαίνεται ότι οι αρχαίες κοινωνίες απέδιδαν

πολύ μεγαλύτερη σημασία στις διαδόσεις απ' ό,τι εμείς σήμερα:

Όταν όρως πρόκειται περί των ανθρώπων και των πράξε­ ών των, γερίξει αυτοράτως κάποια αλπθΏς φΏρπ τπν πόλιν και κάρνει γνωστάς εις όλους τας ιδιαιτέρας πράξεις του καθενός, συχνά δε και προλέγει τι θα κάρη ο καθένας εις το ρέλλον.

Οι Αθηναίοι άρχισαν να λατρεύουν τη θεά Φήμη σε ανάμνηση του γεγονότος ότι τα νέα της μεγάλης νίκης τους στον ποταμό Ευρυμέ­

δοντα, τη δεκαετία του

460,

κατάφεραν να διασχίσουν το Αιγαίο και

να φτάσουν στην Αθήνα την ίδια μέρα της μάχης. Στο πλαίσιο αυτό,

το σκανδαλώδες υπονοούμενο που ανακάλυψε το ακροατήριο στην άτυχη ομιλία του Τψάρχου περί της κατάστασης των τειχών της πό­ λης συμΒολίζει μιαν αναπάντεχη και υπερφυσική έκρηξη της αλή­

θειας

-

όπως το παράθυρο στο μέλλον που ανοίγουν απροσδόκητα

τα λόγια ενός οιωνού (κληδών)

-

κι όχι ένα απλό κουτσομπολιό. Ο

Ανδοκίδης επικαλείτο τον ίδιο μηχανισμό, όταν ερμήνευε τις προ­

λήψεις και τις φήμες περί κακών πνευμάτων στο σπίτι του Ιππονί-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κου, σαν προάγγελους της άσωτης ζωής του Καλλίου. Έτσι λοιπόν, τα χάχανα στην αίθουσα της συνέλευσης πηγαίνουν πολύ πιο πέρα από ένα απλό σκούντημα κι ένα κλείσιμο του ματιού με σημασία. Χρησιμοποιώντας λέξεις που έχουν διπλό νόημα λικό ταυτόχρονα

-

-

αθώο και σεξουα­

ο Τίμαρχος μοιάζει με εταίρα, η οποία μιλάει δό­

λια, πετάει άσεμνα υπονοούμενα και χρησιμοποιεί διαστρεβλωμένες λέξεις. Αλλά ο κληδών είναι το εντελώς αντίθετο των σεξουαλικά δι­ φορούμενων παρατηρήσεων. Η εταίρα είναι σοφή. Διοχετεύει το άλ­

λο νόημα μέσα στα λόγια της εν είδει παγίδας. Ο Τίμαρχος, από την άλλη, δεν το κάνει συνειδητά, παγιδεύεται από την αλήθεια. «Ξέρου­

ρε ότι δεν είναι σωστό να γελούρε επί παρουσία των Αρεοπαγιτών», λένε οι Αθηναίοι, όταν τους ζητούν να σιωπήσουν, «αλλά η aλΩθεια

είναι τόσον ισχυρά, ώστε επικρατεί κάθε άλλης ανθρώπινης σκέψε­ ως». Ο κληδών είναι καπνός που γίνεται αντιληπτός στην καρδιά

της πόλης και προειδοποιεί για επικίνδυνες φωτιέ ς 5. Οι πιο συνηθισμένοι χώροι διάδοσης κουτσομπολιών ήταν τα

κουρεία και τα αρωματοπωλεία, τα οποία θεωρούνταν μαζικοί χώροι επικοινωνίας, ώστε όποιος δεν πήγαινε εκεί κινδύνευε να κολλήσει τη ρετσινιά του μισάνθρωπου. Μια φήμη είχε πετύχει το στόχο της για τα καλά, όταν έκανε την εμφάνισή της στη σκηνή. Ο Αριστοφά­

νης, όπως έχουμε δει, ξεκινάει τους «Σφήκες» κακολογώντας διάφο­ ρους θεατές που βρίσκονταν στο ακροατήριο για την αγάπη τους

στον τζόγο, το ποτό και τις γιορτές, και βρίσκουμε πολλά άλλα πα­ ραδείγματα κουτσομπολιού και διαβολών στο έργο του καθώς και στο έργο των συγχρόνων του. Αυτά τα υβριστικά και δυσφημιστικά έργα παρουσιάζονταν σε αρκετές θρησκευτικές γιορτές και πολλές

φορές οι θιγόμενοι τα αντιμετώπιζαν με καλή διάθεση. Θα μείνει αξέχαστο το γεγονός ότι στην πρώτη παρουσίαση των «Νεφελών», ο Σωκράτης σηκώθηκε όρθιος για να μπορέσει το κοινό να δει το στό­ χο της σάτιρας του έργου. Ο μαθητής του, ο Πλάτων, αντέδρασε πιο

οργισμένα, διότι θεωρούσε τους κωμικούς ποιητές υπεύθυνους εν μέρει για την ψεύτικη εικόνα του δασκάλου του, που τον οδήγησε

σε δίκη και στο θάνατο. Έγιναν κάποιες περιστασιακές απόπειρες για να φιμώσουν την κωμωδία και να οδηγήσουν στο δικαστήριο

τους κωμωδιογράφους, αλλά την εποχή του Τιμάρχου, το θέατρο εξακολουθούσε να είναι πολύ επικίνδυνο για την υπόληψη των αν-

TZE~MΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

θρώπων. Υπάρχουν κι άλλοι νέοι άντρες που ονομάςονται Τίμαρχος, λέει ο Αισχίνης, όπως ένας νέος από τη Ραμνούντα.

Ώστε όταν τελευταία εις τον Κολυττόν κωρωδία

[... ]

[. .. ]

επαίξετο ρια

όπου ανεφέρετο ότι υπάρχουν ρεγάλοι πόρνοι,

σαν τον Τίραρχον, κανείς δεν ενόρωεν ότι γίνεται υπαινιγρός

για τον νέον εκείνον, αλλ' όλοι για σένα.

[... ] Δεν είναι

aλπθές

ότι άρα λεxθrί το όνορά του, αρέσως θέτετε και τπν ερώτπσιν:

"Ποιος Τίραρχος; Ο πόρνος; »6. Κανένας από τους λόγους του Τιμάρχου δε σώςεται, αλλά όποιος είχε καταφέρει να προχωρήσει τόσο πολύ στην αθηναϊκή πολιτική θα πρέπει να είχε πολύ χοντρό πετσί και το δικό του φιαλίδιο με δηλητηριώδεις κατηγορίες. Τόσοι πολλοί δυσφημιστές δυσφημίςο­ νται και οι ίδιοι σε άλλα έργα της αττικής ρητορείας που νιώθουμε

τον πειρασμό να αποδώσουμε όλα αυτά τα κουτσομπολιά και τους υπαινιγμούς στη «χοντροκομμένη φύση» της αθηναϊκής πολιτικής. Ο

Ισοκράτης μάλιστα θεωρούσε τους συκοφάντες άτομα που επιχει­ ρούν την αναδιανομή του πλούτου, Βάςοντας στόχο ανθρώπους που έχουν δυσκολία στην έκφραση και αρκετά μετρητά, αλλά όχι αρκετή κοινή λογική ώστε να προσλάΒουν έναν καλό λογογράφο. Εντού­ τοις, υπήρξαν αναμφίΒολα και φορές που κάποιοι ικανοί ομιλητές χρησιμοποίησαν την επιρροή τους για να αδικήσουν όσους δεν εί­ χαν τη δύναμη ή τα μέσα να απαντήσουν και περιστάσεις όπου κά­ ποιοι αθώοι συνεργάτες, όπως η Νέαιρα, Βρέθηκαν στη μέση των διασταυρούμενων πυρών δύο πολιτικών αντιπάλων. Τέτοιοι άνθρω­ ποι δεν έΒγαςαν λόγους που άξιςαν να απαθανατιστούν ή, εξαιτίας της κοινωνικής τους θέσης, δεν είχαν τη δυνατότητα να μιλήσουν

καθόλου. Ίσως αυτοί, άντρες και γυναίκες, να κατέφευγαν στη μα­ γεία και μπορεί να μην άφησαν πίσω τους δείγματα της πρόςας τους, αλλά άφησαν υΒριστικά πινακίδια από μόλυΒδο' τα πινακίδια τα έστελναν στον Ερμή και την Περσεφόνη, στον Κάτω Κόσμο, ςητώ­

ντας τους να δέσουν τη γλώσσα των κατηγόρων τους, έτσι ώστε, όταν θα εκθέτουν τους ισχυρισμούς τους στο δικαστήριο, να «φα­ νούν ασrίpαvτoι, στα λόγια rί στα έργα». Εξάλλου, η μαγεία δεν ήταν

μονοπώλιο των αδυνάτων?

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Η αθηναϊκή δημοκραΤία ήταν ένα σπουδαίο επίτευγμα. Έδινε ου­

σιαστική εξουσία στους απλούς ανθρώπους για σημαντική χρονική περίοδο, αλλά η ελευθερία του συστήματος ήταν δίκοπο μαχαίρι. Η

ανυπαρξία αρχείων και εγγράφων σήμαινε ότι οι δούλοι ενδεχομέ­ νως μπορούσαν να εισχωρήσουν μία στις τόσες στο σώμα των πολι­ τών, σήμαινε όμως ότι και οι μη δημοφιλείς πολίτες ήταν ευάλωτοι στην κατηγορία πως είχαν ιδιοποιηθεί την κοινωνική τους θέση. Σή­ μαινε ότι μερικές γυναίκες κατάφερναν να αποφύγουν τις απόπειρες

να τις προσδιορίσουν επακριβώς,

αυτές

και τη σεξουαλικότητά

τους. Σήμαινε επίσης ότι ο κόσμος μπορούσε να ισχυριστεί πως οι

νόμιμες σύζυγοι δεν ήταν παρά εταίρες, ή ακόμα πως η μηΤέρα κά­ ποιου ήταν πόρνη. Η Αθήνα είχε καταφέρει με μεγάλη επιτυχία να

αποτρέψει τη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια δικτατόρων και κομ­ μάτων, αλλά, από την άλλη, είχε λάβει ελάχιστα μέτρα για την προ­

στασία των ατομικών δικαιωμάτων. Στην κωμωδία και τη φιλοσοφία, συγκρίνουν μερικές φορές το Δήμο, μια προσωποποίηση του λαού,

με απόλυτο μονάρχη. Η Αθήνα δεν είχε ποτέ αυταρχικό καθεστώς, αλλά από κάποιες απόψεις μπορεί να υιοθετούσε την εμφάνιση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.

Πλούτη και διαφορές Αυτό είναι το πολιτικό πλαίσιο των αποκαλύψεων που βρίσκο­ νται στις πηγές μας σχετικά με τις συνήθειες των δημοσίων αντρών ως προς το φαγητό, το ποτό και το σεξ. Οι περισσότεροι ιστορικοί της εποχής μας απορρίπτουν συνήθως τέτοιες κατηγορίες ως απλές

εκδικητικές ασημαντολογίες, ως επιπόλαιες απόπειρες πολιτικών

στερούμενων φαντασίας που είχαν σκοπό να προσβάλουν τους αντι­ πάλους τους με κάπως ασαφή τρόπο. Εκείνοι που έχουν ασχοληθεί

λίγο περισσόΤερο με το θέμα, θεωρούν ως κλειδί τον ταξικό αντα­ γωνισμό. Ο Τζοσάια Όμπερ, σε μια μελέτη της αθηναϊκής ελίτ, μας δίνει μια εξαίρετη σύνοψη αυτής της προσέγγισης:

Όταν ένας από τους διαδίκους σκιαγραφούσε το πορτρέτο των πλουσίων αντιπάλων του, πολλές φορές το έκανε ρε σκο­ πό να εξάψει ΤΩ ζriλεια και ΤΩν περιφρόνΩσΩ του φτωχού, ο

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

οποΙος ως τότε παραΤΩρούσε ΤΩ ςωΩ των αργόσχολων τάξεων

μόνο εξ aπoστάσεω~. Εκ πρώτης όψεως, η έμφαση στον ταςικό ανταγωνισμό φαίνεται

ικανή να εςηγήσει μεγάλο τμήμα του υλικού μας. Το ποτό είναι το πιο προφανές παράδειγμα. Το κρασί είναι ιδιοκτησία και στην απο­

γραφή μιας περιουσίας περιλαμΒάνονταν μερικές φορές και τα κε­ λάρια. Το κρασί, για παράδειγμα, αποτελεί σημαντικό στοιχείο της περιουσίας που κατασχέθηκε από τους εύπορους άντρες που κατα­

δικάστηκαν σε θάνατο για το Βανδαλισμό των Ερμών

-

όπως ήταν

ενδεχομένως εςίσου σημαντικός ο ρόλος του τη Βραδιά που τον πραγματοποίησαν. Στην έναρςη των «Σφηκών», η αγάπη του ποτού (ή των εορτών οινοποσίας) γενικότερα αναφέρεται ως ασθένεια των καλών ανθρώπων [χρηστών], ένας χαρακτηρισμός που μερικές φο­

ρές κουΒαλάει ταςικές αποχρώσεις

-

αν και, όπως έχουμε δει, ση­

μαντικό δεν ήταν το πόσο έπινες αλλά το πώς έπινες και, πάνω απ' όλα, το πού έπινες. Λόγω του συσχετισμού τους με τις διαφορετι­

κές τάςεις, το ν' αδειάζει κανείς το κύπελλό του σε καπηλείο ή σε συμπόσιο είχε πολύ διαφορετική εννοιολογική σημασία· το πρώτο,

κατά τον Ισοκράτη και τους κωμικούς ποιητές, ήταν ένα στέκι δού­ λων και άςεστων και, κατά το Θεόπομπο, το είδος του μαγαζιού που αφθονεί σε πόλεις όπου ο όχλος έχει το πάνω χέρι· το δεύτερο, κα­ τά τον Αριστοφάνη, ήταν ένα μέρος όπου πλούσιοι νεαροί αντάλλασ­

σαν έςυπνα ανέκδοτα για τις πολυτέλειες της ΣυΒάρεως και τραγου­ δούσαν ο καθένας με τη σειρά τραγούδια για τους αριστοκράτες τυ­ ραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. Η σύγκρουση των δύο κόσμων εικονογραφείται άριστα σε μια σκηνή προς το τέλος των

«Σφηκών», όπου ο άςεστος ηλικιωμένος πατέρας Φιλοκλέων παίρνει μαθήματα από τον εκλεπτυσμένο γιο του πώς να φέρεται σαν κύριος:

-

Ξαπλώσου τώρα χάμω, να γuμναστεΙς πώς θα φερθεΙς, σα

θα εΙσαι με κόσμο καθώς πρέπει, σε συμπόσιο.

-

Πώς να ξαπλώσω; Πες λοιπόν. Με ευπρέπεια. Έτσι;

Κάθε άλλο.

320

ΑΡΧΑΙΟΙ

-

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Πώς; εξΩγησέ ρου.

Τα γόνατα απλωτά, σαν που διδάσκουν στα γυρναστΩρια,

ρε άνεση και χάρη. Πες ένα καλό λόγο για τα Βάζα, για τις κουρτίνες, κοίτα το ταΒάν!. .. Φύσηξε στον αυλό της η αυλη­

τρίδα ...

Το συμπόσιο, με όλες τις δυσνόητες τελετουργίες του, τα σοφά τραγούδια και τις σοφές συζητήσεις, θα πρέπει να φαινόταν τρομε­

ρά ξένο περιΒάλλον στον πολύ κόσμο, αφού είχε σκοπό να απομο­ νώσει τους μετέχοντες όχι από τον κόσμο γενικότερα, αλλά από τις πληΒείες μάζες της πόλης ειδικότερα. Μερικές από αυτές τις επίση­ μες και ανεπίσημες παρέες μάλιστα σαν να επιδίωκαν εσκεμμένα την

κακοφημία. Σ' ένα χαμένο λόγο του, ο Λυσίας στρεφόταν κατά ενός άντρα, επειδή ανήκε σε μια παρέα αυτοαποκαλούμενη οι κακοδαψο­ νισταί (τα πονηρά πνεύματα), τα μέλη της οποίας, έλεγαν οι φήμες, διοργάνωναν γιορτές σε μέρες κακών οιωνών. Ένας ιστορικός ισχυ­

ρίζεται ότι το κυνήγι των μαγισσών που ακολούθησε το Βανδαλισμό των Ερμών και τις φήμες περί ΒεΒήλωσης των Ελευσινίων Μυστηρί­ ων σε ιδιωτικά σπίτια θα πρέπει να το δούμε ουσιαστικά ως ένδει­ ξη της δυσπιστίας του λαού προς το συμπόσιο σμό κατά την κρίση τους

-,

-

αριστοκρατικό θε­

δυσπιστία που αποκαλύπτει «την εν δυ­

νάρει ύπαρξη αληθινΩς ταξικΩς πάλης στην ΑθΩνα», με επίκεντρο

την παρέα που πίνει από κοινού 9 • Η πρακτική κάποιων να πίνουν από σπαρτιατικά κύπελλα, τους διαΒόητους κώθωνες, προκαλούσε πιο συγκεκριμένες συνεκδοχές. Ήδη στο πρώτο έργο του Αριστοφάνους, το

427

π.Χ., Βρίσκουμε ότι

«να πίνεις το χιώτικο κρασί σε σπαρτιάτικα κύπελλα» συνδέεται με τον παρακμιακό συμποσιακό «αριστοκρατικό» κόσμο του καταπύγο­

νος γιου. Έναν αιώνα αργότερα, ο Δημοσθένης στις δημηγορίες του

συνεχίζει να πιστεύει ότι αυτός ο τρόπος οινοποσίας χαρακτηρίζει ένα συγκεκριμένο είδος νέων. Εντούτοις, η πρακτική μοιάζει να φΤά­ νει στο απόγειό της στα τέλη του 50υ αιώνα, την εποχή περίπου της ήττας της Αθήνας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Εκείνη την περίο­ δο, το κύπελλο παίζει εξέχοντα ρόλο στη φιλοσπαρτιατική προπα­ γάνδα.του Κριτίου. Ο Κριτίας, αριστοκρατικής καταγωγής και συγ­

γενής του Πλάτωνος, υπήρξε διακεκριμένη φυσιογνωμία της ολιγαρ-

321

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

χικής μερίδας που χρησιμοποίησε την ήττα ως ευκαιρία για να επι­ βάλει ένα αστυνομικό καθεστώς στην Αθήνα για μικρό χρονικό διά­ στημα. Μαθαίνουμε επίσης ότι κάποιοι άντρες είχαν εφαρμόσει αυ­ τή την ιδεολογία στην πράξη, «παίζοντας το Σπαρτιάτη [λακωνίζειν]» στον τρόπο που φέρονταν και ντύνονταν, αφήνοντας τα μαλλιά τους μακριά, κ.λπ. Και οπωσδήποτε δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι οι αρχαιολόγοι χρονολογούν σε αυτή την ίδια περίοδο, τέλη του 50υ και αρχές του 40υ αιώνα, πολλούς από τους κώθωνες που ανα­ καλύφθηκαν στην περιοχή της Αγορά ς '0. Μισό αιώνα μετά τη βεβήλωση των Ελευσινίων Μυστηρίων, το συ­

μπόσιο μπορούσε ακόμα να αποτελεί χώρο «αριστοκρατικής» παρε­ κτροπής, όπως ανακάλυψε κάποιος Αρίστων, όταν τον εντόπισε ένας παλιός εχθρός του να κάνει τη νυχτερινή βόλτα του. Ο εν λό­ γω εχθρός του ήταν πολύ μεθυσμένος για να του κάνει ζημιά, αλλά δυστυχώς για τον Αρίστωνα, ο πατέρας και οι φίλοι του εχθρού του

έτυχε να πίνουν σ' ένα κοντινό σπίτι. Έτσι λοιπόν, η βόλτα του Αρί­ στωνος είχε γρήγορα βίαιη κατάληξη, καθώς ολόκληρη η συντροφιά

εγκατέλειψε

tov

ανδρώνα και πήγε να του δώσει ένα μάθημα. Ακο­

λούθησε μήνυση για άδικο επίθεση και να 'μαστε πάλι στα δικαστή­ ρια, ακόμη μια φορά. Ο Αρίστων ξέρει πολύ καλά ποια αμυντική γραμμή θα ακολουθήσει ο πατέρας:

Ότι υπάρχουγ στηγ ΑθΙίγα πολλοί άγτρες, γιοι αριστοκρα­

τώγ «καλώγ κ' αγαθώγ", οι οποίοι υιοθετούγ για αστείο παρα­ τσούκλια, όπως κάγουγ συχνά οι γέοι, παρατσούκλια όπως

Iθύφaλλoι [λάγνοι]

ri ΑυτολΙίκυθοι [άσωτοι], ότι αγάρεσά τους

είγαι και άγτρες ερωτευρέγοι ρε εταίρες, ότι ο ίδιος του ο

γιος είγαι έγας απ' αυτούς και ότι συχνά ρπλέκογται σε κα­ Βγάδες για γυγαίκες, όπως κάγουγ οι γέοι.

Ο Αρίστων περνάει εύκολα από τη βίαιη μέθη στις σχέσεις με τις

εταίρες και όντως, «οι άγτρες που ρπλέκογται σε καΒγάδες για εταί­ ρες» είναι μια παρέα που εμφανίζεται τακτικά στις πηγές μας. Αυτό το είδος αντρών εκτιμούσε πολύ τις κωμωδίες του Αντιφάνους,

όπως εξήγησε ο ίδιος ο θεατρικός συγγραφέας στον Αλέξανδρο το Μέγα, που δεν τις εκτιμούσε καθόλου. Από το λόγο του Αρίστωνος

322

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

φαίνεται ότι αυτή η παρέα των αλιτήριων πίστευε πως φερόταν με τον τρόπο της ανώτερης τάξης και φαίνεται επίσης ότι ο κόσμος του

σεξ διxα~όταν κι αυτός από ταξικές διαφορέ ς l1. Moιά~ει πράγματι αδιαμφισΒήτητο γεγονός ότι το λεξιλόγιο αγα­

θών και δώρων που χρησιμοποιούμε για να διακρίνουμε την εταίρα από την πόρνη περιέχει ένα έντονο ταξικό στοιχείο. Στις «εργα~ό­ μενες» κοπέλες του «εργαστηρίου» ή στις «νοικιασμένες γυναίκες»

[μισθάρνουσαι], οι οποίες κοσμούν Τα συμπόσια, δίνουν ονόματα που τις υπoBιBά~oυν στη χαμηλή κοινωνική θέση των δούλων και της εργατικής τάξης. Η συντροφιά [εταίρησις], από την άλλη, είναι

ένα πιο αριστοκρατικό είδος σχέσης, κατάλληλο για γυναίJ(ες που ανήκουν στον κόσμο της φιλίας και των δώρων. Αν η τάξη ενέχεται

στις διακρίσεις των γυναικών, h τάξη διxά~ει και τους πελάτες τους. Η εταίρα και οι [γυναίκες] μουσικοί (παρ' όλο που μπορεί οι εχθροί τους να τους κολλούσαν τη ρετσινιά των «νοικιασμένων γυναικών») ανήκαν πάρα πολύ στον κόσμο του συμποσίου. Στα νιάτα της, η Νέ­ αιρα ταξίδευε με τη Νικαρέτη και τη Μετάνειρα περιοδεύοντας σε

όλες τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, και οι τρεις μα~ί έπιναν με διακεκριμένους άντρες από όλη την Ελλάδα, με Θεσσαλούς ηγεμό­ νες και εύπορους Αθηναίους μετοίκους. Τέτοιες γυν~ίKες

-

«τας

πλέον σπουδαίας και ωραίας των ΘΩ13ών», που τις νοίκιασαν για την ψυχαγωγία των φιλοσπαρτιατών πολεμάρχων της ΘήΒας το

-

379

π.χ.

προσέφεραν λίγη αριστοκρατικότητα σε ανάλογες συγκεντρώσεις,

ενώ με τη σειρά τους αποκτούσαν κι αυτές λίγη από τη δόξα της δια­ κεκριμένης συντροφιάς. Τέτοιες γυναίκες κοιτούσαν περιφρονητικά

τις πόρνες, «τις τσούλες των δύο ο130λών που πάνε ρε δούλους»

-

όπως τις αποκαλούσε συνοπτικά και αφ' υψηλού η εταίρα Αδελφάσιον

-

.

τις γυναίκες δηλαδή που ανήκαν στον εμπορευματοποιημένο

κόσμο των πανδοχείων, των πορνείων και των ταΒε.ρνών I2 .

Οι Αθηναίοι έκαναν αστεία με θέμα το σεξ και τα σεξουαλικά· αντικείμενα, που τα παρoυσία~αν ως αγαθά μοιρασμένα περισσότε­ ρο ή λιγότερο δίκαια. Στις «EKκλησιά~oυσες» του Αριστοφάνους, οι

γυναίκες απoφασί~oυν να εντάξουν το σεξ στο καινούριο σύστημα κοινοκτημοσύνης που εφαρμό~oυν, για να είναι σίγουρες ότι θα

έχουν οι μαραμένες γριες στρίγγλες την ευκαιρία να δοκιμάσουν πρώτες τις χάρες των νεαρών, ενώ οι νεαρές φιλενάδες τους θα πρέ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πει να περιμένουν τη σειρά τους. Ο «Νόμος συσσιτικός» της Γνάθαι­ νας, ο οποίος υπογράμμιζε τις αρχές της ισότητας και της δικαιο­

σύνης για όλους, και ο καινούριος θεός της Φρύνης Ισοδίαιτος (αυ­ τός που ζει ίσα προς όλους) για Βλασφημία

-

-

εξαιτίας του οποίου παραπέμφθηκε

μας αποκαλύπτουν ότι η συμποτική αρχή της ίσης

συμμετοχής μπορούσε να εφαρμοστεί και στην εύνοια των εταιρών.

Ο Σωκράτης εκθέτει παρόμοια λογική στην αρχή του «Φαίδρου».

Μαθαίνοντας ότι ο ρήτορας Λυσίας έχει γράψει μια έξυπνη πραγμα­ τεία για τον έρωτα, στην οποία ισχυρίζεται ότι οι ωραίοι νέοι θα

πρέπει να κάνουν χάρες σε όσους δεν είναι ερωτευμένοι μαζί τους κι όχι σε όσους είναι, ο πένης γερο-φιλόσοφος παρακαλάει να είχε γράψει ο Λυσίας ότι θα έπρεπε να παραχωρούν τις χάρες τους στους φτωχούς μάλλον παρά στους πλούσιους και στους γέρους περισσό­ τερο αντί στους νέους, και γενικότερα στους συνηθισμένους ανθρώ­ πους όπως αυτός. Αν το είχε κάνει αυτό ο Λυσίας, καταλήγει ο Σω­

κράτης,

«

τα λόγια του θα Ωσαν κατάλλπλα διά τπν πόλιν και ωφέλι­

ρα διά τον λαόν» 13.

Το χάσμα πλούσιων και φτωχών γίνεται ακόμα μεγαλύτερο στον

πάγκο του ψαρά. Σ' ένα θεατρικό έργο του, ο Τιμοκλής περιγράφει τον παράσιτο που ήταν γνωστός ως Κορυδαλλός να περιφέρεται στην αγορά:

Μια αγορά κατάφορτπ ρε ψάρια είναι απόλαυσπ για τα ρά­

τι α, όταν έχεις λεφτά, αλλά γίνεται ανυπόφορπ όταν τα ρέσα σου είναι πενιχρά.

Ο Κορυδαλλός, χωρίς καμία προοπτική να τον καλέσουν σε γεύ­ μα και με τέσσερα χάλκινα νομίσματα μόνο στην τσέπη, περιφέρεται

απελπισμένος στους πάγκους των ψαράδων, κοιτάζοντας με από­ γνωση τα λαχταριστά χέλια, τον τόVΝO, τα σελάχια και τις καραΒί­ δες. Αφού μάθει την τιμή του καθενός, τραΒάει Βιαστικά προς τα μι­ κρά ψαράκια. Στους «Βατράχους» του Αριστοφάνους, ο Διόνυσος

περιγράφει πως οι πλούσιοι τυλίγονται με κουρέλια και κλαίνε και θρηνούν, για να αποφύγουν τις τριηραρχίες, κι ύστερα αποδεικνύ­ ουν ποιοι είναι πράγματι, ξεφυτρώνοντας στους πάγκους των ψαρά­

δων. Βρίσκουμε μάλιστα κι ένα δύο αποσπάσματα που μοιάζουν να

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

αντιμετωπίζουν την κατανάλωση ψαριών ως προνόμιο των πλουσί­

ων, που το περιφρουρούν ζηλότυπα. Σ' ένα απόσπασμα από την «Επίκληρον» του Αλέξιδος, ένας ήρωας προτείνει να συλλαμβάνουν και να ρίχνουν στη φυλακή όποιον παριστάνει ότι δεν έχει καθόλου χρήματα και μετά πηγαίνει κι αγοράζει χέλια. Ένας άλλος ποιητής, ο Δίφιλος, στο έργο του «'Εμπορος», βάζει έναν Κορίνθιο να ισχυρί­

ζεται:

[Στην Κόρινθο] αν δούμε κάποιον να αγοράςει όψα και να

επιδεικνύεται, τον ρωΤάμε πού ςει και από ποια εργασία. Και αν αποδείξει ότι έχει περιουσία,

n

οποία φτάνει για να πλΩ­

ρώνει τα έξοδά του, τον αφnνουμε να απολαύσει τον τρόπο ςωnς του. Αλλά αν τύχει να ξοδεύει πέρα από τις δυνατόΤΩτές

του, του απαγορεύουμε να το ξανακάνει. Και αν παρακούσει, του 8άςουμε πρόστψο ...

Και ο Αντιφάνης, στο έργο του «Πλούσιοι», περιγράφει με ταξι­ κά στοιχεία τους δύο «βετεράνους οψοφάγους», οι οποίοι, βλέπο­

ντας κάποιον Εύθυνο ψε τα σανδάλια και τα δαχτυλίδια του και παρφουμαρισμένο με αρώματα» να κάνει κάποια συναλλαγή περί όψου, πανικοβάλλονται στη σκέψη ότι οι ελάχιστοι πλούσιοι μονο­ πωλούν την αγορά ψαριών. Μαζεύουν γύρω Τους το πλήθος και κα­

ταγγέλλουν τις απόπειρες των πλουσίων, τελειώνοντας τις διαμαρ­ τυρίες τους ως εξής: «Και f3έf3αια αυτό που κάνουν δεν είναι δΩμο­ κρατικό».

Με δεδομένα όλα αυτά, δε μας προκαλεί έκπληξη που στη λίστα των πραγμάτων που θα είναι επιτέλους διαθέσιμα σε όλους

-

σύμ­

φωνα με την επαναστατική αναδιανομή της περιουσίας, που οραμα­

τίζονται στην κοινοκτημοσύνη τους οι «Εκκλησιάζουσαι» του Αρι­

στοφάνους

- βρίσκουμε και τα ψάρια 14 .

Φαίνεται λοιπόν ότι έχουμε αρκετές αποδείξεις ότι οι σαρκικές απολαύσεις συνδέονταν με διαφορετικές τάξεις της αθηναϊκής κοι­

νωνίας, πράγμα που έδινε την ευκαιρία σε κωμωδιογράφους και ρή­ τορες να κατηγορήσουν τους εχθρούς τους ως μέλη κάποιας ελίτ, η οποία ζούσε ένα ελιτίστικο τρόπο ζωής, και να τους κάνουν εύκο­

λο στόχο φθόνου και ταξικού ανταγωνισμού. Δυσtυχώς, το θέμα δεν

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

είναι τόσο απλό. Αμέσως μόλις δοκιμάσουμε να εφαρμόσουμε αυτές ης

ταξικές

διακρίσεις

σης

πραγμαηκές

κοινωνικο-οικονομικές

ομάδες της αθηναϊκής κοινωνίας, κάη δεν κολλάει.

Τάςη Σε έντονη αντίθεση με την πολύ αυστηρή διαφοροποίηση που γι­

νόταν ανάμεσα σε Έλληνες και ΒαρΒάρους, άντρες και γυναίκες, ελεύθερους και δούλους, είναι μάλλον δύσκολο να εντοπίσουμε κοι­

νωνικές και οικονομικές διακρίσεις μέσα στο σώμα των πολιτών. Το πρόΒλημα δεν είναι όη έχουμε πολύ λίγες δυνπτότητες ταξινόμη­

σης, αλλά υπερΒολικά πολλέ ς 15. Την αρχαϊκή περίοδο, η Αθήνα διοικείτο από μια αριστοκρατία,

τα μέλη της οποίας ονομάζονταν Ευππτρίδες και, παρ' όλο που από την εποχή του Σόλωνος και μετά αρκετοί αναμορφωτές πήραν μέτρα για να αποδυναμώσουν την εξουσία και την επιρροή των αριστοκρα­ τών, πολλοί μεγάλοι άντρες της δημοκρπτίας του 50υ αιώνα είχαν να επιδείξουν αριστοκραηκές διασυνδέσεις. Ο Περικλής, για παρά­ δειγμα, συνδεόταν με τους Αλκμεωνίδες, μια από ης πιο σημανηκές

αριστοκραηκές οικογένειες, ΤΟ ίδιο και ο ΑλκιΒιάδης. Ο Καλλίας δεν ήταν μόνον ο πλουσιότερος άντρας στην Ελλάδα αλλά ανήκε και στη διακεκριμένη ιεραηκή οικογένεια των Κηρύκων, που ήταν φύ­

λακες των Ελευσινίων Μυστηρίων. Εντούτοις, τον

40

αιώνα οι αρι­

στοκράτες είχαν εξαφανιστεί πια ορισηκά σχεδόν από την πολιηκή σκηνή. Μπορεί ΒέΒαια να είχαν γίνει μια απλή σκιατης παλαιότερης

δόξας τους, δεν είχαν πάψει όμως να υπάρχουν, προσκολλημένοι στην τπυτότητά τους μέσω διασήμων ονομάτων, κληρονομικών ιερα­ ηκών θέσεων, προγονικών τύμΒων και σε μερικές περιπτώσεις (πχ,

οι απόγονοι των τυραννοκτόνων Αρμοδίου και Αριστογείτονος) χά­ ρη σε κάποια ειδικά προνόμια. Κι εκεί που κάποιος θα νόμιζε όη είχαν χαθεί διά παντός από την πολιηκή σκηνή την εποχή του Αλε­ ξάνδρου, μια από ης πιο σημανηκές οικογένειες, οι ΕτεοΒουτάδαι,

ανέδειξαν τον ηγέτη της δημοκρατίας για τελευταία φορά στο πρό­ σωπο του Λυκούργου.

Στην προσπάθειά του να υποΒαθμίσει την εξουσία των Ευπατρί­

δων σης αρχές του 60υ αιώνα, ο νομοθέτης Σόλων είχε εισάγει ένα

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

καινούριο ταξικό σύστημα που βασιζόταν στην ιδιοκτησία. Στην κο­ ρυφή ήταν οι Πεντακοσιομέδιμνοι, μετά οι Ιππείς, οι Ζευγίται (δη­ λαδή οι οπλίτες) και στο κατώτερο σκαλί ήταν οι Θήτες. Αυτές οι τυπικές κατηγορίες συνέχιζαν να υφίστανται και επί δημοκρατίας, αλλά αναφέρονταν σπάνια και έπαιζαν ελάχιστο

-

ή καθόλου

-

ρό­

λο στους κύριους δημοκρατικούς θεσμούς. Για παράδειγμα, στα τέ­ λη του 40υ αιώνα, όσοι κληρώνονταν για τα δικαστικά αξιώματα, όφειλαν να δηλώσουν σε ποια περιουσιακή τάξη ανήκαν, όπως όφει­ λαν να κάνουν και στις αρχές του 50υ αιώνα' μόνο που εκείνη την

εποχή

-

δηλαδή στα τέλη του 40υ αιώνα

-

κανένας δεν παραδεχό­

ταν ότι ήταν Θης, άρα μη εκλόγιμος, και κανένας δεν ήθελε να γί­ νει αντιπαθητικός προκαλώντας κάποιον να δηλώσει κάτι τέτοιο. Οι πολιτικοί φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν μια πιο άμεση δυαδι­ κή διάρθρωση, όταν ανέλυαν τα διαφορετικά πολιτεύματα του ελλη­ νικού κόσμου' μιλούσαν για «τους ολίγους» και για «τους πολλούς>, ή τους «προύχοντες» (γνώριμους) και το «δήμο». Η αποδιδόμενη

στον Αριστοτέλη «Αθηναίων πολιτεία» αντιμετωπίζει την πολιτική

εξέλιξη της Αθήνας ως μια διαρκή πάλη ανάμεσα σ' αυτές τις δύο ομάδες, η οποία τελειώνει με το θρίαμβο των τελευταίων. Αλλού συ­ ναντάμε κάποιους χαρακτηρισμούς που μοιάζει να αναφέρονται σε τάξεις. Υπάρχουν οι «καλοί καγαθοί», οι «ευδαίμονες», οι «χρηστοί», οι «χαρίεντες», και φυσικά «ΟΙ πλούσιοι» και «ΟΙ φτωχοί». Οι τελευ­ ταίες δύο κατηγορίες βρίσκονται σχεδόν πάντοτε χωρίς τη διαμεσο­ λάβηση μεσαίας τάξης και όποιος μελετήσει τη χρήση των όρων ανα­

καλύπτει γρήγορα σύγχυση και ασυνέπεια. Μην ξεχνάτε ότι ο Καλ­ λίας αναφέρεται ως «φτωχός», ακόμα κι όταν έχει δύο τάλαντα. Κα­

λύτερα λοιπόν να τους δούμε ως σχετικούς όρους. Οι σύγχρονες μελέτες της αθηναϊκής κοινωνίας βασίζονται σε

πρότυπα παρόμοιων αλλά πολύ πιο γνωστών οικονομιών και τροφο­ δοτούνται από τις ελάχιστες πληροφορίες που έχουμε για τις αθη­ ναϊκές ιδιαιτερότητες

-

για παράδειγμα, το κληρονομικό δίκαιο, την

έκταση της ιδιοκτησίας, το μέγεθος των αγροκτημάτων, το είδος της

συγκομιδής, το ποσοστό εισαγομένων τροφίμων, τις μέσες αποδό­ σεις, τον καιρό κ.λπ. Οι μελέτες αυτές καταλήγουν σχεδόν ομόφω­

να στο συμπέρασμα ότι το σώμα των Αθηναίων πολιτών περιλάμβα­ νε μια ευρεία γκάμα οικονομικών καταστάσεων, από τη φτώχεια ως

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

το μεγάλο πλούτο. Η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού πάντως

-

τουλάχιστον ένα

80% -

ήταν αγρότες που δούλευαν τη δική τους

γη και των οποίων το ευ ζην ποίκιλλε σημαντικά από χρόνο σε χρό­ νο, εξαιτίας των ιδιοτροπιών του αττικού κλίματος. Τα προΒλήματα αρχίζουν όταν προσπαθούμε να απομονώσουμε μερικές ουσιώδεις

διαΒαθμίσεις σ' αυτό το σύνολο. Κάποιοι χρησιμοποιούν ως έναυ­ σμα τις ημι-στρατιωτικές κατηγορίες του Σόλωνος και χωρίζουν τους πολίτες ανάλογα με το στρατιωτικό τους ρόλο: έχουμε τους ιπ­ πείς, που είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν άλογο, τους οπλίτες

-

μια καθησυχαστική «μεσαία τάξη»

-,

που μπορούσαν

να έχουν πανοπλία και όπλα, και τους κωπηλάτες, που δεν είχαν τα οικονομικά μέσα για τίποτα. Έτσι, όταν ο Θουκυδίδης περιγράφει πόσο μεγάλο αριθμό ανθρώπων εξολόθρευσε η πανώλη τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, μετράει χωριστά τις απώ­ λειες στους ιππείς, τους οπλίτες και «τον όχλο». Εντούτοις, κι αυ­ τή η απόπειρα διάκρισης των Αθηναίων έχει τις αδυναμίες της. Οι

στρατιωτικές τάξεις δεν ήταν αποκλειστικό δικαίωμα συγκεκριμένων ομάδων. Ήδη από τον

50

αιώνα, έχουμε αποδείξεις ότι υπήρχαν φτωχοί

οπλίτες, οι οποίοι θα πρέπει να είχαν δανειστεί τον εξοπλισμό τους, ενώ ο τρόπος που πολεμούσαν οι κωπηλάτες και οι οπλίτες θεωρεί­ το γνωστός σε όλους τους θεατές των κωμωδιών, κάτι σαν ουσιώδες

συστατικό του πολέμου. Επιπλέον, οι στρατιωτικές κατηγορίες σπά­ νια αναφέρονται στην πολιτική ζωή και, με μοναδική εξαίρεση τους

μακρυμάλληδες νεαρούς με αριστοκρατικές Βλέψεις που αποτελού­

σαν το ιππικό, οι εν λόγω κατηγορίες δε φαίνεται να ταιριάζουν σε

καμία λογική ή σταθερή κοινωνική ή πολιτική ομαδοποίηση 16 . Μια άλλη διάκριση που προτιμούν οι σύγχρονοι ιστορικοί είναι ανάμεσα σε όσους εκτελούσαν κρατικές υπηρεσίες, τις ονομαζόμε­ νες λειτουργίες (λέξη που απέκτησε αποκλειστικά θρησκευτική ση­ μασία μόνο μεταγενέστερα) και σε όσους δεν εκτελούσαν. Η τάξη των λειτουργών χωριζόταν στα δύο, με τη σειρά της, κατά το μεγα­

λύτερο μέρος του 40υ αιώνα, και το Βαρύτερο φορτίο έπεφτε σε μια μικρή ομάδα τριακοσίων περίπου πολύ πλουσίων αντρών, με πε­

ριουσία τουλάχιστον τρίαΟ τάλαντα. Αυτούς υποστήριζε μια ευρύ­ τερη ομάδα χιλίων διακοσίων έως δύο χιλιάδων αντρών, με περιου-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σία τουλάχιστον έναΟ τάλαντο, οι οποίοι έφεραν κάπως ελαφρύτε­

ρο μερίδιο των οικονομικών Βαρών της πόλης. Εντούτοις, παρ' όλο που στους δημόσιους λόγους, όπως ήταν φυσικό, φρόντιζαν όλοι να

θυμίσουν τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στο κράτος, αυτό που προσδιόριζε την ικανότητα ανάληψης λειτουργιών ήταν η περιουσία και όχι οι άνθρωποι, ενώ ελάχιστες αποδείξεις έχουμε ότι οι φορο­ λογούμενοι αποτελούσαν μια συνειδητή τάξη. Είναι αλήθεια ότι ο Δημοσθένης περιγράφει ένα μέλος αυτής της ελίτ, έναν κάποιο Μειδία, ο οποίος θυμίζει στο ακροατήριό του σε κάθε ευκαιρία:

Εμείς εκτελούμε τις λειτουργίες, εμείς είμαστε οι φορολο­ γούμενοι, εμείς είμαστε οι πλούσιοι

Αλλά το «εμείς» είναι πιθανότατα μια πομπώδης έκφραση και η δήλωση είχε σκοπό να δείξει πόσο αλαζόνας και υποκριτής ήταν ο

Μειδίας. Στην πραγματικότητα, λέει ο Δημοσθένης, ο Μειδίας δεν εί­ χε να επιδείξει πολλές υπηρεσίες προς το κράτος

-

ειδικά σε σύ­

γκριση με τον ίδιο, αφού ο Δημοσθένης ήταν από τους πλουσιότε­ ρους της ομάδας των πολύ πλουσίων, αν και δε δείχνει κανένα ση­ μάδι ταξικής αλληλεγγύης, εδώ ή αλλού.

Ελλείψει εμφανούς χάσματος στον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι την ιδιότητα του πολίτη και εν όψει αυτών των διαφορε­ τικών και συχνά αντικρουομένων ταξινομήσεων, μερικοί ιστορικοί αρχίζουν να μιλούν για μια «αργόσχολη τάξψ"

Έτσι ορίζουν την

ομάδα των ανθρώπων που έχουν αρκετή περιουσία ώστε να είναι

απαλλαγμένοι από την ανάγκη να κερδίζουν το ψωμί τους. Η αργό­ σχολη τάξη έχει ένα πλεονέκτημα έναντι άλλων ομαδοποιήσεων, στο Βαθμό που αντιμετωπίζεται ως μια τάξη η οποία δημιουργείται φυ­ σικά κι αυτόματα, χωρίς να χρειάζεται αρχαίες περγαμηνές ή ταμπέ­

λες για να υπάρξει. Εξαιτίας του «αργόσχολου τρόπου ζωής τους», οι άντρες αυτοί είναι διαφορετικοί, είτε αναγνωρίζουν αυτή τη δια­ φορά οι ίδιοι και οι συμπολίτες τους είτε όχι. Θα μπορούσαν να ταυτιστούν με τους αποκαλούμενου ς «πλούσιους» και με την ευρύ­ τερη ομάδα των λειτουργών, με τους χίλιους διακόσιους ή δύο χι­ λιάδες άντρες δηλαδή που είχαν περιουσία τουλάχιστον ένα τάλα-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ντο. Οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να ονομαστούν «φτωχοί», επειδή

δεν εντάσσονται σ' αυτή την κατηγορία. Αυτή η θεώρηση της αθηναϊκής κοινωνίας φέρει την επιρροή του κοινωνιολόγου Θόρστην Βέμπλεν, του οποίου η «Θεωρία της αργό­ σχολης τάξης» κυκλοφόρησε το

1899.

Ο Βέμπλεν είναι πιο διάση­

μος για την έννοια της «επιδεικτικής κατανάλωσης» και μεγάλο μέ­ ρος του έργου του αφορά τη σημειολογία του ελιτισμού, τα σημάδια

με τα οποία οι αριστοκράτες διακρίνουν τον εαυτό τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ο Βέμπλεν θεωρούσε ως άκρως ζωτικό στοι­ χείο στο σχηματισμό κοινωνικών ιεραρχιών τον ελεύθερο χρόνο, στοιχείο που παρέχει το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της γλώσσας της αριστοκρατικής επίδειξης. Μόνο η ελίτ άντεχε οικονο­ μικά να μη δουλεύει και να ξοδεύει υπέρμετρα. Εντούτοις, δεν ήταν

αρκεΤό να είναι άεργοι κατ' ιδίαν. Είχαν ανάγκη να διαφημίζουν το γεγονός αυτό διαρκώς. Έπρεπε να μην κάνουν τίποτα επιδεικτικά. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αγνοούσαν αυτή τη λογική. Ο Αριστοτέ­

λης, για παράδειγμα, σημειώνει ότι το να έχεις τα μαλλιά σου μα­ κριά, σαν τους Σπαρτιάτες και τους θαυμαστές τους, «είναι ένδειξη

ελευθέρου ανδρός, διότι δεν είναι εύκολο να εκτελέσεις χεφονακτι­ κΩ δουλειά [θητική, αρμόζουσα σε θήτες] ρε ρακριά ραλλιά». Τα μα­

κριά μαλλιά πάντως ήταν σπάνια στην Αθήνα και, όπως έχουμε δει, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις της φιγούρας που συναντάμε στις ελίτ άλλων κοινωνιών. Ο Δημοσθένης πίστευε ότι αυτό είχε αρχίσει να αλλάζει στην εποχή του, αφού οι πολιτικοί έχτιζαν πιο πολυτε­ λή σπίτια' η αλήθεια πάντως είναι ότι, αν δεχτούμε την περιγραφή

του για έναν από τους χειρότερους παραΒάτες, το Μειδία, συνειδη­ τοποιούμε πόσο λίγο τα κατάφερναν οι Αθηναίοι στη φιγούρα, ακό­

μα και προς το τέλος της κλασικής περιόδου:

Έχει χτίσει στην Ελευσίνα ένα σπίτι αρκετά ρεγάλο ώστε να σκιάζει τα σπίτια των γειτόνων του, πηγαίνει τη γυναίκα του

στα ΜυστΩρια και όπου αλλού επιθυρεί ρ' ένα ζευγάρι άσπρα σικυώνια άλογα, περιφέρεται αλαζονικά στην αγορά ρε τρεις τέσσερις υπηρέτες κι όλο λέει πόσα Βαθιά κύπελλα και κέρα­ τα έχει για να πίνει το κρασί του και πόσα πιάτα.

330

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ο Δημοσθένης μπορεί να υπερέΒαλε λιγάκι, αλλά ακόμα κι έτσι ο Μειδίας, ένας από τους πιο επιδεικτικούς καταναλωτές της επο­ χής του, δε θα είχε προκαλέσει την παραμικρή αίσθηση στις ελίτ άλ­

λων κοινωνιών: «Μόνο τρεις τέσσερις υπnΡέτες; Μόνο ένα σπίτι; Και ούτε καν

arnv

ΑθΩνα, αλλά

arnv

Ελευσίνα; Με γείτονες!» Ανάμεσα

στους πλούσιους και νεόπλουτους της Αθήνας υπήρχαν και μερικοί

επιδειξίες, οι οποίοι έχτιζαν μεγαλύτερα σπίτια δύο κίονες στην μπροστινή είσοδο

-

-

μερικά μάλιστα με

αλλά όπως έχω προσπαθήσει

να δείξω σε όλο τούτο το ΒιΒλίο, οι Αθηναίοι σε γενικές γραμμές

δεν ξόδευαν τις δυνάμεις τους στα μεγαλεία 17 . Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι στην ανάλυση του Βέ­

μπλεν ταιριάζουν περισσότερο οι δαπάνες για πιο εφήμερα πράγμα­ τα, όπως το φαγητό, το ποτό και το σεξ' ότι οι Αθηναίοι ήταν μια

τάξη γλεντοκόπων, όχι μια τάξη αργόσχολων. Τα χρήματα που ξό­

δευε ο Καλλίας για να ψυχαγωγεί κάθε φορά όλους τους κόλακές του, τους φιλοσόφους και τους φίλους του, με όλα εκείνα τα ψάρια και τους κρατήρες το κρασί, τις αυλητρίδες και τις αρπίστριες και

τους ακροΒάτες, ήταν χρήματα που δε θα τα ξανάΒλεπε ποτέ. Ίσως ο Καλλίας πίστευε ότι φερόταν απλώς γενναιόδωρα, αλλά κι αυτό ήταν

ένας τρόπος επίδειξης του πλούτου του προς τους άλλους πλού­

σιους Αθηναίους και τους επισκέπτες απ' όλη την Ελλάδα. Για το σπίτι του αντίθετα έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες, ότι ήταν τόσο μικρό ώστε στον «Πρωταγόρα»

(315d)

αναγκάζεται να αδειάσει μιαν

αποθήκη για να χωρέσουν όλοι οι σοφιστές που έχει καλέσει να μεί­ νουν μαζί του. Οι γιορτές του πάντως έκαναν τέτοια εντύπωση στους

συγχρόνους του ώστε ο πλάτων και ο Ξενοφών έγραφαν ακόμα γι' αυτές, μισό αιώνα αφού είχαν καθαριστεί πια τα τραπέζια. Εξίσου πολυτελή δείπνα συνέχιζαν να γίνονται στα τέλη του 40υ αιώνα κι

ένα απ' αυτά, με οικοδεσπότη το ρήτορα Ξενοκλή, απαθανάτισε ο Μάτρων σε μια ομηρική παρωδία* με τίτλο «Αττικόν δείπνον».

Πέταξα στο δάπεδο αγκαθωτούς αχινούς, που αντnχούσαν καθώς κυλούσαν ανάμεσα στα πόδια των δούλων και πάνω στο



Η παρωδία ξεκινάει ως εξής: «Δείπνα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροφα και μάλα πολλά, α Ξενοκλής ρήτωρ εν Αθήναις δείπνησεν ημάς", Κ.Ο.Κ.

331

ΤΖΕΪΜΣ άδειο πάτωμα

[... ]

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πολλά Ιίταν τα αγκάθια που έΒγαλα, ρίζες

και άλλα τέτοια· και, αφού τα γεύΤΩκα, έκλαψα που δε θα τα ξανάΒλεπα πια αύριο, αλλά θα πρέπει να

rn

Βγάλω με τυρί και

ψωμί από σίκαλn, όπως πάντοτε Ι8 •

Εντούτοις, και στην έννοια της αργόσχολης τάξης υπάρχουν

ομοίως πολλά προΒλήματα, όπως και στις άλλες απόπειρες ταξινό­ μησης των Αθηναίων. Μια ιδεολογική διάκριση που σχετίζεται με τη δουλειά Βρίσκουμε όχι στην κορυφή της κλίμακας, αλλά στη Βάση της. Η αθηναϊκή ελίτ ήταν προσκολλημένη στα κτήματά της, αλλά δεν ένιωθε την απέχθεια για τις επιχειρήσεις και το εμπόριο γενι­

κότερα που χαρακτηρίζει πολλούς γαιοκτήμονες αριστοκράτες. Από την άλλη μεριά, υπάρχουν αρκετές αποδείξεις ότι ο κύκλος των

αγροτικών εργασιών άφηνε αρκετό ελεύθερο χρόνο σε πολλούς φτωχούς Αθηναίους για να συμμετέχουν στη δημοκρατία' ταυΤόχρο­ να, οι φτωχοί

-

όπως και οι πλούσιοι

-

αντιπαθούσαν συγκεκριμέ­

να είδη μισθωτών υπηρεσιών και τη δουλειά στα εργαστήρια, που τη θεωρούσαν κατάλληλη για δούλους. Στα έργα του Δημοσθένους Βρί­

σκουμε ένα λόγο γραμμένο για κάποιον Ευξίθεο, η μητέρα του οποί­ ου είχε δουλέψει ως τροφός και πουλούσε κορδέλες στην αγορά κι αυτό είχε θεωρηθεί αρκετή απόδειξη από τους συνδημότες του για να του στερήσουν το δικαίωμα του πολίτη. Ο Ευξίθεος λοιπόν προ­ σέφυγε στο δικαστήριο:

Η φτώχεια αναγκάζει ελεύθερους άντρες να κάνουν δουλι­

κά πράγματα, αλλά θα Ιίταν προτιμότερο να τους λυπάστε πα­ ρά να τους καταστρέφετε. Έχω ακούσει για πολλές γυναίκες, πολίτιδες, οι οποίες έγιναν τροφοί και υφάντρες και μάζευαν σταφύλια, εξαιτίας των καταστροφών που υπέφερε

n

πόλn

εκείνους τους καιρούς, και πολλές απ' αυτές είναι πλούσιες σΙίμερα κι έχουν αφΙίσει

rn

φτώχεια οριστικά πίσω τους

Θα ήμαστε περισσότερο σωστοί, αν μιλούσαμε για μια «υπηρετι­ κή τάξη» στη Βάση του οικοδομήματος, η οποία παρουσιάζεται να

δουλεύει δίπλα δίπλα με τους δούλους, παρά για μια «αργόσχολη τάξη» στην κορυφή. Ακόμα και η «τάξη των γλεντζέδων», με τις πο-

332

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

λυτελείς γιορτές και τις σπατάλες της

-

κατηγορία που εκ πρώτης

όψεως δημιουργεί τις λιγότερες αντιρρήσεις

-

αρχίζει να μοιάζει

κάπως αδύναμη ως ομαδοποίηση, αν την παρατηρήσουμε γι' αρκεΤό χρόνο. Όντως, το γεγονός ότι είναι τόσο προφανής είναι το λάθος της. Διότι δεν είναι παρά προϊόν μιας ανούσιας ταυτολογίας: Δηλα­ δή, όσοι απολαμβάνουν τα ακριβά πράγματα πρέπει να ανήκουν στην

τάξη εκείνων που τα αντέχουν οικονομικά; Για τους περισσότερους Αθηναίους, όπως θα δούμε, αυτό σηκώνει πολλή συζήτηση και η τα­ ξική συνείδηση σημαίνει

ασφαλώς

πολύ

περισσότερα πράγματα.

Μπορεί ένας πλούσιος να είναι σε θέση να αγοράζει περισσότερα χέλια από τους άλλους Αθηναίους, ή περισσότερο και καλύτερο κρασί, ή περισσότερες και πιο ακριβές γυναίκες, δεν έχουμε στοι­ χεία όμως ότι αυτά τα σχετικά πλεονεκτήματα οδηγούν σε μια από­

λυτη διάκριση, που τον ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι αυτές οι ποσοτικές διαφορές καταλήγουν

κάποτε σ' ένα ποιοτικό ρήγμα 19 . Είναι δεύτερη φύση των μοντέρνων ιστορικών

τερη φύση στους αρχαίου ς φιλοσόφους

-

-

όπως ήταν δεύ­

η τάση να βλέπουν την

κοινωνική δομή ως κλειδί κάθε κοινωνίας, ως επακόλουθο ίσως της μηχανιστικής σημασίας που αποδίδουν στους οικονομικούς παράγο­ ντες, όταν προσπαθούν να ερμηνεύσουν ιστορικά το κοινωνικό γί­ γνεσθαι. Η σύντομη επισκόπηση που έκανα, ελπίζω, αν μη τι άλλο,

να απέδειξε πόσο ελάχιστη ομοφωνία υπάρχει όσον αφορά το χωρι­ σμό των Αθηναίων σε κοινωνικο-οικονομικές ομάδες και το πώς

συνδέονται συγκεκριμένα άτομα προς αυτές. Άλλοι ιστορικοί, οι ιστορικοί των πόλεων-κραΤών της αναγεννησιακής Ιταλίας ή της

Βρετανίας οποιασδήποτε περιόδου ιστορικούς της Ρώμης

-,

-

για να μη μιλήσουμε για τους

δε δυσκολεύονται καθόλου να προσδιορί­

σουν τις ελίτ και μπορούν να αφοσιωθούν στην έρευνα του πώς αυ­ τές διατηρούσαν την ανωτερότητά τους όταν έρχονταν αντιμέτωπες με καινούριες καταστάσεις. Οι ιστορικοί της Ελλάδας αντίθετα είναι ακόμα κολλημένοι στην αφετηρία. Εντούτοις, η δυσκολία προσδιο­ ρισμού των τάξεων στην Αθήνα δε θα έπρεπε να θεωρείται πρόβλη­ μα" είναι ένα σημαντικό στοιχείο του αθηναϊκού πολιτισμού. Μπορούμε να διαιρέσουμε αυτή τη χαρακτηριστική «ταξική σύγ­

χυση" σε τρία μέρη. Πρώτον, μοιάζει αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι

333

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πηγές μας συντελούν στη σύγχυση αυτή, υιοθετώντας ένα είδος

εσκεμμένης και ιδεολογικής ταξικής αδιαφορίας. Η απειλή της στά­ σΩς (υπό την έννοια της πολιτικής προστριΒής κάθε είδους) τρομο­ κρατούσε τους Έλληνες όλων των εποχών και μεγάλο μέρος της πο­ λιτικής φιλοσοφίας και πολλοί νόμοι ήταν αφιερωμένοι στην απο­

φυγή της. Οι Αθηναίοι δε διέφεραν σ' αυτό. Αντιμετώπιζαν με εχθρό­ τητα ακόμα και την ιδέα ενός διχασμένου σώματος πολιτών και ενώ­ πιον των δικαστηρίων και στη σκηνή της πολιτικής μιλούν και υπο­

δύονται τους ρόλους τους λες και το ακροατήριό τους είναι μια ομοιογενής ομάδα ευπόρων πολιτών, των οποίων οι ήσσονες διαφο­ ρές δεν είναι τίποτα εμπρός στο τεράστιο χάσμα που τους χωρίζει

από τις γυναίκες, τους δούλους και τους αλλοδαπούς. Ο Αριστοφά­ νης, για παράδειγμα, Βάζει συχνά σε μια οικογένεια διάφορους χα­ ρακτήρες, οι οποίοι μοιάζουν να ανήκουν σε αρκεΤά διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές ομάδες, ενώ δημιουργεί και μεμονωμένους ήρωες, όπως ο Δικαιόπολις στους «Αχαρνείς" ή ο Τρυγαίος στην «Ειρήνη», που δείχνουν να ανήκουν σε αρκετές τάξεις ταυτόχρονα. Ο Δημοσθένης επίσης, ένας από τους πλουσιότερους άντρες της εποχής του, ταυτίζεται ασυνείδητα με τις μάζες, στις οποίες αναφέ­

ρεται ως «εμείς». Σ' ένα άλλο επίπεδο, φαίνεται καθαρά ότι πολλοί Αθηναίοι προσποιούνταν ότι συμφωνούσαν στην πράξη με αυτή την ιδεολογία· οι πλούσιοι (με μια δυο εξαιρέσεις) δέχονταν να Βάλουν όρια στη επίδειξή τους και απέφευγαν να έχουν υπερΒολικά μεγα­ λοπρεπή σπίτια και πολύ φανταχτερά ρούχα· οι θήτες, με τη σειρά τους, αρνούνταν να αποδεχτούν τη θέση του θήτη, όταν τους ανέθε­ ταν κάποιο δικαστικό αξίωμα, αποδίδοντάς τη σε όσους ζούσαν κατά

τρόπο που έμοιαζε με αυτόν των δούλων. Όταν κληρώνονταν στο αξίωμα του άρχοντα ή του δικαστή, αρνούνταν με νομιμοφροσύνη οποιαδήποτε αναδιανομή περιουσίας, μέτρο κατά του πολιτικού φα­

τριασμού και του ταξικού ανταγωνισμού: Ο Άρχων, αμέσως μόλις αναλά8ει το αξίωμα, δ ιaKΩpύσσει ότι όσα κατείχε ο κάθε πολίΤΩς, πριν αυτός αναλά8ει καθΩκο­ ντα, αυτά και θα κατέχει ως το τέλος ΤΩς θΩτείας του. Και τελικά, μοιάζει αδιαμφισΒήτητο γεγονός ότι αυτή η ιδεολο­ γική ταξική αδιαφορία είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα να ελαττώνει

334

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

την ταξική συνείδηση των Αθηναίων. Η οικονομική ανισότητα μπο­ ρεί να ήταν το πιο σημαντικό πρόβλημα στους κόλπους του σώμα­

τος των πολιτών, ένα ζήτημα όμως που δεν ήθελαν να το αντιμετω­ πίσουν άμεσα, αλλά η επιφυλακτικότητά τους αυτή αποδείχτηκε μια αρκετά επιτυχημένη στρατηγική, αφού η Αθήνα κατάφερε να αποφύ­

γει κάθε σοβαρό εμφύλιο ανταγωνισμό και ταξικό πόλ εμ0 20. Αυτή η αδιαφορία των Αθηναίων είχε ως αρωγό κάποιους δομι­

κούς παράγοντες, οι οποίοι εμπόδιζαν το χάσμα πλουσίων και φτω­ χών να γίνεται εμφανές πολύ συχνά. Όπως συμβαίνει στα διάφορα είδη στη φύση, οι ομάδες ρέσα σε μια κοινωνία είναι αναγνωρίσιμες και από την εσωτερική τους ομοιογένεια, και από τις διαφορές που τις διακρίνουν από τις άλλες ομάδες. Εν μέρει χάρη στη δημοκρατι­ κή επανάσταση, οι Αθηναίοι δεν προσδιορίζονταν από το οικογε­ νειακό όνομα (γένος), αλλά από το όνομα του πατέρα τους και από το δήμο ή την περιφέρεια στην οποία ήταν καταγραμμένοι. Τα ονό­ ματα συχνά κληρονομούνταν μέσα στην οικογένεια, αλλά η παράλει­

ψη του γένους θα πρέπει να δυσκόλευε τον εντοπισμό οικογενεια­

κών σχέσεων μεταξύ πλουσίων και θα ήταν ευκολότερο να διακρίνει κανείς τα πλούσια άτομα παρά τις πλούσιες οικογένειες. Ακόμα και πιο ορατοί να ήταν οι δεσμοί αίματος, δεν είναι βέβαιο ότι θα είχε υλοποιηθεί ένας κοινός τρόπος ζωής. Έχουμε μάλιστα αποδείξεις ότι πολλοί Αθηναίοι είχαν συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας πο­ λύ πλουσιότερους ή πολύ φτωχότερους από τους ίδιους. Ο άντρας τον οποίο κατηγορεί ο Τίμαρχος ως πρώην δούλο, για παράδειγμα, είναι πολύ φτωχός για να πληρώσει το ρήτορα ο ίδιος (γεγονός που φτάνει για να πείσει τους συνδημότες του να του στερήσουν τα πο­ λιτικά του δικαιώματα στην αρχή), αλλά έχει ένα γαμπρό ο οποίος

μπορεί να πληρώσει τριάντα μνες αλλά και ο Τίμαρχος έχει ένα θείο τόσο φτωχό που είναι αναγκασμένος να δέχεται τη βοήθεια της πο­ λιτείας. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο,

έχουμε αποδείξεις για μεγάλα σκαμπανεβάσματα στις τάξεις των πλουσίων, τα οποία επιδεινώθηκαν από τις αντιξοότητες του πολέ­ μου. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Αθήνα, από την εποχή του Πελο­ ποννησιακού Πολέμου και μετά, φαίνεται ότι υπήρχαν κάπως χαλα­ ρές σχέσεις (οι οποίες γίνονταν όλο και χαλαρότερες) ανάμεσα στις ιεραρχίες πλούτου, κοινωνικής θέσης και εξουσίας και μάλλον αδύ-

335

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ναμοι δεσμοί εντός αυτών των ιεραρχιών, ενώ τα προνόμια της κα­ θεμιάς [ιεραρχίας] δεν ήταν σίγουρο ότι θα περνούσαν από τη μια γενιά στην άλλη. Η όποια ομοιογένεια υπήρχε επισκιάςεται από την

εμμονή της δημοκρατίας να προσδιορίςει 'τον κάθε πολίτη ως άτο­ μο. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δε μας εκπλήσσει το γεγονός ότι στην Αθήνα δεν υπήρχε σαφής αίσθηση ταυτότητας της ελίτ 21 • Επιπλέον, χάρη στο μεγάλο αριθμό δούλων και στο υψηλό ποσο­ στό μικροϊδιοκτητών, οι οποίοι κατείχαν και καλλιεργούσαν τη δι­ κή τους γη (αυτουργοί), ήταν σπάνιες στην Αθήνα οι προστριβές

ανάμεσα στους πολίτες-εργάτες των εργαστηρίων και τους πολίτες­ ιδιοκτήτες τους, ας πούμε, ή ανάμεσα στους πολίτες γαιοκτήμονες και τους πολίτες μισθωτές ή εργάτες της γης τους

-

οι προστριβές,

δηλαδή, που αποτελούν σημαντική πηγή ταξικής συνείδησης σε άλ­

λες περιόδους. Οι πολίτες μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα ομοιογε­ νείς οικονομικά, αλλά σχημάτιςαν μια σειρά από ασυνεχείς, εξαιρε­ τικά αυτάρκεις, παράλληλες οικονομίες σε όλη την ύπαιθρο. Αυτή η οικονομική αυτάρκεια αποτελεί το ιστορικό υπόβαθρο για τη σημα­ σία που αποδίδει η ελληνική ηθική στο να είναι κανείς κύριος του

εαυτού του. Σε αυτό το κοινωνικο-οικονομικό συνεχές υπήρχαν ελά­ χιστα ρήγματα, ελάχιστα σημεία όπου οι διαφορές εξελίσσονταν σε ιεραρχίες. Εξαίρεση αποτελούσαν οι πολίτες που έκαναν εξαρτημέ­ νη εργασία στην πόλη, αλλά αυτοί ήταν ελάχιστοι αριθμητικά και πε­ ριφρονημένοι από τους ανεξάρτητους αγρότες της υπαίθρου, με

τους οποίους μοιράςονταν την ίδια φτώχεια. Η πόλη η ίδια στεκό­

ταν ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, μονοπωλώντας σχεδόν τις σχέσεις των δύο ομάδων. Η πόλη έπαιρνε χρήματα από τους πρώ­ τους, υπό τη μορφή λειτουργιών. Η πόλη απάλυνε τις κακοτυχίες των δεύτερων μέσω διαφόρων χορηγιών (μισθός για τη συμμετοχή

τους στην Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια, μισθός για την παρακολούθηση των εορτών) και εκτάκτων δημοσίων γευμάτων.

Μετά από πιο προσεκτική εξέταση, αποδεικνύεται ότι πολλές από τις ταξικές αναφορές που συναντάμε στην κωμωδία και τη ρη­

τορεία αναφέρονται σε κάτι πολύ πιο ασαφές ή αρκετά διαφορετικό. Ο ταξικός ανταγωνισμός εκτοπιςόταν (ή μεταφερόταν) σε ασφαλέ­ στερες διακρίσεις. Οι κύριες διακρίσεις εντός του σώματος των Αθηναίων πολιτών

-

αν πιστέψουμε τους κωμωδιογράφους και τους

ΑΡΧΑΙΟΙ ρήτορες

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γίνονταν ανάμεσα σε νεότερες και παλιότερες γενιές,

στον κάτοικο της υπαίθρου και τον κάτοικο της πόλης και, πάνω

απ' όλα, στους ομιλητές και τους ακροατές τους. Ένας ομιλητής μι­ λάει σαν να υπάρχει στην Αθήνα ένα άρρητο συμΒόλαιο μεταξύ νέ­ ων και γέρων: Είστε σαν μια οικογένεια, λέει, διαφορετικών γενεών και διαφορετικών συμφερόντων.

Τα νεότερα μέλΩ ΤΩς οικογένειας προσπαθούν τουλάχιστον να είναι σεμνά και διακριτικά σε αυτό που κάνουν, ενώ

n

πα­

λιότεΡΩ γενιά, όταν τα δει να ξοδεύουν πάρα πολλά, rί να πί­ νουν υπερ80λικά, rί να το παρακάνουν σΤΩ διασκέδασΩ, προ­

σποιείται ότι δεν το προσέχει

[. .. ]

Το ίδιο ισχύει και μ' εσάς,

άντρες ΑθΩναίοι, που ζείτε όλοι μαζί σε μια γενναιόδωΡΩ οι­ KOγενειαKrί κοινόΤΩτα. Μερικές φορές παραΤΩρείτε τις δρα­

σΤΩριόΤΩτες αντρών που μπλέκουν σε φασαρίες και, όπως λέ­

ει το ΡΩτό, παρ' όλο που έχετε μάτια, δε 8λέπετε και, παρ' όλο που έχετε αφτιά, δεν ακούτε 22.

Συχνά αυτές οι διάφορες υποδιαιρέσεις συγχωνεύονται με Βολι­ κό τρόπο. Κάποιες κωμωδίες αντιπαραθέτουν τους σπάταλους, εκλε­ πτυσμένους και σοφιστές νεαρούς προς τους αγροίκους, χοντρο­

κομμένους και τσιγκούνηδες πατεράδες τους, όπως Βλέπουμε στις «Νεφέλες», στους «Σφήκες» και ενδεχομένως στους «Δαιταλείς» του

Αριστοφάνους. Πολλές άλλες έχουν ως θέμα την απληστία και τις φιλοδοξίες των πολιτικών ηγετών και την ευπιστία των οπαδών. Στα τέλη πια του 50υ αιώνα, οι αναφορές σε «αριστοκράτες», «ευγενείς»

(γενναίους) και «προύχοντες» προσδιορίζουν συχνότερα συγκεκρι­

μένους τρόπους συμπεριφοράς παρά σηματοδοτούν κάποιες συγκε­ κριμένες ομάδες. Το θέμα είναι να συμπεριφέρεται κανείς αξιοπρε­ πώς, να αποφεύγει οτιδήποτε προσιδιάζει σε δούλους (όπως «ΤΟ να είναι δούλος των επιθυμιών του»), να μην είναι αγροίκος, να συμπε­

ριφέρεται «κομψά» παρά «ταξικά». Είναι πάντοτε επικίνδυνο να Βγά­ ζουμε πολλά συμπεράσματα από τον Αριστοφάνη, αλλά έχει ενδια­ φέρον ότι και στους «Δαιταλείς» και στους «Σφήκες» Βρίσκουμε μα­

θήματα καλών ΤΡ9πων και χαριτωμένης συμπεριφοράς, σαν να πρό­ κειται για επίκτητα προσόντα κι όχι εκ γενετής αρετές. Η ευγένεια

337

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

παύει πια να είναι προνόμιο της αριστοκρατίας. Οποιοσδήποτε μπο­ ρεί να μάθει να είναι παρακμιακός. Η έμφαση της αθηναϊκής κωμωδίας στο φαγητό, το ποτό και το

σεξ μπορεί να ιδωθεί ως μέρος και φορέας αυτής της αδιαφορίας

προς τις κοινωνικές και οικονομικές διακρίσεις, αυτής της έλλει­ ψης ταξικής συνείδησης. Χωρίς να επισημαίνουν διακρίσεις μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία, οι αναφορές στις απολαύσεις της σάρκας χρησιμεύουν συχνότερα για να υπενθυμίσουν στο ακροαΤήριο πόσα πράγματα έχει κοινά. Αντί να ασχολούνται με το γεγονός ότι μερι­

κοί μπορούσαν να τρώνε ψάρι μόνο μία ή δύο φορές τις καλές χρο­ νιές, ενώ άλλοι τρώνε λαβράκια καθημερινά, οι Αθηναίοι επικέντρω­ ναν το ενδιαφέρον τους στις στιγμές απόλαυσης που μoιρά~oνταν. Πρόκειται για ~ωώδη πάθη κοινά σε όλη την ανθρωπότητα, για τον

κοινό

παρονομασΤή των ποταπών ενστίκτων,

για θέλγητρα στα

οποία όλοι έπρεπε να αντισταθούν, για πειρασμούς στους οποίους οποιοσδήποτε μπορούσε να υποκύψει. Και στους φτωχούς άρεσε να

πίνουν όσο ο Αλκιβιάδης ή ο Αλέξανδρος και .yvώρι~αν εξίσου κα­

λά μ' εκείνους τον πονοκέφαλο του επόμενου πρωινού. Μερικοί· μπορεί να έπιναν σε ταβέρνες, ενώ άλλοι σε κομψά επιπλωμένους ανδρώνες, όλοι όμως γνώρι~αν τιςαπολαύσεις του κρασιού και τους κινδύνους που επιφύλασσε όταν δεν το αραίωναν με νερό. Οι εταί­ ρες εμφανί~oνται στη ~ωή συνηθισμένων Αθηναίων, όπως ο Τρυγαί­ ος στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνους, καθώς και στα μπερδεμένα σπι­ τικά αντρών όπως ο Υπερείδης και ο Αλκιβιάδης το σεξ, τελικά, εί­

ναι το ίδιο είτε με αυλητρίδες είτε με Θρακιώτισσες δούλες είτε με γυναίκες στο πορνείο στις πύλες της πόλης. Όταν τα ψάρια παρε­ λαύνουν στην αττική σκηνή, ολόκληρο το ακροατήριο νιώθει να του

τρέχουν τα σάλια και ακόμα και οι δούλοι μπορούσαν να κατηγορη­ θούν για οψοφαγία. Σημασία έχει η απλότητα αυτών των απολαύσε­ ων. Στη σκηνή της κωμωδίας, οι άντρες ενεργούν έχοντας ως στόχο

ασήμαντες και μηδαμινές επιθυμίες. Ο Περικλής, που τον σέρνουν από τη μύτη μερικές πόρνες, εκδίδει ψηφίσματα που μoιά~oυν με

τραγούδια του κρασιού και ξεκινάει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Κλέων δυσκολεύεται να ξεκολλήσει από ένα ωραίο πιάτο με κα­

λαμάρια, όταν τον καλούν να μιλήσει στη συνέλευση. Ο Λύσανδρος πείθεται από ένα μεγαλύτερο κύπελλο κρασί να συνάψει μια συμμα-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

χία. Πίσω από τις ηθικοπλαστικές αρχές και τα περισπούδαστα λό­ για, κρύΒεται η χυδαία λαιμαργία και η σκέτη λαγνεία. Σύμφωνα με την άποψη της κωμωδίας, όλες οι συνελεύσεις του κόσμου επηρεά­ ζονται από τις σωματικές λειτουργίες, κοινές σε όλη την ανθρωπό­ τητα 23 • Επιπλέον, αντιστρέφοντας τη συνταγή ότι τα ακριΒά πράγματα εί­

ναι προνόμιο όσων είναι αρκετά πλούσιοι για να αντεπεξέλθουν οι­ κονομικά, πρέπει να θυμηθούμε πόσο φτηνή ήταν η συμμετοχή στον

κόσμο των απολαύσεων. Οποιοσδήποτε μπορούσε να αποταμιεύσει

τους μισθούς του από το κράτος για ν' αγοράσει ένα ωραίο κομμά­ τι φρέσκο ψάρι, μια κοτύλη εισαγόμενου κρασιού, μια γρήγορη επα­ φή με μια αυλητρίδα που την είχε πάρει η κάτω Βόλτα, ή για να πε­

ράσει μερικά λεπτά σ' ένα θαλαμίσκο μ' ένα φιλόσοφο αριστοκράτη από την Ήλιδα, που είχε την ατυχία να γίνει δούλος λόγω πολέμου. Ο χώρος της αγοράς θεωρείΤο δημοτικός χώρος, μια ζώνη συμμετο­ χής. Η αγορά του σεξ, του κρασιού, των ωραίων φαγητών ήταν ένα σύνθετο σύστημα με ευρεία γκάμα τιμών, από πολύ χαμηλές έως πο­

λύ υψηλές, και κάτι στο ενδιάμεσο για τον καθένα. Αν το λαΒράκι ήταν υπερΒολικά ακριΒό, μπορούσες να φας ρέγκες. Αν οι αυλητρί­ δες ήταν πέρα από τις δυνατότητές σου με τις δύο δραχμές που χρέωναν, μπορούσες να πας στο φτηνό πορνείο και να πληρώσεις

μόνο έναν οΒολό. Αυτό που σε χώριζε από τα καλύτερα «αγαθά" ήταν απλώς τα λίγα νομίσματα που τύχαινε να σου λείπουν εκείνη τη μέρα, όχι η κοινωνική θέση σου. Επιπλέον, εκτός από αυτές τις

πολυάριθμες ποιοτικές διακρίσεις, υπήρχε και το ποσοτικό στοι­ χείο, το οποίο είναι τόσο προφανές ειδικότερα στο λόγο περί φα­ γητού. Αυτό εξηγεί κάπως το γιατί οι μακροσκελείς κατάλογοι παί­ ζουν τόσο σπουδαίο ρόλο στις περιγραφές των πολυτελών τραπε­

ζιών από τους κωμωδιογράφους. Ένας ικανός συγγραφέας του' μυ­ θιστορηματικού είδους «σεξ και ψώνια" τη δεκαετία του

1980 -

-

που ήταν τόσο δημοφιλές

θα σε άφηνε να φανταστείς ένα οργιώδες δεί­

πνο με μερικές λέξεις μόνο:

Krug,

μπελούγκα, αστακός, φουαγκρά.

Ένας Αθηναίος όπως ο Μάτρων, στην προσπάθειά του να κάνει το ίδιο, χρειάζεται σαράντα ή πενήντα στίχους για να μετρήσει την πο­ λυτέλεια όλων των φαγητών, ένα προς ένα. Η πραγματική υπερΒο­

λή μπορεί να παρουσιαστεί μόνο με πολλές λεπτομέρειες. Αν οι

339

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πλούσιοι είναι διαφορετικοί στην Αθήνα, η διαφορά έχει να κάνει με το βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα ενιαίο πεδίο κατανάλωσης

ανάλογο του κοινωνικο-οικονομικού πεδίου, με ελάχιστες ρωγμές να το διασπούν σε χωριστούς κι ευδιάκριτους τρόπους ζωής. Σύμ­ φωνα με την ίδια λογική, ο καταναλωτής ως άτομο είναι ασφαλής

όταν τρώει μια φέτα τόννο, ή όταν πίνει ένα ποτήρι κρασί. Ο κίνδυ­

νος ελλοχεύει στην απώλεια ελέγχου, αλλά αυτός ήταν ένας κίνδυ­ νος που ίσχυε για όλους τους ανθρώπους, πλούσιους ή φτωχούς. Πράγματι, στη μανία των Ελλήνων για αυτοέλεγχο μπορούμε να δούμε τη σχέση τάξης και κατανάλωσης εντελώς ανεστραμμένη. Ο

πραγματικός ευγενής δαμάζει τις ορέξεις του. Είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Αντίθετα από τον Τίμαρχο, ο οποίος είναι υποδου­ λωμένος σε βίτσια «στα οποία ούτε ελεύθερος ούτε ευγενΏς άΥτρας θα υπέκυπτε ποτέ", ή τον αγροίκο Κλέωνα, ο οποίος καταβροχθίζει το φαγητό του και κατεβάζει το κρασί του με τη μία, ο εκλεπτυσμέ­ νος άντρας πίνει το κρασί του σιγά σιγά και με το πάσο του, και

ποικίλλει τη διαδικασία με νερό και συζήτηση. Αυτό ήταν ένα από

τα σημαντικά θέματα που απασχολούσαν φιλοσόφους και ρήτορες, ότι, ενώ οι πλούσιοι μοιάζουν να μην έχουν καμία σχέση με τους υπηρέτες που τους περιτριγυρίζουν, στην πραγματικότητα εκείνοι

που καταναλώνουν υπέρμετρα είναι οι αληθινοί δούλοι, όντας δού­ λοι των ορέξεών τους. Ο έκλυτος και ο άσωτος είναι που εμπλέκο­ νται σε χειρωνακτικές εργασίες, έτσι όπως τρέχουν διαρκώς πέρα

δώθε, προσπαθώντας να γεμίσουν τα δοχεία των επιθυμιών τους που στάζουν. Η ζωή των κιναίδων μπορεί να μοιάζει παραδομένη στην απόλαυση και τον ηδονισμό, αλλά δεν είναι μόνο «τρορερΏ και επαί­

σχυΥτη", είναι επίσης και μια ταλαιπωρία [άθλος]24.

Πού βρίσκεται το χρήμα Όταν οι Αθηναίοι συνέδεαν τελικά την απόλαυση με την ιδιοκτη­ σία, οι πηγές μας αποκαλύπτουν μια πολύ διαφορετική λογική από

τις επιδείξεις πλούτου του Βέμπλεν. Το φαγοπόΤΙ που λάμβανε χώ­ ρα στον ανδρώνα μπορεί να ήταν άκρως δαπανηρό, αλλά λόγω της

φύσης του δεν τα κατάφερνε να είναι επιδεικτικό για μεγάλο χρονι­ κό διάστημα. Όταν τελείωνε το καθάρισμα των ψαροκόκαλων από το

340

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

δάπεδο, όταν οι αυλητρίδες επέστρεφαν σπίτι τους, ελάχιστα έμεναν για να δείχνουν πόσα χρήματα είχαν ςοδευτεί' ούτε μπορούσαν όλοι

να στηρίζονται σ' έναν Πλάτωνα, έναν Ξενοφώντα, έναν Ευπόλιδα ή έστω ένα Μάτρωνα, για να απαθανατίσει τη Βραδιά σε ποιητικό ή πε­

ζό λόγο. Το σημαντικό στο περίφημο και πολλαπλά αντιγραμμένο έργο, που ονομαζόταν Ασάρωτος οίκος, του ψηφοθέτη της ελληνι­ στικής εποχής Σώσου δεν είναι μόνον ότι συμΒολίζει το θρίαμΒο της τέχνης πάνω στη φύση, αλλά ότι διατηρεί τα εφήμερα σκουπίδια στην αιωνιότητα, φτιάχνοντας ένα μνημείο από το ασήμαντο, ένα

θρίαμΒο της τέχνης πάνω στο χρόνο. Εκτός του ότι ήταν ΒραχύΒιο, το συμπόσιο ήταν μια κάπως κρυφή επίδειςη σε μια περιορισμένη

ομάδα καλεσμένων, στον κλειστό κόσμο του ανδρώνα. Για τον αρι­ στοκράτη της σχολής του Βέμπλεν, μια τέτοια μη επιδεικτική σπα­ τάλη πήγαινε χαμένη. Για τον Αθηναίο όμως, η Βασική της γοητεία

ήταν η απόκρυψη. Ήταν ένας διακριτικός τρόπος για να ςοδέψεις χρήματα, μια μη επιδεικτική κατανάλωση, διότι στην Αθήνα δεν απέ­ φερε κέρδος το να διαφημίζεις τα πλούτη σου. Οι Αθηναίοι είχαν έναν πολύ απλό και άμεσο τρόπο να διαχειρί­ ζονται τα δημοσιονομικά της πόλης. Όσοι ήταν αρκετά πλούσιοι ώστε να είναι εκλόγιμοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους όταν η πολιτεία χρειαζόταν χρήματα και να συμμετέχουν στα έςοδα των παραστάσεων κατά τις θρησκευτικές γιορτές (χορηγίαι) και των

πολεμικών πλοίων (τριηραρχίαι) σε τακτική Βάση. Υπήρχαν πολυά­

ριθμα τέτοια Βάρη, γύρω στις εκατό εορταστικές λειτουργίες το χρό­ νο και ένας στόλος αρκετών εκατοντάδων πλοίων. Η χορηγία ενός διθυραμΒικού χορού ή μιας ομάδας χορευτών του πολεμικού πυρρί­ χιου δε στοίχιζε πάνω από μερικές εκατοντάδες δραχμές, μια τριλο­ γία τραγωδιών στη μεγάλη γιορτή του Διονύσου κόστιζε πολύ πε­

ρισσότερα, ενώ μια απλή τριηραρχία μπορούσε να μειώσει έως και κατά ένα τάλαντο την περιουσία ενός πλούσιου. Κανένας δεν ήταν

υποχρεωμένος να αναλαμΒάνει πάνω από μία λειτουργία το χρόνο, αλλά υπήρχαν τόσες πολλές γιορτές ώστε ερχόταν πάλι η σειρά του καθενός και όποιος ήθελε να αποκτήσει την εύνοια του λαού ήταν

υποχρεωμένος να κάνει κάτι παραπάνω από τα τυπικά. Η πόλη τι­ μούσε με στεφάνια και τιμητικά ψηφίσματα τους λειτουργούς που

διακρίνονταν για τον τρόπο εκτέλεσης των υπηρεσιών τους προς

341

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

την πολιτεία. Υπό το ίδιο πρίσμα θα πρέπει να δούμε και ης νίκες στους δραμαηκούς αγώνες. Εκείνοι που στενοχωριούνται επειδή με­ ρικά εξαιρεηκά κλασικά δράματα ήρθαν τελευταία στο διαγωνισμό

(η "Μήδεια» του Ευριπίδου, για παράδειγμα, ή οι «Νεφέλαι» του Αρι­ στοφάνους) δεν πρέπει να ξεχνούν όη οι Αθηναίοι ίσως θέλησαν να

ημωρήσουν το χορηγό για περικοπές στα έξοδα των κοστουμιών κι όχι το συγγραφέα του έργου.

Όσοι πλούσιοι εμπλέκονταν σε δικασηκές ανηδικίες θεωρούσαν

χρήσιμο για την αξιοπιστία τους να απαριθμήσουν ης λειτουργίες που είχαν αναλάβει. Ο Δημοσθένης ο ίδιος, φυσικά, ήΤαν υπερβολι­

κά σεμνός για να θυμίσει στο ακροατήριό του "τις τριΩρεις που έχω

εΠΙΧΟΡΩγΩσε ι, τους χορούς που έχω ΧΡΩρατοδοτΩσει, τους φόρους που έχω πλΩρώσει, τους αιχραλώτους πολέρου που έχω εξαγοράσει

κα άλλες ανάλογες πράξεις γενναιοδωρίας που έχω εκτελέσει», άλ­ λοι όμως δεν ήταν τόσο συγκρατημένοι. Ανάμεσα στους λόγους του Λυσίου, υπάρχει ένας επίλογος, τον οποίο έγραψε στα τέλη του 50υ αιώνα, για κάποιον που υπερασπιζόταν τον εαυτό του από μια εντε­ λώς άσχετη κατηγορία. Ο άΥΤρας αυτός αναφέρει όλα όσα έχει κά­ νει για την πόλη, προφανώς από την εποχή που παρέλαβε την κλη­

ρονομιά του:

3.000

δραχμές για τραγωδίες,

2.000

δραχμές για ένα

χορικό στη γιορτή του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος για το οποίο

κέρδισε μια νίκη,

800

δραχμές σε πυρρίχιους πολεμικούς χορούς

στα Μεγάλα Παναθήναια, Διονύσια,

300

5.000

για ένα νικηφόρο ανδρικό χορό στα

για ένα διθυραμβικό χορικό στα Μικρά Παναθήναια,

έξι τάλαντα σε τριηραρχίες, συν

1.200 δραχμές σε αθληηκούς αγώ­ νες στηΎιορτή του Προμηθέως, 1.500 για ένα παιδικό χορικό, 1.600 για μια κωμωδία του Κηφισοδώρου που κέρδισε το 404/3 και 700 για ένα χορικό νεαρών χορευτών του πυρρίχιου. Επιπλέον, εκτελού­ σε ης τριηραρχίες του με μεγάλο ζήλο:

[... ]

Και θα σας αναφέρω ΤΩν ασφαλέστεΡΩ απόδειξΩ περί

αυτού: ο Αλκι.βιάδΩς Ωταν πάνω στο πλοίο ρου, σΤΩν αρΧΩ τουλάχιστον

[... ]

Είραι σίγουρος ότι γνωρίζετε πως, εφόσον

Ωταν στραΤΩγός, ρπορούσε να κάνει ό, τι Ωθελε και δε θα σάλ­

παρε παρά ρε το καλύτερο πλοίο του στόλου

[... ]

αφαιΡέσατε από τους στραΤΩγούς το αξίωρά τους

και όταν

[. .. ]

ρε το

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

πλοίο ρου θέλΩσαν να ταξιδέψουν οι αΥτικαταστάτες τους.

Και σας ερωτώ: Πόσα χρΙψατα Υορίζετε ότι στοιχίζει ένα κα­ λά εξοπλισρέΥΟ πλοίο; ΠόσΩ ζΩριά θα πρέπει να έκανε στον εχθρό; Πόσο όφελος απέφερε σΤΩν πόλΩ;

Ο φίλος μας ο Απολλόδωρος φαίνεται ότι εκτελούσε τις τριηρα­ ρχίες του με ιδιαίτερα πολυδάπανο τρόπο, προσφέροντας τους υψη­

λότερους μισθούς και εξοπλίζοντας το πλοίο « όσο πιο όρορφα και έξοχα» γινόταν, και φρόντισε μάλιστα να σιγουρευτεί ότι είχε πλη­ ρώσει όλους τους πολεμικούς φόρους του πριν φύγει. Ο διάδοχός του στη θέση τον ρώτησε αν είχε επιχρυσώσει και τα ξάρτια (αναρω­ τιέμαι αν αυτό ήταν το πλοίο που είχε καταγραφεί στο νηολόγιο με το όνομα Τρυφώσα, δηλαδή έκλυτη). Ως γιος δούλου που είχε απο­

κτήσει τεράστια περιουσία από τραπεζικές εργασίες, ο Απολλόδω­

ρος αισθανόταν ότι έπρεπε να αποδείξει κάτι 25 . Φυσικά υπήρχαν πολλοί που δεν εκτελούσαν με τόσο ενθουσια­ σμό τα καθήκοντά τους και προσπαθούσαν να αποφύγουν τις ευθύ­ νες του πλούτου. Οι εχθροί τους φρόντιζαν να διαφημίσουν εξίσου καλά την έλλειψη γενναιοδωρίας τους. Ο Δικαιογένης, απόγονος του τυραννοκτόνου Αρμοδίου που δε φάνηκε αντάξιος του προγόνου του, είχε την τύχη να του επιδικά­

σει το δικαστήριο μια περιουσία, αυτός όμως δεν έκανε το δικό του χρέος απέναντι στο δήμο:

ΧΡΩρατοδόΤΩσε ένα χορικό για ΤΩ φυλΩ του στα Διονύσια και Ωρθε τέταρτος ΧΡΩρατοδόΤΩσε ρια σειρά από τραγωδίες και χορευτές του πυρρίχιου και Ωρθε τελευταίος. Αυτές Ωταν οι ροναδικές λειτουργίες που ανέλαΒε τις αναλάΒει

-

-

τον εξανάγκασαν να

και ιδού πόσο καλά τις εκτέλεσε, παρά το τε­

ράστιο εισόδΩρά του.

Το

392

π.χ., η τσιγκουνιά του Δικαιογένους καταγράφτηκε και

στα δημόσια αρχεία, όταν μπήκε στον κατάλογο των αντρών που δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους να συνεισφέρουν στην πολεμική πρo~ ετοιμασία της πόλης.

343

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Το όνορά του ρπΩκε σ' ένα επαίσχυντο επίγραρρα που στΩ­ θΩκε ρπροστά στα αγάλρατα των Ωρώων ΤΩς φυλΩς του, ότι αυτοί είναι οι άντρες που υποσχέθΩκαν στο λαό ότι θα συν­ εισέφεραν εθελοντικά σΤΩ σωΤΩρΙα ΤΩς πόλΩς και δεν πλΩρω­ σαν τίποτα 26.

Οι λειτουργίες έκαναν τον αθηναϊκό λαό να ενδιαφέρεται για την ιδιωτική περιουσία, κάτι που οι γαιοκτήμονες ή οι επίδοξοι γαιο­ κτήμονες ενθάρρυναν. Όσοι διεκδικούσαν την ίδια περιουσία, εκτός όλων των άλλων νομικών επιχειρημάτων τους, τόνιζαν το πόσο κα­ λά θα διοικήσουν την περιουσία προς όφελος της πόλης, πόσες λει­

τουργίες θα αναλάβουν αυτοί έναντι των αντιπάλων τους (που θα αναλάμβαναν ελάχιστες λόγω των βίτσιων τους), αν τους παραχωρη­ θεί ο τίτλος ιδιοκτησίας

[Ο Θράσυλλος] έγινε τριΩραρχος επί δύοέΤΩ συνεχώς και

δεν έκανε απλώς τα τυπικά, αλλά φρόντιζε για τις καλύτερες προρΩθειες. Κι εσείς, ως αVΤάλλαγpα, θυΡΩθΩκατε όσα έκανε

και ψΩφίσατε τψές γι' αυτόν και σώσατε το γιο του όταν του πΩραν ΤΩν περιουσία ρέσα από τα χέρια

[. .. ]

Ο Απολλόδωρος

ο ίδιος [ο γιος του Θρασύλλου, όχι ο κατήγορος της Νεαί­

ρας] δεν κατέγραψε ρειωρένΩ ΤΩν αξία ΤΩς περιουσίας του, όπως έκανε ο ΠρονάΠΩς [ο σύζυγος της αντίπαλης διεκδική­

τριας], πιστεύοντας ότι εσείς δεν αξίζετε να επωφελΩθείτε απ' αυτΏν, αλλά οργάνωσε τα περιουσιακά στοιχεία του φανερά και εκτέλεσε όσες υΠΩρεσίες τού αναθέσατε

[. .. ]

ρε ΤΩ σκέΨΩ

ότι θα έπρεπε να ξοδέψει για τον εαυτό του ρόνο ρέτρια πο­ σά και τα υπόλοιπα να τα διαφυλάξει για ΤΩν πόλΩ, έτσι ώστε

να έχει· αρκεΤά χρΩρατα για τα εξοδά ΤΩς.

Η Αθήνα απέρριπτε την επαναστατική περιουσιακή αναδιανομή, που διατυμπάνιζαν και περιστασιακά πραγματοποιούσαν άλλες ελ­ ληνικές πόλεις, και οι ομαδικές δημεύσεις ήταν σπάνιες. Από την άλλη πλευρά όμως, το σύστημα των λειτουργιών, σε συνδυασμό με τις ατελείωτες περιουσιακές υποθέσεις που κρίνονταν στα λαϊκά δι­ καστήρια, έκανε τους Αθηναίους να πιστεύουν ότι όχι μόνο ήταν οι

344

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τελικοί κριτές της ιδιοκτησίας, αλλά ότι ήταν από κάποια άποψη μακρινοί ιδιοκτήτες αυτών των περιουσιών και ότι είχαν δικαίωμα να νιώθουν θιγμένοι όταν τα περιουσιακά τους στοιχεία τα κακοδια­ χειρίζονταν. Υπήρχε μάλιστα κι ένας νόμος κατά της διασπάθισης της πατρικής περιουσίας, η γραφn αργίας, και ίσως η γραφn παρα­

νοίας Δε βρίσκουμε πολλές αναφορές στην πρακτική εφαρμογή του,

αλλά σ Λυσίας έγραψε δύο λόγους για τέτοιες αγωγές στις αρχές του 50υ αιώνα και ο Ευξίθεος χρησιμοποιεί την ύπαρξη του νόμου για να επιτεθεί σε όσους στρέφονται κατά των εμπόρων της αγοράς,

. αποδεικνύοντας

έτσι ότι ο νόμος ήταν ακόμα σε ισχύ στο δεύτερο

μισό του 40υ αιώνα. Οι Αθηναίοι της κλασικής περιόδου θεωρούσαν

το νόμο πολύ αρχαίο. Σ' έναν από τους λόγους του, ο Λυσίας ισχυ­ ριζόταν ότι ο Δράκων, στα τέλη του Ίου αιώνα, είχε προβλέψει θα­ νατική ποινή για τέτοια αμέλεια, μια ποινή που ο Σόλων, στις αρ­

χές του 60υ αιώνα, είχε μετατρέψει σε βαρύ πρόστιμο. Αυτό θα πρέ­ πει να είχε κατά νου ο Πλούταρχος, όταν ισχυρίζεται ότι ~ Σόλων διέταξε τον Άρειο Πάγιο να εκτελεί τακτικά ανάκριση για το «πώς

αιτιολογούσε κάθε άντρας τον τρόπο ζωnς του και να τψωρεί τους άεργους», υπενθυμίζοντάς μας τη στενή σχέση «διασπάθισης> και «τεμπελιάς»27.

Παρά τη σημασία που είχε η συνεισφορά των πλουσίων στην πο­ λιτεία, η πολιτεία ελάχιστα έκανε για να εκτιμήσει τις περιουσίες με ακρίβεια, ή έστω να καταγράψει ποιος κατείχε τι. Δεν υπήρχε κτη­

ματολόγιο και η φορολογία φαίνεται ότι βασιζόταν στην προσωπι­ κή εκτίμηση του ενδιαφερομένου, αφήνοντας έτσι περιθώρια για απάτες, όπως παρατηρεί ο ομιλητής για τον Προνάπη, στον πιο πά­ νω λόγο. Όσοι εκλέγονταν να πληρώσουν για γιορτές και τριηραρ­ χίες μπορούσαν να φέρουν αντίρρηση πως δεν ήταν η σειρά τους ή να προτείνουν κάποιον άλλον στη θέση τους, απειλώντας τον με ανταλλαγή περιουσιών [αντίδοσιςJ, αν αρνιόταν. Αυτή η ασυνήθιστη

διαδικασία αποτελεί άλλο ένα δείγμα της εκκεντρικότητας του αθη­ ναϊκού πολιτεύματος, αλλά η λογική της ήταν άμεμπτη, διότι ξεσκέ­

παζε αποτελεσματικά την μπλόφα όποιου ισχυριζόταν ότι ήταν πο­ λύ φτωχός για να βοηθήσει το λαό. Όπως και με τα βασανιστήρια των δούλων για την απόσπαση πληροφοριών, η απειλή από μόνη της ήταν συνήθως επαρκής και δε γνωρίζουμε καμία περίπτωση ανταλ-

345

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

λαγής περιουσιών που να ολοκληρώθηκε στα σίγουρα, αν και αναμ­

φίΒολα είχαν ζεκινήσει μερικές. Το ίδιο το γεγονός ότι προΒλεπό­ ταν ένα τόσο ακραίο μέτρο υπογραμμίζει τον περίεργο διαχωρισμό των πλουσίων από τα πλούτη τους, στην Αθήνα, και μας υπενθυμί­ ζει ότι οι περιουσίες ήταν που συνιστούσαν στην πραγματικότητα τη

"λειτουργική τάζη" και όχι οι άνθρωποι 28 • Αυτός ο τυπικά αθηναϊκός συνδυασμός μεγάλου δημοσίου συμ­ φέροντος και μεγάλης ανεπάρκειας δημοσίων ΓiληΡOφOριών είναι που θέτει τον πλούτο υπό εζονυχιστικό έλεγχο. Το πόσο πλούσιος φαινόσουν ήταν ο πιο σημαντικός παράγοντας στον προσδιορισμό της φορολόγησής σου, στην αμφισΒήτηση της δικής σου εκτίμησης

της περιουσίας σου, στο αν ο άρχων θα σου ζητούσε να εκτελέσεις κάποια λειτουργία, στο αν θα σε προκαλούσε κάποιος σε ανταλλα­ γή περιουσιών. Ο Αριστοφάνης δίνει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα του τι σήμαινε να Βρίσ.κεσαι υπό τόσο εζOνuXισΤΙKό έλεγχο στη σά­ τιρά του "Πλούτος", του 40υ αιώνα. Ο θεός Πλούτος έχει ανακτή­ σει επιτέλους την όρασή του και έχει αρχίσει να παρέχει την εύνοιά

του σ' εκείνους που το αζίζουν πραγματικά, αυζάνοντας τις περιου­ σίες των δικαίων. Αμέσως ένας συκοφάντης πλησιάζει καχύποπτα έναν καλό άνθρωπο, που μόλις έχει πλουτίσει:

-

Aλriθεια, αυτό το ρούχο πού το f3ρrΊκεςj ρωτάει και τον

τρομοκρατεί με την απειλή μήνυσης για κλοπή. Εχτές ένα πα­

λιό παλτό φορούσες.

Η επιτυχία που είχε ο Ισοκράτης ως δάσκαλος της ρητορικής δεν είχε περάσει απαρατήρρτη κι έτσι αντιμετώπισε κάποια στιγμή την

πρόκληση της ανταλλαγής περιουσιώΥ" ισχυρίστηκε λοιπόν ο ρήτο­ ρας ότι:

Τώρα ένας άVΤρας πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του

από ΤΩν καΤΩγορία ότι είναι πλούσιος, σαν να πρόκειται για

ΤΩ ρεγαλύτεΡΩ απάΤΩ

[. .. ]

έχει γίνει πολύ πιο τΡορερό να σε

υπoπτεύovται για πλούσιο παρά να σε πιάσουν επ' αυτοφώρω να διαπράττεις αδίΚΩρα.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ο κόσμος παρατηρούσε προσεκτικά την ιδιωτική ζωή των πολι­

τών πρώτα πρώτα, όχι για να δει πώς ζούσαν οι υπόλοιποι και να αισθανθεί φθόνο, αλλά για να δει απλώς πού υπήρχαν χρήματα. Όπως παρατηρεί ο Διόνυσος στους «Βατράχους", ο άντρας που ντύ­

νεται με κουρέλια και αρνείται να πληρώσει φόρους αποκαλύπτει

την πραγματική του αξία στους πάγκους των ψαράδων, όταν κάνει αγορές που διαψεύδουν τη φτώχεια του 29 . Επομένως, παρά την έμφαση που αποδίδεται στις ενδείξεις, απέ­ χουμε πολύ από την επιδεικτική φιγούρα του Βέμπλεν. Οι πλούσιοι

δεν κάνουν επίδειξη της κοινωνικής θέσης τους ξοδεύοντας, αλλά

. ξεσκεπάζονται

τυχαία από τις ανεξέλεγκτες επιθυμίες τους

-

μια κά­

πως διαφορετική ισορροπία στη σχέση σημαίνοντος και σημαινόμε­

νου: αντί για τη σημειολογία του ελιτισμού του Βέμπλεν, έχουμε την επιστημολογία του πλούτου. Αυτή η επιστημολογική προτεραιότητα αντικατοπτρίζεται στο πώς διέκριναν οι Αθηναίοι τις διαφορετικές περιουσιακές τάξεις υπό φυσιολογικές συνθήκες, δε μιλούσαν για κινητή και ακίνητη, ή για κτηματική και προσωπική περιουσία, αλ­

λά για «ορατή" και «αόρατη" περιουσία, και αντιμετώπιζαν την τε­ λευταία με μεγάλη καχυποψία, διότι έδινε πολλές ευκαιρίες για εξα­ πάτηση του λαού. Όπωςλέει ο Βλέπυρος στις «Εκκλησιάζουσες" του Αριστοφανους, καλή η κοινοκτημοσύνη της γης όταν είναι ειλικρι­

νής, αλλά «τι θα γίνει όμως

rn

-

πες μας

-

μ

,

εκείνους που τα πλού­

τους είναι χρυσάφι, λεφτά;>, Οι αρχαιολόγοι έχουν ένα σωρό απο­

δείξεις γι' αυτό το είδος περιουσίας. Σχεδόν όλα τα αρχαία νομίσμα­ τα που Βρίσκονται στα σημερινά μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές προέρχονται από κάποιο κομπόδεμα που είχαν κρύψει εσκεμμένα κατά την αρχαιότητα· έτσι το ταχυδακτυλουργικό κόλπο του αρχαί­

ου πολίτη για ν' αποφύγει τους φόρους απετέλεσε το θεμέλιο λίθο της σύγχρονης επιστήμης της νομισματολογίας. Ο θεός Πλούτος δε νιώθει καθόλου καλά να μπαίνει σε ξένα σπίτια, εξαιτίας της πικρής εμπειρίας του:

Τσιγκούνnς αν μου τύχει νοικοκύΡnς, σκάΒει

rn yn

κι ευ­

θύς με χώνει μέσα· κι αν ένας τίμιος φίλος του ζυγώσει κι ένα

μικρό ποσό απ' αυτόν ςnτnσει, λέει πως ποτέ δεν με είδε και του αρνιέται.

347

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Υπήρχαν αμέτρητα τέτοια κομποδέματα σε όλο τον ελληνικό κό­ σμο, που τα έθαψαν για να τα γλιτώσουν από εισβολείς ή από την αρπακτική πόλη και τους κακότυχους

φίλους,

και το κρυμμένο

«κιούπι με το χρυσάφι» εμφανίζεται στην πλοκή αρκετών αρχαίων

κωμωδιών. Το γεγονός ότι όλος αυτός ο χαμένος πλούτος βλέπει μόνο τώρα το φως της μέρας, χιλιάδες χρόνια αργότερα, δείχνει πό­ σο αποτελεσματικό ήταν το κρύψιμο

-

αν και, αφού τα κρυμμένα

πλούτη τα ξεθάβουν οι αρχαιολόγοι και όχι οι ιδιοκτήτες τους, ση­ μαίνει ότι το κόλπο τους ως ένα βαθμό δεν εξελίχθηκε όπως περί­

μεναν3Ο . Ξανά, η έλλειψη πραγματικών πληροφοριών ήταν δίκοπο μαχαί­ ρι. Μερικοί πλούσιοι υποκρίνονταν επιτυχημένα τους φτωχούς και κατάφερναν να φυλάξουν τα λεφτά τους για τον εαυτό τους. Άλλοι δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από τη φήμη που είχαν αποκτήσει

στη διάρκεια μιας σπάνιας και εξαιρετικής επίσκεψής τους στον πά­ γκο του ψαρά ή λόγω των εμφανίσεών τους με κάποια ακριβή φιλε­ νάδα ή ακριβό φιλόσοφο στο κατόπι τους και βρίσκονταν αντιμέτω­

ποι με φόρους που δεν άντεχαν να πληρώσουν:

Δεν το θεωρώ δίκαιο, άντρες δικαστές, Ι ... ] να ρας κατα­ στρέψετε άδικα. Έχω ακουστά από τον πατέρα ρου και από άλ­ λους γΩραιότερους ότι σε πολλές ΠΡΟΩγούρενες περιστάσεις πέσατε έξω σε ζΩτΩρατα περιουσιακά, όχι ρόνο σΤΩ συγκεκρι­ ρένΩ. Άντρες που τους θεωρούσατε πλούσιους όσο ζούσαν αποδείχθΩκαν το εντελώς αντίθετο ρετά το θάνατό τους.

Εντούτοις, αυτή η αδύναμη φωνή της λογικής μοιάζει να απευθύ­

νεται σε κουφούς. Ελλείψει καλύτερων πληροφοριών, η ανακριβής επιστήμη να χώνει κάποιος τη μύτη του στην ιδιωτική ζωή των άλ­

λων κατάφερνε να παίζει σημαντικό ρόλο στην εκτίμηση της περιου­ σίας στην Αθήνα, αφήνοντας αχαλίνωτες τις προκαταλήψεις και το

κουτσομπολιό 31 . Πρέπει πάντως να έχουμε κατά νου ότι η περιουσία θεωρείτο κά­ τι πολύ ρευστό στη δημοκρατική Αθήνα και πολλοί άντρες που έβγαιναν να μιλήσουν στο λαό παραδέχονταν τα περιουσιακά και οι­ κονομικά σκαμπανεβάσματά τους. Η εξονυχιστική έρευνα της ιδιω-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τικής ζωής των πολιτών αποκάλυπτε πού υπήρχε χρήμα, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι έπαιζε ρόλο στη χαρτογράφηση της πορεί­

ας του χρήματος, δείχνοντας την προέλευση και τον προορισμό του. Οι ρήτορες συνήθιζαν να υπολογίζουν την περιουσία ενός ανθρώ­ που αφηγούμενοι τα όσα της είχαν συμβεί επί αρκετές γενεές, χρη­

σιμοποιώντας προς το σκοπό αυτό τα διάφορα στιγμιότυπα που αΥέ­ κυπταν κάθε τόσο σε διαθήκες, λειτουργίες, πωλήσεις και δικαστι­ κές υποθέσεις. Ο Αισχίνης πηγαίνει πίσω ως τον παππού του Τιμάρχου, αφη­

γούμενος την ιστορία της περιουσίας του. Ο πλούτος ενός- πολίτη δεν αποτελεί παρά μια ακινητοποιημένη σnγμή στο τέλος μιας μα­ κρόχρονης διαδοχής γεγονότων. Μερικές φορές, η κατανάλωση παί­

ζει ρόλο σ' αυτές τις αφηγήσεις, κάνοντας ορατά τα αόρατα χρήμα­ τα για σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά πιο ουσιαστικό ρόλο παίζει στην εξαφάνιση της περιουσίας. Η κατανάλωση δεν είναι απλώς έν­ δειξη πλούτου, αλλά ένα σημαντικό συμβάν στην ιστορία του, συνή­

θως το μεγάλο φινάλε. Περιουσίες εξανεμίζονται σε απολαύσεις. Τις οψοφαγέουσι ολόκληρες, τις πίνουν, τις καταναλώνουν σε παθια­ σμένες σχέσεις με αγόρια, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Αυτό το σκεπτικό, που καταλήγει να συνδέει την κατανάλωση όχι με τον πλούτο αλλά με την πτώχευση, φαντάζεται τις επιθυμίες να ορ­ μάνε πάνω στην περιουσία και να καταβροχθίζουν τα αγροκτήματα

-

μας δίνει δηλαδή μια περίεργα αδρανή όψη της περιουσίας ή μια

περίεργα παραφουσκωμένη άποψη της επιθυμίας ή, πιο συχνά, ένα

περίεργο μείγμα και των δύο. Σ' ένα λόγο του Δημοσθένους, για πα­ ράδειγμα, ο Μαντίθεος αρνείται ότι πούλησε στον Κρίτωνα το μερ­

τικό του από το οικογενειακό του σπίτι, αφού ο Κρίτων δε θα μπο­ ρούσε να το αγοράσει:

Και είναι εύκολο να δείτε ότι οι αποδείξεις του είναι ψευ­ δείς Πρώτα πρώτα, δε ςει ρε επαρκΩ αυτοσυγκράτπσπ ώστε να ρπορεί να αγοράσει το σπίτι κάποιου, αλλά το εντελώς

αντίθετο. Ο τρόπος ςωΩς του είναι τόσο υπερΒολικός και άσωτος που ξοδεύει όχι ρόνο τπ δικΩ του περιουσία αλλά και τις περιουσίες άλλων.

349

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Το ίδιο επιχείρημα εμφανίζεται και αντίστροφα, δηλαδή ότι, όταν κάποιος κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία και δεν έχει κανένα ακριβό κουσούρι, τότε θα πρέπει να την έχει μετατρέψει σε μετρη­ τά και να την έχει κρύψει. Ο ομιλητής του Ισαίου

5,

για παράδειγ­

μα, χρησιμοποιεί το γεγονός ότι ο Δικαιογένης δεν τρέφει κανένα

τρελό πάθος για τα άλογα ως απόδειξη ότι είναι τσιγκούνης κι όχι φτωχός και πως έχει μετατρέψει τη φανερή του περιουσία σε αφα­

νή και την έχει παραχώσει κάπου 32 . Μεγάλο μέρος του λόγου περί ιδιωτικής κατανάλωσης, επομέ­

νως, δεν παίζει με τον ταξικό ανταγωνισμό, αλλά με την πιο άμεση σύγκρουση μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών χρήσεων του προσωπι­ κού πλούτου. Μια κληρονομιά διασπαθισμένη σε βίτσια δεν είναι χα­ μένη μόνο για το άτομο και την οικογένειά του, τους κληρονόμους του και τους αντιπάλου ς διεκδικηΤές, αλλά είναι χαμένη και για την

πόλη. Εκείνο το τραπέζι θα μπορούσε να έχει πληρώσει για μια τρι­ ήρη. Όλα τα χρήματα που ξοδεύτηκαν σε εταίρες θα μπορούσαν να έχουν πάει σε γιορτές προς τιμή των θεών. Φωνάζει περιφρονητικά ο Αισχίνης:

Είσαι πλούσιος, Δημοσθένη, και εκτελείς λειτουργίες, χρη­

ματοδοτώντας τη γιορτή των δικών σου απολαύσεων.

Και ένας άλλος ομιλητής, που ο κατάλογος των δικών του λει­

τουργιών θα πρέπει να ήταν κάπως σύντομος, λέει:

Η μεγαλύτερη λειτουργία που μπορεί να αναλά8ει κανείς για την πόλη είναι να ζει μέρα με τη μέρα μια ζωή πειθαρχί­ ας και αυτοελέγχου 33.

Επιθυμία και έγκλημα Ο Αισχίνης δεν παραγνωρίζει κανένα από αυτά τα επιχειρήματα, όταν θέτει υπό εςονυχιστικό δημοσίο έλεγχο την ιδιωτική ζωή του Τιμάρχου. Πρώτον, η κληρονομιά του ήταν αρκετά μεγάλη για να

αναλαμβάνει λειτουργίες, αλλά αυτός την ξόδευε σε ιδιωτικές απο­

λαύσεις και όχι για ΤΟ κράτος (κι αν ο κόσμος ρωτάει γιατί, αφού

350

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

η περιουσία του ήταν τόσο σημαντική, ούτε ο πατέρας του είχε εκτε­

λέσει λειτουργίες, η απάντηση είναι ότι ο πατέρας του φυσικά είχε κρύψει την περιουσία του για να τις αποφύγει). Δεύτερον, εξαιτίας των Βίτσιων του, εκπόρνευσε τον εαυτό του και κατασπατάλησε ολό­ κληρη την περιουσία του, καταντώντας φτωχός. Τρίτον, κατάντησε

τόσο φτωχός ώστε, ενώ είχε κληρονομήσει τόσα πολλά, αναγκάστη­ κε να Βασιστεί σε δωροδοκίες και υπεξαίρεση χρημάτων. Το τελικό κομμάτι της πορείας αυτού του άσωτου, που συνδυάζει την έκλυση με το παράπτωμα, δεν ήταν επινόηση του Αισχίνου και είναι ένα πο­

λύ κοινό επιχείρημα στις περιουσιακές διαμάχες. Πολλοί ομιλητές στάθηκαν μπροστά στο λαό και ισχυρίστηκαν ότι οι εχθροί τους, αφού σπατάλησαν τις δικές τους προσόδους, έστρεψαν το ενδιαφέ­ ρον τους στην περιουσία άλλων, ασκώντας άδικες διεκδικήσεις χω­ ρίς νόμιμο τίτλο ή καταφεύγοντας στη συκοφαντία και την ψευδο­ μαρτυρία. Η ανάγκη να πληρώσει για την ασωτία του είναι που κά­ νει τον Κρίτωνα να ισχυριστεί ψευδώς ότι έχει αγοράσει μερίδιο από το σπίτι του Μαντιθέου. Που αναγκάζει τη Νέαιρα να αποσπάσει

χρήματα από ανύποπτους αλλοδαπούς. Που πείθει τον Τίμαρχο να κατηγορήσει κάποιον ψευδώς ως πρώην δούλο. Που γίνεται η αιτία να ζητήσουν ο Ναυσίμαχος και ο Ξενοπείθης περισσότερα χρήματα

απ' όσα δικαιούνται από την περιουσία του κηδεμόνα τους. Πράγ­ ματι, η κατηγορία ότι κάποιοι χρηματοδοτούν την ασωτία τους με άδικες διεκδικήσεις είναι τόσο κοινή ώστε ο Ισαίος θεωρεί απόδειξη

του ενδιαφέροντος του Απολλοδώρου για το κοινό καλό ότι αυτός

δεν έκανε τα ίδια 34 . Ο συσχετισμός έκλυτης επιθυμίας και εγκληματικότητας

-

που

θυμίζει από πολλές πλευρές την άποψη του 190υ αιώνα για τους κινδύνους του ποτού ή τη δική μας άποψη για τους ναρκομανείς που κάνουν μικροκλοπές και εκπορνεύονται

-

δεν περιοριζόταν στο

συγκεκριμένο πλαίσιο των περιουσιακών διαφορών, ή έστω στα δι­ καστήρια, και είναι τμήμα ενός γενικότερου τρόπου σκέψης που

Βλέπει το έγκλημα ως αποτέλεσμα δυσχερών συνθηκών. Η περίεργη ανωμαλία που Βλέπουμε στην Αθήνα, μια πόλη διοικούμενη από το λαό, να αποκλείεται επίσημα η κατώτερη τάξη από κάθε αξίωμα προ­

έρχεται πιθανότατα απ' αυτή τη λογική. Φυσικά οι θήτες δεν έπρε­ πε να έχουν αξιώματα' ο πειρασμός να δωροδοκηθούν και να κλέ-

351

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ψουν χρήματα θα ήταν υπερΒολικά μεγάλος για ένα φτωχό άνθρω­ πο.

Πολλά από τα αποσπάσματα κωμωδιών που φαίνεται να χρησιμο­ ποιούν την κατανάλωση για να υποδείξουν ταξικές διακρίσεις απο­

δεικνύεται ότι αντιλαμΒάνονται κατ' αυτό τον τρόπο τα αίτια του εγκλήματος. Στην «Επίκληρον» του Αλέξιδος, ο φτωχός, τον οποίο

Βλέπουν να αγοράζει χέλια,

συλλαμΒάνεται ως

ύποπτος

επειδή

«ποιεί γυμνους απαντας» (αρχαία εκδοχή της ληστείας που συνήθως λάμΒανε χώρα αργά τη νύχτα και συχνά συνεπαγόταν Βία). Η άμεση σύλληψη είναι η ίδια ποινή που θα του επέΒαλαν, αν τον είχαν πιά­

σει επ' αυτοφώρω να διαπράττει το έγκλημα. Η ίδια λογική Βρίσκε­ ται πίσω από τον κορινθιακό νόμο, στον «'Εμπορο» του Διφίλου:

Όταν κάποιος δεν έχει καμία απολύτως περιουσία, αλλά ζει σπάταλα, τον παραδίδουν στο δΙψιο ζωΙίς του,

αναγκαστικά,

[... ]

διότι ο τρόπος

θα πρέπει να συνεπάγεται κάποιο

έγκλημα, όπως αντιλαμ8άνεστε. Είναι σίγουρο ότι τις νύχτες

n τρυπάει τους τοίχους [ληστεία] n ίσως ανΙί­ κει σε συμμορία που κάνει τέτοιες πράξεις n κάνει το συκο­ φάντη στην αγορά n ψευδομαρτυρεί. είναι λωποδύτης

Αυτό είναι που ανησυχεί το Βλέπυρο κατά την επανάσταση των γυναικών, στις «Εκκλησιάζουσες" του Αριστοφάνους. Δεν μπορείς

να πείσεις τον κόσμο να Βάλει τα έσοδά του σε κοινό κορΒανά, λέ­ ει. Θα πουν ψέματα για την περιουσία τους, ακόμα και αν έχουν ορ­

κιστεί, αφού με ψευδορκίες κατάψεραν να αποκτήσουν τα λεφτά τους. Και η Πραξαγόρα, η ηγέτις των γυναικών, του απαντάει ότι δε θα έχουν πια λόγο να τα κρύΒουν· οι φέτες ψαριού, μαζί με το κρα­

σί, τους μανδύες και άλλα πράγματα, θα είναι διαθέσιμες σε όλους από εδώ και στο εξής και κανένας δε θα έχει λόγο να κλέΒει. Αυτό

δε θα τους σταματήσει, λέει ο Βλέπυρος. Και μάλιστα, οι άντρες που απολαμΒάνουν πιο πολύ αυτά τα πράγματα είναι εκείνοι ακριΒώς

που έχουν τη μεγαλύτερη κλίση στις κλοπέ ς 3S. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο λόγος που ο αιγυπτιακός νόμος υποχρέωνε τους πάντες να δηλώνουν τα εισοδήματά τους ήταν για

να αποφεύγονται τα εγκλήματα και ισχυριζόταν ότι αυτό το νόμο

352

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

υιοθέτησε ο Σόλων στον αθηναϊκό νομικό κώδικα, ο οποίος ίσχυε ακόμα επί δημοκρατίας:

Αυτός ο νόμος έλεγε ότι κάθε άντρας, μια φορά το χρόνο, θα έπρεπε να δηλώσει μπροστά στην τοπικιι κυl3έΡΥΩση την

προέλευση του τρόπου ςωΙις του. Α ν δεν το έκανε Ιιταν σε θέση να αποδείξει ότι

n

n αν δεν

ςωΙι του Ιιταν τίμια,

n

τψω­

ρία Ιιταν θάνατος.

Ο Άμασις, ο Φαραώ που επέΒαλε το νόμο, ήςερε περί τίνος ομι­ λούσε. Ως ιδιώτης, ήταν κλασική περίπτωση ανέμελου και κεφάτου

μέθυσου, που ζούσε από τις κλοπές. Όταν τα θύματά του έπεφταν πάνω του τυχαία, τον πήγαιναν στο πλησιέστερο μαντείο, το οποίο άλλοτε τον καταδίκαζε κι άλλοτε όχι. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όταν έγινε ανώτατος άρχοντας της Αιγύπτου, ελάχιστο σεΒασμό έτρεφε για τους θεούς που τον είχαν αθωώσει αδίκως, θεωρώντας το νόμο που αναφέραμε ως αποτελεσματικότερο μέσο πρόληψης του εγκλή­ ματος36.

Αυτή η άποψη που αντιμετωπίζει τον πλούτο ως κάτι ευμετάΒλη­

το και ευάλωτο, κάτι ςεχωριστό από τους άντρες που τον έχουν, όπως και η άποψη ότι η κατανάλωση είναι προειδοποίηση για τις

επικίνδυνες επιθυμίες ενός ατόμου και όχι ένδειςη ένταςής του στην ελίτ

-

μια επικείμενη φΤώχεια, με άλλα λόγια, παρά πλούτος

-

συν­

δέεται προφανώς με το ασυνήθιστο δημοκρατικό σύστημα της Αθή­

νας και με τον τρόμο που ένιωθε για τον εσωτερικό διχασμό, τους συμΒολικούς σφετερισμούς του, την καχυποψία του για τους πλού­ σιους, την εςασθενημένη αίσθηση της οικογενειακής ή φυλετικής ταυτότητας. Η δημοκρατία διέχεε την πολιτιιςή εντός της αθηναϊκής

κοινωνίας και τη μεταμόρφωνε ουσιαστικά, αφού δεν άλλαζε μόνο τη σύνθεση των τάςεων, αλλά υπονόμευε την παρουσία και τη σημα­ σία των κοινωνικο-οικονομικών ομάδων. Η πολιτική εςουσίαζε την κοινωνική ταυτότητα και τις κοινωνικές σχέσεις σε πολύ μεγαλύτε­

ρο Βαθμό απ' ό,τι σε άλλους πολιτισμούς. Στην Αθήνα, η πολιτική ήταν ουσιαστικά η κοινωνία.

353

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Η δημοκρατία, εντούτοις, δεν επέζησε μετά την κάθοδο των Μα­ κεδόνων και το

318

π.Χ. οι κατακτητές τής επέΒαλαν ένα ολιγαρχι­

κό καθεστώς, με επικεφαλής το Δημήτριο το Φαληρέα, μαθηΤή του

αριστοτέλειου φιλοσόφου Θεοφράστου. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα που έλαΒε ο Δημήτριος ήταν η κατάργηση της τριηραρχίας και των

άλλων λειτουργιών και ο πλούτος έγινε ξαφνικά ένα λιγότερο επι­ κίνδυνο πράγμα. Σε αυτές τις καινούριες περιστάσεις και περιτριγυ­

ρισμένα από ένα καινούριο σύμπαν Βασιλιάδων και αυλικών, οι οποίοι ευνοούσαν τις ελίτ και χρησιμοποιούσαν την επίδειξη για να ξεχωρίσουν από τους κοινούς ανθρώπους και ο ένας από τον άλλον, τα τεχνηΤά όρια που περιόριζαν την επίδειξη εξαλείφθηκαψ μπο­ ρούμε να δούμε πια την Αθήνα να συντάσσεται πολύ περισσότερο με άλλες κοινωνίες, όπου η κατανάλωση θεωρείτο κάτι λιγότερο παρα­ κινδυνευμένο, μια ένδειξη διάκρισης που δε σημαίνει καταστροφή και έγκλημα, αλλά ένα μεγάλο σταθερό εισόδημα, μια πηγή περηφά­

νιας μάλιστα, αντί για ντροπής. Ένας εγγονός του Δημητρίου του Φαληρέως στάθηκε μπροστά στον Άρειο Πάγο, τον

30

αιώνα, και αρ-.

νήθηκε «γα ζΏσει μια καλύτεΡΩ ζωΏ" , με τη δικαιολογία ότι μπορού­ σε να πληρώσει θαυμάσια τις υπερΒολές του από τα δικά του εισο­ δήματα. Όταν ο Μακεδόνας Βασιλιάς άκουσε τι είχε κάνει, τον αντά­ μειψε για το θράσος του, κάνοντάς τον άρχοντα. Ο Δημοσθένης θα

πρέπει να στριφογύριζε μες στην τεφροδόχο του 37 •

354

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

8

Πολιτική και πολιτικοί

Ο Τίμαρχος εις την οδόν της απωλείας Οι πολίτες παρατηρούσαν ακόμα πιο εντατικά τα δημόσια πρόσωπα που Βρίσκονταν ανάμεσά τους. Όταν εγκατέλειπαν ένα αξίωμα, οι αξιωματούχοι έπρεπε να λογοδοτήσουν [δίδωμι τας ευθύνας], δηλα­ δή να κάνουν μιαν ανασκόπηση της συμπεριφοράς τους στη διάρκεια της θητείας τους αλλά και όσοι κληρώνονταν για να αναλάΒουν κά­ ποια θέση στη Βουλή ή σε κάποιο δικαστήριο ήταν υποχρεωμένοι να

υποστούν μια τυπική εξέταση. Μιλάμε για έναν τεράστιο αριθμό ατό­ μων. Κάθε χρόνο, και τα πεντακόσια μέλη της Βουλής των

500

έπρε­

πε να περάσουν από λεπτομερή έλεγχο που ήταν γνωστός ως δοκι­ ρaσίa, όπως επίσης οι εννέα άρχοντες και άλλοι επτακόσιοι περί­

που αξιωματούχοι. Περιττό να πούμε ότι οι περισσότερες από αυ­ τές τις εξετάσεις ήταν εντελώς τυπικές. Κάθε άντρας όφειλε να απα­ ντήσει ποιοι ήταν οι γονείς του, ποιοι οι παππούδες του και από ποιο δήμο ή χωριό κατάγονταν αυτοί. Όφειλε επίσης να δηλώσει ότι δεν ανήκε στην οικονομική τάξη των θητών, ότι είχε εκτελέσει τη

στρατιωτική του θητεία και ότι φερόταν καλά στους γονείς του.

Ήταν υποχρεωμένος να υποστηρίξει τις απαντήσεις του με μάρτυρες και αποδείξεις και ο καθένας μπορούσε να αμφισΒητήσει την υπο­ ψηφιότητά του. Αφού η Εκκλησία του Δήμου άκουγε όλες τις απο­ δείξεις και τις όποιες αντιρρήσεις, ή και χωρίς να ακούσει καμία, περνούσε σε ψηφοφορία και ο υποψήφιος γινόταν δεκτός ή απορ­ ριπτόταν, χωρίς να λαμΒάνουν περαιτέρω μέτρα εναντίον του, αλλά και χωρίς τη δυνατότητα έφεσης.

Ένας μελετητής ισχυρίζεται ότι αυτές οι εξετάσεις ενδεχομένως να είχαν ευρύτατο περιεχόμενο, διότι είχαν σκοπό να δοκιμάσουν το

355

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

χαρακτήρα των υποψηφίων γενικότερα, αλλά αυτή η άποψη δεν έχει

πολλούς υποστηρικτές. Ελάχιστες αποδείξεις έχουμε ότι. εκφράζο­ νταν αντιρρήσεις κι, αν λάΒουμε υπόψη μας τον αριθμό των υποψη­

φίων, οι περισσόΤεροι θα πρέπει να περνούσαν χωρίς πολλές πολ­ λές διατυπώσεις. Σκοπός της εξέτασης ήταν να ΒεΒαιωθεί ο δήμος ότι οι υποψήφιοι πληρούσαν τα στοιχειώδη κριτήρια, ότι είχαν την

κατάλληλη ηλικία, ότι ήταν πραγματικοί Αθηναίοι πολίτες και ότι δεν είχαν κηρυχθεί ανίκανοι για κάποιο λόγο. Εντούτοις, θα πρέπει να υπήρχαν κι εξαιρέσεις και η εξέταση μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε εξονυχιστικό έλεγχο. Αυτοί που ψήφιζαν δεν ήταν υποχρεωμένοι να αιτιολογήσουν την απόφασή τους εναντίον ενός υποψηφίου και ήταν απόλυτα ελεύθεροι να απορρίψουν κάποιον που δεν τους άρεσε ή τον θεωρούσαν ανάξιο. Ειδικότερα στα τέλη του 50υ αιώνα, ως επακόλουθο της ολιγαρχικής επανάστασης, αυ­ τές οι εξετάσεις ρουτίνας φαίνεται ότι είχαν γίνει πολύ πιο ανταγω­ νιστικές. Ο λογογράφος Λυσίας δούλευε εκείνη ακριΒώς την περίο­ δο και ανάμεσα στα έργα του Βρίσκουμε τουλάχιστον πέντε λόγους γραμμένους για δημόσιες εξετάσεις, ενώ τέτοιου είδους λόγοι απου­ σιάζουν σχεδόν παντελώς από το υπόλοιπο σώμα της αττικής ρητο­ ρείας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, φαίνεται καθαρά ότι η φασα­ ρία γινόταν μην τυχόν είχε ο υποψήφιος ολιγαρχικές συμπάθειες

και γι' αυτό έψαχναν αποδείξεις σε όλες τις πλευρές της ζωής του. Ένας υποψήφιος αναγκάζεται να υπεραμυνθεί της συνήθειάς του να

έχει μακριά μαλλιά, όπως οι αριστοκρατικοί'. Μια ομάδα πολιτών την απέρριπταν αυτόματα. Ήταν οι άτψοι, οι στερημένοι πολιτικών δικαιωμάτων; οι άντρες που τους είχε απαγο­ ρευτεί να συμμεΤέχουν στη δημοκρατία, οι ανίκανοι να παρακολου­ θούν τη συνέλευση, να συμμεΤέχουν στα δικαστήρια, να είναι μάρτυ­ ρες, να κάνουν αγωγές ή να κατέχουν αξιώματα· ήταν εκείνοι που τους απαγόρευαν την είσοδο ακόμα και στην αγορά και τους ναούς. Η ατψία φαίνεται πως ήταν μια τιμωρία την οποία επιφύλασσαν σε

όσους θεωρούνταν ότι είχαν παραΒιάσει τις υποχρεώσεις τους ως

πολίτες, στους λιποτάκτες, για παράδειγμα, ή σ' εκείνους που είχαν χρέη απέναντι στους θεούς ή το κράτος, για όσο διάστημα υφίστα­ το η υποχρέωσή τους. Η ατιμία ίσχυε επίσης για τους δικαστές που είχαν καταδικαστεί για παράβαση καθήκοντος και για όσους είχαν

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

καταδικαστεί τρεις φορές για ψευδομαρτυρία ή για απραξία (αργία)

-

μια υπενθύμιση του δημοσίου χαρακτήρα της ιδιωτικής ανηθικό­

τητας. Μερικές φορές, η απόρριψη ενός υποψηφίου με την αιτιολο­

γία της ατιμίας αναφέρεται ως τυπική ακαταλληλότητα περιορισμέ­ νης σημασίας, σε αντίθεση με τις πιο ξεκάθαρες αντιρρήσεις που εκ­

φράζονταν κατά των συμπαθούντων τους ολιγαρχικούς, για παρά­ δειγμα, όπου εκεί η αντίρρηση ήταν ουσιαστική. Στην πλειοψηφία

των περιπτώσεων, όσοι είχαν στερηθεί τα δικαιώματά τους με τέτοιο τρόπο είχαν περάσει από δίκη και ήταν εύκολο να ανακαλύψεις ποιοι ήταν, αλλά υπήρχαν και κάποιοι παραΒάτες που θεωρείτο ότι κινδύνευαν από αυτόματη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων λόγω των πράξεών τους, χωρίς να χρειάζεται επίσημη ετυμηγορία. Σε αυτούς ανήκαν όσοι εισήγαγαν παράνομες προτάσεις στη συνέ­

λευση, οι πόρνες και οι προστάτες, οι άντρες που αρνιόνταν να χω­ ρίσουν τη μοιχαλίδα σύζυγο και (ίσως) εκείνοι που είχαν κατασπα­ ταλήσει την πατρική περιουσία τους. Όταν περνούσαν από λεπτομε­ ρή έρευνα έναν άντρα χωρίς καταδίκες ή χρέη, δεν ήταν σπάνιο να

του κάνουν παντός είδους ερωτήσεις για την προσωπική του ζωή 2 • Οι τυχαίοι διορισμοί, για τους οποίους οι πολίτες υπέμεναν μια τέτοια

εξονυχιστική εξέταση,

δεν ήταν

συνήθως

θέσεις

μεγάλης

εξουσίας στην Αθήνα. Οι προσωπικότητες που είχαν πραγματική εξουσία, οι αληθινοί «ηγέτες» της πόλης, ήταν οι ρήτορες, εκείνοι

που εκφωνούσαν λόγους στη συνέλευση. Όπως ήταν φυσικό, και αυ­ τά τα δημόσια πρόσωπα θα έπρεπε να υποστούν δημόσια εξέταση. Εντούτοις, εδώ προέκυπτε ένα πρόΒλημα. Αν και όλοι γνώριζαν ποιοι ήταν οι πολίτες που ενεργοποιούνταν στην πολιτική και εκ­ φωνούσαν τακτικά λόγους, όλοι αυτοί δε συνιστούσαν επίσημη ομά­ δα και θεωρητικά κάθε πολίτης μπορούσε να είναι ρήτορας και να

απευθύνεται στο λαό. Αυτό αποτελούσε θεμελιώδη αρχή της δημο­ κρατίας, τίποτα λιγότερο.

Η δοκιμασία των ομιλητών, επομένως,

ήταν κάπως διαφορετική από τις άλλες εξετάσεις και ο καθένας θεω­ ρείτο εκλόγιμος, αν δεν τον αμφισΒητούσαν. Τέτοιες αμφισΒητήσεις εγείρονταν πολύ σπάνια. Έχω υπόψη μου ένα μόνο συγκεκριμένο

περιστατικό, σε ολόκληρη την ιστορία της δημοκρατίας. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν μια μάλλον μετριοπαθής τιμωρία στις μάχες μεταξύ πολιτικώψ οι αντίπαλοι προτιμούσαν να ζητούν

357

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

την εξορία, την καταστροφή ή το θάνατο των εχθρών τους. Άλλωστε,

οι λόγοι της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν μάλλον δύ­

σκολο να αποδειχθούν. Παρ' όλα αυτά, το

346/5

π.χ., ο Αισχίνης τη

θεώρησε κατάλληλο όπλο εναντίον του Τιμάρχου, ο οποίος είχε

ασκήσει πρόσφατα το δικαίωμά του με πολύ δυσάρεστο τρόπο· είχε υποκινήσει την παραπομπή του Αισχίνου για παράΒαση καθήκοντος, κατά την πρόσφατη ειρηνευτική αποστολή του προς το Φίλιππο. Αν και η ομιλία στη συνέλευση ήταν απλώς ένα ακόμη προνόμιο

των πολιτών και επομένως το κάλυπταν ήδη οι διάφοροι νόμοι πε­ ρί στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, φαίνεται ότι υπήρχε κι ένας συγκεκριμένος νόμος που αναφερόταν στην εξέταση των ρητό­ ρων ειδικότερα, ο οποίος αποσαφήνιζε ή τόνιζε τον αποκλεισμό κά­ ποιων συγκεκριμένων αλιτήριων. Ο Αισχίνης δε διστάζει να αναφέ­ ρει αναλυτικά τις διατάξεις του, σχολιάζοντας τη σημασία της καθε­ μιάς. Πρώτη στη λίστα είναι η διάταξη του νόμου που ορίζει:

Av

θέλΩ καΥείς Υα αγορεύσΩ εΥώΠΙΟΥ του λαού, εΥώ δέΡΥει

ΤΟΥ πατέρα του

ri

ri

ΤΩΥ μΩΤέρα του,

ri

δεΥ τους παρέχει τροφΙίΥ

στέγΩΥ, του απαγορεύει ο Υόμος Υα ομιλΙίσΩ.

Η δεύτερη αφορά όσους

ΔεΥ μετέΒΩσαΥ εις τας εκστρατείας που είχαΥ διαταχθΙί Υα μεταΒούΥ,

ri

επέταξαΥ ΤΩΥ ασπίδα τωΥ και ετράΠΩσαΥ εις φυ­

γΙίΥ. Και τρίΤΟΥ απαγορεύει επίσΩς ο Υόμος Υα ομιλούΥ εις τας δΩμοσίας συΥελεύσεις και όσοι, αΥτί ΧΡΩμάτωΥ, είχαΥ γίΥει ερωμέΥΟΙ εΥός ήταιρηκώς].

[... ]

ri

περισσοτέρωΥ αΥδρώΥ [η πεπορνευμένος η

Και τέταΡΤΟΥ αποκλείει του δικαιώματος Υα

ομιλούΥ δΩμοσία εκείΥους όσοι έφαγαΥ ΤΩΥ πατρικΙίΥ τωΥ πε­ ριουσίαΥ

ri

οποιαΥδΙίποτε άλλΩΥ κλΩΡΟΥομίαΥ.

Αν και ο λόγος του Αισχίνου θεωρείται συχνά ως κατηγορητήριο κατά της πορνείας, στην ουσία πρόκειται για μια πολύ γενικότερη

απόδειξη ότι ο Τίμαρχος είναι ακατάλληλος για να απευθύνεται στο

λαό. Ο Αισχίνης αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του λόγου του στην κατηγορία της πορνείας, αλλά ένα σημαντικό κομμάτι του και

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

πολλές από τις αποδείξεις που αναφέρει, όπως έχουμε δει, αφορούν την κατασπατάληση της πατρικής περιουσίας του Τιμάρχου. Σε όλη τη διάρκεια του λόγου του αναφέρεται και στις δύο κατηγορίες, ενώ

στον επίλογό του, όταν φαντάζεται τι είδους άντρες θα προσπαθή­ σουν να Βοηθήσουν τον Τίμαρχο να αθωωθεί, δε μνημονεύει μόνο τις

αρσενικές πόρνες και τους πελάτες τους, αλλά Βάζει πρώτους τους άσωτους υιους. Λέει στο δικαστήριο να τους αποΒάλει τον καθένα με τη σειρά του, συνδέοντας την κατηγορία της αργίας (της τεμπελιάς,

της ακολασίας) με την απαγόρευση κατά των άσωτων πολιτικών 3 .

Εκείνους πάλιν που κατεσπατάλnσαν

rnv πατρικΩν

των πε­

ριουσίαν, ΠΡΟτΡέπετε να εpγάζωVΤαι και να εύρουν άλλοθεν πόρον ζωΩς.

Η δίκη του Τιμάρχου και η δοκιμασία των ρητόρων έχουν γίνει αντικείμενο

έντονου

επιστημονικού

ενδιαφέροντος

τα

τελευταία

χρόνια. Αυτός που ξεκίνησε την ιστορία ήταν ο Κένεθ ΝτόΒερ, όταν χρησιμοποίησε τη δίκη αυτή ως αφετηρία της έρευνάς του για το πε­

ρίεργο φαινόμενο της ελληνικής ομοφυλοφιλίας. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, η δίκη του Τιμάρχου έπαιζε πρωταγωνιστικό ρό­ λο στο έργο του Μισέλ Φουκό και των Αμερικανών οπαδών του, που ερευνούσαν τη σχέση πολιτικής και σεξουαλικότητας στην Αθήνα. Αυτές οι μελέτες είχαν την τάση να εστιάζουν στην υποτιθέμενη σε­ ξουαλική παθητικότητα της αρσενικής πόρνης, μια παθητικότητα

την οποία συνέδεαν με κάθε είδους αρνητικότητα και ετερότητα:

Ο κάθε άΡΡnν πολίτnς που γινόταν πόΡνn υιοθετούσε μια σχέσn κοινωνικά υποδεέστεΡn προς τους συμπολίτες του:

έχανε

rnv

ισόΤιΡn θέσn του δίπλα τους και αντ' αυτού εισερ­

χόταν στις τάξεις των γυναικών, των αλλοδαπών και των δού­

λων

-

σ' εκείνα τα σώματα που Ωταν δεκτικά εξ ορισμού στα

διοικnτικά

iJ

nδονοθnΡικά σχέδια του αρσενικού και του ισχυ­

ρού, αποδεχόμενα τους Αθnναίους πολίτες ως δικαιωματικούς αφέντες τους. Για τον άρρενα πολίΤΩ λοιπόν, 8όλιζε

rnv άΡνnσn

n

πορνεία συμ-

των συνταγματικών εΥΥυΩσεων τnς σωματι­

κΩς ακεΡαιότnτας που παρείχε

n

359

αθΩναϊκΩ δnμΟΚΡατία· αVΤΙ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

προσώπευε ΤΩ στέΡΩσΩ των εκ γενετΩς δικαιωμάτων του ως ΑθΩναίου να μοιράζεται εξίσου με τους συμπολίτες του ΤΩ διακυ8έρνΩσΩ ΤΩς πόλΩς. Το να είναι πόρνΩ σΩμαινε, σΤΩν πραγματικόΤΩτα, να καταθέσει το φαλλό του

-

να απαρνΩθεί

ΤΩν ένδειξΩ των κοινωνικο-σεξουαλικών πρωτείων του

-

και

έτσι Ωταν, μετά τον εξανδραποδισμό, ο χειρότερος εξευτελι­ σμός που μπορούσε να υποστεί ένας πολίΤΩς, ανάλογος προς ΤΩν εθελοντικΩ εκθΩλυνσΩ.

Ο Φουκό έχει μια ελαφρά διαφορετική παραλλαγή στο ίδιο θέ­

μα: το λάθος του Τψάρχου είναι ότι:

Κατά ΤΩ διάρκεια ΤΩς νιόΤΩς του, έθεσε από μόνος του τον εαυτό του, φροντίζοντας να γίνει γνωστό σε όλους, σΤΩν υπο­ δεέστεΡΩ και ταπεινωτικΩ θέσΩ ενός αντικεψένου ΩδονΩς για τους άλλους το ρόλο αυτό τον θέλΩσε, τον επιζΩΤΩσε, καμά­

ρωνε γι' αυτόν, και επωφελΩθΩκε από αυτόν τους ΑθΩναίους είναι δύσκολο να γίνει

[... ] Αυτό που για αποδεκτό - και τέτοιο

είναι, στον "Κατά Τψάρχου)} λόγο, το συναίσθΩμα που ο Αι­ σχίνΩς προσπαθεί να υποθάλψει

-

δεν είναι το ότι δε θα μπο­

ρούσε κανείς να κυ8ερνιέται από κάποιον που του αρέσουν τα αγόρια,

ri

που, νέος, αγαπΩθΩκε από έναν άνδρα' αλλά το ότι

δεν μπορεί κανείς να δεχτεί ΤΩν εξουσία ενός ΩγέΤΩ που ταυ­ τίσΤΩκε κάποτε με το ρόλο του αντικεψένου ΩδονΩς για τους άλλους.

Αυτές οι περιγραφές στηρίζονται σε μια πολύ απλουστευτική πό­ λωση του αττικού πληθυσμού, στους ενήλικες άρρενες πολίτες και τους άλλους, μια πόλωση η οποία αντιστοιχεί ακριβώς και σε ανά­ λογη σεξουαλική, ανάμεσα στους διεισδύοντες και τους διεισδυόμε­ νους. Η λογική είναι απλή. Θεωρείται δεδομένο ότι η αρσενική πόρ­ νη είναι ένας διεισδυόμενος. Επομένως είναι άλλος. Επομένως δεν

μπορεί να είναι πολί της 4. Το πρόβλημα μ' αυτές τις περιγραφές είναι ότι αγνοούν πλήρως την κατηγορία της κατασπατάλησης της πατρικής περιουσίας (εκτός

αν πρόκειται γι' άλλον έναν τρόπο να υποστείς διείσδυση: "όντας

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

παθΩτικός σε σχέσΩ προς τις επιθυρίες σου»), και βασίζουν όλη την

επιχειρηματολογία τους στις ακριβείς λεπτομέρειες της σεξουαλι­ κής δραστηριότητας, κάτι που ούτε ο Αισχίνης ούτε οι περισσότε­ ρες αθηναϊκές πηγές συζητούν ανοιχτά. Αν για την αθηναϊκή κοινω­ νία το ζωτικό θέμα ήταν η διείσδυση και όχι η πορνεία, θα περιμέ­

ναμε να το λέει ο νόμος. Είναι αλήθεια ότι ο Αισχίνης αναφέρει κά­

ποιον που αποκαλεί τον Τίμαρχο γυναίκα, αλλά οι γυναίκες, σύμ­ φωνα με τα κοινώς αποδεκτά, είχαν πολλά κουσούρια και, υπό φυ­ σιολογικές συνθήκες, το ότι υφίσταντο διείσδυση δε θεωρείτο το πιο σημαντικό. Αυτό που κατά τους Αθηναίους οδηγούσε φυσιολο­ γικά στην εκθήλυνση ήταν η δειλία στη διάρκεια της μάχης ή το θρά­

σος να εισέρχεται κανείς στα γυναικεία διαμερίσματα. Μπορεί να υπάρχει ένα δεύτερο νοηματικό επίπεδο, βαθιά θαμμένο κάτω από

το λόγο του Αισχίνου, περί του ποιος κατέχει το φαλλό και ποιος τον έχει χάσει, και ίσως εκεί να βρίσκεται πράγματι το επίμαχο θέ­

μα' ένα τέτοιο δεύτερο νοηματικό επίπεδο όμως θα πρέπει να το ξε­ σκεπάσουμε προσεκτικά και όχι να το υποθέτουμε απλώς με βάση τις παρατηρήσεις μας από άλλες κοινωνίες, τις απόψεις του Φρόιντ ή τη συμπεριφορά των πρωτευόντων θηλαστικών. Χωρίς αυτή τη διευκρίνιση, μια τέτοια ανάλυση είναι σκέτη εικασία. Αν ο Αισχίνης είχε περιοριστεί να αποδείξει τους τυπικούς λό­ γους της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων χωρίς να αναρωτη­

θεί το γιατί, μπορεί να είχαμε κάποια δικαιολογία για να καλύψου­ με το κενό και να θεωρήσουμε επίκεντρο του λόγου κάποιο τυχαίο ασαφή υπαινιγμό' ουσιαστικά, ο ρήτορας κάνει μια σειρά συσχετι­

σμών μεταξύ πολιτικής, ασωτίας και πορνείας, οι οποίοι έχουν προ­ σεχθεί ελάχιστα. Η δύναμη και η αποτελεσματικότητα της επιχειρη­

ματολογίας του Αισχίνου προέρχονται από την επανάληψη μιας μο­ ναδικής πειστικής εικόνας, την οποία συντηρεί σε όλη τη διάρκεια

του μακροσκελούς λόγου του. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι δύο κατηγορίες,

της

διασπάθισης

της

περιουσίας και

της

πορνέίας,

μοιάζουν επιφανειακά αρκετά άσχετες. Σύμφωνα με μια σύγχρονη

περιγραφή, ο Αισχίνης «έχει πάρει ένα σύρφυρρα lGTopti:Jv και ανεκ­ δότων που φτάνουν ως τα νιάτα του Τψάρχου και φροντίξει να τα παρουσιάσει έτσι ώστε να ταιριάξουν ρε τρεις

n τέσσερις

κανόνες

απ' αυτούς που θέτει ο νόρος για ΤΩν εξονυχιστικΩ έρευνα των ΡΩ-

ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ τόρων". Ακόμα και ο Δημοσθένης θεωρούσε αλλόκοτο να κατηγορεί­ ται ο ίδιος άντρας και για τα δύο αδικήματα και κυκλοφορούσε στην Αγορά, έξω από το δικαστήριο, λέγοντάς το σε όλους. Εντούτοις, έχουμε δει ήδη ότι οι υπερΒολικές δαπάνες και η αχαλίνωτη σεξουα­ λική ζωή συνδυάζονται στενά στον ελληνικό τρόπο σκέψης και εν­ σαρκώνονται σε διεφθαρμένες φυσιογνωμίες όπως ο καταπύγων και ο κίναιδος. Ο Αισχίνης, ο οποίος κάθε άλλο παρά εξαπολύει άσχε­

τες και τυχαίες κατηγορίες κατά του Τιμάρχου, καταΒάλλει μεγάλες προσπάθειες να συνδυάσει τις κατηγορίες αυτές, αναπτύσσοντας προσεκτικά στο λόγο του μια συνεκτική απεικόνιση του χαρακτήρα

ενός άντρα με αχαλίνωτες επιθυμίες, ενός χαμένου κορμιού 5 . Πρωταγωνιστής της αφήγησης του Αισχίνου είναι η ανεξέλεγκτη

αγάπη του Τιμάρχου για τις απολαύσεις. Αυτή είναι που τον παρο­ τρύνει να πουλήσει τον εαυτό του και να κατασπαταλήσει την πε­

ριουσία του: Όταν τον πλησίασε ο διαΒόητος λάτρης των κιθαρωδών Μισγόλας και του προσέφερε ένα χρηματικό ποσό για να μείνει μα­ ζί του,

Ο Τίμαρχος δεν εδίστασε καθόλου και έσπευσε να δεχθΏ τας προτάσεις του Μισγόλα, αν και Ώτα εύπορος. Διότι ο πα­ τέρας του του άφησε μεγάλην περιουσίαν, αλλ' αυτός, όπως

θα εκθέσω αργότερα, την κατεσπατάλησε. Αλλ' ο Τίμαρχος Ώτο λαίμαργος, αγαπούσε τα πολυτελΏ δείπνα, τας χορευτΡίας, τα ξάριa, Ώθελε να έχη ερωμένας και εν γένει nτo δούλος των

αισχροτέρων ηδονών, που ποτέ δεν πρέπει να κατακυριεύουν ταν ευγενΏ και ελεύθερον άνδρα. Ο Τίμαρχος δεν παζάρεψε για πολύ την αρεΤή του, φυσικά, αλλά αυτή η προθυμία είναι άμεσο επακόλουθο της ανυπομονησίας και της

επιθυμίας του για απολαύσεις, που φαίνεται καθαρά στο γεγονός ότι αργότερα ξεπούλησε την περιουσία του χωρίς να περιμένει να τη ρευστοποιήσει στην πραγματική της αξία. Στην επιχειρηματολογία του Αισχίνου, και η πορνεία και η ακολασία είναι σκέτες παρενέρ­ γειες των απελπισμένων προσπαθειών του Τιμάρχου να ικανοποιήσει

άλλες επιθυμίες. Όπως οι Κορίνθιοι ,συμπεραίνουν ότι ένας φτωχός που αγοράζει ψάρια πρέπει να είναι λωποδύτης, ο Αισχίνης συμπε­ ραίνει ότι ο Τίμαρχος είναι πόρνη από τις σπατάλες που κάνει:

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Τι θα έλεγες για ένα παλικαράκι που ξεχωρίξει απ' όλα τα άλλα εις ωραιόΤΩτα, που εγκατέλειψε το πατρικό του και κοι­ ράται σε ξένα σπίτια, και λαρ8άνει ρέρος σε πολυτελΩ γλέντια χωρίς να συνεισφέΡΩ, και έχει χορεύτριες και κοκότες πολυ­ τελείας, και παίξει ξάρια, και δεν πλΩρώνει ούτε δραχρΩν ο

ίδιος, αλλ' ένας άλλος εξοδεύει γι' αυτόν; Πρέπει να είναι ρά­ ντις κανείς για να το εννοΩσΩ; Δεν είναι φανερό ν ότι εκείνος

που επι8άλλει τόσας θυσίας εις ένα άλλον, θα παρέΧΩ επί τέ­

λους, και ρερικάς Ωδονάς εις αυτόν που εξοδεύει/ Είναι αλήθεια ότι ο Αισχίνης αφήνει αιχμές γι' αυτό που συνέΒαι­ νε ανάμεσα στον Τίμαρχο και τους πελάτες του, υπονοώντας ότι δεν τον ένοιαζε ποιο πράγμα τον πλήρωναν να κάνει και ότι ήταν υπερ­ Βολικά πρόθυμος να δεχτεί ({αυτά που του έκαναν», αλλά δεν υπάρ­ χει λόγος να προσθέσουμε στην εξίσωση την εξουσία ή κάποια ασα­ φή κοινωνικο-σεξουαλική διχοτόμηση. Ο Αισχίνης τονίζει ότι ο Τί­

μαρχος αδιαφορούσε απλώς για το σώμα του. Έχοντας κατά νου μό­ νο τα πράγματα στα οποία θα ξόδευε τα χρήματα, ξάπλωνε και σκε­ φτόταν ης αυλητρίδες.

Και δεν αΩδίαξεν ο διεφθαρρένος αυτός άνθρωπος να ατι­ ρασθΩ ρε ένα δούλον [που προφανώς ήταν αρκετά πλούσιος],

αλλά τούτο ρόνον εσκέφθΩ, αν θα 8ΡΩ ΧΡΩρατοδόΤΩν ΤΩς δια­ φθοράς του.

Όταν ο Αισχίνης υπαινίσσεται μερικές φορές. ότι ο Τίμαρχος

απολάμΒανε τη δουλειά του, εννοεί όη απολάμΒανε το σεξ το ίδιο,

όχι το γεγονός ότι τον χρησιμοποιούσαν ως σεξουαλικό αντικείμε­ νο. Ήταν εξίσου πορνικός με μια πόρνη. ο υπαινιγμός του Αισχίνου

για πρωκτικό ή στοματικό σεξ ή ό,τι άλλο προσπαθούσε να ενστα­ λάξει στο μυαλό των ακροατών του συντελεί απλώς στην ίδια αμε­ τάΒλητη εικόνα ενός χαμένου κορμιού, που δεν καταφέρνει να ελέγ­ χει τις ορέξεις του και παίρνει τα λεφτά για να τις θρέψει με όποια μέσα είναι δυνατόψ υπαινίσσεται επίσης ότι μερικές φορές πλήρω­ νε για μια απόλαυση, απολαμΒάνοντας μιαν άλλη. Ένα τέτοιο σαρκίο

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

αχαλίνωτης λαγνείας ήταν επικίνδυνο να περιφέρεται στην πόλη, πόσο μάλλον να κυκλοφορεί στη συνέλευση και στη Βουλή των

5007.

Δε χρειάζεται πολύ ο Αισχίνης για να φτάσει στην πολιτική διά­ σταση των αδηφάγων επιθυμιών του Τιμάρχου. Αυτό είναι το τρίτο

στάδιο της πορείας του ακόλαστου, το οποίο συνδέεται εύστοχα με τα άλλα στάδια όχι μέσω της ετερότητας που προκύπτει από τη διείσδυση, αλλά μέσω των ίδιων επίμονων αχαλίνωτων επιθυμιών. Πρώτον, ενώ είναι ακόμα όμορφος και «εύσαρκος», σπαταλάει τα

ατού του, το σώμα του, αλλά μετά ανακαλύπτει μια μέρα ότι

Και αυτός εδώ εμέστωσε και φυσικά δεν Ωμπορούσε πλέον

να πάΡΩ χρΏματα από κανένα, ενώ εξάλλου ο διεφθαρμένος και ανόσιος χαρακΤΏρ του εξΩκολούθει να έΧΩ τα ιδίας επιθυ­

μίας και Ώτο τόσον υπερ80λικά έκλυτος ώστε από κατάΧΡΩσιν έπιπτε εις κατάΧΡΩσιν και συνεχώς επανελάμ8ανε τας καθΩμε­

ρινάς συΥΩθείας του, κάποτε KατΏVΤΩσε να μΩν έΧΩ άλλnν διέ­ ξοδον και ΩναΥκάσθΩ να καταφάΥΩ ΤΩν πατρικΏν του περιου­ σίαν.

Όμως, ούτε οι πρόσοδοι της πατρογονικής περιουσίας τού απο­

φέρουν αρκεΤά για να θρέψει τις ορέξεις του κι έτσι φτάνουμε στο τρίτο στάδιο. Ο Τίμαρχος στράφηκε προς την πόλη την ίδια:

Και δεν έφαΥε μόνον ΤΩν πατρικΏν του περιουσίαν, αλλά και όσα δΩμόσια χρΏματα συνέ8Ω ποτέ να δ ιaXε φ ισθΏ.

Διηγούμενος τα εγκλήματα του Τιμάρχου με τη σειρά αυτή, ο Αι­ σχίνης δημιουργεί μια σαφή εικόνα των επιθυμιών που εκρήγνυνται

προς τα έξω, τρεφόμενες πρώτα από τα σωματικά του χαρίσματα, με­ τά από την πατρογονική του περιουσία και τέλος από την πόλη την

ίδια8 • Το πώς κατάφερε να του χρηματοδοτεί η πόλη τις απολαύσεις το

εξηγεί ο Αισχίνης στις επόμενες λίγες παραγράφους. Ο Τίμαρχος εί­ χε διατελέσει λΟΥιστΏς (δηλαδή ελεγκτής των δημοσίων υπολόγων), ανήκε στην εξελεγκτική επιτροπή που ερευνούσε τη συμπεριφορά αξιωματούχων, ιερέων, τριηράρχων και ούτω καθεξής στο τέλος της

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

θητείας τους. Λέει λοιπόν ο Αισχίνης ότι χρησιμοποιούσε τη θέση

του για να αποσπάει χρήματα από αθώους ανθρώπους και να δωρο­ δοκείται από ενόχους. Στη συνέχεια, αγόρασε τη διακυΒέρνηση της νήσου Άνδρου, που ήταν μέλος της αθηναϊκής ναυτικής συμμαχίας,

και «συρπεριφέρθΩκε α σελ Υώς» στις συζύγους των κατοίκων «και κατέσΤΩσε τους συρράχους σας τους Ανδρίους πρopΩθεuτάς ΤΩς δια­ φθορc;ς του [Βδελυρίας*]». Η Αθήνα στάθηκε τρομερά τυχερή, συνεχίζει ο Αισχίνης, που κα­ νένας δεν προσπάθησε να αγοράσει το νησί όσο ήταν κυΒερνήτης ο

Τίμαρχος. Όταν επανήλθε στην πατρίδα, έκανε κολεγιά με τον έκλυ­ το συνεργάτη του Ηγήσανδρο, έναν ήδη ταλαντούχο σφετεριστή, για να κλέψουν

1.000

δραχμές από το ταμείο του Παρθενώνα. Τελικά,

καΤέληξε να κλέψει χρήματα που προορίζονταν για την πληρωμή

των μισθοφόρων της Ερέτριας. Ο Αισχίνης περνάει από το θέμα του ξεπουλήματος της πατρικής περιουσίας στο ξεπούλημα του κρά­ τους, σιγά και μαλακά. Τη μια στιγμή ο Τίμαρχος μελετάει την πώ­ ληση της περιουσίας του στην Αλωπεκή, την αμέσως επόμενη Βρί­

σκεται στη νήσο Άνδρο' κι όλα αυτά ενώ προσπαθεί μάταια να ικα­

νοποιήσει τις διεφθαρμένες ορέξεις του 9 . Ο Αισχίνης έχει σκιαγραφήσει για χάρη μας την πιο ευθεία οδό που συνδέει την ιδιωτική κατανάλωση με το κράτος. Ως ο πιο άμε­ σος δρόμος, είναι η πεπατημένη την οποία ακολουθούν οι περισσό­

τεροι και στους λόγους συναντάμε πολλά ακόμη παραδείγματα. Κα­ τά κάποιο τρόπο, είναι απλώς το πολιτικό επακόλουθο της σχέσης λαγνείας και εγκλήματος. Για να πληρώσουν τις αχόρταγες επιθυμί­

ες τους, κάποιοι ιδιώτες παραμονεύουν στις γωνίες των δρόμων και χώνουν το χέρι σΤ9υς μανδύες των περαστικών ή κάνουν αγωγή διεκδικώντας περιουσίες που δεν είναι δικές τους. Οι άσωτοι πολι­ τικοί κλέΒουν αντίστοιχα το δημόσιο. Ήδη έχουμε δει αυτή τη σχέ­ ση σε αρκετές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, ο Φιλοκράτης, ο κύ­ ριος υποκινητής της «διεφθαρμένης πρεσΒείας» του Αισχίνου, πού­ λησε την Αθήνα στο Φίλιππο γ~α να Βρει λεφτά για «εταίρες και ψά­ ρια». Η σχέση αυτή παίζει ρόλο στην αναιδή απάντηση του Δημητρί­

ου προς το σεπτό Άρειο Πάγο. Αυτός μπορεί να πληρώσει για χιώ-



Βδελυρία κατά τους Λίντελ-Σκωτ είναι το κτηνώδες πάθος.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τικο κρασί και όμορφες εταίρες, ενώ οι δικαστές του πρέπει να κα­ ταφύγουν στη μοιχεία και τη δωροληψία για να εςασφαλίσουν τις απολαύσεις τους. Σε μια κωμωδία του Τιμοκλέους, δύο ήρωες συζη­ τούν για τη διαφθορά διαφόρων πολιτικών, στους οποίους περιλαμ­ βάνονται ο Δημοσθένης και ο Υπερείδης:

Τούτος [ο Υπερείδης] λοιπόν θα πλουτίσει τους ψαροπώ­ λες, διότι, τέτοιος οψοφάγος που είναι, κάνει και τους Σύ­

ριους ακόμα να μοιάζουν με γλάρους [οι Σύριοι θεωρείτο ότι δεν έτρωγαν ψάρια].

Σ' ένα άλλο έργο του, τους «Ικαρίους Σατύρους», ο ποιητής συ­ γκρίνει τον Υπερείδη με θορυβώδες αφρισμένο ποτάμι γεμάτο ψά­ ρια, που είναι έτοιμο να αρδεύσει τα χωράφια οποιουδήποτε επί πληρωμή. Μια σύγχρονη μελέτη της δωροδοκίας στην Αθήνα επιση­

μαίνει ότι «όλως παραδόςως» αυτοί που καρπώνονταν τελικά τη δια­

φθορά ήταν συχνά οι εταίρες και οι ψαροπώλ ες l0. Η επιχειρηματολογία λοιπόν του Αισχίνου, που συνδέει την ασω­ τία με τη δωροδοκία, ήταν καλά εδραιωμένη ήδη. Τη βρίσκουμε μά­ λιστα στην ίδια την αρχή της ρητορικής παράδοσης, στο έργο του

Γοργίου. Ο ρήτορας, επιδεικνύοντας τις ικανότητές του ως ομιλη­ τής, κατασκευάζει μια φανταστική υπεράσπιση του Παλαμήδου, ο οποίος λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου στην Τροία, όταν βρέθηκε στη σκηνή του μια ποσότητα χρυσού (την οποία είχε τοποθετήσει κρυ­ φά ο Οδυσσεύς). Δε θα μπορούσε να έχει δωροδοκηθεί από τον Πρίαμο, ισχυρίζεται ο μυθικός Παλαμήδης. Δεν είχε κανένα κίνητρο.

Είναι οι σπάταλοι που χρειάζονται τα χρήματα, όχι οι μετριοπαθείς άντρες σαν αυτόν' εκείνοι που είναι αφέντες των απολαύσεών τους δεν έχουν ανάγκη από δωροδοκίες, ενώ τις έχουν ανάγκη όσοι είναι

δούλοι των ορέςεων. Όταν ένας Αθηναίος λοιπόν έπρεπε να ερμη­ νεύσει το λόγο για τον οποίο οι άσωτοι ήταν μία από τις τέσσερις

ομάδες ατόμων που κατονομάζονταν ρητά στο νόμο περί συμπερι­ φοράς των δημοσίων ομιλητών, είναι πιθανόν ότι θα στρεφόταν στο ίδιο είδος επιχειρηματολογίας. Στην ουσία, όταν ο ρήτορας Ισοκρά­ της εςηγεί τον ίδιο νόμο στον «Παναθηναϊκό», αυτό ακριβώς κάνει:

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ΜΩτε ν' ανέχεται [ο λαός] ΤΩ φωνΩ εκείνων που όσα πΩραν από τον πατέρα τους τα σπατάλΩσαν σε αισχρές Ωδονές και που ςΩτούν να θεραπεύσουν τις ατορικές τους ανάγκες ρε δΩ­ ρόσιο χρΩρα.

Αργότερα στη σταδιοδρομία του, ο Αισχίνης επανέρχεται στο θέ­ μα και επινοεί μια ακόμα πιο περιεκτική συνταγή.

Ένας φίλος του λαού ε.ίναι πειθαΡΧΩρένος και ρετριοπαθΩς στον τρόπο ςωΩς του, έτσι ώστε να

pn

δωροδοκείται προς ςΩ­

ρία του λαού, εξαιτίας των αναξιοπρεπών δαπανών του 11 •

Αυτός ο τελευταίος λόγος έχει ενδιαφέρον, επειδή οδηγεί σε μία άλλη κατηγορία κινδύνων που αποδίδονται συνήθως στους άσωτους πολιτικούς, τη φορά αυτή στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Αφορμή είναι η απονομή ενός στεφάνου στο Δημοσθένη. Η λυσσα­ λέα αντίθεσή του προς το Φίλιππο είχε χρεοκοπήσει στη Χαιρώνεια το

338

π.χ. και ο γιος του Φιλίππου Αλέξανδρος υπέτασσε την Περ­

σία εκείνη τη στιγμή, όμως ο λαός χαιρέτιζε το Δημοσθένη ως ήρωα που είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Ο Αισχίνης, που προσπαθεί να κατευ­

νάσει όσο γίνεται την εχθρική προς τους Μακεδόνες ατμόσφαιρα, Βάζει τα δυνατά του να αναχαιτίσει το τιμητικό ρεύμα που κυλάει προς τη μεριά του πιο φανατικού αντιπάλου του. Η φιλοπόλεμη πο­ λιτική του Δημοσθένους δεν ήταν προς όφελος της πόλης, λέει, και είχε μόνο σκοπό να χρηματοδοτήσει τις απολαύσεις του. Διότι ο Δη­ μοσθένης είναι μια άΒυσσος, ένας σκορποχέρης σαν τον Τίμαρχο

πριν δεκαπέντε χρόνια.

Είναι aλΩθεια ότι άρδευσε πρόσφατα τις σπατάλες του ρε περσικό χρυσάφι, αλλά ακόρα κι αυτό δεν Ωταν αρκετό, διότι

καρία περιουσία δε γλιτώνει από έναν κακό χαρακτΩρα. Συνο­ λικά, ΧΡΩρατοδοτεί τον τρόπο ςωΩς του όχι από τα δικά του

έσοδα, αλλά θέτοντας εσάς σε κίνδυνο 12 • Ο Ισοκράτης τονίζει το ίδιο πράγμα στο λόγο του «Περί ειρή­

νης", ο οποίος χτυπούσε επίσης τα γεράκια, τους ιμπεριαλιστές πο-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

λιτικούς που πλούτιζαν από τον πόλεμο, ενώ ο λαός υπέφερε, αλ­ λά το πιο διάσημο παράδειγμα αυτού του επιχειρήματος βρισκόταν στη διαμάχη για τη μεγάλη σικελική εκστρατεία του

415

π.χ. Ο πα­

νίσχυρος στόλος είχε αρχικά στόχο να βοηθήσει τους συμμάχους

της Αθήνας, αλλά το όλο και αυξανόμενο μέγεθός του φανέρωνε ότι ο υποτιθέμενος στόχος ήταν παραπλανητικός. Στην πραγματικότη­ τα, ήταν η πρώτη κατακτητική εκστρατεία που αναλάμβανε η πόλη

εδώ και πολλά χρόνια και προκάλεσε μεγάλη διχογνωμία, την οποία καταγράφει ο Θουκυδίδης στην ιστορία του Πελοποννησιακού Πο­ λέμου. Ένα από τα κύρια ζητήματα ήταν η προσωπικότητα του στρα­

τηγού Αλκιβιάδου, ενός νεαρού και φανταχτερού μακρυμάλλη, αρι­ στοκρατικής καταγωγής, ο οποίος είχε μεγάλες επιτυχίες στις αρ­ ματοδρομίες των Ολυμπιακών Αγώνων. Λέει ο Νικίας, ένας από τους στρατηγούς που ήταν αντίθετοι στην εκστρατεία: Μπορεί να υπρρχει κάποιος εδώ που έχει ενθουσιαστεί ρε

ΤΩν επιλογΩ του για ΤΩ διοίΚΩσΩ, κάποιος που θα σας παρα­ κινΩσει να κάνετε ΤΩν εκστρατεία ρετά από προσεκτικΩ ρελέ­

ΤΩ των δικών του εγωιστικών συρφερόντων, έστω κι αν είναι πολύ νέος για ρια τέτοια θέσΩ. Αυτός ο κάποιος θέλει να τον θαυράςουν για τα άλογα που συνΤΩρεί στους στάΒλους του, αλλά οι στάΒλοι είναι ακριΒοί και έτσι χρειάςεται ένα πόστο που να του αποφέρει κέρδΩ εκτός από θαυρασρό. ΜΩν του δώσετε ΤΩν ευκαιρία να ςΩσει πολυτελώς σε Βάρος ΤΩς πόλΩς. ΘυΡΩθείτε ότι, ενώ εκείνοι ξοδεύουν ιδιωτικά, το δΩρόσιο πλΩρώνει τελικά το κόστος των ατασθαλιών τους13. Στις διαμάχες τους περί εξωτερικής πολιτικής, τόσο οι πολεμο­ κάπηλοι όσο και οι φιλειρηνικοί χρησιμοποιούσαν την πειστική ει­ κόνα του άσωτου, του οποίου οι διεφθαρμένες επιθυμίες φέρνουν καταστροφή, προειδοποιώντας τους Αθηναίους ότι, αν ακολουθού­ σαν την πολιτική Των αντιπάλων τους, θα ήταν σαν να κατασπατα­ λούσαν την πατρική τους περιουσία. Ο Ισοκράτης συγκρίνει το δέ­ λεαρ της απόλυτης εξουσίας με μια σαγηνευτική και καταστροφική εταίρα και ισχυρίζεται ότι οι Αθηναίοι στερούνται αυτοπειθαρχίας

εξαιτίας της λαιμαργίας που τους πιάνει για τα ευχάριστα λόγια των κολάκων δημαγωγών. Ο Δημοσθένης, δεξιοτέχνης αυτής της προσέγ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γισης, χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα για τη διεφθαρμένη όρεξη

των Αθηναίων για κολακείες και σε πολλούς λόγους του ενώπιον της συνέλευσης επιπλήττει τους Αθηναίους για τον εκφυλισμό τους, με

σκοπό να τους αφυπνίσει για σημαντικότερα πράγματα. Διαλέγουν τη στιγμιαία απόλαυση και μια άνετη ζωή παρά τα μελλοντικά πλεονε­ κτήματα. Ενώ οι πολιτικοί πλουτίζουν, η περιουσία της Αθήνας ξο­ δεύεται, διότι ο πλούτος μιας πόλης μετριέται σε συμμαχίες, αξιοπι­ στία και καλό όνομα. Σε μια ασυνήθιστη παρομοίωσή του, συγκρίνει τη ζημιά που υπέστησαν οι ελληνικές πόλεις υπό την εξουσία των Αθηναίων, και μετά υπό τους Σπαρτιάτες, με το γιο ο οποίος σπατα­

λάει την πατρική περιουσία λόγω κακοδιαχείρισης. Αυτό είναι κακό,

λέει, αλλά τουλάχιστον ο γιος ήταν η ίδια τους η σάρκα και το αίμα. Η ζημιά που θα κάνει ο Φίλιππος μοιάζει περισσότερο με περιουσία

σπαταλημένη από έναν υποτιθέμενο νόθο ή ένα δούλο!14

Η εςαφάνιση του Φιλίππου Ο Φίλιππος φυσικά ήταν το μεγάλο θέμα για το οποίο τσακώνο­ νταν ο Αισχίνης με τον Τίμαρχο. Ο Τίμαρχος είχε αποπειραθεί να επιτύχει την ποινική παραπομπή του Αισχίνου για παράΒαση καθή­

κοντος κατά την ειρηνευτική αποστολή του στη Μακεδονία. Ο Αι­ σχίνης ζήτησε την παραπομπή του Τιμάρχου, επειδή διέπραξε παρά­ πτωμα ως ομιλητής με σκοπό να τον εμποδίσει. Η πρεσΒεία, στην οποία είχε συμμετάσχει και ο Δημοσθένης ο ίδιος, μαζί με το Φιλο­

κράτη και τον Αισχίνη, επέστρεψε στην Αθήνα το

346

π.χ. με μια

συμΒιΒαστική συνθήκη. Αν και είχε συμμετάσχει στη διαμόρφωση

των όρων της, ο Δημοσθένης άρχισε να υπονομεύει τη συμφωνία σχεδόν αμέσως. Δημιούργησε ανησυχία στους Αθηναίους και τους έκανε καχύποπτους απέναντι στις προθέσεις του Φιλίππου, αφήνο­ ντας να εννοηθεί ότι Βάδιζαν κατευθείαν σε παγίδα. Στη δική του με­ ταγενέστερη παραπομπή του Αισχίνου, περιέγραφε την ανησυχητική ατμόσφαιρα της εποχής:

Όλα τα θέ]1ατα .ι:ίταΥ σε αΥαστολΏ,

n

έκ!3ασΏ τους εΥτελώς

ασαφΏς και σε ολόκλπρπ ΤΩΥ αγορά ακούγΟΥταΥ επιχειΡΏ]1α­ τα και συςΩτΏσεις παΥτός είδους.

.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Κατηγορώντας έναν από τους πρεσΒευτές για διαφθορά εκεΙνη τη στιγμή, ο ΤΙμαρχος και ο Δημοσθένης έριχναν λάδι στη φωτιά της

καχυποψΙας, υπονοώντας ότι η πόλη εΙχε ξεπουληθεΙ Μέσα σ' αυ­ τό το πλαΙσιο ήταν που εκφώνησε ο ΤΙμαρχος τους πρόσφατους λό­

γους του στη Βουλή, σχετικά με «τα τεΙχη» και «τον πύργο». Σ' αυ­ τή την ανησυχητική ατμόσφαιρα, ήταν προφανές ότι μιλούσε για την

προετοιμασΙα της άμυνας της πόλης, σε περΙπτωση επΙθεσης. Μέσα

στο Ιδιο πλαΙσιο πρέπει να δούμε και την ευέξαπτη συμπεριφορά του στη συνέλευση, τότε που πέταξε το μανδύα του και άρχισε να χοροπηδάει ολόγυρα σαν παγκρατιαστής. Ο ΤΙμαρχος εΙχε προτεΙ­ νει επΙσης στη Βουλή των

500

την ψήφιση της""" άπαγόρευσης πώλη­

σης όπλων στο ΦΙλιππο, επΙ ποινή θανάτου. Αυτό ειδικότερα, λέει

ο Δημοσθένης, ήταν που εξαγρΙωσε τον ΑισχΙvn, φΙλο του ΦιλΙπ­

που l5 . Φυσικά, αυτό που κάνει τόσο ασυνήθιστο το λόγο του ΑισχΙνου

εΙναι το πώς έχει εξαφανιστεΙ εντελώς αυτό το πολιτικό πλαΙσιο

-

η απειλή του ΦιλΙππου της ΜακεδονΙας, η ευάλωτη θέση της πόλης.

Επρόκειτο για μια λαμπρή και εξαιρετικά αποτελεσματική στρατηγι­ κή και ο λόγος «Κατά Τιμάρχου» θεωρεΙται ακόμα και σήμερα ένα χρήσιμο ντοκουμέντο για τη μελέτη της ελληνικής ομοφυλοφιλΙας,

και πέραν τούτου ουδέν άλλο σχεδόν. Χάρη στον.λισχΙνη, για πολ­ λούς ανθρώπους ο ΤΙμαρχος εΙναι ακόμα «Ο ΤΙμαρχος η πόρνη» και

κάποιοι εκπλήσσονται όταν μαθαΙνουν ότι εΙχε αναμιχθεΙ όντως στην πολιτική. Πάντως, δε χΡειάςεται να σκάψουμε πολύ κάτω από την επιφάνεια, για να δούμε την ε.ξωτερική πολιτική να σηκώνει κε­ φάλι. Με την κακομεταχεΙριση των γυναικών της Άνδρου, ο ΤΙμαρ­ χος αποξένωνε τους συμμάχους της Αθήνας. Δε δωροδοκήθηκε όντως για να προδώσει το νησΙ, αλλά θα το εΙχε κάνει, αν εΙχε εμ­ φανιστεΙ ενδιαφερόμενος αγοραστής. Η υπόθεση της Ερέτριας ήταν

ακόμα πιο σοΒαρή, αφού αναφέρεται σ' ένα επεισόδιο που οδήγησε στην απώλεια σχεδόν όλης της ΕύΒοιας. ΧωρΙς να μας δΙνει ιδιαΙτε­ ρα πολλές λεπτομέρειες, ο ΑισχΙνης συνδέει άμεσα τη διαφθορά του κατηγορουμένου με μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές της εξω­ τερικής πολιτικής των τελευταΙων χρόνων. Ο ΤΙμαρχος μιλάει για

την ασφάλεια και την άμυνα της πόλης, αλλά, εξαιτΙας των ακόρε­ στων επιθυμιών του, το μόνο που έχει καταφέρει εΙναι να τις υπο-

370

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νομεύσει. Το ίδιο μοτίβο ακριβώς βρίσκουμε στην περιγραφή των δραστηριοτήτων του Ηγησάνδρου, συνεργάτη του Τιμάρχου. Ήταν θησαυροφύλακας ενός στρατηγού στον Ελλήσποντο, έκλεψε χρήμα­ τα .από τη μισθοδοσία των στρατευμάτων και μετά άφησε το στρατη­ γό να τιμωρηθεί με εξοστρακισμό, για την (επακόλουθη) αποτυχία του. Αυτό που υπαινίσσεται βασικά ο Αισχίνης είναι ότι ο Τίμαρχος και οι σύμμαχοί του ενδιαφέρονταν να υποδαυλίζουν τον πόλεμο

κυρίως εξαιτίας των ευκαιριών που θα τους έδινε να τσεπώσουν κι άλλα χρήματα, για να ικανοποιήσουν τις διεφθαρμένες επιθυμίες τους. Πρόκειται για παλιά κατηγορία εναντίον των φιλοπόλεμων,

όπως έχουμε δει, και ο Αισχίνης την εξαπέλυε μετά χαράς γι' άλλη μια φορά, σε μια προσπάθεια κατά του Δημοσθένους για να του στε­

ρήσει το στεφάνι 16 • Ο Αισχίνης υπονομεύει τους αντιπάλου ς του και με άλλους, πιο λεπτούς τρόπους. Επιχειρηματολογεί ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί στον Τίμαρχο και τους συνεργάτες του να μιλούν δημοσίως, αλλά στην πορεία του λόγου του ενεργοποιεί την απαγόρευση ο ίδιος, κλονίζοντας την ικανότητά τους να ακουστούν ή, αν ακουστούν, να γίνουν κατανοητοί. Η στέρηση Των πολιτικών δικαιωμάτων επιβάλ­

λεται αυτόματα σε άντρες που ζουν όπως αυτοί και, σύμφωνα με το νόμο, ο τρόπος ζωής τους είναι που τους στερεί αυτοδίκαια την ικα­ νότητα να μιλούν. Χωρίς να περιμένει την ετυμηγορία του δικαστη­ ρίου, ο Αισχίνης με το λόγο του τους αποστομώνει ο ίδιος αναδρο­ μικά. Κι αυτό το κάνει με τρομερά έξυπνο τρόπο. Δεν αγνοεί τις πο­ λιτικές δραστηριότητες του Τιμάρχου, στην πραγματικότητα μας τις επισείει μπροστά στα μάτια μας. Βλέπουμε τον Τίμαρχο να μιλάει. Τον βλέπουμε στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά δεν μπορούμε να α­

κούσουμε τι λέει. Μας αποσπά η εικόνα της σάρκας του, διότι το μόνο που μας νοιάζει είναι να διαβάσουμε εκεί σημάδια μέθης και παραλυσίας. Τον βλέπουμε να μιλάει στη Βουλή των

500,

αυτή τη

φορά ακούμε μάλιστα και αποσπάσματα από το λόγο του, αλλά δεν τα καταλαβαίνουμε, διότι ερμηνεύουμε τις αναφορές στον πύργο και τα τείχη όχι ως υποδείξεις για την άμυνα της πόλης, αλλά ως νύξεις

για τις ξεδιάντροπες νύχτες του. Ο Αισχίνης φυλακίζει τον Τίμαρχο σε μια αίθουσα που αντανακλά τον ήχο. Ο Τίμαρχος δεν καταφέρνει

να ακουστεί. Ο κόσμος κοιτάζει τον τρόπο που ντύνεται, τον τρόπο

371

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

που κινείται, την κατάσταση της επιδερμίδας του, αδιαφορώντας για το τι βγαίνει από το στόμα του. Κάθε φορά που προσπαθεί να ζε­

στομίσει μια λέζη, αυτή επανέρχεται σ' εκείνον. Ο σημαίνων λόγος του περί εθνικής ασφάλειας και περί της θέσης της Αθήνας στην Ελ­ λάδα μετατρέπεται σε εζομολόγηση της δικής του ιδιωτικής σεζουα­ λικής διαφθοράς. Πώς μπορεί να είναι ομιλητής, όταν ο τρόπος ζωής του κάνει τα λόγια του τόσο ασταθή και προκαλεί τέτοιο ρε­

ζίλεμα; Μια τεχνική που χρησιμοποιεί εδώ ο ρήτορας είναι να προσεται­ ρίζεται το ακροατήριό του, κατασκευάζοντας κάποιες ·μεσολαβητικές

φυσιογνωμίες που παρατηρούν για χάρη μας τον Τίμαρχο σ' αυτές τις περιστάσεις. Δε βλέπει μόνον ο Αισχίνης την έκφυλη σάρκα του κατηγορουμένου, τη βλέπουν εζίσου καλά και πολλοί αζιοπρεπείς

άντρες στο ακροατήριό του, οι οποίοι αποστρέφουν το βλέμμα. Δεν είναι ο Αισχίνης, στην αίθουσα της Βουλής των

500,

αλλά οι βου­

λευτές που ζεσπούν σε γέλια με την υποτιθέμενη «κρίσιμη κατάστα­ ση». Στο τέλος του λόγου του, ο Αισχίνης χρησιμοποιεί αυτό το

αποστομωτικό κόλπο γι' άλλη μια φορά, αποσπώντας την προσοχή του δικαστηρίου με το παιχνίδι της ανάγνωσης οπτικών ενδείζεων, έτσι ώστε να μην ακούσει τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς. Ανά­

μεσα στους άντρες που θα έρθουν να· καταθέσουν υπέρ του Τιμάρ­ χου, λέει, είναι οι πόρνοι, οι πελάτες τους και οι άσωτοι. Δε θα ανα­ φέρει ονόματα, αλλά την ώρα που βγαίνει μπροστά ο καθένας, μπαί­ νεις στον πειρασμό να εικάσεις ποιος είναι ποιος! Μπορεί να μοιά­ ζει παρακινδυνευμένο που ο Αισχίνης ασχολείται με θέματα εθνικής

ασφάλειας κατ' αυτό τον τρόπο, αλλά αυτό που θέλει να πει τελικά είναι ότι δεν υπάρχει μεγάλη κρίση στην πραγματικότητα. Χάρη στη

συνθήκη, ο Φίλιππος δεν αποτελεί κίνδυνο για την Αθήνα και οι άντρες όπως ο Τίμαρχος και ο Δημοσθένης είναι απλώς υστερικοί

και γελοιοποιούν τον εαυτό τους. Οι βουλευτές που νιώθουν αρκε­ τά άνετα και χαχανίζουν, όταν ο Τίμαρχος αναφέρει τις επισκευές στα τείχη της πόλης, έχουν πιάσει την κατάσταση σωστά. Από μιαν άποψη πάντως, αυτός που γέλασε τελευταίος ήταν ο τί­ μαρχος. Το καλοκαίρι του

343

π.χ., στη διάρκεια της αγωγής του

Δημοσθένους κατά του Αισχίνου για παράβαση καθήκοντος ως πρε­ σβευτή, ο Δημοσθένης διαβάζει δυνατά ένα από τα μέτρα που είχε

372

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

προιείνει «Ο νεαρός» σιη Βουλή ιων

500

ιΟ

346

π.χ., ιΟ οποίο απα­

γΌρευε ιΟ εμπόριο όπλων ή εξοπλισμών με ιΟ Φίλιππο επί ποινή θανάιου. Και ισχυρίζειαι όη ο Αισχίνης παρέπεμψε ιον Τίμαρχο για

να γλιιώσει ιους Μακεδόνες από κάποιον που ιους είχε γίνει ενο­ χληηκός. Μειά από ιρία χρόνια διαρκούς επιδείνωσης ιων σχέσεων

Αθήνας και Φιλίππου, η υσιερία ιου Τιμ άρχου μοιάζει με αξιοθαύ­ μασιη προνοηηκόιηια. Κι αν είχαν γελάσει ιόιε κάποιοι μαζί ιου, είναι αμφίΒολο αν υπήρχε ιώρα κανείς σιο ακροαιήριο που είχε διά­

θεση για γέλια.

Η γενναιότητα των συμποσίων Μειώνονως ιη σημασία ιης πολιηκής Kαtάσωσης, ο Αισχίνης

ακολουθεί μια σιραιηγική σε όλη ιη διάρκεια ιου λόγου ιου. Το ίδιο ιο γεγονός όη έχει επιλέξει να διεξάγει μια μάχη εξωιερικής πολιηκής σιο πεδίο ιης ιδιωηκής ζωής είναι προσχεδιασμένο. Αυ­

ληιρίδες και φάλαγγες, σουπιές και ιππικό, οπλίιες και ειαίρες,

κρασί και ιείχη, πολύ απλά δεν πάνε μαζί. Ο Όζγουιν Μάρεϊ ισχυ­ ρίζειαι όη η κουλιούρα ιου συμποσίου αποφεύγει εσκεμμένα ιη γλώσσα ιης πόλης και ως πολιηκής. Έχει ιους δικούς ιης κανόνες

και διαιάξεις, που δηλώνουν POνOPερr'ι δΩλωσΩ ανεξαΡΤΩσίας για όσο διαρκεί η Βραδιά. Όιαν οι δύο αυιοί ανηηθέμενοι κόσμοι συ­

νανηόνιαι, ιο αποιέλεσμα είναι ένα λεΠιό αμάλγαμα ειρωνείας και υπερΒολής. Κι αυιό εν μέρει λόγω μιας παλιάς παράδοσης, Kαtά ιην οποία ο κόσμος ιης σπιηκής ζωής, ιης ειρήνης και ιης ιδιωηκής απόλαυσης ανηπαραιίθειαι προς ιον κόσμο ιων σημανηκών υποθέ­

σεων, ιης σιέρησης και ιου πολέμου (<<το κρασο8άρελο είναι το ξί­

φος του [Σαρδανάπαλου], για δόρυ έχει ένα κύπελλο ... Η ΠOλεPΙKr'ι κραυΥΩ του είναι «Αλειφτείτε ρε αρώρατα» κλπ.). Τα δύο αυιά πράγ­ μαω απλώς δεν ωιριάζουν. Μην ξεχνάμε όη ο Πλούιαρχος πίσιευε πως θα ήων ενιελώς αδύναιο να έχει πειύχει ιόσα πολλά πράγμα­ ια ο Αλέξανδρος, αν έπινε ης ποσόιηιες που ισχυρίζονων διάφο­ ροι.

Η αρχή ιου θέμαιος ενιοπίζειαι χρονολογικά αρκειά παλιά, σιπ μη ομηρική ή ανη-ομηρική φιλοσοφία ιων Ελλήνων λυρικών ποιπ­

ιών ιης αρχαϊκής εποχής και Βγαίνει σιην επιφάνεια καθ' όλη ιην

373

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ιστορία της κωμωδίας. Η προϋπόθεση των «Αχαρνέων», για παρά­ δειγμα, είναι ότι ένας συγκεκριμένος πολίτης, ο Δικαιόπολις, έχει συνάψει ιδιωτική ειρήνη, ενώ η υπόλοιπη πόλη συνεχίζει να πολε­

μάει στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Δικαιόπολις απολαμβάνει μιαν αγορά γεμάτη από απαγορευμένα εμπορεύματα και κάνει προε­

τοιμασίες για γιορτή, ενώ ο στρατηγός Λάμαχος ετοιμάζεται για τη

μάχη. Σ' ένα μεγάλης διαρκείας διάλογο, κάθε διαταγή που δίνει ο Λάμαχος στο δούλο του να του φέρει τα όπλα του έχει ως αντίλογο

μια θρασεία διαταγή του Δικαιοπόλεως στο δικό του δούλο να φέ­ ρει κι άλλο φαγητό: «Φέρε μου μια ασπίδα σΤΡΟΥΥυλΩ και φιγουρά­

Tn", «Φέρε μου μια τυρόπιτα στρογγυλΩ κι αφράΤΩ» κ.ο.κ I7 Η σύγκρουση αυτή εςηγεί το απόσπασμα των «Πλουσίων» του Αντιφάνους, το οποίο περιγράφει τους δύο «βετεράνους οψοφά­ γους» να χρησιμοποιούν όλα τα κλισέ του πολιτικού λόγου, όταν πάνε στην αγορά και δε βρίσκουν καθόλου ψάρια:

Μάξεψαν πλΩθΩ γύρω τους και εκφώνΩσαν λόγο, ότι δεν άντεχαν άλλο μια τέτοια κατάστασΩ, τους Ωταν ανυπόφορο να ξοδεύουν μερικοί από σας μεγάλα ΧΡΩματικά ποσά για να έχουν ό, τι ψάρι λαχταρΩσουν και να μΩ φτάνει ούτε λέπι στο λιμάνι. Για ποιο λόγο τους έχουμε τους KυBερνnτες στα νΩ­ σιά; Κάποιο νόρο θα πρέπει να ψΩφίσουρε, που να προΒλέπει ναυτικΩ συνοδεία στα ψάρια.

Ο πολιτικός Καλλιμέδων ήταν μια προσωπικότητα ήσσονος ση­

μασίας, απ' ό,τι φαίνεται, του «φιλομακεδονικού» στρατοπέδου

-

στον οποίο μάλιστα είχε επιτεθεί σε κάποια περίσταση και ο Δημο­ σθένης, με την κατηγορία της ολιγαρχικής συνωμοσίας

-

που οι πά­

ντες τον γελοιοποιούσαν διαρκώς με αυτό τον τρόπο. Οι μόνες ψή­ φοι τιμής που παίρνει είναι από τους πωλητές ψαριών. Η αποφασι­ στικότητά του είναι πιο φανερή στα τραπέζια, όπου τσακώνεται για

τα ψάρια. Άλλοι άντρες είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την πατρίδα τους. Ο Καλλιμέδων θα πέθαινε για μια χοιρινή μήτρα (που ήταν προφανώς μεγάλη λιχουδιά)18.

374

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Η οικονομία των λέξεων Φυσικά, μερικές φορές υπάρχει σοβαρός λόγος γι' αυτό το συ­ σχετισμό των σημαντικών υποθέσεων με τις μικρές απολαύσεις αυ­

τό γίνεται για να φανεί ότι φταίνε οι πολιτικοί που υποβαθμίζουν τη σημασία της πολιτικής, όταν την καταντούν έναν απλό τρόπο για

να χρηματοδοτούν τις απολαύσεις τους, κι όχι οι ρήτορες και οι σα­

τιρικοί οι οποίοι απλώς επισημαίνουν το φαινόμενο. Η κοροϊδευτι­ κή παραΤήρηση του Δημοσθένους για το Φιλοκράτη, ότι ξεπούλησε την πόλη και ξόδεψε τα χρήματα σε πόρνες και ψάρια, είναι μέρος

αυτού του παιχνιδιού, που αντιπαραθέτει τις ασήμαντες λαχτάρες της ιδιωτικής ζωής με τη μοίρα των εθνών. Ο Αριστοφάνης αντιπα­ ραθέτει εσκεμμένα τις μεγάλες διαμάχες στην Εκκλησία του Δήμου

με τα πιάτα τα γεμάτα θαλασσινά του Κλέωνος, για να ξεσκεπάσει τη φαρισαϊκή ρητορεία του. Οι επικίνδυνες απολαύσεις του Τψάρχου είναι επίσης χτυπητά ασήμαντες. Θα μπορούσε να έχει πουλήσει την

Άνδρο για ένα χρέος στον τζόγο κι έχασε την Εύβοια εξαιτίας μιας αυλητρίδας. Τα χρήματα που απέσπασε ο Τίμαρχος από έναν πολί­ τη, κατηγορώντας τον ψευδώς ότι ήταν πρώην δούλος, πήγαν κατευ­ θείαν στην αγορά δώρων για την εταίρα του, τη Φιλοξένη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, τα πάθη της ιδιωτικής ζωής αποκαλύπτουν

τα αληθινά κατορθώματα των πολιτικών αντρών. Το αδίστακτο πο­ λιτικό ύφος του Κλέωνος απεικονίζεται θαυμάσια στο λαίμαργο και χυδαίο τρόπο με τον οποίο τρώει και πίνει. Με τον ίδιο τρόπο, η αλόγιστη πολιτική δραστηριότητα του Τι­

μάρχου μπορεί να ιδωθεί σαν ένα άλλο δείγμα του αχαλίνωτου χα­

ρακτήρα του, όπως επίσης και σαν τρόπος να πληρώνει γι' αυτόν. Ο τρόπος με τον οποίο περιφέρεται μισόγυμνος και κορδωμένος στην Εκκλησία του Δήμου εναρμονίζεται απόλυτα με την ανηθικότη­

τά του· διότι αφ' ενός επιδεικνύει την ίδια απερισκεψία που δείχνει στην ανυπομονησία του να ικανοποιήσει τις ακόρεστες επιθυμίες

του κι αφ' ετέρου αποκαλύπτει την ίδια αδιαντροπιά που δείχνει εκ­ πορνευόμενος για να τις πληρώσει. Και τα δύο είναι δείγματα της γενικότερης αταξίας της ζωής του. Ο Αισχίνης επισημαίνει ιδιαίτε­ ρα τις πολιτικές δραστηριότητες του Τψάρχου που οδήγησαν στην

παραπομπή του. Ο Τίμαρχος υπήρξε διεφθαρμένος λογιστής, μέλος

375

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

δηλαδή της εξελεγκτικής επιτροπής που ερευνούσε την παράΒαση καθήκοντος των δικαστών, της ίδιας υποεπιτροπής, μάλιστα, που

έμελλε να εξετάσει το παράπτωμα του Αισχίνου στην πρεσΒεία, αν γινόταν δεκτή η αγωγή του Τιμάρχου εναντίον του.

Οι δραστηριότητες των ρητόρων που μιλούσαν και νομοθετούσαν μπορούν να ιδωθούν από τη σκοπιά της ακολασίας. Βλέπουμε τις λέξεις να λειτουργούν εντός μιας νοηματικής οικονομίας, κατά κά­

ποιο τρόπο, η οποία σώζεται διά του αυτοπεριορισμού ή σπ~ταλιέ­ ται σαν την πατρική περιουσία. Οι ρίζες αυτής της ιδέας ανάγονται στον

50

αιώνα, όπου συναντάμε συχνά το συσχετισμό σοφιστείας και

εκφυλισμού. Ο καταπύγων γιος στους «Δαιταλείς» του Αριστοφά­ νους, εκτός από τις άλλες κακές συνήθειες που έχει, φαίνεται ότι έμαθε πώς να χρησιμοποιεί τους διεφθαρμένους νεολογισμούς των ρητόρων όπως ο ΑλκιΒιάδης. Ο κατάπληκτος πατέρας του προσπα­

θεί να προσδιορίσει την προέλευση καθενός. Ο ποιητής χρησιμο­ ποιεί το ίδιο κόλπο στους «Σφήκες», στο σημείο στο οποίο ο γιος

διδάσκει τον πατέρα τη συμποτική συμπεριφορά' εκτός από το σω­ στό τρόπος κατάκλισης, του μαθαίνει κι ένα ιδιόμορφο λεξιλόγιο για να επαινεί τη διακόσμηση του δωματίου. Στην πραγματικότητα,

οι αντίπαλοι ποιητές του Αριστοφάνους τον κορόιδευαν ως λιγάκι σοφιστή, κάπως σαν τον Ευριπίδη l9 .

Σε κάποια κωμωδία, υπάρχει ένα αίνιγμα που συγκρίνει τον Καλ­ λίστρατο εξ Αφιδνών, ένα διεφθαρμένο πολιτικό των αρχών του 40υ αιώνα, με την κωλοτρυπίδα, που φλυαρεί και κλάνει τον ένα νόμο

μετά τον άλλον. Λέξεις και νόμοι που δημιουργούνται απλώς και μό­ νο για να χρηματοδοτήσουν την επιθυμία για απολαύσεις ενός πο­ λιτικού είναι ανάλογοι προς την επιθυμία αυτή και εξίσου υπερΒο­ λικοί. Οι νόμοι είναι σαν το νόμισμα, λέει ο Δημοσθένης, και όσοι παράγουν υπερΒολικά πολλούς, υποτιμούν την αξία και εξευτελί­ ζουν το νόμισμα της πόλης. Με τον ίδιο τρόπο, οι Βετεράνοι οψο­ φάγοι ξετρυπώνουν από το μανίκι τους τα ρητορικά κλισέ περί εθνι­ κού συμφέροντος και φόρων και ασφάλειας, όταν κατεΒαίνουν στο

λιμάνι και δε Βρίσκουν ψάρια. Ο Τίμαρχος είχε προτείνει εκατό νό­ μους και ο Αισχίνης τοποθετεί την πολιτική του υπερΒολή και τη

συκοφαντική του δικομανία

-

που αποδεικνύεται τόσο άψογα στην

απόπειρά του να παραπέμψει στο δικαστήριο τον Αισχίνη

-

δίπλα

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

δίπλα με όλες τις άλλες σωματικές υπερΒολές του στη λίστα με τα Βίτσια του: Βδελυρία,

συκοφαντία, θράσος, τρυφηλότητα, δειλία,

αναίδεια 2Ο • Φαίνεται ότι οι αντίπαλοι του Αισχίνου στη δίκη τον κατηγόρη­

σαν ότι υποτιμούσε την αξία των νόμων, αποδίδοντας στον Τίμαρχο τόσο παράλογες καΤflγορίες όπως η πορνεία. Ο Αισχίνης κάνει μια προσπάθεια να αρνηθεί την κατηγορία. Δεν είναι αυτός που μπλέκε­ ται σε ατελείωτου ς λόγους και δίκες. Σχεδόν ζητάει συγγνώμη στην αρχή του «Κατά Τιμάρχου», επειδή ξεκινάει μια τέτοια δίκη, δείχνει μια απροθυμία που πηγάζει από τη μετριοπάθειά του. Αναπτύσσει λεπτομερώς το θέμα, στην προσπάθειά του να στερήσει από το Δη­

μοσθένη το στεφάνι του. Αντίθετα από το μεγάλο άντρα, αυτός δε μιλάει όλη την ώρα. Είναι κάποιος που προσέχει τα λόγια του και διαφυλάσσει την αξία τους:

Η ρετριοπάθεια του τρόπου ζωΙίς ρου, Δηροσθένη, ρε κρα­ τάει σιωπηλό. Δε χρειάζοραι πολλά και δε θέλω περισσότερα. Όντως, το θεωρώ επαίσχυντο. Μιλάω rί δε λέω τίποτα, αναλό­ γως του τι θεωρώ καλύτερο. Δε ρε πιέζει καρία έκλυτη φύση, Εσύ, από την άλλη ρεριά, σωπαίνεις όταν: σε εξαγοράσει κά­

ποιος και, ρόλις ξοδέψεις τα λεφτά, άρχίζεις να τσιρίζεις πά­ λι 21 •

Σύντροφοι στην απόλαυση Οι προσωπικές επιθυμίες ήταν ίσως ο κύριος λόγος που η ιδιω­

τική ζωή των πολιτικών μπορούσε να αποτελέσει απειλή για το κρά­ τος, αλλά στα ακριΒά δείπνα και τα συμπόσια με κρασοκατάνυξη ελ­ λόχευε κι ένας κάπως διαφορετικός κίνδυνος η συνωμοσία. Το χα­ ρακτηριστικό των γλεντζέδων αρχαίων Ελλήνων είναι ότι ήθελαν να

γλεντούν με παρέα. Ο Τίμαρχος είναι ένας πολύ κοινωνικός χαρα­ κτήρας. Τα κουσούρια του θεξής

-

-

τζόγος, αυλητρίδες, ποτό και ούτω κα­

είναι κοινωνικά Βίτσια. Όταν στέκεται στον πάγκο του ψα­

ρά, δε στέκεται μόνος. Οι σύγχρονοι ιστορικοί που μελετούν το συ­

μπόσιο τονίζουν το συντροφικό δέσιμο που συντελείται στον αν­ δρώνα, αυτό που οι ανθρωπολόγοι αποκαλούν συνεστίαση, τη συ-

377

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νtροφικόtηtα '(Ου '(ραπεςιού. Αυtό '(Ο φαινόμενο είναι πολύ ουσιώ­ δες για '(α μέλη '(ης καθολικής εκκλησίας ή για '(α μέλη '(ων ακαδη­

μαϊκών κολεγίων, '(α οποία δειπνούν κάθε Βράδυ σε κοινό «επίσημο '(ραπέςι», '(ραπέςι που ασtράφtει από ης ασημένιες κούπες

(ta

επο­

νομαςόμενα κύπελλα φιλίας), '(α φιαλίδια για '(Ο λαδόξιδο και '(α KOυtαλάKια '(ου '(σαγιού, κληρονομιά '(ων παλαιόtερων

sales*

commen-

εδώ και αρκεtούς αιώνες. Με πολύ υλικό '(ρόπο, '(Ο '(ραπέςι

'(Ο ίδιο προσφέρει '(η συνέχεια μέσα σtους αιώνες, ενώ οι συνδαηυ-' μόνες που '(ρώνε από αυtό ανανεώνoνtαι αενάως. Και

otnv

Αθήνα η

συνεσtίαση ήtαν ένας πολύ ισχυρός θεσμός. Ο Αισχίνης φαίνεtαι

όη αποδίδει

oto

Δημοσθένη μια πολύ Βαριά καtηγορία: πρόδωσε

'(ους συνtρόφους '(ου διπλωμάtες, άνtρες με '(ους οποίους είχε δει­ πνήσει μαςί, μεtά '(ην επισtροφή '(Ους:

Περιφέρεται σαν Ωθοποιός σε τραγωδία, απαγγέλλovτας ρε

δραρατικΙι φωνΙι: «Και το αλάτι που φάγαρε ραξί; Πού είναι τώρα το τΡαπέξι που ροφαστΙικαρε; Τι συνέI3Ω στο κρασί που

χύσαρε ραξί, KάνOVΤας σπονδές προς τους θεούς;»

Ο Δημοσθένης επαναλαμΒάνει '(ην καtnγορία, ενtούtοις, επειδή δεν πισtεύει όη θα αποφέρει κάποιο κέρδος

otov

Αισχίνη. Σε μια

κοινωνία σαν '(ην αθηναϊκή, που ανημεtώπιςε με '(όση ανησυχία '(η φιλία μεtαξύ πολιηκών, αυtή η σχέση '(ων συνδαηυμόνων δεν ήtαν '(όσο ασυνήθισtη όσο δυσοίωνη, όπως είχε αποδείξει ο Αισχίνης '(ρία χρόνια νωρίtερα.

Ο Αισχίνης περνάει γρήγορα σtους άλλους συνεργάtες '(ου Τι­ μάρχου, αλλά ασχολείtαι επί μακρόν με '(η σχέση '(ου με '(ον Ηγή­ σανδρο. Πλούσιος' πια χάρη

ota

χρήμαtα που είχε σφεtερισtεί από

'(Ο '(αμείο '(ου σtραtού, ο Ηγήσανδρος πάει να '(ςογάρει

oto

σπίη

'(ου δημοσίου δούλου Πιηαλάκου. Εκεί Βλέπει '(ον όμορφο Τίμαρ­ χο. Του αρέσει η εμφάνισή '(ου και θέλει να '(ον πάρει σπίη '(ου, διό­

η ανηλήφθηκε όη «τα φυσικά του Τψάρχου Ιισαν ό, τι εχρειάξετο εις ΤΩν κράσιν του». Ο ΠηtάλαΚΟς φέρνει ανηρρήσεις, αλλά ο πά­

νtοtε πρόθυμος Τίμαρχος πείθεtαι αμέσως. Η σκηνή θυμίςει '(ον



Ομοτράπεζων.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κλασικό «καβγά για μια εταίρα», μόνο που στη συγκεκριμένη περί­ πτωση η εταίρα είναι ο Τίμαρχος. Ο Πιττάλακος αρνείται να δεχτεί την καινούρια κατάσταση και παρακολουθεί δυστυχισμένος το ζευ­

γάρι. Οι δύο άντρες, που έχουν βαρεθεί να τους ενοχλεί, αποφασί­ ζουν να του κόψουν το βήχα. Πηγαίνουν εκεί που παιζόταν ο τζό­

γος και τα κάνουν όλα ρημαδιό, του σκοτώνουν μάλιστα και τα αγα­ πημένα του ορτύκια, τα οποία συνήθως δεν υφίσταντο παρά καμιά

σφαλιάρα στο κεφάλι. Τώρα που ο Πιττάλακος του έχει αδειάσει τον τόπο, ο Τίμαρχος σπιτώνεται ασφαλής πια στου Ηγησάνδρου. Ποια

η απόδειξη γι' αυτό; Αρχίζουν να ψωνίζουν μαζΙ .. στους πάγκους των ψαράδων!22

Το γεγονός ότι τίποτα δεν ήταν γνωστό γι' αυτά που συνέβαιναν μεταξύ Ηγησάνδρου και Τιμάρχου αποκτά δυσοίωνες διαστάσεις στα έμπειρα χέρια του Αισχίνου. Γιατί δεν υπάρχουν μάρτυρες; Επειδή

ήταν μόνοι. «Τι καταχρΩσεις πρέπει να υποθέσωρεν πως έκαραν αυ­ τοί οι δύο, ρεθυσρένοι και ξεpoναxιaσpένoι;» Τόση οικειότητα που είχαν αυτοί οι δύο έκλυτοι πολιτικοί, δεν είναι καθόλου περίεργο που έκαναν κατάχρηση μαζί κι έκλεψαν

1.000

δραχμές από την πό­

λη' «σαν καλοί φίλοι που Ωσαν» , σχολιάζει ο Αισχίνης τη συμπαι­ γνία τους23.

Πρέπει λοιπόν να προσθέσουμε και την απειλή συνωμοσίας στον

κατάλογο των κινδύνων που εκπροσωπούσαν οι σαρκικές απολαύ­ σεις. Οι άντρες δένονται σε γιορτές και συμπόσια. Εκεί διαμορφώ­ νονται οι πολιτικές συμμαχίες και δημιουργούνται οι φράξιες κατά του κράτους. Έχουμε ακούσει ήδη για κάποιες από αυτές τις ομά­

δες, τους Κακοδαιμονιστάς σ' ένα λόγο του Λυσίου, τους Ιθυφάλ­ λους και τους Αυτοληκύθους που εμφανίζονται απροσδόκητα στο

λόγο «Κατά Κόνωνος». Ίσως σ' αυτές τις ομάδες θα πρέπει να εντά­ ξουμε και τους Ερμοκοπίδας, που· επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τους τυχερούς Ερμείς της Αθήνας την παραμονή της εκστρατείας στη Σι­

κελία. Δε χρειάζεται να είναι κάποια επίσημη ομάδα. Όλοι οι άντρες που τυχαίνει να πίνουν με τον Κόνωνα τη βραδιά που κάνει τη βόλ­ τα του ο Αρίστων, τον βοηθούν μετά χαράς να δείρει το γιο του

εχθρού του. Μερικές φορές, ο Τίμαρχος και ο Ηγήσανδρος μοιάζουν πάρα πολύ με μέλη μιας τέτοιας παρέας νταήδων, έτσι όπως περιφέρονται

379

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

και δέρνουν τον καημένο τον Πιττάλακο· και, όταν αυτός διαμαρτύ­ ρεται, μαζεύονται με άλλους φίλους τους και συμπαίκτες στον τζό­ γο και διατείνονται ότι όλα ήταν σκέτη παράνοια, η ταραχή της μέ­ θης. Ρωτάει ο Αισχίνης:

Και ποίος δεν ελυπΏθπ διά το κατάντπμα τπς πόλεως, αν έτυχε να παραστΏ στα γλέντια [κώμου ς] και στους καl3γάδες των;

Το συμπόσιο, με το μικρό χώρο του και την τεταμένη ατμόσφαι­

ρα, αποκομμένο από την πραγματικότητα, είναι το ιδανικό μέρος για τη σφυρηλάτηση συμμαχιών. Υπάρχει μάλιστα κι εκείνο το κρασοπό­

τηρο της φιλίας, η φιλοτπσία κύλιξ, που έδενε τους πότες μεταξύ τους. Ο Δημοσθένης περιγράφει την προδοτική σύμπραξη του Αι­ σχίνου με το Φίλιππο, αναφερόμενος στις φιλοτησίες που κατέΒαζε

μαζί με το Μακεδόνα Βασιλιά. Με το κύπελλο αυτό, ένα άτομο υπο­ σχόταν πίστη προς ένα μεμονωμένο άτομο ή προς μια ομάδα ατό­

μων, αλλά στις κωμωδίες η φιλοτησία παρουσιάζεται συχνότερα σ' αυτό το δεύτερο, πιο συνωμοτικό πλαίσιο. Οι γυναίκες στη «Λυσι­ στράτη» του Αριστοφάνους κρατούν η καθεμιά από ένα κύπελλο, κα­

θώς σχεδιάζουν το σεξουαλικό τους πραξικόπημα 24 • Επομένως, ένας Αθηναίος πολίτης έχει κάθε δικαίωμα να είναι

εξαιρετικά καχύποπτος, όταν Βλέπει άντρες που ασχολούνται με την πολιτική να τρωγοπίνουν μαζί ή να περιμένουν μαζί στην ουρά, στην

αγορά. Ο Αριστοφάνης δε χρειάζεται παρά να αναφέρει τη λίστα των καλεσμένων για να υπαινιχθεί κάποιες επικίνδυνες συμμαχίες:

Φύσπξε τον αυλό τπς n αυλΠτΡίδα κι είναι συμπότες ο Κλέ­ ων, ο Θέωρος [τσιράκι του Κλέωνος, που αναφέρεται στις κω­ μωδίες ως κόλακας, ψευδομάρτυρας και τακτικός πελάτης των δικαστηρίων], ο Αισχίνπς [άλλος διπρόσωπος χαρακτήρας του 50υ αιώνα] και ο Φανός [κι άλλος φίλος του Κλέωνος, προ­ φανώς ο συκοφάντης του και συνεργάτης του στην κατασκευή

μηνύσεων].

Στην πραγματικότητα, ο Φιλοκλέων καταλήγει να δειπνεί με μια

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

παρέα πολιτικών που απεχθάνονται τους λαϊκούς ανθρώπους πρό­ κειται για άντρες φιλόδοξους, πλούσιους, μακρυμάλληδες και κόλα­ κες, αρκετοί από τους οποίους συνδέθηκαν αργότερα με τις ολιγαρ­ χικές συνωμοσίες. Με τους άντρες δηλαδή που ήταν το λιγότερο πι­

θανόν να αντέξουν την τρομερή χυδαιότητα του γέρου 25 •

Όταν κάποιός από τους καλεσμένους πληρώνεται, δημιουργού­ νται υποψίες και γι' άλλα πράγματα, εκτός από τη συναρμογή που συντελείται. Η φιλοσοφία του παρασίτου είναι πράγματι πολύ μεγά­ λο θέμα και οι μελετητές τής έχουν δώσει πολύ λιγότερη σημασία

απ' όqη της αξίζει. Αντιμετωπίζουμε τους άντρες που δειπνούν τσά­ μπα ως απολιτικά πλάσματα, απλούς παρείσακτους, ενώ στην κωμω­

δία εμφανίζονται συχνά ως πράκτορες άλλων αντρών, ειδικά πολιτι­ κών, που τους Βοηθούν σε υποθέσεις μοιχείας, ψευδομαρτυρούν για

χάρη τους και καΒγαδίζουν αντ' αυτών στους δρόμους. Οι παράσι­ τοι συνδέονται στενά με τους συκοφάντες, που μηνύουν τους πολί­ τες για χατίρι κάποιου άλλου. Στην Αθήνα

αλλού

-

-

όπως και οπουδήποτε

κανένας δεν προσέφερε αυτό που λέμε τσάμπα φαί. Τυπικό

παράδειγμα της ράτσας των παρασίτων είναι ο Αμυνίας ο Αριστο­ φάνης τον Βάζει στους «Σφήκες» να τρώει λαίμαργα στο τραπέζι του Λεωγόρου και τον περιγράφει καυχησιάρη, κόλακα και συκοφάντη. Πρέπει επομένως να είναι ένας από τους συκοφάντες που μας λέει ότι έτρεφε ο Λεωγόρας στις «Νεφέλες». Ένα άλλο είδος τέτοιου αν­ θρώπου είναι κάποιος Σμικυθίων. Ο Αριστοφάνης τον αναφέρει στους «Σφήκες» μαζί με άλλους παράσιτους, με φανταστικά ή δια­ στρεΒλωμένα ονόματα, όπως ο Χρήμων (ενδεής) και ο Φερέδειπνος (αυτός που φέρνει δείπνο), σαν έναν από αυτούς «που θα ανακατευ­ τούν σε δίκες ΤΩν επόρενΩ χρονιά». Ο ίδιος ξεπετάγεται πάλι την

ώρα του φαγητού σ' ένα απόσπασμα του Φερεκράτους, που τον πε­ ριγράφει ως «άνθρωπο-λαψό,

επαΥΥελρατία καλεσρένο που τον

παίρνω παντού ραςί ρου». Στην κωμωδία, Βλέπουμε ότι οι παράσιτοι εκτελούν μια ολόκληρη γκάμα υπηρεσιών γι' «αυτούς που τους τρέ­ φουν», από το να τους Βοηθούν στις αποπλανήσεις μέχρι να τους συμπαρίστανται σε καΒγάδες. Πολύ συχνά, η Βοήθειά τους ήταν ανα­

γκαία σε δίκες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί δυσκολεύονται πάρα πολύ να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στο δικομανή συκοφάντη και το συκοφαντικό παράσιτο. Ένας Αθηναίος του 50υ αιώνα ίσως πίστευε

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ότι είχαν πολλά κοινά. Η σχέση λοιπόν του Τιμάρχου με τον Ηγή­ σανδρο δεν είναι μοναδική στα χρονικά της ελληνικής κωμωδίας.

Και ο Τίμαρχος είναι ένας παράσιτος, κάποιος που δειπνεί σε σπί­

τια άλλων αντρών τσάμπα και γι' αντάλλαγμα τους κάνει χάρες. Η λέξη που χρησιμοποιεί ο Αισχίνης για να τον περιγράψει (ασύμI30λος, δηλαδή αυτός που δε συνεισφέρει τίποτα, δεν πληρώνει το με­ ρίδιό του) είναι ένα από τα πιο συνηθισμένα επίθετα των παρασί­

των26 . Στο σημείο αυτό, φυσικά, το σεξ σηκώνει κεφάλι. Όταν κάποιος

Πάμφιλος ανακαλύπτει τι σκαρώνουν ο Τίμαρχος με τον Ηγήσανδρο, ότι κλέΒουν δηλαδή

1.000

δραχμές από την πόλη, τους καταγγέλλει

στην Εκκλησία του Δήμου με μια διφορούμενη φράση: «ένας άνδρας

και μια γυναίκα" σφετερίζονται δημόσια χρήματα, φωνάζει. Το κοι­ νό δεν καταλαΒαίνει. Ο Πάμφιλος εξηγεί:

Δεν ημπορείτε να εννοΙίσετε τι σας λέγω; Άνδρας μεν τώρα είναι αυτός εδώ ο ΗγΙίσανδρος εκεί πέρα, γιατί και αυτός

πρωτύτερα Ιίτο γυναίκα του Αεωδάμαντος. Γυναίκα δε είναι ο Τίμαρχος.

Τέτοιου είδους καταγγελίες ακούγονταν συχνά στη συνέλευση, στα καλά καθούμενα κι εναντίον προσωπικών εχθρών. Τα νέα της Βε­ Βήλωσης των Ελευσινίων Μυστηρίων μαθεύτηκαν για πρώτη φορά με τέτοιο τρόπο. Πολλοί από τους κατηγόρους θα πρέπει να ήταν άν­ θρωποι παλαΒιάρηδες, που κρατούσαν κακία σε κάποιον, αλλά δεν είχαν αρκετές αποδείξεις για να ξεκινήσουν δίκη, και θα πρέπει να αποτελούσαν μια ευχάριστη ανάπαυλα στη διάρκεια των Βαρετών τυ­ πικών διαδικασιών της συνέλευσης. Αλλά ποιος ήταν αυτός ο Λεω­ δάμας και γιατί ο Ηγήσανδρος ήταν γυναίκα ή σύζυγός του; Στην έκδοση

Loeb

του Αισχίνου, που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το

1919,

ο Τσαρλς Ντάργουιν Άνταμς ένιωσε υποχρεωμένος να αναφέρει το Λεωδάμαντα δύο φορές στο ευρεΤήριό του: μια ως «Λεωδάμας, πόρ­ νη του Ηγησάνδρου», και μια ως «Λεωδάμας εξ Αχαρνών, Αθηναίος φίλος των ΘηΒών». Ο Κίρχνερ εντούτοις, στην κοινώς αποδεκτή «Αττική προσωπογραφία» του, τον αναφέρει ως ένα και το αυτό πρό­

σωπο και η άποψή του τυγχάνει γενικής αποδοχής: ήταν ένας δια-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κεκριμένος πολιτικός του δευτέρου μισού του 40υ αιώνα, τον οποί­ ο παραθέτει ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική» του και τον περιγράφει

ως ηγέτη της αντιπολίτευσης του Καλλιστράτου

μους τη δεκαετία του

360 -

-

που έκλανε νό­

τον εντάσσει μάλιστα στους εξέχοντες

ρήτορες, δίπλα στο Δημοσθένη και τον Αισχίνη27. Οι οπαδοί της θεωρίας της διείσδυσης άρπαξαν την περιγραφή του Τιμάρχου ως «γυναίκας» ή «συζύγου» του Ηγησάνδρου για ξε­ κάθαρη ένδειξη σεξουαλικής παθητικότητας. Το κοινό εντούτοις δυσκολεύτηκε να καταλάβει την παρατήρηση και είναι απίθανο ότι

ο Πάμφιλος θα διακινδύνευε να σκανδαλίσει την Εκκλησία του Δή­

μου με μια τόσο συγκεκριμένη αναφορά σε σεξουαλικούς ρόλους. Θα πρέπει να υπάρχει μια πιο πρωτογενής αναφορά, όχι τόσο άσε­

μνη, και αφού τα τρία μέλη αυτής της σχέσης είναι εξέχοντες πολι­

τικοί, η πολιτική είναι ένα καλό σημείο για να αρχίσουμε να ψά­ χνουμε. Υπάρχουν όντως μερικές ανάλογες περιπτώσεις. Στην κω­ μωδία, και άλλοι παράσιτοι και συκοφάντες παρουσιάζονται ως θη­ λυπρεπείς. Για παράδειγμα, στους «Ιππείς» του Αριστοφάνους, έργο του

424

π.χ., ο πωλητής λουκάνικων διηγείται ένα χρησμό που προ­

βλέπει ότι ο Δήμος θα κυνηγήσει «ΤΟ σύζυγο [κύριο] ΤΩς ΣρικύθΩς

κι aυτΩ ΤΩγ ίδια» στα δικαστήρια. Οι σύγχρονοι σχολιαστές συμφω­ νούν σε γενικές γραμμές με τους αρχαίους συναδέλφους τους ότι εδώ έχουμε μιαν αναφορά σε άντρα παρά το γυναικείο όνομά του, ενώ μοιάζει πολύ πιθανο να πρόκειται για το δικομανή παράσιτο φί­ λο μας, το Σμικυθίωνα. Αλλά και στις «Νεφέλες», ο Αμυνίας, γνω­ στός ως συκοφάντης και παράσιτος του Λεωγόρου, ακούει μια θη­

λυπρεπή εκδοχή του ονόματός του. Κανένας από τους δύο άντρες

δε διαΒάλλεται λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων. Αυτές τις συκοφαντίες τις Βρίσκουμε και σε μερικά καινούρια παπυρικά απο­

σπάσματα φυσικά, αλλά δεν είναι αναγκαίες. Η αλλαγή του φύλου

προέρχεται από τη σχέση ~ξάρτησης που είχαν, όπως γνωρίζουμε ..'

ήδη 28

Οι μελέτες της ελληνικής γιορτής ξεστραΤίζουν συχνά για να το­

νίσουν την ισότητα που επικρατούσε σ' αυτήν, αλλά δεν υπάρχει ισότητα όταν μαζί με το Λεωγόρα δειπνούν και οι «φασιανοί» συκο­ φάντες. Για ποια ισότητα μιλάμε, όταν ο Κλέων δειπνεί με το Θέω­ ρο ή ο Τίμαρχος με τον Ηγήσανδρο; Δεν υπάρχει καμία ισότητα ανά-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μεσα στον τρέφοντα και τον τρεφόμενο. Στην πραγματικότητα, το

ρήμα τρέφω (δηλαδή ανατρέφω ή συντηρώ), που χρησιμοποιείτο για να προσδιορίσει τη σχέση παρασίτου και χρηματοδότη, περιγράφει

μια κατ' ουσία άνιση σχέση. Χρησιμοποιείται συνήθως στη σχέση

των δούλων με τους ιδιοκτήτες τους (τρέφων σημαίνει και «αφέ­ ντης-'). Είναι επίσης μια λέξη που περιγράφει την ορθή συμπεριφο­ ρά ενός άντρα προς τη σύςυγό του, αφού η διατροφή είναι ουσιώ­ δες μέρος της έγγαμης σχέσης. Η Περσεφόνη κατοικεί ήδη στο σπί­

τι του Άδου, αλλά μόνον όταν τρώει εκεί, τη χάνει οριστικά η Δη­ μήτηρ και ο κόσμος του φωτός και πρέπει να παντρευτεί τον απα­ γωγέα της. Ένας σπιτωμένος άντρας, σαν τους κηφήνες στην κυψέ­

λη, γίνεται λιγότερο αρσενικός από το γεγονός ότι είναι σπιτωμέ­ νος. Αυτή η ουσιώδης αρχή των σεξουαλικών σχέσεων απεικονίςεται θαυμάσια στην περίπτωση των εταιρών. Διότι κι αυτές οι πλούσιες γυναίκες είχαν παράσιτους που έτρωγαν στα τραπέςια τους, δη­ μιουργώντας έτσι μια σαφή αντιστροφή των φυλετικών ρόλων. Όπως

μια σύςυγος που μετακομίςει στο σπίτι του άντρα της κι εκεί φου­ σκώνει με μωρά, έτσι κι οι παράσιτοι φQυσκώνουν με φαγηΤό. Η υποταγή των γυναικών στους άντρες είναι κατάφωρα οικονομική,

μια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα στην Αθήνα, πριν γίνει

σεξουαλική 29 • Οι σύγχρονοι ιστορικοί, εισάγοντας τις μανίες τους στην αρχαία

ιστορία, θεωρούν αυτόματα ότι κάθε φορά που ένας άντρας αναφέ­ ρεται ως γυναίκα ή σύςυγος, υπονοείται κυρίως η σεξουαλικότητά

του, αλλά αυτό είναι λάθος. Ο Αισχίνης θεωρεί απόδειξη ότι ο Τί­ μαρχος είναι πόρνη το γεγονός πως έφυγε από το σπίτι του πατέ­

ρα του και έτρωγε με τον Ηγήσανδρο δωρεάν. Φαίνεται αρκετά πι­ θανόν ότι αυτά τα δύο στοιχεία οδήγησαν τον Πάμφιλο να καταγγεί­ λει στην Εκκλησία του Δήμου τον Τίμαρχο ως γυναίκα ή σύςυγο του Ηγησάνδρου. Η συγκατοίκηση, το συνοικείν, είναι συνώνυμο του γά­ μου. Ο Αισχίνης αποκαλεί «πόρνη» τον Ηγήσανδρο

Τίμαρχο

-,

-

όπως και τον

προσπαθώντας να τον αναγκάσει να ομολογήσει ότι έχει

τώρα με τον Τίμαρχο τη σχέση που είχε παλιότερα με το Λεωδάμα­ ντα. Ο Πάμφιλος κάνει την ίδια σύγκριση ανάμεσα στη σχέση του Τι­ μάρχου με τον Ηγήσανδρο και στην παλαιότερη σχέση του Ηγησάν­

δρου με το Λεωδάμαντα, αλλά χρησιμοποιεί την κάπως πιο. κόσμια

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

παρομοίωση με τον άντρα και τη γυναίκα του. Και στις δύο περιπΤώ­ σεις, η ορατή σχέση οικειότητας και εςάρτησης, το δείπνο στο σπίτι

ενός χρηματοδότη, είναι που εςηγεί τους ρόλους του φύλου και τους

σεςουαλικούς ρόλους που τους αποδίδονται, όπως ακριβώς στην πε­ ρίπτωση του Αμυνίου και του Σμικυθίωνος τον

50

αιώνα. Αν ένας πα­

ράσιτος είναι καλοφτιαγμένος, όπως ο Τίμαρχος, λέει ένας ήρωας στο έργο του Αναςανδρίδου «Οδυσσεύς», αποκτάει το παρατσούκλι «ιερός γάμος». Ο Αθήναιος παραπέμπει στο λόγο «Κατά Τιμάρχου», ακριβώς για να αποδείςει ότι αυτές οι «αρσενικές πόρνες», που δει­

πνούν τσάμπα, πληρώνουν αργότερα. Τον συγκρίνει μ' ένα απόσπα­ σμα του Εφίππου, όπου ένας κωμικός ήρωας επισημαίνει σοφά ότι,

όταν βλέπεις έναν νεαρό να πηγαίνει σ' ένα σπίτι και να βάζει χέρι στο φαγητό χωρίς να συνεισφέρει τίποτα, πρέπει να υποθέσεις ότι θα πληρώσει το λογαριασμό κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ένας πα­

ράσιτος τριγυρίζει συνέχεια στα πόδια του πολιτικού φίλου του> έτσι που μοιάζει να έχει μετακομίσει στο σπίτι του. Αυτό είναι που βλέ­ πει ο κόσμος. Αυτό είναι που καταλαβαίνει και από αυτό ςεκινούν οι υπαινιγμοί περί σεςουαλικής υποταγής, «πορνείας» ή γάμου. Μερικοί ίσως αναρωτηθούν γιατί είναι αναγκαίο να λύσουμε το μπερδεμένο κουβάρι των ιδεών που εμπλέκονται στην περιγραφή ενός άντρα σαν γυναίκα ή αρσενική πόρνη

φή, σες

-

-

συγκατοίκηση, διατρο­

αποδίδοντας σε μερικές μεγαλύτερη σημασία παρά σε άλ­

λες. Είναι σημαντικό, ωστόσο, επειδή η υποταγή που ενυπάρχει στο να σε συντηρούν και να σε σπιτώνουν, στις ορατές σχέσεις, είναι αυ­

τή που προκαθορίζει ποιοι ρόλοι αποδίδονται, του άντρα και της γυναίκας ή της πόρνης και αυτού που συντηρεί μια πόρνη. Η οικο­

νομική σχέση και το γεγονός της μετακόμισης θα έπρεπε> στην πραγματικότητα, να είναι επαρκείς λόγοι για τις κατηγορίες. Ένας πολιτικός είναι «πόρνη», επειδή «εκπορνεύει τον εαυτό του» σε κά­ ποιον άλλον. Ο παράσιτος μερικές φορές πληρώνει το φαγητό του με σεςουαλικές αλλά και με πολιτικές υπηρεσίες, το πρωταρχικό στοιχείο όμως είναι η οικονομική σχέση εςάρτησης από τον τρέφο­ ντα ή τον κύριό του (σύζυγο ή κηδεμόνα). Το σεςουαλικό συμπέρα­

σμα δεν είναι παρά η τελευταία σταγόνα σ' ένα ποτήρι ύβρεων3Ο •

.

Ο Τίμαρχος δεν είναι ο μόνος. Στην αθηναϊκή γραμματεία, πολύ

συχνά αναφέρεται ότι όλοι οι πολιτικοί ήταν καταπύγονες και πόρ-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νοι. Μερικές φορές, αυτό θεωρείται ένα στάδιο από το οποίο περ­ νούν για να γίνουν ρήτορες. Ένας καταπύγων πέρδεται μπροστά στον Αγοράκριτο, τον πωλητή λουκάνικων στους «Ιππείς", πριν

μπορέσει ο τελευταίος να πείσει τους δικαστές, και ο Παφλαγών καυχιέται πιο κάτω στο ίδιο έργο ότι κυνήγησε τους πόρνους [τους βινουμένους*J, τους «γαμημένους" δηλαδή, κάνοντας ίσως ένα λογο­ παίγνιο με τους βουλομένους, τους κατηγόρους), σβήνοντας κάποιο Γρύττο από τα μητρώα (των πολιτών) και κάνοντάς τον παράδειγμα προς αποφυγήν. Ο Αγοράκριτος του απαντάει ότι το έκανε από τη

ζήλεια του, για να μην μπορεί να ρητορεύει [ο ΓρύττοςJ. Δε γνωρί­ ζουμε τίποτα περισσότερο για τη στέρηση δικαιωμάτων του Γρύττου, αλλά φαίνεται να ήταν μια περίπτωση παρόμοια με την παραπομπή του Τιμάρχου από τον Αισχίνη, ενενήντα χρόνια αργότερα. Όπως

έχουμε δει, οι κατηγορίες για καταπυγοσύνη μπορεί να αναφέρονται απλώς σε διεφθαρμένο κι εκφυλισμένο τρόπο ομιλίας ή ζωής, σε έκ­ φυλες (αστικές) συμπεριφορές και στην επικίνδυνη έλλειψη αυτοε­ λέγχου, αλλά είναι επίσης ένας τρόπος αναπαράστασης των πολιτι­ κών σχέσεων. Το σες και το φύλο χρησιμοποιούνται για να διαστρε­ βλώσουν τις πολιτικές οικειότητες. Οι πολιτικοί «πέφτουν στο κρε­

Βάτι ραςί", δημιουργώντας επικίνδυνες συνεργασίες. Υπάρχει κάτι ουσιαστικά αντιδημοκρατικό στο να έχουν φίλους οι πολιτικοί 31 . Όταν

ο

Ηγήσανδρος

από

γυναίκα

του

Λεωδάμαντος

γίνεται

άντρας του Τιμάρχου, δεν αποκτάει περισσότερη αρρενωπότητα ού­

τε έχει αποφασίσει να δει πώς είναι να βρίσκεται κανείς «από πά­ νω,,' απλώς αποφοιτάει από πολιτικός πελάτης και γίνεται πολιτι­ κό αφεντικό. Η παράςενη σχέση Λεωδάμαντος, Ηγησάνδρου και Τι­ μάρχου είναι απόλυτα λογική από πολιτική άποψη. Οι τρεις τους μαζί με το σημαίνοντα αδελφό του Ηγησάνδρου, τον Ηγήσιππο, γνω­ στό ως Κρωβύλο (δηλαδή κότσο), επειδή είχε τα μαλλιά του μαζεμέ­ να, φαίνεται ότι είχαν σχηματίσει μια ισχυρή ομάδα φιλο-θηβαϊκή

και αντι-μακεδονική τις δεκαετίες

360

λύ χρήσιμη ο Δημοσθένης τη δεκαετία

και

350, την του 340. Αν

οποία βρήκε πο­ οι δικαστές μπο­

ρούσαν να κρυφακούσουν πώς περνούσαν τις νύχτες τους ο Ηγή­

σανδρος και ο Τίμαρχος, πιθανότατα ούτε θα έβλεπαν ούτε θα άκου-



Από το ρήμα Βινέω που σημαίνει συνουσιάζομαι παρά φύσιν.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γαν κάτι που θα ικανοποιούσε τη σεξουαλική τους περιέργεια. Όταν τέλειωνε το δείπνο και όλοι πήγαιναν στο σπίτι τους, ο Τίμαρχος και ο Ηγήσανδρος δεν πειραματίζονταν μεθυσμένοι σε εξωτικά ερω­ τικά παιχνίδια. Μιλούσαν για πολιτική.

Δε θα πρέπει να είμαστε υπερΒολικά πρόθυμοι λοιπόν να χαρά­ ξουμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις εταιρείες

-

τις αδελ­

φότητες και τους πολιτικούς συλλόγους που υπονόμευαν τους λε­ πτούς μηχανισμούς της δημοκραΤίας με τη Βοήθεια αγωγών

-

και

την εταίρηση, τη σεξουαλική συντροφιά. Ο Αισχίνης ο ίδιος παρα­ ποιεί τη διάκριση, όταν περιγράφει τη συνεργασία ανάμεσα στους

δύο άντρες (τον Τίμαρχο «την πόρνη» και τον Ηγήσανδρο «τον πε­ λάτη του»), για το σφετερισμό χρημάτων της πολιτείας, με τη λέξη

φιλεταίρως, δηλαδή σαν καλοί φίλοι. Η εταίρα φυσικά μιλάει μόνο για «δώρα» και «χάρες» και «φίλους», προσπαθώντας να κρατήσει τις

αποστάσεις της από την «αγοραπωλησία», τα «εργαστήρια» και το <<μόχθο» των πορνών. Η ίδια λέξη μισθαρνέω (δηλαδή δουλεύω επί μισθώ) χρησιμοποιείται και για τους πολιτικούς που δουλεύουν για

τα συμφέροντα άλλων, και για τις πόρνες που πληρώνονται για να τρέχουν στα συμπόσια. Ο Αισχίνης και ο Δημοσθένης αρέσκονται ιδιαίτερα να θυμίζουν αυτή την εικονογραφία της αγοράς, όταν επι­

τίθενται ο ένας κατά του άλλου και εναντίον τρίτων για διαφθορά. Ο ΝτέιΒιντ ΧάρΒεϋ, στη μελέτη του περί δωροδοκίας στην Αθήνα, σημειώνει ότι οι ρήτορες στις ύΒρεις τους μιλούν για το ξεπούλημα «της αλήθειας», «της τιμής», των «αγωγών» καθώς επίσης και «της

πόλης». Πολύ συχνά, η κατηγορία που εξαπολύουν είναι η πιο άμε­

ση: ότι οι εχθροί τους «ξεπουλάνε τον εαυτό τους», αυτό ακριΒώς για το οποίο κατηγορεί ο Αισχίνης τον Τίμαρχο. Εντούτοις, η σχέ­

ση ανάμεσα στην πόρνη που πουλάει τον εαυτό της και στο διεφθαρ­ μένο πολιτικό που πουλάει τον δικό του δεν είναι κάτι το οποίο τεκμαίρει το ακροατήριο ή οι μεταγενέστεροι μελετητές της περιό­

δου. Ο Αισχίνης είναι αρκετά ξεκάθαρος ως προς αυτό. Γιατί ο νο­ μοθέτης απαγορεύει στις πόρνες να μιλούν; «Και τι δεν θα πωλΩση αυτός που επώλησε το σώμα του; [τί δ' 01:)]( αν αποδοιτο

6

την του

σώματος ϋβριν πεπρακώς;]» Μερικές φορές, είναι μάλλον δύσκολο να καταλάΒεις αν ένας αντίπαλος έχει κατά νου σεξουαλικές ή άλλες υπηρεσίες. Ο Αισχίνης θεωρεί αρκετά περίεργο να τον κατηγορεί

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

για διαφθορά ο Δημοσθένης ειδικά, ένας άντρας «που δεγ έχει αφri­

σει καγέγα pέλo~ του σώpατό~ του απούλΩτο,,32. Αυτή η ομιλία περί πορνείας, αγοραπωλησίας και δωρεάν φαγΗ­ τού θίγει άμεσα ένα θέμα ύψιστης σημασίας για την αθηναϊκή πολι­ τική και την ελληνική κοινωνία: τη φύση της φιλίας. Πότε η υπο­ χρέωση γίνεται υποταγή; Πότε μια χάρη γίνεται υπηρεσία; Πότε ένα

δώρο γίνεται πληρωμή; Πότε ένας εραστής γίνεται πόρνη; Αυτές οι

διαρκείς ανησυχίες γίνονταν ακόμα πιο περίπλοκες σε πολιτικό πλαίσιο. Καθοριστική για τη δημοκρατική εξέλιξη της Αθήνας στα

μέσα του 50υ αιώνα υπήρξε η στιγμή που ο Περικλής αποφάσισε να εισάγει αμοιΒή (μισθό) για τους δικαστές. Ελέχθη ότι ήταν μια άμε­ ση αντίδραση κατά του Κίμωνος, του ανέμελου στρατηγού που αγα­ πούσε το ποτό, ο οποίος χρησιμοποιούσε τα πλούτη που είχε σω­ ρεύσει από τους περσικούς πολέμους για να εξαγοράσει την επιρ­ ροή του πάνω στο λαό. Σύμφωνα με το Θεόπομπο, δεν έΒαζε φύλα­ κα στα κτήματά του και επέτρεπε σε όποιον ήθελε να πηγαίνει και

να παίρνει ό,τι χρειαζόταν. Επίσης είχε ανοιχτό το σπίτι του, όπου

ψυχαγωγούσε τεράστιο αριθμό πολιτών, και καλούσε τους φτωχούς Αθηναίους να δειπνούν στο τραπέζι του. Καθιερώνοντας το μισθό, ο Περικλής χτυπούσε εσκεμμένα αυτό το σύστημα χορηγίας, αναθέτο­ ντας την πληρωμή των πολιτών στην πόλη κι όχι στην τσέπη του Κί­

μωνος. Ταυτόχρονα, ο θεσμός των λειτουργιών επισημοποίησε τις ευεργεσίες των πλουσίων, μετατρέποντας τα «δώρα» σε «υπηρεσίες»,

αφού δε χρηματοδοτούσαν μόνο τριηραρχίες και αγώνες, αλλά και τη λειτουργία της εστίασης, το τάισμα δηλαδή του λαού στις γιορ­

τές. Οι Αθηναίοι κατέληξαν να περιμένουν αυτές τις δωρεές από τους πλούσιους αντί να νιώθουν υποχρεωμένοι όταν τις δέχονταν, ένιωθαν θιγμένοι όταν δεν τις δέχονταν. Στο πλαίσιο αυτό, ο μισθός τον οποίο εισέπρατταν όσοι κληρώνονταν τονίζει την ανωνυμία της συναλλαγής και αποτελεί στυλοΒάτη της δημοκρατίας, αφού συμΒο­ λίζει μια καθαρή, διαυγή και εντελώς απρόσωπη σχέση, σε αντίθεση προς τα εξευτελιστικά φορτία της «γενναιοδωρίας». Η υπηρεσία του

δικαστή είναι μια δουλειά και γι' αυτή τη δουλειά πληρώνονται οι δικαστές. Ακόμα και τον

40

αιώνα, που η πολιτεία αρχίζει να διανέ­

μει αμοιΒές για το τίποτα, ο μισθός συνεχίζει να θεωρείται αμοιΒή για συγκεκριμένη υπηρεσία, για τη συμμετοχή στην Εκκλησία του

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Δήμου ή για την παρακολούθηση των εορτών. Το ανεπιθύμητο στοι­

χείο του μισθού, ότι κάποιος σε έχει νοικιάσει ή ότι έχεις πουληθεί για σύντομο χρονικό διάστημα, συσκοτίζεται από το σύστημα της κλήρωσης, επειδή αυτός που πληρώνει είναι αόραtoς, ο λαός ή η πόλη η ίδια. Η κλήρωση κάνει τους μισθούς πιο αποδεκτούς, τους

κάνει να μοιάζουν με Τις μερίδες KρέαtOς της θυσίας. Είναι ενδιαφέ­ ρον ότι, όταν ο Βδελυκλέων στους «Σφήκες» επιχειρηματολογεί πως η υπηρεσία του δικαστή είναι στην πραγματικότητα μια σκλαβιά,

προσωποποιεί το μισθό επικαλούμενος τον αφέντη που πληρώνει αντί για το μηχανισμό κλήρωσης, τον καταπύγονα πολιτικό ο οποί­

ος μπορεί να αρνηθεί στους δικαστές τους τρεις οβολούς τους, αν αργήσουΥ>3.

Η δημοκρατία ήων εχθρική απέναντι στις φιλίες πολιτικών και ψηφοφόρων, αλλά αντιμετώπιζε με καχυποψία και Τις φιλίες των πολιτικών των ίδιων. Κανένας δεν ήταν πιο καχύποπτος για τους Δαναούς και δώρα φέροντας από τους Αθηναίους τους ίδιους. Πη­ γαίνοντας ένα βήμα ακόμα πιο πέρα από τον Περικλή, ο Κλέων, ο λαϊκιστής που κυριάρχησε στην Αθήνα Kαtά τη διάρκεια του αναβρα­

σμού των πρώτων χρόνων του Πελοποννησιακού Πολέμου, αποκή­

ρυξε επίσημα και δημόσια τους φίλους του, υπονοώντας ότι ένας καλός πολιτικός θα πρέπει να έχει υποχρεώσεις μόνο προς την πό­

λη. Είναι πιθανόν ότι αυτοί που δυσφήμισαν τόσο άσχημα τον καη­ μένο ΤΟ Γρύττο και άλλους επίδοξους ομιλητές ως «πόρνους» ήταν πολιτικοί τους αντίπαλοι που είχαν ξεκινήσει την πολιτική τους σταδιοδρομία ως φίλοι πιο ηλικιωμένων πολιτικών. Ο Δημοσθένης,

όπως και ο Κλέων, KαtηγOρήθηKε ότι «γράφει λόγους εναντίον των φίλων του" και ότι προδίδει τους ομοτράπεζούς του στην πρεσβεία, αποκηρύσσοντάς τους μετά την επιστροφή του. Απαντάει στην κατη­

γορία, αποδεχόμενος τη συντροφική σχέση αλλά αρνούμενος την υποχρέωση:

Έχω επίγνωση ότι τα μέλη της εΠΙΤΡOπrΊ.ς που προεδρεύει

στη BoυλrΊ. των

500

κάνουν κοινές θυσίες, δειπνούν μαζί, χύ­

νουν χόες οίνου μαζί, αλλά ότι αυτό δε σημαίνει πως οι κα­ λοί άντρες ανάμεσά τους είναι υποχρεωμένοι να μιμούνται τους ανrΊ.θΙKOυς. Αντίθετα, αν πιάσουν έναν από αυτούς να

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

διαπράττει αδίκημα, τον αναφέρουν στην υπόλοιπη Βουλή και στην Εκκλησία του Δήμου.

Η συντροφικότητα μεταξύ πολιτών αποτελούσε πρόκληση κατά της δημοκρατίας, η οποία προσπαθούσε να αντεπεξέλθει ακολουθώ­ ντας πολυάριθμες στρατηγικές: έθετε εκτός νόμου τις ιδιωτικές ενώ­ σεις όπως οι εταιρείες και μοίραζε αμοιβές για τις πολιτικές υπη­ ρεσίες, προσπαθώντας να υποκαταστήσει τις ενώσεις που βασίζο­ νταν .στη φιλία με επαγγελματικές σχέσεις που βασίζονταν στο μι­ σθό, καταπολεμώντας την ταπεινωτική οικονομία του δώρου με αγα­ θά. Ταυτόχρονα, η πόλη προσπάθησε να δημιουργήσει δικές της

μορφές κοινωνικότητας, καλώντας τους πολίτες σε δημόσιες γιορ­ τές ή προσκαλώντας τους σε δείπνο με δικά της έξοδα, προσφέρο­

ντας ακόμα και βραβεία σε όσους ήταν «φίλοι του λαού,.34. Οι κοινωνικές σχέσεις πολιτών και πολιτικών παρουσιάζουν μια μπερδεμένη σειρά θεμάτων, χωρίς απλούς κανόνες. Δεν είναι ότι η φιλία είναι καλό πράγμα και οι μισθοί κακό, ή ότι οι αμοιβές είναι πιο δημοκρατικές από τα δώρα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε εί­ ναι πως πρόκειται για θέματα αμφισβητούμενα. Η ίδια σχέση μπορεί

να παρουσιαστεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους από διαφορετι­ κούς συγγραφείς, αλλά οι όροι της διαμάχης είναι σταθεροί. Μπο­ ρεί ο Φουκό και οι οπαδοί του να είχαν δίκιο, επομένως, όταν έβλε­ παν τις κατηγορίες περί πορνείας ως πολιτικές, αλλά είχαν πολύ άδικο να δίνουν έμφαση στη σεξουαλική πράξη. Αυτό που συμβαίνει είναι να θεωρείται προβληματική η πολιτική φιλία από σεξουαλική άποψη και όχι η διείσδυση από πολιτική άποψη. Φαίνεται πολύ

προφανές και είναι απίστευτο που τόσοι πολλοί το έχουν παραβλέ­ ψει, αλλά το ουσιώδες σχετικά με τις πόρνες δεν είναι το τι σκαρώ­ νουν στο κρεβάτι, διότι αυτό σε τελευταία ανάλυση είναι σκέτη ει­ κασία' το ουσιώδες είναι ότι αποτελούν αντικείμενα προς πώληση.

390

ΚΕΦΑΛΑΙΟ

9

Τυραννία και επανάσταση

Έχουμε φτάσει σχεδόν στο τέλος της πολιτικής ιστορίας των αθη­

ναϊκών ορέξεων, αλλά μας μένει ακόμη ένα τελικό στάδιο. Διότι, παρ' όλο που οι Αθηναίοι ανησυχούσαν μόνιμα για τους συνηθισμέ­ νους πολίτες με τις ασυνήθιστες επιθυμίες και φοΒόντουσαν πραγ­ ματικά ότι οι αδυναμίες των ομιλητών μπορεί να οδηγούσαν την πό­ λη σε κίνδυνο και προδοσία, η μεγαλύτερη ανησυχία τους είχε να κάνει με το φόΒητρο της επανάστασης. Μια ανεξέλεγκτη όρεξη δεν είχε μόνο τη δύναμη να διαταράξει τον ακριΒή μηχανισμό διακυΒέρ­ νησης αλλά και να ανατρέψει την κυΒέρνηση την ίδια. Λέει ο Βδελυ­ κλέων, ο γιος του δικομανούς στους «Σφήκες", περιγράφοντας μια καθημερινή Βόλτα στην αγορά:

Αν πουλούν ροφούς και γαύρους κι εσύ θέλεις τους ρο­ φούς, ο ρανάΒΩς ρε το γαύρο λέει αρέσως πονΩρά: "Πάει για τυραννία ο κύριος και ψωνίςει ανάλογα».

Ο σκλάΒος του ο Ξανθίας έχει ανάλογες εμπειρίες

Σε ρια κοκοτούλα πιίγα χτες το δειλινό κι εγώ και ΤΩς εί­ πα για καΒάλα· θυρωρένΩ τότε αυτιί "Τι; Ιππασία!" ρου λέει,

«Του Ιππία νοσταλγείς το καθεστώς;»1.

Εςουσία και απόλαυση Τώρα πια έχουμε δει τόσα πολλά στους πάγκους των ψαράδων

-

πλούσιους άντρες να παριστάνουν τους φτωχούς, λωποδύτες που

391

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πρόκειται να συλληφθούν, πολιτικούς που συνεργάζονται για να σφετεριστούν χρήματα της πολιτείας, τον κακομοίρη τον αναποφά­

σιστο Καλλιμέδοντα να μην κάνει τίποτα που να έχει συνέπειες. Δε θα εκπλαγούμε ιδιαίτερα λοιπόν, όταν ανακαλύψουμε ότι οι πάγκοι των ψαράδων είναι και η τοποθεσία για το ξεσκέπασμα των τυράν­ νων. Μερικά στοιχεία της αφήγησης του Βδελυκλέωνος μας φαίνο­

νται ήδη κάπως οικεία. Το πιο προφανές απ' αυτά είναι το υπερβο­ λικό πάθος. Πρόκειται για μια σάτιρα του πολιτικού λόγου. Το θέ­ μα είναι ότι, όπως λέει ο Βδελυκλέων, τον καιρό εκείνο ακουγόταν συνέχεια η προειδοποιητική κραυγή «ΤUραννία" και «συνωμοσία", ακόμα κι όταν πήγαινε κανείς να κάνει τα ψώνια του. Η κατηγορία

ακούγεται τόσο συχνά που έχει καταντήσει πάμφθηνη. Ας ξαναθυμη­ θούμε με πόση ευκολία καταφεύγουν σε ρητορικά κλισέ οι βετερά­

νοι οψοφάγοι στο έργο του Αντιφάνους, όταν βλέπουν ότι τα ψαρά­

δικα έχουν ξεπουλήσει: «Και ΒέΒαια αυτό που κάΥουν δεν είναι δΩ­ μοκρατικό». Με τον .ίδιο τρόπο, όταν ένας κωμικός ήρωας προτείνει να διοριστεί επόπτης της αγοράς, για να εμποδίζει τον Καλλιμέδο­ ντα να ορμάει στους πάγκους των ψαράδων, ο συνομιλητής του δια­ μαρτύρεται ότι κάτι τέτοιο είναι πράξη τυράννου. Αυτό που θέλει να

πει το ανέκδοτο είναι ότι οι Αθηναίοι έχουν γίνει σπάταλοι με τον πολιτικό λόγο, ότι πετάνε κλισέ με το παραμικρό κι έτσι έχουν κα­ ταντήσει να φτηναίνουν τη σοβαρότητα της κατάστασης, επικαλού­

μενοι τις πιο σοβαρές κατηγορίες όταν απειλούνται τα πιο επουσιώ­

δη συμφέροντά τουξ Μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη σκηνή και πιο σοβαρά, ως νύξη περί συνωμοσίας. Στους «Σφήκες", ο Αριστοφάνης επισημαίνει, στην

εξέλιξη του έργου, δύο ομάδες πολιτικών που συντρώγουν, η μια με επίκεντρο τον Κλέωνα και η άλλη γύρω από το Φρύνιχο, υπαινισ­

σόμενος προφανώς ότι υπήρχαν λαϊκίστικες ή ελιτίστικες, κι εν πά­ ση περιπτώσει αντιδημοκρατικές φατρίες, που συναντιόντουσαν γύ­

ρω από τα τραπέζια του φαγητού. Μόλις αναφερθούν τα ψώνια σΊΩν αγορά, αμέσως το μυαλό πάει σε δείπνα. Και με την υπόνοια δεί­ πνων, το μυαλό καταλήγει σε μυστικές συνεργασίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο Αισχίνης δε χρειάζεται παρά να περιγράψει τον Ηγήσαν­ δρο με τον Τίμαρχο στους πάγκους των ψαράδων για να βρει απο­ δείξεις περί συνωμοσίας και απάτης. Αν οι κατηγορίες περί «συν-

392

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ωμοσίας» είναι φτηνές στην Αθήνα, ο Αισχίνης και ο Αριστοφάνης ο ίδιος τις φτηναίνουν ακόμα πιο πολύ.

Εντούτοις, εδώ υπάρχει ένα επιπλέον επίπεδο που πρέπει να διε­ ρευνήσουμε, αφού η τυραννικής φύσεως εξόρμηση για ψώνια του

Βδελυκλέωνος μοιάζει να εντάσσεται σ' ένα πολύ ισχυρό ρεύμα που συνδέει την εξουσία με την απόλαυση. Είναι ένα θέμα γνώριμο, για

παράδειγμα, στον τρόπο που έΒλεπαν οι αρχαίοι την κατάκτηση και την απόλυτη εξουσία. Όταν οι Έλληνες που ζούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας ζήτησαν τη Βοήθεια της κυρίως Ελλάδας στον ξεση­

κωμό τους κατά των Περσών, στα τέλη του 60υ αιώνα π.χ., παρου­ σίασαν την επιχειρηματολογία τους από καθαρά υλική σκοπιά' μί­

λησαν για τα πολύτιμα μεταλλεύματα που θα κέρδιζαν οι Έλληνες πολεμώντας εναντίον της Περσίας, τα φανταχτερά υφάσματα,

τα

υποζύγια και τους δούλους. Θεωρήθηκε λοιπόν κάπως παράξενο το γεγονός ότι, μια γενιά αργότερα, οι πλούσιοι Πέρσες εισέΒαλαν στις φτωχικές πεδιάδες της Ελλάδας. Σε μια σκηνή γεμάτη συμΒολισμούς, ο Ηρόδοτος περιγράφει το Σπαρτιάτη Βασιλιά Παυσανία να επιθεω­ ρεί το περσικό στρατόπεδο στις Πλαταιές, μετά την τελική νίκη των Ελλήνων. Βρίσκει τη σκηνή του ίδιου του Ξέρξου, την οποία είχε

εγκαταλείψει έντρομος ο μονάρχης την προηγούμενη χρονιά. Είναι γεμάτη χρυσάφι και μαλακά υφάσματα.

Ο Παυσανίας ζητάει από

τους μαγείρους του Βασιλιά να ετοιμάσουν στους νικητές ένα κανο­

νικό περσικό τσιμπούσι, το οποίο θαμπώνει τους πάντες με το με­ γαλείο του. Ταυτόχρονα ζητάει από τους δικούς του μαγείρους να ετοιμάσουν ένα τυπικό σπαρτιατικό τραπέζι εν είδει αστείου και προσκαλεί τους άλλους Έλληνες αρχηγούς. Η αντίθεση είναι πραγ­ ματικά εντυπωσιακή.

Σας κάλεσα εδώ, λέει ο ΣπαρτιάΤΩς Βασιλιάς, για να σας δείξω πόσο παράλογοι είναι οι Πέρσες. Ζουν ρια τέτοια ξωΙί κι όρως Ιίρθαν εδωπέρα για να ρας κλέψουν ΤΩν άθλια φτώ­ χεια ρας3.

Χάρη στην ήττα των Περσών, η φτώχεια των Ελλήνων ανακουφί­

στηκε όντως και η Αθήνα ειδικότερα πλούτισε από τους πολέμους που ακολούθησαν, μέχρι και τη μάχη του Ευρυμέδοντος τη δεκαετία

393

ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ του

460.

Ένα επεισόδιο, το οποίο πρέπει να είναι ενδεικτικό πολ­

λών άλλων περιστατικών που αγνοούμε, αφορά το μοίρασμα των λα­ φύρων που έκανε ο μεγάλος στρατηγός Κίμων, μετά την εκκένωση

του Βυςαντίου από τους Πέρσες. Έπιασε τους Πέρσες αιχμαλώτους και τους έγδυσε, έΒαλε όλα τα κοσμήματα και τα φανταχτερά ρούχα τους σε μιαν άκρη και ςήτησε από τις συμμάχους πόλεις να διαλέ­ ζουν τα στολίδια ή τους άντρες. Βλέποντας ότι οι άντρες ήταν άχρη­

στοι για χειρωνακτικές δουλειές και δε θα έπιαναν τίποτα ως δού­ λοι, οι σύμμαχοι διάλεζαν τα φανταχτερά ρούχα, θεωρώντας τον Κί­ μωνα ανόητο. Εντούτοις, σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν οι συγ­ γενείς των αιχμαλώτων από τη Λυδία και τη Φρυγία με τεράστια λύ­

τρα και ο Κίμων τους πήρε αρκετά χρήματα για να πληρώσει τους στρατιώτες του μια ολόκληρη χρονιά και παραπάνω. Ο Κίμων χρη­

σιμοποίησε τα λάφυρα των περσικών πολέμων για να ταίσει τους φτωχούς πολίτες της Αθήνας και να εζωραίσει την πόλη' τότε φυ­

τεύτηκαν και πλατάνια στην Αγορά, μετατρέποντας την Ακαδημία σ' ένα πυκνοφυτεμένο σύδεντρο με δρομάκια για τρέζιμο και περπάτη­ μα, και χτίστηκε το μεγάλο νότιο τείχος της Ακρόπολης. Όταν ο Πε­

ρικλής πρόσθεσε τους άλλους ναούς και τα αγάλματα, όπως το γι­ γαντιαίο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του Φειδίου, το απο­ τέλεσμα θεωρήθηκε από όλους ένδειζη της απόλυτης εζουσίας της

πόλης, ένα υλικό μνημείο της υλικής δύναμης

-

αν και μερικοί ισχυ­

ρίςονταν ότι έκανε την πόλη να μοιάςει με εταίρα4 . Αυτή η πολύ άμεση συσχέτιση πλούτου, απόλαυσης και κατάκτη­

σης σήμαινε ότι ο ιμπεριαλισμός θα μπορούσε να θεωρηθεί κάπως επικίνδυνο παιχνίδι. Μαςί με τα πολύτιμα τρόπαια, εισήχθη στην πό­

λη και η παρακμή, κουΒαλώντας τους σπόρους του ζεπεσμού με τη σοδειά του πολέμου. Το κλασικό παράδειγμα των Ελλήνων του 40υ αιώνα ήταν η Σπάρτη, η οποία καταστράφηκε στα Λεύκτρα το

371

π.χ., μετά από εκατόν ογδόντα χρόνια κατά τα οποία υπήρζε φαινο­ μενικά αήττητη. Για τον ζεπεσμό της ευθυνόταν η επιτυχία της. Η νί­

κη επί των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, το

404

π.χ.,

οδήγησε γρήγορα στη δημιουργία δικής της ηγεμονίας, δίνοντας τέ­ λος σε μια μακρά περίοδο αποφυγής της θαλάσσιας κυριαρχίας. Η απόλυτη εζουσία οδήγησε σε πλούτη. Τα πλούτη οδήγησαν σε πολι­

τικό διχασμό και παρακμή. Ακόμα κι ένας μεγάλος λάτρης της Σπάρ-

394

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

της, όπως ο Ξενοφών, ένιωσε απογοητευμένος. Στο προτελευταίο

κεφάλαιο της «Λακεδαιμονίων πολιτείας", σημειώνει ότι οι σύγχρο­ νοί του Σπαρτιάτες είχαν διαφθαρεί από την κολακεία και το χρυσό που συνοδεύει την απόλυτη εξουσία. Στο τέλος της «Κύρου παιδεί­ ας", Βλέπει το ίδιο μοτίΒο στην περσική ιστορία. Οι Πέρσες δεν ήταν πάντοτε εύκολα θύματα, τρυφηλοί ή θηλυπρεπείς. Πριν τις κα­ τακτήσεις τους ήταν ασκητικοί και σκληροί, κάπως σαν τους Σπαρ­

τιάτες θα λέγαμε. Και η Αθήνα δεν ήταν άτρωτη σε τέτοιες κριτικές ο Ισοκράτης διατυπώνει την επίθεσή του κατά της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των γερακιών τη δεκαετία του

350

σε σχέση με την αναγκαιότητα του

ελέγχου των επιθυμιών, μεταφέροντας τα δόγματα της ιδιωτικής ηθι­ κής στην πολιτεία. Τον επόμενο αιώνα ακριΒώς, οι Ρωμαίοι ξεκινού­ σαν με τις ίδιες επιφυλάξεις τη δική τους περιπέτεια στην απόλυτη

εξουσία. Το σημείο από το οποίο θεωρείται ότι άρχισε να παρακμά­ ζει η δημοκρατία ήταν η προσάρτηση της πλούσιας επαρχίας της Μι­ κράς Ασίας και, σε αρκετές περιστάσεις πριν και μετά από αυτήν, η

Σύγκλητος αρνήθηκε να δεχτεί και να εκμεταλλευτεί περιοχές που της προσφέρθηκαν ή ήταν ήδη στην κατοχή της Ρώμης, από το φό­

Βο μάλλον της ζημιάς που θα προκαλούσαν. Θα πρέπει να δούμε σο­ Βαρά αυτό τον αρχαίο φόΒο της απόλυτης εξουσίας, αν και όχι τό­ σο σοΒαρά όσο τη συνήθως πιο ισχυρή κατακτητική παρόρμηση. Φυ­

σικά, ο τρομακτικός πλούτος της Αιγύπτου ήταν ένας λόγος που παρέμεινε η Κλεοπάτρα Ζ' στο θρόνο της, αρκετά μετά την ήττα των άλλων μοναρχών της ελληνιστικής περιόδου από τις ρωμαϊκές λεγε­ ώνες. Βλέποντας αυτό που έπαθε ο Μάρκος Αντώνιος, πολλοί Ρω­

μαίοι πίστευαν ότι θα έπρεπε να κρατήσουν μεγαλύτερες αποστάσεις από τέτοιες πολυτέλειες και για πολύ περισσότερο καφό.

Οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τους διάφορους μονάρχες με τον ίδιο τρόπο περίπου που έΒλεπαν την απόλυτη εξουσία. Συχνά, όταν οι

κλασικιστές μελετούν τις ιστορίες διεφθαρμένων τυράννων στον Ηρόδοτο ή σε άλλους συγγραφείς, θεωρούν τις περιγραφές των ασήμαντων κουσουριών τους απλώς ως ένα μέσο αμαύρωσης του χα­ ρακτήρα τους όπως συμΒαίνει όμως στα απολυταρχικά καθεστώτα, τα πλεονεκτήματα και οι απολαύσεις της εξουσίας αποτελούν ζωτι­ κό και ουσιώδες στοιχείο της μοναρχίας. Στο διάλογό του περί Βα-

395

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σιλείας με τίτλο «Ιέρων», ο Ξενοφών ξεκινά με τη θέση ότι οι Τύραν­

νοι διαφέρουν από τους πολίτες κυρίως ως προς την ποσότητα των αισθησιακών απολαύσεων στις οποίες έχουν πρόσΒαση. Το υπόλοι­ πο έργο έχει σκοπό να δείξει πόσο υποφέρουν, από την άλλη, εξαι­ τίας του φόΒου. Αυτό φαίνεται καθαρά στην ιστορία ενός συγχρό­

νου του Ξενοφώντος, του Διονυσίου του ΠρεσΒυτέρου, τυράννου των Συρακουσών, ο οποίος έλεγαν ότι έΒαλε το φίλο του Δαμοκλή να καθίσει κάτω από ένα σπαθί κρεμασμένο από μια τρίχα. Μόνο διοικώντας ανιδιοτελώς και φροντίζοντας για την ευμάρεια του λα­ ού, μπορεί ένας μονάρχης να είναι πραγματικά ευτυχής και ασφα­

λής. Κατά τον

40

αιώνα, οι θεωρίες περί μοναρχίας γνώρισαν μεγά­

λη άνθιση και τις διατύπωσαν πολίτες που αμφισΒητούσαν την αθη­ ναϊκή δημοκρατία. Εκτός από τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα, ο

Ισοκράτης αφιέρωσε αρκετές επιφυλλίδες και επιστολές σ' αυτό το θέμα. Ένα ζήτημα στο οποίο επανέρχεται τακτικά είναι η απόλαυση και η πολυτέλεια. Οι πολίτες μαθαίνουν αναγκαστικά τον αυτοέλεγ­

χο, αφού είναι υποχρεωμένοι να υπολογίζουν προσεκτικά τις καθη­ μερινές ανάγκες τους. Οι μονάρχες δεν περνούν από τέτοια εκπαί­ δευση και έτσι πρέπει να Βασιστούν ... στον Ισοκράτη. Ένας Βασιλιάς

πρέπει πάνω απ' όλα να επιδεικνύει αυτοέλεγχο, για να είναι λιγό­ τερο δούλος και περισσόΤερο ηγέτης, αφού αυτός θα πρέπει να απο­ τελεί υπόδειγμα αυτοσυγκράτησης για το λαό του. Οι μονάρχες σαν τα απολυταρχικά έθνη μπορεί να ξεπέσουν στην παρακμή και την αναποτελεσματικότητα, αφού τους διαφθείρει η

αφθονία των αγαθών που συσσωρεύουν γύρω τους, αλλά υπάρχει κι ένας πιο σύνθετος μηχανισμός που συνδέει την απόλαυση με την πτώση ενός μονάρχη. Αν η εξουσία είναι απόλαυση, τότε ο τρόπος που διαχειρίζεται κανείς την απόλαυση έχει άμεσες συνέπειες στη

φύση της εξουσίας της ίδιας. Η διαφορά ανάμεσα σ' έναν καλό Βα­ σιλιά και σ' έναν κακό τύραννο Βρίσκεται στην άσκηση αυτοελέγχου. Μερικές φορές αυτή η σχέση είναι φανερή. Ο Θεόπομπος συνέταξε καΤάλογο με μονάρχες και πολιτικούς που αγαπούσαν το κρασί και, όπως εκείνη η γενναία γυναίκα που έκανε έκκληση στο «νηφάλιο

Φίλιππο" έναντι του μεθυσμένου Φιλίππου, ο ιστορικός επισήμανε ότι οι μεθυσμένοι ηγεμόνες ήταν κακοί ηγεμόνες, αδιάφοροι και απρόβλεπτοι. Μια άλλη κατηγορία που επέρριπταν συνήθως στους

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τυράννους, ήταν η έλλειψη ελέγχου των σεξουαλικών τους ορέξεων.

Η ακολασία οδηγούσε τους μονάρχες σε σεξουαλικές καταχρήσεις και διέπρατταν μοιχείες και Βιασμούς με τις συςύγους και τους γιους πολιτών. Όταν ο Αισχίνης διατείνεται ότι, ως διοικητής της

Άνδρου, ο Τίμαρχος εκμεταλλευόταν σεξουαλικά τις γυναίκες του νησιού, τότε είναι προφανές ότι τον εμφανίςει ως τύραννο.

Υπάρχουν επίσης μερικές λιγότερο άμεσες σχέσεις μεταξύ τρυ­ φηλότητας και δεσποτισμού, εξαιτίας των μεγάλων χρηματικών πο­ σών που απαιτούνται για να ικανοποιηθούν τέτοιες αισχρές επιθυ­

μίες. Οι φόροι, οι δημεύσεις και τα άλλα τέτοια καταπιεστικά μέτρα πηγάςουν από την ασωτία του τυράννου. Η ασωτία του είναι το άμε­

σο αποτέλεσμα της έλλειψης αυτοελέγχου που τον διακρίνει και η δολοφονία το πικρό τέλος της. Τον

40

αιώνα, Βρίσκουμε αυτό το

στοιχείο της καταπίεσης ενσωματωμένο στη συνταγή της κατάπτω­

σης των εθνών. Ο Θουκυδίδης αναφέρει σε διάφορα σημεία την Αθή­

να ως πόλιν τύραννον και παραΒάλλει την ιστορία της με τον αυξα­ νόμενο δεσποτισμό ενός τυράννου. Ο Ξενοφών θεωρεί ουσιώδες στοιχείο της κατάπτωσης των Σπαρτιατών την περιφρόνηση που

έδειχναν προς τους συμμάχους τους. Στο λόγο του «Περί ειρήνης'"

ο Ισοκράτης εμφανίςεται με την πιο ξεκ6θαρη και λεπτομερή ανάλυ­ ση της θεωρίας περί Βασιλείας, προσαρμοσμένη σε μια πόλη: Υπάρ­

χουν τυραννικά απολυταρχικά καθεστώτα και Βασιλικά καθεστώτα, εκ των οποίων τα τελευταία θεμελιώνονται στον ενάρετο αυτοπεριο­ ρισμό, ενώ τα πρώτα ανατρέπονται αναπόφευκτα από τους Kαταπι~­

σμένους υπηκόους ή τις πόλεις-υπηκόους. Σύμφωνα με τον Ξενο­ φώντα, τον Ισοκράτη και μερικούς συγχρόνους τους, παρά τα φαι­

νόμενα, η Αθήνα δεν ηττήθηκε από τη Σπάρτη στον Πελοποννησια­ κό Πόλεμο' η Αθήνα ήταν ένας τύραννος που δολοφονήθηκε από τις

πόλεις-υπηκόους της «εξαιτίας ΤΩς σκλnpόΤΩτάς ΤΩς,.5.

ΕπΙσημα' γεύματα εξουσΙας Μια εντυπωσιακή πλευρά της σχέσης απόλαυσης και εξουσίας εί­

ναι τα επίσημα γεύματα εξουσίας. Η διαδικασία του φαγητού έχει με­ ταφορική σημασία σε όλες τις κοινωνίες. Έχουμε τους «φαγάνες"

που ελέγχουν τράπεςες και υπηρεσίες, τους πολιτικούς που «λαδώ-

397

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νονται» και συνεχίζουμε να τσακωνόμαστε «για το μοίρασμα της πί­ τας». Οι αρχαίες κοινωνίες δεν ήταν διαφορετικές και συχνά έΒλε­ παν την παρομοίωση πιο κυριολεκτικά. Στους «Σφήκες», ο Βδελυ­ κλέων καταφέρνει να πείσει τελικά το δικομανή πατέρα του ότι τον εκμεταλλεύονται

οι

δημαγωγοί,

χρησιμοποιώντας

απλές

εικόνες

απόλαυσης και φαγητού: οι πόλεις-υπήκοοι κρατούν ικανοποιημέ­

νους τους ρήτορες με κρασιά και τυριά, μέλι και μαξιλαράκια, στε­ φάνους και προπόσεις, αλλά δε δίνουν ούτε μια σκελίδα σκόρδο στο λαό. Προτείνει λοιπόν μια πιο δίκαιη διανομή, να αναλάΒει κάθε πό­ λη της συμμαχίας να ταίζει είκοσι Αθηναίους πολίτες με απλές χω­

ριάτικες πολυΤέλειες, όπως πρωτόγαλα και λαγούς. Όπως έχουν επισημάνει αρκετοί μελετητές, ο Βδελυκλέων υπαι­ νίσσεται μια περσική πρακτική. Οι Πέρσες φαίνεται ότι χρησιμο­

ποιούσαν την κατανάλωση φαγητού ως ένα μείζονα τρόπο επίδειξης της εξουσίας τους. Ο Ηρόδοτος διηγείται ότι ο Κύρος ο Μέγας έΒα­ ζε το λαό του να μοχθεί σκληρά τη μια μέρα και να γιορτάζει πλου­ σιοπάροχα την επομένη, σε μια παραστατική ένδειξη των επιλογών που είχαν: να είναι νικητές ή υποταγμένοι. Ένας από τους διαδό­ χους του, ο Ξέρξης, ακολούθησε το παράδειγμά του και χρησιμοποί­ ησε τη διατροφή για να κάνει σαφή τη σχέση του με το πλούσιο νη­

σί της Θάσου, στη διάρκεια της εισΒολής του στην Ελλάδα. Ο λογα­ ριασμός για τη διατροφή του στρατού του και την ψυχαγωγία της

αυλής του ανήλθε σε

400

τάλαντα. Ένας ντόπιος αστειευόμενος πα­

ράγγειλε μια ευχαριστήρια τελετή για τη μεγάλη ευλογία των θεών

να μην τρώει και πρωινό ο Βασιλιάς Ξέρξης. Το «Βασιλικό τραπέζι" φαίνεται ότι ήταν μια εντελώς επίσημη υποχρέωση. Ο Θεόπομπος τη συγκρίνει με φόρο:

Όποτε ο Βασιλιάς επισκέπτεται κάποιον από τους υποτε­ λείς του, απαιτoύvται είκοσι τάλαντα για το δείπνο του, μερι­ κές φορές τριάVΤα και ενίοτε ακόμα περισσότερα. Διότι το

δείπνο όπως και ο φόρος επιΒάλλονταν από τους αρχαίους χρόνους σε όλες τις πόλεις, ανάλογα προς το μέγεθός τους

Βλέπουμε το σύστημα αυτό σε λειτουργία, όταν καταφεύγει στους Πέρσες ο Θεμιστοκλής, μετά τους περσικούς πολέμους. Ως αμοιΒή

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

για την προδοσία του, ο μονάρχης τού έδωσε τρεις πόλεις για να' ανεφοδιάζει το τραπέζι του, τη Λάμψακο για τον Qίνο του, τη Μυού­ ντα για το όψον του και τη Μαγνησία για τον άρτο του. Μερικές φο­

ρές οι πόλεις της περσικής αυτοκρατορίας είχαν την υποχρέωση να

προμηθεύουν άλλα αντικείμενα. Ο Πλούταρχος παραθέτει την πλη­ ροφορία ότι ο Θεμιστοκλής πήρε μια πόλη για τα σκεπάσματα του κρεβατιού του και μια για τα ρούχα του. Ο Ηρόδοτος, στην επισκό­ πησή του για την Αίγυπτο, αναφέρει μια πόλη η οποία φορολογεί­ το για να προμηθεύει την Περσίδα βασίλισσα με παντόφλες. Η επί­ δειξη λοιπόν που έκανε ο Παυσανίας στις Πλαταιές με τα δύο δεί­

πνα κάθε άλλο παρά «αστεία" είναι, αλλά στοχεύει κατευθείαν στην

ουσία της περσικής εισβολήξ Η Αθήνα, με την ιδιότητά της ως απολυταρχικής δύναμης, έκανε χρήση ενός παρόμοιου συμβολικού μηχανισμού. Η αθηναϊκή αυτο­

κρατορία ξεκίνησε ως Συμμαχία των ελληνικών πόλεων με κέντρο τη Δήλο, η οποία συγκροτήθηκε αμέσως μετά τους περσικούς πολέ­

μους για να ανακαταλάβει κάποιες περιοχές από τους Πέρσες. Είχε ως επίκεντρο το ιερό νησί της Δήλου και τέθηκε υπό την προστα­ σία του Απόλλωνος, ο οποίος είχε γεννηθεί εκεί. Ο Απόλλων ήταν πατέρας του ήρωα Ίωνος και θεωρείτο από παλιά προστάτης των Ιώ­

νων, από τους οποίους κατάγονταν οι Αθηναίοι. Τα τεράστια ποσά που μάζευαν από τους φόρους υποτελείας και τα λάφυρα φυλάσσο­ νταν στο ναό του Απόλλωνος και οι συναντήσεις των συμμάχων γί­

νονταν σε περιοχή της δικαιοδοσίας του. Το

454-3

π.χ., εντούτοις,

το κέντρο της Συμμαχίας μεταφέρθηκε μαζί με το θησαυροφυλάκιο στην Αθήνα και οι ιστορικοί αρχίζουν να την αποκαλούν Αθηναϊκή Ηγεμονία. Σαν συνέπεια του πραξικοπήματος της Αθηνάς κατά του Απόλλωνος, κάθε πόλη της Συμμαχίας της Δήλου κατέβαλε πια ένα ποσοστό της συνεισφοράς της στους ναούς της Αθηνάς στην Αθήνα. Αυτή τη δεκάτη κατέγραφαν προσεκτικά σε πέτρα, προμηθεύοντας

έτσι τους μελλοντικούς ιστορικούς με λεπτομερείς πληροφορίες για τα οικονομικά της Συμμαχίας. Επιπλέον, από εκεί και μετά βρίσκου­ με αποδείξεις ότι τα μέλη της Συμμαχίας έγιναν πόλεις-υπήκοοι που εξαναγκάζονταν να προσφέρουν σφάγια στη θεά στη μεγάλη γιορτή

της, τα Παναθήναια. Έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι το

426

Π.Χ. οι Αθηναίοι εισήγαγαν ξανά τη γιορτή προς τιμή του Απόλλω-

399

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νος στη Δήλο, με αγωνίσματα και αρματοδρομίες. Ο Θουκυδίδης, ο επιστήμονας ιστορικός, μας λέει ότι αυτό έγινε μετά από κάποιο χρησμό, άλλοι υπαινίσσονται ότι ο χρησμός δόθηκε εξαιτίας της επιδημίας πανώλης. Ο Απόλλων θεωρείτο από παλιά ο θεός που στέλνει τις λοιμώδεις νόσους

-

και στην «ιλιάδα» και στον «Οιδίπο­

δα τύραννο», η επιδημία ξεκινάει από αυτό το συλλογισμό

-

και η

Αθήνα είχε ανακάμψει μόλις από μια ιδιαίτερα καταστροφική επιδη­ μία, θύμα της οποίας ήταν και ο Περικλής. Η επαναφορά της γιορ­

τής μαζί με το χτίσιμο ενός καινούριου ναού ήταν, απ' ό,τι φαίνεται, απόπειρα να κατευνάσουν το θυμωμένο θεό, που τους είχε υπενθυ­ μίσει πρόσφατα τη θανατηφόρα δύναμή του. Ο Απόλλων, Βλέποντας από τη Δήλο τη γιορτή της Αθηνάς να μεγαλώνει με προσφορές των Ιώνων προστατευομένων του, με καινούριους ναούς και λαμπρά μνη­ μεία, και γυρίζοντας μετά να δει το δικό του ασήμαντο, μισοχτισμέ­ νο ιερό και την ήσσονος σημασίας γιορτή του, θα σκέφτηκε ότι εί­

χε κάθε λόγο να είναι θυμωμένος. Οι Αθηναίοι, εντούτοις, δε σκό­ πευαν να κάνουν το ίδιο λάθος δύο φορές και να προκαλέσουν τη ζήλεια της Αθηνάς. ΦοΒούμενοι μην τυχόν η καινούρια γιορτή γίνει

υπερΒολικά δημοφιλής στους δυσαρεστημένους υπηκόους της Συμ­ μαχίας και αρχίσει να κάνει ζημιά στα Παναθήναια, ψήφισαν την

επόμενη χρονιά νόμο, μετά από πρόταση κάποιου Θουδίππου, που τόνιζε την υποχρέωση παροχής σφαγίων στα Παναθήναια, ένα καθή­

κον καθολικό και υποχρεωτικό για όλα τα μέλη της Συμμαχίας (γύ­ ρω στις εκατόν εΒδομήντα πόλεις). Μετά-τις θυσίες, το κρέας μετα­ φερόταν από την Ακρόπολη στον Κεραμεικό,

όπου το διένεμαν

στους δήμους ή περιφέρειες, για τη σίτιση του λαού της πόλης της Αθηνάς, σε μεγάλα εορταστικά τραπέζια. Με τον τρόπο αυτό, οι Αθη­

ναίοι έπαιρναν κι αυτοί μια ιδέα τι σήμαΊνε το Βασιλικό Τραπέζι· μπορεί να μην ήταν το περσικό τσιμπούσι ακριΒώς, αλλά ήταν κα­ λύτερο από μια σκέτη «σκελίδα σκόρδο»7. Το «Βασιλικό τραπέζι» δεν ήταν μόνο σύμΒολο της περσικής υπε­ ροχής στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, ήταν επίσης σύμΒολο

της ανωτερότητας του Βασιλιά στην ίδια του την πατρίδα. Οι Έλλη­ νες δεν άργησαν να εντοπίσουν πόσο διέφερε από τα δικά τους συ­ μπόσια:

400

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Από εκείνους που προσκαλούνται να δειπvfισoυν ρε το Βα­

σιλιά, ρερικοί τρώνε στο ύπαιθρο, σε KOΙvfι θέα όλων, και άλ­ λοι στο εσωτερικό ραςί ρε το Βασιλιά. Ακόρα και οι τελευταί­

οι πάντως δε δειπνούν ραςί του πράΥΡατι. Υπάρχουν δύο δω­ ράτια, το ένα απέναντι στο άλλο. Στο ένα από αυτά τρώει το φαγΩτό του ο Βασιλιάς και στο άλλο οι καλεσρένοι του. Ο Βα­ σιλιάς ρπορεί να τους Βλέπει ρέσα από ρια κουρτίνα που κρέ­

ρεται στο κατώφλι, αλλά εκείνοι δεν τον Βλέπουν.

Σε ειδικές περιστάσεις, ο Βασιλιάς έΒγαινε στην κύρια τραπεςα­ ρία και ενίοτε, μετά το δείπνο, προσκαλούσε κάποιους καλεσμένους στο δικό του δωμάτιο για ένα συμπόσιο, το οποίο πάλι διέφερε ση­ μαντικά από το ελληνικό:

Τους συρποσιαστές οδπγεί ένας ευνούχος Εισέρχονται και πίνουν ραςί του, αλλά δεν πίνουν το ίδιο κρασί. Κάθονται ρά­ λιστα στο Π.άτωρα, ενώ ρόνον ο Βασιλιάς είναι ξαπλωρένος σε ανάκλιντρο ρε χρυσά πόδια.

Είναι προφανές ότι η όλη δομή του επίσημου γεύματος, όπως και η προσφορά τροφίμων από Τίς πόλεις της αυτοκρατορίας, χρησιμεύ­

ουν για να υπογραμμίσουν την ανωτερότητα του Βασιλιά, με τρόπο διαμετρικά αντίθετο προς τη συλλογικότητα του ελληνικού γεύμα­ τος.

Ακόμα και τον

50

αιώνα, τα περσικά επίσημα γεύματα ήταν πασί­

γνωστα στην Αθήνα. Οι «Αχαρνείς!! του Αριστοφάνους ζεκινούν με την επιστροφή ενός διεφθαρμένου πρεσΒευτή από την Περσία, ο

οποίος κατηγορείται ότι επιμήκυνε την αποστολή του ηθελημένα, για να απολαύσει περισσότερα Βασιλικά τραπέςια, και γύρισε κου­ Βαλώντας μόνο κούφιες υποσχέσεις:

-

Μας φίλευαν, ρας έκαναν τραπέςια κι fιpαστε αναγκα­

σρένοι από πoτfιρια να πίνουρε χρυσά και κρυσταλλένια σκέ­ το γλυκό κρασί!

[... ]

Γιατί οι Ανατολίτες λογαριάςουν για

άντρες, εκείνους ρόνο που ρπορούνε γερά να τρώνε και γερά να πίνουν.

ΤΖΕΪΜΣ

-

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Κι εμείς, απαντάει ο Δικαιόπολις, μοναχά κάτι ξεσκι­

σμένους

[ο πρεσβευτής συνεχίζει αδιάφορος και φτάνει στο αποκορύφω­

μα του ταξιδιού του:]

-

Κάθε μέρα μας προσκαλούσε σε τραπέζι' Βόδια τρώγα­

με μονοκόμματα στο φούρνο 8 •

Οι Μακεδόνες, που συνέχισαν την περσική παράδοση των βασι­ λικών τραπεζιών, δεν ήταν ανεξοικείωτοι με την εθιμοτυπία τους. Το μακεδονικό βασιλικό επίσημο γεύμα μοιάζει με παράξενο υβρίδιο, διότι ενσωματώνει τη συνεστίαση του ανδρώνα

-

με την περίεργη έμ­

φαση που δίνουν οι Έλληνες στη συλλογικότητα και το μοίρασμα

-

μέσα σε περιβάλλον ιεραρχικό, με επίκεντρο το βασιλιά. Αυτό το επικίνδυνο κράμα συντροφικής ισότητας και απόλυτης εξουσίας, χα­ λαρής άνεσης και εξύμνησης, δημιουργούσε εντάσεις που δε λύνο­ νταν ποτέ πλήρως έτσι, το μακεδονικό συμπόσιο φαίνεται ότι απο­ τελεί συχνά το υπόβαθρο για τη δημιουργία παρεξηγήσεων μεταξύ του ανώτατου άρχοντα και των φίλων-υπηκόων του, οι οποίες ενίο­ τε καταλήγουν ακόμα και σε δολοφονίες ή εγκλήματα.

Από την άλλη, κάποια συγκεκριμένα στοιχεία του συμποσίου, η «πρώτη» θέση, ο συμποσίαρχος και ούτω καθεξής, παρείχαν ένα κα­

λό υπόβαθρο για επιδείξεις συμβολικής εξουσίας και ως τέτοια τα χρησιμοποιούσαν οι τύραννοι της Σικελίας. Τόσο ο Φίλιππος όσο και ο Αλέξανδρος χρησιμοποιούσαν τα συμπόσια ως σημαίνοντα τό­ πο επίδειξης της ανωτερότητάς τους. Εδώ υποτίθεται ότι έπιναν τις φιλοτησίες οι Αθηναίοι πρεσβευτές> δίνοντας όρκους πίστης στο βα­

σιλιά της Μακεδονίας. Εδώ άρχισε να πειραματίζεται ο Αλέξανδρος

με το περσικό έθιμο της γονυκλισίας, βάζοντας τους πιστούς συν­ τρόφους του να γονατίζουν μπροστά του, κάτι σαν μικρό φινάλε στη φυσιολογική πρόποση πίστης προς το βασιλιά και σαν μικρό πρε­ λούδιο στο φιλικό εναγκαλισμό του. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτός που αντιτίθεται είναι ένας Έλληνας καλεσμένος, ο Καλλισθένης, μα­ θητής του Αριστοτέλους και ιστορικός της εκστρατείας, ο οποίος θυμόταν ενδεχομένως τις ελληνικές παραδόσεις της ισότητας κατά την οινοποσία. Όταν του είπαν ότι> αν δεν υποκλινόταν με ταπεινο­ φροσύνη, δε θα τον φιλούσε ο βασιλιάς, απάντησε ότι προτιμούσε

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

τότε να μείνει αφίλητος. Λίγο αργότερα, Βρέθηκε άγρια δολοφονη­ μένος. Ακόμα και ο Πλούταρχος, ένας μεγάλος απολογητής του

Αλεξάνδρου, σημειώνει ότι οι γιορτές οινοποσίας του Αλεξάνδρου αποτελούσαν ευκαιρία για κολακείες και συκοφαντίες από μεριάς

των καλεσμένων του, αλλά και αφορμή για να φερθεί ο ίδιος αλαζο­ νικά. Ίσως ο Πλούταρχος έχει δίκιο' μπορεί τελικά ο Αλέξανδρος να μην ήταν γερός πότης, παρά το γεγονός ότι συμμετείχε σε πολ­

λές κρασοκατανύξεις. Ίσως ήταν εθισμένος στο θαυμασμό κι όχι στο κρασί. Ο Αλέξανδρος έκανε χρήση και των φυσικών προνομίων που του

παρείχαν τα επίσημα γεύματα εξουσίας, όπου το φαγητό υποδήλω­ νε την ανωτερότητά του

-

όπως ακριΒώς έκανε και ο Πέρσης Βασι­

λιάς που είχε υποκαταστήσει. Οι παράκτιες πόλεις τού έστελναν διαλεχτά φρούτα και τα αναπόφευκτα ψάρια. Εντούτοις, αυτά τα

προνόμια που τον διέκριναν από τους άλλους τα χρησιμοποιούσε για να σφυρηλατήσει σχέσεις εμπιστοσύνης και φιλίας με τους αυ­ λικούς του, κάτι που θύμιζε περισσότερο τη συνεστίαση του ελλη­

νικού συμποσίου. Ο Πλούταρχος λέει πως ο Αλέξανδρος μοιραζό­ ταν τις λιχουδιές με τους φίλους του τόσο γενναιόδωρα που συχνά

δεν έμενε τίποτα γι' αυτόν. Απ' ό,τι φαίνεται, τα τραπέζια ήταν πο­ λύ δαπανηρή υπόθεση, με εξήντα εΒδομήντα καλεσμένους, και το κό­ στος ψυχαγωγίας του Βασιλιά έφτανε σε καταστροφικά ποσά. Μπή­

κε λοιπόν ένα όριο, αλλά το ποσό των νω από ενάμισι τάλαντο

-

10.000

δραχμών

-

δηλαδή πά­

σε μερικούς δεν έμοιαζε και πολύ με όριο.

Για τα ελληνικά πρότυπα, κάτι τέτοια τραπέζια ήταν ασυνήθιστα πο­ λυτελή. Από την άλλη, ο Έφιππος, ένας Έλληνας ιστοριογράφος επικριτής του Αλεξάνδρου, σημειώνει ότι αυτό δεν ήταν τίποτα σε

σύγκριση με τα περσικά «Βασιλικά τραπέζια», όπου ψυχαγωγούνταν μέχρι χίλιοι πεντακόσιοι καλεσμένοι και το κόστος μπορούσε να φτάσει τα

400

τάλαντα. Η διαφορά είναι ίσως ότι «στις γιορτές του

Αλεξάνδρου», συνήθως άλλοι πλήρωναν το λογαριασμό. Διότι η

εξουσία του Αλεξάνδρου αντικατοπτριζόταν στο ανταποδοτικό σύ­ στημα να κάνει και να ξεπληρώνει χάρες, όπως επίσης να προσφέ­ ρει φιλοξενία και να μοιράζεται τα προνόμιά του. Οι «Εφημερίδες>

και άλλες περιγραφές του θανάτου του δείχνουν ότι συχνά ψυχαγω­ γείτο επίσης ως τιμώμενος καλεσμένος σε σπίτια άλλων αντρών,

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

όπως ο Αυτόλυκος στο «Συμπόσιον» του Ξενοφώντος ή οι απόγονοι του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, οι οποίοι ήταν σε μόνιμη Βά­ ση τιμώμενοι καλεσμένοι της Αθήνας. Ο Πέρσης Βασιλιάς, από την

άλλη, φαίνεται ότι ψυχαγωγούσε πάντοτε τους άλλους. Ακόμα και όταν έφευγε από τη χώρα και του έκαναν το τραπέζι οι υποτελείς του, το δείπνο αποκαλείτο «Βασιλικό τραπέζι» και, αν ήθελε, μπο­ ρούσε να παραχωρήσει αυτό το αποκλειστικό δικαίωμα στους φί­ λους του, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι απέναντί του και όχι απέ-

ναντι στις πόλεις που τον έτρεφαν. Όταν ο Αλέξανδρος έφυγε για την Ινδία, εκείνοι που άφησε πί­ σω του συνέχισαν τα επίσημα γεύματα. Ο φίλος του ο Άρπαλος, που έμεινε να προσέχει το θησαυροφυλάκιο στη ΒαΒυλώνα, όχι μόνο κουΒάλησε την όμορφη Πυθιονίκη από την Αθήνα

-

πράγμα που μας

δείχνει εύγλωττα την αιφνίδια μετατόπιση της εξουσίας από την πό­ λη στην αυλή

-

αλλά διέταξε να του στέλνουν από τον Πφσικό Κόλ­

πο τα καλύτερα ψάρια. Επρόκειτο για σφετερισμό των προνομίων του Αλεξάνδρου, με την ελπίδα ότι ο Αλέξανδρος δε θα επέστρεφε

ποτέ 9 . Το ψάρι συχνά παίζει πρωτεύοντα ρόλο σ' αυτά τα επίσημα γεύ­ ματα εξουσίας. Το πιο διάσημο παράδειγμα εμφανίζεται καμιά πε­

ντακοσαριά χρόνια αργότερα, όταν ο Ρωμαίος σατιρικός ΙουΒενάλης περιγράφει το ταξίδι ενός τεράστιου καλκανιού προς το τραπέζι του αυτοκράτορα Δομιτιανού, σε μια παρωδία της τυραννίας του τελευ­

ταίου, έχουμε όμως και ελλαδικά προηγούμενα σ' αυτή την περιγρα­

φή του ψαρίσιου φόρου υποτελείας. Ένα απ' αυτά αφορά τον Πολυ­ κράτη, που ήταν τύραννος της Σάμου στα τέλη του 60υ αιώνα, επο­ χή κατά την οποία το νησί υπήρξε ισχυρή δύναμη στο Αιγαίο. Όπως λέει ο Ηρόδοτος, ο Άμασις, ο σοφός και φιλοπότης Βασιλιάς της Αι­ γύπτου, που ήταν φίλος και σύμμαχος του Πολυκράτους, ανησυχού­ σε ότι ο τελευταίος ήταν υπερΒολικά καλότυχος και θα προκαλού-

,

σε το φθόνο των θεών. Του έγραψε λοιπόν και του πρότεινε, εν είδει προφύλαξης, να απαλλαγεί απ' όποιο απόκτημά του θεωρούσε πολυτιμότερο. Ακολουθώντας τη συμΒουλή του, ο Πολυκράτης έψα­ ξε τα κοσμήματά του και αποφάσισε να ξεφορτωθεί το αγαπημένο

του δαχτυλίδι, ένα σμαράγδι δεμένο με χρυσό, έργο του χαλκοπλά­ στη Θεοδώρου, γιου του Τελεκλέους από τη Σάμο. Οργάνωσε μια

.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

αποστολή προς άγνωστη κατεύθυνση με πολεμικό πλοίο και μετά,

ενώπιον όλων, πέταςε το δαχτυλίδι μέσα στη θάλασσα. Στη συνέχεια, επέστρεψε πίσω και θρήνησε την απώλειά του. Πέντε μέρες αργότε­ ρα, ένας ψαράς έπιασε ένα τεράστιο ψάρι το οποίο έκανε δώρο. στον τύραννο. Όταν οι μάγειροί του το άνοιςαν, Βρήκαν μέσα το δαχτυλί­ δι κι έτρεςαν να το παραδώσουν θριαμΒευτικά στον Πολυκράτη. Ο Πολυκράτης σκέφτηκε ότι οι θεοί του χαμογελούσαν και έγραψε στον Άμασιν για να του πει τα καλά νέα. Ο Άμασις διέλυσε πάραυ­ τα τη συμμαχία τους. Ήταν αδύνατο να σώσει κανείς έναν άνθρωπο από τη μοίρα του και ήταν προφανές ότι ο Πολυκράτης θα πέθαινε

από άθλιο θάνατο· ο Άμασις θα ένιωθε λιγότερη θλίψη, αν ο Πολυ­ κράτης δεν ήταν πια φίλος του. Αμέσως μόλις εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Πέρσες, η πρόγνωση του Αμάσιος φάνηκε να πραγμα­

τοποιείται. Ο σατράπης της Λυδίας πρόδωσε τον Πολυκράτη, ο οποίος πέθανε πάνω στο σταυρό. Δεν έγινε γνωστό αν ο Άμασις στε­ νοχωρήθηκε λιγότερο.

Αυτό που μας ενδιαφέρει εμάς είναι το πώς φτάνει το μοιραίο ψάρι στον τύραννο. Ο ψαράς λέει στον Πολυκράτη ότι κανονικά θα το είχε πάει κατευθείαν στην αγορά, αλλά επειδή ήταν εςαιρετικά με­ γάλο, σκέφτηκε ότι «Μαν ένα ψάρι αντάξιό

xrir;

σας και έτσι

aar;

aar;

και αντάξιο

rnr;

αρ­

το έφερα ωr; δώρο". Αυτός είναι ένας επιδέ-

ςιος τρόπος για να γίνει η εςουσία του τυράννου ο μηχανισμός που επαναφέρει το ψάρι πίσω στο τραπέζι του, αλλά η έκφραση «ένα ψά­ ρι αντάξιο

rnr; apxrir; aar;"

είναι μια απολύτως πειστική έννοια για

τα ελληνικά δεδομένα. Μια άλλη ιστορία κυκλοφορούσε για να εςηγήσει το γεγονός ότι

οι Σύριοι δεν έτρωγαν ψάρια:

Όποτε τρώνε ψάρια, χάνουν ΤΩ θέλΩσΩ

TOur;

και πρΩςονται

τα πόδια και το στομάχι τους πάνε τότε και φοράνε πένθιμα

ρούχα και κάθονται στο δρόμο, σ' ένα λόφο από κοπριά, και προσπαθούν να εξευμενίσουν ΤΩ θεά με απόλυΤΩ ταπείνωσΩ.

«Η θεά" είναι η συριακή θεότητα Αταργάτις*, μια από τις πιο ση-



Επίκληση της θεάς Αστάρτης στη Βόρεια Συρία.

.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

μαντικές θεότητες του αρχαίου Λιβάνου και όλης της Εγγύς Ανατο­ λής. Είναι προφανές ότι το ψάρι έπαιζε εξέχοντα ρόλο στη λατρεία της, στο βαθμό που της προσέφεραν πραγματικά ψάρια ή χρυσές αναπαραστάσεις ψαριών και οι ιερείς της έπρεπε να καταναλώνουν ορισμένο αριθμό ψαριών. Οι Έλληνες, όπως είναι αναμενόμενο, το ερμήνευαν αυτό ως δείγμα τυραννικής οψοφαγίας. Κατά την παρά­ δοση, που πιθανότατα φτάνει ως τον ιστορικό του 50υ αιώνα Ξάν­ θο από τη Λυδία, υπήρξε μια ιστορική βασίλισσα Αταργάτις, η οποία ήταν τόσο μεγάλη οψοφάγος ώστε κρατούσε όλα τα ψάρια για τον εαυτό της, απαγορεύοντας στους υπηκόους της ακόμη και να τα δο­ κιμάσουν- το αποτέλεσμα αυτής της ύβρεως ήταν πως εκείνη και ο

γιος της Ιχθύς συνελήφθησαν από το Μόψο της Λυδίας, που τους έριξε στη λίμνη κοντά στην Ασκάλωνα για να τους καταβροχθίσουν τα ψάρια.

Από τις Κυκλάδες μας έρχεται μια άλλη περίεργη υπόθεση ψα­

ριών και εξουσίας. Προέρχεται από τη «Ναξίων πολιτεία», ένα ερευ­ νητικό φυλλάδιο που έγραψε πιθανότατα κάποιος από τους μαθητές του Αριστοτέλους, για να βοηθήσει το φιλόσοφο στο έργο του περί πολιτικών θεωριών. Στο φυλλάδιο διαβάζουμε τη συγκεχυμένη περι­ γραφή κάποιου επεισοδίου που συνέβη την εποχή της ανόδου της

τυραννίας στο νησί, κατά τον

60

αιώνα, με ήρωα έναν πολίτη ονο­

μαζόμενο Τελεσταγόρα, από «πειρατική γενιά», πολύ πλούσιο και με μεγάλη φήμη, τον οποίο ο κόσμος τιμούσε με δώρα. Όταν ο λαός προσπάθησε να κατεβάσει την τιμή των ψαριών, οι ψαροπώλες εί­ παν ότι προτιμούσαν να τα χαρίσουν στον Τελεσταγόρα παρά να τα πουλήσουν τόσο φτηνά· κατά τη γνώμη μου, εδώ έχουμε μια σαφή αναφορά στα προνόμια των τυράννων όπως ο Πολυκράτης, στην

οποία μπερδεύονται και τα αστεία για τους ψαράδες της κωμωδίας

του 40υ αιώνα. Μερικοί νεαροί προσπαθούν να αγοράσουν ένα με­

γάλο ψάρι και οι ψαράδες επαναλαμβάνουν ότι προτιμούν να το δώ­ σουν στον Τελεσταγόρα τσάμπα. Αυτό εξαγριώνει τους νεαρούς, που μεθούν κι επιτίθενται στον Τελεσταγόρα και τις κόρες του. Η επί­ θεση εξελίσσεται σε λαϊκή εξέγερση προς υπεράσπιση του καλού Τε­ λεσταγόρου, με επικεφαλής κάποιον Λυγδάμιδα, φίλο του Αθηναίου τυράννου Πεισιστράτου, ο οποίος σύντομα γίνεται με τη σειρά του

τύραννος της Νάξου 1Ο •

406

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Αθήνα

Μπορεί να μοιάςει λιγ<:Ικι παρατραΒηγμένο που συνδέουμε τη Βόλτα για ψώνια του Βδελυκλέωνος μ' εκείνες τις τυραννικές θεές και τους δεσπότες ψαροφάγους, που Βλέπουμε το απλό αίτημά του για ένα ροφό από την άποψη της συμΒολικής εξουσίας. Στους «Σφή­ κες», εντούτοις, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές στο περσικό σύστη­ μα, πράγμα που κάνει τη σχέση τυραννίας και φαγητού πιο πειστι­

κή. Έχουμε δει ήδη ότι η πρόταση του Βδελυκλέωνος να υιοθετεί κάθε πόλη της αθηναϊκής Συμμαχίας είκοσι πολίτες και να τους τρέ­ φει με πρωτόγαλα και λαγούς στηρίςεται στην αντίληψη του «Βασι­ λικού τραπεςιού», ενώ η αντίληψη αυτή αποτελεί επίσης το στοιχείο

που τραΒάει την προσοχή των άλλων κατά την αγωνιώδη Βόλτα του στην αγορά. Αφού τον κατηγορεί ο πωλητής γαύρου ότι το πάει για τυραννία, μπαίνει στη μέση και η χορταρού: «Τι; Σαλατικό γυρεύεις;

Πας για τύραννος, ]lωρέ; Ή νΟ]lίςεις πως για σένα Βγάςει λιχουδιές;»

n ΑθΩνα

- μια προφανής αναφορά στο «Βασιλικό τραπέςι». Η ίδια

ιδέα εμφανίςεται και σε άλλες κωμωδίες, όταν, αντιστρέφοντας τη μεταφορά, οι πωλητές ψαριών κατηγορούνται ότι απαιτούν «Βασιλι­ κά έξοδα» για την πραμάτεια τους. Το ερώτημα πάντως παραμένει: τι συμΒαίνει με τα ψάρια; Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε τη μανία της αμεροληψίας που ρυθμίςει τις αρχαίες θυσίες το κρέας των αγελά­ δων, των προΒάτων και των χοίρων πρέπει να μοιραστεί σε ίσες με­

ρίδες, με τυχαία σύνθεση κρέατος και κατιμά, και οι μερίδες να δια­ νεμηθούν τυχαία στον κόσμο. Ή πάλι, ας θυμηθούμε τους αξιωμα­

τούχους που ονομάςονταν οινόπται, οι οποίοι φρόντιςαν να παίρνει ο κάθε πολίτης ίσο μερίδιο κρασιού στις δημόσιες γιορτές. Η πόλη φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε αυτή την αντίληψη της θυσιαστικής

από κοινού συμμετοχής ως Βάση της δικής της κοινότητας των πο­ λιτών, την οποία ενίσχυε με πολυάριθμα δημόσια επίσημα γεύματα. Στην Αθήνα γίνονταν τεράστιες θυσίες κατά τις θρησκευτικές γιορ­

τές, στις οποίες σφάςονταν ταυτόχρονα εκατοντάδες Βοοειδή που τάιςαν με το κρέας τους όλους τους πολίτες. Επιπλέον, τα προε­ δρεύοντα πενήντα μέλη της Βουλής των

500

έτρωγαν με έξοδα της

πόλης κατά τη διάρκεια της θητείας τους και η πόλη συντηρούσε εφ'

ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ όρου ςωής κάποιους λίγους τιμώμενους πολίτες. Στην πραγματικό­ τητα, υπό το φως πρόσφατων ερευνών, δεν είναι υπερΒολή να πού­

με ότι το από κοινού τραπέςι αποτελεί το επίκεντρο της πόλης: «Ω συρρετοχΩ σΤΩ ΥιορτΩ εΙνaι συνώνυΡΩ ρε ΤΩ συρρετοχΩ στο σώρα

των πολιτών». Υπήρχαν μάλιστα νόμοι που υποχρέωναν τον κόσμο να τρώει το φαγητό της πόλης. Αυτή η αρχή μπορεί να θεωρηθεί ο αληθινός θεμέλιος λίθος της αθηναϊκής δημοκρατίας, αφού ακούμε περί ισονορΙας (δηλαδή δί­ καιης μοιρασιάς) αρκετό καιρό πριν αρχίσουμε να ακούμε την ιδεο­ λογία περί δημοκρατίας, της εςουσίας του λαού. Η ισονομία είναι ένα πλέγμα ιδεών που πηγάςουν από το ρήμα νέρω (διανέμω, μοιρά­ ςω), το οποίο συνδέεται άμεσα με την KpεaνopΙα, τη διανομή του

κρέατος της θυσίας, και παίςει και μ' ένα άλλο παράγωγο του ρήμα­ τος, τη λέςη νόρος. Την ισονομία

-

όχι τη δημοκρατία

-

έφεραν στην

Αθήνα οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, όταν «κατέλυ­ σαν ΤΩν τυραννΙδα», στα τέλη του 60υ αιώνα, σύμφωνα με τα τραγού­ δια του κρασιού της εποχής. Ο Κλεισθένης, ο ιδρυτής της δημοκρα­ τίας, μοιάςει στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο με δίκαιο και ίσο διανομέα παρά με λαϊκό επαναστάτη. Είναι πολύ ασαφές αν έδω­

σε τελικά κάποιες νέες εςουσίες στο λαό. Ο Κλεισθένης μετέΒαλε απλώς την πολιτική δομή, από ένα κάθετο σύστημα χορηγίας σε μια οριςόντια διάταςη της Αττικής, αναδιοργανώνοντας τους δήμους και τις φυλές σύμφωνα με ισομετρικές (και ενδεχομένως τυχαίες) αρχές, σπάςοντας τις τοπικές «συμμαχίες> και τη Βάση ισχύος των αριστο­

κρατών και προάγοντας έτσι το λαό, ο οποίος έγινε μια δύναμη ιδίω δικαιώματι 11. Δεν είναι δύσκολο να καταλάΒουμε ότι το ιδιαίτερο προνόμιο του τυράννου να έχει τα καλύτερα ψάρια της αγοράς πρέπει να νοη­

θεί μέσα σ' αυτό το πλαίσιο.· Αυτό δείχνει σαφώς και η συμπεριφο­ ρά του διαδόχου του Πολυκράτους, ο οποίος, Βλέποντας την κατά­ ληςη του προκατόχου του στο σταυρό, αποφασίςει να εγκαταλείψει την τυραννική εςουσία που έχει κληρονομήσει. Εγκαινιάςει τη λα­ τρεία του Διός Ελευθερίου και συγκαλεί όλο το λαό, παρουσιάςο­ ντας μια ςωντανή εικόνα του πολιτικού του προγράμματος στην κοι­ νή θυσία. Μοιράςει την εςουσία του και διακηρύσσει ίση διανομή για

τους Σαμίους [εγω δέ ες μέσον την άρχην τιθεις ίσονομίην ύμιν προ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

αγορεύω], φερόμενος εντελώς αντίθετα από τον Πολυκράτη, που μο­

νοπωλούσε τα μεγάλα ψάρια «τα αντάξια ΤΩς αρχΙΊς του". Μια ανά­ λογη εικόνα σχετική με ψάρια, υπό τη μεταφορική έννοια της εξου­ σίας, συναντάμε στα πολιτικά ποιήματα του Σόλωνος, σχεδόν έναν αιώνα πριν τη δημοκρατία των ίσων μεριδίων του Κλεισθένους. Ο

Σόλων περιγράφει τα όσα του καταμαρτυρούσαν οι επικριτές του κατά το διάστημα που ήταν νομοθέτης και ότι τον κορόιδευαν επει­

δή δεν άρπαξε την εξουσία όταν την είχε μέσα στα χέρια του: «τα δί­

χτυα του ΙΊταν γεμάτα ψάρια», μουρμούριζαν, «αλλά τόσο τα έχασε από ΤΩν ψαριά του, που δεν μπόρεσε να ΤΩ μαςέψει»12. Μοιάζει προφανές ότι η αρχή της δίκαιης μοιρασιάς ή της ίσης

διανομής, που εξέφραζαν οι θυσιαστικές διανομές, μπορούσε να εφαρμοστεί και στην αγορά, η οποία θεωρείται ως μέσον, ένας «κοι­ νός τόπος» στη μέση της πόλης, OTnV καρδιά της κοινότητας. Στη

Νάξο και τη Σάμο, όχι μόνο τα ψάρια πηγαίνουν αποκλειστικά στον ηγεμόνα ως δώρο ή προνόμιο, αλλά απαγορεύεται και η πώλησή

τους από τον αλιέα ή τον πωλητή ψαριών. Έτσι, από τις απ αρχές ακόμα της δημοκρατικής παράδοσης, βλέπουμε νύξεις για το ζευγά­

ρωμα πολιτικής ελευθερίας και ελευθερίας των οικονομικών συναλ­ λαγών, χαρακτηριστικό στοιχείο δηλαδή της σύγχρονης δυτικής φι­ λελεύθερης ιδεολογίας. Η ίδια αντίληψη κρύβεται ίσως και στο νό­

μο που προσδιόριζε μεταγενέστερα την τιμή των αυλητρίδων και τις διέθετε σε όποιον ήθελε τις υπηρεσίες τους, όπως και στο λόγο πε­ ρί δημοκρατίας των οψοφάγων, όταν ανακαλύπτουν ότι κάποιοι <μο­ νοπωλούν την ψαριά. Αυτό το σύστημα, εντούτοις, δεν είχε σκοπό την ωφέλεια των εμπόρων. Οι έμποροι συχνά δεν ανήκαν καν στο σώμα των πολιτών. Επρόκειτο για μια «ελεύθερη αγορά» μόνο για καταναλωτές, μια αγορά συμμετοχής στην οποία οι προκαθορισμέ­ νες τιμές έπαιζαν κι αυτές το ρόλο τους. Υπό το φως της εμμονής των Ελλήνων στην ισότητα της θυσια­ στικής

κοινότητας

λοιπόν,

μια

ισότητα

που

επαναλαμβανόταν

έμπρακτα σε κάθε αιματηρή θυσία, οι περιγραφές των πολιτικών που τρώνε λαίμαργα αποκτούν αυτόματα αποχρώσεις υφαρπαγής της εξουσίας. Όταν ο Αισχίνης περιγράφει τον Τίμαρχο να τρώει όχι μόνο τη δική του περιουσία αλλά να καταβροχθίζει και την κοινή περιουσία (αύ μόνον τα πατρφα κατεδήδοκεν αλλα και τα κοινα τα

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ύμέτερα), συνδέει σαφέστατα την ιδιωτική επιθυμία, την κατανάλω­ ση περιουσιών και το σφετερισμό δημοσίων κεφαλαίων. Εξαιτίας όμως αυτής της μακράς παράδοσης που έχει η φιλοσοφία του φα­ γητού, υπάρχουν αναπόφευκτες αναφορές στην τυραννία. Αυτά τα

ρητορικά σχήματα ήταν πολύ συνηθισμένα στην κωμωδία και εμφα­

νίζονται ειδικότερα στον τρόπο που παρουσιάζει ο Αριστοφάνης το δημαγωγό Κλέωνα, τη δεκαετία του

420.

Τον έχουμε δει ήδη να κα­

ταβροχθίζει φιλέτα τόννου και καλαμάρια, πριν βγάλει λόγο στην Εκκλησία του Δήμου. Ο Αριστοφάνης συνδέει μεταφορικά αυτή τη

συμπεριφορά με τη διαφθορά του: ο Κλέων είναι σαν τον ανιχνευτή τόννων, ψάχνει τα ασημένια κοπάδια των συμμαχικών εισφορών για να τα μαζέψει μέσα στα δίχτυα του. Οι Αθηναίοι πίστευαν ευρέως ότι ο Κλέων είχε δωροδοκηθεί από τους Μιλησίους, για να ασκήσει την

.

.

επιρροή του και να μειώσει τις συμμαχικές οικονομικές υποχρεώ­

σ~ις τους έναντι της Αθήνας. Ο Αριστοφάνης αναφέρει αυτές τις δω­ ροδοκίες ως «λαΒράκια της Mιλfιτoυ» , αφού η περιοχή φημιζόταν

για τα λαβράκια της. Ο Κλέων ρουφάει όλο το ζουμί των δημοσίων

υποθέσεων. Είναι ένας σκύλος που αρπάζει το όψον από το τραπέ­ ζι του λαού και τη νύχτα γλείφει «τα πιάτα και τα νησιά μέχρι να τα

καθαρίσει". Εδώ, το φαγητό δε συμβολίζει μόνο τις δωροδοκίες, ο Κλέων κλέβει φαγητό από το στρωμένο «βασιλικό τραπέζι" της Αθή­ νας. Η μεταφορική του λαιμαργία στρέφεται κατά της συμμαχικής συνεισφοράς, κατά των νησιών-υπηκόων, κατά της ίδιας της αθηναϊ­ κής ηγεμονίας. Με αυτές τις εικόνες φαγητού, ο Αριστοφάνης ζω­

γραφίζει το δημαγωγό ούτε λίγο ούτε πολύ ως σφετεριστή της αρ­

χής της πόλης . .Βλέπουμε τώρα πόσο βαθιές αλήθειες περιέχει ο λό­ γος των εξαγριωμένων οψοφάγων, στους «Πλουσίους" του Αντιφά­ νους:

Αυτό που κάνουν δεν είναι δημοκρατικό 13 •

Μία δεκαετία περίπου μετά τον Κλέωνα, εμφανίστηκε στο προ­ σκήνιο ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος, ο αριστοκρατικός και

χαρισματικός Αλκιβιάδης. Η συμπεριφορά του Αλκιβιάδου αποκρυ­ σταλλώνει μεταφορικά τη μετάβαση από το επίσημο γεύμα στην επι­ βολή τυραννίας, κάτι που φάνηκε έντονα στη διάρκεια των εορτα-

410

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

σμών που έκανε για τις μεγάλες νίκες του στις αρματοδρομίες, το

416

π.χ., στην Ολυμπία. Αγωνίστηκε με επτά άρματα και έφτασε

πρώτος, δεύτερος και τέταρτος. Ο Ευριπίδης τού έγραψε μια επινί­ κια ωδή και η δόξα του τιμήθηκε σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, κατάφερε κάτι που κανένας άλλος δεν είχε πετύχει ποτέ ως τότε, ούτε ιδιώτης ούτε βασιλιάς. Μερικές πλευρές της εκστρατείας του, εντούτοις, έδιναν αφορμή για ανησυ­ χίες. Το ουσιώδες πρόβλημα ήταν ότι τον επιχορηγούσαν οι πόλεις της αθηναϊκής συμμαχίας: η Έφεσος του προσέφερε μια περσική

σκηνή, η Χίος τη ζωοτροφή των αλόγων του, η Κύζικος τα σφάγια και η Λέσβος το κρασί και τα άλλα καθημερινά είδη πρώτης ανά­

γκης. Οι ομοιότητες με το «Βασιλικό Τραπέζι». και τα περσικά προ­ νόμια του Θεμιστοκλέους θα πρέπει να ήταν εμφανείς σε όλους, ακόμα και χωρίς την προειδοποίηση του Βδελυκλέωνος, οκτώ χρό­

νια νωρίτερα. Γι' άλλη μια φορά, το δώρο, συνοδευόμενο από ένα σωρό άρρητες υποχρεώσεις, απειλούσε να υπονομεύσει τη δημοκρα­

τία 14 •

Τυραννίδα Το

416

π.χ., ο Αλκιβιάδης δεν ήταν μόνος στην ύ8ριντου. Η ασυ­

νήθιστη επίδειξή του στην Ολυμπία έμοιαζε να ταιριάζει με την εθνι­ κή διάθεση. Η Αθήνα είχε επιβιώσει μετά από δέκα χρόνια πολέμου, χωρίς να χάσει σημαντικά εδάφη, και μετά από άλλα πέντε χρόνια εύθραυστης ειρήνης, είδε τους εχθρούς του εχθρού της να φτάνουν μπροστά στη Σπάρτη· η πόλη είχε αρχίσει να νιώθει πάλι υπερβολι­ κή σιγουριά για τον εαυτό της. Την ίδια χρονιά, ο Αλκιβιάδης ηγή­

θηκε εκστρατείας στην Πελοπόννησο, με σκοπό τη σύλληψη των φι­ λολακεδαιμόνων ηγεμόνων του Άργους ταυτόχρονα,

ένας άλλος

στόλος ξεκινούσε για τη Μήλο, μια πόλη που είχε καταφέρει να αποφύγει την ενσωμάτωση στην αθηναϊκή Συμμαχία επί μισό αιώνα, τώρα όμως η τύχη της την είχε εγκαταλείψει. Η πόλη ηττήθηκε από την ανωτερότητα των αθηναϊκών δυνάμεων, οι περισσότεροι άντρες

σφαγιάστηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά πουλήθηκαν ως δούλοι και στο νησί εγκαταστάθηκαν

5.000

άποικοι από την Αττική. Την επό­

μενη χρονιά, η Αθήνα αποκάλυψε ακόμα μεγαλύτερες φιλοδοξίες.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Αφορμή στάθηκε η αίτηση βοήθειας των Εγεσταίων, στην οποία οι

Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν στέλνοντας έναν τεράσηο στόλο, με πρό­ σχημα τη βοήθεια προς τους πολιορκημένους συμμάχους τους στη Σικελία. Ο αθηναϊκός στόλος όμως έφτανε και περίσσευε για την κα­ τάληψη ολόκληρου του νησιού και είπαν μάλιστα όη οι Αθηναίοι

σκόπευαν να συνεχίσουν μετά για την Καρχηδόνα. Στη διάρκεια της δημόσιας συζήτησης για τη σικελική εκστρα­

τεία, η επιτυχία του Αλκιβιάδου στην Ολυμπία στράφηκε εναντίον του. Ο στρατηγός Νικίας, ένας επιφυλακηκός άντρας που ήταν αντί­ θετος στο σχέδιο της εκστρατείας, προειδοποίησε τους Αθηναίους όη ο Αλκιβιάδης χρησιμοποιούσε τον πόλεμο για να χρηματοδοτή­ σει τον πολυτελή τρόπο ζωής του. Υιοθέτησε μάλιστα την ίδια εικό­ να που χρησιμοποίησε μεταγενέστερα ο Αισχίνης για να ερμηνεύσει

την εχθρότητα του Δημοσθένους κατά του Φιλίππου: μίλησε για ένα δημόσιο πρόσωπο του οποίου τα ιδιωηκά πάθη οδηγούν σε ριψο­

κίνδυνες επιχειρήσεις, και κινδύνους, και πόλεμο. Ο Θουκυδίδης ο ίδιος, αν και ήΤαν θαυμαστής του νεαρού Αλκιβιάδου, μοιάζει να συμφωνεί:

[ο Αλκιβιάδης] είχε επιθυμίες μεγαλύτερες από αυτές που μπορούσε να συντnΡrΊσει

n

περιουσία του, για

rnv

εKΤΡOφrΊ

αλόγων και άλλες δαπάνες. Αυτό, όπως αποδείχτnκε τελικά, είχε μεγάλn σχέσn με τον ξεπεσμό τnς πόλnς. Διότι τα πλrΊθn φο8rΊθnκαv και

rn

μεγάλn απειθαρχία που επιδείκνυε ως προς

το σώμα του [της τε κατα το έαυτου σώμα παρανομίας] και τον

τρόπο ςωrΊς του και

rn

μεγάλn επιvοnτικότnτα που έδειχναν

οι πράξεις του σε όλες τις περιστάσεις. Πίστευαν ότι ποθού­

σε έντονα

rnv

τυραννία και έτσι σΤΡάφnκαv εναντίον του'5 .

Την εποχή της δημόσιας συζήτησης, εντούτοις, οι φόβοι των

Αθηναίων για τον Αλκιβιάδη ήταν ακόμα σε λανθάνουσα κατάσταση· ή μάλλον, η απληστία του λαού είχε πνίςει ης όποιες ανησυχίες για τα κίνητρα όσων πίεζαν υπέρ της εκστρατείας. Τους είχε πιάσει

απληστία για τα θρυλικά πλούτη της Σικελίας και της δύσης, που άκουγαν σε ιστορίες και αφηγήσεις για πόλεις όπως η Σύβαρις, ο Ακράγας, η Σίρις και ο Τάρας. Τον

50

αιώνα, οι «Συβαριηκοί λόγοι»

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

θα πρέπει να είχαν γίνει κανονικό λογοτεχνικό είδος και, κατά τρό­ πο που θα πρέπει πια να μας φαίνεται οικείος, οι Αθηναίοι οραμα­ τίςονταν τα πλούτη της δύσης κυρίως ως τρόφιμα. Η Νότια Ιταλία

και Σικελία ήταν ονομαστές για τους εύφορους αγρούς τους, τα πα­ χιά τυριά, τους μαγείρους και την κουςίνα τους. Αν κρίνω από ένα

Σικελό που γνώρισα στο τρένο προς τις Συρακούσες το

1982 - ο

οποίος, αφού μου έδειςε τη μεγάλη κοιλιά του, μου έΒγαλε λόγο για τη θρυλική ευφορία του νησιού

-,

οι δυόμισι χιλιετίες δεν έχουν κα­

ταφέρει να μειώσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του εδάφους. Τα τρα­ πέςια των Συρακουσών είναι ήδη αρκετά διάσημα και απασχολούν διακαώς τον καταπύγονα γιο στους «Δαιταλείς», μια δεκαετία περί­ που πριν ςεκινήσει η συςήtηση για την εκστρατεία. Ο Μεταγένης,

ένας κωμικός ποιητής του τέλους του 50υ αιώνα, έγραψε την ακό­ λουθη περιγραφή για τα πλούτη της περιοχής στο έργο του «Θου­

ριοπέρσαι», ανακατεύοντας τα δύo~ματα για τα οποία ήταν διά­ σημη η δύση, τα εκλεπτυσμένα τραπέςια και την αφθονία της απλής

φύσης, σε μια παράλογη και ελαφρά δυσοίωνη εικόνα ωμών και ψη­ μένων φαγητών:

Ο μεν ένας ποταμός [Κράθις] ξεχύνει κατά πάνω μας μεγά­ λα καρΒέλια ςυμωμένα από μόνα τους, ο δε άλλος κύματα από

κρέατα και καλΟψΩμένα σαλάχια που έρχονται κουνιστά σ' εμάς, ενώ οι μικροΙ τους παραπόταμοι κυλούν γεμάτοι ΨΩτές σουπιές, φαγκριά και καραΒΙδες

[. .. ]

Φιλέτα ψαριού μαγειρε­

μένα από μόνα τους Kατaλ.ι:ίγOυν με ταχύΤΩτα μέσα στο στόμα μας.

Την ώρα που οι Αθηναίοι πολίτες ψήφιςαν δι' ανατάσεως της χει­ ρός υπέρ της αποστολής του στόλου στο καταστροφικό ταςίδι του,

αν κάποιος προσεκτικός παρατηρητός προσπαθούσε να αντιληφθεί τα κίνητρά τους, θα άκουγε πολλά στομάχια να γουργουρίςουν. Οι πλούσιες πόλεις της δύσης μπορούσαν να προσφέρουν πολλά πα­ ραπάνω από «πρωτόγαλα και λαγούς», ένα «Βασιλικό τραπέςι» κα­

τάλληλο για Βασιλιάδ ες l6. Η σαπουνόφουσκα της οίησης έσκασε με δραματικό ,τρόπο. Κατ' αρχάς, σηκώθηκε κάποιος στην Εκκλησία του Δήμου και ισχυρίστη-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

κε ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια είχαν ΒεΒηλωθεί σε ιδιωτικές κατοι­ κίες, κατονομάζοντας τον ΑλκιΒιάδη ως έναν εκ των ενόχων. Αργό­ τερα, λίγο πριν σαλπάρει η αποστολή, οι Αθηναίοι ξύπνησαν ένα

πρωινό και ανακάλυψαν ότι κάποιοι είχαν διαπράξει τρομερό Βαν­ δαλισμό στη διάρκεια της νύχτας. Άγνωστοι είχαν παραμορφώσει και

σπάσει τα αγάλματα των Ερμών τους. Ο Ερμής ήταν θεός των ταξι­ διών και των ευτυχών συμΒάντων, των αφετηριών και των καινού­ ριων εγχειρημάτων. Η λατρεία του ήταν μικρής κλίμακας, προσωπι­ κή και εξαιρετικά δημοφιλής στην Αθήνα, και έχει κάποιες ομοιότη­

τες με τη λατρεία του Γανέσα, του θεού ελέφαντα, στη σημερινή Ιν­

δία. Τα ασυνήθιστα αγάλματά του, οι ερμαϊκές στήλες, ήταν λίθινες προτομές που απεικόνιζαν το όμορφο κεφάλι του θεού με γενειάδα κι εμπρός είχαν ένα πέος σε στύση και χαραγμένες πληροφορίες για τους δρόμους. Ήταν μια ιδιομορφία της Αθήνας, ένα διακριτικό χα­

ρακτηριστικό των αθηναϊκών δρόμων, κατωφλιών και εισόδων, και πληροφορούσαν τους ταξιδιώτες από τα χωριά της υπαίθρου ότι ήταν στα μισά της απόστασης προς την πόλη ή τους συμΒούλευαν

να «κάνουν δίκαιες σκέψεις» καθ' οδόν. Ένας τεράστιος αριθμός απ' αυτές Βρισκόταν στην είσοδο της Αγοράς, στη Στοά των ΕρμώΥ" εκεί πωλητές, ενάγοντες και πολιτικοί είχαν την ευκαιρία να ξεκινήσουν τις δουλειές της μέρας σε σωστή Βάση και από εκεί μπορούσε όποιος ήθελε να παρακολουθήσει καλύτερα την πομπή των Παναθη­

ναίων, με το καινούριο πέπλο της θεάς Αθηνάς να περνάει σαν γι­ γάντιο ιστίο. Αρκετές από αυτές τις ερμαϊκές στήλες είχε αφιερώσει ο στρατηγός Κίμων στο θεό μετά την πρώτη νίκη της Συμμαχίας της

Δήλου επί των Περσών το

476-5

π.χ., ορίζοντας έτσι την αρχή του

αθηναϊκού χρυσού αιώνα' από την ίδια ημερομηνία επίσης μπορού­ με να θεωρήσουμε ότι ξεκινάει η κλασική εποχή. Ο Θουκυδίδης ανα­

φέρει ότι «περιεκόΠΩσαν τα πρόσωπα» των αγαλμάτων και μερικά απ' αυτά που Βρέθηκαν στις ανασκαφές της Αγοράς φαίνεται να ται­

ριάζουν σ' αυτή την περιγραφή' οι δράστες θέλησαν να τους κλαδέ­ ψουν τις αρχαϊκού στυλ γενειάδες τους και να τους δώσουν ένα πιο σύγχρονο κλασικό ύφος. Όπως είναι αναπόφευκτο, οι σύγχρονοι μελετητές αφήνουν να εννοηθεί ότι κύριος στόχος των ΒεΒήλων ήταν

τα προκλητικά πέη των ερμαϊκών στηλών' σ' αυτούς ανήκει και μια φεμινίστρια ιστορικός, η οποία ισχυρίστηκε ότι το όλο επεισόδιο

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

οργανώθηκε από γυναίκες, που διαμαρτυρήθηκαν έτσι για την κατα­ πίεση του πατριαρχικού καθεστώτος. Τα κίνητρα και μερικές φορές η

ταυτότητα

των

Ερμοκοπιδών

συνεχίζουν

να

αμφισΒητούνται,

εντούτοις δεν υπάρχει αμφιΒολία για την επίπτωση της πράξης τους στο λαό. Ο κόσμος πανικοΒλήθηκε πως η εύνοια του θεού δεν ήταν σίγουρη πια και πως η εκστρατεία ήταν καταραμένη. Ο ακρωτηρια­

σμός των ερμαϊκών στηλών το

415

π.Χ Βρίσκεται σε απόλυτη συμ­

μετρία προς το ανάθημα του Κίμωνος πριν εξήντα χρόνια. Αντί να αφήσουν τις ερμαϊκές στήλες να εγκαινιάσουν μια δεύτερη φάση ηγεμονικών κατακτήσεων, σημάδεψαν με τον ακρωτηριασμό τους την αρχή του τέλους της πρώ της 17. Ο στόλος σαλπάρισε τελικά όπως ήταν προσχεδιασμένο, αλλά,

αμέσως μόλις εγκατέλειψε το λιμάνι, οι ανησυχίες όσων έμειναν πί­ σω έλαΒαν διαστάσεις υστερίας, τροφοδοτούμενες από όλο και πε­

ρισσότερες δυσοίωνες αποκαλύψεις. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, οι σκέψεις όλων πήγαιναν συνεχώς σε μια συγκεκριμένη περίοδο της αθηναϊκής ιστορίας, την τυραννία του Πεισιστράτου και του γιου

του Ιππίου, οι οποίοι εξουσίαζαν την πόλη εκατό χρόνια νωρίτερα:

ΕγθυμούμεΥΟΙ όλα όσα είχαγ ακούσει γι' αυτούς, rίταγ τώ­ ρα θυμωμέΥΟΙ και υποψιάζΟΥταγ τους καΤΩγορούμεΥους για ΤΩ 8ε8rίλωσΩ τωγ ΜυσΤΩρίωψ όλα όσα είχαγ γίγει έμοιαζαγ γα εγτάσσovται σε κάποια συγωμοσία που είχε σκοπό ΤΩγ εγκα­

θίδρυσΩ ολιγαρχίας rί τυραννίδας. Με τόσο εξΩμμέγα τα πάθΩ, αρκετοί εξέΧΟΥτες άγτρες oδΩγrίθΩKαγ αμέσως σΤΩ φυλαKrί και καγέγα

σΩμάδι

κατευγασμού

ΤΩς κατάστασΩς

δε φαιγόταγ.

ΑΥτίθετα, ο λαός γιγόταγ όλο πιο άσπλαχνος μέρα με ΤΩ μέ­

ρα και οι συλλrίψεις πολλαπλασιάζΟΥταγ;

Σύμφωνα με τον Ανδοκίδη, που είχε και ο ίδιος σοΒαρή ανάμιξη, κάθε φορά που συνεδρίαζε η Βουλή των

500

στην αγορά, ο χώρος

άδειαζε διότι οι Αθηναίοι φοΒόντουσαν ότι μπορεί να ήταν οι επό­ μενοι στη σειρά που θα τους κατάγγελλαν και θα τους φυλάκιζαν. Τελικά ο Ανδοκίδης αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στα Βάσανά του και να γίνει καταδότης έτσι, εξασφαλίζοντας τη θανατική ποινή

πολλών φυλακισμένων, κατάφερε να γλιτώσει ο ίδιος και μερικοί

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

άλλοι. Τώρα που είχε λυθεί το ζήτημα των Βανδάλων των Ερμών, ο κόσμος στράφηκε με περισσότερο μένος κατά των ΒεΒήλων των

Ελευσινίων Μυστηρίων, για τους οποίους υπέθεταν ότι πρέπει να ανήκαν στην ίδια συμμορία για την ανατροπή της δημοκρατίας. Σί­ γουροι πια ότι ο ΑλκιΒιάδης είχε σχέση με τη ΒεΒήλωση, ζήτησαν την ανάκλησή του από τη Σικελία, σπρώχνοντας έτσι στις αγκάλες

της Σπάρτης το στρατηγό που είχε σχεδιάσει την αποστολή. Ταυτό­

χρονα, ξεκίνησε μια αλληλουχία γεγονότων τα οποία, σύμφωνα με μερικούς συγχρόνους, οδήγησαν στην τελική ήττα της Αθήνας κατά

τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ενώ κατά το Θουκυδίδη και πολλούς μεταγενέστερους παρατηρητές, οδήγησαν στην ατίμωση της δημο­ κρατίας της ίδ ιας l8.

Οι Αθηναίοι έτρεφαν από πολύ παλιά το φόΒο της τυραννίδας. Αυτός ο φόΒος είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και της ελληνικής πολιτικής σκέψης γενικότερα. Η

δικτατορία του Πεισιστράτου και των γιων του είχε πάρει τέλος από το

510

Π.Χ. Κάθε πιθανότητα αποκατάστασης του Ιππίου, του τελευ­

ταίου τυράννου, είχε διαλυθεί το

490

π.Χ., όταν ο ηλικιωμένος

άντρας είδε τους Πέρσες υποστηρικτές του να ηττώνται στο Μαρα­

θώνα, και όντως οι περισσότεροι σύγχρονοι σχολιαστές θεωρούν ότι η προοπτική πραξικοπήματος μετά απ' όσα συνέΒησαν ήταν πολύ

απίθανη. παρ' όλα αυτά, έναν αιώνα σχεδόν μετά το τέλος της τυ­ ραννίδας, η κατηγορία ότι κάποιος ήθελε να γίνει τύραννος εκτο­ ξευόταν διαρκώς στη συνέλευση και από σκηνής, όπου χρησιμο­

ποιείτο μάλιστα και σε επιθέσεις κατά εξεχόντων αντρών όπως ο Πε­ ρικλής. Όταν ο Αριστοφάνης ισχυρίζεται στους «Σφήκες» ότι στην Αθήνα η κατηγορία της τυραννίας ήταν φτηνότερη κι από τα παστά ψάρια, υπερέΒαλε ενδεχομένως αλλά όχι πολύ. Οι περισσότεροι σύγχρονοί του πάντως, τη θεωρούσαν κάτι παραπάνω από μια σκέ­ τη ρητορική κοινοτοπία που εξαπέλυαν στην πρώτη ευκαιρία οι πο­

λιτικοί. Μπορεί οι Αθηναίοι να είχαν να δουν τυραννία πάνω από ογδόντα χρόνια, αλλά, όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης, συνέχιζαν να παίρνουν την απειλή πολύ σοΒαρά.

Ο Κλεισθένης και οι διάδοχοί του είχαν εντάξει στο αθηναϊκό κα­ θεστώς ένα μηχανισμό αποπομπής των πιθανών τυράννων, πριν να είναι πολύ αργά. Η Εκκλησία του Δήμου ψήφιζε αν υπήρχε ανάγκη

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

να εξορίσει η πόλη κάποιους εξέχοντες πολίτες για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αν το αποτέλεσμα ήταν θετικό, ακολουθούσε πε­ ραιτέρω ψηφοφορία για να αποφασίσουν ποιοι θα ήταν αυτοί. Τα ονόματα των υποψηφίων γράφονταν σε κομμάτια από κεραμίδι που

λέγονταν όστρακα, τα οποία έριχναν σε υδρίες. Ο «νικητής" εξο­ στρακιζόταν, δηλαδή εξοριζόταν για δέκα χρόνια· μετά την εξορία, είχε δικαίωμα να επιστρέψει με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και να απαιτήσει την επιστροφή της περιουσίας του. Ήταν μια προσπάθεια

ρύθμισης και ελέγχου του καταστροφικού φαύλου κύκλου, που είχε

αποσταθεροποιήσει την Αθήνα πριν την τυραννία και που συνέχιζε να αποσταθεροποιεί άλλες πόλεις. Η μια φατρία έδιωχνε τους αντι­

πάλους της στην εξορία, απ' όπου εκείνοι συνωμοτούσαν για ναεπι­ στρέψουν και να πάρουν εκδίκηση και με τη σειρά τους να εξορί­ σουν τους εχθρούς τους. Η πρόσφατη ιστορία της Ρουάντα αποτε­

λεί ίσως ένα σύγχρονο παράδειγμα. Και ο Πεισίστρατος κάπως έτσι είχε αρπάξει την εξουσία και είχε γίνει τύραννος, πριν προλάβουν να συνέλθουν οι αντίπαλοί του. Μερικοί εκφράζουν την αντίρρηση ότι ο εξοστρακισμός δεν μπορεί να ήταν άμυνα εναντίον της τυραν­ νίδας, αφού η μεγαλύτερη απειλή ήταν οι λαϊκιστές, οι οποίοι, ακρι­ βώς επειδή είχαν το λαό με το μέρος τους, θα ήταν αδύνατον να εξο­

στρακιστούν· ένα τέτοιο σκεπτικό όμως εφαρμόζει τις σύγχρονες

ιδέες περί δικτατορίας σ' ένα πολύ διαφορετικό πολιτισμό. Στην Αθήνα, ένας εν δυνάμει τύραννος έκανε γνωστή την παρουσία του από ιδιότητες που δεν είχαν καμία σχέση με τη δημοτικότητα ή την

πολιτική, αλλά πολύ περισσότερο με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του. Ο Αλκιβιάδης θεωρήθηκε ύποπτος για ανάμιξη σε συνωμοσία ανατροπής του καθεστώτος, όχι επειδή ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής ή επειδή εκφωνούσε λόγους κατά της δημοκρατίας ή επειδή τον είχαν

πιάσει να συγκεντρώνει όπλα για πραξικόπημα. Οι κατήγοροί του, λέει ο Θουκυδίδης, «8ριΊ.καν τις αποδείξεις στον απείθαρχο και αVΤΙ­ δΩροκρατικό χαρακτιΊ.ρα του τρόπου ςωιΊ.ς του». Αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί με διαφορετικούς τρόπους. Ο Αλκιβιάδης αναμφισβή­ τητα επιδείκνυε παρανορία (απειθαρχία, περιφρόνηση για το νόμο)

και υπάρχουν πολλές ιστορίες που κυκλοφορούσαν γι' αυτόν, οι οποίες μοιάζουν να ερμηνεύουν αυτό το στοιχείο του χαρακΤήρα

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

του. Η πιο ζωντανή ίσως είναι η περιγραφή του Πλάτωνος, που πα­ ρουσιάζει τον Αλκιβιάδη να ορμάει στο ως τότε πειθαρχημένο συ­

μπόσιο του Αγάθωνος εντελώς μεθυσμένος, στηριζόμενος σε μιαν

αυλητρίδα και μ' ένα τεράστιο στεφάνι να του πέφτει στα μάτια. Εκλέγει τον εαυτό του συμποσίαρχο και προσπαθεί να πείσει τους πάντες να μεθύσουν όσο αυτός. Δεν περιμένει καν να ανακατέψουν το κρασί με νερό για ασφάλεια, αλλά πίνει κατευθείαν από τον ψυ­ κτήρα. Άλλοι επισήμαιναν τις σεξουαλικές δραστηριότητές του, τις

σχέσεις του με παντρεμένες και ανύπαντρες, τη νόθα κόρη που εί­ χε. Παρόμοια ασέβεια προς τους κανόνες θα θεωρείτο επικίνδυνη σε οποιαδήποτε κοινωνία και τη θεωρούσαν χαρακτηριστική των τυράν­

νων. Η συμπεριφορά του Αλκιβιάδου στην Ολυμπία έδειξε φυσικά

ότι επιθυμούσε να έχει μεγαλύτερα προνόμια απ' όσα δικαιούτο ως απλός πολίτης σε μια πόλη δίκαιης μοιρασιάς. Αυτή η παρανομία,

εντούτοις, δεν είναι ένα απλό παράπτωμα, μια γενικότερη ασέβεια προς κάθε νόμο ή εξουσία, είναι μια ασέβεια προς τα όρια της από­ λαυσης, προς τους νόμους και τους κώδικες συμπεριφοράς που ελέγχουν την επιθυμία και ειδικότερα, στην περίπτωση του Αλκιβιά­ δου, προς τους κανόνες που διέπουν το σεξ και το ΠΟ'Γό. Δεν ήταν μόνον ότι ένας άντρας με «τυραννικό τρόπο ςωΩς» έδει­ χνε να εποφθαλμιά τις βασιλικές απολαύσεις που χαίρονταν έλεγαν οι φήμες

-

-

όπως

οι μονάρχες και οι σατράπες της Περσίας καθώς

και οι Έλληνες δικτάτορες του μακρινού παρελθόν'Γος. Ήταν ότι οι επιθυμίες ενός τυραννικού άντρα ξεπερνούσαν ήδη τις οικονομικές δυνατότητες του

ιδιώτη και τον ανάγκαζαν να φ'Γάσει στα άκρα.

Έπρεπε να ανατρέψει το σύσ'Γημα για να γλιιώσει από τα χρέη. Δεν

ήταν τόσο μια τυραννία λόγω φιλοδοξίας, όσο μια 'Γυραννία λόγω απελπισίας. Ο Θουκυδίδης το εκφράζει αυτό με απλά λόγια:

[Ο Αλκιβιάδης] είχε επιθυμίες μεγαλύτερες από αυτές που μπορούσε να συνΤΩρΩσει

n

περιουσία του Ι .. ] Πίστευαν ότι

ποθούσε έντονα ΤΩν τυραννία και έτσι στράφΩκαν εναVΤίOν του.

Πίστευαν ότι ο Αλκιβιάδης είχε ανάγκη την επανάσταση, επειδή

δεν μπορούσε να ελέγξει τις επιθυμίες 'Γου και τα έξοδά του ξεπερ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νούσαν τις οικονομικές του δυνατότητες. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή λοιπόν, η υποψία περί τυραννίας που οδήγησε στην ανάκλησή

του από τη σικελική εκστρατεία στηριζόταν στην ίδια ιδιότητα του χαρακτήρα του που, σύμφωνα με το Νικία, τον έκανε να ανυπομονεί τόσο να κατακτήσει τη Σικελία (και την Καρχηδόνα): στην υπερΒο­

λική σπατάλη του '9 . Έγινε πράγματι ολιγαρχικό πραξικόπημα στην Αθήνα το

411

π.χ., αλλά κάθε άλλο παρά απέδειξε ότι ήταν τεκμηριωμένοι οι φό­ Βοι των Αθηναίων το

415

ή το

422

π.Χ. (όταν ανέΒηκαν οι «Σφή­

κες,,)· το πραξικόπημα αυτό ήταν επακόλουθο των μέτρων που πάρ­ θηκαν για την υπεράσπιση της πόλης στη συγκεκριμένη περίσταση.

Διότι η επανάσταση ακολούθησε αμέσως μετά το χάος και την ηττο­ πάθεια της σικελικής καταστροφής, η οποία με τη σειρά της ήταν

συνέπεια της ανάκλησης του θετικά διακείμενου στην εκστρατεία ΑλκιΒιάδου και της αντικατάστασής του στη θέση του μοναδικού

διοικητή από το Νικία, το στρατηγό που ήταν εντελώς αντίθετος προς αυτήν. Η αντικατάσταση δεν ήταν μόνο κακή ιδέα από μόνη της, αλλά σε πολλούς φάνηκε να επαληθεύει την άποψη ότι η δημο­ κρατία ήταν ικανή να θέσει την πολιτική αντιπαλότητα πριν από το εθνικό συμφέρον, ενώ ήταν ανίκανη να διοικήσει με συνέπεια και σταθερότητα. Όπως παρατηρεί ο Θουκυδίδης, συλλογιζόμενος την τελική ήττα της Αθήνας, η πόλη δεν έχασε πραγματικά από τη Σπάρ­

τη, ούτε δολοφονήθηκε από τους ίδιους της τους συμμάχους. Η

Αθήνα έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, επειδή ηττήθηκε από τον εαυτό της. Πράγματι, ανάμεσα στους δημαγωγούς που έκαναν μεγάλη φασαρία για τα Μυστήρια, και τις ερμαϊκές στήλες, και την απειλή κατά της δημοκρατίας, υπήρξαν μερικοί τύποι που αναδεί­ χτηκαν αργότερα ηγέτες της ολιγαρχικής σπείρας. Όπως συμΒαίνει στους ήρωες των τραγωδιών, η προσπάθεια που έκανε η πόλη για να αποφύγει τη μοίρα της

-

η ανάκληση του ΑλκιΒιάδου

-

στάθηκε

υπεύθυνη για την επέλευση της μ·Οίρας αυτής. Στη συγκεκριμένη τραγωδία, όπως επισημαίνει ο Θουκυδίδης, οι υπερΒολικές ανησυ­ χίες για τις επιθυμίες, τις πολυτέλειες και τις δαπάνες έπαιξαν οπωσδήποτε το ρόλο τους20. Η κλασική ερμηνεία για την προέλευση των πραξικοπημάτων εμ­

φανίζεται στην «Πολιτεία" του Πλάτωνος, εκεί που περιγράφει πώς

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τα καθεστώτα διαδέχονται το ένα το άλλο και εξελίσσονται. Ο τυ­ ραννικός άντρας έχει μέσα του έναν Τύραννο, τον έρωτα, που δυνα­ στεύει τις άλλες επιθυμίες. Ο τρόπος ζωής του είναι «όλο εορτές

και παρελάσεις [κώμοι] και γλέντια και διασκεδάσεις ρε γυναίκες»' αυτός οδηγεί σε «δανεικά και ψαλίδισμα ΤΩς περιουσίας», που με τη σειρά τους φέρνουν την κακομεταχείριση των γονιών, οι οποίοι αν­

θίστανται στις απαιτήσεις του για περισσότερα χρήματα. Χτυπάει τη

μητέρα του για χάρη μιας εταίρας ή «θα XτυπrΊ.σει τον πατέρα του ... για το χατίρι ενός ομορφονιού, νέου φίλου του». Ξεμένοντας σύντο­ μα από λεφτά, αλλά υποφέροντας από το σμήνος των ηδονών που

Βουίζει σαν μελίσσι μέσα στο κεφάλι του, στρέφεται στο έγκλημα:

Δεν θα ΠΡOσπαθrΊ.σΩ σΤΩν αρXrΊ. να τpυπrΊ.σΩ τον τοίχο κα­ νενός σπιτιού rΊ. να αρπάξΩ το ρούχο κανενός αργΟΠΟΡΩμένου

νυχτερινού διαΒάΤΩ;

Μερικές φορές, τέτοιο τύποι Βρίσκουν διέξοδο σε μισθοφορι­

κούς στρατούς ή στις τάξεις των σωματοφυλάκων κάποιου ξένου τυ­ ράννου, αλλά, όταν δεν τα καταφέρουν, αυτοί οι επικίνδυνοι τύποι μένουν στην πόλη κι ασχολούνται με μικροεγκλήματα:

ΚλέΒουν, κάνουν διαρρrΊ.ξεις, γίνονται πορτοφολάδες, λω­ ποδυτεύουν, κάνουν ιεροσυλίες, γίνονται σωματέμποροι' κά­ ποτε κάποτε συκοφαντούν, αν έχουν κάποια ευγλωττία, και γίνονται ψευδομάρτυρες και πωλούν ΤΩ συνείδΩσrΊ. τους παίρ­ νοντας δώρα.

Όταν μαζεύονται αρκετοί τέτοιοι τύποι σε μια πόλη, συνειδητο­ ποιούν την αριθμητική τους δύναμη και, χάρη στην απερισκεψία του

λαού, Βρίσκουν έναν ηγέτη για να γίνει ο τύραννος όλων. Αν υπάρ­ ξει αντίσταση, τότε αυτός με τη Βοήθεια των συντρόφων του (εταί­

ρων) θα σκλαΒώσει την πατρίδα του, όπως κάποτε κακομεταχειριζό­ ταν τη μητέρα του.

Και αυτό θα 'ναι το τέλος ΤΩς επιθυμίας αυτού του ανθρώ­ που. Πραγματικώς, τέτοιο θα 'ναι 21.

420

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Το τέλος τού πολιτισμού Αν αυτό το μοτίΒο μας μοιάζει οικείο, είναι επειδή έχουμε ήδη

δει ένα απόσταγμα της ιστορίας του τυράννου στο κατηγορητήριο που εξαπολύει ο Αισχίνης κατά του Τψάρχου. Στην περιγραφή του Πλάτωνος για τον τυραννικό άντρα πρωταγωνιστεί το ίδιο στοιχείο που αναφέρει ο Αισχίνης, διηγούμενος τη ζωή του Τψάρχου: η επι­ θυμία. Ο ρήτορας κατηγορεί τον Τίμαρχο για συκοφαντία, δωροδο­

κίες και ιεροσυλία, αλλά δε σταματάει εκεί· ακολουθεί τον πλάτω­ να μέχρι τέλους

Εύκολα θα εύρετε ότι οι περισσότεροι των ανθρώπων αυ­ τού του είδους και τας πόλεις των κατέστρεψαν "και αυτοί οι ίδιοι περιέπεσαν εις τας 8αρυτέρας συμφοράς

[... ]

Αι αλόγι­

σται ηδοναί, το ανικανοποίητον πάθος, αυτά γεμίζουν τας φω­

λεάς των ληστών και οπλίζουν τα πειρατικά πλοία, αυτά είναι η Ερινύς ενός εκάστου, αυτά εξωθούν τον άνθρωπον να σφά­ ζη τους συμπολίτας του, να υπηρετΏ τους τυράννους, να συ­ μπράττη εις την κατάλυσιν της λαοκρατίας.

Η τυραννία μοιάζει να είναι το τέλος (και ο Αισχίνης αφήνει να

εννοηθεί πως ο Δημοσθένης θα είναι ο τύραννος), η τελική συνέπεια της αγάπης του Τψάρχου για τις αυλητρίδες, τα ζάρια και τα ψάρια, αν δεν τον σταματήσουν τώρα. Αν η «Ζωή του ασώτου»* του 180υ

αιώνα κατέληγε στο τρελοκομείο, η πορεία του σκορποχέρη της κλασικής εποχής κατευθυνόταν προς την ακρόπολη, απειλώντας να

κάνει τρελοκομείο την ίδια την πόλη 22 •



Αισχίνης μας παρουσιάζει όσους επιδιώκουν ης απολαύσεις

ως δολοφόνους, παραΒάτες του νόμου, πειρατές και λαφυραγωγούς, συνδυάζοντας έτσι ης απολαύσεις της σάρκας με την αγριότητα και τη ΒαρΒαρότητα. Η εικόνα αυτή έχει πολλά κοινά με τους άσωτους

• Η "Ζωή του ασώτου» (Rake's Progress) είναι μια σειρά οκτώ πινάκων του Άγγλου ζωγράφου Γουίλιαμ Χόγκαρθ (1697-1764), οι οποίοι παρουσιάζουν την ηθική κα­ τάπτωση ενός νεαρού ευγενούς που κληρονομεί μια περιουσία και την κατασπατα­

λάει σε κραιπάλες.

421

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

του Πλάτωνος, οι οποίοι, εξωθούμενοι από τις επιθυμίες τους, στοι­

χειώνουν τους δρόμους τις νύχτες, κλέβοντας μανδύες, κάνοντας διαρρήξεις σε σπίτια, βουτώντας πορτοφόλια, και καταλήγουν να

περιπλανιούνται στον κόσμο με μισθοφορικούς στρατούς. Μια πα­ ρόμοια εικόνα μας δίνει ο Θεόπομπος για τον πυρήνα της μακεδο­ νικής στρατιάς του Φιλίππου, τους εταίρους ή συντρόφους του βα­

σιλιά, οι οποίοι ήταν

-

κατ' αυτόν

-

άγριοι και διεφθαρμένοι:

Ο Φίλιππος αποστρεφόταν γενικότερα εκείνους που ζού­ σαν μια τακτικΩ ζωΩ και ρύθμιζαν τις ανάγκες τους σύμφωνα με τις δυνατότπτές τους Προτψούσε και προωθούσε τους σκορποχέρπδες, αυτούς που δε σταματούσαν ποτέ τον τζόγο, τους μονίμως μεθυσμένους

[... ]

Μερικοί από αυτούς είχαν τπ

συνΩθεια να ξυρίζουν τα γένια και τα μουστάκια τους, αν και Ωταν ενΩλικες άντρες ΚουΒαλούσαν μαζί τους όπου πΩγαιναν

δύο ri τρεις αρσενικές πόρνες και εξυππρετούσαν κι άλλους του ιδίου φυράματος, έτσι που δε θα είχαμε άδικο αν αντί για εταίρους τους λέγαμε εταίρες κι όχι στρατιώτες αλλά ανθρώ­ πους των χαμαιτυπείων' διότι, αν και Ωταν δολοφόνοι εκ φύ­ σεως, στπ συμπεριφορά τους Ωταν ανδρόπορνοl.

[... ]

Αδιαφο­

ρώντας για όσα είχαν, επιθυμούσαν όσα δεν είχαν, παρά το γε­ γονός ότι κατείχαν μεγάλο μέρος τπς Ευρώππς Εν ολίγοις

[... ]

νομίζω ότι εκείνοι που ονομάζονταν φίλοι

και σύντροφοι του Φιλίππου Ωταν θπρία και είχαν πιο ζωώδπ ιδιοσυγκρασία και από τους Κενταύρους που εγκαταστάθπκαν στο ΠΩλιο

ri τους Ααιστρυγόνες που ζούσαν στπν πεδιάδα των

Αεοντίνων.

Οι Λαιστρυγόνες ήταν οι ανθρωποφάγοι τους οποίους συνάντη­ σε ο Οδυσσεύς στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής του στην ιθάκη. Αυτοί, όταν είδαν τα πλοία του Οδυσσέως, κατέβηκαν στην παραλία και άρχισαν να τους πετούν τεράστιους βράχους κι, αφού τα βύθι­ σαν και «λόγχισαν τα πλπρώματα σαν τα ψάρια'"

κουβάλησαν την

ψαριά τους πίσω στο σπίτι για βραδινό. Οι Κένταυροι εμφανίζονται σε αρκετούς μύθους. Μια ιστορία τους, η Μάχη των Κενταύρων, αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα της ελληνικής τέχνης: η

422

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

μάχη εμφανίζεται όντως σε αμέτρητα αθηναϊκά κύπελλα και οινοχό­ ες, στο μεγαλοπρεπές αέτωμα του ναού του Διός στην Ολυμπία, στις χαμένες ζωγραφιστές ζωοφόρους του Θησείου, που αφιέρωσε ο Κί­ μων στην Αθήνα, στις σωζόμενες πέτρινες ζωοφόρους του Ηφαιστεί­ ου, στο ναό του Απόλλωνος στο μακρινό λόφο των Βασσών στην Αρ­ καδία, ακόμα και στον Παρθενώνα. Οι Κένταυροι ήταν καλεσμένοι

στο γάμο του Πειρίθου, Βασιλιά των πολιτισμένων συγγενών τους, των Λαπιθών. Ασυνήθιστοι στο κρασί, οι Κένταυροι μέθυσαν άσχη­

μα κατά τη διάρκεια του γαμήλιου τραπεζιού και προσπάθησαν να Βιάσουν τις γυναίκες των Λαπιθών (δεν ξέρουμε να υπήρχαν θηλυ­ κοί Κένταυροι), συμπεριλαμΒανόμενης της νύφης Ιπποδαμείας. Μια

άλλη ιστορία έχει σχέση με την επίσκεψη του Ηρακλέους. Ο Ηρα­ κλής φιλοξενήθηκε κάποτε από τον κένταυρο Φόλο και στο γεύμα ζήτησε να του προσφέρουν μια κούπα με κρασί, δείχνοντας το πιθά­ ρι που Βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά. Ο οικοδεσπότης του δίστασε, διότι το πιθάρι ήταν δώρο του Διονύσου σε όλη τη φυλή των Κε­

νταύρων κι ο θεός τους· είχε απαγορεύσει να το ανοίξουν μέχρι να φτάσει η κατάλληλη στιγμή. Ο Ηρακλής τον έπεισε ότι η στιγμή αυ­

τή είχε φτάσει, αλλά αμέσως μόλις οι άλλοι Κένταυροι μύρισαν το άρωμα του κρασιού, μαζεύτηκαν εκεί, μέθυσαν γρήγορα και τρελά­ θηκαν. Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να πολεμήσει μαζί τους και σκότω­ σε αρκετούς με τα Βέλη του τα Βουτηγμένα στο δηλητηριώδες αίμα της Λερναίας Ύδρας. Σκοτώθηκε μάλιστα και ο οικοδεσπότης του ο Φόλος που σε μια στιγμή τράΒηξε το Βέλος από ένα σκοτωμένο Κέ­ νταυρο και απόρησε πώς ένα τόσο δα πραγματάκι είχε τη δύναμη να

σκοτώνει τόσο μεγάλα πλάσματα. Καθώς όμως το περιεργαζόταν του γλίστρησε και σφηνώθηκε στο γόνατό του. Όπως ήταν δηλητηρια­

σμένο τον σκότωσε αμέ σως 2 3 . Η μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων ήταν σπουδαίο θέμα για αναπαράσταση, γεμάΤο κίνηση και ζωή, μεθυσμένους άντρες-άλογα, απελπισμένες γυναίκες και αναποδογυρισμένα τραπέζια. Θα ήταν απλοϊκό όμως, αφού τη συναντάμε σε τόσο σημαντικούς ναούς, να μην τη δούμε ως σύμΒολο άλλων μαχών, των Ελλήνων κατά των Περ­ σών, του πολιτισμού κατά της ΒαρΒαρότητας, της εσωτερικής πάλης κανόνων και δεσμεύσεων κατά της αναρχίας των ζωωδών παθών, του πολιτισμού κατά του χάους. Η αντίθεση Διονύσου και Απόλλωνος

-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

αντίθεση που συμβολίζει τη θεία έμπνευση κατά της νοημοσύνης, τη

διάλυση ενάντια στη συγκρότηση, τη μέθη ενάντια στο όνειρο

-

εί­

ναι κυρίως μια μοντέρνα επινόηση, αλλά έχει και κάποιες αρχαίες ρίζες ώστε να αποτελεί ουσιώδες στοιχείο ερμηνείας της Μάχης των Κενταύρων: οι άγριοι μεθυσμένοι άντρες-άλογα εκπροσωπούν τη βία που θα πλήξει όποιον δεν ξέρει πώς να πιει το κρασί του Διονύσου' ο Απόλλων, από την άλλη, βοηθάει τους Λαπίθες και, στο αέτωμα της Ολυμπίας, στέκεται ειρηνικά πάνω από το χάος, εγγυητής της

τάξης που θα επιστρέψει 24 . Λέγεται συχνά ότι, παρ' όλο που κατά τον ελληνικό τρόπο σκέ­ ψης, η αγριότητα και η τρυφηλότητα είναι χαρακτηριστικά των Βαρ­ βάρων, σπάνια εμφανίζονται μαζΙ Είναι επίσης αλήθεια ότι ο ελλη­ νικός τρόπος σκέψης αρνιόταν να δεχτεί πως μπορούσε ένας άνθρω­

πος να αγαπά τις απολαύσεις και να είναι πολεμοχαρής. Ο Πολύ­ βιος διαφωνεί με τον τρόπο που παρουσιάζει ο Θεόπομπος τους Μακεδόνες εταίρους, με αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα. Από την άλ­ λη μεριά, για τους Έλληνες ήταν αυτονόητο ότι η εξουσία αντικα­

τοπτρίζεται στις απολαύσεις και έβλεπαν την κατάκτηση και την απόλυτη εξουσία ως «αγαθά" που κερδίζει η νικηφόρα πόλη ή ο επι­ τυχημένος τύραννος. Δεν ήταν επομένως δύσκολο να αρχίσουν να

βλέπουν τη βία και τον πόλεμο που απαιτούνται για να κερδίσεις ένα βασιλικό τραπέζι ως ουσιώδες στοιχείο του βασιλικού τραπε­ ζιού καθαυτού, να θεωρήσουν τη βία που είναι αναγκαία για την απόκτηση αυτών των ηγεμονικών απολαύσεων ως αντανάκλαση της

βίας που ενυπάρχει στην ίδια την επιθυμία. Ο Θεόπομπος προηγεί­ ται κατά ένα βήμα του Πολυβίου στον τρόπο που παρουσιάζει τους Μακεδόνες, οι αντιθέσεις που χρησιμοποιεί ταιριάζουν πολύ, έτσι όπως εκθέτουν την αγριότητα που κρύβεται κάτω από την πατίνα

της εκλέπτυνσης των απολαύσεων. Οι συγκρίσεις με τις οποίες τέ­ λειώνει συμπυκνώνουν αυτό το αταίριαστο κράμα. Δεν είναι απλώς ότι οι Κένταυροι και οι Λαιστρυγόνες είναι άγριοι και βάρβαροι.

Όπως οι Μακεδόνες εταίροι, δείχνουν τη βαρβαρότητά τους με τον τρόπο που ικανοποιούν τις ορέξεις τους, τον κανιβαλισμό, την τρέ­ λα της μέθης, το βιασμό στη διάρκεια της γαμήλιας γιορτής. Οι Λαιστρυγόνες, οι οποίοι καμακώνουν τους Έλληνες από τη

θάλασσα σαν τα ψάρια, μας θυμίζουν κάποιους άλλους ανθρώπους

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

που συνάντησαν οι Έλληνες στις άκρες του κόσμου. Βρισκόμαστε στο

325

π.χ. Ο Νέαρχος ο Κρης, στενός φίλος του Μεγάλου Αλε­

ξάνδρου, επιστρέφει από την Ινδία ακτοπλοϊκώς, ακολουθώντας από ασύλληπτη απόσταση τη Βασανιστική πορεία του κατακτητή διά ξη­

ράς, μέσω της άνυδρης Γεδρωσίας του Ιράν

-

έλεγαν ότι ο Αλέξαν­

δρος διάλεξε αυτή τη διαδρομή εσκεμμένα, για να τιμωρήσει τους άντρες του οι οποίοι είχαν επιμείνει να επιστρέψουν. Ο Νέαρχος εί­

χε επιφορτισθεί με το καθήκον να μελετήσει τις Βόρειες ακτές του

Περσικού Κόλπου, τους λαούς του και τις συνήθειές τους, και να δώσει λεπτομερή αναφορά στον Αλέξανδρο. Όλοι περίμεναν την αναφορά του με μεγάλη ανυπομονησία και, αμέσως μόλις κυκλοφό­ ρησαν φήμες ότι οι εξερευνητές γύριζαν, από τις ακτές στάλθηκε μια ομάδα διάσωσης να τους προϋπαντήσει. Το ταξίδι όμως είχε κάνει

τους ταξιδιώτες αγνώριστους είχαν μακρύνει τα μαλλιά τους και εί­ χαν ασπρίσει από τα αλάτια, ήταν χλομοί και άυπνοι. Στην αρχή, η ομάδα διάσωσης δεν κατάλαΒε ποιοι ήταν και απάντησε στο αίτημά τους για Βοήθεια δίνοντάς τους οδηγίες. Εντούτοις, η ιστορία τους άξιζε την αναμονή και είχαν πολλά θαυμαστά να αναφέρουν. Είχαν

δει για πρώτη φορά φάλαινες να εκτοξεύουν έναν πίδακα νερού προς τον ουρανό. Στην αρχή τους έπεσαν τα κουπιά από την κατά­

πληξη, αλλά, αντί να το Βάλουν στα πόδια, τράΒηξαν κουπί προς το μέρος τους κι έκαναν τρομερή φασαρία χτυπώντας τη θάλασσα με τα κουπιά, φυσώντας σάλπιγγες και φωνάζοντας ώστε τα κήτη τρόμα­ ξαν και χάθηκαν στα Βάθη της θάλασσας. Τότε χειροκρότησαν όλοι με ανακούφιση. Ακόμα όμως κι αυτό το θαύμα της φύσης δεν ήταν τίποτα μπροστά στην περιγραφή μιας περίεργης φυλής, που κατοι­ κούσε σε μια στενή λωρίδα γης στις Βόρειες ακτές της Θάλασσας της ΑραΒίας

-

ενδεχομένως στην περιοχή του Βελουχιστάν. Παλιό­

τεροι γεωγράφοι και εθνογράφοι διηγιούνταν διάφορες ιστορίες για τους Ιχθυοφάγους. Στην αρχαιότητα, έδιναν τον τίτλο των Ιχθυοφά­

γων σε πολλές και διάφορες φυλές που κατοικούσαν στις ακτές του Περσικού Κόλπου και της Ερυθράς Θάλασσας. Ο Ηρόδοτος, στην

παλιότερη αναφορά που υπάρχει γι' αυτούς, μιλάει για τους Ιχθυο­ φάγους που ζούσαν στο Ασουάν της Αιγύπτου και λέει ότι τον

60

αιώνα ο Πέρσης Βασιλιάς ΚαμΒύσης, επωφελούμενος από την ικανό­ τητά τους να επιΒιώνουν με ελάχιστες προμήθειες, έστειλε μερικούς

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

από αυτούς για να εξερευνήσουν το μακρινό και θρυλικό Βασίλειο των Αιθιόπων, στις νότιες εσχατιές του κόσμου. Μέχρι το Νέαρχο πάντως, ελάχιστα ήταν γνωστά για τον τρόπο ζωής τους, εκτός από τα ονόματά τους. Αυτό που Βρήκε ο Νέαρχος, στις άκρες του γνω­ στού κόσμου, ήταν κάτι μάλλον κοντινό, μια αλλόκοτη αντιστροφή των πιο εκλεπτυσμένων απολαύσεων του ελληνικού πολιτισμού:

Γι' αυτούς τους Ιχθυοφάγους, το ψάρι είναι το ψωμί τους, εξού και το όνομά τους. Εντούτοις, ελάχιστοι πηγαίνουν για ψάρεμα, διότι ελάχιστοι έχουν ψαρόΒαρκες

n έχουν ανακαλύ­

ψει την τέχνη της αλιείας. Προμηθεύονται τα ψάρια τους κυ­ ρίως μέσω της άμπωτης και της παλίρροιας

[... ]

Όταν έρχεται

η άμπωτης, η γη ξεσκεπάζεται πάλι. Εκεί όπου η γη είναι ξε­

ριί, δεν υπάρχει ούτε ψάρι για δείγμα, αλλά στα κοιλώματα όπου έχει ξεΡείνει νερό, τα ψάρια είναι άφθονα

[. .. ]

Τα πιο

τρυφερά τα τρώνε ωμά, κατευθείαν από το νερό· τα μεγαλύτε­ ρα και σκληρότερα τα απλώνουν στον Ιίλιο για να ξεραθούν

μέχρι να αφυδατωθούν εντελώς, μετά τα Βουτάνε σε αλεύρι και

τα κάνουν φραντζόλες και, σε μερικές περιπτώσεις, πίτες. Ακόμα και τα κοπάδια τους τρέφονται με αυτά τα παστά ψά­ ρια, διότι η χώρα δεν έχει Βοσκοτόπια, ούτε ίχνος από χορ­ τάρι

[... ]

Υπάρχουν μάλιστα μερικοί που ζουν σε περιοχές της

εΡΙίμου χωρίς δέντρα

n σπαρτά·

ολόκληρη η διατροφΙί τους

αποτελείται από ψάρια. Κάποιοι λίγοι, εντούτοις, καταφέρ­ νουν να KaλλιεργIίσoυν ένα μικρό κομμάτι γης που τους προ­ μηθεύει λίγο στάρι, το οποίο προσθέτουν στο ψάρι σαν προ­

σφάι. Διότι το ψάρι είναι το δικό τους το' ψωμί 25. Εδώ, στις εσχατιές της γης, Βλέπουμε μια αλλόκοτη εικόνα των ελληνικών ορέξεων στον τρόπο ζωής των φτωχών αγρίων, κάτι σαν «κάτοπτρο του οψοφάγου') ένας λαός χρησιμοποιούσε τα ψάρια ως Βάση της διατροφής του και το ψωμί ως λιχουδιά, για να σπάσει τη

μονοτονία του ψαριού, ένας λαός που δε γνώριζε ούτε αγκίστρια ού­ τε Βάρκες ούτε καν τη φωτιά. Η ανακάλυψή τους ήρθε κάπως αργά

για το Θεόπομπο, αφού οι Ιχθυοφάγοι αποτελούν το τέλειο παρά­ δειγμα της άγριας και κτηνώδους εικόνας των αχαλίνωτων ηδονών,

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

απολαμΒάνοντας τέτοιο επίπεδο καλοφαγίας που οι μεγαλύτεροι

οψοφάγοι μόνο να ονειρευτούν μπορούσαν

-

κι αυτό σ' ένα πλαίσιο

με το χαμηλότερο γνωστό πολιτιστικό επίπεδο εκείνης της εποχής. Κατά κύριο λόγο, οι απολαύσεις της σάρκας, το φαγητό, το πο­ τό και το σεξ, είναι και ζωώδη πάθη, και όση γευστική αυθεντία κι

αν επιδεικνύει ένας διεφθαρμένος άντρας στο τραπέζι του δείπνου, στην πραγματικότητα ενδίδει στις ίδιες απολαύσεις με τα πιο ταπει­ νά πλάσματα. Εκθέτει την πιο ζωώδη πλευρά της ύπαρξής του. Είναι

ένας σκύλος σαν τον Κλέωνα, που γλείφει τα πιάτα και τα καθαρί­ ζει. Όπως δείχνουν οι Κένταυροι και οι Λαιστρυγόνες, η πείνα, η δί­ ψα και η λαγνεία, όταν μείνουν ανεξέλεγκτες, είναι ικανές να ξεπε­ ράσουν τα όρια εθίμων και νόμων, να καταστρέψουν θεσμούς της κοινωνίας, όπως ο γάμος και η φιλοξενία, και να τους αντικαταστή­

σουν με κανιΒαλισμούς, έκτροπα και Βιασμούς. Ο πολιτισμός ο ίδιος στηρίζεται στην ικανοποίηση των ζωωδών παθών μέσα στα όρια κανόνων και κωδίκων συμπεριφοράς: να ανακατεύεις το κρασί όπως πρέπει με νερό, να το σερΒίρεις με τη σωστή σειρά στη συ­ ντροφιά, να κρατάς το ψωμί με το αριστερό χέρι και το όψον ως

σκέτη γαρνιτούρα με το δεξί. Αν αυτοί οι κανόνες παραΒιαστούν ή

ανατραπούν, έστω και με άκρα κομψότητα, τότε διακυΒεύεται ο ίδιος ο πολιτισμός και ο «δαίμων» του οίκου απελευθερώνεται και φέρνει τα πάνω κάτω.

Σε διάφορα σημεία του κατηγορητηρίου κατά του Τιμάρχου, ο Αι­

σχίνης τοποθετεί ζοφερές μικρές εικόνες καταστροφής και απελπι­ σίας. Πιο ζωντανή είναι η εικόνα μιας αντι-Αθήνας, που ζωντανεύει

στο λόγο του Αυτολύκου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου οι αΒλα­ Βείς και κοινότοπες αναφορές σε διάφορα σημεία της πόλης αντιμε­

τωπίζονται ξαφνικά ως αναφορές στα μέρη όπου ψαρεύουν πελάτες οι γυναίκες του δρόμου

-

όπως ο Τίμαρχος. Αυτή η άλλη Αθήνα, η

Αθήνα που ζωντανεύει στα υπονοούμενα, είναι έρημη και ενοχλητι­

κή. Δεν είναι μια πόλη γεμάτη από νοικοκυριά, αλλά από οικόπεδα, «ερειπωμένα κτίρια», όπως το «κτίριο Ζ» ενδεχομένως

-

το πορνείο

του οποίου τα ερείπια σκίαζε η Ιερά Πύλη επί πενήντα χρόνια

-



όπως ο «τόπος του κοριτσιού και του αλόγου». Έτσι ονομαζόταν ένα

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ερείπιο, μας λέει ο Αισχίνης, στο οποίο ένας Αθηναίος παλαιών αρ­

χών είχε κλειδώσει πολύ παλιά τη διακορευμένη κόρη του μαζί μ' ένα άλογο· το άλογο έφαγε την κοπέλα πριν πεθάνει από ασιτία, εί­ χαμε δηλαδή μια μικρή μάχη Κενταύρων στην καρδιά της Αθήνας, μια

μικρή επίδειςη αγριότητας εντός του οίκου για να διατηρηθεί η αγνότητα και η ευταςία. Σε αυτή την αντι-Αθήνα των σεςουαλικά δι­ φορούμενων υπαινιγμών, ο λόφος της Πνύκας δεν είναι πια το κέ­ ντρο της αθηναϊκής διακυΒέρνησης, το σημείο σύγκλησης της Εκ­

κλησίας του Δήμου, αλλά μια «ερημιά" όπου οι κοπέλες του δρόμου

ψωνίζουν πελάτες. Άρχιζε ο Αυτόλυκος, σ' ένα λόγο προς τους Αθη­ ναίους που εκφώνησε στο λόφο της Πνύκας:

Mnv

απορείτε αγ τογ εΡnμικόv αυτόγ τόπογ [ερημία] που

είγαι γύρω από

rnv ΠVΎKα,

χος παρά οι Αρεοπαγίτες

τογ ξέρει πολύ καλύτερα ο τίμαρ­

[... ]

Πιθαγόγ, συνεχίζει όταν σΒή­

νουν τα γέλια των συγχρόνων του, γα εγόμισε ότι το εΡnμικόv

nσυχασηΊριοv εκείΥΟ [ησυχία] θα εκόστιςε μικρά πράγματα εις τογ καθέγα από σας.

Απ' ό,τι φαίνεται, αυτή η περιοχή της Πνύκας δεν είχε καθόλου σπίτια ή κατοικίες, αλλά «συνοικισμούς» [των οικ:ήσεων των εν τη Πυ­ κ:νί] κι αυτό το ζήτημα αφορούσε κυρίως η πρόταση του Τιμάρχου. Η λέςη οικΩσεις είναι περίεργη λέςη για να τη χρησιμοποιήσει κα­ νείς για τις κατοικίες των Αθηναίων πολιτών. Ήταν μια λέςη που

χρησιμοποιούσαν για τους ΒαρΒάρους πολιτισμούς, που δεν είχαν φτάσει ακόμα στο επίπεδο του αστικού πολιτισμού, ενίοτε και για τα λημέρια των ζώων. Ίσως ήταν μια αρχαία εκδοχή της τενεκεδού­ πολης, στην οποία είχαν εγκατασταθεί πένητες, μετανάστες ή πρό­

σφυγες της υπαίθρου, που είχαν πάρει την απειλή του Φιλίππου στα σοΒαρά.

Ο τύραννος του Πλάτωνος, εςωθούμενος από ανεςέλεγκτες επι­ θυμίες, είναι κάπως σαν το νομάδα, τον καταδιώκει αδιάκοπα «η

αλογόμυγα" των διακαών πόθων του, γι' αυτό ψάχνει μια θέση σε μι­ σθοφορικό στρατό ή στη σωματοφυλακή κάποιου ςένου τυράννου. Η εικόνα θυμίζει το αρχέτυπο του πλάνητα, τη φτωχή αγελάδα lώ, την οποία καταδίωκε η αλογόμυγα της Ήρας από το Άργος ως την Αί-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γυπτο· κατά την περιπλάνησή της πέρασε από το Ιόνιο, στο οποίο έδωσε το όνομά της, και από τη Σκυθία όπου μίλησε με τον Προμη­

θέα δέσμώτη (όπως βλέπουμε στον «Προμηθέα δεσμώτη» του Αισχύ­ λου), για να καταλήξει τελικά στην Αίγυπτο, όπου γέννησε τον Έπα­ φο. Ο Αισχίνης παρουσιάζει τον Τίμαρχο ως νομάδα επίσης, που ξε­

πουλάει την περιουσία του διωκόμενος ασταμάτητα από τις «Ερινύ­ ες των επιθυριών του,) δε θυμίζει τόσο την Ιώ όσο τον Ορέστη, ο οποίος διέσχισε όλη την Ελλάδα διωκόμενος από τις Ερινύες για τη δολοφονία της μητέρας του, μέχρι που έφτασε τελικά στη δίκαιη πό­ λη της Αθήνας. Ο Τίμαρχος φυσικά δεν έχει εγκαταλείψει την Αθή­

να, αλλά, αφού ξεπουλάει όλα τα σπίτια του και τα έσοδα που του απέφεραν αμέσως μόλις του το ζητήσουν οι Ερινύες του, καταλήγει εις την οδόν της απωλείας. Ο σκορποχέρης μένει άπορος, αναγκα­ σμένος να πλανιέται σε μια ερημιά ανηθικότητας, να βρίσκει κατα­

φύγιο στα σπίτια άλλων αντρών, στις αγκάλες άλλων αντρών, στους δρόμους και στα εγκαταλειμμένα κτίρια. Είναι ένας αλήτης με όλη τη σημασία της λέξης: «όπου γης και πατρίς». Αλλά ο Τίμαρχος εί­ ναι και ρήτορας που τον ακούει ο κόσμος, εισηγητής πάνω από εκα­

τό νόμων, κι έτσι, ως πόρνη στην καρδιά της πόλης, απειλεί να με­ τατρέψει τα σπίτια όπου διαμένει σε πορνεία· κι όχι μόνο αυτό, αλ­ λά απειλεί επίσης να μετατρέψει την πόλη όπου περιπλανιέται σε ερημιά, να κάνει το κέντρο της Αθήνας περιθωριακό χώρο, στέκι των γυναικών του δρόμου, και να μετατρέψει τη συνέλευση σε παράξενη απόμακρη χώρα της συνέλευσης, γυρίζοντας την πόλη την ίδια τα μέσα έξω με τα υπονοούμενά του. Κι εδώ τα συμφραζόμενα του λόγου έχουν ουσιαστική σημασία. Ο Τίμαρχος σκορπίζει τον πανικό βημαΤίζοντας στο βάθρο του ομι­ λητή με το μανδύα του να σέρνεται, ζητώντας την απαγόρευση της πώλησης όπλων, προτείνοντας έκτακτα μέτρα για την ανακαίνιση

των τειχών της πόλης και των αμυντικών της πύργων· κι όλα αυτά, λες και η πόλη βρίσκεται στα πρόθυρα της καταστροφής από τους

άγριους, μεθυσμένους, κτηνώδεις Μακεδόνες του Θεοπόμπου, που δεν είχαν σταματήσει να προελαύνουν, να σπαταλούν τα λεφτά τους,

να επιδιώκουν ηδονές και να τριγυρνούν στους δρόμους σαν τις πόρνες. Ο Αισχίνης αντικρούει απλώς την απόπειρα των αντιπάλων του να τρομάξουν τους Αθηναίους με μια επικείμενη επίθεση των

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

βαρβάρων, παρουσιάζοντας μιαν άλλη εικόνα της πόλης, κατεστραμ­ μένης εκ των ένδον, από τα σφοδρά πάθη και το κτήνος που ελλο­

χεύει εντός. Η Αθήνα όπου κατοικεί ο Τίμαρχος, με τις άδειες ζώ­ νες της, τα ερειπωμένα κτίρια, τα απύθμενα πηγάδια της, τις βαρβα­ ρικές οικήσεις και την ερημιά, βρίσκεται ήδη εντός των τειχών της πόλης και περιμένει να την καταλάβει. Αυτή η αντι-Αθήνα βρισκό­ ταν εκεί από καφό" η πόλη χτίστηκε πάνω στην καταστολή της. Αλ­

λά δεν εξαφανίστηκε ποτέ τελικά και ενεδρεύει ακόμα στις κόχες της πόλης, και στις παρυφές της, και πίσω από τα λόγια του Τιμάρ­ χου. Είναι ο χώρος της γυναίκας του δρόμου και του σπάταλου, των αχαλίνωτων επιθυμιών και των ζωωδών παθών, που περιμένει σαν

αβυσσαλέα Χάρυβδη να Kατ~πιεί την Αθήνα26 .

Συμπέρασμα Ξεκίνησα αυτό το ΒιΒλίο με την παρατήρηση ότι οι Έλληνες αγα­

πούσαν πολύ τα ψάρια. Κατέληξα υποδεικνύοντας ότι τα ψάρια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επινόηση των ιδεών της ελευθερίας και της δημοκρατίας και ότι στην αφηρημένη έννοια του ψαριού ενυ­

πάρχει ένα στοιχείο για το πώς αντιλαμΒάνονταν οι αρχαίοι τον πο­ λιτισμό τον ίδιο. Οι ιστορικοί κλείνουν συνήθως τα έργα τους με το συμπέρασμα ότι το θέμα που επέλεξαν, αν και έχει άκρως Βαρύνου­ σα σημασία, έχει ξεδιάντροπα παραμεληθεί από τους υπολοίπους του σιναφιού τους. Ίσως όταν το θέμα σχετίςεται με τόσο Βασικές ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως το φαγητό, το ποτό και το σεξ, ο ισχυρισμός αυτός να είναι κάπως συΥχωρητέος

-

αν και αυτό που

έχει ενδιαφέρον δεν είναι η πείνα ή η λαγνεία, ούτε καμία από τις

άλλες επιθυμίες καθαυτή, αλλά αυτό που συνέΒαινε σ' αυτά τα κα­ θολικά πάθη στο συγκεκριμένο πλαίσιο του κλασικού αθηναϊκού πολιτισμού· η ευρεία γκάμα κανονισμών και αναπαραστάσεων που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι για να τις συλλάΒουν και η συμΒολι­ κή σημασία που αποκτούσαν εξ αυτού. Μέρος αυτού του γενικότερου πλαισίου είναι καθαρά και ξάστε­ ρα ελληνικό. Η διαφορά ανάμεσα στο θυσιαστικό κρέας και τις τρο­ φές που καταναλώνονταν εκτός τελετουργικού πλαισίου, οι θεωρού­ μενοι κίνδυνοι του κρασιού, η δυσκολία να διακρίνει κανείς μεταξύ εμπορευμάτων και δώρων ήταν ουσιώδη στοιχεία του ελληνικού πο­ λιτισμού γενικότερα και Βοήθησαν στη δημιουργία αναλόγων πλαι­ σίων απόλαυσης και αλλού. Στην πόλη της Αθήνας, εντούτοις, υπήρ­ χε ένα περαιτέρω στοιχείο. Οι επιθυμίες των Αθηναίων δρούσαν πά­

νω σε άτομα τα οποία συμμετείχαν σε μια δημοκρατία εντελώς ριςο­ σπαστικής φύσεως. Αυτή η ιδιαίτερη πολιτική διαμόρφωση γεννού­ σε ιδιαίτερες απόψεις για τον πλούτο και τη σπατάλη και, το πιο σημαντικό, μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα για την κατανόηση των επιθυ­ μιών και τη δημόσια αναπαράστασή τους. Αν εξαιρέσουμε τον καλ­

λιτέχνη ψηφοθέτη, που αποφάσισε να απαθανατίσει για τους μετα­ γενέστερους τη στιγμή πριν σκουπιστεί το δάπεδο και πεταχτούν τα

αποφάγια, οι επιθυμίες αυτές παρήγαγαν ελάχιστα τεχνουργήματα και καθόλου μνημεία· έτσι μένουμε με την εντύπωση ότι η Αθήνα

431

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ήταν ένα κάπως αυστηρό μέρος, όπου η μόνη υπερβολή ήταν τα δη­ μόσια κτίσματα και η Ακρόπολη:

civilisαtίon

si ingenieuse»,

«On voit ['extreme pαuvrete de cette

σημειώνει ο Γάλλος ιστορικός Πωλ Βεν, συ­

γκρίνοντας την Αθήνα με τη Ρώμη,

«son pαuvre luxe, son luxe de pαU­

vres»*. Αλλά ως αντίστιξη στη φΤώχεια των υλικών συμβόλων, έχουμε πλούσιες φλέβες λόγου, λόγου που μας δίνει τη δυνατότητα να ανα­ παραστήσουμε ένα μέρος αυτού του χαμένου κόσμου κατανάλωσης

στις εικόνές του, τις διαφωνίες και τους δισταγμούς. Δεν πρόκειται για συμπτωματική αντιστάθμιση, αλλά πηγάζει από την ίδια ανησυ­ χία για τη διασπάθιση των προσόδων, μια απόπειρα να κάνει ορατό τον εφήμερο χαρακτήρα της ιδιοκτησίας, να καταστήσει προβλημα­ τική τη ρευστοποίηση του υλικού πλούτου. Δεν είναι τυχαίο που γνωρίζουμε περισσότερα για τις απολαύσεις της σάρκας στην Αθή­ να και περισσότερα άπό τους Αθηναίους για τις απολαύσεις της

σάρκας σε άλλες ελληνικές πόλεις. Το γεγονός ότι υφίστανται αυ­ τές οι πληροφορίες είναι ένα πολιτικό γεγονός. Η σημασία που έδι­ νε η Αθήνα στο εφήμερο είναι καθαυτή αποκαλυπτική του χαρακτή­ ρα της σπατάλης σε μια τέτοια κοινωνία. Επιπλέον, όλα αυτά τα μα­

θαίνουμε από δημόσια κείμενα, από το θέατρο, την Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια. Δεν είναι πληροφορίες περιορισμένες μέ­

σα σε κάποια απομονωμένη βασιλική αυλή, σ' ένα μεμονωμένο συ­ μπόσιο αριστοκρατών ή σε κάποιο περιθωριακό θέατρο αυτών που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Πρόκειται για ένα λό­ γο που τοποθετείται «στη μέση», στο πολιτικό κέντρο της δημοκρα­ τίας, στην καρδιά της κοινότητας των πολιτών.

Είναι αλήθεια ότι και σε άλλες αρχαίες κοινωνίες, όπως και σε

πολλούς σύγχρονους πολιτισμούς, συναντάμε αρκετά ανάλογα δείγ­ ματα μιας ανησυχίας για τις δαπάνες που σχετίζονται με το φαγηΤό, το σεξ και το ποτό, αλλά εκεί η ανησυχία αυτή έχει κάπως διαφορε­ τική σημασία. Από την Ελλάδα, το πάθος για τα ψάρια μαζί με κά­

ποια άλλα κουσούρια διαδόθηκαν σε άλλα μέρη του αρχαίου κό­ σμου. Και στη Ρώμη, για παράδειγμα, η κατανάλωση ψαριών ήταν με-



Βλέπει κανεΙς την εφευρετικότητα της φτώχειας αυτού του πολιτισμού, τη φτωχή του πολυΤέλεια, την πολυτέλεια των φτωχών του.

432

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

γάλη πολυτέλεια, αλλά σε μια τόσο διαφορετική πολιτικά κουλτού­ ρα, ολιγαρχική και ιεραρχική, η έμφασπ Βρίσκεται αλλού. Αντίθετα από τους καταναλωτές ψαριών της αθηναϊκής δημοκρατίας, που κά­ νουν ουρά στην αγορά μεταμφιεσμένοι, οι πολύ πλούσιοι Ρωμαίοι είναι

piscinarii* -

κατά την αξέχαστη φράση του Κικέρωνος. Έχουν

τις δικές τους λίμνες, τα δικά τους ιχθυοτροφεία για να προμηθεύ­ ονται ψάρια. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η οψοφαγία έχει μεταμορ­

φωθεί σε σύμΒολο έγγειου πλούτου, το εφήμερο έχει γίνει υλικό, πραγματικό, η διακριτική απόλαυση έχει γίνει τρόπος επίδειξης. Οι περιγραφές των αθηναϊκών συμποσίων ασχολούνται υπερΒολικά με τα φαγητά και τα ποτά που καταναλώνονταν, τις «νοικιασμένες» αυ­

λητρίδες και τους νεαρούς κιθαρωδούς, οι οποίοι τραγουδούσαν άσματα και ψυχαγωγούσαν τους καλεσμένους. Στις περισσότερες πε­

ριπτώσεις, ο ανδρώνας ήταν μικρός και σκοτεινός και, παρ' όλο που μερικοί μπορεί να περηφανεύονταν για τα έπιπλά τους, τα παραπε­ τάσματά τους, τα κύπελλα και τα μαξιλάρια, η έμφαση Βρισκόταν πά­ ντοτε στο φαγητό καθαυτό, και στο σεξ και την ψυχαγωγία που το

συνόδευαν, σε πράγματα δηλαδή που διαρκούσαν μόνον όσο κρα­ τούσε η Βραδιά. Ένας περιηγητής που ταξίδεψε τον 170υ αιώνα στην

Ινδία, παρατηρώντας ότι οι οικοδεσπότες του δεν είχαν πολυτελή

επίπλωση και πολύτιμα χαλιά, σχολίασε: «Όλη η pεyaλoπρέπειά τους f3ρίσκεται στα δάπεδά τους». Η μεγαλοπρέπεια των Αθηναίων της κλασικής εποχής, από την άλλη μεριά, Βρισκόταν όλη στα τρα­ πέζια τους, στα κύπελλα του κρασιού ή στην ατμόσφαιρα. Εκτός Αθήνας και μετά την κλασική περίοδο, το συμπόσιο εξελί­ χθηκε σε κάτι πολύ πιο εντυπωσιακό και μνημειώδες. Η έμφαση Βρι­ σκόταν στην ιδιοκτησία, στα χρυσά και ασημένια σκεύη, στα μάρμα­

ρα του πολυτελούς περιΒάλλοντος, στα πολύτιμα έπιπλα, όπως τα τραπέζια από μονοκόμματο δέντρο που τόσο εκτιμούσαν στη Ρώμη.

Η σάτιρα του Πετρωνίου για το δείπνο του Τριμαλχίωνος στο «Σα­ τυρικόν», περιγράφει πολύ επιτυχημένα αυτή τη μεταστροφή. Εκτός από την προφανή νεoπλOUΤίσΤΙKη πολυτέλεια της ίδιας της αίθου­

σας του συμποσίου και όλων των πολύτιμων κυπέλλων και πιάτων, ο Τριμαλχίων τονίζει πως όλα τα τρόφιμα είναι δικής του παραγω-



Ιχθυοτρόφοι.

433

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

γής. Είναι σύμΒολο ιδιοκτησίας κι εδαφικού πλούτου, όπως στις γιορτές του Πέρση Βασιλιά, του Θεμιστοκλέους ή του Αλεξάνδρου. Η προετοιμασία επίσης γίνεται εκπληκτικά περίτεχνη, πράγμα που

εξηγεί το μεγάλο αριθμό δούλων που εργάζονταν στην κουζίνα­ εκτός αυτών, υπήρχαν και πολυάριθμοι δούλοι που υπηρετούσαν τους συνδαιτυμόνες στη διάρκεια της Βραδιάς

-

πολλοί από αυτούς

ειδικευμένοι σε γελοιωδώς περιορισμένα και ασήμαντα καθήκοντα. Στο ρωμαϊκό χώρο, το συμπόσιο παύει να είναι μηχανισμός που επι­ ταχύνει τον αφανισμό των οικονομικών πόρων και γίνεται θέατρο

πλούτου και ιδιοκτησίας, κοινωνικής διάκρισης ή κοινωνικής ανό­ δου.

Μερικές από αυτές τις αρχαίες επιθυμίες μοιάζουν πολύ αλλόκο­ τες στη δική μας οπτική. Μας φαίνεται πολύ περίεργος ο ενθουσια­ σμός των αρχαίων Ελλήνων για τα ψάρια. Είναι σχεδόν απίστευτο ότι

δεν αναγνώριζαν τις εθιστικές ιδιότητες του αλκοόλ. Σε αντίθεση με τη δική μας απλή σεξουαλικότητα και το γεγονός ότι αναγνωρίζου­

με ευθέως τη σημασία που έχει το σεξ, ο ερωτικός τους κόσμος μοιάζει άσκοπα μπερδεμένος και τρομερά δύσκολος στον προσδιο­

ρισμό. Πολλοί ιστορικοί και κριτικοί του πολιτισμού θα κατέληγαν στο συμπέρασμα (και μερικοί το έχουν κάνει ήδη, όσον αφορά την ελληνική σεξουαλικότητα) ότι αυτές οι επιθυμίες και τα πάθη δεν κατασκευάζονται απλώς με συγκεκριμένους τρόπους, τους οποίους

διαστρεΒλώνει και

αλλοιώνει και παραμορφώνει το

πολιτιστικό

πλαίσιο, αλλά σφυρηλατούνται κανονικά. Η δίψα, η λαγνεία, η λαι­ μαργία δεν ήταν οι ίδιες επιθυμίες που ορίζουμε σήμερα υπό αυτά τα ονόματα.

Οι αρχαίες επιθυμίες ήταν ουσιωδώς διαφορετικές.

Εκείνοι που τονίζουν τη Βιολογική πλευρά, εντούτοις, ή όσοι είναι προσκολλημένοι στην έννοια των οικουμενικών ανθρωπίνων χαρα­ κτηριστικών, ίσως ισχυριστούν ότι ένα ψάρι δεν είναι παρά ένα ψά­ ρι και τίποτα παραπάνω και έχει την ίδια γεύση είτε ψαρεύτηκε το

425

π.χ. είτε το

1997

μ.χ.

Σε όλο το ΒιΒλίο, δεν έχω πάψει να υποστηρίζω τη σημασία της

γλώσσας και του λόγου και του πολιτιστικού πλαισίου, αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις απολαύσεις του παρελθόντος, αλλά δε νομίζω

ότι ο πολιτισμός μονοπωλεί ή δημιουργεί τις εμπειρίες. Είναι αλή­ θεια ότι, όταν απολαμΒάνουμε ένα τηγανητό φιλέτο τόννου ή ένα

434

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ωραίο λαΒράκι, όταν χαιρόμαστε το κρασί μας ή νιώθουμε έλξη για

άντρες και γυναίκες, η απόλαυσή μας εντάσσεται σ' ένα συγκεκριμέ­ νο ιστορικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτιστικό, πνευματικό, ιδεο­ λογικό κ.λπ. πλαίσιο, το οποίο της αποδίδει συγκεκριμένες συνεκ­ δοχές και αξίες, εντελώς διαφορετικές από εκείνες των αρχαίων Αθηναίων. Αυτά τα πλαίσια έχουν τεράστια σημασία, αλλά δεν είναι

απόλυτα, παγιωμένα ή ομοιόμορφα. Ενώ έκανα έρευνα για το ΒιΒλίο που κρατάτε, φανταζόμουν σε διαφορετικές στιγμές έντονες ομοιό­ τητες ανάμεσα στον κόσμο των Αθηναίων και των Ταμίλ της Νότιας Ινδίας, των Αθηναίων και των φονταμενταλιστών μουσουλμάνων του Αφγανιστάν, των Αθηναίων και των συγχρόνων Αμερικανών. Οι Βι­

κτοριανοί καταλάΒαιναν ενδεχομένως πολύ καλύτερα από εμάς τι ήταν η εταίρα. Και ενώ οι Άγγλοι μένουν κατάπληκτοι από τη μανία

των Αθηναίων για τα θαλασσινά, μερικοί Ισπανοί με τους οποίους έχω μιλήσει αναρωτιούνται γιατί κάνω τέτοια φασαρία για κάτι τό­ σο φυσιολογικό, όπως η αγάπη για τα χέλια. Η πρόσφατη επανεγκα­ θίδρυση της δημοκρατίας, έστω και στην τόσο συμΒιΒασμένη δική μας εκδοχή, μας κάνει ξαφνικά να Βλέπουμε με συμπάθεια το αθη­ ναϊκό πολιτικό σύστημα, μετά από δυόμισι χιλιετίες περιφρόνησης και είναι αρκεΤά σίγουρο ότι οι απόγονοί μας θα Βρουν μερικές

απόψεις του αρχαίου κόσμου πιο προφανείς από ό,τι φαίνονται σ' εμάς κι άλλες πάλι θα τους φανούν πιο παράξενες. Κι ενώ η απε­ λευθέρωση των γυναικών μας δυσκολεύει να καταλάΒουμε την κατη­ γορία ότι μια γυναίκα κυκλοφορούσε ασκεπής, η ασυνήθιστη γύμνια που Βιώνουμε τον 20ό αιώνα, μετά από δύο χιλιετίες που περάσαμε καλυμμένοι, μας κάνει να συμμεριζόμαστε την εκτίμηση των Ελλήνων για τη γυμνασμένη ανδρική σάρκα.

Ο κόσμος είναι γεμάτος απολαύσεις. Δεν τις έχουν ανακαλύψει όλοι οι πολιτισμοί, αλλά ακριΒώς επειδή δεν έχουν ανακαλυφθεί, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υφίστανται. Ο κόσμος που κατοικούμε και

τα σώματα που κληρονομούμε, αλλά και οι εμπειρίες που γεννιού­ νται στα σημεία όπου αυτά τα δύο συναντώνται, είναι αυτό που λέ­

με objet trouve*. Μπορούμε να φτιάξουμε κάτι δικό μας μέσα απ' αυ-



Ονομάζεται ένα καθημερινό αντικείμενο ή ένα εύρημα της φύσης, όπως π-χ- ένα

Βότσαλο, στο οποίο αποδίδεται καλλιτεχνική αξία και το οποίο κάποιες φορές εν­

σωματώνεται σ' ένα έργο τέχνης.

435

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τές τις εμπειρίες, αλλά δεν μπορούμε να τις κάνουμε ό,τι θέλουμε. Υπάρχουν όρια στις εικονικές μας πραγματικότητες, περιστάσεις

κατά τις οποίες ο πραγματικός κόσμος επιΒάλλει την παρουσία του, σκοντάφτουμε πάνω στους περιορισμούς των ιδεολογιών μας, ο κό­ σμος μας επιΒάλλεται πιεστικά, μεθάμε ή μας τρέχουν τα σάλια, ερε­ θιζόμαστε και ενοχλούμαστε μπροσΤά στην ανθρώπινη ομορφιά. Σε

αυτές τις περιστάσεις, οι διαφορές ανάμεσά μας εξαφανίζονται ακα­ ριαία και συνειδητοποιούμε ότι κι εμείς επίσης είμαστε τμήμα του

κόσμου, εν μέρει ζωώδες εν μέρει ανθρώπινο. Άλλοι πολιτισμοί αντέδρασαν αρκεΤά Βίαια σε τέτοιες επιθυμίες, τις έθεσαν υπό απαγόρευση ή υπέΒαλαν το σώμα σε αυστηρούς ελέγ­

χους. Οι Έλληνες επέΒαλαν ελάχιστους εξωτερικούς κανόνες, αλλά αισθάνθηκαν τη συλλογική υπευθυνότητα να ρυθμίσουν όλες τις

επιθυμίες, να μάθουν πώς να τις χειρίζονται, χωρίς να προσπαθούν να τις υποτάξουν εντελώς. Στην Ελλάδα, ελάχιστες ενδείξεις έχουμε για μια μεταφυσική ασκητική παράδοση, όπως αυτή που Βρίσκουμε στις λατρείες του Χριστού, του Ισλάμ, του ΣίΒα και του Βούδα. Οι Έλληνες ποτέ δεν έφτασαν στο σημείο να αποκηρύξουν τον κόσμο, ιδρύοντας μοναστήρια, ασπαζόμενοι την παρθενία, ασχολούμενοι με τη γιόγκα ή νηστεύοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα, κι όλα αυ­ τά για να κερδίσουν ψυχική δύναμη. Στην πραγματικότητα, αντιμε­

τώπιζαν με καχυποψία την απόλυτη εγκράτεια, όπως αποκαλύπτει η ιστορία των Κενταύρων. Ο Σωκράτης μερικές φορές πλησιάζει αρκε­

τά σ' αυτή τη θέση, αλλά φαίνεται ότι υπαναχώρησε και αποκήρυξε τον κόσμο μόνον όταν το κώνειο δεν του επέτρεπε άλλη επιλογή. Ακολουθώντας το Νίτσε, ο Φουκό συμπέρανε από αυτό ότι η ιδιορρυθμία της ελληνικής ηθικής Βρίσκεται στην ελευθερία που

απένειμε στους πολίτες να φτιάχνουν τους δικούς τους κανόνες

-

μια ηθική κάπως προσωπική, την οποία απεχθάνονται τόσο οι ση­ μερινοί θρησκευτικοί ηγέτες. Οι μεγαλύτεροι περιορισμοί αυτής της ελευθερίας ήταν αισθητικοί, η ζωή που ζούσε κανείς έπρεπε να εί­ ναι όμορφη και εκλεπτυσμένη. Δεν υπήρχαν επιΒεΒλημένα όρια, αλ­

λά μόνο αυτό που αποκαλούσε «υφοτεχνική"

(stylistique)

της ελευ­

θερίας. Το μόνο αληθινά προΒληματικό σημείο αφορούσε τη σεξουα­ λική διείσδυση και, για να το ερμηνεύσει, ο Φουκό επινόησε την πε­ ρίεργη

έννοια της

«ηθικής

ενεργητικότητας/παθητικότητας»,

την

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

οποία έκανε κλειδί στον τρόπο που αντιλαμΒανόταν τους Έλληνες και αφετηρία της γενεαλογίας του δυτικού σεξουαλικού υποκειμέ­ νου. Πώς κατέληξε σε αυτή τη συγκεκριμένη άρρητη ερωτική συν­

άφεια και γιατί τον πίστεψαν με τόσο ενθουσιασμό, νομίζω ότι είναι

περισσότερο θέμα των Βιογράφων του και των φιλοσόφων μας που ασχολούνται με τη σεξουαλικότητα παρά θέμα των μελετητών της αρχαιότητας.

Βλέποντας τα πράγματα από τη σκοπιά της Αθήνας, αυτή η αι­ σθητική άποψη της ελληνικής ηθικής μοιάζει εκπληκτικά αφελής.

Γυρεύοντας την εξουσία παντού, ο Φουκό την έχασε εκεί που ήταν πιο εμφανής, στην πολιτική. Οι ιδιωτικές επιθυμίες ήταν ζήτημα τε­

ράστιου δημοσίου ενδιαφέροντος και συχνά αποτελούσαν θέμα συ­ ζήτησης στα δικαστήρια και αντικείμενο ρύθμισης των νόμων. Μπο­

ρεί οι απόλυτες απαγορεύσεις να ήταν ελάχιστες, ο κόσμος όμως παρατηρούσε κι έλεγχε τα πάντα προς το συμφέρον της κοινότητας. Μια τέτοια ηθική θα μπορούσαμε να την πούμε κυρίως οικονομική παρά απόλυτη. Αυτό δε σημαίνει ότι τα χρήματα ήταν εκ των ων ουκ

άνευ

-

αν και ήταν ένα πολύτιμο μέτρο για την εκτίμηση των συνε­

πειών σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο· μάλλον θα λέγαμε ότι οι Αθηναίοι έΒλεπαν την ηθική ως ένα πλήρες σύστημα παρά ως μια

σειρά από χωριστές δραστηριότητες, ως θέμα διαΒαθμίσεων μάλλον παρά ως αντίθεση σωστού και λάθους. Μια σειρά από πανταχού πα­

ρούσες πρακτικές επέΒλεπαν αδιαλείπτως και λεπτομερώς τις επι­ θυμίες. Κάθε κύπελλο έπρεπε να περιέχει περισσότερο νερό παρά

κρασί, κάθε μπουκιά περισσότερο ψωμί παρά κρέας. Το υποκείμενο ήταν ένα σκεύος που υπήρχε σε μια ενδιάμεση ζώνη μεταξύ προσό­ δων και δαπανών, στην κόσμια παύση 'μεταξύ παρόρμησης και ικα­ νοποίησης

της

παρόρμησης,

αντιστεκόμενο

στην

πίεση

να

γίνει

προϊόν του κόσμου, να εξαλειφθεΙ

Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που αντιμετωπίζαμε τους Έλληνες ως αθώους παγανιστέ<:; γλεντζέδες και δε θα ήθελα να προ­ τείνω τη δική τους προσέγγιση προς την επιθυμία ως εναλλακτική της δικής μας. Μπορεί να ήταν λιγότερο δογματική, αλλά ήταν επί­ σης πιο ολοκληρωτική και κατά περιόδους πιο ακραία. Εξάλλου, η

προσέγγισή τους μας υποχρεώνει να δούμε τις σύγχρονες απόψεις μας κάτω από άλλη οπτική. Οι Έλληνες αναγνώριζαν πλήρως τις

437

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

απολαύσεις μέσα τους. Εμείς, από την άλλη πλευρά, έχουμε την τά­ ση να αποδίδουμε όλο και περισσότερο την έλλειψη αυτοελέγχου μας στις επιθυμίες σε κάποιο παρορμητικό παράγοντα που ενυπάρ­ χει στο αντικείμενο προς κατανάλωση ή σε κάποιο μεταμφιεσμένο ψυχικό τραύμα της παιδικής, της Βρεφικής ή ακόμα και της εμΒρυϊ­ κής ηλικίας. Ο τρόπος που έΒλεπαν οι Έλληνες τον εθισμό μπορεί

να ήταν υπερΒολικά αθώος, αλλά κι εμείς κάνουμε λάθος αρνούμε­ νοι ότι οι άνθρωποι καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από κάτι

επειδή το απολαμΒάνουν. Όταν αγνοούμε την απόλαυση, δεν μπο­ ρούμε να ισχυριστούμε ότι γνωρί~oυμε πραγματικά τους αληθινούς κινδύνους του Κ9σμου των αισθήσεων και αφήνουμε τον εαυτό μας

και τα παιδιά μας έκθετα σε παγίδες. Παρά ή λόγω της πολιτικοποίησής του, ο τρόπος που έΒλεπαν

οι Έλληνες την απόλαυση ήταν έντονα εκλογικευμένος και ανθρω­ πιστικός μείωναν τη σημασία των επιθυμιών, ασχολούνταν με τον παρόντα κόσμο και τις παρορμήσεις του χωρίς να περιμένουν τον

επόμενο, είχαν αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να επιμένουν στην προ­ σωπική ευθύνη του καθενός στη διαχείριση των επιθυμιών του και

ποτέ δεν τους τρομοκρατούσαν οι απολαύσεις τόσο πολύ ώστε να το Βάλουν στα πόδια πανικόΒλητοι. Ενώ όλοι θυμούνται το Βούδα σαν μια σκελετωμένη φιγούρα που έκανε διαλογισμό κάτω από ένα ιερό δέντρο και ο Ιησούς έχει απαθανατιστεί να θριαμΒεύει επί· της

σάρκας πάνω στο σταυρό, το Σωκράτη τον θυμούνται περισσότερο

σ' ένα πλουσιοπάροχο συμπόσιο, να γKρινιά~ει που ένας άλλος κα­ λεσμένος τρώει λαίμαργα το όψον του ή να επιχειρηματολογεί ευ­

γενικά υπέρ των μικρών κυπέλλων.

Σημειώσεις

Κεφάλαιο

1.

1-

Τα φαγητά

Ξενοφών, Απομγημογεύματα

3.14

Η καλύτερη εξέταση του όρου απα­

ντάται στο «'Οψον και οψάριον" του Γ. Καλιτσουνάκη, στο

Festschrift Paul W. Kretschmer: Beitriige zur griechischen und lateinischen Sprachforschung, (Βιέννη κ.λπ., 1926), σσ. 96-106. 2. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι 667 Κ.ε. Φαίνεται ότι, σε πολλές ελλη­ fiίτ

νικές πόλεις, ήταν έθιμο να αναγγέλλουν την άφιξη της ψαριάς μ' ένα

καμπανάκι και σ' αυτό στηρίζεται ένα ανέκδοτο του γεωγράφου Στρά­ βωνος: «Έγας κιθαρωδός έκαγε επίδειξη της τέχνης του. Ο κόσμος τογ άκουγε προσεκτικά, μέχρι τη στιγμΩ που χτύπησε το καμπαγάκι του

ψαρά' τότε τογ εγκατέλειψαγ όλοι και έτρεξαγ στα ψαράδικα, εκτός από έγαγ άγτρα, ο οποίος τύχαιγε να είναι μισόκουφος. Ο κιθαρωδός

τογ πλησίασε λοιπόν και του είπε: "Πρέπει να σας εκφράσω τηγ ευ­ γνωμοσύνη μου, κύριε, για την ευγένεια και τη φιλομουσία σας όλοι οι άλλοι έγιναγ καπγός μόλις άκουσαν το καμπανάκι". Κι ο άλλος τον ρώτησε: "Τι έγινε; Χτύπησε το καμπανάκι;" και, όταν ο κιθαρωδός του απάΥτησε καταφατικά, τον αποχαιρέτησε Βιαστικά και έτρεξε να προ­

λάΒει τους άλλους"

3. 4. 5. 6. 7. 8.

(14.2.21, σ. 658, Ίασος). 15 και 21. Φύλαρχος FGrHist 81 F45' Διόδωρος ο Σικελιώτης 8.19' Θεόφραστος (ή Χαμαιλέων ο Ποντικός), Περί ηδονΩς (Αθήναιος 6.273c]. Κλέαρχος Ρ59 (Wehrli) [Αθήναιος 12.518c]· Αθήναιος 8.341a, 3.105c, 7.282a και 325f' Πλάτων, Γοργίας 518b με τον Dodds αυτόθι. Δημοσθένης 19.229' Αισχίνης 1.42, 65 και 95. Αριστοφάνης, ΣφΩκες 491' Αθήναιος 3.116ad. Αριστοφάνης, ΣφΩκες 495' Τιμοκλής 11 Κ-Α' Άλεξις 200, 159 Κ-Α' Χρύσιππος, Περί του καλού και της ηδονΩς (Αθήναιος 7.285d]· Αντι­ φάνης 69 Κ-Α. Άλλα ψάρια που εμπίπτουν σ' αυτή την περιφρονημένη Αρχέστρατος

κατηγορία είναι οι καραβίδες και οι μαρίδες. Μερικές από τις απόψεις αυτές τις βρίσκουμε κι αλλού. Ο

G. L. Faber,

Alan Davidson

μας παραπέμπει στον

ένα Βρετανό που διετέλεσε πρόξενος στο Φιούμε το

190

αιώνα, για τις απόψεις των Βενετσιάνων περί της μαρίδας: «Όταν θέ­ λουν να χλευάσουν κάποιον, τογ αποκαλούν άτομο που τρώει μαρί­ δες", Mediterranean Seafood (Λονδίνο, 1981), σ. 90. 9. Αρχέστρατος 8' Αναξανδρίδης 40 Κ-Α' Αντιφάνης 145 10. Αναξανδρίδης 34 Κ-Α στ. 5 Κ.ε. (οι τελευταίοι λίγοι

Κ-Α. στίχοι εϊναι κά­

πως κατεστραμμένοι). Με τη λέξη «φτηνόψαρα" αποδίδουμε στο περί­

που τη λέξη φρυκτός, που ο αρχαίος λεξικογράφος Ησύχιος ερμηνεύ­ ε,Ι ως «φτηνό αποξηραμένο ψαράκι". Λυγκεύς ο Σάμιος (Αθήναιος

439

ΤΖΕΪΜΣ

7.295abJ.

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Για τον Απουλήιο και τη σχέση του με τη μαγεία του ψαριού

εν γένει, Βλ

Adam Abt, Die Apologie des Apuleius von Madaura und die antike Zauberei [= Religionsgeschichtliche Versuche und Vorarbeiten, επιμ. Albrecht Dietrich και Richard Wϋηsch, Heft ΙΙ] (Gieften, 1908· επανέκδ. Berlin, 1967), σσ. 135-6 και 140-44. Τα αγγεία είναι ARV 101.3 και Eduard Gerhard, Auserlesene Griechische Vasenbilder, Ι, φωτ. LXV. 11. Αθήναιος 13.586ab" Αριστοφάνης, Αχαρvείς 885 πρΒλ 894, Eιpfι.vn 1013-14" πρΒλ επίσης ΕύΒουλος 34 και 36 Κ-Α, Άρχιππος 27 Κ-Α και Αντιφάνης 27 Κ-Α με τα σχόλια του εκδότη αυτόθι. Η ΠαρΒάτι, θεά του Μαντράς, της επαρχίας Ταμίλ Νάντου της Ν. Ινδίας, η οποία απο­ πλανεί το ΣίΒα και γίνεται γυναίκα του, είναι γνωστή εκεί ως Μηνακ­ σί, η θεά με τα Ψαρίσια Μάτια.

927 κ.ε." Αχαρvείς 1156-61" Αντιφάνης 77 Κ-Α" SVF ΠΙ, 167 #667. 13. ΕύΒουλος 118 Κ-Α· Πλάτων, Πολιτεία 404b-405a. 14 .. Βλ την εισαγωγή των J. Wilkins και S. Hill στην έκδ. της Ηδυπαθείας του Αρχεστράτου (Totnes, 1994), σσ. 11-15, και τις παρατηρήσεις του R. L. Hunter στο σχολιασμό του για το 37 Κ του ΕυΒούλου (Κέιμπριτζ 1983). 15. Εύφρων 1.6 Κ-Α· Έριφος 3 Κ-Α" Μένανδρος 264 (Koerte). Μια ελλη­ 12.

Αριστοφάνης, Ιππείς

νιστική επιγραφή από τη Θτφα καταγράφει ότι οι ήρωες πρέπει να

έχουν καθημερινά σιτηρέσιο από τρία ψάρια,

Griechische DialektInschriften, ΠΙ, 4706, σε επιμ. F. Blass, σσ. 191-3. 16. G. Berthiaume, Les Rόles du Mageiros (Λάιντεν, 1982), σ. 63. Για τη διανομή με κλήρωση, Βλ Ξενοφών, Αθnvαίωv πολιτεία 2.9, Πλούταρ­ χος, Βίοι παράλλΩλοι 642ef, και περί των ελληνικών τεχνικών σφα­ γής των ζώων εν γένει, Berthiaume, σ. 50. 17. Ομήρου Ιλιάς 16.747, 406 κ.ε., πρΒλ 5.487, πρΒλ Μ. Schmidt, Die Erkliirungen zum Weltbild Homers und zur Kultur der Heroenzeit in den b-T Scholien zur Ilias (Μόναχο, 1976), σσ. 182-5. 18. Οδύσσεια 12.329-32, πρΒλ 4.368-9. Στο Λάιντεν και σε άλλες πόλεις της Ολλανδίας, πχ, οι κάτοικοι τρώνε ένα ειδικό φαγητό από ψωμί και ρέγκα, σε ανάμνηση του λιμού κατά τη διάρκεια της ισπανικής πο­

λιορκίας το

1574, για την οποία Βλ Simon Schama, The Embarrassment of Riches (Λονδίνο, 1987), σ. 26-8" πρΒλ Mikhail Bakhtin, Rabelais and his World (Μπλούμινγκτον, 1984), σ. 298 στο «Dispute of Fish with Meat" του Molinet. ΟΝ. Purcell ισχυρίζεται ότι τα θαλασσινά δεν έχασαν ποτέ τις αρνητικές τους συνεκδοχές, «Eating Fish: the Paradoxes of Seafood" στο Food in antiquity, επιμ. Wilkins, D. Harvey και Μ. Dobson, (Έξετερ, 1995), σσ. 132-49. 19. Pauline Schmitt Pantel, La cite au banquet (Γαλλική Σχολή της Ρώμης, 1992), σσ. 53-105 και για την ελληνιστική περίοδο, σσ. 359-420. 20. Αντιφάνης 217 Κ-Α" Ξέναρχος 7 Κ-Α" Αθήναιος 7.313f. 21. Αντιφάνης 69 Κ-Α, πρΒλ 127" Αριστοφάνης 402 Κ-Α.

ΑΡΧΑΙΟΙ

22.

Αριστοφάνης, Θουκυδίδης

23.

Νεφέλαι

982-3'

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ξενοφών,

Απομνημονεύματα

3.13,4'

1.138.

Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι

439f, 99d, 5a' Μ. Μ. Ahsan, Social Life under the Abbasids (Λονδίνο, 1979), σ. 158' Ξενοφών, Κύρου ανάΒα­ σις 8.5,3' πρβλ Δικαίαρχος 51 (Wehrli) (Varro Rerum Rustic 1.2,15J, Άλεξις 57 Κ-Α, αφού οι Έλληνες φαίνεται ότι απέφευγαν τις απεικο­ νίσεις ανθρώπων που έτρωγαν, το φανταστικό μνημείο είχε ίσως σκο­ πό να προσβάλει τις ευαισθησίες του κοινού. Θα πρέπει να επισημά­ νουμε επίσης -ότι ο καλοφαγάς Φιλόξενος βουτάει μόνο το ένα χέρι του σε ζεματιστό νερό, για να συνηθίσει να τρώει ζεστό το όψον κα­ τευθείαν από το τηγάνι, Χρύσιππος [Αθήναιος

24.

1.5eJ.

Εντούτοις, αυτοί οι κώδικες προσανατολισμού δε χρειάζεται να είναι απλοί και μπορεί να φτάσουν σε τρομερές εκζητήσεις, όπως εκθέτει ο

Pierre Bourdieu

στο παράρτημα του

στο δοκίμιό του για την κοινωνία της Καβυλίας,

The Logic of Practice

(Κέιμπριτζ,

ρίπτωση του όψου, η απλή φόρμουλα αριστερό

1990).

= κακό /

Στην πε­

δεξί

= καλό

οδηγεί σε εντελώς αντίθετα συμπεράσματα ως προς τις αντίστοιχες αξίες της δεξιόχειρης τροφής και της αριστερόχειρης τροφής.

25. Πρβλ Αριστοφάνης, ΣφιΊΚές 300 Κ.ε. και Λυσίας 32.20. 26. Πλάτων, Πολιτεία 372ae. 27. Ξενοφών, Απομνημονεύματα, 1.3,5. 28. Α. Ν. Wilson, Jesus (Λονδίνο, 1992), σ. 49. 29. Αναρωτιέμαι όμως μήπως πρέπει να συνάγουμε κάποιο νόημα

από τη

συμβουλή να ρίξουν οι ψαράδες τα δίxτuα τους στη δεξιά πλευρά της βάρκας, αφού προς τα εκεί θα άπλωνε, φυσικά, ένας Έλληνας το χέ­ ρι του για να πιάσει τα όψα.

30. Διόδωρος Σικελιώτης 11.57,7' Kurt Hubert, «Zur indirekten ϋberlie­ ferung den Tischgesprache Plutarchs», Hermes 73 (938), 326-7' Ingemar Dϋrίηg, «Athenaios och Plutarchos», Eranos 34 (936), 8 Κ.ε. 31. Sidney Ι. Landau, Dictionaries: The Art and Craft of Lexicography (Νέα Υόρκη, 1984), σ. 98' πρβλ Thomas Pyles, The Origins and Development of the English Language (Νέα Υόρκη, 1964), σ. 305. 32. Μια ματιά στο κύριο άρθρο των συγχρόνων Τάιμς 07.11.94) μας προ­ σφέρει το ακόλουθο ύποπτο σχόλιο: «το λαϊκό γούστο είναι εξ ορι­ σμού χυδαίο».

33. Derek Attridge, «Language as History / History as Language: Saussure and the Romance of Etymology», στο Post-structuralism and the Question of History, επιμ. Derek Attridge, Geoff Bennington και Robert Young, (Κέιμπριτζ, 1987), σσ. 183-211. Η ετυμολογία φαίνεται πράγ­ ματι να γοητεύει ιδιαίτερα τους δημοφιλείς συγγραφείς της δεξιάς, όπως ο

William Safire'

για την εσφαλμένη χρήση της ετυμολογίας ως

ένδειξη του αληθινού νοήματος από μεριάς του

ctionaries, 34.

σ.

στο

βλ

Landau, Di-

R. J. Hankinson, «Usage and Abusage: Galen οη LanLanguage, επιμ. S. Everson, (Κέιμπριτζ, 1994). Ο Γερμα-

Βλ γενικότερα,

guage»,

Safire,

99.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

νός φιλόσοφος Χάιντεγκερ θεωρούσε ότι τα ελληνικά ήταν ο Λόγος, αυτή η ειδική γλώσσα όπου οι λέξεις και το νόημά τους είναι ένα.

35. Wilhelm Schulze, Quαestiones epicαe (Gίitesloh, 1892), σ. 498 Κ.ε." Friedrich Bechtel, Lexilogus Ζυ Homer (Halle, 1914), σσ. 202-3" Emile Boisacq, Dictionnaire Etymologique de la Langue Grecque (Παρίσι, 1923)- πρβλ J. Β. Hofman, Etymologisches Worterbuch des Griechischen (Μόναχο, 1949) υπό το λήμμα opson. Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Worterbuch (Χαϊδελβέργη, 1970)- Philippe Chantraine, Dictionnaire Etymologique de la Langue Grecque ΠΙ (Πα­ ρίσι, 1974), υπό το λήμμα όψον. 36. Θα ήταν υπερβολικά απλουστευτικό να πούμε ότι τέτοια ετυμολογι­ κά απορρέοντα νοήματα είναι στην πραγματικότητα λανθασμένα. Ακό­

μα και σήμερα, οι λανθασμένες ετυμολογίες έχουν τη δική τους κινη­ τήρια δύναμη και, αν αποκτήσουν αρκετή δημοτικότητα και διαφάνεια, μπορεί να αρχίσουν να επηρεάζουν το νόημα και να κάνουν τους ορι­

σμούς τους αναδρομικά σωστούς, έστω και για λάθος λόγους. Η λέ­ ξη

outrage

της λέξης

έχει αρχίσει να υιοθετεί κάποιες από τις ξένες αποχρώσεις

rage

και η ετυμολογία του Πλάτωνος για το όψον από το

ρήμα έψω σήμαινε ότι, από εδώ και μπρος, τη λέξη θα συνόδευε όλο και συχνότερα η τσίκνα του μαγειρέματος.

37. Πλούταρχος, Βίοι 667 Κ.ε. 38. Ηγήσανδρος [Αθήναιος 8.343dJ. 39. Η ίδια διπλή απαγόρευση εμφανίζεται

και στο διάλογο του Αθήναιου"

αυτός που αρνείται ότι το οψάριον σημαίνει ψάρι είναι, αν μη τι άλ­

λο, ένας διακεκριμένος αρνητής τou, ο Ουλπιανός, «Σύρος όταν είχα­

με να κάνουμε με ψάρια»

(8.346c" πρβλ 9.385b). Οι φιλόσοφοι γενι­

κότερα ήταν γνωστό ότι απείχαν από τις απολαύσεις του ψαριού. Στο

132,

ο Αντιφάνης βάζει ενδεχομένως έναν κυνικό φιλόσοφο να δηλώ­

νει «πάντοτε τρώμε ένα είδος από ΤΩ θάλασσα ... το αλάτι».

40. 41.

Ξενοφών, ΑπομνΩμονεύματα

3.14,7.

Αυτό συμβαίνει ακόμα και στη σημερινή επιτηρούμενη γλώσσα. Στην οικογένεια της μητέρας μου,

για παράδειγμα, η λέξη

«fornicator»

(=μοιχός, που διαπράττει συνουσία εκτός γάμου) χρησιμοποιείτο αρ­ κετά ελεύθερα, υπό την έννοια του «ψεύτη».

Κεφάλαιο

2 -

Τα ποτά

1. Ch. Baudelaire, Du vin et du haschisch compares comme moyens de multiplication de J'individualite, στην έκδ. του Les Paradis artificiels από τον Claude Pichois (Παρίσι, 1961), ειδικότερα σσ. 77-8" Roland Barthes, «Lecture de Brillat-Savarin», εισαγωγή στο Brillat-Savarin: Physiologie du goiΊt (Παρίσι, 1975), μετάφ. από το On Signs, επιμ. Μ. Blonsky (Οξφόρδη, 1985), σσ. 63-4. 2. Βλ εισαγωγή στο βιβλίο της Susanna Barrows και του Robin Room Drinking: Behavior and belief in Modern History (Μπέρκλυ, 1991)Mary Douglas, Constructive. Drinking. Perspectives ΟΩ Drink fΓOm

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Anthropology (Κέιμπριτζ, 1987), κοινωνικΩ πράξΩ,

σ.

4:

«Το να πίνει κανείς είναι κυρίως

που εκτελείται σ' ένα αναγνωρισμένο κοινωνικό

πλαίσιο. Αν σκοπεύουμε να εστιάσουμε σΤΩν κατάΧΡΩσΩ αλκοόλ, τότε το έργο των ανθρωπολόγων αφΩνει να εννΟΩθεί ότι ο πιο αποτελεσμα­ τικός τρόπος ελέγχου του είναι μέσω τπς κοινωνικοποίΩσπς».

3.

Μνησίθεος (Αθήναιος,

νούρια έκδοση του

11.483f-484b). Για τα Προ8λΩματα, Βλ την και­ Pierre louis (Παρίσι, 1991), σσ. 51-6. Ο louis θεω­

ρεί ότι τα περισσότερα έχουν γραφτεί προς τα τέλη του 30υ αιώνα π.χ., στην παράδοση και υπό την επιρροή της ιατρικής γραφής. Για τον

κατάλογο του Θεοπόμπου, Αθήναιος

10.435d = FGrHist 115 F283a -

ενδεχομένως μια περίληψη, στην οποία συγκεντρώνει τις αναφορές

στις συνήθειες πόσης που απαντώνται σε όλο το έργο του. Είναι ενδει­ κτικό ότι ο Αιλιανός, ο οποίος αναφέρει τις έρευνες του Θεοπόμπου

επί του θέματος, περιλαμΒάνει μια τέτοια λίστα ακριΒώς

4.

Αριστοτέλης Περί διαίΤΩς

F96 (Rose)- Μνησίθεος 2.5' Θεόφραστος, Περί

(Αθήναιος, αισθΩσεων

(VH 2.41).

1.32d)· 51 Κ.ε.

Ιπποκράτης, Η καλύτερη

πρόσφατη και ευπρόσιτη επισκόπηση περί του οίνου και της παρα­

σκευής του στην Ελλάδα Βρίσκεται στα κείμενα του

Roger Brock για το The Oxford Companion to Wine, επιμ. ]ancis Robinson (Οξφόρδη, 1994), στο λήμμα Ελλάδα, Συμπόσιο . . 5. Fernand Braudel, Capitalism and Material Life, αγγλ μετάφ. (Λονδίνο, 1973), σσ. 164-5' Αρχέστρατος 59-60 (Ribbeck) (ο ειδήμων φαίνεται ότι κάνει ένα λάθος. Η πόλη της ΒύΒλου, στα Βόρεια του σύγχρονου Λι­ Βάνου, ήταν διάσημη για την εξαγωγή παπύρων, από τους οποίους

προέρχονται οι λέξεις «ΒιΒλίο» και «ΒίΒλος», που υπάρχει και στα αγ­ γλικά, αλλά το ΒύΒλινο κρασί προερχόταν ενδεχομένως από τα ΒύΒλι­ να όρη της Θράκης)' ΕύΒουλος

122

Κ-Α' πρΒλ Άλεξις

280

Κ-Α. Τα κα­

λά κρασιά ειδικότερα υποτίθεται ότι πίνονταν παλαιωμένα, πρΒλ Εύ­ Βουλος

121

Κ-Α, Κλέαρχος

5

Κ-Α, Επίνικος

Για την έννοια της «θαλερότητας», Βλ

1

Κ-Α, Κρατίνος

195 Κ-Α. Salviat, «Le νίη de Recherches sur les AmGarlan (Γαλλική Σχολή

Fraηςοίs

Thasos, amphores, νίη et sources ecrites», στο phores Grecques, επιμ. ].-Υ. Empereur και Υ. Αθηνών, 1986), σ. 179. 6. Έρμιππος 77 Κ-Α στ. 1-5, με σημειώσεις του εκδότη αυτόθι' πρΒλ F. Salviat, «Le νίη de Thasos ... », σσ. 187-93' Πλίνιος ΝΗ 14.73' πρΒλ Φι­ λύλλιος 23 Κ-Α. Ο Ισαάκ Καζωμπόν πίστευε ότι οι θεοί μούσκευαν τα κρεΒάτια τους, επειδή έπιναν πάρα πολύ απ' αυτό, Animadversiones in Athenaei DipnosophistaS> (Λυών, 1621), σσ. 68, 40. 7. Virginia Grace, Amphoras and the Ancient Wine Trade (Αθήνα, 1961)' Αθήναιος 1.32f' Πολυδεύκης 6.15' F. Salviat, «Le νίη de Thasos ... », σσ. 188-9 και σημ. 95. 8. F. Salviat, «Le νίη de Thasos ... » σσ. 147-154 και 173 Κ.ε.' Robin Osborne, C1assical Landscape with Figures (Λονδίνο, 1987), σ. 105-7. Ο συγ­ γραφέας υπερτονίζει, εντούτοις, τη σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Παραείναι σύμπτωση η ύπαρξη ενός τόσο σθενα-

443

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

ρού κρατικού ελέγχου στην παραγωγή κρασιού, σε μια πόλη διάσημη για την εξαγωγή κρασιών. Και οι αγρότες επωφελούνταν από τον αυ­ στηρό ποιοτικό έλεγχο.

9.

Πλάτων Συμπόσιον, επιμ. Κ.

J. Dover

(Κέιμπριτζ,

1980),

σ.

11.

Στο συ­

μπόσιο του Αγάθωνος, ο Φαίδρος είναι ξαπλωμένος στην «πρώτη" θέ­ ση και ο Αγάθων ο οικοδεσπότης στην «τελευταία"

και

(177d

175c).

Η

εσωτερική ιεραρχία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από βασιλιά ή τύραννο για

απονομή

ή

στέρηση

εύνοιας,

12.544c]. Στην ανάλυσή της Schmitt Pantel αντιπαραβάλλει

περί

πρβλ

Ηγήσανδρος

δημοσίων συμποσίων,

το δείπνο στο πρυτανείο

-

[Αθήναιος,

η

Pauline

ένα στενό­

μακρο οικοδόμημα που προσπαθούσε να μιμηθεί το συμποσιακό χώρο και τον κόσμο της αρχαϊκής αριστοκρατίας

-

με το φαγητό στη θόλο,

ένα εντελώς κυκλικό οικοδόμημα με έντονα δημοκρατικά διαπιστευτή­

ρια'

La cite au banquet (Γαλλική Σχολή της Ρώμης, 1992), σσ. 147-77, 169, σημ. 69. Ο Ο. Murray, στο Sympotica. Α Symposium the Symposion (Οξφόρδη, 1992), του οποίου έχει επιμεληθεί την

ειδικότερα σ. οπ

έκδοση, παρουσιάζει μια σειρά άρθρων πάνω σ' αυτό το φαινόμενο, με καλή εισαγωγή από τον ίδιο τον επιμεληΤή.

10. Fran<;ois Lissarague, The Aesthetics of the Greek Banquet, αγγλ μετάφ. (Πρίνστον, 1990), σσ. 19-20. 11. Τίμαιος FGΊΗist 566 F149. Αυτός είναι ο βασικός πυρήνας του επι­ χειρήματος του Lissarague, στον τρόπο που διαπραγματεύεται το επει­ σόδιο. Οι συμπότες παίρνουν στα σοβαρά μια απλή μεταφορά και μπερδεύουν φαντασίά και πραγματικότητα, βλ

The Aesthetics of the Greek Banquet, σσ. 108-10. Για τις παρομοιώσεις με τη θάλασσα, βλ Μ. Davies, «Sailing, Rowing and Sporting ίη One's Cup οη the WineDark Sea" στο Athens Comes of Age: from Solon to Salamis (Πρίνστον, 1978), σσ. 72-90' και W. Slater, «Symposion at Sea", HSCP 80 (1976). 12. Ξενοφών, Συμπόσιον 2.1' Πλάτων, Συμπόσιον 176a' Φιλόχορος FGrHist 328 F5' Αθήναιος 11.486f-487b' στο 6.1,30 της Κύρου αναΒάσε­ ως του Ξενοφώντος, συναντάμε μια τέτοια εκλογή, αλλά ο Ερυξίμαχος στο Συμπόσιον του Πλάτωνος φαίνεται ότι έχει αναλάβει μόλις τη θέ­ ση του.

και 2.1,30' Πλάτων, Πολιτεία 8.352b (φαίνεται ότι τα παγωμέ­ να ποτά θεωρούνταν ιδιαίτερα κατάλληλα για προπόσεις)' Μάχων 270 (Gow), με σημείωση του εκδότη αυτόθι και στο 259' Θεόφραστος [Αθήναιος, 11.782ab]. 14. Σώφιλος 3 Κ-Α' Ανακρέων 11 (Page)' Διοκλής 7 Κ-Α' πρβλ Αθήναιος 1O.426de' Αναξίλας 23 Κ-Α' πρβλ Ίων ο Χίος FGrHist 392 F2' Έρμιπ­ πος 24 Κ-Α' Εύπολις 6 Κ-Α' Αμειψίας 4 Κ-Α' Νικοχάρης 2 Κ-Α' Ιπ­ πόλοχος [Αθήναιος, 4.12gef]. Δεν ήταν όλα τα κρασιά ίδια, εντούτοις.

13.

Ξενοφών,

4.437d,

Απομνπμονεύματα

Αθήναιος

3.123a-125d,

3.13,3

πρβλ

Οι Έλληνες πίστευαν ότι μερικά σήκωναν καλύτερα την αραίωση από άλλα, όπως υπονοούν οι όροι πολύφορος [ο φέρων πολύ νερό] στον Πλούτο του Αριστοφάνους

853

και aυτόκρaς [αυτοκέραστος] στον

444

ΑΡΧΑΙΟΙ

Πολυδεύκη

6.24

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κ.λπ. Κρατίνος

196

Κ-Α: η φράση «αυτό το κρασί πά­

ει και μισό μισό» πρέπει να είναι αστείο. Ένας γερός πότης εντυπω­

σιάζεται τόσο από τη δύναμη ενός κρασιού ώστε αρχίζει να σκέφτε­ ται μήπως πρέπει να προσθέσει αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν ελάχιστο νερό.

15.

ΕύΒουλος

Kasse!-Austin στον Αριστοφάνη F 540" F. Jacoby FGrHist 328 Ρ87 (IIIb [Suppl], σ. 371)" F. Lissarague, The Aesthetics of the Greek Banquet, σ. 26, «υη Ritue! du Υίη: !a libation» στο Ιη Vino Veritas, επιμ. Ο. Murray και Μ. Tecusan (Βρετανική Σχολή της Ρώμης, 1995), σ. 126-144· J. Rudhardt, Notions fondamenta1es de 1a pensee re1igieuse et actes constitutifs du cu1te dans 1a Grece c1assique (2η έκδ. Παρίσι, 1992), σ. 242· Μ. Ρ. Nilsson, «Die Gotter des Symposions», στο Opuscu1a Se1ecta Ι (Λουντ, 1951), σσ. 428-42. Δεν πρέπει να ςεχνάμε τις παρατηρήσεις του Jacoby επί του θέματος 94

Κ-Α· Βλ.

στο Φιλόχορο

(ό.π.): «η παράδοση σχετικά με τον αριθμό, τη διαδοχή και τους απο­ δέκτες των επισήμων σπονδών στα συμπόσια παρουσιάζει σημαντικές διαφορές». Οι ανασκαφές σε μια ελληνιστική τοποθεσία στην Κόριν­ θο αποκάλυψαν τα ερείπια μιας ταΒέρνας με πολλούς άλλους πιθα­ νούς δαίμονες του πιοτού, όπως Αυτόν που Σταματά τον Πονοκέφα­ λο, Αυτόν που Κάνει το Ποτό Γλυκό και τον Ανώδυνο" ο.

Broneer, 1946-7», Hesperia 16 (1947), 239-41. 16. Θεόφραστος, Χαρακτιίρες 13.4, 10.3" Πλάτων, Συρπόσιον 176be" πρΒλ. Κριτίας D-K 88 Ρ6 στ. 6-9, 23-4" Άλεςις 21 Κ-Α" Ξενοφών, J\.α­ κεδαψονίων πολιτεία 5.4" Συρπόσιον 2.26 πρΒλ. 25, την παρομοίωση «Investigations at Corinth

ίη

του Σωκράτους με τα φυτά που είναι πλημμυρισμένα στο νερό και με

τα φυτά που πίνουν μόνον όσο το απολαμΒάνουν, Αθήναιος

10.425ab" Schmitt Pante!, La cite au banquet, σσ. 85-6, πρΒλ. Θεόφραστος, Χα­ ρακτιίρες 10.3. 17. ΕύΒουλος 94.6-11 Κ-Α· πρΒλ. R L. Hunter, Eubu1us: The Fragments . (Κέιμπριτζ 1983), σσ. 185-9· Κωμικά Αδέσποτα 101 στ. 11-13 Κ-Α. 18. Avτιφάνης 112-13 Κ-Α· Πλάτων 192 Κ-Α" Άλεςις 9 Κ-Α" Μένανδρος 443 (Koerte)- πρΒλ. Πολυδεύκης 6.99. Άκρατος θα έπρεπε να σημαί­ Ρ.

νει «μη αραιωμένος», αλλά συχνά σημαίνει απλώς «δυνατός». Έτσι εςη­ γείται γιατί ο Δημοσθένης διαμαρτύρεται για όσους πίνουν το κρασί «πιο άκρατο», στο λόγο του Υπερείδου Κατά Δnpoσθένoυς απ. b = σ. 24 Jensen, και ο Ξενοφών μιλάει για «πολύ άκρατο» στο Κύρου ανά­ Βασις 4.5,27" πρΒλ. επίσης Avτιφάνης 25 Κ-Α και Άλεςις 246 Κ-Α. 19. Πλάτων, Συρπόσιον 213e, 223bc. 20. Αρτεμίδωρος 1.66" Κριτίας Ρ6 (West)- Αριστοφάνης, Αχαρνείς 978-86. 21. Αριστοφάνης, Ιππείς 1288-9" πρΒλ. Robert Parker, Miasma (οςφόρδη, 1983), σ. 99 με σημ. 101, Αριστοφάνης, Αχαρνείς 959 κ.ε. Ε. ΙΤ 947 κ.ε. Η. W. Parke, Festiva1s of the Athenians (Λονδίνο, 1977), σ. 113" Richard Hamilton, Choes and Anthesteria Athenian Iconography and Ritua1 (Αν Άρμπορ, 1992), σσ. 113-15. Μερικοί ισχυρίζονται ότι κατά τους Χόας έχυναν κανονικά το κρασί μέσα σε κύπελλο, αφού ο Πλού-

4~5

ΤΖΕΪΜΣ ταρχος (Βίοι,

643a)

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

διατείνεται ότι έτσι σερβίρισαν τον Ορέστη. Δε

βρίσκουμε όμως αναφορές κυπέλλων σε άλλες πηγές και δε βλέπου­

με καθόλου κύπελλα δίπλα στους χόας, στα αγγεία που απαθανατί­ ζουν τη γιορτή. Πιο πειστικός είναι, εντούτοις, ο κομπασμός του Δι­

καιοπόλεως, στους Αχαρνείς

1203

και

1228-9,

ότι έπινε τους χόας

του χωρίς να παίρνει ανάσα. Επινοώντας κύπελλα στους Χόας, οι λό­ γιοι χάνουν το πιο παραβατικό στοιχείο της πόσης κατά τη γιορτή.

22. Πλούταρχος Βίοι 679a και 716a. 23. Αθήναιος 11.781d· Ξενοφών, Συμπόσιον 2.26' Αντιφάνης 205 Κ-Α (ακολουθώντας το κείμενο του Kock)' Άλεξις 9 Κ-Α 11.8-10, 183 Κ-Α 11.3-4 [Αθήναιος 1O.421d]' πρβλ 228 Κ-Α, Σάτυρος [Αθήναιος 4,168cd]. 24. Άλεξις 285 Κ-Α' Αριστοφάνης ΣφΙΊκες 79-80, 1251-61' πρβλ Βατρά­ χους 739-40: "Φυσικά και είναι λε8ένΤΩς έρωτας και κρασί και τίπο­ τα άλλο».

25. Oswyn Murray, "The Affair of the Mysteries: Democracy and the Drinking Group», στο Sympotica, σσ. 149-50, 26. Πρβλ Hug, RE 10, 1888-9' «ΣυνΙΊθως με τον προσδιορισμό κάΠΩλος εννοείται κάποιος ο οποίος πουλάει

fJ σερ8ίρει κρασί και ξίδι σε με­

μονωμένους πελάτες».

27.

Νικόστρατος

80

Κ-Α' Αριστοφάνης, ΕκκλΩσιάξουσαι

49

(φαίνεται πι­

θανό ότι κρασί που πουλιόταν με την κοτύλΩ σημαίνει υποχρεωτικά κρασί που καταναλωνόταν στα καπηλεία' στην περίπτωση αυτή, ο Σμι­

κρίνης, στους Επιτρέποντες του Μενάνδρου

127-31,

δε διαμαρτύρεται

για το πόσα ξοδεύει ο Χαρίσιος στο ποτό, αλλά για τον τόπο όπου πίνει)' Πλάτων, Γοργίας

518b' Πολυδεύκης 7.193' Αριστοτέλης, Pn3.10,4, 1411a' και γενικότερα βλ το άρθρο μου «Α Ban οη Ρυ­ blic Bars ίη Thasos» CQ (υπό έκδ.). 28. Αριστοφάνης, Πλούτος 435, Ρ285 Κ-Α' Αντιφάνης 25 Κ-Α' Νικόστρα­ τος 22 Κ-Α' Εύβουλος 80 Κ-Α' Λυσίας 1.24. IG 3.3, R. Wuensch, Αρ­ pendix: Defixionum tabellae ηο 87, ευρετήριο υπό το λήμμα καπηλ-. D, R. Jordan, "Α Survey of Greek Defixiones Not Inc!uded ίη the Specia! Corpora», GRBS 26 (1985), 151-97 ηο 11, με κατάρες που τορικΙΊ

στρέφονται εναντίον δύο γυναικών, η καθεμιά των οποίων αναφέρεται

ως

IG 2.2.773Α' Άλεξις 9.5 Κ-Α' Αρι­ 154-5. 29. Τ. Leslie Shear ]r., «The Athenian Agora: Excavations of 1973-4», Hesperia 44 (1975), 357-8' για μια μεταγενέστερη ταβέρνα, στην ελληνι­ στική Κόρινθο, βλ Ο. Brooner, «Investigations at Corinth ίη 1946-7», Hesperia 16 (1947), 239-41. 30. Θεόπομπος 66 Κ-Α [Πλούταρχος, Λυσίας 13.5]' Πλάτων, Νόμοι. 11.918bd και οι αναφορές που συνέλεξε ο Hug RE 10, 1888' Αριστο­ φάνης, Πλούτος 436' Θεσμοφοριάξουσαι 347-8' πρβλ ΕκκλΩσιάξου­ σαι 154-5, όπου οι γυναίκες θέλουν να απαγορεύσουν τις δεξαμενές

graus kapelis,

«γρια σερβιτόρα»'

στοφάνης, ΕκκλΩσιάξουσαι

νερού στα καπηλειά, ένα αστείο για τους ταβερνιάρηδες που αραιώ-

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

νουν το κρασί ή για τις γυναίκες που θέλουν το κρασί τους ανέρωτο­ Αντιφάνης

25 Κ-Α, και ενδεχομένως ο Σάραμβος του Πλάτωνος, στο 518b_ Θεόπομπος FGrHist 115 F62- Φύλαρχος FGrHist 81 Ρ7, πρβλ Αθή­ ναιος 10.442c, IG ΜΧΙΙ συμπλ 347, ΙΙ 11.12-15. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός 49- Περί aντιδόσεως 286-7. Υπερείδης 138 (Jensen) [Αθήναιος 13.566f]- πρβλ Αριστοφάνης, Εκ­ κλησιάζουσαι 134, όπου οι γυναίκες κατηγορούν τους άντρες ότι πά­ νε στη συνέλευση μεθυσμένοι, Αριστοφάνης, Ιππείς 353-5. Εύβουλος 80 Κ-Α- Αριστοφάνης F 699 Κ-Α- πρβλ ΣφΩκες 656 Κ.ε., ει­ δικ. 698-702- Ρ. Schmitt Pantel, La cite au banquet, σ. 11, Πλάτων, Συμπόσιον 223bc- Ησύχιος υπό το λήμμα τρικότυλος Μένανδρος Επιτρέποντες 130-1- και πιθανότατα Εύβουλος 80 Κ-Α 11.4-5. Αντιφάνης 25 Κ-Α- Paul Millet, Lending and Borrowing in Ancient Athens (Κέιμπριτζ, 1991), σ. 220. Γι' αυτό το φαινόμενο, βλ Έρμιπ­ πος 78 Κ-Α [Πολυδεύκης 7.193]- και Λυσίας F 1.3 CΤhalheim) 38 (Gernet-Bizos), [Αθήναιος 13.612c]. Σχετικοί είναι και οι στίχοι 11314 από τη Λ.υσιστράτη του Αριστοφάνους, στους οποίους η Κλεονίκη Γοργία

31_ 32. 33.

34.

35.

δηλώνει ότι και το φόρεμά της το βάζει αμανάτι κι όσα βγάλει τα πί­ νει σε μια μέρα- βλ το σχόλιο του

Αδέσποτα

(Radt),

807

Henderson

αυτόθι, και ίσως στα

Κ-Α, μια παρωδία του Φινέως του Σοφοκλέους

711

αν υποθέσουμε ότι οι πόρτες της ταβέρνας είναι ερμητικά

κλειστές, επειδή ο ήρωας, όπως ο Αισχίνης ο Σωκρατικός (και πο­ λυάριθμοι πελάτες των εταιρών), δεν είχε πληρώσει τα χρέη της οινο­ ποσίας του.

36.

Κριτίας

D-K 88

Β34. Κάποτε πίστευαν ότι οι Σπαρτιάτες δεν έπιναν

κρασί, αλλά αυτό αποδεικνύεται αναληθές, βλ Ο.

Murray, «War and the Symposium", στο Dining in a Classical Context επιμ. W. J. Slater (Αν Άρμπορ, 1991), σσ. 83-104- Ν. R. Ε. Fisher, «Drink, Hybris and the Promotion of Harmony", στο Classical Sparta: Techniques Behind Her Success σε επψ. Anton Powell (Λονδίνο, 1989), σσ. 26-50, αν και εγώ είμαι πολύ πιο απαισιόδοξος από το συγγραφέα, διότι δεν πιστεύω ότι μπορούμε να πούμε πολλά με σιγουριά για τις πρακτικές οινοπο­ σίας στη Σπάρτη.

11.3- Αριστοτέλης F 542 (Rose), 1.9, 26. Πλούταρχος, Βίοι 238 F πρβλ Αιλιανός νΗ 6.6, Βα­ λέριος Μάξιμος 2.6,2. 38. Αριστοφάνης, ΣφΩκες 1157-8- η κόκκινη βαφή χαρακτηρίζεται ενίοτε 37.

Ξενοφών, Λ.ακεδαψονίων Πολιτεία

ΡητορικΩ

ως «σαρδική", για να τονιστεί πόσο θυμίζει τη λυδική πολυΤέλεια,

Πλάτων ο Κωμικός

230

νοφών Κύρου ανάΒασις

Κ-Α- Αριστοφάνης, ΕιΡΩνη

8.3,3,

1172-6,

πρβλ Ξε­

όπου οι φοινικίδες περιλαμβάνονται σε

μια λίστα με ιδιαίτερα πλούσια και πολυτελή ενδύματα.

39.

Αριστοφάνης

225

Κ-Α. Ο Αθήναιος

(11.484f)

σμα αποδεικνύει την ύπαρξη ενός άλλου

πιστεύει ότι το απόσπα­ σπαρτιατικού κυπέλλου.

Εντούτοις, όπως μαρτυρεί ο Κριτίας, ο κώθων είναι το μοναδικό

447

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σπαρτιατικό κύπελλο από τα τέλη του 50υ αιώνα. Μοιάζει μάταιο να

ισχυρίζεται κανείς ότι υπήρχε δεύτερο «σπαρτιατικό κύπελλο», που προκαλούσε τα ίδια παρακμιακά υπονοούμενα με τον κώθωνα. Και τα δύο είναι ένα και το αυτό. Ο Αθήναιος φαίνεται ότι έχει μπερδευτεί, επειδή ο Αριστοφάνης περιγράφει το σπαρτιατικό κύπελλο ως κύλι­ κα. Η κύλιξ ήταν ένα ρηχό δοχείο, σαν πιατάκι του τσαγιού, εντελώς

διαφορετικό από τον κώθωνα, συχνά όμως χρησιμοποιούσαν τη λέξη για κάθε είδους κύπελλο, ακόμα και για τα Βαθιά κύπελλα που κατα­

σκεύαζαν οι μπεκρούδες στο

152

Κ-Α

1.4

του Φερεκράτους. Αξίζει να

σημειώσουμε ότι η εξήγηση του Κριτίου για τη χρήση του κώθωνα,

εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο με τη δικαιολογία του Αριστοτέλους για

τις κόκκινες στολές. Το αιματηρό χρώμα των φοινικίδων λειτουργεί όπως το σκοτεινό εσωτερικό του κώθωνα, που κρύΒει τη λάσπη, για να μη Βλέπουν οι μαχητές τις δυσκολίες της στρατιωτικής ζωής.

40. Διογένης ο Λαέρτιος 1.104' Ξενοφών, Συμπόσιον 2.23-6' Άλεξις 9 Κ­ Α 1.9' Σώφιλος 9 Κ-Α' Τιμοκλής 22 Κ-Α (συχνά αυτοί που απέρριπταν τα μικρά κύπελλα και έπαιρναν μεγαλύτερα είναι οι γυναίκες, πρΒλ ΕύΒουλος

42

Κ-Α, Αριστοφάνης, Λ.υσιστΡάτπ

200-l)

Φερεκράτης

75

Κ-Α.

41. 42.

Φερεκράτης

152 Κ-Α' Επιγένης 4 Κ-Α. 10 Κ-Α' ΕύΒουλος 80 Κ-Α' Άλεξις 120 Κ-Α, πρΒλ Πλαύτος, Πέρσπ 821: «bibere da usque plenis cantharis" [= να πίνεις από διαρ­ κώς γεμάτους κανθάρους]. Τ. Carpenter, Dionysian Imagery in Archaic Greek Art (Οξφόρδη, 1986), σ. Ι, σημ. 1. Για την προέλευση του σχή­ ματος και τη σχέση του με το θεό, Βλ Michel Gras, «Cαnthαre, societe etrusque et monde grec», Opus 3, (1984), 325-39, ο οποίος ισχυρίζεται

Ξέναρχος

ότι συμΒολίζει το τρόπαιο της νίκης του Διονύσου κατά των Ετρού­ σκων πειρατών και του Γίγαντα Κανθάρου, όπως απεικονιζόταν στη

Βόρεια ζωοφόρο του θησαυρού των Σιφνίων, στους Δελφούς, Βλ ει­ δικά σσ.

43.

329-30. 2 Κ-Α' Δαμόξενος 1 Κ-Α' Αθήναιος 11.476ae' Έρμιππος 44 Κ-Α' Δίφιλος 5 Κ-Α' F. Lίssarague, TheAesthetics of the Greek Banquet, σσ. 32-3, 58 και 90-1. Το ρήμα σκυθίζω ή επισκυθίζω, το οποίο Επίνικος

στην κυριολεξία σήμαινε «φέρομαι σαν Σκύθης», κατέληξε να εννοεί «πίνω χωρίς μέτρο».

44.

Χαμαιλέων

9

(Wehrlί). Ο Χαμαιλέων ανήκε στην περιπατητική παρά­

δοση που υπερασπιζόταν τους αρχαίου ς από την κατηγορία ότι έπι­

ναν πολύ, πρΒλ Θεόφραστος

F 571 (Fortenbaugh και αλλού), [Αθή­ 11.782ab]. 45. Έφιππος 9 και 16 Κ-Α' Αναξανδρίδης 33 Κ-Α (πρΒλ Αθήναιος 11.482bd)' Φερεκράτης 101 Κ-Α' Αθήναιος 11.485a' Θεόπομπος 41 και 42 Κ-Α' Αντιφάνης 47 Κ-Α' Φιλύλλιος 5 Κ-Α' Θεόπομπος 31 Κ­ Α' Αμειψίας 21 Κ-Α. Ο Πολυδεύκης περιγράφει την άμυστιν ως «με­ γάλο κύπελλο», 6.97. 46. Άλεξις 181 Κ-Α' Πολέμων [Αθήναιος 11.484bc]' Θεόπομπος 55 Κ-Α ναιος

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

(στην κωμωδία, οι γυναίκες σπάνια απέχουν από τα οινοπνευματώδη, έτσι είναι πιο πιθανό να πρόκειται για δήλωση παρά για ερώτηση, πρβλ Μ.

Whittaker, «μια γυναίκα εκφράζει την προθυμία της να αντέ­ [SiC], ακριβώς όπως η Λυσιστράτη στ. 113-4». «The Comic fragments ίη their re!ation to the structure of O!d Attic Comedy», CQ 29 [1935], 182 και σημ. 1) Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι 620 πρβλ 630-3" Αρχίλοχος F 4 (West)" Αριστοφάνης, Ιππείς 599' Ο. Broneer, «Excavations at Isthmia» Hesperia 28 (959), 335, ηο 9 και εικόνα 70i' Bert Kaeser, «Griechisches Vasen-Trinkgeschirr», στο Kunst der Schale. Kultur des Trinkens, επιμ. Bert Kaeser και K!aus Vierniese! (Μόναχο, 1990), σ. 188 και σχέδ. 30.4 και 30.5, το τελευ­ ξει στις κακουχίες

ταίο αγγείο είναι ζωγραφισμένο με οπλίτες, μια αναφορά στην αρχι­ κή στρατιωτική λειτουργία του" Peter Ε. Corbett, «Attic Pottery of the Later Fifth Century», Hesperia 18 (949) ν. 78-81 και σ. 133. Περί της οινοποσίας στο στρατό, Oswyn Murray, «War and the Symposium». 47. Αυτό που περιγράφει ο Kaeser, ό.Π. σχέδ. 30.5, για παράδειγμα, και χρονολογείται γύρω στο 490 π.χ., είναι ερυθρόμορφο και μοιάζει

μάλλον κομψό για τις εκστρατείες για τις οποίες υποτίθεται ότι προ­ ορίζεται.

126 Κ-Α και Μνησίθεος F 45 (Bertier) [Αθήναιος 11.483f484b]' πρβλ J. Bertier, Mnesithee et Dieuches = Philosophia Antiqua, Α Series of Monographs οπ Ancient Philosophy ΧΧ (Λάιντεν, 1972), σσ. 85-6" για τις πιθανές ημερομηνίες του, βλ σσ. 9-10 και 147. 49. Υπερείδης, Κατά Δπμοσθένους Fa = σ. 24 (jensen) Λυγκεύς ο Σάμιος [Αθήναιος 6.245f-246a]" Μνησίθεος F 25 (Bertier) [Αθήναιος 11.483f484a]" Gow στο 442 του Μάχωνος Χρύσιππος [Αθήναιος 1.8cdJ, για το Λύκωνα, Αθήναιος 12.547d. 50. Ο Θεόφραστος [Αθήναιος 11.782ab] εκθέτει το ίδιο επιχείρημα πιο 48.

Εύβουλος

κυριολεκτικά, όταν ισχυρίζεται ότι ένας από τους λόγους που οι αρ­ χαίοι δεν έπιναν πολύ είναι ότι συνήθιζαν να παίζουν Kόττa80, ένα παιχνίδι όπου πετούσαν το κρασί τους προσπαθώντας να πετύχουν κάποιο στόχο,

80-6.

σσ.

F. Lissarague, The Aesthetics of the Greek Banquet,

Αρχικά, ίσως, τα βαθιά κύπελλα συνδέονταν με το δυνατό κρα­

σί, επειδή τα χρησιμοποιούσαν για προπόσεις, πρβλ Θεόπομπος

και

42 Κ-Α' Σόφιλος 4 Κ-Α' (Koerte)" Κρατίνος 322 Κ-Α. Κεφάλαιο

1.

3-

[Δημοσθένης]

Αναξανδρίδης

3

Κ-Α' Μένανδρος

41 275

Γυναίκες και αγόρια

59.122.

Το απόσπασμα έχει γίνει αντικείμενο πολλών

αναλύσεων και διαφωνιών, βλ πχ,

Ancient Greece

J.-P. Vernant, Myth and Society in 1980), σσ. 47-8; «Πρόκειται για

αγγλ μετάψ. (Λονδίνο,

μια καθαρά ρητορική διάκριση, η οποία δεν έχει κανένα νόημα στους

υφιστάμενους θεσμούς». Πρβλ Η.

J. Wo!ff, «Marriage Law and Family Organisation ίη Ancient Athens», Traditio 2 (944), 74" Roger Just, Women in Athenian Law and Life (Λονδίνο, 1989), σ. 52' Ρ. G. Mc C.

449

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Brown, «Plots and Prostitutes in Greek New Comedy .. , Papers of the Leeds International Latin Seminar, Sixth Volume (Λιντς, 1990), 248 και σημ. 35' W. Κ. Lacey, The Family in Ancient Greece (Λονδίνο, 1968), σ. 113' Eva Cantarella, «Donne di casa e donne sole in Grecia: sedotte e seduttrici? .. , στο Atti del Ι1 Convegno nazionale di studi su La Donna nel mondo antico, Torino 18-19-20 Aprile 1988, επιμ. Renato Uglione (Τορίνο, 1989), σ. 45. 2. Αθήναιος 12.521b = Φύλαρχος FGrHist 81 F45. 3. ΠρΒλ J.-P. Vernant, Myth and Society in Ancient Greece, σ. 47. 4. Charles Seltman, Women in Greek Society (Λονδίνο, 1953), σ. 115 Κ.ε. Η διάκριση ανάμεσα σε πόρνες και εταίρες κινείται πολύ κοντά στη διάκριση που κάνει ο

«Hans Licht .. ,

ο παππούς των σπουδών περί σεξ

και σεξουαλικότητας στην αρχαία εποχή, στο έργο του

Sittengeschichte Griechenlands (Δρέσδη/Ζυρίχη, 1925), πρΒλ Π, σ. 53: «Auf ungleich hoherer Stufe stehen und nehmen im griechischen Privatleben eine viel wichtigere Stellung ein die Hetiiren. Von den Bordellmiidchen unterschieden sie sich zumal durch ihre gesellschaftliche Achtung und ihre Bildung .. [= Στην ιδιωτική ζωή των Ελλήνων πολιτών, οι εταίρες Βρί­ σκονταν σε πολύ υψηλότερη Βαθμίδα και κατείχαν πολύ σημαντικότερη θέση. Διακρίνονται από τις κοπέλες των πορνείων κυρίως λόγω της μόρφωσής τους και της εκτίμησης που έτρεφε η κοινωνία γι' αυτές].

Για μια κριτική του

Hans Licht και άλλων παλαιότερων προσεγγίσεων Carola Reinsberg. Ehe, Hetiirentum und Knabenliebe im antiken Griechenland (Μόναχο, 1989), σσ. 80-6 [ελλ

σχετικά με τις εταίρες, Βλ

μετάφ. Γάμος, εταίρες και παιδεραστία σΤΩν αρχαία Ελλάδα, εκδ. Παπα­ δήμα,

5.

1999].

Ένα καλό πρόσφατο παράδειγμα αυτού του φαινομένου, τραΒηγμένο στα άκρα, Βρίσκουμε στην περιγραφή των γάμων του Περικλέους από

τους

Charles W. Fornara

και

Loren J. Samons 11.

Οι συγγραφείς εμφα­

νίζουν την Ασπασία απλώς ως σύζυγο του Περικλέους και αποδίδουν όλα τα στοιχεία ότι ήταν παλλακή ή εταίρα ή διευθύντρια πορνείου, «στο γεγονός ότι θεωρείτο άκρως ηδυπαθής, σε συνδυασμό με την κα­ τώτερη θέση της ως πολίτιδος", Στην πραγματικότητα, «οι πόρνες ΤΩς δεν .Μαν παρά αέρας κοπανιστός .. ,

Athens from Cleisthenes to Pericles 1991), σ. 164. 6. Eva Keuls, The Reign of the Phallus (Νέα Υόρκη, 1985), σ. 204. 7. R. Just, Women in Athenian Law and Life, σ. 141. Αν μη τι άλλο, οι από­ (Μπέρκλεϋ,

ψεις σκληραίνουν. Η πιο πρόσφατη πραγματεία τονίζει «ΤΩν απόλυΤΩ διάζευξη ανάμεσα στους ρόλους ΤΩς εταίρας και ΤΩς συζύγου .. , D. Ogden, Greek Bastardy (Οξφόρδη, 1996), σ. 105. 8. C. Reinsberg, Ehe, Hetiirentum und ... , ό.π., σ. 87. 9. R. Just, Women in Athenian Law and Life, σ. 5' πρΒλ Peter Brown, «Plots and Prostitutes in Greek New Comedy .. , Papers of the Leeds International Latin Seminar, Sixth Volume (Λιντς, 1990), σσ. 248-9. 10. Βλ για παράδειγμα, Δημοσθένης 39.26, με 40.8 και .27' Ισαίος 3.10-

450

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

.39· Αντιφάνης 210 Κ-Α· Πλούταρχος, Αλκι8ιάδΩς 8.3· Πορφύ­ 260· F 11· Αθήναιος 577cd, όπως παραδέχονται οι Lipsius και Wyse· J. Η. Lipsius, Das Attische Recht und Rechtverfahren ΙΙ (Λειψία, 1912), σ. 480 Κ.ε.· Wyse [Ισαίος 3.5]. Ένα περιττό και αδικαιολόγητο 17

και

ριος

σύγχρονο δόγμα δημιουργείται, κατά το οποίο μια Αθηναία δεν μπο­ ρεί εξ ορισμού να είναι εταίρα: «κάθε εταίρα που συγκατοικούσε με άντρα, θα μπορούσε να αναφερθεί ως παλλακή. Το ερώτημα είναι,

εντούτοις, αν κατά την κλασική περίοδο υπήρχαν και παλλακίδες οι οποίες δεν ήταν εταίρες, αλλά Αθηναίες αστές» (R. Just, Women in Athenian Law and Life, σ. 52, πρβλ σσ. 140, 151). Για τον Daniel Ogden, στην πιο πρόσφατη πραγματεία του επί του θέματος, αυτές οι Αθηναίες εταίρες είναι ψευδο-εταίρες, Greek Bastardy, σ. 161. Η δια­ μάχη έχει παλιώσει ήδη και οι ισχυρισμοί ότι δεν υπάρχουν παραδείγ­ ματα Αθηναίων εταιρών έχουν απαντηθεί σε πολλές περιστάσεις από παραπομπές σε σχετικά αποσπάσματα· πρβλ

Rudolf Hirzel, Der Name. Ein Beitrag Ζυ seiner Geschichte im Altetum und Besonders bei den Griechen-Abhandlungen der Philologische-Historischen Klasse der Siίchsischen Akademie der Wissenschaften 36,2 (1918· 2η έκδ. Άμ­ στερνταμ, 1962), σ. 71,σημ. 1, απαντώντας στην άρνηση του Sch6mann. 11. [Δημοσθένης] 59.28' Μένανδρος Σαμία, 390 Κ.ε. 12. Ο νομοθετικός κώδικας του Δράκοντος χρονολογείΤαι κατά παράδο­ ση από το 621 π.χ. Ο θιγείς σύζυγος δε θεωρείΤΟ περισσότερο ένο­ χος από εκείνον που σκοτώνει κάποιον κατά λάθος σε αθλητικούς αγώνες [Δημοσθένης]

13.

[Δημοσθένης]

59.67·

23.53.

πρβλ Λυσίας

10.19·

Πλούταρχος, Σόλων

23.1.

Η

φράση φαίνεται ότι ήταν στερεότυπη διατύπωση, αφού βρέθηκε ολό­

κληρη ή αποσπασματικά σε δύο τουλάχιστον χωριστούς νόμους Ε.

14.

15.

16. 17. 18.

Ruschenbusch, Solonos Nomoi [Historia Einzelschriften Bd. 9], (Βισ­ μπάντεν, 1966), απ. 29 και 30· πρβλ Μ. Hillgruber, Die zehnte Rede des Lysias [= Untersuchungen zur antiken Literatur und Geschichte Bd. 29], (Βερολίνο/Νέα Υόρκη, 1988), σσ. 77-9. Πρβλ J.-P. Vernant, «Hestia-Hermes», στο Myth and Thought among the Greeks (Λονδίνο, 1983), σσ. 127-75· Susan Walker, «Women and Housing ίη Classical Greece», στο Images of Women in Antiquity, επιμ. Averil Cameron και AmeIie Kuhrt, (Μπέκεναμ, Κεντ, 1983), σσ. 81-91. Ησύχιος υπό το λήμμα γεφυρίς Φρύνιχος ο κωμικός 34 Κ-Α· Κωμι­ κά Αδέσποτα 1352 Κ· Θεόπομπος, FGrHist 115 Ρ225 και 213· Τιμο­ κλής 24, 1-2 Κ-Α. Ξενοφών, ΑπομνΩμονεύματα 2.2,4. Αισχίνης 1.80-5. Για το λάκκο (πηγάδι, στέρνα ή δεξαμενή) πρβλ Αρι­ στόδημος [Αθήναιος 13.585a]· Μάχων 281-4 (Gow). Αριστοφάνης, Ιππείς 1397 Κ.ε. Ο R. Α. Neil σε σχόλιό του αυτόθι επα­ νεξεΤάζει την απόδειξη ότι οι Έλληνες έτρωγαν κρέας γαϊδουρινό

(σπάνια) και κρέας σκύλου (σπανιότατα) και θυμάται ότι ο

451

Jerome

ΤΖΕΪΜΣ

Cardan

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σερΒίρισε στον Αρχιεπίσκοπο του Αγίου Ανδρέα ένα πιάτο

κουταΒάκια το

1553.

Είναι πολύ πιθανό εντούτοις ότι, αν ψάξουμε λί­

γο πιο κάτω από την επιφάνεια, θα Βρούμε στη φράση κάποιο χυδαίο υπονοούμενο περί πορνείας (ανδρικής ή γυναικείας). Για τον Κερα­ μεικό και τη φήμη του, Βλ σ.

Κ.ε.

222

(Αθήνα,

19.

(Πρίνστον,

1988). 422 Κ.ε.

Βάτραχοι

R. Ε. Wycherley, The Athenian Agora ΠΙ, 1957)' Knigge, Der Kerameikos νοη Athen

Ο Κλεισθένης είχε γίνει Βούκινο για τη θηλυπρέ­

πειά του. Η αναφορά ίσως στο γιο του, ενδεχομένως όμως και στον εραστή του.

20. 21.

Εψf1νη

11.164

Κ.ε.

Για τον αυλό, Βλ Μ. σ.

105

L. West, Ancient Greek Music (Οξφόρδη, 1992), Peter Wilson, που μου έδειξε το ανέκ­

Κ.ε. Είμαι ευγνώμων στον

δοτο άρθρο του για τον αυλό στην Αθήνα.

22.

Μεταγένης

4 Κ-Α' πρΒλ Θεόπομπος FGrHist 115 F290" Αριστοφάνης, 551" Αδέσποτα 1025.1 Κ-Α. Γενικότερα, Βλ Η. Herter, «Die Soziologie ... » JbAC 3 (960), σ. 86, σημ. 290.

Αχαρνείς

23.

Άλλο ένα στοιχείο για την παρομοίωση της πορνείας με το ιππικό,

Πλάτων

170

Κ-Α, με σχόλια των εκδοτών αυτόθι. Ο αυλός συνόδευε

παντός είδους δραστηριότητες, από το ζύμωμα του ψωμιού έως το γκρέμισμα των τειχών, Βλ Μ.

24.

Δίων Χρυσόστομος εκδοχή της

1.1-2'

L. West, Ancient Greek Music, σ. 28 Κ.ε. 583 (Rose). Η παλαιότερη

Αριστοτέλης απ.

ιστορίας αφορούσε τους κατοίκους της

Καρδίας, των

οποίων οι εχθροί έμαθαν ποιους σκοπούς έπρεπε να παίξουν, αγορά­

ζοντας μια ντόπια αυλητρίδα, Χάρων εκ Λαμψάκου

25.

Ιπποκράτης, Επιδηρίαι

5.81.

FGrHist 262 F1.

Για τη μυστικιστική δύναμη.του αυλού

και τη σημασία των αυλητρίδων στον κώμο, Βλ F. Lissarague και F. Frontisi-Ducroux, «From Ambiguity to Ambivalence», επψ. D. HalpeΓίη, J. J. Winkler και F. Zeitlin" Before Sexuality (Πρίνστον, 1990): σ. 220 Κ.ε. 26. Ισοκράτης, Περί αντιδόσεως 287' Πλάτων, Συρπόσιον 215c' Η. Herter, «Die Soziologie ... » 97-8, Gomme-Sandbach στο 340 της Περικει­

ρορένης του Μενάνδρου. Σ' ένα κωμικό απόσπασμα που Βρέθηκε σε πάπυρο, αναφέρεται μια κοπέλα (ενδεχομένως) ως «αυλητριδίου γαρ συρποτικού», Αδέσποτα

1007

Κ-Α

1.34,

σαν να γίνεται διάκριση ανά­

μεσα σε συμποτικές και μη συμποτικές αυλητρίδες.

27.

ΠρΒλ Μένανδρος Περικεψορένη 337κ.ε.: ο Μοσχίων θέλει να μάθει γιατί η Γλυκέρα τον αποδιώχνει ντροπαλή και ο Δάος του θυμίζει ότι δεν είναι αυλητρίδα και θα χρειαστεί χρόνος για να γνωριστούνε, Βλ Α.

W. Gomme και F. Η. Sandbach, Menander: Α Commentary (Οξφόρ­ 1973). Στο 2 Κ-Α της Αντιλαίδος του Επικράτους, γίνεται διάκρι­

δη,

ση ανάμεσα στις αυλητρίδες και τις αρπακτικές «πανάκριΒες εταίρες», Βλ Αθήναιος.

13.570b.

Μερικές φορές, η λέξη αυλητρίς συνδυάζεται

με την εταίρα αντί με την πόρνη, για να υποδηλώσει όλη την γκάμα

των σεξουαλικά διαθεσίμων γυναικών, έτσι ο Πλούταρχος

452

FGrHist 81

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Ρ42 ισχυρίζεται ότι στην Κέο, μια νησίδα έξω από το λιμάνι του Πει­ ραιά, «δεν έΒλεπες πουθενά εταίρες ή αυλητρίδες". Βλ Θεόπομπος

FGrHist 115 F213. 28. 29.

Ξενοφών, ΕλλΩνικά

Δημοσθένης

21.36'

2.2.27. Αριστοφάνης, Σφnκες

1353

Κ.ε.· Αχαρνείς

524

Κ.ε.

(το αστείο αποκτά νόημα έτσι παρά ψάχνοντας για απόκρυφους πα­

ραλληλισμούς με τον Ηρόδοτο, όπως σημειώνει πρόσφατα ο

McDowell

πρΒλ Λυσίας

1978),

σ.

D. Μ. Aristophanes and Athens [Οξφόρδη, 1996], σσ. 62-3), 3.43, 4.7" κ. J. Dover, Greek Homosexuality (Λονδίνο,

στο

57:

«ένα μοτίΒο που συναντάμε σχετικά συχνά σΤΩν αγγειο­

γραφία ΤΩς ύστεΡΩς

aPXafKnr;

και πρώιμΩς κλασικnς εποΧnς είναι το

ξυλοκόΠΩμα και το τρα80λόγΩμα μιας δούλΩς από έναν άντρα, που ΤΩ σέρνει προς ΤΩν αντίθεΤΩ κατεύθυνσΩ ένας άλλος άντρας

-

και ο λό­

γος φυσικά που τρα80λογούν τις δούλες οι ζωΩροί άρρενες δεν είναι για να κάνουν φιλοσοφικές συζnτnσεις". Ο Αθήναιος

ανα­

C13.555a)

φέρει μια ιστορία που δείχνει πόσο συχνές ήταν αυτές οι αψιμαχίες στην καθημερινή ζωή. Ο κωμικός ποιητής Αντιφάνης δεν εξεπλάγη

από την ψυχρή ανΤίδραση· του Αλεξάνδρου στην παρουσίαση ενός θεατρικού του έργου: «Για να εκτιμnσεις τέτοιου είδους πράγματα", απάντησε, «είναι αναγκαίο να τρως σε δείπνα ρεφενέ συχνά και να

πλακώνεσαι στις μπουνιές για μια εταίρα ακόμα συχνότερα".

30.

[Αριστοτέλης] ΑθΩναίων πολιτεία

50.2,

ο οποίος αναφέρει επίσης τις

κιθαρωδούς και τις αρπίστριες, και Αδέσποτα

1025

Κ-Α, όπου η συ­

ζήτηση μοιάζει να αφορά τις αυλητρίδες στα σταυροδρόμια και τους Αστυνόμους πτεροκοπούντας την ελευθερίαν.

31.

Υπερείδης,

Υπέρ Ευξενίππου

3"

πρβλ Σουίδας Δ

528,

εισαγγελία,

ίσως επειδή οι Αστυνόμοι θεωρούνταν δημόσιοι διαιτητές.

32. Ανακρέων PMG 346.12 [=an.1(b)]. Ο Αρποκρατίων 63,3 (Dindorf) εντάσσει αυτούς που βρίσκονταν υπό την επίβλεψη των Αστυνόμων σε μια κατηγορία: «είναι υπεύθυνοι για τις αυλΩτρίδες και τις αρπίστριες

και τους συλλέκτες ακαθαρσιών και τους παρόμοιους". Ένα κάπως μπερδεμένο αστείο της εταίρας Γνάθαινας επεξηγεί αυτή την αντίλη­ ψη της

«παθητικής"

συντρόφου ως

απλού

δοχείου

ηδονής

«Δύο

άντρες, ένας στρατιώΤΩς και ένας μαστιγίας [= δούλος μαστιγωμένος], ΤΩν προσέλα8αν. Ο στρατιώΤΩς έκανε μια χοντροκομμένΩ παρατnρn­

σΩ, αποκαλώντας ΤΩ λάκ,κο. ΕκείνΩ απά νΤΩ σε, "Μnπως συμ8αίνει αυ­

τό επειδn δύο ποτάμια ρέουν μέσα μου: ο Λύκος και ο Ελεύθερος;"" [Εδώ ο Λύκος αναφέρεται υπό την έννοια του αρπακτικού και ο Ελεύθερος είναι ο απελεύθερος], Αριστόδημος [Αθήναιος πρΒλ Μάχων

281-4 (Gow).

Ο

Parent-Duchatelet

13.585a]"

έκανε έναν παρόμοιο

συσχετισμό με τις γυναίκες 'του δρόμου και των πορνείων του Παρι­ ωού: «Οι πόρνες είναι τόσο αναπόφευκτες στα μέΡΩ όπου ζουν πολ­

λοί άντρες μαζί όσο οι οχεΤΟί και οι χωματερές των σκουπιδιών",

Alex. J. (Παρίσι,

Β. Parent-Duchat~let,

1836),

π,

513.

Dr. De la prostitution dans la ville de Paris

Την άποψή του ότι η ορθή διαχείριση της

453

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πορνείας είναι ουσιαστικό κομμάτι της διοίκησης της πόλης τη συνα­

ντάμε και στους κωμικούς ποιητές, που αποδίδουν τη μέριμνα για φτηνές πόρνες στον ίδιο το νομοθέτη Σόλωνα.

33.

Αρτεμίδωρος

1.78.

Αν και ο Αρτεμίδωρος γράφει πολύ μεταγενέστερα

από την κλασική περίοδο, το

20

αι. μ.χ., ο συσχετισμός του έχει βα­

θιές ρίζες στην καθομιλουμένη γλώσσα, στο χώρο του Κεραμεικού και τους αντίστοιχους χώρους στην περιφέρεια άλλων αρχαίων πόλεων.

34.

Πλαύτος, Μικρός Καρχηδόνιος

229 35.

268'

πρβλ Ψευδολόγος

178' 214

Κ.ε.'

Κ.ε.

Λίγο καιρό αργότερα, η σύζυγος του φίλου κατηγορήθηκε ότι είχε σχεδιάσει την όλη ιστορία για να εκδικηθεί τον άπιστο σύζυγό της, ξεγελώντας τη δούλη ότι το δηληΤήριο ήταν στην πραγματικότητα ξόρκι για να αναζωογονήσει τον έρωτα του αφέντη της. Φυσικά, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι τι ακριβώς συνέβη, αν και η κατηγο­ ρία κατά της συζύγου μοιάζει ελάχιστα πειστική' μπορεί η προοπτι­ κή της μεταφοράς σε πορνείο να μην οδήγησε όντως τη δούλη στη δο­

λοφονία του Φιλόνεω, οι Αθηναίοι όμως τη θεώρησαν αληθοφανές κί­ νητρο και την εκτέλεσαν

-

όπως τη θεώρησε αληθοφανή και η γυ­

ναίκα που την παγίδευσε.

36. Ξέναρχος 4 Κ-Α' Εύβουλος 67 και 82 Κ-Α. 37. Άλεξις 206 Κ-Α. 38. Εύπολις 99.27 Κ-Α' Φιλήμων 3 Κ-Α. 39. Η καλύτερη μελέτη της απόδειξης είναι το «Είη Hetiirenhaus am Heiligen Tor?» του Η. Lind, στο MusHelv 45 (1988), 158-9, μαζί με το Der Kerameikos, της U. Knigge, σσ. 88-94. Για τη σχέση πανδοχείων και πορνείων, βλ Hans Licht, Sexual Life in Ancient Greece (Λονδίνο, 1932), σσ. 175-9. 40. Αισχίνης 1.80-5' πρβλ Αριστόδημος [Αθήναιος 13.585a]' Μάχων 2814 (Gow). Γύρω στο 355 π.χ., στο έργο του για τα οικονομικά της Αθή­ νας Πόροι (2.6), ο Ξενοφών επισήμαινε κάποια ερειπωμένα κτίρια εντός των τειχών της πόλης και, σ' ένα πρώιμο σχέδιο αστικής ανά­ πλασης, πρότεινε να χρησιμοποιηθούν για στέγαση, για να ενθαρρύ­ νουν «περισσότερους και καλύτερους ανθρώπους» να ζήσουν στην Αθήνα. Θα ήταν ειρωνεία, αν η υπόδειξή του οδήγησε. στην αναβίωση του πορνείου εκείνη την εποχή.

41.

Άλεξις

206

Κ-Α'

U. Knigge,

ΑΜ

97 (1982), 153-70.

Η εταίρα Λαίς ήταν

αφιερωμένη στην κορινθιακή λατρεία της Αφροδίτης της Μελαινίδος' η θεά εμφανιζόταν τη νύχτα στη Λαίδα και την ενημέρωνε πότε θα έφταναν πλούσιοι άντρες, Αθήναιος 13.588c. 42. ARV 101.3' Alfred Brueckner, Lebensregeln auf athenischen Hochzeitsgeschenken [Winckelmanns-programm de! Archiiologischen Gesellschaft Ζυ Berlin 62 1907], σσ. 4-7, φωτ. 1. Carl Robert, Archaeologische Henneneutik (Βερολίνο, 1919), σσ. 125-9. 43. Arnold νοη Salis, Theseus und Ariadne (Βερολίνο, 1930), σ. 5, πρβλ Robert Zahn, «Kleinigkeiten aus Alt-Athen», Antike Ι (925), 282: «Οι

454

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

όμοιές τπς αρέσκονται να φλερτάρουν ενίοτε και με τις αρετές τπς σε­

μνfι.ς Ππνελόππς».

J. Beazley, Review of CVA Athens, Greece, δεσμ. 1, GTojHS 51 (1931), 121' G. Rodenwaldt, «Spinnende Hetiiren», ΑΑ 47 (932), 21' Johann Friedrich Crome, «Spinnende Hetairen?» Gymnasium 73 (966), 245' C. Reinsberg, Ehe, Hetiirentum und... όπ.π., σσ. 122-5' Ε. Keuls, The Reign οΕ the Phallus, σσ. 258-9. 44. Ο Ξενοφών (Απομνπμονεύματα 2.7) αναφέρει ότι ο Σωκράτης έλεγε στον Αρίσταρχο, ο οποίος είχε πολλές άπορες συγγενείς και κανένα εισόδημα, να τις Βάλει να δουλέψουν στον αργαλειό. Αλλά αυτό είναι άλλο ένα παράδειγμα της τάσης του φιλοσόφου να προτείνει λογικές λύσεις, αντίθετες προς τα κοινώς αποδεκτά. Στην αρχή, ο Αρίσταρχος

θεωρεί δεδομένο ότι μόνο οι δούλοι κάνουν μια τέτοια εργασία και ο Σωκράτης αναγκάζεται να του υπενθυμίσει ότι η υφαντική είναι κα­ θαυτή μια απασχόληση κατάλληλη για γυναίκες.

45. Παλατινfι. Ανθολογία 6.48, 285, 284 και 283. 46. 8.6,20. Η λέξη ιστός έχει διπλή σημασία κατάρτι

ή αργαλειός, γι' αυτό

αναφέρεται ίσως στην ψυχαγωγία των καπετάνιων, που τα πλοία τους έδεναν στην Κόρινθο.

47. ARV795, 10294-7. Για τη γυμνή υφάντρια εταίρα (Κοπεγχάγη, Εθνικό Μουσείο 153, = ARV 1131, 161), Βλ. Dyfri Williams, «Women οη Athenian Vases», στο Images οΕ Women in Antiquity, επψ. Α. Cameron και Α. Kuhrt (Λονδίνο, 1983), σσ. 94-7' C. Reinsberg, Ehe, Hetiirentum und ... όπ.π., σ. 124. 48. D. Williams, «Women οη Athenian Vases», σσ. 96-7. Το αγγείο Βρίσκε­ ται στο Μόναχο, Zanker: ΜϋηΖeη und Medaillen AG, Auktion 51 (Βα­ σιλεία, 1975). 49. Πχ ARV 275, 50' ARV 189, 72, 1632. 50. Εκτός από το ΣτράΒωνα, σε κάποια αποσπάσματα ρωμαϊκής ποίησης Βλέπουμε τις πόρνες, ειδικά τις φτηνότερες και τις πιο περιφρονημέ­

νες, δίπλα στο καλάθι με το μαλλί [τίΒουλλος] νιος, Σατυρικόν

132.

3.16 + 4.10,

Πετρώ­

Μια επιγραφή του 40υ αιώνα, που καταγράφει

τις απονομές ελευθερίας σε γυναίκες επαγγελματίες, περιλαμΒάνει πολλές εργάτριες του μαλλιού αλλά καθόλου πόρνες αυτό είναι κά­ πως παράδοξο, διότι οι πόρνες αποτελούσαν την τεράστια πλειοψη­ φία τέτοιων απελεύθερων γυναικών, που μας είναι γνωστές από λο­

γοτεχνικές πηγές (αφού μόνο η πορνεία πρόσφερε αρκετά κεφάλαια ή αρκετούς χρηματοδότες). Μία ή δύο εταίρες μπορεί να προέρχονταν από τις τάξεις των μουσικών

στρια

-

-

υπάρχει μία αυλητρίδα και μία αρπί­

κάποιες όμως θα πρέπει να προέρχονταν από τις τάξεις των

κακοπληρωμένων υφαντριών, ειδικά όσες όπως η «Μαλθάκη»

είχαν

ονόματα που θυμίζουν εταίρες. Πρόκειται γα άλλο ένα δείγμα υπεκ­ φυγής, ή τουλάχιστον της αποφυγής να λεχθούν τα πράγματα με το όνομά τους, που χαρακτήριζε τις εταίρες David Lewis, «Attic ManumissionS», Hesperia 28 (1959), 208-38. 51. Βλ. Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι 300-1' Ξενοφών, Απομνπμονεύ-

455

ΤΖΕΪΜΣ ματα

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

3.11, 6-7 και 11' Θεόφιλος 11 Κ-Α, Gow στο στ. 2 του Θεοκρί­ 20 αι. π.χ., όταν ονειρευτείς μάλλινες

του. Κατά τον Αρτεμίδωρο, το

γιρλάντες, σημαίνει ερωτικά μαντζούνια και γητέματα, Ονειροκρίτπς

1.77. 52. Βλ Wankel στο 18.129 του Δημοσθένους (694f.)· πρΒλ Ξέναρχος 4.17 Κ-Α' Αριστοφάνης, ΣφιΊκες 500. 53. ARV795,102' Θεόφιλος 11 Κ-Α.

54. ARV 432,60. 55.

Αισχίνης

1.74.

Εγώ δε γνωρίζω κανένα πορνείο για άντρες και, όταν

ο Αισχίνης μιλάει για πορνείον, αναφέρεται μόνο σε γυναίκες πόρνες

και στον προστάτη τους

(124), παρ' όλο που στόχος του είναι ένας

άντρας. Τα οικήματα, από την άλλη, πιστοποιείται ότι είχαν και γυ­

ναίκες. Όταν ο Αντισθένης θέλει να επιτεθεί στο γιο του Περικλέους, τον Ξάνθιππο, ισχυρίζεται ότι ζούσε με άντρα που έκανε το ίδιο επάγ­ γελμα με τα κορίτσια στα μικρά οικήματα, υπονοώντας ότι ακόμα κι

αυτό το είδος πορνείας ήταν πιο γνωστό με θηλυκές ενοίκους, Αντι­ σθένης [Αθήναιος

5.220d].

Στον Ισαίο

6.19,

η περιουσία του Ευκτή­

μωνος περιλάμΒανε, απ' ό,τι φαίνεται, κορίτσια στεγασμένα σε οική­ ματα' μαθαίνουμε και για κάποιον που κατηγορήθηκε διότι σπίτωσε

μια κοπέλα από την Όλυνθο σ' ένα τέτοιο οίκημα, μετά την πτώση της πόλης στα χέρια του Φιλίππου. Αυτές όμως αναφέρονται ως παιδί­

σκαι (κορίτσια)

- όρος πιο αξιοπρεπής από τη λέξη πόρναι - κάτι

που ίσως υπονοούσε ένα πιο αξιοπρεπές είδος πορνείας. Μια από τις κοπέλες, η Αλκή, αποκτά και κάποια αναγνώριση, πράγμα μάλλον δύ­ σκολο για μια ανώνυμη δούλη σε πορνείο' πρΒλ

ναρχος

1.23,

[Δημοσθένης]

59.18'

Θεόπομπος

Wyse αυτόθι' Δεί­ FGrHist 115 Fl14.

56. Διογένης ο Λαέρτιος 2.105. Ο Φαίδων ίσως είχε αφήσει τα μαλλιά του μακριά για να ξεχωρίζει από το δούλο-πόρνη που είχε υπάρξει κάπο­ τε και για να ξαναθυμηθεί την αριστοκρατική καταγωγή του ή ίσως για χάρη των πελατών του.

57. Πλάτων, Χαρμίδπς 163b' Αισχίνης 1.158' Αριστοφάνης, Βάτραχοι: 148: ο παις, που αναφέρει, μπορεί να σημαίνει αγόρι ή κορίτσι. 58. Μια επιστολή εξ Αιγύπτου, από τα τέλη του 30υ αιώνα, περιέχει αγω­ γή εναντίον κάποιας «εταίρας" που λεγόταν Δημώ (η και μισθαρνεί:), Ρ.

Magd. 14.3. 2 Κ-Α. Για τη Χαριξένη, Αριστοφάνης, Εκκλπσιάζουσαι 943, Μέγα Ετυμολογικόν 367.12, Ησύχιος 5413, και Βλ τα σχόλιά μου για το Γνήσιππο και το παίγνιον στο The Rivals of Aristophanes, επιμ. F. D. Harvey και J. Wilkins (υπό έκδ.). Για τη Γλαύκη, Βλ Gow στο 4.31 του Θεοκρίτου. 60. Βλ Kassel-Austin στο 184 του Ευπόλιδος. 61. Ξενοφών, Ελλπνικά 5.4,4. 62. Μένανδρος, Σαμία 390 Κ.ε. Ο έκτος από τους Διαλόγους των εταιρών 59.

Επικράτης

του Λουκιανού, που ανατρέχει στην κωμωδία του 40υ αιώνα, αναφέ­ ρει ότι μία μισθάρνουσα ήταν υποχρεωμένη να τρώει μόνο με τις

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

άκρες των δαχτύλων, να πΙνει μικρές γουλιές κρασΙ και να έχει τα μά­ τια καρφωμένα μόνο στον άντρα που την εΙχε μισθώσει.

63.

ΑισχΙνης

6.5· 64.

[Δημοσθένης]

Μένανδρος, Επιτρέποντες γαϊδάρων

65. 66.

1.188·

59.30·

746

1121b. 136-7, και 436 κ.ε.·

Πλαύτος, Κωμωδία των

κ.ε.

Ξενοφών, Συμπόσιον Ξενοφών, Συμπόσιον

2.1, 9.2 4.53-4·

κ.ε. ΑισχΙνης

σματα που παραθέτει ο Αθήναιος

67. 68. 69.

qρBλ Θεόφραστος, ΧαρακτιΊρες.

Αριστοτέλης Ηθικά Νικομάχεια

1.41 8.339ac.

και τα κωμικά αποσπά-

ΑισχΙνης

ΛυσΙας

1.160-5. 3.21-6, με

σημειώσεις του

Carey αυτόθι. 746 κ.ε., πρΒλ Έμπορος 536 κ.ε., Βακχίδες απ. Χ και 896f., ΤουρπΙλιος κωμ. απ. 112 Ribbeck Leucadia· πρΒλ Hans-Peter Schonbeck, [Sprach-und Literaturwissenschaften: Klassische Philologie] Beitriige zur Interpretation der plautimischen «Bacchides" (ΝτΙσελντορφ, 1981), σσ. 150-1 και 203, σημ. 77 και γε­ νικότερα Η. Herter, «Die Soziologie ... », σ. 81, σημ. 193 και 194. 70. [Δημοσθένης] 59.29. Το να μοιράζεσαι μια ερωμένη δεν ήταν ιδιαΙτε­ Πλαύτος, Κωμωδία των γαϊδάρων

ρα ασυνήθιστη συμφωνΙα στον αρχαΙο κόσμο. Συχνά, όπως στη συγκε­ κριμένη περΙπτωση, μια δούλη μπορεΙ να ήταν πολύ ακριΒή για να την

αγοράσει ένας άντρας μόνος του. Άλλα τέτοια

menages

ήταν αποτέλε­

σμα συμΒιΒασμού επιΒεΒλημένου σε δύο άντρες που εΙχαν πιαστεΙ στα χέρια για την Ιδια γυναΙκα. ΠρΒλ όπ.π.

71. 72.

Αριστοφάνης, ΕιριΊνΩ

[Δημοσθένης]

tardy, 73.

σσ.

59.22, 100-6.

1138-9·

47· ΛυσΙας 4. 1.12. 4.14, πρΒλ D. Ogden, Greek Bas-

ΛυσΙας

[ΑνδοκΙδης]

ΥπερεΙδης, Κατ' ΑθΩνογένους

5-6· Αντιφάνης 236 Κ-Α· Αριστοφάνης, 1345-59· πρΒλ Ε. Fantham, «Sex, Status and Survival ίη Hellenistic Athens», Phoenix 29 (1972), 63-4: «[η απελευθέρωση μιας δού­ ΣφιΊκες

λης] είναι και σύμΒολο ΤΩς μανίας που προκαλεί ο έρωτας, και ένδει­ ξΩ των τάσεων φυγιΊς κι απιθανόΤΩτας που χαραΚΤΩρίζει αυτό το εί­ δος κωμωδίας. Ο Τερέντιος επιτρέπει στα αγόρια του να συντΩρούν, αλλά όχι να απελευθερώνουν τις δούλες-ερωμένες τους».

74.

[Δημοσθένης]

59.30-48.

ΕΙναι πιθανόν ότι ο ΦρυνΙων ισχυριζόταν,

όπως και ο κατήγορος στο

λεύθερη αλλά δούλη, Βλ.

75.

4 του ΛυσΙου, Carey στο 40.

ότι η Νέαιρα δεν ήταν απε­

Ακόμα κι αυτός φαΙνεται να αναγνωρΙζει ότι, κανονικά, η λέζη εταΙρα χρπσιμοποιεΙτο για όποια γυναΙκα εΙχε μόνιμη σχέση, ενώ όποτε δεν υπήρχε μια τέτοια μόνιμη σχέση, χρησιμοποιούσαν τη λέζη μισθάρ­ νου σα (νοικιασμένη)· έτσι λοιπόν αναφέρει τη Νέαιρα ως εταΙρα ή

παλλακή του Στεφάνου, εναλλακτικά προφανώς [Δημοσθένης]

19.

59.118-

Κατ' αναλογΙα, η ΧρυσΙς στη Σαμία του Μενάνδρου αναφέρεται και

ως εταΙρα του Δημέα

(170)

και ως παλλακΙδα του

(508).

ΜαθαΙνουμε

επΙσης ότι υπήρχαν γυναΙκες πολΙτιδες που «δΙνονταν» ως παλλακΙ­

δες υπό συγκεκριμένους όρους, ΙσαΙος

457

3.39,

αλλά υπήρχαν συμΒόλαια

ΤΖΕΪΜΣ ιωι για LΊOίΙH,ς Ε:ιιοlιένω(;,

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

11 ιιο\\αΚΙ1 οα είναι «Η);νικ(')(,» <'ψο(;, οί)­

'ΓΙ- UIII1IJ[,L ιιοτΕ. (,)(, ιωτάΟΤΟΟ[1 ΙΙΙΟ ιιιίωη](] ΙΨΟΟ{Jιιψι(φΙνl1' f'J\, (;

Bllsol r κο ι ! Ι, S\\()( IΟIΧJ, (;Γί"('11 iSl'I](' StiIiIt.sk 1IΙ1( lι" (!\ωναχο, 192ω, ο, 941, (11)1 3' \χ'γs,' οτο 3-') 'ιου lοοίοu' και C:ar,'\

(J'[ ()

[Δπlωο()ένπ(,Ι

'),), 122, Για του,; ιΊντρυ; ειιί()l](" το εταιρείν UlIOt'JnX(;)\,u ιιονογ,ψία' ιωτcΊ τον Λιοχίνl1, αν () Ίϊll(ψχο(, είΧΕ, ιιι,ίνί:! ιιε ΤΟ \\ΙOYΙ'JXa, ΊΟ \ίιτι)11

των ο,ιΟιψωι)(;)ν, Οα τον ιΛχε KιJΊI1YΙΨΙ10ΙΙ lιι')νο γι' αυι('>, «,J,fi)7l ι')πτι(, με <':Ι' ΙljJι')ΙΙ{,)ΙΙΟI/ ι\ιίμl'Ε! ουτι) τπ c')οu\ει(ί, ΙI'(]I'ΤΙ χριψάτιυ\', 1'()j1ίi,ω ι')τι (,ίl'([ι ΕΊοχο(, ε7cιψι)ιιεω~, μι'ψι)\/»,

76, ΑΙJι()τοφC]\ϊ1Ι"

1 ') 1,

\ιωJφιίτοuι, 19 ΚΙΙΙ ')'), 'ιΊ lει)ε ίι')I1(" Κοτ' Α (!ιι\'o}'έI'o[)~,' 1Η' ΔlηωοΟΙ \'11(; 4Η, ')j- '), Ι Ι λοιηιψ­

XO~"

Ι:ΊΡΙJΙIJ 439-40' ΛυκοίφΥ()(;, !\οτιί

'\\J\lf)lu6IJ(, 3 Ι ) () Λ()ιΊναιο(, αναψΙρc,ι ΟΤΟ l'Jtl'J\io

13

ιιολυίψιΟlιu,

ΙΟΊ(ψίυ, ι')ια0l11Iων οντρ(;)\' ιιου οχπίζο\'τον και (ουοαν ιιε εΤαίρυ"

77 Ι lλοίlτιψχοι" !!ερι Ι\.\Ι)Ι" κυρ, 24, 7Η, Ι"οίοι, 6,21' ΔιψοοθΙ\'IΗ; 3(J,4')' IIρI'J\, 40')1, Ειιιοτο\οί 3,31

79 J()οllσέΙΗ, f'(;Γιfi,'i{ 33Η 1,'14' ιψ[)λ 'ιιιψείι'JI1(;, )ιιέμ Φμι)ι'π(, ΟΙΙ, 124 (l31<1s-;) ΗΟ, lοα ίο(,

ΔιηιοοΟΙνπ(, 4Η

(),

')3-'),

ΗΙ, Λμψl<;

1 Κ-Α' Ilλίιτων, [!ultTEicι 420,1' :::αοφ(;)ν, ΚίΨΟ(J cιnll3cιoli, 43, 19' lφΡι\. Θυ\lιοlllΙΟ(; Z:C~Γ!!i,'i{ 11') F213, Η2, I/O\llf)IOl; 14,11, ,-)-4' Γν!άχων 11,2,)2, 2')Η, 2CJ2-H4 «(:;c)\\)' IIρI'JX, 17'), Κο\,\ ί ιιοχο(, Ο Ι ι 433 ΡΙ','ίΠ,'Γ' Λριοτοφάνπι" Α' [Διηω"Οένπι;[ ')Ι)57, νο \Οι;

Λ'εψΙ Icιι 99(J' :'\ιιφιι, 23 Κ­

42' ΞΕ\'οφ(;)\', !\ΙΙOj1IΠj1()\'ευμoτCΙ 511,4' Α()Ι1-

13, ')ιΥ 1ιΙ,

Η5, Ι),nί,:1

,rνι

Sl'll,ljJS,

J:'l'OIJOf)Ii('

(Et'JlIII)oUIJYO, 1')]i),

00,

]

οΙ' ~Ί)fΙΙO'ΙΙ

Rig}JI,o

')-17'

ίιι

Αιι('ί,'ι)/

[Διψοο()ιΆνηι,Ι ')')Α() ιωι

41'

(;ΙΙ""Ι'

ΑΟΙ1ωι()ι,

15')74,' Η4, ι\υγο,ιύι;

() 2:ιψιο(, [Α()Ι1ναιοι; 15,')Η41), (),24ω)ι, λ!άλων ιιιι. () και 7

(GO\\')' Ι\ΟΙ1ναιο(; 15')91ιl,'

Τα οτοιχεία

(JllO

ΙΙΩΙιύι)(,)ν 011 ι') τη oΤΙ)Ω­

ιιωΤΙΚΙ1 llIιοικία ΤI1<, vl"JOOlJ EλεφCΙYlίνηι" οτιl\' AiYlJIITO, IIOlJ OlfJtJfJOlJοαν ι ι\ιψωιιίι; αι Ic') IJlO γυναί κο ονΙ!J10(,ι'ηILVΠ [\ίJφlOν, ίο(,)(, <"ηO\ι,υKίJ­ νοιι" κι'ιιιωι; το φαινι'ψι:νο.

()

Λ, I~.

S,In111l'l I,ii')I,

'Γα {,γγl)οφιι ω~; ΙΨλιίο

οοίυαι;, η οιιοίο ε\'οικιιΊζει «ένα" ι,υΓΙΟ Ι.; Ι οφΙντπ,,: «Το 1Ι(}()Ι) ΙΙΟ(}

11 \lψ(ι)\ΤΙ ω~; Ίρoψείcι /μl /)Ι)Ο (jJ\Ol/()l)~;, () άl'ΤΡΙΗ, ΤΟΙ' οποίο rι.\Ιψ(ι'>1'1,1 τιιι, -,j)f)OIjlLf';EI ωι, ι\ι';ριοι"

(ι')()τε \cι {γεl λΙ]ΙΙΟΙΟ\' \cι ΤΙΗ, Οl!\τιίιιιιι:ι

τcι lηjlIΙ\c1 IITμcιψcι, Ι)Τcι\" ΙΙ(ljJcιπτιί CΙΙΊίγΙ\f),

OO:IjI/IO~,

Ι(} TΠ~; Ι ljJοιιψ{με Ι

<ΠCΙI", ![τo.lεjlcιίl\Ι) λρ()\'ο.\ι'ιγιο (fIι!C'JVllXO, lχ'I"

Τιιυτι)"μΟΙΊΙ, {,ίl'(}ι /)I(17L-

ΊΙ)\' u.Ιιι\ι) UΙΙOOτι)ρlζιι IlO(} ΤΙ)(, .\jJt,lcl-

1')62), ο. 25' IIjJI'>X, Ε, (~Γz\­

,,[)ί,' ~ril'l'11iSl'IH' ΚΟl1lωl)ίηι' lIπιl ίΙIΙΊ' Γ\1ίI~ίIΊ (]J, ΕΙΙΊ111,

;:1'1:' 7() ( Η'). Κι)ά'πι;

Ι Ι)Ησ),

(10,

[Ιlλoυτcψxoι;,

!:ω'JJI'i{

1] ')

24Η και

(οκ('ηlO κι ένο ι':ιη'ο λlΊjιω\

5 και 4)",

206-12 Βίοι

2')5'

401,ιΙ'

Λ()ιΊνοlO(,

ΔικαίΟΡλ()Ι;

21

15')Ι)II)'

Θιι\ιιιφιιοι,

(\χ','IΙΓΙί) [ΑΟIΊvαιοι;

15')9')tJ

110\'1 ΙΚΙ1Ι, οιιοτι\εί ευιωψίο γιο η()ιι.;o\oγίc:ι)' Φι­

1') Κ-Λ.

H(J, ι\υοίοι; 56') (TlΙ,IIIΙι'ίll1),

ΑΡΧΑΙΟΙ

Κεφάλαιο

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Το αντίτιμο της εταίρας

4 -

1 ΑρlOτοφό\'π<, Ι I\()lJT()("

14()-')9 ΙΊο 1 π\ οντίΟεΟIl υνίψεου OTI1\' υντολ­

\01'11 ι')ι;ψων ΚΟΙ 1Π\' υντυ\\ο)'ι\ ιψοι(')ντω\', 11\ το γ[νικι') ΙΨΟΟΟΙΟΡΙ­ ιφι') I]()u ι')ί\υ ο C:, ,\, C-;rl'tior\, οτπρι(',ι'ΨΕ,νοι; ωιι, ΟΠ(\Ψ[Η; 1ω\' I\lallss κυι ,\lαΓ", ΟΤΟ (;ίΙΙ,,; ,ιηιΙ O)[JJiI1()cliritOs (Λονι)ίνο,

19(2), 19 ΤI1 οχέοπ

uνUllUJU οτπν ιι\'τ0\.\ο1'ι1 ()(;ψω\' ΚΟΙ τπν ιιιιοιιλό\'ποπ υπι') τπ μίο, κοι

τη\ υ\'τυ\\ο)ι\ υγυΟι;)\' ΚΙΙΙ τη\ υχο\ί\'ωτπ υνυ(,ι\τηοη τω; ΟΡΥοομικπς uπι'ΛUUΟI1Ι; (][ιι\ τη\' όλλl1, ιιεμι)'μίιφ[ι ΟΟΙJjιίιοlO ο '/ι'αl1 Balllirillarci, οτο Sl'lILll'ri()!J (\ο\ι')ίνο, ιΨ)Ο), ο, 3Η ΤI1Ι, ιιγγλ, μετίιφ. Ο Balllirillarι! l1λέ­ ΙΙΕ.Ι υυτΙι; ΤΗ, ()ύο ι)υνοllικ{ι, ωι; OIIOKλ[ΙOΤΙKCι Ε,νιιλλιικτικέ(;, 0\ \Cι η 11[!,ίlιτωοl1 ΤI1Ι, ΑΟΙ1νυι, ()είχ\[\ ι'ηι ]lIllJfJOlJ\'

,"(J

λ[!Τουργl\οου\ ΟΤΟ\' ίοιο

ΤΙ'Η]() ΚΟΙ 'ΙΟ\ ί()ιο χρι')νο, (,)Ι, ου\'Ε,ΙΙ)l1τό ΙΙ\,ΤΙΤΙΟΙ]IΕ,νοι ι'ψοι ιιου Ο ένος

ιΕ,Ο!J'Iότω ιιιιι\ ΤΟ\' ιΊλλον )'1lI \'u οιιοκτι\οει νι')Il]ΙΟ, Οι οκέψ[\ι; του

(-;C'Orti Sill1ll1(OI ιι[ι)ί ιιιφν[ίω, [ίνοι [Ε,ίο()υ οΕ,υΟΕ,ΡΙ'Ε:ίι, lωl ου()\ι;-'ο[ιι;, ον ΚΙΙΙ lφΟI1Υούντιιι TOlJ ()()κψίου του I\Iallss KυτCι ιψκε.τΙι; ()υωετίΕC;,

fJ/JiI05(JfJlJit> Clt','i (;('I(lt'5 (211 Ικο, Βερολίνο, 1907' ΟΥΥ\. μετCιψ, , Λονοί­ νο, 197Η),

2, ΦΙ\11μων

5,

Ιοαίοι;

(j

3

370 Κ[ [\ιΊιl..:ι'ηερο 37()-Η

Κ-Λ,

515-1 '), [ΔιηlοοΟΙνπ(;]

')<)CJ]

4, AIOXί\I1~; 1,123-4 '), ΛlCJχίνl1Ι, 40 κοι 70' ΛΟΙ1ναιοι; 15,)HHf', (), S\γ 1 ΟΠ, 4') Ι' Λντί)'ονοι; εκ Κοι)ιωτου 117 (\X'ilalllo\\ ίlΖ)' '\\Οχί\'I1Ι; 1.40' ΔιψοοΟΙνπι, 19,229, 7 [Δημο()Οέ\ΙΗ,1 ')9 IOH, lφl1\ 50, 52, 59, 41, 49, lΟΗ' AOKλππιCιOI1Ι;, f'Cr}fj,'iI 1')7 Γ'I, ΊΊιcψχu IllOOVl)TI1TU 11 Kλεψι'JCψo νυ rΊτoν φOY'TOOTIKι'J ιφι\οωπο,

Η, Ξένο!,χοι;

9

ΣΨΙJr;ιι,

4 Κ-Α ]ΔlψοοΟιΆνπι, Ι ')Ι)22, 36 Α\Οχίνπι; 1 ,)2, 31, 59, ')'), 40,

13')3,

Aλιψ\'εί~, 7()4- Ι)6, Ιι ιιυτι') 'ΙΟ ειιε\Ο()οlO ΚΟΙ IJ\U ιιλrΊρη

ε[,ι\γΠ(jΠ του λεκτιr.οίJ ιιοιχνιοιού,

11\,

Κ ,Ι

[)οη'Γ, Ατί,ςtoΡΙΙ3ιιίι' CO!11tO-

rll (\1 πΙ ] )κ\[,ίi, 1Ι)7 2), ιω, 63-') 111)[1\,,/ Ηι'I1Ι 1,'rSOIΊ, Τιιι' ,'Ι,[3Ι'[/13 (t> Λ/ιιςι' (]\lOlJ ΧέιΙ)Ε.\, 197')), Ο

151 Κ,Ι.

()

IIl'11lIl'rso11 lιιψαΟέτει [llίΟ11Ι; τον

'\j)lCYΙOljIC!\'!1 ')ΗΙ) Κ-Α, α.\λιΊ () Ilο.\uιΊ[ιJκπι"

ο ΟΙJOίοι; ιΊ ιοοι;)ζει το oπι'J­

οιιοιψα, ι')Ε,ν αφl\ν!,ι ΓιoυOE.νCι να εν'\'ΟΠΟΕί ι'ηι οι ><ιιωλπτί:ι; \,οuΡΟUVιc;)ν»

IlOlJ

αναφι'.ι)()ντοι Ε,ί ναι Ij('ΨVU;

[1

ΙΙροοτιΊτυ,.

10. AlCJXi\l1C, 1.1') IIfJI'J\, 157, ,t'o.fJlOTOTtX11l;, Ι Ιο\ιτιι,;(;η 15111). Ο Ι:ίJI'Jοu.\οι; ΩΤΟ ()79 Κ-Α τπν aVTlIllIjJal'J(]'\'\u IJ[ ΊΟ\' ιιι')Οο (κότι 00\ «ουνυιοΟπ­ ιιιηικι\ \Cl.\TCIfJa,,) ΚΟΙ ΤΠ ου\()ΙI.l 11<: τουι; μΟΙΧΟΙΗ" σ \1. ;\lac'l)O\\'l'll, >< 1.,1\\', SOt'it't\ ,IIlll HOIllOSl'''U
;\llιcφ[ί να υιιίψΓ,Ε,Ι ίJ!'Jj)ll, lωι xωρί~; Οίφατιι, lφl'>'\, ΊΟ ιιιο

459

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

πρόσφατο «Hybris, Dishonour and Thinking Big», του D. L. Cairns στο JHS 106 (1996), 1-32. 11. Σουίδας, υπό το λήμμα πέρναται' Εύπολις 99.27 Κ-Α' Αριστοφάνης, Βάτραχοι 1327, με σχόλια' πρβλ. Πλάτων 143 Κ-Α' 188 Κ-Α' στους Σφήκες 500-3, ο Αριστοφάνης εντάσσει τον κέλητα στην ίδια κατηγο­ ρία με το πανάκριβο ψάρι ορφό - δηλαδή το ροφό. Το SEG xviii.93 μοιάζει με ανάθημα πόρνης, η οποία έχει εκτελέσει «πολλές ιππεύ­ σεις», Μάχων

300-10.

Προσέξτε επίσης τα θραύσματα από τον ερυθρό­

μορφο πίνακα της πρώιμης αττικής περιόδου, με ερωτικές σκηνές, που βρίσκεται στο Μουσείο Ασμόλιαν και ο οποίος χρονολογείται

από τα τέλη του 60υ/αρχές του 50υ αι., βλ. στο «Pragmente eines rotfigurigen Pinax» του Α. Greifenhagen, στο Ιπ Memoriam Otto J. Brende1. Essays in Archaeology and the Humanities, επιμ. L. Bonafante και Η. νοη Heintze (Μάιντς, 1976), σσ. 43-8. Οι πίνακες ήταν αναθήματα, που απεικόνιζαν τους κόπους ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Για

τα σεξουαλικά εγχειρίδια, βλ

«Love's Body Anatomized: the Ancient Erotic Handbooks and the Rhetoric of Sexuality" του Holt Ν. Parker, στο Pornography and Representation in Greece and Rome, επιμ. Amy Richlin (Οξφόρδη, 1992), σσ. 90-111. 12. Θεόπομπος FGrHist 115 Ρ253' Γοργίας [Αθήναιος 13.596f]. 13. Georg Simmel, Die Philosophie des Geldes (2η έκδ. Βερολίνο, 1907), αγγλ μετάφ. The Philosophy of Money (Λονδίνο, 1978), σσ. 376-7' Αρτεμίδωρος, Ονειροκρίτπς 1.78' Επικράτης 3 Κ-Α. 14. Για κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πάνω στην ορολογία της σεξουαλικής εργασίας, βλ την επιστολή της Tracy Quan, που δημο­ σιεύτηκε στο The New York Review of Books 5, Νοέμβριος 1992, τ. 39, αρ. 18, σ. 61' πρβλ Cecilie Ησίgard και Lίν Pinstad, Backstreets, Prostitution, Money and Love (Λονδίνο, 1992), σ. 52. 15. Ξενοφών, Απομνπμονεύματα 3.11,4 και 12, πρβλ 1.2,52. 16. Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάζουσαι 344-5' Παυσανίας 1.20,1-2' 9.27,35' Στράβων 9.2;25' Αθήναιος 13.591a, πρβλ ΑΡ Planudean Appendix 204. Ίσως, το διάσημο απόσπασμα από το Φαίδρο του Πλάτωνος (255ce), όπου ο συγγραφέας περιγράφει την επιθυμία ως μια κατά­ σταση όπου βλέπεις τον εαυτό σου μέσα στον εραστή όπως σε καθρέ­ φτη, αποσαφηνίζει τη λογική του επιγράμματος αυτού. Οι σύνθετες επιπτώσεις του δώρου δεν έχουν Π.εράσει απαρατήρητες από μεταγε­

νέστερους επιγραμματοποιούς ΑΡ

Planudean Appendix, 203-6.

Αυτό

που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετω-

. πίζεται

το δώρο του Πραξιτέλους προς τη Φρύνη' είναι σαν να τον

απαλλάσσει από μια υποχρέωση και έτσι να τον απελευθερώνει. Ο

Λεωνίδας εκ ΑλεξανδρείαςΟ αποκαλεί το άγαλμα «λύτρα των επιθυ­

μιών του",

206. 17. Θεόπομπος FGrHist 115 Ρ248. 18. Netta Zagagi, Tradition and Originality in Plautus [= Hypomnemata 62] (Γκέτινγκεν, 1980), σ. 118' Ρ. ΟΧΥ 3533 = Μένανδρος, Μισούμενος Α

460

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

37-40· πρΒλ Ε. G. Turner, «The lost Beginning of Menander, Missoumenos", Proceedings of the British Academy 73 (977), 315-31· Α. Borgogno, «Sul nuovissimo Misumenos di Menandro", QUCC 30 (988), 87-97· Μένανδρος, Θεοφορουμένπ 16-22· Ε. W. Handley, «Notes οη the Theophoroumene of Menander", BICS 16 (969), 88-101. 19. Ξενοφών, Απομνπμονεύματα 3.11,10-11, 13, πρΒλ 14· Μάχων 429-32 (Gow), πρΒλ 327-32, 226-30· η ατάκα είναι μιά διασκευή της Ηλέ­ κτρας του Σοφοκλέους 1.2, Βλ Gow αυτόθι Φιλήμων 3.15 Κ-Α, πρΒλ Μένανδρος, Σαμία 392. Pierre Bourdieu, Outline of a Theory of Practice, (Κέιμπριτζ, 1977), οσ. 5-6 της αγγλ μετάφ.· ο Σωκράτης έμπλε­ ξε λόγω της κυνικής στάσης του έναντι της φιλίας, σύμφωνα με την περιγραφή της

δίκης του

από τον Ξενοφώντα,

Απομνπμονεύματα

1.2,52. 20.

Για τη Φιλαινίδα Βλ Κ.

mos",

ΖΡΕ

σπασμα

3,

Tsantsan
στήλη ίί, το οποίο περιέχει τα κολακευτικά επίθετα για διά­

φορα είδη γυναικών, προέρχεται από το ίδιο κομμάτι περί πειρασμών.

Ξενοφών, Απομνπμονεύματα 3.11,1, 1.16,3· [Δημοσθένης] 59.20 πρΒλ 23· Ισαίος 3.16, πρΒλ 13· Θεόπομπος FGrHist 115 F253· Αισχίνης 1,52· πρΒλ την εταίρα Δίδραχμον, η οποία δεχόταν όποιον την ήθε­ λε για δύο δραχμές.

21. Pierre Bourdieu, The Logic of Practice, (Κέιμπριτζ, 1990), σ. 99 της αγγλ μετάφ.· Μάχων 450-5 και 349-75 (Gow)· Αθήναιος 13.588e. Μπορεί πάντως να υπήρχαν κίνδυνοι για όσες εγκατέλειπαν την ασφάλεια του ρολογΙΟύ της Κλεψύδρας και την τιμολογιακή .πολιτι­ κή της Διδράχμου. Και οι άντρες επίσης ίσως χρησιμοποιούσαν την

αΒεΒαιότητα προς όφελός τους: «λένε ότι για κάποιο διάστπμα μετά το περιστατικό,

n

Γναθαίνιον αρνιόταν να δείξει τπ συνπθισμένπ τπς

τρυφερότπτα προς τον Ανδρόνικο, όταν έπιναν μαζί. Ήταν θυμωμένπ

διότι δε λάμ8ανε τίποτα απ' αυτόν". Ο Ανδρόνικος διαμαρτύρεται στη Γνάθαινα, η οποία μαλώνει την κόρη της «Μα μπτέρα", απαντάει αυ­

τή, «πώς θα φιλΩσω κάποιον που δε μου αποφέρει κανένα κέρδος, αλ­

λά θέλει δωρεάν ολόκλπρο το κοίλο Άργος κάτω από τπ στέγπ του;", Μάχων (Gow) 376-86. Η φράση είναι μάλλον ασαφής, αλλά πιθανότα­ τα το «κοίλο Άργος" αναφέρεται στην ποδιά της [Νομίζουμε πως το υπονοούμενο είναι σαφέστατο Σ.Τ.Μ.].

22. 23.

Τιμοκλής

24

Κ-Α.

Κλασικό παραμένει το άρθρο του

John Gould «Law, Custom and Myth: Aspects of the Social Position ofWomen ίη CΙassical Athens", JHS 100 (980), 38-59. Πιο πρόσφατη είναι η μελέτη της Lisa Nevett περί αρ­ χαιολογικών αποδείξεων: «The Organization of Space ίη CΙassical and Hellenistic Houses", στο Time, Tradition and Society in Greek Archaeology, επιμ. Nigel Spencer (Λονδίνο, 1995), σσ. 89-108. 24. Luce Irigaray, Ce sexe qui n'est pas une (Παρίσι, 1977) (Ιθάκη Νέα Υόρκη, 1985), σσ. 25-6 αγγλ μετάφ.· Αριστοφάνης, ΕιρΩνπ 978-86·

461

ΤΖΕΪΜΣ Θεσμοφοριάζουσαι

25. 26.

790

και

Ξενοφών, Απομνπμονεύματα

Εκκλπσιάζουσαι

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

797-9. 3.11,1-3.

3.11,10' Αθήναιος 137 Κ.ε. 27. Εύβουλος 67.3-4 Κ-Α, 82.3 Κ-Α' Ξέναρχος 4.6, 4, 18-23 Κ-Α, με τον Αθήναιο 13.569a" Φιλήμων 3.10-12 Κ-Α. 28. Δημοσθένης 23.53. D. Cohen, «The Athenian Law of Adu!tery", RIDA 31 (984), 147-65: «The Socia! Context of Adu!tery at Athens", στο Νο­ mos. Essays in Athenian Law, Politics and Society, επιμ. Pau! Cart!edge, Pau! Millett και Stephen Todd (Κέιμπριτζ, 1990), σ. 147. Το 13.585c·

πρβλ

1-13'

Ξενοφών, Απομνπμονεύματα

J. Henderson, The Maculate Muse,

σ.

πρόβλημα έγκειται στο ότι ψάχνουμε ένα μοναδικό αθηναϊκό νόμο πε­ ρί μοιχείας, όταν, στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις και οι προσδιο­

ρισμοί του εγκλήματος ήταν πιθανότατα ένα αμάλγαμα από διατάξεις διαφορετικών νόμων, που βρίσκονταν όχι μόνο στο Δρακόντειο νόμο

περί αιτιολογημένης ανθρωποκτονίας, αλλά και στο νόμο του Σόλω­ νος, τον οποίο αναφέρει ο ομιλητής του Λυσία στο Κατά ΘεομνΩστου Ι,

10.19.

Ο Ξέναρχος επισημαίνει, και ο Λυσίας στο Κατά ΘεομνΩστου

Ι παραδέχεται, ότι ο νόμος του Δράκοντος θεωρείτο νόμος περί μοι­ χείας' πρβλ

1993),

σ.

278:

Stephen Todd, The Shape

οΙ

Athenian Law

(Οξφόρδη,

«μιλώντας για ένα νομοθέτπμα που ασχολείται με το θέ­

μα, είναι σαν να εισάγουμε παραπλανΩτικά νομικίστικες έννοιες στπν

οργάνωσπ του αθπναϊκού νόμου". Πρβλ τα σχόλια του Μ. Η.

Hansen

για την τάξη των κακούργων, στην οποία εντάσσονταν και οι μοιχοί,

Apagoge, Endeixis and Ephegesis against Kakourgoi, Atimoi and Pheugontes (Όδενσε, 1976), σ. 47: «Καθώς δεν υπΩρχαν επαγγελματί­ ες δΙΚΩγόροι στπν ΑθΩνα, n ερμπνεία του νόμου εναπόκειτο στους διαδίκους, στους Ένδεκα και, πάνω απ' όλα, στους δικαστές Αυτοί αποφάσιζαν τι έλεγε ο αθπναϊκός νόμος, τουλάχιστον εκείνπ τπ συ­ γκεκρψένπ μέρα. Η πρακτικΩ μπορεί να άλλαζε όχι μόνο από γενιά σε γενιά, αλλά από χρόνο σε χρόνο, ακόμα και από περίπτωσπ σε πε­ ρίπτωσπ. Καθώς το νομικό προπγούμενο Ωταν σχεδόν άγνωστο φαι­ νόμενο στον αθπναϊκό νόμο, θα πρέπει να Ωταν αδύνατον να KατaλΩ­ ξει κανείς σε κάποια προσδlOρισμένπ ερμπνεία του νόμου. Οι αξιω­ ματούχοι που δέχονταν τπ γραπτΩ κατπγορία και φυλάκιζαν τον συλ­ λπφθέντα, άλλαζαν από χρονιά σε χρονιά και οι δικαστές από μέρα σε

μέρα. Κατ' ακολουθία, έστω και αν το υλικό των ππγών μας Ωταν άψο­ γο, θα Ωταν αδύνατον να καταλΩξουμε σε μια οριστικΩ και περιεκτικΩ λίστα των κακούργων υπό τπ νομικΩ έννοια τπς λέξπς".

29.

Η Γλυκέρα στην Περικειρομένπ

1.478, 357, 370 και 390 (πρβλ. 986) Gornrne-Sandbach αυτόθι, το καινούριο απόσπασμα του Μισούμε­ νου Α 37-40, Μάχων 1.218-25 (Gow). Σχετικό επίσης είναι το απόσπα­ σμα από τον Μισούμενο 01.216-21), στο οποίο ο Γέτας, ο υπηρέτης

με

του Θρασωνίδου, βρίσκοντας την Κράτεια στην αγκαλιά του Δημέα, που είναι στην πραγματικότητα πατέρας της, του φέρεται σαν να εί­

ναι μοιχός που συνελήφθη επ' αυτοφώρω" χρησιμοποιεί λοιπόν ένα

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

λεξιλόγιο που εντάσσει το γέροντα σ' αυτή την πολύ συγκεκριμένη ομάδα εγκληματιών, τους αποκαλούμενους κακούργους, Βλ Μ. Η.

Hansen, Apagoge, Endeixis and ... ,

όπ.π., σσ.

48-9.

Ο

Ugo Paoli

παρα­

θέτει ένα ανάλογο απόσπασμα από το Παλικάρι ΤΩς φακnς του Πλαύ­

του

(461-2, πρΒλ 146). Καταλήγει: «la norma che consente di uccidere J' adultero sorpreso in casa con la concubina cosi chiaramente attestata dalle fonti che la conferma offerta da una concreta fattispecie ΩΟΩ necessaria" [= ο κανόνας που επιτρέπει να φονεύεις το μοιχό,

e

e

ο οποίος αιφνιδιάζεται στον οίκο με την παλλακίδα, επιΒεΒαιώνεται τόσο καθαρά από τις πηγές ώστε η δοθείσα απόδειξη για το συγκε­ κριμένο υπό συζήτηση θέμα δεν είναι αναγκαία].

«11 reato di adulterio diritto Attico", στο Altri 5tudi Greco e Romano (Μιλάνο, 1976) 253 Κ.ε. [= 5DHI 16 (1950), 123 κ.ε.], 263. Ο Daniel Ogden, στην πιο πρό­ ίη

σφατη πραγματεία επί του θέματος, θεωρεί ότι η χρήση της λέξης «πα­

ντρεμένη" για μία εταίρα είναι απλώς ένδειξη «τρυφερότητας" και

αποτελεί παράδοξο,

Greek Bastardy,

σσ.

105-6. 4 Κ-Α· Εύπολις 148 Κ-Α· Τηλεκλείδης 36 Κ-Α· Κρατίνος 17, 104 και 276 Κ-Α· και το υπό έκ­ δοση άρθρο μου στο The Rivals of Aristophanes, επιμ. F. D. Harvey και J. Wilkins. Για τη Φιλαινίδα, Βλ Κ. Tsantsanoglou, «Memoirs of a Lady from Samos", σσ. 183-95. 31. Αριστοφών 4 Κ-Α· Επικράτης 3.11-13 και 16 Κ-Α· Αθήναιος 13.588c· Μάχων, 337-8 (Gow)· Ξενοφών, ΕλλΩνικά 5.4,4· Φιλήμων 3.10 Κ-Α· Αντιφάνης [Αθήναιος 13.587b]· Άλεξις 103.7-15 και 19 Κ-Α· πρΒλ τη μετάφ. του Guy Oakes στο Georg 5immel: On Women, 5exuality and Love (Νιού ΧέιΒεν, 1984), σσ. 136-7, «Die Koketterie,,: «ΣΤΩ σύγχρο­ νΩ εθνογραφία, θεωρείται σίγουρο ότι n κάλυΨΩ των γεγγΩτικών ορ­ 30.

Για το Γνήσιππο, Βλ Χιωνίδης [ή Χιονίδης]

γάνων, και ο ρουχισμός γενικότερα, αρχικά δεν είχε καμία σχέσΩ απο­ λύτως με το αίσθΩμα ντροπnς. Είναι πιθανότερο ότι εξυΠΩρετούσε μό­ νο ΤΩν ανάγΚΩ του στολισμού και ΤΩ στενά συνδεδεμένΩ πρόθεσΩ να είναι κανείς σεξουαλικά επιθυμΩτός διά ΤΩς απόκρυΨΩς. Ανάμεσα σε ανθρώπους που κυκλοφορούν γυμνοί, υπάρχουν περιπτώσεις όπου

μόνο οι πόρνες φορούν ρούχα!

[.. ]. n

άρνΩσΩ και

n

υπαναχώΡΩσΩ συγ­

χωνεύονται με το φαινόμενο ΤΩς προσέλκυσΩς ΤΩς προσοχnς και ΤΩς έκθεσΩς σε μια αδιαίρεΤΩ πράξΩ. Στολίζοντας τον εαυτό μας

n

ένα μέ­

ρος του εαυτού μας, συγκαλύπτουμε αυτό που είναι στολισμένο. Και

συγκαλύπτοντάς το, προσελκύουμε ΤΩν προσοχΙί. σ' αυτό και στα θέλ­ γΩτρά του".

32.

Έρμιππος

590ef]· Αθήναιος 13.590de· πρΒλ 84ge· Αρποκρατίων υπό το λήμμα Ευθίας Ανωνύμου de sublimitate 34.3· Κουιντιλιανός 10.5,2. Η δίκη αναφέρε­ ται επίσης στον κωμωδιογράφο του 30υ αιώνα Ποσείδιππο 13 Κ-Α. 68al (Wehrli)

[Αθήναιος

[Πλούταρχος] ΥπερείδΩς

Αυτός δεν αναφέρει άμεσα το ξεγύμνωμα της Φρύνης, αλλά δεν πρέ­ πει να θεωρηθεί ότι παρουσιάζει αντικρουόμενη άποψη. Γενικότερα, Βλ Α.

Farina,

Ι1

processo di Frine

(Νάπολη,

1959).

Πολλοί γοητεύτη-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

καν από αυτή την ιστορία, και όχι μόνο κατά την αρχαιότητα. Μέχρι

τα τέλη του 190υ αιώνα, η Φρύνη ήταν από τα αγαπημένα θέματα των

ζωγράφων, βλ J. Whitely, «The Revival ίη Painting of Themes Ispired by Antiquity ίη Mid-Ninenteenth Century France" (διδακτορικό D. Phil, Πανεπισ. της Οξφόρδης 1972), σ. 238 Κ.ε., παρατίθεται από τον Τ. J. Clark, στο The Painting οΙ Modern LiIe (Λονδίνο, 1985), σ. 294, σημ. 117, που και ο ίδιος πραγματεύεται το θέμα και εκθέτει μερικές απ' αυτές ης αναπαραστάσεις, σσ. 111-14. 33. Πλαύτος, Κωμωδία των γαϊδάρων 792' Αναξίλας 22.22-24 Κ-Α' Παλα­ TlνΩ Ανθολογία 5.2. Ο Πλούταρχος καταγράφει την ακόλουθη ιστορία για το σοφό Φαραώ του 80υ αιώνα Βόκχωρι: Ένας άντρας είχε ερω­ τευθεί τρελά την εταίρα Θώνιδα. Δυστυχώς εκείνη χρέωνε πάρα πολ­ λά, εκείνος όμως ονειρεύτηκε όη απόλαυσε ης χάρες της και απελευ­ θερώθηκε από ης επιθυμίες του. Η Θώνις, παμπόνηρη σε θέματα πνευμαηκής ιδιοκτησίας, του έκανε αγωγή για να την πληρώσει. Ο Φαραώ έλυσε τη διαφορά διαΤάζοντας τον άντρα να φέρει το ποσό που απαιτούσε η Θώνις στο δικαστήριο, επιτρέποντας στην εταίρα να

αδράξει τη ,σκια του. Η εταίρα Λάμια, στο τέλος του 40υ αιώνα, ισχυ­ ρίστηκε εντούτοις όη ο Βόκχωρις είχε πάρει λανθασμένη απόφαση,

αφού η επιθυμία της Θώνιδος για χρήματα δεν ικανοποιήθηκε από τη σκια του χρυσού, ενώ η επιθυμία του πελάτη της για εκείνη ικανοποι­

ήθηκε από το όνειρο. Πλούταρχος ΔΩμΩΤΡlOς, κεφ,

Κεφάλαιο

5 -

27.

Σώματα

1. Harry Gene Levine, «The Discovery of Addiction. Changing Conceptions of Habitual Drunkenness ίη America", ]ournal οΙ Studies ΟΩ Alcohol 39.1 (1978), 143-74. 2. Για μια κριηκή του μοντέλου εθισμού στο ποτό, βλ Nick Heather και Ian Robertson, Problem Drinking, 2η έκδ. (Οξφόρδη, 1989). 3. Ανηφάνης 188 Κ-Α. 4. Ευφάνης 1 Κ-Α [ο Αθήναιος, Δειπνοσοφιστών 8.343b, αναφέρει τον κω­ μωδιογράφο Εύφρονα και το έργο του Μούσαι (Σ.τ.Μ.)].

801-812' Άρχιππος 28 Κ-Α' πρβλ ΕιρΩνΩ 1009115' Εύπολις 178 Κ-Α' Καλλίας 14 Κ-Α' Λεύκων 3 Κ-Α' Φερεκράτης 148 Κ-Α'. Κλέαρχος 55 (Wehrli) [Αθήναιος 1.6c]. 6. Ανηφάνης 77 Κ-Α. 7. Άλεξις 57 Κ-Α, Εύβουλος 8 Κ-Α, με σημειώσεις του εκδότη αυτόθι. 8. Μάχων ΙΧ, Χ (Gow). Ο Φιλόξενος είχε γίνει δούλος στα νιάτα του, 5.

Αριστοφάνης, ΕιρΩνΩ

όταν οι Αθηναίοι κατέλαβαν τα Κύθηρα στη διάρκεια του Πελοποννη­

σιακού Πολέμου και τον συνέλαβαν. Φαίνεται όη τέλειωσε τη ζωή του στην αυλή του Διονυσίου, τυράννου των ΣυρακουσώΥ' βλ

9. Ιππείς 353-5 και 928 Κ.ε. 10. Αναξανδρίδης 34 Κ-Α. 11. Χρύσιππος [Αθήναιος 1.5df]'

Κλέαρχος

54 (Wehrli)

Gow

αυτόθι.

[Αθήναιος

1.6cJ,

μια ιστορία που θυμόμαστε ίσως από την κωμωδία, πρβλ Κρώβυλος

ΑΡΧΑΙΟΙ

8 12.

13.

14. 15. 16.

17.

18.

19. 20. 21.

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Κ-Α.

Η.

G. Levine, «The Discovery of Addiction», 143· Dwight Heath, «Α Critical Review of Ethnographic Studies of Alcoholic Use», στο Research Advances in Alcohol and Dτug Problems Vo1. 2, επιμ. R. Gibbons, Υ. Israel, Η. Kalant, R. Popham, W. Schmidt και R. Smart (Νέα Υόρκη, 1975), σ. 57. Βλ για παράδειγμα την εισαγωγή του Oswyn Murray στη συλλογή άρ­ θρων περί ελληνικού συμποσίου «Sympotic History», στο Sympotica: a Symposium ΟΩ the Symposion (Οξφόρδη, 1990), σσ. 3-13, ειδικά σ. 5 Κ.ε. και τώρα «Histories of Pleasure», στο In Vino Veritas, επιμ. ιδί­ ου και Μ. Tecusan (Λονδίνο, 1995), σσ. 4-5. Για παλιότερες μελέτες περί αλκοολισμού, πρΒλ W. L. Brown, «Inebriety and its "Cures" among the Ancients», Proceedings of the Society for the Study of Inebriety 55 (1898)· ]. D. Rolleston, «Alcoholism ίη Classical Antiquity», British ]ournal of Inebriety 24 (1927), 101-20· Α. Ρ. McKinlay, «Attic Temperance», Quarterly ]ournal of Studies ΟΩ Alcohol 11 (1950), 230-46. FGrHist 115 ΡΡ185 και 143 πρΒλ Ρ121 = Αθήναιος 10.444c-445a και τα άλλα ανέκδοτα στο 10.435f-436c. Ρ20 πρΒλ με τον κωμικό συνονόματό του Θεόπομπο 31 Κ-Α. Κράτης, Τ 2a Κ-Α· Φιλήμων 104 Κ-Α. Για μια χρήσιμη μελέτη του κρα­ σιού στην κωμωδία, Βλ το άρθρο του Ε. L. Bowie στο In Vino Veritas, επιμ. Ο. Murray και Μ. Tecusan, σσ. 113-25. Ιππείς 104 Κ.ε. και 354-5· Κρατίνος 203 Κ-Α· για την ΠυτίνΩ, Βλ Kassel-Austin ad fab. και Bowie, ό.π., σ. 116, σημ. 12 και 121-2. Για το αγγείο, Βλ Α. Greifenhagen, «Philopotes», Gymnasium 82 (1975), 2632. Υπερείδης, Κατά ΔΩροσθένους, σ. 24 Oensen)· Λυγκεύς ο Σάμιος [Αθήναιος 6.245f-246a]. ].-C. Sournia, Α History of Alcoholism (Οξφόρδη, 1990), σσ. 10-11. Αντιφών, Β 87 F 76 D-K. Ο Αθήναιος στο 10.433b προσπαθεί να διακρίνει ανάμεσα στο φίλοι­ vo, που λαχταράει το κρασί, στο φιλοπόΤΩ, που ποθεί να πηγαίνει σε συμπόσια, και στον KωθωνισTfι., ο οποίος πίνει για να μεθύσει, αλλά ο τελευταίος τύπος δε φαίνεται να αποτελεί κλασική κατηγορία.

22.

Φιλήμων

104.3

Κ-Α. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν πότες στην Ελ­

λάδα, που θα δυσκολεύονταν να σταματήσουν το ποτό, αν έπρεπε

-

δεν έχω καμία αμφιΒολία επ' αυτού· απλώς, ότι χωρίς ένα Κίνημα Αποχής από τα Οινοπνευματώδη να τους ελέγχει, η παρόρμησή τους δε γινόταν αντιληπτή από τους γείτονές τους, και ίσως ούτε από τους

ίδιους.

23.

Αριστοτέλης, Των περί τα ζώα ιστοριών ρατα

24.

559b·

[Αριστοτέλης] Πpo8λfι.­

3.5, 871a.

Για τον ΑλκιΒιάδη, Βλ Εύπολις

Σικελιώτης

385 Κ-Α. Για το Φίλιππο, Διόδωρος 16.86,6-87,2· Θεόπομπος FGrHist 115FF163, 236, 282·

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Δούρις FGrHist 76 F37b" και Βαλέριος Μάξιμος 6.2 25. Μένανδρος, Κόλαξ Ρ2 (Koerte). 26. FGrHist 117 F2a [Αιλιανός ΥΗ 3.23]. Είναι δύσκολο

απ"

1.

να πει κανείς αν

ο σαρκαστικός τόνος του αποσπάσματος είναι ο αρχικός ή οφείλεται στον Αιλιανό.

27.

Η καλύτερη κριτική του θέματος Βρίσκεται στην εισαγωγή του Ρ. Α.

Brunt

στην έκδοση

Loeb του Αρριανού, Ι, σσ. ΧΧίν-νί πρΒλ. Π, 288-93 Bosworth, στο From Arrian to Alexander (Οξφόρδη,

σημ. Ο Α. Β.

1988),

κεφ.

7

επανέρχεται στη θεωρία ότι οι «Εφημερίδες» ήταν κατα­

σκευασμένες για να αντικρούσουν την κατηγορία περί δηλητηρίασης.

28.

Το σύγχρονο παράδειγμα που μας έρχεται αμέσως στο μυαλό είναι η σύζυγος του εφημερίου, στο μονόλογο του

Alan Bennett, Talking

Heads. 29. 30. 31.

Ηρόδοτος

2.174,1, Θεόπομπος FGrHist 115 ΡΡ139, 227. FGrHist 115 F20" Πλούταρχος, Αλέξανδρος, κεφ. 23. Δημοσθένης 6.30, 19.46" Λουκιανός, ΔnμOσθένOυς εγκώμιον, κεφ. 15. Θεόπομπος

Σε γενικές γραμμές, η κωμωδία δεν αντιμετώπιζε με συμπάθεια όσους έπιναν νερό, πρΒλ Βάτων

32. 33. 34.

Ιππείς

344

2

Κ-Α, Φρύνιχος

74

Κ-Α.

κ.ε.

[Ιπποκράτης] Περί αέρων, υδάτων, τόπων, κεφ.

1. R ]oris, «Le vin comme medicαment dαns l'αntiquite», στο Proceedings οΙ the 29th International ConIerence in the History οΙ Medicine (Κάιρο, ΔεκέμΒριος 1984). Τη ρωμαϊκή περίοδο, μερικοί για­

ΠρΒλ

τροί είχαν γίνει διάσημοι για τις αλκοολούχες συνταγές που έδιναν,

Βλ

]ohn D'Arms, «Heavy Drinking and Drunkenness», Veritas, επιμ. ο. Murray και Μ. Tecusan, σσ. 304-17.

35.

στο

In Vino

Η μέγιστη διάρκεια ζωής των αρχαίων ήταν υπό φυσιολογικές συνθή­ κες πολύ σύντομη ώστε να προλάΒουν να εκδηλωθούν χρόνια προ­ Βλήματα υγείας.

36.

Για τον Κλεομένη εκ Σπάρτης, Ηρόδοτος

10.434d

6.84.

Ο Αθήναιος στο

ισχυρίζεται ότι Βρήκε την ιστορία του Καλλισθένους σε τρεις

συγγραφείς, ένας εκ των οποίων ήταν ο συνήθως αξιόπιστος Αριστό­

ΒουλΟς" για τον Ηφαιστίωνα, Πλούταρχος, Αλέξανδρος

72,

πρΒλ. [Ιπ­

ποκράτης] ΕπιδΩμιών 3.1ε', 17ι', ις', Μνησίθεος [Αθήναιος

10.483f-

484b]. 37.

Έφιππος

FGrHist 126 Ρ3, Διόδωρος ο Σικελιώτης 17.117,1-2 πρΒλ 7.25,1-26,3, Πλούταρχος, Αλέξανδρος 76. Όμηρος, Ιλιάς 14.294, Ευριπίδης TGF 438. Πλάτων, Πολιτεία 3.403a" Νόμοι 6.783ab" Πρόδικος D-K 84 F7. Πλάτων, ΧαρμίδΩς 154c" Ξενοφών, ΑπομνΩμονεύματα 1.3,13. Αντιφάνης 101 Κ-Α" Αριστοφάνης, Βάτραχοι 428-30" Όρνιθες 285-6 με σχολιασμό, Kassel-Austin στους Κόλακες του Ευπόλιδος, Τ ίΥ" Κρατί­ νος 81 Κ-Α" Ανδοκίδης 1.124-9 με την εισαγωγή της έκδοσης του MacDowell, σσ. 10-11. Πλούταρχος, ΑλκιΒιάδΩς 23" Λυσίας, σ. 346 (Thalheim)" Αντισθένης Αρριανός

38. 39. 40. 41.

42.

ΑΡΧΑΙΟΙ

[Αθήναιος

5.220cJ·

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Αριστοτέλης, ΡΩΤΟΡΙΚι:Ί.

Η ιστορία για το

2.6,4.

αστείο που έλεγε ο Σοφοκλής κατά του Ευριπίδου ότι, ενώ ήταν μι­ σογύνης στις τραγωδίες του, στο κρεΒάτι ήταν «γυναικόφιλος» απο­ κτά μεγαλύτερη σατιρική σημασία, αν το δούμε ως αναφορά στη μοι­

χεία, Ιερώνυμος ο Ρόδιος [Αθήναιος

43.

13.557e και 604ef]. S. Todd, The Shape of Athe276-9· πρΒλ Dover, Αριστοφάνης, Νε­

Για τις νόμιμες ποινές της μοιχείας, Βλ

nian Law (οςφόρδη, 1993), φέλαι

σσ.

981.

5 (167b 9), ΡΩΤΟΡΙΚι:Ί. 1.12,5, FGrHist 81 F45. 45. Αισχύλος, Αγαμέμνων 1625-6· Κ. J. Dover, Greek Homosexuality (Λονδίνο, 1978), σσ. 105-6. 46. Καλλισθένης, FGrHist 124 F34, και Βλ Α. Β. Bosworth, Α Historical Commentary οη Arrian's History of Alexander Ι(οςφόρδη, 1980), στο στίχο 5. Η περιγραφή της επίσκεψης του ΑρΒάκη προέρχεται μάλλον 44.

Αριστοτέλης, ΣοφιστικοΙ έλεγχοι, κεφ.

3.15,5·

Φύλαρχος

από τον Κτησία εκ Κνίδου, ένα γιατρό ο οποίος υπηρέτησε στην Περ_ο

σία κατά τον

FGrHist 688

40

αιώνα, και την αναφέρει ο

Jacoby

στα αποσπάσματα

Ρ1ρ. Και κατά τον 20ό αιώνα, Βλέπουμε μερικά ανάλογα

παραδείγματα αυτής της στάσης, ίσως σε κοινωνίες όπου αναπόφευ­

κτα οι άντρες και οι γυναίκες καταλαμΒάνουν χωριστούς κόσμους. Εκτός από τις νύςεις εκθήλυνσης που περιέχουν οι λέςεις «γυναικάς» και «άντρας των γυναικών», ακόμα και η λέςη

puff

που χρησιμοποιεί­

ται για τους ομοφυλόφιλους, μπορεί να προέρχεται από το

powder

το οποίο στη στρατιωτική αργκό σήμαινε αρχικά το γυναικά κι

puff,

όχι το θηλυπρεπή.

47.

Για το Μισγόλα, Βλ. Αισχίνης

1.41

παρέθεσε ο Αθήναιος

Για το Σοφοκλή, Βλ Ίων εκ Χίου [Αθή­

ναιος

48. 49.

και τα κωμικά αποσπάσματα που

13.603e-604dJ.

Δικαίαρχος [Αθήναιος Αισχίνης

200, 50.

8.339ac.

1.131·

13.603abJ.

Αριστοφάνης, Θεσμοφοριάξουσαι

130

Κ.ε. ειδικότερα

Ρ128 Κ-Α.

Υπάρχει πια μια αρκετά μεγάλη ΒιΒλιογραφία επί του θέματος, αλλά μερικά από τα σημαντικότερα έργα είναι: Greek Homosexuality του Kenneth Dover, ειδικότερα σσ. 100-9· The Use of Pleasure του Μ. Foucault, (Παρίσι, 1984), αγγλ μετάφ. (Νέα Υόρκη, 1985), ειδικότερα σ. 220· One Hundred Years of Homosexuality του D. Halperin, (Νέα Υόρκη, 1990), ειδικότερα σσ. 34-5· The Constraints of Desire του J. J. Winkler, (Νέα Υόρκη, 1990), ειδικότερα σ. 52 σημ. και 54· The Reign of the Phallus της Eva Keuls (Νέα Υόρκη, 1985). Πολλά από αυτά υιο­ θετούν τη γλώσσα της σύγχρονης θεωρίας του πολιτισμού, αλλά είναι αδύνατον να αγvoήσεις τις ομοιότητές τους με εικασίες της παλιάς εποχής. Ο

Benjamin Bickley Rogers,

για παράδειγμα, στην έκδοση του

για τις Εκκλησιάξουσες, είχε ένα μικρό πρόΒλημα με το στίχο

103,

που έλεγε ότι ο πολιτικός Αγύρριος «ι:Ί.ταν πρότερα γυναΙκα». «Η έκ­

φρασn... αναφέρεται φυσικά στα αφύσικα εγκλι:Ί.ματα, στα οποΙα υπο-

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

τίθεται ότι είχε συμμετάσχει ο Αγύρριος ως νέος». Στη μελέτη του πε­ ρί Βωμολοχίας στον Αριστοφάνη, ο

Jeffery Henderson

μας έδωσε μια

λίστα με σαράντα δύο «άτομα, τα οποία είχαν δεχτεί ΤΩν επίθεσΩ των κωμωδιογράφων ως παθΩτικοί», αρκετά από τα οποία χαρακτηρίστη­

καν ως τέτοια εξαιτίας της γυναικείας εκδοχής του ονόματός τους,

The Maculate Muse (Νιού ΧέιΒεν, 1975)' πρΒλ Μ. Poster, «Foucault and the Tyranny of Greece», στο Foucault: Α Critical Reader, επψ. D. Couzens ΗΟΥ (Οξφόρδη, 1986), σ. 213: «Φαίνεται ότι ο Φουκό θεω­ ρεί δεδομένο ότι είναι πιθανrΊ μια σεξOυaλΙKrΊ σχέσΩ, σΤΩν οποία ο ένας σύντροφος απαιτείται να παίξει αποκλειστικά ενεργΩτικό ρόλο και ο άλλος σύντροφος να παίξει αποκλειστικά παθΩτικό ρόλο, λες και το γεγονός ΤΩς "ενεργΩτικόΤΩτας" και ΤΩς "παθΩτικόΤΩτας" δεν Ωταν ασαφές από ΤΩν αρxrΊ, λες και

n

ελλΩνΙKrΊ ερμΩνεία μπορεί να

νΟΩθεί ως μια παρατrΊΡΩσΩ του ιστορικού και να μείνει εκεί».

51.

Τα συνθήματα συχνά δε δηλώνουν τίποτα περισσότερο από ο Χ θα ΠΩ­

δrΊξει τον Ψ rΊ ο Χ είναι καταπύγων. Σ' ένα αγγείο που αναφέρεται συ­ χνά, ο συγγραφέας λέει ότι θα πηδήξει τον αναγνώστη, αλλά πρόκει­ ται για ένα αστείο που δείχνει τη σεξουαλική απογοήτευσή του, επει­ δή η κοπέλα που αγαπάει Βγαίνει με κάποιον άλλον' Ο.

J. Taillardat,

ΖΡΕ

59 (1985), 137-40.

Masson

και

Υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα

τέτοιων συνθημάτων, σε ρωμαϊκό πλαίσιο.

52.

Κ. J. Dover, Greek Homosexuality, σσ. 100-5, ειδικά σ. 101' R. F. Sutton Jnr., «Pornography and Persuasion ση Attic Pottery», στο Pornography and Representation ίΩ Greece and Rome, επιμ. Α. Richlin (Οξ­ φόρδη, 1992), σ. 11. Ο Dover κάνει ό,τι μπορεί για να προσδιορίσει αν η είσοδος από πίσω υπονοεί πρωκτική ή κολπική διείσδυση, αλ­ λά ελάχιστοι από τους οπαδούς του ακολουθούν αυτή την ερευνητι­ κή γραμμή.

53.

54.

Κ. Schauenburg, AthMitt. 90 (1975), 97-121' mosexuality, σ. 105.

κ.

J. Dover, Greek

Ηο­

«Αν το νόΩμα ΤΩς σKΩνrΊς είναι ο θρίαμ80ς μιας χώρας επί μιας άλ­ λΩς, τα εθνικά χαραΚΤΩριστικά του κάθε άντρα θα έπρεπε να rΊταν το­ νισμένα, rΊ τουλάχιστον να εκφράξονταν πιο καθαρά. Αντίθετα, πολογία τους είναι εξαιρετικά διφορούμενΩ ξο που απομονώνεται

[... ]

n

τυ­

Είναι επίσΩς παράδο­

n τοποθεσία ΤΩς νίΚΩς των ΑθΩναίων για κάτι G. Ferrari Pinney, «For the Heroes are at Hand», JHS 104 (1984), 181. 55. Αριστσφάνης, Ιππείς 638-42' πρΒλ Κ. J. Dover, Greek Homosexuality, σ. 142. 56. Αριστοφάνης, ΑυσιστράΤΩ 137 πρΒλ 776' Roger Just, Women ίΩ Athenian Law and Life (Λονδίνο, 1989), σ. 160' Κ. J. Dover, σσ. 113-4 και 142-3' Marjorie J. Milne και Dietrich νοη Bothmer, «Καταπύγων, Κα­ ταπύγαινα», Hesperia 22 (1953), 215-24' Ε. Fraenkel, «Neues Griechisch ϊη Graffiti ω Katapugaina», Glotta 34 (1955), 42-5' J. και L. Robert, REG 71 (1958), 294, σημ. 377. προσ8λΩτικό».

ΑΡΧΑΙΟΙ

57.

Αιλιανός, Περί ζώων ιδιότητος

(Kaibel)-

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

12.10' Κρατίνος 58 Κ-Α- Σώφρων 63 7.281ef]. ΠρΒλ Et. genuin. υπό το

Απολλόδωρος [Αθήναιος,

λήμμα aλφησταί [= τολμηροί και περιπετειώδεις άντρες], Σουίδας, Φώτιος, υπό το λήμμα καταπύγων.

58.

Αριστοφάνης, Νεφέλαι

529

και Ρ225 Κ-Α' Αχαρνείς

77-9.

Στο παρελ­

θόν, οι περισσότεροι σχολιαστές και μεταφραστές απέδιδαν στο διά­ λογο μια παράδοξη ερμηνεία «Και θεωρούμε μόνους πραγματικούς

άντΡες τους πεολείκτες και τους γαμημένους", αλλά όπως δείχνει η λεπτομερής μελέτη του αποσπάσματος από τον

Jocelyn,

η πιο φυσική

ανάγνωση είναι «Θεωρούμε εκείνους που μπορούνε γερά να τΡώνε και

γερά να πίνουν ως πεολείκτες και καταπύγονες", Η. D. Jocelyn, «Α Greek Indecency and its Students. Laikazein", PCPhS 26 (1980), 41-2. 59. Πλάτων, Γοργίας 493a-494e- πρΒλ W. Η. Thompson, The Gorgias of Plato (Λονδίνο, 1905), σ. 193- Ε. R. Dodds, Plato Gorgias ('Οξφόρδη, 1959) ad 494e 3-4- πρΒλ Martha Nussbaum, The Fragility of Goodness (Κέιμπριτζ, 1986), σ. 460, σημ. 27. 60. Μ. Foucault, The Use of Pleasure, σσ. 85-6, πρΒλ 47, 220. 61. Η πιο πρόσφατη έκδοση των ΠροΒλημάτων είναι η Bude, επιμ. Pierre Louis (Παρίσι, 1991). Τοποθετεί χρονολογικά το τέταρτο ΒιΒλίο στον 30 αιώνα και το εντάσσει στον κύκλο του Στράτωνος του Λαμψακη­ νού, σ. 79. 62. Η ιδέα ότι οι γυναίκες είναι σεξουαλικά αχόρταγες και επιδεικνύουν μια γενικότερη έλλειψη αυτοελέγχου είναι καλά τεκμηριωμένη, Βλ για παράδειγμα, Αισχύλος απ.

243 Nauck- Σοφοκλής απ. 932- Αριστο­ 504 κ.ε.- Εκκλησιάζουσαι 468-70, 616-29Νεφέλαι 553 Κ.ε.- Αριστοτέλης ΕΝ 7.7.1150b6. 'Ο σοφιστής Αλκίφρων χαρακτηρίζει τη γυναικεία σεξουαλική απληστία «ΧάρυΒδη" 0.6,2) φάνης, Θεσμοφοριάζουσαι

και προειδοποιεί κάποιον άντρα ότι η εταίρα του θα τον καταΒροχθί­ σει ολόκληρο

(3.33).

Για το λόγο περί γυναικών και τη σχέση του με

τις θεωρίες περί υγρασίας και διαρροής, Βλ

Anne Carson, «Putting Her Place: Women, Dirt and Desire", στο Before Sexuality, επιμ. των D. Halperin Κ.α., σσ. 135-69. 63. Αισχίνης 1.84- Αριστοφάνης, Νεφέλαι 1330 (λακκόπρωκτος) και 1083-104 (ευρύπρωκτοι). Για το μολγό, Βλ Πολυδεύκη 10.187. Για την ευρυπρωκτία, Ιππείς 720-1, πρΒλ 640-2- Εκκλησιάζουσαι 364 σχολ στο 78 των Ιππέων. Όταν ο Αριστοφάνης μιλάει για τους «1ω­ νες που χασμουριέται ο κώλος τους" στους Αχαρνείς 106-7, φαίνεται Her

ίη

πως είναι μια χυδαία εκδοχή του «χάσκει το στόμα τους", δηλ είναι εύπιστοι και άπληστοι για περσικό χρήμα, πρΒλΠολυδεύκης

3.112. 422-7 (Dover)- Τίμαιος FGrHist 566 F124bΠλούταρχος Βίοι παράλληλοι 126a και 705e. 65. Αριστόδημος [Αθήναιος 13.585a]- Λυγκεύς ο Σάμιος [Αθήναιος 13.584b]- Αισχίνης 1.84- Αριστοφάνης, ΑυσιστΡάτη 928- Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι 1044b- Διογένης ο Λαέρτιος 6.2, 69, πρΒλ J. C. Β. Gosling και C. C.W. Taylor, The Greeks οη Pleasure ('Οξφόρδη, 1982), 64.

Αριστοφάνης, Βάτραχοι

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

σ. 71 και 80. 66. F. Lissarague, The Aesthetics οΙ the Greek Banquet, αγγλ μετάφ. (Πρίνστον, 1990), σσ. 90-1' Εύπολις 385 Κ-Α. 67. G. Ferrari Pinney, «For the Heroes are at Hand», 182' Όμηρος, Οδύσ­ σεια 7.58 Κ.ε., Ιλιάς 8.114, 11.620, σχολιασμός στην Ιλιάδα 4.228' Παυσανίας 2.16, 6· Ιππώναξ 128 (West). Για την επιγραφή σε πρώτο πρόσωπο, βλ J. Svenbro, PhrasikJeia (Λονδίνο, 1993), ειδικά στα κεφ. 2 και 10.

Κεφάλαιο

1. J.

Κ.

λεμ

6-

Πολιτική Οικονομία

Davies, WeaJth and the Power οΙ WeaJth in ClassicaJ Athens (Σά­ ΝΗ, 1984), σ. 76. Μερικές οικογένειες διαφύλασσαν τη συνέχεια

όχι διατηρώντας δεσμούς με τις προγονικές κτηματικές περιουσίες, αλλά με την περιφρούρηση της λατρείας και των οικογενειακών τάφων.

2. Πλάτων, Πολιτεία 1.330b· J. Κ. Davies, WeaJth ... , όπ.π., σ. 86· [Δημο­ σθένης] 42.4' πρΒλ Κ. J. Dover, Greek Popular Morality (Οξφόρδη, 1974), σσ. 74-5. 3. Λυσίας 19.48' Ανδοκίδης, Περί τωγ μυσΤΩρίωγ 131' Αριστοφάνης, Εκ­ κλΩσΖάξουσαι 810-11' Αριστοτέλης, PΩτoΡΙKfι. 1405a' πρβλ J. Κ. Davies, Athenian Propertied Families, 600-300 BC (Οξφόρδη, 1971), σ. 260. 4. Άλεξις 204.3-6 Κ-Α, 76.7-8 Κ-Α' Δίφιλος 32 Κ-Α' Αντιφάνης 164 Κ-Α. 5. Λυσίας 32.20' Αριστοφάνης, Αχαργείς 962, με σημειώσεις του W. J. Μ. Starkie, αυτόθι' πρβλ Α. Boeckh και Ε. Oder RE Ι στήλη 3' Αντιφάνης 145 Κ-Α' Άμφις 30 Κ-Α' Δίφιλος 67 Κ-Α' Εύπολις 160 Κ-Α' και γε,:ι­ κότερα Βλ Α. Boeckh και Max Franke!, Die Staatshaushaltung der Athener (Βερολίνο, 1886), σ. 129. 6. Miche! Feye!, «Nouvelles inscriptions dΆkraίΡhίa», BCH 60 (936), 2736' F. Sa!viat και C. Vatin, Inscγiptions de Grece Centrale (Παρίσι, 1971), σσ. 95-109' D. Μ. Schaps, «Comic Inflation ίη the Market-P!ace», Scripta C1assica Israelica 8-9 0985-8),66-73, ειδικότερα 68-70. Βλ επί­ σης Τ. W. Gallant, Α Fisherman's Tale (Γάνδη, 1985), σσ. 39-40, ο οποί­ ος προσφέρει πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τα οικονομικά δεδο­ μένα της αλιείας στη Μεσόγειο.

Nicho!as Purcell, «Eating Fish: the Paradoxes of Seafood», στο Food in Antiquity, επιμ. J. Wilkins, D. Harvey και Μ. Dobson (Έξετερ, 1995), σ. 135, και στο Α Fisherman's Tale του Τ. W. Gallant, ειδικότε­ ρα σσ. 39-40. 8. Απουλήιου, Χρυσός όΥος (Βασισμένο σε μετάφ. του Robert Graves), 1.24-5' Άλεξις 249 Κ-Α' Σόφιλος 2 Κ-Α. 9. Ξέναρχος 7 Κ-Α' Άλεξις 130-1 Κ-Α' Πλάτων, Νόμοι 11.917bc. Αποδεί­ 7.

ΠρΒλ.

ξεις για νόμους που αφορούσαν την αλιεία και την πώληση ψαριών, έχει μαζέψει ο

Diedrich Bohlen, με όχι ιδιαίτερα κριτική ματιά, στο δι­ Die Bedeutung der Fischerei fίίτ die antike WirtschaIt 1937), σ. 23 Κ.ε. Πρέπει όμως να είμαστε πολύ επιφυλακτι-

δακτορικό του (Αμβούργο,

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

κοί, διότι οι φανταστικοί νόμοι και οι συνθήκες είναι αγαπημένο θέμα

της κωμωδίας, που παρουσιάζει με κωμικό τρόπο τις επιπτώσεις κά­ ποιας φανταστικής κατάστασης στην καθημερινότητα, όπως η κατάλη­

ψη της εξουσίας από τις γυναίκες, ένα Βασίλειο των πουλιών, η εκε­ χειρία με τα ψάρια, κ.λπ. Από την άλλη, τίποτα δεν μπορούσε να εμπο­ δίσει τους Αθηναίους να ψηφίζουν νόμους για οτιδήποτε τους απασχο­ λούσε έντονα, ανεξαρτήτως αν το μέτρο ήταν δυνατόν να επιΒληθεί ή όχι' πρΒλ Ρ. Millett, «Sa!e, Credit and Exchange ίη Athenian Law and Society», στο Nomos, Essays in Athenian Law, Politics and Society, επιμ. Ρ. Cart!edge, Ρ. Mil!ett και S. Todd (Κέιμπριτζ, 1990), σ. 172, σημ. 13, και 192, σημ. 53. W. G. Arnott, «Towards an Edition of the Fragments of A!exis», PCPhS N.S. 16 (1970), 6, σημ. 2' και για τον Αριστόνικο, Μ. Η. Hansen, «Rhetores and Strategoi ίη Fourth-century Athens», GRBS 24 (1983), 161. 10. Κριτίας F6 West, 11.17-18 και 9-13' Ξενοφών, Λ.ακεδαψονίων Πολι­ τεία 5.4' Θεόπομπος FGrHist 115 F134' Δημοσθένης 38.27' Αριστο­ φάνης, Θεσροφοριάξουσαι 735-8. Ο σχολιαστής πιστεύει ότι τα σκεύη του νοικοκυριού κινδυνεύουν, επειδή τα Βάζουν ενέχυρο για να πλη­

ρώσουν τον ταΒερνιάρη.

11.

Πλούταρχος, Βίοι

470

Κ.ε. (το ανέκδοτο για το Σωκράτη μοιάζει να

κολλάει παντού και θυμίζει τις ιστορίες που έλεγε ο Διογένης ο Κυ­

νικός για κάπως διαφορετικά προϊόντα)' Άλεξις

15.19 Κ-Α' Μέναν­ 127-31' πρΒλ W. Pritchett, «The Attic Stelai ΙΙ», Hesperia 25, (1956), 201. 12. Mabe! Lang, «Numerica! Notation οη Greek Vases», Hesperia 25 (1956), 1-24, ειδικότερα 13-16' D. Α. Amyx, «The Attic Ste!ai Ι1Ι», Hesperia 27 (1958), 176 με τον Ησύχιο υπό το λήμμα τρικότυλος Fran~ois Sa!viat, «Le vin de Thasos amphores, vin et sources ecrites», στο Recherches sur les Amphores Grecques, επιμ. ].-Υ. Empereur και Υ. Gar!an (Γαλλική Σχολή Αθηνών, 1986), σσ. 180-1. Η ερμηνεία των τι­ μών θεωρεί πολλά πράγματα δεδομένα. Ο W. Pritchett, στο άρθρο του δρος, Επιτρέποντες

περί Αττικών Στηλών, σημειώνει ότι, εκτός του κρασιού, πολλά προϊ­

όντα φυλάσσονταν σε αμφορείς, όπως το λάδι, το γάλα και οι ξιδάτες φέτες δελφινιού! «The Attic Ste!ai ΙΙ», σημ. 192, σσ. 202-3. 13. Μένανδρος 264 (Koerte), Έφιππος [Αθήναιος, 4.146c]' Πλούταρχος, Αλέξανδρος κεφ. 23. 14. Ξενοφών, ΑπορνΩρονεύρατα 1.2.22' Πλάτων, Πολιτεία 9.573d πρΒλ. 574bc' σχόλια στο 109d από τις Νεφέλες του Αριστοφάνους πρΒλ Kasse!-Austin στον Ευπόλιδα 50 Κ-Α' Αντιφάνης, Αγροίκος 2 Κ-Α' Ισοκράτης 8.103' Ξενοφών, Οικονορικός 1.13. 15. Ξενοφών, ΑπορνΩρονεύρατα 1.3.11-12. 16. Ξενοφών ΑπορνΩρονεύρατα 1.2.22' Αθήναιος 12.534f. 17. Ανησθένης 182 (CaizzO' Φιλήμων 3.13 Κ-Α' Επικράτης 3 11.12 και 18 Κ-Α' Θεόπομπος 22 Κ-Α' Μάχων 333-48; 451 (Gow)- Λυγκεύς ο Σά­ μιος [Αθήναιος, 13.584c]' και γενικότερα στο One Hundred Years of

ΤΖΕΪΜΣ

18.

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Homosexuality του D. Halperin (Νέα Υόρκη, 1990), σσ. 107-12. 11.308 και 362 (Gow)- Ασκληπιάδης (γύρω στο 320 π.χ.) ΑΡ ν. 203 = ΗΕ Ασκληπιάδης νι Η μετάφραση είναι του Alan Cameron, Μάχων

ο οποίος λύνει εύστοχα τις περιττές δυσκολίες που είχαν Βρει οι

προγενέστεροι στο ποίημα:

Alan Cameron, «Asclepiades' Girlfriends», Reflections of Women in Antiquity, επψ. Helene Ρ. Foley (Νέα Υόρκη, 1981), σσ. 294-5, Παλατιvri ανθολΟΥΙα ν 202, SEGxviii.93. Για τους πίνακες, Βλ Α. Greifenhagen «Fragmente eines rotfigurigen Ρί­ nax», στο Ιη Memoriam Otto J. BrendeJ. Essays in Archaeology and the Humanities, επιμ. L. Bonafante και Η. νοη Heintze, (Μάιντς, 1976), σσ. 43-8. 19. Μένανδρος, Επιτρέποντες 136' Κόλαξ 129, με Gomme-Sandbach αυ­ τόθι, Λυσίας 3.22. 20. Δημοσθένης 27.9' Υπερείδης, Κατ' ΑθηνΟΥένους 2 και 5' [Δημοσθέ­ νης] 59.29, Gomme-Sandbach στο 136 των Επιτρεπόντων του Μενάν­ στο

δρου.

21. Κρατίνος 81 Κ-Α' [Πλάτων] ΕρυξΙας 396e' Καλλίας 1 Κ-Α, με σχόλια των επιμεληΤώΥ" Λάων 2 Κ-Α [Ηρακλείδης, ΠερΙ των εν Ελλάδι πόλε­ ων 1.22 (ΠερΙ των Βοιωτών)]' Πλαύτος, ΒακχΙδες 850 Κ.ε., πρΒλ 1096 Κ.ε., Το παλικάρι της ψαKfι.ς 1394 Κ.ε. Το πρώτο είναι πιθανότατα δια­ σκευή ενός έργου του Μενάνδρου, για το δεύτερο υπάρχουν αμφιΒο­ λίες, αλλά η νομική ορολογία και στις δύο περιπτώσεις είναι ελληνι­ κή. Ενδιαφέρον έχει ότι οι εν λόγω ηρωίδες δεν είναι στην πραγματι­

κότητα σύζυγοι, αλλά εταίρες, Βλ

Menander: Α Commentary των Α. Sandbach (Οξφόρδη, 1973), σσ. 7-8 και 118 Κ.ε.· Αριστοφάνης, Πλούτος 168 με σχολιασμό (υπάρχει κάποια αΒεΒαιό­ W. Gomme

και

F.

Η.

τητα ως προς το αν ο μοιχός πληρώνει για το προνόμιο να τον μαδή­ σουν απλώς οδυνηρά, αντί να τον καθαρίσουν, ή αν πρόκειται για με­

ταφορικό μάδημα. Το τελευταίο μοιάζει πιο ευλογοφανές, με δεδομέ­ νη την τακτική χρήση της παρομοίωσης υπ' αυτή την έννοια ακριΒώς

σε σχέση με τον Καλλία Ar. (Αν. 286-7), Λυσίας 1.25, 4 πρΒλ με Law, Sexuality and Society του D. Cohen (Κέιμπριτζ, 1991), σσ. 127-30. Οι

γυναίκες διαφόρων φυλών του Βελουχιστάν -στο σημερινό Πακι­ στάν - κάνουν εκστρατεία για την κατάργηση ενός θρησκευτικού νό­ μου, τον οποίο εκμεταλλεύονται μερικοί σύζυγοι σκοτώνοντας τις γυ­ ναίκες τους ως μοιχαλίδες, με σκοπό να Βγάλουν χρήματα από τον κατηγορούμενο μοιχό.

22.

[Δημοσθένης]

59.41'

Μάχων

349

Κ.ε.

(Gow)-

πρΒλ

Georg Simmel

πά­

νω στο παλιό αγγλικό σύστημα της αποζημίωσης των απατημένων συ­ ζύγων, The Phi1osophy of Money, αγγλ μετάφ. (Λονδίνο, 1978), σ. 384. 23. G. Simmel, The Phi1osophy of Money, σσ. 383-4. 24. Άμφις 23 Κ-Α' Τιμοκλής 25 Κ-Α' Αριστοφών 4 Κ-Α' Αριστόδημος [Αθήναιος 13.585a]· πρΒλ. το Σωκράτη, που επισημαίνει στη Θεοδό­ τη ότι η ψυχή της τη διδάσκει πως είναι αναγκαίο να αποκλείει τον

472

.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

3.11,10. 314 (ο Koerte δε χρειάζεται να σχολιάσει, «Videtur meretrix loqui dono amatoris ηοη contenta" [= Φαίνεται ότι η εταίρα που ομιλεί δεν είναι ικανοποιημένη από τα δώρα του εραστή]) 315, 329, 224 (Koerte)- «Docet lena puellam, quomodo amatorem emungere argento debeat" [= Διδάσκει η προαγωγός τη νεάνιδα να αποσπά καθ' άσωτο από την εύνοιά της, Ξενοφών ΑπορνΩρονεύρατα

25.

Μένανδρος

οιονδήποτε τρόπο από τον εραστή το ασήμι που της χρωστά], λέει ο

Kock' Ξενοφών ΑπορνΩρονεύρατα 3.11,12, Αθήναιος 5.220e, Αναςίλας 22 Κ-Α 11.22-6. Η εικδΥα του ανθρώπου που Βρίσκεται ψηλά στον αέ­ ρα, υπονοεί πιθανότατα τη συνήθεια της Σφιγγός να σηκώνει ψηλά τα θύματά της.

26.

Μένανδρος

185 (Koerte), πρΒλ με την εταίρα στις Θεσροφοριάξουσες 345, η οποία δέχεται τα δώρα, αλλά προδίδει το φίλο της Επικράτης 2 Κ-Α' πρΒλ Αθήναιος 13.570b. Για τη λαι­ μαργία, κ.λπ., πρΒλ Επικράτης 3.1-3 Κ-Α' Φιλιππίδης 5 Κ-Α' Τιμο­ κλής 16 Κ-Α' ].-Ρ. Vernant, «At Man's Table", στο The Cuisine οΕ Sacrifice των Μ. Detienne Κ.α. (Λονδίνο, 1989), σ. 60. Μερικές φορές οι του Αριστοφάνους στ.

εταίρες δεν έχουν καμία διάθεση να περιμένουν να τους δώσουν κά­ ποια πράγματα: «Προχτές το Βράδυ έφερα ΤΩ ΝικοστράΤΩ, που έχει πολύ yαpψrΊ ρύΤΩ και το παρατσούκλι ΣκοτοδίνΩ, επειδrΊ ρια φορά εί­ χε σουφρώσει έναν ασΩρένLO δίνο στα σκοτεινά" (Αρχέδικος

1

Κ-Α).

Και η Σαπφώ Βάζει το λιθαράκι της σ' αυτό το γυναικείο στερεότυπο, έτσι όπως παρουσιάζει τη Ροδώπιν, την οποία ονομάζει Δωρίχα (η έχουσα δώρο; ή η δωρική;) επειδή οικειοποιήθηκε μεγάλο μέρος της

περιουσίας του αδελφού της Χαράςου' Αθήναιος Ηρόδοτος

2.134.

13.596bc, πρΒλ

.

27. Τερέντιος, Εκυρά 11.63-5' πρΒλ Dwora Gtlula, «The Concept of the bona meretrix. Α Study of Terence's Courtesans", RFIC 108 (1980), 162 Κ.ε.· Μάχων 422 Κ.ε. (Gow)- πρΒλ τη γνωστή εταίρα Ίππη (Φοράδα) που κατέφαγε τον εραστή της, «τον επι του χόρτου τότε γενόμενον [που

ήταν υπεύθυνος του επισιτισμού]", Μάχων

13.591c·

439

Κ.ε.

(Gow)-

Αθήναιος

Αισχίνης

1.115. 1.42, 97-9, 105.

28. Αισχίνης 29. Ηγήσανδρος εκ Δελφών [Αθήναιος 4.167e]. 30. Ανάςιππος 1.31-35 Κ-Α, Μένανδρος 303, 287 (Koerte). 31. Αισχίνης 1.94, 96. 32. Αριστοφάνης, Νεφέλαι 1327-30' Κ. ]. Dover, Greek Homosexuality (Λονδίνο, 1978), σ. 143. Κεφάλαιο

1.

7 -

Πολιτική και κοινωνία

Δημοσθένης

35.39-40. Το πιο ενημερωμένο ΒιΒλίο για το αθηναϊκό νο­ μικό σύστημα είναι The Shape οΕ Athenian Law του Stephen Todd (ος­ φόρδη, 1993)' το πολιτικό σύστημα περιγράφει πληρέστερα ο Μ. Η. Hansen, The Athenian Democracy in the Age οΕ Demosthenes (οςφόρ­ δη, 1991)' μια πιο ενοχλητική οπτική προσφέρει το Policing Athens

473

,

ΤΖΕΪΜΣ του

2.

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

(Πρίνστον, 1994). 59.43· πρΒλ Μ. Η. Hansen, The Sovereignty οΙ People's Court in Athens in the Fourth Century and the Public Action Against Unconstitutional Proposals (Όδενσε, 1974), 28· και ομοίως, The Athenian Assembly (Οξφόρδη, 1987), 59-60. Ο Αμυνίας είναι φυσιογνωμία της

V. Hunter

[Δημοσθένης]

Αρχαίας Κωμωδίας που συνδυάζει τους ρόλους του συκοφαντικού πα­

ρασίτου και του κόλακα του Λεωγόρου

227

Κ-Α σχολιασμός στο

74b

C;), Σφnκες 1267 κ.ε.· Κρατίνος

των ΣφΩκών του Αριστοφάνους. Για τους

κινδύνους που απειλούσαν τους πολιτικούς, Βλ S. Todd, The Shape οΙ Athenian Law, σσ. 300-7. 3. Θουκυδίδης 6.28,1· Λυσίας 1.16-20· Αριστοφάνης, Εκκλπσιάξουσαι 113, Σουίδας υπό το λήμμα Αστυάνασσα, S. Todd, «The Purpose of Ενί­ dence ίη Athenian Courts", στο Nomos. Essays in Athenian Law, Politics and Society, επιμ. Pau! Cart!edge, Pau! Millett και Stephen Todd, (Κέι­ μπριτζ, 1990), σσ. 32-6· για την αντίθετη άποψη, V. Hunter, Policing Athens, σσ. 90-1. 4. Δημοσθένης 19.314, .36.45, 45.77· Αισχίνης 1.26 και 65· πρΒλ Δημο­ σθένης Ερ. 4.12. 5. Αισχίνης 1.127 και 84· η λογική του οιωνού είναι ακόμα ισχυρή: Γνω­ ρίζω ένα άτομο που έδωσε τέλος σε μια σχέση μετά από μια μυστική ερωτική συνάντηση στο Παρίσι, επειδή, κατά την επιστροφή του στο

ξενοδοχείο του, ένας υπάλληλος του μετρό τον πληροφόρησε

changer" [=

«il faut

πρέπει να αλλάξετε].

25.52· Πλάτων, Απολογία 18bd· Αισχίνης 1.157 και 130· Sian Lewis, «Barber's Shops and Perfume Shops: "Symposia Without Wine"" στο Greek World, επιμ. Α. Powell, (Λονδίνο, 1995), σσ. 432-41. 7. Ισοκράτης 21.5· J. G. Gager, Curse Tablets and Binding Spells Irom the Ancient World (Νέα Υόρκη, 1992), σσ. 116-32, ειδικότερα 132. 8. J. Ober, Mass and Elite in Democratic Athens (Πρίνστον, 1989), σ. 206, επικαλούμενος το Δημοσθένη στα 48.81, 18.320 και 36.43, πρΒλ W. Don!an, The Aristocratic Ideal in Ancient Greece: Attitudes σΙ Superiority Irom Homer to the End σΙ the FiIth Century (Λόρενς, KS, 1980), σσ. 160-1· Ο. Murray, «The Symposion ίη History", στο Tria Corda. Scritti in onore di Arnaldo Momigliano, επιμ. Ε. Gabba, (Κόμο, 1983), σσ. 257-72. 9. R. Meiggs και D. Lewis, Greek Historical Inscriptions (Οξφόρδη, 1988), Νο 79 Β, 11.55 κ.ε.· πρΒλ Δημοσθένης 42.20· Αριστοφάνης, Σφnκες 78-80, 1208-15, Ο. Murray, «The Affair of the Mysteries: Democracy and the Drinking Group", στο Sympotica. Α Symposium σπ the Symposion, επιμ. του ιδίου (Οξφόρδη, 1990), σ. 149. 10. Αριστοφάνης F 225 Κ-Α· πρΒλ 205.8, Υπερείδης, Κατά Δπμσσθένσυς. σ. 24 (Jensen)· Peter Ε. Corbett, «Attic Pottery of the Later Fifth Century", Hesperia 18 (1949), αριθ. 78-81 και σ. 333. 11. Δημοσθένης 54.7-8 και 14· Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς [Αθήναιος 13.555a]. 6.

Δημοσθένης

474

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

5.4,4' Πλαύτος, Μικρός ΚαΡΧΩδόΥlOς 268' πρβλ 178' 214 Κ.ε.' 229 Κ.ε. 13 Αριστοφάνης, ΕκκλΩσιάξουσαι 877 Κ.ε.' Υπερείδης 177 (Kenyon), Πλάτων, Φαίδρος 227cd. 14. Τιμοκλής 11 Κ-Α στ. 1-2' Αριστοφάνης, Βάτραχοι 1065 Κ.ε.' Άλεξις 78 Κ-Α' Δίφιλος 31 Κ-Α' Αντιφάνης 188 Κ-Α, στ. 19' Αριστοφάνης, Εκ­ κλΩσιάξουσαι 606. Ο J. Β. Sa!mon, στο Wealthy Corinth (Οξφόρδη, 1984), στη σ. 200, εισηγείται την ιδέα ότι αυτό το κορινθιακό μέτρο 12.

Ξενοφών, ΕλλΩΥικά Ψευδολόγος

μπορεί να είχε ξεκινήσει την εποχή του Περιάνδρου. Εντούτοις, θεω­ ρώ αμφίβολη την ύπαρξη τέτοιου μέτρου στην Κόρινθο, ακόμα και τον

40

αιώνα. Έχει εντελώς διαφορετικό ύφος από όλους τους άλλους

γνωστούς αρχαϊκούς νόμους, που ρύθμιζαν τις δαπάνες.

15.

Υπάρχουν μερικές καλές μελέτες για το ταξικό πρόβλημα στην Αθή­

να. Η πιο εμβριθής είναι του

S. Todd, με τίτλο «Lady Chatter!ey's Lover and the Attic Jurors: the Socia! Composition of the Athenian Jury», JHS 110 (1990), 146-73 ειδικότερα 158-63' πρβλ R. Κ Sinc!air, Democracy and Participation in Athens (Κέιμπριτζ, 1988), σσ. 119127' J. Ober, Mass and Elite, τμήματα ν και νι και σ. 11 Κ.ε.· Μ. Η. Hansen, The Athenian Democracy, σ. 106 Κ.ε. 16. Θουκυδίδης 3.87,3' πρβλ 3.16,1' Αριστοφάνης, ΣφΩκες 1071-101' Ανδοκίδης απ. 4 (B!ass.) 17. Δημοσθένης 23.206-7, 3.29, 21.158. 18. Πλάτων, Πρωταγόρας 315d' Μάτρων [Αθήναιος 4.135a και 136d]. Ο. Murray, «Histories of P!easure», όπως και στο In Vino Veritas, επιμ. ιδίου και Μ. Tecusan (Λονδίνο, 1995), σσ. 7-9' Ch. Habicht, «Die beiden Xenok!es vonSphettos», Hesperia 57 (1988). 19. Δημοσθένης 57.30 - 36, 45. 20. ΑθΩναίων πολιτεία 56.2' πρβλ Δημοσθένης 24.149' J. Ober, Mass and Elite, σσ. 221-6' Α. Η. Μ. Jones, Athenian Democracy (Οξφόρδη, 1957), σσ. 36-7. 21 Αισχίνης 1.114-5' ν. Hunter, Policing Athens, σ. 52. 22. Δημοσθένης 25.88. 23. Αριστοφάνης, ΕιρΩνΩ 439-40' Ξενοφών, ΑπομνΩμονεύματα 3.13,4' Θεόπομπος 31 Κ-Α. Ακόμα και οι καλοί τρόποι στην οινοποσία δεν είναι ανάγκη να διχάζουν τον πληθυσμό. Ένα σωρό άνθρωποι παντός

είδους ήταν εξοικειωμένοι με το εσωτερικό των καπηλείων, ενώ ακό­ μα και στα μικρά και λιτά σπίτια κατάφερναν να βρουν χώρο για αν­ δρώνα, στον οποίο θα μπορούσαν να προσφέρουν ένα ποτό στους επι­ σκέπτες, πρβλ Μ.

Jameson, «Private Space and the Greek City», στο The Greek City, επιμ. Ο. Muray και S. Price, (Οξφόρδη, 1990), σ. 190. 24. Αισχίνης 1.42' πρβλ Πλάτων, Γοργίας 493a-494e' KJ. Dover, Greek Popular Morality, σσ. 125-6. 25. Δημοσθένης 8.70,50.7' Λυσίας 21.1-9' πρβλ Apol1odoros Son of Pasion του J. Trevett (Οξφόρδη 1992), κεψ. 1. 26. Ισαίος 5.36-8.

475

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

27. Ισαίος 7.38-9, 6.61 με Wyse αυτόθι" και γενικότερα Βλ Κ" J. Dover, Greek Popular Morality (Οξφόρδη, 1974), σσ. 175-7" S. Todd, The Shape of the Athenian Law, σσ. 106 και 108' Α. R. W. Harrison, The Law of Athens (Οξφόρδη, 1968-71), i. 79-80" Διογένης ο Λαέρτιος 1.55, πρΒλ Lex. Rhet. Cant. 665.20" Δημοσθένης 57.32" Πλούταρχος, Σόλων κεψ. 22. 28. S" Todd, The Shape of the Athenian Law, σσ. 120-1. 29. Αριστοφάνης, Πλούτος 881-2" Ισοκράτης 15.160. 30. Αριστοφάνης, ΕκκλΩσιάζουσαι 601-2" Πλούτος 237-41, Α. R. W. Harrison, The Law of Athens, i. σσ. 228-35" V. Gabrielsen, "Phanera and aphanes ousia ίη Classical Athens", Class. Et Med. C1986} L. Gernet, "Choses visibles et choses invisibles dans le droit grec", Revue philosophique 146 (1956), 79-86. 31. Λυσίας 19.48. 32. Δημοσθένης 40.58" Ισαίος 5.43" πρΒλ S. Todd, The Shape of the Athenian Law, σ. 228 κ.ε. 33. Αισχίνης 3.240" Ισαίος απ. 35 [Thalheim 30]" πρΒλ Δημοσθένης 38.26. 34. Αισχίνης 1.97 και 101" [Δημοσθένης] 59.50" Δημοσθένης 38.27" Ισαί­ ος 7.39 πρΒλ απ. Ι, (22 Thalheim} R. Osborne, "Vexatious Litigation ίη Classical Athens", στο Nomos. Essays in Athenian Law, επιμ. Ρ. Cartledge, Ρ. Millett και S. Todd (Κέιμπριτζ, 1990), σσ. 92-3. 35. Άλεξις 78 Κ-Α" Δίφιλος 31 Κ-Α" Αριστοφάνης, ΕκκλΩσιάζουσαι 601-8. Τα αποσπάσματα του Διφίλου 'και του Αλέξιδος μπορεί να είναι μετα­ κλασικά, αλλά η αναφορά στους συκοφάντες υπονοεί ότι ο Δίφιλος έχει κατά νου την Αθήνα, μια Αθήνα με άθικτους κάποιους δημοκρα­

τικούς θεσμούς, πρΒλ Κ.

10, 36. 37.

J. Dover, Greek Popular Morality,

σσ.

109-

για τη φτώχεια που οδηγεί στο έγκλημα.

Ηρόδοτος

2.177

και

174.

Ηγήσανδρος εκ Δελφών [Αθήναιος

Κεφάλαιο

8 -

4.167e].

Πολιτική και πολιτικοί

1. G. Adeleye, "The Purpose of the dokimasia", GRBS 24 (1983} S. Todd, The Shape of the Athenian Law (Οξφόρδη, 1993), σ. 288. 2. Μ. Η. Hansen, Apagoge, μέρος ΠΙ, ειδικότερα 72-4 και 92-3. 3 .. Αισχίνης 1.31,94, 116, 154, 194-5" πρΒλ V. Hunter, Policing Athens (Πρίνστον, 1994), σ. 104-5" S. Todd, The Shape of Athenian Law, σ.

116. 4. D. Halperin, One Hundred Years of Homosexua]ity (Νέα Υόρκη, 1990), σ. 97" Μ. Foucault, The Use of Pleasure (Παρίσι, 1984), αγγλ μετάφ. (Νέα Υόρκη, 1985), σ. 219. 5. Αισχίνης 1.94" V. Hunter, Policing Athens, σ. 105. 6. Αισχίνης 1.42, 75-6. 7. Αισχίνης 1.54. 8. Αισχίνης 1.95-6, 106.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

9. Αισχίνης 1.107-8, 110, 113. 10. Τιμοκλής 4, 17 Κ-Α" F. D. Harvey, «Some Aspects of Bribery ίη Greek Politics" στο Crux, Essays in Greek History presented to G. Ε. Μ. de Ste Croix, επιμ. Ρ. Α" Cartledge και F. D. Harνey (Λονδίνο, 1985), σ. 94. 11. Γοργίας DK 82 11a κεφ. 15" Ισοκράτης 12.140,3.170. 12. Αισχίνης 3.173. 13. Ισοκράτης 8.126' Θουκυδίδης 6.12,2. 14. Δημοσθένης 6.27, 8.66, 9.30-1" πρΒλ 13.20. 15. Δημοσθένης 19.122, 286. 16. Αισχίνης 1.56. 17. Φοίνιξ ο Κολοφώνιος PLG απ. 3' Αριστοφάνης, Αχaρνείς 1085 Κ.ε., 1125-6' Ο. Murray, «Les regles du symposion ου comment problematiser le plaisir", στο La Sociabi1ite α tab1e: commensa1ite et convivia1ite α travers 1es ages, επιμ. Μ. Aurell, Ο. Domoulin, F. Telamon (Ρουέν, 1992), σσ. 65-8, πρΒλ F. Dupont, Le P1aisir et 1a loi (Παρίσι, 1977), σ.23.

18. Αντιφάνης 188 Κ-Α' Άλεξις 198 Κ-Α. 19. Αριστοφάνης 205' πρβλ 206, 233 Κ-Α' ΣφιΊκες 1208 Κ.ε.· πρβλ Κρα­ τίνος 342 Κ-Α. 20. Δημοσθένης 24.212 Κ.ε.· πρβλ R. L. Hunter στο 107 του ΕυΒούλου (Kock). 21. Αισχίνης 1.119, 3.218. 22: Αισχίνης 1.57, 58-9, 65. 23. Αισχίνης 1.70, 110. 24. Αισχίνης 1.61,65' Δημοσθένης 19.128" Άλέξις 293 Κ-Α' πρβλ Κλέαρ­ χος 1 Κ-Α" Αριστοφάνης, ΑυσιστράΤΩ 203 Κ.ε., 695 Κ-Α, και γενικότε­ ρα για τη συνωμοτική πόση πρβλ Η. Schmitz, «Heiliger Wein", ΖΡΕ 28 (1978), 288-94. 25. Αριστοφάνης, ΣφιΊκες 1220, με τη σημείωση του MacDowell αυτόθι, 1301 Κ.ε.· πρΒλ Bob Dole σε μια συνέντευξη στους New York Times: «... είναι μεγάλη ατυχία που η πολιτική έχει φτάσει σε σημείο ... όπου έτσι κι έβγαινα έξω να φάω μαζί σας ή με άλλον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα, όλο και κάποιος δημοσιογράφος ενδεχομένως θα κα­ θόταν και θα πρόσθετε δύο και δύο και θα έλεγε: 'Άχά, κάτι τρέχει εκεί πέρα. Δεν τρώνε απλώς μαζί, κάποια συμφωνία κλείνουνε". Σε τέ­

τοιο επίπεδο έχει φτάσει ο κυνισμός. Είναι πολύ κακό αυτό".

(New York Times, 16 Αυγούστου 1996, σ. Α28). 26. Αισχίνης 1.75' πρβλ Gow στο 236 του Μάχωνος H.-G. Nesselrath, Lukians Parasitendia10g (Νέα Υόρκη, 1983), σσ. 98, 66 και σημ. 178: ένα από τα «entscheidenden Erkennungsmerkmalen des Komodie parasiten". Για τις υπηρεσίες των παρασίτων προς εκείνους που τους συ­ ντηρούσαν, βλ Αςιόνικος 6 Κ-Α" Αριστοφών 5 Κ-Α με σημειώσεις του εκδότη αυτόθι. Για τον Αμυνία, Αριστοφάνης, ΣφιΊκες 1267 Κ.ε.· Κρα­ τίνος 227 Κ-Α' πρβλ σχόλιο στο 74b των ΣφΩκών και στο 109 των

477

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Νεφελών' πρβλ.

R. Osborne, «Vexatious Lίtigation ίη Classica! Athens», Nomos. Essays ίη Athenian Law, Po]itics and Society, επιμ. Ρ. Cart!edge, Ρ. Millet και S. Todd (Κέιμπριτζ, 1990), σ. 87. Για το Σμι­ κυθίωνα, ΣφΩκες 401' πρβλ. MacDowell αυτόθι' Φερεκράτης 37 Κ-Α, στ. 2-3' ο Kaibe! αν και βλέπει το Σμικυθίωνα σαν παράσιτο, δεν εί­ ναι βέβαιος αν η λέξη «λαρυγγικός» σημαίνει «voracem» δηλαδή λαί­ μαργος ή «vociferantem» δηλ. φωνασκών, πρβλ. Kasse! και Austin στο

αυτόθι. Πιθανότατα σημαίνει και τα δύο.

1.110-11, Kirchner ΡΑ 9077' Αριστοτέλης, ΡητορικΩ Ι.7. 20.146' Αισχίνης 3.139. 28. Αριστοφάνης, Ιππείς 969' Νεφέλαι 690-2. 29. Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι 461' Λυγκεύς ο Σάμιος [Αθήναιος 13.584b], 6.246b· Μάχων απ. 6 και 7 (Gow)- Αθήναιος 13.591de· J.-P. Vernant, «At Man's Tab!e», στο The Cuisine of Sacrifice, επιμ. Μ. Detienne Κ.ά. (Λονδίνο, 1989), σσ. 60, 68-73' πρβλ. Θεόπομπος 56 Κ-Α,

27.

Αισχίνης

1364a'

Δημοσθένης

όπου ένα σπιτικό θεωρείται ότι έχει εισόδημα τεσσάρων οβολών, όταν ένας άντρας που κερδίζει δύο οβολούς παίρνει σύζυγο' είναι μια ανα­ φορά ενδεχομένως στο διπλασιασμό της αμοιβής του για τη συμμετο­ χή του στην Εκκλησία του Δήμου, επειδή παίρνει μια πολίτιδα ως σύ­

ζυγο;

30.

Αισχίνης

1.68, 70.

Για τη ζωτική σημασία της συγκατοίκησης στο αθη­

ναϊκό πλαίσιο του γάμου, βλ. [Δημοσθένης]

59.13, 16, 122, 124, 126· 1.124 και 129' Η. J. Wo!ff, «Marriage, Law and Family Organization ίη Ancient Athens», Traditio 2 0943-4), 65-6 και σχόλια του J.-P. Vernant στο Myth and Society ίη Ancient Greece, αγγλ. με­ τάφο (Μπράιτον, 1980), σ. 47' ομοίως Myth and Thought Among the Greeks, αγγλ. μετάφ. (Λονδίνο, 1983), 134-6' πρβλ. Ε. Fraenke! στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου 1625 Κ.ε. Αριστοφάνης, Ιππείς 638-42,877 Κ.ε.· Εύπολις 104 Κ-Α. Αισχίνης 1.29' πρβλ. 188, 2.23' F. D. Harvey, «Some Aspects of Bribery», σσ. 84-6. Θεόπομπος FGrHist 115 F135' Αρφτοφάνης, ΣφΩκες 682 Κ.ε.· Pauline Schmitt Pante!, La cite au banquet (Γαλλική Σχολή της Ρώμης, 1992), σσ. 180-6 και 193-6' Sitta νοη Reden, Exchange ίη Ancient Greece (Λονδίνο, 1995), σ. 92. Πλούταρχος, Βίοι παράλλnλοι 806f' Δημοσθένης 19.189-90. Ανδοκίδης

31. 32. 33.

34.

Κεφάλαιο

9 -

Τυραννία και επανάσταση

1. Αριοτοφάνης, ΣφΩκες 493-502. 2. Άλεξις 249.4 Κ-Α. 3. Ηρόδοτος 5.49,4' 9.82. 4. Πλούταρχος, Κίμων 9, 10 και 13' ΠερικλΩς 12. 5. Ισοκράτης 2.2, 21, 29, 3.31-3, 9.45' Ξενοφών, Πόροι 5.6' πρβλ. J. Davidson, «Isocrates Against Imperialism», Historia 39 (990), σσ. 20-36' ειδικότερα 29-32.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

6. Αριστοφάνης, ΣφΩκες 665-79' Θεόπομπος FGrHist 115 F113" eOUI,(Uδίδης 1.138,5" Ηρόδοτος 2.98,1, 7.118-20" Πλούταρχος, ΘεμιστοκλΩς 29.11 πρΒλ Ξενοφών, Κύρου ανάΒασις 1.4,9" [Πλάτων] ΑλκιΒιάδΩς Ι 123bc" Διόδωρος ο Σικελιώτης 1.52" D. Μ. Lewis, «The King's Dinner», στο Achaemenid History ΙΙ The Greek Sources, επtμ. Heleen SancisiWeerdenburg και AmEHie Kurht (Λάιντεν, 1977), σσ. 4-5, 53-5, 122" Ρ. Schmitt Pantel, La cite au banquet (Γαλλική Σχολή της Ρώμης, 1992), σσ. 429-38" Alan Β. Lloyd, Herodotus Book ΙΙ. Α Commentary (Λάιντεν, 1976), τ. ΙΙ αυτόθι. 7. R Meiggs, Athenian Empire (Οξφόρδη, 1972), σσ. 292-4, 300-2" Θου­ κυδίδης 3.104" Διόδωρος 12.58,6. 8. Ηρακλείδης [Αθήναιος 4.145bc]" Αριστοφάνης, Αχαρνείς 65 Κ.ε. 9. Αρριανός 4.12,3-5" Πλούταρχος, Αλέξανδρος, κεφ. 23" Αθήναιος 4.146c Διόδωρος ο Σικελιώτης 17.108;4-5" πρΒλ Ηγήσανδρος [Αθήναιος 12.544c]" Ρ. Schmitt Pantel, La cite au banquet, σσ. 429-35, 458-9. 10. Περί Πολυκράτους, Ηρόδοτος 3.42,1-2. Περί Συρίων, Μένανδρος 754 (Koerte)- Αθήναιος 8.346de" Ξάνθος ο Λύδιος FGrHist 765 F17. ΠρΒλ Ξενοφών, Κύρου ανάΒασις 1.4,9" Αντίπατρος εκ Ταρσών F64 (SVF πι, 257), Μνασίας εκ Πατρών FGrHist (Mίiller) ίίί, 155" Λουκιανός, De dea Syria 14 και 45-7. Περί Νάξου, Αριστοτέλης απ. 510 (Rose). 11. Πλούταρχος, Σόλων 24-5" Ρ. Schmitt Pantel, La cite au banquet, σσ. 4950, 97-9, 485" Μ. Detienne, «Culinary Practices and the Spirit of Sacrifice», στο The Cuisine οΕ Sacrifice, επtμ. Μ. Detienne κ.ά., (Λον­ δίνο, 1989), σ. 13. Οι Detienne και Svenbro, στο «The Feast of the Wolves», όπ.Π. σσ. 150-2, σημειώνουν τις ομοιότητες μ' ένα μύθο του Αισώπου, ένα κείμενο πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί χρονικά" σ' αυ­ τόν, ένας λύκος γίνεται ηγέτης του στρατού των λύκων και εγκαθι­ δρύει νόμους, με τους οποίους όλα τα λάφυρα θα πρέπει να συ­ γκεντρώνονται σε κοινό ταμείο. Το σχέδιό του καταστρέφει ένας γάι­ δαρος, ο οποίος ρωτάει το λύκο στρατηγό αν θα Βάλει στον κοινό κορΒανά και τα λάφυρα που είχε κερδίσει την προηγουμένη μέρα. Ο

λύκος τότε αποφασίζει να ανακαλέσει τους νόμους του. Δεν είναι ότι η διανομή του φαγητού συμΒολίζει πράγματι τη διανομή των πολιτι­

κών δικαιωμάτων, αλλά ότι το πολιτικό εκτείνεται ως το επίπεδο της διατροφής ή, όπως παρατηρεί η Ρ.

Schmitt Pantel,

το πολιτικό επίπε­

δο της ιστορίας και το επίπεδο «ηθών και εθίμων» δε διαχωρίζονται.

12. 13. 14.

Ηρόδοτος

3.142,3"

Σόλων

33 (West). Αριστοψάνης, Ιππείς 313, 359 Κ.ε., 1030-4" Αντιψάνης 188.19 Κ-Α. Σάτυρος [Αθήναιος 534d] " Πλούταρχος, ΑλκιΒιάδΩς κεφ. 12" Pauline Schmitt Pantel, La cite au banquet, σσ. 196-201. 15. Θουκυδίδης 6.15,3-4. 16. ΠρΒλ MacDowell στους ΣφΩκες του Αριστοφάνους, 1259. 17. R. Osborne, «The Erection and Mutilation of the Hermai», PCPhS ν. σ. 31 (1985), 47-73, J. Μ. Camp, The Athenian Agora (Λονδίνο, 1986), σσ. 74-77.

479

ΤΖΕΪΜΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26.

Θουκυδίδης

6.60,1-2' Ανδοκίδης 1.36. 6.28 και 15,3-4' πρβλ. R. Seager, «Alcibiades and the Charge of Aiming at Tyranny", Historia 16, (967), 6-18. Θουκυδίδης 2.65' Ανδοκίδης 1.36. Πλάτων, Πολιτεία 572e-575d. Αισχίνης 1.190-1. Θεόπομπος FGrHist 115 F224" πρβλ. 225 [Αθήναιος 6.260d-261a)" Πολύβιος 8.8-9. W. Burkett, Greek Religion (Οξφόρδη, 1985), 00. 223-4. Αρριανός, ΙνδικιΊ. 34, 30, 29,9-15" Ηρόδοτος 3.23. Αισχίνης 1.182, 81-4" Πλάτων, Πολιτεία 577e. Θουκυδίδης

Προέλευση μεταφράσεων

Οι μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι

ακόλουθες: Αριστοφάνης,

Οι κωμωδίες του Α., μετ. ΘρασύΒουλου Σταύρου (εκδ.

ΒιΒλιοπ. της Εστίας).

Αριστοτέλης, PητopΙKfι., μετ. Ηλία Ηλιού (εκδ. Ζαχαρόπουλος), Αθηναίων πολιτεία, μετ. Αλόης Σιδέρη (εκδ. Άγρα). Ξενοφών, Ελληνικά, μετ. Μιχάλη Δαφέρμου (εκδ. Ζαχαρόπουλος), Απο­ μνημονεύματα, ΣυμπόσΖον, μετ. Αδ. Διαμαντόπουλου (εκδ. Πάπυ­ ρος), Αακεδαψονίων πολιτεία, μετ. Αλόης Σιδέρη (εκδ. Άγρα). Όμηρος, Οδύσσεια, μετ. Αργύρη Εφταλιώτη (εκδ. ΒιΒλιοπ. της Εστίας).

Πλάτων, ΣυμπόσΖον, Φαίδρος, μετ. Βασιλ. Δεδούσης (εκδ. Ζαχαρόπου­

λος), Πολιτεία, μετ. Α.Ο Παπαθεοδώρου-Φ. Παππά (εκδ. Πάπυρος). Ισοκράτης, Αρεοπαγιτικός, μετ. Α. Μ. Γεωργαντόπουλου (εκδ. Ζαχαρόπουλος). Αισχίνης, Κατά Τψάρχου, μετ. Ηλία Ηλιού (εκδ. Ζαχαρόπουλος). Πaλατινfι. ανθολογία, μετ. Ανδρέα Λεντάκη (εκδ. Δωρικός). Τα αποσπάσματα από την Ιστορία της σεξουαλικόΤΩτας, Η xpfι.ση των απολαύσεων του Μισέλ Φουκό είναι σε μετάφραση Γιώργου Κων­ σταντινίδη (εκδ. Ράππα).

Οι σημειώσεις στο κάτω μέρος των σελίδων έίναι της μεταφράστριας.

Επιλεκτική ΒιΒλιογραφία Μaήanna

Adler, «From symbolic exchange to commodity consumption: Anthropological notes οη drinking as a symbolic practice», Susanna Banows and Robin Room (επιμ.), Drinking, Behaviour and belief ίπ modern history, Berkeley, 1991, σσ. 376-98. D. Α. Amyx, «The Attic stelai 111», Hesperia 27, 1958, σσ. 164-310. Arjun Appadurai (επιμ.), The sociallίfe ofthings, Cambήdge, 1986. - - «Introduction: commodities and the politics ofvalue», αυτόθι. W. G. Armott, «Towards an edition of the fragments of Alexis», PCPhS N.S. 16, 1970, σσ. 1-11. - - Review ofR. L. Hunter, Eubulus. Thefragments ίη CR 34,1984, σσ. 1802. Derek Attridge, «Language as history/history as language: Saussure and the romance of etymology», Derek Attridge, Geoff Bennington and Robert Young (επιμ.). Post-structuralism and the question ofhistory, Cambridge, 1987, σσ. 183-211. Susanna Banows and Robin Room (επιμ.), Drinkίng. Behaviour αnd- belief ίπ modern history, Berkeley, 1991. Roland Barthes, «Lecture de Brillat-Savarin», introduction to ΒrίΙΙat-Savaήη: Physiologie du gout, Paris 1975, μετάφραση στο Μ. Blonsky (επιμ.), Οπ signs,Oxford, 1985, σσ. 61-75. C. Baudelaire, Du νίπ et du haschisch compares comme moyens de multiplicα­ (ίοπ de Ι 'individualite, ανατυπωμένο στην έκδοση του Claude Pichois Les Paradis artificiels, Paris, 1961. Friedήch Bechtel, Lexίlogus zu Homer, Halle, 1914. G. Berthiaume, Les roles de mageiros, Leiden, 1982. Janine Bertier, Mnesithέe et Dieuches = Phίlosophia antiqua, Α series ofmonographs οπ ancient phίlosophy, χχ Leiden, 1972. Emile Boisacq, Dictionnaire etymologique de lα langue Grecque, Paris, 1923. Α. Β. Bosworth, Α historical commentary οπ Arriαn history of Alexander Ι, Oxford, 1980. - - From Arrian (ο Alexander, Oxford, 1988. Piene Bourdieu, The logic ofpractice, Cambήdge, 1990. Ε. Μ. Bowie, «Wine and old comedy», Oswyn Muπay and Manuela Tecusan (επιμ.),Ιπ νίπο veritas, Βήtίsh School at Rome, 1995. Femand Braudel, Capitalism and materiallίfe, London, 1973. Frank Brommer, «Gefassformen bei autoren des 5. Jhdts. v. Ch.», Hermes 115, 1987, σσ. 1-21. Ρ. G. McC. Brown, «Plots and prostitutes ίη Greek new comedy», Papers of the Leeds International Latin Seminar, SΊXth Volume, (Leeds, 1990), σσ. 24166. Alfred Brueckner, Lebensregeln auf athenischen hochzeitsgeschenken, Winckelmanns-programm der archaologischen Gesellschaft Ζυ Berlin, 62, 1907.

s

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

W. Burkert, Greek religion, Oxford, 1985. G. Busolt and Η. Swodoba, Griechische staatskunde, τρίτη έκδοση, Munich, 1926. D. L. Caims, <
- - «The social context of adultery at Athens» ίη Nomos: Essays in Athenian law, politics and society, Paul Cartledge, Paul Millert and Stephen Todd (fιMΙ), Cambridge, 1990, σσ. 147-65. --Law, sexuality and society, Cambridge, 1991. S. G. Cole, «Greek sanctions against sexual assault», CPh 79, 1984, σσ. 97113. Α. Β. Cook, Zeus: Α study in ancient religion, Cambridge, 1925. Johann Fήedrίch Crome, «Spinnende hetairen?», Gymnasium 73, 1966, σσ. 245-7. Alan Davidson, Mediterranean seafood, δεύτερη έκδοση, Harmondsworth, 1981. James Davidson, «Isocrates against imperialism: An essay of the De Pace», Historia 39, 1990, σσ. 20-36. - - «Α ban οη bars ίη Thasos?», CQ, υπό έκδοση. - - «Gnesippus», J. Wilkins and F. D. Harvey (επιμ.), Aristophanes and his rivals, υπό έκδοση. J. Κ. Davies, Athenian propertied families: 600-300 BC, Oxford, 1971. - - Wealth and the power ofwealth in classicαl Athens, Salem ΝΗ, 1984. Μ. Davies, «Sailing, rowing and sporting ίη one's cup οη the wine-dark sea» ίη Athens comes of age: from Solon to Salamis, Princeton, 1978, σσ. 72-90. Μ. Delcourt, «Le prix des esclaves dans les comedies latines», AntCl17, 1948, σσ. 123-32. Μ. Detienne and J.-P. Vemant et al, The cui;5ine ofsacrίfιce among the Greeks, London, 1989. Ε. R. Dodds, Plato Gorgias: Α revised text with introduction and commentary, Oxford, 1959. Mary Douglas, Constructive drinkίng: Perspectives on drink from anthropology, Cambridge, 1987. Keneth J. Dover, Aristophanic Comedy, Berkeley, 1972.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

- - Greekpopulαr morαlity, Oxford, 1974. - - Greek homosexuαlity, London, 1978. - - (επιμ.) Plato's Symposium, Cambήdge, 1980. - - review of ΗaΙΡeήn, One hundred yeαrs of homosexuαlity, CR 41, 1991. Jean-Louis Durand, «Ritual as instrumentality» ίn Μ. Detienne and J.-P. Vernant et al, The cuisine ofsαcrifιce αmong ihe Greeks, London, 1989, σσ. 119-28. Α. Fantham, «Sex, status and surνival ίn Hellenistic Athens: Α study ofwomen ίn New Comedy», Phoenix 29, 1975, σσ. 44-74. Michel Feyel, «Nouvelles inscriptions d' Akraiphia», BCH 60, 1936, σσ. 11-36. Liv Finstad and Cecilie Heιigard, Bαckstreets: Prostitution, money αnd love, London, 1992. Ν. R. Ε. Fisher, «Hubris and dishonour Ι», G & R 23, 1976, σσ. 177-93. - - «Drink, Hubris and the promotion of harmony», Anton Powell (επιμ.), Clαssicαl Spαrtα: Techniques behind her success, London 1989, σσ. 2650. - - «The law ofhubris ίn Athens», Paul Cartledge, Paul Millett and Stephen Todds (επιμ.), Nomos: Essαys ίπ Atheniαn lαw, politics αnd society, Cambridge, 1990, σσ. 123-38. - - Hubris: Α study ίπ the vαlues of honour αnd shαme ίπ αncient Greece, Warminster, 1992. William W. Fortenbaugh et al. (επιμ.), Theophrαstus of Eresus, Sources for his life writings, thought αnd influence, Leiden, 1992. Michel Foucault, Les mots et les choses, Paris, 1966. - - L 'usαge des plαisirs, Ρaήs, 1984. Αγγλική μετάφραση The uses ofpleαs­ ure, New York, 1985. Ε. Fraenkel, «Neues Gήechίsch ίn graffiti (Ι) Catapugaina», Glottα 34, 1955, σσ.42-5. . J. G. Gager (επιμ.), Curse tαblets αndbinding spells from the αncient world, New York, 1992. Τ. W. Gallant, Afιshermαn s tαle, Ghent, 1985. Dwora Gilula, «The concept ofthe bona meretήx. Α study ofTerence's courtesans», RFIC 108, 1980, σσ. 142-65. Α. W. Gomme and G. Η. Sandbach, Menαnder, α commentαry, Oxford, 1973. J. C. Β. Gosling and C. C. W. Taylor, The Greeks οπ pleαsure, Oxford, 1982. John Gould, «Law, custom and myth: aspects of the social position of women ίn classical Athens», JHS 100, 1980, σσ. 38-59. Α. S. F. Gow (επιμ.), Mαchon thefrαgments, Cambridge, 1965. Α. S. F. Gow and D. L. Page (επιμ.), The Greek αnthology, Hellenistic epigrαms, Cambήdge, 1965. Virginia Grace, Amphorαs αnd the αncient wine trαde, Athens 1961. Michel Gras, «Canthare, societe etrusque et monde grec», όρus 3, 1984, σσ. 325-39. C. Α. Gregory, Gίfts αnd commodities, London, 1982. 'Α. Greifenhagen, «Fragmente eines rotfiguήgen Pinax», L. Bonafante and Η. νοη Heintze (επιμ.), Ιπ memoriαm Otto J Brendel. Essαys in αrchαeology αnd the humαnities, Mainz, 1976, σσ. 43-8. - - «Philopotes», Gymnαsium 82, 1975, σσ. 26-32. Ε. Grzybek, «Die griechische konkubine and ihre mitgift (Ρ. Eleph. 3 and 4»,

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

ΖΡΕ 76, 1989, σσ. 206-12. David Halperin, «Plato and erotic reciprocity», Clαssicαl αntiquity 5, 1986, σσ. 60-80. - - One hundred yeαrs ofhomosexuαlity, New York, 1990. D. Halperin, J. J. Winkler and F. Zeitlin (επιμ.), Before sexuαlity, Princeton, 1990. Richard Hamilton, Choes αnd αnthesteriα: Atheniαn Iconogrαphy αnd rituαl, Αηη Arbor, 1992. Ε. W. Handley, «Notes οη the Theophoroumene of Menander», B.I.C.S. 16, 1969, σσ. 88-101. Μ. Η. Hansen, Apαgoge, endeixis αnd ephegesis αgαinst Kαkourgoi, Atimoi αnd Pheugontes, Odense, 1976. - - «Rhetores and strategoi ίη fourth-century Athens», GRBS 24, 1983, σσ. 151-80. - - Demogrαphy αnd democrαcy: The number of Atheniαn citizens in the fourth century, Herming Denmark, 1985. Α. R. W. Harrison, The lαw ά!Athens L The fαmίly αnd property, Oxford, 1968. Franι;:οίs Hartog, Le miroir dΉerοdοte: Essαi sur lα representαtion de l'αutre, Paris, 1980. Αγγλική μετάφραση The mirror of Herodotus, Berkeley, 1988. F. D. Harvey, «Dona Ferentes: Some aspects ofbribery ίη Greek politics», Ρ. Α. Cartledge and F. D. Harvey (επιμ.), Crux essαys in Greek history presented Ιο G. Ε. Μ de Ste Croix, London 1985, σσ. 76-117. Dwight Heath, «Α cήtίcaΙ reνiew of ethnographic studies of alcohol use», R. Gibbons, Υ. Israel, Η. Kalant, R. Popham, W. Schidt and R. Smart (επιμ.), Reseαrch αdναnces in αlcohol αnd drugproblems, New York, 1975, σσ. 192. - - «Α decade of deνelopment ίη the anthropological study of alcohol use: 1970-1980», Mary Douglas (επιμ.), Constructiνe drinking, Cambridge, 1987, σσ. 16-69. Nick Heather and Ian Robertson, Problem drinkίng δεύτερη έκδοση, Oxford, 1989. Jeffery Henderson, The mαculαte muse, New Haven, 1975. - - (επιμ.) Aristophanes Lysistrαtα with introduction and commentary, Oxford, 1987. Hans Herter, «Die soziologie der antiken prostitution ίω lichte des heidnischen und chήstlichen schήfttums», JbAC 3, 1960, σσ. 70-111. - - «Dirme», ReαllexiconjUr Antike und Christentum ΠΙ, Stuttgart, 1957, σσ. 1139-1213. Michael Hillgruber, Die zehnte Rede des Lysiαs [=Untersuchungen zur antiken Literatur und Geschichte Bd 29], BerlinINew York, 1988. Rudolf Hirzel, Der nαme. Ein Beitrαg zu seiner Geschichte im Altertum und Besonders bei den Griechen = αbhαndhungen der Phίlologische-Histori­ schen Klαsse der Siίchsischen Akαdemie der WΊssenschαften 36,2, 1918, δεύτερη έκδοση Amsterdam, 1962. Amold Hug, «Καπηλείον», RE Χ, 1988-9. R. L. Hunter, Eubulus: Thefrαgments, Cambήdge, 1983. V. J. Hunter, Policing Athens. Sociαl control in the Attic lαwsuits, 420-320, Ρήncetοn, 1994.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Luce ΙήgaraΥ, Ce sexe qui n 'est pas une, Paris 1977. Αγγλική μετάφραση This sex which is not one, Ithaca Ν.Υ., 1985. Felix Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker, Leiden, 1954-57 [= FGrHist]. ς. D. Jocelyn, «Α Greek indecency and its students. Laikazein, PCPhS 26, 1980, σσ. 12-66. Roger Just, Women in Athenian Zaw and life, London, 1989. Bert Kaeser, «Gήechίscheη Vasen-Trinkgeschim>, Β. Kaeser and Κ1aus Viermiesel (επιμ.), Kunst der Schale: Kultur des Trinkens, Munich, 1990, σσ. 189-93. Johannes Kalitsunakis, «Όψον και οψάριον» ίη Festschrifi jUr Paul W Kretschmer Beitriige zur griechischen und lateinischen Sprachjorschung, Vienna, 1926, σσ. 96-106. R. Kassel and C. Austin (επιμ.), Poetae comici graeci, BerlinINew York, 1983(= Κ-Α). Eva Keuls, The reign ofthe Phallus, δεύτερη έκδοση Berkeley, 1993. Ursula Κnigge, Der Kerameikos von Athen, Deutsches Archiiol. Inst. Athen, 1988. Τ. Kock (επιμ.), Comicorum Atticorum Fragmenta, Leipzig, 1880-88 (= Κ). Α. Koerte (επιμ.), Menander ΙΙ Reliquiae apud veteres scriptores servatae, Leipzig, 1953. Igor Kopytoff, «The cultural biography ofthings: commoditization as process», Arjun Appadurai (επιμ.), The sociallife ofthings, Cambήdge, 1986, σσ. 64-91. W. Κ. Lacey, The famίly in ancient Greece, London, 1968. S. Ι. Landau, Dictionaries. The art and craft of lexicography, New York, 1984. Mabel Lang, «Numerical notation οη Greek vases», Hesperia 25, 1956, σσ. 124. Η. G. Levine, «The discovery of addiction. Changing conceptions of habitual drunkenness ίη Αmeήca», Joumal of Studies οη Alcohol 39.1, 1978, σσ. 143-74. David Lewis, Sparta and Persia, Leiden, 1977. - - «The king's dinner», Heleen Sancisi-Weerdenburg and Amelie Kuhrt (επιμ.), Achaemenid history workshop ΙΙ The Greek sources, Leiden, 1987. σσ. 79-87. Hans Licht, Sittengeschichte Griechenlands, DresdenlZurich, 1925. Αγγλική μετάφραση Sexual life in ancient Greece, London, 1932. Η. Lind, «Είη Hetarenhaus am Heiligen ΤΟΙ:?», Mus. HeZv. 45, 1988, σσ. 158169. Α. W. Linrott, Vιolence, civίl-strife and revolution in the classical city, London, 1982. J. Η. Lipsius, Das Attische Recht und Rechtsverfahren, Leipzig, 1912. Fraηςοίs Lissarague, Unflot d'images: une esthetique du banquet grec, Paris, 1987. Αγγλική μετάφραση The aesthetics of the Greek banquet, Princeton, 1990. - - «υη ήtueΙ du vίη: La libation», Ο. Muuay and Μ. Tecusan (επιμ.), In vino veritas, British School at Rome, 1995, σσ. 126-144. Α. Β. Lloyd, Herodotus Book /Ι. Α commentary, Leiden, 1976. Pieue Louis (επιμ.), Aristotle ProbZemata, Paris, 1991.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

D. Μ. MacDowell, «Hubris ίη Athens», G & R 23, 1976, σσ. 14-31. - - «Bastards as Athenian citizens», CQ 70, 1976, σσ. 87-91. Paul Millett, «Sale, credit and exchange ίη Athenian law and Sόcίety», Paul Cartledge, Paul Millett and Stephen Todd (επιμ.), NOMOS. Essays ίπ Athenian law, politics and society, Cambridge, 1990, σσ. 167-94. - - Lending and borrowing ίπ ancient Athens, Cambridge, 1991. Oswyn ΜuπaΥ, «The symposion ίη history», Ε. Gabba (επιμ.), Tria corda: Scritti ίπ onore di Arnaldo Momigliano, Como 1983, σσ. 257-72. - - (επιμ.), Sympoticα. Α symposium οπ the Symposion, Oxford, 1990. - - «The affair of the mysteries: Democracy and the drinking group», Ο. ΜuπaΥ (επιμ.) Sympotica. Α symposium οπ the Symposion, Oxford, 1990, σσ. 149-61. - - «War and the symposium», William J. Slater (επιμ.), Dining ίπ α classical context, Ann Arbor, 1991, σσ. 83-104. - - «Greek man and forms of sociality», J.-P. Vernant (επιμ.), The Greeks, Chicago, 1995, σσ. 218-53. - - and Μ. Tecusan (επιμ.), Ιπ νίπο veritas, British School at Rome, 1995. ς.-α. Nesselrath, Die Attische Mittlere Komodie: Ihre Stellung ίπ der antiken Literaturkritik und Literaturgeschichte, Berlin, 1990. Μ. Ρ. Nilsson, «Die Gotter des Symposions» ίη Opuscula Selecta Ι, Lund, 1951, σσ. 428-42. J. Ober, Mass and elite ίπ democratic Athens, Princeton, 1989. D. Ogden, Greek bastardy, Oxford, 1996. Robin Osborne, «The erection and mutilation ofthe Hermai», PCPhS 31, 1985, σσ. 47-73. - - Classicallandscape withjigures, London, 1987. Pauline Schmitt Pantel, «Les repas au Prytanee et Σι la Tholos dans ΙΆtheηes classique», ΑππαΙί, Istituto Orientale di Ναροlί. Archeologia e storia antica 2, 1980, σσ. 55-68. - - La citi au banquet, Ecole Franyaise de Rome, 1992. U. Ε. Paoli, «Note giuridiche sul Δύσκολος di Menandro», Mus. Helv. 18, 1961. - - «11 reato di adulterio ίη diritto Αttίcω> ίη Altri studi di diritto Greco e Romano, Milano, 1976, 253ff[= SDHI 16, 1950, 123ft]. Η. W. Parke, Festivals ofthe Atheniαns, London, 1977. Η. Ν. Parker, «Love's body anatomized: The ancient erotic handbooks and the rhetoric ofsexuality», Amy Richlin (επιμ.) Pornography and representation ίπ Greece and Rome, Oxford, 1992, σσ. 90-111. Robert Parker, Miαsma, Oxford, 1983. Franz Passow, Ueber Zweck, Anlage und Erganzung griechischer Worterbiίcher, Berlin, 1812. Cynthia Patterson, «Those Athenian bastards!», Class. Antiq., 1990, σσ. 39-73. Gloria Feπarί Pinney, «For the heroes .are at hand», JHS 104,1984, σσ. 181-2. W. Pritchett, «The Attic stelai 11», Hesperia 25, 1956, σσ. 178-317. Sitta νοη Reden, Exchange ίπ ancient Greece, London, 1995. Carola Reinsberg, Ehe, Hetarentum und Enabenliebe im antiken Griechenland, Munich, 1989. Ρ. J. Rhodes, «Bastards as Athenian citizens», CQ 72, 1978, σσ. 89-92. • - - Α commentary οπ the aristotelίan Athenaion Politeia, Oxford, 1981.

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Amy Richlin (επιμ.), Pornography and representation in Greece and Rome, Oxford, 1992. Carl Robert, Archaeologische Henneneutik, Berlin, 1919. G. Rodenwaldt, «Spinnende Hetiίren», ΛΑ 47, 1932, σσ. 7-22. L. Ε. Rossi, «11 simposio greco arcaico come spettacol0 a se stesso», Spettacoli conviviali dall'antichitα classica alle corti italiane del'400: αItί del VIl convegno di studio, Viterbo, 1983, σσ. 41-50. J. Rudhardt, Notionsfondamentales de Ια pensee religieuse et actes constitutifs du culte dans Ια Grece classique, δεύτερη έκδοση Parίs, 1992. Ε. Ruschenbusch, Solonos nomoi: Die Frαgmente des Solonischen Gesetzeswerkes mit einer Text-und ϋberlieferungsgeschichte, [Ηίstοήa Einzelschήften Bd. 9], Wiesbaden, 1966. J. Β. Salmon, Wealthy Corinth, Oxford, 1984. Franι;:οίs Salviat, «Le νίη de Thasos, amphores, VΊη et sources ecήtes», J.-Y. Empereur and Υ. Garlan (επιμ.), Recherches sur les amphores Grecques, Ecole Franι;:aίse d' Atbenes, 1986, σσ. 145-96. Franι;:οίs Salviat et C. Vatin, Inscrίptions de Grece Centrale, Paris 1971. F. De Saussure, Cours de linquistique generale, δεύτερη έκδοση Parίs, 1922. D. Μ. Schaps, Economic rights ofwomen in ancient Greece, Edίnburgh, 1979. - - «Comic int1ation ίη the market-place», Scrίpta Clαssica Israelica 8-9, 1985-8, σσ. 66-73. Κ. Schauenburg, «Eurumedon eimi», ΑΜ, 1990, σσ. 107-22. Wίlhelm Schulze, Quaestίones Epicae, Giitesloh, 1982. Robin Seager, «Alcibiades and the charge of aίming at tyranny», Historia 16, 1967. R. Sealey, Women and law in classical Greece, Chapel ΗίΙΙ, 1990. Charles Seltman, Women in Greek society, London, 1953. Τ. Leslie Shear Jr., «The Athenian agora: Excavations of 1973-4», Hesperia 44, 1975, σσ. 331-74. Georg Simmel, Die Philosophie des Geldes, δεύτερη έκδοση Berlin, 1907. Αγγλική μετάφραση The philosophy ofmoney, London, 1978. - - «Die Κοketteήe» ίη Phίlosophische Kultur: Gesammelte essais, τρίτη έκδοση Potsdam, 1923 μεταφρασμένη από τον Guy Oakes στο Georg Simmel: Οη women, sexuality and love, New Haven, 1984,'σσ. 133-52. W. Slater, «Symposion at sea», HSCP 80, 1976, σσ. 161-70. - - (επιμ.), Dining in α clαssical context, Ann Arbor, 1991. Β. Sparkes, «111ustrating Aήstophanes», JHS 95, 1975, σσ. 133-52. Stephen Todd, The shape ofAthenian law, Oxford, 1993. Κ. Tsantsanoglou, «Memoirs of a lady from Samos», ΖΡΕ 12, 1973, σσ. 18395. Ε. G. Turner, «The lost beginnίng of Menander, Misoumenos», Proceedings of the British Academy 73,1977, σσ. 315-31. . J.-P. Vemant, Myth and society in ancient Greece, London, 1980. Paul Veyne, Le pain et le cirque, Parίs, 1976. G. Vlastos, «Socratic irony», CQ 37, 1987, σσ. 79-96. Susan Walker, «Women and housing in classical Greece», Α. Cameron and Α. Kuhrt (επιμ.), Images ofwomen in antiquity, Beckenham Kent, 1983, σσ. 81-91. Τ. Β. L. Webster, Studies in later Greek comedy, Manchester, 1953.

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

An introduction to Menander, Manchester, 1974. Wehrli, Die SchuZe des Aristoteles, Basel, 1944-74. David Whitehead, The ideoZogy olthe Athenian Metic, Cambridge, 1977. Molly Whittaker, «The comic fragments ίη their relation to the structure of old Attic comedy», CQ 29, 1935,00. 1-81-91. Dyfri Williams, «Women οη Athenian vases: problems of interpretation», Α. Cameron and Α. Kuhrt (επιμ.), Images ΟΙ women in antiquity, Beckenham Kent, 1983,00.92-106. John J. Winkler, The Constraints ΟΙ desire, New York, 1990. - - «The Ephebes' song: Tragoidia Iψd polis», John J. Winkler and Froma Τ. Zeitlin (επιμ.), Nothing Ιο do with Dionysos? Athenian drama in its sociaZ context, Princeton, 1990,00.20-62. Η. J. Wolff, «Marriage law and family organisation ίη ancient Athens», Traditio 2, 1944,00.43-95. . R. Ε. Wycherley, The Athenian agora ΠΙ Literary and epigraphicaZ testimonia, Pήnceton, 1957. W. Wyse, The speeches olIsaeus, Cambήdge, 1904. Netta Zagagi, Tradition and originaZity in Plautus [= Hypomnemata 62], Gottingen, 1980. - - «Α note οη munus, munus fungi ίη Early Latin», GZotta 60, 1982,00.28081. - - «Amatory gifts and payments: Α note οη numus, donum, data in Plautus», Glotta 65, 1987,00. 121-32. - - «Obligations ίη amatory payments and gift-giving», Hennes 115, 1987, 00.503-4. Robert Zahn, «Κleinigkeiten aus Alt-Athen», Antike Ι, 1925,00. 273-85. ο

_ _

Fήtz

Ευρετήριο ΑΒΒασίδες:

60 151, 176, 286 Αγαθοκλής: 263, 265 Αγάθων: 93, 248, 252 Αγαμέμνων: 244, 265, 418 Αγαμήδης 142 Αγοράκριτος: 45, 132, 219, 232, 253, 262, 386 Αδελφάσιον: 136 Άδης 384 Αδριανός 17, εΊ Αθηνά: 129, 142, 143, 162, 399 Αθήναιος: 19, 20, 21, 37, 52, 68, 69, 72, 74, 81, 90, 97, 98, 137, 185, 197, 198, 222, 294, 385 Αθηνογένης 158, 159, 161 Αίγισθος 244 Αιλιανός 227, 228, 234, 254 Αισχίνης (ρήτορας): 40, 130, 146, 147, 154,174,175,176,177,179,191, 197, 227, 247, 259, 297, 302, 313, 315,316,318,349,350,351,358, 360, 361, 362, 363, 364, 365, 366, 367, 369, 370, 371, 372, 373, 375, 376, 377, 378, 379, 380, 382, 383, 384, 387, 392, 397, 409, 412, 421, 427 Αισχίνης (φιλόσοφος): 107, 109 Αισχύλος 216, 244 - "Προμηθεύς δεσμώτης" 429 Αίσωπος: 98 Αλέξανδρος ο Μέγας 25, 134, 167, 220, 227, 228, 229, 230, 234, 235, 236, 245, 246, 247, 281, 307, 312, 322, 326, 338, 367, 373, 402, 403, 404, 425, 434 Άλεξις: 60, 138, 202, 272, 275, 276, 278 - "Αίσωπος" 102 - "Επίκληρος" 325, 352 - "Κράτεια ri Φαρμακοπώλης" 114 - "Ορχηστρίς" 41 - "Παράσιτος" 97 Αλκή: 238 ΑλκιΒιάδης 19, 93, 96, 111, 126, 157, 165, 226, 237, 238, 241, 242, 244, 260, 283, 326, 338, 342, 368, 376, ΑΒρότονον:

410,411,412,414,416,417,418, 419 Αλκμεωνίδες 326 Άμασις 229, 353, 404, 405 ΑμΒρόσιος (ζωγράφος): 143 Αμυνίας: 381, 383, 385 Άμυξ, Ντ. Α.: 279 Αμφικτύων: 89 Άμφις 164 - "Κουρίς" 291 Ανακρέων: 136 Αναξανδρίδης "Οδυσσεύς" 42, 385 Αναξίλας

"Νεοττίς" 94, -"Υάκινθος πορνοΒοσκός"

-

Ανάχαρσις:

Ανδοκίδης

-

69, 204

112 316, 415

"Περί των μυσΤηΡίων"

240, 241, 270,

281 Ανδροκλής:

311 37

Ανδροκύδης:

Ανδρόνικος (ηθοποιός):

192, 290 131,382 Αντήνωρ (παγκρατιαστής): 200 Αντιγόνη: 287, 297 Αντίγονος ο Καρύστιος 175 Αντισθένης 242 Αντιφάνης 45, 243, 322, 392 - "Αλιευομένη" 44 - "Ζακύνθιος" 239 - "Περί εταψών" 201 - "Πλούσιοι" 325, 374, 410 - "Τραυματίας" 97 - "ΦιλοθήΒαιος" 54 Αντιφών: 225, 226, 229, 230 - "Φαρμακεία κατά της μητρυιάς" 137 Αντωνίνοι: 67 Άνυτος: 283 Αξιόνικος "Φιλευριπίδης" 75 Αξίοχος 241, 242 Απελλής 166, 202 Απολλόδωρος: 254, 344, 351 Απολλόδωρος (ρήτορας): 123, 128, 129, 149, 152, 159, 160, 161, 165, 166, 176, 177, 190,289,312,313, 315,316,343 Άνταμς, Τσαρλς Ντάργουιν:

490

ΑΡΧΑΙΟΙ Απολλοκράτης:

222 149, 342, 399, 400, 423, 424 Απουλήιος: 43, 273 ΑρΒάκης: 245 Αριάδνη: 153 Αρισταγόρα: 161 Αρίσταρχος: 51, 52 Αρίστιππος (φιλόσοφος): 73, 175, 192 ΑριστόΒουλος: 228 Αριστογείτων: 320, 326, 404, 408 Αριστόδημος: 292 Αριστοκράτης: 277 Αριστόνικος: 275 Αριστοτέλης: 18, 179, 226, 242, 246, 247, 330, 402 - «Αθηναίων πολιτεία» 308, 327 Απόλλων:

- «Λακεδαψονίων πολιτεία» 111 - «Ναξίων πολιτεία» 406 -«Περί ]1έθης»

81,82

- «Περί των σοφιστικών ελέγχων» 243 - «Προ8λiψατα» 81, 233, 258, 262 -«ΡητορικΙΊ»

101,111,243,383 21, 40, 46, 56, 138, 147, 156,164,177,180,289,320,321, 334, 375, 410 «Αχαρνείς» 44, 45, 94, 95, 135, 178, 255, 264, 271, 334, 37~ 401 «Βάτραχοι» 112, 223, 240, 262, 324, 347 «Δαιταλείς» 254, 264, 303, 337, 376, 413 «ΕιΡΙΊνη» 44, 133, 194, 216, 240, 334, 338 «Εκκλησιάζουσαι» 23, 107, 113, 149, 197, 323, 325, 347, 352 «Θεσμοφοριάζουσαι» 104, 107, 185, 248, 252, 277, 284 «Ιππείς» 45, 94, 106, 117, 132, 219, 22~ 232, 253, 260, 383, 386 «Λυσιστράτη» 107, 238, 253, 264, 314,380 «Νεφέλαι» 57, 111, 259, 260, 270, 303, 317, 337, 342, 381, 383

Αριστοφάνης:

-

-

- «Όρνιθες» 240 - «Πλούτος» 104, 107, 108, 169 -«ΣφΙΊκες»

41, 98, 99, 135, 158, 178, 209,210,211,221,223,236,317, 320, 337, 376, 381, 389, 391, 392, 398, 407, 416, 419 Αριστοφών: 292 Αρίστων: 322, 379 Αριφράδης: 94, 108

ΑΘΗΝΑΙΟΙ Αρκεσίλαος:

36, 263 94, 320, 326, 343, 404, 408 Άρπαλος: 167, 168, 225, 312, 404 Αρτεμίδωρος: 93, 183 Άρτεμις: 129, 342 Αρχέστρατος: 36, 40, 41, 46, 48, 55, 83, 86 Αρχίδαμος: 166 Αρχίλοχος: 117, 118 Άρχιππος: 216 Ασκληπιός: 210, 234 Ασπασία: 161 Αστυάνασσα (υπηρέτρια): 314 Αταργάτις: 405, 406 Άτριτς, Ντέρεκ: 70 Αυτόλυκος: 131, 153,403,428 Αφροδισία: 144 Αφροδίτη: 137, 139, 140, 142, 143, 145, 166, 16~ 197, 202, 203, 204, 218, 236, 237, 285, 286 Αχιλλεύς: 52, 271 Βαγώας: 228, 246 Βδελυκλέων: 98, 389, 391, 392, 398, 407, 411 Βέμπλεν, Θόρστην: 111, 330, 331, 341, 347 Βεν, Πωλ: 257, 432 Βερνάν, 2αν-πιέρ: 124 Βίσερ, Μάργκαρετ: 60 Βιττώ: 142 Βλέπυρος: 347, 352 Βλεψίδημος: 104, 107, 108 Βούδας: 436, 438 Βρομιάς: 186 Βρόμιος (Διόνυσος): 98 Γαληνός: 68 Γλαύκη: 149 Γλαύκος: 75 Γλαύκων: 62, 72 Γλαυκωνίδης: 148 Γλυκέρα: 197 Γνάθαινα: 164, 166, 181, 192,201,285, 290, 292, 324 Γναθαίνιον: 192, 201, 285, 290, 292 Γνήσιππος: 200 Γοργίας εκ Λεοντίνων: 310, 366 Γουίλσον, Α. Ν.: 66, 72 Γρυλλίων: 166 Γρύττος: 386, 389 Δαμοκλής: 396 Δανάη: 183 Δημάδης: 231

491

Αρμόδιος:

ΤΖΕΪΜΣ Δημέας:

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ Ερμής

151, 152, 163 129, 384

Δήμητρα:

Δημήτριος

(εγγονός

του

Φαληρέως):

301, 354, 365 188, 189 254 Δημοσθένης: 40, 46, 81, 119, 120, 135, 154,161,174,176,217,224,225, 231,232,247,287,310,311,312, 313,315,321,329,330,331,332, 334, 342, 349, 354, 362, 366, 367, 368, 369, 370, 372, 374, 375, 376, 377, 378, 380, 383, 386, 389, 412, 421 Δημοφών: 188 ΔιάΒολος: 155 Δίδραχμον: 181, 191,284 Δικαίαρχος 246 Δικαιογένης 343, 350 Δικαιόπολις: 44, 95, 178, 265, 334, 374, 402 Διογείτων: 216 Διογένης ο κυνικός 101, 105, 109, 175, 192, 264 Διόγνητος: 277 Διόδωρος ο Σικελιώτης 66, 235 Διομήδης 52 Δημήτριος ο Πολιορκητής

Δημήτριος ο Φαληρεύς

Διονύσιος

(τύραννος

Συρακουσών):

222, 277, 396 Διόνυσος 81, 85, 88, 92, 114, 115, 153, 218, 223, 34~ 423, 424 Διόφαντος: 147 Δίφιλος 44, 164 - "Έμπορος» 325, 352 - "Πολυπράγμων» 272 Δίων "ο Χρυσόστομος':

Δράκων:

134 129, 138, 156, 189, 199, 200,

345 43

Εκάτη:

Έκτωρ:

Ελένη:

271

236, 314

Ελλανοκράτης ο Λαρισαίος

179

Εξηκίας:

88 Επιγένης 114 Επικράτης (κωμικός ποιητής):

182

-"ΑνTlλαίς» 296 Επικράτης:

102, 129,286,316,318,414 85, 202 Ερυξίμαχος 93 Έρως 185 Εστία: 129 ΕτεοΒουτάδαι: 326 ΕύΒουλος 47, 84; 91, 92, 107, 114, 138, 177, 182, 183 Ευθύδημος: 40 Εύθυνος: 215, 325 Ευ κράτης ο Λευκάδιος 156, 159, 161 Ευκτήμων: 161 Ευξίθεος 332, 345 Εύπολις 265 - "Κόλακες» 240, 241, 244, 272 -"Πόλεις» 221,229,341 Ευριπίδης: 223, 237, 246, 248, 277, 284, 376, 411 Έρμιππος

158, 159, 161, 238, 287, 288, 297 Επίνικος: 115 Επίχαρμος: 38 Ερασίστρατος: 313 Ερατοσθένης 102, 157, 289, 314

- "Ιφιγένεια εν - "ΜιΊδεια» 342 Ευρυμέδων:

Ταύροις»

95

251, 252, 264, 265, 266 216 Ευφίλητος: 102, 107, 157, 289, 314 Έφιππος ο Ολύνθιος 235, 385, 403 2ευς 83, 89, 149, 234, 237, 408, 423 2ήνων: 175 2ίμελ, Γκέοργκ: 182, 183, 291 20μερστάιν, Άλαν: 254 Ηγήσανδρος 40, 315, 316, 365, 371, 378, 379, 382, 383, 384, 386, 387, 392 Ηγήσανδρος εκ Δελφών: 67, 73 Ηγήσιππος (ή ΚρωΒύλος): 386 Ήρα: 237 Ηρακλείδης ο Συρακούσιος 38 Ηράκλειτος (ψηφοθέτης): 17 Ηρακλής 35, 115, 235, 264, 423 Ηρόδικος 297 Ηρόδοτος: 70, 229, 352, 393, 398, 399, 404,425 Ησίοδος 40 Ησύχιος: 84 Ηφαιστίων: 234 Ήφαιστος 162 Θαίς 166, 186, 296 Θαλλός: 297 Θεμιστοκλής 58, 66, 398, 399, 411, 434 Θεοδότη: 21, 165, 166, 184, 187, 188, 189, 190, 195, 196, 197, 293 Θεόδοτος εκ Πλαταιών: 154 Θεόδωρος: 404 Ευφάνης

492

ΑΡΧΑΙΟΙ Θεόπομπος

(κωμικός

ποιητής):

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

104,

Καλλίστρατος:"Περί εταιρών»

284

-

Καλλίστρατος εξ Αφιδνών:

"Σφατιώτιδες»

116 81, 109, 167, 181, 19~ 221, 222, 225, 23~ 277, 290, 320, 388, 396, 398, 422, 424, 426

ΚαμΒύσης:

425 90 Καρίων: 169, 172 Κέφαλος: 268 Κηφισόδωρος: 342 Κικέρων: 433 Κίμων: 167, 221, 223, 229, 251, 388, 394, 414, 415, 423

Θεόπομπος ο Χίος:

-

"Περί

των

συλnθέντων εκ

Κάρανος:

Δελφών

χρnμάτων»

186 Θεόφραστος: 83, 90, 96, 354 - "Περί μέθnς» 81 Θέωρος: 380 Θησεύς: 43 Θουκυδίδης: 23, 26, 66, 310, 328, 368, 397, 400, 412, 41~ 415, 416, 41~ 418, 419 Θράσυλλος: 283, 344 Θράσων: 296 Θρασωνίδης: 187 Ιησούς Χριστός: 65, 436, 438 ΙουΒενάλης: 404 Ιούλιος Καίσαρ: 66 Ιππίας: 307, 391, 415, 416 Ιπποδάμεια: 423 Ιπποκράτης:

-

"Περί αέρων, υδάτων, τόπων»

232 83 Ιππόνικος: 241, 269, 270, 316 Ιππώναξ: 265 Ισαίος: 161, 190, 350, 351 Ισμήνη: 244 Ισοκράτης: 134, 282, 311, 320, 346, 368, 395, 396 -"Αρεοπαγιτικός» 105, 106 - "Παναθnναϊκός» 366 - .Περί ειρnνnς» 367, 397 - "Περί αντιδόσεως'" 1 05 Ισχόμαχος: 240 Ιχθύς: 406 Ιώ: 428 Ιωάννης (ευαγγελισΤής): 64, 65, 67 Ίων ο Χίος: "Επιδnμίαι» 245, 246 Καζωμπόν, Ισαάκ: 21, 73, 75 Καλιτσουνάκης, Ιωάννης: 75 Καλλίας: 153, 239, 240, 241, 269, 270, 272, 280, 281, 288, 289, 290, 299, 303,317,326,327,331 Καλλικλής: 255, 256 Καλλίμαχος: 164 Καλλιμέδων (ή ΚάραΒος): 45, 60, 217, 273, 374, 392 Καλλισθένης: 234, 402 Kαλλιστρ~τη η ΛεσΒία: 294 "Περί διαίτnς»

166 376, 383

Κινησίας: ~64 Κιούλς, ΈΒα:

126, 141 382 Κλεαίνετος: 298 Κλεαρέτη: 155 Κλέαρχος: 217 Κλεισθένης: 37, 133, 263, 307, 408, 409, 416 Κλεομένης: 234 Κλεοπάτρα Ζ': 395 Κλεψύδρα: 177, 183, 184 Κλέων: 45, 106, 219, 224, 338, 340, 375, 380, 383, 389, 392, 410, 427 Κλυταιμνήστρα: 244 Κνίγκε, Ούρσουλα: 139, 140 Κόμοδος: 68 Κόνων: 379 Κόουλριτζ, Σάμιουελ Τέιλορ: 209 Κορυδαλλός (παράσιτος): 40, 119, 324 Κράτεια: 156, 187 Κράτης: 166, 223 Κρατίνος: 84, 240, 254, 280 - "Πυτίνn» 224, 230, 231 Κριτίας: 26, 27, 94, 110, 112, 116, 117, 276, 280, 321 ΚριτόΒουλος: 237, 238 Κρίτων: 349, 351 Κτήσιππος: 148, 244, 301 Κυρήνη: 180 Κύρος ο Μέγας: 398 Λαίς η νεότερη: 166 Λαίς η πρεσΒύτερη: 166, 175, 182, 191, 192, 201, 284 Λάμαχος: 374 Λάντω, Σίντνεϋ: 70 Λεοντίσκος (παγκρατιαστής): 199 Λεωγόρας: 282, 381, 383 Λεωδάμας: 382, 384, 386 Λεωκράτης: 160 Λίντελ - Σκωτ: 75, 253 Λισαράγκ, Φρανσουά: 115, 265 Λουκάς (ευαγγελισΤής): 65 Κίρχνερ, Γιοχάνες:

493

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

Λουκιανός

Μπέχτελ, Φρήντριχ:

Λυγδάμις:

Μπίζλυ, Τζων:

231 406

Λυγκεύς ο Σάμιος:

21, 43, 55, 166 164, 292 Λυκούργος 110, 326 Λύκων: 119 Λύσανδρος 116, 222, 223, 230, 338 Λυσίας 148, 157, 168, 241, 287, 310, 321, 324, 342, 345, 356, 379 Λυσιδίκη: 285, 286 Μανία: 164, 166, 188, 189, 199 Μαντίθεος 349, 351 Μάξουελ Ο'Μπράιεν, Τζων: 220 Μάρεϊ, Όζγουιν: 99, 373 Μάρκος Αντώνιος 395 Μάρκος Αυρήλιος 97 Ματθαίος (ευαγγελισΤής): 268 Μάτρων: 48, 331, 339, 341 Μάτων: 216 Μάχων: 21, 166, 188, 199, 201, 218, 285 -«Χρείαι» 149, 164 Μειδίας 329, 330, 331 Μελάνθιος: 44, 46, 216, 217, 218, 281 Μένανδρος: 49, 186, 197, 296 -«ΕΠΙτΡέποντες» 151,176,278,286 Λύκα:

-«Θαίς»

-

295

«ΘεοφορουμένΩ»

187

«Κόλαξ»

227, 286 «Μισούμενος» 156, 163, 187 «Opyri» 301 «Παιδίον» 293 «ΠαραKατaθΩKΩ»

293

«ΠερικειΡομένΩ»

163, 199

-«Πλόκιον»

-«Σαμία»

156

128, 151, 163

-«Σικυώνιος» 163

-

«Χαλκεία»

Μπαγένης Μετάνειρα:

93

413 157, 323

Μήδιος ο Λαρισαίος

227, 235 38, 100 Μιλτιάδης: 167 Μισγόλας: 154, 245, 362 Μνησίθεος 81, 83, 118, 298 Μνησίλοχος 248 Μνησίς: 164 Μοίριχος: 191 Μόρσιμος 216 Μοσχίων: 151, 199 Μόψος 406 Μπαρτ, Ρολάν: 77 Μίθαικος

72 118 Μποντλέρ, Σαρλ 77, 79, 81, 120 Μποτιτσέλι: 166, 202 Μπούρμαν, Τζων: 250 Μπουρντιέ, Πιέρ: 172, 189 Μπριγιά-ΣαΒαρέν, Αντέλμ: 77, 79, 96, 98, 110, 120 Μπωντριγιάρ, 2αν: 183 Μυρρίνη: 161, 282 Μυρτίλος ο Θεσσαλός: 69 Ναίς 166 Νάννιον: 164, 201, 292 Ναυσικράτης: 298 Ναυσίμαχος 277, 280, 351 Νέαιρα: 123, 148, 149, 151, 152, 155, 159,160,161,164,165,166, 176, 177, 190, 200, 287, 289, 290, 292, 312,315,318,323,351 Νέαρχος ο Κρης 425, 426 Νέμεσις 143 Νέστωρ: 62, 265 Νίκανδρος 38 Νικαρέτη: 148, 156, 190, 287, 323 Νικίας: 287, 368, 412, 419 Νικώ η Σαμία: 188, 294, 297 Νίτσε, Φρίντριχ: 436 Ντε Κουίνσι, Τόμας: 209 Ντε ΜποΒουάρ, Σιμόν: 30 ΝτέιΒις, Τζων: 269 Ντεριντά, Ζακ: 61 ΝτόΒερ, Κένεθ: 242, 250, 251, 252, 253, 254, 257, 303, 359 Ξανθίας 98, 391 Ξάνθος 406 Ξέναρχος 177, 198, 199 -

«Πένταθλος» «Πορφύρα»

137 54:

Ξενοκλής:

331 277, 280, 351 Ξενοφών: 60, 62, 64, 69, 110, 130, 151, 153, 163, 184, 238, 276, 281, 283, 331,341,397 -«ΑπομνΩμονεύματα» 21, 35, 57, 74, 150, 165, 191, 282, 287, 293

Ξενοπείθης

-

«Ιέρων» 396 «Κύρου παιδεία»

63, 395

«ιι.ακεδαψονίων πολιτεία»

395

282 «Συμπόσιον» 97, 113, 149, 239, 403 Ξέρξης: 58, 66, 393, 398 Οβόλη: 144, 181

494

«Οικονομικός»

ΑΡΧΑΙΟΙ

ΑΘΗΝΑΙΟΙ

Οδυσσεύς:

52, 210, 366, 422 294 Ολυμπιόδωρος: 161, 162,238,283,297 Όμηρος: 46, 51, 58, 73, 236 - "Ιλιάς" 52, 62, 400 - "Οδύσσεια" 52, 53 Όμπερ, Τζοσάω: 319 Ορέστης: 95, 96, 429 Ουλπιανός εκ Τύρου: 68, 69 Παλαμήδης: 366 Παμφίλη: 166 Πάμφιλος: 382, 383, 384 Παν: 129 Πανδώρα: 296 Πάουλυ-ΒισσόΒα: 99 Πάρις: 236 Πασώφ, Φραντς: 75 Παυσανίας: 393, 399 Παφλαγών: 45, 106, 219, 224, 232, 260, 386 Πείριθος: 423 Πεισίστρατος: 406, 415, 417 Περδίκκας: 228 Περικλής: 126, 161, 167,310,326,338, 388, 389, 39~ 400, 416 Περικλύμενος: 244 Περσαίος εκ Κιτίου: 175, 176 Περσεύς: 271 Περσεφόνη: 102,318,384 Πετρώνtoς: 433 Πίθυλλος: 219 Πιττάλακος: 378, 379 Πλάτων: 18, 29, 36, 38, 53, 56, 62, 69, 132, 134, 153, 163, 256, 258, 259, 263,317,321,341,396,421,428 - "Γοργίας" 100, 255 Οιδίπους:

- "ΚραΤύλος" 71 - "Νόμοι" 237, 275 - "Πολιτεία" 47, 62, 63, 72, 73, 237, -

268, 281, 419 240, 300, 331 "Συμπόσιον" 19, 91, 93, 96, 108 "Πρωταγόρας"

74, 110, 161, 167, 227, 228, 230, 278 Ποθεινή: 164 Πολέμων: "Προς Αδαίον και ΑντίγονΟΥ"

116 ΠολύΒtoς:

68, 74, 100, 133, 259 Πολυκράτης: 404, 405, 406, 408, 409 Ποσείδιππος: 286 Ποσειδών: 39 Πραξαγόρα: 24, 197, 352 Πραξιτέλης: 166, 185, 188 Πρίαμος: 271 Πρόδικος: 237 Προνάπης: 344, 345 Πρωτεύς ο Μακεδών: 91, 235 Πυθίας: 274 Πυθtoνίκη: 167, 168, 181, 190, 404 Πυθόνικος ο Αθηναίος: 294 Πύρρος: 162, 173, 190 Ρόμπερτ, Καρλ 141 Ρόμπινσον, Τζων: 65, 72 Ρουσσώ, Ζαν-Ζακ: 61 ΣαλΒιά, Φρανσουά: 279 ΣάραμΒος: 100, 107 Σαρδανάπαλος: 244, 245, 373 Σάτυρος: 98, 166 Σέλτμαν, Τσαρλς: 125 Σθενελαίς: 205 Σίμος ο Θεσσαλός: 148 Σίμων: 154, 155, 238, 287, 288 Σινώπη: 164, 166, 292 Σμικρίνης: 278 Σμικυθίων: 381, 383, 385 Σμινδυρίδης: 37 Σόλων: 125, 129, 130, 138, 173, 189, 199, 200, 326, 328, 345, 353, 409 Σούλτσε, Βίλχελμ: 72 Σουρνιά, Ζαν-Σαρλ 220 Σώφιλος: "Εγχειρίδιον" 90 Σοφοκλής:

188, 223, 239, 245, 246, 247, 313

"Φαίδρος" 324 "Φαίδων"

- "Οιδίπους τύραννος" 400

146, 147, 214 147, 237

"ΧαρμίδΩς"

Πλάτων (κωμικός ποιητής):

Πλαύτος:

Σπαράμειζος:

155, 186

287 - "Μικρός ΚαΡΧΩδόνιος" 136 Πλίνιος:

245 160, 161, 165, 166, 174, 193, 200, 289, 290, 312 ΣτράΒων: 143 Στρεψιάδης: 270, 303 Σύρα: 296 Σωκράτης: 18, 21, 35, 64, 53, 57, 58, 71, 72, 74, 93, 97, 113, 130, 146, Στέφανος:

180, 285

- "Κωμωδία των γαϊδάρων" 152, 204,

17,84,345,373,399,403,411 35, 36, 57, 60, 64, 67, 73,

Πλούταρχος:

23, 164, 424

Πολυδεύκης εκ Ναυκρατίδος:

495

ΤΖΕΪΜΣ

ΝΤΕΪΒΙΝΤΣΟΝ

150, 165, 184, 187, 188, 189, 190, 191, 195, 196, 197, 214, 237, 255, 256, 270, 278, 282, 293, 324, 436, 438 Σωσίας: 199 Σώσος: 17, 18, 341 Ταυρέας: 215 Τελεκλής ο Σάμιος: 404 Τελεσταγόρας: 406 Τερέντιος: 186 - «Εκυρά» 296 - «Ευνούχος» 296 Τζόουνς, Α. Η. Μ.: 75 Τήλεφος: 97 ΤιΒέριος: 65 Τιθωνός: 217 Τίμαιος εκ Ταυρομενίου: 88, 263 Τιμανορίδας ο Κορίνθιος: 156, 159, 161 Τίμαρχος: 40, 130, 146, 154, 174, 175, 176, 177, 197, 247, 259, 297, 302, 303,311,315,316,317,318,335, 340, 349, 350, 351, 358, 359, 360, 361, 362, 363, 364, 365, 369, 370, 371, 372, 373, 375, 376, 377, 378, 379, 382, 383, 384, 385, 386, 387, 397, 409, 421, 427, 428, 429, 430 Τιμοκλής: 244, 324 - «EΠΙXαψέKQΚOς» 40 - «Ικάριοι Σάτυροι» 366 -«Νέαψα»

166, 292, 300 183 Τληπόλεμος: 43 Τριμαλχίων: 433 Τρυγαίος: 133, 160, 161, 334, 338 Τυδεύς: 244 Υπερείδης: 43, 106, 119, 157, 161, 203, 237, 338, 366 Φαιδρίας: 296 Φαίδων: 146, 147, '154 Φανός: 380 Φανώ: 174 ΦαρνάΒαςος: 201, 291 Φαρσαλία: 186 Φάυλλος: 186 Φειδίας: 100, 394 Φειδιππίδης: 111, 303 Φεράρι Πίνεϋ, Γκλόρια: 252 Φερέδειπvoς: 381 Φερεκράτης: 116, 381 - «Αυτόρολοι» 69 Τισιανός:

-

«Koριaννώ»

113

-

«ΤυραννΙς»

113

Φήμη:

316 Φίλα: 161, 173, 190, 290 Φιλαίνιον: 142, 155, 204, 287 Φιλαινίς η Σαμία (Λευκαδία):

20, 190, 200, 294 Φιλήμων: 181, 20) - «Στρατιώτπς» 39 -«Θπσαυρός» 69 Φίλιππος: 81, 166, 226, 227, 230, 312, 313, 315, 35~ 365, 36~ 36~ 37~ 372, 373, 380, 396, 402, 412, 422, 428 Φιλλίδας: 150 Φιλοκλέων: 98, 99, 158, 210, 223, 320, 380 Φιλοκράτης: 40, 46, 231, 365, 375 Φιλόμηλος: 186 Φιλ6νεως: 137, 156, 236 Φιλοξένη: 297, 375 Φιλόξενος: 217, 218, 219 Φιλόχορος: 89 Φοινικίδης: 215, 216 Φόλος: 423 Φουκό, Μισέλ: 25, 27, 28 29, 30, 249, 257, 359, 360, 390, 436, 437 Φρόιντ, Σίγκμουντ: 30, 361 Φρύνη: 166, 167, 185, 188, 191, 202, 203, 204, 237, 285, 290, 292, 300, 324 Φρύνη ή Σηστός: 297 Φρύνιχος «ο Άραψ»: 68, 74, 392 Φρυνίων: 159, 160 Φύλαρχος: 105, 244 Φώκος: 288, 290 Φώτιος: 190 ΧαΒρίας ο Αιξωνεύς: 159, 160, 301 Χαμαιλέων: 115 ΧάρΒεϋ, ΝτέιΒιντ: 387 Χαρίδημος εξ Ωρεού: 222 Χαριξένη: 149 Χαρίσιος: 152, 278, 279, 286 Χαρμίδης: 237 Χουγκ, Άρνολντ: 99 Χρήμων : 381 Χρύσιλλα: 240, 241 Χρύσιππος: 45, 71, 219 Χρυσίς: 151 Ψαμμήτιχος: 70

Related Documents


More Documents from "Abid"