Geiaaa .pdf

  • Uploaded by: anas
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Geiaaa .pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 59,440
  • Pages: 132
Loading documents preview...
Catherine Hemmerling

Απαγορευμένoς Έρωτας

Tίτλος πρωτοτύπου: ΤAMING HER FORBIDDEN EARL by Catherine Hemmerling Copyright © 2012 by Catherine Hemmerling Translation Copyright © 2013, Compupress S. A. – Anubis Publications This translation published by arrangement with Entangled Publishing, LLC. All rights reserved. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail: [email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαίρη Κυριακοπούλου ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Κάτια Καζάκη ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail: [email protected] ISΒN: 978-960-497-614-0 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.

Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στην αδερφή μου, την Κριστίν, η οποία χάρηκε τόσο πολύ όταν εκδόθηκε. Ένιωσα λες και με πήρε αγκαλιά από το τηλέφωνο. Ευχαριστώ, αδερφούλα!

Ευχαριστίες Ευχαριστώ την Έιντζελ, που με βοήθησε να ξεκινήσω αυτό το ταξίδι, την Τζένιφερ για την υποστήριξη και τις διορθώσεις της, την Κάθι (την ατζέντη μου) που στοιχημάτισε σε μένα, τη Στέισι (την εκδότριά μου) που στοιχημάτισε σε μας, και τη μητέρα μου, που πάντα πίστευε σε μένα. Νιώθω ευλογημένη που περιτριγυρίζομαι από τόσο δυνατές και καλές γυναίκες.

Σημείωμα της Συγγραφέα Το τελωνείο ήταν ένα κτίριο στο οποίο στεγάζονταν τα γραφεία των κυβερνητικών ελεγκτών, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι της γραφειοκρατίας για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές αγαθών από μια χώρα. Ανά τους αιώνες, πολλοί εργαζόμενοι πέρασαν από το τελωνείο του Λονδίνου, όλοι στο ίδιο κτίριο, στο λιμάνι. Το παλιό τελωνείο, το οποίο αναφέρεται σε αυτή την ιστορία, λειτούργησε ικανοποιητικά ώς το τέλος του δεκάτου ογδόου αιώνα, αλλά με την έξαρση του εμπορίου, την επέκταση του λιμανιού και τη μεγάλη ζήτηση σε τελωνειακούς την περίοδο των γαλλικών πολέμων, δεν επαρκούσε πια για να καλύψει τις ανάγκες βγάζοντας κέρδος. Μετά από έγκριση της Βουλής, η βασιλική οικογένεια αγόρασε τις προκυμαίες από τις οποίες έφευγαν πλοία για τη Δύση, με σκοπό να γκρεμίσει το παλιό κτίσμα και να κατασκευάσει ένα που θα παρέμενε λειτουργικό για πολλές ακόμα γενιές. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του νέου τελωνείου το παλιό τελωνείο καταστράφηκε από μια πυρκαγιά. Η πυρκαγιά του τελωνείου το 1814 είναι αληθινό, ιστορικό γεγονός. Και, παρότι μερικά στοιχεία του βιβλίου σχετικά με την πυρκαγιά είναι βασισμένα σε αληθινά γεγονότα, η υπόλοιπη ιστορία είναι απλώς ένα αποκύημα της φαντασίας μου. Μα, αλήθεια, οι καλύτερες ιστορίες δεν ξεκινούν πάντα με έναν κόκκο αλήθειας;

Πρόλογος Τα φαινόμενα απατούν. - Δούκας του Λάνκαστερ Κατά τα φαινόμενα, οι νεαρές κυρίες που είχαν μαζευτεί γύρω από τη χήρα δούκισσα έμοιαζαν με καλεσμένες στο απογευματινό τσάι της καλής κοινωνίας. Όλες φορούσαν τα καλά τους, ρουφούσαν αργά το τσάι τους και μασουλούσαν μπισκοτάκια με ένα ευγενικό χαμόγελο. Το δωμάτιο μέσα στο οποίο κάθονταν έσφυζε από δραστηριότητα. Ο μπάτλερ επιστατούσε στο σερβίρισμα του τσαγιού από τις δύο υπηρέτριες, οι οποίες είχαν επίσης φέρει και μια ποικιλία από μικρά σάντουιτς. Τα εδέσματα τοποθετήθηκαν επάνω σε ένα πραγματικά εξαιρετικό τραπεζάκι γαλλικού αναγεννησιακού ρυθμού, με περίτεχνη χάραξη και φύλλο χρυσού. Οι κυρίες ένιωθαν άνετα δίπλα στη δούκισσα και στο όμορφο σπίτι της, τώρα όμως έπρεπε να κρατήσουν τα προσχήματα και παρέμεναν ακίνητες, ενώ οι τρόποι τους ήταν τέλεια προσεγμένοι. Μέχρι που έφυγε και ο τελευταίος υπηρέτης από το δωμάτιο. Οι πέντε νεαρές κυρίες χαλάρωσαν αμέσως την πλάτη τους, άφησαν κάτω το τσάι και τα μπισκότα και έγειραν μπροστά με ανυπομονησία. «Λοιπόν, τι νέα έχετε, λαίδη Λάνκαστερ;» ρώτησε η Χάνα. Η Χάνα και οι τέσσερις νεαρές που κάθονταν στο Μπλε Σαλόνι της λαίδης Λάνκαστερ είχαν έρθει δήθεν για την εβδομαδιαία συνάντηση της Λέσχης Κηπουρικής Νεαρών Κυριών. Ο περισσότερος κόσμος ήξερε ότι η λαίδη Λάνκαστερ διοργάνωνε αυτές τις συναντήσεις για ορισμένες επίλεκτες νεαρές κυρίες –από αξιοσέβαστες οικογένειες με υψηλή θέση στην κοινωνία– καθαρά από δική της καλοσύνη, όπως έκαναν συνήθως οι κυρίες του καλού κόσμου. Επίσης, ο περισσότερος κόσμος νόμιζε πως η λαίδη Λάνκαστερ μάθαινε στις νεαρές της φίλες τρόπους καλής συμπεριφοράς, το κοινωνικό πρωτόκολλο και, φυσικά, τους έδινε και συμβουλές κηπουρικής (ο κήπος της λαίδης Λάνκαστερ ήταν ξακουστός σε ολόκληρο το Λονδίνο). Αυτό όμως δεν ήταν η αλήθεια. Στην πραγματικότητα, η χήρα και κληρονόμος δούκισσα χρησιμοποιούσε την κοινωνική της θέση και τις διασυνδέσεις της για να βοηθά τους ανθρώπους που είχαν ανάγκη και τα «κορίτσια» τη βοηθούσαν σε αυτό. Παρότι οι αγαθοεργίες ήταν φιλανθρωπικού χαρακτήρα, άρα και απολύτως αποδεκτή ασχολία για μια νεαρή της καλής κοινωνίας, καθώς όμως η Λέσχη τους άρχισε να γίνεται γνωστή, δεν τους ζητούσαν πια βοήθεια μόνο για να βρουν ένα πιάτο φαγητό ή μια δουλειά. Τους ζητούσαν βοήθεια στην εξιχνίαση μυστηρίων και εγκλημάτων. Η δούκισσα έμαθε πριν από πολύ καιρό ότι οι καλοαναθρεμμένες νεαρές κοπέλες μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες στις περισσότερες περιστάσεις, και, αν κρατούσαν τα μάτια και τα αφτιά τους ανοιχτά, μάθαιναν ένα σωρό ενδιαφέροντα πράγματα. Οι πιο πολλοί άντρες θεωρούσαν τις γυναίκες ανόητες και ανίκανες να καταλάβουν και την πιο απλή εμπορική συναλλαγή ή ίντριγκα, κατά συνέπεια, δεν πρόσεχαν τι έλεγαν όταν ήταν παρούσα κάποια από τις νεαρές κυρίες. Βασιζόμενη σε αυτό, η λαίδη Λάνκαστερ είχε βοηθήσει τον άντρα της, το δούκα του Λάνκαστερ, να λύσει πολλά εγκλήματα πολέμου, όταν δούλευε για την υπηρεσία Πολέμου. Ήταν

ένας εξαιρετικός σύζυγος που εκτίμησε την οξυδέρκεια και τη διορατικότητά της, σε μια εποχή που οι άντρες δεν το συνήθιζαν. Μετά το θάνατο του δούκα η λαίδη Λάνκαστερ ένιωσε ότι πλήττει και χρειάστηκε μια νέα εργασία για να περνά την ώρα της. Της ήρθε, λοιπόν, η ιδέα της Λέσχης Κηπουρικής Νεαρών Κυριών, αφού βοήθησε την οικογένεια μιας υπηρέτριάς της να ξεμπλέξει από έναν τυραννικό σπιτονοικοκύρη. Μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι ο σπιτονοικοκύρης δεν έχει πια σπίτι ούτε και γη παρά μόνο τους τέσσερις τοίχους ενός κελιού στη φυλακή Νιουγκέιτ. Η αίσθηση ολοκλήρωσης που ένιωσε όταν, επιτέλους, αποδόθηκε δικαιοσύνη την ενέπνευσε να ψάξει νεαρές γυναίκες με ανήσυχο πνεύμα και εξυπνάδα για να τις «στρατολογήσει» στη Λέσχη της. Άρχισε να παρατηρεί όλες τις νεαρές του κύκλου της , ψάχνοντας σημάδια ανεξαρτησίας και διάνοιας στη συμπεριφορά τους. Πολλές από τις υποψήφιες ήταν λιγόλογες και ήσυχες –όπως άρμοζε στη θέση τους–, αλλά εκείνη ήξερε ότι, αν έψαχνε λίγο πιο βαθιά, θα έβρισκε αυτό που ήθελε. Τώρα, σχεδόν ένα χρόνο μετά, η λαίδη Λάνκαστερ ήταν ευχαριστημένη με τις επιλογές της. Ήταν η ήσυχη, διοπτροφόρα Ρόουζ Γουόρεν, μια όμορφη κοπέλα η οποία περνούσε συνήθως απαρατήρητη, μια και ήταν τρομερά ντροπαλή. Παρά τη σεμνότυφη συμπεριφορά της, είχε λογική σκέψη και μάτια που παρατηρούσαν τα πάντα. Καθόταν δίπλα στη Χόουπ Στούκλεϊ. Στην επιφάνεια, η Χόουπ ήταν ομορφούλα και έτοιμη να ευχαριστήσει όλο τον κόσμο. Είχε όμως και μια πλευρά στο χαρακτήρα της που δεν την έδειχνε σε όλους. Η Χόουπ ήταν τόσο καλή στα μαθηματικά όσο κι ένας απόφοιτος του Κέιμπριτζ και το χαμόγελό της φώτιζε όλη την πόλη. Η λαίδη Λάνκαστερ σκόπευε να δείξει σε όλους, ακόμα και στην ίδια τη Χόουπ, πόσο πολλά είχε να προσφέρει. Σε μια απλή καρέκλα, χωρίς στολίδια, καθόταν η ψηλή και άχαρη Σάρα Ζάρντιν. Είχε την κακιά συνήθεια να μην προσέχει τα λόγια της και ήταν κάπως αδιάφορη, αλλά έδειχνε τεράστια συμπόνια για τον πόνο του άλλου και πάντα βοηθούσε με ανιδιοτέλεια. Η λαίδη Λάνκαστερ δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της στον αδυσώπητο κόσμο της καλής κοινωνίας και ήδη, με τη βοήθειά της, η Σάρα είχε αρχίσει να τραβά την προσοχή, και όχι επειδή πατούσε τους καβαλιέρους της στο χορό. Ένα απρόσμενο μέλος της Λέσχης ήταν η Έμιλι Μος. Η εντυπωσιακή, χαριτωμένη και μικρόσωμη Έμιλι ήταν η πιο πολλά υποσχόμενη ντεμπιτάντ της σεζόν. Κανονικά η λαίδη Λάνκαστερ δε θα επέλεγε μια τέτοια κοπέλα, αλλά η Έμιλι ήταν άσος στις μεταμφιέσεις και συχνά βοηθούσε τους φτωχούς πηγαίνοντάς τους φαγητό και ρούχα μασκαρεμένη ως καμαριέρα. Την κάλεσε στη Λέσχη χωρίς πολλή σκέψη. Και μετά ήταν η Χάνα. Η Χάνα και η Χόουπ ήταν ξαδέρφες. Παρ’ όλα αυτά, η λαίδη Λάνκαστερ πρώτα επέλεξε τη Χάνα για τη Λέσχη της. Κόρη ενός κόμη, η Χάνα δεν ήταν αποδεκτή απ’ όλους. Ήταν πολύ όμορφη, με σκούρα ξανθά μαλλιά και πονηρά γαλαζοπράσινα μάτια. Η λαίδη Λάνκαστερ την είχε προσέξει στο χορό των Γουάλθαμ, όταν έβγαλε από τη δύσκολη θέση έναν κύριο που ζήτησε σε μια δεσποινίδα να χορέψουν. Η δεσποινίδα αρνήθηκε με αγένεια την πρόσκληση του κοντούλη κυρίου Πόμφρετ και οι φίλοι της άρχισαν να κοροϊδεύουν τον ήδη κατακόκκινο κύριο. Η λαίδη Λάνκαστερ χάρηκε όταν η Χάνα μπήκε στη μέση και ζήτησε εκείνη –ενάντια σε κάθε κανόνα καλής συμπεριφο- ράς!– από τον κύριο Πόμφρετ να χορέψουν. Οι δεσποινίδες έμειναν με ανοιχτό το στόμα όταν η Χάνα με τον κύριο άρχισαν να στροβιλίζονται στην πίστα.

Η Χάνα και τα άλλα τέσσερα κορίτσια είχαν κάτι από το χαρακτήρα της ίδιας της δούκισσας και αυτή ήταν η καλύτερη σύσταση που μπορούσαν να έχουν. «Τα νέα είναι τα εξής» ξεκίνησε να λέει η λαίδη Λάνκαστερ. «Τα αγόρια μού μετέφεραν κάτι ανησυχητικό για τον αδερφό σου, Χάνα.» «Τον αδερφό μου;» αναστατώθηκε η Χάνα. «Για όνομα του Θεού, τι μπορεί να έμαθαν για τον αδερφό μου; Λείπει σε ταξίδι εδώ και δύο εβδομάδες.» «Απ’ ό,τι φαίνεται, το ταξίδι του τον πήγε κάπου που δεν είχε λόγο να πάει» τόνισε η λαίδη Λάνκαστερ. «Ο Ρόντι ήταν κάτω στην αποβάθρα επιστατώντας στο χτίσιμο του νέου τελωνείου και είδε τον αδερφό σου μαζί με έναν άλλο νεαρό, νομίζω τον κόμη Πέμπροουκ, να τριγυρίζουν το παλιό τελωνείο. Έχεις καμιά ιδέα γιατί ο αδερφός σου επισκέφθηκε αυτό το μέρος;» Η Χάνα αναστέναξε. «Σίγουρα όχι για καλό.» «Τον τελευταίο καιρό διάβασα στην εφημερίδα για την αύξηση του λαθρεμπορίου στην περιοχή» είπε η Χόουπ. «Το λαθρεμπόριο επηρεάζει το χρηματιστήριο, γι’ αυτό και το σημείωσα. Το παλιό τελωνείο σίγουρα είναι ο τέλειος χώρος για τέτοιου είδους δραστηριότητες.» Το παλιό τελωνείο ήταν σε αισχρή κατάσταση και είχε παρθεί η απόφαση να χτιστεί ένα καινούριο, στα δυτικά του παλιού κτίσματος. Κατά συνέπεια, η περιοχή έσφυζε από δραστηριότητα και οι λίγοι τελωνειακοί δεν μπορούσαν να ελέγξουν το λαθρεμπόριο αγαθών και αλκοόλ, που ήταν πια συχνό φαινόμενο. «Λαθρεμπόριο;» αναρωτήθηκε η Χάνα. «Δε νομίζω ότι ο Ντέιβιντ θα ασχοληθεί με κάτι τέτοιο. Παρότι κυνηγά τους μπελάδες, τον τελευταίο καιρό έχει επικεντρωθεί στον τζόγο και στις γυναίκες.» Ένα από τα κορίτσια έβηξε με αναστάτωση και οι υπόλοιπες κοίταξαν αμέσως προς τη Σάρα. Εκείνη καθόταν σε μια δαμασκηνή μπρεζέρα, λίγο απομακρυσμένη από τις υπόλοιπες. Με ένα δειλό χαμόγελο μουρμούρισε κάτι του στιλ «δάγκωσα τη γλώσσα μου» και σήκωσε ψηλά το μπισκότο της, σαν να ήθελε να πει «απλά τρώω ένα μπισκότο». Αλλά το πρόσωπό της είχε γίνει τόσο κόκκινο που κανένας δεν την πίστεψε. Η λαίδη Λάνκαστερ νοιαζόταν για τη Σάρα. Όλοι γνώριζαν πως η Σάρα ήταν ερωτευμένη με τον αδερφό της Χάνα. Οι δυο τους ήταν οι καλύτερες φίλες από τότε που ήταν μικρές. Η Σάρα είδε τον έρωτα της ζωής της να μεγαλώνει και τώρα να γίνεται ο μεγαλύτερος άσωτος του Λονδίνου. Εμφανώς ντροπιασμένη, η Σάρα έκανε ένα νεύμα με το χέρι της για να συνεχιστεί η συζήτηση. Η Χάνα γύρισε στη λαίδη Λάνκαστερ. «Τι νομίζετε ότι πρέπει να κάνω; Μήπως ο Ρόντι κατάφερε να μάθει τίποτε άλλο;» Η χήρα κούνησε το κεφάλι της. «Ήταν πολλοί φρουροί τριγύρω και ο Ρόντι δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα, αλλά είναι εμφανές ότι τα δύο αγόρια δεν έχουν καλό σκοπό. Χάνα, πρέπει να ρωτήσεις τον αδερφό σου και να μάθεις τι συμβαίνει. Αν όντως κάνει λαθρεμπόριο και τον συλλάβουν, θα βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Αυτά τα πράγματα είναι πιο επικίνδυνα από τον τζόγο και τις γυναίκες.» Κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι της, δηλώνοντας έτσι ότι αποδέχεται την αποστολή, η Χάνα και οι νεαρές γύρισαν στο τσάι τους και άρχισαν πάλι το κουτσομπολιό, όπως ήταν το έθιμο σε τέτοιου είδους συναντήσεις. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης όμως η Χάνα έμεινε σιωπηλή.

Κεφάλαιο Ένα Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια, όπως οι θάλασσες που αγκαλιάζουν τον κόσμο μας. Γιατί, λοιπόν, οι άνεμοι και τα κύματα ξεσπούν με τέτοιο μίσος; - Δούκας του Λάνκαστερ Ο Γουίλιαμ Μπρέντον, κόμης του Πέμπροουκ, κοίταξε γύρω στο δωμάτιο με ένα ύφος μελετημένης πλήξης. Πώς διάολο πείστηκε να παρευρεθεί στον πιο μεγάλο –και κατά συνέπεια στον πιο πολυσύχναστο– χορό της χρονιάς; Α, ναι. Σκέφτηκε, καθώς εντόπισε τη μητέρα του να μιλά χαρούμενα με μια ακόμα μητέρα, η κόρη της οποίας είχε σίγουρα μπει στη λίστα με τις κατάλληλες συζύγους για το μεγαλύτερο γιο της. Είχε πάει στο χορό γιατί το είχε υποσχεθεί στη μητέρα του. Να πάρει, γιατί να μην ήταν σαν τους άλλους γιους; Είχε δει πολλούς άντρες να αγνοούν τις μητέρες τους, χωρίς δεύτερο βλέμμα. Δε θα πατούσαν καν το πόδι τους στο χορό. Αλλά ο Γουίλιαμ υπέθετε ότι δεν είναι σαν τους άλλους άντρες. Η σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε να πληγώσει τη μητέρα του ήταν μαχαίρι στην καρδιά του. Μάλλον έφταιγε ο τρόπος που μεγάλωσε. Ο πατέρας του ήταν σκληρός και αυταρχικός άνθρωπος. Η μητέρα του, ήσυχη και καλή γυναίκα, χάθηκε τελείως στη σκιά του, φοβούμενη μην ξεσπάσει πάνω της για το παραμικρό. Όσο μεγάλωνε ο Γουίλιαμ, προσπαθούσε να προστατέψει τη μητέρα και το μικρό του αδερφό, μπαίνοντας στη μέση και τρώγοντας εκείνος το ξύλο και την οργή του κόμη. Αλλά δε γινόταν να βρίσκεται δίπλα τους όλη την ώρα και, όταν έλειπε, ήξερε πως έδερνε τη μητέρα του. Κάθε φορά που έφευγε για το σχολείο, ο Γουίλιαμ φοβόταν πως δε θα ξαναδεί ζωντανή τη μητέρα του. Συνέβη όμως το αντίθετο – ο πατέρας του ήταν αυτός που πέθανε από καρδιακή προσβολή. Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι η μητέρα του να καταφέρει να ηρεμήσει, και ακόμα περισσότερα μέχρι να ξαναβρεί τη χαρά της ζωής. Επιτέλους, τώρα ήταν ξανά γελαστή και ο Γουίλιαμ δεν ήθελε με τίποτα να της προκαλέσει άλλο πόνο, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να αφιερώνει λίγο χρόνο στην καλή κοινωνία. Βέβαια, ο λόγος για τον οποίο η μητέρα του ήθελε να παρευρίσκεται σε χορούς ήταν για να παρουσιάσει στον Γουίλιαμ όλες τις ελεύθερες δεσποινίδες, ελπίζοντας να βρει μια καλή κοπέλα για να νοικοκυρευτεί, να παντρευτεί, να κάνει κανένα παιδί. Αλλά ο Γουίλιαμ είχε δει πώς ήταν οι γάμοι – στο βάθος ήταν άσχημα τα πράγματα. Πίστευε πως η ευτυχία του νιόπαντρου ζευγαριού μπορούσε να καταλήξει σε θανάσιμο μίσος. Και πιθανότατα δε θα παντρευόταν ποτέ. Με έναν αναστεναγμό, ο Γουίλιαμ αποφάσισε να μην κατευθυνθεί προς τη μεριά της μητέρας του, η οποία ήθελε να κάνει επίδειξη, και έψαξε ένα ήσυχο μέρος να αποτραβηχτεί. *** Η Χάνα είχε ανοιχτά τα μάτια της από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα εκδηλώσεων Τσάταμ, ψάχνοντας για τον Ντέιβιντ. Για μια ολόκληρη ώρα η μητέρα της τη ζάλισε με μια παρέλαση από υποψήφιους γαμπρούς. Όλοι τής έκαναν κομπλιμέντα για την εμφάνισή της –χωρίς μεγάλη

φαντασία– και της ζήτησαν να τους χαρίσει ένα χορό, προτού εξαφανιστούν διακριτικά. Η Χάνα θεώρησε πως η βεβιασμένη αναχώρησή τους ήταν εξαιτίας τής μητέρας της και όχι της ίδιας. Ανασήκωσε τους ώμους της και συγκεντρώθηκε στην αποστολή της. Ήθελε να βρει τον αδερφό της προτού αρχίσει ο χορός, γιατί τότε θα τον έχανε στα σίγουρα. Επιτέλους, τον εντόπισε στην άλλη άκρη του δωματίου. Συζητούσε με τον παλιό του φίλο από το πανεπιστήμιο, τον Αλεξάντερ Μπρέντον. Ψιθύριζαν και γελούσαν πονηρά με σκανταλιάρικο ύφος, εμφανές ακόμα και από την άλλη άκρη της σάλας. Η Χάνα όρθωσε το κορμί της και πήγε προς τα εκεί. Της πήρε πολύ χρόνο για να διασχίσει το δωμάτιο, μια και τη σταμάτησαν πολλές φορές διάφοροι καλεσμένοι που ήθελαν να της πιάσουν την κουβέντα. Αρνήθηκε ευγενικά και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, με το ένα μάτι στον αδερφό της. Αγνόησε τα ξαφνιασμένα βλέμματα της Χόουπ και της Σάρα καθώς πέρασε από δίπλα τους. Κανονικά, οι τρεις τους θα κάθονταν παρέα συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τους καλεσμένους, αλλά η αποψινή βραδιά δε θα ήταν καθόλου κανονική. Όλες τους είχαν ήδη δύο χρόνια από τότε που έκαναν το ντεμπούτο τους στην καλή κοινωνία, και ο ενθουσιασμός της πρώτης χρονιάς είχε ήδη εξασθενίσει. Φυσικά και τους άρεσαν ακόμα οι εκδηλώσεις, αλλά δεν ήταν πια μικρά κοριτσάκια στον πρώτο τους χορό. Τώρα πια ένιωθαν σαν παρατηρήτριες έξω από τον κύκλο των επισήμων. Βέβαια, αυτό δεν ήταν απολύτως αλήθεια. Εκτός από τη Σάρα και ίσως και τη Ροζ, καμιά από τις κοπέλες της λαίδης Λάνκαστερ δεν ήταν αζήτητη ντάμα. Όλες τους έλαβαν πολλές προσκλήσεις για χορό και πολλοί τις γλυκοκοίταζαν για νύφες, αλλά το ενδιαφέρον τους είχε ξεθυμάνει και η συμπεριφορά τους είχε αλλάξει. Συνήθως τις έβρισκαν όλες μαζεμένες σε μια γωνιά μακριά από την πίστα να συζητούν την τελευταία τους αποστολή με τη Λέσχη ή κάποιο καινούριο σκάνδαλο που ανακάλυψαν έπειτα από την προσεκτική τους παρακολούθηση, αγνοώντας φαινομενικά το πάρτι γύρω τους. Ο χορός του Τσάταμ ήταν πάντα ένα από τα δημοφιλή κοινωνικά γεγονότα της χρονιάς. Και η Χάνα πάντα ένιωθε άνετα σε ένα πάρτι γεμάτο κόσμο. Έτσι μπορούσε να αναμιχθεί με τους καλεσμένους και να κάνει ό,τι την ευχαριστούσε περισσότερο απ’ όλα, να παρατηρεί τους ανθρώπους. Έτσι μάθαινε να διαβάζει τους ανθρώπους σύμφωνα με τη γλώσσα του σώματός τους. Περηφανευόταν ότι μπορούσε να ακούσει πολύ περισσότερα από αυτά που λένε με το στόμα. Και, για κακή τους τύχη, πάντα ξετρύπωνε περισσότερες πληροφορίες απ’ όσες ήθελαν να αποκαλύψουν. Η Χάνα σκόπευε να επικεντρώσει όλη της την παρατηρητικότητα στη συζήτηση που είχε ο αδερφός της. Όταν ήταν μικρός, ο Ντέιβιντ ήταν ένα γλυκό αγόρι και η μητέρα τους τον παραχάιδευε. Επιπλέον, ως κληρονόμος της πατρικής περιουσίας, του είχε γεννηθεί η ιδέα ότι ήταν καλύτερος από όλους τους άλλους και πως μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Ήταν γοητευτικός και καλλιεργημένος και ήξερε ότι μπορούσε να γλιτώσει από οτιδήποτε απλώς με ένα φιλί στο μάγουλο. Μέχρι να καταλάβουν οι γονείς της Χάνα ότι το παιδί τους είχε γίνει κακομαθημένο, ήταν πια αργά. Η Χάνα ήλπιζε ότι ο χρόνος που θα περνούσε στο πανεπιστήμιο θα τον ωρίμαζε, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μπει σε νέο περιβάλλον και να δημιουργήσει κι εκεί μπελάδες. Μαζί με τους φίλους του περνούσαν τις διακοπές τους σε λέσχες χαρτοπαιξίας, οίκους ανοχής και μπαρ του Λονδίνου. Και τώρα, μετά την αποφοίτηση, πάντα μπλέκονταν σε μπελάδες – και, αντίθετα με τις

φάρσες του πανεπιστημίου, τώρα οι συνέπειες ήταν αληθινές. Παρά τα κουτσομπολιά που οργίαζαν, η Χάνα ήξερε σίγουρα πως ο αδερφός της είχε πάρει μέρος σε μια μονομαχία, σε πολλούς καβγάδες (συνήθως για γυναίκες ή για χαρτιά) και τώρα αυτό. Η Χάνα ανατρίχιασε σκεπτόμενη το τι μπορούσε να πάθει ο αδερφός της στην προκυμαία του Λονδίνου. Με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά από τον ανεύθυνο αδερφό της. Ο Ντέιβιντ ήταν πολύ γοητευτικός με το καλό του κοστούμι, αλλά τα κόκκινα μάτια του και η χαλαρή του στάση χαλούσαν την εικόνα του τζέντλεμαν που ήθελε να περάσει. Πάρα ταύτα, είχε μεγάλη επιτυχία ως γόης. «Ντέιβιντ» είπε ήρεμα και έγνεψε στο φίλο του, τον Αλεξάντερ. «Χάνα, καλή μου αδερφή!» φώναξε ο Ντέιβιντ. «Δες εδώ, Άλεξ, η Χάνα είναι.» Ο Ντέιβιντ γύρισε στον Αλεξάντερ με χαρά, αγνοώντας το ύφος της Χάνα. Ο Αλεξάντερ έκανε μια γλοιώδη υπόκλιση και σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι της Χάνα για να το φιλήσει. «Χαρά μου, ως συνήθως, λαίδη Χάνα» είπε ο Αλεξάντερ, χαρίζοντάς της ένα καλόκαρδο χαμόγελο. «Σταματήστε και οι δυο σας» ξέσπασε η Χάνα, τραβώντας το χέρι της. «Δεν είμαι κάνα κοριτσόπουλο διαθέσιμο για φλερτ. Κάτι σκαρώνετε και απαιτώ να μάθω τι.» Κοίταξε έντονα τους δύο άντρες. Ο Ντέιβιντ, με το πιο αθώο ύφος του, τη ρώτησε: «Γιατί το νομίζεις αυτό;» Για μια στιγμή έδειξε ειλικρινής, αλλά αμέσως προδόθηκε όταν έριξε ένα συνωμοτικό βλέμμα στον Αλεξάντερ, του τύπου «κοίτα τώρα πώς θα την ξεφορτωθώ.» Η Χάνα εκνευρίστηκε. Έγειρε κοντά του και είπε «Ξέρω για τις βόλτες σου στη δυτική αποβάθρα, καλέ μου Ντέιβιντ.» Τον είδε να κοκκινίζει και συνέχισε. «Σταμάτα τα παιχνίδια.» Ο Ντέιβιντ και ο Αλεξάντερ χλόμιασαν στην αναφορά της αποβάθρας και κοιτούσαν νευρικά από εδώ και από εκεί. Η Χάνα πρόσεξε ότι το χέρι του Ντέιβιντ έτρεμε, σε μια προσπάθεια να σφίξει περισσότερο τη γραβάτα του. Ήξερε πως κάτι της έκρυβε και, παρότι μπροστά στους φίλους του έκανε τον καμπόσο, κατά βάθος ντρεπόταν να ομολογήσει τις πράξεις του στην αδερφή του. «Ξαναρωτώ» είπε η Χάνα, στριμώχνοντας τον αδερφό της με ένα βλέμμα. «Τι σκαρώνεις;» «Εγώ...» τραύλισε ο Ντέιβιντ, καθαρίζοντας το λαιμό του. «Λοιπόν, Χάνα, κοίτα να δεις...» ξεκίνησε δειλά. «Πρόσφατα, ο Αλεξάντερ κι εγώ μάθαμε για μια εκπληκτική ευκαιρία...» «Κύριοι!» Η Χάνα αναπήδησε όταν, από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας άλλος νεαρός άντρας και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τον Αλεξάντερ και τον Ντέιβιντ. «Πώς περνάτε αυτό το υπέροχο βράδυ;» ρώτησε με ενθουσιασμό ο Σάιμον Τρούμπουλ. Η Χάνα βόγκηξε από μέσα της. Πάνω που θα μάθαινα την αλήθεια. Ο Σάιμον ήταν κι αυτός φίλος του Ντέιβιντ από το πανεπιστήμιο, αλλά ένα χρόνο μεγαλύτερος, αν θυμόταν καλά. Ήταν συμπαθητικός τύπος, αλλά αδιάφορος και δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά. Ήταν κι αυτός σίγουρος ότι το γοητευτικά στραβό του χαμόγελο θα τον γλίτωνε από οποιονδήποτε μπελά. Και γιατί όχι; Σκέφτηκε η Χάνα. Οι γυναίκες κάθε ηλικίας έλιωναν με αυτό το χαμόγελο. Όχι όμως και η Ρόουζ, σκέφτηκε με περηφάνια. Η Ρόουζ ήταν λογοδοσμένη με τον Σάιμον από

τότε που ήταν μικρή, αλλά δεν την ενδιέφερε και πολύ. Αφού ο Σάιμον συμπεριφέρεται σαν… ε, σαν όλους τους άλλους άντρες που ξέρουμε, σκέφτηκε η Χάνα προσπαθώντας να μη δείξει την αποστροφή της. Ο Σάιμον γύρισε το βλέμμα του σε εκείνη. «Λαίδη Χάνα, είστε πολύ όμορφη απόψε.» Πέρασε μπροστά από τον αδερφό της και τον Αλεξάντερ, πήρε το χέρι της και έδωσε ένα φιλί στον αέρα πάνω από την παλάμη της. Αυτή τη φορά άφησε την αποστροφή της να φανεί. «Δεν ξέρω πόσο όμορφη είμαι απόψε, κύριε Τρούμπουλ, αλλά ξέρω πως διακόψατε μια πολύ σοβαρή συζήτηση που είχα με τον αδερφό μου» είπε και κοίταξε έντονα προς τον Ντέιβιντ. Ο Σάιμον γύρισε κι εκείνος προς τον Ντέιβιντ και στο στρυφνό του ύφος, η Χάνα αμέσως κατάλαβε ακριβώς για πιο πράγμα μιλούσαν, ακόμα κι αν εκείνη το αγνοούσε... όχι για πολύ όμως. «Λαίδη Χάνα» είπε ο Σάιμον με μια μικρή υπόκλιση «ζητώ συγνώμη που διέκοψα τη συζήτησή σας, αλλά φοβάμαι ότι πρέπει να πάρω το νεαρό Ντέιβιντ και τον Αλεξάντερ μακριά από εδώ... αμέσως.» Της χάρισε το διάσημο χαμόγελό του και άρχισε να σπρώχνει τον Ντέιβιντ και τον Αλεξάντερ προς την έξοδο. Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε ανόητα στη Χάνα και ανασήκωσε τους ώμους του, σαν να της έλεγε Τι να κάνω; Ήταν εμφανές ότι η τροπή που είχαν πάρει τα γεγονότα τον ευχαρίστησε. Σχεδόν άρχισε να χοροπηδά από τη χαρά του. «Άντρες!» μουρμούρισε με ένα καθόλου ευγενικό ρουθούνισμα. «Δεν έχουν κότσια για τίποτα.» «Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω, κυρία μου» ακούστηκε μια αντρική φωνή πολύ κοντά πίσω της. «Μπορεί απλώς να μην έχετε γνωρίσει τους κατάλληλους.» Η Χάνα ένιωσε άβολα με τη γνωστή φωνή τόσο κοντά στο αφτί της. Γύρισε αργά, χαλαρώνοντας το κορμί της και ζωγραφίζοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Λόρδε Σρούσμπουρι... καλησπέρα, κύριε» είπε ευγενικά η Χάνα. Χαμήλωσε το βλέμμα της δήθεν με σεβασμό, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν ήθελε καν να κοιτάξει το λόρδο κατάματα. Κατά την κοινώς αποδεκτή γνώμη, ο Κέιλεμπ Κόλικοτ, κόμης του Σρούσμπουρι, ήταν ένας ωραίος άντρας. Είχε ανοιχτά γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά που έπεφταν σε κύματα από το μέτωπό του. Το δέρμα του ήταν χλομό και το ύψος του μέτριο. Πάνω απ’ όλα, ο λόρδος Σρούσμπουρι ήταν άψογα ντυμένος: πεντακάθαρος, κολλαριστός και μοδάτος. Παρά την τελειότητά του, η Χάνα τον έβρισκε πάντα τελείως αδιάφορο. «Μα έλα τώρα, Χάνα, πόσες φορές σού έχω ζητήσει να με λες Κέιλεμπ;» είπε με γλοιώδη φωνή που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο της Χάνα να ανασηκωθούν. Σήκωσε το χέρι για να της το φιλήσει, κρατώντας το πολλή ώρα και χαρίζοντάς της ένα πονηρό χαμόγελο. «Φοβάμαι πως δε θα ήταν πρέπον, κύριε» απάντησε η Χάνα, τραβώντας το χέρι της. Ήθελε απεγνωσμένα να το σκουπίσει στη φούστα της, αλλά κρατήθηκε. Για μια φορά, η Χάνα ήταν ευγνώμων για τους αυστηρούς κανόνες καλής συμπεριφοράς. Ο λόρδος Σρούσμπουρι ήταν το αγκάθι στα πλευρά της Χάνα από τότε που έκανε το ντεμπούτο της. Δεν έκρυβε το γεγονός ότι την ήθελε για σύζυγο – ή, τουλάχιστον, για ερωμένη. Ειλικρινά, η Χάνα το έβρισκε περίεργο που δεν είχε κάνει ακόμα επίσημη πρόταση. Την κυνηγούσε –την ίδια και την περιουσία της, σίγουρα– για πάνω από τρία χρόνια. Η Χάνα ανατρίχιασε μόλις το σκέφτηκε. Βέβαια, ο κόμης σεβόταν απόλυτα τους κανόνες της κοινωνικής τους τάξης. Όπως συχνά έλεγε χωρίς τύψεις, οι κανόνες κρατούν τους κατώτερους στη θέση τους. Ο Κέιλεμπ, ως δεύτερος γιος του

κόμη του Σρούσμπουρι δεν είχε δικό του τίτλο, οπότε ήταν κοινωνικά κατώτερος από τη Χάνα. Γι’ αυτό και μόνο δεν τολμούσε να της φερθεί πιο τολμηρά. Δυστυχώς, τώρα πια αυτό δεν ίσχυε. Τον περασμένο χρόνο ο μεγαλύτερος αδερφός του ξαφνικά πέθανε, αφήνοντας στον Κέιλεμπ Κόλικοτ τον τίτλο και όλη την περιουσία του. Η Χάνα δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι δεν της άρεσε στον Κέιλεμπ. Η συμπεριφορά του ήταν αυτή ενός τέλειου τζέντλεμαν. Ήταν πάντα ευγενικός, ποτέ απρεπής ή ενοχλητικός (παρά μόνο όταν της ζητούσε να τον φωνάζει με το όνομά του), αλλά κάτι… κάτι τής έλεγε να μην τον εμπιστεύεται. Ίσως το ότι τα κρύα γαλάζια μάτια του παρατηρούσαν την κάθε της κίνηση. Με κάνει να αισθάνομαι άβολα, σκέφτηκε η Χάνα, αυτό είναι σίγουρο. Και ξεκίνησε να ψάχνει για έναν τρόπο διαφυγής. *** Κοντά στη δυτική είσοδο των κήπων ο Γουίλιαμ εντόπισε τον καλό του φίλο Μάικλ Άσμορ, υποκόμη του Λίτσφιλντ. Τέλεια, σκέφτηκε, πρέπει να φτάσω ώς εκεί χωρίς να με πάρει χαμπάρι καμιά κουτσομπόλα μητέρα ή καμιά κόρη που ψάχνει σύζυγο. Έκανε το γύρο της αίθουσας ανάμεσα στα διάσπαρτα τραπεζάκια για την ξεκούραση των καλεσμένων και κατευθύνθηκε προς το φίλο του. Στα μισά του δρόμου άκουσε κάτι που του φάνηκε σαν έντονη άρνηση για μια πρόσκληση σε χορό. «Σας ευχαριστώ, λόρδε Σρούσμπουρι, αλλά υποσχέθηκε το χορό σε κάποιον άλλο» είπε μια δεσποινίδα. «Παρ’ όλα αυτά, λαίδη Χάνα» απάντησε ο κύριος που τη συνόδευε «δε βλέπω κανέναν εδώ να σας διεκδικήσει. Και δεν αντέχω να σας βλέπω να χάνετε ένα από τα λίγα βαλς της βραδιάς εξαιτίας ενός αιθεροβάμονος νεαρού.» Ο Γουίλιαμ δεν αναγνώρισε τη φωνή της δεσποινίδας, αλλά οι γροθιές του σφίχτηκαν μόλις άκουσε τον άντρα. Ο Γουίλιαμ αντιπαθούσε εντόνως τον Κέιλεμπ Κόλικοτ, τώρα κόμη του Σρούσμπουρι. Κατά τη γνώμη του, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες απέκτησε τον τίτλο ήταν ιδιαίτερα ύποπτες. O μεγαλύτερος αδερφός του Κόλικοτ, ο Φρέντερικ, ήταν ένας από τους καλύτερούς του φίλους και, όταν πέθανε πέρσι αναπάντεχα από μια αδιευκρίνιστη ασθένεια, ο Γουίλιαμ υποπτεύτηκε ότι κάτι βρομούσε στην υπόθεση. Φυσικά, δεν είχε στοιχεία. Ο Φρέντερικ ήταν πάντα υγιής, ακόμα και λίγες ώρες πριν από το θάνατό του, αλλά ο Γουίλιαμ πάντα ανατρίχιαζε όταν βρισκόταν κοντά στον Κόλικοτ. Ο Γουίλιαμ εμπιστευόταν το ένστικτό του και, αφού αυτό του έλεγε να μην τον εμπιστεύεται, αυτό θα έκανε. Άξιζε όμως να χορέψει με τη δεσποινίδα μόνο και μόνο για να εκνευρίσει τον Κόλικοτ; Μόνο έτσι θα μπορούσε να τη γλιτώσει με χάρη από τα χέρια του, αλλά μέχρι πού θα έφτανε; Ο Γουίλιαμ ήδη φανταζόταν το λιγωμένο βλέμμα της δεσποινίδας τώρα που θα την έσωζε σαν ήρωας. Μετά θα ένιωθε ευγνωμοσύνη, η οποία συχνά μπερδεύεται με τον έρωτα. Δυστυχώς, έτσι συνέβαινε πάντα όταν τον έπειθε η μητέρα του να δείξει λίγη προσοχή σε κάποια αδιάφορη δεσποινίδα. Και μετά θα αισθανόταν άβολα, γιατί ήξερε ότι ο χορός δε θα οδηγούσε σε τίποτα παραπάνω. Σε αυτή την περίπτωση, είχε τουλάχιστον την επιλογή να μην επέμβει, οπότε γύρισε για να φύγει. «Λόρδε μου, επιμένετε να αθετήσω την υπόσχεσή μου;» απάντησε το κορίτσι, με μια νότα πανικού στη φωνή της.

Ο Γουίλιαμ σταμάτησε, κούνησε το κεφάλι του και πήγε κοντά στην ωραία δεσποινίδα. Πήρε ευγενικά το χέρι της, υποκλίθηκε ελαφρά και είπε: «Συγχώρεσέ με, καλή μου.» Τα μάτια της λαίδης άνοιξαν διάπλατα και έμεινε να τον κοιτά, καθώς εκείνος άφηνε ένα φιλί στο χέρι της. «Δυστυχώς, με καθυστέρησαν. Ελπίζω να μην έχασα το χορό μας» είπε με ένα χαμόγελο και ένα ελαφρό κλείσιμο του ματιού. Μετά περίμενε να δει πώς θα αντιδρούσε η νεαρή. Τα μάτια της έλαμπαν με ένα μίγμα ανακούφισης και πονηριάς, καθώς απάντησε: «Λόρδε Πέμπροουκ, σχεδόν σας είχα ξεχάσει. Αν αργούσατε ένα λεπτό ακόμα, θα χάνατε το χορό από το λόρδο Σρούσμπουρι.» Κοίταξε τον Σρούσμπουρι και φάνηκε να απολαμβάνει το οργισμένο βλέμμα του. «Μπορείς να τον τιμωρήσεις και να δεχτείς την πρόσκλησή μου» είπε κοιτάζοντας απαξιωτικά τον Γουίλιαμ. «Έλα τώρα, Κόλικοτ» είπε ο Γουίλιαμ, έκπληκτος με τη νεαρή γυναίκα δίπλα του – γνώριζε το όνομά του, ενώ εκείνος ήταν σίγουρος πως δεν είχαν συστηθεί ποτέ. «Δε θα μου χαλάσεις την ευκαιρία για ένα χορό με μια τόσο γοητευτική νέα, έτσι δεν είναι;» «Λόρδος Σρούσμπουρι τώρα, Πέμπροουκ» σφύριξε. «Μα και βέβαια, Κόλικοτ» απάντησε απαλά ο Γουίλιαμ, συνοδεύοντας τη Χάνα στην πίστα του χορού. Ο Κόλικοτ έμεινε ακίνητος για λίγη ώρα, μέχρι που γύρισε απότομα και έφυγε μακριά. Ο Γουίλιαμ παρατήρησε την έξοδό του με μεγάλη ικανοποίηση. Η νύχτα τελικά ήταν πιο διασκεδαστική απ’ ό,τι περίμενε. Με ελαφριά καρδιά, γύρισε την προσοχή του στην απρόσμενη ντάμα του. «Λόρδε Πέμπροουκ, δεν μπορώ να σας ευχαριστήσω αρκετά» είπε έντονα, εμφανώς ανακουφισμένη που ξέφυγε από το λόρδο Σρούσμπουρι. «Κάτι πάνω σε αυτό τον άνθρωπο πραγματικά δε μου αρέσει.» «Σε αυτό συμφωνούμε» απάντησε ο Γουίλιαμ, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τη δεσποσύνη που βρισκόταν σε κίνδυνο. Ήταν πολύ όμορφη, με σκούρα ξανθά μαλλιά, σχεδόν χρυσά, και εκφραστικά, μπλε μάτια. Ή μήπως πράσινα; Ο Γουίλιαμ κοίταξε ξανά. Εκπληκτικό, σκέφτηκε. Τα μάτια της είχαν μια απόχρωση ανάμεσα στο μπλε και το πράσινο και άλλαζαν συνέχεια κάτω από το φως των κεριών. Αναρωτήθηκε τι χρώμα θα είχαν στο φως της ημέρας… ή στο ημίφως του δωματίου του, σκέφτηκε πονηρά. Ο Γουίλιαμ συνειδητοποίησε ότι η δεσποινίδα τον κοιτούσε σαν να περίμενε κάτι και τότε κατάλαβε ότι του είχε κάνει μια ερώτηση. Κι εκείνος την έγδυνε με το μυαλό του. Σύνελθε! Ο Γουίλιαμ συγκέντρωσε τις σκέψεις του και είπε: «Λυπάμαι, δεν άκουσα.» «Αναρωτιέμαι αν είναι καιρός να συστηθούμε» του απάντησε, κοιτώντας τον περίεργα. «Δεν έχουμε συστηθεί ποτέ επίσημα, κύριέ μου.» Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η μουσική ξεκίνησε, το ίδιο και ο χορός. «Φυσικά» συμφώνησε ο Γουίλιαμ, οδηγώντας την με άνεση ανάμεσα στα άλλα ζευγάρια για να πάρουν τη θέση τους. «Αν και φαίνεται ότι γνωρίζετε ήδη το όνομά μου. Επισήμως, είμαι ο Γουίλιαμ Μπρέντον, κόμης του Πέμπροουκ, στις υπηρεσίες σας.» Η δεσποινίδα χαμογέλασε ζωηρά και είπε: «Πάντως, προηγουμένως σίγουρα μου κάνατε εξυπηρέτηση, λόρδε Πέμπροουκ.» Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε κι εκείνος. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το χαμόγελο της νεαρής

ήταν μεταδοτικό. Πρέπει να είμαι προσεκτικός με αυτήν, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ, και το βλέμμα του έμεινε για περισσότερο από όσο θα έπρεπε στα ρόδινα χείλη της. «Παρεμπιπτόντως, είμαι η λαίδη Χάνα Ρόσεστερ» είπε, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση χωρίς να χάσει το βήμα της στο χορό. «Α, ναι, η κόρη του λόρδου Ρόσεστερ» υπέθεσε ο Γουίλιαμ. Αφού του έγνεψε καταφατικά, εκείνος συνέχισε. «Γνωρίζω τον πατέρα σας. Είναι καλός άνθρωπος… και πρέπει να θεωρεί τυχερό τον εαυτό του που έχει μια τόσο όμορφη κόρη» είπε και της έκλεισε το μάτι. Η Χάνα γέλασε. «Όλοι οι άντρες νομίζουν ότι μια τέτοια δήλωση γοητεύει τις γυναίκες» είπε. «Δεν μπορείτε να σκεφτείτε κάτι πιο πρωτότυπο;» «Αααα, επίθεση στην πρωτοτυπία μου» είπε ο Γουίλιαμ και σήκωσε δραματικά το χέρι του στην καρδιά του. «Θα προσπαθήσω να βρω πιο ευφάνταστους τρόπους για να σας γοητεύσω, λαίδη μου.» Τα μάτια του παιχνίδισαν όταν ξαναπήρε το χέρι της. «Και καλά θα κάνετε, κύριε!» απάντησε η Χάνα με ένα δροσερό χαμόγελο. Και για πρώτη φορά εκείνο το βράδυ ο Γουίλιαμ συνειδητοποίησε ότι πραγματικά διασκεδάζει.

Κεφάλαιο Δύο Είναι απίστευτο το τι μπορείς να μάθεις για έναν άνθρωπο κατά τη διάρκεια ενός χορού. - Δούκας του Λάνκαστερ Η Χάνα κοίταξε ερευνητικά τον άντρα που τη συνόδευε με χάρη γύρω στην πίστα του χορού. Μέσα της παραδέχτηκε ότι πάντα τον έβρισκε γοητευτικό, ακόμα και κοιτάζοντάς τον από την άλλη άκρη του δωματίου – έτσι τον έβλεπε πάντα έως τώρα. Από κοντά ο άντρας αυτός ήταν απλώς ένας κούκλος. Γύρω στο ένα μέτρο και ογδόντα πέντε εκατοστά, ο Γουίλιαμ Μπρέντον είχε φαρδύς, μυώδεις ώμους και δυνατό, σφιχτό στήθος. Το στομάχι του ήταν επίπεδο και οι μηροί του γυμνασμένοι. Η Χάνα απέστρεψε γρήγορα το βλέμμα της κοκκινίζοντας ελαφρά, για να μην την καταλάβει. Ευτυχώς, η προσοχή του ήταν στραμμένη στην άλλη άκρη της πίστας και η Χάνα βρήκε την ευκαιρία να μελετήσει το εντυπωσιακό του προφίλ. Τα μαλλιά του ήταν σκούρα και κοντοκουρεμένα. Ο λόρδος Πέμπροουκ είχε την πιο χαρακτηριστικά κλασική ομορφιά που είχε δει ποτέ της η Χάνα. Τα μάτια του, θυμήθηκε από τη σύντομη συνάντησή τους, ήταν σκούρα καστανά. Έτσι όπως τον κοιτούσε από το πλάι, πρόσεξε και τις πυκνές, μακριές βλεφαρίδες του (Χαράμι πάνε σε έναν άντρα, σκέφτηκε αναστενάζοντας). Συνέχισε την αξιολόγησή της με τη μύτη του, η οποία ήταν μακριά και ίσια σαν από έργο τέχνης και το στόμα του – η Χάνα ενστικτωδώς έγλειψε τα χείλη της: είχε χείλη γεμάτα και τέλεια σχηματισμένα. Για μια στιγμή τής κόπηκε η ανάσα και γύρισε το βλέμμα της στο δικό του... Που την κοίταζε κατάματα. Η Χάνα κατάλαβε ότι το βλέμμα του έγινε από φιλικό ερωτικό μέσα σε μια στιγμή. Προσπάθησε να ελέγξει τα συναισθήματά της. Τι είχε πάθει; Είχε ξαναχορέψει με ωραίους άντρες, ίσως όχι τόσο ωραίους όσο αυτόν, αλλά κανένας δεν την είχε κάνει να χάσει τόσο την ψυχραιμία της. Απότομα, του πέταξε: «Λόρδε Πέμπροουκ, σίγουρα είστε εξαιρετικός χορευτής, παρόλο που δεν παρευρίσκεστε συχνά σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις.» Η Χάνα έφερε αμέσως το χέρι στο στόμα της και κατακοκκίνισε, ντροπιασμένη από το απρεπές της σχόλιο. Άφηνε έτσι να εννοηθεί ότι τον είχε προσέξει και σε άλλους χορούς - τουλάχιστον είχε προσέξει τις χορευτικές του ικανότητες. Η Σάρα έλεγε συνέχεια πράγματα χωρίς να τα σκεφτεί, η Χάνα όμως ποτέ. Ω, Θεέ. Σκέφτηκε η Χάνα. Αυτός ο άνθρωπος μου ταράζει την ισορροπία. Ο Γουίλιαμ ξερόβηξε, προσπαθώντας εμφανώς να κρύψει το γέλιο που προκάλεσε το απελπισμένο της ύφος και η Χάνα ανακουφίστηκε. Η σεξουαλική ένταση που τους είχε τυλίξει και τους δύο διαλύθηκε. Τα μάτια του έλαμψαν με πονηριά καθώς της ψιθύρισε δήθεν συνωμοτικά: «Κάνω πρόβες στο γραφείο μου κάθε βράδυ με τον μπάτλερ, για να είμαι πάντα προετοιμασμένος. Ο Πίτερσον είναι εκπληκτικός χορευτής!» Τα μάτια της Χάνα άνοιξαν διάπλατα για λίγο καθώς τον φαντάστηκε να χορεύει με τον μπάτλερ του, ποτού καταλάβει ότι ήταν απλώς ένα αστείο. Με τσαχπίνικο ύφος τού έριξε ένα βλέμμα αφ’ υψηλού και είπε: «Το είχα υποψιαστεί. Εσείς οι άντρες είστε τόσο ματαιόδοξα πλάσματα.» Τα χείλη

της σχημάτισαν ένα μικρό χαμόγελο, ενώ εκείνη προσπαθούσε να διατηρήσει το σοβαρό της ύφος. Αυτή τη φορά ο Γουίλιαμ δεν προσπάθησε να κρύψει το γέλιο του, παρασύροντας μαζί του και τη Χάνα. Η ένταση είχε πια εξαφανιστεί και συνέχισαν να χορεύουν χωρίς να μιλούν. Η Χάνα έβρισκε περίεργη τη συμπεριφορά της. Κανένας άντρας δεν την είχε επηρεάσει ποτέ με τέτοιον τρόπο. Ο λόρδος Πέμπροουκ θεωρούνταν κελεπούρι στους κύκλους της καλής κοινωνίας. Ήταν κόμης και είχε κληρονομήσει μια μεγάλη περιουσία μετά το θάνατο του πατέρα του, η οποία περιουσία συνέχισε να αυξάνεται με τις δικές του επενδύσεις. Πάρα ταύτα, ήταν γνωστό πως ήταν ο πιο φανατικός εργένης. Κανένας δεν ήξερε ακριβώς για ποιο λόγο ο Γουίλιαμ ήταν τόσο αντίθετος με το θεσμό του γάμου, αλλά δεν έκρυβε το γεγονός ότι θα παντρευόταν μόνο όταν έφτανε η ώρα για να αφήσει ένα διάδοχο. Και ο Γουίλιαμ είχε πολλά χρόνια μπροστά του μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα. Οι άντρες είναι τυχεροί που μπορούν να κάνουν παιδιά ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Αλλά η Χάνα αναρωτήθηκε γιατί ένας φαινομενικά καλός και υπεύθυνος άντρας ήθελε να έχει μια τέτοια φήμη; Μάλιστα, την υποστήριζε και από μόνος του. Τον είχε δει συνοδευόμενο από μερικές δεσποινίδες, αλλά καμιά δεν ήταν της τάξης του και καμιά δεν την προόριζε για νύφη του. Απέφευγε το γάμο σαν την πανούκλα. Συγχαρητήρια, σε γοήτευσε ο λιγότερο διαθέσιμος άντρας στο Λονδίνο, σκέφτηκε με μια δόση ειρωνείας. Μετά συνειδητοποίησε ότι κάτι έπρεπε να σημαίνει αυτό. Περηφανευόταν ότι ήξερε να διαβάζει τους ανθρώπους και αυτό που έβλεπε στον Γουίλιαμ ήταν ένας καλός και ευγενικός άντρας, με όλη τη σημαία της λέξης. Ίσως ήταν μόνο φήμες. Ίσως να είχε κάποιο άλλο κρυφό μυστικό και άφησε να διαδοθεί επίτηδες στα κορίτσια της καλής κοινωνίας ότι είναι φανατικός εργένης. Και ίσως η Χάνα ήταν η κατάλληλη γυναίκα για να ανακαλύψει τι ακριβώς συνέβαινε με τον Γουίλιαμ Μπρέντον, κόμη του Πέμπροουκ. *** Ο Γουίλιαμ κοιτούσε σιωπηλά την ντάμα του. Κάτι στη λαίδη Χάνα τού τράβηξε το ενδιαφέρον και το γεγονός αυτό τον ανησύχησε. Σίγουρα δεν ήταν άτρωτος στη γοητεία των γυναικών, αυτό το καταλάβαινε, αλλά πρόσεχε πάντα τα ραντεβού του να μη ζητούσαν τίποτα παραπάνω από λίγα χρήματα ή κανένα κόσμημα. Πριν από το απρεπές της σχόλιο για τις χορευτικές του ικανότητες, ο Γουίλιαμ πρόσεξε το βλέμμα στα μάτια της. Τα μάγουλά της ήταν ροδοκόκκινα και τα μάτια της έλαμπαν με μια περίεργη λάμψη. Όταν άνοιξε απαλά τα χείλη της και πέρασε από πάνω τους τη γλώσσα της, ο Γουίλιαμ ένιωσε όλο του το κορμί να σφίγγεται. Η Χάνα τον κοιτούσε λες και ήταν το δείπνο της ή μάλλον σαν επιδόρπιο. Και, μα τω Θεώ, ο Γουίλιαμ ήταν έτοιμος να την αφήσει να δοκιμάσει λίγο. Δεν ήταν απερίσκεπτος. Ποτέ δεν είχε βγει με δύο γυναίκες ταυτόχρονα, αλλά ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για καμιά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η τελευταία του ερωμένη, μια τραγουδίστρια της όπερας που γνώρισε στα ταξίδια του στην Ιταλία, τον περίμενε αυτή τη στιγμή στη σουίτα που της είχε παραχωρήσει. Κάποια στιγμή θα έφευγε για να συνεχίσει την καριέρα της, αλλά, προς το παρόν, κάλυπτε τις ανάγκες του – και σίγουρα εκείνος κάλυπτε τις δικές της ανάγκες. Ο Γουίλιαμ μεγάλωσε μέσα σε έναν πολύ δυστυχισμένο γάμο. Φυσικά, δεν περίμενε να είναι

έτσι όλες οι οικογένειες –είχε δει τις ευτυχισμένες οικογένειες των φίλων του στις διακοπές από το σχολείο–, αλλά δεν μπορούσε να το ρισκάρει και να πέσει στην ίδια παγίδα με τους γονείς του. Ο Γουίλιαμ θυμόταν πολύ καθαρά πως, όταν ήταν αγοράκι, η μητέρα του είχε εξιστορήσει τη γνωριμία της με τον πατέρα του. Ήταν γλυκός και αγαπητός άντρας. Μάλλον πίστευε ότι ο Γουίλιαμ θα ένιωθε καλύτερα αν μάθαινε ότι ο πατέρας του δεν ήταν πάντα το καθίκι που γνώριζε. Ίσως προσπαθούσε να παρηγορήσει τον εαυτό της για το λάθος που έκανε όταν τον παντρεύτηκε. Όχι ότι είχε και άλλη επιλογή. Κανένας γονιός δε θα απέρριπτε την πρόταση ενός κόμη για το χέρι της κόρης του. Όπως και να ‘χει, πάντα τον απασχολούσε αυτή η ιστορία. Τον έτρωγε μέσα του. Ακόμα θυμόταν πώς ένιωθε όταν ο πατέρας του τον χτυπούσε και τον μείωνε. Το κάθε δωμάτιο μέσα στο σπίτι που μεγάλωσε –το σπίτι που τώρα έμενε η μητέρα του– έκρυβε δυσάρεστες αναμνήσεις. Μετά το γάμο του το σπίτι θα περνούσε σε εκείνον – ακόμα ένας εξαίσιος λόγος για να μην παντρευτεί. Ποιος ξέρει αν μετά το γάμο μεταμορφωθεί κι εκείνος σε ένα τέρας, όπως συνέβη με τον πατέρα του μέσα στο ίδιο σπίτι; Μπορεί κάποιος να τον είχε καταραστεί. Και πώς ήταν δυνατόν να μεγαλώσει παιδιά μέσα στο σπίτι αυτό; Κι όμως, ως συνεχιστής της οικογένειας, έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθήσει να φέρει στον κόσμο ένα διάδοχο. Ήταν το καθήκον του, να πάρει. Ήταν επίσης και ο μεγαλύτερος φόβος του. Με λογική σκέψη και αποφασιστικότητα, λοιπόν, και καθαρά εξανάγκης, ο Γουίλιαμ είχε σκεφτεί ένα σχέδιο. Να παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία και να αφήσει τη γυναίκα του να μεγαλώσει εκείνη τα παιδιά του, αν έκανε παιδιά. Αν απομακρυνόταν από αυτή την κατάσταση, όλοι θα ήταν πιο ευτυχισμένοι, σίγουρα και ο ίδιος. Με αυτό το σκοπό στο μυαλό του, ο Γουίλιαμ απέφευγε προσεκτικά τις σχέσεις με ελεύθερες νεαρές μέχρι να έρθει ο κατάλληλος καιρός για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Και, ώς τώρα, του είχε φανεί εύκολο. Κανένα από τα κορίτσια που του παρουσίαζε η μητέρα του δεν του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον. Έως τώρα. Η λαίδη Χάνα ήταν τελείως διαφορετική. Ήδη τον είχε αποπροσανατολίσει και στο μυαλό του γεννήθηκαν πονηρές ιδέες για αυτούς τους δύο. Αν και δε θα έπρεπε. Όταν κοίταξε στα μάτια της, θέλησε να τη φιλήσει, να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να βυθιστεί μέσα της. Αν και δε θα έπρεπε. Αυτές οι σκέψεις ήταν μόνο για την ερωμένη του. Αλλά δεν ήθελε την ερωμένη του. Όχι, αυτή την ξανθομαλλούσα αλεπουδίτσα ήθελε, που κρατούσε στα χέρια του αυτή τη στιγμή. Προσπάθησε να συγκεντρώσει το μυαλό του και περίμενε με ανυπομονησία να τελειώσει ο χορός, αλλά για διαφορετικούς λόγους απ’ ό,τι συνήθως. Κατάλαβε ότι ήταν πιο ασφαλής κουβεντιάζοντας με κάποια ανόητη νεαρή παρά με μια γυναίκα που ξυπνούσε τα πάθη του. Είχε μια διασκεδαστική περιπέτεια και σίγουρα το χάρηκε που έβαλε τον Κόλικοτ στη θέση του, αλλά σίγουρα θα απέφευγε να «διασώσει» την ίδια δεσποινίδα για δεύτερη φορά. Καθώς ο χορός έφτασε στο τέλος του, ο Γουίλιαμ συνόδεψε τη Χάνα στο τραπέζι με τα αναψυκτικά. Φτάνοντας δίπλα στο φορτωμένο τραπέζι, άκουσαν κάποιον να φωνάζει από πίσω τους. «Γουίλιαμ! Γουίλιαμ!» Αναστέναξε όταν αναγνώρισε τη φωνή της μητέρας του. Προσπάθησε να της κρυφτεί όση ώρα χόρευε με τη Χάνα. Αν τον έβλεπε να δείχνει τόσο ενδιαφέρον σε μια ελεύθερη νεαρή, θα είχε

πρόβλημα. Νόμισε ότι της είχε ξεφύγει, αλλά προφανώς είχε υποτιμήσει τις κατασκοπευτικές της ικανότητες. Με μια βαθιά ανάσα, γύρισε στη Χάνα και μουρμούρισε: «Επιτρέψτε μου να σας ζητήσω συγνώμη για αυτό που πρόκειται να συμβεί.» Και γύρισαν ταυτόχρονα να αντικρίσουν τη μητέρα του. *** Η Χάνα ήξερε καλά πώς ήταν να έχεις μια υπερβολικά ανήσυχη μητέρα που είχε μοναδικό σκοπό στη ζωή της να παντρέψει το παιδί της. Είχε περάσει το πρώτο μισό της βραδιάς αποφεύγοντας τους άντρες που ήθελε να της παρουσιάσει η μητέρα της. Αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει αυτή τη συνάντηση όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη για τον Γουίλιαμ – ούτως ή άλλως, την είχε σώσει κι εκείνος νωρίτερα. «Γουίλιαμ, καλέ μου» είπε η λαίδη Πέμπροουκ, κοιτάζοντας ανήσυχα τη Χάνα «σε είδα που χόρευες με τη λαίδη Χάνα και ήρθα να σας χαιρετήσω.» Έγνεψε στη Χάνα και συνέχισε: «Δεν το γνώριζα πως είχατε συστηθεί επίσημα.» Η Χάνα παραξενεύτηκε με την αντίδραση της λαίδης Πέμπροουκ. Δε φάνηκε ευχαριστημένη με το γεγονός ότι ο γιος της χόρευε με μια νεαρή σε ηλικία γάμου. Βέβαια, η Χάνα σκέφτηκε με ειλικρίνεια, δεν ήταν και η πιο όμορφη νεαρή της σεζόν και σίγουρα είχε την τάση να είναι πολύ ειλικρινής (κάτι που δεν ήταν και πολύ της μόδας). Παρ’ όλα αυτά, ήταν από καλή οικογένεια, με άριστη θέση στην κοινωνία και με μεγάλη προίκα. Κατά συνέπεια, η εμφανής δυσαρέσκεια της λαίδης Πέμπροουκ ήταν πολύ περίεργη – κατά τη γνώμη της. Με μια γρήγορη ματιά στο λόρδο Πέμπροουκ κατάλαβε ότι η συμπεριφορά της μητέρας του είχε φανεί ασυνήθιστη και σε εκείνον. Τουλάχιστον δεν το φαντάστηκα, σκέφτηκε και γύρισε να μιλήσει στη λαίδη. «Λαίδη Πέμπροουκ» είπε με σεβασμό «ο γιος σας με γλίτωσε από μια δύσκολη κατάσταση νωρίτερα και, κατά τη διάσωση, έκανε μόνος του τις συστάσεις. Ήταν ένας σωστός ήρωας, αν μου επιτρέπετε.» Του έστειλε ένα ακόμα χαμόγελο ευγνωμοσύνης. «Κατάλαβα.» «Μητέρα, έγιναν όλα καθώς πρέπει, σας διαβεβαιώνω» βιάστηκε να προσθέσει ο λόρδος Πέμπροουκ. «Ναι ναι, είμαι σίγουρη» συμφώνησε η λαίδη Πέμπροουκ. «Δεν περίμενα τίποτε διαφορετικό!» Σταμάτησε για μια στιγμή και μετά πρόσθεσε: «Λαίδη Χάνα, νομίζω ότι σας έψαχνε η μητέρα σας.» Η Χάνα προσπάθησε να κρύψει την έκπληξή της. Η λαίδη Πέμπροουκ προσπαθούσε να την ξεφορτωθεί; Λοιπόν, σκέφτηκε εκνευρισμένη, δε χρειάζεται δεύτερη κουβέντα. «Ευχαριστώ λαίδη Πέμπροουκ» απάντησε ψυχρά. «Θα πάω να τη βρω αμέσως.» Έστειλε ένα μπερδεμένο βλέμμα στο λόρδο Πέμπροουκ και αποσύρθηκε. «Μητέρα!» άρχισε ο Γουίλιαμ. «Αυτό ήταν μεγάλη αγένεια. Τι σου συμβαίνει;» «Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς, Γουίλιαμ.» «Σχεδόν την έδιωξες» γρύλισε.

«Ανοησίες. Απλώς της είπα ότι την ψάχνει η μητέρα της, πράγμα που είναι αλήθεια.» Η μητέρα του τον κοίταξε αγέρωχα, προκαλώντας τον να την αμφισβητήσει. «Όπως και να ‘χει, ήσουν πολύ απότομη. Δεν ανταλλάξατε ούτε δύο κουβέντες… Τώρα που το σκέφτομαι, ούτε καν τη χαιρέτησες» είπε, αφού το καλοσκέφτηκε. «Τι έγινε;» Η λαίδη Πέμπροουκ ρουθούνισε. «Τίποτα. Απλώς δεν είμαι σίγουρη ότι είναι η κατάλληλη γυναίκα για να περάσεις μαζί της το χρόνο σου.» «Τι;» είπε έκπληκτος ο Γουίλιαμ. «Η λαίδη Χάνα είναι μια γοητευτική και αξιοσέβαστη δεσποινίδα. Για ποιο λόγο την αντιπαθείς;» «Δεν είπα ότι την αντιπαθώ...» «Μητέρα» είπε προειδοποιητικά ο Γουίλιαμ. «Ω, εντάξει» αναστέναξε η Λαίδη. «Η λαίδη Χάνα είναι κάπως διανοούμενη, αν θες να ξέρεις.» Η μητέρα του έγειρε κοντά και ψιθύρισε στο αφτί του: «Έχω μάθει ότι της αρέσει να διαβάζει.» Ο Γουίλιαμ γύρισε τα μάτια του. «Ω, Θεέ, μια γυναίκα που διαβάζει!» «Οι έξυπνες γυναίκες είναι δύσκολες στο χειρισμό. Και, απ’ ό,τι άκουσα, η λαίδη Χάνα είναι πολύ έξυπνη. Σε ξέρω καλά και είμαι σίγουρη ότι δε θέλεις μια τέτοια γυναίκα στη ζωή σου. Καλύτερα να βρεις ένα κορίτσι που θα σε υπακούει σε όλα.» Η λαίδη Πέμπροουκ μιλούσε ειλικρινά, με ορθάνοιχτα μάτια. «Μητέρα, δεν έχω σκεφτεί ιδιαίτερα το τι θέλω στη ζωή μου» είπε με κουρασμένο ύφος ο Γουίλιαμ «αλλά σας διαβεβαιώνω ότι η συζήτηση που είχα με την έξυπνη κοπέλα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή από το βαρετό κουτσομπολιό που συνήθως υπομένω με τα ραντεβού που μου προτείνετε εσείς.» «Αλήθεια; Χμμμ… Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία» απάντησε η μητέρα του. «Η λαίδη Χάνα είναι σχεδόν αρραβωνιασμένη με το λόρδο Σρούσμπουρι.» «Αποκλείεται!» τινάχτηκε ο Γουίλιαμ. Θα στοιχημάτιζε τη ζωή του ακόμα ότι η Χάνα δε θα δεχόταν ποτέ μια τέτοια πρόταση. Σκεπτόμενος όμως λογικά, συνειδητοποίησε ότι, με τη νέα κοινωνική θέση του Κόλικοτ ως κόμη, ο πατέρας της δε θα είχε καμία αντίρρηση για το συνοικέσιο και μετά η Χάνα δε θα μπορούσε να το αρνηθεί. Η μητέρα του ανασήκωσε τους ώμους της, αγνοώντας τον εκνευρισμό του Γουίλιαμ. «Η μητέρα της μου είπε ότι ο λόρδος Σρούσμπουρι φλερτάρει επίμονα τη λαίδη Χάνα.» Ναι, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ, είναι πολύ επίμονος. Αν όμως ο Κόλικοτ ήταν ακόμα στο στάδιο του φλερτ, ο Γουίλιαμ ίσως να μπορούσε να κάνει κάτι για να τον σταματήσει ή τουλάχιστον να ειδοποιήσει τον πατέρα της για το χαρακτήρα του. Έπρεπε να το σκεφτεί σοβαρά. Αν δεν το σχεδίαζε σωστά, μπορεί να του έδινε την εντύπωση ότι ήθελε τη Χάνα για τον εαυτό του. Και παρότι του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, δεν είχε σκοπό να την αποκαταστήσει κιόλας. Παρ’ όλα αυτά, ανησυχούσε για την ευτυχία της. Μάλλον ήταν κατάλοιπο του ηρωισμού που επέδειξε νωρίτερα το βράδυ. Τώρα αισθανόταν κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνος για εκείνη. Να πάρει, αυτό δε με βολεύει καθόλου, σκέφτηκε. Με ένα χαμόγελο, η λαίδη Πέμπροουκ διέκοψε τις σκέψεις του. «Λοιπόν, καλέ μου, νομίζω πως θα πάω να μιλήσω στη λαίδη Λάνκαστερ εκεί πέρα. Θέλεις να με συνοδέψεις;» «Όχι, όχι, μητέρα, πηγαίνετε εσείς» βιάστηκε να απαντήσει ο Γουίλιαμ, μη θέλοντας να υποβληθεί σε ανάκριση από την υπέροχη λαίδη Λάνκαστερ. «Είδα τον Λίτσφιλντ νωρίτερα και θέλω να τον βρω ξανά.»

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Γουίλιαμ άφησε τη μητέρα του και σε λίγο σταμάτησε να ψάχνει και για το φίλο του. Τώρα πια το πάρτι είχε λιγότερο ενδιαφέρον, ακόμα και από τη στιγμή που έφτασε εκεί. Και αντιμετώπιζε επίσης και τον κίνδυνο να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κέιλεμπ Κόλικοτ ή, ακόμα χειρότερα, με την όμορφη λαίδη Χάνα...

Κεφάλαιο Τρία Η ευκαιρία σε συνδυασμό με το ένστικτο είναι η συνταγή της επιτυχίας. - Δούκας του Λάνκαστερ Το επόμενο πρωινό η Χάνα ήταν καθισμένη στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού της και προσπαθούσε μάταια να συγκεντρωθεί στο κέντημά της. Δεν είχε κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ. Όλη τη νύχτα έβλεπε όνειρα... τα περισσότερα με το λόρδο Πέμπροουκ. Τον Γουίλιαμ, σκέφτηκε. Από τη συνάντησή τους την προηγούμενη νύχτα μόνο αυτόν σκεφτόταν. Ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που η μητέρα της την τράβηξε σε μιαν άκρη και της είπε αυστηρά ότι ο Γουίλιαμ Μπρέντον δεν ήταν ο κατάλληλος άντρας για εκείνη. Αυτό της προκάλεσε μεγάλη απορία. Η μητέρα της ποτέ δεν της είχε απαγορεύσει να κάνει παρέα με κάποιον διαθέσιμο εργένη. Αλλά ήταν όμως απόλυτη όταν της είπε ότι ο λόρδος Πέμπροουκ δε σκόπευε να παντρευτεί σύντομα και, όταν το έκανε, δε θα έψαχνε για την κατάλληλη γυναίκα. Ήθελε απλώς μια ανόητη νεαρή για να γεννήσει το διάδοχό του και μετά θα περνούσε ήσυχα το υπόλοιπο της ζωής του. Η Χάνα δεν ήθελε να την πιστέψει. Όντως, είχε ακούσει τις ίδιες ιστορίες για το λόρδο Πέμπροουκ, ότι αρνούνταν σταθερά να παντρευτεί και, όταν τελικά θα το έκανε, θα ήταν καθαρά για να αποκτήσει διάδοχο και μόνο. Αλλά μετά τον γνώρισε και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του... Η Χάνα δεν μπορούσε να συνδυάσει αυτά που είχε ακούσει με αυτό που είδε μπροστά της. Και με αυτό που ένιωθε. Αυτό ήταν το ταλέντο της –να διαβάζει τους ανθρώπους–, και αυτό που διάβασε στον Γουίλιαμ δεν ήταν αυτό που πίστευαν όλοι για εκείνον. Ήταν ένας εμφανώς έξυπνος άντρας που εκτιμούσε την αίσθηση του χιούμορ. Είχε απολαύσει τη συζήτησή τους χτες το βράδυ. Και σίγουρα ένας άντρας που σώζει μια δεσποινίδα από μια δύσκολη κατάσταση είναι έντιμος. Ένας τέτοιος έντιμος άντρας σίγουρα δε θα άφηνε μια γυναίκα μόνη της σε ένα γάμο χωρίς αγάπη. Οι σκέψεις της Χάνα διακόπηκαν από ένα σιγανό «χμμμ» που ήρθε από την πόρτα της βεράντας. Γύρισε και είδε τον Γκρόβλεϊ, τον μπάτλερ τους, να στέκεται εκεί. «Ορίστε, Γκρόβλεϊ;» «Η Σάρα Ζάρντιν είναι εδώ για να σας δει, δεσποινίς» την πληροφόρησε ο Γκρόβλεϊ. «Ω, ναι, σε παρακαλώ, πες της να περάσει» είπε χαρούμενη η Χάνα. Η Σάρα ήταν η πιο καλή της φίλη και σίγουρα χρειαζόταν τη συμβουλή της αυτή τη στιγμή. Η Σάρα θα της έδινε μια δεύτερη γνώμη. Ο Γκρόβλεϊ έγνεψε και γύρισε πίσω στο χολ, κάνοντας νόημα σε κάποιον που δεν έβλεπε η Χάνα. Λίγο μετά η ψηλή, κομψή νεαρή μπήκε μέσα. «Ευχαριστώ, Γκρόβλεϊ» είπε ευγενικά η Σάρα κάνοντας μια υπερβολική φιγούρα. Κουτούλησε πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι και παραλίγο να ρίξει ένα βάζο αντίκα με τις αγαπημένες παιωνίες της λαίδης Ρόσεστερ. Κοκκινίζοντας ελαφρά, πέρασε δίπλα από το τραπεζάκι και έκατσε στον καναπέ δίπλα στη φίλη της. Η Χάνα κρατήθηκε για να μη γελάσει. Η Σάρα όλη την ώρα σκόνταφτε, παραπατούσε και έριχνε

κάτω πράγματα. Ήταν πιο ψηλή από τις περισσότερες γυναίκες και μάλλον δεν είχε μάθει ακόμα πώς να χρησιμοποιεί σωστά τα χέρια της. Παρά την έλλειψη χάρης, είχε τη μεγαλύτερη καρδιά σε όλο το Λονδίνο. Επιπλέον, ήταν πάντα ειλικρινής –υπερβολικά ειλικρινής– με τη Χάνα. Για να λέμε την αλήθεια, ήταν ειλικρινής με τον οποιονδήποτε. «Λοιπόν, Χάνα» ξεκίνησε η Σάρα χωρίς πρόλογο «πού εξαφανίστηκες χτες έτσι βιαστικά; Πέρασες δίπλα από τη Χόουπ και εμένα χωρίς καν να μας χαιρετήσεις.» «Σε χαιρετώ τώρα. Εσύ καλά είσαι;» απάντησε η Χάνα γυρνώντας τα μάτια της. «Μην αποφεύγεις την ερώτησή μου» είπε η Σάρα. «Λοιπόν, αφού θέλεις να μάθεις...» «Ξέρεις ότι το θέλω.» Με αγανακτισμένο ύφος, η Χάνα είπε: «Προσπάθησα να μιλήσω στον Ντέιβιντ και τον Αλεξάντερ προτού αποσυρθούν για να παίξουν χαρτιά. Οι Τσάταμ σίγουρα είχαν οργανώσει κάπου παιχνίδι.» «Ναι, έγινε μαζική αναχώρηση κυρίων για τη βιβλιοθήκη των Τσάταμ μόλις ξεκίνησε ο χορός» συμφώνησε η Σάρα. «Οπότε, καταλαβαίνεις γιατί βιαζόμουν.» «Και;» ρώτησε η Σάρα. «Τι είχαν να πουν;» «Αυτό είναι το πρόβλημα» είπε συνοφρυωμένη. «Ο Σάιμον Τρούμπουλ εμφανίστηκε και τους πήρε μαζί του προτού προλάβουν να πουν τίποτα. Αλλά κάτι σκαρώνουν. Είμαι σίγουρη.» «Ο Σάιμον Τρούμπουλ, ε;» είπε σκεπτική η Σάρα. «Φαντάζομαι πως η Ρόουζ θα ήθελε να μάθει αν ο αρραβωνιαστικός της είναι μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία.» Η Χάνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ξέρω ότι πρέπει να πας με τη Ρόουζ στη λαίδη Λάνκαστερ σήμερα το απόγευμα και θέλω κι εγώ να μιλήσω στη δούκισσα για τα γεγονότα της χτεσινής βραδιάς» είπε η Χάνα, σκεπτόμενη δυνατά. «Μπορούμε να σταματήσουμε στο σπίτι της Ρόουζ και, αν είναι ελεύθερη, να περπατήσουμε μαζί. Το σπίτι της είναι στο δρόμο για τη δούκισσα. Επιπλέον, θα ήθελα να μάθω τη γνώμη σας για κάτι άλλο» είπε η Χάνα κοκκινίζοντας. «Ναι;» είπε η Σάρα. «Ναι, αλλά περίμενε να βρούμε πρώτα τη Ρόουζ» βιάστηκε να πει η Χάνα. «Για να μην τα λέω δυο φορές.» Η Σάρα κοίταξε τη Χάνα με απορία, αλλά έγνεψε και σηκώθηκε βάζοντας το χέρι στον καναπέ για να στηριχτεί. Αμέσως τινάχτηκε πάνω με μια κραυγή. Με το άλλο χέρι, τράβηξε από την παλάμη της τη βελόνα από το παρατημένο κέντημα της Χάνα. Η Χάνα κούνησε το κεφάλι της και σηκώθηκε για να τη βοηθήσει, χωρίς να προκαλέσει άλλο ατύχημα. Αφού σηκώθηκαν με επιτυχία, οι δύο κοπέλες έβαλαν τις ζεστές τους κάπες, πήραν τα τσαντάκια τους και τις γκουβερνάντες τους και κατευθύνθηκαν προς το σπίτι της Ρόουζ. Η βόλτα τους ήταν σύντομη. Η καλή κοινωνία του Λονδίνου διέμενε στη συνοικία Μέιφερ και, αν ο καιρός ήταν καλός και το βήμα ζωηρό, μπορούσες να πας παντού με τα πόδια μέσα σε μισή ώρα. Η Ρόουζ έμενε στη γωνία δίπλα από το σπίτι της Χάνα και η λαίδη Λάνκαστερ δύο δρόμους μετά τη Ρόουζ, στην Πλατεία του Κυβερνήτη.

Αυτός ο χειμώνας ήταν πολύ κρύος. Ο Τάμεσης είχε ήδη παγώσει και όλοι μιλούσαν για τη Γιορτή του Πάγου που έγινε πριν από δύο εβδομάδες στις παγωμένες του όχθες. Η σύντομη αυτή βόλτα ήταν αρκετή για να παγώσει τη μύτη και τα δάχτυλα οποιουδήποτε. Η Σάρα γκρίνιαζε σε όλη τη διαδρομή. Ο πάγος δεν ήταν φίλος της. Έπεσε μια φορά και γλίστρησε άλλες δύο και τώρα κρατιόταν από τη Χάνα για να μην ξαναπέσει. Η Χάνα απολάμβανε τον κρύο, αναζωογονητικό αέρα. Ξυπνούσε τις αισθήσεις της και την έκανε να ονειρεύεται μια κούπα ζεστή σοκολάτα – το αγαπημένο της ρόφημα κάθε εποχή, αλλά με το κρύο ήταν πάντα πιο απολαυστικό. Ήλπισε ότι η λαίδη Λάνκαστερ θα είχε έτοιμη την κανάτα για την άφιξή τους. Αφού συνάντησαν τη Ρόουζ, η οποία χάρηκε για τη συντροφιά τους, κατευθύνθηκαν για το σπίτι της χήρας δούκισσας. Όσο περπατούσαν, η Χάνα, δήθεν αδιάφορη, ρώτησε τις φίλες της για το λόρδο Πέμπροουκ. Οι απαντήσεις τους δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντικές. «Ο λόρδος Πέμπροουκ;» ξέσπασε η Σάρα. «Αυτός ο άσωτος; Δε φαντάζομαι να σε ενδιαφέρει ο λόρδος Πέμπροουκ.» «Όχι, φυσικά» απάντησε γρήγορα η Χάνα. «Χτες το βράδυ όμως μου φέρθηκε πολύ ευγενικά και κέντρισε την περιέργειά μου. Η μητέρα μού είπε για την αποστροφή που νιώθει για το γάμο...» «Είναι περισσότερο από αποστροφή, Χάνα» είπε η Ρόουζ. «Είναι καθαρά αντίθετος με το θεσμό.» Η Σάρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ναι, αλλά γιατί; Μήπως ξέρει κανείς;» «Προς τι το ενδιαφέρον, Χάνα;» ρώτησε και πάλι η Σάρα. «Πόσο ευγενικά σου φέρθηκε πια;» «Με γλίτωσε από ένα χορό με το λόρδο Σρούσμπουρι, ζητώντας μου ο ίδιος να χορέψουμε» είπε η Χάνα ονειροπόλα. Η Ρόουζ και η Σάρα αντάλλαξαν συνωμοτικές ματιές. Μετά η Ρόουζ ανασήκωσε τους ώμους της και είπε: «Δε θα έδινα και πολλή σημασία στο γεγονός ότι σου ζήτησε να χορέψετε, Χάνα. Δε σήμαινε τίποτα. Μάλλον ήθελε να πικάρει το λόρδο Σρούσμπουρι. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει αγάπη ανάμεσά τους.» Η Χάνα το γνώριζε. Κανένας από τους δύο δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει τα αισθήματά του για τον άλλο. Και η Χάνα ήταν σίγουρη ότι η μεταξύ τους αντιπάθεια ήταν αυτό που έσπρωξε το λόρδο Πέμπροουκ να της ζητήσει να χορέψουν. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν το απόλαυσε κιόλας, έτσι δεν είναι; Χαμένη στις σκέψεις της, η Χάνα δεν είπε τίποτ’ άλλο μέχρι να φτάσουν στης λαίδης Λάνκαστερ. Πέρασαν μέσα και κάθισαν πάλι στο χαριτωμένο Μπλε Σαλόνι. Η Χάνα τις ενημέρωσε όλες για τη συζήτηση που είχε με τον αδερφό της και τους φίλους του. Δεν ανέφερε καθόλου το λόρδο Πέμπροουκ και έλπισε να μην το κάνουν ούτε οι φίλες της. «Ενδιαφέρον» είπε η Λαίδη Λάνκαστερ πίνοντας τη σοκολάτα της. «Η παρουσία του κυρίου Τρούμπουλ αλλάζει τα δεδομένα.» «Τι εννοείτε, λαίδη Λάνκαστερ;» ρώτησε η Ρόουζ. «Σίγουρα είναι μπλεγμένοι και οι τρεις τους.» «Λοιπόν, ο κύριος Τρούμπουλ είναι ο πιο έξυπνος και αποφασιστικός» είπε η λαίδη Λάνκαστερ. «Χωρίς παρεξήγηση για τον αδερφό σου, Χάνα.»

«Καμιά παρεξήγηση» ρουθούνισε η Σάρα. Ήξερε ότι ο αδερφός της είχε μυαλό στο κεφάλι του, απλώς εκείνος δεν το είχε ανακαλύψει ακόμα. «Είμαι σίγουρη ότι αυτό που σκαρώνουν ήταν ιδέα του κυρίου Τρούμπουλ» είπε η λαίδη Λάνκαστερ. «Αυτό είναι ένα πρόβλημα, μια και δεν έχουμε κανέναν τρόπο να τον ελέγξουμε.» «Ε, η Ρόουζ είναι αρραβωνιαστικιά του» τόνισε η Σάρα. Η Ρόουζ έβαλε τα γέλια. «Μπορεί να παντρευτούμε μια μέρα, αλλά δε φαίνεται να θέλει να ασχοληθεί και πολύ μαζί μου. Δεν μπορώ να σας βοηθήσω σε αυτό τον τομέα.» «Δυστυχώς, η Ρόουζ έχει δίκιο» συμφώνησε η λαίδη Λάνκαστερ, κοιτώντας συμπονετικά τη Ρόουζ. «Οπότε, ένα πράγμα μας μένει να κάνουμε.» Έγειρε κοντά στα κορίτσια. «Πρέπει να φέρουμε βοήθεια.» Κάθισε πίσω στην καρέκλα της και χτύπησε τα χέρια της. «Χάνα» συνέχισε «πρέπει να πλησιάσεις το λόρδο Πέμπροουκ. Αν πιέσεις εσύ τον αδερφό σου κι αυτός πιέσει το δικό του… Ναι, μόνο έτσι θα λύσουμε το μικρό μας μυστήριο!» Η Χάνα εξεπλάγη που η λαίδη ανέφερε το μόνο άντρα που ήθελε να κρατήσει έξω από τη συζήτηση. Το σχέδιό της όμως ήταν καλό. «Λοιπόν, υποθέτω... σίγουρα θα μας προσφέρει πολύτιμη βοήθεια. Αν καταφέρω να τον πείσω για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο Αλεξάντερ είναι αδερφός του, όπως ο Ντέιβιντ είναι δικός μου. Πρέπει να κατανοήσει τον κίνδυνο που ίσως αντιμετωπίζουν.» Σταμάτησε ένα λεπτό για να συλλογιστεί τις πιθανότητες. Θα ήταν καλό να έχει τη βοήθεια τον Γουίλιαμ σε αυτό. Όχι μόνο θα είχε πρόσβαση και πληροφορίες από μέρη που η Χάνα δεν μπορούσε να πλησιάσει (και τη σωματική δύναμη για να απειλήσει τους αδερφούς τους) αλλά θα μπορούσε να λύσει και τη δική της απορία, το λόγο για τον οποίο έδειχνε τέτοια απέχθεια για το γάμο. Ναι, σκέφτηκε, αυτό ακριβώς θα κάνω. «Με την πρώτη ευκαιρία θα προσπαθήσω να ζητήσω τη βοήθεια του λόρδου Πέμπροουκ.» Γνέφοντας με ικανοποίηση, χαμογέλασε σε όλες τις παρευρισκόμενες. Χάρηκε τόσο με την τροπή που πήρε η αποστολή της που δεν πρόσεξε το εξίσου ικανοποιημένο ύφος της λαίδης, ούτε και τα ανασηκωμένα φρύδια των φιλενάδων της. Λίγο αργότερα, ο μπάτλερ της λαίδης Λάνκαστερ εμφανίστηκε με την Έμιλι και τη Χόουπ στο πλάι του. «Η λαίδη Έμιλι και η μις Στούκλεϊ, λαίδη μου.» «Ω, ναι. Πολύ ωραία» είπε ζωηρά η λαίδη Λάνκαστερ με σοβαρό ύφος. «Τώρα που είστε όλες εδώ θα συζητήσουμε τη σημερινή αποστολή.» Έβαλε ένα χαρτί με μια λίστα με δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Η λαίδη Λάνκαστερ άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει στις κοπέλες, αλλά ξαφνικά γύρισε στη Χάνα. «Θέλεις να μείνεις για να μας βοηθήσεις με τη συλλογή ρούχων στη σοφίτα, χρυσή μου;» Προφανώς, η λαίδη είχε αναθέσει στις άλλες κοπέλες να μαζέψουν ρούχα για τους φτωχούς. Η λαίδη, προσπαθώντας να χτυπήσει δύο τρυγόνια με ένα σμπάρο, το είδε ως ευκαιρία να τακτοποιήσει και τη σοφίτα της. Ήταν καλός σκοπός –η φιλανθρωπία, άλλωστε, ξεκινά από το κάθε σπίτι–, αλλά, αφού η Χάνα είχε άλλη αποστολή, δε χρειαζόταν να αποδεχτεί την πρόσκληση. Οι φίλες της την κοίταξαν με ικετευτικό ύφος όταν σηκώθηκε και ψέλλισε: «Ω, όχι, λαίδη μου. Μάλλον θα πάω να σκεφτώ ένα... σχέδιο, ναι, ένα σχέδιο, για να αντιμετωπίσω το θέμα του αδερφού μου με τον Γουίλ- – εεεε, το λόρδο Πέμπροουκ.» Τις αποχαιρέτισε με ένα φωτεινό χαμόγελο και έφυγε γοργά, νιώθοντας ελάχιστα ένοχη που άφησε τις φίλες της. Όπως και να το κάνουμε, είχε ένα μυστήριο να λύσει.

*** Ο Γουίλιαμ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στα λογιστικά βιβλία που είχε μπροστά του. Ήθελε να ελέγξει τους λογαριασμούς του, αλλά από το πρωί δεν είχε να παρουσιάσει καμιά πρόοδο. Τελικά τα παράτησε, τεντώθηκε και, καταπίνοντας ένα χασμουρητό, σηκώθηκε για να περπατήσει. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο και αναρωτήθηκε γιατί ήταν τόσο αφηρημένος. Σίγουρα δεν είχε κοιμηθεί καλά χτες το βράδυ. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του μια συγκεκριμένη νεαρή κυρία. Από τη μια, προσπαθούσε να σκεφτεί έναν τρόπο για να γλιτώσει τη Χάνα από το γάμο με τον Κόλικοτ και, από την άλλη, είχε ερωτικές φαντασιώσεις με τη Χάνα να τον... ευχαριστεί που την έσωσε από τη δύσκολη θέση. Εικόνες του ροδοκόκκινου προσώπου της, των πλούσιων βλεφαρίδων της και των χειλιών για φίλημα πετούσαν ανεξέλεγκτες στο μυαλό του. Η νύχτα ήταν μακριά και ανήσυχη. Από τη στιγμή που άφησε το πάρτι, το μυαλό του ήταν στη Χάνα. Σκόπευε να επισκεφθεί την ερωμένη του χτες το βράδυ, αλλά καθώς έφτασε στην είσοδο του κτιρίου της, η επιθυμία του να δει την Ιταλίδα καλλονή χάθηκε. Η επιθυμία του είχε στραφεί προς άλλη κατεύθυνση. Μια κατεύθυνση που τον ενοχλούσε τρομερά. Γελώντας, ο Γουίλιαμ έτριψε το κουρασμένο του πρόσωπο. Αυτό είναι γελοίο, σκέφτηκε. Πώς ήταν δυνατόν μια γυναίκα να τον αναστατώσει ψυχικά τόσο γρήγορα; Πέρασε μαζί της μόλις λίγα λεπτά χτες το βράδυ, κι όμως, δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του! Θυμόταν όμως την εξυπνάδα και την ευστροφία της, σχεδόν άκουγε το γέλιο της, μύριζε το μοναδικό άρωμά της – καθαρό σαπούνι με μια νότα από γαρδένια. Να πάρει, έβλεπε το πρόσωπό της σε κάθε γυναίκα. Στην πραγματικότητα, η νεαρή που περνούσε κάτω από το παράθυρό του αυτή ακριβώς τη στιγμή τής έμοιαζε… Ο Γουίλιαμ κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε ξανά. Αυτή η νεαρή ήταν η Χάνα! Δίχως να το σκεφτεί, ο Γουίλιαμ άρπαξε το παλτό του και έτρεξε στην πόρτα. Της χαμογέλασε καθώς κατέβηκε τα σκαλιά της εισόδου του και ένιωσε την καρδιά του να αναστατώνεται. Ήταν στ’ αλήθεια όμορφη. «Καλησπέρα σας, λαίδη Χάνα» είπε. «Τι ευχάριστη έκπληξη!» «Λόρδε Πέμπροουκ» απάντησε η Χάνα, έκπληκτη από την αναπάντεχη εμφάνισή του. «Δεν είχα ιδέα ότι αυτό είναι το σπίτι σας. Νόμιζα ότι μένατε στο Πέμπροουκ Χολ.» «Η μητέρα μου μένει εκεί. Δεν υπήρχε λόγος να τη βγάλω από το σπίτι της, αφού είμαι τόσο άνετα εδώ.» «Μέχρι να παντρευτείτε, ασφαλώς» συμφώνησε η Χάνα. Ο Γουίλιαμ, νιώθοντας εμφανώς άβολα με το θέμα του γάμου και την αναφορά στο Πέμπροουκ Χολ, δεν είπε τίποτα. Και περπάτησαν για λίγο στη σιωπή. «Πού πηγαίνετε, κύριε;» ρώτησε, επιτέλους, η Χάνα. «Εγώ προσωπικά σκοπεύω να βρω ένα όμορφο σημείο στο πάρκο για να διαβάσω το βιβλίο μου» είπε, σηκώνοντας ένα ταλαιπωρημένο αντίτυπο του Σοφοκλή. «Οιδίπους Τύραννος;» Ο Γουίλιαμ εξεπλάγη. Η μητέρα του είχε αναφέρει ότι στη Χάνα άρεσε να διαβάζει, αλλά την είχε φανταστεί με ρομαντικές νουβέλες, ποίηση, ίσως και κάνα έργο του Σέξπιρ. Σε καμία περίπτωση δεν την είχε φανταστεί να διαβάζει αρχαίους συγγραφείς. «Ναι, τα έργα του είναι από τα αγαπημένα μου.»

«Κι εμένα μου άρεσαν στο πανεπιστήμιο. Πού βρήκατε το βιβλίο; Δεν περίμενα να είναι διαθέσιμο για τις γυναίκες.» Τα μάτια της Χάνα μισόκλεισαν, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει το βαθύτερο νόημα στο σχόλιό του. Ειλικρινά, ο Γουίλιαμ απλώς ήθελε να μάθει πού βρήκε το αντίτυπο του βιβλίου αυτού. Δεν το πωλούσαν στα γυναικεία βιβλιοπωλεία. «Ο πατέρας μου το αγόρασε. Μου φέρνει συχνά βιβλία και έργα, όταν βρει κάτι που δεν έχω διαβάσει ή κάτι που πιστεύει ότι θα μου αρέσει.» Ο Γουίλιαμ το θεώρησε ενδιαφέρον. Πολλοί άντρες της γενιάς του δε θεωρούσαν απαραίτητη τη μόρφωση για τις γυναίκες, ούτε και τους επέτρεπαν να διαβάζουν για ορισμένα θέματα ή ορισμένους συγγραφείς. Προσωπικά, ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η κοινωνία φοβόταν τη μόρφωση των γυναικών. Ίσως γιατί έτσι οι γυναίκες θα ανακάλυπταν ότι είναι τόσο έξυπνες όσο και οι άντρες. Κατ’ εμέ , σκέφτηκε ο Γουίλιαμ, μια έξυπνη και διαβασμένη γυναίκα είναι σαν μια πνοή δροσερού αέρα, αν κρίνω από τη Χάνα. «Η καλή γνώμη που είχα για τον πατέρα σας έγινε ακόμα καλύτερη» είπε με ειλικρίνεια. Η Χάνα τού χάρισε ένα ευχαριστημένο χαμόγελο. Με ζωηρό βήμα, η Χάνα επανέλαβε την ερώτησή της. «Δε μου είπατε πού πηγαίνετε τελικά.» «Ναι, όντως» είπε ο Γουίλιαμ. «Κι εγώ σκόπευα να πάω στο πάρκο. Είναι σπάνιο φαινόμενο ο ήλιος το Φεβρουάριο, ειδικά αυτό το χειμώνα. Μου επιτρέπετε να σας συνοδέψω;» «Φυσικά.» Και οι δυο τους κατευθύνθηκαν πλάι πλάι στο Χάιντ Παρκ, με την γκουβερνάντα της Χάνα να τους ακολουθεί μερικά βήματα πίσω. Η μέρα ήταν ξαφνικά πιο φωτεινή, πιο χαρούμενη και πιο ζεστή για τον Γουίλιαμ. Μη θέλοντας να παραδεχτεί ότι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στον καιρό, ο Γουίλιαμ απόλαυσε την αναπάντεχη τροπή των γεγονότων. Στ’ αλήθεια, ήταν εκπληκτική μέρα για βόλτα στο πάρκο.

Κεφάλαιο Τέσσερα Κράτα τα αφτιά σου ανοιχτά και τα μάτια σου ορθάνοιχτα. - Δούκας του Λάνκαστερ Η Χάνα ρίσκαρε μια γρήγορη ματιά στον άντρα που καθόταν δεξιά της. Κοιτούσε μπροστά, σαν ένας σωστός τζέντλεμαν με καμία έγνοια σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Χάνα γύρισε κι εκείνη το βλέμμα της μπροστά και το μέτωπό της συνοφρυώθηκε από ανησυχία. Γιατί σήμαινε τόσο πολλά η γνώμη αυτού του ανθρώπου για εκείνη; Ένα μικρό κομπλιμέντο και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, κάνοντάς τη να πετά στα ουράνια. Αναρωτήθηκε αν έτσι ήταν ο έρωτας. Φυσικά και όχι, μάλωσε τον εαυτό της. Μόλις που είχαν γνωριστεί. Και με το λόρδο Πέμπροουκ; Με έναν άντρα που είχε δηλώσει επανειλημμένα ότι δε θέλει να παντρευτεί; Ναι, όντως, της είχε δείξει σημάδια ότι δεν ήταν σαν τους άλλους άντρες. Τη δέχτηκε όπως ήταν, όχι σαν κάποια ανόητη, επιφανειακή γυναικούλα. Γιατί όμως είχαν ξεκινήσει όλες αυτές οι φήμες; Εκείνος έψαχνε μια αφελή νεαρά για να του χαρίσει ένα διάδοχο και μετά σκόπευε να την αφήσει στην ησυχία της. Και μια απλή, αφελής νεαρά δε θα είχε καμία αντίρρηση να μείνει μόνη της σε ένα μεγάλο, εντυπωσιακό σπίτι, με απεριόριστο χαρτζιλίκι για ξόδεμα – ευτυχισμένη με το μωρό της, το κέντημά της και τον κοινωνικό της τίτλο. Η Χάνα ήξερε ότι δε θα ήταν ποτέ ευτυχισμένη σε έναν τέτοιο γάμο. Ήθελε μια αληθινή και ισότιμη σχέση. Δε θα συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο από την αληθινή αγάπη και το σεβασμό, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έμενε μόνη της για πάντα. Όχι, δεν ερωτεύομαι το λόρδο Πέμπροουκ, σκέφτηκε η Χάνα με ανακούφιση. Δε θα το κάνω. «Φαίνεται ότι σκέφτεστε κάτι πολύ σοβαρό, λαίδη Χάνα» είπε ο Γουίλιαμ, διακόπτοντας την ονειροπόλησή της. Η Χάνα τίναξε το κεφάλι της επάνω και είδε το λόρδο Πέμπροουκ να την κοιτά. «Ω, ναι, κάτι… σκεφτόμουν.» Σταμάτησε, προσπαθώντας γρήγορα να βρει μια εξήγηση για τη βαθιά της αυτοσυγκέντρωση. «Μια πράξη που εγκρίνω απολύτως» απάντησε ο Γουίλιαμ με ένα σοβαρό νεύμα. «Και τι ακριβώς σκέφτεστε; Οι σκέψεις των γυναικών πάντα μου προκαλούν την περιέργεια. Δεν έχω ακούσει ποτέ καμία.» Η Χάνα κοίταξε αυστηρά το λόρδο Πέμπροουκ. Ήταν όντως περίεργος ή μήπως την πείραζε; Ήταν αδύνατον να τον διαβάσει, κάτι που την εκνεύριζε τρομερά. Αυτό ήταν και το ταλέντο της, έτσι δεν είναι; Ανίκανη να κρατηθεί, ρώτησε: «Τι εννοείτε με αυτό, κύριε;» Ο Λόρδος την κοίταξε έκπληκτος. «Αυτό ακριβώς που είπα, λαίδη Χάνα. Θα ήθελα να μάθω τι έχετε στο όμορφο κεφαλάκι σας.» Η Χάνα κοκκίνισε και απέφυγε την ερώτηση με ένα απαλό: «Ω, δε νομίζω να το βρίσκατε ενδιαφέρον.» «Είμαι σίγουρος για το αντίθετο, λαίδη μου» απάντησε ο Γουίλιαμ, κοιτάζοντας βαθιά στα μάτια της. Η Χάνα σχεδόν ζαλίστηκε από το έντονο βλέμμα του. Τι της έκανε επιτέλους αυτός ο άντρας; Η

Χάνα δε ζαλιζόταν… ποτέ. Από τη μία, μάλωνε τον εαυτό της που απάντησε σαν ανόητη γυναικούλα για τις σκέψεις της που δε θα τον ενδιέφεραν και ήθελε να χαζογελάσει σαν καμιά κοπελίτσα στον πρώτο της χορό. Ο άντρας που περπατούσε ήρεμα δίπλα της την έκανε να νιώθει περίεργα. Η Χάνα επέλεξε να τον αγνοήσει και η σιωπή τούς τύλιξε και πάλι. Σε λίγη ώρα έφτασαν στο πάρκο. Είχε πολύ κόσμο εξαιτίας του καλού καιρού, για τον οποίο είχε μιλήσει νωρίτερα ο Γουίλιαμ. Σαν να ήταν συνεννοημένοι, η Χάνα και ο Γουίλιαμ γύρισαν και οι δύο προς την άλλη άκρη του πάρκου. Η περιοχή δεν ήταν και τόσο δημοφιλής και συνήθως η καλή κοινωνία δεν πήγαινε από κει. Ούτως ή άλλως, ο σκοπός της επίσκεψης στο πάρκο ήταν να κάνουν επίδειξη και να φανούν. Αφού περπάτησαν λίγα λεπτά χωρίς να μιλούν, έφτασαν στον προορισμό τους και η Χάνα άξαφνα θυμήθηκε την αποστολή της. Σταμάτησε, γύρισε προς τον Γουίλιαμ και ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. «Λόρδε Πέμπροουκ» είπε ζωηρά. «Παρακαλώ, να με λέτε Γουίλιαμ.» Και πάλι την κοίταζε με αυτό το ύφος που την έκανε να λιώνει. Κοκκινίζοντας ελαφρά, η Χάνα επανέλαβε το όνομά του σιγανά, σαν να το δοκίμαζε. «Γουίλιαμ...» Ένιωσε ωραία που το είπε δυνατά. Τόσο ωραία που άφησε στην άκρη όλες τις αμφιβολίες που την τυραννούσαν τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά. «Τότε να με λέτε κι εσείς Χάνα» είπε και χάθηκε μέσα στα σοκολατένια του μάτια. Ο Γουίλιαμ έγνεψε, αλλά δεν είπε τίποτα. Στεκόταν λίγα εκατοστά μακριά της και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο δικό της. Η Χάνα ένιωσε τη θέρμη του κορμιού του, ένιωσε την αναπάντεχη ανάγκη να την αγγίξει αυτός ο άντρας. Σαν να διάβασε το μυαλό της, ο Γουίλιαμ σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά το πρόσωπό της. Η Χάνα έμεινε να τον κοιτά μαγεμένη. Χωρίς να το σκεφτεί, ανασήκωσε το κεφάλι της για να απολαύσει το χάδι. Το σώμα της αντιδρούσε περίεργα στο άγγιγμά του – φαντάστηκε πως η καρδιά της θα πεταχτεί έξω από το στήθος της. Έγλειψε νευρικά τα χείλη της και είδε το βλέμμα του Γουίλιαμ να χαμηλώνει στο στόμα της. Θα τη φιλούσε άραγε; Εδώ, στο πάρκο; Τι θα πει η μητέρα μου; σκέφτηκε η Χάνα με τύψεις. Η μητέρα της θα απογοητευόταν οικτρά αν έβλεπε την κόρη της στην αγκαλιά ενός αγνώστου, για τον οποίο την είχε προειδοποιήσει κιόλας. Αλλά η Χάνα δε νοιαζόταν πια. Ασυνείδητα, πλησίασε ακόμα περισσότερο το λόρδο. Εκείνη τη στιγμή άκουσαν το γέλιο των παιδιών και μια κόκκινη μπάλα –σαν κι αυτή που χρησιμοποιούν στα «Μήλα»– πέταξε πάνω από ένα διπλανό θάμνο και προσγειώθηκε απαλά στα πόδια τους. Η βαμμένη ξύλινη μπάλα σχεδόν έλαμπε σε αντίθεση με το λευκό στρώμα του χιονιού που κάλυπτε το έδαφος. Η μαγεία χάθηκε. Η Χάνα γέλασε ελαφρά και έκανε ένα βήμα πίσω. Έσκυψε για να πάρει τη μπάλα, κουτουλώντας με τον Γουίλιαμ, ο οποίος πήγε να κάνει το ίδιο πράγμα. «Άουτς!» φώναξε η Χάνα, τρίβοντας το κεφάλι της. Κοίταξε την έκπληκτη έκφραση του Γουίλιαμ και άρχισε να γελά ζωηρά. Ο Γουίλιαμ κρατούσε την μπάλα με το ένα χέρι και το κεφάλι του με το άλλο, αλλά έβαλε κι εκείνος τα γέλια. Σύντομα, οι δυο τους γελούσαν τόσο πολύ που μετά βίας μπορούσαν να σταθούν όρθιοι.

«Κύριε, μπορώ να έχω την μπάλα μου;» Στον ήχο της λεπτής φωνούλας, η Χάνα ορθώθηκε και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Μπροστά της στεκόταν ένα αγοράκι σχεδόν έξι χρόνων, με ανακατεμένα καστανά μαλλιά και σοβαρά καστανά μάτια. Τους κοιτούσε λες και είχαν χάσει το μυαλό τους, αλλά από τη στιγμή που πήρε πίσω την μπάλα του, δεν το ενδιέφερε και πολύ. Ο Γουίλιαμ υποκλίθηκε σοβαρά και έδωσε στο αγοράκι το παιχνίδι του. Το αγόρι τού χάρισε ένα πονηρό χαμόγελο και έτρεξε από την άλλη μεριά του θάμνου. Η Χάνα χαμογελούσε και σκούπιζε τα δάκρυα γέλιου από τα μάτια της. «Στοιχηματίζω ότι έμοιαζες πολύ με αυτό το αγοράκι όταν ήσουν μικρός» μάντεψε η Χάνα. Κοιτώντας προς την κατεύθυνση που έτρεξε το αγοράκι, ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τους ώμους του και είπε απαλά «Υποθέτω. Δε σκέφτομαι την παιδική μου ηλικία, προσπαθώ να το αποφεύγω.» Βλέποντας τη φευγαλέα θλίψη στα μάτια του, η Χάνα συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε άνετα με αυτή τη συζήτηση και αποφάσισε πως δεν ήταν ακόμα η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσει για το παρελθόν του, ακόμα κι αν ήταν απόλυτα σίγουρη πως η παιδική του ηλικία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην άρνησή του για το γάμο. Αντίθετα, η Χάνα αποφάσισε να επιστρέψει στο θέμα που είχε στο μυαλό της εξαρχής, προτού χάσει τον κόσμο μέσα στα μάτια του Γουίλιαμ. «Λόρδε ΠεΑ, Γουίλιαμ» διόρθωσε κοκκινίζοντας «είναι κάτι για το οποίο θα ήθελα να σου μιλήσω.» «Ναι;» «Ναι. Γνωρίζεις πως τα αδέρφια μας είναι καλοί φίλοι, έτσι;» Σταμάτησε για να δει την αντίδρασή του. Της έγνεψε καταφατικά και συνέχισε. «Λοιπόν, πιστεύω πως έχουν μπλέξει σε κάτι άσχημο και ήλπιζα ότι θα μπορούσες να με βοηθήσεις να μάθω τι ακριβώς είναι αυτό.» Ο Γουίλιαμ την κοιτούσε με αμφιβολία, και η Χάνα αναστέναξε. «Γουίλιαμ, μπορεί να νομίζεις ότι λέω ανοησίες, αλλά άκουσα ότι τις προάλλες τριγυρνούσαν στο παλιό τελωνείο μέσα στη νύχτα. Φοβάμαι μην έχουν μπλέξει με τίποτα κακές παρέες ή μήπως σκοπεύουν να κάνουν κάτι κακό.» Ο Γουίλιαμ έσμιξε τα φρύδια του. Τώρα την άκουγε προσεκτικά. Δεν αποκάλυψε τις σκέψεις του – αντίθετα, την κοιτούσε σαν άτακτο παιδάκι. Μετά, σφίγγοντας απαλά το χέρι της, είπε: «Χάνα, ευχαριστώ που με ενημέρωσες για αυτό, αλλά δε χρειάζεται πια να ανησυχείς. Θα το κοιτάξω εγώ και, αν όντως αυτές οι κατηγορίες είναι αληθείς, θα φροντίσω το θέμα αμέσως.» Η Χάνα εκνευρίστηκε με τον καθησυχαστικό του τόνο. Ήταν όπως ακριβώς οι άλλοι άντρες του κύκλου της. Και πάνω που νόμιζε ότι ήταν διαφορετικός. Γιατί οι άντρες νόμιζαν ότι είναι υποχρέωσή τους να προστατεύουν τις γυναίκες; Ειδικά τη στιγμή που εκείνη τον ενημέρωσε για το πρόβλημα. Και το έκανα χωρίς να βάλω τα κλάματα ή να λιποθυμήσω, σκέφτηκε σαρκαστικά η Χάνα. «Αλήθεια, θα το κάνεις;» ρώτησε. «Τώρα θα με χαϊδέψεις στο κεφάλι και θα μου πεις να γυρίσω στο σπιτάκι μου;» «Χάνα, εγώ...» ξεκίνησε καθησυχαστικά. «Άσ’ τα αυτά» του πέταξε νευριάζοντας τρομερά με τον άντρα απέναντί της. «Χαίρομαι που θέλεις να ασχοληθείς με το θέμα και, αν καταφέρεις να το λύσεις χωρίς πρόβλημα, θα ήταν τέλειο. Μη μου συμπεριφέρεσαι όμως σαν κανένα κοριτσάκι που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον κόσμο

στον οποίο ζούμε. Είναι εμφανές ότι τα δύο αγόρια έχουν πάρε-δώσε με λαθρέμπορους.» Την τελευταία λέξη την είπε ψιθυριστά, γέρνοντας κοντά του και χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το δικό του. Ο Γουίλιαμ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Τι ξέρεις εσύ από λαθρεμπόριο;» είπε αναστατωμένος. «Μόνο αυτά που έχω διαβάσει» είπε ευθέως «και ό,τι έχω ακούσει από τις κουβέντες του πατέρα μου.» Ο Γουίλιαμ έκλεισε τα μάτια του και φαινόταν έτοιμος να βρίσει. Η Χάνα φαντάστηκε ότι άρχισε ν’ αναθεωρεί τις απόψεις του για τις μορφωμένες γυναίκες. «Επίσης, η ξαδέρφη μου η Χόουπ ασχολείται με το χρηματιστήριο» συνέχισε η Χάνα, αγνοώντας τον αναστεναγμό του Γουίλιαμ «και μου είπε ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να βάλει τέλος στο λαθρεμπόριο γιατί χάνει τα δημόσια έσοδα και οι τιμές της αγοράς επηρεάζονται από αυτό.» «Να πάρει!» ξέσπασε ο Γουίλιαμ. «Εσύ και οι φίλες σου θα βρείτε κανέναν μπελά αν συνεχίσετε να συζητάτε τέτοια πράγματα!» Η Χάνα τον αγνόησε και συνέχισε. «Όπως και να ’χει, θέλω να σου πω ότι δε χρειάζεται να μου κρύψεις την αλήθεια, ξέρω πολύ καλά το τι συμβαίνει στην όμορφη πόλη μας» –ο Γουίλιαμ είχε ένα ύφος λες και τον έπνιγε ο αέρας– «και θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν δε με αντιμετώπιζες σαν αδαή δεσποινίδα.» Σαν τρομαγμένο ελάφι μοιάζει, σκέφτηκε αυτάρεσκα η Χάνα. Της άρεσε να αφήνει άφωνους τους άντρες... ιδιαίτερα αυτό τον άντρα. «Κοίτα τώρα» είπε απότομα. «Νομίζω πως άλλαξα γνώμη για το πάρκο. Πιστεύω πως θα επιστρέψω στο σπίτι για να αποφασίσω τι θα φορέσω στο χορό των Ρόμνεϊ απόψε. Θα είστε κι εσείς εκεί, λόρδε Πέμπροουκ;» Η Χάνα τού έριξε ένα αναγνωριστικό βλέμμα και χάρηκε όταν κατάλαβε πως τον είχε στριμώξει. Πάρα ταύτα, δε φάνηκε να την καταλαβαίνει, απλώς κούνησε το κεφάλι του. «Εντάξει. Θα προσέξουμε να μην μπλέξουμε σε τίποτα, εγώ και οι φιλενάδες μου. Τα κουτσομπολιά μας μάλλον σε τάραξαν.» Με ένα τελευταίο βλέμμα, η Χάνα έκανε νόημα στην γκουβερνάντα της να την ακολουθήσει και περπάτησαν πίσω στον ίδιο δρόμο από τον οποίο ήρθαν. Στη προσπάθειά της να κάνει μεγαλειώδη έξοδο, η Χάνα δεν πρόσεξε κάποιον που κρυβόταν στα αριστερά της, καθώς πέρασε δίπλα από μια συστάδα δέντρων. Οι σκέψεις της ήταν στο λόρδο Πέμπροουκ και το πώς την αντιμετώπισε σαν παιδάκι. Ήταν εμφανές πως εκείνη ήξερε περισσότερα για την υπόθεση. Πώς τόλμησε να υποτιμήσει εκείνη και τις φίλες της; Ποτέ ξανά. Δε σκόπευε να τον ξανασυναντήσει σύντομα.

Κεφάλαιο Πέντε Η απληστία μένει, η σοφία χάνεται. - Δούκας του Λάνκαστερ Αρκετές ώρες αργότερα ο Γουίλιαμ έκανε μια σοβαρή συζήτηση με τον αδερφό του, τον Αλεξάντερ, στο χολ, έξω από το χορό των Ρόμνεϊ. Ο Αλεξάντερ είχε ήδη ομολογήσει όλα όσα ήξερε, αλλά ο Γουίλιαμ δε σκόπευε να τον αφήσει ατιμώρητο. Η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Απ’ ό,τι φαίνεται, όταν ο κοινός τους φίλος, ο Σάιμον Τρούμπουλ, αποκάλυψε στον Ντέιβιντ και τον Αλεξάντερ το σχέδιό του να εισαγάγει λαθραίο μπράντι από τη Γαλλία, οι δύο νεαροί το θεώρησαν μια καλή ευκαιρία να βγάλουν επιπλέον χρήματα. Ποιος να φανταστεί ότι οι αποβάθρες θα ήταν γεμάτες από τελωνειακούς; Ο Τρούμπουλ ήταν σίγουρος πως θα ήταν όλοι απασχολημένοι με την ανέγερση του νέου τελωνείου. Ως αποτέλεσμα, οι τρεις τους αναγκάστηκαν να πετάξουν τα βαρέλια με το μπράντι στη θάλασσα κοντά στο παλιό τελωνείο και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να τα ανασύρουν με ασφάλεια. Ο Τρούμπουλ έψαχνε να βρει αγοραστή, αλλά, προς στιγμήν, ο Ντέιβιντ και ο Αλεξάντερ απλώς προσεύχονταν μην τους ανακαλύψουν. Ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο ηλίθιο ήταν το σχέδιό τους. Το λαθρεμπόριο θεωρούνταν αναίμακτο έγκλημα, ήταν όμως παράνομο και οι λαθρέμποροι συνήθως κατέληγαν στη φυλακή ή ακόμα και στην κρεμάλα. «Ο Σάιμον με πληροφόρησε πριν από δέκα μόλις λεπτά ότι βρήκε έναν αγοραστή για το μπράντι, οπότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας» είπε ο Αλεξάντερ σχεδόν εκνευρισμένος. Και ποιος εγγυάται ότι η επιχείρηση θα στεφθεί με επιτυχία; σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Ακόμα ένα πρόβλημα του Αλεξάντερ που θα έπρεπε εκείνος να τακτοποιήσει. Κατά καιρούς ο Αλεξάντερ έμπαινε σε μπελάδες όλο και πιο συχνά. Κακές επιχειρηματικές αποφάσεις, ακόμα χειρότερες προσωπικές επιλογές και η μια δικαιολογία μετά την άλλη. Ποτέ δεν έφταιγε ο Αλεξάντερ. Για όλα έφταιγε ο κόσμος. Ο Γουίλιαμ κοίταξε σκεπτικός τον αδερφό του. «Δε με πιστεύεις» φώναξε ο Αλεξάντερ. «Κάνε ό,τι θέλεις. Μπες στη μέση και βγάλε εσύ άκρη. Αυτό θα κάνεις, ό,τι και να σου πω!» Με αυτό ο Γουίλιαμ είδε τον αδερφό του να ορμά έξω από την αίθουσα του χορού, προφανώς για να πάει προς αναζήτηση αλκοόλ. Κουνώντας το κεφάλι του, ο Γουίλιαμ αναρωτήθηκε για το θυμό του νεότερου αδερφού του. Έκανε ό,τι μπορούσε για να προστατέψει τον Αλεξάντερ από την οργή του πατέρα τους – μάλιστα, πολλές φορές έμπαινε αυτός στη μέση για να φάει το ξύλο, αλλά ο Αλεξάντερ ακόμα μνησικακούσε. Ο Γουίλιαμ έλπιζε ότι, αν τον προστάτευε από τον πατέρα τους, ο Αλεξάντερ θα μεγάλωνε ευτυχισμένος και χωρίς αυτό το βάρος στους ώμους του. Αλλά, προφανώς, δεν ίσχυε αυτό. Σε μια προσπάθεια να εξομαλύνει τα πνεύματα, ο Γουίλιαμ δεν επενέβαινε πια στη ζωή του αδερφού του, αλλά έτρεχε πάντα να τον σώσει από τη μια κακή απόφαση ή την άλλη. Ως αποτέλεσμα, ο Γουίλιαμ πάντα γινόταν ο κακός της υπόθεσης και ο Αλεξάντερ, ο μικρός αδερφός που είχαν πέσει επάνω του όλες οι αδικίες του κόσμου. Ο Γουίλιαμ αμφέβαλλε σοβαρά για το αν ο

αδερφός του θα γινόταν μια μέρα ένας άντρας ικανός να σταθεί στα δικά του πόδια. Ίσως μια από αυτές τις μέρες, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Θα τον αφήσω να νιώσει τις συνέπειες των πράξεών του. Σταματώντας την ονειροπόληση, ο Γουίλιαμ γύρισε και κατευθύνθηκε πίσω στην αίθουσα του χορού. Δεν είχε δει ακόμα τη μητέρα του, αλλά σίγουρα θα ήταν εκεί – η λαίδη Πέμπροουκ δεν έχανε ποτέ πάρτι. Ο Γουίλιαμ δε σκόπευε να παρευρεθεί, αλλά είχε πει στη Χάνα ότι θα πάει. Άσε που η μητέρα του θα χαιρόταν να τον δει αναπάντεχα σε μια κοινωνική συγκέντρωση. Ίσως, αν έπαιζε σωστά τα χαρτιά του, θα μπορούσε να γλιτώσει από κάποια μελλοντική υποχρέωση. Στάθηκε στην είσοδο της αίθουσας ψάχνοντας το δωμάτιο για να εντοπίσει τη μητέρα του και, παρόλο που δε θα το παραδεχόταν ποτέ, μια κοπέλα με χρυσά μαλλιά. *** Η συγκεκριμένη κοπέλα εκείνη τη στιγμή κατευθυνόταν προς το τραπέζι με τα αναψυκτικά, για να πάρει ένα ποτήρι λεμονάδα. Φορούσε ένα από τα αγαπημένα της φορέματα – μια απαλή γαλάζια τουαλέτα με αμπίρ κόψιμο και σκούρα μπλε λουλουδάκια κεντημένα στον ποδόγυρο. Τα μανίκια ήταν κοντά και φουσκωτά, στολισμένα με τρεις στρώσεις δαντέλα. Το μπούστο ήταν αποκαλυπτικό, αλλά όχι υπερβολικά, και ήταν κι αυτό κεντημένο με λευκή δαντέλα. Το φόρεμα ήταν ασορτί με ένα υπερβολικό μπονέ, με δαντέλα και ένα μικρό βέλο, αλλά η Χάνα το έβρισκε πολύ άβολο. Το βέλο τής φαγούριζε τη μύτη και χρειαζόταν πολλές φουρκέτες για να μείνει στη θέση του. Αντ’ αυτού, η Χάνα είπε στην καμαριέρα της να χτενίσει τα μαλλιά της σε σφιχτές μπούκλες, τα έπλεξε με μπλε κορδέλες και τα στερέωσε στην κορυφή του κεφαλιού σε έναν απλό κότσο που κολάκευε το πρόσωπό της. Η αίθουσα του χορού ήταν μεγάλη, αλλά φαινόταν μικρή γιατί ήταν διάσπαρτη με κολόνες. Σε αρμονία με το γοτθικό θολωτό ταβάνι, οι κολόνες ενώνονταν μεταξύ τους με μια σειρά από αψίδες. Στη μια μεριά του χώρου –εκεί που βρίσκονταν τώρα η Χάνα– είχε μόνο ψηλά παράθυρα και αψιδωτές πόρτες. Η Χάνα υπέθεσε ότι είχαν χτιστεί έτσι για να φαίνεται πιο μεγάλος ο χώρος, αλλά της φαινόταν σαν δύο ξεχωριστά δωμάτια που ενώθηκαν για να γίνει η Αίθουσα Χορού Ρόμνεϊ. Στα μισά της διαδρομής της, η Χάνα πέρασε ανάμεσα από τον κόσμο και κατευθύνθηκε στη βεράντα. Δεν αναρωτήθηκε για ποιο λόγο οι μπαλκονόπορτες ήταν ανοιχτές μια τόσο κρύα νύχτα, αλλά η δροσερή αύρα που φυσούσε ήταν αναζωογονητική. Χωρίς καμιά προειδοποίηση, η Χάνα ένιωσε ένα χέρι να της καλύπτει το στόμα και να την τραβά έξω στη βεράντα. Ενώ η Χάνα πάλευε να ξεφύγει, τα χέρια την οδήγησαν σε μια σκοτεινή γωνία κάτω από τις σκάλες. Υπό άλλες συνθήκες, οι καλεσμένοι θα έβγαιναν έξω στον κήπο, αλλά απόψε είχε κρύο και όλοι είχαν μείνει μέσα στην αίθουσα. «Αν νοιάζεσαι για την υπόληψή σου, δε θα φωνάξεις όταν σε αφήσω» ψιθύρισε μια δυσοίωνη φωνή μέσα στο αφτί της. Το στομάχι της Χάνα ανακατεύτηκε όταν κατάλαβε ότι η φωνή ανήκε στο λόρδο Σρούσμπουρι. Ο τελευταίος άντρας στο Λονδίνο με τον οποίο θα ήθελε να βρεθεί. Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και ο κόμης πήρε το χέρι του από το στόμα της. «Λ-λ-λόρδε Σρούσμπουρι» ψέλλισε η Χάνα μόλις μπορούσε ξανά να μιλήσει. «Τι κ-κκάνετε...»

«Γλυκό μου κορίτσι, ηρέμησε» είπε καθησυχαστικά ο Κόλικοτ. «Δε θα πάθεις τίποτα αν κάνεις αυτά που θα σου πω. Θέλω απλώς να σου μιλήσω ιδιαιτέρως και δε νομίζω να ερχόσουν εδώ κάτω μαζί μου με τη θέλησή σου.» Το αίμα της Χάνα άρχισε να βράζει από θυμό με τη συμπεριφορά του και ανάκτησε την αυτοπεποίθηση της. «Κι εγώ θέλω να με αφήσετε να επιστρέψω στο πάρτι... τώρα!» «Μα δεν μπορώ να το κάνω αυτό, λαίδη Χάνα» είπε ο Κέιλεμπ απαλά. «Πρέπει να συζητήσουμε κάτι πολύ σημαντικό.» «Δε νομίζω να με ενδιαφέρει ούτε στο ελάχιστο!» απάντησε η Χάνα. Αλλά δεν της άρεσε καθόλου το κακό ύφος με το οποίο την κάρφωνε και ένιωσε ένα κακό προαίσθημα να τυλίγεται στη σπονδυλική της στήλη. Άξαφνα, αισθάνθηκε πως, ό,τι κι αν είχε σκοπό να της πει ο λόρδος Σρούσμπουρι, σίγουρα θα κατέστρεφε τη μελλοντική της ευτυχία. «Φαντάζομαι πως θα εκπλαγείς αν μάθεις πως έχω στο χέρι μερικές ευαίσθητες πληροφορίες για τον αδερφό σου. Πληροφορίες σχετικά με παράνομες δραστηριότητες στις οποίες έχει πάρει μέρος, και για τις οποίες δε θα έπρεπε να μιλάτε σε ένα τόσο δημόσιο μέρος όσο το πάρκο...» Η Χάνα έσφιξε το κορμί της και χλόμιασε. «Τώρα έχω την προσοχή σου;» ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι. «Τι θέλεις;» ρώτησε απότομα η Χάνα. «Λαίδη Χάνα, πού είναι οι καλοί σας τρόποι; Μην ξεχνάτε πως μιλάτε με έναν κόμη.» Η Χάνα συγκρατήθηκε μη σφαλιαρίσει τον αναιδή λόρδο. Ήταν όμως σε μειονεκτική θέση λόγω σωματικής διάπλασης, οπότε του απάντησε όσο πιο ψυχρά μπορούσε. «Συγνώμη. Τι θέλετε, κύριε;» «Λοιπόν» ξεκίνησε ο Κόλικοτ «όπως έλεγα, ξέρω κάποιες πληροφορίες για τον αδερφό σου που μπορεί να αποδειχθούν επιζήμιες για τον τρόπο ζωής του, αν μαθεύονταν παραέξω.» Η Χάνα κατάλαβε πού το πήγαινε. «Και θα κρατήσεις τις πληροφορίες κρυφές, με αντάλλαγμα... τι ακριβώς;» είπε σμίγοντας τα βλέφαρά της. «Είναι απλό, λαίδη Χάνα. Αν όλα πάνε όπως τα υπολογίζω, θα σε κάνω γυναίκα μου.» Το βλέμμα του έκαιγε καθώς αποκάλυψε το σχέδιό του. «Και πάντα τα πράγματα πάνε όπως τα υπολογίζω.» Η Χάνα έκλεισε τα μάτια της στην απαίσια σκέψη. Μια ζωή με το λόρδο Σρούσμπουρι θα ήταν απαίσια. Θα έμενε μαζί του μέχρι να τη γλίτωνε ο θάνατος – ο δικός της ή ο δικός του. Θα ζούσε σαν φυλακισμένη, όπως και ο αδερφός της, αν δεν υπάκουγε στις επιθυμίες του. Τουλάχιστον, όσο απαίσια κι αν διαφαινόταν η ζωή της, δεν περιελάμβανε διαμονή στη φυλακή. Για τον Ντέιβιντ όμως μπορεί να γινόταν και αυτό. Μπορεί επίσης να τον πήγαιναν και στην κρεμάλα. Ο Ντέιβιντ δεν είχε γίνει ο άντρας που ονειρευόταν η Χάνα όταν ήταν μικρός, αλλά τώρα είχε τη δυνατότητα να γίνει. Η Χάνα θυμήθηκε τις στιγμές που ο Ντέιβιντ φερόταν σαν αληθινός τζέντλεμαν. Ήξερε καλά πως η Σάρα ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά της φερόταν με καλοσύνη, ακόμα κι όταν οι φίλοι του τον κορόιδευαν που ασχολιόταν με την ψηλή, άχαρη κοπέλα. Αυτό και μόνο ήταν απόδειξη ότι ο αδερφός της ήταν καλός άνθρωπος. Ο Ντέιβιντ απλώς χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να ωριμάσει. Η Χάνα δε θα τον άφηνε να καταλήξει στην κρεμάλα, ό,τι και να σήμαινε αυτό για το μέλλον της.

«Αυτό είναι εκβιασμός, το καταλαβαίνεις;» ρώτησε σκοτεινά η Χάνα. «Δε θα σε αγαπήσω ποτέ και δε θα σε συγχωρήσω ποτέ. Αυτό θέλεις στ’ αλήθεια;» «Δε με νοιάζει η αγάπη» είπε ζωηρά ο Κέιλεμπ με μισόκλειστα μάτια. «Θα με υπακούς, κι αυτό έχει σημασία.» «Μπορεί να καταφέρεις να με παντρευτείς, αλλά ποτέ δε θα με ελέγξεις. Θα σε πολεμάω μέχρι την τελευταία μου ανάσα» ορκίστηκε με φωνή που έσταζε δηλητήριο. «Υποσχέσεις, υποσχέσεις!» είπε ο Κόλικοτ και τα δυνατά, σαν νύχια χέρια του την άρπαξαν και την τράβηξαν κοντά του καθώς άρχισε να τη φιλά βίαια. *** Ο Γουίλιαμ είχε δει φευγαλέα τη Χάνα νωρίτερα απόψε, όταν εκείνη περπατούσε προς το τραπέζι με τα αναψυκτικά στ’ αριστερά του. Γέλασε από μέσα του. Ήξερε πως δεν είχε χειριστεί σωστά τη συνάντησή τους στο πάρκο. Πώς γινόταν να θεωρεί την εξυπνάδα της από τη μια ευχάριστη έκπληξη κι από την άλλη ελάττωμα; Της είχε φερθεί λες και ήταν καμιά από τις χαζοχαρούμενες κοπελίτσες που προσπαθούσε να αποφύγει αντί για την εξαιρετική γυναίκα που στ’ αλήθεια ήταν. Σκέφτηκε τη συζήτηση που είχε με τον αδερφό του. Ίσως ο Γουίλιαμ, στην προσπάθειά του να τη βοηθήσει, την υποτίμησε. Ο ίδιος νόμιζε ότι, αν εξαφάνιζε τελείως το πρόβλημα, θα τη βοηθούσε περισσότερο. Έτσι είχε μάθει να κάνει με τον πατέρα τους. Μήπως όμως εκείνη το έβρισκε προσβλητικό; Η Χάνα δεν ήθελε να μείνει απέξω. Πιθανότατα θα ήθελε –και θα μπορούσε– να βοηθήσει τον αδερφό της. Γι’ αυτό είχε νευριάσει μαζί του. Και τώρα νευρίαζε ο ίδιος με τον εαυτό του. Ειλικρινά, αν είχε λίγο μυαλό στο κεφάλι του, θα έπρεπε να την αποφύγει, όχι να της ζητήσει συγνώμη. «Γουίλιαμ!» ακούστηκε όλο χαρά η φωνή της λαίδης Πέμπροουκ από δίπλα του. Ο Γουίλιαμ γύρισε και βρήκε τη μητέρα του λίγα μέτρα πιο πέρα, να κρατά ένα μικρό πιάτο με ορεκτικά. Το άφησε στο τραπέζι και πήγε κοντά του. «Δεν είχα ιδέα ότι θα παρευρισκόσουν απόψε στο χορό, Γουίλιαμ» είπε βιαστικά η Λαίδη Πέμπροουκ. «Η νεαρή ανιψιά της λαίδης Άσκροφτ ήρθε επίσκεψη από το Ντόβερ. Είναι το πιο γλυκό πλάσμα που έχω δει ποτέ. Πρέπει να έρθεις να τη γνωρίσεις.» Έγειρε πιο κοντά του και ψιθύρισε: «Θα είναι μια πανέμορφη νύφη.» Ίσιωσε το κορμί της και πρόσθεσε με θάρρος: «Και πιστεύω πως δεν έχει δει ποτέ βιβλίο στη ζωή της!» Ο Γουίλιαμ κατέπνιξε ένα βογγητό απελπισίας και απάντησε με μετρημένες κουβέντες: «Η έλλειψη μόρφωσης είναι το ίδιο επικριτέο με την υπερβολική μόρφωση, μητέρα.» Είδε τη μητέρα του να κατσουφιάζει με το σχόλιό του. «Χμμμ. Αφού το λες εσύ, καλέ μου» μουρμούρισε η λαίδη Πέμπροουκ. «Το παραδέχομαι, δεν μπορώ να καταλάβω τι ψάχνεις σε μια γυναίκα.» Ο Γουίλιαμ ήταν σίγουρος για αυτό, γιατί μέχρι πρότινος δεν το είχε σκεφτεί ούτε και ο ίδιος. Αλλά, μετά βεβαιότητας, ήθελε μια μορφωμένη γυναίκα. Σαν τη Χάνα. Όχι την ίδια τη Χάνα, φυσικά. Πρόσθεσε βιαστικά στην ίδια του τη σκέψη. Αλλά ίσως κάποια σαν κι αυτή. Ούτως ή άλλως, είχε χρόνια ακόμα μπροστά του για να το σκεφτεί. Δεν ήταν καθόλου έτοιμος για γάμο.

Με τη σκέψη του στη λαίδη Χάνα, ο Γουίλιαμ αναρωτήθηκε πού να είχε πάει. Σίγουρα θα είχε φτάσει στο τραπέζι με τα αναψυκτικά. Άρχισε να ψάχνει την περιοχή που την είδε προηγουμένως, με το βλέμμα του στη διαδρομή που είχε σκοπό να κάνει. «Γουίλιαμ;» Να πάρει, έβρισε από μέσα του. Είχε ξεχάσει τη μητέρα του. Γύρισε να την αντικρίσει και είπε: «Λυπάμαι, αλλά μόλις θυμήθηκα ότι πρέπει να κάνω κάτι.» Με βλέμμα μπερδεμένο, η μητέρα του απάντησε: «Μα, Γουίλιαμ, ήθελα να σε συστήσω στη δεσποινίς Ντένι» πρόσθεσε. «Αυτό θα πρέπει να περιμένει, μητέρα» είπε ο Γουίλιαμ αφηρημένα. «Χάνα, δεν μπορείς να μου κρυφτείς» ψιθύρισε άθελά του. «Φυσικά, καλέ μου, πήγαινε να κάνεις τη δουλειά σου.» Μην περιμένοντας καν τη μητέρα του να τελειώσει τη φράση της, ο Γουίλιαμ κατευθύνθηκε προς το μέρος που εξαφανίστηκε η Χάνα. *** Η λαίδη Λάνκαστερ παρατηρούσε τη σκηνή με ενδιαφέρον. Μόλις ο λόρδος Πέμπροουκ έφυγε, η μητέρα του γύρισε στο τραπέζι για να πάρει το πιάτο της και μετά άρχισε να κοιτά προς το πλήθος, ψάχνοντας –πιθανότατα– τη λαίδη Ρόσεστερ. Η δούκισσα ήδη γνώριζε πως η λαίδη Ρόσεστερ κατευθυνόταν προς εκείνη. Όταν πήγε κι αυτή στην παρέα τους, οι δύο μητέρες κουτσομπόλευαν ζωηρά. «Λοιπόν» είπε η λαίδη Πέμπροουκ κοιτώντας τη φίλη της με αγωνία «πιστεύεις ότι το σχέδιό μας θα πετύχει;» «Ω, πιστεύω πως ναι» είπε και γύρισε θριαμβευτικά προς τη λαίδη Λάνκαστερ. «Δεν είναι αστείο που οι άντρες τρέχουν πάντα πίσω από αυτό που θα τους απαγορεύσεις;» «Νομίζω πως την ψάχνει!» είπε με ενθουσιασμό η λαίδη Πέμπροουκ. «Η Χάνα ήταν πολύ ήσυχη όταν επέστρεψε στο σπίτι αυτό το απόγευμα» πρόσθεσε η λαίδη Ρόσεστερ, εμφανώς ευχαριστημένη. «Άρχισε να σκέφτεται αυτά που της είπαμε.» «Το σχέδιο εκτυλίσσεται πιο γρήγορα απ’ ό,τι περιμέναμε» είπε η λαίδη Πέμπροουκ. «Θα ακούσουμε τις γαμήλιες καμπάνες σύντομα!» Χαμογελώντας, η λαίδη Ρόσεστερ απάντησε: «Δεν πιστεύω πως θα υπάρξει πρόβλημα, αν αρχίσουμε από τώρα να ρυθμίζουμε κάποιες λεπτομέρειες, νομίζεις;» «Πρέπει να σκεφτούμε πρώτα το φαγητό και ίσως και το γαμήλιο ένδυμα. Η μαντάμ Ντεβέρ θα χρειαστεί αρκετό χρόνο» συμφώνησε η λαίδη Πέμπροουκ. «Κυρίες μου» διέκοψε η λαίδη Λάνκαστερ «ας περιμένουμε λίγο προτού φωνάξουμε τον παπά.» Χαζογελώντας, η λαίδη Πέμπροουκ απάντησε: «Μα, λαίδη Λάνκαστερ, όλα τα κομμάτια μπαίνουν στη θέση τους.» «Το κατάλαβα από τα χαμόγελά σας. Τώρα όμως είναι η στιγμή για σοβαρότητα. Αν υποψιαστούν έστω και το παραμικρό, το σχέδιο θα ναυαγήσει» είπε η λαίδη Λάνκαστερ με ύφος ειδήμονα. «Μέχρι να γίνει η πρόταση και να δημοσιευθεί, τίποτα δεν είναι βέβαιο!» Η λαίδη Ρόσεστερ και η λαίδη Πέμπροουκ ίσιωσαν τις πλάτες τους και στάθηκαν σχεδόν προσοχή. «Οι υποδείξεις σας έχουν αποδειχθεί αλάθητες, λαίδη Λάνκαστερ» είπε η λαίδη Πέμπροουκ. «Δε θα το πίστευα αν δεν έβλεπα με τα ίδια μου τα μάτια το γιο μου να τρέχει πίσω από

τη Χάνα πριν από δύο λεπτά.» Το έμφυτο ραντάρ της λαίδης Λάνκαστερ αμέσως έστειλε συναγερμό. «Τι ακριβώς είδατε;» ρώτησε προσεκτικά. «Λοιπόν, δεν το είδα ακριβώς, αλλά το άκουσα» διευκρίνισε η λαίδη Πέμπροουκ. «Τι είπε;» «Χμμμ, ότι η Λαίδη Χάνα τού κρυβόταν, αν κατάλαβα καλά» είπε η λαίδη Πέμπροουκ και το μέτωπό της ζάρωσε στην προσπάθειά της να σκεφτεί. «Προηγουμένως που βρισκόμουν στην άλλη μεριά του τραπεζιού, μου φάνηκε πως είδα τον Γουίλιαμ κοντά στις πλαϊνές πόρτες. Πιστεύετε ότι κάτι δεν πάει καλά;» «Όχι, και βέβαια όχι» βιάστηκε να πει η λαίδη Λάνκαστερ, για να ξεφορτωθεί τις δύο ανήσυχες μανάδες. «Αλλά θα πάω προς εκείνη την κατεύθυνση για να ελέγξω τα αποτελέσματα της δουλειάς σας.» Φόρεσε ένα χαμόγελο που ήλπιζε να φάνηκε σαν ευχαριστημένο και περίμενε τις αντιδράσεις τους. Και οι δύο κυρίες χαλάρωσαν με τα λόγια της και χαμογέλασαν. «Ναι, αυτό να κάνετε» είπε με ειλικρίνεια η λαίδη Ρόσεστερ. «Θέλουμε να μας πείτε τη γνώμη σας για το πώς συμπεριφέρονται μεταξύ τους.» «Φυσικά και θα το κάνω.» Και με ένα κοφτό νεύμα, η χήρα δούκισσα κατευθύνθηκε με αποφασιστικότητα στην έξοδο του κήπου. *** Μέχρις ότου να φτάσει ο Γουίλιαμ στο σημείο που είδε τελευταία φορά τη Χάνα, είχε ήδη εκνευριστεί αρκετά. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει, σταμάτησε στη βεράντα και... δεν είδε τίποτα. Η Χάνα δεν ήταν εκεί. Με ένα περίεργο συναίσθημα να τον ενοχλεί, ο Γουίλιαμ άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα για τον κήπο. Μετά από δύο βήματα άκουσε μια μικρή κραυγή. Ο Γουίλιαμ έτρεξε αμέσως προς τη σκοτεινή γωνιά των κήπων απ’ όπου προήλθε ο ήχος.

Κεφάλαιο Έξι Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα για να κερδίσει το σεβασμό, ακόμα και να χάσει το σεβασμό για τον εαυτό του. - Δούκας του Λάνκαστερ Η Χάνα πάλευε μάταια να ξεφύγει από τα φιλιά του λόρδου Σρούσμπουρι. Της φάνηκε ότι είχαν περάσει ώρες, αν και είχαν περάσει μόνο δύο λεπτά. Τον κλότσησε για να την αφήσει, αλλά τα λεπτά δερμάτινα γοβάκια της δεν του έκαναν και μεγάλη ζημιά. Τελικά, κατάφερε να πατήσει το πόδι του δυνατά. Ο λόρδος Σρούσμπουρι μάσησε μια κατάρα και τη χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο. Με μια κραυγή, η Χάνα σήκωσε το χέρι της στο πονεμένο της μάγουλο, αλλά ο λόρδος τής το έσπρωξε πέρα και την τράβηξε για ακόμα ένα φιλί της τιμωρίας. Τα δάκρυά της κυλούσαν πια ελεύθερα και η Χάνα αναρωτήθηκε τι άλλο θα έπρεπε να ανεχτεί εκείνη τη βραδιά. Ξαφνικά, ένιωσε το λόρδο να απομακρύνεται από επάνω της. Παρακολουθώντας με απορία, η Χάνα είδε τον Γουίλιαμ να αρπάζει το λόρδο Σρούσμπουρι από το σβέρκο και να του χώνει μια γροθιά στο εξίσου έκπληκτο πρόσωπό του. Ο λόρδος Σρούσμπουρι έπεσε στο έδαφος και άγγιξε με απορία τη ματωμένη του μύτη. Γέλασε σκληρά, σηκώθηκε και ίσιωσε τη γραβάτα και το σακάκι του. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του και, κρατώντας το στη μύτη του, είπε: «Θα το μετανιώσεις, Πέμπροουκ.» «Πολύ αμφιβάλλω, Κόλικοτ» απάντησε περιφρονητικά ο Γουίλιαμ. «Ήθελα να το κάνω αυτό εδώ και καιρό.» Ο Κέιλεμπ τον κοίταξε ψυχρά. «Ξεχνάς πως είμαι κόμης και απαιτώ σεβασμό.» «Σεβασμό;» όρμησε ο Γουίλιαμ. «Έτσι σέβεσαι εσύ τους ανθρώπους;» είπε, δείχνοντας τη Χάνα που στεκόταν στο ημίφως, με φόρεμα αναστατωμένο και μια μελανιά στο μάγουλο. Η Χάνα τινάχτηκε στην κίνησή του και αμέσως ο Γουίλιαμ την τράβηξε δίπλα του και τύλιξε προστατευτικά το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Άγγιξε απαλά το πρόσωπο που την πονούσε και ρώτησε: «Είσαι εντάξει, Χάνα;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά και έχωσε το κεφάλι της στο στήθος του. «Σου συνιστώ να φύγεις αμέσως, Κόλικοτ, προτού χάσω την υπομονή που μου απέμεινε. Να χαίρεσαι που βρισκόμαστε σε δημόσιο χώρο, αλλιώς, θα ήσουν τώρα νεκρός.» Ο Κόλικοτ γύρισε για να φύγει και, προτού κάνει ένα βήμα, ο Γουίλιαμ πρόσθεσε: «Και αν ακούσω έστω και ένα απρεπές κουτσομπολιό για τη λαίδη Χάνα, θα ξέρω ποιος το ξεκίνησε... και θα δυσαρεστηθώ.» «Γι’ αυτό δε χρειάζεται να ανησυχείτε, λόρδε Πέμπροουκ» είπε ο Κέιλεμπ με φωνή μαλακή, σαν μετάξι. «Δεν επιθυμώ να καταστρέψω τη φήμη της μέλλουσας συζύγου μου. Η λαίδη Χάνα, δίχως αμφιβολία, θα σας ενημερώσει ότι κάναμε μια συμφωνία επί τούτου. Θα παντρευτούμε μέσα στο μήνα. Να θυμάστε τα λόγια μου…» Η Χάνα τινάχτηκε τρομαγμένα στο άκουσμα των λόγων του και είδε το λόρδο Σρούσμπουρι να περνά το παλτό του στους ώμους του και να κατευθύνεται περήφανα στην έξοδο του κήπου. Όταν έμειναν μόνοι, η Χάνα τραβήχτηκε για να αντικρίσει τον Γουίλιαμ. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Τι σου έκανε;» ρώτησε ο Γουίλιαμ ψιθυριστά, χαϊδεύοντας ξανά το μάγουλό της.

Με τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της, η Χάνα είπε με τρεμάμενη φωνή: «Τίποτα… τίποτα. Μόνο μερικά φιλιά.» Κοκκίνισε και χαμογέλασε ντροπαλά. «Με χτύπησε γιατί του πάτησα δυνατά το πόδι.» Ο Γουίλιαμ γέλασε πνιχτά. «Τι έκανες;» ρώτησε, με περηφάνια στη φωνή του. «Λοιπόν» είπε η Χάνα, έκπληκτη που ένιωθε τόσο άνετα στιγμές μετά τον κίνδυνο «δε με άφηνε να φύγω! Τι να έκανα, να τον άφηνα να συνεχίσει;» «Και τον πάτησες στο πόδι; Με αυτά τα μικρά γοβάκια;» είπε με αμφιβολία, κοιτάζοντας τις μικρές της πατούσες. «Φαντάζομαι πως οι μπότες περιπάτου θα έκαναν μεγαλύτερη ζημιά, αλλά τουλάχιστον τον πόνεσα λιγάκι.» Στεκόταν τόσο κοντά του, και τα χέρια του ήταν ακόμα χαλαρά τυλιγμένα γύρω της. Η Χάνα τού χαμογέλασε αληθινά, τώρα που τα άσχημα γεγονότα της βραδιάς έσβηναν στο φως της απαλής αγκαλιάς του. Ο Γουίλιαμ, για να την πειράξει, της είπε: «Θα έχω το νου μου να μη σε φιλήσω ποτέ ενάντια στη θέλησή σου!» Η Χάνα απάντησε χωρίς να σκεφτεί: «Μα εγώ θέλω να με φιλήσεις!» Η Χάνα έκλεισε αμέσως το στόμα με τις παλάμες της, καταντροπιασμένη και ήταν σίγουρη πως το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο. «Εννοώ... δηλαδή, α-α-αυτό που ήθελα να πω...» τραύλισε η Χάνα προτού παραιτηθεί τελείως και κρύψει το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. Δεν ήξερε αν μπορούσε να τον αντικρίσει ξανά και κρυφοκοίταξε ανάμεσα από τα δάχτυλά της για να δει την αντίδρασή του. Το πρόσωπό του είχε γίνει στην προσπάθειά του να μη γελάσει, οπότε κι εκείνη κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπό της και τα έβαλε στους γοφούς της με αγανάκτηση. «Δεν είναι αστείο» είπε πατώντας κάτω δυνατά το πόδι της. Ο Γουίλιαμ τής απάντησε βιαστικά: «Όχι, φυσικά και δεν είναι αστείο.» Δεν ήταν και πολύ πειστικός, γιατί, ειλικρινά, η καρδιά του είχε σταματήσει από τη στιγμή που άκουσε ότι ήθελε να τον φιλήσει. Στο πίσω μέρος του μυαλού του θυμήθηκε όλα όσα της είχε επιφυλάξει η αποψινή βραδιά. Σίγουρα, δεν ήταν κατάλληλη στιγμή για να αποτολμήσει το φιλί που τόσο ήθελε. Αλλά πάλι... σκέφτηκε ο Γουίλιαμ κοιτώντας το δακρυσμένα μάγουλα της Χάνα, τα πρησμένα χείλη της από το όχι και τόσο γλυκό φιλί του Κόλικοτ, ίσως ένα φιλί να είναι αυτό που της χρειάζεται. Κάτι γλυκό και απαλό –όχι κάτι που θα αποτελούσε το προοίμιο για κάτι περισσότερο–, αλλά μια κίνηση για να της δείξει πόσο ωραίο μπορούσε να είναι ένα φιλί από έναν αληθινό τζέντλεμαν. Έγειρε μπροστά για να κάνει πράξη τη σκέψη του, αλλά σταμάτησε όταν είδε το πρόσωπό της να παίρνει ένα ηττημένο ύφος. Η στιγμή πέρασε. Τώρα το μυαλό της ήταν στην ασχήμια που συνέβη πριν από λίγο. «Ω, Γουίλιαμ» αναστέναξε. «Τι θα κάνω;» «Για ποιο πράγμα, καλή μου;» απάντησε μαλακά ο Γουίλιαμ. To «καλή μου» του ξέφυγε. Η Χάνα ψιθύρισε, ανίκανη να πει δυνατά τις λέξεις. «Πρέπει να τον παντρευτώ...» Ο Γουίλιαμ ένιωσε το κοφτερό μαχαίρι της αηδίας και του πόνου. «Όχι, Χάνα, δε θα χρειαστεί» είπε με συγκρατημένο θυμό. «Ο Κόλικοτ δε θα πει κουβέντα για ό,τι συνέβη εδώ, να είσαι σίγουρη.»

«Δε θα χρειαστεί» είπε η Χάνα κοιτώντας τον στα μάτια. «Ξέρει για τον Ντέιβιντ, Γουίλιαμ. Ξέρει για το λαθρεμπόριο.» Ο Γουίλιαμ έμεινε άφωνος. «Πώς;..» «Άφησε να εννοηθεί ότι μας άκουσε να μιλάμε στο πάρκο» του απάντησε με απογοήτευση. «Είπε πως, αν δεν τον παντρευτώ, θα παραδώσει τον Ντέιβιντ στην αστυνομία. Θα τους μαρτυρήσει όλους, Γουίλιαμ, το ξέρω!» Ο Γουίλιαμ κατάλαβε πως η Χάνα ήταν πολύ φοβισμένη για τον αδερφό της. Επίσης ήξερε πως αυτό που του είπε ήταν αλήθεια. Δε θα δίσταζε να τους εκβιάσει για να πάρει αυτό που θέλει. Και ήταν εμφανές ότι ήθελε τη Χάνα. «Τι ακριβώς είπε ο Κόλικοτ;» ρώτησε σκεπτικός. «Λοιπόν...» είπε αργά η Χάνα. «Ότι γνωρίζει κάποιες πληροφορίες σχετικά με το λαθρεμπόριο.» «Ίσως αυτές οι πληροφορίες είναι μόνο ό,τι πρόλαβε να ακούσει» απάντησε ο Γουίλιαμ, ενώ μια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του. «Τι σκέφτεσαι;» Με ένα σκοτεινό χαμόγελο, ο Γουίλιαμ απάντησε: «Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε τον εκβιασμό του Κόλικοτ είναι να εξαφανίσουμε το αντικείμενο του εκβιασμού.» «Εμείς; Θα με συμπεριλάβεις κι εμένα στην προσπάθεια;» Ο Γουίλιαμ αναστέναξε. Μέσα στον πανικό, ξέχασε πως χρωστούσε στη Χάνα μια συγνώμη. «Ναι» είπε. «Σου οφείλω μια συγνώμη για τη συμπεριφορά μου στο πάρκο. Δεν έπρεπε να είχα υποτιμήσει τη βοήθειά σου, ούτε και την επιθυμία να βοηθήσεις τον αδερφό σου.» «Γιατί το έκανες;» Ο Γουίλιαμ απάντησε, αλλά απέστρεψε το βλέμμα του. «Δεν είμαι σίγουρος, Χάνα. Πάντα βασιζόμουν στον εαυτό μου για να λύσω τα προβλήματά μου και τα προβλήματα των άλλων. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ο αδερφός μου ήταν πολύ μικρός και η μητέρα μου... Λοιπόν, η μητέρα μου είχε χαθεί στη θλίψη της για λίγο καιρό. Όλα έπεσαν στους ώμους μου και τα κατάφερα καλά, αλλά ίσως τώρα να μη χρειάζεται να τα κάνω όλα μόνος μου.» Συνέλαβε τη Χάνα να τον κοιτάζει σκεπτικά. Τελικά, κούνησε το κεφάλι της και είπε: «Εκτιμώ την ειλικρίνειά σου και δέχομαι τη συγνώμη σου.» Ο Γουίλιαμ έγνεψε σε απάντηση, ανακουφισμένος που τον συγχώρεσε. Αυτό του προκάλεσε έκπληξη. Προφανώς, είχε ακόμα να μάθει πολλά για τον εαυτό του και η γυναίκα αυτή τον βοηθούσε στη διαδικασία. Αυτή η ανακάλυψη τον τρόμαξε περισσότερο από τα ανάρμοστα συναισθήματα που του ξυπνούσε. Μια ερωμένη μπορούσε να κατευνάσει τον πόθο του, αλλά η Χάνα τού πρόσφερε οξυδέρκεια και βαθιά γνώση. Αυτό δεν μπορούσε να το αντικαταστήσει. «Λοιπόν» είπε η Χάνα, αγνοώντας τις σκέψεις του Γουίλιαμ «πρότεινες να εξαφανίσουμε το αντικείμενο του εκβιασμού από το λόρδο Σρούσμπουρι...» «Ναι» απάντησε ο Γουίλιαμ, ευγνώμων που τον πήρε μακριά από τις άσχημες σκέψεις «πρέπει να εντοπίσουμε το λαθραίο εμπόρευμα προτού προλάβει να το πάρει στα χέρια του ο Κόλικοτ.» «Πώς θα βρούμε το εμπόρευμα; Δεν ξέρουμε καν τι είναι!» Χαμογελώντας θριαμβευτικά, ο Γουίλιαμ απάντησε: «Εγώ ξέρω. Απόψε κατάφερα να αποσπάσω πολλές πληροφορίες από τον αδερφό μου. Το λαθραίο εμπόρευμα είναι μπράντι. Σχεδόν μισή ντουζίνα βαρέλια που είναι βυθισμένα κάτω από μια βάρκα, στην αποβάθρα κοντά στο παλιό

τελωνείο.» Ο Γουίλιαμ χαμογέλασε με το προβληματισμένο ύφος της Χάνα. «Παρά τα διαβάσματά σου, δεν ξέρεις πώς περνούν τα λαθραία αντικείμενα από τους τελωνειακούς;» Η Χάνα γύρισε τα μάτια της, αλλά είπε με ένα χαμόγελο: «Γιατί δε με διαφωτίζεις εσύ;» Γελώντας, ο Γουίλιαμ της εξήγησε: «Οι τελωνειακοί ελέγχουν το λιμάνι και οι λαθρέμποροι έπρεπε να βρουν τρόπους να κρύβουν τα βαρέλια με το αλκοόλ. Δένουν, λοιπόν, το βαρέλι κάτω από τη βάρκα με σκοινί ή με αλυσίδες. Το βαρέλι βυθίζεται κάτω από την επιφάνεια του νερού και η βάρκα περνά από τον τελωνειακό έλεγχο. Αργότερα, όταν το πεδίο είναι ελεύθερο, μαζεύουν τα βαρέλια και τα βγάζουν στην ακτή. «Πωπω, έξυπνη λύση» είπε η Χάνα. «Αλλά πώς θα μας βοηθήσει αυτή η πληροφορία;» «Ο αδερφός μου με ενημέρωσε ότι ο Τρούμπουλ έχει ήδη βρει έναν αγοραστή. Στοιχηματίζω πως είναι ο Κόλικοτ.» Η Χάνα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Οπότε, νομίζεις...» «Ναι. Ο Κόλικοτ κανόνισε με τον Τρούμπουλ να αγοράσει το εμπόρευμα. Αυτό είναι και το αντικείμενο του εκβιασμού. Αν πάρει στα χέρια του τα βαρέλια, θα μας χώσει κι εμάς μέσα σε ένα» είπε και χαμογέλασε με το αστειάκι του. Η Χάνα αγνόησε το χιούμορ και γύρισε ξανά στο θέμα. «Και ποιο είναι το σχέδιό σου;» «Προτού προλάβει ο Κόλικοτ να πάρει το μπράντι στα χέρια του, ο Τρούμπουλ θα πρέπει να βγάλει τα βαρέλια από το νερό. Είμαι σίγουρος ότι ο Κόλικοτ δε θα θέλει να λερώσει τα χέρια του, μεταφορικά και κυριολεκτικά, οπότε δε θα συμμετέχει στη διαδικασία.» «Το μόνο που έχουμε να κάνουμε λοιπόν» συνέχισε «είναι να πάρουμε το μπράντι αφού ο Τρούμπουλ το βγάλει από τη θάλασσα και προτού το παραδώσει στον Κόλικοτ... και να βρούμε επίσης έναν τρόπο να το καταστρέψουμε.» Ο Γουίλιαμ αισθάνθηκε πολύ ευχαριστημένος με το σχέδιό του. «Α, αυτό είναι το μόνο που έχουμε να κάνουμε. Και πώς θα το καταφέρουμε;» είπε η Χάνα με αμφιβολία. Ο Γουίλιαμ άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, όταν κατάλαβε πως δεν είχε ιδέα. Έκλεισε ξανά το στόμα και σήκωσε τους ώμους του. «Θα βρω μια λύση.» «Όχι» απάντησε η Χάνα. «Θα βρούμε μια λύση.» Προτού προλάβει να απαντήσει ο Γουίλιαμ, άκουσαν και οι δύο μια φωνή να έρχεται από τη βεράντα: «Ναι, αλλά πρώτα πρέπει να φύγετε από τον κήπο, προτού δει κανείς την ατημέλητη εμφάνιση της δεσποινίς Χάνα.» Ο Γουίλιαμ γύρισε αυτόματα προς τη μεριά που ακούστηκε η φωνή και είδε τη λαίδη Λάνκαστερ να έρχεται προς το μέρος τους. Πήρε μια βαθιά ανάσα πανικού. Δεν ήθελε καθόλου να βρεθεί σε άβολη θέση μπροστά στη χήρα κληρονόμο δούκισσα του Λάνκαστερ. Νιώθοντας όμως τη Χάνα να ηρεμεί, την κοίταξε με δυσπιστία. «Λαίδη Λάνκαστερ» φώναξε σιγανά η Χάνα τρέχοντας στην αγκαλιά της. «Δε θα πιστέψετε τι συνέβη.» «Αντιθέτως, Χάνα» είπε ζωηρά η λαίδη, αγκαλιάζοντας σφιχτά τη Χάνα. «Πιστεύω πως ξέρω

ακριβώς τι συνέβη. Ο λόρδος Σρούσμπουρι, έτσι δεν είναι;» Η Χάνα έγνεψε καταφατικά και η λαίδη Λάνκαστερ συνέχισε: «Το είχα υποπτευθεί. Αυτός ο άντρας, και χρησιμοποιώ τον όρο με την ελεύθερη σημασία της λέξης, σε παρακολουθεί πολύ στενά και με κάνει να αισθάνομαι άβολα.» Γύρισε στον Γουίλιαμ και είπε: «Υποθέτω ότι πρέπει να σε ευχαριστήσω που έσωσες το κορίτσι μου.» O Γουίλιαμ εξεπλάγη με τη στενή σχέση που είχε η Χάνα με τη λαίδη Λάνκαστερ, και ακόμα περισσότερο με την προσφώνηση της λαίδης «το κορίτσι μου», αλλά κατάφερε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του ως απάντηση. «Ωραία, ωραία. Λοιπόν, θα σε επιβαρύνουμε για λίγο ακόμα, λόρδε Πέμπροουκ. Θα μπορούσατε να συνοδέψετε τη δεσποινίδα στο σπίτι της... διακριτικά; Θα δικαιολογήσω εγώ την απουσία της εδώ. Θα πω στους γονείς της ότι δεν αισθανόταν καλά και πως την έστειλα στο σπίτι με την άμαξά μου. Κάποιος όμως πρέπει να τη συνοδέψει. Δε θα ήθελα να την αφήσω μόνη της υπό αυτές τις συνθήκες. Καταλαβαίνετε, λόρδε;» ρώτησε κοιτώντας τον ερευνητικά. «Φυσικά, λαίδη μου» απάντησε ο Γουίλιαμ. «Τέλεια!» είπε η λαίδη Λάνκαστερ με επίσημο τόνο. «Φύγετε λοιπόν. Χάνα, γλυκιά μου, θα μιλήσουμε σύντομα. Κάλυψε το μάγουλό σου όταν θα πας στο σπίτι και βρες μια δικαιολογία για τη μελανιά προτού σε δουν οι γονείς σου αύριο.» Η λαίδη Λάνκαστερ έσπρωξε τη Χάνα προς τη μεριά του Γουίλιαμ και, θροΐζοντας δυνατά τη φούστα της, η κυρία γλίστρησε μεγαλειωδώς πίσω, προς την κατάφωτη αίθουσα χορού. Αναστατωμένος από τα γεγονότα της βραδιάς, ο Γουίλιαμ έψαξε το χέρι της Χάνα και μουρμούρισε «Πάμε;» Η Χάνα έγνεψε και του επέτρεψε να την οδηγήσει στην έξοδο απ’ όπου είχε φύγει τρέχοντας πριν από λίγο ο λόρδος Σρούσμπουρι. *** Λίγο αργότερα το ζευγάρι στεκόταν μπροστά από το σπίτι της Χάνα. Η διαδρομή με την άμαξα είχε πάρει περισσότερο χρόνο από το κανονικό, μια και υπήρχε μεγάλη κίνηση από άμαξες στην Πλατεία του Κυβερνήτη εξαιτίας του δημοφιλούς χορού. Η διαδρομή πέρασε σχεδόν ολόκληρη μέσα στη σιωπή. Η Χάνα εξήγησε στον Γουίλιαμ για τη Λέσχη Κηπουρικής της λαίδης Λάνκαστερ (αφήνοντας απέξω τις υπηρεσίες μυστηρίων), μια και έδειχνε περιέργεια για τη σχέση της με την εξαιρετική αυτή γυναίκα, αλλά έπειτα από αυτό δεν είχε τίποτε άλλο να προσθέσει. Η Χάνα ντράπηκε τον Γουίλιαμ. Την είχε δει σε μια πολύ άβολη θέση και μετά σχεδόν έπεσε στην αγκαλιά του με δάκρυα στα μάτια, σίγουρα με χάλια εμφάνιση. Μετά, σαν να μην έφτανε αυτό, του ανακοίνωσε ότι ήθελε να τον φιλήσει. Σχεδόν τον ικέτεψα να με φιλήσει, σκέφτηκε κοκκινίζοντας. Δε θα έπρεπε να είναι θυμωμένη μαζί του; Όταν τον άφησε στο πάρκο το ίδιο απόγευμα, είχε αποφασίσει να μην ξανασχοληθεί μαζί του. Όμως της είχε ζητήσει συγνώμη κι εκείνη τον συγχώρεσε. Έτσι δεν έκανε; Σκεπτόμενη τα μπερδεμένα της συναισθήματα, η Χάνα δεν είχε ιδέα τι να πει στον άντρα που καθόταν δίπλα της, οπότε απλώς σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς την πόρτα. Με έκπληξη ένιωσε το χέρι του Γουίλιαμ να την αγγίζει, καθώς σηκώθηκε για να τη συνοδέψει. Οι καλοί της τρόποι βγήκαν και πάλι στην επιφάνεια. «Ευχαριστώ που με συνοδέψατε, λόρδε

μου.» «Θα είσαι εντάξει μόνη σου στο σπίτι, Χάνα;» η ανησυχία στη φωνή του ήταν το τελευταίο που μπορούσε να αντέξει. Σηκώνοντας τα μάτια της, η Χάνα κατάφερε να πει με βεβαιότητα: «Ναι, θα είμαι εντάξει. Στην πραγματικότητα, δεν είμαι μόνη, όλη η υπηρεσία είναι εδώ.» Του χαμογέλασε. Η Χάνα ένιωσε τη θέρμη του βλέμματός του και ευχήθηκε πάλι να τη φιλήσει. Ασυνείδητα, κινήθηκε προς το μέρος του. Η Χάνα είδε τη ματιά του Γουίλιαμ να πέφτει στα χείλη της και, ενστικτωδώς, κατάλαβε ότι η ευχή της θα γίνει πραγματικότητα. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε χωρίς ανάσα για το φιλί που ονειρευόταν εδώ και μέρες. Το φιλί που έλαβε ήταν πέρα από τα πιο τρελά της όνειρα. *** Ο Γουίλιαμ κατέβασε τα χέρια του στη μέση της και έγειρε αργά το κεφάλι του προς το δικό της. Απαλά, τόσο απαλά, ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Επιτέλους, θα μπορούσε να σβήσει την ανάμνηση του Κόλικοτ. Είχε σκοπό να τη φιλήσει απαλά, γλυκά και αθώα. Πάρα ταύτα, με το πρώτο άγγιγμα των χειλών της, χάθηκε. Ασυναίσθητα, έσφιξε τη λαβή του στη μέση της για να έρθει πιο κοντά της. Όταν άκουσε το μικρό βογγητό ανακούφισης της Χάνα, τη φίλησε ακόμα πιο βαθιά. Παίρνοντάς την αγκαλιά, συνέχισε να εξερευνά το στόμα της. Η γλώσσα του άγγιξε τη γωνία των χειλιών της και η Χάνα ανάσανε βαθιά. Ο Γουίλιαμ εκμεταλλεύτηκε το άνοιγμα του στόματός της και πέρασε τη γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη της. Εκείνη γεύτηκε το γλυκό μέλι, ενώ εκείνος χάιδευε την πλάτη της και τις ζουμερές καμπύλες στο κάτω μέρος. Ο Γουίλιαμ ένιωσε τη Χάνα να σφίγγει το κορμί της και κατάλαβε ότι είχε παρασυρθεί – και μάλιστα στη βεράντα του σπιτιού της, για όνομα του Θεού. Με ένα βραχνό αναστεναγμό, τράβηξε το στόμα του από το δικό της και έκρυψε το πρόσωπό του στο λαιμό της, προσπαθώντας να ηρεμήσει την αναπνοή του. Μα τω Θεώ, λάτρευε τη μυρωδιά της. Ήταν καθαρή, φρέσκια, με μια νότα από γαρδένιες. Σχεδόν του έτρεχαν τα σάλια για εκείνη. «Θα έπρεπε να σου ζητήσω συγνώμη που σε φίλησα έπειτα από όλα όσα συνέβησαν απόψε» είπε ο Γουίλιαμ χαμογελώντας αθώα «αλλά δεν μπορώ να το κάνω.» Η Χάνα τού γύρισε το χαμόγελο κοκκινίζοντας. «Κι εγώ θα έπρεπε να εξοργιστώ με την τόλμη σου, αλλά δεν τα καταφέρνω. Ούτως ή άλλως, εγώ είμαι αυτή που σου ζήτησα να με φιλήσεις.» Η ανάμνηση την έκανε πάλι να ντραπεί. Ο Γουίλιαμ χασκογέλασε, ευχαριστημένος που δεν είχε νευριάσει μαζί του, ούτε είχε νιώσει άβολα. Η γυναίκα που είχε στην αγκαλιά του ήταν πραγματικά εκπληκτική. Αστειευόταν, μάλιστα σε βάρος της, έπειτα από όσα τής συνέβησαν απόψε και ο Γουίλιαμ είχε μείνει έκθαμβος με την ψυχραιμία της. «Είσαι εξαιρετικός άνθρωπος, λαίδη Χάνα Ρότσεστερ.» «Είμαι;» απάντησε η Χάνα, εμφανώς κατάπληκτη από το κομπλιμέντο. Ο Γουίλιαμ σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε τη μύτη της. «Ναι, είσαι. Τώρα πήγαινε μέσα προτού χάσω τα λογικά μου και σου ορμήσω μπροστά σε όλη τη γειτονιά!»

«Γουίλιαμ!» είπε η Χάνα ξέπνοα. «Δε θα το τολμούσες...» για μια στιγμή έχασε τα λόγια της. «Θα το τολμούσες;» Ο σχεδόν ελπιδοφόρος τόνος της ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο Γουίλιαμ δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του ότι μπορούσε να συνεχίσει αυτή τη συζήτηση. Απλώς ανασήκωσε το ένα του φρύδι και χαμογέλασε πονηρά. Όπως ήταν το αναμενόμενο, η περιέργεια της Χάνα υποχώρησε μπροστά στην κοριτσίστικη ντροπαλοσύνη της και δε συνέχισε τις ερωτήσεις. Αντίθετα, γύρισε στα σκαλιά της βεράντας. Προς κατάπληξη του Γουίλιαμ, η Χάνα σκόνταψε στο τελευταίο σκαλοπάτι και κατέληξε με το πρόσωπο πάνω στο σκληρό ξύλο της πόρτας. Η Χάνα σήκωσε το χέρι στο ήδη πονεμένο της μάγουλο, ενώ ο Γουίλιαμ ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα για να δει τι έπαθε. Η Χάνα τον σταμάτησε. «Είμαι εντάξει, Γουίλιαμ, αλήθεια... Μόνο η περηφάνιά μου έχει πληγωθεί ανεπανόρθωτα.» Χαμογέλασε θλιμμένα προτού συνεχίσει. «Από την άλλη, έχω τώρα μια αληθοφανέστατη δικαιολογία να πω στους γονείς μου για τη μελανιά στο πρόσωπό μου.» Με ένα έκπληκτο γέλιο, ο Γουίλιαμ άκουσε τη δικαιολογία της Χάνα και υποκλίθηκε με χάρη προτού κατέβει τη σκάλα. Την παρακολούθησε να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα χωρίς άλλα απρόοπτα. Μετά περίμενε μέχρις ότου είδε ένα φως να ανάβει σε ένα από τα παράθυρα του πάνω ορόφου. Με έναν αναστεναγμό ανακούφισης που τα βάσανα της βραδιάς έφτασαν στο τέλος τους, σκαρφάλωσε στην άμαξα της λαίδης Λάνκαστερ και επέστρεψε στο χορό, για να πάρει τη δική του άμαξα και να επιστρέψει στο σπίτι, όπου σκόπευε να σκεφτεί πολύ σοβαρά για τη συνεχώς αυξανόμενη επιθυμία του για τη λαίδη Χάνα. Τώρα ήξερε ότι ένα φιλί δεν μπορούσε να είναι αρκετό. Όχι, καθόλου αρκετό, παραδέχτηκε δύστροπα, και για αυτό το λόγο αποφάσισε να μείνει όσο πιο μακριά μπορούσε από την όμορφη λαίδη Χάνα Ρότσεστερ.

Κεφάλαιο Επτά Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την υγεία... ίσως μόνο η αγάπη. - Δούκας του Λάνκαστερ H Χάνα ξύπνησε το επόμενο πρωί με ένα βουβό πόνο στο αριστερό της μάγουλο. Διστακτικά, ψηλάφησε την τραυματισμένη περιοχή στο πρόσωπό της. Ήταν πρησμένο και ευαίσθητο. Η Χάνα σηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε στον καθρέφτη επάνω από το μπουντουάρ της. Ολόκληρο το αριστερό της μάγουλο ήταν πρησμένο και είχε μια μελανιά στα ζυγωματικά της. Επίσης με περηφάνια επέδειξε ένα κατάμαυρο μάτι. Καταπίνοντας ένα βογγητό, η Χάνα γύρισε την πλάτη στον καθρέφτη και άρχισε να ντύνεται. Μόλις η καμαριέρα τής έβαλε και την τελευταία φουρκέτα στα μαλλιά της, η Χάνα σηκώθηκε, ίσιωσε τις ζάρες από το φόρεμά της και πήρε μια βαθιά ανάσα, να προετοιμαστεί για το σοκ που θα προκαλούσε στην οικογένειά της. Ήθελε πολύ να τους πει τι είχε συμβεί στ’ αλήθεια. Σκέφτηκε για ένα λεπτό τι θα έκανε ο πατέρας της στο λόρδο Σρούσμπουρι αν μάθαινε ότι τη χτύπησε, αλλά μετά πιθανότατα θα επέμενε να τον παντρευτεί. Γιατί, αν μαθευόταν η κρυφή συνάντηση με το λόρδο Σρούσμπουρι –ακόμα και αν ήταν ενάντια στη θέλησή της–, η φήμη της στην καλή κοινωνία θα καταστρεφόταν και κανένας αξιοσέβαστος τζέντλεμαν δε θα παντρευόταν μια γυναίκα που δεν πρόσεξε την τιμή της. Δε θα είχε άλλη επιλογή παρά να παντρευτεί τον άντρα που της τη χάλασε ή να ζήσει σαν παρίας για την υπόλοιπη ζωή της. Η Χάνα δεν ήθελε τίποτα από τα δυο, οπότε θα έλεγε τη μισή αλήθεια σε όποιον τη ρωτούσε για τον τραυματισμό της. Δεν είχε κάνει δύο βήματα έξω από την κρεβατοκάμαρά της, και έπεσε πάνω στον αδερφό της. Η αντίδραση του Ντέιβιντ στη μελανιά της ήταν ανεκτίμητη: είχε ένα ύφος θαυμασμού αλλά και κινδύνου στα αγορίστικα όμορφα χαρακτηριστικά του. «Τι διάολο σου συνέβη, Χάνα;» «Μου επιτέθηκε μια πόρτα» είπε σοβαρά. «Χάνα, τι αλήθεια συνέβη;» ρώτησε ξανά ο Ντέιβιντ, χωρίς να πιστέψει την απάντησή της. «Την αλήθεια σού λέω» είπε η Χάνα με έναν αναστεναγμό. «Χτες το βράδυ που ανέβαινα τη σκάλα σκόνταψα και έπεσα πάνω στην πόρτα.» Κοιτώντας την προσεκτικά, ο Ντέιβιντ είπε: «Είσαι σίγουρη ότι δε συνέβη τίποτε άλλο; Η μητέρα είπε ότι έφυγες αναπάντεχα από το χορό χτες.» Η Χάνα για ένα λεπτό σκέφτηκε να πει στον Ντέιβιντ την αλήθεια, μια και τον αφορούσε, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Θα ορμούσε να διορθώσει την κατάσταση όπως όπως και η Χάνα ήταν βέβαιη πως θα τα έκανε χειρότερα. Ο Ντέιβιντ ήταν κοντόφθαλμος και ανώριμος, αλλά ήταν πολύ αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Στην πραγματικότητα, πάντα έτρεχε να τη βοηθήσει όταν ήταν μικροί. Θυμόταν ένα συγκεκριμένο περιστατικό, όταν το πιο κακομαθημένο κορίτσι που είχε γνωρίσει, η Λαβίνια Μπρούντελ, ζήλεψε τα μαλλιά της Χάνα και κρύφτηκε από πίσω της με ένα ψαλίδι. Θα είχε κόψει μια μεγάλη τούφα, αν ο Ντέιβιντ δεν της είχε πάρει το ψαλίδι από τα χέρια. Η Λαβίνια καταντράπηκε που την τσάκωσε αυτός που έλπιζε να γίνει ο μέλλων σύζυγός της και μετά άρχισε να τρέχει

τρομαγμένη, όταν ο Ντέιβιντ απείλησε ότι θα κόψει τα δικά της μαλλιά. Τελικά έκοψε μόνο ένα κομματάκι από την άκρη της κορδέλας της, αλλά η Χάνα ένιωσε τέλεια δικαιωμένη. Η Χάνα ήξερε πως ο Ντέιβιντ θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μην παντρευτεί το λόρδο Σρούσμπουρι, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να παραδοθεί. Και η Χάνα δεν μπορούσε να το αντέξει αυτό. «Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου, Ντέιβιντ» είπε ειλικρινά. «Ομολογώ πως δεν αισθανόμουν καλά χτες το βράδυ και ζαλίστηκα λίγο. Ειλικρινά, δεν έπαθα τίποτα παρά τη μελανιά.» Ο Ντέιβιντ αναστέναξε. Δεν ήθελε ακόμα να αφήσει το θέμα, αλλά τελικά είπε: «Εντάξει. Αλλά αν κάτι σε απασχολεί, μπορείς να μου το πεις. Θα έκανα τα πάντα για σένα.» Έγειρε και αγκάλιασε τρυφερά τον Ντέιβιντ. «Το ξέρω, αδερφέ μου. Αλλά αυτή τη φορά δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα, σ’ το ορκίζομαι.» Όντως, η Χάνα εκείνη τη στιγμή ορκίστηκε στον εαυτό της ότι εκείνη και ο Γουίλιαμ θα έβρισκαν ένα σχέδιο για να γλιτώσουν τον αδερφό της, χωρίς να μάθει εκείνος τον κίνδυνο στον οποίο εξέθεσε όλη την οικογένεια. Αφού όλα τελειώσουν, σκέφτηκε, ίσως να του το πω. Όχι για άλλο λόγο, αλλά για να πάρει το μάθημά του και να αφήσει πια αυτή τη ζωή. Θεωρώντας το θέμα λήξαν, η Χάνα γύρισε και προχώρησε το διάδρομο μέχρι τις σκάλες. Ήξερε ότι η ανάκριση θα συνεχιζόταν από τους γονείς της, οπότε κατευθύνθηκε στην αίθουσα του πρωινού για να τελειώνει επιτέλους αυτή η ιστορία. Όπως το είχε φοβηθεί, τριάντα λεπτά αργότερα ακόμα απαντούσε σε ερωτήσεις για τον τραυματισμό της, τρώγοντας παράλληλα τα αβγά και το λουκάνικό της, όταν έφτασε ο Γκρόβλεϊ για να ανακοινώσει την άφιξη ενός επισκέπτη. Με περιέργεια, η Χάνα πήρε την κάρτα που της έδωσε ο Γκρόβλεϊ και ανάσανε απότομα όταν είδε ότι ήταν ο Γουίλιαμ. «Ποιος είναι;» ρώτησε η λαίδη Ρότσεστερ. «Ο λόρδος Πέμπροουκ, μητέρα.» Η λαίδη Ρότσεστερ συνοφρυώθηκε. «Αλήθεια; Τι να θέλει τόσο νωρίς;» «Δεν είμαι σίγουρη» απάντησε η Χάνα, παρότι υποπτεύθηκε πως ήξερε ακριβώς το λόγο, «αλλά θα πάω να μάθω.» «Είσαι βέβαιη πως αυτό είναι έξυπνη κίνηση;» «Έξυπνη ή όχι» απάντησε ψυχρά η Χάνα «δε θα ήταν ευγενικό να μη χαιρετήσουμε τον άνθρωπο αφού ήρθε μέχρι εδώ.» Στ’ αλήθεια, η μητέρα της έπρεπε να σταματήσει να μην εγκρίνει τον Γουίλιαμ. Η Χάνα καταλάβαινε πως είχε έρθει να δει εκείνη... πιθανότατα. Με μια κοφτή κίνηση, η μητέρα της της έδωσε άδεια να σηκωθεί από το τραπέζι και μετά η Χάνα κατευθύνθηκε προς την μπροστινή βεράντα, μαζεύοντας νευρικά μια ατίθαση μπούκλα πίσω από το αφτί της. Τι θα πεις στον άνθρωπο που σε φίλησε εδώ στη βεράντα λιγότερο από δώδεκα ώρες νωρίτερα; Αναρωτήθηκε. Με μια βαθιά ανάσα, έσπρωξε την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο. Το μπροστινό χολ του σπιτιού ήταν ένα κομψό δωμάτιο και εκεί συνήθως φιλοξενούσε τους καλεσμένους της η μητέρα. Σύμφωνα με τη θηλυκή φύση της μητέρας της, το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με μοβ και πράσινα λουλουδάτα μοτίβα. Τα έπιπλα ήταν στιλάτα και άνετα και, αντίθετα με αυτά που έλεγε ο πατέρας της, αρκετά μεγάλα για να βολέψουν έναν άντρα. Πολλές

κυρίες της καλής κοινωνίας επίπλωναν τα δωμάτιά τους με χαριτωμένες μικρές καρεκλίτσες ή καναπεδάκια και συνήθως κανένας άντρας δεν μπορούσε να καθίσει εκεί με άνεση. Η Χάνα αναρωτήθηκε αν αυτό γινόταν επίτηδες για να κάνουν οι γυναίκες τους άντρες να αισθάνονται άβολα στο βασίλειό τους. Παρά τις μοντέρνες ιδέες των υπολοίπων, η Χάνα ήταν ευτυχισμένη που οι γονείς της λάμβαναν υπόψη ο ένας τις ανάγκες του άλλου και που δεν ένιωθαν την ανάγκη να κάνουν τα δωμάτιά τους ακατάλληλα για τον άλλο. Όλη τη νύχτα η Χάνα ονειρευόταν το γάμο. Ξεκίνησε σαν μια όμορφη εικόνα της ίδιας και του Γουίλιαμ να γελούν χαρούμενα, αλλά σύντομα το όνειρο έγινε εφιάλτης, όταν το πρόσωπο του Γουίλιαμ αντικαταστάθηκε με αυτό του λόρδου Σρούσμπουρι. Η Χάνα έδιωξε την εικόνα, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί για αρκετή ώρα ύστερα από αυτό. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται προτού την πάρει ο ύπνος ήταν ο φόβος μήπως ο Γουίλιαμ την παρατήσει. Το μέλλον της δεν ήταν δικό του πρόβλημα, οπότε γιατί να συνεχίσει να κινδυνεύει για χάρη της; Αυτά που μπορούσε να του προσφέρει, το γάμο και μια ισότιμη σχέση, εκείνος δεν τα ήθελε. Με το άγχος της για τον εκβιασμό του λόρδου Σρούσμπουρι και τη γνώμη του Γουίλιαμ στο μυαλό της, η Χάνα καθάρισε το λαιμό της για να κάνει αισθητή την παρουσία της. *** Ο Γουίλιαμ πέρασε κι εκείνος μια δύσκολη νύχτα. Όταν έφτασε σπίτι, ένιωθε ακόμα γελοίος για τη συμπεριφορά του απέναντι στη Χάνα. Ήταν εμφανές ότι έπρεπε να μείνει μακριά της, αλλά, όταν κάθισε να χαλαρώσει με ένα ποτήρι από το αγαπημένο του μπράντι στο χέρι, οι αναμνήσεις της βραδιάς ήρθαν να τον πνίξουν. Το αλκοόλ που ρουφούσε σιγά σιγά του θύμισε το σχέδιο για τη σωτηρία της Χάνα από τον εκβιασμό του Κόλικοτ. Και μετά συνειδητοποίησε από ποιον στ’ αλήθεια θα την έσωζε. Τα δάχτυλά του έσφιξαν δυνατά το ποτήρι με τη σκέψη της Χάνα, όταν τράβηξε τον Κόλικοτ από πάνω της. Ευχόταν να του είχε ρίξει και μια δεύτερη μπουνιά. Δεν άξιζε τίποτα καλύτερο αυτός ο άντρας. Και εκβιάζει τη Χάνα να τον παντρευτεί; Τι είδους τζέντλεμαν θα το έκανε αυτό; Ο Γουίλιαμ απέφευγε το γάμο κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γιατί είχε δει από πρώτο χέρι την κακή του πλευρά. Και δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Κόλικοτ ήταν δέκα φορές χειρότερος από τον πατέρα του. Η Χάνα δε θα είχε καν τις αναμνήσεις από ένα ευτυχισμένο ξεκίνημα, όπως η μητέρα του. Ο Κόλικοτ θα της έκοβε τα φτερά και θα εξαφάνιζε όλες τις ιδιαιτερότητες που την έκαναν αυτή που είναι. Θα γινόταν μια γυναίκα άδεια από κάθε συναίσθημα, όπως η μητέρα του. Όχι, ορκίστηκε ο Γουίλιαμ, αυτό δε θα το αφήσω να συμβεί. Με αυτό στο μυαλό του, ο Γουίλιαμ είχε μείνει ξάγρυπνος όλη τη νύχτα καταστρώνοντας το ένα σχέδιο μετά το άλλο, για να μπορέσει να καλύψει όλες τις πιθανότητες. Τώρα, έτοιμος με τη νέα στρατηγική του και τα πρωτόγνωρα αισθήματα, γύρισε να χαιρετήσει τη γυναίκα που είχε εισβάλει σε κάθε του σκέψη... αμέσως όμως ένιωσε τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του, αντικρίζοντας το μελανιασμένο της πρόσωπο και το κυνηγημένο βλέμμα στα μάτια της. «Χάνα» είπε απλώνοντας το χέρι προς εκείνη. Η Χάνα έκλεισε την πόρτα, όχι εντελώς, αλλά πέντε πόντους ανοιχτή, και έτρεξε στην αγκαλιά

του Γουίλιαμ. «Γουίλιαμ, χαίρομαι τόσο που είσαι εδώ.» Κάνοντας ένα βήμα πίσω, ο Γουίλιαμ κοίταξε πιο προσεκτικά τη μελανιά της. «Τι σου έκανε;» ψιθύρισε ο Γουίλιαμ, περνώντας απαλά τα δάχτυλά του πάνω από το πρησμένο της μάγουλο. «Ό,τι έκανα κι εγώ στον εαυτό μου» είπε η Χάνα, προσπαθώντας μάταια να σβήσει τους ενδοιασμούς του. «Δεν πονάει και τόσο.» Ο Γουίλιαμ κατάλαβε πως δεν ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση για τις μελανιές της. Ξαφνικά τον κατέκλυσε η επιθυμία να της δώσει ένα φιλί, και υπέκυψε για ένα πεταχτό χάδι των χειλιών του στα δικά της. Είχε συναίσθηση του πού βρισκόταν και του ότι οι γονείς της Χάνα θα μπορούσαν να βγουν έξω ανά πάσα στιγμή, αλλά δεν κατάφερε να αντισταθεί. Δυστυχώς, αυτό που νόμιζε πως θα κρατούσε μια στιγμή, τελικά εξελίχθηκε σε κάτι πολύ πιο χρονοβόρο. Τη στιγμή που τα χείλη του άγγιξαν τα χείλη της Χάνα κάθε σκέψη για αυτοσυγκράτηση χάθηκε μονομιάς από το μυαλό του. Έπιασε σφιχτά τη μέση της και τέντωσε το λαιμό του για να τη γευτεί ακόμα περισσότερο. Όταν ένιωσε τα χείλη της να ανοίγουν με ανυπομονησία, ο Γουίλιαμ αναστέναξε δυνατά. Βύθισε τη γλώσσα του μέσα στο ζεστό, γλυκό της στόμα και ένιωσε ότι δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Δεν ήταν καλή ιδέα, αλλά, μα τω Θεώ, ακόμα κι αν γκρεμιζόταν ολόκληρο το σπίτι γύρω τους, δε θα μπορούσε να σταματήσει. Άφησε τα χείλη της για να διαγράψει ένα μονοπάτι από το σαγόνι ώς κάτω στο λαιμό της και η Χάνα ψιθύρισε το όνομά του. Τα διστακτικά της χάδια στη βάση του σβέρκου του και στις ρίζες των μαλλιών του τον έκαναν να τρελαθεί. Απλώς ήλπισε να μην ακούσει κανένας περαστικός τα παθιασμένα μουρμουρητά τους. Με τη σκέψη αυτή, ένιωσε σαν να τον περιέλουσαν με ένα κουβά παγωμένο νερό. Μα τι σκεφτόταν; Θα μπορούσαν να τους ανακαλύψουν. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν αναγκασμένος να την παντρευτεί. Ο Γουίλιαμ νόμισε πως θα πάθει κρίση πανικού, όπως συνέβαινε κάθε φορά που σκεφτόταν το γάμο. Περιέργως, αυτή τη φορά δεν ένιωσε την ανάγκη να τρέξει για να γλιτώσει. Στην πραγματικότητα, αισθάνθηκε μια ανακούφιση. Αλλά ανακούφιση από τι; Ξεκολλώντας το στόμα του από το στόμα της Χάνα, έκανε με προσπάθεια μερικά βήματα πίσω. Τώρα ήταν η στιγμή για να αντιμετωπίσει το φόβο του για τη δέσμευση – ή την παντελή αδιαφορία για κάθε δέσμευση. Είχε έρθει για να συζητήσουν το σχέδιο για τον Κόλικοτ. Και τίποτα παραπάνω. Η Χάνα ανοιγόκλεισε γοργά τα μάτια της, εμφανώς έκπληκτη από την απομάκρυνσή του. Μην ξέροντας τι να πει, ο Γουίλιαμ άπλωσε το χέρι του και συνόδεψε τη Χάνα στον καναπέ. Κάθισε σε μια πολυθρόνα απέναντί της, σε απόσταση ασφαλείας. Το ζευγάρι δε μίλησε για λίγες στιγμές. Τελικά η Χάνα ρώτησε: «Έχεις κάποιο λόγο για τον οποίο ήρθες εδώ;» Έκπληκτος, ο Γουίλιαμ την κοίταξε. «Ω, ναι, δε σου το είπα;» Η Χάνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και ο Γουίλιαμ θύμωσε με τον εαυτό του. Τι είχε πάθει; «Για αρχή, ήρθα να ρωτήσω για την υγεία σου...» «Η οποία είναι καλή, όπως βλέπεις» απάντησε η Χάνα με ένα χαμόγελο. «Και ήθελα να συζητήσουμε τι θα κάνουμε με τον Κόλικοτ.» Ο Γουίλιαμ είδε τη Χάνα σχεδόν να λιώνει από ανακούφιση. Προφανώς, της είχε περάσει από το μυαλό η ιδέα ότι θα αρνούνταν να τη βοηθήσει, παρόλο που το είχε υποσχεθεί.

«Δεν έχω καμία ιδέα. Έχεις εσύ;» παραδέχτηκε η Χάνα. «Σκέφτηκα αρκετά το ζήτημα» ξεκίνησε να λέει. «Ο μόνος τρόπος για να ανακαλύψουμε πού είναι κρυμμένα τα βαρέλια είναι να πάρω από πίσω τον Τρούμπουλ.» Η Χάνα συνοφρυώθηκε. «Μαζί, φαντάζομαι.» «Όχι, μόνος μου» είπε αυστηρά. «Δε θα καταφέρω να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου αν ανησυχώ για σένα.» «Υπονοείς ότι θα χρειαστώ προστασία;» είπε η Χάνα ανασηκώνοντας τα φρύδια της. «Μάλλον δεν ξέρεις ότι λειτουργώ πολύ καλά υπό πίεση, και είμαι αθόρυβη σαν γάτα.» Ο Γουίλιαμ της έριξε ένα ειρωνικό βλέμμα και η Χάνα κοκκίνισε. «Χτες το βράδυ ήταν η εξαίρεση, σε διαβεβαιώνω.» Ο Γουίλιαμ ήθελε να την πείσει να μείνει σπίτι της, αλλά ήταν σίγουρος πως, ό,τι και να της έλεγε, εκείνη θα έκανε αυτό που ήθελε. Σκέφτηκε επίσης ότι, ακόμα κι αν επέμενε, η Χάνα θα έβρισκε κάποιον τρόπο να τον ακολουθήσει και μετά δε θα μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Ο Γουίλιαμ σήκωσε τα χέρια του στον αέρα και είπε: «Εντάξει, μπορείς να έρθεις.» «Τέλεια» έγνεψε η Χάνα. «Πότε πιστεύεις ότι θα το επιχειρήσουμε;» Αναμένοντας την ερώτησή της, ο Γουίλιαμ απάντησε: «Πιστεύω πως ο Τρούμπουλ θα πρέπει να μετακινήσει σύντομα το μπράντι. Ο Κόλικοτ δε θα περιμένει πολύ για να το πάρει στα χέρια του. Αντί να τον παρακολουθούμε κάθε βράδυ, θα μπορούσαμε να μάθουμε από τα αδέρφια μας ποια μέρα θα πάει να ανασύρει τα βαρέλια.» «Γιατί δε ρωτάμε κατευθείαν τον Σάιμον;» είπε η Χάνα. «Το σκέφτηκα, αλλά δεν ξέρω αν ο Τρούμπουλ είναι συνεργός με τον Κόλικοτ στον εκβιασμό.» Η Χάνα ταράχτηκε. «Αποκλείεται. Τι θα κερδίσει ο Τρούμπουλ αν παντρευτώ τον Κόλικοτ;» «Πιθανότατα τίποτα» συμφώνησε ο Γουίλιαμ «αλλά ίσως ο Κόλικοτ να εκβιάζει και τον Σάιμον. Είναι ικανός για όλα.» «Καταλαβαίνω. Θα είναι καλύτερα να μη μάθει ο Σάιμον ότι ξέρουμε κι εμείς για το μπράντι. Αν αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να ζητήσουμε βοήθεια από τα αδέρφια μας, ψηφίζω τον Αλεξάντερ. Ήδη σου μίλησε για το σχέδιο, οπότε δε θα του φανεί περίεργο αν τον ξαναρωτήσεις. Αν όμως μάθει ο αδερφός μου το λόγο για τον οποίο θέλουμε να μάθουμε πού είναι κρυμμένο το μπράντι, θα κάνει καμιά ανοησία για να με σώσει.» Λογικό, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Κι εκείνος το ίδιο θα έκανε. Καταλάβαινε επίσης ότι η Χάνα δεν ήθελε να φέρει τον αδερφό της σε αυτή τη θέση. «Πολύ καλά, θα μιλήσω στον Αλεξάντερ. Θα τον συναντήσω σήμερα και θα σε ειδοποιήσω αν μάθω τίποτα. Εν τω μεταξύ» την προειδοποίησε ο Γουίλιαμ «κάνε ό,τι μπορείς για να αποφύγεις τον Κόλικοτ. Δεν πιστεύω ότι θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια. Στην πραγματικότητα, μπορεί να έρθει σήμερα από εδώ για να μιλήσει με τον πατέρα σου. Καταλαβαίνεις τι εννοώ.» Ο λόρδος Σρούσμπουρι μπορεί να ζητούσε το χέρι της Χάνα ανά πάσα στιγμή. Πίστευε πως η Χάνα δε θα μπορούσε να του αρνηθεί. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η Χάνα θα έπρεπε να παίξει θέατρο μαζί του για να κερδίσει το χρόνο που χρειαζόταν ο Γουίλιαμ μέχρι να ξεδιαλύνει την κατάσταση. «Μην ανησυχείς για μένα. Θα φροντίσω εγώ το λόρδο Σρούσμπουρι – και τον πατέρα μου, αν χρειαστεί.»

Ο Γουίλιαμ έγνεψε, έχοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητες της Χάνα. Σηκώθηκε, την αποχαιρέτισε και έφυγε, καταπνίγοντας με επιτυχία την επιθυμία του για ένα ακόμα αποχαιρετιστήριο φιλί.

Κεφάλαιο Οκτώ Ποτέ μην εμπιστεύεσαι έναν άντρα που νοιάζεται περισσότερο για τα ρούχα του παρά για την ψυχή του. - Δούκας του Λάνκαστερ Αργότερα την ίδια μέρα η Χάνα κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρά της κρατώντας ένα σημείωμα που είχε λάβει από τον Γουίλιαμ εκείνο το απόγευμα. Το σημείωμα έλεγε: ΠΑνωΡΑαία Θεά μοΥ, μέΡΑ ΚΑλή ΜΑκαΡι νΑ έχειΣ, όλα να ΕίΝαι ΤΕλεια ΚΑι Αγωνιώ να σου ΠρΟσφέρω μια ΨΕυδαίσθηση. γουίλιαμ Η Χάνα δεν κατάλαβε ακριβώς τι ήθελε να πει το μήνυμα. Ήταν σαν ένα περίεργο ερωτικό γράμμα. Μήπως είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε να την πάρει μαζί του όταν θα ακολουθούσε τον Σάιμον; Τότε γιατί δεν το έλεγε; Τι περίεργες προτάσεις ήταν αυτές; Και τότε κατάλαβε – ίσως ο Γουίλιαμ φοβήθηκε ότι το γράμμα θα έπεφτε στα χέρια των γονιών της. Κανένας από τους δύο δε θα χαιρόταν αν διάβαζε μια πρόσκληση για μυστική συνάντηση με έναν άντρα μέσα στη νύχτα. Και μετά θα έσερναν τον Γουίλιαμ μέχρι την εκκλησία. Ρουθούνισε η Χάνα. Οπότε ήταν λογικό να χρησιμοποιήσει κάποιου είδους κώδικα. Η Χάνα εξέτασε το σημείωμα. Αυτή τη φορά πρόσεξε τα κεφαλαία γράμματα εκεί που δε χρειάζονταν, ενώ το όνομά του ήταν γραμμένο με πεζά. Ενθουσιασμένη από την ανακάλυψή της, άρπαξε ένα κομμάτι χαρτί και μια πένα. Με προσοχή σημείωσε όλα τα κεφαλαία γράμματα και ξαφνικά, το μήνυμα έγινε εμφανές. ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΚΑΜΑΡΑΣ ΕΝΤΕΚΑ ΑΠΟΨΕ. «Έξυπνο, Γουίλιαμ» μουρμούρισε η Χάνα. «Πολύ έξυπνο.» *** Λίγες ώρες αργότερα η Χάνα περίμενε νευρικά δίπλα στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της, ντυμένη στα μαύρα. Η παρέα της με τη λαίδη Λάνκαστερ της είχε μάθει να είναι ευρηματική, οπότε ένιωθε έτοιμη για την αποψινή περιπέτεια. Κοίταξε το ρολόι και είδε ότι είχε περάσει μόλις ένα λεπτό από την τελευταία φορά που το κοίταξε ξανά. Δεν είχε φτάσει ακόμα έντεκα, αλλά η Χάνα είχε την υποψία ότι ο Γουίλιαμ δε θα αργούσε. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε ένα πετραδάκι να χτυπά στο τζάμι. Τράβηξε απότομα την κουρτίνα και είδε τον Γουίλιαμ να στέκεται κάτω από το παράθυρό της, μισοκρυμμένος στους θάμνους που στόλιζαν τους τοίχους του σπιτιού. «Γουίλιαμ!» ψιθύρισε η Χάνα. «Μείνε εκεί, κατεβαίνω.» Ο Γουίλιαμ έγνεψε και εκείνη έβαλε το κεφάλι της μέσα από το παράθυρο. Αφού το έκλεισε

αθόρυβα, η Χάνα περπάτησε απαλά μέσα στο δωμάτιο και κάτω στο διάδρομο. Κατέβηκε από τη σκάλα υπηρεσίας στο πίσω μέρος του σπιτιού και έφτασε νυχοπατώντας στη σκοτεινή κουζίνα. Προσέχοντας να μην ξυπνήσει τη μαγείρισσα, που κοιμόταν στο μικρό δωμάτιο δίπλα από την κουζίνα, η Χάνα γλίστρησε στην πίσω πόρτα. Μέσα στην τσέπη της βρισκόταν το κλειδί που είχε «δανειστεί» νωρίτερα από το συρτάρι της μητέρας της. Αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν ακόμα εκεί, η Χάνα έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της και την τράβηξε για να σιγουρευτεί. Είχε βγει έξω. Έτρεξε προς τη μεριά που κρυβόταν ο Γουίλιαμ. Προτού προλάβει να πει λέξη, εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος. «Μου έλειψες» ψιθύρισε πάνω στα χείλη της. «Εσένα σου έλειψα;» Ζαλισμένη, η Χάνα δεν κατάφερε να μιλήσει, οπότε κούνησε απλώς το κεφάλι της. Δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση όταν ο Γουίλιαμ την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά του. Έβαλε το χέρι του μέσα στις πτυχές της κάπας της και χάιδεψε τον κορμό της. Η Χάνα λάτρευε το πώς ένιωθε μέσα στην αγκαλιά του - σχεδόν ξεχνούσε όλα όσα είχε ακούσει για αυτό τον άντρα και για τις πομπές του. Δεν ήταν δυνατόν να την αγγίζει τόσο τρυφερά και ταυτόχρονα να μην αισθάνεται τίποτα για εκείνη. Άξαφνα, λες και διάβασε τις σκόρπιες σκέψεις της, η Χάνα ένιωσε το κορμί του Γουίλιαμ να παγώνει. Μετά την απομάκρυνε από κοντά του και την κοίταξε διεξοδικά. «Μα τι φοράς;» ψιθύρισε οργισμένος. Η Χάνα κοίταξε τα ρούχα της μέσα από την ανοιχτή της κάπα. Η ιδέα της να ντυθεί με τα ρούχα του αδερφού της ήταν πολύ έξυπνη. Με τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω θα έμοιαζε με άντρας και επιπλέον ένιωθε πιο άνετα με παντελόνι και μπλούζα. «Δανείστηκα μερικά παλιά ρούχα του αδερφού μου» απάντησε η Χάνα, έκπληκτη που ο Γουίλιαμ είχε σκανδαλιστεί τόσο. Ήταν καλυμμένη από πάνω ώς κάτω πολύ σεμνά. Σίγουρα το παντελόνι διέγραφε του γοφούς της, αλλά της ήταν πολύ χαλαρό στη μέση. Ανασήκωσε τους ώμους της και είπε: «Φαντάστηκα ότι από μακριά θα μοιάζω με αγόρι.» Ο Γουίλιαμ την κοίταξε στα μάτια. «Σε καμία περίπτωση δε μοιάζεις με αγόρι, πίστεψέ με.» Η Χάνα ξανακοίταξε τα ρούχα της. «Δεν καταλαβαίνω πού είναι το πρόβλημα.» Ο Γουίλιαμ έκλεισε τα μάτια λες και υπέφερε και μετά τράβηξε τις άκρες της κάπας της και άρχισε να την κουμπώνει. Αφού τη φάσκιωσε σχεδόν μέσα στο πανωφόρι της, ο Γουίλιαμ μίλησε ξανά. «Προφανώς πήρες το μήνυμα που σου έστειλα» είπε πνιχτά. Παρότι η συμπεριφορά του Γουίλιαμ ήταν περίεργη, η Χάνα χάρηκε που η συζήτηση γύρισε πίσω στο φλέγον θέμα. «Ναι, ήταν πολύ έξυπνος ο τρόπος που το έκρυψες» είπε η Χάνα χαμογελώντας του. «Κι εσύ ήσουν πολύ έξυπνη που το ανακάλυψες» τη μιμήθηκε ο Γουίλιαμ. Μετά αναστέναξε, λες και δεν είχε πια έλεγχο του εαυτού του, και προσπάθησε να την τραβήξει κοντά του για ένα ακόμα φιλί. Η Χάνα τον κοίταξε αγανακτισμένη και ξέφυγε από τη λαβή του. «Δεν έχουμε κάπου να πάμε, κύριε;» είπε αυστηρά. Με μια βαθιά ανάσα, ο Γουίλιαμ πέρασε τα χέρια του στα μαλλιά του και μετά τέντωσε το ένα προς εκείνη. Υπό την κάλυψη των δέντρων και των θάμνων που περιτριγύριζαν το σπίτι, η Χάνα τον ακολούθησε ώς την άμαξα, που ήταν κρυμμένη στην άκρη του κτήματος, στον ανατολικό δρόμο έξω από το σπίτι. Η Χάνα πρόσεξε πως η άμαξα δεν ήταν αυτή που χρησιμοποιούσε συνήθως για τη μετακίνησή του – δεν είχε το έμβλημα της οικογένειας στην πόρτα. Η Χάνα εξεπλάγη από την

προνοητικότητα του Γουίλιαμ. Σίγουρα κάποιος θα αναγνώριζε την άμαξά του. Αν όχι ο Σάιμον, τότε σίγουρα ο λόρδος Σρούσμπουρι. Ήταν εμφανές ότι ο Γουίλιαμ ήταν έξυπνος και εφευρετικός άνθρωπος. Αυτός ο άντρας δε θα με έκανε ποτέ να πλήξω, σκέφτηκε, αόριστα ευχαριστημένη με το γεγονός. Ευχόταν να ένιωθε κι εκείνος το ίδιο για την ίδια. Έσφιξε το χέρι του Γουίλιαμ, καθώς τη βοηθούσε να ανέβει στην άμαξα. «Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε, φαινομενικά έκπληκτος από τη χειρονομία. «Επειδή είσαι εσύ» απάντησε η Χάνα με ένα μικρό χαμόγελο. Η διαδρομή ώς τη Λέσχη των κυρίων Γουάιτ δεν ήταν μεγάλη, αλλά η Χάνα προσπάθησε να τη γεμίσει με συζήτηση. Ο Γουίλιαμ ρώτησε πώς αντέδρασε η οικογένειά της όταν είδαν τη μελανιά της, κι εκείνη διηγήθηκε την πρωινή τους συζήτηση με μια δόση χιούμορ. Ήταν έτοιμη να του αποκαλύψει ότι η μητέρα της δεν τον συμπαθούσε, αλλά σκέφτηκε πως δε θα την ωφελούσε σε τίποτα. Ούτως ή άλλως, εκείνος δε σκόπευε να τη ζητήσει σε γάμο. Όχι, αν οι φήμες για το πρόσωπό του ήταν αληθινές. Κοίταξε τρομαγμένα το μικρό παράθυρο δίπλα της, όταν κατάλαβε πως έφυγαν από τη γνώριμη περιοχή του Μέιφερ. Μέχρι να τελειώσει η βραδιά, η Χάνα θα είχε επισκεφθεί μέρη της πόλης στα οποία απαγορευόταν να πάει, ειδικά μέσα στη νύχτα. Ανατρίχιασε με αυτή τη συνειδητοποίηση. Το χέρι του Γουίλιαμ κάλυψε το δικό της καθησυχαστικά και η Χάνα ένιωσε ευγνωμοσύνη. Ο Γουίλιαμ ζήτησε στον οδηγό να σταματήσει στην άκρη του δρόμου, αλλά σε σημείο που να βλέπουν την κεντρική είσοδο. Αφού σταμάτησαν, περίμεναν την εμφάνιση του Τρούμπουλ. Πολύς κόσμος έμπαινε και έβγαινε από τη Λέσχη Γουάιτ. Ήταν μια από τις δύο πιο δημοφιλείς λέσχες του Λονδίνου - εκεί οι κύριοι της καλής κοινωνίας έπαιζαν χαρτιά, έπιναν και αντάλλασσαν τα νέα τους. Η συγκεκριμένη λέσχη ήταν επίσης και το ανεπίσημο αρχηγείο του κόμματος του Τόρι (οι αντιφρονούντες σύχναζαν στη Λέσχη Μπρουκς στο τέλος του δρόμου). Η Χάνα αναρωτήθηκε πώς να ήταν μέσα. Ως γυναίκα, πιθανότατα δε θα μάθαινε ποτέ. «Ο Αλεξάντερ σού δημιούργησε κανένα πρόβλημα;» ρώτησε μαλακά η Χάνα, μια και η σιωπή τής φαινόταν σχεδόν αποπνικτική μέσα στη σκοτεινή, ακίνητη άμαξα. Ο Γουίλιαμ την κοίταξε από την άλλη θέση. Φαντάστηκε πως το βλέμμα του θα ήταν σοβαρό και προσηλωμένο, αντικατοπτρίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία είχαν μπλεχτεί. «Όχι, ο Αλεξάντερ ξέρει τι πρέπει να κάνει και για ποιο λόγο πρέπει να πετύχουμε.» Έγνεψε καταφατικά και γύρισε ξανά την προσοχή της στην είσοδο του οικήματος. Κοντά στα μεσάνυχτα πια η λεία τους θα εμφανιζόταν σύντομα. Σε λίγη ώρα η Χάνα είδε τον Αλεξάντερ και τον Σάιμον να βγαίνουν από τη λέσχη. Οι δύο άντρες περπάτησαν στο πεζοδρόμιο προς την κατεύθυνση της παρκαρισμένης τους άμαξας, και μετά σταμάτησαν μισό τετράγωνο μακριά, πίσω από ένα νοικιασμένο μόνιππο. Η Χάνα παρακολούθησε τον Αλεξάντερ να χτυπά τον Σάιμον φιλικά στην πλάτη και μετά να απομακρύνεται, καθώς ο Σάιμον ανέβηκε στο μόνιππο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άρχισε να κατεβαίνει την οδό Πικαντίλι, πηγαίνοντας προς την οδό Ρίτζεντ. Η Χάνα κοίταξε τον Γουίλιαμ με ανυπομονησία. Εκείνος, με βλοσυρό ύφος, έκανε νόημα στον οδηγό να ακολουθήσει τον Τρούμπουλ. Καθώς πέρασαν δίπλα από τον Αλεξάντερ, ο οποίος στεκόταν ακόμα στην άκρη του δρόμου, η Χάνα τον είδε να γνέφει διακριτικά στον Γουίλιαμ. Ο Αλεξάντερ έκανε το κομμάτι του, σκέφτηκε η Χάνα. Τα υπόλοιπα είναι δική μας δουλειά. Η άμαξα τους απομάκρυνε από την άνεση του Μέιφερ και του Σεν Τζέιμς και τους οδηγούσε

όλο και πιο βαθιά μέσα στην πόλη. Έστριψαν από την οδό Φλιτ στην οδό Μπριτζ και η Χάνα άρχισε να κοιτά με ενδιαφέρον τα περίχωρα. Δεν είχε έρθει πολλές φορές μέσα στην πόλη και τώρα της τραβούσαν την προσοχή τα διάφορα κτίρια έξω από το παράθυρό της. Επιτέλους, το μόνιππο του Τρούμπουλ άρχισε να κόβει ταχύτητα και η Χάνα διέκρινε τα φώτα του παλιού τελωνείου στο βάθος. Ο Γουίλιαμ είπε στον οδηγό να σταματήσει. Προτού καν η άμαξα ακινητοποιηθεί πλήρως, ο Γουίλιαμ άνοιξε την πόρτα, πήδησε και γύρισε για να βοηθήσει τη Χάνα. Έκλεισε ραντεβού με τον οδηγό για να τους συναντήσει αργότερα και μετά έπιασε το χέρι της. Άρχισαν να τρέχουν για να προλάβουν τον Τρούμπουλ, κρυμμένοι μέσα στις σκιές και χωρίς να κάνουν θόρυβο. Δεν άργησαν να φτάσουν στο τελωνείο. Ο Γουίλιαμ είπε στη Χάνα να κρυφτεί στη σκιά του κτιρίου που βρισκόταν απέναντι και ακριβώς παράλληλα με το τελωνείο. Από κει, σκέφτηκε, θα παρακολουθούσαν τον Σάιμον χωρίς εκείνος να μπορεί να τους δει. Κοίταξε τον Γουίλιαμ με καχυποψία αλλά και θαυμασμό. Συμπεριφερόταν λες και το είχε ξανακάνει. Έτσι μπαινοβγαίνει στα σπίτια των ερωμένων του, σκέφτηκε πικαρισμένη. Η κακή της σκέψη την έκανε να παγώσει. Σχεδόν ένιωσε ζήλια. Παρότι γνώριζε ότι δεν έπρεπε να ερωτευτεί αυτό τον άντρα, δε γινόταν να κάνει αλλιώς. Με κάθε φιλί εξαφάνιζε τις αντιστάσεις της και την έκανε να ελπίζει ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για το άτομό του δεν ήταν αληθινές. Ακόμα και το γεγονός ότι η μητέρα της ήταν εναντίον του την έκανε να τον θέλει ακόμα περισσότερο, ήθελε να γίνει η γυναίκα που θα του άλλαζε τη γνώμη που είχε για το γάμο. Αλλά πώς; «Χάνα, είσαι εντάξει;» ψιθύρισε θυμωμένα ο Γουίλιαμ. Η Χάνα τινάχτηκε ένοχα και συνειδητοποίησε ότι ο Γουίλιαμ είχε προχωρήσει χωρίς εκείνη. Μαλώνοντας τον εαυτό της για την ανοησία της, έτρεξε ανάλαφρα για να τον προλάβει. Όταν βρέθηκε και πάλι στο πλάι του, είδε ότι είχαν φτάσει σε έναν ανοιχτό χώρο στο πίσω μέρος του κτιρίου. Έψαξε να βρει τον Σάιμον. Κι εκείνος είχε μείνει ακάλυπτος στον άδειο διάδρομο ανάμεσα στο κτίριο και το λιμάνι. Σταμάτησε και κοίταξε ανήσυχα γύρω του. Η καρδιά της Χάνα χτυπούσε δυνατά. Άξαφνα, ο Γουίλιαμ την έσπρωξε πάνω στον τοίχο, πνίγοντας και τους δυο τους στο σκοτάδι. Ανασαίνοντας με ανακούφιση που δεν τους είχε δει κανείς, ο Γουίλιαμ παρακολούθησε τον Τρούμπουλ να τρέχει στον άδειο δρόμο και να εξαφανίζεται ανάμεσα στις καλαμιές που φύτρωναν στις όχθες του Τάμεση. Αφού περίμενε για μερικά δευτερόλεπτα, ο Γουίλιαμ έκανε νόημα στη Χάνα να τον ακολουθήσει και έτρεξαν κι εκείνοι προς τη σκιά ενός παλιού παράσπιτου που χρησίμευε ίσως για την αποθήκευση ειδών αλιείας. Ο Γουίλιαμ, προσέχοντας μην πατήσει τα ξύλα και τα καρφιά που ήταν πεταμένα γύρω, έβγαλε το κεφάλι του από τη γωνία του παράσπιτου, ψάχνοντας για ένα σημάδι του Τρούμπουλ. Καθώς έφτασαν στη γωνία του κτιρίου, ο Γουίλιαμ άκουσε θόρυβο – κάποιος έσπαγε τον πάγο. Γύρισε στη Χάνα και με ένα κοφτό νόημα της υπέδειξε να σκύψει. Η Χάνα κάθισε πάνω στις φτέρνες της και ο Γουίλιαμ αθόρυβα προχώρησε μπροστά. Έπειτα από μερικά μέτρα ξάπλωσε κάτω και έριξε μια ματιά από την αποβάθρα στο σκοτεινό νερό. Από αυτή τη θέση μπορούσε να διακρίνει μια μορφή που πάλευε να τραβήξει μια βάρκα στην ακτή, ανάμεσα στα παγωμένα νερά. Έκανε νόημα στη Χάνα να ξαπλώσει δίπλα του στο παγωμένο έδαφος, ενώ ο Τρούμπουλ έβγαζε το ένα βαρέλι μετά το άλλο κάτω από τη βάρκα. Αφού μετέφερε και το τελευταίο βαρέλι στην αμμώδη ακτή –ο Γουίλιαμ μέτρησε πέντε

βαρέλια–, ο Τρούμπουλ έσκυψε να φορέσει τις μπότες και το μάλλινο παλτό του, που τα είχε αφήσει στην όχθη του ποταμού. Ο Γουίλιαμ θεώρησε ότι ο Σάιμον είχε φερθεί έξυπνα βγάζοντας τις μπότες του – έπρεπε να μεταφέρει τα βαρέλια και σε δεύτερη τοποθεσία, και δε θα ήταν εύκολο να το κάνει με μουσκεμένα και παγωμένα υποδήματα. Ακόμα όμως και με στεγνά παπούτσια, ο Γουίλιαμ είχε μεγάλη απορία για το πώς θα μετέφερε πέντε βαρέλια ολομόναχος, χωρίς να τον δει κανείς. Το μυαλό του άδειασε αμέσως, όταν ο παπουτσωμένος άντρας γύρισε και κοίταξε προς την κατεύθυνσή τους. Ο Γουίλιαμ τρόμαξε. Πώς να ξέρει ότι είμαστε εδώ; Προσπάθησε να σκεφτεί ένα σχέδιο που θα δικαιολογούσε την παρουσία τους εκεί, αλλά στην πορεία κατάλαβε ότι ο Τρούμπουλ δεν κοίταζε τους δυο τους μα το κτίριο πίσω τους. Ο πανικός τον κατέλαβε ξανά όταν ο Τρούμπουλ άρχισε να κατευθύνεται προς το παράσπιτο. Η Χάνα άρπαξε το χέρι του και τον κοίταξε έντρομη, όσο και εκείνος, και ο Γουίλιαμ γρήγορα σκέφτηκε τις επιλογές τους. Μπροστά και λίγο δεξιά από εκεί που ήταν ξαπλωμένοι ήταν μια μεγάλη καταπακτή που χρησίμευε παλιότερα ως είσοδος του κτιρίου. Ο Γουίλιαμ ήξερε ότι το κτίριο ήταν άδειο και πως ο Τρούμπουλ δε θα ενδιαφερόταν, οπότε τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη Χάνα και, κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο μπορούσε, κυλίστηκαν προς τα δεξιά, πάνω στο παγωμένο έδαφος. Ευτυχώς, η κλίση του εδάφους έκρυβε τις κινήσεις τους. Όταν σταμάτησαν, είχαν απομακρυνθεί σχεδόν τρία μέτρα. Κρύφτηκαν πίσω από το χιόνι και μερικούς χαμηλούς θάμνους. Ο Γουίλιαμ ήλπιζε ότι, αν έμεναν τελείως ακίνητοι, ο Τρούμπουλ δε θα τους έβλεπε. Βέβαια, αν ο προορισμός του δεν ήταν αυτό το κτίριο και συνέχιζε να προχωρά, θα τους έβρισκε αμέσως. Ξαπλωμένος εκεί, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από τη Χάνα, ο Γουίλιαμ ξέχασε προς στιγμήν τον άμεσο κίνδυνο. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά κάτω από το στήθος του και τον κοίταζε με ορθάνοιχτα, έκπληκτα μάτια. Ξαφνικά ευχήθηκε να ήταν ξαπλωμένη δίπλα του για έναν εντελώς διαφορετικό λόγο. Ήθελε να την κάνει να βαριανασαίνει και να χτυπά η καρδιά της δυνατά από τα χάδια και τις αγκαλιές του. Θυμόταν ξεκάθαρα τη Χάνα μετά το τελευταίο τους φιλί. Αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, μάτια γεμάτα πάθος, κόκκινα, πρησμένα χείλη... και ο πόθος του ξύπνησε με τόση ορμή που σχεδόν αναστέναξε. «Γουίλιαμ;» ψιθύρισε η Χάνα και κοίταξε νευρικά πάνω από το κεφάλι της. Με μια σιγανή βρισιά, ο Γουίλιαμ κοίταξε κι αυτός και είδε τον Σάιμον να προχωρά προσεκτικά προς το παράσπιτο. Όταν δεν κοίταξε ξανά προς το μέρος τους, ανάσανε με ανακούφιση – και απογοήτευση, καθώς γλίστρησε μακριά από την ποθητή μορφή της Χάνα. Έπρεπε να μεγαλώσει την απόσταση μεταξύ τους, αν ήθελε να κρατήσει τα λογικά του. Συγκεντρώνοντας την προσοχή του στην αποψινή τους αποστολή, είδε τον Σάιμον να μπαίνει στο κτίριο. Ακούστηκαν θόρυβοι και κινήσεις και τελικά βγήκε από το κτίριο με ένα μικρό χειροκίνητο καρότσι. Ο Γουίλιαμ εξεπλάγη με την προνοητικότητα του Τρούμπουλ. Ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους του να κρύψει ένα μέσο μετακίνησης των βαρελιών δίπλα στο σημείο που τα είχε καταχωνιάσει. Το καροτσάκι δεν ήταν κατάλληλο για μεγάλες διαδρομές, αλλά για μια τέτοια απόσταση θα ήταν ό,τι πρέπει. Επίσης, με ευχαρίστηση συνειδητοποίησε ότι ο Τρούμπουλ και ο Κόλικοτ σκόπευαν να αφήσουν το μπράντι κάπου εκεί κοντά και πως δε θα το μετέφεραν απόψε. Μόλις ο Σάιμον έφτασε με το καροτσάκι δίπλα στα βαρέλια, άρχισε να τα φορτώνει. Με την προσοχή του Τρούμπουλ στραμμένη αλλού, ο Γουίλιαμ βρήκε την ευκαιρία να σηκωθεί και, βοηθώντας τη Χάνα, κατευθύνθηκαν προς την άλλη μεριά του κτιρίου. Έμειναν κολλημένοι στο

βρομερό τοίχο και περίμεναν να περάσει πρώτα ο Σάιμον με τα βαρέλια του, για να καταφέρουν να το σκάσουν. Στα μισά περίπου το κτιρίου ο Γουίλιαμ είδε τον Σάιμον να σταματά. Μην καταλαβαίνοντας το λόγο, ο Γουίλιαμ αναρωτήθηκε τι συνέβη. Το καρότσι ήταν αρκετά σταθερό, αλλά ίσως να του είχε φύγει καμιά ρόδα ή κάτι τέτοιο. Παίρνοντας το ρίσκο, ο Γουίλιαμ έσφιξε το χέρι της Χάνα και έτρεξαν από τη σκοτεινή γωνία του παράσπιτου στον πίσω τοίχο του τελωνείου. Κρυφοκοιτάζοντας από τη γωνία, ο Γουίλιαμ είδε το λόγο για τον οποίο σταμάτησε ο Τρούμπουλ. Απ’ ό,τι φαίνεται, υπήρχε και μια πλαϊνή είσοδος για το υπόγειο του κτιρίου. Ο Γουίλιαμ φαντάστηκε ότι εκεί θα έκρυβε τα βαρέλια ο Τρούμπουλ μέχρι να έρθει η ώρα να τα μετακινήσουν αλλού. Δεν ήταν κακό το σχέδιό του, αφού κανένας πια δεν πήγαινε στο παλιό τελωνείο, τώρα που είχε χτιστεί το νέο. Πάρα ταύτα, ο Τρούμπουλ δεν έκανε καμία κίνηση να ανοίξει την πόρτα. Άξαφνα ο Γουίλιαμ άκουσε μια άμαξα να πλησιάζει και να σταματά εκεί κοντά. Κοίταξε πίσω από τον Σάιμον και αναγνώρισε το λόρδο Σρούσμπουρι να βγαίνει από την καμπίνα. Ακόμα και μέσα στα σκοτάδια, ο Γουίλιαμ μπόρεσε να διακρίνει το οικόσημο που ήταν ζωγραφισμένο στην πόρτα. «Δεν τον ενδιαφέρει αν τον δουν ή τον αναγνωρίσουν» είπε η Χάνα έκπληκτη. Αυτό φάνηκε περίεργο και στον Γουίλιαμ, αλλά κατάλαβε ότι ήταν καθαρή επίδειξη της μεγαλομανίας του. Ο λόρδος Σρούσμπουρι πίστευε ότι μπορούσε να γλιτώσει από οτιδήποτε. Κουνώντας το κεφάλι του με αηδία, ο Γουίλιαμ είδε τον Κόλικοτ και τον Τρούμπουλ να συζητούν δίπλα από την άμαξα. Πολύ θα ήθελε να πλησιάσει για να ακούσει αυτά που έλεγαν, αλλά δεν υπήρχε κανένα μέρος να κρυφτεί δίπλα στο άδειο κτίριο. Επιτέλους, ο Τρούμπουλ άνοιξε την πόρτα του υπογείου. Ο Κόλικοτ κατέβηκε πρώτος και ο Τρούμπουλ άρχισε να κατεβάζει τα βαρέλια ένα ένα. Αφού τα ξεφόρτωσαν όλα, ο Τρούμπουλ κατέβηκε κι αυτός στο υπόγειο. Ευκαιρία για δράση. Ο Γουίλιαμ έπρεπε να μάθει πού θα έκρυβαν τα βαρέλια προτού τα πάρει ο Κόλικοτ. Δε γινόταν να τα αφήσουν στο υπόγειο του παλιού τελωνείου για πολύ καιρό, κάποιος θα τα ανακάλυπτε. Οπότε ο Κόλικοτ έπρεπε να τα πάρει σύντομα. Ο Γουίλιαμ γύρισε στη Χάνα. «Μείνε εδώ. Θα προσπαθήσω να ακούσω τι λένε.» Ετοιμάστηκε για την αντίρρηση της Χάνα, η οποία έμοιαζε έτοιμη να επαναστατήσει. «Εντάξει. Να προσέχεις, Γουίλιαμ.» Προσπαθώντας να μη δείξει την έκπληξή του, ο Γουίλιαμ της έγνεψε καταφατικά. Πολύ θα ήθελε να μάθει πώς λειτουργεί το μυαλό αυτής της γυναίκας. Δεν ήταν τώρα όμως η κατάλληλη στιγμή για αυτό το μυστήριο. Έσφιξε το χέρι της, έριξε μια τελευταία ματιά για να δει αν το πεδίο ήταν ακόμα ελεύθερο και έτρεξε αθόρυβα προς την ανοιχτή πόρτα του υπογείου. Κρύφτηκε και άκουσε φωνές να έρχονται από κάτω. Γονάτισε και κοίταξε μέσα από το κενό που άφηνε η πόρτα και οι μεντεσέδες. Το δωμάτιο που βρισκόταν ακριβώς από κάτω του ήταν άδειο, εκτός από μερικά κουτιά στοιβαγμένα στη γωνία. Από εκεί που είχε κρυφτεί ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις των αντρών. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ο Γουίλιαμ μπήκε μέσα στο υπόγειο έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τα κουτιά στη γωνία. Από την καινούρια του κρυψώνα, ο Γουίλιαμ εξέτασε την κατάσταση. Ένας διάδρομος ξεκινούσε από αυτό το δωμάτιο, γεμάτος πόρτες προς άλλους χώρους. Ο Τρούμπουλ και

ο Κόλικοτ ήταν πίσω από μια από αυτές τις πόρτες. Οι φωνές τους ακούγονταν πιο δυνατά, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να καταλάβει τι συζητούσαν. Ο Γουίλιαμ σύρθηκε πίσω από τα κιβώτια και κατευθύνθηκε προς την είσοδο του δωματίου. Οι φωνές έρχονταν από το δεύτερο δωμάτιο στ’ αριστερά. Για να ακούσει καθαρά τι έλεγαν, έπρεπε να πλησιάσει κι άλλο. Έφτασα ώς εδώ, σκέφτηκε, ας προχωρήσω λίγο ακόμα. Αφού πήρε την απόφασή του, τινάχτηκε πίσω από τα βαρέλια και χώθηκε στο πρώτο δωμάτιο αριστερά. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο βαρέλια, ίδια με αυτά που κουβαλούσε ο Τρούμπουλ. Ο Γουίλιαμ διάβασε την πινακίδα: πυρίτιδα! Μέτρησε οκτώ βαρέλια στο δωμάτιο. Δεν ήταν αρκετά για κατάσταση πολέμου, αλλά σίγουρα ήταν αρκετά για να προκαλέσουν μεγάλη έκρηξη. Στο πίσω μέρος, κρυμμένη πίσω από την πυρίτιδα, ήταν μια πόρτα η οποία προφανώς οδηγούσε στο άλλο δωμάτιο. Από εκεί θα μπορούσε να ακούσει τον Κόλικοτ και τον Τρούμπουλ. Ο Γουίλιαμ έσκυψε και κοίταξε μέσα από την κλειδαρότρυπα. Είδε τα πόδια των δύο αντρών, καθώς μετακινούσαν τα βαρέλια με το μπράντι δίπλα στον τοίχο. Στο δωμάτιο ήδη υπήρχαν αρκετά βαρέλια. Γύρισε το αφτί του στην κλειδαρότρυπα και επιτέλους άκουσε τα λόγια τους. «Πρόσεχε, ξάδερφε! Δε θέλω να χύσεις το μπράντι μου στο πάτωμα» είπε ο Κόλικοτ. «Αν με βοηθούσες λίγο, Κέιλεμπ» ρουθούνισε ο Σάιμον «θα ένιωθες πιο σίγουρος.» Ο Κέιλεμπ σούφρωσε τη μύτη του. «Ήδη κουβάλησα αυτά τα σιχαμερά βαρέλια ώς εδώ. Είναι μούσκεμα, να πάρει!» «Ναι, συνήθως αυτό συμβαίνει σε ένα αντικείμενο αν το βάλεις στο νερό» απάντησε σαρκαστικά ο Σάιμον. «Μην ξεχνάς ποιος γλιτώνει ποιον εδώ πέρα, ξάδερφε» είπε ο Κέιλεμπ. «Αν δεν είχες εμένα, τώρα θα σε είχαν πιάσει και πιθανότατα κρεμάσει.» Ενδιαφέρον, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Ο Γουίλιαμ έπιασε την αδιόρατη απειλή στα λόγια του Κόλικοτ. Μάλλον εκβίαζε τον Τρούμπουλ να πουλήσει τα βαρέλια σε αντάλλαγμα για τη σιωπή του για το λαθρεμπόριο. «Κανόνισες να πάρεις τα βαρέλια από δω;» ρώτησε ο Σάιμον. «Δεν πρέπει να τα αφήσουμε εδώ για πολύ καιρό.» «Φυσικά» απάντησε ψυχρά ο Κέιλεμπ. «Προσέλαβα δύο άντρες να τα πάρουν από δω σε μία εβδομάδα. Μάρκαρα τα βαρέλια με κάρβουνο, για να μπορέσουν να τα ξεχωρίσουν.» Μία εβδομάδα. Δεν τους άφηναν πολύ χρόνο, αλλά ο Γουίλιαμ ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να σκεφτεί ένα σχέδιο με τη βοήθεια της Χάνα. «Πολύ μπράντι για έναν άντρα» είπε αργά ο Σάιμον. «Μάλλον σου αρέσει πολύ.» «Το μπράντι μού είναι αδιάφορο» απάντησε με χαμηλή φωνή. «Αυτό που θα μου φέρει όμως είναι σημαντικό.» Ο Γουίλιαμ συγκρατήθηκε για να μην ορμήσει στο δωμάτιο και πλακώσει στο ξύλο τον Κόλικοτ. Κάποιος έπρεπε να του σπάσει τα μούτρα. Ακόμα κι αν κατάφερνε να γλιτώσει τη Χάνα από τον επικείμενο γάμο τους, ο Κόλικοτ θα συνέχιζε να τρομοκρατεί ανυποψίαστο κόσμο για να κερδίσει τη δόξα που θεωρούσε ότι του άξιζε. Ο Γουίλιαμ ευχήθηκε να πληρώσει κάποια μέρα για τις αμαρτίες του ο Κέιλεμπ Κόλικοτ. Ο Γουίλιαμ άκουσε τον Τρούμπουλ και τον Κόλικοτ να βγαίνουν από το υπόγειο. Περίμενε πέντε λεπτά και μετά βγήκε κι αυτός έξω. Ήλπιζε ότι είχαν φύγει και οι δύο άντρες από το τελωνείο. Η Χάνα τώρα θα είχε γίνει έξαλλη. Από ανησυχία ή από περιέργεια; αναρωτήθηκε.

Κεφάλαιο Εννέα Όταν μια ευγενική άρνηση δε γίνεται αποδεκτή, πρέπει να γίνεις αγενής. - Δούκας του Λάνκαστερ Η Χάνα είχε ανησυχήσει υπερβολικά για τον Γουίλιαμ, αλλά είχε και τρομερή περιέργεια για το τι ανακάλυψε. Έλειπε αρκετή ώρα κι εκείνη είχε μείνει μόνη στην παγωμένη νύχτα. Όταν πήρε την απόφαση να αφήσει τον Γουίλιαμ και να μείνει μόνη της, είχε σκεφτεί ότι θα ήταν πιο εύκολο για ένα άτομο να κρυφτεί στο άδειο υπόγειο, αλλά δεν είχε φανταστεί ότι θα αργούσε τόσο πολύ. Έτριψε τα μπράτσα με τα χέρια της για να ζεσταθεί. Της φάνηκε ότι είχε περάσει μια αιωνιότητα, όταν είδε τον Σάιμον και το λόρδο Σρούσμπουρι να βγαίνουν από το υπόγειο. Δεν αποχαιρετίστηκαν, απλώς ο λόρδος Σρούσμπουρι κατευθύνθηκε με άνεση προς την άμαξά του και απομακρύνθηκε. Ο Σάιμον έκλεισε την πόρτα του υπογείου και τράβηξε το καροτσάκι πίσω στο παράσπιτο. Η Χάνα, πανικόβλητη, έψαξε για ένα νέο μέρος να κρυφτεί, καθώς ο Σάιμον άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της. Λίγα μέτρα πίσω της, στον πίσω τοίχο του τελωνείου, η Χάνα εντόπισε μια μεγάλη συστάδα θάμνων. Έτρεξε και ίσα που πρόλαβε να σκύψει πίσω από τους θάμνους προτού περάσει ο Σάιμον με το καροτσάκι. Έμεινε ακίνητη στη θέση της μέχρι που ο Σάιμον την προσπέρασε, πιθανότατα για να κατευθυνθεί προς το δρόμο που οδηγούσε στο Μέιφερ. Η Χάνα μέτρησε ώς το εξήντα προτού σηκώσει λίγο το κεφάλι της για να κοιτάξει πέρα από τη γωνία του κτιρίου. Κανένας δεν ήταν εκεί, και η Χάνα έτρεξε προς το υπόγειο. Μόλις έφτασε εκεί, η πόρτα είχε ήδη αρχίσει να ανοίγει κι εκείνη κρύφτηκε και πάλι στη σκιά. Προς ανακούφισή της, είδε ένα γνώριμο πρόσωπο να βγαίνει πίσω από την πόρτα. Ο Γουίλιαμ, συνοφρυωμένος, έψαχνε να τη βρει, και η Χάνα βγήκε από τη σκιά. «Γουίλιαμ» ψιθύρισε «είμαι εδώ.» Ο Γουίλιαμ τινάχτηκε, αλλά ηρέμησε μόλις την είδε. «Σου είπα να μείνεις στη θέση σου» ψιθύρισε, φανερά θυμωμένος με την ανυπακοή της. «Ανησύχησα για σένα» απάντησε η Χάνα έντονα. Ο Γουίλιαμ της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. «Κι εγώ τι νομίζεις ότι έκανα όταν δε σε είδα στη θέση σου; Με κατατρόμαξες, Χάνα.» Η χαρά έσκασε μέσα της σαν μικρό πυροτέχνημα. Στ’ αλήθεια νοιαζόταν για εκείνη; «Συγνώμη, Γουίλιαμ. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω.» Ο Γουίλιαμ της έκανε νόημα να σταματήσει. «Υποθέτω ότι ο Κόλικοτ και ο Τρούμπουλ έφυγαν» είπε, κοιτώντας τριγύρω. «Ναι, πριν από λίγη ώρα.» Ο Γουίλιαμ έκανε δύο βήματα μέσα στο υπόγειο, μετά γύρισε και έτεινε το χέρι του προς τη Χάνα. «Θέλεις να κατέβεις για να ρίξεις μια ματιά;» Η Χάνα έγνεψε καταφατικά. Ήθελε να μάθει πού είχαν κρύψει το αλκοόλ και πώς θα το ξεφορτώνονταν τώρα που ήταν κρυμμένο στην αποθήκη του παλιού τελωνείου. Η Χάνα ευχαριστήθηκε με την πρόταση του Γουίλιαμ να ρίξει από μόνη της μια ματιά. Αυτό την έκανε να

αισθάνεται ότι, με τον καιρό, ο Γουίλιαμ θα τη γνώριζε καλύτερα και θα την εκτιμούσε ακόμα περισσότερο. Ακολουθώντας τον Γουίλιαμ στη σκάλα του υπογείου, η Χάνα έφτασε σε ένα ζεστό δωμάτιο δίπλα από το μακρύ διάδρομο. Ο χώρος ήταν μεγάλος και χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση. Η Χάνα πρόσεξε ότι ήταν ήδη γεμάτος. «Γουίλιαμ, αυτό το μέρος είναι γεμάτο βαρέλια! Πώς θα ξεχωρίσουμε τα δικά μας;» Ο Γουίλιαμ ενημέρωσε τη Χάνα για όσα είχε ακούσει, καθώς και για το πόσο καιρό θα άφηναν εκεί τα βαρέλια. Η Χάνα σκέφτηκε για λίγο. «Μπορεί να καταφέρουμε να σβήσουμε τα σημάδια από τα βαρέλια και να τα βάλουμε σε άλλα. Έτσι δε θα έχει σωστά στοιχεία ενάντια στον αδερφό μου.» «Το σκέφτηκα, αλλά, ειλικρινά, δεν έχει σημασία αν στα βαρέλια θα έχει παράνομο αλκοόλ ή όχι. Η μαρτυρία του Κόλικοτ και τα βαρέλια, όποια κι αν είναι αυτά, είναι αρκετά για να καταδικαστούν τα αδέρφια μας.» Η Χάνα απελπίστηκε. Ο Γουίλιαμ είχε δίκιο. Οι τελωνειακοί ήθελαν με κάθε τρόπο να πατάξουν το λαθρεμπόριο, οπότε θα τους τιμωρούσαν άμεσα για παραδειγματισμό, αθώοι ή μη. «Τότε τι θα κάνουμε;» ρώτησε ανήσυχη η Χάνα. Καρφώνοντας το βλέμμα του στο δικό της, ο Γουίλιαμ είπε: «Μην ανησυχείς, κάτι θα σκεφτούμε.» H Χάνα χάρηκε ακούγοντας τον πληθυντικό και ευχήθηκε να είχε δίκιο. «Έλα» είπε ο Γουίλιαμ. «Πάμε να ψάξουμε και τα υπόλοιπα δωμάτια, για να σχηματίσουμε μια σωστή εικόνα του χώρου.» Η Χάνα έγνεψε και περπάτησε με τον Γουίλιαμ ώς το τέλος του διαδρόμου. Ψάχνοντας αθόρυβα τα δωμάτια, η Χάνα έκανε ένα σχέδιο του χώρου στο μυαλό της. Πολλά δωμάτια ήταν δωμάτια ύπνου, με κρεβάτια και μπαούλα, αλλά φαίνονταν αχρησιμοποίητα για καιρό. Στο τέλος του διαδρόμου είχε μια ακόμα πόρτα. Ο Γουίλιαμ έβαλε το αφτί του στην κλειδαρότρυπα. Φαίνεται πως άκουσε κάτι από την άλλη μεριά και έκανε νόημα στη Χάνα να σιωπήσει, φέρνοντας το δάχτυλό του στα χείλη του. Η Χάνα έκανε ένα βήμα πίσω αργά αργά. Έτρεξε ώς την πόρτα του υπογείου με τον Γουίλιαμ να την ακολουθεί κατά πόδας. Αφού βγήκαν έξω με ασφάλεια, ο Γουίλιαμ έκλεισε την πόρτα προσεκτικά. Μετά έφυγαν βιαστικά προς την οδό Τάμεση. Αφού είχαν απομακρυνθεί αρκετά, η Χάνα σταμάτησε να τρέχει και ρώτησε: «Τι άκουσες;» «Ανθρώπους να περπατούν και φωνές. Νομίζω πως υπάρχουν κι άλλα δωμάτια στην άλλη μεριά του κτιρίου, μάλλον για τους εθελοντές του τελωνείου. Αυτά τα δωμάτια που είδαμε πρέπει να είναι τα εφεδρικά.» «Είμαστε τυχεροί που δε δουλεύουν εθελοντές στο παλιό τελωνείο» είπε η Χάνα χωρίς ανάσα. «Υποψιάζομαι πως δεν ήταν απλώς τύχη» απάντησε σκεπτικός ο Γουίλιαμ. «Ο Τρούμπουλ θα γνώριζε πως τα δωμάτια ήταν αχρησιμοποίητα. Μπορεί να φαίνεται επιπόλαιος αλλά δεν είναι. Πιστεύω επίσης πως τον πίεσε ο Κόλικοτ να πάρει μέρος στο σχέδιό του.» Η Χάνα ανακουφίστηκε ακούγοντας ότι ο Σάιμον δεν ήταν συνεργός του λόρδου Σρούσμπουρι. Χάρηκε επίσης γιατί δεν είναι τόσο επιπόλαιος όσο φαίνεται. Η Ρόουζ ήταν μια από τις καλύτερες φιλενάδες της Χάνα και δε θα της άρεσε καθόλου να τη δει παντρεμένη για όλη της τη ζωή με έναν άχρηστο.

Διακόπτοντας τις σκέψεις της, ο Γουίλιαμ είπε: «Μήνυσα στον οδηγό να μας περιμένει στην Πλατεία της Αγίας Τριάδας, μπροστά στον Πύργο του Λονδίνου. Είναι μερικά τετράγωνα μόνο, αλλά είναι επικίνδυνη η περιοχή, με κλέφτες και διάφορους κακοποιούς, οπότε πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Είσαι έτοιμη;» Κρατώντας σφιχτά το χέρι του Γουίλιαμ, η Χάνα έγνεψε καταφατικά και ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Επιτέλους, έφτασαν στο καθορισμένο σημείο και, πιστός στο λόγο του, ο οδηγός ήταν εκεί. Μπήκαν στην άμαξα και γύρισαν για το σπίτι. Τώρα που είχε περάσει ο ενθουσιασμός της επιχείρησής τους, η Χάνα ένιωσε κατάκοπη και η απαλή κίνηση της άμαξας τη νανούριζε. Ο Γουίλιαμ φαινόταν πολύ απασχολημένος με τις σκέψεις του, σίγουρα προσπαθώντας να βρει το επόμενό τους βήμα. Ήταν πολύ κουρασμένη για να κάνει το ίδιο, οπότε τυλίχτηκε καλά με τη χοντρή κάπα, ακούμπησε το κεφάλι της στο παράθυρο της άμαξας και αποκοιμήθηκε. *** Ένα απλό ροχαλητό από την άλλη μεριά της άμαξας τράβηξε την προσοχή του Γουίλιαμ. Γύρισε να ρίξει μια ματιά και βρήκε τη Χάνα κοιμισμένη. Ανέπνεε απαλά και ήρεμα και πού και πού ροχάλιζε ελαφρά. Μαγεύτηκε. Τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα και το μικρό της στόμα ήταν ελαφρά ανοιχτό, αφήνοντας να φανεί ελάχιστα η ροζ γλώσσα της. Ο Γουίλιαμ ξαφνικά ένιωσε τέτοια επιθυμία που χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του τη δύναμη για να μείνει ακίνητος στη θέση του. Το κορμί του τον ικέτευε να την αρπάξει στα χέρια του και να τη φιλήσει μέχρι λιποθυμίας, αλλά, αν το έκανε αυτό, δε θα μπορούσε να συγκρατηθεί και πιθανότατα θα της έκανε έρωτα εκεί, μέσα στην άμαξα. Η Χάνα άξιζε κάτι καλύτερο για την πρώτη της φορά από το να την εκμεταλλευτεί στο πίσω μέρος μιας άμαξας, και σίγουρα όχι από αυτόν που δεν είχε και τις πιο έντιμες προθέσεις του κόσμου, οπότε γύρισε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο και είπε στο σώμα του να ηρεμήσει. Μέχρι να τον υπακούσει, πέρασε αρκετή ώρα. Η Χάνα ξύπνησε όταν η άμαξα σταμάτησε στο δρομάκι από το σημείο όπου είχαν ξεκινήσει μερικές ώρες νωρίτερα. Ο Γουίλιαμ την είδε να ανασηκώνεται και να τρίβει τα μάτια της. Όταν τον κοίταξε κι εκείνη, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το μάγουλό της. Ανταμείφθηκε όταν η Χάνα γύρισε το πρόσωπό της προς εκείνον. Για ακόμα μια φορά το ασύλληπτο πάθος ξύπνησε μέσα του και δεν άντεξε άλλο αλλά γλίστρησε δίπλα της στη θέση της άμαξας. Σήκωσε και το άλλο του χέρι στο πρόσωπό της και έγειρε για να της δώσει ένα φιλί λατρείας. Η Χάνα αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια της. Ο Γουίλιαμ ανέπνευσε βαθιά, χαμήλωσε τα χέρια του για να τα τυλίξει γύρω της και τη φίλησε πιο βαθιά. Η Χάνα έλιωσε στα χέρια του. Άνοιξε το στόμα της όταν η γλώσσα του χάιδεψε το κάτω χείλος της και, με έναν αναστεναγμό, ο Γουίλιαμ γεύτηκε το γλυκό νέκταρ. Ποτέ δεν τον είχε επηρεάσει τόσο πολύ άλλη γυναίκα. Ήδη έχανε τον έλεγχο, καθώς λεηλατούσε το θησαυρό στο στόμα της Χάνα. Όταν ένιωσε τα χέρια της να χαϊδεύουν το δέρμα στο λαιμό του, αναστέναξε με ευχαρίστηση. Τη χαμήλωσε απαλά στα μαξιλάρια και άφησε τα χέρια του να περιπλανηθούν στο κορμί της. Ανακάλυψε το ζουμερό πισινό της, τα μακριά και καλοσχηματισμένα πόδια της που διαγράφονταν κάτω από το παντελόνι που είχε δανειστεί για απόψε.

«Γουίλιαμ» είπε η Χάνα, όταν έφτασε στο ευαίσθητο δέρμα πίσω από τα γόνατά της. «Ναι, γλυκιά μου» απάντησε με βαθιά φωνή, φιλώντας το μακρύ, απαλό λαιμό της. «Ω, Γουίλιαμ...» νιαούρισε. Γελώντας, συνέχισε την εξερεύνησή του. Ο ανδρισμός του πίεζε το παντελόνι του και το μόνο που ήθελε ήταν να βυθιστεί στο καυτό και πρόθυμο κορμί της Χάνα. Συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι ήταν έτοιμος να κάνει αυτό που είχε απαγορεύσει στον εαυτό του νωρίτερα –να πάρει την αθωότητα της Χάνα μέσα στην άμαξα–, ο Γουίλιαμ ανάγκασε τον εαυτό του να απομακρυνθεί από το θερμό της σώμα και την τράβηξε να σηκωθεί κι εκείνη όρθια. Με τα πρησμένα της χείλη και τα μάτια να γυαλίζουν από το πάθος, η Χάνα ήταν χάρμα οφθαλμών. Ο Γουίλιαμ έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να τιθασεύσει τις ορμές του. Ήξερε ότι θα δυσκολευόταν πολύ να βγάλει την εικόνα της από το μυαλό του όταν έμενε μόνος του απόψε. Πρέπει να τη ρίξω στο κρεβάτι μου και σύντομα, σκέφτηκε άγρια. Δεν ήξερε όμως πώς θα το κατάφερνε αυτό χωρίς να οδηγηθεί μετά στην εκκλησία. Με αυτή τη σκέψη και μόνο ηρέμησε κάπως, άνοιξε την πόρτα της άμαξας και κατέβηκε. Γύρισε για να βοηθήσει τη Χάνα. Αργά, την πήρε στην αγκαλιά του και η Χάνα γλίστρησε βασανιστικά έξω από την άμαξα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. «Θα σε δω αύριο;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα. «Μάλλον σήμερα, εννοείς» την πείραξε, κρατώντας την ακόμα σφιχτά στα χέρια του. Ίσως με ένα αστειάκι να κατάφερναν να ξεφύγουν από το πάθος που τους είχε κατακλύσει. «Εντάξει» απάντησε «Θα σε δω σήμερα;» Γελώντας, ο Γουίλιαμ είπε: «Θα προσπαθήσω να περάσω το απόγευμα, αλλά έχω ένα σχέδιο σχετικά με το μπράντι και θα ήθελα να το σκεφτώ.» «Χμμμ, κι εγώ το ίδιο. Γιατί να μη συναντηθούμε κατευθείαν στο χορό των Σάντερλαντ απόψε;» «Μπορώ να το κανονίσω» είπε ο Γουίλιαμ με ένα χαμόγελο. Χαλάρωσε τη λαβή του, έκανε μια καθωσπρέπει υπόκλιση και φίλησε απλώς το χέρι της. «Απόψε, κυρία μου.» Γελώντας απαλά, η Χάνα υποκλίθηκε κι εκείνη και απάντησε: «Τιμή μου, κύριε.» Στέλνοντας το πιο φωτεινό της χαμόγελο στον Γουίλιαμ, τον χαιρέτησε και έτρεξε ανάλαφρα στο πίσω μέρος του σπιτιού της. Ο Γουίλιαμ περίμενε έως ότου είδε το χλομό φως ενός κεριού να ανάβει στο δωμάτιο της Χάνα, και μετά επέστρεψε στην άμαξα λέγοντας στον οδηγό να ξεκινήσει. Αναρωτήθηκε και πάλι γιατί ένιωθε τόσο προστατευτικός με αυτό το κορίτσι και γιατί, παρότι το αίμα κυλούσε καυτό στις φλέβες του ακόμα, δεν είχε καμία όρεξη να επισκεφθεί την ερωμένη του. Σκέφτηκε πως μόνο αυτή η γυναίκα θα έσβηνε, επιτέλους, το ασίγαστο πάθος του, η οποία όμως δεν ήταν διαθέσιμη. Ήταν μια αθώα νεαρή με γαλάζια μάτια και την καρδιά ενός λιονταριού. Να πάρει.

Κεφάλαιο Δέκα Η καλύτερη κρυψώνα είναι η πιο εμφανής, γιατί κανένας δεν το περιμένει. - Δούκας του Λάνκαστερ Αρκετές ώρες αργότερα η Χάνα βγήκε από το δωμάτιό της σχεδόν ξεκούραστη και έτοιμη για να ξεκινήσει τη μέρα της. Δεν είχε φτάσει ακόμα μεσημέρι, που σήμαινε ότι είχε αρκετό χρόνο για να επισκεφθεί τη λαίδη Λάνκαστερ και να την ενημερώσει για τα χτεσινοβραδινά γεγονότα, προτού αρχίσει να ετοιμάζεται για το χορό απόψε. Μια ματιά στον καθρέφτη και σιγουρεύτηκε πως οι μελανιές της ήταν ακόμα εμφανείς και άσχημες. Η Χάνα σκέφτηκε πως η λαίδη Λάνκαστερ θα της έδινε το κατάλληλο μακιγιάζ για να τις καλύψει. Δεν ήταν κοινωνικώς αποδεκτό για τις νεαρές κυρίες να βάφουν το πρόσωπό τους, αλλά καλύτερα λίγη πούδρα παρά να εμφανιστεί στο χορό γεμάτη μελανιές. Με το αφράτο της καπέλο στο χέρι, η Χάνα κατέβηκε τη σκάλα. Στην είσοδο πρόσεξε ένα μπουκέτο με λουλούδια. Χωμένη στα μπουμπούκια ήταν μια κάρτα με το όνομά της επάνω. Ο Γουίλιαμ! Σκέφτηκε αμέσως. Την τράβηξε για να τη διαβάσει. Αγαπημένη μου λαίδη Χάνα, Επέτρεψέ μου να είμαι ο πρώτος που θα σε συγχαρεί για τους επικείμενους αρραβώνες σου... μαζί μου. Είχα μια εποικοδομητική συνάντηση με τον πατέρα σου σήμερα το πρωί και, με χαρά, μπορώ να πω ότι έδειξε ενδιαφέρον για την πρότασή μου. Λυπάμαι που δε σε είδα, αλλά θα περιμένω με ανυπομονησία το χορό των Σάντερλαντ απόψε. Δικός σου, Κέιλεμπ Κόλικοτ, λόρδος Σρούσμπουρι ΥΓ. Τις ευχές μου στον αδερφό σου. Το μυαλό της άρχισε να τρέχει. Η Χάνα άφησε την κάρτα στο τραπεζάκι. Έπρεπε να μάθει τι είχε συμβεί, οπότε πήγε κατευθείαν στο γραφείο του πατέρα της. Μακάρι, μακάρι να μην έχει πάρει την απόφασή του. Προσευχόταν από μέσα της. Το σημείωμα δεν έλεγε ξεκάθαρα αν είχε δεχτεί την πρόταση του λόρδου ακόμα. Αν κατάφερνε να τον καθυστερήσει για καμιά βδομάδα ακόμα, αυτή η ιστορία θα τελείωνε και θα μπορούσε να αρνηθεί το λόρδο Σρούσμπουρι κατάμουτρα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Η Χάνα τη χτύπησε ελαφρά και περίμενε μέχρι να ακούσει το «περάστε» για να μπει στο δωμάτιο. Η μητέρα της ήταν επίσης εκεί. Καθισμένη στο γραφείο της, κρατούσε σημειώσεις για το μενού της εβδομάδας. «Χάνα, γλυκιά μου, εδώ είσαι!» φώναξε η λαίδη Ρότσεστερ και σηκώθηκε για να αγκαλιάσει σφιχτά τη Χάνα. «Άργησες να σηκωθείς. Αισθάνεσαι καλά; Σε πονάει το μάγουλό σου;» Η λαίδη Ρότσεστερ σήκωσε το χέρι της για να χαϊδέψει το μέτωπο της κόρης της, αλλά η Χάνα το απέφυγε. «Είμαι μια χαρά, μητέρα. Απλώς ήθελα να κοιμηθώ λίγο παραπάνω.» Η λαίδη Ρότσεστερ συνοφρυώθηκε με τη συμπεριφορά της κόρης της, αλλά δεν είπε τίποτα. «Πατέρα» άρχισε αργά η Χάνα «σας επισκέφθηκε σήμερα ο λόρδος Σρούσμπουρι;» «Μα ναι, όντως» απάντησε ο λόρδος Ρότσεστερ. «Στην πραγματικότητα, ήρθε για να μου

ζητήσει το χέρι σου.» «Και τι του απαντήσατε;» απάντησε απαλά η Χάνα με θλιμμένο βλέμμα. «Του είπα ότι θα σκεφτώ την πρότασή του, αλλά καταλαβαίνω ότι θα προτιμούσες να την αρνηθώ» είπε κοιτώντας την ερευνητικά. «Ν-ν-ναι» είπε με αβεβαιότητα, ενώ το μυαλό της προσπαθούσε να υπολογίσει τις συνέπειες της άρνησής της «αλλά θα μπορούσατε να περιμένετε για κάνα-δυο μέρες;» Βλέποντας την έκπληκτη όψη του πατέρα της, βιάστηκε να προσθέσει: «Ξέρω ότι είναι περίεργο αυτό που σας ζητάω, αλλά πρέπει να με εμπιστευτείτε. Ο λόρδος Σρούσμπουρι δεν πρέπει να μάθει ότι δε θέλω να τον παντρευτώ. Όχι ακόμα τουλάχιστον.» «Χάνα, σε εμπιστεύομαι, γι’ αυτό και δε θα του απαντήσω αμέσως, αλλά δε γίνεται να τον αφήσω στο σκοτάδι για πολύ καιρό. Θα αρχίσει να αναρωτιέται γιατί δεν του δίνω απάντηση.» Η Χάνα έγνεψε με ευγνωμοσύνη. «Υπόσχομαι ότι θα σας τα πω όλα μόλις τελειώσει η ιστορία, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι έχω πολύ σοβαρό λόγο για την καθυστέρηση αυτή.» «Δεν αμφιβάλλω για την κρίση σου, δεν το έκανα ποτέ άλλωστε, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι μου έχεις εξάψει την περιέργεια, και, ειλικρινά, αρχίζω και ανησυχώ. Έχει μήπως σχέση με τη μελανιά στο πρόσωπό σου; Αν έχει σηκώσει χέρι πάνω σου...» Η λαίδη Ρότσεστερ ρούφηξε μια ανάσα με θόρυβο. Κοίταζε πανικόβλητη μια τον άντρα και μια την κόρη της. «Μην ανησυχείτε, πατέρα. Μπορώ να σας πω αυτό – ο λόρδος Σρούσμπουρι προσπαθεί να με αναγκάσει να τον παντρευτώ, αλλά έχω ένα σχέδιο με το λόρδο Πέμπροουκ για να τον εμποδίσουμε.» Η λαίδη Ρότσεστερ συνοφρυώθηκε με την αναφορά του ονόματος Πέμπροουκ. Η Χάνα την αγνόησε και παρέμεινε προσηλωμένη στον πατέρα της. Με σίγουρο βλέμμα, ο λόρδος Ρότσεστερ τής έγνεψε. «Ο λόρδος Πέμπροουκ είναι καλός άντρας. Γι’ αυτό και μόνο θα σε αφήσω ήσυχη… προς το παρόν. Δε θα επιτρέψω όμως να συνεχιστεί για πολύ αυτή η υπόθεση. Αν ο λόρδος Σρούσμπουρι σε πρόσβαλε, είμαι απόλυτα ικανός να τον αναλάβω εγώ.» Συγκινημένη από το ενδιαφέρον του πατέρα της και την εμπιστοσύνη που της έδειξε, η Χάνα τον αγκάλιασε σφιχτά. «Ευχαριστώ, μπαμπά» ψιθύρισε. Ο λόρδος Ρότσεστερ αγκάλιασε κι αυτός την κόρη του, προτού προσθέσει συνοφρυωμένα: «Εντάξει, κορίτσι μου. Πήγαινε να κανονίσεις τις υποθέσεις σου με το λόρδο Πέμπροουκ κι εγώ θα προσπαθήσω να φερθώ πολιτισμένα στον Σρούσμπουρι.» Η Χάνα κατέβηκε στην είσοδο με ανάλαφρο βήμα. Ο πατέρας της είχε εγκρίνει τον Γουίλιαμ και οι αντιρρήσεις της μητέρας της σταμάτησαν να την απασχολούν. Αφού ο λόρδος Ρότσεστερ τον χαρακτήρισε «καλό άνθρωπο», σίγουρα η γνώμη του είχε βαρύτητα. Δεν ήταν απλώς κουτσομπολιό αλλά η προσωπική του άποψη. Και για τη Χάνα αυτό ήταν αρκετό. Σταμάτησε για ένα λεπτό στο χολ να φορέσει το καπέλο της με τρόπο που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου της. Έγνεψε στον Γκρόβλεϊ, που της άνοιξε την πόρτα και έκανε να φύγει, αλλά την τελευταία στιγμή σταμάτησε και γύρισε να τον προλάβει προτού κλείσει την εξώπορτα. «Γκρόβλεϊ;» «Ναι, δεσποινίς;» είπε φλεγματικά, χωρίς να κουνήσει ούτε βλέφαρο με την περίεργη

συμπεριφορά της Χάνα. «Τα λουλούδια εκεί στο τραπεζάκι» είπε κοφτά. «Πέταξέ τα, σε παρακαλώ.» Αυτή τη φορά ο Γκρόβλεϊ εξεπλάγη, αλλά δεν το άφησε να φανεί. «Όπως επιθυμείτε, δεσποινίς.» «Ευχαριστώ» απάντησε με χαμόγελο η Χάνα και γύρισε να συνεχίσει το δρόμο της, νιώθοντας πολύ ευχαριστημένη με την αυθόρμητη απόφασή της να ξεφορτωθεί τα απομεινάρια της επίσκεψης του λόρδου Σρούσμπουρι. Δεν ήταν σωστό να πετάξει τα λουλούδια, αλλά δεν έβρισκε άλλη λύση. Η Χάνα με την γκουβερνάντα της, τη Φράνσις, κατευθύνθηκε προς την Πλατεία του Κυβερνήτη. Η Φράνσις ήταν γκουβερνάντα της Χάνα εδώ και χρόνια και οι δυο τους είχαν αναπτύξει μια ζεστή φιλία, όχι μια τυπική σχέση υπαλλήλου - εργοδότη. Κουβέντιασαν για πολλά ζητήματα στη βόλτα τους, και η Χάνα χάρηκε που, επιτέλους, μπόρεσε να αφήσει στην άκρη το φλέγον ζήτημα που την απασχολούσε τις τελευταίες μέρες. Μόλις έφτασαν στο εξαίσιο σπίτι της λαίδης Λάνκαστερ, η Χάνα έδωσε την άδεια στη Φράνσις να πάει να κανονίσει τις δικές της δουλειές, αλλά της είπε να επιστρέψει σε δύο ώρες για να γυρίσουν μαζί στο σπίτι. Στη συνέχεια μπήκε στην έπαυλη, ελπίζοντας να βρουν μια έξυπνη λύση με τη λαίδη για να ξεφορτωθούν τα παράνομα αγαθά. Η πόρτα άνοιξε προτού καλά καλά φτάσει εκεί η Χάνα. Ο μπάτλερ της λαίδης Λάνκαστερ ήταν πολύ προσεκτικός με τους επισκέπτες, τόσο που η Χάνα νόμιζε πως έχει κάποιο υπερφυσικό ταλέντο. Έβγαλε το καπέλο και την κάπα της και τα έδωσε στο σοβαρό μπάτλερ. «Ευχαριστώ, δεσποινίς» είπε με σεβασμό ο Τζέικομπς. «Θα ενημερώσω τη δούκισσα για την άφιξή σας.» Του χάρισε ένα ηλιόλουστο χαμόγελο... χωρίς αποτέλεσμα. Ο άντρας απλώς υποκλίθηκε ελάχιστα και εξαφανίστηκε στο διάδρομο. Ο Τζέικομπς, αντίθετα με τον μπάτλερ της δικής της οικογένειας, δεν έδειχνε ποτέ του κανένα σημάδι φιλίας. Κατά βάθος η Χάνα πίστευε ότι ο Τζέικομπς θα έδινε και τη ζωή του για τη λαίδη Λάνκαστερ, αλλά θα το έκανε σύμφωνα με τους τύπους και τα πρωτόκολλα που απαιτούσε η θέση του. Τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι, σκέφτηκε η Χάνα κοιτώντας το γνώριμο περιβάλλον και αναμένοντας υπομονετικά την επιστροφή του. To κεντρικό χολ της λαίδης Λάνκαστερ ήταν επιβλητικό. Ήταν τεράστιο σε μέγεθος και μια γιγαντιαία σκάλα ξεκινούσε από τις δύο πλευρές του δωματίου και ανέβαινε στριφογυριστά σε ένα μπαλκόνι με θέα όλο το δωμάτιο από κάτω. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με πορτρέτα προγόνων που είχαν πεθάνει εδώ και καιρό και κοιτούσαν επικριτικά όποιον έμπαινε μέσα στο σπίτι. Τα πατώματα ήταν από λευκό και μαύρο μάρμαρο και έλαμπαν εκθαμβωτικά έπειτα από χρόνια και χρόνια γυαλίσματος. Έκαναν ωραία αντίθεση με τα κόκκινα χαλιά της σκάλας. «Η δούκισσα θα σας δεχτεί τώρα, δεσποινίς» την ενημέρωσε ο Τζέικομπς και η Χάνα θυμήθηκε πάλι το λόγο της επίσκεψής της. Η Χάνα τον ακολούθησε στο Ροζ Δωμάτιο, όπου η λαίδη Λάνκαστερ απολάμβανε ένα φλιτζάνι τσάι. «Έχεις νέα σχετικά με την αποστολή σου, χρυσή μου;» «Ναι, λαίδη Λάνκαστερ, έχω» απάντησε ψιθυριστά η Χάνα. «Με το λόρδο Πέμπροουκ ανακαλύψαμε την κρυψώνα του μπράντι.» «Πολύ ωραία!» την επαίνεσε η λαίδη. «Και πού το έβαλε αυτός ο ανόητος;» Η Χάνα δεν κατάλαβε σε ποιον ακριβώς αναφερόταν –τον Σάιμον ή το λόρδο Σρούσμπουρι–, αλλά αποφάσισε ότι δεν είχε σημασία. «Το μπράντι είναι προσωρινά κρυμμένο στο υπόγειο του παλιού τελωνείου.»

«Και μάθατε πότε σκοπεύει να το πάρει στα χέρια του αυτός ο απαίσιος άντρας;» Αυτή τη φορά κατάλαβε ακριβώς ποιον εννοούσε η δούκισσα και έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας λέγοντας: «Ο λόρδος Σρούσμπουρι έχει προσλάβει εργάτες να κουβαλήσουν τα βαρέλια σε μία εβδομάδα. Έχετε καμιά ιδέα για το πώς να προχωρήσουμε;» «Χμμμ...» είπε η Δούκισσα με σκεπτικό ύφος. «Τι είχε να πει ο λόρδος Πέμπροουκ γι’ αυτό;» «Ακόμα τίποτα. Θα το συζητήσουμε απόψε στο χορό των Σάντερλαντ.» Η Χάνα ένιωσε την καρδιά της να χάνει ένα χτύπο στη σκέψη ότι θα ξαναέβλεπε τον Γουίλιαμ. «Αλλά πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. Ο λόρδος Σρούσμπουρι επισκέφθηκε τον πατέρα μου σήμερα.» Η λαίδη Λάνκαστερ σήκωσε το χέρι και έκανε νόημα στη Χάνα να σωπάσει, όταν μπήκε μέσα ο Τζέικομπς φέρνοντας τσάι. Μόλις έφυγε και έμειναν και πάλι μόνες τους, η δούκισσα έχωσε μια γροθιά στο μπράτσο της άνετης πολυθρόνας της. «Μη μου πεις πως αυτός ο πομπώδης άντρας ζήτησε το χέρι σου!» ξέσπασε με θυμό. «Είναι πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και για το εκβιαστικό του σχέδιο.» Κούνησε το κεφάλι με εμφανή αηδία. «Ναι, είναι» συμφώνησε η Χάνα «αλλά ο πατέρας μου αρνήθηκε να του απαντήσει προτού μιλήσει πρώτα μαζί μου.» «Ο πατέρας σου είναι καλός άνθρωπος» είπε τσατισμένη η δούκισσα. Η Χάνα χαμογέλασε και συνέχισε. «Του είπα ότι δε θέλω να τον παντρευτώ, αλλά του ζήτησα να μην του απαντήσει αμέσως. Ο χρόνος που έχουμε για να σκεφτούμε τι θα κάνουμε με τα βαρέλια είναι πολύτιμος» είπε αγχωμένη η Χάνα. «Ο λόρδος Σρούσμπουρι σύντομα θα καταλάβει ότι η καθυστέρηση του πατέρα μου να του δώσει μια απάντηση είναι εσκεμμένη και θα αρχίσει να μας υποψιάζεται.» «Όντως, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. Λοιπόν, ας δούμε τις επιλογές μας... Πρέπει να μεταφέρουμε τα βαρέλια εμείς, προτού προλάβει να το κάνει ο λόρδος Σρούσμπουρι, για να τα καταστρέψουμε με ασφαλή και σίγουρο τρόπο.» «Αυτό πιστεύω κι εγώ» είπε η Χάνα θαρρετά. «Πρέπει να τα μεταφέρουμε, γιατί η μια πτέρυγα των υπογείων είναι κατειλημμένη από εθελοντές και δεν είναι σωστό να τους βάλουμε σε κίνδυνο.» «Φυσικά!» είπε η λαίδη Λάνκαστερ. Μετά συνέχισε με σοβαρό ύφος: «Τότε, αφού πρέπει σίγουρα να τα πάρουμε από κει, το καλύτερο θα ήταν να μην κινήσουμε καμία υποψία.» Η Χάνα χαμογέλασε. «Να μεταμφιεστούμε δηλαδή; Για να μην τραβήξουμε την προσοχή; Το σκέφτηκα κι αυτό. Στην πραγματικότητα, θα μπορέσουμε να μεταφέρουμε τα βαρέλια και κατά τη διάρκεια της ημέρας, προς διευκόλυνσή μας» είπε με προθυμία. «Έξυπνο κορίτσι!» αναστέναξε η λαίδη Λάνκαστερ, εμφανώς περήφανη για την προστατευόμενή της. «Προσαρμόστηκες αμέσως σε έναν κόσμο ίντριγκας. Θα σου δώσω τα ρούχα της υπηρεσίας που έχω επάνω. Έχω και την κατάλληλη ενδυμασία για το λόρδο Πέμπροουκ και...» Η δούκισσα έδειξε να σκέφτεται για λίγο: «Καλύτερα να πάρετε μαζί σας και το νεαρό Μπρέντον. Τα βαρέλια είναι βαριά. Και τα υπόλοιπα κορίτσια της λέσχης θα σας βοηθήσουν.» «Ακόμα και η Έμιλι;» ρώτησε η Χάνα. «Γνωρίζετε πως δε... συμφωνεί πάντα με τις απόψεις του Αλεξάντερ.» Δεν υπήρχε τρόπος να το πει πιο ευγενικά. Όποτε η Έμιλι βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο με τον Αλεξάντερ, τσακώνονταν πάντα. Ό,τι και να έλεγε ο Αλεξάντερ, η Έμιλι έλεγε πάντα το αντίθετο. Η έντονη αυτή σχέση τους ήταν γνωστή σε όλη την καλή κοινωνία. «Θα πρέπει να παίξει ο καθένας το ρόλο του. Πιστεύω πως χρειάζεστε όση βοήθεια μπορούμε να

βρούμε, καλή μου.» Κουνώντας καταφατικά το κεφάλι, η Χάνα είπε: «Θα το πω στον Γουίλ-, εννοώ, στο λόρδο Πέμπροουκ.» Κοκκίνισε όταν αντίκρισε το πονηρό βλέμμα της δούκισσας. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς για μένα, καλή μου» είπε η λαίδη Λάνκαστερ. «Σου αρέσει ο νεαρός λόρδος, έτσι δεν είναι;» «Ναι, έτσι πιστεύω, λαίδη μου» είπε η Χάνα, κοκκινίζοντας ακόμα πιο πολύ. Τα συναισθήματά της για τον Γουίλιαμ γίνονταν όλο και πιο έντονα μέρα με τη μέρα. Αν μπορούσε να ανακαλύψει το λόγο για τον οποίο ήταν τόσο αντίθετος με την ιδέα του γάμου, ίσως να μπορούσε να φανταστεί ένα μέλλον μαζί του. «Είναι καλή ιδέα. Χάνα, έχεις την πλήρη υποστήριξή μου» είπε με αρχοντικό ύφος. Η Χάνα γέλασε με το αστείο της, αλλά, πάρα ταύτα, η υποστήριξη της λαίδης Λάνκαστερ σήμαινε πολλά για εκείνη. Σίγουρα θα είχε ακούσει κι εκείνη τις φήμες. Αφού πίστευε ότι ο Γουίλιαμ άξιζε τον κόπο –και επικρότησε τα συναισθήματα της Χάνα για εκείνον–, τότε και η Χάνα άρχισε να πιστεύει ότι ίσως ήταν ο κατάλληλος άντρας για εκείνη. «Τώρα, καλή μου» είπε η λαίδη Λάνκαστερ «ας πιούμε το τσάι μας και πες μου με λεπτομέρειες τι συνέβη χτες τη νύχτα.» Για την επόμενη μιάμιση ώρα η Χάνα περιέγραφε τη χτεσινοβραδινή περιπέτειά τους. Αφού άδειασαν την τσαγιέρα και σχολίασαν αρκούντως την ιστορία, η Χάνα αποχαιρέτησε τη δούκισσα παίρνοντας μαζί της τα ρούχα για τον Γουίλιαμ και τον Αλεξάντερ, καθώς και μια καλλυντική κρέμα που θα κάλυπτε τη μελανιά της, χωρίς να φαίνεται πάνω στο χλομό δέρμα της Χάνα. Η δούκισσα υποσχέθηκε πως θα ενημερώσει τα κορίτσια για την αποστολή το συντομότερο δυνατόν. Η Χάνα θα τις φώναζε όταν ερχόταν η ώρα. Είχαν αποφασίσει να συναντηθούν όλες στο σπίτι της λαίδης Λάνκαστερ προτού ξεκινήσουν για το τελωνείο. Εκεί θα μπορούσαν να αλλάξουν ρούχα για να μεταμφιεστούν ως υπηρέτριες. Αφού το κανόνισαν και αυτό, η Χάνα έφυγε. Στην έξοδο την περίμενε η Φράνσις με τα χέρια της γεμάτα πακέτα. Στο δρόμο για το σπίτι η Φράνσις τη ζάλισε με τη φλυαρία της για όλα όσα είχε ψωνίσει. Η Χάνα χάρηκε για την αλλαγή θέματος, γιατί κάθε φορά που το μυαλό της πήγαινε στον Γουίλιαμ ένιωθε σαν να πετάριζε ένα σμήνος πεταλούδες μέσα στο στομάχι της.

Κεφάλαιο Έντεκα Όταν τα πάντα έχουν αποτύχει... χαμογέλα! - Δούκας του Λάνκαστερ O Γουίλιαμ στεκόταν δίπλα στον καλό του φίλο Μάικλ Άσμορ, υποκόμη του Λίτσφιλντ, κοιτώντας γύρω στην αίθουσα χορού των Σάντερλαντ. Το δωμάτιο ήταν μετρίου μεγέθους, σύμφωνα με τις ανάγκες της καλής κοινωνίας, αλλά ήταν διακριτικά στολισμένο με κόκκινα υφάσματα που κρέμονταν από τους τοίχους και δημιουργούσαν μικρές φωλιές μέσα στις οποίες ήταν τοποθετημένα τραπεζάκια με καρέκλες. Το χρυσοστόλιστο ταβάνι αντανακλούσε το φως από τα μεγάλα τζάκια που ήταν παραταγμένα στον τοίχο και έλουζε την αίθουσα με μια θερμή λάμψη. Το άρωμα από τα λευκά τριαντάφυλλα αναμίχθηκε με τις κολόνιες των κυριών, σε συνδυασμό με μια βαριά μυρωδιά κεριού από τα εκατοντάδες μελισσόκερα που φώτιζαν την αίθουσα. Η ατμόσφαιρα ήταν ρομαντική και ο Γουίλιαμ ένιωσε να επηρεάζεται από το όμορφο περιβάλλον. «Για κάποιον που μισεί τέτοιου είδους συγκεντρώσεις, φαίνεσαι πολύ χαρούμενος που βρίσκεσαι εδώ» παρατήρησε ο Μάικλ. «Αρχίζω να αναθεωρώ τις απόψεις μου για τα πάρτι της καλής κοινωνίας» συμφώνησε ο Γουίλιαμ. «Χμμμ, μήπως αυτό οφείλεται στη λαίδη Χάνα;» ρώτησε ο Μάικλ με ένα πονηρό χαμόγελο. Ο Γουίλιαμ κοίταξε στραβά το φίλο του. «Δε φαντάζομαι να περιμένεις απάντηση.» «Μπα, όχι» είπε χαρούμενα ο Μάικλ και χτύπησε φιλικά τον Γουίλιαμ στην πλάτη. «Ξέρω ήδη την απάντηση, παλιόφιλε!» Χαμογελώντας, ο Γουίλιαμ συνέχισε: «Καλά, πες ό,τι θέλεις. Αλλά μια μέρα θα βρεις το δάσκαλό σου και τότε θα δούμε ποιος θα γελάσει καλύτερα.» «Ποτέ, καλέ μου άνθρωπε!» ανακοίνωσε περήφανα ο Μάικλ. «Εγώ θα παντρευτώ όταν παγώσει η κόλαση!» Εκείνη τη στιγμή τούς προσπέρασε μια νεαρή κοπέλα. Χαιρέτησε αφηρημένα και τους δύο κυρίους, αλλά μετά αναγνώρισε τον Μάικλ. Αμέσως έσκασε ένα φωτεινό χαμόγελο και είπε: «Λόρδε Λίτσφιλντ! Χαρά μου που σας συναντώ απόψε.» Ο Γουίλιαμ πρόσεξε ότι η γοητευτική κοπέλα, με την οποία δεν είχε συστηθεί επίσημα, μεταμορφώθηκε σε καλλονή όταν του χαμογέλασε πλατιά. Γύρισε για να δει την αντίδραση του φίλου του και κρατήθηκε για να μη σκάσει στα γέλια. Ο Μάικλ Άσμορ έμοιαζε κεραυνοβολημένος. «Εγώ... ναι... εεε...» τραύλισε ο Μάικλ. «Κ-καλησπέρα σας, δεσποινίς Στούκλεϊ.» Με μια χαριτωμένη υπόκλιση, η δεσποινίς Στούκλεϊ συνέχισε: «Καλησπέρα σας, κύριε.» Έριξε μια ματιά στον Γουίλιαμ και μετά γύρισε την προσοχή της στον Μάικλ, περιμένοντας να γίνουν οι συστάσεις. Αλλά ο Μάικλ είχε αποβλακωθεί από τη δεσποινίς Στούκλεϊ - και ο Γουίλιαμ του έχωσε μια αγκωνιά για να ξυπνήσει. Σαν να έβλεπε όνειρο, ο Μάικλ αφηρημένα έτριψε τα χέρια του και κοίταξε τον Γουίλιαμ, ο οποίος, με τη σειρά του, κοίταξε τη δεσποινίδα Στούκλεϊ και έκανε νόημα στον Μάικλ. Επιτέλους, πήρε το μήνυμα. Ίσιωσε την πλάτη του, καθάρισε το λαιμό του και είπε: «Δέσποινις

Χόουπ Στούκλεϊ, γνωρίζετε τον Γουίλιαμ Μρέντον, κόμη του Πέμπροουκ;» «Τιμή μου που σας γνωρίζω, δεσποινίς Στούκλεϊ» είπε μαλακά ο Γουίλιαμ και έσκυψε για να φιλήσει το χέρι της. «Η ευχαρίστηση είναι δική μου, λόρδε Πέμπροουκ» απάντησε η Χάνα. «Πιστεύω πως ξέρετε την εξαδέλφη μου, Χάνα Ρότσεστερ.» «Ω, η λαίδη Χάνα είναι εξαδέλφη σας;» ρώτησε ο Γουίλιαμ με έντονο ενδιαφέρον που τον παραξένεψε. «Ναι, είναι, καθώς και πολύ καλή μου φίλη.» «Τότε ελπίζω να θεωρήσετε κι εμένα σαν έναν καλό σας φίλο» είπε ο Γουίλιαμ με μια ελαφριά υπόκλιση. Η Χόουπ απάντησε γελώντας. «Μα ασφαλώς, λόρδε Πέμπροουκ! Είμαι σίγουρη πως θα συναντιόμαστε αρκετά συχνά στο μέλλον.» Ο Γουίλιαμ συνοφρυώθηκε και αναρωτήθηκε τι να εννοούσε με αυτό η Χόουπ. Μήπως η Χάνα έτρεφε συναισθήματα για εκείνον; Σίγουρα, ήταν πολύ πρόθυμη να δεχτεί τα φιλιά του, αλλά δε θα οδηγούσαν πουθενά και δε σήμαιναν τίποτα. Αν όμως μίλησε στις φίλες της για εκείνον, μπορεί να τον είχε παρεξηγήσει. Έπρεπε να ξεκαθαρίσει αμέσως τη θέση του. Ο Γουίλιαμ άρχισε να ψάχνει για τη Χάνα, όταν μια κίνηση κοντά στην είσοδο τράβηξε την προσοχή του. Μια νεαρή δεσποινίς έκανε νοήματα προς την κατεύθυνσή τους. Ήθελε να τραβήξει την προσοχή της δεσποινίς Στούκλεϊ. Η Χόουπ με απογοητευμένο ύφος είπε: «Βλέπω τη φίλη μου δίπλα στον πάγκο με τη λεμονάδα. Θα πάω να τη συναντήσω. Θα με συγχωρήσετε, κύριοι;» «Βεβαίως» απάντησε ευγενικά ο Γουίλιαμ. «Ανυπομονώ να σας συναντήσω ξανά.» Ο Γουίλιαμ κοίταξε τον Μάικλ που είχε καρφώσει το βλέμμα του στη Χόουπ σχεδόν με ανοιχτό στόμα. Ο Γουίλιαμ του έκανε νόημα και αμέσως έκλεισε το στόμα του και έγνεψε αφηρημένα αντί για έναν κανονικό χαιρετισμό. Η Χόουπ ανασήκωσε τα φρύδια της και έφυγε για να βρει τη φίλη της στο τραπέζι με τα αναψυκτικά. «Συγχαρητήρια, Λίτσφιλντ» είπε σαρκαστικά ο Γουίλιαμ. «Χμμμ;» είπε ο Μάικλ κοιτώντας ακόμα τη δεσποινίς Στούκλεϊ. Κουνώντας το κεφάλι του, ο Γουίλιαμ σκέφτηκε ότι ίσως η κόλαση έχει ήδη αρχίσει να παγώνει, αρκεί ο Μάικλ να κατάφερνε να βάλει σε σειρά δύο λέξεις για να της μιλήσει. Άνοιξε το στόμα του για να τον κοροϊδέψει ανηλεώς –όπως κάνουν οι φίλοι–, αλλά μια χρυσή αναλαμπή τον έκανε να κοιτάξει προς την κατεύθυνση στην οποία είχε φύγει η δεσποινίς Στούκλεϊ. Αμέσως ο Γουίλιαμ ένιωσε να χάνει και το δικό του μυαλό. Κάτω από την αψιδωτή είσοδο στεκόταν η Χάνα, απαστράπτουσα μέσα σε μια κρεμ χρυσοκέντητη τουαλέτα. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε ένα πολύπλοκο αλλά ανάλαφρο κότσο, αφήνοντας μελένιες μπούκλες να πλαισιώνουν απαλά το πρόσωπό της και να χαϊδεύουν τους ώμους της. Σαν να την τράβηξε μια αόρατη δύναμη, γύρισε το βλέμμα της προς τη μεριά του Γουίλιαμ, κι εκείνος ένιωσε την καρδιά του να χάνει ένα χτύπο όταν τον αντίκρισε κατάματα. Για μια στιγμή νόμισε πως ήταν μόνοι οι δυο τους μέσα στην αίθουσα. Ο Γουίλιαμ ταράχτηκε. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να λύσει αμέσως την παρεξήγηση. Από εδώ και στο εξής η σχέση τους θα ήταν καθαρά πλατωνική, όπως έπρεπε να είναι από την αρχή. Με κάθε

βήμα η αποφασιστικότητά του μεγάλωνε. Μέχρι που έφτασε εκεί, μπροστά της, και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια της. Τέτοιο χρώμα είχε η θάλασσα στην Ελλάδα, συνειδητοποίησε ο Γουίλιαμ. Αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη για το ταξίδι που του επέτρεψε να βρει τον ακριβή χαρακτηρισμό για το χρώμα των ματιών της Χάνα. «Γουίλιαμ» είπε η Χάνα με απαλή φωνή που τον τάραξε ώς τα ακροδάχτυλα. Και η καρδιά του πονούσε. Η ανάγκη του να τη φιλήσει ήταν τόσο έντονη που ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Τέντωσε το χέρι του προς το μέρος της και ψιθύρισε: «Έλα μαζί μου.» Με προθυμία, η Χάνα έβαλε το χέρι της στο δικό του και του επέτρεψε να την οδηγήσει έξω από την αίθουσα του χορού, στο μπαλκόνι. Ο Γουίλιαμ κοίταξε γύρω του. Πολλά ζευγάρια ήταν έξω στα μπαλκόνια, απολαμβάνοντας το κρύο έξω από την υπερθερμασμένη αίθουσα, αλλά το μικρό αυτό μπαλκονάκι ήταν άδειο, μια και τα κόκκινα υφάσματα που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση της αίθουσας έκρυβαν την μπαλκονόπορτα. Ο Γουίλιαμ έστειλε μια σιωπηλή ευχαριστία στον Θεό και τράβηξε τη Χάνα στη σκιά πίσω από τις κουρτίνες. Την τράβηξε κοντά του και σήκωσε το χέρι του για να χαϊδέψει το μάγουλό της. Έγειρε για να της κλέψει ένα φιλί, και συνειδητοποίησε ότι δεν είχε πια σημάδια στο μάγουλο και γύρω από το μάτι της. «Πού είναι οι μελανιές σου;» ρώτησε με περιέργεια, εξετάζοντας την περιοχή. «Ω... η λαίδη Λάνκαστερ μου έδωσε μια κρέμα για να την καλύψω. Δε φαίνεται, έτσι δεν είναι;» ρώτησε με άγχος. «Καθόλου! Αν δεν ήξερα ότι η μελανιά σου είναι εκεί, δε θα το είχα καν προσέξει» είπε με ειλικρίνεια. Κοκκινίζοντας, η Χάνα έγειρε κοντά του. «Ευχαριστώ, Γουίλιαμ» είπε απαλά. Ο Γουίλιαμ ήλπιζε ότι η αλλαγή θέματος με τη μελανιά θα τον γλίτωνε, αλλά κρατώντας το ζεστό, απαλό κορμί της στα χέρια του, δεν μπορούσε να θυμηθεί κανέναν από τους λόγους που σκεφτόταν προηγουμένως για να μην τη φιλήσει. Το κεφάλι του έγειρε για μια γεύση από αυτό που του πρόσφερε απλόχερα. *** Με το πρώτο άγγιγμα των χειλιών του, η Χάνα μουρμούρισε με ευχαρίστηση για την προσοχή που της έδειχνε ο Γουίλιαμ. Όταν άνοιξε το στόμα της και η γλώσσα του κατάφερε να εισχωρήσει, ο Γουίλιαμ της το ανταπέδωσε με ένα γρύλισμα από το βάθος του λαιμού του. Και ένιωσε πανίσχυρη. Όταν ο Γουίλιαμ άρχισε να κεντά το λαιμό της με μικρά φιλιά, η Χάνα αναστέναξε. «Ω, Γουίλιαμ...» Ποτέ της δεν είχε ξανανιώσει τόσο έντονο πάθος. Ένιωθε σαν να την τρυπούν καρφίτσες από την κορυφή ώς τα νύχια. Ένιωσε μια ζεστή αίσθηση χαμηλά στην κοιλιά της, η οποία όλο και μεγάλωνε μέχρι που νόμισε ότι δε θα αντέξει άλλο, αν δε συνέβαινε κάτι – αλλά δεν ήξερε ακριβώς τι. Ο Γουίλιαμ σήκωσε το χέρι του για να χαϊδέψει το στήθος της κάτω από το ύφασμα, η ζέστη έγινε φωτιά και ενστικτωδώς τέντωσε σαν τόξο την πλάτη της για να έρθει πιο κοντά στα μαγικά του χέρια.

«Χάνα, γλυκιά μου, δεν ξέρεις τι μου κάνεις» βόγκηξε ο Γουίλιαμ. Αν της είχε μείνει έστω και λίγο μυαλό, θα γελούσε. Ποιος έκανε τι και σε ποιον εδώ πέρα; σκέφτηκε. Ίσα που μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Ένιωθε το κορμί της να ανατριχιάζει εκεί που την είχε ακουμπήσει ο Γουίλιαμ. Στο πίσω μέρος του μυαλού της αναρωτήθηκε αν o Γουίλιαμ μιλούσε σοβαρά όταν την είπε «γλυκιά του». Ήλπιζε ότι, κατά βάθος, ένιωθε κι εκείνος ό,τι ένιωθε κι εκείνη. Επιτέλους, σήκωσε το κεφάλι του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Απομακρύνθηκε ελαφρά από τη Χάνα και είπε: «Ξέρεις, δε σε τράβηξα εδώ έξω για αυτό το λόγο.» Η Χάνα σήκωσε το ένα φρύδι. «Αλήθεια;» Γελώντας, ο Γουίλιαμ γύρισε το βλέμμα του. «Εντάξει, ίσως και να το έκανα, αλλά πρέπει να βρούμε μια στιγμή να μιλήσουμε για το μπράντι.» Ο ήχος από γέλια στην αίθουσα χορού έφτασε στα αφτιά τους και η Χάνα επανήλθε στην πραγματικότητα. Ανά πάσα στιγμή κάποιος μπορούσε να βγει και να τους δει σε αυτή τη θέση. «Ναι, έχεις δίκιο» συμφώνησε η Χάνα. «Αλλά όχι εδώ. Μπορεί να μας δουν.» Έτσι όπως ένιωθε εκείνη τη στιγμή, σχεδόν ήθελε να τους πιάσουν στα πράσα. Το να γίνει γυναίκα αυτού του άντρα γινόταν σιγά σιγά η μεγαλύτερή της επιθυμία. «Καλύτερα να μιλήσουμε στο χορό.» «Σωστό. Τότε να μπούμε μέσα χώρια, για να μη μας δουν μαζί.» Ένα αγκάθι τσίμπησε την αγνή καρδιά της Χάνα. Ο Γουίλιαμ δεν ονειρευόταν γάμο μαζί της. Και γιατί άλλωστε; Δεν ήταν η πρώτη φορά που φιλούσε γυναίκα. Έπρεπε να σταματήσει να είναι τόσο ανόητη. «Πώς είναι η εμφάνισή μου; Δε φαντάζομαι να τραβήξω την προσοχή όλων» είπε αναστενάζοντας και σήκωσε το χέρι της να ισιώσει τα μαλλιά της. «Είσαι εντάξει» τη διαβεβαίωσε ο Γουίλιαμ περνώντας τα δάχτυλά του πάνω στο πρόσωπό της «αλλά μάλλον θα χρειαστείς λίγη κρέμα ακόμα.» Το χέρι της Χάνα τινάχτηκε στο πρόσωπό της. Είχε ξεχάσει τελείως ότι φορούσε μέικ απ. «Δε φαίνεται πολύ» είπε ο Γουίλιαμ με εύθυμο τόνο. «Πήγαινε στην αίθουσα των κυριών όσο πιο γρήγορα μπορείς. Κανένας δε θα σε προσέξει αν κινηθείς σβέλτα.» Η Χάνα γύρισε το βλέμμα της με αγανάκτηση. «Είναι αδύνατον να διασχίσεις μια γεμάτη αίθουσα χορού χωρίς να σε σταματήσει κάποιος.» Γελώντας, ο Γουίλιαμ έκανε ότι παραδίνεται και είπε: «Καταλαβαίνω, αλλά σου έχω εμπιστοσύνη» είπε με ένα μειδίαμα. «Θα περιμένω εδώ για λίγα λεπτά μέχρι να ξαναμπώ μέσα.» Η Χάνα κούνησε ζωηρά το κεφάλι της, ίσιωσε το φόρεμά της και μπήκε στην αίθουσα του χορού. O Γουίλιαμ περίμενε έξω στο μπαλκόνι για πέντε περίπου λεπτά και μετά αποφάσισε να επιστρέψει στην αίθουσα. Γύρισε προς την μπαλκονόπορτα και σταμάτησε απότομα όταν βρέθηκε μπροστά του ο Κέιλεμπ Κόλικοτ. Έβγαινε στο μπαλκόνι συζητώντας με μια χήρα αρκετά γνωστή. Ήταν πολύ διακριτική στα φλερτ της, και μάλλον αυτός ήταν ο λόγος που την είχε διαλέξει ο Κόλικοτ. Αφού ήθελε να το παίζει τζέντλεμαν, έτσι δεν είναι; Ο Γουίλιαμ ένιωσε να βράζει από οργή. Δεν έπρεπε να αφήσει το θυμό του να κυριαρχήσει, γιατί μπορεί να έλεγε πράγματα για τα οποία θα μετάνιωνε. Αγνόησε, λοιπόν, το ένστικτό του και προσπάθησε να περάσει δίπλα από τον Κόλικοτ, χωρίς εκείνος να τον προσέξει. «Α, Πέμπροουκ...»

Ο Γουίλιαμ σταμάτησε. Να πάρει! Ο Κόλικοτ πάντα θα χαλούσε τα σχέδιά του. Σφίγγοντας τις γροθιές του, ο Γουίλιαμ γύρισε να αντικρίσει τον εχθρό του. «Κόλικοτ» πέταξε. «Ιζαμπέλα, καλή μου» είπε ο Κόλικοτ στη γυναίκα δίπλα του «πήγαινε μέσα τώρα. Θα συνεχίσουμε αργότερα...» Η νεαρή χήρα διαισθάνθηκε την ένταση στον αέρα και δεν έχασε χρόνο. Η σιωπή τούς περικύκλωσε μέσα στη νύχτα. Τα λίγα δευτερόλεπτα που πέρασαν μέχρι να φύγει η Ιζαμπέλα έμοιαζαν αιώνας στο μικρό αυτό χώρο. «Δε θα με συγχαρείς για τον αρραβώνα μου, Πέμπροουκ;» είπε ευχάριστα ο Κέιλεμπ. Ο Γουίλιαμ έμεινε να τον κοιτά ψυχρά. «Όχι;» συνέχισε χαρούμενος ο Κέιλεμπ. «Δε σ’ το είπε η λαίδη Χάνα; Μίλησα με τον πατέρα της σήμερα το πρωί και ζήτησα το χέρι της. Φάνηκε πολύ δεκτικός, μπορώ να πω.» Ο Γουίλιαμ έσφιξε το σαγόνι του και ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά. Ο πατέρας της Χάνα αποκλείεται να δέχτηκε αμέσως την πρότασή του. Γιατί δεν του το είπε; Δεν την άφησα και πολύ να μιλήσει, σκέφτηκε. Και ήταν σίγουρος ότι θα του το έλεγε, ασχέτως με τα λόγια του. Πέραν τούτου, θα είχαν ήδη οργιάσει τα κουτσομπολιά στην καλή κοινωνία. Τα νέα για έναν τέτοιο αριστοκρατικό αρραβώνα θα κυκλοφορούσαν αμέσως. Νιώθοντας λίγο πιο ήρεμος, ο Γουίλιαμ απάντησε: «Ωραίο τρόπο διάλεξες για να γιορτάσεις τον επικείμενο γάμο σου, Κόλικοτ» είπε, υπονοώντας, φυσικά, τη χήρα που είχε φύγει. «Ναι, λοιπόν, πιστεύω ότι κάθε άντρας έχει δικαίωμα να ξεφεύγει πού και πού. Φυσικά, όταν παντρευτώ τη λαίδη Χάνα, θα μου προσφέρει όση ψυχαγωγία χρειάζομαι...» είπε με απόλυτη ηρεμία «...τουλάχιστον στην αρχή. Οι αθώες γυναίκες σίγουρα είναι διασκεδαστικές, αλλά όχι για πολύ. Μετά τις συνηθίζεις, έτσι δεν είναι;» Ο Κόλικοτ κοίταξε τον Γουίλιαμ με αγγελική αθωότητα. Ο Γουίλιαμ είχε αηδιάσει, αλλά δεν είπε τίποτα. Ανασηκώνοντας τους ώμους του, ο Κόλικοτ απάντησε μόνος του: «Προφανώς η τέχνη της αποπλάνησης δεν είναι μέρος των μαθημάτων τους.» Ο Γουίλιαμ απάντησε: «Πιστεύω πως θα μου άρεσε να μάθω εγώ στη γυναίκα μου την τέχνη της αποπλάνησης, παρά να την... Πώς το είπες; Συνηθίσω.» «Χμμμ, εξαιρετική ιδέα, Πέμπροουκ» είπε κοροϊδευτικά. «Ίσως το δοκιμάσω με την όμορφη Χάνα. Το φιλί που μοιραστήκαμε τις προάλλες μου ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο.» Μιλούσε σχεδόν αδιάφορα για το γεγονός ότι παραλίγο να βιάσει μια αθώα νεαρή. Ο Γουίλιαμ ήθελε να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά ηρέμησε, σκεπτόμενος ότι ο καλύτερος τρόπος να νικήσουν τον Κόλικοτ ήταν στο ίδιο του το παιχνίδι. Ψυχρός, ήρεμος και συγκρατημένος. Έτσι ήταν ο Κόλικοτ. Πάντα είχε τον έλεγχο. Ο Γουίλιαμ σκόπευε να πραγματοποιήσει το δικό του σχέδιο και να απομακρύνει το αντικείμενο του εκβιασμού από τον Κόλικοτ: τα λαθραία εμπορεύματα. Ό,τι άλλο και να έκανε, θα οδηγούσε στη σύλληψη του Ντέιβιντ και του Άλεξ... και ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να το ρισκάρει, όσο ωραία κι αν του φαινόταν η ιδέα του ξύλου. Με δήθεν βαριεστημένο ύφος, ο Γουίλιαμ αγνόησε το τελευταίο σχόλιο του Κόλικοτ και τον κοίταξε σαν να του έλεγε Τελειώσαμε; Αλλά ο Κόλικοτ χαμογέλασε πονηρά και ο Γουίλιαμ κατάλαβε ότι είχε ακόμα ένα κρυμμένο άσο στο μανίκι. «Αν ήταν εδώ ο Φρέντερικ, θα ζητούσαμε την άποψή του σχετικά με τις παρθένες

ερωμένες» είπε αδιάφορα ο Κόλικοτ, κοιτάζοντας τα νύχια του. «Ο αγαπητός μου αδερφός είχε πολλές εμπειρίες, είμαι σίγουρος.» Ακούγοντας το όνομα του νεκρού του φίλου, ο Γουίλιαμ έχασε κάθε μέτρο και όρμησε μπροστά για να πνίξει τον απαίσιο αυτό άνθρωπο. Προς μεγάλη του έκπληξη, κάποιος τον συγκράτησε. Γρυλίζοντας, γύρισε να δει ποιος ήταν αυτός. «Ηρέμησε, Γουίλιαμ» είπε ο Μάικλ Άσμορ. «Δεν είναι το μέρος ούτε η στιγμή κατάλληλη για αυτή τη συζήτηση.» Ο Γουίλιαμ κατάλαβε αμέσως το υπονοούμενο και έγνεψε στο φίλο του. Μετά κοίταξε τον Κόλικοτ, ο οποίος είχε απομακρυνθεί πολύ σοφά, και τους κοίταζε με υπεροπτικό βλέμμα. «Μια από αυτές τις μέρες, Κόλικοτ, θα πληρώσεις για τις αμαρτίες σου. Μακάρι να είμαι κοντά για να το δω... ή, ακόμα καλύτερα, μακάρι να βοηθήσω κιόλας.» Ο Κέιλεμπ έσμιξε τα μάτια του. «Έχουν προσπαθήσει πολλοί, Πέμπροουκ.» Έκανε μια παύση και μετά πρόσθεσε με σκεπτικό ύφος: «Ένας συγκεκριμένα προσπάθησε πολύ... και όλοι ξέρουμε πού κατέληξε, έτσι;» Ο Κέιλεμπ χαμογέλασε ψυχρά, βλέποντας τον Γουίλιαμ να σφίγγεται. Μετά ίσιωσε το ακριβό μπροκάρ σακάκι του και πέρασε δίπλα από τους δύο άντρες για να επιστρέψει στο χορό, σαν να μην είχε καμία έγνοια στο μυαλό του. «Να πάρει!» γρύλισε ο Γουίλιαμ, περπατώντας ώς την άκρη του μπαλκονιού. «Γιατί δε με άφησες να τον σκοτώσω, Λίτσφιλντ; Τι κάνεις εδώ;» Ο Μάικλ κούνησε το κεφάλι του. «Σε είδα να βγαίνεις εδώ έξω με τη λαίδη Χάνα, αλλά δεν ήξερα αν ήσασταν ακόμα εδώ. Μετά είδα και τον Κόλικοτ... Σκέφτηκα να ελέγξω την κατάσταση για να είμαι σίγουρος. Και καλά που το έκανα. Ο φόνος του Κόλικοτ θα σε στείλει στη φυλακή και όλοι θα νομίζουν ότι ήταν το θύμα αντί για τον απαίσιο μπάσταρδο που όντως είναι.» «Μα τον άκουσες» είπε ο Γουίλιαμ, γυρνώντας το βλέμμα στο φίλο του. «Σχεδόν παραδέχτηκε ότι σκότωσε τον Φρέντερικ.» «Ναι, το άκουσα, αλλά δεν έχουμε στοιχεία, και τα υπονοούμενα δεν είναι αρκετά για να καταδικαστεί. Πρέπει να το ξεχάσεις, τουλάχιστον για τώρα.» Ο Γουίλιαμ πέρασε το χέρι στο πρόσωπό του. «Μάλλον έχεις δίκιο.» Τον πονούσε το γεγονός ότι δεν μπορούσε να βρει δικαίωση για το θάνατο του φίλου του. Από την αρχή είχε υποψιαστεί τον Κόλικοτ, αλλά απόψε οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Ο Κόλικοτ είχε δολοφονήσει τον Φρέντερικ, αλλά ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αποδείξει. Ευτυχώς, σκέφτηκε, μπορώ να σταματήσω κάποιο άλλο από τα σχέδιά του. «Ελπίζω ότι κάποια μέρα θα λογοδοτήσει για αυτό του το έγκλημα. Αυτή τη στιγμή όμως σχεδιάζει κάτι άλλο και θα κάνω τα πάντα για να τον εμποδίσω...» Με νέα αποφασιστικότητα, ο Γουίλιαμ χτύπησε τη γροθιά του στην κουπαστή και κοίταξε τον Μάικλ. «Λοιπόν, υποσχέθηκα ένα χορό σε μια δεσποινίδα» –έπρεπε να μιλήσουν για να μάθει περισσότερα για τον αρραβώνα– «και, αν μου επιτρέπεις, μάλλον κάποια άλλη δεσποινίδα θα ήθελε την παρέα σου. Ίσως η δεσποινίς Στούκλεϊ;» Ο Μάικλ ρουθούνισε. «Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς» αλλά ο λαιμός του κοκκίνισε. «Αχά! Αυτό ακριβώς που σκέφτηκα» είπε ο Γουίλιαμ και ακολούθησε το φίλο του μέσα στην αίθουσα. «Μου φαίνεται πως ο διάβολος παρήγγειλε παλτό, καλέ μου φίλε.»

Κεφάλαιο Δώδεκα Το μήλο πέφτει κάτω από τη μηλιά, αλλά μπορεί κάποιος να το πάρει και να το τοποθετήσει σε ηλιόλουστο μέρος. - Δούκας του Λάνκαστερ Λίγη ώρα αργότερα η Χάνα βγήκε από την τουαλέτα στην οποία είχε καταφύγει για να διορθώσει το μέικ απ της. Καλά που είχε σκεφτεί να ρίξει το βαζάκι με την κρέμα μέσα στο τσαντάκι της προτού φύγει από το σπίτι. Τα είχε καταφέρει να φτάσει ώς εκεί χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν στρέψει το ενδιαφέρον τους σε κάτι που συνέβαινε στην άλλη γωνία της αίθουσας χορού. Δεν ήξερε ποιος ήταν ο υπεύθυνος για την αναστάτωση, αλλά ήταν ευγνώμων για αυτή. Στην επιστροφή της είδε ότι ο κόσμος δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα. Μια μικρή ομάδα καλεσμένων στεκόταν γύρω από... Η Χάνα ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να δει καλύτερα. Γύρω από τη Ρόουζ! Η Χάνα ήξερε καλύτερα από όλους πόσο χαριτωμένη και πνευματώδης μπορούσε να γίνει η Ρόουζ Γουόρεν, αλλά η νεαρή κοπέλα ήταν πολύ ντροπαλή και δεν ήθελε ποτέ να τραβά την προσοχή. Κι όμως, τώρα βρισκόταν στη μέση μιας ντουζίνας από τους πιο διάσημους άντρες και γυναίκες. Με περιέργεια, η Χάνα είδε τη Χόουπ και τη Σάρα να περιμένουν όρθιες δίπλα της, οπότε έτρεξε προς το μέρος τους. «Τι κάνει ο Ρόουζ;» ρώτησε. «Χάνα! Πού ήσουν;» είπε τσιριχτά η Χόουπ. «Σε είδα όταν έφτασες, αλλά μετά χάθηκες.» Η Χάνα ευχήθηκε η κρέμα της λαίδης Λάνκαστερ να καλύψει και το κοκκίνισμά της. «Δεν έχει σημασία» είπε αδιάφορα «πες μου τι συμβαίνει με τη Ρόουζ!» Η Χόουπ απάντησε κουνώντας τα χέρια της. «Ω, τίποτα. Για ένα βιβλίο που βρήκε λέει… Το θέμα είναι τι συμβαίνει με εσένα.» Η Χάνα προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη κάτω από τα ερευνητικά βλέμματα της Χόουπ και της Σάρα, που κατάλαβε κι εκείνη τις υπεκφυγές της Χάνα. «Χμμμ» έκανε ενοχλημένη. «Να υποθέσω ότι δε θα με αφήσετε ήσυχη αν δε σας απαντήσω;» Και οι δύο κοπέλες κούνησαν καταφατικά το κεφάλι τους. Γυρνώντας τα μάτια της, η Χάνα ρουθούνισε με εκνευρισμό. «Εντάξει, έχω ώρα που ήρθα εδώ, αλλά έπρεπε να» κοίταξε προσεκτικά δεξιά κι αριστερά της και μετά ψιθύρισε «συζητήσω με το λόρδο Πέμπροουκ τα επόμενα βήματα για την αποστολή μας.» Ανασήκωσε τους ώμους της και πρόσθεσε: «Γι’ αυτό πήγαμε στο μπαλκόνι, για να μη μας ακούσει κανένας.» Με αυτή τη δήλωση, η Χόουπ και η Σάρα έμειναν με ανοιχτό το στόμα. «Σταματήστε! Σας βλέπει ο κόσμος. Λες και δεν έχετε κάνει κι εσείς τα ίδια, όποτε το απαιτούσε η αποστολή» είπε κατηγορώντας τες. Η Σάρα έκλεισε το στόμα της και άρχισε: «Μα δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι μόνη σου για τόση ώρα με έναν εργένη. Πολλές έχουν αναγκαστεί να παντρευτούν και για λιγότερα, Χάνα!» Επίσης, πολλές έχουν αναγκαστεί να παντρευτούν και για αυτό που έκαναν στο μπαλκόνι, αλλά δεν είχε σκοπό να το πει στις φίλες της. «Υπάρχουν και χειρότερα από το να γίνω γυναίκα του λόρδου Πέμπροουκ... αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.»

«Ω, Χάνα» είπε μαλακά η Χόουπ. «Το ήξερα ότι έχεις αισθήματα για το λόρδο Πέμπροουκ. Γιατί δεν είπες τίποτα;» «Γιατί δεν ήξερα πώς ένιωθα.» «Και τώρα ξέρεις;» Η Χάνα κατέβασε το κεφάλι με απόγνωση. «Πρέπει να του το πεις!» δήλωσε η Σάρα. «Ξέρω τι λέει ο κόσμος για το λόρδο Πέμπροουκ, αλλά πώς είναι δυνατόν να μην ερωτευτεί εσένα; Είσαι εκπληκτικός άνθρωπος. Κάθε άντρας θα ήταν τυχερός να σε κάνει γυναίκα του.» Η πιστή μου Σάρα, σκέφτηκε η Χάνα, πόσο υπέροχα θα ήταν αν είχε δίκιο. «Ευχαριστώ, Σάρα, αλλά δε νομίζω ότι θα με βοηθήσει αυτό» παραδέχτηκε η Χάνα. «Ίσως η μητέρα μου να είχε δίκιο. Ο λόρδος Πέμπροουκ δεν είναι ο κατάλληλος άντρας για μένα και μπορεί να μου ραγίσει την καρδιά, αλλά τώρα που ονειρεύτηκα την αγάπη του, δε νομίζω να μπορώ να σταματήσω.» Η Σάρα την κοίταγε γεμάτη κατανόηση. Τα ίδια αισθήματα έτρεφε κι εκείνη για τον Ντέιβιντ από τότε που την πρωτογνώρισε. Και η Χόουπ... τα δύο τελευταία χρόνια η καρδιά της σκιρτούσε για το λόρδο Λίτσφιλντ. Σχεδόν την έπιασαν τα γέλια, όταν σκέφτηκε πως ήταν όλες τους ομοιοπαθούσες. «Χάνα» είπε η Χόουπ, τυλίγοντας το χέρι της στους ώμους της εξαδέλφης της «ξέρεις πως εγώ και η Σάρα σε καταλαβαίνουμε απόλυτα, μα κοίτα τη Ρόουζ. Είναι περικυκλωμένη από κόσμο! Η Ρόουζ απεχθάνεται τα πλήθη και την προσοχή, αλλά είναι ενθουσιασμένη και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Αν η βιβλιοφάγος μας, η Ρόουζ, έκανε τέτοια υπέρβαση μέσα σε μια νύχτα, πιστεύω πως μπορεί να συμβεί οτιδήποτε!» «Όντως, μοιάζει διαφορετική» παραδέχτηκε η Χάνα. «Σε τι οφείλεται η αλλαγή;» «Θα σε αφήσω να μαντέψεις» είπε στεγνά η Σάρα. «Λοιπόν, ήδη μου είπες ότι βρήκε ένα καινούριο βιβλίο.» «Ω, ναι, έτσι έγινε.» Η Σάρα απογοητεύτηκε που της είχαν ήδη πει την απάντηση. Μετά χαμογέλασε και είπε: «Δε σου είπαμε όμως ότι το βιβλίο αυτό μπορεί και να μας γλιτώσει από τη μικρή μας κοκκινομάλλα!» «Σάρα!» τη μάλωσε η Χόουπ και μετά γύρισε στη Χάνα. «Δε θέλουμε να την ξεφορτωθούμε, φυσικά.» «Κυρίες, παρακαλώ» τις έκοψε η Χάνα, χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα. «Πείτε μου τι εννοείτε!» «Η Ρόουζ βρήκε κάτι βιβλία σχετικά με τα δηλητήρια και πώς αυτά ανιχνεύονται στον οργανισμό» είπε η Χόουπ. «Είναι μια σημαντική επιστημονική ανακάλυψη που μπορεί να ρίξει φως σε πολλές περιπτώσεις ύποπτων θανάτων.» Αμέσως η Χάνα κατάλαβε. «Γι’ αυτό έγινε τέτοιο σούσουρο. Τα δηλητήρια πάντα ενδιέφεραν την αριστοκρατία. Και γιατί να θέλει κάποιος να την ξεφορτωθεί;» Η Σάρα ανασήκωσε τους ώμους της. «Γιατί μπορεί να αποδείξει ότι κάποιος ή κάποιοι έχουν κάνει φόνο. Κατά συνέπεια, κάποιος μπορεί να θέλει να την κάνει να σωπάσει» είπε, κάνοντας μια απειλητική κίνηση. Η Χάνα γύρισε τα μάτια της. «Το κλειδί είναι στα βιβλία, όχι στη Ρόουζ. Κανένας δε θα

επωφεληθεί αν τη σκοτώσει. Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να σκοτώσει και το συγγραφέα και να κάψει όλα τα αντίτυπα.» «Χμμμ» έκανε η Σάρα. «Αυτό είναι πιο λογικό. Πάλι καλά. Τη συμπαθώ τη Ρόουζ.» Γελώντας η Χάνα είπε «Κι εγώ.» «Κι εγώ» πετάχτηκε και η Χόουπ. «Αναρωτιέμαι όμως» είπε σκεπτική η Χάνα, σοβαρεύοντας αμέσως. «Πώς θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν αυτά τα βιβλία στο μέλλον; Η λαίδη Λάνκαστερ πρέπει να μάθει για την ανακάλυψη της Ρόουζ.» «Μα το γνωρίζει ήδη» τη διαβεβαίωσε η Χόουπ. «Αλήθεια;» ξεκίνησε να λέει η Χάνα. «Πώς το ξέρεις...» Προτού προλάβει όμως να ολοκληρώσει την ερώτησή της, τη διέκοψε ένας άντρας με μεταξένια φωνή. «Λαίδη Χάνα» είπε ο Γουίλιαμ απαλά, παίρνοντας το χέρι της στο δικό του. «Μπορώ να έχω αυτό το χορό;» «Φυσικά» απάντησε και επέτρεψε στον Γουίλιαμ να την τραβήξει στην πίστα του χορού. *** Όταν ο Γουίλιαμ σταμάτησε στη μέση της πίστας με τη Χάνα, με χαρά ανακάλυψε ότι το επόμενο κομμάτι ήταν ένα βαλς. Το βαλς ήταν σχετικά καινούριος χορός στην καλή κοινωνία. Για καιρό τον αποδοκίμαζαν και τον επέκριναν, γιατί οι παρτενέρ έρχονταν σκανδαλιστικά κοντά ο ένας με τον άλλο, σε αντίθεση με τους πιο ζωηρούς και χοροπηδηχτούς σκοπούς, όπου οι παρτενέρ στέκονταν στη σειρά και χωρίζονταν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του χορού. Στην πραγματικότητα, μέχρι και πριν από λίγο καιρό θεωρούνταν πολύ πρόστυχο για τις εκλεπτυσμένες κυρίες, αλλά προσφάτως τα θηλυκά μέλη της καλής κοινωνίας επέτρεψαν το βαλς, με έναν περιορισμό: οι δεσποινίδες στον πρώτο χρόνο μετά την πρώτη τους εμφάνιση θα έπρεπε να ζητήσουν άδεια για να χορέψουν. Η άδεια δινόταν μόνο στα κορίτσια με άψογη συμπεριφορά και άμεμπτη ηθική, αλλά ο Γουίλιαμ δεν είχε γνωρίσει ποτέ δεσποινίδα που να της αρνήθηκαν την άδεια, οπότε σύντομα ο περιορισμός θα έπαυε να ισχύει. Όπως οι περισσότεροι νέοι άντρες της ηλικίας του, ο Γουίλιαμ χαιρόταν για αυτό. Ήταν μια καλή ευκαιρία για να αγκαλιάσει μια νεαρή, χωρίς να υποστεί όλες τις δυσάρεστες συνέπειες που συνεπάγεται αυτή η πράξη. Όταν ξεκίνησε η μουσική, ο Γουίλιαμ με χάρη οδήγησε τη Χάνα στον απαλό ρυθμό του βαλς. «Κατάφερες να φτάσεις στην τουαλέτα χωρίς πρόβλημα;» ρώτησε φιλικά. Η Χάνα ζάρωσε χαριτωμένα τη μύτη της και απάντησε: «Ναι, αλλά μόνο και μόνο επειδή υπήρξε μια αναστάτωση στην άλλη άκρη του δωματίου.» «Ναι;» «Ναι» έγνεψε η Χάνα και ζάρωσε τα φρύδια της. «Είχε σχέση με τη Ρόουζ. Για αυτό μιλούσαμε τώρα μόλις με τη Χόουπ και τη Σάρα.» «Ναι, γνώρισα την εξαδέλφη σου νωρίτερα απόψε» θυμήθηκε ο Γουίλιαμ. «Είναι πολύ γοητευτική, έτσι δεν είναι;» είπε, θυμούμενος την αποβλακωμένη φάτσα του Λίτσφιλντ, του φίλου του μπροστά στη δεσποινίς Στούκλεϊ. Η Χάνα ρουθούνισε αντί για απάντηση.

Ανασηκώνοντας τα φρύδια του, ο Γουίλιαμ είπε: «Δε συμφωνείς; Μου είπε πως είστε καλές φίλες, πέραν από εξαδέλφες.» «Ναι, όντως...» συμφώνησε απρόθυμα η Χάνα. «Τότε;» Η Χάνα πέταξε: «Εγώ νομίζω πως είναι πολύ γοητευτική, αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι ήθελα εσύ να το προσέξεις.» Κοκκίνισε με το ξέσπασμά της, αλλά δε σκόπευε να απολογηθεί για τα αισθήματά της. Ο Γουίλιαμ γέλασε με την ειλικρίνειά της, και ένιωσε ένα περίεργο, ζεστό συναίσθημα να τυλίγει την καρδιά του. Αποφάσισε να το αγνοήσει και να πειράξει λίγο τη Χάνα. «Δε συγκρίνεται μαζί σου.» Η Χάνα κοκκίνισε περισσότερο και τον χτύπησε ελαφρά. Ο Γουίλιαμ έμεινε και πάλι άφωνος με την ομορφιά και την ευθύτητά της. Μπορούσε πάντα να αυτοσαρκάζεται, κάτι που δεν έκαναν συνήθως οι άνθρωποι που γνώριζε. Σοβάρεψε και είπε: «Συνάντησα τον Κόλικοτ απόψε.» Μια φευγαλέα σκιά φόβου φάνηκε στο πρόσωπο της Χάνα, και έκανε κομμάτια την καρδιά του Γουίλιαμ. «Πού τον είδες;» ρώτησε ψιθυριστά, ψάχνοντας με το βλέμμα το δωμάτιο. «Στη βεράντα, λίγο αφότου έφυγες.» Το βλέμμα της Χάνα πέταξε πίσω στον Γουίλιαμ. «Μας είδε;» ρώτησε νευρικά. «Όχι, δεν πιστεύω.» «Και τι έγινε όταν σε είδε... Σε είδε;» «Ω, ναι, με είδε. Μιλήσαμε» είπε απαλά ο Γουίλιαμ σε απάντηση. «Αυτό μόνο, σ’ το υπόσχομαι. Στην πραγματικότητα, μου είπε να του δώσω συγχαρητήρια για τον αρραβώνα του.» Η Χάνα χλόμιασε. «Γουίλιαμ, συγνώμη που δε σ’ το είπα νωρίτερα» είπε με μάτια γεμάτα τύψεις. Ο Γουίλιαμ σήκωσε το δάχτυλό του στα χείλη της και είπε: «Δε σε άφησα, αν θυμάσαι καλά.» Χαμογέλασε. Η Χάνα κοκκίνισε ελαφρά και χαμογέλασε κι εκείνη προτού μιλήσει. «Ο πατέρας μου δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του, σε διαβεβαιώνω… Και δε θα απορρίψει την πρότασή του μέχρι να του πούμε εμείς.» «Ο πατέρας σου... ξέρει;» ρώτησε ο Γουίλιαμ. «Όχι τα πάντα, αλλά αρκετά. Ξέρει ότι με βοηθάς εσύ.» Να πάρει, αυτό δεν το χρειαζόμουν είπε από μέσα του. Έπρεπε να προσέχει τη συμπεριφορά του μπροστά στη Χάνα και τους γονείς της. Δεν ήθελε να αναγκαστεί να την παντρευτεί από υποχρέωση. Και αν ο λόρδος Ρότσεστερ καταλάβαινε τι συνέβαινε ανάμεσά τους, σίγουρα θα τον ανάγκαζε να το κάνει. Η Χάνα παραξενεύτηκε με την απότομη σιωπή του Γουίλιαμ. Προφανώς, δε χάρηκε που είπε στον πατέρα της ότι δουλεύουν μαζί. Χωρίς αμφιβολία, σκέφτηκε πως ο πατέρας της ίσως και να το θεωρούσε πρόταση γάμου. Όχι όμως αν δεν το ήθελε η Χάνα. Δε θα δεχόταν να τον παντρευτεί, αν ήξερε πως δέχτηκε μόνο και μόνο από υποχρέωση. Θα της ράγιζε την καρδιά, αλλά η Χάνα δεν ήταν από τις γυναίκες που θα ανάγκαζε έναν έντιμο άντρα να την παντρευτεί χωρίς να την έχει επιλέξει. Όσο κι αν πονούσε μέσα της.

Ανίκανη να ελέγξει το στόμα της, η Χάνα πήρε μια βαθιά ανάσα και ρώτησε αυτό που είχε στο μυαλό της από τον πρώτο τους χορό. «Γουίλιαμ;» άρχισε μαλακά, διερωτώμενη αν η πίστα του χορού ήταν το κατάλληλο μέρος για τέτοιες συζητήσεις, αλλά έπρεπε να μάθει. «Έχω ακούσει πολλές φήμες σχετικά με... την απέχθεια που δείχνεις προς το θεσμό του γάμου... και αναρωτιέμαι... τι σε έκανε να σκέφτεσαι με αυτό τον τρόπο.» Ο Γουίλιαμ κοίταξε έκπληκτος τη Χάνα και, για μια στιγμή, εκείνη νόμισε πως θα έφευγε και θα την παρατούσε μόνη μέσα στον κόσμο. Αλλά η Χάνα είχε δίκιο που ρωτούσε. Δεν της είχε κρύψει ότι δε σκόπευε να παντρευτεί, άρα η Χάνα μπορούσε να ρωτήσει το γιατί. Κράτησε την αναπνοή της για ώρες, ή τουλάχιστον έτσι νόμισε, μέχρι να απαντήσει ο Γουίλιαμ. «Οι γονείς μου είχαν ένα δυστυχισμένο γάμο, Χάνα. Ο πατέρας μου ας πούμε ότι δεν ήταν καλός άνθρωπος. Ήταν κακός, μας χτυπούσε και γενικά ήταν κάθαρμα. Η μητέρα μου θυμάται μια εποχή που ήταν καλός και γενναιόδωρος. Μετά όλα άλλαξαν. Δεν ξέρω γιατί.» Ο Γουίλιαμ σταμάτησε και κοίταξε τη Χάνα. Ο πόνος στα μάτια του ήταν η καταδίκη της. «Φοβάμαι ότι μια μέρα θα καταντήσω σαν κι αυτόν.» Η Χάνα ήθελε να βάλει τα κλάματα. Πώς είναι δυνατόν αυτός ο υπέροχος άντρας που αγαπούσε τη μητέρα του, που προστάτεψε τον αδερφό του και προσπαθούσε να προστατέψει ακόμα και εκείνη να γίνει σαν τον πατέρα του; «Γουίλιαμ...» Η μουσική τέλειωσε μόλις άνοιξε το στόμα της και τα ζευγάρια άρχισαν να εγκαταλείπουν την πίστα, διακόπτοντάς την. Όχι πως είχε κάτι άλλο να πει. «Να οι γονείς σου» είπε ο Γουίλιαμ στεγνά. «Να σε συνοδέψω ώς εκεί;» Η Χάνα έγνεψε καταφατικά. Ευχόταν να μπορούσαν να γυρίσουν λίγες στιγμές πίσω στο χρόνο για να τελειώσουν τη συζήτησή τους. Ήθελε να μάθει το λόγο για τη συμπεριφορά του και τελικά τον έμαθε. Και τώρα τι; Όταν έφτασαν κοντά στους γονείς της, ο Γουίλιαμ υποκλίθηκε ελαφρά και είπε: «Λόρδε και λαίδη Ρότσεστερ, ορίστε η κόρη σας, η λαίδη Χάνα.» «Ευχαριστώ, λόρδε Πέμπροουκ» είπε ψυχρά η λαίδη Ρότσεστερ. Γυρνώντας προς τη Χάνα, την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε κοντά της, όχι και τόσο διακριτικά. Ήταν εμφανές ότι δεν είχε συμπαθήσει ακόμα τον Πέμπροουκ. «Λόρδε Πέμπροουκ» είπε ο λόρδος Ρότσεστερ χαμογελώντας «χαίρομαι που σε βλέπω, γιε μου.» Έτεινε το χέρι του για να σφίξει το δικό του με ενθουσιασμό. «Αααα...» απάντησε ο Γουίλιαμ. Τον είχαν αποσυντονίσει οι δύο διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης που εξέλαβε από τους γονείς της Χάνα. «Χαίρομαι που σας βλέπω, κύριε.» Ο λόρδος Ρότσεστερ τον κοίταξε με συνωμοτικό βλέμμα. «Έμαθα πως βοηθάς τη Χάνα μας σε μια μυστική υπόθεση που έχει σχέση με το λόρδο Σρούσμπουρι.» Ο Γουίλιαμ έγνεψε με δισταγμό. «Ωραία, ωραία! Ποτέ μου δεν τον χώνεψα αυτό τον άνθρωπο» είπε με εμπάθεια ο λόρδος Ρότσεστερ και χτύπησε τον Γουίλιαμ στην πλάτη αρκετά δυνατά. Ο Γουίλιαμ ξερόβηξε και ίσιωσε την πλάτη του. «Γουίλιαμ!» ακούστηκε μια τσιριχτή φωνή από πίσω τους. Η Χάνα γύρισε προς τα εκεί και είδε τη λαίδη Πέμπροουκ, τη μητέρα του Γουίλιαμ, να πλησιάζει. Η γυναίκα στάθηκε στο πλευρό του γιου της. «Γεια σου, καλέ μου! Σε είδα να μιλάς με το λόρδο

και τη λαίδη Ρότσεστερ και είπα να έρθω να σας χαιρετήσω.» Γυρνώντας στη Χάνα και τους γονείς της, συνέχισε: «Χαίρετε, λαίδη Ρότσεστερ, λόρδε Ρότσεστερ... και σε εσάς, λαίδη Χάνα.» Η Χάνα νόμισε πως η φωνή της έγινε πιο ψυχρή όταν απευθύνθηκε σε εκείνη. Μάλλον η μητέρα του Γουίλιαμ δεν τη θεωρούσε κατάλληλη για παρέα του γιου της, όπως ακριβώς πίστευε και η μητέρα της Χάνα για τον Γουίλιαμ. Με έναν αναστεναγμό, η Χάνα μουρμούρισε ένα χαιρετισμό. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Γουίλιαμ κατάλαβε κι εκείνος την αποστροφή της μητέρας του και αποφάσισε ότι δε θα το ανεχόταν άλλο. Έπιασε το χέρι της Χάνα, έκανε μια υπόκλιση για να το φιλήσει και είπε: «Λαίδη Χάνα, ευχαριστώ για το χορό. Ελπίζω να έχω ξανά την τιμή στο άμεσο μέλλον.» Την κοίταξε σαν να έλεγε ότι θα την συναντούσε πολύ σύντομα. Έπρεπε να καταστρώσουν και το σχέδιο, αν μη τι άλλο. Η Χάνα υποκλίθηκε κι αυτή με χάρη και είπε: «Βεβαίως, λόρδε Πέμπροουκ.» Ο Γουίλιαμ της έκλεισε κρυφά το μάτι, προτουύ χαιρετήσει και τους γονείς της. Έπειτα από αυτό ο Γουίλιαμ αποχώρησε. Η Χάνα κοιτούσε την πλάτη του που απομακρυνόταν με θλίψη, καθώς δεν μπορούσε να φύγει μαζί του. Ήταν τόσο περίεργο που ένιωθε συνδεδεμένη με αυτό τον άντρα, αλλά ήταν ταυτόχρονα και τόσο μακριά του, λες και βρίσκονταν σε διαφορετικούς πλανήτες. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο για να έρθουν κοντά, να αισθανθούν το ίδιο. Και έπρεπε να το κάνει γρήγορα. Ο χρόνος τους τελείωνε. Η περιπέτεια αυτή δε θα κρατούσε για πάντα και ήξερε πως, όταν έφταναν στο τέλος, δε θα συναντούσε πια ξανά τον Γουίλιαμ. Αυτή η σκέψη την έκανε αφόρητα δυστυχισμένη. Νιώθοντας σαν κάποιος να την κοιτά, η Χάνα σήκωσε τα μάτια της και αμέσως είδε τα υγρά, γαλάζια μάτια τής δούκισσας να την καρφώνουν. Ακόμα και από την άλλη άκρη του δωματίου, η Χάνα ένιωσε το βλέμμα της. Είναι λες και μπορεί να διαβάσει τη σκέψη μου. Σκέφτηκε η Χάνα, σχεδόν αναστατωμένη με την ιδέα. Χαμογελώντας διστακτικά, η Χάνα έγνεψε στη χήρα δούκισσα. Η λαίδη Λάνκαστερ σήκωσε το ποτήρι της σε χαιρετισμό και μετά ήπιε μια γουλιά από τη λεμονάδα της και απέστρεψε το βλέμμα. *** Η λαίδη Λάνκαστερ έστρεψε την προσοχή της στην απέναντι κατεύθυνση από αυτή που βρισκόταν η Χάνα. Ήταν ικανοποιημένη με όσα είχε δει απόψε. Παρά την γκρίνια του για το αντίθετο, ο Γουίλιαμ σίγουρα είχε αρχίσει να ερωτεύεται τη Χάνα. Ήταν έξυπνη ιδέα να τους αναθέσει να βοηθήσουν μαζί τα αδέρφια τους. Η λαίδη Λάνκαστερ πίστευε πως μια κοινή περιπέτεια ήταν ό,τι έπρεπε για να φέρει κοντά ένα ζευγάρι. Δεν είχε σκεφτεί όμως πόσο επικίνδυνη μπορεί να ήταν η περιπέτεια. Πρέπει να τακτοποιήσουμε το λόρδο Σρούσμπουρι, σκέφτηκε η δούκισσα. Με χαρά σκέφτηκε πως η Ρόουζ είχε στο χέρι της την καταδίκη του. Το μόνο που είχε εκείνη να κάνει ήταν να της δείξει τη σωστή κατεύθυνση. Η λαίδη Λάνκαστερ χαμογέλασε πονηρά και άρχισε να σκέφτεται το νέο της σχέδιο. *** Την επόμενη μέρα ο Γουίλιαμ βρήκε τον εαυτό του να χτυπά ξανά την πόρτα της οικίας των Ρότσεστερ. Όταν γύρισε σπίτι του χτες το βράδυ, το άρωμα της Χάνα μύριζε ακόμα πάνω στα ρούχα του και

του άρεσε, σαν ένα ενθύμιο της παθιασμένης αγκαλιάς τους. Και το πρωί που ξύπνησε αισθάνθηκε μια ασταμάτητη ανάγκη να μυρίσει και πάλι το άρωμα της γαρδένιας. Έψαξε και βρήκε το μοναδικό ανθοπώλη στο Λονδίνο που είχε γαρδένιες σε θερμοκήπιο και το πλούσιο άρωμά τους γέμισε την άμαξά του στη διαδρομή για το Μέιφιλντ. Ανέβηκε στην μπροστινή βεράντα και πήρε ακόμα μια βαθιά μυρωδιά. Όταν άνοιξε η πόρτα, ο Γουίλιαμ έδωσε την κάρτα του στον μπάτλερ και ζήτησε τη λαίδη Χάνα. Ο μπάτλερ τού έκανε νόημα να περάσει. «Παρακαλώ, περιμένετε, λόρδε Πέμπροουκ» είπε πολιτισμένα ο Γκρόβλεϊ. Ο Γουίλιαμ άρχισε να σφυρίζει απαλά. Σχεδόν αμέσως, άκουσε τα απαλά βήματα μιας γυναίκας να τον πλησιάζουν αντί για το βαρύ βήμα του μπάτλερ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η Χάνα κατέβηκε χοροπηδηχτά τις σκάλες, πηδώντας τα δύο τελευταία σκαλοπάτια και κάνοντας μια πιρουέτα στηριγμένη στην κουπαστή. Πάγωσε όταν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Γουίλιαμ. Κοκκινίζοντας, είπε: «Οχ, δεν ήξερα ότι ο Γκρόβλεϊ σου ζήτησε να περιμένεις... εδώ.» «Το φαντάστηκα» είπε στεγνά, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του. Η Χάνα τον κοιτούσε καταντροπιασμένη. Ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Γλιστρώντας από την κουπαστή, η Χάνα σήκωσε περήφανα το κεφάλι και ίσιωσε τη φούστα της. Με χάρη, σαν κύκνος, γλίστρησε απαλά δίπλα στον Γουίλιαμ. «Καλημέρα, Γουίλιαμ! Χαίρομαι που σε βλέπω.» Αφού είχε δει τη Χάνα να χοροπηδάει από τη χαρά της κατεβαίνοντας τις σκάλες, ο Γουίλιαμ υποπτεύθηκε ότι τώρα το έπαιζε σοβαρή. Μετά όμως σκέφτηκε πως έφαγε τέσσερις ώρες από το πρωινό του ψάχνοντας ένα μπουκέτο λουλούδια, οπότε δε σχολίασε τίποτα. Χωρίς να ξέρει γιατί, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Η μέρα μου σίγουρα θα είναι καλή τώρα που σε είδα, Χάνα.» Ο Γουίλιαμ είδε τη Χάνα να λάμπει ακούγοντας τα λόγια του. Στην πραγματικότητα, έμοιαζε έτοιμη να λιώσει στο πάτωμα. Βρίσκονταν όμως στη μέση του χολ. Ο Γουίλιαμ αμέσως άλλαξε συζήτηση, μέχρι να καταφέρουν να αποσυρθούν σε ένα λιγότερο πολυσύχναστο μέρος. «Αυτά είναι για σένα, καλή μου» είπε, αποστρέφοντας το βλέμμα του και δείχνοντας τα λουλούδια. Η Χάνα κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, λες και ξυπνούσε από όνειρο, και κοίταξε αφηρημένα το μπουκέτο. Αλλά έπειτα από ένα δευτερόλεπτο αναγνώρισε τα λουλούδια και είπε με ενθουσιασμό: «Γαρδένιες! Ω, Γουίλιαμ, πού τις βρήκες;» Πήρε το μπουκέτο από τα χέρια του και ανάσανε βαθιά το γλυκό τους άρωμα. «Είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια.» «Το φαντάστηκα» παραδέχτηκε, ικανοποιημένος με την αντίδρασή της. «Ναι; Πώς;» ρώτησε με περιέργεια. Κοιτώντας πάνω και κάτω στο διάδρομο, ο Γουίλιαμ άρπαξε το χέρι της και την τράβηξε μέσα στο κοντινότερο δωμάτιο, το οποίο ήταν το ίδιο στο οποίο είχαν καθίσει κατά την προηγούμενη επίσκεψή του. Έκλεισε απαλά την πόρτα, την έσφιξε στην αγκαλιά του και άρχισε να φιλά το λαιμό της, ανασαίνοντας βαθιά. Ο Γουίλιαμ προτιμούσε τη μυρωδιά της Χάνα από τα λουλούδια στα χέρια της. «Μυρίζεις πάντα σαν γαρδένια... και σαπούνι» μουρμούρισε στο λαιμό της. Γελώντας, η Χάνα ανασήκωσε το κεφάλι της και, άθελά της, έδωσε πρόσβαση στον Γουίλιαμ. Εκείνος το εκμεταλλεύτηκε και κέντησε με φιλιά το λαιμό και τον ώμο της. Η Χάνα αναστέναξε και τα λουλούδια έπεσαν από το χέρι της. Πονώντας από την επιθυμία, σήκωσε τα χέρια της και τα

τύλιξε γύρω από το λαιμό του. Ο Γουίλιαμ βόγκηξε νιώθοντας το σώμα της Χάνα να έρχεται σε επαφή με το δικό του. Συνέχισε να τη φιλά, μέχρι που άκουσε βήματα έξω στο διάδρομο. Βρίζοντας μέσα από τα δόντια του, ο Γουίλιαμ απομακρύνθηκε αμέσως από τη Χάνα και σήκωσε το μπουκέτο από το πάτωμα. Άπλωσε το χέρι του για να στηρίξει τη Χάνα, η οποία φαινόταν ζαλισμένη, και περίμενε να ανοίξει η πόρτα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά η πόρτα άνοιξε διάπλατα και η λαίδη Ρότσεστερ μπήκε μέσα. Σταμάτησε απότομα μπροστά τους. «Ω, Θεέ μου» είπε, σηκώνοντας το χέρι στο στόμα της για να κρύψει την έκπληξή της. «Δεν ήξερα πως είστε εδώ, λόρδε Πέμπροουκ.» «Ναι, λαίδη Ρότσεστερ» είπε με μια μικρή υπόκλιση. Η Χάνα δεν είχε συνέλθει ακόμα. Την κοίταξε χαμογελώντας και μετά γύρισε στη μητέρα της. «Θέλησα να επισκεφθώ την όμορφη κόρη σας. Ελπίζω να έχω την έγκρισή σας...» «Ναι, ναι, φυσικά, την έχετε...» Αμέσως μετά, λες και άλλαξε γνώμη, η λαίδη Ρότσεστερ τραύλισε «Εκτός κι αν δε σας τη δώσω...» Σταμάτησε μπερδεμένη από τα ίδια της τα λόγια και κοίταξε γύρω της. Ο Γουίλιαμ ήταν κι αυτός προβληματισμένος. Τι συνέβαινε εδώ; Η μητέρα του και η μητέρα της Χάνα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους απομακρύνουν χτες το βράδυ και σήμερα η μητέρα της Χάνα φαινόταν σαν να μην ξέρει τι να κάνει. Είχαν τρελαθεί και οι δυο τους. Η λαίδη Ρότσεστερ μάλλον κατάλαβε την γκάφα της και άλλαξε αμέσως το θέμα. «Τι όμορφα λουλούδια, λόρδε Πέμπροουκ! Γαρδένιες! Η Χάνα λατρεύει τις γαρδένιες. Έτσι δεν είναι, καλή μου;» «Χμμμ;» είπε η Χάνα κοιτώντας αδιάφορα τη μητέρα της. Το πάθος έλαμπε ακόμα στα μάτια της εμφανώς. Ο Γουίλιαμ περίμενε να ακούσει την αποδοκιμασία της μητέρας της. Αντίθετα, έπειτα από μια σύντομη παύση, η λαίδη Ρότσεστερ γύρισε στον Γουίλιαμ και είπε: «Λόρδε, θα πάρω τα λουλούδια να τα βάλω σε ένα βάζο, έτσι;» «Αν δε σας πειράζει» απάντησε αυτόματα ο Γουίλιαμ, σοκαρισμένος από την ερώτηση. Δεν ήταν σίγουρος για το τι συνέβαινε, αλλά μάλλον η μητέρα της Χάνα σκόπευε να τους αφήσει και πάλι μόνους, και γι’ αυτό ο Γουίλιαμ ήταν ευγνώμων. Είχαν πολλά να συζητήσουν. Θα προσπαθούσε να κρατήσει μακριά τα χέρια του και τα χείλη του, σκέφτηκε μαλώνοντας τον εαυτό του, μέχρι να συζητήσουν για το σχέδιο εναντίον του Κόλικοτ. Ο Γουίλιαμ έδωσε τα άνθη στη λαίδη Ρότσεστερ και την παρακολούθησε να βγαίνει από το δωμάτιο. Παρατήρησε ότι, παρόλο που δεν είχε πρόβλημα να τους αφήσει μόνους, δεν έκλεισε την πόρτα. Την άφησε σχεδόν μισάνοιχτη. Αυτή είναι σωστή μητέρα, σκέφτηκε με ένα πονηρό χαμόγελο. Κουνώντας το κεφάλι του, γύρισε την προσοχή του στη Χάνα, η οποία ανοιγόκλεινε τα μάτια της και έμοιαζε σαν να ξυπνά από βαθύ ύπνο. Ο Γουίλιαμ την κοίταξε γελώντας κι εκείνη ρώτησε: «Η μητέρα μου ήταν αυτή;» Πήρε το χέρι της και την οδήγησε στον αφράτο καναπέ. «Ναι, ήρθε και έφυγε, παίρνοντας μαζί και τα λουλούδια για να τα βάλει σε ένα βάζο.» Κοκκινίζοντας χαριτωμένα, η Χάνα είπε απαλά: «Το μυαλό μου δε λειτουργεί όταν με φιλάς.» Τον κοίταξε με μάτια λαμπερά και ο Γουίλιαμ σκέφτηκε ακριβώς το ίδιο πράγμα.

Χαμογελώντας, είπε: «Έτσι πρέπει, γλυκιά μου. Τώρα όμως πρέπει να συγκεντρωθούμε, οπότε θα προσπαθήσω να κρατήσω μακριά τα χέρια μου.» Έγειρε προς το μέρος της και έσμιξε τα φρύδια του. Η Χάνα ξέσπασε σε γέλια. «Καλή ιδέα, Γουίλιαμ.» Μετά του μίλησε για τη συνάντησή της με τη λαίδη Λάνκαστερ και το σχέδιό τους για να απομακρύνουν τα βαρέλια από το παλιό τελωνείο. Σκόπευαν να μεταμφιεστούν ως εργάτες και υπηρέτριες. «Η λαίδη Λάνκαστερ μου έδωσε μερικά παλιά ρούχα και έτσι θα μπορούμε να ανακατευτούμε με τον κόσμο» είπε. Ο Γουίλιαμ είχε μείνει έκπληκτος με την εφευρετικότητα των γυναικών. Αναρωτήθηκε γιατί δεν το είχε σκεφτεί από μόνος του. «Οι μεταμφιέσεις θα μας φανούν πολύ χρήσιμες, Χάνα. Θα είναι πιο εύκολο να μεταφέρουμε τα βαρέλια μέσα στη μέρα.» Το πρόσωπο της Χάνα έλαμψε με τον έπαινο για την ιδέα της. «Πάρα ταύτα» σκέφτηκε ο Γουίλιαμ «δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τα μεταφέρω όλα μόνος μου. Θα μου πάρει πολύ χρόνο.» «Το σκεφτήκαμε και αυτό» εξήγησε η Χάνα. «Θα ήθελες να ζητήσεις τη βοήθεια του Αλεξάντερ; Οι δυο σας θα τα μεταφέρετε πιο γρήγορα.» Κουνώντας απαλά το κεφάλι του, ο Γουίλιαμ είπε: «Νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Ο Αλεξάντερ θα θέλει να βοηθήσει. Έχεις ρούχα και για αυτόν;» «Ναι.» «Πολύ καλά λοιπόν. Θα πάμε αύριο. Αυτό το απόγευμα θα ψάξω να βρω ένα όχημα κατάλληλο. Μπορούμε να κρύψουμε τα βαρέλια στο κτήμα μου, στο Κεντ – κανείς δε θα σκεφτεί να τα ψάξει εκεί πέρα. Έπειτα από λίγο καιρό θα τα κάνω δώρο στους ενοικιαστές μου. Το καλό γαλλικό μπράντι είναι σπάνιο δώρο για αυτούς.» Η Χάνα τινάχτηκε χαμογελώντας και είπε: «Περίμενε εδώ. Πάω να φέρω τα ρούχα.» Ο Γουίλιαμ την είδε να φεύγει και μετά περπάτησε ώς το μεγάλο παράθυρο. Τράβηξε τη διάφανη εσωτερική κουρτίνα και κοίταξε το δρόμο έξω. Ήταν ακόμα μια κρύα μέρα του Φεβρουαρίου αλλά, παρά τον γκρίζο ουρανό και το χιόνι στο έδαφος, ο Γουίλιαμ ένιωσε ζωντανός και ευτυχισμένος. Αναρωτήθηκε πού, άραγε, να οφείλεται η καλή του διάθεση και αν η Χάνα είχε σχέση με αυτήν. Τον τελευταίο καιρό δεν ένιωθε ο εαυτός του, αλλά κάθε φορά που ήταν μαζί της δεν μπορούσε να θυμηθεί κανένα λόγο για να την αποφύγει. Τότε τι μου συμβαίνει; Αναρωτήθηκε απότομα, φοβισμένος από τις λίγες πιθανές απαντήσεις. Οι σκέψεις του διακόπηκαν όταν ο Γουίλιαμ άκουσε ένα χτύπο στην μπροστινή πόρτα. Με περιέργεια, προχώρησε ώς το χολ. Η Χάνα δεν είχε κλείσει την πόρτα τελείως, οπότε ο Γουίλιαμ μπόρεσε να ακούσει τον μπάτλερ να υποδέχεται έναν ακόμα επισκέπτη. Ο Γουίλιαμ γρύλισε όταν άκουσε τον επισκέπτη να συστήνεται. «Λόρδος Σρούσμπουρι για το λόρδο Ρότσεστερ.» «Βεβαίως, κύριε» είπε ο Γκρόβλεϊ με απόλυτη ευγένεια, αλλά ο Γουίλιαμ πρόσεξε ένα ελαφρό συνοφρύωμα όταν πρόφερε τη λέξη κύριε. Ο Κόλικοτ, πάλι, δεν το είδε. Αυτό γιατί δεν καταδεχόταν ούτε καν να κοιτάξει έναν υπηρέτη. Ο Γουίλιαμ έπιασε τη ματιά του Γκρόβλεϊ και ανασήκωσε τα φρύδια του. Προς έκπληξή του, ο μπάτλερ τού έκλεισε το μάτι. Αμέσως μετά το πρόσωπό του ξαναπήρε τη συνηθισμένη, σοβαρή του όψη και ο Γουίλιαμ αναρωτήθηκε αν το είχε φανταστεί. Καθώς ο Γκρόβλεϊ έφυγε προς το γραφείο του λόρδου Ρότσεστερ, ο Γουίλιαμ σκέφτηκε να βγει για να τον χαιρετήσει, αλλά προτού προλάβει

να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, άκουσε γυναικεία βήματα να κατεβαίνουν τη σκάλα. Ανίκανος να ειδοποιήσει τη Χάνα για τον ανεπιθύμητο επισκέπτη τους, ο Γουίλιαμ την κοίταξε ανήσυχος, καθώς εκείνη κατέβηκε το τελευταίο σκαλί και είδε τον Κόλικοτ. Της έπεσε το πακέτο από τα χέρια. *** Αναψοκοκκινισμένη, η Χάνα έσκυψε για να μαζέψει το τυλιγμένο με χαρτί πακέτο με ρούχα που κουβαλούσε για τον Γουίλιαμ και κοίταξε νευρικά προς τη μεριά του σαλονιού που κάθονταν. Είδε τον Γουίλιαμ πίσω από τη μισόκλειστη πόρτα να βάζει το δάχτυλο στα χείλη του για να σωπάσει. Παίρνοντας δύναμη από την εικόνα του, η Χάνα επανάκτησε την ψυχραιμία της και χαιρέτησε το λόρδο Σρούσμπουρι. Τεντώνοντας το ελεύθερο χέρι της, είπε: «Λόρδε Σρούσμπουρι, τι... έκπληξη!» Η Χάνα ξέχασε να προσθέσει το «ευχάριστη», αλλά δε γινόταν να προσποιηθεί τέτοια φιλικά συναισθήματα. «Λαίδη Χάνα» είπε γλοιωδώς ο Κέιλεμπ και άρπαξε σφιχτά το χέρι της για να το φιλήσει. Δεν άφησε τα δάχτυλά της μετά το φιλί, όπως έπρεπε να κάνει σύμφωνα με τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, αλλά συνέχισε: «Σκέφτηκα να περάσω για να δω τον πατέρα σου. Δε συναντηθήκαμε χτες το βράδυ και περιμένω με αγωνία την απάντησή του.» Η Χάνα ένιωσε ναυτία. Ευγενικά, αλλά αποφασιστικά, τράβηξε το χέρι της από το δικό του. «Μάλιστα» είπε με τον πιο ευγενικό τόνο που μπορούσε. «Δεν πιστεύω πως είναι σπίτι αυτή τη στιγμή. Ανέφερε πως είχε κάποιες δουλειές να κανονίσει στην πόλη.» Ακούγοντας βήματα πίσω της, η Χάνα γύρισε και είδε τον Γκρόβλεϊ να επιστρέφει από το πίσω μέρος του σπιτιού. Επιβεβαίωσε τα λόγια της. «Ο λόρδος Ρότσεστερ δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή, λόρδε μου.» Η Χάνα χαμογέλασε στον Γκρόβλεϊ και μετά γύρισε στον Κόλικοτ. «Ορίστε, λόρδε Σρούσμπουρι. Ίσως να επιστρέψετε κάποια άλλη στιγμή;» Ο Κέιλεμπ σούφρωσε τα φρύδια του, αλλά αμέσως μετά χαμογέλασε πονηρά. «Ίσως να τον περιμένω για λίγη ώρα. Θα μου ήταν πολύ ευχάριστο να περάσω λίγη ώρα μαζί σας.» Το μυαλό της Χάνα πήρε φωτιά στην προσπάθειά της να σκεφτεί μια πιστευτή δικαιολογία για να τον αποφύγει. Ξαφνικά, της ήρθε. «Μπορείτε να περιμένετε φυσικά, λόρδε μου, αλλά, όπως βλέπετε» ανασήκωσε το πακέτο που κρατούσε στα χέρια «η μητέρα μου κι εγώ θα επισκεφθούμε το ορφανοτροφείο για να προσφέρουμε ρουχισμό. Μετά θα μείνουμε για να κάνουμε συντροφιά στα μικρά παιδάκια. Η μητέρα μου κι εγώ τους διαβάζουμε ιστορίες.» «Τι πνεύμα αλληλεγγύης, λαίδη Χάνα» ρουθούνισε ο λόρδος Σρούσμπουρι. «Σε αυτή την περίπτωση, θα αποχωρήσω. Παρακαλώ, ενημέρωσε τον πατέρα σου για την επίσκεψή μου. Εντάξει, καλή μου;» Υποκλίθηκε στυφά και μετά σταμάτησε όταν έφτασε στο τραπεζάκι του χολ. Με μια επικίνδυνη αστραπή στα μάτια, γύρισε στη Χάνα και ρώτησε: «Λαίδη Χάνα, πού είναι τα άνθη που σας έφερα χτες; Δε φαντάζομαι να μαράθηκαν.» Η Χάνα ένιωσε πανικό. Έριξε μια γοργή ματιά στον Γουίλιαμ και μετά στον Γκρόβλεϊ, μην ξέροντας τι να πει. Και ξαφνικά ο Γκρόβλεϊ, ως άλλος ιππότης με αστραφτερή πανοπλία, ήρθε να τη σώσει. «Συγχωρέστε με, κύριε» είπε με χαμηλή φωνή «φοβάμαι πως έριξα κάτω το βάζο κατά λάθος κατά την πρωινή καθαριότητα και χρειάστηκε να τα πετάξω. Ζητώ συγνώμη για την αδεξιότητά

μου.» Η Χάνα ένιωσε τόση ευγνωμοσύνη για τον Γκρόβλεϊ εκείνη τη στιγμή που μετά βίας συγκράτησε τα γέλια της, ακούγοντάς τον να αυτοχαρακτηρίζεται «αδέξιος». Ο Γκρόβλεϊ ήταν μέλος της οικίας Ρότσεστερ εδώ και πολλά χρόνια, και η Χάνα δεν τον είχε δει ποτέ να σκουντάει κατά λάθος το οτιδήποτε. Πάρα ταύτα, κατάφερε να συγκρατηθεί και είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να απολογείσαι, Γκρόβλεϊ. Συμβαίνουν αυτά.» Ο Κόλικοτ έμοιαζε έτοιμος να πει κάτι όχι και τόσο ευγενικό, αλλά κράτησε τη γλώσσα του. Αντ’ αυτού, είπε ψυχρά: «Ναι, λοιπόν, ώρα να φεύγω.» Έγνεψε και περίμενε τον Γκρόβλεϊ να ανοίξει την πόρτα για να φύγει. Καθώς έφευγε, η Χάνα σκέφτηκε πόσο διαφορετικός ήταν ο Γουίλιαμ Μπρέντον από τον Κέιλεμπ Κόλικοτ. Και οι δύο ήταν τζέντλεμαν, αλλά οι τρόποι του Γουίλιαμ ήταν πιο φυσικοί, λες και ήταν τζέντλεμαν από γεννησιμιού του. Ο λόρδος Σρούσμπουρι, αντίθετα, ήταν σαν να είχε μεταμφιεστεί σε τζέντλεμαν, έτοιμος να πετάξει από πάνω του το κοστούμι ανά πάσα στιγμή. Έδιωξε το δυσάρεστο συναίσθημα που πάντα της άφηνε ο λόρδος Σρούσμπουρι και όρμησε στον Γκρόβλεϊ, δίνοντάς του μια τεράστια αγκαλιά. «Ω, Γκρόβλεϊ! Είσαι απίθανος!» Ξεφεύγοντας, ο Γκρόβλεϊ απάντησε σοφά: «Αφού το λέτε εσείς, δεσποινίς...» Στα μάτια του όμως η Χάνα είδε μια σπίθα ικανοποίησης, που κατάφερε να βοηθήσει την κυρία του και να εκνευρίσει το λόρδο Σρούσμπουρι με μια κίνηση. «Ναι, καλέ μου άνθρωπε, ήσουν εκπληκτικός!» άρχισε ο Γουίλιαμ, βγαίνοντας έξω στο χολ. «Αν και δεν είμαι σίγουρος για τις προθέσεις σου, ειδικά τώρα στο τέλος.» Η Χάνα τον κοίταξε πονηρά και είπε: «Λοιπόν, ο λόρδος Σρούσμπουρι μου έφερε λουλούδια και ζήτησε το χέρι μου από τον πατέρα» –εδώ ζάρωσε τη μύτη της με αποδοκιμασία– «και δεν άντεχα να τα βλέπω, οπότε ζήτησα από τον Γκρόβλεϊ να τα ξεφορτωθεί. Ειλικρινά, δεν περίμενα ότι θα ξαναερχόταν από δω, πόσο μάλλον ότι θα με ρωτούσε για τα λουλούδια!» «Και λοιπόν;» «Ο Γκρόβλεϊ με έσωσε και πήρε την ευθύνη. Θα μπορούσα να σε φιλήσω, Γκρόβλεϊ, αλήθεια!» είπε η Χάνα κοιτώντας τον. «Δεν είναι ανάγκη, δεσποινίς. Ούτε και τώρα είναι ανάγκη» είπε δηκτικά. Γελώντας, η Χάνα τράβηξε τον Γουίλιαμ και είπε: «Ο Γκρόβλεϊ ποτέ του δεν έχει σπάσει τίποτα. Νόμισα ότι θα σκάσω στα γέλια με τη σκέψη και μόνο.» «Με χρειάζεστε, δεσποινίς;» ρώτησε ο Γκρόβλεϊ. «Όχι, όχι, Γκρόβλεϊ. Σε ευχαριστώ και πάλι» είπε ειλικρινά η Χάνα. «Με έβγαλες από τη δύσκολη θέση.» «Παρακαλώ, δεσποινίς Χάνα.» Ο Γκρόβλεϊ υποκλίθηκε με σεβασμό και με ένα σπάνιο χαμόγελο γύρισε στη δουλειά του. Αφού έφυγε, ο Γουίλιαμ έτριψε το πιγούνι του σκεπτικός και μονολόγησε: «Αναρωτιέμαι αν θα πρέπει να ζηλέψω έναν άλλο άντρα που ήρθε να σε βοηθήσει.» Η Χάνα τον κοίταξε υπεροπτικά και είπε: «Ίσως και θα έπρεπε. Ο Γκρόβλεϊ είναι πολύ γοητευτικός.» Με ένα θεατρινίστικο αναστεναγμό, ο Γουίλιαμ είπε: «Πολύ καλά, θα πάω στον Γκρόβλεϊ αυτή τη στιγμή και θα παραδεχτώ την ήττα μου.» Έκανε πως φεύγει, αλλά την τελευταία στιγμή έσφιξε τη

Χάνα στην αγκαλιά του. Γελώντας, τον αγκάλιασε κι εκείνη. «Ω, Γουίλιαμ, σ’ αγαπώ» είπε απλά, σαν να έπαιρνε μια ανάσα. Οι λέξεις έμειναν στον αέρα για λίγο και η Χάνα κοίταξε τον Γουίλιαμ με αγωνία. Είχε χλομιάσει. Η Χάνα έκλεισε τα μάτια της απελπισμένη και μάλωσε τον εαυτό της για το ξέσπασμά της. «Γουίλιαμ» ψιθύρισε έντονα «δεν ήθελα... δηλαδή, δεν ξέρω... Ω, να πάρει, απλώς μου βγήκε!» Ξαφνικά άκουσε θόρυβο από τακούνια στο ξύλινο πάτωμα. Με έναν αναστεναγμό απογοήτευσης, η Χάνα απομακρύνθηκε από τον άντρα που έστεκε παγωμένος δίπλα της και περίμενε την άφιξη της λαίδης Ρότσεστερ. Και ένα δευτερόλεπτο αργότερα, ήρθε. «Λόρδε Πέμπροουκ, φεύγετε τόσο σύντομα;» ρώτησε ψυχρά, μην καταλαβαίνοντας ότι είχε διακόψει μια πολύ σημαντική στιγμή. Προς ανακούφιση της Χάνα, ο Γουίλιαμ μίλησε πρώτος και είπε στη λαίδη Ρότσεστερ χαμογελώντας: «Ναι, λαίδη μου, τώρα αποχαιρετούσα τη λαίδη Χάνα. Και, φυσικά, εσάς» έτεινε το χέρι του προς τη μεριά της. Η λαίδη Ρότσεστερ επέτρεψε ευγενικά στον Γουίλιαμ να φιλήσει με σεμνότητα τα δάχτυλά της. «Χαρήκαμε που σας είδαμε» είπε η λαίδη, κοιτώντας επιδεικτικά την πόρτα. Η Χάνα συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της περίμενε να δει τον Γουίλιαμ να φεύγει. Ακόμα δεν είχε συνηθίσει στην ιδέα της φιλικής τους σχέσης. Η Χάνα αναρωτήθηκε πώς θα ολοκλήρωναν τα σχέδιά τους με τη μητέρα της να στέκεται εκεί. Χωρίς άλλη σκέψη, είπε: «Μητέρα, ο λόρδος Πέμπροουκ σκοπεύει να κάνει μια στάση στο ορφανοτροφείο και προσφέρθηκε να μεταφέρει εκεί τις δωρεές μας. Εγώ του έδωσα ήδη τα δικά μου ρούχα, αλλά δεν έχεις κι εσύ ένα πακέτο;» Κράτησε ψηλά το δικό της, για επιβεβαίωση. «Ω;» είπε η μητέρα της, κοιτώντας καχύποπτα τον Γουίλιαμ. «Λοιπόν, έχω κι εγώ ένα πακέτο για τα παιδιά. Θα επιστρέψω αμέσως.» Όπως το υποψιάστηκε, η μητέρα της δε θα έχανε ευκαιρία να προσφέρει κάτι στα ορφανά παιδιά, αν και ήθελε να είναι παρούσα για να γλιτώσει τη Χάνα από τις δαγκάνες του λόρδου Πέμπροουκ. Έφυγε γρήγορα για να φέρει τη δωρεά της και η Χάνα γύρισε στον Γουίλιαμ, περιμένοντας την απάντησή του για το σχέδιό της. Όταν εκείνος έμεινε σιωπηλός, η Χάνα άρχισε να μιλά ακατάπαυστα. «Λυπάμαι που σε φόρτωσα, αλλά έπρεπε να βρω μια δικαιολογία, έτσι δεν είναι; Πρέπει να τελειώσουμε τη συνεννόησή μας για αύριο, έτσι;» Τον κοίταξε με αγωνία. Δε γινόταν να αρνηθεί να τη βοηθήσει επειδή παρασύρθηκε και του είπε αυτές τις δύο μικρές λέξεις. «Φυσικά» είπε απλά «αλλά ανυπομονώ να τελειώσει αυτή η ιστορία.» Η Χάνα έπιασε το υπονοούμενο. Ανυπομονούσε να την ξεφορτωθεί. Κουνώντας το κεφάλι με απελπισία, συμφώνησε. «Κι εγώ το ίδιο... Η μητέρα μου θα επιστρέψει σε λίγο» είπε κοιτώντας το διάδρομο. «Σωστά» είπε ο Γουίλιαμ ζωηρά, προτού συνεχίσει «Πρέπει να έρθεις στο σπίτι μου αύριο κατά τις... δώδεκα ας πούμε. Θα μεταμφιεστούμε και μετά θα πάμε στο παλιό τελωνείο. Θα καταφέρεις να το κάνεις χωρίς να σε υποψιαστεί κανένας;» «Ειλικρινά; Δε νομίζω. Όχι, αυτή την ώρα κάποιος σίγουρα θα με δει. Θα μπορούσαμε όμως να συναντηθούμε στης λαίδης Λάνκαστερ. Όταν την επισκέπτομαι, δίνω άδεια στην γκουβερνάντα μου να φύγει για τις δικές της δουλειές, οπότε δε θα προκαλέσω υποψίες αν το ξανακάνω.» Η Χάνα

περίμενε τον Γουίλιαμ να σκεφτεί. Δεν του είχε πει ακόμα ότι θα έρχονταν και οι φίλες της για βοήθεια, μα δεν υπήρχε χρόνος. Από το πίσω μέρος του σπιτιού πλησίαζαν τα βήματα της λαίδης Ρότσεστερ. «Εντάξει, ας συναντηθούμε στη λαίδη Λάνκαστερ» είπε, χωρίς ενθουσιασμό. Του έγνεψε καταφατικά τη στιγμή που η μητέρα της μπήκε μέσα στο χολ, φορτωμένη με τρία πακέτα ρούχα. «Ορίστε, λόρδε Πέμπροουκ» είπε η λαίδη Ρότσεστερ δίνοντάς του τα πακέτα. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.» «Ευχαρίστησή μου, λαίδη Ρότσεστερ.» Ο Γουίλιαμ πήρε τα πακέτα και γύρισε στη Χάνα. Του έδωσε κι εκείνη το δικό της και είπε: «Λόρδε Πέμπροουκ, σας ευχαριστώ για τα λουλούδια και την επίσκεψή σας... και, φυσικά, για τη διευκόλυνση που μας κάνετε.» Έκανε μια υπόκλιση και, βλέποντας ότι ο Γκρόβλεϊ δεν είχε επιστρέψει ακόμα, άνοιξε εκείνη την πόρτα για τον Γουίλιαμ. Ο Γουίλιαμ χαιρέτησε τις δύο κυρίες και έφυγε. Η Χάνα τον παρακολούθησε να απομακρύνεται με βαριά καρδιά. Είχε ένα απαίσιο συναίσθημα ότι αύριο θα ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπε τον Γουίλιαμ Μπρέντον, λόρδο του Πέμπροουκ.

Κεφάλαιο Δεκατρία Προσαρμόσου ή πέθανε. - Δούκας του Λάνκαστερ Την επόμενη μέρα η Χάνα περπατούσε προς το σπίτι της λαίδης Λάνκαστερ στις έντεκα και μισή μαζί με την γκουβερνάντα της. Όταν έφτασε στον προορισμό της, η Χάνα είπε: «Φράνσις, θα μείνω αρκετή ώρα εδώ. Αντί να με περιμένεις, μπορείς να πάρεις άδεια για την υπόλοιπη μέρα. Θα με συνοδέψει στο σπίτι ένας από τους υπηρέτες της λαίδης Λάνκαστερ.» Όπως το είχε υποψιαστεί η Χάνα, η Φράνσις δεν προβληματίστηκε. «Όπως επιθυμείτε, κυρία... Και ευχαριστώ» απάντησε η Φράνσις με μια μικρή υπόκλιση. Τύλιξε σφιχτά γύρω της το παλτό της και πήρε το δρόμο για την αγορά. Η Χάνα περίμενε για να βεβαιωθεί ότι η Φράνσις είχε απομακρυνθεί αρκετά μέχρι να ανέβει τα σκαλιά της εισόδου. Ως συνήθως, ο μπάτλερ της λαίδης Λάνκαστερ, ο Τζέικομπς, την είχε δει να έρχεται και άνοιξε την πόρτα μόλις εκείνη έφτασε στο κεφαλόσκαλο. Ο Μπάτλερ την πέρασε μέσα στη μεγάλη έπαυλη, τη συνόδεψε ώς το δωμάτιο που καθόταν η δούκισσα και έφυγε. Η λαίδη Λάνκαστερ ήταν χωμένη μέσα σε ένα τεράστιο βιβλίο που έμοιαζε επιστημονικό. Παρά την επικείμενη αποστολή τους, η Χάνα δίσταζε να τη διακόψει από το διάβασμά της, οπότε έκατσε σε μια πολυθρόνα και περίμενε να της απευθύνει το λόγο. Η λαίδη Λάνκαστερ έκλεισε το βιβλίο με ικανοποιημένο ύφος και κοίταξε τη Χάνα. «Συγνώμη, γλυκιά μου» ξεκίνησε η δούκισσα. «Διάβαζα για μια εκπληκτική επιστημονική ανακάλυψη και, όταν ο Τζέικομπς με ενημέρωσε ότι έφτασες, έπρεπε να τελειώσω πρώτα το κεφάλαιο και μετά να ασχοληθώ με σένα.» «Φυσικά, λαίδη Λάνκαστερ. Δεν υπάρχει λόγος να απολογείστε. Εγώ έφτασα νωρίτερα, οπότε εγώ πρέπει να σας ζητήσω συγνώμη.» «Ανοησίες! Είσαι πάντα ευπρόσδεκτη εδώ» τόνισε η λαίδη Λάνκαστερ χτυπώντας την παλάμη της στο μπράτσο της πολυθρόνας για έμφαση. Η Χάνα χαμογέλασε. «Ευχαριστώ, λαίδη μου. Το εκτιμώ αυτό περισσότερο απ’ όσο φαντάζεστε. Ειδικά σήμερα.» Η δούκισσα έγειρε μπροστά με ενδιαφέρον, ενώ τα μάτια της έλαμπαν. «Ωωωω. Σχεδιάζουμε καμιά ίντριγκα για σήμερα;» «Ναι» ψιθύρισε η Χάνα, σκύβοντας κι αυτή πιο κοντά στη λαίδη. Η μεγαλύτερη γυναίκα ίσιωσε την πλάτη της και χτύπησε παλαμάκια με ενθουσιασμό. «Τέλεια! Αυτή η μέρα φαινόταν βαρετή, αλλά τώρα... Τι ακριβώς θα κάνουμε;» Η Χάνα ήθελε να βάλει τα γέλια με την υπερβολή της λαίδης Λάνκαστερ, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τον Γουίλιαμ. «Σε λίγη ώρα ο Αλεξάντερ και ο Γουίλιαμ Μπρέντον θα έρθουν εδώ με τον εξοπλισμό που χρειαζόμαστε για να ξεφορτωθούμε αυτό το καταραμένο μπράντι μια και καλή.» Η Χάνα κοκκίνισε με τη λέξη που ξεστόμισε, αλλά περιέγραφε ακριβώς τα συναισθήματά της για τα λαθραία εμπορεύματα και συνολικά για ολόκληρη την επιχείρηση. «Η μεταμφίεσή σου, καλή μου;» ρώτησε η λαίδη Λάνκαστερ κοιτώντας το ακριβό φόρεμα της Χάνα. «Και οι φίλες σου;»

«Τους έστειλα σημείωμα. Θα έρθουν εδώ σε λίγο. Σκέφτηκα να αλλάζαμε ρούχα εδώ, αν γίνεται...» «Φυσικά. Δε θα ήταν σωστό να τριγυρνάτε ντυμένες υπηρέτριες, έτσι δεν είναι;» «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ.» Η λαίδη Λάνκαστερ έγνεψε καταφατικά. «Πολύ σοφό εκ μέρους σου να αποφύγεις την ανεπιθύμητη προσοχή σε αυτή τη βρόμικη ιστορία. Φαντάσου να δημιουργηθεί κανένα σκάνδαλο τώρα που είσαι τόσο κοντά στη λύση!» Εκείνη τη στιγμή, ο Τζέικομπς με ενοχλημένο ύφος διέκοψε τις κυρίες. «Κυρίες μου, είναι δύο κύριοι εδώ που επιμένουν ότι είναι ο λόρδος Πέμπροουκ και ο κύριος Μπρέντον και θέλουν να σας δουν.» «Πολύ ωραία, Τζέικομπς, πες τους να περάσουν.» Ο Τζέικομπς στάθηκε εκεί ακίνητος, μπερδεμένος σχετικά με το τι έπρεπε να κάνει. «Λοιπόν, κυρία μου...» Η Χάνα εξεπλάγη που είδε τον μπάτλερ τόσο διστακτικό. Αν δεν τον γνώριζε καλύτερα, θα νόμιζε πως ήταν έτοιμος να βάλει τις φωνές. Ο Τζέικομπς σοβάρεψε και τελείωσε τη σκέψη του. «Οι κύριοι δε μοιάζουν... όπως συνήθως.» «Φυσικά και όχι, Τζέικομπς! Μην καθυστερείς. Συνόδεψέ τους μέσα!» Ο Τζέικομπς, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, πήγε να παραλάβει τους επισκέπτες. Λίγα λεπτά αργότερα ο Γουίλιαμ και ο Αλεξάντερ μπήκαν στο Ροζ Δωμάτιο και ακόμα και η Χάνα, που γνώριζε ότι ήταν μεταμφιεσμένοι, δεν μπόρεσε να πιστέψει στα μάτια της. Τα ρούχα ήταν ό,τι πρέπει –χοντρό βαμβακερό πουκάμισο, μάλλινο παλτό, φθαρμένες μπότες και κάπες– και η συμπεριφορά τους ανάλογα προσαρμοσμένη. Ο Γουίλιαμ δεν ήταν πια ευθυτενής και περήφανος. Οι ώμοι του ήταν γερμένοι και έμοιαζε κατσούφης. Ο Αλεξάντερ δεν ήταν πια ο γοητευτικός νέος με αυτοπεποίθηση. Έμοιαζε να νιώθει άβολα στο πολυτελές αυτό περιβάλλον και κρατούσε το καπέλο του τσαλακωμένο μέσα στα χέρια του. Και οι δύο ήταν απεριποίητοι, με βρομιές στο πρόσωπο. Η μεταμόρφωση ήταν εκπληκτική. Η Χάνα τινάχτηκε και έτρεξε κοντά τους για να τους δει καλύτερα. «Μοιάζετε με κανονικούς εργάτες!» είπε, κάνοντας έναν κύκλο γύρω τους. «Νομίζω, αυτό μας ζήτησες» απάντησε γελώντας ο Αλεξάντερ. «Ναι, μα δεν πίστευα ότι θα ήσασταν τόσο πειστικοί.» Ο Αλεξάντερ κοίταξε τον Γουίλιαμ και ρώτησε: «Να το εκλάβουμε ως κομπλιμέντο ή ως προσβολή;» «Πιστεύω πως το εννοεί ως κομπλιμέντο» είπε στεγνά ο Γουίλιαμ. «Πού είναι οι άλλες;» ρώτησε η Χάνα με ανυπομονησία. «Θέλω να δοκιμάσω κι εγώ τη στολή μου.» «Άλλες;» ρώτησε ο Γουίλιαμ σμίγοντας τα φρύδια. «Α... ναι» απάντησε η Χάνα, μην μπορώντας να κοιτάξει τον Γουίλιαμ στα μάτια. Δεν είχε ιδέα πώς να συμπεριφερθεί γύρω του, μετά τη χτεσινή της ομολογία. «Φώναξα τις φίλες μου για να μας βοηθήσουν. Θα έρθουν σε λίγο.» «Τι έκανες;» φώναξε ο Γουίλιαμ, εμφανώς εκνευρισμένος. «Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι ένα τσούρμο κυρίες να τρέχουν πέρα-δώθε!»

Εκείνη τη στιγμή ο Τζέικομπς εμφανίστηκε στην πόρτα, συνοδεύοντας τις υπόλοιπες δεσποινίδες. Για μια στιγμή, δε μίλησε κανένας. Μετά η λαίδη Λάνκαστερ έσπασε τη σιωπή. «Κορίτσια, γιατί δεν πάτε επάνω να αλλάξετε; Τα ρούχα σας είναι απλωμένα στο κρεβάτι του Λιλά Δωματίου.» Η Χάνα κοίταξε τον Γουίλιαμ με ανασηκωμένο φρύδι, γύρισε την πλάτη της και έφυγε από το δωμάτιο, με τις φίλες της να την ακολουθούν. *** «Πιστεύω πως η μεταμφίεσή σας είναι άριστη. Τα κορίτσια θα κατέβουν με ξεσκονόπανα ως υπηρέτριες, αν θέλουν να σας ανταγωνιστούν» είπε η λαίδη Λάνκαστερ. Η δούκισσα παρατήρησε τον Γουίλιαμ. Προφανώς, κάτι είχε συμβεί ανάμεσα σε εκείνον και τη Χάνα, αλλά δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί όπως θα ήθελε. Όχι, το μόνο που μπορούσε να ελπίζει ήταν ότι, με τον κίνδυνο και την αδρεναλίνη της ημέρας, οι δυο τους να καταλάβαιναν πόσο ταιριάζουν. Αν όχι, ε, λοιπόν, θα έλυνε αυτό το πρόβλημα την κατάλληλη ώρα. «Τώρα, αγόρια» ξεκίνησε να λέει η λαίδη Λάνκαστερ. «Καταλαβαίνω από την αμφίεσή σας και από την ώρα ότι σκοπεύετε να πάρετε το μπράντι μέρα μεσημέρι.» «Ναι, λαίδη Λάνκαστερ» απάντησε ο Γουίλιαμ. «Χάρη στις μεταμφιέσεις σας, θα μπερδευτούμε με τον κόσμο και θα το κάνουμε εύκολα.» «Τα ρούχα θα σας βοηθήσουν, αλλά πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί. Μην αφήσετε κανέναν να σας κοιτάξει για πολλή ώρα, μπορεί να καταλάβει τα χαρακτηριστικά σας. Μην κοιτάξετε κανέναν στα μάτια και μην τραβήξετε την προσοχή.» Ο Γουίλιαμ ανοιγόκλεισε τα μάτια και είπε: «Πολύ σωστή συμβουλή, λαίδη μου.» Η λαίδη Λάνκαστερ κοίταξε με έκπληξη τον Γουίλιαμ. Ήταν ένα σπάνιο είδος άντρα που δεν ντρεπόταν να επαινέσει την καλή συμβουλή μιας γυναίκας. Φυσικά, τον είχε στο μάτι εδώ και καιρό. Πίστευε ότι ο κόμης του Πέμπροουκ ήταν ο κατάλληλος άντρας για να τις βοηθήσει στις φιλανθρωπίες τους. Παρά τη δύσκολη παιδική του ηλικία, τον έβρισκε έξυπνο και εφευρετικό. Γυρνώντας στο θέμα τους, η δούκισσα συνέχισε. «Και τι άλλο έχετε ετοιμάσει; Πώς θα χειριστείτε το λόρδο Σρούσμπουρι όταν τελειώσει αυτή η ιστορία;» Ο Γουίλιαμ άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά ήταν εμφανές πως δεν είχε ιδέα. «Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω σκεφτεί.» «Μάλλον θα έπρεπε. Είμαι σίγουρη ότι δε θα δεχτεί τα νέα τόσο εύκολα.» «Όχι, σίγουρα θα θυμώσει» συμφώνησε ο Γουίλιαμ. «Ο Κόλικοτ μπορεί να καταστρώσει άλλο σχέδιο για να αναγκάσει τη Χάνα να τον παντρευτεί» τον προειδοποίησε ο Αλεξάντερ. «Αρκεί ένα μικρό σκάνδαλο.» «Αν αυτό είναι αλήθεια, γιατί έπρεπε να φτάσει στον εκβιασμό;» Η λαίδη Λάνκαστερ είχε την απάντηση σε αυτό. «Γιατί το σκάνδαλο μπορεί να του χαρίσει τη Χάνα, αλλά θα καταστρέψει τη νεοαποκτηθείσα φήμη του. Και, παρότι με τον καιρό τα κουτσομπολιά θα ξεχαστούν, δε θέλει να τον σχολιάσει κανένας υποτιμητικά.» Ο Γουίλιαμ συλλογίστηκε για λίγο και μετά είπε: «Αναρωτιέμαι ποιον προσπαθεί να πείσει ότι είναι έντιμος τζέντλεμαν... την κοινωνία, ή τον εαυτό του;» «Πιστεύω πως γνωρίζουμε όλοι την απάντηση σε αυτό» γέλασε η λαίδη Λάνκαστερ. «Το

ερώτημα όμως παραμένει… Όταν αποτύχει το σχέδιό του να παντρευτεί τη Χάνα, θα προσπαθήσει ξανά ή θα παραδεχτεί την ήττα του;» «Νομίζω πως έχουμε την απάντηση και για αυτό» είπε θυμωμένα ο Γουίλιαμ. «Τότε καλό θα ήταν να προκαλέσεις εσύ ένα μικρό σκάνδαλο» είπε η δούκισσα, κοιτάζοντάς τον με νόημα. Απορροφημένη από τη συζήτησή τους, η λαίδη δεν πρόσεξε τη Χάνα που μπήκε στο δωμάτιο, μέχρι που άκουσε ένα «Χμμμ» να έρχεται από την πόρτα. Ακούγοντας τον ήχο, οι δύο άντρες και η δούκισσα γύρισαν και αντίκρισαν ένα μικροκαμωμένο κορίτσι να στέκεται στο δωμάτιο. Φορούσε ένα φθαρμένο φόρεμα και μια καθαρή αλλά γαριασμένη ποδιά. Οι μπότες της ήταν χοντροκομμένες και ταλαιπωρημένες και στο κεφάλι είχε ένα βαμβακερό σκουφάκι που κάλυπτε τα μαλλιά της. Οι μπούκλες που είχαν ξεφύγει είχαν ένα μαυριδερό χρώμα. Το πρόσωπό της ήταν χλομό και μια μελανιά τύλιγε το ένα της μάτι. «Χάνα!» φώναξε ο Γουίλιαμ. Η κοπέλα έκανε μια υπόκλιση προτού πει: «Ναι, κύριε.» Κοίταξε τα πρόσωπα των υπολοίπων και χαμογέλασε. «Πώς σας φαίνομαι;» ρώτησε, κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό της. «Στάχτη έβαλες στα μαλλιά σου;» ρώτησε δύσπιστα ο Γουίλιαμ. «Ναι» απάντησε εκείνη. «Σκέφτηκα πως ήταν καλή ιδέα να αλλάξω το χρώμα των μαλλιών μου. Θα τραβούσαν την προσοχή, και εμείς πρέπει να είμαστε όσο πιο διακριτικοί γίνεται, έτσι δεν είναι;» κοίταξε με απορία τον Γουίλιαμ και τη λαίδη Λάνκαστερ. «Ακριβώς, Χάνα» συμφώνησε η λαίδη Λάνκαστερ. «Ο Γουίλιάμ σου κι εγώ συζητούσαμε για το ίδιο πράγμα.» Η δούκισσα είδε με ευχαρίστηση τη Χάνα να κοκκινίζει όταν άκουσε το «Γουίλιάμ σου», αλλά δεν άλλαξε θέμα. «Και έβγαλες και την κρέμα που φορούσες, έτσι;» Η Χάνα άγγιξε το πρόσωπό της προτού απαντήσει. «Ναι, είδα ότι οι μελανιές έχουν πάρει ένα κίτρινο χρώμα. Πολλά από τα παιδιά στο ορφανοτροφείο έχουν χλομό και κιτρινιάρικο πρόσωπο.» «Κι εσύ πέτυχες το ίδιο αποτέλεσμα» είπε η δούκισσα, τεντώνοντας το χέρι της προς τον Αλεξάντερ για να τη βοηθήσει να σηκωθεί από την καρέκλα. Ο Αλεξάντερ τινάχτηκε για να την εξυπηρετήσει. Εκείνη του χαμογέλασε. «Και πού είναι οι υπόλοιπες φίλες σου;» ρώτησε η δούκισσα κοιτώντας πίσω από τη Χάνα. «Εδώ είμαστε» ανακοίνωσε η Σάρα, ορμώντας μέσα στο δωμάτιο και σκουντώντας τη Χάνα. Με λιγότερο σαματά, οι υπόλοιπες κοπέλες μπήκαν στο δωμάτιο. Η μεταμφίεσή τους ήταν πολύ πιστευτή. Η λαίδη Λάνκαστερ επιθεώρησε την ομάδα, ενωμένη και δυνατή, έτοιμη για την αποστολή τους, και ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. Δεν είχε αποκτήσει παιδιά με το δούκα, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθε περήφανη σαν μητέρα για τη Χάνα και τα κορίτσια της, και τώρα για αυτούς τους δύο άντρες. Αυτό ήταν αρκετό για να της χαρίσει ένα αίσθημα ικανοποίησης και περηφάνιας. Χτυπώντας τα χέρια της και ανοιγοκλείνοντας γρήγορα τα μάτια της, η δούκισσα τους διέταξε: «Φύγετε τώρα λοιπόν! Και μην επιστρέψετε μέχρι να τα καταφέρετε!» ***

Ο θίασος βγήκε από το σπίτι της λαίδης Λάνκαστερ από την πίσω πόρτα. Η Χάνα δεν πίστευε πως θα συναντούσαν κανέναν περίεργο τύπο στην Πλατεία του Κυβερνήτη, που οδηγούσε στο λιμάνι, αλλά, ούτως ή άλλως, δεν έπρεπε να τραβήξουν την προσοχή κανενός. Και ένας ή δύο –πόσο μάλλον επτά– υπηρέτες σίγουρα θα γίνονταν αντιληπτοί. Μόλις βγήκαν έξω, ο Γουίλιαμ τους οδήγησε στην άμαξα που είχε νοικιάσει από τους στάβλους. Δύο δυνατά μα αδιάφορα άλογα την τραβούσαν και στο πίσω μέρος η Χάνα είδε μια στοίβα τρίχινους σάκους. Για να καλύψουμε τα βαρέλια, σκέφτηκε. Ή για να καθίσουν εκείνη, οι φίλες της και ο Αλεξάντερ λίγο πιο άνετα. Ο τελευταίος πήδησε μέσα στην άμαξα και μετά γύρισε για να βοηθήσει τις κοπέλες. Τακτοποιήθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν και ξεκίνησαν τη μεγάλη διαδρομή για το λιμάνι. Η παλιά άμαξα δεν ήταν λαδωμένη και η Χάνα έπρεπε να κρατιέται σφιχτά για να μην τιναχτεί από τη θέση της με κάθε σκαμπανέβασμα. Κοίταξε τις φίλες της και όλες είχαν το ίδιο άβολο ύφος. «Σου ξέφυγε μια λακκούβα εκεί πέρα, αδερφέ» γρύλισε ο Αλεξάντερ, προσπαθώντας να καθίσει άνετα στη θέση του. «Κάνει ό,τι μπορεί, χαζούλη» τον μάλωσε η Έμιλι. Ο Αλεξάντερ απλώς την κοίταξε θυμωμένα. Η Χάνα γύρισε τα μάτια της και χάρηκε όταν ο Γουίλιαμ συνέχισε την πορεία τους χωρίς να κόψει ταχύτητα. Κι εκείνος ήθελε να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, για να τελειώνει αυτή η ιστορία. Η Χάνα παρακολουθούσε τα κτίρια που περνούσαν πλάι της. Την τελευταία φορά που πήγε με τον Γουίλιαμ στο λιμάνι ήταν νύχτα και η Χάνα δεν κατάφερε να δει τίποτα. Αυτή τη φορά, υπό το φως του ήλιου, είδε ολόκληρη τη διαδρομή. Είχε πολύ κρύο έξω, αλλά ο ήλιος έλαμπε και τα κομμάτια πάγου λαμπύριζαν υπό το φως του, και η πόλη του Λονδίνου έμοιαζε λες και είχε βγει από παραμύθι. Κοιτώντας τον Γουίλιαμ, η Χάνα παρατήρησε ότι ήταν ακόμα πιο σοβαρός, αν αυτό ήταν δυνατόν. Τράβηξε απαλά τα χαλινάρια και τα άλογα χαμήλωσαν ταχύτητα. Ο Γουίλιαμ στράβωσε τη φάτσα του και καμπούριασε. Γύρισε και είπε: «Ώρα για θέατρο. Τώρα είμαστε υπηρέτες και δεν πρέπει να μας προσέξει κανένας.» Η Χάνα είδε τον Αλεξάντερ να τραβά το καπέλο του χαμηλά ώς τα μάτια και να σταυρώνει τα χέρια του με αναίδεια. Οι φίλες της πήραν ύφος πειθήνιο και σεμνό. Η Χάνα κοίταξε κι εκείνη τον εαυτό της. Η παράσταση που έδωσε στη λαίδη Λάνκαστερ είχε τελειώσει και τώρα έσφιξε τα χέρια της για να μην τρέμουν. Ο Γουίλιαμ με άνεση έστριψε την άμαξα έξω από την κύρια οδό και οδήγησε σε ένα στενό δρομάκι, ανάμεσα από το παλιό τελωνείο και ένα ακόμα κτίριο. Εκείνος και η Χάνα είχαν κρυφτεί σε αυτό το κτίριο λίγες νύχτες πριν, όταν είχαν ακολουθήσει τον Τρούμπουλ. Χωρίς την κάλυψη της νύχτας, ο δρόμος ήταν ανοιχτός και δεν είχε κανένα σημείο να κρυφτείς. Όπου και να κοίταζε, η Χάνα είδε ανθρώπους να περπατούν για τις δουλειές τους. Υπήρχαν λιμενεργάτες – που έμοιαζαν πολύ με τον Αλεξάντερ και τον Γουίλιαμ– και τελωνειακοί με στολές, μαζί με ένα τσούρμο εργάτριες και βρόμικα παιδάκια να παίζουν τριγύρω. Οι τελωνειακοί έκαναν τη Χάνα να χάσει την ψυχραιμία της. Αν τους έπιαναν, θα τους οδηγούσαν όλους στη φυλακή. Ευτυχώς, ήταν εύκολο να τους εντοπίσουν, αφού κρατούσαν όλοι τους όπλα και φορούσαν στολή ή ψαράδικα ρούχα. Αυτό δεν ήταν περίεργο, μια και οι τελωνειακοί συχνά μίσθωναν στρατιωτικούς ή ναυτικούς για να βοηθήσουν στον έλεγχο του λαθρεμπορίου.

Το μόνο πράγμα που έκανε τη Χάνα να αισθάνεται σιγουριά ήταν ότι, παρόλο που οι τελωνειακοί ήταν υποψιασμένοι, δε θα περίμεναν μια ομάδα από νοικοκυρές και δύο εργάτες να μεταφέρουν λαθραία εμπορεύματα – και σίγουρα όχι μέσα στη μέρα. Κατά συνέπεια, έπρεπε να παίξουν τέλεια τους ρόλους τους για να πετύχει η αποστολή τους. Η παραμικρή ένδειξη ότι δεν ανήκαν ανάμεσα στους λιμενεργάτες και τους υπηρέτες και αμέσως θα γυρνούσαν όλοι να τους κοιτάξουν. Πηδώντας από την άμαξα, ο Γουίλιαμ έκανε τον κύκλο για να βοηθήσει τη Χάνα να κατέβει. Δεν της φέρθηκε σαν εύθραυστη δεσποινίδα, αλλά όπως θα φερόταν σε μια σκληραγωγημένη υπηρέτρια. Η Χάνα δεν ντράπηκε. Πήδησε από την άμαξα και τίναξε τις φούστες της λες και δεν την ενδιέφερε τίποτα, παρότι η καρδιά της χτύπησε δυνατά, ακόμα και με τη σύντομη αυτή επαφή τους. Κοιτώντας τριγύρω, η Χάνα κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος της άμαξας με τις άλλες κοπέλες. «Κορίτσια» είπε μαλακά «ξέρετε τι πρέπει να κάνετε.» «Ναι» απάντησε η Έμιλι για όλες. «Θα απασχολήσουμε τους τελωνειακούς για να πάρετε το μπράντι.» «Ακριβώς.» Η Χάνα κοίταξε τους τελωνειακούς που στέκονταν εκεί κοντά. Ήταν χωρισμένοι σε δύο κατηγορίες. Στη μια ανήκαν οι άντρες με καθαρά ρούχα, που, όπως φαινόταν, δεν έκαναν καμιά ουσιαστική εργασία, απλώς περιφέρονταν τριγύρω για να διατηρούν την τάξη. Η άλλη ομάδα είχε πάρει πολύ στα σοβαρά το ρόλο της. Ήταν σκληροί άντρες, καχύποπτοι για το οτιδήποτε και τον οποιονδήποτε στην περιοχή του τελωνείου. Αυτοί ήταν οι πιο επικίνδυνοι. «Εντάξει» είπε αυστηρά η Χάνα. «Ασχοληθείτε με τους τελωνειακούς που φροντίζουν τα ρούχα τους.» «Αλήθεια, Χάνα;» ρουθούνισε η Σάρα. «Όλοι τους φορούν παλιά ρούχα και έχουν ένα σωρό όπλα. Πώς μπορούμε να καταλάβουμε ποιος φοράει καθαρά και φροντισμένα ρούχα;» Η Χάνα πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και έδειξε δύο άντρες. «Δες αυτόν το φύλακα δίπλα στα σκαλιά. Το πουκάμισό του είναι τσαλακωμένο και έξω από το παντελόνι. Το μαντίλι που έχει δέσει στο κεφάλι του φαίνεται σαν να μην έχει πλυθεί για μέρες... μάλλον χρόνια. Τώρα δες αυτόν που περνά μπροστά από την πόρτα. Η μπλούζα του είναι πιο φθαρμένη από αυτή του άλλου άντρα, αλλά είναι πιο καθαρή. Οι μπότες του γυαλίζουν, περπατά ευθυτενώς και το χέρι του είναι συνέχεια δίπλα στο όπλο του.» Η Χάνα σταμάτησε για να δει αν οι φίλες της ακολουθούσαν τη σκέψη της. «Καταλάβατε;» Η Σάρα χαμήλωσε το βλέμμα. «Έπρεπε να είχα κοιτάξει πιο προσεκτικά, Χάνα. Δε θα ξανακάνω το ίδιο λάθος.» Τα κορίτσια χαιρετίστηκαν και σκορπίστηκαν στις θέσεις τους ανάμεσα στους τελωνειακούς, έτοιμες να επέμβουν αν παρουσιαστεί ανάγκη. Η Χάνα είχε εμπιστοσύνη στις φίλες της, αλλά τώρα είχε να αντικρίσει τον Γουίλιαμ. Την κοιτούσε με μια απερίγραπτη έκφραση. «Πολύ εντυπωσιακός συλλογισμός, Χάνα. Η συμβουλή σου θα βοηθήσει τις φίλες σου και, με τη σειρά τους, θα βοηθήσουν εμάς.» «Ευχαριστώ.» «Παρακαλώ.» Η Χάνα γύρισε το κεφάλι της για να κρύψει τα δάκρυά της. Έτσι θα ήταν οι συζητήσεις τους από δω και μπρος; Τυπικές και ψυχρές; Δεν ήξερε αν μπορούσε να το αντέξει.

Μη θέλοντας να καταλάβει ο Γουίλιαμ την αναστάτωσή της, η Χάνα ξεκίνησε να περπατά προς την καταπακτή του υπογείου, λες και της ανήκε. Ήλπισε να την ακολουθήσουν ο Γουίλιαμ και ο Αλεξάντερ. Τελικά ήρθαν από πίσω της και έφτασαν όλοι μαζί στην καταπακτή. *** O Γουίλιαμ σκεφτόταν τη συμπεριφορά του απέναντι στη Χάνα με ντροπή. Δεν είχε χειριστεί σωστά την κατάσταση. Θα έπρεπε να αγνοήσει τα λόγια της αγάπης της. Ήταν εμφανές ότι το είχε ξεστομίσει χωρίς να το σκεφτεί, μέσα στη χαρά της. Αν είχε απλώς γελάσει μαζί της, θα της έδινε να καταλάβει ακριβώς την κατάσταση της σχέσης τους, αλλά εκείνος, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, είχε παγώσει όταν άκουσε τις λέξεις. Ένιωσε ένα περίεργο φτερούγισμα στο στομάχι του και, ενώ δεν ήξερε πώς να το ονομάσει, ήξερε σίγουρα ότι δεν ήταν άσχημο. Και ήταν σίγουρος ότι οποιαδήποτε εξομολόγηση αγάπης θα του φαινόταν άσχημη. Και δεν έκανε τίποτα. Απλώς γύρισε και έφυγε, ενώ η Χάνα έμεινε αναστατωμένη και μπερδεμένη. Και τώρα ήταν εδώ, προσπαθώντας να ξεφορτωθούν το αναθεματισμένο μπράντι του Κόλικοτ, χωρίς καν να μπορούν να πουν δυο κουβέντες ο ένας στον άλλο. Τέλειος συγχρονισμός. Εκείνη τη στιγμή ο Γουίλιαμ πρόσεξε την κλειδαριά στην πόρτα του υπογείου. Μια τεράστια, ατσάλινη κλειδαριά. Ο Γουίλιαμ έπαιρνε όρκο ότι την προηγούμενη φορά που ήρθαν στο υπόγειο η κλειδαριά δεν υπήρχε. Ξεχνώντας τα συναισθήματά του, κοίταξε τη Χάνα με απελπισία. «Δεν ήταν κλειδωμένη η πόρτα την άλλη φορά» ψιθύρισε η Χάνα. «Όχι, δεν ήταν» συμφώνησε συνοφρυωμένος ο Γουίλιαμ. «Ο Τρούμπουλ είναι πιο έξυπνος απ’ όσο νομίζαμε.» «Μάλλον θα έβαλε κάποιον να την ξεκλειδώσει.» «Ναι. Αλεξάντερ, γιατί αποφάσισε ο Τρούμπουλ να κρύψει τη βάρκα εδώ;» «Είπε πως γνώριζε κάποιον που δουλεύει εδώ. Τον ιδιοκτήτη μιας ψαροκαλύβας εδώ γύρω, αν θυμάμαι καλά.» Ο Γουίλιαμ κοίταξε τη Χάνα και ήξερε πως κι εκείνη σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Το παλιό παράσπιτο όπου βρήκε ο Τρούμπουλ το καροτσάκι. Γι’ αυτό ο Τρούμπουλ είχε βυθίσει τα βαρέλια εκεί κοντά. Προφανώς είχε συνεννοηθεί με τον ψαρά και ξεκλείδωσε τις πόρτες του υπογείου, όταν αποφάσισε να τα κρύψει εκεί.» «Ω, Γουίλιαμ» είπε βραχνά η Χάνα «τι θα κάνουμε;» «Ό,τι μπορούμε. Αφού δε γίνεται να πάρουμε από δω τα βαρέλια, θα τα καταστρέψουμε.» «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τα βγάλουμε έξω;» ρώτησε ο Αλεξάντερ. «Δεν μπορούμε να ζητήσουμε από κάποιον να μας ξεκλειδώσει την πόρτα, γιατί θα μας προσέξουν, και δε γίνεται να βγάλουμε τα βαρέλια από την μπροστινή είσοδο του κτιρίου. Πρέπει να τα καταστρέψουμε εδώ που βρίσκονται.» Ο Αλεξάντερ έγνεψε απρόθυμα και τότε ο Γουίλιαμ άκουσε μια φωνή. Ένας τελωνειακός τούς πλησίαζε. «Έχουμε παρέα.» Η Χάνα και ο Αλεξάντερ γύρισαν και είδαν το ίδιο πράγμα που είχε δει και ο Γουίλιαμ. «Τι να κάνουμε;» ρώτησε ο Αλεξάντερ. «Να τρέξουμε;» «Όχι, όχι, περίμενε» είπε η Χάνα βιαστικά, πιάνοντας το χέρι του Αλεξάντερ. «Κοίτα!»

Ο Γουίλιαμ δεν πίστευε στα μάτια του. Η φίλη της Χάνα, η Σάρα, σκέφτηκε, έπεσε στο έδαφος και χτυπιόταν σαν ψάρι έξω από το νερό. Οι φίλες της κατάφεραν να απομακρύνουν τον τελωνειακό από τους τρεις τους και την πόρτα του υπογείου. «Μα τι κάνει;» ρώτησε ο Αλεξάντερ με δέος. «Απασχολεί τους φρουρούς» απάντησε η Χάνα με μια νότα περηφάνιας στη φωνή. «Και τα καταφέρνει μια χαρά!» συμφώνησε ζωηρά ο Γουίλιαμ. «Ίσως θα έπρεπε να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία και να βρούμε ένα άλλο μέρος για να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας.» Η Χάνα και ο Αλεξάντερ έγνεψαν καταφατικά και κατευθύνθηκαν προς το τέλος του κτιρίου. Εκεί μισοκρύφτηκαν πίσω από μια συστάδα θάμνων. «Συμφωνώ πως πρέπει να καταστρέψουμε το μπράντι, αλλά δε θα ήθελα να προκαλέσουμε τραυματισμούς» είπε αμέσως η Χάνα. «Οπότε πρέπει να είμαστε προσεκτικοί.» «Φυσικά» απάντησε ο Γουίλιαμ. «Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος θα είναι μια πυρκαγιά. Το δωμάτιο δίπλα σε αυτό με το μπράντι ήταν γεμάτο με πυρίτιδα. Αν βάλουμε φωτιά στα βαρέλια με την πυρίτιδα, θα γίνει έκρηξη και θα εξαφανιστούν όλα τα στοιχεία του λαθρεμπορίου. Μπορεί όμως να καταστραφούν και τα γύρω κτίρια, που σημαίνει ότι πρέπει να βεβαιωθούμε πως το τελωνείο θα είναι άδειο και θα παραμείνει άδειο μέχρι να τελειώσουμε.» «Έχεις καμιά ιδέα για το πώς θα το καταφέρουμε αυτό;» ρώτησε ο Αλεξάντερ. «Τώρα που χτίζουν το νέο τελωνείο, το παλιό δεν είναι ποτέ γεμάτο με κόσμο, κάτι που μας βολεύει. Έτσι όπως είμαστε μεταμφιεσμένοι, μπορούμε να μπούμε μέσα χωρίς να τραβήξουμε την προσοχή κανενός. Αλεξάντερ, εμείς οι δύο θα πάμε στο υπόγειο και, αφού διώξουμε όλο τον κόσμο, θα καταστρέψουμε τα βαρέλια. Χάνα, εσύ και οι φίλες σου θα πρέπει να σκεφτείτε έναν τρόπο να βγάλετε τον κόσμο από τους άλλους ορόφους.» «Και πώς θα ξέρετε αν το κτίριο είναι όντως άδειο;» ρώτησε νευρικά. «Θα πρέπει να μας ειδοποιήσεις με κάποιον τρόπο» είπε αργά ο Γουίλιαμ, μην ξέροντας όμως πώς θα μπορούσε να το πετύχει. Δεν ήθελε να κατέβει η Χάνα στο επικίνδυνο υπόγειο. «Μπορείς να σφυρίξεις δυνατά; Όπως ο Ντέιβιντ;» ρώτησε ο Αλεξάντερ. «Ναι, μπορώ» απάντησε η Χάνα χωρίς ντροπή. «Είπα στον Ντέιβιντ να μου μάθει για να τρομάζουμε τις γκουβερνάντες μας. Ήταν πολύ αποτελεσματικό.» Ο Αλεξάντερ έγνεψε καταφατικά, γνωρίζοντας το ταλέντο τους σφυρίγματος. Ο Γουίλιαμ παραδέχτηκε ότι θα τους φαινόταν πολύ χρήσιμο. «Ορίστε το σχέδιο. Η Χάνα θα μας σφυρίξει όταν οι πάνω όροφοι θα έχουν αδειάσει και μετά θα φύγει και εκείνη από το κτίριο» – σταμάτησε για να της ρίξει ένα αυστηρό βλέμμα– «και θα μας περιμένει δίπλα στην άμαξα.» Η Χάνα σήκωσε ψηλά τα χέρια της σαν να παραδίνεται. Ο Γουίλιαμ συνέχισε: «Θα μας δουν περισσότερα άτομα απ’ όσα υπολογίζαμε, αλλά πρέπει να πάρουμε το ρίσκο.» «Και πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να κλείσουμε το κτίριο, για να μην μπει μέσα άλλος κόσμος αφού θα το έχουμε αδειάσει.» «Χμμμ, σωστή παρατήρηση. Δε θέλουμε μόνο να τους βγάλουμε έξω, αλλά να τους απομακρύνουμε σε μια ασφαλή απόσταση. Καμιά ιδέα;» Ο Γουίλιαμ κοίταξε και τους δύο με απορία. «Σίγουρα μπορούμε να σκεφτούμε μια ιστορία για να μην ξαναμπούν στο κτίριο» είπε η Χάνα «αλλά όσο για την απόσταση ασφαλείας… Δε νομίζω πως μπορούμε να το καταφέρουμε, ακόμα και

με τις φίλες μου. Είμαστε λίγες.» *** Καθώς στέκονταν εκεί σκεπτόμενοι, η Χάνα, προς μεγάλη της έκπληξη, είδε μια γνωστή φυσιογνωμία να περνά τρέχοντας δίπλα τους μαζί με μια παρέα αγοριών. «Ρόντι!» φώναξε. Ο Γουίλιαμ και ο Αλεξάντερ κοιτάχτηκαν με απορία. Ρόντι; Ένα αγόρι εννέα έως δέκα ετών σταμάτησε απότομα και κοίταξε περίεργα την άγνωστη νοικοκυρά που τον είχε φωνάξει. Με προσοχή, πλησίασε τους ξένους. «Ρόντι;» είπε η Χάνα. «Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου.» «Και ποια είσαι, κυρά;» ρώτησε καχύποπτα ο Ρόντι. Η Χάνα θυμήθηκε ότι ήταν μεταμφιεσμένη και αναστέναξε. «Εγώ είμαι Ρόντι, η λαίδη Χάνα.» Ο Ρόντι δούλευε στη δούκισσα για λίγο καιρό και μετέφερε μηνύματα στη Χάνα όταν εκείνη έλειπε. Πέραν τούτου, η Χάνα είχε γνωρίσει τον Ρόντι προτού πιάσει δουλειά στης δούκισσας. Η Χάνα και η μητέρα της επισκέπτονταν συχνά το ορφανοτροφείο για να δωρίσουν ρούχα και φαγητό. Όλα τα παιδιά περίμεναν με ανυπομονησία τέτοιες επισκέψεις. Τους έδιναν μπισκότα και γλυκά, αλλά και τους διάβαζαν βιβλία. Τώρα ήταν στη μέση μιας μεγάλης περιπέτειας από την Οδύσσεια του Ομήρου. Η Χάνα γνώριζε πως ο Ρόντι και η παλιοπαρέα του είχαν κάνει διάφορα θελήματα για τη δούκισσα. Σίγουρα ο Ρόντι δεν είχε ξαναδεί κάτι τόσο περίεργο όσο τη Χάνα ντυμένη υπηρέτρια. «Λαίδη Χάνα! Να πάρει... γιατί έχεις ντυθεί έτσι;» φώναξε ο Ρόντι. «Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω, Ρόντι, αλλά είμαστε σε αποστολή.» «Για τη δούκισσα;» «Ναι.» «Τότε είμαι στις υπηρεσίες σας, δεσποινίς!» «Τέλεια! Ρόντι, αυτοί είναι οι φίλοι μου, ο Γουίλιαμ και ο Αλεξάντερ» είπε η Χάνα δείχνοντας τους άντρες στο πλάι της. Ο Ρόντι έριξε μια ματιά στους δύο εργάτες. «Λόρδε Πέμπροουκ!» ανακοίνωσε ο Ρόντι. «Σσσσς!» έκανε η Χάνα. «Είμαστε μεταμφιεσμένοι για κάποιο λόγο.» «Ω, ναι, συγνώμη, δεσποινίς» μαζεύτηκε αμέσως ο Ρόντι. Ο Αλεξάντερ και ο Γουίλιαμ είχαν παραξενευτεί με τη γνωριμία της Χάνα και του μικρού. «Έχουμε συναντηθεί ξανά, Ρόντι;» ρώτησε ο Γουίλιαμ με σμιχτά φρύδια. «Όχι, κύριε.» «Και τότε πώς ξέρεις ποιος είμαι;» «Η δουλειά μου, κύριε» απάντησε περήφανα ο Ρόντι. Ο Γουίλιαμ κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε το μικρό. «Ρόντι, υπάρχει κάτι μέσα στο κτίριο που πρέπει να το καταστρέψουμε. Είναι πολύ επικίνδυνο και πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δε θα τραυματιστεί κανένας. Εσύ και οι φίλοι σου πρέπει να κρατήσετε τον κόσμο μακριά από δω.» Ο Ρόντι έκανε μια παύση και μετά ρώτησε: «Α, θέτε να γκρεμίσετε το κτίριο;» «Θα ανάψουμε μια φωτιά στο υπόγειο και πιθανότατα θα γίνει έκρηξη.» Τα μάτια του Ρόντι άνοιξαν όταν άκουσε τη λέξη έκρηξη, αλλά η Χάνα τον κοίταξε με περηφάνια, όταν είπε πολύ λογικά: «Και γιατί δε λέμε την αλήθεια; Να πούμε ότι το κτίριο έπιασε

φωτιά και μπορεί να ανατιναχτεί. Κανένας δε θα ξέρει πώς άρχισε η φωτιά.» Ο Γουίλιαμ κοίταξε σοβαρά τον Ρόντι. «Πολύ καλή σκέψη. Οι τελωνειακοί σίγουρα θα γνωρίζουν ότι στο υπόγειο του τελωνείου φυλάσσεται το μπαρούτι. Αν εσύ και οι φίλοι σου το θυμίσετε σε όλους, τότε θα απομακρυνθούν.» Ο Ρόντι κουνούσε ζωηρά το κεφάλι του. «Ναι, κύριε, έχει και πολλά βαρέλια με αλκοόλ στην αποθήκη.» «Είναι γνωστό σε όλους πως υπάρχουν βαρέλια με αλκοόλ στο υπόγειο;» «Σχεδόν σε όλους. Γιατί;» Η Χάνα σκέφτηκε ότι, με το μπαρούτι και το αλκοόλ, μόνο ένας ανόητος θα προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά... και αυτό της έδωσε μια ιδέα. Δε γινόταν να προβλέψει την αντίδραση οποιουδήποτε ανόητου, γι’ αυτό και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί. «Ρόντι, όταν μπούμε στο τελωνείο, θέλω να έχεις τα αφτιά σου ανοιχτά. Όταν αδειάσει τελείως από κόσμο, θα σφυρίξω δυνατά.» Ο Ρόντι την κοίταξε με αμφιβολία, αλλά εκείνη επέμενε. «Όταν ακούσεις το σφύριγμα, εσύ και οι φίλοι σου θα διαδώσετε ότι το κτίριο έχει πιάσει φωτιά για να μείνουν όλοι μακριά. Και αν προσπαθήσει κανένας να μπει μέσα, πρέπει να τον σταματήσεις. Μπορείτε να το κάνετε αυτό;» Ο Ρόντι ίσιωσε με περηφάνια την πλάτη του. «Φυσικά, κυρία μου.» «Τέλεια!» Η Χάνα κοίταξε τον Γουίλιαμ και τον Αλεξάντερ. «Ξέρετε όλοι τι πρέπει να κάνετε;» Οι άντρες κοίταξαν τη Χάνα με θαυμασμό, αλλά δε μίλησαν και έγνεψαν καταφατικά. «Τότε πάμε» ανακοίνωσε, έτοιμη για το τέλος.

Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. - Δούκας του Λάνκαστερ Ο Γουίλιαμ ξεκίνησε με τον Αλεξάντερ για το τελωνείο, αλλά σταμάτησε αμέσως όταν εντόπισε μια γνωστή φυσιογνωμία μέσα στο πλήθος. Το τελευταίο άτομο που θα ήθελε να δει. «Είναι... ο λόρδος Σρούσμπουρι;» είπε η Χάνα με κομμένη την ανάσα. Ο Αλεξάντερ γύρισε το κεφάλι του. «Πού;» «Δίπλα στην πόρτα του υπογείου, αδερφέ. Προφανώς, ήρθε να ελέγξει τη λεία του.» Ο Γουίλιαμ παρακολούθησε τον Κόλικοτ. Κουνούσε την κλειδαριά με θυμό, μετά κοίταξε τριγύρω για βοήθεια. Τελικά κάλεσε έναν τελωνειακό φρουρό. Ο Γουίλιαμ δεν άκουσε τι έλεγαν, αλλά, προφανώς, ο Κόλικοτ ρωτούσε γιατί η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Η συζήτηση τελείωσε όταν ο τελωνειακός έφυγε προς την κύρια είσοδο του τελωνείου και ο Κόλικοτ έμεινε εκεί, σαν να περίμενε τον άλλο άντρα να γυρίσει. Είχε καταφέρει να τον πείσει ότι έπρεπε να του ανοίξει την πόρτα. Όταν ο Γουίλιαμ κοίταξε τη Χάνα, αναγνώρισε τον πανικό στο βλέμμα της. «Τώρα τι;» ρώτησε. «Δε γίνεται να τον αφήσουμε να πάρει τα βαρέλια!» Ο Γουίλιαμ κοίταξε τριγύρω. Ο Κόλικοτ δεν τους έβλεπε πίσω από τους θάμνους που είχαν κρυφτεί. Οι μεταμφιέσεις θα τους βοηθούσαν – ο Κόλικοτ δεν έδινε ποτέ σημασία στους υπηρέτες. Έπρεπε όμως να τον ξεφορτωθούν. Ο χρόνος περνούσε. Τα βαρέλια έπρεπε να καταστραφούν σήμερα. Ο Γουίλιαμ με την άκρη του ματιού του είδε τη φίλη της Χάνα, τη λαίδη Έμιλι, να γνέφει διακριτικά προς τη μεριά του Κόλικοτ. Ωραία, σκέφτηκε. Τον είδαν και οι φίλες της Χάνα. Ίσως θα μπορούσαν να του αποσπάσουν την προσοχή. Τους έκανε νόημα να έρθουν κοντά τους. Με έκπληξη παρατήρησε ότι οι κοπέλες ήταν αρκετά έξυπνες ώστε να μην έρθουν όλες μαζί, αλλά δυο δυο, αργά και αδιάφορα. Εκπληκτικές κοπέλες αυτές οι φίλες της Χάνα. Κρύφτηκε πιο καλά μέσα στους θάμνους και, χωρίς να χάσει χρόνο, είπε: «Πρέπει να κάνουμε κάτι για τον Κόλικοτ.» «Η Ρόουζ έχει μια καλή ιδέα» είπε η Σάρα, κοιτώντας τη φίλη της. Ο Γουίλιαμ δε θυμόταν ποια ακριβώς ήταν η Ρόουζ. Είχε ακούσει τη Χάνα να την αναφέρει, αλλά, ειλικρινά, δεν είχε εικόνα στο μυαλό του. Η μητέρα του τον είχε συστήσει σε όλες τις διαθέσιμες ελεύθερες κοπέλες, αλλά δε θυμόταν να είχε ακούσει ξανά για αυτή τη συγκεκριμένη. Τώρα όμως παρατήρησε με προσοχή την όμορφη, διοπτροφόρο κοπέλα και κατάλαβε πως ήταν πολύ ντροπαλή. Είχε κοκκινίσει και κοιτούσε τα πόδια της. Αφού ένιωθε τόσο άβολα ανάμεσα σε μια μικρή ομάδα ατόμων που αποτελούνταν κυρίως από τις φιλενάδες της, είναι πιθανόν να μην είχε ακόμα εμφανιστεί σε κανένα χορό ή πάρτι. Μάλλον ντρεπόταν πολύ για να πάρει μέρος. Ο Γουίλιαμ δε συμπαθούσε και ο ίδιος τέτοιες συγκεντρώσεις, οπότε ένιωσε μια πηγαία συμπάθεια για αυτή την κοπέλα. «Ρόουζ» είπε απαλά «θα μας πεις την ιδέα σου;» Η Ρόουζ σήκωσε το βλέμμα και κοκκίνισε ακόμα περισσότερο, αλλά ψιθύρισε: «Έλεγα ότι... α, η Σάρα κι εγώ μπορούμε να πάμε να μιλήσουμε στο λόρδο. Η Σάρα θα κάνει πάλι την άρρωστη...» –

ο Γουίλιαμ σχεδόν έβαλε τα γέλια όταν είδε την πονηρή ματιά που έριξε η χαμηλοβλεπούσα Ρόουζ στη Σάρα. Τελικά έχει τσαγανό αυτό το κορίτσι , σκέφτηκε– «Ο λόρδος δεν υπολογίζει τους φτωχούς, οπότε μπορεί να αηδιάσει και να φύγει.» Δεν ήταν κακή ιδέα, μα... «Δε θα σας αναγνωρίσει αν πάτε τόσο κοντά του;» Η Σάρα έσκασε στα γέλια, αλλά αμέσως σταμάτησε όταν της έκαναν όλοι νόημα να σωπάσει. «Λόρδε Πέμπροουκ, εσείς μας αναγνωρίζετε;» ρώτησε δηκτικά. «Εννοώ, κάτω απ’ όλα αυτά τα ρούχα.» Ο Γουίλιαμ απλώς την κοίταξε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Πριν από τη σημερινή μέρα θα απέφευγε να τις γνωρίσει όπως ο διάολος το λιβάνι. Η λαίδη Έμιλι ήταν η ντεμπιτάντ της χρονιάς, οπότε σίγουρα η μητέρα του θα τους είχε συστήσει. Και παρότι γνώρισε τη Χόουπ Στούκλεϊ μόλις προχτές, την είχε δει σε μερικές δεξιώσεις. Τη Σάρα και τη Ρόουζ... δεν τις γνώριζε καν. Η σιωπή του έδωσε την απάντηση που περίμεναν, γιατί η Σάρα έγνεψε καταφατικά. «Ακριβώς. Οπότε, όταν σου λέω ότι ο λόρδος Σρούσμπουρι δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το ποιες είμαστε, να με πιστεύεις.» «Εντάξει» είπε στεγνά ο Γουίλιαμ. «Δεσποινίς… Αααα… Ρόουζ» –να πάρει, δεν ήξερε καν το επίθετό της– «είπατε πως μπορείτε να διώξετε τον Κόλικοτ για να πετύχει το σχέδιό μας.» Όπως το είχε ελπίσει, η Ρόουζ ζωήρεψε με το κομπλιμέντο. «Τότε καλύτερα να πάτε τώρα» τις ώθησε η Χάνα. Ήταν πολύ νευρική, και ο Γουίλιαμ καταλάβαινε το γιατί. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν η ακατανίκητη επιθυμία του να την πάρει στην αγκαλιά του για να την παρηγορήσει. Για να της πει ότι όλα θα πάνε καλά. Ακόμα κι αν δεν ήξερε τι θα συμβεί, ήθελε να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Πολύ περίεργο. Οι σκέψεις του διακόπηκαν όταν η Σάρα και η Ρόουζ ξεκίνησαν για τον Κόλικοτ. Και έπρεπε να παραδεχτεί ότι οι ικανότητές τους στην υποκριτική ήταν αξιοθαύμαστες. Η Ρόουζ πάλευε να κρατήσει όρθια την πιο ψηλή Σάρα, η οποία έκανε δήθεν ότι κούτσαινε και ότι δεν μπορούσε να περπατήσει μόνη της. Έκανε κύκλους και ζαλιζόταν, σαν να είχε πιει πολύ. Κάθε λίγα βήματα έσκυβε και έπιανε την κοιλιά της, σαν να ήθελε να κάνει εμετό. Σε άλλη περίπτωση, ο Γουίλιαμ θα είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια με την πειστική παράσταση της Σάρα. Στην παρούσα κατάσταση όμως σιώπησε και την επαίνεσε από μέσα του. Προτού περάσει πολλή ώρα, ο Κόλικοτ εντόπισε τις δύο κοπέλες που κατευθύνονταν προς το μέρος του. Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση αηδίας, η οποία έγινε εμφανής από μακριά. Μετά ο Κόλικοτ κοίταξε προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο φρουρός φεύγοντας. Ο Γουίλιαμ κατάλαβε πως από τη μια ήθελε να αποφύγει τις άρρωστες γυναίκες, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να αφήσει το πόστο του. Για ένα λεπτό ο Κόλικοτ γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του Γουίλιαμ, ο οποίος είχε βγάλει το κεφάλι του από τους θάμνους για να δει τι συμβαίνει. Έσκυψε αμέσως βρίζοντας. «Τι έγινε, Γουίλιαμ;» ρώτησε η Χάνα έντρομη. «Τίποτα» μουρμούρισε, κοιτώντας τον Κόλικοτ μέσα από τα κλαδιά. Κοιτούσε ακόμα προς τη μεριά των θάμνων, με απορία στο βλέμμα, αλλά προτού προλάβει να κάνει ένα βήμα προς τα κει, η Σάρα και η Ρόουζ έφτασαν δίπλα του. O Γουίλιαμ, αναστενάζοντας με άφατη ικανοποίηση, είδε τη Σάρα να παραπατά και να πέφτει στα χέρια του Κόλικοτ.

Η Ρόουζ ζητούσε συγνώμη, αν έκρινε από τη γλώσσα του σώματός της, και η Σάρα έμεινε ακίνητη, προσποιούμενη τη λιπόθυμη. Ο λόρδος έσπρωξε δυνατά τη Σάρα για να φύγει από δίπλα του. Εκείνη έπεσε ανήμπορη στα πόδια του κι ο Κόλικοτ έβγαλε αμέσως ένα μαντίλι και κάλυψε τη μύτη και το στόμα του. Έμοιαζε σαν να είχε αρρωστήσει εκείνος. Με μια τελευταία ματιά προς τους θάμνους, κούνησε το κεφάλι του και έφυγε για τον κεντρικό δρόμο. Προφανώς, ο Κόλικοτ δεν ήθελε να μείνει εκεί ούτε λεπτό. Και, ευτυχώς, γιατί ένα λεπτό αργότερα ο φύλακας εμφανίστηκε, κρατώντας μια αρμαθιά κλειδιά. Κοίταξε γύρω του μπερδεμένος, αλλά η Σάρα και η Ρόουζ έμειναν πιστές στο ρόλο τους. Ευχαριστώντας τον Θεό, ο Γουίλιαμ γύρισε να κοιτάξει τους συντρόφους του, οι οποίοι έδειχναν το ίδιο ικανοποιημένοι. «Δεν μπορούσε να πάει καλύτερα!» είπε ο Άλεξ με ένα χαμόγελο. «Οι δύο δεσποινίδες θα έπρεπε να είχαν γίνει ηθοποιοί.» Με χαμόγελο, ο Γουίλιαμ είδε την Έμιλι να χώνει μια αγκωνιά στον αδερφό του. «Είναι κυρίες, κύριε Μπρέντον. Παρακαλώ να το έχετε αυτό στο μυαλό σας.» Τώρα που ο αδερφός του είχε μπει στη θέση του, ο Γουίλιαμ αποφάσισε να προχωρήσουν με τη συνέχεια του σχεδίου. «Τώρα που τακτοποιήσαμε το μικρό μας πρόβλημα, τι λέτε να συγκεντρωθούμε;» Η Χόουπ και η Έμιλι έγνεψαν καταφατικά και έφυγαν αμέσως για να κάνουν το δικό τους μέρος. Ο Γουίλιαμ και ο Αλεξάντερ τις ακολούθησαν, αφήνοντας μια απόσταση ανάμεσά τους. *** Όλοι τους μπήκαν μέσα στο κτίριο του παλιού τελωνείου χωρίς κανένα πρόβλημα. Όπως το είχαν φανταστεί, είχε πολύ λίγο κόσμο μέσα και κανένας τους δε σήκωσε το κεφάλι να τους κοιτάξει. Η Χάνα έλεγξε το χώρο και έκανε ένα διακριτικό νόημα στον Γουίλιαμ και τον Αλεξάντερ, ο οποίος έγνεψε, με τη σειρά του, και πήρε το δρόμο για το υπόγειο. Το παλιό τελωνείο ήταν ένα τριώροφο κτίριο με σοφίτα. Οι τρεις πλευρές του κτιρίου ήταν απεριποίητες και απλές, ενώ η είσοδος που έβλεπε στο ποτάμι ήταν πιο μεγαλοπρεπής. Το πιο εντυπωσιακό ήταν η είσοδος από τούβλα που ξεκινούσε από τον πρώτο όροφο και έφτανε ώς κάτω, περικυκλώνοντας την κεντρική είσοδο και τις δύο πλαϊνές πόρτες, αριστερά και δεξιά της πρόσοψης. Ήταν ένα όμορφο, παλιό κτίριο, αλλά με μια προσεκτικότερη ματιά, γινόταν φανερή η κατάστασή του. Τα θεμέλια είχαν ρωγμές, πολλές από τις κολόνες στήριξης είχαν αρχίσει να χαλούν και πολλά δωμάτια είχαν αδειάσει για λόγους ασφαλείας. Επίσης, ο χώρος πια δεν επαρκούσε σε μέγεθος. Κοιτώντας τριγύρω της, η Χάνα πήρε μια βαθιά ανάσα, για να ηρεμήσουν τα νεύρα της και αποφάσισε να ξεκινήσει την εκκένωση από τον τελευταίο όροφο. Έστειλε τη Χόουπ και την Έμιλι στον πρώτο και το δεύτερο όροφο αντίστοιχα και μετά έφυγε. Δεν υπήρχε χρόνος για καθυστέρηση και δεν έπρεπε να ξεχάσει κανέναν άνθρωπο μέσα στο κτίριο. Γι’ αυτό και χωρίστηκαν στους ορόφους, για μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Ο τελευταίος όροφος φιλοξενούσε τα δωμάτια των υπηρετών και του οικονόμου. Έτσι όπως ήταν μεταμφιεσμένη, η Χάνα ταίριαξε απόλυτα στο χώρο. Καθώς περνούσε από τους διαδρόμους, έκανε ένα χάρτη στο μυαλό της και αναρωτήθηκε τι θα έλεγε στους ενοίκους του κτιρίου για να τους πείσει να φύγουν από κει. Κατά τύχη, ο όροφος φαινόταν τελείως άδειος. Η Χάνα περπάτησε από τη μία άκρη ώς την άλλη

δύο φορές για να είναι σίγουρη και στάθηκε έξω από το δωμάτιο του οικονόμου. Έριξε μια ματιά μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Είδε μια φωτιά να καίει χαρούμενα στο μικρό τζάκι, και πείστηκε πως το δωμάτιο ήταν όντως του οικονόμου. Δεν είχαν όλοι οι υπηρέτες δωμάτια με τζάκι. Αυτά τα δωμάτια δίνονταν σε όσους είχαν μεγαλύτερο βαθμό εξουσίας στην ιεραρχία του σπιτιού, όπως ο μπάτλερ ή ο οικονόμος, στην περίπτωση του δημόσιου αυτού κτιρίου. Καθώς η Χάνα αναρωτήθηκε τι έπρεπε να κάνει μετά, θυμήθηκε τα λόγια του Ρόντι για το πώς να κρατήσουν τους ανθρώπους μακριά από τον κίνδυνο. Ίσως η αλήθεια να ήταν όντως η καλύτερη λύση. Η Χάνα σκέφτηκε πως ήταν για καλή της τύχη που η σημερινή μέρα ήταν κρύα και ο οικονόμος είχε ανάψει φωτιά, και ειδικά στα διαμερίσματα των υπηρετών, γιατί αυτό τής έδωσε μια ιδέα. Στην ιδέα ότι σε λίγα λεπτά το κτίριο θα έχει καταστραφεί ολοσχερώς, η Χάνα στάθηκε ένα λεπτό για να συλλογιστεί τις πράξεις της. Στην πραγματικότητα, όσο πιο πολύ το σκεφτόταν τόσο πιο λογικό της φαινόταν να ξεκινήσει μια φωτιά στα δωμάτια των υπηρετών. Αν όλοι έβλεπαν τη φωτιά στα δωμάτια των υπηρετών, δε θα έδιναν σημασία στο υπόγειο, οπότε δε θα υπήρχαν και υποψίες για το πώς ξεκίνησε η φωτιά εκεί. Βέβαια, η φωτιά θα έπρεπε να απλωθεί πολύ γρήγορα για να φτάσει στο υπόγειο, αλλά η Χάνα δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό. Καλύτερα να εφάρμοζε το σχέδιό της και να προσευχηθεί για το καλύτερο. Με το μυαλό στη δουλειά της, η Χάνα μπήκε στο δωμάτιο και κοίταξε τριγύρω της. Θα έπρεπε να το κάνει να φανεί σαν ατύχημα, σαν η φωτιά να ξεκίνησε από μόνη της, χωρίς παρέμβαση άλλου. Δίπλα από το τζάκι ήταν μια απλή ξύλινη καρέκλα φορτωμένη με ρούχα για μαντάρισμα. Ήταν, λοιπόν, μια λογική σκέψη ότι κάποια από τα ρούχα έπεσαν στο πάτωμα, κοντά στη φωτιά, και κάηκαν. Με αποφασιστικές κινήσεις, τράβηξε μερικά υφάσματα από την καρέκλα και τα κράτησε πάνω από τη φωτιά. Το παλιό πανί άρπαξε αμέσως. Πέταξε το φλεγόμενο ρούχο στο τζάκι και έριξε κι άλλα ρούχα στο πάτωμα, για να δημιουργήσει ένα μονοπάτι προς την καρέκλα, η οποία θα γινόταν καλό προσάναμμα. Εκεί που ανασκάλευε τα ρούχα στην καρέκλα, ένιωσε στο χέρι της κάτι μαλλιαρό. Είχε πιάσει την ουρά μιας έκπληκτης γάτας. Με ένα δυνατό νιαούρισμα, η γάτα πήδησε μέσα από τον μπόγο με τα ρούχα και γρατσούνισε τη Χάνα. Εκείνη τσίριξε ελαφρά και άφησε την ουρά της. Πηδώντας, η γάτα κούνησε την καρέκλα, η οποία τραμπαλίστηκε και έπεσε μέσα στο τζάκι. Η Χάνα παρακολούθησε την καρέκλα και τα υπόλοιπα ρούχα να αρπάζουν φωτιά και πήδησε μακριά από τις σπίθες που πετάχτηκαν. Έπεσαν στο υφαντό χαλί και στις κουρτίνες, που άρχισαν να καίγονται. Τώρα η πυρκαγιά ήταν αληθινή, και η γάτα πρόσθεσε μια δόση ρεαλισμού στην ιστορία της, σε περίπτωση που τη ρωτούσε κανείς. Δυστυχώς, η γάτα είχε μπλεχτεί στα ρούχα και έσερνε από πίσω της ορισμένα, καθώς έτρεχε μέσα στο δωμάτιο. Η γάτα μάλλον θα είχε τρομοκρατηθεί, αλλά το ίδιο και η Χάνα όταν συνειδητοποίησε ότι τα χαλιά, οι ταπετσαρίες και το σάπιο ξύλο είχαν τυλιχτεί στις φλόγες. Η γάτα άφηνε πίσω της κομμάτια από τα ρούχα που καίγονταν και άναβαν φωτιά στο πέρασμα του ζώου. Όταν άρχισε να καίγεται και το χαλί της σκάλας, η Χάνα φοβήθηκε πως θα χάσει την έξοδο διαφυγής της. Έτρεξε στα σκαλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε ενώ οι φλόγες την ακολουθούσαν,

πάνω στους τοίχους, στις κουπαστές και τα σκονισμένα πατώματα. Μα τι σκεφτόμουν; Φώναξε από μέσα της κοιτάζοντας τη σκάλα, το μόνο δρόμο για την έξοδο. Ήταν ήδη μια κόλαση από φλόγες και καπνούς. Είδε ένα φλεγόμενο κουβάρι ρούχα να κατρακυλά στις σκάλες. Μάλλον είχε ξεμπλεχτεί από την ουρά της γάτας και έπεφτε προς τα κάτω. Σφραγίζοντας την έξοδό της. «Ελπίζω να γλίτωσε η γάτα τουλάχιστον» ψιθύρισε και ο λαιμός της έκαιγε από τον καπνό. Κοιτώντας πανικόβλητη αριστερά και δεξιά, η Χάνα δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν. Σχεδόν ο μισός όροφος ήταν μέσα στις φλόγες. Γύρισε και έτρεξε προς την αντίθετη κατεύθυνση από το δωμάτιο του οικονόμου. Η άλλη πτέρυγα του ορόφου δεν είχε ακόμα πιάσει φωτιά, αν και γέμιζε γρήγορα με καπνό. Έπρεπε να βρει ένα παράθυρο, μια σκάλα, κάτι. Κοίταξε όλα τα δωμάτια, αλλά δε βρήκε καμιά έξοδο. Στο τέλος της πτέρυγας, μακρύτερα από τη φωτιά, η Χάνα μπήκε μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο. Είδε τη γάτα που είχε ενοχλήσει νωρίτερα να έχει κουλουριαστεί σε μια γωνία. Η Χάνα την πήρε στα χέρια της μιλώντας της γλυκά για να την ηρεμήσει. Μετά κοίταξε έξω από το παράθυρο για κανένα περβάζι ή κλαδί, μήπως μπορέσει να ξεφύγει. Κατάλαβε τη ματαιότητα των πράξεών της. Πέφτοντας στο πάτωμα, κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της τη γάτα και άρχισε να κλαίει.

Κεφάλαιο Δεκαπέντε Συστήνω τον έρωτα ανεπιφύλακτα. - Δούκας του Λάνκαστερ «Μυρίζεις καπνό;» ρώτησε ο Γουίλιαμ, καθώς ο ίδιος και ο Αλεξάντερ ανέβηκαν το τελευταίο σκαλί στον κεντρικό όροφο του κτιρίου. Το ταξίδι τους προς το υπόγειο δεν είχε αποτέλεσμα. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα και, με τόσους τελωνειακούς να περπατούν τριγύρω, δε γινόταν να κάνουν τίποτα χωρίς να τραβήξουν την προσοχή. Έπρεπε να σκεφτούν άλλο σχέδιο. «Ναι, όντως» απάντησε ο Αλεξάντερ ανοίγοντας τα μάτια. «Από πού να έρχεται;» «Πιστεύω ότι η Χάνα και οι φίλες της έβαλαν ένα χεράκι» είπε ο Γουίλιαμ. «Να βεβαιωθούμε ότι είναι όλες καλά... και γρήγορα.» Ο καπνός είχε αρχίσει να γεμίζει την κεντρική σκάλα. Δεν επρόκειτο για μια μπουκωμένη καμινάδα. Ήταν πυρκαγιά, ικανή να καταστρέψει ολόκληρο το κτίριο. Nα πάρει, έβρισε μέσα από τα δόντια του. Πού είσαι, Χάνα; Ένιωσε φόβο, φόβο που δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή του, όταν είδε δυο γνωστές φιγούρες να κατεβαίνουν τρέχοντας τη σκάλα. «Έι, εσείς!» φώναξε ο Γουίλιαμ, προσέχοντας ακόμα κι εκείνη τη στιγμή να μη φωνάξει την Έμιλι και τη Χόουπ με τα ονόματά τους, ακόμα κι αν κάτι μέσα του έλεγε πως όλα είχαν πάει στραβά. Η Έμιλι άκουσε τον ήχο της φωνής του, πήρε το χέρι της Χόουπ και έτρεξαν προς το μέρος του. «Ω, ευτυχώς, Θεέ μου!» φώναξε μόλις έφτασε στα δύο αδέρφια. «Νομίζω πως η Χάνα έχει παγιδευτεί επάνω.» Ο Γουίλιαμ άρπαξε την Έμιλι από τους ώμους. «Τι;» «Ναι, εκείνη ανέβηκε στον τρίτο όροφο για την εκκένωση, ενώ η Χόουπ κι εγώ πήγαμε στον πρώτο και το δεύτερο. Ξαφνικά, ο κόσμος άρχισε να φωνάζει ότι πήραμε φωτιά. Προσπαθήσαμε να ανέβουμε στον τρίτο όροφο για να βρούμε τη Χάνα, αλλά οι σκάλες είχαν ήδη αρπάξει.» «Δε μας προσπέρασε» είπε η Χόουπ με δάκρυα στα μάτια. «Μάλλον είναι ακόμα εκεί.» Ο Γουίλιαμ ένιωσε το αίμα να φεύγει από το πρόσωπό του, και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι δεν της είχε πει κι εκείνος ότι την αγαπάει. Την αγαπάω; Σκέφτηκε ο Γουίλιαμ, και μετά συνειδητοποίησε τρομοκρατημένος ότι ήταν αλήθεια. «Να πάρει, την αγαπάω» βόγκηξε. Μετά σήκωσε τα μάτια του ψηλά στον ουρανό και φώναξε: «Χάνααα!» Γύρισε και άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες. Είχε ανέβει την πρώτη σχεδόν ώς τα μισά, μέχρι που ένιωσε κάποιον να τον αρπάζει και να τον σέρνει πίσω. Παραπάτησε και σχεδόν έπεσε στην αγκαλιά του αδερφού του. «Αλεξάντερ, δεν μπορώ να τη χάσω. Όχι τώρα που ξέρω τι θέλω... τι χρειάζομαι. Τόσο καιρό ανησυχούσα μήπως γίνω σαν τον πατέρα, Άλεξ. Απομάκρυνα τον εαυτό μου από όλους προτού μου λασκάρει η βίδα και γίνω ένα καθίκι σαν κι εκείνον.» Ο Γουίλιαμ σχεδόν έκλαιγε τώρα και ο Άλεξ τού μίλησε απαλά. «Ξέρω, Γουίλιαμ, ξέρω. Αλλά δεν είσαι ο πατέρας και ποτέ δε θα γίνεις. Δεν το βλέπεις; Σε βλέπω με τη μητέρα μας και με όλες τις

γυναίκες που σου παρουσιάζει κάθε φορά. Εσύ είσαι πάντα ευγενικός μαζί τους, ακόμα κι αν είναι εμφανές ότι θα προτιμούσες να βρίσκεσαι κάπου αλλού. Δεν το έχεις μέσα σου να πληγώσεις κανέναν. Όχι, εφόσον είδες πού καταλήγει η συμπεριφορά του πατέρα μας.» «Γουίλιαμ» επενέβη και η Έμιλι «ο Αλεξάντερ έχει δίκιο. Όποιος σε γνωρίζει μπορεί να βεβαιώσει ότι έχεις καλή καρδιά.» Σηκώνοντας το κεφάλι του, ο Γουίλιαμ κοίταξε τον Αλεξάντερ και την Έμιλι με δυσπιστία. Επιτέλους, συμφωνούσαν σε κάτι. Σίγουρα είχε παγώσει η κόλαση. Ήταν ερωτευμένος, έκλαιγε μέσα στον κόσμο και οι δύο άσπονδοι εχθροί συμφωνούσαν. Κι εγώ χάνω χρόνο. «Μα είμαι ανόητος. Δεν είναι ώρα για εξομολογήσεις. Πρέπει να σώσουμε τη Χάνα τώρα!» «Συμφωνώ» είπε μια φωνή από πίσω του. Ο Γουίλιαμ γύρισε και είδε τη Ρόουζ να τον κοιτάζει ήρεμα. «Αλλά πιστεύω πως πρέπει να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας έξω. Είναι επικίνδυνο να μείνουμε εδώ.» «Μα η Χάνα…» «Πιθανότατα μας περιμένει στη γωνία της ανατολικής πτέρυγας στον τρίτο όροφο» τον διέκοψε η Ρόουζ, κάνοντας νόημα στους άλλους να την ακολουθήσουν. «Αν κρίνουμε από τις φλόγες που βγαίνουν από τα παράθυρα, η πυρκαγιά ξεκίνησε στη δυτική πλευρά, οπότε η ανατολική θα είναι ακόμα προστατευμένη. Μόνο καπνό μπορώ να δω εκεί.» «Και πώς θα τη φτάσουμε;» ρώτησε ο Γουίλιαμ, ακολουθώντας τις οδηγίες της κοκκινομάλλας μικροκαμωμένης κοπέλας. «Αυτό είναι απλό» απάντησε, κοιτώντας τον πάνω από τον ώμο της. «Θα ανεβούμε από τη μυστική σκάλα.» «Την ποια;» «Δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις» είπε η Ρόουζ, τρέχοντας σχεδόν. «Πρέπει να με εμπιστευτείτε.» Ο Γουίλιαμ κούνησε άνευρα το κεφάλι του και τάχυνε το βήμα του. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να την εμπιστευτεί. Δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, ας είναι καλά η Χάνα. Η Ρόουζ σταμάτησε στη γωνία του κτιρίου όπου είχαν κρυφτεί όλοι τους νωρίτερα και άρχισε να χαϊδεύει τις πέτρες του τοίχου, πίσω από τους θάμνους. Χωρίς να σταματήσει την εξερεύνηση, είπε σε όλους: «Ψάξτε τον τοίχο, πρέπει να βρούμε μια πέτρα που δεν ταιριάζει με τις υπόλοιπες. Ο Γουίλιαμ έμεινε ακίνητος και μπερδεμένος, ενώ η Έμιλι και η Σάρα έκαναν αμέσως αυτό που τους ζητήθηκε, χωρίς αντιρρήσεις. Προφανώς, ήξεραν κάτι που εκείνος δεν ήξερε. «Γιατί, Ρόουζ;» ρώτησε ο Άλεξ αυτό που ήθελε να ρωτήσει και ο Γουίλιαμ. Με ανυπομονησία, η Ρόουζ είπε: «Θα σας εξηγήσω αργότερα. Ο χρόνος μάς πιέζει!» Ο Γουίλιαμ βόγκηξε. Δε θα ξαναέβλεπε ζωντανή τη Χάνα. Απελπισμένος, ακούμπησε το κεφάλι του στον τοίχο και, προς μεγάλη του έκπληξη, ένιωσε κάτι να κινείται. «Εδώ!» φώναξε. «Η πέτρα κουνιέται!» Η ομάδα μαζεύτηκε γύρω του και εκείνος πίεσε και πάλι την πέτρα που εξείχε. Και πάλι κουνήθηκε. «Αλεξάντερ, βοήθησέ με.»

Κάτω από τη δύναμή τους, το τούβλο μετακινήθηκε περίπου δέκα εκατοστά μέσα στον τοίχο και αμέσως ο Γουίλιαμ άκουσε ένα σύρσιμο και ένιωσε μια πνοή δροσερού αέρα στο πρόσωπό του. Κοιτώντας στα αριστερά του, είδε ένα μικρό άνοιγμα στον τοίχο. Πίσω από αυτό, μπορούσε να διακρίνει μια σκάλα. Αμέσως έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπο της Ρόουζ και της έδωσε ένα φιλί στο κάθε μάγουλο. «Ευχαριστώ, Ρόουζ, ευχαριστώ!» Εκείνη χαμογέλασε και του έδειξε τις σκάλες. «Βιάσου, εμείς θα μείνουμε να φυλάμε τσίλιες.» Κουνώντας το κεφάλι του, ο Γουίλιαμ έσκυψε και κινήθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο ανώμαλο έδαφος. Ανέβηκε τη στριφογυριστή σκάλα τρέχοντας. Τα σκαλιά σταμάτησαν απότομα και ο Γουίλιαμ βρέθηκε μπροστά σε έναν άσπρο τοίχο. Χωρίς να χάσει την ελπίδα του, τώρα που ήταν πιο κοντά στο στόχο του, άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στον τοίχο. «Χάνα! Χάνα, με ακούς;» *** Η Χάνα νόμισε ότι ονειρευόταν, όταν άκουσε μια φωνή που έμοιαζε με του Γουίλιαμ να φωνάζει το όνομά της. Όταν τα χτυπήματα στον τοίχο δε σταμάτησαν, σηκώθηκε με κόπο στα πόδια της, κρατώντας ακόμα τη γάτα στην αγκαλιά της, και άρχισε να ψάχνει από πού προέρχονταν αυτοί οι ήχοι. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο καπνό και, τώρα που στάθηκε όρθια, την έπνιξε, αλλά κατάφερε να φτάσει ώς την ντουλάπα, εκεί όπου νόμισε πως άκουσε το θόρυβο. Μέσα στο μικρό χώρο, η Χάνα αφουγκράστηκε και πάλι. Το ξανάκουσε! Κάποιος φωνάζει το όνομά μου. «Γουίλιαμ!» φώναξε με όλη της τη δύναμη. *** Ο Γουίλιαμ νόμισε πως θα πέσει κάτω, όταν άκουσε τη φωνή από την άλλη πλευρά του τοίχου. Ήταν ζωντανή. Η Χάνα, η καρδιά του, ήταν ζωντανή. Πανικόβλητος, ο Γουίλιαμ άρχισε να ψάχνει τον τοίχο για κάτι, ένα μοχλό ή ένα πόμολο. Το χέρι του άγγιξε ένα εξόγκωμα σχεδόν κοντά στο ταβάνι. Με μια προσευχή στα χείλη, ο Γουίλιαμ πίεσε το εξόγκωμα και, σαν από θαύμα, μια πόρτα άνοιξε μπροστά του. Το μεγαλύτερο θαύμα ήταν η Χάνα που στεκόταν πίσω από την πόρτα... με μια μαδημένη γάτα! Κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία. Βλέποντας την έκπληκτη έκφρασή του, η Χάνα είπε κουρασμένα: «Υποσχέθηκα ότι δε θα πληγωθεί κανένας από το σχέδιό μας... και αυτό συμπεριλαμβάνει και τα κατοικίδια!» «Μπορείς να φέρεις και την κιβωτό του Νώε ολόκληρη αν θέλεις, καλή μου. Είμαι τόσο χαρούμενος που σε βλέπω.» Με ένα λυγμό, η Χάνα χώθηκε –μαζί με τη γάτα– στην αγκαλιά του Γουίλιαμ. Μη χάνοντας δευτερόλεπτο, την οδήγησε κάτω στις σκάλες και προς τους φίλους της, που περίμεναν με ανυπομονησία. Αφού βγήκαν με ασφάλεια από το φλεγόμενο κτίριο, ο Γουίλιαμ κοίταξε τη Χάνα από πάνω έως κάτω για να δει αν είχε τραυματιστεί. Αφού αποφάσισε ότι θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, γύρισε στη Ρόουζ με περιέργεια και λίγο θαυμασμό. «Πού στα κομμάτια έμαθες για αυτή τη σκάλα;» ρώτησε, καθώς άρχισαν όλοι να απομακρύνονται προς την άλλη πλευρά του κτιρίου. Είχε ήδη αρχίσει να μαζεύεται πλήθος εκεί.

Χαμογελώντας, η Ρόουζ απάντησε: «Όταν η λαίδη Λάνκαστερ μας ανέθεσε να σας βοηθήσουμε στην αποστολή σας, έψαξα τα αρχιτεκτονικά σχέδια του κτιρίου. Είναι στο δημόσιο αρχείο, ξέρετε.» «Και στα σχέδια είδες τη σκάλα;» ρώτησε ο Γουίλιαμ, εντυπωσιασμένος από την προνοητική σκέψη της Ρόουζ. «Όχι ακριβώς...» δίστασε η Ρόουζ. «Και τότε πώς ήξερες ότι υπάρχει;» «Όταν φτάσαμε, συνειδητοποίησα ότι οι διαστάσεις του κτιρίου δεν ταίριαζαν με τα σχέδια. Αυτή η γωνία του κτιρίου είναι κατά δύο μέτρα πιο μεγάλη από τις άλλες γωνιές. Και προσέξατε ότι μόνο σε αυτή τη γωνιά υπάρχει βλάστηση; Μάλλον φύτεψαν τους θάμνους για να καλύψουν την είσοδο, είναι λογική σκέψη.» «Λογική σκέψη...» επανέλαβε αδύναμα ο Γουίλιαμ, συνειδητοποιώντας πόσο τυχεροί είχαν σταθεί. Αν το προαίσθημα της Ρόουζ ήταν λάθος; Δεν είχαν εναλλακτικό σχέδιο. Η Χάνα θα είχε χαθεί στις φλόγες, μια και δεν υπήρχε περίπτωση να βρει από μόνος του τη μυστική σκάλα. «Δεν πιστεύω ότι βάσισες την απόφασή σου σε κάτι θάμνους και αρχιτεκτονικά σχέδια.» Η Ρόουζ σήκωσε τους ώμους της. «Έχω κάνει αρκετή έρευνα στην αρχιτεκτονική και τις κατασκευές. Είναι κοινή πρακτική για τους χτίστες να φτιάχνουν κρυφά διαμερίσματα, εισόδους, ακόμα και σκάλες. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον όλοι θέλουν λίγο μυστήριο στη ζωή τους.» Ο Γουίλιαμ σκέφτηκε ότι δεν ήθελε άλλο μυστήριο, προς το παρόν τουλάχιστον. Εκείνος και οι υπόλοιποι μπλέχτηκαν με το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί. Εδώ κι εκεί άκουγαν σχόλια για το πώς ξεκίνησε η φωτιά και σχόλια για το μπαρούτι που υπήρχε στο υπόγειο. Ο Γουίλιαμ κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά ψάχνοντας τον Ρόντι. Με την αλλαγή στα σχέδια, η Χάνα δεν κατάφερε να του κάνει το σινιάλο με το σφύριγμά της, και φοβήθηκε μήπως ο Ρόντι και οι φίλοι του το είχαν σκάσει. «Κύριε, κύριε!» Το αγόρι έτρεξε κοντά τους και χωρίς πρόλογο, άρχισε να λέει: «Δεν άκουσα το σφύριγμά σου, κυρία» –και τους έριξε ένα βλέμμα σαν να έλεγε ότι το περίμενε– «αλλά είδαμε τον καπνό από τον τρίτο όροφο και κάναμε ό,τι μας είπατε. Κανένας δε θα μπει τώρα μέσα στο κτίριο, να είστε σίγουροι!» «Καλή δουλειά, Ρόντι» είπε ο Γουίλιαμ. «Τώρα θα ζητήσω ακόμα κάτι από σένα και τους φίλους σου.» «Ναι, κύριε!» «Δεν καταφέραμε να φτάσουμε στο υπόγειο, οπότε η έκρηξη θα γίνει αργότερα. Εσύ και τα αγόρια σου πρέπει να μείνετε εδώ τη νύχτα για να φυλάτε σκοπιά. Κανένας δεν πρέπει να μπει στο κτίριο ή να προσπαθήσει να τη σβήσει. Οι φλόγες πρέπει να φτάσουν στο υπόγειο. Μπορώ να βασιστώ σε σένα, ώστε να κρατήσετε ασφαλείς αυτούς τους ανθρώπους;» «Ναι, κύριε, μπορείς!» «Το ήξερα ότι ήσουν ο κατάλληλος για τη δουλειά, Ρόντι» απάντησε με ένα χαμόγελο ο Γουίλιαμ. Είχε μείνει έκπληκτος με το αγοράκι που στεκόταν μπροστά του. Ήταν τόσο νέος, αλλά τα μάτια του έκρυβαν σοφία. Ο Γουίλιαμ μάντεψε ότι αυτή η σοφία είχε αποκτηθεί με τις δυσκολίες της ζωής, αλλά, και χωρίς αυτές, ο Ρόντι ήταν ένα εξαιρετικό παιδί. Κοιτώντας τη Χάνα, ο Γουίλιαμ αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να κάνουν ένα παιδί μαζί. Μια οικογένεια. Με τη γυναίκα που αγαπώ. Ποιος να του έλεγε ότι θα γνώριζε μια κοπέλα και θα την ερωτευόταν μέσα σε μία εβδομάδα, ενώ είχαν περάσει είκοσι οκτώ χρόνια από τη ζωή του χωρίς να

σκεφτεί τον έρωτα ούτε μια φορά. Τώρα την κοιτούσε και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι παραλίγο να τη χάσει. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, θα περνούσε όλη την υπόλοιπη ζωή του μέσα στις τύψεις. Κούνησε το κεφάλι του και αποφάσισε να κάνει μια σοβαρή συζήτηση με τη Χάνα, αλλά λίγο αργότερα. Τώρα έπρεπε να τους απομακρύνει όλους με ασφάλεια. «Γουίλιαμ! Καλέ μου, Γουίλιαμ!» Μια εμφανώς αναστατωμένη γυναίκα φώναζε το όνομά του και ο Γουίλιαμ πάγωσε. Κοίταξε τριγύρω μήπως κατάφερνε να αναγνωρίσει κάποιο από τα πρόσωπα, και είδε μια γεματούλα γκριζομάλλα κυρία να τρέχει προς το μέρος τους. Φαινόταν σαν οικονόμος, αν έκρινε από την αρμαθιά με τα κλειδιά που φορούσε στη ζώνη της, αλλά δεν την αναγνώρισε. «Γουίλιαμ, γλυκέ μου Γουίλιαμ!» φώναξε η γυναίκα απλώνοντας τα χέρια της, καθώς τους πλησίασε. Ο Γουίλιαμ έμεινε ακίνητος, περιμένοντας τη γυναίκα να τον αγκαλιάσει. Αντίθετα, και προς μεγάλη τους έκπληξη, πέρασε από δίπλα του και όρμησε στη Χάνα. Η Χάνα έκανε ένα βήμα πίσω. Η ξαφνική αλλαγή πορείας της γυναίκας την έπιασε απροετοίμαστη. Η γάτα στα χέρια της νιαούριζε και προσπαθούσε να ξεφύγει. «Ο καλός μου Γουίλιαμ!» είπε η γυναίκα, αρπάζοντας το φουντωτό πλασματάκι. Όταν η γάτα ήταν πια ασφαλής στην αγκαλιά της ιδιοκτήτριας, άρχισε να γουργουρίζει και να τρίβεται πάνω της. Μιλώντας της μαλακά, η γυναίκα την έσφιξε τρυφερά. «Ευχαριστώ, κυρά» είπε η οικονόμος. «Τρόμαξα όταν έχασα το γλυκό μου αγόρι.» «Χαίρομ’ κι εγώ που σε βλέπ’, κυρά μου» είπε η Χάνα, μιμούμενη την προφορά του Ρόντι. Η οικονόμος τής χάρισε ένα φαφούτικο χαμόγελο, κούνησε το κεφάλι της σε αποχαιρετισμό και έφυγε, κρατώντας τη γάτα στην αγκαλιά της. Ο Γουίλιαμ την παρακολούθησε να απομακρύνεται και, προς μεγάλη του έκπληξη, άκουσε τη Χάνα να γελά με τις φίλες της. Φαινόταν σαν να γελούσαν με εκείνον και τον Αλεξάντερ, ο οποίος είχε μείνει το ίδιο άφωνος με τον αδερφό του. Ο Γουίλιαμ τον κοίταξε και είπε: «Ποιες είναι οι πιθανότητες να έχει η γάτα το ίδιο όνομα με μένα;» «Αστρονομικές, φαντάζομαι» απάντησε έκπληκτος ο Αλεξάντερ. Η Χάνα ρουθούνισε και οι δύο άντρες γύρισαν να την κοιτάξουν. Γυρνώντας τα μάτια της, η Χάνα είπε στεγνά: «Μπορεί η γάτα να πήρε το όνομα από τον πρίγκιπα Γουίλιαμ, το γιο του βασιλιά Γεωργίου και αδερφό του Πρίνι. Άσε που το Γουίλιαμ είναι το δεύτερο πιο δημοφιλές αντρικό όνομα στο Λονδίνο! Η γυναίκα νοιαζόταν για τη γάτα της λες και ήταν το παιδί της. Οπότε... αστρονομικές; Χα! Μάλλον τρελαθήκατε εσείς οι δύο...» Τελειώνοντας το λογύδριό της, η Χάνα κατευθύνθηκε προς την άμαξα, αλλά συνέχισε να μιλά με τις φιλενάδες της για τους εγωιστές άντρες. Τα δύο αδέρφια έμειναν να κοιτούν τη Χάνα με ανοιχτό το στόμα και ο Αλεξάντερ γκρίνιαξε. «Έπρεπε να ερωτευτείς μια γυναίκα που διαβάζει;» «Απόδειξη του ότι ο Θεός έχει αίσθηση του χιούμορ, αδερφέ μου» απάντησε ο Γουίλιαμ, χαρούμενος που η Χάνα ήταν μια χαρά μετά την επεισοδιακή αυτή μέρα.

Κεφάλαιο Δεκαέξι Ο σοφός άνθρωπος προετοιμάζεται για άμυνα αλλά και για επίθεση. - Δούκας του Λάνκαστερ Η διαδρομή ώς το σπίτι φάνηκε μεγαλύτερη από εκείνη που έκαναν το πρωί. Μέχρι να φτάσουν στο κτήμα Πέμπροουκ, είχε ήδη σουρουπώσει. Ο ήλιος έδυε, αλλά ένα αχνό φως φαινόταν ακόμα στον ουρανό. Γεμάτοι στάχτες, σκόνη και βρομιές, αλλά με μεγάλη ανακούφιση για το τέλος της υπόθεσης, ο Γουίλιαμ, η Χάνα και ο Αλεξάντερ πήδησαν από την παλιά άμαξα. Ο Γουίλιαμ γύρισε στον Αλεξάντερ και είπε: «Θα σε πείραζε να συνοδέψεις τις υπόλοιπες δεσποινίδες στο σπίτι της λαίδης Λάνκαστερ και μετά να επιστρέψεις την άμαξα στους στάβλους; Η Χάνα θα καθαριστεί εδώ και μετά θα τη συνοδέψω στο σπίτι της.» «Πρόσεξε να μη σε δουν. Αν μάθει κανείς ότι η Χάνα ήταν μαζί σου ασυνόδευτη...» «Γνωρίζω τον κίνδυνο, ναι, αλλά πρέπει να βεβαιωθώ ότι θα γυρίσει ασφαλής στο σπίτι της.» Άσε που δε θα με ενοχλούσε καθόλου να γίνει σκάνδαλο... σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Τώρα που είχε ανακαλύψει την αγάπη του για αυτή τη γυναίκα, ο Γουίλιαμ είχε το τέλειο σχέδιο για να αποτρέψει τον Κόλικοτ από μια ακόμα πρόταση γάμου στη Χάνα, μόλις μάθαινε ότι ο εκβιασμός του δεν πέτυχε. Ευχαρίστησε νοερά τη λαίδη Λάνκαστερ για την ιδέα. Γνέφοντας στον αδελφό του και στις φίλες της Χάνα, ο Γουίλιαμ την οδήγηση πίσω, στην είσοδο των υπηρετών. Ο Πίτερσον, ο μπάτλερ του, τους συνάντησε στην κουζίνα και ο Γουίλιαμ παράγγειλε να του ετοιμάσουν αμέσως ζεστό νερό για μπάνιο σε δύο διπλανά δωμάτια. Ζήτησε επίσης από μια υπηρέτρια να βρει μια καταλληλότερη –και πιο καθαρή– ενδυμασία για τη Χάνα. Ο Γουίλιαμ άφησε τη Χάνα στο δωμάτιό της για ένα ζεστό μπάνιο, και πήγε στο δικό του για να κάνει το ίδιο. Όση ώρα πλενόταν σκεφτόταν τι θα έκανε. Δε χρειαζόταν να την αποπλανήσει απόψε για να εφαρμόσει το σχέδιό του, απλώς κάποιος έπρεπε να τους δει μαζί... μόνους. Αυτό θα έφτανε για να βλάψει τη φήμη της Χάνα και θα αναγκαζόταν να τον παντρευτεί. Η ευκαιρία όμως να της κάνει έρωτα δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό του. Ούτως ή άλλως, σύντομα θα την παντρευόταν, ήταν σίγουρος για αυτό, οπότε γιατί να μην εκμεταλλευτεί την αποψινή βραδιά; Πέραν τούτου, ο Κόλικοτ δε θα προσπαθούσε να την παντρευτεί, αν η φήμη της ήταν αμαυρωμένη. Οι γονείς της θα επέμεναν να παντρευτεί τον Γουίλιαμ και ο Κόλικοτ δε θα έβλεπε πια τη Χάνα σαν τρόπαιο που ήθελε να κερδίσει. Έχοντας καθησυχάσει τις τύψεις του για την επιθυμία του να αποπλανήσει την αγνή και αθώα Χάνα, ο Γουίλιαμ πλύθηκε γρήγορα, σκουπίστηκε και φόρεσε το αγαπημένο νυχτικό του, που είχε απλώσει στο κρεβάτι ο Πίτερσον. Στη συνέχεια, και τελείως αυθόρμητα, ο Γουίλιαμ πήγε στο κομοδίνο του και άνοιξε ένα μικρό, σκαλιστό κουτάκι που βρισκόταν από πάνω. Μέσα βρισκόταν ένα δαχτυλίδι. Ήταν χρυσό, με μια μεγάλη οβάλ πέτρα ακουαμαρίνα, που είχε το ίδιο χρώμα με τα μάτια της Χάνα. Ήταν της γιαγιάς του. Του το είχε δώσει με την ελπίδα εκείνος να το χαρίσει μια μέρα στη γυναίκα του. Ο Γουίλιαμ το είχε κρατήσει, πιστεύοντας πως δε θα έβρισκε ποτέ μια γυναίκα που να άξιζε το σπάνιο αυτό κειμήλιο. Τώρα, προς ευχαρίστησή του, κατάλαβε πως έκανε λάθος.

Έριξε το δαχτυλίδι στην τσέπη της νυχτικιάς του και κοίταξε στο διπλανό δωμάτιο. Ήταν ίδιο με το δικό του. Στο κέντρο υπήρχε μια μεγάλη μπανιέρα με ένα σκαμνάκι δίπλα της, φορτωμένο με αφράτες πετσέτες. Ο Γουίλιαμ είδε τις πετσέτες και την μπανιέρα, αλλά όχι τη Χάνα. Συνοφρυωμένος, μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Τα καθαρά ρούχα ήταν ανέγγιχτα στο κρεβάτι και στο πάτωμα ήταν πεταμένα όλα τα βρόμικα ρούχα που φορούσε η Χάνα. Το λογικό συμπέρασμα, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ, ήταν ότι η Χάνα, όπου κι αν είχε κρυφτεί, ήταν γυμνή. Σταμάτησε απότομα όταν άκουσε νερό να κυλά. Από εκεί που είχε σταθεί δεν μπορούσε να δει την μπανιέρα, αλλά κρίνοντας από τους ήχους, η Χάνα ήταν ακόμα εκεί μέσα. Χαμογελώντας για την καλή του τύχη, ο Γουίλιαμ κατευθύνθηκε αθόρυβα προς την μπανιέρα. Κοιτώντας πάνω από το γείσο, είδε τη Χάνα βυθισμένη στο σαπουνόνερο, με κλειστά μάτια κι ένα μειδίαμα στα χείλη. Γονατίζοντας δίπλα της, ο Γουίλιαμ έπιασε το σφουγγάρι που κρεμόταν έξω από το γείσο. Βούτηξε το σφουγγάρι στο νερό για να το μουσκέψει και μετά το ακούμπησε απαλά στον ώμο της και χάιδεψε το γεμάτο στάχτες δέρμα της. Η Χάνα τσίριξε στο αναπάντεχο άγγιγμα και γύρισε τόσο γρήγορα, που πιτσίλισε με ζεστό νερό το πρόσωπο του Γουίλιαμ. Αρπάζοντας μια πετσέτα από το διπλανό σκαμπό, η Χάνα προσπάθησε να καλυφθεί, προτού αντικρίσει τον παρείσακτο. Ο Γουίλιαμ, γονατισμένος ακόμα δίπλα της, την παρακολουθούσε μέσα από τα βρεγμένα του μαλλιά. Αισθάνθηκε σαπουνάδες στο στόμα του, οπότε σηκώθηκε και πλησίασε τη λεκάνη με το καθαρό νερό που είχε αφήσει εκεί η καμαριέρα και ξεπλύθηκε αρκετές φορές. Γελώντας πίσω του, η Χάνα ρώτησε θαρρετά: «Είσαι εντάξει, Γουίλιαμ;» Εκείνος την κοίταξε, καθώς σκούπιζε το πρόσωπό του με μια πετσέτα, και είπε: «Ειλικρινά, περιμένεις απάντηση;» Ανάμεσα στα γέλια της, η Χάνα απάντησε: «Ω, Γουίλιαμ, συγνώμη, αλλά με τρόμαξες!» «Ναι, όντως, το έκανα» παραδέχτηκε αμέσως. «Τέλος πάντων, τώρα που έμαθες ότι είμαι εδώ, μπορώ να συνεχίσω αυτό που ξεκίνησα;» Την κοίταξε με πονηρό βλέμμα και της Χάνα αμέσως της κόπηκαν τα γέλια. Του ψιθύρισε: «Τι ξεκίνησες ακριβώς;» Ο Γουίλιαμ δεν απάντησε. Πήγε πίσω στην μπανιέρα και έκατσε στις φτέρνες του. Την έπιασε απαλά από τους ώμους και τη γύρισε έτσι ώστε η πλάτη της να είναι μπροστά του, ενώ η Χάνα έσφιγγε ακόμα τη βρεγμένη πετσέτα στο στήθος της. Ο Γουίλιαμ πήρε το σφουγγάρι και άρχισε να την τρίβει αργά στην πλάτη. «Δ-δ-δεν πρέπει» τραύλισε η Χάνα. «Δεν είναι πρέπον.» «Είχες μια τραυματική εμπειρία. Άσε με να σε βοηθήσω» μουρμούρισε ο Γουίλιαμ. «Δεν είναι χαλαρωτικό;» Τα χέρια του Γουίλιαμ χάιδευαν μεθοδικά τους ώμους της και κάτω στη σπονδυλική της στήλη ώς το στρογγυλεμένο πίσω μέρος της. Κατάλαβε ότι η Χάνα είχε παραδοθεί στο άγγιγμά του. Ποτέ δεν τον είχε ερεθίσει τόσο πολύ μια γυναίκα. *** Η Χάνα αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να αισθάνεται τόσο άνετα με τον Γουίλιαμ που την άγγιζε τόσο απρεπώς. Θα έπρεπε να τον σταματήσει, ως καθώς πρέπει δεσποινίδα, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να απολαύσει τη στιγμή, την προσοχή του άντρα που αγαπούσε. Αυτή ήταν

η μόνη της ευκαιρία να κάνει έρωτα με τον Γουίλιαμ. Όταν μάθαινε ο λόρδος Σρούσμπουρι για την καταστροφή του μπράντι, δε θα αποτελούσε πλέον απειλή για εκείνη και ο Γουίλιαμ θα ήταν ελεύθερος να συνεχίσει τη ζωή του. Μια ζωή στην οποία δεν είχε θέση για εκείνη. Αλλά, παραλίγο να πεθάνει σήμερα και θα ήθελε να πεθάνει όταν θα την αφήσει. Δε θα αγαπούσε ξανά, ήταν σίγουρη για αυτό, τότε γιατί να μην υποκύψει στα πρωτόγνωρα συναισθήματα που της ξυπνούσε ο Γουίλιαμ; Γιατί να μη δοθεί στο μοναδικό άντρα που της έκλεψε την καρδιά; Θα ήταν μια ανάμνηση που θα φυλούσε για όλη της τη ζωή. Ανίκανη να μείνει μακριά του, η Χάνα έγειρε το κεφάλι και τους ώμους της στο δυνατό στήθος του Γουίλιαμ και η πετσέτα με την οποία κάλυπτε τον εαυτό της, έπεσε στα πόδια της. *** Όταν η Χάνα έγειρε κοντά του, ο Γουίλιαμ χαμογέλασε και άρχισε να περνά το σφουγγάρι πάνω από την επίπεδη κοιλιά της, ανεβαίνοντας αργά προς το στήθος της. Έμεινε ένα λεπτό ακίνητος να την κοιτάζει, και ειδικά τις λαχταριστές ροζ κορυφές της, προτού τις αγγίξει με το σφουγγάρι. Η Χάνα βόγκηξε όταν ακούμπησε τις ευαίσθητες ρώγες της. Τέντωσε σαν τόξο την πλάτη της, σπρώχνοντας το κορμί της πιο κοντά του, ικετεύοντας για περισσότερα. Ο Γουίλιαμ άφησε το σχήμα και το βάρος τους να γεμίσουν τα χέρια του. Τα παθιασμένα βογγητά της Χάνα σε κάθε του άγγιγμα ήταν αρκετά για να τον τρελάνουν, αλλά δεν ήθελε να βιαστεί την πρώτη φορά που θα έκανε έρωτα με τη Χάνα. Βύθισε το πρόσωπο του στο λαιμό της και ανάσανε βαθιά, προτού αρχίσει να τη ραίνει με φιλιά. Η Χάνα δεν ήθελε να μείνει άλλο παθητικός παρατηρητής σε αυτό το ερωτικό βασανιστήριο και γύρισε για να αντικρίσει τον Γουίλιαμ. Με τη βιασύνη της απειρίας, πίεσε τα χείλη της στα δικά του. Αναστενάζοντας, ο Γουίλιαμ έχωσε τα χέρια του στη χρυσή, βρεγμένη χαίτη των μαλλιών της, βάθυνε το φιλί του και ένιωσε να χάνεται σε μια θάλασσα συναισθημάτων και αισθήσεων. «Γουίλιαμ» αναστέναξε η Χάνα γέρνοντας ακόμα πιο κοντά του. Σήκωσε τα χέρια της για να αγκαλιάσει το λαιμό του και ο Γουίλιαμ βρήκε ευκαιρία να τυλίξει την υγρή της μέση. Την έσφιξε γερά και σηκώθηκε όρθιος, σηκώνοντας κι εκείνη μαζί, έξω από την μπανιέρα. Με μια γρήγορη κίνηση, την ακούμπησε στο κρεβάτι. Ο Γουίλιαμ έμεινε να την κοιτάζει, από την κορυφή ώς τα νύχια, και κεραυνοβολήθηκε από αυτό που είδε στο φως του κεριού. Η Χάνα έκανε να καλυφθεί. «Μη!» της είπε αυστηρά, αλλά μετά γονάτισε δίπλα της και είπε με ειλικρίνεια «Είσαι πανέμορφη... το πιο όμορφο πλάσμα που είχα το προνόμιο να δω.» Σήκωσε το χέρι του και τη χάιδεψε απαλά στο μάγουλο. Είδε δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Ο Γουίλιαμ έγειρε και τη φίλησε γλυκά. Σηκώνοντας το κεφάλι του, κοίταξε τη Χάνα βαθιά μέσα στα μάτια και είπε: «Θα σου κάνω έρωτα, γιατί πρέπει να είμαστε μαζί και μόνο έτσι θα σιγουρευτώ ότι θα είμαστε μαζί για πάντα. Κυρίως όμως θα το κάνω γιατί σε αγαπάω και...» χαμογέλασε πονηρά. «Αν σταματήσουμε τώρα αυτό που ξεκινήσαμε, πιθανότατα να πεθάνω.» «Με αγαπάς;» είπε η Χάνα, εμφανώς έκπληκτη. «Φυσικά και σε αγαπάω» απάντησε ο Γουίλιαμ, λες και του φάνηκε περίεργο που δεν το είχε καταλάβει μόνη της. «Γιατί να σου κάνω έρωτα αν δε σε αγαπάω;» «Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Αφού χάνω το μυαλό μου κάθε φορά που με φιλάς» του είπε

κατηγορώντας τον. Γελώντας, ο Γουίλιαμ της έδωσε δίκιο. Αυτό το ήξερε. Ήταν ένα από τα πολλά πράγματα που αγαπούσε σε εκείνη. «Παραλίγο να σε χάσω σήμερα, καλή μου. Και παραλίγο να χάσω τον εαυτό μου.» Ο Γουίλιαμ σταμάτησε να μιλά και κοίταξε την πανέμορφη κοπέλα ξαπλωμένη μπροστά του. Και ξαφνικά κατάλαβε. «Τόσα πολλά χρόνια ζούσα με το φόβο ότι θα καταλήξω σαν τον πατέρα μου, αλλά ο φόβος ότι θα σε χάσω με έπεισε ότι δε θα γίνω ποτέ σαν κι αυτόν. Δε θα επαναλάβω τα λάθη του, γιατί έμαθα από αυτά. Έμαθα ότι μια γυναίκα αξίζει την αγάπη. Ο αδερφός μου με βοήθησε να το δω, αλλά εσύ με έπεισες για αυτό. Η σκέψη και μόνο ότι θα πάθεις κακό... Ήθελα μόνο να σε προστατέψω. Αν σε έχανα χωρίς να προλάβαινα να σου τα πω αυτά – αυτά που αισθάνομαι εδώ και καιρό... Τότε κατάλαβα ότι δε θα μπορούσα ποτέ να σε πληγώσω, αφού είσαι η γυναίκα που αγαπώ. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δε θα γίνω σαν τον πατέρα μου.» «Ω, Γουίλιαμ, το ξέρω ότι δε θα με πληγώσεις ποτέ – εμένα ούτε καμία άλλη γυναίκα. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα. Τότε που με γλίτωσες από το χορό με το λόρδο Σρούσμπουρι» είπε απαλά η Χάνα αγγίζοντας το μάγουλό του. «Έπρεπε να το καταλάβω από μόνος μου, καλή μου. Τώρα όμως θέλω να ξέρεις ότι θα σε αγαπάω για πάντα και θα ήθελα να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιό μου για να μη χωριστούμε ποτέ» είπε ο Γουίλιαμ και την κοίταξε με πεινασμένα μάτια. Κοκκινίζοντας, η Χάνα απάντησε: «Τότε μου φαίνεται ότι φοράς πολλά ρούχα.» Άπλωσε τα χέρια της και έλυσε το κορδόνι της ρόμπας του. Συγκλονισμένος με την τόλμη της, ο Γουίλιαμ στάθηκε όρθιος και έβγαλε το ακριβό ρούχο. Στάθηκε γυμνός στην άκρη του κρεβατιού και παρατήρησε τη Χάνα όπως εκείνη παρατηρούσε το γυμνό κορμί ενός άντρα, με σάρκα και οστά. Με εμφανή περιέργεια, χαμήλωσε το βλέμμα της στον ανδρισμό του. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, γύρισε το βλέμμα της στο Γουίλιαμ γεμάτο πανικό. «Δ-δε νομίζω πως θα τα κ-κ-αταφέρουμε, Γουίλιαμ.» Ο Γουίλιαμ ένιωσε ταυτόχρονα ανδρική περηφάνια αλλά και χαρά, έκατσε στο κρεβάτι δίπλα της και της είπε καθησυχαστικά. «Θα τα καταφέρουμε, σ’ το υπόσχομαι.» Η Χάνα τον κοίταξε με αμφιβολία. «Δεν καταλαβαίνω πώς» είπε με πείσμα. «Άσε με να σου δείξω.» Ο Γουίλιαμ την πήρε στα χέρια του και άρχισε να τη φιλά και πάλι, περνώντας τα χέρια του αισθησιακά πάνω από το κορμί της. Η Χάνα έμεινε ακίνητη για λίγο, αλλά, όσο περισσότερο τη φιλούσε, άρχισε να χαλαρώνει και να ανταποκρίνεται στα χάδια του. Και όταν ο Γουίλιαμ ένιωσε το ντροπαλό της χέρι στη μέση του, ολόκληρο το κορμί του σφίχτηκε και βόγκηξε. Αμέσως η Χάνα πήρε το χέρι της. Αρπάζοντάς την από το μπράτσο, ο Γουίλιαμ την κοίταξε έντονα και είπε βραχνά: «Μη σταματάς.» Την είδε να σηκώνει το χέρι της και να χαϊδεύει την κοιλιά του, με πιο πολύ θάρρος αυτή τη φορά. Τα μάτια του έκλεισαν στο άγγιγμά της. Βογκώντας από την ευχαρίστηση, ο Γουίλιαμ τη φίλησε με νέα ορμή. Παίρνοντας στα χείλη του τα δικά της, χάραξε ένα μονοπάτι με φιλιά από το λαιμό της ώς το στήθος της. Όταν έφτασε εκεί, σταμάτησε. Κοιτώντας τη σαν πεινασμένος, άπλωσε το χέρι του και τη χάιδεψε στο ένα στήθος. Πίεσε την απαλή κορυφή μερικές φορές και μετά άγγιξε το ροζ ώριμο κέντρο της με το δάχτυλό του. Κατεβάζοντας το κεφάλι του, ο Γουίλιαμ φύσηξε προς τα εκεί και η ρώγα της σκλήρυνε σαν

ώριμο μπουμπούκι. Άκουσε τη Χάνα να αναστενάζει. Τον παρακολουθούσε με ορθάνοιχτα μάτια. Χάιδεψε τη ρώγα της με το ένα δάχτυλο προτού την πιάσει ανάμεσα στον αντίχειρα και το μεσαίο δάχτυλο. Έτριψε τα δάχτυλά του μερικές φορές και η Χάνα αναστατώθηκε. «Γουίλιαμ;» σαν να τον ικέτεψε. Ο Γουίλιαμ κοίταξε τη Χάνα με ένα πονηρό βλέμμα προτού χαμηλώσει το στόμα του και γλείψει τη δροσερή ρώγα. «Γουίλιαμ!» φώναξε η Χάνα και σχεδόν τινάχτηκε από το κρεβάτι. Ο Γουίλιαμ συνέχισε το γλυκό βασανιστήριο και η Χάνα άρπαξε το κεφάλι του με τα δυο της χέρια, τραβώντας αλλά και διώχνοντάς τον, σαν να μην ήξερε τι ήθελε. Έτρεμε κάτω από το κορμί του, η αναπνοή της ήταν κοφτή και αναστέναζε ασταμάτητα. Ο Γουίλιαμ γύρισε στο στόμα της για ακόμα ένα καυτό φιλί και έσπρωξε τα πόδια της με το γόνατό του για να τα ανοίξει. Ο ανδρισμός του ήταν τόσο σκληρός όσο ποτέ άλλοτε και σύντομα θα έχανε τον έλεγχο. Ο Γουίλιαμ ήταν πάντα τρυφερός εραστής και πάντα ήθελε να ευχαριστήσει τη γυναίκα με την οποία ξάπλωνε προτού τελειώσει εκείνος. Ποτέ όμως δεν είχε νιώσει τόση ευχαρίστηση όση ένιωθε τώρα μαζί με τη Χάνα. Άπλωσε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της και άγγιξε την κρυμμένη φύση της. Διστακτικά βύθισε τα δάχτυλά του μέσα στη Χάνα και ανακάλυψε ότι ήταν ήδη ζεστή και υγρή για εκείνον. Ξάπλωσε ανάμεσα στα πόδια της και ο ανδρισμός του σύντομα αντικατέστησε τα δάχτυλά του, πιέζοντάς την. Προσπαθώντας να συγκρατηθεί για όσο πιο πολύ γινόταν, ο Γουίλιαμ μπήκε αργά μέσα στη Χάνα. Αμέσως σταμάτησε για να της δώσει λίγο χρόνο. Ένιωθε τόσο ωραία μέσα της, και το κορμί του ήθελε να συνεχίσει, να μπει όλο και πιο βαθιά. Ίσα που μπορούσε να κρατηθεί. Περισσότερο από τίποτε άλλο, ήθελε να είναι μια υπέροχη εμπειρία για τη Χάνα. *** Η Χάνα έμεινε τελείως ακίνητη και ο Γουίλιαμ πίεσε λίγο περισσότερο. Το αρχικό σοκ που ένιωσε όταν μπήκε μέσα της είχε εξασθενίσει, αλλά η Χάνα ένιωθε ακόμα περίεργα, μην ξέροντας τι θα γίνει μετά. Καταλάβαινε ότι ο Γουίλιαμ προσπαθούσε να κρατηθεί. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο και τα χέρια του έτρεμαν, αλλά η Χάνα δεν ήθελε να καθυστερήσει άλλο. Ήθελε να μάθει τι θα γίνει στη συνέχεια. Σήκωσε τους γοφούς της και ο Γουίλιαμ γλίστρησε λίγο πιο μέσα. Ο αναστεναγμός του έδωσε στη Χάνα απερίγραπτη ικανοποίηση και άρχισε να κουνά τους γοφούς της. «Χάνα, σταμάτα» βόγκηξε ο Γουίλιαμ. «Μα θέλω... κάτι, Γουίλιαμ» παρακάλεσε η Χάνα, μην καταλαβαίνοντας τι ακριβώς ήταν αυτό που ήθελε. «Θέλω κι άλλο.» «Δε θέλω να σε πονέσω» είπε ο Γουίλιαμ σφίγγοντας τα δόντια. Η Χάνα τον κοίταξε και είπε: «Δε θα με κάνεις ποτέ να πονέσω.» «Μπορεί. Δεν το θέλω, αλλά μπορεί να σε πονέσω. Αλλά θα κρατήσει για λίγο, και μόνο για αυτή τη φορά.» Την κοίταξε, θέλοντας να την κάνει να καταλάβει. «Σε εμπιστεύομαι» είπε μαλακά η Χάνα.

*** Ο Γουίλιαμ βόγκηξε όταν η Χάνα του έδωσε την εμπιστοσύνη της. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, οπότε ενέδωσε στην ανάγκη του και μπήκε βαθιά μέσα της με δύναμη. Η μικρή κραυγή πόνου της Χάνα σχεδόν του ράγισε την καρδιά. Την πήρε αγκαλιά και την κράτησε κοντά του. «Είσαι καλά, γλυκιά μου;» ρώτησε λίγες στιγμές αργότερα και η ζεστή ανάσα του χάιδεψε το αφτί της. *** Η Χάνα δοκίμασε να κουνηθεί. Με χαρά της κατάλαβε ότι ο πόνος είχε υποχωρήσει. Αντ’ αυτού, ένιωθε... γεμάτη και ανεξήγητα ταιριαστή. Σαν να είχε ένα κενό μέσα της και περίμενε όλη της τη ζωή τον Γουίλιαμ για να το γεμίσει. «Νομίζω» του είπε αργά. «Αλλά πίστευα ότι θα τελείωνε κάπως... διαφορετικά. Δεν ξέρω... περίμενα κάτι... εκρηκτικό να συμβεί.» Αμέσως πρόσθεσε «Αλλά και αυτό καλό ήταν» μη θέλοντας να τον πληγώσει. Ο Γουίλιαμ άρχισε να τρέμει και η Χάνα τρόμαξε μήπως έπαθε τίποτα. Μετά κατάλαβε ότι τον είχαν πιάσει τα γέλια. Τον ανασήκωσε από πάνω της για να τον αντικρίσει και ρώτησε νευριασμένη: «Τι; Τι είναι τόσο αστείο;» Γελώντας, ο Γουίλιαμ άρχισε να κουνά τους γοφούς του αργά εμπρός και πίσω και είπε: «Ω, Χάνα... δεν τέλειωσε ακόμα. Ούτε κατά διάνοια.» Η Χάνα άνοιξε το στόμα της για να μάθει τι εννοούσε, αλλά το συναίσθημα που μεγάλωνε μέσα της την απέτρεψε από το να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, και το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει ήταν: «Ω, Θεέ...» Με κάθε κίνηση του Γουίλιαμ κύματα ευχαρίστησης έσκαγαν στο κορμί της. Βαθιά μέσα της γεννήθηκε μια επιθυμία που μεγάλωνε, μεγάλωνε και την οδηγούσε κάπου που ήθελε να φτάσει αμέσως. Ενστικτωδώς, άρχισε να κουνά τους γοφούς της με το ρυθμό του Γουίλιαμ. Ξαφνικά, ο Γουίλιαμ κατέβασε το χέρι του ανάμεσα στα δύο ιδρωμένα σώματα και άγγιξε κάτι ανάμεσα στα πόδια της - και αυτό ήταν το τέλος. «Γουίλιαμ!» φώναξε η Χάνα, τρέμοντας ακατάπαυστα από τους σπασμούς της ευχαρίστησης. Αμέσως μετά, άκουσε τον Γουίλιαμ να φωνάζει το όνομά της, προτού καταρρεύσει πάνω της. Η Χάνα έμεινε ξαπλωμένη από κάτω του, ανατριχιάζοντας ακόμα, ενώ σκεφτόταν πώς ήταν δυνατόν δυο άνθρωποι που έχουν ξανακάνει... αυτό δε βγαίνουν να το φωνάξουν πόσο υπέροχο είναι από τις στέγες των σπιτιών τους. Σε όσα βιβλία είχε διαβάσει δεν είχε βρει καμιά αναφορά στο πόσο απερίγραπτα απολαυστικό ήταν. Καθάρισε το λαιμό της και ψιθύρισε «Γουίλιαμ... ο έρωτας είναι συνήθως τόσο... ευχάριστος;» Χαμογελώντας, ο Γουίλιαμ στηρίχτηκε στον αγκώνα του και την κοίταξε. «Ναι, είναι ευχάριστος συνήθως. Μαζί σου όμως ξεπέρασε κάθε μου εμπειρία.» «Αλήθεια;» ρώτησε με ενθουσιασμό η Χάνα. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήθελε να κάνει τον Γουίλιαμ να νιώσει τέλεια ικανοποιημένος, όπως ένιωθε εκείνη αυτή τη στιγμή. Σήκωσε το χέρι του και απομάκρυνε μια μπούκλα που είχε πέσει στο μέτωπό της. Τη φίλησε

τρυφερά και είπε: «Ναι, Χάνα. Ο έρωτας μαζί σου είναι διαφορετικός και πιο υπέροχος απ’ ό,τι είχα νιώσει στο παρελθόν.» «Ω, Γουίλιαμ! Σ’ αγαπάω» είπε η Χάνα με πάθος. «Κι εγώ αγαπάω εσένα» είπε ο Γουίλιαμ, πειράζοντας παιχνιδιάρικα τη μύτη της. Με μια γρήγορη κίνηση, ο Γουίλιαμ γύρισε στο πλάι. Εκείνος ήταν τώρα ξαπλωμένος ανάσκελα και η Χάνα βολεύτηκε δίπλα του. Η Χάνα ένιωθε να της λείπει η έντονη επαφή τους, αλλά απλώς κόλλησε το κορμί της στο δικό του και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Και οι αγκαλιές είναι ωραίες, αποφάσισε. Αναστέναξε ευτυχισμένη και έκλεισε τα μάτια. *** Ο Γουίλιαμ δεν είχε νιώσει ποτέ του μεγαλύτερη ικανοποίηση. Η μόνη αλήθεια ήταν η Χάνα, κουλουριασμένη δίπλα του, με το ζεστό, σφιχτό κορμί της μέσα στην αγκαλιά του. Για να πετύχει το απόλυτο σχέδιό του, δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ ακόμα εκεί. Ήταν ήδη περασμένη η ώρα και σε λίγο θα ξεκινούσε η αποψινή ψυχαγωγία της καλής κοινωνίας. Εκείνος και η Χάνα έπρεπε να φύγουν από το σπίτι ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Δεν υπήρχε λεπτό για χάσιμο.

Κεφάλαιο Δεκαεπτά Άκου με… Ποτέ μην πάρεις το γλυκό ενός μωρού και τα κοσμήματα μιας γυναίκας. - Δούκας του Λάνκαστερ «Χάνα; Χάνα αγάπη μου;» είπε απαλά ο Γουίλιαμ χαϊδεύοντας τη στα χέρια και μετά στο μάγουλο. «Δεν είναι ώρα για ύπνο τώρα.» Η Χάνα χασμουρήθηκε και έτριψε τα μάτια της. Μετά τέντωσε το κορμί της αισθησιακά, σαν γάτα, προτού ανοίξει τα μάτια της. «Γουίλιαμ» είπε σιγά. «Χάνα» απάντησε ο Γουίλιαμ γελαστός. Είναι τόσο όμορφη, σκέφτηκε. «Με πήρε ο ύπνος» είπε με ένα αθώο χαμόγελο. «Το κατάλαβα» απάντησε ο Γουίλιαμ «και πίστεψέ με όταν σου λέω πως το μόνο που θα ήθελα είναι να περάσω τη νύχτα μαζί σου... Πολλές πολλές νύχτες μαζί σου, αλλά έχουμε καιρό για αυτό. Τώρα πρέπει να σε πάω σπίτι.» Η λογική φάνηκε ότι άρχισε να ξυπνά στο ζαλισμένο μυαλό της Χάνα και τινάχτηκε όρθια, αφήνοντας τα στήθη της εκτεθειμένα. «Τι ώρα είναι; Ω, θεέ μου, οι γονείς μου θα έχουν ανησυχήσει τόσο!» Κατέβασε το ένα πόδι από το κρεβάτι, λες και ήταν έτοιμη να πεταχτεί έξω στο δρόμο εκείνη τη στιγμή. Ο Γουίλιαμ τη σταμάτησε. «Μην ανησυχείς. Δεν είναι ούτε καν εννέα, νωρίς δηλαδή για τα δικά μας δεδομένα.» Η Χάνα ξανακάθισε ανακουφισμένη. «Ευτυχώς, αλλά και πάλι πρέπει να γυρίσω σπίτι. Έλειπα όλη τη μέρα.» Ο Γουίλιαμ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τη Χάνα καθισμένη δίπλα του χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τη γύμνια της. Έκλεισε τα μάτια του για να καταλαγιάσει την επιθυμία που φούντωνε μέσα του και είπε: «Λείπαμε.» «Χμ; Λείπαμε;» απάντησε αφηρημένα η Χάνα, καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι και έκανε μερικά βήματα γύρω. Μια ματιά στον καθρέπτη και αμέσως θυμήθηκε ότι ήταν γυμνή. Στριφογύρισε και άρπαξε το νυχτικό που φορούσε νωρίτερα ο Γουίλιαμ. Ήταν φαρδύ και την κάλυπτε αρκούντως. Τώρα που κάλυψε το αισθησιακό της σώμα, ο Γουίλιαμ έστρεψε την προσοχή του στο θέμα τους. «Ναι, λείπαμε. Όπως και τώρα θα πάμε σπίτι σου.» «Ναι, φυσικά. Το φαντάστηκα ότι θα ήθελες να με γυρίσεις στο σπίτι. Είσαι τόσο γλυκός» είπε η Χάνα και τον κοίταξε με λατρεία. Ο Γουίλιαμ κούνησε το κεφάλι του. «Θέλω περισσότερα από αυτό.» «Ναι;» Η υπομονή του Γουίλιαμ έφτασε στο τέλος της και σκέφτηκε μια ιδέα. «Ψάξε μέσα στην τσέπη σου.» Με μπερδεμένο βλέμμα, η Χάνα κοίταξε κάτω τη νυχτικιά που φορούσε. Έψαξε μέσα στις πτυχές για την τσέπη και ο Γουίλιαμ κατάλαβε ότι είδε το δαχτυλίδι. Τον κοίταξε με ένα βλέμμα μπερδεμένης αμφιβολίας και ελπίδας.

*** Η Χάνα έβγαλε το δαχτυλίδι από την τσέπη της νυχτικιάς και αντίκρισε το πιο εκπληκτικό κόσμημα που είχε δει ποτέ. Ένα δαχτυλίδι που μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Στ’ αλήθεια, ήθελε να την παντρευτεί. Δεν ήταν πια ένα όνειρο που ήθελε να είναι αληθινό. Μέσα από τα δάκρυά της κοίταξε τον Γουίλιαμ και κατάλαβε επιτέλους τι προσπαθούσε να της πει προηγουμένως. «Ναι» είπε πνιχτά «πρέπει να επιστρέψουμε στο σπίτι μου το συντομότερο δυνατόν.» «Ναι, πρέπει» επανέλαβε ο Γουίλιαμ. Και η Χάνα έμεινε ακίνητη να κοιτά τον Γουίλιαμ με ένα ανόητο χαμόγελο στα χείλη. Μετά ο Γουίλιαμ τρόμαξε τη Χάνα καθώς τινάχτηκε από το κρεβάτι και πήρε το δαχτυλίδι από τα τρεμάμενα χέρια της. Έμεινε αποσβολωμένη όταν ο Γουίλιαμ άρχισε να χορεύει στο δωμάτιο γυμνός, αλλά όταν της πήρε το δαχτυλίδι, φώναξε: «Έι!» Ο Γουίλιαμ της κούνησε το δάχτυλό του κατηγορηματικά. «Έλα τώρα, θα πρέπει να περιμένεις μέχρι να επισημοποιήσουμε τον αρραβώνα μας κι εγώ θα περάσω το δαχτυλίδι στο χέρι σου.» Μετά, σφυρίζοντας χαρούμενα, έφυγε προς το δωμάτιό του, πιθανότατα για να ντυθεί. Η Χάνα αντιστάθηκε στην παρόρμηση να του πετάξει κάτι στο κεφάλι, και έβγαλε τη γλωσσά της στον Γουίλιαμ. Μετά σηκώθηκε απρόθυμα για να ντυθεί και να τακτοποιηθεί ευπρεπώς. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη που κρεμόταν πάνω από το κομοδίνο και έμεινε άφωνη με την εμφάνισή της. Τα μισά μαλλιά της είχαν στεγνώσει και πετούσαν παντού σε ανεξέλεγκτες μπούκλες και τα άλλα μισά κρέμονταν ακόμα άτονα και βρεγμένα, στο λαιμό και την πλάτη της. Πώς θα κατάφερνε να τα χτενίσει αξιοπρεπώς; Αναστενάζοντας με απογοήτευση, η Χάνα έσκυψε για να ψάξει τις φουρκέτες που είχε βγάλει από τα μαλλιά της, όσο ήταν στην μπανιέρα. Προφανώς, όταν ο Γουίλιαμ είχε γονατίσει δίπλα της, πέταξε τις φουρκέτες ποιος ξέρει πού. Μπουσουλώντας στα τέσσερα, η Χάνα άρχισε να ψάχνει. «Τι κάνεις;» Η Χάνα αναπήδησε όταν άκουσε τη φωνή του Γουίλιαμ και κοπάνησε το κεφάλι της στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Μουρμουρίζοντας κάτι διόλου θηλυκό, η Χάνα βγήκε αργά από κάτω, κρατώντας όσες φουρκέτες μπόρεσε να εντοπίσει. Μουτρωμένη, είδε τον Γουίλιαμ να την πλησιάζει για να ρίξει μια ματιά στο κεφάλι της. «Δεν είναι μόνιμη ζημιά» ανακοίνωσε, και μετά πρόσθεσε: «Θέλεις βοήθεια με τα μαλλιά σου;» Η Χάνα στάθηκε εκεί και πέταξε τις φουρκέτες στο σωρό με τις υπόλοιπες που είχε βρει νωρίτερα. «Και πού ξέρεις εσύ από γυναικεία χτενίσματα;» είπε θυμωμένα. Είχε νευριάσει –με τον εαυτό της πιο πολύ– κι άρχισε να τραβά τα μαλλιά της βίαια με μια βούρτσα που ήταν αφημένη στο κομοδίνο. Η συμπεριφορά της δεν ήταν σωστή, αλλά το κεφάλι της πονούσε και πέρασε μια δύσκολη μέρα. Παραλίγο να σκοτωθεί, για όνομα του Θεού. Έμεινε σιωπηλή όταν ο Γουίλιαμ πήρε τη βούρτσα από το χέρι της. Την οδήγησε στο σκαμπό που είχε επάνω τους τις πετσέτες και της έκανε νόημα να καθίσει εκεί. Με πολύ πιο απαλές κινήσεις, άρχισε να ξεμπλέκει τους κόμπους από τα μαλλιά της. «Αν θέλεις να ξέρεις, έχω κάνει ένα-δυο χτενίσματα στο παρελθόν.» Μάλλον σε καμιά ερωμένη, σκέφτηκε η Χάνα προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Πίστευε ότι δε θα άξιζε τίποτα μπροστά σε μια εντυπωσιακή ηθοποιό ή τραγουδίστρια της όπερας, τις ερωμένες

που έλεγαν οι φήμες ότι είχε. Η σκέψη αυτή δεν έκανε τίποτα για να της βελτιώσει τη διάθεση. Ο Γουίλιαμ συνέχισε να μιλά σιγά, αγνοώντας το συνοφρύωμα της Χάνα. «Λοιπόν, όταν πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου δε... δεν ήθελε να δει κανένα, ούτε καν την καμαριέρα της. Την ημέρα της κηδείας τη βοήθησα να χτενιστεί, και από τότε μας έμεινε συνήθεια για λίγο καιρό. Κάθε πρωί τη βοηθούσα να ετοιμαστεί και έτσι κατάφερνε να βγάλει την ημέρα.» Η Χάνα ένιωσε αμέσως ένοχη για την κακή της σκέψη και την παιδιάστικη συμπεριφορά της. «Ω, Γουίλιαμ» είπε απολογητικά. «Συγνώμη για τα νεύρα μου. Έκανες κάτι θαυμάσιο για τη μητέρα σου... και τώρα για μένα. Υποθέτω ότι έχω άγχος που θα αντικρίσω τους γονείς μου. Η μητέρα μου δεν είναι πολύ υπέρ της... σχέσης μας.» «Όχι;» «Δεν το παρατήρησες; Είναι πολύ ψυχρή μαζί σου.» Ο Γουίλιαμ, γελώντας, είπε: «Οι περισσότερες μητέρες έτσι είναι. Δεν έχω και την καλύτερη φήμη.» «Ναι, αλλά βλέπω συνέχεια άλλες μητέρες να σου παρουσιάζουν τις κόρες τους, συχνά με τις ευλογίες της μητέρας σου.» «Πιστεύουν ότι οι άντρες που ήταν στο παρελθόν ελευθέρων ηθών γίνονται καλοί σύζυγοι, και ο τίτλος και η περιουσία μου δεν τους πέφτουν και άσχημα, αλλά οι μητέρες είναι πάντα επιφυλακτικές όταν οι κόρες τους φλερτάρουν με τέτοιους άντρες.» Η Χάνα είχε ακούσει το ίδιο πράγμα για τους πρώην μπερμπάντηδες συζύγους, και ήλπιζε να είναι όντως αλήθεια. Είμαι στην κατάλληλη θέση για να το μάθω, έτσι δεν είναι; σκέφτηκε αποφασιστικά, γιατί δεν είχε καμία διάθεση να αφήσει αυτό τον υπέροχο άντρα να της φύγει. Όταν ο Γουίλιαμ έβαλε και την τελευταία φουρκέτα στη θέση της, είπε: «Ορίστε. Είναι εντάξει;» Η Χάνα τον παρακολουθούσε από τον καθρέπτη. Τώρα, αντί για ένα χάλι, τα μαλλιά της ήταν τυλιγμένα σε έναν μαζεμένο κότσο στη βάση του κεφαλιού της. Ο Γουίλιαμ είχε αφήσει μερικές μπουκλίτσες να κρέμονται εδώ κι εκεί. «Είναι τέλεια» είπε ειλικρινά η Χάνα. «Σ’ ευχαριστώ, Γουίλιαμ.» «Παρακαλώ πολύ. Θέλεις βοήθεια με τίποτ’ άλλο προτού φύγουμε;» Η Χάνα κοίταξε τριγύρω. Το δωμάτιο ήταν ανάστατο. Κοκκίνισε λίγο όταν σκέφτηκε τι είχε συμβεί εκεί απόψε. «Γλυκιά μου, τι έχεις στο μυαλό σου;» είπε ο Γουίλιαμ υποψιασμένος. «Γιατί κοκκίνισες τόσο, χμμμ;» «Ω, σιωπή!» είπε η Χάνα χτυπώντας τον παιχνιδιάρικα. «Πάμε να φύγουμε προτού πεθάνω από ντροπή.» Ο Γουίλιαμ γέλασε μαλακά, πήγε στην πόρτα και την άνοιξε για να βγει η Χάνα. Η Χάνα τον σταμάτησε προτού καν αγγίξει το πόμολο. «Μήπως πρέπει να βγούμε χωριστά από τα δωμάτιά μας;» είπε δαγκώνοντας το χείλι της και κοίταξε την πόρτα ανάμεσα στα δωμάτια. «Δεν έχει σημασία» είπε αναστενάζοντας ο Γουίλιαμ. «Αλλά αν βγούμε και οι δύο από το δικό μου δωμάτιο, θα νομίσουν ότι κάναμε...» «Αυτό ακριβώς που κάναμε.» «Ε... ναι.» «Ποιοι ακριβώς θα το νομίσουν αυτό;»

«Δεν ξέρω. Οι υπηρέτες, και, ω, Θεέ μου! Η μητέρα σου!» με τη σκέψη και μόνο, η Χάνα ένιωσε να λιποθυμά. Τι θα σκεφτεί για εκείνη! Ήταν εμφανές πως δεν τη συμπαθούσε. Η Χάνα αισθάνθηκε αναγούλα. «Η μητέρα μου δεν είναι στο σπίτι. Ρώτησα τον Πίτερσον, αλλά είπε πως δε θα επιστρέψει για αρκετή ώρα.» «Ευτυχώς» είπε η Χάνα και χαλάρωσε ανακουφισμένη. Ανασαίνοντας βαθιά, χαμογέλασε. «Φυσικά και θα το είχες ρωτήσει. Ήμουν ανόητη που δεν το σκέφτηκα.» Ο Γουίλιαμ έσφιξε το χέρι της. «Αυτό που συνέβη απόψε ήταν υπέροχο, μην έχεις καμία αμφιβολία. Ως το πρωί θα είμαστε αρραβωνιασμένοι, έχεις το λόγο μου, και θα παντρευτούμε μόλις ξεκαθαρίσει η ιστορία με τον Κόλικοτ. Η κοινή μας ζωή αρχίζει απόψε, Χάνα. Αρχίζει τώρα!» και με μια φιγούρα, άνοιξε την πόρτα και οι δυο τους κατέβηκαν μαζί τη σκάλα. Ο Πίτερσον τους περίμενε στην κύρια είσοδο. «Πίτερσον, το παλτό μου και ένα μανδύα της μητέρας μου για την κυρία» είπε απότομα ο Γουίλιαμ. Ο μπάτλερ έγνεψε και έφυγε. Όση ώρα τον περίμεναν, η Χάνα αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή που θα έπρεπε να αναφέρει ένα άλλο δυσάρεστο θέμα. «Μιλώντας για μητέρες» άρχισε «τι θα κάνουμε με τις δικές μας;» «Τι εννοείς;» «Η μητέρα σου δε με συμπαθεί, Γουίλιαμ» απάντησε με πάθος. Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τους ώμους του. «Ούτε και η μητέρα σου τρελαίνεται για μένα. Έχει σημασία;» Η Χάνα τον κοίταξε έκπληκτη. «Φυσικά και έχει! Θέλω να είμαστε μια οικογένεια, όλοι μας!» Ανήσυχη, συνέχισε. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δε με συμπαθεί η λαίδη Πέμπροουκ. Οι περισσότερες μητέρες με συμπαθούν, ξέρεις.» «Δε θα ανησυχούσα πολύ για αυτό» απάντησε ο Γουίλιαμ, παίρνοντας τα ρούχα από τα χέρια τού άρτι αφιχθέντα Πίτερσον. «Μόλις μείνεις έγκυος, η μητέρα μου θα σε λατρέψει.» «Γουίλιαμ!» είπε η Χάνα, κοιτώντας έντονα τον μπάτλερ, κατακόκκινη από ντροπή. «Αυτό δεν είναι αστείο.» «Δεν προσπαθούσα να κάνω αστείο. Απλώς λέω την αλήθεια.» Την κοίταξε με ειλικρίνεια. «Όλες οι μητέρες αγαπούν τα μωρά... και ειδικά τα εγγόνια. Θα μας αγαπήσουν, μόνο και μόνο επειδή θα τους χαρίσουμε εγγόνια.» Μετά χαμογέλασε. «Και αφού μου αρέσει η διαδικασία... Θα είμαστε όλοι κερδισμένοι.» Η Χάνα γκρίνιαξε. «Όπως και να ’χει, θα προτιμούσα να με συμπαθήσει από μόνη της, όχι εξαιτίας του εγγονιού της.» «Θα το έχω υπόψη μου. Πάμε τώρα;» Η Χάνα γύρισε την πλάτη στον Γουίλιαμ για να τη βοηθήσει να φορέσει την κάπα της. Αφού ντύθηκε, ο Γουίλιαμ έβαλε και το δικό του παλτό και άνοιξε την μπροστινή πόρτα. Μια ριπή κρύου αέρα μπήκε μέσα στο σπίτι. «Να μην πάρουμε μια άμαξα;» ρώτησε η Χάνα. «Αν μας δει κάποιος;» «Αυτό είναι το θέμα, αγάπη μου» απάντησε χαρωπά ο Γουίλιαμ. «Θέλω να μας δει κάποιος... συγκεκριμένος.» Η Χάνα κοίταξε τον Γουίλιαμ με μάτια ορθάνοιχτα από την περιέργεια. «Δε σε καταλαβαίνω.» «Θα καταλάβεις εν καιρώ. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να με εμπιστευτείς. Μπορείς να το

κάνεις αυτό;» ρώτησε απαλά ο Γουίλιαμ. «Με όλη μου την καρδιά» είπε αμέσως η Χάνα και πήρε το χέρι του Γουίλιαμ. Μαζί κατέβηκαν τα σκαλιά και έστριψαν για την κατεύθυνση προς το σπίτι της Χάνα. Η οικία των Ρότσεστερ ήταν λίγα τετράγωνα μετά την Πλατεία του Κυβερνήτη και είχαν σχεδόν φτάσει εκεί, όταν η Χάνα είδε μια γνώριμη άμαξα να περνά από δίπλα τους. Μέσα είδε φευγαλέα να κάθεται η λαίδη Λάνκαστερ και μια ακόμα γνωστή κυρία, η λαίδη Κάστλρεϊ, η οποία κοιτούσε τη Χάνα πίσω από το παράθυρο. Η λαίδη Κάστλρεϊ ήταν γνωστή στο Λονδίνο. Ήταν Ευεργέτης του Άλμακ, ενός δημοφιλούς κοινωνικού κλαμπ. Είχε μεγάλη επιρροή στην καλή κοινωνία και ήταν συνυπεύθυνη για την επιβολή πολλών από τους άγραφους κανόνες τυπικότητας που διέπουν τη ζωή των ελίτ. Αν έβλεπε τον Γουίλιαμ και τη Χάνα ασυνόδευτη να περπατούν μαζί, θα το θεωρούσε καθήκον της να τους παντρέψει, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να τους σύρει μόνη της στην εκκλησία. Η συμπεριφορά τους θα οδηγούσε σε διάλυση των ηθών και των κανόνων της τάξης τους. Η Χάνα θορυβήθηκε μόλις είδε δύο από τις πιο ισχυρές γυναίκες του Λονδίνου να περνούν δίπλα τους, αλλά αμέσως κατάλαβε τι είχε σκοπό να κάνει ο Γουίλιαμ και βρήκε το σχέδιό του πανέξυπνο. Όλοι γνώριζαν πως κάθε Σάββατο απόγευμα η λαίδη Λάνκαστερ και η λαίδη Κάστλρεϊ πήγαιναν μαζί στο Άλμακ. Τώρα που τους είχε δει, ο Γουίλιαμ και η Χάνα ήταν έτοιμοι για γάμο. Η παρουσία της λαίδης Λάνκαστερ όμως τους έδινε τον έλεγχο πάνω στην πληροφορία αυτή. Μπορούσε να ελέγξει πότε και αν η πληροφορία θα γινόταν ευρέως γνωστή. Αν η λαίδη Κάστλρεϊ μάθαινε ότι ο Γουίλιαμ και η Χάνα θα παντρευτούν στο άμεσο μέλλον, δε θα συνέχιζε. Αν όμως κάτι συνέβαινε που θα εμπόδιζε το γάμο, ήταν στο χέρι της να κάνει ό,τι μπορεί για να καταλήξουν μαζί. Και κανένας δε θα έλεγε τίποτα για την τιμή της, σκέφτηκε η Χάνα. Σίγουρα το να κάνει βόλτα μόνη της με έναν άντρα είναι επιλήψιμο, αλλά δεν είναι και το τέλος του κόσμου. «Γουίλιαμ, είσαι πανέξυπνος!» είπε η Χάνα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξε με μάτια που έλαμπαν. «Ευχαριστώ, κυρία μου» είπε με ένα χαμόγελο. Το σπίτι της ήταν μόλις λίγα μέτρα μακριά. Η Χάνα πήρε το χέρι του Γουίλιαμ και άρχισε να τον τραβά προς τα εκεί. Το μέλλον της θα ξεκινούσε μόλις ο Γουίλιαμ πήγαινε στον πατέρα της για να συζητήσουν, και ανυπομονούσε για την ώρα και τη στιγμή. Γελώντας, ο Γουίλιαμ άρχισε να βηματίζει πιο γρήγορα, μέχρι που τραβούσε τώρα εκείνος τη Χάνα στο δρόμο. Ανίκανη να αντισταθεί στην ανείπωτη πρόκληση, η Χάνα άρχισε να τρέχει κι εκείνη. Σε λίγο έτρεχαν στο δρόμο σπρώχνοντας παιχνιδιάρικα ο ένας τον άλλο, για να φτάσουν πρώτοι στα σκαλιά της εισόδου. *** Όταν ο Γουίλιαμ και η Χάνα έφτασαν στην μπροστινή είσοδο, χαζογελούσαν σαν μικρά παιδιά. Ο Γουίλιαμ στάθηκε ένα λεπτό να ηρεμήσει και μετά η Χάνα άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο γνώριμο χολ. Έβγαλαν τα πανωφόρια τους και άρχισαν να ψάχνουν τον πατέρα της Χάνα μέσα στο σπίτι. Υπολογίζοντας την ώρα, η Χάνα υπέθεσε ότι ο πατέρας της θα ήταν είτε στο διαμέρισμα της μητέρας της, απολαμβάνοντας ένα βιβλίο μπροστά στο τζάκι ενώ η μητέρα της θα ασχολούνταν με το κέντημα της, είτε στο γραφείο του με ένα ποτηράκι μπράντι. Το σαλόνι της μητέρας της ήταν

ακριβώς απέναντί τους στο διάδρομο, οπότε αποφάσισε να ξεκινήσει από εκεί. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και άκουσε φωνές μέσα από το δωμάτιο. Δεν ήταν όμως η μητέρα της με τον πατέρα της, αλλά η μητέρα της με τη μητέρα του Γουίλιαμ! «Μητέρα;» έκανε ο Γουίλιαμ, απορώντας γιατί η μητέρα του ήταν εκεί με τη λαίδη Ρότσεστερ. Ο Πίτερσον του είχε αναφέρει ότι βγήκε, αλλά δεν είχε φανταστεί ότι θα την έβρισκε εκεί. Η λαίδη Ρότσεστερ και η λαίδη Πέμπροουκ σταμάτησαν αμέσως της συζήτηση όταν μπήκαν μέσα τα παιδιά τους. «Εδώ είσαι, Χάνα!» φώναξε η λαίδη Ρότσεστερ και σηκώθηκε για να αγκαλιάσει την κόρη της. «Είχα αρχίσει να ανησυχώ. Έλειπες όλη μέρα!» «Και ο Γουίλιαμ» είπε η λαίδη Πέμπροουκ και σηκώθηκε κι εκείνη για να δώσει ένα φιλί στο γιο της. «Δεν περίμενα να σε δω εδώ.» «Κι εγώ το ίδιο» απάντησε στεγνά ο Γουίλιαμ. «Ε, ναι, έλαβα ένα πολύ ευγενικό σημείωμα από τη λαίδη Ρότσεστερ που με προσκαλούσε να περάσουμε μαζί το απόγευμα, οπότε ήρθα!» Ο Γουίλιαμ αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη Χάνα, η οποία ανασήκωσε τους ώμους της. «Αν σκεφτείς για ποιο σκοπό ήρθαμε εδώ, είναι ευτυχής η σύμπτωση» είπε ψιθυριστά. Αναστενάζοντας, ο Γουίλιαμ κατάλαβε το δίκιο της Χάνα. Η μητέρα του κάποια στιγμή θα μάθαινε για τον αρραβώνα. Κάλλιο τώρα παρά αργότερα. Η Χάνα κατάλαβε τη σιωπηλή του συγκατάνευση. Γύρισε στη μητέρα της και ρώτησε: «Μητέρα, πού είναι ο πατέρας απόψε;» Η λαίδη Ρότσεστερ μισόκλεισε τα μάτια. «Στο γραφείο του, καλή μου.» Η λαίδη Πέμπροουκ έχωσε μια αγκωνιά στη λαίδη Ρότσεστερ και μοιράστηκαν ένα βλέμμα που η Χάνα θεώρησε ανεξήγητο. Καμιά από τις δύο δεν ήθελε να βλέπουν τον Γουίλιαμ μαζί με τη Χάνα. Τώρα μάλλον θα άρχιζαν να καταλαβαίνουν το λόγο για τον οποίο ήθελαν να δουν τον πατέρα της. Και οι δύο μητέρες έμοιαζαν αποκαρδιωμένες με την τροπή των γεγονότων. Μα γιατί δεν μπορεί να χαρεί η μητέρα με τη χαρά μου; Παραπονέθηκε η Χάνα από μέσα της. Τελείως ανεπηρέαστος από την αδιαφορία της μητέρας του, ο Γουίλιαμ είπε: «Πάμε να τον βρούμε, γλυκιά μου;» και έτεινε το χέρι του στη Χάνα. Κουνώντας το κεφάλι με απελπισία, η Χάνα κρατήθηκε από τον αγκώνα του και τον οδήγησε στο γραφείο. Λίγο αργότερα στάθηκαν μπροστά στην πόρτα. Με μια μεγαλοπρεπή χειρονομία, έδειξε στον Γουίλιαμ την πόρτα, σαν να του έλεγε ότι ήταν ώρα για την παράστασή του. Ο Γουίλιαμ μπήκε στο δωμάτιο μαζί με τη Χάνα και μετά έκλεισε την πόρτα από πίσω του. Ο πατέρας της Χάνα καθόταν πίσω από το τεράστιο δρύινο γραφείο του, παρακολουθώντας τους. Κατέβασε το ποτήρι με το μπράντι και έπλεξε τα χέρια του μεταξύ τους. Η Χάνα κατάλαβε πως ο πατέρας της είχε ήδη υποψιαστεί το λόγο της επίσκεψης. Αντίθετα με τη μητέρα της, τους κοίταζε και τους δύο σαν γάτα που μόλις έχει φάει το καναρίνι. «Χάνα, Πέμπροουκ! Τι αναπάντεχη έκπληξη!» είπε δυνατά ο λόρδος Ρότσεστερ και σηκώθηκε για να σφίξει εγκάρδια το χέρι του Γουίλιαμ. «Πώς είστε, κύριε;» ρώτησε ευγενικά ο Γουίλιαμ. «Υπέροχα, υπέροχα» απάντησε εκείνος. «Παρακαλώ, γιατί δεν κάθεστε;» Ο πατέρας της Χάνα τούς έδειξε τις δύο πολυθρόνες απέναντι από το γραφείο του, και η Χάνα με τον Γουίλιαμ τον υπάκουσαν αμέσως.

Όταν κάθισε κι εκείνος στη θέση του, ο λόρδος Ρότσεστερ είπε: «Λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για εσάς;» Από τον τρόπο που γυάλιζαν τα μάτια του, ο Γουίλιαμ υπέθεσε πως ο λόρδος ήξερε για ποιο πράγμα ήθελαν να του μιλήσουν, αλλά αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι, και τον ρώτησε: «Κύριε, ήθελα να σας ρωτήσω κάτι πολύ σημαντικό.» «Ναι, νεαρέ μου» τον ενθάρρυνε ο λόρδος Ρότσεστερ. «Όπως γνωρίζετε» άρχισε ο Γουίλιαμ «η κόρη σας κι εγώ συνεργαστήκαμε για να σταματήσουμε ένα κακόβουλο σχέδιο του Κέιλεμπ Κόλικοτ.» «Δε γνωρίζω όλες τις λεπτομέρειες, αλλά η Χάνα μού ανέφερε κάτι σχετικό.» Ο Γουίλιαμ συγκατάνευσε. «Μέσα από αυτή τη διαδικασία καταφέραμε να γνωριστούμε καλύτερα και έχω να σας πω ότι καμιά δεσποινίδα δε φτάνει τη Χάνα ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι. Είναι εκπληκτική γυναίκα.» Ο πατέρας της Χάνα τού χάρισε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. Ο Γουίλιαμ πήρε μια βαθιά ανάσα προτού συνεχίσει. «Κατά συνέπεια, λόρδε Ρότσεστερ, θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου επιτρέπατε να ζητήσω την κόρη σας σε γάμο.» «Πάντα σε συμπαθούσα, Πέμπροουκ, και σε θεωρώ έξυπνο άνθρωπο. Δε βλέπω κανένα λόγο για να αρνηθώ την επιθυμία σου. Έχεις την ευλογία μου, γιε μου» είπε ο λόρδος Ρότσεστερ και χτύπησε το χέρι του στο γραφείο για να δώσει έμφαση. Ο Γουίλιαμ έβγαλε όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του και χαλάρωσε. Δεν είχε καν καταλάβει ότι κρατούσε την αναπνοή του. «Βέβαια» συνέχισε ο λόρδος Ρότσεστερ «πρέπει να έχεις και τη συγκατάθεση της Χάνα. Εμπιστεύομαι την κρίση της και ποτέ δε θα συμφωνούσα σε έναν ακατάλληλο για εκείνη γάμο.» Ο λόρδος Ρότσεστερ κοίταξε τη Χάνα με τόση αγάπη που ο Γουίλιαμ συγκινήθηκε. Έτσι κοιτούσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους; Ποτέ δεν είχε ξαναδεί ο Γουίλιαμ έναν άντρα να μοιάζει τόσο δυνατός και τόσο ευάλωτος ταυτόχρονα. Για πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε μια σωστή πατρική φιγούρα. Μπορώ να μάθω πολλά από αυτό τον άνθρωπο, σκέφτηκε, χαρούμενος που θα γινόταν μέλος αυτής της οικογένειας. Τα μάτια της Χάνα έλαμπαν από τα εγκάρδια λόγια του πατέρα της. Ο Γουίλιαμ ευχήθηκε να τον κοιτάξει κι εκείνον με τον ίδιο τρόπο. Πήρε τα χέρια της στα δικά του, σηκώθηκε από τη θέση του και γονάτισε μπροστά της. Κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα μάτια της, είπε: «Χάνα, γλυκιά μου. Νομίζω πως σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, και είμαι ανόητος που δεν το κατάλαβα νωρίτερα. Με γιάτρεψες από έναν πόνο που δεν ήξερα καν ότι είχα και με έκανες τον πιο ευτυχισμένο άντρα του κόσμου. Οπότε σου ζητώ –ή μάλλον σε ικετεύω– να μου επιτρέψεις να σε ευχαριστώ καταλλήλως για το υπόλοιπο της ζωής μας.» Ο Γουίλιαμ έκανε μια παύση και έβγαλε από την τσέπη του το δαχτυλίδι που είχε πάρει από τη Χάνα προηγουμένως. Το πέρασε στο τρεμάμενο δάχτυλό της και είπε: «Χάνα, θα μου κάνεις την τιμή να γίνεις γυναίκα μου;» Τα μάτια της Χάνα είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα. Έγνεψε καταφατικά και όρμησε στην αγκαλιά του Γουίλιαμ. Χοροπηδώντας από τη χαρά του, ο Γουίλιαμ σήκωσε ψηλά τη Χάνα και άρχισε να τη στριφογυρίζει. Ήταν πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη του που βρήκε μια τόσο καλή, όμορφη, σοφή και γλυκιά γυναίκα σαν τη Χάνα. Σταμάτησε και τη φίλησε

γλυκά. Η τρυφερή στιγμή δεν κράτησε και πολύ. «Έχετε χρόνο για αυτά αργότερα» είπε ο λόρδος Ρότσεστερ χτυπώντας τον Γουίλιαμ στην πλάτη. «Υπάρχουν δύο γυναίκες μέσα στο σπίτι που θα έχουν τρελαθεί από την αγωνία για το τι συμβαίνει εδώ μέσα.» Ο Γουίλιαμ άφησε απρόθυμα τη Χάνα και ο λόρδος Ρότσεστερ προχώρησε και άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Η λαίδη Ρότσεστερ και η λαίδη Πέμπροουκ σχεδόν έπεσαν με τα μούτρα στο πάτωμα – ήταν εμφανές ότι είχαν κολλήσει το αφτί τους στην πόρτα για να κρυφακούσουν. Η λαίδη Ρότσεστερ είχε την ευγένεια να προσποιηθεί ότι ντράπηκε, αλλά η λαίδη Πέμπροουκ δεν είχε τέτοιες ευαισθησίες σε μια τέτοια μεγαλειώδη στιγμή. «Λοιπόν, είπε “ναι” ή “όχι”;» ρώτησε η μητέρα του, κοιτάζοντας μια τον Γουίλιαμ και μια τη Χάνα. Ο Γουίλιαμ αναστέναξε και ευχήθηκε οι απανταχού μητέρες να αφήσουν ήσυχα τα παιδιά τους. Η Χάνα σταύρωσε επιδεικτικά τα χέρια στο στήθος της και είπε «Ναι, του είπα “ναι”.» Ο Γουίλιαμ, προς έκπληξή του, είδε τη μητέρα του και τη μητέρα της Χάνα να βάζουν τα γέλια. «Τα καταφέραμε!» είπε ξέπνοα η λαίδη Πέμπροουκ. «Ναι, τα καταφέραμε!» είπε η λαίδη Ρότσεστερ, πιάνοντας το χέρι της άλλης γυναίκας. «Τι θα λέγατε να αποσυρθούμε στο σαλόνι για να συζητήσουμε τα σχέδια του γάμου;» «Εξαιρετική ιδέα» συμφώνησε η λαίδη Πέμπροουκ. Και οι δυο τους απομακρύνθηκαν, συζητώντας χαρούμενα. Ο Γουίλιαμ γύρισε στη Χάνα με απορία. «Τι ακριβώς κατάφεραν;» Η Χάνα τον κοίταξε αφηρημένα και ανασήκωσε τους ώμους της. Ο Γουίλιαμ κοίταξε μετά το λόρδο Ρότσεστερ. Γελώντας, ο ηλικιωμένος άντρας είπε: «Σύμφωνα με το ανόητο σχέδιό τους, προσποιήθηκαν ότι δε σας εγκρίνουν, σε μια προσπάθεια να σας φέρουν κοντά. Γελοίο, αν θέλετε τη γνώμη μου» είπε κοιτώντας τη Χάνα. «Αλλά η μητέρα σου το διασκέδαζε τόσο που δεν είχα καρδιά να τη σταματήσω. Εγώ, πάντως ,δε συμμετείχα!» είπε και όρθωσε την πλάτη του. «Περηφανεύομαι για τη σωστή μου κρίση και δεν είχα κανένα λόγο να προσποιηθώ. Όπως σου έχω πει, σε συμπαθώ, Πέμπροουκ!» «Κι εγώ σας συμπαθώ» απάντησε ο Γουίλιαμ, κοιτώντας τη Χάνα για να δει την αντίδρασή της σε αυτές τις καινούριες πληροφορίες. Όπως το περίμενε, ήταν έξω φρενών. «Άρα το ήθελαν αυτό από την αρχή; Ωωωω, παλιούπουλες...» «Χάνα» τη διέκοψε ο λόρδος Ρότσεστερ «σου απαγορεύω να μιλάς έτσι για τη μητέρα σου και τη λαίδη Πέμπροουκ.» «Μα, πατέρα» είπε η Χάνα σχεδόν κλαίγοντας «είχα στενοχωρηθεί πολύ που η μητέρα δε συμπαθούσε τον Γουίλιαμ.» Ο Γουίλιαμ τύλιξε τους ώμους της με το χέρι του και είπε: «Μα τώρα ξέρεις πως ήταν απλώς ένα θέατρο. Πρέπει να χαρείς.» Η Χάνα κοίταξε τον Γουίλιαμ. «Να χαρώ με αυτή την... κοροϊδία;» «Εγώ χάρηκα που αρραβωνιαστήκαμε. Δεν έχει σχέση το τι έκαναν και το τι σκέφτηκαν οι μητέρες μας.» Ο Γουίλιαμ όμως καταλάβαινε γιατί είχε αναστατωθεί τόσο η Χάνα. Σκόπευε να μιλήσει πολύ σοβαρά με τη μητέρα του και ο ίδιος για την αναστάτωση που έφερνε στη ζωή του με τα μπλεξίματά της, αλλά τίποτα δε θα του χαλούσε τη διάθεση απόψε. Λίγο μετά είδε τη Χάνα να

θαυμάζει το δαχτυλίδι της και ένα αχνό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της. Σε λίγη ώρα θα τα συζητούσαν αυτά και θα γελούσαν. Ή, τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε. «Τώρα, Πέμπροουκ» είπε ο λόρδος Ρότσεστερ, αλλάζοντας θέμα. «Τι τρέχει με τον Σρούσμπουρι; Δεν αρνήθηκα ακόμα την πρότασή του, αλλά τώρα θα πρέπει να το κάνω.» «Αν δε σας πειράζει, κύριε, θα ήθελα να το ανακοινώσω εγώ αυτό.» Γελώντας, ο λόρδος Ρότσεστερ είπε: «Ναι, το καταλαβαίνω αυτό. Πολύ καλά... Αρκεί να το κανείς σύντομα. Δε θέλω να συζητά ο κόσμος ότι δέχτηκα δύο προτάσεις γάμου για την κόρη μου. Μόλις τελειώσετε και με αυτό, θα είστε ελεύθεροι να συγκεντρωθείτε στο γάμο. Με αυτές τις δύο» –έδειξε αδιάφορα προς τη βεράντα– «θα δυσκολευτείτε να τα βγάλετε πέρα.» «Σχετικά με αυτό, κύριε» είπε ο Γουίλιαμ. «Θα ήθελα να γίνει σύντομα ο γάμος μας.» Ο λόρδος Ρότσεστερ κοίταξε τον Γουίλιαμ περίεργα. «Πόσο σύντομα;» «Χμμμ, σε δύο εβδομάδες γίνεται;» «Δύο εβδομάδες! Ω, Θεέ μου, γιατί τόσο σύντομα;» Ο Γουίλιαμ όρθωσε το ανάστημά του και η Χάνα κοκκίνισε ώς τις ρίζες των μαλλιών της. Κοιτούσε οπουδήποτε αλλού παρά τον πατέρα της. Προτού ο λόρδος Ρότσεστερ φτάσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα –στην περίπτωσή τους, αληθή–, ο Γουίλιαμ βιάστηκε να μιλήσει. «Για να είμαι ειλικρινής, κύριε, προσφέρθηκα να συνοδέψω τη Χάνα από το σπίτι της λαίδης Λάνκαστερ, γνωρίζοντας ότι η καμαριέρα της δεν ήταν εκεί. Δεν περίμενα ότι θα συναντούσαμε πρόβλημα στα λίγα τετράγωνα ώς εδώ. Πάραυτα...» Ο Γουίλιαμ σταμάτησε για να δώσει έμφαση και ένιωσε απερίγραπτη ανακούφιση όταν ο λόρδος Ρότσεστερ τον πίεσε να συνεχίσει. «Πάραυτα, τι, γιε μου;» «Απ’ ό,τι φαίνεται, μας είδε η λαίδη Κάστλρεϊ... με τη Χάνα χωρίς συνοδεία.» Ο λόρδος Ρότσεστερ σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, κατανοώντας τη βαρύτητα της δήλωσης. Κοίταξε για ώρα τον Γουίλιαμ προτού του μιλήσει. «Δε σκέφτηκες καλά, Πέμπροουκ, αλλά υποθέτω πως όλοι κάνουμε λάθη. Παρ’ όλα αυτά, είδε μόνο ένα νεαρό, αρραβωνιασμένο ζευγάρι να κάνει βόλτα. Δεν είναι τόσο μεγάλο το σκάνδαλο, αλλά συμφωνώ πως ο γάμος πρέπει να γίνει σύντομα. Σε δύο εβδομάδες αποκλείεται. Οι μητέρες σας θα με σκοτώσουν. Ένας μήνας θα είναι αρκετός.» αποφάσισε ο πατέρας της Χάνα κοιτώντας αυστηρά τον Γουίλιαμ. «Εάν δε σε πειράζει.» Ο Γουίλιαμ αμέσως έδωσε τη συγκατάνευσή του. «Ένας μήνας θα είναι αρκετός, κύριε» τον διαβεβαίωσε. «Σας ευχαριστώ για την κατανόηση.» «Χμμμ» γρύλισε ο λόρδος Ρότσεστερ. «Θα κάνω τη δημόσια ανακοίνωση την Κυριακή. Τέσσερις Κυριακές αργότερα θα παντρευτείτε.» «Ευχαριστώ, πατέρα» είπε η Χάνα και αγκάλιασε σφιχτά το λόρδο Ρότσεστερ. Η μορφή του αμέσως μαλάκωσε και γέλασε όταν είπε: «Μπορείτε να με ευχαριστήσετε όσο θέλετε, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να πω στις μητέρες σας ότι βιάζεστε για το γάμο. Θα έχετε εσείς την ευχαρίστηση» –τους κοίταξε με νόημα– «και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή!» Έσκασε ένα χαμόγελο, έστριψε και βγήκε από το γραφείο. Η Χάνα και ο Γουίλιαμ έμειναν να κοιτάζονται. «Εσύ πρώτος» είπε η Χάνα, μη θέλοντας να αντιμετωπίσει και τις δύο μητέρες μαζί, παρά το θυμό της για το σχέδιό τους. «Ω, όχι, οι κυρίες προηγούνται.»

Η Χάνα κούνησε πεισματάρικα το κεφάλι της, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της. «Παιδιά!» ακούστηκε μια φωνή από το χολ. «Ελάτε!» «Μας φώναξε παιδιά;» «Η συμπεριφορά σου είναι παιδιάστικη, Γουίλιαμ.» «Η δική μου;» «Μη με αναγκάσετε να έρθω ώς εκεί!» φώναξε ο λόρδος Ρότσεστερ από το βάθος. Ο Γουίλιαμ ανασήκωσε τα χέρια του. «Πάμε, λοιπόν, να ξεμπερδεύουμε.» Αναστενάζοντας, η Χάνα έγνεψε καταφατικά. Έδωσε το χέρι της στο Γουίλιαμ σαν σε ανακωχή, και έφυγαν μαζί από το γραφείο για να αντιμετωπίσουν δύο γυναίκες πιο τρομακτικές από δέκα Κόλικοτ μαζί. Τις μητέρες τους.

Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Όταν όλα τ’ άλλα αποτύχουν, φώναξε ενισχύσεις. - Δούκας του Λάνκαστερ Το επόμενο βράδυ η Χάνα περίμενε στη Μεγάλη Αίθουσα των Χάργκριβ για την άφιξη του Γουίλιαμ. Εκείνη και οι γονείς της είχαν φτάσει αρκετά νωρίς, θέλοντας να είναι σε θέση πριν από την άφιξη του λόρδου Σρούσμπουρι. Ο Γουίλιαμ θα τους συναντούσε εκεί. Όπως φαίνεται, είχε αργήσει. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι δεν είχαν ξεκινήσει να έρχονται ακόμα, αλλά η Χάνα ανησυχούσε. Ευτυχώς, οι Χάργκριβ ήταν καλοί οικογενειακοί φίλοι και δεν ενοχλήθηκαν που οι Ρότσεστερ έφτασαν τόσο νωρίς. Η μητέρα της Χάνα και η λαίδη Χάργκριβ συζητούσαν χαρούμενα στη γωνιά του δωματίου και η Χάνα ευχήθηκε να μη συζητούν για το γάμο. Εκείνη και ο Γουίλιαμ είχαν ζητήσει από τις μητέρες τους να κρατήσουν κρυφό τον αρραβώνα. Αν μάθαινε τίποτα ο λόρδος Σρούσμπουρι, κανείς δεν ήξερε τι ήταν ικανός να κάνει. Έως τώρα η μητέρα της ήταν συνεργάσιμη, αλλά δε θα μπορούσε να κρατήσει το ευχάριστο μυστικό για πολύ. Τουλάχιστον, ήταν όντως ευχάριστα τα νέα. Αφού ξεπέρασε τον αρχικό θυμό για τη μητέρα της, συζήτησαν για ώρα και η σχέση τους ήταν και πάλι φυσιολογική. Όσο κι αν ανησυχούσε μήπως μαθευτούν τα νέα για τον αρραβώνα της, ήξερε πως υπήρχαν κι άλλα κουτσομπολιά για απόψε. Λίγες ώρες νωρίτερα είχε πάρει φωτιά το παλιό τελωνείο. Είχε πάει να το δει μαζί με τη λαίδη Λάνκαστερ και άλλες κυρίες. Έπρεπε να σιγουρευτεί ότι το κτίριο –ή μάλλον το μπράντι– είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Χρειάστηκαν δύο μεγάλες εκρήξεις για να ρίξουν το παλιό κτίριο. Η πρώτη δεν ήταν πολύ δυνατή. Μόνο ένας δυνατός θόρυβος και ένα σύννεφο σκόνης. Βλέποντας το πυκνό, μαύρο σύννεφο να ανεβαίνει προς τον ουρανό, οι κυρίες υπέθεσαν ότι θα ήταν από το μπαρούτι. Αν, όντως, είχε εκραγεί το μπαρούτι, τότε το μπράντι θα είχε σίγουρα εξαφανιστεί. Το αλκοόλ όμως προκάλεσε τη μεγαλύτερη έκρηξη. Λίγα λεπτά αφού άρπαξε το μπαρούτι, η Χάνα άκουσε τον πιο δυνατό κρότο που είχε ακούσει ποτέ. Ήταν λες και την ξυπνούσαν από βαθύ ύπνο, κοπανώντας κατσαρόλια πάνω από το κεφάλι της. Δεν ήταν μόνο ο θόρυβος που τις τρόμαξε. Η Χάνα και οι υπόλοιπες κυρίες έπεσαν κάτω από το ωστικό κύμα της έκρηξης. Όταν ο καπνός και η στάχτη καταλάγιασαν, η Χάνα φαντάστηκε ότι το κτίριο είχε πια πέσει, αλλά έκανε λάθος. Η τελευταία έκρηξη είχε γκρεμίσει τους εξωτερικούς τοίχους, αλλά μερικά κομμάτια της κατασκευής έστεκαν ακόμα. Έμοιαζε με ένα αρχαίο ερείπιο, σαν κι αυτά που συναντούσαν στους λόφους της Ιρλανδίας ή της Σκοτίας. Τρομακτικά όμορφο και τραγικό ταυτόχρονα. Εκείνη και οι φίλες της έμειναν ακίνητες βλέποντας το αποτέλεσμα των πράξεών τους. Ξαφνικά, άρχισε να βρέχει χαρτιά. Εκατοντάδες υπογεγραμμένα έγγραφα πετούσαν γύρω τους. Η Χάνα κοίταξε τη λαίδη Λάνκαστερ και τις υπόλοιπες κοπέλες και, χωρίς να το θέλει, ξέσπασε σε γέλια. Αυτές ήταν οι υπεύθυνες. Έτσι έληξε η σημερινή συγκέντρωση της Λέσχης Κηπουρικής, με όλα τα μέλη να γελούν με

ανακούφιση. Η Χάνα ήταν απερίγραπτα ευγνώμων που το θέμα τους είχε, επιτέλους, τελειώσει. Αυτό και μια κρυφή ματιά στο δαχτυλίδι του αρραβωνιαστικού της έκαναν τη Χάνα να πιστέψει ότι ο εφιάλτης έφτανε στο τέλος του. *** Ο Γουίλιαμ μπήκε στο δωμάτιο με τον Αλεξάντερ και τον Λίτσφιλντ στο πλευρό του. Οι δύο τελευταίοι φιλονικούσαν σε όλη τη διαδρομή ώς την οικία των Χάργκριβ. Ο Αλεξάντερ ήθελε αυτός να γίνει κουμπάρος στο γάμο και, φυσικά, ήθελε να το ανακοινώσει ο ίδιος στον Λίτσφιλντ. Ο καλός φίλος του Γουίλιαμ χάρηκε πολύ με την ευτυχή τροπή των γεγονότων και δεν τον ένοιαξε ποιος θα γινόταν τελικά ο κουμπάρος, αλλά ήθελε να σπάσει λίγη πλάκα με τον Αλεξάντερ. Οπότε τον παρέσυρε σε μια συζήτηση για το ποιος από τους δύο είναι ο πιο κατάλληλος για να γίνει κουμπάρος. «Είμαι σίγουρος πως έχω... ευχαριστήσει πολύ περισσότερες γυναίκες από εσένα, Λίστφιλντ!» είπε ο Αλεξάντερ με πάθος. «Αμφιβάλλω, νεαρέ Μπρέντον» απάντησε με άνεση ο Λίτσφιλντ. «Κι εγώ νομίζω...» ξεκίνησε ο Αλεξάντερ, αλλά τον έκοψε ο Γουίλιαμ που είχε βαρεθεί τη συζήτηση. «Θα σταματήσετε εσείς οι δύο; Μήπως θέλετε να τα βγάλετε για να τα μετρήσετε;» Οι δύο άντρες κοίταξαν τον Γουίλιαμ χωρίς να μιλούν, μέχρι που ο Λίτσφιλντ σήκωσε το ένα φρύδι και είπε στον Αλεξάντερ: «Δεν έχω αντίρρηση.» Ο Αλεξάντερ σήκωσε τους ώμους του και είπε: «Ούτε κι εγώ.» Ο Γουίλιαμ είδε τον αδερφό του και τον φίλο του να κατευθύνονται προς το κοντινότερο άδειο δωμάτιο. Πρέπει να βρω καινούριους φίλους, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Κουνώντας το κεφάλι του με αηδία, γύρισε την προσοχή του στο χώρο. Έχασε λίγο χρόνο περιμένοντας τον αδερφό του και τον Λίτσφιλντ. Πρόσεξε όμως ότι οι μόνοι καλεσμένοι που είχαν φτάσει ήταν η Χάνα με τους γονείς της. Η λαίδη Ρότσεστερ και η λαίδη Χάργκριβ στέκονταν κοντά στην είσοδο και συζητούσαν χαρούμενα. Οι κύριοι στέκονταν δίπλα στο τζάκι πίνοντας το ποτό τους. Ο Γουίλιαμ χαιρέτησε ευγενικά τη λαίδη Χάργκριβ και τη μητέρα της Χάνα και έγνεψε στους κυρίους. Αφού έκανε τα τυπικά, έστρεψε την προσοχή του στην αρραβωνιαστικιά του. Προφανώς, δεν τον είχε καταλάβει ακόμα. Ήταν πολύ όμορφη απόψε, με μια απλή ροζ τουαλέτα που ταίριαζε με το λευκό της δέρμα. Τα μαλλιά της δεν ήταν αυστηρά χτενισμένα, μια και το αποψινό δείπνο ήταν ανεπίσημο. Τα μισά ήταν μαζεμένα επάνω με φουρκέτες και οι υπόλοιπες χρυσές της μπούκλες έπεφταν σαν κύματα στους ώμους και την πλάτη της. Ανάμεσά τους, ο Γουίλιαμ ξεχώρισε μερικές πλεξούδες με ροζ κορδέλα, που έδιναν ένα πολύ θηλυκό αποτέλεσμα. Για μια στιγμή, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να μείνει εκεί και να την κοιτά. Σαν να ένιωσε μαγικά την παρουσία του, η Χάνα γύρισε και τον εντόπισε αμέσως. Με ένα θερμό χαμόγελο, τον προσκάλεσε κοντά της. Ο Γουίλιαμ δεν έχασε ευκαιρία. Πήγε δίπλα της και τη χαιρέτησε με ένα σύντομο, γλυκό φιλί στο μάγουλο. «Γεια σου, αγάπη μου.» «Γεια, Γουίλιαμ.» «Είσαι πολύ όμορφη απόψε.»

«Το ίδιο κι εσύ» τραύλισε η Χάνα. «Δηλαδή, είσαι πολύ ωραίος απόψε» είπε κοκκινίζοντας και χαμογέλασε αθώα. Ο Γουίλιαμ γέλασε μαζί της. «Σ’ ευχαριστώ και για τα δύο.» Η Χάνα χαμογέλασε ελαφρά και κούνησε το κεφάλι της. Ο Γουίλιαμ πάντα χαιρόταν που έκανε την έξυπνη αρραβωνιαστικιά του να χάνει το μυαλό της με ένα του φιλί, αλλά τώρα είχε κάτι σημαντικό να της πει. «Άκουσες τι έγινε στο τελωνείο;» ρώτησε. «Ναι. Ευχάριστα νέα, δε νομίζεις;» απάντησε η Χάνα με χαμόγελο. «Κι εγώ χάρηκα πολύ όταν τα έμαθα» είπε και ο Γουίλιαμ. «Άκουσα πως τα ιπτάμενα χαρτιά έφτασαν ώς τους βάλτους Χάρκνεϊ!» «Απίθανο!» είπε η Χάνα. «Το φαντάστηκα ότι θα πέταξαν μακριά, αλλά ώς εκεί; Πολύ μακριά!» Ο Γουίλιαμ έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του και το έδειξε στη Χάνα. «Βρήκα ένα στο πάρκο σήμερα και σκέφτηκα να το κρατήσω για ενθύμιο.» Η Χάνα κοίταξε το ελαφρώς καψαλισμένο χαρτί και είπε: «Καλή ιδέα.» Μετά πρόσθεσε: «Νομίζω ότι άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Έχεις σκεφτεί πώς θα αντιμετωπίσουμε το λόρδο Σρούσμπουρι;» «Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί η συζήτηση. Θα προσπαθήσω να είμαι πολιτισμένος, αλλά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για όλα.» «Κι εγώ θα προτιμούσα να φερθείτε πολιτισμένα. Όσο κι αν απεχθάνομαι αυτό τον άνθρωπο, θα προτιμούσα να μην πιαστείτε στα χέρια. Ιδανικά, κανένας από τους δύο δε θέλω να πληγωθεί.» «Αλλά κυρίως εγώ, έτσι;» «Αυτό εννοείται, ναι» συμφώνησε η Χάνα με ένα γέλιο. *** Μια ώρα αργότερα, έπειτα από πολύ κουτσομπολιό και αμέτρητες ιστορίες για τη φωτιά στο τελωνείο, ο Γουίλιαμ άρχισε να σκέφτεται ότι ο Κόλικοτ άλλαξε τα σχέδιά του και δε σκόπευε να εμφανιστεί στο αποψινό πάρτι. Το είπε στη Χάνα. «Η λαίδη Χάργκριβ είπε στη μητέρα μου ότι αποδέχτηκε την πρόσκλησή της» του απάντησε. Ήπιε μια γουλιά λεμονάδα προτού προσθέσει: «Και σίγουρα θα έσπευσε να καλέσει κάποιο άλλο αρσενικό για να κρατήσει την ισορροπία.» Για κάποιο λόγο, ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχει ο ίδιος αριθμός ανδρών και γυναικών σε κάθε πάρτι. Και οι θέσεις στο τραπέζι δίνονταν ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός. Ο κύριος με τον υψηλότερο τίτλο θα καθόταν κοντά στο κεφάλι του τραπεζιού, σαν ένα είδος αναγνώρισης. Οι σύζυγοι δεν κάθονταν συνήθως δίπλα στις συζύγους τους (μάλλον για να πιάσουν κουβέντα με ανθρώπους που βλέπουν πιο σπάνια, όχι κάθε μέρα), εκτός κι αν επρόκειτο για νιόπαντρο ζευγάρι (που είχε ακόμα πολλά πράγματα να πει). Η οικοδέσποινα τους μιλούσε φιλικά με μια ομάδα καλεσμένων, χωρίς να την ενδιαφέρει τίποτε άλλο. «Σύντομα θα είναι η ώρα του δείπνου. Ήλπιζα να έχει έρθει ώς τώρα για να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία» είπε ενοχλημένος ο Γουίλιαμ. «Σίγουρα θα εμφανιστεί» είπε η Χάνα, αν και με λίγη ανησυχία.

Ο Γουίλιαμ κούνησε το κεφάλι του αφηρημένα, όταν είδε κάποιον να κινείται κοντά στην πόρτα. «Κατά φωνή» είπε απαλά, όταν ο άντρας τον οποίο περίμενε όλο το βράδυ μπήκε μέσα με αυτοπεποίθηση και επισκόπησε το χώρο. Το βλέμμα του αγνόησε τον Γουίλιαμ και τη Χάνα και στάθηκε σε μια ομάδα κυρίων που στέκονταν δίπλα στο τζάκι. Ο λόρδος περπάτησε προς τα εκεί, αμελώντας να χαιρετήσει την οικοδέσποινά τους. Ο Γουίλιαμ εξεπλάγη με την έλλειψη τρόπων εκ μέρους του λόρδου Σρούσμπουρι. Το σωστό ήταν να χαιρετήσει την οικοδέσποινα αμέσως μόλις έφτασε στο πάρτι. Η εθιμοτυπία και οι καλοί τρόποι ήταν πολύ σημαντικοί για τον Σρούσμπουρι, οπότε ο Γουίλιαμ υπέθεσε ότι είχε κάτι άλλο στο μυαλό του. Και, δυστυχώς, ήταν σίγουρος ότι αυτό το άλλο είχε σχέση με τον πατέρα της Χάνα. Αμέσως ο λόρδος Σρούσμπουρι πλησίασε το λόρδο Ρότσεστερ, χωρίς καν να χαιρετήσει τους υπόλοιπους κυρίους. Ο Γουίλιαμ δεν άκουσε τι έλεγαν, αλλά είδε το λόρδο Ρότσεστερ να του χαμογελά φιλικά και να κάνει μια κίνηση προς την πόρτα, σαν να τον προσκαλούσε να τον συνοδέψει σε ένα λιγότερο πολυσύχναστο δωμάτιο. Προς έκπληξη του Γουίλιαμ, ο μεγαλύτερος άντρας αρνήθηκε την πρόσκληση. «Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο διστάζετε, λόρδε Ρότσεστερ» είπε δυνατά ο Κέιλεμπ. «Είναι μια απλή ερώτηση και περιμένω μια απλή απάντηση... Θα μου δώσετε την άδεια να παντρευτώ την κόρη σας ή όχι;» Ο Γουίλιαμ συνειδητοποίησε ότι ο Κόλικοτ ετοιμαζόταν να κάνει σκηνή μπροστά σε όλο αυτό τον κόσμο. Γύρισε στη Χάνα και είπε: «Μείνε εδώ.» «Μα...» άρχισε να διαμαρτύρεται η Χάνα. «Όχι “μα”, Χάνα» την προειδοποίησε ο Γουίλιαμ. «Ο Κόλικοτ δε θα δεχτεί με ησυχία τα νέα και η συζήτηση θα πάρει άσχημη τροπή.» Ο Γουίλιαμ δεν άφησε τη Χάνα να συνεχίσει. Την άφησε και διέσχισε το δωμάτιο, για να φτάσει στην άλλη άκρη, κοντά στο λόρδο Ρότσεστερ. Ο τελευταίος ακούστηκε να λέει: «Λόρδε Σρούσμπουρι, εκτιμώ την υπομονή σας, αλλά η Χάνα είναι η μοναχοκόρη μου και πρέπει να σκεφτώ καλά ποιος θα την παντρευτεί.» «Υπονοείτε ότι δεν είμαι άξιος για την κόρη σας;» σφύριξε σαν το φίδι ο Κόλικοτ. Όλοι οι καλεσμένοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Η λαίδη Χάργκριβ κοιτούσε τη λαίδη Ρότσεστερ έτοιμη να σκάσει από την περιέργεια. Τυπικά, ο λόρδος Σρούσμπουρι ήταν ένας περιζήτητος γαμπρός. Ο Γουίλιαμ αποφάσισε να επέμβει για να αποκαλύψει την αλήθεια. Κοίταξε το λόρδο Ρότσεστερ με απορία. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ο λόρδος Ρότσεστερ κοίταξε τον Γουίλιαμ και μετά γύρισε στον Σρούσμπουρι. «Πιστεύω πως θα αφήσω τον μέλλοντα γαμπρό μου να σας δώσει την απάντηση που περιμένετε.» Άφωνος, ο Κέιλεμπ γύρισε και είδε τον Γουίλιαμ να στέκεται από πίσω του. «Κόλικοτ» γρύλισε ο Γουίλιαμ. Ο Κέιλεμπ απομακρύνθηκε από τον Γουίλιαμ, κοίταξε με κακία το λόρδο Ρότσεστερ και είπε αργά και προσεκτικά: «Σε αυτόν θα δώσετε την κόρη σας;» «Ναι» είπε απλά ο λόρδος Ρότσεστερ, χωρίς να δώσει άλλη εξήγηση. Γρυλίζοντας, ο Κόλικοτ όρμησε προς τον ηλικιωμένο άντρα, με τα χέρια απλωμένα, έτοιμα να γραπώσουν το λαιμό του. Μια από τις γυναίκες τσίριξε. Ο Γουίλιαμ όρμησε αμέσως και έπιασε τον Κόλικοτ από τη μέση, τραβώντας τον με βία μακριά από το λόρδο Ρότσεστερ.

Ο Κόλικοτ έσπρωξε μακριά τον Γουίλιαμ και στάθηκε στη γωνία του δωματίου, κοιτώντας το λόρδο Ρότσεστερ. Έκανε σαν να μην καταλαβαίνει ότι βρισκόταν σε ένα χώρο γεμάτο κόσμο, και έμεινε στη γωνία, σαν στριμωγμένο ζώο, ανασαίνοντας δυνατά και χωρίς ρυθμό. Ο Γουίλιαμ πίστεψε ότι ο Κόλικοτ είχε χάσει το μυαλό του. «Τρελάθηκες, Σρούσμπουρι;» φώναξε ο λόρδος Ρότσεστερ, πιάνοντας το λαιμό του. Ο Γουίλιαμ τον οδήγησε σε μια καρέκλα για να καθίσει. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι είχαν πάθει σοκ. Η λαίδη Χάργκριβ είχε λιποθυμήσει και η λαίδη Ρότσεστερ είχε γονατίσει δίπλα της και της έδινε κολόνια να μυρίσει για να σηκωθεί. «Δεν τρελάθηκα εγώ, κύριε...» σφύριξε ο Κόλικοτ από την άκρη του δωματίου. «Πώς μπορέσατε να αφήσετε ένα σκυλί σαν τον Πέμπροουκ να αμαυρώσει την τιμή της κόρης σας... την αξιότιμη γενιά σας;» «Τουλάχιστον εγώ απέκτησα τίμια τον τίτλο μου» απάντησε μαλακά ο Γουίλιαμ, αντικρίζοντας τον Κόλικοτ με σφιγμένους μυς, έτοιμος να σταματήσει όποια άλλη επίθεση εναντίον του ή εναντίον του λόρδου Ρότσεστερ. «Δεν έκανες τίποτα» πέταξε ο Κέιλεμπ «για να κερδίσεις τον τίτλο σου, απλώς γεννήθηκες πρώτος. Εγώ δούλεψα σκληρά για όσα έχω και δε θα σταματήσω, αν δεν τα αποκτήσω όλα!» «Δεν έχεις άλλα χαρτιά, Κόλικοτ» του θύμισε ο Γουίλιαμ. «Το αντικείμενο του εκβιασμού σου καταστράφηκε και η Χάνα είναι επίσημα αρραβωνιασμένη μαζί μου. Θα παντρευτούμε μέσα στο μήνα και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις.» Ο Γουίλιαμ κοίταξε το λόρδο Ρότσεστερ για επιβεβαίωση. Ο πατέρας της Χάνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και έδωσε το χέρι του στον Γουίλιαμ, για να τον βοηθήσει να σταθεί. Ο Γουίλιαμ συγκινήθηκε που ο ηλικιωμένος άντρας ζήτησε τη δική του βοήθεια. «Κάνεις λάθος, Πέμπροουκ» είπε μαλακά ο Κέιλεμπ και τράβηξε αργά ένα στιλέτο μέσα από τη μπότα του. «Αν σε σκοτώσω, σίγουρα ο γάμος δε θα γίνει.» Χωρίς καμία προειδοποίηση, ο Κέιλεμπ όρμησε στον Γουίλιαμ με το μαχαίρι να αστράφτει στο φως των κεριών. *** Η Χάνα παρακολουθούσε τη συζήτηση βουβή από το φόβο. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί έτσι το λόρδο Σρούσμπουρι, με τόση οργή. Θυμήθηκε τη νύχτα στον κήπο, τότε που της επιτέθηκε. Για μια στιγμή είχε δει την τρέλα που τον κυρίευε, αλλά το είχε σβήσει από τη μνήμη της. Διαφορετικά, έπρεπε να περιμένει ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Τα προηγούμενα σχόλιά της για σωματικές βλάβες ήταν κατά κύριο λόγο για αστείο. Τι τραγική ειρωνεία. Μετά είδε το μαχαίρι και όλα γύρω της σταμάτησαν. Λες και όλοι κινούνταν αργά, σαν τα σαλιγκάρια. Άκουσε τον Σρούσμπουρι να απειλεί τον Γουίλιαμ και αμέσως του επιτέθηκε. Ο Γουίλιαμ είχε γυρίσει την πλάτη του, βοηθώντας τον πατέρα της Χάνα να σηκωθεί όρθιος. Έπρεπε να κάνει κάτι και σύντομα. «Όχιιιιι!» φώναξε η Χάνα και όρμησε καταπάνω στον Κόλικοτ. Τον έσπρωξε στο πλάι και το μαχαίρι έφυγε από το χέρι του. Η Χάνα και ο Κόλικοτ έπεσαν μαζί κάτω στη γωνία του δωματίου. «Χάνα!» αναστέναξε ο Γουίλιαμ γυρνώντας αμέσως. «Τι νομίζεις πως κάνεις;» «Γουίλιαμ, εγώ...» τραύλισε η Χάνα προσπαθώντας να σταθεί στα πόδια της, αλλά ένα χέρι τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό της και την τράβηξε κάτω στο πάτωμα. Κρατώντας τη Χάνα στο ένα χέρι και ψάχνοντας το μαχαίρι του με το άλλο, ο Κέιλεμπ

σηκώθηκε αργά. Ακούμπησε την πλάτη του στον κοντινότερο τοίχο και κράτησε το μαχαίρι στο λαιμό της Χάνα. «Μην πλησιάζεις άλλο, Πέμπροουκ» τον προειδοποίησε ο Κέιλεμπ. «Γουίλιαμ;» ψιθύρισε η Χάνα. *** Ο Γουίλιαμ δεν είχε δει ποτέ του τη Χάνα τόσο τρομαγμένη. Ακόμα και τότε που την είχε βρει στον κήπο, να παλεύει με τον Κόλικοτ. Ήταν χλομή και τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο. Ο θυμός φούσκωσε στο στομάχι του, αλλά δε γινόταν να δράσει απερίσκεπτα. Έπρεπε να προστατέψει τη Χάνα. «Μείνε ακίνητη, Χάνα» είπε απλά και κοίταξε τον Κόλικοτ. «Κόλικοτ, δε θα βγει τίποτα αν πληγώσεις τη Χάνα. Εμένα θέλεις, έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλιαμ κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στο μαχαίρι και τον Κόλικοτ και κινήθηκε αργά προς το μέρος τους. Σταμάτησε απότομα όταν είδε τη λεπίδα να πιέζει το λευκό δέρμα της Χάνα. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα από τον πόνο. «Σου είπα να μην πλησιάσεις» απάντησε ψυχρά ο Κόλικοτ. «Σίγουρα θα ήταν πιο ευχάριστο να σκοτώσω εσένα, αλλά, αν δεν μπορώ να την έχω, γιατί να την έχεις εσύ;» «Αν δεν μπορείς να την έχεις, δεν μπορεί να την έχει κανένας άλλος;» είπε ψυχρά ο Γουίλιαμ, ελπίζοντας να αποσπάσει την προσοχή του Κόλικοτ για να μη δει τους υπόλοιπους άντρες που πλησίαζαν για να τον αφοπλίσουν. «Αυτή είναι η φανταστική σου ιδέα; Λίγο εγωιστική, δε νομίζεις;» «Μη με πιέζεις, Πέμπροουκ» είπε ο Κόλικοτ, κοιτώντας φευγαλέα τους άλλους άντρες. «Μπορεί το συναίσθημα να είναι κοινότοπο, αλλά σε κάνει να αισθάνεσαι ωραία. Δε σκοπεύω όμως να τη σκοτώσω. Ίσως να την πάρω και να φύγουμε από δω. Θα παντρευτούμε στην Γκρέτνα Γκριν, χωρίς την άδεια του πατέρα της. Και να πάρει ο διάολος εσένα και τον αρραβώνα σας.» Ο Γουίλιαμ ταράχτηκε ακούγοντας το καινούριο του σχέδιο. Ο Κόλικοτ είχε δίκιο. Ήταν η μόνη παράμετρος που δεν είχε σκεφτεί. Ο Κόλικοτ μπορούσε να απαγάγει τη Χάνα. Με μια γρήγορη ματιά στους γονείς της Χάνα –και ιδιαίτερα στη μητέρα της– ο Γουίλιαμ κατάλαβε ότι ήταν τρομοκρατημένοι. Δε θα το άφηνε αυτό να συμβεί. «Θα σε ακολουθήσω και θα σε βρω προτού απομακρυνθείς πέντε μίλια. Σ’ το υπόσχομαι» ορκίστηκε ο Γουίλιαμ. «Πρόσεχε τα λόγια σου» απάντησε ήρεμα ο Κέιλεμπ. «Αν δω έστω και έναν από εσάς» –και κοίταξε όλο τον κόσμο μέσα στο δωμάτιο– «να πλησιάζει, θα επανέλθω στο αρχικό μου σχέδιο. Θα σκοτώσω τη γλυκιά Χάνα.» «Είμαστε όλοι μάρτυρες, Σρούσμπουρι» είπε θλιμμένα ο λόρδος Ρότσεστερ και σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Θα φροντίσω προσωπικά να καταλήξεις στην κρεμάλα.» «Κι εγώ θα φροντίσω να εκδιωχθείς από την τάξη μας» τσίριξε η λαίδη Χάργκριβ. «Θα γίνεις ένας απόβλητος!» «Αν νοιάζεστε για αυτό το κορίτσι έστω και λίγο» είπε πονηρά ο Κόλικοτ «δε θα διασύρετε το όνομά μου. Αν ακούσω έστω και μια αναφορά στα αποψινά γεγονότα, η Χάνα θα τιμωρηθεί. Θα γίνει γυναίκα μου και θα μπορώ να την τιμωρήσω όπως εγώ θέλω.» Ο Γουίλιαμ και οι υπόλοιποι κοιτούσαν ανήμποροι, καθώς ο Κόλικοτ τράβηξε τη Χάνα προς την έξοδο, κρατώντας τη σφιχτά. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα και κοίταξε τον Γουίλιαμ και τους

γονείς της με απελπισία. Συγνώμη, του ψιθύρισε. Ξαφνικά, το δωμάτιο γέμισε ήχους από χαρούμενα σφυρίγματα. Όλοι τους, μαζί με τον Κόλικοτ, σταμάτησαν και κοίταξαν τον Αλεξάντερ. Ο νεαρός άντρας σταμάτησε να σφυρίζει και κοίταξε με ένα τεμπέλικα χαμόγελο όλα τα έκπληκτα μάτια. «Σαν να σοβάρεψαν πολύ τα πράγματα εδώ μέσα. Λίγη μουσική θα ελαφρύνει το κλίμα.» Αμέσως μετά γύρισε στη Χάνα. «Δε συμφωνείς, Χάνα;» Ο Αλεξάντερ την κοίταξε. Τα μάτια της άστραψαν. Γύρισε το κεφάλι της στον Κόλικοτ, ο οποίος κοίταζε ακόμα τον Αλεξάντερ με απορία. Η Χάνα ακούμπησε σχεδόν τα χείλη της στο αφτί του Κόλικοτ και ο Γουίλιαμ κατάλαβε αμέσως τι επρόκειτο να συμβεί. Βάζοντας δύο δάχτυλα στο στόμα της, η Χάνα σφύριξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούστηκε και ο Κόλικοτ τσίριξε δυνατά και του έπεσε το μαχαίρι. Άφησε αμέσως τη Χάνα και κάλυψε τα αφτιά του. Μόλις ελευθερώθηκε, η Χάνα έσπρωξε τον απαίσιο άντρα, κλότσησε το μαχαίρι προς τη μεριά του Αλεξάντερ και έτρεξε στην αγκαλιά του Γουίλιαμ. Ο Γουίλιαμ την άφησε στο πλάι, για να αντιμετωπίσει τον Κόλικοτ. Έσκυψε, τράβηξε τον Κόλικοτ από τη γραβάτα του και του έχωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο. Ο μικροκαμωμένος άντρας έπεσε κάτω, κρατώντας τη μύτη του μαζί με το αφτί του. «Θα έπρεπε να σε σκοτώσω για αυτό, Κόλικοτ» είπε απειλητικά ο Γουίλιαμ «αλλά δεν αξίζει να πάω φυλακή για σένα.» «Τι;» τραύλισε ο Κέιλεμπ. «Δεν μπορώ να ακούσω τίποτα.» «Είπα πως θα έπρεπε να σε σκοτώσω» επανέλαβε πιο δυνατά ο Γουίλιαμ. Η ακοή του Κόλικοτ είχε μειωθεί αισθητά από το διαπεραστικό σφύριγμα, η μύτη του έτρεχε αίμα και το πρόσωπό του ήταν χλομό σαν το πανί. Σίγουρα θα ζαλιζόταν κιόλας, γιατί μάταια προσπαθούσε να σταθεί όρθιος. Με λίγα λόγια, ήταν αξιολύπητος. Πίσω του, ο Γουίλιαμ άκουσε τον αδερφό του και τον Λίτσφιλντ να τον κοροϊδεύουν. Ο Γουίλιαμ όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει την εικόνα του Κόλικοτ που κρατούσε το μαχαίρι στο λαιμό της Χάνα και, κατά συνέπεια, δεν έβρισκε τίποτα διασκεδαστικό στην υπόθεση. Αρπάζοντας τον Κόλικοτ από το χέρι, ο Γουίλιαμ τον ανάγκασε να τον αντικρίσει. Μιλώντας αργά και καθαρά, ο Γουίλιαμ είπε: «Δε θα αναφέρω στην αστυνομία την απόπειρα δολοφονίας μου και την απόπειρα απαγωγής της αρραβωνιαστικιάς μου. Σου συνιστώ όμως να μείνεις μακριά από την οικογένειά μου – στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα πεθερικά μου. Αλλιώς, θα αλλάξω γνώμη. Και με τόσους μάρτυρες εδώ μπροστά, αμφιβάλλω ότι θα τη γλιτώσεις. Κατάλαβες;» Ο Κόλικοτ έγνεψε καταφατικά. Ο Γουίλιαμ τον κοίταξε με αηδία και τον άφησε να φύγει. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, ο Γουίλιαμ του έκανε νόημα να φύγει. Ο Κόλικοτ παραπάτησε λίγο από την απότομη κίνηση και έκανε μερικά αβέβαια βήματα, σαν να ήταν μεθυσμένος, προς την αντίθετη κατεύθυνση της εξόδου. «Θα τον συνοδέψω ώς την άμαξά του. Δε νομίζω ότι είναι σε πολύ καλή κατάσταση αυτή τη στιγμή» προσφέρθηκε ο λόρδος Χάργκριβ και πήγε πίσω από τον Κόλικοτ. Όλοι έμειναν ακίνητοι, να κοιτάζουν την πόρτα της εξόδου. Μετά, λες και τους τσίμπησε μύγα,

άρχισαν όλοι να συζητούν αναμεταξύ τους. Ο Γουίλιαμ φαντάστηκε ότι τα νέα θα έχουν διαδοθεί σε όλη την πόλη ώς αύριο το πρωί. Μπορεί να επισκίαζαν και την πυρκαγιά του τελωνείου. Μα το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ότι η Χάνα ήταν σώα και αβλαβής. Είχε κάνει μια ανοησία που παραλίγο να οδηγήσει στο θάνατό της. «Λίγα λεπτά πριν αυτός ο άνθρωπος μας τρομοκρατούσε με τη ζωή της Χάνα, και τώρα είναι απλώς ένα θλιβερό αστείο» είπε ο λόρδος Ρότσεστερ με θλίψη. «Το μαχαίρι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο από γελοίο σε απειλή μέσα σε μια στιγμή. Αν ειδικά έχει και κανένα ψυχολογικό πρόβλημα...» είπε ο Γουίλιαμ. «Καλά τα λες, γιε μου» συμφώνησε ο λόρδος Ρότσεστερ. «Γουίλιαμ, αλήθεια, δε θα καλέσεις την αστυνομία;» ρώτησε η Χάνα. «Αμφιβάλλω αν θα βγει κάτι καλό από αυτό. Είναι ένας τζέντλεμαν που εκτόξευσε μερικές απειλές. Οι κατηγορίες δεν ευσταθούν. Το αποψινό όμως σκάνδαλο είναι αρκετή τιμωρία... προς το παρόν.» «Ίσως και να έχεις δίκιο, Πέμπροουκ» απάντησε ο λόρδος Ρότσεστερ. «Αφού είσαι εσύ εδώ για να προστατέψεις τη Χάνα και να κρατήσεις μακριά τον Σρούσμπουρι, σου έχω εμπιστοσύνη.» «Το μόνο που έκανα ήταν να του ματώσω τη μύτη» είπε ο Γουίλιαμ ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Ο Αλεξάντερ ήταν αυτός που έσωσε τη Χάνα.» Ο Αλεξάντερ κούνησε το κεφάλι του. «Εγώ έδωσα απλώς την ιδέα στη Χάνα. Εκείνη την υλοποίησε… και με τρομερά αποτελέσματα.» «Σφύριξα πολύ δυνατά, έτσι;» είπε η Χάνα εμφανώς ικανοποιημένη με τον εαυτό της. «Αυτό δε θα ήταν απαραίτητο αν είχες μείνει στη θέση σου, όπως σου είχα πει» τόνισε ο Γουίλιαμ, ακόμα θυμωμένος που τον παράκουσε. «Σου όρμησε με το μαχαίρι, Γουίλιαμ!» φώναξε η Χάνα. «Τι περίμενες να κάνω, να τον αφήσω να σε σκοτώσει; Όχι, έκανα αυτό που έπρεπε και θα το ξανακάνω αν χρειαστεί.» «Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε ο Γουίλιαμ. «Εγώ είδα το μαχαίρι όταν το ανέβασε στο λαιμό σου...» «Έχει δίκιο, Γουίλιαμ» πετάχτηκε ο Αλεξάντερ. «Ο Σρούσμπουρι κατευθυνόταν προς το μέρος σου με το μαχαίρι. Είχες γυρισμένη την πλάτη σου. Αν η Χάνα δεν τον είχε ρίξει κάτω...» σταμάτησε εκεί, αφήνοντας το υπονοούμενο να πλανηθεί στον αέρα. Ο Γουίλιαμ έμεινε άφωνος. Κοίταξε τη Χάνα που κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της. Μετά κοίταξε τους φίλους του. «Όχι ότι δεν είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια της αγαπητής μου μνηστής, αλλά εσείς πού ήσασταν; Αλεξάντερ, Λίτσφιλντ;» Οι δύο άντρες κοίταξαν ο ένας τον άλλο και μετά ξανά τον Γουίλιαμ, με το ίδιο αθώο βλέμμα. Ο Λίτσφιλντ, επιτέλους, απάντησε: «Μάλλον παγώσαμε. Δεν περίμενα ότι αυτή η μισοριξιά θα επιτεθεί στ’ αλήθεια!» «Ναι» πρόσθεσε ο Αλεξάντερ. «Δεν του αρέσει να λερώνει τα χέρια του.» «Μα το έκανε» είπε η Χάνα, τραβώντας πάνω της όλα τα βλέμματα. «Τουλάχιστον για μια φορά, έδειξε τον πραγματικό του χαρακτήρα.» Κοίταξε τον Γουίλιαμ με νόημα και η σκηνή στον κήπο ξύπνησε ξανά στη μνήμη του. Έπρεπε να το περιμένει ότι θα έκανε κάποια τρέλα. Είχε εμμονή με τη Χάνα. Τον υποτίμησα, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Νόμιζε πως είχε προετοιμαστεί για όλα, αλλά τελικά έκανε λάθος. Ειλικρινά, δεν πίστευε ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο απόψε. Παίρνοντας τη Χάνα στην αγκαλιά του, ο Γουίλιαμ την κράτησε σφιχτά. «Είσαι η πιο

εκπληκτική γυναίκα του κόσμου» είπε μιλώντας μόνο σε εκείνη «και σε αγαπάω.» Η αγάπη της Χάνα έλαμπε στα μάτια της και πήρε την απάντησή του, ακόμα κι αν εκείνη δεν άνοιξε καν το στόμα της. Και της χαμογέλασε. Η Χάνα, με τη σειρά της, χαμογέλασε κι εκείνη. «Κατά συνέπεια, η λαίδη Χάργκριβ έχει έναν άντρα λιγότερο για το τραπέζι της.» «Πιστεύω πως από την αρχή της βραδιάς είχαμε έναν άντρα λιγότερο» είπε πονηρά, δίνοντας το χέρι του στη Χάνα. Εκείνη χαμογέλασε συμφωνώντας και πέρασε το χέρι της στον αγκώνα του. Γελώντας, ο λόρδος Ρότσεστερ χτύπησε φιλικά τον Γουίλιαμ στον ώμο με ενθουσιασμό, και ο Γουίλιαμ παραπάτησε από τη δύναμη του χτυπήματος. Σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να λέει αστεία κοντά στο μελλοντικό πεθερό του. Γελώντας κι αυτός, ο Αλεξάντερ πρόσθεσε: «Θα μπορούσα να πάρω εγώ τη θέση του, αν μου το επιτρέψει η λαίδη Χάργκριβ, μια και δε με περίμενε απόψε.» Ο Γουίλιαμ κοίταξε τον Αλεξάντερ να υποκλίνεται προς τη μεριά της οικοδέσποινάς τους. «Τι ενέργεια έχετε εσείς οι νέοι!» σχολίασε ο λόρδος Ρότσεστερ, κουνώντας το κεφάλι του. «Καλύτερα να βρω τη μητέρα σου, γλυκιά μου. Δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοιες σκηνές.» Αφού έφυγε ο πατέρας της, η Χάνα κοίταξε τον Γουίλιαμ και είπε: «Είμαι στ’ αλήθεια δική σου τώρα;» «Τώρα και για πάντα» απάντησε τρυφερά ο Γουίλιαμ και έσκυψε για να τη φιλήσει. Στη μύτη του ήρθε το απαλό άρωμα από γαρδένιες. Μέχρι να πεθάνει, το άρωμα αυτό θα του θύμιζε την όμορφη, γενναία γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά του. Με ένα χαμόγελο ικανοποίησης, ο Γουίλιαμ και η αρραβωνιαστικιά του δέχτηκαν τις εγκάρδιες ευχές όλων για τον επικείμενο γάμο τους και την αρχή της κοινής τους ζωής.

Related Documents

Geiaaa .pdf
January 2021 1
Pdf
February 2021 1
Pdf
January 2021 4
Pdf
January 2021 3
Pdf
January 2021 5
Pdf
January 2021 8

More Documents from "koki"