Kryfa Apo Oloys - Tori Carrington

  • Uploaded by: ninass28
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Kryfa Apo Oloys - Tori Carrington as PDF for free.

More details

  • Words: 51,325
  • Pages:
Loading documents preview...
Τόρι Κάρινγκτον Γϊίσω από το ψευδώνυμο Τόρι Κάρινγκτον κρύβονται ο Τόνι και η Λόρι Καραγιάννη, αντρόγυνο και συγγραφικό δίδυμο εδώ και χρόνια. Ο Τόνι γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας και μεγάλωσε στην Αθήνα, ενώ η Λόρι κατάγεται από το Οχάιο. Ζουν στο Τολίντο του Οχάιο, αλλά επισκέπτονται συχνά την Ελλάδα. Από την πρώτη τους κιόλας εμφάνιση στα Άρλεκιν ξεχώρισαν για την πρωτότυπη πλοκή τους, την έντονη ερωτική ατμόσφαιρα και τη δύναμη των συναισθημάτων. Μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί στα ελληνικά τα βιβλία τους Ένας Αδάμ yia την Εύα, με ηρωίδα μια Ελληνοαμε-ρικανίδα, Μια Υπόθεση Πολύ Προσωπική, Ο Ντετέκτιβ που την Αγάπησε, Για τα Μάτια της Μόνο, Αγαπάς Μονάχα Μια Φορά, Ποτέ μην Ξαναπείς Ποτέ, Μια Ντετέκτιβ στο Κρεβάτι μου, Ακαταμάχητο Θηλυκό και Νικόλ η Ριψοκίνδυνη -όλα στη σειρά Desire. Ενώ στη σειρά Blaze έχουν κυκλοφορήσει τρία ακόμη έργα τους, τα Εκρηκτική Συνάντηση, Το Άγγιγμα Ενός Ξένου και Πέρα από τα Όρια. Μπορείτε να γράψετε στον Τόνι και στη Λόρι, στη διεύθυνση P.O. BOX 12271, Toledo, OH 43612, ή να επι-σκεφθείτε το site τους, www.toricarrington.com.

Tori Carrington ΚΡΥΦΑ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ... Μετάφραση: Φρίντα Καψάλη Η ΧΛΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ Η ΕΚΛΟΤΙΚΙΙ Α.Β.Ε.Ε. Ιπποκράιους 57, 106 80 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438 - 210 3629 723 BLAZE No. 41 ISBN 960-620-154-6 Τίτλος πρωτοτύπου: Just Between Us... Copyright © 2003 by Lori and Tony Karayianni © 2005 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΑΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A.B.E.E. για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V. Μετάφραση: Φρίντα Καψάλη Επιμέλεια: Χριστίνα

Παναγιωτίδου Διόρθωση: Ρήγας Καραλής ΤΕΥΧΟΣ 41 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Όλοι οι χαρακτήρες είναι φανταστικοί. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα που ζουν ή έχουν πεθάνει είναι εντελώς συμπτωματική. Αφιερώνουμε αυτό το βιβλίο με όλη μας την καρδιά σ’ αυτούς που ονειρεύονται μαζί μας. Όσοι ονειρεύονται τη νύχτα, μέσα στις σκονισμένες κόγχες του μυα),ού τους, ξυπνούν το πρωί και διαπιστώνουν πως ήταν άσκοπο και μάταιο. Μα όσοι ονειρεύονται τη μέρα είναι άνθρωποι επικίνδυνοι, γιατί βλέπουν τα όνειρά τους με τα μάτια ανοιχτά, και τα κάνουν πραγματικότητα. - Τ. Ε. Αόρενς

Κεφάλαιο 1 Χόλιγουντ Εμπιστευτικό -13 Δεκεμβρίου, 2003 «...όσο πιο πολλά τα λεφτά, τόσο πιο μεγάλη κι η επιτυχία. Ή τουλάχιστον αυτό πίστευε ο υποφαινόμενος, ως τη στιγμή που είδε το ντοκιμαντέρ της ανερχόμενης δημιουργού Μάλορι Γούντραφ για τον πόλεμο των συνόρων μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Μεξικού. Προσωπικά ανυπομονώ να δω την επόμενη δουλειά ζ?/ς ταλα\πούχας σκηνοΘέτριας. Φανταστείτε τι θα έκανε, αν είχε και λεφτά!» Α, δεν ξέρω, σκέφτηκε σαρκαστικά η Μάλορι Γούντραφ, πίνοντας το δεύτερο φλιτζάνι καφέ της ημέρας. Μάλλον θα πλήρωνα το νοίκι μου. Δίπλωσε την εφημερίδα και, γέρνοντας στην πλάτη της καρέκλας της, έριξε μια αφηρημένη ματιά στο φρεσκοβαμμένο, καινούριο ζαχαροπλαστείο Σούγκαρ & Σπάις της φίλης της, της Ράιλι. Παρ’ ότι η ώρα ήταν οκτώ, για να ξυπνήσει χρειαζόταν ακόμα πολύ χρόνο ή τουλάχιστον τρία φλιτζάνια καφέ. «Αοιπόν;» Η Μάλορι επέστρεψε στην πραγματικότητα και κοίταξε το όμορφο πρόσωπο της Ράιλι. Ή, τουλάχιστον, προσπάθησε. Όταν η Λέιλα, μια άλλη απ’ τον κύκλο των τεσσάρων φίλων,

την είχε ξυπνήσει πριν από μισή ώρα, ενώ κοιμόταν σαν κούτσουρο, την είχε τρομάξει η ιδέα ότι κάτι τους είχε συμβεί. Σε μια πόλη όπου η λέξη «φίλος» αναφερόταν χωρίς πολλή σκέψη, είχε ανακαλύψει με ανακούφιση πριν από τρία χρόνια, όταν είχαν διασταυρωθεί οι δρόμοι τους, ότι η Ράιλι Κουντόφσκι, η Λέιλα Χόλιστερ και ο Τζακ Ντάνιελς ήταν πραγματικοί φίλοι.

wWw.GreekLeech.info

Τώρα όμως άλλο ήταν το θέμα. Ο λόγος που καθόταν σ’ ένα γωνιακό τραπεζάκι κι έβλεπε από την τζαμαρία του ζαχαροπλαστείου τη Γουίλσιρ Μπούλεβαρντ, ενώ θα προτιμούσε να κοιμάται μετά τη χτεσινοβραδινή κραιπάλη με κοκτέιλ μαργαρίτες, ήταν ότι η Λέιλα είχε μιλήσει για κάτι πολύ επείγον. Παίρνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Λέιλα ήταν έτοιμη να παντρευτεί την επομένη τον κούκλο, πρώην πλαστικό χειρούργο Σαμ Λάβτζοϊ, η Μάλορι δεν ήξερε τι έπρεπε να περιμένει, ακούγοντας τη λέξη «επείγον». Πάντως σίγουρα δεν ήταν αυτό που μόλις είχε διαβάσει στο Χόλιγουντ Εμπιστευτικό.

wWw.GreekLeech.info

«Λοιπόν... τι;» ρώτησε με τη σειρά της κακόκεφα. «Αυτό το πράγμα λέτε εσείς επείγον;» Η Λέιλα και η Ράιλι την κοίταξαν εμβρόντητες, ενώ ο Τζακ

έκανε μια γκριμάτσα, χωρίς να δείχνει ξαφνιασμένος, και κούνησε το κεφάλι του. . «Τίποτα δε σ’ εντυπωσιάζει πια;» ρώτησε η Ράιλι, φανερά απογοητευμένη. «Πώς!» Η Μάλορι άπλωσε το χέρι της στο τραπέζι και άρπαξε το μισοφαγωμένο μελωμένο κρουασάν της Λέιλα. «Μ’ εντυπωσιάζουν κάθε μέρα οι άντρες». Έριξε μια ματιά στον Τζακ κι έχωσε στο στόμα της το γλυκό για να ξεγελάσει το στομάχι της, που γουργούριζε. «Μ’ εξαίρεση εσένα φυσικά, Τζακ. Πρέπει ν’ αποκτήσεις ένα σκοπό στη ζωή σου». Ο Τζακ ήταν ο πιο ελκυστικός άντρας που είχε δει στη ζωή της. Ήταν ο Μπραντ Πιτ, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και ο Τζορτζ Κ,λούνεϊ μαζί, σ’ ένα σαγηνευτικό πακέτο. Βέβαια, καλό θα ήταν να είχε και κάποια μικρή φιλοδοξία.. Ο Τζακ άρπαξε την εφημερίδα από τα χέρια της. «Έι, τη χρησιμοποιούσα για τα ψίχουλα», διαμαρτυ-ρήθηκε η Μάλορι μ’ ένα χαμόγελο. «Έτσι που καταβροχθίζεις τα γλυκά, δεν προλαβαίνουν να σου πέσουν ψίχουλα», της αποκρίθηκε ο Τζακ.

Η Ράιλι ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι. «Αυτό το δημοσίευμα δε θα σε βοηθήσει να τραβήξεις την προσοχή κάποιου μεγάλου στούντιο; Μπορεί να σου δώσουν τα λεφτά που λέει ο δημοσιογράφος». Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα κι έκλεψε τη χαρτοπετσέτα του Τζακ για να σκουπίσει τα σιροπιασμένα χέρια της. «Πρώτον, δεν είναι ένα ολόκληρο δημοσίευμα, αλλά μόνο μια αναφορά. Και δεύτερον... όχι». Η Λέιλα έβγαλε έναν αναστεναγμό. «Θεέ μου, μερικές φορές είσαι εντελώς αρνητική». Η Μάλορι ανασήκωσε τους ώμους της για να εκφρά-σει την αδιαφορία της, παρ’ ότι το σχόλιο την πείραξε λίγο. Ήταν πραγματίστρια, όχι απαισιόδοξη. Και η πραγματικότητα ήταν ότι οι δημιουργοί ντοκιμαντέρ περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους κυνηγώντας δάνεια και χρηματοδότηση, κάτι που σήμαινε ότι είχαν την εξυπνάδα να μην ενθουσιάζονται με μερικά τυχαία σχόλια, τα οποία δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Βέβαια, η στάση της οφειλόταν και στο γεγονός ότι δυσκολευόταν πολύ να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειαζόταν για να κάνει το τελευταίο της ντοκιμαντέρ, σχετικά με τον διαβόητο άντρα που πριν από είκοσι πέντε χρόνια είχε

δολοφονήσει μια νεαρή ηθοποιό, την οποία αποκαλούσαν Κόκκινη Γαρδένια. Αλλη μια σκοτούρα ήταν το νοίκι της. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την προηγουμένη ο οπερατέρ είχε απειλήσει να την αφήσει στα κρύα του λουτρού, αν δεν του έδινε τα χρήματα του μήνα που του χρωστούσε. Η Μάλορι έξυσε τον αυχένα της. Ήταν και το χρονικό περιθώριο που είχε δώσει στον εαυτό της, όταν είχε πρωτοέρθει στο Λος Άντζελες. Πέντε χρόνια. Αυτό το διάστημα πίστευε ότι χρειαζόταν για να πετύχει στη μεγαλούπολη. Και τα πέντε χρόνια τέλειωναν σύντομα. Πολύ σύντομα. Αλλά, ποτέ δε θα το έλεγε αυτό στη Λέιλα, γιατί θα την αποκαλούσαν πάλι αρνητική. Σήμερα είχε μπροστά της ένα σωρό νέες ευκαιρίες. Και εκεί προτιμούσε να διοχετεύσει την ενεργητικότητά της: στο μέλλον και σ’ όλες τις δυνατότητες που ανοίγονταν μπροστά της. Όχι ότι δεν ήθελε να ρίξει και μια μπηχτή στη φίλη της. «Εσύ δεν έπρεπε να εξετάζεις κάποιο λαιμό ή καρδιά τέτοια ώρα, δόκτορ Χόλιστερ;» ρώτησε. Η Ράιλι έσκασε στα γέλια, αλλά σταμάτησε απότομα, όταν η Λέιλα την κοίταξε αυστηρά. «Μα ήταν αστείο». Η Λέιλα πήρε την τσάντα της απ’ τη ράχη της καρέκλας και

την κρέμασε στον ώμο της. «Έχω άδεια απ' την κλινική μέχρι την Πρωτοχρονιά, αν θυμάσαι». «Λ, τότε να το διορθώσω. Εσύ κι ο Τζακ πρέπει να γίνετε λίγο φιλόδοξου), είπε η Μάλορι. «Εγώ έχω φιλοδοξίες», της αποκρίθηκε η Λέιλα. Η Μάλορι ανασήκωσε τα φρύδια της. «Ο γάμος δεν είναι φιλοδοξία. Θάνατος είναι». Ο Τζακ μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και σηκώθηκε απ’ το τραπέζι. «Πάω να γεμίσω το φλιτζάνι μου με καφέ». «Φέρε μου κι εμένα έναν ακόμη», φώναξε πίσω του η Μάλορι. Η Ράιλι κι η Λέιλα κοιτάχτηκαν, πριν στρέψουν πάλι το βλέμμα τους πάνω της. «Ο Τζακ είναι πιο βαρύς απ’ ό,τι συνήθως ή κάνω λάθος;» ρώτησε η Λέιλα. Η Μάλορι έξυσε τη μύτη της. «Δεν το πρόσεξα». «Εγώ συμφωνώ με τη Λέιλα», είπε η Ράιλι.

Η Μάλορι ανασήκωσε τους ώμους της. «Μπορεί να τον πιέζει η προθεσμία για κάποιο άρθρο του». Η Λέιλα κούνησε το κεφάλι της. «Όχι... όχι. Κάτι άλλο είναι. Το βλέπω. Κάτι τον απασχολεί». «Μια χαρά είναι», επέμεινε η Μάλορι. «Πάντα είναι μια χαρά». Αυτό ήταν μεγάλο ψέμα. Και ήταν ψέμα, επειδή η Μάλορι είχε προσέξει πόσο ευερέθιστος και ενοχλητικός ήταν τον τελευταίο καιρό ο Τζακ. Δεν μπορούσε όμως να το παραδεχτεί, επειδή, όταν είχε τηλεφωνήσει η Λέιλα, ήταν ξαπλωμένος δίπλα της στο κρεβάτι, με το ένα πόδι του τυλιγμένο γύρω απ’ το δικό της και το χέρι του στο στήθος της. Και η Μάλορι δεν μπορούσε να το ομολογήσει αυτό. Η Λέιλα και η Ράιλι θα τη σκότωναν αν μάθαιναν ότι είχε αθετήσει την υπόσχεση που είχαν δώσει πριν τρία χρόνια, να διατηρήσουν και οι τρεις πλατωνική σχέση με τον παίδαρο Τζακ Ντάνιελς. Αν απέφευγαν τη σεξουαλική εμπλοκή, θα μπορούσαν να κρατήσουν και τη φιλία τους. Η Μάλορι είχε κρατήσει την υπόσχεσή της. Για περίπου έξι ώρες. Ώσπου έσκισε τα ρούχα του, για ν’ απολαύσουν την πραγματοποίηση φαντασιώσεων, που ούτε η ίδια δεν ήξερε

ότι είχε. Βέβαια, αυτό είχε συμβεί μόνο μία νύχτα. Ή μάλλον και άλλη μία, τρεις μήνες μετά. Και μετά, κάθε δυο μήνες, σαν κουρδισμένο ρολόι, ο Τζακ κι εκείνη κατέληγαν στο κρεβάτι. Μέχρι πριν από τρεις μήνες, τουλάχιστον. Από τότε περνούσαν τρεις με τέσσερις μέρες την εβδομάδα είτε στο σπίτι του είτε στο δικό της. Αλλά αν το μάθαιναν ποτέ η Ράιλι κι η Λέιλα... «Να θυμάστε ότι πρέπει να είστε εκεί στις έξι», είπε η Λέιλα, έτοιμη να φύγει.

wWw.GreekLeech.info

Η Μάλορι ανασήκωσε το κεφάλι της παραξενεμένη. «Πού να είμαστε;» «Στο αποψινό γαμήλιο δείπνο». «Α, ναι. Θα είμαι στην ώρα μου».

wWw.GreekLeech.info

Η Λέιλα μισόκλεισε τα μάτια της απειλητικά. «Το καλό που σου θέλω να είσαι σίγουρα στην ώρα σου, Μάλορι. Το τελευταίο πράγμα που μου χρειάζεται είναι να έχω το νου μου σ’ εσένα». «Σου είπα ότι θα έρθω και θα έρθω».

Ο Τζακ επέστρεψε στο τραπέζι και μοίρασε τους καφέδες. «Θα φροντίσω εγώ να είναι στην ώρα της», υπο-σχέθηκε. Η Λέιλα ηρέμησε αμέσως. «Ευχαριστώ, Τζακ». Η Μάλορι αναστέναξε. «Γιατί, όταν λέει ο Τζακ κάτι, το θεωρείτε σίγουρο, αλλά αμφισβητείτε οτιδήποτε βγαίνει απ’ τα δικά μου χείλη;» Η Ράιλι χαμογέλασε. «Όχι οτιδήποτε. Μόνο ό,τι σχετίζεται με εκδηλώσεις που θα προτιμούσες να αποφύγεις>>. «Όπως τον αρραβώνα μου», είπε η Λέιλα. «Ή τα εγκαίνιά μου πριν από δυο εβδομάδες», πρό-σθεσε η Ράιλι. «Δεν ήταν αναγκαία η παρουσία μου ούτε στο ένα ούτε στο άλλο», διαμαρτυρήθηκε η Μάλορι. «Δεν ήταν αναγκαία, αλλά σε θέλαμε κοντά μας», απάντησε η Λέιλα. Η Μάλορι σκέφτηκε πόσο της άρεσε να τη χρειάζονται αυτοί οι τρεις άνθρωποι, παρ’ ότι καμιά φορά την έκαναν ν’ ασφυκτιά. Δεν καταλάβαιναν ότι στη ζωή της είχε μάθει να φροντίζει τον εαυτό της και μόνο τον εαυτό της; Δε γνώριζαν ότι, μεγαλώνοντας, ήταν τόσο βάρος, που η μητέρα της δε

θα την έψαχνε, ακόμα κι αν χανόταν στο δρόμο για το διαμέρισμα του τελευταίου συζύγου της; Και βέβαια δεν το γνώριζαν. Δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για τα παιδικά της χρόνια. Και ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να σκαλίσει το παρελθόν. Άλλωστε της άρεσε ν’ ασχολείται μόνο με το μέλλον. «Συγνώμη», είπε ανάλαφρα. Γ έλασαν όλοι. «Καλά, δεν το εννοούσα κιόλας», ομολόγησε η Μά-λορι. «Αλλά δεν είναι ότι δε σας αγαπώ. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα είναι να σας πληγώσω». Η Λέιλα έγειρε κοντά της και την αγκάλιασε. «Τώρα μ’ έπεισες». Ακόμα κι ο Τζακ την κοιτούσε πιο εξεταστικά. Η Μάλορι άπλωσε το χέρι της για να πάρει το τελευταίο του κρουασάν, αλλά εκείνος το απομάκρυνε. Η Λέιλα χαμογέλασε. «Θα σας δω στις έξι, παιδιά. Ακριβώς. Ούτε ένα λεπτό νωρίτερα ή αργότερα». Η Μάλορι χαιρέτησε στρατιωτικά τη φίλη της, κάτι το οποίο

παρεμπιπτόντως ταίριαζε με την περιβολή της. Φορούσε φόρμα αγγαρείας, κοντά μαύρα μποτάκια και ένα μπλουζάκι, που έγραφε: Τα Τρία Στάδια Του Γάμου: Πόθος, Πλήξη, Θάνατος. «Μάλιστα, κυρία μου». «Θα μου το πληρώσεις», της αποκρίθηκε η Λέιλα. Παίρνοντας υπόψη όσα συνέβαιναν την τελευταία μιάμιση μέρα, η Μάλορι δεν είχε καμιά αμφιβολία γΓ αυτό. Δώδεκα ώρες αργότερα, στο δείπνο της Λέιλα και του Σαμ, ο Τζακ παρακολουθούσε τη Μάλορι σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Η γυναίκα δεν είχε ιδέα για τα αισθήματά του απέναντι της. Βέβαια, το θέμα ήταν ότι, κάθε φορά που βρίσκονταν με τη Λέιλα και τη Ράιλι, έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, για να φαίνεται αδιάφορος. Παρατήρησε το στόμα της Μάλορι και αναρωτήθηκε γιατί ήθελε πάντα να τη φιλήσει την ώρα που μιλούσε. Για μια στιγμή, μια τόση δα στιγμούλα, ο εκνευρισμός του τελευταίου καιρού έκανε φτερά και ο Τζακ μπόρεσε να θαυμάσει τη Μάλορι ως γυναίκα. ΓΓ αυτή τη μικρή στιγμή, η Μάλορι δεν ήταν πια μόνο η αποφασιστική, προσηλωμένη

σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ. Κατά κάποιο τρόπο, φάνταζε πιο ανθρώπινη. Η στιγμή πέρασε όμως και ο Τζακ βρέθηκε να κοιτάζει τη σέξι, δυναμική γυναίκα που ήθελε όσο δεν είχε θελήσει καμιά άλλη στη ζωή του. Μια γυναίκα που είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει φοβερά. Αφύσικο δεν ήταν; Πώς μπορούσε να ποθεί σεξουαλικά κάποια και ταυτόχρονα να του έρχεται να τη σκοτώσει; «Νιώθω γυμνή», έλεγε η Μάλορι στη μητριά της Λέιλα, η οποία έδειχνε πιο νέα από τη Λέιλα -και πολύ χαζή· Ο Τζακ παρατήρησε το απλό μαύρο παντελόνι και το σακάκι της Μάλορι. Σίγουρα δεν ήταν γυμνή, αλλά δε φορούσε το συνηθισμένο τζιν της με κάποιο μπλουζάκι, που κατά κανόνα είχε πάνω μια επιγραφή με κάποιο υβριστικό σύνθημα. Το ερώτημα ήταν πώς η Μάλορι θ’ άντεχε σήμερα και αύριο χωρίς να εκφράσει τα συναι-σθήματά της με τα ρούχα της. Βέβαια η Σάρον Χόλιστερ φορούσε κάτι σαν νεγκλιζέ, με τη μορφή ενός ριχτού ροζ φορέματος, κι αυτό σή-μαινε ότι μπορούσε να ταυτιστεί με τη Μάλορι. Δε θα είχε καμιά

διαφορά αν εμφανιζόταν ολόγυμνη στο δείπνο. Ο Τζακ αναρωτήθηκε πόσα έπρεπε να δώσει στη Μάλορι για να φορέσει ένα τέτοιο ρούχο... «Με συγχωρείς, αλλά νομίζω ότι μου κάνει νόημα ο άντρας μου», είπε ευγενικά η γυναίκα-τρόπαιο, με τα ε-νισχυμένα χείλη και τα αφύσικα φρύδια. Την επόμενη στιγμή απομακρύνθηκε όσο μπορούσε περισσότερο από τη Μάλορι. Ο Τζακ κοίταξε γύρω του την πολυτελή αίθουσα του ξενοδοχείου Γουίλσιρ στο Μπέβερλι Χιλς, όπου έκαναν τη δεξίωση οι Χόλιστερ. Στη μηνιαία στήλη του επέκρίνε συχνά την παράλογη σπατάλη και τις υπερβολές των πλουσίων, κυρίως επειδή ήταν κάτι που είχε ζήσει άπειρες φορές, μεγαλώνοντας στην εύπορη οικογένεια Ντάνιελς. Αλλά η Λέιλα μάλλον δε θα τον συγχωρούσε αν αποδοκίμαζε τον πατέρα και τη μητριά της για την επιθυμία τους να ξοδέψουν το ετήσιο εισόδημα πέντε οικογενειών για ένα γάμο. Και σίγουρα η ίδια η Λέιλα δεν ενέκρινε τόση χλιδή. Με τον Σαμ ήθελαν να κλεφτούν και να πάνε στο Λας Βέγκας, όπου θα έκαναν μια πεντάλεπτη γαμήλια τελετή μπροστά σ’ ένα σωσία του Έλβις Πρίσλεϊ. Ο Τζακ έστρεψε το βλέμμα του στη μια πλευρά της αίθουσας με τους φοίνικες, εκεί που η διακόσμηση ήταν καλαίσθητη

και χωρίς υπερβολές. Η Λέιλα στεκόταν και μιλούσε με την πραγματική μητέρα της, η οποία έδινε την εντύπωση ότι ένιωθε τόσο άβολα όσο υποτίθεται ένιωθε κι η Μάλορι. Ο Τζακ είδε τη Μάλορι να μετακινείται από το ένα πόδι στο άλλο, εκφράζοντας τη δυσφορία της για τα ρούχα που φορούσε, και μετά έστρεψε το βλέμμα του στους άλλους είκοσι καλεσμένους. Σκέφτηκε αμέσως ότι σίγουρα κανείς δε θα τους έψαχνε. Τουλάχιστον για μερικά πολύτιμα λεπτά. Έγειρε πίσω και μισάνοιξε την πόρτα υπηρεσίας. Όλοι είχαν φάει, η πρόβα της τελετής του γάμου είχε πάει περίφημα και, εκτός απ’ την μπαργούμαν, το υπόλοιπο προσωπικό δε φαινόταν πουθενά. Έπιασε τη Μάλορι απ’ τον καρπό και την τράβηξε μαζί του στο διάδρομο. Η Μάλορι αιφνιδιάστηκε, αλλά τραβήχτηκε αμέσως μακριά. «Τρελός είσαι;» τον κατηγόρησε, με τα σγουρά μαλλιά της να πλαισιώνουν ατίθασα το στρογγυλό, αξιολάτρευτο πρόσωπό της και τα ανοιχτόχρωμα καστανά μάτια της να πετούν χρυσαφιές σπίθες. Αυτές οι σπίθες του έδωσαν να καταλάβει ότι την ερέθιζε κι εκείνη η ιδέα να ξεμοναχιαστούν.

«Θα μας δουν», τον προειδοποίησε. «Θα τους πούμε ότι ήθελα να καπνίσω ένα τσιγάρο και βγήκες να μου κάνεις παρέα». Η Μάλορι έσμιξε τα φρύδια της καχύποπτα κι έγλειψε τα χείλη της με φανερή προσμονή, καθώς ο Τζακ την τραβούσε στο διάδρομο. Βρίσκοντας ένα δωματιάκι με ασπρόρουχα, την οδήγησε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Ως εραστής της Μάλορι Γούντραφ, έπρεπε να είναι πάντα επινοητικός κι επίμονος. Εκτός κι αν έπαιρνε την πρωτοβουλία εκείνη. Τότε όλοι οι κανόνες τινάζονταν στον αέρα και το μόνο που είχε να κάνει εκείνος ήταν ν’ απολαύσει την περιπέτεια. Ο Τζακ έψαξε το διακόπτη για να σβήσει το φως, αλλά δεν τον βρήκε. Η Μάλορι, όμως, πέταξε από πάνω της το σακάκι με μια κίνηση κι ετοιμάστηκε να κατεβάσει το παντελόνι της. «Θεέ μου, όλη νύχτα λαχταράω να βγάλω αυτά τα πράγματα». Ω, ναι! Μόνο που δυστυχώς θ’ αναγκαζόταν να τα ξαναφορέσει πολύ σύντομα.

Οταν στάθηκε μπροστά του με τα μαύρα ασορτί εσώρουχά της, ο Τζακ γέλασε. Η Μάλορι τελικά είχε καταφέρει να περάσει κι απόψε ένα μήνυμα με την ενδυμασία της. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν με το πονηρό σατέν μαύρο εσώρουχο, το οποίο έγραφε μπροστά: Δάγκωσέ Με. Ο Τζακ την έπιασε απ’ τους γοφούς και την τράβηξε κοντά του. Δε χρειαζόταν παρότρυνση για να τη δαγκώσει. Για αρχή. «Δε γδύθηκες», παραπονύθηκε εκείνη, καθώς τα χέρια της γλιστρούσαν στους γλουτούς του κι από κει στη μέση του. «Πρέπει ο ένας απ’ τους δυο να μείνει ντυμένος και συγυρισμένος», της εξήγησε. «Α, ναι;» ρώτησε η Μάλορι, ενώ ανέβαζε τα χέρια της στα μαλλιά του και τα ανακάτευε. «Για πες μου πώς το έπαθες αυτό μ’ ένα τσιγάρο», μουρμούρισε και κόλλησε το γεμάτο, χυμώδες στόμα της στο δικό του για να τον φιλήσει παράφορα. «Απ’ τον αέρα». Ο Τζακ κατέβασε το χέρι του στο λάστιχο του εσωρούχου της και κάλυψε τη γλυκιά σάρκα της. Η Μάλορι ήταν τουλάχιστον δεκαπέντε πόντους πιο κοντή

από εκείνον, κάτι που στην αρχή τον δυσκόλευε, αλλά πλέον ήταν αδιάφορο. Όταν ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, το ύψος δεν είχε καμιά σημασία.

wWw.GreekLeech.info Τώρα που ήταν όρθιοι κι οι δυο, χωρίς τη δυνατότητα ν’

αποκαταστήσουν τη διαφορά ύψους, ο Τζακ είχε στραβολαιμιάσει. Μόνο που, όσο η Μάλορι έγλειφε το λαιμό του και πίεζε το παλλόμενο κέντρο της θηλυκό-τητάς της πάνω του, μέσα του φούντωνε η φλόγα του πόθου. «Γρήγορα», τον πρόσταζε με βραχνή φωνή, ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του για να ελευθερώσει τη στύση του. Ο Τζακ τέντωσε το λαιμό του κι έσφιξε τα δόντια, νιώθοντας τα δάχτυλά της γύρω του. Όσες φορές κι αν τον άγγιζε, ήταν πάντα σαν την πρώτη. Τον ξάφνιαζε η δύναμη που είχε πάνω του αυτός ο δαίμονας.

wWw.GreekLeech.info

Την ήθελε κάθε στιγμή της μέρας επί τρία χρόνια. Στην αρχή, κατάφερνε να ελέγχει την έλξη του για εκείνη -τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Τώρα, όμως, ήταν σκλάβος της. Ήταν εξαρτημένη προσωπικότητα. Αυτό του είχε πει ένας ακριβοπληρωμένος ψυχίατρος, όταν ήταν δεκαεννιά χρονών και σπούδαζε κι έπινε τόσο πολύ, που σπα-νίως ήταν ξεμέθυστος. Κάνοντας μια ζωή στην οποία μπορούσε να στηριχτεί σε λίγα

πράγματα -οι κοσμικοί γονείς του ταξίδευαν συνέχεια και ήταν πολύ απασχολημένοι για να δεθούν με το παιδί τους-, ο Τζακ είχε συντροφιά μόνο το ουίσκι. Άδειαζε το μπουκάλι; Κανένα πρόβλημα. Με είκοσι δολάρια αγόραζε άλλο. Με τη Μάλορι, όμως... Με τη Μάλορι ήταν σαν αλκοολικός μπροστά σε άδειο μπουκάλι. Εκτός από κάτι τέτοιες στιγμές. Όταν ένιωθε τις θηλές της μέσα στις παλάμες του. Όταν άκουγε την κοφτή ανάσα της και τις ψιθυριστές διαταγές της μέσα στο αυτί του. Όταν αισθανόταν την ανάγκη της, τη στιγμή που ο δικός του φλογερός πόθος κορυφωνόταν. Γα δάχτυλα της Μάλορι πίεσαν τη στύση του σε οδυνηρό σημείο και μετά κινήθηκαν παλινδρομικά. Ο Τζακ θα τη δάγκωνε αργότερα... «Κρατήσου απ’ τους ώμους μου», της υπέδειξε με σφιγμένα δόντια, κατεβάζοντας τα χέρια του στους μηρούς της για να τη σηκώσει, ώστε τα πόδια της να τυλιχτούν στους γοφούς του.

Νιώθοντας την υγρή ζεστασιά της πάνω στη σάρκα του, βόγκηξε. «Προφυλακτικό», ψέλλισε. «Στην πίσω...» «Τσέπη», ολοκλήρωσε την πρότασή του η Μάλορι, κουνώντας μπροστά του την αλουμινένια συσκευασία. Το άνοιξε με τα δόντια της και του το φόρεσε επιδέξια. Μόνο που η στάση τους δεν ήταν καλή. «Κράτα με», του ζήτησε με έντονο ύφος, ανυπόμονη όσο κι εκείνος. Θα έλεγε κανείς ότι είχαν να κάνουν έρωτα έξι εβδομάδες, όχι μερικές ώρες. «Είσαι πολύ αυταρχική. Το ξέρεις;» Εκείνη χαμογέλασε και τα μάτια της σκοτείνιασαν, καρφωμένα στο στόμα του. «Το ξέρω». Τον φίλησε. «Π ροχώρα». Ο Τζακ υπάκουσε. Έγειρε την πλάτη της πάνω στην πόρτα και η Μάλο-ρι κόλλησε τις παλάμες της πάνω στο ξύλο για να κρατηθεί. Ο Τζακ κοίταξε κάτω για να μπει μέσα της και βρήκε την

ερεθισμένη σάρκα της έτοιμη, σαν ανθισμένο μπουμπούκι. Για όνομα του Θεού, αυτή η γυναίκα τον τρέλαινε. Έσφιξε τους γοφούς της κι ακούμπησε την άκρη της στύσης του στο σημείο ανάμεσα στους μηρούς της, επιτρέποντας στο γλυκό αίσθημα της προσμονής να τον κα-τακλύσει. Να το μπουκάλι με το ουίσκι. Η Μάλορι. Και η στιγμή ακριβώς πριν... Η Μάλορι έσπρωξε μπροστά τους γοφούς της και τον πήρε βαθιά μέσα της. Ο αναστεναγμός της έγινε ένα με τον δικό του. Ω, ναι... «Ω, όχι», ψιθύρισε η Μάλορι, με μάτια πελώρια από το ξάφνιασμα και τον πανικό.

Κεφάλαιο 2 Η Μάλορι ξεροκατάπιε. Ήταν αδύνατον... Απίστευτο... Η πόρτα του δωματίου για τα ασπρόρουχα δονήθηκε πάλι. «Παρακαλώ;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή απέξω. «Είναι

κανείς εκεί μέσα;» «Θεέ μου», ψιθύρισε η Μάλορι. «Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου». Ετοιμάστηκε να κατεβάσει τα πόδια της. Αλλά ο Τζακ την έσφιξε πιο δυνατά πάνω του. «Τζακ, εγώ...» Η Μάλορι πήρε μια βαθιά ανάσα. Εκείνος έκλεισε το στόμα της με τα χείλη του και μετά την κοίταξε με μια πονηρή έκφραση στα καστανά μάτια του. «Σουτ». Λικνίστηκε μέσα της. Ήταν μια υπέροχη κίνηση που θα την έκανε ν’ αναστενάξει, αλλά η Μάλορι κατάφερε να συγκρατηθεί, όσο κι αν το στόμα της ήθελε ν’ ανοίξει για ν’ αφήσει τον αναστεναγμό να βγει. Ο Τζακ δεν ήταν... Δεν... Εκείνος λικνίστηκε πάλι, έντονα και βαθιά, θολώνοντας το μυαλό της. Η Μάλορι δεν έδινε δεκάρα, αν απέξω στέκονταν η Λέιλα κι η Ράιλι. Δεν την ενδιέφερε αν ήταν έτοιμη να εισβάλει στο χώρο η αστυνομία του Λος Αντζελες. Το μόνο που τη συγκινούσε αυτή τη στιγμή ήταν το πόσο καλά ένιωθε με τον

Τζακ βαθιά μέσα της. «Ω! Ω! Ω!» αναφώνησε βραχνά, προσπαθώντας να κρατηθεί απ’ την πόρτα, καθώς ο οργασμός της πλησίαζε καλπάζοντας. «Αυτό είναι», είπε ο Τζακ, γέρνοντας για να φιλήσει το λαιμό της με πάθος. «Αυτό είναι». Ναι, αυτό ήταν. Ο οργασμός της κράτησε τόση ώρα, που το κορμί της δεν είχε ηρεμήσει ακόμα, όταν ο Τζακ μαρμάρωσε στα πρόθυρα του δικού του. Ύστερα από μερικές στιγμές, και ενώ η καρδιά της χτυπούσε ακόμα σαν ταμπούρλο, η Μάλορι άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τον άντρα που της χάριζε πιο συγκλονιστικούς οργασμούς από δέκα άντρες μαζί. Ήταν δυνατό να κάνουν κάθε φορά και καλύτερο σεξ; «Ποιος είναι μέσα;» ήχησε πάλι η φωνή πίσω απ’ το ξύλο, αυτή τη φορά συνοδευόμενη από ένα δυνατό χτύπημα. «Ανοίξτε αμέσως την πόρτα». Η Μάλορι ξεροκατάπιε, καθώς ο Τζακ την άφηνε να γλιστρήσει από πάνω του και ν’ ακουμπήσει τα πόδια της κάτω. Το κορμί της ρίγησε, καθώς το μυαλό της

αντιλαμβανόταν το μέγεθος της κατάστασης. Η Λέιλα και η Ράιλι θα τη σκότωναν. Βόγκηξε, καθώς φορούσε το εσώρουχό της. Και συγκεντρώθηκε για να μπορέσει να βάλει γρήγορα το παντελόνι της και να αναζητήσει το σακάκι της.

wWw.GreekLeech.info

«Τι θα πούμε;» ψιθύρισε στον Τζακ, ο οποίος συγυριζόταν με το ένα χέρι, ενώ κρατούσε με το άλλο κλειστή την πόρτα. Κοιτάχτηκαν καλά καλά. «Γιατί να μην πούμε την αλήθεια;» Της κόπηκε η ανάσα. Ο Τζακ της πρότεινε σοβαρά να ομολογήσουν ότι κοιμόντουσαν μαζί;

wWw.GreekLeech.info

«Τρελός είσαι;» τον ρώτησε. «Σουτ».

Η Μάλορι συνειδητοποίησε ότι φώναζε. Ο Τζακ ακούμπησε την πλάτη του στο ξύλο που τους χώριζε από το επίμονο άτομο, το οποίο βρισκόταν από την άλλη πλευρά της πόρτας. Σταύρωσε τα χέρια του στο πλατύ, εντυπωσιακό στέρνο του και πήρε μια αναιδή έκφραση, που την ενόχλησε.

«Να σου πω την αλήθεια, το σκέφτομαι πολύ καιρό τώρα και νομίζω ότι ήρθε η ώρα να τους αποκαλύψουμε το μυστικό μας». Οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές, καθώς η Μάλορι κούμπωνε το σακάκι της. «Α, είσαι τρελός με στάμπα». «Γιατί το λες αυτό;» Εκείνη ίσιωσε το σακάκι της και άρχισε να χτενίζει με τα χέρια τα μαλλιά της. «Έλα τώρα, Τζακ, τα έχουμε πει αυτά. Δε συμφωνήσαμε πως ό,τι δεν ξέρουν,, δεν τις πληγώνει;» «Εσύ βλέπεις έτσι τα πράγματα, όχι εγώ». Η Μάλορι τον κοίταξε εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβει τι σχέση είχε ο άντρας που έκανε σεξ πριν από λίγο μαζί της με τον άντρα που στεκόταν τώρα μπροστά της. «Δηλαδή, εσύ πώς τα βλέπεις τα πράγματα;» Αποφασίζοντας ότι δεν είχε άλλα περιθώρια συγυρίσματος, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι από τον Τζακ. «Εγώ λέω να πούμε στις φίλες μας -στις καλύτερες φίλες μας- ότι είμαστε μαζί».

Η Μάλορι κόντεψε να πέσει. «Είμαστε μαζί; Τζακ, δεν είμαστε μαζί. Σεξ κάνουμε μαζί». Της φαντασίας της ήταν ή τον είδε να μορφάζει πο-νεμένα; Έλυσε τα χέρια της κι έκανε μια σπασμωδική χειρονομία. «Θέλω να πω, αν ήμασταν μαζί, θα έπρεπε να βγαίνουμε κιόλας. Και εμείς δε βγαίνουμε. Δεν έχουμε βγει ποτέ μαζί. Δε μου έχεις τηλεφωνήσει ποτέ να πάμε στον κινηματογράφο». «Φέρνω DVD, όμως στο σπίτι», της θύμισε. «Και αυτό είναι σχέση; Συνήθως δε βλέπουμε τις ταινίες, επειδή καταλήγουμε να κάνουμε σεξ». Αλλος ένας πονεμένος μορφασμός. Οχ, όχι. Δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει αυτό. Η Μάλορι πέρασε το χέρι της πίσω από την πλάτη του για να πιάσει το πόμολο. Είχε ανάγκη να βρεθεί κάπου αλλού και μάλιστα γρήγορα. Αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να είχε κλειστοφοβία, χωρίς να το ξέρει, και ξαφνικά κινδύνευε να πέσει θύμα της. «Θα τους πούμε ότι... έχυσα κρασί στο σακάκι μου και με βοήθησες να βρω κάτι να το καθαρίσω. Και... κόλλησε η πόρτα», του πρότεινε.

«Και μετά φύσηξα το λεκέ, τον στέγνωσα κι εξαφανίστηκε;» τη ρώτησε σαρκαστικά, χωρίς να την αφήσει να βγει απ’ το δωμάτιο. Η Μάλορι σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει μέσα στα μάτια. Μέσα στα σκοτεινά, πανέμορφα μάτια του, που την παρατηρούσαν σαν να είχε διαπράξει κάποιο ειδεχθές έγκλημα. «Τι;» τον ρώτησε, ολοένα πιο μπερδεμένη με την ανεξήγητη συμπεριφορά του. Και ολοένα πιο κλειστοφοβική. Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του, χωρίς να λύσει τα χέρια του. «Είναι απλό, Μάλορι. Αν δεν το πούμε στη Λέιλα και τη Ράιλι, και όταν λέω να το πούμε, εννοώ ν’ αποκαλύ-ψουμε όλη την αλήθεια, τότε η σχέση μας -συγνώμη, το σεξτελειώνει εδώ και τώρα». Η Μάλορι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δεν είναι δυνατόν... να μιλάς σοβαρά». Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Μιλάω πιο σοβαρά από ποτέ».

«Ποιος είναι μέσα;» ακούστηκε πιο δυνατή η φωνή απέξω. Η Μάλορι ποτέ δεν αντιδρούσε καλά στα τελεσίγραφα. Είχε μεγαλώσει με μια μητέρα που διαρκώς έλεγε: «Μάλορι Μαρί, κάθισε φρόνιμα, γιατί θα σε στείλω να μείνεις με τον παππού σου στο Πόρτλαντ». Και τώρα τελευταία όλοι της πετούσαν στα μούτρα τελεσίγραφα. «Πλήρωσε το νοίκι, αλλιώς θα σε πετάξω έξω», την είχε απειλήσει ο σπιτονοικοκύρης της την προηγούμενη εβδομάδα. «Πλήρωσέ μου το τελευταίο μηνιάτικο, αλλιώς παραιτούμαυ>, της είχε πει ο οπερατέρ της. «Το ίδρυμα χρειάζεται την τελική έγκριση, αλλιώς δεν παίρνετε λεφτά», είχε ακούσει το πρωί, όταν χτυπούσε τη μια πόρτα μετά την άλλη για να βρει το μηνιάτικο του οπερατέρ. Κανένα όμως άλλο τελεσίγραφο δεν της είχε προκα-λέσει ναυτία. Η καρδιά της πονούσε μ’ έναν τρόπο που την τρόμαζε, καθώς κοιτούσε τον Τζακ, ξέροντας ότι της μιλούσε σοβαρά. Ωστόσο, δεν ήταν δυνατόν να της μιλάει σοβαρά. Δεν είχε χρόνο για σχέση. Δεν ήξερε πού έστεκε στον τομέα καριέρα. Βρισκόταν πέντε χρόνια στο Λος Αντζελες, αλλά ακόμα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να πετύχει, σε μια πόλη όπου το

μεγάλο ψάρι έτρωγε το μικρό. Τα πράγματα πήγαιναν μια χαρά μεταξύ τους. Και τώρα εκείνος ήθελε να τα αλλάξει όλα. Για όνομα του Θεού, ο Τζακ Ντάνιελς δεν ήταν ο τύπος της. Η Μάλορι ξανασκέφτηκε αυτή τη γελοία παρατήρηση. Στην πραγματικότητα, δεν προτιμούσε κάποιον τύπο στους άντρες. Αν επιθυμούσε κάποιον τύπο όμως, ο Τζακ Ντάνιελς σίγουρα θα πληρούσε όλα τα κριτήρια. Ακούστηκε άλλο ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου. «Θα φέρω την ασφάλεια!» απείλησε η φωνή απέξω. Η Μάλορι ξερόβηξε, για να καθαρίσει το λαιμό της. Δεν ήξερε τι να πει, γι’ αυτό επανέλαβε: «Θα φέρει την ασφάλεια». Ο Τζακ την κοίταξε έντονα για λίγο. «Αυτή είναι η απάντησή σου;» Το μέτρο του φόβου της Μάλορι ανέβηκε άλλη μια γραμμή. «Τι; Ότι αυτή η γυναίκα θα φέρει την ασφάλεια;» «Μμμ». «Ε, ναι, λοιπόν». Κούνησε χωρίς λόγο το κεφάλι της. «Αυτή είναι η απάντησή μου. Επειδή... επειδή... επειδή η ερώτησή

σου είναι άσχετη, Τζακ». Η απάντησή της τον ξάφνιασε τόσο πολύ, που ο Τζακ την άφησε να πλησιάσει την πόρτα. Η Μάλορι την άνοιξε, αλλά δε βρήκε ούτε τη Λέιλα ούτε τη Ράιλι απέξω, ούτε και κανέναν άλλο γνωστό της. Είδε μια γυναίκα, που προφανώς ανήκε στο προσωπικό του ξενοδοχείου και μάλλον ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένη, επειδή δεν μπορούσε να μπει στο δωμάτιο με τα ασπρόρουχα. «Συγνώμη», είπε η Μάλορι, περνώντας από μπροστά της, πριν η γυναίκα προλάβει να βγάλει άχνα. Βέβαια, δε θα ομολογούσε ποτέ ότι η ανάγκη της να το βάλει στα πόδια είχε σχέση με τα δάκρυα που έκαιγαν τα μάτια της. Μέσα σε πέντε λεπτά, μπορούσαν ν’ αλλάξουν όλα. Ο Τζακ στάθηκε στην άκρη της αίθουσας δεξιώσεων, παρατηρώντας το σαματά γύρω του, ανίκανος να πιστέψει ότι απ’ την ίδια αίθουσα είχε φύγει πριν από λίγο με τη Μάλορι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι μιλούσαν πολιτισμένα, χαμογελώντας και πίνοντας πρόσχαρα τα ποτά τους (ή τουλάχιστον όσο πρόσχαρο μπορούσε να είναι αυτό το παράταιρο συνονθύλευμα), ενώ τώρα η αίθουσα είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης με αντιπάλους την πλευρά της νύφης ενάντια στην πλευρά του γαμπρού.

«Ακυρώνεται», είπε η Λέιλα, με το ίδιο ύφος που είχε και η Μάλορι στο δωμάτιο των ασπρορούχων, ενώ σταύρωνε τα χέρια στο στήθος της και κοιτούσε αυστηρά το γαμπρό, τον Σαμ Λάβτζοϊ. «Ο γάμος ακυρώνεται». Ο Σαμ χαμογέλασε βεβιασμένα, χωρίς να χάσει τη γοητεία του. «Λέιλα, μη λες ανοησίες. Θα τα βρούμε αύριο, μετά την τελετή». Ανασήκωσε τα φρύδια του με νόημα. «Ξέρεις, στο δρόμο για το μήνα του μέλιτος». I I Λέιλα πήρε μια έκφραση, σαν να της είχε πει ο οδοντίατρος ν’ ανοίξει πιο πολύ το στόμα της. «Το ταξίδι του μέλιτος; Το ταξίδι του μέλιτος;» Πίεσε το δείκτη της στο φαρδύ στέρνο του Σαμ. «Δεν κατάλαβες, δόκτορ Λάβτζοϊ. Δεν πρόκειται να γίνει ταξίδι του μέλιτος».

wWw.GreekLeech.info

Δε χρειαζόταν να είναι κανείς πυρηνικός φυσικός για να καταλάβει ότι είχε συμβεί κάτι συνταρακτικό. Ο Τζακ παρατηρούσε σχολαστικά τις λεπτομέρειες, γι’ αυτό ήταν και τόσο καλός αρθρογράφος. Και πίστευε ότι ήταν κατάλληλα εξοπλισμένος για να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κατάσταση. Έγειρε ξαφνιασμένος κοντά στη Ράιλι, η οποία στεκόταν μπροστά του.

wWw.GreekLeech.info

«Τι έγινε;» της ψιθύρισε. Η Ράιλι γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη.

«Τζακ, πού βρισκόσουν τόση ώρα; Ξέσπασε ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος και δεν ήσουν εδώ να δεις τις πρώτες ανταλλαγές πυροβολισμών». Ο Τζακ αντιστάθηκε στην ανάγκη να χαλαρώσει το γιακά του, καθώς παρατηρούσε απέναντι τη Μάλορι. Ούτε εκείνη ήξερε τι είχε συμβεί, αλλά έδειχνε έτοιμη να παρέμβει υπέρ της Λέιλα, όποτε το χρειαζόταν εκείνη. Συνειδητοποίησε επίσης ότι η απουσία του είχε κινήσει την περιέργεια της Ράιλι. «Πού βρισκόσουν;» τον ξαναρώτησε. Ο Τζακ έχωσε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, παρακολουθώντας τη Λέιλα να βγάζει το διαμα-ντένιο δαχτυλίδι των αρραβώνων της. «Στο μπάνιο. Τι έγινε;» Κάποια γυναίκα -μια απ’ τις ξαδέρφες της Λέιλα μάλλονγύρισε και τους έκανε νόημα να σωπάσουν. Η Ράιλι την αγνόησε και τον πλησίασε για να ψιθυρίσει στο αυτί του: «Θυμάσαι τότε που ο Σαμ ήταν ο πιο διάσημος πλαστικός χειρούργος του Αος Άντζελες; Η αφρόκρεμα των ειδικών γιατρών;» Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, αλλά μετά έγινε διευθυντής προσωπικού στο Ιατρικό Κέντρο Τράιντεντ, όπου δουλεύει με

τη Λέιλα». «Μμμ. Επειδή δε θέλει ν’ απολύει κόσμο, είπε στη Λέιλα απόψε ότι σκοπεύει να ξανανθίζει το ιατρείο του, όταν επιστρέψουν απ’ το ταξίδι του μέλιτος». Ο Τζακ έκανε έναν πονεμένο μορφασμό. «Οχ».

wWw.GreekLeech.info

«Δε λες τίποτα. Νομίζω ότι η Λέιλα δεν έχει χωνέψει ακόμα ότι τα χέρια του έχουν αγγίξει τα μισά στήθη στο Λος Άντζελες». Ο Τζακ ανασήκωσε τα φρύδια του. Η Ράιλι έκανε μια χειρονομία. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Πάντως η Λέιλα έγινε θηρίο μόλις άκουσε ότι ο Σαμ σκοπεύει να συνεχίσει να φτιάχνει τέλεια στήθη και στητούς γλουτούς». Ο Τζακ έτριψε το πιγούνι του. Αυτό που είχε καταλάβει ως τώρα ήταν ότι, στο ξεκίνημα της σχέσης της με τον Σαμ, ο αυτοσεβασμός της Λέιλα σε σχέση με το κορμί της έπασχε σοβαρά. Η κατάσταση γινόταν ακόμα χειρότερη, αν σκεφτόταν κανείς ότι η Λέιλα ήταν υπέρ της ιατρικής περίθαλψης για όλους, ενώ το προσωπικό σύνθημα του Σαμ ήταν «τέλειο στήθος για όλες». Γελικά όμως είχαν λύσει τα προβλήματά τους.

Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ο Τζακ. Περιεργάστηκε τον Σαμ και τη Λέιλα, που μάλωναν σαν χωρισμένο ζευγάρι. Άραγε η αρμονία μεταξύ τους υπήρχε ως τώρα μόνο και μόνο επειδή ο Σαμ είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει την πλαστική χειρουργική; Ο Τζακ αποστασιοποιήθηκε συναισθηματικά κι ευχήθηκε να μπορούσε να το κάνει και σωματικά. Δεν ά-ντεχε άλλη αναστάτωση μέσα σ’ ένα βράδυ, ειδικά ύστερα απ’ αυτό που είχε συμβεί στο δωμάτιο των ασπρορούχων με τη Μάλορι. Η Ράιλι ξερόβηξε διακριτικά. «Παρεμπιπτόντως, σου είπα ότι τσακώθηκα με τον Μπεν;» Ο Τζακ την κοίταξε σαν να είχε κόψει το κεφάλι της και το είχε ξαναβάλει στη θέση του. Αχ, όχι. Ως εδώ και μη παρέκει. Έπρεπε να φύγει. Αμέσως. Η Ράιλι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, για να

επιβεβαιώσει τα λόγια της. «Θέλει να κλείσω το Σούγκαρ & Σπάις και να δουλέψω μαζί του. Ξέρεις, να μετατρέψουμε το εστιατόριό του, το Μπενάρντο’ς Χάιντγουεϊ, και να το κάνουμε το Στέκι του Μπεν και της Ράιλι». Ο Τζακ αντιστάθηκε στην παρόρμηση να ρωτήσει: «Και λοιπόν;» Μήπως είχε πέσει κάποιος καταστροφικός ιός στις σχέσεις και δεν το ήξερε; Αρχισε να πισωπατάει, κάτι που λαχταρούσε να κάνει από ώρα. «Πού πας;» τον ρώτησε η Ράιλι, ενώ εκείνος συναντούσε το βλέμμα της Μάλορι απέναντι. «Στο... μπάνιο», απάντησε. Η Ράιλι πήρε ένα μπερδεμένο ύφος. «Μα είπες ότι μόλις γύρισες από κει». Ο Τζακ έτριψε αφηρημένα το στομάχι του, που έκαιγε. «Ναι, κάτι τέτοιο». Κοίταξε την πόρτα. «Φώναξέ με, όταν περάσει η μπόρα», είπε αφηρημένα.

Και βγήκε απ’ την αίθουσα όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να τρέξει.

Κεφάλαιο 3 «Κανονικά θα έπρεπε να είμαι στην εκκλησία αυτή τη στιγμή», κλαψούρισε το επόμενο πρωί η Λέιλα, μιλώντας στο τηλέφωνο με τη Μάλορι. Τώρα που είχε περάσει η συναισθηματική ένταση, προφανώς η νύφη δεν πολυήθελε ν’ αφήσει το γαμπρό. Εκτός αν έκλαιγε για το νυφικό. «Έχω την εικόνα πεντακάθαρη στο μυαλό μου», συνέχισε η Λέιλα, χωρίς παρότρυνση της Μάλορι, η οποία ήταν χωμένη κάτω απ’ τα σκεπάσματα κι ευχόταν να χαθούν ο κόσμος και η Λέιλα. «Η μητέρα μου θα στεκόταν δίπλα μου και θα τακτοποιούσε το πέπλο μου. Εσύ θα με βοηθούσες να σφίξω τις ζαρτιέρες και να σιγουρευτώ για τα σέξι εσώρουχα από κάτω, ενώ η Ράιλι θα φρόντιζε να καλμάρει τα νεύρα μου με καφέ χωρίς καφεΐνη και μελωμένα κρουασάν». Η Μάλορι στάθηκε στη λέξη «καφές». Πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω της και σηκώθηκε. Ήταν δέκα το πρωί και δεν είχε καλοξυπνήσει ακόμα. Έβαλε το κινητό τηλέφωνο στο άλλο αυτί της και βγήκε απ’ την

κρεβατοκάμαρα στο μικρό καθιστικό και τραπεζαρία του διαμερίσματος της για να καταλήξει στη μικροσκοπική κουζίνα, κλοτσώντας ρούχα, σημειωματάρια και τσαλακωμένα χαρτιά καθώς προχωρούσε. «Τότε τηλεφώνησε στον Σαμ να τα βρείτε», πρότεινε κακόκεφα στην απαρηγόρητη Λέιλα.

wWw.GreekLeech.info

Τουλάχιστον η φίλη της μπορούσε να το συζητήσει. Εκείνη όμως ήταν αναγκασμένη να κρατάει μέσα της τις έγνοιες για τη δική της σχέση. Καφέ.

wWw.GreekLeech.info

Χρειαζόταν επειγόντως καφέ. Πήρε τη βρόμικη κανάτα απ’ την καφετιέρα, κοίταξε το παλιό περιεχόμενο και το έχυσε στο νεροχύτη. «Δεν μπορώ», απάντησε η Λέιλα. «Γιατί δεν μπορείς;» ζήτησε να μάθει η Μάλορι, βάζοντας νερό στην καφετιέρα. Έπειτα έβγαλε το μικρό κουτί του καφέ απ’ το πολύ μικρό ψυγείο, άνοιξε το καπάκι, κοίταξε τους ελάχιστους κόκκους καφέ που κάλυπταν τον πάτο, και το κούνησε. Έφτανε για μια κούπα. Και μια κούπα αρκούσε, μέχρι να πάει στο μαγαζί της

Ράιλι. «Δεν... μπορώ, σου λέω», είπε στο αυτί της η Λέιλα. Η Μάλορι έψαξε στο άδειο ντουλάπι για φίλτρα, αλλά βρήκε ένα μισοάδειο πακέτο με χαλασμένα τάκος κι ένα εντελώς άδειο βαζάκι φιστικοβούτυρου. «Γιατί είναι τόσο δύσκολο, Λέιλα; Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σηκώσεις το ακουστικό, να πατήσεις τη μνήμη και να πεις: “Γεια σου, Σαμ”». Η Λέιλα γέλασε με πικρία. «Συγνώμη, αλλά, αν δεν κάνω λάθος, ήσουν στο δείπνο χθες βράδυ και είδες τι έγινε. Δεν μπορώ να του τηλεφωνήσω!» Τελικά η Μάλορι δεν μπορούσε να φτιάξει καφέ. «Τότε μην του τηλεφωνάς. Τι με νοιάζει εμένα;» μουρμούρισε κακόκεφα. Σιωπή. Ωραία. Σαν να μην της έφταναν όλα τα άλλα, τώρα είχε τσαντίσει τη θλιμμένη φίλη της. Μισόκλεισε τα μάτια της κάτω απ’ τον ήλιο, που έμπαινε απ’ το παράθυρο της κουζίνας, και κατέβασε το λεκιασμένο στόρι. Θλιμμένη; Όχι ότι η Λέιλα είχε χάσει κάποιο συγγενή. Ένα γάμο είχε

ακυρώσει. Ξέροντας πολύ καλά τι έκανε. «Φίλτρο», είπε αφηρημένα. «Τι πράγμα;» ρώτησε η Λέιλα. Η Μάλορι κούνησε το κεφάλι της και γύρισε στο καθιστικό, ψάχνοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για φίλτρο. «Τίποτα. Λέιλα, γιατί δεν κάνεις μια βόλτα; Πήγαινε στης Ράιλι. Θα φύγω σε είκοσι λεπτά από δω. Θα συναντηθούμε εκεί». Ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Δεν πρέπει να κάθομαι εδώ να μυξοκλαίω. Έχω κάνει όσες ακυρώσεις μπορούσα. Άλλωστε όλοι ξέρουν τι έγινε. Αν δεν το γνωρίζουν... θα το μάθουν, φτάνοντας στην εκκλησία, έτσι δεν είναι;» Η Μάλορι άκουσε ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα της. Κοίταξε τον ενισχυμένο σύρτη και φαντάστηκε στην άλλη πλευρά του τον Τζακ μ’ ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ. Δεν ήξερε τι έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. Ο Τζακ ή ο καφές; Έτρεξε στην πόρτα και την άνοιξε διάπλατα. Δεν ήταν ο Τζακ.

Δεν ήταν ούτε ένας καφές. Ήταν η γειτόνισσά της, η Κάντι Κέιν, που στεκόταν στο κατώφλι βαμμένη, με τα ξανθά μαλλιά της κρεπαρι-σμένα και φορώντας την κόκκινη ρόμπα της σε στυλ κι μονό. Μάλλον μόλις είχε γυρίσει απ’ τη νυχτερινή της βάρδια. «Α, εσύ είσαι», είπε η Μάλορι. Η Κάντι χαμογέλασε πλατιά. Ήταν γύρω στα σαράντα και δεν απολογούνταν ποτέ για το γεγονός ότι εκδι-δόταν για χρήματα. Η Μάλορι τη συμπαθούσε γι’ αυτό. Δυστυχώς η Κάντι ήταν πρωινός τύπος και η Μάλορι δεν τη συμπαθούσε καθόλου γι’ αυτό. «Ζάχαρη;» ρώτησε η Κάντι, με μια άδεια πορσελάνι-νη κούπα του καφέ κρεμασμένη στο δάχτυλό της, με το τέλειο μανικιούρ. «Φίλτρα;» ρώτησε η Μάλορι. «Ποιος είναι;» ζήτησε να μάθει η Λέιλα απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου. «Η Κάντι. Ένα λεπτό», απάντησε η Μάλορι κι απομάκρυνε το

τηλέφωνο απ’ το αυτί της. «Ανταλλάσσω ζάχαρη για ένα φίλτρο». Η Κάντι σούφρωσε τη μύτη της κι έγινε ακόμα πιο χαριτωμένη, αν αυτό ήταν ποτέ δυνατόν. «Δεν πίνω ποτέ καφέ. Ξέρεις τι ζημιά κάνει στο δέρμα σου;» «Δε με νοιάζει τι ζημιά κάνει στο δέρμα μου. Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι με ξυπνάει».

wWw.GreekLeech.info

Η Κάντι κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά, μπήκε στην κουζίνα της Μάλορι, πήρε τη ζάχαρη και ξα-ναγύρισε στην πόρτα. «Ευχαριστώ, γλύκα», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. «Καλύτερα να πίνεις εκείνον το στιγμιαίο αρωματικό καφέ. Μου αρέσει κι εμένα». Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα και βρόντησε πίσω της την πόρτα. Τι σόι άνθρωποι ήταν αυτοί που δεν έπιναν καφέ; Αλλά τι σόι πόρνη θα μάζευε όλα τα αδέσποτα, από ζώα μέχρι ανθρώπους, στο σπίτι της;

wWw.GreekLeech.info

«Μάλορι; Μάλορι; Με ακούς;» Οχ. Η Λέιλα.

Η Μάλορι ξανάφερε το τηλέφωνο στο αυτί της. Τι έλεγαν; Α, ναι, να βρεθούν στης Ράιλι, για να βοηθήσουν να ξεπεράσει η

Λέιλα τον διαλυμένο γάμο της. «Σ’ ακούω. Και χαίρομαι που είπες ότι θα μπουν όλα σε μια σειρά. Έτσι είναι η Λέιλα που ξέρω και αγαπώ». Η Μάλορι κοίταξε γύρω της το διαμέρισμα. Εφημερίδες, το φόρεμα της παρανύμφου σε πλαστική σακούλα, το ασορτί καλσόν... Καλσόν... Σήκωσε την τετράγωνη συσκευασία, παρ’ ότι μια ενοχλητική φωνή μέσα της της έλεγε ότι δεν ήταν σωστό. Γιατί; απάντησε. Αφού δε θα γινόταν γάμος, δεν το χρειαζόταν πια. Έσκισε το πλαστικό, έβγαλε βιαστικά τις μεταξωτές κάλτσες και γύρισε στην κουζίνα. «Είσαι η φωνή της λογικής. ΓΓ αυτό σε πήρα τηλέφωνο», είπε η Λέιλα. Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα. Η φωνή της λογικής; Εβγαλε ένα ψαλίδι απ’ το συρτάρι κι έκοψε το μπροστινό μέρος της κάλτσας. Στερέωσε μ’ ένα λαστιχάκι το αυτοσχέδιο φίλτρο στην καφετιέρα και έριξε τους τελευταίους κόκκους του καφέ μέσα. «Θα σε δω σε λίγο στης Ράιλι. Εντάξει;» ρώτησε η Μάλορι.

«Έγινε», απάντησε η Λέιλα. Η Μάλορι έκλεισε το τηλέφωνο, το άφησε στον πάγκο και παρακολούθησε την καφετιέρα να παράγει μια ανεκτίμητη κούπα καφέ. Το βλέμμα της έπεσε πάλι στο κινητό τηλέφωνο. Το σήκωσε και πάτησε τη μνήμη. Στην άλλη άκρη του Κάλβερ Σίτι, ο Τζακ καθόταν στο μικρό τραπέζι της κουζίνας του, φορώντας τζιν και πίνοντας νωχελικά τον καφέ του, με την πρωινή εφημερίδα στο χέρι. Το διαμέρισμά του δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ της Μάλορι. Αλλά ήταν πολύ καλύτερα οργανωμένο. Και πολύ πιο τακτοποιημένο. Αν υπήρχε ένα πράγμα που απεχθανόταν στη Μάλορι ήταν η έλλειψη νοικοκυροσύνης της. Κακό αυτό. Οι αρνητικές σκέψεις δεν αρκούσαν για να βγάλουν απ’ το μυαλό του την ανάμνηση του προσώπου της, τη στιγμή του οργασμού της στο δωμάτιο με τ’ ασπρόρουχα το προηγούμενο βράδυ. Ανάθεμα. Κοίταξε πάνω απ’ την εφημερίδα το ημερολόγιο τοίχου, όπου ο αριθμός 26 ήταν κυκλωμένος με κόκκινο στυλό. Ήταν η προθεσμία για την παράδοση του άρθρου του, για το τεύχος του Ιανουάριου.

Σήκωσε πάλι ψηλά την εφημερίδα για να κρύψει το ημερολόγιο. Τι να έκανε τώρα η Μάλορι; Έσμιξε τα φρύδια του. Μάλλον θα κοιμόταν. Μάλλον πίστευε ότι όλα ήταν μια χαρά μεταξύ τους. Μάλλον είχε επιλέξει να ξεχάσει όλη τη χτεσινοβρα-δινή συζήτηση.

wWw.GreekLeech.info

Ταρακούνησε την εφημερίδα, για να συγκεντρωθε στις λέξεις, αλλά δεν μπορούσε να συνδέσει ούτε δύο, για να συντάξει πρόταση. Ο Μπούμερ σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε με τα πεσμένα στις άκρες μάτια του, κλαψουρίζοντας. «Τι έπαθες, Μπούμερ;» Ο Τζακ κοίταξε τα γεμάτα πιάτα του σκύλου κι έστρεψε πάλι την προσοχή του στην εφημερίδα.

wWw.GreekLeech.info

Ο Μπούμερ αναστέναξε βαθιά και ξανακατέβασε το κεφάλι πάνω στα μπροστινά του πόδια. Στα δέκα χρόνια του -κάτι που σήμαινε ότι ήταν Μαθουσάλας για λαγωνικό- ο Μπούμερ γινόταν ολοένα πιο οκνηρός. Αν ήταν ποτέ δυνατόν αυτό. Ένα πρωί ο Τζακ τον

είχε χρονομετρήσει και ο σκύλος δεν είχε κουνηθεί επί πέντε συνεχόμενες ώρες, ούτε για να ουρήσει στο γρασίδι, που τελούσε χρέη αυλής. Τίποτα. Έπρεπε να τηλεφωνήσει στον κτηνίατρο για να μάθει αν ήταν φυσιολογική αυτή η συμπεριφορά. Από την άλλη πλευρά, είχε πάει τον Μπούμερ πριν από δυο μήνες στον κτηνίατρο για το ετήσιο τσεκ-απ του και ήταν υγιέστατος. Ο σκύλος ζωντάνευε μόνο όταν βρισκόταν μαζί τους η Μάλορι. Ο Τζακ εγκατέλειψε τις προσπάθειες να διαβάσει την εφημερίδα και ξεφύσησε. Αν ήταν να τηρήσει την απειλή του να μην ξανακάνει σεξ με τη Μάλορι, έπρεπε να σταματήσει να τη σκέφτεται κάθε δύο λεπτά. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο στον τοίχο. Ο Τζακ γύρισε το κεφάλι του προς τα εκεί, υπολόγισε την απόσταση του ενός μέτρου, που απείχε, και, σπρώχνοντας την καρέκλα του πίσω, άρπαξε το ασύρματο ακουστικό. «Ναι», είπε, κατεβάζοντας πάλι τα μπροστινά πόδια της καρέκλας του στο πάτωμα. «Στης Ράιλι. Γρήγορα. Έλα να με πάρεις». Ο λαιμός του έκλεισε. Ήταν η Μάλορι. Και του είχε

πει μόνο αυτές τις λέξεις. «Και φέρε καφέ για κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», πρόσΟεσε εκείνη κι έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Τζακ έμεινε να κοιτάζει το ακουστικό. Όπως το περίμενε, η Μάλορι φερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα το προηγούμενο βράδυ. Έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε στο τραπέζι. Ξανασήκωσε την εφημερίδα και την τίναξε, σκοπεύοντας αυτή τη φορά να τη διαβάσει. Δώδεκα λεπτά αργότερα, διάβαζε το δέκατο άρθρο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. «Στο δρόμο είσαι;» ρώτησε η Μάλορι αντί να χαιρετήσει. «Όχι». «Τζακ! Τι σ’ έχει πιάσει; Έλα αμέσως. Δεν έχω καφέ και κοντεύω να πεθάνω». «Να τηλεφωνήσω στο χαράκτη για την ταφόπλακά σου». «Χα, χα. Πολύ αστείο. Είναι νωρίς για αστεία». «Δέκα και μισή είναυ>.

«Παραείναι νωρίς για αστεία». Ο Τζακ μετέφερε το ακουστικό στο άλλο αυτί κι έκλεισε πάλι την εφημερίδα. Ό,τι κι αν νόμιζε η Μάλορι, είχε δουλειές. Είχε χάσει ήδη αρκετό χρόνο, προσπαθώντας να διαβάσει την εφημερίδα. Αλλά για να κάνει τις υπόλοιπες σημερινές δουλειές του, έπρεπε να σιγουρευτεί ότι θα λειτουργούσε φυσιολογικά, χωρίς να σκέφτεται τη Μάλορι κάθε πέντε λεπτά. «Τζακ;» «Χμ;» «Νόμιζα ότι το έκλεισες»· «Όχυ>. «Ελπίζω να γεμίζεις το θερμός με καφέ και να παίρνεις τα κλειδιά σου». «Όχι». «Μας χρειάζεται η Λέιλα». Ο Τζακ έσμιξε τα φρύδια του. «Και γιατί μας χρειάζεται η Λέιλα, παρακαλώ;»

«Χρειάζεται στοργή και φροντίδα. Περιμένει στο μαγαζί της Ράιλι, τώρα που μιλάμε». Ο Τζακ έτριψε το μέτωπο και τα μάτια του, ενώ σκεφτόταν αφηρημένα ότι έπρεπε να ξυριστεί. «Θα κινήσουμε υποψίες, αν δεν πάμε», συνέχισε επίμονα η Μάλορι. «Πάρε το μετρό». Παύση. «Κι εσύ;» «Θα πάω μόνος». «Θα κινήσουμε ακόμα περισσότερες υποψίες, αφού πάμε πάντα μαζί». Ο Τζακ συλλογίστηκε το σαράβαλο που ήταν παρκα-ρισμένο στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το σπίτι της. «Τότε να φτιάξεις το δικό σου αυτοκίνητο». «Ξέρεις ότι δεν μπορώ να το φτιάξω». Ναι, το ήξερε και δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Έπιασε την κούπα του και ανακάλυψε ότι ήταν άδεια. Ο Μπούμερ είχε σηκώσει το κεφάλι του, παρακολουθώντας μάλλον την τηλεφωνική συνομιλία.

«Δώσε μου δέκα λεπτά καιρό», της είπε. Η Μάλορι έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο. Η επόμενη μία ώρα ήταν σαν μια αιωνιότητα για τη Μά-λορι, παρά την ατέλειωτη κατανάλωση δυνατού, ζεστού καφέ και μελωμένων κρουασάν. Στο νεροζούμι που είχε φτιάξει στο σπίτι επέπλεε μια κηλίδα λίπους, απομεινάρι απ’ τα βρόμικα σκεύη. Ο Τζακ δεν της είχε πει κουβέντα σε όλη τη διαδρομή κι αυτό ήταν πολύ κακό, επειδή σήμαινε ότι το τελεσίγραφο ήταν σοβαρό κι εκείνη δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Η Λέιλα είχε περάσει προφανώς όλη τη νύχτα κλαί-γοντας, γιατί το πρόσωπό της ήταν γεμάτο κόκκινες κη-λίδες. Η Ράιλι δε φαινόταν να είναι σε καλύτερη κατάσταση, με τη σοβαρή έκφρασή της και τις μεγάλες σιωπές της. Η Μάλορι ανακάθισε και, προς μεγάλη της δυσφορία, ομολόγησε στον εαυτό της ότι τα τρία κρουασάν είχαν πέσει βαριά στο στομάχι της. Τουλάχιστον έτσι όπως τα έφτιαχνε η Ράιλι, δηλαδή μεγάλα και πολύ μελωμένα. Πολύ πιθανόν όμως να της είχε πέσει βαριά η ιστορία της σχέσης της με τον Τζακ.

Είχε περάσει όλη τη ζωή της παρακολουθώντας τη μητέρα της ν’ αλλάζει αγκαλιές, ανίκανη να περάσει πέντε λεπτά μόνη. Γι’ αυτόν το λόγο η ίδια έλεγε πάντα στον εαυτό της ότι δε θα κατέληγε έτσι. Δε θα εξαρτιό-ταν ποτέ συναισθηματικά ή οικονομικά από έναν άντρα ή οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο.

wWw.GreekLeech.info

Ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν καταλαβαίνω γιατί στενοχωριέστε. Κατά τη γνώμη μου, φτηνά τη γλίτωσες, Λέιλα». Η φίλη της ρίγησε κι η Μάλορι έστρεψε την προσοχή της στη Ράιλι. «Κι εσύ ξέρεις ότι είχες τις αμφιβολίες σου για τον Μπεν απ’ την αρχή, Ράιλι». Αλλο ένα ρίγος. Η Μάλορι γύρισε και βρήκε τον Τζακ να την αγριοκοιτάζει. «Τι;» μούγκρισε. «Τι έχετε πάθει εσείς οι τρεις σήμερα; Μόνο πλερέζες δε φορέσατε ακόμα».

wWw.GreekLeech.info

Η Λέιλα αναστέναξε βαθιά για πολλοστή φορά. «Δεν καταλαβαίνεις, Μάλορι». «Τι να καταλάβω; Μπορεί να μην είμαι ο πιο έξυπνος άνθρωπος του κόσμου, αλλά είμαι πρακτική».

«Δεν καταλαβαίνεις», επανέλαβε και η Ράιλι, κάνοντας μια χειρονομία. «Δεν καταλαβαίνεις, επειδή είσαι... αδέσμευτη». Η Μάλορι όρθωσε τη ραχοκοκαλιά της. Ο Τζακ σηκώθηκε απ’ το τραπέζι. «Πάω να φέρω χαρτοπετσέτες», δήλωσε κι απομακρύνθηκε. Δειλέ, ήθελε να του φωνάξει η Μάλορι. Τελικά αναστέναξε και είπε: «Δεν είμαι αδέσμευτη. Πνιγμένη στη δουλειά είμαι». Η Λέιλα και η Ράιλι την κοίταξαν με οίκτο. «Τουλάχιστον δεν κλαίω πάνω απ’ τον καφέ μου σαν εσάς τις δυο», πρόσθεσε χαμηλόφωνα η Μάλορι. «Ξέρε-χε ότι μ’ εκνευρίζουν οι κλάψες. Κι εσείς οι δυο είστε πρότυπα για τους κλαψιάρηδες όλου του κόσμου». Η Ράιλι αντέδρασε αμέσως. «Λες ότι είσαι φιλελεύθερη, αλλά εγώ σε βρίσκιο πολύ επικριτική». Η Λέιλα συμφώνησε. «Υπάρχει κανένας που δεν τον έχεις προσβάλει κάποια στιγμή στη ζωή σου;» Η Μάλορι ειλικρινά δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Η Λέιλα σηκώθηκε απ’ το τραπέζι. «Θεέ μου! Μερικές φορές

είσαι πολύ κυνική». «Πικρόχολη είναι», διόρθωσε η Ράιλι. «Πικρόχολη». Ο Τζακ διάλεξε εκείνη τη στιγμή να επιστρέφει στο τραπέζι. «Εγώ Οα έλεγα ότι είναι κυνική. Για να είσαι πικρόχολος, πρέπει να έχεις πικρές εμπειρίες απ’ τη ζωή. Και η Μάλορι φοβάται πολύ για να ζήσευ>, σχολίασε σοβαρός. Οι τρεις γυναίκες τον κοίταξαν σοκαρισμένες. Η Μάλορι νόμιζε ότι θα πεθάνει. Κοίταξε τις δυο φίλες της και αναρωτήθηκε τι είχαν καταλάβει απ’ αυτή την αποκάλυψη μιας πολύ προσωπικής πλευράς της απ’ τον Τζακ. Θα έλεγε κάτι τέτοιο ένας φίλος; Μάλλον, αλλά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά κανόνα ο Τζακ εξαφανιζόταν όταν ξεκινούσαν τέτοιες συζητήσεις, η τοποθέτησή του σίγουρα θα τις παραξένευε. Το ενδιαφέρον ήταν ότι ούτε η Ράιλι ούτε η Λέιλα έδωσαν σημασία. Η Ράιλι τον έδειξε με το δάχτυλό της. «Ξέρεις κάτι; Δίκιο έχεις». Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα και πήρε το σακίδιό της. Ως

εργαζόμενη σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ ένιωθε ότι ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι. Το μόνο που ήθελε αυτή τη στιγμή ήταν να βρει δουλειά. Ή μάλλον κεφάλαιο για τη δουλειά της. Το θέμα της. η Κόκκινη Γαρδένια, περίμενε. Η Κόκκινη Γαρδένια τριβέλιζε το μυαλό της ακόμα και όταν έπρεπε να σκέφτεται άλλα πράγματα. Αλλά η ζωή της Τζένι Φούλερ είχε κάτι που της κέντριζε το ενδιαφέρον. Ίσως οι παραλληλισμοί στις φιλοδοξίες τους. Ό,τι κι αν ήταν, αυτό το ντοκιμαντέρ την έσπρωχνε να το ολοκληρώσει περισσότερο από τα άλλα. «Τζακ, ώρα να πηγαίνουμε», του ανακοίνωσε. Ο Τζακ συνέχισε να πίνει τον καφέ του το ίδιο αργά. «Πού να πάμε; Εγώ δεν έχω να πάω πουθενά». Η Μάλορι τον αγριοκοίταξε, αποφεύγοντας να παρατηρήσει ότι η Λέιλα παρακολουθούσε τη στιχομυθία τους με μεγάλη περιέργεια. «Φεύγουμε. Μου υποσχέθηκες να με πας στα γυρίσματα για την Κόκκινη Γ αρδένια, αν θυμάσαι». Ο Τζακ έγνεψε αρνητικά. «Όχι, δε θυμάμαυ>.

Η Ράιλι έσμιξε τα φρύδια της. «Μήπως μαλώσατε εσείς οι δυο;» «Όχι», απάντησε η Μάλορι. «Ναι», απάντησε ταυτόχρονα ο Τζακ. Η Λέιλα κοίταξε πρώτα τον ένα και μετά τον άλλο. «Τελικά μαλώσατε ή δε μαλώσατε;» «Δεν έχει σημασία», είπε βιαστικά η Μάλορι. «Πάντα τα βρίσκουμε στο τέλος. Έτσι δεν είναι, Τζακ;» Εκείνος δεν απάντησε. Η Ράιλι αναστέναξε ανήσυχη. «Αλλα βλέπω εγώ. Γ ιατί μαλώσατε;» Ήταν ώρα να του δίνουν από εδώ. Η Μάλορι άρπαξε τον Τζακ απ’ το μπράτσο και κυριολεκτικά τον τράβηξε απ’ την καρέκλα. «Θα θέλαμε πολύ να το συζητήσουμε όλοι μαζί, αλ λά, απ’ ό,τι φαίνεται, έχετε κι εσείς τις δικές σας σκοτούρες. Έτσι δεν είναι, Τζακ;» Ο Τζακ είχε ένα ύφος σαν να ήθελε να τη στραγγαλίσει.

Και την Κόκκινη Γαρδένια την είχαν στραγγαλίσει. Κάτι που η Μάλορι ήθελε να μελετήσει σε βάθος -αν ο Τζακ αποφάσιζε να φανεί συνεργάσιμος. «Καλά θα ήταν να το συζητήσουμε, για να ξεχάσου-με τα δικά μας προβλήματα», πρότεινε η Ράιλι. «Μη σε νοιάζει. Θα τα βρούμε», είπε η Μάλορι. «Έλα, γιατί θ’ αργήσουμε». Χαμογέλασε στις φίλες της. «Θα σας τηλεφωνήσω αργότερα. Εντάξει;» Οι δυο γυναίκες χαμογέλασαν, σαν να περίμεναν να μάθουν ό,τι δεν ήξεραν απ’ αυτό το τηλεφώνημα. Χα! Ούτε σε χίλια χρόνια. Γ ιατί τον άγγιζε τόσο βαθιά αυτή η γυναίκα; Ο Τζακ καθόταν στη θέση του οδηγού στη Σεβρολέτ Καμάρο του 1969 και παρακολουθούσε τη Μάλορι να πηγαίνει πάνω κάτω στη Σάνσετ Μπούλεβαρντ του Δυτικού Χόλιγουντ, σταματώντας κάθε τόσο για να κρατήσει σημειώσεις. Σήμερα φορούσε ένα εφαρμοστό ξεβαμμένο τζιν κι ένα γαλάζιο μπλουζάκι που έγραφε: Κάνε Στην Ακρη Μη Σε Ισοπεδώσω.

wWw.GreekLeech.info

Ο Τζακ στήριξε τον αγκώνα του στο ανοιχτό παράθυρο και αναστέναξε. Πολύ θα ήθελε να μη νιώθει ισοπεδωμένος.

Δεν ήξερε γιατί την είχε φέρει με το αυτοκίνητο εδο: που ήθελε εκείνη. Τη μια στιγμή ήταν έτοιμος να τα α· ποκαλύψει όλα στις δυο φίλες τους και την άλλη η Μά-λορι του έδινε οδηγίες, τις οποίες εκείνος ακολουθούσε. Έτριψε αφηρημένα τον αυχένα του, καθώς την παρακολουθούσε να πλησιάζει κάποιον, να του πιάνει συζήτηση και να κουνάει το στυλό της στον αέρα, χειρονομώντας. Ήταν καλή στη δουλειά της. Αυτό ο Τζακ το ήξερε. Τα ντοκιμαντέρ της ήταν αιχμηρά, επίκαιρα και διέθεταν ένα θάρρος που λίγοι σκηνοθέτες επιδείκνυαν. Στο μυαλό του ήρθε η λέξη «αληθινά» για τα ντοκιμαντέρ της. Αλλά το ίδιο ήταν και η Μάλορι. Χωρίς φρου φρου κι αρώματα. Και πολύ σέξι. Και μεγάλος μπελάς. Έριξε μια ματιά στον καρπό του, αλλά ανακάλυψε ότι δεν είχε ρολόι. Δεν ήταν περίεργο, γιατί σπανίως το φορούσε. Το γεγονός όμως ότι κοιτούσε την ώρα έλεγε πολλά. Η Μάλορι δεν καταλάβαινε ότι είχε κι εκείνος τις δουλειές του; Όχι, δεν το καταλάβαινε. Γ ιατί εκείνος, αντίθετα από την

ίδια, δεν της περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια το καθημερινό πρόγραμμά του. Πάτησε την κόρνα. Η Μάλορι κάλυψε τα μάτια της και κοίταξε προς το μέρος του, μιλώντας ακόμα στη γυναίκα που μόλις είχε γνωρίσει. Του κούνησε το χέρι κι έστρεψε πάλι την προσοχή της στην καινούρια φίλη της. Ο Τζακ μπήκε στον πειρασμό να βάλει μπρος και να φύγει. Αλλά ήξερε ότι δε θα το έκανε. Όσο κι αν τον τρέλαινε η εικόνα των σμιλεμένων γλουτών της κάτω απ’ το εφαρμοστό τζιν. Όσο θαυμασμό κι αν του προξενούσαν τα σκούρα σγουρά μαλλιά της, που ανέμιζαν από το απαλό καλκρορνέζικο αεράκι του Δεκεμβρίου. Όσο κι αν τον σαγήνευε η κίνηση των χειλιών της. Πίεσε τον εαυτό του να γυρίσει το κεφάλι του και να κοιτάξει μπροστά του. Ανάθεμα. Την είχε πατήσει άσχημα. Όταν της είχε δώσει τελεσίγραφο το προηγούμενο βράδυ, είχε ξεκινήσει σαν αστείο. Μόλις όμως βγήκαν τα λόγια απ’ το στόμα του, ανακάλυψε ότι ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να πει. Και τώρα διαπίστωνε ότι την είχε πατήσει πολύ άσχημα. Καθόλου καλό αυτό.

Καθόλου καλό οπωσδήποτε. Ειδικά όταν είχε αυτό το απογοητευτικό προαίσθημα ότι η Μάλορι δε θα ερχόταν ποτέ στα σύγκαλά της και θα περνούσε όλη της τη ζωή -και τη δική του- σε μια μεσοβέζικη κατάσταση. Έψαξε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου για το πακέτο των τσιγάρων που είχε πάντα εκεί. Μόνο που αυτή τη φορά δεν το βρήκε. Κατέβασε τα δυο γείσα του παρ-μπρίζ κι ανακάλυψε με ικανοποίηση στου οδηγού ένα τσαλακωμένο πακέτο μ’ ένα τσιγάρο μέσα. Το έβγαλε και το άναψε με τον αναπτήρα του αυτοκινήτου. Ανάθεμα. Γέμισε τα πνευμόνια του με τσουχτερό καπνό και μετά τον φύσηξε. Ανάθεμα, ανάθεμα, ανάθεμα.

Κεφάλαιο 4 Η Μάλορι δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά της όταν άκουσε τον Τζακ να της κορνάρει. Κοίταξε με το στόμα ανοιχτό την παλιά Σεβρολέτ. Το φως του ήλιου, αυτή τη μεσημεριανή ώρα, αντανακλούσε

σαγηνευτικά στα σκούρα μαλλιά του, δημιουργώντας φωτεινές ανταύγειες που έκαναν ακόμα πιο όμορφο το λεπτό πρόσωπό του. Ο λαιμός της έκλεισε ξαφνικά και ξεροκατάπιε, κουνώντας του ενοχλημένη το χέρι, πριν στρέψει πάλι την προσοχή της στην πόρνη που μόλις είχε γνωρίσει. Η Κοκό Καμπάνα (η Μάλορι είχε βάλει τα δυνατά της για να μη σκάσει στα γέλια, ακούγοντας το όνομα) δεν ήταν μια συνηθισμένη πόρνη. Πρώτον, κόντευε τα πενήντα κι αυτό δεν μπορούσε να το κρύψει όσο κι αν βαφόταν, έκανε γυμναστική ή φορούσε ρούχα γνωστής μάρκας. Δεύτερον, δεν ήταν γυναίκα, αλλά άντρας. Βέβαια, η Κοκό δεν της αποκάλυψε αμέσως αυτή την προσωπική πληροφορία. Και η Μάλορι υπέθετε ότι, με τη δύση του ήλιου, οι σκιές και το σκοτάδι θα έκρυβαν την ηλικία και το φύλο, οπότε η Κοκό θα φάνταζε μια εντυπωσιακή κουκλάρα. Αλλά η Μάλορι είχε καταλάβει τι συνέβαινε απ’ την πρώτη στιγμή που της μίλησε. Η Κοκό -δεν είχε σημασία αν ήταν άντρας ή γυναίκα- ήταν η πρώτη, απ’ τους δεκάδες ανθρώπους που είχε συναντήσει η Μάλορι, η οποία ήξερε για την Κόκκινη Γ αρδένια περισσότερα πράγματα από διάσπαρτες φήμες μόνο.

Η Κοκό έφερε το τσιγάρο στο στόμα της, αποκαλύπτοντας μακριά νύχια αρπακτικού, βαμμένα στο κόκκινο του αίματος. «Και βέβαια ξέρω την Κόκκινη Γ αρδένια». Πήρε μια έκφραση δυσφορίας, γυρίζοντας προς τον ουρανό τα γαλάζια μάτια της, τονισμένα με ψεύτικες βλεφαρίδες και μπλε σκιά. «Φτάσαμε στο Λος Αντζελες περίπου την ίδια εποχή»: Η καρδιά της Μάλορι έχασε ένα χτύπο, αλλά το πόσα ήξερε η Κοκό ήταν ακόμα αμφισβητήσιμο. «Και το αληθινό όνομά της ήταν;...» «Τζένι Φούλερ, βέβαια». Σωστά. «Και από πού ήταν;» Η Κοκό κούνησε το τσιγάρο της. «Από την Ομάχα, νομίζω. Ναι. Από την Ομάχα της Νεμπράσκα». Πάλι σωστά. «Φοβερή τραγωδία», πρόσθεσε η Κοκό μ’ έναν αναστεναγμό. «Είχε μέλλον μπροστά της. Μπορούσε να κατακτήσει τον κόσμο». Να μια διαφορετική άποψη. Οι περισσότεροι άνθρωποι που είχαν μιλήσει στη Μάλορι έλεγαν ότι η Τζένι Φούλερ τα

ήθελε και τα είχε πάθει. Ότι η άφιξή της στο Χόλιγουντ ήταν ένας τρόπος να συγκαλυφθούν οι λεπτομέρειες κι ότι τα φαινόμενα απατούσαν ακόμα και για τα καλά κορίτσια. Μερικές φορές η Μάλορι αναρωτιόταν πόσο άτακτο μπορούσε να γίνει ένα κορίτσι απ’ τη Νεμπράσκα μέσα σε έξι μήνες; Η ιστορία της Τζένι Φούλερ δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστη. Χιλιάδες άνθρωποι έρχονταν στο Αος Άντζελες, οπλισμένοι μόνο με τα όνειρά τους. Αλλά ο ανεξιχνίαστος φόνος της επίδοξης ηθοποιού -που είχε διεκδι-κήσει πριν από είκοσι πέντε χρόνια τη διασημότητα μόνο με μια διαφήμιση μπίρας, στην οποία ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα της δεκαετίας του 1920 και στολισμένη με μια κόκκινη γαρδένια στα μαλλιάτην είχε κάνει σύμβολο όλων των ξεχασμένων και άσημων που τα όνειρά τους για διασημότητα τέλειωναν πάντα με μια τραγωδία. Η Μάλορι ξανακοίταξε την Κοκό. Μήνες τώρα έψαχνε συγκεκριμένες πληροφορίες από άτομα που θα αντιμετώπιζαν πιο φιλικά την ιστορία της Τζένι Φούλερ. Και να που, ενώ η προσωπική ζωή της κατέρρεε, η επαγγελματική καριέρα της παρουσίαζε μια ανοδική πορεία. Ή τουλάχιστον αυτή την ελπίδα έτρεφε η Μάλορι.

«Κοίτα», είπε η Κοκό. «Αν είναι να μη με ταΐσεις, να μη με πληρώσεις ή να μη με διασκεδάσεις, γλυκιά μου, πρέπει να πηγαίνω. Είναι εργάσιμη μέρα, ξέρεις». Η Μάλορι προσπάθησε να κρύψει το χαμόγελό της. «Σ’ εμένα το λες;» Η Κοκό έβαλε το χέρι της μέσα στην τσάντα με τις πούλιες, που είχε κρεμασμένη στον ώμο της, και, παρακολουθώντας μια Κάντιλακ να περνάει από μπροστά τους, έβγαλε ένα κραγιόν και ξανάβαψε βιαστικά τα χείλη της με ένα ροδακινί λιπ-γκλος τόσο γυαλιστερό, που η Μάλορι ήταν σίγουρη ότι θα καθρεφτιζόταν πάνω του αν πήγαινε αρκετά κοντά. «Ο σπιτονοικοκύρης μου με πέταξε έξω σήμερα το πρωί και πρέπει να βγάλω γρήγορα μερικά λεφτά, για να βρω καινούριο σπίτι», είπε η Κοκό. Η Μάλορι έδειξε τον εαυτό της. «Κι εγώ το ίδιο». Η Κοκό έγειρε για να κοιτάξει καλύτερα τη Μάλορι. «Κοπέλα μου, πρέπει να προσέξεις λίγο την εμφάνισή σου, αν θέλεις να βγάλεις κανένα ψιλό». Η Μάλορι κόντεψε να πνιγεί. «Το περίεργο είναι ότι κάνω τη δουλειά μου, όση ώρα σου μιλάω», της απάντησε. Έκλεισε το σημειωματάριό της και σκέφτηκε την κατάσταση

της Κοκό. Αν μιλούσε στην Κάντι Κέιν, εκείνη θ’ αναλάμβανε αμέσως υπό την προστασία της την Κοκό. Σκοπός της ζωής της ήταν να περιθάλπει καμένα χαρτιά. Αν η Κοκό δεν είχε αλλεργία στα ζώα, αυτές οι δυο συνάδελφοι θα τα πήγαιναν μια χαρά μεταξύ τους. «Έχω μια φίλη στην πολυκατοικία μου, που μπορεί να σε φιλοξενήσει μέχρι να βρεις σπίτι. Τι θα έκανες αν της τηλεφωνούσα να τη ρωτήσω;» «Εννοείς πόσα θα πλήρωνα;» ζήτησε να μάθει η Κοκό. «Εννοώ πόσες πληροφορίες θα μου έδινες». Η Κοκό την κοίταξε κατάματα. «Για την Κόκκινη Γ αρδένια;» Η Μάλορι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Η Κοκό τράβηξε τρεις μεγάλες ρουφηξιές απ’ το τσιγάρο της κι έβγαλε ένα κομματάκι καπνού απ’ τη γλώσσα της, ενώ σκεφτόταν την πρόταση. «Πού είναι το σπίτι;» ρώτησε στο τέλος. Η Μάλορι κατάλαβε ότι την είχε του χεριού της. Ναι! Ήταν το πρώτο της σοβαρό στοιχείο στην υπόθεση της Κόκκινης Γαρδένιας.

Το χαμόγελό της έσβησε. Οχι, δεν ήταν στοιχείο. Αλλά μπορούσε να πάρει πληροφορίες που η αστυνομία δεν είχε. Βέβαια, αναγκάστηκε να θυμίσει στον εαυτό της, στόχος της δεν ήταν να εξιχνιάσει την υπόθεση της δολοφονίας, αλλά να παρουσιάσει στο ντοκιμαντέρ της μια ζωντανή εικόνα της νεαρής ηθοποιού, που είχε δολοφονηθεί πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Αν όμως κατάφερνε στο μεταξύ να εξιχνιάσει την υπόθεση... Αναρίγησε σύγκορμη. Ο Τζακ κόρναρε πάλι απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. «Έχεις χρόνο να πάμε να δεις το σπίτι τώρα;» ρώτησε η Μάλορι. Πού στο καλό τους έβρισκε αυτούς τους ανθρώπους; Ο Τζακ πάρκαρε έξω απ’ την πολυκατοικία της Μά-λορι και κοίταξε μέσα απ’ το καθρεφτάκι την Κοκό, η οποία διόρθωνε τη μάσκα της από μέικαπ. Έσφιξε και ξέ-σφιξε το τιμόνι αρκετές φορές, καθώς θυμόταν ότι στο πορτμπαγκάζ του είχε

δυο μεγάλες, ξεθωριασμένες βαλίτσες με ταπετσαρία. Ένας Θεός ήξερε τι είχαν μέσα. Ηταν δυνατόν να είχε αποφασίσει η Μάλορι να φιλοξενήσει την Κοκό; «Θέλεις να έρθεις στης Κάντι μαζί μου ή θα περιμένεις εδώ;» Ο Τζακ ανακουφίστηκε για λίγο. Ωραία. Η Μάλορι Οα πήγαινε τη μεσόκοπη τραβεστί στο σπίτι της Κάντι. Προσπάθησε να διακρίνει από το καθρεφτάκι, αν το μπούστο της Κοκό ήταν αληθινό. Δεν ήταν αληθινό, αλλά σίγουρα ήταν ενισχυμένο από χειρουργική επέμβαση ή ορμονική θεραπεία. Ω, ναι, η καμπύλη ήταν πολύ αληθινή. Τι σήμαινε αυτό; Ο ορισμός εξαρτιόταν απ’ το αν ήταν άθικτος ο φυσικός «εξοπλισμός». Γύρισε στη Μάλορι και τη βρήκε να τον αγριοκοιτάζει. Τι; ρώτησε από μέσα του ο Τζακ. Τότε κατάλαβε ότι η Μάλορι ήταν εκνευρισμένη, επειδή εκείνος κοιτούσε το μπούστο της Κοκό. «Λοιπόν;» ρώτησε η Μάλορι. «Τι εννοείς;»

«Θα περιμένεις εδώ ή θα έρθεις μαζί μας;» Ο Τζακ έκανε πολλή ώρα, ώσπου να το σκεφτεί. Ήταν μαζί της τις τελευταίες δύο ώρες και η Μάλορι δεν είχε πει κουβέντα για το προηγούμενο βράδυ. Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να πιστέψει ότι εκείνη είχε ξεχά-σει τα πάντα, αν δε διέκρινε μια σκιά ανησυχίας στα καστανά μάτια της. Και η Μάλορι δεν είχε ανησυχήσει ποτέ στο παρελθόν για τη σχέση της μαζί του. «Τίποτα από τα δυο», της απάντησε τελικά. «Τι θέλεις να πεις;» «Θέλω να πω ότι θα γυρίσω στο σπίτι μου». «Δε γίνεται». Ο Τζακ γύρισε προς το πίσω κάθισμα και κοίταξε καταπρόσωπο την Κοκό. «Σε πειράζει να περιμένεις έξω;» της είπε. «Εξω;Έξω απ’ το αυτοκίνητο, εννοείς;» «Τι άλλο να εννοώ;» ρώτησε ο Τζακ με τη σειρά του. Η Μάλορι τον κοίταξε εμβρόντητη. «Συγνώμη, Κοκό. Είναι μεταξύ μας το πρόβλημα».

Έπειτα βγήκε από το δίπορτο αυτοκίνητο, ανασήκω-σε το κάθισμά της, για να μπορέσει να βγει η μεσόκοπη πόρνη, και ξαναμπήκε. Ο Τζακ είδε από το καθρεφτάκι την Κοκό να στέκει πίσω απ’ το αυτοκίνητο, όπου δεν μπορούσε να τους ακούσει. «Πες της... ή πες του, τέλος πάντων, να βγάλει και τις βαλίτσες απ’ το πορτμπαγκάζ». Η Μάλορι ξεφύσησε απηυδισμένη. «Τι σ’ έχει πιά-σει, Τζακ; Είσαι φοβερά... αγενής». Βρε, βρε, βρε. Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. «Αυτά παθαίνει ένας άντρας, όταν η γυναίκα που... τον ενδιαφέρει, αγνοεί τις προσπάθειές του να προχωρήσουν τη σχέση τους». «Πάλι τα ίδια;» τον ρώτησε. «Δεν ξεκαθαρίσαμε την κατάσταση, Μάλορι». Η Μάλορι βγήκε απ’ το αυτοκίνητο κι έβαλε το κεφάλι της μέσα απ’ το ανοιχτό παράθυρο. «Μην κουνηθείς από δω. Εμείς οι δυο πρέπει να... συζητήσουμε». Να συζητήσουν; Η Μάλορι είχε πει να συζητήσουν; Αλλά όσο ο Τζακ την παρακολουθούσε να προσπαθεί να

μεταφέρει κάποια από τις αποσκευές της Κοκό και μετά να λικνίζει τους μικρούς, σφιχτούς γλουτούς της, προχωρώντας προς το διαμέρισμα της Κάντι, συνειδητοποίησε ότι δε θα πήγαινε πουθενά. Ανάθεμα. Πήρε το ταξιδιωτικό κύπελλο του καφέ και το έφερε στα χείλη του, αλλά ανακάλυψε ότι ήταν άδειο. Έκανε ένα μορφασμό. Μήπως η ιστορία επαναλαμ-βανόταν; Αυτό που απέμενε, ήταν ν’ αποφασίσει αν είχε τα κό-τσια να κάνει κάτι γι’ αυτό. Αργότερα το ίδιο βράδυ, η Μάλορι σωριάστηκε στον καναπέ, ο οποίος ήταν κρυμμένος κάτω απ’ τα πλυμένα ρούχα που είχε στοιβάξει εκεί την προηγούμενη μέρα, όταν το στεγνωτήριο είχε χαλάσει στη μέση της πλύσης. Δεν είχε βρει ακόμα το χρόνο να διπλώσει και να φυλάξει τα ρούχα. Μάλλον έπρεπε να το κάνει τώρα, αλλά... καθώς παρατηρούσε τον Τζακ, της έρχονταν στο μυαλό άλλα, πιο σημαντικά πράγματα. Ο Τζακ έστεκε στη μέση του δωματίου και την κοιτούσε με το ίδιο ύφος που είχε όλη μέρα. Είχε αναγκαστεί να τον πείσει πέντε φορές να μη γυρίσει στο σπίτι του. Και κάθε φορά εκείνος μούτρωνε περισσότερο.

«Τελειώσαμε τώρα;» τη ρώτησε, με τις γροθιές χωμένες στις τσέπες του τζιν του. Η Μάλορι επέτρεψε στο βλέμμα της να περιπλανηθεί πάνω του. Ο Τζακ Ντάνιελς ήταν εντυπωσιακός άντρας. Όπου κι αν πήγαιναν, οι γυναίκες τον γλυκοκοίταζαν, χωρίς να κρύβουν το ενδιαφέρον τους. Όχι ότι ο Τζακ έδινε σημασία σε τέτοια πράγματα. Ποτέ δεν είχε επίγνωση ότι τραβούσε την προσοχή. Και όταν μυριζόταν κάτι -όπως όταν του σφύριζαν για πλάκα η Μάλορι, η Αέιλα και η Ράιλι-, μουρμούριζε και έβριζε, πριν απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η Μάλορι τον είδε να ρίχνει το βάρος του απ’ το δεξί πόδι στο αριστερό, δείχνοντας έτσι πόσο άβολα αισθανόταν κάτω απ’ το βλέμμα της, που ταξίδεψε απ’ τα μο-κασίνια στο εφαρμοστό μαύρο τζιν του. Είχε αρχίσει να τον κοιτάζει έτσι προκλητικά για να τον πειράξει. Και παρ’ ότι είχε πετύχει το σκοπό της -όπως το περίμενε, άλλωστε-ανακάλυπτε ότι στο μεταξύ είχε αναστατωθεί κι η ίδια. «Μπορώ να φύγω τώρα;» ζήτησε να μάθει ο Τζακ, τρίζοντας τα δόντια του. «Όχι», του απάντησε, χρησιμοποιώντας τη λέξη που άκουγε απ’ το στόμα του όλη μέρα.

Τα καστανά, αισθησιακά μάτια του μισόκλεισαν. «Μάλορι...» «Τζακ...» Η Μάλορι έπιασε την άκρη της μπλούζας της και την τράβηξε πάνω απ’ το κεφάλι της. Ήξερε ότι ο Τζακ λάτρευε τα εσώρουχά της. Δεν ήταν φανατική της μόδας, αλλά όπως πρόσεχε ιδιαίτερα όταν επέλεγε μπλουζάκια με συνθήματα, άλλχ) τόσο απολάμβανε να διαλέγει με προσοχή τα εσώρουχά της. Το σουτιέν της σήμερα ήταν τριών τετάρτων και είχε ένα βαθύ μοβ χρώμα, με σέξι δαντελωτό τελείωμα. Ανακάθισε και μετακινήθηκε, σαν να προσπαθούσε να βρει μια πιο αναπαυτική θέση, κι ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα, όταν το βλέμμα του καρφώθηκε στο στήθος της κι οι κόρες των ματιών του έγιναν ένα με τις ίριδες. Ναι, μωρό μου. Δείξε μου πόσο με Θέλεις. Οι θηλές της ορθώθηκαν κάτω απ’ το εξεταστικό βλέμμα του κι η Μάλορι τέντωσε το στήθος της μπροστά. Όταν πιέστηκε κάτω απ’ το σουτιέν τριών τετάρτων, ήξερε ότι ο Τζακ λαχταρούσε να το δει να ξεχειλίζει απ’ τη δαντέλα. «Μάλορι...» είπε πάλι προειδοποιητικά, παρ’ ότι δεν ήταν πια τόσο πειστικός. Η Μάλορι άνοιξε το κουμπί του τζιν της, αφήνοντας το

φερμουάρ να κατέβει και να αποκαλύψει το ασορτί μοβ δαντελένιο εσώρουχο. Είδε τον Τζακ να ξεροκαταπίνει. Προσπάθησε να σχεδιάσει την επόμενη κίνησή της, αλλά η αλήθεια ήταν ότι το μυαλό της είχε αρχίσει να θολώνει, καθώς ένιωθε την έξαψη να απλώνεται στο κορμί της. Το βλέμμα του ανέβηκε πάλι στο πρόσωπό της, δίνο-ντάς της την εντύπωση ότι ο Τζακ έψαχνε έναν τρόπο ν’ αντισταθεί στο σωματικό πόθο, που θέριευε από στιγμή σε στιγμή. Γι’ αυτό έβγαλε τη γλώσσα της και ύγρανε τα χείλη της αργά και προκλητικά. «Λοιπόν», του είπε και ξαφνιάστηκε με τη βραχνάδα της φωνής της. Είχε προσπαθήσει πολύ γι’ αυτό το αποτέλεσμα, αλλά δεν το περίμενε. Δεν είχε να ζηλέψει τίποτα απ’ την Κάντι. «Νομίζω ότι είναι καλύτερα να συζητήσουμε το θέμα... της αποχής από το σεξ». Της φάνηκε ότι άκουσε τον Τζακ να βογκάει, αλλά δεν ήταν σίγουρη. Ωστόσο ήταν νευρικός, όταν κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Ναι, κι εγώ έτσι νομίζω», της αποκρίθηκε.

Η Μάλορι άλλαξε θέση στον καναπέ, παραμέρισε μερικά ρούχα και χτύπησε το μαξιλάρι δίπλα της. «Γιατί δεν έρχεσαι να καθίσεις δίπλα μου;» του πρό-τεινε. Ο Τζακ έμεινε ακίνητος κι αμίλητος για μερικές στιγμές, αλλά μετά έγνεψε αρνητικά. «Καλύτερα... να μην καθίσω». Η Μάλορι χαμογέλασε. «Γιατί;» «Επειδή έτσι δε θα συζητήσουμε για το σεξ. Θα κάνουμε σεξ». «Ακριβώς αυτό είχα στο νου μου», του ομολόγησε. «Ακριβώς γι’ αυτό θα μείνω εδώ που βρίσκομαι», της απάντησε. Η Μάλορι πρόσεξε την επιθετική έκφραση στο πρόσωπό του κι έβρισε από μέσα της. Τελικά χρειαζόταν μερικές συμβουλές από την Κάντι. «Τότε θα έρθω εγώ κοντά σου», του είπε. Ο Τζακ αιφνιδιάστηκε τόσο πολύ, που δεν κουνήθηκε όταν η Μάλορι σηκώθηκε απ’ τον καναπέ και στάθηκε μπροστά του, χωρίς να τον αγγίζει, αλλά σε απόσταση ανάσας. Βέβαια, αν ήθελε να παίξει σωστά το ρόλο της μοιραίας

γυναίκας, έπρεπε να καταπνίξει τη συναισθηματική ταραχή της, κάθε φορά που τον πλησίαζε. «Δε θα σε φιλήσω», της είπε με φωνή τραχιά. «Μμμ. Δε χρειάζεται». Η Μάλορι κοίταξε την καμπύλη του δυνατού λαιμού του. «Σε πειράζει, όμως, να σε φιλήσω εγώ;» Ο Τζακ άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει, αλλά εκείνη έβαλε την παλάμη της πάνω, εμποδίζοντας τα λόγια να βγουν. Μετά έγειρε το κεφάλι της και κόλλησε τα χείλη της στο λαιμό του, πρώτα μπροστά και μετά στο πλάι, εισπνέοντας τη φρέσκια μυρωδιά του δέρματός του, σαν να ήταν ακριβός μόσχος, κι απορροφώντας τη ζεστασιά που εξέπεμπε το κορμί του. Ο Τζακ ξεροκατάπιε κι η Μάλορι χαμογέλασε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της, για να χαϊδέψει το δέρμα του με τις βλεφαρίδες της. «Έλα, Τζακ», μουρμούρισε, λαχταρώντας να νιώσει τα χέρια του σε όλο της το κορμί. Ήθελε από εκείνον να εξερευνήσει κάθε πόντο της σάρκας της με τον κτητικό τρόπο του και να τη διεκδικήσει. Αλλά έμεινε πετρωμένος. «Δε θα κάνουμε σεξ, Μάλορι». Εκείνη χαμογέλασε και άρχισε να τον φιλάει αργά, φτάνοντας

στο γιακά της μπλούζας του. Τράβηξε την άκρη του τζιν του και γλίστρησε τα δάχτυλά της από μέσα, μέχρι που ένιωσε τους σφιχτούς μυς της κοιλιάς του. Το περίεργο ήταν ότι ο Τζακ κρατιόταν σε φόρμα. Όπως κι αν το έβλεπε κανείς, το αποτέλεσμα ήταν άριστο. Το κορμί του αποτελούσε μοναδικό δείγμα σμιλεμένης, αρρενωπής ρώμης. Τον κοίταξε κατάματα, επιθυμώντας να της σκίσει τα ρούχα, ικετεύοντάς τον να της κάνει έρωτα. Τράβηξε το γιακά της μπλούζας του κι έσυρε τη γλώσσα της κατά μήκος της κλείδας του. Βέβαια, όπως πήγαιναν τα πράγματα, μάλλον έπρεπε να πάρει όλη την πρωτοβουλία η ίδια. Αυτό όμως δεν την πείραζε... Τράβηξε την μπλούζα του από το παντελόνι, γλίστρησε τα χέρια της από κάτω και χάιδεψε τα πλευρά του, κάνοντάς τον να ριγήσει. Χαμογέλασε με το αποτέλεσμα και γονάτισε αργά. Νιώθοντας ότι ο Τζακ ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, φίλησε την κοιλιά του και βύθισε τη γλώσσα της στον εξαίσιο αφαλό του, στερώντας όλο τον αέρα απ’ τα πνευμόνια του. Βρήκε πολύ γρήγορα τον ερεθισμένο ανδρισμό του κάτω απ’ το παντελόνι, χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να τον κοιτάζει στα μάτια. Ο εγωισμός της υπέφερε στη

θέα της σιωπηλής επιφυλακτικότητάς του, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ερεθισμένος, οπότε κι εκείνη συνέχισε. Ο ήχος του φερμουάρ του, καθώς κατέβαινε, γέμισε το δωμάτιο κι η στύση του χάθηκε ανάμεσα στις παλάμες της. Η Μάλορι συχνά άκουγε τα παράπονα των γυναικών για το σεξ, αλλά η ίδια λάτρευε να εξερευνά κάθε πόντο της ερεθισμένης σάρκας ενός άντρα. Της άρεσε να φιλάει, να σέρνει τη γλώσσα της παντού και ν’ ακούει έναν άντρα να βογκάει από ηδονή, με τις επιδέξιες κινήσεις της. Της άρεσαν τα πάντα στο σεξ, ειδικά με τον Τζακ. Στην αρχή είχε καταλάβει ότι δεν ήταν πολύ πεπειραμένος, επειδή ολοκλήρωνε με το πρώτο της χάδι, αλλά τώρα πια είχε μάθει να είναι συγκρατημένος. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά ανάσα, απολαμβάνοντας την ευωδιά του πόθου του. Οι γοφοί του τεντώθηκαν μπροστά παρά τη θέλησή του, αντιδρώντας στα χάδια της, σαν να προσπαθούσαν να έρθουν σε στενότερη επαφή μαζί της. Η Μάλορι τραβήχτηκε και χαμογέλασε. «Ο μεγάλος Τζακ μπορεί να λέει όχι, αλλά ο μικρός Τζακ δε

βλέπει την ώρα, απ’ ό,τι καταλαβαίνω», μουρμούρισε, χαϊδεύοντάς τον αισθησιακά. «Πρόσεχε ποιον λες μικρό», μουρμούρισε ο Τζακ. Όταν το στόμα της αντικατέστησε τα χέρια της, ο βασανισμένος αναστεναγμός του γέμισε τα αυτιά της κι έκανε τα σωθικά της να λιώσουν απ’ την έξαψη. Λίγα πράγματα την άναβαν τόσο πολύ όσο η διέγερση του Τζακ. Παρατηρώντας τον ακανόνιστο ρυθμό της κοφτής ανάσας του, κατάλαβε ότι ήταν έτοιμος. Τα χέρια του επιτέλους ξεκόλλησαν απ’ τα πλευρά του κι έπιασαν το κεφάλι της, χωρίς να την καθοδηγούν, αλλά και χωρίς να τη σταματούν, ενώ τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στα σγουρά μαλλιά της. Η Μάλορι έσφιξε τους μηρούς της και ρίγησε, ανακαλύπτοντας ότι κόντευε να ολοκληρώσει. Ποτέ δε θα έπαυε να την εντυπωσιάζει η σεξουαλική δύναμη που είχε πάνω της αυτός ο άντρας, ακόμα κι όταν δεν έκανε τίποτα. Όταν εκείνος ολοκλήρωσε με μια φοβερή έκρηξη, φίλησε την κοιλιά του και σήκωσε τα μάτια της, κοιτώντας τον θριαμβευτικά. «Μήπως θέλεις τώρα ν’ ανακαλέσεις το χτεσινό τελεσίγραφο;» τον ρώτησε με βραχνή φωνή, έτοιμη να συνεχίσουν στην κρεβατοκάμαρα.

Ο Τζακ μισόκλεισε τα μάτια του, πασχίζοντας ν’ α-ναπνεύσει κανονικά. Και τότε έκανε κάτι που τη σοκάρισε όσο τίποτε άλλο στη ζωή της. Κούμπωσε το παντελόνι του και της απάντησε ξερά: «Όχι». Η Μάλορι έχασε τα λόγια της και δε βρήκε τίποτα για να του απαντήσει. Εκείνος έπιασε για μια στιγμή το πιγούνι της, το έσφιξε και είπε: «Ευχαριστώ». Ξεφύσησε αγανακτισμένη και κάθισε στο πάτωμα. «Κάναμε σεξ και μόνο αυτό έχεις να πεις;» Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, ενώ έχωνε το κάτω μέρος της μπλούζας του μέσα στο τζιν. «Δεν κάναμε σεξ, Μάλορι. Με πίεσες να ολοκληρώσω. Έχει μεγάλη διαφορά». «Τι πράγμα;» Η Μάλορι δυσκολεύτηκε να σηκωθεί, επειδή δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. «Πλάκα κάνεις; Σεξ κάναμε, Τζακ, είτε θέλεις να το παραδεχτείς είτε όχι». «Μμμ. Μπορεί. Το τελεσίγραφό μου ισχύει πάντως».

Η Μάλορι ένιωσε για πρώτη φορά οργή απέναντι του. Όχι, όχι οργή. Ήταν έξαλλη για να πει ότι αισθανόταν απλώς οργή. «Καληνύχτα, Μάλορι», είπε εκείνος, ενώ της έδινε ένα φιλί στο μέτωπο. Τον παρακολούθησε να βγαίνει απ’ το διαμέρισμα και να κλείνει πίσω του την πόρτα, ανίκανη να κάνει οτιδήποτε άλλο εκτός από το να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

Κεφάλαιο 5 Το επόμενο πρωί -στις δώδεκα και τέταρτο, για την ακρίβεια, αλλά για τη Μάλορι ήταν πρωί- βρέθηκε να κάθεται απέναντι απ’ την Κοκό, στην εμπριμέ τραπεζαρία της Κάντι, πίνοντας ένα στιγμιαίο ρόφημα με γεύση βανίλιας (το οποίο η Κάντι αποκαλούσε καφέ), προσπαθώντας να βολιδοσκοπήσει την Κοκό. Στην κουζίνα δίπλα τους, η Κάντι παρίστανε ότι έκανε δουλειές, αλλά η Μάλορι ήξερε ότι η γειτόνισσά της άκουγε κάθε κουβέντα τους. «Τα χάλια σου έχεις», της είπε η Κοκό, με τα περι-ποιημένα νύχια της, τα μαλλιά της κρεπαρισμένα σε σημείο ξεριζώματος, το άψογο μακιγιάζ της και την άσπρη μεταξωτή ρόμπα της ατσαλάκωτη, ενώ έπινε τον καφέ της από ένα πορσελάνινο φλιτζάνι με τριανταφυλλάκια.

Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα μπροστά στο δικό της φλιτζάνι, χωρίς να είναι σίγουρη πώς έπρεπε να το σηκώσει. Η λαβή ήταν πολύ μικρή και εύθραυστη. Τελικά το έπιασε σαν να ήταν ποτήρι και κατέβασε μονορούφι το μισό περιεχόμενο. «Έτσι είμαι το πρωί. Δεν το βλέπεις ότι δεν είμαι πρωινός τύπος;» αποκρίθηκε στην Κοκό. Σήμερα είχε φορέσει ένα μπλουζάκι που είχε καιρό να χρησιμοποιήσει. Έγραφε πάνω του: Μισώ Τους Ανθρώπους. Δυστυχώς ήταν απένταρη κι αυτό σήμαινε ότι δεν είχε λεφτά ούτε για καφέ -ή για φίλτρα-, και έτσι είχε αναγκαστεί να ζητιανέψει από την Κάντι την πολυπόθητη δόση της καφεΐνης. Κοίταξε περίεργη το φλιτζάνι της. Αυτό το στιγμιαίο αρωματικό πράγμα είχε καφεΐνη; Σαν να μην της έφταναν όλα τα άλλα, δεν είχε κοιμηθεί καλά τη νύχτα. Όταν ο Τζακ την είχε παρατήσει σύξυλη, είχε μείνει πετρωμένη στο ίδιο σημείο για μισή ώρα, κοιτώντας την πόρτα, ώσπου σωριάστηκε πάλι στον καναπέ. Έπειτα είχε καρφώσει το βλέμμα της στο ταβάνι για άλλη μισή ώρα, πριν αρχίσει να λειτουργεί πάλι το θολωμένο μυαλό της και καταφέρει να σχηματίσει κάποια συνεκτική σκέψη.

Ο Τζακ μόλις την είχε παρατήσει. Έτσι απλά. Και της είχε φερθεί σαν να ήταν... Τι; Γνωριμία της μιας βραδιάς; Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα. Όχι. Για να είναι γνωριμία της μιας βραδιάς, έπρεπε να πάρει και να δώσει. Τουλάχιστον σύμφωνα με τον δικό της ορισμό. Ο Τζακ όμως την είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού και είχε φύγει. Κι εκείνη είχε μείνει με την ίδια απορία που είχε και πριν δέκα χρόνια για το τι συνιστούσε σεξ. Η μονομερής ικανοποίηση ήταν σεξ; Ή ήταν απλώς χαϊδολόγημα; Ο Τζακ μια φορά την είχε κάνει να φτάσει σε οργασμό, φιλώντας μόνο το στήθος της. Αυτό ήταν σεξ; Όχι βέβαια. Η Μάλορι σήκωσε το φλιτζάνι της και ανακάλυψε ότι το είχε αδειάσει. Τι σημασία είχαν όλα αυτά; Άλλο ήταν το θέμα τώρα. Ο Τζακ είχε αποφασίσει να πραγματοποιήσει την απειλή του να μην κάνει σεξ μαζί της αν εκείνη δε συμφωνούσε να προχωρήσουν παραπέρα στη σχέση τους και να τη γνωστοποιήσουν στη Ράιλι και τη Λέιλα.

Κι αυτό ήταν αστείο, γιατί χωρίς σεξ, ούτως ή άλλως, δεν είχαν κάποια σπουδαία σχέση. Η Μάλορι ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη, βλέποντας την Κοκό καθισμένη απέναντι της. Είχε προσγειωθεί στην πραγματικότητα, ακούγοντας την Κάντι να βροντάει ένα τηγάνι στην κουζίνα. Καλά θα ήταν να θυμάται ότι έπρεπε να υλοποιήσει τα επαγγελματικά σχέδιά της σήμερα, αλλιώς δε θα πετύχαινε ποτέ στο Λος Άντζελες, όπως ήθελε. Αντίθετα, θ’ αποτύγχανε οικτρά. Κοίταξε προσεχτικά την Κοκό, η οποία με χαμηλό φωτισμό ήταν αρκετά παρουσιάσιμη, ώστε να κινηματο-γραφηθεί. «Μπορείς να περιμένεις λίγο;» τη ρώτησε η Μάλορι, τεντώνοντας το δάχτυλό της. Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και, πηγαίνοντας στην κουζίνα, έδιωξε την Κάντι, για να τηλεφωνήσει απ’ το κινητό της στο σπίτι του οπερατέρ της. Ο Χάρι σήκωσε το τηλέφωνο στο τρίτο χτύπημα. Η Μάλορι του εξήγησε την κατάσταση με λίγα λόγια και μετά του είπε: «Πρέπει να είσαι εδώ σ’ ένα τέταρτο». Στην άλλη άκρη της γραμμής έπεσε σιωπή. «Χάρι; Χάρι, μ’ ακούς;»

«Ναι, σ’ ακούω. Περιμένω να μου πεις ότι έχεις και τα λεφτά μου». Η Μάλορι κόντεψε να πνιγεί με το σάλιο της. «Κάνε μου αυτό το κομμάτι και σου υπόσχομαι ότι στο τέλος μέρας θα έχεις τα λεφτά σου». «Αυτό είπες και τον προηγούμενο μήνα. Και πριν q. πό τρεις εβδομάδες. Και πριν από δυο εβδομάδες. Και πριν από μία...» «Καλά, καλά, κατάλαβα», τον διέκοψε κακόκεφα η Μάλορι, περπατώντας πάνω κάτω στην τακτοποιημένη κουζίνα της Κάντι. Γιατί η δική της κουζίνα δεν ήταν ποτέ έτσι; Ίσως Οα ήταν, αν την καθάριζε κάθε τόσο. «Ηέ-ρω ότι είναι δύσκολο, Χάρι, αλλά κι εσύ γνωρίζεις ότι ούτε εγώ έχω πληρωθεί ακόμα». «Και γιατί αφορά εμένα αυτό;» Η Μάλορι έσμιξε τα φρύδια της. «Σε αφορά επειδή, αν πληρωθώ εγώ, Οα πληρωθείς κι εσύ». Ανοιξε το ψυγείο της Κάντι. Αποβουτυρωμένο γάλα, φρούτα, μια ποικιλία τυριών, μισό μπουκάλι λευκό κρασί, βούτυρο, γιαούρτι και -μπίνγκο- ένα κουτί με τσίζ-κεϊκ και γαρνιτούρα από κεράσια.

Έβγαλε το γλυκό απ’ το ψυγείο και ανακάλυψε ότι η Κάντι μάλλον το είχε αφήσει εκεί για ν’ αποψυχθεί από την κατάψυξη. Όχι ότι είχε σημασία. Βρήκε ένα πιρούνι κι έπεσε με τα μούτρα στο τσίζκεϊκ, ενώ ένα παγωμένο κεράσι έπεφτε στο μπλουζάκι της. Η ζάχαρη ήταν ό,τι έπρεπε για υποκατάστατο της καφεΐνης, αν και προσωρινό. «Μάλορι, έχω κλείσει μια άλλη δουλειά», είπε ο Χάρι. «Μια δουλειά για την οποία θα πληρωθώ. Φαντάσου!» «Κι από μένα θα πληρωθείς!» Η Μάλορι κοίταξε το κεράσι που είχε πέσει πάνω στο σύνθημα της μπλούζας της. Το σήκωσε απ' το βαμβακερό ύφασμα, το περιεργάστηκε και το έχωσε στο στόμα της. «Πρέπει να πληρωθώ αυτή τη χιλιετία, Μάλορι. Λυ· πάμαι, αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω». Η Μάλορι ξεφύσησε απηυδισμένη. «Και μη νομίζεις ότι δε μου χρωστάς τα λεφτά», πρό-αθεσε ο Χάρι κι έκλεισε το τηλέφωνο. Η Μάλορι κοίταξε το βουβό κινητό τηλέφωνο. Τι είχε πιάσει τους άντρες τον τελευταίο καιρό; Συνέχεια την άφηναν στα κρύα του λουτρού.

Επειδή ο Τζακ την είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού, η διάθεσή της ήταν χάλια από το πρωί. Ή το μεσημέρι. Ή ό,τι ήταν, τέλος πάντων. «Έι! Τρως το αποψινό επιδόρπιο», διαμαρτυρήθηκε η Κάντι, ενώ έμπαινε φουριόζα στην κουζίνα και άρπαζε από μπροστά της το κουτί με το τσίζκεϊκ. «Καλύτερα να μου αφήσεις και το υπόλοιπο», την προειδοποίησε η Μάλορι. «Τώρα έχει πάνω του τα μικρόβιά μου». «Δε με πειράζουν τα μικρόβια. Αν με πείραζαν, τότε θα έπρεπε ν’ αλλάξω δουλειά», αποκρίθηκε η όμορφη γυναίκα. Η Μάλορι πήρε μια έκφραση δυσφορίας, σηκώνοντας τα μάτια της στο ταβάνι. Η τύχη της την είχε εγκαταλείψει τελείως. Μάλλον όμως δεν της χαμογελούσε ιδιαίτερα, από τότε που είχε έρθει στο Λος Άντζελες πριν πέντε χρόνια. Μόνο τρεις φορές, μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, είχε φανεί τυχερή. Η πρώτη ήταν όταν το παρθενικό ντοκιμαντέρ της παίχτηκε σε μια μοναδική προβολή (σε μια τηλεοπτική εκπομπή για την παιδική κακοποίηση).

Η δεύτερη όταν γνώρισε τη Λέιλα, τη Ράιλι και τον Τζακ. Και η τρίτη όταν κοιμήθηκε με τον Τζακ. «Να πάρεις δικό σου τσίζκεϊκ», της είπε η Κάντι. Η Μάλορι αναστέναξε βαθιά και γύρισε στο άλλο δωμάτιο, όπου η Κοκό καθόταν ακόμα στην τραπεζαρία. Γο προφίλ της... ή το προφίλ του... ήταν μιας σαγηνευτικής γυναίκας, αν και κάπως μεγάλης. «Κάντι;» είπε προσεκτικά, επειδή φοβόταν ότι την είχε εκνευρίσει τρώγοντας το τσίζκεϊκ. «Εχεις ακόμα εκείνη την κάμερα;» Ο Τζακ καθόταν μπροστά στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, ο Μπούμερ ήταν ξαπλωμένος στη γωνία του δωματίου πάνω στο κόκκινο μαξιλάρι του και ο κέρσορας αναβόσβηνε ασταμάτητα στην οθόνη του υπολογιστή, σαν να προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του Τζακ στην άδεια σελίδα. Ο Τζακ έγειρε πίσω στην καρέκλα του και κοίταξε προς την κουζίνα, όπου βρισκόταν το τηλέφωνο. Ήταν δύο το μεσημέρι κι η Μάλορι δεν είχε τηλεφωνήσει ακόμα. Ξανακοίταξε την οθόνη, αλλά τα δάχτυλά του έμειναν πετρωμένα πάνω απ’ το πληκτρολόγιο. Βέβαια η Μάλορι θα

μπορούσε να κοιμάται ακόμα. Ή να είχε ξε-χάσει να φορτίσει το κινητό τηλέφωνό της, το οποίο ήταν και το μοναδικό που διέθετε, επειδή της είχαν αποσυνδέσει το σταθερό πριν μια βδομάδα περίπου. Έστρεψε το βλέμμα στις σημειώσεις του, οι οποίες ήταν μόλις κάτι παραπάνω από σκόρπιες σκέψεις, αλλά συνήθως με αυτό το υλικό κατάφερνε να γεμίσει δέκα στήλες. Τώρα, όμως, δεν μπορούσε να γράψει ούτε μια πρόταση, πόσο μάλλον να καταλήξει σ’ ένα θέμα για το άρθρο του. Το τεύχος θα κυκλοφορούσε τον Ιανουάριο. Άλλη μια νέα χρονιά... χειμώνας στην Καλιφόρνια... αποφάσεις της Πρωτοχρονιάς... τα καιρικά φαινόμενα Λα Νί-νια και Ελ Νίνιο... τα έργα στον Αυτοκινητόδρομο 101... τα περιττά χριστουγεννιάτικα δώρα... Τίποτα. Ούτε μια ιδέα δεν του ερχόταν στο μυαλό. Οι σύγχρονες γυναίκες που πίστευαν ότι τα ειδύλλια ήταν παλιομοδίτικα και ξεπερασμένα πράγματα... Τέντωσε το λαιμό κι έκλεισε τα μάτια του. Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται έτσι. Καταρχήν, το θέμα των ειδυλλίων ήταν κάτι που τον απασχολούσε ιδιαίτερα. Κι έπειτα, θα τσάντιζε τόσο πολύ τη Μάλορι, που δε θα ήθελε να είναι ούτε φίλη του πια, πόσο μάλλον ερωμένη του.

Θυμήθηκε το απίστευτο χτεσινοβραδινό σεξ κι έγειρε πίσω, χαμογελώντας αυτάρεσκα. Η γυναίκα ήταν μοναδική, συλλογίστηκε. Όχι ότι δεν είχε κάνει καλό σεξ με άλλες γυναίκες, ποτέ όμως τόσο καλό. Με τη Μάλορι... Έπλεξε τις παλάμες πίσω απ’ το κεφάλι του και τεντώθηκε. Η Μάλορι του έδινε την εντύπωση ότι το απολάμβανε πραγματικά όταν του πρόσφερε ερωτική ηδονή. Το ενδιαφέρον ήταν ότι την ίδια ηδονή αντλούσε κι η ίδια. Κάτι που ο Τζακ δεν καταλάβαινε, αλλά γιατί να το πολυσκέφτεται, αφού ήταν καλό για εκείνον; Του άρεσε να βλέπει το προκλητικό στόμα της στο κορμί του και τη γλώσσα της να χορεύει στο δέρμα του, κάνοντάς τον να ολοκληρώνει μόνο με την εικόνα. Η παιχνιδιάρικη έκφρασή της ήταν το κάτι άλλο. Κοίταξε τη φωτογραφία που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του. Ήταν ο ίδιος, η Μάλορι, η Λέιλα κι η Ράι-λι στην παραλία το προηγούμενο καλοκαίρι. Ήταν όλοι ηλιοκαμένοι κι ευτυχισμένοι και χαμογελούσαν χαζοχαρούμενα μπροστά στο φακό της φωτογραφικής μηχανής. Ήταν πριν η Λέιλα γνωρίσει τον Σαμ και η Ράιλι τον Μπεν. Ο Τζακ ξανακοίταξε τον κέρσορα, που αναβόσβηνε στην

οθόνη του υπολογιστή. Χμ... Γιατί να μη γράψει κάτι για τους σύγχρονους δεσμούς, παίρνοντας υπόψη τα προβλήματα που είχαν η Λέιλα και η Ράιλι; Ναι, αλλά έτσι διακινδύνευε να διαλύσει την παρέα. Καλύτερα όχι. Μερικές φορές ήταν σίγουρος ότι η φιλία του με τη Λέιλα, τη Ράιλι και τη Μάλορι ήταν το μόνο πράγμα που τον εμπόδιζε να πνίξει τον πόνο του στο κλειστό μπουκάλι της ρωσικής βότκας, που περίμενε σκονισμένο στον μπουφέ του. Γύρισε το κεφάλι του, κοίταξε το περίφημο μπουκάλι κι ένιωσε ότι η επιθυμία του να το ανοίξει ήταν πολύ μικρή. Πριν από τρία χρόνια, αυτή η επιθυμία ήταν ακαταμάχητη. Πριν από δύο χρόνια, του έτρεχαν τα σάλια στη θέα του αλκοόλ. Πέρσι το είχε πάρει στα χέρια του και παραλίγο να το ανοίξει, θέλοντας ν’ ανακαλύψει αν άντεχε να πιει μόνο μια γουλιά. Και τώρα ήθελε να πετάξει το καταραμένο πράγμα απ’ το παράθυρο. Χμ... είχε γράψει ποτέ για το σεξ αυτό καθαυτό;

Πολύ θα ήθελε να δει την αντίδραση του αρχισυντάκτη του Λος Αντζελες ΜάνΟλι αν διάβαζε κάτι τέτοιο. Ο Πάτρικ Κένγουεϊ έδινε την εντύπωση ότι είχε να κάνει καλό σεξ είκοσι χρόνια. Ή πιθανόν να μην είχε κάνει ποτέ καλό σεξ χωρίς να πληρώσει. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Μπούμερ σήκωσε το κεφάλι του κι έβγαλε ένα κλαψούρισμα γεμάτο ελπίδα. Ο Τζακ σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του γραφείου του και πήγε στην κουζίνα να σηκώσει το ασύρματο τηλέφωνο. «Ντάνιελς», είπε, ενώ αναρωτιόταν αν η Μάλορι μόλις είχε ξυπνήσει και πέθαινε για καφέ. Ήχησε ένας απηυδισμένος αναστεναγμός, που τον ακολούθησε μια γνώριμη γυναικεία φωνή. «Είναι ανάγκη ν’ απαντάς έτσι στο τηλέφωνο, γιε μου;» Η μητέρα του. Ο Τζακ μετάνιωσε που σήκωσε το τηλέφωνο. «Αν ήξερα ότι είσαι εσύ, θ’ απαντούσα διαφορετικά». «Υπάρχει και η υπηρεσία αναγνώρισης κλήσεων, ξέρεις», τον

πληροφόρησε η μητέρα του. «Είναι πολύ μεγάλη ευκολία». Ο Τζακ δεν είχε τη συγκεκριμένη υπηρεσία, αλλά κοίταξε το τηλέφωνό του, το οποίο είχε οθόνη. Ακόμα κι αν είχε αυτή την υπηρεσία, οι γονείς του τηλεφωνούσαν τόσο σπάνια, που δε θα έβαζε το νούμερό τους στη μνήμη. Αλλωστε ποτέ δεν ήξερε από πού του τηλεφωνούσαν. «Πώς είσαι, Τζάκσον;» «Καλά. Εσύ;» «Πολύ καλά. Ευχαριστώ». «Και ο πατέρας;» «Και ο πατέρας σου καλά. Ευχαριστώ». Ο Γζακ ένιωσε να παγώνει. Αυτές οι τυπικές συνομιλίες με τη μητέρα του τον έκαναν να ανατριχιάζει και ν’ αναζητά απεγνωσμένα ένα απ’ τα λίγα πουλόβερ του. Η συζήτηση ήταν πάντα ψυχρή και άχαρη. Αφύσικη, κατά κάποιον τρόπο. Όχι ότι δεν τον ενδιέφερε πού βρίσκονταν οι γονείς του, αλλά είχε την εντύπωση ότι δε θα του το έλεγαν ακόμα κι αν δεν περνούσαν καλά. Ή ότι θα παραβίαζε κάποιο μυστικό κώδικα, αν τους ομολογούσε ότι η ζωή του είχε τα μαύρα της τα χάλια τον τελευταίο καιρό.

Αυτό του θύμισε το σεξ με τη Μάλορι το προηγούμενο βράδυ κι έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. Δεν έπρεπε να σκέφτεται τέτοια πράγματα όταν μιλούσε με τη μητέρα του. «Ο πατέρας σου κι εγώ γυρίσαμε αργά χτες το βράδυ και σκέφτηκα μήπως ήθελες να φάμε κάποια μέρα μαζί το μεσημέρυ>, είπε η Σίλια Ντάνιελς. «Τι λες για αύριο;» «Μου το λες την τελευταία στιγμή», της θύμισε. Η μητέρα του γέλασε με τον κομψό τρόπο της. «Τζάκσον, όλοι οι άλλοι κάτι κάνουν συνήθως. Εσύ, όμως, όχυ>. Ο Τζακ μόρφασε πονεμένα, πολύ ενοχλημένος με τις πρόσφατες αναφορές στην έλλειψη φιλοδοξίας που δήθεν τον διακατείχε. «Μία η ώρα αύριο στο Λε Ντομ», πρότεινε η μητέρα του. «Δώδεκα η ώρα στο Μπενάρντο’ς Χάιντγουεϊ», της αντιπρότεινε. Ακούστηκε ένας αναστεναγμός και μετά: «Εντάξει, αν επιμένεις. Δε φέρνεις και την κοπέλα που βλέπεις τον τελευταίο καιρό;» Ο Τζακ έξυσε αφηρημένα το κεφάλι του. Την κοπέλα που έβλεπε τον τελευταίο καιρό; Δεν ήταν δυνατόν να ξέρουν οι

γονείς του ότι είχε σχέση με κάποια. Ειδικά όταν η Μάλορι επέμενε να κρύβονται. Ξαφνικά όμως θυμήθηκε μια Κυριακή πριν από τρεις μήνες, όταν η Μάλορι είχε ανοίξει την πόρτα του και είχε βρει στο κατώφλι τους γονείς του, σε μια απ’ τις σπάνιες αιφνίδιες επισκέψεις τους για να του κάνουν έκπληξη. «Δε βλέπω καμιά κοπέλα», απάντησε. «Α, καλά τότε. Έλα μόνος». «Ο πατέρας θα έρθει;» «Εχει άλλα σχέδια». Αυτό μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε, όπως ότι ο πατέρας του θα έπαιζε γκολφ ή ότι είχε ραντεβού για ορθοσκόπηση. «Ωραία. Θα τα πούμε αύριο, λοιπόν». Έκλεισε το τηλέφωνο κι έμεινε για λίγο ακίνητος στην ίδια θέση, προσπαθώντας να μην τρίξει τα δόντια του. Σ’ αυτή την κατάσταση έφτανε πάντα όταν μιλούσε με τη μητέρα του. Παρ’ ότι ήταν αρκετά συγκροτημένος τουλάχιστον για την ώρα-, ακούγοντας τη φωνή της, ένιωθε ναυτία.

Οι γονείς του του είχαν προσφέρει τα πάντα από υλική άποψη. Είχε τις καλύτερες γκουβερνάντες, τα καλύτερα ρούχα, είχε πάει στα καλύτερα σχολεία, έτρωγε το καλύτερο φαγητό. Ήταν περίεργο, αλλά θυμόταν ότι οι γονείς του συνήθιζαν να χρησιμοποιούν συχνά τη λέξη «καλύτερο». Αλλά ένα αγοράκι οκτώ χρονών, που κάθεται σε μια κουζίνα στρωμένη με ιταλικό μάρμαρο, συντροφιά μόνο με μια γκουβερνάντα, τρώγοντας σολομό και καρδιές από αγκινάρες, αυτό που λαχταράει πραγματικά είναι να διηγηθεί σε κάποιον πώς μαύρισε το μάτι του. Οι γονείς του όμως ήταν πάντα απόντες, επειδή είχαν κάτι πιο σημαντικό να κάνουν. «Η μαμά και ο μπαμπάς είναι σε μια πολύ σημαντική φιλανθρωπική εκδήλωση/συνάντηση/δεξίωση», του έλεγε η Μέιβ, η Ιρλανδή γκουβερνάντα του, όταν τη ρωτούσε. Το «σημαντικό» ήταν άλλη μια λέξη που δέσποζε στο σπιτικό των Ντάνιελς. «Σημαντικό» και «καλύτερο». Βέβαια κάποια στιγμή, πολύ σύντομα, ο Τζακ έπαψε να ρωτάει για τους γονείς του. Η αλήθεια ήταν ότι είχαν δώσει το παρών σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του. Στην αποφοίτησή του απ’ το σχολείο και μετά απ’ το κολέγιο. Στους τελικούς αγώνες στίβου. Αλλά τους ενδιέφερε πιο πολύ να διατυμπανίζουν τα

επιτεύγματά του σε άλλους γονείς, που κόμπαζαν το ίδιο για τα παιδιά τους, παρά να περνούν κάποιο χρόνο μαζί του. Κάποτε είχε σπάσει το ρεκόρ του σχολείου στο άλμα εις μήκος και ο πατέρας του ήταν στην μπροστινή κερκίδα, αλλά κανείς απ’ τους δυο γονείς του δεν τον είδε. Η μητέρα του έλεγχε το μακιγιάζ στο καθρεφτάκι της, ενώ ο πατέρας του φλυαρούσε χαχανίζοντας μ’ έναν άλλο πατέρα που καθόταν πλάι του. Προγραμματισμένες συναντήσεις με «καθώς πρέπει» φίλους, σπορ, συμμετοχή σε διάσημες λέσχες -όσο μεγάλωνε, ο Τζακ ένιωθε ότι η ζωή του ήταν γεμάτη με τα «καλύτερα» πράγματα και τα πιο «σημαντικά» συμβάντα. Τίποτα όμως δεν τον αποζημίωνε γι’ αυτό που του έλειπε. Βέβαια, δεν ήξερε τι του έλειπε, επειδή δεν είχε καμιά εμπειρία σ’ αυτό τον τομέα. Και επειδή ήταν έτσι τα πράγματα, ήταν πολύ εύκολο να δοκιμάσει το πρώτο μπουκάλι βότκα στα δεκατρία του, παρακινημένος από φίλους. Έπειτα συνέχισε να πίνει ασταμάτητα μέχρι τα είκοσι χρόνια του. Ο Τζακ γύρισε στον υπολογιστή του. Τι σήμαινε το γεγονός ότι δε συμπαθούσε τους γονείς του; «Σύνελθε, άνθρωπέ μου», είπε μονολογώντας. Το ίδιο του είχε πει κι ο επιτηρητής του στους Ανώνυμους

Αλκοολικούς, ο Γουίλ Χάρντινγκ, πριν από δέκα χρόνια. «Είσαι ένα κακόμοφο πλούσιο αγόρι. Και λοιπόν; Από τη στιγμή που έκλεισες τα δεκαοκτώ κι έγινες ενήλικος, πήρες τη ζωή σου στα χέρια σου. Μόνο εσύ είσαι πλέον υπεύθυνος για τις πράξεις σου, φιλαράκο. Φρόντισε να το χωνέψεις αυτό. Και, να πάρει η οργή, άρχισε να κάνεις κάτι ουσιαστικό». Αυτά τα απλά λόγια τον είχαν αφυπνίσει, σαν να ήταν υπνωτισμένος και να τον είχε ξυπνήσει κάποιος μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων δίπλα στο αυτί του, ύστερα από μια μακρά περίοδο νάρκης. Και στο λεξιλόγιό του είχε μπει μια νέα λέξη. «Ουσιαστικό». Από τότε σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν το νόημα αυτής της λέξης. Ήταν πομπώδης όπως οι λέξεις «σημαντικό» και «καλύτερο», αλλά διαφορετική. Ουσιαστικό... Ο Τζακ ανοιγόκλεισε τα μάτια του, μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε δακτυλογραφήσει τη λέξη στον υπολογιστή. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ναι, αυτό ήταν. Μπορούσε να εξετάσει τις πολλές σημασίες της λέξης «ουσιαστικό» για το άρθρο του Ιανουάριου.

Και ίσως αυτό τον βοηθούσε να βρει το νήμα της διαδρομής στο λαβύρινθο της ζωής του με τη Μάλορι Γ ούντραφ. Γ ιατί είχε αποδεχτεί από καιρό ότι η ζωή του με τους γονείς του ήταν τελειωμένη υπόθεση. Κεφάλαιο 6 Κεφάλαιο 11 Κεφάλαιο 15

Κεφάλαιο 6 Η Μάλορι καθόταν στο πάτωμα, στο κέντρο του καθιστικού της, έτοιμη να δουλέψει. Είχε καθαρίσει αυτό το σημείο, για ν’ απλώσει γύρω της όλο το υλικό που είχε στη διάθεσή της για την Κόκκινη Γ αρδένια: Από τις φωτογραφίες του ιατροδικαστή, μέχρι την έκθεση της αστυνομίας και τα ονόματα των διαφόρων ντετέκτιβ που είχαν αναλάβει τόσα χρόνια την υπόθεση και δεν είχαν καταφέρει να την εξιχνιάσουν. Τα στοιχεία για την αινιγματική Τζένι Φούλερ σχημάτιζαν ένα βουνό μπροστά της. Ξεφύλλισε βιαστικά τα αντίγραφα των φωτογραφιών που είχε συλλέξει, ώσπου έφτασε σε μια φωτογραφία, η οποία έδειχνε την Τζένι, όταν ήταν δεκαεφτά χρονών, σ’ ένα οικογενειακό πορτραίτο με τους γονείς της και τα τέσσερα αδέρφια της,

αγόρια και κορίτσια. Σύμφωνα με τις σημειώσεις της, η φωτογραφία είχε τραβηχτεί μόλις ένα μήνα πριν η Τζένι αποφοιτήσει απ’ το σχολείο. Αμέσως μετά είχε βάλει στην απλή δερμάτινη βαλίτσα της τα σπιτικά κουλουράκια της μαμάς της και είχε πάρει το λεωφορείο εξπρές από την Ομάχα για το Λος Αντζελες, λαχταρώντας να γίνει διάσημη στο Χόλιγουντ. Η Μάλορι περιεργάστηκε τη φωτογραφία, προσπαθώντας ν’ αποκρυπτογραφήσει αυτό που της έλεγαν τα μάτια της νεαρής γυναίκας. Ήταν... ευτυχισμένη. Όταν τΡαβήλ τΓ 1κε η φωτογραφία, ήξερε ότι θα πήγαινε στο Λος Άντζελες; Αυτό κρυβόταν πίσω απ’ την έκφρασή της; Ή μήπως τότε το Χόλιγουντ ήταν ένα μακρινό όνειρο ακόμα; Το γουργουρητό στο στομάχι της απέσπασε την προ-σοχή της. Το έτριψε, άφησε κάτω τη φωτογραφία και κοίταξε το ρολόι της. Μεσάνυχτα. Είχαν φτάσει κιόλας μεσάνυχτα; Και δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα, εκτός απ’ το τσίζ-κεϊκ που είχε βουτήξει στην κουζίνα της Κάντι. Έγειρε πίσω, ακουμπώντας τις παλάμες της στο πάτωμα, και

τέντωσε το λαιμό της. Αφού είχε κατασχέσει την κάμερα της Κάντι, είχε περάσει τις επόμενες δύο ώρες -με μια βιντεοκασέτα μόνο- μιλώντας με την Κοκό για την Κόκκινη Γ αρδένια. Δυστυχώς το βίντεο της είχε χαλάσει πριν τέσσερις μήνες. Και επειδή η Κάντι επέμενε να μείνει στο σπίτι της η κάμερα, η Μάλορι δεν μπορούσε να δει ούτε ένα καρέ απ’ το γύρισμα. Βέβαια ήξερε ένα άτομο που διέθετε βίντεο και θα ήταν ξύπνιο τέτοια ώρα... Έκλεισε τα μάτια της και είδε καθαρά την εικόνα του Τζακ, καθισμένου στη μέση του καναπέ του, με τον Μπούμερ στα πόδια του κι ένα αναψυκτικό στο χέρι, να παρακολουθεί την εκπομπή του Λέτερμαν στην τηλεόραση. Ξαφνικά την κατέλαβε μια τόσο έντονη αίσθηση κενού, που κόντεψε να διπλώσει στα δυο. Μήπως όμως δεν της έλειπε ο Τζακ, αλλά πεινούσε απλώς; Σηκώθηκε απ’ το πάτωμα, αφήνοντας σκόρπια όλα τα χαρτιά, και πήγε στην κουζίνα. Έψαξε σε όλα τα ντουλάπια και το ψυγείο, αλλά βρήκε μόνο μια φέτα τυρί και μερικές θρυμματισμένες μεξικάνικες πίτες. Έβαλε μία σ’ ένα πιάτο,

την ίσιωσε με την παλάμη της και πρό-σθεσε το τυρί από πάνω, δημιουργώντας ένα μικρό, άθλιο μεξικάνικο νάτσο. Μπήκε στο καθιστικό, σωριάστηκε πάλι στη μέση του δωματίου και κοίταξε αφηρημένα το υλικό της δουλειάς της. Δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει στον Τζακ. Δε θα τηλεφωνούσε στον Τζακ. Έφαγε την πίτα με το τυρί κι έβρισε, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν σαν ορεκτικό, που έκανε το στομάχι της να γουργουρίσει ακόμα πιο δυνατά. Βόγκηξε και αντιστάθηκε στον πειρασμό να γλείψει τα ψίχουλα απ’ το πιάτο. Το παραμέρισε στο πάτωμα δίπλα της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα στοιχεία για το ντοκιμαντέρ της. Στην ουσία βρισκόταν σε αδιέξοδο. Πίστευε ότι η Κοκό θα της έδινε περισσότερες χρήσιμες πληροφορίες -και είχε καταφέρει να εμπλουτίσει κάποια προσωπικά στοιχεία για την Τζένι Φούλερ, παραλλάσσοντάς τα-ωστόσο η Κοκό ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε τίποτα για το φόνο. Όχι, απ’ ό,τι ήξερε η Κοκό, η Τζένι Φούλερ δεν είχε εκδοθεί ποτέ για χρήματα. Όχι, δεν είχε καμιά σχέση με τον υπόκοσμο. Βρισκόταν έξι

μήνες στην πόλη και δεν είχε αποκτήσει φίλους. .τ/υπνούσε νωρίς το πρωί και γύριζε στην γκαρσονιέρα της νωρίς, αποφεύγοντας τους αγνώστους, όπως κάθε επαρχιώτισσα των μεσοδυτικών περιοχών που είχε μετακομίσει στη μεγαλούπολη. Η Μάλορι διάβασε τις σημειώσεις της. Η Τζένι Φού-λερ είχε καταφέρει να εμφανιστεί σε κάποια τηλεοπτική σειρά. Ήταν ένα πέρασμα και όχι κανονικός ρόλος με ατάκες. Είχε κάνει επίσης μια οντισιόν για κάποια διαφήμιση οδοντόκρεμας. Μετά την επιτυχία της στη διαφήμιση της μπίρας, είχε δώσει το πορτφόλιο της σ’ ένα μικρό αλλά αξιοπρεπές πρακτορείο, που τώρα ήταν απ’ τα πιο γνωστά. Αυτή η πληροφορία θύμισε στη Μάλορι τα δικά της τελευταία πέντε χρόνια στο Λος Αντζελες. Έτρεχε δεξιά κι αριστερά, ελπίζοντας να της δοθεί η μεγάλη ευκαιρία... Κούνησε το κεφάλι για να καθαρίσει το μυαλό της. Ποιος είχε κίνητρο, ώστε να θέλει να σκοτώσει την Τζένι και μάλιστα τόσο βάναυσα; Η Μάλορι είχε τις φωτογραφίες του φόνου σ’ ένα φάκελο. Τις είχε δει τόσες φορές, που θα έλεγε κανείς ότι οι εικόνες είχαν αποτυπωθεί στους αμφιβληστροειδείς της. Είχαν πνίξει την Τζένι Φούλερ μ’ ένα σύρμα και τόσο βίαια, που το τραύμα στο

λαιμό της είχε βάθος παραπάνω από έναν πόντο. Ήταν από τα τραύματα που τα α-ποκαλούσαν «χαμόγελο της Μαφίας», παρ’ ότι συνήθως αυτό γινόταν με μαχαίρι. Σαν να μην έφτανε αυτό, την είχαν διαμελίσει κιόλας. Τα κομμένα μέλη δεν είχαν βρεθεί ποτέ. Η Μάλορι ρίγησε μ’ αυτή τη σκέψη. Ποιος διεστραμμένος θα κρατούσε δυο γυναικεία πόδια; Η αστυνομία το είχε χαρακτηρίσει σεξουαλικό έγκλημα, παρ’ ότι δεν υπήρχε σπέρμα στο πτώμα ή κάποια ένδειξη κολπικής διείσδυσης. Για την ακρίβεια, προκαλούσε απορία σε όλους το γεγονός ότι η Τζένι φούλερ, γνωστή ως Κόκκινη Γαρδένια, ήταν παρθένα σε μια πόλη όπου λίγα κορίτσια της ηλικίας της δεν είχαν σεξουαλικές σχέσεις. Η Μάλορι σταύρωσε τα πόδια της και το σκέφτηκε. Ώσπου άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Τινάχτηκε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και παίρνοντας υπόψη τα στοιχεία που μελετούσε... Οποιοσδήποτε θα τρόμαζε, αν του χτυπούσαν νυχτιάτικα την πόρτα. Σηκώθηκε απ’ το πάτωμα και κοίταξε απ’ το ματάκι της πόρτας.

Ο Τζακ! Ο Τζακ προσπάθησε να κρατήσει γερά το λουρί του Μπούμερ, αλλά, μόλις η Μάλορι άνοιξε την πόρτα, το γέρικο κυνηγόσκυλο βρήκε ξαφνικά την ενεργητικότητα να τραβήξει το λουρί του και να ορμήσει στο διαμέρισμά της. Ο μεγαλόσωμος βλάκας κόντεψε να την πετά-ξει κάτω, στην προσπάθειά του να της γλείψει όλο το πρόσωπο. Χμ... Η προοπτική δεν ήταν καθόλου άσχημη και για τον Τζακ. Η Μάλορι έδειχνε ότι χρειαζόταν ένα καλό γλείψιμο στο πρόσωπο. Ο Τζακ ξερόβηξε και σήκωσε το αχνιστό κουτί της πίτσας που κρατούσε στο άλλο χέρι του. «Παρήγγειλε κανείς πίτσα σ’ αυτό το σπίτι;» ρώτησε, παριστάνοντας το παιδί της πιτσαρίας. Η Μάλορι είχε σκύψει για να παίξει με το σκύλο, αλλά, μόλις άκουσε τα λόγια του Τζακ, πετάχτηκε πάνω και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του. «Μου σώζεις τη ζωή!» αναφώνησε. Ο Τζακ παραπάτησε προς τα πίσω, αιφνιδιασμένος απ’ τη στενή επαφή. Πολύ στενή επαφή. Για την ακρίβεια τόσο στενή, που Οα μπορούσαν να φιληθούν.

Κάρφωσε τα μάτια του στο φιλήδονο στόμα της, καθώς τα χέρια της κατέβαιναν στα μπράτσα του. Αν τον φιλούσε τώρα, το τελεσίγραφό του θα πήγαινε περίπατο. Αντί όμως να τον φιλήσει, η Μάλορι άρπαξε το κουτί της πίτσας απ’ το χέρι του και το άνοιξε, πηγαίνοντας στο τραπεζάκι του καναπέ, που ήταν γεμάτο χαρτιά. Όταν άφησε το κουτί, ως εκ θαύματος κρατούσε ήδη ένα κομμάτι πίτσα στο χέρι της. «Μμμ... Μμμ... Μμμ...» Η Μάλορι συνήθως δεν έβγαζε τέτοιους ήχους όταν έτρωγε, αλλά τώρα ήταν περίεργα θορυβώδης. Έμεινε ακίνητη, με τα μάτια κλειστά και μια έκφραση απόλυτης αγαλλίασης, καθώς μασούσε, μασούσε και μασούσε, ώσπου εξαφανίστηκε το κομμάτι από το χέρι της. Μετά έγλειψε τα δάχτυλά της. Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι του. Προφανώς η Μάλορι δεν είχε βρει ακόμα τα λεφτά που χρειαζόταν. Και επειδή εκείνος γνώριζε τι προμήθειες είχε στην κουζίνα της, δεν μπορούσε να ευχαριστηθεί την εκπομπή του Αέτερ-μαν, ξέροντας ότι εκείνη μάλλον πέθαινε της πείνας. Ένας φίλος δε θ’ άφηνε τη φίλη του να πεθάνει της πείνας, συλλογίστηκε, θέλοντας να βρει μια καλή δικαιολογία για

την παρουσία του εδώ. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο λυγερό κορμί της, όσο εκείνη αναστέναζε ακόμα ηδονικά. Βέβαια, ένας φίλος δε θα κοιτούσε τόσο λάγνα τη φίλη του όπως εκείνος τη Μάλορι τώρα. Αλλά, διάβολε, του είχε Χείψει. Ένιωθε σαν να είχε περάσει ένας μήνας και όχι μια μέρα, αφότου την είχε δει τελευταία φορά. Αλλωστε είχε αποφασίσει να μην την αφήσει να ξε-χάσει το τελεσίγραφό του. Όποτε ήταν μαζί, είχαν συνέχεια το σεξ στο μυαλό τους. Γι’ αυτό θα φρόντιζε να είναι μαζί όσο γινόταν πιο συχνά. Το βλέμμα του ανέβηκε πάλι στο πρόσωπό της και τη βρήκε να τον παρακολουθεί εξεταστικά. Ο Τζακ σήκωσε το πακέτο με τις έξι παγωμένες μπίρες, που κρατούσε στο χέρι με το λουρί του Μπούμερ. Η Μάλορι έβαλε το χέρι της στο κουτί για να πάρει άλλο ένα κομμάτι πίτσα, χωρίς ν’ αφήσει τα μάτια του ούτε στιγμή. Τάισε τον Μπούμερ ένα κομμάτι πεπερόνι κι ο σκύλος έβγαλε τον ίδιο ηδονικό ήχο μ’ εκείνη. «Ξέρεις ότι δεν του κάνει καλό αυτό το πράγμα», παρατήρησε ο Τζακ.

«Το ξέρω, αλλά ό,τι είναι ωραίο σ’ αυτή τη ζωή δε μας κάνει καλό». Η Μάλορι χάιδεψε τον Μπούμερ, που την αντάμειψε κουνώντας έξαλλα την ουρά του. «Έτσι δεν είναι, φιλαράκο;» Επειτα σηκώθηκε και κούνησε το κομμάτι της μπροστά στον Τζακ, πριν φάει άλλη μια μπουκιά. «Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που έφερες αυτό;» ρώτησε, μασουλώντας. Ο Γζακ έπρεπε να περιμένει ότι η Μάλορι δε θα δεχόταν έτσι απλά την πίτσα κι ότι θα του έκανε ατέλειωτες ερωτήσεις. Βέβαια ο ίδιος σκόπευε να τις αποφύγει και δεν ήταν διατεθειμένος να παρεκκλίνει απ’ το σχέδιό του. Έβγαλε μια μπίρα, την άνοιξε και της την έδωσε. «Ευχαριστώ», του είπε και ήπιε μια γουλιά. «Τώρα απάντησέ μου». Ο Τζακ αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι έπρεπε να της δώσει κάποιες εξηγήσεις. Άφησε τις υπόλοιπες μπίρες στο τραπέζι και πήγε να καθίσει στον καναπέ. «Ας πούμε ότι είναι ο τρόπος μου να σου ζητήσω συγνώμη». Η Μάλορι δεν τον πλησίασε, αλλά γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Τι είπες;» τον ρώτησε, σμίγοντας καχύποπτα τα φρύδια της.

Μάλλον δεν τον είχε ακούσει, τόσο δυνατά που μασουλούσαν η ίδια κι ο Μπούμερ. Ο Τζακ ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατά του κι έπλεξε τις παλάμες του. «Είπα, συγνώμη». Η Μάλορι σταμάτησε να μασουλάει, αν και ακόμα κρατούσε τα τρία τέταρτα του κομματιού της. Τράβηξε μια καρέκλα με το ελεύθερο χέρι της, τη γύρισε και κάθισε ανάποδα για να τον κοιτάζει.

wWw.GreekLeech.info

«Δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Ζητάει συγνώμη ο Τζακ Ντάνιελς; Πολύ ενδιαφέρον!» «Τρώγε την πίτσα σου». «Τρώω, τρώω». Κι έτρωγε πραγματικά, καταπίνοντας γρήγορα το δεύτερο μεγάλο κομμάτι. «Πες το μου πάλι». Ο Τζακ έκανε μια γκριμάτσα. «Μην το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα». «Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό. Συνήθως δεν κάνεις τίποτα για το οποίο πρέπει να ζητήσεις συγνώμη». Πήρε μια χαρτοπετσέτα απ’ το καπάκι του κουτιού κι έσμιξε πάλι τα φρύδια της. «Πες μου, Τζακ, γιατί ακριβώς ζητάς συγνώμη;» «Επειδή σ’ άφησα έτσι χτες το βράδυ».

Ο Τζακ κοιτούσε τα χέρια του κι όχι εκείνη. Η αλήθεια ήταν ότι βασανιζόταν απ’ τη στιγμή που την είχε αφήσει πριν είκοσι τέσσερις ώρες. Υπήρξε σκληρός και ψυχρός, κάτι τόσο ασυνήθιστο για εκείνον, που είχε αργήσει πολύ να συνειδητοποιήσει και να παραδεχτεί ότι είχε κάνει αυτό το πράγμα. «Μάλιστα», είπε η Μάλορι, κουνδ)ντας το κεφάλι της, και ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα. Ο Τζακ αγνόησε την κίνηση, λαχταρώντας ξαφνικά λίγο αλκοόλ, παρ’ ότι δεν προτιμούσε ποτέ την μπίρα. Η Μάλορι κούνησε το μπουκάλι. «Οπότε το άλλο... ισχύει ακόμα;» Ο Τζακ κόντεψε να χαμογελάσει. «Η απόφασή μου να μην ξανακάνουμε σεξ;» Κούνησε το κεφάλι του όπως εκείνη. «Α, ναι. Οπωσδήποτε ισχύευ>. Η Μάλορι αυτή τη φορά φάνηκε να ξαφνιάζεται πραγματικά. «Δε σε καταλαβαίνω, Τζακ. Πραγματικά δε σε καταλαβαίνω». Τον έδειξε με το χέρι που κρατούσε την μπίρα. «Μερικές φορές σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για σένα, για να μπορέσω να σε μάθω καλύτερα». Ο Τζακ απόρησε με την περίεργη δήλωσή της. «Με ξέρεις

καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο». «Αλήθεια; Εγώ γιατί νιώθω ότι δε σε ξέρω;» Ο Τζακ το σκέφτηκε για λίγο. Η αλήθεια ήταν ότι δεν του άρεσε να μιλάει για τον εαυτό του. Οι γονείς και η οικογένειά του; Ήταν σαν ασήμαντες λεπτομέρειες στις συζητήσεις του. Ο αλκοολισμός του; Υποσημείωση. Πώς περνούσε τη μέρα του; Δεν αφορούσε κανέναν παρά μόνο τον ίδιο. Έξυσε τον κρόταφό του και μετά ίσιωσε τα μαλλιά στον αυχένα του. «Πες μου γιατί νομίζεις ότι δε με ξέρεις και θα σου πω γιατί πιστεύω ότι με ξέρεις». Η Μάλορι τον κοίταξε αμίλητη για λίγο. «Δηλαδή θ’ απαντήσεις ό,τι κι αν σε ρωτήσω; Ή θ’ αποφύγεις τις ερωτήσεις μου;» ζήτησε να μάθει στο τέλος. Ο Τζακ αρκέστηκε να χαμογελάσει. Η Μάλορι πήρε μια έκφραση δυσφορίας, αναστέναξε και, ξεχνώντας την πίτσα, σταύρωσε τα χέρια της στη ράχη της καρέκλας κι ακούμπησε πάνω το πιγούνι της. «Χμ... Εντάξει, λοιπόν, θα μπω στο παιχνίδι». Έδειξε τους απλωμένους φακέλους στο πάτωμα. «Ούτως ή άλλως βρίσκομαι σε αδιέξοδο με αυτή την ιστορία». Ο Τζακ κοίταξε στα πόδια του το υλικό για την Κόκκινη

Γαρδένια, απλωμένο με το συνηθισμένο, χαοτικά οργανωμένο τρόπο της Μάλορι. «Η καινούρια σου φίλη δε σε διαφώτισε περισσότερο γι’ αυτή την υπόθεση;» τη ρώτησε. «Η Κοκό; Όχι. Και μην προσπαθείς ν’ αλλάξεις θέμα». Ο Τζακ έγειρε πίσω στον καναπέ και σταύρωσε τα χέρια στο στέρνο του. «Ρώτα, λοιπόν. Τι περιμένεις;» «Τι; Μία ερώτηση νομίζεις ότι θα κάνω μόνο;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ας ξεκινήσουμε με μία και βλέπουμε μετά». «Πολύ καχύποπτο σε βρίσκω». «Προσεκτικός είμαι». «Γ ιατί;» Ο Τζακ χαμογέλασε αχνά. «Αυτή είναι η ερώτησή σου;» «Εννοείς αν η ερώτησή μου είναι το “γιατί”;» «Ναι». Η Μάλορι έτριψε το πιγούνι με τον αντίχειρά της, καθώς το σκεφτόταν. «Ναι, αυτή είναι η ερώτησή μου». Ανακάθισε λίγο. «Γιατί είσαι απόμακρος, λιγομίλητος, διφορούμενος και

πολύ διστακτικός όταν είναι να μιλήσεις για τη ζωή σου;» Ο Τζακ ανασήκωσε τα φρύδια του. «Μια ερώτηση ήταν αυτή;» Εκείνη χαμογέλασε. «Αυτές οι ερωτήσεις είναι σήμα κατατεθέν της Μάλορι Γούντραφ», του εξήγησε. «Τότε δε θα την αποφύγω», της είπε και κατέβασε τα χέρια στην κοιλιά του. Ο Μπούμερ, ο παλιοπροδότης, χασμουρήθηκε και τεντώθηκε στα πόδια της Μάλορι. Ήταν σαν να έλεγε: «Πίστεψέ με, η απάντηση δεν είναι καθόλου ενδιαφέρουσα». «Λοιπόν;» είπε η Μάλορι. «Περίμενε να το σκεφτώ λίγο, πριν σου απαντήσω». «Το σκέφτηκες αρκετά». Ο Τζακ έγειρε μπροστά. «Καλά. Πρώτον, δεν πιστεύω ότι είμαι απόμακρος, λιγομίλητος, διφορούμενος και... Τι άλλο είπες;» «Διστακτικός, όταν είναι να μιλήσεις για τη ζωή σου», επανέλαβε εκείνη.

«Α, σ’ αυτό ίσως να έχεις δίκιο». «Γ ιατί;» «Δε σου αρκεί που το παραδέχομαι;» Η Μάλορι χαμογέλασε πιο πλατιά. «Όχι, δε μου αρκεί». «Κρίμα». Ο Τζακ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ίσως φέρομαι έτσι, επειδή πιστεύω ότι δεν αξίζει να μοιραστώ τίποτα απ’ τη ζωή μου με τους άλλους». «Μμμ. Ίσως. Από την άλλη πλευρά, όλο και κάτι μπορεί να αξίζει», είπε εκείνη κι ακούμπησε το μάγουλο στο μπράτσο της. Ο Τζακ κατάλαβε ότι ήταν κουρασμένη. Και μάλλον δεν είχε φάει τίποτα όλη μέρα και τώρα είχε καταβροχθίσει σαν λύκος μερικά κομμάτια πίτσας και είχε σκάσει. «Πες μου πώς περνάς τη μέρα σου», τον παρότρυνε. «Αυτό είναι εύκολο. Σου κάνω το σοφέρ, από τότε που χάλασε το αυτοκίνητό σου». «Όταν δε μου κάνεις το σοφέρ, λοιπόν».

Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του και αντιλήφθηκε ότι ο Μπούμερ δεν κοιμόταν, αλλά τον παρακολουθούσε με τα κρεμαστά μάτια του. «Ξυπνάω γύρω στις έξι...» Η Μάλορι ξαφνιάστηκε. «Στις έξι; Θεέ μου, για ψάρεμα πας τέτοια ώρα;» Ο Τζακ χαμογέλασε κατεργάρικα. «Καμιά φορά πάω για τζόκινγκ, αλλά όχι πάντα». Εκείνη έδειξε να ριγεί. «Μετά, ανάλογα με τη μέρα, δουλεύω τη στήλη μου...» Η Μάλορι κούνησε το χέρι της για να τον παροτρύνει. «Συνέχισε». Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τρίτη και Πέμπτη πρωί πάω στο πανεπιστήμιο και διδάσκω ανώτερα μαθήματα δημοσιογραφίας. Το επόμενο εξάμηνο θα διδάξω δημιουργική γραφή». Η Μάλορι σήκωσε ξαφνιασμένη το κεφάλι απ’ τα χέρια της. «Τι πράγμα;» Έσμιξε τα φρύδια της, σαν να προσπαθούσε να βγάλει νόημα απ’ αυτά που είχε ακούσει. «Ξαναπές το τελευταίο, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι το κατάλαβα».

Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του, χωρίς να απαντήσει. «Διδάσκεις... Στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας... Σε μεταπτυχιακό επίπεδο», είπε εκείνη, σαν να προσπαθούσε να χωνέψει την πληροφορία. Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά, προσέχοντας ότι η Μά-λορι είχε παρακάμψει την αναφορά στη διδασκαλία της δημιουργικής γραφής. Καλύτερα, γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμος να μοιραστεί αυτό το κομμάτι της ζωής του. «Τόσο δύσκολο είναι να το πιστέψεις;» τη ρώτησε. «Όχι... δεν είναι δύσκολο να το πιστέψω. Απλώς ξαφνιάστηκα. Πόσο καιρό το κάνεις αυτό;» «Ένα χρόνο». «Και δε μου το είπες». Ο Τζακ γέλασε σιγανά. «Πίστεψέ με, Μάλορι, όποτε μιλάμε, έχεις να μου πεις τόσο δραματικά πράγματα για τη ζωή σου, που μονοπωλούν τη συζήτηση». «Α, όχι, μη ρίχνεις σ’ εμένα το φταίξιμο. Διδάσκεις... Τρίτη και...» «Πέμπτη».

«Τρίτη και Πέμπτη πρωί κι εγώ δεν είχα ιδέα. Μεγάλη παράλειψη». «Κοιμάσαι τέτοιες ώρες», της θύμισε. «Πάλι πας να ξεγλιστρήσεις, ρίχνοντάς μου το φταίξιμο». Ακούμπησε ξανά το πιγούνι στα χέρια της. «Η Λέιλα κι η Ράιλι το γνωρίζουν;» «Δεν ξέρω. Ίσως είπα κάτι στη Λέιλα». «Γ ιατί;» «Επειδή ήθελα να δοκιμάσω πώς θα μπορούσα να πάρω συνέντευξη από ένα γιατρό και της έκανα διάφορες ερωτήσεις σαν δημοσιογράφος». «Α». «Τι πάει να πει αυτό;» «Πάει να πει ότι τσαντίζομαι που το ξέρει η Λέιλα και δεν το ήξερα εγώ». Ο Τζακ τράβηξε λίγο το γιακά του. «Σου είπα ότι δεν είμαι σίγουρος, αν το ξέρει ή δεν το ξέρευ>. «Δηλαδή μπορεί να κατάλαβε ότι τη ρωτούσες από απλή περιέργεια;»

«Μπορεί». Η Μάλορι έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. «Δε σε καταλαβαίνω, Τζακ. Ζεις μια κρυφή ζωή, για την οποία δεν έχουμε ιδέα εμείς...» «Διδάσκω, Μάλορι. Εσύ μιλάς σαν να πουλάω ναρκωτικά στις γωνιές του δρόμου κάθε βράδυ». «Το ίδιο είναι. Τουλάχιστον για μένα». Σούφρωσε το όμορφο στόμα της, καθώς το σκεφτόταν. «Θέλω να πω, αν το κρατούσες αυτό μυστικό, τι άλλο μπορεί να κρύβεις; Και, κυρίως, γιατί;» Ήταν πανέμορφη. Μερικές φορές ήθελε να την παρακολουθεί επί ώρες. Δε χρειαζόταν να πει τίποτα. Μόνο να την κοιτάζει, όσο εκείνη μιλούσε. Να παρατηρεί τις εκφράσεις της, καθώς το κοφτερό μυαλό της επεξεργαζόταν κάτι που την ενδιέφερε. Δεν είχε νιώσει έτσι για καμιά άλλη γυναίκα. Δεν είχε αισθανθεί για κανέναν άλλο άνθρωπο έτσι, τελεία και παύλα. Αλλά η Μάλορι... Υπήρχε κάτι μοναδικό, ανεπανάληπτο και γνήσιο στον τρόπο που είχε να προσεγγίζει τη ζωή. Αν εμφανιζόταν κάποιος στο σπίτι της, δεν έτρεχε πανικόβλητη να συγυρίσει. Ήταν αυτή που ήταν και δεν υπήρχε περίπτωση ν’ απολογηθεί γι’ αυτό.

Ο Τζακ κοίταξε το χώρο γύρω του, που ήταν άνω κάτω. Βέβαια, δε θα τον πείραζε, αν ήταν λίγο πιο τακτική. Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα του. Η Μάλορι ήξερε ακριβώς τη θέση της στον κόσμο και ήταν ευχαριστημένη με αυτό. Όχι ευχαριστημένη επειδή δεν έβρισκε χρηματοδότη για τη δουλειά της, αλλά επειδή δεν άφηνε αυτί] την κατάσταση να τη ρίξει κάτω. Πάντα είχε κάποιο σχέδιο στο μυαλό της. Ο Τζακ έβηξε σιγανά για να καθαρίσει το λαιμό του και την κοίταξε τόσο έντονα όσο τον κοιτούσε κι εκείνη. «Νομίζω ότι σ' έχει επηρεάσει πολύ αυτή η ιστορία με την Κόκκινη Γαρδένια». «Τι εννοείς;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ακούγεσαι σαν παρανοϊκή ντετέκτιβ του τμήματος ανθρωποκτονιών, που βλέπει τους πάντες σαν υπόπτους». «Δεν είπα ότι είσαι ύποπτος. Θεωρώ όμως ότι οι πράξεις σου προκαλούν απορίες». Ο Τζακ την παραδεχόταν και γι’ αυτό. Η Μάλορι δεν έκρινε ποτέ κανέναν. Βέβαια ήταν πολύ κυνική -πραγ-ματίστρια, όπως έλεγε η ίδια- και τα έλεγε όλα έξω απ’ τα δόντια, ωστόσο ποτέ δεν έκανε τον άλλο να νιώθει ότι τον

υποτιμούσε. «Γιατί άρχισες να πίνεις;» Ακούγοντας τη χαμηλόφωνη ερώτησή της, ο Τζακ είχε την αίσθηση ότι η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει. Πώς είχαν φτάσει απ’ το πώς περνούσε τις μέρες του στο πώς είχε αρχίσει να πίνει; Απέφυγε το βλέμμα της. «Έκανες ήδη την ερώτησή σου», της απάντησε. Όταν όμως την κοίταξε στα μάτια, είχε το δυσάρεστο προαίσθημα ότι η Μάλορι δε θα τον άφηνε να ξεφύγει.

Κεφάλαιο 7 Όσον καιρό η Μάλορι γνώριζε τον Τζακ, αναρωτιόταν τι τον είχε σπρώξει στο ποτό. Ήταν ένας άνθρωπος που πάντα έλεγχε το περιβάλλον του και είχε αρμονική σχέση με τον κόσμο. Γι’ αυτό ήταν εντελώς ανεξήγητο το γεγονός ότι κάποτε είχε ανταλλάξει αυτή την αρμονία και τη γαλήνη με το αλκοόλ. Παρακολούθησε την εναλλαγή των εκφράσεων στο όμορφο πρόσωπό του και άρχισε ν’ αμφιβάλλει για τη στάση της.

Μήπως το είχε παρατραβήξει; Από την άλλη πλευρά, είχε την ακράδαντη πεποίθηση πως για ό,τι δεν είχε να κάνει με φόνο, με μικρά παιδιά ή με ζώα, δεν υπήρχαν όρια. Τότε γιατί δεν τον είχε ρωτήσει μέχρι τώρα; Ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. Δεν τον είχε ρωτήσει, επειδή διαισθανόταν ότι οι λόγοι που κρύβονταν πίσω απ’ τον αλκοολισμό του ήταν πολύ βαθιοί και σκληροί κι επομένως, αν του ζητούσε να το συζητήσουν, Θα ήταν σαν να μιλούσε για σκοινί στο σπίτι του κρεμασμένου. Παρά τις πολλές εμπειρίες που είχε στη ζωή της, δεν ήξερε τίποτα για τους ανθρώπους με προβλήματα εθι-σμού. Τι ωθούσε τους ανθρώπους να πίνουν ή να τρυπά-νε τιζ φλέβες τους; Τι τους έκανε να παίρνουν ένα ναρκωτικό που μύριζε και είχε την ίδια γεύση και επίδραση με το ποντικοφάρμακο; Αυτό το ερώτημα είχε μείνει αναπάντητο για κείνη. Σημασία είχε ότι η ζωή ήταν μια χαρά. Σε όλους συ-νέβαιναν άσχημα πράγματα, αλλά δεν αποζητούσαν τις ίδιες διεξόδους. Τι ωθούσε κάποιους ανθρώπους να καταφεύγουν σε φαρμακευτικά μέσα για συναισθηματική ανακούφιση, ενώ οι υπόλοιποι τα έβγαζαν πέρα με τις δυνατότητες που διέθεταν; Η Μάλορι έσμιξε τα φρύδια της, συνειδητοποιώντας ότι

σκεφτόταν στο τρίτο πρόσωπο, επειδή δεν ήθελε να απευθυνθεί κατευθείαν στον Τζακ. Δε φοβόταν μόνο μήπως φανεί αδιάκριτη, αλλά και μήπως τον πληγώσει με κάτι που θα έλεγε, όπως ήταν γνωστό ότι έκανε, χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Ήθελε όμως να μάθει. Λαχταρούσε να ρίξει μια απαγορευμένη ματιά στη σκοτεινή γωνιά της καρδιάς του, εκεί που δεν ίσχυε το συνηθισμένο σχόλιό του: «Τι περίμενες να κάνω με ένα όνομα όπως το Τζακ Ντά-νιελς;» Δυστυχώς, η ανάγκη της να μάθει περισσότερα πράγματα για τον Τζακ «μύριζε» κανονική σχέση και συναισθηματική δέσμευση. Ωστόσο παραμέρισε τον κανόνα των πέντε χρόνων, που ήταν το χρονικό όριο που είχε δώσει στον εαυτό της για να κάνει καριέρα στο Λος Αντζελες, και συγκεντρώθηκε αποκλειστικά στον Τζακ. Επειδή υποψιαζόταν ότι εκείνος το είχε ανάγκη αυτό. Επειδή ήξερε ότι ο Τζακ το είχε ανάγκη. Όταν εκείνος έμεινε σιωπηλός, η Μάλορι προσπάθησε να μην τον πιέσει. Αν τον άφηνε ελεύθερο, θα της μιλούσε μόνος του, όταν θα ένιωθε καλά. Άλλωστε είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι ο Τζακ ποτέ δε θα μιλούσε για τον εαυτό του, αν δεν έφτανε στα όριά του. Για κάποιον που ζητούσε μια πιο ουσιαστική σχέση, ήταν

συναισθηματικά ανάπηρος. Τώρα που είχε αρχίσει να το καταλαβαίνει, η Μάλορι εντυπωσιαζόταν με την αντίφαση. Ο Τζακ ετοιμάστηκε να σηκωθεί απ’ τον καναπέ. Η Μάλορι για μια στιγμή αισθάνθηκε απογοήτευση και θλίψη. Ο Τζακ θ’ απέφευγε την ερώτηση. Εκείνος στάθηκε μπροστά της και, απλώνοντας το χέρι του, παραμέρισε μια τούφα μαλλιών απ' το μάγουλό της. «Νομίζω ότι αρκετά είπαμε για μια βραδιά. Εσύ τι λες; Πρέπει να κοιμηθείς». Ήταν έτοιμη να του πει ότι δεν την ενδιέφερε να κοιμηθεί, αλλά δάγκωσε τη γλώσσα της. «Τι ώρα θέλεις να περάσω να σε πάρω το πρωί;» τη ρώτησε. Η Μάλορι έγειρε το κεφάλι της και τον κοίταξε εξεταστικά. «Αυτό σημαίνει ότι... δεν ισχύει η απόφασή σου για το σεξ;» Στις άκρες του αισθησιακού στόματός του σχηματίστηκε ένα συγκρατημένο χαμόγελο. «Οχι, σημαίνει απλώς ότι αύριο είμαι ελεύθερος και θα ήθελα να σε βοηθήσω». Η Μάλορι του χαμογέλασε. Την είχε φροντίσει κανείς στη ζωή της όσο ο Τζακ Ντάνιελς;

Ωστόσο ένιωθε ότι εκείνος χρειαζόταν κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούσε να του προσφέρει. Η Μάλορι δεν είχε καταφέρει απλώς να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι στις οκτώ η ώρα το επόμενο πρωί, έστω σέρνοντας τα πόδια της, αλλά ένιωθε και καλά γι’ αυτό. Ήταν περίεργο. Πολύ περίεργο. «Μου δίνεις τα κρουασάν, σε παρακαλώ;» είπε στη Ράιλι, που είχε βάλει μακριά της στο τραπέζι ένα πιάτο γεμάτο κρουασάν. Η Λέιλα, η Ράιλι και ο Τζακ την κοίταξαν εμβρόντητοι. «Τι;» είπε η Μάλορι, ενώ απορούσε πόσες φορές τη μέρα ρωτούσε το ίδιο πράγμα. Η Λέιλα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Τίποτα. Αλλά εσύ συνήθως... δε ρωτάς». Η Μάλορι σούφρωσε τα χείλη της. «Δίκιο έχεις. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε ξαφνικά», αποκρίθηκε και, γέρνοντας μπροστά, άρπαξε ένα κρουασάν, λαχταρώντας να το φάει. «Ξέρεις, θα έπρεπε να τρως πιο υγιεινά», παρατήρησε ήπια η Λέιλα.

«Εγώ το μόνο που σκέφτομαι τώρα είναι πόσο χαίρομαι που τρώω», απάντησε η Μάλορι. Οι φίλοι της την ξανακοίταξαν περίεργα. «Τι;» ρώτησε πάλι η Μάλορι με γεμάτο στόμα. Ο Τζακ ξερόβηξε, η Ράιλι χαμογέλασε κι η Λέιλα δίπλωσε τη χαρτοπετσέτα της. «Α, τίποτα. Μας θύμισες το λόγο που σου ζητήσαμε να έρθεις», απάντησε η Λέιλα. Η Μάλορι κατέβασε την μπουκιά της, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά ζεστό καφέ με γάλα. Οχ, όχι. «Δηλαδή δεν ήρθαμε να κουτσομπολέψουμε, όπως συνήθως;» «Όχι», απάντησε η Ράιλι. Η Μάλορι άφησε κάτω το κρουασάν που έτρωγε. «Ούτε για να συζητήσουμε σε τι φάση βρίσκονται οι χωρισμοί σας;» Η Λέιλα κοκκίνισε λίγο, ενώ η Ράιλι έσμιξε τόσο πο-χύ τα φρύδια της, που η Μάλορι φοβήθηκε ότι θα της έμενε μόνιμο σημάδι στο μέτωπο. «Συγνώμη, κακώς το είπα αυτό», μουρμούρισε απολογητικά.

Και η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελε να πληγώσει τις φί-Χες της, αλλά να κάνει χιούμορ. Η κατάληξη, όμως, ήταν να ρίξει αλάτι στις πληγές τους. Μάλλον ήταν πολύ νωρίς για χιούμορ. Η Λέιλα μετακινήθηκε στην καρέκλα της και σταύρωσε τα πόδια της. Φορούσε μια φούστα μέχρι το γόνατο -κάτι που δεν έκανε ποτέ πριν γνωρίσει το δόκτορα Σαμ Λάβτζοϊ- και είχε τον αέρα μιας σέξι γυναίκας και μιας ικανότατης γιατρού. «Για να πούμε την αλήθεια, Μάλορι, ήρθαμε να συζητήσουμε για σένα». Η Μάλορι κόντεψε να πνιγεί με το κρουασάν της. «Τι πράγμα;» Αυτή τη φορά είχε εκφράσει την απορία της με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Όχι κουρασμένα, αλλά με γνήσια κατάπληξη. «Για μένα;» είπε κοιτώντας τους φίλους της έναν έναν. Ο Τζακ ήταν προσηλωμένος στην κούπα του καφέ που κρατούσε. Η Ράιλι χαμογελούσε. Η Λέιλα έβγαζε κάτι απ’ την τσάντα της.

Ένα φάκελο, συνειδητοποίησε η Μάλορι. Η φίλη της τον έβαλε μπροστά της κι η Μάλορι διάβασε πάνω το όνομά της με καθαρό γραφικό χαρακτήρα. «Τ ι είναι αυτό; Πρόωρο δώρο γενεθλίων;» Θα έκλεινε τα είκοσι πέντε στα μέσα Μαρτίου. Αλλά μάλλον ο φάκελος δεν είχε σχέση με τα γενέθλιά της. Οι φίλοι της συνήθως της αγόραζαν μπλουζάκια, για να εμπλουτίσει την ήδη μεγάλη συλλογή της. Σήμερα μάλι-στα φορούσε ένα που της είχε κάνει δώρο την προηγού-μενη χρονιά η Ράιλι, παρ’ ότι το σύνθημα πάνω ήταν πιο ήπιο απ’ αυτά που της άρεσαν. Είχε ένα σκελετό που καθόταν σ’ ένα παγκάκι, φορώντας πλατύγυρο καπέλο, και έγραφε: Περιμένοντας Τον Ιδανικό Αντρα. Ήταν η πρώτη φορά που το φορούσε η Μάλορι. Και δεν ήξερε γιατί το είχε διαλέξει το πρωί, αλλά κατά κάποιο τρόπο ένιωθε πιο... μειλίχια. Κάτι που δεν ήταν καθόλου λογικό. Κανονικά θα έπρεπε να είναι εκνευρισμένη με τα χτεσινοβραδινά τερτίπια του Τζακ, που σκοπό είχαν ν’ αφήσουν αναπάντητη την ερώτησή της. Κι όμως, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι της είχε φέρει φαγητό, της είχε ζητήσει συγνώμη για τη συμπεριφορά του το προηγούμενο βράδυ και της είχε α-ποκαλύψει για τον

εαυτό του περισσότερα απ’ όσα ήξερε η ίδια. Και τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είχε σχέση με το σεξ. Κάτι ακόμα πιο περίεργο. «Άνοιξέ τον», την παρότρυνε η Ράιλι. Οχ. Ο ενθουσιασμός της φίλης της άγχωσε τη Μάλο-ρι κι άνοιξε το φάκελο με αργές κινήσεις. «Θυμίζει... επιταγή», είπε τόσο χαμηλόφωνα, που ούτε η ίδια δεν άκουσε τον εαυτό της. Έκλεισε πάλι το φάκελο και τον έβαλε μπροστά στη Λέιλα. «Δε δέχομαι ελεημοσύνες», δήλωσε αποφασιστικά. «Ούτε κοίταξες τι είναι!» είπε η Ράιλι. «Ούτε πρόκειται να κοιτάξω». Η Μάλορι ένιωσε το στομάχι της να καίει απ’ το κρουασάν. Δεν ήταν ζητιά* να. Για την ακρίβεια, δε θυμόταν να είχε μιλήσει στους φίλους της για τα οικονομικά προβλήματα που την ταλάνιζαν τον τελευταίο καιρό. Το βλέμμα της έπεσε στον Τζακ. «Πάω να φέρω χαρτοπετσέτες», είπε εκείνος, έτοιμος να σηκωθεί απ’ το τραπέζι.

Η Μάλορι τον άρπαξε απ’ το μπράτσο. «Για περίμενε μια στιγμή, Ντάνιελς». Η Λέιλα ανακάθισε. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις, Μάλορι». «Αλήθεια; Τότε ας μου εξηγήσει κάποιος τι είναι, σας παρακαλώ, γιατί με κάνετε να νιώθω ότι θα έπρεπε να στέκω στη γωνία με μια πινακίδα που θα γράφει: “Δουλεύω για ένα πιάτο φαγητό”». «Απλώς θέλουμε να επενδύσουμε στο ντοκιμαντέρ σου», ξέσπασε η Ράιλι. Η Μάλορι έμεινε εμβρόντητη. «Τι πράγμα;» Ο Τζακ την κοίταξε στα μάτια, αλλά δεν είπε τίποτα. «Και αυτή η επιταγή δεν έχει καμία σχέση με την ειδοποίηση έξωσης, που είδες τις προάλλες στην πόρτα μου, Λέιλα; Ούτε με το σαράβαλό μου που δε φτιάχνεται; Ούτε με το γεγονός ότι καταβροχθίζω κρουασάν, ό-ποτε βρισκόμαστε;» «Όχι», απάντησε η Λέιλα, χωρίς να διστάσει. «Έχει σχέση αποκλειστικά με την Κόκκινη Γαρδένια». Ανάθεμα. Η Μάλορι ξαφνικά και ανεξήγητα κόντεψε να βάλει τα κλάματα.

Της είχε φερθεί κανείς στη ζωή της με τόση καλοσύ-Vrl’ Τ* 1 φίλοι της έλεγαν ότι ήθελαν να επενδύσουν στην ταινία της κι όχι να τη βοηθήσουν οικονομικά. Αλλά αν καποιος ενδιαφερόταν να επενδύσει χρήματα στον κινηματογράφο, ήταν η τελευταία που θ’ αναζητούσε για να ποντάρει στη δουλειά της. Το τελευταίο της ντοκιμα. ντέρ, για τους νόμους που επικρατούσαν στα σύνορα με το Μεξικό, είχε αγοραστεί από πέντε κρατικούς σταθμούς συνολικά στη Νότια Καλιφόρνια, την Αριζόνα και τη Γιούτα. Όχι, το έκαναν επειδή ήταν φίλοι της. «Δεν μπορώ να τα δεχτώ», δήλωσε η Μάλορι. Της ή. ταν αδύνατον να πάρει τα χρήματα, ακριβώς επειδή ήταν φίλοι της. «Σας το είπα ότι δε γίνεται», σχολίασε ο Τζακ. Η Λέιλα, όμως, δεν έλεγε να το βάλει κάτω. «Άκου-σέ με, Μάλορι. Εμείς οι τρεις σε θεωρούμε εξαιρετική σκηνοθέτρια ντοκιμαντέρ με μεγάλες δυνατότητες. Δε νομίζω όμως ότι σε βοηθάμε έτσι. Γιατί λοιπόν δε δέχεσαι τα λεφτά σαν δάνειο; Πάρ’ τα, επειδή είμαστε φίλοι σου και σε νοιαζόμαστε και αυτή τη στιγμή τυχαίνει να έχουμε λεφτά, ενώ εσύ δεν έχεις». Η Ράιλι άγγιξε το χέρι της. «Πάρ’ τα, Μάλορι».

Η Μάλορι ήταν έτοιμη να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι της. «Κάποια στιγμή μπορεί ν’ αντιστραφούν οι ρόλοι», ε-πέμεινε η Λέιλα. «Μπορεί να έχεις εσύ λεφτά και να μην έχει ένας από εμάς. Δε θα ήθελες να μας βοηθήσεις;» «Όχι», απάντησε αυτομάτως η Μάλορι. Για μερικές στιγμές επικράτησε σιωπή, αλλά μετά έσκασαν όλοι στα γέλια. Η Μάλορι τρομοκρατήθηκε με την απάντησή της. Αυτό που ήθελε να πει ήταν: «Όχι, οι ρόλοι μας δεν πρόκειται ν’ αντιστραφούν ποτέ». Το γεγονός ότι οι φίλοι της την καταλάβαιναν, χωρίς να χρειάζεται να τους εξηγήσει, έκανε την καρδιά της να λιώσει. Η Λέιλα έσπρωξε πάλι μπροστά της το φάκελο. «Πάρ’ τα». Έπιασε το χέρι της Μάλορι και το έβαλε πάνω στο φάκελο. «ΓΓ αυτό είναι οι φίλοι, ξέρεις». Η Μάλορι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, αλλά δεν πήρε το χέρι της απ’ το φάκελο. «Δεν ξέρω κανένα φίλο που να το κάνει αυτό». «Τότε μάλλον δεν είχες καλούς φίλους μέχρι τώρα», απάντησε χαμηλόφωνα η Ράιλι.

Αυτό ήταν. Η Μάλορι χαμήλωσε το πιγούνι στο στέρνο της, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν στο πρόσωπό της. «Εγώ... πάω να φέρω τις χαρτοπετσέτες που λέγαμε», είπε ο Τζακ. Η Μάλορι τον άφησε να φύγει. Απεχθανόταν τα κλάματα. Και δεν έκλαιγε ποτέ. Και δεν ήθελε να κλάψει τώρα. Αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί. Έτσι έβγαλε την επιταγή και κοίταξε το νούμερο. Ήταν περισσότερα λεφτά απ’ όσα θα περίμενε. Μπορούσε να πληρώσει τον οπερατέρ για τον προηγούμενο μήνα, να δώσει τα χρωστούμενα νοίκια και να ταξιδέψει στην Ομάχα, για να κινηματογραφήσει το σπίτι της Τζένι Φούλερ. Μπορούσε να τα κάνει όλα. Τα δάχτυλά της άρχισαν να τρέμουν, καθώς έβαζε πάλι την επιταγή στο φάκελο και τον τοποθετούσε μπροστά στη

Λέιλα. Η Λέιλα τον έβαλε πάλι μπροστά της. Η Ράιλι αναστέναξε. «Δώσε μας πίσω όσα δε χρειάζεσαι. Αλλά πάρ’ τα, Μάλορι». Η Μάλορι ένιωσε να κατακλύζεται από αντικρουόμε-να συναισθήματα. Ένας απ’ τους κανόνες που της έλεγε και της ξανάλεγε η μητέρα της ήταν: «Οι συγγενείς δεν πρέπει να δανείζουν λεφτά σε συγγενείς, ούτε οι φίλοι σε φίλους. Αλλιώς δε θα μείνουν για πολύ ούτε συγγενείς ούτε φίλοι». Δάγκωσε τα χείλη της και σκέφτηκε ότι θα τα κατά-φερνε. Κοίταξε τη Αέιλα, τη Ράιλι και τον Τζακ, που μιλούσε στην ανιψιά της Ράιλι, την Τίνα, η οποία καθόταν στο ταμείο, και σκέφτηκε ότι έπρεπε να τα καταφέρει με κάθε θυσία. Διαφορετικά κινδύνευε να χάσει τους τρεις πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή της. Τρεις ώρες αργότερα, ο Τζακ καθόταν σ’ ένα τραπέζι του Μπενάρντο’ς Χάιντγουεϊ με τη μητέρα του, πραγματοποιώντας τη συνάντηση για φαγητό που έτρεμε, από τη στιγμή που του είχε τηλεφωνήσει εκείνη χθες το πρωί. «Γι’ αυτό ο πατέρας σου -κι εγώ, φυσικά- θεωρούμε ότι είναι πολύ καλή ιδέα για σένα ν’ αναλάβεις το Ίδρυμα Ντάνιελς».

Ο Τζακ κοίταξε γύρω του το άνετο εστιατόριο. Οι λόγοι για τους οποίους επέμενε να φάνε με τη μητέρα του εδώ ήταν τρεις. Πρώτον, ήξερε ότι η Σίλια Ντάνιελς θα έβρισκε το μέρος απαίσιο, επειδή δεν είχε αρκετά κρύσταλλα για το γούστο μιας τόσο φαντασμένης γυναίκας. Δεύτερον, θα του δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει με τον Μπεν, χωρίς να φανεί πολύ αδιάκριτος. Και τρίτον, είχε επικοινωνήσει με τον Σαμ και είχε κανονίσει επίτηδες να συναντηθούν στα μέσα του γεύματος με τη μητέρα του, ώστε να έχει μια καλή δικαιολογία για να φύγει. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ένα φύλλο σπανάκι στη σαλάτα του. Η Σίλια Ντάνιελς ήταν πολύ περιποιημένη, όπως πάντα. Μάλλον είχε πάει στο κομμωτήριο και στη μανικιουρίστα το πρωί, ενώ το ροζ ταγέρ της ήταν προφανώς αγορασμένο σε κάποια επώνυμη μπουτίκ. Το μακιγιάζ της ήταν επίσης άψογο... Είχε αποφύγει όπως πάντα την επαφή του με το μάγουλό της, όταν εκείνος είχε επιχειρήσει να τη φιλήσει, επειδή το μακιγιάζ της έπρεπε να μείνει ανέγγιχτο. «Μητέρα, δε θέλω ν’ αναλάβω το ίδρυμα». Η Σίλια κούνησε απαξιωτικά το πουδραρισμένο χέρι της μακιγιάριζε ακόμα και τα άκρα της;—, που ήταν φορτωμένο

κοσμήματα. «Ανοησίες. Ο πατέρας σου κι εγώ πιστεύουμε ότι αρκετό καιρό σ’ αφήσαμε να κάνεις ό,τι θέλεις. Αφού λοιπόν δεν έχεις βρει ακόμα το δρόμο σου, και μάλλον δε θα τον βρεις ποτέ, θ’ αποφασίσουμε εμείς τι πορεία θα πάρεις». Ο Τζακ κοίταξε άφωνος τη γυναίκα απέναντι του, αδυνατώντας να πιστέψει ακόμα και ότι τον είχε γεννήσει. «Αλήθεια το λες;» «Μη μου μιλάς εμένα μ’ αυτό τον τρόπο, νεαρέ μου». Ο Τζακ άφησε με αργές κινήσεις το πιρούνι στο πιάτο του, ξεχνώντας τους καλούς τρόπους του, και είδε το σερβιτόρο να το παίρνει αμέσως από μπροστά του. Σταύριοσε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Δεν είμαι νεαρός πια, μητέρα, και σου μιλάω με τον τρόπο που σου αξίζει». Η Σίλια τέντωσε το δείκτη της και άρχισε να τον κουνάει μπροστά του. «Αυτή η... Γούντραφ φταίει, έτσι δεν είναι; Η κοπέλα που βρήκαμε στο διαμέρισμά σου εκείνο το πρωί. Αυτή ευθύνεται που έγινες τόσο αυθάδης». Μια απ’ τις λίγες φορές που η Σίλια κι ο Τσάρλι Ντάνιελς είχαν περάσει απ’ το διαμέρισμά του, χωρίς να τον ειδοποιήσουν, ήταν πριν τρεις μήνες, εννιά η ώρα πρωί

Κυριακής. Είχαν μείνει κατάπληκτοι, όταν η Μάλορι είχε ανοίξει την πόρτα, φορώντας μόνο ένα απ’ τα συνηθισμένα μπλουζάκια της -με το σύνθημα: Οι Άντρες Είναι Γουρούνια Κι Εγώ Λατρεύω Το Χοιρινό- ενώ ο Τζακ έκανε ντους. Το χτύπημα στην πόρτα είχε ξυπνήσει τη Μάλορι από βαθύ ύπνο και... τα πράγματα είχαν πάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Κυρίως επειδή οι γονείς του είχαν αρνηθεί ακόμα και να κοιτάξουν τη Μάλορι, όταν ο Τζακ μπήκε στο καθιστικό, και την αγνόησαν τελείως, ακόμα κι όταν εκείνη τους προσκάλεσε να πιουν καφέ μαζί της. «Όχι, δε φταίει η Μάλορι». «Δε σε πιστεύω... Είναι τόσο κοινή που... σ’ έχει κολλήσει κι εσένα». Κοινή; Δηλαδή η Μάλορι δεν ανέπνεε τον ίδιο εκλεκτό αέρα με τη μητέρα του; Τον τελευταίο καιρό οι άνθρωποι που είχαν στενούς δεσμούς μαζί του έκαναν τα πάντα για να του δυσκολέψουν τη ζωή. «Ευχαριστώ για την πρόσκληση, μητέρα, αλλά δυστυχώς πρέπει ν’ αρνηθώ τη γενναιόδωρη προσφορά σου να διευθύνω το ίδρυμα. Το θέμα είναι ότι δεν έχω

χρόνο». Η μητέρα του έσφιξε τα χείλη της, σαν να μην τον πίστευε, και μετά αναστέναξε βαθιά. «Τότε ο πατέρας σου κι εγώ αποφασίσαμε ότι πρέπει να σου κόψουμε το μηνιαίο επίδομα». Ο Τζακ χαμογέλασε. Το περίμενε ότι θα έφτανε αυτή η μέρα. Και τώρα δεν μπορούσε ν’ ανασάνει, απ’ τη βαθιά ανακούφιση που τον πλημμύριζε. Είδε την μπροστινή πόρτα του εστιατορίου ν’ ανοίγει και τον Σαμ να μπαίνει στην αίθουσα. Πάνω στην ώρα. Ο Τζακ τον χαιρέτησε με το χέρι, σκούπισε το στόμα του και άφησε την πετσέτα στο τραπέζι. «Κάνε ό,τι νομίζεις», είπε στη μητέρα του. «Έφτασε το επόμενο ραντεβού μου, γι’ αυτό με συγχωρείς». Η Σίλια Ντάνιελς γούρλωσε τόσο πολύ τα μάτια της, που κόντεψαν να πέσουν στο πιάτο μπροστά της. «Τι;» Ήταν τόσο σοκαρισμένη, που ξέχασε να τον εμποδίσει να τη φιλήσει στο μάγουλο. Αν και δεν είχε σημασία, με τόσο μεγάλη ποσότητα μέικαπ και πούδρας που φορούσε. «Σε παρακαλώ, συνέχισε το γεύμα σου», την παρότρυνε. «Η κουζίνα είναι θαυμάσια εδώ. Κερνάω εγώ. Θα τα πούμε

κάποια μέρα μέσα στην εβδομάδα». Ο Τζακ γύρισε, χαιρέτησε τον Σαμ και οδήγησε βιαστικά τον επιφανή γιατρό στο μπαρ, μακριά απ’ τη μητέρα του. Κεφάλαιο 8 «Να ’μαστέ πάλι εδώ», είπε ο Σαμ Λάβτζοϊ και ήπιε τη μισή σόδα απ’ το ποτήρι του, πριν το αφήσει στον πάγκο του μπαρ. Ο Τζακ έτριψε αφηρημένα το πιγούνι του, ξέροντας ότι ο εγκαταλειμμένος αρραβωνιαστικός της Λέιλα μιλούσε μάλλον μεταφορικά και όχι κυριολεκτικά, αφού οι δυο τους δεν είχαν συναντηθεί ποτέ στο παρελθόν χωρίς τη Λέιλα. Ή μάλλον όχι. Ο Σαμ θα πρέπει να εννοούσε τη βραδιά που τον είχε πρωτογνωρίσει ο Τζακ στο σπίτι της Λέιλα και είχαν βγει έξω, για να καπνίσει ο Τζακ ένα τσιγάρο. Τότε είχε ρωτήσει ευθέως τον Σαμ ποιες ήταν οι προθέσεις του για τη Λέιλα και ο Σαμ του είχε απαντήσει ότι το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να την πληγώσει. Προφανώς αυτό ήταν κάτι που είχε αλλάξει. Αν και ο Τζακ δεν είχε καταλάβει ακόμα σε τι έφταιγε ο Σαμ. Κοίταξε το τραπέζι, απ’ το οποίο είχε σηκωθεί η μητέρα του λίγο μετά τον ίδιο, αποφασίζοντας προφανώς ότι το φαγητό δεν ήταν σοβαρός λόγος για να την κρατήσει εκεί.

Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του. «Νόμιζα ότι η Λέιλα είχε δεχτεί τις προτεραιότητές μου. Η πλαστική χειρουργική έρχεται πρώτη και η διεύθυνση προσωπικού στο Ιατρικό Κέντρο Τράιντεντ δεύτερη. Πώς να φανταστώ ότι θ’ αντιμετώπιζα τέτοιο ξέσπασμα, όταν της είπα ότι σκοπεύω να παραιτηθώ απ’ το ιατρικό κέντρο και να ξα-νανοίξω το ιατρείο μου;» Ο Τζακ έκανε ένα μορφασμό. «Αν με ρωτούσες, θα σου έλεγα ότι ήταν επόμενο να ξεσπάσει έτσυ>. Ο Σαμ τον κοίταξε έντονα. «Δεν καταλαβαίνω». «Φρόντισες να τη συμπεριλάβεις στη διαδικασία της απόφασης;» «Τι πράγμα;» Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του, κρατώντας την κούπα του με τον καφέ. «Πριν κάνεις οτιδήποτε, της μίλησες για τα σχέδιά σου; Ή της ανακοίνωσες κατευθείαν την απόφασή σου;» Ο Σαμ πήρε ένα ύφος που έδωσε στον Τζακ να καταλάβει ότι δεν είχε μπει στο πνεύμα της συζήτησης. Ο Τζακ κοίταξε προς την πόρτα της κουζίνας, πίσω απ’ την οποία βρισκόταν ο Μπεν Κέιν. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου

και -πρόσφατα χωρισμένος- σύντροφος της Ράιλι είχε υποσχεθεί να καθίσει μαζί τους σε λίγο, αλλά ο Τζακ είχε την υποψία ότι ο Μπεν τους απέφευγε. Όχι ότι τον αδικούσε γι’ αυτό. Η Λέιλα και η Ράιλι ήταν ακόμα πληγωμένες, αλλά οι άντρες που είχαν παρατήσει ήταν ακόμα θυμωμένοι. Ή τουλάχιστον ο Μπεν. Γιατί ο Σαμ ήταν κεραυνόπληκτος. «Γυρίζω σε λίγο», είπε ο Τζακ και σηκώθηκε απ’ το σκαμνί του μπαρ. Τελικά του πήρε πέντε λεπτά να σηκώσει τον Μπεν με το ζόρι απ’ το γραφείο του, όπου παρίστανε ότι ασχο-λιόταν με τα τιμολόγια της επιχείρησης. «Πάμε να καθίσουμε σ’ ένα τραπέζι», τους πρότεινε ο Τζακ. Ο Μπεν έδειξε ένα γωνιακό τραπέζι που ήταν άδειο και ο Τζακ προχώρησε μπροστά, ακολουθούμενος από τους δύο διατακτικούς άντρες. Βέβαια, στην πραγματικότητα δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δε βρισκόταν εδώ για να τους συμπαρασταθεί, γιατί κι η δική του ζωή τον τελευταίο καιρό ήταν σκέτο χάος. Αν όμως δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό του, ίσως κατάφερνε να βοηθήσει τον Σαμ και τον Μπεν να βρουν κάποια λύση. Κάθισε απέναντι τους και περίμενε απ’ τη σερβιτόρα να γεμίσει τα ποτήρια νερό, να βάλει τα ορεκτικά στο τραπέζι και

να τους ρωτήσει αν ήθελαν να παραγγείλουν κάτι άλλο. Οι τρεις άντρες έκαναν νόημα ότι δεν ήθελαν τίποτα, ο καθένας απορροφημένος από τις σκέψεις του. «Τα χάλια σας έχετε», είπε ο Τζακ, αποφασίζοντας να ξεκινήσει με τα αυτονόητα. Και η αλήθεια ήταν ότι οι δυο άντρες φαίνονταν ότι είχαν προβλήματα. Ο Σαμ ήταν σαν να μην είχε κοιμηθεί ένα μήνα και οι ρυτίδες γύρω απ’ το στόμα του Μπεν ήταν τόσο βαθιές, που ο Τζακ αναρωτήθηκε αν θα έσβηναν ποτέ. «Δε μας λες κάτι που δεν ξέρουμε», απάντησε ο Μπεν σκυθρωπά, ακουμπώντας στην πλάτη της καρέκλας του. «Γυναίκες», είπε ο Σαμ, προσπαθώντας να ξεκολλήσει την ετικέτα απ’ το παγωμένο μπουκάλι της μπίρας. «Ούτε μαζί τους μπορούμε να ζήσουμε ούτε να τις σκοτώσουμε». Ο Μπεν γέλασε, ενώ ο Τζακ αρκέστηκε να χαμογελάσει συγκρατημένα. Θυμόταν αυτή τη φράση γραμμένη σ’ ένα απ’ τα μπλουζάκια της Μάλορι, αν και στη δική της εκδοχή το αντικείμενο ήταν οι άντρες. Αναρωτήθηκε τι έκανε η Μάλορι αυτή τη στιγμή. Την είχε αφήσει στο σπίτι της, αφού είχε πάρει απρόθυμα τα λεφτά που της είχαν δώσει. Περίμενε για λίγο, μήπως τον χρειαστεί,

αλλά εκείνη είχε τηλεφωνήσει αμέσως στον οπερατέρ της, αγνοώντας φαινομενικά ακόμα και την ύπαρξή του. Ο Τζακ είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι η αποφασι-στικότητά της να πετύχει είχε διπλασιαστεί, μάλλον ως αποτέλεσμα της ευθύνης που αισθανόταν για τα χρήματα των φίλων της. Είχε προσπαθήσει να τη ρωτήσει αν θα πλήρωνε το νοίκι της σήμερα, αλλά του είχε κάνει νόημα να την αφήσει ήσυχη, προβληματίζοντάς τον με τη στάση της να αγνοήσει οτιδήποτε άλλο και να αφο-σιωθεί στην ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ της. Και να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο και εκείνον μαζί. «Λοιπόν», είπε ο Σαμ, βγάζοντας όλη την ετικέτα απ’ το μπουκάλι της μπίρας. «Τι έλεγες για τις αποφάσεις;» Ο Τζακ άργησε λίγο να θυμηθεί την προηγούμενη συζήτησή τους. «Ακούστε τι συμβαίνει», είπε στους δυο άντρες, γέρνοντας μπροστά. «Οι γυναίκες -ειδικά η Αέιλα και η Ράιλι- θέλουν να παίρνουν μέρος στη διαδικασία των αποφάσεων και δεν τους αρέσει να τις μαθαίνουν εκ των υστέρων». Ο Τζακ έδειξε τον Σαμ. «Οταν της ανακοίνωσες ότι σκοπεύεις να ξανανοίξεις το ιατρείο σου, διαλέγοντας μάλιστα να το κάνεις μια μέρα πριν το γάμο σας, η Λέι-λα αιφνιδιάστηκε

τόσο πολύ, που έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Της είχες κάνει κάποιον υπαινιγμό πριν της το ανακοινώσεις;» Ο Σαμ ανασήκωσε τους ώμους και τα χέρια του με τις παλάμες ανοιχτές. «Ήξερε ότι αισθανόμουν απαίσια όταν υποχρεωνόμουν να απολύω κόσμο απ’ το ιατρικό κέντρο. Και μας ενοχλούσε και τους δυο η τακτική των συνεταίρων να μονοπωλούν το χρόνο μου εκτός δουλειάς». «Της είπες, όμως, ότι ήθελες να παραιτηθείς απ’ το ιατρικό κέντρο;» Ο Σαμ ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του, προσπαθώντας να θυμηθεί. «Δεν ξέρω. Ίσως». «Ίσως και όχι», είπε ο Τζακ. Αν ο Σαμ δεν ήταν τόσο καλός άνθρωπος, ο Τζακ θα τον αντιπαθούσε. Ο Σαμ Λάβτζοϊ ήταν σαν μοντέλο. Και ο Μπεν Κέιν δεν πήγαινε πίσω, βέβαια. Οι γυναίκες τούς κυνηγούσαν σαν να ήταν οι μόνοι άντρες σε όλο τον κόσμο. «Να πάρει η οργή», είπε ο Μπεν, τρίβοντας το πρόσωπό του. Προφανώς είχε καταλάβει τι τους έλεγε ο Τζακ, χωρίς να χρειαστεί ν’ αναφερθούν και στη δική του περίπτωση. Δεν ήταν σωστό να ζητήσει απ’ τη Ράιλι να κλείσει το ζαχαροπλαστείο της, για να δουλέψει στο δικό του

εστιατόριο. Ήταν πιο λάθος κι απ’ αυτό που είχε κάνει ο Σαμ, όταν δεν είχε συμβουλευτεί τη Λέιλα για την απόφασή του. «Εγώ δε σκέφτηκα ποτέ να μιλήσω στη Ράιλι για τα σχέδιά μου. Βέβαια ήθελα να της κάνω έκπληξη. Κατάλαβες τι λέω; Ετοίμασα ακόμα και τη νέα πινακίδα». «Ποια πινακίδα;» ρώτησε ο Σαμ. Ο Τζακ συνειδητοποίησε ότι από τη στιγμή που η Λέιλα τον είχε χωρίσει, ο Σαμ είχε αποκοπεί από την παρέα. «Την πινακίδα για τη νέα επιχείρηση που ο Μπεν ήθελε να φτιάξουν μαζί, ονομάζοντας το εστιατόριο Το Στέκι του Μπεν και της Ράιλι». Ο Σαμ κοίταξε τον Μπεν. «Οχ». Ο Μπεν έγνεψε καταφατικά. «Δε λες τίποτα». «Είναι περίεργο που καταλαβαίνουμε τα λάθη των άλλων και όχι τα δικά μας», παρατήρησε ο Τζακ μελαγχολικά. Οι δυο άντρες τον κοίταξαν με ενδιαφέρον. «Τζακ, φίλε μου», είπε ο Μπεν, «απ’ ό,τι καταλαβαίνω, έχεις τα δικά σου προβλήματα με τις γυναίκες. Κάνε μας να νιώσουμε καλύτερα και λέγε».

Ο Τζακ έγνεψε αρνητικά. «Υποσχέθηκα να μην το κάνω». «Τι υποσχέθηκες να μην κάνεις;» ζήτησε να μάθει ο Σαμ. «Υποσχέθηκα να μη μιλήσω γι’ αυτό το πράγμα». Ο Μπεν τον παρατηρούσε έντονα. Πολύ έντονα. «Αυτό σημαίνει ότι είσαι με κάποια που ξέρουμε», είπε στο τέλος. Το βλέμμα του Τζακ στράφηκε κατευθείαν στο δικό του. Ο Μπεν χαμογέλασε. «Πόσο καιρό τραβιέσαι με τη Μάλορι;» Η Μάλορι βγήκε απ’ το δεκαπενταετίας φορτηγάκι του Χάρι και κάλυψε τα μάτια με το χέρι της, για να προστατευτεί απ’ τις αχτίνες του απογευματινού ήλιου. Ήταν η μαγική ώρα πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν οι σκιές μακραίνουν και το φως της μέρας παίρνει μια απαλή, μενε-ξεδένια απόχρωση. Η Μάλορι ρίγησε. Κάθε φορά που βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος, ανατρίχιαζε ολόκληρη. Κυρίως επειδή όλα φάνταζαν ήρεμα και φυσιολογικά. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, η οικιστική περιοχή στην οποία τριγύριζε αυτή τη στιγμή ήταν κάτι παραπάνω από μια άδεια αλάνα, η οποία μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα είχε αρχίσει να χτίζεται δειλά δειλά. Στεκόταν ένα τετράγωνο μακριά από κει που είχε βρεθεί το

πτώμα. Από το σημείο όπου είχε πεταχτεί το γυμνό κορμί της Τζένι, τυλιγμένο σε μια μάλλινη κουβέρτα. Η Σήμανση δε διέθετε τότε τις μεθόδους της σύγχρονης εποχής. Το πτώμα είχε σταλεί στη Νεμπράσκα και είχε αποτεφρωθεί, επειδή η οικογένεια δεν άντεχε να σκέφτεται την Τζένι χωρίς κάποια μέλη του κορμιού της. Νωρίτερα η Μάλορι είχε πάρει συνέντευξη άλλη μία ώρα από την Κοκό Καμπάνα, ενώ κάθονταν σ’ ένα εστιατόριο και ο Χάρι τη μαγνητοσκοπούσε. Πίσω απ’ την Κοκό και έξω από την τζαμαρία διακρίνονταν η Σάνσετ Μπούλεβαρντ και η απέναντι εργατική πολυκατοικία, στην οποία έμενε η Κόκκινη Γαρδένια, όσο καιρό βρισκόταν στο Λος Άντζελες. «Μάλορι;» «Μμμ;» Η Μάλορι γύρισε στον Χάρι, που είχε στηριγμένη την κάμερα στο δεξί ώμο του και άλλαζε οπτική γωνία. «Α, ναι». Κοίταξε το δρόμο πίσω της. «Ξεκίνα από κει. Θέλω να κινηματογραφήσεις όλη την περιοχή. Α-πόφυγε όσο μπορείς τα νούμερα των σπιτιών για λόγους μοντάζ. Να ζουμάρεις εκεί», του έδειξε την αυλή μπροστά της, περίπου στο σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα παρκαρισμένα αυτή τη στιγμή και

ήλπιζε να μην τους κάνουν παρατήρηση για τα γυρίσματα. Την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εδώ, μια γειτόνισσα είχε κατέβει στριγκλίζοντας στο δρόμο, απειλώντας να καλέσει την αστυνομία. 1 «Αφήστε τους νεκρούς ν’ αναπαυθούν ειρηνικά», είχε πει. Η Μάλορι αναρωτιόταν πώς θ’ αναπαυόταν ποτέ ειρηνικά η Κόκκινη Γ αρδένια, αφού δεν είχε βρεθεί ο δολοφόνος της. Ακουσε το κινητό τηλέφωνό της να χτυπάει στο μπροστινό κάθισμα του επαγγελματικού αυτοκινήτου του Χάρι και το σήκωσε. «Εμπρός;» «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δε μας είπες τίποτα!» Η Μάλορι κατέβασε το τηλέφωνο απ’ το αυτί της και κοίταξε την αναγνώριση κλήσης στην οθόνη. Η Ράιλι. Κάλυψε το άλλο αυτί με το χέρι της κι απομακρύνθηκε απ’ το φορτηγάκι για να βρει ένα πιο ήσυχο σημείο. «Τι πράγμα; Τι δε σας είπα;» Ακουσε ένα δυνατό σφύριγμα και, γυρίζοντας, είδε τον Χάρι

να της γνέφει να βγει απ’ το πλάνο του. Η Μάλορι του έκανε νόημα και προχώρησε βιαστικά παρακάτω. «Για τη σχέση σου με τον Τζακ πίσω απ’ την πλάτη της Λέιλα και τη δική μου!» Η Μάλορι μαρμάρωσε στη μέση του πεζοδρομίου, μπροστά στο σημείο όπου είχε βρεθεί το πτώμα της Τζένι. Θεέ μου. Θεέ μου, Θεέ μου. «Δε σε καταλαβαίνω», είπε ψέματα. «Θέλεις να κάνω το γύρισμα ή όχι;» φώναξε ο Χάρι απηυδισμένος. Η Μάλορι του έκανε νόημα να σωπάσει, χωρίς να έχει ακούσει τα λόγια του. «Θέλω να είσαι στο ζαχαροπλαστείο σε μία ώρα». Η Μάλορι κοίταξε γύρω της. «Κάνω γυρίσματα». «Δε με νοιάζει ακόμα κι αν είσαι στο φεγγάρι, Μά-λορι Γούντραφ. Θέλω να είσαι εδώ με τον Τζακ σ’ εξήντα λεπτά. Πενήντα εννιά από τώρα».

Η Μάλορι ήθελε να ρωτήσει ποια θα ήταν η τιμωρία της αν δε συμμορφωνόταν, αλλά συγκρατήθηκε, επειδή φοβόταν ν’ ακούσει την απάντηση. Και η Ράιλι της έκλεισε το τηλέφωνο. Η Μάλορι έσμιξε τα φρύδια της, κοιτώντας το σιωπηλό κινητό τηλέφωνο. Της το είχε κλείσει κατάμουτρα η Ράιλι; Ναι, της το είχε κλείσει. Και τώρα θα γινόταν χαμός. Μόλις σήμερα το πρωί δεν ήταν που είχαν μαζευτεί όλοι στο ίδιο μέρος για να επενδύσουν στο ντοκιμαντέρ της Μάλορι; Ναι, συνειδητοποίησε ο Τζακ, μόλις σήμερα το πρωί. Μακάρι να ήταν ίδια η ατμόσφαιρα και τώρα. Αλλά η Λέιλα και η Ράιλι τον κοιτούσαν σαν να ήταν μεταμορφωμένος σε διάβολο και τον έκαναν να θέλει να το βάλει στα πόδια. Και να εξαφανιστεί απ’ την πόρτα, την οποία θα διάβαινε σε λίγο η Μάλορι. Έτριψε το πρόσωπό του, σφίγγοντας τα δόντια. Ποιος θα περίμενε ποτέ απ’ τους άντρες να είναι σαν τις γυναίκες, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν ένα μυστικό; Η αλήθεια ήταν ότι γινόταν άδικος. Αλλά τη συζήτησή τους την είχε μεταφέρει ο Σαμ ή ο Μπεν. Το θέμα ήταν ποιος απ’ τους δυο.

Ο Τζακ μετακινήθηκε στη θέση του κι έπιασε την κούπα του καφέ. «Λοιπόν», είπε, απευθυνόμενος στη Λέιλα. «Σκοπεύετε να τα ξαναβρείτε με τον Σαμ;» «Δεν του έχω μιλήσει ακόμα», απάντησε εκείνη. Α, οπότε ο ένοχος ήταν ο Μπεν. Ο Τζακ θα τον σκότωνε, όταν θα τον έπιανε στα χέρια του. «Ώστε εσύ μιλάς πάλι με τον Μπεν», είπε στη Ράιλι. Εκείνη αρκέστηκε να τον αγριοκοιτάξει. Να πάρει η οργή. Η κατάσταση ήταν χειρότερη απ’ ό,τι φοβόταν ο Τζακ. Ήξερε ότι με τη Μάλορι έπρεπε να είχαν μιλήσει στη Λέιλα και τη Ράιλι πριν το μάθουν με αυτό τον τρόπο. Όλα τα μυστικά είχαν κακή κατάληξη. Ειδικά τέτοια μυστικά. Ο Τζακ πρόσεξε μια κίνηση στο πεζοδρόμιο, έξω απ’ την τζαμαρία και είδε τη Μάλορι να βγαίνει απ’ το φορτηγάκι του Χάρι, να περνάει στους ώμους το σακίδιό της και να βροντάει την πόρτα του συνοδηγού. Η Ράιλι σηκώθηκε για ν’ ανοίξει την πόρτα, επειδή είχε βάλει την πινακίδα «Κλειστό» μόλις πάτησε το πόδι του ο Τζακ στο ζαχαροπλαστείο.

«Τι τρέχει, παιδιά;» ρώτησε η Μάλορι εύθυμα, αλλά ο Τζακ πρόσεξε την επιφυλακτικότητα στα ανοιχτόχρω-μα καστανά μάτια της. Ανασήκωσε τους ώμους του και οι δυο φίλες τους δεν απάντησαν. Η Ράιλι ξανακάθισε στη θέση της και περίμενε μέχρι να καθίσει κι η Μάλορι. Κάτι το οποίο πήρε αρκετό χρόνο. Η Μάλορι έβγαλε το σακίδιο απ τους ώμους της, το ακούμπησε στην καρέκλα της κι άρχισε να ψάχνει μέσα. «Δε θα πιστέψετε το υλικό που κινηματογράφησα σήμερα. Κατάφερα επίσης να επικοινωνήσω με τον ατζέντη του Τζέιμς Ερλ Τζόουνς και συζητήσαμε τους όρους, ώστε να αναλάβει το ρόλο του αφηγητή. Το φαντάζεστε; Ο Νταρθ Βέιντερ με σάρκα και οστά!» «Μάλορι;» είπε η Λέιλα με αυστηρό τόνο. «Μμμ;» Η Μάλορι σήκωσε τα μάτια της απ’ το σακίδιο για να την κοιτάξει. «Κάθισε και βούλωσέ το», την πρόσταζε η Λέιλα. Η Μάλορι ανοιγόκλεισε τα μάτια της στο άκουσμα της φράσης και μετά έκανε μια γκριμάτσα. Άφησε το σακίδιο στο πάτωμα μ’ έναν αναστεναγμό και κάθισε. Αντί όμως να κοιτάξει τις δυο γυναίκες στο τραπέζι, γέμισε μια άδεια κούπα με καφέ από την κανάτα και, όπως συνήθως, πρόσθεσε κρέμα

και πολλή ζάχαρη. Η Ράιλι άρπαξε το μπολ της ζάχαρης, ενώ η Μάλορι είχε το κουτάλι της στον αέρα. «Λέγε», την πρόσταζε η Λέιλα. Κοιτούσαν κι οι δυο τη Μάλορι κι αυτό βόλευε πολύ τον Τζακ. Τουλάχιστον για την ώρα. «Τι να σας πω; Εσείς μου τηλεφωνήσατε, να πάρει η οργή, και θέλατε να βρεθούμε», είπε η Μάλορι, ρίχνοντας ένα δολοφονικό βλέμμα στον Τζακ. Εκείνος σήκωσε ψηλά τα χέρια του με ανοιχτές παλάμες. «Μη με κοιτάς έτσι. Εγώ δεν είπα τίποτα». «Οχι», συμφώνησε η Ράιλι. «Επρεπε να μας πεις, όμως. Είναι δυνατόν να το μαθαίνω απ’ το Μπεν στο τηλέφωνο πριν από μια ώρα;» «Τα βρήκες με τον Μπεν;» ρώτησε η Μάλορι, προσπαθώντας μάταια ν’ αλλάξει συζήτηση. «Μιλάμε», απάντησε η Ράιλι, σφίγγοντας τα χείλη της. «Προφανώς», μουρμούρισε η Μάλορι. «Και μάλλον δεν είστε οι μόνοι».

«Ελπίζω να μην αναφέρεσαι σ’ εμένα», διαμαρτυρή-θηκε ο Τζακ. «Δεν είπα τίποτα. Ο Μπεν το κατάλαβε μόνος του, χωρίς να του πω λέξη». Η Μάλορι έκανε ένα μορφασμό. «Κι αυτό σίγουρα σε διευκόλυνε πολύ. Έτσι δεν είναι, Τζακ;» Η Λέιλα σήκωσε το χέρι της για να τους σταματήσει. «Για σταθείτε ένα λεπτό. Δε με νοιάζει ποιος είπε τι, σε ποιον και πότε. Θέλω να μάθω καταρχήν γιατί μας λέγατε ψέματα». «Καταρχήν;» επανέλαβε η Μάλορι ξαφνιασμένη. Η Ράιλι έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Και θέλω να μας πείτε ό,τι δεν ξέρουμε». Τέντωσε τα δάχτυλά της κι άρχισε να μετράει. «Για παράδειγμα, πότε ξεκίνησε αυτή η σχέση; Πόσο σοβαρή είναι; Και είστε με τα καλά σας, για όνομα του Θεού;» Η Μάλορι ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ κι έκανε ένα μορφασμό, επειδή τον βρήκε πικρό. Απλωσε το χέρι της και τράβηξε το μπολ της ζάχαρης απ’ το χέρι της Ράιλι. «Θέλεις απαντήσεις ή όχι;» τη ρώτησε. Η Ράιλι έγνεψε καταφατικά. «Τότε δώσε μου τη ζάχαρη, γιατί την έχω μεγάλη ανάγκη αυτή τη στιγμή», της δήλωσε η Μάλορι.

Ο Τζακ αναστέναξε βαθιά και ακούμπησε πίσω την πλάτη του. «Εγώ ήθελα να σας το πούμε». Οι τρεις γυναίκες τον κοίταξαν, σαν να ήθελαν να τον σκοτώσουν. Ωραία. Ό,τι κι αν έλεγε, ήταν χαμένος. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δίνετε τόσο μεγάλη σημασία», απόρησε η Μάλορι, ενώ δοκίμαζε πάλι τον καφέ της και τον έβρισκε ικανοποιητικό. «Δεν έχουμε τίποτα να πούμε πια». Ο Τζακ τρόμαξε, με τη βαριά σιωπή που ακολούθησε. Η Μάλορι ανασήκωσε τους ώμους της. «Ο Τζακ κι εγώ δεν κάνουμε πια σεξ». Η Λέιλα κόντεψε ν’ αναποδογυρίσει την κούπα της. «Σε σοκάρισα;» τη ρώτησε η Μάλορι. «Σου λέω λοιπόν ότι με τον Τζακ κάναμε σεξ σχεδόν απ’ την πρώτη στιγμή που είδαμε ο ένας τον άλλον». «Από τότε που γνωριστήκαμε όλοι μαζί πριν τρία χρόνια;» ζήτησε να μάθει η Ράιλι κατάπληκτη. Η Μάλορι έγνεψε καταφατικά. «Κάναμε σεξ για πρώτη φορά

την ίδια νύχτα». Η Λέιλα αγριοκοίταξε τη Μάλορι. «Την ίδια νύχτα που είχαμε ορκιστεί κι οι τρεις ότι δε θα διεκδικούσαμε τον Τζακ, επειδή η φιλία μας ήταν πιο σημαντική απ’ το σεξ;» Η Μάλορι είχε την εξυπνάδα να πάρει ένα ντροπιασμένο ύφος. «Δεν το είχα σχεδιάσει. Το σεξ με τον Τζακ, εννοώ. Και όταν έγινε... τι μπορούσα να κάνω; Μια νύχτα ήταν». Και άλλη μια τρεις μήνες αργότερα. Και πάλι μερικούς μήνες μετά. «Κοιμηθήκατε όμως κι άλλες φορές μαζί». Η Μάλορι κοίταξε δυσαρεστημένη το ταβάνι. «Θέλεις να σου κάνω κατάλογο;» «Ναι», απάντησαν η Λέιλα κι η Ράιλι με μια φωνή. «Κακώς, γιατί δεν πρόκειται να το κάνω». Η Μάλορι έγειρε μπροστά. «Αρκεί που ξέρετε ότι τελείωσε». Ακολούθησε πάλι σιωπή. Ο Τζακ ανακουφίστηκε κάπως, επειδή ο θυμός των δυο φιλενάδων τους είχε ξεσπάσει στη Μάλορι, αν και κανονικά έπρεπε να παρέμβει για να την προστατεύσει. Είχε αρχίσει να

νιώθει ότι την είχε ρίξει στο λάκκο με τα λιοντάρια. Από την άλλη πλευρά, αν η Μάλορι τον είχε ακούσει και είχαν αποκαλύψει τη σχέση τους στη Λέιλα και τη Ράιλι, δε θα βρίσκονταν σ’ αυτή τη δύσκολη θέση τώρα. Της άξιζε ν’ ακούσει τον εξάψαλμο, τουλάχιστον επειδή είχε διαλύσει μια τέλεια σεξουαλική σχέση. Ο Τζακ ετοιμάστηκε να σηκωθεί. «Απ’ ό,τι βλέπω, δε με χρειάζεστε, γι’ αυτό λέω να πηγαίνω, με την άδειά σας». «Κάθισε κάτω», τον πρόσταζαν με μια φωνή οι δυο φίλες του. Ο Τζακ υπάκουσε. Ανάθεμα. «Θεέ μου, τι δειλός που είσαι», τον κατηγόρησε η Μάλορι. «Αυτός είναι δειλός;» ρώτησε η Λέιλα εμβρόντητη. «Ο Τζακ ήθελε να μας το πει. Εσύ δεν ήθελες να το μάθουμε. Γιατί, Μάλορι;» «Γιατί;» επανέλαβε η Μάλορι, σμίγοντας τα φρύδια της. «Είναι δυνατόν να ρωτάς; Βλέπω πόσο θυμώσατε τώρα. Και σκεφτείτε ότι δεν κάνουμε πια σεξ». Κούνησε το κεφάλι της.

«Το περίμενα ότι θα γινόταν αυτό». Έπεσε πάλι σιωπή, καθώς όλοι σκέφτονταν τα λόγια της και όσα δεν είχαν ειπωθεί. Ο Τζακ σήκωσε την κούπα του και ανακάλυψε ότι είχε πιει όλο τον καφέ του. πλώνοντας το χέρι του, βρήκε και την κανάτα άδεια, κινήσεις του ήταν οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονταν στην αίθουσα. «Γιατί;» ξαναρώτησε η Λέιλα. Ο> Ο Τζακ κοίταξε τη Λέιλα και μετά τη Μάλορι. «Τι εννοείς, λέγοντας γιατί;» «Γιατί χωρίσατε με τον Τζακ;» Κεφάλαιο 9 Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει για τη Μάλορι. Τη μια στιγμή κινηματογραφούσε το καλύτερο υλικό της ζωής της και την άλλη την έσερναν τριακόσια πενήντα χρόνια πίσω, στην εποχή της Ιεράς Εξέτασης. Σαν να μην της έφτανε αυτό, δεν έκανε πια το πράγμα για το οποίο ανακρινόταν σαν κοινός κακοποιός. «Γιατί;» επανέλαβε η Λέιλα. «Γιατί χωρίσατε εσείς οι δυο;»

Είχε τρελαθεί τελείως η γιατρός; Πρώτα θύμωνε, επειδή η Μάλορι με τον Τζακ έκαναν σεξ, και τώρα θύμωνε, επειδή δεν έκαναν πια; Η Μάλορι άπλωσε το χέρι στην τσάντα της. «Έχει κανείς ασπιρίνες;» «Θα σου φέρω εγώ», προθυμοποιήθηκε η Ράιλι και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της. «Αλλά δε θέλω να πεις λέξη, μέχρι να γυρίσω». «Ούτε που θα μου περνούσε ποτέ απ’ το μυαλό», μουρμούρισε η Μάλορι σαρκαστικά. Κοίταξε έντονα τον Τζακ. Τον άνανδρο Τζακ, που θύμιζε τρομαγμένη γαλοπούλα μια μέρα πριν απ’ τη γιορτή των Ευχαριστιών. Ο Τζακ της χάρισε ένα από εκείνα τα μισά χαμόγελα που συνήθιζε. Ένα απ’ τα χαμόγελα που έκαναν την καρδιά της να σκιρτά και τα χέρια της να τρώγονται ν’ αγγίξουν κάθε πόντο του κορμιού του. Δεν έδειχνε ν’ ανησυχεί για όσα συνέβαιναν. Για την ακρίβεια, φαινόταν μάλλον ευχαριστημένος. Αλλά δεν ήταν δυνατόν,

αφού τα κορίτσια τον είχαν στην μπούκα του κανονιού όπως κι εκείνη και θα τον βασάνιζαν. Αν το ευχαριστιόταν όμως, τότε σήμαινε... Η Μάλορι γούρλωσε τα μάτια της από την κατάπληξη. Το ύπουλο φίδι! Απ’ την αρχή αυτό ήθελε! Στο κάτω κάτω της γραφής, της είχε δώσει τελεσίγραφο. Και είχε αφήσει να του ξεφύγει η ομολογία της σχέσης τους στον Μπεν και τον Σαμ. Ήταν απίστευτο! Του άρεσε που έβλεπε τη Λέιλα και τη Ράιλι να τη χορεύουν στο ταψί. Και μάλλον περίμενε ν’ ακούσει την εξήγησή της για το χωρισμό τους, αφού ήταν δική της η ευθύνη. Το χωρισμό τους; Ποιο χωρισμό τους; Δεν είχαν δεσμό. Σεξ έκαναν μόνο. Η Μάλορι κούνησε το κεφάλι της, που ξαφνικά κόντευε να σπάσει. Όλο αυτό το φιάσκο τη σύγχυζε πιο πολύ, κάθε λεπτό που περνούσε. «Ορίστε». Η Ράιλι της έδωσε δυο ασπιρίνες κι ένα ποτήρι νερό. Η Μάλορι κατέβασε αμέσως τα χάπια και ακούμπησε πίσω την πλάτη της. Συνάντησε το βλέμμα του Τζακ και παρατήρησε το σέξι και έξυπνο πρόσωπό του.

«Να σας πω την αλήθεια, νομίζω ότι ο Τζακ είναι πιο αρμόδιος να σας εξηγήσει γιατί δεν κάνουμε πια σεξ. Αν το σεξ δεν περιλαμβάνει τη μονόπλευρη ικανοποίηση. Αν την περιλαμβάνει, τότε κάναμε σεξ για τελευταία φορά τη μέρα του γαμήλιου γεύματος». Η Λέιλα κοίταξε, με το στόμα ανοιχτό, πρώτα εκείνη και μετά τον Τζακ, ενώ το πρόσωπό της έπαιρνε ένα άρρωστη μένο σταχτί χρώμα. Η Μάλορι την κοίταξε με νόημα στα μάτια. «Τι έπα-θες; Μήπως δεν ήθελες να μάθεις τόσο πολλά, Λέιλα; Λες με τον Τζακ να είχαμε περιοριστεί στην ιεραποστολική στάση;» Η Ράιλι έριξε πίσω το κεφάλι της κι έσκασε στα γέλια. Η Μάλορι δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει, έστω συγκρατημένα. Το γέλιο ήταν καλό σημάδι Φανέρωνε ότι είχαν περάσει απ’ τη φάση της Ιεράς Εξέτασης στην ανθρώπινη επικοινωνία και τη φυσιολογική αντιμετώπιση. Ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η τελευταία. «Η μονόπλευρη ικανοποίηση είναι σεξ», είπε η Λέιλα και ξερόβηξε, σαν να μην μπορούσε να πιστέψει τι είχε πει. Η Μάλορι κοίταξε τον Τζακ, σαν να του έλεγε: «Είδες που σου το έλεγα;»

«Η μονόπλευρη ικανοποίηση δεν είναι σεξ», αντέτει-νε ο Τζακ. «Είναι προκαταρκτικά του σεξ». Η Μάλορι έγνεψε καταφατικά, αλλά αμέσως μετά κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Η μονόπλευρη ικανοποίηση είναι σεξ όταν ακολουθεί και το σεξ. Μόνο που εκείνη τη νύχτα δεν ακολούθησε». Η Ράιλι μετακινήθηκε στο σκαμνί της, νιώθοντας προφανώς πιο άνετα με το θέμα απ’ ό,τι η Λέιλα. Ήταν περίεργο όμως, αφού η Λέιλα ήταν γιατρός. Μάλλον ήταν πολύ κοντά στα θέματα της δουλειάς της στη συγκεκριμένη περίπτωση. «Εγώ πάντα πίστευα ότι το σεξ είναι αμοιβαία ηδονή», δήλωσε η Ράιλι. Η Μάλορι ανασήκωσε τα φρύδια της, καθώς κοιτούσε τον Τζακ με νόημα. «Η Μάλορι αντλεί ηδονή, προσφέροντας μονόπλευρη ικανοποίηση», είπε εκείνος σκεφτικός. Αυτή τη φορά η Ράιλι έβγαλε μια τσιρίδα και σήκωσε τα χέρια της ψηλά. «Εντάξει, νομίζω ότι προτιμώ κι εγώ να μην ακούσω περισσότερα». Κούνησε το κεφάλι της με έμφαση. «Και τώρα σκοπεύει κάποιος απ’ τους δυο σας ν’ απαντήσει στο αρχικό ερώτημα της Λέιλα;»

Η Μάλορι έδειξε τον Τζακ. «Ελεύθερα, Τζακ. Και το λέω, επειδή θα κάναμε ακόμα σεξ αν δεν υπήρχε το ηλίθιο τελεσίγραφό σου». Η Λέιλα ήταν ακόμα εμβρόντητη. «Κάνατε σεξ στο γαμήλιο γεύμα μου;» «Όχι στη διάρκεια του γεύματος, αλλά μετά το τέλος του. Συγκεκριμένα στο δωμάτιο με τα ασπρόρουχα ή ό,τι ήταν εκείνος ο χώρος στο διάδρομο υπηρεσίας». Η Ράιλι κούνησε το δάχτυλό της. «Ώστε εκεί ήσασταν». Κοίταξε τον Τζακ. «Γι’ αυτό ήσουν τόσο αφηρη-μένος, όταν γύρισες». «Ναι, χάσαμε τη φασαρία», είπε η Μάλορι μ’ έναν αναστεναγμό. «Σας αφήσαμε όλους μια χαρά και, όταν γυρίσαμε, είχε ξεσπάσει ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος». Η Λέιλα αναστέναξε. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, εσείς ήσασταν στον κόσμο σας. Λίγα μέτρα μακριά από μας». Έκλεισε τα μάτια της. «Είναι δυνατόν να μην το καταλάβαμε τόσο καιρό;» «Για να πω την αλήθεια, εγώ το υποψιάστηκα», ομολόγησε η Ράιλι χαμηλόφωνα. Η Μάλορι, η Λέιλα κι ο Τζακ την κοίταξαν ξαφνιασμένοι.

«Αποκλείεται», είπε η Λέιλα. Η Ράιλι χαμογέλασε. «Κι όμως». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Εντάξει, μπορεί να μην το υποψιάστηκα εγώ, αλλά σίγουρα το υποψιάστηκε ο Μπεν. Πρόσεξε ότι κάτι υπήρχε στον τρόπο που ο Τζακ κοιτούσε τη Μάλορι». «Ώστε ο Μπεν το υποψιάστηκε και σ’ το είπε». «Μμμ. Μόνο που στην αρχή δεν τον πίστεψα. Μέχρι που άρχισα να προσέχω κι εγώ πώς κοιτάζατε ο ένας τον άλλο». «Γιατί δεν είπες τίποτα;» ζήτησε να μάθει η Λέιλα. Η Ράιλι αναστέναξε. «Δεν ήταν δική μου δουλειά. Άλλωστε τώρα πια το ξέρουμε όλοι, οπότε τι σημασία έχει να το συζητάμε;» Η Λέιλα είχε το πιο θυμωμένο ύφος απ’ όλους. «Έχει σημασία, επειδή είσαι εξίσου ένοχη μ’ αυτούς τους δυο». «Δεν είναι λογικό αυτό που λες. Γιατί είμαι ένοχη για κάτι που δεν έκανα;» Η Λέιλα την έδειξε με το χέρι της. «Ένα ένα τα παραπτώματα». Έπειτα κάρφωσε το βλέμμα της τον Τζακ. «Λέγε, γιατί χωρίσατε εσείς οι δυο».

Η Μάλορι ακούμπησε πίσω την πλάτη της και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος. Πολύ ήθελε ν’ ακούσει την απάντηση. Ο Τζακ έκανε ένα μορφασμό κι έσφιξε τόσο δυνατά την άδεια κούπα του καφέ του, που η Μάλορι φοβήθηκε ότι θα την έσπαγε. «Επειδή, μετά το... επεισόδιο στο γαμήλιο δείπνο, είπα στη Μάλορι ότι θα χωρίσουμε, αν δε σας μιλήσουμε για τη σχέση μας». Ανάθεμα. Είχε μπει κατευθείαν στο ψητό, χωρίς περιστροφές. Και τώρα η Λέιλα με τη Ράιλι κοιτούσαν εκείνη επιθετικά. «Τι;» μούγκρισε η Μάλορι. «Αλήθεια λέει; Αυτό είναι το τελεσίγραφο που είπες πριν;» ρώτησε η Λέιλα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Η Μάλορι ήπιε αργά μια γουλιά απ’ τον αχνιστό καφέ της και, απλώνοντας εξίσου αργά το χέρι της, πήρε ένα κρουασάν κι έγλειψε το σιρόπι απ’ τον αντίχειρά της. «Μπορεί», απάντησε με σιγανή φωνή. «Ορίστε;» Η Λέιλα έβαλε το χέρι στο αυτί της. «Δεν άκουσα καλά». Η Μάλορι έγειρε μπροστά, σαν να ήθελε να ψιθυρίσει, αλλά φώναξε: «Είπα, μπορεί!»

Η φίλη της την κοίταξε βλοσυρά. «Εντάξει, έτσι είναι. Ικανοποιήθηκες τώρα; Με τον Τζακ κάναμε φανταστικό σεξ πίσω απ’ την πλάτη σας. Ήθελε να σας μιλήσουμε για τη σχέση μας, αλλά εγώ είχα αντίρρηση, λέγοντας ότι δεν είχαμε σχέση κι ότι κάναμε μόνο σεξ. Έτσι αποφάσισε να με αφήσει στα κρύα του λουτρού». Το γέλιο του Τζακ τις ξάφνιασε όλες. Εκείνος έβαλε την παλάμη μπροστά στο στόμα του κι έβηξε. «Συγνώμη». Έριξε μια σατανική ματιά στη Μάλορι. «Ξέρεις ότι δε σ’ έχω ξαναφήσει ποτέ στα κρύα του λουτρού». Η Μάλορι δεν μπόρεσε να μην του χαμογελάσει, ενώ ένιωθε τις θηλές της να ορθώνονται κάτω απ’ το μπλου-ζάκι της. «Αυτό είναι αλήθεια». «Μπλιαχ», είπε η Ράιλι, έτοιμη να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της. «Αν η αποκάλυψη της σχέσης σας σημαίνει ότι θα σας βλέπω να σιροπιάζετε έτσι, δε νομίζω ότι θα το αντέξω». «Η Ράιλι έχει δίκιο», συμφώνησε η Λέιλα. «Καλά που δεν... κάνετε πια σεξ, γιατί για μένα είναι σαν να έχουν δεσμό η αδερφή κι ο αδερφός μου». «Είσαι μοναχοπαίδι, Λέιλα», της θύμισε η Μάλορι.

«Ναι, αλλά έτσι θα ένιωθα αν είχα αδέρφια και είχαν σχέση μεταξύ τους». Η Μάλορι κοίταξε τον Τζακ, χωρίς να ενδώσει στον πειρασμό να του σφίξει το γόνατο κάτω απ’ το τραπέζι. «Πολύ... πρόστυχο ακούγεταυ>. «Διεστραμμένο, πες καλύτερα», τη διόρθωσε η Ράιλι, σμίγοντας τα φρύδια της, καθώς τους κοίταζε καχύπο-πτα. «Είστε σίγουροι ότι δεν κάνετε πια σεξ;» Η Μάλορι γύρισε στη φίλη της. «Απολύτως σίγουρου). «Χωρίς καμιά αμφιβολία», πρόσθεσε ο Τζακ. «Ωραία», είπαν η Λέιλα και η Ράιλι με μια φωνή. Το βλέμμα της Μάλορι καρφώθηκε στον Τζακ. Μμμ... Γιατί είχε την αίσθηση ότι δε θα έμενε πια στα κρύα του λουτρού; Ο Τζακ άνοιξε το διαμέρισμά του, σπρώχνοντας την πόρτα με το γοφό του. Με τη Μάλορι κολλημένη πάνω του, να τραβάει το μπλουζάκι του και να γλιστράει το χέρι της στο ερεθισμένο κορμί του, κόντεψε να πέσει στο πάτωμα. Ω, ναι. Πολύ του είχε λείψει αυτό. Το στόμα της είχε τη γεύση του καφέ, του μελωμένου

κρουασάν και κάτι ακόμα πιο γλυκού. Ήταν περίεργο, όμως οποιαδήποτε άλλη στιγμή δε θα είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη για να περιγράφει οτιδήποτε είχε σχέση με τη Μάλορι Γούντραφ. Αλλά, ενώ το στόμα της ήταν φιλήδονο και παιχνιδιάρικο, είχε την πιο γλυκιά γεύση που είχε δοκιμάσει ποτέ η γλώσσα του. Ήταν γλυκιά, στιφή και τελείως εθιστική. «Ο σκύλος», τον προειδοποίησε η Μάλορι, τη στιγμή που εκείνος θα πατούσε τον Μπούμερ στο χολ. Ο Τζακ είδε τον Μπούμερ να τους παρακολουθεί με τα γυρτά μάτια του, το κεφάλι του ακουμπισμένο στα μπροστινά πόδια του και την ουρά του να χτυπάει απαλά το παρκέ. Ο Μπούμερ ήταν ο λόγος για τον οποίο είχαν κατα-λήξει στο διαμέρισμά του και όχι στης Μάλορι. Έπρεπε να ταΐσει το σκύλο. Έσφιξε απρόθυμα τους ώμους της Μάλορι και την απομάκρυνε από πάνω του. «Πήγαινε στο ντους... ή στο κρεβάτι... ή όπου θέλεις, τέλος πάντων, μέχρι να ταΐσω τον Μπούμερ». Η Μάλορι του χαμογέλασε. «Είσαι σίγουρος ότι δεν προλαβαίνουμε για κάτι γρήγορο, πριν τον ταΐσεις;»

Ο Τζακ δεν ήθελε να κάνει τίποτα γρήγορα με τη Μάλορι απόψε. «Είμαι σίγουρος», της απάντησε, ενώ τη γυρνούσε και της έδινε μια ξυλιά στους γλουτούς. Η Μάλορι τον κοίταξε προκλητικά πάνω απ’ τον ώμο της και απομακρύνθηκε με εσκεμμένα αισθησιακό βηματισμό. Το βλέμμα του Τζακ κόλλησε στους γλουτούς της κάτω απ’ το τζιν. Πώς το γέμιζε έτσι προκλητικά αυτή η γυναίκα! «Έλα, Μπούμερ», είπε, πηγαίνοντας στην κουζίνα. Άνοιξε μια κονσέρβα με σκυλοτροφή και γέμισε το πιάτο του σκύλου. Έπειτα έβαλε νερό στο μπολ του και ακούμπησε τα δύο σκεύη στο πάτωμα. Αλλά ο Μπούμερ ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο χολ και τον παρακολουθούσε. Ο σκύλος τον ακολουθούσε πάντα την ώρα του φαγητού. Χιμούσε επίσης πάνω στη Μάλορι όταν την έβλεπε να μπαίνει στο διαμέρισμα. Ο Τζακ πλησίασε τον Μπούμερ, άγγιξε τη μύτη του και ψηλάφισε τα γέρικα πλευρά του. Δεν ήταν ζεστός, ούτε αντέδρασε στο άγγιγμά του.

«Έλα, αγόρι μου. Είναι έτοιμο το φαγητό σου». Ο Μπούμερ επιτέλους σηκώθηκε κι έσυρε τα πόδια του ως την κουζίνα. Ο Τζακ προβληματίστηκε, καθώς τον παρατηρούσε. «Τζακ;» Η τραγουδιστή φωνή της Μάλορι έφτασε στα αυτιά του απ’ το άλλο δωμάτιο. Σιγουρεύτηκε ότι ο Μπούμερ έτρωγε το φαγητό του και προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα. Η Μάλορι ρίγησε, φορώντας μόνο τα αισθησιακά εσώρουχά της. Ήταν γονατισμένη στη μέση του κρεβατιού, με τους γλουτούς της ορθωμένους. Ήθελε να είναι αυτή η πρώτη εικόνα, που θ’ αντίκριζε ο Τζακ μπαίνοντας. Και με το λεοπαρδαλέ στρινγκ της, ήξερε ότι, αν ο Τζακ είχε ακόμα τους ενδοιασμούς του, θα έκαναν φτερά μόλις την έβλεπε έτσι. Άντρας ήταν κι αυτός. Πόσο μπορούσε ν’ αντέξει; Και επειδή η Μάλορι ήξερε τι αδυναμία είχε ο Τζακ στους γλουτούς της, τον είχε του χεριού της απόψε. Και σκόπευε να τον κάνει ό,τι ήθελε. «Να πάρει η οργή, οι γλουτοί σου είναι ονειρεμένου).

Η Μάλορι τράβηξε τα σγουρά, σκούρα μαλλιά της στη μια πλευρά του κεφαλιού της και του έριξε μια προκλητική ματιά πάνω απ’ τον ώμο της. «Έτσι νομίζεις;» Λικνίστηκε λίγο για να τον βάλει σε ακόμα μεγαλύτερο πειρασμό. Ο Τζακ έβγαλε με μια κίνηση το μπλουζάκι του, χωρίς να πάρει ούτε στιγμή τα μάτια του απ’ τους γλουτούς της. «Ω, ναι, έτσι νομίζω!» Η Μάλορι χαμήλωσε κι άλλο την πλάτη της, για να σηκώσει τους γλουτούς της πιο ψηλά, και το στήθος της άγγιξε τα δροσερά σεντόνια. «Και τι θα κάνεις γι’ αυτό, Τζακ;» Εκείνος την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Τι εννοείς;» Απλωσε το χέρι της και χτύπησε τον αριστερό γλουτό της. «Θέλεις να μου τις βρέξεις, επειδή ήμουν κακό κορίτσι;» Άκουσε το σιγανό, πρωτόγονο μούγκρισμά του, καθώς ο Τζακ έκλεισε την πόρτα, γδύθηκε με ταχύτητα φωτός και γονάτισε στο κρεβάτι πίσω της... ακριβώς εκεί που τον ήθελε η Μάλορι. «Δεν ξέρω... Θέλεις να σου τις βρέξω;» τη ρώτησε με βραχνή φωνή. Εκείνη λίκνισε πάλι τους γλουτούς της. «Δε θα έλεγα όχι για δυο ερωτικά χτυπηματάκια».

Η Μάλορι δεν είχε ξανακάνει κάτι τόσο ακραίο στο κρεβάτι. Στο κάτω κάτω της γραφής, ζούσαν στη νέα χιλιετία. Και πριν από λίγο καιρό ακόμα οι γυναίκες αγωνίζονταν να διεκδικήσουν το δικαίωμα να μην τις κακοποιούν σωματικά και συναισθηματικά. Να που τώρα, όμως, εκείνη ζητούσε απ’ τον Τζακ να της τις βρέξει. Η ραχοκοκαλιά της ορθώθηκε απ’ τη διέγερση και ίο δέρμα της ανατρίχιασε, κάνοντας τη να νιώσει με π λήρη συνείδηση και ευχαρίστηση κάθε πόντο του κορμιού της. Καλό θα ήταν να μην της τις βρέξει πολύ. Αλλά η σκέψη ότι το χέρι του θα άφηνε το σημάδι του πάνω της την ερέθιζε αφάνταστα. Αντί γι’ αυτό, ωστόσο, ένιωσε τα δάχτυλα του Τζακ να χαϊδεύουν την καμπύλη των γλουτών της από την κορυφή του ποδιού της μέχρι τη μέση της και πάλι πίσω. Τέντωσε το κορμί της, προσπαθώντας να οδηγήσει το χέρι του σε σημεία που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη την προσοχή του, αλλά ο Τζακ αγνόησε τις κινήσεις της, προσηλωμένος στους γλουτούς της με τη συγκίνηση ενός ανθρώπου που ψηλαφίζει ένα εξαίσιο γλυπτό. Αυτή τη στιγμή όμως η Μάλορι δεν ήθελε να της φερθεί σαν

να ήταν έργο τέχνης. Ήθελε να γίνει δική του. Ορμητικά. Ολοκληρωτικά. Χωρίς φραγμούς. «Μείνε ακίνητη», της είπε. Η Μάλορι δεν είχε καταλάβει ότι κουνιόταν, ώσπου ένιωσε ανάμεσα στα πόδια της την καυτή στύση του. «Δεν μπορώ», του απάντησε. Ο Τζακ έσφιξε τους γλουτούς της. «Προσπάθησε». Η Μάλορι δεν ήθελε να προσπαθήσει. Ήθελε να τον νιώσει μέσα της. Τώρα. Πίεσε τους γλουτούς της προς τα πίσω κι η στύση του χάθηκε ανάμεσα στους ερεθισμένους γλουτούς της. Ο Τζακ βόγκηξε κι έσφιξε περισσότερο τους γοφούς της. Η Μάλορι θα χαμογελούσε, αλλά την είχε πλημμυρίσει ένας παράφορος πόθος που της υπαγόρευε να σμίξει μαζί του αμέσως. Ένιωσε ένα απαλό, τσουχτερό χτύπημα στον αριστερό της γλουτό και της κόπηκε η ανάσα. «Μείνε ακίνητο, άτακτο κορίτσι, και θα έχεις την τιμωρία σου», είπε ο Τζακ, σφίγγοντας τα δόντια του.

Η Μάλορι έκανε το αντίθετο ακριβώς. Στριφογύρισε τους γοφούς της, χαϊδεύοντας με το φλογερό κέντρο της θηλυκότητάς της τη στύση του. Δέχτηκε άλλη μια ξυλιά. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν προετοιμασμένη και ολοκλήρωσε αμέσως. Απ’ το λαιμό της βγήκε ένας βαθύς αναστεναγμός κι οι υπερευαίσθητες θηλές της πίεσαν το στρώμα. Οι σπασμοί της σάρκας της, μέσα κι έξω, ήταν έντονοι και υπέροχα ηδονικοί. «Θεέ μου», μουρμούρισε λίγα λεπτά αργότερα. Άκουσε τον Τζακ να γελάει κοφτά. «Εγώ θα το έθετα διαφορετικά, αλλά καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις». Η Μάλορι σωριάστηκε στο στρώμα, ανίκανη να κρατηθεί στα τέσσερα. «Α, όχι», της είπε. «Δεν τελειώσαμε ακόμα, μωρό μου». Εκείνη χαμογέλασε. «Αυτό ήλπιζα ν’ ακούσω». Ο Τζακ τη γύρισε ανάσκελα, της έβγαλε το εσώρουχο και το πέταξε σε μια γωνιά. Η Μάλορι μετακινήθηκε προς το κεφαλάρι του κρεβατιού, για να του κάνει χώρο, αλλά προφανώς εκείνος δεν τον χρειαζόταν. Την έπιασε απ’ τα γόνατα και την έσυρε μπροστά του, παίρνοντας θέση

ανάμεσα στα πόδια της. Ήδη είχε φορέσει προφυ-λακτικό κι η Μάλορι δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα, καθώς τον ένιωσε να βυθίζεται βαθιά μέσα της και να τη γεμίζει με έναν τρόπο που μόνο ένας άντρας μπορούσε να πετύχει. Τέντωσε το λαιμό της κι αναστέναξε, λατρεύοντας την αίσθηση του κορμιού του τόσο βαθιά μέσα της. Αυτή τη στιγμή ένιωθε ολοκληρωμένη. Σαν να μην ήταν ττια μόνη στον κόσμο, αλλά μέρος ενός πράγματος που την υπερέβαινε. Που υπερέβαινε και τους δύο. Ο Τζακ χάιδεψε τους γοφούς, τα πλευρά της και, βρίσκοντας το στήθος της, το έσφιξε πάνω απ’ τη δαντέλα του σουτιέν της. Έγειρε μπροστά και πήρε στο στόμα του τη μια ορθωμένη θηλή της, χωρίς να βγει από μέσα της. Η Μάλορι αρπάχτηκε απ’ τους ώμους του, καθώς η άκρη της γλώσσας του έσπρωχνε τη δαντέλα του σουτιέν τριών τετάρτων, έβγαζε έξω τη θηλή της κι έπαιρνε το σφιχτό μπουμπούκι μέσα στο στόμα του. Την πλημμύρισαν κύματα έξαψης κι απίστευτης ενεργητικότητας. «Ξέχνα το στήθος μου», τον πρόσταξε, ανασηκώνο-ντας τους γοφούς της. «Κάνε μου έρωτα». Η ανάσα της κόπηκε. Δεν είχε ξαναπεί τέτοιο πράγμα στο

κρεβάτι. Συνήθως προτιμούσε τη λέξη «σεξ». Και προφανώς δεν διέφυγε από τον Τζακ η παραδρομή της γλώσσας, αν έκρινε απ’ τον τρόπο που το κορμί του πέτρωσε για μερικές στιγμές. Ευτυχώς όμως δεν της είπε τίποτα. Άρχισε να λικνίζεται μέσα της αργά και ηδονικά. Η πλάτη της ανασηκώθηκε απ’ το στρώμα του κρεβατιού, η ανάσα της κόπηκε, το δέρμα της ίδρωσε, αλλά το βλέμμα της δεν άφησε στιγμή το δικό του. Ο Τζακ είχε τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει στη ζωή της. Όταν την κοιτούσε, η Μάλορι ένιωθε ότι ήταν το πιο σημαντικό πρόσωπο στον κόσμο. Το πιο σημαντικό πρόσωπο στον κόσμο για εκείνον. Και αισθανόταν μια αγάπη τόσο ολοκληρωτική, που την τρόμαζε μέχρι θανάτου. «Μίλα μου, Μάλορι. Πες μου τι νιώθεις», ψιθύρισε ο Τζακ, σέρνοντας τη γλώσσα του στο λιβάδι ανάμεσα στο στήθος της και μετά στο πιγούνι της. «Νιώθω ότι κοντεύω να εκραγώ», του απάντησε κι αναστέναξε, καθώς τη γέμισε για μια φορά ακόμα, λικνίζοντας ορμητικά τους γοφούς του.

«Και;» Και τι; Η Μάλορι δεν ήξερε τι ήθελε ν’ ακούσει ο Τζακ. Ότι ήταν τόσο εκτεθειμένη, που δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει; Ότι τα συναισθήματά της ήταν ένα κουβάρι και δεν μπορούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της; Ότι, αν την προκαλούσε με άλλα τελεσίγραφα, θα τον σκότωνε, επειδή δεν άντεχε να περάσει άλλη μια μέρα χωρίς εκείνον; «Και...» Η Μάλορι ξεροκατάπιε. «Νιώθω ότι δε θέλω να τελειώσει ποτέ αυτό». Οι κόρες των ματιών του είχαν γίνει από ώρα ένα με τις καστανές ίριδες. Η Μάλορι αφέθηκε να χαθεί μέσα τους, καθώς ο Τζακ έγερνε πάνω της για να κολλήσει το στόμα του στο δικό της. Τον φίλησε αργά και ηδονικά, νιώθοντας τους μυς της να τρέμουν, καθώς βρισκόταν στα πρόθυρα του οργασμού. Αφέθηκε τελείως στις αισθήσεις που κατέκλυζαν το κορμί της. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς αναστολές, χωρίς να σκέφτεται αν έπρεπε να συμβαίνει αυτό.

Κεφάλαιο 10 «Ο γάμος θα γίνει τελικά». Ο Τζακ έτριψε τα κλειστά βλέφαρά του με τα ακροδάχτυλα και

προσπάθησε να καταλάβει τι του έλεγε η Λέιλα στο τηλέφωνο. Αλλά δεν ήταν εύκολο να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε, στις επτά η ώρα το πρωί. Ειδικά όταν η Μάλορι είχε κολλημένους στο πλευρό του τους υπέροχους γλουτούς της, και το απαλό ροχαλητό της φανέρωνε ότι δεν είχε ακούσει το τηλέφωνο να χτυπάει, πόσο μάλλον εκείνον να το σηκώνει και να απαντάει. «Τι πράγμα;» ρώτησε με νυσταγμένη φωνή. «Ακόμα στο κρεβάτι είσαι;» ζήτησε να μάθει η Λέιλα και την άκουσε πιο ευτυχισμένη απ’ ό,τι είχε ν’ ακουστεί πολύ καιρό τώρα. Ή τουλάχιστον μερικές μέρες. «Ναι», απάντησε ο Τζακ, κοιτώντας το ξυπνητήρι με μισόκλειστα μάτια. Συνήθως τέτοια ώρα επέστρεφε από το τζόκινγκ του ή έπινε τον δεύτερο καφέ του. «Είσαι... μόνος;» Ο Τζακ άνοιξε το στόμα του, αλλά δε βγήκε κανένας ήλος. «Παίρνω την ερώτηση πίσω. Δε θέλω να ξέρω», είπε η Λέιλα, καταλαβαίνοντας προφανώς το δισταγμό του. «Είπες ότι ο γάμος θα γίνει τελικά;» τη ρώτησε.

Στο άκουσμα της λέξης «γάμος», η Μάλορι ξύπνησε αμέσως, πετάχτηκε σαν ελατήριο κι ανακάθισε, με το εξαίσιο στήθος της να λάμπει γυμνό στο αμυδρά φως του πρωινού, που έμπαινε απ’ το παράθυρο. «Τι, τι, τι;» ρώτησε νυσταγμένα. Ο Τζακ έβαλε το ακουστικό στο άλλο αυτί του και άκουσε τη Λέιλα να λέει: «Ναι, τελικά θα παντρευτούμε με τον Σαμ». Χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Χαίρομαι που εσείς οι δυο ήρθατε στα συγκαλά σας». «Ναι», αποκρίθηκε η Λέιλα μ’ έναν ονειροπόλο τόνο, που έκανε τον Τζακ ν’ αναρωτηθεί αν εκείνη τελικά ήταν μόνη. Δε ζήτησε να μάθει όμως, για να μην της δώσει αφορμή να τον ξαναρωτήσει. «Ξαγρυπνήσαμε όλη νύχτα, μιλώντας. Για την ακρίβεια, ο Σαμ μόλις έφυγε, για να τακτοποιήσει ό,τι χρειάζεται, ώστε να μπορέσει να ξανανοίξει το ιατρείο του». Ο Τζακ χαμογέλασε πιο πλατιά. Πήγαινε στοίχημα ότι το ζευγάρι δεν είχε ξαγρυπνήσει μιλώντας μόνο. «Τέλος πάντων, οι πρώτοι στους οποίους τηλεφώνησα, είστε εσύ κι η Ράιλι», τον πληροφόρησε η Λέιλα. «Η Μάλορι μάλλον θα κοιμάται ακόμα». «Μάλλον», συμφώνησε ο Τζακ, κοιτώντας τη Μάλο-ρι, που στριφογύριζε, προσπαθώντας ν’ ακούσει τη συνομιλία.

«Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω πότε, ούτε πού, αλλά να είστε έτοιμοι να έρθετε στο γάμο μας κάθε στιγμή». Ο Τζακ άπλωσε το ελεύθερο χέρι του κι έπαιξε με τη δεξιά θηλή της Μάλορι. Εκείνη χτύπησε το χέρι του και του έκανε μια γκριμάτσα. «Δεν πιστεύω να κάνετε το πανηγύρι που λέγατε;» ρώτησε ο Τζακ. «Εννοείς το τσίρκο που ήθελε η Σάρον; Όχι», είπε η Λέιλα, αναφερόμενη στη μητριά της. Ο Τζακ άκουσε ένα απαλό θρόισμα από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής κι αναρωτήθηκε αν η Λέιλα ήταν ακόμα στο κρεβάτι, όπως ο ίδιος με τη Μάλορι. «Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι όλα αυτά έγιναν επειδή ο χρόνος ήταν πολύ σύντομος και πιεστήκαμε πολύ». «Κάτι τέτοιο θα τρόμαζε ακόμα και τους πιο θαρραλέους». Η Λέιλα γέλασε. «Μπορεί. Πάντως, αν μιλήσεις στη Μάλορι, πριν επικοινωνήσω εγώ μαζί της, πες της τα νέα. Εντάξει;» Η Μάλορι τον κοίταξε στα μάτια. Ο Τζακ χαμογέλασε. «Εντάξει. Θα της τα πω».

Έκλεισε το ασύρματο τηλέφωνο και το άφησε στο κομοδίνο. Η Μάλορι δάγκωνε τα χείλη της σκεφτική. «Γιατί δεν της είπες ότι είμαι εδώ;» Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του. «Μου είπε ότι δεν ήθελε να ξέρει αν είσαι μαζί μου». Η Μάλορι αναστέναξε. «Θεέ μου... Ξέρεις κάτι; Νομίζω ότι δε θα μπορέσω να σε καταλάβω ποτέ, Τζακ». Τράβηξε το σεντόνι απ’ τα πόδια του και τυλίχτηκε για να σηκωθεί. «Αυτό είναι καλό. Σημαίνει ότι δε θα με βαρεθείς ποτέ». «Δεν εννοούσα αυτό. Είναι καλή έκπληξη ένα αναπάντεχο ταξίδι στην Καταλίνα. Δεν είναι λογικό, όμως, να μη λες στη Λέιλα ότι είμαι δίπλα σου στο κρεβάτι, αφού έκανες τόση φασαρία, επειδή ήθελες να τους μιλήσεις για μας». «Γιατί δεν πήρες το τηλέφωνο να της μιλήσεις;» τη ρώτησε. Η Μάλορι ανασήκωσε τους ώμους της, καθώς είχε την υπέροχη πλάτη της γυρισμένη. «Δεν ξέρω. Μάλλον επειδή δεν το θεώρησα σωστό». «Μμμ. Λες και σκέφτεσαι εσύ ποτέ τι είναι σωστό και τι δεν

είναυ>, απάντησε ο Τζακ, κάνοντας ένα μορφασμό. Δηλαδή τώρα μάλωναν; αναρωτήθηκε απορημένος. Ναι, μάλωναν, χωρίς καμιά αμφιβολία. Ύστερα από μια νύχτα φανταστικού έρωτα. .. Ο Τζακ σωριάστηκε πάλι στο μαξιλάρι του και σκέφτηκε ότι ποτέ δεν είχε καταλάβει αυτά τα πράγματα στις ερωτικές σχέσεις. Ή μήπως με τη Μάλορι δεν είχαν σχέση κι έκαναν απλώς σεξ; Ακολούθησε με τα μάτια του τις κινήσεις της, καθώς εκείνη μάζευε τα ρούχα της από διάφορα σημεία της κρεβατοκάμαρας. «Πού πας;» τη ρώτησε. «Στο σπίτι μου», του απάντησε. Χτύπησε με το χέρι το σημείο δίπλα του. «Είναι νωρίς ακόμα. Έλα πάλι στο κρεβάτι», της πρότεινε. Η Μάλορι τον κοίταξε παραξενεμένη. «Είναι Πέμπτη. Δεν έχεις μάθημα;»

«Στις δέκα». «Τότε καλύτερα να σηκωθείς. Τόσο αργός που είσαι, μετά βίας θα προλάβεις». Ο Τζακ μόρφασε πονεμένα με την μπηχτή της. Η Μάλορι τον κατηγορούσε πάλι για έλλειψη φιλοδοξίας. Την παρακολούθησε, όσο εκείνη ντυνόταν, προσέχοντας να μην τον αφήσει να δει τη φιλήδονη σάρκα της. Κάτι που δεν ήταν λογικό, γιατί η Μάλορι δεν είχε ίχνος σεμνότητας. «Θύμωσες μαζί μου;» τη ρώτησε. «Αν θύμωσα μαζί σου; Γιατί να θυμώσω;» «Επειδή δεν είπα στη Λέιλα ότι ήμασταν μαζί». Η Μάλορι ανασήκωσε τόσο σπασμωδικά τους ώμους της, που του έδωσε να καταλάβει ότι μόνο αδιάφορη δεν ήταν. «Δε με νοιάζει τι λες και τι δε λες στη Λέιλα», του απάντησε. Οχ. Κακό σημάδι αυτό, σκέφτηκε ο Τζακ. «Πάντως εγώ πρέπει να πηγαίνω τώρα. Με τον Χάρι πετάμε στις έντεκα για την Ομάχα της Νεμπράσκα, για να κάνουμε γυρίσματα στο πατρικό σπίτι της Τζένι Φού-

λερ», του εξήγησε. «Θα πας στη Νεμπράσκα σήμερα;» Η Μάλορι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Ναυ>. Φόρεσε το τζιν της, με την πλάτη της ακόμα γυρισμένη προς εκείνον, κι ο Τζακ άκουσε το τράβηγμα του φερμουάρ της. «Πότε θα γυρίσεις από κει;» τη ρώτησε. Η Μάλορι ανασήκωσε πάλι τους ώμους της. «Απόψε ή ίσως αύριο. Εξαρτάται απ’ τον καιρό και απ’ το αν θα μπορέσουμε να κάνουμε τα πλάνα που θέλουμε». Για κάποιο παράλογο λόγο, ο Τζακ ξαφνικά μετάνιω-σε που της είχαν δώσει τα λεφτά για το ντοκιμαντέρ. «Και όταν γυρίσω, πρέπει να μεταφέρω όλο το υλικό των γυρισμάτων στο στούντιο, για να μονταριστεί αμέσως και να το πάω στο Ίδρυμα Τζέιμς, μήπως μου δώσουν τη χρήματα που ζητάω. Μπορεί ν’ αναλάβουν και τη διανομή». «Δε σου φτάνουν τα λεφτά που σου δώσαμε;» ζήτησε να μάθει ο Τζακ. Η Μάλορι δεν απάντησε, φορώντας τις κάλτσες και τις μπότες της.

«Μάλορι;» Εκείνη γύρισε στο κρεβάτι, τον φίλησε στο στόμα, αν και ψυχρά, και ανακάτεψε τα μαλλιά του. «Θα τα πούμε, μόλις μπορέσουμε». Ο Τζακ δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να την κοιτάζει, μέχρι που την έχασε απ’ τα μάτια του. Θα τα πούμε, μόλις μπορέσουμε; Ήταν δυνατόν να είχε πει τέτοιο πράγμα; Όσο καιρό κοιμόντουσαν μαζί, ποτέ δεν του είχε πει κάτι τόσο... ψυχρό. Έξυσε το κεφάλι του αφηρημένα και την άκουσε να μιλάει στον Μπούμερ στο καθιστικό, πριν κλείσει την πόρτα πίσω της. Ήταν ο τρόπος της να τον εκδικηθεί, επειδή την είχε αφήσει τις προάλλες στα κρύα του λουτρού στο διαμέρισμά της; Μάλλον όχι. Παρ’ ότι η Μάλορι ήταν απότομος τύπος, ποτέ δεν είχε εκδικητικές διαθέσεις. Ή μήπως είχε; Ο Τζακ πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Το θέμα ήταν ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα τώρα.

Αν και θα ήθελε να ξέρει πότε θα μπορούσε να κάνει κάτι. Γ ιατί, όπως πήγαιναν τα πράγματα, θα αργούσε να δει τη Μάλορι. Η Μάλορι δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με τα ταξίδια, αλλά τώρα που είχε ταξιδέψει, είχε καταλάβει ότι τα απεχθα-νόταν. Είχε περάσει τόσες ώρες αναμονής και προετοιμασίας, για μια πτήση τριών ωρών, ώστε να μπορέσει να πάει και να επιστρέψει από ένα μέρος, το οποίο κανείς λογικός άνθρωπος δε θα ήθελε να βομβαρδίσει. Και όταν η αεροσυνοδός -λάθος, η φροντιστής πτήσης- της είχε φερθεί υπεροπτικά, η Μάλορι είχε αναγκαστεί να δαγκώσει τη γλώσσα της, επειδή στις μέρες μας θα μπορούσε να συλληφθεί, μόνο και μόνο επειδή θα απαντούσε ανάλογα σε μια υπερτιμημένη σερβιτόρα των αιθέρων. Είχαν ξεχάσει όλοι την αρχή ότι καθένας είναι αθώος, μέχρι αποδείξεως του εναντίου; Την κοιτούσαν σαν ύποπτη τρομοκρατίας, επειδή δεν ήταν καλόγρια και δε μιλούσε σαν τέτοια. Αλλά η δοκιμασία επιτέλους είχε πάρει τέλος, και η Μάλορι έριξε το σακίδιό της έξω απ’ την πόρτα του διαμερίσματος της και αναστέναξε, βλέποντας το κίτρινο χαρτί που ήταν κολλημένο στο ξύλο. Ήταν δύο το πρωί μιας εργάσιμης μέρας και ακόμα και σ’ αυτή τη γειτονιά του Λος Άντζελες

επικρατούσε απόλυτη σιγή. Εκτός αν εξαιρούσε τη δεύτερη ειδοποίηση έξωσης, που έβγαζε μάτι κολλημένη στην πόρτα της. Άρπαξε το ενοχλητικό χαρτί, μπήκε στο σπίτι και βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Απ’ τη στιγμή που είχε πάρει τα χρήματα απ’ τους φίλους της, είχε ορκιστεί στον εαυτό της να μη χρησιμοποιήσει δεκάρα για προσωπικούς λόγους. Ούτε για το νοίκι της ούτε για το λογαριασμό του κινητού τηλεφώνου ούτε για να φτιάξει το αμάξι της. Πέταξε το σακίδιό της στον καναπέ, που ήταν σκεπασμένος με ρούχα, και σωριάστηκε στη μια γωνιά του, φέρνοντας στο μυαλό της όσα είχαν συμβεί όλη τη μέρα, από το τηλεφώνημα της Λέιλα στον Τζακ, μέχρι τις δυσάρεστες συνεντεύξεις με τους γείτονες της Τζένι Φού-λερ. Και μόνο που σκεφτόταν εκείνη τη γυναίκα, η Μά-λορι ανατρίχιαζε. «Η Τζένι ήταν ζευγάρι με το γιο μου, μέχρι που τέ-λειωσαν το σχολείο. Ο Αρνολντ περίμενε ότι 0α παντρεύονταν μετά, αλλά για την Τζένι δεν ήταν αρκετό αυτό. Όχι, εκείνη ήθελε να πάει στο Χόλιγουντ και να πληγώσει το γιο μου». Η Μάλορι είχε σκεφτεί αμέσως ότι η σχέση μάλλον δεν ήταν πολύ σοβαρή, αφού η Τζένι ήταν ακόμα παρθένα όταν είχε

πεθάνει. Και πού ήταν τώρα ο γιος; Η μητέρα είχε ανασηκώσει τους ώμους της. «Κάπου στην Καλιφόρνια, αλλά όχι στο Λος Αντζελες. Έφυγε λίγο καιρό μετά την αναχώρηση της Τζένι». Η Μάλορι δεν είχε μάθει απ’ την ερευνά της για κάποιον πληγωμένο αγαπημένο, που είχε ακολουθήσει την Τζένι στην Καλιφόρνια. Κανένας δεν είχε αναφέρει ότι είχε δεσμό ή ότι δεχόταν επισκέψεις στο διαμέρισμά της. Άραγε η Τζένι ήξερε ότι ο Αρνολντ την είχε ακολουθήσει; Ή μήπως ο Αρνολντ το είχε κάνει κρυφά; Η Μάλορι έβαλε το χέρι στο σακίδιό της, έβγαλε ένα σημειωματάριο τσέπης κι άρχισε να το ξεφυλλίζει, για να βρει το όνομά του και όποιες άλλες πληροφορίες της είχε δώσει η μητέρα του. Αν ήταν τυχερή, θα κατάφερνε να τον εντοπίσει στην Καλιφόρνια και θα έκλεινε ραντεβού μαζί του, για να του μιλήσει. Βρήκε τη σελίδα που την ενδιέφερε, της έριξε μια ματιά και μετά έκλεισε το σημειωματάριο. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τη συνάρπαζε τόσο πολύ στην ιστορία της Κόκκινης Γαρδένιας. Σίγουρα πάΟαινε μανία με όλα τα θέματα των ντοκιμαντέρ της, αλλά αυτό...

Έβαλε πάλι το σημειωματάριο στο σακίδιό της. Μάλλον την ενδιέφερε το θέμα λόγω των ομοιοτήτων που υπήρχαν ανάμεσα στην Τζένι και την ίδια. Η Τζένι είχε φύγει απ 1 την ιδιαίτερη πατρίδα της με το όνειρο να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ. Το ίδιο πράγμα είχε κάνει κι η Μάλορι, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα. Βέβαια, τα σχέδιά τους για τη λαμπερή μεγαλούπολη ήταν διαφορετικά, αλλά το παρελθόν τους και τα κίνητρα στην ουσία ήταν τα ίδια. «Ήθελε να γίνει μια Σάλι Φιλντ. Ν’ αφήσει το στίγμα της στο σινεμά», είχε πει η μητέρα της Τζένι Φούλερ. Η Μάλορι ήθελε να κάνει ντοκιμαντέρ, για θέματα που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήθελαν να θίξουν. Βέβαια εκεί τέλειωναν οι ομοιότητες των δύο γυναικών. Η Μάλορι ήταν πάντα αγοροκόριτσο και δεν ασχο-λιόταν με την εμφάνισή της, παρά μόνο όταν έπρεπε να βουρτσίσει βιαστικά τα μαλλιά της ή τα δόντια της. Η Τζένι, από την άλλη πλευρά, ήταν η προσωποποίηση του θηλυκού. Τόσο χρόνο που αφιέρωνε στο καθημερινό καλλωπιστικό τελετουργικό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εργαζόταν με μερική απασχόληση.

Ήταν επίσης το γεγονός ότι η Τζένι Φούλερ, γνωστή ως Κόκκινη Γαρδένια, είχε δολοφονηθεί, ενώ η Μάλορι, δόξα τω Θεώ, ήταν ζωντανή. Η Μάλορι κοίταξε εξεταστικά την αφίσα με την Κόκκινη Γαρδένια, που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο. Είχε ξεθωριάσει και είχε σκιστεί στις άκρες, αλλά φάνταζε πιο ξεφτισμένη στον τοίχο του διαμερίσματος της. Η κολλητική ταινία είχε φύγει στη δεξιά γωνία και το χαρτί είχε γυρίσει. Στο χαμηλό φως, η Μάλορι σκέφτηκε ότι ήταν σαν να της έλεγε ότι έπρεπε να τη μαζέψει και να τη καταχωνιάσει κάπου. Αλλά η Μάλορι ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει την ανάμνηση της Τζένι Φούλερ να ξεθωριάσει, επειδή αυτή η γυναίκα συμβόλιζε τα όνειρα και τη ζωή και πολλών άλλων ανθρώπων. Νεαρών γυναικών που είχαν αφήσει όλα όσα ήξεραν πίσω τους, για να βρουν την τύχη τους και να χτίσουν μια νέα ζωή στο Λος Αντζελες. Τελικά η Τζένι είχε βρει το θάνατο. Η Μάλορι έβγαλε το κινητό τηλέφωνο απ’ την μπροστινή τσέπη του παντελονιού της κι έλεγξε αν είχε μηνύματα. Τίποτα. Αναστέναξε και το έβαλε στο σακίδιό της. Ο Τζακ δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της όλη μέρα. Τι να σήμαινε αυτό; Ίσως ότι είχε σεβαστεί την πρότασή της να τον δει όποτε μπορούσε.

Το πρωί, όσο ο Τζακ μιλούσε με τη Λέιλα, η Μάλορι για κάποιο λόγο είχε τσαντιστεί πολύ. Και μέχρι τώρα δεν μπορούσε ακόμα να εξηγήσει το γιατί. Στο κάτω κάτω της γραφής, η ίδια είχε πει ότι με τον Τζακ δεν είχαν σχέση, αλλά ότι έκαναν μόνο εκπληκτικό σεξ. Και το σεξ εξακολουθούσε να είναι εκπληκτικό. Εκπληκτικό; Ήταν συνταρακτικό σε σημείο τρέλας. Τότε ποιο ήταν το πρόβλημα; Η Μάλορι άρπαξε ένα μπλουζάκι απ’ το σωρό με τα ρούχα που υπήρχε στον καναπέ, το κοίταξε και άρχισε να το διπλώνει. Μάλλον το πρόβλημα ήταν ότι, εφόσον όλη η ζωή της ήταν ένα χάος, γιατί να μην είναι κι η σχέση της με τον Τζακ; Πέντε χρόνια. Αυτό το χρονικό περιθώριο είχε δώσει στον εαυτό της. Πέντε χρόνια για να πετύχει στο Αος Αντζελες. Και αυτή η προθεσμία έληγε πολύ σύντομα. Το αποτέλεσμα ήταν λοιπόν ότι όχι μόνο δεν είχε πετύχει, αλλά στην ουσία βρισκόταν σε αδιέξοδο. Πριν το καταλάβει καλά καλά, είχε διπλώσει όλα τα ρούχα στον καναπέ και τα είχε στοιβάξει στο καλάθι της μπουγάδας.

Όσο κι αν απεχθανόταν το Λος Άντζελες και τη μα-ταιοδοξία των ανθρώπων αυτής της πόλης, η Μάλορι δεν μπορούσε να μην ομολογήσει ότι ήταν ένα μέρος που αποτελούσε πηγή ανεξάντλητων συγκινήσεων. Οι επίδοξες ηθοποιοί από τις Μεσοδυτικές περιοχές της χώρας κατέφταναν ακόμα στην πόλη και κατέβαιναν απ’ το λεωφορείο με ονειροπαρμένο βλέμμα. Περνούσαν ακόμη ανάμεσα απ’ τους προαγωγούς και τους εμπόρους ναρκωτικών για να πάνε απ’ το ένα σημείο στο άλλο, νέες και αποφασισμένες, είτε είχαν διαβάσει για τις άλλες που τα είχαν καταφέρει πριν είτε πίστευαν μέσα στην αφέλειά τους ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν οι ίδιες προσωπική φήμη. . Εντούτοις η πόλη δεν είχε μόνο την κακή πλευρά της, αλλά και την καλή της. Είχε κάτι το μαγικό. Τόσο στις ταινίες όσο και στην πραγματικότητα. Μια άσημη σερβιτόρα της πλάκας μπορούσε να γίνει απ’ τη μια μέρα στην άλλη καλοπληρωμένη ηθοποιός. Ο καιρός ήταν πάντα καλός, ο ήλιος έλαμπε συνέχεια και η ίδια η ατμόσφαιρα ήταν... γεμάτη προοπτικές. Η Μάλορι ήξερε βέβαια για τη μόλυνση και δεν έδινε πια σημασία στα τακτικά δελτία ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Και κάθε τόσο η γη ταρακουνιόταν απειλητικά. Και το νερό ήταν μόνιμη πηγή ανησυχίας. Ευχαριστούσε το Θεό που δεν

είχε γκαζόν να ποτίσει. Πάντως και να είχε κήπο, γρασίδι μάλλον δε θα φύτευε. Αλλά, εξωτερικά, το Λος Αντζελες ήταν όμορφο από τόσες απόψεις, που η Μάλορι φανταζόταν ότι ήταν εύκολο να ξεχάσει κάποιος ότι ήταν εξίσου άσχημο ουσιαστικά. Πριν καλά καλά το καταλάβει, σήκωσε τους φακέλους της απ’ το πάτωμα, τους τακτοποίησε και τους ακούμπη-σε στο ξεσκονισμένο και φρεσκοκαθαρισμένο τραπέζι. Έπειτα πήρε φόρα και καθάρισε όλο το διαμέρισμα, ώσπου κάποια στιγμή στάθηκε στη μέση, το κοίταξε και δεν το αναγνώρισε. Από πότε είχε γίνει τόσο τσαπατσούλα; Α, ναι, από τότε που είχε μετακομίσει απ’ το πατρικό της στο Λος Αντζελες και δεν είχε κανέναν να την κυνηγάει να μαζέψει τα ρούχα της. Η Μάλορι σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. Η μητέρα της θα ήταν περήφανη για εκείνη. Αυτή η σκέψη γέννησε μέσα της την επιθυμία να τα κάνει πάλι όλα άνω κάτω. Σίγουρα ήταν παιδιάστικη αντίδραση, αλλά είχε μάθει από καιρό ν’ απολαμβάνει τις χαρές της ζωής. Και μια απ’ αυτές ήταν να μη συμμαζεύει ποτέ, για να εκνευρίζει τη μητέρα της.

Αλλωστε δεν είχε ποτέ χρόνο για συγύρισμα και καθάρισμα. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ήταν τρεισήμισι η ώρα και δε νύσταζε καθόλου. Σούφρωσε τα χείλη της κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τηλεφωνήσει στον Τζακ. Όχι, της απάντησε μια φωνή μέσα της. Αλλά η Μάλορι δεν ήταν σίγουρη για ποιο λόγο. Έξω απ’ το διαμέρισμά της ακουγόταν ένας μονότονος θόρυβος σαν κρότος, κάτι καθόλου ασυνήθιστο, αν έπαιρνε κανείς υπόψη το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψη-φία των κατοίκων της γειτονιάς ήταν έμποροι ναρκωτικών και εκδιδόμενες γυναίκες κι επομένως εργάζονταν τη νύχτα. Ωστόσο για κάποιο άγνωστο λόγο η Μάλορι ρίγησε σύγκορμη απ’ το φόβο. Έσβησε το φως και πήγε στο μπροστινό παράθυρο. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές, αλλά ανάμεσά τους περνούσε μια δέσμη φωτός απ’ τις λάμπες του δρόμου. Στάθηκε στο πλάι, τράβηξε προσεχτικά την κουρτίνα και κοίταξε την πόρτα της απέξω. Δε διέκρινε τίποτα, όμως. Ούτε άνθρωπο ούτε γάτα ούτε κάτι άλλο. Ωσπου το βλέμμα της έπιασε κάποια κίνηση.

Η Μάλορι κόντεψε να πάθει ανακοπή καρδιάς όταν μια σιλουέτα τέντωσε το λαιμό της προς το άνοιγμα ανάμεσα στις κουρτίνες. Η ανάσα της κόπηκε απ’ το αλάφιασμα. Ήταν η Κοκό. Η Μάλορι άναψε πάλι το φως και άνοιξε την πόρτα. «Να πάρει η οργή!» είπε η γερασμένη ιερόδουλη, βάζοντας το χέρι στο στήθος της. «Με κατατρόμαξες!» «Κι εσύ με κατατρόμαξες», απάντησε η Μάλορι. «Κι αφού δεν μπορώ να κοιμηθώ τώρα, μπορείς να περάσεις». Η Κοκό μπήκε στο διαμέρισμα, χαμογελώντας. «Συγνώμη που σε τρόμαξα. Απόψε όμως δεν είχα όρεξη για δουλειά και η Κάντι έχει κάποιον στο σπίτι». Σήκωσε ψηλά ένα μπουκάλι τεκίλα, για να το δει η Μάλορι. «Και δεν ήρθα με άδεια χέρια, απ’ ό,τι βλέπεις». Η Μάλορι κόντεψε να τη φιλήσει. «Τίποτα δεν είναι καλύτερο από μια τεκίλα, για να μας ξαπλώσει κάτω». «Αυτό ξαναπές το». Η Κοκό σταμάτησε στη μέση του καθιστικού, παρατηρώντας την τάξη γύρω της. «Τι έγινε εδώ;»

Η Μάλορι είχε συνηθίσει να το ακούει αυτό, όταν το διαμέρισμά της ήταν σαν βομβαρδισμένο. «Είπα να τακτοποιήσω λίγο», απάντησε. «Λίγο; Εσύ, κορίτσι μου, καταλήφθηκες απ’ το φάντασμα της τέλειας νοικοκυράς». Η Μάλορι έβαλε τα γέλια και, παίρνοντας δυο ποτήρια νερού απ’ την κουζίνα, κάθισε δίπλα στην Κοκό στον καναπέ. «Ξέρεις, με το δικό σου ωράριο, κανονικά θα έπρεπε να εκδίδεσαι για να βγάζεις το ψωμί σου», της είπε η Κοκό. Η Μάλορι σούφρωσε τη μύτη της και, ανοίγοντας το μπουκάλι, έβαλε μια γερή δόση τεκίλα σε κάθε ποτήρι κι έδωσε το ένα στην Κοκό. «Δεν είναι του τύπου μου αυτά τα επαγγέλματα. Πρέπει να έχω καλό κίνητρο για να κάνω σεξ», αποκρίθηκε. «Και το χρήμα καλό κίνητρο είναι», σχολίασε η Κοκό. «Όχι τόσο καλό». Η Κοκό χαμογέλασε. «Λοιπόν... πώς πήγε σήμερα το ταξίδι στην Ομάχα;» Η τεκίλα ήταν κάπως δυνατή, αλλά χαλάρωσε αμέσως τους

σφιγμένους μυς της Μάλορι και την έκανε ν’ ακουμπήσει στην πλάτη του καναπέ μ’ έναν αναστεναγμό. «Δεν ξέρω. Καλά, θα έλεγα. Έκανα μερικά πολύ ωραία πλάνα στη γειτονιά της Τζένι Φούλερ. Και η οικο-γένειά της ήταν πολύ συνεργάσιμη». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Νομίζω ότι ελπίζουν ακόμα πως θα συλλη-φθεί ο δράστης και θα δικαστεί». «Μμμ. Ύστερα από είκοσι πέντε χρόνια;» «Δεν έχουν τίποτε άλλο να περιμένουν», είπε η Μά-λορι. «Σ’ αυτό έχεις δίκιο, αλλά είναι κάπως εξωπραγματικό να συμβεί. Θέλω να πω, πολύς κόσμος δολοφονείται και οι δράστες δε συλλαμβάνονται ποτέ». Η Μάλορι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Πάντως εγώ πέρασα να σου πω ότι πέτυχα μια ασυναγώνιστη προσφορά στο Νίμαν...» συνέχισε να λέει η Κοκό. Τα επόμενα σαράντα πέντε λεπτά, η Μάλορι υπέ-μεινε μια διάλεξη για τον καλλωπισμό και το μακιγιάζ, αλλά δεν άφησε την Κοκό να πειραματιστεί πάνω της. Η τεκίλα στο μπουκάλι κατέβαινε και κατέβαινε, ώσπου η Μάλορι βρέθηκε σε μια κατάσταση ευχάριστης ζάλης και μετά βίας κρατούσε

το κεφάλι της όρθιο. Κάποια στιγμή διέκοψε ξαφνικά την Κοκό στη μέση μιας κριτικής για την γκαρνταρόμπα της. «Για στάσου. Μου είπες πολλά και θα τα ξεχάσω στο τέλος», της εξήγησε και χασμουρήθηκε. «Απόψε θα βλέπω στο όνειρό μου ότι συμμετέχω σε κάποιο ριάλιτι σόου με ινστιτούτο καλλονής». Η Κοκό γέλασε και κοίταξε στον καρπό της το ρολόι με τα ψεύτικα διαμάντια. «Έχεις δίκιο. Πέρασε η ώρα». Σηκώθηκε με μια κίνηση απ’ τον καναπέ και η Μάλορι τη συνόδεψε ως την πόρτα, σκουντουφλώντας απ’ τη νύστα. 'Οταν έφτασαν στο κατώφλι, η Κοκό γύρισε και την κοίταξε. «Ελπίζω να πάει καλά το ντοκιμαντέρ σου, Μά-λορι. Θα το αξίζει η Τζένι». Η Μάλορι έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Το ελπίζω κι εγώ, Κοκό», είπε μετά. «Το ελπίζω κι εγώ».

Κεφάλαιο 11 Ο Τζακ καθόταν στο γραφείο του, για μια ακόμη φορά τις τελευταίες μέρες, και κοιτούσε με απλανές βλέμμα τον κέρσορα που αναβόσβηνε στην οθόνη του υπολογιστή του. Η προθεσμία, για να ολοκληρώσει το άρθρο που του είχαν

αναθέσει, τελείωνε πολύ σύντομα και εκείνος δεν είχε ούτε μια ιδέα που θα μπορούσε να την αναπτύξει για τους αναγνώστες του. Η αλήθεια ήταν ότι υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν του κέντριζαν το ενδιαφέρον τον τελευταίο καιρό. Και ένα απ’ αυτά ήταν τα Χριστούγεννα. Τουλάχιστον υπήρχε ένα πράγμα που είχε τελειώσει οριστικά. Είχε λάβει πρωί πρωί μια επίσημη επιστολή απ’ τον οικογενειακό δικηγόρο των γονιών του. Επιτέλους τον είχαν ξεγράψει από την οικογενειακή περιουσία και τώρα πια το μηνιαίο χαρτζιλίκι του ήταν παρελθόν. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του και χαμογέλασε ικανοποιημένος. Κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα έβρισκε ίσως αλλόκοτη τη συμπεριφορά του, αλλά ο Τζακ ένιωθε νικητής. Και ελεύθερος. Υπέροχα και μοναδικά ελεύθερος. Όσον καιρό θυμόταν τον εαυτό του, ζούσε με τα λεφτά της οικογένειάς του. Του πλήρωναν τα πάντα, όταν σπούδαζε, μεταξύ αυτών και την ιδιότητα του μέλους στην καλύτερη αδελφότητα. Μετά του είχαν νοικιάσει ένα πολυτελές διαμέρισμα κοντά στο πανεπιστήμιο (παρ’ ότι το πατρικό του απείχε μόλις ένα τέταρτο με το αυτοκίνητο). Και

όλον αυτό τον καιρό δεν είχε νιώσει ποτέ ότι ήταν υπεύθυνος για κάτι. Ούτε για τα οικονομικά του. Ούτε για τη συμπεριφορά του. Ούτε για τον εαυτό του, τελεία και παύλα. «Κόψε τον ομφάλιο λώρο», του είχε πει ο επιτηρητής του στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, λίγες εβδομάδες α-φότου ο Τζακ είχε γραφτεί στην κοινότητα. Ο Τζακ τον είχε κοιτάξει εμβρόντητος και σίγουρος ότι ο άνθρωπος είχε τρελαθεί. Όλοι ήξεραν ότι ζούσε με τα λεφτά της οικογένειάς του. Διάβολε, και ο πατέρας του ζούσε με τα λεφτά του πατέρα του και ούτω καθεξής. «Μέχρι ν’ αναλάβεις την ευθύνη της ζωής σου, δε θα πάρεις ποτέ τον εαυτό σου στα σοβαρά». Αυτά τα λόγια τον είχαν ταρακουνήσει. Έτσι ο Τζακ είχε ζητήσει απ’ τον πατέρα του να του κόψει το μεγάλο ποσό, που έπαιρνε κάθε μήνα. Αλλά ο πατέρας του, αντί να το κόψει, το διπλάσιασε. Αυτό δε σήμαινε ότι ο Τζακ έπρεπε να το ξοδεύει. Αντί να εξαργυρώνει την επιταγή κάθε μήνα, είχε κανονίσει να κατατίθεται το χρηματικό ποσό κατευθείαν σε κάποιο λογαριασμό, αποφασισμένος να ξεχάσει ότι υπήρχαν αυτά τα λεφτά.

Από τότε ζούσε στηριγμένος στις δικές του δυνάμεις. Πρώτα είχε δουλέψει σε διάφορες εφημερίδες, έπειτα είχε γράψει διηγήματα για γυναικεία περιοδικά, με θηλυκά ψευδώνυμα, ώσπου είχε αρχίσει να δημοσιεύει άρθρα κάθε μήνα στο Λος Αντζελες Μάνθλι. Είχε αρχίσει να διδάσκει για πλάκα και για να μη σκουριάσουν οι δημοσιογραφικές γνώσεις του. Όσο για τη διδασκαλία λογοτεχνικής γραφής... Ο Τζακ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, άνοιξε το τελευταίο συρτάρι του γραφείου του και κοίταξε τα δυόμισι ανέκδοτα μυθιστορήματά του, που υπήρχαν εκεί μέσα και τα οποία είχε γράψει τον πρώτο καιρό μετά την αποτοξίνωσή του από το αλκοόλ. ΓΙολύ γρήγορα είχε γεμίσει τρία παχιά τετράδια... Εκεί είχε εκφράσει όλα τα αντικρουόμενα συναισθήματά του, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις του. Είχε ανακαλύψει ότι το να πλάθει χαρακτήρες και να τους φορτώνει τα προβλήματά του, για να μάθει πώς θα τα έβγαζαν πέρα, τον βοηθούσε να αντιμετωπίζει τις αδυναμίες του. Ήταν μια διαδικασία που είχε αποδειχθεί θεραπευτική. Είχε ανακαλύψει επίσης ότι του άρεσε να εξαφανίζεται στους φανταστικούς κόσμους που έπλαθε. Όπως κάποτε λάτρευε το διάβασμα, τώρα είχε μάθει να λατρεύει τη συγγραφή.

Έκλεισε το συρτάρι, σφίγγοντας τα χείλη του. Ένα πρωί όμως είχε ξυπνήσει και είχε διαπιστώσει ότι δεν μπορούσε να γράψει. Ήταν σαν να είχε ξορκίσει το δαίμονα του αλκοόλ και μπορούσε πια να συνεχίσει να προ-χωράει στη ζωή χωρίς τις πατερίτσες του. Αλλά τον τελευταίο καιρό το μυαλό του πήγαινε κάθε τόσο σ’ αυτά τα βιβλία. Ο Τζακ κοίταξε τον κέρσορα που αναβόσβηνε. Βέβαια, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον βοηθούσε να γράψει τη στήλη του. Έγειρε μπροστά και κοίταξε το σιωπηλό τηλέφωνο στην κουζίνα. Αραγε η Μάλορι είχε γυρίσει απ’ την Ο-μάχα ή ήταν ακόμα εκεί; Τον είχε επιθυμήσει όσο την είχε επιθυμήσει εκείνος; Μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο λαχταρούσε να την ξαναδεί. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν ακριβώς ότι την είχε επιθυμήσει. Ήταν μαζί της μόλις το προηγούμενο πρωί. Αυτό που τον ενοχλούσε πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο ήταν η ιδέα ότι δεν υπήρχε τίποτα συγκεκριμένο μεταξύ τους, καμιά δέσμευση. Και έτσι η λαχτάρα του για εκείνη τον έκανε να νιώθει ότι την είχε επιθυμήσει. «Αν είναι δυνατόν», μονολόγησε.

Ο Μπούμερ σήκωσε το κεφάλι του και κλαψούρισε παραπονεμένα. Ο Τζακ κατέβασε το χέρι του κι έξυσε το κεφάλι του σκύλου πίσω απ’ τα αυτιά. «Παντρευόμαστε». Η Μάλορι προσπάθησε να συνέλθει απ’ τον ύπνο, καθώς κατέβαζε το σεντόνι απ’ τα μάτια της. «Λέιλα;» είπε στο τηλέφωνο «Όχι, χαζούλα, η Ράιλι είμαυ>. Η Μάλορι κοίταξε με μισόκλειστα μάτια το ρολόι στο κομοδίνο. Δέκα το πρωί. Βόγκηξε και ξαναχώθηκε κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Ήταν δυνατόν να πεθάνει κάποιος παίρνοντας υπερβολική δόση από καλά νέα; Πρώτα είχε συμφιλιωθεί η Λέιλα με τον Σαμ και τώρα η Ράιλι ανακοίνωνε ότι θα παντρευόταν τον Μπεν. Η Μάλορι βόγκηξε πάλι. «Μάλορι;» Η Μάλορι έφερε πιο κοντά στα χείλη της το κινητό

τηλέφωνο. «Τι;» «Ακόυσες τι σου είπα;» τη ρώτησε η Ράιλι. Η Μάλορι έγνεψε καταφατικά, αλλά θυμήθηκε ότι η φίλη της δεν μπορούσε να τη δει. «Μπράβο σας», είπε σαρκαστικά. Το γέλιο της Ράιλι την έκανε να κατσουφιάσει. «Πού βρίσκεις το αστείο;» «Εσύ είσαι αστεία», απάντησε η Ράιλι. «Αφού σε ξέρω, δεν έπρεπε να σου το ξεφουρνίσω πρωί πρωί. Για εσένα, δηλαδή, είναι πρωί πρωί. Για εμένα είναι σαν πέντε το απόγευμα». «Επειδή ξυπνάς στις τέσσερις το πρωί», της είπε η Μάλορι και θυμήθηκε ότι δεν ήταν το πρωί που την ενοχλούσε τόσο πολύ, όσο η τεκίλα που είχε πιει με την Κοκό το προηγούμενο βράδυ. Ή νωρίτερα το πρωί, για την ακρίβεια. «Τέλος πάντων, αποφασίσαμε με τη Λέιλα να παντρευτούμε μαζί». Ναι, η υπερβολική δόση από καλά νέα ήταν επικίνδυνη. «Α, ωραία». Η Μάλορι έτριψε το δέρμα ανάμεσα στα φρύδια της κι αναρωτήθηκε αν η ρυτίδα που ψηλά-φιζε ήταν καινούρια ή παλιά. «Και το ευτυχισμένο γεγονός θα γίνει σήμερα;» «Τι πράγμα; Για όνομα του Θεού, όχι!»

«Ωραία. Τότε κλείσε και θα σου τηλεφωνήσω εγώ». Η Μάλορι έκλεισε το κινητό τηλέφωνο κι αναζήτησε στα τυφλά το κομοδίνο, για να το ακουμπήσει εκεί. Ένιωθε το στόμα της σαν να ήταν συρμάτινο σφουγγάρι της κουζίνας και τα μάτια της σαν να ήταν κολλημένα τα βλέφαρα. Κανονικά έπρεπε να σηκωθεί, να τηλεφωνήσει στη Ράιλι και να ζητήσει συγνώμη για την αγένειά της. Αλλά δεν μπορούσε να βρει την ενέργεια να κατεβάσει τα πόδια της απ’ το κρεβάτι και να πάει στο μπάνιο. Π έταξε απότομα το σεντόνι από πάνω της και κοίταξε γύρω της την κρεβατοκάμαρα. Για μια στιγμή, δεν την αναγνώρισε. Ώσπου θυμήθηκε ότι την είχε τακτοποιήσει το προηγούμενο βράδυ. Τελικά κατάφερε με πολύ κόπο να κατεβάσει τα πόδια της απ’ το κρεβάτι και να τα σύρει μέχρι το μπάνιο για την πρωινή τουαλέτα της. Μετά πήγε στην κουζίνα κι έβαλε νερό στην καφετιέρα, για να φτιάξει καφέ με κανονικά φίλτρα, το μόνο πράγμα που είχε επιτρέψει στον εαυτό της ν’ αγοράσει με τα χρήματα των φίλων της. Η καφεΐνη ήταν απαραίτητη για να κάνει τη δουλειά της ως δημιουργός ντοκιμαντέρ. Όσο η καφετιέρα ετοίμαζε τον πολυπόθητο καφέ, πήγε στην

τραπεζαρία και κοίταξε την τακτική στοίβα από φακέλους και χαρτιά που είχε τοποθετήσει στο τραπέζι. Μόνο που δεν ήταν πια τακτοποιημένη. Έξυσε το κεφάλι της κι έπειτα έλεγξε τους φακέλους που βρίσκονταν στην κορυφή. Τότε ακούστηκε το κινητό τηλέφωνό της στην κρεβατοκάμαρα, ακριβώς τη στιγμή που κάποιος χτυπούσε την πόρτα της. Η Μάλορι άνοιξε πρώτα την πόρτα και, χωρίς να τη νοιάζει το γεγονός ότι φορούσε μόνο ένα μπλουζάκι και το εσώρουχό της, σήκωσε το δάχτυλό της στην Κάντι κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα, για να απαντήσει στο τηλέφωνο. «Είναι επείγον;» ρώτησε. Ακολούθησε μια μικρή παύση από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής και μετά: «Όχι, αλλά σου τηλεφωνώ για να διαπιστώσω αν έμαθες τα νέα της Ράιλι», απάντησε η Λέιλα. «Τα έμαθα και θα σου τηλεφωνήσω αργότερα», είπε η Μάλορι κι έκλεισε το τηλέφωνο. Έπειτα επέστρεψε στο καθιστικό και βρήκε στο κατώφλι της πόρτας της την Κάντι να κρατάει το άνοιγμα της ροζ μεταξωτής ρόμπας της με το ένα χέρι.

«Είναι εδώ η Κοκό;» ρώτησε η Κάντι. Η Μάλορι ανοιγόκλεισε τα μάτια της παραξενεμένη. «Κλείσε την πόρτα. Θα με τυφλώσει το φως». Η Κάντι συμμορφώθηκε αμέσως. «Και τώρα επανάλαβε την ερώτησή σου», της είπε η Μάλορι, αλλά δεν περίμενε. Πήγε στην κουζίνα, έβαλε καφέ σε μια κούπα και πρόσθεσε κρέμα και ζάχαρη. Ήπιε μια δοκιμαστική γουλιά κι αναστέναξε. Παράδεισος ήταν. «Μάλλον δεν είναι εδώ η Κοκό», είπε η Κάντι, κοιτώντας γύρω της το χώρο. «Α, τακτοποίησες, βλέπω. Μια χαρά είναι το διαμέρισμα». «Ευχαριστώ», κατάφερε ν’ απαντήσει η Μάλορι και ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ. «Γιατί όμως να είναι εδώ η Κοκό;» Η Κάντι ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν ξέρω. Όταν ξύπνησα το πρωί, δεν τη βρήκα στο διαμέρισμά μου. Και λείπουν τα πράγματά της». Η Μάλορι έσμιξε τα φρύδια της απορημένη. «Σκέφτηκα ότι ίσως ήρθε να μείνει μαζί σου λίγο καιρό. Τα...

τσουγκρίσαμε χτες το βράδυ», είπε η Κάντι. «Δε μου το είπε». Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα. «Ήρθε εδοι μ’ ένα μπουκάλι τεκίλα, αλλά έφυγε γύρω στις τέσσερις ή τις πέντε τα ξημερώματα. Νόμιζα ότι θα γυρνούσε στο δικό σου διαμέρισμα». Η Κάντι αναστέναξε. «Θα μου προσφέρεις λίγο καφέ ή όχι;» Η Μάλορι κοίταξε την Κάντι και μετά τον καφέ. «Νόμιζα ότι εσύ δεν πίνεις καφέ. Μου είχες πει ότι κάνει κακό στο δέρμα. Τέλος πάντων, αν με είχες αφήσει να φάω το τσίζκεϊκ τις προάλλες, θα το σκεφτόμουν. Αφού δε με άφησες...» Η Κάντι πήρε μια έκφραση δυσφορίας και προχώρησε προς την έξοδο με τα ροζ παντοφλάκια της. «Εσύ χάνεις. Έχω τούρτα σοκολάτα στο ψυγείο μου. Από το Σούγκαρ & Σπάις», την πληροφόρησε. Η Μάλορι έτρεξε στην κουζίνα, γέμισε μια κούπα με καφέ και ακολούθησε βιαστικά την Κάντι. Σοκολάτα, σοκολάτα, σοκολάτα... Κάποιος όμως βρέθηκε μπροστά της και της έκοψε το δρόμο.

Ο Τζακ. Ποια σοκολάτα; Με μια ματιά στον Τζακ, το κορμί της παρήγαγε αρκετή αδρεναλίνη για ολόκληρη γυναικεία ποδοσφαιρική ομάδα. «Η Ράιλι μου είπε ότι γύρισες απ’ την Ομάχα», την πληροφόρησε ο Τζακ. «Και ότι είσαι ξύπνια». Η Μάλορι έγνεψε καταφατικά, ενώ έβλεπε την Κά-ντι να κλείνει απέναντι την πόρτα της κι ένιωθε τον πειρασμό της σοκολάτας να αιωρείται ακόμα στην ατμόσφαιρα. Μπορούσε όμως να πάρει και τον Τζακ μαζί της. «Γύρισα. Και είμαι ξύπνια. Πάμε», του είπε. Ο Τζακ την έπιασε απ’ τους ώμους. «Για στάσου. Πού νομίζεις ότι πας ντυμένη έτσι;» «Σοκολάτα», απάντησε μόνο η Μάλορι, δείχνοντας το διαμέρισμα της Κάντι. Ο Τζακ σήκωσε τη σακούλα που κρατούσε στο ένα χέρι. «Μελωμένα κρουασάν», της είπε. «Ω!» Η Μάλορι άρπαξε απ’ το χέρι του τη σακούλα, τον τράβηξε μέσα στο διαμέρισμά της και βρόντησε την πόρτα.

«Σου έχω πει πόσο σ’ αγαπώ;» τον ρώτησε. Σιωπή. Η Μάλορι ήδη μασουλούσε μισό κρουασάν, όταν συνειδητοποίησε τι είχε πει. Να πώς μπορούσε κάποιος να χαλάσει πολύ εύκολα μια καλή στιγμή, μ’ ένα εντελώς ηλίθιο σχόλιο σαν αυτό. Ήταν πολύ νωρίς για να συλλογιστεί τόσο περίπλοκα ζητήματα, όπως η ζωή, η αγάπη και ο Τζακ. Ειδικά όταν όλα αυτά είχαν σχέση με τα άλυτα προβλήματα που κουβαλούσε από τη μητέρα της και όσα είχε καταλήξει να πιστεύει για το τι ήταν και τι ήθελε να γίνει. Μάλλον ήταν καλύτερα να επεξεργαστεί αυτά τα θέματα, πριν σκεφτεί τον Τζακ και την αγάπη. Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα. Τι ήταν αυτά που σκεφτόταν; Ο Τζακ σίγουρα δεν είχε προσέξει την παραδρομή της γλώσσας της. Γύρισε αργά να τον κοιτάξει και είδε την κατάπληξη στο όμορφο πρόσωπό του. Οχ. Ο Τζακ είχε προσέξει τελικά την παραδρομή της. Η Μάλορι προσπάθησε να καταπιεί το αμάσητο φαγητό της, κουνώντας το χέρι στο οποίο κρατούσε το κρουασάν.

«Θέλω να πω, δεν ξέρεις πόσο αγαπώ τα μελωμένα κρουασάν», διόρθωσε τον εαυτό της. Δυστυχώς, αν έκρινε απ’ την αλλαγή στην έκφραση του Τζακ, δεν ήταν σίγουρη ότι η διόρθωση την ωφέλησε ιδιαίτερα. «Οχ», είπε με σιγανή φωνή ο Τζακ. Είχε καταλάβει τι ήθελε να πει η Μάλορι. Αλλά η εξήγησή της είχε χαλάσει τη στιγμή της αμφιβολίας. Αν ήταν αλήθεια και η Μάλορι το είχε ομολογήσει επιτέλους; Αν σταματούσαν να αγνοούν τα συναισθήματά τους και ομολογούσαν ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον; Αυτό το τελευταίο αιφνιδίασε ακόμα και τον ίδιο. Όσο το σκεφτόταν όμως, τόσο αντιλαμβανόταν ότι ήταν αλήθεια. Ήθελε τη Μάλορι στη ζωή και το κρεβάτι του, κάθε πρωί και κάθε μέρα. Ήθελε να ξυπνάει και να ανακαλύπτει κάθε πρωί ότι η στύση του άγγιζε τους γυμνούς γλουτούς της και η παλάμη του το στήθος της. Ήθελε να την ακούει να γκρινιάζει, μέχρι να πιει τη δεύτερη κούπα καφέ.

Ήθελε να περιμένει κάθε μέρα να δει την επιγραφή στο μπλουζάκι της. Ήθελε να λαχταράει κάθε μέρα τη στιγμή που θα μπορούσε να βγάλει αυτό το μπλουζάκι και να μάθει τι αισθησιακά εσώρουχα φορούσε από κάτω. Διάβολε, την ήθελε. Και η Μάλορι δε θα τον άφηνε να την κάνει δική του. Ο Τζακ πίεσε τον αυχένα του για να χαλαρώσει τους μυς και χτένισε τα μαλλιά του με τα δάχτυλα. Ήταν λογικό αυτό; Η Μάλορι του είχε γυρίσει την πλάτη, ενώ καταβρόχθιζε το κρουασάν, έπινε σαν εξαρτημένη τον καφέ της κι έψαχνε τους φακέλους πάνω στο τραπέζι. Το μοβ μπλουζάκι που φορούσε μετά βίας έκρυβε τους γλουτούς της, αποκαλύπτοντας τις καμπύλες τους με κάθε της κίνηση. Ένιωσε την πείνα του να μεγαλώνει, ωστόσο η αντίδρασή του δεν είχε σχέση με τα κρουασάν, αλλά με τη δική της γεύση. Το πρόβλημα ήταν ότι το σεξ είχε πάψει από πολύ καιρό να του αρκεί. Και τώρα συνειδητοποιούσε ότι βρισκόταν σε δεινή θέση.

Παρ’ ότι δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα, υποψιαζόταν ότι υποσυνείδητα αυτός ήταν ο λόγος που είχε φτάσει στο σημείο να της ανακοινώσει εκείνο το ηλίθιο τελεσίγραφο. Ήξερε ότι ήθελε από τη Μάλορι κάτι περισσότερο από το να μιλήσουν στη Ράιλι και τη Λέιλα για τη σχέση τους. Ήθελε μια κανονική σχέση. Αλλά, αν συνέχιζε να κάνει μόνο έρωτα μαζί της, θα έμεναν για πάντα στο ίδιο σημείο. Ο Τζακ έκανε ένα μορφασμό. Συνήθως οι γυναίκες δε ζητούσαν κάτι παραπάνω από μια απλή σχέση; Ποιος μιλούσε συνήθως πρώτος για βέρες, παιδικά δωμάτια και οικογενειακά αυτοκίνητα; Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η αντιστροφή των ρόλων. «Βλέπω ότι νοικοκυρεύτηκες», παρατήρησε, κοιτώντας γύρω του το ασυνήθιστα τακτικό διαμέρισμα. Η Μάλορι ανασήκωσε τους ώμους της χωρίς να γυρίσει, με αποτέλεσμα να σηκωθεί ακόμα περισσότερο το μπλουζάκι της. Ο Τζακ είχε την ακαταμάχητη επιθυμία να κολλήσει το κορμί του στους υπέροχους γλουτούς της. «Δεν είμαι σίγουρη, αλλά νομίζω ότι μου λείπουν κάποια στοιχεία από εδώ», είπε η Μάλορι με σιγανή φωνή. Ο Τζακ την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Σαν τι σου λείπει,

δηλαδή;» Η Μάλορι κούνησε το χέρι της, κρατώντας ένα μισοφαγωμένο κρουασάν. «Δεν ξέρω ακριβώς. Καταρχήν οι πληροφορίες που συγκέντρωσα στην Ομάχα». Κοίταξε το σακίδιό της, που ήταν κοντά στον τοίχο, δίπλα στην πόρτα. «Μπορεί να κάνω λάθος. Μπορεί να μην έβγαλα τις σημειώσεις μου απ’ το σακίδιο». Η Μάλορι ήταν ένα σωρό πράγματα -και πάνω απ’ όλα σέξιαλλά ξεχασιάρα δεν ήταν. Αν έλεγε ότι είχε βάλει κάπου τα χαρτιά της, τότε ήταν εκεί. Ο Τζακ πλησίασε το τραπέζι, προσπαθώντας να μην κοιτάξει τους αισθησιακούς γλουτούς της. Και ήταν καλύτερα έτσι, γιατί δεν επρόκειτο να κάνει τίποτα. Όχι. Έπρεπε να σκεφτεί πρώτα πώς θα έβρισκε έναν τρόπο να επικοινωνήσει μαζί της. Πήρε την κούπα με τον καφέ της απ’ το τραπέζι και ήπιε μια γουλιά, παρ’ ότι ήταν πετιμέζι. «Θεέ μου», ψιθύρισε έντρομη. Ενώ οι κινήσεις της ήταν μέχρι τώρα μεθοδικές και αργές, ξαφνικά έγιναν γρήγορες και σπασμωδικές. Ο Τζακ δεν μπορούσε παρά να πάρει το κρουασάν που του έχωσε στο χέρι, για να ψάξει τους φακέλους της καλύτερα.

Τελικά πήγε στον απέναντι τοίχο, άρπαξε το σακίδιο, το αναποδογύρισε κι έριξε όλο το περιεχόμενο στο πάτωμα, κάνοντας το χώρο πάλι χάλια. Γονάτισε να ψάξει και ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του, τρώγοντας το υπόλοιπο κρουασάν. Μερικά λεπτά αργότερα, η Μάλορι μαρμάρωσε και γούρλωσε τα μάτια της, κοιτώντας το κενό. «Εξαφανίστηκε η επιταγή», ψέλλισε σαν χαμένη. Ο Τζακ άρχισε να μασάει πιο αργά, ώσπου σταμάτησε τελείως. «Τι πράγμα;» ρώτησε απορημένος. Τα μάτια της στράφηκαν πάνω του, αλλά μάλλον δεν τον έβλεπαν. «Η επιταγή! Η επιταγή! Πάει!» Η Μάλορι σηκώθηκε για να ξαναψάξει τα πράγματα στο τραπέζι. Ο Τζακ μισόκλεισε τα μάτια του καχύποπτα. «Εξή-γησέ μου τι εννοείς, όταν λες “πάει”». Η Μάλορι δεν απάντησε, αλλά οι κινήσεις της έγιναν πιο απεγνωσμένες. «Εννοείς την ξόδεψες; Δεν την εξαργύρωσες ακόμα; Δεν ξέρεις που την έβαλες;»

Η Μάλορι τον κοίταξε κατάματα. «Πάει θα πει, πάει». Γύρισε ξανά στο τραπέζι κι έψαξε με τα μάτια το διαμέρισμα, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί πού θα μπορούσε να είναι η επιταγή. «Εξαργύρωσα την επιταγή, αφού μ’ έφερες στο σπίτι προχτές. Αλλά δεν απέσυρα όλα τα χρήματα. Πήρα αρκετά, για να πληρώσω το μισθό του Χάρι, τα εισιτήρια για την Ομάχα, κάποια έκτακτα έξοδα και το μοντάζ. Ζήτησα απ’ το ταμείο της τραπέζης μια επιταγή για τα υπόλοιπα». Η Μάλορι τον κοίταξε πάλι. «Θα σας την επέστρεφα όταν θα έπαιρνα τη χρηματοδότηση που περιμένω. Τώρα που το είπα, τι ώρα είναι;» Άρπαξε το χέρι του Τζακ και το γύρισε για να δει την ώρα στο ρολόι του. «Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου. Έχω μισή ώρα μόνο για να ετοιμαστώ και να πάω στο Ίδρυμα Τζέιμς». Ο Τζακ ήξερε το Ίδρυμα Τζέιμς. Ήταν σαν το Ίδρυμα Ντάνιελς, που οι γονείς του περίμεναν από εκείνον να διευθύνει, ένας ευαγής οργανισμός που βοηθούσε τους πάμπλουτους να νιώσουν ότι δεν ήταν εντελώς εγωιστές. Έδινε υποτροφίες σε σπουδαστές και χορηγίες για ντοκιμαντέρ ειδικού ενδιαφέροντος, έρευνες και έργα, ενώ

βοηθούσε συνολικά την τοπική κοινωνία, χρηματοδοτώντας δραστηριότητες έξω από το σχολείο για τα παιδιά της πόλης. Ο Τζακ είδε τη Μάλορι να τρέχει στην κρεβατοκάμαρα και να σταματάει ξαφνικά. «Θα με πας με το αυτοκίνητο στο ίδρυμα;» «Και βέβαια», της απάντησε, παρ’ ότι τον βασάνιζαν δεκάδες ερωτήματα και είχε ανάγκη να βρει την απάντησή τους. Κυρίως, όμως, χρειαζόταν να μάθει γιατί η Μάλορι δεν παραδεχόταν ότι τον αγαπούσε. Η Κοκό είχε πάρει την επιταγή. Σίγουρα αυτή το είχε κάνει. Η Μάλορι καθόταν έξω απ’ την κομψή αίθουσα συσκέψεων του Ιδρύματος Τζέιμς. Είχε περάσει τις τελευταίες δύο ώρες παρουσιάζοντας το ντοκιμαντέρ για την Κόκκινη Γαρδένια σε δυο αυστηρούς άντρες και μια γυναίκα, οι οποίοι είχαν μια έκφραση τόσο ουδέτερη, που δεν της επέτρεψε ούτε μια στιγμή να καταλάβει πώς πήγαινε η παρουσίαση. Φορούσε ένα απλό άσπρο μπλουζάκι χωρίς σύνθημα, μπλε σακάκι και σχετικά επίσημο παντελόνι ειδικά για την περίσταση. Ο πολυεστέρας στο ύφασμα του σακακιού τής προκαλούσε φαγούρα στα χέρια και κάθε δυο λεπτά θύμιζε

στον εαυτό της να μην ξυστεί. Γιατί όμως να κλέψει την επιταγή η Κοκό; «Μάλλον επειδή χρειαζόταν τα λεφτά, ηλίθια», ψιθύρισε στον εαυτό της.

wWw.GreekLeech.info

Ο άντρας που καθόταν μαζί της στην αίθουσα αναμονής την κοίταξε περίεργα. Η Μάλορι του χαμογέλασε, κοίταξε την κλειστή πόρτα της αίθουσας συσκέψεων και μετά τέντωσε το λαιμό της για να δει έξω από την τζαμαρία τον Τζακ, που κάπνιζε γερμένος πάνω στην παλιά Σεβρολέτ του. Η Μάλορι έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει, έστω φευγαλέα. Και τι δεν έκανε αυτός ο άντρας για χάρη της! Πόσες φορές την περίμενε υπομονετικά, όσο εκείνη έκανε τις δουλειές της -από γυρίσματα μέχρι συνεντεύξεις- επειδή το δικό της αμάξι είχε χαλάσει; Ή μάλλον δεν είχε χαλάσει. Τα είχε τινάξει.

wWw.GreekLeech.info

Κι όμως, ο Τζακ δεν είχε παραπονεθεί ούτε μια φορά. Η Μάλορι υπέθετε ότι αυτό συνέβαινε επειδή δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει με το χρόνο του. Τώρα καταλάβαινε, όμως, ότι η διαθεσιμότητά του σήμαινε πως έβαζε εκείνη πάνω απ’ όλα. Η καρδιά της σφίχτηκε όταν θυμήθηκε όλες τις κατηγορίες που είχε εκτοξεύσει εναντίον του την τελευταία εβδομάδα.

«Για χρηματοδότηση είστε εδώ;» ρώτησε τον άντρα που καθόταν απέναντι της. «Ορίστε;» Ο άντρας την κοίταξε σαν να τρόμαξε που την άκουσε να μιλάει. «Κάνατε αίτηση για κάποια χρηματοδότηση;» τον ξαναρώτησε. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά. «Όχι, ήρθα να δώσω συνέντευξη για μια θέση στο τμήμα χορηγιών». «Α», έκανε η Μάλορι, ενώ αναρωτιόταν αν έπρεπε να φανεί ιδιαίτερα ευγενική μαζί του, για την περίπτωση που ο άντρας θα ήταν απέναντι της με επίσημη ιδιότητα την επόμενη φορά που θα ερχόταν εκείνη πάλι στο ίδρυμα. Τον κοίταξε καλά καλά. Πώς γίνονταν οι προσλήψεις σ’ αυτές τις θέσεις άραγε; Μάλλον ο άντρας γνώριζε κάποιο μέλος στο συμβούλιο. Η Μάλορι έβηξε για ν’ αποφύγει να μιλήσει. Αν του έκανε κάποιον υπαινιγμό για αναξιοκρατία, σίγουρα δε θα κέρδιζε την εύνοιά του, όσο κι αν τα λόγια της ήταν αληθινά. Σταμάτησε τον εαυτό της πάλι λίγο πριν ξυστεί κι έκανε το χέρι της γροθιά ανάμεσα στο μηρό της και το μπράτσο της

άβολης πολυθρόνας. Αυτές οι αίθουσες μάλλον σχεδιάζονταν με σκοπό να είναι απολύτως αφιλόξενες. Για να υποφέρουν οι φουκαριάρηδες ακόμα περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα της αίθουσας συσκέψεων και η Μάλορι πετάχτηκε πάνω. Αλλά η γυναίκα που βγήκε δεν ήθελε εκείνη. Έκανε νόημα στον άντρα. «Καλή τύχη!» του φώναξε η Μάλορι. Όταν έκλεισε η πόρτα, η Μάλορι κατέρρευσε πάλι στην πολυθρόνα της κι αναστέναξε. Τι καλή τύχη, δηλαδή; Η τύχη δεν είχε καμιά σχέση με την πρόσληψή του. Λυτό που χρειαζόταν κανείς σ’ αυτή τη ζωή ήταν οι οικογενειακές διασυνδέσεις. «Δεσποινίς Γ ούντραφ;» Η φωνή ήρθε πίσω απ’ τον αριστερό ώμο της. Η Μάλορι πετάχτηκε πάλι όρθια και βρήκε πίσω της έναν άντρα που δεν είχε ξαναδεί. Κατάφερε να μη συνοφρυωθεί και να χαμογελάσει. Αν ήταν να τη χρηματοδοτήσουν, θα της ανακοίνωνε τα νέα κάποιος απ’ την επιτροπή. Όταν ήταν ν’ απορρίψουν κάποια αίτηση, έστελναν τους λακέδες τους ν’ ανακοινώσουν τα κακά νέα. Ένιωσε το σύννεφο που την ακολουθούσε όλη μέρα να

διαλύεται σε σταγόνες και να την καταβρέχει. Αν φοβόταν ότι το σύννέφο την ακολουθούσε και τα πέντε χρόνια που βρισκόταν στο Λος Άντζελες... ε, τότε, δεν ήταν έτοιμη ακόμα να το παραδεχτεί.

Κεφάλαιο 12 Το στομάχι του Τζακ έκαιγε, καθώς καθόταν απέναντι απ’ τη Μάλορι, στο πάτωμα του καθιστικού της, κι έψαχναν τη στοίβα με τους φακέλους πάνω στο τραπέζι της. Έξω ο ήλιος έδυε ήδη. Από ένα άλλο διαμέρισμα ακού-γονταν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Τα χαρούμενα τραγούδια όμως ηχούσαν περίεργα στη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ήταν αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι τα Χριστούγεννα απείχαν λιγότερο από μια εβδομάδα. Ο χρόνος έπαυε να υπάρχει όταν ο Τζακ ήταν με τη Μάλορι, αλλά τώρα αυτό συνέβαινε πιο πολύ από ποτέ. Είχε το δυσάρεστο προαίσθημα ότι κάτι είχε αλλάξει. Και αυτό δεν ήταν για καλό. Δεν είχαν βρει την επιταγή που της είχαν δώσει εκείνος, η Λέιλα και η Ράιλι, αλλά είχαν ανακαλύψει κάποια στοιχεία της έρευνας που είχε κάνει η Μάλορι στην Ο-μάχα, παρ’ ότι έλειπε ο σημαντικότερος φάκελος. Ο Τζακ άγγιξε μια φωτογραφία, που μάλλον ήταν της Τζένι Φούλερ, πριν γίνει Κόκκινη Γαρδένια. Υπήρχε ένας νεαρός

άντρας με μια συνομήλικη του γυναίκα, κατά πάσα πιθανότητα στο σχολικό χορό των αποφοίτων. Ο Τζακ αναγνώρισε τη γυναίκα που κατόπιν έγινε η περίφημη Κόκκινη Γαρδένια, αλλά το πρόσωπο του άντρα δεν του έλεγε τίποτα... Περιεργάστηκε τη φωτογραφία από πιο κοντά. Ίσως να έκανε λάθος. Κάτι σ’ αυτό τον άντρα τον ανατρίχιαζε. «Δεν είναι εδώ», είπε η Μάλορι και κάρφωσε το απλανές βλέμμα της στον τοίχο πίσω του. Αυτό ήταν κάτι που το είχαν διαπιστώσει λίγες ώρες αφότου είχαν γυρίσει απ’ την κρίσιμη συνέντευξή της στο Ίδρυμα Τζέιμς. Αλλά είχαν ψάξει καμιά δεκαριά φορές ακόμα τα πράγματά της για να σιγουρευτούν και στο τέλος η Μάλορι είχε πάει για λίγο στο διαμέρισμα της γειτόνισσάς της, της Κάντι, απ’ όπου είχε εξαφανιστεί η Κοκό Καμπάνα, κατά ύποπτο τρόπο ταυτόχρονα με την επιταγή και το φάκελο των στοιχείων για την Τζένι Φούλερ. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η Κοκό πήρε το φάκελο», ψιθύρισε η Μάλορι κατάχλομη. «Μπορώ να καταλάβω γιατί έκλεψε την επιταγή, αλλά το φάκελο τι να τον κάνει;» Ο Τζακ άρχισε να μαζεύει τους φακέλους από το πάτωμα, καθώς ήταν σκόρπιοι ανάμεσά τους.

«Πώς μπορείς να κάνεις υποθέσεις αφού δεν την ξέρεις, Μάλορι;» Εκείνη έμεινε αμίλητη για μερικές στιγμές και μετά τον κοίταξε, κάνοντας μια κίνηση με τα χέρια της. «Δεν είπα ότι την ξέρω, αλλά δεν την άφησα μόνη στο σπίτι μου ούτε λεπτό κι αυτό σημαίνει ότι διέρρηξε το διαμέρισμα για να πάρει την επιταγή και το φάκελο». Κούνησε το κεφάλι της. «Είναι ανεξήγητο». Ο Τζακ είχε παραγγείλει πίτσα με πεπερόνι, αλλά η Μάλορι δεν είχε αγγίξει ούτε ένα κομμάτι, παρ’ ότι είχε να φάει απ’ το πρωί, όταν της είχε φέρει εκείνος τα κρουασάν. Το μυαλό της ήταν αλλού. Και η ίδια ήταν πιο σκυθρωπή από ποτέ. Ο Τζακ την είδε ν’ ακουμπάει τους αγκώνες στα γόνατά της και το κεφάλι στα χέρια της. «Αυτό ήταν. Τελείωσε», είπε αποφασιστικά. Ο Τζακ αιφνιδιάστηκε. Τέλειωσε; Η σχέση τους, δηλαδή; «Τι πράγμα;» Η Μάλορι έμεινε ακίνητη και αμίλητη για πολλή ώρα, αλλά μετά σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Το χαμόγελό της

ήταν βεβιασμένο και το βλέμμα της κενό. «Στη ζωή μαθαίνει κανείς συνέχεια, δε λένε;» Ο Τζακ ένιωσε μια απίστευτη ανακούφιση, ακούγοντας ότι η Μάλορι δεν αναφερόταν στη σχέση τους. «Πού είναι η πίτσα;» τον ρώτησε, ενώ σηκωνόταν απ’ το πάτωμα και πήγαινε στο τραπέζι. Μετά όμως άλλαξε μάλλον γνώμη και γύρισε πάλι σ’ εκείνον. Αν έκρινε απ’ την αρπακτική έκφρασή της, ο Τζακ θα έλεγε ότι ένιωθε σαν να ήταν ο ίδιος η πίτσα μπροστά της. Πριν προλάβει καλά καλά ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια του, η Μάλορι πέρασε τα πόδια της γύρω απ’ το κορμί του, κάθισε πάνω του, ενώ τον έσπρωχνε στο πάτωμα και, ανοίγοντας βίαια το πουκάμισό του, κόλλησε το στόμα της στο δικό του. «Όπα», είπε ο Τζακ, γελώντας, ενώ την κρατούσε λίγο μακριά του. «Τι έγινε;» «Εγώ είμαι ερεθισμένη κι εσύ είσαι διαθέσιμος». Φίλησε τις γωνιές του στόματός του και μετά τα χείλη του. «Θέλεις κάτι άλλο;» Ναι, ήθελε να της απαντήσει ο Τζακ. Ήθελε κάτι παραπάνω. Αλλά η αναπάντεχη επίθεσή της δεν του επέτρεπε να της

εξηγήσει τι ακριβώς ήθελε και είχε ανάγκη από εκείνη. Το μόνο που είχε σημασία τώρα ήταν να την αγγίξει και να τη νιώσει ολόκληρο το είναι του.

wWw.GreekLeech.info Η Μάλορι έβγαλε το μπλουζάκι της κι ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει το τζιν που είχε φορέσει όταν είχε γυρίσει απ’ το ίδρυμα νωρίτερα. Ο Τζακ ένιωσε τον πόθο του ν’ ανεβαίνει κατακόρυ-φα, καθώς εκείνη αποκάλυπτε πόντο πόντο τη φιλήδονη σάρκα της. Δεν ήταν μυώδης, επειδή δε γυμναζόταν, και οι καμπύλες της ήταν απαλές κι εκατό τοις εκατό θηλυκές. Κι εκείνος την ήθελε και... την αγαπούσε τόσο πολύ, που η καρδιά του πονούσε.

wWw.GreekLeech.info

«Δε γδύνεσαυ>, παρατήρησε η Μάλορι και σηκώθηκε για να κατεβάσει το τζιν της. Ο Τζακ έγνεψε αρνητικά. «Απολαμβάνω το θέαμα».

wWw.GreekLeech.info 'Οταν έμεινε με τα εσώρουχά της, τον κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια. Ο Τζακ παρακολούθησε το λίκνισμα του στήθους της, όσο του έβγαζε το πουκάμισο, τα παπούτσια, τις κάλτσες και το τζιν. Η στύση του πιέστηκε στο μποξεράκι του, ώσπου η Μάλορι του το έβγαλε κι αυτό. Ο Τζακ ξεροκατάπιε. Όποτε ήταν μαζί της, ένιωθε σαν να βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα. Αν έκανε λίγο δεξιά ή

αριστερά, θα τον κατάπινε η θύελλα. Τώρα, όμως... Τώρα ήταν ακόμα πιο ορμητική και αποφασισμένη. Κι εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο παρά να την παρακολουθεί, καθώς έβγαζε ένα προφυλακτικό απ’ την τσέπη του, του το φορούσε και καθόταν πάλι πάνω του με ξεκάθαρες προθέσεις. Την κράτησε από πάνω του για μερικά πολύτιμα δευτερόλεπτα. «Πρόσφατα με ρώτησες γιατί άρχισα να πίνω», της είπε με σιγανή φωνή. Η Μάλορι σταμάτησε να κινείται και το μόνο που α-κουγόταν ήταν η τραχιά ανάσα της. Δεν είπε τίποτα, καθώς είχε το μάγουλό της ακουμπισμένο στο δικό του, αλλά ο Τζακ μπορούσε να φανταστεί τα μάτια της γουρ-λωμένα και την έκφρασή της γεμάτη αγωνία. Χάιδεψε το απαλό δέρμα της πλάτης της. «Τότε δε σου απάντησα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να σου απαντήσω. Και κανονικά δε θα έπρεπε ίσως να σου πω τίποτα τώρα...» Έπρεπε όμως να της πει. Επειδή απόψε διαισθανόταν στη Μάλορι κάτι που δεν του άρεσε. Κάτι που έπρεπε ν’ αλλάξει. «Ας πούμε ότι δεν το έχω ξεπεράσει ακόμα και αυτό με πληγώνει», ολοκλήρωσε τη φράση του.

Άκουσε τη Μάλορι να ξεροκαταπίνει δυνατά. «Μα έχεις κόψει το ποτό πολύ καιρό». Τραβήχτηκε λίγο για να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. «Έτσι δεν είναι;» Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Ναι, το έχω κόψει πολύ καιρό, αλλά αυτό που νιώθω για εσένα...» Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο όμορφο πρόσωπό της και βρήκαν τη ζεστασιά εκεί. «Αυτό που αισθάνομαι για σένα μου θυμίζει πολύ αυτό που ένιωθα όταν άρχισα να πίνω. Συγκίνηση. Ελευθερία. Δέσιμο». Χάιδεψε τα μάγουλά της με τους αντίχειρές του. «Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι με το ποτό ζούσα μια ψευδαίσθηση ελευθερίας και δεσίματος. Γιατί, όταν λειτουργείς με το αλκοόλ στις φλέβες σου, δεν είσαι ούτε ελεύθερος ούτε δεμένος με τους άλλους». Όταν όμως λειτουργούσε με τη Μάλορι στις φλέβες του, ενώ εκείνη ήταν αποφασισμένη να τον κρατήσει σε απόσταση... τότε δεν υπήρχε επίσης καμιά διαφορά στην πραγματικότητα. «Σουτ», του είπε η Μάλορι, φιλώντας το μάγουλο και μετά το στόμα του. «Δε χρειάζεται να το συζητήσουμε τώρα». Ο Τζακ ήθελε να το συζητήσουν τώρα. Είχε ανάγκη να το συζητήσουν τώρα. Αλλά η Μάλορι χαμήλωσε τις μεταξένιες θηλυκές πτυχές της πάνω του κι ο Τζακ δεν μπόρεσε να κάνει

τίποτα άλλο παρά να κλείσει τα μάτια του, απολαμβάνοντας την αίσθηση του κορμιού της γύρω απ’ το δικό του, τη μυρωδιά της, το άγγιγμά της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να αφεθεί και πάλι στην ψευδαίσθηση της ελευθερίας και του δεσίματος. Στηρίχτηκε στα χέρια του για ν’ ανασηκωθεί και την άκουσε να αναστενάζει ηδονικά. Τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη μέση του κι έβαλε τις παλάμες του κάτω απ’ τους γλουτούς της. Και σταμάτησε να κινείται και ν’ αναπνέει. Αφέθηκε στις αισθήσεις που τον κατέκλυσαν. Στην έξαψη και τον πόθο. Στη μεταλλική αίσθηση στο στομάχι του. Στην ανάγκη του, που ήταν τόσο μεγάλη για εκείνη και δεν τον άφηνε να σκεφτεί τίποτε άλλο απ’ το εδώ και το τώρα. Η Μάλορι ακούμπησε το μέτωπό της στο πιγούνι του και πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα, νιώθοντας προφανώς όπως κι εκείνος τη βαρύτητα της στιγμής. Ο Τζακ έσφιξε τους γοφούς της, καθώς την έφερνε πιο κοντά του για να τη γεμίσει ολόκληρη. Αφότου είχε γνωρίσει τη Μάλορι πριν από τρία χρόνια, η προσωπική αμφιταλάντευσή του μεταξύ σεξ και έρωτα είχε πάρει τέλος. Παρ’ ότι δεν το καταλάβαινε τότε -το μόνο που αντιλαμβανόταν ήταν μια ισχυρή σωματική έλξη για τη Μάλορι-, μόλις την είχε

κοιτάξει στα μάτια, είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε μπροστά του το μοναδικό άτομο στον κόσμο που ήταν πλασμένο για εκείνον. Το μοναδικό άτομο στον κόσμο που τον άγγιζε βαθιά μέσα του. Το μοναδικό άτομο στον κόσμο που ήταν το περίγραμμα της σκιάς του. ' Η σχέση τους δεν ήταν ποτέ αποκλειστικά σεξουαλική, όσο κι αν επέμενε γι’ αυτό η Μάλορι. Και το κλειδί ήταν το ίδιο το σεξ. Δεν είχαν βαρεθεί ποτέ ο ένας τον άλλον. Δεν είχαν νιώσει ποτέ την ανάγκη να αναζητήσουν άλλον εραστή. Και δέκα φορές τη μέρα να έκαναν έρωτα, δε θα τους έφτανε. Όχι, η σχέση τους ποτέ δεν ήταν μόνο σεξουαλική. Αντίθετα, η λύση για τα πραγματικά αισθήματά τους βρισκόταν στο γεγονός του έρωτα. Τότε ακριβώς γυμνώνονταν ο ένας στον άλλο κι έμεναν εντελώς εκτεθειμένοι. Ήταν η μόνη στιγμή που παραμέριζαν όλες τις προφάσεις, όλα τα ψέματα -τόσο στους εαυτούς τους όσο και στους άλλους- και επέτρεπαν στις ψυχές τους να κυριαρχήσουν ελεύθερες πάνω στα κορμιά τους. Ήταν η μόνη στιγμή που άφηναν τις καρδιές τους ν’ ανοίξουν και να δεχτούν τον άλλον ολοκληρωτικά, χωρίς όρους και όρια.

Η Μάλορι τράβηξε το ένα χέρι της απ’ την πλάτη του και το έβαλε στο πάνω μέρος του μηρού του, κολλώντας πάνω του. Αρχισε να λικνίζεται μαζί του, χάνοντας μια ανάσα ακόμα με κάθε κίνηση. Ο Τζακ κοίταξε βαθιά μέσα στα καστανά μάτια της και δε διέκρινε κανένα δισταγμό ή φόβο, αλλά μόνο πάθος. Πάθος για εκείνον. Τα βλέφαρά της έκλεισαν πεταρίζοντας, ενώ τα χείλη της μισάνοιξαν μ’ ένα σιγανό αναστεναγμό. Ο Τζακ αναρωτήθηκε αν είχε δει στη ζωή του κάτι πιο όμορφο. Το βλέμμα του ταξίδεψε από τον κομψό λαιμό της στην ντελικάτη καμπύλη του και στο στήθος της. Η έξαψη του έρωτά τους δημιουργούσε μια ροδαλή λάμψη στο δέρμα της, κάτω απ’ τη ζεστή στρώση του ιδρώτα. Ο Τζακ άφησε τους γοφούς της και πέρασε τα χέρια του στην πλάτη της, ακολουθώντας τη ραχοκοκαλιά της, μέχρι το κούμπωμα του σουτιέν της. Το άνοιξε εύκολα και είδε το δαντελένιο ύφασμα ν’ αφήνει γυμνό κι ελεύθερο το στήθος της και να γλιστράει στα μπράτσα της. Χαμήλωσε το στόμα του για να γευτεί την ορθωμένη θηλή της κι ένιωσε τη στύση του να πάλλεται βαθιά μέσα της. Η Μάλορι βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, τραβώντας τον ακόμα πιο κοντά, κι εκείνος ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει σαν ταμπούρλο στο στήθος της.

Αυτή η γυναίκα θα τον πέθαινε κάποια μέρα. Του έκανε απίστευτα πράγματα, χωρίς καμιά προσπάθεια. Μ ’ ένα απλό ανοιγόκλεισμα των ματιών της. Μ’ ένα ευφυές σχόλιο. Μ’ ένα λίκνισμα των γοφών της. Ήταν περίεργο πόσο εύκολα τον μεταμόρφωνε σε έναν ηλίθιο, έτοιμο να πέσει τα πόδια της για να ικανοποιήσει κάθε καπρίτσιο της.

wWw.GreekLeech.info

Βέβαια η Μάλορι δεν είχε ιδέα για τα αισθήματα του. Ήξερε όμως να τον χειρίζεται για να της κάνει τα χατίρια, όπως όταν τον έβαζε να της κάνει τον σοφέρ. Αυτό που δε γνώριζε, ήταν ότι ο Τζακ ευχαρίστως θα της έκανε τον σοφέρ για την υπόλοιπη ζωή του, χωρίς να θέλει τίποτα παραπάνω. Τίποτα εκτός από εκείνη. Παρ’ ότι ήταν απίστευτα δεμένος μαζί της, προτιμούσε να αγνοεί τη μεταλλική αίσθηση στο στομάχι του, που του έλεγε πως δεν ήταν δική του τώρα και δε θα γινόταν ποτέ του. Τουλάχιστον με τον τρόπο που εκείνος είχε ανάγκη.

wWw.GreekLeech.info

Η Μάλορι αρπάχτηκε από τους ώμους του και ανασηκώθηκε για να ενωθεί πιο στενά μαζί του, μ’ έναν τρόπο που κόντεψε να τον τρελάνει. Ο εσωτερικός διάλογος του Τζακ σταμάτησε, καθώς τον πλημμύριζαν ο πόθος και η λαχτάρα για ολοκλήρωση.

Το μυαλό του σταμάτησε να ορίζει τις επιθυμίες του και κυριάρχησαν οι αισθήσεις του, επιταχύνοντας το χτύπο της καρδιάς του, κλέβοντας την ανάσα του, απελευθερώνοντας ένα οικείο χάος που θέριευε μέσα του ολοένα περισσότερο. Η Μάλορι αναστέναξε και το στήθος της πίεσε περισσότερο το δικό του, καθώς έφτανε η στιγμή του οργασμού της. Νιώθοντας τους απαλούς μυς της να πάλ-λονται γύρω του, ο Τζακ δεν μπόρεσε παρά ν’ ακολουθήσει. Όταν καταλάγιασε η έξαψη στα κορμιά τους, ο Τζακ την έσφιξε στο στέρνο του, γιατί φοβόταν να την αφήσει. Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί είχε την αίσθηση ότι κινδύνευε να τη χάσει, αν την ελευθέρωνε απ’ την αγκαλιά του, αλλά δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό το αίσθημα. Η Μάλορι φίλησε νωχελικά τον ώμο του και κατέβασε τα χέρια της στην ιδρωμένη πλάτη του. «Τζακ... θα γυρίσω στο σπίτι μου». Κάνσας Σίτι. Εκεί ήταν το σπίτι της. Να μια ενδιαφέρουσα λέξη. Η Μάλορι γεύτηκε το αλμυρό δέρμα στον ώμο του Τζακ κι

έτριψε το μάγουλό της στη μυώδη σάρκα του. Η καρδιά της πονούσε τόσο πολύ, που της φαινόταν ότι κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να σπάσει. Δεν ήξερε ότι θα ένιωθε έτσι όταν είχε προφέρει αυτά τα λόγια. Και δεν περίμενε ποτέ μια τόσο έντονη αντίδραση. Ο Τζακ προσπάθησε να την απομακρύνει λίγο, για να την κοιτάξει στα μάτια, αλλά η Μάλορι κόλλησε ακόμα πιο σφιχτά πάνω του. Δεν μπορούσε να τον αντικρίσει ακόμα. 'Επρεπε να χωνέψει η ίδια την απόφασή της, πριν αντιμετωπίσει τη δική του αντίδραση. Είχε δώσει προθεσμία στον εαυτό της πέντε χρόνια για να πετύχει στο Λος Άντζελες. Και αυτά τα χρόνια είχαν τελειώσει. Δε διέθετε τα προσόντα για να πετύχει. Αυτό ήταν όλο. Για σχεδόν δυο χιλιάδες μέρες, αγωνιζόταν να κερδίσει το νοίκι και το φαγητό της και να κάνει τις ταινίες που πάντα ονειρευόταν. Και με την εξαφάνιση της επένδυσης των φίλων της... είχε αποδείξει ότι δεν μπορούσε να είναι ούτε καλή φίλη. «Μάλορι...» είπε ο Τζακ με σιγανή φωνή. «Μίλα μου. Τι εννοούσες, λέγοντας ότι θα γυρίσεις στο σπίτι σου; Ποιο

σπίτι;» «Στο Κάνσας», του απάντησε με χαμηλή φωνή. Ένιωσε τον Τζακ να πετρώνει από κάτω της, αλλά μ’ έναν τρόπο που της ήταν πρωτόγνωρος και καθόλου ευχάριστος. «Δεν... μπορώ να το κάνω πια αυτό», του είπε. Τελικά ενέδωσε στην προσπάθεια του Τζακ να την απομακρύνει λίγο για να την κοιτάξει. Μόνο που η ίδια δεν μπορούσε να τον αντικρίσει στα μάτια. «Τι πράγμα;» Οι δυο λέξεις βγήκαν από μέσα του σαν ένας πνιχτός ήχος. Η Μάλορι αναστέναξε βαθιά. «Δεν έχω τα προσόντα που χρειάζονται, Τζακ. Προσπάθησα... και απέτυχα. Είναι πια καιρός να το παραδεχτώ. Να καταλάβω ότι δεν είμαι ντοκιμαντερίστα. Να δεχτώ ότι είμαι απλώς ένα πολύ φιλόδοξο, απλό κορίτσι απ’ το Κάνσας Σίτι». Τα δάχτυλά του έσφιξαν τα μπράτσα της. «Δεν είσαι ένα απλό κορίτσι». Η Μάλορι κόντεψε να χαμογελάσει και σήκωσε επιτέλους τα μάτια της να τον κοιτάξει. «Απ’ ό,τι φαίνεται, κατάφερα να σε κοροϊδέψω».

Ξεροκατάπιε και, παρά τον κόμπο στο λαιμό της, συνέχισε να του εξηγεί. «Αλλά δεν μπορώ να κοροϊδεύω πια τον εαυτό μου, Τζακ. Ούτε... το νοίκι μου δεν μπορώ να πληρώσω, για όνομα του Θεού. Αύριο μεθαύριο θα μου κάνουν έξωση απ’ το διαμέρισμα. Τις προάλλες έκοψα μια κάλτσα, για να βάλω φίλτρο στην καφετιέρα. Εχω πιάσει πάτο». «Μα πρέπει να κάνεις τα ντοκιμαντέρ σου». Η Μάλορι κάρφωσε το βλέμμα της σε μια ελιά στο στέρνο του, ακριβώς πάνω απ’ την αριστερή θηλή του. Της άρεσε πολύ να παίρνει στο στόμα της αυτή τη μι. κροσκοπική ελιά. Και μάτωνε η καρδιά της που δε θα μπορούσε να το κάνει πια. Αλλά η καρδιά της μάτωνε ακόμα περισσότερο με τη σκέψη ότι θα το έκανε κάποια άλλη στη θέση της. «Τα ντοκιμαντέρ μου με οδήγησαν σε αδιέξοδο», του αποκρίθηκε και κατάλαβε ότι ο Τζακ κρατήθηκε για να μην την ταρακουνήσει. «Εχεις κερδίσει βραβεία γι’ αυτά τα ντοκιμαντέρ», της θύμισε. «Ναι, αλλά δεν μπορώ να βρω χρηματοδότηση για να σωθώ». «Έχεις μοναδικό μάτι».

«Αυτό δε σημαίνει τίποτα αν δε θέλει κανένας να δει τη δουλειά μου». Ο Τζακ απομακρύνθηκε τελείως από πάνω της. «Δεν είναι δυνατόν να το βάλεις κάτω έτσι εύκολα, Μάλορι. Δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος εσύ. Πάντα έχεις ένα εναλλακτικό σχέδιο». Η Μάλορι ξαφνιάστηκε με το λυγμό που την έπνιξε. «Ναι, αλλά τώρα πια έχω στερέψει από σχέδια. Έδωσα στον εαυτό μου πέντε χρόνια προθεσμία, για να πετύ-χω στον τομέα μου, και δεν τα κατάφερα. Μπορεί να έλεγα ψέματα στον εαυτό μου. Μπορεί αυτό να είμαι στην πραγματικότητα κι ας μην το καταλαβαίνουμε εσύ κι εγώ». Ο Τζακ την κοίταξε αμίλητος για λίγο. «Όχι», της εί- ' πε, κουνώντας το κεφάλι του. «Δε θα σ’ αφήσω να το βάλεις κάτω». Η Μάλορι δεν άντεχε να δώσει τόσο βίαιο τέλος στη σχέση τους, αλλά σηκώθηκε απ’ τα πόδια του και άρχισε να ντύνεται. «Δεν είναι δικό σου θέμα, Τζακ». «Έτσι νομίζεις εσύ». Του έριξε μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο της και τον βρήκε να κάθεται στο ίδιο σημείο, ολόγυμνος και πανέμορφος, κοιτώντας την προκλητικά.

«Τι θα κάνεις, δηλαδή; Θα με δέσεις στην ντουλάπα σου;» τον ρώτησε. «Θα σου δώσω τα λεφτά που έκλεψε η Κοκό», της απάντησε. Την πλημμύρισε μια θλίψη τόσο δυνατή, που κόντεψε να γονατίσει, ενώ ακόμα ντυνόταν. «Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν; Δεν μπορώ να πάρω λεφτά ούτε από εσένα ούτε από τη Ράιλι ούτε από τη Λέιλα. Ούτε τα πρώτα έπρεπε να δεχτώ». «Τότε μείνε μαζί μου». Η ανάσα της πάγωσε στα πνευμόνια της. Δεν ήταν δίκαιο. Αρχισε να μαζεύει τους φακέλους που πριν από λίγο σήμαιναν τα πάντα για εκείνη, αλλά τώρα αποτελούσαν μόνο το σύμβολο της αποτυχίας της. «Δεν μπορώ», του απάντησε. Η Μάλορι κατάλαβε ότι ο Τζακ είχε σηκωθεί και στεκόταν πίσω της μόνο όταν τη γύρισε, για να τον κοιτάξει κατάματα. «Γιατί δεν μπορείς;» απαίτησε να μάθει. Η Μάλορι έσφιξε τους φακέλους στο στήθος της. «Επειδή είναι κάτι που δε θα έκανα ποτέ. Γι’ αυτό». Πή-Ρε μια βαθιά

ανάσα. «Δε θέλω να με ζουν οι άλλοι, όπως η μητέρα μου. Δε σκοπεύω να ζω σαν παράσιτο. Δεν κρίνω τους ανθρώπους ανάλογα με τα λεφτά τους και πόσο εύκολα μπορώ να τους κάνω του χεριού μου». «Μάλορι, είμαστε φίλοι σου». Η φωνή του Τζακ έγινε πιο βαθιά και τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Είμαι φ(. λος σου». Η Μάλορι χαμογέλασε θλιμμένα. «Γι’ αυτό δεν μπορώ να σ’ εκμεταλλευτώ». Ο Τζακ την έσφιξε τόσο δυνατά στην αγκαλιά του, που της έκοψε την ανάσα, κάνοντας τους φακέλους να πέσουν απ’ τα χέρια της. «Δεν εκμεταλλεύεσαι κανέναν, Μάλορι. Τη Λέιλα, τη Ράιλι κι εμένα θα εκμεταλλευτείς; Εμείς θα είμαστε κοντά σου ό,τι κι αν γίνει. Σου έκλεψαν την επιταγή. Θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε από εμάς. Θα βρούμε μια λύση. Θ’ αντιμετωπίσουμε μαζί αυτή την κατάσταση». Η Μάλορι κούνησε αργά το κεφάλι της. «Μη μου το κάνεις πιο δύσκολο απ’ ό,τι είναι ήδη, Τζακ. Δε... νομίζω ότι θα το αντέξω».

«Κι εγώ;» τη ρώτησε, με μια φωνή ψιθυριστή. «Πώς νομίζεις ότι μπορώ να συνεχίσω εγώ;» Η Μάλορι έβλεπε βαθιά μέσα στα μάτια του -στη σκιά του πόνου που υπήρχε εκεί- ότι αυτή η ιστορία τον σκότωνε. «Δεν... μπορώ να το σκεφτώ αυτό», του απάντησε. «Δεν μπορώ να το σκεφτώ τώρα. Έχω...» Έπρεπε να σταματήσει να μιλάει και να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη. Ο πόνος στο στήθος της απλωνόταν, σφίγγοντας τα πνευμόνια της και κόβοντας την ανάσα της. «Δε σου έχω πει ποτέ ψέματα, Τζακ. Δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι θα έμενα για πάντα. Δε μίλησα ποτέ για ένα κοινό μέλλον». Έτριψε με την παλάμη τη μύτη της κι αναρωτήθηκε πού είχε πάει η Μάλορι με τις εξυπνάδες της και πού θα την ξανάβρισκε. Από την άλλη πλευρά, με τις εξυπνάδες της είχε φτάσει σ’ αυτή τη δύσκολη θέση. Ήταν τόσο απασχολημένη με τα σχέδιά της, όπως έλεγε ο Τζακ, που δεν έβλεπε τίποτε άλλο γύρω της. Είχε παραπλανήσει τον εαυτό της και τον είχε πείσει ότι ήταν κάτι που δεν ήταν στην πραγματικότητα. Κάτι που δε θα γινόταν ποτέ. Είχε πιστέψει ότι ένα κορίτσι απ’ το Κάνσας

μπορούσε να γίνει δημιουργός ντοκιμαντέρ. Είχε πλανηθεί πιστεύοντας ότι η θέση της ήταν σ’ αυτό το μαγικό μέρος. Είχε ξεγελάσει τον εαυτό της ότι ήταν διαφορετική και πιο σοβαρή απ’ τους κινηματογραφιστές που απέρριπτε για τη ρηχότητά τους και την έλλειψη έμπνευσης. Τελικά φοβόταν ότι ρηχή και χωρίς έμπνευση ήταν η ίδια κι ότι οι ταμπέλες που έβαζε στους άλλους ίσχυαν και για κείνη. Αλλά η Μάλορι με τις εξυπνάδες της την είχε κάνει να το ξεχάσει. Την είχε γεμίσει φρούδες ελπίδες και φιλοδοξίες και την είχε οδηγήσει στο αδιέξοδο ενός δρόμου που φάνταζε ατέλειωτος. Η Μάλορι είδε τον Τζακ να φοράει το τζιν του, κουνώντας το κεφάλι του. «Δε θα σε διευκολύνω, Μάλορι. Δε θα σ’ αφήσω να φύγεις έτσι». Μια μικρή σπίθα έκανε το αίμα στις φλέβες της να τρέξει πιο γρήγορα. «Μην το κάνεις αυτό, Τζακ. Δε θέλω να σε πληγώσω πιο πολύ. Αν με πιέσεις όμως, θα σου ξεριζώσω την καρδιά και θα την κάνω κομμάτια». Σήκωσε πάλι τους φακέλους απ’ το πάτωμα και μπήκε στην κουζίνα, για να τους πετάξει στα σκουπίδια. Ο Τζακ την

ακολούθησε, αλλά, πριν προλάβει να πει κάτι, εκείνη ξαναγύρισε. «Να σε πάρει ο διάβολος, Τζακ! Να σας πάρει όλους ο διάβολος! Σου είπα ότι αυτή η σχέση έπρεπε να μείνει... ανάλαφρη. Σου είπα να μην πιέσεις ούτε εμένα ούτε την κατάσταση. Αλλά εσύ δε με άκουσες. Ήθελες να το πεις στη Λέιλα και τη Ράιλι. Ήθελες να δώσεις διαστάσεις σοβαρής σχέσης σ’ αυτό που έχουμε».

wWw.GreekLeech.info

Συσπάστηκε ένας μυς στο πιγούνι του. «Δεν έκανα τίποτα εγώ. Τα πράγματα κύλησαν και εξελίχτηκαν από μόνα τους. Και αν σταματούσες να λες αυτές τις αηδίες, θα το καταλάβαινες κι εσύ».

wWw.GreekLeech.info

Ο Τζακ είχε δίκιο βέβαια. Η Μάλορι ήξερε από καιρό ότι η σχέση τους δεν ήταν αποκλειστικά σεξουαλική. Το είχε καταλάβει, αλλά δεν έδινε σημασία. Τι σόι άνθρωπος θα δημιουργούσε μια σοβαρή σχέση, χωρίς να ξέρει τι είναι και τι μπορεί να κάνει; Η Μάλορι δεν άργησε πολύ να φέρει στο μυαλό της έναν τέτοιο άνθρωπο. Η μητέρα της.

wWw.GreekLeech.info

Και να τι είχε απογίνει.

Βρισκόταν ήδη στο εικοστό θύμα της. Συγνώμη! Στον εικοστό σύντροφο της ζωής της. Και την προηγούμενη

εβδομάδα είχε ανακοινώσει στη Μάλορι ότι τα πράγματα πήγαιναν τόσο καλά, που ο συγκεκριμένος κύριος θα γινόταν ο έβδομος σύζυγός της. «Πόσο καιρό ισχύει ο κανόνας των πέντε ετών;» τη ρώτησε ο Τζακ. Η Μάλορι ξαφνιάστηκε με την ερώτηση. «Απ’ την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο Λος Άντζελες», του απάντησε. «Και δε μας το είπες ποτέ. Ούτε σ’ εμένα ούτε στη Ράιλι ούτε στη Λέιλα». «Όχι». Η Μάλορι δεν τους το είχε πει ποτέ, επειδή ένιωθε ότι έτσι θα δεχόταν ως πιθανή προοπτική την αποτυχία. Και δεν ήταν έτοιμη ν’ αποδεχτεί κάτι τέτοιο. Μέχρι τώρα. Μέχρι αυτή τη στιγμή. «Τζακ, μην το κάνεις αυτό», ψιθύρισε, θέλοντας απελπισμένα να σβήσει τον πόνο που διέκρινε στα μάτια του και που ερχόταν κατευθείαν απ’ την καρδιά του. Α-κούμπησε την παλάμη της στο στέρνο του. «Λες ότι θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα;» Ο Τζακ μισόκλεισε τα μάτια του κι έπιασε το χέρι της.

«Ναι», της απάντησε λακωνικά. «Θα ήταν διαφορετικά, επειδή δε θα είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να σ’ αγαπήσει». Κεφάλαιο 13 Λίγη ώρα αργότερα, ο Τζακ ένιωθε σαν να κολυμπούσε σε βαθιά νερά, καθώς περπατούσε απ’ το αμάξι προς το διαμέρισμά του. Το κορμί του ήταν μουδιασμένο απ’ το σοκ, όπως και το μυαλό και η καρδιά του. Η Μάλορι θα τον άφηνε. Δε θ’ άφηνε μόνο εκείνον. Θα έφευγε οριστικά απ’ το Λος Άντζελες. Πιθανόν να το άντεχε, αν η Μάλορι άφηνε μόνο εκείνον. Όταν σκεφτόταν όμως ότι δε θα βρίσκονταν ούτε στην ίδια Πολιτεία, πόσο μάλλον στην ίδια πόλη, αισθανόταν πράγματα που δεν μπορούσε να περιγράφει. Ανοιξε την πόρτα του διαμερίσματος του, περιμένο-ντας να δει τον Μπούμερ ξαπλωμένο στο χολ. Αλλά ο σκύλος δεν ήταν εκεί. Αφηνε πάντα ανοιχτό κάποιο φως για το ηλικιωμένο λαγωνικό, αλλά τώρα δεν τον έβλεπε πουθενά. «Μπούμερ;» φώναξε. Τίποτα.

Η ανησυχία για το σκύλο, που είχε τόσο καιρό στο σπίτι του, προστέθηκε στο χάος των συναισθημάτων που είχαν γεννηθεί μέσα του απόψε. Αναψε το φωτιστικό της οροφής στην κουζίνα κι ανακάλυψε ότι το φαγητό του Μπούμερ ήταν ανέγγιχτο στο πιάτο του. Πήγε στην πόρτα της μικρής αυλής, αλλά δεν είδε ούτε εκεί το σκύλο. Πέντε λεπτά αργότερα, είχε ψάξει παντού, αλλά δε βρήκε κανένα ίχνος του σκύλου. Ούτε στο σαλόνι ούτε στην κρεβατοκάμαρα. Ήταν σαν να είχε εξαφανιστεί. Ο Τζακ άναψε το φως του μπάνιου και άκουσε αμέσως τη βαριά ανάσα. Πήγε στην μπανιέρα και τράβηξε την κουρτίνα. Ο Μπούμερ ήταν ξαπλωμένος μέσα και α-γκομαχούσε, χωρίς να δώσει κάποιο σημάδι ότι είχε προσέξει την παρουσία του Τζακ από πάνω του. Αυτό δεν ήταν φυσιολογικό. Καθόλου φυσιολογικό. Ο Μπούμερ απέφευγε πάντα την μπανιέρα, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Κάποιο σοβαρό πρόβλημα θα είχε σίγουρα, για να βρίσκεται εκεί ξαπλωμένος και ημιαναί-σθητος. «Μη φοβάσαι, φιλαράκο. Μη φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά». Ο Τζακ σήκωσε τον ταλαιπωρημένο σκύλο στην αγκαλιά του

κι έτρεξε στην πόρτα, ελπίζοντας ότι είχε δίκιο κι ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Ωστόσο είχε ένα δυσάρεστο προαίσθημα ότι τίποτα δε θα ξαναπήγαινε καλά στη ζωή του. Το επόμενο βράδυ η Μάλορι στεκόταν στη μικροσκοπι-κή κουζίνα της και ασφάλιζε με ταινία τις τελευταίες κούτες που θα έδινε στην Κάντι. Είχε πακετάρει σχεδόν όλα της τα πράγματα. Την έθλιβε η σκέψη ότι ζούσε εδώ τόσο καιρό, που φάνταζε σαν μια ολόκληρη ζωή, κι ωστόσο μπορούσε να χωρέσει όλα τα υπάρχοντά της σε τρεις κούτες μεσαίου μεγέθους. Βέβαια, είχε δώσει ήδη πολλά απ’ τα πράγματά της στην Κάντι, η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα τα χάριζε σε κάποιον απ’ τους προστατευόμενούς της. Ο τελευταίος της συγκάτοικος ήταν ένας τύπος που λεγόταν Τζέρε-μι και ζούσε στους δρόμους, αφότου είχε φτάσει στην πόλη με λεωφορείο απ’ το Μιλγουόκι, δέκα μήνες νωρίτερα. Ίσως να του ήταν χρήσιμα τα παλιά κατσαρολικά της όταν θα έβρισκε δικό του σπίτι. Το μόνο πράγμα που είχε κρατήσει απ’ την κουζίνα της ήταν η καφετιέρα. Μπορούσε να ζήσει χωρίς όλα τα άλλα, σίγουρα όμως όχι χωρίς την καφετιέρα της.

Βέβαια αρνιόταν να σκεφτεί πώς θα ζούσε χωρίς τη Λέιλα και τη Ράιλι. Πώς θα ζούσε χωρίς τον Τζακ. Η ανάσα της σταμάτησε στο λαιμό της. Για όνομα του Θεού, μέχρι τώρα δεν ήξερε ότι αυτού του είδους ο ψυχικός πόνος μπορούσε να εκδηλωθεί και σωματικά. Μερικές φορές πονούσε ακόμα κι αναπνέοντας. Το προηγούμενο βράδυ είχε μείνει ξάγρυπνη, με το βλέμμα της καρφωμένο στο ταβάνι, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι το τέλος των ονείρων για την καριέρα της την έκανε να νιώθει ότι η ζωή της είχε αναποδογυρίσει. Κάθε φορά όμως που έκλεινε τα μάτια της, έβλεπε το κατάπληκτο πρόσωπο του Τζακ. Και τα λόγια του αντηχούσαν στα αυτιά της. Την αγαπούσε. Η Μάλορι το ήξερε βέβαια αυτό. Δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ συνειδητά, ούτε στον εαυτό της, αλλά βαθιά μέσα της το ήξερε. Αλλά όταν το άκουσε, αφού είχε ανακοινώσει το δικό της νέο. συγκλονίστηκε. Ο Τζακ την αγαπούσε.

Κι εκείνη έφευγε. Αλλά έπρεπε να φύγει. Γιατί κανείς δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό; Ακούστηκε ένα κοφτό χτύπημα στην πόρτα κι η Μά-λορι την κοίταξε, σηκώνοντας την κούτα που είχε για την Κάντι. «Η τελευταία είναι», είπε, κρατώντας την κούτα με το ένα χέρι, για ν’ ανοίξει την πόρτα με το άλλο.

wWw.GreekLeech.info

Μόνο που στο κατώφλι της δε στεκόταν η Κάντι, αλλά η Λέιλα με τη Ράιλι. Η Μάλορι κατάλαβε ότι ασυνείδητα λαχταρούσε να δει τον Τζακ όταν δεν τον διέκρινε ανάμεσα στις δυο φίλες της. «Περίμενες κάποιον;» ρώτησε η Λέιλα, με τα χέρια της σταυρωμένα έτσι, που έδειχνε έτοιμη για καβγά.

wWw.GreekLeech.info Η Μάλορι ξεροκατάπιε και κατέβασε την κούτα στο πάτωμα, δίπλα στην πόρτα. «Ναι, περίμενα την Κάνη». «Μμμ», έκανε η Ράιλι, ακολουθώντας τη Λέιλα μέσα στο σπίτι, πριν κλείσει την πόρτα πίσω της. Η Μάλορι μετακίνησε την κούτα που είχε αφήσει κάτω, επειδή δεν ήθελε να κοιτάξει τις φίλες της.

«Ασε την κούτα και κοίταξέ μας», την πρόσταξε η Ράιλι. Η Μάλορι πέτρωσε, χωρίς να ξέρει αν άντεχε ν’ αντιμετωπίσει τις δυο φίλες της. Χωρίς να ξέρει αν θα μπορούσε να τις αντιμετωπίσει ποτέ ξανά. «Δεν πιστεύω να περίμενες να είναι η κατάσταση τόσο εύκολη», είπε η Λέιλα, ριζωμένη στη θέση της κοντά στην πόρτα. «Μου μίλησες στο τηλέφωνο πέντε λεπτά, για να μου ανακοινώσεις ότι φεύγεις με το πρώτο πρωινό λεωφορείο για το Κάνσας. Οριστικά». «Τι περίμενες να κάνουμε; Να σου ευχηθούμε καλή τύχη και να εξαφανιστούμε;» ζήτησε να μάθει η Ράιλι. «Καλό θα ήταν», απάντησε ειρωνικά η Μάλορι. Η Ράιλι γέλασε κι η Μάλορι πρόσεξε τότε ότι η φίλη της κρατούσε κάτι στο χέρι της. Ήταν ένα μπουκάλι με-ξικάνικη μαργαρίτα με τρία πλαστικά ποτήρια περασμένα στο λαιμό. Η Ράιλι τα άφησε στο άδειο τραπέζι, που η Κάντι θα έπαιρνε το πρωί με τα υπόλοιπα έπιπλα της Μάλορι. Η Μάλορι παρακολούθησε μαρμαρωμένη τη Λέιλα και τη Ράιλι να ετοιμάζουν κάτι σαν αποχαιρετιστήριο πάρτι, απλώνοντας στο τραπέζι ένα σακουλάκι πατατάκια, ένα βαζάκι καυτερή σος, ένα κουτί μπουρίτος απ’ το αγαπημένο της μεξικάνικο εστιατόριο λίγο πιο πάνω και τα εντελώς

απαραίτητα μελωμένα κρουασάν. Η Μάλορι ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της, καθώς παρακολουθούσε τις δυο γυναίκες να φλυαρούν, όση ώρα έφτιαχναν τον μπουφέ και τακτοποιούσαν τις καρέκλες γύρω απ’ το τραπέζι. Τις αγαπούσε πολύ. Ό,τι κι αν τους έλεγε, όσο καυστικά σχόλια κι αν έκανε -με κάτι τέτοια σχόλια παραλίγο να χωρίσουν για τα καλά η Ράιλι κι ο Μπεν, για όνομα του Θεού!- αυτές οι δυο την αγαπούσαν. Άραγε μπορούσε να το πει αυτό για άλλη γυναίκα; Η μητέρα της μάλλον την αγαπούσε, όπως όλες οι μητέρες τα παιδιά τους. Ή τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Αλλά η Μάλορι δεν ήταν δεμένη μαζί της και ποτέ δεν την κατάλαβε. Σίγουρα το ίδιο ίσχυε και για τη μητέρα της, που απορούσε γιατί η Μάλορι δεν είχε παντρευτεί στα δεκαοκτώ χρόνια της, πόσο μάλλον γιατί ήταν ακόμα ανύπαντρη στα είκοσι πέντε της. Η Λέιλα και η Ράιλι όμως... Η Λέιλα και η Ράιλι ήταν σαν οικογένειά της. Κάτι παραπάνω από οικογένεια, στην πραγματικότητα, αν και η Μάλορι δεν ήξερε πώς λεγόταν αυτή η σχέση. Το μόνο που γνώριζε, ήταν ότι τις αγαπούσε. Ναι, τις αγαπούσε.

Όταν πονούσαν αυτές, πονούσε κι εκείνη. Όταν ήταν ευτυχισμένες αυτές, ήταν ευτυχισμένη κι εκείνη. Ή τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Πάντως της ήταν πιο οδυνηρό να φύγει, ξέροντας ότι δε 0α είχε πια κοντά της αυτές τις δυο γυναίκες, σε απόσταση πέντε λεπτών. Ότι δε θα μπορούσε να περάσει απ’ το Σούγκαρ & Σπάις αναπάντεχα, για να κάνει επιδρομή στα γλυκά της βιτρίνας, όση ώρα κουτσομπόλευαν τους πελάτες ή συζητούσαν τα ερωτικά τους ή αντάλλαζαν κακίες για γούστο. Ύστερα από τέσσερα πλαστικά ποτήρια μαργαρίτα, η Μάλορι διαπίστωσε με απορία ότι το αλκοόλ όξυνε τον πόνο της, αντί να τον απαλύνει. «... και μπαίνει τότε η Μάλορι, πλησιάζει στο τραπέζι και λέει: “Πώς νιώθετε, τώρα που ξέρετε ότι κοιμόσασταν κι οι δυο με τον ίδιο άντρα;”». Η Ράιλι έβαλε το χέρι της στην καρδιά της κι έσκασε στα γέλια. «Εγώ κόντεψα να πεθάνω επιτόπου». Η Μάλορι προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια της φίλης της. Α, ναι. Μιλούσε για τις δυο γυναίκες που ήταν τακτικές πελάτισσες του Σούγκαρ & Σπάις. Κάποια στιγμή έγιναν φίλες, αλλά τότε έμαθαν ότι ο άντρας της μιας και ο εραστής της άλλης ήταν το ίδιο πρόσωπο.

Η Μάλορι χαμογέλασε, για να τους δώσει να καταλάβουν ότι συμμετείχε στην κουβέντα, αλλά δεν είχε κουράγιο ν’ απαντήσει. «Πού είναι ο Τζακ;» ρώτησε, όταν ατόνησε η συζήτηση. Ήταν μια ερώτηση που ήθελε να κάνει απ’ τη στιγμή που είχε δει τις δυο φίλες της στην πόρτα, αλλά δεν είχε τολμήσει, μέχρι που ζαλίστηκε λίγο με το οινόπνευμα. Η Λέιλα αντάλλαξε μια ματιά με τη Ράιλι, κάνοντας την καρδιά της Μάλορι να βουλιάξει. «Τι;» ρώτησε κι έγειρε μπροστά, κινδυνεύοντας να ρίξει κάτω το πλαστικό ποτήρι της. «Τι έγινε;» «Δεν ξέραμε αν το έμαθες και δε θέλαμε να σου το πούμε...» Η Μάλορι έπιασε το μπράτσο της Λέιλα, νιώθοντας ότι η καρδιά της θα έσπαγε από στιγμή σε στιγμή. «Τι είναι; Έπαθε τίποτα; Του έχω μιλήσει χίλιες φορές για το αναθεματισμένο αυτοκίνητο. Σαν τρελός οδηγεί...» «Ο Μπούμερ πεθαίνει, Μάλορι». Η καρδιά της Μάλορι σταμάτησε. Ο Μπούμερ. Ο σκύλος του Τζακ. Ο καλύτερος φίλος του

εκτός απ’ την ίδια, τη Λέιλα και τη Ράιλι. Ένας σκύλος που τον είχε βοηθήσει το δύσκολο καιρό μετά κόψιμο του ποτού. Ένας σκύλος που ο Τζακ αγαπούσε με όλη την καρδιά του. Η Ράιλι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Τζακ τον πήγε στον κτηνίατρο χτες το βράδυ. Δοκίμασαν ό,τι μπορούσαν όλη μέρα, αλλά ο Μπούμερ είναι γέρος. Αρχικά ήταν νεφρική ανεπάρκεια και μετά... Καταρρέει σιγά σιγά όλος ο οργανισμός του. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να τον βοηθήσουν». Η Μάλορι επιχείρησε να σηκωθεί, με γόνατα που έτρεμαν. «Σε ποιον κτηνίατρο τον πήγε; Πού; Πρέπει να τους βρω». Η Λέιλα την έπιασε απ’ το μπράτσο και δεν την άφησε να σηκωθεί απ’ το τραπέζι. «Μάλορι, ο Τζακ μας ζήτησε να μη σου το πούμε». Η Μάλορι κοίταξε εμβρόντητη τη φίλη της, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Τι;» Η Ράιλι έγνεψε καταφατικά. «Η Λέιλα έχει δίκιο. Ο Τζακ ζήτησε να μη σου πούμε τίποτα. Λέει ότι θέλει να μείνει μόνος με τον Μπούμερ, όταν... πεθάνει». «Τρελή είσαι;» ρώτησε έξαλλη η Μάλορι. «Δεν είναι δυνατόν

να μείνει μόνος. Αυτός ο σκύλος σημαίνει τα πάντα για τον Τζακ!» «Το ίδιο κι εσύ», απάντησε η Λέιλα. Η Μάλορι κοίταξε τις φίλες της. Τι προσπαθούσαν να της πουν;

wWw.GreekLeech.info

«Ο Τζακ λέει ότι δε θέλει ν’ αναβάλεις την επιστροφή σου στο Κάνσας για τον Μπούμερ». «Δε με νοιάζει τι λέει ο Τζακ!» Η Μάλορι ήξερε ότι φώναζε, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί. Πήγε προς την πόρτα φουριόζα. «Και πώς θα πας εκεί;» ρώτησε η Ράιλι. «Δεν περνάνε ταξί από δω τέτοια ώρα», παρατήρησε η Λέιλα. Η Μάλορι γύρισε στο τραπέζι, άρπαξε την τσάντα της Λέιλα κι έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της.

wWw.GreekLeech.info

«Για στάσου», τη σταμάτησε η Λέιλα, αρπάζοντας τα κλειδιά της. «Δε σ’ αφήνω να οδηγήσεις σ’ αυτή την κατάσταση». Η Μάλορι τράβηξε τα κλειδιά. «Τότε να με πας εσύ. Σου λέω,

όμως, ότι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα πάω στον κτηνίατρο ο κόσμος να χαλάσει». Είκοσι λεπτά αργότερα, οι τρεις φίλες κάθονταν έξω απ’ το ιατρείο του κτηνίατρου, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Τζακ είχε φύγει μισή ώρα νωρίτερα, όπως τους είχε πει η γραμματέας. Ναι, ο Μπούμερ είχε πεθάνει γαλήνια στον ύπνο του, με τον κύριό του στο πλευρό του. Η Μάλορι κάθισε στη θέση του συνοδηγού, ανίκανη ν’ αντέξει το βάρος όσων είχαν συμβεί τις δυο τελευταίες μέρες. Όταν άρχισε να κλαίει, της ήταν πολύ δύσκολο να σταματήσει. Πολύ νωρίς το επόμενο πρωί, ο Τζακ καθόταν μπροστά στο προκλητικό μπουκάλι της βότκας και το κοιτούσε επίμονα. Η λαχτάρα του να πιει ήταν αβάσταχτη. Χρειαζόταν αυτό το ποτό τόσο πολύ, που θα έπρεπε να τρομάζει, αλλά δεν αισθανόταν κανένα τρόμο. Απλωσε το χέρι του, αλλά δεν άγγιξε το μπουκάλι. Έσφιξε τα δάχτυλά του σε γροθιά και άφησε το χέρι του να πέσει στα γόνατά του. Πριν απ’ τον Μπούμερ δεν είχε ποτέ στη ζωή του κατοικίδιο ζώο. Όταν ήταν μικρός, δεν του το επέτρεπαν οι γονείς του. Τα σκυλιά ήταν βρόμικα και χρειάζονταν διαρκώς φροντίδα

και προσοχή, έλεγε η μητέρα του, κάθε φορά που ο μικρός Τζακ της ζητούσε ένα κουτάβι -δηλαδή κάθε Χριστούγεννα, μέχρι τα δεκατρία χρόνια του, που είχε μάθει πια ότι δεν είχε νόημα να το ζητάει. Η μητέρα του δε θα πλήρωνε το υπηρετικό προσωπικό για να φροντίζει το δικό του κατοικίδιο. Αλλωστε ένα κουτάβι θα κατέστρεφε το παλιό περσικό χαλί στο χολ! Ο Τζακ έκλεισε τα μάτια κι έτριψε το πρόσωπό του. Το πρωί που είχε βρει τον Μπούμερ να τριγυρνάει χαμένος στο πάρκο ήταν σίγουρος ότι το ζώο είχε κύριο. Ήταν περίπου τριών μηνών τότε και φορούσε κόκκινο περιλαίμιο με καρφιά. Και κλαψούριζε μ’ έναν τρόπο που μάτωνε την καρδιά του Τζακ. Αφού ο Τζακ είχε προσπαθήσει μάταια να βρει τον ιδιοκτήτη του, είχε πάρει στην αγκαλιά του το κουτάβι κι είχε ανταμειφθεί με το πρώτο του γλείψιμο στο πρόσωπο. Ο Μπούμερ από τότε τον είχε τυλιγμένο στο μικρό του ποδαράκι. Απόψε ο Τζακ είχε κρατήσει το ίδιο ποδαράκι, παρακολουθώντας τον Μπούμερ να τον αφήνει για πάντα. Δεν ήταν δίκαιο. Έπρεπε να υπήρχε νόμος που να ορίζει ότι τα κατοικίδια θα ζούσαν τουλάχιστον όσο και οι κύριοί τους.

Αν κάποιος έλεγε στον Τζακ, όταν είχε βρει τον Μπούμερ πριν από δέκα χρόνια, ότι τώρα θα τον έ-κλαιγε, θα έβρισκε αμέσως άλλο κηδεμόνα για το σκύλο. Ο Τζακ το ξανασκέφτηκε. Όχι, δε θα το έκανε. Είχε περάσει δέκα υπέροχα χρόνια με το παιχνιδιάρικο σκυλί του. Ακόμα κι όταν ο Μπούμερ δεν μπορούσε πια να κινηθεί όπως παλιά, εξαιτίας της αρθρίτιδας, ο Τζακ κοίταζε τα υγρά καστανά μάτια του και καταλάβαινε ότι μέσα του ζούσε ακόμα το ζωηρό κουτάβι. Ο Τζακ αναστέναξε δυνατά κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, κοιτώντας το μαξιλάρι του Μπούμερ και όλα τα παιχνίδια του. Γύρω στα μεσάνυχτα είχε ακούσει ένα χτύπημα στην πόρτα του. Ήταν η Μάλορι. Αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να της ανοίξει. Καθόταν στο ίδιο σημείο όπως τώρα, απέναντι απ’ το μπουκάλι της βότκας. Και ήξερε ότι δεν άντεχε το δικό της θρήνο για τον Μπούμερ, όσο είχε να αντιμετωπίσει το δικό του. Ειδικά όταν ήξερε ότι θα τον άφηνε και η Μάλορι. Κοίταξε το ρολόι στο τραπεζάκι. Ήταν τέσσερις το πρωί. Τι ώρα είχε πει η Λέιλα ότι έφευγε το λεωφορείο της Μάλορι; Στις έντεκα;

Το αίμα στις φλέβες του άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα απ’ την αδρεναλίνη, καθώς αναρωτιόταν αν έπρεπε να τρέξει στο σταθμό των λεωφορείων και να κάνει ό,τι μπορούσε για να την κρατήσει. Οι ώμοι του έγειραν. Η αποφασιστικότητα στο πρόσωπο της Μάλορι, όταν του είχε ανακοινώσει ότι θα γυρνούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, του είχε φανερώσει ότι τίποτα δε θα κατάφερνε να τη σταματήσει, ούτε αν τον έβλεπε να πέφτει στα πόδια της. Για την ακρίβεια, ο Τζακ υποψιαζόταν ότι η Μάλορι θα κλοτσούσε τα χέρια του μακριά απ’ τα πόδια της και θα τον ποδοπατούσε, για να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει. Η ίδια αποφασιστικότητα την είχε κρατήσει επί πέντε χρόνια στο Λος Αντζελες. Το πείσμα και η αποφασιστικότητά της τον είχαν τραβήξει κοντά της και τον έκαναν να τη ζηλεύει... Να ζηλεύει το γεγονός ότι η Μάλορι ήξερε τι ήθελε απ τη ζωή και είχε σχέδια για να το αποκτήσει. Τι είχε απογίνει όλη εκείνη η φιλοδοξία; Είχε κάνει φτερά μαζί με την επιταγή που της είχε κλέψει η Κοκό.

Το μυαλό του θόλωσε, καθώς κοιτούσε πάλι το μπουκάλι με τη βότκας. Η επιταγή... η Κοκό... Έτριψε αφηρημένα τον αυχένα του. Μετά σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του, άρπαξε το μπουκάλι της βότκας, το πέταξε στα σκουπίδια και πήρε το δρόμο για το σπίτι της Μάλορι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η Μάλορι ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο πάτωμα του καθιστικού, αφού είχε δοκιμάσει ήδη το κρεβάτι, τον καναπέ και μια καρέκλα της τραπεζαρίας, στην προσπά-θειά της να κοιμηθεί λίγο. Αλλά δεν ωφελούσε τίποτα. Ήταν ακόμα ντυμένη. Το κεφάλι της ήταν βαρύ και το στόμα της ξερό, σαν να είχε φάει κιμωλία. Ωστόσο τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και το μυαλό της γύριζε με χίλιες στροφές. Ο Μπούμερ είχε πεθάνει. Και ο Τζακ την είχε κρατήσει σε απόσταση. Σ’ εξήμισι ώρες θα ήταν στο λεωφορείο για το Κάνσας πιθανόν το ίδιο που την είχε φέρει στην Καλιφόρ-νια, πριν. από πέντε χρόνια.

Ο βαθύς αναστεναγμός της αντιλάλησε στο άδειο διαμέρισμα. Θα ήθελε να είχε κάποιο σημάδι ότι αυτό που έκανε ήταν το καλύτερο πράγμα. Ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση, μαζεύοντας όλα της τα μπογαλάκια για να γυρίσει στο Κάνσας. Το γεγονός όμως ότι τίποτα δεν την εμπόδιζε να το κάνει μάλλον ήταν το σημάδι που γύρευε. Δεν είχαν βοηθήσει ούτε τα τηλεφωνήματα που είχε κάνει στη μητέρα της την προηγούμενη μέρα, για να της πει τα νέα.

wWw.GreekLeech.info

«Δόξα τω Θεώ!» είχε αναφωνήσει η μητέρα της. «Φοβόμουν ότι δε θα ερχόσουν ποτέ στα σύγκαλά σου». Η Μάλορι έπιασε τον εαυτό της να ξύνει το κορμί της, σαν να είχε πάθει αλλεργία μ’ αυτή την ανάμνηση. Βέβαια, ο ενθουσιασμός της Λουσίντα την έκανε να πιστεύει ότι ήταν καλύτερα να πάει η κόρη της στο Κάν-σας Σίτι, ακόμα κι αν ήταν να μείνει άστεγη.

wWw.GreekLeech.info

Ύστερα από μερικά τηλεφωνήματα σε διάφορα γραφεία ευρέσεως εργασίας στο Κάνσας, η Μάλορι είχε καταφέρει να βρει μια δουλειά στο διαφημιστικό τμήμα του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού. Αντί να κάνει ντοκιμαντέρ, θα έφτιαχνε διαφημιστικά σποτ για μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Μόρφασε κι έβγαλε άλλον ένα αναστεναγμό.

Πάντως έτσι θα είχε σταθερό εισόδημα. Θα έβγαζε περισσότερα χρήματα απ’ όσα είχε βγάλει ποτέ στο Λος Αντζελες. Και θα ζούσε κοντά στους ανθρώπους της παιδικής ηλικίας της, σ’ ένα σπίτι που το ήξερε στα τυφλά. Τόσα χρόνια κι ακόμα δεν είχε μάθει το Λος Αντζελες με τα μεγάλα προάστιά του. Ήταν σαν να γύριζε πίσω στο χρόνο, για να συνεχίσει από κει που είχε σταματήσει. Μακάρι να περίμενε αυτό το ταξίδι με προσμονή... «Θα συνηθίσεις», ψιθύρισε στον εαυτό της. Πολύ σοφά λόγια. Θα συνηθίσεις. Έτσι είχε πει και πριν από πέντε χρόνια, όταν είχε πρωτοβγεί απ’ το λεωφορείο του Κάνσας στις έντεκα η ώρα το βράδυ και είχε βρεθεί στη μέση μιας πόλης εντελώς άγνωστης, τρομακτικά μεγάλης και γεμάτης δυνατότητες. Και είχε συνηθίσει σ’ αυτή την πόλη. Μόνο που δεν είχε πετύχει. Ούτε στην καριέρα της ούτε στον έρωτα ούτε στη ζωή. Τελεία και παύλα. Κοίταξε τον απέναντι τοίχο, απ’ όπου δεν είχε κατεβάσει ακόμα την αφίσα της Τζένι Φούλερ. Άραγε η Κόκκινη Γ

αρδένια είχε αμφιβολίες για το μέλλον της; Της είχε περάσει απ’ το μυαλό να ξαναμπεί στο λεωφορείο και να γυρίσει στο σπίτι της; Ή μήπως ήταν πιο ανθόσπαρτη η δική της πορεία απ’ της Μάλορι; Η Μάλορι αναστέναξε βαθιά. Τι γελοία ερώτηση. Και βέβαια δεν ήταν πιο ανθόσπαρτη. Η Τζένι Φούλερ, γνωστή ως Κόκκινη Γ αρδένια, ήταν νεκρή κι ο δολοφόνος της δεν είχε συλληφθεί ποτέ. Η Μέριλιν Μονρόε είχε πει κάποτε: «Το Χόλιγουντ είναι ένα μέρος, όπου πληρώνεσαι χίλια δολάρια για ένα φιλί και μια δεκάρα για την ψυχή σου. Το ξέρω, επειδή αρνήθηκα την πρώτη προσφορά αρκετές φορές κι αρκέ-στηκα στη δεκάρα». Και να πού είχε καταλήξει. Η Μάλορι παραμέρισε μια τούφα μαλλιών από το πρόσωπό της κι έμεινε ακίνητη για λίγο. Για την Κόκκινη Γαρδένια είχαν γραφτεί αμέτρητα σκανδαλοθηρικά πράγματα, αλλά για την Τζένι δεν είχε γίνει καμιά σοβαρή έρευνα. Ούτε και για τα χιλιάδες κορίτσια που είχαν ακολουθήσει τα όνειρά τους και είχαν έρθει στην Καλιφόρνια, μόνο και μόνο για να τα δουν να γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια τους. Η Μάλορι άκουσε ένα θόρυβο έξω απ’ το διαμέρισμά της.

Γύρισε το κεφάλι της, καθώς ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα πάνω στη μοκέτα, και κοίταξε την πόρτα και μετά το παράθυρο. Μήπως γυρνούσε κάποιος γείτονάς της απ’ τη δουλειά; Μάλλον. Χαμογέλασε με πικρία. Τουλάχιστον η Λέιλα θα χαιρόταν γι’ αυτό. Η φίλη της, η Μάλορι, δε θα κατοικούσε πια σ’ ένα συγκρότημα διαμερισμάτων, με «εμπόρους ναρκωτικών και ιερόδουλες». Όχι, στο Κάνσας θα έμενε κοντά στη Σούζι τη Νοικοκυρά. Η οποία ποτέ δε θα την έκλεβε. Η Μάλορι έπιασε πάλι τον εαυτό της να ξύνει το μπράτσο της. Θα επέστρεφε τα δανεικά χρήματα στους φίλους της με κάθε θυσία. Βέβαια οι φίλοι της δεν τα είχαν ζητήσει. Για την ακρίβεια, ούτε η Λέιλα ούτε η Ράι-λι της είχαν πει τίποτα, παρά μόνο ότι λυπόντουσαν που η κλοπή της επιταγής ήταν η αιτία για την επιστροφή της στο Κάνσας. Το μόνο πράγμα που την παρηγορούσε ήταν ότι δε θ’ αναγκαζόταν να περάσει τα Χριστούγεννα με τη μητέρα της. Η Λέιλα, ο Σαμ, η Ράιλι κι ο Μπεν θα παντρεύονταν μαζί στο Λας Βέγκας, ανήμερα τα Χριστούγεννα κι η Λέιλα της είχε δώσει ήδη το αεροπορικό εισιτήριο, για να ταξιδέψει απ’ το Κάνσας ως εκεί.

Η Μάλορι απορούσε, γιατί ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η Ράιλι και η Λέιλα ήταν ικανές να κάνουν κάτι τόσο αντισυμβατικό. Και βέβαια θα πήγαινε στο γάμο τους. Αν μη τι άλλο, για να ξαναδεί τις φίλες της. Και τον Τζακ. Μόνο με τη σκέψη του, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τόσο δυνατά, που η Μάλορι θα έπαιρνε όρκο ότι την άκουγε. Γιατί δεν της είχε ανοίξει νωρίτερα την πόρτα του ο Τζακ; Θα είχε κατασκηνώσει έξω απ’ το διαμέρισμά του και θα ήταν ακόμα εκεί, αν η Λέιλα κι η Ράιλι δεν την έπαιρναν με το ζόρι και δεν την έφερναν στο διαμέρισμά της. Ακούστηκε άλλος ένας θόρυβος απέξω. Η Μάλορι κοίταξε το φως που έμπαινε απ’ το άνοιγμα ανάμεσα στις κουρτίνες, όπως τη νύχτα που είχε πιά-σει την Κοκό να παραμονεύει απέξω. Πετάχτηκε όρθια και προσπάθησε να διακρίνει ποιος ήταν έξω. Να ήταν πάλι η Κοκό; Μήπως είχε γυρίσει για να πάρει και κάτι άλλο; Και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η Κοκό μάλλον δε σκόπευε να πιουν τεκίλα μαζί, αλλά είχε έρθει για να την κλέψει.

Έτρεξε προς την πόρτα, ενώ τα ανάμεικτα συναισθή-ματά της μεταμορφώνονταν σ’ ένα τόσο δυνατό θυμό, που της έσφιξε το στομάχι σαν ατσάλινη γροθιά. Απλωσε το χέρι της στο πόμολο, αλλά κοντοστάθηκε κι άρπαξε το μοναδικό της πορτατίφ. Ανοιξε απότομα την πόρτα και κατέβασε το πορτατίφ στο κεφάλι της σκοτεινής φιγούρας, που έστεκε στο κατώφλι της, με γυρισμένη την πλάτη. Το πορτατίφ έκανε ένα γδούπο, καθώς χτύπαγε πάνω σε κάτι σκληρό, και μετά έπεσε στο τσιμεντένιο δάπεδο και θρυμματίστηκε. Η φιγούρα τρίκλισε, παραπάτησε και γύρισε. Η Μάλορι πλησίασε. Δεν ήταν η Κοκό. «Τζακ!»

Κεφάλαιο 14 Ο Τζακ ένιωθε σαν να μην είχε πετάξει στα σκουπίδια το μπουκάλι με τη βότκα, αλλά να την είχε πιει όλη μονορούφι. Μόνο που δε βρισκόταν στο διαμέρισμά του. Καθόταν στο

δάπεδο έξω απ’ το διαμέρισμα της Μάλορι, ανάμεσα στα θρύψαλα ενός σπασμένου πορτατίφ. «Θεέ μου!» φώναξε η Μάλορι.

wWw.GreekLeech.info

Ο Τζακ προσπάθησε να τη διακρίνει καλύτερα, καθώς γονάτιζε δίπλα του, αλλά ο κόσμος γύρω του ήταν κάπως θολός. «Τι κάνεις εδώ;» ζήτησε να μάθει η Μάλορι, τινάζοντας κάποια θρύψαλα του πορτατίφ απ’ τα μαλλιά του, για να ελέγξει το κεφάλι του. «Θεέ μου, έχεις ένα τεράστιο καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου».

Ο Τζακ σήκωσε το χέρι του και ψηλάφισε με μεγάλη προσοχή το πίσω μέρος του κεφαλιού του, με τη βοήθεια της Μάλορι. Εκτός απ’ το καρούμπαλο, ένιωσε επίσης κάτι υγρό και πηχτό. Αίμα. Έκλεισε τα μάτια του. Δεν του άρεσε το αίμα.

wWw.GreekLeech.info

«Έλα να σε βοηθήσω να σηκωθείς και να πάμε μέσα», του είπε, τραβώντας τον απ’ το μπράτσο. Αλλά ο Τζακ δεν μπορούσε να κουνηθεί. Έμεινε εκεί που βρισκόταν, ενώ πουλιά και αστέρια στροβιλίζονταν γύρω απ’ το κεφάλι του, όπως στα κινούμενα σχέδια. Προφανώς οι εμπνευστές των κινούμενων σχεδίων είχαν ανάλογες εμπειρίες.

«Περίμενες κάποιον άλλο;» ρώτησε κατσουφιασμένος, απομακρύνοντας τα χέρια της Μάλορι απ’ το κεφάλι του. «Φαντάστηκα ότι μπορεί να ήταν η Κοκό», του απάντησε. Το μυαλό του Τζακ καθάρισε αμέσως, καθώς θυμήθηκε το λόγο που είχε έρθει στο σπίτι της. Και γιατί στεκόταν με την πλάτη του γυρισμένη προς τη Μάλορι, όταν του είχε ανοίξει την πόρτα. Βέβαια, αν δεν είχε την πλάτη του γυρισμένη, το πορτατίφ θα τον έβρισκε στο πρόσωπο. Και δε θα ήταν πολύ ευχάριστο. Η πόρτα της ήταν ακόμα ορθάνοιχτη κι ο Τζακ την κοίταξε συνοφρυωμένος, πριν στρέψει πάλι το βλέμμα του στη Μάλορι. «Έχω την περίεργη αίσθηση ότι η Κοκό δεν είναι αυτή... ή αυτός που νομίζουμε», της είπε. «Σ’ εμένα το λες;» του απάντησε, καταφέρνοντας επιτέλους να τον σηκώσει. Δεν πρέπει να υποτιμάει κανείς τη δύναμη των μικρόσωμων ανθρώπων, σκέφτηκε ο Τζακ. «Είναι κλέφτρα», δήλωσε η Μάλορι.

«Όχι, είναι κάτι παραπάνω από κλέφτρα», της απο-κρίθηκε. Εκείνη σκόνταψε σε κάτι κι ο Τζακ πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της για να στηριχτεί και να τη στηρίξει, ενώ της χαμογελούσε χαζά. Μάλλον έφταιγε το χτύπημα στο κεφάλι του. «Έχεις ακόμα τα στοιχεία που βρήκες στη Νεμπράσκα;» τη ρώτησε. «Στη Νεμπράσκα; Τι σχέση έχει η Νεμπράσκα με την Κοκό;» απόρησε εκείνη. Ο Τζακ άπλωσε το χέρι του για να στηριχτεί στο πόμολο της πόρτας, πριν τη ρίξει κάτω με το βάρος του. Η Μάλορι μπήκε στο σπίτι και κοντοστάθηκε, καθώς τον περίμενε να την ακολουθήσει. «Φέρε το φάκελο, Μάλορι», της είπε σκυθρωπός. Θυμόταν ότι μερικές φορές ένιωθε το ίδιο άσχημα ύστερα από μεγάλα μεθύσια. Γι’ αυτό δεν έπινε πια. Έκλεισε πίσω του την πόρτα, ενώ την ίδια στιγμή φως πλημμύριζε το δωμάτιο. Αλλά, αν έκρινε απ’ την έντρομη έκφραση της Μά-λορι, δεν

είχε πατήσει εκείνη το διακόπτη. Ο Τζακ κοίταξε απέναντι του τη γυναίκα που κρατούσε ένα όπλο. Η Κοκό έστρεψε το όπλο σ’ εκείνον. «Μακριά απ’ την πόρτα, ομορφόπαιδο». Ο θυμός της Μάλορι, που είχε εμφανιστεί όταν είχε αρπάξει το πορτατίφ, βγήκε ξανά στην επιφάνεια... με πολλαπλάσια ισχύ. «Εχεις πολύ μεγάλο θράσος για να εμφανίζεσαι εδώ, Κοκό», είπε, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος της. «Τι έγινε; Δε σου έφτανε η επιταγή που πήρες; Γύρισες να κλέψεις κι άλλα;» Το κακεντρεχές χαμόγελο της γυναίκας ήταν σαν κόκκινη πληγή στο βαμμένο πρόσωπό της. «Μακριά απ’ την πόρτα», επανέλαβε, κοιτώντας τον Τζακ. Εκείνος ξεκόλλησε την πλάτη του από την πόρτα και τρίκλισε. Η Μάλορι έτρεξε κοντά του και τον βοήθησε να καθίσει στον καναπέ. Ο Τζακ βυθίστηκε στα μαξιλάρια κι έπιασε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια. Η Μά-λορι πήγε στην κουζίνα να φέρει πάγο, αλλά έπεσε πάνω στην Κοκό. Ξεροκατάπιε, επειδή δεν είχε ξαναδεί όπλο από τόσο κοντά,

αλλά ήταν ακόμα έξαλλη με όσα συνέβαιναν, «Μου επιτρέπεις να πάρω λίγο πάγο;» Η Κοκό δεν την άφησε να προχωρήσει. Η Μάλορι δίστασε. «Έλα τώρα, πού λες να πάω; Η κουζίνα δεν έχει παράθυρα ή άλλη έξοδο». Προς μεγάλη της έκπληξη και ανακούφιση, η Κοκό παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει. Η Μάλορι πήγε κατευθείαν στο ψυγείο, αλλά δεν είχε τίποτα για να τυλίξει τον πάγο. Έτσι άνοιξε την κούτα, στην οποία είχε αποθηκεύσει διάφορα πράγματα, βρήκε μια καθαρή πετσέτα κουζίνας κι έβαλε τα παγά-κια στη μέση. Το βλέμμα της έπεσε στο σκουπιδοτενεκέ και τους φακέλους της Κόκκινης Γαρδένιας, που είχε πετάξει εκεί. Ο φάκελος με τον τίτλο «Νεμπράσκα» ήταν στην κορυφή της στοίβας. Ρίχνοντας μια ματιά στην Κοκό, που έστεκε με την πλάτη της γυρισμένη στην κουζίνα, επειδή προφανώς φοβόταν περισσότερο τον Τζακ, η Μάλορι πήρε το φάκελο, τον κράτησε παραμάσχαλα και μπήκε στο καθιστικό, όπου κάθισε δίπλα στον Τζακ. «Ορίστε», είπε, βάζοντας όσο πιο προσεκτικά μπορούσε τον πάγο στον κεφάλι του Τζακ. Παρατηρώντας ότι τα χέρια της έτρεμαν, μάλωσε τον εαυτό της.

Ο Τζακ έβγαλε ένα σιγανό ξεφύσημα πόνου και μετά κράτησε τον πάγο πάνω στο κεφάλι του. Έτσι η Μάλορι μπόρεσε ν’ ανοίξει το φάκελο της Νεμπράσκα. «Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε η Κοκό, πλησιάζοντας μερικά βήματα, ενώ κρατούσε το ασημένιο όπλο στο χέ-ρι της. Η Μάλορι την αγνόησε και κοίταξε τον Τζακ. «Αυτό έλεγες;» τον ρώτησε. Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά και, με την κίνηση, μόρφασε πονεμένα. «Η φωτογραφία», της υπέδειξε. Η Μάλορι ξεφύλλισε τα χαρτιά όσο μπορούσε καλύτερα, επειδή τα χέρια της έτρεμαν πολύ και δεν τα έλεγχε. Υπήρχε μια φωτογραφία της Τζένι Φούλερ, όταν ήταν δεκατριών χρόνων, και άλλη μία στο χορό της αποφοίτησης... «Αυτή», είπε ο Τζακ. Η Μάλορι πήρε τη φωτογραφία κι άφησε τον υπόλοιπο φάκελο στο πάτωμα. Η Τζένι ήταν δεκαεφτά χρονών στη φωτογραφία, κοντά στα δεκαοκτώ, λίγο πριν φύγει για την Καλιφόρνια, για να πραγματοποιήσει το όνειρό της να γίνει ηθοποιός. Στο πλάι

της έστεκε ένας ψηλός, άχαρος νεαρός, ούτε άντρας, αλλά ούτε αγόρι. «Σου θυμίζει τίποτα;» τη ρώτησε ο Τζακ. Εκείνη κοίταξε καλύτερα το πρόσωπο του νεαρού. «Τι είναι αυτό;» ζήτησε να μάθει η Κοκό, ενώ πλησίαζε μερικά βήματα ακόμα κι άρπαζε τη φωτογραφία απ’ το χέρι της Μάλορι. Η Μάλορι περιεργάστηκε το πρόσωπο της Κοκό. Ω... Θεέ... μου... Ωστε τελικά η Κοκό ήθελε το φάκελο με τα στοιχεία κι όχι την επιταγή. Απλώς η Μάλορι είχε κάνει τη βλακεία να βάλει την επιταγή μέσα στο φάκελο. Η Κοκό κοίταξε τη φωτογραφία και μετά αναστέναξε βαθιά. «Ηξερα ότι είσαι κοντά. Και να που τελικά έφτασες στην αλήθεια». «Εσύ», είπε μόνο η Μάλορι και θύμωσε με τον εαυτό της, επειδή δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Είχε φτάσει πολύ κοντά. Ο δολοφόνος ήταν απ’ την αρχή κάτω απ’ τη μύτη της, αλλά εκείνη δεν το είχε πάρει μυρωδιά.

Βέβαια ούτε η αστυνομία το είχε καταλάβει. Αλλά η παρηγοριά δεν ήταν μεγάλη αυτή τη στιγμή, όταν είχε ένα όπλο μπροστά της να τη σημαδεύει. Γιατί ξαφνικά δυσκολευόταν τόσο πολύ ν’ ανα-πνεύσει; «Σε ρώτησα ποιο ήταν το αληθινό σου όνομα», είπε η Μάλορι, κουνώντας το κεφάλι της σκεφτικά, «και μου απάντησες ότι είναι Αρθουρ Μπλακ. Διάλεξες τα ίδια αρχικά με το Άρνολντ Μπαρ». Η Κοκό χαμογέλασε, βάζοντας τη φωτογραφία στην τσέπη της ανάλαφρης μάλλινης φούστας της. «Λες να είμαι χαζή, αφού κατάφερα να διαφύγω τη σύλληψη είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια;» Η Μάλορι αναστέναξε βαθιά. Γιατί δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα; «Γιατί;» ρώτησε, κοιτώντας στα μάτια την Κοκό, ή Αρνολντ Μπαρ, με την ελπίδα ότι δεν προκαλούσε την τύχη της έτσι. «Η Τζένι Φούλερ ήταν το κορίτσι σου. Η γυναίκα της ζωής σου, σύμφωνα με τα λόγια της μητέρας σου. Γιατί τη σκότωσες;» Ο Τζακ μετακινήθηκε πιο κοντά της στον καναπέ. «Επειδή τη ζήλευε».

«Σκάσε. Σκάστε και οι δυο, να πάρει ο διάβολος», είπε η Κοκό, δίνοντας επικίνδυνα την εντύπωση ότι ήταν έτοιμη να ρίξει μερικές σφαίρες στο όμορφο πρόσωπο του Τζακ. Το τρέμουλο απ’ τα χέρια της Μάλορι απλώθηκε σε όλο της το κορμί. Ήταν σίγουρη ότι θύμιζε ράβδο ρα-βδοσκόπου πάνω από υπόγεια λίμνη.

wWw.GreekLeech.info

«Σκότωσα την Τζένι, επειδή δεν της αρκούσα εγώ. Περνούσε τον καιρό της μαζί μου, ώσπου να έρθει στο Λος Αντζελες. Αλλά αυτό το κατάλαβα μόνο αφού είχε φύγευ>.

wWw.GreekLeech.info

Η Μάλορι παρατηρούσε τη μεσόκοπη γυναίκα να βηματίζει πάνω κάτω στο σαλόνι. Ένιωθε καλύτερα όταν την έβλεπε ν’ απομακρύνεται, και πάγωνε όταν πλησίαζε. «Και την ακολούθησες εδώ», συμπέρανε. «Και βέβαια την ακολούθησα, να πάρει η οργή», απάντησε η Κοκό, κουνώντας το όπλο. Και τότε το όπλο εκπυρσοκρότησε και μια σφαίρα σφηνώθηκε στον καναπέ, μερικούς πόντους μακριά απ’ το πόδι της Μάλορι.

wWw.GreekLeech.info

Η Κοκό πήρε μια σοκαρισμένη έκφραση. Η Μάλορι έπεσε έντρομη στην αγκαλιά του Τζακ, χωρίς να είναι σίγουρη ότι δεν είχε στο κορμί της κάποια τρύπα από

σφαίρα. Όταν τελικά διαπίστωσαν ότι η σφαίρα είχε πέσει στον καναπέ, ο Τζακ άφησε απ’ την αγκαλιά του τη Μά-λορι, η οποία δεν μπορούσε να διαμαρτυρηθεί, και είπε: «Κι έτσι μάθαμε ότι το όπλο είναι γεμάτο». Η Μάλορι ήταν σίγουρη ότι το τρέμουλο στα πόδια της θα έμενε μόνιμα. «Πρόσεχε πού σημαδεύεις μ’ αυτό το πράγμα», μουρμούρισε. Η Κοκό κοίταξε το όπλο και είπε: «Η Τζένι δεν έμαθε ποτέ ότι την ακολούθησα εδώ. Της τηλεφωνούσα απ’ το διαμέρισμα που είχα νοικιάσει απέναντι απ’ το δικό της και νόμιζε ότι τηλεφωνούσα απ’ την Ομάχα. Την έβλεπα να σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου και την άκουγα να με φλομώνει στα ψέματα, περιγράφοντας την υπέροχη ζωή που περνούσε εδώ και τις ελπίδες της για το μέλλον». «Κι εσύ είχες την ελπίδα ότι θα έτρωγε μερικά χαστούκια και θα γύριζε κοντά σου», συμπέρανε η Μάλορι. «Και βέβαια! Τι άλλο υπήρχε να με κρατήσει στην Ομάχα εκτός από την Τζένι; Είχα σχεδιάσει το μέλλον μου μαζί της. Τίποτα δεν είχε νόημα αν δεν την είχα στο πλάι μου». Το βλέμμα της Κοκό έπεσε στην αφίσα της Κόκκινης Γαρδένιας στον τοίχο. Πήγε κοντά και χάιδεψε το μάγουλο

της Τζένι με την κάννη του όπλου. «Και τότε τη διάλεξαν για τη διαφήμιση της μπίρας και την έβλεπα όπου έπεφτε το μάτι μου. Η Κόκκινη Γαρδένια. Τα λεφτά που της έδωσαν για τη διαφήμιση ήταν πενταροδεκάρες, αλλά η προβολή...» «Η προβολή ήταν αρκετή για να την κάνει διάσημη», είπε ο Τζακ, ολοκληρώνοντας την πρότασή της. Η Κοκό κατέβασε αργά το όπλο. «Πώς τα κατάφερες και η Τζένι δε σε πρόσεξε ποτέ;» ζήτησε να μάθει η Μάλορι. Η Κοκό γύρισε και χαμογέλασε με πικρία. «Ένας άντρας στο άσυλο των αστέγων μου μίλησε για τους τραβεστί και σκέφτηκα ότι ήταν η τέλεια μεταμφίεση. Μπορούσα να παρακολουθώ την Τζένι, χωρίς να με καταλάβει». «Σε κατάλαβε όμως», μάντεψε η Μάλορι. Η Κοκό κοίταξε το όπλο στο χέρι της και πήρε μια έκφραση σαν να ξαφνιάστηκε που το βρήκε εκεί. «Τηλεφώνησε μια μέρα στην Ομάχα, για να μου μιλήσει, κι η μητέρα μου της είπε ότι ήμουν στην Καλιφόρνια». Χαμογέλασε θλιμμένα. «Το μακιγιάζ εκείνα τα χρόνια δεν ήταν τόσο εξελιγμένο όσο σήμερα, αλλά δε νομίζω ότι αυτό είχε καμιά σημασία. Μόλις μίλησε στη μητέρα μου, η Τζένι άρχισε να με ψάχνει». Ανασήκωσε τους ώμους της, σαν να μην ήξερε τι άλλο να

πει. «Υποθέτω ότι δε χάρηκε ιδιαίτερα που σε είδε», συ-μπέρανε ξανά η Μάλορι. Η Κοκό χαμογέλασε. «Σίγουρα δε χάρηκε, γιατί ανακάλυψε ότι φορούσα ένα απ’ τα αγαπημένα της φορέματα», είπε και κοίταξε την αφίσα. «Όταν έλειπε, έμπαινα κρυφά στο διαμέρισμά της και δανειζόμουν τα πράγματά της, αλλά μετά τα έβαζα πάλι στη θέση τους, για να μην καταλάβει ότι έλειπαν. Αν δεν έβρισκε κάτι τη μια μέρα, το έβρισκε την επόμενη». «Γιατί τα πόδια της;» ρώτησε ξαφνικά η Μάλορι, ανατριχιάζοντας. Είχε διαβάσει ότι τα πόδια της Τζένι είχαν βρεθεί κομμένα. Παρ’ ότι δεν είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα παπούτσια, η Μάλορι θεωρούσε πολύτιμα τα πόδια της και θα προτιμούσε να τα κρατήσει. Αλλά οι ελπίδες δεν ήταν πολύ μεγάλες για κάτι τέτοιο. Η Κοκό άπλωσε το μεγάλο πόδι της μπροστά. «Πάντα λάτρευα τα πόδια της. Ήταν τόσο μικρά και ντελικάτα...» Ο Τζακ ανακάθισε στη θέση του. «Αλλά τότε ανακάλυψες ότι σου άρεσε να είσαι γυναίκα. Έτσι δεν είναι, Αρνολντ;»

«Μη με λες έτσι!» Η Μάλορι αντιστάθηκε στον πειρασμό να κλείσει το στόμα του Τζακ με την παλάμη της. Η Κοκό τους αγριοκοίταξε. «Το όνομά μου είναι Κοκό. Κοκό Καμπάνα». «Δεν ήθελε να γίνει γυναίκα. Ήθελε να γίνει η Τζένι», είπε η Μάλορι. Και τότε, πριν προλάβει η Μάλορι ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της, ο Τζακ χίμησε πάνω στην Κοκό-Άρνολντ. Έπεσε άλλος ένας πυροβολισμός κι η καινούρια σφαίρα σφηνώθηκε πάλι στον καναπέ κοντά στη Μάλο-ρι. Εκείνη στρίγκλισε, ενώ τιναζόταν πάνω, και σηκώνοντας το άλλο πορτατίφ, το κατέβασε με δύναμη στο κα-τάξανθο κεφάλι της Κοκό. Η Κοκό σωριάστηκε πάνω στον Τζακ κι έπεσαν μαζί στο πάτωμα. Η Μάλορι στάθηκε πάνω από την αναίσθητη Κοκό, κρατώντας ακόμα το πορτατίφ στο χέρι της. Ο Τζακ την κοίταξε έκπληκτος, καθώς ήταν σωριασμένος κάτω. «Ευχαριστώ πολύ», της είπε.

Το πορτατίφ γλίστρησε απ’ το χέρι της Μάλορι και θρυμματίστηκε στο πάτωμα. «Παρακαλώ», είχε την εντύπωση ότι απάντησε, αλλά δεν ήταν σίγουρη, επειδή βρισκόταν στα πρόθυρα να λιποθυμήσει. Επτά ώρες αργότερα, η ώρα αναχώρησης του λεωφορείου για το Κάνσας είχε περάσει ήδη κι η Λέιλτχ με τη Ράι-λι ήταν στο σταθμό για ν’ αποχαιρετήσουν τη Μάλορι, όπως είχαν κανονίσει. Ο Τζακ στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε τη Μάλορι ν’ ανταλλάζει το εισιτήριό της μ’ ένα άλλο, για να πάρει το λεωφορείο που θα έφευγε μία ώρα αργότερα για το Κάνσας. Φάνταζε εξωπραγματικό να την παρακολουθεί. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει, η Κοκό Καμπάνα, ή αλλιώς Αρνολντ Μπαρ, ήταν στη φυλακή και παρ’ όλα αυτά η Μάλορι έφευγε. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;» ρώτησε η Ράιλι, καθώς η Μάλορι έβαζε το εισιτήριο στην πίσω τσέπη του τζιν της. Ο Τζακ ακολούθησε με το βλέμμα του την κίνηση του χεριού της, θαυμάζοντας τους γλουτούς της για τελευταία φορά. Ή τουλάχιστον τελευταία φορά μέχρι να την ξαναδεί στο Λας Βέγκας. Μήπως όμως δεν έπρεπε να πάει στο γάμο της Λέιλα και της

Ράιλι; Οι φίλες του θα καταλάβαιναν ότι του ήταν ήδη δύσκολο να τη βλέπει την πρώτη φορά να φεύγει, αλλά τη δεύτερη... Τη δεύτερη θα έπεφτε με τα μούτρα στο ποτό. Ένα (οραίο μπουκάλι βότκα θα ήταν ό,τι έπρεπε. Ετριψε αφηρημένα το πιγούνι του και κοίταξε τις φίλες του, εκτός απ’ τη Μάλορι... Ώσπου εκείνη στάθηκε μπροστά του, γεμίζοντας τα μάτια του και κατακλύζοντας τις αισθήσεις του. Του χαμογέλασε θλιμμένα. «Λυπάμαι...» Ο Τζακ χαμήλωσε το κεφάλι του κι έγνεψε καταφατικά. «Ξέρεις, για τον Μπούμερ. Και... όλα τα άλλα». «Κι εγώ λυπάμαι», της απάντησε με σιγανή φωνή. Η Μάλορι τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του και κόλλησε το γλυκό κορμί της στο δικό του. Αμέσως αισθάνθηκε να τον πλημμυρίζει μια λαχτάρα τόσο δυνατή, που ο Τζακ μετά βίας κρατήθηκε να μην τη σηκώσει στην αγκαλιά του και την πάει στο διαμέρισμά του. Τελικά έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της και χαμήλωσε το κεφάλι του στον ευωδιαστό λαιμό της.

Θεέ μου! Θα του έλειπε πολύ αυτή η γυναίκα. Η Μάλορι τραβήχτηκε από κοντά του και χαμογέλασε αμήχανα στη Λέιλα και τη Ράιλι, που στέκονταν πιο εκεί και τους παρακολουθούσαν. «Δε... χρειάζεται να μείνετε, παιδιά. Ξέρω ότι έχετε άλλα πράγματα να κάνετε», τους είπε. Εγώ δεν έχω άλλα πράγματα να κάνω, ήθελε να της απαντήσει ο Τζακ. Αλλά δεν το είπε τελικά, επειδή ήξερε ότι έπρεπε να φύγει από εδώ για το καλό του. Πριν γίνει περισσότερο ρεζίλι. Έτσι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Η Τίνα έχει μάθημα σε μία ώρα, γι' αυτό πρέπει να γυρίσω στο ζαχαροπλαστείο», είπε η Ράιλι κι αγκάλιασε σφιχτά τη Μάλορι. Η Λέιλα ακολούθησε. «Μπορώ να μείνω, αν θέλεις», της είπε. Η Μάλορι έγνεψε αρνητικά. «Όχι, μη μείνεις. Θα είναι πιο δύσκολο έτσι», της απάντησε και γύρισε στον Τζακ. Έμειναν ακίνητοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια,

στη μέση του πολύβουου σταθμού λεωφορείων. Ο Τζακ δεν ήξερε τι να πει, γι’ αυτό δε μίλησε καθόλου. Η Μάλορι τον χαιρέτησε με το χέρι και προχώρησε προς το λεωφορείο. Ο Τζακ ένιωσε σαν να του είχε χιμήσει ξαφνικά ο Φρέντι Κρούγκερ, απ’ την ταινία Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Λεύκες, μαχαιρώνοντάς τον χίλιες φορές στο στέρνο. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Τα γόνατά του θα λύγιζαν από στιγμή σε στιγμή. Και η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά στο στέρνο του, που κόντευε να σπάσει.

wWw.GreekLeech.info

Η Μάλορι ανέβηκε τα σκαλιά του λεωφορείου κι ακολούθησε ένας μεγαλύτερος άντρας πίσω της. Μετά προχώρησε στο διάδρομο του λεωφορείου και κάθισε, περιμένοντας την αναχώρηση. Ο Τζακ δεν μπορούσε να κουνήσει. Μπορούσε μόνο να κοιτάζει το άδειο σημείο, όπου στεκόταν η Μάλορι πριν από λίγα λεπτά.

wWw.GreekLeech.info

«Πάμε», του είπε η Λέιλα ήρεμα, πιάνοντάς τον απ' το μπράτσο. Ο Τζακ αντιστάθηκε στην ανάγκη του να της σπρώξει το χέρι. Θα έφευγε, όταν θα ήταν έτοιμος, διάβολε, ούτε ένα λεπτό

νωρίτερα... Η Μάλορι εμφανίστηκε ξαφνικά στην πόρτα του λεωφορείου και κόντεψε να ρίξει κάτω μια γυναίκα που ανέβαινε εκείνη τη στιγμή. Έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του Τζακ με τόση φόρα, που εκείνος παραπάτησε προς τα πίσω, αλλά κατάφερε να κρατήσει την ισορροπία του και να την αγκαλιάσει σφιχτά. «Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου», μουρμούρισε η Μά-λορι, ενώ φιλούσε το λαιμό του κι έβρεχε το δέρμα του με τα δάκρυά της. «Θα μου λείψεις τόσο πολύ». «Κι εμένα», είχε την εντύπωση ότι είπε ο Τζακ, αλλά δεν ήταν σίγουρος. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτε άλλο εκτός απ’ την ολοκλήρωση που αισθανόταν, όταν είχε στην αγκαλιά του τη Μάλορι. Έκλεισε τα μάτια του και την αγκάλιασε τόσο σφιχτά, που φοβήθηκε ότι εκείνη δε θα μπορούσε ν’ ανα-πνεύσει. «Σ’ αγαπώ, Μάλορι», της ψιθύρισε στο αυτί και φίλησε τα μαλλιά της, κολλώντας τα χείλη του στο κεφάλι της. «Μείνε, σε παρακαλώ. Μείνε. Η Κοκό είναι στη φυλακή κι εσύ μπορείς να κάνεις το ντοκιμαντέρ σου. Τώρα έχεις τα λεφτά». Η Μάλορι τραβήχτηκε λίγο και του χαμογέλασε θλιμμένα. «Ξέρεις ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό», του απάντησε. Για κάποιο περίεργο λόγο, ο Τζακ ήξερε ότι η Μάλο-ρι θ’

αρνιόταν να μείνει. Ήξερε ότι η απόφασή της να φύγει ήταν οριστική και αμετάκλητη. Έπρεπε όμως να προσπαθήσει άλλη μια φορά. «Σ’ αγαπώ», μουρμούρισε πάλι, φιλώντας το αυτί της. «Το ξέρω», του είπε, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της και τραβήχτηκε για τα καλά. Ο Τζακ γύρισε και είδε τη Λέιλα να σκουπίζει τα δα-κρυσμένα μάγουλά της και τη Ράιλι να ανοιγοκλείνει τα μάτια της για να μην κλάψει. Η Μάλορι τους κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια που γυάλιζαν και τα δόντια της βυθισμένα στα χείλη της και τελικά απομακρύνθηκε αποφασιστικά. Όταν έφτασε στα σκαλοπάτια του λεωφορείου, γύρισε, τους χαμογέλασε πάλι θλιμμένα και χάθηκε μέσα στο όχημα, αυτή τη φορά για τα καλά. Κεφάλαιο 15 Η ζωή της Μάλορι πήγαινε από κάθε άποψη πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα περίμενε ποτέ η ίδια να της συμβεί στο Κάνσας Σίτι. Μέσα σε μια εβδομάδα, όχι μόνο είχε απο-δειχθεί ικανή παραγωγός και σκηνοθέτης διαφημιστικών σποτ στο τοπικό κανάλι της τηλεόρασης, αλλά και της είχαν δώσει την ευκαιρία να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της περιοχής. Θα είχε πλήρη χρηματοδότηση και απόλυτη

ελευθερία να δημιουργήσει αυτό που ήθελε. Το περίεργο ήταν ότι αυτή η επιτυχία δεν την έκανε να αισθάνεται καθόλου καλύτερα. Βέβαια είχε ακούσει τους παλιότερους να λένε ότι στην πατρίδα του δεν μπορούσε να γυρίσει κανείς. Ωστόσο ανακάλυπτε ότι το Λος Αντζελες, η Λέιλα, η Ράι-λι κι ο Τζακ ήταν περισσότερο πατρίδα και σπίτι της απ’ ό,τι η πόλη στην οποία είχε γεννηθεί. Όσα αγαπημένα φαγητά κι αν μαγείρευε η μητέρα της, όσοι παλιοί φίλοι κι αν περνούσαν απ’ το σπίτι της για να κουβεντιάσουν μαζί της, τα μπράτσα της την έτρωγαν τόσο συχνά, που δεν κατάφερνε να μην τα ξύνει. Είχε μια συνεχή φαγούρα σε όλο το κορμί της. Όση αντιισταμινική λοσιόν κι αν χρησιμοποιούσε, δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί απ’ τη φοβερή φαγούρα. «Ψωρίαση έχεις», της είπε η μητέρα της. Εσένα έχω, ήθελε η Μάλορι να της πει. Ο πυρετός των Χριστουγέννων είχε πιάσει για τα καλά τις Μεσοδυτικές περιοχές της χώρας. Όπου και να γυρνούσε τα μάτια της, η Μάλορι έβλεπε λαμπιόνια και κλαδιά από πρίνους κι άκουγε χαρμόσυνες μελωδίες.

Και πάνω απ’ όλα υπερβολικό χιόνι! Πώς είχε καταφέρει να ξεχάσει το κρύο που υπήρχε στο Κάνσας Σίτι το Δεκέμβρη; Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα στον καθρέφτη της άσπρης τουαλέτας της. Της ίδιας άσπρης τουαλέτας που χρησιμοποιούσε κάθε πρωί, όταν πήγαινε σχολείο και αναρωτιόταν ποια ήταν και πού πήγαινε. Τελικά, όσο πιο πολύ άλλαζαν τα πράγματα, τόσο πιο πολύ έμεναν τα ίδια. Η Μάλορι κοίταξε το λευκό διπλό κρεβάτι με τον ουρανό, τα σχολικά και πανεπιστημιακά βραβεία, που η μητέρα της τα είχε κορνιζώσει και τα είχε κρεμάσει στους τοίχους με τη ριγέ, άσπρη και ροζ ταπετσαρία, και τα λούτρινα ζωάκια, που βρίσκονταν σε κάθε γωνιά της κρεβατοκάμαρας. Σε όποιο σπίτι κι αν έμενε η μητέρα της, με όποιον άντρα κι αν ζούσε, έφτιαχνε πάντα ολόιδιο το δωμάτιο της κόρης της, σαν να την περίμενε να γυρίσει από στιγμή σε στιγμή. Η Μάλορι δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι, και στα πενήντα της χρόνια, έτσι θα ήταν το δωμάτιο. Το πρόβλημα ήταν πάντα ότι η μητέρα της το έφτιαχνε σύμφωνα με το προσωπικό της γούστο. Η Λουσίντα δεν είχε ζητήσει ποτέ τη γνώμη της Μάλορι. Αν το είχε κάνει, το στρώμα θα ήταν στο πάτωμα, χωρίς ξύλινο πλαίσιο και

κεφαλάρι, οι τοίχοι θα ήταν βαμμένοι μπλε και, όπου θα γυρνούσε η Μάλορι τα μάτια της, θα έβλεπε αστεράκια να φωτίζουν το σκοτάδι, ώστε να νιώθει ότι κοιμόταν στο ύπαιθρο. Η Μάλορι έξυσε αφηρημένα το μπράτσο της. Όποτε βρισκόταν σ’ αυτό το δωμάτιο, ένιωθε πάλι σαν ατίθαση έφηβη. «Είσαι σίγουρη ότι πρέπει να πας στο Λας Βέγκας;» τη ρώτησε η μητέρα της απ’ την ανοιχτή πόρτα, που πριν λίγα δευτερόλεπτα ήταν κλειστή. Η Μάλορι την κοίταξε ξαφνιασμένη. Η Λουσίντα δεν ήξερε να υποχωρεί. Θα πέθαινε, φορώντας ποδιές γνωστής μάρκας και κολλαρισμένα, ριγέ φορέματα, μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό της, που ποτέ δεν άγγιζε τα μάτια της. Ήταν περίεργο να μην μπορεί να χαμογελάσει αυθόρμητα μια γυναίκα που είχε παντρευτεί πριν επτά μέρες. Αν και ήταν ο έβδομος γάμος της. «Ναι, είμαι σίγουρη», της απάντησε η Μάλορι. «Μα είναι Χριστούγεννα». Η Μάλορι πλησίασε το κρεβάτι, πάνω στο οποίο βρισκόταν ανοιχτή η βαλίτσα της, κι έβαλε μέσα τα πράγματα που είχε

πάρει απ’ το συρτάρι. «Το ξέρω, αλλά η Λέιλα και η Ράιλι είναι οι καλύτερες φίλες μου...» «Κι εγώ είμαι μητέρα σου κι έχουμε πέντε χρόνια να περάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί. Από τότε που...» Η μητέρα της δε συνέχισε, αν και ήξεραν κι οι δυο πού θα πήγαινε αυτή η συζήτηση. Όπου πήγαινε, κάθε φορά που την έκαναν. Η Λουσίντα ήθελε να πει: «Από τότε που έφυγες για το Λος Άντζελες, ακολουθώντας ένα ανόητο όνειρο, που σε οδήγησε πάλι στην αρχή». «Όταν γυρίσω, θα ψάξω για δικό μου σπίτυ>, της ανακοίνωσε η Μάλορι. «Γιατί να βιαστείς; Καλύτερα να περιμένεις να περάσουν οι γιορτές». Όταν θα περνούσαν οι γιορτές, η μητέρα της θα της έλεγε να περιμένει μέχρι την άνοιξη και μετά μέχρι την 4η Ιουλίου, και τότε μέχρι το φθινόπωρο. Και πριν το καταλάβει καλά καλά, η Μάλορι θα έκλεινε τα πενήντα και θα κοιμόταν ακόμα στο διπλό κρεβάτι με τον ουρανό. Ανατρίχιασε μ’ αυτή τη σκέψη. «Θα γυρίσω μεθαύριο», απάντησε μόνο.

«Καλά», είπε η μητέρα της, γιατί δε μάλωνε ποτέ μαζί της. Η Μάλορι σήκωσε τη βαλίτσα της απ’ το κρεβάτι, πέρασε μπροστά απ’ τη μητέρα της και σταμάτησε μόνο όταν έφτασε στο χολ. Γυρίζοντας, βρήκε τη Λουσίντα πίσω της. «Θα τα πούμε μεθαύριο, λοιπόν», μουρμούρισε.

wWw.GreekLeech.info

Η μητέρα της έγνεψε καταφατικά.

Η Μάλορι πλησίασε την πόρτα, αλλά κοντοστάθηκε, χωρίς να την ανοίξει. Αφησε τη βαλίτσα της κάτω και, βάζοντας το χέρι στην τσάντα της, έβγαλε το δώρο που είχε αγοράσει για τη μητέρα της.

wWw.GreekLeech.info

Γύρισε και την κοίταξε κατάματα. «Αυτό είναι για εσένα, αλλά να το ανοίξεις αύριο». Η Λουσίντα δέχτηκε με αμηχανία το μικρό, καλοτυ-λιγμένο πακέτο. Η Μάλορι την αγκάλιασε. Είχε πολύ καιρό να την αγκαλιάσει έτσι. «Μια χαρά είμαι, μητέρα. Αλήθεια. Απλώς αυτή την περίοδο αντιμετωπίζω μερικά πράγματα που δεν μπορώ ούτε να εξηγήσω ούτε να συζητήσω».

wWw.GreekLeech.info

Η Μάλορι είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους συναντούσε στο δρόμο ή έβλεπε να πηγαίνουν

στα σπίτια ή τη δουλειά τους, τριγυρ-νούσαν προσπαθώντας να βρουν το δρόμο τους στο λαβύρινθο από τα γκρεμισμένα όνειρα, τις διαλυμένες σχέσεις, τις κακουχίες και τους θριάμβους, που αποτελούσαν τη ζωή. Τραβήχτηκε και χαμογέλασε στη μητέρα της. «Όταν γυρίσω, θα μου μάθεις να φτιάχνω εκείνο το ρολό με ζελέ, που τόσα χρόνια με κυνηγάς να μου δείξεις». Η Λουσίντα έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε. Αυτή τη φορά το χαμόγελο άγγιξε τα μάτια της. «Πήγαινε τώρα, για να μη χάσεις την πτήση σου». Η Μάλορι πήρε τη βαλίτσα της και βγήκε απ’ το σπίτι, νιώθοντας λίγο καλύτερα για το γεγονός της επιστροφής της στην πατρίδα. Τέσσερις Πολιτείες πιο πέρα, ο Τζακ κοιτούσε με κενό βλέμμα τον κέρσορα, που αναβόσβηνε στην οθόνη του υπολογιστή του, χωρίς να έχει προχωρήσει τη μηνιαία στήλη του περισσότερο απ’ ό,τι την προηγούμενη μέρα. Και την προχθεσινή. Και μια εβδομάδα νωρίτερα. Το βλέμμα του έπεσε εκεί όπου συνήθως ήταν ξαπλωμένος ο Μπούμερ, αλλά ξαναγύρισε στην οθόνη βιαστικά. Το περίεργο ήταν ότι οι άνθρωποι δε συνειδητοποιούσαν πόσο σπουδαία ήταν κάποια πράγματα, παρά μόνο αφού τα είχαν

χάσει. Μετά τη μέρα στο σταθμό των λεωφορείων, η Λέιλα και η Ράιλι τον πρόσεχαν, σαν να ήταν μανάδες του. Παίρνοντας υπόψη ότι την επόμενη μέρα παντρεύονταν κι οι δυο, ο Τζακ πίστευε ότι είχαν καλύτερα πράγματα να κάνουν απ’ το να του φέρνουν σπιτικά γεύματα, να του τηλεφωνούν τρεις φορές τη μέρα και να τον μπουκώνουν με κρουασάν. Χαμογέλασε θλιμμένα. Γι’ αυτό ήταν οι φίλοι, όμως. Αν είχε συμβεί σε μια απ’ τις δυο φίλες του το ίδιο πράγμα, ο Τζακ ήθελε να πιστεύει ότι θα φερόταν με τον ίδιο τρόπο. Πάτησε ένα πλήκτρο κι άνοιξε ένα άλλο αρχείο, για να ξεφύγει από τις σκέψεις του και την αδράνεια. «Μεταξύ Μας... Ένα Ρομάντζο του Τζακ Ντάνιελς». Κοίταξε τις λέξεις -δυο ολόκληρα κεφάλαια γεμάτα λέξεις-, αλλά δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τις είχε γράψει ο ίδιος. Αφού είχε παρακολουθήσει ανήμπορος τη Μάλορι να μπαίνει στο αναθεματισμένο λεωφορείο και να φεύγει για το Κάνσας, είχε συνειδητοποιήσει ότι είτε θα περνούσε τις νύχτες του χαζεύοντας το ταβάνι είτε θα καθόταν μπροστά στον υπολογιστή του, καταγράφοντας τις μπερδεμένες σκέψεις του. Είχε διαλέξει το δεύτερο.

Βέβαια όλα αυτά δεν τον βοηθούσαν να παραδώσει τη στήλη του στην ορισμένη προθεσμία.

wWw.GreekLeech.info

Κατέβασε πάλι το αρχείο με τη στήλη του και βρέθηκε να κοιτάζει την άδεια σελίδα του άρθρου του. Στην κουζίνα χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Τζακ ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και κοίταξε τη συσκευή, ώσπου σηκώθηκε και άρπαξε το ακουστικό στο πέμπτο χτύπημα. «Ευτυχώς που σε βρήκα», είπε η μητέρα του από την άλλη άκρη της γραμμής. Ο Τζακ έγειρε στον τοίχο κι έτριψε τα βλέφαρά του με τις άκρες του δείκτη και του αντίχειρά του. «Γεια σου, μητέρα». «Ακου, Τζακ. Με τον πατέρα σου αλλάξαμε γνώμη και θα ξαναπάρεις το μηνιαίο κονδύλι σου. Για το πνεύμα των Χριστουγέννων». Ο Τζακ ανατρίχιασε. «Ευχαριστώ, αλλά δεν το θέλω, μητέρα. Μια χαρά τα πάω». Ακολούθησε σιωπή για λίγο. «Δεν ξέρω τι σκαρώνεις, Τζακ, αλλά πρέπει να σου πα) ότι δε

με διασκεδάζεις», αποκρίθηκε η μητέρα του στο τέλος. Ο Τζακ κατέβασε το χέρι από τα μάτια του. «Μητέρα, είμαι τριάντα χρονών και είναι καιρός να κόψω τον ομφάλιο λώρο. Δε συμφωνείς κι εσύ;» Πάλι σιωπή. Και μετά: «Και τι δώρο να σου κάνουμε για τα Χριστούγεννα, αν δεν πάρεις τα χρήματα;» Ο Τζακ το σκέφτηκε για λίγο και απάντησε: «Ένα κασκόλ. Κάτι σε μπλε και άσπρο που να ταιριάζει με το σακάκι μου». Η μητέρα του γέλασε κι ο Τζακ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Στο Λος Αντζελες, κασκόλ;» είπε εκείνη απορώντας. Ο Τζακ άκουσε κίνηση στην άλλη άκρη της γραμμής. «Με τον πατέρα σου είμαστε στο Άσπεν. Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ εδώ για τις γιορτές, Τζακ; Πολύ θα χα-ρούμε να σε δούμε». Στο Ασπεν; «Έχω κανονίσει κάτι για τις γιορτές», απάντησε ο Τζακ. «Εσείς οι δυο δε μένετε ποτέ στο σπίτι;» Η Σίλια αναστέναξε. «Αυτό δεν κατάλαβες ποτέ, έτσι δεν

είναι; Δεν είναι σπίτι το μέρος όπου μένεις, αλλα οι άνθρωποι γύρω σου. Αυτό σημαίνει ότι το Ασπεν είναι το σπίτι μας, αν είσαι κι εσύ εδώ. Όσο μείνεις». Τα λόγια της αναστάτωσαν τον Τζακ τόσο πολύ, που του ήρθε να κλείσει αμέσως το τηλέφωνο για ν’ αναλύσει το λόγο. Τελικά μίλησε με τη μητέρα του άλλα πέντε λεπτά για τον καιρό στο Άσπεν και στο Λος Άντζελες, πριν ευχηθούν ο ένας στον άλλον καλές γιορτές και κλείσουν το τηλέφωνο. Η διαφορά ήταν ότι ο Τζακ όχι μόνο αισθανόταν καλύτερα για τη σχέση του με τους γονείς του, αλλά ένιωθε και το αίμα στις φλέβες του να βράζει απ’ την αδρεναλίνη, καθώς συλλογιζόταν τα λόγια της μητέρας του και τις σκέψεις που του είχαν δημιουργήσει. Γύρισε βιαστικά στον υπολογιστή του και άρχισε να πληκτρολογεί τη μηνιαία στήλη του. Στη Μάλορι ποτέ δεν άρεσαν οι αναβιώσεις των παραδόσεων και οι τελετές, αλλά σίγουρα το παρεκκλήσι που είχαν διαλέξει η Λέιλα κι η Ράιλι για να κάνουν το γάμο τους ήταν ιερόσυλο. Ειδικά αν σκεφτόταν κανείς ότι ήταν η μέρα των Χριστουγέννων. Βρικόλακες;

Τρελές ήταν αυτές οι γυναίκες; Ναι. Η Μάλορι ήταν σίγουρη ότι οι φίλες της είχαν χάσει το μυαλό τους τελείως. Μάλλον δεν ήταν καλά εδώ και πολύ καιρό, αλλά απλώς δεν το είχε προσέξει η ίδια. Η Μάλορι κοίταξε γύρω της το Παρεκκλήσι των Βρικολάκων στο κέντρο του Λας Βέγκας. Όλοι φορούσαν μαύρα και κόκκινα ρούχα, είχαν πρόσωπα αλειμμένα με λευκή πούδρα, ψεύτικα μυτερά δόντια και νύχια. Η Μά-λορι έπνιξε ένα ρίγος, αν και προφανώς όλοι ήταν συνηθισμένοι σ’ αυτή την αντίδραση. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή την αντίδραση αποσκοπούσαν ν’ αποσπάσουν μ’ αυτό το σκηνικό και τη σκηνοθεσία. «Δεν είναι υπέροχα;» αναφώνησε ενθουσιασμένη η Ράιλι, ενώ ίσιωνε το παραδοσιακό λευκό νυφικό της, έπαιρνε τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα στα χέρια της και παρατηρούσε τα πάντα γύρω της με γουρλωμένα μάτια. Η τελετή θα γινόταν απ’ τον ίδιο τον κόμη Δράκου-λα, που καθόταν σ’ ένα περιποιημένο φέρετρο από ξύλο σφενταμιάς, καλυμμένο στο εσωτερικό του με κόκκινο σατέν. Η Μάλορι δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει τα ρίγη της. Τι χάλι ήταν αυτό! «Θα καείς στην κόλαση γι’ αυτό, να το θυμάσαι», είπε με

σιγανή φωνή στον εαυτό της. Κάθε τόσο της ερχόταν να βάλει το χέρι στο λαιμό της, για να σιγουρευτεί ότι ήταν ανέγγιχτος. Προφανώς κάτι είχε τσιμπήσει τις φίλες της. Και παρ’ ότι δεν ήταν οι βρικόλακες, σίγουρα αυτό που τις είχε τσιμπήσει ήταν επιβλαβές για την υγεία τους. Τουλάχιστον για τη διανοητική υγεία τους. Η Λέιλα βγήκε απ’ το καμαρίνι, φορώντας το εντυπωσιακό νυφικό που την είχε πείσει ν’ αγοράσει η μητριά της. Αλλά ευτυχώς είχε μια πιο αβέβαιη έκφραση απ’ τη Ράιλι. Το παρεκκλήσι ήταν η συμβιβαστική λύση για τις δυο φίλες. Η Λέιλα ήθελε να τις παντρέψει ένας σωσίας του Έλβις Πρίσλεϊ, ενώ η Ράιλι προτιμούσε τον Λιμπε-ράτσι. Έτσι είχαν καταλήξει στο Δράκουλα. «Μήπως πρέπει να πάμε στο δημαρχείο όταν γυρίσουμε στο Λος Αντζελες; Δε θα νιώθω παντρεμένη, αν κάνουν την τελετή αυτοί εδώ», είπε η Λέιλα. Το χαμόγελο της Ράιλι έφτασε μέχρι τα αυτιά της. «Δεν είναι υπέροχα;» Η Λέιλα κι η Μάλορι αντάλλαξαν μια ματιά κι έσκασαν στα γέλια.

Ποιος θα περίμενε ποτέ ότι η Ράιλι Κουντόφσκι, η γλυκιά ιδιοκτήτρια του Σούγκαρ & Σπάις -σε λίγη ώρα Ράιλι Κέιν-, είχε μια τόσο σκοτεινή πλευρά; «Είστε έτοιμες;» ρώτησε τις δυο νύφες μια γυναίκα με την εμφάνιση της Ελβίρας, της Αρχόντισσας του Σκότους, προβάλλοντας το βαθύ ντεκολτέ της και το στήθος της, προφανώς ενισχυμένο με σιλικόνη. Η Ράιλι έγνεψε καταφατικά, ενώ η Λέιλα είχε ένα ύφος σαν να ήθελε να το σκάσει. Βέβαια, πιθανόν να είχε τρακ για το γάμο. Ή μάλλον δεν ήταν αυτό. Έξι πρίγκιπες και πριγκίπισσες του σκότους πήραν τη θέση τους μπροστά στο φέρετρο... ιερό. «Είστε τρελές, κορίτσια», είπε μεγαλόφωνα η Μάλορι. «Εμείς είμαστε οι τρελές;» της ψιθύρισε η Λέιλα. «Για κοίτα εκεί, πριν ξαναμιλήσεις για τη λογική των άλλων». Η Μάλορι κοίταξε εκεί που της έδειξε η Λέιλα και της κόπηκε η ανάσα. Ο Σαμ Λάβτζοϊ κι ο Μπεν Κέιν είχαν πάρει τη θέση τους στο ιερό -χωρίς η έκφρασή τους να προδίδει ενόχληση ή άγχος για το περιβάλλον και την τελετή-, ενώ ο Τζακ

προχωρούσε προς το μέρος της, εκθαμβωτικά όμορφος με το μαύρο σμόκιν του. Η Μάλορι είχε να τον δει απ’ το προηγούμενο βράδυ, όταν είχε φτάσει στο Αας Βέγκας. Τον απέφευγε, αλλά λίγο νωρίτερα είχε σκεφτεί ότι την απέφευγε κι ο Τζακ. Μέχρι τώρα. Ο Τζακ της πρόσφερε το μπράτσο του. «Ήρθε η ώρα». Η Μάλορι κοίταξε τα γοητευτικά καστανά μάτια του και συνειδητοποίησε αυτόματα τη μαγική έλξη των βρικολάκων. Αν ο Τζακ της έδειχνε τα δόντια και τα νύχια του αυτή τη στιγμή, πολύ ευχαρίστως θα του πρόσφερε το λαιμό της. Θα του έδινε οτιδήποτε για να τον ξανακάνει δικό της.

wWw.GreekLeech.info

Από την άλλη πλευρά, ο Τζακ ποτέ δεν ήταν δικός της. Επειδή τον είχε αρνηθεί. «Προχωρήστε, γιατί μας καθυστερείτε», είπε η Λέιλα, ρίχνοντας μια αγκωνιά στο πλευρό της Μάλορι. Η Μάλορι έχασε για λίγο την ισορροπία της και πάτησε μπροστά το ροζ ταφταδένιο φόρεμα της παρανύμ-φου, που σιχαινόταν τόσο πολύ. Αναγκάστηκε να κρατηθεί απ’ το μπράτσο του Τζακ, για να μη γλιστρήσει με τις ψηλοτάκουνες γόβες της.

Μόλις το χέρι της ήρθε σ’ επαφή με το μπράτσο του, η Μάλορι κόντεψε να κραυγάσει. Δεν ήταν δίκαιο. Δεν ήταν δίκαιο να είναι εκείνος τόσο όμορφος, ενώ εκείνη έδειχνε κι αισθανόταν χάλια. Ο Τζακ της χαμογέλασε. «Είσαι καλά;» Όχι, δε θα ήταν ποτέ πια καλά. Του έγνεψε καταφατικά. Ο Τζακ τη συνόδευσε στο διάδρομο και σταμάτησε όταν έφτασαν κοντά στις πριγκίπισσες του σκότους. Τότε σήκωσε αργά το χέρι της και κόλλησε τα χείλη του στη ράχη της παλάμης της. Οι μηροί της τρεμούλιασαν. Η Μάλορι δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι η παλάμη της ήταν ερωτογενής ζώνη... Αλλά έτσι όπως την έκανε να νιώθει ο Τζακ... Μπορούσε να της φιλάει την παλάμη ό-ποτε ήθελε. Το πρόβλημα ήταν ότι θα δυσκολεύονταν να το κάνουν αυτό, όσο βρίσκονταν ο ένας στο Κάνσας και ο άλλος στο Λος Αντζελες. Η Μάλορι τράβηξε το χέρι της απ’ το δικό του κι εκείνος πλησίασε τους δυο γαμπρούς και στάθηκε στο πλευρό τους. Και τότε ξεκίνησε το γαμήλιο εμβατήριο.

Ή μάλλον το εφιαλτικό εμβατήριο. Τι μουσική ήταν αυτή; Από κάποια ταινία με πρωταγωνιστή τον Βίνσεντ Πράις ή από το σάουντρακ της ταινίας Το Φάντασμα της Όπερας; Η Μάλορι έκανε μια γκριμάτσα. Δε θυμόταν ποιο ήταν το κομμάτι που παιζόταν στο αρμόνιο, αλλά ήξερε ότι την ανατρίχιαζε. Δυο βρικόλακες συνόδεψαν τις νύφες στο ιερό κι η Μάλορι είδε τον Τζακ να χαμογελάει στη Λέιλα και τη Ράιλι. Έπιασε τον εαυτό της να ξύνει το γυμνό μπράτσο της και κατέβασε με μεγάλη προσπάθεια τα χέρια στα πλευρά της. Η τελετή άρχισε κι η Μάλορι σκέφτηκε ότι η Λέιλα είχε δίκιο. Τα δυο ζευγάρια έπρεπε να ξαναπαντρευτούν στο δημαρχείο. Μόνο και μόνο για να σιγουρευτούν ότι ήταν όλα νόμιμα. Στο τέλος της τελετής, όταν ο κόμης Δράκουλας είπε στα ζευγάρια να φιληθούν, η Μάλορι κόντεψε να βάλει τα γέλια. Ειδικά όταν ο Μπεν βύθισε το πρόσωπό του στο λαιμό της Ράιλι, σαν να ήθελε να τη δαγκώσει. Η Μάλορι κοίταξε τον Τζακ πάνω απ’ τα κεφάλια των νεόνυμφων. Τα λόγια της τελετής αντηχούσαν ακόμα στα αυτιά της. «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος, μαζί στην αιωνιότητα».

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι θ’ αγαπούσε για πάντα τον Τζακ Ντάνιελς, όπου κι αν βρισκόταν.

Κεφάλαιο 16 Το τεύχος Ιανουάριου του Λος Λντζελες Μάνθλι θα κυκλοφορούσε στα περίπτερα σήμερα, 30 Δεκεμβρίου.

wWw.GreekLeech.info

Ο Τζακ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, πίνοντας τον καφέ του, κι αναρωτιόταν πόσο καιρό έπρεπε να περιμένει ώσπου να εμφανιστεί στην πόρτα της Μάλορι, στο Κάνσας. Τα δέκα αντίτυπα του μηνιαίου περιοδικού, που του έδιναν δωρεάν, βρίσκονταν ακόμα ανέγγιχτα πάνω στο γραφείο του. Δεν τα είχε ανοίξει ακόμα. Δε χρειαζόταν να τα ανοίξει. Ήξερε τι έγραφε στο άρθρο του. Λέξη λέξη. Ήταν σαν να αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και να τα άκουγε. Ήπιε μια γουλιά καφέ, αλλά τον βρήκε κρύο κι έκανε ένα μορφασμό. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε πολλά πράγματα τον τελευταίο καιρό. Ωστόσο δεν ήταν περίεργο, αν έπαιρνε υπόψη το γεγονός ότι όλο το μέλλον του εξαρτιόταν από τη στήλη του σ’ αυτό το τεύχος του περιοδικού. Είχε φροντίσει να σταλεί ένα συστημένο αντίτυπο το ίδιο πρωί στο σπίτι της Μάλορι στο Κάνσας. Κοίταξε το ανοιχτό κουτί που βρισκόταν επίσης πάνω στο

γραφείο του και είχε μέσα ένα μπλε και άσπρο κασκόλ. Χαμογέλασε, καθώς άγγιζε το απαλό μετάξι και την κάρτα, που το συνόδευε. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ευχαριστηθεί περισσότερο ένα δώρο απ’ τους γονείς του. Τα λόγια της μητέρας του είχαν ταρακουνήσει τον ίδιο, αλλά έτρεφε την ελπίδα ότι ίσως κατάφερνε να τα-ρακουνήσει κι εκείνος λίγο τους γονείς του. Αντί να τους κάνει δώρο ένα ακριβό δείπνο στο αγαπημένο εστιατόριο της μητέρας του στο Μπέβερλι Χιλς, τους είχε στείλει κορνιζαρισμένες παλιές φωτογραφίες με τους τρεις τους. Σαν οικογένεια. Τις λίγες, αλλά πολύτιμες φορές που είχαν βρεθεί μαζί, υπήρχε μια υποψία οικογενειακού δεσμού ανάμεσα σε τρεις ανθρώπους, που τόσα χρόνια έμεναν στο ίδιο σπίτι και την ίδια πόλη, αλλά σπανίως συναντιόντουσαν. Η μητέρα του πάντα του έπαιρνε τα αυτιά, καθώς προσπαθούσε να τον πείσει ότι έπρεπε να βρει την κατάλληλη γυναίκα για να της κάνει εγγόνια. Οποιαδήποτε εκτός απ’ τη Μάλορι, φυσικά. Ωστόσο, αν ο Τζακ κατάφερνε να κάνει πραγματικότητα το σχέδιό του, η Μάλορι δε θα γινόταν μόνο γυναίκα του, αλλά θα του χάριζε και παιδιά. Κι εκείνος θα ζωγράφιζε μαζί τους με τα χέρια, όποτε θα επισκέπτονταν τη γιαγιά, ώστε να δίνουν λίγο χρώμα στα άχρωμα ταγέρ της Σίλια.

Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι τα παιδιά του με τη Μάλορι θα έκαναν κάτι τέτοιο. Θα ήταν ασυνήθιστα παιδιά και θα είχαν το ελεύθερο πνεύμα της, τα ατίθασα μαλλιά της, τα λαμπερά μάτια της και το κοφτερό μυαλό της. Θα είχαν επίσης το δικό του ύψος και το δικό του μέγεθος παπουτσιού. Το μυαλό του Τζακ σταμάτησε για μια στιγμή και μετά άρχισε να λειτουργεί ξανά. Τι ήταν αυτά τα πράγματα που σκεφτόταν; Δεν είχε κερδίσει ακόμα τη Μάλορι και σκεφτόταν από τώρα τα παιδιά τους. Στήριξε τους αγκώνες του στο γραφείο και το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες του. Η έλλειψη ύπνου τον έκανε να παραλογίζεται. Και παίρνοντας υπόψη ότι δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, αφότου η Μάλορι είχε μπει στο αναθεματισμένο λεωφορείο για το Κάνσας, απορούσε πώς έστεκε όρθιος. Αναστέναξε κι έγειρε πάλι πίσω στην καρέκλα του. Βέβαια η συνάντησή τους στο Λας Βέγκας δεν είχε πάει όπως ήλπιζε εκείνος. Α, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Μάλορι τον ήθελε ακόμα. Το είχε διακρίνει στα μάτια της αμέσως. Το είχε νιώσει στο στομάχι του, αλλά δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να τη διεκδικήσει. Είχε ξοδέψει το χρόνο του στο περίεργο πάρτι εργένηδων. Ο

Σαμ είχε πείσει εκείνον και τον Μπεν να πάνε σε μια παράσταση με θηλυκούς σωσίες γνωστών σταρ κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ο Τζακ, μετά το επεισόδιο με την Κοκό Καμπάνα- Αρνολντ Μπαρ. Και ο γάμος που ακολούθησε ήταν πιο περίεργος απ’ όλα. Ο Τζακ ακόμα βρομούσε, επειδή είχε φάει όλη μέρα ένα σωρό σκόρδο.

wWw.GreekLeech.info

Αλλά είχε πάει στο Λας Βέγκας, ξέροντας ότι έπρεπε να πνίξει την επιθυμία του για τη Μάλορι. Αν κατέληγαν να κάνουν τρέλες στην πιο αμαρτωλή πόλη του κόσμου, εκείνη δε θα έπαιρνε τη στήλη του στα σοβαρά. Και ο σκοπός του Τζακ ήταν να την κάνει να τον πάρει στα σοβαρά. Κοίταξε γύρω το διαμέρισμά του. Το άδειο σπίτι του. Είχε μεταφέρει τα περισσότερα πράγματα σε αποθήκη, ενώ τα υπόλοιπα θα έφευγαν σήμερα. Ό,τι μπορούσε να πακετάρει και δεν άντεχε να χάσει -μεταξύ αυτών και ο φορητός υπολογιστής του- είχε τοποθετηθεί κοντά στην πόρτα. Και μπροστά του είχε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για το Κάνσας Σίτι. Κάνσας Σίτι, σου έρχομαι. Αυτή ήταν η τελευταία γραμμή του άρθρου του στο τεύχος

Ιανουάριου. Και ακριβώς εκεί θα πήγαινε. Γιατί η μητέρα του είχε δίκιο. Το σπίτι δεν ήταν μέρος, αλλά πρόσωπα. Και το δικό του σπίτι ήταν όπου βρισκόταν η Μάλορι. Κι ο Θεός μαζί του. Αν η Μάλορι τον αρνιόταν πάλι; • Έπρεπε να φροντίσει να μη συμβεί αυτό. Εκείνη τη στιγμή άκουσε κάποιον ήχο έξω απ’ την πόρτα του. Κάτι σαν γάβγισμα σκύλου. Η καρδιά του σφίχτηκε. Ο Μπούμερ θα ενέκρινε την απόφασή του να πάει να βρει τη Μάλορι. Θα κουνούσε την ουρά του χαρούμενα και θα τον κοιτούσε με τα μεγάλα, υγρά καστανά μάτια του. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Τζακ ξαφνιάστηκε. Με το μεσίτη είχε ραντεβού σε μία ώρα. Κοίταξε στον καρπό του το ρολόι που σπάνια φορούσε. Μήπως δεν είχαν συνεννοηθεί σωστά για την ώρα; Σηκώθηκε απ’ το γραφείο. Το σπίτι ήταν δικό του. Αλλά για ν’ αποδείξει στον εαυτό του και τη Μάλορι ότι ήταν αποφασισμένος, θα νοίκιαζε το σπίτι του, αντί να το αφήσει άδειο. Ο μεσίτης θα ερχόταν σε λίγο, για να ορίσουν τις λεπτομέρειες.

Ακούστηκε άλλο ένα γάβγισμα κι ένα «σουτ» απέξω. Ο Τζακ μόρφασε και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. «Νωρίς ήρθατε...» Αντί όμως να βρει στο κατώφλι του τον μεσίτη, αντίκρισε το πανέμορφο πρόσωπο της Μάλορι, που τόσο του είχε λείψει. Ο Τζακ μαρμάρωσε, αρνούμενος ακόμα και να ανα-πνεύσει, από φόβο ότι η μορφή της Μάλορι θα χανόταν, αφήνοντας μια άλλη στη θέση της. Εκείνη χαμογέλασε κι ο Τζακ βεβαιώθηκε ότι η κατσαρομάλλα γυναίκα, με το μπλουζάκι που έγραφε «Βαρύ Πυροβολικό», ήταν η Μάλορι. Η δική του Μάλορι. «Γεια», του είπε. Ο Τζακ καθάρισε το λαιμό του και χαμογέλασε. «Γεια...» Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να στέκει εκεί και να την κοιτάζει. Τι όμορφη που ήταν! Δεν έπρεπε να είναι τόσο όμορφη. Και την ήθελε μ’ ένα πάθος που του έκοβε την ανάσα. Η Μάλορι χαμήλωσε τα μάτια της. «Ε... είπα να σου φέρω το

χριστουγεννιάτικο δώρο σου». Χριστουγεννιάτικο δώρο; «Δεν μπορούσα να τη φέρω μαζί μου στο Λας Βέγκας. Ούτιος ή άλλως δεν την είχα τότε...»

wWw.GreekLeech.info

Ο Τζακ πρόσεξε το ξανθοκόκκινο κουτάβι στα χέρια της. Ήταν ένα λαγωνικό, σαν κλώνος του Μπούμερ. «Δυσκολεύτηκα λίγο, αλλά βρήκα το οικογενειακό δέντρο του Μπούμερ. Θυμάσαι που τον είχες ζευγαρώσει δυο φορές όταν ήταν μικρότερος; Πριν τον ευνουχίσεις». Η Μάλορι έτεινε το κουτάβι με τα υγρά καστανά μάτια και τα κατεβασμένα αυτιά. «Να σου συστήσω την εγγονή του Μπούμερ». Ο Τζακ πήρε το κουτάβι στα χέρια του και το σήκωσε ψηλά, παρατηρώντας το απ’ την άκρη της μύτης του μέχρι την άκρη της ουράς του. Δεν του είχε περάσει ούτε στιγμή απ’ το μυαλό να πάρει άλλο σκύλο. Τώρα όμως που έβλεπε την απόγονο του Μπούμερ... Έσφιξε πάνω του το κουτάβι, νιώθοντας ήδη τρυφερά γι’ αυτό. Μόνο η Μάλορι θα σκεφτόταν κάτι τόσο συγκινητικό.

Μόνο η Μάλορι θα ήξερε τι του έλειπε και θα του το χάριζε μ’ ένα αδιάφορο ύφος, σαν να του έλεγε πού ήταν το ταχυδρομείο. Μόνο η Μάλορι μπορούσε να τον συγκινήσει τόσο πολύ, κάνοντας λίγα ή και τίποτα. «Έλεγα να τη βαφτίσουμε... Τζούνιορ». Ο Τζακ κόντεψε να σκάσει στα γέλια. Ένα θηλυκό κουτάβι με το όνομα Τζούνιορ; Κοίταξε το τρεμάμενο σκυλάκι και σκέφτηκε: «Γιατί όχι;» Μετά συνέλαβε το νόημα ολόκληρης της πρότασης. Ήταν πολύ νωρίς για να έχει διαβάσει η Μάλορι τη στήλη του στο Λος Άντζελες Μάνθλι. Το περιοδικό δεν είχε βγει ακόμα στα περίπτερα και αφού η Μάλορι δεν ήταν στο Κάνσας για να πάρει το τεύχος που της είχε στείλει... «Δε θα μου πεις να περάσω μέσα;» τον ρώτησε, περνώντας από μπροστά του. «Καφέ μυρίζω;» Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Έπειτα σήκωσε πάλι ψηλά το κουτάβι για να το περιεργαστεί. Η σκυλίτσα κούνησε τη μικρή ουρά της και του έγλειψε το πιγούνι. Ω, ναι, θα τα πήγαινε μια χαρά με την Τζούνιορ.

Την άφησε με προσοχή στο παλιό μαξιλάρι του Μπούμερ. Η Τζούνιορ έκανε ένα δυο κύκλους και τελικά ξάπλωσε πάνω μ’ έναν απαλό αναστεναγμό. «Φροντίζει να κατοχυρώσει τη θέση της», είπε η Μά-λορι απ’ την πόρτα της κουζίνας, φυσώντας ένα αχνιστό φλιτζάνι καφέ. Όπως η Μάλορι είχε κατοχυρώσει τη θέση της στην καρδιά του πριν από τρία χρόνια. Εκείνη κοίταξε γύρω της το διαμέρισμα. «Πού είναι τα πράγματά σου;» Δεν περίμενε την απάντησή του. Άρχισε να τριγυρίζει στο σπίτι, ρίχνοντας μια ματιά στην άδεια κρεβατοκάμαρα. Τα μόνα αντικείμενα που υπήρχαν εκεί μέσα ήταν ο μικρός καναπές, όπου είχε κοιμηθεί για ένα βράδυ ο Τζακ, η καφετιέρα και τα πράγματα του Μπούμερ. Όλα αυτά θα τα μετέφερε ο Τζακ αργότερα σε κάποια αποθήκη με το φορτηγάκι ενός γείτονα. Κοίταξε το εισιτήριο για το Κάνσας Σίτι, που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του, το κάλυψε με την παλάμη του και το έκρυψε στην τσέπη του παντελονιού του. Η Μάλορι τον κοίταξε απ’ την απέναντι πλευρά. «Δεν είσαι πολύ ομιλητικός σήμερα», παρατήρησε, προσέχοντας τα

περιοδικά πάνω στο γραφείο. «Η στήλη σου είναι;» ζήτησε να μάθει. Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά, νιώθοντας ότι η καρδιά του κόντευε να σπάσει στο στέρνο του. «Μάλορι, τι κάνεις εδώ;»

wWw.GreekLeech.info

Εκείνη ανοιγόκλεισε ξαφνιασμένη τα μάτια της. «Ήρθα να σου φέρω το χριστουγεννιάτικο δώρο σου. Τι άλλο;» «Έκανες όλο αυτό το ταξίδι απ’ το Κάνσας για το δώρο μου;» Η Μάλορι χαμογέλασε και πήρε ένα αντίτυπο του περιοδικού στο χέρι της. «Κάτι τέτοιο. Εσύ έφευγες;» Έπειτα βρήκε τη σελίδα με τη στήλη του, στην αρχή του περιοδικού, έριξε μια γρήγορη ματιά και χλόμιασε. Κράτησε ανοιχτό μπροστά του το περιοδικό, δείχνοντας τη φράση: «Κάνσας Σίτι, σουΈρχομαυ>. «Παραιτήθηκα απ’ τη δουλειά μου», είπε ο Τζακ, τρίβοντας τον αυχένα του. «Για την ακρίβεια, παραιτήθηκα κι απ’ τις τρεις δουλειές μου». «Για να πας στο Κάνσας;» τον ρώτησε απορημένη. «Γιατί να πας στο Κάνσας; Δεν ξέρεις κανέναν εκεί».

Την κοίταξε μέσα στα μάτια. «Ξέρω εσένα». «Μα εγώ δεν είμαι πια εκεί». Ο Τζακ δεν κατάλαβε. «Ορίστε;» Η Μάλορι χαμογέλασε και προχώρησε προς την πόρτα. Ο Τζακ καταλήφθηκε από πανικό. Δεν μπορούσε να την αφήσει να φύγει, χωρίς να του δώσει εξηγήσεις. Τι εννοούσε όταν έλεγε ότι δεν ήταν πια στο Κάνσας; Η Μάλορι άνοιξε την πόρτα και εκείνος την άρπαξε απ’ το μπράτσο. Τον κοίταξε εμβρόντητη στα μάτια, αλλά αυτό δεν ήταν περίεργο. Δεν είχε καταλάβει ποτέ πόσο τη χρειαζόταν ο Τζακ. Δεν είχε καταλάβει ποτέ ότι η ζωή του δεν άξιζε τίποτα χωρίς εκείνη. Δεν είχε καταλάβει ποτέ πόσο την αγαπούσε. «Τζακ, άφησέ με». Ο Τζακ άφησε το χέρι του να γλιστρήσει απ’ το μπράτσο της κι εκείνη πήγε στο κατώφλι και σήκωσε κάτι απ το δάπεδο. Τη βαλίτσα της.

Την τράβηξε μέσα και την άφησε στο χολ. «Ελπίζω να μη σ’ ενοχλεί η συγκατοίκηση», του είπε, ισιώνοντας το μπλουζάκι της. «Μόνο που πρέπει ν’ αλλάξουμε λίγο τη διακόσμηση». «Πόσο καιρό». Τον κοίταξε με απλανές βλέμμα. «Τι;» «Ρώτησα πόσο καιρό. Πόσο καιρό σκοπεύεις να μείνεις, Μάλορι; Υπάρχει όριο; Κάποιο σχέδιο; Όπως όταν πρωτοήρθες στο Λος Άντζελες;» Η Μάλορι σούφρωσε τα χείλη της, σαν να το σκεφτόταν. «Δεν ξέρω. Μάλλον εξαρτάται από εσένα». Ήταν εσκεμμένα αόριστη και ο Τζακ δεν ήξερε αν έπρεπε να την πιάσει απ’ τους ώμους για να τη φιλήσει ή για να την ταρακουνήσει. Η Μάλορι καθάρισε το λαιμό της. «Προσωπικά ελπίζω να μείνω για πάντα». Η καρδιά του σκίρτησε. Για πάντα... Η Μάλορι στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε στα μάτια.

«Ναι, για πάντα», ψιθύρισε, βάζοντας το δείκτη της στη θηλιά του τζιν του. «Δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να παντρευτούμε ακόμα. Ισως, αλλά όχι ακόμα. Έχω εφιάλτες απ’ το γάμο της Λέιλα και της Ράιλι, αλλά...» «Πάψε, Μάλορι», τη διέταξε ο Τζακ και, παίρνοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του, τη φίλησε βαθιά και παθιασμένα, αφήνοντας όλη την αγάπη του για κείνη να εκφραστεί ελεύθερα και να του ζεστάνει τα σωθικά. «Πόσο μου έλειψε αυτό», μουρμούρισε η Μάλορι. «Μου έλειψε τόσο πολύ, που αποφάσισα ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Είτε απέτυχα είτε όχι εδώ, μ’ έχεις μαγέψει, Τζακ Ντάνιελς, και ήμουν ηλίθια που νόμιζα ότι μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα». Ο Τζακ έκλεισε τα μάτια του και φύλαξε τα ζεστά λόγια της στην καρδιά του. Ήταν ακριβώς η αντίδραση που ήθελε ν’ αποσπάσει με το άρθρο του. Και σήμαινε τα πάντα για εκείνον το γεγονός ότι η Μάλορι είχε αλλάξει γνώμη, χωρίς να δει τη στήλη του. «Για περίμενε λίγο». Η Μάλορι δάγκωσε τα χείλη του. «Μου είπες να πάψω;» Ο Τζακ χαμογέλασε πονηρά. «Μμμ». Η Μάλορι δάγκωσε το πιγούνι του. «Πες το πάλι».

«Πάψε, Μάλορι», ψιθύρισε ο Τζακ. Την ένιωσε να ριγεί, καθώς κολλούσε πάνω του. «Μου αρέσει πάρα πολύ, όταν γίνεσαι σκληρός».

wWw.GreekLeech.info

Στα πόδια τους ήχησε ένα σιγανό κλαψούρισμα. Ο Τζακ κοίταξε το πάτωμα και είδε την Τζούνιορ να τριγυρίζει στα πόδια τους, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Φίλησε τη Μάλορι και άνοιξε την πόρτα στον μεσίτη. «Το διαμέρισμα δε νοικιάζεται», του ανακοίνωσε και, κλείνοντας την πόρτα, σήκωσε στην αγκαλιά του τη Μάλορι και τη μετέφερε στην κρεβατοκάμαρα.

Επίλογος Χόλιγουντ Εμπιστεντικό, Δεκαπέντε μήνες μετά

wWw.GreekLeech.info

«Απόψε το Χόλιγουντ φοράει τα καλά του και προβοθλει τους καλύτερους ηθοποιούς, σκηνοθέτες, δημιουργούς και παραγωγούς. Στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ, θα θυμάστε ότι έχω αναφέρει την ανερχόμενη Μάλορι Γού-ντραφ -ή μάλλον Μάλορι Ντάνιελς πια, αφού παντρεύτηκε πρόσφατα τον αρθρογράφο Τζακ Ντάνιελς, που πρόκειται να εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα σ’ ένα μήνα. Σας το υπογράφω. Η γυναίκα αυτή θα φύγει με το βραβείο στο χέρι...»

Η Μάλορι θαύμασε τον κόσμο που βρισκόταν γύρω τους στο θέατρο Κόντακ, ξύνοντας το μανίκι της μαύρης λαμέ τουαλέτας της. Ο Τζακ της έριξε μια αγκωνιά κι εκείνη σταμάτησε να ξύνεται και του χαμογέλασε. Βρισκόταν ακριβώς εκεί που ήθελε πάντα, υποψήφια για το σπουδαιότερο βραβείο στην κατηγορία της. Ακόμα περισσότερο, είχε ό,τι ήθελε πάντα, χωρίς να ξέρει ότι το ήθελε. Ό,τι είχε σημασία στη ζωή. Όχι το βραβείο και το ντοκιμαντέρ. Είχε τον Τζακ. Κοίταξε πίσω τους φίλους της, τη Ράιλι και τον Μπεν, τη Λέιλα και τον Σαμ, που κάθονταν εξίσου ενθουσιασμένοι με την ίδια. «Είσαι καλά;» ψιθύρισε στο αυτί της ο Τζακ, ενώ από τη σκηνή ο Μπίλι Κρίσταλ έκανε το κοινό να σκάσει στα γέλια μ’ ένα αστείο του. Η Μάλορι έγνεψε καταφατικά κι έσφιξε το χέρι του Τζακ. «Κάτι παραπάνω από καλά. Τέλεια», του απάντησε. Ήθελε να πει πως ό,τι ένιωθε εκείνη τη στιγμή ήταν τέλειο. Ήταν παντρεμένη με τον άντρα των ονείρων της. Τον καλύτερο φίλο της, τον εραστή, το σύντροφο της ζωής της. Είχαν ένα διαμέρισμα που ό,τι του έλειπε σε τετραγωνικά το αναπλήρωνε σε ατμόσφαιρα. Και είχαν ένα σκύλο, που

μεγάλωνε και γινόταν πιο γλυκός κι αξιολάτρευτος, κάθε μέρα που περνούσε. Η Μάλορι έσφιξε πάλι το χέρι του Τζακ. Παρ’ όλα αυτά, από τότε που είχε μάθει ότι ήταν υποψήφια για το βραβείο, την κυνηγούσαν οι αναμνήσεις της Κόκκινης Γαρδένιας. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Τζένι Φούλερ είχε έρθει στο Χόλιγουντ να κάνει καριέρα. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η Μάλορι ακολουθούσε τα βήματά της. Η διαφορά ήταν ότι η Τζένι είχε πεθάνει, ενώ η Μά-λορι ζούσε πιο ευτυχισμένη από ποτέ, παρ’ ότι ο ίδιος άνθρωπος που είχε αφαιρέσει τη ζωή της Τζένι είχε επιχειρήσει ν’ αφαιρέσει και τη δική της. Αυτός ο άνθρωπος είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τη δολοφονία της Τζένι Φούλερ. Η Μάλορι είχε αργήσει να καταλάβει ότι η συνάντησή της με την Κοκό δεν ήταν τυχαία, όπως νόμιζε. Από κάποιες μεταγενέστερες συνεντεύξεις που είχε πάρει, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Κοκό ήξερε από καιρό ποια ήταν η Μάλορι. Είχε μάθει για το ντοκιμαντέρ και της είχε συστηθεί επίτηδες, πλασάροντας το παραμύθι ότι είχε ανάγκη να μείνει κάπου, για να παρακολουθεί τη Μάλορι από κοντά. Και όταν τη στρίμωξε...

Η Μάλορι έβαλε το χέρι στο στομάχι της, που είχε σφιχτεί μ’ αυτή τη σκέψη. Το καλό μ* αυτή την ιστορία ήταν ότι η αστυνομία είχε βρει τα λεφτά που είχε κλέψει η Κοκό. Και η Μάλο-ρι τα είχε επιστρέψει θριαμβευτικά στη Λέιλα, τη Ράιλι και τον Τζακ.

wWw.GreekLeech.info

«Πάμε», ψιθύρισε στον Τζακ. Εκείνος την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Τώρα; Είναι έτοιμοι ν’ ανακοινώσουν τις υποψηφιότητες στην κατηγορία σου». Η Μάλορι έκανε μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι της. «Μπούρδες. Ξαφνικά έχω την ακατανίκητη ανάγκη να μείνω μόνη με τον άντρα μου». Ο Τζακ της χάρισε ένα απ’ τα αισθησιακά χαμόγελά του, που τη μάγευαν. «Ό,τι θέλει η Μάλορι...» «Το καταφέρνει», ψιθύρισε εκείνη. Ο Τζακ σηκώθηκε και βγήκαν απ’ τη σειρά τους βιαστικά. Η Μάλορι αγνόησε τα περίεργα βλέμματα που έπεφταν πάνω τους και γέλασε, ώσπου βγήκαν απ’ την πόρτα και βρέθηκαν στο σκοτάδι. Το μόνο φως στο μικρό χολ, που οδηγούσε στο φουαγιέ, ήταν η ταμπέλα του νέον με την ένδειξη: Έξοδος. Η Μάλορι σταμάτησε τον Τζακ και τον έσπρωξε στον τοίχο,

κοιτώντας τον με προσμονή. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το έκανε αυτό. Στη διπλανή αίθουσα ήταν μαζεμένη η αφρόκρεμα του Χόλι-γουντ κι εκείνη είχε μια μικρή πιθανότητα ν’ ανέβει στη σκηνή, να σταθεί μπροστά τους, κρατώντας το αγαλμα-τίδιο του Όσκαρ και να τους συστηθεί. Στο κάτω κάτω της γραφής, την πόρτα κάποιου απ’ αυτούς τους θεατές θα χρειαζόταν να χτυπήσει, για να συνεχίσει τη δουλειά της. Και αν κέρδιζε το βραβείο, η πόρτα αυτή θ’ άνοιγε εύκολα. Τώρα όμως είχε κάτι πιο συνταρακτικό στο μυαλό της. Κάτι που δεν μπορούσε ν’ αναβάλει. Το νέο που ήθελε ν’ ανακοινώσει στον Τζακ μετά την τελετή, αλλά δεν μπορούσε να το κρατήσει περισσότερο μέσα της. «Τζακ, έχω κάτι να σου πω», ψιθύρισε, απλώνοντας την παλάμη της στο πουκάμισο του σμόκιν του για να το χαϊδέψει παιχνιδιάρικα. Ο Τζακ τέντωσε το λαιμό του. «Κάνε ησυχία. Ανακοινώνουν τους υποψήφιους». Η Μάλορι ακούμπησε το μάγουλό της στο στήθος του. Δεκάρα δεν έδινε για τους υποψήφιους.

«Είμαι έγκυος». Άκουσε την ανάσα του Τζακ να κόβεται. Τους τελευταίους μήνες μιλούσαν συχνά για την προοπτική να κάνουν παιδιά. Και, καθώς η σχέση του Τζακ με τους γονείς του ήταν πια πολύ καλύτερη από παλιά, της είχε ομολογήσει ότι τον είχε σημαδέψει η παιδική ηλικία του, που ήταν στερημένη από κάθε εκδήλωση τρυφερότητας. Ήταν ένα λάθος που δεν ήθελε να επαναλά-βει με τα δικά του παιδιά. Έτσι, της είχε πει ότι ήθελε να κάνουν τουλάχιστον έξι παιδιά και να μην αποκτήσουν ποτέ αρκετά λεφτά για γκουβερνάντα. Ο Τζακ την κοίταξε ερωτηματικά, σαν να μην ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει καλά. Η Μάλορι έγνεψε καταφατικά και γλίστρησε το χέρι της στην κοιλιά της, που ήταν ακόμα επίπεδη. «Το επιβεβαίωσα με το γιατρό σήμερα. Σε οκτώ μήνες θα είμαστε οι περήφανοι γονείς του Όσκαρ μας». Ο Τζακ την έσφιξε στην αγκαλιά του και βόγκηξε, φιλώντας τα μαλλιά της ξανά και ξανά. «Ή Οσκαρίνα», είπε και κόλλησε το στόμα του στο δικό της. Η Μάλορι χαμογέλασε, νιώθοντας πιο ευτυχισμένη από ποτέ

στη ζωή της. Στη διπλανή αίθουσα άκουσε τον ομιλητή να λέει: «Και ο νικητής είναι...» Αλλά εκείνη έπιασε τον Τζακ απ’ το χέρι και τον τράβηξε έξω, νιώθοντας ήδη νικήτρια.

Το ένοχο μυστικό τους Όταν η Μάλορι, η Λέιλα, η Ράιλι και ο Τζακ έγιναν κολλητοί, οι τρεις κοπέλες συμφώνησαν ότι καμιά τους δεν θα εκδήλιονε ποτέ ερωτικό ενδιαφέρον για τον αρρενωπό, γοητευτικό φίλο τους. Όμως, το ίδιο κιόλας βράδυ, η Μάλορι παραβίασε τη συμιρωνία! Κι από τότε της ήταν αδύνατον να κρατηθεί μακριά από τον Τζακ. Δεν της περνούσε από το μυαλό ότι η «παράνομη» ιστορία τους είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τον έλεγχό της...

wWw.GreekLeech.info

Ο Τζακ δεν είχε λόγια να περιγράφει πόσο όμορφα ένιωθε κάθε φορά που είχε στην αγκαλιά του τη Μάλορι. Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν του πήγαινε πια να κρύβει τη σχέση τους, ενώ εκείνη προτιμούσε να την κρατάει στο σκοτάδι. Τι μπορούσε να κάνει ο Τζακ; Μια λύση ήταν να της δώσει τελεσίγραιρο: ή θα έλεγαν την αλήθεια ή δεν θα ξανασυνα\π ιούδαν ποτέ. Αλλά αυτό ήταν πιο εύκολο στα λόγια παρά στην πράξη...

Related Documents


More Documents from "ian becks"