O_telefteos_vasilias-michael_curtis_ford.pdf

  • Uploaded by: Nikos Armenis
  • 0
  • 0
  • February 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View O_telefteos_vasilias-michael_curtis_ford.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 161,066
  • Pages: 502
Loading documents preview...
br/zav

ΕΡΓΑ Τ Ο Υ Ι Δ Ι Ο Υ Η Κάθοδος των Μυρίων Ιουλιανός ο Αποστάτης

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ Ε Π Ι Σ Η Σ ΒΑΛΕΡΙΟ ΜΑΣΙΜΟ Μ Α Ν Φ Ρ Ε Ν Τ Ι Η Ασπίδα της Σπάρτης Η Επιστροφή από την Τροία Η Τελευταία Λεγεώνα Μέγας Αλέξανδρος (Τόμοι Α'-Γ') Οι Έλληνες της Δύσης Παλλάδιο Ακρόπολη. Η Μεγάλη Εποποιία της Αθήνας ΚΛΑΡΚ Λ Ι Ν Τ Σ Ε Ϊ Ο Πόλεμος της Τροίας Σ Τ Ι Β Ε Ν ΣΕΪΛΟΡ Την Ώρα του Κικέρωνα Γ Κ Ι ΡΑΣΕ Θεοδώρα. Η Αυτοκράτειρα της Ανατολής

br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Η Νέμεση της Ρώμης

br/zav

ΜΑΪΚΛ ΚΕΡΤΙΣ ΦΟΡΝΤ

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Η Νέμεση της Ρώμης

Μ ε τ ά φ ρ α σ η α π ό τ α αγγλικά: Χ Ρ Η Σ Τ Ο Σ ΚΑΨΑΛΗΣ

Ε Κ Δ Ο Τ Ι Κ Ο Σ Ο Ρ Γ Α Ν Ι Σ Μ Ο Σ ΛΙΒΑΝΗ Α Θ Η Ν Α 2005

br/zav

Σειρά: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Τίτλος πρωτοτύπου: T H E LAST K I N G Συγγραφέας: MICHAEL CURTIS FORD Copyright © Michael Curtis Ford, 2004 Copyright © 2005 για την ελληνική γλώσσα: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ABE Σόλωνος 9 8 - 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγουμένη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύ­ ουν στην Ελλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 960-14-1013-9

br/zav

Για τον Αίμονα, την Ισαβέλλα και τη Μαρί-Αμαντίν

br/zav

br/zav

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ιστορικό Σημείωμα

11

Βιβλίο πρώτο: Η γέννηση ενός βασιλιά

17

Βιβλίο δεύτερο: Ελεύθερος Πόντος

67

Βιβλίο τρίτο: Άνοδος στην εξουσία

101

Βιβλίο τέταρτο: Ενηλικίωση

173

Βιβλίο πέμπτο: Ο εχθρός του εχθρού μου

227

Βιβλίο έκτο: Από τα πάντα στο τίποτα

263

Βιβλίο έβδομο: Ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων

311

Βιβλίο όγδοο: Εξορία

351

Βιβλίο ένατο: Μέχρι τελικής πτώσης

379

Βιβλίο δέκατο: Το δώρο του Προμηθέα

429

Υστερόγραφο του συγγραφέα

495

Ευχαριστίες

497

br/zav

br/zav

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Μεταξύ όλων των έχθρων της Ρώμης, ο μεγαλύτερος και φοβερότερος δεν ήταν ο πανίσχυρος Αννίβας, ο οποίος γοήτευσε γενιές ολόκληρες επειδή κατόρθωσε να δια­ βεί τις Άλπεις μέσα στην καρδιά του χειμώνα· ούτε ο πανούργος Αφρικανός βασι­ λιάς Ιουγούρθας, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε με τόσο εντυπωσιακό τρόπο τις εσωτε­ ρικές πολιτικές έριδες των Ρωμαίων αλλά ούτε κι οι γερμανικές ορδές, οι οποίες σε μια ιδιαίτερα ευάλωτη περίοδο στην ιστορία της Ρώμης ξεχύθηκαν σαν ορμητι­ κά κύματα από τις Άλπεις και λεηλάτησαν σχεδόν ολόκληρη την ιταλική χερσόνη­ σο. Για τους αρχαίους Ρωμαίους κανένας εξωτερικός εχθρός δε γέννησε αντίστοιχα συναισθήματα με το φόβο που προκαλούσε ένας μονάρχης ενός μικρού βασιλείου της Ανατολής, που στην ουσία τούς ήταν άγνωστο πριν ανέβει στο θρόνο αυτός ο ά­ ντρας, ο οποίος αποδείχτηκε ικανός να αψηφήσει την ισχύ της Ρώμης και τους πιο ένδοξους στρατηγούς της επί σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Το όνομα του, Μιθριδά­ της ΣΤ', ο αποκαλούμενος και Ευπάτορας, βασιλιάς του Πόντου. Σε αντίθεση με πολλούς Ασιάτες ηγεμόνες, ο Μιθριδάτης ουδέποτε απέδωσε στον εαυτό του το χαρακτηρισμό Μέγας· ο τίτλος αυτός του δόθηκε από τους ίδιους τους αντιπάλους του. Ο φόβος της Ρώμης ήταν τόσο έντονος, ώστε η αναγγελία του θανάτου του το 63 π.Χ. αντιμετωπίστηκε σαν λύτρωση από έναν εφιάλτη που διήρκεσε σαράντα χρόνια: ο Ρωμαίος πατρίκιος Πομπήιος πήδηξε σαν παιδί πάνω σε μια στοίβα μάλλινες κουβέρτες που χρησίμευαν ως εφίππια, οι στρατιώτες ξέσπα­ σαν σε ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς και ο κόσμος στους δρόμους φόρεσε τα καλά του ζητωκραυγάζοντας «σαν να είχαν πεθάνει δέκα χιλιάδες εχθροί μαζί». Κι όμως, παρότι η χαρά που βίωσε η Ρώμη συνιστούσε ουσιαστικά έμμεσο χαιρετισμό προς το μεγαλείο του Μιθριδάτη, η πόλη τον τίμησε και ανοιχτά, με τρόπο που αναμ­ φίβολα αποτελούσε ανεπανάληπτη εκδήλωση μεγαλοψυχίας: ο Πομπήιος φρόντι­ σε ώστε ο Μιθριδάτης να ταφεί με κάθε μεγαλοπρέπεια, «όπως αρμόζει στον πιο γενναίο άντρα από βασιλική γενιά της εποχής του», ενώ ο Κικέρων ας χαιρέτισε δη­ μόσια τον Μιθριδάτη ως το μεγαλύτερο βασιλιά με τον οποίο πολέμησε η Ρώμη και τον ισχυρότερο μονάρχη από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οπωσδήποτε μό­ νο ο θάνατος του Μιθριδάτη, και κατά συνέπεια η εξασφάλιση της επιβίωσης της

br/zav

12

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ρώμης, θα μπορούσε να δώσει στους νικητές εκείνη την αυτοπεποίθηση που θα τους επέτρεπε να αναγνωρίσουν με τέτοια μεγαθυμία τη γενναιότητα του πρώην εχθρού τους. Αν και ο Μιθριδάτης ήταν Πέρσης στην καταγωγή, τη θρησκεία και τη στρα­ τιωτική εκπαίδευση, όσο αφορά τη γλώσσα, τις προτιμήσεις και την αγάπη του για την αστική κουλτούρα και τον πολιτισμό ήταν Έλληνας. Η κληρονομιά του καθώς και ο τρόπος με τον οποίο μεγάλωσε συνδύαζαν αυτούς τους δύο μεγάλους πολιτι­ σμούς. Έλληνες και Πέρσες, δύο λαοί που βρέθηκαν αιώνες αντιμέτωποι ερίζοντας για τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να συμφιλιώσει τους δύο προαιώνιους αντιπάλους και να τους ενώ­ σει σε μια ανώτερη μορφή συνύπαρξης· επρόκειτο για μια μεγαλοφυή ιδέα, ενώ εί­ ναι αδύνατο να πει κανείς με βεβαιότητα ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα αν δεν είχε πεθάνει τόσο πρόωρα. Δύο αιώνες αργότερα, ο Μιθριδάτης αναβίωσε το μεγαλε­ πήβολο όραμα του Αλέξανδρου και το έκανε δικό του βάσει κληρονομικού δικαιώ­ ματος. Ο Μιθριδάτης είχε απόλυτη συνείδηση του ιστορικού του δικαιώματος σε αυ­ τή την κληρονομιά. Πράγματι, πολύ πριν ο Αχιλλέας πολεμήσει τους γενναιότε­ ρους υπερασπιστές της Τροίας, αιώνες πριν η Ρώμη γίνει κάτι περισσότερο από έ­ να λασποχώρι βοσκών, οι πρόγονοι του Μιθριδάτη σφυρηλατούσαν θαυμάσια χάλ­ κινα όπλα, κυβερνούσαν μια μεγάλη και ευημερούσα αγροτική τάξη και πίστευαν σ ένα εξελιγμένο θρησκευτικό σύστημα που συνδύαζε τις γνώριμες θεότητες των Ελλήνων με πολλούς από τους πιο άγνωστους σε μας θεούς της Ανατολής. Επομέ­ νως, ο στόχος του Μιθριδάτη, από τη νεότητά του μέχρι το τέλος, ήταν να επανι­ δρύσει ένα αχανές ελληνιστικό βασίλειο το οποίο θα συμπεριλάμβανε όλες τις χώ­ ρες της Ευρώπης και της Ασίας όπου είχαν χρησιμοποιηθεί τα ελληνικά ως η γλώσ­ σα της κρατούσας τάξης και όπου ο ελληνικός πολιτισμός είχε αποτελέσει το όχη­ μα της προόδου. Προσπάθησε να ανακτήσει την πατρογονική κλψονομιά του, αλ­ λά και κάτι πολύ μεγαλύτερο: προσπάθησε να πραγματώσει την πατρογονική δυ­ ναμική. Αυτό το όνειρο το κυνήγησε αγόγγυστα, με τέτοια ένταση και μονομανία που θα άφηνε άφωνο όποιον επιχειρούσε να ερμηνεύσει τις ενέργειές του με το σύγ­ χρονο τρόπο σκέψης, καθώς δεσμευόμαστε από τα οφέλη και τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι κανόνες δικαίου. Ο Μιθριδάτης δεν είχε να αντιπαλέψει τέτοιου είδους περιορισμούς - εκείνος ήταν ο νόμος, και ήταν αποφασισμένος να επεκτεί­ νει την κυριαρχία του όσο περισσότερο του επέτρεπαν η στρατιωτική δύναμη και οι πόροι που διέθετε. Δεν είχε να αντιμετωπίσει αμφιβολίες, καθώς γνώριζε με βεβαι­ ότητα ότι, στο βαθμό που θα πετύχαινε το στόχο του, στο βαθμό που θα διεύρυνε τις κατακτήσεις του και θα αναβίωνε την επίδραση του αρχαίου ελληνικού πολιτι­ σμού, ο κόσμος θα γινόταν καλύτερος, ασφαλέστερος. Θα έμενε στην ιστορία ως ο br/zav

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

13

σωτήρας του πολιτισμού, στον αντίποδα του χάους και των απειλών της βαρβαρό­ τητας. Ωστόσο, επιδιώκοντας την υλοποίηση αυτού του ονείρου, αναπόφευκτα συγκρούστηκε με τις αυξανόμενες φιλοδοξίες του αντιπάλου του, αφού στους τελικούς στόχους της Ρώμης περιλαμβάνονταν στην ουσία οι ίδιες περιοχές που είχε θέσει στο στόχαστρό του ο Μιθριδάτης. Και φυσικά η αντιπαλότητα ξεπερνούσε τα στε­ νά γεωγραφικά όρια, καθώς επεκτεινόταν σε φιλοσοφικό, ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο. Η συνολική στάση της Ρώμης απέναντι στη ζωή -μια στάση την οποία οι Έλληνες εκλάμβαναν ως πολιτιστική οπισθοδρόμηση,

ως αδικαιολόγητη βαναυσό-

τητα απέναντι στονς δούλους και τους κατακτημένους λαούς και ως επικυρίαρχη λα­ χτάρα για υλικό πλούτο και πρόοδο σε βάρος των ανώτερων αξιών- ήταν κυριολε­ κτικά απεχθής στα μάτια τον Μιθριδάτη. Μπορεί να μην ήταν καλλιεργημένος φι­ λόσοφος ή θεωρητικός της πολιτικής, όμως βαθιά μέσα τον γνώριζε πολύ καλά ότι η ρωμαϊκή θεώρηση της ζωής ήταν ασύμβατη με τη δική του κι ότι οι δύο αυτές στά­ σεις ήταν αδύνατο να συνυπάρξουν. Πράγματι, και μόνο η σκέψη περί συμβίωσης με έναν τόσο αντιπαθή γείτονα ήταν αδιανόητη - και για τις δύο πλευρές. Τρεις από τους μεγαλύτερονς στρατηγούς της Ρώμης, επικεφαλής των ισχυρότερων στρατιών της, στάλθηκαν για να συντρίψονν την απειλή που αντιπροσώπευε ο Μιθριδάτης για τη διαρκώς επεκτεινόμενη αυτοκρατορία. Παρότι κανείς τους δεν κατόρθωσε πραγματικά να τον καθυποτάξει, στο τέλος ο Μιθριδάτης είχε την ίδια κατάληξη με όλες τις προηγούμενες απειλές για τη Ρωμαϊκή Αντοκρατορία. Είχε την ίδια τύχη με τον Σπάρτακο, τον Σερτώριο και τόσους άλλους. Το ερώτημα ποιες ακριβώς ήταν εκείνες οι παράμετροι πον επέτρεψαν στη Ρώμη να κυριαρχήσει α­ πέναντι σε τόσους κινδύνους, να επιβληθεί σε τόσους πολιτισμούς και τελικά να ε­ πιβιώσει για τόσους αιώνες παραμένει αναπάντητο. Οι μελετητές μπορούν να αναζητήσονν μια ερμηνεία στις στρατιωτικές καινοτομίες πον εισήγαγε η Ρώμη, στην υπέρτερη πολιτική της οργάνωση, στα αμύθητα πλούτη πον κατόρθωσε να συγκεντρώσει χάρη στο επικερδές εμπόριο δούλων και άλλων αγαθών. Η ιστορία, όπως σνχνά λέγεται, γράφεται από τους νικητές, επομένως οι γνώσεις μας σχετικά με τους αντιπάλους

της Ρώμης μερικές φορές είναι μάλλον ασαφείς. Παρ

όλα αυτά, και

παρά την τεράστια δύναμη που διέθετε, η Ρώμη ουδέποτε υπήρξε ανίκητη, ενώ αρ­ κετές φορές βρέθηκε επικίνδυνα στο χείλος της καταστροφής. Για την ακρίβεια, υ­ πήρξαν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι, αν οι συνθήκες ήταν οριακά διαφορετικές, ί­ σως να είχαν κατορθώσει να τερματίσουν πρόωρα την πορεία της Ρώμης, γεγονός που θα είχε ανυπολόγιστες επιπτώσεις για τις ζωές μας σήμερα. Ο Μιθριδάτης ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Αξίζει να γνωρίσουμε την ιστορία του.

br/zav

br/zav

br/zav

br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

Quod cibus est aliis, aliis est venenum. Θροφή για κάποια [πλάσματα], αυτό είνε για άλλα.

τρομερό φαρμάκι -ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ*

* Τίτου Λουκρήτιου Κάρου, Περί Φύσεως, μτφ. Κ. Θεοτόκης, εκδ. Νεφέλη, 1990, στίχ. 742. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

Ι

ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΔΙΕΓΡΑΦΕ κύκλους σιωπηλά, σχεδόν μελαγχολικά, πάνω από τους αμμόλοφους της ερήμου, τόσο ψηλά ώστε έμοια­ ζε με ασήμαντη κουκκίδα με φόντο τον ανέφελο καταγάλανο ου­ ρανό, παρατηρώντας τη σκηνή που εξελισσόταν στο έδαφος. Ο περσικός στρατός βάδιζε στοιχισμένος σε κανονική παρά­ ταξη, όπως ακριβώς και τα τελευταία πεντακόσια χιλιόμετρα ή και περισσότερο, σηκώνοντας τέτοιο σύννεφο σκόνης, που μπορού­ σε να το διακρίνει η φρουρά της Αλεξάνδρειας, σε απόσταση δύο ημερών πορείας πίσω από τη στρατιά. Οι άγριοι, σκληρόπετσοι Άραβες καμηλιέρηδες, με τις κελεμπίες να ανεμίζουν πίσω τους, ακολουθούνταν σε κοντινό σχηματισμό από τα παχύδερμα θηρία της ταξιαρχίας των ελεφάντων, το καθένα από τα οποία έφερε στη ράχη του μια πλατφόρμα μεταφέροντας πέντε πάνοπλους λογχοφόρους. Στη συνέχεια έρχονταν έφιπποι πέντε χιλιάδες ε­ πίλεκτοι τοξότες από την Παρθία, πάνω σε πανομοιότυπους λευ­ κούς επιβήτόρες· οι φαρέτρες που κρέμονταν από τα εφίππιά τους περιείχαν εκατό καλαμένια βέλη με ακανθωτές αιχμές, κα­ τασκευασμένα από τους καλύτερους τεχνίτες των οπλουργείων της Μεσοποταμίας. Έπονταν ακόμη πέντε χιλιάδες Αρμένιοι έ­ φιπποι πολεμιστές, οι ικανότητες των οποίων στο τόξο, λιγότερο αναπτυγμένες σε σχέση μ' εκείνες των Πάρθων, συμπληρώνονταν με βέλη που διέθεταν βαρύτερα ακόντια φτιαγμένα από φλα­ μουριά και αιχμές βουτηγμένες σε δηλητήριο. Πενήντα χιλιάδες τακτικοί πεζικάριοι προχωρούσαν ακατα­ πόνητα πιο πίσω, μέσα στη σκόνη και τη βρομιά που άφηναν τα πελώρια ζώα. Οι άντρες αυτοί είχαν συμφιλιωθεί με την πεζοπο­ ρία στον κακοτράχαλο δρόμο, έχοντας αποκτήσει ανοσία στον ασφυκτικό καύσωνα και τη σκόνη έπειτα από εφτά χρόνια διαρ­ κών εκστρατειών, από τον Περσικό Κόλπο μέχρι το Αιγαίο κι

br/zav

20

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

από τον παγωμένο Καύκασο μέχρι τις έρημους της Συρίας. Προ­ ερχόμενοι από την πρόσφατη επική νίκη τους στην Πύδνα, οι ά­ ντρες ήταν κατάφορτοι με λάφυρα και γεμάτοι εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους. Ο στρατηγός τους δεν ήταν κανένας τυχαίος φύλαρχος νομάδων Βεδουίνων ούτε και κανένας σατράπης καταγό­ μενος από αρχαία βασιλική γενιά. Επικεφαλής της τεράστιας στρατιάς ήταν ο ίδιος ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής, Βασιλεύς των Βα­ σιλέων και Αδερφός των Πλανητών, απόγονος του Δαρείου του Μεγάλου, διάδοχος της αχανούς αυτοκρατορίας των Σελευκιδών και μονάρχης της Μικρής και της Μεγάλης Αρμενίας. Σε ηλικία μόλις σαράντα εφτά ετών, βρισκόταν στη βιολογική του ακμή, κυρίαρχος ενός κράτους που εκτεινόταν ως τη μακρινή γενέτει­ ρα του ανατέλλοντος ηλίου και τις παγωμένες σκιές του σκυθικού Βορρά. Ο Αντίοχος λοιπόν οδηγούσε τους άντρες του στην εκ­ στρατεία που είχε ως έπαθλο την υπέρλαμπρη πόλη της Αλεξάν­ δρειας, την έδρα του ανήλικου βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαί­ ου, ενώ έμπιστοι άνθρωποι του τελευταίου επιχειρούσαν εδώ και μέρες να προσεγγίσουν το Μέγα Βασιλέα που κινούνταν εναντίον της πόλης, εκλιπαρώντας τον να δείξει έλεος. Το μερίδιο που θα έπαιρνε ο κάθε απλός στρατιώτης από τα λάφυρα αυτής και μό­ νο της πόλης θα του επέτρεπε να αποστρατευτεί με αμέτρητα πλούτη, απολαμβάνοντας ένα σπίτι γεμάτο δούλους, μετάξια και τεχνουργήματα γενιών και γενιών. Ο Αντίοχος δε συνάντησε κανένα αντίπαλο στρατό όσο οι δυ­ νάμεις του εισέρχονταν στο εύφορο δέλτα του Νείλου. Παρότι α­ πείχε ακόμη αρκετές ώρες από το στόχο του, αντιλαμβανόταν ό­ τι όλος ο πληθυσμός αυτών των εύφορων πεδιάδων είχε υποχω­ ρήσει πίσω από τα τείχη της Αλεξάνδρειας αμπαρώνοντας τις πε­ λώριες πύλες της, ενώ τα προκεχωρημένα χαρακώματα και οι α­ μυντικές θέσεις είχαν εγκαταλειφθεί. Κρίμα που αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε στην πολιορκία, σκέφτηκε ο βασιλιάς. Με τους ελέφαντες και τις πολιορκητικές μηχανές οι πύλες θα υποχωρήσουν μέσα σε λίγες ώ­ ρες. Η πολιορκία απλώς εντείνει τη δίψα των αντρών για λάφυρα, εξασθε­ νίζει την αυτοσυγκράτησή τους όταν τελικά τα τείχη καταρρέουν. Αυτό το αγόρι, ο Πτολεμαίος, είναι άξιο της μοίρας του, αφού κράτησε κοντά του τέτοιους ανάξιους συμβούλους. Καθώς κάλυπταν τα τελευταία χιλιόμετρα που τους χώριζαν από την πόλη, ήταν ορατή πια η αδημονία των αντρών και ο βα­ ρύς ρυθμός του στρατού ζωήρεψε. Ακόμη κι ο ίδιος ο βασιλιάς br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

21

ένιωθε τη φλόγα της προσμονής στη σκέψη ότι σύντομα θα πρό­ σθετε κι αυτό το πετράδι στο στέμμα του. Αγνοώντας τα αστα­ μάτητα σχόλια και τις οχλήσεις των αξιωματικών και των συμ­ βούλων του, οι οποίοι ήδη είχαν αρχίσει να τον πιέζουν να ε­ γκρίνει τα σχέδια για την επικείμενη πολιορκία, κάλπασε μπρο­ στά θέλοντας να μείνει μόνος με τους συλλογισμούς του, να απο­ λαύσει λίγες στιγμές ηρεμίας. Ατενίζοντας στο βάθος του ορίζο­ ντα, εντόπισε τρεις έφιππες φιγούρες που μετά βίας διακρίνο­ νταν στον έρημο δρόμο. Αν και η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη και ήταν αδύνατο να τους αναγνωρίσει, ο Αντίοχος μπορούσε να μα­ ντέψει ποιοι ήταν εκείνοι οι άντρες και αναστέναξε εκνευρισμέ­ νος στη σκέψη ότι θα υποχρεωνόταν για μία ακόμη φορά να α­ κούσει τα άνανδρα παρακάλια και τις γλοιώδεις κολακείες των πρεσβευτών του Πτολεμαίου. Έ ρ ι ξ ε μια ματιά προς τα πίσω, στις τάξεις των καμηλιέρηδων, και διέκρινε τα μάτια τους να γυαλί­ ζουν αγριεμένα ανάμεσα από τις λωρίδες του υφάσματος με το ο­ ποίο κάλυπταν τα πρόσωπά τους. Οι ακατάβλητοι Βεδουίνοι εί­ χαν παραμείνει ασυνήθιστα υπομονετικοί κατά τη διάρκεια της μακράς, μονότονης πορείας. Θα τους έδινε μια ευκαιρία να ξε­ μουδιάσουν. Ξεχύθηκε μπροστά με το άλογο του σ' ένα γρήγορο καλπα­ σμό και έβγαλε τη στριγκή πολεμική κραυγή των Αράβων. Αμέ­ σως οι καμηλιέρηδες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή άρχι­ σαν να κατεβάζουν με μανία τα καμουτσίκια στα καπούλια των υποζυγίων τους· ισχνά πόδια και μακριοί λαιμοί άρχισαν να κι­ νούνται άχαρα καθώς τα πρώτα ζώα έτρεχαν. Σύντομα το παρά­ δειγμα τους ακολούθησε όλο το σώμα των καμηλιέρηδων. Ο έ­ ξαλλος καλπασμός των χιλιάδων ζώων που πάλευαν να προλά­ βουν τον προπορευόμενο βασιλιά προκάλεσε έναν εκκωφαντικό αχό όπως προσέγγιζαν τις τρεις μορφές. Χαμογελώντας ικανο­ ποιημένος, ο βασιλιάς κάλπασε ακόμη πιο γρήγορα, ενώ ο καυ­ τός άνεμος στο πρόσωπο του έκανε τα μάτια του να δακρύζουν, δυσκολεύοντας τον να ξεχωρίσει τους τρεις ιππείς που πλησίαζε με ταχύ ρυθμό. Καμία ανησυχία, σκέφτηκε. Αφού τους προλάβω, θα ε­ πιτρέψω στους Άραβες να τους κυνηγήσουν με τις λόγχες τους. Ας τους α­ φήσω να παίξουν ένα γύρο αυτού του βάρβαρου παιχνιδιού με το οποίο δια­ σκεδάζουν όταν στρατοπεδεύουμε - αυτό το άθλιο αγώνισμα με το ακέφα­ λο κουφάρι και τα δοκάρια... Στρέφοντας το βλέμμα του στον ουρανό, ο βασιλιάς διέκρινε br/zav

22

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

το γεράκι να διαγράφει αργούς κύκλους πάνω απ' τα κεφάλια τους - καιροσκόπο πλάσμα, περίμενε ένα σημάδι αδυναμίας ή α­ προσεξίας στα μικρά ζώα, περίμενε να έρθει ο θάνατος για να μπορέσει να τραφεί. Ο βασιλιάς χαμογέλασε. Καλύτερα να πάρεις σειρά στην Αλεξάνδρεια, μαυρόψυχο πουλί, συλλογίστηκε. Το φαγητό ε­ κεί θα σου αρέσει πολύ περισσότερο απ' αυτό που θα προσφέρουν τρεις κοκαλιάρηδες πρεσβευτές, αν υποθέσουμε ότι θα έχει μείνει κάτι όταν τελει­ ώσουν το παιχνίδι τους οι Άραβες. Έβγαλε από το μυαλό του το γεράκι και εστίασε την προσοχή του στην τριάδα που περίμενε μπρο­ στά. Κάτι δεν πήγαινε καλά - τους πλησίαζε υπερβολικά γρήγο­ ρα. Ο βασιλιάς ήξερε ότι το άλογο του ήταν το ταχύτερο στο στρα­ τό του, αλλά και πάλι θα ήταν αδύνατο να προλάβει έφιππους α­ ντιπάλους τόσο γρήγορα. Συνεχίζοντας τον καλπασμό, σκούπισε τα μάτια του με το μανίκι του και προσπάθησε ξανά να διακρί­ νει τους τρεις άντρες. Παραδόξως, δεν επιχειρούσαν να διαφύ­ γουν. Στέκονταν ακίνητοι σαν αγάλματα, στραμμένοι ψύχραιμα προς το μέρος του. Ο επικεφαλής δεν ήταν καν ένοπλος και φο­ ρούσε μόνο ένα λευκό επίσημο χιτώνα, αν και οι δύο άντρες που τον πλαισίωναν ήταν εντυπωσιακά εξοπλισμένοι με γυαλισμένες χάλκινες ασπίδες ιππικού και φορούσαν όμορφους χυτούς θώ­ ρακες και περικεφαλαίες, ενώ οι λόγχες τους ήταν στερεωμένες σε δερμάτινες θήκες στην κάθετη θέση της ανάπαυσης. Ο ένας είχε ένα λάβαρο που κρεμόταν σχεδόν ακίνητο από την αιχμή της λόγχης του. Ο βασιλιάς μισόκλεισε τα μάτια του για να πα­ ρατηρήσει καλύτερα το σκονισμένο ύφασμα του λαβάρου έτσι ό­ πως ανέμιζε άψυχα στον αποπνικτικό αέρα και βλαστήμησε χα­ μηλόφωνα. Έ ν α ς αετός. Ένας ρωμαϊκός αετός. Εξοργισμένος, σταμάτησε απότομα ελάχιστα βήματα από τους ασάλευτους ιππείς, ενώ το ίδιο έκανε και το σώμα των καμηλιέ­ ρηδων, αν και όχι με την ίδια χάρη. Τα κακότροπα κτήνη είχαν σχεδόν αφηνιάσει και έβγαζαν κραυγές, θυμωμένα που υποχρε­ ώθηκαν να τρέξουν αρχικά, ακόμη πιο θυμωμένα που υποχρεώ­ νονταν τώρα να σταματήσουν. Το άλογο του βασιλιά τινάχτηκε και χοροπήδησε για λίγο, γυρίζοντας ανήσυχο τα μάτια του προς το μέρος των ζώων που ρουθούνιζαν και έφτυναν έχοντας σχηματί­ σει ένα τείχος ακριβώς πίσω του, και ο βασιλιάς κατάφερε με κό­ πο να συγκρατήσει το υποζύγιό του. Τα τρία πιο μικρόσωμα ρω­ μαϊκά άλογα που στέκονταν απέναντί του παρέμειναν τελείως br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

23

ακίνητα, όπως και οι αναβάτες τους, δείχνοντας να αποδοκιμά­ ζουν την έλλειψη πειθαρχίας στο θέαμα που εκτυλισσόταν ενώ­ πιόν τους. Με αρκετή δυσκολία ο βασιλιάς ανάγκασε το άλογό του να σταθεί ήσυχο και κοίταξε αγριεμένος για λίγο την τριάδα των σιωπηλών Ρωμαίων, αβέβαιος για το πώς θα μπορούσε να ερμη­ νεύσει αυτή την απροσδόκητη υποδοχή. Αποφασίζοντας να κι­ νηθεί επιθετικά, ύψωσε το δεξί του χέρι σε χαιρετισμό και συ­ στήθηκε με τόλμη. «Χαίρετε, Ρωμαίοι!» είπε σε καλοζυγισμένα ελληνικά, την κοι­ νή γλώσσα των πολιτισμένων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. «Μπροστά σας έχετε τον ανίκητο στρατό του Αντίοχου Δ' του Επι­ φανούς, Βασιλέως των Βασιλέων και ηγεμόνα αυτών εδώ των χω­ ρών. Καλωσορίζουμε όλους τους καλοπροαίρετους άντρες. Δη­ λώστε το σκοπό σας». Για μια παρατεταμένη στιγμή ο επικεφαλής Ρωμαίος, εκείνος που φορούσε μόνο χιτώνα, έμεινε να τον παρατηρεί σιωπηλός. Ήταν ηλιοκαμένος και έδειχνε μάλλον κουρασμένος, ίσως από την ίδια τη ζωή. Το σώμα του είχε αρχίσει να αποκτά τα παρα­ πανίσια κιλά ενός καλοζωισμένου μεσήλικου, το βλέμμα του όμως ήταν ατσάλινο και η ευθυτενής κορμοστασιά του θύμιζε στρα­ τιωτικό. Αμέλησε ακόμη και να σηκώσει το χέρι του από τα γκέμια - κάτι που αποτελούσε βαριά προσβολή για το βασιλιά, ο ο­ ποίος είχε δηλώσει πρώτος τις φιλειρηνικές του διαθέσεις. Χωρίς να πει λέξη, ο Ρωμαίος αφίππευσε με αργές κινήσεις και προχώ­ ρησε με αυτοκρατορική αυτοπεποίθηση μέχρι ένα σημείο ακρι­ βώς στη μέση της απόστασης από το δικό του άλογο ως το πολε­ μικό άτι του Αντίοχου, όπου και σταμάτησε, κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του βασιλιά και εμφάνισε έναν πάπυρο τυλιγμένο σε κύλινδρο τον οποίο κρατούσε κάτω από το μπράτσο του. Στο μεταξύ, η πελώρια στρατιά είχε φτάσει πλέον στο σημείο εκείνο και σταματούσε με βουή, απορημένη, ενώ το σύννεφο της σκόνης που είχε σηκωθεί περνούσε πάνω από το βασιλιά και τους τρεις Ρωμαίους κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Οι Πέρ­ σες στρατηγοί παρατηρούσαν περιφρονητικά τους Ρωμαίους και οι καμήλες εξακολουθούσαν να ρουθουνίζουν αγριεμένες, λα­ χταρώντας να συνεχίσουν την πορεία τους προς την πόλη, την ο­ ποία μπορούσαν να δουν και να μυρίσουν στο βάθος του ορίζο­ ντα. Οι τρεις Ρωμαίοι παρέμεναν ακίνητοι στις θέσεις τους και ο br/zav

24

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

βασιλιάς συνειδητοποίησε ότι προκειμένου να συνεχίσει ή θα έ­ πρεπε να διαβάσει τον πάπυρο ή να απομακρύνει με τη βία τους τρεις άντρες από το δρόμο του. Ο ήχος των σπαθιών όπως γλι­ στρούσαν απ' τα δερμάτινα θηκάρια τους που ήρθε από πίσω του δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το ποια ήταν η γνώμη των αξιω­ ματικών του. Ή τ α ν απίστευτο, όμως οι δύο Ρωμαίοι στρατιώτες τράβηξαν τις κοντές σπάθες από τα δικά τους θηκάρια σε απά­ ντηση. Μα τους θεούς! απόρησε ο βασιλιάς. Σκοπεύουν όντως να αντιμετωπίσουν ολόκληρο το στρατό μου; Μα μια φωνή μέσα του τον προειδοποιούσε να δείξει σύνεση. Ο άντρας συστήθηκε. «Γάιος Ποπίλλιος Λαενάς», δήλωσε στα αναιδή, επίπεδα λατινικά, κάτι που ο βασιλιάς, παρότι μιλούσε τη γλώσσα καλά, το εξέλαβε ως δεύτερη προσβολή, ως άρνηση του Ρωμαίου να αναγνωρίσει τη θέση του μιλώντας του στην κοινή γλώσσα αυτών των περιοχών. «Είμαι συγκλητικός της Ρώμης. Με­ ταφέρω ψήφισμα της Συγκλήτου, το οποίο ζητώ να αναγνώσετε. Η απάντησή σας στο περιεχόμενο του παρόντος θα καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο εγώ και η ρωμαϊκή Σύγκλητος θα απα­ ντήσουμε στο χαιρετισμό σας, καθώς και το αν θα πρέπει να σας θεωρούμε φίλο ή εχθρό». Και ολοκληρώνοντας τη φράση έσφιξε τα χείλη του, πρότεινε τον πάπυρο και έμεινε σιωπηλός. Πίσω από το βασιλιά ακούστηκαν εξοργισμένα μουρμουρη­ τά. Έ ρ ι ξ ε μια ματιά πίσω στους αξιωματικούς του, χαμογελώ­ ντας με αυτοπεποίθηση και υψώνοντας ελαφρά το πιγούνι του, σαν να τους έλεγε να τον ακολουθήσουν σ' αυτό το αστείο. Εκεί­ νοι δεν μπορούσαν να κρύψουν την οργή στο βλέμμα τους, αλλά ο βασιλιάς τούς έγνεψε φιλικά κι έτσι υποχώρησαν μερικά βή­ ματα με τα υποζύγια τους. Στη συνέχεια, περνώντας με άνεση το πόδι του πάνω από τα καπούλια του αλόγου του, πήδηξε επιδέ­ ξια στο έδαφος, προχώρησε με δρασκελιές προς το μέρος όπου τον περίμενε ο Ποπίλλιος και, με μια προσποιητή έκφραση θυμηδίας, πήρε στα χέρια του τον πάπυρο. Όταν όμως διάβασε το περιεχόμενο του παπύρου, δεν κατάφερε να κρύψει την έκπληξη και την οργή του. «Πώς τολμάτε να μου επιδίδετε ένα τέτοιο κείμενο, αυθάδικα σκυλιά!» ξέσπασε με τρεμάμενη φωνή και το πρόσωπο του να βά­ φεται κατακόκκινο. «Εγκαταλείψτε την επίθεση στην Αλεξάνδρεια και αποχωρήστε από την Αίγυπτο; Με ποιο δικαίωμα διατάζετε κάτι τέτοιο, με ποια εξουσία!...» br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

25

«Την απάντησή σας, αν έχετε την καλοσύνη, μεγαλειότατε», τον διέκοψε ο Ποπίλλιος, ενώ η έκφραση του προσώπου του πα­ ρέμενε ψυχρή την ίδια στιγμή που τα πυρακτωμένα μάτια του κάρφωναν το βασιλιά. «Η Αλεξάνδρεια βρίσκεται υπό την προ­ στασία της Ρώμης. Η Σύγκλητος αναμένει την απάντησή σας». Ο Αντίοχος έμεινε προς στιγμήν να κοιτάζει τον άντρα απέ­ ναντι του κι υστέρα ξέσπασε σε γέλια. «Η Σύγκλητος αναμένει την απάντησή μου; Η Σύγκλητός σας απέχει τρεις εβδομάδες με το πλοίο, στην άλλη ακτή της Μεσογείου! Στέλνει εδώ ένα χαμηλόβαθμο συγκλητικό και δυο χιλίαρχους να προσβάλλουν το στρα­ τό μου και απαιτεί την απάντησή μου; Δεν έχω χρόνο για τέτοιες ανοησίες, αλλά δεν είμαι και τόσο ανάγωγος ώστε να προσβάλω την ένδοξη Σύγκλητό σας με την ίδια αναίδεια που δείξατε εσείς. Οι σύμβουλοί μου θα συντάξουν ένα αρμόζον κείμενο και...» Ό μ ω ς ο Ποπίλλιος διέκοψε τον Αντίοχο γυρίζοντας ατάραχος την πλάτη του και ο βασιλιάς άφησε άναυδος τη φράση του στη μέση. Ο συγκλητικός προχώρησε με μεγάλα βήματα προς τον πρώτο χιλίαρχο, άρπαξε τη λόγχη που έφερε το λάβαρο και επέ­ στρεψε κρατώντας την κάθετα μπροστά του. Οι ανήσυχοι Άρα­ βες τινάχτηκαν κι έκαναν να κινηθούν προς τα εμπρός, αλλά ο βα­ σιλιάς τούς σταμάτησε με ένα νεύμα. Ο Ποπίλλιος βύθισε το κο­ ντάρι της λόγχης στην άμμο και το λάβαρο με τον αετό ανέμισε ελαφρά πάνω από το κεφάλι του· στη συνέχεια, με απόλυτη ψυ­ χραιμία και με μετρημένες κινήσεις, περπάτησε γύρω από το βα­ σιλιά σχηματίζοντας έναν κύκλο στην άμμο που περιέκλειε το μο­ νάρχη. Ύ σ τ ε ρ α βγήκε από τον κύκλο, ξανάδωσε τη λόγχη στο χι­ λίαρχο και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Όχι», είπε απλά ο Ποπίλλιος. «Οι σύμβουλοί σας δεν πρό­ κειται να συντάξουν κανένα κείμενο. Εσείς ο ίδιος θα μου δώσε­ τε την απάντησή σας πριν βγείτε από αυτό τον κύκλο». Ο Αντίοχος συγκράτησε την αντίδρασή του. Κοίταξε εξετα­ στικά τον αποφασισμένο Ρωμαίο, έστρεψε το βλέμμα του στον κύκλο που είχε χαράξει στην άμμο και μετά ξανά στον Ρωμαίο. Ολόκληρος ο στρατός του, ζώα και άνθρωποι, εξήντα χιλιάδες πολεμιστές, στεκόταν πίσω του. Μια ανυπεράσπιστη πόλη, γε­ μάτη αμύθητα πλούτη, διακρινόταν στο βάθος. Ο βασιλιάς ήταν ευφυής άνθρωπος και ήξερε να ζυγίζει τα κέρδη απέναντι στους κινδύνους. Ή ξ ε ρ ε επίσης ότι είχε ηττηθεί. br/zav

26

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Θα δεχτώ το αίτημα της Συγκλήτου σας», είπε ήρεμα. Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ο Ρωμαίος μπήκε στον κύκλο και έσφιξε αγέλαστος το χέρι του βασιλιά. Ύ σ τ ε ρ α έκανε μετα­ βολή κι ανέβηκε στο άλογό του και οι τρεις ιππείς, χωρίς να ρί­ ξουν ούτε μια ματιά πίσω τους, τρόχασαν ήρεμα πίσω στα τείχη της πόλης. Ο Αντίοχος επέστρεψε με την τεράστια στρατιά του στη Συ­ ρία και, μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν κατόρθωσε να ξεπερά­ σει την ντροπή από την άνανδρη στάση του εκείνη τη μέρα. Για την ακρίβεια, η ντροπή αυτή, καθώς και το μίσος που γέννησε α­ πέναντι στη Ρώμη, κληροδοτήθηκαν, σαν αρρώστια ή σαν κατά­ ρα, στην κόρη του Αντίοχου, τη Λαοδίκη, η οποία με τη σειρά της ορκίστηκε ότι δε θα ερχόταν ποτέ σε αυτή τη θέση. Και τελι­ κά δεν ήρθε, όμως οι μέθοδοι της προκειμένου να αποφύγει έναν τέτοιο συμβιβασμό ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, αναποτελε­ σματικές και αμφισβητήσιμες. Στην πραγματικότητα, η ευθύνη για την αποκατάσταση της οικογενειακής τιμής από τη σκανδα­ λώδη αντιμετώπιση που τους επιφύλαξε η Ρώμη θα έπεφτε στους ώμους του μεγαλύτερου γιου της Λαοδίκης, του βασιλιά Μιθρι­ δάτη. Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να εξεταστεί εν τάχει ούτε να παρακαμφθεί αβασάνιστα. Ό λ ε ς αυτές οι λεπτομέρειες για ένα γεγονός που συνέβη εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Πώς είμαι σε θέση να γνωρίζω αυτά τα πράγματα; Επειδή έχω μελετήσει την ιστορία της Ρώμης που συνέγραψε ο Πολύβιος για να κατανοήσω τον εχθρό μου· ε­ πειδή έχω καλύψει βήμα προς βήμα τα εγκαταλειμμένα πεδία των μαχών σαν ευσυνείδητος στρατηγός· επειδή έχω αναλύσει τους λόγους των Ρωμαίων ρητόρων και τη ρωμαϊκή εξωτερική πολιτική σαν ικανός πολιτικός άρχοντας. Ο πιο σημαντικός λό­ γος όμως είναι ο εξής: επειδή είμαι ο Φαρνάκης, γιος του Μι­ θριδάτη του Μεγάλου, βασιλιά του Πόντου, ο οποίος ήταν εγγο­ νός εκείνου του ατιμασμένου μονάρχη, του Αντίοχου. Επειδή ο πα­ τέρας μου ήταν ο πιο τρομερός εχθρός που γνώρισε η Ρώμη, η μά­ στιγα των μεγαλύτερων στρατηγών της και ο καταστροφέας ανα­ ρίθμητων λεγεώνων, η πληγή που έκανε τη Ρώμη να αιμορραγεί επί σαράντα χρόνια, ο τρόμος που μπορεί να νικήθηκε στη μάχη αλλά το πνεύμα του παρέμεινε αιώνια ανυπότακτο. Και, τέλος, επειδή όπως και ο παππούς του ο Μιθριδάτης υπέκυπτε στην άσβεστη επιθυμία να κατακτήσει και να ενώσει, να br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

27

δημιουργήσει μια λαμπρή αυτοκρατορία που θα συμπεριλάμβα­ νε όλες τις ελληνιστικές χώρες· και επειδή όπως η μητέρα του, η Λαοδίκη, ο Μιθριδάτης κουβαλούσε την κατάρα ενός θανάσιμου φόβου και ταυτόχρονα ενός εξίσου θανάσιμου μίσους απέναντι στη Ρώμη. Ή τ α ν ένα μίσος που θα τον διαμόρφωνε και που θα χάραζε την πορεία του όπως εκείνος ο κύκλος που χαράχτηκε πά­ νω στην άμμο πριν από τόσα χρόνια, ένα μίσος που τελικά θα καθόριζε την ίδια του τη μοίρα... όπως και τη δική μου.

br/zav

ΙI

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ πλεονεκτήματα όταν είναι κανείς γιος μιας απλής παλλακίδας, τα οποία ούτε καν ο νόμιμος γιος του βασιλιά, ο γόνος της νόμιμης βασίλισσας, δε διαθέτει. Το κορυ­ φαίο από αυτά τα πλεονεκτήματα είναι η εμπιστοσύνη του βασι­ λιά, ο οποίος δε χρειάζεται να φοβάται τις φιλοδοξίες του συ­ γκεκριμένου γιου. Ο φόβος αυτός φυσικά επηρεάζει ακόμη και βασίλισσες, όπως αποδεικνύει η περίπτωση της Νύσας, μιας αντιβασίλισσας που πρόσφατα είχε καθίσει στο θρόνο του γειτο­ νικού βασιλείου της Καππαδοκίας και η οποία πριν από μερικά χρόνια δολοφόνησε τον ένα μετά τον άλλο και τους πέντε γιους της πριν προλάβουν να ενηλικιωθούν ώστε να της αποσπάσουν την εξουσία. Παρόμοια είναι και η περίπτωση της Κλεοπάτρας, της επονομαζόμενης Θεάς, χήρας του Δημήτριου Β' της Συρίας, η ο­ ποία σκότωσε τον ένα γιο της με αριστοτεχνική βολή βέλους από κάποιο παράθυρο, ενώ έμεινε να κοιτάζει τον άλλο να πεθαίνει από την κούπα με το δηλητήριο που τον είχε ξεγελάσει να πιει. Ουδέποτε αμφέβαλα ότι οι γυναίκες της οικογένειάς μου επιδεί­ κνυαν σημάδια που συνηγορούσαν στο ότι ανήκαν στην ίδια πα­ ρανοϊκή ράτσα θηλυκών εξ ου και η ευγνωμοσύνη μου προς τους θεούς, που μου επέτρεψαν να γεννηθώ από γενιά που δεν κινού­ σε τις υποψίες τους. Ό μ ω ς οι γιοι παλλακίδων απολαμβάνουν κι άλλα πλεονεκτή­ ματα. Όταν ηττώνται στον πόλεμο, δεν υφίστανται την ίδια μοί­ ρα με τους γνήσιους βασιλικούς απογόνους. Για ένα Ρωμαίο στρα­ τηγό το να σύρει εν είδει θριάμβου το νόθο γιο ενός ηττημένου βα­ σιλιά περνώντας του χαλκά στην ακροβυστία δεν έχει τον ίδιο α­ ντίκτυπο με το να κάνει ακριβώς το ίδιο στο νόμιμο διάδοχο του θρόνου· ο λόγος είναι απλός: υπάρχουν τόσα πολλά άχρηστα νό­ θα σαν κι εμένα, ώστε ο σκεπτικιστής Ρωμαίος πολίτης δεν εντυ-

br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

29

πωσιάζεται. Σε περίπτωση ήττας, εφόσον ο γιος μιας παλλακί­ δας έχει μάθει καλά την τέχνη της κολακείας, τις περισσότερες φορές καταφέρνει να περάσει απαρατήρητος από τους νικητές στην καλύτερη περίπτωση του παραχωρείται κάποια ασήμαντη πόλη για να κυβερνάει, στη δε χειρότερη πουλιέται ως δούλος πολυτελείας για να εκπαιδεύει τα κακομαθημένα παιδιά κάποιου Ρωμαίου εμπόρου. Σε περίπτωση ήττας η απουσία κύρους απο­ τελεί σημαντικό πλεονέκτημα. Μια στιγμή όμως, μπορώ να δικαιολογήσω ακόμη περισσό­ τερο τη νεανική μου ικανοποίηση για την ασήμαντη μοίρα μου. Η ζωή μιας παλλακίδας, και κατ' επέκταση η ζωή των παιδιών της, είναι γεμάτη πολυτέλεια και ανέσεις, χωρίς την επιβάρυνση των κουραστικών βασιλικών καθηκόντων όπως επιτάσσει το πρωτό­ κολλο. Δεν είναι για μένα τα ατέλειωτα επίσημα δείπνα, τα πλη­ κτικά εγκαίνια του καινούριου αποχετευτικού δικτύου κάποιας άθλιας πολίχνης, οι ατέρμονες δεξιώσεις για κάποιο ασήμαντο κρατικό λειτουργό. Ο ετεροθαλής αδερφός μου στο παλάτι, ο ά­ μοιρος Μαχάρης, υποχρεωνόταν να συμμετέχει σε αυτού του εί­ δους τις εκδηλώσεις, παρά τις γοερές και διόλου βασιλικές δια­ μαρτυρίες του, ως μάθημα για τη μελλοντική ανάληψη των κα­ θηκόντων του. Φυσικά, η θέση ήταν δική του εκ γενετής, αφού ή­ ταν ο πρωτότοκος γιος του βασιλιά και της βασίλισσας. Εγώ ό­ μως, ο ασήμαντος Φαρνάκης, το μουντζουρωμένο χαμίνι, δεν εί­ χα θέση στις ευγενείς συντροφιές, αφού δεν ήμουν τίποτ' άλλο παρά ένας μπάσταρδος με βασιλικό αίμα. Παρ' όλα αυτά, δέ­ χτηκα ίσο μερίδιο της αγάπης και της προσοχής του πατέρα μου, καθώς και διαμερίσματα που ελάχιστα υστερούσαν σε πολυτέ­ λεια από εκείνα που διέθετε η ίδια η οικογένεια του βασιλιά. Κρί­ μα γι' αυτόν, σκεφτόμουν συχνά, την ώρα που οι υπηρέτες απομά­ κρυναν με το ζόρι τον Μαχάρη από το παιχνίδι για να τον ντύσουν κατάλληλα προκειμένου να συναντήσει τον πρεσβευτή κάποιας ά­ γνωστης χώρας, ενώ εγώ έτρεχα μόνος στους βασιλικούς στάβλους για να ιππεύσω όποιο άλογο διάλεγα από τα αμέτρητα καθαρό­ αιμα του βασιλιά. Διαβάζοντας ξανά τα όσα έγραψα, καταλαβαίνω ότι αυτά δεν είναι πραγματικά πλεονεκτήματα, αλλά μάλλον τρόποι περιορι­ σμού των μειονεκτημάτων. Ωστόσο το ένα και μοναδικό αληθινό πλεονέκτημα του να μην απολαμβάνεις κληρονομικά δικαιώμα­ τα είναι αυτό: αν κάποιος είναι φιλόδοξος και ικανός, αν κάποιος br/zav

30

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

έχει όντως μυαλό στο κεφάλι του και όχι τα πριονίδια που συχνά περνάνε για μυαλό στις τάξεις των βασιλικών γόνων, τότε ο γιος μιας παλλακίδας του βασιλιά ίσως να έχει ακριβώς τις ίδιες ευ­ καιρίες να διακριθεί, τις ίδιες ευκαιρίες να αναδειχτεί και να πε­ τύχει και, τελικά, τις ίδιες πιθανότητες να γίνει βασιλιάς όπως και ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Χωρίς όμως το κόστος. Θα μπορούσε ο υποτιμημένος μικρός Φαρνάκης να ζητήσει κάτι περισσότερο; Από τότε που ήμασταν πολύ μικροί ακόμη, ο Μαχάρης κι ε­ γώ είχαμε την άδεια να ακολουθούμε τον πατέρα στις εκστρα­ τείες του, κάτι σαν το γούρι του στρατού. Οι αξιωματικοί μάς α­ γαπούσαν και οι στρατιώτες μάς έκαναν κάθε χατίρι. Προς με­ γάλη μου χαρά, ειδικά εμένα οι ευνούχοι και οι δάσκαλοι που με είχαν αναλάβει κατέληξαν να με αγνοούν, καθώς ο πατέρας α­ ντιδρούσε στις διαμαρτυρίες τους για τη συμπεριφορά μου με γέ­ λια, αφού σε κάθε περίπτωση οι αρχικές του προσδοκίες για το πρόσωπό μου ήταν ιδιαίτερα μικρές. Γιατί να σκύβω πάνω από τις κέρινες πλάκες μου ώρες ατέλειωτες απομνημονεύοντας τα κατορθώματα διάφορων Ελλήνων ηρώων της Ιλιάδας, τη στιγμή που είχα μπροστά μου τον προσωπικό μου Έλληνα ήρωα; Στο στρατόπεδο έπαιρνα από πίσω τον πατέρα σαν σκυλάκι κολλη­ μένος στο μηρό του όταν περιδιάβαινε τους χώρους όπου βρί­ σκονταν οι τραχείς Σκύθες και οι Θράκες μισθοφόροι, όταν επι­ δοκίμαζε με βροντερά γέλια τα τολμηρά αστεία τους κι όταν έ­ παιρνε θαρραλέα ασπίδα και στομωμένο ξίφος για να ρίξει κά­ τω ακόμη και τον πιο έμπειρο εκπαιδευτή στους στίβους της μά­ χης. Ο πατέρας δεν ήταν απλώς ένας ήρωας - ήταν ένας κολοσ­ σός, ένας θεός. Το παράστημά του ήταν τόσο τεράστιο, το πλα­ τύ του χαμόγελο τόσο μεθυστικό, η χρυσοποίκιλτη πανοπλία του που κάλυπτε το θηριώδες σώμα του τόσο εντυπωσιακή, τόσο βα­ ριά, που ένας κανονικός άνθρωπος δεν μπορούσε να τη σηκώσει χωρίς να παραπατήσει, ώστε τόσο ο ίδιος όσο και οι βασιλικοί ιε­ ρείς δυσκολεύονταν ορισμένες φορές να ελέγξουν τον πληθυσμό που τον λάτρευε σαν την επίγεια ενσάρκωση του ίδιου του Δία. Εγώ όμως δεν μπορούσα να τον βλέπω σαν απλό άνθρωπο, αφού ο άντρας αυτός στα μάτια μου ήταν θεός - κι εγώ ο παραγκωνι­ σμένος γιος ενός θεού. Έ χ ω την ανάμνηση ενός επίσημου δείπνου στο οποίο παρευ­ ρέθηκα μαζί του. Δεν ήταν μια από εκείνες τις σφιγμένες τυποbr/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

31

λατρικές εκδηλώσεις στις οποίες υποχρεώνονταν να συμμετέχουν τα νόμιμα βασιλικά τέκνα στην πόλη, αλλά αντίθετα μια συγκέ­ ντρωση αθυρόστομων και αρρενωπών αντρών κατά τη διάρκεια κάποιας εκστρατείας, με τους στρατιώτες να έχουν υψηλότατο η­ θικό, περιμένοντας με ανυπομονησία την επίτευξη μιας ακόμη α­ πό τις πολλές συντριπτικές τους νίκες. Γεννήθηκα όταν ο πατέρας ήταν σχεδόν τριάντα πέντε ετών, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν γύρω στα σαράντα τρία την εποχή του συγκεκριμένου περιστατι­ κού κι εγώ μόλις οχτώ ενώ ο Μαχάρης δώδεκα. Είχε στηθεί μια μεγάλη σκηνή στη μέση του στρατοπέδου προκειμένου να φιλο­ ξενήσει το δείπνο που θα παρετίθετο προς τιμήν αρκετών δεκά­ δων ξένων πρεσβευτών, οι οποίοι είχαν προσκληθεί να παρακο­ λουθήσουν τη σφαγή της επόμενης μέρας και να συνεισφέρουν δυ­ νάμεις στη συμμαχία του βασιλιά. Η λινάτσα στα πλαϊνά της κα­ τασκευής είχε διπλωθεί για να επιτρέπει στον αέρα να δροσίζει το εσωτερικό εκείνη τη ζεστή νύχτα και ολόγυρά μας, μέσα στο σκοτάδι που πλησίαζε πίσω από τις πλαγιές των παρακείμενων λό­ φων που έμοιαζαν να εκτείνονται ολόκληρα χιλιόμετρα, έφεγγαν οι φωτιές του στρατοπέδου όπου είχαν καταλύσει οι πενήντα χι­ λιάδες στρατιώτες που θα οδηγούσε ο βασιλιάς στη μάχη την ε­ πομένη. Ο πατέρας κατευθύνθηκε στη σκηνή με μεγάλα βήματα, έχο­ ντας φροντίσει να καθυστερήσει ως συνήθως προτιμώντας να μη συμμετάσχει στο εισαγωγικό θέαμα που πρόσφεραν οι χορεύ­ τριες, οι ταχυδακτυλουργοί και οι μουσικοί, ένα θέαμα που κρά­ τησε μαγεμένους τους καλεσμένους μέχρι την άφιξή μας. Εγώ προχωρούσα στα αριστερά του, παλεύοντας να ακολουθήσω το βήμα των μακριών ποδιών του, ενώ ο Μαχάρης περπατούσε με άνεση στα δεξιά του, γνέφοντας με αυτοπεποίθηση στους αξιω­ ματικούς, οι οποίοι τον αντιχαιρετούσαν μ' εκείνες τις βαθιές υ­ ποκλίσεις που απευθύνονται μόνο στους πλέον υψηλόβαθμους η­ γέτες, αν κι εκείνος ήταν ακόμη μικρό παιδί. Στο πλευρό μας βρί­ σκονταν οι στρατηγοί Αρχέλαος και Νεοπτόλεμος. Το γιγαντιαίο τόξο με τα φιλντισένια στολίδια που ο πατέρας δεν αποχωριζό­ ταν ποτέ αναπηδούσε απαλά στην πλάτη του κι εγώ διέκρινα το αχνό περίγραμμα του κυρτού μαχαιριού που είχε δεμένο στη μέ­ ση του, κάτω από τα φαρδιά παντελόνια. Ήταν γεροδεμένος και γεμάτος ενέργεια, σαν αθλητής στους Αγώνες της Ολυμπίας. Οι άντρες ζητωκραύγαζαν και τον επευφημούσαν όταν περνούσε br/zav

32

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

από μπροστά τους κι εκείνος απαντούσε με θερμούς χαιρετισμούς σε όλους, ενώ η πελώρια παλάμη του ακουμπούσε στην κορυφή του κεφαλιού μου καπακώνοντάς το σαν να ήταν αβγό. Ο αέρας έμοιαζε ηλεκτρισμένος από τον ενθουσιασμό, τα άκρα μου σχε­ δόν μούδιαζαν από την προσμονή, καθώς την επομένη θα έβλε­ πα την πρώτη μου μάχη, και ένιωθα ότι σχεδόν θα έσκαγα από περηφάνια. Αυτή ήταν η εκπαίδευση μου, αυτός ήταν ο σκοπός για τον οποίο είχα γεννηθεί, και ήξερα από τότε ότι μια μέρα κι εγώ θα διοικούσα στρατιές, κι εγώ θα γευόμουν νίκες. Τι αξία είχε να κυβερνάς ένα βασίλειο, όπως ήταν η μοίρα του Μαχάρη; Ας το έ­ παιρνε εκείνος το βασίλειο. Η δική μου μοίρα θα ήταν να διοικώ στρατιώτες, ό,τι μεγαλύτερο για το νόθο γιο του βασιλιά. Μπαίνοντας στη σκηνή, ο πατέρας διέκοψε την τυπική πα­ ρουσίαση που επιχειρούσε ο κήρυκας στα ελληνικά και καλωσό­ ρισε με βροντερή φωνή τους καλεσμένους του, ενώ στη συνέχεια πέρασε με αργά βήματα γύρω από το κερωμένο και γυαλισμένο φορητό τραπέζι από ξύλο οξιάς, σφίγγοντας εγκάρδια χέρια και χτυπώντας φιλικά πλάτες, ανταλλάσσοντας παράλληλα χαιρετι­ σμούς σε δεκάδες γλώσσες με απίστευτη ευχέρεια. Όταν έφτασε τελικά στη θέση του στην κεφαλή του τραπεζιού, κάθισε βαριά και μου έγνεψε να σταθώ κοντά του, σε μια θέση φυλαγμένη για α­ κόλουθο. Στα δεξιά του, σε επίτιμη θέση, κάθισε ο Μαχάρης, ο αναγνωρισμένος διάδοχος και μελλοντικός βασιλιάς του Πόντου. Με ένα νεύμα του κεφαλιού του πατέρα όλοι οι άλλοι καλεσμέ­ νοι πέρασαν πάνω από τους πάγκους τους και κάθισαν με τη σει­ ρά τους, ενώ στη σκηνή μπήκαν οι δούλοι που ήταν υπεύθυνοι για την κουζίνα κουβαλώντας τεράστιες πιατέλες από καλογυα­ λισμένο χαλκό. Οι συνδαιτυμόνες έγνεψαν επιδοκιμαστικά βλέ­ ποντας την απλή αλλά ταυτόχρονα προσεγμένη παρουσίαση του κυρίως πιάτου: σκορδάτο θηλυκό αγριογούρουνο ψημένο σε χλω­ ρά καλαμάκια ροδιάς και μαριναρισμένο σε σάλτσα από αμπελόπρασα και άνθη ράχου, ενώ η παχιά κοιλιά του είχε ανοιχτεί και τα εντόσθια ήταν τοποθετημένα με γούστο στο πλάι, όπου ε­ ναλλάσσονταν με μυωξό*, μπεκατσόνι κι άλλα μικρόσωμα θη­ ράματα. Σε όλο το τραπέζι υπήρχαν στοίβες συνηθισμένων μα συνάμα έξοχα παρασκευασμένων συνοδευτικών: σπαράγγια βου-

* Τρωκτικό που μοιάζει πολύ με σκίουρο. Ειδικά ο δασομυωξός θεωρούνταν από τους Ρωμαίους εκλεκτό θήραμα. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

33

τηγμένα σε βούτυρο, κρίθινο ψωμί μουσκεμένο σε ελαιόλαδο, αβγά από θαλασσοπούλια, τουρσί σε άλμη κρίταμου, τεράστιες γαβάθες με ψωμωμένες ξανθές σταφίδες, κεφάλια ολόκληρα δυ­ νατού πρόβειου τυριού, πιάτα με ψημένα φουντούκια με σκόρδο και αλάτι, φίνα κέικ μελιού αρωματισμένα με άγριο θυμάρι και στολισμένα με πολύπλοκα σχέδια από κουκουνάρι, καθώς και κωνικοί σωροί μαλακού συκόψωμου βουτηγμένου σε αλκοολού­ χο χυμό άγριων βατόμουρων. Ό λ α αυτά συνοδεύονταν δεόντως από σφυρήλατες χρυσές κούπες όπου σερβίρονταν κρασιά εκα­ τό ετών με το άρωμα του πικρού ρετσινιού των κουκουναριών της Σκυθίας. Το κρασί έρεε άφθονο από τεράστιους, ακουμπισμέ­ νους στις γωνίες πήλινους αμφορείς, ψηλούς ίσαμε το μπόι ενός ανθρώπου, τους οποίους χειρίζονταν επιδέξια οι δούλοι. Οι μυ­ ρωδιές που μετέφερε ο αέρας μέσα στη σκηνή ήταν ουράνιες, με­ θυστικές. Μια τεράστια ξύλινη πιατέλα, από αυτές που χρησιμοποιού­ νται στα στρατόπεδα, τοποθετήθηκε μπροστά στον πατέρα, γε­ μάτη αχνιστό κρέας και φακές. Εκείνος βύθισε τα δάχτυλά του σε μια γαβάθα παραδίπλα, η οποία περιείχε ένα λευκό σκορδάτο άρτυμα διάστικτο με γκρίζες κουκκίδες, κι έριξε μια γενναία πο­ σότητα πάνω στο φαγητό του και στη συνέχεια το έτριψε καλά με το μαχαίρι του. Εκεί που φαινόταν έτοιμος να ορμήσει στο φα­ γητό, κρατώντας μια κομμάτα ψωμί στο ένα χέρι και ένα ζουμε­ ρό μερί κρέας που έσταζε στο άλλο, σταμάτησε και σηκώθηκε α­ πότομα όρθιος. Ολόκληρη η σκηνή βουβάθηκε. Πενήντα πεινα­ σμένοι άντρες έμειναν να τον κοιτάζουν, ορισμένοι μάλιστα κρα­ τώντας το φαγητό μετέωρο στα χείλη τους, με μάτια υγρά από τις λαχταριστές μυρωδιές. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή παρατηρώντας προσεκτικά το κάθε πρόσωπο σιωπηλός· ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του διαπιστώνοντας την ανυπομονησία των καλεσμέ­ νων του. Ύ σ τ ε ρ α μίλησε, με μια φωνή που θύμιζε καλλιεργημέ­ νο υψηλόβαθμο ιερέα, όμως με τόνο βροντερό και επιβλητικό, σαν του αγριογούρουνου που συμπεριλαμβανόταν στα εκλεκτά εδέσματα. «Το φαγητό πρέπει πρώτα να δοκιμαστεί», δήλωσε. Οι άντρες έμειναν να τον κοιτάζουν απορημένοι. Υπομονετικά, τους εξήγησε: «Ως βασιλιάς, δεν μπορώ να θέ­ σω σε κίνδυνο την υγεία μου τρώγοντας χαλασμένο κρέας - ή τίbr/zav

34

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ποτα χειρότερο. Ακόμη και τώρα που βρισκόμαστε σε εκστρα­ τεία χρειάζομαι οπωσδήποτε δοκιμαστή». Λες και περίμεναν να ακουστεί αυτή ακριβώς η λέξη, δυο φρουροί έκαναν ξαφνικά την εμφάνισή τους από το πίσω μέρος της σκηνής σέρνοντας έναν αιχμάλωτο, στο πρόσωπο του οποίου αποτυπωνόταν η παραίτηση· αναγνώρισα το Βιθυνό ιχνηλάτη που είχαμε συλλάβει νωρίτερα εκείνη τη μέρα, όταν είχε πλησιάσει υ­ περβολικά κοντά στα φυλάκιά μας. Ο πατέρας τον κοίταξε προ­ σεκτικά. «Δείχνει υγιής... και πεινασμένος. Μας κάνει». Οι φρουροί άφησαν τα μπράτσα του άντρα κι αυτός καμπού­ ριασε προς στιγμήν, αλλά σχεδόν αμέσως ίσιωσε την πλάτη του και κοίταξε περιφρονητικά προς τη μεριά των τραπεζιών, εκεί όπου οι καλεσμένοι παρακολουθούσαν με αδημονία. Ο πατέρας γέλασε με το θράσος του άντρα κι έπειτα έκοψε ένα μεγάλο κομ­ μάτι κρέας από το μπούτι που ήταν έτοιμος να δαγκώσει, το βού­ τηξε καλά καλά στη γαβάθα με το καρύκευμα και το πρόσφερε στον αιχμάλωτο καρφωμένο στην άκρη του μαχαιριού του. «Κόπιασε στο γλέντι μας», είπε πρόσχαρα ο πατέρας στη γλώσ­ σα των Βιθυνών. Ο αιχμάλωτος αρχικά τον κοίταξε περιφρονητικά, στη συνέ­ χεια όμως τα μάτια του έπεσαν πάνω στη ροδαλή αχνιστή σάρ­ κα. Άρπαξε το κρέας με το δεξί του χέρι, το μπούκωσε λαίμαργα στο στόμα του κι άρχισε να μασάει. Συνέχισε να μασουλάει το μυρωδάτο κρέας, με τους χυμούς του να τρέχουν από την άκρη του στόματός του, κι ύστερα κατάπιε πλαταγίζοντας τα χείλη του, αν και από περηφάνια και πείσμα είχε πάντα την ίδια επιτιμητι­ κή έκφραση προσπαθώντας να κρύψει τον προφανή ενθουσιασμό του. Οι ξένοι καλεσμένοι στο τραπέζι κοιτούσαν τον άντρα με ζή­ λια. Μόλις όμως ο πατέρας έγνεψε ικανοποιημένος κι έκανε να καθίσει, τα μάτια του Βιθυνού γούρλωσαν και το πρόσωπο του έ­ γινε ξαφνικά κατακόκκινο. Άρχισε να πνίγεται, να παλεύει να α­ νασάνει. Έ φ ε ρ ε απότομα τα χέρια στην κοιλιά του και ο χυμός που κυλούσε από την άκρη του στόματος του μετατράπηκε σε αί­ μα. Σωριάστηκε κάτω σπαρταρώντας, σφαδάζοντας από τους πό­ νους, κι οι δύο φρουροί τον άρπαξαν από τις μασχάλες και τον έ­ συραν έξω από τη σκηνή διπλωμένο στα δύο. Οι πρεσβευτές πα­ ρακολουθούσαν σοκαρισμένοι, βουβοί, το αλαφιασμένο βλέμμα br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

35

τους στεκόταν πότε στον δύσμοιρο αιχμάλωτο και πότε στον οι­ κοδεσπότη τους, ο οποίος συνέχιζε να διατηρεί την ολύμπια η­ ρεμία του, με το ίδιο ελαφρύ μειδίαμα σχηματισμένο στα χείλη. «Πιστεύω ότι το κρέας μαγειρεύτηκε άψογα», είπε ο πατέρας κι ύστερα, με τη φρίκη να αποτυπώνεται στα πρόσωπα των κα­ λεσμένων, κάθισε και πάλι στη θέση του και άρχισε να μασά ικανοποιημένος το ίδιο μπούτι από το οποίο είχε μόλις ταΐσει τον αιχμάλωτο. Εξοργισμένος με τη σκηνή στην οποία είχε σταθεί μάρτυρας, ο Ρόδιος απεσταλμένος που καθόταν στα αριστερά του πατέρα μουρμούρισε κάτι στη δωρική διάλεκτο απευθυνόμενος στο σύ­ ντροφό του που καθόταν στην απέναντι πλευρά, όμως δε μίλησε αρκετά χαμηλόφωνα και ο πατέρας τον άκουσε. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και η ομήγυρη σίγησε στη θέα της έκφρασής του, αν και ο πατέρας δεν απάντησε αμέσως στο σχόλιο του Ροδίου. Αντί­ θετα, ακούμπησε στο τραπέζι το μαχαίρι και το ψωμί του, σκού­ πισε τα δάχτυλά του με ένα απαλό λινό πανί που του πρόσφερε ένας υπηρέτης και στράφηκε με αργές, μετρημένες κινήσεις προς το Ρόδιο. «Άκουσα καλά αυτό που είπατε, πρεσβευτά», είπε σε εκλε­ πτυσμένα δωρικά, «ότι "και να σας πλήρωνα δε θα τρώγατε αυ­ τή την αηδία"; Έ τ σ ι συνηθίζετε να ευχαριστείτε τον οικοδεσπό­ τη σας την ώρα που κάθεστε στο τραπέζι του και σας σερβίρουν φαγητό που έπιασε με τα ίδια του τα χέρια;» Ο Ρόδιος κέρωσε. Ο πατέρας συνέχισε: «Στοιχηματίζω ότι μπορώ να πληρώσω τους άντρες μου και να το φάνε». Έ φ ε ρ ε το χέρι του στις φαρδιές πτυχές του παντελονιού του, έβγαλε ένα μικρό μεταξωτό πουγκί, το κούνησε αρκετές φορές ώστε να ακούσουν όλοι το κουδούνισμα των χρυσών νομισμάτων και το έριξε απότομα δίπλα στο πιάτο του Αρχέλαου. Ο στρατη­ γός κοίταξε με περιφρόνηση το πουγκί, το επέστρεψε με ένα τί­ ναγμα του καρπού στον οικοδεσπότη του κι άρχισε να τρώει με όρεξη το κρέας που είχε στο πιάτο του. Ο πατέρας έκανε το ίδιο με τον επόμενο Πόντιο αξιωματικό, ο οποίος επίσης επέστρεψε το πουγκί και μαζί με τους δύο συντρόφους του έπεσαν σαν λύ­ κοι πάνω στο φαγητό τους χωρίς κανένα δισταγμό. Οι ξένοι πρε­ σβευτές παρακολουθούσαν έκπληκτοι. Αφού οι άντρες του βασι­ λιά δεν κινδύνευαν από το κρέας, τότε ήταν φανερό ότι το δηληbr/zav

36

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τήριο πρέπει να βρισκόταν στο καρύκευμα που περιείχαν οι μι­ κρές γαβάθες δίπλα στα πιάτα. Ο πατέρας γέλασε δυνατά, κάθισε ξανά στη θέση του κι άρ­ χισε να καταβροχθίζει το κρέας συνομιλώντας εύθυμα με τον Μαχάρη. Οι ξένοι συνδαιτυμόνες έπαιζαν νευρικά με το φαγητό στα πιάτα τους, κοιτάζοντας καχύποπτα τις γαβάθες με το καρύκευ­ μα. Ο βασιλιάς σχολίασε μεγαλόφωνα ότι το κρέας χρειαζόταν πε­ ρισσότερο άρτυμα κι έριξε μία ακόμη χούφτα από το περιεχόμενο της γαβάθας που είχε δίπλα του πάνω στο πιάτο, προσθέτοντας και μια γερή πρέζα στην κούπα με το κρασί του. «Φάτε!» διέταξε με το στόμα γεμάτο. Τα χείλη του χαμογε­ λούσαν, στα μάτια του όμως καθρεφτιζόταν μια αγριεμένη λάμ­ ψη. Οι αξιωματικοί του συνέχισαν να τρώνε με μεγάλη όρεξη, αλλά οι πρεσβευτές τον κοιτούσαν με ύφος αξιοθρήνητο. Ο πα­ τέρας άφησε το μαχαίρι του να πέσει με δύναμη στο πιάτο και κα­ τέβασε απότομα την παλάμη του στο τραπέζι τινάζοντας στον α­ έρα όλα τα σκεύη. «Φάτε!» βρυχήθηκε, και το χαμόγελό του είχε πια χαθεί. Οι ξέ­ νοι είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω του. Κάποιοι τον κοι­ τούσαν με τρόμο, οι πιο γενναίοι με φανερή περιφρόνηση. Σπρώχνοντας προς τα πίσω το κάθισμά του, ο πατέρας ση­ κώθηκε όρθιος προτάσσοντας το πελώριο στέρνο του, ορθώνοντας όλο του το ανάστημα. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από τον Αρχέ­ λαο και τους αξιωματικούς του, οι οποίοι είχαν επίσης σηκωθεί όρθιοι, και δεν ήταν μικρόσωμοι άντρες. «Μα τους θεούς!» κραύγασε ο πατέρας αρπάζοντας την άκρη του τραπεζιού και σηκώνοντάς το στον αέρα, πριν το γυρίσει στο πλάι ρίχνοντας όλα τα αχνιστά, ζουμερά φαγητά στα πόδια των άτυχων πρεσβευτών που κάθονταν σ' εκείνη την πλευρά. «Καταραμένος να 'μαι αν συνάψω συνθήκη με άντρες που δε μ' εμπιστεύονται!» Γνέφοντας αγριεμένα στους βασιλικούς φρουρούς που βρί­ σκονταν παραταγμένοι γύρω από τη σκηνή, απομακρύνθηκε α­ πό το αναποδογυρισμένο τραπέζι, ενώ άπλωσε το χέρι του και το έφερε ξανά σαν υπερμεγέθη σκούφο πάνω στο κεφάλι μου τραβώντας με δίπλα στο πόδι του. Οι φρουροί κινήθηκαν ταυ­ τόχρονα, σαν ένας άντρας, άρπαξαν τους εμβρόντητους πρε­ σβευτές και τους έσυραν κακήν κακώς έξω από το τραπέζι, με τους λινούς χιτώνες τους να στάζουν από τα φαγητά και το κραbr/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

37

σί. Από εκεί τους έβαλαν σηκωτούς στα άλογά τους, όπου τους περίμεναν οι αποσκευές τους που είχαν μαζευτεί όπως όπως ό­ σο εκείνοι βρίσκονταν στο δείπνο, και τους έδιωξαν ντροπια­ σμένους, ακολουθούμενους από μια υποτυπώδη στρατιωτική συνοδεία. Την ώρα που οι φρουροί τούς απομάκρυναν από το αναπο­ δογυρισμένο τραπέζι, ο Ρόδιος που βρισκόταν πιο κοντά σε μέ­ να στράφηκε στο λιγομίλητο Αρχέλαο και τραυλίζοντας από ορ­ γή τον ρώτησε: «Τι περιείχε αυτό το αναθεματισμένο καρύκευμα;» «Το δικό σας; Θαλασσινό αλάτι και σκόρδο σε σκόνη», απά­ ντησε ο Αρχέλαος, παρατηρώντας ατάραχος τον έξαλλο πρε­ σβευτή που αποχωρούσε. Ο πατέρας έγνεψε καταφατικά, με μάτια που εξακολουθούσαν να πετούν φωτιές, και συμπλήρωσε την απάντηση του στρατηγού του. «Το δικό μου ήταν αρσενικό», είπε. Γύρισε την πλάτη του στο χάος που επικρατούσε μέσα στη σκηνή κι έστρεψε το βλέμμα του πέρα από τους Πόντιους φρου­ ρούς που στέκονταν στις θέσεις τους λίγα μέτρα πιο πέρα, προς την πλευρά του λόφου που λαμπύριζε από το φως που σκόρπιζαν οι χιλιάδες φωτιές του στρατοπέδου. Οι άντρες αυτοί ήταν δικοί του και απαιτούσε την απόλυτη εμπιστοσύνη τους, την απόλυτη πίστη τους για το εγχείρημα που ήταν έτοιμος να αναλάβει. Συ­ νήθως δεν τον απογοήτευαν. Σε κάθε περίπτωση όμως ένιωθε τη διαρκή ανάγκη να τους δο­ κιμάζει, να ψάχνει για αδυναμίες, να αποδεικνύει στον εαυτό του ότι οι άντρες που τον περιέβαλλαν του ήταν αφοσιωμένοι με όλο τους το είναι. Ο κάθε άντρας, είτε επρόκειτο για στρατηγό είτε για σύμμα­ χο είτε για απλό στρατιώτη, ο κάθε άντρας λοιπόν έπρεπε να τρέ­ φει πλήρη αφοσίωση στο σκοπό που υπηρετούσε. Ο κάθε άντρας έπρεπε να φανερώνει την ακλόνητη πίστη του σε κάθε κίνηση που έκανε, σε κάθε ανάσα που έπαιρνε... σε κάθε μπουκιά που κα­ τάπινε. Διακυβευόταν το ίδιο το μέλλον του βασιλείου του, τα σχέ­ διά του για την αυτοκρατορία -τη Νέα Ελλάδα-, το πεπρωμένο του. Δεν υπήρχε περιθώριο για αμφιβολίες. Οι αμφιβολίες οδη­ γούσαν στη λιποψυχία και το φόβο κι αυτά με τη σειρά τους στην προδοσία. Απαιτούνταν ακραία μέτρα. br/zav

38

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Το χαμόγελο είχε χα­ θεί και μια σχεδόν μελαγχολική έκφραση πέρασε από το πρό­ σωπο του, πριν στραφεί και πάλι προς τα απομεινάρια του απο­ τυχημένου δείπνου. «Αρσενικό», επανέλαβε. Έκανε μια παύση κουνώντας το κε­ φάλι του κι ύστερα, σαν να είχε θυμηθεί μια λεπτομέρεια, συ­ μπλήρωσε σιγανά, σχεδόν από μέσα του: «Η συνηθισμένη δόση».

br/zav

ΙΙΙ

ΤON ΕΝΤΟΠΙΖΩ ΝΑ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ, μέσα στο πλαίσιο ενός παραθύρου, παρατηρώντας ήρεμα το πλήθος από κάτω που κι­ νείται ρυθμικά και τραγουδά. Η απόσταση είναι τόσο μεγάλη, που με δυσκολία τον αναγνωρίζω, κι εκείνος στέκεται σχεδόν στο όριο του οπτικού μου πεδίου, λες και τον συντρίβει ο τεράστιος χώρος που τον περιβάλλει, λες και χάνεται από τα μάτια μου μπροστά στην απεραντοσύνη του ουρανού. Κι όμως, τον βλέπω, πραγματικά τον βλέπω, και στο μυαλό μου συνεχίζω να τον βλέ­ πω, ίσως πιο καθαρά από τότε - το πρόσωπό του φωτισμένο από πίσω με το αχνό φως κάποιου λυχναριού, να εμφανίζεται και να χάνεται κάποιες στιγμές καθώς διάφοροι άνθρωποι στέκονται μπροστά μου. Δεν μπορώ να διακρίνω την έκφρασή του, πάντως βλέπω ότι απομακρύνεται για μια στιγμή κι ύστερα επιστρέφει, αυτή τη φορά κρατώντας κάποιο αντικείμενο στο χέρι του, κάτι χρυσό - ένα όπλο, μια κούπα; Του άρεσαν τόσο πολύ τα λαμπε­ ρά αντικείμενα, τα όμορφα και πολύτιμα πράγματα, όμως είναι αδύνατο να διακρίνω τι κρατά. Ένας κεραυνός ξεσπά ορμητικά προς το μέρος μου από την πλευρά του, παρασύροντας στο πέρασμά του το πλήθος όπως τα αφρισμένα κύματα που σκάνε με δύναμη στην ακτή. Για μια στιγ­ μή οι άντρες που φωνάζουν γύρω μου σωπαίνουν και ακολουθεί μια εκτυφλωτική λάμψη και φωτιά, μια στήλη πυκνού μαύρου καπνού υψώνεται απειλητικά προς τον ουρανό και ο πατέρας χά­ νεται για λίγο από τα μάτια μου. Η γη βροντά και τρέμει και ορ­ γισμένα πολεμικά άτια καλπάζουν μέσα στο πλήθος, τα μάτια τους γυρίζουν απειλητικά, οι γλώσσες τους κρέμονται από τα λα­ χανιασμένα στόματά τους όπως ορμούν προς το μέρος του πατέ­ ρα, ο οποίος στέκεται ακίνητος παρακολουθώντας τη σκηνή. Υψώνω το χέρι μου, τόσο για να κάνω νόημα στους άντρες

br/zav

40

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μου και να ανοίξω δρόμο μέσα από το πλήθος όσο και για να τραβήξω την προσοχή του. Δεν είναι μακριά... Αν μπορέσω να παραμερίσω μερικούς ανθρώπους, θα βρίσκομαι εκεί σε μια στιγ­ μή. Αυτή τη φορά η κατάσταση δεν είναι χειρότερη απ' όλες τις προηγούμενες. Έρχομαι, πατέρα.

br/zav

IV

Η ΜΕΓΑΛΗ

ΑΜΑΞΑ είχε σταματήσει απέναντι από το σημείο ό­

που βρισκόμασταν εμείς, ενώ ανάμεσα μας υπήρχε ο μακρύς λάκ­ κος, γεμάτος ακόμη με πυρωμένα κάρβουνα, πάνω από τον ο­ ποίο είχαν ψηθεί νωρίτερα εκείνο το βράδυ κατσικίσια παϊδά­ κια. Η άμαξα ήταν καλυμμένη με ένα μαυρισμένο μουσαμά, τε­ ντωμένο γερά πάνω από τέσσερις σιδερένιους κρίκους που εξείχαν από το πλάι, ο οποίος έκρυβε το μυστηριώδες φορτίο από τα μάτια μας αλλά όχι και από τα αφτιά μας, καθώς από εκεί ακού­ γονταν τα πιο υπέροχα τρομακτικά γρουξίματα, ρουθουνίσματα και μουγκρητά που θα μπορούσε να φανταστεί ένα αγόρι. Χώθηκα ακόμη πιο βαθιά στην αγκαλιά του πατέρα, κάτω α­ πό το τεράστιο χέρι του, ενώ με την άλλη παλάμη του μου χάιδε­ ψε τα μαλλιά ανακατεύοντάς τα. Στην απέναντι πλευρά της πε­ λώριας φωτιάς ο Αρχέλαος γελούσε με κάποιο αστείο και σκου­ ντούσε περιπαιχτικά το δίδυμο αδερφό του, τον Νεοπτόλεμο· και οι δυο τους ήταν στρατηγοί στις διαταγές του πατέρα. Ο Μαχά­ ρης καθόταν σιωπηλός λίγο πιο πέρα μελετώντας μια πλάκα πά­ νω στην οποία ο δάσκαλος του είχε γράψει κάτι για το μάθημα της φιλοσοφίας. Δεν ταίριαζε στο μέλλοντα βασιλιά να παραμε­ λεί τις σπουδές του, ακόμη κι όταν βρισκόταν σε εκστρατεία! Στην περίμετρο του φωτεινού κύκλου επικρατούσε οργασμός, με διά­ φορους αγγελιαφόρους να καταφθάνουν και να αναχωρούν, χαι­ ρετώντας διακριτικά και συζητώντας με τους συμβούλους του πα­ τέρα που περιφέρονταν πίσω μας. Μόνο αραιά και πού κάποιος αξιωματικός πλησίαζε και απασχολούσε για λίγο τον πατέρα, ο οποίος απαντούσε με ένα απλό καταφατικό ή αρνητικό νεύμα. Η λάμψη της φωτιάς, γύρω από την οποία μόνο λίγοι εκλεκτοί επι­ τρεπόταν να συγκεντρώνονται, ήταν καταφύγιο ηρεμίας, η εστία, η οικογένεια. Όλοι οι κατώτεροι θνητοί ήταν περιορισμένοι στο

br/zav

42

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σκοτάδι που επικρατούσε τριγύρω και αυτή την ώρα ο πατέρας επέτρεπε εξαιρετικά απρόθυμα σε κάποιον να υπερβεί τα όρια της θέσης του και να σταθεί μέσα στο φωτεινό κύκλο της οικογένει­ άς του. Αυτό όμως δεν είχε σημασία. Ο στρατός ήταν ήδη δουλε­ μένος, ακονισμένος σαν αριστοτεχνικά καμωμένη λεπίδα, κομ­ μένος και γυαλισμένος σαν πολύτιμο πετράδι και, πέρα από τις σημαντικότερες αποφάσεις, μπορούσε να λειτουργήσει αυτόνο­ μα. Κάποια βράδια ο βασιλιάς μπορούσε να αφήσει κατά μέρος το στέμμα του και να είναι απλώς ένας πατέρας. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη στη σταματημένη μπροστά μας άμαξα που έφεγγε περίεργα. Από το εσωτερικό της ακού­ στηκε ένα κύμβαλο να χτυπά δυνατά και τα απόκοσμα μουγκρη­ τά έπαψαν μεμιάς, ενώ η πιο ασυνήθιστη φιγούρα τράβηξε στην άκρη τη μια γωνιά του μουσαμά και με έναν πήδο βρέθηκε στο έδαφος. Δεν ήταν νάνος -αφού είχα δει πολλούς τέτοιους άντρες και γυ­ ναίκες στους δρόμους της Σινώπης και αρκετοί απασχολούνταν και μέσα στο παλάτι-, αλλά αντίθετα ένας άντρας με τέλειες α­ ναλογίες, μόνο που, αν και μεσήλικος, ήταν τελείως άτριχος και με διαστάσεις τετράχρονου παιδιού. Το πρόσωπό του ήταν σκού­ ρο, η επιδερμίδα του είχε μια αγέραστη όψη που θύμιζε κατερ­ γασμένο δέρμα, ενώ στο οστεώδες κεφάλι του δεν υπήρχε ούτε έ­ να δόντι, πράγμα που έκανε τα μάγουλά του να μοιάζουν τρα­ βηγμένα, ρουφηγμένα, το δε πρόσωπο του να θυμίζει κρανίο ό­ πως τρεμόπαιζαν πάνω του οι σκιές που έριχναν οι βυθισμένοι στο έδαφος πυρσοί μπροστά του. Κορδωμένος, προχώρησε στο μπρο­ στινό μέρος της χωμάτινης «σκηνής» που είχε ετοιμάσει νωρίτε­ ρα ακριβώς έξω από την άμαξα και υποκλίθηκε βαθιά προς το μέ­ ρος μας. «Κύριοι!» φώναξε, πολύ δυνατότερα απ' όσο χρειαζόταν για τους περίπου τριάντα θεατές που βρίσκονταν μπροστά του. Η φωνή του ήταν τόσο βροντερή, που από το βάθος ακούστηκε το αγριεμένο χλιμίντρισμα αλόγων. «Δε βρίσκεσαι στο αμφιθέατρο της Κορίνθου», διαμαρτυρή­ θηκε ο πατέρας. «Χαμήλωσε τη φωνή σου πριν σε περιλάβουν οι φρουροί». Ο μικρόσωμος άντρας έγνεψε καταφατικά, αλλά δε φάνηκε να πτοείται. Εγώ έτρεμα από ενθουσιασμό. «Ω μεγάλε βασιλιά Μιθριδάτη, αξιότιμοι στρατηγοί και συμbr/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

43

βουλάτορες. Έχοντας μόλις επιστρέψει από τις θριαμβευτικές εμφανίσεις μας ενώπιον των Φαραώ της Αιγύπτου, έχοντας κα­ ταπλήξει τους σατράπες της Αραβίας και τον ίδιο το Μέγα Βασι­ λέα της Παρθίας, εγώ, ο Εκπληκτικός Ώ τ ο ς της Αρμενίας, πα­ ρουσιάζω το μεγαλύτερο υπερθέαμα του κόσμου: Τα Άγρια Θη­ ρία της Αφρικής!» Με μια πομπώδη κίνηση, ολόκληρος ο μουσαμάς της άμαξας σηκώθηκε κι έπεσε πίσω με τη βοήθεια αθέατων σκοινιών και τροχαλιών και ένα κουαρτέτο τεράστιων τριχωτών πλασμάτων πήδηξε κάτω αρχίζοντας να διαγράφει με αργά βήματα την πε­ ριφέρεια της πρόχειρης σκηνής, με τον Ώ τ ο να στέκεται περή­ φανα στο κέντρο. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό: ένα πελώριο λιο­ ντάρι κουνούσε τη χαίτη του ανακουφισμένο, θυμίζοντας αρι­ στοκράτη που μόλις έχει ξυπνήσει από τον υπνάκο του και επι­ θυμεί να φρεσκάρει τα μαλλιά του· μια μεγαλόσωμη καφετιά αρ­ κούδα ακολουθούσε βαδίζοντας στα πίσω πόδια της, κοιτάζοντας αριστερά δεξιά και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της αντιμέτωπη ξαφνικά με το δυνατό φως των πυρσών ένας πίθηκος, άγνωστου σε μένα είδους, ο οποίος έσκουζε ενθουσιασμένος που είχε ελευ­ θερωθεί από τη στενάχωρη άμαξα, ερχόταν πίσω απ' τους συ­ ντρόφους του στηρίζοντας το σώμα του στα μακριά του χέρια και

χτυπώντας παιχνιδιάρικα τη φούντα από την ουρά του λιονταριού· τέλος, έν σιωπηλά στον κύκλο, είχε στη ράχη του ένα πιστό αντίγραφο του Ώ τ ο υ - αν και αρκετά πιο μικρόσωμο, ίσως πέντε χρονών. Ήταν ένα μικροσκοπικό φαλακρό αγόρι που καθόταν σε μια εξίσου μι­ κροσκοπική σέλα και κρατιόταν από τη γούνα του θηρίου· φο­ ρούσε δερμάτινη στρατιωτική στολή και θύμιζε μικρογραφία α­ ξιωματικού του ιππικού. Οι άντρες ξέσπασαν σε ζωηρές επευφημίες όταν ο Ώ τ ο ς έβα­ λε τα ζώα να κάνουν τα νούμερά τους. Ο πίθηκος ήταν ντυμένος έτσι ώστε να μοιάζει με φοροεισπράκτορα και βάλθηκε να επιτί­ θεται κωμικά στον εκπαιδευτή του· στη σκηνή έκανε την εμφά­ νισή του κι ένα μικροσκοπικό άρμα, ενώ ο λύκος, γρυλίζοντας υ­ πάκουα, ζώστηκε στο άρμα κι άρχισε να σέρνει το αγοράκι, το ο­ ποίο λεγόταν επίσης Ώ τ ο ς , ξεκινώντας τη δήθεν έφοδο εναντίον της απίστευτα υπομονετικής αρκούδας. Ύ σ τ ε ρ α ένα ζωντανό κου­ νέλι οδηγήθηκε στη σκηνή και πέρασε τρέχοντας μπροστά από το λιοντάρι, το οποίο όρμησε στο κατόπι του, το έπιασε και το br/zav

44

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

άφησε σώο και αβλαβές στα χέρια του Ώ τ ο υ του Πρεσβύτερου. Αναμφίβολα το θηρίο ήταν φαφούτικο, όπως και ο ιδιοκτήτης του. Κλείνοντας η παράσταση, τα νανόσωμα ανθρωπάκια και τα τέσσερα ζώα στάθηκαν το ένα δίπλα στο άλλο σε μια νοητή γραμ­ μή και υποκλίθηκαν ταυτόχρονα. Όλοι τους σηκώθηκαν την ίδια στιγμή, με εξαίρεση τον πίθηκο, ο οποίος έγραφε με σπουδή κά­ τι στην άμμο μπροστά του με την άκρη του δαχτύλου του. Ο Ώ τ ο ς καμώθηκε ότι τον μάλωνε, μέχρις ότου το ζώο τέλειωσε, αναση­ κώθηκε και ακολούθησε τους συντρόφους του στην ήσυχη παρέ­ λασή τους πίσω στην άμαξα, που είχε καλυφθεί ξανά με το μου­ σαμά. Τότε αποκαλύφθηκε ότι ο πίθηκος είχε γράψει στην άμμο την ελληνική λέξη «ΧΑΙΡΕ!». Ο πατέρας παρατήρησε εντυπω­ σιασμένος ότι ο γραφικός χαρακτήρας του πιθήκου ήταν καλύ­ τερος από τον δικό μου. Ο Μιθριδάτης έριξε στον Ώ τ ο ένα μικρό πουγκί με ασήμι ι­ κανοποιημένος από την παράσταση και η οικογένεια επιδόθηκε σ' ένα σωρό υποκλίσεις, δίνοντας υπόσχεση να παρουσιάσουν το θέαμά τους και την επόμενη χρονιά όπως έκαναν κάθε χρόνο, απ' ό,τι θυμόνταν όλοι. Εγώ είχα μείνει κατενθουσιασμένος και, όσο η άμαξα άφηνε το στρατόπεδο και χανόταν στη νύχτα, ξεκι­ νώντας το ταξίδι για τον επόμενο μακρινό προορισμό της, δεν μπορούσα να σταματήσω τη φλυαρία. Οι φιλοδοξίες μου να κυ­ βερνήσω κάποτε ένα βασίλειο ή να γίνω στρατηγός είχαν σβήσει μεμιάς - όταν μεγάλωνα, θα γινόμουν εκπαιδευτής ζώων! Δεν έ­ βλεπα την ώρα να ξεκινήσω παρέα με τον Μαχάρη την επόμενη μέρα, όμως ο ετεροθαλής αδερφός μου, ένας μπουχτισμένος έ­ φηβος, είχε ήδη δει την παράσταση του Ώ τ ο υ αρκετές φορές πριν, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ταξιδιών του νανοφυούς ανθρωπάκου στον Πόντο, και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τέτοια ασήμαντα πράγματα. Χασμουρήθηκε προσποιητά και γύ­ ρισε στη μελέτη του. Ο Βιτούιτος ο Γαλάτης, ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων του πατέρα, μασουλούσε το λιγοστό κρέας που είχε απομείνει σε ένα κόκαλο από το δείπνο και με κοιτούσε σκεφτικός από την άλ­ λη πλευρά της φωτιάς. Το τεράστιο κεφάλι του με τα αχτένιστα καστανοκόκκινα μαλλιά ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη σκού­ ρα κόμη των υπόλοιπων αντρών τριγύρω μας, Ελλήνων και Περ­ σών, Καππαδοκών και Αρμενίων. Η επιδερμίδα του είχε πάρει μια κοκκινωπή μπρούντζινη απόχρωση από τις ατέλειωτες ώρες που br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

45

είχε περάσει στον ήλιο κατά τη διάρκεια των εκστρατειών και γυάλιζε σχεδόν σαν χρυσάφι, ενώ οι μύες των πελώριων χεριών του συσπώνταν αδιάκοπα στο φως που τρεμόπαιζε. Αν ο πατέρας ή­ ταν ο Δίας, τότε ο άντρας αυτός ήταν σίγουρα ο Απόλλωνας, αν και δε διέθετε την οξύνοια και την ευφράδεια εκείνης της χαρα­ κτηριστικής για την ευγλωττία θεότητας. Ο Βιτούιτος ακούμπη­ σε τα χέρια του στα γόνατά του κι εγώ έστρεψα το βλέμμα μου στο σημείο όπου θα έπρεπε να υπάρχει το δαχτυλάκι του δεξιού του χεριού, η απώλεια του οποίου πάντοτε με γοήτευε και αποτελού­ σε τη βάση ενός αστείου που πάντα κάναμε μεταξύ μας. «Βιτούιτε», τον ρώτησα για εκατοστή φορά, «πώς έχασες το δά­ χτυλό σου;» Ο γιγαντόσωμος Γαλάτης έριξε μια ματιά στο χέρι του. «Τού­ το;» είπε με τη βαριά βαρβαρική προφορά του. «Κοίτα...» Έ κ α ­ νε μια παύση, σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί. «Πριν από και­ ρό ο γέροντας βασιλιάς Οινέας με κάλεσε στην Αυλή του για να τον απαλλάξω από ένα πελώριο αγριογούρουνο που ρήμαζε τα χω­ ράφια του. Ήταν θεριό πραγματικό και του άρεσε η ανθρώπινη σάρκα. Κατάφερα να στριμώξω το τέρας σε κάτι βράχια, όταν...» «Ψεύτη. Η ιστορία που λες είναι ένας παλιός ελληνικός μύ­ θος. Εξάλλου, την τελευταία φορά είπες ότι ήταν αρκούδα». «Τι αγριογούρουνο, τι αρκούδα... Τι διαφορά έχει; Και τα δύο θηρία είναι». «Δίκιο έχει ο Φαρνάκης», επενέβη ο πατέρας. «Ούτε τα ψέ­ ματά σου δεν μπορείς να θυμηθείς. Εγώ άκουσα ότι έχασες το δάχτυλο σου απ' τα δόντια μιας ιερόδουλης του ναού στα Κόμανα, η οποία θύμωσε επειδή είχες...» «Είπα εγώ τέτοιο πράγμα;» έσπευσε να τον διακόψει ο Βιτούιτος, ρίχνοντας μου μια σαστισμένη ματιά. Φάνηκε να μπερδεύ­ εται προσπαθώντας να θυμηθεί. «Μάλλον θα 'χα πιει λίγο παρα­ πάνω. Απ' όσο θυμάμαι, τη μύτη μου είχε σπάσει μονάχα, κι αυ­ τό από μια απλή παρεξήγηση σχετικά με το μέγεθος της προ­ σφοράς μου». «Το μέγεθος της προσφοράς σου!» Οι άντρες ξέσπασαν σε βροντερά πειράγματα στο άκουσμα της δικαιολογίας του κακο­ μοίρη του Βιτούιτου. «Καλά να λες που δε σου δάγκωσε τίποτ' άλλο απ' το δάχτυλο!» Ο πελώριος Γαλάτης κοίταξε τη φωτιά ακόμη πιο σαστισμέ­ νος. Οι άντρες πολλές φορές διασκέδαζαν βασανίζοντας με τα br/zav

46

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πειράγματά τους το χοντροκέφαλο σωματοφύλακα του πατέρα, γνωρίζοντας ότι το μυαλό του αργούσε να πάρει στροφές, όπως λένε. Αποφάσισε να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Ξέρεις, νεαρέ Φαρνάκη», είπε μασουλώντας ένα χόνδρο σαν σκύλος και ρίχνοντας τον ύστερα στις φλόγες, «ο πατέρας σου δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από σένα όταν έφυγε από το σπίτι για να διεκδικήσει το βασίλειό του. Για την ακρίβεια, μου τον θυμίζεις σε κάποια πράγματα». Χαμογέλασα κι έγειρα προς τα πίσω. Απ' όλες τις ιστορίες που έλεγε ο Βιτούιτος -και ήξερε τόσες, που μπορούσε να διηγείται άνετα μήνες ολόκληρους χωρίς να επαναλαμβάνεται- αυτή ήταν η αγαπημένη μου. «Όχου, ο Γαλάτης θα μας φάει πάλι τ' αφτιά με τις ψεύτικες περιπέτειές του στα δάση!» δυσανασχέτησε πειραχτικά ο Αρχέ­ λαος. «Πρόσεχε τι θα πεις στο παιδί. Ήμασταν κι εμείς εκεί. Δε θα σε αφήσουμε να λες ό,τι χοντράδα σου κατέβει. Δεν έχει ιε­ ρόδουλες αυτή τη φορά». Ο Βιτούιτος ξεφύσηξε, σκούπισε τα λιγδωμένα χέρια του στην άμμο δίπλα στα πόδια του και ξεφυσώντας ανασήκωσε την τε­ ράστια ασπίδα του πατέρα που είχε ακουμπισμένη πίσω του και την έφερε στο φως. Βάλθηκε να γυαλίζει τα περίτεχνα σκαλιστά χάλκινα σχέδια με μια ελαφρόπετρα. «Εντάξει, κάνε ό,τι νομίζεις», είπε με τραχιά φωνή, «αλλά δε βλέπω κανέναν σας να νοιάζεται για τη μόρφωση του παιδιού ό­ πως εγώ. Ούτε καν ο ίδιος ο πατέρας του...» Γύρισε και κοίταξε ατρόμητος στα μάτια το βασιλιά, ο οποίος απλώς χαμογέλασε και δε μίλησε. «Το αγόρι μάς ακολουθεί στις εκστρατείες σαν σκυλάκι, χάνει τα μαθήματά του για μήνες κάθε φορά. Το λιγό­ τερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να του δώσουμε τις δικές μας γνώσεις. Δεν περνάς εφτά χρόνια ανάμεσα στα κατσίκια χωρίς να μάθεις κάτι...» «Βιτούιτε», έκανε αγριεμένος ο πατέρας, «ο Φαρνάκης μαθαί­ νει. Είναι μόλις δέκα ετών και ήδη έχει καλύτερη αντίληψη της στρατηγικής απ' ό,τι οι περισσότεροι αξιωματικοί μου. Αν συνε­ χίσει έτσι, μέχρι να γίνει δεκαπέντε θα δίνει διαταγές σε σένα στη μάχη. Φλυαρείς άσκοπα. Συνέχισε την ιστορία». Ο Γαλάτης έγνεψε καταφατικά και άρχισε να διηγείται την ι­ στορία με τη βαριά, κοφτή βαρβαρική προφορά του. Εκείνη τη νύχτα ήταν η σειρά του. Την επόμενη θα ήταν του Αρχέλαου ή του br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

47

πατέρα. Ο Μαχάρης δεν είχε την υπομονή να ακούει τέτοιες α­ συνάρτητες καυχησιές και οικογενειακά παραμύθια, όπως τα έ­ λεγε, και συνήθιζε να καταφεύγει στην αιώρα του για να διαβά­ σει τα μαθήματα που του έδιναν οι δάσκαλοί του. Εγώ καθόμουν ακίνητος και αμίλητος στα πόδια του πατέρα, ελπίζοντας να μεί­ νω απαρατήρητος, να μου επιτραπεί να περάσω το βράδυ δίπλα στη ζεστή φωτιά παρέα με τους άντρες όσο περισσότερη ώρα ή­ ταν δυνατό πριν με στείλουν για ύπνο. Ακόμη και τότε, ενώ ο ε­ τεροθαλής αδερφός μου αποκοιμιόταν σχεδόν αμέσως, εγώ έμε­ να ξύπνιος στο σκοτάδι ακούγοντας τα βροντερά γέλια των α­ ντρών μέχρι αργά τη νύχτα. Από το κουβάρι των διηγήσεων που ξετυλιγόταν γύρω από τη φωτιά έμαθα την ιστορία του Πόντου, τις περιπέτειες των προ­ γόνων μου, την πορεία της ζωής του πατέρα, την πηγή των φιλο­ δοξιών του για μια αυτοκρατορία. Ο Μαχάρης απέκτησε τη μόρ­ φωσή του από πλάκες γραφής και παπύρους. Εγώ ανακάλυψα τη δική μου μέσα από τον καπνό του ξύλου και τις σκιές.

br/zav

V

Ο ΝΕΑΡΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ Μιθριδάτης ήταν δεν ή­ ταν δεκατεσσάρων ετών όταν έφυγε από το σπίτι του, μαζί με τους δίδυμους Αρχέλαο και Νεοπτόλεμο, τον Βιτούιτο και αρκετούς άλλους. Επρόκειτο για μια παρέα ζωηρών αγοριών που διαρκώς φώναζαν και πειράζονταν μεταξύ τους. Ήταν όλοι τους συνομή­ λικοι, μεγαλωμένοι μαζί στο παλάτι ως γιοι ευγενών. Αναχώρησαν μαζί από τη Σινώπη, την πρωτεύουσα του Πόντου, και το μικρό βασιλοπαίδι είπε ότι θα πήγαιναν απλώς σε μια από τις συνηθι­ σμένες εβδομαδιαίες εκδρομές τους για κυνήγι. Με τη μόνη δια­ φορά ότι στην προκειμένη περίπτωση δε γύρισαν ποτέ. Από εκείνη την ηλικία κιόλας, ο Μιθριδάτης ήταν μεγαλό­ σωμος σαν πυγμάχος και δύο φορές πιο δυνατός, ξεπερνώντας κατά πολύ σε ύψος τους υπόλοιπους συντρόφους του, με εξαίρε­ ση τον κοκκινοπρόσωπο Βιτούιτο, ο οποίος ήταν εξίσου εύσωμος και δυνατός και μάλιστα του έμοιαζε τόσο πολύ σε όλα, ακόμη και στο παράστημα και τις κινήσεις, ώστε από μακριά οι άν­ θρωποι συχνά τους μπέρδευαν. Ο Μιθριδάτης είχε κορμοστασιά και δύναμη που εντυπωσίαζε τους Ασιάτες, ενώ η ομορφιά του γοήτευε τους Έλληνες, χρήσιμα προσόντα σε ένα βασίλειο όπου οι δύο φυλές συνυπήρχαν. Ή τ α ν όμορφος σαν θεός και έ­ ξυπνος σαν ερμίνα, ενώ δεν παραδεχόταν τα λάθη του ούτε και μετάνιωνε. Άφηνε τα μακριά σπαστά καστανά μαλλιά του λυτά, κάτω από τους ώμους, έτσι όπως τα είχε ο Αλέξανδρος όταν α­ ποτυπώθηκε η μορφή του στα πανάρχαια νομίσματα που είχε βρει στο θησαυροφυλάκιο του πατέρα του. Το λαμπερό χαμόγελό του κέρδιζε τους πάντες και ήταν ήδη θρυλικό σ' ολόκληρο το βα­ σίλειο. Έ ν α απλό βλέμμα από τα γελαστά γκρίζα μάτια του αρ­ κούσε για να νιώσουν τα νεαρά κορίτσια τα πόδια τους να τρέ­ μουν, ενώ ακόμη και ηλικιωμένες γιαγιάδες αισθάνονταν την

br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

49

ανάγκη να καθίσουν για να σταματήσει το πετάρισμα στο στή­ θος τους. Ο Μιθριδάτης βέβαια δεν ενοχλούνταν που βρισκόταν στο ε­ πίκεντρο τέτοιας προσοχής - για την ακρίβεια, μάλλον το καλ­ λιεργούσε, αν μπορεί να ειπωθεί ότι κάποιος καλλιεργεί μια εμ­ φάνιση η οποία, ήδη από τη φύση της, είναι σχεδόν υπερφυσική. Αν και γεννήθηκε στο παλάτι του ελληνικού λιμανιού της Σινώπης, μεγάλωσε με τον Ό μ η ρ ο και στο σπίτι μιλούσε ελληνικά, δεν ξέ­ χασε ποτέ ότι δεν ήταν απλώς και μόνο ένας απόγονος των ευγε­ νών Μακεδόνων στρατηγών του Αλέξανδρου, όπως τόσοι πολλοί από τους συντρόφους του καυχιόνταν. Ο Μιθριδάτης ήταν άμε­ σος απόγονος των Αχαιμενιδών, της περσικής βασιλικής οικογέ­ νειας, γόνος της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας στον κόσμο, και δεν επέτρεπε ποτέ στους συντρόφους του να ξεχνούν αυτό το γεγονός. Ακόμη κι όταν περιδιάβαζε στην πολύβουη αγορά της ηλιόλου­ στης Σινώπης ή πρόσφερε θυσία στον κατάλευκο μαρμάρινο ναό του Απόλλωνα, περιτριγυρισμένος από Έλληνες ντυμένους με χα­ λαρούς χιτώνες που σχολίαζαν τα τελευταία πολιτικά σκάνδαλα από τη μακρινή Αθήνα, ο Μιθριδάτης περπατούσε περήφανα σαν βάρβαρος κατακτητής φορώντας την παραδοσιακή ενδυμασία των Περσών ευγενών. Δηλαδή μακρυμάνικους χιτώνες στολισμέ­ νους με τα πιο φανταχτερά μεταξωτά κεντήματα και φαρδιά λι­ νά παντελόνια πιασμένα στους αστραγάλους - και αν αυτά δεν αρ­ κούσαν για να τραβήξουν τα βλέμματα του πλήθους στο εκκε­ ντρικό ντύσιμο του, είχε περασμένο στη ζώνη του ένα τεράστιο σκαλιστό μαχαίρι με πετράδια, ενώ στον ώμο του είχε κρεμα­ σμένο ένα τόξο μεγάλο σαν του Οδυσσέα, λες και μόλις επέστρε­ φε από τη μάχη. Αυτά έφταναν και με το παραπάνω για να κά­ νουν ακόμη και τα πιο εξευγενισμένα στόματα να χάσκουν εντυ­ πωσιασμένα. Ήταν μόλις δώδεκα ετών όταν δηλητηρίασαν τον πατέρα του, το βασιλιά Μιθριδάτη Ε', τον επονομαζόμενο και Ευεργέτη. Ο δολοφόνος δεν εντοπίστηκε ποτέ, αν και κάποιες έμμεσες απο­ δείξεις υποδείκνυαν τη γυναίκα του, καθώς πριν ακόμη προλάβει να κρυώσει το σώμα του άντρα της εμφάνισε μια άγνωστη ως τό­ τε διαθήκη με την οποία ο απόλυτος έλεγχος του Πόντου περ­ νούσε στα χέρια της ως βασίλισσας και αντιβασίλισσας μέχρις ό­ του ενηλικιωνόταν ο Μιθριδάτης εννιά χρόνια αργότερα. Για έ­ να διάστημα η κατάσταση αυτή εξυπηρετούσε τόσο τη μητέρα όbr/zav

50

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σο και το γιο, μια και, όταν ο Μιθριδάτης ξεπέρασε την αρχική του οδύνη, διαπίστωσε ότι έχαιρε ικανοποιητικής αυτονομίας, ι­ δίως όσο αφορούσε τη μόρφωσή του και το κυνήγι, τα δύο μεγά­ λα πάθη του. Ό σ ο για τη βασίλισσα, εκείνη επιδίωξε πάνω απ' ό­ λα να αποφύγει τον εξευτελισμό που είχε υποστεί ο ίδιος της ο πα­ τέρας στην έρημο της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους, παρόλο που το έκανε με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι θα επέλεγε ένας ισχυρό­ τερος ηγεμόνας. Κι αυτό γιατί χρησιμοποίησε κάθε μέσο που εί­ χε στη διάθεση της με σκοπό όχι να αψηφήσει τη Ρώμη, αλλά α­ ντίθετα να καταστεί αρεστή σ' αυτή, επιδιώκοντας με κάθε κόστος να αποφύγει τη θανάσιμη προσοχή της. Δεν είχε καμία επιθυμία να τερματίσει τη ζωή της ως εξαθλιωμένο τρόπαιο κάποιου ρω­ μαϊκού θριάμβου και είχε κάθε κίνητρο να διατηρήσει τον τίτλο της ως αντιβασίλισσας όσο το δυνατό μεγαλύτερο διάστημα. Για το σκοπό αυτό, μόλις ανέλαβε την εξουσία, έθεσε στην α­ κριβώς αντίθετη βάση το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής που εί­ χε χαράξει με τόση προσοχή ο σύζυγός της και είχε στόχο την κυ­ ριαρχία του βασιλείου στην ευρύτερη περιοχή. Στα μάτια της το κλειδί για την ειρήνη με τη Ρώμη ήταν η απόλυτη αφάνεια και η ολοκληρωτική αποχώρηση του Πόντου από τα εδάφη που είχε πρόσφατα κατακτήσει. Οι ποντιακές φρουρές γύρισαν πίσω· οι πρέσβεις ανακλήθηκαν και οι εμπορικές οδοί του βασιλείου μας στη Μεσόγειο αφέθηκαν να πέσουν σε αδράνεια προκειμένου να αποφευχθεί κι η παραμικρή υποψία ανταγωνισμού με τη Ρώμη. Ακόμη και τα νομίσματα του Πόντου άλλαξαν: η βασίλισσα διέ­ ταξε την αφαίρεση του μιθριδατικού θυρεού και έκοψε νομίσματα στα οποία εμφανίζονταν μόνο το όνομα και η όψη της. Τελικά, η πολιτική της έτεινε στην υιοθέτηση δουλικής στάσης απέναντι στη Ρώμη, με τέτοιο τρόπο ώστε και εκείνη να συνεχίζει να ζει με πολυτέλεια και οι ρωμαϊκές Αρχές να είναι βέβαιες για τις αγα­ θές προθέσεις της. Ακόμη και σ' εκείνη τη νεαρή ηλικία ο έφηβος Μιθριδάτης διαπίστωνε με απογοήτευση ότι οι πολιτικές επιλογές της μητέ­ ρας του θα του άφηναν ένα πολύ μικρό βασίλειο για να κυβερνήσει όταν τελικά θα ενηλικιωνόταν. Δε θα είχε καμία σχέση με την πραγματική δύναμη που διέθεταν οι πανίσχυροι Πέρσες πρόγο­ νοί του όταν θα αναλάμβανε την εξουσία. Αν αναλάμβανε την ε­ ξουσία. Κι αυτό γιατί, εκτός των άλλων, υπήρχε και το ζήτημα της br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

51

απουσίας μητρικού φίλτρου στα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του. Τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να παρατηρεί μια ασυνή­ θιστη γεύση στο φαγητό του, η οποία συνοδευόταν από ένα δυ­ σάρεστο αίσθημα καούρας στο στομάχι αφού το έτρωγε. Δεν ή­ ταν κάτι το ανησυχητικό φυσικά - το αίσθημα αυτό ήταν τόσο ή­ πιο, ώστε μετά βίας γινόταν αντιληπτό. Ωστόσο και μόνο να με­ τρούσε τις φορές που το είχε αισθανθεί, το ένα βράδυ μετά το άλ­ λο, αυτό αρκούσε για να προβληματίσει κάθε διάδοχο βασιλικού θρόνου. Ποτέ δεν κατάφερε να σιγουρευτεί για το αν οι υποψίες του ήταν σωστές ή απλώς βασανιζόταν από μια καλπάζουσα φα­ ντασία που διεγειρόταν επειδή γνώριζε την αρχομανία της μητέ­ ρας του και ότι αυτή η εξουσία θα χανόταν όταν τελικά θα ενηλικιωνόταν ο Μιθριδάτης μετά από κάποια χρόνια. Προληπτικά, συμβουλεύτηκε κρυφά ένα ιδιαίτερα ασυνήθι­ στο άτομο που είχε περάσει στην υπηρεσία του από τον πατέρα του, έναν ηλικιωμένο αλλά δραστήριο Σκύθη μιας φυλής που κα­ τοικούσε στο μακρινό Βορρά γύρω από τον ποταμό Άγαρο, κο­ ντά στις εκβολές του στη Μαιώτιδα λίμνη*. Η φυλή αυτή φημι­ ζόταν από παλιά για τη χρήση του δηλητηρίου των ερπετών ως φαρμάκου και ο φαρμακολόγος Παπίας ήταν γνωστός ως ένας α­ πό τους ικανότερους στην τέχνη της απόσπασης του συγκεκριμέ­ νου δηλητηρίου. Παρότι δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος α­ πό μεσήλικος όταν τον γνώρισα για πρώτη φορά, τότε μου φάνηκε το πιο σοφό, το πιο αιωνόβιο πλάσμα που είδα ποτέ. Η εμφάνι­ σή του ήταν αρκετά εντυπωσιακή, με τα γαλάζια τατουάζ στο πρόσωπό του και το κομματάκι από κεχρί που είχε ενσωματωμένο σε ένα από τα λιγοστά κιτρινισμένα μπροστινά του δόντια. Κι ό­ μως, η εμφάνισή του δεν μπορούσε να συναγωνιστεί σε θέματα αλλοκοτιάς τις παράδοξες γνώσεις και ικανότητές του. Ο Παπίας μπορούσε να προβλέψει τον καιρό μέρες νωρίτερα, να καταλά­ βει πότε τα φυτά έφταναν στην κορύφωση της φαρμακευτικής τους αξίας, ενώ ο κόσμος έλεγε τότε ότι μπορούσε ακόμη και να επικοινωνήσει με τα ζώα και τους νεκρούς. Όταν ο Παπίας ενημερώθηκε για τα συμπτώματα που είχε ο Μιθριδάτης, συμμερίστηκε τους προβληματισμούς του και μετά από κάποιες δοκιμές κατέληξε σε ένα σκεύασμα με άγνωστα συ-

* Η σημερινή Αζοφική Θάλασσα. (Σ.χ.Μ.)

br/zav

52

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στατικά μέρη, το οποίο από εκείνη τη μέρα και μετά το αγόρι έ­ πινε κάθε πρωί όταν ξυπνούσε, προτού φέρει στα χείλη του νερό ή κρασί, ως σίγουρο αντίδοτο σ' οποιοδήποτε δηλητήριο. Τα συ­ στατικά από τα οποία παρασκευαζόταν αυτό το αντίδοτο τα γνώ­ ριζε μόνο ο θεραπευτής και ο Μιθριδάτης και, χρόνια αργότερα, εγώ. Η μυστικότητα αυτή έδωσε τροφή σε κάθε είδους φήμες για δήθεν χρήση καταχθόνιων και μαγικών ουσιών που υποτίθεται ότι συμπεριλαμβάνονταν σ' αυτή την ημερήσια σπονδή· το βέ­ βαιο είναι ότι ο Μιθριδάτης δεν αποθάρρυνε τη διάδοση τέτοιων ιστοριών, καθώς αυτές απλώς ενίσχυαν τον όλο και μεγαλύτερο θρύλο που χτιζόταν γύρω από το πρόσωπό του. Χρειαζόταν με­ γάλο θάρρος για να πίνει ένα αγόρι σε καθημερινή βάση ένα τέ­ τοιο γιατρικό, αλλά η απελπισία γεννά την αποφασιστικότητα, και η ανησυχία ενός ανθρώπου για τη ζωή του μπορεί να τον ο­ δηγήσει σε ακραία μέτρα. Εξάλλου, η δηλητηρίαση δεν ήταν ο μόνος τρόπος δολοφο­ νίας που είχε λόγους να φοβάται ο μελλοντικός βασιλιάς. Σε αρ­ κετές περιπτώσεις, κατά τη σκοποβολή με τόξο μαζί με τους στρα­ τιωτικούς εκπαιδευτές που είχε προσλάβει η μητέρα του, κάποια βέλη είχαν περάσει ανησυχητικά κοντά από το κεφάλι του. Έ ν α τέτοιο περιστατικό μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί ως απλό ατύ­ χημα, κι αυτό έκανε ο νεαρός την πρώτη φορά, αντιμετωπίζοντας με μεγαθυμία και γέλια τις συγνώμες των δασκάλων του. Πράτ­ τοντας ορθώς πάντως, φρόντισε οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτές να αναλάβουν άλλους μαθητές και ο ίδιος βρήκε νέους δασκάλους τοξοβολίας. Παρ' όλα αυτά, σε μαθήματα που ακολούθησαν, σε ορισμένες περιπτώσεις εβδομάδες ή μήνες αργότερα, συνέβη ξα­ νά το ίδιο πράγμα, δεύτερη και αργότερα τρίτη φορά. Είτε είχε γίνει στόχος δολοφονίας είτε οι εκπαιδευτές ήταν άθλιοι τοξοβό­ λοι, και τα δύο ενδεχόμενα θα αποτελούσαν λόγο αποπομπής, αν όχι άμεσης εκτέλεσης. Για να μη δημιουργήσει εντάσεις στο πα­ λάτι όμως δεν πίεσε περισσότερο τα πράγματα. Ωστόσο η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν η υπόθεση με τα άλογα. Αρκετές φορές, ξεκινώντας χαρούμενα για να κάνει τις βόλτες του στους γύρω λόφους, τον είχαν ενημερώ­ σει στους βασιλικούς στάβλους ότι το άλογο που συνήθως ίππευε είχε κουτσαθεί κι ότι θα του έβρισκαν άλλο για να το αντικατα­ στήσει. Προς απογοήτευσή του όμως, σε όλες αυτές τις περι­ πτώσεις οι ιπποκόμοι είχαν ξεχάσει για κάποιο λόγο να του πουν br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

53

ότι το άλογο δεν είχε εκπαιδευτεί για να υπακούει στη συνηθι­ σμένη εντολή για το «σταμάτα»· ή ότι το ζώο γινόταν νευρικό, σχε­ δόν λες και είχε εκπαιδευτεί γι' αυτό, και αντιδρούσε στη θέα μιας αρκούδας ρίχνοντας τον αναβάτη του πάνω στην πορεία του θηρίου· ούτε του έλεγαν πως η ταγή που το είχαν ταΐσει το συγκεκριμένο πρωί ήταν προφανώς χαλασμένη ή πως ίσως είχε αναμειχθεί με το βότανο που τρελαίνει τα άλογα, το ιππομανές, αφήνοντας το ζωντανό με κολικούς σπασμούς, διπλωμένο στο έ­ δαφος είκοσι χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Σε μια περί­ πτωση μάλιστα ένας επιβήτορας που το νεαρό βασιλοπαίδι είχε μόλις ιππεύσει τινάχτηκε μπροστά όπως περνούσε κάτω από τη χαμηλή πόρτα του κτίσματος όπου στεγάζονταν οι στάβλοι, ρί­ χνοντας τον αναβάτη του λιπόθυμο και παραλίγο να προκαλέσει το θάνατό του όταν το αγόρι χτύπησε με δύναμη στην πέτρινη α­ ψιδωτή είσοδο. Τα γεγονότα αυτά ήταν κάτι περισσότερο από ντροπιαστικά για τον Μιθριδάτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον έφερναν σε δύσκολη θέση αφού θεωρούνταν ο καλύτερος ιπ­ πέας ανάμεσα στους συνομηλίκους του, αν όχι σ' ολόκληρο το βα­ σίλειο. Είχε αρχίσει να κουράζεται λοιπόν απ' όλες αυτές τις συ­ μπτώσεις. Από καιρό υποψιαζόταν ότι δεν επρόκειτο για απλά ατυχήματα και τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν ήθελε να επιβιώσει τα επόμενα εφτά χρόνια προκειμένου να ενηλικιω­ θεί και να εξασφαλίσει την κληρονομιά του, θα χρειαζόταν να λά­ βει πολύ δραστικότερα μέτρα από την καθημερινή λήψη ενός αντιδότου. Λίγο πριν από τα δέκατα τέταρτα γενέθλιά του ο Μιθριδάτης συγκέντρωσε μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από τους στενότε­ ρους φίλους του και ξεκίνησε για κυνήγι. Δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο σ' αυτή την εκδρομή, πέραν του ότι σχεδίαζαν να λεί­ ψουν περισσότερο από το κανονικό, στη συγκεκριμένη περίπτω­ ση αρκετές μέρες αντί για μία ή δύο όπως συνήθιζαν. Για το λό­ γο αυτό είχαν μαζί τους μια μικρή προμήθεια μερίδων εκστρα­ τείας, σκηνές από ελαφρύ μουσαμά και το διπλάσιο αριθμό βε­ λών, ενώ ο καθένας τους είχε φέρει μαζί ένα επιπλέον άλογο, μην τυχόν και κάποιο απ' τ' άλλα κουτσαινόταν στους δασωμένους βραχώδεις λόφους της ποντιακής ενδοχώρας. Ο Μιθριδάτης στρί­ μωξε στις αποσκευές του κι ένα κάνιστρο γεμάτο παπύρους με φι­ λοσοφικά και επιστημονικά κείμενα, τα οποία είχε πάρει από τη βιβλιοθήκη του πατέρα του που βρισκόταν πια σε αχρηστία. Αυbr/zav

54

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τό όμως δεν εξέπληξε κανέναν, καθώς το αγόρι συνήθιζε να παίρ­ νει μαζί του στα ταξίδια κείμενα για μελέτη, τα οποία του κρα­ τούσαν συντροφιά τα ζεστά απογεύματα ή τις ώρες πριν απ' την ανατολή, όταν οι σύντροφοί του κοιμόνταν ακόμη. Ωστόσο, προς αληθινή κατάπληξη της βασίλισσας Λαοδίκης και προς απόγνωση των γονιών των υπόλοιπων αγοριών, η παρέα των κυνηγών δεν επέστρεψε ποτέ. Πέρασαν εβδομάδες και μετά μήνες χωρίς κανένα ίχνος των παιδιών, ούτε καν κάποια είδηση από τους κατοίκους της ενδοχώρας όταν ο δρόμος τους τους έ­ φερνε στην πρωτεύουσα. Στάλθηκαν ομάδες για να τους αναζη­ τήσουν, δόθηκαν υποσχέσεις για αμοιβές, όμως τίποτα δεν ξα­ νακούστηκε για εκείνα τα αγόρια. Φυσικά, από την πλευρά του Μιθριδάτη η εξέλιξη αυτή συμ­ βάδιζε απόλυτα με το σχέδιο του. Τα αγόρια δεν είχαν χαθεί· α­ πλά είχαν αποφασίσει να μην επιστρέψουν. Εφτά χρόνια έζησαν σαν ληστές στα άγρια δάση και τα βου­ νά της ποντιακής ενδοχώρας, αλλάζοντας τόπο διαμονής κάθε βράδυ, τρώγοντας μόνο κυνήγι που σκότωναν με τα δικά τους βέ­ λη και ακόντια. Ταξίδευαν μέσα από μυστικά μονοπάτια που τα γνώριζαν μόνο οι γιδοβοσκοί που είχαν ζήσει σ' αυτούς τους τό­ πους αιώνες ολόκληρους, έπιναν νερό σε άγνωστες πηγές και γούρνες ανέγγιχτες από κάθε πλάσμα πέρα από τις Νύμφες και της Ναϊάδες. Απέφευγαν τις πόλεις και τις αγορές, έπαιρναν μο­ νοπάτια που περνούσαν μακριά από τις κατοικημένες περιοχές και δεν πλησίαζαν τους δρόμους. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι ο Μιθριδάτης ήταν δικαιωματικά ο ηγεμόνας κάθε κοιλάδας και πο­ ταμού που διέσχιζαν. Οι νεαροί ταξίδευαν από τις στέπες στα υψίπεδα της Καππα­ δοκίας μέχρι τις απότομες βουνοκορφές της Μικρής Αρμενίας, εμφανίζονταν σαν τα στοιχειά στα σκαλιά των απόκρημνων οχυ­ ρών των υποτελών του Μιθριδάτη κάθε φορά που χρειαζόταν να αντικαταστήσουν κάποιο κουτσό άλογο ή να εξασφαλίσουν και­ νούρια ρούχα. Κυνηγούσαν ελάφια, αγριοκάτσικα και αγριογού­ ρουνα, μάζευαν άγρια μούρα όταν ήταν η εποχή τους και συγκέ­ ντρωναν τους σπόρους των φυτών για να τους αλέσουν και να φτιάξουν φαγητό τις ράθυμες μέρες του καλοκαιριού, μέσα στις δροσερές σπηλιές των βουνών όπου έβρισκαν καταφύγιο. Το ά­ γριο μέλι το μάζευαν για διασκέδαση, παρατηρώντας τις μέλισ­ σες με τα ποδαράκια τους φορτωμένα γύρη όπως επέστρεφαν br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

55

στις κυψέλες τους. Την πορεία των μελισσών τη σημάδευαν με κλαδιά και, επειδή αυτά τα έντομα πετούν πάντοτε σε ευθεία ό­ ταν επιστρέφουν στις κυψέλες, έβρισκαν τη φωλιά τους πάντα στο σημείο όπου διασταυρώνονταν οι διάφορες διαδρομές. Ήταν όμορφη αυτή η ζωή για τα αγόρια, μια ζωή που απαι­ τούσε ελάχιστες επαφές με τον έξω κόσμο, με τον πολιτισμό. Κι όμως, παρά την απομόνωση αυτή -ή ίσως χάρη σε αυτή-, η συ­ γκεκριμένη περίοδος υπήρξε η αιτία για τη θεμελίωση του θρύ­ λου του Μιθριδάτη στις τάξεις των αγέρωχων ορεσίβιων ευγενών του Πόντου. Αυτές οι περήφανες οικογένειες, περσικής καταγω­ γής, απέδιδαν φόρο υποτέλειας εδώ και αιώνες στους ελληνολά­ τρες βασιλείς που ζούσαν στις θερμές και παρηκμασμένες ακτές, στην πραγματικότητα όμως ελάχιστη ή ουδεμία συμπάθεια έ­ τρεφαν γι' αυτούς, ειδικά για την ενδοτική βασίλισσα-αντιβασίλισσα, για την οποία πίστευαν ότι διαβιούσε σε ανώφελη χλιδή στα παραθαλάσσια παλάτια της. Η κατάσταση όμως άλλαξε άρδην όταν αυτός ο παράξενος νεαρός που μιλούσε ελληνικά και ήταν ντυμένος με την παλιο­ μοδίτικη περσική ενδυμασία έκανε ξαφνικά την εμφάνισή του στις απομονωμένες ορεινές περιοχές τους ισχυριζόμενος ότι ή­ ταν απόγονος των Αχαιμενιδών, όπως κι εκείνοι, και κάνοντας λόγο για την αναβίωση της δόξας των προγόνων τους και της αυ­ τοκρατορίας του Αλέξανδρου. Στα μάτια αυτών των πολεμοχα­ ρών ευγενών, απογόνων των πανίσχυρων Περσών πολεμιστών που είχαν κατακτήσει αυτά τα εδάφη πριν από πολλές γενιές, ο Μι­ θριδάτης φάνταζε σαν μετενσάρκωση των αρχαίων ηρώων του παρελθόντος. Δυνατός και επιβλητικός, εμφανιζόταν και χανό­ ταν μυστηριωδώς, μιλούσε με άνεση τις γλώσσες και τις διαλέ­ κτους όλων των απομακρυσμένων επαρχιών στις οποίες ταξίδευε, από την αρμένικη λαλιά των υψιπέδων μέχρι την τραχιά των Τρω­ γλοδυτών*, και έμοιαζε με την προσωποποίηση εκείνου ακριβώς του ηγέτη που ονειρεύονταν, ενός ηγέτη που θα αποδεικνυόταν α­ ντάξιος της πίστης των ευγενών ορεσίβιων έφιππων πολεμιστών έτσι, εφτά χρόνια κράτησαν μυστικό το ότι γνώριζαν ακόμη και

* Έ τ σ ι αποκαλούσαν ορισμένοι αρχαίοι Έλληνες ιστορικοί κάποιους λαούς της Ασίας και της Αφρικής που ζούσαν σε σπηλιές ή τρώγλες, κυκλοφορούσαν γυμνοί και γενικότερα ήταν κατ' αυτούς «απολίτιστοι». Στην προκειμένη περίπτωση Τρωγλοδύτες ζούσαν σε περιοχές κοντά στον Καύκασο και στη Σκυθία. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

56

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

την ύπαρξή του από τις ομάδες που όλο και πιο αραιά στέλνονταν από τη μακρινή ακτή για να τον αναζητήσουν.

Αυτές οι ιστορίες από τίς περιπλανήσεις του πατέρα στα παιδικά του χρόνια ήταν οι αγαπημένες μου και οι εκκεντρικές εκδοχές των περιπετειών όπως υφαίνονταν γύρω από τη φωτιά τις έκαναν πάντοτε να φαντάζουν ακόμη καλύτερες. «Πώς καταφέρατε να ζήσετε μόνοι σας εφτά χρόνια;» ρώτη­ σα κάποτε, επιδιώκοντας να παρατείνω το «μάθημα ιστορίας» βομβαρδίζοντάς τον με ερωτήσεις πριν προλάβει να με στείλει για ύπνο. Ο πατέρας γέλασε πονηρά. «Κοίτα, μερικές φορές "κλέβαμε" λιγάκι. Έ χ ε ι ς προσέξει πόσο μου μοιάζει ο Βιτούιτος;» «Ναι... Είστε και οι δύο μεγάλοι σαν Κύκλωπες!» Ο Μαχάρης ξεφύσηξε ενοχλημένος στο άκουσμα της παιδιά­ στικης απάντησής μου κι εγώ τον αγριοκοίταξα. «Σωστά, αγόρι μου», είπε ο πατέρας χαμογελώντας, «αν και προτιμώ να μας συγκρίνω με Έλληνες ήρωες, όπως με τον Κά­ στορα και τον Πολυδεύκη. Για τους ανθρώπους που δε με είχαν δει ποτέ λοιπόν, που απλώς με είχαν ακουστά μόνο από περι­ γραφές, ο φίλος μας ο Βιτούιτος από εδώ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο πραγματικός γιος του βασιλιά. Εκείνοι οι ορεσίβιοι πο­ λέμαρχοι, οι οποίοι εξάλλου μόνο περσικά μιλούσαν, δεν πρόσε­ ξαν καν τη γαλατική προφορά του Βιτούιτου, υπέθεσαν ότι οφει­ λόταν στην ανεπαρκή εκπαίδευση που είχε λάβει στη Σινώπη και ότι η μόνη γλώσσα που μπορούσε να μιλήσει ήταν τα ελληνικά». «Μα τα ελληνικά του είναι φρικτά!» διαμαρτυρήθηκα. Οι ά­ ντρες έβαλαν τα γέλια και ο Βιτούιτος χαμογέλασε καλοκάγαθα. «Όπως και να 'χει», συνέχισε ο πατέρας, «συνεννοούνταν μ' ε­ κείνους τους ευγενείς σαν να ήταν γεννημένος κήρυκας. Μερικές φορές πήγαινε σε κάποιο κτήμα προσποιούμενος ότι είναι ο διά­ δοχος και ζητούσε φαγητό και μια αλλαξιά ρούχα για όλους μας, την ώρα που εγώ πήγαινα σε κάποιο άλλο ζητώντας τα ίδια πράγ­ ματα κι από εκεί. Όλοι ήταν πολύ πρόθυμοι να προσφέρουν αυ­ τή την υπηρεσία στο μελλοντικό βασιλιά τους κι έτσι καταλήγα­ με να εξασφαλίζουμε διπλές μερίδες! Η ζωή δεν ήταν τόσο σκλη­ ρή όσο την περιγράφει ο Βιτούιτος». «Έχεις επιλεκτική μνήμη», τον διέκοψε δύσθυμα ο Νεοπτόbr/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

57

λεμος. «Ξεχνάς ότι κάποτε κόντεψαν να μας σαπίσουν στο ξύλο». Το πρόσωπο του πατέρα σφίχτηκε και σκοτείνιασε απότομα. «Όχι, δεν το έχω ξεχάσει». «Τι συνέβη;» ρωτήσαμε ταυτόχρονα ο Μαχάρης κι εγώ. Ο πατέρας κοίταξε τα γεμάτα περιέργεια πρόσωπά μας. «Εκεί­ νο το πρώτο φθινόπωρο ταξιδέψαμε σ' ένα απομακρυσμένο ιερό προς τιμήν της θεάς Μα, η οποία είναι προστάτιδα του Πόντου. Η λατρεία της πολεμικής αυτής θεότητας ήρθε σ' αυτά τα μέρη από την Περσία. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος σταμάτησε στο μικρό ιερό πριν από δύο αιώνες και άφησε εκεί μια χάλκινη περικεφαλαία ως προσφορά, αν και το πού βρίσκεται τώρα απο­ τελεί μυστήριο. »Όταν φτάσαμε, βρήκαμε το ιερό ρημαγμένο. Για την ακρί­ βεια, ο μοναδικός ιερέας που λειτουργούσε εκεί είχε πεθάνει λί­ γο πριν πάμε εμείς και το μέρος ήταν ουσιαστικά εγκαταλειμμέ­ νο. Ήταν ακόμη όμορφο, πλην όμως ένας μικρός ναός με κίονες από ασβεστόλιθο και ανοιχτούς τοίχους κι ένας μικρός βωμός στο κέντρο όπου ο ιερέας τελούσε τις καθημερινές θυσίες. Εκεί κοντά υπήρχε μια πηγή που ανάβλυζε γλυκό νερό κι έτσι αποφασίσαμε να μείνουμε εκεί για λίγο, να αποκαταστήσουμε το ιερό και να θυ­ σιάσουμε στη θεά». Έκανε μια παύση και οι άλλοι άντρες κούνησαν τα κεφάλια τους. «Τραγικό λάθος», μουρμούρισε ο Βιτούιτος. «Ήρθαν τη νύχτα, την ώρα που κοιμόμασταν», συνέχισε ο πα­ τέρας. «Μια ομάδα ιππέων που είχε στείλει ένας γαιοκτήμονας που ζούσε εκεί κοντά, ο οποίος είχε βάλει στο μάτι στη γη και την πηγή του ιερού και ήθελε να τα κάνει δικά του». «Ένας Ρωμαίος», είπε ο Νεοπτόλεμος και έφτυσε στο χώμα. «Ναι, ένας Ρωμαίος, ένας απόστρατος χιλίαρχος στον οποίο είχε δοθεί η γη σε αναγνώριση των υπηρεσιών του. Χρόνια περί­ μενε να σβήσει η μικρή θρησκευτική κοινότητα και τώρα που ο ιερέας είχε πεθάνει θεώρησε ότι το μέρος ήταν πια δικό του. Όταν έμαθε για την άφιξή μας, την πρόθεσή μας να θυσιάσουμε στη θεά και να λειτουργήσει ξανά το ιερό, μάζεψε τους δικούς του και τους έβαλε να μας επιτεθούν μέσα στο σκοτάδι». «Δεν μπορούσε να ξέρει ποιος ήσουν!» διαμαρτυρήθηκε ο Μα­ χάρης. «Δε θα είχε τολμήσει να το κάνει αν το ήξερε!» «Ήξερε αυτό που τον ενδιέφερε όμως. Ή ξ ε ρ ε ότι εμείς ήμα­ σταν Πόντιοι κι εκείνος Ρωμαίος και ότι είχε δικαίωμα να μας ξυbr/zav

58

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λοφορτώσει και να μας διώξει κακήν κακώς στο φαράγγι χωρίς τα άλογά μας. Είπε ότι ήμασταν ζωοκλέφτες που λάτρευαν μια βαρβαρική θεότητα μέσα στα κτήματά του. Όταν περάσαμε ξα­ νά από εκεί, ένα χρόνο αργότερα, το ιερό είχε γκρεμιστεί και οι πέτρες είχαν απομακρυνθεί για να χτιστούν βοηθητικοί χώροι». Ή μ ο υ ν έξαλλος. «Πώς μπόρεσε να κάνει τέτοιο πράγμα;» «Επειδή η Ρώμη έλεγχε τον Πόντο. Πολύ απλά. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, ο έλεγχος του βασιλείου χάθηκε και η Ρώμη κά­ λυψε το κενό που δημιουργήθηκε. Αυτό όμως δεν πρόκειται να ξα­ νασυμβεί. Ορκίστηκα εκείνο το βράδυ, την ώρα που έδενα τις πληγές μου, ότι θα έπαιρνα εκδίκηση. Ο Αλέξανδρος υπέστη ήτ­ τες, κάθε φορά όμως επέστρεφε δριμύτερος. Ορκίστηκα, την ί­ δια ώρα, να τιμωρήσω τους καταπατητές». Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή καθώς οι άντρες κοιτούσαν περήφανα τις φλόγες. Ξαφνικά ο Αρχέλαος γέλασε και σήκωσε το βλέμμα του. «Βάλε τον Βιτούιτο να μας πει για το χρυσό άλογο», είπε. «Α, ναι, το άλογο. Είναι απαραίτητο;» διαμαρτυρήθηκε ο πα­ τέρας, κοιτάζοντας όμως το πρόσωπο του είδα ότι η καλή του διά­ θεση είχε επιστρέψει. «Φυσικά», είπε ο Βιτούιτος μπαίνοντας ξανά στη συζήτηση. «Ο Φαρνάκης από εδώ είναι μέλλων στρατηγός. Δεν μπορούμε να του στερήσουμε τη γνώση ενός τόσο περίφημου περιστατικού που έχει γίνει τόσο πασίγνωστο, ώστε ακόμη και η οικογένειά μου στη Γαλατία το έχει ακούσει...» «Από σένα!» τον πείραξε ο πατέρας. «Βεβαίως», απάντησε ο Βιτούιτος, που δε φάνηκε να ενοχλεί­ ται από το σχόλιο. «Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η φήμη σου σ' ολόκληρη την Ευρώπη, ακόμη και ανάμεσα στις άγριες φυλές που ζουν κοντά στον Δούναβη και τον Ρήνο;» «Ολόκληρη η Ευρώπη», μουρμούρισε ο πατέρας. «Ολόκληρη η Ευρώπη και ολόκληρη η Ασία σύντομα θα μάθουν το όνομα του Μιθριδάτη για άλλους λόγους».

Μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, τον εικοστό πρώτο χρόνο της ζω­ ής του Μιθριδάτη, χίλιοι Πόντιοι ιππείς σε πυκνή παράταξη, με σκονισμένη δερμάτινη εξάρτυση και πλήρεις, αγυάλιστες πανο­ πλίες μάχης, εμφανίστηκαν σε τέλειο σχηματισμό από τους δαbr/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

59

σωμένους λόφους πίσω από την ακτή. Κάλπασαν κατά μήκος της χερσονήσου που κατέληγε στο ακρωτήριο Λεπτή Άκρα, αφήνο­ ντας πίσω τους πλουσίους αμπελώνες που απλώνονταν ένα γύρο σε μεγάλα αγροκτήματα κατά μήκος του ισθμού, και κινήθηκαν γύρω από την τεράστια ψαραγορά έξω από τα τείχη της Σινώ­ πης, εκεί όπου οι ιχθυέμποροι σταμάτησαν να διαλαλούν με τις στριγκές φωνές τους τους κέφαλους και τους τόνους τους και έ­ μειναν να θαυμάζουν βουβοί τους κατάφρακτους στρατιώτες που περνούσαν με βροντερό καλπασμό μπροστά από τους πάγκους τους. Ο στρατός έφτασε τριποδίζοντας σχεδόν μέχρι τις πύλες της Σινώπης πριν σημάνει ο συναγερμός - σε τέτοιο σημείο είχαν καταντήσει να παραμελούν τα καθήκοντά τους οι φρουρές των προκεχωρημένων φυλακίων αλλά και της πόλης επί βασιλείας της Λαοδίκης. Οι βαριές μπρούντζινες πόρτες της πόλης έκλεισαν στη μούρη των έφιππων πολεμιστών, οι οποίοι, κάθε άλλο παρά απογοητευμένοι, στέκονταν απλά σε ήσυχο σχηματισμό κάτω α­ πό τα τείχη, την ώρα που οι στρατιώτες της φρουράς συγκε­ ντρώνονταν βιαστικά στις επάλξεις από πάνω τους, προσπαθώντας να κάνουν στην άκρη τους χιλιάδες απλούς πολίτες που είχαν μα­ ζευτεί στα καλύτερα σημεία για να παρακολουθήσουν το θέαμα που εκτυλισσόταν έξω από τα τείχη. «Τις πόθεν εις ανδρών;»* φώναξε ο κυβερνήτης της πόλης χρη­ σιμοποιώντας την αρχαία ομηρική φράση που καλούσε τον νεο­ φερμένο να δηλώσει την ταυτότητά του και που κυριολεκτικά ση­ μαίνει «Ποιος είσαι κι από πού έρχεσαι;». Σε απάντηση ακούστηκε μια βροντερή φωνή σε εκλεπτυσμέ­ να επίσημα ελληνικά από ένα σημείο που δεν είχε τραβήξει την προσοχή του κόσμου ως τώρα, στο κέντρο της παράταξης των ιπ­ πέων. Μόλις δόθηκε το σύνθημα, οι ιππείς στην μπροστινή σει­ ρά παραμέρισαν, το πλήθος πάνω στα τείχη σώπασε απότομα και ένα μοναδικό πλάσμα έκανε την εμφάνιση του, φέρνοντας το άλογο του προς τα εμπρός. Το ζώο προσέλκυσε αμέσως την προσοχή. Ή τ α ν ένα πανέ­ μορφο αρσενικό άτι, από εκείνα που εκτρέφονται στις δύσβατες ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, απ' αυτά τα άλογα που αφήνο­ νται να τρέχουν ελεύθερα μέσα στα κακοτράχαλα φαράγγια τα

* Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α, στίχ. 170. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

60

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πρώτα χρόνια της ζωής τους, πριν τα πιάσουν και τα εκπαιδεύ­ σουν άριστοι γνώστες της τέχνης αυτής, για χρήση στο κυνήγι ή τον πόλεμο. Το άλογο ήταν τεραστίων διαστάσεων ακόμη και για τα μέτρα της ράτσας του, ενώ η εμφάνισή του ήταν ιδιαίτερα προ­ σεγμένη: η μακριά άκοπη χαίτη του ήταν πλεγμένη σε εκατό λεπτοκαμωμένα κοτσιδάκια που έπεφταν κι από τις δυο πλευρές του λαιμού του, έχοντας το καθένα στην άκρη του δεμένο ένα μι­ κροσκοπικό χρυσό καμπανάκι· η στομίδα είχε κατασκευαστεί α­ πό ατόφιο χρυσάφι και τα χαλινάρια, εκτός του ότι ήταν φτιαγ­ μένα από φρεσκογυαλισμένο δέρμα, τα είχαν στολίσει με πετρά­ δια· ακόμη και η ουρά είχε χτενιστεί επιμελώς, όπως και η χαί­ τη, σε μακριές λεπτές πλεξούδες με καμπανάκια δεμένα στις ά­ κρες. Το ζώο αναπηδούσε ζωηρά σαν σε παρέλαση, με το κεφά­ λι του ψηλά και τα μάτια του να παίζουν, κοιτώντας τους αδιά­ φορους αλογίσιους συντρόφους του όπως περνούσε από δίπλα τους. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν το χρώμα του: ήταν χρυ­ σαφένιο, ένα γυαλιστερό χρυσό σαν τον ίδιο τον ήλιο, στο ίδιο α­ κριβώς χρώμα με τη στομίδα που δάγκωνε. Σαν άγαλμα, κάθε ε­ κατοστό του αλόγου είχε καλυφθεί με ένα στρώμα καθαρού χρυ­ σού, ζωγραφισμένου ή βαμμένου πάνω στο τρίχωμά του, και ο κόσμος παρακολουθούσε έκθαμβος λες και το ζώο είχε κατέβει απ' τον ουρανό. Τα μάτια των θεατών αρχικά παρατηρούσαν το περήφανο ά­ τι απ' την κορφή ως τα νύχια και τελικά κατέληγαν στον αναβά­ τη του, ο οποίος ήταν εξίσου εντυπωσιακός. Παρότι ο άνθρωπος ήταν καθισμένος στο υποζύγιο του, ήταν προφανές ότι είχε θεϊ­ κές διαστάσεις. Κάθε μυς στο φαρδύ κορμό του ήταν τεντωμένος σαν χορδή τόξου και διαγραφόταν τόσο καθαρά σαν να είχε σκα­ λιστεί σε ξύλο. Ακόμη και οι τένοντες κι οι ίνες των πελώριων ώ­ μων του εξείχαν, ενώ η αλειμμένη με έλαιο επιδερμίδα του ερ­ χόταν σε έντονη αντίθεση με τις γυαλισμένες μαύρες δερμάτινες εξαρτήσεις που περνούσαν πάνω από τις κλείδες του στερεώνο­ ντας τον αστραφτερό χρυσό θώρακά του πάνω στο στήθος του. Οι μηροί του, αν και κρύβονταν εν μέρει από το λευκό λινό των περ­ σικών παντελονιών που φορούσε, ήταν τεράστιοι, είχαν τη διά­ μετρο της μέσης ενός φυσιολογικού ανθρώπου, οι δε γάμπες του το μέγεθος των μηρών ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Τα μαλλιά του ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω πέφτοντας στους ώμους του και πιασμένα με ένα απλό δερμάτινο λουράκι με απέριττο τρόbr/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

61

πο και, σε αντίθεση με τους χίλιους σκληροτράχηλους ιππείς που τον περιστοίχιζαν, εκείνος δε φορούσε περικεφαλαία. Έ ν α αχνό μουρμουρητό άρχισε να ακούγεται ψηλά από τα τείχη, καθώς οι συγκεντρωμένοι εκεί ο ένας μετά τον άλλο τον αναγνώριζαν και αν υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες, σύντομα διαλύθηκαν όταν ο νε­ αρός άντρας σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τα πρόσωπα των συ­ μπατριωτών του, των πολιτών του Πόντου, στέλνοντάς τους το πλατύτερο και λευκότερο χαμόγελο που είχαν δει τα τελευταία ε­ φτά χρόνια. Το πλήθος που στεκόταν στα τείχη από πάνω του ξέσπασε σε πανηγυρισμούς και, όπως η είδηση διαδιδόταν από στόμα σε στό­ μα δεξιά κι αριστερά στο χώρο όπου είχε συγκεντρωθεί το πλή­ θος, ο ήχος δυνάμωνε και εξαπλωνόταν, μέχρι που κάθε άντρας και γυναίκα, κάθε στρατιώτης κατά μήκος των τειχών και σε α­ πόσταση εκατό βημάτων προς κάθε κατεύθυνση ξεσπούσε σε ζη­ τωκραυγές χαιρετώντας με ενθουσιασμό το χαμένο γιο του βασι­ λιά. Ο Μιθριδάτης καθόταν από κάτω τους πάνω στο χρυσό του άλογο και το μόνο που του έλειπε ήταν τα φτερά για να φτάσει πετώντας στους οπαδούς του που τον επευφημούσαν δακρυσμέ­ νοι πάνω στα τείχη. Συνέχιζε να χαμογελά πλατιά, ευχαριστώντας για τη θερμή υποδοχή με σεμνά νεύματα του κεφαλιού καθώς ο­ δηγούσε το άλογό του λίγα βήματα πότε από δω και πότε από κει, κι ύστερα έστρεψε τα μάτια του στις τεράστιες πύλες κι έ­ γνεψε ανυπόμονα. Θαρρείς και περίμεναν αυτό ακριβώς το νεύμα, οι πελώριες πόρτες άνοιξαν μεμιάς τρίζοντας πάνω στις στρόφιγγες που είχαν μείνει αχρησιμοποίητες από καιρό και ο Μιθριδάτης μπήκε έ­ φιππος στην πόλη, την πρώτη πόλη στην οποία έμπαινε εδώ και εφτά χρόνια, ακολουθούμενος από τους παιδικούς του συντρό­ φους και χίλιους ιππείς. Διέσχισαν έφιπποι το λιθόστρωτο κε­ ντρικό δρόμο, πέρασαν μπροστά από το κτίσμα του Γυμνασίου, χτισμένο κατά το πρότυπο του Γυμνασίου της Μιλήτου, και έ­ στριψαν στην Οδό των Ναών, η οποία εκτεινόταν σε ένα μικρό ημικύκλιο γύρω από το κέντρο της πόλης. Εδώ ήταν τα αμέτρη­ τα ιερά προς τιμήν των θεοτήτων που είχαν ευεργετήσει τον Πό­ ντο. Δεν υπήρχε μόνο το αναμενόμενο ελληνικό πάνθεο του Πο­ σειδώνα, του Απόλλωνα, της Αθηνάς και των Διόσκουρων, αλλά και θεοί της Ανατολής: ο Σάραπης -θεότητα που συνδύαζε στοι­ χεία του αιγυπτιακού Όσιρη-Άπη και του ελληνικού Πλούτωνα-, br/zav

62

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

η αιγυπτιακή Ίσιδα και ο περσικός Αχούρα Μάζντα. Ακόμη και τους Αργοναύτες, που είχαν περάσει από εδώ μαζί με τον Ιάσο­ να πριν από χίλια χρόνια και οι οποίοι, όπως έλεγαν κάποιοι, ί­ δρυσαν την πόλη, τους τιμούσαν σαν θεούς έχοντας χτίσει προς τιμήν τους μαρμάρινους ναούς, βαμμένους σε αποχρώσεις του μπλε και της ώχρας. Ιερείς και υπηρέτες των ναών έβγαιναν α­ νήσυχοι από τα ιερά με τις τελετουργικές ενδυμασίες τους, θέλο­ ντας να διαπιστώσουν την αιτία αυτής της οχλοβοής που ερχόταν απέξω, και έμεναν έκθαμβοι βλέποντας ένα χρυσαφένιο θεό να περπατά ανάμεσά τους. Με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και σαστισμάρας ένωναν τις φωνές τους με το λαό που ζητωκραύγα­ ζε, ακολουθώντας τον παράδοξα ντυμένο νεαρό με το βασιλικό αί­ μα και τους σκληροτράχηλους πολεμιστές του. Τελικά έφτασαν στο κέντρο της Σινώπης, στην ακρόπολη, μέ­ σα στην οποία βρισκόταν ο κεντρικός ναός του Δία, το θησαυρο­ φυλάκιο της πόλης και το αρχαίο βασιλικό παλάτι, ένας ζοφερός και επιβλητικός πέτρινος όγκος που ξεχώριζε πάνω απ' όλα τα άλλα κτίσματα. Το κτίριο, που θύμιζε φρούριο, δεν είχε καθόλου παράθυρα μέχρι το ύψος των δώδεκα μέτρων ή και περισσότερο, οπότε οι χοντροί τοίχοι άνοιγαν επιτέλους και συνέχιζαν σε φαρδιούς ευάερους στύλους και βεράντες που οδηγούσαν στα βασι­ λικά διαμερίσματα. Στο μεγάλο περίβολο μπροστά από το πα­ λάτι είχαν γίνει προετοιμασίες για μια σειρά στρατιωτικών α­ σκήσεων προς τιμήν κάποιων επισήμων που επισκέπτονταν την πόλη. Από ένα δοκάρι μπροστά στον πέτρινο τοίχο κρεμόταν έ­ να μικρό αχυρένιο ανθρώπινο ομοίωμα που ανέμιζε και χρησι­ μοποιούνταν για επιδείξεις τοξοβολίας. Βλέποντας τη φιγούρα που αιωρούνταν, ο Μιθριδάτης κατέβασε το τόξο από την πλάτη του και με μια συνεχόμενη κίνηση έβαλε ένα βέλος στη θέση του και το έριξε στέλνοντας το στο λαιμό του ομοιώματος. Το πλήθος πίσω του έμεινε άφωνο μπροστά σ' αυτή την εντυπωσιακή επί­ δειξη ευστοχίας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή οι στρατιώτες που τον ακολουθού­ σαν ξέσπασαν σε ζωηρές επευφημίες και γρήγορα τους μιμήθη­ καν οι πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί. Στον ψηλότερο εξώστη του παλατιού στεκόταν η βασιλομήτωρ του Πόντου, η Λαοδίκη, πα­ ρακολουθώντας τη σκηνή που εξελισσόταν στον περίβολο με ψυ­ χρότητα που φανέρωνε αποδοκιμασία, ενώ το στόμα της ήταν σφιγμένο από οργή. br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

63

«Πολίτες!» φώναξε ο Μιθριδάτης, οδηγώντας παράλληλα το άλογό του μέχρι τα σκαλοπάτια του παλατιού, ακριβώς κάτω α­ πό τη βασίλισσα, χωρίς να αφιππεύσει. Μετά από λίγες στιγμές επιτακτικών εκκλήσεων για ησυχία από εκείνους που βρίσκονταν πιο κοντά στο σημείο όπου στεκόταν ο νόμιμος κάτοχος της ε­ ξουσίας το πλήθος σώπασε. Ο Μιθριδάτης χαμογέλασε. «Πολίτες», συνέχισε. «Πριν από εφτά χρόνια οι σύντροφοί μου κι εγώ φύγαμε από τη Σινώπη και ταξιδέψαμε στα κακοτράχαλα βουνά και φαράγγια της ενδοχώρας. Εκεί επιβιώσαμε χάρη στη δύναμη και την ευφυΐα μας, ξεπερνώντας τους κινδύνους των λη­ στών και των άγριων θηρίων, υποφέροντας από την πείνα και την κακοκαιρία. Στο ταξίδι αυτό κάλυψα το βασίλειο βήμα προς βή­ μα. Είδα και εξερεύνησα κάθε οχυρό και κρυμμένο φρούριο στα φαράγγια αυτά. Έ μ α θ α τη γλώσσα κάθε φυλής και φατρίας που ζει σε κάθε κοιλάδα. Ανακάλυψα τις αρχαίες κατοικίες των Αμα­ ζόνων, τα σπήλαια και τα ιερά των προγόνων μας, καθώς και τα μέρη όπου ζουν οι ίδιοι οι θεοί!» Το πλήθος ξέσπασε σε ενθουσιώδεις επιδοκιμασίες, οι οποί­ ες ενισχύονταν από την κλαγγή των ασπίδων των έφιππων πολε­ μιστών. Υψώνοντας το χέρι του μπροστά τους, ο Μιθριδάτης ζή­ τησε να γίνει ησυχία και συνέχισε. «Όμως, κατά τη διάρκεια της μακράς απουσίας μου, δεν πέ­ ρασε ούτε μια νύχτα που να σήκωσα τα μάτια μου στα αστέρια και να μη σκέφτηκα την αγαπημένη μου Σινώπη· δεν πέρασε ού­ τε μια μέρα που να μην ένιωσα τη ζωτικότητα και τη δύναμη του ποντιακού λαού και της μεγαλύτερης πόλης του. Και σήμερα, πο­ λίτες...» Έ ν α βουητό προσμονής άρχισε να ακούγεται, καθώς το πλή­ θος περίμενε τα επόμενα λόγια του. Η βασίλισσα έκανε επί τό­ που στροφή ανεμίζοντας τα μεταξωτά φορέματά της και επέ­ στρεψε δύσθυμη στο παλάτι. «Σήμερα, πολίτες, ενηλικιώνομαι και επιστρέφω κοντά σας ως ο νόμιμος βασιλιάς σας!» Οι εκκωφαντικές ζητωκραυγές έπνιξαν τις τελευταίες λέξεις του και το πλήθος ξεχύθηκε προς το μέρος του ανεβαίνοντας τα σκαλιά για να πλησιάσει τον απαστράπτοντα μονάρχη, ο οποίος είχε σηκώσει θριαμβευτικά το στολισμένο με πετράδια σπαθί του προς τον ουρανό. Γελώντας, πέρασε το πόδι του πάνω από το λαι­ μό του αλόγου και κατέβηκε από την πανύψηλη ράχη του ζώου, br/zav

64

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ακουμπώντας στο έδαφος με την άνεση και τη χάρη αγριόγατας των βουνών. Έ κ α ν ε ένα βήμα μπροστά για να χαιρετήσει το πλήθος, εξέ­ χοντας σαν Γίγαντας ανάμεσα στον κόσμο, αποδεχόμενος τη λα­ τρεία τους, χαμογελώντας πλατιά στα χιλιάδες εκστατικά πρό­ σωπα που είχαν στραφεί πάνω του. Στο μεταξύ, το άλογο, εκείνο το χρυσό άλογο των θεών, έχο­ ντας απαλλαγεί πλέον από το γιγαντόσωμο φορτίο του, υπέφερε από τη ζέστη της μέρας, καλυμμένο όπως ήταν με ένα παχύ και ενοχλητικό στρώμα χρυσόσκονης. Το αποτέλεσμα ήταν να κά­ νει αυτό που θα έκανε οποιοδήποτε ζώο σε ανάλογη περίπτωση από τη στιγμή που ο αναβάτης του δεν το ανάγκαζε πια να στέ­ κεται ακίνητο. Έ σ φ ι ξ ε τα γόνατά του, κοίταξε τριγύρω του επι­ φυλακτικά και τινάχτηκε - ήταν ένα εντυπωσιακό τίναγμα που ξεκινούσε από το κεφάλι του και συνεχιζόταν ανεμπόδιστο, σαν κύμα, στο λαιμό και τους ώμους του, στα πελώρια πλευρά του και τα τεράστια καπούλια του. Και με κάθε τίναγμα του σώματος του, ένα σύννεφο χρυσού, μια λεπτή αχλή γυαλιστερών σωματι­ δίων αιωρούνταν για λίγο και κατακάθιζε στα μαλλιά και την ε­ πιδερμίδα του έκπληκτου και ενθουσιασμένου πλήθους που εί­ χε συγκεντρωθεί γύρω του. Με ένα κοφτό τίναγμα των κοτσίδων της ουράς του έστειλε ένα κύμα χρυσόσκονης στον πέτρινο τοί­ χο του παλατιού πίσω του και με ένα κούνημα του κεφαλιού ε­ κτόξευσε σταγόνες χρυσαφένιου σάλιου στα κεφάλια των γυναι­ κών και των παιδιών που στέκονταν μπροστά του. Αφού τελικά κατόρθωσε να απαλλαγεί από το μεγαλύτερο μέρος της εκνευ­ ριστικής σκόνης και άρχισε να νιώθει πιο άνετα, έριξε και μια γερή ποσότητα... καβαλίνας στα σκαλιά πίσω του. Κι ύστερα, σαν να θυμήθηκε κάτι, χτύπησε τα πόδια του δυνατά εκεί όπου στεκόταν, σηκώνοντας ένα τελευταίο χαμηλό σύννεφο χρυσό­ σκονης που έπεσε ράθυμα πάνω στον αχνιστό σωρό, μετατρέ­ ποντας και τα ίδια του τα περιττώματα σε ένα πανέμορφο γυα­ λιστερό βουναλάκι χρυσού. Η πρώτη κίνηση του Μιθριδάτη ως νέου βασιλιά ήταν να α­ παλλάξει από τον τίτλο της τη μητέρα του, η οποία ξεστόμιζε διαρκώς κατάρες, και να την εγκαταστήσει σε ένα ασφαλές μέ­ ρος υπό περιορισμό, εκεί όπου δε θα μπορούσε να κάνει κακό· σίγουρα επρόκειτο για μια πολυτελή φυλακή, με όλη τη χλιδή και τις ανέσεις στις οποίες ήταν συνηθισμένη, αλλά της στερούσε την br/zav

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

65

ελευθερία της και την αξιοπρέπειά της ως βασίλισσας-αντιβασίλισσας. Έχοντας για συντροφιά μια μικρή ακολουθία ευνούχων, η βασίλισσα έζησε με πολυτέλεια αλλά γεμάτη οργή, εκτοξεύοντας κατάρες εναντίον των θεών και του γιου της ανά πάσα στιγμή, μέχρι τελικά να πεθάνει απ' το κακό της, μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες αφότου ανέβηκε στο θρόνο ο Μιθριδάτης. Για τη μοί­ ρα της και την κληρονομιά που άφησε δε χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα περισσότερο.

br/zav

br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

Γιατί αυτές [οι πόλεις] που κάποτε ήταν μεγάλες, οι πε­ ρισσότερες έγιναν ασήμαντες κι όσες κάποτε ήταν μι­ κρές αποδείχτηκαν στην εποχή μου σπουδαίες. - ΗΡΟΔΟΤΟΣ*

* Ηρόδοτος, Ιστορία I, σειρά «Οι Έλληνες», εισ. - μτφ. - σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 43. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

H ΠΡΩΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ενός νέου βασιλιά είναι να εξετάσει την κα­ τάσταση στην οποία βρίσκεται το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, αν και αυτό αποδείχτηκε κάπως δυσκολότερο απ' ό,τι περίμενε ο Μιθριδάτης. Βέβαια, το να βρει την αίθουσα του θησαυροφυλακί­ ου δεν ήταν δα τίποτα σπουδαίο - παρά τα εφτά χρόνια απουσίας του από το παλάτι, ήξερε ακριβώς που να ψάξει, καθώς όταν ή­ ταν ακόμη παιδί περνούσε συχνά το χρόνο του εκεί, εξερευνώντας τις συλλογές των πανάρχαιων νομισμάτων και των οικογενειακών κειμηλίων. Εκείνο πάντως που σίγουρα δεν περίμενε να βρει ό­ ταν αναλάμβανε την εξουσία ήταν την αίθουσα άδεια. Κυριολε­ κτικά, μεταφορικά, με κάθε έννοια της λέξης, δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα εκτός από μερικούς ασήμαντους σάκους με σκόνη χρυ­ σού, οι οποίοι, αν χρησιμοποιούνταν με σύνεση, ίσως να αρκού­ σαν για να πληρωθεί το προσωπικό του παλατιού για μερικές ε­ βδομάδες ή μήνες το πολύ. Πώς τα είχε καταφέρει η βασίλισσα να πληρώνει τα έξοδα που συνεπάγεται η διαχείριση μιας χώρας; Σύμφωνοι, ουσιαστικά δεν είχε στρατό, επομένως δεν ετίθετο ζήτημα για τις στρατιωτικές αμυντικές δαπάνες. Τι γινόταν όμως με τα δεκάδες οχυρά και φρούρια που βρίσκονταν σε διάφορα ση­ μεία των ακτών και της ενδοχώρας; Με την πολυτελή επίπλωση του παλατιού της Σινώπης και τις στρατιές των πρεσβευτών και των συμβούλων που συντηρούσε προκειμένου να διατηρεί την εύ­ νοια της Ρώμης; Ή με τη νέα πρωτεύουσα που είχε βαλθεί να χτί­ σει από το μηδέν στις ψυχρές και ανεμοδαρμένες όχθες της λί­ μνης Στιφάνης, πόλη που είχε μετονομάσει με κάθε μετριοφρο­ σύνη σε Λαοδίκεια; Οι οικονομικοί σύμβουλοι της βασίλισσας τράπηκαν σε φυγή μόλις ανέβηκε στην εξουσία ο Μιθριδάτης και τα κατάστιχα είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς, αλλά ο νεαρός βα-

br/zav

70

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σιλιάς είχε μια υποψία όσο αφορούσε την πηγή των εσόδων, υ­ ποψία που σύντομα επιβεβαιώθηκε. Μέσα σε δύο εβδομάδες κατέφθασε χαμογελαστή μια ρωμαϊ­ κή αντιπροσωπία -ένας κατώτερος απεσταλμένος από την ανθυπατεία της Περγάμου και μια κουστωδία αργυραμοιβών- προ­ κειμένου να τον συγχαρεί. Ό χ ι ότι αυτό είχε καμιά ιδιαίτερη ση­ μασία για τη Ρώμη -οι πολιτικές αλλαγές στα μικρά κράτη με τα οποία συνόρευαν οι ρωμαϊκές κτήσεις ελάχιστο ενδιαφέρον προ­ καλούσαν, πράγμα που δικαιολογούσε και το χαμηλό βαθμό του απεσταλμένου-, ωστόσο η αλλαγή στην εξουσία σήμαινε πολλά για τους Ρωμαίους χρηματοδότες. Κι αυτό γιατί ο ποντιακός βασιλικός οίκος είχε βάλει ενέχυρο τα πάντα. Κάθε περίζηλο και φυσικά ξεκούραστο πόστο, κάθε κυβερ­ νητική θέση πληρωνόταν χάρη σε δάνεια από τη Ρώμη. Κάτοχος της πλειοψηφίας των γραμματίων ήταν η ίδια η ρωμαϊκή Σύ­ γκλητος και βασική υπόχρεος η βασίλισσα της Σινώπης, όμως κά­ θε πόλη, είτε μικρή είτε μεγάλη, και κάθε χωριό του Πόντου εί­ χε και τους αντίστοιχους Ιταλούς αγυραμοιβούς, κι αυτοί είχαν κα­ ταφέρει να βάλουν στο χέρι την εκάστοτε τοπική κοινότητα. Ακό­ μη και ντόπιοι έμποροι, απόγονοι Ρωμαίων δεύτερης ή τρίτης γε­ νιάς, εκτός από την κύρια ασχολία τους είχαν και παράλληλες προσοδοφόρες δραστηριότητες, δανείζοντας χρήματα στους α­ γρότες για την αγορά των σπόρων με αντάλλαγμα μερίδιο στη σοδειά τους ή μετατρέποντας τους γιους και τις κόρες των Πόντιων τεχνιτών σε δουλοπάροικους εξασφαλίζοντας μερίδιο στην πα­ ραγωγή τους. Ολόκληρο το βασίλειο του Πόντου είχε οικοδομη­ θεί πάνω σε ένα δυσθεώρητο, επικίνδυνα ασταθές σύστημα δα­ νείων από Ρωμαίους επενδυτές, ενώ τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια είχαν δοθεί με τον υψηλότερο τόκο που επέτρεπε η Σύ­ γκλητος, γεγονός που οδηγούσε με ταχείς ρυθμούς στην κατα­ στροφή ακόμη και τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις. Έ π ε ι τ α από πολύωρες συνομιλίες με τους αργυραμοιβούς κε­ κλεισμένων των θυρών ο Μιθριδάτης εμφανίστηκε με το πρόσω­ πο κατακόκκινο και τρέμοντας από οργή. «Τους ανήκουν τα πάντα!» είπε έξαλλος στον Βιτούιτο. «Τα πάντα! Η βασίλισσα τα έδωσε όλα ενέχυρο στη Ρώμη». Βγήκε οργισμένος από την πόρτα στις λοξότμητες πλάκες του κεντρικού περιστυλίου, εκεί όπου η περιποιημένη χλόη και τα br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

71

μωσαϊκά σχεδόν κρύβονταν από όμορφα τοποθετημένες γλάστρες από τερακότα και οπωροφόρους θάμνους. Χωρίς να πει λέξη κα­ τευθύνθηκε στην κεντρική αυλή του παλατιού, εκεί όπου ανά­ βλυζε το σιντριβάνι με τα πενήντα στόμια, το οποίο τροφοδο­ τούνταν με κρυστάλλινο νερό από υδραγωγεία που το μετέφεραν από την πηγή ψηλά στα βουνά, τριάντα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Οι υπηρέτες μόλις είχαν αρχίσει να τοποθετούν τα έ­ πιπλα και τα τραπέζια για το πλούσιο δείπνο που θα έδινε ο Μι­ θριδάτης προς τιμήν των Ρωμαίων καλεσμένων του. Ο βασιλιάς σήκωσε μια κέδρινη σκαλιστή καρέκλα, την οποία είχαν στολίσει με ένα φύλλο χρυσού περασμένο προσεκτικά στις εγκοπές και τα σχέδια και επενδύσει με το ακριβότερο πορφυρό μετάξι. Γυρίζο­ ντας την ανάποδα, εξέτασε επιδεικτικά τη βάση της. «Εδώ θα 'πρεπε να έχει μια πινακίδα», δήλωσε φωναχτά, «PROPRIETAS SPQR - ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ». «Ναι, αλλά δεν έχει», σχολίασε ο Βιτούιτος. «Και δε βλέπω κα­ νένα χαρτί που να λέει ότι χρωστάς το παραμικρό». «Κι όμως, οι Ρωμαίοι έχουν τέτοια χαρτιά», είπε με σφιγμένα χείλη ο Μιθριδάτης και πέταξε την καρέκλα με δύναμη στο σο­ βατισμένο τοίχο σπάζοντάς τη σε αμέτρητα κομματάκια ξύλου και σκισμένου υφάσματος. «Έχουν όλα τα γραμμάτια που υπέ­ γραψαν η μητέρα και ο θησαυροφύλακάς της. Εκτός αυτού, έ­ χουν και τη ρωμαϊκή λεγεώνα στην Κιλικία για να υποστηρίξουν τη θέση τους ακόμη κι αν τα γραμμάτια είναι πλαστογραφημέ­ να. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει τους Ρωμαίους να ενεργήσουν κατά το δοκούν, δεν υπάρχει αντίβαρο, δεν υπάρχει ισορροπία. Κάποτε υπήρχε η Καρχηδόνα, πριν από αυτή η Ελλάδα, ακόμη και μια μεγάλη ελληνιστική αυτοκρατορία! Ό λ α αυτά όμως α­ νήκουν στο μακρινό παρελθόν. Τ ώ ρ α υπάρχει μόνο η Ρώμη». Ο Βιτούιτος είχε μπερδευτεί. «Τι εννοείς; Φυσικά και υπάρ­ χει Ελλάδα. Πρωτεύουσα της είναι η Αθήνα. Μιλάς ελληνικά. Το ίδιο κι εγώ. Περίπου δηλαδή». «Λάθος». Κοντοστάθηκε και σήκωσε ένα κομμάτι από το σκισμένο πορ­ φυρό ύφασμα, το οποίο έπαιξε στα δάχτυλα του σκεφτικός. «Δεν υπάρχει καμιά Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι απλώς μια ιδέα, ένας μύθος. Υπήρχε πριν από πολύ καιρό, όταν οι παραδόσεις και οι νόμοι της ήταν γνωστοί από την Αττική μέχρι την Αίγυπτο, br/zav

72

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

όταν μπορούσες να περπατήσεις χίλια χιλιόμετρα και να συνα­ ντήσεις ακόμη κι εκεί ανθρώπους που συμμερίζονταν τα ιδεώδη σου και λάτρευαν τους φιλοσόφους σου. Αυτό δεν ισχύει πια. Τώ­ ρα η Ελλάδα είναι κατακερματισμένη σε εκατό πόλεις που τις κυβερνούν Ρωμαίοι ανθύπατοι και αργυραμοιβοί, ο καθένας από τους οποίους κοιτάζει να εξασφαλίσει ευνοϊκές φορολογικές ρυθ­ μίσεις, προνόμια στις εξαγωγές ή την τιμή να είναι οικοδεσπότης του υπάτου στην επόμενη επίσκεψή του. Οι άνθρωποι τρέχουν να μάθουν λατινικά, να καταταγούν στις λεγεώνες, να γίνουν δού­ λοι για να υπηρετούν Ρωμαίους αφέντες έτσι ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να υποδουλώσουν κι άλλους με τη σειρά τους. Λες κι είναι εκατό ποντίκια απέναντι σε μια θηριώδη αρκούδα, και θα μπορούσαν να ρίξουν κάτω και να νικήσουν αυτή την αρκούδα αρ­ κεί να συνεργάζονταν, αντίθετα όμως αυτοί τσακώνονται μεταξύ τους. Και όσοι έχουν καταφέρει να γλιτώσουν το κεφάλι τους απ' αυτούς τους καβγάδες το μόνο που επιθυμούν είναι να εξασφα­ λίσουν την εύνοια του εχθρού». Ο Βιτούιτος άκουγε το ξέσπασμα με γουρλωμένα μάτια. «Ο Πόντος μας είναι απλά ένα ποντίκι; Κι αυτοί οι ξερακια­ νοί αργυραμοιβοί είναι η αρκούδα;» Ο Μιθριδάτης έγνεψε καταφατικά. «Έτσι φαίνεται». «Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις; Πώς θα πληρώσεις τους ά­ ντρες σου, πώς θα στηρίξεις το λαό σου; Η χώρα είναι χρεοκο­ πημένη». «Αυτό σκεφτόμουν τα τελευταία εφτά χρόνια. Ό λ ο εκείνο τον καιρό που ήμασταν πάνω στα βουνά είχα μεγαλύτερες σκοτούρες στο κεφάλι μου απ' το πού θα βρίσκαμε το επόμενο κατσίκι για να φάμε». «Δεν είναι κι έγκλημα να σκέφτεσαι το φαγητό. Για να λέμε την αλήθεια, αυτό σκέφτομαι τώρα δα». «Δεν καλύπτονται έτσι τα έξοδα, Βιτούιτε. Αλλά υπάρχει τρό­ πος να συγκεντρωθούν χρήματα. Ό σ ο ζούσε ο πατέρας μου είχε τις επαφές του. Γνωρίζω τα ονόματά τους. Μόνο που...» Σταμάτησε συλλογισμένος και ο Βιτούιτος τον κοίταξε απο­ ρημένος. «Μόνο που τι;» Ο Μιθριδάτης σήκωσε απότομα το βλέμμα του, κρατώντας α­ κόμη το ύφασμα ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Οι Ρωμαίοι φίλοι μας δε θα χαρούν». Η δεύτερη δουλειά ενός νέου βασιλιά είναι η συνέχιση της δυbr/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

73

ναστείας. Τα παιδιά του βασιλιά πρέπει να γεννηθούν από γυ­ ναίκα με βασιλικό αίμα, και εδώ ακριβώς ήταν το πρόβλημα, δε­ δομένου ότι υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες στον κόσμο που ο Μι­ θριδάτης θεωρούσε ότι είχαν αίμα άξιο να αναμειχθεί με το δι­ κό του. Δεν υπήρχε πλέον κάποιος ελληνικός βασιλικός οίκος με θυγατέρες στην κατάλληλη ηλικία και με προίκα· η Συρία κα­ τέρρεε, θύμα των πολιτικών εσωτερικών συγκρούσεων και των ε­ πιδρομών των Αράβων· τα περισσότερα γειτονικά κράτη, όπως αυ­ τά της Καππαδοκίας και της Περγάμου, ήταν απλώς υποτελή της Ρώμης και συνεπώς, κατά τον ίδιο, αξιοκαταφρόνητα. Ο Βιτούιτος για να βοηθήσει του πρότεινε να διαλέξει κάποια από τις ξα­ δέρφες του, οι οποίες, όπως ισχυριζόταν, ήταν κόρες των Ακουιτανών φυλάρχων από τη Γαλατία, αλλά ο Μιθριδάτης κατάφερε να αποφύγει με ευγένεια τη σύναψη σχέσης με μια άγνωστη φυ­ λή λέγοντας ότι δε μιλούσε τη γλώσσα τους, δικαιολογία που μάλ­ λον δε θα έπειθε τους περισσότερους επίδοξους προξενητές, ω­ στόσο φάνηκε να καλύπτει τον Βιτούιτο. Με τις επιλογές από τον ελληνικό κόσμο τόσο περιορισμένες, ο Μιθριδάτης και οι σύμβουλοί του άρχισαν να απελπίζονται πως δε θα κατάφερναν να βρουν κατάλληλη σύζυγο και τελικά ανα­ γκάστηκαν να καταφύγουν σε μια λιγότερο επιθυμητή λύση: τη μικρότερη αδερφή του, τη Λαοδίκη. Η ένωση αυτή όμως αποδείχτηκε εντέλει τόσο αποτυχημένη όσο θα περίμενε κανείς. Παρότι από αυτή γεννήθηκαν ο Μαχάρης και τρία ακόμη παιδιά, ο βασιλιάς και η βασίλισσα θύμιζαν περισσότερο ανταγωνιστές, ακόμη και εχθρούς. Πράγματι, η μοί­ ρα αυτού του γάμου σφραγίστηκε αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Μιθριδάτης αναχώρησε για μια από τις τακτικές περιοδείες του στην επικράτεια. Επέστρεψε μετά από δώδεκα μήνες για να βρει τη Λαοδίκη ανεξήγητα ψυχρή απέναντι του και ακόμη πιο ανε­ ξήγητα... έγκυο. Μην ξέροντας πώς να χειριστεί το ζήτημα, ο Μι­ θριδάτης την έκλεισε σε κάποια λιτά διαμερίσματα, όπου τη φρό­ ντιζαν λίγες δούλες και αυλικοί, σκοπεύοντας να την κρατήσει κρυμμένη εκεί μέχρι να γεννηθεί το παιδί. Αντί όμως η Λαοδίκη να αισθανθεί ευγνωμοσύνη γι' αυτή την απίστευτα επιεική αντιμετώπιση, αυτή έγινε έξω φρενών. Χωρίς να πτοηθεί από το γεγονός ότι ο σύζυγός της κατανάλωνε καθη­ μερινά ποσότητες αντιδότων, κανόνισε να δηλητηριάσει το φα­ γητό του σ' ένα επίσημο δείπνο. Μέχρι να συνειδητοποιήσει ο br/zav

74

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Μιθριδάτης τι συνέβαινε, δυο ξένοι πρεσβευτές που είχαν φάει το φαγητό πέθαναν, ενώ πολλοί ακόμη συνδαιτυμόνες αρρώστησαν. Ο ίδιος φυσικά δεν είχε νιώσει τίποτα περισσότερο από μια πα­ ράξενη γεύση στο κρέας. Αυτή τη φορά αντιμετώπισε το ζήτημα με το δέοντα τρόπο. Περιττό να αναφερθεί ότι δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, προτιμώντας τη σχετική ασφάλεια -και την α­ ξιόλογη ποικιλία- του χαρεμιού. Κι εδώ τελειώνουμε με τη Λαοδίκη. Το τρίτο μεγάλο πρόβλημα για το βασιλιά ήταν η ανασυ­ γκρότηση του ποντιακού στρατού, ο οποίος παρουσίαζε σημάδια διάλυσης από τότε που δολοφονήθηκε ο πατέρας του. Αυτή η ε­ ξέλιξη ικανοποιούσε ιδιαίτερα τη μητέρα του, καθώς η Ρώμη θα έβλεπε με ιδιαίτερη καχυποψία κάθε ένδειξη που θα φανέρωνε ότι ο Πόντος επιχειρούσε να συγκροτήσει στρατιωτική δύναμη. Γι' αυτό το λόγο η δυσκολία για τον Μιθριδάτη έγκειτο στην ανάκτηση της δόξας του Πόντου χωρίς να προκαλέσει ανοιχτά πό­ λεμο με τη Ρώμη. Το πρόβλημα πάντως ήταν λεπτό, όχι όμως και άλυτο. Η τάξη των Ρωμαίων ευγενών, η οποία αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερες απειλές στο εσωτερικό εξαιτίας του Συμμαχικού ή Ιταλιωτικού Πολέμου, επιθυμούσε διακαώς τη διατήρηση της ειρήνης στις επαρχίες. Έ τ σ ι , στην εξωτερική της πολιτική ακο­ λούθησε τη στρατηγική της στρουθοκαμήλου που κρύβει το κε­ φάλι της στην άμμο για να μη βλέπει τον κίνδυνο. Εφόσον ο Μι­ θριδάτης φρόντιζε να κινείται διακριτικά, η Ρώμη θα του άφηνε σημαντικά περιθώρια δράσης. Ωστόσο, επειδή διέθετε ελάχιστα μέσα, ήταν υποχρεωμένος να κινείται με αργά βήματα. Τα χρήματα ήταν το ένα πρόβλημα, αν και όχι αξεπέραστο. Οι Ρωμαίοι δανειστές της Σινώπης ήταν ι­ διαίτερα πρόθυμοι να προσφέρουν περαιτέρω πίστωση στο βα­ σιλικό οίκο. Αυτή η τακτική βέβαια δεν μπορούσε να εξελιχθεί σε μόνιμη κατάσταση· κάποια στιγμή τα δάνεια θα έπρεπε να απο­ πληρωθούν. Ό μ ω ς θα υπήρχε χρόνος να λυθεί κι αυτό το θέμα, αφού πρώτα θωρακιζόταν η άμυνα του βασιλείου και επαναδραστηριοποιούνταν οι εμπορικές οδοί. Το πρώτο βήμα του Μιθριδάτη ήταν μετριοπαθές - όπως και οι Ασιάτες μονάρχες στο παρελθόν, ξεκίνησε προσλαμβάνοντας ένα σώμα Ελλήνων μισθοφόρων, στην προκειμένη περίπτωση έ­ ξι χιλιάδες άντρες. Ο αριθμός επιλέχτηκε προσεκτικά ώστε να μην υπερβαίνει τον αριθμό των αντρών μιας ρωμαϊκής λεγεώνας, br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

75

προκειμένου να μην προκαλέσει σχόλια και ανησυχία. Σε κάθε πε­ ρίπτωση, οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τους Έλληνες κατά πολύ υπο­ δεέστερούς τους σε στρατιωτική αξία. Αυτό όμως που αγνοούσαν οι Ρωμαίοι παρατηρητές ήταν ότι όσο αφορούσε τους συγκεκρι­ μένους δεν επρόκειτο για τυχαίους Έλληνες. Από τους πολλούς μι­ σθοφόρους που είχαν παρουσιαστεί για να ενταχθούν στις δυνά­ μεις του Μιθριδάτη μόνο ένα μικρό ποσοστό τα κατάφερε τελι­ κά. Το σχέδιο που είχε κατά νου ο νέος βασιλιάς προϋπέθετε ότι οι μισθοφόροι θα ήταν εκπαιδευμένοι σε ένα συγκεκριμένο τρό­ πο πολέμου, μια τεχνική μάχης που ήταν σχεδόν ανίκητη: τη φά­ λαγγα. Η φάλαγγα ήταν ένα συμπαγές σώμα στρατιωτών παραταγ­ μένων σε βάθος τεσσάρων στοίχων ή, ακόμη καλύτερα, οχτώ ή δε­ καέξι, με τον κάθε άντρα να στέκεται ώμο με ώμο με τους συ­ ντρόφους του που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά του. Κάθε στρα­ τιώτης κρατούσε μια χάλκινη ασπίδα περασμένη στο αριστερό του χέρι, η οποία παρείχε προστασία στον ίδιο και τον άντρα που στεκόταν στα αριστερά του· στο δεξί του χέρι κρατούσε ένα δό­ ρυ μήκους δυόμισι μέτρων. Εκείνοι που βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές έστρεφαν τα δόρατά τους οριζόντια, προς το μέρος του εχθρού που πλησίαζε· όσοι ήταν στο μέσο ή στις πίσω γραμμές κρατούσαν το όπλο κάθετα, έτοιμοι να το κατεβάσουν γρήγορα σε επιθετική θέση μόλις οι στρατιώτες που μάχονταν στις πρώ­ τες γραμμές έπεφταν νεκροί ή συνθλίβονταν κάτω από τα πόδια εκείνων που τους πίεζαν από πίσω. Μια εκπαιδευμένη φάλαγγα μπορούσε να πραγματοποιήσει έφοδο, με τέλεια ακρίβεια και α­ πίστευτο θάρρος, κατευθείαν στο κέντρο της εχθρικής παράτα­ ξης, σχηματίζοντας ένα συμπαγές σώμα που άνοιγε δρόμο με τα σιδερένια και τα χάλκινα όπλα του συντρίβοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του. Μόλις δινόταν η διαταγή επίθεσης, οι άντρες της φάλαγγας δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βαδίσουν μπροστά, καθώς οι στρατιώτες από πίσω τους κολλούσαν τις ασπίδες τους στις πλάτες των μπροστινών τους, αναγκάζοντας τους συντρόφους τους να ορμήσουν στη λαίλαπα της μάχης, ακριβώς όπως έκαναν στους ίδιους εκείνοι που προχωρούσαν πίσω τους. Η φάλαγγα σταματούσε τη διαρκή έφοδο της μόνο όταν και ο τελευταίος ε­ χθρός ποδοπατιόταν και γινόταν ένα με το ματωμένο βούρκο του πεδίου της μάχης ή μόνο όταν οι αντίπαλοι έριχναν τα όπλα τους και τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Τέτοιοι σκληροτράχηλοι άντρες, br/zav

76

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

εκπαιδευμένοι στη μονομανή γενναιότητα της φάλαγγας, αποτε­ λούσαν τον ισχυρό πυρήνα του στρατού του Μιθριδάτη. Στο μεταξύ, την ώρα που οι παιδικοί του σύντροφοι από τα βουνά εκπαίδευαν ασταμάτητα τους νέους στρατιώτες, ο Μιθρι­ δάτης αφοσιώθηκε στη ναυπήγηση ενός νέου στόλου. Εδώ είχε κά­ πως μεγαλύτερα περιθώρια πριν αντιδράσουν οι καχύποπτοι Ρωμαίοι. Ο Πόντος υπήρξε ανέκαθεν λαός θαλασσοπόρων, γνωστός για την αλιεία και το εμπόριο με όλα τα λιμάνια της Μαύρης Θά­ λασσας. Ή τ α ν απολύτως λογικό ένας βασιλιάς που μόλις είχε α­ νέβει στο θρόνο να επιχειρήσει να προστατευτεί από θαλάσσιες επιδρομές δημιουργώντας ισχυρό ναυτικό. Στο θέμα αυτό στάθηκε τυχερός, με την έννοια ότι ήδη υπήρ­ χε διαθέσιμη μια αρμάδα επανδρωμένη με τα καλύτερα πληρώ­ ματα του κόσμου: ο τεράστιος στόλος των Κιλίκων πειρατών. Πριν από χρόνια είχαν συνάψει δεσμούς φιλίας με τον πατέρα του, ο οποίος τους παρείχε ασφαλή λιμάνια σε αντάλλαγμα μεριδίου α­ πό τα λάφυρα που έπαιρναν από τα εμπορικά πλοία. Κανένα λι­ μάνι στη γη δεν ήταν ασφαλές από αυτούς τους ακατάβλητους ά­ ντρες με τα γερακίσια μάτια, τα παράξενα ρούχα και τα ακούρευτα μαλλιά. Κανένα πλοίο που ταξίδευε, όσο προσεκτικά κι αν περνούσε από το ένα σίγουρο μέρος στο επόμενο κατά μήκος της ακτής, δεν μπορούσε να αποφύγει τα παραθαλάσσια παρατηρητήρια των πειρατών και τα γρήγορα σκαριά τους, που ξεχύνονταν από τις κρυψώνες τους κυλώντας πάνω στα κύματα της παλίρροιας για να αρπάξουν φορτία και ομήρους, ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Κανείς δε ζούσε πιο επικίνδυνη ζωή και κανείς δεν ήταν πλου­ σιότερος από αυτούς τους φοβερούς πειρατές. Έ τ σ ι , όταν ο Μι­ θριδάτης αποκατέστησε την επαφή μαζί τους και επανέφερε σε ισχύ την παλιότερη συμφωνία που είχε συνάψει ο πατέρας του, απέκτησε όχι μόνο έναν έτοιμο στόλο, το μεγαλύτερο στη Μαύ­ ρη Θάλασσα, αλλά παράλληλα μια σημαντική πηγή εσόδων. Ό λ ε ς αυτές οι ενέργειες οδήγησαν στο επόμενο βήμα του: τις ολοκληρωτικές κατακτήσεις. Την ώρα που η Ρώμη βυθιζόταν σε έναν κύκλο βίας με πρω­ ταγωνιστές τις δύο πολιτικές της παρατάξεις, τους ολιγαρχικούς Οπτιμάτες και τους δημοκρατικούς Ποπολάρους -που ανήκαν br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

77

τόσο οι μεν όσο και οι δε στις τάξεις των πατρικίων-, ο Μιθρι­ δάτης στρεφόταν στην ανάκτηση των περιοχών και του κύρους που ήταν δικαιωματικά δικά του λόγω του βασιλικού αίματος που κυλούσε στις φλέβες του. Τα εδάφη προς το Βορρά, πέρα από τη Μαύρη Θάλασσα, δεν ενδιέφεραν καθόλου τη Ρώμη. Ολόκληρη αυτή η περιοχή αποτελούνταν από παρθένα εδάφη. Για την α­ κρίβεια, ακόμη κι αν η Ρώμη αντιλαμβανόταν τις προθέσεις του Μιθριδάτη σ' εκείνες τις ερημιές, μόνο ικανοποίηση θα μπορού­ σε να αισθανθεί που ένας ελληνόφωνος βασιλιάς είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να διαδώσει τον πολιτισμό σ' εκείνες τις βαρβαρι­ κές ακτές. Μετά από δύο χρόνια σκληρών μαχών που έδωσαν οι Έ λ λ η ­ νες μισθοφόροι του Μιθριδάτη και το εξαιρετικό πειρατικό ναυ­ τικό του, ολόκληρη η βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας, συ­ μπεριλαμβανομένης της γης των Σκυθών και των απέραντων σι­ τοβολώνων τους, είχε συγκροτηθεί στο ποντιακό βασίλειο του Βο­ σπόρου. Οι φυλές της μακρινής Κολχίδας, στις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, εκεί απ' όπου είχε φέρει ο Ιάσονας το Χρυσόμαλλο Δέρας, είχαν δηλώσει επίσης σύμμαχοι του Πόντου. Με τον ίδιο τρόπο είχε εξασφαλιστεί η συμμαχία των γειτονικών βαρβαρικών φυλών, καθώς και εκείνων των αγριάνθρωπων που ζουν στις περιοχές των ποταμών Ντον και Δούναβη και γύρω α­ πό τη Μαιώτιδα λίμνη. Κύριος όλων αυτών ήταν ο βασιλιάς Μι­ θριδάτης. Και πάλι όμως δεν ήταν ικανοποιημένος, παρόλο που του α­ πέμεναν ελάχιστα περιθώρια δράσης, μέχρι που έφτασαν στον Πόντο οι φήμες για μια μεγάλη μάχη που είχε δοθεί στη Γαλα­ τία, στη διάρκεια της οποίας μια ορδή Γερμανών πολεμιστών εί­ χε καταστρέψει μια ολόκληρη ρωμαϊκή στρατιά. Η σφαγή στην Οράγγη προκάλεσε σάλο σ' ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και πέ­ ρα απ' αυτή, ενώ πολλοί ηγεμόνες αναθάρρησαν κι άρχισαν να αναλογίζονται τις συνέπειες αυτής της απόδειξης ότι οι ρωμαϊκές λεγεώνες δεν ήταν αήττητες. Ο Μιθριδάτης δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Διέθετε τακτικό στρα­ τό αποτελούμενο από Έλληνες μισθοφόρους και ένα στόλο ε­ πανδρωμένο με έμπειρους ναυτικούς. Χιλιάδες σκληροτράχηλοι ορεσίβιοι πολεμιστές από την ενδοχώρα του Πόντου και τα υψί­ πεδα της Καππαδοκίας βρίσκονταν υπό τις διαταγές του. Μπο­ ρούσε να συγκεντρώσει τόσους πολεμιστές διψασμένους για μάbr/zav

78

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

χη από κάθε γωνιά της επικράτειάς του όσους άντεχαν τα οικο­ νομικά του - και με τα λάφυρα των πειρατών του να ρέουν άφθο­ να, μπορούσε να πληρώσει πάρα πολλούς πολεμιστές. Ο ρωμαϊ­ κός στρατός στις επαρχίες κάθε άλλο παρά οργανωμένος θα μπο­ ρούσε να χαρακτηριστεί και η πολιτική κατάσταση στη Ρώμη ή­ ταν εκρηκτική. Ο Μιθριδάτης έστρεψε το βλέμμα του στους θεούς που κατοικούσαν στον ουρανό, ζητώντας την καθοδήγησή τους. Και οι θεοί τον είδαν και του χαμογέλασαν.

br/zav

ΙI

TΗΝ ΙΔΙΑ ΧΡΟΝΙΑ που η Ρώμη υπέστη την καταστροφική ήττα στη Γαλατία ο Μιθριδάτης σύναψε συμμαχία με το βασιλιά Νικομήδη Β' της Βιθυνίας. Υπό κανονικές συνθήκες η εξέλιξη αυ­ τή θα ανησυχούσε τη Ρώμη, όμως οι συνθήκες κάθε άλλο παρά κανονικές ήταν, καθώς η Ρώμη είχε σοβαρότερα προβλήματα. Ο Μιθριδάτης αγνόησε τις χλιαρές διαμαρτυρίες του ανθύπατου και σε συνεργασία με τον Νικομήδη κατάφερε γρήγορα να κα­ τακτήσει την άμοιρη Γαλατία* στο Νότο και την Παφλαγονία, τη μικρή περιοχή που χώριζε τον Πόντο από τη Βιθυνία. Έχοντας διασφαλίσει αυτά τα σύνορα, ο Μιθριδάτης στράφηκε προς την Ανατολή και έκανε το ίδιο στη Μικρή Αρμενία, σταματώντας μό­ νο στον Ευφράτη ποταμό. Εκεί προέβη σε συμφωνία με τον Αρμέ­ νιο βασιλιά Τιγράνη, στον οποίο έδωσε ως σύζυγο τη δεκατριάχρονη κόρη του, την ετεροθαλή αδερφή μου Κλεοπάτρα, σε έν­ δειξη καλής πίστης. Ο Μιθριδάτης θα γινόταν πεθερός ενός αν­ θρώπου που ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος του. Στην Καππαδοκία έθεσε μεγαλύτερους στόχους. Και εδώ έ­ παιζαν ρόλο κάποιες οικογενειακές εντάσεις, αφού η μεγαλύτε­ ρη αδερφή του Μιθριδάτη εξακολουθούσε να είναι βασίλισσα, παρόλο που ο άντρας της είχε πεθάνει αρκετά χρόνια πριν. Ασκού­ σε καθήκοντα αντιβασίλισσας για λογαριασμό του γιου της, του Αριαράθη Ζ' του Φιλομήτορος, ο οποίος πλησίαζε στην ενηλι­ κίωση αλλά δεν είχε αναλάβει ακόμη την εξουσία. Η βασίλισσα αυτή, η θεία μου, είχε κληρονομήσει την οικο­ γενειακή ικανότητα σε στρατιωτικά θέματα. Ο πατέρας έλεγε συ-

* Επαρχία στη Μικρά Ασία κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (βλ. χάρτη). Πήρε το ό­ νομά της από τις γαλατικες φυλές που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 3ο αιώνα π.Χ. (Σ.τ.Μ.)

br/zav

80

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

χνά ότι δε θα ήθελε να είχε βρεθεί αντιμέτωπος μαζί της αν ήταν άντρας. Δυσκόλεψε σημαντικά το συμμαχικό μας στρατό που ει­ σέβαλε στα εδάφη της, παρότι ήταν απλώς μια γυναίκα. «Μα τους θεούς, Μιθριδάτη, αδερφή σου είναι!» ξέσπασε ο βασιλιάς Νικομήδης όταν πληροφορήθηκε ότι άτακτες δυνάμεις του εχθρού είχαν καταστρέψει μια συμμαχική φάλαγγα πεζικού. «Δεν μπορείς να της μιλήσεις και να τη λογικέψεις; Υπερτερού­ με αριθμητικά, για κάθε πέντε στρατιώτες μας εκείνη μπορεί να αντιπαρατάξει έναν, αλλά θα μας πετσοκόψει στα βουνά έτσι και εισβάλουμε». Ο Μιθριδάτης ξεφύσηξε αγανακτισμένος. «Οι πιο αιματηρές μάχες δίνονται ανάμεσα σε αδέρφια». «Και πάλι... Πρέπει να υπάρχουν κάποιοι κοινοί δεσμοί που να μπορείς να εκμεταλλευτείς... την αγάπη για τον πατέρα σας, οτιδήποτε!» Ο Μιθριδάτης έγνεψε αρνητικά. «Έχω να δω αυτή τη γυναί­ κα από τότε που ήμουν δέκα ετών, όταν την έστειλαν να πα­ ντρευτεί. Ούτε νομίζω ότι θα έχει ακούσει πολλά καλά πράγμα­ τα για μένα από τη μητέρα μας!» Γέλασε απελπισμένος. Ό π ω ς και να 'χε πάντως, έστειλε απεσταλμένους στην Καπ­ παδοκία ζητώντας ανακωχή για διαβουλεύσεις. Προς μεγάλη του έκπληξη η βασίλισσα συμφώνησε, με τον όρο ότι οι διαπραγμα­ τεύσεις δε θα γίνονταν με την ίδια, αλλά με το γιο της τον Αριαράθη, το μελλοντικό βασιλιά. Ο Μιθριδάτης ούτως ή άλλως θεω­ ρούσε τις συζητήσεις τυπική διαδικασία, προπαρασκευαστικό στάδιο είτε για την παράδοση είτε για τη συντριβή της Καππα­ δοκίας. Δεν τον ενδιέφερε τι από τα δυο, αρκεί η περιοχή να έ­ πεφτε τελικά στα χέρια του. Η συνάντηση κανονίστηκε να πραγματοποιηθεί στην ανοιχτή πεδιάδα κάτω από τα τείχη που προστάτευαν την πρωτεύουσα της Καππαδοκίας Μάζακα. Εκεί ο Μιθριδάτης και ο Νικομήδης εμφανίστηκαν επικεφαλής της κοινής στρατιάς τους, στην κορυ­ φή της οποίας βρίσκονταν οι έξι χιλιάδες μισθοφόροι της ελλη­ νικής λεγεώνας του Πόντου. Σε απόσταση τριών χιλιάδων βημά­ των, ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης, τους περίμενε η καππαδοκική φρουρά. Παρότι οι Καππαδόκες υστερούσαν κατά πο­ λύ αριθμητικά, η στάση τους φανέρωνε αυτοπεποίθηση και πε­ ρηφάνια. Φορούσαν πλήρεις πολεμικές εξαρτύσεις και διακριτι­ κά, είχαν διακοσμήσει ανάλογα και τα αμυντικά τείχη που υψώbr/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

81

νονταν πίσω τους, έχοντας κρεμάσει τεράστια λάβαρα και ση­ μαίες όπου αποτυπώνονταν το ξίφος και το φίδι, το οικόσημο του βασιλικού οίκου της Καππαδοκίας, ενώ οι χρυσές και ασημένιες κλωστές που είχαν χρησιμοποιηθεί για να κεντηθούν τα ανάγλυ­ φα σχέδια έλαμπαν στον ήλιο. Ο Μιθριδάτης, συνοδευόμενος από τους στρατηγούς του Αρχέ­ λαο και Νεοπτόλεμο και μαζί με τον Βιτούιτο, κατευθύνθηκε με το άλογό του χωρίς να βιάζεται ιδιαίτερα προς το κέντρο της πε­ διάδας, ενώ ο στρατός έπαιρνε θέση ανάπαυσης. Η πλευρά των Καππαδοκών όμως δεν έκανε το ίδιο· για αρκετή ώρα επικράτη­ σε σιωπή στις τάξεις τους, ώσπου ένας αγγελιαφόρος άρχισε να καλπάζει προς το μέρος τους κρατώντας το λάβαρο της ανακω­ χής. «Άκουσέ με, βασιλιά Μιθριδάτη, καθώς σου μεταφέρω τα λό­ για του ανιψιού σου, του βασιλιά Αριαράθη Ζ', Μεγάλου Ηγεμό­ να της Καππαδοκίας». «Δηλαδή ενηλικιώθηκε;» ρώτησε τον Βιτούιτο ο Μιθριδάτης. «Η αδερφή μου του επέτρεψε τελικά να ζήσει και να γίνει βασι­ λιάς;» Ο Βιτούιτος ανασήκωσε τους ώμους του. «Ο βασιλιάς Αριαράθης δηλώνει ότι αυτή η σύσκεψη αφορά αποκλειστικά τον ίδιο και το βασιλιά του Πόντου, επομένως κα­ νείς άλλος δε θα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των εκατό βημάτων από το κέντρο αυτής της πεδιάδας όπου οι δυο βασι­ λιάδες θα συσκεφτούν. Επιπλέον...» Ο Μιθριδάτης κινήθηκε ανυπόμονα πάνω στο άλογό του. Με τις αεικίνητες δυνάμεις του να στέκονται ακριβώς πίσω του, η Καππαδοκία δεν ήταν σε θέση να θέτει τέτοιους φαιδρούς όρους. Για χάρη της αδερφής και του ανιψιού του όμως, δάγκωσε τη γλώσσα του και συνέχισε να ακούει σιωπηλός. «Επιπλέον, ο κάθε βασιλιάς, πριν του επιτραπεί να πλησιάσει στο κέντρο της πεδιάδας, θα υποβληθεί σε εξονυχιστική έρευνα για τυχόν όπλα από ένα φρουρό που θα επιλέξει η άλλη πλευρά». «Φαίνεται ότι η φήμη μου ταξιδεύει γρήγορα», του γύρισε ο Μιθριδάτης. «Η αδερφή μου πρέπει να του μετέφερε τα ψέματα που της έλεγε η μητέρα μου και τώρα ο βασιλιάς φοβάται κάποια προδοσία. Ο δειλός!» «Θα μιλάτε με σεβασμό για το βασιλιά στα εδάφη του οποίου βρίσκεστε», απάντησε ο αγγελιαφόρος ανέκφραστος. br/zav

82

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο Μιθριδάτης έκανε μια κίνηση παραίτησης, έβγαλε το τε­ ράστιο τόξο του, τη φαρέτρα και το σπαθί που είχε κρεμασμένα στο σώμα του και τα πέταξε στους στρατηγούς του. «Ψάξε με για όπλα, δεν έχω τίποτα να κρύψω!» Με ένα νεύμα ζήτησε από τους στρατηγούς του να επιστρέψουν στις γραμμές του ποντιακού στρατού κι έπειτα κατέβηκε σβέλτα από το άλογο και περίμενε. Ο αγγελιαφόρος, πλησιάζοντας πε­ ζός, τον κοίταζε αμήχανα, καθώς ο βασιλιάς ορθωνόταν μπρο­ στά του σαν πελώριο δέντρο. Ο μικρόσωμος άντρας έψαξε προ­ σεκτικά το χιτώνα και τα μανίκια του Μιθριδάτη για τυχόν κρυμ­ μένα βέλη, πέρασε τα χέρια του με γοργές κινήσεις κατά μήκος των ποδιών του προκειμένου να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κάποιο μαχαίρι δεμένο κάτω από το φαρδύ περσικό παντελόνι κι ύστε­ ρα έγνεψε ικανοποιημένος. Ανέβηκε στο άλογό του και επέστρε­ ψε στις γραμμές των Καππαδοκών. Μια αναστάτωση προκλήθηκε στις αντίπαλες δυνάμεις με το που ακούστηκε ένα ηχηρό ταυτόχρονο σάλπισμα τρομπετών κι ο νέος βασιλιάς της Καππαδοκίας έκανε την εμφάνισή του μέσα α­ πό τις τάξεις των στρατιωτών που τον περιστοίχιζαν, έτοιμος να προβεί στην πρώτη του ενέργεια ως μονάρχης, ενώπιον του στρα­ τού του και των πολιτών που παρακολουθούσαν από τα τείχη. Πλησίασε έφιππος, καθ' όλα ήρεμος, προς το σημείο όπου περί­ μενε ο Μιθριδάτης. Εκείνη τη στιγμή ο Βιτούιτος κατέβηκε από το άλογό του και στάθηκε μπροστά του. Με τη σειρά του ο Αριαράθης ξεκαβαλίκεψε επιφυλακτικά και υποβλήθηκε στην ίδια έ­ ρευνα· ύστερα ο Βιτούιτος επέστρεψε στο άλογό του και κάλπα­ σε ελαφρά προς τις γραμμές των Ποντίων, την ώρα που ο νεαρός βασιλιάς κάλυπτε με αργό ρυθμό τα τελευταία βήματα της από­ στασης από το σημείο όπου στεκόταν ο Μιθριδάτης περιμένο­ ντάς τον. Ο Αριαράθης είχε κληρονομήσει τις διαστάσεις και τον όγκο των αρσενικών μελών της οικογένειάς του, αλλά έδειχνε κάπως μαλθακός, σε αντίθεση με τη μυώδη κορμοστασιά του Μιθριδά­ τη, αποτέλεσμα των χρόνων που είχε περάσει σε εκστρατείες και της ζωής στην ύπαιθρο. Ο Αριαράθης είχε μαύρα μακριά μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση του, αλειμμένα με έλαιο και χτενι­ σμένα σε πλεξούδες με τον αρχαίο σπαρτιάτικο τρόπο που είχαν υιοθετήσει οι στρατιώτες του, και ένα καμπουριαστό, σχεδόν πιθηκοειδές παράστημα. Το πρόσωπο του ήταν ανέκφραστο, με br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

83

μια όψη ηλιθίου από μακριά, όμως από κοντά τα μάτια του γυά­ λιζαν από εξυπνάδα και πονηριά. Ο Μιθριδάτης πρότεινε το χέ­ ρι του σε χαιρετισμό, καθώς πρώτη φορά έβλεπε τον ανιψιό του. Ωστόσο η χειρονομία απέβη άκαρπη, αφού ο νεότερος άντρας την αγνόησε με αγένεια. Οι στρατηγοί δεν κατόρθωσαν φυσικά να ακούσουν κανένα σημείο του διαλόγου, αφού περίμεναν σε απόσταση εκατό βη­ μάτων από το σημείο όπου στέκονταν οι δύο μονάρχες, ενώ οι α­ νυπόμονοι στρατιώτες βρίσκονταν ακόμη πιο πίσω. Όλοι πάντως έβλεπαν ότι η συζήτηση άναβε, καθώς οι δύο άντρες χειρονο­ μούσαν και κουνούσαν έντονα τα κεφάλια τους. Ξαφνικά ο Αριαράθης έφερε το ένα του χέρι στην πλάτη, σαν να ήθελε να τα­ κτοποιήσει τις κοτσίδες του, και όπως το χέρι του επέστρεφε μπροστά φάνηκε η γυαλιστερή λεπίδα ενός μαχαιριού που είχε κρύψει στα μαλλιά του. Με μια σβέλτη κίνηση τινάχτηκε μπροστά και επιχείρησε να χτυπήσει τον Μιθριδάτη, ο οποίος απέφυγε την επίθεση με ένα βήμα στο πλάι και ταυτόχρονα έριξε μια γρήγορη ματιά στους στρατηγούς του, όχι από φόβο ούτε καλώντας τους σε βοήθεια, αλ­ λά με ένα συγκεκριμένο, γνώριμο τρόπο, ενώ μ ένα νεύμα του χεριού του τους ζήτησε να μείνουν στις θέσεις τους. Ο Βιτούιτος με δυσκολία συγκρατιόταν και συνεχώς έκανε κινήσεις προς τα εμπρός, την ώρα που ο Νεοπτόλεμος τον κρατούσε από τον ώμο. «Περίμενε!» του είπε μέσα απ' τα σφιγμένα δόντια του. «Ο βα­ σιλιάς μπορεί να τα βγάλει πέρα. Αν ορμήσεις εκεί πέρα, οι στρα­ τιώτες πίσω μας θα σε ακολουθήσουν και θα βρεθούμε να δίνου­ με κανονική μάχη. Κοίτα». Και τότε ο Μιθριδάτης έκανε κάτι απίστευτο. Γέλασε. Έ φ ε ρ ε τα χέρια του στην κοιλιά του, έγειρε προς τα πίσω και ξέσπασε σε τόσο βροντερά γέλια, που θα μπορούσαν να ξυπνή­ σουν ακόμη και τους κοιμισμένους θεούς του Ολύμπου. Και οι δύο στρατοί βουβάθηκαν κατάπληκτοι. Τίποτα δεν κουνιόταν, πέρα από το χορτάρι που κυμάτιζε απαλά στον αέρα και τους ώ­ μους του βασιλιά που τραντάζονταν στο βάθος καθώς εξακολου­ θούσε να γελά με την καρδιά του. Τα γέλια του κόπηκαν απότο­ μα κι έμεινε κι εκείνος σιωπηλός, ενώ ίσιωσε το κορμί του και κάρφωσε τον αντίπαλο του με ένα αποφασιστικό βλέμμα. Κι ό­ μως, το γέλιο του αντηχούσε ακόμη στην πεδιάδα και στα αφτιά των αντρών, σαν το ασταμάτητο βουητό μιας καμπάνας που μόbr/zav

84

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λις χτύπησε και ο ήχος της παραμένει στον αέρα, στη μνήμη και τη φαντασία των ανθρώπων. Λυσσασμένος από οργή, ο Αριαράθης επιτέθηκε ξανά στον Μιθριδάτη, ο οποίος αυτή τη φορά έπιασε τον καρπό του νεαρού και τον τίναξε απότομα προς τα πίσω, προκαλώντας έναν ξερό ή­ χο που έφτασε ακόμη και στ' αφτιά των εμβρόντητων στρατιωτών. Το μαχαίρι διέγραψε μια τροχιά ψηλά στον αέρα και καρφώθη­ κε με τη λεπίδα του στο σκληρό έδαφος. Ο Αριαράθης παραπα­ τώντας έπεσε στα γόνατα, μορφάζοντας από τον πόνο και κρα­ τώντας το σπασμένο του καρπό, όμως κατάφερε να συρθεί μέχρι το σημείο όπου είχε πέσει το μαχαίρι. Το άρπαξε με το αριστε­ ρό του χέρι και στράφηκε, όρθιος τώρα και με τα πόδια λυγι­ σμένα, προς το βασανιστή του, ο οποίος με τη σειρά του στεκό­ ταν χαλαρός με τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι. Στις τάξεις των Πόντιων στρατιωτών ακούστηκαν σκόρπιες ε­ πευφημίες και χειροκροτήματα, καθώς όλοι είχαν τα μάτια στραμ­ μένα στο βασιλιά τους. Αυτό που ακολούθησε όμως θα έδινε τρο­ φή σε θρύλους για πολλά χρόνια. Ο Αριαράθης κινούνταν επιφυλακτικά γύρω από το βασιλιά πε­ ριμένοντας την ευκαιρία να επιτεθεί και να ολοκληρώσει την προ­ δοσία του, μα ο Μιθριδάτης, με ψύχραιμες και μετρημένες κι­ νήσεις, έφερε τα χέρια του στη μέση κι άρχισε να λύνει το ζωνά­ ρι που συγκρατούσε τα παντελόνια του, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον εξοργισμένο νεαρό μπροστά του. Αυτή η κίνηση αιφ­ νιδίασε τον Αριαράθη, ο οποίος ανασηκώθηκε ελαφρά και χα­ λάρωσε τους ώμους του, σαν να αναρωτιόταν γιατί ένας άντρας που επρόκειτο να πεθάνει θα ήθελε να χαλαρώσει τη ζώνη του. Έχοντας λύσει τον κόμπο, ο πατέρας χαλάρωσε ψύχραιμα τα μπατζάκια του και έχωσε το δεξί του χέρι στο μπροστινό μέρος του παντελονιού του. Και οι δύο στρατοί βουβάθηκαν τελείως βλέ­ ποντας αυτή τη σκηνή, ενώ ακόμη κι ο Αριαράθης φάνηκε να ξε­ χνά προς στιγμήν την οργή του και το σπασμένο καρπό του, μέ­ νοντας να παρατηρεί την αλλόκοτη συμπεριφορά του άντρα α­ πέναντι του. Ή τ α ν το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε. Όταν το χέρι του Μιθριδάτη εμφανίστηκε λίγες στιγμές αργότερα, ήταν η σειρά του να γυαλίσει στον ήλιο από την αστραφτερή λεπίδα που κρα­ τούσε. Με μια αστραπιαία κίνηση, επιτέθηκε και βύθισε το μα­ χαίρι τόσο γρήγορα στο λαιμό του ανιψιού του, που ο νεαρός δεν br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

85

πρόλαβε καν να κάνει ένα βήμα πίσω ή να υψώσει τα χέρια του για να αμυνθεί. Ο Αριαράθης έπεσε σαν σακί με σιτάρι στα πό­ δια του Μιθριδάτη, νεκρός επί τόπου, με το μισοκομμένο κεφά­ λι του να γέρνει στο πλάι. Με το αριστερό του χέρι ο Μιθριδάτης συνέχιζε να κρατά σφι­ χτά το ζωνάρι για να μην του πέσουν τα παντελόνια.

Εκείνο το βράδυ η ατμόσφαιρα στο στρατόπεδο ήταν πανηγυρι­ κή, γιατί γνωρίζαμε καλά ότι την επόμενη μέρα ο Μιθριδάτης θα έμπαινε θριαμβευτής στους δρόμους της πρωτεύουσας και θα έ­ παιρνε στην κατοχή του το παλάτι της βασίλισσας. «Η ευκολότερη νίκη που σημείωσα ποτέ!» περηφανευόταν κα­ θώς μαζί με τους συντρόφους του συγκεντρώνονταν για τη νυχτε­ ρινή ιεροτελεστία τους γύρω από τη φωτιά. «Ελάχιστοι άντρες στον κόσμο, για να μην πω άλογα, θα μπορούσαν να έχουν ένα μαχαίρι σαν κι αυτό δεμένο στο πουλί τους!» Οι άντρες γέλασαν με το φαιδρό υπονοούμενο, απαντώντας με τα δικά τους πειράγματα. Ο Βιτούιτος χαμογέλασε αλλά παρέ­ μεινε σιωπηλός, αφού δεν ήταν καθόλου ετοιμόλογος για να λέει πετυχημένα αστεία. Ο Μιθριδάτης επέμεινε, αποφασισμένος να τσιγκλίσει το γιγαντόσωμο Γαλάτη. «Και δεν ήταν κανένα μικρό μαχαίρι», συνέχισε χαμογελώ­ ντας πλατιά. «Κανείς δε θα κάνει παράπονα για το μέγεθος της δικής μου προσφοράς!» Οι άντρες έβαλαν τα γέλια και σκουντούσαν με νόημα τον Βιτούιτο. Ο Γαλάτης σήκωσε ψηλά τα μάτια του ενοχλημένος. «Μα τους θεούς!» διαμαρτυρήθηκε, μην καταφέρνοντας όμως να κρύ­ ψει ένα πονηρό χαμόγελο. «Σταματήστε να γκαρίζετε. Πόσο με­ γάλο θαρρείτε ότι ήταν εκείνο το μαχαίρι; Έ τ σ ι που λέει την ι­ στορία ο βασιλιάς θα νόμιζε κανείς ότι ήταν κανονικό γιαταγάνι, απ' αυτά που έχουν οι Πάρθοι. Σιγά, έχω δει την κακάσχημη φι­ λενάδα του Αρχέλαου να χρησιμοποιεί ένα ολόιδιο μαχαίρι για να κόψει τις τρίχες της μύτης της!» Οι άντρες ξέσπασαν σε νέα επιφωνήματα και ο Αρχέλαος έ­ φερε τα χέρια του στο στήθος παριστάνοντας τον πληγωμένο α­ πό το πετυχημένο σχόλιο. «Κοίτα να δεις που ο Γαλάτης ξέρει α­ πό αστεία τελικά!» αναφώνησε ο Μιθριδάτης, υψώνοντας ένα φλασκί με κρασί στην υγειά του φίλου του. «Αρχέλαε, μας έριξε br/zav

86

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

κάτω και τους δυο μ' ένα χτύπημα!» Την ίδια στιγμή όμως μόρφασε έτσι όπως έκανε να καθίσει. «Οοοχ!» βόγκηξε βαριά. «Έπρε­ πε να είχα χρησιμοποιήσει θηκάρι σήμερα. Παραλίγο να κατα­ λήξω ευνούχος όταν τράβηξα εκείνη τη λεπίδα. Δε νομίζω ότι θα επισκεφτώ το χαρέμι του Αριαράθη για κάνα δυο εβδομάδες». Ό π ω ς αποδείχτηκε όμως, η εντυπωσιακή επίδειξη εκείνης της μέρας πήγε χαμένη και δε δόθηκε ποτέ η ευκαιρία στον Μιθρι­ δάτη να γευτεί τις χάρες του χαρεμιού. Το επόμενο πρωί, αφού διέσχισε τους έρημους δρόμους της πρωτεύουσας για να δεχτεί την παράδοση της βασίλισσας, βρήκε τον Νικομήδη να τον περιμέ­ νει στις σκάλες του παλατιού. «Καλώς όρισες, κουνιάδε!» του φώναξε θριαμβευτικά ο Βιθυ­ νός. Ο Μιθριδάτης τον κοίταξε απορημένος. Κουνιάδε; «Η βασίλισσα αποδέχτηκε την πρόταση γάμου που της έκα­ να!» δήλωσε ενθουσιασμένος ο ηλικιωμένος Νικομήδης. Εμβρόντητος αλλά και εξοργισμένος, ο Μιθριδάτης απέσυρε το στρατό του αφήνοντας την Καππαδοκία στον πρώην σύμμαχο του. Είχε νικήσει το βασιλιά της Καππαδοκίας σε τίμια, ή έστω εξίσου ανέντιμη, μονομαχία. Η βασίλισσα είχε απολέσει την αντι­ βασιλεία της. Ό μ ω ς τώρα είχε αναγορευτεί σε βασιλική σύζυγο του ηγεμόνα τόσο της Καππαδοκίας όσο και της Βιθυνίας και ο βασιλιάς Νικομήδης είχε πλέον τον έλεγχο και των δύο περιο­ χών. Ο μοναδικός χαμένος από αυτή την έκβαση ήταν ο Μιθρι­ δάτης. Είχε χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και, παρότι φαινομενικά θεώρησε την εξέλιξη αυτή πρόσκαιρη αναποδιά, στην πραγματικότητα ήταν κάτι που θα τον ενοχλούσε χρόνια.

br/zav

ΙΙΙ

«ΣΗΜΑΔΕΨΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ TO ΒΕΛΟΣ, φέρε το μάτι σου ακρι­ βώς πίσω του... να, έτσι». Ο πατέρας στεκόταν πίσω μου και κρα­ τούσε σφιχτά το τόξο πάνω από το χέρι μου, με την τεράστια πα­ λάμη του να καλύπτει τελείως τη δική μου. «Να στοχεύσεις λίγο πιο πάνω από το κεφάλι της πάπιας, γιατί το βέλος θα χάσει ύ­ ψος στην πορεία, έτσι ώστε να πετύχεις τη φτερούγα του πουλιού. Έτσι...» Σημαδεύοντας πάνω από τον ώμο μου, με καθοδήγησε πώς να τραβήξω τη χορδή και να κρατήσω σταθερό το υπερμέ­ γεθες τόξο. Παραδόξως, σκοπός δεν ήταν να πετύχω το πουλί στο στήθος για να το σκοτώσω, αλλά αντίθετα να το βρω στη μέση της φτερούγας, χρησιμοποιώντας ένα βέλος με ειδικά φτιαγμένη στρογγυλεμένη μύτη που θα έσπαγε τα εύθραυστα κόκαλα αλλά δε θα τρυπούσε το σώμα της πάπιας· σκοπός ήταν να πιάσω το πουλί χωρίς να χύσω το αίμα του. Έ ρ ι ξ α το βέλος, αλλά δε βρήκε το στόχο του κι έπεσε στο νε­ ρό πίσω από την ουρά της πάπιας. «Υπολόγισες λάθος τον αέρα», σχολίασε ήρεμα ο πατέρας. «Αυτά τα στρογγυλεμένα βέλη είναι βαριά· δεν παρασύρονται εύ­ κολα». Με το που έπεσε το βέλος στο νερό, ολόκληρο το κοπάδι άρ­ χισε να πετά πανικόβλητο, όμως ο πατέρας τράβηξε ήρεμα ένα βέλος από τη φαρέτρα του και, με μία και μόνη κίνηση, το έβα­ λε στη θέση του, τράβηξε τη χορδή και το έριξε. Ψηλά στον ου­ ρανό το βέλος πέτυχε μια πάπια στην άκρη της φτερούγας της και το πουλί βρέθηκε στο έδαφος, όπου έμεινε να φτερουγίζει τρο­ μαγμένο. Ο πατέρας προχώρησε ψύχραιμα προς το σημείο όπου είχε προσγειωθεί η πάπια, έκοψε το κεφάλι της με μια σβέλτη κί­ νηση του μαχαιριού του και έχωσε γρήγορα τον αποκεφαλισμέ­ νο λαιμό στο φαρδύ στόμιο του ασφράγιστου φλασκιού του. Ού-

br/zav

88

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τε μία σταγόνα δε χύθηκε απέξω. Μέσα σε λίγες στιγμές το αίμα είχε στραγγίξει, το στόμιο είχε σφραγιστεί και το σώμα της πά­ πιας είχε δεθεί σε μια θηλιά και κρεμόταν από τη ζώνη του. Ο η­ λικιωμένος φαρμακολόγος στην υπηρεσία του πατέρα, ο Παπίας, που μαγείρευε και έτρωγε το φαγητό του μόνος, θα απολάμβανε την πάπια για το δείπνο εκείνης της βραδιάς. Γυρίσαμε στο πα­ ρατηρητήριό μας για να μαζέψουμε τα πράγματά μας κι ύστερα πήραμε το δρόμο της επιστροφής για το παλάτι. «Την επόμενη φορά πρέπει να υπολογίσω καλύτερα τη γωνία του βέλους αν έχει τόσο ελαφρύ αεράκι», σχολίασα σκεφτικός. «Αναλύεις υπερβολικά τα πράγματα», είπε ο πατέρας. «Αυτό είναι το γνώρισμα του αρχάριου. Άμα ρίξεις χίλια βέλη, δε θα σκέφτεσαι έτσι». «Τι εννοείς;» ρώτησα έκπληκτος. «Οι εκπαιδευτές όπλων λένε πάντοτε ότι το μυαλό νικάει τα μπράτσα». «Φυσικά. Αλλά το ένστικτο νικάει το μυαλό. Πάρε για παρά­ δειγμα τον Βιτούιτο. Αν έπρεπε να σταματήσει και να σκεφτεί κάθε φορά που θα χρειαζόταν να πολεμήσει, δε θα κατάφερνε πο­ τέ να βγει από τη σκηνή του. Κι όμως, δεν υπάρχει άλλος άντρας που θα προτιμούσα να έχω δίπλα μου στη μάχη». «Όμως ένας τοξότης...» «Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για έναν τοξότη. Κοίτα, ο αρ­ χάριος χρησιμοποιεί τη λογική. Αυτό είναι σωστό, έτσι πρέπει, να ξέρεις καλά τα βασικά. Πρέπει να πειραματιστείς με την ισορ­ ροπία του τόξου, το τέντωμα της χορδής, το βάρος του βέλους, τις αλλαγές στον άνεμο και το φως. Ό λ α αυτά όμως είναι χρήσιμα μέχρι ενός σημείου. Αν κάνεις όλους αυτούς τους υπολογισμούς πριν ρίξεις, η πάπια -ή ο άνθρωπος- θα έχει κάνει φτερά. Πρέ­ πει να εξασκηθείς, να εξασκηθείς μέχρι η τεχνική να γίνει δεύ­ τερη φύση σου, να σου είναι κάτι τόσο φυσικό όσο η αναπνοή, μέ­ χρι να σε κυριεύσει το πνεύμα του θεού. Πριν ρίξεις να επικα­ λείσαι τον Απόλλωνα· άφησε εκείνον να τραβήξει τη χορδή του τόξου και να εξαπολύσει το βέλος· παραδώσου στη θέληση του θεού». Συνεχίσαμε το δρόμο μας χωρίς να μιλάμε για λίγο, ενώ εγώ σκεφτόμουν αυτά τα λόγια, ώσπου παρατήρησα ότι ο πατέρας κουνούσε αφηρημένος το φλασκί που κρεμόταν από τη μέση του για να μην αφήσει το αίμα να πήξει. «Πατέρα, το αίμα της πάπιας, το αντίδοτο... δεν καταλαβαίbr/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

89

νω. Γιατί τόσος κόπος; Είσαι ο βασιλιάς, ποιος θα ήθελε να σε σκο­ τώσει;» Στο άκουσμα της ερώτησής μου σταμάτησε απότομα στο μο­ νοπάτι, κοίταξε τριγύρω κι ύστερα κάθισε βαρύς σε ένα βράχο λί­ γο έξω από την πίσω είσοδο του παλατιού. Ό σ ο έψαχνε τις κα­ τάλληλες λέξεις για να μου απαντήσει χάιδευε τα απαλά πού­ πουλα της φτερούγας της πάπιας σε ένα σημείο όπου είχαν φου­ ντώσει. «Φαρνάκη, πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν να σκοτώσουν ένα βα­ σιλιά. Ειδικά εκείνοι που επιθυμούν να γίνουν οι ίδιοι βασιλείς. Έ χ ω ένα γιο από τη Λαοδίκη, ο οποίος είναι πρώτος στη σειρά διαδοχής. Αν και γιος μου, η φιλοδοξία συχνά γεννά την τρέλα και η δίψα για αίμα μπορεί να πνίξει τους δεσμούς αίματος». Έ κ α ­ νε μια παύση, δεν ήταν σίγουρος αν καταλάβαινα τα λόγια του. Τα καταλάβαινα, αλλά το μόνο που αισθανόμουν ήταν μια απέ­ ραντη θλίψη. «Ο Μαχάρης είναι ο διάδοχός σου... Θέλεις να πεις ότι τον φοβάσαι;» «Ο Μαχάρης είναι άνθρωπος των γραμμάτων. Ωστόσο θα γί­ νει σπουδαίος βασιλιάς όταν έρθει η σειρά του». Ο πατέρας κού­ νησε το κεφάλι του για να διώξει τις σκέψεις του και σηκώθηκε όρθιος. «Όμως εσύ δεν κάνει να προβληματίζεσαι μ' αυτά τα πράγματα». «Μα κι εγώ γιος σου είμαι. Με φοβάσαι και μένα;» Γέλασε καλόκαρδα. «Δε νομίζω ότι θα σε μάθαινα να φτιά­ χνεις το αντίδοτό μου αν σε φοβόμουν, αγόρι μου. Ούτε εσύ έχεις λόγο να φοβάσαι. Δεν απειλείς κανέναν. Αντίθετα, μου είσαι με­ γάλη βοήθεια. Τελειώσαμε εδώ. Πήγαινε το πουλί και το φλασκί στον Παπία». Πέρασε από την πύλη και έστριψε αμέσως προς την πτέρυγα των διαμερισμάτων του, για να προετοιμαστεί για μια επίσημη εκ­ δήλωση που θα πραγματοποιούνταν εκείνο το βράδυ. Εγώ κα­ τευθύνθηκα αργά προς την αντίθετη πλευρά, στα διαμερίσματα του Παπία, στην πιο απομονωμένη και παραμελημένη πτέρυγα του παλατιού, έχοντας στο μυαλό μου τα λόγια του πατέρα.

Ο Παπίας με υποδέχτηκε χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο, αφού τον επισκεπτόμουν συχνά στα σκοτεινά, πνιγηρά διαμερίσματά του br/zav

90

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

και είχαμε συνηθίσει τη σιωπηρή παρέα ο ένας του άλλου. Δέ­ χτηκε το σώμα της πάπιας και το έριξε αφηρημένα, σχεδόν απρόσεχτα, σε ένα άδειο χάλκινο σκεύος στη γωνία του τραπεζιού, για να το ξεπουπουλιάσει και να το καθαρίσει αργότερα. Προς στιγμήν αναρωτήθηκα πότε θα το έκανε. Δεν τον είχα δει ποτέ να τρώει, δεν ήξερα καν αν έτρωγε. Ήταν τόσο αδύνατος και σταφιδιασμένος, που λες και τρεφόταν μόνο με αέρα, αρωματισμένο ί­ σως από τις μυρωδιές των βοτάνων και των μελών διάφορων ζώ­ ων που κρατούσε φυλαγμένα σε βάζα και φλασκιά που υπήρχαν ολόγυρα, γεμίζοντας κάθε διαθέσιμο ράφι, κάθε ακρούλα, κάθε εσοχή. Ο ηλικιωμένος φαρμακολόγος πήρε το σφραγισμένο φλασκί που του έδωσα και το άνοιξε αμέσως. Το έφερε κοντά στη μύτη του και τα μάτια του φωτίστηκαν, αν και η έκφραση του προσώ­ που του παρέμεινε απροσδιόριστη. «Φρέσκο, σωστά;» «Λίγο πριν απ' τη δύση. Ο πατέρας στράγγιξε το πουλί όσο ή­ ταν ακόμη ζωντανό». Αυτό ήταν σημαντικό για τον Παπία, επειδή το περιεχόμενο του φλασκιού αποτελούσε τη βάση του αντιδότου που παρα­ σκεύαζε καθημερινά για τον πατέρα. Οι πάπιες από τις οποίες παίρναμε το αίμα μεγάλωναν σ' έναν ειδικό χώρο πίσω από το παλάτι και τρέφονταν μ' ένα

δηλητηριώδες χόρτο. Το χόρτο

αυτό είχε σε μεγάλο βαθμό την ίδια επίδραση στους ανθρώπους με το κώνειο, την παραλυτική ουσία που είχε πάρει ο Σωκράτης. Ο Παπίας είχε παρατηρήσει ότι οι πάπιες είχαν αναπτύξει εκ­ πληκτική ανοχή σ' αυτό το φυτό, γι' αυτό του παρείχαν ένα μο­ ναδικό είδος αίματος που περιείχε ήδη αντίδοτο στο δηλητή­ ριο. Ή τ α ν η τέλεια βάση μέσα στην οποία αναμειγνύονταν τα υπόλοιπα απαιτούμενα συστατικά για το φάρμακο που παρα­ σκεύαζε. Ο Παπίας άδειασε προσεκτικά το υγρό μέσα σε ένα ορειχάλ­ κινο κάλυκα με μακρύ στόμιο και άρχισε να το θερμαίνει πάνω από μια μικρή θράκα, ενώ εγώ περιφερόμουν στο δωμάτιο κοι­ τάζοντας με περιέργεια τα διάφορα δείγματα. Ελάχιστα με εν­ διέφεραν τα σκονισμένα νύχια άγριων ζώων, οι χαυλιόδοντες και τα κόκαλα που υπήρχαν μέσα σε πιάτα πάνω στα ράφια. Ο Πα­ πίας μού είχε εξηγήσει εδώ και καιρό από τι είδους ζώο προερ­ χόταν το καθένα τους καθώς και τις φαρμακευτικές τους χρήσεις br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

91

όταν τα πρόσθετε στα γιατρικά. Πολύ περισσότερο με ενδιέφε­ ραν τα δείγματα των βοτάνων ο φαρμακολόγος περνούσε το με­ γαλύτερο μέρος της μέρας του στα γειτονικά δάση προκειμένου να τα βρει ή τα αγόραζε από τα παζάρια και τους βοτανοπώλες. Στα δείγματα που είχε εξασφαλίσει συγκαταλέγονταν ορισμένες από τις πλέον τοξικές, παραισθησιογόνες και θανατηφόρες ουσίες που γνωρίζει ο άνθρωπος και πρόσθετε διάφορες ποσότητες απ' αυτά στα φιαλίδια όπου έβαζε το αίμα της πάπιας. Αναγνώριζα με ευκολία δείγματα από αποξηραμένα και αλεσμένα δηλητη­ ριώδη μανιτάρια και άλλα δηλητηριώδη φυτά όπως είναι η μπελαντόνα και το κώνειο, αλλά κάποια άλλα μου ήταν άγνωστα. «Παπία», ρώτησα, «τι είναι αυτό;» Σήκωσε το κεφάλι του αφηρημένος και μισόκλεισε τα μάτια του για να διακρίνει το πιάτο που κρατούσα, μέσα στο οποίο υ­ πήρχαν κάτι μακρουλοί κόνδυλοι με κόμπους. «Τούτο, νεαρέ αφέντη; Προσοχήν έχε εις τους δακτύλους σου, όπως μην κοπείς. Μανδραγόρας το όνομά του». Χαμογέλασα πλατιά με την αρχαϊκή ελληνική διάλεκτο που χρησιμοποιούσε και κοίταξα προσεκτικότερα τα περιεχόμενα του πιάτου. «Μοιάζουν με μικρά ανθρωπάκια». «Πράγματι», σχολίασε με κάθε σοβαρότητα. «Αντιστέκονται και ωρύονται όταν αποσπώνται εκ του εδάφους. Οι κραυγές τους οδηγούν ορισμένους συλλέκτες εις τα όρια της παραφροσύνης». Άφησα το πιάτο προσεκτικά. «Κι αυτό;» ρώτησα δείχνοντας έ­ να απλό τετράγωνο κουτί, μια πυξίδα, που δεν το είχα παρατη­ ρήσει την τελευταία φορά που είχα πάει εκεί. «Σπάνιο αυτό, αγόρι μου. Λυκοκτόνο* ονομάζεται. Προέρχε­ ται από την πτύελο του Κέρβερου, του φύλακα του Άδη, εξόχως θανάσιμο δηλητήριο. Πληροφορούμαι ότι η Σύγκλητος στη Ρώ­ μη απαγόρευσε την εισαγωγή του στην πόλη. Φαίνεται ότι η ου­ σία αύτη έπαιξε ρόλο σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό δολοφονιών. Μια Ρωμαία σύζυγος που θα ήθελε να γίνει τάχιστα χήρα θα πλή­ ρωνε ολόκληρη περιουσία για αυτό το κουτάκι που κρατάς. Προ­ σοχή μην το εισπνεύσεις».

* Πρόκειται για το ακόνιτο, φυτό γνωστό από την αρχαιότητα για τις δηλητηριώδεις ιδιότητές του. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Κέρβερος, ανεβαίνοντας στον Πάνω Κό­ σμο από τον Άδη, ζαλίστηκε από το πολύ φως κι έφτυσε σάλιο, χολή και φαρμακε­ ρό αφρό - εξ ου και το σχόλιο του συγγραφέα. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

92

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Έκλεισα το στόμα μου και το έβαλα πίσω στη θέση του κι υ­ στέρα γύρισα για να δω τι έκανε. «Πόσα συστατικά έχει το μείγμα σου;» ρώτησα. «Πενήντα τέσσερα, νεαρέ αφέντη». Μου κόπηκε η ανάσα. «Πενήντα τέσσερα!» «Πράγματι». Έγνεψε καταφατικά. «Το μείγμα του πατρός σου δεν είναι κάτι το απλό. Απαιτείται το μεγαλύτερο μέρος μιας μέ­ ρας προκειμένου να αναμειχθεί, πολύ περισσότερο δε για να συ­ γκεντρωθούν τα συστατικά του, καίτοι προσπαθώ να προμηθεύ­ ομαι ικανές ποσότητες. Γνωρίζεις τι είναι τούτο;» Έ ρ ι ξ ε μια πρέ­ ζα από κάποια αμμώδη σκόνη στο αίμα που τώρα άχνιζε μέσα στο τσουκαλάκι. «Αυτό είναι εύκολο», είπα. «Ο πατέρας το ρίχνει στο φαγητό του. Αρσενικό». «Σωστά, νεαρέ αφέντη, απευθείας από το χυτήριο του χαλκού εδώ στη Σινώπη. Μην υποπέσει στην αντίληψή μου ότι το χρησι­ μοποιείς στην τροφή σου, ειδάλλως θα σε κρεμάσω στον τοίχο». «Χα! Έ τ σ ι και το έτρωγα δε θα με προλάβαινες ζωντανό για να μου τις βρέξεις!» Ο Παπίας με κοίταξε καλά καλά μέσα από το σύννεφο ατμού. «Δεν είπα ότι θα επιχειρούσα να σε ραπίσω· είπα ότι θα σε κρε­ μούσα στον τοίχο... όπως εκείνο εκεί», είπε κι έδειξε προς την άλ­ λη πλευρά του δωματίου, εκεί όπου είχε κρεμασμένη μια λεοντή, σκοροφαγωμένη και παραμελημένη, με διάφορα φυλαχτά να κρέ­ μονται από τα νύχια και τα δόντια της. Ανατρίχιασα. «Μα, Παπία», επέμεινα, «ό πατέρας χρειάζεται αντίδοτα. Για­ τί λοιπόν προσθέτεις δηλητήρια στο μείγμα;» «Ααα», έκανε γελώντας σιγανά, «το πλέον εύστοχο ερώτημα που έθεσες όλο το βράδυ. Για δύο λόγους, νεαρέ αφέντη. Ο πρώ­ τος είναι για να εξετάσω την αποτελεσματικότητα του αντιδότου που περιέχεται στο μείγμα. Αν αρχίσει να αισθάνεται συμπτώ­ ματα όπως αυτά της δηλητηρίασης από λυκοκτόνο, θα ξέρω ότι πρέπει να ενισχύσω τη δόση του αντίστοιχου αντιδότου». «Και ποιος είναι ο άλλος λόγος;» Εδώ χαμήλωσε τη φωνή του. «Να κάνω τον πατέρα σου ά­ τρωτο!» «Τι!» «Ορθώς άκουσες, παιδί μου. Έ χ ε ι ς παρατηρήσει στρατιώτες να πλένονται στα παγωμένα ρυάκια; Τους βοηθά να αποκτήσουν br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

93

αντοχή στο κρύο, ώστε να μην έχουν ανάγκη μανδύα ακόμη και στο δριμύτερο ψύχος». «Δεν καταλαβαίνω...» «Με το ίδιο σκεπτικό καταναλώνει και ο πατήρ σου δηλητή­ ριο, για να τον βοηθήσει να αποκτήσει ανοσία στη δράση του. Κά­ θε μέρα καταναλώνει αρσενικό σε ποσότητες ικανές να σκοτώσουν άλογο τρεις φορές, κι εκτός αυτού παίρνει και είκοσι ακόμη δη­ λητήρια». Είχα μείνει εμβρόντητος. «Μα και πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί! Ο πατέρας δε φοβάται κανέναν, σίγουρα πάντως όχι τον Μαχάρη και μένα!» «Ούτε καν τον Μαχάρη, ε;» «Όχι, αυτός είναι άνθρωπος των γραμμάτων». Ο Παπίας γέλασε με νόημα. «Πράγματι. Ό μ ω ς εσύ είσαι ο νεαρός πολεμιστής, απ' ό,τι καταλαβαίνω. Μήπως ο πατήρ σου θα έπρεπε να φοβάται εσένα;» «Ποτέ δε θα έκανα κακό στον πατέρα. Εγώ θα γίνω στρατη­ γός, όχι βασιλιάς». «Έστω. Όμως, Φαρνάκη, ο πατήρ σου -ως βασιλεύς- οφείλει να φοβάται τους πάντες. Η ασφάλειά του είναι η ασφάλεια του βα­ σιλείου, επομένως οφείλει πρωτίστως να μεριμνά γι' αυτή. Έ ν α ς βασιλεύς δεν είναι ποτέ ασφαλής». «Ούτε κι από σένα;» Σήκωσε τα μάτια του από το δοχείο με τη θανατηφόρα μπελαντόνα που έριχνε στο μείγμα και με κοίταξε. «Ούτε κι από μένα».

br/zav

IV

ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΤΩΝ ο Μιθριδάτης ήταν βα­ σιλιάς του Πόντου, του Βοσπόρου και της Κολχίδας, ο μεγαλύτε­ ρος ηγεμόνας της Ασίας και ένας δραστήριος άνθρωπος. Μπο­ ρούσε να συνεννοηθεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες καθώς και σε πολυάριθμες διαλέκτους της κάθε γλώσσας. Γνώριζε μάλιστα α­ κόμη και γυναικείες διαλέκτους, αφού στα απομακρυσμένα πα­ ραδοσιακά περσικά χωριά της ενδοχώρας οι γυναίκες παρέμε­ ναν απομονωμένες από τους άντρες σε τέτοιο βαθμό, ώστε ανέ­ πτυσσαν δικό τους τρόπο ομιλίας. Ήταν προστάτης των τεχνών και των γραμμάτων και εκπληκτικός αθλητής, έχοντας κερδίσει το θαυμασμό του απλού λαού αλλά και της αριστοκρατίας. Επι­ πλέον, ήταν εξαιρετικός στα διοικητικά του καθήκοντα: ο Πό­ ντος και οι διάφορες νέες κτήσεις είχαν εδραιώσει τη θέση τους και ο Μιθριδάτης ήταν πλέον τόσο ισχυρός ηγεμόνας όσο ήταν εφικτό χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του από τη Ρώμη. Και τότε ήρθε ο Μάνιος Ακουίλιος. Συνοδευόμενος από μια στρατιά Γερμανών δούλων με αξιοθρήνητες εκφράσεις, ο νεοδιορισμένος Ρωμαίος κυβερνήτης της γειτονικής επαρχίας της Περγάμου κατέφθασε με το πομπώδες ύφος κατακτητή ηγεμόνα και βάλθηκε αμέσως να αναδιοργανώσει τη διοίκηση της επαρ­ χίας έτσι ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τις προτιμήσεις του. Απο­ μάκρυνε τους πολιτικούς συμβούλους, προήγαγε κουρείς και δια­ κοσμητές, ενώ γκρέμισε ολόκληρες αίθουσες του παλατιού προ­ κειμένου να εξασφαλίσει χώρο για ακόμη πολυτελέστερα λουτρά. Η επιβολή ποινών που ξεκινούσαν από τον ακρωτηριασμό κι έ­ φταναν μέχρι και τη θανάτωση διά σταύρωσης, και μάλιστα με συνοπτικές διαδικασίες, έγινε πλέον κάτι το συνηθισμένο ακόμη και για τις πιο ασήμαντες παραβάσεις, ενώ η συνέλευση της πό-

br/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

95

λης, θεσμός αιώνων, διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα συμβουλευτικό σώμα που αποτελούνταν από παλατιανούς συκο­ φάντες που έδιναν λόγο μόνο στον ίδιο. Σπάνια έκανε την εμφά­ νισή του στον κόσμο κυβερνήτης τόσο άξεστος και αχρείος όσο ο Ακουίλιος. Κι όμως, πέρα από την καταφανή ανοησία και σκληρότητά του, αυτός ο άντρας ξεπερνούσε τους πάντες σε απληστία, ακό­ μη και για τα συνηθισμένα μέτρα των Ρωμαίων αντιπροσώπων. Σύντομα εγκαταστάθηκε σε μια πολυτελή έπαυλη σ' ένα αγρό­ κτημα, ένα πραγματικό ρωμαϊκό λατιφούντιο, συνέταξε ένα ση­ μείωμα με το οποίο ανακοινώνονταν η άφιξη και ο διορισμός του και έστειλε αντίγραφα με έφιππους απεσταλμένους σε κάθε βα­ σιλιά, διάδοχο θρόνου, αντιβασιλέα, φύλαρχο και ιερέα ναού σε απόσταση οχτακοσίων χιλιομέτρων, περιλαμβανομένου και του πατέρα. Οι αγγελιαφόροι είχαν λάβει εντολές να καταστήσουν α­ πόλυτα σαφές στους αποδέκτες ότι αναμενόταν η καταβολή πο­ σού προκειμένου να τυγχάνουν της προστασίας της Ρώμης. Ύ σ τ ε ­ ρα έγειρε στο κάθισμά του με ένα χαμόγελο ικανοποίησης και περίμενε να καταφθάσουν οι εισφορές. Αφού πέρασαν αρκετοί μήνες, στη διάρκεια των οποίων απέστελλε όλο και πιο επείγουσες επιστολές, συνοδευόμενες από έμ­ μεσες απειλές σε περίπτωση που δεν καταβαλλόταν άμεσα το σχετικό ποσό, ο Ακουίλιος έδειξε τις δολοφονικές του διαθέσεις. Οι Ρωμαίοι κυβερνήτες καλούνται να καλύψουν τα έξοδα του τρό­ που ζωής που απολαμβάνουν με ίδιους πόρους και ανταμείβο­ νται γι' αυτό με τα μεγάλα περιθώρια που τους δίνει η Ρώμη για να δημιουργήσουν τις δικές τους πηγές εσόδων. Αυτό ήταν και η αιτία της ανυπομονησίας του Ακουίλιου, δεδομένου ότι, ενώ το κό­ στος της γεμάτης χλιδής ζωής του ήταν υψηλότατο, τα εισοδή­ ματά του ήταν σχεδόν μηδενικά, και εκτός των άλλων είχε να α­ ντιμετωπίσει και τους δικούς του Ρωμαίους δανειστές. Η σημαντικότερη απουσία από τη λίστα του Ακουίλιου με τους «πελάτες» που είχαν τακτοποιήσει το λογαριασμό ήταν αυτή του Πόντου· πράγματι, ο πατέρας δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να καταβάλει έστω ένα δηνάριο σ' αυτό το αιμοβόρο παλιόσκυλο. Ο πατέρας ήταν ισόβιος βασιλιάς, ενώ ο Ακουίλιος θα βρι­ σκόταν στην Πέργαμο μόνο για μια τριετή θητεία, εκτός κι αν τον ανακαλούσαν λόγω ανικανότητας ακόμη νωρίτερα. Κανένας Ρωμαίος δε δέχεται να χαρακτηρίζεται ανίκανος και κανένας Πόbr/zav

96

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ντιος βασιλιάς δε δέχεται να πληρώνει λεφτά χωρίς λόγο. Ο Ακου­ ίλιος συνέχιζε να βράζει από θυμό, μέχρι που σκαρφίστηκε ένα σχέδιο. Αρχικά έκανε αυτό ακριβώς που τον είχε στείλει να κάνει η Σύ­ γκλητος: διέταξε τον Μιθριδάτη και τον Νικομήδη Γ', καθώς στο μεταξύ είχε πεθάνει ο Νικομήδης Β', να αποχωρήσουν από τις πιο πρόσφατες κτήσεις τους. Επειδή οι σχέσεις των δυο βασιλιάδων είχαν διακοπεί, κανείς από τους δυο δεν ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει τον άλλο, επομένως κανείς από τους δυο δεν μπο­ ρούσε να αντισταθεί στη Ρώμη, παρότι οι απειλές του Ακουίλιου είχαν τη στρατιωτική υποστήριξη μιας και μοναδικής ρωμαϊκής λεγεώνας. Και οι δυο βασιλιάδες αποσύρθηκαν γρήγορα απο­ γοητεύοντας τον Ακουίλιο, ο οποίος έχασε με την εξέλιξη αυτή το πρόσχημα για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης που θα του α­ πέφερε πολύτιμα λάφυρα. Αν και συμμορφώθηκε, μέσα του ο πατέρας έβραζε. Η Ρώμη, με το αίτημά της για την απόσυρση από τις πρόσφατες κτήσεις του, είχε εμφανιστεί στην πραγματικότητα σαν προστάτιδα των βαρβάρων απέναντι σ' ένα βασιλιά που αντιπροσώπευε τις αρχές του ελληνικού πολιτισμού! Αν υπήρχε κάποια αμφιβολία ως τότε στο μυαλό του, ο πατέρας ήταν πλέον βέβαιος ότι η Ρώμη είχε ξε­ περάσει κάθε λογικό όριο. Σύντομα μια νέα ευκαιρία παρουσιάστηκε στον Ακουίλιο, ό­ ταν ο Νικομήδης σταμάτησε να καταβάλλει τις πληρωμές των δανείων που είχε πάρει από τη Ρώμη· ισχυρίστηκε ότι η Καππα­ δοκία είχε υποστεί σοβαρότατες ζημιές από την επίθεση του πα­ τέρα (παραβλέποντας το γεγονός της συμμετοχής του βιθυνιακού βασιλικού οίκου σ' αυτή την υπόθεση) και ότι τα παράλια της Βι­ θυνίας είχαν λεηλατηθεί πρόσφατα από αιμοδιψείς πειρατές, οι οποίοι επίσης είχαν ενεργήσει κατ' εντολήν του Μιθριδάτη. Πα­ ρόλο που στην πραγματικότητα ο πατέρας ουδέποτε έδωσε τέ­ τοια εντολή, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι είχε ωφεληθεί από τα αποτελέσματα. Αυτό οδήγησε στην άρνηση της Βιθυνίας και της Καππαδοκίας να συνεχίσουν την εξόφληση των δανείων τους. Οι Ρωμαίοι χρηματοδότες ήταν έξαλλοι και άρχισαν να ασκούν όλο και μεγαλύτερη πίεση στον Ακουίλιο. Εκείνος με τη σειρά του είχε τα προσωπικά του δάνεια, τα οποία παρέμεναν απλή­ ρωτα λόγω της μη εισροής εσόδων, κι όλα αυτά οφείλονταν στον Μιθριδάτη. Ο Πόντος όμως δεν είχε υποστεί καμία εισβολή ή λεbr/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

97

ηλασία εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα και οι πολίτες του ζούσαν πλουσιοπάροχα χάρη στα αγαθά των γειτόνων τους, τα ο­ ποία δικαιωματικά ανήκαν στον Ακουίλιο - έτσι τουλάχιστον πί­ στευε ο ίδιος. Μόνο μία λύση θα μπορούσε να υπάρξει. Επιστρέφαμε με πλοίο από τη γη των Μαιώτων, στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, όπου ο πατέρας είχε προχωρήσει στη στρατολόγηση επιπλέον Σκυθών πολεμιστών. Απείχαμε ακό­ μη μιας μέρας ταξίδι από τη Σινώπη, όταν μας πλησίασε μια μοί­ ρα πολεμικών του Πόντου υπό τη διοίκηση του παλιού συντρόφου του πατέρα, του Νεοπτόλεμου, ο οποίος ήταν πλέον ναύαρχος του ποντιακού στόλου. Ο πατέρας διέταξε αφενός τη μοίρα του να σταματήσει και αφετέρου τη ναυαρχίδα του να τραβήξει μέ­ σα τα κουπιά, επιτρέποντας στο ταχύ ποντιακό πολεμικό του Νε­ οπτόλεμου να το πλευρίσει με δεξιοτεχνία. Ο ναύαρχος ανέβηκε στο κατάστρωμά μας με τη βοήθεια ενός σκοινιού που του έριξαν, αφού το είχαν δέσει σ' ένα κατάρτι του πλοίου, χωρίς καν να πε­ ριμένει να στηθούν σανίδες ανάμεσα στα δύο σκάφη. Ό π ω ς και ο δίδυμος αδερφός του, ο Αρχέλαος, ήταν μυώδης και αθλητικός και, παρότι ο πατέρας τον περνούσε ένα κεφάλι, οι ώμοι του ή­ ταν εξίσου φαρδείς, ίσως και παραπάνω. Άνοιξε γρήγορα δρόμο ανάμεσα από τους ναύτες που είχαν μαζευτεί γύρω του πάνω στο κατάστρωμα και πλησίασε τον πατέρα. Εκείνος είχε αιφνιδιαστεί από την απροσδόκητη άφιξη του Νεοπτόλεμου, όμως τον υποδέχτηκε χαμογελαστός. «Νεοπτόλεμε! Θέλουμε μια μέρα ακόμη για να φτάσουμε στο λιμάνι κι εσύ μας ετοίμασες ολόκληρη υποδοχή! Ή μήπως εκ­ παιδεύεις νέο πλήρωμα; Σύντομα θα σου έχω μερικούς καινού­ ριους Σκύθες ναύτες, φίλε μου». Το πρόσωπο του ναυάρχου είχε σκοτεινιάσει από οργή. «Δεν ήρθαμε για την υποδοχή σας, μεγαλειότατε. Και σας εγγυώμαι ότι θα χρειαστούμε αυτούς τους ναύτες πολύ σύντομα. Φέρνω άσχημες ειδήσεις». Κοίταξε τους άντρες που συγκεντρώ­ νονταν γύρω του και δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να συνεχίσει. «Μίλησε, φίλε μου. Δεν υπάρχουν μυστικά σε πλοίο που βρί­ σκεται στη θάλασσα». «Ο Νικομήδης επιτέθηκε στον Πόντο». «Τι! Πότε;» «Πριν από δύο εβδομάδες, αμέσως μετά την αναχώρησή σας br/zav

98

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

από τη Σινώπη. Ή τ α ν υπολογισμένη κίνηση, για να συμπέσει με το διάστημα που δε θα μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας. Μιλάω για εξήντα χιλιάδες Βιθυνούς πεζικάριους. Οι ακτές μας ήταν απροστάτευτες. Ο Νικομήδης δε συνάντησε καμία α­ ντίσταση. Λεηλάτησε όλες τις πόλεις μέχρι την Αμάσεια». Για μια στιγμή ο πατέρας έμεινε άφωνος, ενώ οι ναύτες τρι­ γύρω μας ξέσπασαν σε οργισμένα σχόλια μεταφέροντας την εί­ δηση στους συναδέλφους τους πιο πίσω. Τελικά βρήκε τη φωνή του. «Και τι μέτρα πήρατε; Ο στρατός... Τι έκανε ο Αρχέλαος με το στρατό;» ρώτησε επιτακτικά, έχοντας φέρει το πρόσωπό του ελάχιστα εκατοστά από το πρόσωπο του ναυάρχου. Ο Νεοπτόλεμος κοιτούσε τον αρχηγό του κατάματα χωρίς την παραμικρή ένδειξη δειλίας. «Με το που μάθαμε τα νέα ο αδερ­ φός μου έσπευσε δυτικά με το μισό στρατό, μαζί με τη φάλαγγα, για να αντιμετωπίσει τους Βιθυνούς. Τους υπόλοιπους, τους λι­ γότερο έμπειρους, τους άφησε πίσω για να υπερασπιστούν τη Σι­ νώπη. Δεν έχει επιστρέψει ακόμη, αλλά έχουμε νεότερα από τους αγγελιαφόρους. Ο Νικομήδης υποχώρησε αμέσως μόλις πληρο­ φορήθηκε ότι οι δυνάμεις μας κινούνταν εναντίον του. Ο Αρχέ­ λαος σταμάτησε την πορεία του και περιμένει νέες διαταγές από εσάς». Ο πατέρας έμεινε προς στιγμήν βυθισμένος σε σκέψεις, αν και τα μάτια του συνέχιζαν να πετάνε σπίθες. «Σοφά έπραξε και δεν τους καταδίωξε», παραδέχτηκε. «Μια επίθεση σε σύμμαχο της Ρώμης μέσα στα δικά του εδάφη θα τερμάτιζε τη δική μας συνθήκη με τη Ρώμη. Το ζήτημα πρέπει πρώτα να αντιμετωπι­ στεί στα δικαστήρια και τη Σύγκλητο. Οι πρεσβευτές μας έχουν υποβάλει έγγραφο διάβημα στον Ακουίλιο της Περγάμου;» «Μάλιστα, άρχοντά μου. Απαιτήσαμε ο Νικομήδης να ζητή­ σει επισήμως συγνώμη και να επιστρέψει όλα τα λάφυρα». «Και; Ποια είναι η απάντηση;» «Τίποτα ουσιαστικό», απάντησε ο Νεοπτόλεμος. «Ο Νικομήδης απλώς ισχυρίζεται ότι τα λάφυρα ήταν αντιστάθμισμα για παλιότερες λεηλασίες που είχαν υποστεί τα εδάφη του από Πό­ ντιους πειρατές. Μάθαμε από τους ανθρώπους μας στην Πέργα­ μο ότι ο Νικομήδης στην πραγματικότητα δεν ήθελε να μας επι­ τεθεί, όμως ο Ακουίλιος απείλησε να στραφεί με τη ρωμαϊκή λε­ γεώνα εναντίον του αν δε λεηλατούσε τις ακτές μας. Πρέπει να αbr/zav

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

99

ναμένουμε νέες κινήσεις σύντομα. Ο Ακουίλιος δε θα ικανοποιη­ θεί μέχρι να λεηλατηθούν και οι πλουσιότερες πόλεις στα ανα­ τολικά παράλια». «Στείλτε πρεσβεία στον Ακουίλιο αμέσως. Από τώρα και στο εξής ο Πόντος θα αμυνθεί απέναντι σε οποιαδήποτε επίθεση, α­ κόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα υποχρεωθεί να επιτεθεί σε σύμ­ μαχο της Ρώμης». Ο Νεοπτόλεμος χαμήλωσε τη φωνή του έτσι ώστε μόνο όσοι βρίσκονταν πολύ κοντά μας να μπορούν να ακούσουν και άφησε κατά μέρος τον επίσημο τόνο που όφειλε να υιοθετεί όταν απευ­ θυνόταν δημοσίως στο βασιλιά». «Ριψοκίνδυνη στάση, δεδομένης της κατάστασης του στρατού μας». «Είναι ένα ρίσκο που είμαι υποχρεωμένος να πάρω. Αν δεί­ ξουμε αδυναμία, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να ενθαρ­ ρύνουμε τον Ακουίλιο να προβεί σε κινήσεις ακόμη πιο ακραίες». «Θα το κάνει ούτως ή άλλως. Πρέπει να καθυστερήσουμε ό­ σο το δυνατό περισσότερο, ενώ παράλληλα θα προετοιμάζουμε την άμυνά μας». «Τότε ξεκινάμε αμέσως. Η πρωτοβουλία των κινήσεων όσο α­ φορά την καθυστέρηση δεν περνά καθόλου απ' τα χέρια μας». Εκείνο το καλοκαίρι ο πατέρας απέδειξε πλήρως τις ικανότη­ τές του, αν και κανείς δε θεωρούσε πιθανό κάτι τέτοιο στο ξεκί­ νημα αυτής της περιπέτειας. Από τα δυτικά ο Νικομήδης εξαπέλυε ξανά επίθεση με πενήντα χιλιάδες στρατιώτες. Τον υποστή­ ριζε ο Ακουίλιος, ο οποίος είχε συγκεντρώσει σαράντα χιλιάδες μισθοφόρους και πιστούς συμμάχους της Ρώμης. Παράλληλα, α­ πό το Νότο κινούνταν εναντίον του Πόντου οι ανθύπατοι Κάσσιος και Όππιος, επικεφαλής ενενήντα χιλιάδων αντρών, μεταξύ των οποίων δύο πλήρεις ρωμαϊκές λεγεώνες. Ο πατέρας βρισκό­ ταν αντιμέτωπος με τέσσερις στρατούς που έκαναν ταυτόχρονες επιθέσεις από διαφορετικές κατευθύνσεις, αριθμώντας συνολικά εκατόν ογδόντα χιλιάδες άντρες. Ο Ακουίλιος επρόκειτο να πάρει αυτό που του άξιζε.

br/zav

br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να διαλέγει τον πό­ λεμο από την ειρήνη - στην ειρήνη, οι γιοι θάβουν τους πατεράδες τους, ενώ στον πόλεμο είναι οι γονείς που θρηνούν τα παιδιά τους. Πρέπει να ήταν θεϊκό θέλη­ μα να γίνουν όλα αυτά. - ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΡΟΙΣΟΣ ΤΗΣ ΛΥΔΙΑΣ*

* Ηρόδοτος, Ιστορία Ι,ό.π., σελ. 145. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

ΤΗΝ

ΑΝΟΙΞΗ ΤΗΣ 173ης ΟΛΥΜΠΙΑΔΑΣ ήμουν κοντά δ έ κ α ετών,

μ ε γ ά λ ο ς πια, τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν σ τ α δ ι κ ά μ ο υ μ ά τ ι α , α ρ κ ε τ ά ώ ρ ι μ ο ς ώ ­ στε ν α κ ά ν ω τις δ ι κ έ ς μ ο υ π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι ς σ χ ε τ ι κ ά μ ε τ α ι σ τ ο ρ ι κ ά γεγονότα που συντελούνταν στον κ ό σ μ ο . Δεν ε ξ α ρ τ ι ό μ ο υ ν πλέον α π ό τ η β ο ή θ ε ι α τ ο υ ευλογημένου Βιτούιτου για ν α ε ρ μ η ν ε ύ σ ω την ιστορία, κ α θ ώ ς ε π ί μ ή ν ε ς β ρ ι σ κ ό μ ο υ ν σ υ ν ε χ ώ ς σ τ ο π λ ε υ ρ ό τ ο υ π α τ έ ρ α σ τ η δ ι ά ρ κ ε ι α τ ω ν σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ώ ν τ ο υ ε π ι θ ε ω ρ ή σ ε ω ν και γνώριζα την κ α τ ά σ τ α σ η ε τ ο ι μ ό τ η τ α ς τ ο υ σ τ ρ α τ ο ύ μ α ς ε ξ ί σ ο υ κα­ λ ά μ ε τον ίδιο. Ε π ο μ έ ν ω ς , δ ι α β ά σ τ ε τ α ό σ α α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν μ ε λιγό­ τ ε ρ η ε π ι φ ύ λ α ξ η α π ' ό,τι σ ε μια ά λ λ η π ε ρ ί π τ ω σ η ό π ο υ ένας ηλι­ κ ι ω μ έ ν ο ς ά ν τ ρ α ς θ α α ν α κ α λ ο ύ σ ε τ ι ς μ ν ή μ ε ς τ ο υ α π ό την ηλικία των δ έ κ α χρόνων τ ο υ . Δεν ή μ ο υ ν ένα σ υ ν η θ ι σ μ έ ν ο αγόρι και ο βασιλιάς Μ ι θ ρ ι δ ά τ η ς δεν ήταν έ ν α ς σ υ ν η θ ι σ μ έ ν ο ς π α τ έ ρ α ς . Τ ο κύριο σ ώ μ α τ ω ν Β ι θ υ ν ώ ν β ά δ ι ζ ε ανατολικά, κ α τ ά μ ή κ ο ς τ ω ν α κ τ ώ ν μας· π ε ρ ί μ ε ν α ν α π ό σ τ ι γ μ ή σ ε σ τ ι γ μ ή ν α σ υ γ κ ρ ο υ ­ στούν μ ε τον ποντιακό σ τ ρ α τ ό . Ω σ τ ό σ ο ένα μ ι κ ρ ό τ ε ρ ο τ μ ή μ α τ ω ν δυνάμεων του Ν ι κ ο μ ή δ η α κ ο λ ο υ θ ο ύ σ ε ά λ λ η π ο ρ ε ί α μ έ σ ω τ η ς εν­ δ ο χ ώ ρ α ς , ε π ι χ ε ι ρ ώ ν τ α ς ν α μ α ς π α ρ α κ ά μ ψ ε ι και ν α κ α τ α λ ά β ε ι τ η Σ ι ν ώ π η . Ό μ ω ς τ ο πυκνό δ ί κ τ υ ο τ ω ν σ υ μ μ α χ ι κ ώ ν ο ρ ε σ ί β ι ω ν φυ­ λών που είχε σ τ ο π λ ε υ ρ ό τ ο υ ο π α τ έ ρ α ς είχε ε ν τ ο π ί σ ε ι τον ελιγμό και μ α ς ε ι δ ο π ο ί η σ ε μ ε σ ή μ α τ α κ α π ν ο ύ ν α α ν α μ έ ν ο υ μ ε ά μ ε σ α ε ­ π ί θ ε σ η . Σε α π ά ν τ η σ η , ο π α τ έ ρ α ς έ σ τ ε ι λ ε για να τ ο υ ς α ν τ ι μ ε τ ω π ί ­ σ ε ι ένα α π ό σ π α σ μ α τ α χ ε ί α ς α ν τ ί δ ρ α σ η ς , α π ο τ ε λ ο ύ μ ε ν ο α π ό δέ­ κ α χιλιάδες ι π π ε ί ς και δ έ κ α χ ι λ ι ά δ ε ς ο π λ ί τ ε ς τ ο υ ε λ α φ ρ ο ύ πεζι­ κού, μ ε ε π ι κ ε φ α λ ή ς τον Α ρ χ έ λ α ο και τον Ν ε ο π τ ό λ ε μ ο . Νωρίς το πρωί της επομένης έφτασαν οι πρώτες ειδήσεις α­ πό τη μ ά χ η , τ ό σ ο νωρίς μ ά λ ι σ τ α , που η ε λ λ η ν ι κ ή φ ά λ α γ γ α δεν εί­ χ ε ξ ε κ ι ν ή σ ε ι α κ ό μ η την π ο ρ ε ί α τ η ς . Μ ε ρ ι κ ο ί έ φ ι π π ο ι π ο λ ε μ ι σ τ έ ς του Α ρ χ έ λ α ο υ κ α τ έ φ θ α σ α ν κ α λ π ά ζ ο ν τ α ς σ τ ο σ τ ρ α τ ό π ε δ ο , β ρ ό -

br/zav

104

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μικοι και εξαντλημένοι, ενώ κάμποσα από τα άλογά τους είχαν κουτσαθεί, επειδή είχαν περάσει τη νύχτα διασχίζοντας προσε­ κτικά τις βραχώδεις οροσειρές μέσα στο σκοτάδι για να μας φέ­ ρουν τα νέα. «Άρχοντά μου!» φώναξε ο αρχηγός τους, ένας αξιωματικός του ιππικού ονόματι Ρούφινος, φτάνοντας στην είσοδο του χώρου ό­ που είχαμε καταλύσει. Κατέβηκε από το άλογό του, αλλά αμέσως σωριάστηκε στο έδαφος, αφού τα πόδια του είχαν μουδιάσει α­ πό τις τόσες ώρες που κάλπαζε με ένταση. Ο πατέρας κι εγώ βγή­ καμε τρέχοντας από τη σκηνή και είδαμε δεκάδες στρατιώτες μας να στέκονται γύρω από τους ταλαιπωρημένους ιππείς, κα­ λώντας τους με φωνές να τους πουν τα νέα, παροτρύνοντάς τους με νεύματα και κραδαίνοντας τα όπλα τους. «Ρούφινε! Σήκω πάνω!» βρυχήθηκε ο πατέρας μόλις έφτασε ε­ κεί. Σήκωσε όρθιο τον εξαντλημένο άντρα, περνώντας το ένα του χέρι κάτω από το μπράτσο του και βοηθώντας τον να στηριχτεί, ενώ ταυτόχρονα κάρφωνε το στρατιώτη με το βλέμμα του. «Τι συνέβη; Μίλα, άνθρωπέ μου!» Ο Ρούφινος ήταν ακόμη λαχανιασμένος, αλλά συνήλθε γρή­ γορα και οι φωνές τριγύρω μας σώπασαν. «Οι Βιθυνοί! Τους... τους βρήκαμε, χτες το βράδυ, το σού­ ρουπο! Πιάσαμε το λόφο στη μέση της πεδιάδας... Ήταν περισ­ σότεροι από εμάς, αλλά το ιππικό μας ήταν ισχυρότερο... Χτες το βράδυ όμως - το ιππικό δεν μπορεί να πολεμήσει νύχτα, άρχο­ ντά μου, χωρίς φεγγάρι δεν μπορεί να δει το έδαφος για να κινηθεί γρήγορα!» Το πρόσωπο του πατέρα σκοτείνιασε από θυμό, όμως παρέ­ μεινε ψύχραιμος, παροτρύνοντας το στρατιώτη να συνεχίσει. «Τι συνέβη χτες το βράδυ; Μίλα λοιπόν!» Ο Ρούφινος πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το πεζικό των Βιθυνών επιτέθηκε... Είχαν βάψει μαύρα τα σώματά τους και τις πανο­ πλίες τους, δεν μπορούσαμε να τους δούμε. Καταδίωξαν το πεζι­ κό μας κι έπεσαν πάνω στο ιππικό μας. Εκεί πάνω μάς έδιωξε ο Αρχέλαος για να σου φέρουμε τα νέα. Οι στρατηγοί και οι άντρες υποχωρούν προς την κοιλάδα πολεμώντας συνεχώς, όμως δεν ξέ­ ρω... δεν ξέρω αν μπορούν ν' αντέξουν. Ο Αρχέλαος ζητά να τον ενισχύσει η φάλαγγα. Πριν βρεθεί περικυκλωμένος...» Ο πατέρας αντέδρασε αμέσως, δε σταμάτησε ούτε για ν' α­ σχοληθεί με τον Ρούφινο. Άφησε τον εξουθενωμένο ιππέα να γείbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

105

ρει στον ώμο του κοντινότερου φρουρού κι άρχισε να τρέχει προς το στάβλο όπου περίμενε το άλογό του, ενώ παράλληλα με βρο­ ντερή φωνή καλούσε το διοικητή των αρμάτων του. «Κρατερέ!» ούρλιαζε όπως έτρεχε. «Κρατερέ!» Τη στιγμή που έφτανε στην είσοδο της μικρής περίφραξης, ο νευρώδης μικρό­ σωμος Πέρσης εμφανίστηκε στο πλευρό του μ' ένα στραβό χα­ μόγελο. «Κρατερέ, ετοίμασε τις ομάδες σου!» Ο πατέρας βρυχιόταν παρόλο που ο άνθρωπος στεκόταν σχεδόν δίπλα του. «Το έχω κάνει ήδη, άρχοντά μου», απάντησε ψύχραιμα ο Κρα­ τερός. «Κουνήσου τότε! Στο δρόμο προς το Νότο, μέσα απ' τα βου­ νά!» Ο Κρατερός έφυγε τρέχοντας προς τη μονάδα του. Μήνες πε­ ρίμενε αυτή τη στιγμή. Είχε εκπαιδεύσει στην εντέλεια το σώμα των δρεπανηφόρων αρμάτων· κάθε άρμα το έσερναν τέσσερα ά­ λογα και ήταν επανδρωμένο με έναν οδηγό και έναν τοξότη. Σε επίπεδο έδαφος, ισχυριζόταν ο Κρατερός, αυτού του είδους τα άρματα, εφοδιασμένα με τέσσερις λεπίδες μήκους δύο μέτρων η καθεμία που τοποθετούνταν σε κάθε τροχό, μπορούσαν να θερί­ σουν τις συμπαγείς δυνάμεις μιας εχθρικής φάλαγγας. Σε κάθε πε­ ρίπτωση όμως αυτό το παράξενο όπλο δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ στο στρατό μας και ο πατέρας ήταν επιφυλακτικός. Τώρα ο Κρα­ τερός θα είχε την ευκαιρία που τόσο επιζητούσε. Στο μεταξύ, ο πατέρας ετοίμασε το άλογό του χωρίς να περι­ μένει καν τον ιπποκόμο να έρθει με τον εξοπλισμό. Αρπάζοντας τα χαλινάρια, τη στομίδα και την κουβέρτα που χρησίμευε ως εφίππιο από ένα απ' τα κουτσαμένα άλογα των ιχνηλατών που μό­ λις τα είχαν οδηγήσει στο στάβλο, τα έριξε πάνω στο θηριώδες πο­ λεμικό του άτι και ρύθμισε τα γκέμια στο χέρι του. Εκεί που ή­ ταν έτοιμος να πιέσει με τα γόνατά του το ζώο να ξεκινήσει και να ξεχυθεί μπροστά, χαμήλωσε το βλέμμα του, με είδε να τον πλησιάζω τρέχοντας και φάνηκε να με προσέχει πραγματικά για πρώτη φορά εκείνο το πρωί. Στάθηκε μια στιγμή σκεφτικός κι ύ­ στερα ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. «Λοιπόν, Φαρνάκη», είπε, «τι λες, έρχεσαι;» Και γέρνοντας α­ πότομα στο πλάι, τόσο χαμηλά που αναγκάστηκε να κρατηθεί α­ πό τη ράχη του ζώου με τη φτέρνα του, με τον τρόπο που το κά­ νουν οι Ούννοι, με άρπαξε γερά από το μπράτσο και μ' ανέβασε br/zav

106

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

με μια επιδέξια σβέλτη κίνηση, κατεβάζοντας με απότομα στα γυμνά καπούλια του αλόγου πίσω του. Μόλις που πρόλαβα να γραπωθώ από τα δερμάτινα λουριά του γιλέκου του πριν χώσει με δύναμη τα γόνατά του στα πλευρά του ζώου. Το άλογο τινάχτη­ κε απότομα μπροστά σκορπίζοντας το πλήθος των στρατιωτών, καθώς κι αυτοί έτρεχαν να βρουν τις θέσεις τους στους σχηματι­ σμούς. Πήραμε τον ορεινό δρόμο καλπάζοντας ασταμάτητα, την ώρα που ο Βιτούιτος και πέντ' έξι σωματοφύλακες του βασιλιά, έχοντας τρέξει στα άλογά τους, μας ακολουθούσαν όσο γρηγο­ ρότερα μπορούσαν. Δεν ήμασταν οι πρώτοι που ξεκινήσαμε από το στρατόπεδο. Ο Κρατερός, διαβλέποντας ίσως το ρόλο που θα έπαιζε εκείνο το πρωί, είχε βάλει τους άντρες του να στρατοπεδεύσουν στην ε­ μπροσθοφυλακή του στρατού, έτσι ήταν σε θέση να ξεκινήσει α­ μέσως μόλις πήρε την εντολή. Για αρκετή ώρα καλπάζαμε μέσα σ' ένα εκτυφλωτικό σύννεφο σκόνης, αδυνατώντας να κάνουμε τα ά­ λογα να τρέξουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους λόγω της απο­ πνικτικής ατμόσφαιρας. Έβηχα και σκούπιζα τα μάτια μου που έ­ τρεχαν ασταμάτητα. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας, ενώ ταυτόχρο­ να καταριόταν τον Κρατερό και πίεζε το άλογό του να καλπάσει γρηγορότερα, μέχρι που τελικά, φτάνοντας σε ένα χαμηλό ύψωμα, φύσηξε αεράκι και το σύννεφο σκορπίστηκε από μπροστά μας. Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν εντυπωσιακό. Ακριβώς από κάτω μας, αρκετές εκατοντάδες βήματα μπροστά, τα άρματα του Κρατερού συνέχιζαν την ξέφρενη κούρσα τους σχηματίζοντας μια μακριά φάλαγγα κατά μήκος του δρόμου, με τους τροχούς τους να αναπηδούν ασταμάτητα πάνω στο πετρώδες έδαφος κα­ θώς τα τέσσερα ομοιόμορφα λευκά άλογα που έσερναν κάθε άρ­ μα έτρεχαν στα όρια της αντοχής τους. Ακόμη κι απ' αυτή την α­ πόσταση έφταναν στα αφτιά μας οι έξαλλες φωνές των αρματηλατών, ο ήχος των μαστίγιων που έσκιζαν τον αέρα και πίεζαν τα άλογα να τρέξουν ακόμη περισσότερο, η κλαγγή των μετάλλων έ­ τσι όπως τα κοφτερά δρεπάνια, δεμένα με γερά δερμάτινα λου­ ριά και έτοιμα να χρησιμοποιηθούν, χτυπούσαν με δύναμη στις πλευρές των αρμάτων. Ο πατέρας όμως δεν επέτρεψε στον εαυ­ τό του την πολυτέλεια να μείνει και να απολαύσει το θέαμα. «Είθε ο Δίας να καταραστεί αυτό το κάθαρμα τον Νικομήδη», μουρμούρισε και έχωσε με δύναμη τις φτέρνες του στα πλευρά του αλόγου.

br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

107

«Φαρνάκη!» φώναξε την ώρα που καλπάζαμε ξέφρενα πίσω α­ πό τα άρματα για να προλάβουμε τον Κρατερό. «Σήμερα θα μά­ θεις την τέχνη του πολέμου - και θα διαπιστώσεις αν είμαι καλ­ λιτέχνης ή νεκροθάφτης!» «Γιατί νεκροθάφτης;» ρώτησα φωναχτά για να με ακούσει. «Γιατί, αν δεν αποδειχτώ μάστορας στον πόλεμο, θα έχω πολ­ λούς τάφους να σκάψω, μαζί και τον δικό σου, διαφορετικά εσύ θα σκάψεις τον δικό μου». Δεν ένιωσα ίχνος φόβου, τόσο σίγουρος ήμουν για την αθα­ νασία τόσο τη δική μου όσο και του πατέρα. «Δε θα σκάψω τον τάφο σου», του απάντησα. «Κανένας εχθρός δεν έχει το όπλο που μπορεί να σε σκοτώσει! Κοίτα... μπροστά μας!» Κοιτώντας προσεκτικά εκεί που του έδειχνα, είδε κι εκείνος το θέαμα που είχε τραβήξει τώρα την προσοχή μου, προς την κα­ τεύθυνση των απότομων λόφων και των γκρεμών, αρκετά χιλιό­ μετρα μπροστά μας. Το πυκνό καφετί σύννεφο της σκόνης δια­ κρινόταν εδώ και πολλές ώρες, καθώς το χώμα που είχε σηκωθεί στον αέρα σκορπιζόταν σε μεγάλη έκταση και τώρα έμοιαζε να μουντζουρώνει τη γραμμή του βραχώδους ορίζοντα. Η μάχη του Αρχέλαου με τους Βιθυνούς! Και σίγουρα το ότι τα εγκλωβισμέ­ να στρατεύματά του ήταν ακόμη σε θέση να σηκώνουν τέτοιο κουρνιαχτό ήταν καλό σημάδι! Το θέαμα δεν πέρασε απαρατήρητο από τους αρματηλάτες, οι οποίοι μαστίγωναν τα άλογά τους κάνοντάς τα να τρέχουν μα­ νιασμένα, ενώ ο πατέρας κι εγώ, μαζί με τον Βιτούιτο και τους φρουρούς, καλπάζαμε πίσω τους προσπαθώντας με δυσκολία να ακολουθήσουμε το ρυθμό των αρμάτων, που αναπηδούσαν σχε­ δόν ανεξέλεγκτα. Ήταν αδύνατο πλέον να συνεννοηθούμε ακό­ μη κι αν φωνάζαμε. Εγώ είχα επικεντρώσει όλες μου τις δυνάμεις στην προσπάθεια να κρατηθώ σφίγγοντας τις γροθιές και τα γό­ νατά μου, αφού, αν έπεφτα από την επίφοβη θέση μου στα κα­ πούλια του αλόγου, σίγουρα θα σκοτωνόμουν από τις κοφτερές ο­ πλές των πολεμικών αλόγων που κάλπαζαν έξαλλα πίσω μου. Μέ­ σα στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται κανείς για να περπα­ τήσει από την αγορά της Σινώπης ως την παραλία και να επι­ στρέψει φτάσαμε στην τελευταία στροφή του δρόμου, την τελευ­ ταία στροφή πριν βρεθούμε στο πεδίο της μάχης. Η μάχη ήταν τόσο σκληρή, που δεν περίσσευαν ιχνηλάτες για να ελέγχουν τις br/zav

108

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

γύρω περιοχές· κανείς, ούτε Πόντιος ούτε Βιθυνός, δεν είχε αντι­ ληφθεί την παρουσία μας. Ο πατέρας έφτασε γρήγορα στο πλευρό του Κρατερού, του ε­ πικεφαλής της θωρακισμένης φάλαγγας, και διέταξε να σταμα­ τήσουν, αλλά ο Κρατερός είχε δώσει ήδη την εντολή. Οι αρματηλάτες τράβηξαν τα γκέμια και κράτησαν τα ζώα, τα οποία λα­ χανιασμένα και με στόματα αφρισμένα έμειναν κάτω από τον καυτό ήλιο, ενώ ο πατέρας κατέβηκε από το άλογό του, κατευ­ θύνθηκε τρέχοντας στη στροφή του δρόμου, ακολουθούμενος α­ πό τον Βιτούιτο, και έσκυψε πίσω από μια συστάδα θάμνων για να διαπιστώσει αν μπορούσε να διακρίνει τι συνέβαινε στη μά­ χη. Από την κοιλάδα που απλωνόταν μπροστά μας έφταναν στα αφτιά μας φωνές και δε χωρούσε αμφιβολία ότι η σύγκρουση συ­ νεχιζόταν, αφού ακούγαμε τον ήχο του μετάλλου που χτυπά πά­ νω σε άλλο μέταλλο. Τα άλογα χλιμίντριζαν ανυπόμονα κι εγώ με δυσκολία ανέπνεα από την αγωνία μου. Στο μεταξύ, οι ηνίοχοι, πριν καλά καλά ακινητοποιηθούν τα άρματά τους, πήδηξαν κάτω κι άρπαξαν τα δρεπάνια που ήταν ασφαλισμένα στα πλευρά. Με σίγουρες κινήσεις σφήνωσαν γερά τις λαβές των κοφτερών λεπίδων, μήκους η καθεμία όσο ένας πα­ νύψηλος άντρας, στις επενδυμένες με δέρμα υποδοχές στη στε­ φάνη, τέσσερις σε κάθε τροχό. Στη συνέχεια κάθε άντρας πήρε ένα μεγάλο ασκί νερό, άνοιξε το πώμα τραβώντας δυνατά με τα δόντια του και μούσκεψε τις υποδοχές. Σχεδόν αμέσως το δέρμα φούσκωσε, σφίγγοντας τις λεπίδες ακόμη πιο σφιχτά, έτσι ώστε να μην αποσπαστούν κατά λάθος με την περιστροφή των τροχών. Μέχρι να τελειώσει αυτή η δουλειά, ο πατέρας και ο Βιτούιτος εί­ χαν επιστρέψει από την επιχείρηση αναγνώρισης. «Βρεθήκαμε στην πλευρά των εχθρών, πίσω από τις γραμμές τους», ανέφερε λιτά ο πατέρας στον Κρατερό και τους φρουρούς. «Η εχθρική φάλαγγα είναι άθικτη και κινείται εναντίον των δικών μας. Δεν μπόρεσα να δω τους Ποντίους ή να τους κάνω νόημα». Ο Κρατερός τον κοίταξε ανέκφραστος. «Και το έδαφος;» ρώ­ τησε. «Είναι καλό, η πεδιάδα έχει χαλίκι και χόρτο και μια ελαφριά κλίση. Η ξερή κοίτη ενός ρυακιού εκτείνεται ανάμεσα σε εμάς και τη φάλαγγα. Είναι πετρώδης, γι' αυτό πες στους άντρες σου να ε­ πιλέξουν προσεκτικά την πορεία τους». Ο Κρατερός έγνεψε καταφατικά. br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

109

«Απόδειξέ μου ότι αυτά τα μαραφέτια σου αξίζουν κάτι πε­ ρισσότερο από μια θέση στις παρελάσεις», συνέχισε ο πατέρας, «και πριν πέσεις για ύπνο θα έχεις γίνει στρατηγός». Ο Κρατερός έγνεψε ξανά καταφατικά και στράφηκε στους ά­ ντρες του. Μόλις τους έβαλε σε έξι στοίχους των δέκα αρμάτων αριστερά και δεξιά του δρόμου, οι αρματηλάτες άρχισαν να τροχάζουν πειθαρχημένα προς τη στροφή απ' όπου ο πατέρας είχε μόλις αναγνωρίσει το πεδίο της μάχης. Ο πατέρας και ο Βιτούιτος επέστρεψαν στα άλογά τους κι εμείς ακολουθήσαμε από πί­ σω τους. Ό π ω ς βγαίναμε στην κοιλάδα, τα μάτια μου αντίκρισαν ένα φρικιαστικό θέαμα. Ολόκληρος ο τόπος θύμιζε ρημαγμένη γη. Εκεί όπου κάποτε υπήρχαν θάμνοι και χορτάρι τώρα τα πάντα εί­ χαν τσαλαπατηθεί και τσακιστεί. Ώ ρ ε ς ολόκληρες, μέχρι αργά το προηγούμενο βράδυ, οι αντιμαχόμενες πλευρές περνούσαν σαν καταστρεπτικά κύματα πάνω από αυτή τη γη, καθώς η αδιαπέ­ ραστη φάλαγγα των Βιθυνών συγκρουόταν με το ταχύτατο ιππι­ κό των Ποντίων. Η πεδιάδα ήταν καλυμμένη με τα κουφάρια αν­ θρώπων και αλόγων, πεσμένα σε κάθε λογής αφύσικες στάσεις, ενώ κάποιοι σέρνονταν αδύναμα ή σφάδαζαν τινάζοντας τα ά­ κρα τους ανάμεσα σε πολύ περισσότερους άντρες που βρίσκο­ νταν στο έδαφος ακίνητοι σαν πέτρες, με μάτια θολά, στεγνά, κά­ τω από το εκτυφλωτικό φως της μέρας. Οι νεκροί Βιθυνοί κείτο­ νταν σε ομάδες: ολόκληρες διμοιρίες που είχαν αποκοπεί από τους συντρόφους τους εξαιτίας των εφόδων του ποντιακού ιππι­ κού βρέθηκαν περικυκλωμένες και μέσα σε λίγα λεπτά σφαγιά­ στηκαν από τα γιαταγάνια των ιππέων. Οι νεκροί Πόντιοι, αντί­ θετα, ήταν διάσπαρτοι, στα μέρη όπου είχαν πέσει από τ' άλογα τους· χτυπημένοι από κάποιο Βιθυνό τοξότη ή τα μακριά δόρα­ τα των οπλιτών του εχθρού, βρέθηκαν καταγής και δέχτηκαν τα ανελέητα χτυπήματα από τα όπλα των πεζικάριων. Μπορέσαμε τελικά να διακρίνουμε ότι τα στρατεύματα του Πόντου τρέπονταν σε φυγή. Το ιππικό μπορεί να παρενοχλεί τον εχθρό και να καταστρέφει μικρές μονάδες, να καταδιώκει στρα­ τεύματα που εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης και να σπέρνει πανικό, όμως δεν μπορεί να αντισταθεί σε μια καλά εκπαιδευμένη φάλαγγα. Οι άντρες μας, κάτω από διαρκή πίεση, υποχωρούσαν προς τις απότομες πλαγιές που ορθώνονταν γύρω από την κοι­ λάδα, εκεί όπου δε θα είχαν σημείο διαφυγής και θα εξολοθρεύbr/zav

110

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ονταν. Ο πατέρας δεν έχασε χρόνο. Με ένα διαπεραστικό σφύ­ ριγμα έδωσε στα άρματα το σύνθημα της εφόδου. Τα ανήσυχα ά­ λογα, με τα στόματά τους να βγάζουν αφρούς, τινάχτηκαν μπρο­ στά κι άρχισαν να καλπάζουν προς το πεδίο της μάχης με τα άρ­ ματα ν' αναπηδούν στο κατόπι τους, χωρίς τα εκπαιδευμένα ζώα να ενδιαφέρονται για τους νεκρούς ή τους τραυματίες που κείτο­ νταν στο δρόμο τους, περνώντας σαν θύελλα πάνω από κάθε ε­ μπόδιο. Το βουητό και τις αναπηδήσεις των αρμάτων περισσό­ τερο τις νιώθαμε στα πέλματά μας παρά τις ακούγαμε· πράγμα­ τι, οι δονήσεις, η γη που έτρεμε ήταν αυτό που έκανε τα κλιμά­ κια στα μετόπισθεν της εχθρικής φάλαγγας που κινούνταν μπρο­ στά μας να σταματήσουν και, δυσκίνητα καθώς ήταν, να στρέ­ ψουν τα κεφάλια τους και να κοιτάξουν μέσα από τις περικεφα­ λαίες τους για να διαπιστώσουν τι προκαλούσε αυτό το θόρυβο. Η έφοδος ήταν συντριπτική. Ήταν μόνο εξήντα άρματα, όμως οι κοφτερές λεπίδες του θανάτου επιτελούσαν το έργο τους με φονική αποτελεσματικότητα. Η πρώτη γραμμή των αρμάτων έ­ πεσε κατευθείαν πάνω στα μετόπισθεν της φάλαγγας των Βιθυ­ νών, ενώ οι σειρές που ακολουθούσαν άλλαξαν πορεία την τε­ λευταία στιγμή και διέγραψαν κύκλο γυρνώντας προς τα πλάγια. Οι εχθρικές γραμμές διαλύθηκαν με την πρόσκρουση, καθώς τα άρματα άνοιγαν δρόμο, θερίζοντας κορμιά και μέλη, μέσα από την εχθρική φάλαγγα, που πλέον είχε μετατραπεί σε πανικόβλη­ το όχλο. Παρακολουθούσα, μαρμαρωμένος, καμιά δεκαριά Βι­ θυνούς στρατιώτες, ανήμπορους να απομακρυνθούν εγκαίρως α­ πό την πορεία ενός άρματος που ορμούσε καταπάνω τους, να πέ­ φτουν μπρούμυτα στο έδαφος σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πε­ ράσουν κάτω από τις λεπίδες που περιστρέφονταν αδιάκοπα. Οι τροχοί του άρματος, επενδυμένοι στη στεφάνη τους με σιδερένια ελάσματα, πέρασαν με δύναμη πάνω από τα σώματά τους συ­ ντρίβοντας πανοπλίες και περικεφαλαίες σαν να ήταν τσόφλια α­ βγών, τσακίζοντας τα άκρα των στρατιωτών τόσο αποτελεσματι­ κά όσο και τα ίδια τα δρεπάνια. Έ ν α ς πολεμιστής, μην έχοντας πού να τρέξει για να ξεφύγει από ένα άρμα που είχε στραφεί ε­ ναντίον του, στάθηκε όρθιος και ύψωσε το δόρυ του αποφασι­ σμένος να αποφύγει το άλογο και να χτυπήσει το θωρακισμένο η­ νίοχο. Με στόμα ορθάνοιχτο, κραυγάζοντας οργισμένος, έφερε πί­ σω το χέρι του έτοιμος να ρίξει, όμως την ίδια στιγμή ένα δεύτε­ ρο άρμα ήρθε με ταχύτητα από πίσω του. Η τρομερή λεπίδα τσάbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

111

κισε το κορμί του στη μέση, ρίχνοντας τα μέλη του στο έδαφος σαν τα κλαδιά ενός πριονισμένου δέντρου, αφήνοντάς τον ζω­ ντανό να σφαδάζει από τον πόνο στη θέα των ακρωτηριασμένων ποδιών του που κείτονταν δίπλα στη λεκάνη του. Τα άρματα έσκιζαν με ταχύτητα τις εχθρικές γραμμές αφή­ νοντας πίσω τους μακελεμένα θύματα, ενώ κομμάτια από τα σώ­ ματα και τις πανοπλίες τους είχαν κολλήσει και κρέμονταν από τα δρεπάνια. Όταν οι ηνίοχοι ολοκλήρωναν κάθε πέρασμα, συ­ γκρατούσαν τα άλογά τους και τα γύριζαν πίσω για μία ακόμη ε­ πίθεση. Ο αντίκτυπος ήταν άμεσος. Οι Βιθυνοί πανικοβλήθηκαν στο θέαμα των ακρωτηριασμένων χεριών και κεφαλιών των συ­ ντρόφων τους που τινάζονταν στον αέρα όπως τα άρματα έπε­ φταν στις γραμμές τους. Η συνοχή της φάλαγγας έσπασε, το παι­ χνίδι χάθηκε· το ιππικό μας ξεχύθηκε στο κενό που είχε δημι­ ουργηθεί και ο πυκνός σχηματισμός των αντιπάλων μετατράπη­ κε πλέον σε μειονέκτημα, αφού τους εμπόδιζε να κινηθούν ή να ξεφύγουν. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ο πατέρας όρμησε με λύσσα εναντίον των τρομοκρατημένων εχθρών, ενώ εγώ κρατιόμουν σφι­ χτά στην πλάτη του. Το μόνο που είχαν τώρα στο μυαλό τους οι Βιθυνοί ήταν πώς να ξεφύγουν από τα άρματα που συνέχιζαν την ανελέητη, ολέθρια επίθεση τους. Ο πατέρας άρχισε να ανεμίζει έντονα και με πλατιές κινήσεις ένα λάβαρο που είχε πάρει από κάποιο αγγελιαφόρο προς τη μεριά του Αρχέλαου, ο οποίος βρι­ σκόταν στην άλλη άκρη του πεδίου της μάχης, και κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του. Ο στρατηγός κατάλαβε αμέσως τι συ­ νέβαινε και σταμάτησε την υποχώρηση του ελαφρού πεζικού του, άλλαξε κατεύθυνση και εξαπέλυσε νέα επίθεση στις πρώτες γραμ­ μές των Βιθυνών ταυτόχρονα, ο Νεοπτόλεμος κατόρθωσε να α­ νασυγκροτήσει τους άντρες του ιππικού, που ως τότε δεχόταν α­ σφυκτική πίεση, και κινήθηκε κυκλικά προς τις πλευρές της ε­ χθρικής φάλαγγας. Οι Βιθυνοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ο πατέρας ε­ ντόπισε τον ίδιο το βασιλιά Νικομήδη στην αριστερή πτέρυγα και με βροντερές φωνές διέταξε το ιππικό να τον αποκόψει από τους άντρες του και να τον συλλάβει, όμως ο Βιθυνός βασιλιάς κα­ τάφερε να ανοίξει δρόμο μέσα από τη χαοτική μάχη και να δια­ φύγει μαζί με μια μικρή συνοδεία. Την ώρα που κάλπαζε ξέφρε­ να προς τα δυτικά, περισσότεροι από τους μισούς άντρες του κειbr/zav

112

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τονταν νεκροί· οι υπόλοιποι παραδόθηκαν. Πριν βραδιάσει, η δι­ κή μας φάλαγγα είχε καταφθάσει και ο στρατός του Πόντου συ­ νέλαβε πάνω από τρεις χιλιάδες αιχμαλώτους. Ολόκληρο το ε­ χθρικό στρατόπεδο και το καραβάνι με τις αποσκευές έπεσε στα χέρια μας, όπως και το πολεμικό ταμείο που μετέφερε· τα πλού­ σια λάφυρα ξεπερνούσαν κάθε προηγούμενη επιτυχία Πόντιου η­ γεμόνα, τουλάχιστον των τελευταίων γενιών. Είχα παρακολουθήσει την πρώτη μου μάχη και ήδη διψούσα για νέες περιπέτειες.

Ο πατέρας δε χρειάστηκε παρότρυνση για να εκμεταλλευτεί ά­ μεσα το πλεονέκτημα που του είχε χαρίσει αυτή η νίκη: δεν έ­ πρεπε να επιτρέψει στους Ρωμαίους να συνέλθουν από την κα­ τάπληξή τους και να τους δώσει το χρόνο να συνενώσουν τους υ­ πόλοιπους τρεις στρατούς. Αμέσως έστειλε στρατιωτικό απόσπα­ σμα στην Καππαδοκία προκειμένου να εμποδίσει την προέλαση του Όππιου, του Ρωμαίου ανθύπατου· με τον κύριο όγκο των στρατευμάτων του, που αριθμούσαν διακόσιες χιλιάδες στρατιώ­ τες, ξεκίνησε μια ασταμάτητη ταχεία πορεία προς τα δυτικά με σκοπό να επιτεθεί στον κυβερνήτη Ακουίλιο. Καθώς διαδίδονταν τα νέα για τη νίκη του ποντιακού στρατού, οι Ασιάτες έφεδροι που ακολουθούσαν τις ρωμαϊκές δυνάμεις έ­ χασαν και τα τελευταία ψήγματα ηθικού κι άρχισαν να λιποτα­ κτούν μαζικά. Ο πατέρας εκμεταλλεύτηκε έξυπνα την ψυχολογία στις τάξεις του εχθρού μ' έναν πολύ απλό τρόπο: απελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους πολέμου χωρίς να ζητήσει λύτρα, αλλά αντίθετα δίνοντάς τους και λίγα χρήματα για το ταξίδι. Χιλιάδες απελευθερωμένοι αιχμάλωτοι και λιποτάκτες έσπευσαν να κατα­ ταγούν στον ποντιακό στρατό. Ο Νικομήδης απελπίστηκε τελεί­ ως και διέλυσε τον υπόλοιπο στρατό του. Μέσα σε λίγες μέρες ολόκληρη η Βιθυνία, η Βόρεια Φρυγία και η Μυσία είχαν παραδοθεί στον πατέρα, ο οποίος έκανε ένα γρήγορο πέρασμα από αυτές τις επαρχίες και ενσωμάτωσε τους στρατούς τους στις δικές του δυνάμεις. Η Ρώμη συνέχισε να χά­ νει τον έλεγχο της κατάστασης. Ο ισχυρός ρωμαϊκός στόλος του Βοσπόρου, μαθαίνοντας τη συντριβή των χερσαίων δυνάμεων, ύψωσε λευκή σημαία και πα­ ρέδωσε όλα τα σκάφη του - τετρακόσια πολεμικά πλοία. br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

113

Ο πατέρας ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος της Μαύρης Θά­ λασσας, του Βοσπόρου, της Προποντίδας και του Ελλήσποντου, απειλώντας τις θαλάσσιες αρτηρίες και το εμπόριο στο Αιγαίο. Επρόκειτο για μια μεγαλειώδη νίκη του Πόντου. Όπου κι αν στρεφόταν η Ρώμη, ένας ποντιακός στρατός βρι­ σκόταν εκεί να την αντιμετωπίσει. Ο πατέρας ενεργούσε σαν να διέθετε μια έκτη αίσθηση, σαν να γνώριζε ακριβώς ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση των Ρωμαίων στρατηγών, τους προλάβαινε και έστελνε εκεί τα στρατεύματά του, μέσα από συνεχείς ταχείες πο­ ρείες, να περιμένουν τον εχθρό όταν θα έφτανε. Η διαδοχική κα­ ταστροφή τεσσάρων ρωμαϊκών στρατιών σε διάστημα δύο μόλις εβδομάδων και η άνευ όρων παράδοση ολόκληρου του βόρειου στόλου της Ρώμης αφαίρεσαν πλήρως τον έλεγχο της κατάστασης από τα χέρια της αυτοκρατορίας. Η τύχη ενδεχομένως να έπαι­ ξε κάποιο ρόλο σ' αυτές τις εξελίξεις, αλλά τύχη δεν είναι τίποτ' άλλο παρά η εύνοια των θεών, και εκείνοι που χαίρουν της εύνοιας των θεών εξασφαλίζουν ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη από θε­ ούς και ανθρώπους. Με κάθε νέα επιτυχία όλο και περισσότερες ισχυρές πόλεις τάσσονταν στο πλευρό του πατέρα και μέσα σε λίγο διάσιημα οι περισσότερες περιοχές της Ασίας, ακόμη κι εκείνες όπου ο πο­ ντιακός στρατός είχε μηδενική παρουσία, είχαν πάρει τα όπλα για να αποτινάξουν το ρωμαϊκό ζυγό. Φτάνοντας στη Φρυγία, ο πατέρας εγκατέστησε το επιτελείο του σε ένα πανδοχείο όπου κάποτε είχε διαμείνει ο Μέγας Αλέ­ ξανδρος, θεωρώντας ευτυχή σύμπτωση την παραμονή του στο ί­ διο ακριβώς μέρος όπου είχε κοιμηθεί ο κατακτητής της Ασίας. Για την ακρίβεια, εξαιτίας κάποιου λάθους που έγινε με τα δω­ μάτια, αυτός που τελικά κοιμήθηκε στο δωμάτιο του Αλέξανδρου δεν ήταν ο πατέρας ούτε ο Μαχάρης, αλλά εγώ, όπως με πληρο­ φόρησε το επόμενο πρωί μια ηλικιωμένη δούλα που μας έφερε το πρωινό. Ο πατέρας δεν έκρυψε την έκπληξή του όταν του το ανέφερα. «Επομένως, Φαρνάκη, εσύ προορίζεσαι να γίνεις ο νέος Αλέ­ ξανδρος, όχι εγώ!» αναφώνησε. Κατενθουσιασμένος με τον οιωνό, με δυσκολία συγκρατούσα την περηφάνια μου. «Ναι, αλλά εσύ μπορείς να γίνεις ο πατέρας του, ο βασιλιάς Φίλιππος», του απάντησα δήθεν για παρηγοριά. Ο πατέρας χαμογέλασε περιπαιχτικά. «Η σύγκριση είναι αbr/zav

114

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τυχής», διαφώνησε. «Ο Φίλιππος δεν είχε τόσες φιλοδοξίες όσες εγώ. Επίσης, ήταν μονόφθαλμος και λιγότερο ικανός από το γιο του. Εξάλλου, ήταν άσχημος σαν τη Μέδουσα. Εγώ είμαι το ε­ ντελώς αντίθετο από κάθε άποψη». « Ί σ ω ς να 'χεις δίκιο», παραδέχτηκα. «Τουλάχιστον έχεις δυο μάτια. Κι εγώ τι κοινό έχω με τον Αλέξανδρο;» Ο πατέρας μου έκλεισε το μάτι. «Κατ' αρχάς», είπε, «ο Αλέ­ ξανδρος ήταν καλός μαθητής». «Αφού είχε τον Αριστοτέλη για δάσκαλο», παρατήρησα. «Κι εσύ έχεις τον Μιθριδάτη!» απάντησε ο πατέρας γελώντας δυνατά και με χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Κι αυτό σε κάνει α­ ντάξιο του Αλέξανδρου!» Ο πρώην σύμμαχος του πατέρα, ο Νικομήδης, διέφυγε στην Ιταλία. Ο Κάσσιος απομάκρυνε τα στρατεύματά του και υποχώ­ ρησε στη Ρόδο. Ο ανθύπατος Όππιος πρόβαλε σθεναρή αντί­ σταση στη Λαοδίκεια, όμως η πόλη έπεσε στα χέρια των Ποντίων μέσα σε λίγες μέρες, όταν ο πατέρας υποσχέθηκε ασυλία στους κατοίκους αν παρέδιδαν το Ρωμαίο στρατηγό. Τον υποχρέωσαν να εμφανιστεί φορώντας την επίσημη στολή του, συνοδευόμενος από τους σωματοφύλακές του, και τον ανάγκασαν να δηλώσει την παράδοσή του με όλη τη μεγαλοπρέπεια και το τελετουργικό ε­ νός Ρωμαίου αξιωματούχου. Ο πατέρας εκμεταλλεύτηκε στο έ­ πακρο αυτή την εξέλιξη, ενώ φρόντισε να συμπεριφερθεί στον αιχμάλωτό του με μελετημένη μεγαλοψυχία: δεν τον έριξε στα σίδερα, αλλά αντίθετα τον έβαλε να μας συνοδεύσει στην πορεία μας ως επίτιμο αιχμάλωτο, επιδεικνύοντας στους εμβρόντητους χωρικούς τον αιχμαλωτισμένο Ρωμαίο ανθύπατο της Κιλικίας, έ­ να ακόμη πετράδι στο στέμμα του κατακτητή. Ο Ακουίλιος, στο μεταξύ, ο κανάγιας που είχε προκαλέσει αυ­ τή την κατάσταση, διέφυγε την τελευταία στιγμή. Καθώς δεν ή­ ταν πλέον ασφαλής ούτε καν στην Πέργαμο, πέρασε απέναντι, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη της Μυτιλήνης. Εκεί, με τη θάλασσα μόνο να τον χωρίζει από την Ιταλία, υποχρεώθηκε να σταματή­ σει από μια ξαφνική ασθένεια που τον κατέβαλε. Οι ντόπιοι όμως περικύκλωσαν το σπίτι όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο, τον α­ λυσόδεσαν και τον οδήγησαν στον καινούριο τους αφέντη. Ό λ η την οργή που είχε συσσωρεύσει μέσα του ο πατέρας την ξέσπα­ σε πάνω σ' αυτό τον αχρείο. Όταν ο Ακουίλιος ανέλαβε τη διοί­ κηση του στρατού, είχε απεμπολήσει τα προνόμιά του ως πρεbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

115

σβευτή· επομένως, έτυχε της μεταχείρισης ενός κοινού αιχμαλώ­ του πολέμου. Για αρκετές εβδομάδες μετά τη σύλληψή του περι­ φερόταν στις πόλεις της Ασίας δεμένος στη ράχη ενός γαϊδάρου ή με μια αλυσίδα, την οποία κρατούσε ένας θηριώδης Βαστάρνης* που προπορευόταν έφιππος· υποχρεωνόταν, κάτω από την απειλή ξυλοδαρμών, να διαλαλεί το όνομά του και την ντροπή του. Τελικά, όταν ολοκληρώθηκε η θριαμβευτική περιήγηση του πατέρα στις περιοχές που μόλις είχαν προστεθεί στην επικράτειά του, ο Ακουίλιος οδηγήθηκε στην Πέργαμο, τη μέχρι πρότινος πρωτεύουσά του. Εκεί, σε μια δημόσια εκδήλωση που έλαβε χώρα στην αγορά της πόλης και παρακολούθησαν σύσσωμοι οι κάτοικοι, το κά­ θαρμα δικάστηκε για τα εγκλήματά του - δικαστής ήταν ο πατέ­ ρας. Υπερόπτης μέχρι τέλους, ο Ακουίλιος δε δέχτηκε καμία α­ πό τις κατηγορίες που τον βάραιναν και οι οποίες αφορούσαν δωροδοκίες, εκβιασμούς και δολοφονίες· ισχυρίστηκε μάλιστα ό­ τι απλώς άσκησε την εξουσία ενός υπέρτερου πολιτισμού επί των βαρβάρων που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του. Ο πατέρας τον έ­ κρινε ένοχο και τον καταδίκασε να λάβει... το ποσό των εκατό χρυσών δαρεικών. Ο Ρωμαίος αρχικά γούρλωσε τα μάτια του από την έκπληξη κι ύστερα τα μισόκλεισε καχύποπτα, ενώ το πλήθος που παρα­ κολουθούσε βουβάθηκε, αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που είχε ακούσει. Η ποινή του θα ήταν εκατό χρυσοί δαρεικοί επειδή επι­ τέθηκε στο βασίλειο του Πόντου; Ό μ ω ς ο κόσμος σύντομα κα­ τάλαβε, όταν οδήγησαν και έδεσαν τον Ακουίλιο στο χώρο των ε­ κτελέσεων. Του έφεραν να επιθεωρήσει τους εκατό δαρεικούς μόνο που ήταν στη μορφή του λιωμένου χρυσού μέσα σε ένα πέτρινο χωνευτήρι μετάλλων. Οι κατάρες και οι απειλές του εξοργισμένου κυβερνήτη σύντομα έσβησαν, όταν το πυρακτωμένο υγρό άρχισε να χύνεται στον οισοφάγο του, μέχρι που ο Ακουίλιος πέθανε πνιγ­ μένος στο χρυσάφι που τόσο άπληστα είχε επιζητήσει.

* Γερμανικό φύλο που κατά το 2ο αιώνα π.Χ. είχε εξαπλωθεί στην περιοχή μεταξύ του Άνω Βιστούλα και του Κάτω Δούναβη. (Σ.τ.Μ.)

br/zav

ΙI

Σ Τ Η Ν ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΩΝ ΑΚΡΟΑΣΕΩΝ του παλατιού όπου λίγο και­ ρό πριν κατοικούσε ο Ρωμαίος έπαρχος ο πατέρας είχε καθίσει σε έναν παμπάλαιο ξεχαρβαλωμένο θρόνο κοιτάζοντας σκεφτικός το τριζοβόλημα της φωτιάς που είχε ανάψει στην εστία που υ­ πήρχε στη μία άκρη της αίθουσας. Ο Μαχάρης κι εγώ χαλαρώ­ ναμε στο πάτωμα λίγο πιο πέρα, παρέα με ένα μεγαλόσωμο κυ­ νηγόσκυλο που είχε αφήσει πίσω του ο έπαρχος. Ο Αρχέλαος και ο Νεοπτόλεμος κάθονταν γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι σε μια γωνία, συντροφιά με ένα φλασκί κρασί, συζητώντας τα σχέδια της επόμενης μέρας, ενώ ο Βιτούιτος είχε αποκοιμηθεί ακουμπι­ σμένος στον τοίχο, με την πλάτη γυρισμένη στη φωτιά. Επί μή­ νες ο ποντιακός στρατός σάρωνε τα τελευταία ρωμαϊκά οχυρά στην Ασία, αλλά παρότι οι περισσότερες πόλεις στις οποίες είχε μπει ο πατέρας τον είχαν υποδεχτεί με ενθουσιασμό ως το νέο μεγάλο ηγέτη του ελληνικού πολιτισμού, ορισμένες συνέχιζαν να αντιστέκονται. Ακόμη και τώρα, τόσο καιρό μετά την εκτέλεση του Ακουίλιου, οι νίκες του πατέρα δεν είχαν εδραιωθεί πλήρως και η χλιαρή υποδοχή που του επιφύλαξαν κάποιοι από τους λαούς που είχε απελευθερώσει του προξενούσε έντονη δυσαρέσκεια. Είχαμε φτάσει σε μια μικρή, συνηθισμένη οχυρή πόλη βόρεια της Εφέσου, το όνομα της οποίας μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή. Εκείνο το απόγευμα οι άρχοντες της πόλης είχαν ανοίξει τις πύ­ λες για να περάσει ο πατέρας, όμως το είχαν κάνει με κρύα καρ­ διά, και τώρα ο ποντιακός στρατός είχε στρατοπεδεύσει γύρω α­ πό τα τείχη. Δεν επιτρεπόταν στους στρατιώτες να λεηλατήσουν την πόλη, που πλέον ήταν σύμμαχός μας, αυτό όμως δεν είχε κάμ­ ψει τον ενθουσιασμό τους. Γιόρταζαν έξαλλα και μάλιστα είχαν καταφέρει να πείσουν ορισμένες τολμηρές νεαρές γυναίκες από την πόλη να συμμετάσχουν. Γενικά πάντως η ατμόσφαιρα μετα-

br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

117

ξύ των κατοίκων ήταν υποτονική, ενώ στο παλάτι του Ρωμαίου πρώην έπαρχου, το οποίο ο πατέρας και οι στρατηγοί του είχαν κατασχέσει για δική τους χρήση, το κλίμα ήταν βαρύ. Ξαφνικά ο πατέρας κατέβασε με δύναμη τη γροθιά του στο μπράτσο της πολυθρόνας σπάζοντας ένα κομμάτι του σαπισμέ­ νου ξύλου. Όλοι όσοι βρισκόμασταν στην αίθουσα πεταχτήκαμε τρομαγμένοι, ενώ ο Αρχέλαος και ο Νεοπτόλεμος σταμάτησαν τη συζήτηση και γύρισαν προς το μέρος του. Το πρόσωπο του πατέρα παρέμενε ανέκφραστο, μα η φωνή του ήταν σκληρή. «Έρχομαι για να απαλλάξω αυτούς τους ανθρώπους από έναν εφιάλτη, από την υποδούλωση στο ρωμαϊκό ζυγό κάτω απ' τον ο­ ποίο έζησαν επί δύο γενιές, τους προσφέρω το όνειρο μιας Νέας Ελλάδας κι αυτοί με αγνοούν. Τη στιγμή που επιχειρώ να ενώσω ολόκληρη τη Μικρά Ασία, να δημιουργήσω μια ελληνιστική αυ­ τοκρατορία που όμοιά της δεν έχει υπάρξει από την εποχή του Αλέξανδρου, αυτοί δεν μπορούν να με καταλάβουν. Ενώ είμαι ο πρώτος που αμφισβητεί ουσιαστικά την παντοδυναμία της Ρώμης, ενώ διατάζω τον πρώτο ελληνικό στόλο που κατάφερε να κυ­ ριαρχήσει στη Μεσόγειο τους τέσσερις τελευταίους αιώνες, στους δρόμους με υποδέχονται παγωμένοι. Τι θέλουν τελικά αυτοί οι άν­ θρωποι;» Στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή για λίγο, μέχρι που πήρε το λόγο ο Αρχέλαος. «Ίσως, άρχοντά μου, να σε βλέπουν σαν έναν ακόμη κατα­ κτητή, κάποιον που δε διαφέρει σε τίποτα από τη Ρώμη, κάποιον που σύντομα θα έρθει η σειρά του να κατακτηθεί. Ο κόσμος ίσως να διστάζει να εκδηλώσει την υποστήριξή του σε έναν ηγεμόνα που δεν έχει εδραιώσει ακόμη τη θέση του». «Και το ότι έρχομαι να μείνω στο παλάτι του έπαρχου, το ότι διαγράφω όλους τους φόρους και τις εισφορές, αυτό δεν κατα­ δεικνύει τη δύναμή μου; Το ότι όλες οι πόλεις του Πόντου, της Βι­ θυνίας, της Παφλαγονίας και της Καππαδοκίας είναι δικές μου, αυτό δεν αποδεικνύει ότι έχω εδραιώσει τη θέση μου;» «Υπάρχουν ακόμη εστίες αντίστασης», απάντησε ο Αρχέλαος. Το συγκεκριμένο θέμα βρισκόταν στο επίκεντρο των συζητήσε­ ων τον τελευταίο καιρό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα άκουγε στο ό­ νομα Ρόδος· αυτό το οχυρό νησί, στα νοτιοανατολικά σύνορα της επικράτειας του βασιλιά, διέθετε ασύγκριτη στρατιωτική άμυνα br/zav

118

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

και όχι μόνο είχε διακηρύξει με τον πλέον κατηγορηματικό τρό­ πο την ανεξαρτησία του, αλλά επιπλέον είχε καταστήσει σαφές ότι αψηφούσε τελείως την εξουσία του Μιθριδάτη κι ότι ήταν α­ ποφασισμένο να διατηρήσει τη συμμαχία του με τη Ρώμη. «Η Ρόδος είναι όντως πρόβλημα», παραδέχτηκε ο πατέρας. «Φοβάμαι ότι η στάση της μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα μιας ευ­ ρύτερης ασθένειας, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε άμε­ σα, τώρα που ο κόσμος έχει στραμμένο το βλέμμα του πάνω μας. Αν δεν το κάνουμε, η ανταρσία αυτού του νησιού θα εξαπλωθεί γρήγορα στις τάξεις των αμφιταλαντευόμενων συμμάχων μας». Οι στρατηγοί έστρεψαν τις καρέκλες τους προς τον πατέρα, ε­ νώ ακόμη και ο Βιτούιτος ξύπνησε από το λήθαργό του κι έδωσε προσοχή στη συζήτηση. «Σας ρωτάω λοιπόν», συνέχισε ο πατέρας. «Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε την απόλυτη αφοσίωση των συμμάχων μας, πώς θα πείσουμε τη Ρόδο και όσους έχουν ακόμη αμφιβολίες να πο­ ντάρουν πάνω μας;» Οι άντρες σώπασαν κι έμειναν να κοιτάζουν τη φωτιά. «Μήπως να αρχίσω να σκορπάω χρήματα για να τους εξαγο­ ράσω; Να κάνω ό,τι και οι Ρωμαίοι και να τους υποδουλώσω; Ή να ισχυριστώ ότι είμαι η μετενσάρκωση του Αλέξανδρου για να αγγίξω τον πατριωτισμό τους και το αίσθημα της ιστορικής τους συνέχειας;» Ο πατέρας κοίταζε τον ένα μετά τον άλλο, μέχρι που τελικά ξεστόμισε μια κατάρα, σηκώθηκε όρθιος και τεντώθηκε. Ο σκύ­ λος που κρατούσα δίπλα μου έβγαλε ένα μακρόσυρτο αλύχτισμα κι ύστερα σώπασε και έμεινε κάτω από το χέρι μου. «Νομίζετε ότι είναι ρητορικό το ερώτημα;» επέμεινε υψώνο­ ντας τη φωνή του όπως βημάτιζε μπροστά από τη φωτιά. «Θέλω να μου δώσετε μια απάντηση! Δε σας έχω δίπλα μου για αυλοκό­ λακες, αλλά ως στρατηγούς και συμβούλους. Καιρός ν' αρχίσετε να κερδίζετε τους πλουσιοπάροχους μισθούς σας!» «Εξαγόρασέ τους», είπε νυσταγμένα ο Βιτούιτος. «Χρησιμο­ ποίησε τα ταμεία σου». Οι δίδυμοι έγνεψαν καταφατικά χωρίς να μιλήσουν. Πράγ­ ματι, όλοι ήξεραν πολύ καλά ότι ο σύντομος και αιματηρός πό­ λεμος εναντίον του Ακουίλιου είχε αποφέρει στον πατέρα αμύ­ θητα πλούτη. Τεράστιες ποσότητες λαφύρων είχαν εξασφαλιστεί, τόσο από τις ρωμαϊκές λεγεώνες όσο και από τους ηγεμόνες της br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

119

Βιθυνίας και της Παφλαγονίας. Ό μ ω ς ο πατέρας κούνησε το κε­ φάλι του νευριασμένος. «Σ' ευχαριστώ, Βιτούιτε. Ο σωματοφύλακάς μου απάντησε πριν από τους στρατηγούς μου, και γι' αυτό σε συγχαίρω». Ο Βιτούιτος χαμογέλασε και δέχτηκε τον έπαινο με ένα σε­ μνό νεύμα. «Ωστόσο», συνέχισε ο πατέρας, «αυτή την πολιτική θα περί­ μενα από ένα σωματοφύλακα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι λανθασμένη. Για την ακρίβεια, την εφάρμοσα ήδη πριν από με­ ρικούς μήνες, κάτι που ίσως έχεις ξεχάσει, Βιτούιτε. Μετά τη σύλληψη του Ακουίλιου διαγράψαμε όλα τα χρέη που έπρεπε να εισπράξει το ποντιακό κράτος και προσφέραμε πλήρη φοροα­ παλλαγή στους Ασιάτες πολίτες για τα επόμενα πέντε χρόνια. Τοποθέτησα ντόπιους πάτρωνες σε όλα τα ανώτατα αξιώματα, που μέχρι τότε τα κατείχαν Ρωμαίοι, και τριπλασίασα τους μι­ σθούς τους προκειμένου να περιορίσω τη διαφθορά. Και τι κέρ­ δισα μ' αυτό;» «Την υποστήριξη του λαού», έσπευσε ν' απαντήσει ο Νεοπτό­ λεμος. «Όχι, στρατηγέ, την υποστήριξη των πλουσίων, οι οποίοι είναι κατά πολύ λιγότεροι από το "λαό". Οι φτωχοί δεν έχουν χρέη προς το κράτος για να τους τα χαρίσω. Δε μετανιώνω που εξαγό­ ρασα την πίστη των λίγων φατριών που βρίσκονται στην εξουσία, όμως η υποστήριξή τους θα διαρκέσει όσο θα παίρνουν χρυσά­ φι. Τι θα συμβεί όταν στερέψουν τα χρήματα; Μήπως ακολου­ θήσουν το παράδειγμα της Ρόδου; Μπορεί η εξαγορά της πίστης λίγων πλούσιων εμπόρων και αρχόντων να διασφαλίσει τη στα­ θερή ροή νέων στρατιωτών ή την προμήθεια σιτηρών και σιδή­ ρου για τα κρατικά αποθέματα; Ό λ α αυτά προέρχονται από τους εργάτες και τους αγρότες. Το να προσφέρουμε περισσότερα χρή­ ματα στους αφέντες τους δε θα πείσει τους εργάτες να δουλέψουν σκληρότερα. Άλλη ιδέα; Ο Βιτούιτος είπε τη γνώμη του». «Άρχοντά μου», επανήλθε ο Νεοπτόλεμος, «αν επιθυμείς να ε­ ξασφαλίσεις την πίστη του απλού λαού, πρέπει να του δώσεις με­ γαλύτερη εξουσία. Μη σταματάς μονάχα στην αναστύλωση των ελληνικών ναών και των γραμματικών σχολών - αυτά είναι μόνο για εξωραϊσμό. Πρέπει να χτυπήσεις στην καρδιά της ρωμαϊκής παρουσίας. Διώξε τους Ρωμαίους δουλεμπόρους και γενικότερα όσους Ρωμαίους ασχολούνται με το εμπόριο, ακύρωσε τη ρωbr/zav

120

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μαϊκή νομοθεσία στις πόλεις και τις επαρχίες και εφάρμοσε την αληθινή ελληνική δημοκρατία». «Σ' ευχαριστώ, στρατηγέ· αποκατέστησες την πίστη μου σε σέ­ να. Κατά μία έννοια, έχει ήδη ξεκινήσει μια τέτοια προσπάθεια, αφού απελευθερώσαμε τους δούλους, αποδεσμεύσαμε τους α­ γρότες από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και χειραφετήσαμε τους δουλοπάροικους. Μπορούμε να κάνουμε περισσότερα - ένα πα­ ράπονο που ακούω συχνά στις ακροάσεις είναι ότι στις πόλεις φέρονται με άσχημο τρόπο στους ξένους μόνιμους κατοίκους ε­ πειδή δεν είναι υπήκοοί τους. Είναι αδύνατο όμως να αποκτήσεις την υπηκοότητα αν δεν την κληρονομήσεις. Μίλησα με έναν ά­ ντρα του οποίου η οικογένεια ζει στην Πέργαμο εδώ και τέσσε­ ρις γενιές κι όμως οι Αρχές εξακολουθούν να του αρνούνται την υπηκοότητα και του συμπεριφέρονται σαν να είναι περιφερόμε­ νος ρακοσυλλέκτης. Μπορώ να βγάλω μια διαταγή σ' όλες τις πό­ λεις να δίνονται πλήρη πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους ξέ­ νους με μόνιμη κατοικία». «Μάλιστα, κι έτσι θα προκληθούν αντιδράσεις από τους πλου­ σίους». Ήταν η σειρά του Αρχέλαου να μιλήσει. «Θα έχουν χάσει και όλους όσους κρατούσαν στη δούλεψή τους και την πηγή των εσόδων τους!» «Ναι, αλλά παράλληλα θα καταργηθούν όλοι οι φόροι και οι εισφορές που πληρώνουν σήμερα. Έ τ σ ι , θα είναι σε θέση να ξαναπροσλάβουν τους δούλους και τους υπηρέτες τους δίνοντάς τους αξιοπρεπείς μισθούς. Λύνονται μ' αυτό τον τρόπο τα προβλήμα­ τά μας;» Στο δωμάτιο απλώθηκε ξανά σιωπή, καθώς οι άντρες κοιτά­ ζονταν μεταξύ τους. «Σας ξαναρωτάω», είπε ο πατέρας, πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Λύνονται μ' αυτό τον τρόπο τα προβλήματά μας; Θα έχουμε ε­ ξασφαλίσει την υποστήριξη των περιοχών που κατακτήσαμε;» «Όχι». Μια λεπτή διαπεραστική φωνή ακούστηκε από το σκο­ τάδι στην απέναντι άκρη του δωματίου. Όλοι οι άντρες γύρισαν προς τα κει ξαφνιασμένοι και ο Βιτούιτος πετάχτηκε όρθιος φέρ­ νοντας το χέρι του στη λαβή του μαχαιριού του. Κανείς μας δεν είχε καταλάβει ότι βρισκόταν και κάποιο άλλο άτομο μέσα στην αίθουσα. «Παπία;» ρώτησε επιφυλακτικά ο πατέρας. «Εσύ είσαι; Πόση ώρα είσαι εδώ μαζί μας;» br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

121

«Αρκετή για να καταλάβω ότι χρειάζεσαι νέους συμβούλους», σχολίασε σκωπτικά ο γέροντας, ο οποίος σέρνοντας τα πόδια του διέσχισε το χώρο και στάθηκε ακριβώς έξω από το φωτεινό κύ­ κλο που σχημάτιζε η φωτιά. Η επιδερμίδα του γυάλιζε σαν κα­ λοδουλεμένο πετσί κάτω από το λιγοστό φως και το κεχρί που εί­ χε σφηνωμένο στο δόντι του λαμπύριζε όπως μιλούσε. «Πώς και δεν έχεις τίποτα μαγικά γιατροσόφια να ετοιμάσεις απόψε;» έκανε εκνευρισμένος ο Νεοπτόλεμος. «Πες ό,τι έχεις να πεις κι υστέρα άσε μας ήσυχους». Ο Παπίας, αγνοώντας με ικανοποίηση τον Νεοπτόλεμο και απευθυνόμενος αποκλειστικά στον πατέρα, χαμογέλασε και εί­ πε: «Χα! Άρα τώρα εξουδετερώθηκε οιαδήποτε απειλή από τους πλουσίους και τους πτωχούς. Άρχισες να κάνεις πραγματικότητα το όνειρό σου, ήτοι τη δημιουργία μιας Νέας Ελλάδας, τη γέννη­ ση ενός νέου μύθου με πρωταγωνιστή τον Μιθριδάτη, όχι τον Αλέ­ ξανδρο ή τον Αχιλλέα. Κι όμως, υπάρχει ακόμη ένας εχθρός από τον οποίο πρέπει να φυλάγεσαι». «Η Ρώμη», πετάχτηκα. Η απάντηση ήταν προφανής. «Ορθόν, νεαρέ αφέντη. Ο πατήρ σου έκανε κάτι εξόχως επι­ κίνδυνο, ταπείνωσε τον εχθρό καταλαμβάνοντας τα εδάφη του, αιχμαλωτίζοντας τους ηγέτες του, ανατρέποντας τις πολιτικές του που ίσχυαν επί γενεές». «Η Ρώμη έχει τα δικά της προβλήματα», απάντησε ο Νεο­ πτόλεμος. «Βρίσκεται σε εμφύλιο πόλεμο· οι δύο μεγάλες πολιτι­ κές παρατάξεις της αλληλοσκοτώνονται καθημερινά». «Α», έκανε ο Παπίας, «τωόντι, έτσι είναι. Ό μ ω ς αυτή η κατάστασις δε θα διατηρηθεί εσαεί. Ο Μάριος, ο ηγέτης των Ποπολάρων, είναι ηλικιωμένος και ο νεαρός Οπτιμάτης Σύλλας είναι ευάλωτος. Ο ένας θα ηττηθεί, ο έτερος να νικήσει. Ουδεμία ση­ μασία έχει το ποιος θα επικρατήσει. Ο νικητής θα φορέσει την πανοπλία του και θα στείλει λεγεώνες προκειμένου να πάρουν εκδίκηση για την ήττα της Ρώμης και για να ανακτήσουν τις ε­ παρχίες της. Και όταν η Ρώμη ανακάμψει δριμύτερη, ποιον θα υποστηρίξουν τότε οι πλούσιοι και οι πτωχοί; Το θρύλο; Ή την πραγματικότητα;» Οι άντρες έδειχναν τώρα να τα έχουν τελείως χαμένα. Ο Πα­ πίας τούς κοίταζε επίμονα στα μάτια έναν προς έναν. Το βλέμμα του στάθηκε προς στιγμήν και σε μένα, πριν σκύψω το κεφάλι br/zav

122

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μου και βυθίσω το πρόσωπό μου στο μακρύ τρίχωμα του κυνη­ γόσκυλου. «Ελάτε μαζί μου», είπε ο Παπίας και κατευθύνθηκε στη μι­ κρή βοηθητική πόρτα της Μεγάλης Αίθουσας που οδηγούσε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα. Έ σ ε ρ ν ε αργά τα πόδια του στους δια­ δρόμους, ακολουθούμενος από τη μικρή ομάδα των αντρών, δύο αγόρια και ένα κυνηγόσκυλο. Ακούστηκαν και κάποια επικριτι­ κά σχόλια σχετικά με το γέροντα που τους έκανε να χάνουν την ώρα τους, αλλά ο πατέρας έβαλε τέλος σ' αυτά ρίχνοντας στους συντρόφους του ένα παγωμένο βλέμμα. Όταν φτάσαμε τελικά σε μια μικρή εσωτερική αυλή λουσμέ­ νη στο σεληνόφως, ο Παπίας σταμάτησε σε ένα χαμηλό πέτρινο βωμό χτισμένο στη μέση αλλά αρκετά μεγάλο ώστε να χρησιμεύει για τις θυσίες στους Λάρητες, τις προστάτιδες θεότητες της οικο­ γενειακής εστίας που λάτρευε ο προηγούμενος ιδιοκτήτης σαν Ρωμαίος που ήταν. Πάνω στην επίπεδη επιφάνεια του βωμού υ­ πήρχαν προσεκτικά βαλμένα ένα τελετουργικό μαχαίρι από πυρόλιθο, ένα ρηχό ασημένιο σκεύος και ένα μικρό δοχείο με φω­ τιστικό λάδι. Στη μία πλευρά του βωμού ήταν ακουμπισμένο ένα δεμάτι ξερόκλαδα. Δεμένο σε έναν κοντινό στύλο ήταν ένα κα­ τσικάκι. Ο Παπίας είχε προετοιμαστεί εγκαίρως. «Σε θέματα τέτοιας βαρύτητας πρέπει να ερωτηθούν οι θεοί», είπε απλά. Χωρίς να διστάσει άρπαξε το κατσικάκι και, κρατώντας το στο στήθος του για να το εμποδίσει να ξεφύγει, ανέπεμψε μια σύ­ ντομη προσευχή στους θεούς στην αρχαία γλώσσα των Μαιώτων. Έ π ε ι τ α , συνεχίζοντας να ψέλνει, πήρε το μαχαίρι, έκοψε το λαι­ μό του ζώου και κράτησε το σώμα του πάνω από το βωμό, στραγ­ γίζοντας το αίμα του στο ασημένιο σκεύος, ώσπου οι επιθανάτι­ οι σπασμοί σταμάτησαν. Μου έκανε εντύπωση η δύναμη του η­ λικιωμένου άντρα, όμως κανείς από τους παριστάμενους δεν πλη­ σίασε για να τον βοηθήσει. Όλοι είχαν μαρμαρώσει μπροστά στο θέαμα της θυσίας, η οποία ολοκληρώθηκε γρήγορα και αποτε­ λεσματικά κάτω από το ασημένιο σεληνόφως. Λίγο μετά, όταν το αίμα είχε σταματήσει να ρέει, ο Παπίας α­ κούμπησε το ζώο πάνω στο βωμό και με μια έμπειρη κίνηση βύ­ θισε το μαχαίρι στο σώμα του κατσικιού ανοίγοντας το στα δύο, από τον πρωκτό μέχρι το σαγόνι, φροντίζοντας να μην τρυπήσει κάποιο όργανο. Χώρισε στα δύο το θώρακα και αφαίρεσε με γρήbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

123

γορες κινήσεις το συκώτι, την καρδιά και τους πνεύμονες και τα άφησε κατά μέρος, παλλόμενα ακόμη από ζωή. Πλησίασα λίγο πιο κοντά και άκουσα το γέροντα να σιγοψιθυρίζει διάφορες προ­ σευχές όπως περιεργαζόταν και εξέταζε το κάθε όργανο. Ξαναβύθισε τα χέρια του στην εσωτερική κοιλότητα και ανασήκωσε προσεκτικά τα γυαλιστερά εντόσθια, αφήνοντας τη γλοιώδη μά­ ζα να γλιστρήσει ανάμεσα από τα δάχτυλά του, μαζεύοντάς τα ξανά και ξαναφήνοντάς τα να πέσουν, εξετάζοντας την υφή τους. Μετά από λίγο σταμάτησε, μάζεψε τα όργανα που είχε αφήσει κα­ τά μέρος και τα έχωσε απότομα στο σώμα του ζώου. Έπειτα, α­ φού έχυσε προσεκτικά το αίμα στο αυλάκι που υπήρχε δίπλα στο βωμό, απομακρύνθηκε και κάθισε βαρύς σε ένα χαμηλό παγκά­ κι στην άκρη της αυλής· το πρόσωπό του έδειχνε καταβεβλημέ­ νο, εξαντλημένο κάτω από το φως του φεγγαριού, τα μάτια του θολά, σαν να βρισκόταν σε σιωπηλή έκσταση ή σε διαλογισμό. Ο πατέρας κι ο Αρχέλαος πλησίασαν και με γρήγορες κινήσεις άρχισαν να τοποθετούν τα κλαδιά γύρω από το κουφάρι πάνω στην πλάκα του βωμού και στη συνέχεια ράντισαν τα ξύλα με το λάδι. Ο πατέρας τούς έβαλε φωτιά με ένα σπινθήρα που ξεπήδησε όταν χτύπησε το σιδερένιο μαχαίρι του πάνω στον πυρόλιθο. Οι φλόγες δεν άργησαν να θεριέψουν και μια στήλη μαύρου καπνού υψώθηκε στον αέρα. Η μικρή προσφορά στους θεούς γρήγορα με­ τατράπηκε σε στάχτες από την υψηλή θερμοκρασία. Όταν οι πε­ λώριες φλόγες κόπασαν, αφήνοντας πίσω τους μερικά αποκαΐδια, ο πατέρας και οι υπόλοιποι άντρες στράφηκαν στο γέροντα, ο ο­ ποίος δεν είχε σταματήσει να ψέλνει κοιτώντας με μάτια απλανή το κενό. Σταδιακά το βλέμμα του επανήλθε και στράφηκε ήρεμα προς το μέρος τους. «Εχθρός σου», είπε με φωνή που μετά βίας ακουγόταν, «δεν εί­ ναι οι πλούσιοι ούτε οι πτωχοί, καθώς αυτοί ακολουθούν μόνο τον δυνατό. Εχθρός σου δεν είναι οι πολιτικοί αξιωματούχοι ού­ τε οι έμποροι. Εχθρός σου είναι η Ρώμη». Ο πατέρας τον κοίταξε ανέκφραστος. «Δε μου είπες κάτι καινούριο, γέροντα. Από καιρό ξέρω ότι οι λεγεώνες θέλουν να με δουν νεκρό». «Δεν αναφέρομαι εις τις λεγεώνες». Ο πατέρας δεν απάντησε αμέσως. «Πες μου τι είπαν οι θεοί», είπε τελικά. «Η κατάρα σου, η ευλογία σου, το μίσος σου προς τη Ρώμη br/zav

124

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

αυτό πρέπει να περάσει στο λαό. Μόνο αυτό μπορεί να διασφα­ λίσει την πίστη του τόσο σε σένα όσο και στο όνειρό σου για την Ελλάδα. Ο λαός πρέπει να νιώσει την απειλή, να γίνει αποδέκτης μιας ακαταμάχητης θυσίας για να κερδίσεις την υποστήριξή του. Μιας ενέργειας που θα χαράξει το όνομά σου εις την καρδιά και το μυαλό των απλών ανθρώπων και που θα αναδείξει με μεγάλα γράμματα το θρύλο σου ώστε να μπορέσουν άπαντες να δουν. Μιας πράξης που θα ενώσει εσαεί όλους τους ανθρώπους με τον αγώνα σου». «Μιας πράξης, γέροντα; Έ χ ω υπόψη μου μία, αλλά είναι η ί­ δια; Σε τι αναφέρονται οι θεοί;» «Εις μία πράξη κάθαρσης. Γνωρίζεις ποια είναι αυτή η πρά­ ξη, το ίδιο και οι θεοί, καθώς οι επιθυμίες σου δεν τους είναι ά­ γνωστες. Ο εχθρός ζει εντός των εδαφών σου· τρέφεται από τις σάρκες του βασιλείου σου όπως τα σκουλήκια από την πληγή. Αν δεν αφαιρεθούν, αν δεν καούν στη φωτιά, η πληγή δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ, αλλά συνέχεια θα πυορροεί. Αν δεν καταστρα­ φούν τα σκουλήκια, το σώμα θα πεθάνει». Ο πατέρας τον κάρφωσε με το βλέμμα του. Οι Ρωμαίοι του Πόντου. Οι ρίζες και τα πλοκάμια τους, η τοκογλυφία και το δουλε­ μπόριό τους είχαν εισχωρήσει σε όλα τα επίπεδα της ποντιακής κοινωνίας, εμποδίζοντας την πρόοδο, προβάλλοντας αντίσταση σε κάθε προσπάθεια του πατέρα να δημιουργήσει μια νέα αυτο­ κρατορία, σε κάθε ενέργειά του που στόχευε στην αναβίωση των ιδανικών της αρχαίας Ελλάδας. Προκειμένου να πετύχει τους στό­ χους του χρειαζόταν μια θυσία. Και ήταν προφανές ποιοι θα ή­ ταν τα θύματα σ' αυτή τη θυσία. Τον κοιτάζαμε με απορία. Απαιτούνταν μια πράξη κάθαρσης. Ο πατέρας ρίγησε και στη συνέχεια έγνεψε καταφατικά στον Παπία. «Όλους;» ρώτησε. «Μέχρις εσχάτου», είπε μέσα απ' τα δόντια του ο γέροντας. Σώπασε, και άλλη λέξη δε βγήκε από τα χείλη του.

Το επόμενο πρωί ο Βιτούιτος όρμησε στα διαμερίσματα του χαρεμιού, εκεί όπου κοιμόνταν οι γυναίκες και τα παιδιά της βασι­ λικής Αυλής, περιλαμβανομένων και αγοριών όπως εγώ που δεν είχαν βγάλει ακόμη γένια ώστε να απομονωθούν στους στρατώbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

125

νες. Οι γυναίκες που βρίσκονταν κοντά στους προθαλάμους της εισόδου και τον είδαν πρώτες μαζεύτηκαν τρομαγμένες. Δεν ήταν συνηθισμένες να βλέπουν άντρες να μπαίνουν σ' αυτό το χώρο, ε­ κτός από το βασιλιά και μια μικρή ομάδα παλατιανών ευνούχων, και το θέαμα ενός άντρα με τη σωματική διάπλαση και την απεριποίητη εμφάνιση του Βιτούιτου προκάλεσε ιδιαίτερη αναστά­ τωση. Έ τ ρ ε ξ α χαρούμενος προς το μέρος του. «Βιτούιτε! Εμένα ψάχνεις; Μπορούσες να στείλεις έναν αγγε­ λιαφόρο...» Ό μ ω ς ο Βιτούιτος έδειχνε αφηρημένος και το βλέμμα του πέ­ ρασε από πάνω μου σαν να μην υπήρχα. Έ ρ ι ξ ε μια γρήγορη σα­ ρωτική ματιά ολόγυρα, μπήκε και διέσχισε με μεγάλα βήματα το διπλανό δωμάτιο και μετά το επόμενο. Οι γυναίκες τρομαγμένες έφευγαν από το δρόμο του όπως τινάζονται οι χήνες στην εμφά­ νιση ενός κυνηγόσκυλου. Τον ακολούθησα προσπαθώντας να φα­ νταστώ ποια ήταν η αιτία αυτής της παράξενης συμπεριφοράς. Τελικά, στο δωμάτιο όπου κοιμόνταν τα παιδιά τη βρήκε - έψα­ χνε την παραμάνα μου, τη Φελικία, μια νεαρή Ετρούσκα που ή­ ξερα ότι ο Βιτούιτος συναντούσε κάποιες φορές, όταν εκείνη κα­ τάφερνε να ξεκλέψει λίγο χρόνο από τα καθήκοντά της. Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της τρομαγμένη όταν ο Γαλάτης μπήκε στο δωμάτιο με σκοτεινή έκφραση. Την άρπαξε από το μπράτσο και της ψιθύρισε κάτι στο αφτί, ενώ η περιέργειά μου δεν έβρισκε καμία απάντηση στα μάτια του που γυάλιζαν. Το κορίτσι έγινε κάτωχρο ακούγοντας τα λόγια του Βιτούιτου, του είπε ψιθυριστά στα γρήγορα την απάντησή της και τον έσπρω­ ξε πέρα. Εκείνος έφυγε από τα διαμερίσματα χωρίς να πει λέξη, έτσι ακριβώς όπως είχε έρθει, αγνοώντας με παντελώς, σαν να μην ήμουν τίποτα περισσότερο από μια πέτρα δίπλα στο μονο­ πάτι. Η Φελικία, αντίθετα, ετοιμαζόταν πυρετωδώς. Μάζεψε γρή­ γορα κάποια προσωπικά αντικείμενα, τα έβαλε βιαστικά σε ένα μικρό σάκο, τον έριξε στον ώμο της και έκανε να φύγει από την πλαϊνή πόρτα. Μπορούσα να ανεχτώ τη στάση του Βιτούιτου, το να με αγνοεί όμως η Φελικία, η ίδια μου παραμάνα, αυτό πήγαι­ νε πολύ. «Φελικία!» της φώναξα τρέχοντας για να βρεθώ κοντά της. «Τι συμβαίνει; Γιατί ήρθε εδώ ο Βιτούιτος;» Σταμάτησε και με κοίταξε. «Ήσουν μαζί με τον πατέρα σου br/zav

126

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

χτες το βράδυ στη θυσία, Φαρνάκη;» ρώτησε, συγκρατώντας με δυσκολία την ταραχή της. Η φωνή της έτρεμε. Έγνεψα καταφατικά, μπερδεμένος. «Τότε ξέρεις ήδη την απάντηση!» είπε ξεσπώντας σε λυγμούς. Με τα δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα στο πρόσωπό της, με έ­ σφιξε βιαστικά στην αγκαλιά της και χάθηκε πίσω από την πόρ­ τα. Ή τ α ν η τελευταία φορά που την έβλεπα στη ζωή μου. Και τότε θυμήθηκα τα λόγια του Παπία. Στην Ασία εξακο­ λουθούσε να υπάρχει ένας επικυρίαρχος, απέναντι στον οποίο ή­ ταν όλοι υπόχρεοι, πλούσιοι και φτωχοί. Εξακολουθούσε να υ­ πάρχει μια δύναμη που ανταγωνιζόταν ακόμη και την ικανότητα του πατέρα να γεννά φόβο στις ψυχές των ανθρώπων, μια δύνα­ μη στην οποία οι πλούσιοι χρωστούσαν τα κτήματά τους, οι α­ γρότες τους σπόρους και τα βόδια τους και οι φτωχοί τις ταπει­ νές στέγες που σκέπαζαν τα κεφάλια τους, ακόμη και τα σανδά­ λια που φορούσαν στα πόδια τους. Και μια δύναμη στην οποία μπορούσε να βασίζεται ο εχθρός για όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν από το πεδίο της μάχης, για όλα τα στοιχεία που συ­ γκέντρωνε. Η μεταστροφή όλων εκείνων των Ρωμαίων πολιτών ώστε να δη­ λώσουν πίστη στον πατέρα δεν ήταν και πολύ πιθανό ενδεχόμε­ νο. Το να εξοριστούν θα αποδεικνυόταν αδύνατο. Τα πρακτικά προβλήματα φάνταζαν αξεπέραστα, περιλαμβανομένου ακόμη και του πλέον βασικού ερωτήματος: Πώς θα μπορούσε να διαπι­ στωθεί ότι κάποιος ήταν Ρωμαίος; Το έργο αυτό δεν ήταν απλό. Κανένα σχέδιο αντιμετώπισης του ζητήματος των Ρωμαίων του Πόντου δεν άφηνε περιθώρια ώστε να οδηγηθούν όλοι οι ξένοι σε δημόσια δίκη προκειμένου να εξακριβωθεί ο τόπος καταγωγής τους. Κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά δυσχερές και τελικά ανεπι­ θύμητο. Χρειαζόταν μια απλούστερη λύση· κι αυτή η λύση είχε βρεθεί. Όλοι οι Ιταλοί που ζούσαν στο βασίλειο μπορούσαν να ανα­ γνωριστούν από την ομιλία τους. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με ένα πρόσφατο διάταγμα, όλοι οι Ιταλοί ήταν Ρωμαίοι πολίτες· ε­ πομένως, η εξόντωση όλων των Ιταλών θα οδηγούσε στην επί­ τευξη του στόχου. Κάθε άντρας, γυναίκα και παιδί στην Ασία που μιλούσε κάποια ιταλική γλώσσα έπρεπε να πεθάνει. Ογδόντα χιλιάδες άνθρωποι συνολικά. Εκείνο το πρωί μια μυστική εντολή στάλθηκε σ' όλη την επιbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

127

κράτεια του πατέρα. Μέσα σε μία μέρα, σε ένα μήνα από τότε, οι Αρχές κάθε πόλης όφειλαν να εξοντώσουν κάθε κάτοικο, ταξι­ διώτη και ξένο που μιλούσε οποιαδήποτε ιταλική γλώσσα. Η γλώσσα θα ήταν το μοναδικό κριτήριο· η θέση τους δε θα έπαι­ ζε κανένα ρόλο. Εργάτες, ακόμη και δούλοι εφόσον η μητρική τους γλώσσα ήταν κάποια από τις ιταλικές διαλέκτους έπρεπε να θανατωθούν. Όσοι αψηφούσαν τη διαταγή, πρόσφεραν καταφύ­ γιο σε Ιταλούς ή τους βοηθούσαν να κρυφτούν θα τιμωρούνταν με θάνατο και οι περιουσίες τους θα δημεύονταν υπέρ του βασιλικού θησαυροφυλακίου. Οι Ασιάτες που θα σκότωναν ή θα κατέδιδαν τους αφέντες τους θα αποκτούσαν την ελευθερία τους και στους χρεώστες που θα έκαναν το ίδιο στους πιστωτές τους θα τους χά­ ριζαν το μισό χρέος. Δε θα αναζητήσω ήπιες εκφράσεις για να περιγράψω αυτή τη φρικτή πολιτική ούτε και δικαιολογίες, παρότι ακόμη και τώρα, τέσσερις δεκαετίες μετά τα γεγονότα αυτά, δεν μπορώ να σκε­ φτώ κάποια εφικτή εναλλακτική λύση. Οι σύντροφοι του πατέρα ένιωσαν αποτροπιασμό μπροστά στην ανελέητη σκληρότητα αυ­ τής της λύσης, στο γεγονός ότι αντέβαινε σε καθετί το... ελληνικό, όπως σχολίασε ο Νεοπτόλεμος. «Τους ξένους και τους βαρβάρους», προειδοποίησε τον πατέ­ ρα, «είναι να τους λυπάσαι, ίσως και να τους περιφρονείς για την άγνοιά τους· όμως η άγνοια δε συνιστά δικαιολογία γι' αυτή την πράξη». «Κι αν αυτή η άγνοια τους οδηγήσει στην υπονόμευση της ε­ ξουσίας μου; Στην υποστήριξη της Ρώμης, του κέντρου της βαρ­ βαρότητας; Αν αυτή η άγνοια έχει ως αποτέλεσμα να απειληθεί η ενότητα της αυτοκρατορίας μας;» αντέτεινε ο πατέρας. Ο Νεοπτόλεμος αναστέναξε. «Άρχοντά μου, το να μισείς έναν βάρβαρο απλώς και μόνο επειδή είναι βάρβαρος σημαίνει ότι του δίνεις αδικαιολόγητα μεγάλη σημασία, του αναγνωρίζεις υ­ περβολικά μεγάλη άσκηση επιρροής σε σχέση με την ανωτερό­ τητα της ελληνικής ψυχής. Κινδυνεύεις να εγκλωβιστείς σε μια άλλη μορφή βαρβαρότητας, τη βαρβαρότητα που πρεσβεύει ο φαρμακολόγος, κι αυτή είναι χειρότερη μορφή βαρβαρότητας». Αλλά ο πατέρας, κυριευμένος από τις φιλοδοξίες του και το μί­ σος του για καθετί ρωμαϊκό, δεν άκουγε τίποτα. «Από τον Πα­ πία», είπε, «παίρνω τόσο το δηλητήριο όσο και το αντίδοτό του. Παίρνω το θάνατο αναμεμειγμένο με τη ζωή, το καλό συνδυαbr/zav

128

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σμένο με το κακό. Αν αυτό είναι βαρβαρότητα, τότε το αποδέχο­ μαι. Από τους βάρβαρους Ρωμαίους όμως το μόνο που βλέπω εί­ ναι το κακό». Γνώριζε καλά το λαό του· γνώριζε την απέχθεια που έτρεφαν οι χρεωμένες ποντιακές οικογένειες της ενδοχώρας για τους Ρω­ μαίους αργυραμοιβούς που κυκλοφορούσαν ανάμεσά τους. Και ο λαός βαθιά μέσα του προσδοκούσε, ή μάλλον λαχταρούσε, αυτή ακριβώς τη λύση. Οι καιροί δεν άφηναν περιθώρια για λιποψυχίες. Ο πατέρας δεν εισηγούνταν μια νέα πολιτική, απλώς ακο­ λουθούσε το ρεύμα του ποταμού εκεί που τον πήγαινε. Η αποτί­ ναξη του ζυγού που κρατούσε το λαό του υποδουλωμένο ήταν το τελευταίο βήμα για την εδραίωση της απόλυτης ενότητας μετα­ ξύ των κατοίκων της αυτοκρατορίας του. Ακόμη σημαντικότερο όμως από την εκδίκηση ήταν το εξής: η πίστη του λαού στον Πόντο και το μίσος του απέναντι στη Ρώ­ μη θα διασφαλίζονταν μια για πάντα. Παρόλο που οι πολίτες των περιοχών που είχε εντάξει πρόσφατα στην επικράτειά του είχαν αλλάξει στρατόπεδο στο παρελθόν προκειμένου να περισώσουν τις περιουσίες τους, δε θα το έκαναν ποτέ ξανά. Έχοντας βάψει τα χέρια τους με τόσο αίμα, η Ρώμη ούτε θα εμπιστευόταν ούτε θα αποδεχόταν τις υπηρεσίες τους στο μέλλον. Ικανοποιώντας τις απαιτήσεις του πατέρα, επέλεγαν αμετάκλητα την άνευ όρων και διά βίου έχθρα με τη Ρώμη. Αυτό το τελευταίο επιχείρημα ήταν εκείνο που τον έπεισε πε­ ρισσότερο να προβεί σ' αυτό το αιματοβαμμένο βήμα. Όταν ήρθε η ώρα να εκτελεστεί η διαταγή, ολόκληρη η Ασία υπάκουσε, όχι απλώς εκούσια, αλλά και με ενθουσιασμό - από­ δειξη του μίσους που είχαν εμφυσήσει εκείνα τα χρόνια της ρω­ μαϊκής κατοχής. Η σφαγή αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Εσπερινός της Εφέσου. Η Ασία βρισκόταν σε αναταραχή. Η πολιτική του Παπία είχε εκτελεστεί άψογα. Η πράξη της κάθαρσης είχε συντελεστεί.

br/zav

ΙΙΙ

Η ΡΩΜΗ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΗΚΕ από το οργισμένο ξέσπασμα του πλήθους που ξεχύθηκε ασυγκράτητο στους δρόμους. Οι Πόντιοι πρέσβεις που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά μας εκεί πιάστη­ καν εξαπίνης - πληροφορήθηκαν τα νέα για τη σφαγή την ίδια ώρα που τα μαντάτα κυκλοφορούσαν ήδη στους δρόμους. Τόσο οι ίδιοι όσο και οι οικογένειές τους έπεσαν στα χέρια του όχλου και δολοφονήθηκαν σε αντίποινα για τα γεγονότα στην Ασία. Οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν, τα σπίτια τους κάηκαν συθέμελα. Τα ποντιακά σκάφη που βρίσκονταν δεμένα σε λιμάνια κατά μή­ κος των ιταλικών ακτών κατασχέθηκαν και τα πληρώματά τους εκτελέστηκαν. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος ήταν εξοργισμένη και χα­ ρακτήρισε τον πατέρα παράφρονα, ζητώντας το κεφάλι του και δίνοντας όρκο ότι η Ρώμη δε θα ησύχαζε μέχρι ο Μιθριδάτης να συλληφθεί και να οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης. Ποτέ πριν η Ρώμη δεν είχε γνωρίσει τέτοιας έκτασης ήττα, ποτέ πριν τόσοι πολίτες της, τόσο στρατιώτες όσο και άμαχοι, δεν είχαν χάσει τη ζωή τους στα χέρια ενός εχθρού -ούτε καν ο Αννίβας ή οι Γαλά­ τες δεν είχαν καταφέρει τέτοιο τρομακτικό πλήγμα- και η πόλη ήταν συντετριμμένη. Μετά το αρχικό σοκ κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μιθριδάτης κινούνταν εναντίον της Ρώμης και ότι θα έκα­ νε σύντομα την επίθεσή του, ότι θα σφαγίαζε ολόκληρο τον πλη­ θυσμό της Ιταλίας ακριβώς όπως είχε κάνει με τους Ιταλούς της Ασίας. Από το Αιγαίο μέχρι την Αδριατική πανικόβλητοι πολίτες ύψωσαν οδοφράγματα και τείχη, ενίσχυσαν οχυρά, έσκαψαν τά­ φρους και χαντάκια, όλα σε μια προσπάθεια να αναχαιτιστεί η τρομερή ισχύς του Μιθριδάτη. Ο θρύλος διογκώθηκε, ξεφεύγοντας από κάθε μέτρο σε σχέ­ ση με τα αρχικά σχέδια αλλά και τις ενέργειες του πατέρα. Χώ­ ρες και φυλές τις οποίες ούτε καν είχαμε ως τότε ακουστά, για πα-

br/zav

130

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ράδειγμα Αιθίοπες και Πίκτοι*, ζητούσαν να συνάψουν εμπορι­ κές σχέσεις μαζί μας. Οι σύμμαχοι έσπευσαν να μας στείλουν ει­ σφορές συνοδευόμενες με επαίνους, ενώ οι παραδοσιακοί εχθροί της Ρώμης συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα εκφράσει τις μεγαλύτερες ευχαριστίες. Περιπλανώμενοι ποιητές και αοιδοί που περνούσαν από τα εδάφη μας είχαν ήδη συνθέσει μακρο­ σκελή έπη που αφηγούνταν τις τελευταίες μέρες της Ρώμης, το φό­ βο και τον τρόμο που κυρίευσε τους πολίτες της, ιστορίες για μη­ τέρες που σκότωναν τα ίδια τους τα παιδιά για να τα γλιτώσουν από μια εφ' όρου ζωής υποδούλωση στα χέρια του Μιθριδάτη του Κατακτητή. Ο πατέρας συγκρινόταν πλέον με τον Αλέξανδρο, τον Δαρείο και τον Ξέρξη, το βασίλειο του χαιρετιζόταν ως η Νέα Ελλάδα, ως η αναβίωση της αρχαίας δόξας του Αγαμέμνονα. Ελά­ χιστα κράτη, όπως η Ρόδος και η Δήλος, καθώς και κάποιοι πι­ στοί υποστηρικτές της Ρώμης, εξέδωσαν προσεκτικά διατυπωμένες διαμαρτυρίες απέναντι στις ενέργειες του πατέρα. Ό μ ω ς ε­ κείνος ελάχιστα ενδιαφερόταν για το τι σκέφτονταν οι άλλοι ή, κι αν τον ενδιέφερε, δεν το έδειχνε. Αντίθετα, τους αγνοούσε και, για να καταδείξει ακόμη εντονότερα την περιφρόνησή του, γιόρ­ τασε τις νίκες του σε βάρος της Ρώμης με κάθε μεγαλοπρέπεια. Τα βράδια παρετίθεντο επίσημα δείπνα, τη μέρα διεξάγονταν αθλητικοί αγώνες. Στην Πέργαμο, την έδρα της νέας βασιλικής Αυλής του, ο πατέρας έκανε μια τέτοια επίδειξη ιππικής δεξιό­ τητας, που άφησε άφωνους τους ντόπιους και ντρόπιασε ακόμη και τους πρωταθλητές της περιοχής. Διέταξε τη διοργάνωση ενός αλλιώτικου αγώνα στον ιππόδρομο, μιας σειράς ιπποδρομιών που περιλάμβαναν όχι το συνηθισμένο αριθμό των οχτώ αλόγων ανά άρμα, που ως τότε αποτελούσε το μέγιστο για μια ομάδα για λό­ γους ασφάλειας· ούτε καν δώδεκα άλογα, κάτι που γινόταν κά­ ποιες φορές, σε επιδείξεις και επίσημες παρελάσεις· αντίθετα, ζήτησε να γίνουν αγώνες ταχύτητας όπου θα χρησιμοποιούνταν ο ασύλληπτος αριθμός των δεκαέξι αλόγων ανά άρμα. Ο κόσμος μιλάει ακόμη με δέος για τη νίκη του, για το γεγονός ότι εκείνος που κρατούσε τα χαλινάρια των δεκαέξι αφρισμένων αλόγων που πέρασαν πρώτα τη γραμμή του τερματισμού δεν ήταν κανένας ε­ λαφρύς ηνίοχος ή κάποιος αντικαταστάτης, όπως είχαν κάνει άλ­ λοι βασιλιάδες στο παρελθόν για να μη θέσουν τους εαυτούς τους * Κελτικός λαός που ζούσε στα εδάφη της σημερινής Σκοτίας. (Σ.τ.Μ.)

br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

131

σε κίνδυνο, αλλά ο ίδιος ο σαραντατετράχρονος γιγαντόσωμος Μιθριδάτης, πάνω σε ένα ειδικά κατασκευασμένο σιδερένιο άρ­ μα, επιμελώς ενισχυμένο με χρυσοκόκκινη θωράκιση, σιδερένιες ράβδους και άξονες χοντρούς όσο το μπράτσο ενός άντρα, ώστε να αντέξουν το τεράστιο βάρος του. Το καθένα από τα δεκαέξι ο­ μοιόμορφα πολεμικά άτια που έσερναν το άρμα είχε τη μορφή της Μέδουσας χαραγμένη στο κάλυμμα της κεφαλής του και κου­ δούνια περασμένα στα χαλινάρια, τα οποία -όπως στις ιστορίες που μιλούν για την ασπίδα της Παλλάδας- έβγαζαν τρομερούς ή­ χους καθώς έπεφταν με δύναμη στις ράχες των αφιονισμένων α­ λόγων. Μια επίσημη ασπίδα, με χρυσές εγχάρακτες παραστάσεις από τους άθλους του Ηρακλή, κρεμόταν στην πλάτη του γυαλί­ ζοντας κάτω από τον ήλιο, ενώ το άρμα του, που αναπηδούσε α­ πότομα κινούμενο με ασύλληπτη ταχύτητα στην αρένα, ήταν ο φόβος και ο τρόμος των υπόλοιπων διαγωνιζόμενων αλλά και πη­ γή αστείρευτης απόλαυσης για τους θεατές. Στα επίσημα δείπνα του πατέρα ήταν παρόντες οι πιο φημι­ σμένοι καλλιτέχνες, πολιτικοί και προσωπικότητες των γραμμά­ των της ελληνιστικής κοινωνίας. Οι γεμάτες κέφι βραδιές συχνά εξελίσσονταν σε οργιώδεις οινοποσίες, με τον ίδιο το βασιλιά να συνοδεύει τους καλεσμένους του πίσω στα διαμερίσματά τους το ξημέρωμα. Σε μια περίπτωση μάλιστα τον είδαν σχεδόν να σέρνει έναν α­ ποχαυνωμένο Αθηναίο δικαστή με το ένα χέρι και να κρατά μια γυμνόστηθη χορεύτρια που χασκογελούσε αδιάκοπα με το άλλο, ενώ οι εμβρόντητοι περαστικοί τον άκουσαν πρωί πρωί να τους συστήνει ως τη «νέα ομάδα συμβούλων» του. Μια άλλη φορά, που έχει μείνει αλησμόνητη, ο πατέρας δέχτηκε μια φιλική πρόκλη­ ση σε διαγωνισμό πολυφαγίας από έναν επαγγελματία πυγμάχο, κάποιον Καλαμόδρυ από την Κύζικο, κατά τη διάρκεια ενός δεί­ πνου στη βασιλική αίθουσα όπου γίνονταν οι επίσημες συγκε­ ντρώσεις. Ο πατέρας γέλασε. «Καλαμόδρυ!» αναφώνησε. «Μπορεί να είσαι εξαίρετος α­ θλητής, κράτα όμως τη δύναμή σου για την αρένα. Το να τρως με­ θοδικά είναι πραγματική τέχνη και σ' αυτή δεν έχεις δοκιμαστεί ακόμη». Ο Καλαμόδρυς ενοχλήθηκε, καθώς δεν ήταν συνηθισμένος να τον αψηφούν, αναμφίβολα όμως είχε αναθαρρήσει κι απ' τη ση­ μαντική ποσότητα κρασιού που είχε καταναλώσει εκείνο το βράδυ. br/zav

132

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Με κάθε σεβασμό, άρχοντά μου», είπε δύσθυμα και σηκώ­ θηκε όρθιος, «όλοι γνωρίζουν ότι οι πυγμάχοι που βρίσκονται σε περίοδο προετοιμασίας είναι οι πιο αδηφάγοι άνθρωποι, κι εγώ είμαι ο μεγαλύτερος πυγμάχος. Επομένως, είμαι κι ο πιο αδη­ φάγος - και δεν πειράζει που είσαι ο βασιλιάς, εγώ σε προκαλώ να αποδείξεις το αντίθετο!» Κάθισε κάτω απότομα, ενώ άπαντες στο δωμάτιο βουβάθηκαν και έστρεψαν το βλέμμα τους στον πα­ τέρα. Εκείνος έμεινε σιωπηλός για λίγο, μ' ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματισμένο στο πρόσωπό του. Εγώ στεκόμουν πίσω από τον ώ­ μο του και έσκυψα να του μιλήσω. «Πατέρα... είχε σκοπό να σε προκαλέσει. Μετά βίας άγγιξε το φαγητό του όλο το βράδυ». Εκείνος κοίταξε το πιάτο του, που ήταν σχεδόν άδειο. Ή δ η εί­ χε φάει ένα πλήρες γεύμα. «Μην ανησυχείς», είπε γελώντας. «Αυ­ τό ήταν μόνο η προθέρμανση». Σηκώθηκε και ύψωσε το ποτήρι του προς τον πυγμάχο. «Καη­ μένε φίλε μου, φοβάμαι ότι έχεις δεχτεί πάρα πολλά χτυπήματα στο κεφάλι. Μόνο ένας βασιλιάς μπορεί να έχει αυτό τον τίτλο. Ή είσαι τολμηρός άνθρωπος ή μεθυσμένος. Αποδέχομαι την πρό­ κληση». Οι καλεσμένοι στο τραπέζι ξέσπασαν σε επευφημίες και α­ μέσως προτάθηκε μια τέτοια ιστορική στιγμή να απαθανατιστεί δημόσια. Γι αυτό το λόγο οι δύο διαγωνιζόμενοι και το τραπέζι μετακινήθηκαν έξω, σε ένα πρόχειρα τοποθετημένο βάθρο στο κέ­ ντρο της αυλής του παλατιού, εκεί όπου η αναμέτρηση θα μπο­ ρούσε να λάβει χώρα μπροστά σ' όποιον κάτοικο της πόλης είχε τη διάθεση να παραστεί τόσο προχωρημένη ώρα. Ο Αρχέλαος α­ νέλαβε το ρόλο του κριτή και περιφερόταν όλο φούρια, διατάζο­ ντας τους υπηρέτες να φέρουν πιατέλες με ίσες ποσότητες κρέα­ τος και άζυμου ψωμιού μπροστά σε κάθε διαγωνιζόμενο και να είναι έτοιμοι να σερβίρουν διαρκώς νερωμένο κρασί για να σβή­ νουν τη δίψα τους οι επίδοξοι πρωταθλητές. «Απαγορεύεται η ρίψη φαγητού κάτω», δήλωσε με κάθε επι­ σημότητα μπροστά στο όλο και μεγαλύτερο πλήθος θεατών που συγκεντρωνόταν και διαγκωνιζόταν για μια καλύτερη θέση. «Απα­ γορεύεται να κρύψετε αποφάγια στα ρούχα σας. Μόλις αφήσει κά­ τω το μαχαίρι του ο πρώτος διαγωνιζόμενος, ο αγώνας τελειώνει. Το κρέας που θα έχει απομείνει σε κάθε πιατέλα στη συνέχεια θα br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

133

ζυγιστεί και εκείνος που θα έχει το μικρότερο υπόλοιπο θα ανα­ κηρυχτεί ο πιο αδηφάγος άνθρωπος του βασιλείου. Ξεκινήστε!» Οι πρώτες πιατέλες δεν έφτασαν. Μετά από μία ώρα θορυ­ βώδους και ασταμάτητου φαγητού και οι δυο άντρες ζήτησαν δεύ­ τερη πιατέλα και λίγο αργότερα ο Καλαμόδρυς φώναξε να του φέ­ ρουν και τρίτη. Το πλήθος γέμιζε τώρα ασφυκτικά τον περίβολο, ακόμη και την πλατεία έξω από τα τείχη, ενώ διάφοροι άνθρω­ ποι περιφέρονταν ανάμεσα στον κόσμο που επευφημούσε και πρότειναν με φωνές αποδόσεις για στοιχήματα. Κοιτάζοντας α­ φηρημένος τους θεατές, διέκρινα με ιδιαίτερη χαρά τον Ώ τ ο τον Αρμένιο και το γιο του, εκείνους που μας είχαν διασκεδάσει στην πρώτη μου εκστρατεία. Φαίνεται ότι οι δυο τους είχαν πείσει κά­ ποιους θεατές που είχαν την ευγένεια να τους σηκώσουν στους ώ­ μους τους ώστε να μπορέσουν κι αυτοί να δουν το θέαμα. Ιδρω­ μένοι σερβιτόροι πάλευαν να ανοίξουν δρόμο μέσα από τους στρι­ μωγμένους ο ένας πάνω στον άλλο ανθρώπους, κουβαλώντας νέ­ ες πιατέλες με κρέατα, φλασκιά με κρασί και κανάτες με νερό. Ο Καλαμόδρυς είχε πέσει με μανία στο φαγητό του, μπουκώνοντας το στόμα του πότε με τεράστια κοψίδια ελαφιού και πότε με κομμάτες ψωμί. Η τεχνική του πατέρα ήταν πιο συγκρατημένη, α­ κολουθούσε πιο αργούς ρυθμούς, μασούσε κάθε μπουκιά συστη­ ματικά και, απ' ό,τι φαινόταν, με ευχαρίστηση. Υστερούσε σε σχέση με τον αντίπαλο του κατά μισή πιατέλα, αλλά δε φαινόταν να ανησυχεί. Στα μισά της τρίτης πιατέλας που έπρεπε να φάει ο Καλαμό­ δρυς χλόμιασε, ρεύτηκε τόσο δυνατά, που τραντάχτηκαν τα τροφαντά μάγουλά του, και κατέβασε με δύναμη την παλάμη του στο τραπέζι, ένδειξη ότι είχε τελειώσει. Ο πατέρας κοίταξε τον αντί­ παλο του έκπληκτος και, όπως έπαιρναν όρκο αργότερα κάποιοι θεατές, απογοητευμένος. Έ ρ ι ξ ε λίγο ακόμη αρσενικό στο κόκα­ λο που μασουλούσε, το ξεψάχνισε με άνεση κι ύστερα ζήτησε να του φέρουν και τη δική του τρίτη πιατέλα. Τα μάτια του πυγμά­ χου γούρλωσαν όταν είδε τη σκηνή και το πρόσωπο του κρέμασε από απογοήτευση όταν ο πατέρας συνέχισε με τη σταθερή, με­ θοδική του προσέγγιση και τέλειωσε χωρίς να δυσκολευτεί και την τρίτη μερίδα του - που από μόνη της ήταν αρκετό φαγητό για ένα ολόκληρο γεύμα υπό κανονικές συνθήκες. Έ π ε ι τ α ο Μιθρι­ δάτης στάθηκε όρθιος χαμογελώντας. Ο βασιλιάς δεν είχε χαλα­ ρώσει καν το ζωνάρι που συγκρατούσε τα περσικά παντελόνια br/zav

134

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

του ούτε είχε λύσει τη φαρδιά δερμάτινη ζώνη στην κοιλιά του, όπου είχε κρεμασμένο το μαχαίρι του. Με το φουσκωμένο απ' το πολύ φαΐ αθλητή να κοιτάζει ανήμπορος, ο πατέρας κατέβασε με μεγάλες γουλιές ένα ολόκληρο ασκί με κρασί για να σβήσει τη δί­ ψα του, έριξε το άδειο τομάρι πάνω στο τραπέζι και ύψωσε τα χέ­ ρια του ευχαριστώντας για τις επευφημίες στις οποίες είχαν ξε­ σπάσει οι θεατές. Ο κόσμος παρακολουθούσε εκστατικός. Αφού κόπασαν εντέλει οι επευφημίες, ο Αρχέλαος σήκωσε τα χέρια του ζητώντας απ' τους συγκεντρωθέντες να κάνουν ησυχία. Αυτό χρει­ άστηκε κάποια προσπάθεια, αλλά το εκδηλωτικό πλήθος τελικά ηρέμησε και η φωνή του πατέρα ήχησε βροντερή πάνω απ' τη θά­ λασσα των ανθρώπων. «Αξίζει κάθε τιμή στον άξιο αντίπαλό μου για την προσπάθειά του», είπε, ενώ οι θεατές γελούσαν πνιχτά. «Έχασε, αυτό είναι γε­ γονός, όμως μειονεκτούσε, αφού με προκάλεσε πάνω σ' ένα αντι­ κείμενο όπου τα καταφέρνω αρκετά καλά». Το πλήθος ξέσπασε σε γέλια κι εκείνος ξανασήκωσε τα χέρια του για να κάνουν ησυχία. «Αποφάσισα να προσφέρω στον άξιο Καλαμόδρυ μια ευκαι­ ρία να αποκαταστήσει τη χαμένη του τιμή, σε έναν αγώνα στο α­ ντικείμενο όπου ειδικεύεται εκείνος». Ο Καλαμόδρυς ανασηκώ­ θηκε από τη θέση του, άνοιξε τα πρησμένα κόκκινα μάτια του και άκουσε τη συνέχεια με βουβό ενδιαφέρον. «Τον προκαλώ σε α­ γώνα πυγμαχίας!» Για λίγο έπεσε απόλυτη ησυχία· ύστερα ακολούθησε πανδαι­ μόνιο. Ο Αρχέλαος πέρασε μπροστά για να πάρει τον έλεγχο της κατάστασης. «Ας συμφωνήσουμε λοιπόν στην ημερομηνία και τους κανόνες!» φώναξε καθώς οι φωνές χαμήλωναν. Βλέποντας το νέο τους βασιλιά να προκαλεί έναν πρωταθλητή της πυγμαχίας σε αγώνα, οι θεατές έμειναν ν' ακούσουν με ενθουσιασμό τις προε­ τοιμασίες γι' αυτό το θαυμαστό γεγονός. Ο πατέρας στάθηκε δίπλα στον Αρχέλαο και ο πιστός του φί­ λος ύψωσε τη φωνή του μιλώντας με τον επίσημο τόνο τελετάρ­ χη στους Αγώνες της Ολυμπίας. «Και πού θα διεξαχθεί αυτός ο αγώνας των πρωταθλητών;» ρώτησε τον πατέρα, και η φωνή του ακούστηκε σ' ολόκληρο τον περίβολο. Ο πατέρας κοίταξε τριγύρω, κρατώντας ακόμη μισό καρβέλι άζυμο ψωμί, το οποίο συνέχιζε να μασουλάει. «Λοιπόν, θα έλεγα σ' αυτό εδώ το βάθρο», απάντησε. «Μας κάνει μια χαρά». Ο πυγ­ μάχος έγνεψε ότι συμφωνούσε. br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

135

«Και πότε θα διεξαχθεί αυτός ο αγώνας για τον τίτλο του πρω­ ταθλητή;» Ο πατέρας τώρα πήρε απορημένο ύφος. «Τι πότε; Τώρα α­ μέσως φυσικά, μόλις καταφέρω να λύσω αυτή την αναθεματι­ σμένη ζώνη και απαλλαγώ από το όπλο». Άρχισε να γδύνεται, μέ­ νοντας μόνο μ' ένα περίζωμα, και το πυκνό πλήθος των θεατών ξέσπασε σε νέες επευφημίες. Ο πυγμάχος με δυσκολία κρατιόταν στη θέση του, ενώ κοιτούσε το βασιλιά χωρίς να καταφέρνει να κρύψει την κατάπληξή του. Ο αγώνας δεν είχε συνέχεια. Μόλις ο άμοιρος Καλαμόδρυς κατόρθωσε με τα χίλια ζόρια να σταθεί όρθιος για να αποδεχτεί την πρόκληση του πατέρα, έκανε εμετό και μετά παραπάτησε κι έπεσε λιπόθυμος από το βάθρο. Μεταφέρθηκε -στους ώμους του χαμογελαστού βασιλιά του- στο κοντινότερο κρεβάτι που βρέ­ θηκε, το οποίο έτυχε να βρίσκεται μέσα στην άμαξα του Ώ τ ο υ του Αρμένιου, που ήταν σταματημένη ακριβώς μπροστά απ' τις πύ­ λες του παλατιού. Με μεγάλες δρασκελιές ο πατέρας κατευθύν­ θηκε στο κάρο και ακούμπησε τον άντρα κάτω από το μουσαμά, προς μεγάλη απογοήτευση του εκπαιδευτή ζώων και του γιου του, οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει ως εκεί μαζί με το υπόλοιπο πλή­ θος. Χάρη σε μια γενναία αμοιβή από το βασιλιά, οι δύο κοντοστούμπηδες πείστηκαν να φροντίσουν το σουρωμένο παλαιστή μέχρι να ανακτήσει τις αισθήσεις του, αν και όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί μ' έναν εφιαλτικό πονοκέφαλο και βρέθηκε μπρο­ στά σ' ένα χαμογελαστό πίθηκο και μια λύκαινα που τον πα­ ρατηρούσαν, μάλλον δε θα κατάφερε ποτέ να ξαναβρεί τα λο­ γικά του. Ο πατέρας όμως δε γέμιζε τις μέρες του μόνο με αγώνες ή α­ νέμελες διασκεδάσεις. Η νέα του θέση του επέτρεπε να έχει πρό­ σβαση στα λαμπρότερα πνεύματα της Ελλάδας και της Ασίας, καθώς και το χρόνο αλλά και τους πόρους για να αφοσιωθεί στη μελέτη των έργων τους. Πέρασε αμέτρητες ώρες βελτιώνοντας τις γνώσεις του γύρω από τις πολλές γλώσσες του βασιλείου του, μαθαίνοντας νέες και αναπτύσσοντας την ευφράδεια και την οξύνοια που αργότερα θα αποδεικνύονταν τόσο αποτελεσματικά εργαλεία για το έργο της διακυβέρνησης. Αγάπησε τις τέχνες, και ειδικά τη γλυπτική, και δώρισε μεγάλα ποσά σε ναούς για το διά­ κοσμο τους, προσελκύοντας τους πιο ξακουστούς γλύπτες του κό­ σμου. Ακόμη και τα προνόμια των ναών -προνόμια με ιστορία που br/zav

136

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

χανόταν στα βάθη των αιώνων-, τα οποία είχαν ανακληθεί επί της ρωμαϊκής κυριαρχίας, τέθηκαν και πάλι σε ισχύ, κίνηση που προκάλεσε ευμενέστατα σχόλια από τους ιερείς αλλά και γενικό­ τερα από το λαό. Εξόριστοι και στιγματισμένοι πολιτικοί, διανοητές και στρα­ τιωτικοί από κάθε γωνιά του κόσμου έρχονταν στην Πέργαμο με την ελπίδα να ξεκινήσουν μια νέα ζωή, ενισχύοντας τη λάμψη και τη φήμη της ήδη πασίγνωστης πόλης. Κάποιες μικρότερες πόλεις στην περιοχή, οι οποίες είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από έναν πρόσφατο σεισμό, χτίστηκαν ξανά από την αρχή με έξοδα του πα­ τέρα. Και παρότι λαμβανόταν κάθε μέτρο προκειμένου να ξεχα­ στούν οι πικρές μνήμες από την πρόσφατη ρωμαϊκή κατοχή της επαρχίας, ο πατέρας δεν έπαψε να σέβεται τα στοιχεία εκείνα που θεωρούσε ότι αποτελούσαν τις λίγες θετικές πτυχές της ρω­ μαϊκής εξουσίας, μεταξύ των οποίων τον καλά οργανωμένο δι­ καστικό μηχανισμό, τις πολλές ακίνδυνες θρησκείες όπου υπήρ­ χε η λατρεία ρωμαϊκών θεοτήτων και συγκεκριμένες ειρηνόφιλες φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές. Τα μέτρα αυτά ήταν έξυπνα σχεδιασμένα ώστε να επιτευχθεί γρήγορα η μετάβαση από το πα­ λιό καθεστώς στο νέο. Πραγματικά, ένας χρυσός αιώνας ξεκινούσε για τον ελληνικό κόσμο.

Ωστόσο ο πατέρας δεν υποχρεώθηκε να σηκώσει αυτά τα βάρη μόνος, μια και πρόσφατα είχε αποκτήσει νέα σύντροφο. Δεν ή­ ταν σύζυγός του, καθώς, μετά την απογοητευτική του εμπειρία με την αδερφή του τη Λαοδίκη πριν από τόσα χρόνια, είχε ορκι­ στεί να μην ξαναπαντρευτεί. Δεν επρόκειτο όμως και για μια α­ πλή παλλακίδα στο χαρέμι του, αφού τέτοιες είχε αμέτρητες. Αυ­ τή η γυναίκα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Κατά τη διάρκεια της θριαμβευτικής του περιοδείας στις νέ­ ες κτήσεις, ο δρόμος τον είχε φέρει σε μια μικρή επαρχιακή πρω­ τεύουσα, τη Στρατονίκεια, μια πόλη που είχε παραμείνει μετριο­ παθής σύμμαχος των Ρωμαίων μέχρι τη μέρα που ο πατέρας μα­ ζί με το στρατό του εμφανίστηκε μπροστά στα ανίσχυρα τείχη της. Αφού δέχτηκε την παράδοση της πόλης, κατευθύνθηκε έ­ φιππος στην αγορά, επικεφαλής των στρατιωτών του, και εκεί που αναλογιζόταν δύσθυμα την ψυχρή υποδοχή που του επιφύbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

137

λασσε το πλήθος, το μάτι του έπεσε σε ένα όμορφο πρόσωπο. Αυ­ τό δεν ήταν ασυνήθιστο για τον πατέρα, που σπάνια περνούσε περισσότερες από μία ή δυο νύχτες μόνος, ακόμη κι όταν βρι­ σκόταν σε εκστρατεία. Συνήθιζε μάλιστα απλώς να δείχνει με το δάχτυλο το τυχερό κορίτσι που τραβούσε κάθε φορά την προσο­ χή του και να του κάνει νόημα να ακολουθήσει το καραβάνι με τους αυλικούς του. Το κορίτσι βέβαια υπάκουε ανεξαιρέτως, τις περισσότερες φορές με χαρά, συχνά αμήχανα, αλλά ποτέ διστα­ κτικά, αφού μια πρόσκληση για το χαρέμι του βασιλιά άνοιγε τις πόρτες σε πλούτη και τιμές, εξασφαλίζοντας τη μελλοντική προ­ στασία της οικογένειας της κοπέλας τόσο από τους ληστές όσο και από τους πιστωτές. Το συγκεκριμένο κορίτσι όμως ήταν διαφορετικό από τις υπό­ λοιπες κοπελιές που είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμά του: ήταν εκπληκτικά όμορφη και ξεχώριζε ανάμεσα στα ως συνήθως κακοντυμένα, λιγδιασμένα, φαφούτικα κορίτσια της πόλης όπως ξε­ χωρίζει ένα ρόδο ανάμεσα στα αγριόχορτα. Δεν μπορούσε να κα­ τάγεται από οικογένεια ευγενών, αφού τα ρούχα της ήταν εξίσου ρυπαρά και φθαρμένα μ' εκείνα όλων των άλλων κοριτσιών μέσα στο πλήθος· σε κάθε περίπτωση, κανένας ευγενής δε θα δεχόταν να στριμωχτεί μαζί με τα χαμίνια του δρόμου για να παρακολου­ θήσει την παρέλαση ενός στρατού κατακτητών. Το πρόσωπό της όμως... Το πρόσωπό της ήταν ό,τι πιο θεϊκό είχα αντικρίσει στη ζωή μου. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της έμεναν διαρκώς κολλημένα στον πατέρα την ώρα που περνούσε έφιππος από μπροστά της και τα λαμπερά κατάμαυρα μαλλιά της έφταναν μέχρι τη μέση της, πιασμένα σε μακριά πλεξούδα και τραβηγμένα προς τα πίσω με μια απλή κορδέλα στολισμένη με χάντρες που φορούσε ψηλά στο μέτωπο. Το δέρμα της ήταν φωτεινό, ανοιχτόχρωμο, η μύτη της ί­ σια και χαριτωμένη και τα λεπτοκαμωμένα χείλη της ελαφρώς σφιγμένα. Ακόμη και στα δικά μου μάτια η κοπέλα φάνταζε σαν να ακτινοβολούσε. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να γυρίσει σε­ μνότυφα το κεφάλι της ή να χαμηλώσει τα μάτια στις λοξές ματιές που της έριχναν οι Πόντιοι αξιωματικοί περνώντας από μπροστά της. Για ποιο λόγο άλλωστε; Ήταν μια θεά, μια Αφροδίτη ανάμε­ σα στους χωρικούς, και η περήφανη, γεμάτη αυτοπεποίθηση έκ­ φρασή της φανέρωνε ότι ήξερε την αξία της και ότι είχε σταθεί σ' εκείνο το σημείο για ένα συγκεκριμένο σκοπό - για να τραβήξει το βλέμμα του πατέρα. Και πράγματι ο πατέρας την πρόσεξε. br/zav

138

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο βασιλιάς γύρισε απότομα το κεφάλι του την ώρα που περ­ νούσε από μπροστά της και δε δίστασε να υψώσει το δάχτυλό του δείχνοντας τη μικρή, όπως συνήθιζε να κάνει. Η αντίδρασή της όμως δεν ήταν αυτή που περίμενε. Η κοπέλα συνοφρυώθηκε φα­ νερά και έστρεψε την προσοχή της σε μια συζήτηση που είχε με έναν πιο ηλικιωμένο άντρα, που πρέπει να ήταν ο πατέρας της. Το πρόσωπο του βασιλιά σκοτείνιασε μεμιάς. «Πήγαινε να φέρεις εκείνο το κορίτσι», μουρμούρισε στον Βιτούιτο, όμως ο υπομονετικός σωματοφύλακας επέστρεψε λίγες στιγμές αργότερα με άδεια χέρια. «Άρχοντά μου», είπε ψιθυριστά ο Γαλάτης, συνεχίζοντας την παρέλασή τους στους δρόμους της πόλης. «Το όνομά της είναι πα­ ράξενο: Μονίμη. Δε μου αρέσει αυτός ο οιωνός... Σαν να ήρθε για να εγκατασταθεί μόνιμα...» Ο πατέρας τον αγριοκοίταξε. «Και τι με νοιάζει το όνομά της; Σου είπα να μου τη φέρεις». «Αρνείται να έρθει. Λέει ότι είναι μόλις δεκαεφτά χρονών, πο­ λύ νέα ακόμη για να αφήσει την οικογένειά της, εκτός αν πα­ ντρευτεί». «Τι πράγμα;» αναφώνησε ο πατέρας. Κυριολεκτικά σταμάτη­ σε στη μέση του δρόμου και κοίταξε έκπληκτος τον Βιτούιτο, ε­ νώ οι αξιωματικοί και οι οπλίτες που ακολουθούσαν στριμώχτη­ καν άκομψα πίσω τους, κρατώντας τη δέουσα απόσταση, την ώ­ ρα που ο πολεμιστής βασιλιάς τους διαπληκτιζόταν φανερά με το σωματοφύλακά του. Πίσω από τους αξιωματικούς ακουγόταν φα­ σαρία. Κατέβηκα από το άλογό μου και άνοιξα δρόμο μέσα από το πλήθος για να δω τι συνέβαινε. Η πρόταση που έκανε ο Βιτούιτος στη Μονίμη προφανώς δεν είχε διατυπωθεί με τον πιο κομψό τρόπο. Δε χωρούσε αμφιβολία ότι η βαριά γαλατική προφορά του είχε τραβήξει την προσοχή συγγενών και περαστικών που βρίσκονταν γύρω από το κορίτσι. Τώρα μια ομάδα καμιά πενηνταριά εμπόρων και χωρικών πλη­ σίαζε με χαρές και πανηγύρια κρατώντας τη Μονίμη και τον πα­ τέρα της στους ώμους, ανοίγοντας δρόμο μέσα από τις γραμμές των έκπληκτων Πόντιων αξιωματικών και πανηγυρίζοντας για την τύχη που έδειξε το καλό της πρόσωπο χαμογελώντας σ' ένα κορίτσι της τάξης τους μέσω της πρότασης γάμου που της είχε κά­ νει ο βασιλιάς. Μέσα σε λίγες στιγμές το χαρούμενο πλήθος έ­ φτασε στο σημείο όπου βρισκόμασταν εμείς. br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

139

Ο πατέρας έμεινε να κοιτάζει τον κόσμο με το στόμα ανοιχτό όταν άκουσε τα συγχαρητήριά τους. «Γάμος!» βρυχήθηκε. «Κανείς δε μίλησε για γάμο!» «Αυτός μίλησε!» του γύρισε με επικριτικό τρόπο ο πατέρας της κοπέλας δείχνοντας τον Βιτούιτο. Ο κόσμος άρχισε να γελάει πνι­ χτά και ο Βιτούιτος έγινε κόκκινος σαν παντζάρι. «Άρχοντά μου, δεν είπα τίποτα για γάμο!» τραύλισε. «Απλώς διέταξα το κορίτσι να... να...» «Να τι;» φώναξε ο πατέρας του κοριτσιού. «Να συνοδεύσει το βασιλιά!» απάντησε φωνάζοντας και ο Βιτούιτος. «Και τι σημαίνει αυτό αν όχι γάμο;» ανταπάντησε ο πονηρός πατέρας της κοπέλας. «Η κόρη μου είναι παρθένα, υπόδειγμα η­ θικής. Τι μπορεί να την ήθελε ο βασιλιάς αν όχι για να την πα­ ντρευτεί;» Οι άντρες γύρω του έβαλαν πάλι τις αναθεματισμένες φωνές, συνοδευόμενοι αυτή τη φορά από τους πανηγυρικούς α­ λαλαγμούς ορισμένων γυναικών, συγγενών του κοριτσιού, οι ο­ ποίες εμφανίστηκαν από το πουθενά για να συμπαρασταθούν στους άντρες τους. Όλοι αυτοί, αν μη τι άλλο, σχημάτισαν μια α­ κόμη πιο επιθετική μάζα που άνοιγε δρόμο σκουντώντας και σπρώχνοντας τους Πόντιους αξιωματικούς. Ο πατέρας αρχικά έμεινε άναυδος, μα στη συνέχεια κόντευε να εκραγεί, καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η εξασφάλιση μιας τρυφερής συντροφιάς θα έφτανε σε τέτοιο σημείο. «Το κορίτσι αρνείται να συνοδεύσει το νέο βασιλιά της;» είπε με χαμηλή αλλά γεμάτη ένταση φωνή στον Βιτούιτο, ο οποίος πάλευε να ακούσει τι του έλεγε με το συγγενολόι της κοπέλας να ωρύεται δίπλα του. « θ α 'πρεπε να είναι ευτυχής που θα κάνει το καθήκον της απέναντι στο Στέμμα! Δεκαεφτά χρονών... Εγώ ήμουν άντρας στα δεκαεφτά μου! θα 'πρεπε να έχει παντρευτεί εδώ και τρία χρόνια, κι αφού αυτό δε συνέβη, τώρα ας βρει αλλιώς το δρό­ μο της. Να τη στείλεις αμέσως στα διαμερίσματά μου». Ο Βιτούιτος ανασήκωσε τους ώμους του και έγνεψε στο κορί­ τσι, που τον κοίταζε με πονηρή έκφραση. Με εκκωφαντικές ε­ πευφημίες να αντηχούν στον αέρα, σύσσωμη η πανευτυχής οικο­ γένεια άνοιξε δρόμο μέσα από τις γραμμές των αλόγων των Πό­ ντιων αξιωματικών και με ζωηρό βήμα έφτασε μέχρι το παλάτι του κυβερνήτη όπου θα καταλύαμε. Εκεί ο Βιτούιτος κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να στείλει στα σπίτια του το περιχαρές πλήθος br/zav

140

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

προκειμένου να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μόνο με τον πατέ­ ρα και την κόρη. Τα παζάρια της κοπέλας θα τα ζήλευαν ακόμη κι οι Ρωμαίοι. Ο πατέρας της μάλιστα, βλέποντας το ενδιαφέρον του βασιλιά να γευτεί τις χάρες της θυγατέρας του, δεν έκανε καν τον κόπο να παινέψει την ομορφιά της ή την ικανότητά της στο γνέσιμο και τον αργαλειό. «Το να κάνω κάτι τέτοιο», σχολίασε με γλοιώδες υ­ φός, «θα ήταν σαν να άλειφα με μέλι την κερήθρα». Αντ' αυτού λοιπόν, ο πατέρας της κοπέλας άρχισε να θέτει τα πιο παράλογα αιτήματα. Στην αρχή ο Βιτούιτος άκουγε και δεν πίστευε στ' αφτιά του, έπρεπε όμως να προσπαθήσει να πετύχει τους καλύτερους δυνατούς όρους για να εξασφαλίσει την παμπό­ νηρη κοπέλα. Μετά τη σκηνή στην αγορά ο Μιθριδάτης δεν είχε το περιθώριο να κάνει πίσω και να στείλει άπρακτη την κοπέλα στο σπίτι της, αφού αυτό θα ήταν πλήγμα για το γόητρό του στα μάτια των πολιτών - θα φαινόταν λες και η κοπέλα είχε ζητήσει κάτι που δεν μπορούσε να αντέξει η τσέπη του βασιλιά, σαν να ήταν η αξία της μεγαλύτερη απ' ό,τι μπορούσε να προσφέρει α­ κόμη και ο κατακτητής της πόλης της, κι αυτό ήταν κάτι που η περηφάνια του πατέρα δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Επρόκει­ το για μια κατάσταση που του προκαλούσε δυσαρέσκεια, γι' αυ­ τό προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί όσο μπορούσε αποσυρό­ μενος στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του και αφήνοντας τον Βιτού­ ιτο να κλείσει τη συμφωνία. Στο τέλος η Μονίμη δεν πέτυχε το γάμο και τη βασιλεία που είχε απαιτήσει στη μέση του πολύβουου δρόμου. Μετά όμως α­ πό μια νύχτα που κράτησε πολύ, μια νύχτα που σφραγίστηκε ό­ χι από έρωτα, αλλά από μια ασύλληπτη σειρά οικονομικών δια­ βουλεύσεων, βρέθηκε ξαφνικά στη θέση της ευτυχούς κατόχου δεκαπέντε χιλιάδων χρυσών νομισμάτων, ενώ της αναγνωρίστη­ κε και το δικαίωμα να φορά το πολύτιμο διάδημα και να απο­ λαμβάνει τις δημόσιες τιμές μιας κανονικής βασιλικής συζύγου. Εκτός αυτού, ο αετονύχης πατέρας της, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν παπουτσής, αλλά έπειτα από διεξοδικότερη έρευνα αποκα­ λύφθηκε ότι ήταν ένας πανέξυπνος ιταλόφωνος έμπορος που εί­ χε κατορθώσει με κάποιο τρόπο να σωθεί από την πρόσφατη ε­ ξόντωση των συμπατριωτών του, δε γλίτωσε μόνο τη ζωή του· προήχθη επίσης στη θέση του κυβερνήτη της επαρχίας της Εφέ­ σου. Ο παμπόνηρος μπάσταρδος όμως δεν μπήκε καν στον κόπο br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

141

να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του όπως άρμοζε στις περιστά­ σεις. Απεναντίας, συμπεριφερόταν λες και η τεράστια τιμή που του είχε μόλις γίνει και τα μπαούλα με το χρυσάφι που τη συνό­ δευαν ήταν απλώς η δίκαιη ανταμοιβή του που αποχωρίστηκε την κόρη του. Η Μονίμη τουλάχιστον πέτυχε το σκοπό της, έχοντας πλέον το δικαίωμα να κάθεται στο πλευρό του πατέρα σε όλες τις επίση­ μες εκδηλώσεις. Ουσιαστικά ήταν η βασίλισσα της Ασίας. Το μό­ νο που δεν είχε εξασφαλίσει ήταν ένας νόμιμος γάμος. Κι ο πα­ τέρας όμως είχε πετύχει κατά κάποιο τρόπο το σκοπό του, αν και το τίμημα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα έπρεπε να είχε πληρώσει αν η περηφάνια και η ματαιοδοξία δεν είχαν θολώσει την κρίση του. Γιατί, αν μπορούσε να ξέρει τι βάσανο θα αποδεικνυόταν αυ­ τή η γυναίκα, θα είχε χρησιμοποιήσει τα χρήματα που πλήρωσε στον πατέρα της για να τη στείλει στη Ρώμη, όπου θα μπορούσε να ταλαιπωρεί τους εχθρούς του αντί τον ίδιο.

Εκείνο το φθινόπωρο η επικράτεια του πατέρα συνέχισε να επε­ κτείνεται χωρίς ο ίδιος να καταβάλει σχεδόν καμία προσπάθεια, όπως μια αποδοτική τοκοφόρα επένδυση, σαν αυτές στις οποίες ειδικεύονται οι Ρωμαίοι αργυραμοιβοί. Σ' ένα συνηθισμένο ταξί­ δι στο Αιγαίο ο ναύαρχος Αρχέλαος, επικεφαλής του ποντιακού στόλου, διαπίστωσε ότι οι νησιώτες Έλληνες ήταν εξίσου πρόθυ­ μοι να απαλλαγούν από το ρωμαϊκό ζυγό όσο και τα αδέρφια τους στην Ασία. Ξύπνησε νωρίς ένα πρωί στη ναυαρχίδα του και βρήκε πέντ' έξι πρέσβεις από διάφορες πόλεις και νησιά να πολιορκούν την καμπίνα του, εκλιπαρώντας τον να δεχτεί την υποστήριξη που πρόσφεραν στο νέο βασιλιά των Ελλήνων, τον Μιθριδάτη. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας ο Αρχέλαος ανακάλυψε ότι είχε υπό τον έλεγχό του όλα τα νησιά ανατολικά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Χωρίς να ρίξει ούτε ένα βέλος, χωρίς να βυθίσει ούτε ένα εχθρι­ κό πολεμικό πλοίο, είχε πλέον τον απόλυτο έλεγχο όλων των θα­ λάσσιων εμπορικών οδών από την Κρήτη μέχρι τη Θράκη. Η μοναδική εστία αντίστασης ήταν το νησάκι της Δήλου, γε­ νέτειρα του Απόλλωνα και της Άρτεμης, έδρα της μεγάλης ρω­ μαϊκής αγοράς δούλων, στη γη του οποίου βρισκόταν ο ιερότερος br/zav

142

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ίσως τόπος του ελληνικού κόσμου, ο ναός προς τιμήν του Δήλιου Απόλλωνα, που είχε περάσει σε ρωμαϊκά χέρια. Εδώ οι Ιταλοί δουλέμποροι που κυβερνούσαν το νησί αντιστέκονταν σθεναρά στην απαίτηση του Αρχέλαου να παραδοθούν. Χάνοντας την ψυ­ χραιμία του κάποια στιγμή, ο Αρχέλαος επιτέθηκε με τον πειρα­ τικό του στόλο εναντίον της πόλης, που δε διέθετε τείχη και προ­ στατευόταν μόνο από την ιερότητα των ναών της. Μέσα σε μία μέ­ ρα είχε κάμψει κάθε αντίσταση και απελευθέρωσε χιλιάδες δού­ λους, μεταξύ των οποίων και μια ομάδα Αφρικανών νάνων, οι πρόγονοι των οποίων είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτοι μακριά από την πατρίδα τους και είχαν υποχρεωθεί να αναπαράγονται μεταξύ τους προκειμένου να παρέχουν στα αφεντικά τους νέους χορευ­ τές για την ετήσια γιορτή προς τιμήν της νίκης των γερανών σε βάρος των Πυγμαίων*. Οι πειρατές πυρπόλησαν την πόλη και τις τεράστιες αποθηκευτικές εγκαταστάσεις που περιστοίχιζαν τη νό­ τια πλευρά του λιμανιού, ελάχιστα έξω από τα όρια της περιοχής με τους ναούς. Ο πατέρας εξοργίστηκε ιδιαίτερα όταν πληροφο­ ρήθηκε ότι πολλά αγάλματα και έργα τέχνης ανεκτίμητης αξίας είχαν καταστραφεί κατά την επίθεση, χτυπημένα από τους κα­ ταπέλτες των πειρατών, ενώ κάποια άλλα πετάχτηκαν στη θά­ λασσα στη διάρκεια των πανηγυρισμών των μεθυσμένων -και α­ δαών- πειρατών. Ακόμη κι έτσι όμως ο θησαυρός του Δήλιου Απόλλωνα ήταν α­ μύθητος: πέντε αιώνες προσφορών από κάθε πόλη του ελληνικού κόσμου, αχανείς αίθουσες γεμάτες από πάνω μέχρι κάτω με ρά­ βδους ασημιού και σάκους που ξεχείλιζαν απ' το χρυσάφι, πολύ­ τιμα έργα τέχνης, σπάνια μάρμαρα και αγάλματα, μια βιβλιοθή­ κη γεμάτη παπύρους με τίτλους ιδιοκτησίας και χρεόγραφα, κα­ σέλες με πολύτιμα πετράδια, χρυσές κούπες, εκλεκτά μετάξια α­ πό μυστηριώδεις χώρες της Ανατολής - οι θησαυροί του νησιού ήταν πραγματικά ασύγκριτοι. Ωστόσο, όση ώρα ο Αρχέλαος στε­ κόταν ανάμεσα στις πελώριες μπρούντζινες πόρτες που οδηγού­ σαν στο θησαυροφυλάκιο στο κέντρο της περιοχής με τους ναούς, κοιτάζοντας τα ερείπια της λεηλατημένης πόλης που κάπνιζαν α-

* Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Αιγύπτιοι έστειλαν γερανούς εναντίον των Πυγμαίων, ενώ ο Πλίνιος συμπληρώνει ότι τα πουλιά αυτά επέφεραν μεγάλες καταστροφές σ' αυτή τη φυλή. Η μάχη των Πυγμαίων κατά των γερανών αποτυπώθηκε και στην τέ­ χνη. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

143

κόμη και παρατηρώντας τους ναύτες του να στρατοπεδεύουν στα σκαλοπάτια των ιερών κτισμάτων που εκτείνονταν μπροστά του, έξυνε το κεφάλι του αναλογιζόμενος το δίλημμα που καλούνταν να αντιμετωπίσει. Τι κάνει ο άνθρωπος με τέτοιες ασύλληπτες ποσότητες λαφύρων; Τι να κάνει έναν πλούτο που δεν ανήκει σε κάποιο ηττημένο εχθρό, αλλά σε ένα θεό, και τον οποίο δώρισαν αμέτρητες πόλεις-κράτη και βασίλεια, ορισμένα από τα οποία δεν υπήρχαν πια; Να εγκαταλείψει το μέρος και να κατακτήσει νέες περιοχές, αφήνοντας αυτά τα ανυπολόγιστης αξίας πλούτη στη φύλαξη μιας φρουράς αποτελούμενης από... πειρατές; Και μόνο η σκέψη ήταν φαιδρή. Να επιστρέψει τις προσφορές σ' ε­ κείνους που τις είχαν κάνει; Λογιστικός εφιάλτης. Να αδειάσει το θησαυροφυλάκιο και να μεταφέρει τα πάντα πίσω στην Έ φ ε σο για να τα αποδώσει στο βασιλιά; Ο κίνδυνος μια τέτοια ενέρ­ γεια να προκαλέσει την οργή του Απόλλωνα και των πόλεων που είχαν κάνει τις δωρεές ήταν μεγάλος και οι συνέπειες αδιανόητες. Η λύση ήρθε από τον ίδιο τον πατέρα, σε ένα μήνυμα στο πλαίσιο της συνηθισμένης αλληλογραφίας τους που έφτασε μία εβδομάδα αργότερα. Με το έγγραφο αυτό συνέχαιρε τον Αρχέλαο για τον άθλο του και τον ευχαριστούσε για τους Πυγμαίους που είχε στείλει, οι οποίοι, σημειωτέον, ήταν απολαυστικά... αγενείς με όλους, του βασιλιά συμπεριλαμβανομένου. Με το που πληρο­ φορήθηκε τη λεηλασία της Δήλου, ο πατέρας συνειδητοποίησε α­ μέσως τη δυσκολία της διασφάλισης των θησαυρών του ιερού. Σε αντίθεση όμως με το ναύαρχό του, δε χαράμισε ούτε στιγμή α­ γωνιώντας για το τι έπρεπε να κάνει. Η λύση στην οποία είχε κα­ ταλήξει ήταν όλος ο θησαυρός να σταλεί στην... Αθήνα. Ο Αρχέλαος πρέπει να έμεινε άναυδος όταν διάβασε τη δια­ ταγή. Ο αδερφός του, ο Νεοπτόλεμος, ο οποίος είχε μείνει πίσω στην Πέργαμο, διαφώνησε έντονα και διαμαρτυρήθηκε μόλις τον ενημέρωσε ο πατέρας για το περιεχόμενο του μηνύματος που κα­ λούνταν να μεταφέρει στον Αρχέλαο. «Άρχοντά μου!» αναφώνησε. «Η Αθήνα είναι αφοπλισμένη ε­ δώ και έναν αιώνα, δε συγκροτεί στρατό από τις τάξεις των πο­ λιτών της· κανένας Αθηναίος δεν έχει υπηρετήσει σε φάλαγγα ού­ τε έχει κωπηλατήσει σε τριήρη εδώ και γενιές. Πώς μπορεί η Αθή­ να να προστατεύσει έναν τέτοιο θησαυρό;» Είχε δίκιο φυσικά. Περισσότερα από εκατό χρόνια η Αθήνα είχε αποφύγει τις συγκρούσεις, αυτή, μια πόλη με ιστορία αιώνων br/zav

144

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

που περνούσε ήσυχα στο περιθώριο του ρωμαϊκού κόσμου. Κι ό­ μως, το κύρος της παρέμενε τεράστιο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε κανένας Ρωμαίος δεν είχε διανοηθεί να κυβερνήσει την πό­ λη και κανένας ρωμαϊκός στρατός κατοχής δεν είχε περάσει τα τείχη της, παρόλο που η Αθήνα βρισκόταν υπό την «προστασία» της Ρώμης μέσω του αντιπραίτορα της Μακεδονίας. Ο πατέρας κοίταξε πονηρά τον Νεοπτόλεμο και έγνεψε καταφατικά. «Υπάρχουν και μορφές προστασίας που δεν έχουν σχέση με τα όπλα. Ακόμη κι αν δε διαθέτει στρατό ή ναυτικό, η Αθήνα εί­ ναι ο πιο πολύτιμος σύμμαχος που θα μπορούσαμε να αποκτή­ σουμε. Για ποιο άλλο λόγο χαίρει της ήπιας αντιμετώπισης της Ρώ­ μης; Το κύρος της πόλης είναι σημαντικότατο...» Ο Νεοπτόλεμος τον διέκοψε ανυπόμονα. «Μα είναι απρο­ στάτευτη! Μία μόνο ρωμαϊκή λεγεώνα θα αρκούσε για να κυρι­ εύσει τα τείχη της ανά πάσα στιγμή! Και όλος αυτός ο θησαυ­ ρός...» «Όχι τελείως απροστάτευτη. Η Ακρόπολη και ο Πειραιάς εί­ ναι τα ισχυρότερα οχυρά σε στεριά και θάλασσα στην Ευρώπη. Μπορεί να έχουν ερειπωθεί, αλλά να είσαι σίγουρος ότι, όταν κα­ ταφθάσει ο Αρχέλαος μ' ένα στόλο φορτωμένο θησαυρούς, τα τεί­ χη θα επιδιορθωθούν». Πράγματι, με τη λεηλασία της Δήλου και την παραχώρηση α­ πό τον πατέρα ολόκληρου του θησαυρού στην Αθήνα η παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων άλλαξε άρδην. Οι επευφημίες του αθηναϊ­ κού λαού για τη γενναιόδωρη κίνηση καλής θέλησης του βασιλιά έφταναν μέχρι τις ακτές της ιταλικής χερσονήσου. Ο πατέρας έ­ στειλε έναν τεράστιο στόλο και αντίστοιχο στρατό, με τον Αρχέ­ λαο γενικό διοικητή, προκειμένου να προστατευτεί ο Πειραιάς, εξέλιξη που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους κατοίκους της Αθήνας. Οι επιτυχίες του Πόντου πολλαπλασιάζονταν με αμείωτο ρυθ­ μό, ξεπερνώντας τις ελπίδες και τις προσδοκίες ακόμη του ίδιου του βασιλιά. Λίγες μέρες μετά τη δήλωση πίστης στην οποία προ­ χώρησε η Αθήνα, η αρχαία πόλη της Σπάρτης έπραξε το ίδιο και λίγο αργότερα ακολούθησε η ισχυρή Θήβα. Και οι δύο αυτές πό­ λεις διέθεταν ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες συνεισέ­ φεραν στην ποντιακή συμμαχία. Ολόκληρη η Ελλάδα ανακήρυ­ ξε τον Μιθριδάτη σωτήρα και βασιλιά. Κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στη Ρώμη. br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

145

Δυο νίκες μέσα σε ένα καλοκαίρι, σε βάρος ενός Βιθυνού υ­ ποτελούς βασιλιά και ενός Ρωμαίου κυβερνήτη, είχαν αποδειχτεί αρκετές για να αναδειχτεί ο πατέρας απόλυτος κυρίαρχος πε­ ριοχών που ανταγωνίζονταν σε έκταση τις κτήσεις της ίδιας της Ρώμης. Ήταν ο πιο τρομερός άντρας πάνω στη γη, όλοι τον φοβόνταν, με εξαίρεση τους αδάμαστους Πυγμαίους χορευτές και τη σύντροφό του, τη Μονίμη. Και ένα μικρό νησί στην άκρη του Αιγαίου: τη Ρόδο.

br/zav

IV

«ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΕ ΔΙΑ!» σχολίασε αγανακτισμένος ο πατέρας ό­ πως στεκόταν στην πλώρη της ναυαρχίδας του, μιας ταχύτατης πο­ λεμικής τριήρους που κινούνταν χάρη σε τρεις σειρές κωπηλατών. Βρισκόταν επικεφαλής μιας μοίρας είκοσι πέντε τέτοιων καρα­ βιών -καλοφτιαγμένων χιώτικων και κρητικών σκαριών- που απέπλεαν με αργό ρυθμό από το λιμάνι του Μανδρακίου, κάτω α­ πό το φρούριο της Ρόδου. Περάσαμε μέσα από το στενό που κά­ ποτε γεφύρωνε ο Κολοσσός, του οποίου τα χάλκινα υπολείμματα διακρίνονταν ακόμη διασκορπισμένα στο λευκό αμμώδη βυθό. Στη συνέχεια τα πλοία βγήκαν στον πορθμό που χώριζε τη Ρόδο από την ηπειρωτική Ασία, εκεί όπου η υπόλοιπη αρμάδα περίμενε τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων. «Αχάριστοι, εγώ πλήρωσα για να ξαναφτιαχτεί η μισή πόλη!» Αν και πολιορκούνταν από το μεγαλύτερο στόλο της Μεσο­ γείου, επικεφαλής του οποίου ήταν ο άντρας που μόλις πρόσφα­ τα είχε ανακηρυχτεί βασιλιάς των Ελλήνων, η μικρή πόλη της Ρό­ δου αρνιόταν ακόμη και να εξετάσει την περίπτωση να αναθεω­ ρήσει τη μακρόχρονη συμμαχία της με τη Ρώμη. Ήταν η μονα­ δική εστία αντίστασης ανάμεσα σε όλα τα ελληνικά νησιά, όμως λόγω της στρατηγικής θέσης του λιμανιού της, λίγο έξω από τις ασιατικές ακτές, το οποίο προστατευόταν από ένα απόρθητο φρούριο χτισμένο ψηλά πάνω στους βράχους, αποτελούσε σοβα­ ρό πρόβλημα για οποιονδήποτε ηγεμόνα των ηπειρωτικών πε­ ριοχών επιθυμούσε ανεμπόδιστο έλεγχο των εμπορικών οδών προς την Ασία. Το σημαντικότερο ήταν ότι ο Ρωμαίος ανθύπατος, ο Κάσσιος, είχε βρει καταφύγιο εδώ μαζί με τους Ρόδιους συμμάχους του, ό­ πως είχε συμβεί και με άλλους επιζώντες του Εσπερινού της Εφέ­ σου, με τον ίδιο τον Κάσσιο να ηγείται της ροδίτικης αντίστασης.

br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

147

Ακόμη κι από αυτή την απόσταση, πέρα από την είσοδο του λι­ μανιού, μπορούσαμε να διακρίνουμε εκατοντάδες εργάτες που ενίσχυαν με εντατικούς ρυθμούς τα τείχη της πόλης και προετοί­ μαζαν τα περίφημα ροδίτικα πολεμικά πλοία που βρίσκονταν στα προστατευμένα καρνάγια τους, βαθιά μέσα σε σπηλιές που είχαν ανοιχτεί στα απόκρημνα βράχια στην άκρη της θάλασσας κάτω από την πόλη. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, οι Ρόδιοι δεν ήταν τελείως αχάριστοι: από τη στιγμή που εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα μεγαλόπρεπα δημόσια κτίρια που είχαν ανε­ γερθεί πριν από αρκετά χρόνια χάρη σε μια δωρεά του βασιλιά, είχαν τουλάχιστον την ευγένεια να διατηρήσουν το πελώριο ά­ γαλμά του που είχαν τοποθετήσει στην αγορά προς τιμήν του. Ακόμη κι από το σημείο όπου βρισκόμασταν στον πορθμό φαι­ νόταν αυτός ο νέος «Κολοσσός». Το επιχρυσωμένο άγαλμα γυά­ λιζε τόσο δυνατά κάτω από το θερμό φως του ήλιου, ώστε δεν ά­ ντεχα να κρατώ το βλέμμα μου για πολύ πάνω του. Η Ρόδος θα α­ ποδειχτεί σκληρό καρύδι, σκέφτηκα· ακόμη και τότε που ήμουν τό­ σο νέος μπορούσα να αντιληφθώ ότι οι οχυρώσεις της ήταν πανί­ σχυρες. Και το πρώτο πράγμα που θα γκρέμιζαν οι βολές από τις βαλλίστρες των πλοίων μας θα ήταν το άγαλμα του Μιθριδάτη. «Νεοπτόλεμε!» φώναξε ο πατέρας και ο παλιός του φίλος βρέ­ θηκε γρήγορα στο πλευρό του, αφήνοντας το πόστο του απ' όπου έστελνε με σήματα οδηγίες στους καπετάνιους των υπόλοιπων σκαφών. Παρότι ο πατέρας ήταν ευφυέστατος στη διοίκηση, είχε μικρή πείρα από θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις, γι' αυτό είχε αφήσει την τακτική διοίκηση της αρμάδας στον Νεοπτόλεμο. «Έχουμε ένα θήραμα να κυνηγήσουμε. Κοίτα!» Στρέφοντας την προσοχή του πέρα από τις ψεκάδες που σή­ κωνε η πλώρη του πλοίου και την εκτυφλωτική λάμψη των ηλιό­ λουστων κυμάτων, ο Νεοπτόλεμος εντόπισε κάποια κίνηση σ' έ­ να σημείο των απότομων βράχων που χώνονταν στη θάλασσα κο­ ντά στην είσοδο του λιμανιού. Έ ξ ι ροδίτικα πολεμικά είχαν κά­ νει την εμφάνισή τους από μια σπηλιά και τώρα κωπηλατούσαν ολοταχώς επιχειρώντας να σπάσουν τον αποκλεισμό του πορθμού από τον ποντιακό στόλο, πιθανότατα για να εξασφαλίσουν προ­ μήθειες από την Κρήτη. Η μοίρα των είκοσι πέντε τριηρών όπου επιβαίναμε κι εμείς ήταν οι κοντινότερες δυνάμεις του ποντια­ κού στόλου στην είσοδο του λιμανιού, αλλά ήταν φανερό ότι οι Ρό­ διοι πίστευαν πως μπορούσαν να μας ξεφύγουν. br/zav

148

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο Νεοπτόλεμος χαμογέλασε πλατιά. «Σαν να ψαρεύεις σε λε­ κάνη». Αφού έδωσε εντολές με βροντερή φωνή στον πλοίαρχο της τριήρους, διέταξε τον Μαχάρη και μένα να πάρουμε θέσεις στην πρύμνη, για να μην είμαστε ανάμεσα στους πολεμιστές που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στο κέντρο του καταστρώματος. Πέ­ ρασα πάνω από τα κουλουριασμένα σκοινιά, τα όπλα και τα ε­ φεδρικά κουπιά με ευελιξία που θα ζήλευε και πίθηκος, όμως ο Μαχάρης έμεινε πίσω. Αν και ήταν κοτζάμ άντρας πια, δεν είχε αποδειχτεί ικανός ναύτης σ' αυτό το ταξίδι. «Νιώθω χάλια», γκρίνιαξε όταν έφτασε τελικά στην πρύμνη. Τον παρατήρησα προσεκτικά. Το πρόσωπό του ήταν ωχρό -μου θύμισε τον Καλαμόδρυ τον πυγμάχο μετά το διαγωνισμό πολυ­ φαγίας- και παραπατούσε επικίνδυνα. «Δε νομίζω ότι μπορώ να σταθώ εδώ», είπε. Άρχισε να τρεκλίζει, τον έπιασε λόξιγκας και τελικά δεν κατάφερε να συγκρατηθεί κι έκανε εμετό πάνω στα πό­ δια μου. «Κάθισε εδώ», του είπα, απλώνοντας ένα μουσαμά πάνω σε κά­ τι κουλουριασμένα χοντρά σκοινιά στη βάση του καταρτιού. Έ π ε ­ σε βαρύς εκεί που του υπέδειξα, ανακουφισμένος, και έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να αγνοήσει το κούνημα του πλοίου. «Εδώ θα είμαι, από πάνω σου». Σκαρφάλωσα μέχρι τα μισά του καταρτιού, πιάστηκα από έ­ να σκοινί που κρεμόταν και ανέβηκα μέχρι το παρατηρητήριο, την εξέδρα που χρησιμοποιούσαν οι ναύτες για να αναζητούν στη θά­ λασσα εχθρικά πλοία, αλλά και κανένα τόνο ή ξιφία που θα μπο­ ρούσαν να καμακώσουν για να προσθέσουν κάτι φρέσκο στη δια­ τροφή τους. Βολεύτηκα εκεί, μια και τα μαζεμένα πανιά δεν ε­ μπόδιζαν το οπτικό μου πεδίο, και παρακολουθούσα τις ετοιμα­ σίες πάνω από τα κεφάλια των πολεμιστών που συγκεντρώνονταν στο κατάστρωμα. Ο ρυθμικός χτύπος των σφυριών πάνω σε ξύλινες πλάκες ε­ ντάθηκε καθώς οι κελευστές, υπεύθυνοι για το συντονισμό των κουπιών, επιτάχυναν τον παλμό και οι ναύτες έβαζαν δύναμη στα κουπιά. Το πλοίο, με την ταχύτητά του να αυξάνεται, άρχισε να κινείται γρήγορα προς τα εμπρός. Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους και τους Ρόδιους συμμάχους τους, σε όλα τα πλοία του ποντιακού στόλου οι κωπηλάτες ήταν πολεμιστές, όλοι τους πειρατές και ναύτες, οι οποίοι αμέσως μόλις εντοπιζόταν ο εχθρός μπορούσαν br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

149

να χειριστούν τα όπλα εξίσου καλά με τα κουπιά, έχοντας έτσι δι­ πλό ρόλο. Μ' αυτό τον τρόπο στα δικά μας πλοία δε χαραμίζαμε χρήματα για θέσεις πολεμιστών. Το σημαντικότερο ήταν ότι όλοι όσοι ιδροκοπούσαν πάνω από τα κουπιά είχαν εγγυημένο μερί­ διο στα λάφυρα. Είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα κωπηλατεί ο άνθρωπος όταν έχει το σωστό κίνητρο. Τα πλοία μας έσκιζαν τα αφρισμένα κύματα μειώνοντας συ­ νεχώς την απόσταση, έχοντας ευνοϊκό τον άνεμο στην πρύμνη. Τα έξι εχθρικά σκάφη όμως, παρότι έδειχναν γρήγορα, ναυπη­ γημένα με τη χαρακτηριστική ροδίτικη τεχνική, δυσκολεύονταν να αναπτύξουν ταχύτητα, επειδή είτε οι απόκρημνοι γκρεμοί δί­ πλα τους δεν τα άφηναν να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημα του αέρα είτε κάποιο αόρατο θαλάσσιο ρεύμα έκοβε ταχύτητα από τα κουπιά τους. Ο ρυθμός των κωπηλατών τους έμοιαζε άναρχος, πανικόβλητος, ο συγχρονισμός τους αδέξιος, και τα σκάφη είχαν αρχίσει να απομακρύνονται το ένα από το άλλο, σε σημείο που τα πληρώματά τους δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με φωνές. Εμείς προσεγγίζαμε το στενότερο σημείο του πορθμού υπό γωνία, εμποδίζοντας τη διαφυγή τους, και όταν θα φτάναμε εκεί θα μπο­ ρούσαμε να χαλαρώσουμε το ρυθμό μας, να τα απομονώσουμε και να τα πιάσουμε ένα προς ένα στην προσπάθειά τους να επιστρέ­ ψουν στα βράχια και τις σπηλιές ή στην ασφάλεια του λιμανιού. Βρισκόμασταν πλέον μόλις μισό μίλι από τα στενά· λίγο αργότε­ ρα η απόσταση είχε μειωθεί στα πεντακόσια μέτρα. Ήταν φανε­ ρό σε όλους πια ότι οι Ρόδιοι είχαν χάσει τον αγώνα. Το χαμόγελο του πατέρα έγινε ακόμη πιο πλατύ όπως ήταν στραμμένος προς τη Δύση· τα μακριά καστανά μαλλιά του κυ­ μάτιζαν πίσω του, ενώ το στήθος του φούσκωνε ρυθμικά κάτω α­ πό το χάλκινο θώρακα που είχε φορέσει, περιμένοντας τη στιγ­ μή της σύγκρουσης. Παρόλο που η ναυαρχίδα του θα ήταν το τε­ λευταίο πλοίο που θα ριχνόταν στη μάχη, εκείνος ήταν έτοιμος. Είδα τα δάχτυλά του να σφίγγουν με ανυπομονησία τη λαβή του χοντρού περσικού τόξου που είχε πάντα στο πλευρό του. Δεν έχει υπάρξει άντρας που να συγκρίνεται με τον πατέρα, σκέφτηκα. Μόνο ο Νεοπτόλεμος έδειχνε προβληματισμένος. «Κράτει!» φώναξε στον πλοίαρχο της τριήρους κι άρχισε να κάνει γρήγορα νοήματα με τα χέρια στους πηδαλιούχους των άλλων πλοίων της ποντιακής μοίρας. Η διαταγή ήταν ανεξήγητη. Τα εχθρικά πλοία θα μας ξέφευγαν αν κόβαμε ταχύτητα, ειδικά τώρα! br/zav

150

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Όχι!» βρυχήθηκε ο πατέρας, κι άνοιξε δρόμο μέσα από τους ναύτες που στέκονταν στο κατάστρωμα και έδειχναν να τα έχουν χαμένα. «Κλείσ' τους το δρόμο! Νεοπτόλεμε, τι στον Άδη κάνεις; Άνοιξε ταχύτητα και κ λ ε ί σ ' τους το δρόμο!» Ο Νεοπτόλεμος παρέμεινε σιωπηλός, παρατηρώντας τόσο προσεκτικά τον καπετάνιο του κοντινότερου ροδίτικου πολεμι­ κού, που έγειρε πάνω από την κουπαστή για να δει καλύτερα. Κα­ τάλαβα τι ήταν αυτό που του είχε τραβήξει την προσοχή: παρό­ λο που τα εχθρικά σκάφη έβλεπαν τα πλοία μας να πλησιάζουν απειλητικά, ο Ρόδιος καπετάνιος ήταν ψύχραιμος και ατάραχος. «Άρχοντά μου, κάτι δεν πάει καλά εδώ. Καπετάνιος σ' εκείνο το πλοίο είναι ο Ρόδιος ναύαρχος Δαμαγόρας, ο διοικητής ολό­ κληρου του ροδίτικου στόλου. Για ποιο λόγο να είναι επικεφαλής μιας ανίσχυρης μοίρας έξι γρήγορων πολεμικών πλοίων;...» «Επειδή υποβιβάστηκε λόγω ανικανότητας», απάντησε φωνά­ ζοντας ο πατέρας. «Κάτι που θα συμβεί και σε σένα αν δεν κλεί­ σεις το δρόμο σ' αυτούς τους μπάσταρδους! Κυνήγησέ τους!» Ο Νεοπτόλεμος έσφιξε τα χείλη του και συνέχισε να παρακο­ λουθεί σιωπηλός τον αντίπαλο πλοίαρχο. Ο Ρόδιος στεκόταν ε­ ντελώς ακίνητος δίπλα στον πηδαλιούχο χωρίς να δίνει κάποια ε­ ντολή, ενώ ήταν στραμμένος όχι προς τα στενά, το φαινομενικό στόχο της μοίρας του, αλλά αντίθετα κοιτούσε προς τη δεξιά πλευ­ ρά του πλοίου του, στην κατεύθυνση απ' όπου έρχονταν με ταχύ­ τητα οι δικές μας τριήρεις. Οι δύο μοίρες ήταν πλέον τόσο κοντά, ώστε μπορούσα να διακρίνω την ψυχρή έκφραση του προσώπου του· το σαγόνι του ήταν προτεταμένο αποφασιστικά έτσι όπως ο ναύαρχος κρατούσε σφιχτά την κουπαστή, ενώ τα μάτια του έ­ μοιαζαν καρφωμένα στο δικό μας σκαρί. Δεν υπήρχε καμία πιθανότητα οι Ρόδιοι να προλάβουν να πε­ ράσουν τα στενά εγκαίρως. Είχαν λάθος ρότα, τραβούσαν γραμ­ μή για κάτι υφάλους που προεξείχαν λίγο έξω από το νησί και, αν συνέχιζαν την πορεία τους, θα τσακίζονταν πάνω τους μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Η μόνη λύση που τους απέμενε ήταν να σταμα­ τήσουν, να κάνουν ανάποδα κουπί για να αλλάξουν κατεύθυνση στα σκάφη τους και στη συνέχεια να κωπηλατήσουν κόντρα στον άνεμο. Μπροστά δεν μπορούσαν να συνεχίσουν απ' την άλλη, ρίχνοντας μια ματιά είδα ότι τα μισά πλοία της μοίρας μας είχαν ήδη ανοιχτεί στα δεξιά περιμένοντας την αναστροφή των Ροδίων, εμποδίζοντας τη διαφυγή τους από εκείνη την κατεύθυνση. Τα εbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

151

χθρικά πλοία θα βρίσκονταν σύντομα κυκλωμένα και θα έπεφταν στα χέρια μας ή θα καταστρέφονταν - εξαρτάται απ' το αν θα α­ ποφάσιζαν να αντισταθούν ή όχι. Οι άντρες στο κατάστρωμα ξέσπασαν σε επευφημίες και οι εν­ θουσιώδεις κραυγές τους πρέπει να ακούστηκαν καθαρά, ταξι­ δεύοντας πάνω από τα κύματα, μέχρι την πόλη που μόλις είχαμε αφήσει πίσω μας και την υπόλοιπη αρμάδα που περίμενε στα στενά, έξω από τα τείχη του λιμανιού. Θα φέρναμε στους συ­ ντρόφους μας έξι πλώρες πλοίων ως τρόπαια· καθόλου άσχημα για μια απλή διπλωματική αποστολή και δίκαιη αποζημίωση για την προσβλητική απάντηση που επιφύλαξαν στην απαίτηση του πατέρα να παραδοθούν. Η πόλη θα πλήρωνε για την ξεροκεφαλιά της· κι αυτοί οι ναυτικοί που επιχείρησαν να σπάσουν τον α­ ποκλεισμό θα ήταν οι πρώτοι που θα ένιωθαν την οργή του βα­ σιλιά. Ο Νεοπτόλεμος όμως εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος και, καθώς οι Ρόδιοι μείωναν κι άλλο την ταχύτητά τους, έτοιμοι να αλλάξουν πορεία, δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Είχαμε πε­ ρικυκλώσει τον εχθρό, τον είχαμε στριμώξει στα βράχια, είχαμε αποκλείσει κάθε δίοδο διαφυγής. Τι άλλη επιλογή θα είχαν απ' το να παραδοθούν; Τι άλλη επιλογή;... Εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς καν να ακουστεί μια φωνή ή να δοθεί ένα σύνθημα από το Ρόδιο διοικητή, και τα έξι εχθρικά σκάφη ξαφνικά συγχρονίστηκαν απόλυτα και άρχισαν να στρί­ βουν ταυτόχρονα, όπως ένα κοπάδι γλάρων όταν συναντά ένα δυ­ νατό ρεύμα αέρα, με τα κουπιά στην αριστερή πλευρά να κάνουν προς τα πίσω, στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση με τα κουπιά στη δεξιά πλευρά, υπακούοντας στο φρενήρη ρυθμό που έδιναν πλέον τα τύμπανα. Χωρίς να χάσουν χτύπο του υπνωτικού ρυθμού που ακολουθούσαν, τα πλοία έκαναν μια στροφή, σαν να κινού­ νταν πάνω σε κάποια υποβρύχια βάση, αφήνοντας πίσω τους τα βράχια και γυρνώντας... κατευθείαν πάνω μας. Οι επευφημίες των αντρών μας σώπασαν μονομιάς και το πλοίο βουβάθηκε. Αυτό που επιχειρούσαν ήταν αυτοκτονία! Οι το­ ξότες άρχισαν να ετοιμάζουν τα βέλη τους και οι πολεμιστές τρά­ βηξαν τα σπαθιά από τα θηκάρια τους, όμως δεν υπήρχε κανέ­ νας αντίπαλος απέναντι μας· οι μόνοι που στέκονταν στα κατα­ στρώματα των εχθρικών πλοίων ήταν ο ναύαρχος και ο πηδαλι­ ούχος του κάθε πλοίου, προστατευμένοι πίσω από ξύλινα προπεbr/zav

152

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τάσματα στην πρύμνη. Στα ροδίτικα καράβια δεν υπήρχε κανένας πολεμιστής, μόνο οι ναύτες που βρίσκονταν στα κουπιά, κά­ τω από το κατάστρωμα. Τα αντίπαλα πλοία ξεχύθηκαν προς το μέρος μας σαν να τα είχε εκτινάξει καταπέλτης, σκίζοντας τα νερά με τις λείες, γυαλι­ σμένες πλώρες τους όπως σκίζει τη σάρκα ένα μαχαίρι. Η άτεχνη κωπηλασία που είχαμε παρακολουθήσει λίγο νωρίτερα δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν αληθινοί ναυτικοί -γεννημένοι και μεγαλωμένοι πάνω στα κουπιά, κωπηλάτες και πηδαλιούχοι που όμοιοι τους δεν υπήρχαν στον κόσμο- και τα θανάσιμα χάλκινα έμβολα που προεξείχαν από τις πλώρες των πλοίων τους έρχονταν καταπάνω μας με τρομερή ταχύτητα. Στο κατάστρωμα του πλοίου μας επικράτησε χάος. «Να σκορπιστούν τα πλοία!» ούρλιαξε ο Νεοπτόλεμος. «Μην τους δώσετε στόχο!» Κάνοντας ανάποδα κουπί όσο καλύτερα μπορούσαμε, προ­ σπαθήσαμε να αλλάξουμε την κατεύθυνση των δυσκίνητων σκα­ ριών μας. Μάταια όμως· γι' αυτό τον ελιγμό δεν είχαμε εκπαι­ δευτεί. Δώδεκα από τις τριήρεις μας βρίσκονταν ακόμη σε πυκνό σχηματισμό και η προσπάθεια αλλαγής πορείας χειροτέρεψε α­ κόμη περισσότερο τα πράγματα, καθώς οι μακριές σειρές των κουπιών συγκρούονταν μ' εκείνες των διπλανών πλοίων και μπερ­ δεύονταν. Δύο ροδίτικα πλοία έπεσαν με κρότο ακριβώς στη μέση δύο ποντιακών τριηρών εμβολίζοντας τα μεγαλύτερα σκάφη. Οι θω­ ρακισμένες πλώρες τους τσάκισαν τα ξύλα των πλοίων μας και έ­ κοψαν στα δύο τα καταστρώματα. Από παντού ακούγονταν κραυ­ γές αγωνίας, καθώς πολλοί Πόντιοι πολεμιστές βρέθηκαν στο νε­ ρό μετά τη βίαιη σύγκρουση ή συντρίφτηκαν ανάμεσα στις χάλ­ κινες πλώρες και τα κατάρτια, τα οποία έσπασαν και έπεσαν στο νερό. Και τα δύο καράβια μας καταστράφηκαν αμέσως, οι δια­ μήκεις άξονές τους τσακίστηκαν. Την ώρα που βυθίζονταν, εκα­ τοντάδες άντρες, πολλοί από τους οποίους δεν ήξεραν κολύμπι, πήδηξαν με τις πανοπλίες τους στη θάλασσα, όπου χτυπούσαν α­ πεγνωσμένα τα χέρια τους καλώντας σε βοήθεια ή προσπαθού­ σαν να πιαστούν από κάποιο σπασμένο ξύλο για να κρατηθούν στην επιφάνεια. Οι Ρόδιοι δεν έστειλαν καθόλου άντρες στα καταστρώματα για να αντιμετωπίσουν τους Πόντιους πολεμιστές ή έστω να αbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

153

ποτελειώσουν με βέλη τους όσους είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από τη σύγκρουση και τώρα πάλευαν με τα κύματα. Τα πλοία τους είχαν το ελάχιστο απαιτούμενο πλήρωμα και δεν περίσσευε κανείς για μια τέτοια πολυτέλεια. Αντ' αυτού λοιπόν, και τα δύο επιτιθέ­ μενα πλοία έκαναν ψύχραιμα ανάποδο κουπί απομακρυνόμενα από το σημείο της καταστροφής, για να επιστρέψουν στο σχημα­ τισμό τους. Τα υπόλοιπα τέσσερα καράβια της ροδίτικης μοίρας είχαν περάσει χωρίς να συγκρουστούν ανάμεσα από τα ποντιακά σκάφη, που προσπαθούσαν απελπισμένα να ελιχθούν, και είχαν στραφεί και πάλι προς το μέρος τους για μια δεύτερη επίθεση. Ο πατέρας ήταν έξαλλος. Ο Νεοπτόλεμος φώναξε ξανά να διασκορπιστεί η μοίρα, ενώ ταυτόχρονα έκανε ελιγμούς για να πε­ ρισυλλέξει από τη θάλασσα τους επιζώντες πριν πνιγούν. Η προ­ σπάθεια ήταν καταδικασμένη. Και πάλι τα ροδίτικα πλοία τινά­ χτηκαν μπροστά σαν τεράστια βέλη, πέφτοντας πάνω στα δικά μας καράβια. Και πάλι μετά το φρικτό κρότο ακολούθησαν οι κραυγές των ανθρώπων που πνίγονταν. Τα πλοία μας επιχειρού­ σαν να ελιχθούν για να αποφύγουν τη μανία των χάλκινων εμβό­ λων των Ροδίων και σαν να μην έφτανε η καταστροφή που έ­ σπερναν τα εχθρικά πολεμικά, η σύγχυση που επικρατούσε στους καπετάνιους και τους κωπηλάτες των δικών μας πλοίων χειροτέ­ ρευε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, καθώς τα καράβια μας συγκρούονταν μεταξύ τους σπάζοντας κουπιά και πηδάλια. Επικρατούσε χάος, η θάλασσα άφριζε, παντού υπήρχαν τσα­ κισμένα ξύλα και άντρες που αγωνίζονταν να κρατηθούν στην ε­ πιφάνεια, βυθίζονταν και ούρλιαζαν εκλιπαρώντας για βοήθεια. Οι μισοί πολεμιστές στα καταστρώματα πήραν εντολή να αφή­ σουν τα όπλα τους και να σώσουν τους συντρόφους τους που πνί­ γονταν πετώντας τους σκοινιά ή κάτι για να επιπλεύσουν, ακόμη και να κρεμαστούν οι ίδιοι από τις κουπαστές για να τους τρα­ βήξουν. Ορισμένους τους κρατούσαν από τους αστραγάλους οι σύ­ ντροφοί τους με τα δυνατά τους χέρια προσπαθώντας να φτάσουν όσο το δυνατό πιο χαμηλά, απλώνοντας τα κοντάρια των όπλων τους, κουπιά και σπασμένα ξάρτια στους πολεμιστές που πάλευ­ αν στα κύματα. Ο πλοίαρχος και ο Νεοπτόλεμος έδιναν αντι­ κρουόμενες εντολές στον πηδαλιούχο στην προσπάθειά τους να κατευθύνουν το πλοίο προς τις μεγαλύτερες ομάδες ναυαγών. Κα­ νείς τους όμως δεν έστρεψε την προσοχή του στις επιθέσεις των εχθρικών σκαφών - μέχρι που ήταν πολύ αργά. br/zav

154

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Αντιδρώντας στις έξαλλες φωνές του πατέρα, ο πηδαλιούχος κατάφερε τελικά να πάρει τα μάτια του από τις σκηνές που εξε­ λίσσονταν από κάτω του και να δει το ροδίτικο πολεμικό που ερ­ χόταν με ταχύτητα προς το μέρος μας. Και αυτό, όπως και τα υ­ πόλοιπα, ήταν απόκοσμα βουβό και άδειο, σαν πλοίο-φάντασμα. Δεν είχε στόχο το πλοίο μας, αλλά ένα από τα πελώρια, βραδυκίνητα χιώτικα σκαριά που έπλεε σαν φάλαινα μπροστά μας, με το πλήρωμά του να προσπαθεί απελπισμένα να κάνει ό,τι κι εμείς, να σώσει τους συντρόφους του που πνίγονταν στη θάλασσα. Ακού­ γοντας τις βροντερές προειδοποιήσεις του πατέρα, όλα τα μάτια στράφηκαν στο πολεμικό που κινούνταν με θανάσιμη ταχύτητα εναντίον του χιώτικου πλοίου. Για μια στιγμή όλοι οι άντρες πά­ γωσαν - ύστερα επικράτησε πανδαιμόνιο. Καμιά δεκαριά Χιώ­ τες που ήξεραν κολύμπι έπεσαν στη θάλασσα, προτιμώντας να α­ ντιμετωπίσουν τη μοίρα τους στο νερό παρά να κινδυνεύσουν να σκοτωθούν από το χάλκινο έμβολο ή να εγκλωβιστούν κάτω από κάποιο σπασμένο κατάρτι. Κάποιοι άλλοι έτρεξαν στην απέναντι πλευρά του πλοίου, όσο πιο μακριά μπορούσαν από την επερχό­ μενη σύγκρουση, κάνοντας όμως το σκαρί να γείρει επικίνδυνα προς το νερό, και προσπάθησαν να κρατηθούν από την κουπα­ στή ή απ' όπου αλλού μπορούσαν. Ο Χιώτης καπετάνιος ήταν ο πιο γενναίος απ' όλους. Χωρίς την παραμικρή ένδειξη φόβου στο γενειοφόρο πρόσωπό του, πήγε δίπλα στον τιμονιέρη και κράτησαν μαζί το πηδάλιο, ενώ ταυτό­ χρονα έδινε διαταγές στους κωπηλάτες που βρίσκονταν κάτω α­ πό το κατάστρωμα. Το πλοίο κατόρθωσε να διαγράψει ένα τέλειο τόξο και να στρίψει προς τα δεξιά, την ίδια στιγμή που το ροδί­ τικο πολεμικό περνούσε σαν βέλος από δίπλα του, τόσο κοντά ώ­ στε τσάκισε όλα τα χιώτικα κουπιά από την αριστερή πλευρά, χωρίς όμως να προκαλέσει άλλες ζημιές. Σύσσωμο το πλήρωμα του χιώτικου σκάφους ξέσπασε σε πανηγυρισμούς για τον επιτυ­ χημένο ελιγμό, αλλά η χαρά του κράτησε ελάχιστα, αφού η από­ τομη μανούβρα του πελώριου πλοίου είχε ως αποτέλεσμα να βρε­ θεί ακυβέρνητο κατευθείαν μπροστά μας, χτυπώντας με φρικια­ στική δύναμη πάνω στην πλώρη μας. Δεν πρόλαβα να δω καλά τι είχε συμβεί, γιατί το επόμενο πράγ­ μα που θυμάμαι ήταν η αίσθηση του πνιγμού καθώς το νερό έ­ μπαινε με δύναμη στο λαιμό και τους πνεύμονές μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα την παράδοξα ήρεμη επιφάνεια, τον ήλιο να br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

155

στέλνει τις χλομές του ακτίνες στα πράσινα νερά, τα πόδια των α­ ντρών που κολυμπούσαν από πάνω μου να φαντάζουν παράξενα μικρά, σαν εντόμων. Από την πρόσκρουση είχα εκτιναχτεί από το παρατηρητήριο και, επειδή με βάραινε ο υπερμεγέθης θώρακας που μου είχε φορέσει την τελευταία στιγμή ο πατέρας, βυθιζό­ μουν σαν πέτρα. Δεν ένιωσα πανικό, ούτε καν φόβο, μόνο μια τρομερή έκπληξη και την αίσθηση του κρύου, αλλά και έναν οξύ πόνο καθώς το θαλασσινό νερό γέμιζε τους πνεύμονές μου κι ε­ γώ πνιγόμουν, πάλευα να βήξω. Το φως γινόταν όλο και πιο λι­ γοστό και τα πόδια από πάνω μου μίκραιναν... Ξαφνικά αισθάνθηκα τρομερή πίεση στο στήθος κι ένα ρεύ­ μα νερού να περνάει με δύναμη μπροστά από το πρόσωπο μου, σαν να είχα χτυπήσει στο βυθό και να αναπηδούσα προς την ε­ πιφάνεια. Αγωνίστηκα να διατηρήσω τις αισθήσεις μου, καθώς ο καθρέφτης της επιφάνειας ερχόταν γρήγορα προς το μέρος μου και τα πόδια εκείνων που κολυμπούσαν από πάνω γίνονταν ολο­ ένα και μεγαλύτερα. Τινάχτηκα με τόση δύναμη, που βρέθηκα μέ­ χρι τη μέση έξω από το νερό, και τότε μόνο, όπως έφτυνα το νε­ ρό και προσπαθούσα να αναπνεύσω, κατάλαβα πόσο κοντά είχα βρεθεί στο θάνατο και ότι η πίεση γύρω από το θώρακά μου ή­ ταν το πελώριο χέρι του πατέρα που είχε τυλιχτεί σφιχτά γύρω μου σαν τρίχινη εξάρτυση. Κολύμπησε προς το πλοίο μας που βρι­ σκόταν λίγο πιο μακριά χρησιμοποιώντας το ελεύθερο χέρι του με τέτοια άνεση, που θύμιζε κυνηγόσκυλο που σφίγγει το πουλί στα δόντια του, και όταν σήκωσα το βλέμμα μου είδα στη μια πλευρά του πλοίου καμιά δεκαριά ναύτες τους οποίους κρατού­ σαν οι σύντροφοί τους από τους αστραγάλους να απλώνουν τα χέρια τους για να με τραβήξουν πάνω. Πέρασαν τα γερά τους χέ­ ρια κάτω από τις μασχάλες μου και με ανέβασαν στο κατάστρω­ μα. Έμεινα εκεί, ταλαιπωρημένος, προσπαθώντας να συνέλθω, ενώ από το λαιμό μου που έκαιγε αφόρητα άφριζε νερό με λίγο αίμα. Διάφοροι άντρες που φώναζαν πηδούσαν από πάνω μου και έτρεχαν τριγύρω παλεύοντας ακόμη να απελευθερώσουν το κα­ τάρτι του χιώτικου σκάφους από τα ξάρτια μας. Ο Μαχάρης μά­ λαζε και χτυπούσε το στήθος μου φωνάζοντας συνέχεια το όνομά μου -«Φαρνάκη! Φαρνάκη!»-, δείχνοντας να έχει ξεχάσει τη ναυ­ τία. Ο πατέρας σκαρφάλωσε πάνω από την κουπαστή, με το νε­ ρό να τρέχει ποτάμι από την πανοπλία του, και μου έριξε μια αbr/zav

156

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

νήσυχη ματιά. Γρήγορα βεβαιώθηκε ότι ήμουν σε καλά χέρια και κατευθύνθηκε προς τη μέση του πλοίου για να ελέγξει την κατά­ σταση. Ο Νεοπτόλεμος, στο μεταξύ, παρατηρούσε ανήσυχος τους ελιγμούς των Ροδίων, περιμένοντας την επόμενη επίθεση. Η επίθεση δεν ήρθε ποτέ. Τα έξι ροδίτικα πολεμικά απομα­ κρύνθηκαν και εξαφανίστηκαν στο λαβύρινθο των παράκτιων σπηλιών. Δεν είδαμε ούτε ένα ναύτη ή πολεμιστή τους, ούτε καν κάποιο ίχνος ζωής πάνω στα αλλόκοτα σκαριά, εκτός από τις ε­ λάχιστες φορές που πιάσαμε τη φευγαλέα κίνηση κάποιου ηλιο­ καμένου μπράτσου στις θυρίδες των κουπιών ή τις επιφυλακτικές ματιές των πηδαλιούχων όπως ξεμύτιζαν από τα προπετάσματα μπροστά από τα τιμόνια, εκεί όπου έσκυβαν ενόσω κατηύθυναν τα καράβια τους. Οι απώλειές μας αριθμούσαν δύο πλοία και πά­ νω από πενήντα άντρες πνιγμένους, τα σώματα των οποίων δε βρέθηκαν. Έ ξ ι ακόμη πλοία είχαν υποστεί τόσο σοβαρές ζημιές, που ήταν απαραίτητο να βγουν στη στεριά για να επισκευαστούν. Τα σκάφη μας πρέπει να παρουσίαζαν θλιβερό θέαμα καθώς τραβούσαν ρότα προς τα ανατολικά για να περάσουν τον πορ­ θμό και να ενωθούν με τον υπόλοιπο στόλο, που περίμενε έξω α­ πό την είσοδο του λιμανιού. Οι σύντροφοί μας δε θα μπορούσαν να φανταστούν τι είχε συμβεί, αν και οι ασταμάτητες φωνές του πατέρα και τα καυστικά του σχόλια για την ανικανότητα των Χιω­ τών σύντομα έλυσαν τις όποιες τυχόν απορίες τους. Χρειάστηκε να περάσει μία ολόκληρη μέρα για να μπορέσω να σταθώ στα πό­ δια μου και αρκετές εβδομάδες μέχρι να σταματήσει ο πόνος κά­ θε φορά που έπαιρνα ανάσα. Έ τ σ ι όπως ο πατέρας έσφιξε το χέ­ ρι του γύρω μου άθελά του μου είχε σπάσει αρκετά πλευρά. Η στρατιωτική μου καριέρα δεν είχε το πλέον ευοίωνο ξεκίνημα.

Μακάρι ο πατέρας να είχε ερμηνεύσει σωστά τα σημάδια όταν ξέ­ σπασε η καταιγίδα αρκετές μέρες αργότερα. Ο Παπίας, αφού ε­ ξέτασε τα όργανα του μοσχαριού που είχαν θυσιάσει, τον προει­ δοποίησε ότι το συκώτι ήταν άρρωστο, οι οιωνοί κακοί. Παρ' ό­ λα αυτά, εκείνος επέμεινε και διέταξε τη μεταφορά του πεζικού διαμέσου του στενού πορθμού από την ηπειρωτική χώρα στη βό­ ρεια πλευρά του νησιού. Η πορεία από εκεί μέχρι την οχυρή πό­ λη θα διαρκούσε μισή μέρα. Το πέρασμα ήταν κοντινό και η αρμάδα δε θα χρειαζόταν περισσότερο από ένα πρωινό για να οbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

157

λοκληρώσει την αποστολή της κάτω από κανονικές συνθήκες. Το λάθος όμως ήταν ότι έγινε προσπάθεια να μειωθεί ο χρόνος, με­ ταφέροντας ολόκληρο το στρατό ταυτόχρονα αντί οι στρατιώτες να επιβιβαστούν τμηματικά. Το αποτέλεσμα ήταν πεντακόσια σκάφη να βρεθούν την ίδια στιγμή στη θάλασσα όταν μας έπλη­ ξε η καταιγίδα. Οι θυελλώδεις άνεμοι σκόρπισαν τα πλοία στέλ­ νοντάς τα σε διάφορα σημεία των εξήντα πέντε χιλιομέτρων της ακτογραμμής του νησιού - τουλάχιστον όσα πλοία κατάφεραν να γλιτώσουν από τα μανιασμένα κύματα. Οι τριήρεις και τα άλλα μεγάλα πολεμικά κατάφεραν να α­ ντιμετωπίσουν τα κύματα με σχετική ευκολία, χάρη στην ευελι­ ξία και το βύθισμά τους, καθώς και στις υπέρτερες ικανότητες των πειρατικών πληρωμάτων τους που ήξεραν καλά από θάλασ­ σα. Ό μ ω ς για τα πλατιά και χαμηλά πλοία με τις επίπεδες καρί­ νες που μετέφεραν πολεμιστές τα πράγματα ήταν τελείως δια­ φορετικά. Δέκα τέτοια σκαριά χάθηκαν για πάντα κάτω από τα κύματα, μαζί με τους πάνω από χίλιους άντρες που μετέφεραν ακόμη περισσότερα εμβολίστηκαν και βυθίστηκαν από τα ροδί­ τικα πολεμικά, που όρμησαν από τις κρυψώνες τους ανάμεσα στα βράχια όπως χιμάνε τα όρνια πάνω στο πληγωμένο ζώο, αψη­ φώντας την καταιγίδα που λυσσομανούσε. Κάποια άλλα πλοία ξεβράστηκαν στις βραχώδεις ανεμοδαρμένες ακτές και εκεί τό­ σο τα καράβια όσο και τα πληρώματα τους δέχτηκαν επιθέσεις από τους βοσκούς της περιοχής κι από σώματα ένοπλων πολιτών που είχαν οργανωθεί για την περίσταση. Ρωμαίοι και Ρόδιοι πα­ ρατηρητές κατά μήκος της κορυφογραμμής που εκτεινόταν πα­ ράλληλα με τον πορθμό παρακολουθούσαν το φιάσκο και έστελ­ ναν συνεχώς πληροφορίες στους αρχηγούς τους, αναφέροντας την εξέλιξη της «αιφνιδιαστικής» επίθεσης στην πόλη. Η σύντομη όσο και βίαιη αψιμαχία στο Μανδράκι και αργό­ τερα οι απώλειες που προκλήθηκαν στο στόλο από την καταιγί­ δα είχαν απλώς επιβεβαιώσει το προφανές: η Ρόδος ήταν σχεδόν αδύνατο να καταληφθεί. Ο πατέρας στη θάλασσα ήταν έξω απ' το στοιχείο του. Εκείνος λαχταρούσε να βρεθεί καβάλα σ' ένα πο­ λεμικό άτι· τα όπλα που ήταν περασμένα στην πλάτη του και το μαχαίρι που κρεμόταν στο μηρό του διαρκώς του θύμιζαν ότι ε­ βδομάδες ολόκληρες είχαν να χρησιμοποιηθούν, όσο διάστημα δηλαδή διαρκούσε αυτή η ναυτική εκστρατεία. Το πελώριο σώ­ μα του και η ευελιξία του αποτελούσαν εμπόδιο πάνω στο πλοίο, br/zav

158

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

όπου ο χώρος ήταν περιορισμένος, και οι πολεμιστές που συνό­ δευαν το στόλο του, πολλοί από τους οποίους ήταν ιππείς και εκ­ παιδευμένοι για να πολεμούν στη στεριά όπως κι εκείνος, ένιω­ θαν εξίσου εκνευρισμένοι και ανήμποροι. Το δυνατό σημείο του πατέρα ήταν οι πανάρχαιες φατρίες των αδάμαστων Πόντιων πολεμιστών, οι ορδές των βαριά θωρα­ κισμένων μαχητών, τους οποίους μπορούσε να διατάξει να ξεχυ­ θούν από βουνά και φαράγγια στη στιγμή. Τα πλεονεκτήματά του ήταν τα γοργοπόδαρα μικρόσωμα άλογα των βουνών, πάνω στα οποία οι στρατιώτες του μπορούσαν να διασχίζουν σαν σί­ φουνες τα ορεινά περάσματα, και η ωμή δύναμη, η ασυγκράτη­ τη ορμή των Σκυθών μισθοφόρων του. Με λίγα λόγια, το μεγάλο του πλεονέκτημα ήταν ο στρατός, όχι το ναυτικό. Στη θάλασσα οι θεοί δεν ήταν μαζί μας. Όταν λοιπόν οι Μοίρες δεν ευνοούν τις προσπάθειές σου και σε κοιτούν με βάσκανο μάτι, είναι καλύτερα να στρέψεις αλλού την προσοχή σου και να περιμένεις να φύγουν.

br/zav

V

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ έξω φρενών στο παλάτι του στην Πέρ­ γαμο, αφήνοντας τους ναυάρχους του να συνεχίσουν την πολιορ­ κία κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αν και η όλη προσπάθεια μάλ­ λον εξελίχθηκε σε εικονικό αποκλεισμό. Παρόλο που τα ελληνι­ κά νησιά εξακολουθούσαν να δηλώνουν σύμμαχοί του και να καταβάλλουν ποσά στο ταμείο του, ο ρυθμός των εισφορών είχε μει­ ωθεί σημαντικά. Η αποτυχία του στη Ρόδο αποτελούσε απόδει­ ξη στα μάτια των σκεπτικιστών ότι αυτός ο καινούριος «βασιλιάς των Ελλήνων» δεν ήταν τελικά ανίκητος, όπως πολλοί είχαν αρ­ χικά πιστέψει. Με τις πολεμικές επιχειρήσεις να έχουν ουσιαστικά διακοπεί μέχρι την άνοιξη, επιστρέφοντας βρήκαμε τη Μονίμη σε εξαιρε­ τική φόρμα ακόμη και για τα δικά της μέτρα. Το διάστημα που λείπαμε είχε κάνει το παλάτι άνω κάτω. Το θησαυροφυλάκιο εί­ χε στενάξει από τις παράλογες αγορές της, που ξεκινούσαν από κακόγουστα και χυδαία έργα τέχνης κι έφταναν μέχρι τις τελευ­ ταίες επιταγές της ελληνικής μόδας στα έπιπλα και τα υφάσμα­ τα, ενώ το πρόγραμμά μας ήταν γεμάτο για τις επόμενες εβδο­ μάδες με χορούς, δείπνα, φαιδρότητες κι ένα σωρό ανοησίες. Οι παρακμιακοί της φίλοι ήταν παντού, ξετρυπώνοντας από κάθε γωνιά του παλατιού· όλο κάτι ήθελαν να διακοσμήσουν, κάποια συμβουλή να δώσουν ή να ζητήσουν νέες χάρες, οδηγώντας τον πατέρα μ' αυτά και μ' εκείνα στα πρόθυρα της παράκρουσης. Οι σύντροφοί του αισθάνονταν άβολα, ανεπιθύμητοι· πράγματι, η Μονίμη κορόιδευε διαρκώς τον άμοιρο Βιτούιτο επειδή μιλούσε αργά και οι τρόποι του της φαίνονταν άξεστοι, παρόλο που ο Γα­ λάτης τής φερόταν πάντοτε με μεγάλη ευγένεια. Ακόμη κι εγώ, πα­ ρότι ήμουν μικρός σε ηλικία και είχα μεγαλώσει σε στρατόπεδα και όχι στην εξευγενισμένη ατμόσφαιρα της Αυλής, πολλές φορές

br/zav

160

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

εξοργιζόμουν με την αγένεια και την έλλειψη διακριτικότητας αυτής της γυναίκας. Άραγε να την αγαπούσε ο πατέρας; Κάποτε μ' απασχόλησε σοβαρά αυτό το ερώτημα, αλλά έδωσα γρήγορα την απάντηση. Και βέβαια όχι. Ναι, αλλά, για όνομα των θεών του Ολύμπου, τι της έβρισκε, πέρα από την τσαχπίνικη ομορφιά της, την οποία μπορούσε να εξασφαλίσει με πολύ μικρότερο κόστος από κάποια κοπέλα του δρόμου; Γιατί την ανεχόταν τόσο πρόθυμα, αψηφώ­ ντας τους πιο στενούς του φίλους, φτάνοντας σε σημείο να πα­ ραμελεί ακόμη και το ίδιο το βασίλειο, αντί απλώς να τη στείλει στο σπίτι της; Επειδή η κρίση του στο θέμα αυτό ήταν λανθα­ σμένη εξαιτίας της αναθεματισμένης ξεροκεφαλιάς του, επειδή αρνιόταν να παραδεχτεί ότι του την είχαν φέρει η Μονίμη και οι συγγενείς της. Τα είχαν κανονίσει έτσι ώστε να τον αναγκάσουν να δηλώσει δημόσια στους δρόμους της Στρατονίκειας το πάθος του για εκείνη και τελικά να πληρώσει ένα παράλογο ποσό για τις χάρες της. Για τον πατέρα το μόνο πράγμα που θα ήταν πιο α­ νόητο από το να συνεχίσει να ανέχεται τις ιδιοτροπίες της θα ή­ ταν να τη διώξει, ομολογώντας ανοιχτά με τον τρόπο αυτό ότι εί­ χε κάνει λάθος, θέτοντας έμμεσα υπό αμφισβήτηση τις διοικητι­ κές του ικανότητες. Έ τ σ ι , έσφιγγε τα δόντια, έκλεινε το στόμα του και την ανεχόταν. Η Μονίμη και οι πολίτες της Περγάμου παρέβλεψαν διακρι­ τικά το φιάσκο της Ρόδου και για να υποδεχτούν το βασιλιά στην πόλη οι άρχοντες οργάνωσαν μια μεγαλοπρεπή θεατρική εκδή­ λωση. Η Μονίμη φυσικά ήταν εκείνη που είχε κινήσει τα νήμα­ τα - την άκουγα να το σχεδιάζει μαζί με τους ευνούχους εβδομά­ δες ολόκληρες. Θα ήταν η ιδανική ευκαιρία για να ενισχύσει τη θέση της στη συνείδηση των ευγενών της πόλης, οι οποίοι την α­ ντιμετώπιζαν με περιφρόνηση λόγω της ταπεινής καταγωγής της από τότε που είχε έρθει στην Πέργαμο, τρία χρόνια πριν. Τη μέ­ ρα που τον πληροφόρησε ότι στο αμφιθέατρο θα δινόταν μια με­ γάλη σειρά παραστάσεων προς τιμήν του ο πατέρας βαρυγκώμησε, αλλά δεν το έδειξε, αφού βαριόταν αυτές τις πομπώδεις εκ­ δηλώσεις περισσότερο κι από μένα. Η παμπόνηρη Μονίμη όμως είχε φροντίσει να κάνει την ανακοίνωση παρουσία όλων των αυ­ λικών, περιτριγυρισμένη από τις κυρίες της Αυλής, οι οποίες σύσ­ σωμες ξέσπασαν σε λιγωμένους αναστεναγμούς, ενθουσιασμένες από τη βαθιά αγάπη που έδειχνε η κυρά τους στο βασιλιά έχοντας br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

161

οργανώσει μια τέτοια υποδοχή. Ο πατέρας δεν μπορούσε να κά­ νει τίποτ' άλλο απ' το να την αγριοκοιτάξει και να γνέψει ότι συμ­ φωνούσε. Η Αυλή ξέσπασε σε ενθουσιώδεις επευφημίες. Αυτός ο εν­ θουσιασμός έγινε ακόμη εντονότερος όσο πλησίαζε το μεγάλο γε­ γονός. Δεν ήταν απλώς η πρώτη μεγάλη εκδήλωση εκείνης της θεατρικής περιόδου, αλλά επιπλέον ένα πολλά υποσχόμενο θέα­ μα ως το λαμπρότερο της πρόσφατης ιστορίας. Έ ν α ς ολοκαί­ νουριος δραματικός κύκλος είχε συγγραφεί για την περίσταση, ε­ νώ οι ηθοποιοί είχαν προσκληθεί από μακρινές πόλεις, όπως την Αθήνα και την Αντιόχεια. Μια πολυάνθρωπη χορωδία είχε προ­ σληφθεί και οι πρόβες διήρκεσαν εβδομάδες, πάντοτε πίσω από κλειστές πόρτες, καθώς οι μεγαλύτεροι αοιδοί του κόσμου προε­ τοιμάζονταν για να συναρπάσουν το βασιλιά με το εύρος και τη μελωδικότητα των φωνών τους. Δεκάδες περίφημοι σχεδιαστές σκηνικών, ζωγράφοι, καλλιτέχνες γενικότερα, ξυλουργοί και ρά­ φτρες είχαν καταφθάσει από τα γειτονικά νησιά αλλά και από μέρη μακρινά, όπως ήταν η Καρχηδόνα και η Κρήτη, για να συν­ δράμουν με τις ικανότητές τους στην πραγματοποίηση του με­ γαλεπήβολου εγχειρήματος. Το βράδυ της μεγάλης παράστασης ο πατέρας καθόταν στο θρόνο του στο βασιλικό θεωρείο, στο πάνω διάζωμα του λαμπρού αμφιθεάτρου της Περγάμου, έχοντας τη Μονίμη στο πλευρό του, οτα δεξιά, απαστράπτουσα σαν θεά μέσα στα μετάξια και τα στο­ λίδια. Ακόμη κι εγώ είχα συμφωνήσει απρόθυμα να παραστώ, παρά τα πειράγματα του Μαχάρη, ο οποίος ήξερε ότι κανονικά απέφευγα τέτοιες εκδηλώσεις, ενώ ο ίδιος δικαιολογήθηκε ότι εί­ χε πονοκέφαλο. Όταν όμως έκανα την εμφάνισή μου στα διαμε­ ρίσματα του πατέρα λίγο πριν από την αναχώρησή μας φορώ­ ντας μια απλή στολή αξιωματικού, η Μονίμη με υποδέχτηκε με φρίκη. «Άρχοντά μου! Τι ρούχα είναι αυτά που φόρεσε ο γιος σου; Δεν μπορεί να έρθει στο θέατρο ντυμένος έτσι. Θα είναι σαν ραπανάκι μέσα σε πετράδια». Ο πατέρας με επιθεώρησε απ' την κορφή ως τα νύχια. «Φο­ ράει την επίσημη στρατιωτική στολή του. Είναι εξίσου ευπαρου­ σίαστος με όλους τους αξιωματικούς μου». Η Μονίμη έγινε κατακόκκινη. «Μα δεν είναι αξιωματικός σου· μικρό παιδί είναι, και μάλιστα ο γιος του βασιλιά! Αν είναι έτσι, br/zav

162

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ας πάρεις κι εκείνο τον άξεστο τον Βιτούιτο μαζί σου, θα ταιριά­ ζει περίφημα με αυτό το αγόρι που ντύθηκε σαν... στρατιωτάκι!» κα­ τέληξε και ξεφύσηξε αποδοκιμαστικά. Ο πατέρας την κοίταξε έντονα για λίγο, ενώ εγώ ένιωθα ανεί­ πωτη ντροπή που αυτή η κοπέλα, ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερή μου, μπορούσε να μιλάει μ' αυτό τον τρόπο μπροστά μου σαν να ήμουν κανένα σκυλάκι. Ο πατέρας όμως, όπως συνήθιζε τελευ­ ταία, προτίμησε να μην της πάει κόντρα. Απλώς γύρισε και με κοί­ ταξε. «Κάνε αυτό που θέλει, αγόρι μου», είπε και έφυγε από το δω­ μάτιο. Η Μονίμη επέμενε να αρωματιστώ και να φορέσω μεταξωτά παντελόνια σαν εκείνα του πατέρα μου και κάλυμμα της κεφαλής όπως απαιτούσε η περίσταση. Στο θέατρο κάθισα κακόκεφος στα αριστερά του πατέρα. Είχε περάσει χαλαρά το χέρι του γύρω α­ πό τον ώμο μου, ενώ το άλλο ακουμπούσε σφιγμένα στο λαιμό της Μονίμης. Τέσσερις χιλιάδες επώνυμοι πολίτες μαζί με τις συζύ­ γους τους ήταν παρόντες και το αμφιθέατρο περίμενε με φανερή ανυπομονησία το μεγαλειώδες θέαμα που θα μας παρουσίαζαν. Οι θεατές γυρνούσαν τα κεφάλια τους αριστερά και δεξιά, θαυ­ μάζοντας ανοιχτά τους διπλανούς τους και περισσότερο απ' ό­ λους εμάς, τη μεγαλειώδη τριάδα που καθόταν στο βασιλικό θε­ ωρείο. Η Μονίμη είχε εκείνο το παγωμένο, υπεροπτικό ύφος, κοι­ τάζοντας αφηρημένα και κάπως ανυπόμονα την κλειστή αυλαία στη σκηνή, ενώ ο πατέρας χαμογελούσε πλατιά με το γνώριμο τρόπο του, σηκώνοντας αρκετές φορές το χέρι για να χαιρετήσει γνωστούς του στο πλήθος. Το θέαμα ήταν μοναδικό, ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Για την ακρίβεια, η ανεπανάληπτη αυτή παράσταση συζητιέται ακό­ μη και σήμερα -από ηλικιωμένους και μάλιστα υποτονθορίζοντας-, αν και όχι για τους λόγους που θα προτιμούσε η Μονίμη. Η τεράστια χορωδία, η οποία γέμιζε τη σκηνή απ' τη μια άκρη μέχρι την άλλη, εξυμνούσε τον πατέρα πάνω σε αρμονίες τόσο πρωτοποριακές και τολμηρές, τόσο σύγχρονες και συγκινητικές, που οι πάντες δάκρυσαν. Σπουδαίοι ηθοποιοί, τα ονόματα των ο­ ποίων όλοι είχαν ακουστά αλλά ελάχιστοι τους είχαν δει στη σκη­ νή, έκαναν την εμφάνισή τους από τις παρόδους, τις πλάγιες ει­ σόδους του αμφιθεάτρου, ντυμένοι σαν θεοί κι απαγγέλλοντας σε εύηχους και μεγαλειώδεις ιαμβικούς τρίμετρους στίχους τα αγα­ θά που θα χάριζαν οι θεοί στον Ελευθερωτή των Ελλήνων. Αλλοι, br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

163

ντυμένοι έτσι ώστε να παραπέμπουν αλληγορικά σε διάφορες μορφές ή σε διάσημους άντρες του παρελθόντος, εγκωμίαζαν τις αρετές του και εξέφραζαν τις ευχαριστίες τους για όσα τους είχε χαρίσει ο μεγάλος και γενναιόδωρος βασιλιάς. Ο πατέρας καθό­ ταν στη θέση του ευχαριστημένος και μάλιστα έδειχνε να απο­ λαμβάνει το θέαμα, ενώ η Μονίμη κυριολεκτικά έλαμπε. Οι άθλιες εβδομάδες που είχαμε περάσει στη Ρόδο και η γελοιοποίηση που είχαμε υποστεί από τους πολιορκημένους Ρωμαίους άρχιζαν ε­ πιτέλους να ξεχνιούνται. Το απόγειο της εκδήλωσης ήταν η επική εμφάνιση της θεάς Νίκης, η οποία κατέβηκε από το νυχτερινό ουρανό για να στε­ φανώσει το βασιλιά. Τη στιγμή που ο εκπληκτικός ύμνος της χο­ ρωδίας προς το σωτήρα τους βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, οι ηθοποιοί στη σκηνή σήκωσαν το βλέμμα τους ψηλά, έδειξαν προς τον ουρανό και αμέσως μετά έπεσαν στα γόνατα γεμάτοι δέος μπροστά στο μαγευτικό θέαμα. Ψηλά από πάνω μας κατέ­ βαινε με αργούς ρυθμούς η χρυσαφένια θεά με τη μορφή μιας υ­ πέροχης νεαρής ηθοποιού, η οποία ήταν ολόγυμνη, με εξαίρεση τα φτερωτά σανδάλια που φορούσε. Η επιδερμίδα της ήταν ολό­ κληρη καλυμμένη με χρυσόσκονη, απ' την κορφή ως τα νύχια, μια εντυπωσιακή απεικόνιση της θεάς και ταυτόχρονα μια όχι και τόσο έμμεση αναφορά στον πασίγνωστο θρύλο του χρυσού α­ λόγου του Μιθριδάτη. Χρυσές μακριές πλεξούδες ακουμπούσαν στο στήθος της σαν τον κισσό που καλύπτει ένα άγαλμα. Πελώ­ ρια χρυσαφένια φτερά είχαν στερεωθεί στις ωμοπλάτες της με λεπτά χρυσά λουριά και ανοιγόκλειναν απαλά στον αέρα. Το κο­ ρίτσι αιωρούνταν με τη βοήθεια λεπτών νημάτων σχεδόν αόρα­ των στο σκοτάδι και κρεμόταν από ένα γερανό βαμμένο μαύρο, ο οποίος είχε πάρει αθόρυβα τη θέση του ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας κατά την κορύφωση του χορικού και με δυσκολία διακρινόταν με φόντο το νυχτερινό ουρανό. Τα γυαλισμένα κά­ τοπτρα των μεγάλων λύχνων που φώτιζαν τη σκηνή ήταν στραμ­ μένα στο λαμπερό σώμα της κοπέλας, εστιάζοντας στο θαυμά­ σιο, κατάφορτο με πολύτιμους λίθους διάδημα που κρατούσε στα χέρια της. Καθώς κατέβαινε σιγά σιγά για να πάρει τη θέση της ακριβώς πάνω από το θεωρείο μας, κρατώντας στα απλωμένα χέ­ ρια της το βαρύτιμο στέμμα που προοριζόταν για το κεφάλι του βασιλιά, το θέαμα δε θα μπορούσε να είναι περισσότερο μαγευ­ τικό. Ο πατέρας χάζευε κατενθουσιασμένος την απόλυτη χυδαιbr/zav

164

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ότητα του θεάματος. Ή τ α ν κάτι που μόνο η Μονίμη θα μπορού­ σε να καταφέρει. Εγώ είχα μείνει έκθαμβος. Ποτέ πριν δεν είχα δει γυμνή γυ­ ναίκα από τόσο κοντά, και μάλιστα να αιωρείται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μου, για να μην αναφερθώ στο εντελώς ά­ τριχο και καλυμμένο με χρυσόσκονη σώμα της. Πέρασε με αρ­ γές κινήσεις από μπροστά μου εκτελώντας μια μεθυστικά χορο­ γραφημένη πτήση που επέτρεψε στο κοινό να θαυμάσει τη χρυ­ σή ομορφιά της λίγες στιγμές πριν από τη στέψη του Εκλεκτού της Νίκης, του βασιλιά. Καθώς αιωρούνταν με χάρη μπροστά μας, κόκκοι χρυσόσκονης έφευγαν από το κορμί της σχηματίζοντας έ­ να σύννεφο που γυάλιζε στο φως των λύχνων και στη συνέχεια, σαν μικροσκοπική βροχή μετεωριτών, έπεφτε στα πόδια και τα μαλ­ λιά μας. Ήταν το πιο άσεμνο και ταυτόχρονα το πιο συγκλονιστικό θέ­ αμα που είχα δει ποτέ μου. Λαχταρούσα να απλώσω το χέρι μου και να αγγίξω τη φτερωτή θεά όπως περνούσε αργά από μπρο­ στά μας, να κρατήσω στην παλάμη μου το στητό χρυσό στήθος της, όπως κράτησε ο Πάρης το χρυσό μήλο πριν το δώσει στην Αφροδίτη, να πω σε όλο τον κόσμο ποια ήταν «η ομορφότερη», καθώς ειλικρινά ποτέ δεν είχα δει κάτι τόσο υπέροχο και μαγευ­ τικό στη ζωή μου. Η Μονίμη όμως ήταν έξαλλη. Τίναξε εκνευρισμένη τους κόκ­ κους της χρυσόσκονης από πάνω της και δεν έκρυψε τη δυσαρέ­ σκειά της, παρατηρώντας με μάλλον μισόκλειστα μάτια την κο­ πέλα που αιωρούνταν και που έδειχνε να απολαμβάνει πέραν του δέοντος το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα του βασιλιά, παρατείνοντας την εμφάνισή της ενώ ήταν προγραμματισμένο να αποθέσει το στέμμα στο κεφάλι του κι ύστερα να χαθεί και πάλι στον ουρανό. Τη στιγμή που η Μονίμη έγερνε πίσω στα μαξιλάρια της, την ά­ κουσα να ψιθυρίζει δυνατά στον ευνούχο που καθόταν πίσω της. «Η Νίκη είναι θεά», σχολίασε με φωνή που έβραζε από θυμό, «όχι καμιά γυμνή Νύμφη του δάσους! Δεν είχαμε συμφωνήσει κά­ τι τέτοιο. Για όνομα του Δία, πού είναι ο χιτώνας της; Πώς σας ήρ­ θε να εμφανίσετε έτσι αυτό το... το χυδαίο γύναιο;» Με δυσκολία συγκράτησα τα γέλια μου στο συγκεκριμένο σχό­ λιο της Μονίμης, όμως ο ευνούχος είχε στεναχωρηθεί πολύ βλέ­ ποντας τόσο εξοργισμένη την κυρά του. «Λυπάμαι, εμείς σκοπεύαμε να τη ντύσουμε σαν θεά, αλλά η br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

165

χρυσόσκονη δεν έμενε πάνω στο μετάξι! Μόνο στο δέρμα της! Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε...» Τα λόγια του διέκοψαν οι ζωηρές επευφημίες του πλήθους, καθώς ο γερανός οδηγούσε τη Νίκη πάνω από την κυρίως σκηνή διαγράφοντας ένα τόξο, έτσι ώστε να μπορέσουν οι ανυπόμονοι θεατές να τη δουν από πιο κοντά. Η θεά ανταπέδωσε τα χειρο­ κροτήματά τους με ένα ελαφρύ γύρισμα του κορμού της και ένα τίναγμα των φτερών της, σκορπώντας νέο σύννεφο χρυσόσκονης στον αέρα, που άρχισε να πέφτει σαν βροχή πάνω στο εκστατικό πλήθος. Η Μονίμη ήταν πλέον εμφανώς ενοχλημένη και σταύ­ ρωσε εκνευρισμένη τα χέρια της στο στήθος, ενώ ο πατέρας πα­ ρακολουθούσε μαγεμένος, με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Η θεά ολοκλήρωσε το τελευταίο γαργαλιστικό πέρασμά της γύ­ ρω από την πλατεία και ο γερανός την έστρεψε προσεκτικά για την τελευταία στάση πάνω από το θεωρείο μας. Μόλις είχε γεί­ ρει προς τα εμπρός για να ακουμπήσει το στέμμα στο κεφάλι του πατέρα, όταν άκουσα έναν παράξενο ήχο και είδα το δεξί της πό­ δι να τινάζεται απότομα κι έπειτα να κρεμιέται άχαρα χάνοντας την οριζόντια θέση του. Έ ν α από τα λεπτά νήματα που την κρα­ τούσαν είχε σπάσει. Μια έκφραση φρίκης πέρασε από το πρό­ σωπο του κοριτσιού κι ύστερα πάγωσε. Ακούστηκε και δεύτερο νή­ μα που έσπασε, ακολούθησε νέο τίναγμα και αυτή τη φορά κρέ­ μασε ο αριστερός της ώμος. Τσιρίζοντας, ξέχασε στη στιγμή τα θεϊκά μεγαλεία και γύρισε σε όρθια θέση, αρπάζοντας τα νήμα­ τα που είχαν απομείνει για να κρατηθεί, ενώ τα φτερά της έφυ­ γαν από τη θέση τους και έπεσαν πάνω μας χτυπώντας καταπρόσωπο τη Μονίμη· το πυκνό σύννεφο χρυσόσκονης που ση­ κώθηκε της προκάλεσε ασταμάτητο βήχα. Το πλήθος πάγωσε και η χορωδία βουβάθηκε. Δεν άργησαν να σπάσουν και τα υπόλοι­ πα νήματα, μα αυτή τη φορά ο ήχος ήταν τόσο δυνατός, που α­ κούστηκε σ' ολόκληρο το θέατρο. Η κοπέλα ούρλιαξε και το στέμ­ μα πήγε να της φύγει από τα χέρια. Προσπάθησε να το συγκρα­ τήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Τ η ς έπεσε και σχεδόν αμέσως α­ κολούθησε και η ίδια, που προσγειώθηκε ένα κουβάρι χέρια, μαλ­ λιά και σπασμένα φτερά στα πόδια του πατέρα και της Μονίμης. Στο βάθος ακούστηκε ο ήχος από γυαλιά και πολύτιμες πέτρες που έσπαγαν, καθώς το στέμμα έσκασε στο μαρμάρινο δάπεδο του αμφιθεάτρου. br/zav

166

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Κάτωχρος, ο βασιλιάς άρπαξε τη Νίκη από τη χρυσή μα­ σχάλη της με το ένα χέρι και τη σήκωσε με άνεση, όπως θα έ­ πιανε μια αράχνη που είχε πέσει ξαφνικά πάνω του. Σηκώθηκε, έκανε μεταβολή και την έριξε απότομα και μάλλον επώδυνα στη δική μου αγκαλιά, αφήνοντάς με κατάπληκτο. Με μια κίνηση βρέθηκε στην άκρη του θεωρείου, προσπαθώντας να δει πού εί­ χε πέσει το στέμμα. Η πρόσκρουση στα σκαλιά από κάτω μας είχε ως αποτέλεσμα να διαλυθούν τα λεπτά, περίτεχνα δουλε­ μένα φύλλα χρυσού, που σκορπίστηκαν μαζί με κομμάτια κρυ­ στάλλου και πολύτιμων λίθων ανάμεσα στα πόδια των εμβρό­ ντητων θεατών. Μια γυναίκα έσπασε τη σιωπή τσιρίζοντας και πέφτοντας στα γόνατα για να μαζέψει τα κομμάτια στην απλω­ μένη ποδιά του φορέματός της. Το πλήθος ζωντάνεψε ξανά, αυ­ τή τη φορά όμως οι βροντερές ιαχές του ήταν φωνές αποδοκι­ μασίας και οργής. Το πανικόβλητο κορίτσι πέρασε από πάνω μου κι έφυγε κακήν κακώς κλαίγοντας, αφήνοντας πίσω τα τσα­ κισμένα και μαδημένα φτερά της. Ο πατέρας, η Μονίμη κι εγώ, με τα πρόσωπα και τα ρούχα γεμάτα χρυσόσκονη, περάσαμε μπροστά από τους φρουρούς και κατευθυνθήκαμε στα φορεία μας και τους βαστάζους που περίμεναν. Τα πρόσωπα και των τριών μας ήταν τώρα αναψοκοκκινισμένα, αλλά για τελείως δια­ φορετικούς λόγους.

Την επόμενη μέρα ο πατέρας έπιασε δουλειά από νωρίς. Έστει­ λε ανθρώπους του σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας για να πλη­ ροφορηθούν αν είχε συμβεί οτιδήποτε σημαντικό εκείνη ακρι­ βώς τη στιγμή που συνέβη το περιστατικό, αν κάποιος από τους στρατούς του στην Ευρώπη ή την Ασία είχε υποστεί ήττα, αν κά­ ποιος από τους στρατηγούς του είχε δολοφονηθεί. Οι απεσταλ­ μένοι άρχισαν να επιστρέφουν σταδιακά τις επόμενες εβδομάδες ενημερώνοντάς τον ότι τίποτα το αξιοσημείωτο δεν είχε συμβεί εκείνη τη μέρα· έτσι, απέδωσε την πτώση του στέμματος της Νί­ κης σε ένα ατυχές συμβάν και δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με το θέμα. Η Μονίμη είχε καταντροπιαστεί και έμεινε κλεισμένη στα διαμερίσματά της για μέρες μετά από εκείνη την ταπεινωτική βραδιά. Υπολόγιζα ότι ήταν απλώς ζήτημα χρόνου μέχρι να ε­ κτοπιστεί διακριτικά σε ένα συγκεκριμένο απομονωμένο φρούριο σε ορεινή τοποθεσία όπου θα ζούσε την υπόλοιπη ζωή της μέσα br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

167

στην πολυτελή ανία, εκεί όπου ο πατέρας συνήθιζε να στέλνει τις γυναίκες που περίσσευαν στην Αυλή -τις αδερφές του που είχε αρ­ νηθεί να παντρευτεί, ανεπιθύμητα μέλη του χαρεμιού- και πάντα «για την προστασία τους», όπως ισχυριζόταν. Και τότε επέστρεψε στην Πέργαμο εξουθενωμένος ο τελευ­ ταίος απεσταλμένος, ο τελευταίος από εκείνους που είχαν σταλεί την επόμενη μέρα μετά την πτώση της θεάς στο θέατρο για να μά­ θουν αν είχε συμβεί κάτι σοβαρό. Ο άντρας αυτός είχε ταξιδέψει μυστικά μέχρι την ίδια τη Ρώμη και με την επιστροφή του στην Ασία η πρώτη του κίνηση ήταν να ευχαριστήσει μεγαλόφωνα και επιδεικτικά τους θεούς που τον βοήθησαν να γυρίσει με ασφάλεια στο ένδοξο βασίλειο του Μιθριδάτη. Ο πατέρας αναστέναξε α­ νυπόμονα ακούγοντας το κατεβατό των μεγαλόσχημων εκφρά­ σεων. «Στο προκείμενο, κήρυκα. Τι έμαθες;» Ο άντρας χαμογέλασε και κοίταξε τριγύρω του φουσκώνοντας από περηφάνια, καθώς όλοι οι αυλικοί κρέμονταν απ' τα χείλη του. «Άρχοντά μου», συνέχισε, «όπως έλεγα, ποτέ μου δεν ένιωσα τέτοια ευγνωμοσύνη επιστρέφοντας στη γη που γεννήθηκα όπως τώρα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την αντίθεση ανάμεσα στην ειρήνη και την ευημερία που επικρατεί στο βασίλειό σου και στην άγνοια και τη φτώχεια των εδαφών της Δύσης. Πράγματι, όλες οι περιοχές που ανήκουν στην επικράτειά σου απολαμβάνουν το ένδοξο μεγαλείο της βασιλείας σου, ενώ εκείνες που βρίσκο­ νται υπό ρωμαϊκό έλεγχο συνεχίζουν να υποφέρουν από το χάος και τη βαρβαρότητα...» Ο πατέρας έχασε την υπομονή του με την ακατάσχετη φλυα­ ρία του κήρυκα. «Ο γλυκομίλητος Απόλλωνας με καταριέται - α­ κόμη και ο Βιτούιτος μιλάει πιο γρήγορα από τούτον εδώ. Μπες στην ουσία, κήρυκα!» «Άρχοντά μου», άρχισε πάλι να λέει ο άντρας, προσποιούμε­ νος ότι δεν είχε ακούσει το τελευταίο σχόλιο αλλά φροντίζοντας να μιλάει πιο γρήγορα, ενώ στο μέτωπό του είχαν σχηματιστεί κόμποι ιδρώτα, «έκαναν την εμφάνισή τους οιωνοί που, και σ' αυ­ τό συμφωνούν όλοι οι έμπειροι Ετρούσκοι οιωνοσκόποι στους ο­ ποίους απευθύνθηκα, προμηνύουν άσχημες εξελίξεις για τη Ρώ­ μη, αν και αυτό φυσικά θα πρέπει να το επιβεβαιώσουν οι δικοί σου μάντεις. Λέγεται ότι ξαφνικά ξεπήδησαν φλόγες από τις ρά­ βδους των κηρύκων που συνοδεύουν τις λεγεώνες στη Γαλατία, br/zav

168

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

φλόγες που έσβησαν με μεγάλη δυσκολία. Κοράκια προσγειώ­ θηκαν στη ρωμαϊκή Αγορά μαζί με τα μικρά τους και βάλθηκαν να τα κατασπαράζουν μπροστά στα μάτια του κόσμου. Αρουραί­ οι που πιάστηκαν σε παγίδες γέννησαν κι ύστερα, όπως τα κο­ ράκια, έφαγαν τα μικρά τους. Και μια μέρα που ο ουρανός ήταν καθαρός και δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο στον ορίζοντα, ένας ο­ ξύς ήχος σαν από σάλπιγγες αντήχησε στον αέρα πάνω από τη Ρώ­ μη, τρομάζοντας τους πολίτες σε σημείο που κόντεψαν να τρε­ λαθούν». Ο πατέρας ξεφύσηξε αγανακτισμένος. «Δεν μπορεί να σοβαρολογείς. Έκανες όλο αυτό το δρόμο μέχρι τη Ρώμη κι αυτές εί­ ναι οι πληροφορίες που μου φέρνεις;» Το πρόσωπο του αγγελιαφόρου κρέμασε από απογοήτευση στο άκουσμα του σχολίου. «Μα, άρχοντά μου, αυτοί είναι οιωνοί, μηνύματα απευθείας από τους θεούς! Σίγουρα αυτά είχες κατά νου όταν μου ανέθεσες την αποστολή μου. Φυσικά, υπήρξαν και αν­ θρώπινες ενέργειες, ενδείξεις...» «Α, τώρα κάτι κάνουμε. Ανθρώπινες ενέργειες; Τι είδους ε­ νέργειες;» «Άρχοντά μου, φυσικά γνωρίζεις ότι ολόκληρη η Ρώμη είναι παραδομένη στο χάος! Ό π ω ς συνέβη με τους αρουραίους και τα κοράκια, η Ρώμη κατασπαράζει τις ίδιες της τις σάρκες. Η σύ­ γκρουση ανάμεσα στους Ποπολάρους και τους Οπτιμάτες συνε­ χίζεται. Οικογένειες διχάζονται, καθώς τα μέλη τους στρέφονται εναντίον των συγγενών τους, κάποιοι εγκαταλείπουν την πόλη, άλλοι τους διώχνουν μακριά, όμως οι πάντες είναι τρομοκρατη­ μένοι. Κι αυτές οι εσωτερικές απειλές δεν είναι τίποτα συγκρινό­ μενες με τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η Ρώμη από το εξω­ τερικό. Με τις πρόσφατες νίκες σου, οι κτήσεις που κατείχε η Ρώ­ μη εδώ και πολλές γενιές πέφτουν από τα κλαδιά της σαν σάπια σύκα και στρέφονται εναντίον της σαν... εεε... σαν άγριες νυχτε­ ρίδες που τρέφονται απ' αυτά τα σάπια σύκα...» Ο αγγελιαφόρος μπερδεύτηκε και σταμάτησε. Ο πατέρας αναστέναξε ακούγοντας όλες αυτές τις υπερβολι­ κές μεταφορές και κοίταξε προς την οροφή, ζητώντας από τους θεούς να του δώσουν υπομονή, όσο ο κήρυκας αναζητούσε τον ειρ­ μό τον σκέψεών του. «Το σημαντικότερο, μεγαλειότατε, είναι ότι η Ρώμη σε τρέμει - τρέμει και σένα και τις κατακτήσεις σου». br/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

169

Ο πατέρας χαμογέλασε. «Τέλεια. Συνέχισε, κήρυκα». «Η Σύγκλητος... Παρακολούθησα τη Σύγκλητο με τα ίδια μου τα μάτια, από το χώρο του κοινού, την πρώτη μέρα των συνε­ δριάσεών της για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τον πόλεμο που κήρυξε η Αθήνα. Άρχοντά μου, οι μεγαλύτεροι ηγέτες της Ρώμης, οι καλύτεροι ρήτορές της, οι πλέον εξέχοντες πολίτες της, όλοι βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση. Στη Σύγκλητο επικρατεί η α­ πόλυτη αταξία! Ο ένας ομιλητής μετά τον άλλο έπαιρναν το λό­ γο για να εκθέσουν τα επιχειρήματά τους, αλλά με δυσκολία α­ κούγονταν από τις αποδοκιμασίες...» «Τους γιούχαραν οι πολίτες;» «Όχι, άρχοντά μου, οι υπόλοιποι συγκλητικοί! Ποτέ μου δεν είχα δει παρόμοιο θέαμα, ούτε καν στη συνέλευση των βαρβάρων της Καππαδοκίας! Ο συγκλητικός Μάρκος Αλβίνος σηκώθηκε να μιλήσει και πρότεινε τον εξευμενισμό σου με την απόσυρση των ρωμαϊκών φρουρών από την Ασία. Είπε ότι οι φρουρές επιβάρυ­ ναν τα οικονομικά της Ρώμης ούτως ή άλλως, η συντήρησή τους ήταν δαπανηρή και η διοίκησή τους δυσχερής και ότι, αν άφη­ ναν τις περιοχές αυτές σε σένα, θα ήσουν τόσο απασχολημένος, που θα έπαυες να αποτελείς απειλή για τη Δημοκρατία». «Έξοχα! Θύμισέ μου να στείλω ένα δώρο στον Αλβίνο. Μια στιγμή όμως... Είπες ότι οι Ρωμαίοι φοβούνται ότι αποτελώ α­ πειλή για τη Δημοκρατία;» «Αφέντη μου, όταν οι Ρωμαίοι αναφέρονται σε σένα, σε συ­ γκρίνουν με τον Αννίβα!» «Και ποια ήταν η αντίδραση στην πρόταση του καλού συ­ γκλητικού;» «Άρχοντά μου, ο Αλβίνος παραλίγο να λιντσαριστεί, και μάλι­ στα από τους συναδέλφους του. Ο τοίχος πίσω του είχε γεμίσει σά­ πια φρούτα και αβγά που του πέταξαν οι πληρωμένοι άνθρωποι των αντιπάλων του. Τον είπαν προδότη και τον κατηγόρησαν ό­ τι είχε ξεχάσει τις ψυχές των Ρωμαίων που σκοτώθηκαν πέρσι και που ακόμη ζητούσαν εκδίκηση». «Τι έγινε μετά, μίλησε κανείς;» «Μάλιστα, βασιλιά μου. Σηκώθηκε ένας άλλος συγκλητικός και πρότεινε να χρηματοδοτήσουν τους Αρμενίους για να σου ε­ πιτεθούν από την Ανατολή, όμως ο δειλός υποχρεώθηκε να ε­ γκαταλείψει το βήμα, αφού μαινόμενοι πολίτες ξεχύθηκαν ενα­ ντίον της Συγκλήτου και απαίτησαν άμεσα αντίποινα για τις πράbr/zav

170

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ξεις σου. Ούρλιαζαν ζητώντας να κινηθεί εναντίον σου ένας ρω­ μαϊκός στρατός, όμως οι Ποπολάροι, οι οποίοι ελέγχουν τη Σύ­ γκλητο, δε διαθέτουν κανένα αξιόπιστο στρατηγό που να είναι διατεθειμένος να αναλάβει ένα τέτοιο έργο. Άρχοντά μου, η Σύ­ γκλητος αναγκάστηκε να διακόψει πριν ολοκληρωθεί η συνε­ δρίαση και από εκείνη τη μέρα δεν έχει κατορθώσει να επανα­ λάβει κανονικά τις εργασίες της, αφού τα μέλη της φοβούνται ό­ τι θα τους επιτεθούν οι εξοργισμένοι πολίτες. Οι ηγέτες έχουν πα­ ραλύσει από φόβο και έλλειψη αποφασιστικότητας και δεν μπο­ ρούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους. Εσύ, βασιλιά μου, είσαι η πη­ γή του τρόμου που έχει κυριεύσει τη Ρώμη· εσένα θα μνημονεύ­ ουν οι ποιητές ως αιτία της καταστροφής της. Η Σύγκλητος θα μεί­ νει στην ιστορία ως το τελευταίο θύμα σου». Ο πατέρας έγειρε πίσω στο κάθισμά του φανερά εντυπωσια­ σμένος. «Αυτά κι αν είναι νέα», μονολόγησε. Προς στιγμήν έμει­ νε σκεφτικός, έπειτα ανασηκώθηκε και έκανε νόημα στον κήρυ­ κα να πλησιάσει. «Οι δεισιδαιμονίες και τα παραμύθια με τους αρουραίους και τα κοράκια δε με αφορούν», συνέχισε. «Αυτά που με ενδιαφέρουν είναι τα στοιχεία και τα γεγονότα. Τα κατάφερες καλά όταν χώθηκες κρυφά στη Σύγκλητο. Σκέψου τώρα, κήρυ­ κα· προσπάθησε να συγκεντρώσεις το ασυμμάζευτο μυαλό σου. Τι συνέβη εκείνη τη μέρα που έπεσε η Νίκη στο θέατρο; Μην α­ κούσω πάλι γενικόλογες περιγραφές. Τι συνέβη εκείνη τη συγκε­ κριμένη μέρα;» Ο άντρας τον κοιτούσε απορημένος. Αν κάτι τόσο εντυπωσια­ κό όσο η κατάρρευση της Συγκλήτου δεν είχε σημασία για το βα­ σιλιά, γιατί είχε στείλει τόσους ανθρώπους για να συγκεντρώσουν πληροφορίες; «Εκτός από αυτά τα πράγματα, μεγαλειότατε, δε συνέβη τί­ ποτα το αξιόλογο. Εκτός...» «Εκτός από τι, άνθρωπέ μου;» ρώτησε ανυπόμονα ο πατέρας. «Συγχώρεσέ με, αφέντη μου, όμως το θεώρησα ασήμαντο σε σχέση με όλα τα προηγούμενα που σου έχω ήδη αναφέρει. Εκεί­ νη τη μέρα ένας Ρωμαίος στρατηγός που ανήκει στην ατιμασμέ­ νη παράταξη των ολιγαρχικών, στους αριστοκράτες Οπτιμάτες μ' άλλα λόγια, έφυγε από τη Ρώμη και κινήθηκε βόρεια, επικε­ φαλής των λιγοστών λεγεώνων που παρέμεναν πιστές σ' αυτόν, έ­ χοντας μαζί του και αρκετά τάλαντα που είχε δανειστεί. Υπέθε­ σα ότι επρόκειτο για μια συνηθισμένη μετακίνηση στρατευμάbr/zav

ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

171

των, όπως τόσες άλλες. Δεν μπήκα καν στον κόπο να πληροφο­ ρηθώ τον προορισμό του». Τα μάτια του πατέρα στένεψαν. «Και ποιο ήταν το όνομα του Ρωμαίου, κήρυκα; Αυτό τουλάχιστον το έμαθες;» «Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, άρχοντά μου». Αν ο πατέρας ήταν περισσότερο διορατικός, θα είχε καταλά­ βει ότι η περίοδος των αλλεπάλληλων επιτυχιών του νέου βασιλιά των Ελλήνων έφτανε στο τέλος της.

br/zav

br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

Στην Ασία τα ρωμαϊκά ξίφη είναι αντικείμενα φρίκης, το ρωμαϊκό όνομα μισητό, οι ρωμαϊκές εισφορές, οι ρωμαϊκοί δασμοί και φόροι όργανα θανάτου. - ΚΙΚΕΡΩΝΑΣ

br/zav

br/zav

I

Ο ΣΥΛΛΑΣ ΕΙΧΕ ΚΑΤΟΡΘΩΣΕΙ να ανέλθει καθυστερημένα, για τα ρωμαϊκά μέτρα, ξεκινώντας τη σταδιοδρομία του κάτω από μέ­ τριες συνθήκες, όμως κάθε προαγωγή του συνοδευόταν από όλο και μεγαλύτερες επιτυχίες: ως κοιαίστορας -δηλαδή ταμίας του ρω­ μαϊκού θησαυροφυλακίου- είχε καταστρώσει το σχέδιο που οδή­ γησε στη σύλληψη του Αφρικανού βασιλιά Ιουγούρθα, ενός από τους σκληρότερους αντιπάλους της Ρώμης· ως αντιπραίτορας εί­ χε κατακτήσει τους Αρμενίους και ταπεινώσει τους Πάρθους. Λί­ γα χρόνια αργότερα κατάφερε να επισκιάσει τον ηλικιωμένο στρα­ τηγό Μάριο και να κερδίσει το βαθμό του υπάτου κυριολεκτικά με το σπαθί του. Καταγόταν από αριστοκρατική γενιά και ανήκε στους Οπτιμάτες, ήταν δε Ρωμαίος πατριώτης, αλλά μόνο ως το βαθμό που αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του. Τώρα η εξέ­ γερση στην Ελλάδα και στις ασιατικές κτήσεις είχε τραβήξει την προσοχή του, αν και η ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν του είχε δώσει την άδεια να ηγηθεί κάποιας εκστρατείας, αναγκάζοντάς τον να συ­ γκεντρώσει και να χρηματοδοτήσει ένα μεγάλο στρατό αποκλει­ στικά με δικά του έξοδα. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες, συνήθως άψο­ γοι επαγγελματίες τόσο στον τρόπο που πολεμούσαν όσο και σε θέματα εσωτερικής οργάνωσης, στην περίπτωση αυτή θα ήταν υ­ ποχρεωμένοι να ζήσουν όχι με τα εφόδια που θα τους παρείχε η Ρώμη, αλλά με ό,τι μπορούσε να τους προσφέρει η γη απ' όπου περνούσαν και με την ελπίδα τα λάφυρα που θα αποσπούσαν να τους αποζημίωναν. Η στρατιωτική θέση του Σύλλα ήταν επίφοβη. Οι πέντε λεγεώνες κινούνταν μέσω της Βοιωτίας εναντίον της Αττικής· μέχρι να επιστρέψει ο αγγελιοφόρος και να αρχίσει να διηγείται τις ιστορίες με τα κοράκια, είχαν ήδη αρχίσει να πο­ λιορκούν την Αθήνα και το οχυρό λιμάνι του Πειραιά, το οποίο υπερασπίζονταν οι δυνάμεις του Αρχέλαου. Ο πατέρας όμως δε

br/zav

176

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

θεώρησε ότι η κατάσταση αυτή συνιστούσε απειλή, παρά μόνο ό­ τι θα κατέληγε σε αδιέξοδο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Σε τε­ λική ανάλυση, οι Ρωμαίοι δεν είχαν στόλο, επομένως οι δυνάμεις τους δεν μπορούσαν να εφοδιαστούν εξίσου εύκολα με τα πο­ ντιακά στρατεύματα, τα οποία είχαν πάρει θέσεις άμυνας με εύ­ κολη πρόσβαση στα πλοία ανεφοδιασμού που διέθετε η αρμάδα του πατέρα. Τα άγονα εδάφη γύρω από την Αθήνα σύντομα θα έμεναν χωρίς σπαρτά και ο Σύλλας θα ήταν αναγκασμένος ή να αφήσει το στρατό του να λιμοκτονήσει ή να τερματίσει την πο­ λιορκία. Για να επιταχύνει τις εξελίξεις, ο πατέρας έστειλε δύο ε­ πιπλέον ποντιακές στρατιές από το Βορρά, μέσω της Θράκης και της Μακεδονίας. Θα εγκλωβίζαμε τους Ρωμαίους με μια τερά­ στια κυκλωτική κίνηση, θα τους στερούσαμε κάθε τρόπο διαφυ­ γής από στεριά και θάλασσα και στη συνέχεια θα τους κατα­ στρέφαμε με την άνεσή μας. Αν υπήρχε ένας άντρας που δε φοβόταν να αντιμετωπίσει τους κινδύνους και τη φρίκη μιας πολιορκίας, αυτός ήταν ο δαιμόνιος Αρχέλαος. Ολόκληρο το χειμώνα διατήρησε πεισματικά τις θέσεις του στον Πειραιά οχυρωμένος πίσω από τα πανάρχαια, φτιαγ­ μένα με πέτρινους ογκόλιθους τείχη, ύψους σαράντα πήχεων, έρ­ γο του Περικλή την εποχή του πολέμου ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Στα μηνύματα που ο Αρχέλαος έστελνε κάθε εβδομάδα στην Αυλή της Περγάμου, τα οποία μου διάβαζε ο πατέρας, κο­ ρόιδευε τις άτεχνες τακτικές που εφάρμοζαν οι Ρωμαίοι στην πο­ λιορκία. Όταν η προσπάθειά τους να τον εξαναγκάσουν σε έξο­ δο λόγω έλλειψης εφοδίων απέβη άκαρπη, ο Σύλλας κατασκεύα­ σε τεράστια πολιορκητικά όπλα, ορισμένα από τα οποία μπο­ ρούσαν να εξαπολύσουν ταυτόχρονα μέχρι και είκοσι φλεγόμενα βλήματα, ενώ για την κατασκευή τους έκοψε ακόμη και τα αιω­ νόβια δέντρα του Ιερού Άλσους της Πλατωνικής Ακαδημίας, κα­ θώς δεν έβρισκε άλλη κατάλληλη ξυλεία. Σε απάντηση, ο Αρχέ­ λαος άλειψε τα τείχη και τις οροφές των οχυρώσεων με μια πυ­ ρίμαχη ουσία, οπότε τα φλεγόμενα βλήματα αναπηδούσαν χωρίς να προκαλούν φωτιά, έπεφταν στο έδαφος και έσβηναν. Στη συνέχεια ο Σύλλας χρησιμοποίησε τον οπλισμό για να κα­ τασκευάσει τεράστιες πολιορκητικές μηχανές. Μετά από πολλές προσπάθειες και με μεγάλες απώλειες στις τάξεις των αντρών του, κατάφερε τελικά να πυροδοτήσει εκρηκτικές ουσίες κάτω α­ πό τα θεμέλια και να γκρεμίσει το τείχος του Περικλή, ωστόσο br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

177

διαπίστωσε εμβρόντητος ότι ο Αρχέλαος πολύ απλά είχε χτίσει έ­ να άλλο, και μετά από αυτό κι άλλο, κι άλλο ένα, στην εσωτερι­ κή περίμετρο των προηγουμένων τειχών. Ο Σύλλας τελικά κατέφυγε στην ηρωική έφοδο κατά των τει­ χών, ελπίζοντας ότι θα έκαμπτε την αντίσταση του πεισματάρη α­ ντιπάλου του χάρη στην αριθμητική του υπεροχή· ο Αρχέλαος ό­ μως, αποδεικνύοντας την ευστροφία του, είχε καλέσει τις πο­ ντιακές φρουρές από τα νησιά του Αιγαίου και την Εύβοια, ενώ είχε εξοπλίσει και εκπαιδεύσει ακόμη και τους κωπηλάτες του στόλου του, καταφέρνοντας έτσι να αποκρούσει την επίθεση. Ό σ ο περισσότερο άντεχε ο Αρχέλαος σε τόσο δυσκολότερη θέση ερ­ χόταν ο Σύλλας. Στο μεταξύ, αισιόδοξος για την τελική επικράτηση, ο πατέ­ ρας επέστρεψε στους ρυθμούς της ζωής στην Αυλή της Περγάμου. Ήταν ακόμη νέος και είχε την απόλυτη πεποίθηση ότι είχε μπρο­ στά του πολλά χρόνια για να ολοκληρώσει τα σχέδιά του για μια Νέα Ελλάδα. Ο Αρχέλαος καθυστερούσε τον Σύλλα οδηγώντας τον στην ήττα και την καταστροφή, ενώ η επικράτειά του αντι­ μετώπιζε ελάχιστες άλλες απειλές. Οι εβδομαδιαίες αναφορές α­ πό το μέτωπο φάνταζαν τόσο μακρινές, που δεν τον προβλημά­ τιζαν γίνονταν αφορμή για την ανταλλαγή κάποιων σύντομων σχολίων μεταξύ του πατέρα και των συμβούλων του, αλλά τίποτ' άλλο περαιτέρω. Η Μονίμη δεν άντεχε να γίνεται λόγος για πο­ λέμους παρουσία της και, παρότι εγώ πίεζα τον πατέρα να μου πει λεπτομέρειες από την πολιορκία, εκείνη έκοβε πάντα τη συ­ ζήτηση. «Ειλικρινά, Φαρνάκη», συνήθιζε να λέει, προσποιούμε­ νη ότι χασμουριόταν ή με ένα δήθεν άγριο βλέμμα, «ο πόλεμος είναι τόσο βίαιος! Πάρε τα σπαθιά σου και πήγαινε να εξασκη­ θείς με τους άντρες της φρουράς έξω, στην αυλή, αν το θέλεις τό­ σο πολύ. Ό μ ω ς δε θα δεχτώ να φέρεις τα αιμοδιψή ένστικτά σου μέσα στο παλάτι». Όποτε άκουγα τέτοια λόγια, γυρνούσα και κοιτούσα παρα­ κλητικά τον πατέρα, ελπίζοντας να διακρίνω στο πρόσωπό του έ­ να σημάδι, κάτι που να μου έλεγε ότι η πολιορκία ήταν σοβαρό ζήτημα, ότι αισθανόταν πως στη ζωή υπήρχαν πιο σημαντικά πράγματα από τις ανούσιες απολαύσεις του παλατιού και τα καπρίτσια της Μόνιμης· εκείνος όμως φρόντιζε να αποφεύγει το βλέμμα μου και έστρεφε την προσοχή του σε κάποιο διοικητικό έγγραφο ή κάτι παρόμοιο. Τουλάχιστον συνέχιζε να φέρει το μεbr/zav

178

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

γάλο τόξο στο πλευρό του, παρά τις διαμαρτυρίες της Μονίμης. Και πάλι όμως είχα μήνες να τον δω να το χρησιμοποιεί, ακόμη και για εξάσκηση ή στο κυνήγι. Ήμουν άκεφος και δεν επικοι­ νωνούσα με τη Μονίμη, μερικές φορές ούτε με τον πατέρα, κάτι που εκείνος το απέδωσε στην ηλικία μου. Βυθίστηκα σε μια πα­ ρατεταμένη δυσθυμία. Καθ' όλη τη διάρκεια του επόμενου καλοκαιριού η πολιορκία συνεχίστηκε χωρίς διακοπή, με τις βόρειες δυνάμεις του Πόντου να μην προχωρούν σε επίθεση ελπίζοντας ότι οι Ρωμαίοι θα α­ πογοητεύονταν και θα αποχωρούσαν. Το φθινόπωρο που ακο­ λούθησε ο Σύλλας κατέληξε σε μια εξαιρετικά τολμηρή τακτική, την οποία συνέλαβε σε συνεργασία με έναν από τους αξιωματι­ κούς του, έναν πλούσιο γόη ονόματι Λεύκιο Λικίνιο Λούκουλλο, ο παππούς του οποίου υπήρξε Ρωμαίος ύπατος, ο πατέρας του α­ πατεώνας και η μητέρα του πόρνη. Αυτός ο Λούκουλλος λοιπόν ξεγλίστρησε από την ποντιακή αρμάδα πάνω σ' ένα ταχύ λαθρεμπορικό και ανοίχτηκε στο πέλαγος με σκοπό να συγκεντρώσει ναυτικό για τον Σύλλα, στρατολογώντας μισθοφόρους ίσως από τους ναύτες της Ανατολικής Μεσογείου ή τους θαλασσοπόρους ε­ μπόρους της Αιγύπτου. Το ανειδίκευτο πλήρωμά του τράβηξε ρό­ τα προς τη δίνη μιας καταιγίδας και οι Πόντιοι διώκτες του ε­ γκατέλειψαν την καταδίωξη, γελώντας με την ηλιθιότητα και την απελπισία των Ρωμαίων, ενώ οι ίδιοι αναζήτησαν ασφαλές κα­ ταφύγιο μέσα στα τείχη του λιμανιού του Πειραιά. Την επόμενη άνοιξη η πόλη των Αθηνών, σε απόσταση μερι­ κών χιλιομέτρων από το οχυρό του Αρχέλαου στον Πειραιά, έχο­ ντας για την υπεράσπισή της μια μικρή φρουρά λίγων εξασθε­ νημένων ηλικιωμένων και ανεπαρκώς εκπαιδευμένων αντρών, τε­ λικά υπέκυψε από την πείνα και μια τολμηρή έφοδο των Ρωμαί­ ων σε ένα μέρος των τειχών της που δεν είχε επισκευαστεί. Ο ί­ διος ο Σύλλας ηγήθηκε της λεηλασίας, διατάζοντας τους άντρες του να τον μεταφέρουν σε ένα ανοιχτό φορείο επειδή έπασχε α­ πό ποδάγρα. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες έτρεχαν σαν δαιμονισμένοι στους δρόμους και στα μνημεία της πόλης με τα ξίφη γυμνά, σφά­ ζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους, χωρίς να λυπούνται ούτε γυναίκες ούτε παιδιά. Πολύ περισσότεροι από εκείνους που σκό­ τωσαν οι Ρωμαίοι ήταν όσοι αυτοκτόνησαν, γεμάτοι πόνο για την καταστροφή της πόλης τους και έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ότι οι άντρες του Σύλλα θα έδειχναν έλεος. Η σφαγή των Αθηνών ήταν br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

179

τέτοιων διαστάσεων, ώστε ακόμη και σήμερα κανείς δε γνωρίζει πόσοι σκοτώθηκαν, πόσοι αθώοι χάθηκαν, αν και υπάρχουν α­ κόμη σημεία στην πόλη αυτή όπου μπορεί κανείς να δει το αίμα, εκεί όπου απορροφήθηκε από τους πόρους της πέτρας. Στην α­ γορά σκοτώθηκαν τόσοι πολλοί, που έλεγαν πως το αίμα τους κυ­ λούσε στα ρείθρα, περνούσε κάτω από τις πύλες και έφτανε μέ­ χρι τα προάστια. Ο Αρχέλαος ανέφερε χωρίς συναισθηματισμούς τα νέα για την καταστροφή της πόλης και στη συνέχεια επικεντρώθηκε στο έρ­ γο του. Με την άλωση της Αθήνας, η παραμονή στον Πειραιά δεν έδινε πλέον κανένα στρατιωτικό πλεονέκτημα, κι έτσι ετοιμά­ στηκε να αποχωρήσει και να ενώσει τις δυνάμεις του με τα εφε­ δρικά στρατεύματα στο Βορρά. Μέσα σε μία εβδομάδα είχε επι­ βιβάσει τους άντρες του στα ποντιακά πολεμικά, καταφέρνοντας όμως με έξυπνες κινήσεις να κρατά σε απόσταση τους Ρωμαίους με τη φρουρά του, παρότι διαρκώς μειωνόταν, μέχρις ότου ολό­ κληρος ο στρατός κατόρθωσε να αναχωρήσει, μαζί με το πολε­ μικό ταμείο και τις προμήθειες. Η νίκη των Ρωμαίων δεν είχε ου­ σιαστικό αντίκρισμα. Με τα τύμπανα των κελευστών να χτυπούν δυνατά και τα λά­ βαρα του Πόντου με το χρυσό άλογο να κυματίζουν περήφανα σαν να είχε σημειώσει μια σπουδαία νίκη, ο Αρχέλαος άφησε πί­ σω του τον Πειραιά, πέρασε το νοτιοανατολικό άκρο της Αττικής και ανέβηκε στον Πορθμό του Ευρίπου με κατεύθυνση τις Θερ­ μοπύλες. Εκεί ένωσε τις δυνάμεις του με τον ποντιακό στρατό που είχε οδηγήσει από το Βορρά ο μισθοφόρος στρατηγός Ταξίλης. Ο στρατός είχε περάσει από τη Μακεδονία και αποτελούνταν από βάρβαρους εφέδρους. Επομένως, ο Αρχέλαος είχε υπό τις διατα­ γές του εκατό χιλιάδες πεζικάριους και ακόμη είκοσι χιλιάδες ιπ­ πείς. Γνωρίζοντας σε ποια σημεία πλεονεκτούσε και τους κινδύνους που έκρυβε η ανάπτυξη ιππικού και αρμάτων στο κακοτράχαλο έ­ δαφος των Θερμοπυλών, βάδισε με το στρατό του προς το Νότο για αρκετές μέρες, ώσπου έφτασε στις χλοερές πεδιάδες της Βοι­ ωτίας. Εκεί τελικά σταμάτησε και περίμενε τον Σύλλα με τους τριά­ ντα χιλιάδες πεινασμένους, απλήρωτους εξόριστους Ρωμαίους του. Ο Αρχέλαος είχε διαβάσει ιστορία και ήξερε τη σημασία του ε­ δάφους. Δεν επρόκειτο να ηττηθεί όπως ο Δαρείος ή ο Ξέρξης. Ο Μιθριδάτης θα γινόταν ο πρώτος κατακτητής από την Ανατολή που θα κατόρθωνε επιτέλους να νικήσει σε ελληνικό έδαφος. br/zav

ΙI

«ΠΑΤΕΡΑ

ΦΕΥΓΩ».

Άφησε κάτω το κυνήγι που έτρωγε, σκούπισε τα δάχτυλά του σ' ένα πανί, άπλωσε τα τεράστια πόδια του στο ανάκλιντρο και με κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας και συνάμα εκνευρισμού. Χρει­ άστηκε να καταβάλω προσπάθεια για να κρατήσω τα μάτια μου πάνω του, αλλά τα κατάφερα, και παρατήρησα, όπως είχα δια­ πιστώσει εδώ και κάποιους μήνες, ότι η επιδερμίδα του στο πρό­ σωπο και τα χέρια είχε χάσει την μπρούντζινη τραχύτητά της, έ­ χοντας αρχίσει να χλομιάζει και να δείχνει κάπως πλαδαρή λό­ γω της έλλειψης εξάσκησης. Μετά την παταγώδη αποτυχία της εκ­ στρατείας στη Ρόδο είχε αφήσει τον πόλεμο εξ ολοκλήρου στα χέ­ ρια του Αρχέλαου και τη διακυβέρνηση στα χέρια των παλατια­ νών ευνούχων. Η νέα του αυτοκρατορία ουσιαστικά λειτουργού­ σε μόνη της, με τις εισφορές να καταφθάνουν από κάθε επαρχία και τις πόλεις να συναγωνίζονται η μία την άλλη για το ποιά θα προσφέρει στρατιώτες. Είχε άπλετο ελεύθερο χρόνο, κι όμως, α­ κόμη και μ' αυτή την πολυτέλεια στη διάθεσή του, μια πολυτέλεια που ακόμη και οι πιο ισχυροί άντρες σπάνια έχουν, είχε αφήσει πολύ καιρό να περάσει ανεκμετάλλευτος. Επί τρία χρόνια ο πα­ τέρας αμελούσε την ιππασία και το κυνήγι, προτιμώντας τα κα­ θήκοντά του στο παλάτι και κοιτάζοντας να ικανοποιεί κάθε επι­ θυμία της Μονίμης. Τα αναθεματισμένα βέλη του Έ ρ ω τ α , αντί­ θετα με όλα τα άλλα βέλη, δε σκοτώνουν ούτε τραυματίζουν, α­ πεναντίας εξασθενίζουν και αδυνατίζουν, αφαιρούν για πάντα κά­ τι από την ψυχή του ανθρώπου. Είχα υποφέρει κι εγώ από αυτή την κατάσταση, καθώς, όπως πάντα, όπου πήγαινε ο πατέρας εγώ τον ακολουθούσα, και α­ σφυκτιούσα από τους υποκριτικούς περιορισμούς που μου επέ­ βαλλαν οι ευνούχοι και οι αυλικοί, από το θηλυπρεπές περιβάλ-

br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

181

λον του παλατιού, τις διαρκείς γκρίνιες της Μονίμης και τις πα­ ράλογες επιθυμίες της. Έφευγα κρυφά από το παλάτι όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, για να εξασκηθώ στην ξιφασκία και την το­ ξοβολία, να τελειοποιήσω τις ικανότητές μου στη μάχη και να κάνω τις ασκήσεις μου, αλλά πάντοτε μόνος, χωρίς την καθοδή­ γηση του πατέρα, χωρίς καν την ενθάρρυνσή του. Σπάνια πρόσεχε την παρουσία ή την απουσία μου, τόσο τον είχαν απορροφήσει οι υποθέσεις του παλατιού. Ο πατέρας είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Δεν ήταν πια ο ατρόμητος πολεμιστής και ο στιβαρός ηγέτης, δεν ήταν πια ο πατέρας που θυμόμουν. Ή τ α ν ακόμη βασιλιάς φυσι­ κά, αλλά βασιλιάς ευνούχων και παλλακίδων αντί για βασιλιάς πολεμιστών και αντρών από ευγενική γενιά. Δεν άντεχα άλλο. «Φεύγω», επανέλαβα. Ο πατέρας με κάρφωσε με το βλέμμα του. «Φεύγεις από το τραπέζι ή φεύγεις από το παλάτι; Η παρέα μας σε κάνει να βα­ ριέσαι;» Η Μονίμη με κοιτούσε αυστηρά, το στόμα της ήταν μια ευθεία γραμμή. «Φεύγω από την πόλη, ίσως κι από την επαρχία, δεν ξέρω. Εσύ ήσουν δεκατεσσάρων όταν έφυγες από το σπίτι. Κι εγώ πά­ νω κάτω στην ηλικία σου είμαι». Κάτι πήγε να πει, αλλά τον διέκοψε ένας υπηρέτης που ήρθε δίπλα του και του έδωσε ένα βρεγμένο λινό ύφασμα για να κα­ θαρίσει το πρόσωπό του, κι ύστερα παρενέβη και η Μονίμη με μια διόλου σύντομη περιγραφή της νέας υπηρέτριας που είχε α­ ποκτήσει. Ξεφύσηξα εκνευρισμένος και κατέβασα απότομα το κύπελλό μου στο τραπέζι. Ο πατέρας με κοίταξε ενοχλημένος. «Η μελέτη σου προχωρά καλά;» ρώτησε αφηρημένα. Έγνεψα καταφατικά. «Τα ελληνικά;» Δίστασα. Οι γλώσσες ήταν ένα από τα αγαπημένα αντικείμε­ να μελέτης για τον πατέρα, αλλά είναι εύκολο να διακρίνεσαι σε κάτι όταν έχεις ένα χάρισμα από τη φύση σου. Ο πατέρας μι­ λούσε με ευχέρεια είκοσι γλώσσες, όμως αυτή την ικανότητα εγώ ήταν δύσκολο να την αποκτήσω· από τότε που θυμάμαι τον εαυ­ τό μου πάντα με μπέρδευαν οι παράξενες διάλεκτοι που μιλού­ σαν γύρω μου οι πρέσβεις και οι κήρυκες, τις οποίες εκείνος φαι­ νόταν να καταλαβαίνει με άνεση. Η μόνη ξένη γλώσσα που είχα μάθει να μιλάω ως τότε ήταν τα γαλατικά, από τις ώρες που είχα περάσει καθισμένος στα πόδια του Βιτούιτου ακούγοντας τις ιbr/zav

182

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στορίες του, αλλά ο πατέρας τη θεωρούσε άχρηστη, βαρβαρική γλώσσα. Κάποτε, όταν ήμουν μικρός, είχα επινοήσει κάποιες λέ­ ξεις που ακούγονταν ξένες και τις επαναλάμβανα δήθεν αδιάφο­ ρα όταν ήταν κι εκείνος μπροστά, για να φανώ πιο σημαντικός στα μάτια του. «Σουλάι σουλάι λουλάι-ο», έλεγα, λέξεις που μάλλον τις είχα σχηματίσει από τα παραγγέλματα που δίνουν οι βοσκοί στα κοπάδια τους. Ο πατέρας φάνηκε τότε να ξαφνιάζεται απ' αυτές τις απρόσμενες γνώσεις μου και είχε δείξει ενδιαφέρον γι' αυτή τη νέα, περίεργη γλώσσα. «Σουλάι σουλάι λουλάι-ο;» επανέλαβε μιμούμενος την προφορά μου. Έ β α λ α τα γέλια σαν να του είχα κάνει το πιο έξυπνο αστείο στον κόσμο και χρειάστηκε να περά­ σουν λίγες στιγμές απορίας πριν καταλάβει τι είχα κάνει και τό­ τε το βροντερό, καλόκαρδο γέλιο του ενώθηκε με το δικό μου. Ό μ ω ς τα χρόνια είχαν περάσει από τότε. Τώρα δεν ήταν ώρα να υπερβάλω για τη γλωσσομάθειά μου. «Τα ελληνικά;» επανέλαβε με μεγαλύτερη επιμονή. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να απαγγέλλω, κομπιάζο­ ντας, την επίκληση του Ομήρου στη Μούσα, από τους πρώτους στίχους της Ιλιάδας: «Μηνιν άειδε θεά Πηληϊάδεω Αχιλήος ουλομένην». Με διέκοψε ανυπόμονα και ολοκλήρωσε μόνος του το στίχο. «Τα λατινικά;» ρώτησε τώρα. «Τα λατινικά, πατέρα; Γιατί να μάθω λατινικά αφού είναι η γλώσσα των Ρωμαίων;» «Ακριβώς επειδή είναι η γλώσσα των Ρωμαίων!» αναφώνησε. Τον κοιτούσα απορημένος. «Αν ξέρεις τη γλώσσα που μιλά ένας άνθρωπος», συνέχισε, «τότε ξέρεις και τον τρόπο που σκέφτεται, ξέρεις αν αναλύει τις ενέργειές του στην παθητική ή την ενεργη­ τική φωνή, ξέρεις αν το λεξιλόγιό του τείνει προς τις τέχνες και την ποίηση ή τον πόλεμο και τα όπλα. Και όταν ξέρεις αυτά τα πράγματα, τότε ο εχθρός σου δεν είναι πλέον ένας ξένος - είναι γνωστό μέγεθος. Αν μιλάς τη γλώσσα ενός λαού, τότε μπορείς να σκεφτείς όπως αυτός και να προβλέψεις τις κινήσεις του. Και τό­ τε δε θα τον φοβάσαι. "Qui timens vivet, liber non erit umquam"». «Τι;» Με κοίταξε αγριεμένος, ενοχλημένος από την άγνοιά μου. «"Αυτός που ζει μέσα στο φόβο δε θα είναι ποτέ ελεύθερος". Να θυμάσαι τη φράση αυτή, το πρώτο σου μάθημα λατινικών». Αναστέναξα ξανά. Είχα χάσει τον έλεγχο της συζήτησης που br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

183

εγώ είχα ξεκινήσει. Σηκώθηκα απότομα και ήδη κατευθυνόμουν προς την πόρτα, όταν η επιβλητική φωνή του με σταμάτησε. «Φαρνάκη!» Έ κ α ν α αργά μεταβολή και βρέθηκα αντιμέτωπος με το α­ γριεμένο βλέμμα του. «Τι στον Άδη σε έχει πιάσει τελευταία; Η Μονίμη μου λέει ό­ τι φέρεσαι με αγένεια και σ' εκείνη και στους υπηρέτες». Ξέσπασα. «Στους υπηρέτες! Δε χρειάζομαι τέτοιους υπηρέτες, κι όμως όπου και να πάω με ακολουθούν σαν τα σκυλιά αυτοί οι αυλοκόλακες. Αν ιδρώσω την ώρα που εκτελώ τις ασκήσεις μου, προσπαθούν να με αρωματίσουν. Αν ρίξω βέλη, αρχίζουν τα σχό­ λια για την ασφάλειά μου. Σαν τις κότες - δεν μπορώ να κάνω τί­ ποτα σ' αυτό το σπίτι χωρίς να τους έχω πίσω μου να κακαρίζουν αδιάκοπα. Το ίδιο κι εσύ!» Η Μονίμη έφερε την παλάμη της στο στήθος της, σοκαρι­ σμένη από τη γλώσσα και τη χολή μου, όμως το βλέμμα του πα­ τέρα παρέμεινε οξύ και ανέκφραστο. «Δε χρειάζεται να κάνεις τί­ ποτα», είπε σε χαμηλό, ζυγισμένο τόνο. «Είσαι γιος βασιλιά, όχι κανένας πεζικάριος ή παραπαίδι. Φέρσου σαν γιος βασιλιά». «Όπως φέρεσαι εσύ σαν βασιλιάς;» Φάνηκε να αιφνιδιάζεται και τα μάτια του στένεψαν. «Τι εί­ ναι αυτά που λες;» Τώρα που είχα αρχίσει να μιλάω, αποφάσισα να μην κάνω πίσω. «Είσαι βασιλιάς», είπα, «αλλά δε σ' ενδιαφέρει τίποτα». «Μ' ενδιαφέρει να προστατεύσω την αυτοκρατορία μου από τη Ρώμη». «Αλήθεια; Εδώ και δύο χρόνια έχεις αναθέσει όλες τις πολε­ μικές επιχειρήσεις στον Αρχέλαο - σχεδόν δεν έχεις πατήσει το πόδι σου έξω από την πόλη. Μισείς τη Ρώμη, όπως λες, αλλά έ­ τσι ξέρεις να μισείς εσύ; Μισείς τίποτ' άλλο; Αγαπάς τίποτα;» Ξεφύσηξε εκνευρισμένος. «Αν αγαπάω τίποτα! Νόμιζα ότι α­ ναφερόσουν στον πόλεμο». «Στον πόλεμο αναφέρομαι!» αναφώνησα αναψοκοκκινισμέ­ νος. «Δε μισείς· δεν αγαπάς· απλώς... υπάρχεις εδώ, μέσα στο πα­ λάτι. Δε σ' ενδιαφέρει το παραμικρό. Αν κάτι σε δυσαρεστεί, κά­ νεις έτσι μια κίνηση τα δάχτυλά σου και χάνεται κι ύστερα συ­ νεχίζεις τα χαμόγελα και τις συζητήσεις, λες και δεν είχε υπάρ­ ξει ποτέ». Ακούγοντας το σχόλιο αυτό, η Μονίμη επαναστάτησε. br/zav

184

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Πώς τολμάς να μιλάς έτσι στον πατέρα σου; Εσύ, ένα... ένα... ένα αγόρι!» Γέλασα χλευάζοντας την τόση ευγλωττία της και μάλλον για πρώτη φορά ο πατέρας με υποστήριξε. Την κοίταξε αυστηρά και σήκωσε το χέρι του για να κάνει τη συνηθισμένη κίνηση με τα δάχτυλά του, συνειδητοποίησε όμως τι πήγαινε να κάνει και συ­ γκρατήθηκε. «Μονίμη», είπε με μετρημένο τόνο, «άφησέ μας για λίγο». Αυτή τον κοίταξε απότομα, ανασηκώθηκε βαριά από το ανά­ κλιντρό της, μου έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα και βγήκε από το δωμάτιο με αργές κινήσεις σε μια μελετημένη προσπάθεια να φανεί ατάραχη. Η μαλθακή ζωή του παλατιού δεν είχε αφήσει ού­ τε εκείνη ανεπηρέαστη. Το νεανικό της κορμί είχε αλλάξει, οι γο­ φοί και η μέση της είχαν αποκτήσει ένα διόλου κολακευτικό φάρ­ δος και το πρόσωπό της είχε σκληρύνει, τόσο από τις προσπάθειες της να επιδεικνύει το υπεροπτικό ύφος της βασίλισσας που δε θα γινόταν ποτέ όσο και από τη μανιώδη χρήση καλλυντικών που τελικά περισσότερο κακό παρά καλό κάνουν στην επιδερμίδα. Ο πατέρας ήξερε ότι είχα πάψει από καιρό να κρύβω την απέχθεια μου για εκείνη, αλλά ενοχλούνταν όταν εκφραζόμουν απροκάλυ­ πτα. Όταν έφυγε η Μονίμη, έκανε φανερή προσπάθεια να ελέγ­ ξει τα νεύρα του και φόρεσε το συνηθισμένο του χαμόγελο. Το βλέμμα του όμως παρέμενε σκοτεινό και θυμωμένο. «Φαρνάκη», είπε, «η Μονίμη παραπονέθηκε ότι εξασκείσαι στην ξιφασκία στη Μεγάλη Αίθουσα μαζί με τον Βιτούιτο». Το σχόλιο με πείραξε. «Στη Μεγάλη Αίθουσα; Μόνο κάνα δυο φορές, όταν έβρεχε...» «Χαίρομαι που το ακούω. Δεν παραπονιέμαι, έχε υπόψη σου - ο Βιτούιτος είναι καλός άνθρωπος, καλός εκπαιδευτής. Ξέρει ό­ λες τις κινήσεις μου. Για να δούμε τι σου έμαθε». «Τι, εδώ;» αναφώνησα έκπληκτος. «Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος ούτε καλύτερη στιγμή». Σηκώ­ θηκε με ένα ελαφρύ βογκητό, πήγε με μεγάλα βήματα στη θέση όπου άφηναν οι φρουροί τα όπλα τους όταν δε βρίσκονταν σε υ­ πηρεσία και διάλεξε προσεκτικά ένα σπαθί, το οποίο ζύγισε για λίγο στο χέρι του δοκιμάζοντας το βάρος του, και μου το πέταξε, με τη λαβή να φτάνει πρώτη. Ύ σ τ ε ρ α άδραξε το πελώριο όπλο του από το ανάκλιντρο όπου το είχε ακουμπισμένο όση ώρα δειπνούσε και περπάτησε προς το μέρος μου, με τη λεπίδα στραμbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

185

μένη προς τα κάτω, το στήθος και το πρόσωπο του τελείως εκτε­ θειμένα. Εγώ στεκόμουν ακίνητος, δεν ήξερα τι να κάνω. «Έλα λοιπόν, αγόρι μου, δε βρισκόμαστε πια στην τραπεζα­ ρία· στεκόμαστε στο πεδίο της μάχης», είπε χαμογελώντας πλα­ τιά. «Καιρός να ρίξω λίγο τα παχάκια της παλατιανής καλοζωίας. Βάλε τα δυνατά σου». «Πατέρα, αυτά δεν είναι σπαθιά εκπαίδευσης - οι λεπίδες τους δεν είναι στομωμένες ούτε οι αιχμές καλυμμένες. Είναι πολύ ε­ πικίνδυνο· είναι κανονικά σπαθιά...» «Ανοησίες. Αν δεν μπορώ να αμυνθώ απέναντι σ' έναν έφηβο, δεν αξίζω να είμαι βασιλιάς, εσύ το αξίζεις. Έ λ α λοιπόν... Κοίτα, πλησιάζω επικίνδυνα· μπήκα στο χώρο σου!» Ο κορμός του παρέμενε εκτεθειμένος κι εγώ κατέβασα το σπα­ θί μου με μισή καρδιά, όχι για να τον χτυπήσω, αλλά για να τον κρατήσω μακριά. Με μια κίνηση τόσο γρήγορη, που σχεδόν δεν πρόλαβα να τη δω, τίναξε το όπλο του και έβγαλε την άμυνα με τέτοια δύναμη, ώστε το σπαθί μου άρχισε να κουδουνίζει όπως το κρατούσα, ενώ το μπράτσο μου με πόνεσε από το χτύπημα. Η πόρτα άνοιξε και ένας τρομαγμένος φρουρός όρμησε μέσα, ό­ μως ο πατέρας τού έκανε νόημα ότι όλα ήταν εντάξει χαμογελώ­ ντας πλατιά. «Εξασκούμαστε λίγο, στρατιώτη. Μείνε να δεις αν θέλεις». Γνέφοντας απορημένος, ο φρουρός πήγε σε μια γωνία και στά­ θηκε κουμπωμένος παρατηρώντας τις κινήσεις μας. Αναψοκοκκινισμένος, συνειδητοποιούσα τώρα ότι ο πατέρας είχε πάρει στα σοβαρά αυτή την εξάσκηση. Λυγίζοντας ελαφρά τα γόνατά μου, πήρα θέση μάχης και τον πλησίασα προσεκτικά, έχοντας κατά νου να εκμεταλλευτώ το πλεονέκτημά μου όπως με είχε μάθει ο Βιτούιτος, να επιτεθώ χαμηλά και γρήγορα, κάτω α­ πό το ύψος όπου κινούνταν με άνεση ένας πιο μεγαλόσωμος α­ ντίπαλος. Ο πατέρας διάβασε αμέσως την τακτική και έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Σωστή στάση, αγόρι μου· κράτα την ισορροπία σου· ρί­ ξε το βάρος στα πόδια, γείρε ελαφρά προς τα εμπρός, κάπως... έτσι!» Με μια αστραπιαία κίνηση σήκωσε το όπλο του προς το κε­ φάλι μου, σταματώντας το ακριβώς πριν με χτυπήσει - ή, πιο σω­ στά, ακριβώς πριν με χτυπήσει αν είχα μείνει ακίνητος, γιατί είχα καταλάβει την κίνησή του και με μια προσποίηση πέρασα από κάτω και σηκώθηκα από την άλλη πλευρά της ακίνητης λεπίδας. br/zav

186

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο πατέρας έδειξε να εκπλήσσεται ευχάριστα. «Πολύ καλά!» α­ ναφώνησε, ενώ γύρισε και έκλεισε το μάτι στο φρουρό. «Για να ζωηρέψουμε λίγο τα πράγματα, να δούμε τι ξέρει αυτό το αγόρι». Έκανε ένα σίγουρο βήμα προς το μέρος μου, σήκωσε το σπα­ θί του και αμέσως εξαπέλυσε ένα γρήγορο συνδυασμό σπαθισμών και λογχισμών που στόχο είχαν να με κάνουν να χάσω την ισορ­ ροπία μου, να με αποσπάσουν με την απειλητική κίνηση της γυα­ λιστερής λάμας έτσι ώστε να χάσω τον έλεγχο των ποδιών μου και τελικά να πέσω. Τα χτυπήματα έρχονταν το ένα μετά το άλ­ λο με τόση δύναμη και ταχύτητα, που όμοιά τους με δυσκολία μπορούσα να φανταστώ· ποτέ δεν είχα νιώσει τέτοια πίεση όταν έκανα εξάσκηση με τον Βιτούιτο. Σχεδόν μεμιάς το μέτωπο μου γέμισε σταγόνες ιδρώτα, καθώς αμυνόμουν απελπισμένα, και αι­ σθανόμουν ότι ο πατέρας σταδιακά με υποχρέωνε να υποχωρή­ σω αδυσώπητα προς τον τοίχο που βρισκόταν πίσω μου. Άμα έ­ φτανα εκεί, ήξερα ότι το παιχνίδι θα είχε τελειώσει. Ανάμεσα στα χτυπήματα κατάφερα να ρίξω μια κλεφτή ματιά στο πρόσωπο του και είδα ότι ήταν συγκεντρωμένος αλλά ταυτόχρονα απόλυ­ τα χαλαρός, ενώ στα χείλη του διαγραφόταν ένα σχεδόν αδιόρα­ το χαμόγελο. Το διασκέδαζε! Ξαφνικά ένιωσα ασυγκράτητο θυ­ μό, οργή που μπορούσε να παίρνει τόσο αψήφιστα τους προ­ βληματισμούς μου, που μπορούσε με τόση άνεση να αφήνει κα­ τά μέρος τα θέματα που είχα προσπαθήσει να συζητήσω μαζί του νωρίτερα, που μπορούσε απλά να με ξεγελάσει με κάτι που εκεί­ νος θεωρούσε παιδικό παιχνίδι. Να ασχοληθεί με το αγοράκι λί­ γα λεπτά για να σταματήσει το καημένο να κλαίει! Να κάψει και λίγο λίπος! Με μια δύναμη που δεν ήξερα ως τότε ότι είχα, ανασηκώθη­ κα ξαφνικά από την αμυντική μου θέση και εξαπέλυσα έναν κα­ ταιγιστικό συνδυασμό χτυπημάτων που είχα δει τον Βιτούιτο να δοκιμάζει κάποτε απέναντι σε έναν από τους καλύτερους ξιφο­ μάχους του στρατού, σταματώντας την υποχώρησή μου και κα­ ταφέρνοντας μάλιστα να κάνω δύο ή τρία διστακτικά βήματα προς τον πατέρα. Το χαμόγελο του χάθηκε απότομα και ανασή­ κωσε το φρύδι του αιφνιδιασμένος, αν και κατάφερε να αμυνθεί αποτελεσματικά σε κάθε μου κίνηση. Ξαφνικά η κατάσταση δεν ήταν πια ένα απλό παιχνίδι και κοντοστάθηκε ξεκλέβοντας μια στιγμή για να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Έκανε ένα κοφτό νεύμα στο φρουρό που παρακολουθούσε, br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

187

σαν να ήθελε να του πει ότι θα έδινε ένα τέλος στην ξιφομαχία τώρα, πριν ξεφύγουν τα πράγματα από κάθε έλεγχο. Γυρίζοντας ξανά προς το μέρος μου, προσποιήθηκε ότι θα έκανε επίθεση στα δεξιά μου. Καθώς έγερνα το σώμα μου για να αποκρούσω το χτύπημά του, εκείνος έστριψε αστραπιαία επί τόπου προς τα α­ ριστερά μου, για να με κολλήσει στον τοίχο με την επίπεδη επι­ φάνεια του σπαθιού του και να τερματίσει τον αγώνα. Μόνο που εγώ δε βρισκόμουν πια εκεί. Καθώς είχα εξασκη­ θεί πολλές φορές σ' αυτή την κίνηση μαζί με τον Βιτούιτο, ρισκάρισα και θεώρησα ότι η πρώτη του επίθεση ήταν απλή προ­ σποίηση κι έτσι προσποιήθηκα κι εγώ ότι θα επιχειρούσα άμυ­ να. Σκύβοντας γρήγορα κάτω από τη λάμα, έκανα την ίδια στρο­ φή με τον πατέρα, αλλά στην αντίθετη κατεύθυνση, οπότε βρέ­ θηκα πίσω του, την ίδια στιγμή που η επίπεδη επιφάνεια του σπα­ θιού του έπεφτε με κρότο στον άδειο τοίχο. Πριν προλάβει καν να καταλάβει τι είχε συμβεί, ένιωσε την άκρη του σπαθιού μου να ακουμπά απαλά στην πλάτη του. Ο πατέρας πάγωσε. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπο του, α­ φού ήταν στραμμένος προς τον τοίχο· το μόνο σημάδι που είχα για την αντίδρασή του ήταν το κόκκινο χρώμα με το οποίο βά­ φτηκαν ξαφνικά ο λαιμός και τα αφτιά του. Άκουσα το φρουρό να πλησιάζει διστακτικά από πίσω μου, αβέβαιος για το τι έπρε­ πε να κάνει. Στεκόμουν λαχανιασμένος, χαμογελώντας θριαμ­ βευτικά, όμως αυτό κράτησε μονάχα μια στιγμή. Σαν σίφουνας ο πατέρας γύρισε, έφυγε με ένα άλμα μπροστά από το σπαθί μου και ταυτόχρονα χτύπησε το όπλο μου τόσο δυνατά, που τινάχτη­ κε από το χέρι μου και χτύπησε με κρότο στον τοίχο με τέτοια τα­ χύτητα, που η λάμα έγινε κομμάτια. Πριν μπορέσω καν να αντι­ δράσω, κατέβασε με δύναμη την επίπεδη επιφάνεια του σπαθι­ ού του στο στομάχι μου ρίχνοντάς με στο πάτωμα. Έμεινα εκεί, πεσμένος ανάσκελα, με κομμένη την ανάσα, προσπαθώντας να συνέλθω. Τον κοίταζα τρομαγμένος κι εκείνος με τη σειρά του με παρατηρούσε γεμάτος οργή. «Ποτέ μην απειλήσεις το βασιλιά βάζοντάς του το σπαθί στην πλάτη», έκανε αγριεμένος. «Πατέρα, απλώς κάναμε εξάσκηση· μόνος σου το είπες!» «Αυτό δεν ήταν εξάσκηση. Κανείς δε βάζει σπαθί στην πλάτη ενός βασιλιά, εκτός από εκείνον που θα ήθελε να τερματίσει τη βασιλεία του». br/zav

188

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Τώρα είχα θυμώσει πραγματικά. Λες κι εγώ είχα αρχίσει αυ­ τή την ιστορία! Σηκώθηκα όπως όπως από το πάτωμα και απο­ φάσισα να βγάλω από μέσα μου όσα είχα να πω πριν με διακό­ ψει. Λαχανιασμένος ακόμη, στάθηκα ακριβώς μπροστά του, στή­ θος με στήθος, τόσο κοντά, που μπορούσα να νιώσω την καυτή, οργισμένη ανάσα του στο πρόσωπό μου. «Τώρα που ένιωσες ένα σπαθί να σου τσιμπά την πλάτη θυ­ μήθηκες ότι έχεις αισθήματα! Νομίζεις ότι είμαι απειλή; Ό τ ι ό­ λος ο κόσμος έχει μοναδικό μέλημα το πώς να σε δολοφονήσει; Νοιάζεσαι για τίποτ' άλλο πέρα από τον εαυτό σου, πέρα από τα ατέλειωτα αντίδοτα και τους οιωνούς;» «Βρομόπαιδο! Θα σου τσακίσω...» «Δε νοιάζεσαι για τίποτα πέρα από το μικρόκοσμό σου. Δε σε προβληματίζει το ότι η Αθήνα μετατράπηκε σε ένα σωρό ερείπια; Το ότι εκατό χιλιάδες στρατιώτες σου βρέθηκαν πολιορκημένοι από τον Σύλλα για ένα χρόνο; Το ότι συμπεριφέρονται στο γιο σου σαν να είναι κανένα σκυλάκι μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Δε σε νοιά­ ζει που...» «Αρκετά, μικρέ! Δε σου επιτρέπω να μου μιλάς έτσι!» Έκανα μια παύση. «Όπως θέλεις. Δε μου επιτρέπεις να μι­ λάω γι' αυτά τα πράγματα. Είσαι ο βασιλιάς και δεν είσαι υπο­ χρεωμένος να ακούς την κριτική μου· δεν είσαι υποχρεωμένος να σε ενδιαφέρει τι πιστεύω. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο φεύγω». Με μάτια που γυάλιζαν από οργή, παραμέρισε κάνοντας μια προσποιητή υπόκλιση για να με αφήσει να περάσω. Το πρόσω­ πό του είχε συσπαστεί από την ένταση και το σαγόνι του είχε α­ σπρίσει από την πίεση στην προσπάθεια του να συγκρατηθεί. «Είσαι ελεύθερος να κάνεις ό,τι νομίζεις», είπε με σφιγμένα χεί­ λη. «Ποιος σ' εμποδίζει; Άντε, φύγε». Τον άφησα χωρίς να πω ούτε λέξη, περνώντας από μπροστά του τόσο συγχυσμένος, που σκούντησα το ανάκλιντρο και το έρι­ ξα κάτω.

Το επόμενο πρωί η Μονίμη μπήκε απρόσκλητη στο δωμάτιό μου και με βρήκε καθισμένο στο πάτωμα κακόκεφο να προσπαθώ να αποφασίσω τι να πάρω μαζί μου και πού να πάω. Δεν είχα σκε­ φτεί ακόμη τις πρακτικές λεπτομέρειες του εγχειρήματός μου, ε­ νώ με κάθε στιγμή που περνούσε οι προοπτικές μου φάνταζαν όbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

189

λο και πιο δυσοίωνες. Βολεύτηκε σε ένα χαμηλό σκαμνί με έναν αναστεναγμό δυσφορίας κι υστέρα άρχισε τη διάλεξη. «Ανόητο αγόρι. Νομίζεις ότι ο πατέρας σου είναι ο Ηρακλής - ότι αποκρούει βέλη, ότι αντιστέκεται στα δηλητήρια· ότι τίπο­ τα δεν μπορεί να τον σταματήσει ή να τον βλάψει. Πως δε φοβάται κανέναν και τίποτα, άρα δε νοιάζεται και για τίποτα. Σωστά;» Εγώ δε σήκωσα τα μάτια μου από τα πράγματα που είχα να μαζέψω και της πέταξα με φωνή που μόλις ακούστηκε να με α­ φήσει ήσυχο. « Ό μ ω ς είναι άνθρωπος, με σάρκα και οστά», συνέχισε. «Άνθρωπος, με σάρκα και οστά, με γερό μυαλό και μεγάλη καρ­ διά. Τρωτός. Κι εσύ τον πλήγωσες». Γύρισα προς το μέρος της προσπαθώντας να κρύψω την έκ­ πληξή μου προσποιούμενος τον αδιάφορο. «Τον πλήγωσα; Και τι του είμαι εγώ για να τον πληγώσω; Μόνη σου το είπες, ένα αγό­ ρι. Ο Μαχάρης είναι ο διάδοχος». Εκνευρίστηκε. «"Τι του είμαι;"», έκανε κοροϊδευτικά μιμού­ μενη τη φωνή μου. «Είσαι τα πάντα, ανόητε κλαψιάρη! Δεν το καταλαβαίνεις; Ο Μαχάρης είναι ο νόμιμος διάδοχός του, όμως σε σένα στηρίζει όλες του τις ελπίδες - σε σένα μαθαίνει όλα ό­ σα ξέρει. Εσύ θα είσαι ο αρχιστράτηγος του Πόντου, εκείνος που θα υπερασπίζεται και θα στηρίζει το βασίλειο, όχι ο αρρωστιάρης Μαχάρης, που το μόνο που ξέρει είναι να διαβάζει. Χτες το βράδυ ο πατέρας σου δεν έκλεισε μάτι, βημάτιζε πάνω κάτω συ­ νέχεια, τη μία σε καταριόταν και την άλλη φοβόταν τι θ' απογί­ νεις. Αναγκάστηκα να πάω αλλού να κοιμηθώ, δεν τον άντεχα άλλο». «Εγώ πάντως θα φύγω». «Εύγε, αποφασισμένο μου αγόρι. Και πού θα πας;» «Τι σε νοιάζει;» Αναστέναξε. «Για να πω την αλήθεια, δε με νοιάζει, ούτε στο ελάχιστο. Ό μ ω ς ο πατέρας σου με έστειλε να σε ρωτήσω. Υποτί­ θεται ότι εσύ δεν το ξέρεις αυτό. Σου το λέω απλώς επειδή δεν μπο­ ρώ να προσποιούμαι ότι ενδιαφέρομαι για σένα τόσο ώστε να σε ρωτήσω από μόνη μου. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη και δώσε μου μια απάντηση να μεταφέρω στον πατέρα σου. Πού σκοπεύεις να πας;» «Εκεί όπου έπρεπε να βρίσκομαι εξαρχής. Μαζί με τον Αρχέ­ λαο και το στρατό, να τους βοηθήσω να συντρίψουν τις ρωμαϊκές br/zav

190

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λεγεώνες. Στο λιμάνι περιμένει μια φορτηγίδα, φορτώνει προ­ μήθειες για τα στρατεύματα στην Ελλάδα. Θα φύγει αύριο με τη φουσκονεριά κι εγώ θα πάω μαζί τους». Με κοίταξε με περιέργεια και μια δόση υπεροψίας. «Καλύτε­ ρα έτσι. Το παλάτι δε χωρά και τους δυο σας». «Ευχαριστώ για την αγάπη και την υποστήριξή σου». Χαμογέλασε άψυχα. «Ω καλέ μου Φαρνάκη, ειλικρινά δεν εί­ μαι τόσο άκαρδη όσο θα ήθελες να με παρουσιάζεις! Κανόνισα μάλιστα με τον πατέρα σου να στείλει μαζί σου τον Βιτούιτο, να φροντίζει για την ασφάλειά σου. Διαφορετικά, καταλαβαίνεις, θα ανησυχούσα για σένα, φτωχό μου αγόρι!» «Εξαιρετική κίνηση», σχολίασα σαρκαστικά. «Ούτε τον Βι­ τούιτο συμπάθησες ποτέ σου». «Να τον συμπαθήσω;» έκανε σαν να μην πίστευε στα αφτιά της. «Να τον συμπαθήσω! Δεν είναι δουλειά μου να συμπαθώ τους σω­ ματοφύλακες του πατέρα σου! Δεν ανέχομαι να με πλησιάζει αυ­ τός ο άνθρωπος!» Σ' αυτό το σχόλιο η αγανάκτησή μου ξεχείλισε. «Τι σου έχει κάνει ο καημένος ο Βιτούιτος; Είναι άκακος σαν αρνάκι!» Η Μονίμη τίναξε το κεφάλι της αηδιασμένη. «Πολύ απλά, δεν τον μπορώ. Είναι τεράστιος και κακάσχημος. Είναι Γαλάτης, κι αυτό αρκεί! Άσε που είναι και κουτσουρεμένος». Την κοιτούσα αποσβολωμένος. «Γέμισες το σπίτι με ογδόντα ευνούχους και τώρα σ' έπιασαν οι ευαισθησίες που ο Βιτούιτος εί­ ναι κουτσουρεμένος; Αυτουνού τουλάχιστον του λείπει μόνο ένα δάχτυλο!» «Μμμ! Οι ευνούχοι μου μπορεί να είναι λειψοί, όπως λες, αλ­ λά τουλάχιστον δεν περιφέρονται κομπάζοντας για την ουλή τους. Δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από εκείνο το κομμένο δάχτυ­ λο κάθε φορά που είναι μπροστά μου ο Γαλάτης», είπε και ανα­ τρίχιασε. Έβραζα από θυμό. Παρότι ο Βιτούιτος μου έλεγε και μια δια­ φορετική ιστορία κάθε φορά που τον ρωτούσα για το δάχτυλό του, ήμουν βέβαιος ότι το είχε χάσει στην υπηρεσία του πατέρα και με εξόργιζε που η Μονίμη πρόσβαλλε με τον τρόπο αυτό την αφοσίωσή του. Καταπιάστηκα ξανά με τα πράγματά μου. «Πες αντίο στον πατέρα από μένα», είπα, με όσο πιο αρρενωπή φωνή μπορούσα, και πρέπει να ακούστηκα πολύ πιο σίγουρος για τον εαυτό μου απ' ό,τι αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή. br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

191

«Μην ανησυχείς γι' αυτό, στρατιωτάκι», απάντησε χαρωπά. «Δε θα παραλείψω».

Το επόμενο απόγευμα στεκόμουν στο κατάστρωμα του πλοίου με τα απλά ρούχα ενός κοινού θνητού και παρατηρούσα τους ερ­ γάτες που κατέβαζαν τους τελευταίους αμφορείς με κρασί και λά­ δι από τις ράμπες στο αμπάρι. Ξαφνικά τράβηξε την προσοχή μου μια φασαρία από το δρόμο και γύρισα να δω τι συνέβαινε. Ήταν μια εικόνα που γνώριζα καλά. Το βασιλικό φορείο του πατέρα περνούσε από το δρόμο και είχε σταματήσει ακριβώς στην άκρη της προβλήτας όπου ήταν δεμένο το πλοίο μου. Μάλλον ήρθε για να φέρει τον Βιτούιτο που θα με συνοδεύσει στο ταξίδι, σκέφτηκα, ή ίσως να έχει έρθει ο ίδιος ο πατέρας για να μου ευχηθεί καλό κατευόδιο. Ωστόσο δεν ήταν τίποτα από τα δύο. Αντίθετα, καθώς το πλή­ θος αναγνώριζε το οικείο φορείο, άρχισε να συγκεντρώνεται γύ­ ρω του ξεσπώντας σε επευφημίες και σπρώχνοντας τους οχτώ βα­ στάζους που, ελαφρά λαχανιασμένοι, προσπαθούσαν να ισορρο­ πήσουν το βαρύ φορτίο που κρατούσαν στους ώμους τους. Στο μεταξύ, ο κόσμος φώναζε σε γνωστούς και αγνώστους στις πα­ ρακείμενες ταβέρνες και τους πάγκους με τα τρόφιμα να έρθουν κι αυτοί για να χαιρετήσουν το βασιλιά. Χαμογέλασα· αυτό ήταν ένα από τα βάρη της εξουσίας που ο πατέρας πάντοτε μισούσε, σε αντίθεση με τη Μονίμη που θεωρούσε πολύ σπουδαίο πράγ­ μα να τους δείχνουν οι πολίτες στο δρόμο κάθε φορά που έβγαι­ νε μαζί με το βασιλιά. Αυτό που συνέβαινε όμως ήταν ασυνήθι­ στο. Ο πατέρας πολύ σπάνια επέτρεπε στους βαστάζους να στα­ ματούν στο δρόμο πριν φτάσει στον προορισμό του. Οι αραχνοΰφαντες κουρτίνες που κάλυπταν το παράθυρο τρα­ βήχτηκαν και στο εσωτερικό διέκρινα το αχνό περίγραμμα του με­ γάλου μαλλιαρού κεφαλιού του με φόντο το φωτεινό λευκό τοί­ χωμα. Μπροστά του όμως ήταν η Μόνιμη, που κοιτούσε από το παράθυρο· έδειχνε μαγκωμένη και συγχυσμένη στη θέα του όλου και μεγαλύτερου πλήθους που συγκεντρωνόταν γύρω από το φο­ ρείο, ενώ ορισμένοι πολίτες ζητούσαν ήδη φωναχτά διάφορες χά­ ρες, ευελπιστώντας ότι ο πατέρας θα τους έδινε αυτό που ήθελαν. Πώς κι έχει τέτοια μούτρα η σκύλα; αναρωτήθηκα. Πάντως, όχι για­ τί την τρώει η αγωνία τι θ' απογίνω. Μάλλον ο πατέρας είναι ακόμη ε­ κνευρισμένος. br/zav

192

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Πριν προλάβουν οι βαστάζοι να συνεχίσουν το δύσκολο δρό­ μο τους μέσα από το πλήθος αφήνοντας πίσω τους τις αποβά­ θρες, εγώ ανασήκωσα τους ώμους μου, γύρισα την πλάτη μου στο αχώνευτο πρόσωπο της Μονίμης και κατέβηκα στα αμπάρια. Ο καπετάνιος σφύριξε, το πλήρωμα έλυσε τους κάβους και άρχισε να κωπηλατεί μέσα από το στενό λιμάνι οδηγώντας το πλοίο στην ανοιχτή θάλασσα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και αναστέναξα δυ­ νατά, ένα μείγμα ανακούφισης και ανησυχίας. Ο Βιτούιτος, πραγματικά προς μεγάλη μου λύπη, δεν είχε εμ­ φανιστεί.

Τρεις μέρες ταξίδι με ευνοϊκούς ανέμους, και η φορτηγίδα είχε διασχίσει το Αιγαίο κι είχε πιάσει σε κάποιο μικρό λιμάνι της Βοιωτίας για να ξεφορτώσει. Κατέβηκα στην προβλήτα και εισέπνευσα βαθιά τον αέρα της Ελλάδας, που βρομούσε πίσσα, ψα­ ρίλα και σάπιο ξύλο, τις ίδιες ακριβώς μυρωδιές που είχα αφή­ σει πίσω μου στην Ασία· αν έκλεινα τα μάτια μου, δε θα μπο­ ρούσα να πω με σιγουριά ότι είχα φύγει από την πατρίδα μου. Κι όμως, έπαιρνα βαθιές εισπνοές, γιατί αυτές οι μυρωδιές, παρότι ελαφρά διαφορετικές και ταυτόχρονα ίδιες, ήταν κατά κάποιο τρόπο ιερές - επειδή ήταν ελληνικές. Σήκωσα το βλέμμα μου προς το δρόμο που συνεχιζόταν α­ πό την άκρη της αποβάθρας και με έκπληξη είδα ότι εκεί πε­ ρίμενε ένα φορείο, παρόμοιο μ' εκείνο που είχα αφήσει πίσω μου, αν και αυτό το σήκωναν οχτώ άλλοι, εξίσου κάθιδροι βα­ στάζοι, καθώς και ένα χέρι να βγαίνει ανάμεσα από τις κουρ­ τίνες και να μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Αναστέναξα με α­ νακούφιση. Τελικά τα κατάφερε ο Βιτούιτος, σκέφτηκα. Θα χρει­ άστηκε να πάρει ένα γρήγορο πειρατικό σκαρί και να βάλει το πλήρωμα να κωπηλατεί και τη νύχτα για να προλάβει να είναι πρώτος εδώ. Πλησίασα γρήγορα στο πλάι του φορείου και, χωρίς να ρίξω ούτε μια ματιά, τράβηξα τις κουρτίνες, ανέβη­ κα πάνω, βολεύτηκα και έκλεισα γρήγορα τις κουρτίνες πίσω μου. Απέναντι μου, με το γνωστό πλατύ χαμόγελο και το θεόρατο τόξο του Οδυσσέα, καθόταν ο πατέρας. «Τι; Γιατί είσαι εδώ;» ρώτησα εμβρόντητος. «Επειδή», είπε ήρεμα, ενώ το φορείο είχε αρχίσει να ταλαbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

193

ντεύεται πάνω στους ώμους των βαστάζων που είχαν ξεκινήσει το ελαφρύ τροχάδην τους, «είχες δίκιο». «Δίκιο; Τι εννοείς;» «Τα λόγια σου τις προάλλες ήταν σκληρά και με πλήγωσαν βα­ θιά. Με κατηγόρησες ότι δε νοιάζομαι για τίποτα. Κι όμως νοιά­ ζομαι, και μάλιστα με πάθος. Και αποφάσισα ότι δεν μπορούσα πλέον να το αρνιέμαι αυτό απλώς και μόνο για χάρη ενός ήρεμου σπιτικού. Κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να μισώ... τότε μισώ. Μι­ σώ τη Ρώμη και τις θρασύδειλες, διεφθαρμένες, ληστρικές μεθό­ δους της. Τη μισώ γιατί υποδούλωσε τους πανάρχαιους πολιτι­ σμούς μας. Κι αν αυτό σημαίνει ότι αγαπώ κάποια πράγματα, τό­ τε δε διστάζω να το ομολογήσω κι αυτό». Σταμάτησε για λίγο και κοίταξε αφηρημένος έξω από το παράθυρο. «Δύο χρόνια», είπε. «Δύο χρόνια πέρασαν από τότε που έστειλα το στρατό να προ­ στατεύσει την Αθήνα. Τρία χρόνια από την τελευταία φορά που πολέμησα. Μα τους δαίμονες του Άδη, τι έκανα τόσο καιρό;» «Και πάλι δεν καταλαβαίνω», απάντησα. «Είσαι εδώ, αλλά ε­ γώ σε είδα στην αποβάθρα πριν φύγω από την Πέργαμο. Πώς έ­ φτασες τόσο γρήγορα; Πού είναι η φρουρά σου;» Ο πατέρας γέλασε πονηρά. «Βλέπω ότι το κόλπο πιάνει ακό­ μη», είπε, «αφού μπορώ να ξεγελάσω τον ίδιο μου το γιο!» «Δηλαδή;» «Δεν είδες εμένα στην αποβάθρα, παιδί μου. Στο φορείο με τη Μονίμη ήταν ο Βιτούιτος». Έκανε μια παύση δίνοντάς μου το χρόνο να συνειδητοποιή­ σω τι εννοούσε - και όταν έγινε αυτό, ξέσπασα σε γέλια. Ήταν τό­ σο προφανές, που δυσκολευόμουν να το πιστέψω. «Θέλεις να πεις ότι ο Βιτούιτος έχει πάρει τη θέση σου;» Τα μάτια του πατέρα έλαμπαν. «Και γιατί όχι; Όταν ήμασταν μικροί, κάναμε συνέχεια το ίδιο πράγμα. Ο Βιτούιτος έχει το ί­ διο ύψος με μένα, την ίδια κορμοστασιά...» «Μα η γενειάδα του! Η προφορά του!» Ο πατέρας γέλασε και πάλι. «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο Βιτούιτος έχει μάγουλα απαλά και λεία σαν τα δικά σου, αγόρι μου! Πλύθηκε, χτενίστηκε, ντύθηκε. Από μακριά, όπως ανεβαίνει και κατεβαίνει από το φορείο, είναι φτυστός ο πατέρας σου. Τον διέ­ ταξα να περιφέρεται με το φορείο στην πόλη με τις κουρτίνες τραβηγμένες δυο τρεις φορές τη μέρα προσποιούμενος ότι είναι ο βασιλιάς όσο διάστημα θα λείπω. Ο Αρχέλαος θα νικήσει τις λεbr/zav

194

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

γεώνες του Σύλλα, εγώ θα επιστρέψω σε τρεις εβδομάδες και κα­ νείς δε θα έχει πάρει είδηση». «Και η Μονίμη;» «Η Μονίμη θα πηγαίνει μαζί του. Λες να την πειράζει;» Με δυσκολία συγκρατούσα την ευχαρίστησή μου καθώς τη σκεφτόμουν κλεισμένη μέσα στο φορείο με τον Βιτούιτο δίπλα της δύο φορές τη μέρα. «Όχι», είπα γελώντας, «ο Βιτούιτος είναι ά­ ψογος συνοδός. Θα ταιριάξουν περίφημα». Ο πατέρας χαμογέλασε. «Όμως προς τι η μυστικότητα;» επέμεινα. «Είσαι βασιλιάς, γιατί να ταξιδεύεις μυστικά;» «Τα πνεύματα δεν έχουν καταλαγιάσει τελείως. Η περιοχή βρίσκεται στον έλεγχό μας μόλις τρία χρόνια. Δεν υπάρχουν Ιτα­ λοί, όμως η Ρώμη έχει τους ανθρώπους της στην Πέργαμο. Δεν πρέπει να αντιληφθούν ότι λείπω από την πόλη». «Μα δε θα ήταν η πρώτη φορά που λείπεις από την πόλη. Έ χ ε ι ς πάει σε περιοδείες στην επικράτεια, έχεις εκστρατεύσει για να καταπνίξεις εξεγέρσεις...» «Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είχα πάρει μαζί μου το στρα­ τό - ή τουλάχιστον τη φρουρά της πόλης, αφού το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού βρίσκεται στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να αφή­ σω την Πέργαμο ανυπεράσπιστη το διάστημα που θα βρίσκομαι στην Ελλάδα και, από την άλλη, δεν μπορώ να αφήσω τη Ρώμη να μάθει ότι ταξιδεύω ασυνόδευτος. Πόσο θα ήθελαν οι άνθρω­ ποι του Σύλλα να πετύχουν το βασιλιά Μιθριδάτη να διασχίζει το Αιγαίο χωρίς το στόλο του!» «Και γιατί αποφάσισες να έρθεις στην Ελλάδα, ειδικά χωρίς στρατό;» Ξαφνικά το πρόσωπό του σκοτείνιασε και κοίταξε αφηρημέ­ να έξω, μέσα από το άνοιγμα των κουρτινών, ενώ το φορείο εξα­ κολουθούσε να ταλαντεύεται στους ώμους των βαστάζων, που συ­ νέχιζαν την πορεία τους μες στη σκόνη του δρόμου. «Κάνεις πολλές ερωτήσεις, αγόρι μου», είπε, και κατάλαβα ό­ τι δεν μπορούσα να επιμείνω άλλο. Στην πραγματικότητα, δε χρει­ αζόταν να κάνω την ερώτηση, αφού μου είχε ήδη δώσει την α­ πάντηση μόνος του. Το μίσος του ήταν βαθύ, όπως και η αγάπη του - για το λαό του, για το στρατό του. Αυτό που με είχε εμπο­ δίσει να το καταλάβω νωρίτερα ήταν η εφηβική ανοησία μου. Δε θα αμφέβαλλα για εκείνον ποτέ ξανά. br/zav

ΙΙΙ

ΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΜΕΡΑ και μία νύχτα μέχρι να φτάσουμε στην ορεινή πεδιάδα της Ελάτειας, έναν όμορφο τόπο με εύφορη γη και αγρούς, πολλούς οικισμούς που ευημερούσαν, άφθονα δέντρα και νερά. Εδώ είχε στρατοπεδεύσει το κυρίως σώ­ μα του ποντιακού στρατού, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από ένα λόφο που υψωνόταν λίγο πιο πέρα. Στην κορυφή του μπορούσα­ με να διακρίνουμε οχυρωμένο το ρωμαϊκό στρατό, σε συμπαγή σχηματισμό όπως ταίριαζε στις περιορισμένες δυνάμεις του, αλ­ λά σε μια σχεδόν απόρθητη τοποθεσία. Ο πατέρας δεν είχε ενη­ μερώσει για την άφιξή μας, έτσι μπήκαμε στη σκηνή των επιτε­ λών χωρίς να μας αναγγείλει κανείς, κάνοντας νόημα στους ά­ ναυδους φρουρούς που στέκονταν στην είσοδο να παραμερίσουν. Στο εσωτερικό της σκηνής ο Αρχέλαος και ο Ταξίλης συσκέπτονταν, με τα κεφάλια σκυμμένα πάνω από ένα χαμηλό τραπέ­ ζι εκστρατείας, εξετάζοντας προσεκτικά ένα χάρτη χαραγμένο σε μια μεγάλη κέρινη πλάκα. Πρέπει να διαφωνούσαν πάνω σε κάτι, αφού δε μας κατάλαβαν, ενώ ούτε ο πατέρας τούς διέκοψε. Αντίθετα, στάθηκε σιωπηλός στην είσοδο και τους παρατηρούσε. Παρότι είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που είχα δει το «θείο» μου τον Αρχέλαο, ελάχιστα είχε αλλάξει. Ήταν ένας κοντός, γεροδεμένος Έλληνας, πρακτικός στον έσχατο βαθμό, σε σημείο που προτιμούσε να κουρεύει τα μαλλιά του σχε­ δόν γουλί, κόντρα στις επιταγές της μόδας αλλά και τις παραδό­ σεις των συμπατριωτών του: «Καλύτερα, μην παίρνουν θάρρος και οι ψείρες», συνήθιζε να λέει. Αν και χαμογελούσε σπάνια, τα στενά γκρίζα μάτια του ακτινοβολούσαν από καλή διάθεση, ιδίως απέναντί μου. Όταν ήμουν παιδί, χαιρόμουν πολύ να τον συνο­ δεύω στις επιθεωρήσεις του στρατοπέδου, σχεδόν όσο χαιρόμουν να βρίσκομαι στο πλευρό του πατέρα. Ο Αρχέλαος ήταν ορκι-

br/zav

196

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σμένος εργένης· όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στο στρατό και στην υπηρεσία του πατέρα και, μολονότι θα μπορούσε δικαίως να ζητήσει μια περιουσία για τις υπηρεσίες του, δεν επιδείκνυε πο­ τέ τον πλούτο του. Ακόμη και εδώ, ως αρχιστράτηγος, γενικός δι­ οικητής του εκστρατευτικού σώματος, φορούσε τον ίδιο τραχύ μάλλινο χιτώνα με τους απλούς στρατιώτες και ο βαθμός του ξε­ χώριζε μόνο από την άριστη ποιότητα του δέρματος και τα αση­ μένια κεντήματα στο θηκάρι που κρεμόταν στο μηρό του. Αφού παρατήρησε για λίγο τους δύο στρατηγούς, ο πατέρας έβηξε δια­ κριτικά για να αποσπάσει την προσοχή τους. Ο Αρχέλαος σήκω­ σε το κεφάλι του σφίγγοντας ενοχλημένος το σαγόνι του και τότε τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη. «Μα τον Δία!» αναφώνησε σαστισμένος και πετάχτηκε όρθιος από τον πάγκο όπου καθόταν. «Άρχοντά μου, τι σε φέρνει εδώ; Και ο νεαρός Φαρνάκης μαζί σου;» Ο πατέρας έγνεψε σε χαιρετισμό. «Κύριοι, παρακαλώ, καθί­ στε. Είχα μήνες να βγω ακόμη κι απ' το παλάτι, πόσω μάλλον να ζαλίσω τους αξιωματικούς μου στη μάχη. Ο νεαρός Φαρνάκης μού είπε ότι είχα αρχίσει να γίνομαι μαλθακός» -μου έκλεισε το μάτι- «κι εγώ συμφώνησα. Είναι καιρός να κερδίσω ξανά το ψω­ μί μου και ο Φαρνάκης να μάθει τη δουλειά». «Μα η αυτοκρατορία, αφέντη μου... η Πέργαμος...» Η ερώ­ τηση έμεινε ανολοκλήρωτη, αλλά το νόημά της ήταν ξεκάθαρο. Πληροφοριοδότες και έμπιστοι άνθρωποι των Ρωμαίων κυκλο­ φορούσαν παντού, ακόμη και ανάμεσα στο λαό μας, και ο κίν­ δυνος ενός πραξικοπήματος σε περίπτωση που αντιλαμβάνονταν ότι ο θρόνος ήταν κενός, έστω και προσωρινά, ήταν πολύ μεγά­ λος. Βλέποντας την αντίδραση του Αρχέλαου, κατάλαβα πόσο σο­ φά είχε πράξει ο πατέρας όταν άφηνε πίσω τον Βιτούιτο ως σω­ σία του και αναχωρούσε μυστικά από την Πέργαμο. «Α», έκανε ο πατέρας ρίχνοντάς μου μια συνωμοτική ματιά, «κι αυτό το ζήτημα έχει τακτοποιηθεί. Αρχέλαε, κάθισε και ενημέ­ ρωσέ με. Πώς πήγε η εκκένωση του Πειραιά; Η τελευταία σου α­ ναφορά δεν είχε φτάσει όταν αναχώρησα». «Πολύ καλά, άρχοντά μου. Δεν αφήσαμε ούτε ψίχουλο στους Ρωμαίους όταν τελικά κατάφεραν να καταλάβουν το φρούριο της Μουνιχίας, εκεί όπου είχα εγκαταστήσει το αρχηγείο μου. Ούτε ένα φλασκί κρασί, ούτε ένα κομμάτι πάπυρο». «Ωραία, ωραία», είπε χαρούμενος ο πατέρας τρίβοντας τα χέbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

197

ρια του. Η παλιά, γνώριμη φλόγα είχε ήδη επιστρέψει στο βλέμ­ μα του και ένιωθα τη χαρά του που βρισκόταν και πάλι σε εκ­ στρατεία. «Απώλειες;» «Από την πλευρά μας καμία», απάντησε ο Αρχέλαος, περή­ φανος αλλά σεμνός, επιμένοντας στην άρνησή του να καθίσει πα­ ρουσία του βασιλιά του. «Ως αποχαιρετιστήριο δώρο στον Σύλλα έστειλα μια ομάδα Κιλίκων ατάκτων, από τα πλοία τους που βρί­ σκονταν ανοιχτά των ακτών, να διεισδύσουν κρυφά στο λιμάνι το πρώτο βράδυ που το είχαν στην κατοχή τους οι Ρωμαίοι. Είναι γεν­ νημένοι εμπρηστές και δολοφόνοι αυτοί οι Κίλικες. Βάφτηκαν μαύροι, πέρασαν απαρατήρητοι στις ρωμαϊκές γραμμές και πυρ­ πόλησαν όλες τις προβλήτες και τις αποθήκες που τόσο είχε χα­ ρεί ο Σύλλας όταν τις βρήκε άθικτες μετά την πολιορκία. Του α­ φήσαμε μόνο ένα καμένο λιμάνι, για να ταιριάζει με τα Μακρά Τείχη που γκρέμισε μόνος του και την καταστραμμένη πόλη». «Η εκκένωση ολοκληρώθηκε άψογα». «Σε ευχαριστώ, άρχοντά μου. Είμαι στις διαταγές σου, όπως και ο Ταξίλης», είπε ο Αρχέλαος και υποκλίθηκε βαθιά. Ο πατέρας τον πλησίασε και τον έπιασε από το μπράτσο. «Όχι, στρατηγοί, εγώ είμαι στις διαταγές σας. Η ιστορία είναι γεμάτη στρατούς που ηττήθηκαν εξαιτίας ματαιόδοξων βασιλιάδων που δεν άφησαν τους αξιωματικούς τους να κάνουν αυτό που γνωρί­ ζουν καλύτερα. Βρίσκομαι εδώ απλώς για να παρακολουθήσω τη νίκη σας». Ο Αρχέλαος ίσιωσε το κορμί του. «Και το αγόρι;» ρώτησε ρί­ χνοντάς μου μια ματιά. «Βρίσκομαι εδώ για να βοηθήσω», είπα απλά. Ο Αρχέλαος χαμογέλασε καλόκαρδα και χαλάρωσε. «Και πώς σκοπεύεις να το κάνεις αυτό;» «Ο πατέρας είπε ότι αυτό θα πρέπει να το αποφασίσεις εσύ. Αγγελιαφόρος, τραπεζοκόμος, διοικητής φάλαγγας...» Ο Αρχέλαος γέλασε πνιχτά. «Διοικητής φάλαγγας, ε; Θα δού­ με. Ό π ω ς και να 'χει, ήρθατε την πιο κατάλληλη στιγμή. Θα μας δείτε να τρέπουμε σε φυγή τον Σύλλα και να ανακαταλαμβάνουμε την Αθήνα». «Τον Σύλλα! Είναι κοντά;» «Ναι, παιδί μου», αποκρίθηκε ο Αρχέλαος και το τραχύ, αρ­ γασμένο πρόσωπό του σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. «Βρί­ σκεται εδώ τρεις ολόκληρες εβδομάδες. Δεν μπορούμε όμως να br/zav

198

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τον εξαναγκάσουμε τον μπάσταρδο να πολεμήσει. Οδήγησε εδώ τον ασήμαντο στρατό του μετά την απόσυρσή μας από τον Πει­ ραιά. Νομίζω ότι αισθάνεται ανίκητος, πιστεύει ότι θα μπορού­ σε να μας διώξει από την Ελλάδα μια για πάντα. Ό μ ω ς δεν είχε υπολογίσει τις δυνάμεις του Ταξίλη. Όταν οι Ρωμαίοι είδαν τις συνδυασμένες στρατιές μας, με τους ιππείς μας μόνο να είναι σχε­ δόν όσοι όλοι αυτοί, οχυρώθηκαν πίσω από τα ξύλινα τείχη τους και δεν κάνουν βήμα. Δεν μπορώ να του επιτεθώ πίσω από τους πασσάλους και τα χαντάκια του, αλλά τον προκαλώ σε μάχη κά­ θε μέρα. Οι στρατιώτες μου έχουν αρχίσει να γίνονται θρασείς και ανυπόμονοι σε σημείο ώστε να χάνεται η πειθαρχία. Την περα­ σμένη εβδομάδα κατέστρεψαν δύο κωμοπόλεις και λεηλάτησαν τους ναούς τους, ώσπου τελικά επανέφερα την τάξη. Οι Ρωμαίοι όμως κρύβονται πίσω από τις τάφρους τους». «Γιατί λοιπόν δε στέλνεις το στρατό να πάρει θέσεις πίσω τους;» πετάχτηκα εγώ. Ο Αρχέλαος έκλεισε το μάτι στον Ταξίλη. «Έξυπνο παιδί», σχολίασε και, γυρνώντας σε μένα, συνέχισε: «Ο βασιλιάς ήξερε τι έκανε όταν αποφάσισε να σε φέρει εδώ. θα σε κάνουμε στρα­ τιώτη τελικά, παιδί μου». Ό π ω ς αποδείχτηκε, το να περικυκλώσουμε τους Ρωμαίους ή­ ταν ό,τι ακριβώς είχε αποφασίσει ο Αρχέλαος. Την επόμενη κιό­ λας μέρα οι ποντιακές δυνάμεις εγκατέλειψαν το χώρο όπου εί­ χαν στρατοπεδεύσει και κατευθύνθηκαν νοτιοανατολικά, ακο­ λουθώντας πορεία τεσσάρων ημερών από τη βραχώδη ενδοχώρα. Προορισμός τους ήταν ένα σημείο στον Ευβοϊκό Κόλπο απένα­ ντι από τη Χαλκίδα, το κοντινότερο αρκετά μεγάλο λιμάνι ώστε να υποδεχτεί τον ποντιακό στόλο. Από εκεί θα επέστρεφαν γρή­ γορα στον Πειραιά και την Αθήνα, όπου οι Ρωμαίοι είχαν αφή­ σει μόνο μια μικρή φρουρά, και θα ανακαταλάμβαναν την πόλη, αυτή τη φορά με ακόμη ισχυρότερες δυνάμεις, περισσότερες προ­ μήθειες και πιο αποφασισμένοι από ποτέ να υποχρεώσουν τον Σύλλα και τους στρατιώτες του να υποχωρήσουν στην Ιταλία λό­ γω της έλλειψης τροφής. Ο πατέρας κάλπαζε μαζί με τους υψηλόβαθμους αξιωματι­ κούς έχοντας αφήσει τη συνηθισμένη βασιλική περιβολή του για χάρη μιας συνηθισμένης στολής εκστρατείας, έτσι ώστε να μην τον καταλάβουν οι Ρωμαίοι ιχνηλάτες που μας παρακολουθούσαν από τις γύρω κορυφογραμμές. Η παρουσία του όμως δεν ήταν δυbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

199

νατό να κρατηθεί μυστική από τους δικούς μας στρατιώτες και η είδηση της άφιξής μας εξαπλώθηκε σ' ολόκληρο το στρατόπεδο σαν τη φωτιά στα ξερόχορτα. Ό π ω ς πάντα, κάθε φορά που ο πα­ τέρας βρισκόταν ανάμεσα στους στρατιώτες η ατμόσφαιρα παλ­ λόταν από ενθουσιασμό. Οι άντρες ανυπομονούσαν να πολεμή­ σουν, δεν έβλεπαν την ώρα να θέσουν σε εφαρμογή τις τακτικές της φάλαγγας πάνω στις οποίες εκπαιδεύονταν τόσο καιρό, να ε­ ξοντώσουν αυτούς τους Ρωμαίους που μας παρενοχλούσαν. Τ ώ ­ ρα, έξω από τα ασφυκτικά περιορισμένα τείχη του Πειραιά, τα δρεπανηφόρα άρματά μας μπορούσαν επιτέλους να ξεδιπλώσουν την αξία τους κι η φάλαγγά μας να κινηθεί ανεμπόδιστα εναντίον των ρωμαϊκών γραμμών, που υστερούσαν αριθμητικά. Οι άντρες λαχταρούσαν μια ευκαιρία για να χαρίσουν στον Μιθριδάτη μια μεγάλη νίκη. Με την άφιξη του πατέρα η ατμόσφαιρα έγινε ξαφ­ νικά σχεδόν πανηγυρική, ενώ εγώ φανταζόμουν τους Ρωμαίους να προσπαθούν να καταλάβουν τι ήταν αυτό που είχε εμφυσήσει ξαφνικά τέτοιο ενθουσιασμό στα ποντιακά στρατεύματα. Όταν ο Σύλλας είδε την αναχώρησή μας, άφησε με τη σειρά του τις αμυντικές θέσεις που κρατούσε και έγινε η σκιά μας ακο­ λουθώντας μας από απόσταση ασφαλείας. Οι ιχνηλάτες του έμε­ ναν διαρκώς ελάχιστα έξω από το βεληνεκές των βελών της οπι­ σθοφυλακής μας και κάθε βράδυ οι Ρωμαίοι θωράκιζαν τη θέση τους σκάβοντας βαθιά χαντάκια γύρω από τα ξύλινα τείχη που πε­ ριστοίχιζαν το συμπαγές στρατόπεδό τους. Μας προξενούσε με­ γάλη απορία η επιμονή τους, αφού ήταν βέβαιο ότι μετά από δύο χρόνια εκστρατείας στα πετρώδη, άγονα εδάφη γύρω από την Αθήνα οι Ρωμαίοι είχαν ελάχιστα τρόφιμα και ακόμη λιγότερα χρήματα, καθώς το πολεμικό ταμείο του Σύλλα δεν ήταν απύθ­ μενο, κι όμως κάθε βράδυ, μετά από μια σκληρή πορεία σχεδόν σαράντα χιλιομέτρων μέσα από τα βραχώδη υψώματα που έβλε­ παν στον Ευβοϊκό, έβρισκαν τη δύναμη να ανοίγουν τις ατέλειω­ τες τάφρους τους και να υψώνουν τείχη. Πείτε το όπως θέλετε -παροιμιώδη ανοησία ή άκαμπτη πειθαρχία-, πάντως ό,τι κι αν ήταν, οι Ρωμαίοι το διέθεταν. Και δεν ήταν ούτε δούλοι ούτε μι­ σθοφόροι, αλλά εθελοντές που κατατάσσονταν για εικοσαετή θη­ τεία. Δεν μπορούσες παρά να τους θαυμάζεις. Στρατοπεδεύσαμε κοντά στη Χαιρώνεια, μια πανάρχαιη πό­ λη της Βοιωτίας όπου πριν από αιώνες ο πατέρας του Αλέξαν­ δρου, ο Φίλιππος της Μακεδονίας, είχε σημειώσει μια λαμπρή νίbr/zav

200

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

κη σε βάρος των Αθηναίων. Ο ιστορικός συμβολισμός δεν πέρα­ σε απαρατήρητος από τον Αρχέλαο, ο οποίος εξέλαβε σαν καλό οιωνό το ότι νικητής τότε είχε αναδειχτεί ένας μεγάλος Έλληνας βασιλιάς, όπως θεωρούσε ότι ήταν και πατέρας. Εκείνη τη νύχτα, αρχές φθινοπώρου, ο καιρός κρύωσε αφύσικα για την εποχή και η δυνατή, ασταμάτητη βροχή μαζί με τον παγωμένο αέρα έμπαινε στις σκηνές του στρατοπέδου. Καθόμασταν στο σκοτάδι, με την κρύα βροχή να πέφτει διαρκώς, άυπνοι και νευρικοί. Ήταν αδύ­ νατο να χαλαρώσουμε· το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ή­ ταν να βολέψουμε τα πράγματά μας και να τακτοποιήσουμε τις άμαξες με τα εφόδια όσο καλύτερα μπορούσαμε μέσα στο σκο­ τάδι και την καταιγίδα, την ώρα που οι ιχνηλάτες μας αναχω­ ρούσαν για να εντοπίσουν την καλύτερη τοποθεσία για τη μάχη που ξέραμε ότι θα ερχόταν με το φως της μέρας. Δε γινόταν να υψώσουμε ξύλινα τείχη ή να σκάψουμε τάφρους μ' αυτές τις και­ ρικές συνθήκες, αν και σε κάθε περίπτωση οι ποντιακοί στρατοί σπάνια χρησιμοποιούσαν τέτοιες χρονοβόρες αμυντικές τακτι­ κές. Έχοντας είκοσι χιλιάδες άλογα να ταΐσουμε και να σταβλίσουμε, θα ήταν ανέφικτο να συγκεντρωθεί ολόκληρος ο στρατός σε συμπαγή διάταξη πίσω από τείχος, όπως έκαναν με τόση επι­ τυχία οι Ρωμαίοι. Είχα αρχίσει να βλέπω με μεγαλύτερη εκτίμη­ ση τον ελαφρύ εξοπλισμό τους και την επιφυλακτική αμυντική τους στάση. Θα διαπιστώναμε πόσο θα τους ωφελούσαν αυτές οι τακτικές το πρωί. Ή τ α ν αδύνατο να φανταστούμε ότι υπήρχε κάποιος στρατός που θα μπορούσε να αντισταθεί στη συντριπτική έφοδο της φάλαγγάς μας, σε άντρες που χρόνια εκπαιδεύονταν να πο­ λεμούν σε πυκνές γραμμές, προστατευμένοι στα πλάγια από το θωρακισμένο ιππικό μας και τα δρεπανηφόρα άρματα. Ακόμη και οι ρωμαϊκές λεγεώνες δεν μπορούσαν να αντισταθούν σε μια τέ­ τοια έφοδο. Σε τελική ανάλυση, ήταν απλοί θνητοί, άντρες με σάρκα και οστά, οπλισμένοι όπως και οι δικοί μας με κοντά σπα­ θιά και δόρατα. Βέβαια, ήταν γεγονός ότι επρόκειτο για επαγ­ γελματίες, αλλά το ίδιο ίσχυε και για τους δικούς μας μισθοφό­ ρους. Παρότι οι άντρες μας ήταν στην πλειοψηφία τους ξένοι και πολεμούσαν για χρήματα και όχι για κάποια γη που πολλοί από αυτούς δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους, οι Ρωμαίοι δε μάχονταν για τίποτα από αυτά· ο Σύλλας δεν μπορούσε να τους προσφέρει τον κανονικό μισθό των λεγεωνάριων ούτε κάποια χώρα, αφού br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

201

τόσο ο ίδιος όσο και οι άντρες του, επειδή υποστήριζαν τους Οπτιμάτες, ήταν εξόριστοι από μια πόλη όπου κυβερνούσαν οι Ποπολάροι, μια πόλη η οποία όχι μόνο δεν εκτιμούσε, αλλά ούτε καν αναγνώριζε την ίδια την ύπαρξή τους. Οι Ρωμαίοι στρατιώ­ τες του Σύλλα ήταν απάτριδες, αντιμετώπιζαν τετραπλάσιες δυ­ νάμεις και δε διέθεταν ούτε ιππικό ούτε βαριά όπλα. Η θέση τους ήταν απελπιστική. Ξημέρωσε ένα κρύο και μουντό πρωινό, ελάχιστα φωτεινότε­ ρο από τη νύχτα που είχε προηγηθεί. Η βροχή εντάθηκε, μετα­ τράπηκε σε δυνατό χιονόνερο κι ύστερα σε παγωμένο λασπόχιονο. Το έδαφος μπροστά μας ήταν μια πεδιάδα, αν μπορούσε κα­ νείς να την ονομάσει έτσι, με ένα κρημνώδες ύψωμα στα ανατο­ λικά, στην κορυφή του οποίου δέσποζε το οχυρό της Χαιρώνει­ ας, ενώ στα δυτικά, σε απόσταση περίπου ενάμισι χιλιομέτρου, εκτείνονταν οι πετρώδεις όχθες του ποταμού Μόριου, που κυ­ λούσε ορμητικός και αφρισμένος από τις άγριες κορυφογραμμές των βουνών που ορθώνονταν μπροστά μας μέχρι τον Ευβοϊκό Κόλπο, γύρω στα δεκαπέντε με δεκαέξι χιλιόμετρα πίσω μας. Η ίδια η πεδιάδα δεν ευνοούσε τις δυνάμεις μας, καθώς το έδαφος ήταν εξαιρετικά ανώμαλο, με κλίση εδώ κι εκεί, ήταν γεμάτη βρά­ χους και πέτρες, ενώ τη διέσχιζαν αμέτρητα ρυάκια που πήγαζαν από τους λόφους γύρω από την κεντρική οροσειρά και κατέληγαν στον ποταμό στα αριστερά μας. Ό λ α αυτά τα στοιχεία αποτε­ λούσαν σοβαρά εμπόδια στη διατήρηση των πυκνών γραμμών που ήταν απαραίτητες για μια έφοδο σε σχηματισμό φάλαγγας. Το χειρότερο ήταν ότι θα μείωναν την ταχύτητα και την ευελιξία των φοβερών δρεπανηφόρων αρμάτων μας. Ό μ ω ς αυτό ήταν το πεδίο της μάχης και έπρεπε να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Δεν υπήρχε χρόνος να μετακινηθούμε. Οι Ρωμαίοι είχαν φτάσει. Με ένα δυνατό σάλπισμα των τρομπετών, που ακούστηκε α­ κόμη κι απ αυτή την απόσταση του ενάμισι χιλιομέτρου, άρχισαν να κινούνται εναντίον μας αφήνοντας το οχυρό ύψωμα όπου βρι­ σκόταν η πόλη της Χαιρώνειας. Δεν έρχονταν ακριβώς μέσα από την πόλη, αφού είχαν στρατοπεδεύσει γύρω από τα τείχη της, θυ­ μίζοντας φάλαγγα μυρμηγκιών που συναντά κάποιο βότσαλο στο δρόμο και χωρίζεται στα δύο για να συνεχίσει χωρίς δισταγμό περνώντας γύρω από το εμπόδιο. Σαν να είχαν εξασκηθεί στο χώ­ ρο των παρελάσεων επί μήνες, οι δύο ρωμαϊκές φάλαγγες, αποbr/zav

202

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τελούμενες από δυο λεγεώνες στη μία πλευρά και δυο στην άλλη, έκαναν ταυτόχρονα την εμφάνισή τους από τις δυο μεριές του ο­ χυρού βαδίζοντας σε κοφτό αναπαιστικό ρυθμό, με τις ασπίδες να κινούνται συγχρονισμένες και τα δόρατα σε όρθια θέση έτοι­ μα για δράση. Τα δύο μισά του στρατού προχωρούσαν προς το ίδιο σημείο για ένα μικρό διάστημα, με τα τύμπανα να χτυπούν βαριά και τα πόδια των στρατιωτών να ακολουθούν το ρυθμό, ε­ νώ, καθώς πλησίαζαν, οι τρομπέτες ακούστηκαν ξανά και οι δύο φάλαγγες άνοιξαν προς τα έξω, ενώθηκαν και σχημάτισαν ένα πλατύ ενιαίο μέτωπο που κινούνταν αποφασιστικά εναντίον μας, καλύπτοντας μια έκταση τετρακοσίων μέτρων από το ένα άκρο στο άλλο. Αυτοί οι άντρες δεν ήταν ένα ακόμη λεφούσι πειρατών και μι­ σθοφόρων: οι ασπίδες τους, αν και χτυπημένες, γυάλιζαν στο λι­ γοστό φως αντανακλώντας την περηφάνια των στρατιωτών που τις έτριβαν με άμμο κάθε πρωί για να αφαιρέσουν τη σκόνη, τη βρο­ μιά και το αίμα της προηγούμενης μέρας· παρότι ταλαιπωρημέ­ νοι μετά από δύο χρόνια εκστρατείας, οι ξεβαμμένοι άλικοι χι­ τώνες που φορούσαν κάτω από τους θώρακές τους έρχονταν σε έντονη αντίθεση με το μουντό, νοτερό τοπίο. Οι λεγεώνες ήταν στοιχισμένες με τέτοια ακρίβεια, ώστε μια ματιά αρκούσε για να μετρήσεις κάθε μονάδα, τις κοόρτεις και τις εκατονταρχίες, ο­ μοιόμορφες και ταυτόχρονα ξεχωριστές, σαν τις επιμελώς κομ­ μένες πέτρες στα καλντερίμια, με την καθεμιά να κρατά περή­ φανα τα λάβαρά της. Την ώρα που πλησίαζαν οι πέντε λεγεώνες ακούστηκε ξαφνικά μια διαταγή, που αρχικά δόθηκε από έναν κήρυκα στο επιτελείο του Σύλλα και στη συνέχεια μεταφέρθηκε αστραπιαία με τις τρομπέτες σ' ολόκληρο το στρατό, και οι λε­ γεωνάριοι σταμάτησαν επί τόπου ταυτόχρονα. Οι δύο πτέρυγες στράφηκαν προς τα έξω και άρχισαν με ελαφρύ τροχάδην να α­ πομακρύνονται από το κέντρο εκτείνοντας τις γραμμές και μει­ ώνοντας τους στοίχους, ενώ οι στρατιώτες στα μετόπισθεν κινή­ θηκαν προς τα εμπρός για να καλύψουν τα κενά που είχαν αφή­ σει οι σύντροφοί τους. Ούτε μια λέξη δεν ακούστηκε, ούτε μια κί­ νηση δεν πήγε χαμένη. Μέσα στο χρόνο που χρειάζεται κανείς για να μετρήσει αργά μέχρι το εκατό, το μέτωπο είχε διευρυνθεί και κάλυπτε ολόκλη­ ρη την πεδιάδα, από το απότομο ύψωμα στα δεξιά μέχρι τον πο­ ταμό στο βάθος αριστερά, με κάθε Ρωμαίο να στέκεται σε απόbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

203

στάση ίση με το μήκος δύο σπαθιών από τους συντρόφους που βρί­ σκονταν αριστερά και δεξιά του, απόσταση αρκετά μικρή ώστε να μπορεί ένας στρατιώτης μαζί με τον διπλανό του να υπερα­ σπιστεί το μεταξύ τους διάστημα. Η πρώτη γραμμή υποστηριζό­ ταν από την επόμενη γραμμή στρατιωτών, που είχαν πάρει τις ί­ διες αποστάσεις μεταξύ τους και στέκονταν έτσι ώστε να καλύ­ πτουν το κενό που άφηναν οι άντρες μπροστά τους. Η παράταξή τους είχε βάθος μόλις τεσσάρων γραμμών, με ομάδες ιππέων και τοξοτών διεσπαρμένες σε διάφορα σημεία, ενώ μία λεγεώνα πα­ ρέμενε στα μετόπισθεν ως εφεδρεία, έτοιμη να σταλεί για να ε­ νισχύσει όποια πτέρυγα χρειαζόταν τη βοήθειά της. Παρότι οι Ρωμαίοι ήταν τέσσερις φορές λιγότεροι από εμάς, το μήκος των γραμμών τους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο της δικής μας φάλαγγας, η οποία είχε συγκροτηθεί βιαστικά σε ένα συμπαγή σχηματισμό δεκαέξι στοίχων. Εκείνοι οι άντρες, εκείνοι οι Ρωμαίοι δεν επαφίεντο για την προστασία τους στην ασπίδα του συντρόφου που είχαν στα δεξιά τους όπως έκαναν οι άντρες της φάλαγγάς μας. Ο κάθε Ρωμαίος στεκόταν μόνος του, ο κάθε άντρας ήταν υπεύθυνος να υπερασπίζεται την απόσταση που τον χώριζε από τους συντρόφους που τον περιστοίχιζαν. Το πιο τρομακτικό μπροστά σ' αυτό το θέαμα ήταν η σκέψη ότι ο κάθε Ρωμαίος, μόνος του, ήταν όντως ικανός να κρατήσει το κενό που καλούνταν να προστατεύσει. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό μπροστά σ' αυτή την επίδειξη ψυχραιμίας και ακρίβειας, ωστόσο οι άντρες γύρω μου δεν έδει­ χναν καμία ένδειξη ανησυχίας. Δύο χρόνια παρακολουθούσαν α­ πό τις οχυρώσεις του Πειραιά τους Ρωμαίους που πολιορκούσαν τις θέσεις τους και εξαπέλυαν επιθέσεις κατά των τειχών. Οι κι­ νήσεις ακριβείας δεν ήταν κάτι το καινούριο γι' αυτούς, ενώ και η ποντιακή φάλαγγα ήταν πολύ ικανή στο να παίρνει θέση μάχης. Έριξα κλεφτές ματιές, πρώτα στον Αρχέλαο και μετά στον πατέ­ ρα, για να μετρήσω τις αντιδράσεις τους, αλλά τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα· μάλιστα, μασουλούσαν από ένα κλαδάκι μι­ σοκλείνοντας τα μάτια τους για να διακρίνουν καλύτερα τις ε­ χθρικές γραμμές. «Ας τους μαλακώσουμε λιγάκι πρώτα», πρότεινε ο Αρχέλαος στον πατέρα και τους άλλους αξιωματικούς, «πριν ρίξουμε στη μά­ χη το βαρύ πεζικό». Ο πατέρας έγνεψε καταφατικά. Εγώ ήξερα ότι οι Ρωμαίοι σύντομα θα βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο με br/zav

204

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

το Θάνατο, με τη μορφή των ασταμάτητων κοφτερών λεπίδων των ποντιακών δρεπανηφόρων αρμάτων. Ήταν τα ίδια άρματα μ' εκείνα που είχαν θερίσει τις γραμμές των Βιθυνών και είχαν προκαλέσει την καταστροφή του στρατού του Νικομήδη. Η φονική τους δύναμη ήταν γνωστή σ' ολόκληρο τον κόσμο και γενικά ο ποντιακός στρατός διέθετε το μεγαλύτε­ ρο αριθμό δρεπανηφόρων αρμάτων που είχαν χρησιμοποιηθεί ποτέ σε μάχη. Κανείς δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι μόλις εξήντα τέτοια άρματα θα αρκούσαν για να οδηγήσουν σε άτακτη υπο­ χώρηση το ρωμαϊκό στρατό, όπως είχαν κάνει με τους ανεπαρ­ κώς εκπαιδευμένους Βιθυνούς. Τα όπλα αυτά ήταν σχεδιασμένα έτσι ώστε να φέρνουν τα καλύτερα αποτελέσματα όταν εξαπο­ λύονταν εναντίον των πυκνών γραμμών μιας αντίπαλης φάλαγ­ γας, καθώς, ακόμη κι αν τα άλογα σκοτώνονταν πέφτοντας πάνω στα προτεταμένα δόρατα του εχθρού, η ταχύτητα που θα είχαν ήδη αναπτύξει τα άρματα θα ήταν αρκετή για να προκαλέσει τέ­ τοιο ρήγμα στις γραμμές του αντιπάλου, που δε θα μπορούσε εύ­ κολα να καλυφθεί, και εκεί ακριβώς θα έκαναν την επίθεσή τους τα δικά μας στρατεύματα. Παρ' όλα αυτά, ακόμη και απέναντι στους βετεράνους Ρωμαίους λεγεωνάριους αυτά τα άρματα ήταν βέβαιο ότι θα αποδεικνύονταν θανατηφόρα. Οι στρατιώτες μας σώπασαν όταν αυτά, τα πιο θανάσιμα όπλα μας, πέρασαν μπρο­ στά και αναπτύχθηκαν σε τρεις γραμμές των είκοσι κατά μήκος του κέντρου της παράταξής μας, καλύπτοντας την ίδια έκταση με τη φάλαγγα, περίπου διακόσια βήματα. Οι Ρωμαίοι, που βρίσκονταν σε απόσταση τετρακοσίων μέ­ τρων, ούτε αντέδρασαν ούτε έκαναν βήμα από τις θέσεις τους, παρά στέκονταν ακίνητοι και ατάραχοι όπως πάντα, περιμένοντας στις υπερβολικά εκτεταμένες γραμμές τους να κάνουμε εμείς την πρώτη κίνηση. Ο Αρχέλαος έκανε ένα νεύμα και ο μακρόσυρτος θλιβερός ήχος της σάλπιγγας ακούστηκε σ' ολόκληρη την πεδιά­ δα· τα άλογα τινάχτηκαν μπροστά με τους ηνίοχους πίσω τους να ανεβοκατεβάζουν τα μαστίγιά τους ασταμάτητα· υπό τις έξαλλες επευφημίες των ποντιακών δυνάμεων πίσω τους, και τα εξήντα άρ­ ματα ξεχύθηκαν αναπηδώντας πάνω στο γεμάτο πέτρες έδαφος, σηκώνοντας πίδακες παγωμένου νερού καθώς οι τροχοί τους περ­ νούσαν με ταχύτητα μέσα από νερόλακκους. Οι άκαμπτες ρωμαϊκές λεγεώνες έμειναν τελείως ακίνητες σαν αγάλματα, απαξιώντας ακόμη και να χαμηλώσουν τα δόρατά τους br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

205

ή να σηκώσουν τις ασπίδες τους για να αντέξουν στη θύελλα που εφορμούσε προς το μέρος τους. Ούτε ένας λεγεωνάριος δεν ά­ φησε σπίθα φόβου να περάσει από το βλέμμα του, παρά τη δυ­ νατή βροχή που τους χτυπούσε ασταμάτητα, σαν να είχε οργιστεί ο ίδιος ο Δίας με το θράσος τους. Οι φωνές μας δυνάμωσαν ακό­ μη περισσότερο μπροστά στον επικείμενο θρίαμβο, περιμένο­ ντας με αγωνία να ακουστεί ο κρότος της αρχικής σύγκρουσης, οι κραυγές του εχθρού όταν οι ασταμάτητες λεπίδες θα θέριζαν σάρκες και μέταλλο. Νιώθαμε τα σώματά μας να σφίγγονται, α­ ναμένοντας με τη σειρά μας τη διαταγή για να ξεκινήσουμε την έφοδό μας, να ακολουθήσουμε στο ματωμένο μονοπάτι που θα ά­ νοιγαν τα φονικά όπλα στους τροχούς των αρμάτων, να συμμε­ τάσχουμε κι εμείς σ' αυτό που σίγουρα θα ήταν μια μεγαλειώδης νίκη σε βάρος αυτών των Ρωμαίων που τόσο μας είχαν ταλαιπω­ ρήσει τα τελευταία δύο χρόνια... Κι ύστερα τίποτα. Δεν ακούστηκε κανένας κρότος, κανένας ήχος, ούτε κραυγές ούτε διαταγές για επίθεση. Τα άρματα δε βρήκαν τίποτα μπρο­ στά τους, τα δρεπάνια δε συνάντησαν το σώμα ούτε ενός εχθρού. Μόλις τα αγριεμένα άλογα έφταναν στις πρώτες γραμμές των Ρω­ μαίων, οι λεγεωνάριοι, που ήδη βρίσκονταν σε αρκετή απόστα­ ση ο ένας από τον άλλο, απλώς παραμέρισαν προς τη μία πλευ­ ρά και άφησαν τα άλογα να περάσουν. Τα άρματα τους προσπέ­ ρασαν αναίμακτα, φτάνοντας μέχρι τα μετόπισθεν της παράτα­ ξής τους. Αμέσως οι Ρωμαίοι έκλεισαν γρήγορα τις γραμμές τους επιστρέφοντας στην αρχική τους θέση. Και τότε οι επευφημίες μας έδωσαν τη θέση τους στη βουβή κατάπληξη, όταν είδαμε, πίσω από τις λεπτές γραμμές των Ρω­ μαίων, την εφεδρική λεγεώνα στα μετόπισθεν να περικυκλώνει γρήγορα όλα τα ποντιακά άρματα όπως επιχειρούσαν να στρί­ ψουν και να ρίχνει κάτω νεκρά με τα βέλη της τα τρομοκρατη­ μένα άλογα. Οι ηνίοχοι σύρθηκαν από τα άρματα και χάθηκαν κάτω από τα ξίφη δεκάδων Ρωμαίων λεγεωνάριων. Έ π ε ι τ α τα πτώματά τους και τα άρματα αφέθηκαν εκεί όπου είχαν πέσει, α­ ναποδογυρισμένα στο έδαφος, ενώ η εφεδρική λεγεώνα επέ­ στρεψε τη θέση της και στον αρχικό σχηματισμό της. Με μια γρή­ γορη και αθόρυβη κίνηση, ολόκληρο το σώμα των ποντιακών αρ­ μάτων είχε καταστραφεί. Οι άντρες μας ήταν εμβρόντητοι. Ακολούθησε σιωπή, όμως br/zav

206

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σιγά σιγά άρχισαν να φτάνουν στα αφτιά μας από την απέναντι πλευρά της πεδιάδας αχνές φωνές, μια περιπαιχτική χορωδία που επαναλάμβανε την ίδια λέξη: «Currus! Currus!» Σύντομα η λέ­ ξη βρισκόταν στα χείλη όλο και περισσότερων Ρωμαίων, ώσπου τελικά ολόκληρος ο εχθρικός στρατός την επαναλάμβανε με μια φωνή. Για πρώτη φορά στη ζωή μου μετάνιωσα που δεν ήξερα λα­ τινικά. Κοίταξα απορημένος τον πατέρα μου, που κουνούσε θυ­ μωμένος το κεφάλι του. «Πατέρα!» του φώναξα την ώρα που γύριζε να δώσει διαταγές στους αξιωματικούς του. Η προηγούμενη απόφασή του να πα­ ραστεί απλώς ως παρατηρητής είχε ξεχαστεί και τώρα έπαιρνε την κατάσταση στα χέρια του. «Πατέρα, τι λένε;» «Δεν πρέπει να το ακούσουν οι στρατιώτες μας», μου απάντη­ σε απότομα. «Μα οι άντρες το ακούν έτσι κι αλλιώς και κάποιοι θα κατα­ λαβαίνουν!» του φώναξα για να ακουστώ. «Στις τάξεις του στρα­ τού μας υπάρχουν πολλοί απελεύθεροι που κάποτε υπηρετούσαν Ρωμαίους. Θα καταλάβουν και θα το πουν και στους συντρόφους τους. Τι λένε λοιπόν οι Ρωμαίοι;» Με κοίταξε ενοχλημένος από την αδυναμία μου να καταλάβω τη λατινική λέξη. «Είναι αυτό που λένε στις ρωμαϊκές αρένες οι θε­ ατές όσο περιμένουν την έναρξη της επόμενης αρματοδρομίας». «Και τι σημαίνει;» ρώτησα κουρασμένος από τις υπεκφυγές του. «Άρματα, ζητάνε περισσότερα άρματα».

Ό π ω ς ήταν επόμενο, η μαζική έφοδος του ποντιακού ιππικού που ακολούθησε ήταν πιο αποτελεσματική απέναντι στις αραιές γραμμές των Ρωμαίων. Ή τ α ν περισσότερο ξέσπασμα παρά έ­ φοδος: μετά την πανωλεθρία των αρμάτων οι Πόντιοι ιππείς, βλέ­ ποντας να κινδυνεύει η τιμή τόσο του βασιλιά όσο και η δική τους, όρμησαν μέσα από τις γραμμές του πεζικού και ήταν έτοιμοι να επιτεθούν αμέσως στους Ρωμαίους είτε δινόταν η διαταγή είτε ό­ χι. Ο Αρχέλαος και ο πατέρας δυσκολεύτηκαν να τους συγκρα­ τήσουν μέχρι να προλάβουν οι πεζικάριοί μας να πάρουν ξανά τις θέσεις τους στη φάλαγγα για να ακολουθήσουν το ιππικό. Όταν τελικά δόθηκε το σύνθημα της εφόδου για το πρώτο κύμα, το βα­ σιλικό επίλεκτο σώμα, που αριθμούσε δύο χιλιάδες θωρακισμέ­ νους ιππείς, ξεχύθηκε κατά μήκος του στενού μετώπου κατευθείbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

207

αν πάνω στις εχθρικές γραμμές καλπάζοντας κόντρα στη δυνατή βροχή. Οι λεγεωνάριοι που βρίσκονταν στο κέντρο δεν άντεξαν στην ορμή της επίθεσης, κατέρρευσαν και εξοντώθηκαν ταχύτατα α­ πό τα γιαταγάνια των εξαγριωμένων Πόντιων πολεμιστών και τις κοφτερές οπλές των μικρόσωμων αλόγων τους. Αλλά και οι επι­ τιθέμενοι δε βγήκαν αλώβητοι. Προς τεράστια έκπληξη μας, ό­ λοι οι στρατιώτες του εχθρού κράτησαν τις θέσεις τους· ούτε ένας δεν τράπηκε σε φυγή, όπως θα είχε κάνει οποιοσδήποτε άλλος ε­ χθρός μπροστά σε μια τέτοια καταιγιστική επίθεση. Τα άλογά μας ήταν εκπαιδευμένα να καταδιώκουν και να ποδοπατούν τους εχθρούς που υποχωρούσαν και η πεισματικά αμετακίνητη στάση των λεγεώνων τα αιφνιδίασε, κάνοντάς τα να διστάζουν ή ακόμη και να σταματούν πριν φτάσουν στις ρωμαϊκές γραμμές, δίνο­ ντας έτσι χρόνο στους αμυνόμενους να ρίξουν τα ακόντιά τους ή να επιτεθούν σε ζώο και αναβάτη με τα ξίφη τους. Για κάθε Ρω­ μαίο που έπεφτε χτυπημένος στο λαιμό από κοφτερό γιαταγάνι ένα ποντιακό άλογο σκοτωνόταν ή κουτσαινόταν. Οι Ρωμαίοι, σε ομάδες των δύο ή των τριών, άρπαζαν τους αναβάτες και τους έ­ ριχναν στο έδαφος. Εκεί οι ιππείς ήταν ανυπεράσπιστοι, καθώς η άκαμπτη πανοπλία τους δεν τους άφηνε περιθώρια αντίδρα­ σης, όπως οι χελώνες γυρισμένες ανάποδα. Οι Ρωμαίοι απλώς α­ γνοούσαν αυτά τα εύκολα θύματα και επικέντρωναν την προσο­ χή τους στο επόμενο άλογο που επετίθετο και μετά στο επόμενο, επιστρέφοντας αργότερα για τους πεσμένους Ποντίους, όταν εί­ χε περάσει η αρχική έφοδος. Τότε με γρήγορα χτυπήματα απο­ τελείωναν χωρίς άλλη σκέψη τους πεσμένους αναβάτες, που μά­ ταια προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Με την άκρη του ματιού μου διέκρινα κάποια κίνηση στα δε­ ξιά του λοφίσκου απ' όπου ο πατέρας, ο Αρχέλαος κι εγώ παρακο­ λουθούσαμε την εξέλιξη της μάχης. Γύρισα απότομα και ίσα που πρόλαβα να δω ένα θώρακα να γυαλίζει μέσα στη νεροποντή, κα­ θώς ένας Ρωμαίος λεγεωνάριος έσκυβε πίσω από ένα βράχο, σε α­ πόσταση μικρότερη των πενήντα βημάτων από το σημείο όπου στεκόμασταν πρέπει να περπατούσε όλη τη νύχτα για να βρεθεί πίσω από τις γραμμές μας και να φτάσει σ' αυτή τη θέση, που του πρόσφερε απρόσκοπτη θέα ολόκληρης της ποντιακής παράταξης. Ανόητα, χωρίς να σκεφτώ τίποτ' άλλο παρά τη δική μου δόξα, απομακρύνθηκα απαρατήρητος και κατέβηκα απ' το λασπωμέbr/zav

208

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

νο ύψωμα ανοίγοντας δρόμο μέσα από τις γραμμές των κηρύκων και των αγγελιαφόρων που περίμεναν ανυπόμονα δίπλα στα ά­ λογά τους· λίγο πιο κάτω τον είδα από το πλάι, σε απόσταση μό­ λις τριάντα βημάτων, σκυμμένο στην πέρα πλευρά του βράχου, με το βλέμμα του καρφωμένο στον πατέρα. Δεν ήταν επίλεκτος τοξότης, το κατάλαβα -εξάλλου, λίγοι Ρωμαίοι είναι πραγματικά ικανοί τοξοβόλοι-, όμως στην πλάτη του είδα κρεμασμένες τις φονικές χάλκινες αιχμές ακοντίων. Ελάχιστα όπλα είναι τόσο θα­ νατηφόρα, είτε από κοντινή είτε από μακρινή απόσταση, όσο έ­ να δίμετρο ακόντιο στα χέρια ενός Ρωμαίου λεγεωνάριου. Τα κυνηγετικά μαθήματα που είχα κάνει πέρασαν μεμιάς α­ πό το μυαλό μου. Ξεκρέμασα το τόξο από τον ώμο μου, πέρασα τη χορδή με μια σίγουρη κίνηση χωρίς να πάρω τα μάτια μου α­ πό το λεγεωνάριο, τράβηξα ένα βέλος από τη φαρέτρα μου και το έφερα πάνω στο τόξο. Ό μ ω ς μπροστά μου δεν είχα μια πάπια, αλλά έναν άνθρωπο, και ποτέ μου δεν είχα χτυπήσει άνθρωπο. Πού σημαδεύεις για να τρυπήσεις ευκολότερα μια πανοπλία; Πώς να μετατρέψεις την ικανότητα εξουδετέρωσης μιας ζωντανής πά­ πιας προκαλώντας τον ελάχιστο τραυματισμό στο φόνο ενός ε­ νήλικου άντρα πριν προλάβει να στείλει στον αέρα στο ακόντιο του και σ' αφήσει στον τόπο με το χάλκινο όπλο του, πριν το κρα­ νίο σου κοπεί στα δύο όπως εκείνα τα σακιά τα παραγεμισμένα με κουρέλια που χρησιμοποιούμε για στόχους; Σημάδεψα προ­ σεκτικά, προσπαθώντας να υπολογίσω το διάστημα που μεσολα­ βούσε ανάμεσα σε κάθε δυνατό φύσημα του παγωμένου αέρα που χτυπούσε το πρόσωπο μου - σημάδεψε τη λεπτή μεμβράνη στην άκρη της φτερούγας όπου το βέλος θα χύσει ελάχιστο αίμα, άκουσα μια φωνή μέσα μου, σαν να είχα μπροστά μου μια πάπια. Όχι, το σημείο δί­ πλα στη μασχάλη, εκεί όπου το επωμίδιο συναντά το θώρακα- σίγουρα υ­ πάρχει κάποιο κενό εκεί, ένα αδύνατο σημείο... Όχι! μάλωσα νοερά τον εαυτό μου. Μη σκέφτεσαι! Άφησε το θεό να κυριεύσει το χέρι σου, να οδηγήσει το σημάδι σου. Αθάνατε Απόλλωνα, στείλε το βέλος μου στο στόχο του... «Πατέρα», ψιθύρισα σιγανά. «Έρχομαι! Κρατήσου, πατέρα. Έρχομαι...» Δεν μπορούσα να διστάσω άλλο. Ο άντρας είχε σκύψει, και σε ένα ξαφνικό ξέσπασμα της μάχης, όταν η προσοχή όλων ήταν στραμμένη στη μανιασμένη σύγκρουση των δύο εχθρικών στρα­ τ ο ί , τινάχτηκε όρθιος. Τρέχοντας προς το βασιλιά, σήκωσε το α­ κόντιο ψηλά πάνω από το κεφάλι του και έγειρε το χέρι του προς br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

209

τα πίσω, έτοιμος να το εξαπολύσει· φεύγοντας με δύναμη από τη θέση αυτή, το ακόντιο με το βάρος που είχε θα αποκτούσε τέτοια ταχύτητα, που θα μπορούσε να τρυπήσει ακόμη και την πιο γε­ ρή πανοπλία, ακόμη και μια ασπίδα από ατόφιο ξύλο βαλανι­ διάς. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα από τη συγκέντρωση, το στό­ μα του έχασκε επίσης, σαν να άφηνε μια βουβή κραυγή την ώρα που έτρεχε με ταχύτητα προς το βασιλιά. Ή ξ ε ρ α ότι δεν μπο­ ρούσα να περιμένω άλλο - δε θα υπήρχε δεύτερη ευκαιρία. Έ ρ ι ξ α το βέλος χωρίς να σκέφτομαι άλλο την κατεύθυνση και την ταχύτητα του ανέμου, έχοντας μόνο στο μυαλό μου να σημα­ δέψω λίγο πιο κάτω από το πιγούνι, αφού η σαΐτα θα έπαιρνε κα­ θοδική τροχιά. Το βέλος ταξίδεψε στον αέρα αόρατο και αθόρυ­ βο· εγώ έκλεισα τα μάτια μου μόλις άφησα τη χορδή, έτσι δεν εί­ δα την άηχη πτήση και τη θανάσιμη πρόσκρουση. Το βέλος έφυγε ίσια και δυνατά, πέρασε από το άνοιγμα της πανοπλίας του και καρφώθηκε στον πνεύμονα του, όμως δεν τον σταμάτησε! Η καρ­ διά μου κόντεψε να σπάσει όταν είδα το Ρωμαίο να παραπατά και να γέρνει, σχεδόν να πέφτει στο έδαφος, αλλά να συνέρχεται, να σηκώνει ξανά το χέρι του και να φέρνει πίσω από το κεφάλι του το ακόντιο έτοιμος και πάλι να το ρίξει. Βρισκόταν μόλις είκοσι βήματα μακριά από τον πατέρα, έπειτα δέκα, κι εγώ τράβηξα και δεύτερο βέλος από τη φαρέτρα μου. Αθάνατε Απόλλωνα! επι­ καλέστηκα και πάλι το θεό - δεν είχα χρόνο για μεγαλύτερη προ­ σευχή, έπρεπε να φέρω το βέλος ανάμεσα στο τόξο και τη χορδή και να ρίξω χωρίς να σκεφτώ, χωρίς να σημαδέψω, ελπίζοντας στο καλύτερο αλλά φοβούμενος το χειρότερο, την ώρα που ο Ρωμαί­ ος τρεκλίζοντας έφτανε σε απόσταση βολής από τον πατέρα και τον Αρχέλαο. Προσπάθησα να τους προειδοποιήσω, να φωνάξω, να ουρλιάξω στον πατέρα να γυρίσει, να προσέξει, αλλά οι λέξεις πνίγηκαν στο λαιμό μου. Δεν υπήρχε χρόνος να ρίξω και τρίτο βέ­ λος, ενώ δεν πρόλαβα καν να δω τα αποτελέσματα του προηγού­ μενου - όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Η δύναμή μου με εγκατέλει­ ψε και έπεσα στα γόνατα. Αφήνοντας μια κραυγή, ο άντρας παραπάτησε, η ταχύτητα που είχε τον έστειλε πάνω στο πλήθος των συμβούλων, ο ώμος του χτύπησε με δύναμη στην πλάτη του πατέρα όπως έπεφτε στο έδαφος και το ακόντιο γλίστρησε από το χέρι του. Ο πατέρας τρέ­ κλισε από το χτύπημα, ξαναβρήκε την ισορροπία του και γύρισε. Στο πρόσωπο του αποτυπώθηκε η έκπληξη και η απορία βλέποbr/zav

210

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ντάς ένα νεκρό Ρωμαίο να κείτεται στα πόδια του με το ακόντιο πεσμένο δίπλα του και τη χάλκινη περικεφαλαία του θαμμένη στη μισοπαγωμένη λάσπη. Μόνο τότε τα μάτια μου κατάφεραν να εστιάσουν στο σώμα του Ρωμαίου· εκτός από το πρώτο βέλος που είχα ρίξει, το οποίο είχε βρει το θώρακά του στο κενό κάτω από τη μασχάλη, το δεύτερο στεκόταν όρθιο στον αέρα, σαν το μικροσκοπικό ιστό ενός λαβάρου, με τη μύτη του σφηνωμένη βα­ θιά στον κρόταφο του άντρα, κάτω ακριβώς από την περικεφα­ λαία του. Το βέλος είχε σκοτώσει το στρατιώτη ενώ έτρεχε, ε­ μποδίζοντας τον να ρίξει το ακόντιό του στην πλάτη του πατέρα. Το σώμα του δονούνταν ακόμη από τους σπασμούς, ενώ από το στόμα του κυλούσε αφρισμένο αίμα σχηματίζοντας μια κόκκινη λίμνη στα πόδια του βασιλιά. Ο πατέρας και ο Αρχέλαος τράβηξαν τα σπαθιά τους και κοί­ ταξαν αγριεμένοι τριγύρω, μην τυχόν υπήρχε κοντά κι άλλος ε­ χθρός. Στάθηκα στα πόδια μου με αργές κινήσεις, ανασαίνοντας βαριά, κρατώντας ψηλά το τόξο και με το άλλο μου χέρι παγω­ μένο στον ώμο μου πάνω στην κίνηση να πιάσω το επόμενο βέ­ λος. Ο πατέρας σήκωσε το κεφάλι του, με τη βροχή να πέφτει α­ σταμάτητα στο πρόσωπό του, με είδε και έμεινε άναυδος. Μου έ­ γνεψε - ένα αργό, βαθύ νεύμα γεμάτο σεβασμό· η κίνησή του αυ­ τή σήμαινε πολύ περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να μου είχε πει με λέξεις. Εκείνη τη στιγμή, πριν στρέψει ξανά την προσοχή του στη μάχη, ήξερα ότι όλες οι διαφωνίες μας είχαν ξεχαστεί, ό­ λα τα χρέη είχαν πληρωθεί. Ξαφνικά οι στρατιώτες στην παράταξή μας ξέσπασαν σε νέες επευφημίες και ο πατέρας γύρισε προς το πεδίο της μάχης. Το πο­ ντιακό ιππικό είχε περάσει σαν σίφουνας μέσα από τις ρωμαϊκές γραμμές δημιουργώντας ένα τεράστιο κενό στο κέντρο, κόβοντας τις λεγεώνες στα δύο. Ο πατέρας είδε την ευκαιρία που παρουσια­ ζόταν και πήδηξε πάνω σε ένα βράχο ανάμεσα στους στρατιώτες. «Πεζικό... εμπρός, για τη νίκη! Στο όνομα του Δία και του Πό­ ντου!» βρυχήθηκε. Με μια βροντερή κραυγή η φάλαγγα, μια φο­ νική μηχανή ακριβείας πλάτους διακοσίων βημάτων και βάθους δεκαέξι γραμμών, όρμησε στη μάχη. Τρέχοντας, οι άντρες ακο­ λουθούσαν απόλυτα το φρενήρη ρυθμό που έδινε το τύμπανο, οι ασπίδες τους συγχρονίζονταν με τον ακριβή βηματισμό τους· έ­ να ασταμάτητο κύμα σκληροτράχηλων πολεμιστών εφορμούσε κατευθείαν στο κενό που είχε ανοίξει στιγμές πριν η φονική επίbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

211

θεση του ιππικού. Οι Ρωμαίοι που βρίσκονταν στις δυο πτέρυγες της εχθρικής παράταξης είδαν τους δικούς μας να πλησιάζουν και αμέσως κατάλαβαν ποια ήταν η στρατηγική μας: να διασπά­ σουμε τις δυνάμεις τους, μετά να εξοντώσουμε το πιο εξασθενη­ μένο μισό με τις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις μας και στη συ­ νέχεια να στραφούμε στο πιο ισχυρό μισό εξολοθρεύοντάς το κι αυτό. Οι δύο πτέρυγες των λεγεωνών έτρεξαν άρον άρον να κλεί­ σουν το κενό που είχαν ανοίξει οι ιππείς μας, μειώνοντας το μή­ κος του μετώπου τους, πυκνώνοντας τις γραμμές τους και στέλ­ νοντας άντρες στο τεράστιο κενό που έχασκε στο κέντρο - όμως ήταν πολύ αργά· η φάλαγγά μας είχε προλάβει να φτάσει πρώτη και τώρα ξεχυνόταν στο κενό, ποδοπατώντας τα νεκρά σώματα αλόγων και ανθρώπων που είχαν καλύψει την υγρή, λασπερή πε­ διάδα, θέλοντας να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα που είχε προ­ σφέρει η αποφασιστική έφοδος του ποντιακού ιππικού. Οι έφιπποι στρατιώτες, στο μεταξύ, είχαν περάσει πίσω από τις ρωμαϊκές γραμμές και τώρα έκαναν μεταβολή για να εξαπο­ λύσουν δεύτερη έφοδο στις πλάτες των αμυνόμενων, παρότι είχαν χάσει εκατοντάδες συντρόφους τους στην πρώτη επίθεση. Υπό άλλες συνθήκες, απώλειες αυτής της τάξης θα είχαν κάνει τους ιπ­ πείς να αποχωρήσουν και να αναζητήσουν προστασία πίσω από τις δικές τους γραμμές. Έχοντας όμως βρεθεί με μεγάλη δυσκο­ λία στα μετόπισθεν των Ρωμαίων, το ποντιακό ιππικό δεν είχε άλλη επιλογή απ' το να γυρίσει από εκεί που είχε έρθει, να ενω­ θεί με το πεζικό και να ενισχύσει τη σφήνα που είχαν καρφώσει στην καρδιά του στρατού του Σύλλα. Μια δεύτερη έφοδος του ιπ­ πικού, όπως αυτή που είχε ολοκληρώσει, θα εξόντωνε τις ρωμαϊ­ κές ενισχύσεις που έρχονταν από τις πτέρυγες, θα εμπόδιζε τους λεγεωνάριους να σχηματίσουν ξανά τις γραμμές τους και θα δια­ τηρούσε ανοιχτό το κενό μέσα από το οποίο ξεχυνόταν τώρα το ποντιακό πεζικό... Πάνω που οι ιππείς προσπαθούσαν να κάνουν μεταβολή και να αναδιοργανωθούν, η καταρρακτώδης βροχή και τα ζώα που ά­ χνιζαν καθώς εξατμιζόταν ο ιδρώτας τους τους εμπόδιζαν να δουν καθαρά τι συνέβαινε γύρω τους και ξαφνικά δέχτηκαν μια τρο­ μακτική επίθεση που λες κι είχε έρθει από το πουθενά, λες κι εί­ χε κατέβει από τον ουρανό. Είδα την επίθεση λίγες στιγμές πριν βρει το στόχο της, όμως από εκεί που βρισκόμασταν δεν μπο­ ρούσαμε να κάνουμε τίποτα για να προειδοποιήσουμε τους άbr/zav

212

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ντρες μας. Στο λόγκο στις παρυφές της πεδιάδας, εκεί όπου είχαν κάνει μεταβολή οι Πόντιοι αναβάτες μετά την έφοδο τους και τώ­ ρα επιχειρούσαν να ανασυνταχθούν, είχε κρυφτεί μια ίλη ρω­ μαϊκού ιππικού, που δεν πρέπει να αριθμούσε περισσότερους α­ πό χίλιους ιππείς, καραδοκώντας και περιμένοντας την ευκαιρία. Η συγκεκριμένη ομάδα καθοδηγούνταν μάλλον από τον ίδιο τον Σύλλα, αφού ο αρχηγός της φορούσε ένα μακρύ άλικο μανδύα και από την περικεφαλαία του εξείχε ένα ψηλό λοφίο από αλογότριχες. Αυτή η ομάδα λοιπόν έπεσε με τρομακτική δύναμη στο απροετοίμαστο και κουρασμένο ιππικό μας. Η μανία της επίθε­ σης άφησε εμβρόντητους τους Ποντίους και πανικόβαλε τα άλο­ γά τους. Εγώ είχα μείνει άναυδος. Το ρωμαϊκό ιππικό είχε πέσει κυριολεκτικά πάνω στο συμπτυγμένο ιππικό μας και τώρα το έ­ δαφος είχε γεμίσει από μια άμορφη μάζα αλόγων που χτυπιό­ νταν και αναβατών που ούρλιαζαν χέρια και πόδια, οπλές και α­ γκώνες τινάζονταν στον αέρα απεγνωσμένα, καθώς τα ζώα προ­ σπαθούσαν να σηκωθούν από το βούρκο της λάσπης και του αί­ ματος. Το ρωμαϊκό ιππικό είχε περάσει απλώς από πάνω τους. Ήταν μια παράτολμη κίνηση, στα όρια του παραλογισμού, αφού δεκάδες άλογα και Ρωμαίοι ιππείς κείτονταν κι αυτοί στο έδα­ φος. Ό σ ο ι κατάφεραν να συνέλθουν από τη δύναμη της πρό­ σκρουσης σηκώνονταν και προσπαθούσαν να επιστρέψουν στα με­ τόπισθεν ή τραβούσαν τα ξίφη τους και πολεμούσαν μ' εκείνους που είχαν ανατρέψει, θέλοντας να κάνουν όση μεγαλύτερη ζημιά μπορούσαν με αυτή την επίθεση μέσα στις γραμμές μας πριν τε­ λικά πέσουν και οι ίδιοι νεκροί. Η έφοδος του ρωμαϊκού ιππικού ήταν καταδικασμένη αν εί­ χε σκοπό να τρέψει σε φυγή το δικό μας ιππικό· μέσα σε λίγες στιγμές όσοι από την ίλη του Σύλλα είχαν καταφέρει να γλιτώσουν είχαν ανέβει και πάλι στα άλογά τους και περνούσαν πίσω από τις γραμμές τους, αναζητώντας καταφύγιο στο δάσος απ' όπου είχαν κάνει την επίθεση τους. Η έφοδος ήταν παράλογη, τελείως ασύμβατη με τις ρωμαϊκές τακτικές και μεθόδους. Ό μ ω ς με α­ σύλληπτη ακρίβεια ο Σύλλας είχε πετύχει απόλυτα το στόχο του, δηλαδή να καθυστερήσει τη δεύτερη έφοδο του δικού μας ιππι­ κού, δίνοντας έτσι χρόνο στις πτέρυγες της παράταξής του να συμπτυχθούν και να κλείσουν το κενό στο κέντρο των γραμμών τους. Με αυτή την καθυστέρηση που είχαμε υποστεί, η νίκη μας, η επικείμενη νίκη μας σε βάρος των ρωμαϊκών λεγεώνων, χάθηκε br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

213

μπροστά στα μάτια μου. Η φάλαγγά μας είχε επιτεθεί στο κέντρο των διασπασμένων γραμμών, όμως αυτή η κίνηση αποδείχτηκε μοιραία, καθώς οι Ρωμαίοι, αντί να τραπούν σε άτακτη φυγή βλέ­ ποντας τις αντίπαλες δυνάμεις ανάμεσά τους, όπως είχαν κάνει οι Βιθυνοί, επέστρεψαν στις θέσεις τους με περισσότερη δύναμη. Οι πτέρυγές τους έκλειναν προς το κέντρο, οι γραμμές τους έγι­ ναν πυκνότερες, σαν ένα ζωντανό πλάσμα, σαν έναν πύθωνα που καταπίνει ένα λαγό, και κύκλωσαν την επιτιθέμενη φάλαγγά μας από όλες τις πλευρές. Η μάχη είχε φύγει πια από τον έλεγχό μας, επικρατούσε χάος και η φάλαγγα έχανε τη συνοχή της. Οι άντρες στα δεξιά προσπαθούσαν να κρατήσουν μακριά τους Ρωμαίους που επετίθεντο μεθοδικά από εκεί· οι άντρες στην αριστερή πλευ­ ρά έκαναν το ίδιο. Οι μπροστινές και οι πίσω γραμμές είχαν ε­ γκλωβιστεί, γιατί οι ρωμαϊκές δυνάμεις, αλληλοκαλυπτόμενες, έ­ κοψαν την επαφή του στρατού μας με τους διοικητές του απομο­ νώνοντας μέσα στον κλοιό τους το επιτιθέμενο ποντιακό πεζικό. Πλήρως αιφνιδιασμένη, η ποντιακή φάλαγγα σταμάτησε α­ πότομα την προέλασή της και, από τη στιγμή που οι άντρες έχα­ ναν κάθε ελπίδα ανασύνταξης, κάθε ελπίδα να βρουν προστασία πίσω από την ασπίδα του διπλανού τους, η αντίδραση που επι­ δίωκε ο Σύλλας επιτεύχθηκε - η φάλαγγα καταστράφηκε, η συ­ νοχή και η ενότητά της διαλύθηκαν. Οι άντρες είχαν μετατραπεί σε έναν όχλο που αγωνιζόταν να σώσει τη ζωή του. Δεν υπήρχε πια κανένας σχηματισμός, μόνο αποκομμένοι στρατιώτες· η ενότητα του στρατού είχε χαθεί, η φάλαγγα σκόρπισε, χάθηκε κάτω από μια αγριεμένη άλικη θάλασσα, μια άλικη θάλασσα από αίμα και ρωμαϊκούς χιτώνες. Οι στρατιώτες κυριεύτηκαν από μια ανεξέ­ λεγκτη μανία, καθώς ο καθένας τους πολεμούσε για τον εαυτό του, για να βρει τρόπο να επιβιώσει και να ξεφύγει. Απέναντι σε πέντε ουσιαστικά άθικτες ρωμαϊκές λεγεώνες. Από τους εκατόν είκοσι χιλιάδες Πόντιους πολεμιστές που ρί­ χτηκαν στη μάχη εκείνη την παγωμένη και φοβερή μέρα μόλις δέ­ κα χιλιάδες κατόρθωσαν να γλιτώσουν, μεταξύ των οποίων ο πα­ τέρας κι εγώ. Όλοι οι άλλοι χάθηκαν, τα σώματά τους δε βρέθη­ καν ποτέ, τα κουφάρια τους γυμνώθηκαν και πετάχτηκαν από τις λεγεώνες στην πυρά σε ένα ολοκαύτωμα την επόμενη μέρα. Όταν έγινε σαφές, αργά εκείνο το μαύρο απόγευμα, ότι τα πάντα είχαν τελειώσει για εμάς στη μάχη της Χαιρώνειας, ο πατέρας και οι στρατηγοί του ανέβηκαν στα άλογά τους και μαζί με τους δέκα χιbr/zav

214

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λιάδες πεζικάριους που είχαν κρατήσει ως εφεδρεία πήραν απο­ φασιστικά το δρόμο της επιστροφής, κατεβαίνοντας τις υγρές, α­ πότομες πλαγιές που οδηγούσαν στη θάλασσα, εκεί όπου το ναυ­ τικό περίμενε αγκυροβολημένο λίγο έξω από τις ακτές. Το είχα­ με αφήσει επίτηδες εκεί, για να περιμένει τους Ρωμαίους αιχμα­ λώτους που πιστεύαμε ότι θα συλλαμβάναμε εκείνη τη μέρα. Οι ναύτες έμειναν άναυδοι βλέποντας ένα σωματικά και ψυχικά κα­ ταρρακωμένο βασιλιά με τα θλιβερά απομεινάρια του ποντιακού στρατού να προσεγγίζουν το στόλο πάνω σε σχεδίες, βάρκες και αποβατικά σκάφη από την παραλία. Κάποιοι στρατιώτες μάλιστα επέστρεψαν εξουθενωμένοι πάνω σε κορμούς κωπηλατώντας με τα χέρια - τόσο απεγνωσμένα ήθελαν να ξεφύγουν από την κα­ ταιγίδα που σάρωνε την παραλία και από την εφιαλτική σφαγή στο πεδίο της μάχης, ψηλά στους λόφους που ορθώνονταν πίσω τους. Μια ολόκληρη στρατιά είχε καταστραφεί από έναν αντίπαλο με τέσσερις φορές λιγότερες δυνάμεις. Ή τ α ν μια τρομερή ήττα που θα με στοιχειώνε πολλά χρόνια κάθε φορά που ερχόταν στο μυαλό μου η εικόνα του χλομού, αμίλητου προσώπου του πατέ­ ρα έτσι όπως στεκόταν στη ναυαρχίδα του και κοίταζε τις ακτές της Βοιωτίας να χάνονται στον ορίζοντα ενώ η αρμάδα του επέ­ στρεφε στη βάση της στη Χαλκίδα, στην απέναντι πλευρά του πορθμού. Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει ασταμάτητα και να αναμειγνύεται τώρα με τα δάκρυα που μούσκευαν τα μάγουλά του. Το βουβό κλάμα του ενώθηκε μ' εκείνο των αντρών που εί­ χαν γλιτώσει μαζί με μας από την τρομερή σφαγή. Τα αλμυρά δά­ κρυα δέκα χιλιάδων αντρών κύλησαν και έγιναν ένα με τη θά­ λασσα και ο Ποσειδώνας πρόσφερε με τη σειρά του τα δικά του δάκρυα, καθώς οι πλώρες των πλοίων μας έσκιζαν με δύναμη τα κύματα σηκώνοντάς τα σε αλμυρά σύννεφα. Όλοι θρηνούσαν για την καταστροφή της περήφανης στρατιάς. Το ταξίδι ήταν ανώ­ δυνο, οι άγκυρες δεν είχαν προλάβει καλά καλά να σηκωθούν και βυθίστηκαν ξανά στο λιμάνι της Χαλκίδας, ωστόσο εκείνη ήταν η πιο επώδυνη μέρα στη ζωή του πατέρα. Ακούστηκε ότι οι Ρωμαίοι έχασαν δεκατρείς άντρες, αλλά αυ­ τοί οι υπολογισμοί γενικά δε θεωρούνται αξιόπιστοι. Προσωπι­ κά είδα πολύ περισσότερους να σκοτώνονται στις εφόδους του ιππικού, αν και τελικά ο αριθμός των νεκρών Ρωμαίων δεν είχε καμία σημασία. Οι δικές μας απώλειες όμως ήταν ανυπολόγιστες. br/zav

IV

ΜΕΤΑ

Τ Η Θ Λ Ι Β Ε Ρ Η Ε Π Ι Σ Τ Ρ Ο Φ Η στην Πέργαμο μ' ένα πειρα­

τικό πλοίο, έχοντας αφήσει τον υπόλοιπο στόλο και όσους από τη στρατιά είχαν επιζήσει να διαχειμάσουν στη Χαλκίδα, ο πατέρας έκανε αυτό που ήταν υποχρεωμένος να κάνει προκειμένου να α­ ναπληρώσει τις τεράστιες απώλειες σε άντρες και λάφυρα. Αύξησε τους φόρους σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία, προς απογοήτευση των υπηκόων του, και τον επόμενο χρόνο στρατολόγησε ογδόντα χιλιάδες πεζικάριους και δέκα χιλιάδες ιππείς επιπλέον, τους ο­ ποίους έστειλε στον Αρχέλαο. Ενώ όμως η πρώτη στρατιά είχε υ­ ποστεί τέτοια ολοκληρωτική καταστροφή από έναν αντίπαλο που είχε τέσσερις φορές λιγότερους στρατιώτες, η κατάσταση που κα­ λούνταν να αντιμετωπίσει αυτή η νέα στρατιά ήταν απείρως χει­ ρότερη, δεδομένου ότι οι νεοσύλλεκτοι είχαν εκπαιδευτεί και ε­ ξοπλιστεί βιαστικά, αν και εξακολουθούσαν να είναι οι καλύτε­ ρα εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι στρατιώτες σε όλη την Ασία. Η ουσία δεν άλλαζε όμως, και η ουσία ήταν ότι μόνο το ιππικό ήταν αξιόμαχο, καθώς αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από Πόντιους ευγενείς των ορεσίβιων φατριών της ενδοχώρας, τους γιους των αντρών που είχαν προσφέρει καταφύγιο στον πατέρα το διάστη­ μα που έζησε περιδιαβαίνοντας τα ορεινά οχυρά τους. Ήταν οι καλύτεροι ιππείς στον κόσμο και απόλυτα αφοσιωμένοι στο βα­ σιλιά τους. Η επικράτηση σ' αυτή τη δεύτερη φάση του πολέμου θα έ­ πρεπε να έρθει με αποφασιστικό τρόπο. Εντελώς απροσδόκητα, ο Λούκουλλος, ο στρατηγός που είχε στείλει ο Σύλλας μ' ένα πλοίο για να σπάσει το ναυτικό αποκλεισμό των Ποντίων κατά την πο­ λιορκία της Αθήνας, είχε επανεμφανιστεί πρόσφατα, επικεφαλής ενός μεγάλου στόλου πολεμικών πλοίων που είχε μισθώσει από τη Συρία, χρησιμοποιώντας πόρους που είχε εξασφαλίσει με άκομ-

br/zav

216

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ψο τρόπο από τον αιγυπτιακό βασιλικό οίκο. Έ σ π α σ ε τον απο­ κλεισμό της Ρόδου και προκάλεσε χάος στα ελληνικά νησιά, ε­ ξαναγκάζοντάς τα να συμμαχήσουν ξανά με τη Ρώμη. Ελάχιστες περιοχές της θαλάσσιας αυτοκρατορίας που είχε δημιουργήσει ο πατέρας δύο χρόνια πριν παρέμειναν στον έλεγχό του. Σε απάντηση, ο Αρχέλαος πέρασε στην αντεπίθεση υποχρεώ­ νοντας τους Ρωμαίους σε μάχη στον Ορχομενό, μόνο λίγα χιλιό­ μετρα από τον τόπο της προηγούμενης ήττας μας. Αυτή τη φορά ήταν καλά προετοιμασμένος, οι στρατιώτες του είχαν οχυρωθεί πίσω από ξύλινα τείχη και πίσω τους είχαν έναν τεράστιο βάλτο που δημιουργούνταν από τα νερά του ποταμού Μέλανα. Ο χώρος είχε επιλεγεί προσεκτικά και έβλεπε σε μια μεγάλη άδεντρη πε­ διάδα, ιδανική για τους σαρωτικούς ελιγμούς του επίλεκτου πο­ ντιακού ιππικού απέναντι στις ρωμαϊκές δυνάμεις που διέθεταν ελάχιστα άλογα. Στο τέλος της μέρας ο ποντιακός στρατός είχε καταστραφεί ο­ λοσχερώς. Ο ίδιος ο Αρχέλαος ήταν μεταξύ των αγνοουμένων, αλ­ λά αργότερα εντοπίστηκε πάνω σε μια βάρκα, χαμένος στο βάλ­ το αλλά ζωντανός. Ο γιος του ο Διογένης, κατώτερος αξιωματικός του ιππικού, σκοτώθηκε στη μάχη. Από τους εκατόν ογδόντα χι­ λιάδες άντρες που είχε στείλει στην Ελλάδα ο πατέρας ελάχιστοι κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί -και συγκλονισμέ­ νοι- στην πατρίδα τους. Δεν υπήρχε πια κανένας ποντιακός στρα­ τός, ούτε στην Ασία ούτε στην Ευρώπη. Ο Σύλλας θα μπορούσε να καταδιώξει τον πατέρα στα πέρα­ τα του κόσμου εκείνη τη δεδομένη στιγμή αν αυτό επιθυμούσε. Μάλιστα, τη μέρα που έφτασε στην Πέργαμο η είδηση της δεύ­ τερης καταστροφικής ήττας οι μισοί κάτοικοι της πόλης κατέ­ φυγαν στους γύρω λόφους, βέβαιοι ότι σύντομα θα έπεφτε πάνω τους η οργή της Ρώμης. Ο Σύλλας όμως ήδη έλειπε από τη Ρώμη περισσότερο από δύο χρόνια και ο εμφύλιος πόλεμος που είχε α­ φήσει πίσω του κλιμακωνόταν μέρα με τη μέρα. Η σύζυγός του, η Μετέλλα, πρόσφατα είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη Ρώ­ μη μαζί με τα παιδιά τους και συνάντησε το σύζυγό της ενόσω αυ­ τός βρισκόταν στην εκστρατεία, πληροφορώντας τον ότι τα σπί­ τια του στην πόλη και τα κτήματά του στην εξοχή είχαν κατα­ στραφεί και παρακαλώντας τον να επιστρέψει για να προστα­ τεύσει ό,τι είχε απομείνει από την περιουσία τους. Αμέτρητοι υ­ ποστηρικτές του είχαν χάσει τη ζωή τους από τους Ποπολάρους, br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

217

που πλέον ήταν εκτός ελέγχου - πράγματι, αυτή η πολιτική ομά­ δα είχε φτάσει στο σημείο να στείλει δικό της στρατό για να ε­ ξασφαλίσει μερίδιο από τα λάφυρα που είχαν αφήσει πίσω τους οι στρατιές του Μιθριδάτη. Γι' αυτό το λόγο λοιπόν ο Σύλλας α­ ποφάσισε να γυρίσει γρήγορα στη Ρώμη και να επαναφέρει τους Οπτιμάτες στην εξουσία πριν χαθούν όλα αυτά για τα οποία είχε πολεμήσει. Έ τ σ ι , αυτό που τελικά μας έσωσε ήταν οι εσωτερικές έριδες μεταξύ των δύο ρωμαϊκών πολιτικών παρατάξεων, καθώς ο Σύλ­ λας αναγκάστηκε να επιδιώξει σύναψη ειρήνης με τον πατέρα νωρίτερα απ' ό,τι θα επιθυμούσε και να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για ολομέτωπη επίθεση με σκοπό να συντρίψει τον Πόντο. Εσκεμμένα και χωρίς να βιάζεται, οδήγησε τα στρατεύματά του προς την Ανατολή, υποχρεώνοντας όλες τις πόλεις από τις οποί­ ες περνούσε να συμμαχήσουν μαζί του, διέσχισε τον Βόσπορο δί­ χως να συναντήσει καμία αντίσταση και έστειλε μήνυμα σε όλες τις περιοχές της Ασίας: το Όνειρο είχε σβήσει, η Νέα Ελλάδα εί­ χε καταστραφεί· η Ρώμη είχε επιστρέψει. Εκείνο το μήνα ο Σύλλας διέταξε τον πατέρα να τον συναντή­ σει στη Δάρδανο, στα ερείπια της αρχαίας πόλης, νότια από το σημείο όπου κάποτε ορθωνόταν περήφανη η πόλη της Τροίας. Εκεί οι δυο τους θα διαπραγματεύονταν τους τελικούς όρους πα­ ράδοσης του Πόντου. Ο πατέρας ωστόσο αρνήθηκε να συμπεριφερθεί σαν ηττημέ­ νος. Αποφασισμένος να δείξει ότι παρέμενε ηγεμόνας άξιος σε­ βασμού, εμφανίστηκε στο συμβούλιο επικεφαλής διακοσίων πλοί­ ων, των είκοσι χιλιάδων αντρών που είχαν επιζήσει από τη φρου­ ρά του, έξι χιλιάδων ιππέων που είχαν έρθει για να ενωθούν μα­ ζί του από τον Πόντο και εξήντα δρεπανηφόρων αρμάτων. Πή­ γα κι εγώ μαζί του, φορώντας μια άβολη επίσημη στολή, μαζί με τον Βιτούιτο, ο οποίος ήταν ακόμη ξυρισμένος, όπως είχε απαι­ τήσει ο ρόλος του ως σωσία του βασιλιά, και αρκετούς από τους συμβούλους και τους στρατηγούς του πατέρα. Πριν μου επιτρα­ πεί όμως να τον συνοδεύσω, έπρεπε να του αποδείξω τη χρησι­ μότητά μου, κι αυτό το έκανα επιδεικνύοντας τις όλο και περισ­ σότερες γνώσεις μου στα λατινικά. Πράγματι, είχα μελετήσει τη γλώσσα αυτή ολόκληρο το χειμώνα και την άνοιξη που είχε με­ σολαβήσει, σε βάρος των μαθηματικών και των άλλων αντικει­ μένων που μ' ενδιέφεραν, επειδή ήθελα να ακολουθήσω πιστά τη br/zav

218

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

συμβουλή που μου είχε δώσει παλιότερα ο πατέρας. Τώρα ήξε­ ρα ποιος ήταν ο εχθρός μου, και δεν ήταν κανένας Ευκλείδης ού­ τε και Πυθαγόρας. Η γλώσσα ήταν απλή και απέριττη, θύμιζε σε πολλά τους ίδιους τους Ρωμαίους ως προς τον τρόπο σκέψης, ό­ πως θα μάθαινα αργότερα, διέθετε όλη τη δύναμη και τη λογική των Ελλήνων, τους οποίους τόσο πολύ μιμούνταν, αλλά υστερού­ σε σε ομορφιά και ποίηση. Ο Σύλλας εμφανίστηκε στην κεφαλή μιας πομπής που βάδιζε με αργό, επίσημο ρυθμό, συνοδευόμενος από μόλις τέσσερις κοόρτεις και διακόσιους ιππείς, αριθμός οριακά μεγαλύτερος απ' ό,τι θα περίμενε κανείς για την προσωπική του φρουρά. Πρέπει να ήταν γύρω στα πενήντα, ψηλός κι εύσωμος, το δε σώμα του μαρτυρούσε τη δύναμη και το σφρίγος που διέθετε κάποτε και που τώρα είχαν χαθεί κάτω από τα πάχη και τα λίπη ως αποτέλεσμα του έκλυτου βίου που διήγε τα τελευταία χρόνια. Η επιδερμίδα του προσώπου του ήταν ροδαλή και χαλκόχρωμη, σε αρκετά σημεία στα μάγουλα και το πιγούνι του το δέρμα ήταν σκασμένο και εξείχαν ερεθισμένες φλύκταινες· στη μύτη του ξεχώριζαν κόκκινες φλεβίτσες, ενώ τα μάτια του ήταν επίσης κόκκινα, όπως ενός αν­ θρώπου που ξεκινά τη μέρα του με ένα φλασκί κρασί για πρωι­ νό. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του όμως ήταν το χρώ­ μα των μαλλιών του· παρότι ήταν αδύναμα και λιπαρά, τα μαλ­ λιά του διατηρούσαν το ανοιχτό ροδόξανθο χρώμα τους, κάτι που ελάχιστοι άνθρωποι από τα δικά μας μέρη είχαν δει, εκτός από τις φορές που τύχαινε να συναντήσουν κάποιο Σκύθη μισθοφόρο. Είχαμε πληροφορηθεί ότι ο στρατηγός ήταν ιδιαίτερα περήφα­ νος για τα σχεδόν υπερφυσικά μαλλιά του, καθώς τα θεωρούσε ε­ ξαιρετικό δώρο, σημάδι της εύνοιας των θεών. Έ τ σ ι , ο ξανθοτρίχης και κοκκινοπρόσωπος Σύλλας προσήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ουσιαστικά απροστάτευτος, ιδρωμένος, βαρύς και ταλαιπωρημένος από την ποδάγρα του, αλ­ λά οπλισμένος με την αυτοπεποίθηση που πλαισιώνει μόνο τους νικητές. Στο μυαλό μου ήρθαν οι περιγραφές της αντιπαράθεσης του Ποπίλλιου με τον Αντίοχο, τρεις γενιές πριν. Παρατηρούσα τον πατέρα να κοιτάζει με κουρασμένο πρόσωπο και σφιγμένο σα­ γόνι την προσβλητικά ολιγάριθμη ρωμαϊκή αντιπροσωπία και ή­ ξερα ότι σκεφτόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Ο Σύλλας στάθηκε απέναντί μας και για λίγο κοίταζε ενο­ χλημένος πότε τον πατέρα και πότε τον Βιτούιτο. Προφανώς είbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

219

χε πληροφορηθεί ότι ο Μιθριδάτης είχε εντυπωσιακό παράστη­ μα, ανοιχτόχρωμο δέρμα και καστανά μαλλιά, αλλά τώρα είχε μπροστά του δυο Γίγαντες που ταίριαζαν σ' αυτή την περιγρα­ φή. Το τέχνασμα με τον Βιτούιτο στην Πέργαμο δεν αποκαλύ­ φθηκε ποτέ και οι Ρωμαίοι δε γνώριζαν για τις ομοιότητες ανά­ μεσα στους δύο άντρες. Ο πατέρας αντιλήφθηκε αμέσως τι συ­ νέβαινε και τον πλησίασε και, σε μια κίνηση δύσθυμης ευγένει­ ας, άπλωσε το χέρι του για να κρατήσει το μπράτσο του Σύλλα και να βοηθήσει τον εμφανώς αγύμναστο στρατηγό να καθίσει στη θέση του. Ο Ρωμαίος τον σταμάτησε τινάζοντας απότομα τους ώμους του και κάθισε βαριά, ακουμπώντας τα φαρδιά κα­ πούλια του στα μαξιλάρια της καρέκλας. Οι δύο άντρες αντάλ­ λαξαν ένα ψυχρό βλέμμα για μια στιγμή και ο Αρχέλαος, ο οποίος είχε αναλάβει τις προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις και είχε κανονίσει τις λεπτομέρειες της συνάντησης, έκανε τις επίσημες συστάσεις. Παραδόξως, ο Αρχέλαος φερόταν σχεδόν με σεβασμό στον Σύλλα - στεκόταν κοντά του, τον προσφωνούσε «άρχοντά μου» και χαμήλωνε τη φωνή του όταν απευθυνόταν σ' αυτόν. Ενο­ χλημένος ο πατέρας έκανε ένα νεύμα στο στρατηγό του να τους αφήσει και στράφηκε ξανά στον αντίπαλό του, παραμένοντας ωστόσο σιωπηλός. Ο Σύλλας τον παρατήρησε λίγο ακόμη, με μάτια ψυχρά και ά­ ψυχα όπως του ψαριού, κι ύστερα έβηξε ανυπόμονα φέρνοντας την κόκκινη εύσαρκη γροθιά του στο στόμα. «Μου προξενεί εντύπωση το ότι μένετε σιωπηλός μπροστά μου», είπε. «Παραδοσιακά, η θέση των ηττημένων είναι να μι­ λούν πρώτοι και των κατακτητών να περιμένουν να ακούσουν τι έχουν να πουν οι αντίπαλοι. Να θεωρήσω ότι αποδέχεστε τους ό­ ρους που διαπραγματεύτηκε ο Αρχέλαος, ο στρατηγός σας;» Ο πατέρας όμως δεν ήταν διατεθειμένος να προσφέρει στο Ρωμαίο την ικανοποίηση να τον δει να παρακαλάει. «Ecce vir fortis», είπε με χαμηλή και τραχιά φωνή στον Σύλλα, σε άψογα λατινικά. «Ιδού ο γενναίος, δυνατός άντρας. Έ τ σ ι πρέ­ πει να είναι κανείς λοιπόν για να εμφανιστεί με τόσο μικρή συ­ νοδεία, θα μπορούσα, αν το επιθυμούσα, να διατάξω τους στρα­ τιώτες μου να επιτεθούν αυτή τη στιγμή, και τότε δε θα απέμεναν και πολλά από το δοξασμένο στρατηγό Σύλλα». Τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια του Σύλλα παρέμειναν ψυ­ χρά και ανέκφρασια, χωρίς να πάψουν στιγμή να κοιτάζουν τον br/zav

220

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πατέρα βαθιά μέσα στα δικά του. Το πρόσωπο του ήταν πλαδα­ ρό, τα χέρια του χοντρά, όπως και τα δάχτυλά του, τα μάτια του άπληστα και ακόρεστα, όμως πίσω από αυτό το στρώμα της μαλ­ θακής σάρκας υπήρχε μια ατσαλένια θέληση κι ένα υπολογιστι­ κό μυαλό, και ήξερα ότι ο πατέρας είχε βρει έναν αντίπαλο α­ ντάξιό του. Όταν μίλησε ο Σύλλας, η φωνή του ήταν εξίσου χαμηλή και απειλητική όπως του πατέρα. «Κι αν οι στρατιώτες της φρουράς σας πολεμήσουν όπως οι συ­ μπατριώτες τους στη Χαιρώνεια, βασιλιά, τότε η ολιγάριθμη συ­ νοδεία μου δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Εκτός ίσως από το ότι θα υποχρεωθούν να στομώσουν τα όπλα τους τσακίζοντας τα κρανία των αντρών σας». «Με νικήσατε σε μια δευτερεύουσας σημασίας μάχη. Ό μ ω ς οι γραμμές ανεφοδιασμού σας είναι ανύπαρκτες. Ακόμη κι η ίδια σας η πόλη δε σας στηρίζει...» «Αρκούν τα κούφια λόγια», τον διέκοψε ο Σύλλας, εμφανώς α­ νυπόμονος να δώσει ένα τέλος στις διαπραγματεύσεις που, ού­ τως ή άλλως, θεωρούσε ότι είχαν ολοκληρωθεί πολύ πριν, με τη μεσολάβηση του Αρχέλαου. «Δεν είστε σε θέση να κάνετε τίποτ' άλλο από το να παρακαλέσετε για τη ζωή σας». Η στάση του πατέρα σκλήρυνε και οι αυλικοί πίσω του μα­ ζεύτηκαν. «Ξεχνάτε σε ποιον απευθύνεστε, στρατηγέ», απάντησε. «Είμαι βασιλιάς, οι πρόγονοί μου εδώ και περισσότερες από δέκα γενιές το ίδιο, από τον καιρό που η Ρώμη δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά έ­ να χωριό βοσκών...» Ο Σύλλας τον κάρφωσε με το βλέμμα του χωρίς να μιλήσει κι ύστερα έκανε μια τελείως απρόσμενη κίνηση. Σηκώθηκε με κό­ πο, ίσιωσε τους ώμους του και, φέρνοντας το σώμα του σε όρθια θέση, σήκωσε τη δεξιά γροθιά του ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Αμέσως οι δύο χιλιάδες λεγεωνάριοι που στέκονταν πίσω του πή­ ραν θέση μάχης, έφεραν τις ασπίδες τους μπροστά από τα σώματά τους έτοιμοι για επίθεση και τράβηξαν τα ξίφη τους. Ο ήχος του ατσαλιού καθώς δύο χιλιάδες λεπίδες γλιστρούσαν ταυτόχρονα πάνω στο δέρμα των θηκαριών ήταν κοφτός και οξύς, απειλητι­ κός όσο και η απόλυτη σιωπή που απλώθηκε παντού στην πλευ­ ρά μας όσο μετρούσαμε την απειλή των Ρωμαίων απέναντι μας. «Απεναντίας», συνέχισε ήρεμα ο Σύλλας, με τα μάτια του καρbr/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

221

φωμένα στο πρόσωπο του πατέρα και τις ίριδές τους να έχουν α­ νοίξει τόσο πολύ, που έμοιαζαν να καλύπτουν ολόκληρο το βολ­ βό, θυμίζοντας τα κομμάτια του αζουρίτη που βάζουν για μάτια στα αγάλματα. «Απεναντίας, δεν έχω ξεχάσει καθόλου, παρόλο που όντως έχω απογοητευτεί. Ως βασιλιάς, θα έπρεπε να είστε καλύτερα ενημερωμένος για τις συνήθειες των κατακτητών σας α­ ντί να σπαταλάτε το χρόνο μας με χονδροειδείς μπλόφες». Ο πατέρας εξερράγη, έκανε να πιάσει το μαχαίρι που κρεμό­ ταν στο μηρό του, αλλά πρόλαβαν να τον συγκρατήσουν ο Βιτούιτος και ο Αρχέλαος που στέκονταν πίσω του. Το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο όπως πάλευε να τους ξεφύγει και οι γροθιές του Βιτούιτου άσπρισαν από τη δύναμη που έβαζε στην προσπάθειά του να ηρεμήσει το βασιλιά, με το κομμένο δάχτυ­ λο στο δεξί του χέρι να ξεχωρίζει πάνω στον πορφυρό μανδύα του πατέρα. Ξαφνικά, τρέμοντας ολόκληρος, ο πατέρας κατόρ­ θωσε να ελέγξει την οργή του και κοιτάζοντας με μάτια που γυά­ λιζαν τον Σύλλα ξεφύσηξε περιφρονητικά και κατέβασε τα χέρια του. Επιφυλακτικά, ο Βιτούιτος και ο Αρχέλαος τον άφησαν. Καθ' όλη τη διάρκεια αυτού του ξεσπάσματος ο Σύλλας είχε παραμεί­ νει ακίνητος και ατάραχος, παρακολουθώντας τη σκηνή απο­ στασιοποιημένος, με ένα ενδιαφέρον που θύμιζε θηριοδαμαστή που παίζει με το αιχμάλωτο ζώο. «Δηλαδή πιστεύετε ότι μπλοφάρω;» του πέταξε ο πατέρας. Ο Σύλλας αγνόησε την ερώτηση ή, ακόμη χειρότερα, τη θεώ­ ρησε ανούσια. «Αναγνωρίζω ότι είστε βασιλιάς, όμως αυτό δεν έ­ χει καμία σημασία. Οι βασιλείς μού είναι χρήσιμοι μόνο στο βαθ­ μό που διατηρούν την ειρήνη στα όρια των επικρατειών τους. Όπως έχετε διαπιστώσει πλέον, η Ρώμη είναι ισχυρή, αν και α­ τυχώς όχι ιδιαίτερα πολυπληθής. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να αφήνουμε φρουρές σε κάθε λασποχώρι στα όρια της αυτοκρα­ τορίας μας. Αυτή είναι δουλειά για τους τοπικούς βασιλίσκους και σατράπες. Αυτή είναι δική σας δουλειά». Έκανε μεταβολή επί τόπου γυρίζοντας την πλάτη του στον πα­ τέρα, ο οποίος τον κοιτούσε βράζοντας από οργή, ενώ ο Βιτούιτος ήταν και πάλι έτοιμος να αρπάξει το χέρι του βασιλιά του. Πριν φτάσει όμως στο σημείο όπου περίμεναν οι στρατιώτες του, ο Σύλλας σταμάτησε και με αργές κινήσεις στράφηκε πάλι προς τον πατέρα, σαν να θυμήθηκε κάτι. Τα βλέμματά τους συναντή­ θηκαν πάλι, για τελευταία φορά. br/zav

222

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Δεν υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι για να σας αφήσουμε ζωντανό», είπε ο Ρωμαίος.

Οι όροι που επέβαλε ο Σύλλας ήταν συντριπτικοί. Ο πατέρας υ­ ποχρεωνόταν να αποχωρήσει από όλες τις τελευταίες κτήσεις του - όλα τα ελληνικά νησιά και τα εδάφη στην ενδοχώρα, καθώς κι απ' την Παφλαγονία, τη Βιθυνία και την Καππαδοκία. Ήταν α­ ναγκασμένος να παραδώσει ολόκληρο το στόλο του στη Ρώμη. Επίσης, έπρεπε να καταβάλει το υπέρογκο ποσό των δύο χιλιά­ δων ταλάντων από την προσωπική του περιουσία, ποσό που ο Σύλλας πρόσθεσε ευχαρίστως στους θησαυρούς των Δελφών που είχε λεηλατήσει προκειμένου να χρηματοδοτήσει την πολιορκία της Αθήνας και του Πειραιά. Επιπλέον, ο Σύλλας εξόντωσε οικο­ νομικά ολόκληρη την Ασία, καταδικάζοντάς τη να πληρώσει εί­ κοσι χιλιάδες τάλαντα επιπλέον, ποσό ίσο με το σύνολο της αξίας των εξαγωγών της για δύο δεκαετίες, κάτι που σήμαινε ότι ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί όσο και να πιέζονταν οι συντετριμμέ­ νοι και πάμφτωχοι κάτοικοι. Ο ρωμαϊκός στρατός έθεσε υπό την κατοχή του όλες τις μεγάλες και εύπορες πόλεις της ελληνικής Ασίας και οι λεγεωνάριοι ζούσαν βασιλικά, όταν οι κατακτημένοι πληθυσμοί την έβγαζαν σαν τα αδέσποτα σκυλιά. Ο Σύλλας όχι μόνο διέταξε οι απλοί στρατιώτες να μένουν στα σπίτια των κα­ τοίκων της Περγάμου, αλλά ανάγκασε και τους ίδιους τους νοικοκύρηδες να δίνουν σε κάθε Ρωμαίο ημερομίσθιο της τάξης των δεκαέξι δραχμών, σαράντα φορές μεγαλύτερο από την κανονική αμοιβή των στρατιωτών, και επιπλέον φαγητό για τους ίδιους και τους τυχόν καλεσμένους τους, όσοι κι αν ήταν. Έ ν α ς εκατόνταρχος δικαιούνταν πενήντα δραχμές τη μέρα και δύο φορεσιές, μία για μέσα στο σπίτι και μία για έξω. Οι αποζημιώσεις ήταν α­ σφυκτικές, ενώ δε δόθηκε καμία ημερομηνία πιθανής άρσης τους. Μόνο η Ρόδος εξαιρέθηκε από τις εξοντωτικές ποινές και οι πειρατές φυσικά απλά δεν πλήρωσαν τίποτα απολύτως - μάλι­ στα, ένας τολμηρός πειρατικός στόλος έκλεψε χίλια τάλαντα κά­ τω από τη μύτη του Σύλλα στη Σαμοθράκη, την ώρα που ο ίδιος ο στρατηγός βρισκόταν σ' εκείνη την επαρχία για να επισκεφτεί τα ιερά, κατά το ταξίδι της επιστροφής στην Ιταλία. Τσως η προ­ σοχή τού κατά τα άλλα ξύπνιου Ρωμαίου να είχε αποσπαστεί, κα­ θώς λέγεται ότι, όταν έφτασε στη Μακεδονία, σκοπεύοντας να br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

223

ταξιδέψει από εκεί με προορισμό την ιταλική χερσόνησο μαζί με το στόλο των χιλίων διακοσίων πλοίων του, τον πλεύρισαν κά­ ποιοι άντρες σε έξαλλη κατάσταση. Υπάρχει ένας δρυμός στην πε­ ριοχή του Δυρραχίου αφιερωμένος στις Νύμφες και εκεί, σε ένα ήσυχο και καταπράσινο λιβάδι, υποτίθεται ότι είχαν συλλάβει έ­ να περίεργο ανθρώπινο πλάσμα σε ζωώδη κατάσταση την ώρα που κοιμόταν - κάποιοι μίλησαν για Σάτυρο. Το έδεσαν λοιπόν με αλυσίδες και το οδήγησαν ενώπιον του Σύλλα. Όταν ρωτήθη­ κε από τους διερμηνείς τι ήταν, εκείνο απάντησε σε μια ακατά­ ληπτη γλώσσα βγάζοντας μια ακολουθία δυνατών ήχων όπως το χλιμίντρισμα του αλόγου ή το βέλασμα της κατσίκας. Ο Σύλλας, λένε, έμεινε άφωνος μπροστά στο θέαμα, του προκάλεσε φρίκη και διέταξε να θανατώσουν το πλάσμα επειδή το θεώρησε τέρας - αδιαμφισβήτητη απόδειξη, αν τη χρειαζόταν κανείς, ότι ο Ρω­ μαίος δε διέθετε κανένα πνευματικό βάθος ή φιλομάθεια. Ο Σύλ­ λας τελικά επέστρεψε στη Ρώμη, όπου οργανώθηκε προς τιμήν του ένας μεγαλειώδης θρίαμβος· ήταν πλούσιος, τροπαιοφόρος στρατηγός και ίσως ο πιο αχρείος κυβερνήτης που είχε γνωρίσει ως τότε η πόλη. Εκείνο που εξόργιζε περισσότερο τον πατέρα ήταν ότι δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να εκδικηθεί τον Σύλλα, μια και οι Μοί­ ρες τον πρόλαβαν και περιέλαβαν πρώτες το Ρωμαίο. Τα χρόνια της κραιπάλης τελικά κατέστρεψαν το σώμα του, καθώς δημι­ ουργήθηκε έλκος στα σπλάχνα του· ούτε οι καλύτεροι γιατροί δεν μπορούσαν να διαγνώσουν τι ήταν. Τελικά το κορμί του σάπισε, γέμισε με κάτι παράσιτα σαν ψείρες, άγνωστου είδους ως τότε στην ιατρική επιστήμη. Ό σ ο γρήγορα κι αν προσπαθούσαν να α­ φαιρέσουν τις ψείρες οι έμπειροι γιατροί, εκείνες εξακολουθού­ σαν να πολλαπλασιάζονται. Σύντομα όλα τα ρούχα, ο λουτήρας, ακόμη και τα φαγητά με τα οποία ερχόταν σε άμεση επαφή γέ­ μισαν με αμέτρητα τέτοια παρασιτικά ζωύφια και τελικά μόνο οι πιο πιστοί υπηρέτες του τολμούσαν να μείνουν κοντά του, από φόβο μήπως μολυνθούν και οι ίδιοι. Κάποιοι είπαν ότι η φρικτή αρρώστια προκλήθηκε από τα δηλητήρια του Μιθριδάτη κι έτσι ο πατέρας κέρδισε με έμμεσο τρόπο τη νίκη που οι στρατιώτες του δεν είχαν καταφέρει να του χαρίσουν απέναντι στον Σύλλα. Αυτό όμως ήταν ψέμα, αφού τέτοιου είδους παράσιτα εμείς δεν είχαμε δει ποτέ στα μέρη μας ούτε χρησιμοποιήθηκαν ποτέ τα δη­ λητήρια του πατέρα για τέτοιο σκοπό. br/zav

224

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Στην κηδεία του Σύλλα οι κυρίες της Ρώμης απόθεσαν στην πυ­ ρά του τόσο ασύλληπτες ποσότητες αρωμάτων σε στερεά μορφή και άλλων εύοσμων ρετσινιών, ώστε κλήθηκε ένας διάσημος γλύ­ πτης για να τα μετατρέψει σε υπερφυσική προτομή του ίδιου του Σύλλα. Όταν τελικά άναψαν την πυρά, ούτε τα ασφυκτικά πυκνά σύννεφα που σηκώθηκαν καθώς έλιωνε αυτό το κατασκεύασμα δε στάθηκαν ικανά για να καλύψουν τη δυσωδία που αναδινόταν α­ πό το σαπισμένο σώμα του νεκρού. Έ τ σ ι τέλειωσε η σύγκρουση που οι Ρωμαίοι θα ονόμαζαν αρ­ γότερα Α' Μιθριδατικό Πόλεμο. Μια ολόκληρη ποντιακή στρα­ τιά είχε καταστραφεί και σχεδόν διακόσιες χιλιάδες άντρες εί­ χαν χάσει τη ζωή τους. Αν συνυπολογίζονταν οι σφαγές στη Δήλο και σε άλλα μέρη, μαζί με τις ακρότητες του Σύλλα στο πέρασμά του από τις εχθρικές επαρχίες, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων σίγουρα θα ξεπερνούσε το μισό εκατομμύριο. Ό σ ο για τις υλικές ζημιές, τα χωριά που ισοπεδώθηκαν, τα αγροκτήματα που ρη­ μάχτηκαν, τους ναούς που κάηκαν και τα έργα τέχνης που κατα­ στράφηκαν, οι υπεύθυνοι του πατέρα για την οικονομική διαχεί­ ριση εγκατέλειψαν τελικά την προσπάθεια να υπολογίσουν έστω και κατά προσέγγιση τις απώλειες. Εξίσου καταστροφική ήταν η ηθική κατάρρευση της περιοχής: οι κοινωνικοί δεσμοί κατακερ­ ματίστηκαν, σατράπες εκδιώχτηκαν, δούλοι απελευθερώθηκαν, έ­ μποροι χρεοκόπησαν, η φτώχεια και η δυστυχία κυριαρχούσαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ολόκληρη η περιοχή βρι­ σκόταν σε τραγική κατάσταση. Εντούτοις, η Ρώμη, παρά το θάνατο και την καταστροφή που είχε προκαλέσει, δεν είχε κατορθώσει να συντρίψει τις φιλοδοξίες του πατέρα. Κι αυτό γιατί, αν και είχε αποτύχει στην προσπάθειά του να ενώσει όλα τα ελληνιστικά εδάφη κάτω από την εξουσία του, είχε αναμοχλεύσει πάθη του παρελθόντος, όλο εκείνο το μί­ σος απέναντι στη Ρώμη που ως τότε βρισκόταν σε λήθαργο, την πανάρχαιη περηφάνια του πολιτισμού και της κληρονομιάς της Ελλάδας, μνήμες από εποχές που χάνονταν στα βάθη των αιώνων, ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, ένα μέλλον ελεύθερο από τον ανελέητο στρατιωτικό ζυγό της Ρώμης. Ο πατέρας επέστρεψε στο παλιό μας σπίτι στη Σινώπη για να αναλογιστεί τα λάθη του και να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα των ρωμαϊκών λεγεώνων που είχε αντιμετωπίσει. Είχε ηττηθεί, τα σύνορα και η ισχύς του βα­ σιλείου του είχαν περιοριστεί όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια. Σαν br/zav

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

225

να έβλεπε μπροστά του τον πατέρα του και τους προγόνους του να τον επιπλήττουν για την αδυναμία και τον ξεπεσμό των δύο τε­ λευταίων χρόνων, για τις καταπληκτικές ευκαιρίες που είχε αφή­ σει ανεκμετάλλευτες. Η πρώτη του δουλειά στη Σινώπη ήταν να αποχαιρετίσει τη Μονίμη, εγκάρδια αλλά χωρίς δάκρυα, και να τη στείλει -για τη δική της προστασία φυσικά- σε ένα ασφαλές οχυρό στη Φαρνάκεια*, στις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ακούγοντας την απόφαση του βασιλιά, εκείνη ξέσπασε σε γοερές διαμαρτυ­ ρίες θρηνώντας για τη χαμένη ομορφιά της και την κακή της τύ­ χη, ωρυόμενη για τις άδικες Μοίρες, που, αντί για έναν τρυφερό σύζυγο, της είχαν δώσει έναν άκαρδο αφέντη, ο οποίος με τη σει­ ρά του, αντί για κυρίες της Αυλής, της είχε δώσει σωματοφύλα­ κες και φρουρές, ένα μουντό οχυρό μακριά από τη γλυκιά πα­ τρίδα της και μονάχα όνειρα και υποσχέσεις για τα πλούτη που περίμενε και άξιζε... Έκλεισα τα αφτιά μου στους ασυνάρτητους οδυρμούς της, το ίδιο και ο πατέρας. Η δεύτερη δουλειά του ή­ ταν να προετοιμαστεί - για τον επόμενο πόλεμο.

* Η σημερινή Κερασούντα. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ ΕΧΘΡΟΥ ΜΟΥ

Ηχούν χτυπήματα κι αντιχτυπήματα, κακό πάνω σε κακό. - ΠΥΘΙΑ*

* Ηρόδοτος, Ιστορία I, ό.π., σελ. 113. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

«Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΦΑΛΑΓΓΑΣ πέρασε ανεπιστρεπτί, άρχοντά μου. Μια μάζα αντρών που πολεμά σε συμπαγή σχηματισμό δεν έχει καμία ελπίδα απέναντι στις ρωμαϊκές λεγεώνες». «Μα τους θεούς, Νεοπτόλεμε... Δεν κουράζεσαι ποτέ;» «Όχι, αφέντη μου. Να κουραστώ από τι;» Ο πατέρας άφησε από τα χέρια του τις στρατιωτικές αναφο­ ρές που διάβαζε και έτριψε κουρασμένος τα μάτια του. Σχεδόν έ­ ξι χρόνια είχαν περάσει από εκείνο το χρυσό καλοκαίρι, όταν εί­ χε κατακτήσει την Ασία και είχε νικήσει τους στρατηγούς της Ρώ­ μης τόσο εύκολα, όταν για μια φευγαλέα στιγμή είχε αναδειχτεί σε κολοσσό, σε βασιλιά των Ελλήνων και όλων των προγονικών εδαφών τους. Έ ξ ι χρόνια στη διάρκεια των οποίων είχε γεράσει και παραδοθεί στην οργή που σιγόκαιγε μέσα του, ενώ εγώ είχα γίνει πια άντρας και είχα πάρει τη θέση μου στις τάξεις του ιπ­ πικού. Για μένα το μέλλον φάνταζε λαμπρό και συναρπαστικό. Για τον πατέρα όμως τα τελευταία χρόνια ήταν τα χειρότερα της ζωής του. «Σταμάτα να με προσφωνείς "άρχοντά μου", "αφέντη μου", "μεγάλε και τρανέ" και να χρησιμοποιείς όλες τις μεγαλόσχημες κενολογίες που σκαρφίζονται οι σύμβουλοί μου», είπε στον Νεο­ πτόλεμο. «Γνωριζόμαστε εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια, φίλε μου, δεν είμαστε πια και τόσο νέοι. Δε δίνω μία για το πώς θα με προσφωνείς δημόσια· αυτά είναι δουλειά των ευνούχων και των ιερέων να τα σκέφτονται όταν συγκεντρώνεται η Αυλή μου, και πά­ νε μήνες από την τελευταία φορά που έγινε αυτό. Όταν καθόμα­ στε εδώ μόνοι μας, προσπαθώντας να βγάλουμε άκρη μ' αυτές τις εκθέσεις των επιμελητών και τα στοιχεία των στρατολόγων, να με φωνάζεις με το κανονικό μου όνομα και να ασχολούμαστε με την ουσία».

br/zav

230

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Το θέμα ήταν ασήμαντο φυσικά, όμως αντανακλούσε ένα πο­ λύ ευρύτερο πρόβλημα που επιχειρούσε να ξεπεράσει ο πατέρας. Στον απόηχο των καταστροφικών απωλειών απέναντι στον Σύλ­ λα στη Χαιρώνεια, είχε συνειδητοποιήσει ότι οι παλιοί τρόποι, οι παλιές μέθοδοι, οι παλιοί τίτλοι δεν είχαν αξία. Φυσικά και η Αθήνα ήταν απλή σκιά του παλιού της εαυτού όσο αφορούσε τη στρατιωτική της δύναμη. Κανείς δε θα μπορούσε να είναι τόσο αφελής ώστε να υπολογίζει στο στρατό της. Ό μ ω ς , πριν από τη Χαιρώνεια, νόμιζε ότι τουλάχιστον οι γνώσεις που είχε κληροδο­ τήσει η Αθήνα είχαν καθολική εφαρμογή, ότι θα αποδεικνύονταν αληθινές: πως η φάλαγγα ήταν ανίκητη, ο έλεγχος των θαλάσ­ σιων οδών θα οδηγούσε στη νίκη, οι μαζικές έφοδοι του ιππικού ήταν ακαταμάχητες, η εξασφάλιση της εύνοιας των αρχαίων ελ­ ληνικών θεοτήτων θα έγερνε την πλάστιγγα προς το μέρος μας, η αμιγής, καθαρή «ελληνικότητα» -με μια δόση περσικής αρι­ στοκρατίας και ασιατικής πονηριάς για ενίσχυση- θα αναδει­ κνυόταν νικήτρια απέναντι στην ψυχρότητα και τη βαναυσότητα της Ρώμης. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι είχαν καταρρίψει όλα αυτά τα πανάρχαια δόγματα. Πώς όμως; Τι πλεονέκτημα είχαν αυτοί οι βάρβαροι της Δύσης απέναντι στα δοκιμασμένα πλεονεκτήματα της Ελλά­ δας και του Πόντου; Έ ξ ι χρόνια ο πατέρας γνώριζε ότι θα ήταν αναγκασμένος να αποκρούσει τη ρωμαϊκή επίθεση που σίγουρα θα ξεσπούσε ως εκδίκηση για τον Εσπερινό της Εφέσου. Προκειμένου να είναι έ­ τοιμος, είχε ορίσει τον Μαχάρη βασιλιά της ποντιακής επαρχίας του Βοσπόρου στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό μας εξασφάλιζε μόνιμη πηγή μισθοφόρων, καθώς το κύριο έργο του Μαχάρη ήταν να στρατολογεί πολεμιστές από τις τάξεις των Σκυθών που ζούσαν σ' εκείνη την περιοχή. Αυτός ο διορισμός πρό­ σφερε στον Μαχάρη άπλετο χρόνο για τις σπουδές του σ' εκείνο το ήσυχο, απόμερο βασίλειο, αφού δεν πιεζόταν πλέον να ακο­ λουθεί τον πατέρα στις στρατιωτικές εκστρατείες. Ο πατέρας συγκέντρωνε τους ανεκπαίδευτους πολεμιστές που του έστελνε ο Μαχάρης σε ένα απομονωμένο οροπέδιο νότια της Σινώπης, το οποίο ονόμαζε στρατόπεδο του Άρη, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των πληροφοριοδοτών και των ανθρώπων της Ρώμης· το ταξίδι διαρκούσε δύο μέρες με το άλογο. Επί έξι χρόνια ζητούσε από τους στρατηγούς του να εκπαιδεύουν τους br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ ΕΧΘΡΟΥ ΜΟΥ

231

νεοσύλλεκτους Σκύθες σαν Ρωμαίους, όσο καλύτερα ήξεραν να το κάνουν από τις γνώσεις που τους μετέφεραν οι Ρωμαίοι λιποτά­ κτες που σποραδικά προσχωρούσαν στις δυνάμεις μας. Ή τ α ν η μεγαλύτερη ειρωνεία: για να νικήσουμε τους Ρωμαίους, έπρεπε να γίνουμε όπως οι Ρωμαίοι, τουλάχιστον στον πόλεμο - ο πατέ­ ρας ήλπιζε η μίμηση να σταματούσε εκεί. Κι όμως, επί έξι χρό­ νια οι στρατηγοί συνέχιζαν πεισματικά να εκπαιδεύουν τους νε­ οσύλλεκτους στο θαρραλέο αλλά άκαμπτο σχηματισμό της φά­ λαγγας, τον οποίο στήριζαν άχρηστα δρεπανηφόρα άρματα και βαρύ ιππικό. Η παράδοση και οι στενοκέφαλες αρχές -οι παλιοί τρόποι- ήταν τα αίτια της καταστροφικής μας ήττας. Η παράδο­ ση έπρεπε να μπει στο περιθώριο. Και τώρα μια επιπρόσθετη δυσκολία είχε κάνει την εμφάνι­ ση της. Έ ξ ι μήνες νωρίτερα, μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα, όταν είχε καλέσει τους συμβούλους του για την πρωινή του ενημέρω­ ση, διαπίστωσε ότι ο Αρχέλαος είχε αυτομολήσει. Είχε αυτομο­ λήσει! Ο κορυφαίος στρατηγός μας, ο άνθρωπος που είχε σχε­ διάσει όλες τις στρατιωτικές τακτικές του Πόντου, ο βασικός δια­ πραγματευτής των όρων της Συνθήκης της Δαρδάνου, ο στενότε­ ρος συνεργάτης του πατέρα! Ο άνθρωπος που θεωρούσα δεύτε­ ρο πατέρα μου, θείο μου. Ο Αρχέλαος είχε φύγει κρυφά τη νύχτα, πήγε μέχρι την Πέργαμο και ζήτησε άσυλο από τους Ρωμαίους, πριν συνεχίσει το ταξίδι του με προορισμό τα αχανή κτήματα έ­ ξω από την Αθήνα που του είχε δωρίσει μυστικά ο ίδιος ο Σύλλας! Η λιποταξία αυτή συγκλόνισε τον Νεοπτόλεμο και πλήγωσε βαθιά τον πατέρα. Ήταν σαφές ότι ο Αρχέλαος, ο απόλυτος στρα­ τιώτης, θεωρούσε πως δεν υπήρχε κανένα όφελος αν συνέχιζε να αγωνίζεται στο πλευρό μας, πως η Ρώμη ήταν το μέλλον και πως, αν παρέμενε στο στρατόπεδο του ηττημένου Πόντου, θα ήταν σαν να τσιγκλούσε ένα ψόφιο βόδι για να προχωρήσει. Ή τ α ν α­ δύνατο για τον πατέρα να κατανοήσει αυτή τη λογική. «Θα πολεμούσα τους Ρωμαίους ακόμη κι αν ήμουν ο τελευταί­ ος άντρας στον Πόντο!» φώναζε έξαλλος. «Ο Αρχέλαος κάνει λά­ θος! Κάνει λάθος αν νομίζει ότι οι δυνάμεις μας δεν μπορούν να αντισταθούν στις λεγεώνες, λάθος αν νομίζει ότι δίκαιο είναι η θέληση του ισχυρού. Ο προδότης! Δεν πολεμάς στο πλευρό των ισχυρών πολεμάς στο πλευρό του δικαίου! Διαφορετικά, δεν είσαι τίποτα περισσότερο από μισθοφόρος!» «Μα ο Αρχέλαος είναι μισθοφόρος!» του επισήμανα. «Πάντοbr/zav

232

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τε ήταν. Σε υπηρέτησε πολλά χρόνια, όμως τώρα τον βλέπουμε στις πραγματικές του διαστάσεις: όχι σαν έναν Πόντιο πατριώτη, αλλά ως μισθοφόρο. Έκανε αυτό που κάνουν όλοι οι μισθοφόροι: κατοχύρωσε τις υπηρεσίες του στον πλειοδότη. Περίμενες κάτι άλλο;» «Αξιοπρέπεια δεν είχε; Τιμή, πίστη στο φίλο του;» «Τα είχε, όσο υπήρχαν χρήματα. Ο Σύλλας τού πρόσφερε πε­ ρισσότερα, ένα εξαιρετικό κτήμα και μια άνετη αποστρατεία στο πλευρό των νικητών. Άφησέ τον, πατέρα· δε μας χρειάζεται». Εβδομάδες κράτησε το οργισμένο ξέσπασμα του πατέρα για την προδοσία του φίλου του και όλων των μυστικών του στον ε­ χθρό. Και ο εχθρός δεν έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει αυ­ τές τις γνώσεις. Η Ρώμη είχε πρόσφατα διορίσει τον Λεύκιο Λικίνιο Μουρήνα κυβερνήτη της Ασίας, με αποστολή να μας πα­ ρακολουθεί στενά και να φροντίζει για την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης της Δαρδάνου. Ο Μουρήνας ήταν ένας από τους Ρω­ μαίους στρατηγούς που είχαν συμβάλει στην ήττα των ποντιακών δυνάμεων στη Χαιρώνεια και οι επιτυχίες του σ' εκείνη τη μάχη είχαν οδηγήσει σε μια σειρά διαδοχικών προαγωγών. Τώρα, για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του, ο άντρας αυτός είχε αναλά­ βει τη γενική διοίκηση μιας στρατιάς· δεν ήταν πλέον υφιστάμε­ νος κάποιου, όπως παλιότερα του Σύλλα, επομένως η δόξα για τις όποιες νίκες σημείωνε θα ήταν ολοκληρωτικά δική του. Μόνο μια ενοχλητική «λεπτομέρεια» στεκόταν εμπόδιο μην επιτρέποντάς του να συντρίψει το βασιλιά του Πόντου με μια μεγαλειώδη εκ­ στρατεία: εκείνη η καταραμένη Συνθήκη της Δαρδάνου, η οποία δεν άφηνε περιθώρια για νέο πόλεμο. Ο Μουρήνας έβραζε από οργή για τη συνθήκη αυτή, η οποία, όπως υποστήριζε, «το μόνο που έκανε ήταν να προστατεύει έναν ανεξέλεγκτο βασιλιά και τις άναρχες ορδές του». Με ικανότητα δικηγόρου στο να περιορίζει τη χασούρα και να μεγιστοποιεί τα κέρδη του, ο Μουρήνας πολύ απλά αποφάσισε να αγνοήσει τη συνθήκη. Ο πατέρας είχε τηρήσει τους όρους της συμφωνίας από την πλευρά του. Είχε παραδώσει το στόλο του, είχε αποχωρήσει από όλα τα εδάφη που είχε κατακτήσει και είχε πληρώσει τις εξο­ ντωτικές αποζημιώσεις. Ό μ ω ς οι άτιμοι Ρωμαίοι δεν έκαναν το ίδιο. Εκείνο το καλοκαίρι ο Μουρήνας οδήγησε τις λεγεώνες της Κιλικίας βαθιά στην ενδοχώρα, διέσχισε τα βουνά της Καππα­ δοκίας και κατέβηκε στην πεδιάδα του Άνω Λύκου, ποταμού που br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

233

αδιαμφισβήτητα ανήκε στην ποντιακή επικράτεια. Εκεί λεηλά­ τησε πόλεις, έσφαξε κοπάδια, δολοφόνησε και υποδούλωσε χι­ λιάδες ανθρώπους. Το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι λεηλάτησε τον ιερό ναό στα Κόμανα, εκεί όπου έξι χιλιάδες ιερόδουλες ήταν α­ φιερωμένες στη λατρεία της πανάρχαιης θεάς Μα. Ο πληθυσμός της πόλης ζούσε ειρηνικά, με το εισόδημα από τον πάνδημο έρωτα να χρηματοδοτεί τα αμπέλια και τα αγροκτήματα της περιοχής. Μας ήταν αδύνατο ακόμη και να φανταστούμε την ιερόσυλη δήωση ενός τόσο ιερού τόπου. Το πλήγμα για τον Πόντο ήταν τρομερό και ο πατέρας αιφ­ νιδιάστηκε. Η Ρώμη δεν είχε στείλει από την Ιταλία κάποια τε­ ράστια, δυσκίνητη στρατιά για να διασχίσει τον Βόσπορο. Ούτε αμέτρητα πλοία φορτωμένα με λεγεωνάριους. Οποιαδήποτε από τις δύο αυτές κινήσεις θα του είχαν προσφέρει αρκετό χρόνο ώ­ στε να συγκεντρώσει πληροφορίες, να εκκενώσει πόλεις, να συ­ γκροτήσει αμυντικές τακτικές και να αναπτύξει τα στρατεύματά του. Ό μ ω ς αυτό -μόλις τρεις ρωμαϊκές λεγεώνες, να επιτεθούν α­ πό την πίσω πόρτα στα απροστάτευτα σύνορά του με την Καπ­ παδοκία-, αυτό δεν το περίμενε. Δεν είχε ούτε πεζικό ούτε ιππι­ κό διαθέσιμο σ' εκείνη την περιοχή, δεν είχε κάνει καμιά στρα­ τιωτική προετοιμασία, ενώ, πάνω που προσπαθούσε να συνέλθει από το χτύπημα στέλνοντας επιστολές διαμαρτυρίας, ο Μουρή­ νας απέσυρε όλες τις δυνάμεις του στην Κιλικία τόσο ξαφνικά ό­ σο είχε επιτεθεί. Αρκετές μέρες αργότερα οι πρέσβεις που είχε στείλει ο πατέρας στον Μουρήνα επέστρεψαν φέρνοντας απί­ στευτες ειδήσεις. «Τι είπε;» ρώτησε επιτακτικά ο πατέρας, χωρίς να μπει καν στον κόπο να διώξει τους αυλικούς του. «Ο Μουρήνας απαντάει», είπε ένας κήρυκας, «ότι δε βρίσκει καμία απόδειξη ύπαρξης της αποκαλούμενης "Συνθήκης της Δαρ­ δάνου", καθώς αυτή ουδέποτε επικυρώθηκε από τη ρωμαϊκή Σύ­ γκλητο». Ο πατέρας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Φυσικά και δεν επι­ κυρώθηκε!» βρυχήθηκε. «Όταν συμφωνήσαμε στους όρους με τον Σύλλα, η Σύγκλητος ελεγχόταν από τους Ποπολάρους, επομένως ο Σύλλας ήταν εχθρός του ρωμαϊκού λαού! Ό μ ω ς ο Σύλλας την υ­ πέγραψε! Μα το ματωμένο σπαθί μου, αυτή η συνθήκη είναι η βά­ ση που επέτρεψε στον Μουρήνα να έρθει στην Ασία ως κυβερ­ νήτης!» br/zav

234

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο απεσταλμένος απλώς ανασήκωσε τους ώμους του. Λίγο καιρό μετά ο Μουρήνας χτύπησε και πάλι, αυτή τη φο­ ρά από τα νοτιοδυτικά, διασχίζοντας τον Κάτω Άλη. Ταυτόχρο­ να με την επίθεση αυτή ο Παπίας είδε οιωνούς, καθώς ο Άλης ή­ ταν ο ίδιος ποταμός για τον οποίο ο αρχαίος βασιλιάς Κροίσος είχε λάβει τον περίφημο χρησμό από το μαντείο των Δελφών, ό­ τι δηλαδή αν τον διάβαινε για να επιτεθεί στους Πέρσες θα κα­ τέστρεφε ένα μεγάλο βασίλειο, το οποίο τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν το δικό του. Δυστυχώς, τα σημάδια δε μας έδειχναν καθα­ ρά αν η μοίρα μας θα ήταν εκείνη του Κροίσου ή των Περσών. Οι Ρωμαίοι πάντως δεν είχαν τέτοιους προβληματισμούς. Ο Μου­ ρήνας λεηλάτησε τετρακόσια χωριά κατά την καταιγιστική επι­ δρομή του και στη συνέχεια αποχώρησε επιστρέφοντας σε ρω­ μαϊκό έδαφος πριν καν φτάσει η είδηση στη Σινώπη. Ο πατέρας βρισκόταν σε δεινή θέση πλέον. Με δυσκολία είχε κατορθώσει να τερματίσει τον πρώτο του πόλεμο εναντίον της Ρώμης διατηρώντας ανέπαφα τα πατρογονικά εδάφη - και την α­ φοσίωση των υπηκόων του. Το βασικό στοιχείο στο οποίο στηρί­ ζεται η εξουσία ενός ηγεμόνα είναι το προσωπικό του κύρος· αν δεν μπορεί να προστατεύσει τους ανθρώπους του, τότε θα ανα­ ζητηθεί νέος προστάτης, και ήδη είχαν αρχίσει να φτάνουν οι πρώτες πληροφορίες που έκαναν λόγο για αναστάτωση στις τά­ ξεις των ευγενών, οι οποίοι είχαν τρομοκρατηθεί από τις ρωμαϊ­ κές επιδρομές και την αδράνεια από την πλευρά του βασιλιά. Στα μάτια τους ο Μιθριδάτης ζάρωνε σε μια γωνιά τρέμοντας από φόβο - ή τουλάχιστον αυτό φανταζόταν ο πατέρας ότι πίστευαν, επειδή αυτό θα σκεφτόταν και ο ίδιος αν βρισκόταν στη θέση τους. Ό π ω ς και ο Αρχέλαος, άρχισαν να πιστεύουν ότι ούτε ο Πό­ ντος είχε μέλλον ως βασίλειο ούτε ο πατέρας ως βασιλιάς. Σε απάντηση, ο πατέρας αναχώρησε ξαφνικά με προορισμό την ενδοχώρα ενημερώνοντας για τις προθέσεις του την τελευ­ ταία στιγμή, προκαλώντας αναστάτωση στο προσωπικό του πα­ λατιού της Σινώπης. Η μόνη προειδοποίηση που είχαμε ήταν η άφιξη ενός μυστηριώδους αγγελιαφόρου, ενός Πόντιου κήρυκα που είχε φύγει από το παλάτι εβδομάδες πριν τότε είχα υποθέ­ σει ότι επρόκειτο για κάποια συνηθισμένη αποστολή, όμως με την επιστροφή του μας ανακοίνωσε ότι έφερνε σημαντικές ειδή­ σεις από την Ισπανία. Αφού άκουσε τα νέα που έφερνε ο κήρυ­ κας, ο πατέρας ζήτησε να του ετοιμάσουν αμέσως το άλογό του, br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

235

έκανε πέρα τους απορημένους ευνούχους και έφυγε σαν αστρα­ πή καλπάζοντας προς τους λόφους, παίρνοντας μαζί του μόνο τον Βιτούιτο και ένα σώμα βετεράνων ιππέων. Ο Νεοπτόλεμος κι ε­ γώ μείναμε πίσω για μερικές μέρες ακόμη, προκειμένου να ορ­ γανώσουμε την αναχώρηση της φρουράς της πόλης και να κανο­ νίσουμε την αποστολή εφοδίων. Τρομαγμένοι από τις πυρετώ­ δεις ετοιμασίες, οι αυλικοί στράφηκαν σε μένα για απαντήσεις. «Αφέντη Φαρνάκη!» ρώτησε επιτακτικά ο διαχειριστής του παλατιού, ένας ικανός Εφέσιος ευνούχος ονόματι Πρόφιλος. «Πού πηγαίνει ο βασιλιάς; Δεν μπορεί να επιτεθεί στον Μουρήνα μ' αυ­ τές τις λιγοστές δυνάμεις! Πρέπει να πας να τον βρεις αμέσως και να τον λογικέψεις». Άρχισα να τον επιπλήττω λέγοντάς του ότι ξεπερνούσε τα ό­ ρια των αρμοδιοτήτων του, αλλά σταμάτησα όταν διαπίστωσα ό­ τι ανησυχούσε πραγματικά. «Ο βασιλιάς θα λείψει για κάποιο διάστημα», του είπα. « Στο μεταξύ, εσύ συνέχισε να εκτελείς κανονικά τα καθήκοντά σου και φρόντισε να καθησυχάσεις το προσωπικό του παλατιού. Το μό­ νο που θα καταφέρουμε αν πανικοβληθούμε είναι να σπείρουμε το φόβο και στους πολίτες της Σινώπης». «Η πόλη είναι ήδη τρομοκρατημένη», μου απάντησε. «Ο Μου­ ρήνας έχει ρημάξει την ενδοχώρα και τώρα ο βασιλιάς αναχώρησε με κατεύθυνση τα βουνά έχοντας μαζί του ελάχιστες δυνάμεις. Τι να σκεφτεί ο κόσμος; Τι να τους εξηγήσω;» «Πες τους», προσπάθησα να τον καθησυχάσω, «ότι έχει πάει στα βουνά για να δημιουργήσει το μόνο όπλο που μπορεί να α­ ντισταθεί στις ρωμαϊκές λεγεώνες και ότι αυτό θα χρειαστεί πο­ λύ χρόνο». Ο Πρόφιλος δε φάνηκε να πείθεται. «Και ποιο είναι αυτό το περίφημο όπλο που μπορεί να αντισταθεί στις ρωμαϊκές λεγεώ­ νες;» Δεν είχα ούτε το χρόνο ούτε την υπομονή να συζητήσω άλλο το θέμα. Ανέβηκα στο άλογό μου και ετοιμάστηκα να οδηγήσω τη φρουρά έξω από την πόλη. «Σε ξαναρωτάω», επέμεινε ο Πρόφιλος. «Τι είδους όπλο μπο­ ρεί να αντισταθεί στις ρωμαϊκές λεγεώνες;» Καθώς απομακρυνόμουν, γύρισα το κεφάλι και του έδωσα την απάντηση. «Οι δικές του ρωμαϊκές λεγεώνες». br/zav

236

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Το μήνυμα του αγγελιαφόρου είχε έρθει από την Ισπανία, εκα­ τοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Δύση, εκεί όπου τα άλογα του Απόλλωνα χάνονται κάθε βράδυ στη θάλασσα. Εκεί λοιπόν ένας Ρωμαίος στρατηγός που άκουγε στο όνομα Σερτώριος είχε επα­ ναστατήσει και διακηρύξει την πίστη του στους Ποπολάρους, γε­ γονός που τον μετέτρεψε σε εχθρό της παράταξης που είχε τώρα τον έλεγχο της Συγκλήτου. Με τον καιρό το κίνημά του ενισχύθηκε, οι οπαδοί και μαζί η δύναμή του αυξήθηκαν και τώρα αποτε­ λούσε πραγματική απειλή για την ασφάλεια της Ρώμης. Οι μισές ρωμαϊκές ένοπλες δυνάμεις, υπό την ηγεσία ενός νεαρού στρα­ τηγού που λεγόταν Γναίος Πομπήιος, ο επονομασθείς Μέγας, ή­ ταν απασχολημένες στην προσπάθεια αντιμετώπισής του, με το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων λεγεώνων της Ρώμης να προ­ σπαθούν να θέσουν υπό έλεγχο εμφύλιες συγκρούσεις σε διάφο­ ρα σημεία της ιταλικής χερσονήσου. Οι εξελίξεις αυτές, σε συν­ δυασμό με την ένταση στις σχέσεις της Ρώμης με τον Πόντο, σή­ μαιναν ότι ο κίνδυνος ήταν σοβαρός. Ή τ α ν ζήτημα χρόνου να καταλήξουν σε συμφωνία ο Σερτώριος με τον πατέρα. Αργά κάποιο βράδυ, δύο εβδομάδες μετά την άφιξή μας στο στρατόπεδο του Άρη, βρισκόμουν στη σκηνή του πατέρα ετοιμά­ ζοντας τη βραδινή δόση του αντιδότου του, όταν μας διέκοψε έ­ νας θόρυβος απέξω και ακούστηκε η φωνή του Βιτούιτου να προ­ φέρει χαμηλόφωνα το συνθηματικό. Άφησα κάτω τα σύνεργα και περίεργος πήγα να δω τι συνέβαινε. Ελάχιστοι άντρες θα τολ­ μούσαν να ενοχλήσουν το βασιλιά τέτοια ώρα - και ο Βιτούιτος ήταν φυσικά ένας από αυτούς, όμως ήξερε πολύ καλά ότι έπρε­ πε να συντρέχει ιδιαίτερα σοβαρός λόγος. Ο Γαλάτης στεκόταν ακριβώς έξω από την είσοδο, όμως πριν προλάβει να ψιθυρίσει λέξη στο βασιλιά, ένας ξένος μπήκε στη σκηνή. Ή τ α ν κοντός και γεροδεμένος, στο κεφάλι του είχε ριγ­ μένη τη φθαρμένη κουκούλα του λεκιασμένου μάλλινου μανδύα του και στα πόδια φορούσε σκισμένα σανδάλια, έτσι ώστε φαι­ νομενικά να μοιάζει με χωρικό. Ωστόσο, παρότι ήταν ντυμένος με τόσο ταλαιπωρημένα και μπαλωμένα ρούχα, ήταν σαφές ότι δεν επρόκειτο ούτε για κάποιο φτωχό ούτε για δούλο. Η κορμοστασιά του δεν είχε τίποτα το ταπεινό, αφού μπήκε στη σκηνή με αυ­ τοπεποίθηση, σαν να γύριζε στο σπίτι του, με τους ώμους τεντω­ μένους και το κεφάλι ίσιο, αν και το πρόσωπό του δε διακρινόbr/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

237

ταν κάτω από την κουκούλα. Ο Βιτούιτος σάστισε προς στιγμήν με το θράσος του ανθρώπου. Πήγε να τον εμποδίσει, αν και όχι με το γνώριμο δυναμισμό του, αλλά σταμάτησε όταν ο πατέρας σήκωσε την παλάμη του. Ο Γαλάτης κοίταξε απορημένος μία το βασιλιά και μία τον παράξενο χωρικό· τελικά ανασήκωσε τους ώμους του, μπήκε στη σκηνή και στάθηκε προσοχή δίπλα στο βασιλιά του, αγριοκοιτάζοντας τον άντρα αφ' υψηλού. Ο «χωρι­ κός» δε φάνηκε να επηρεάζεται στο παραμικρό από τον όγκο και τα ψυχρά βλέμματα των δύο οικοδεσποτών του, στάθηκε ευθυτενής και τους κοίταξε με τον ίδιο τρόπο. «Χαιρετισμούς από τον Σερτώριο», είπε με χαμηλή, σταθερή φωνή. Μιλούσε με άνεση λατινικά και ακουγόταν μορφωμένος, ενώ η τραχιά φωνή του είχε μια σχεδόν απειλητική χροιά. Με μια κίνηση έριξε την κουκούλα πίσω και άφησε να φανεί το σκληρό ηλιοκαμένο πρόσωπο ενός άντρα γύρω στα σαράντα, με γένια αρκετών ημερών και πλούσια κατακόκκινα αχτένιστα μαλλιά. Το ένα του μάτι ήταν κατάλευκο με το βολβό συρρικνωμένο, αλλά δεν το έκρυβε πίσω από προστατευτικό κάλυμμα όπως συνηθίζουν να κάνουν οι μονόφθαλμοι. Στεκόταν μπροστά στον πατέρα και τον κοίταζε κατάματα, χωρίς ίχνος φόβου ή σεβασμού. Ο πατέρας τον παρατήρησε για λίγο, ανέκφραστος, κι ύστε­ ρα κατευθύνθηκε ψύχραιμα στο τραπέζι, πήρε στο χέρι του την κούπα που είχα ετοιμάσει και ήπιε μονορούφι το περιεχόμενο ξι­ νίζοντας το πρόσωπο του εξαιτίας της γεύσης του. Παρότι χρό­ νια ετοίμαζα τα αντίδοτά του, πάντοτε μου έκανε εντύπωση όταν τον έβλεπα να καταπίνει δόσεις δηλητηρίων που θα έριχναν κά­ τω πολεμικό άτι χωρίς να αντιδρά πέρα από ένα μικρό μορφα­ σμό, κι αυτό κάποιες φορές. Άφησε την κούπα και στράφηκε στον Βιτούιτο. « Ή δ η αντιπάθησα αυτό τον άνθρωπο». Ο ξένος μαγκώθηκε. «Δε με είχαν πληροφορήσει ότι μέρος της αποστολής μου ήταν να είμαι συμπαθής». Τα μάτια του Βιτούιτου γούρλωσαν στο άκουσμα του αγενέ­ στατου σχολίου. «Άρχοντά μου», μουρμούρισε, «θα τον πετάξω έ­ ξω αμέσως», είπε και κινήθηκε για να αρπάξει τον αχρείο. Ο πατέρας όμως τον σταμάτησε και κοίταξε με περιέργεια τον άντρα. «Είναι κανάγιας, αναμφίβολα. Αλλά αυτό είναι ανα­ μενόμενο - είναι Ρωμαίος. Ας μη βιαστούμε όμως να διώξουμε τα δώρα του Σερτώριου». br/zav

238

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Τότε κατάλαβα ποιος ήταν εκείνος ο άντρας και διαμαρτυ­ ρήθηκα. «Πατέρα, ο Σερτώριος συμφώνησε να σου στείλει ένα στρατηγό, τον καλύτερο αξιωματικό του, για να βοηθήσει στην εκ­ παίδευση του στρατού μας. Ό χ ι κάποιο στρατιώτη ή λοχία, όχι έναν εκατόνταρχο, όχι κανένα μουλαρά, και σίγουρα όχι αυτό τον πίθηκο». «Η αγένειά σου δεν έχει όρια, νεαρέ, αν και ίσως να ευθύνο­ μαι εγώ επειδή δε συστήθηκα κανονικά. Ονομάζομαι Μάρκος Μάριος. Στρατηγός Μάρκος Μάριος, υπαρχηγός των στρατευμά­ των του αυτοκράτορα Σερτώριου, αρχηγός των χερσαίων δυνά­ μεων της Λουσιτανίας* και της Κείθεν Ισπανίας, Ρωμαίος συ­ γκλητικός και ανιψιός του στρατηγού Γάιου Μάριου, του τρόμου και του φόβου των Γαλατών. Στις υπηρεσίες σας». Μ' αυτά τα λόγια έλυσε τον κόμπο που συγκρατούσε το χο­ ντροκομμένο μανδύα και έριξε στην άκρη το φθαρμένο ρούχο α­ ποκαλύπτοντας έναν άλικο μανδύα, μια δερμάτινη ζώνη και το θώ­ ρακα ενός... Ρωμαίου εκατόνταρχου. Ο πατέρας έγνεψε βαριά και με κάποια ενόχληση, χωρίς να είμαι σίγουρος αν αυτό οφειλόταν στη συμπεριφορά του Μάριου ή στη γεύση που είχε μείνει στο σώμα του από το παρασκεύασμα που είχε μόλις καταπιεί. «Μάλιστα. Ο Σερτώριος κράτησε το λό­ γο του», είπε. «Για ποιο λόγο έρχεσαι καταμεσής της νύχτας, ντυ­ μένος σαν κοινός εκατόνταρχος που έχει μεταμφιεστεί σε απλό χωρικό;» Ο Μάριος τον κοίταξε υπεροπτικά. «Πρώτον, είμαι Ρωμαίος, δεύτερον, Ποπολάρος και, τρίτον, συγκλητικός. Δεν τρέφω τίποτ' άλλο παρά απέχθεια για τους Οπτιμάτες και τις μικρόψυχες μηχανορραφίες τους, τους δήθεν καλούς τρόπους και τους ευνούχους τους. Ντύνομαι πάντα σαν στρατιώ­ της. Τ ρ ώ ω σαν στρατιώτης, ζω σαν στρατιώτης και, μα τους θε­ ούς, πολεμάω σαν στρατιώτης... σαν Ρωμαίος στρατιώτης. Δε θα ζητούσα ποτέ από τους άντρες μου να κάνουν κάτι που δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω εγώ. Και το κάνω καλύτερα». «Τι γενναίος...» σχολίασε ειρωνικά ο Βιτούιτος. «Κι αυτός ο μανδύας που φοράνε οι αγρότες;» Ο Μάριος τον κοίταξε σαν να τον λυπόταν. «Γαλάτης, σωστά;

* Η σημερινή Πορτογαλία. (Σ.τ.Μ.)

br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

239

Το κατάλαβα από τη βαριά προφορά. Δεν έχω καιρό που έφυγα από τη Γαλατία. Παράξενο που ένας εκπρόσωπος αυτής της φυ­ λής βρίσκει ακατάλληλο ένα φτηνιάρικο ρούχο». Ο Βιτούιτος οργίστηκε με τον υπαινιγμό, αλλά ο Ρωμαίος τον αγνόησε και απευθύνθηκε στον πατέρα. «Οι στρατιώτες σου έ­ χουν την ενοχλητική συνήθεια να σκοτώνουν όποιο Ρωμαίο πο­ λίτη βρεθεί μπροστά τους. Δεν ξέρω πώς περίμενες να ταξιδέψω με τους άντρες μου από την Ισπανία, να περάσω μέσα από ρω­ μαϊκές γραμμές και να φτάσω στις πύλες του στρατοπέδου σου· μήπως φορώντας άλικους χιτώνες και περικεφαλαίες με λοφία;» Το αίμα μου έβραζε, αλλά ο πατέρας μου έριξε μια ματιά σαν να με διέταζε να μην αντιδράσω. «Είπες ότι είσαι Ποπολάρος...» συνέχισε ο πατέρας, προσπα­ θώντας να οδηγήσει το Ρωμαίο σε μια πιο εποικοδομητική συ­ ζήτηση. Ο Μάριος κάτι πήγε να απαντήσει, όμως ο Βιτούιτος τον διέ­ κοψε, κάτι που έκανε σπάνια. Είχε ήδη ξεχάσει την προσβολή που του έγινε λίγο νωρίτερα και τώρα τα σκουριασμένα γρανά­ ζια του μυαλού του γύριζαν ξανά. «Ποπολάρος;» αναφώνησε. «Όπως και οι άλλοι Ρωμαίοι εξόριστοι στο στρατό μας. Και κά­ ποιες από τις λεγεώνες του Λούκουλλου αποτελούνται από Ποπολάρους». Κοίταξε το Ρωμαίο απορημένος. «Γιατί να μας πολε­ μάνε οι λεγεωνάριοί του αν ξέρουν ότι οι Ρωμαίοι που βρίσκονται στο πλευρό μας ανήκουν στην ίδια πολιτική ομάδα μ' αυτούς;» Ο Μάριος τον κοίταξε επιτιμητικά και ο πατέρας επενέβη δί­ νοντας εκείνος την απάντηση. «Αυτό ακριβώς είναι το σχέδιο, Βιτούιτε», του είπε καλοσυνάτα. «Γι' αυτό το λόγο μας έστειλε ο Σερ­ τώριος έναν Ποπολάρο συγκλητικό. Αν φανούμε τυχεροί, οι λε­ γεωνάριοι του Λούκουλλου δε θα έχουν ξεχάσει ποια παράταξη υπηρετούσαν πιστά στη Ρώμη». Ο Βιτούιτος έγνεψε ικανοποιημένος. «Οι άντρες σου», είπε ερωτηματικά ο πατέρας. «Πόσους έφε­ ρες μαζί σου;» «Πενήντα», απάντησε ο Μάριος. «Σαράντα εκατόνταρχους και τους περισσευούμενους αξιωματικούς μιας κοόρτης. Ο Σερτώ­ ριος δεν μπορούσε να διαθέσει άλλους». Ο πατέρας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, όμως εγώ δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. «Πενήντα Ρωμαίοι! Πενήντα;» επέμει­ να. «Σε τι θα μας ωφελήσουν πενήντα Ρωμαίοι; Ό λ η η μαχητική br/zav

240

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τους αξία συγκεντρωμένη δεν αξίζει ούτε μία από τις προσβολές που ανεχτήκαμε απόψε από αυτό τον αγροίκο!» Ο πατέρας κάρφωσε με το βλέμμα του το μικρόσωμο άντρα, που στεκόταν ακίνητος. «Ίσως όχι. Θα δούμε. Ό μ ω ς οι άντρες αυ­ τοί δε βρίσκονται εδώ για να πολεμήσουν, Φαρνάκη». Ο Μάριος ξεφύσηξε αγανακτισμένος. «Θα πολεμήσουμε, γι' αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά έχεις δίκιο. Δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ». Χαμογελώντας, ο πατέρας ολοκλήρωσε την απάντηση του Ρω­ μαίου. «Ο Μάριος και οι άντρες του θα δημιουργήσουν τον πιο τρο­ μερό στρατό που αντιμετώπισε ποτέ η Ρώμη».

Προκειμένου να αλλάξει την πολεμική φιλοσοφία του Πόντου, ο πατέρας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αρκούσε απλώς και μόνο να διατάζει τους στρατηγούς του να εκπαιδεύουν τους ά­ ντρες τους στις νέες μεθόδους. Οι καινοτομίες συναντούν αντι­ δράσεις από τους πεισματάρηδες βετεράνους, οι οποίοι δε βλέ­ πουν για ποιο λόγο να αλλάξουν τις παλιές τακτικές. Αν ο ίδιος ο ανώτατος διοικητής δεν πιστεύει στη νέα μέθοδο και δεν επιβά­ λει την εφαρμογή της, τότε σε στιγμές πανικού ή πίεσης, ακριβώς τότε που οι νέες τεχνικές χρειάζονται περισσότερο, όλοι θα στρα­ φούν στις παλιές. Για να επιβάλουμε την εφαρμογή χρειαζόμα­ σταν Ρωμαίους. Έ ρ γ ο τους ήταν να ολοκληρώσουν τον εκρωμαϊσμό του πο­ ντιακού στρατού που είχε ξεκινήσει ο πατέρας. Αυτό που βρήκαν ήταν ένας τεράστιος αριθμός ανεπαρκώς εκπαιδευμένων νεο­ συλλέκτων διάφορων εθνικοτήτων, όλοι τους με διαφορετικά ό­ πλα και ικανότητες, ποικίλα επίπεδα πολεμικής πείρας και εξί­ σου ποικίλα κίνητρα, που κυμαίνονταν από τη λεηλασία και τον πλουτισμό μέχρι τη δόξα και, στην περίπτωση μιας φυλής βό­ ρειων Ιβήρων*, τη συλλογή εχθρικών κεφαλιών. Ο Μάριος μας πληροφόρησε από την αρχή ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να δη­ μιουργηθεί ένας στρατός με συνοχή από αυτό το συνονθύλευμα

* Λαός που κατοικούσε στην περιοχή της σύγχρονης Ανατολικής Γεωργίας. Συμφω­ νά με τον Ηρόδοτο, ονομάζονταν Σάπειροι και μετονομάστηκαν σε Ίβηρες τον 1ο αιώνα π.Χ. (Σ.τ.Μ.)

br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

241

αργόστροφων Σκυθών και ξεροκέφαλων Περσών του Πόντου. Παρ' όλα αυτά, ο πατέρας δεν απελπίστηκε, καθώς χάρη σε μια ξαφνική έμπνευση ανακάλυψε το μυστικό του όπλο: τους ίδιους τους Ρωμαίους στρατιώτες. Από τη μακρά γνωριμία του με τους πειρατές, ο πατέρας γνώ­ ριζε ότι ο στόλος τους ήταν γεμάτος Ρωμαίους λιποτάκτες, πολ­ λοί από τους οποίους ήταν βετεράνοι στρατιώτες και αξιωματι­ κοί χωρίς κανένα ψεγάδι πέραν του ότι είχαν την ατυχία να προ­ σβάλουν το διοικητή τους ή είχαν σκοτώσει μεθυσμένοι κάποιο σύντροφό τους πάνω σε καβγά ή γενικά είχαν υποπέσει σε κά­ ποιο ασήμαντο παράπτωμα τέτοιας φύσης εξαιτίας του οποίου α­ ναγκάστηκαν να λιποτακτήσουν από τις λεγεώνες. Έ τ σ ι λοιπόν εί­ χαν στραφεί στους πειρατές της Κιλικίας, που τους είχαν μάθει νέους τρόπους για να βγάζουν το ψωμί τους. Οι ληστρικές επι­ δρομές στη θάλασσα, παρόλο που μ' αυτό τον τρόπο χαράμιζαν τα ταλέντα και τις ικανότητες που είχαν αποκτήσει με τόσο κό­ πο, ήταν συχνά η μοναδική επιλογή για τους λιποτάκτες λεγεω­ νάριους. Ως τώρα. Λίγο καιρό αφότου ο πατέρας πρότεινε το σχέδιό του, πήρα μερικούς αξιωματικούς και επιστρέψαμε στις παραλιακές πόλεις της Σινώπης και της Αμισού, όπου και αρχίσαμε να περιφερό­ μαστε κοντά στις ταβέρνες και τα μπορντέλα των λιμανιών με τ' αφτιά μας στημένα στην προφορά των ναυτικών, εντοπίζοντας έ­ τσι εκείνους που μιλούσαν λατινικά. Με δωροδοκίες, απειλές και παρακάλια αποσπούσαμε πληροφορίες από διάφορους ναυτι­ κούς σχετικά με το πού βρισκόταν κάποιος Ρωμαίος πρώην λε­ γεωνάριος, δίνοντάς τους αμοιβές όταν μας βοηθούσαν να τους βρούμε. Η μέθοδός μας στέφθηκε με επιτυχία. Οι Ρωμαίοι είναι στεριανοί από τη φύση τους, και οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι σπάνια αισθάνονταν άνετα μέσα στα στενάχωρα πλοία, με το κατάστρωμα να κουνιέται κάτω από τα πόδια τους. Όταν διαδόθηκαν τα νέα για την έρευνά μας, κατακλυστήκαμε από ένα σωρό υποψήφιους νεοσύλλεκτους, εκατοντάδες άντρες πρόθυμους να μας ακολου­ θήσουν, ορισμένοι από τους οποίους ήταν κοινοί πειρατές από άλ­ λα μέρη που προσπαθούσαν να μιμηθούν με γελοίο τρόπο την προφορά διάφορων λατινικών διαλέκτων. Για μία ακόμη φορά έ­ νιωσα ευγνωμοσύνη που είχα μάθει τη γλώσσα του εχθρού μου, καθώς τώρα είχα τη δυνατότητα να συνομιλώ με τους υποψηφί­ ους στη μητρική τους γλώσσα και να επιλέγω τους καταλληλότεbr/zav

242

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ρους για το σκοπό μας. Στο τέλος η μεγαλύτερη δυσκολία που α­ ντιμετωπίσαμε ήταν πώς να περιορίσουμε τον αριθμό των νεο­ συλλέκτων σε λογικά πλαίσια και να τους συγκρατούμε κατά τη διάρκεια της πορείας που πρόθυμα ξεκίνησαν, αφήνοντας πίσω τους τον πειρατικό στόλο με προορισμό τα σκοτεινά βουνά της εν­ δοχώρας, εκεί όπου ο ποντιακός στρατός εκπαιδευόταν σκληρά. Μέσα σε μερικές μέρες είχα επιστρέψει στο στρατόπεδο μα­ ζί με διακόσιους από τους πιο άσχημους, σκληροτράχηλους, πο­ νηρούς και βρομύλους λατινομαθείς πρώην πειρατές που πάτη­ σαν ποτέ το πόδι τους στην ευλογημένη γη των θεών. Ο πατέρας τούς έριξε μια ματιά και ξέσπασε σε βροντερά γέλια. Τους διέ­ ταξε να πάνε όλοι τους να πλυθούν, να τριφτούν καλά και να ξυ­ ρίσουν τελείως το κεφάλι τους για να απαλλαγούν από τις ψείρες που κουβαλούσαν από τα πλοία· ύστερα, αφήνοντας εμβρόντητους τους αριστοκράτες Πόντιους ευγενείς, οι οποίοι μέχρι τότε ήταν οι αξιωματικοί του πεζικού, εναπόθεσε ολόκληρο το πεζικό του στα χέρια αυτών των Ρωμαίων. Κι αυτό γιατί, σύμφωνα με τις διαταγές που μου είχε δώσει, ο καθένας από εκείνους τους διακόσιους άντρες, τον καιρό που υ­ πηρετούσαν στις λεγεώνες, είχε το βαθμό του εκατόνταρχου. Και ο καθένας από αυτούς τους εκατόνταρχους, για διαφορετικούς προσωπικούς λόγους, έ τ ρ ε φ ε θανάσιμο μίσος απέναντι στη Ρώμη. Στο μεταξύ, διαδίδονταν συνεχώς πληροφορίες για την προ­ σπάθεια που κάναμε και ένας ολοένα και μεγαλύτερος χείμαρρος Ρωμαίων λεγεωνάριων που βρίσκονταν εξόριστοι στον Πόντο κατέφθανε διαρκώς, εκατοντάδες και αργότερα χιλιάδες, παρά τη φήμη που είχαμε ότι δε συμπαθούσαμε ιδιαίτερα τους Ιταλούς. Πολλοί από αυτούς μάλιστα είχαν πολεμήσει εναντίον μας στη Χαιρώνεια και ήταν εξοικειωμένοι με τις ποντιακές πολεμικές τακτικές. Όταν τελικά ολοκληρώθηκε η προσπάθεια και όλοι αυ­ τοί οι εξόριστοι Ρωμαίοι συγκροτήθηκαν σε μια ενιαία μονάδα υ­ πό τη διοίκηση του Μάριου, διαπιστώσαμε έκπληκτοι ότι είχαμε περισσότερους από έξι χιλιάδες πολεμιστές, γεννημένους, μεγα­ λωμένους, εκπαιδευμένους και δοκιμασμένους Ρωμαίους βετε­ ράνους· με άλλα λόγια, μια πλήρη ρωμαϊκή λεγεώνα, εξίσου τέ­ λεια με οποιαδήποτε άλλη είχε στείλει εναντίον μας ο Σύλλας. Και η λεγεώνα αυτή ήταν πιστή σε έναν και μόνο άνθρωπο: τον Μιθριδάτη. br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ ΕΧΘΡΟΥ ΜΟΥ

243

Το στρατόπεδο του Άρη δονούνταν από ενθουσιασμό. Για πρώ­ τη φορά εδώ και πολλά χρόνια ο πατέρας επέστρεφε σε ρυθμούς εκστρατείας, κοιμόταν στο έδαφος, γυμναζόταν κάθε πρωί μαζί με τους άντρες του, παρασκεύαζε αντίδοτα από βότανα και ό,τι άλλα φυτά κατόρθωνε να συγκεντρώσει ο Παπίας από τα γύρω δά­ ση. Όντας άριστος ξιφομάχος και τοξότης, ο καλύτερος σ' ολό­ κληρη την Ασία, μάθαινε ο ίδιος στους εκπαιδευτές τις απαιτού­ μενες τεχνικές ξιφομαχίας που χρειαζόταν να ξέρει κάθε άντρας προκειμένου να υπερασπίζεται το χώρο που θα του αναλογούσε στη μάχη απέναντι σε εχθρικές γραμμές που προήλαυναν. Σε ό­ λους τους άντρες μοιράστηκαν κοντά ξίφη ισπανικού τύπου, όπως εκείνα που είχαν οι Ρωμαίοι, με κοφτερές αιχμές που μπορού­ σαν να χρησιμοποιηθούν και για κάθετα και για οριζόντια χτυ­ πήματα, αντικαθιστώντας τα παραδοσιακά πλην όμως δύσχρηστα ασιατικά γιαταγάνια ή τις σπάθες με τις στομωμένες αιχμές που είχαν συνηθίσει να χειρίζονται οι περισσότεροι. Ο ίδιος ο πατέρας περπατούσε ανάμεσα στις γραμμές των κα­ τάκοπων νεοσυλλέκτων ενθαρρύνοντάς τους όταν προσπαθούσαν, χτυπώντας τους φυγόπονους στους ώμους με τη βαριά, επίπεδη επιφάνεια του σπαθιού του, ξιφομαχώντας με τους πιο μεγαλό­ σωμους και ικανούς εκπαιδευόμενους. Σαν να εκπαίδευε μονο­ μάχους για τις αρένες, έδινε συγκεκριμένες οδηγίες στους νεο­ συλλέκτους για το πόσα βήματα θα έπρεπε να υποχωρήσουν πριν κάνουν μεταβολή και αντεπιτεθούν πώς να προσποιούνται και να παρασέρνουν τον αντίπαλο σε ενέδρα· πώς να αμύνονται σε μά­ χη σώμα με σώμα χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια τους και ένα μαχαίρι. Οργάνωσε το στρατό με το σύστημα των ρωμαϊκών λε­ γεώνων: εκατό άντρες συγκροτούσαν μία εκατονταρχία, έξι εκατονταρχίες αποτελούσαν μία κοόρτη, ενώ οι λεγεώνες περιλάμ­ βαναν δέκα κοόρτεις. Οι σχηματισμοί μάχης βασίζονταν επίσης στις τεχνικές που είχαν αναπτύξει οι Ρωμαίοι. Ωστόσο δε μιμούνταν δουλικά ή άκριτα τους Ρωμαίους. Το μάτι του είχε εντοπίσει στη μάχη συγκεκριμένες αδυναμίες των αντιπάλων του που δεν επιθυμούσε να αναπαραγάγει στις δικές του δυνάμεις, αλλά αντίθετα να τις εκμεταλλευτεί. Οι Ρωμαίοι, για παράδειγμα, ήταν εξαιρετικά φειδωλοί στη χρήση ιππικού, ενώ οι ορεινές φυλές του Πόντου έβγαζαν τους καλύτερους ιππείς στον κόσμο. Αυτοί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο για ανίχνευση, συλλογή πληροφοριών και παρενόχληση br/zav

244

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

των ρωμαϊκών αποσπασμάτων προφυλακής και οπισθοφυλακής. Οι Ρωμαίοι ήταν σχετικά μέτριοι τοξότες και προτιμούσαν να ε­ παφίενται στο πεζικό τους και τις δοκιμασμένες τεχνικές του· ό­ μως οι Σκύθες από τις στέπες του Βορρά ήταν άριστοι τοξοβόλοι, ικανοί να πετύχουν νόμισμα πάνω σε στύλο από απόσταση δια­ κοσίων βημάτων, άρα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να εξασθενίσουν σοβαρά τις γραμμές των Ρωμαίων πριν επιτεθεί το ποντιακό πεζικό. Ο πατέρας εξασκούνταν σαν δαιμονισμένος, παροτρύνοντας τους άντρες να προσπαθήσουν περισσότερο, κα­ θώς φοβόταν την επόμενη επιδρομή των δυνάμεων του Μουρή­ να και έτρεμε μήπως τον βρει και πάλι απροετοίμαστο η Ρώμη, αυτή τη φορά μέσα στην ίδια του την πατρίδα. Διακινδύνευε το προσωπικό του κύρος, ολόκληρο το βασίλειό του, και ήξερε ότι δεν υπήρχε περιθώριο ήττας. Ακόμη πιο δύσκολη από τον πόλεμο όμως ήταν εκπαίδευση των αντρών στις στρατιωτικές αρχές, καθώς η μάχη αυτή καθαυ­ τή είναι ίσως το μικρότερο μέρος του έργου ενός στρατιώτη. Ο πραγματικός νικητής σε έναν πόλεμο είναι η πλευρά που κατορ­ θώνει να καλύπτει τις μεγαλύτερες αποστάσεις καταναλώνοντας τις μικρότερες ποσότητες γαλέτας· εκείνη που ανοίγει τα βαθύ­ τερα ορύγματα και χτίζει τα ψηλότερα τείχη· εκείνη που τοποθετεί σκοπούς που επαγρυπνούν ολόκληρη τη νύχτα· εκείνη που προ­ βλέπει κάθε πλεονέκτημα και μειονέκτημα που ενδεχομένως να έχει ο εχθρός και τα αντιμετωπίζει αντιπαραθέτοντας τα ισχυρά της όπλα. Αυτό το έργο το είχε αναλάβει ο Μάριος, γιατί σ' αυ­ τούς τους τομείς ο ρωμαϊκός στρατός είναι ανώτερος από κάθε άλ­ λο στρατό σ' αυτή τη γη. Την πρώτη του μέρα, κατά την επιθεώρηση του στρατοπέδου, ο Μάριος εντόπισε ένα conturbenium, μια ομάδα οχτώ αντρών, να σκάβει πειθαρχημένα σε κάποιο σημείο των οχυρώσεων χωρίς ό­ μως οι πολεμιστές να φορούν τις ζώνες με τα θηκάρια τους. Ο Ρω­ μαίος στρατηγός εξοργίστηκε, ιδιαίτερα επειδή οι συγκεκριμέ­ νοι Πόντιοι στρατιώτες ήταν μέλη μιας εκατονταρχίας υπό τη δι­ οίκηση ενός από τους εξόριστους Ρωμαίους εκατόνταρχους, ο ο­ ποίος θα έπρεπε να ξέρει ότι τέτοιου είδους αμέλεια ήταν απα­ ράδεκτη. Ο Μάριος διέταξε να μαστιγωθεί ανελέητα ο άμοιρος εκατόνταρχος και η ομάδα τιμωρήθηκε με δύο μήνες αγγαρεία στα ορύγματα για το κακό παράδειγμα που έδινε. Την επόμενη μέρα εξέδωσε διαταγή που διαβάστηκε από κάθε εκατόνταρχο br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

245

στους άντρες του, σύμφωνα με την οποία κάθε στρατιώτης όφει­ λε να είναι συνεχώς οπλισμένος. «Όσο περισσότερο ιδρώσετε τώρα», κατέληγε απειλητικά, «τό­ σο λιγότερο θα ματώσετε στη μάχη». Οι Πόντιοι στρατιώτες θύμωσαν. Ποτέ ως τότε δεν είχαν υ­ ποχρεωθεί να σκάβουν ορύγματα φορώντας παράλληλα τις βαριές ζώνες με τα θηκάρια, ειδικά όταν δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή πιθανότητα να δεχτούν επίθεση από τον εχθρό. Οι άντρες της ο­ μάδας που τιμωρήθηκε, θέλοντας να διαμαρτυρηθούν όταν τους διάβασαν τη διαταγή, ξεκίνησαν γεμάτοι ενθουσιασμό να σκάβουν το επόμενο όρυγμα φορώντας αυτή τη φορά τις ζώνες τους όπως όφειλαν - και τίποτ' άλλο. Ο Μάριος, μέσα στα χώματα αφού κι εκείνος συμμετείχε στο σκάψιμο, πέρασε μπροστά από τα οχυ­ ρωματικά έργα εκείνο το απόγευμα και προσπαθούσε να κατα­ λάβει προς τι τα πνιχτά γέλια και οι λοξές ματιές προς το μέρος του. Μόλις είδε τους διαμαρτυρόμενους στρατιώτες να φτυαρίζουν συστηματικά αλλά τελείως γυμνοί, πάγωσε από το θυμό του. Τα γέλια που ακούγονταν τριγύρω του κόπηκαν στη στιγμή. Οι ά­ ντρες διαπίστωσαν, προς μεγάλη τους λύπη, ότι ο καινούριος δι­ οικητής τους δεν είχε καμία αίσθηση του χιούμορ. Αυτή τη φορά οι οχτώ λεγεωνάριοι εκτελέστηκαν με την κατηγορία της απει­ θαρχίας. Ο πατέρας έτριξε τα δόντια του οργισμένος όταν πληροφο­ ρήθηκε το περιστατικό, αρνήθηκε όμως να επέμβει. Από εκείνη τη μέρα και μετά ο βαθμός της πειθαρχίας στο στρατόπεδο βελτιώθηκε θεαματικά και, ενώ ο Μάριος αντιμετω­ πιζόταν με μίσος και φόβο από όλους εκτός από τους Ρωμαίους εξόριστους, ο πατέρας ήταν ιδιαίτερα αγαπητός, καθώς ήταν χα­ μογελαστός, επαινούσε τους στρατιώτες και σε ορισμένες περι­ πτώσεις μετρίαζε τις σκληρές ποινές που επέβαλλε ο Μάριος. Κά­ θε φορά που ο Μιθριδάτης δρασκέλιζε το στρατόπεδο οι άντρες τον επευφημούσαν, μαζεύονταν γύρω του για να αγγίξουν τα ρού­ χα του, να τον ακούσουν να τους χαιρετάει στη μητρική τους γλώσ­ σα. Οι πρωταθλητές των λόχων τον προκαλούσαν σε αγώνες πά­ λης και ξιφασκίας και το θεωρούσαν τιμή τους όταν τους έριχνε κάτω με άνεση κι έπειτα τους βοηθούσε να σηκωθούν από το χώ­ μα. Είχε γίνει και πάλι θεός, ένας ήρωας για τους Ποντίους, τους Σκύθες και τους Πέρσες, ο καθένας από τους οποίους θα έδινε ευ­ χαρίστως τη ζωή του και θα στοιχημάτιζε την τιμή του για χάρη br/zav

246

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

του Μιθριδάτη, γιατί τους πρόσφερε την ευκαιρία να γίνουν μάρ­ τυρες ενός ιστορικού γεγονότος: της γέννησης ενός στρατού που όμοιός του δεν είχε υπάρξει από τα χρόνια τα παλιά, ενός στρα­ τού που θα μπορούσε να αντισταθεί ακόμη και στην πανίσχυρη Ρώμη. Ο Μάριος περνούσε φαινομενικά απαρατήρητος μέσα στο στρατόπεδο· οι Ρωμαίοι στρατιώτες του τον σέβονταν, αλλά όλοι οι υπόλοιποι τον απεχθάνονταν. Παρ' όλα αυτά, ήταν αποτελε­ σματικός σε οτιδήποτε αναλάμβανε και ο πατέρας βασιζόταν πάνω του περισσότερο απ' ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο, εκτός ίσως α­ πό τον Βιτούιτο και μένα. Ο επαναστάτης Ρωμαίος στρατηγός και ο Πόντιος βασιλιάς ανέπτυξαν μια σχέση η οποία χαρακτη­ ριζόταν τόσο από επιφυλακτικότητα όσο και από αλληλοβοήθεια, μια σχέση που ο ένας επωφελούνταν από τα πλεονεκτήματα του άλλου και τους εξυπηρετούσε άριστα. Και στο τέλος δημιούργησαν τον ισχυρότερο στρατό σ' ολό­ κληρη την Ασία.

br/zav

ΙI

«ΣΤΡΑΤΙΕ ΔΙΑ, εσύ που ορίζεις τον κεραυνό! Αν στο παρελθόν υ­ πήρξα καλός υπηρέτης απέναντι σε σένα, ανάμεσα στους αθά­ νατους θεούς, άκουσέ με τώρα. Εσύ, Ολύμπιε Δία, άρχοντα της αστραπής που έχεις το θρόνο σου στα σύννεφα: Αν κάποτε στέ­ γασα κάποιο ιερό για να ευφράνω την καρδιά σου, αν κάποτε έ­ καψα τα μεγάλα, πλούσια σε μεδούλι κόκαλα βοδιών και τράγων στον ιερό σου βωμό, άκουσε τώρα την προσευχή μου». Το βαθύ φαράγγι που εκτεινόταν κάτω από τη θέση μας α­ ντηχούσε την αγριεμένη κραυγή του πατέρα και εκατό χιλιάδες άντρες στέκονταν σιωπηλοί, γεμάτοι θαυμασμό και δέος στο ά­ κουσμα των επικλήσεων προς τον Δία να εισακούσει την προ­ σευχή, τον ίδιο τον Δία, σε μια μορφή και με έναν τίτλο που πρώ­ τη φορά άκουγαν: Στράτιος, δηλαδή Ηγέτης των Στρατών. Ο πα­ τέρας στεκόταν μόνος στην άκρη των βράχων. Σε βάθος χιλίων πο­ δών κυλούσε αφρισμένος ο χείμαρρος που διέτρεχε τη χαράδρα που ανοιγόταν μπροστά του. Η μακρινή βοή του νερού περισσό­ τερο ήταν αισθητή παρά ακουγόταν και νιώθαμε τη δροσιά και την υγρασία του στο δέρμα έτσι όπως ο αέρας ανέβαινε από τη χαράδρα ψηλά στη ζεστή πεδιάδα. Καθώς έσβηνε ο αντίλαλος της τ ρ ο μ ε ρ ή ς επίκλησής του προς το βασιλιά των θεών, ένας κεραυνός, ο κεραυνός του ί­ διου του Δία, έσκισε τον καταγάλανο ουρανό πέρα από τη χα­ ράδρα, στην αρχή αχνά, στη συνέχεια όλο και πιο δυνατά, μέ­ χρι που έγινε τιτάνιος βρυχηθμός προτού κορυφωθεί με έναν εκκωφαντικό, καθαρτήριο κρότο, τόσο ξαφνικά όσο είχε ξε­ κινήσει. Οι άντρες, ο στρατός του Μιθριδάτη, η ισχυρότερη χερσαία δύναμη στην Ασία, μαζεύτηκαν φοβισμένοι. Ο πατέ­ ρας είχε επικαλεστεί το θεό και ο θεός τον είχε ακούσει. Οι ιε­ ρείς με τα υπερμεγέθη τύμπανά τους που βρίσκονταν στη σπη-

br/zav

248

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λιά κάτω από το χείλος του γκρεμού έκαναν καλά τη δουλειά τους. Ο πατέρας στράφηκε στον πελώριο βωμό που είχε χτιστεί στην άκρη των βράχων. Γύρω του είχαν στοιβαχτεί ξερά κλαδιά και στην επίπεδη πλάκα στο κέντρο είχε τοποθετηθεί προσεκτικά το τεμαχισμένο σώμα ενός τεράστιου λευκού ταύρου, τον οποίο εί­ χε σκοτώσει και κόψει ο ίδιος με ένα μαχαίρι από πυρόλιθο λίγη ώρα νωρίτερα. Τράβηξε το σπαθί του, εκείνο που είχε διαρκώς στο πλευρό του, στις μάχες και στις τελετές, ακόμη και στον ύπνο. Πολλοί από τους άντρες που παρακολουθούσαν είχαν νιώσει το βάρος του στις πλάτες τους όταν απέφευγαν να βάλουν τα δυνα­ τά τους στις ασκήσεις και πολλοί άλλοι, για να μη δοκιμάσουν αυ­ τή την εμπειρία, είχαν προσπαθήσει ακόμη σκληρότερα. Τρά­ βηξε λοιπόν το σπαθί του και το έστρεψε πρώτα προς το βωμό κι ύστερα ψηλά στον ουρανό, θέλοντας να δείξει ότι η θυσία αυτή γινόταν στους θεούς του Ολύμπου, όχι απλώς σε κάποιο ήρωα ή σε μια από τις χθόνιες θεότητες. Ύ ψ ω σ ε ξανά τη φωνή του, συ­ νεχίζοντας την επιβλητική επίκληση. «Άκουσέ με, γοργοπόδαρε Απόλλωνα, αργυρότοξε θεέ, εκατηβόλε τοξότη, εσύ που περιδιαβαίνεις τις πλαγιές του πανίερου Ολύμπου. Ω μακρινέ, θανάσιμε τοξευτή, που με τα πύρινα βέλη σου τρυπάς τους ασεβείς και τους εξοντώνεις, άκουσε την προ­ σευχή μου, αντάμειψε τα έργα μου!» Με μια τρομακτική έκρηξη που έκανε τους άντρες στις πρώ­ τες σειρές να παραπατήσουν έντρομοι και να πέσουν στους συ­ ντρόφους τους που στέκονταν πίσω τους, τα στοιβαγμένα ξύλα γύρω από το βωμό παραδόθηκαν στις αδηφάγες φλόγες και η πύ­ ρινη σφαίρα κατάπιε το κουφάρι, τα ξύλα και τις πέτρες μαζί, σηκώνοντας μια κατάμαυρη πνιγηρή στήλη καπνού που έφτανε ψηλά στον ουρανό. Οι άντρες παρακολουθούσαν με μάτια γουρ­ λωμένα και σχολίαζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, γεμάτοι δέος και φόβο απέναντι σ' αυτό τον ηγέτη, αυτό το βασιλιά στον οποίο ακόμη και οι θεοί έδειχναν υ π α κ ο ή . Θειάφι και νίτρο στην άκρη ενός πισσωμένου φιτιλιού ήταν τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Παπίας για να προσφέρει αυτό το θέαμα, χωρίς αυτό να αφαιρεί κάτι από τη δύναμη των θεών, αφού το θειάφι και το νίτρο ήταν και αυτά δημιουργήματα των θεών, όπως και ο ίδιος ο Παπίας. Ο πατέρας στεκόταν ακίνητος, με το βλέμμα καρφωμένο στις καυτές, εκτυφλωτικές φλόγες, ώσπου κόπασαν τελικά η ορμή των br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

249

καύσιμων υλών και το τσιτσίρισμα της σάρκας, οπότε μπορούσε να σταθεί ξανά μπροστά στους άντρες. Με το σύνθημα που ακο­ λούθησε εκατό αξιωματικοί άρχισαν να δίνουν με βροντερή φω­ νή διαταγές στους άντρες, χωρίζοντάς τους γρήγορα και αποτε­ λεσματικά σε δύο μισά με ένα πλατύ άνοιγμα να τους χωρίζει, ξε­ κινώντας από το χείλος του φαραγγιού στις πρώτες γραμμές μέ­ χρι τα μετόπισθεν της συγκεντρωμένης στρατιάς. Όταν ο πατέ­ ρας έμεινε ικανοποιημένος με το κενό που είχε δημιουργηθεί, έ­ γνεψε να σταματήσουν και σήκωσε ξανά το σπαθί του ψηλά στον αέρα. Οι άντρες πάγωσαν και βουβάθηκαν στο άκουσμα της φω­ νής του, που αντήχησε και πάλι. «Τρομερέ Άρη, θεέ του πολέμου, καταστροφέα ανθρώπων, κατακτητή οχυρών, αιματοβαμμένε πολεμιστή: Σύντριψε τους ε­ χθρούς σου με το φονικό σπαθί σου. Χάρισέ μου την ένδοξη νί­ κη!» Ξαφνικά, από το βάθος του μονοπατιού, ακούστηκε ένα βου­ ητό. Οι άντρες που βρίσκονταν δίπλα στο άνοιγμα ενστικτωδώς τραβήχτηκαν προς τα πίσω μεγαλώνοντας το κενό ακόμη περισ­ σότερο, ενώ το βουητό είχε μετατραπεί στο χαρακτηριστικό ήχο των καταιγιστικών καλπασμών. Τέσσερα ποντιακά δρεπανηφόρα άρματα, που παρότι δεν τα κατηύθυναν ηνίοχοι διατηρούσαν άψογο σχηματισμό, διέσχισαν με ταχύτητα το διάστημα που χώ­ ριζε τους στρατιώτες· το καθένα τους έσερναν τέσσερα αψεγά­ διαστα πολεμικά άτια, με μάτια που γυάλιζαν και γλώσσες που κρέμονταν από την προσπάθεια. Οι αστραφτερές λεπίδες στους τροχούς περιστρέφονταν τόσο γρήγορα, που χάνονταν σε μια δί­ νη, και περνούσαν ξυστά σχεδόν από τους άντρες, οι οποίοι μα­ ζεύτηκαν ακόμη περισσότερο καθώς τα άρματα, ανά δύο, κα­ τευθύνονταν σαν θύελλα προς το σημείο όπου βρισκόταν ο πατέ­ ρας, στο χείλος του γκρεμού. Ο κεραυνός, η έκρηξη, τα άλογα που κάλπαζαν - όλα αυτά υπήρχαν σ' εκείνο το όνειρο που έβλε­ πα από παιδί, εκείνο το φρικτό όραμα με το πρόσωπο του πατέ­ ρα να χάνεται πίσω από τον καπνό και την κλαγγή της μάχης, πί­ σω από τα πλήθη των αντρών που με εμπόδιζαν να τρέξω να τον βοηθήσω. Τίναξα το κεφάλι μου για να διώξω την εικόνα από το μυαλό μου και προσπάθησα να τον διακρίνω μέσα από τον κα­ πνό και τη φωτιά. Στεκόταν ατρόμητος, ακίνητος, και κοιτούσε τα άρματα όπως ορμούσαν προς το μέρος του, δύο στα αριστερά και δύο στα δεbr/zav

250

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ξιά του. Την τελευταία στιγμή θα σήκωνε τα χέρια του σε μια συ­ γκεκριμένη κίνηση και τα άλογα θα σταματούσαν σχεδόν επί τό­ που, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και τα θηρία, ακόμη και όργανα του πολέμου υποτάσσονταν μπροστά σ' αυτό τον ήρωα. Τα μα­ νιασμένα ζώα πλησίαζαν ολοένα και περισσότερο, όλοι οι άντρες παρακολουθούσαν με κομμένη ανάσα, όμως ο πατέρας παρέμε­ νε ασάλευτος, ανέκφραστος, κοιτάζοντας τα άλογα που εξακο­ λουθούσαν την ξέφρενη πορεία τους σέρνοντας το φονικό φορ­ τίο τους. Ο κεραυνός ακούστηκε και πάλι, εκκωφαντικός, όμως τα ά­ λογα δε σταμάτησαν. Αντίθετα, συνέχισαν το φρενήρη καλπασμό τους περνώντας αστραπιαία από δίπλα του και τα κοφτερά δρε­ πάνια βρέθηκαν ανατριχιαστικά κοντά στο σώμα του. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, τα δύο προπορευόμενα άρματα, οχτώ ά­ λογα, πήδηξαν στο κενό και σχεδόν αμέσως τα ακολούθησαν τα δύο επόμενα. Ο κεραυνός έφτασε και πάλι στην κορύφωσή του κι ύστερα έπεσε σιωπή. Δεν ακούστηκε κανένας ήχος, ούτε χλιμίντρισμα ούτε κραυγή, ενώ η απόσταση από την κοίτη του χει­ μάρρου κάτω στο φαράγγι ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όποιος ήχος κι αν προκλήθηκε από την πρόσκρουση δεν έφτασε στα αφτιά μας - ή ίσως τα άρματα να μην ακούμπησαν ποτέ ξανά στη γη, αλλά απλώς να πέταξαν μακριά για να συναντήσουν τον Άρη, το θεό του πολέμου, στον οποίο είχαν θυσιαστεί. Επικρατούσε από­ κοσμη σιωπή, εκατό χιλιάδες άντρες στέκονταν μαρμαρωμένοι κοιτάζοντας τον άνθρωπο που είχε γίνει ένα με τους θεούς μπρο­ στά στα μάτια τους. Αυτό τον άνθρωπο που τα δηλητήρια δεν μπορούσαν να αγγίξουν, αυτόν που ο Ρωμαίος Σύλλας φοβήθηκε να σκοτώσει, αυτόν που οι θεοί έσπευδαν να υπακούσουν. Το βα­ σιλιά τους, τον πατέρα μου. Στεκόταν αμίλητος κοιτάζοντας τους άντρες, τους εκατό χι­ λιάδες επίλεκτους που είχε εκπαιδεύσει και εξοπλίσει προσωπι­ κά τους τελευταίους μήνες. Απολάμβανε τη σιωπή τους, με μια υ­ ποψία μειδιάματος που σταδιακά μετατράπηκε σ' ένα προσποι­ ητό πλατύ χαμόγελο πάνω σ' ένα πρόσωπο που είχε αρχίσει να ζα­ ρώνει με τα χρόνια χωρίς όμως να έχει χάσει τίποτα από την τε­ λειότητα και τη γοητεία του. Ύ ψ ω σ ε το σπαθί του σε χαιρετισμό κι η φωνή του ήχησε σαν καμπάνα πάνω από τα κεφάλια των α­ ντρών του, φτάνοντας στην άλλη άκρη του φαραγγιού που εκτει­ νόταν πίσω του, με μοναδική συνοδεία τη βροντή του κεραυνού. br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

251

«Ακούστε με, δίποδα βόδια, υποζύγια που μοχθείτε κάτω από το ρωμαϊκό μαστίγιο!» φώναξε στους στρατιώτες, προκαλώντας και χλευάζοντάς τους. «Προσέξτε τα λόγια μου, δούλοι, είλωτες! Μήπως κι εσείς δε γεννηθήκατε από την κοιλιά μιας γυναίκας, με τον ίδιο τρόπο με τους Ρωμαίους, με τον ίδιο τρόπο με τους βα­ σιλιάδες;» Από τις τάξεις των στρατιωτών ακούστηκε ένα χαμηλόφωνο βουητό. Έ ν α κύμα ενθουσιασμού γεννιόταν. Η φωνή του, δυνα­ τή και επιβλητική, αντιλαλούσε σ' ολόκληρο το φαράγγι καθώς οι άντρες συγκεντρώνονταν γύρω του. «Και μήπως οι εχθροί σας δεν τρώνε όπως εσείς, δε ματώνουν όπως εσείς, δεν πεθαίνουν όπως εσείς;» βρυχήθηκε και οι άντρες άρχισαν να χτυπούν ρυθμικά τις ασπίδες τους επιδοκιμάζοντας τα λόγια του. «Οι αρχαίοι θεοί μίλησαν!» αναφώνησε. «Εσείς, άντρες, που συγκεντρωθήκατε εδώ από εκατό έθνη, σφυρηλατηθήκατε σε έ­ ναν ενιαίο στρατό, ακριβώς όπως τα εκατό έθνη σας σύντομα θα σφυρηλατηθούν σε έναν ενιαίο στρατό, μια ενιαία αυτοκρατορία, θα δημιουργήσουμε μια ελληνική αυτοκρατορία που θα συνα­ γωνίζεται και θα ξεπερνά τη δόξα των μεγάλων κατορθωμάτων του Αλέξανδρου. Μέσα σας κυλά το αίμα αρχαίων ηρώων και πο­ λεμιστών· μέσα σας κυλά το αίμα βασιλιάδων! Αυτή η γενιά, αυ­ τό το ένδοξο πεπρωμένο, δεν πρέπει να στερηθεί τη δικαίωση! »Ακολουθήστε με σ' αυτή την ιερή εκστρατεία και κερδίστε δόξα, δόξα που όχι μόνο θα στεφανώσει εσάς σ' όλη σας τη ζωή, αλλά και μετά θάνατον θα αποτελεί τιμή για τους απογόνους σας! Η δόξα και η τιμή, άντρες, όχι ο χρυσός ή τα λάφυρα, είναι αυ­ τά που θα σας μετατρέψουν σε ήρωες - και θα γίνετε ήρωες, προ­ σφορές και σπονδές θα συνοδεύουν τις σκιές σας, έτσι ώστε να μην περιφέρεστε μόνοι και πεινασμένοι στα σκοτεινά σπήλαια του Κάτω Κόσμου όπως συμβαίνει στους κατώτερους θνητούς και τους ασεβείς Ρωμαίους. Εσείς, ήρωες, θα πιείτε από τις μεγαλύ­ τερες κούπες, θα ιππεύσετε τα τρανότερα πολεμικά άτια στον ου­ ρανό, θα ευλογήσετε τους αγρούς και θα κάνετε τις συκιές που θα φυτέψουν οι απόγονοί σας να καρπίσουν. Οι θεοί είναι μαζί μας! Θα αποδείξουμε στους Ρωμαίους ότι εμείς είμαστε εκείνοι που πε­ πρωμένο τους είναι να κυβερνήσουν, εμείς που δε θα τρέχουμε πια κυνηγημένοι· θα πολεμήσουμε και θα υπερασπιστούμε, θα σκο­ τώσουμε ή θα σκοτωθούμε. Θα γίνουμε όλοι βασιλιάδες!» br/zav

252

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ο κεραυνός δυνάμωνε, το ίδιο και το μουρμουρητό των α­ ντρών, που συνειδητοποιούσαν ότι μέσα απ' όλα αυτά, μέσα από τον κεραυνό και τη φωτιά, τα άλογα και τα φοβερά δρεπάνια, εί­ χαν γίνει μάρτυρες σε κάτι σπουδαίο. Η φωνή του πατέρα ακού­ στηκε ξανά, αυτή τη φορά μετά βίας ανάμεσα στις κραυγές των εκστατικών στρατιωτών. «Θάνατο στον Μουρήνα!» «Θάνατο στον Μουρήνα!» αντήχησε η κραυγή, όμως αυτή τη φορά κατάλαβα ότι δεν ήταν ο αντίλαλος από το φαράγγι, αλλά οι ίδιοι οι άντρες. «Θάνατο στη Ρώμη!» «Θάνατο στη Ρώμη!» βρυχήθηκαν εκατό χιλιάδες φωνές, και ο όρκος επαναλαμβανόταν αδιάκοπα, όλο και πιο γρήγορα. Πα­ ρατηρούσα τις έξαλλες εκφράσεις των αντρών, την απόλυτη α­ φοσίωση και τον άκρατο ενθουσιασμό που αποτυπώνονταν στα πρόσωπά τους, την αγάπη τους -ναι, αγάπη!- και τη λατρεία για τον ηγέτη τους και ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι πίστευαν, ότι οι ό­ ποιες αμφιβολίες μπορεί να φώλιαζαν στο στρατό του μετά τις τρομερές ήττες από τον Σύλλα είχαν χαθεί οριστικά. Έ ν α ς νέος στρατός είχε γεννηθεί, ένας νέος βασιλιάς, ένας νέος Πόντος -μια νέα Ελλάδα!-, και οι τρεις λεγεώνες του Μουρήνα ήταν το μονα­ δικό εμπόδιο ανάμεσα στον πατέρα και την αθανασία. Κοίταξα ξανά τις εκφράσεις στα πρόσωπα των αντρών και ήξερα ότι ήταν νικητές. Η Ρώμη είχε ξεκινήσει αυτό το δεύτερο πόλεμο με τον Μι­ θριδάτη, όμως ο Μιθριδάτης ήταν εκείνος που ή θα τον τέλειωνε ή θα υπέγραφε την καταδίκη του βασιλείου του. Και ο Μουρήνας... Ό,τι και να γινόταν, ο Μουρήνας, αυτός ο αιμοβόρος ά­ ντρας, ήταν νεκρός.

br/zav

ΙΙΙ

Ο Π Ω Σ ΗΤΑΝ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ, ο Μουρήνας δεν ικανοποιήθη­ κε από τις δυο πρώτες εισβολές στο εσωτερικό του Πόντου κι έ­ τσι αποφάσισε να εξαπολύσει και τρίτη επίθεση. Αυτή τη φορά στόχος του ήταν η Σινώπη, η πρωτεύουσα του Πόντου, η κατά­ ληψη της οποίας θα εδραίωνε τη θέση του μεταξύ των ηρώων της Ρώμης και θα του εξασφάλιζε το θρίαμβο στη Ρώμη που τόσο λα­ χταρούσε. Χωρίς να μπει καν στον κόπο να κρατήσει κρυφές τις προθέσεις του, προήλαυνε με τις τρεις λεγεώνες του μέρα μεση­ μέρι ακολουθώντας τις κεντρικότερες οδούς που διέσχιζαν το ε­ σωτερικό της Ασίας, προβαίνοντας σε απροκάλυπτες λεηλασίες πόλεων και σε σφαγές πολιτών μόλις βρέθηκε μέσα στα εδάφη του Πόντου. Οι εξοργισμένοι ορεσίβιοι πολέμαρχοι παραλίγο να στα­ σιάσουν όταν ο πατέρας απέσυρε ολόκληρο το στρατό του προς το Βορρά και πήρε θέσεις μέσα στα τείχη της Σινώπης. Οι πολέ­ μαρχοι θεώρησαν την ενέργεια αυτή πράξη δειλίας, ότι δηλαδή ο βασιλιάς ενδιαφερόταν να προστατεύσει τα παλάτια του σε βά­ ρος του λαού του, όμως ο πατέρας είχε τελείως διαφορετική στρα­ τηγική κατά νου. Όταν έφτασε η είδηση της τρίτης επίθεσης του Μουρήνα, ο πατέρας διέταξε ένα βετεράνο διοικητή του ιππικού, τον Γόρδιο, να ξεκινήσει με πέντε χιλιάδες πάνοπλους ιππείς από τη Σινώπη και να κινηθεί γύρω από τις ρωμαϊκές λεγεώνες παίρνοντας τελι­ κά θέση πίσω τους. Η πορεία αυτή θα ήταν μακρά και επίπονη, καθώς θα χρειαζόταν να διασχίσει αρκετά ορεινά περάσματα. «Να παρατηρείς τον Γόρδιο προσεκτικά», με διέταξε ο πατέρας πριν αναχωρήσω μαζί του. «Είναι καλός στρατιώτης, καλός ηγέ­ της. Οι άντρες του είναι σκληροτράχηλοι, αλλά τους ελέγχει α­ ποτελεσματικά. Θα μάθεις πολλά από αυτόν». Πράγματι, έμαθα περισσότερα απ' όσα μπορούσα να φαντα-

br/zav

254

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στώ. Δεν είχαν περάσει τρεις μέρες από την αναχώρησή μας, και το άλογο του Γόρδιου αφήνιασε και τον έριξε κάτω· ο διοικητής μας χτύπησε άσχημα τον ώμο του στο πετρώδες έδαφος. Η κλεί­ δα του έσπασε σαν κλαδί κι έσκισε το δέρμα του κάνοντας τον ά­ ντρα να σφαδάζει από τους πόνους, ενώ το σπασμένο άκρο τρύπησε την καρωτίδα του· μέσα σε ελάχιστη ώρα είχε πεθάνει από την α­ κατάσχετη αιμορραγία. Είχαμε μείνει χωρίς αρχηγό. Αν επιστρέ­ φαμε στη Σινώπη για να πάρουμε νέες διαταγές, θα χανόταν πο­ λύτιμος χρόνος. Δεν είχα περιθώριο για δισταγμούς, παρότι δεν μπορούσα να ξέρω αν ο πατέρας θα ενέκρινε τις ενέργειές μου. «Άντρες!» φώναξα καθώς οι επιτελείς του Γόρδιου συγκε­ ντρώνονταν γύρω μου συγκλονισμένοι. «Ο βασιλιάς με όρισε δεύ­ τερο τη τάξει μετά το στρατηγό Γόρδιο. Με το θάνατό του ανα­ λαμβάνω τη διοίκηση. Δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε άλλο ε­ δώ. Θάψτε το σώμα, για να μη φανερώσουμε τη θέση μας καί­ γοντάς το, κι ας ξεκινήσουμε». Οι άντρες δεν κινήθηκαν και ήδη άκουγα χαμηλόφωνες δια­ μαρτυρίες για την πρώτη διαταγή μου. Ο ισχυρισμός μου ότι ή­ μουν νομιμοποιημένος διοικητής τους δεν ήταν απόλυτα αληθι­ νός· μέσα στη βιασύνη να αναχωρήσουμε από τη Σινώπη δεν εί­ χε υπάρξει μέριμνα σε περίπτωση που ο στρατηγός σκοτωνόταν - και οι άντρες υποψιάζονταν ακριβώς αυτό. «Μα είναι πολύ μι­ κρός, νεαρός», σχολίασε ψυχρά ένας ψαρομάλλης εξόριστος Ρω­ μαίος. «Ούτε μάχη δεν έχει δει ως τώρα». Κάρφωσα το βλέμμα μου στον άντρα, τον οποίο και αναγνώ­ ρισα· λεγόταν Μάρκελλος και ήταν Ρωμαίος αξιωματικός του ιπ­ πικού. Ή σ υ χ ο ς άνθρωπος, όμως η αδιαμφισβήτητη ικανότητά του και η σιγουριά που απέπνεε έκανε τους άντρες να τον κοιτά­ ζουν επιδοκιμαστικά. Ήταν αποτελεσματικός ως επικεφαλής της κοόρτης των Πόντιων ιππέων που διοικούσε και δεν υπήρχε αμ­ φιβολία ότι το ίδιο θα ίσχυε και το διάστημα που υπηρετούσε στις δυνάμεις της Ρώμης, πριν αυτομολήσει σε εμάς. Το σχόλιό του ω­ στόσο αποτελούσε ευθεία αμφισβήτηση της εξουσίας μου. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπο, αλλά δεν τολμούσα να φανέρωσω το φόβο μου. Ό λ α τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω μου, όλοι οι ά­ ντρες ζύγιζαν την αντίδρασή μου. Ή τ α ν κρίσιμη στιγμή και δεν είχα την πολυτέλεια να την αφήσω να μου ξεφύγει. 'Ισιωσα την πλάτη μου και, αφού ήμουν γιος του Μιθριδάτη, το ύψος μου ή­ ταν αρκετά επιβλητικό. br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

255

«Έχω παρακολουθήσει κάθε μάχη που έδωσε ο πατέρας μου από τότε που ήμουν οχτώ χρονών, χιλίαρχε», απάντησα μεγαλό­ φωνα, καρφώνοντας πάντα με το βλέμμα τον αμφισβητία. «Σκό­ τωσα για πρώτη φορά εχθρό στη Χαιρώνεια. Υπάρχει κάποιος ά­ ντρας εδώ που να μπορεί να ισχυριστεί το ίδιο; Υπάρχει άντρας εδώ που να βγήκε ζωντανός έστω από τη Χαιρώνεια;» Ακολούθησε σιωπή. «Υπάρχει κάποιος άντρας εδώ που να μεγάλωσε από μικρός στα στρατόπεδα, που τα παιχνίδια του να ήταν τα πιόνια των στρατηγικών χαρτών, που το γάλα που βύζαξε να ήταν ξινό κρα­ σί από φλασκί πεζικάριου;» Και πάλι σιωπή, ενώ παράλληλα οι άντρες απέφευγαν το βλέμ­ μα μου. «Δε θα σας υποχρεώσω να με ακολουθήσετε», συνέχισα χα­ μηλόφωνα, πάντα κοιτάζοντας τον Μάρκελλο στα μάτια. Οι ά­ ντρες έγειραν το κορμί τους μπροστά για να ακούσουν. « Ί σ ω ς να υπάρχουν ανάμεσά σας άντρες πιο έμπειροι, πιο ικανοί από μέ­ να. Αν πιστεύετε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, ξεκινήστε αμέσως, επιστρέψτε στη Σινώπη και ζητήστε από το βασιλιά να σας ορί­ σει επικεφαλής. Δεν ξέρω αν θα σας ανταμείψει ή αν θα σας ε­ κτελέσει που δεν υπακούσατε στις διαταγές μου· αυτό είναι δικό σας ρίσκο. Ό σ ο για μένα, θα συνεχίσω για να ολοκληρώσω την αποστολή μας, και αυτό είναι το δικό μου ρίσκο. Ό σ ο ι είστε μαζί μου, ετοιμαστείτε, ξεκινάμε αμέσως». Έ ν α ς από τους άντρες πήρε το λόγο. «Είναι νέος, αλλά είναι πράγματι από βασιλική γενιά, γιος του ίδιου του βασιλιά!» «Δε στηρίζω την εξουσία μου στην καταγωγή μου», απάντησα στεγνά, κόβοντας απότομα τον ενθουσιασμό του. «Δε θα σας δια­ τάξω να με υπακούσετε όπως θα έκανε ο γιος του βασιλιά. Ακο­ λουθήστε με ελεύθερα, όπως ακολουθούσατε τον Γόρδιο· ή επι­ στρέψτε στη Σινώπη για να εξηγήσετε στο βασιλιά γιατί δεν το κά­ νατε». Στα άκουσμα αυτών των λόγων μου, ακόμη και ο χιλίαρχος Μάρκελλος, ο οποίος είχε διαφωνήσει αρχικά, έγνεψε καταφατικά και ανέβηκε ξανά στο άλογό του. Δεν υπήρξαν άλλες αντιρρή­ σεις. Μετά από μία εβδομάδα δύσκολου ταξιδιού, κυρίως κατά τη διάρκεια της νύχτας και μέσα από σχεδόν σβησμένα ορεινά μο­ νοπάτια που μόνο οι σκληροτράχηλοι ιππείς από την ποντιακή ενbr/zav

256

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

δοχώρα μπορούσαν να διακρίνουν με το φως του φεγγαριού, ο­ λοκληρώσαμε την κυκλωτική κίνησή μας. Βρεθήκαμε λοιπόν στα μετόπισθεν των λεγεώνων του Μουρήνα, πάνω που οι Ρωμαίοι έ­ καναν την εμφάνισή τους από τα αφιλόξενα βουνά όπου ζούσαν οι Τρόκμοι, λαός της ασιατικής Γαλατίας, και ετοιμάζονταν για την επικίνδυνη διάβαση του ποταμού Άλη, τα νερά του οποίου εί­ χαν φουσκώσει από τις βροχές. Μόλις οι λεγεώνες περνούσαν α­ πέναντι, ξέραμε ότι μπροστά τους ανοιγόταν ο πλατύς δρόμος που διέσχιζε την πεδιάδα στην αριστερή όχθη του ποταμού, περ­ νούσε από τις κοιλάδες της Παφλαγονίας και κατέληγε στις πύ­ λες της ίδιας της Σινώπης. Η αποστολή μας ήταν να τους παρε­ νοχλήσουμε και να καθυστερήσουμε τη διάβαση για όσο το δυ­ νατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Οι Πόντιοι ιππείς μου ήταν άριστοι σ' αυτό το έργο. Οι οδη­ γίες ήταν σχεδόν περιττές. Όταν τα μικρόσωμα άλογά τους άρ­ χιζαν να καλπάζουν, εκείνοι ήταν που με οδηγούσαν κι όχι εγώ αυτούς. Γεννημένοι και αναθρεμμένοι γι' αυτό το είδος πολέμου, οι σκληροτράχηλοι ιππείς κατέβαιναν σαν αστραπή τις απότο­ μες βραχώδεις πλαγιές του φαραγγιού που κατέληγε στο ποτάμι, κάτω από το αχνό σεληνόφως· στη διαδρομή χωρίστηκαν από μόνοι τους σε μικρότερες ομάδες των τριάντα αλόγων η καθεμία, περικυκλώνοντας το στρατόπεδο της οπισθοφυλακής, που βρι­ σκόταν αρκετά χιλιόμετρα πίσω από τον κύριο όγκο των δυνάμεων του Μουρήνα. Χιμήξαμε ανάμεσα στους κοιμισμένους λεγεωνά­ ριους σφάζοντας όποιον βρίσκαμε μπροστά μας, καταδιώκοντας και ποδοπατώντας με τα άλογα όσους επιχείρησαν να καταφύγουν στα δάση, πηδώντας από τα μικρόσωμα ζώα μας και κατεβάζο­ ντας εκείνους που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να φτάσουν στα βραχώδη στενά ή να σκαρφαλώσουν στις πλαγιές, με τους σχιστόλιθους να γλιστρούν και να φεύγουν κάτω από τα σώματά τους. Μέσα σε ελάχιστη ώρα πεντακόσιοι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι κείτο­ νταν νεκροί, χωρίς να μάθουν ποτέ την ταυτότητα του μυστηριώ­ δους ιππικού που είχε εμφανιστεί στα νώτα τους στην καρδιά της νύχτας. Το έργο μας όμως δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Το πρωί οι έφιπποι ιχνηλάτες μας κατάφεραν να φτάσουν απαρατήρητοι κο­ ντά στις κύριες δυνάμεις του Μουρήνα και να βάλουν φωτιά στα παρακείμενα δάση· ο αέρας φυσούσε προς την κατεύθυνση των Ρωμαίων, με αποτέλεσμα οι εχθροί να εγκλωβιστούν στις βραbr/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

257

χώδεις όχθες του ποταμού, καθώς η φωτιά κατέκαιγε τα πάντα πί­ σω τους. Αυτό αποτέλεσε εμπόδιο για τα κατασκευαστικά συνερ­ γεία των λεγεώνων, που δεν μπορούσαν να βρουν ξυλεία για το χτί­ σιμο της γέφυρας που προετοίμαζαν. Έ τ σ ι , αναγκάστηκαν να στείλουν ομάδες ξυλοκόπων με βαρύ οπλισμό ψηλά στον Άλη για να εφοδιαστούν με τα απαραίτητα υλικά, τα οποία στη συνέχεια έπρεπε να κατεβάσουν από το ποτάμι δένοντάς τα σαν σχεδίες. Το αποτέλεσμα ήταν η κατασκευή να καθυστερήσει πολλές μέ­ ρες και να χρειαστεί η συμμετοχή εκατοντάδων επιπλέον αντρών. Και ενόσω οι Ρωμαίοι έφτιαχναν με επιμονή και πείσμα τη γέ­ φυρα, εγώ έστειλα ομάδες επιδρομέων για να παρενοχλούν τις ρωμαϊκές γραμμές ανεφοδιασμού που έκαναν καθημερινά την εμφάνισή τους από την κορυφογραμμή των γειτονικών βουνών, φτάνοντας στο τέλος του μακρινού ταξιδιού τους από την Κιλικία. Η συνταγή της επιτυχίας για μικρής κλίμακας επιχειρήσεις με περιορισμένες διαθέσιμες δυνάμεις, όπως διαπίστωσα, ήταν να πολεμάμε μόνο τη νύχτα, όταν οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι ήταν πε­ ρισσότερο ευάλωτοι επειδή βρίσκονταν σε άγνωστα γι' αυτούς μέ­ ρη, και να υπόσχομαι στους άντρες μου ότι θα κρατούσαν όλα τα λάφυρα που θα έπαιρναν. Στη διάρκεια εκείνων των εβδομάδων που περάσαμε ολημερίς κι ολονυχτίς στις κορυφογραμμές των ο­ ροσειρών πάνω από το στρατό και τις γραμμές ανεφοδιασμού του Μουρήνα, ζήσαμε καλά, απολαμβάνοντας τροφή και προ­ μήθειες που προορίζονταν για τρεις καλοταϊσμένες ρωμαϊκές λε­ γεώνες. Ο Μουρήνας, παρότι αρχικά συγχύστηκε με τις αλλεπάλληλες καθυστερήσεις, ενίσχυσε την άμυνά του στα μετόπισθεν και τε­ λικά μας έδωσε ελάχιστη σημασία, καθώς οι ιχνηλάτες του τον εί­ χαν ενημερώσει ότι το σύνολο των δυνάμεών μας ήταν μετά βίας ίσο με το ένα τρίτο των δικών του. Μας θεώρησε ασήμαντους. «Δεν είστε τίποτα περισσότερο από μια μύγα που τον γυροφέρ­ νει», μου είπε περιφρονητικά ένας αιχμάλωτος Ρωμαίος στρα­ τιώτης όταν τον ανέκρινα. «Του στοιχίσατε μονάχα λίγες μέρες κα­ θυστέρηση πριν καταστρέψουμε το γελοίο βασίλειό σας». Γέλασα και διέταξα να ελευθερωθεί ο αιχμάλωτος επειδή έ­ δειξε γενναιότητα. Λίγες μέρες καθυστέρηση. Αυτό αρκούσε. Μόλις ειδοποιήθηκε ο πατέρας με σήματα καπνού και αγγε­ λιαφόρο ότι είχαμε πετύχει το στόχο μας, ήταν η σειρά του να α­ ναλάβει δράση. Ξεκίνησε από τη Σινώπη επικεφαλής πενήντα χιbr/zav

258

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λιάδων αντρών που ανυπομονούσαν να αποδείξουν την αξία τους. Ένας καλά εκπαιδευμένος ρωμαϊκός στρατός χρειάζεται πέντε μέ­ ρες ταχείας πορείας για να καλύψει εκατόν εξήντα χιλιόμετρα. Οι στρατιώτες του πατέρα χρειάστηκαν τρεις· φτάνοντας στον Άλη το τρίτο βράδυ της πορείας τους, οι άντρες ήταν λυσσασμένοι για μάχη. Ο πατέρας διέταξε τις δυνάμεις του να πάρουν θέσεις μέσα σε ένα πυκνό δάσος που βρισκόταν ανάμεσα σε κάτι λόφους και τον κύριο όγκο των βουνών, λίγο πιο έξω από το οπτικό πεδίο των Ρωμαίων που ήταν στην άλλη πλευρά του ποταμού. Οι άντρες μου κι εγώ είχαμε ενημερωθεί για την επικείμενη άφιξή του δυο μέρες νωρίτερα με σήματα καπνού που μας είχαν στείλει με κά­ θε προφύλαξη και είχαμε διακόψει τις επιδρομές μας, επιτρέ­ ποντας στους Ρωμαίους να προχωρήσουν στην κατασκευή της γέ­ φυρας, την οποία ολοκλήρωσαν το επόμενο πρωί μετά την άφι­ ξη των δυνάμεων του πατέρα. Οι Πόντιοι και στις δύο πλευρές του ποταμού -το ιππικό μου στη βραχώδη κορυφογραμμή πάνω από το ποτάμι και το πεζικό του πατέρα στους λόφους στην απέναντι ό χ θ η - ξύπνησαν πριν ξημερώσει από τις ρωμαϊκές σάλπιγγες και μέσα σε μία ώρα η πρώτη φάλαγγα λεγεωνάριων είχε περάσει α­ νενόχλητη το πλατύ ρεύμα του ποταμού και είχε δημιουργήσει προγεφύρωμα στην αντίπερα όχθη για να υποστηρίξει τη διάβα­ ση των υπόλοιπων δυνάμεων και εφοδίων. Κρυμμένοι σκυφτοί σ' ένα μέρος στους πρόποδες ενός λόφου, όχι σε μεγαλύτερη απόσταση απ' ό,τι χρειάζεται ένα άλογο για να λαχανιάσει τρέχοντας με όλη του τη δύναμη, οι πενήντα χιλιάδες άντρες του πατέρα παρακολουθούσαν ανυπόμονα τη μία ρωμαϊ­ κή κοόρτη μετά την άλλη να διασχίζει την πρόχειρα στημένη γέ­ φυρα. Το ιππικό μου κι εγώ περιμέναμε ακίνητοι στα υψώματα από πάνω τους, με τις πανοπλίες και τις ασπίδες μας να λαμπυ­ ρίζουν στο φως του ήλιου, παρακολουθώντας τη διάβαση από τη δική μας πλευρά. Ο πατέρας όμως, πριν δώσει επιτέλους το σύν­ θημα της εφόδου, περίμενε μέχρι να περάσουν τη γέφυρα οι μι­ σές δυνάμεις του Μουρήνα και μέχρι ο ίδιος ο στρατηγός ν' αρ­ χίσει να διασχίζει τη γέφυρα. Από τις θέσεις μας ψηλά στο βου­ νό μπορέσαμε να δούμε τη μάχη με τον τρόπο που συνήθως μό­ νο τα όρνια που πετούν διαγράφοντας κύκλους στον ουρανό μπο­ ρούν. Οι λεγεώνες κατέρρευσαν σχεδόν αμέσως. Οι Ρωμαίοι είχαν br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

259

παρατάξει την κύρια άμυνα και τους τοξότες τους προς τη λάθος κατεύθυνση, στραμμένους προς το μέρος όπου βρισκόμασταν εμείς. Αιφνιδιάστηκαν τελείως από τη μανιασμένη έφοδο του πε­ ζικού του βασιλιά στα νώτα τους. Με βροντερές κραυγές, τα τύ­ μπανα να χτυπούν ασταμάτητα και την ηχώ τους να επιστρέφει από τις βραχώδεις πλαγιές τριγύρω, πενήντα χιλιάδες άντρες πε­ τάχτηκαν όρθιοι κι άρχισαν να τρέχουν πειθαρχημένα, ένα αν­ θρώπινο κύμα που κυλούσε με ορμή απειλώντας τις έκπληκτες λε­ γεώνες, εκεί όπου ο μισός μόλις στρατός του Μουρήνα κρατούσε το προγεφύρωμα. Στο μεταξύ, οι υπόλοιπες μονάδες επιχειρού­ σαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους που ήταν στραμμένες προς τα πίσω, για να περάσουν τη γέφυρα και να βοηθήσουν τους συ­ ντρόφους τους απέναντι. Αφού κατάφεραν να αλλάξουν κατεύθυνση όπως όπως, οι ρω­ μαϊκές μονάδες που βρίσκονταν στο προγεφύρωμα έμειναν ά­ ναυδες διαπιστώνοντας ότι είχαν περικυκλωθεί από έναν ποντια­ κό στρατό παραταγμένο σε ρωμαϊκό σχηματισμό, σε εκατονταρχίες και κοόρτεις, άψογα αναπτυγμένο σε ημικυκλική διάταξη και στραμμένο προς τον ποταμό. Δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής πέρα από τα αγριεμένα νερά του ποταμού πίσω τους. Οι Ρωμαίοι πολέμησαν γενναία, αλλά δεν μπορούσαν να κά­ νουν τίποτα απέναντι στις συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις του πα­ τέρα. Εκείνο πάντως που τους στοίχισε περισσότερο ήταν η έλ­ λειψη καθοδήγησης, κι αυτό γιατί ο Μουρήνας, ο στρατηγός των λεγεώνων, είχε εγκλωβιστεί στη μέση της γέφυρας καθώς οι στρα­ τιώτες που βρίσκονταν μπροστά του, και οι οποίοι δίσταζαν να ρι­ χτούν στο χάος που επικρατούσε στην άλλη πλευρά του ποταμού, δεν του επέτρεπαν να περάσει. Ούτε προς τα πίσω μπορούσε να πάει, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή έδωσα το σύνθημα για τη δι­ κή μας επίθεση· με αλαλαγμούς και πολεμικές κραυγές, το ιππι­ κό κατέβηκε γλιστρώντας ριψοκίνδυνα πάνω στα χαλίκια της πλα­ γιάς και έπεσε πάνω στα κάρα με τα εφόδια και τις υπόλοιπες δυ­ νάμεις της οπισθοφυλακής, που δεν είχαν προλάβει ακόμη να πε­ ράσουν τη γέφυρα. Το μακελειό που ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Οι Ρωμαί­ οι κράτησαν με απίστευτη γενναιότητα τις θέσεις τους απέναντι στη μανιασμένη έφοδό μας· η θέση τους όμως ήταν απελπιστική. Τίποτα δε θα μπορούσε να αντισταθεί στη φονική ορμή του ιπ­ πικού μας, που χτυπούσε στα νώτα ταυτόχρονα με την πειθαρbr/zav

260

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

χημένη αλλά εξίσου οργισμένη προέλαση των πενήντα χιλιάδων αντρών του πεζικού που οδηγούσε ο πατέρας στην απέναντι όχθη. Με σύστημα παρέσερναν και ποδοπατούσαν τους Ρωμαίους της εμπροσθοφυλακής που είχαν αρχίσει να απελπίζονται, σφάζο­ ντάς τους έναν προς έναν ή ρίχνοντάς τους με τις πανοπλίες και όλα τα όπλα τους μέσα στα αφρισμένα νερά. Όταν πια οι δυνά­ μεις του πατέρα συναντήθηκαν με τις δικές μου στο κέντρο της γέφυρας και αντάλλαξαν τον παραδοσιακό στρατιωτικό χαιρετι­ σμό, χτυπώντας ώμο με ώμο, ούτε ένας Ρωμαίος από τους δεκα­ πέντε χιλιάδες που είχαν ξυπνήσει εκείνο το πρωί δεν είχε απο­ μείνει ζωντανός στο πεδίο της μάχης. Μετά τη σφαγή, την ώρα που τα όπλα και οι πανοπλίες που είχαμε συγκεντρώσει από τους εχθρούς στοιβάζονταν σε έναν τε­ ράστιο σωρό για να μοιραστούν στους στρατιώτες, ο χιλίαρχος Μάρκελλος ήρθε δίπλα μου πάνω στο άλογό του. Στην αρχή δεν είπε τίποτα κι εγώ έκανα ότι δεν τον είχα δει, συνεχίζοντας να δί­ νω διαταγές για να καθαρίσει ο τόπος και να μπει μια τάξη. Τε­ λικά μίλησε. «Κύριε», είπε με τα κοφτά, στρατιωτικά λατινικά του, «είμαι άντρας και έχω το θάρρος να παραδέχομαι τα λάθη μου. Σήμε­ ρα αποδείξατε τις ικανότητές σας στη μάχη. Ζητώ συγνώμη που σας αμφισβήτησα». Κράτησα το βλέμμα μου λίγο ακόμη στην όχθη του ποταμού, όπου υπήρχαν διασκορπισμένα πτώματα Ρωμαίων. Από τους θά­ μνους τριγύρω είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται αγριογούρου­ να και σκυλιά και να χώνουν τα ρύγχη τους στα σώματα διεκδι­ κώντας το μερίδιό τους από τα λάφυρα. Έ δ ω σ α διαταγή να στοι­ βαχτούν οι νεκροί σε έναν ομαδικό τάφο και να καούν. Ήταν ζή­ τημα τιμής· κανείς, ούτε καν Ρωμαίος, δεν αξίζει να φαγωθεί α­ πό γουρούνια.'Υστερα στράφηκα προς τον Μάρκελλο. «Οι αμφιβολίες σου ήταν κατανοητές, χιλίαρχε, και η στάση σου αξιέπαινη. Τις ίδιες ερωτήσεις θα είχα κάνει κι εγώ αν ήμουν στη θέση σου. Θέλω να πιστεύω όμως ότι στο μέλλον δε θα υ­ πάρχουν αμφιβολίες προς το πρόσωπό μου. Ενδεχομένως να ε­ κληφθούν ως έλλειψη πίστης. Κι αυτό δεν πρόκειται να το ανε­ χτώ». «Όχι, κύριε», απάντησε. «Δε θα υπάρξουν άλλες αμφιβολίες». Κατηύθυνε το άλογό του να στρίψει και έφυγε για να αναλάβει προσωπικά το συντονισμό της επιχείρησης καθαρισμού. br/zav

Ο ΕΧΘΡΟΣ Τ Ο Υ Ε Χ Θ Ρ Ο Υ ΜΟΥ

261

«Ενηλικιώθηκες λοιπόν», είπε μια βαθιά φωνή. Γύρισα και εί­ δα τον πατέρα πάνω στο άλογό του, πίσω μου ακριβώς. Είχε α­ κούσει τη συζήτηση μου με τον Μάρκελλο. «Ανέλαβες τη διοίκηση ολόκληρης μονάδας πεζικού, με βετε­ ράνους Ρωμαίους αξιωματικούς για επιτελείς», συνέχισε. Τα λό­ για του δε μαρτυρούσαν ένταση, όχι όμως και το πρόσωπό του. Από την άλλη, τα μάτια του πετούσαν φλόγες. «Ο Αλέξανδρος ήταν μικρότερος όταν ανέλαβε τη διοίκηση ο­ λόκληρης στρατιάς», του απάντησα. Ο πατέρας δε χαμογέλασε. «Και ακριβώς όπως πρέπει να κά­ νει ένας γνωστικός διοικητής», είπε, «απαίτησες απόλυτη αφο­ σίωση από τους υφισταμένους σου. Κέρδισες την υπακοή τους και, κρίνοντας από το μέγεθος των σάκων με τα λάφυρα που πή­ ραν, τους αντάμειψες πλουσιοπάροχα». «Πράγματι». «Και ποια θα είναι η δική σου ανταμοιβή που ανέλαβες τη δι­ οίκηση χωρίς την έγκρισή μου;» Ο σαρκαστικός του τόνος με ενόχλησε. «Ο θάνατος του Γόρ­ διου ήταν τραγικός, κάποιος όμως έπρεπε να αναλάβει τη διοί­ κηση. Δεν είχαμε χρόνο να επιστρέψουμε για νέες διαταγές...» Κατέβασε την πελώρια γροθιά του με τόση δύναμη στο μηρό του, που το άλογο τινάχτηκε. «Κάποιοι θα ονόμαζαν την κίνηση αυτή ανταρσία», είπε με το πρόσωπο σφιγμένο. «Ανταρσία!» ξέσπασα. «Έσωσα το σχέδιο της επίθεσης που είχες καταστρώσει και η επίθεσή σου έσωσε τον Πόντο! Και με κατηγορείς για ανταρσία;» «Δε σε κατηγορώ για τίποτα», απάντησε με συγκρατημένο τό­ νο. «Για την ακρίβεια, σε συγχαίρω, γιατί έκανες αυτό ακριβώς που θα είχα κάνει κι εγώ στη θέση σου». Έγνεψα χωρίς να μιλήσω και έκανα να στρίψω το άλογό μου, όμως ο πατέρας άπλωσε το χέρι του και άρπαξε τα γκέμια μου κολλώντας το άλογό μου στο δικό του. Με την κίνησή μου να φύ­ γω χωρίς την άδειά του τον είχα αντιμετωπίσει ως ίσο· βαρύτατο σφάλμα. «Φαρνάκη», μου είπε χαμηλόφωνα κοιτάζοντάς με αυστηρά. «Πιστεύω ακράδαντα ότι στο μυαλό σου είχες το συμφέρον του βασιλιά όταν ανέλαβες τη διοίκηση του ιππικού. Ό π ω ς εσύ, έτσι κι εγώ απαιτώ απόλυτη αφοσίωση και υπακοή από τους υφιστα­ μένους μου. Και να θυμάσαι αυτό: Δεν κάνω καμία εξαίρεση». br/zav

262

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Κράτησε τα ανέκφραστα γκρίζα μάτια του καρφωμένα πάνω μου για λίγο κι έπειτα γύρισε με το άλογό του και έφυγε. Τον παρα­ τηρούσα να απομακρύνεται, θυμωμένος και ταραγμένος. Η ιστορία, όπως λένε, γράφεται από τους νικητές, κι αυτό ε­ ξηγεί το γιατί οι Ρωμαίοι ιστορικοί ελάχιστα έχουν να πουν για την πανωλεθρία του Μουρήνα στη μάχη του Άλη. Από τους δε­ καπέντε χιλιάδες Ρωμαίους στρατιώτες που είχαν ξεκινήσει από την Κιλικία γι' αυτή την τρίτη επιδρομή στο εσωτερικό του Πό­ ντου μόνο ο Μουρήνας κατόρθωσε να επιστρέψει, μισοπεθαμέ­ νος, στη ρωμαϊκή Φρυγία αρκετές εβδομάδες αργότερα. Είχε κα­ ταφέρει να γλιτώσει βγάζοντας την πανοπλία του και βουτώντας στο νερό από τη γέφυρα, κολυμπώντας μέχρι να βρεθεί σε α­ σφαλές μέρος, μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω· μπόρεσε μάλιστα, εκμεταλλευόμενος κάποια γεγονότα, να οργανώσει θριαμβευτική υποδοχή για την επιστροφή του στη Ρώμη, λόγω των επιτυχιών των προηγούμενων επιδρομών του. Το οποίο καταδεικνύει ότι μια συντριπτική ήττα μπορεί να εί­ ναι εξίσου χρήσιμη με μια νίκη για να εξασφαλίσει κάποιος τι­ μές και δόξα για τον εαυτό του, με την προϋπόθεση να μην έχει επιζήσει κανείς άλλος μάρτυρας για να πει την αλήθεια.

br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

Τώρα δυνάστης η Ασέβεια κι aπ' τους ανθρώπους η Αρετή παραπεταμένη· η Ανομία τους νόμους νικά κι οι άνθρωποι μαζί δεν αγωνίζονται μπας και κανένας θεός τους φθονήσει. - ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ *

* Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Αυλίδι, σειρά «Οι Έλληνες», μτφ. Κ. Γεωργουσόπουλος, εισ. σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, 1992, στίχ. 1092-1097. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

ΤΟΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ χρόνο της ζωής τους οι περισσό­ τεροι άνθρωποι που κράτησαν στα χέρια τους εξουσία είναι, αν όχι νεκροί, τουλάχιστον από καιρό στη σύνταξη, περνώντας όλο το χρόνο τους φροντίζοντας τα κτήματά τους, καλλιεργώντας ά­ φθονα γλυκά σταφύλια και ανατρέφοντας τα εγγόνια τους. Ο πα­ τέρας δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πράγματι, αν δεν υ­ πήρχαν τα κρατικά αρχεία που μαρτυρούσαν ότι βρισκόταν ήδη στο θρόνο του Πόντου τριάντα εφτά ολόκληρα χρόνια, θα μπο­ ρούσε κανείς να τον κάνει είκοσι χρόνια νεότερο ή να θεωρήσει ότι είχε ανακαλύψει την πηγή της νεότητας. Η κορμοστασιά του ήταν απαράλλαχτη· αντί τα χρόνια να τον βαρύνουν, ο πατέρας κρατούσε ακόμη την πλάτη του ολόισια όπως οι στρατιώτες. Οι μύες του δεν είχαν χάσει τίποτα από το σφρίγος τους ούτε οι ώ­ μοι και η πλάτη του τη δύναμη και την ευθύτητά τους. Τα μαλ­ λιά του ήταν το ίδιο καστανά και μακριά με τη χαίτη των νεανι­ κών του χρόνων, ενώ ξεπερνούσε σε ταχύτητα και ευελιξία ακό­ μη και τους επαγγελματίες παλαιστές που περιόδευαν από πόλη σε πόλη. Οι ικανότητές του στην ιππασία και την τοξοβολία πα­ ρέμεναν θρυλικές και όσο αφορά το χάρισμα του λόγου δεν υ­ πήρχε όμοιος του· ήταν ικανός τόσο να αναλύει λεπτά φιλοσοφι­ κά ζητήματα όσο και να παροτρύνει σαν μουλαράς τους στρα­ τιώτες του στην εκπαίδευση· για να μην αναφερθώ στα τολμηρά αστεία που ήξερε να λέει σε κάθε ασιατική διάλεκτο, τα οποία α­ ποτελούν τη μεγαλύτερη απόδειξη της ευχέρειας που έχει κανείς σε μια γλώσσα. Μόνο τα χέρια του φανέρωναν ότι ήταν άνθρω­ πος και όχι θεός, καθώς δεν ήταν χέρια θεού, ούτε καν βασιλιά, αλλά αντίθετα χέρια ενός απλού στρατιώτη: οι αρθρώσεις ήταν όλο ουλές, οι παλάμες τραχιές και σκληρές σαν ξύλο βαλανιδιάς από τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε με τα όπλα και τα εργα-

br/zav

266

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λεία. Τα σαρκώδη σημεία στις παλάμες του ήταν γεμάτα κάλους, η βρομιά είχε ποτίσει τα σκασίματα σε τέτοιο βαθμό, που ήταν αδύνατο να φύγει. Τα χέρια του ήταν ο χάρτης που πάνω του έ­ βλεπες κάθε ταξίδι που είχε κάνει, κάθε νίκη και κάθε ήττα που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Ο άνθρωπος ήταν αγέραστος, τον είχαν κάνει αθάνατο τα α­ ντίδοτα που του ετοίμαζε καθημερινά ο Παπίας. Αλλά και ο ηλι­ κιωμένος φαρμακολόγος παρέμενε ακμαίος και δραστήριος· πρέ­ πει να ήταν αιωνόβιος, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν σε μένα, αλ­ λά είχε τη ζωντάνια ανθρώπου πολλές δεκαετίες νεότερου. Αντι­ μετώπιζε το έργο του με τη σοβαρότητα που άρμοζε στη δύναμη που κρατούσε στα χέρια του, με τη σοβαρότητα που αντιμετώπι­ ζα κι εγώ τα καθήκοντά μου, τα οποία ξαφνικά αυξήθηκαν κατά πολύ, όταν ο πατέρας με προήγαγε, παρά το νεαρό της ηλικίας μου, στο βαθμό του αρχιστράτηγου, αναγνωρίζοντας τη συμβολή μου στην έκβαση της μάχης στον ποταμό Άλη πέντε χρόνια πριν. Πλέον ήμουν γενικός διοικητής του ποντιακού ιππικού, του ι­ σχυρότερου όπλου στο στρατό μας. Τον πεντηκοστό όγδοο χρόνο της ζωής του πατέρα το βασίλειό του επίσης ευημερούσε, μετά το τέλος του δεύτερου πολέμου με τη Ρώμη· τα λάφυρα που είχε κλέψει ο Μουρήνας είχαν ανακτη­ θεί και οι αρχικοί όροι της Συνθήκης της Δαρδάνου είχαν επικυ­ ρωθεί εκ νέου, αυτή τη φορά με την επίσημη σφραγίδα της ρω­ μαϊκής Συγκλήτου. Ο ετεροθαλής αδερφός μου, ο Μαχάρης, α­ ποδεικνυόταν αποτελεσματικός κυβερνήτης του μακρινού βασι­ λείου του Βοσπόρου, παρά το γεγονός ότι δεν έδειχνε έφεση στον πόλεμο. Και οι πειρατικοί στόλοι, αν και ημιαυτόνομοι, εξακο­ λουθούσαν να ακολουθούν τις διαταγές του πατέρα με αρκετή α­ κρίβεια ώστε να θεωρούνται από όλους το προσωπικό ναυτικό του. Είχαν υπό τον έλεγχο τους όχι μόνο τον Ελλήσποντο και τον Βόσπορο, αλλά κυριολεκτικά ολόκληρη τη Μεσόγειο, από την Ισπανία μέχρι τη Συρία. Ούτε ένα πλοίο δεν μπορούσε να περά­ σει, ούτε ένας Ρωμαίος συγκλητικός δεν μπορούσε να ταξιδέψει χωρίς να ενημερωθεί ο τοπικός διοικητής της μοίρας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και να δοθούν διαταγές ή να λεηλατήσουν και να βυθίσουν το πλοίο ή να το αφήσουν να φύγει ανενόχλητο. Τα εδάφη της Ρώμης μπορεί να ήταν αχανή, αν όμως υπολόγιζε κα­ νείς τον έλεγχο που ασκούσε ο πατέρας στις ανοιχτές θάλασσες, η αυτοκρατορία του ήταν ακόμη μεγαλύτερη. br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ Σ Τ Ο Τ Ι Π Ο Τ Α

267

Η τύχη της Ρώμης παρέμενε αβέβαιη, καθώς το αποτέλεσμα του Συμμαχικού Πολέμου δεν είχε οριστικοποιηθεί· και δεδομέ­ νου ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ εκδίκηση για τον Εσπερινό της Εφέ­ σου, πριν από χρόνια, η ανάμνηση εκείνου του γεγονότος ήταν α­ κόμη συνεχής πηγή οργής και αιτημάτων για αντίποινα στις τά­ ξεις της Συγκλήτου. Πράγματι, κάθε πρόβλημα που αντιμετώπι­ ζε η Ρώμη σε οποιοδήποτε σημείο της επικράτειάς της το απέδι­ δαν στον Μιθριδάτη. Είχαν επαναστατήσει οι Θράκες στον Άνω Δούναβη; Σίγουρα τους πλήρωνε ο Μιθριδάτης, ωρύονταν οι συ­ γκλητικοί, ζητώντας το κεφάλι του πατέρα. Έλλειψη σιτηρών στην Αίγυπτο; Οι Ρωμαίοι ήταν βέβαιοι ότι οι προμήθειες είχαν πέσει στα χέρια των πειρατών του Μιθριδάτη και οι δρόμοι της Ρώμης γέμιζαν μαινόμενα πλήθη που καταριόνταν το όνομα του πατέ­ ρα. Πίσω από κάθε αναποδιά έβλεπαν ποντιακές μηχανορρα­ φίες. Για τη Ρώμη ο πατέρας ήταν πληγή, φόβητρο για τα παιδιά και τους μεγάλους, μια μυστηριώδης, αόρατη απειλή· οι δολο­ φόνοι και τα φαρμάκια του βρίσκονταν ταυτόχρονα παντού, όμως πουθενά που να μπορούν να πέσουν στα χέρια της Ρώμης. Απο­ τελούσε απειλή για την εξουσία της Ρώμης, ακόμη και για την ί­ δια την ύπαρξή της. Η απλή αναφορά του ονόματός του ήταν ι­ κανή να ξεσηκώσει ολόκληρη την πόλη. Οι περισσότερες κατη­ γορίες ήταν εξόφθαλμα αβάσιμες, κάποιες από αυτές όμως στη­ ρίζονταν σε γεγονότα, τουλάχιστον σε αρκετό βαθμό ώστε να γί­ νονται πιστευτές και οι υπόλοιπες. Ο πατέρας απολάμβανε το ρό­ λο του. Ωστόσο υπήρχαν σύννεφα στον ορίζοντα, καθώς εκείνος ο πε­ ντηκοστός όγδοος χρόνος δεν ήταν συνηθισμένος. Εκείνη τη χρο­ νιά συνέβη ένα ανεπανάληπτο γεγονός, το οποίο αποδείχτηκε κα­ θοριστικό για την υπόλοιπη ζωή του, και μαζί για την υπόλοιπη πορεία του ίδιου του Πόντου. Εκείνο το χειμώνα πέθανε ένας άντρας που είχε ταλαιπωρή­ σει καιρό τον πατέρα, ο βασιλιάς Νικομήδης της Βιθυνίας. Κα­ νονικά ο θάνατος ενός ανταγωνιστή και εχθρού θα ήταν αφορμή για πανηγυρισμούς. Πραγματικά, ο πατέρας χάρηκε, όμως μόνο για ένα βράδυ. Η ικανοποίησή του δεν κράτησε περισσότερο, κα­ θώς ο Νικομήδης, φοβούμενος ότι η ανίσχυρη χώρα του δε θα κα­ τόρθωνε να παραμείνει ανεξάρτητη, είχε αποφασίσει στο νεκροκρέβατό του να μην κληροδοτήσει το βασίλειο του σε κάποιον α­ πό τους σκόρπιους γιους του. Η τελευταία του πράξη ως βασιλιά br/zav

268

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πριν παραδώσει το πνεύμα του ήταν να αφήσει ολόκληρο το βα­ σίλειό του στη Ρώμη. Οι συνέπειες θα ήταν ανυπολόγιστες. Έ ν α ς ρωμαϊκός στόλος, με βάση την Ηράκλεια, το μεγαλύτερο λιμάνι της Βιθυνίας στη Μαύρη Θάλασσα, θα είχε τη δυνατότητα να ανοίξει τις πολύτι­ μες θαλάσσιες οδούς που περνούσαν από τον Ελλήσποντο και που επί του παρόντος ελέγχονταν από τον Πόντο. Αυτή η εξέλι­ ξη θα πρόσφερε στη Ρώμη απρόσκοπτη πρόσβαση από τη Μαύ­ ρη Θάλασσα στη Μεσόγειο, τόσο για εμπορικούς όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς, καθιστώντας ολόκληρη τη βόρεια επι­ κράτειά μας ευάλωτη στις επεκτατικές διαθέσεις των Ρωμαίων. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες που θα έπαιρναν θέση στη Βιθυνία θα είχαν εύκολη πρόσβαση στον Πόντο μέσω της επίπεδης παραλιακής ζώνης και άρα τη δυνατότητα να εισβάλουν στην καρδιά του βα­ σιλείου μας που ευημερούσε, καθώς για δεκαετίες είχε παραμεί­ νει ασφαλές από επιδρομές και λεηλασίες. Χάρη στην πρόσκλη­ ση του Νικομήδη οι Ρωμαίοι σύντομα θα βρίσκονταν έξω από την πόρτα μας. Ή τ α ν απόλυτη ανάγκη να ανακαταλάβουμε τη Βιθυνία πριν από την άφιξη του ρωμαϊκού στόλου, διαφορετικά όλες οι ελπί­ δες για μια μελλοντική αυτοκρατορία θα χάνονταν. Ήταν μια κίνηση απελπισίας. Αν κερδίζαμε, θα προσαρτού­ σαμε απλώς τη Βιθυνία, ένα βασίλειο που ο πατέρας είχε ήδη κα­ τακτήσει στο παρελθόν και που ελάχιστη αξία είχε, αφού οι πε­ ρισσότεροι θησαυροί της είχαν λεηλατηθεί. Αν χάναμε όμως, δε θα υπήρχε καμία πιθανότητα να επιστρέψουμε στο καθεστώς της Συνθήκης της Δαρδάνου ή οποιασδήποτε ανάλογης συμφωνίας. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος δε θα ήταν διατεθειμένη να συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο από την καταστροφή του Πόντου και το κε­ φάλι του πατέρα. Ο κίνδυνος ήταν τεράστιος, τα ενδεχόμενα κέρ­ δη μικρά, αλλά ακόμη κι αυτό ήταν προτιμότερο από το να πε­ ριμένουμε τους Ρωμαίους να εγκατασταθούν ανενόχλητοι στη νέα επαρχία τους και στη συνέχεια να κατακτήσουν τον Πόντο με την άνεσή τους. Ο πατέρας πέρασε το χειμώνα εκείνο προετοιμάζοντας το στρατό του. Συγκέντρωσε δεκαέξι χιλιάδες ιππείς ακόμη από τις περσικές φατρίες της ενδοχώρας, ο καθένας από τους οποίους μπορούσε να βάλει κάτω δέκα από τους άπειρους έφιππους μι­ σθοφόρους που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι στη μάχη. Στρατοbr/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

269

λογήθηκαν εκατόν σαράντα χιλιάδες πεζικάριοι που εκπαιδεύ­ τηκαν από τους Ρωμαίους εξόριστους που βρίσκονταν στην υπη­ ρεσία μας, ώστε να πολεμούν στους ευέλικτους σχηματισμούς που συνιστούσαν το μεγάλο πλεονέκτημα των ρωμαϊκών λεγεώνων. Εκτός από αυτές τις δυνάμεις, ο πατέρας είχε συμμάχους δεκά­ δες φυλές που τον ενίσχυαν παρέχοντάς του αμέτρητους σκαπα­ νείς, βαστάζους, σιτιστές, σιδεράδες, ξυλουργούς και βοηθητικό προσωπικό κάθε είδους που χρειάζεται σε ένα στρατό. Προκει­ μένου να ανακουφίσει τις φυλές από τα προβλήματα που θα α­ ντιμετώπιζαν με την απουσία τόσων πολλών μελών τους, ο πατέ­ ρας διένειμε δύο εκατομμύρια μεδίμνους* σιτάρι -πραγματικά α­ σύλληπτη ποσότητα-, τους οποίους και έστειλε άμεσα από τις βα­ σιλικές αποθήκες της Σινώπης στις παραλιακές πόλεις του Πό­ ντου. Ο Μάριος και η ρωμαϊκή λεγεώνα του αποτελούσαν ακόμη τον πυρήνα της τεράστιας στρατιάς· στο στρατόπεδο του Άρη εμ­ φανίστηκαν εκατό δρεπανηφόρα άρματα επιπλέον, προκειμένου να τονώσουν το ηθικό των αντρών με τις τρομερές λεπίδες τούς, αν και ο πατέρας αρνήθηκε να τα χρησιμοποιήσει ξανά στη μά­ χη. Την επόμενη άνοιξη ο στρατός κατευθύνθηκε στα βουνά της ενδοχώρας για περαιτέρω εκπαίδευση και μία ακόμη θυσία στο Στράτιο Δία, τον Ηγέτη των Στρατών.

* Ελληνικό μέτρο χωρητικότητας των στερεο5ν και ειδικότερα των σιτηρών. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

ΙI

Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΒΑΔΙΣΕ με κατεύθυνση προς τα νοτιοδυτικά κατά μήκος των ακτών και διέσχισε τα σύνορα με τη Βιθυνία χωρίς να συ­ ναντήσει ούτε καν ένα τσούρμο αλητάκια να πετάξουν πέτρες, πόσω μάλλον ένα ρωμαϊκό στρατό. Λίγο έξω από τις ακτές ο πει­ ρατικός στόλος ακολουθούσε την πορεία μας, ενώ μια μοίρα γρή­ γορων πολεμικών πλοίων είχε αναλάβει τη διατήρηση της επι­ κοινωνίας με τη Σινώπη, τον Μαχάρη στο Βορρά και τις διάφο­ ρες φρουρές στα παράλια. Την παραμονή της άφιξής μας στην Ηράκλεια η φρουρά και οι άρχοντες της πόλης την εγκατέλει­ ψαν το ίδιο έκαναν και τα ρωμαϊκά πολεμικά πλοία που είχαν σταλεί πρόσφατα εκεί για να αναλάβουν τη διοίκηση του ναυαρ­ χείου των Βιθυνών, καταφεύγοντας νοτιότερα στις ασιατικές α­ κτές, στην οχυρή πόλη της Χαλκηδόνας στον Βόσπορο. Παρότι οι λιμενικές εγκαταστάσεις της Χαλκηδόνας δε συγκρίνονταν ού­ τε κατά διάνοια με το εξαιρετικό λιμάνι της Ηράκλειας, επέτρε­ παν ωστόσο στους Ρωμαίους να κλείσουν το πέρασμα που ένωνε τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο. Αφού πρώτα αφήσαμε στους στρατιώτες να λεηλατήσουν την Ηράκλεια, συνεχίσαμε την πορεία μας. Επόμενος στόχος μας ήταν η πρωτεύουσα της Βιθυνίας, η Νι­ κομήδεια. Η ρωμαϊκή φρουρά που είχε εγκατασταθεί εκεί δεν πρόβαλε ιδιαίτερη αντίσταση και η πόλη έπεσε σύντομα στα χέ­ ρια μας. Εκεί χάσαμε την ευκαιρία να σημειώσουμε και δεύτερη σημαντική επιτυχία, καθώς ο Ρωμαίος ανθύπατος Μάρκος Αυ­ ρήλιος Κόττας, ο οποίος έμεινε στην πόλη μέχρι την τελευταία στιγμή προσπαθώντας να οργανώσει τακτική υποχώρηση, κατά­ φερε να περάσει από τις γραμμές μας λίγο πριν κυκλώσουμε την πρωτεύουσα. Ό π ω ς είχε συμβεί και στην Ηράκλεια, όλοι οι ση­ μαίνοντες πολίτες κατέφυγαν στη Χαλκηδόνα, αφήνοντας πίσω

br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

271

τους τα πλούτη της πόλης, μεταξύ των οποίων και το θησαυρο­ φυλάκιο του νεκρού βασιλιά. Προς μεγάλη μας έκπληξη, βρή­ καμε αμύθητα ποσά· φαίνεται ότι ο Νικομήδης συγκέντρωνε τα πλούτη του αρκετές δεκαετίες, ενώ στους Ρωμαίους αφέντες του έλεγε ότι το βασίλειο του ήταν πάμφτωχο. Με τα λάφυρα αυτά ο πλούτος του πολεμικού ταμείου του πατέρα πολλαπλασιάστηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες, και οι μάχες δεν είχαν ακόμη αρχίσει. Ο τελικός στόχος πλέον ήταν προφανής: όλοι οι δρόμοι οδη­ γούσαν στη Χαλκηδόνα. Όταν φτάσαμε στις παρυφές αυτής της πόλης, αρκετές μέρες αργότερα, εγκαταστήσαμε το στρατηγείο μας σε έναν ψηλό λό­ φο στα ανατολικά απ' όπου βλέπαμε τα τείχη της πόλης καθώς και ολόκληρη την πλευρά των ευρωπαϊκών ακτών των Στενών του Βοσπόρου, με την Προποντίδα στο Νότο και τη Μαύρη Θάλασ­ σα στο Βορρά. Ο ρωμαϊκός στόλος, υπό τη διοίκηση του ναυάρ­ χου Νούδου, ήταν αραγμένος μέσα στο λιμάνι της πόλης, αν και δε θα ήταν εύκολο να καταλάβουμε τα πλοία από τη θάλασσα. Κα­ τά μήκος της στενής εισόδου είχε τοποθετηθεί μια βαριά χάλκι­ νη αλυσίδα για να εμποδίσει την πρόσβαση του ποντιακού στό­ λου και στους απότομους λόφους που ορθώνονταν τριγύρω είχαν εγκατασταθεί μεγάλοι καταπέλτες με βεληνεκές ικανό να καλύ­ ψει ολόκληρο το λιμάνι, σε περίπτωση που οι πολεμιστές μας στη θάλασσα κατόρθωναν με κάποιο τρόπο να κόψουν την αλυσίδα. Τα τριακόσια μεγάλα πολεμικά πλοία του στόλου μας αγκυρο­ βόλησαν λίγο έξω από το χώρο που κάλυπταν οι καταπέλτες και παρακολουθούσαν με προσοχή τα σήματα που κάναμε από το λόφο με πυρσούς για να τους ενημερώνουμε για τις κινήσεις μας. Οι πολεμιστές στα πλοία και οι βαλλίστρες πάνω σ' αυτά είχαν ε­ τοιμαστεί και περίμεναν. Αναπτύξαμε ολόκληρο τον ποντιακό στρατό σε μια εκθαμβω­ τική παράταξη, αναδεικνύοντας τον πλούτο και τη δύναμή μας. Οι αρχηγοί των σκληροτράχηλων ορεσίβιων ιππέων περιφέρο­ νταν πάνω στα πολεμικά τους άτια και επιδείκνυαν τις αριστοτε­ χνικά σφυρηλατημένες πανοπλίες τους, ενώ οι πεζικάριοι παρα­ κολουθούσαν με θαυμασμό, ξεσπώντας σε ζωηρές επευφημίες ό­ ταν έκανε την εμφάνισή του το τάγμα των δρεπανηφόρων αρμά­ των που είχε συνοδεύσει το στρατό ως αυτό το σημείο. «Ας τους προσφέρουμε λίγο θέαμα πρώτα», είπε ο πατέρας στους στρατηγούς του όπως στεκόμασταν στην κορυφή του λόφου br/zav

272

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

παρατηρώντας την πόλη, γύρω στα τρία χιλιόμετρα πιο κάτω. «Ο Κόττας έχει λιγοστούς Ρωμαίους στρατιώτες, τις φρουρές της Ηράκλειας και της Χαλκηδόνας μόνο. Οι υπόλοιποι άντρες του είναι στρατολογημένοι πολίτες της Κυζίκου από το Νότο - τεχνί­ τες και τσαγκάρηδες. Ας τους φοβίσουμε λίγο. Η Χαλκηδόνα θα πέσει σαν λαβωμένη από σαΐτα πάπια». Γνέψαμε καταφατικά. Το σχέδιο ήδη έφερνε αποτελέσματα. Δεν είχαμε προλάβει να ολοκληρώσουμε τη συζήτησή μας, όταν άνοιξαν οι τεράστιες πύλες και ο ίδιος ο Κόττας έκανε την εμ­ φάνισή του έχοντας πλάι του ένα Ρωμαίο αξιωματικό που φο­ ρούσε μια πλούσια επίσημη στολή. Τους συνόδευε μια μικρή έ­ νοπλη φρουρά. «Ποιος είναι ο αξιωματικός δίπλα στον Κόττα;» ρώτησα. «Μάλλον ο ναύαρχος Νούδος», απάντησε ο πατέρας. Γέλασα πνιχτά. «Αστειεύεσαι... Είναι δυνατό οι Ρωμαίοι να έ­ χουν τέτοια έλλειψη οικογενειακών ονομάτων ώστε να καταλήξουν στο Νούδος*; Θα τον κάνουμε να φανεί αντάξιος του ονόματος του - βλέπεις πώς περπατάει με ακάλυπτα τα νώτα του στους το­ ξότες μας;» Ο πατέρας γέλασε με τη σειρά του. «Χα! Ώ σ τ ε θυμάσαι ακό­ μη τα λατινικά σου! Στοιχηματίζω ότι έρχεται για να μας παρα­ δώσει την πόλη». Ωστόσο σπάνια κατέγραψε η ιστορία περίπτωση ρωμαϊκού στρατού που να παραδόθηκε έτσι απλά. Η τακτική υποχώρηση ήταν ίσως μια επιλογή, ποτέ όμως η άμεση παράδοση μπροστά στο ενδεχόμενο πολιορκίας. Πράγματι, λίγο πιο πίσω από τον Νούδο και τον Κόττα ερχόταν ολόκληρος ο στρατός της Χαλκη­ δόνας, συμπεριλαμβανομένων των κληρωτών από την Κύζικο που πρόσφατα είχαν ενωθεί μαζί τους· επρόκειτο για το πολύ είκοσι χιλιάδες συνολικά, λιγότερους από το ένα πέμπτο των δυνάμεών μας, όμως όπως κι εμείς φορούσαν τις καλύτερες στολές τους. Ο στρατός προχωρούσε αποφασιστικά στο λιθόστρωτο δρόμο και αρκετές φορές χανόταν από τα μάτια μας όταν περνούσε πίσω α­ πό τα αμέτρητα κτίρια και τους περιτοιχισμένους κήπους των προαστίων όπου έμεναν οι εύποροι πολίτες, φτάνοντας στο τέλος της κατοικημένης περιοχής. Οι στρατιώτες μας σταμάτησαν κά­ θε δραστηριότητα, ακόμη και να μιλάνε, για να παρακολουθήσουν Λογοπαίγνιο με τη λέξη Nudus (Νούδος), που στα λατινικά σημαίνει γυμνός. (Σ.τ.Μ.)

br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

273

αυτό το εκπληκτικό θέαμα. Σίγουρα οι Ρωμαίοι δεν αγνοούσαν το μέγεθος του στρατού μας, αφού οι άντρες μας έκαναν παρέλαση μπροστά τους εδώ και μισή μέρα, ενώ οι λόφοι είχαν μαυρίσει α­ πό τους στρατιώτες μας που είχαν παραταχθεί εκεί σε πυκνούς σχηματισμούς. Ό μ ω ς ακόμη και ο πατέρας γούρλωσε τα μάτια του βλέποντας τους εχθρούς να παίρνουν ήρεμα θέσεις μάχης στην πλατιά επίπεδη πεδιάδα ανάμεσα στα προάστια και τις θέ­ σεις μας στους λόφους. «Ανόητοι», μουρμούρισε. «Ο Κόττας ελπίζει σε επανάληψη της Χαιρώνειας εδώ, νομίζει ότι μπορεί να νικήσει ένα στρατό που έχει συντριπτική αριθμητική υπεροχή. Ηλίθιοι! Έ χ ω περισσότε­ ρους Ρωμαίους στο στρατό μου απ' ό,τι έχει αυτός σ' ολόκληρες τις ασιατικές ακτές!» «Μη βιαστείς», τον συμβούλευσα. «Μπορεί να ετοιμάζουν ε­ νέδρα. Δεν ξέρουμε πόσοι ακόμη στρατιώτες μπορεί να κρύβο­ νται μέσα στα τείχη της πόλης». Γύρισε και με κοίταξε. «Συνετή σκέψη», είπε απλά. «Αλλά δε θα τους δώσουμε το χρόνο για να φέρουν ενισχύσεις». Με ένα του νεύμα η λεγεώνα των Ρωμαίων εξόριστων που εί­ χε τοποθετηθεί στην προφυλακή του τεράστιου στρατού του έ­ βγαλε μια ιαχή. Με το ρυθμό των πολεμικών τυμπάνων, οι στρα­ τιώτες του ποντιακού στρατού άρχισαν να βαδίζουν στο ρωμαϊκό παλμό, αδυσώπητοι και ασταμάτητοι, με τις ασπίδες τους να α­ κολουθούν τον υπνωτικό πυρρίχιο βηματισμό που κάθε Ρωμαίος στρατιώτης, από τους εφέδρους μέχρι τους χιλίαρχους, μαθαίνει από την πρώτη του μέρα στις λεγεώνες. Το μήνυμα που έστελνε ο πατέρας στον Κόττα και τον Νούδο ήταν σαφές: ο στρατός που αντιμετώπιζαν δεν ήταν ένα συνονθύλευμα νεοσυλλέκτων από κά­ ποιες ξυπόλυτες φυλές που εξαναγκάστηκαν να έρθουν εδώ με α­ πειλές. Μπροστά τους είχαν ένα ρωμαϊκό στρατό, ένα ρωμαϊκό στρατό εξίσου γνήσιο και καλά εκπαιδευμένο με το δικό τους· και αυτός ο στρατός θα ποδοπατούσε τους δικούς τους είκοσι χι­ λιάδες νεοσυλλέκτους πριν δύσει ο ήλιος. Θέλοντας να βάλει την προσωπική του σφραγίδα στην επίθε­ ση, ο πατέρας έκανε νόημα στον Κρατερό, ο οποίος γέλασε πλα­ τιά, κατέβασε την προσωπίδα της περικεφαλαίας του και μ' ένα βρυχηθμό έδωσε εντολή στους ηνίοχους των δρεπανηφόρων αρ­ μάτων να κινηθούν. Καλπάζοντας ξέφρενα, πέρασαν ανοιχτά α­ πό την αριστερή πτέρυγα της λεγεώνας των Ρωμαίων εξορίστων br/zav

274

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

που συνέχιζε την προέλαση της· τα άρματα πήραν θέση στο κέ­ ντρο του μετώπου, περνώντας ανάμεσα το ένα από το άλλο σε μια ιλιγγιώδη, άψογα συγχρονισμένη επίδειξη τεχνικής και α­ κρίβειας, ενώ τα δρεπάνια άστραφταν και βούιζαν απειλητικά πλησιάζοντας τα στρατεύματα του Νούδου που περίμεναν στην πεδιάδα. Ακόμη κι απ' αυτή την απόσταση μπορούσαμε να δια­ κρίνουμε την ταραχή στις εχθρικές γραμμές· η παράταξή τους διαλυόταν καθώς οι ντόπιοι που είχαν πάρει τα όπλα και τώρα βρί­ σκονταν στις πίσω γραμμές γύριζαν διστακτικά προς τα πίσω και άρχιζαν να υποχωρούν προς τα τείχη της πόλης, συνεχίζοντας να ρίχνουν ματιές στους Ρωμαίους συντρόφους τους στις πρώτες γραμμές για να παρατηρήσουν την αντίδρασή τους. Ο πατέρας όμως δεν είχε ολοκληρώσει ακόμη την επίδειξή του. Με ένα διαπεραστικό σφύριγμα, πέντε χιλιάδες ιππείς ξεχύ­ θηκαν μπροστά και από τις δύο πλευρές της παράταξής μας, καλ­ πάζοντας προς τις πτέρυγες του πεζικού που συνέχιζε την πορεία του και βρισκόταν περίπου οχτακόσια μέτρα μπροστά τους. Δια­ σχίζοντας με καταιγιστικό ρυθμό την πεδιάδα, άπλωσαν τις γραμ­ μές τους δημιουργώντας ένα αχανές μέτωπο που εκτεινόταν πο­ λύ πιο έξω από τις πτέρυγες του εχθρού, αποκλείοντας κάθε πι­ θανότητα διαφυγής και απειλώντας να κυκλώσουν ολόκληρο το στρατό των αμυνόμενων από τα πλάγια. Τώρα ακόμη και οι πρώ­ τες γραμμές του Νούδου, οι ίδιοι οι Ρωμαίοι, σταμάτησαν και άρ­ χισαν να υποχωρούν, μπαίνοντας και πάλι σε φάλαγγα πορείας, όπως είχαν έρθει, και ετοιμάζονταν να πάρουν το δρόμο που ο­ δηγούσε πίσω στην πόλη με τη συνηθισμένη αξιοπρέπεια και α­ κρίβεια που τους διέκρινε. Με τα άλογα να συνεχίζουν τον ξέφρενο καλπασμό τους, ο πα­ τέρας ολοκλήρωσε την καλοσχεδιασμένη επίδειξη. Αρπάζοντας έναν πυρσό που κρατούσε ένας υπασπιστής, πήγε δρασκελίζο­ ντας στον πύργο απ' όπου στέλνονταν τα σήματα, ανέβηκε τα δώ­ δεκα σκαλοπάτια μέχρι την κορυφή με τη σβελτάδα αγοριού και έβαλε φωτιά στο σωρό που βρισκόταν εκεί. Αμέσως οι πύρινες γλώσσες απλώθηκαν στα καλάμια και τα κλαδιά που ήταν ποτι­ σμένα με νάφθα και μια πυκνή στήλη καπνού υψώθηκε στον αέρα. Λίγο αργότερα έφταναν στα αφτιά μας πανηγυρισμοί από το μακρινό πειρατικό στόλο που περίμενε αγκυροβολημένος λίγο έ­ ξω από το λιμάνι. Από διάφορα σημεία του εσωτερικού λιμανιού br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

275

ξεπήδησαν φλόγες, από τα ρωμαϊκά πλοία που ήταν δεμένα εκεί κι από τις αποθήκες και τα οπλοστάσια που υπήρχαν τριγύρω, κα­ θώς τα φλεγόμενα βλήματα από τους καταπέλτες του Νεοπτόλε­ μου έβρισκαν τους στόχους τους. Στήλες μαύρου καπνού, όμοιες μ' εκείνη που υψωνόταν πίσω μας, άρχισαν να φαίνονται ολόγυ­ ρα στο λιμάνι ξεπηδώντας από παντού, όπως τα δηλητηριώδη μανιτάρια στις σωρούς της κοπριάς. Τα στρατεύματα του Νού­ δου έκαναν μεταβολή και υποχώρησαν προς τα τείχη της πόλης, βλέποντας όμως τη φωτιά και την καταστροφή που ξεσπούσε στο λιμάνι ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η πειθαρχία. Δρεπανηφόρα άρματα, αφρισμένα άλογα και ένα τείχος από ρωμαϊκές ασπίδες ορμούσαν καταπάνω τους από πίσω, ενώ μπροστά τους η πόλη τους παραδινόταν στις φλόγες. Φανερά ικανοποιημένος, ο πατέ­ ρας πήδηξε κάτω από τον πύργο και πήρε τη θέση του ανάμεσά μας, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος, με τους πελώριους μυς του να φουσκώνουν και τα περσικά παντελόνια του να ανεμίζουν ελαφρά όπως ο αέρας στροβίλιζε τον καπνό γύρω μας. Η πανωλεθρία ήταν αναπόφευκτη. Τα δρεπανηφόρα άρματα καταδίωκαν ασταμάτητα τους Ρω­ μαίους που υποχωρούσαν. Παρότι οι ηνίοχοι είχαν αυστηρές ε­ ντολές να αποφύγουν τη σύγκρουση την τελευταία στιγμή, οι στρα­ τιώτες του Νούδου δεν το ήξεραν αυτό και η πειθαρχία τους δια­ σπάστηκε. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν στα μετόπισθεν έπε­ φταν πανικόβλητοι πάνω στους συντρόφους τους που προπορεύ­ ονταν και δέχονταν με τη σειρά τους ανηλεή χτυπήματα από τους διώκτες τους. Παντού ακούγονταν κραυγές αγωνίας και η κλαγγή των όπλων, καθώς οι τελευταίες γραμμές, αποτελούμενες από θαρραλέους Ρωμαίους που νωρίτερα στην πεδιάδα είχαν πάρει θέσεις στο μέτωπο της παράταξης, βρέθηκαν απροστάτευτες στο πρώτο κύμα της επίθεσης του ποντιακού στρατού. Ο στενός λιθόστρωτος δρόμος στον οποίο συνωστίζονταν τώ­ ρα οι είκοσι χιλιάδες αμυνόμενοι που υποχωρούσαν έγινε αδιά­ βατος. Αδυνατώντας να προχωρήσουν μέσα από το φραγμένο δρόμο που διέσχιζε τα προάστια, χιλιάδες άντρες άφησαν τις γραμμές τους και προσπάθησαν κακήν κακώς να ξεφύγουν πη­ δώντας πάνω από τις περιφράξεις κήπων αριστερά και δεξιά του δρόμου. Επειδή τους βάραινε ο οπλισμός τους, πέταξαν κάτω θώ­ ρακες και περικεφαλαίες, ασπίδες, ακόμη και τα σπαθιά τους, ο­ τιδήποτε θα μπορούσε να καθυστερήσει την πανικόβλητη φυγή br/zav

276

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τους προς τα τείχη της πόλης που υψώνονταν βασανιστικά κοντά τους, αλλά ακόμη τους χώριζαν τόσα εμπόδια από τον προορισμό τους. Οι αμυνόμενοι σκαρφάλωναν όπως όπως πάνω από φράχτες, περνώντας στους κήπους και τις αυλές των σπιτιών. Σηκώνονταν γρήγορα στα πόδια τους και ορμούσαν μέσα στα γειτονικά σπί­ τια και κάτω από υπόστεγα, έτρεχαν απεγνωσμένα στον επόμενο χαμηλό φράχτη, πηδούσαν ξανά αλαφιασμένοι, κλοτσώντας και σπρώχνοντας τους συντρόφους τους που καθυστερούσαν μπροστά τους ακολουθώντας την ίδια πανικόβλητη πορεία. Ή τ α ν ανυπεράσπιστοι στόχοι για τους βετεράνους τοξότες μας· μάζεψα βιαστικά δύο χιλιάδες τοξευτές και τους διέταξα να ρίξουν στους αμυνόμενους την ώρα που συνέχιζαν τη φρενήρη διαδρομή τους μέσα από λαχανόκηπους και κρεβατίνες. Οι Αρμέ­ νιοι, οι καλύτεροι τοξότες στο στρατό, πήραν θέσεις στις παρυ­ φές της πεδιάδας, πίσω από την πρώτη σειρά των πέτρινων τοί­ χων. Οι τρομοκρατημένοι στρατιώτες ήταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλο έτσι όπως έτρεχαν να σωθούν, που οι άντρες μας δε χρειαζόταν καν να σημαδεύουν το μόνο που έκαναν ήταν να φέρ­ νουν τα βέλη τους ανάμεσα στο τόξο και τη χορδή και να στρέ­ φουν το χέρι τους προς την κατεύθυνση των τοίχων για να ευστοχήσουν. Μια άλλη ομάδα τοξοτών, οι συγκεκριμένοι από την Κολ­ χίδα, στέκονταν πιο πίσω και σημάδευαν τον πυκνό όχλο που συ­ νέχιζε να προχωρά κατά μήκος του στενού δρόμου, ρίχνοντας τα βέλη τους με ψηλή τροχιά, με αποτέλεσμα να πέφτουν στους Ρω­ μαίους που υποχωρούσαν σχεδόν κάθετα, επιταχυνόμενα κατά την πτώση τους και αποκτώντας ακόμη πιο φονική δύναμη. Μέσα σε ελάχιστη ώρα οι δυνάμεις του Νούδου είχαν μετα­ τραπεί σε ένα γιγαντιαίο, ματωμένο στόχο. Τα σώματα εκείνων που σκοτώνονταν ή τραυματίζονταν εμπόδιζαν τη φυγή όσων έρ­ χονταν από πίσω, έτσι τα βέλη χτυπούσαν ακόμη περισσότερους. Η λεγεώνα των εξορίστων είχε ήδη πάρει διαταγή να σταματή­ σει, όπως επίσης το ιππικό και τα δρεπανηφόρα άρματα· δεν υ­ πήρχε λόγος να χυθεί πολύτιμο ποντιακό αίμα τη στιγμή που οι ίδιοι οι αμυνόμενοι βοηθούσαν τόσο αποτελεσματικά στην εξό­ ντωση των συντρόφων τους. Ο Νούδος παρέμεινε με γενναιότητα στα μετόπισθεν όσο συ­ νεχιζόταν η άτακτη υποχώρηση των στρατιωτών του, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να τους οργανώσει παρά το βέλος που εξείχε από τον ώμο του. Ο Κόττας όμως πανικοβλήθηκε αμέσως μόλις br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

277

άρχισε η επίθεσή μας. Με κάποιο τρόπο κατόρθωσε να βρεθεί μπροστά και ήταν ανάμεσα στους πρώτους που έφτασαν στις πύ­ λες της πόλης. Από το λόφο όπου είχαμε εγκαταστήσει το στρα­ τηγείο μας τον είδαμε να ορμάει μέσα, σηκωμένος ουσιαστικά στον αέρα καθώς τον παρέσερνε το κύμα των πανικόβλητων α­ ντρών που ακολουθούσαν. Πίσω από τα τείχη όμως τον περίμε­ νε ένα εξίσου τρομοκρατημένο πλήθος πολιτών, οι οποίοι έτρε­ χαν να γλιτώσουν από τα όπλα του ναυτικού μας που σφυροκο­ πούσαν την πόλη. Τα φλεγόμενα βλήματα που εκτόξευαν οι κα­ ταπέλτες και οι βαλλίστρες του ποντιακού στόλου έπεφταν με τέ­ τοιο καταιγιστικό ρυθμό, που όσοι βρίσκονταν στα τείχη έτρεχαν να κρυφτούν εγκαταλείποντας τους δικούς τους καταπέλτες. Με το στρατό του Νούδου να ξεχύνεται μέσα στην πόλη από τις μι­ σάνοιχτες πύλες, ο Κόττας αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να α­ ντέξει άλλο και ως ο πλέον υψηλόβαθμος Ρωμαίος αξιωματού­ χος στην πόλη έδωσε την εντολή. Οι πελώριες πύλες έκλεισαν με κρότο. Ο αέρας δονήθηκε από κραυγές απελπισίας, καθώς όσοι εί­ χαν μείνει έξω, πάνω από τους μισούς υπερασπιστές της Χαλκη­ δόνας, συνειδητοποιούσαν ότι είχαν εγκλωβιστεί ανάμεσα στις κλειστές πύλες της πόλης και τις δυνάμεις των Ποντίων, που συ­ νέχιζαν να έρχονται προς το μέρος τους. Φώναζαν και εκλιπα­ ρούσαν τη φρουρά να ανοίξει τις πύλες και να τους αφήσει να περάσουν μέσα, όμως ο Κόττας έμεινε ασυγκίνητος. Όταν έφτα­ σαν κάτω από τα τείχη ο Νούδος και οι επιτελείς του, άρχισαν να κουνάνε τις περικεφαλαίες τους με τα ψηλά λοφία προς εκείνους που στέκονταν στις πολεμίστρες, ουρλιάζοντας και διατάζοντάς τους να ανοίξουν τις πύλες, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να πέσουν διστακτικά μερικά σκοινιά από τα παρατηρητήρια. Δε­ κάδες πανικόβλητοι άντρες έτρεξαν να τα αρπάξουν, όμως η φρουρά του Νούδου τούς απομάκρυνε με τα σπαθιά, ανοίγοντας χώρο ώστε να ανεβάσουν με ασφάλεια το στρατηγό στις πολεμί­ στρες. Από εκεί δεν μπορούσε να κάνει τίποτ' άλλο πέρα από το γί­ νει μάρτυρας της τρομερής μοίρας που περίμενε τους άντρες του που στοιβάζονταν γύρω από τα τείχη, καθώς δε χρειαζόταν να κάνουμε το παραμικρό για να ενθαρρύνουμε τους στρατιώτες μας να δώσουν ένα τέλος στη μάχη. Η λεγεώνα των Ρωμαίων εξόρι­ στων, αφού πρώτα περίμενε υπομονετικά να αδειάσει ο φραγμέbr/zav

278

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

νος δρόμος απ' όσους είχαν καταφέρει να γλιτώσουν, πέρασε σε τέλειο σχηματισμό πορείας και άρχισε να κινείται κατά μήκος του, ανοίγοντας δρόμο πάνω από σωρούς νεκρών και τραυματιών που είχαν αφήσει πίσω τους οι τρομαγμένοι υπερασπιστές της πόλης. Οι ομάδες των Πόντιων τοξοτών συνέχιζαν να εξαπολύουν φονικά σύννεφα από βέλη. Φτάνοντας κάτω από τα τείχη, οι στρα­ τιώτες μας βρήκαν τους υπερασπιστές της Χαλκηδόνας να τρέχουν πάνω κάτω σαν τρομοκρατημένα πρόβατα. Οι περισσότεροι πα­ ραδόθηκαν, έριξαν κάτω ασπίδες και όπλα και έπεσαν μπρού­ μυτα στο έδαφος. Οι δικοί μας τους σήκωναν άγρια από τα μαλ­ λιά ή τους ώμους και τους περνούσαν στις πίσω γραμμές ως αιχ­ μαλώτους του Μιθριδάτη. Κάποιοι άλλοι, ιδίως οι Ρωμαίοι από τις διάφορες φρουρές, κράτησαν τα όπλα τους και επιχείρησαν να αμυνθούν ή να ξεφύγουν, αλλά σύντομα έπεσαν νεκροί, μπρο­ στά στα μάτια του Νούδου και του Κόττα πάνω στα τείχη. Τρεις χιλιάδες Ρωμαίοι στρατιώτες σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια του ανθύπατου. Οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στο ποντιακό στρατόπεδο αιχμάλωτοι. Αυτό όμως δεν ήταν το τέλος της μάχης, αφού ο πειρατικός στόλος έξω από το λιμάνι συνέχιζε την καταιγιστική επίθεσή του εναντίον της πόλης. Ταυτόχρονα, κάμποσοι σιδεράδες μεταφέρ­ θηκαν προσεκτικά με την κάλυψη των πολεμικών μας πλοίων μέ­ χρι την αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο του λιμανιού και έπειτα από μεγάλη προσπάθεια κατόρθωσαν να την κόψουν. Όταν τα πριονισμένα άκρα της χάλκινης αλυσίδας χάθηκαν κάτω από τα κύματα, δικά μας πολεμικά και τριήρεις γεμάτες πολεμιστές ξε­ χύθηκαν στο αγκυροβόλιο εξαπολύοντας με τη σειρά τους αμέ­ τρητα βέλη εναντίον των στρατιωτών που υπερασπίζονταν το λι­ μάνι της Χαλκηδόνας· τρέχοντας, προσπάθησαν να κρυφτούν στα αμπάρια των πλοίων τους ή, αν είχαν δέσει σε κάποια προβλήτα, πηδούσαν από την κουπαστή και έφευγαν προς την πόλη. Ο ρω­ μαϊκός στόλος που είχε μεταφερθεί με τόση προσοχή από την Ηράκλεια στη Χαλκηδόνα για να προστατευτεί είχε μείνει ου­ σιαστικά αφρούρητος. Τα πειρατικά σκάφη μας ξεχύθηκαν θριαμβευτικά ανάμεσα στα ρωμαϊκά πλοία· αν και ατίθασοι, οι πειρατές ήταν βετεράνοι πολεμιστές και ήξεραν να ξεχωρίζουν το καλό πράμα. Αντί να ε­ πιδοθούν σε ανεξέλεγκτες καταστροφές και λεηλασίες όπως έ­ καναν οι χερσαίες δυνάμεις μας εκείνη τη στιγμή, οι πλοίαρχοι br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ί Π Ο Τ Α

279

των πειρατικών διάλεξαν από ένα ρωμαϊκό σκάφος και έδεσαν δί­ πλα του αποβιβάζοντας τους πολεμιστές που μετέφεραν. Οι Πό­ ντιοι κατέβηκαν στα αμπάρια και σκότωσαν όσους Ρωμαίους κρύ­ βονταν ακόμη εκεί κι έπειτα κατέβασαν τα κουπιά στο νερό και κωπηλατώντας ψύχραιμα βγήκαν ξανά από το λιμάνι. Ή τ α ν ένα μεγαλειώδες κατόρθωμα. Όλοι όσοι βρισκόμασταν στο λόφο, α­ κόμη και οι στρατηγοί, ξεσπάσαμε σε έξαλλους πανηγυρισμούς, σαν τα μικρά παιδιά που κάθονται στις φτηνές θέσεις στον ιπ­ πόδρομο. Ο στόλος μας έθεσε υπό την κατοχή του εξήντα άριστα ρωμαϊκά πολεμικά, άθικτα, το καθένα τους ανώτερο από το κα­ λύτερο που διαθέταμε ήδη, και κατέστρεψε έξι ακόμη επειδή τα πληρώματά τους αντιστάθηκαν σθεναρά. Στην όλη επιχείρηση χάσαμε λιγότερους από είκοσι με είκοσι πέντε άντρες. Παρότι αυτή η νίκη δεν ισοσκέλιζε πλήρως την ήττα μας στη Χαιρώνεια, ήταν μια μεγάλη επιτυχία για τον Πόντο και ανέδει­ ξε τις αληθινές στρατηγικές ικανότητες του πατέρα. Ό λ η η Βι­ θυνία προσαρτήθηκε για δεύτερη φορά στην επικράτειά του, ε­ νώ ανακτήθηκε πλήρως ο έλεγχος της Προποντίδας, εξασφαλί­ ζοντας ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση από τη Μαύρη Θά­ λασσα στη Μεσόγειο. Εθελοντές από κάθε γωνιά της Ασίας και του ελληνικού κόσμου έσπευδαν τώρα να ενωθούν με το στρατό του, όπως έκαναν πριν από χρόνια, πριν από την πολιορκία της Αθήνας. Ο δρόμος άνοιγε και πάλι μπροστά μας, το πεπρωμένο μας ήταν ξεκάθαρο. Η προέλαση θα συνεχιζόταν με κατεύθυνση το Νότο, προς τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, της Περγάμου και της Εφέσου, και από εκεί θα εξασφαλίζαμε τον έλεγχο των ζωτι­ κής σημασίας θαλάσσιων οδών του Αιγαίου. Μετά την κατάκτη­ ση της Βιθυνίας και τη συντριπτική ήττα των ρωμαϊκών φρου­ ρών, τι θα μπορούσε να μας σταματήσει;

br/zav

ΙΙΙ

Λ Ι Γ Ε Σ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ τη μεγάλη νίκη στη Χαλκηδόνα, πληροφο­ ρηθήκαμε την άφιξη ενός ακόμη ρωμαϊκού στρατού, υπό τις δια­ ταγές του Λούκουλλου, του πρώην υπαρχηγού της στρατιάς του Σύλλα. Είχε εκλεγεί πρόσφατα ύπατος, εξέλιξη που υπό φυσιο­ λογικές συνθήκες θα αποτελούσε για εκείνον έναν ακόμη λόγο για να παραμείνει στη Ρώμη. Το γεγονός όμως ότι δεν είχε κα­ θόλου καλές σχέσεις με τον Πομπήιο, το Ρωμαίο στρατηγό που κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση του Σερτώριου στην Ισπανία, σε συνδυασμό με κάποιες φήμες που ενέπλεκαν σε ε­ ρωτικά σκάνδαλα τον Λούκουλλο, είχαν πείσει το νεοεκλεγέντα ύ­ πατο πως μια επιτυχημένη εκστρατεία στην Ασία θα του έδινε την ευκαιρία να αποκαταστήσει το όνομά του. Ο Λούκουλλος έφτασε στην Κιλικία λίγο μετά την κατάκτηση της Βιθυνίας από τα στρατεύματά μας, επικεφαλής πέντε λεγεώ­ νων που αριθμούσαν συνολικά τριάντα χιλιάδες άντρες. Αν θέ­ λαμε να διασώσουμε το όνειρο της αναβίωσης της αυτοκρατο­ ρίας του Πόντου ή ακόμη και να διατηρήσουμε τη Βιθυνία ως τμήμα της επικράτειάς μας, θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσουμε αυτό το ρωμαϊκό στρατό. Αρχικά ο πατέρας ήταν αναποφάσιστος. Κανένας έμπειρος διοικητής δε θα επιδίωκε αψήφιστα ανοιχτή σύγκρουση με ρω­ μαϊκές λεγεώνες, έστω κι αν οι δυνάμεις του ήταν πενταπλάσιες. Φρόντισα να επισημάνω ότι ο Λούκουλλος διοικούσε τον ίδιο α­ κριβώς αριθμό αντρών που διέθετε ο Σύλλας όταν είχε νικήσει τις δυνάμεις μας στη Χαιρώνεια. Ο πατέρας αντέτεινε ότι σ' εκείνη την περίπτωση η Ρώμη είχε να αντιμετωπίσει ανεπαρκώς εκπαι­ δευμένους μισθοφόρους, υπό τη διοίκηση του προδότη Αρχέλα­ ου, που στηρίζονταν υπερβολικά στα δρεπανηφόρα άρματα και την απαρχαιωμένη τακτική της φάλαγγας. Τώρα είχαμε μια πλή-

br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

281

ρη ρωμαϊκή λεγεώνα στο πλευρό μας και οι στρατιώτες του Πό­ ντου είχαν εκπαιδευτεί από τους αξιωματικούς του Σερτώριου πά­ νω στις ρωμαϊκές πολεμικές τακτικές. Εκτός αυτού, διαθέταμε α­ σφαλή γραμμή ανεφοδιασμού από τη βάση μας στη Σινώπη και πρώτες ύλες από τις κτήσεις μας στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, όπως ίσχυε και στην περίπτωση του Σύλλα, ο Λούκουλλος δεν είχε ισχυρό ιππικό. Συμφώνησα μαζί του σ' αυ­ τά τα σημεία, αλλά θεωρούσα υπερβολικά αισιόδοξη την εκτί­ μηση ότι ανοίγονταν μπροστά μας οι προοπτικές για μια καθα­ ρή νίκη. Και ο Λούκουλλος όμως εμφανίστηκε διστακτικός, γνωρίζο­ ντας ότι τόσο ο ίδιος ο Μιθριδάτης όσο και ο στρατός του είχαν αλλάξει τελείως από την εποχή που ο Σύλλας είχε νικήσει τη στρα­ τιά του Πόντου στη Χαιρώνεια. Επικεφαλής των πέντε λεγεωνών του κινήθηκε αργά και προσεκτικά μέσω της Φρυγίας, φτάνο­ ντας τελικά στα σύνορα με τη Βιθυνία, όπου στις Οτρύες, σε μια στενή διάβαση ενός ποταμού, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δυνά­ μεις μας. Είχαμε την τύχη να φτάσουμε πρώτοι, έτσι επιλέξαμε εμείς το πεδίο της μάχης και ενισχύσαμε τις θέσεις μας με το ρωμαϊκό τρόπο, σκάβοντας δηλαδή μια σειρά ορυγμάτων τα οποία γεμί­ σαμε με αιχμηρά ξύλα, κατασκευάζοντας ξύλινο τείχος και άλλα εμπόδια. Ο Λούκουλλος προσπάθησε αρκετές μέρες να μας ο­ δηγήσει σε μάχη, αποστέλλοντας μας κήρυκες που μας προκα­ λούσαν με προσβολές και διατάζοντας τους ψιλούς του να παρε­ νοχλούν τις ομάδες που στέλναμε για να μαζεύουν καυσόξυλα. Σε μια περίπτωση μάλιστα επιχείρησε να μας ξεγελάσει προσποι­ ούμενος ένα βράδυ ότι θα υποχωρούσε, ελπίζοντας ότι θα παρα­ πλανούσε το στρατό μας που παρακολουθούσε τις ετοιμασίες του να αφήσει τις θέσεις του για να λεηλατήσει το ρωμαϊκό στρατό­ πεδο, ενώ εκείνος είχε ετοιμάσει ενέδρα και περίμενε. Ο πατέρας όμως δεν έπεσε στην παγίδα. Είχε μάθει καλά τις τακτικές των Ρωμαίων και προτίμησε να μείνει για λίγο πίσω από τις οχυρώ­ σεις του, παρατηρώντας προσεκτικά τον εχθρό του από απόστα­ ση, προσπαθώντας να εντοπίσει τα δυνατά σημεία και τις αδυ­ ναμίες του κι ελπίζοντας ότι θα κατόρθωνε να παρασύρει τον Λού­ κουλλο σε κάποια βιαστική ή παράτολμη κίνηση την οποία θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Τελικά ο Μάριος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχαμε br/zav

282

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

να κερδίσουμε τίποτ' άλλο από την αναμονή και προσφέρθηκε να οδηγήσει τη λεγεώνα των εξορίστων, με την υποστήριξη των μι­ σών Πόντιων εφέδρων, εναντίον της μιας πτέρυγας του Λού­ κουλλου, εκείνης που προστάτευαν δύο λεγεώνες βετεράνων. Ο Μάριος υπολόγιζε ότι οι δυνάμεις του ήταν ισχυρότερες και ότι οι βετεράνοι υποστηρικτές των Ποπολάρων που διοικούσε ο Λού­ κουλλος θα ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν εναντίον των Ρω­ μαίων εξορίστων που ανήκαν στην ίδια παράταξη μ' αυτούς και ενδεχομένως να έφταναν στο σημείο να αποχωρήσουν από το πε­ δίο της μάχης χωρίς να χρειαστεί να δοθεί μάχη. Ο πατέρας δέ­ χτηκε την πρόταση με ενθουσιασμό. Την επομένη οι πύλες των οχυρώσεών μας άνοιξαν και η λεγεώνα του Μάριου, με την υπο­ στήριξη εξήντα χιλιάδων Πόντιων εφέδρων υπό την ηγεσία του πατέρα, κινήθηκε εναντίον της αριστερής πτέρυγας των ρωμαϊ­ κών δυνάμεων που μας περίμεναν. Τα στρατεύματα του Λούκουλλου αιφνιδιάστηκαν αρχικά α­ πό αυτή την κίνηση, που έδειχνε ότι οι ποντιακές δυνάμεις επι­ ζητούσαν τη μάχη, όμως η πεδιάδα που χώριζε τους δύο στρατούς ήταν μεγάλη κι έτσι υπήρχε άπλετος χρόνος να πάρουν τις θέσεις τους και να προετοιμαστούν για την επίθεσή μας. Ο Λούκουλλος ήταν άριστος στρατιωτικός και δεν υπήρχε περίπτωση να πια­ στεί απροετοίμαστος, ούτε και υπολόγιζε σε κάτι τέτοιο ο Μά­ ριος. Η μάχη προμηνυόταν σκληρή σ' αυτή την πλατιά, επίπεδη έκταση, ιδανική τόσο για να ξεδιπλώσει τις αρετές του το ιππικό μας όσο και για τις πολεμικές τακτικές των ρωμαϊκών λεγεώνων, που προτιμούσαν να πολεμούν σε ανοιχτό έδαφος. Η πιο δυνατή πλευρά θα κέρδιζε τη μάχη, και δεν είχα καμία αμφιβολία για το ποια θα ήταν αυτή, καθώς πίσω από τις οχυρώσεις είχαμε κρα­ τήσει ως εφεδρεία ογδόντα χιλιάδες ακόμη στρατιώτες. Μόλις όμως οι σάλπιγγές μας έδωσαν το σύνθημα για την ε­ πίθεση, ένας εκκωφαντικός κρότος έσκισε τον αέρα ενώ ο ουρα­ νός ήταν καταγάλανος. Θύμιζε κεραυνό, αλλά ήταν δέκα φορές πιο δυνατός. Η βροντή συγκλόνισε τους στρατιώτες και πανικό­ βαλε τα άλογα. Και οι δύο στρατοί έπεσαν στο έδαφος τρομο­ κρατημένοι, σίγουροι ότι οι ίδιοι οι θεοί κατέβαιναν από τους ου­ ρανούς, ενώ η φοβερή βροντή δυνάμωσε ακόμη περισσότερο, συ­ νοδευόμενη από ένα ανατριχιαστικό οξύ σφύριγμα που γινόταν όλο και πιο έντονο, που έμοιαζε να έρχεται ακριβώς από πάνω μας και ταυτόχρονα από παντού, κυκλώνοντάς μας και στερώντας μας br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

283

κάθε τρόπο διαφυγής. Τόσο οι δικοί μας άντρες όσο και οι Ρω­ μαίοι είχαν μείνει πεσμένοι μπρούμυτα, περιμένοντας τους θεούς να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα. Ακόμη και ο πατέρας, που ε­ κείνη την ώρα βρισκόταν δίπλα μου, πήδηξε από το άλογο του κι έμεινε σκυφτός και γονατιστός στο ένα πόδι, στηρίζοντας το βά­ ρος του στις άκρες των δακτύλων του όπως κάνουν οι δρομείς πριν από τον αγώνα, έτοιμος ή να βρεθεί στο χώμα ή να σταθεί όρθιος και να αντιμετωπίσει τους θεούς. Ο ουρανός σκίστηκε στη μέση και κάτι, με μια εκτυφλωτική λάμψη, σαν τον ήλιο, εξερράγη στο ανέφελο στερέωμα. Έ ν α φλε­ γόμενο αντικείμενο σάρωσε τον αιθέρα και με έναν εκκωφαντι­ κό πάταγο καρφώθηκε στο έδαφος ανάμεσα στους δύο στρατούς, στέλνοντας ένα σύννεφο σκόνης ψηλά στον αέρα· για αρκετή ώ­ ρα μετά έπεφταν πάνω μας φλεγόμενοι σβόλοι και κομμάτια λιω­ μένου μετάλλου, καλύπτοντας και τις δύο στρατιές με ένα παχύ στρώμα χώματος και υπολειμμάτων. Πέρασαν αρκετές στιγμές μέχρι να σταματήσουν οι φωνές των ανθρώπων και τα χλιμιντρίσματα των τρομοκρατημένων ζώων ύστερα ακολούθησε σιωπή, μια απόκοσμη, αφύσικη σιωπή, και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο αχνός αντίλαλος της έκρηξης στους μακρινούς λόφους στο βά­ θος της πεδιάδας. Μείναμε ακίνητοι σαν νεκροί και όλοι μας α­ ναρωτιόμασταν αν είχαμε περάσει στο βασίλειο των σκιών. Τρι­ γύρω μας έπεφταν κομμάτια χώματος και μετάλλου, χτυπώντας μας σαν βρόμικο φονικό χιόνι. Όταν κόπασε η χωμάτινη βροχή και καταφέραμε να σηκώ­ σουμε τα κεφάλια μας, το μόνο που είδαμε ήταν ένας τεράστιος κρατήρας με διάμετρο κοντά είκοσι πήχεις. Από το κέντρο του στροβιλίζονταν λεπτές στήλες καπνού. Διστακτικά, ο πατέρας ση­ κώθηκε όρθιος, δυσκίνητος λόγω της άκαμπτης πανοπλίας που φορούσε, και άρχισε να περπατά ανάμεσα στους πεσμένους στρα­ τιώτες. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν σηκώσει ακόμη τα κεφάλια τους και κείτονταν καλυμμένοι από ένα στρώμα σκόνης και χα­ λικιών. Εγώ περπατούσα δίπλα του. Σύντομα ήρθε να μας συνα­ ντήσει ο Μάριος και αρκετοί άλλοι αξιωματικοί· μαζί συνεχίσα­ με την πορεία μας βουβοί προς τον κρατήρα, ενώ ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο που έκαναν τα σανδάλια μας πά­ νω στο ξεσκαμμένο χώμα. Από την πλευρά των Ρωμαίων είδα ορισμένους αξιωματικούς να κάνουν το ίδιο. Ανάμεσά τους υπήρχε και κάποιος που αμέσως br/zav

284

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

αναγνώρισα ότι ήταν ο Λούκουλλος. Λίγο αργότερα στεκόμασταν όλοι γύρω από το χείλος του κρατήρα παρατηρώντας τον έκπλη­ κτοι, οι Ρωμαίοι από τη μία πλευρά, οι Πόντιοι από την άλλη. Κανείς δε μίλησε· τα βέλη έμειναν στις φαρέτρες τους, τα δόρα­ τα στα χέρια. Ο Μιθριδάτης και ο Λούκουλλος, θανάσιμοι εχθροί, στέκονταν ο ένας απέναντι απ' τον άλλο, σε απόσταση που ένα κα­ λά εκπαιδευμένο άλογο θα μπορούσε να υπερπηδήσει, κοιτάζο­ ντας μέσα στον κρατήρα. Το μόνο που μπορούσαμε να δούμε ή­ ταν μια μάζα λιωμένου μετάλλου, ίσως σιδήρου, που ήταν ακόμη πυρωμένο και τσιτσίριζε στην επαφή του με το υγρό έδαφος, αλ­ λά κρύωνε γρήγορα όπως κατακάθονταν πάνω του χώμα και σκό­ νη. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν ανταλλάσσοντας ένα παρατετα­ μένο, διερευνητικό βλέμμα, με τον καθένα να προσπαθεί να κα­ ταλάβει αν ο άλλος είχε διακρίνει κάποιο θεϊκό μήνυμα στο συμ­ βάν. Τελικά ο πατέρας κούνησε το κεφάλι του αργά προς το πλάι, μια συγκαλυμμένη άρνηση, και ο Λούκουλλος απάντησε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οι θεοί είχαν μιλήσει και οι διοικητές των στρατών είχαν κα­ ταλάβει. Δε θα δινόταν μάχη σήμερα, σ' αυτό το σημείο, στις Οτρύες. Ο Δίας είχε στείλει ένα σημάδι, μια τρομερή προειδο­ ποίηση και στις δύο πλευρές, και το μήνυμά του είχε εισακου­ στεί. Οι δύο στρατιές θα αποσύρονταν με την τιμή τους ακέραιη. Και οι δύο θα σέβονταν τη βούληση των θεών. Αποστρατοπεδευτήκαμε και καταστρέψαμε τις οχυρώσεις μας, βέβαιοι ότι οι Ρωμαίοι δε θα έκαναν επίθεση ενόσω εμείς εργα­ ζόμασταν εκτεθειμένοι και ευάλωτοι. Οι Ρωμαίοι παρακολου­ θούσαν τις κινήσεις μας από μακριά και δεν έκαναν τίποτα για να μας παρενοχλήσουν. Ύ σ τ ε ρ α επιστρέψαμε στην ακτή για να βάλουμε μπροστά την πολιορκία της Κυζίκου, παίρνοντας με τη βία προμήθειες στη διαδρομή και καίγοντας τα εδάφη απ' τα ο­ ποία περνούσαμε. Ο Λούκουλλος μας ακολουθούσε προσεκτικά, σε απόσταση α­ σφαλείας, βαθιά προβληματισμένος από το γεγονός ότι ήταν υ­ ποχρεωμένος να κινείται μέσα από κυριολεκτικά καμένη γη, ενώ δίσταζε να εκτείνει υπερβολικά τις γραμμές ανεφοδιασμού με τη βάση του στην Κιλικία. Διακόσιες χιλιάδες άντρες συναντήθηκαν εκείνη τη μέρα στο πεδίο της μάχης. Κι όμως, ούτε ένα βέλος δεν ταξίδεψε στον αέρα, ούτε ένα σπαθί δεν άφησε το θηκάρι του. Οι λογαριασμοί ήταν ακόμη ανοιχτοί. br/zav

IV

Η ΚΥΖΙΚΟΣ ΗΤΑΝ ΧΤΙΣΜΕΝΗ στη μύτη μιας μακριάς χερσο­ νήσου, προστατευμένη από τα τρία σημεία του ορίζοντα χάρη στη θάλασσα, με το λιμάνι στην άκρη της πόλης να καλύπτεται πί­ σω από μια στενή είσοδο. Εφόσον το λιμάνι παρέμενε ασφαλές, η τροφοδοσία της πόλης θα μπορούσε να συνεχιστεί επ' αόριστον μέσω της θάλασσας. Πρόσβαση στην πόλη από την ξηρά υπήρχε μέσω μιας στενής λωρίδας γης, την οποία μπορούσε να υπερα­ σπιστεί εύκολα μια ολιγάριθμη φρουρά. Πάνω από τη χερσόνη­ σο υψωνόταν ρίχνοντας τη σκιά του το Αδράστειο, ένα μικρό αλ­ λά απότομο βουνό που με ελάχιστη προπαρασκευή θα μπορούσε να καταστεί απόρθητο απέναντι σε οποιονδήποτε εισβολέα. Επο­ μένως, η πόλη διέθετε μια σειρά οχυρώσεων που θα προβλημάτι­ ζαν και τον πιο ισχυρό στρατό: το βουνό, το στενό λαιμό της χερ­ σονήσου και, τέλος, τα κραταιά τείχη της ίδιας της Κυζίκου, τα ο­ ποία υπερασπίζονταν καλά εφοδιασμένοι και εξοπλισμένοι πολί­ τες με την υποστήριξη των συμμάχων τους στη θάλασσα. Η πόλη έπρεπε οπωσδήποτε να καταληφθεί, καθώς ήταν το τελευταίο ρωμαϊκό οχυρό κατά μήκος ολόκληρης της Προποντίδας, της θάλασσας που ενώνει τη Μεσόγειο με τη Μαύρη Θά­ λασσα. Από τη στιγμή που η Ρώμη είχε τον έλεγχο αυτού του λι­ μανιού, θα μπορούσε να εξαπολύσει επιδρομές σε εμπορικά πλοία του Πόντου ως αντίποινα, ενώ το λιμάνι είχε τη δυνατότητα να χρησιμεύσει και ως βάση απ' όπου θα εκδηλώνονταν ρωμαϊκές ε­ πιθέσεις εναντίον του βασιλείου μας. Με την κατάληψη της Κυζί­ κου όμως ο Πόντος και οι σύμμαχοι του θα αποκτούσαν και πάλι τον απόλυτο έλεγχο αυτής της ζωτικής σημασίας θαλάσσιας οδού. Εντούτοις η πολιορκία δεν ήταν το μοναδικό μας όπλο απέ­ ναντι στην άμυνα της Κυζίκου. Επί αρκετές εβδομάδες έμπιστοι άνθρωποι μας μοίραζαν αφειδώς χρηματικά ποσά στις περιοχές

br/zav

286

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

της χερσονήσου γύρω από το Αδράστειο. Οι υπερασπιστές της Κυζίκου που είχαν πάρει θέσεις εκεί είχαν χτίσει οχυρωματικά έρ­ γα, είχαν καθαρίσει ορύγματα και είχαν οργανώσει γραμμές α­ νεφοδιασμού από την πόλη - όταν όμως τους πλησιάσαμε με τους εκατόν εξήντα χιλιάδες ξεκούραστους στρατιώτες μας που είχαν βγει αλώβητοι από τη συνάντησή μας με τον Λούκουλλο, οι ε­ νέργειες των ανθρώπων μας απέδωσαν καρπούς. Οι μισοί από τους υπερασπιστές των οχυρώσεων αυτών, δέκα χιλιάδες άντρες, παραδόθηκαν αμέσως στο ιππικό μου. Τους επιτράπηκε να πε­ ράσουν με ασφάλεια από τις γραμμές μας και να διαλυθούν στην επαρχία, ενώ τους δόθηκε και ένα βοήθημα για το δρόμο. Οι υπόλοιποι αμυνόμενοι, με το ηθικό καταρρακωμένο εξαι­ τίας της λιποταξίας των συντρόφων τους και αντιμέτωποι με τις πολυάριθμες δυνάμεις μας, εγκατέλειψαν αμαχητί τις θέσεις τους. Δεν πρόλαβαν καν να υποχωρήσουν στη δεύτερη αμυντική ζώνη που είχαν σχεδιάσει, δηλαδή τα ορύγματα κατά πλάτος του λαι­ μού της χερσονήσου, αφού η ταχύτατη επέλαση του ποντιακού ιπ­ πικού οδήγησε στην κατάληψη των θέσεων αυτών σχεδόν ταυτό­ χρονα με την άφιξη των Κυζικηνών, υποχρεώνοντάς τους σε νέα άτακτη υποχώρηση, αυτή τη φορά πίσω από τα τείχη της πόλης, σ' ένα ύψωμα εκεί όπου η γη έσβηνε στη θάλασσα. Ο στρατός μας πλησίασε αργά και αποφασιστικά διασχίζοντας τη χερσόνησο και ξεκίνησε τις ετοιμασίες για την πολιορκία κά­ τω από τα τείχη της πόλης, ακριβώς έξω από το βεληνεκές των α­ μυντικών όπλων των Κυζικηνών. Στο μεταξύ, ο στόλος που υπο­ στήριζε την προέλασή μας αγκυροβόλησε με ασφάλεια έξω από το λιμάνι, που διέθετε εξίσου ισχυρή άμυνα, και τα σκάφη που με­ τέφεραν τους πολεμιστές άρχισαν να παίρνουν θέσεις για αποβί­ βαση. Επρόκειτο ουσιαστικά για επανάληψη της κατάστασης που είχαμε αντιμετωπίσει με τόση επιτυχία στη Χαλκηδόνα λίγες ε­ βδομάδες νωρίτερα. Με προβλημάτιζε ωστόσο ο τρόπος που είχαμε αναπτυχθεί. Ο στρατός ήταν ασφαλής στη χερσόνησο, έχοντας ένα μέτωπο επί­ θεσης και άμυνας. Στα μετόπισθεν όμως το Αδράστειο ήταν ευ­ χή και κατάρα μαζί. Αν δεν κατορθώναμε να ελέγξουμε το βου­ νό αποτελεσματικά απέναντι στους Ρωμαίους, ο στρατός μας θα μπορούσε να βρεθεί εγκλωβισμένος σ' αυτή τη στενή λωρίδα γης χωρίς άλλο τρόπο διαφυγής παρά μόνο με άτακτη υποχώρηση μέσω της θάλασσας. br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

287

Ο πατέρας γέλασε όταν άκουσε τον προβληματισμό μου. «Ο Μάριος με τη λεγεώνα των εξορίστων βρίσκονται στο Αδράστειο», μου επισήμανε, «μαζί με δυο λεγεώνες Ποντίων. Δε θα δυσκο­ λευτούν να κρατήσουν μακριά τον Λούκουλλο». Δε με έπειθε. «Η λεγεώνα του Μάριου έχει τους μισούς στρα­ τιώτες που διαθέτει ο Λούκουλλος και οι έφεδροι που τον συνο­ δεύουν δεν έχουν πείρα. Θα μπορέσει να προστατεύσει τα νώτα μας για αρκετό χρόνο, ακόμη και με το πλεονέκτημα των οχυ­ ρώσεων;» Ο πατέρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα μπορέσει. Ο στρατός μου έχει κι άλλα όπλα πέρα από τη δύναμη των αριθμών. Ο Μάριος και οι εξόριστοί του ανήκουν στους Ποπολάρους. Το ίδιο και οι μισοί άντρες του Λούκουλλου. Οι λεγεώνες αυτές δε θα πολεμήσουν εναντίον ενός ηγέτη της παράταξης που στηρίζουν - ο Μάριος είναι συγκλητικός! Στη Ρώμη οι Ποπολάροι ξεσηκώ­ νονται και πάλι εναντίον της Συγκλήτου και όποιος άντρας ενα­ ντιωθεί στον Μάριο στο πεδίο της μάχης θα είναι σαν να χαρα­ μίζει το μέλλον του. Οι μισές δυνάμεις του Λούκουλλου θα λιπο­ τακτήσουν για να ενωθούν μαζί μας μέσα στην εβδομάδα». Εξακολουθούσα να έχω σοβαρές αμφιβολίες. «Ποιος σου τα είπε αυτά; Ο Μάριος; Όλοι οι εξόριστοι νομίζουν ότι το κύρος τους παραμένει αναλλοίωτο στη συνείδηση των συμπατριωτών τους. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Μάριος λείπει χρόνια από τη Ρώμη. Οι εξόριστοι ξεχνιούνται τη στιγμή που φεύγουν από τη χώρα τους». «Αν ήταν αλήθεια αυτό που λες», ανταπάντησε, «τότε οι συ­ μπατριώτες μου θα με είχαν ξεχάσει πολλές φορές στο παρελ­ θόν». Δέχτηκα το επιχείρημά του, παρ' όλα αυτά ακόμη αμφέβαλ­ λα. «Οι λεγεώνες δε νοιάζονται για τις πολιτικές ισορροπίες στην πατρίδα τους. Μπορεί κάποτε να στήριζαν τους δημοκρατικούς Ποπολάρους απέναντι στους ολιγαρχικούς Οπτιμάτες, αλλά αυ­ τό ίσχυε πριν από πολλά χρόνια. Και τα χρόνια περνούν. Κάποιοι από τους βετεράνους του Λούκουλλου δεν έχουν πατήσει το πόδι τους στη Ρώμη εδώ και δύο δεκαετίες. Και οι θητείες των περισ­ σότερων τελειώνουν μέσα στην επόμενη χρονιά. Το μόνο που θα τους ενδιαφέρει είναι να βγουν αλώβητοι από τις τελευταίες μά­ χες ώστε να μπορέσουν να αποστρατευτούν». Ο πατέρας χαμογέλασε. «Ορίστε, μόνος σου το λες: ένας ακόμη br/zav

288

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λόγος για να μην πολεμήσουν. Θα αναζητήσουν την ανώδυνη λύ­ ση με την πρώτη ευκαιρία. Μόλις τους ειδοποιήσει ο Μάριος, θα στραφούν εναντίον του Λούκουλλου ή, στο τέλος τέλος, θα εγκα­ ταλείψουν τα όπλα τους και θα αφήσουν τον Μάριο να περάσει ανενόχλητος από τις γραμμές τους. Στο μεταξύ, η δική μας δου­ λειά είναι να καταλάβουμε την Κύζικο. Ό σ ο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο. Αυτό θα κλείσει τα στόματα των αμφισβητιών και θα κλονίσει την πίστη τους στη Ρώμη. Η δύναμη της Ρώμης θα καταρρεύσει». Μέσα σε λίγες μέρες ο πατέρας είχε επισκευάσει και ενισχύ­ σει το όρυγμα που εκτεινόταν κατά πλάτος της χερσονήσου, είχε σηκώσει τεχνητά υψώματα γύρω από την πόλη για να εγκατα­ στήσει τις πολιορκητικές μηχανές και είχε κατασκευάσει ένα δι­ πλό μόλο που απέκλειε τελείως την πρόσβαση στο λιμάνι, απο­ κόβοντας έτσι τον ανεφοδιασμό της πόλης από τη θάλασσα. Εργα­ ζόταν σταθερά και μεθοδικά, καθώς τα στρατεύματά του δεν ή­ ταν τα μόνα που είχαν αποκτήσει ρωμαϊκές συνήθειες από την εκ­ παίδευση· κι ο ίδιος είχε μπει στη νοοτροπία ενός Ρωμαίου στρα­ τιωτικού μηχανικού, υπολογίζοντας τις πιθανότητες της νίκης τό­ σο από τον αριθμό των διαθέσιμων στρατιωτών και των τακτικών του ιππικού όσο και από τη σχετική κλίση του εδάφους και τις τροχιές των καταπελτών. Κατασκευάστηκαν πολιορκητικές μη­ χανές, καμιά δεκαριά ή και περισσότερες, μεταξύ των οποίων κι ένα γιγαντιαίο τερατούργημα ύψους εκατό πήχεων που μπορού­ σε να μεταφέρει διακόσιους άντρες στο εσωτερικό του, έτοιμους να ξεχυθούν πάνω στα τείχη μόλις θα έφτανε αρκετά κοντά. Το τρομερό όχημα βάφτηκε μαύρο με γυαλιστερά πράσινα μάτια στο ανώτερο επίπεδο και δόντια που εξείχαν στις πλευρές της κρεμαστής γέφυρας που θα κατέβαινε πάνω στα τείχη. Στο φως της μέρας έδειχνε γελοίο, το βράδυ όμως, με τα βερνικωμένα μά­ τια του να γυαλίζουν απόκοσμα κάτω από το φως των πυρσών, α­ ναδεικνυόταν η τέχνη των τεχνιτών του στρατοπέδου που το είχαν ετοιμάσει. Το πελώριο τέρας προκαλούσε φόβο σε όσους το έ­ βλεπαν. Μάλιστα, το διάστημα που φτιάχναμε το συγκεκριμένο κατασκεύασμα οι αμυνόμενοι προσπαθούσαν συνεχώς να το σημαδέψουν, εκτοξεύοντας περιοδικά εναντίον μας φλεγόμενα δοχεία γεμάτα με πίσσα από τις μηχανές που είχαν πάνω στα τείχη. Ενόσω οι μηχανικοί στη στεριά ήταν απασχολημένοι καταbr/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

289

σκευάζοντας τις πολιορκητικές μηχανές, ο στόλος έξω από το λι­ μάνι δεν έμεινε αδρανής. Μετά την ολοκλήρωση του μόλου οι ναύτες και οι πολεμιστές στα πλοία μας έστρεψαν όλες τις δυνά­ μεις τους στην κατασκευή του πιο δύσκολου όπλου: μιας θαλάσ­ σιας πολιορκητικής μηχανής, μιας σαμβύκης, ενός είδους ελέπολης. Στην ουσία ήταν ένας τεράστιος πύργος χτισμένος πάνω σε γερά ξύλινα δοκάρια, επενδυμένος με βρεγμένα δέρματα, φύ­ κια, λάσπη κι άλλα πυρίμαχα υλικά. Το ύψος του, έξι επίπεδα, ή­ ταν προσεκτικά υπολογισμένο ώστε να ξεπερνά τα τείχη της πό­ λης. Τοξότες οπλισμένοι με φλεγόμενα βέλη και δοχεία με πίσ­ σα έπαιρναν θέσεις στο ψηλότερο επίπεδο, ενώ ακριβώς από κά­ τω τους κρεμόταν μια ράμπα από αλυσίδες, σχεδιασμένη έτσι ώ­ στε να κατέβει πάνω στις πολεμίστρες μόλις κατόρθωναν να φέ­ ρουν τον πύργο κοντά στα τείχη. Η κατασκευή αυτή επέπλεε στηριγμένη πάνω σε δύο πελώ­ ριες πεντήρεις, τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία του στόλου που το καθένα τους κινούνταν χάρη σε διακόσιους εβδομήντα κωπηλά­ τες που κωπηλατούσαν σε τρία επίπεδα. Κάθε πλοίο, για να έχει καλύτερη ισορροπία, ήταν δεμένο σε στέρεες πλωτές γέφυρες. Οι πεντήρεις διέθεταν αρκετή σταθερότητα ώστε να αντέχουν ακό­ μη κι αυτή την τεράστια κατασκευή, που είχε τέτοιο ύψος ώστε από το τελευταίο επίπεδο της μπορούσες να δεις μέσα από τα ψηλότερα παράθυρα της πολυτελούς κατοικίας του κυβερνήτη της πόλης. Οι πρώτοι αρχιτέκτονες της Κυζίκου ήταν φανερό ό­ τι δεν είχαν προβλέψει την εμφάνιση της ποντιακής σαμβύκης. Καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού η πόλη δεχόταν συνε­ χή χτυπήματα από τα βλήματα που εκτόξευαν οι πολιορκητικές μηχανές. Οι υπερασπιστές της Κυζίκου αντιμετώπισαν την επί­ θεση όσο καλύτερα μπορούσαν, κλείνοντας τις τρύπες που ανοί­ γονταν στα τείχη και επισκευάζοντας τις γκρεμισμένες πολεμί­ στρες. Από τους λιποτάκτες μαθαίναμε ότι η κατάσταση στην πό­ λη γινόταν όλο και πιο δύσκολη, καθώς τα αποθέματα των τρο­ φίμων λιγόστευαν επικίνδυνα και τα τείχη ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η πολιορκία ωστόσο είχε διαρκέσει περισσότερο απ' όσο είχαμε υπολογίσει αρχικά και οι στρατιώτες του Πόντου είχαν αρχίσει να γίνονται ανήσυχοι, αφού δεν είχαν και πολλά να κάνουν πέρα από το να είναι συνεχώς ετοιμοπόλεμοι. Ο πόλεμος που δίναμε ήταν πόλεμος φθοράς, με πρωταγωνιστές τους μηχα­ νικούς και τους σιτιστές, και ως τώρα οι ειδικοί αυτοί τα είχαν καbr/zav

290

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ταφέρει αρκετά καλά. Οι άντρες όμως είχαν εκπαιδευτεί σαν Ρω­ μαίοι, να πολεμούν σαν Ρωμαίοι και να οχυρώνονται σαν Ρω­ μαίοι· το θέμα ήταν ότι οι Ρωμαίοι δε συνήθιζαν να κάθονται ο­ λόκληρους μήνες άπραγοι σε μια παραλία. Πράγματι, οι άντρες του Λούκουλλου δεν περίμεναν. Στις αρ­ χές Αυγούστου ο πατέρας κι εγώ κοιτάξαμε στα μετόπισθεν του στρατού και είδαμε ένα απίστευτο θέαμα: ο Μάριος και οι άντρες του αποχωρούσαν οικειοθελώς από τα οχυρά τους ψηλά στα βρά­ χια και οι δυνάμεις του Λούκουλλου έσπευδαν να καταλάβουν τις θέσεις που ως τότε κατείχαν οι στρατιώτες μας - κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια του υπόλοιπου στρατού μας που παρακο­ λουθούσε από τη χερσόνησο. Ο πατέρας έμεινε να κοιτάζει εμ­ βρόντητος στην αρχή, παίρνοντας στη συνέχεια ένα ουδέτερο ύ­ φος. Πήγαμε γρήγορα στα άλογά μας και καλπάσαμε για να συ­ ναντήσουμε τη λεγεώνα των εξόριστων του Μάριου στο δρόμο. Βρήκαμε την προφυλακή τους την ώρα που κατέβαινε από τα βουνά και έπαιρνε την πορεία της για την κυζικηνή χερσόνησο· ο πατέρας τούς έδωσε εντολή να σταματήσουν και να στήσουν μια μεγάλη σκηνή όπου θα γινόταν η σύσκεψη με τον αρχηγό τους. Ο Μάριος έφτασε μία ώρα αργότερα και οδηγήθηκε στη σκηνή, ενώ οι άντρες του έπαιρναν διαταγές να σταματήσουν την πορεία και να ξεκουραστούν για το υπόλοιπο της μέρας. Φτάνοντας στη σκηνή όπου τον περιμέναμε ο πατέρας, ο Βιτούιτος και εγώ, ο Μάριος υποκλίθηκε στο βασιλιά, έγνεψε φιλι­ κά προς το μέρος μας και κάθισε χωρίς να του το προτείνει κα­ νείς. Ήταν φανερό ότι ήξερε ποια ερώτηση τον περίμενε. «Το κόλπο προχωράει καλά», ξεκίνησε μπαίνοντας κατευθεί­ αν στο θέμα. «Όπως υπολογίζαμε, οι διοικητές του Λούκουλλου στηρίζουν απόλυτα τους στόχους μας και δεν έχουν καμία επιθυ­ μία να αντιπαρατεθούν με τη δική μας λεγεώνα, αφού όλοι είμα­ στε Ποπολάροι. Η κατάσταση βρίσκεται σε καλά χέρια, άρχο­ ντά μου». Ο πατέρας τον κοίταξε αγριεμένος και αμίλητος για μια πα­ ρατεταμένη στιγμή. Τελικά σηκώθηκε και διέσχισε με αργά βή­ ματα τη σκηνή, σταματώντας στο σημείο όπου ο Μάριος καθό­ ταν σε μια καρέκλα. Στάθηκε σαν κολοσσός πάνω από το Ρω­ μαίο, το πρόσωπο του οποίου δε φανέρωνε ίχνος ανησυχίας, αν και το βλέμμα του έπαιξε φευγαλέα μία δεξιά και μία αριστερά, σαν να συνειδητοποιούσε ξαφνικά πως ήταν σφάλμα του να μπει br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

291

στη σκηνή του βασιλιά χωρίς τη συνοδεία δικών του· ήταν ο μό­ νος Ρωμαίος εκεί. Ο πατέρας έσκυψε, έφερε το πελώριο χέρι του πάνω στο κε­ φάλι του Ρωμαίου και τον σήκωσε με τη βία όρθιο, με τόση άνε­ ση σαν να ήταν πάνινη κούκλα. Ο Μάριος μόρφασε από τον πό­ νο κι ο πατέρας χαλάρωσε τη λαβή του, σχεδόν κολλώντας στη συ­ νέχεια το πρόσωπό του στη μούρη του Ρωμαίου. «Δε σου είπε κανείς να καθίσεις», είπε με σιγανή αλλά οργι­ σμένη φωνή, «και η κατάσταση δε βρίσκεται σε καλά χέρια. Βρί­ σκεται στα χέρια του Λούκουλλου. Οι τακτικές σου είναι εξίσου κακές με τους τρόπους σου». «Μα τους θεούς!» τραύλισε ο Μάριος, με το πρόσωπό του να μαρτυρά ότι ένιωθε αδικημένος και προσβεβλημένος. «Οι τακτι­ κές είναι σωστές! Θα είχα συνεννοηθεί μαζί σου αν υπήρχε χρό­ νος, αλλά...» Ο πατέρας κατευθύνθηκε σαν σίφουνας στην είσοδο της σκη­ νής κι έγνεψε έξαλλα προς την κατεύθυνση του ορεινού οχυρού που διακρινόταν στο βάθος, το οποίο είχε κατακλυστεί από Ρω­ μαίους στρατιώτες. «Θα σε αποκαλούσα προδότη αν δεν ήξερα πόσο βλάκας είσαι. Μόλις παρέδωσες την άμυνά μας στους Ρω­ μαίους!» «Δε δέχομαι να...» έκανε να διαμαρτυρηθεί ο Μάριος, αλλά βλέποντας τα θυμωμένα πρόσωπα γύρω του υιοθέτησε έναν πιο κατευναστικό τόνο. «Μεγαλειότατε, οι διαπραγματεύσεις απαι­ τούν υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές». Έ κ α ν ε μια σύντομη παύση ψάχνοντας τις λέξεις για να εξηγήσει με σύντομο τρόπο τις πολύπλοκες συμφωνίες στις οποίες προσπαθούσε να καταλήξει με τους επιτελείς του Λούκουλλου. «Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω. Ο Λούκουλλος ήδη αμφιβάλλει για την αφοσίωση των Ποπολάρων που βρίσκονται στις λεγεώνες του, καθώς φοβάται ότι ίσως παραδοθούν σε εμάς. Ξέρει το μέγεθος της επιρροής που ασκώ. Τοποθέτησε λεγεώνες με βετεράνους Οπτιμάτες ακριβώς πίσω τους, για να έχει τους Ποπολάρους από κοντά. Δε θα είχαν τη δυ­ νατότητα να στραφούν εναντίον του Λούκουλλου κατά τη διάρκεια της μάχης, όπως είχαμε σχεδιάσει». «Και γιατί ελέγχουν τώρα τη θέση που κρατούσες εσύ στο Αδράστειο;» σφύριξε μέσα απ' τα σφιγμένα χείλη του ο πατέρας. Ο Μάριος αναψοκοκκίνισε, αλλά φρόντισε να συγκρατηθεί. «Έπρεπε να ρίξω ένα κόκαλο στους Ποπολάρους», είπε τονίζοbr/zav

292

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ντας τις λέξεις, «να δώσω την εντύπωση ότι παραδοθήκαμε σ' αυ­ τούς, ώστε να διαλυθούν οι υποψίες του Λούκουλλου και να πει­ στεί ότι θα μας πολεμήσουν. Διαφορετικά, δε θα τους δινόταν η ευκαιρία να εγκαταλείψουν τον Λούκουλλο σε μια μεγαλύτερη μάχη προσφέροντάς μας τη νίκη. Ήταν ο μόνος τρόπος που μπο­ ρούσα...» Ακόμη και ο Μάριος συνειδητοποιούσε πλέον πόσο φαι­ δρές ακούγονταν οι δικαιολογίες του. Η φωνή του πήρε έναν τό­ νο παράπονου και άφησε τη φράση του στη μέση. Ο πατέρας τον κοιτούσε και δεν πίστευε στ' αφτιά του. Αγα­ νακτισμένος, πήγε στην είσοδο της σκηνής και κοίταξε έξω, πρώ­ τα τους στρατιώτες του, τους Ρωμαίους εξορίστους που είχαν αρ­ χίσει να στρατοπεδεύουν, και έπειτα τις πλαγιές του Αδράστειου, που είχαν μαυρίσει από τις πέντε λεγεώνες του Λούκουλλου, και τις μεν που οι άντρες τους ήταν υπέρ των Ποπολάρων και τις δε που υποστήριζαν τους Οπτιμάτες - δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη μία από την άλλη. «Μακάρι να υπήρχε ένα σημάδι», είπε ήρεμα, σαν να μιλού­ σε στον εαυτό του, «ένα ξεκάθαρο σημάδι που να φανερώνει την αξία του ανθρώπου. Η ευφυΐα και η βλακεία υπάρχουν παντού και κληροδοτούνται τυχαία από τη μία γενιά στην άλλη. Έ χ ω δει ε­ νάρετα παιδιά να γεννιούνται από άχρηστους γονείς. Μα τον Δία, και εγώ είμαι παιδί ενός άχρηστου γονιού. Και τώρα είδα το α­ ντίστροφο: αυτός ο άντρας, γιος ευγενούς πατέρα, που μέσα του κυλάει το αίμα ενός από τους μεγαλύτερους στρατηγούς και συ­ γκλητικούς της Ρώμης, να αποδεικνύεται προδότης! Όχι, το παίρ­ νω πίσω - χρειάζεται σκοπιμότητα και εξυπνάδα για να γίνει κά­ ποιος προδότης. Αυτός εδώ είναι απλώς ένας... ηλίθιος». Ο Βιτούιτος έσπασε τη σιωπή που ακολούθησε. «Άρχοντά μου», είπε με τη λαρυγγική γαλατική προφορά του, αγγίζοντας με τα δάχτυλα του τη λαβή του σπαθιού του και κοι­ τάζοντας ψυχρά τον Μάριο. «Θέλεις να τον ξεφορτωθώ;» Ο Μάριος τινάχτηκε σαστισμένος και παρατήρησε ότι το ένα του γόνατο είχε αρχίσει να τρέμει. Ο άνθρωπος με δυσκολία συ­ γκρατούσε τον τρόμο του. Ο πατέρας παρέμεινε ακίνητος και α­ μίλητος, κοιτάζοντας έξω. Αποφάσισα να παρέμβω. «Περίμενε, Βιτούιτε. Οι αξιωματικοί του Μάριου σύντομα θα έρθουν να ζητήσουν νέες διαταγές και θα ρωτήσουν πού βρίσκε­ ται. Τι θα τους πούμε;» «Τίποτα», βρυχήθηκε ο Βιτούιτος, «ή, αν πρέπει να τους πεις br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

293

κάτι, πες τους ότι ο Μάριος αρρώστησε και δε θα τους διοικεί πια». «Άφησέ τον να φύγει. Στείλ' τον πίσω στους άντρες του». Τα λόγια του πατέρα φανέρωναν απογοήτευση και πίκρα. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε τον πατέρα κι υστέρα τον Μάριο, ο οποίος δεν είχε τολμήσει να πάρει ανάσα όλη αυτή την ώρα. Ίσως για πρώτη φορά, η ζωή του Μάριου είχε κινδυνεύσει πραγματι­ κά. Είχε οδηγηθεί ενώπιον του δικαστηρίου, οι ένορκοι τον είχαν κρίνει ένοχο, ο δικαστής όμως διέταξε την απελευθέρωσή του· κάτι τέτοιο δεν το ξεχνά εύκολα κανείς. Σ' αυτό υπολόγιζε ο πα­ τέρας. Καθώς ο Μάριος έβγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε από τη σκηνή, κοίταξα τον πατέρα απορημένος. «Οι άντρες του τον είδαν να μπαίνει στη σκηνή», είπε χωρίς να χρειαστεί να ακούσει την ερώτησή μου. «Δε θα πίστευαν ότι ξαφνικά αρρώστησε. Οι Ρωμαίοι του Μάριου είναι περισσότερο πιστοί σ' εκείνον παρά σε μένα και θα στασίαζαν. Εξάλλου, όπως και να έχει το πράγμα, ο Μάριος είναι ο καλύτερος Ρωμαίος α­ ξιωματικός που έχω». «Δε θα τολμήσει άλλη φορά να δοκιμάσει την υπομονή σου με μια τέτοια ανοησία», είπα, κατανοώντας τώρα τους λόγους που του χαρίσαμε τη ζωή. Ο πατέρας με κοίταξε κατάματα. «Αυτό είναι αλήθεια», είπε, ελέγχοντας οριακά την οργή του. «Τώρα όμως πρέπει να αντιμε­ τωπίσουμε το πρόβλημα που μας δημιούργησε». Και λέγοντας αυτά τα λόγια βγήκε αγριεμένος από τη σκηνή. Όπως είχε προβλέψει ο πατέρας, παρά την κατάληψη του ορει­ νού οχυρού στο Αδράστειο από τις λεγεώνες που στήριζαν τους Ποπολάρους, ο Λούκουλλος εξακολουθούσε να μην τις εμπι­ στεύεται και λίγες μέρες αργότερα έστειλε στις θέσεις τους τους νεότερους, πιο αξιόπιστους λεγεωνάριούς του, στερώντας μας κά­ θε πιθανότητα αποχώρησης από τη χερσόνησο μέσω ξηράς. Οι πολιορκητές είχαν μετατραπεί σε πολιορκημένους. Ο Μάριος ε­ πέστρεψε στους στρατιώτες του και ο πατέρας δεν αναφέρθηκε ξανά στο περιστατικό. Τα πράγματα όμως πήγαν από το κακό στο χειρότερο.

br/zav

V

Π Α Ρ Ο Τ Ι ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ είχαν πάρει τον έλεγχο στο Αδράστειο, δεν είχαν αρκετές δυνάμεις για να επιτεθούν στο στρατό μας, ό­ πως κι εμείς δεν είχαμε τη δύναμη να καταλάβουμε την Κύζικο με έφοδο. Η κατάσταση έφτασε σε αδιέξοδο και για τις τρεις πλευρές. Οι γραμμές ανεφοδιασμού της πόλης είχαν αποκοπεί από τον ποντιακό στρατό, η χερσαία γέφυρα επικοινωνίας του ποντιακού στρατού με την ενδοχώρα είχε αποκλειστεί από τους Ρωμαίους που είχαν καταλάβει τις πλαγιές και οι Ρωμαίοι αντι­ μετώπιζαν προβλήματα με τις εκτεταμένες γραμμές ανεφοδια­ σμού που τους συνέδεαν με τη βάση τους στην Κιλικία, οι οποίες δέχονταν συνεχείς επιθέσεις από ομάδες ατάκτων που υποστήρι­ ζαν τον Πόντο. Η εκστρατεία εξελισσόταν σε αγώνα αντοχής. Προκειμένου να βγει από το αδιέξοδο, ο πατέρας επιχείρησε να ασκήσει ψυχολογική πίεση, την πίεση των οικογενειακών και φυλετικών δεσμών. Έ δ ε σ ε τρεις χιλιάδες Κυζικηνούς αιχμαλώτους που είχαν συλληφθεί πριν από εβδομάδες στη μάχη της Χαλκη­ δόνας και τους ανέβασε σε δέκα πειρατικά σκάφη, τα οποία είχαν δέσει στο μόλο. Ο καιρός εκείνη τη μέρα ήταν απαίσιος· αν και ή­ ταν ακόμη αρχές του φθινοπώρου, έκανε αφύσικο κρύο για την ε­ ποχή, φυσούσε τσουχτερός αέρας και μεγάλα πλάγια κύματα έ­ σκαγαν με δύναμη στα κύτη των πλοίων. Την ώρα που η μοίρα των πειρατικών, φορτωμένη με αιχμαλώτους, πλησίαζε στα τείχη που έβλεπαν στη θάλασσα, ο μολυβένιος βαρύς ουρανός άνοιξε, λες και περίμενε τη στιγμή, και καταρρακτώδης βροχή σάρωσε το λι­ μάνι και την πόλη. Η βροχή χτυπούσε αλύπητα τους άμοιρους αιχ­ μαλώτους που ήταν στοιβαγμένοι στα ανοιχτά καταστρώματα. Βα­ ριά οπλισμένοι Πόντιοι δεσμοφύλακες περίμεναν στωικά, καλυμ­ μένοι με μουσκεμένες κουβέρτες, κρατώντας στα χέρια τους τις ά­ κρες των αλυσίδων με τις οποίες ήταν δεμένοι οι αιχμάλωτοι για

br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

295

να μην τους δοθεί η ευκαιρία να πηδήξουν στη θάλασσα. Πάνω α­ πό τα κεφάλια τους, στα κατάρτια και στα ξάρτια, περίμεναν το­ ξότες με τις χορδές των όπλων τους τεντωμένες και τις μύτες των βελών να στάζουν, για να εμποδίσουν κάθε σκέψη αντίδρασης κα­ τά τη διάρκεια του επικίνδυνου ελιγμού. Οι υπερασπιστές της Κυ­ ζίκου πάνω στα τείχη παρακολουθούσαν μουδιασμένοι τους συ­ μπολίτες τους να περιφέρονται σαν τρόπαια μπροστά τους και δεν επιχείρησαν να ρίξουν με τα όπλα τους, περιμένοντας να δουν τι σκόπευε να κάνει ο Μιθριδάτης. Από τα τείχη άρχισαν να ακού­ γονται σκόρπιες κραυγές και οδυρμοί, καθώς κάποιες γυναίκες α­ ναγνώριζαν τους συζύγους και τους γιους τους ανάμεσα στους ά­ ντρες που στέκονταν στα καταστρώματα των πλοίων. Ο πατέρας βρισκόταν στην ποντιακή ναυαρχίδα και περίμε­ νε να κοπάσει η ισχυρή νεροποντή, βλέποντας όμως τα σύννεφα να πυκνώνουν και τον παγωμένο αέρα να διαπερνά τους μου­ σκεμένους μάλλινους μανδύες μας έδωσε τελικά το σύνθημα της έναρξης. Το πλοίο του πέρασε μπροστά από τα υπόλοιπα, φτά­ νοντας σε μια απόσταση απ' όπου θα μπορούσαν να τους ακού­ σουν οι κάτοικοι που είχαν κατακλύσει τα τείχη που έβλεπαν στη θάλασσα, και ανέβασαν ένα κεράτινο χωνί στη γέφυρα. Έ φ ε ρ α ν δίπλα έναν άντρα, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν Πόντιος κήρυκας που τον είχαν ντύσει και φτιάξει έτσι ώστε να μοιάζει με Κυζικηνό αιχμάλωτο. Ο άντρας είχε απομνημονεύσει ένα κείμε­ νο που είχε συνταχθεί ειδικά για το ρόλο του ως του «αιχμαλώτου» που εκπροσωπούσε τους συντρόφους του. «Σύμμαχοι και φίλοι!» φώναξε κρατώντας το χωνί στα χείλη του, με αρκετά πειστική ιωνική προφορά. Το πλήθος πάνω στα τείχη σώπασε. «Βλέπετε την άθλια κατάστασή μας, όμως είμαστε άξιοι της μοίρας μας για την προδοτική μας στάση και την υπο­ στήριξή μας στη Ρώμη. Σκοτώσαμε ομοεθνείς μας Έλληνες και Ασιάτες και βοηθήσαμε τους βάρβαρους Ρωμαίους. Ο ευγενής βασιλιάς Μιθριδάτης πήρε τη δίκαιη εκδίκησή του, λεηλατώντας την Ηράκλεια και τη Χαλκηδόνα, πολιορκώντας την Κύζικο και συλλαμβάνοντας εμάς ως αιχμαλώτους!» Ο άντρας σταμάτησε για λίγο, ενώ οι φρουροί πάνω στα κα­ ταστρώματα καμώνονταν ότι χτυπούσαν τους αιχμαλώτους με τα μαστίγιά τους, κάνοντας τους πολίτες που παρακολουθούσαν α­ πό τα τείχη να ξεσπάσουν σε κραυγές αγωνίας. Ο «αιχμάλωτος» σήκωσε ξανά το χωνί του. br/zav

296

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Πολίτες της Κυζίκου, είστε η τελευταία μας ελπίδα, η τελευ­ ταία μας ευκαιρία να σωθούμε. Ο βασιλιάς συμφώνησε να μας α­ πελευθερώσει και να λυπηθεί τα σπίτια και τις οικογένειες μας αν η Κύζικος παραδοθεί στο στρατό του. Θα ανήκουμε πλέον στην τρανή αυτοκρατορία του, στη Νέα Ελλάδα, και θα συγχωρέσει ό­ λα τα σφάλματά μας. Τρεις χιλιάδες από εμάς βρισκόμαστε εδώ, πάνω στα πλοία, και ακόμη περισσότεροι περιμένουν πίσω, στο στρατόπεδο! Όλοι θα επιστρέψουμε ασφαλείς, αρκεί να συμφω­ νήσετε. Αν αρνηθείτε όμως...» Οι φρουροί άρχισαν πάλι να φωνάζουν αγριεμένοι και να χτυ­ πούν στον αέρα τα μαστίγιά τους. Ο κόσμος πάνω στα τείχη ξέ­ σπασε σε νέες κραυγές απελπισίας. «Αν αρνηθείτε», φώναξε ο κήρυκας, «θα έχετε προδώσει όχι μό­ νο εμάς, αλλά και τη μεγάλη ελληνική παράδοσή μας. Ακόμη και οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι είναι γνωστό ότι προτιμούν να πεθάνουν παρά να παραδοθούν, έκαναν συμφωνία με τους Αθηναίους για να σώσουν τις ζωές εκείνων που αιχμαλωτίστηκαν στη Σφακτη­ ρία κατά τη διάρκεια του τρομερού πολέμου τους. Θέλετε να φα­ νείτε ακόμη πιο αδιάλλακτοι κι απ' τους Σπαρτιάτες; Παραδο­ θείτε, φίλοι μας· λυπηθείτε τις ζωές μας!» Ακούστηκαν πάλι κλάματα και οδυρμοί από τα τείχη, αυτή τη φορά όμως αιτία δεν ήταν τα λόγια του «αιχμαλώτου», αλλά τα χτυπήματα και οι σπρωξιές των φρουρών της Κυζίκου, που ανέ­ βηκαν στα τείχη και άρχισαν να διαλύουν το συγκεντρωμένο πλή­ θος για να μη βλέπει τα πλοία, ξεστομίζοντας βρισιές και χτυ­ πώντας με την επίπεδη επιφάνεια των σπαθιών τους τις πλάτες των γυναικών και των γερόντων που προσπαθούσαν να σκορπιστούν. Το ανεμοβρόχι δυνάμωσε και τα πλοία μας δυσκολεύονταν να κρατήσουν τις θέσεις τους έξω από το λιμάνι και τελικά αναγκά­ στηκαν να επιστρέψουν στα αγκυροβόλια τους. Μόνο η ναυαρχί­ δα μας παρέμεινε για να ακούσει την απάντηση της Κυζίκου. Η ασταμάτητη βροχή μάς δυσκόλευε, αλλά καταφέραμε να διακρίνουμε το απόσπασμα των αγριεμένων φρουρών να έχει πά­ ρει θέσεις στα τείχη, με τις ασπίδες σηκωμένες και βλέμματα που πετούσαν φωτιές πίσω από τις προσωπίδες των περικεφαλαίων τους. Οι πανοπλίες και το γυμνό τους δέρμα γυάλιζαν από τη βρο­ χή, ενώ ο παγωμένος άνεμος και τα κύματα χτυπούσαν με δύνα­ μη στα τείχη. Οι φρουροί παραμέρισαν και ένας ηλικιωμένος ά­ ντρας εμφανίστηκε από πίσω· η πανοπλία του ήταν χτυπημένη και br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

297

παλιά, η ασπίδα του αγυάλιστη. Ακόμη και από τόσο μακριά φαί­ νονταν άσπρες ουλές πάνω στη μαυριδερή επιδερμίδα των χε­ ριών του. Ή τ α ν φανερό πως επρόκειτο για βετεράνο, δοκιμα­ σμένο πολεμιστή. «Ο Πεισίστρατος», πετάχτηκε ο πατέρας παρατηρώντας τον. «Πολέμησε για λογαριασμό μου κάποτε. Εξαιρετικός πολεμιστής. Αλλά με ξέρει καλύτερα από τον καθένα. Ό π ω ς τον ξέρω κι εγώ». Αναστέναξε και έκανε να φύγει. «Τελειώσαμε εδώ». «Μιθριδάτη, γουρούνι!» Η φωνή του άντρα ήχησε βροντερή, πιο δυνατή από τα α­ γριεμένα κύματα και τον αέρα που λυσσομανούσε. Ο πατέρας πάγωσε και έστρεψε το βλέμμα του στον άντρα. «Μας απειλείς προσπαθώντας να κλονίσεις τις γυναίκες και τα παιδιά μας!» βρυχήθηκε ο ηλικιωμένος άντρας, με φωνή που δε φανέρωνε τα χρόνια του. «Ψάχνεις τρόπο να μας κάνεις να δειλιάσουμε για να πατήσεις την πόλη μας. Ό μ ω ς οι μόνοι δει­ λοί εδώ είστε εσείς. Εσείς, που σέρνετε στα καταστρώματα των πλοίων σας αβοήθητους αιχμαλώτους λες κι είναι χάντρες για πα­ ζάρεμα». «Δικοί σας άντρες είναι, Πεισίστρατε!» είπε με τη δυνατή φω­ νή του ο πατέρας ενοχλημένος. «Τα συναισθήματα που φοβάσαι είναι δικά σας, όχι δικά μου. Εγώ απλώς προσφέρομαι να δείξω έλεος στους ανθρώπους σας. Είστε ελεύθεροι να το δεχτείτε ή να το αρνηθείτε. Δε με ενδιαφέρει, την άθλια πόλη σας θα την καταλάβω έτσι ή αλλιώς. Η μόνη διαφορά είναι αν προτιμάτε να ζήσετε ή να πεθάνετε όταν συμβεί αυτό». «Σκύλε!» ούρλιαξε ο άντρας, έξαλλος με την αδιαφορία του πα­ τέρα. «Η ελληνική τιμή δεν είναι χωράφι σου να την επικαλείσαι όταν σε συμφέρει. Οι αιχμάλωτοι που σέρνεις μπροστά μου είναι αυτοί που παραδόθηκαν κάτω από τα τείχη της Χαλκηδόνας. Οι στρατιώτες που παραδίνονται απεμπολούν το δικαίωμα να επη­ ρεάζουν εκείνους που ακόμη πολεμούν. Σκότωσέ τους ή πούλησέ τους, το ίδιο είναι· στα μάτια των γενναίων πολεμιστών της Κυζί­ κου οι θλιβεροί αιχμάλωτοί σου είναι ήδη νεκροί!» Ο πατέρας έμεινε να κοιτάζει για λίγο τον εξοργισμένο πολε­ μιστή και στη συνέχεια γύρισε κι έφυγε αναμερίζοντας τα μου­ σκεμένα του μαλλιά από τα μάτια του. Τα παντελόνια κολλούσαν στα πόδια του, κρύα και βρεγμένα, σαν δεύτερη επιδερμίδα, και δε φορούσε άλλο ρούχο ή πανοπλία, ήταν εκτεθειμένος στη δυbr/zav

298

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

νατή βροχή. Έμοιαζε ανεπηρέαστος από τα στοιχεία της φύσης, ένας άνθρωπος φτιαγμένος από ξύλο, από σίδερο, ένα σίδερο που δε σκούριαζε ούτε χαλούσε. Ό μ ω ς ακόμη και για ένα βασιλιά που η βροχή και το κρύο δεν μπορούσαν να αγγίξουν, τα περή­ φανα λόγια του γενναίου στρατιώτη ήταν χαστούκι στο πρόσωπο, τρυπούσαν το κορμί του και έφερναν ταραχή στην καρδιά του. Ο πατέρας έγνεψε αρνητικά και ο Νεοπτόλεμος έδωσε εντολή στον πηδαλιούχο να γυρίσουμε στο αγκυροβόλιο. Οι αιχμάλωτοι οδη­ γήθηκαν στα αμπάρια, μισοπεθαμένοι από τη βροχή και το κρύο, απελπισμένοι από τα λόγια του Κυζικηνού στρατηγού. Ενώ αποχωρούσαμε μας αντικατέστησαν τα πολεμικά πλοία και ο θαλάσσιος πύργος των έξι επιπέδων, η πανίσχυρη σαμβύκη που ήταν σχεδιασμένη έτσι ώστε να αντιστέκεται ακόμη και στις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπιζε τώρα. Μεταφερθήκα­ με σε ένα από τα πολεμικά που περίμεναν στο μόλο με τους κα­ ταπέλτες έτοιμους να εξαπολύσουν τα φλεγόμενα βλήματά τους. Ο άνεμος έφερνε στα αφτιά μας τα κλάματα των γυναικών πίσω από τα τείχη της πόλης, που είχαν ακούσει τον αρχηγό τους να α­ πορρίπτει την προσφορά μας. Η συνδυασμένη επίθεση ξεκίνησε από την ξηρά. Από το ση­ μείο όπου βρισκόμασταν πάνω στο πλοίο μπορούσαμε να δια­ κρίνουμε τις τροχιές που διέγραφαν τα φλεγόμενα βλήματα στον ουρανό· δεμάτια άχυρο ποτισμένα με νάφθα, βέλη, πυρακτωμέ­ νες πέτρες, βαρέλια γεμάτα με πίσσα εκτοξεύονταν από τις πο­ λιορκητικές μηχανές που ήταν παραταγμένες λίγο έξω από τα χερσαία τείχη. Φρικτοί, αλλεπάλληλοι κρότοι έφτασαν μέχρι τ' α­ φτιά μας καθώς οι πολιορκητικοί κριοί έμπαιναν στον αγώνα και ξεκινούσαν την επίθεση στις πύλες. Στους γύρω λόφους οι πο­ ντιακές λεγεώνες πήραν θέσεις μάχης, περιμένοντας αδιαμαρτύ­ ρητα μέσα στη νεροποντή που έπεφτε αδιάκοπα. Παρακολου­ θούσαν τη μαζική επίθεση και περίμεναν ανυπόμονα τη διαταγή να επιτεθούν, τη στιγμή που οι πύλες θα υποχωρούσαν ή όταν κά­ ποιο σημείο των καταπονημένων τειχών θα κατέρρεε. Οι Κυζικηνοί αξιωματικοί πάνω στα τείχη έτρεχαν να αντιμετωπίσουν τη μία κρίσιμη κατάσταση μετά την άλλη, κλείνοντας ρήγματα, δια­ τάζοντας άντρες να στοιβάξουν πέτρες στα κενά, στέλνοντας το­ ξότες στις θέσεις τους, αναγκάζοντας ακόμη και τρομοκρατημέ­ νες γυναίκες να ανέβουν στα τείχη για να σβήσουν φωτιές, να κου­ βαλήσουν νερό και να κατεβάσουν τους τραυματίες. br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

299

Ο πελώριος θαλάσσιος πύργος πλησίαζε· ταλαντευόταν από τη θαλασσοταραχή, όμως στην κορυφή του ήδη στοιβάζονταν βαριά θωρακισμένοι πολεμιστές που θα πραγματοποιούσαν την πρώτη έφοδο προστατευμένοι πίσω από ένα τείχος ασπίδων. Το κυρίως σώμα της κατασκευής, που ήταν ανοιχτή από πίσω, ήταν γεμάτο με διακόσιους επιπλέον στρατιώτες, έτοιμους να ανέβουν τις σκά­ λες που οδηγούσαν στην κρεμαστή γέφυρα τη στιγμή που ο πύρ­ γος θα έφτανε δίπλα στα τείχη και η γέφυρα θα κατέβαινε πάνω στις πολεμίστρες. Η τρομερή μηχανή, ίσως το μεγαλύτερο ξύλι­ νο κατασκεύασμα που είδε ποτέ άνθρωπος, προχωρούσε αργά μέσα στην μπόρα και τα φουσκαμένα κύματα. Στη θέα της οι στρατιώτες που βρίσκονταν στα τείχη τρόμαξαν και απομακρύν­ θηκαν από το σημείο όπου θα γινόταν η απόβαση. Οι αξιωματι­ κοί τούς φώναζαν να αποκρούσουν το τέρας, αλλά οι προμαχώ­ νες ήταν στενοί και χωρούσαν μόλις δυο τρεις άντρες δίπλα δί­ πλα. Εκείνοι οι λιγοστοί άντρες ήταν τρομοκρατημένοι που έ­ πρεπε να ορμήσουν πάνω στη σαμβύκη που πλησίαζε, με τους Ποντίους που είχαν βάψει μαύρα τα πρόσωπά τους να τους πα­ ρακολουθούν αγριεμένοι πίσω από τις ασπίδες τους. Η σαμβύκη έφτασε αρκετά κοντά και οι πρώτες σανίδες έ­ πεσαν με δύναμη στις πολεμίστρες, ακριβώς στη γωνία ενός πανύψηλου παρατηρητήριου. Οι Πόντιοι στρατιώτες έβγαλαν μια κραυγή που έσκισε τον αέρα και μανιασμένοι πολεμιστές με σκούρες περικεφαλαίες άρχισαν να ξεχύνονται από το τέρας. Οι πρώτοι πήδηξαν στα τείχη, χτυπώντας με δύναμη τους Κυζικηνούς που τους περίμεναν εκεί. Μόνο δύο άτομα μπορούσαν να στέκονται πλάι πλάι, αλλά ακόμα κι έτσι δε σταμάτησαν την επίθεση. Οι πρώτοι αμυνόμενοι έπεσαν νεκροί και οι δικοί μας πέρασαν πάνω από τα πτώματά τους και κατέβασαν τα σπαθιά τους στους επόμενους. Οι στρατιώτες μας ήταν ανώτεροι σε δύ­ ναμη και εκπαίδευση, αλλά οι Κυζικηνοί δεν υποχωρούσαν α­ ντίθετα, συνέχιζαν να φράζουν τις στενές επάλξεις, ακόμη και με τα πτώματά τους, και οι Πόντιοι εγκλωβίστηκαν πάνω στις σανίδες μην έχοντας πού να προχωρήσουν. Οι κωπηλάτες από κάτω κατέβαλλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να κρατή­ σουν τα πλοία σταθερά, καθώς πελώρια κύματα τα χτυπούσαν από όλες τις μεριές, με τα πιο μεγάλα να σκάνε στα τείχη και γυρνάνε πίσω με δύναμη στις πλώρες των καραβιών. Κρατού­ σαν γερά· λίγο ακόμη και οι στρατιώτες μας θα κατατρόπωναν br/zav

300

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τους αμυνόμενους που περίμεναν στη σειρά για να πεθάνουν... Με φρίκη είδαμε ένα ξύλινο δοχείο σε μέγεθος κουβά γεμάτο πίσσα και αναμμένο με μια κοντή θρυαλλίδα να εκτοξεύεται α­ πό το παρατηρητήριο και να πέφτει στο κατάστρωμα της πεντήρους που βρισκόταν πιο κοντά. Με το που έσκασε πέφτοντας α­ πό ψηλά, το φλεγόμενο περιεχόμενο του σχημάτισε μια λίμνη στο κατάστρωμα κι άρχισε να χύνεται από τα κενά ανάμεσα στις σα­ νίδες στους κωπηλάτες ακριβώς από κάτω. Ακούστηκαν κραυγές πόνου από τους πάγκους των κωπηλατών και αρκετά από τα μα­ κρύτερα κουπιά σταμάτησαν να κινούνται, καθώς οι άντρες που τα χειρίζονταν τα άφηναν από τα χέρια τους, και μπερδεύτηκαν μ' εκείνα των διπλανών τους. Η επίθεση δεν ήταν μοιραία ούτε κάτι που δεν είχαμε προβλέψει· ήταν όμως αρκετή. Οι Κυζικηνοί στρατιώτες στο παρατηρητήριο αναθάρρησαν με αυτή τη μι­ κρή επιτυχία και δεκάδες παρόμοια δοχεία και ακόντια άρχισαν να πέφτουν πάνω στις πεντήρεις, των οποίων τα πληρώματα φά­ νηκαν να σαστίζουν. Ο αέρας που είχε σηκωθεί είχε φτάσει στα όρια της θύελλας και, παρόλο που η πολιορκητική μας μηχανή παρέμενε σταθερή, το τεράστιο βάρος της αποδεικνυόταν αξεπέραστο εμπόδιο για τους κωπηλάτες. Ό σ ο κι αν προσπαθούσαν, ήταν αδύνατο να κρατήσουν τα πλοία σταθερά δίπλα στα τείχη με τον αέρα να λυσσομανά και τα κύματα να χτυπούν ανελέητα. Στο μεταξύ, οι Κυζικηνοί πάνω στα τείχη έριχναν διαρκώς φλεγόμενα δοχεία και βέλη εναντίον των πλοίων, σχεδόν εξ επαφής. Ο μανιασμένος αέρας έκανε τη φωτιά να εξαπλωθεί γρήγορα στη γέφυρα, ενώ οι φλεγόμενες πίσσες κυλούσαν ανάμεσα από τις σανίδες και έπε­ φταν στους άμοιρους κωπηλάτες από κάτω. Από τη θέση όπου βρισκόμασταν είδαμε ότι ολόκληρη η πάνω σειρά κωπηλατών εί­ χε εγκαταλείψει τις θέσεις της στην προσπάθειά της να γλιτώσει από τις καυτές πίσσες που έπεφταν από πάνω· η δεύτερη σειρά τα είχε χαμένα, καθώς αρκετά κουπιά και από εκείνο το επίπεδο σταμάτησαν ξαφνικά να κινούνται κι έμειναν να κρέμονται ά­ χρηστα από τις πλαϊνές θυρίδες του σκάφους. Με τρόμο συνειδητοποιήσαμε ποια θα ήταν η συνέχεια. «Απο­ συρθείτε!» ούρλιαξε ο πατέρας, αλλά με τη θύελλα που είχε ξε­ σπάσει ήταν σαν να φώναζε σε κουφούς. Έχοντας χάσει τους κωπηλάτες του, το πλοίο στην αριστερή μεριά δεν μπορούσε να κρατηθεί σταθερό κοντά στα τείχη και άρbr/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

301

χισε να απομακρύνεται με μια στροφή από το δίδυμο πλοίο, με αποτέλεσμα ολόκληρη η κατασκευή -πύργος, γέφυρα και σκάφηνα περιστραφεί μακριά από τα τείχη. Οι άντρες που στέκονταν πάνω στις σανίδες έχασαν ξαφνικά την ισορροπία τους και έπε­ σαν στα μανιασμένα κύματα. Αρκετοί άλλοι που βρίσκονταν α­ κριβώς στο χείλος της πελώριας μηχανής ταλαντεύτηκαν για λί­ γο επικίνδυνα, αλλά οι σύντροφοι τους πρόλαβαν να τους τραβή­ ξουν μέσα. Το τραγικότερο όλων ήταν ότι οι ηρωικοί στρατιώτες που είχαν ήδη καταφέρει να πηδήξουν πάνω στα τείχη ήταν πλέον απομονωμένοι, ξεκομμένοι από τους συντρόφους τους, έχοντας χάσει ακόμη και την κάλυψη που τους παρείχαν τα βέλη των το­ ξοτών ψηλά στη σαμβύκη, οι οποίοι τώρα προσπαθούσαν να κρα­ τηθούν απ' ό,τι έβρισκαν, ενώ ολόκληρο το κατασκεύασμα εξα­ κολουθούσε να στρίβει ανεξέλεγκτα. Οι καπετάνιοι έδωσαν διαταγή για υποχώρηση και οι κωπη­ λάτες άρχισαν να κάνουν ανάποδο κουπί, φωνάζοντας μάταια να φέρει κάποιος κουβάδες με άμμο για να σβήσουν τις φλόγες που εξαπλώνονταν συνεχώς. Προσπάθησαν να απομακρυνθούν, αλλά η πίεση των αγριεμένων κυμάτων αποδείχτηκε πολύ μεγάλη για το θηριώδες κατασκεύασμα. Τα δοκάρια πάνω στα οποία στηρι­ ζόταν ο πύργος άρχισαν να λυγίζουν και ξαφνικά, με ένα δυνατό κρότο, έσπασαν ρίχνοντας ολόκληρο το οικοδόμημα στη θάλασ­ σα. Η δεξιά πεντήρης αναποδογύρισε, η άλλη ήταν άσχημα χτυ­ πημένη και διακόσιοι άντρες βρέθηκαν στα αφρισμένα κύματα. Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουμε την έφοδο α­ πό το λιμάνι. Αφού απώθησαν το θαλάσσιο τέρας, οι υπερασπιστές της πό­ λης έτρεξαν στην απέναντι πλευρά για να αποκρούσουν τη μα­ νιασμένη έφοδο που είχε ξεκινήσει από τη στεριά. Η μάχη ήταν σκληρή. Έ ν α ς πολιορκητικός κριός είχε κατορθώσει να ανοίξει ένα ρήγμα στις πύλες, αλλά τελικά οι Κυζικηνοί έφεραν ένα φορ­ τίο με μυτερές τριγωνικές πέτρες, απ' αυτές που χρησιμοποιού­ νται στην κατασκευή γωνιών και τόξων στα κτίσματα, και το έρι­ ξαν πάνω στο στέγαστρο που προστάτευε τον πολιορκητικό κριό, τσακίζοντας τα ξύλα και υποχρεώνοντας τους άντρες μας σε υ­ ποχώρηση. Κάποιους άλλους κριούς τούς έπιασαν με θηλιές ή με «λύκους», κάτι τεράστιες σιδερένιες δαγκάνες που ήταν στερεω­ μένες σε γερανούς στα τείχη. Οι πολίτες προστάτευσαν τα τμή­ ματα των τειχών που κρατούσαν ακόμη με καλάθια γεμάτα μαλbr/zav

302

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λί η με λινά σεντόνια που έφερναν από τα σπίτια τους, για να α­ πορροφούν τη δύναμη των σιδερένιων βλημάτων που εκτόξευαν οι βαλλίστρες και των πετρών που έριχναν οι καταπέλτες μας. Σε ένα καταπονημένο σημείο των τειχών τα βαρέλια με τη φλεγόμενη πίσσα που εξαπέλυαν οι στρατιώτες μας βρήκαν το στόχο τους, καλύπτοντας με φλόγες ένα πλατύ κομμάτι. Ο αέρας που δεν είχε κοπάσει καθόλου θέριεψε τη φωτιά. Οι τρομερές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν μετέτρεψαν τον ασβέστη σε σκόνη και οι πολεμίστρες κατέρρευσαν. Οι Πόντιοι στρατιώτες όρμησαν για να σκαρφαλώσουν στο ρήγμα, αλλά απωθήθηκαν γρήγορα: οι πέτρες ήταν καυτές, πυρακτωμένες, και όσο οι στρα­ τιώτες μας έψαχναν τρόπο για να περάσουν από εκεί, οι αμυνό­ μενοι είχαν το χρόνο να φέρουν τοξότες και να τους απομακρύ­ νουν. Όταν τελικά κρύωσαν οι πέτρες, διαπιστώσαμε ότι οι Κυζικηνοί είχαν φράξει ήδη το άνοιγμα στοιβάζοντας πρόχειρα τα χαλάσματα. Φέραμε το πλοίο μας στην παραλία έξω από το λιμάνι και ε­ πιστρέψαμε έφιπποι όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε στις θέσεις μας κάτω από τα τείχη, προκειμένου ο πατέρας να συντονίσει α­ πό εκεί την έφοδο. Επειδή όμως άρχιζε να σκοτεινιάζει, ο αέρας δυνάμωσε περισσότερο και ήταν δύσκολο ακόμη και να σταθείς όρθιος, πόσω μάλλον κρατώντας μια ασπίδα τέσσερις πήχεις ψη­ λά, που λειτουργούσε έτσι σαν πανί πλοίου. Από τα τείχη μάς έ­ ριχναν συνέχεια φλεγόμενα δοχεία και βέλη και οι εξαντλημένοι στρατιώτες μας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πολιορκη­ τικές μηχανές και να αποσυρθούν από το μέτωπο. Το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Παρά τη δυνατή βροχή, οι φλόγες από τις πίσσες και τη νάφθα που εξακολουθούσαν να μαίνονται απλώθηκαν παντού και γρήγορα τύλιξαν τις πολύτιμες πολιορκητικές μηχανές. Φλεγόμενες στήλες υψώνονταν στον ου­ ρανό φωτίζοντας από τη μία τα ταλαιπωρημένα τείχη της πόλης και από την άλλη τους απογοητευμένους, μουσκεμένους Ποντί­ ους που στέκονταν απροστάτευτοι στη βροχή βλέποντας τη νίκη να χάνεται.

Λέγεται ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η θεά Αθηνά εμφανίστηκε στην πανάρχαιη πόλη της Τροίας, που βρίσκεται βορειότερα στις ίδιες ακτές. Το βλέμμα της ήταν αγριεμένο, η ανάσα της λαχαbr/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

303

νιασμένη και η εσθήτα της σκισμένη και μουσκεμένη, σαν να εί­ χε μόλις ξεπεράσει μια τρομερή περιπέτεια, και οι εμβρόντητοι ιερείς θυμήθηκαν ότι η ανυπότακτη Κύζικος ήταν αφιερωμένη σ' αυτή ακριβώς τη θεά. Οι κάτοικοι της Τροίας συγκινήθηκαν τό­ σο πολύ από το όραμα αυτό, ώστε ανέγειραν μνημείο σε ανά­ μνηση του γεγονότος, το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα. Πράγματι, η άστατη βούληση των θεών ήταν κάτι που μας βα­ σάνιζε εκείνη τη νύχτα, όσο ο πατέρας παρατηρούσε τις πολιορ­ κητικές μηχανές να παραδίνονται στις φλόγες και να καταστρέ­ φονται. Μέσ' απ' τα δόντια του πετούσε κατάρες, καθώς αναλο­ γιζόταν όλους αυτούς τους άκαρπους μήνες σκληρής προσπάθει­ ας και αναμονής, όλα για το τίποτα. Το βλέμμα του όμως δεν έ­ μεινε για πολύ πάνω στα τείχη, μια και η πόλη δεν ήταν πια αυ­ τό που τον απασχολούσε περισσότερο· ούτε ο στρατός, που θα συ­ νερχόταν και θα συνέχιζε την πολιορκία το επόμενο πρωί. Αντίθετα, το βλέμμα του υψώθηκε ψηλά, στις απότομες πλα­ γιές του Αδράστειου, εκεί όπου δέκα χιλιάδες φωτιές, άψογα ευ­ θυγραμμισμένες και συμμετρικές, γύρω από τις οποίες κάθονταν οι Ρωμαίοι στο στρατόπεδο του Λούκουλλου, έκαιγαν δυνατά μέ­ σα στην καταιγίδα.

br/zav

VI

ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ του χειμώνα, ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος βρισκόταν στη δυσχερέστερη θέση: η πόλη της Κυζίκου, οι πολιορκητές και ταυτόχρονα πολιορκούμενοι Πόντιοι ή οι ανή­ συχοι και πεινασμένοι Ρωμαίοι του Λούκουλλου; Ταΐζαμε περισ­ σότερα από τριακόσιες χιλιάδες στόματα σ' εκείνη την άγονη χερ­ σόνησο όπου είχαμε εγκλωβιστεί, και μόνο το ένα τρίτο από αυ­ τά ανήκε σε πολεμιστές - όλοι οι υπόλοιποι ήταν βοηθητικό προ­ σωπικό, δούλοι και γυναίκες που αφελώς είχαμε πάρει μαζί μας κατά την πορεία μας προς την Κύζικο το προηγούμενο καλοκαί­ ρι. Εκτός από αυτούς τους ανθρώπους υπήρχαν και πάμπολλα ά­ λογα για το ιππικό μας, που χρειάζονταν μεγάλο μερίδιο από τα εφόδιά μας για να τραφούν. Έπειτα, με τις καταιγίδες του χει­ μώνα, ο στόλος μας δεν ήταν πια σε θέση να φέρνει προμήθειες στην ανοιχτή παραλία, λίγο πιο μέσα από το λιμάνι. Ο τεράστιος αυτός στρατός, που καμία φορά δεν είχε κατορθώσει να αποθη­ κεύσει φαγητό, πέρασε αμέσως από την αφθονία στη λιμοκτονία. Στο στρατόπεδο ξέσπασαν αρρώστιες κι επιδημίες. Τριακό­ σιες χιλιάδες άνθρωποι, υποσιτισμένοι και χωρίς επαρκή στέγη, ζούσαν στοιβαγμένοι σε ένα στενό κομμάτι γης όπου ακόμη και τα πιο στοιχειώδη μέτρα υγιεινής είχαν παραμεληθεί, αφού αρ­ χικά είχαμε πιστέψει ότι οι συνθήκες διαβίωσης θα ήταν προσω­ ρινές. Κάτι έπρεπε να φύγει. Τα υποζύγια ήταν τα πρώτα στη σειρά, τα κοπάδια με τις α­ μέτρητες καμήλες της Βακτριανής και τα πολυάριθμα μουλάρια σφάχτηκαν και το κρέας μοιράστηκε στους στρατιώτες. Και μό­ νο αυτή η κίνηση στάθηκε αρκετή για να εξοργίσει τον πατέρα, ο οποίος μπορούσε να προβλέψει το επόμενο βήμα. Όταν ενη­ μερώθηκε ότι εκατό άλογα του ποντιακού ιππικού είχαν θυσιαστεί για να τραφούν οι πεινασμένοι άντρες, εξερράγη.

br/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

305

«Όχι τα άλογα!» βρυχήθηκε, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι το ε­ πίλεκτο ποντιακό ιππικό ήταν το σαφές πλεονέκτημα που διέθε­ τε απέναντι στους Ρωμαίους. «Καλύτερα να φάμε τους ανθρώ­ πους που σέρνουμε μαζί μας παρά τα άλογα!» Δε χαμογελούσε όταν το είπε αυτό. Μέσα στην πόλη τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Οι πολίτες βρίσκονταν σε απόγνωση, ενώ κάποιοι λιποτάκτες και αιχμάλω­ τοι έκαναν λόγο για περιπτώσεις κανιβαλισμού. Στο μεταξύ, είχε ξεσπάσει επιδημία πανώλης που απειλούσε να επεκταθεί και έ­ ξω από τα τείχη. Για να αποτρέψω τον κίνδυνο έδωσα εντολή στους τοξότες μας να σκοτώνουν όποιον επιχειρούσε να βγει από την πόλη. Μερικές εβδομάδες νωρίτερα είχαμε δει σημάδια εξέ­ γερσης από την πλευρά των πολιτών εναντίον της σκληρής δια­ κυβέρνησης του Πεισίστρατου και ο πατέρας αισιοδοξούσε ότι η Κύζικος θα παραδινόταν πριν χειροτερέψει σε επικίνδυνο σημείο η δική μας κατάσταση. Τελικά όμως συνέβη το αναπόφευκτο: ο Λούκουλλος κατόρθωσε να στείλει μήνυμα -με ταχυδρομικά πε­ ριστέρια- στους πολίτες που λιμοκτονούσαν ότι οι άντρες που στρατοπέδευαν στο Αδράστειο ήταν στην πραγματικότητα συμ­ μαχικός ρωμαϊκός στρατός που βρισκόταν εκεί για να τους βοη­ θήσει και όχι δυνάμεις του Μιθριδάτη. Μεμιάς η είδηση αυτή έ­ δωσε νέο κουράγιο και δύναμη στους πολιορκημένους, οι οποίοι αποφάσισαν να συνεχίσουν την αντίσταση, ξέροντας τώρα ότι κι εμείς ήμασταν αποκλεισμένοι και πεινασμένοι. Κι ο Λούκουλλος όμως δε βρισκόταν σε πολύ καλύτερη θέση. Οι σύμμαχοι του Πόντου στις γύρω περιοχές αύξησαν τη συχνό­ τητα των επιθέσεων και των επιδρομών στις ευάλωτες γραμμές α­ νεφοδιασμού που συντηρούσε ο στρατηγός με τη βάση του στην Κιλικία. Οι σοδειές είχαν μαζευτεί ή καταστραφεί από καιρό, ε­ πομένως ελάχιστη τροφή μπορούσαν να αναζητήσουν στην ύ­ παιθρο οι Ρωμαίοι. Εξάλλου, οι στρατιώτες, όπως συμβαίνει με όλους τους καλά εκπαιδευμένους πολεμιστές, δεν αρέσκονταν στην αναμονή ή στις παρατεταμένες πολιορκίες και είχαν αρχί­ σει να χάνουν την υπομονή τους με την αναποφασιστικότητα του Λούκουλλου. Ήταν λοιπόν μόνο θέμα χρόνου ποια πλευρά θα λύγιζε πρώ­ τη. Όταν ο χειμώνας είχε μπει πια για τα καλά, από μια πυκνή χιο­ νόπτωση οι στρατιώτες θάφτηκαν στις καλύβες τους, οι ατέλειωbr/zav

306

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τοι οδυρμοί που έφταναν στα αφτιά μας από την πόλη σίγησαν και οι φλόγες ακόμη και στο στρατόπεδο των Ρωμαίων έσβησαν. Και ευτυχώς, γιατί πρωτύτερα οι δικοί μας στρατιώτες, που είχαν ξεμείνει από καυσόξυλα καιρό τώρα, παρατηρούσαν τις φωτιές ψηλά στις πλαγιές σχεδόν με την ίδια λαχτάρα που γλυκοκοίτα­ ζαν τα σκελετωμένα άλογα που μας είχαν απομείνει άχρηστα. Με το χιόνι οι ελπίδες μας πάγωσαν και έγιναν κομμάτια. Ο πατέρας φοβήθηκε ότι ο στρατός μας θα αποδεκατιζόταν από την πείνα και τις αρρώστιες και αποφάσισε να λύσει την πολιορκία της Κυζίκου. Με διαταγή του Νεοπτόλεμου απέπλευσαν έξι πολεμικά του στόλου μας, με κανονικά πληρώματα, από τα λιμάνια των κοντι­ νών νησιών όπου είχαν καταφύγει για να ξεχειμωνιάσουν. Ακο­ λουθώντας δειλά δειλά την ακτογραμμή, προσπαθώντας να προ­ φυλαχτούν από τους ανέμους που λυσσομανούσαν και τα πελώ­ ρια κύματα, κατάφεραν με τα πολλά να φτάσουν στην ακτή όπου ήταν συγκεντρωμένος ο στρατός. Ο πατέρας στεκόταν στην άκρη της χαλικώδους παραλίας, με το παγωμένο νερό να γλείφει τα σανδάλια του, και κοιτούσε απογοητευμένος τα λιγοστά πλοία που δεν αρκούσαν για τις εκατοντάδες χιλιάδες πολεμιστών, α­ μάχων και ζώων για τις οποίες ήταν υπεύθυνος. Τελικά, πήρε την απόφασή του. «Φαρνάκη», με διέταξε, «πάρε το πολεμικό ταμείο και τους αιχμαλώτους στα πλοία. Πήγαινε στα λιμάνια της Προποντίδας όπου έχει σκορπίσει ο στόλος και δώσε εντολή στους ναύτες να συγκεντρωθούν στη Λάμψακο. Πάρε τον Βιτούιτο μαζί σου· χρη­ σιμοποίησέ τον ως σωσία μου. Όταν τον δουν οι Ρωμαίοι στο πλοίο, θα νομίσουν ότι το έσκασα. Ο Μάριος κι εγώ θα πάρουμε τις λεγεώνες και το ιππικό, θα παρακάμψουμε το Αδράστειο και θα σας συναντήσουμε στη Λάμψακο». Δεν είπε τίποτα για το πώς σκόπευε να περάσει μέσα από τις ρωμαϊκές γραμμές ούτε για το τι θα απογίνονταν οι βοηθητικοί και οι γυναίκες που είχαμε μα­ ζί μας. Στο άκουσμα των διαταγών του ξέσπασαν διαμαρτυρίες ολό­ γυρα. Βλέποντας την αντίδραση αυτή, τα μάγουλά του κοκκίνισαν παρά τον τσουχτερό αέρα που τρυπούσε το λεπτό μάλλινο μαν­ δύα που είχε ριγμένο πάνω από την πανοπλία του. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή!» φώναξε στους στρατιώτες που εί­ χαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην παραλία, παραξενεμένοι αbr/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

307

πό την άφιξη των έξι πλοίων και κοιτώντας ακόμη ερευνητικά τη φουρτουνιασμένη θάλασσα μήπως εντοπίσουν κι άλλα. «Ακόμη κι αν είχαμε εδώ ολόκληρο το στόλο, δε θα μπορούσε να μεταφέρει ούτε το ένα τέταρτο των δικών μας! Θα έπρεπε να επιστρέψουν, να κάνουν το ταξίδι ξανά και ξανά. Πράγμα αδύνατο μ' αυτό τον καιρό». «Δε φωνάζουν γι' αυτό», του απάντησα υψώνοντας τη φωνή μου για να ακουστώ, καθώς οι διαμαρτυρίες των στρατιωτών που μας κύκλωναν γίνονταν όλο και πιο έντονες. «Έχουν θυμώσει για­ τί δε θα μπεις κι εσύ στα πλοία. Ο Μάριος μπορεί να οδηγήσει το στρατό στη Λάμψακο από τη στεριά αν αυτό πρέπει να κά­ νουμε. Πολλοί άντρες θα χαθούν, αν και κάποιοι θα τα καταφέ­ ρουν. Αν όμως σκοτωθείς εσύ, χάνονται τα πάντα. Οι άντρες δε θα έχουν άλλο κουράγιο να πολεμήσουν και οι Ρωμαίοι θα τους σφά­ ξουν. Όχι, είναι καλύτερα γι' αυτούς να ξέρουν ότι κατάφερες να ξεφύγεις και τους περιμένεις. Πρέπει να φύγεις με τα πλοία». Με κοίταξε έντονα. «Να εγκαταλείψω τους άντρες μου; Μου ζητάς να εγκαταλείψω τους άντρες μου; Να φύγω μόνος, με το πο­ λεμικό ταμείο, πάνω σε πειρατικά; Είσαι τρελός;» Γέλασα πικρά. «Έχεις εμπιστευτεί κι άλλες φορές τη ζωή σου στους πειρατές - γιατί να μην τους εμπιστευτείς και το θησαυρό! Καλύτερα να πέσει στα χέρια τους, καλύτερα να πέσεις κι εσύ στα χέρια τους, παρά στα χέρια των Ρωμαίων». «Χα! Δηλαδή είμαι ένας γέρος που πρέπει να τον φυγαδεύ­ σουν επειδή δεν μπορώ να γλιτώσω μόνος μου από τους Ρωμαί­ ους;» Δεν ήταν ώρα για αστεία. «Πατέρα, είναι αδύνατο να κρυφτείς. Οι Ρωμαίοι γνωρίζουν κάθε σου κίνηση· οι κατάσκοποι και οι προδότες πλεονάζουν σε ένα στρατόπεδο που λιμοκτονεί. Έ ν α μέρος του στρατού ίσως καταφέρει να ξεφύγει από τους άντρες του Λούκουλλου αν δεν είσαι μαζί τους. Αν όμως επικεφαλής του στρατού είσαι εσύ, όλοι οι Ρωμαίοι θα το καταλάβουν. Θα σε δια­ κρίνουν από το βασιλικό μανδύα και, αν φορέσεις απλά ρούχα, θα σε ξεχωρίσουν από το ύψος σου. Ο Λούκουλλος πρόσφερε ως αμοιβή μισθούς είκοσι χρόνων στον άντρα που θα σε σκοτώσει. Τη στιγμή που θα βγεις από το στρατόπεδο μας θα είσαι ουσια­ στικά νεκρός. Ο στρατός δεν έχει καμία ελπίδα αν τον οδηγήσεις εσύ, κάποιοι όμως ίσως να επιζήσουν αν ξέρουν ότι θα τους πε­ ριμένεις πιο κάτω». br/zav

308

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Δάγκωσε τα χείλη του και κοίταξε τα πλοία που χόρευαν στα αφρισμένα κύματα λίγο έξω από την ακτή. Οι ναύτες μάς έγνε­ φαν ανυπόμονα κάθε φορά που στρεφόμασταν προς το μέρος τους· δεν ήθελαν να μείνουν μακριά από την ασφάλεια των λι­ μανιών τους περισσότερο απ' όσο ήταν απολύτως αναγκαίο. «Πολύ καλά», είπε ήρεμα. Οι άντρες τριγύρω μας σταμάτησαν αμέσως τις φωνές, ενώ ανάμεσά τους απλώθηκε ένα βουητό εν­ θουσιασμού. «Αλλά δε θα πάω ακόμη στη Λάμψακο. Οι πειρατές θα με οδηγήσουν μόνο μέχρι την Πάριο, που απέχει από εδώ μό­ λις μισή μέρα. Από εκεί μπορώ να παραμείνω σε επαφή με το στρατό και να επιστρέψω αν παραστεί επείγουσα ανάγκη. Χα! Από εκεί μπορώ να γυρίσω και κολυμπώντας αν χρειαστεί!» «Σκεφτόμουν κάτι», παρενέβη ο Βιτούιτος. Όλοι σώπασαν και γύρισαν να τον κοιτάξουν έκπληκτοι, γιατί σπάνια συμμετείχε σε συζητήσεις στρατηγικής. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο και τα μάτια του καρφωμένα ευθεία μπροστά - ο γιγαντόσωμος Γαλά­ της κατέβαζε ιδέα. «Ακόμη κι έτσι μπορείς να με χρησιμοποιή­ σεις για σωσία σου. Στείλε με μαζί με τον Μάριο και το στρατό. Δώσε μου την πορφύρα σου. Αυτό θα τραβήξει την προσοχή των Ρωμαίων από τα πλοία και τους αμάχους εδώ. 'Ισως έτσι κερδί­ σουν μια δυο μέρες για να ξεφύγουν». Ο πατέρας κοκκίνισε από θυμό και πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά μια ματιά στο αποφασιστικό πρόσωπο του Βιτούιτου τον έ­ κανε να σωπάσει. Συμφώνησε απρόθυμα και επιβιβάστηκε στο πλοίο. Πίσω του, σχεδόν κρυμμένος ανάμεσα στην ομάδα των φρουρών που θα τον συνόδευαν, περπατούσε ο αθάνατος Παπίας κουβαλώντας ένα σάκο γεμάτο ρίζες και φυτά. Παρατήρησα ότι ο γέροντας έδειχνε ασυνήθιστα αδύναμος και άνευρος. Και τότε σκέφτηκα πόσο απίστευτο ήταν που είχε καταφέρει να βγει ζω­ ντανός έχοντας περάσει από τις αντίξοες συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαμε ζήσει τους τελευταίους μήνες. Όταν όμως γύρισε και κοίταξε προς το μέρος όπου στεκόμουν, στο κατάστρωμα του πλοίου, παρατήρησα ότι τα μάτια του είχαν την ίδια φλόγα με το βλέμμα του πατέρα. Εκείνο το βράδυ ο Μάριος και ο στρατός, χωρίς τους αμά­ χους, έφυγαν κρυφά από τη χερσόνησο με την κάλυψη του σκο­ ταδιού και κατάφεραν να περάσουν απαρατήρητοι από τις λεγε­ ώνες. Το πρώτο φως της μέρας αποκάλυψε το τέχνασμα και άρ­ χισαν να κυκλοφορούν φήμες για τον «Μιθριδάτη» που οδηγούbr/zav

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ Τ Ι Π Ο Τ Α

309

σε το στρατό του. Ο Λούκουλλος καταδίωξε τους Ποντίους με τις λεγεώνες του, αφήνοντας πίσω μόνο ένα σώμα εφέδρων για να φρουρούν τους αμάχους που είχαν μείνει στη χερσόνησο μέχρι να επιστρέψει. Οι Ρωμαίοι πρόλαβαν τον Μάριο και τους στρατιώ­ τες του πάνω που περνούσαν τον Γρανικό ποταμό και στην κα­ τάσταση που βρισκόταν ο ποντιακός στρατός, παγωμένος και ε­ ξαντλημένος, δεν μπόρεσε να αντισταθεί· πάνω από είκοσι χι­ λιάδες σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και πολλοί ιππείς. Οι μισοί απ' όσους σώθηκαν πέθαναν στη συ­ νέχεια από τις κακουχίες πάνω στα βουνά πριν καταφέρει ο Μά­ ριος να τους συγκεντρώσει γύρω του και να τους πάει στη Λάμ­ ψακο, όπου τους πήραν μέσα στα τείχη της τρομοκρατημένης πόλης. Στο μεταξύ, ο στρατός του Λούκουλλου επέστρεψε εσπευσμέ­ να στη χερσόνησο για να λεηλατήσει το ποντιακό στρατόπεδο και εκεί οι λεγεώνες έσφαξαν όλους τους αμάχους που μας είχαν ακολουθήσει στην πορεία μας, χωρίς να λυπηθούν ούτε γυναίκες ούτε παιδιά. Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, ίσως και περισσότε­ ροι, χάθηκαν εκεί. Η ενέργεια αυτή ήταν κάτι περισσότερο από εκδίκηση για τον Εσπερινό της Εφέσου· ήταν ένα ξέσπασμα ορ­ γής, καθώς οι Ρωμαίοι είδαν τον Μιθριδάτη να ξεγλιστρά για μία ακόμη φορά μέσα από τα χέρια τους. Ο Λούκουλλος μπήκε θριαμβευτής στην Κύζικο, ενώ οι λεγε­ ώνες ξεκίνησαν για να πολιορκήσουν τη Λάμψακο, που ήταν πι­ στή στον Πόντο. Και ο πατέρας; Έχοντας αναγκαστεί να αφήσει πίσω τον ε­ ξαθλιωμένο στρατό του, στεκόταν ανήμπορος στις προβλήτες της Παρίου, αποκλεισμένος στο μικρό λιμάνι από τους μανιασμένους ανέμους του χειμώνα.

br/zav

br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ούτε ο ίδιος ο θεός δεν μπορεί να ξεφύγει από το πε­ πρωμένο. - ΠΥΘΙΑ*

* Ηρόδοτος, Ιστορία I, ό.π., σελ. 149. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

«ΩΤΟ, ΓΕΡΟ-ΑΡΚΟΥΔΙΑΡΗ, ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ;» Ήταν η πρώτη φορά εκείνες τις τελευταίες εβδομάδες που έ­ βλεπα τον πατέρα να χαμογελά. Αν εκτιμούσε κανείς την κατά­ σταση και έπρεπε να στοιχηματίσει -και όλοι οι λογικοί άνθρω­ ποι δε θα έλεγαν όχι σε ένα στοίχημα-, δε θα έβρισκε κανένα λό­ γο για να βάλει τα χρήματά του στον Μιθριδάτη. Οι Έλληνες σύμμαχοι μας είχαν εγκαταλείψει. Οι Σκύθες αρνιόνταν να στεί­ λουν άλλους μισθοφόρους. Ο βασιλιάς Τιγράνης της Αρμενίας, ο ίδιος ο γαμπρός του πατέρα, αγνοούσε τις επιστολές του. Οι α­ πεσταλμένοι που στείλαμε για να στρατολογήσουν στρατιώτες α­ πό τις αδάμαστες φυλές του Βορρά αυτομόλησαν στους Ρωμαί­ ους ή αναζήτησαν καταφύγιο στις ίδιες τις φυλές. Η επικράτεια του πατέρα είχε συρρικνωθεί για μία ακόμη φορά στα σύνορα του μικρού βασιλείου του Πόντου, το οποίο είχε κληρονομήσει πε­ ρισσότερα από σαράντα χρόνια πριν· σαράντα χρόνια σχεδίων, πολέμων, πόνου και θανάτου, που δεν του είχαν αποφέρει τίποτ' άλλο πέρα από την καταστροφή και ένα ρωμαϊκό στρατό να χτυ­ πά την πόρτα του. Αναμφισβήτητα οι πειρατές είχαν δείξει μεγάλο θάρρος κα­ τά την επιχείρηση εκκένωσης από την πολιορκούμενη Λάμψακο όσων είχαν επιζήσει από τον ποντιακό στρατό, μεταξύ των οποί­ ων ήταν ο Βιτούιτος και ο Μάρκελλος, ο χιλίαρχος που είχε αμ­ φισβητήσει κάποτε την ικανότητά μου να ηγηθώ του ιππικού μας. Ωστόσο ο Λούκουλλος δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Προαισθάνθηκε εξελίξεις, ένιωσε την εύνοια των θεών. Κατέλα­ βε το πλοίο που μετέφερε τον Μάριο και τον εκτέλεσε, αλλά δεν του χάρισε ούτε γρήγορο ούτε αξιοπρεπές τέλος· μετά από μια παρωδία δίκης, μπροστά σε όλους τους ναύτες του στόλου του και τους αιχμάλωτους Ρωμαίους εξορίστους, κάρφωσε τον Μάριο

br/zav

314

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πάνω στο δίζυγο -τον εξώστη του καταρτιού- ενός καραβιού· αυ­ τή τη βαρβαρότητα οι Ρωμαίοι την ονομάζουν σταύρωση. Στη συνέχεια του έκοψε τα χέρια από τους καρπούς και κάτω, τα πό­ δια κάτω από τους αστραγάλους, τη μύτη και τα αφτιά, κλαδεύ­ οντάς τον όπως τις συκιές το χειμώνα. Ή τ α ν ένα εσκεμμένα βά­ ναυσο μήνυμα που πέτυχε το σκοπό του, αφού οι περισσότεροι α­ πό τους υπόλοιπους Ρωμαίους εξορίστους που πολεμούσαν για τον Πόντο διαλύθηκαν απογοητευμένοι. Και πάλι όμως αυτό δεν αρκούσε. Σκοπός της Ρώμης ήταν να καταστραφεί οριστικά ο Πόντος. Σαν το κυνηγόσκυλο λοιπόν που μυρίζεται κοντά το θήραμά του, ο στόλος του Λούκουλλου κινή­ θηκε συστηματικά κατά μήκος των βόρειων ακτών του βασιλεί­ ου, ακολουθώντας την προέλαση των λεγεώνων από τη στεριά, και οι παραλιακές μας πόλεις έπεσαν η μία μετά την άλλη. Τώ­ ρα πολιορκούσαν την ίδια τη Σινώπη· χιλιάδες πανικόβλητοι κά­ τοικοι μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και αναζήτησαν καταφύγιο στα βουνά. Ώ ρ ε ς ολόκληρες ο πατέρας, ο Μάρκελλος κι εγώ, ε­ πικεφαλής ενός σώματος ιππικού και βαριά οπλισμένου πεζικού, ανοίγαμε δρόμο μέσα από τους πρόσφυγες που είχαν κατακλύσει τους δρόμους που οδηγούσαν προς το Νότο και τα βουνά της ενδοχώρας. Αν δεν ήταν οι λεγεώνες του Λούκουλλου να κλείνουν το δρόμο στο ιππικό μας, ήταν μια φάλαγγα κάρων πέντε λεύγες μα­ κριά, που σερνόταν σαν φίδι κατά μήκος των στενών χωματό­ δρομων. Καβάλα στο πολεμικό του άλογο ο πατέρας πήγε δίπλα σε μια μεγάλη άμαξα βαμμένη με χαρωπά χρώματα, που στο μουσαμά της είχε ζωγραφισμένες σκηνές με μονομάχους και άγρια θηρία. Ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος που καθόταν στον πάγκο του ο­ δηγού κάτω από μια τέντα στην αρχή κοίταξε απορημένος και α­ νήσυχος το γιγαντόσωμο αναβάτη που είχε έρθει πλάι του· ο ά­ ντρας στο άλογο ήταν σκονισμένος από το δρόμο αλλά οπλισμέ­ νος με μια κυρτή σπάθα, ενώ σε κάθε μηρό του κρεμόταν από έ­ να μαχαίρι και στην πλάτη του είχε περασμένο ένα πελώριο τό­ ξο φτιαγμένο από κέρατο και ξύλο φλαμουριάς. Δεν υπήρχε πια τίποτα το βασιλικό στην όψη του βασιλιά, πέρα από την αγριωπή και επιβλητική μορφή του. Κοιμόταν στο χώμα, έτρωγε γαλέ­ τα και ανάλατο ψητό κρέας, σπάνια ξέκλεβε λίγο ύπνο και ακό­ μη πιο σπάνια πλενόταν. Παρόλο που διένυε την έβδομη δεκαε­ τία της ζωής του, είχε τη δύναμη και την αντοχή ανθρώπου με τα br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

315

μισά του χρόνια. Οι σκοτούρες του τελευταίου χρόνου όμως είχαν αφήσει τα σημάδια τους και στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν η πίεση. Ο κοντοστούμπης αμαξάς, με το πρόσωπο μισοκρυμμένο απ τη σκιά της τέντας, σήκωσε το βλέμμα του και μας πρόσεξε. «Μεγαλειότατε, όντως εγώ είμαι!» ακούστηκε ενθουσιασμένη μια βραχνή φωνή. «Μόλις επέστρεψα από μια σειρά θριαμβευ­ τικών παραστάσεων στα ανάκτορα των Φαραώ της Αιγύπτου, στους οποίους με σύστησε με κάθε δόξα και τιμή η έκθαμβη Αυ­ λή του Πέρση Βασιλέως των Βασιλέων, ενώ νωρίτερα...» «Φτάνει!» τον διέκοψε ο πατέρας γελώντας, αλλά σχεδόν ταυ­ τόχρονα κοίταξε τον οδηγό απορημένος. «Ποιος είναι αυτός που μίλησε, Ώ τ ο , και γιατί είσαι σιωπηλός; Μα τους θεούς, εσείς οι περιπλανώμενοι ανθρωπάκοι μ' αφήνετε άφωνο· ζείτε αμέτρητα χρόνια, αλλά δε γερνάτε ούτε μία μέρα. Περνάτε...» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του· ακούστηκε ένα τραχύ γέλιο, ο μουσαμάς πίσω από τον οδηγό παραμέρισε και ένας νανόσωμος, σταφιδιασμένος άντρας σύρθηκε έξω. Το φαφούτικο χαμόγελο στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο θύμιζε ώριμο φρούτο που του λεί­ πει μια φέτα. Ή τ α ν ολόιδιος με το μελαψό οδηγό, μονάχα τριά­ ντα χρόνια μεγαλύτερος. Αν θα ήταν ποτέ δυνατό να δω το μέλ­ λον, πρέπει να ήταν εκείνη τη στιγμή, αφού κοιτάζοντας τον ηλι­ κιωμένο άντρα μπορούσα να δω πώς ακριβώς θα γινόταν ο μι­ κρότερος στα γεράματά του. Αυτοί οι δύο περιπλανώμενοι Αρμέ­ νιοι πρέπει να είχαν ανακαλύψει το μυστικό της αθανασίας και, αν ο πατέρας δεν μπορούσε να κληροδοτήσει την ψυχή του στο γιο του, το σώμα του οπωσδήποτε του το είχε δώσει - ίσως και τις αναμνήσεις και την ευφυΐα του. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι κι αυτό μια μορφή αθανασίας; «Χαίρομαι που σε βλέπω, βασιλιά μου», είπε με βραχνή φω­ νή ο Ώ τ ο ς ο Πρεσβύτερος, «και που σε βρίσκω τόσο εντυπωσια­ κά υγιέστατο! Επίτρεψέ μου να σου παρουσιάσω το γιο μου, τον Ώτο» -ο μικρότερος άντρας χαμογέλασε με το ίδιο πλατύ και φα­ φούτικο χαμόγελο όπως του πατέρα του, στάθηκε όρθιος στα κο­ ντά του πόδια, κρατώντας προσεκτικά με το ένα χέρι τα χαλινά­ ρια των μουλαριών, και υποκλίθηκε βαθιά- «και τον εγγονό μου...» κατέληξε ο Ώ τ ο ς . Έ ν α μικροσκοπικό, κοκαλιάρικο μελαψό κε­ φάλι ξεφύτρωσε μέσα από το μουσαμά δίπλα στο γερασμένο ά­ ντρα, με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, χαμογέλασε πλατιά δεί­ χνοντάς μου τα μαυρισμένα δόντια του -ήταν ζήτημα χρόνου να br/zav

316

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

του πέσουν κι αυτουνού τα δόντια όπως των προγόνων του- και χάθηκε πάλι στο εσωτερικό της άμαξας. Πίσω από το μουσαμά ακούστηκαν παράξενοι βρυχηθμοί και ρουθουνίσματα.

«Άφησε

με να μαντέψω», είπα κοιτάζοντας με περιέργεια το

γερο-Αρμένιο. «Το όνομα του αγοριού είναι Ώτος;» «Μα την ευγλωττία του Απόλλωνα», μου απάντησε γελώντας. «Έχεις μέλλον ως μάντης!... Ο άρχοντας Φαρνάκης, υποθέτω, ο γιος του βασιλιά... Σε θυμάμαι καλά από μια παλιότερη επίσκε­ ψη στο πανέμορφο βασίλειό σας. Μικρό παιδί ήσουν τότε, όλη την ώρα στα πόδια του πατέρα σου. Ο πίθηκος ήταν ανώτερος καλ­ λιγράφος από σένα... θυμάσαι;» Ο πατέρας ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια φέρνοντας στο νου του εκείνη τη βραδιά, αλλά ο Μάρκελλος έσκυψε και του ψιθύ­ ρισε κάτι στο αφτί. Δεν ήταν ώρα για αστείες ιστορίες με παλι­ ούς γνωστούς. Η φρουρά στο οχυρό της Θεμίσκυρας περίμενε τους στρατιώτες που είχαμε μαζί μας για να μπορέσει να κρατή­ σει το πέρασμα που οδηγούσε στα Κάβειρα, στρατηγικής σημα­ σίας οχυρό σε απόσταση τριών ημερών από το σημείο εκείνο. Οι κοόρτεις της προφυλακής των ρωμαϊκών λεγεώνων θα έφταναν σε λίγες ώρες και, αν το οχυρό δεν ενισχυόταν, θα έπεφτε στα χέρια τους, με αποτέλεσμα οι ορεινές οχυρώσεις να μετατραπούν σε ε­ μπόδιο για εμάς. Ο πατέρας όμως αποπήρε εκνευρισμένος τον Μάρκελλο που τον προέτρεπε να βιαστεί. «Μα τους θεούς, εσείς οι Ρωμαίοι έχετε μετατρέψει ακόμη και την γκρίνια σε στρατιωτική τέχνη! Πόσο συχνά έχω την ευκαιρία να μιλήσω με διαφορετικούς ανθρώπους, μ' ανθρώπους απαλ­ λαγμένους από το φόβο και τις ευθύνες; Ώ τ ο , φίλε μου, ταξιδεύ­ εις όποτε θέλεις, λες ό,τι θέλεις, τα κάνεις όπου θέλεις, και ο υ­ πόλοιπος κόσμος να πάει να πνιγεί. Πραγματικά σε ζηλεύουν και βασιλιάδες». Ο Ώ τ ο ς ο Πρεσβύτερος κοίταξε τα ταλαιπωρημένα γυμνά πό­ δια του και έστρεψε το μελαγχολικό του βλέμμα στον πατέρα. «Μπορεί να είναι κι έτσι, άρχοντά μου, αλλά εγώ θα έλεγα πως εμείς είμαστε εκείνοι που ζηλεύουμε ανθρώπους σαν και σένα, ε­ μείς πρέπει να αγωνιούμε τι θα βρούμε να φάμε κάθε μέρα, πώς να γεμίσουμε τα στομάχια μας. Η δόξα ανήκει στους βασιλιάδες, όχι στους ταπεινούς γέροντες...» Ο πατέρας τον διέκοψε με μια κίνηση δυσφορίας. «Α... όμως αυτή η δόξα που λες είναι η δυστυχία μου. Ό π ω ς εσύ, έτσι κι εbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

317

γώ έχω την αγωνία τι να βάλω στο στόμα μου, τι φαγητό αλλά και τι λόγια, και επίσης πώς να γεμίσω τα στομάχια πενήντα χιλιά­ δων αντρών εκτός από το δικό μου. Τις έγνοιες που έχεις εσύ ε­ γώ τις φορτώνομαι πενήντα χιλιάδες φορές». Ο Ώ τ ο ς έδειχνε σαστισμένος. «Μα είναι λόγια αυτά για ένα βα­ σιλιά; Αστειεύεσαι, άρχοντά μου. Εσύ δε γεννήθηκες για να ζεις στα πλούτη ούτε στη φτώχεια όπως εγώ. Οι θεοί σού χάρισαν έ­ να δώρο, να κυβερνάς ανθρώπους, και αν περιφρονείς το δώρο είναι σαν να χλευάζεις τους θεούς. Σε παρακαλώ, αφέντη μου, η κουβέντα που ανοίξαμε δεν είναι ευχάριστη. Ας μιλήσουμε για άλλα πράγματα». «Πολύ καλά. Τι νέα φέρνεις, Ώ τ ο , από... Αλήθεια, από πού έρ­ χεσαι;» Ο ηλικιωμένος ανθρωπάκος έδειξε να απογοητεύεται που ο βα­ σιλιάς δεν είχε πιστέψει αυτά που του έλεγε νωρίτερα για τους Φα­ ραώ και τα ανάκτορα, αλλά αμέσως ξαναβρήκε το κέφι του. «Τώρα τελευταία, άρχοντά μου, ήμασταν στην Ιταλία, απ' ό­ που, λυπάμαι που το λέω, αναγκαστήκαμε να... ας πούμε, να α­ ποχωρήσουμε. Εξαιτίας σου». «Να αποχωρήσουμε!» του γύρισε θυμωμένος ο Ώ τ ο ς ο Νεό­ τερος. «Φύγαμε κακήν κακώς για να γλιτώσουμε τις ζωές μας ε­ πειδή μπέρδεψες πάλι τα λόγια σου, γερο-φαφλατά!» «Ναι, έτσι είναι», συμφώνησε θλιμμένα ο Ώ τ ο ς ο Πρεσβύτερος. «Τι! Εξαιτίας μου;» αναφώνησε απορημένος ο πατέρας. «Παρουσιάζοντας την παράστασή μας», εξήγησε ο Ώ τ ο ς ο Νεότερος, «ο γεροξεκούτης τα μπέρδεψε και είπε ότι ήμασταν οι αγαπημένοι των αυλικών του μεγάλου και τρανού βασιλιά Μι­ θριδάτη αντί να πει των Φαραώ της Αιγύπτου. Δεν έχεις ακούσει τέτοιες γιούχες, ούτε τέτοια σφυρίγματα και φωνές. Αν τρώγο­ νταν τα σάπια φρούτα, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα του φαγη­ τού για ένα μήνα, και μιλάω μονάχα γι' αυτά που κόλλησαν στην άμαξά μας. Με το που ανέφερε το όνομά σου, οι μανάδες έτρε­ ξαν να κρύψουν τα παιδιά τους και άντρες χώνονταν πίσω από α­ σπίδες, λες και τους είπε ότι ήρθαμε να τους σύρουμε στον Άδη, και να με συγχωρεί η μεγαλειότητά σου. Τα νέα προπορεύονταν και δεν καταφέραμε να μπούμε ούτε σε χωριό σ' ολόκληρη την Ιταλία. Σκεφτήκαμε ότι ήταν καλύτερα να μη ρισκάρουμε να μας σταυρώσουν κι έτσι φύγαμε από την Ευρώπη· το μοναδικό μέρος όπου είμαστε ασφαλείς είναι ο Πόντος. Κάναμε ένα χρόνο για να br/zav

318

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

διασχίσουμε την Ελλάδα και τη Μακεδονία και μόλις την άνοιξη που μας πέρασε καταφέραμε να φτάσουμε στον Πόντο - και οι Ρωμαίοι ακόμη είναι στο κατόπι μας. Συγχωρά μας που φέραμε τις λεγεώνες μαζί μας». Ο Ώ τ ο ς ο Πρεσβύτερος περιορίστηκε μόνο να γνέψει κατα­ φατικά, συμφωνώντας με την περιγραφή της όλης κατάστασης. Ο πατέρας κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια την παρδαλή ά­ μαξα και τους ανθρωπάκους· δεν ήξερε τι να απαντήσει, μέχρι που ο Μάρκελλος άγγιξε ξανά τον ώμο του, ενώ κι εγώ τον παρότρυ­ να να προχωρήσουμε. Χαιρέτησε με ένα νεύμα τους τρεις Ώ τ ο υ ς και ανάγκασε το άλογό του να καλπάσει για να προλάβει τους στρατιώτες του που είχαν προηγηθεί και συνέχιζαν με βρισιές και σπρωξιές να ανοίγουν δρόμο ανάμεσα στο χαοτικό, πολύβουο πλήθος.

Η Θεμίσκυρα δεν ήταν πόλη, αλλά μάλλον οχυρό, ένα φρούριο κοντά στον ποταμό Θερμώδοντα με τα μαύρα νερά του. Έλεγαν ότι κάποτε ζούσαν εκεί οι θρυλικές Αμαζόνες. Το φρούριο ήταν χτισμένο σε ένα ύψωμα πάνω από το μοναδικό πέρασμα προς την ορεινή ποντιακή ενδοχώρα σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων. Ο δρόμος που περνούσε από εκεί ήταν πλατύς και πολυσύχναστος. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι οι Ρωμαίοι θα μπο­ ρούσαν να περάσουν από εκείνο το σημείο με τη βία αν ήταν α­ παραίτητο, βάζοντας κάτω το κεφάλι όπως συνηθίζουν και εξα­ πολύοντας μαζική έφοδο, οπότε η αριθμητική τους υπεροχή θα τους επέτρεπε να βρεθούν από την άλλη πλευρά. Οι απώλειες ό­ μως που θα είχαν αν επιχειρούσαν κάτι τέτοιο θα ήταν τεράστιες, κι αυτό γιατί στα τείχη του οχυρού υπήρχαν πανίσχυροι κατα­ πέλτες και άλλες παρόμοιες μηχανές. Εκτός αυτού, το να αφήσουν το φρούριο στα χέρια μας ενώ εκείνοι θα συνέχιζαν την πορεία τους στην ποντιακή ενδοχώρα θα ήταν παράλογο: ο στρατός μας θα είχε την ευκαιρία να τους περικυκλώσει, να αποκόψει τις γραμ­ μές ανεφοδιασμού τους και να τους υποχρεώσει ή να υποχωρή­ σουν ή να λιμοκτονήσουν. Όχι, οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να καταλάβουν τη Θεμίσκυρα με τη βία, και ξέραμε ότι ο Λούκουλ­ λος μπορούσε να το καταφέρει. Κανένα οχυρό στον κόσμο δεν μπορούσε να αντισταθεί στην πονηριά και την αποφασιστικότη­ τα των Ρωμαίων. br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

319

Παρ' όλα αυτά, ήμασταν αποφασισμένοι να κάνουμε τον Λού­ κουλλο να πληρώσει ακριβά αυτή του την επιτυχία. Για κάθε μέ­ ρα που το φρούριο θα αντιστεκόταν θα εξασφαλιζόταν περισσό­ τερος χρόνος για να προετοιμαστεί ο καινούριος στρατός που εί­ χε συγκεντρώσει ο πατέρας. Οι Ρωμαίοι ήταν μακριά από τη βά­ ση τους και οι γραμμές ανεφοδιασμού τους στα όριά τους. Ο χρό­ νος ήταν σύμμαχός μας. Μία μέρα μετά την άφιξή μας με τους επιπλέον στρατιώτες που θα ενίσχυαν τη φρουρά, φάνηκε στον ορίζοντα η προφυλακή του Λούκουλλου και λίγο αργότερα ακολούθησε ο κύριος όγκος των λεγεωνάριων. Δεν έχασαν στιγμή χαζεύοντας ή θαυμάζοντας το ε­ πιβλητικό φρούριο· στρώθηκαν αμέσως στη δουλειά μ' ένα ζήλο που κάνει τους Ρωμαίους να ξεχωρίζουν από κάθε άλλο στρατό. Ο Μάριος μας είχε μάθει από καιρό ότι ο λεγεωνάριος έχει έ­ να όπλο που είναι ο φόβος και ο τρόμος όλου του πολιτισμένου κόσμου, ένα όπλο ισχυρότερο από το δίκοπο ρωμαϊκό ξίφος, α­ ποτελεσματικότερο από τα χάλκινα ακόντια και αμυντικά υπέρ­ τερο ακόμη κι απ' τις ασπίδες τους, που είναι ενισχυμένες με φύλ­ λα χαλκού. Πρόκειται για ένα όπλο στη χρήση του οποίου ο λε­ γεωνάριος εκπαιδεύεται από την πρώτη μέρα της κατάταξής του και το οποίο χρησιμοποιεί καθημερινά, στην ειρήνη και τον πό­ λεμο, όταν βρίσκεται σε πορεία και όταν πολιορκείται και δέχε­ ται βροχή από φλεγόμενα βλήματα. Μόλις έφτασαν στη Θεμί­ σκυρα, όλοι οι Ρωμαίοι τράβηξαν αμέσως το πιο τρομερό απ' ό­ λα τα όπλα: Το φτυάρι του λεγεωνάριου. Πριν ακόμη σταματήσουν για να ξεκουραστούν ή στείλουν ο­ μάδες να ψάξουν για προμήθειες, οι Ρωμαίοι στρατιώτες έβγα­ λαν τα φτυάρια τους κι άρχισαν να σκάβουν γεμίζοντας τον τόπο με χώματα και σκόνη. Μέσα σε ένα απόγευμα ένα ρωμαϊκό στρα­ τόπεδο όπου μπορούσαν να καταλύσουν τριάντα χιλιάδες άντρες είχε ξεφυτρώσει ακριβώς έξω από το βεληνεκές των καταπελτών μας. Μέχρι να σκοτεινιάσει το περιέκλειε μια τάφρος βάθους τεσ­ σάρων μέτρων και πλάτους ενός. Το χώμα που έβγαλαν για να σκάψουν την τάφρο το εκμεταλλεύτηκαν δημιουργώντας ένα α­ νάχωμα τρία μέτρα ψηλό και στην κορυφή του έστησαν ένα ξύ­ λινο τείχος από χοντρούς, αιχμηρούς πασσάλους. Στο εσωτερικό κατασκευάστηκαν τέσσερα ανθεκτικά διαχωριστικά τοιχία από κορμούς δέντρων, ενώ κάθε δεκαπέντε μέτρα υπήρχε και ένας br/zav

320

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πύργος ύψους έξι μέτρων για να ελέγχει την περίμετρο, στην κο­ ρυφή του οποίου είχαν στηθεί μικρές βαλλίστρες. Μέσα, οι σκη­ νές είχαν στηθεί στα εξήντα μέτρα από το τείχος: η απόσταση εί­ χε υπολογιστεί έτσι ώστε τα φλεγόμενα βέλη μας να μην μπορούν να φτάσουν τις σκηνές. Στο χώρο αυτό έβαζαν αιχμαλώτους, βό­ δια, λάφυρα και προμήθειες. Μέσα σε λίγες ώρες οι Ρωμαίοι εί­ χαν κατασκευάσει ένα οχυρό που θα το ζήλευαν πολλοί λαοί με πολιτισμό κατώτερο από το δικό τους, ένα απόρθητο φρούριο. Κι όμως, οι Ρωμαίοι δεν είχαν φτιάξει μια μόνιμη εγκατά­ σταση. Αυτό που βλέπαμε ήταν ένα συνηθισμένο στρατόπεδο, σαν αυτά που έστηναν κάθε μέρα. Στη διάρκεια της θητείας του ο λεγεωνάριος έσκαβε καθημερινά μια τέτοια τάφρο, σήκωνε έ­ να τέτοιο ανάχωμα, έκοβε δέντρα και έχτιζε ένα τέτοιο τείχος. Και όλα αυτά παραδίνονταν το πρωί στις φλόγες, όταν οι λεγεώ­ νες ξεκινούσαν την πορεία τους μέχρι τον επόμενο χώρο στρα­ τοπέδευσης. Τα ακόντια, όταν φεύγουν από το χέρι, μπορεί να α­ στοχήσουν τελείως. Οι ασπίδες μπορεί να υποχωρήσουν αν δε­ χτούν ένα δυνατό χτύπημα από τα πολεμικά τσεκούρια των Σκυθών. Και ένα σπαθί, αν και είναι αξιόπιστο στις μάχες σώμα με σώμα, στομώνει, μπορεί να σπάσει αν βρει κόκαλο ή να αρχίσει να τρέμει αν πέσει πάνω σε πανοπλία. Το φτυάρι όμως... Το φτυά­ ρι ήταν ο καλύτερος φίλος του λεγεωνάριου, ο πιο πιστός προ­ στάτης του, το όπλο εκείνο που του επέτρεπε να κοιμάται ήσυχος το βράδυ, πίσω από τις πελώριες τάφρους και τα θεόρατα ανα­ χώματα. Το φτυάρι μπορούσε να σταματήσει επί τόπου μια έ­ φοδο ιππικού, να αποκρούσει ορδές βαρβάρων. Η Ρώμη δε χρω­ στά την αυτοκρατορία της στους ανηλεείς στρατηγούς της, στη δύ­ ναμη των στρατιωτών της, ούτε στα καινοτόμα όπλα της, αλλά στο πιο κοινό, αδιάφορο, ταπεινό, θεοκατάρατο εργαλείο που υ­ πάρχει: το φτυάρι. Κι αυτό ακριβώς οδήγησε στην πτώση της Θεμίσκυρας. Το ο­ χυρό ήταν καλά εφοδιασμένο με τρόφιμα και οι στέρνες γεμάτες, αφού η φρουρά γνώριζε από καιρό ότι η πολιορκία ήταν αναπό­ φευκτη. Οι πρόσφυγες από τα γύρω μέρη βρήκαν άνετη στέγη στο εσωτερικό των τειχών, ενώ ακόμη και τα ζώα του Ώ τ ο υ πή­ ραν το μερίδιό τους από τις προμήθειες και είχαν την ευκαιρία να ξεμουδιάσουν, προς μεγάλη σύγχυση των στρατιωτών της φρουράς, που βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι με ένα λιοντάρι, μια λύκαινα και μια αρκούδα. Αρχικά οι Πόντιοι φρουροί δεν άφηbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

321

ναν τον Ώ τ ο να φέρει μέσα τα ζώα, παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι τα θηρία ήταν ναρκωμένα και ξεδοντιασμένα. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο πατέρας για να του επιτρέψουν να βρει ασφαλές καταφύγιο μέσα στα τείχη, δίνοντας την προσωπική του εγγύηση ότι τα ζώα δε θα προκαλούσαν προβλήματα. Το οχυρό ήταν α­ σφαλές. Φαγητό και νερό υπήρχαν σε αφθονία, τα τείχη ήταν α­ πόρθητα και οι απότομες πλαγιές δεν προσφέρονταν για να χρη­ σιμοποιήσουν οι Ρωμαίοι πολιορκητικούς κριούς και άλλες τέ­ τοιες μηχανές. Οι Ρωμαίοι όμως ξεκίνησαν αποφασισμένοι την επίθεσή τους χρησιμοποιώντας τα τρομερά φτυάρια τους. Μέσα σε μία εβδο­ μάδα ένα τμήμα μήκους δέκα μέτρων από τα κεντρικά τείχη της Θεμίσκυρας είχε καταρρεύσει, καθώς οι λεγεωνάριοι υπέσκαψαν τα θεμέλιά του ανοίγοντας σήραγγα που ξεκινούσε από το στρα­ τόπεδό τους. Τοποθέτησαν προσεκτικά χοντρούς κορμούς για να στηρίξουν τη στοά και μετά τη γέμισαν με άχυρα, δαδιά και πισσωμένα ξύλα. Οι φρουροί μας που περιπολούσαν στα τείχη σή­ μαναν για πρώτη φορά συναγερμό την ώρα που έδυε ο ήλιος, ό­ ταν είδαν μαύρο καπνό να βγαίνει από τους αεραγωγούς που εί­ χαν ανοίξει οι πονηροί Ρωμαίοι στην οροφή της στοάς. Λίγες στιγ­ μές αργότερα, με ένα υπόκωφο βουητό, τα στέρεα πέτρινα τείχη του φρουρίου μετατράπηκαν σε σωρό ερειπίων, θάβοντας από κάτω τους αρκετούς από τους φρουρούς που στέκονταν εκεί, ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαμε εμβρόντητοι. Ταυτόχρονα, ακούσαμε μια ρωμαϊκή σάλπιγγα να δίνει το σύνθημα της εφόδου και μια ολόκληρη λεγεώνα, με επικεφαλής τον ίδιο τον Λούκουλλο, ξεπήδησε από το λυκόφως, κάτω από την κάλυψη ενός σύννεφου από βέλη και αμέτρητων φλεγόμενων δο­ χείων που εκτόξευαν φορητές βαλλίστρες, τις οποίες είχαν τοπο­ θετήσει οι Ρωμαίοι έξω από το στρατόπεδο. Ευτυχώς δεν πιαστήκαμε τελείως απροετοίμαστοι, γιατί την ί­ δια στιγμή ο πατέρας ήταν στη μικρή πλατεία του φρουρίου, δί­ πλα στο σημείο όπου κατέρρευσε το τείχος, εκπαιδεύοντας το στρατό μας, κι έτσι ένας σημαντικός αριθμός οπλισμένων στρα­ τιωτών βρισκόταν εκεί κοντά. Μόλις η ποντιακή φρουρά ξεπέ­ ρασε την αρχική έκπληξη, πήρε θέσεις πάνω στα γκρεμισμένα τεί­ χη και καλύφθηκε πίσω από τις καταστραμμένες πολεμίστρες και τα ερείπια των πύργων. Οι δικοί μας άρχισαν να πετάνε πέτρες στους λεγεωνάριους, οι οποίοι δυσκολεύονταν να σκαρφαλώσουν br/zav

322

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στα ερείπια μέσα στο μισοσκόταδο, καθώς τους εμπόδιζαν οι πε­ ρικεφαλαίες και οι ασπίδες τους. Μετά από ώρα οι Ρωμαίοι α­ ναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς, ενώ εμείς δεν είχαμε ούτε μία απώλεια, με εξαίρεση ε­ κείνους τους άτυχους φρουρούς που καταπλακώθηκαν όταν κα­ τέρρευσε το τείχος. Αυτό όμως δεν αναιρούσε το γεγονός ότι εί­ χαμε να αντιμετωπίσουμε ένα μεγάλο ρήγμα στα τείχη μας. Η φρουρά πέρασε ολόκληρη τη νύχτα γεμίζοντάς το, κουβαλώντας σε διάστημα τριών σκοπιών πέτρες που κανονικά θα χρειαζόταν δύο εβδομάδες για να μετακινηθούν. Το τείχος που σχηματίστη­ κε από τα χαλάσματα έφτασε τελικά στο ίδιο ύψος με τα ανέπα­ φα σημεία αριστερά και δεξιά και καταφέραμε μάλιστα να σφη­ νώσουμε αρκετές εκατοντάδες αιχμηρά ξύλα στα κενά ανάμεσα στις πέτρες από την εξωτερική πλευρά, για να δυσκολέψουμε τυ­ χόν νέες προσπάθειες των Ρωμαίων να επιτεθούν στο εξασθενη­ μένο τμήμα. Οι Ρωμαίοι όμως είχαν πάντα τα φτυάρια τους.

Ο πατέρας ανέβηκε στα τείχη την επόμενη μέρα της επίθεσης και έπειτα από σκέψη κατάφερε να μαντέψει την πορεία που θα ακολουθούσε η επόμενη τέτοιου τύπου έφοδος, αφού τα βράχια που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα τείχη μας και το στρατόπεδο των Ρωμαίων περιόριζαν τις επιλογές των σκαπανέων, εκτός κι αν ήταν διατεθειμένοι να τρυπήσουν ολόκληρους βράχους. Ακόμη κι αυτό δεν μπορούσε ν' αποκλειστεί με τους Ρωμαίους. Μόλις κα­ τέληξε στην πιθανότερη διαδρομή που θα ακολουθούσε η επό­ μενη στοά, μάζεψε σ' εκείνο το σημείο του τείχους τη δική του ο­ μάδα σκαπανέων που είχε συγκροτήσει έτσι στα γρήγορα και ζή­ τησε να του φέρουν ένα βαθύ σκεύος. «Τι σκεύος;» ρώτησα απορημένος, όταν πια είχαν συγκε­ ντρωθεί οι στρατιώτες μας με τα φτυάρια τους και τα σχετικά ερ­ γαλεία. Έ ν α ς ιερέας από τον παρακείμενο ναό της Άρτεμης έ­ φερε στο βασιλιά ένα χάλκινο βαθύ αγγείο, έναν κρατήρα, που χρησιμοποιείται συνήθως για την ανάμειξη του κρασιού με το νε­ ρό πριν μοιραστεί στις κούπες. «Ιδού τα νέα μας αφτιά!» είπε και έκανε νόημα σε όλους να σω­ πάσουν. Αναποδογύρισε τον κρατήρα και τον έβαλε δίπλα στα τείχη. Γονάτισε και ακούμπησε το αφτί του στο αναποδογυριbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

323

σμένο σκεύος. Χαμογέλασε πονηρά και μου έκανε νόημα να α­ φουγκραστώ κι εγώ. Παρά το θόρυβο που αναπόφευκτα έκαναν οι άντρες γύρω μας, κατάφερα να ακούσω καθαρά μέσα από το χάλκινο δοχείο ένα γνώριμο μεταλλικό ήχο, εργαλεία να ξύνουν και να τρίβονται στο χώμα· με λίγα λόγια, σκάψιμο. Οι Ρωμαίοι βρίσκονταν από κάτω μας και όχι πολύ μακριά. Τριάντα άντρες στάθηκαν στη σειρά για να ακούσουν και τα μάτια τους γούρλωναν από τους μυστηριώδεις ήχους που έρχονταν μέσα από τη γη. Δε χρειάστη­ καν άλλη παρότρυνση για να στρωθούν στη δουλειά. Εκείνο το βράδυ οι σκαπανείς μας έφτασαν στη στοά των Ρω­ μαίων που εφαπτόταν με τα τείχη μας, πέντε πήχεις κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, και ο πρώτος Πόντιος σκαφέας που πέ­ ρασε μέσα διαπίστωσε έκπληκτος ότι ήταν έρημη· στην πραγ­ ματικότητα, είχε μπει την ώρα που οι Ρωμαίοι άλλαζαν βάρδιες κι έτσι είχε αρκετό χρόνο για μια γρήγορη αναγνώριση της ε­ χθρικής στοάς, η οποία ήταν μεγάλη συγκριτικά με τη δική μας: ήταν καλά στηριγμένη με γερά δοκάρια, αρκετά ψηλή ώστε να μπορεί ένας άντρας να σταθεί όρθιος με σκυφτούς τους ώμους και αρκετά πλατιά ώστε να χωράει τρεις άντρες - ή δύο, αν φορού­ σαν πανοπλίες και κρατούσαν όπλα. Ο Πόντιος σκαπανέας βγή­ κε γρήγορα από τη στοά, έκλεισε την τρύπα που είχε ανοίξει και σύρθηκε πίσω στα τείχη της Θεμίσκυρας για να αναφέρει τα ό­ σα είχε δει. Ο πατέρας έτριψε τα χέρια του. Βρήκε είκοσι πρόθυμους ε­ θελοντές και τους όπλισε με μαχαίρια και σπαθιά, τα μόνα που χρειάζονταν για να αντιμετωπίσουν τους άοπλους Ρωμαίους σκα­ πανείς μέσα στη στενή στοά. Οι πανοπλίες και οι ασπίδες απλώς θα τους δυσκόλευαν. Την αυγή οι άντρες κατέβηκαν στη δική μας στοά γυμνοί, ο ένας πίσω από τον άλλο. Χαμογελούσαν πλατιά και τα δόντια τους φαίνονταν ακόμη πιο άσπρα πάνω στα βαμμένα μαύρα πρόσωπά τους. Στην πλατεία πάνω από τη στοά εκατό άντρες είχαν ξαπλώσει στο έδαφος σαν να ήταν νεκροί ή τραυματίες. Στην πραγματικό­ τητα, όλοι τους είχαν κολλημένα τα αφτιά τους σε κάποιο δοχείο ή σε μια κοίλη ασπίδα και περίμεναν ανυπόμονα να ακούσουν τους ήχους της υπόγειας μάχης. Δεν απογοητεύτηκαν. Πνιχτές κραυγές άρχισαν να φτάνουν στην επιφάνεια μέσα από την άμ­ μο και στη συνέχεια η κλαγγή των όπλων, καθώς οι άμοιροι Ρωbr/zav

324

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μαίοι σκαπανείς προσπαθούσαν να αμυνθούν στην υπόγεια επί­ θεση των Ποντίων. Ακούστηκαν φωνές, ακόμη και βογκητά, κι ύ­ στερα σιωπή. Ο πατέρας πήγε γρήγορα στην είσοδο της σήραγγας για να υ­ ποδεχτεί τους πολεμιστές του. Κανείς δεν εμφανίστηκε. Ξαφνικά ο σκοπός πάνω στα τείχη φώναξε: «Βγαίνουν Ρω­ μαίοι!» Ανέβηκα τρία τρία τα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στη θέ­ ση όπου βρισκόταν ο σκοπός. «Δείξε μου, στρατιώτη!» είπα επι­ τακτικά. Αλλά δε χρειάστηκα τη βοήθειά του. Μπροστά μας, έξω α­ κριβώς από το βεληνεκές των τόξων μας, μια ομάδα πάνοπλων λε­ γεωνάριων, καλυμμένων απ' την κορφή ως τα νύχια με κόκκινο πηλό, έκανε την εμφάνισή της από την κεντρική πύλη του ρω­ μαϊκού στρατοπέδου σέρνοντας πίσω της ένα μακρύ σκοινί. Δε­ μένοι σε αυτό ο ένας πίσω από τον άλλο, σχεδόν συμμετρικά, ή­ ταν οι είκοσι Πόντιοι εθελοντές που είχαμε στείλει στη στοά πριν από περίπου μία ώρα. Όλοι τους ήταν αιμόφυρτοι, τα γυμνά κορ­ μιά τους και τα απροστάτευτα κεφάλια τους είχαν σκιστεί από τα γερά όπλα των Ρωμαίων που τους είχαν στήσει ενέδρα. Τα σώματα των αντρών -κάνα δυο από τα οποία έδειχναν ακόμη σημάδια ζωής- τοποθετήθηκαν σε μια σειρά ανάσκελα, αρκετά μακριά α­ πό τις ρωμαϊκές οχυρώσεις ώστε να μην ενοχλούν τον Λούκουλ­ λο με τη μυρωδιά τους, πλην όμως πολύ κοντά για να επιχειρή­ σουμε να τα πάρουμε. Αφέθηκαν εκεί, να ψηθούν στον ήλιο, μπρο­ στά στα μάτια των σκοπών μας, μία ακόμη φρικτή απόδειξη της πονηριάς των Ρωμαίων. Εκείνη τη νύχτα ακούγαμε συνέχεια ήχους από σκάψιμο σε τουλάχιστον τρία διαφορετικά σημεία, απ' όσο μπορούσαμε να καταλάβουμε. Ή μ α σ τ α ν ανήμποροι να το ε­ μποδίσουμε, αφού ούτε ξέραμε πού ακριβώς βρίσκονταν οι Ρω­ μαίοι ούτε τι να κάνουμε σε περίπτωση που ξέραμε. Στο αρχηγείο της φρουράς, νωρίς εκείνο το βράδυ, ο πατέρας κουνούσε εκνευρισμένος το κεφάλι του ακούγοντας τις αναφορές που προειδοποιούσαν ότι οι Ρωμαίοι συγκεντρώνονταν πίσω από τις οχυρώσεις τους και ετοιμάζονταν για νέα έφοδο. «Χάνουμε το φρούριο», σχολίασα. Με κοίταξε αγριεμένος. «Αυτό ήταν σίγουρο. Πρέπει να δια­ λέγεις τις μάχες που θα δώσεις. Ορισμένες είσαι σίγουρος ότι μπορείς να τις κερδίσεις, αν και μπορεί απλώς να νομίζεις ότι είbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

325

σαι σίγουρος. Κάποιες ξέρεις ότι θα τις χάσεις. Μερικές φορές ό­ μως εκείνες οι μάχες που είναι σίγουρα χαμένες μπορεί να απο­ δειχτούν οι πιο οδυνηρές για τον εχθρό. Αυτό ήλπιζα να πετύχω στη Θεμίσκυρα. Δε χρειαζόμαστε αυτό το φρούριο, χρόνο χρει­ αζόμαστε, τουλάχιστον μία νύχτα ακόμη! Ο στρατός μας δεν έ­ χει συγκεντρωθεί ακόμη στα βουνά». Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το ρωμαϊκό στρατόπεδο. «Η επίθεση άρχισε», είπε ο πατέρας και σηκώθηκε γρήγορα. Ομολογώ ότι ένιωσα έκπληξη, αφού δεν είχα αισθανθεί κάποιο τμήμα των τειχών μας να καταρρέει ούτε είχα ακούσει αναφορές για καπνό να βγαίνει από το έδαφος. Πεταχτήκαμε έξω και βρή­ καμε ολόκληρη την ποντιακή φρουρά ανεβασμένη στα τείχη, στραμμένη προς την πλευρά των Ρωμαίων, να παρακολουθεί εμ­ βρόντητη καθώς στο στρατόπεδο των λεγεωνάριων επικρατούσε χάος. Οι γραμμές του πεζικού που ετοιμαζόταν να πραγματο­ ποιήσει έφοδο στα τείχη μας είχαν διασπαστεί και ομάδες του ρω­ μαϊκού ιππικού κάλπαζαν αλλόφρονες μέσα στο ίδιο τους το στρα­ τόπεδο, κραδαίνοντας πυρσούς και εξαπολύοντας βέλη εναντίον κάποιων μυστηριωδών μορφών που τους είχαν επιτεθεί. Ακούγο­ νταν δυνατές κραυγές και φωνές, ενώ κάμποσοι ημίγυμνοι, βρό­ μικοι σκαπανείς βγήκαν τρέχοντας από τις πύλες. Έκαναν πέρα σπρώχνοντας τους έκπληκτους σκοπούς, πήδηξαν στην τάφρο που περιέβαλλε το ξύλινο τείχος κι άρχισαν να κυλιούνται σαν τρελοί στη λάσπη. Ο πατέρας παρακολουθούσε το θέαμα και δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του, αλλά κι ο ίδιος ο Λούκουλ­ λος δυσκολευόταν να επαναφέρει την τάξη στις λεγεώνες, που εί­ χαν χάσει τη συνηθισμένη αταλάντευτη πειθαρχία τους. Τελικά η τάξη αποκαταστάθηκε, όμως κόντευε να πέσει το σκοτάδι και θα ήταν αδύνατο για τους Ρωμαίους να εξαπολύσουν αποτελε­ σματική επίθεση εναντίον των τειχών. Οι πύλες άνοιξαν και εμφανίστηκαν Ρωμαίοι στρατιώτες που τραβούσαν ο καθένας τους από τα χαλινάρια ένα τρομαγμένο μουλάρι. Τα ζώα έσερναν πίσω τους βαριά φορτία. Επειδή το φως ήταν λιγοστό, δυσκολευόμασταν να καταλάβουμε τι ήταν οι πέντε σκοτεινοί όγκοι που έσερναν στην άμμο - τρεις πελώριες φιγούρες και δύο πολύ μικρότερες. Μόνο όταν έφεραν και έβα­ λαν αυτές τις περίεργες μορφές δίπλα στη σειρά των τυμπανισμένων πτωμάτων από την προηγούμενη επίθεσή μας καταφέ­ ραμε να διακρίνουμε τα σώματα μιας αρκούδας, ενός λιονταριού, br/zav

326

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ενός λύκου και ενός πιθήκου, μαζί με το πτώμα ενός ανθρωπά­ κου... Ο πατέρας γύρισε και κοίταξε με φρίκη προς τα τείχη όπου είχαν βρει καταφύγιο οι πρόσφυγες. «Ώτο!» ούρλιαξε. «Μα τα γένια του Ποσειδώνα, πού είναι ε­ κείνος ο γερο-φαφούτης; Ώ τ ο ! » Έστειλε ανθρώπους του στην άμαξα των μικρόσωμων πλα­ σμάτων και λίγες στιγμές αργότερα κατέφθασε τρέχοντας ο με­ σήλικος Ώ τ ο ς ο Νεότερος και στάθηκε ενώπιόν μας. Μετά βίας ξεπερνούσε σε ύψος το γόνατο του πατέρα. «Μεγαλειότατε», έκανε ήρεμα, με το βλέμμα καρφωμένο στο πρόσωπο του πατέρα και δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα στα μά­ γουλά του. «Ώτο, Ώ τ ο ! » φώναζε έξαλλος ο πατέρας. «Ηλίθιε! Τι πήγες κι έκανες; Τι πήγε κι έκανε ο πατέρας σου;» «Ήταν γέρος και άρρωστος, άρχοντά μου, αλλά αυτή ήταν η επιθυμία του. Σου εξασφάλισε μία ακόμη νύχτα». «Μία ακόμη νύχτα;» επανέλαβε ο πατέρας. «Μα... εκείνα τα ζώα... ήταν ξεδοντιασμένα! Ή τ α ν άκακα σαν αρνιά! Πώς;...» «Τα κρατούσαμε διαρκώς ναρκωμένα, άρχοντά μου. Έπιναν καθημερινά το φαρμάκι τους... όπως εσύ». Ο ανθρωπάκος επέ­ τρεψε στον εαυτό του να χαμογελάσει θλιμμένα. «Όμως μας τέ­ λειωσαν τα βότανα πριν από δύο μέρες και εδώ, μέσα στο φρού­ ριο, δεν είχαμε καμία ελπίδα να βρούμε άλλα. Τα θηρία είχαν αρ­ χίσει να ξυπνάνε, για πρώτη φορά από τότε που ήταν ακόμη μι­ κρά. Θα κινδύνευαν οι άλλοι πρόσφυγες. Έ τ σ ι , ο πατέρας μου ο Ώ τ ο ς αποφάσισε να δοθεί αυτή η λύση. Ο ίδιος ανέβηκε στο λύ­ κο και οδήγησε τα ζώα στη σήραγγα. Και φροντίσαμε να δώ­ σουμε ένα επιπλέον κίνητρο στα θηρία, ώστε να φανούν γενναία απέναντι στους Ρωμαίους». «Επιπλέον κίνητρο;» επανέλαβα. «Τι επιπλέον κίνητρο δώσα­ τε στα άγρια θηρία σας;» Ο Ώ τ ο ς χαμογέλασε ξανά. «Ρίξαμε σφηκοφωλιές στη στοά, πί­ σω από τα θηρία. Έ τ σ ι , μόνο σε μία κατεύθυνση μπορούσαν να τρέξουν». Στο νου μου ήρθε η εικόνα των Ρωμαίων σκαπανέων να τρέ­ χουν πανικόβλητοι από το στρατόπεδο και να κυλιούνται στη λά­ σπη της τάφρου και κατάλαβα τι είχε συμβεί. Εκείνο το βράδυ, μαζί με ολόκληρη τη φρουρά και το γεροbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

327

Παπία, ξεγλιστρήσαμε από ένα παραπόρτι στην πίσω πλευρά του οχυρού και πήραμε το στενό μονοπάτι που έκοβε μέσα από ένα παμπάλαιο λατομείο. Πελώριοι όγκοι ασβεστόλιθου κείτονταν παρατημένοι στα σημεία όπου είχαν αφεθεί, ξεριζωμένοι από τους τάφους τους πριν από έναν αιώνα, ακοίμητοι φρουροί, με τις λείες, σκληρές τους όψεις να σκιάζονται από τις λειχήνες που εί­ χαν φυτρώσει με τον καιρό· οι επιφάνειές τους θύμιζαν δέρμα ανθρώπου και γυάλιζαν απειλητικά κάτω από το ασημένιο σελη­ νόφως. Μαχαιρώσαμε αθόρυβα τους Ρωμαίους σκοπούς που φυ­ λούσαν σκοπιά στον εγκαταλειμμένο κλίβανο όπου κάποτε έ­ φτιαχναν ασβέστη, κάτω από το λατομείο, περάσαμε με τα άλο­ γα τον Θερμώδοντα και καλπάσαμε προς τα βουνά, παίρνοντας τα μονοπάτια των γιδοβοσκών που ήξερε ο πατέρας από τότε που ήταν μικρό παιδί και ζούσε κρυμμένος σ' αυτά τα βουνά μαζί με τους φίλους του. Η Θεμίσκυρα και όλοι οι άμαχοι πρόσφυγες πα­ ραδόθηκαν στους Ρωμαίους την επόμενη μέρα.

br/zav

II

ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ασταμάτητου καλπασμού μέσα από τα απότομα βραχώδη φαράγγια της ποντιακής ενδοχώρας φτάσαμε στη μυστική κοιλάδα των Καβείρων, όπου συναντήσαμε τους σα­ ράντα χιλιάδες στρατιώτες που είχαμε καταφέρει να συγκεντρώ­ σουμε. Ο Μάριος ήταν νεκρός από καιρό φυσικά και οι περισ­ σότεροι Ρωμαίοι αξιωματικοί υπό τις διαταγές του είχαν σκορ­ πιστεί με τις καταιγίδες του χειμώνα σε διάφορα μέρη της Προποντίδας. Σημαντική εξαίρεση ήταν ο Μάρκελλος, τον οποίο ο πα­ τέρας είχε διορίσει διοικητή των Ρωμαίων εξορίστων που είχαν απομείνει. Ό μ ω ς , πέρα από εκείνους τους λίγους πιστούς Ρω­ μαίους, ο στρατός αυτός αποτελούνταν αποκλειστικά από ντόπιους που είχαν στρατολογηθεί από τις τάξεις των ισχυρών πολεμάρχων της ενδοχώρας, οι οποίοι ήταν γεννημένοι ιππείς μέχρις εσχάτου, πιστοί στη βασιλική οικογένεια εδώ και έξι γενιές, γνωστοί του πα­ τέρα και των συντρόφων του από την εποχή που περιδιάβαιναν εκείνα τα βουνά, μισό αιώνα πριν. Οι αρχές τους ήταν γνωστές, ο τρόπος που πολεμούσαν δοκιμασμένος. Ο πατέρας χαιρέτησε εκατοντάδες κι εκατοντάδες προσφωνώντας τους με το όνομά τους, τους ρώτησε για τις οικογένειές τους και τα σπιτικά τους καθώς θυμήθηκε μακρινούς συγγενείς τους και αντάλλαξε αστεία στις τοπικές διαλέκτους. Ή τ α ν άνθρωποι που μπορούσε να ε­ μπιστευτεί, άντρες που, λόγω της απομόνωσης στην οποία ζούσαν ή του πλούτου που διέθεταν, είχαν κρατηθεί μακριά από τους πο­ λέμους του Πόντου μέχρι εκείνη τη στιγμή· τώρα όμως που το ί­ διο το βασίλειο βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας οι πολέ­ μαρχοι συγκέντρωσαν τους άντρες τους σ' αυτή τη μυστική κοι­ λάδα. Ο Λούκουλλος θα έπαιρνε την απάντησή του εδώ, στα Κά­ βειρα, το τελευταίο προπύργιο του Μιθριδάτη. Ο Ρωμαίος στρατηγός δεν έδειξε τον παραμικρό δισταγμό.

br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

329

Αφού κατέλαβε τη Θεμίσκυρα με ελάχιστη σχετικά αντίσταση, έ­ πιασε κάμποσους βοσκούς, τους βασάνισε για να τους αποσπά­ σει πληροφορίες και προέλασε προς το μέρος όπου τον περιμέ­ ναμε. Αντί όμως να αναζητήσουμε προστασία πίσω από τα τείχη του οχυρού μας, ο πατέρας κι εγώ οδηγήσαμε δέκα χιλιάδες ιπ­ πείς πίσω προς την κατεύθυνση απ' όπου είχαμε έρθει, για να α­ ντιμετωπίσουμε την προφυλακή των Ρωμαίων. Τους συναντήσα­ με σε μια στενή χαράδρα, σε απόσταση μισής μέρας ταχείας πο­ ρείας από το σημείο όπου υπολόγιζαν να μας βρουν. Έ π ε ι τ α α­ πό μια σκληρή σύγκρουση οι κοόρτεις της ρωμαϊκής προφυλα­ κής ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή· οι λεγεωνάριοι σκορπί­ στηκαν στους θάμνους και τις πλαγιές. Οι Πόντιοι ιππείς μας τους κυνήγησαν και τους έκοψαν τα κεφάλια σαν πεπόνια με τα για­ ταγάνια τους ή απλώς τους ποδοπάτησαν με τις οπλές των γρή­ γορων αλόγων τους, ενώ ο πατέρας, ο Βιτούιτος κι εγώ στεκόμα­ σταν με τα άλογά μας σε ένα ύψωμα ανάμεσά τους παρακολου­ θώντας την καταδίωξη. Η ρωμαϊκή προφυλακή σφαγιάστηκε μέ­ χρι τον τελευταίο άντρα -αριθμούσε γύρω στους πεντακόσιους λεγεωνάριους συνολικά-, με εξαίρεση ένα χιλίαρχο ονόματι Πομπόνιο, ο οποίος, όπως αποδείχτηκε, ήταν διοικητής του ιππικού του Λούκουλλου. Τον έσυραν μπροστά μας. Αιμορραγούσε από ένα φρικτό τραύμα, κάποιο γιαταγάνι είχε κόψει στη μέση την πε­ ρικεφαλαία του και παραλίγο να πάρει μαζί και το μέτωπό του. Κι όμως, παρότι με δυσκολία μπορούσε να σταθεί όρθιος, μόλις είδε τον πατέρα καθάρισε το λαιμό του κι έβγαλε ένα μεγάλο φλέμα που το έφτυσε στα πόδια του βασιλιά. Οι Πόντιοι αξιωματικοί εξοργίστηκαν κι αμέσως έπεσαν πά­ νω του αρχίζοντας να τον χτυπάνε ακόμη χειρότερα. Ο πατέρας όμως τους σταμάτησε παραμερίζοντας με σπρωξιές τους ίδιους τους άντρες του, ώσπου κατάφερε να σταθεί πρόσωπο με πρό­ σωπο με το λαχανιασμένο χιλίαρχο. Στη συνέχεια έφερε την πε­ λώρια παλάμη του στη βάση του λαιμού του Ρωμαίου. «Χαίρε, χιλίαρχε Πομπόνιε», τον χαιρέτησε στα λατινικά. Τα λόγια του ήταν μετρημένα αλλά απειλητικά. «Ολόκληρη η κοόρτη σου καταστράφηκε και τώρα κρατάω τη ζωή σου στα πέντε μου δάχτυλα. Δε θα μασήσω τα λόγια μου. Θέλω να μεταφέρεις ένα μήνυμα στον Λούκουλλο. Πες του να αποσυρθεί από τον Πό­ ντο κι εγώ θα επιτρέψω στο στρατό του να φύγει ανενόχλητος. Διαφορετικά, οι λεγεώνες του θα καταστραφούν, όπως ακριβώς br/zav

330

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

καταστράφηκε εδώ το άθλιο τσούρμο σου. Κάνε αυτό που ζητάω, χιλίαρχε, και θα σε θεωρήσω φίλο. Φέρομαι καλά στους φίλους μου. Αν αρνηθείς...» Έ σ φ ι ξ ε για λίγο τα δάχτυλά του γύρω από το λαιμό του Ρωμαίου και τα μάτια του άντρα πετάχτηκαν έξω. Ο Ρωμαίος έπεσε στα γόνατα κρατώντας το μελανιασμένο λαι­ μό του, ενώ οι Πόντιοι αξιωματικοί μαζεύτηκαν γύρω του σχο­ λιάζοντας, ενοχλημένοι από το θράσος του. «Κάντε πίσω!» βρυχήθηκε ο πατέρας. «Αφήστε τον να πάρει αέρα - έχει μια αποστολή να εκτελέσει!» Ο Πομπόνιος πάλεψε να σταθεί όρθιος, ξαναβρήκε με δυ­ σκολία τον κανονικό ρυθμό της αναπνοής του και ίσιωσε τους ώ­ μους του. Το αίμα είχε στεγνώσει στο κεφάλι και το πρόσωπό του καλύπτοντας τελείως το ένα του μάτι και δεν μπορούσε εύκολα να δει. Η στάση του όμως ήταν εξίσου περήφανη όπως προηγουμέ­ νως καθώς κοιτούσε λυσσασμένος το βασιλιά. «Φίλος σου!» είπε με βραχνή φωνή. «Φίλος σου! Μα τους θε­ ούς, αν παραδοθείς στον Λούκουλλο, τότε θα γίνω φίλος σου, όχι νωρίτερα. Διαφορετικά, σκότωσέ με αν θέλεις, αλλά θα είμαι αι­ ώνιος εχθρός σου!» Έ κ α ν ε να ξαναφτύσει και κοίταξε προς τα πόδια του βασιλιά. Ο Βιτούιτος πέρασε μπροστά και κάρφωσε την τεράστια γρο­ θιά του στο στομάχι του άντρα, κάνοντάς τον να διπλωθεί στα δύο και να πέσει στα γόνατα. «Σκουλήκι Ρωμαίε», βρυχήθηκε ο γιγαντόσωμος Γαλάτης. «Παραείσαι πιστός στον αφέντη σου». Ο Πομπόνιος σήκωσε το κεφάλι του. Τα μάτια του είχαν δα­ κρύσει από την προσπάθειά του να πάρει ανάσα. «Οι βρισιές σου είναι τιμή για μένα, Γαλάτη». Ο Βιτούιτος τράβηξε το σπαθί του και σημάδεψε προσεκτικά το κεφάλι του άντρα που ταλαντευόταν στα γόνατά του, ενώ οι Πό­ ντιοι πολέμαρχοι τον παρότρυναν ξεσπώντας σε επευφημίες, φρο­ ντίζοντας παράλληλα να απομακρυνθούν από τη λεπίδα. «Σκύλε», είπε με σφιγμένα δόντια ο Βιτούιτος. «Αυτό θα το πληρώσεις με το αίμα σου. Θα καρφώσω το κεφάλι σου στον πάσ­ σαλο της σκηνής μου». Τα σκισμένα και ματωμένα χείλη του Ρωμαίου μισάνοιξαν σ' ένα χαμόγελο. «Pedicabo te, άντε γαμήσου». Ο Βιτούιτος έγινε κατακόκκινος από οργή και έγειρε πίσω το br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

331

σπαθί του, έτοιμος να το κατεβάσει, αλλά ο πατέρας τον εμπόδι­ σε μπαίνοντας ανάμεσά τους. «Σταμάτα, Βιτούιτε. Μα τον Δία, μακάρι το μυαλό σου να ή­ ταν κοφτερό σαν το σπαθί σου. Ο άντρας αυτός είναι δυνατός... Δεν πρόκειται να λυγίσει. Δε θα περίμενα τίποτα λιγότερο από σέ­ να αν έπεφτες στα χέρια του Λούκουλλου». Ο Βιτούιτος κατέβασε με αργές κινήσεις το σπαθί του, αλλά οι μακρυμάλληδες γενειοφόροι Πόντιοι πολέμαρχοι, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν τίποτα πέρα απ' το ότι ο άντρας αυτός είχε προσβάλει το βασιλιά τους, αντέδρασαν οργισμένα στο άκουσμα των λόγων του πατέρα. «Σκεφτείτε!» φώναξε ο πατέρας. «Ζητάμε από τον άντρα αυ­ τό να προδώσει την πατρίδα του και το στρατηγό του, να ατιμα­ στεί - και γι' αυτό θα τον ανταμείψουμε; Εσείς θα ελπίζατε σε ε­ πιείκεια από τον Λούκουλλο αν με προδίδατε; Η απόλυτη προ­ δοσία, να πουλήσεις τη χώρα σου για να σώσεις το τομάρι σου! Ο άντρας αυτός είναι πιστός· αυτός, περισσότερο από κάθε άλ­ λο Ρωμαίο, αξίζει να γυρίσει στην πατρίδα του. Δώστε του ένα ά­ λογο και στείλτε τον στον Λούκουλλο. Είτε τον κάνουμε φίλο μας είτε όχι, θα μεταφέρει το μήνυμά μας». Μουρμουρίζοντας θυμωμένα, οι άντρες έφεραν ένα άλογο και έδεσαν τον αιμόφυρτο Πομπόνιο στη ράχη του για να μην πέσει, μια και ήταν πολύ αδύναμος. Ύ σ τ ε ρ α τον πήρε ένας Πόντιος ι­ χνηλάτης και τον οδήγησε μέχρι το δρόμο απ' όπου σύντομα θα έφταναν οι Ρωμαίοι. Οι Ρωμαίοι ήταν πλέον σε απελπιστική θέση, μακριά από τη βάση τους, στην καρδιά των εχθρικών εδαφών. Ο Λούκουλλος θα καταστρεφόταν αν επιχειρούσε να διασχίσει τις κοιλάδες ή τις λιγοστές πεδιάδες της περιοχής, αφού εκεί θα βρισκόταν στο έ­ λεος των Πόντιων ιππέων μας. Ταυτόχρονα όμως τα βουνά ήταν δύσβατα και ο κίνδυνος να πέσει σε ενέδρα πολύ μεγάλος για να περιοριστεί σ' αυτά. Όταν πληροφορήθηκε την τύχη της εμπρο­ σθοφυλακής τους, πολύ πριν φτάσει στα Κάβειρα, ο Λούκουλλος οδήγησε τους άντρες του σε ένα μικρό λόφο, σχετικά απομονω­ μένο από τα γύρω υψώματα, και εκεί έχτισε ένα γερό στρατόπε­ δο, ένα ρωμαϊκό στρατόπεδο, ουσιαστικά απόρθητο, και έμεινε σ' εκείνο το σημείο για να αποφασίσει τι θα έκανε στη συνέχεια. Επί τρεις μέρες οι δυνάμεις μας περιφέρονταν διαρκώς γύρω από το ρωμαϊκό στρατόπεδο. Στέλναμε ιππείς τόσο κοντά στους br/zav

332

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ατάραχους λεγεωνάριους, που θα μπορούσαν να δοκιμάσουν να χρησιμοποιήσουν τους καταπέλτες τους, ελπίζοντας μ' αυτό τον τρόπο να τους παρασύρουμε σε μάχη στην πεδιάδα που εκτεινό­ ταν μπροστά από το λόφο όπου είχαν στρατοπεδεύσει. Επί τρεις μέρες ο Λούκουλλος αρνιόταν να ρίξει έστω ένα βέλος από τα πα­ ρατηρητήριά του εναντίον των ιππέων μας, υπομένοντας σιωπη­ λός, με τη στωικότητα ερημίτη, τους χλευασμούς και τις προ­ κλήσεις μας, ενώ οι σκοποί στα ξύλινα τείχη παρακολουθούσαν τις όλο και πιο τολμηρές κινήσεις μας. Ο χρόνος ήταν με το μέ­ ρος μας. Εφόσον δεν υπήρχε άλλος τρόπος, θα αφήναμε την πεί­ να να αναγκάσει τους Ρωμαίους να βγουν από το οχυρό τους. Την τέταρτη μέρα οι άνθρωποί μας ανέφεραν ότι ένα μεγάλο καραβάνι ανεφοδιασμού κατευθυνόταν βόρεια της Καππαδοκίας προκειμένου να φέρει τρόφιμα στο στρατόπεδο των Ρωμαίων. Ο πατέρας έσπευσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να καταφέ­ ρει το τελειωτικό χτύπημα στον εχθρό του. Έστειλε ένα μεγάλο σώμα ιππέων, σχεδόν είκοσι χιλιάδες άντρες, να καλπάσουν προς το Νότο και να επιτεθούν στο καραβάνι, ενώ εκείνος έμεινε πίσω με το πεζικό για να συνεχίσει την πολιορκία του ρωμαϊκού στρα­ τοπέδου. Έ ν α ς ελαφρύς τραυματισμός με υποχρέωσε να μην α­ κολουθήσω το ιππικό. Ο Λούκουλλος αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και, πριν ακόμη προ­ λάβει να ξεκινήσει το ιππικό μας, έστειλε δέκα κοόρτεις πεζικού, μία ολόκληρη ρωμαϊκή λεγεώνα, για να συνοδεύσουν με ασφά­ λεια το καραβάνι μέχρι το στρατόπεδο. Δεν είχαμε νέα για το α­ ποτέλεσμα της προσπάθειας, όμως δύο νύχτες αργότερα τετρα­ κόσιοι Πόντιοι ιππείς επέστρεψαν στο στρατόπεδο εξαθλιω­ μένοι. «Άρχοντά μου», είπε ο διοικητής της ομάδας, ένας πιστός αξιωματικός του ιππικού από τη Φαρνάκεια που τον έλεγαν Μύ­ ρωνα, ο οποίος είχε πολεμήσει στο πλευρό μας πολλά χρόνια. Έ π ε σ ε εξαντλημένος από το άλογό του, που κι αυτό έτρεμε, στα πόδια του πατέρα. «Όλα χάθηκαν». Ο πατέρας τον κοιτούσε αποσβολωμένος, ανίκανος να προ­ φέρει τις λέξεις για να απαιτήσει μια εξήγηση. «Οι Ρωμαίοι μάς αιφνιδίασαν», είπε βογκώντας ο Μύρωνας. «Μας παρέσυραν σε μια χαράδρα όπου δεν μπορούσαμε να ελιχθούμε με τα άλογά μας και μας τσάκισαν». «Μα όλους σας, και τους είκοσι χιλιάδες;» ψιθύρισε ο πατέρας br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

333

εμβρόντητος. «Οι Ρωμαίοι είχαν στείλει μόνο μία λεγεώνα...» «Όχι, όχι όλους μας, άρχοντά μου», μουρμούρισε ο Μύρωνας σαν να ντρεπόταν, παρότι εκείνος είχε πολεμήσει πραγματικά με γενναιότητα. «Πολλούς, αλλά όχι όλους. Τέσσερις χιλιάδες, ίσως και πέντε». «Και οι υπόλοιποι; Μόνο τετρακόσιοι επέστρεψαν. Πού είναι οι υπόλοιποι;» «Σκόρπισαν, άρχοντά μου, γύρισαν στα σπίτια τους. Όταν κα­ τάλαβαν ότι η μάχη είχε χαθεί, δεν τόλμησαν να γυρίσουν σε σέ­ να και φοβήθηκαν για τις οικογένειές τους, γιατί οι Ρωμαίοι ε­ λέγχουν τώρα τα πεδινά. Το ιππικό σου διαλύθηκε». Ο Μύρωνας έκανε λάθος - αν και δεν έπεφτε και πολύ έξω στην εκτίμησή του. Τη νύχτα συγκεντρώθηκαν σταδιακά στο στρα­ τόπεδο άλλοι χίλιοι με δύο χιλιάδες άντρες που είχαν καταφέρει να γλιτώσουν, αλλά όχι περισσότεροι. Ο πατέρας δεν έλεγε να το χωνέψει. Το πεζικό από μόνο του δεν μπορούσε να αντισταθεί στους Ρωμαίους λεγεωνάριους και χωρίς το ιππικό είχαμε χάσει το μοναδικό πλεονέκτημα που διαθέταμε απέναντι στον αντίπα­ λο. Μαζί με το ιππικό χάσαμε τα μάτια και τα αφτιά μας, καθώς οι έφιπποι ιχνηλάτες που μπορούσαν να καλύψουν γρήγορα με­ γάλες αποστάσεις μας κρατούσαν ενήμερους για τις κινήσεις των Ρωμαίων και την κατάσταση στις γύρω περιοχές. Χωρίς ιππικό ή­ μασταν υποχρεωμένοι να αποχωρήσουμε από την ανοιχτή κοι­ λάδα στην οποία πολιορκούσαμε το ρωμαϊκό στρατόπεδο. Έ π ρ ε ­ πε να καταφύγουμε και πάλι στα βουνά. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τον πατέρα στα πρόθυρα της απελπισίας. Πάντως, αν έπρεπε να αισθάνεται τυχερός για κά­ τι, αυτό ήταν το γεγονός ότι όσοι είχαν σωθεί από το ιππικό του είχαν καταφέρει να επιστρέψουν γρηγορότερα από τους Ρωμαί­ ους που τους καταδίωκαν. Ο κύριος όγκος των ρωμαϊκών δυνά­ μεων βρισκόταν ακόμη αρκετές ώρες μακριά από το στρατόπε­ δο· ο Λούκουλλος θα αργούσε λίγο ακόμη να πληροφορηθεί τη νίκη του. Αν οι θεοί ήταν μαζί μας, αν ενεργούσαμε γρήγορα, ί­ σως κατορθώναμε να λύσουμε την πολιορκία και να χαθούμε στα υψώματα πριν προλάβει ο ρωμαϊκός στρατός να ανασυνταχθεί για να μας επιτεθεί. Σε κανονικές συνθήκες, το κομμάτι που καθυστερεί περισσό­ τερο ένα στρατό είναι το καραβάνι με τις αποσκευές. Στην ανά­ γκη οι περισσότερες αποσκευές μένουν πίσω, καθώς δεν είναι αbr/zav

334

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πολύτως απαραίτητες, όχι όμως όλες. Αυτό που πρέπει πρωτί­ στως να διατηρηθεί πάση θυσία είναι το πολεμικό ταμείο, μαζί με τους στρατιωτικούς καταλόγους, τους χάρτες και τα σχετικά συ­ νοδευτικά έγγραφα, τα βασιλικά οικόσημα, τα προσωπικά αντι­ κείμενα των ανώτατων αξιωματικών και άλλα τέτοια πράγματα, τα οποία είναι ογκώδη και δυσκίνητα. Για τη δουλειά αυτή προ­ τιμώνται τα μουλάρια και οι άμαξες. Τα Κάβειρα ήταν ουσια­ στικά η πρωτεύουσα του Πόντου εδώ και πάνω από ένα χρόνο, από τότε που ξεκίνησε η πολιορκία της Σινώπης, επομένως όλα τα επίσημα αρχεία για ολόκληρη τη χώρα, αλλά και μεγάλο μέ­ ρος του βασιλικού θησαυρού, βρίσκονταν εδώ. Αυτές οι αποσκευές δεν ήταν απλώς εφεδρικά όπλα και εργαλεία. Η διάσωσή τους ή­ ταν θέμα ζωτικής σημασίας, δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια των Ρωμαίων. Ο πατέρας πήρε βιαστικά μια απόφαση. Προκειμένου να μην πανικοβάλει το στράτευμα, διέταξε να ετοιμαστεί μυστικά ένα καραβάνι μουλαριών για την άμεση απομάκρυνση των πολύτι­ μων εγγράφων και των αποσκευών, πριν ενημερωθεί ολόκληρος ο στρατός για τη γενική υποχώρηση. Ωστόσο δεν υπάρχουν μυστικά σε ένα στρατό όπου κυριαρχούν οι κάθε είδους δεσμοί και γνωριμίες όπως γινόταν στον ποντια­ κό. Πριν δοθούν καλά καλά οι διαταγές για να φορτωθούν τα πο­ λύτιμα έγγραφα και οι αποσκευές, κυκλοφόρησε στις τάξεις των οπλιτών η ανυπόστατη φήμη ότι ο βασιλιάς και οι επιτελείς του ετοιμάζονταν να το σκάσουν μέσα στη νύχτα με τα πράγματά τους, εγκαταλείποντας τους στρατιώτες στη μοίρα τους. Φυσικά, επρόκειτο για τερατώδες ψέμα, αφού ο πατέρας είχε βρεθεί πολ­ λές φορές σε δύσκολη θέση στη ζωή του και ποτέ δεν εγκατέλει­ ψε τους άντρες του, αλλά οι απλοί στρατιώτες, που είχαν ήδη τα­ ραχτεί από την είδηση της καταστροφής του ιππικού, ήταν έτοι­ μοι να το πιστέψουν χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι άντρες συμπέρα­ ναν ότι, από τη στιγμή που οι αξιωματικοί το έβαζαν στα πόδια, δεν έμενε και σ' εκείνους τίποτ' άλλο παρά να κάνουν το ίδιο. Μό­ λις άνοιξαν οι βοηθητικές πύλες του ποντιακού στρατοπέδου για να προπορευτεί το καραβάνι με τα μουλάρια, ένας όχλος τρομο­ κρατημένων αντρών όρμησε να φύγει. Οι θεοί του χάους και του πανικού έπιασαν δουλειά. Η αναστάτωση και η σύγχυση που επικράτησαν στο στρατό­ πεδο δεν περιγράφονται. Οι στρατιώτες αναζητούσαν τους αξιωbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

335

ματικούς και τους κατέσφαζαν. Διοικητές που απολάμβαναν ως τότε τον απόλυτο σεβασμό των στρατιωτών τους κατακρεουργή­ θηκαν σαν κλέφτες, με τα αιμόφυρτα σώματά τους να σηκώνονται στον αέρα γυαλίζοντας κάτω από το φως των πυρσών. Ακόμη και ο αρχιερέας Ερμαίος ποδοπατήθηκε στις πύλες, σημάδι του α­ νεξέλεγκτου τρόμου που είχε καταλάβει τους άντρες, αφού κανέ­ νας άνθρωπος που είχε τα λογικά του δε θα τολμούσε να ασεβή­ σει με τέτοιο τρόπο σε βάρος ιερέα για κανέναν απολύτως λόγο. Μα τους φιλέκδικους θεούς των ουρανών, ήταν το χειρότερο βρά­ δυ της ζωής μου. Και ο Λούκουλλος, ψηλά από το λόφο, έβλεπε τα πάντα. Χωρίς να περιμένει να χαράξει ή έστω να επιστρέψει η λεγε­ ώνα που είχε στείλει για να προστατεύσει το καραβάνι του ανε­ φοδιασμού, ο Λούκουλλος οργάνωσε τους στρατιώτες που είχε στη διάθεσή του και τα έπαιξε όλα για όλα επιχειρώντας μαζική έφοδο. Οι σκοποί στα παρατηρητήρια μας είχαν εγκαταλείψει με το ξέσπασμα των ταραχών και οι Ρωμαίοι επιτέθηκαν στο πα­ νικόβλητο στρατόπεδό μας χωρίς καμία προειδοποίηση. Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε, οι στριγκές σάλπιγγες των Ρωμαίων ηχούσαν μέσα στ' αφτιά μας, και ο αντίλαλος δεν είχε προλάβει να σβήσει όταν ξέσπασε πάνω μας η μανιασμένη επίθεση. Οι Ρωμαίοι δεν ασχολήθηκαν με τακτικές ή με σχέδια· απλά γκρέμισαν τις πύλες μας σαν τυφώνας σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους - σκηνές, αποχωρητήρια, άντρες ήδη νεκρούς ή ε­ τοιμοθάνατους από τη μανία του όχλου. Φωτιές ποδοπατήθηκαν, πυρσοί έσβησαν και επικράτησε απόλυτο σκοτάδι, εκτός από την απόκοσμη λάμψη των αστεριών ψηλά, που αντικατοπτρίζονταν στα σιδερένια, ανελέητα σπαθιά του εχθρού. Οι Πόντιοι αξιω­ ματικοί έδιναν φωναχτά διαταγές, προσπαθώντας να συγκρατή­ σουν τους στρατιώτες τους, να αντιμετωπίσουν τη λυσσασμένη ε­ πίθεση, να οργανώσουν μια γραμμή άμυνας, αλλά μάταια... Δεν προλάβαιναν να ολοκληρώσουν τις φράσεις τους και έπεφταν νε­ κροί, χτυπημένοι είτε από Ρωμαίους που έτρεχαν ανάμεσά τους είτε από τους ίδιους τους άντρες τους. Ήταν μια κατάσταση όπου κάθε άντρας κινούνταν εναντίον των Πόντιων αξιωματικών, κά­ θε Ρωμαίος εναντίον των Πόντιων στρατιωτών και κανείς ενα­ ντίον των Ρωμαίων. Άπαντες οι Πόντιοι στρατιώτες είχαν τραπεί σε φυγή, σκόνταφταν στο σκοτάδι, αιμορραγούσαν από πληγές br/zav

336

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

που τους είχαν προκαλέσει σύντροφοι και εχθροί, έπεφταν πάνω σε κορμιά που σπαρταρούσαν και τους έφραζαν το δρόμο. Άντρες έτρεχαν πανικόβλητοι προς κάθε κατεύθυνση, αναζητώντας ένα δρόμο διαφυγής, ένα μέρος να κρυφτούν, κάποιο χαντάκι, ένα α­ νάχωμα ή μια συστάδα δέντρων. Η καταστροφή ήταν τρομερή. Στην αρχή ο πατέρας κι εγώ προσπαθήσαμε να συγκρατή­ σουμε τους άντρες, αλλά χάσαμε πολύτιμο χρόνο μέχρι να συ­ νειδητοποιήσουμε τι είχε προκαλέσει τον πανικό, την παρανόη­ ση που είχε οδηγήσει τους στρατιώτες στην ανταρσία. Στην προ­ σπάθειά μας αυτή παραλίγο να πέσουμε νεκροί από τα χέρια των δικών μας. Μια ομάδα στασιαστών αναγνώρισε τον πατέρα και περικύκλωσε το άλογο του. Επιχείρησαν να του επιτεθούν με τα μαχαίρια τους. Εκείνος, ολότελα αιφνιδιασμένος, έχωσε τα γό­ νατά του στα πλευρά του αλόγου του για να ξεφύγει, αλλά οι ά­ ντρες κρεμάστηκαν από το λαιμό του ζώου και με το βάρος τους το έριξαν κάτω και πέταξαν στο έδαφος τον πατέρα. Με ένα άλ­ μα εκείνος κατάφερε να απομακρυνθεί από το πεσμένο ζώο, στά­ θηκε στα πόδια του, τράβηξε το σπαθί του κι άρχισε να ανοίγει δρόμο μέσα στο σκοτάδι για να φτάσει στο σημείο όπου διέκρι­ νε τις φιγούρες του Βιτούιτου και τη δική μου με φόντο τον ένα­ στρο ουρανό, τη στιγμή που προσπαθούσαμε να αποκρούσουμε την επίθεση που δεχόμασταν. Συνέχιζε να θερίζει με το σπαθί του μες στο σαματά, ουρλιάζοντας οργισμένος στους πανικόβλητους άντρες του. Ό μ ω ς , πριν προλάβει να μας φτάσει, οι άντρες που μας είχαν επιτεθεί κατάφεραν να γκρεμίσουν τα άλογά μας κι έ­ τσι βρεθήκαμε πεσμένοι κάτω. Μόνο το σκοτάδι και η σύγχυση, αλλά και η απληστία των στασιαστών, που έτρεξαν να αρπάξουν τα άλογα και οτιδήποτε άλλο πολύτιμο μπορεί να κουβαλούσαν, μας έσωσε από το βέβαιο θάνατο. Ο Βιτούιτος κι εγώ κατορθώσαμε να συρθούμε μακριά από τους στασιαστές και τα τρομοκρατημένα ζώα που τίναζαν φρε­ νιασμένα τις οπλές τους. Σταθήκαμε στα πόδια μας κι εγώ έγει­ ρα βαριά στον ώμο του Γαλάτη, έχοντας χτυπήσει άσχημα στο πόδι από το πέσιμο. Με κάποιο τρόπο καταφέραμε να φτάσου­ με στον πατέρα, ο οποίος, καταλαβαίνοντας πλέον τι συνέβαινε, είχε πετάξει την πορφύρα του κι είχε σταματήσει να ωρύεται με τη χαρακτηριστική φωνή του. Ή τ α ν έξαλλος βλέποντας να κα­ ταστρέφονται τα πάντα από τους ίδιους τους άντρες του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Χωρίς περικεφαλαίες και πανοbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

337

πλίες, αρπάξαμε τις ασπίδες από κάποια σώματα που κείτονταν στο έδαφος, τραβήξαμε τα σπαθιά μας και ριχτήκαμε στη χαο­ τική μάχη για να ξεφύγουμε από την πίσω πλευρά του στρατο­ πέδου. Ολόγυρά μας μας έσπρωχναν πανικόβλητοι άντρες. Τρέχαμε στα τυφλά μέσα στο σκοτεινό, γεμάτο άντρες δρόμο, σαν τις σχε­ δίες που κατεβαίνουν ανεξέλεγκτα ένα φουσκωμένο χείμαρρο. Παντού ακούγονταν φωνές και κραυγές· κορμιά έπεφταν πάνω μας καθώς οι άντρες σκόνταφταν σε πέτρες ή στους συντρόφους τους. Τα σπαθιά ήταν άχρηστα· όλες οι αισθήσεις και η δύναμή μας ήταν στραμμένες στην προσπάθεια να μείνουμε όρθιοι, δε­ δομένου ότι, αν σκοντάφταμε και πέφταμε κάτω από τα πόδια του τρομοκρατημένου όχλου, αυτό θα σήμαινε βέβαιο θάνατο. Ακόμη κι αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Ξαφνικά ακούσαμε τις σάλ­ πιγγες της μάχης, και πάλι σχεδόν μέσα στ' αφτιά μας, και ταυ­ τόχρονα η γη άρχισε να τρέμει από τον καλπασμό αλόγων. Το ιπ­ πικό των Ρωμαίων είχε περάσει μέσα από το στρατόπεδο μας και τώρα καταδίωκε όσους Ποντίους έτρεχαν να σωθούν σφάζοντάς τους μέσα στο σκοτάδι, αναζητώντας τον Μιθριδάτη, το μεγαλύ­ τερο έπαθλο. Δεν υπήρχε ελπίδα διαφυγής· οι οπλές των αλόγων έσκαβαν το έδαφος κι από τις δύο πλευρές στο μέρος όπου βρισκόμασταν, ε­ νώ μπροστά μας ο δρόμος ήταν φραγμένος, επειδή οι στρατιώ­ τες εκεί είχαν βρεθεί απέναντι στους Ρωμαίους ιππείς που είχαν περάσει μπροστά για να μας κυκλώσουν. Αλλόφρονες οι άντρες διαλύονταν προς κάθε κατεύθυνση, ελπίζοντας ότι μέσα στο σκο­ τάδι της νύχτας θα μπορούσαν να περάσουν ανάμεσα από τα πό­ δια των αλόγων των Ρωμαίων. Τώρα απέφευγαν ο ένας τον άλλο, ξέροντας από ένστικτο ότι, αν έμεναν μαζί, αν έδιναν στόχο στο λιγοστό φως που υπήρχε, θα ήταν σαν να προκαλούσαν την επί­ θεση του ρωμαϊκού ιππικού, που συνέχιζε την ανελέητη σφαγή. Όλοι τους σκορπίζονταν σαν κουνέλια, πέφτοντας στο χώμα όταν τους πρόφταιναν τα άλογα, προτιμώντας τις οπλές των ζώων από τα σπαθιά των Ρωμαίων, και ξαφνικά εμείς βρεθήκαμε μόνοι στο δρόμο, με το χάος και τον πανικό να κυριαρχούν παντού γύρω μας. Διατηρήσαμε την ψυχραιμία μας και, ευτυχώς, οι θεοί επιτέ­ λους μας λυπήθηκαν στέλνοντάς μας λίγη καλοτυχία. Μέσα από τις σκιές και τη σκόνη που τίναζε ο ξέφρενος καλπασμός των αbr/zav

338

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λόγων διακρίναμε κάτι απίστευτο: ένα από τα μουλάρια που εί­ χαμε φορτώσει νωρίτερα με θησαυρούς και τα είχαμε στείλει μπροστά προκαλώντας άθελά μας την τραγωδία αυτή. Προχω­ ρούσε ήσυχα στο δρόμο, καταμεσής του χάους, χωρίς αναβάτη ή οδηγό, ατάραχο και αμέριμνο σαν να έκανε ατέλειωτους κύκλους γυρίζοντας μυλόπετρες. Τα υπόλοιπα μουλάρια πρέπει να είχαν σκοτωθεί από ώρα ή να το είχαν σκάσει. Σκεφτήκαμε να χρησι­ μοποιήσουμε το ζώο για να ξεφύγουμε κι αρχίσαμε να τρέχουμε, όμως η ξαφνική κίνησή μας τράβηξε την προσοχή κάποιων Ρω­ μαίων ιππέων που βρίσκονταν εκεί κοντά. Δεν μπορεί να είχαν κα­ ταλάβει ότι ήμασταν αξιωματικοί μέσα στο μισοσκόταδο, αυτό ό­ μως δεν είχε σημασία. Έστρεψαν τα άλογα προς το μέρος μας και όρμησαν γυμνώνοντας τα σπαθιά τους. Δεν υπήρχε χρόνος να τραπούμε σε φυγή ούτε μέρος να ξε­ φύγουμε, αφού το εχθρικό ιππικό κάλυπτε ολόκληρη την πεδιά­ δα. Ο πατέρας έφτασε πρώτος στο μουλάρι, τράβηξε το σπαθί του και με μια πλατιά κίνηση κατέβασε τη λεπίδα με όλη του τη δύ­ ναμη - πάνω σε έναν από τους παραγεμισμένους σάκους που κρέ­ μονταν από τα πλευρά του ζώου. Με μια δυνατή κλαγγή όπως το μέταλλο της λεπίδας συνα­ ντούσε το μεταλλικό περιεχόμενο, ο σάκος άνοιξε σαν καρπούζι και χρυσά νομίσματα πετάχτηκαν ολόγυρα, σχηματίζοντας ένα σωρό στα πόδια του μουλαριού και ένα γυαλιστερό μονοπάτι α­ πό χρυσούς στατήρες, καθώς το χτύπημα ξύπνησε το ζώο από το λήθαργο του και γκαρίζοντας άρχισε να κινείται γρηγορότερα. Ο πατέρας σήκωσε ξανά το σπαθί του και το κατέβασε από την άλλη πλευρά σκίζοντας και δεύτερο σάκο, από τον οποίο πετά­ χτηκαν ασημένια τετράδραχμα προς όλες τις κατευθύνσεις - κι αυτή τη φορά το μουλάρι κατέβασε τα καπούλια του επί τόπου, διαμαρτυρόμενο για την αισχρή μεταχείριση. Ο πατέρας πρό­ λαβε να υψώσει το σπαθί του και τρίτη φορά, κατεβάζοντας με δύναμη την επίπεδη επιφάνεια του όπλου του στην πλάτη του ζώ­ ου, επιχειρώντας να το αναγκάσει να σηκωθεί και ν' αρχίσει να τρέχει. Μάταια όμως. Δεν έκανε άλλη προσπάθεια. Οι θεοί μάς είχαν φερθεί καλά ως τώρα και θα ήταν απρέπεια να παραπονε­ θούμε· καλύτερα να μην προκαλούσαμε άλλο την τύχη μας. Βλέποντας τα χρυσά νομίσματα να σχηματίζουν λαμπερούς λοφίσκους στο χώμα, οι ιππείς σταμάτησαν τα άλογά τους. Ό π ω ς η Αταλάντη που έτρεχε να μαζέψει τα χρυσά μήλα που έριχνε br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

339

μπροστά της ο Μελανίωνας για να την κερδίσει στο τρέξιμο και να την παντρευτεί, έτσι και οι Ρωμαίοι ξέχασαν τελείως τον αρ­ χικό τους στόχο. Πήδηξαν από τα άλογά τους κι έπεσαν πάνω στο αλαφιασμένο μουλάρι, σκίζοντας από πάνω του τα μισοά­ δεια σακιά, μαζεύοντας νομίσματα με τις χούφτες και ρίχνοντάς τα στις περικεφαλαίες που έβγαλαν μεμιάς από τα κεφάλια τους. Δε χάσαμε στιγμή. Τρέχοντας, πήραμε τρία από τα άλογα που εί­ χαν εγκαταλείψει οι Ρωμαίοι και χαθήκαμε στο βάθος του δρό­ μου, περνώντας προσεκτικά ανάμεσα από άλλες ομάδες Ρωμαί­ ων ιππέων που ορμούσαν στο σκορπισμένο χρυσάφι όπως οι μύ­ γες στις κοπριές. Ούτε που γύριζαν να μας κοιτάξουν. Η κατα­ δίωξη δε συνεχίστηκε άλλο, καθώς οι Ρωμαίοι, παρά την ανεπα­ νάληπτη νίκη τους, προτίμησαν να μην απομακρυνθούν πολύ, αλ­ λά να μείνουν και να λεηλατήσουν το στρατόπεδο μας με το φως της μέρας. Είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει άλλος άντρας στην ιστορία που να συγκέντρωσε τόσες στρατιές όσες ο πατέρας στη διάρκεια των τριών πολέμων του εναντίον των Ρωμαίων. Ωστόσο θα τολμούσα να πω ότι κανείς δεν έχασε ένα στρατό τόσο γρήγορα όσο ο Μι­ θριδάτης εκείνη τη νύχτα. Οι άντρες που κατόρθωσαν να ξεφύ­ γουν δεν ανασυντάχθηκαν ποτέ, εκτός από μια ελάχιστη δύναμη περίπου δύο χιλιάδων πολεμιστών, ορισμένοι από τους οποίους ήταν τραυματίες και άλλοι άοπλοι. Τελικά κατάφεραν να μας ε­ ντοπίσουν και να ενωθούν μαζί μας στα ξερά φαράγγια του Άνω Λύκου μέσα στις επόμενες μέρες. Οι υπόλοιποι απλά εξαφανί­ στηκαν, σκοτώθηκαν από τους Ρωμαίους ή γύρισαν στα σπίτια τους εξαθλιωμένοι και ταπεινωμένοι. Μέσα στο χρονικό διάστη­ μα που χρειάστηκε ο ήλιος για ν' ανατείλει και να δύσει μία φο­ ρά ο τελευταίος ποντιακός στρατός, σαράντα χιλιάδες άντρες συ­ νολικά, χάθηκε από προσώπου γης.

br/zav

ΙΙΙ

ΕΠΙ ΕΞΙ ΜΗΝΕΣ κρυβόμασταν σαν τους κλέφτες, πηγαίναμε με χίλιες προφυλάξεις από οχυρό σε οχυρό στα απομακρυσμένα βου­ νά της ποντιακής ενδοχώρας, ενώ δεν αποφύγαμε και κάποιες α­ ψιμαχίες με τις ομάδες που έστελνε ο Λούκουλλος για να μας α­ ναζητήσουν. Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες μετά την πανωλε­ θρία στα Κάβειρα το ρωμαϊκό ιππικό μας καταδίωξε με μανία, θέλοντας να αιχμαλωτίσει το υπέρτατο τρόπαιο που κατάφερνε τόσες δεκαετίες να τους ξεφεύγει. Αποφεύγαμε ακόμη και τους πα­ λιούς συμμάχους του πατέρα, μια και ο Λούκουλλος ήταν ικανός να κινεί τόσο τα πολιτικά όσο και τα στρατιωτικά νήματα: βασά­ νιζε και σκότωνε οποιονδήποτε διαπίστωνε ότι μας είχε βοηθή­ σει όταν περνούσαμε από τα εδάφη του και αντάμειβε με χρυσό ή πολιτικά αξιώματα εκείνους που είχαν αγνοήσει τα αιτήματά μας για προμήθειες ή, ακόμη χειρότερα, όσους συγκέντρωναν τις φρουρές τους και μας έδιωχναν σαν πεινασμένα σκυλιά. Η ό­ μορφη πρωτεύουσά μας, η Σινώπη, έπεσε τελικά στα χέρια των Ρωμαίων - με την πείνα να θερίζει τους καταβεβλημένους ψυχι­ κά υπερασπιστές της, που εγκαταλείφθηκαν από την τελευταία θα­ λάσσια αμυντική γραμμή της πόλης, τους πειρατές, οι οποίοι εί­ χαν αποχωρήσει αναζητώντας επικερδέστερες ασχολίες. Η πόλη κάηκε συθέμελα, οι κάτοικοι της σκορπίστηκαν. Η Αμισός είχε την ίδια τύχη λίγο αργότερα και η Φαρνάκεια σίγουρα θα ήταν η επόμενη, αφού οι Ρωμαίοι συνέχιζαν συστηματικά την προέ­ λασή τους προς τα ανατολικά σφίγγοντας τον κλοιό. Στο Νότο η Καππαδοκία βρισκόταν υπό ρωμαϊκή κατοχή· στο Βορρά είχε αποκοπεί η πρόσβαση στη θάλασσα· στο μεταξύ, ο ρωμαϊκός στρατός προήλαυνε, με προσεκτικές κινήσεις, από τα δυτικά. Είχαμε ακόμη κάποια οχυρά στα βουνά όπου μπορού­ σαμε να αναζητήσουμε προσωρινό καταφύγιο, κι αυτά όμως έ-

br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

341

πεφταν το ένα μετά το άλλο, με κάθε ήττα να προξενεί νέους τριγ­ μούς στην πίστη όσων απέμεναν, απειλώντας την ασφάλειά μας και δυσχεραίνοντας την προσπάθειά μας να κινούμαστε απαρα­ τήρητοι. Ένας βασιλιάς είναι δύσκολο να ταξιδεύει μυστικά, α­ κόμη κι όταν διασχίζει τα εδάφη ακλόνητων συμμάχων του. Σε κά­ θε πόλη που μπαίναμε ο πατέρας γινόταν αποδέκτης των θερμών εκδηλώσεων του πλήθους για την περήφανη στάση του απέναντι στη Ρώμη, υπήρχαν όμως κι εκείνοι που έκρυβαν το μίσος που έ­ τρεφαν προς το πρόσωπό του, επειδή φοβόνταν ότι φέρναμε μα­ ζί μας την καταστροφή και το θάνατο, σαν την πανούκλα. Τελι­ κά η κατάσταση έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε ακόμη και η δια­ νυκτέρευση εντός των τειχών κάποιου οχυρού ήταν πολύ επικίν­ δυνη· οι ενέδρες αυξάνονταν, όπως και οι επιθέσεις από ομάδες Ρωμαίων που επιχειρούσαν να μας δολοφονήσουν. Τρυπώναμε σε χωριά τις μέρες που γίνονταν παζάρια για να αγοράσουμε προμήθειες και φεύγαμε αμέσως καλπάζοντας, τό­ σο γρήγορα όσο είχαμε έρθει. Αρνιόμασταν κάθε πρόταση να ορ­ γανωθεί υποδοχή ή να μας δοθεί συνοδεία και στρατοπεδεύαμε σε μέρη που δεν τα ήξερε κανείς κι απ' όπου θα μπορούσαμε να διαφύγουμε γρήγορα· αποφεύγαμε να ανάβουμε φωτιές τη μέρα, για να μην τραβήξει ο καπνός την προσοχή των εχθρών, και αιχ­ μαλωτίζαμε και σκοτώναμε αθόρυβα όποιους Ρωμαίους είχαν την ατυχία να περάσουν από κοντά μας. Ό λ α αυτά τα κάναμε με την ελπίδα να δυσχεράνουμε την παρακολούθηση των κινήσεών μας και τελικά να κάνουμε τον εχθρό να χάσει τα ίχνη μας, αλλά μά­ ταια. Κάθε φορά που σκοτώναμε έναν ιχνηλάτη, υπήρχαν τρεις ακόμη τριγύρω στον ορίζοντα που μας παρακολουθούσαν. Για κάθε πολέμαρχο που δήλωνε αιώνια πίστη στο βασιλιά υπήρχαν δέκα βοσκοί και αγρότες που ήταν πρόθυμοι να προδώσουν τη θέ­ ση μας με αντάλλαγμα ένα ή δύο ασημένια τετράδραχμα. Ήταν αδύνατο να ανασυνταχθούμε μ' αυτές τις συνθήκες. Δεν μπορούσαμε να στρατολογήσουμε νέους άντρες ούτε να εκπαι­ δεύσουμε τους νεοσύλλεκτους. Με δυσκολία εξασφαλίζαμε τρο­ φή για εμάς τους ίδιους, ενώ σύντομα από τους δύο χιλιάδες στρα­ τιώτες που αρχικά είχαν ενωθεί μαζί μας μετά την πτώση των Κα­ βείρων είχαν μείνει λιγότεροι από τους μισούς. Ο πατέρας δεν έ­ μπαινε καν στον κόπο να αναζητήσει τους λιποτάκτες. Στο πα­ ρελθόν τέτοιοι προδότες είχαν αντιμετωπιστεί πιο σκληρά κι α­ πό τους αιχμάλωτους εχθρούς, καθώς στα μάτια του ο εχθρός ήbr/zav

342

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ταν τουλάχιστον πιστός, έστω και στους λάθος ανθρώπους, και συνεπώς άξιζε κάποιο σεβασμό. Τώρα όμως, όποτε του αναφέ­ ραμε λιποταξίες, ο βασιλιάς περιοριζόταν να ανασηκώνει κου­ ρασμένα τους ώμους του. Η φλόγα που έκαιγε ζωηρά στο βλέμμα του είχε πλέον χα­ θεί, απέμενε μονάχα μια αδύναμη σπίθα. Τα κυματιστά μαλλιά του, που τα είχε πάντοτε μακριά και λυτά στην πλάτη του, όπως ο Αλέξανδρος, είχαν χάσει το χρώμα τους και από σκούρα κα­ στανά μέσα σε λίγες εβδομάδες είχαν γίνει γκρίζα σαν το α­ τσάλι. Το σώμα του, παρότι εξακολουθούσε να είναι πελώριο και δυνατό όπως πάντα, ήταν πιο αδύνατο και ψηλόλιγνο από τις ώ­ ρες που περνούσε καβάλα στ' άλογο κι από τη λιγότερη τροφή και μάλιστα σε ακατάστατες ώρες· είχε χάσει ακόμη και το α­ γέρωχο βήμα του που πάντοτε προσπαθούσα να μιμηθώ και τώ­ ρα περπατούσε προβληματισμένος, γέρνοντας ελαφρά τους ώ­ μους, με μια χροιά ανησυχίας στην όψη του. Μετά την πτώση των Καβείρων ο πατέρας είχε γεράσει, σαν να έπινε χρόνια σε καθημερινή βάση το ελιξίριο της ζωής αλλά ξαφνικά να είχε χάσει τη συνταγή, και πλέον η πραγματική του ηλικία, τα εξή­ ντα δύο χρόνια που κουβαλούσε στις πλάτες του, φάνηκε από­ τομα. Μόνο ένας ηγεμόνας σε ολόκληρη την περιοχή τον ξε­ περνούσε στα χρόνια: ο γαμπρός του, ο Τιγράνης της Αρμενίας, που μπορεί να ήταν και είκοσι χρόνια μεγαλύτερος του· έλεγαν μάλιστα ότι είχε καταπέσει κι ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της άνοιας. Η Αρμενία ήταν στην Ανατολή, τη μόνη διέξοδο που μας είχε απομείνει, καθώς μας κύκλωναν οι ρωμαϊκές λεγεώ­ νες, κι έτσι αποφασίστηκε να ζητήσουμε άσυλο από το γέροντα βασιλιά Τιγράνη. Ενόσω συνεχίζαμε την πορεία μας μέσα από τις στενές χα­ ράδρες και τα φαράγγια της άγριας ενδοχώρας, οι σκέψεις του πατέρα δεν ήταν στραμμένες στο πώς θα μπορούσε να σώσει τα οχυρά και τα εδάφη του· είχαμε περάσει προ πολλού αυτό το σημείο. Αντίθετα, σκεφτόταν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να εμποδίσει τους Ρωμαίους να τα χρησιμοποιήσουν. Βάζαμε μόνοι μας φωτιά στα οχυρά απ' όπου περνούσαμε, συγκεντρώ­ ναμε τα βασιλικά αρχεία και τους θησαυρούς που υπήρχαν εκεί και τους παίρναμε μαζί μας ή τους θάβαμε σε μυστικές τοποθε­ σίες. Πολλοί από τους πολεμάρχους εκείνων των περιοχών, α­ πόλυτα αφοσιωμένοι στο βασιλιά, συναινούσαν σε αυτή την κίbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

343

νηση απελπισίας και μας ακολουθούσαν με τις φρουρές τους στην υποχώρηση μας προς τα ανατολικά. Ακόμη και φρούρια κι οχυρά που δεν ήταν στο δρόμο μας φροντίζαμε να καταστρα­ φούν. Ο πατέρας έστελνε έμπιστους αξιωματικούς σε κάθε κα­ τεύθυνση, οι οποίοι μετέφεραν τις διαταγές του προς όλους τους διοικητές να πάρουν μαζί τους οτιδήποτε αξίας και να τον ακο­ λουθήσουν στην πορεία προς την Αρμενία. Οι περισσότεροι υ­ πάκουαν και οι Ρωμαίοι, καθώς συνέχιζαν κι αυτοί την πορεία τους προς την Ανατολή, έβρισκαν καπνισμένα ερείπια στη θέση των οχυρών, τα πολύτιμα αρχεία της διακυβέρνησης και των εκ­ στρατειών του πατέρα καταστραμμένα και τους πληροφοριοδό­ τες τους νεκρούς. Την πιο ευαίσθητη αποστολή όμως την ανέλαβα εγώ, με προ­ ορισμό την παραλιακή πόλη της Φαρνάκειας, όπου διαβιούσαν οι γυναίκες των βασιλικών χαρεμιών, που είχαν σταλεί εκεί πριν από χρόνια για λόγους ασφάλειας. Οι διαταγές που μου είχαν δο­ θεί ήταν να συγκεντρώσω και να απομακρύνω όλες εκείνες τις γυ­ ναίκες τις οποίες ο Λούκουλλος ενδεχομένως να θεωρούσε άξιες να συμμετάσχουν στο θρίαμβο του στη Ρώμη. Καλπάζοντας α­ σταμάτητα, έφτασα στη Φαρνάκεια μαζί με μια μικρή ομάδα Πόντιων στρατιωτών και έναν ηλικιωμένο ευνούχο ονόματι Βακχίδη· ήμουν σίγουρος ότι ο ευνούχος θα μπορούσε να αναγνωρί­ σει τις πιο σημαντικές γυναίκες, ορισμένες από τις οποίες είχαν σταλεί εκεί πριν ακόμη γεννηθώ εγώ. Φτάσαμε μόλις μία μέρα πριν ο ρωμαϊκός στόλος αποκλείσει το λιμάνι και δύο λεγεώνες από το στρατό του Λούκουλλου κλείσουν τους δρόμους που οδη­ γούσαν μακριά από την πόλη. Το να επιχειρήσουμε να απομα­ κρύνουμε τις αδύναμες γυναίκες, κάποιες από τις οποίες ήταν η­ λικιωμένες, θα ήταν αδύνατο. Οι Ρωμαίοι θα τις αιχμαλώτιζαν, πι­ θανότατα θα τις βίαζαν και θα τις μετέφεραν στη Ρώμη, κάτι που θα αποτελούσε τη μέγιστη ταπείνωση τόσο για τις ίδιες όσο και για τον πατέρα. Μόνο μία λύση υπήρχε. Οι δύο ηλικιωμένες αδερφές του βασιλιά, οι θείες μου Ρωξά­ νη και Στάτειρα, τις οποίες είχα να δω από παιδί και δεν αναγνώρισα, ήταν οι πρώτες. Η Ρωξάνη, η γριά μέγαιρα, αντιστάθηκε μέχρι τέλους, ξεστομίζοντας κατάρες για τον πατέρα που την εί­ χε καταδικάσει να περάσει τη ζωή της μόνη, μια πικρόχολη γε­ ροντοκόρη, αφού αρνήθηκε να την παντρευτεί μετά τον κατα­ στροφικό του γάμο με τη Λαοδίκη αλλά ταυτόχρονα της απαγόbr/zav

344

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ρεύσε να παντρευτεί οποιονδήποτε κοινωνικά κατώτερό της. Ήπιε συνοφρυωμένη το περιεχόμενο της κούπας που της έδωσα, ζεστό γάλα γαϊδάρας με αρσενικό, και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Πα­ ρόλο που την είχαν πιάσει οι επιθανάτιοι σπασμοί, η ηλικιωμέ­ νη γυναίκα βρήκε αρκετή δύναμη για να με αρπάξει από το μα­ νίκι, να με τραβήξει κοντά της και να με φτύσει κατάμουτρα. Χα­ μογελούσε ικανοποιημένη την ώρα που πέθαινε. Η Στάτειρα, αν και αρκετά χρόνια μικρότερη από τη Ρωξά­ νη, είχε ζήσει σαν να ήταν η δίδυμη αδερφή της, έχοντας στερη­ θεί κι αυτή μια φυσιολογική ζωή. Σε αντίθεση όμως με την πι­ κραμένη αδερφή της, η Στάτειρα ήταν σχεδόν χαρούμενη με τη μοίρα της. Πήρε την κούπα και τη σήκωσε μπροστά της παρα­ τηρώντας τη, παίρνοντας μια ευγενική στάση σαν να ήταν καμιά βασίλισσα από εκείνες που συχνά αναφέρονται στις ελληνικές τραγωδίες. Πίνοντας, μόρφασε άθελά της νιώθοντας το κάψιμο στο λαιμό, αντίθετα όμως με την αδερφή της χαλάρωσε, ξάπλωσε στο κρεβάτι της και ευχαρίστησε τον αδερφό της που της είχε προσφέρει την ευκαιρία να πεθάνει ελεύθερη και όχι υποδουλω­ μένη στους Ρωμαίους. Παρότι γνώριζα ελάχιστα εκείνες τις δύο γυναίκες, η εμπειρία με τάραξε βαθιά. Είχα πολεμήσει σε μάχες, είχα σκοτώσει αν­ θρώπους, είχα δέσει μόνος τις πληγές μου. Ό μ ω ς ο θάνατος ε­ κείνων των γυναικών με συγκλόνισε. Υπήρχαν ακόμη δεκάδες που έπρεπε να πεθάνουν, μακρινές συγγενείς των δύο ηλικιωμέ­ νων γυναικών, μέλη της βασιλικής οικογένειας την ύπαρξη των ο­ ποίων συχνά αγνοούσα, στρατιές κυριών της Αυλής, παλλακίδες του βασιλιά που του είχαν παραχωρήσει ξένα κράτη ως δώρα στο παρελθόν, τις οποίες όμως δε γνώρισε καθόλου ή ελάχιστα πριν τις βάλει στο ράφι μαζί με τις υπόλοιπες. Το χειρότερο απ' όλα ήταν ότι ανάμεσά τους βρισκόταν κι η Μονίμη. Ό σ ο κι αν το ή­ θελα, δεν μπορούσα να απαλλάξω τον εαυτό μου από τη συγκε­ κριμένη επίσκεψη, δεν μπορούσα να αναθέσω έτσι απλά το έργο στον Βακχίδη. Ο πατέρας θα ζητούσε να του περιγράψω τι είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Ή π ι α ένα ποτήρι ανέρωτο κρασί για να πάρω κουράγιο κι ύστερα μπήκα αποφασιστικά στα διαμερί­ σματά της. Παρόλο που κανείς δεν της είχε ανακοινώσει την ε­ πίσκεψή μου, με περίμενε. Η Μονίμη ήταν το πιο αξιοθρήνητο απ' όλα εκείνα τα πλά­ σματα, εκείνη που αντιστάθηκε περισσότερο στη μοίρα της, ίσως br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

345

επειδή, σε αντίθεση με τις αδερφές του βασιλιά, μόνη της είχε χαράξει αυτή τη μοίρα, δεν της την είχαν ορίσει οι θεοί ούτε η συγγένειά της με το βασιλιά. Όταν την είχε διαλέξει μέσα από το πλήθος πριν από δυο δεκαετίες, της πρόσφερε μια μικρή πε­ ριουσία σε χρυσάφι για να γευτεί τις χάρες της. Η Μονίμη μπο­ ρούσε να είχε αρκεστεί σ' αυτό, να υπηρετήσει το βασιλιά σαν μια χαμογελαστή ερωμένη για όσο διάστημα τα κάλλη της θα τον γοήτευαν και στη συνέχεια να φύγει ελεύθερη και πλούσια. Με την επιμονή της όμως να εξασφαλίσει το διάδημα της βασιλικής παλλακίδας αποδέχτηκε όχι μόνο το κύρος, αλλά και τη μοίρα που το συνόδευε, ότι δηλαδή μια παλλακίδα είναι ισόβια δούλα του βασιλικού κρεβατιού. Όταν οι χάρες της ξεφτίζουν, αποσύ­ ρεται, όπως τα γέρικα άλογα του ιπποδρόμου, στο στάβλο που φιλοξενεί και τις υπόλοιπες μαραμένες παλλακίδες. Όταν ήταν μια δεκαεφτάχρονη καλλονή, η σκέψη ότι η δόξα που αποζη­ τούσε ήταν φευγαλέα δεν περνούσε από το μυαλό της. Μόλις ό­ μως εξορίστηκε στη Φαρνάκεια λίγα μόλις χρόνια αργότερα, άρ­ χισε να συνειδητοποιεί ποια θα ήταν η μοίρα της. Τώρα, με την άφιξή μου, οι σκέψεις της μετατρέπονταν σε θανάσιμη πραγ­ ματικότητα. Όταν εμφανίστηκα στα διαμερίσματά της συνοδευόμενος α­ πό τον ατάραχο Βακχίδη, βρήκα τη Μονίμη σε έξαλλη κατάστα­ ση. Είχα να τη δω πολλά χρόνια, αλλά η θυμωμένη έκφραση του προσώπου της, τα απαξιωτικά λόγια που βγήκαν από τα χείλη της έφεραν μεμιάς στο μυαλό μου όλα τα οδυνηρά συναισθήμα­ τα που είχα νιώσει ζώντας στο σπιτικό της στην Πέργαμο, όταν ήμουν ακόμη παιδί. Κάρφωσε το αλαζονικό της βλέμμα πάνω μου και προς στιγμήν πάγωσα. «Δεν ξέρεις πώς να χαιρετήσεις τη μητριά σου;» έκανε από­ τομα. «Δε θα με φιλήσεις στο μάγουλο; Ή μήπως οι φονιάδες σαν και σένα είναι ανίκανοι να δείξουν το σεβασμό και την αγά­ πη που οφείλουν σ' εκείνους που είναι ανώτεροι τους;» «Δεν είσαι μητριά μου», απάντησα κοφτά. «Ο πατέρας δε σε παντρεύτηκε ποτέ, και καλά έκανε». Έ π ι α σ ε το διάδημα, που δεν το είχε βγάλει μέρα από το κε­ φάλι της σαν να ήταν βασίλισσα, και το πέταξε στο πάτωμα σκορ­ πίζοντας πέρλες και πετράδια σε κάθε γωνιά του δωματίου. Εκτός εαυτού, βγήκε στους διαδρόμους και οδυρόταν για τη μοίρα της, παρακαλώντας όλους τους θεούς να κατακεραυνώσουν τον Μιbr/zav

346

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

θριδάτη και να στείλουν μια επάρατη αρρώστια σε μένα, να πά­ ρουν εκδίκηση για λογαριασμό της. Ο Βακχίδης την παρακο­ λουθούσε υπομονετικά. «Αρχόντισσά μου», παρενέβη λίγο μετά, «δε μοιράζεσαι πια το ίδιο κρεβάτι με το βασιλιά, όμως δεν έχεις χάσει τίποτα από την ομορφιά σου». Εκείνη κοντοστάθηκε και σταμάτησε τις κατάρες στο άκουσμα της απρόσμενης φιλοφρόνησης του ευνούχου. «Θα έλεγα μάλιστα ότι η ομορφιά σου μάλλον αναδείχτηκε και ωρί­ μασε με το πέρασμα των χρόνων». Η Μονίμη ηρέμησε και έ­ στρωσε τα φορέματά της, λες και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί κά­ ποιο επίδοξο εραστή. Αηδίασα βλέποντας την ευκολία με την ο­ ποία μπορούσε να αλλάζει τα συναισθήματά της, σαν καμιά θε­ ατρίνα σε φτηνό έργο. «Φυσικά», συνέχισε ψύχραιμα ο Βακχίδης, «κάθε άντρας θα αισθανόταν ιδιαίτερα ευτυχής να βρεθεί κοντά σε ένα τέτοιο θε­ σπέσιο πλάσμα». Δεν πίστευα στα μάτια μου. Η γυναίκα είχε αρ­ χίσει να κορδώνεται, να φτιάχνει τα μαλλιά της, να ρίχνει φιλά­ ρεσκες ματιές σε ένα κάτοπτρο που υπήρχε στον τοίχο. Τι μπο­ ρεί να είχε κατά νου ο ευνούχος για να μιλάει μ' αυτό τον τρόπο; Έμεινα άφωνος ακούγοντας την απάντησή της. «Σ' ευχαριστώ, Βακχίδη. Σπάνια οι άντρες προσέχουν έστω πό­ σο σκληρά χρειάζεται να προσπαθήσει μια γυναίκα για να δια­ τηρήσει το επίπεδό της, ειδικά στις απαίσιες συνθήκες που επι­ κρατούν εδώ. Φυσικά, είμαι σίγουρη ότι πρόκειται για παρεξή­ γηση...» «Πράγματι», συνέχισε ο ευνούχος, με ένα αχνό χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό του, «ο βασιλιάς δεν έχει ξεχάσει τη σπάνια ομορφιά σου». Η Μονίμη κοκκίνισε σαν παρθένα. «Ανη­ συχεί τρομερά. Αναλογίσου τη μοίρα σου αν έπεφτες στα χέρια των Ρωμαίων - φαντάζεσαι ότι θα έφευγες από εδώ με την τιμή σου ακέραιη; Ο πρώτος λιγδιάρης λεγεωνάριος που θα περνού­ σε τα τείχη της πόλης θα ερχόταν τρέχοντας εδώ...» Η Μονίμη έγινε κάτωχρη και ανατρίχιασε. «Πώς τολμάς να μου μιλάς για τέτοια φρικτά πράγματα!» είπε μέσα απ' τα δόντια της. «Ακόμη κι αν οι Ρωμαίοι με έπιαναν αιχμάλωτη, είμαι βασι­ λική παλλακίδα, όχι καμιά τυχαία. Κανείς τους δεν είναι αντάξιός μου· κανείς δεν είναι στο επίπεδό μου, εκτός ίσως από τον ίδιο τον Λούκουλλο...» Άφησε τη φράση της ανολοκλήρωτη και το βλέμ­ μα της στεκόταν μία στον Βακχίδη και μία σε μένα, καθώς με όbr/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

347

λο και πιο έντονη φρίκη συνειδητοποιούσε ότι είχε πει τις λέξεις που θα σφράγιζαν τη μοίρα της. «Ακριβώς», είπε αμέσως ο ευνούχος και έβαλε σε μια κούπα γάλα αναμειγνύοντάς το με το φαρμακερό σιρόπι. «Αυτό ακρι­ βώς πρέπει να αποτρέψουμε, να δώσουμε την ευκαιρία στον Λού­ κουλλο να αιχμαλωτίσει ό,τι πολυτιμότερο έχει ο βασιλιάς. Για χα­ τίρι του βασιλιά... και δικό σου». Τ η ς πρότεινε την κούπα. Η Μονίμη πισωπάτησε απελπισμένη κι ύστερα φάνηκε ότι μια ιδέα περνούσε απ' το μυαλό της· στράφηκε σε μένα, με μά­ τια υγρά, έτοιμα να δακρύσουν. «Φαρνάκη... Δεν έχεις τίποτα να πεις για όλα αυτά; Τίποτα δε συγκινεί την καρδιά σου; Δεν υ­ πάρχει κάποια ανάμνηση από τα χρόνια που περάσαμε στην Πέρ­ γαμο που να μην είναι ποτισμένη με μίσος, κάποια εικόνα που να μην τη φαρμακώνει η πικρία; Ήσουν παιδί ακόμη, ξέρεις· όλα τα παιδιά είναι ανήσυχα όσο μεγαλώνουν δε χρειάζεται να κα­ τηγορείς εμένα για το θυμό σου...» Κρατούσα το βλέμμα μου καρφωμένο σ' ένα σημείο πίσω της, πιέζοντας τον εαυτό μου να διατηρήσει μια ψυχρή, ουδέτερη έκ­ φραση, αρνούμενος να επηρεαστώ από τα παρακάλια της. Η σκέ­ ψη μου ταξίδεψε πολλά χρόνια στο παρελθόν, τότε που ο Βιτούιτος την είχε πλησιάσει για πρώτη φορά μέσα στο πλήθος για να απαιτήσει να συνοδεύσει το βασιλιά, τότε που είχε ταραχτεί α­ κούγοντας το όνομά της: Μονίμη - σαν να είχε έρθει για να μεί­ νει για τα καλά. Τότε συνειδητοποίησα πόσο προφητική αποδεί­ χτηκε εκείνη η πρώτη αντίδραση του Γαλάτη. «Φαρνάκη;» συνέχισε, πλησιάζοντάς με διστακτικά και φέρ­ νοντας το χέρι της στον ώμο μου, κοιτάζοντας παράλληλα μία τον Βακχίδη και μία την κούπα. «Σε έστειλε πραγματικά ο πατέρας σου για να μου κάνεις αυτό; Δε χρειάζεται να γίνουν έτσι τα πράγ­ ματα. Είναι γέρος, Φαρνάκη, αλλά εγώ είμαι ακόμη νέα, το ίδιο κι εσύ! Είσαι ο διάδοχός του... Δε χρειάζεται να υπακούσεις σε δια­ ταγές για τις οποίες θα μετανιώσεις όταν αυτός θα έχει πεθάνει». «Δεν είμαι ο διάδοχός του. Διάδοχος είναι ο Μαχάρης. Εγώ εί­ μαι ένας απλός στρατιώτης». Το πρόσωπό της σκλήρυνε για μια στιγμή, αλλά σχεδόν αμέ­ σως ξαναπήρε την προηγούμενη ήπια, παρακλητική έκφραση. «Όχι, ο πατέρας σου δεν εκτιμά τον Μαχάρη. Εκείνος είναι σκυ­ λάκι του. Εσύ είσαι ο αγαπημένος του. Θα σου συγχωρέσει ό,τι κι αν κάνεις· έτσι έκανε πάντα. Δε χρειάζεται καν να το μάθει! Θα br/zav

348

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μπορούσα να φύγω διακριτικά από πίσω κι εσύ θα του πεις ότι έ­ κανες το καθήκον σου...» Ένιωθα το μυαλό μου σε δίνη. Πίστη, αυτό εκτιμάει περισσότερο ο πατέρας σε έναν άνθρωπο, σκέφτηκα. Είναι διατεθειμένος να συγχωρέ­ σει ακόμη και ένα Ρωμαίο αν μένει πιστός στον αφέντη του. Αλλά αξίζει πραγματικά αυτή τη μοίρα η Μονίμη; Η γυναίκα αυτή είναι πανέξυπνη, ί­ σως καταφέρει να γλιτώσει από τη ρωμαϊκή εισβολή. Όμως όχι, πως μπο­ ρώ ακόμη και να σκέφτομαι κάτι τέτοιο; Πως μπορώ να μην υπακούσω; Αν ένας άνθρωπος προδώσει τον πατέρα του, προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό. Κοίταξα τη Μονίμη, τα φτιασίδια που κυλούσαν στο πρόσωπό της, το στόμα της συσπασμένο παρακλητικά καθώς συνέχιζε να μιλά με λέξεις που κυλούσαν γλυκά και απαλά από τα χείλη της. Τότε όμως πρόσεξα τα μάτια της, τα οποία, παρά τις τόσες ικα­ νότητές της, δεν μπορούσαν να κρύψουν τα συναισθήματα που κατέτρωγαν την ψυχή της - με κοιτούσε με τέτοιο μίσος και κακία, που όμοιά τους δεν είχα δει ούτε στα βλέμματα των εχθρών με τους οποίους είχα βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο στη μάχη. Τα μάτια της με τρυπούσαν, αλλά το φαρμάκι της είχε πάψει να με επηρεάζει εδώ και πολλά χρόνια, και το παγωμένο βλέμμα μου χλεύαζε τα δάκρυα και τα καλοπιάσματα με τα οποία προσπα­ θούσε να με μαλακώσει. Το μόνο που ένιωθα ήταν αηδία. Γύρι­ σα την πλάτη μου και έκανα νόημα στον Βακχίδη να της δώσει την κούπα. Η Μονίμη ούρλιαξε. Με μια αστραπιαία κίνηση έβγαλε το λινό μαντίλι με το οποίο συγκρατούσε πίσω τα μαλλιά της, έ­ τρεξε σε μια βάση όπου στηριζόταν ένας πυρσός στον τοίχο, στε­ ρέωσε το ύφασμα σ' ένα καρφί που προεξείχε, πέρασε το λαιμό της μέσα από τη θηλιά που είχε μείνει δεμένη και ρίχτηκε στο πάτωμα, με ολόκληρο το βάρος του σώματος της να πέφτει στο λαιμό. Το λινό δεν άντεξε. Σκίστηκε αμέσως, αλλά η δύναμη με την οποία είχε πέσει η Μονίμη την έστειλε πάνω στον τοίχο. Ακού­ στηκε ένα ανατριχιαστικό σπάσιμο. Καθώς ο Βακχίδης έτρεχε στο πλευρό της, εκείνη σωριάστηκε αργά στο πάτωμα, με το κε­ φάλι της σε φρικτά αφύσικη γωνία με το σώμα της. Η Μονίμη ήταν ακόμη ζωντανή, όμως ο λαιμός της είχε σπά­ σει σαν κλαδί. Τ η ς ήταν αδύνατο να κουνήσει το υπόλοιπο σώμα της, ακόμη και να καταπιεί το περιεχόμενο της κούπας που της πρόσφερε ο Βακχίδης. Γεμάτος αηδία από τα τελευταία λόγια br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ Τ Ω Ν ΕΛΛΗΝΩΝ

349

της Μονίμης, δεν άντεχα να μείνω ούτε στιγμή παραπάνω στο δωμάτιο και βγήκα αμέσως έξω. Ο Βακχίδης εκπλήρωσε την τε­ λευταία επιθυμία της γρήγορα και ανώδυνα, φέρνοντάς μου το μα­ χαίρι που ήταν ακόμη ματωμένο ως απόδειξη της πράξης του.

Την επόμενη εβδομάδα ο πατέρας με τη συνοδεία του διέβησαν τον Ευφράτη με μισθωμένα πλοιάρια και πέρασαν στην Αρμε­ νία, έξω από τη σφαίρα επιρροής των Ρωμαίων. Στην όχθη του ποταμού μάς περίμενε υψηλή αντιπροσωπία σταλμένη από τον Τιγράνη. Προς μεγάλη μας έκπληξη, βρεθήκαμε αμέσως περι­ κυκλωμένοι από μια ομάδα των μεγαλόσωμων αντρών της προ­ σωπικής φρουράς του Τιγράνη, των Αθανάτων. Αφόπλισαν τους στρατιώτες μας και οδήγησαν τον πατέρα, τον Βιτούιτο και μένα όχι στο παλάτι του Μεγάλου Βασιλέως στα Τιγρανόκερτα, αλλά αντίθετα σε ένα θλιβερό κυνηγετικό περίπτερο που διατηρούσε ψηλά στα βουνά, κοντά στα σύνορα. Ήμασταν αιχμάλωτοι, μας απαγόρευσαν να φύγουμε από αυ­ τό το γραφικό απόμερο μέρος και μάλιστα, αν επιχειρούσαμε κά­ τι τέτοιο, μας είπαν ότι είχαν εντολή να μας σκοτώσουν. Οι δια­ μαρτυρίες του πατέρα αγνοήθηκαν, το ίδιο κι οι επιστολές και τα αιτήματα που έστελνε στο γαμπρό του. Την ίδια τύχη είχαν και οι δικές μου παρακλήσεις να μου επιτρέψουν να πάω μέχρι τα κο­ ντινά δάση για να αναζητήσω τα βότανα και το αίμα πάπιας που χρειαζόταν ο πατέρας για τις καθημερινές δόσεις του, μέχρι που τέλειωσαν τα αποθέματα που είχαμε μαζί μας και ο Μιθριδάτης άρχισε να υποφέρει από ρίγη και σπασμούς λόγω της στέρησης του φαρμάκου. Μόνο τότε μας επέτρεψαν να έρθουμε σε επαφή με κάποιον από την περιοχή που ήξερε από βότανα, ο οποίος μας προμήθευσε τα απαραίτητα συστατικά για τη συνταγή του Παπία, σε επαίσχυντα εξωφρενικές τιμές. Εκείνο το χειμώνα το τελευταίο οχυρό στην ενδοχώρα του Πό­ ντου παραδόθηκε στον Λούκουλλο και οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν στα παράκτια οχυρά τους. Ο πατέρας έστειλε επανειλημμένα πρε­ σβείες στον ηλικιωμένο βασιλιά Τιγράνη απαιτώντας να αφεθεί ελεύθερος και επιμένοντας να τύχει της αντιμετώπισης που αρ­ μόζει στο βασιλιά του Πόντου και ορκισμένο εχθρό των Ρωμαί­ ων. Οι αγγελιαφόροι αυτοί συχνά διασταυρώνονταν με κήρυκες που κρατούσαν ρωμαϊκά λάβαρα και μετέφεραν μηνύματα από br/zav

350

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τον Λούκουλλο στα οποία ο στρατηγός διέταζε τον Τιγράνη α­ κριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή να απελευθερώσει τον πατέρα, με τη διαφορά ότι εκείνος ζητούσε να τον παραδώσει στη Ρώμη. Αυ­ τό που η Ρώμη δεν είχε κατορθώσει να πετύχει με τα όπλα το α­ παιτούσε τώρα ασκώντας διπλωματική πίεση. Ο Τιγράνης, στο μεταξύ, εξακολουθούσε να κρατά σε αναμο­ νή και τις δύο πλευρές.

I

br/zav

ΕΞΟΡΙΑ

Δεν ξέρω αν πρέπει να σε αποκαλώ θνητό ή αθάνατο · όμως πιστεύω (...) πως είσαι μάλλον θεός. - ΠΥΘΙΑ*

* Ηρόδοτος, Ιστορία I, ό.π., σελ. 109. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

Ο ΤΙΓΡΑΝΗΣ ΗΤΑΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ με μέτριο μυαλό αλλά προικι­ σμένος με γενναία δόση κακόβουλης πονηριάς. Κάθε βασιλιάς που είναι ικανός να επιβιώσει όσα χρόνια είχε κατορθώσει εκεί­ νος, παρά τις προδοσίες και τις μηχανορραφίες που αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο τού να είναι κανείς μέλος βασιλικής δυ­ ναστείας στην Ανατολή, σίγουρα διαθέτει ένα καλά αναπτυγμένο ένστικτο σε θέματα πολιτικών δολοπλοκιών. Αυτό όμως που έκα­ νε τον Τιγράνη να ξεχωρίζει όσο αφορούσε την τύχη του ήταν το εξής: όλα τα χρόνια της βασιλείας του αλλά και γενικότερα της ζωής του δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ σοβαρή απειλή. Ό χ ι ότι η Αρμενία ήταν ιδιαίτερα ισχυρό βασίλειο· οπωσδήποτε διέθετε αρκετές ποσότητες χρυσού και αντίστοιχους αριθμούς αντρών που μια καλή χρονιά θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τα πλού­ τη και τη δύναμη οποιουδήποτε άλλου βασιλείου της Ασίας. Η Παρθία όμως, ο γείτονάς της στα ανατολικά, ήταν πολύ πλου­ σιότερη, τα εδάφη της εκτείνονταν από τη Συρία μέχρι την Ινδία και καταλάμβαναν ολόκληρη την αχανή έρημο της Αραβίας. Από την άλλη, οι Πτολεμαίοι στην Αίγυπτο κυβερνούσαν έναν πολύ πιο ομοιογενή πληθυσμό, ενώ η γρήγορη ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω του μεγάλου ποταμού που διαρρέει τα εδάφη της επέτρεπε στους Αιγύπτιους ηγεμόνες να συγκεντρώνουν τεράστιες στρατιές και ναυτικό στον ίδιο χρόνο που θα χρειάζονταν οι αγγελιαφόροι του Τιγράνη μόνο για να εντοπίσουν τα ασφαλέστερα ορεινά πε­ ράσματα για να διασχίσουν το βασίλειό του. Η Ρώμη φυσικά ή­ ταν η πιο επιθετική δύναμη στη Μεσόγειο, με τις καλύτερα εκ­ παιδευμένες δυνάμεις και τους πιο επαγγελματίες στρατηγούς· και ο Πόντος στη Δύση ήταν ισχυρός, φιλόδοξος και εύπορος. Ο Τιγράνης είχε καταφέρει να αντισταθεί σε όλες αυτές τις α­ πειλές και, λόγω της επιτυχίας του αυτής, είχε τώρα πολύ μεγά-

br/zav

354

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λη ιδέα για τον εαυτό του, σε σημείο μάλιστα να αυτοανακηρυ­ χτεί πρόσφατα Μέγας Βασιλεύς, Βασιλεύς των Βασιλέων, και να χτίσει μια βασιλική πρωτεύουσα στα βουνά της Αρμενίας, τα Τιγρανόκερτα, ο πλούτος της οποίας ήταν αντίστοιχος με ό,τι μπο­ ρούσαν να αντιτάξουν οι άλλοι βασιλιάδες. Το θησαυροφυλάκιο του Τιγράνη ξεχείλιζε από χρυσάφι και ασήμι, πολύτιμα μέταλ­ λα, αγάλματα, έπιπλα και ανεκτίμητα έργα τέχνης· τα θεόρατα τεί­ χη της πρωτεύουσάς του, πάνω από είκοσι μέτρα ψηλά, περι­ βάλλονταν στη βάση τους από στάβλους, εκεί όπου ζούσαν τα α­ μέτρητα κοπάδια με καμήλες, ελέφαντες και καθαρόαιμα άλογα που ανήκαν στο βασιλιά· και στα δασωμένα προάστια είχε χτίσει ένα μεγαλοπρεπέστατο παλάτι γύρω από το οποίο έφτιαξε μεγά­ λα πάρκα, κυνηγότοπους και τεχνητές λίμνες. Η επιτυχία του όμως δεν οφειλόταν στον ίδιο. Η γειτονική Παρθία συγκλονιζόταν χρόνια εξαιτίας εσωτερικών συγκρούσε­ ων που είχαν εξασθενίσει σοβαρά τη δύναμη των ηγεμόνων της. Η Αίγυπτος ταλαιπωρούνταν από την αιμομεικτική και μοχθηρή βασιλεία των Μακεδόνων «Φαραώ» της, των τελευταίων μιας δυ­ ναστείας που έπνεε τα λοίσθια, καθώς η Ρώμη επέκτεινε τον έ­ λεγχό της στην περιοχή. Η Ρώμη δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ για την Αρμενία, θεωρώντας ότι βρισκόταν πάρα πολύ μακριά για να κατακτηθεί και να διοικηθεί αποτελεσματικά. Ό σ ο για τον Πό­ ντο... Ο Τιγράνης ήταν φίλος του Πόντου, ή έτσι τουλάχιστον νό­ μιζε ο πατέρας· στον Τιγράνη είχε δώσει πριν από πολλά χρόνια την κόρη του. Τώρα ο πατέρας ήθελε να ζητήσει από τον Τιγράνη να ξε­ πληρώσει τη χάρη και να τον βοηθήσει να ανακτήσει το βασίλειό του, να πραγματώσει το όνειρό του ή τουλάχιστον να τον προ­ στατεύσει από τις λεγεώνες του Λούκουλλου. Αντίθετα, βρέθηκε φυλακισμένος σ' ένα μέρος μία ώρα δρόμο από τα σύνορα. Ο ά­ τιμος ο Τιγράνης δίσταζε να αποφασίσει ποιον θα υποστήριζε τελικά σ' αυτή την υπόθεση και ήθελε να κρατήσει τον πατέρα σε ένα σημείο απ' όπου θα ήταν εύκολο να τον παραδώσει στους Ρω­ μαίους αν το απαιτούσαν οι εξελίξεις. Πράγματι, ο Τιγράνης αρνήθηκε ακόμη και να επιτρέψει στον πατέρα να παρουσιάσει ο ίδιος τα επιχειρήματά του ενώπιόν του, την ώρα που τα στρατεύματα του Λούκουλλου πλησίαζαν όλο και περισσότερο συνεχίζοντας την ακόρεστη κατάκτηση ποντιακών εδαφών. Εντέλει ο βασιλιάς της Αρμενίας εδέησε να παραχωρήbr/zav

ΕΞΟΡΙΑ

355

σει ακρόαση σε έναν αντιπρόσωπο της επιλογής του πατέρα, ε­ νώ στη συνάντηση θα ήταν παρών και εκπρόσωπος του Λού­ κουλλου. Θα ήταν μια δίκη, με τους εκπροσώπους των δυο πλευ­ ρών να έχουν το ρόλο των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής και το γέροντα Τιγράνη το ρόλο του ελαφρώς ξεμωραμένου δικαστή. Ο γαμπρός του Λούκουλλου, ο Κλαύδιος Πούλχερ, θα παρουσίαζε τα επιχειρήματα της ρωμαϊκής πλευράς, επιδιώ­ κοντας την παράδοση του πατέρα. Εγώ θα ήμουν ο συνήγορος υ­ περάσπισης. Ταξίδεψα όσο γρηγορότερα μπορούσα για να φτά­ σω στην Αντιόχεια, όπου βρισκόταν εκείνη την εποχή η Αυλή του Τιγράνη. Για το Μέγα Βασιλέα ως συνήγορος αιχμαλώτου είχα λίγα δι­ καιώματα και περιορισμένο κύρος. Πράγματι, δε μου επιτράπη­ κε καν να εκθέσω αναλυτικά τα επιχειρήματά μου. Φτάνοντας στο παλάτι την προκαθορισμένη ώρα, με οδήγησαν στην αίθου­ σα των ακροάσεων. Η ατμόσφαιρα εκεί ήταν τόσο βαριά από τους καπνούς των θυμιαμάτων και τα αρώματα των αυλικών και των ακολούθων, που δυσκολευόμουν να αναπνεύσω. Παρότι φο­ ρούσα τον πορφυρό μανδύα και τη λεπτοδουλεμένη πανοπλία που φανέρωναν τη θέση μου ως γιου βασιλιά και στρατηγού του ιππικού, οι φρουροί με υποχρέωσαν να πέσω στα γόνατα κι ύ­ στερα τελείως μπρούμυτα, στα στρεβλωμένα, σταφιδιασμένα πό­ δια του μονάρχη. Μόνο όταν ολοκλήρωσα τις ταπεινωτικές υπο­ κλίσεις μού επέτρεψαν να σταθώ όρθιος και να υποστηρίξω την υπόθεσή μας, ενώπιον αυτού του ανθρώπου που δεν είχα συνα­ ντήσει ποτέ πριν αλλά που στην πραγματικότητα ήταν γαμπρός μου. Πρώτη φορά έβλεπα τέτοιο άνθρωπο στη ζωή μου και ελπί­ ζω να ήταν η τελευταία. Ό σ ο γεροδεμένος και καλοστεκούμενος και να ήταν στο παρελθόν, αφού είχα ακούσει πολλά να λέγονται για την ομορφιά και τη ρώμη του όταν ήταν νέος, τώρα είχε κα­ ταπέσει και κατσιάσει σε βαθμό που δεν περιγράφεται - όχι ότι θα περίμενα κάτι διαφορετικό από έναν άνθρωπο που διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του. Φαλακρό σαν βρέφους, δίχως ίχνος χνουδιού ή τρίχας, το μικροσκοπικό κεφάλι του έδειχνε σαν να είχε ζαρώσει και μαζευτεί στο άνοιγμα του λαιμού της περί­ τεχνα στολισμένης πανοπλίας που φορούσε γύρω από το θώρα­ κά του, μιας πανοπλίας που ίσως να του ταίριαζε πριν από έξι δεκαετίες, τώρα όμως τον έκανε να μοιάζει με νάνο, καλύπτοντάς br/zav

356

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τον όπως τη χελώνα το καβούκι της. Τα λεπτά μελαψά χέρια του εξείχαν στο πλάι, τα δάχτυλά του έπαιζαν ανυπόμονα πάνω στο σκαλισμένο σε σχήμα ποδιού λιονταριού μπράτσο του θρόνου, ε­ νώ τα πόδια του, λεπτά σαν κότας, πρόβαλλαν από το μακρύ ε­ πίσημο χιτώνα που φορούσε κάτω από την πανοπλία, το ένα λί­ γο πιο μπροστά από το άλλο, με τα δάχτυλα στραμμένα προς το μέρος μου. Σκέφτηκα ότι μπορεί το έθιμο να επέβαλλε να τα φι­ λήσω όταν ήμουν πεσμένος στο δάπεδο. Το σίγουρο ήταν ότι η γκριμάτσα ενόχλησης στο πρόσωπό του έδειχνε πως δε με είχε συ­ μπαθήσει. «Ο ετεροθαλής αδερφός της γυναίκας μου, ο Φαρνάκης, εί­ πες;» ρώτησε με τραχιά φωνή τον ηλικιωμένο ευνούχο που στε­ κόταν δίπλα του κρατώντας μια περγαμηνή στα χέρια, ο οποίος ανακοίνωνε κάθε νέα άφιξη στο μισόκουφο βασιλιά. Ο ευνούχος δεν είχε πει τίποτα τέτοιο, τουλάχιστον όχι ακό­ μη, και μόλις είχε ξεροβήξει για να με αναγγείλει επίσημα στο βα­ σιλιά, όταν εκείνος αποφάσισε να τον διακόψει. Ο Τιγράνης με κάρφωνε με τα θολά του μάτια και κάποια στιγ­ μή έγειρε μπροστά, όσο μπορούσε. Ο βασιλιάς μού έγνεψε με το κεφάλι προς το μέρος μου, αναμφίβολα με τους ώμους και το στή­ θος να ακολουθούν, όμως ο βαρύς θώρακας παρέμεινε ακίνητος. «Δε χρειάζεται να σε αναγγείλουν», είπε βήχοντας. «Είσαι ίδιος ο πατέρας σου, τον οποίο είδα τελευταία φορά όταν ήταν περί­ που στην ηλικία σου...» -φρόντισα να ισιώσω ακόμη περισσότε­ ρο την πλάτη μου ακούγοντας τη φιλοφρόνηση και να σηκώσω ε­ λαφρά το πιγούνι μου στην κλασική στρατιωτική στάση, ενώ ο βασιλιάς συνέχιζε- «...αν και πρέπει να πω ότι μου φαίνεσαι πο­ λύ πιο μικρόσωμος». Μ' ένα κοφτό νεύμα με τα δάχτυλά του μου έκανε νόημα να παραμερίσω. «Με έχουν πληροφορήσει για τη θέ­ ση στην οποία βρίσκεται ο πατέρας σου». Χωρίς να μου επιτρέψει να πω ούτε λέξη, ένας φρουρός με άρπαξε από τον αγκώνα και με υποχρέωσε να σταθώ σε μια σει­ ρά όπου περίμεναν αρκετοί υποτελείς βασιλιάδες και πολέμαρ­ χοι, που είχαν παρουσιαστεί στην ακρόαση ελπίζοντας ότι ο Τιγράνης θα διευθετούσε τα ζητήματα που τους απασχολούσαν. Η λεπτή, παιδική φωνή του ευνούχου ακούστηκε δυνατά καλύπτο­ ντας τα σιγανά μουρμουρητά της Αυλής. «Ο χιλίαρχος Άππιος Κλαύδιος Πούλχερ, πρέσβης του Ρω­ μαίου στρατηγού Λεύκιου Λικίνιου Λούκουλλου». br/zav

ΕΞΟΡΙΑ

357

Έ ν α ς άντρας γύρω στα τριάντα πλησίασε με αυτοπεποίθηση φορώντας πλήρη επίσημη ρωμαϊκή ενδυμασία, μ' ένα σπαθί στο­ λισμένο με πετράδια δεμένο στον αριστερό γοφό του και κρατώ­ ντας τη γυαλισμένη περικεφαλαία του κάτω από το δεξί του μπρά­ τσο, με το άλικο λοφίο από αλογότριχα να ξεχωρίζει καθαρά. Στο γοητευτικό μαυρισμένο πρόσωπό του αποτυπωνόταν όλη η απέ­ χθειά του γι' αυτές τις ανατολίτικες τελετές, ενώ η αλαζονεία του φαινόταν από τον τρόπο που προέτασσε το σαγόνι του, ή μάλλον από τη στάση ολόκληρου του σώματός του. Τον κάρφωσα με τα μάτια, τόσο έντονο ήταν το μίσος που ένιωθα εκείνη τη στιγμή, εκείνος όμως αγνόησε τελείως την παρουσία μου, κίνηση που με ενόχλησε πολύ περισσότερο απ' ό,τι αν είχε ανταποδώσει το προ­ κλητικό μου βλέμμα. Τελικά το να αγνοείς κάποιον είναι η με­ γαλύτερη προσβολή. «Βασιλιά Τιγράνη», ανακοίνωσε με δυνατή φωνή όταν πλη­ σίασε στο θρόνο, χρησιμοποιοώντας έναν τόνο που θύμιζε τον τρό­ πο που μιλά ο πατέρας στο αφηρημένο πιτσιρίκι. Μάλλον ε­ σκεμμένα παρέλειψε να προσφωνήσει τον Τιγράνη Βασιλέα των Βασιλέων, μια έμμεση αλλά σοβαρότατη παραβίαση του πρωτο­ κόλλου. Παρότι είδα το φρουρό που τον συνόδευε να σφίγγει τον αγκώνα του με τον ίδιο τρόπο που είχε σφίξει και τον δικό μου για να τον αναγκάσει να προσκυνήσει, ο Πούλχερ τον έκανε πέ­ ρα φανερά ενοχλημένος και παρέμεινε όρθιος. Οι αυλικοί ένιω­ σαν την ανάσα τους να κόβεται σ' αυτή την ξεκάθαρη προσβολή στο βασιλιά τους και έμειναν βουβοί. «Βασιλιά Τιγράνη», επανέλαβε ο Ρωμαίος όταν διαπίστωσε ό­ τι όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω του. «Σε ευχαριστώ για τα πλούσια δώρα που μου έκανες χτες, με την άφιξή μου στην Αντιό­ χεια. Λυπάμαι που δεν μπορώ να τα δεχτώ, γιατί δεν έχω έρθει για να διαπραγματευτώ ή να συζητήσω, αλλά για να επιδώσω έ­ να τελεσίγραφο από το στρατηγό μου». Τα μάτια του Τιγράνη κόντεψαν να πεταχτούν από το κεφά­ λι του που θύμιζε ζωντανό κρανίο και μια μπλε φλέβα φούσκωσε στο μέτωπό του. Αν κάποιος από τους υπηκόους του τολμούσε να του μιλήσει με τέτοιο τρόπο, τόσο επιτακτικά, με τόση ασέβεια, εκείνα θα ήταν και τα τελευταία του λόγια· και πράγματι, παρα­ τήρησα ότι οι φρουροί είχαν φέρει τα χέρια τους στις λαβές των σπαθιών τους. Ωστόσο, παρότι έβηξε και κούνησε τα χείλη του, ο βασιλιάς δεν είπε τίποτα και ο χιλίαρχος συνέχισε. br/zav

358

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Ο στρατηγός Λούκουλλος σου απευθύνει εγκάρδιους χαιρε­ τισμούς. Απαιτεί επίσης να του παραδώσεις άμεσα σιδηροδέσμιο το βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ', τον αποκαλούμενο και Ευπάτορα, βα­ σιλιά του Πόντου, προκειμένου να απολογηθεί για τα εγκλήματά του ενώπιον ρωμαϊκού δικαστηρίου». Ο Τιγράνης κουνήθηκε ξανά μέσα στην πανοπλία του, τα δά­ χτυλά του όμως είχαν σταματήσει να παίζουν νευρικά. Κοιτάζο­ ντας με μισόκλειστα μάτια το νεαρό χιλίαρχο, ήταν φανερό ότι κατέβαλλε προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή που του είχαν προκαλέσει η αυθάδεια και το θράσος του Ρωμαίου. Στην αρμέ­ νικη Αυλή θεωρούνταν μειωτικό, έλλειψη καλής ανατροφής και αυτοελέγχου το να επιτρέψεις στο θυμό σου να εκδηλωθεί δημό­ σια. Αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, κατάφερε να χαμογελά­ σει στραβά με την άκρη του στόματός του, το οποίο μόλις και μπορούσα να διακρίνω πάνω από το λεπτοδουλεμένο χρυσό κολλάρο της πανοπλίας του. «Έκανες λόγο για τελεσίγραφο, χιλίαρχε», είπε ξέπνοα. «Τι σκοπεύει να κάνει ο στρατηγός σου αν αρνηθώ αυτό που ζητάει;» «Στην περίπτωση αυτή, βασιλιά Τιγράνη», ανακοίνωσε ο Πούλχερ με φωνή εξίσου δυνατή και σίγουρη όπως όταν απηύθυνε τον αρχικό χαιρετισμό του, «η Ρώμη θα σε πολεμήσει μέχρις ότου ο εγκληματίας βασιλιάς παραδοθεί σε μας για να οδηγηθεί στη δι­ καιοσύνη. Η Αρμενία θα καταστραφεί». Έ κ α ν ε μια παύση για να τονίσει τη σοβαρότητα των λόγων του, αν και δε χρειαζόταν. Ολόκληρη η Αυλή είχε παγώσει, εμ­ βρόντητη από το θράσος του. « θ α αναχωρήσω το πρωί», συνέχισε ο Πούλχερ. «Η απάντη­ ση σας να μου έχει δοθεί ως τότε, αν έχετε την καλοσύνη». Έγει­ ρε κοφτά το κεφάλι του προς το βασιλιά, έκανε επί τόπου μετα­ βολή και έφυγε με στρατιωτικό βήμα προς την κατεύθυνση απ' ό­ που είχε εμφανιστεί, σκουντώντας απότομα το βουβό πλήθος των ευνούχων και των αυλικών που είχαν συγκεντρωθεί πίσω του για να ακούσουν τον απίστευτο διάλογο. Η απάντηση ήταν προδιαγεγραμμένη και, είτε ο Λούκουλλος επιθυμούσε πραγματικά πόλεμο με την Αρμενία είτε όχι, ο προ­ κλητικός τρόπος που διατύπωσε τις θέσεις της Ρώμης ο Πούλχερ δεν άφηνε κανένα περιθώριο στον Τιγράνη αν ήθελε να διατη­ ρήσει την εξουσία του. Δόθηκαν διαταγές να συγκεντρωθεί η με­ γάλη στρατιά της Αρμενίας, στάλθηκαν ιχνηλάτες για να παραbr/zav

ΕΞΟΡΙΑ

359

κολουθούν τις κινήσεις των ρωμαϊκών λεγεώνων και ο πατέρας κλήθηκε επιτέλους να παρουσιαστεί ενώπιον του Μεγάλου Βασι­ λέως, όχι για να τιμωρηθεί, αλλά αντίθετα για να πληροφορήσει τον ηλικιωμένο Τιγράνη ποια ήταν τα δυνατά σημεία και οι τα­ κτικές αυτού του νέου εισβολέα. Αφήνοντας πίσω του τους χίλιους εξόριστους Ποντίους, ο πατέρας ξεκίνησε για να συναντήσει τον Αρμένιο βασιλιά στο χώρο όπου συγκεντρωνόταν ο στρατός, σε ένα οχυρό η τοποθεσία του οποίου ήταν μυστική, στην οροσειρά του Ταύρου.

«Ο Τιγράνης δεν πιστεύει ότι οι Ρωμαίοι θα εισβάλουν;» ρώτησε ο πατέρας, που δεν πίστευε στ' αφτιά του. «Πιστεύει τους αυλικούς του», απάντησα. «Εκείνοι, πάλι, ι­ σχυρίζονται ότι ο Λούκουλλος δε θα τολμούσε καν να μείνει και να υπερασπιστεί την Έ φ ε σ ο αν ο Τιγράνης αποφάσιζε να κινη­ θεί εναντίον του». «Τότε πώς ερμηνεύει την παρουσία των δύο ρωμαϊκών λεγε­ ώνων που μόλις εισέβαλαν στα εδάφη της Αρμενίας από τον Πό­ ντο;» «Αυτό ακριβώς: μόλις δύο λεγεώνες. Ο Τιγράνης λέει ότι πρό­ κειται για κίνηση εντυπωσιασμού, για τα μάτια της Συγκλήτου. Ο Πόντος υποτάχθηκε, αλλά ο Λούκουλλος επιθυμεί να παρατείνει τη θητεία του ως διοικητής. Για να το πετύχει όμως αυτό ο μόνος τρόπος είναι να δείξει ότι βρίσκεται σε εκστρατεία. Οι υπόλοιπες τρεις λεγεώνες του συνεχίζουν να καταπνίγουν τις τελευταίες εστίες αντίστασης στον Πόντο, επομένως εδώ μπορεί να διαθέσει μόνο δύο λεγεώνες. Συνολικά δέκα χιλιάδες άντρες, μαζί με περίπου δύο χιλιάδες μισθοφόρους ιππείς. Ο Τιγράνης πιστεύει ότι θα λεη­ λατήσει μερικές μεθοριακές κωμοπόλεις, θα κάνει λίγη φασαρία ψάχνοντας εσένα κι ύστερα θα αποσυρθεί μόλις πατήσουν πόδι οι Αρμένιοι». Ο πατέρας ζύγισε για λίγο αυτά που του είχα πει και δε μίλη­ σε. «Τότε για ποιο λόγο κάνει τόσες προετοιμασίες ο Τιγράνης; Γιατί συγκεντρώνει τη μεγάλη στρατιά του;» ρώτησε τελικά. Δεν είχα απάντηση να του δώσω σ' αυτό το ερώτημα, παρότι είχα περάσει αρκετές εβδομάδες στη συνοδεία του Τιγράνη, πα­ ρακολουθώντας την άφιξη των στρατευμάτων. Το αρμένικο ιπbr/zav

360

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πικό, ειδικότερα, αποτελούνταν από επιβλητικούς επαγγελματίες πολεμιστές που είναι γνωστοί ως κατάφρακτοι, επειδή φορούν πανοπλία απ' την κορφή ως τα νύχια, ενώ και τα γιγαντόσωμα ά­ λογά τους είναι καλυμμένα με φύλλα χαλκού. Έ ν α τόσο βαριά θωρακισμένο ιππικό ήταν ακαταμάχητο. Μία επίθεση αρκούσε, μία έφοδος από εκείνους τους έφιππους οπλίτες, οι οποίοι, όπως και οι πεζοί σύντροφοί τους, πολεμούσαν στον πυκνό σχηματι­ σμό της φάλαγγας. Αν ο εχθρός δεν καταστρεφόταν αμέσως, θα ήταν σε τόσο άσχημη θέση, ώστε μια γρήγορη επίθεση από το πε­ ζικό που θα ακολουθούσε αρκούσε για να επιτευχθεί ολοκληρωτική νίκη. Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Μπορεί να συγκεντρώνει τη με­ γάλη στρατιά, αλλά δεν είναι τελείως δική του επιλογή. Ο ίδιος ο Τιγράνης θα προτιμούσε να αγνοήσει τον Λούκουλλο μέχρι να α­ ποφασίσει να αποσυρθεί. Κακό σπυρί στον κώλο του, έτσι τον α­ ποκαλεί. Ό μ ω ς οι νεαροί πολέμαρχοί του διψούν για ρωμαϊκό αίμα. Έχουν χρόνια να πολεμήσουν και δε βλέπουν την ώρα να ριχτούν στη μάχη. Αυτοί είναι που συγκεντρώνουν το στρατό. Ο Τιγράνης απλώς παρακολουθεί και το διασκεδάζει». Ο πατέρας κούνησε το κεφάλι του αγανακτισμένος. «Χρόνια ολόκληρα ζητούσα από τον Τιγράνη να ενώσει τις δυνάμεις του με τις δικές μου εναντίον των Ρωμαίων και κάθε φορά με απέ­ φευγε. Χαράμισα μια κόρη που ήταν περιζήτητη νύφη σ' αυτό τον αχρείο. Τώρα καταλαβαίνω ότι έπρεπε να είχα προσεγγίσει τους πολεμάρχους του». «Θα έχεις την ευκαιρία να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι σήμε­ ρα το απόγευμα. Ο Τιγράνης σε καλεί να παραστείς στη συνά­ ντηση που θα έχει με το γενικό επιτελείο του». Ο πατέρας τίναξε τα μακριά ατίθασα κατάγκριζα μαλλιά του και ίσιωσε το γυριστό μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη του. «Α, θα τ' ακούσει για τα καλά ο γερο-αλογοκλέφτης. Πίστεψέ με, θα τ' ακούσει για τα καλά».

Στην ευρύχωρη σκηνή εκστρατείας του Τιγράνη ο πατέρας κι ε­ γώ, συνοδευόμενοι από τον Πόντιο στρατηγό Ταξίλη που είχε έρ­ θει πρόσφατα να μας συναντήσει, εξηγήσαμε την κατάσταση στον ηλικιωμένο βασιλιά, δώσαμε έμφαση στο ότι γνωρίζαμε από πρώ­ το χέρι τους Ρωμαίους και υποβάλαμε την πρότασή μας. Ο Ταbr/zav

ΕΞΟΡΙΑ

361

ξίλης ήταν ο εκπρόσωπός μας· μια και ήταν ο πιο χαμηλόβαθμος από τους τρεις μας, ήταν πιο διπλωματικό να μιλήσει εκείνος πρώτος, ώστε να μπορέσει ο βασιλιάς Τιγράνης να απαντήσει με μεγαλύτερη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο να μας θίξει σε περίπτωση που έκρινε αναγκαίο να σχολιάσει αρνητικά το σχέδιό μας. Όχι ότι ο Τιγράνης φοβόταν μήπως μας θίξει. «Άρχοντά μου», είπε με αυτοπεποίθηση ο Ταξίλης, «ο Λού­ κουλλος έχει φτάσει πλέον μέχρι την πρωτεύουσά σου, τα Τιγρανόκερτα, και μέχρι στιγμής δεν έχει συναντήσει καμία αντί­ σταση από τα στρατεύματά σου...» «Είναι απλώς μια προσπάθεια εντυπωσιασμού», τον διέκοψε ο Τιγράνης με επικριτικό τόνο. «Οι λεγεώνες του θα σκορπίσουν μόλις εμφανιστεί η μεγάλη στρατιά μου. Ό σ ο περισσότερο του επιτρέπουμε να προχωρήσει στο εσωτερικό των εδαφών μας τό­ σο πιο μεγάλη θα είναι η συντριβή του. Ας έρθει». Ο Ταξίλης δεν απάντησε αμέσως και κοίταξε το βασιλιά διε­ ρευνητικά. «Από την πείρα μας, άρχοντά μου, ξέρουμε ότι οι Ρω­ μαίοι ακόμη κι όταν χάνουν είναι ικανοί να προκαλέσουν σοβα­ ρό πλήγμα στον εχθρό τους. Αναμφισβήτητα οι δυνάμεις σου εί­ ναι εντυπωσιακά υπέρτερες. Γιατί όμως να διακινδυνεύσεις να χάσεις ακόμη και λίγους από τους μεγαλόπρεπους πολεμιστές σου;» Ο Τιγράνης τον αγριοκοίταξε ενοχλημένος. «Δε μου αρέσει ο τόνος σου, στρατιώτη», δήλωσε. «Φαίνεται να υπονοείς ότι οι δυ­ νάμεις μου είναι κατά κάποιο τρόπο κατώτερες από αυτούς τους θρασείς Λατίνους. Μπορεί οι Ρωμαίοι να είναι ικανοί να προκα­ λέσουν σοβαρό πλήγμα σε κατώτερους πολεμιστές» -είπε και έρι­ ξε μια λοξή ματιά στον πατέρα, ο οποίος καθόταν και άκουγε α­ νέκφραστος, παρατηρώντας τα χοντρά δάχτυλά του με μάτια μι­ σόκλειστα- «όχι όμως και στη μεγάλη στρατιά μου, μέσα στην ί­ δια την επικράτειά της. Αυτές οι λεγεώνες του Λούκουλλου απο­ τελούνται από βετεράνους, σωστά; Πρέπει να πλησιάζουν στο ό­ ριο της αποστρατείας τώρα, γέροι άντρες όλοι τους. Και μάλιστα μιλάμε για δύο μόνο λεγεώνες. Τρέμουν τα γόνατά μου... Τέλειω­ σες ό,τι είχες να πεις, στρατηγέ;» «Όχι ακριβώς, μεγαλειότατε. Αναγνωρίζω απόλυτα τη συ­ ντριπτική αριθμητική και ποιοτική υπεροχή των δυνάμεών σου. Σε κάθε περίπτωση όμως πιστεύω ότι πρέπει να επιδιώξουμε την καταστροφή του εχθρού με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες για τα br/zav

362

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στρατεύματά σου. Επίτρεψε στον Λούκουλλο να προσεγγίσει την πόλη σου, ακόμη και να την πολιορκήσει, να σκάψει τις κατα­ ραμένες τάφρους του. Η αληθινή σου δύναμη, άρχοντά μου, εί­ ναι το ιππικό σου, τόσο οι κατάφρακτοι όσο και οι πιο ελαφρά θωρακισμένοι ιππείς. Θέσε υπό τον έλεγχό σου το ανοιχτό έδα­ φος γύρω από τις ρωμαϊκές γραμμές. Εμπόδισε τον εχθρό να συ­ γκεντρώνει τροφή από τις γύρω περιοχές. Τα Τιγρανόκερτα δια­ θέτουν ισχυρή φρουρά. Τα τείχη μπορούν να αντέξουν μήνες. Οι Λούκουλλος μπορεί να οδηγηθεί στην ήττα από την πείνα, χωρίς να διακινδυνεύσεις μια αιματηρή μάχη. Μπορείς να εξασφαλίσεις τη νίκη χωρίς να ρίξεις ούτε ένα βέλος». Ο Τιγράνης κοίταξε τον Ταξίλη κακόβουλα και στη συνέχεια απευθύνθηκε στον πατέρα. «Εννοείται φυσικά ότι αυτή ακριβώς την τακτική χρησιμοποίησε ο Λούκουλλος εναντίον σου στην Κύζικο πριν από τρία χρόνια, σωστά; Δε φαντάζομαι να υπάρχει κά­ ποια διάθεση εκδίκησης στο σχέδιό σου που να επηρεάζει τη σω­ στή σου κρίση;» Ο Ταξίλης έκανε να απαντήσει, όμως ο πατέρας σηκώθηκε όρθιος κάνοντας νόημα στο στρατηγό του να σωπάσει. «Πράγματι, καμία τέτοια διάθεση δεν υπάρχει, αδερφέ βασι­ λιά», είπε με βαριά φωνή, υπομονετικά. «Είναι μια σωστή στρα­ τηγική που αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα που διαθέτεις με τον κα­ λύτερο τρόπο και εκμεταλλεύεται αντίστοιχα τα μειονεκτήματα των Ρωμαίων». Ο Τιγράνης στάθηκε όρθιος με δυσκολία, ξεφυσώντας κι αμετάπειστος σαν παιδί, ενώ τα μάτια του είχαν κοκκινίσει από οργή. Κοιτούσε μία τον Ταξίλη και μία τον πατέρα. Τελικά το βλέμμα του στάθηκε στον Ταξίλη, καθώς του ήταν πιο εύκολο να τον διακρίνει με τη θολή όρασή του. «Θέλεις να πεις, στρατηγέ, ότι ο στρατός μου ίσως να μην κατορθώσει να νικήσει τους Ρω­ μαίους σε κανονική μάχη; Ό τ ι θα πρέπει να κρατήσουμε τις α­ ποστάσεις και απλώς να τους στερήσουμε τη γαλέτα τους; Αυτές είναι οι αντρίκειες τακτικές που εφάρμοσε ο Πόντος -με τόσο εκ­

πληκτική επιτυχία, οφείλω να π ω - στους δικούς του πολέμους ε­ ναντίον των Ρωμαίων;» Ο Ταξίλης έριξε μια ματιά στον πατέρα για στήριξη και στρά­ φηκε ξανά στον εξοργισμένο βασιλιά, διατηρώντας την ευθυτενή στρατιωτική του στάση. «Όχι, μεγαλειότατε, είναι μια προσεκτικά σχεδιασμένη...» br/zav

ΕΞΟΡΙΑ

363

«Είναι προσβολή, αυτό είναι!» ούρλιαξε ο βασιλιάς. «Με προ­ σβάλλεις και είσαι προδότης που τολμάς να προτείνεις μια τέ­ τοια στρατηγική! Θα πληρώσεις με το κεφάλι σου για την αυθάδειά σου. Φρουροί!» Ο Ταξίλης κοίταξε τριγύρω του τρομαγμένος καθώς δύο φρου­ ροί ήρθαν και στάθηκαν γρήγορα δίπλα του, όμως ο πατέρας κι­ νήθηκε ακόμη πιο γρήγορα. Στάθηκε ακριβώς μπροστά από τον Ταξίλη, κοίταξε τον ηλικιωμένο βασιλιά και μίλησε με ήρεμο αλ­ λά επιβλητικό τόνο. «Με κάθε σεβασμό, αδερφέ βασιλιά. Κι εγώ, όπως εσύ, είμαι ηγεμόνας και ο Ταξίλης είναι υπήκοός μου. Θα του φερθώ όπως του αξίζει. Η μοίρα του δε σε αφορά». Ο Τιγράνης έμεινε να κοιτάζει τον πατέρα, προσπαθώντας να τον διακρίνει, να εστιάσει στο πρόσωπό του, σαν να τους χώριζε ένα σύννεφο ομίχλης από τον καταρράκτη και την οργή που θό­ λωναν το βλέμμα του. Τελικά πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε βαρύς στη θέση του, με δύο αυλικούς να τον κρατάνε από κάθε μπράτσο. Οι φρουροί πλάι στον Ταξίλη χαλάρωσαν. «Πολύ καλά. Μιθριδάτη, εσύ και οι άντρες σου θα επιστρέψετε στα διαμερίσματά σας, στα σύνορα με τον Πόντο, και θα περι­ μένετε νέες εντολές μου. Οι συμβουλές που μου δώσατε ήταν ά­ χρηστες και δε θα ασχοληθώ άλλο μ' αυτές. Ο ανίκανος σύμβου­ λός σου, ο Ταξίλης, και ο γιος σου, ο στρατηγός Φαρνάκης, θα παραμείνουν μαζί μου, ως εγγύηση για την υπακοή σου. Και τώ­ ρα φύγετε όλοι από μπροστά μου· μου φέρνετε αηδία». Ο πατέρας έκανε μεταβολή, με πρόσωπο σφιγμένο από το θυ­ μό, και βγήκε με αγέρωχο βήμα από τη σκηνή περπατώντας δί­ πλα μου ενώ ο Ταξίλης ακολουθούσε λίγο πιο πίσω. Χωρίς να πει σχεδόν ούτε λέξη ο πατέρας μάζεψε τα λιγοστά πράγματά του, συ­ γκέντρωσε τη συνοδεία του, που αποτελούνταν από Πόντιους ε­ ξόριστους και Αρμένιους φρουρούς, και ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στο κυνηγετικό περίπτερο πριν δύσει ακόμη ο ή­ λιος. Το γκρίζο κεφάλι του έδειχνε περήφανο όπως πάντα και οι πε­ λώριοι ώμοι του, τους οποίους βάραινε το μακρύ τόξο από φλα­ μουριά και η φαρέτρα με τα βέλη που δεν αποχωριζόταν ποτέ, δε φανέρωναν ούτε ίχνος από την απογοήτευση και την απελπισία που σίγουρα πρέπει να είχε νιώσει με αυτή την αποπομπή. br/zav

364

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Είχε ορκιστεί να μην υποταχθεί ποτέ, ούτε σε θεούς ούτε σε Ρωμαίους ούτε σε συμμάχους, όσο σκληρά χτυπήματα κι αν του έδινε η μοίρα. Ωστόσο, την ώρα που απομακρυνόταν με κατεύθυνση τα βου­ νά, αναλογίστηκα την κατάσταση με την οποία βρισκόμασταν τώ­ ρα αντιμέτωποι. Θεοί, Ρωμαίοι και σύμμαχοι σαν να συνωμο­ τούσαν εναντίον μας για να πετύχουν αυτό ακριβώς.

br/zav



ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΗΝΕΣ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ ο Τιγράνης για να ολοκληρώ­ σει τη συγκέντρωση των στρατευμάτων του, που αριθμούσαν τρια­ κόσιους χιλιάδες άντρες. Άλλοι δυο μήνες πέρασαν για να φτά­ σει η στρατιά, δυσκίνητη καθώς ήταν, στα Τιγρανόκερτα, τα ο­ ποία είχαν περικυκλώσει οι δυο λεγεώνες του Λούκουλλου από τα μέσα του καλοκαιριού. Η πολιορκία της πρωτεύουσας όμως ήταν διάτρητη σαν σου­ ρωτήρι, αφού οι Ρωμαίοι, με μόλις δέκα χιλιάδες στρατιώτες στη διάθεσή τους και λιγοστούς ιππείς, ελάχιστα μπορούσαν να κά­ νουν για να αποκόψουν την τροφοδοσία μιας πόλης με τριάντα φορές μεγαλύτερο πληθυσμό και πολυάριθμη φρουρά. Απέκλει­ σαν φυσικά τους κεντρικούς δρόμους που οδηγούσαν στα Τι­ γρανόκερτα, όμως δεκάδες δρομάκια, μονοπάτια και σήραγγες έξω και γύρω από τα τείχη επέτρεπαν τη διεξαγωγή του εμπορί­ ου σχεδόν όπως και πριν, ακόμη και μεταξύ των κατοίκων και των ίδιων των Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Τιγράνης ήξερε οτι δεν υ­ πήρχε λόγος να βιαστεί. Ήταν αδύνατο να οδηγηθεί αυτή η πό­ λη στη λιμοκτονία. Αν οι Ρωμαίοι ήθελαν να την καταλάβουν, ή­ ταν υποχρεωμένοι να επιτεθούν, πράγμα αδιανόητο δεδομένου του μεγέθους των δυνάμεών τους. Το μόνο πράγμα που προβλη­ μάτιζε το βασιλιά ήταν γιατί οι Ρωμαίοι τολμούσαν να παραμέ­ νουν στις οχυρώσεις τους έξω από τα Τιγρανόκερτα διακινδυ­ νεύοντας να βρεθούν κυκλωμένοι με τη φρουρά της πόλης από τη μία μεριά και τη μεγάλη στρατιά του από την άλλη. Ο Τιγράνης δεν κουραζόταν ποτέ να καγχάζει περιφρονητικά όταν ήμουν κο­ ντά - προφανώς θα σκεφτόταν ότι ο Λούκουλλος πρέπει να ήταν ακόμη πιο ανόητος από τον Μιθριδάτη. Μέχρι την πρώτη του Οκτώβρη οι δυνάμεις του Τιγράνη είχαν πάρει θέσεις στα ριζά κάποιων λοφίσκων γύρω από ένα μικρό

br/zav

366

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ποτάμι πάνω από τα Τιγρανόκερτα. Οι ρωμαϊκές οχυρώσεις βρί­ σκονταν ακριβώς απέναντι από εμάς και τα τείχη της πόλης υ­ ψώνονταν στο βάθος. Η στρατηγική του Λούκουλλου ήταν πραγ­ ματικά ανεξήγητη. Ήταν αδύνατο να πιστέψει κανείς πως σκό­ πευε να πολεμήσει όταν οι συσχετισμοί των δυνάμεων ήταν συ­ ντριπτικά σε βάρος του, κι όμως έδιωξε όλους τους κήρυκες που στείλαμε με σκοπό να του μεταφέρουν προτάσεις για να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή ακόμη και να αποσυρθεί ειρηνικά με τις δυνάμεις του. Έμεινε κλεισμένος στις οχυρώσεις του αντιμέτωπος με τη ζέστη, τη σκόνη και την πείνα, μια και οι ιχνηλάτες μας ανέφεραν ότι οι ρωμαϊκές δυνάμεις είχαν αρχίσει να σφάζουν αρκετά από τα πολύτιμα άλογά τους για να ταΐσουν τους στρατιώτες τους. Παρ' όλα αυτά, ο Λούκουλλος δεν έκανε κα­ μία κίνηση. Η υπομονή του Τιγράνη είχε αρχίσει να εξαντλείται και οι πο­ λέμαρχοί του ζητούσαν να χυθεί αίμα· ορισμένοι μάλιστα εκλι­ παρούσαν το Μέγα Βασιλέα να τους κάνει την τιμή και να τους δώσει την εντολή κι εκείνοι θα έκαναν αμέσως επίθεση κατα­ στρέφοντας τις ρωμαϊκές λεγεώνες με τις δυνάμεις που διοικού­ σαν. Ο Τιγράνης αρνιόταν, περιμένοντας να δει τι σκόπευε να κάνει ο Λούκουλλος. Σε μια από τις σπάνιες συζητήσεις που είχα με τον Τιγράνη τον παρότρυνα να οχυρώσει και το δικό του στρα­ τό, να μη διακινδυνεύσει να στείλει εναντίον των Ρωμαίων μεμο­ νωμένες ομάδες, ακόμη και κατάφρακτους, προτείνοντάς του να έχει σε ετοιμότητα ολόκληρο το στρατό για μια συνδυασμένη ε­ πίθεση. Έγινε έξαλλος μαζί μου, με αποκάλεσε δειλό και προδότη, απείλησε να με σταυρώσει δίπλα στους Ρωμαίους στρατηγούς αν τολμούσα να τον ξαναπροσβάλω δίνοντάς του τέτοιες προδοτι­ κές συμβουλές. Από εκείνο το σημείο και μετά κράτησα το στό­ μα μου κλειστό και έμεινα απλός παρατηρητής. Ξαφνικά την έκτη του Οκτώβρη στο στρατόπεδο του εχθρού παρατηρήθηκε έντονη κινητικότητα. Οι σάλπιγγες ήχησαν και τα ρωμαϊκά στρατεύματα άφησαν τα χαρακώματά τους και άρ­ χισαν να παρατάσσονται στους σχηματισμούς τους σε μια επίπε­ δη έκταση κοντά στις όχθες του ποταμού, απέναντι από το σημείο όπου περίμεναν οι δυνάμεις μας. Οι Αρμένιοι, βλέποντας επιτέ­ λους κίνηση από τον εχθρό τους, ξέσπασαν σε κακόφωνους χλευ­ ασμούς και ύβρεις για τη δειλία των αντιπάλων τους, υποδεχόμενοι τους Ρωμαίους με γκαρίσματα και κακαρίσματα. Μικρές ομάδες br/zav

ΕΞΟΡΙΑ

367

ιππέων άφηναν τις θέσεις τους στις αρμένικες γραμμές, κάλπα­ ζαν μέχρι την κοντινή όχθη του ποταμού κι ύστερα επέστρεφαν έχοντας εκτοξεύσει κάποιο ακόντιο ή βέλος με παιδιάστικη ανω­ ριμότητα, ενώ οι Ρωμαίοι φυσικά τους αγνοούσαν. Τρεις Αρμέ­ νιοι επιτελείς, παρατηρώντας πόσο λίγοι ήταν οι λεγεωνάριοι, ξέ­ σπασαν σε γέλια και βάλθηκαν να ρίχνουν ζάρια για να συμφω­ νήσουν τι μερίδιο θα έπαιρνε ο καθένας από τα λάφυρα εκείνης της μέρας. Ακόμη κι εγώ είχα αρχίσει να πιστεύω ότι ο Λούκουλ­ λος είχε κάνει τελικά ένα ολέθριο λάθος. Οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά και οι Ρωμαίοι άρχισαν να κατευ­ θύνονται με γρήγορο τροχάδην προς τα δυτικά, κατά μήκος της όχθης του ποταμού. Είχε σημάνει γενική υποχώρηση και ο Τιγράνης φώναξε αμέσως τους στρατηγούς του και τους διέταξε να κινήσουν τον αρμένικο στρατό, να επιτεθούν στους Ρωμαίους και να τους καταστρέψουν μια για πάντα. Με φωνές και αλαλαγμούς οι άντρες έσπευσαν να υπακούσουν κι από την πεδιάδα ολόγυρά μας σηκώθηκε σκόνη. Τα ανυπόμονα άλογα των καταφράκτων χτυπούσαν τις οπλές τους στο χώμα, δάγκωναν τους λαιμούς και τα καπούλια των ζώων που έστεκαν δίπλα τους, ξεσηκωμένα από τη μεγάλη αναμονή στους λόφους και το φανερό ενθουσιασμό των αναβατών τους. Χαμογελώντας, ο Τιγράνης μάς πλησίασε, γέρνοντας πότε α­ ριστερά και πότε δεξιά πάνω στο υπερβολικά μεγάλο άλογό του. «Ιδού λοιπόν, στρατηγέ Ταξίλη: ο μεγάλος κατακτητής Λού­ κουλλος τρέχει με την ουρά στα σκέλια. Τι συμβουλή έχεις να μου δώσεις τώρα;» Ο Ταξίλης έμεινε σιωπηλός για λίγο, κοιτώντας τη ρωμαϊκή φάλαγγα που έφευγε. «Παρατηρώ, άρχοντά μου, πως, όταν οι Ρω­ μαίοι ξεκινούν για μακρά πορεία, κουβαλούν τους θώρακες και τις ασπίδες τους σε σάκους κρεμασμένους στην πλάτη τους, μα­ ζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό τους. Οι άντρες αυτοί όμως βαδί­ ζουν πάνοπλοι. Μάλιστα, έχουν αφαιρέσει ακόμη και τα δερμά­ τινα καλύμματα που προστατεύουν τις ασπίδες τους από τη σκό­ νη. Συνιστώ προσοχή». Ο βασιλιάς κοκκίνισε από οργή και έστριψε αδέξια το άλογό του για να απομακρυνθεί. Οι στρατιώτες πίσω μας γελούσαν και αντάλλασσαν πειράγματα την ώρα που έπαιρναν τις θέσεις τους, όμως οι αγγελιαφόροι που μετέφεραν τα μηνύματα από και προς το γενικό επιτελείο ξαφνικά σώπασαν και έδειξαν στο βάθος, br/zav

368

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στρέφοντας την προσοχή μας στο δρόμο που ακολουθούσαν οι Ρωμαίοι. Ενάμισι χιλιόμετρο πιο κάτω οι λεγεωνάριοι είχαν φτά­ σει σε ένα ρηχό πέρασμα του ποταμού και, αντί να συνεχίσουν προς τα δυτικά, άρχισαν να το διασχίζουν περνώντας μέσα από το νερό που έφτανε μέχρι τους γοφούς τους στην πλευρά όπου βρισκόμασταν εμείς. Η προφυλακή της φάλαγγας, οι άντρες που οι Ρωμαίοι ονομάζουν αετοφόρους και οι οποίοι στην προκειμέ­ νη περίπτωση κρατούσαν τα λάβαρα των δύο λεγεώνων, βγήκαν από το ρέμα και ξαναπήραν το υπομονετικό, γρήγορο βάδην που είχα δει τόσες φορές, ακολουθώντας την όχθη του ποταμού, αυ­ τή τη φορά όμως κινούνταν γραμμή προς το μέρος μας. Επικε­ φαλής ενός από τους σχηματισμούς ήταν ένας ψηλός στρατιώτης μ' έναν άλικο μανδύα που ανέμιζε. Προχωρούσε πεζός, ανάμεσα από τους συνοδούς του που ξεχώριζαν από τις γυαλιστερές πα­ νοπλίες τους. Όταν πλησίασε, η κορμοστασιά του αλλά και η έκ­ φραση του προσώπου του φανέρωσαν την ταυτότητά του: ήταν ο ίδιος ο Λούκουλλος. Τράβηξε το σπαθί του και το έφερε μπροστά του. Αυτή ήταν μια κίνηση που ένας Ρωμαίος στρατηγός την έκανε για έναν και μόνο λόγο: για να δώσει το σύνθημα της επίθεσης. Βλέποντας τον ελιγμό των Ρωμαίων, οι στρατιώτες πίσω μας σώπασαν και το μόνο που ακούστηκε ήταν η γκρινιάρικη φωνή του Τιγράνη, που στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα από μένα. Ο τό­ νος του ήταν ένα μείγμα απορίας και δυσαρέσκειας: «Ταξίλη! Αν οι άντρες αυτοί έρχονται για να διαπραγματευτούν, είναι πάρα πολλοί· αν όμως έρχονται για να πολεμήσουν, είναι πολύ λίγοι». Ο στρατηγός και οι στρατιώτες που ήταν εκεί κοντά γέλασαν νευ­ ρικά. Ο Ταξίλης όμως εξακολουθούσε να κοιτάζει τους Ρωμαίους και η έκφραση του προσώπου του έδειχνε ότι δεν είχε καμία διά­ θεση για αστεία. «Άρχοντά μου», είπε με δυνατή φωνή, «οι Ρωμαίοι δεν έρχονται για να διαπραγματευτούν!» Ο Τιγράνης γύρισε προς το μέρος μας δείχνοντας για πρώτη φορά ανήσυχος και μπερδεμένος. Ό λ α τα μάτια ήταν στραμμέ­ να πάνω του, ενώ οι άντρες πίσω μας συνέχιζαν να σπρώχνονται και να σκοντάφτουν στην προσπάθειά τους να βρουν τις μονάδες τους και να μπουν σε σχηματισμό, αλλά δυσκολεύονταν να δουν καθαρά και να αναπνεύσουν εξαιτίας του ασφυκτικού σύννεφου σκόνης που είχε σηκωθεί τριγύρω. «Τι!» έκανε ασθμαίνοντας ο Τιγράνης. «Τολμάνε να επιτεθούν;» br/zav

ΕΞΟΡΙΑ

369

Χωρίς να περιμένουν διαταγή από το βασιλιά, οι μέραρχοι και οι πολέμαρχοί του έστριψαν με τα άλογά τους και όρμησαν στους άντρες που συνωστίζονταν πίσω μας, φωνάζοντας διαταγές να πάρουν τις θέσεις τους, χτυπώντας με την επίπεδη επιφάνεια των σπαθιών τους άλογα και άντρες που βρίσκονταν στη μέση προσπαθώντας να βρουν τις μονάδες τους μέσα στη σκόνη και το χάος. Επικρατούσε απόλυτη σύγχυση. Οι άντρες στις πίσω γραμ­ μές του στρατού, παρότι δεν έβλεπαν ακόμη τους Ρωμαίους να πλησιάζουν, άκουσαν τη φασαρία και τις φωνές από μπροστά. Νομίζοντας ότι η εξολόθρευση των λεγεώνων είχε ξεκινήσει χω­ ρίς αυτούς και ότι θα έχαναν την ευκαιρία να μαζέψουν λάφυρα, δεκάδες χιλιάδες άντρες ξεχύθηκαν μπροστά, πέφτοντας πάνω στους στρατιώτες και τα άλογα που ήδη δυσκολεύονταν να βρουν τις θέσεις τους, επιτείνοντας έτσι την αναστάτωση. Ο θόρυβος που ακουγόταν από τις γραμμές πίσω μας ήταν εκκωφαντικός, η σύγ­ χυση απερίγραπτη. Οι Αρμένιοι πάλευαν να οργανωθούν, αλλά ή­ ταν ασφυκτικά κολλημένοι ο ένας στον άλλο και δεν μπορούσαν να ελιχθούν, μόνο σπρώχνονταν. Είδα τον Τιγράνη να ανοίγει το στόμα του και να φωνάζει κάτι, όμως τα αδύναμα, βραχνά του λό­ για σκορπίστηκαν στον αέρα όπως το σύννεφο της σκόνης. Οι Ρωμαίοι εξακολουθούσαν να προχωρούν ανεμπόδιστοι, σε άψογους σχηματισμούς, τέλεια συγχρονισμένοι με το ρυθμό που έδιναν τα τύμπανα, δέκα χιλιάδες άντρες που κινούνταν σαν ένας μειώνοντας σταθερά την απόσταση που μας χώριζε. Τα διαφο­ ρετικά σχέδια στα λάβαρα είχαν αρχίσει να ξεχωρίζουν μέσα α­ πό το συγκριτικά μηδαμινό σύννεφο σκόνης που σήκωναν οι Ρω­ μαίοι και λίγο αργότερα φάνηκαν και τα διακριτικά των λεγεώ­ νων πάνω στις ασπίδες τους. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από εκείνη την πτέρυγα της πα­ ράταξής μας που βρισκόταν πιο κοντά στη θέση όπου υπήρχε πριν από λίγο το ρωμαϊκό στρατόπεδο. Μια ομάδα μισθοφόρων ιππέων από την ασιατική Γαλατία που υπηρετούσαν τους Ρω­ μαίους, γύρω στους πεντακόσιους με χίλιους, είχαν μείνει πίσω κρυμμένοι στα τείχη όταν οι Ρωμαίοι πεζικάριοι αναχώρησαν νω­ ρίτερα. Ενώ όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον παράτολμο ε­ λιγμό του Λούκουλλου πιο κάτω, αυτοί οι ιππείς που είχαν μείνει στην πεδιάδα πέρασαν με τα άλογά τους το ποτάμι, ανασυντά­ χθηκαν σε πυκνές γραμμές και εξαπέλυσαν έφοδο - στην πτέρυ­ γα των καταφράκτων του Τιγράνη. br/zav

370

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Οι πολεμικοί αλαλαγμοί των Γαλατών ιππέων τάραξαν τα α­ φτιά μας. Οι Αρμένιοι έφιπποι πολεμιστές, μη γνωρίζοντας την πηγή της επίθεσης ούτε πόσοι ήταν εκείνοι που τους επετίθεντο, σκορπίστηκαν σαν τα πουλιά που τους πετάει πέτρες ένα αγόρι, χωρίς τακτική και μέθοδο, απλώθηκαν στην πεδιάδα και βρέθη­ καν ανάμεσα στις γραμμές του υπόλοιπου αρμένικου ιππικού, που πάσχιζε να μπει σε μια τάξη πιο πίσω. Οι γενειοφόροι ημί­ γυμνοι Γαλάτες έπεσαν με δύναμη και περισσό θράσος πάνω στις αρμένικες γραμμές, χτυπούσαν με τα σπαθιά ολόγυρά τους και έ­ βγαζαν ασταμάτητα κραυγές, σπέρνοντας τον πανικό σε ένα ιπ­ πικό τριάντα φορές μεγαλύτερό τους. Ωστόσο, όσο ξαφνικά εμ­ φανίστηκαν οι Γαλάτες ανάμεσά μας τόσο γρήγορα αποχώρη­ σαν, ανοίγοντας ξανά δρόμο μέσα από τους δικούς μας και κα­ τεβαίνοντας το λόφο· έφτασαν μέχρι τις όχθες του ποταμού, όπου ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς αφήνοντας τα άλογά τους να καλ­ πάζουν ελεύθερα. Είχαν σκοτώσει λίγους από την πλευρά μας και είχαν χάσει ακόμη λιγότερους οι ίδιοι σε αυτή τη μανιασμένη έ­ φοδό τους - ο συγχρονισμός τους όμως ήταν άψογος και η επί­ δραση της πράξης τους ολέθρια. Την ώρα που οι Γαλάτες υποχωρούσαν και η σύγχυση στις γραμμές των Αρμενίων βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, ο ίδιος ο Λούκουλλος, επικεφαλής μιας επίλεκτης ομάδας αποτελούμε­ νης από περίπου δύο κοόρτεις, χίλιους άντρες συνολικά, έπεσε με μανία στις πρώτες γραμμές του στρατού μας, ανοίγοντας με την ορμή της επίθεσής του ένα φαρδύ μονοπάτι ακριβώς στο κέντρο των πανικόβλητων πλέον Αρμένιων πεζικάριων, που δεν είχαν προλάβει καν να τραβήξουν τα σπαθιά τους. Μέσα σε ελάχιστη ώρα είχε φτάσει στην καρδιά του στρατού μας, σε ένα λοφίσκο πίσω μας, και εκεί οι άντρες του γύρισαν κι άρχισαν να ρίχνουν τα ακόντιά τους στους εμβρόντητους Αρμενίους, οι οποίοι λίγες στιγμές νωρίτερα νόμιζαν ότι ήταν ασφαλείς μακριά από τις πρώ­ τες γραμμές. Οι τρομοκρατημένοι στρατιώτες του Τιγράνη ξεχύθηκαν μπροστά για να αποφύγουν τη φονική επίθεση του Λούκουλλου στα νώτα τους, πέφτοντας πάνω στις υπόλοιπες οχτώ ρωμαϊκές κοόρτεις που στο μεταξύ είχαν παραταχθεί ψύχραιμα κατά μήκος του μετώπου. Απόλυτος πανικός και χάος. Οι κατάφρακτοι είχαν ανακτήσει την ψυχραιμία τους και επέστρεφαν καλπάζοντας μέ­ σα στο σύννεφο της σκόνης, προσπαθώντας να ανασυνταχθούν και br/zav

ΕΞΟΡΙΑ

371

να οργανώσουν την άμυνά τους, όμως ήταν πολύ αργά. Συγκρού­ στηκαν μετωπικά με τους δικούς τους, τους Αρμένιους πεζικάριους, συνθλίβοντας και ποδοπατώντας αρκετούς με τις οπλές των αλόγων τους και παρασύροντας άλλους πίσω, ρίχνοντάς τους στα σπαθιά και τα ακόντια των Ρωμαίων λεγεωνάριων, που κρατού­ σαν τις θέσεις τους στο λοφίσκο, μέσα σ' ένα βούρκο από το αί­ μα και το κάτουρο των νεκρών που μεγάλωνε συνεχώς. Η μανία των Ρωμαίων ήταν τέτοια, που έμοιαζαν με θεούς που είχαν κα­ τέβει για να πάρουν την εκδίκησή τους. Το πεζικό αποπειράθη­ κε να τραπεί σε φυγή, αλλά το δρόμο έφραζαν οι πυκνές γραμ­ μές των εφέδρων που βρίσκονταν πίσω τους, ανάμεσα στις κοόρτεις του Λούκουλλου και το αρμένικο ιππικό που κάλπαζε αλλόφρον. Σύντομα όλοι τρέπονταν σε άτακτη φυγή. Οι Ρωμαίοι προχώρησαν χωρίς δισταγμό μέσα στην ανθρωποθάλασσα για να ολοκληρώσουν τη σφαγή. Η πειθαρχία των Ρωμαίων ήταν τέτοια, που δε σταμάτησαν ού­ τε καν για να αποσπάσουν λάφυρα ή να γυμνώσουν τα σώματα των νεκρών από τις πολύτιμες πανοπλίες. Αντίθετα, παρόλο που οι πανικόβλητοι Αρμένιοι διασπούσαν τις λεπτές γραμμές των Ρω­ μαίων χάρη στον όγκο τους και μόνο, οι κοόρτεις δεν έχασαν στιγ­ μή την αυτοκυριαρχία τους. Χωρίστηκαν σε μικρότερες, συ­ γκροτημένες ομάδες προκειμένου να συνεχίσουν την καταδίωξη εκεί όπου συγκεντρώνονταν οι περισσότεροι τρομοκρατημένοι Αρμένιοι όπως υποχωρούσαν τρέχοντας προς τους λόφους. Για πε­ ρισσότερα από δέκα χιλιόμετρα οι Ρωμαίοι συνέχισαν τον κολα­ σμένο καλπασμό τους θερίζοντας στο πέρασμά τους τους Αρμε­ νίους που έτρεχαν να σωθούν, σκοτώνοντας εκείνους που αιχμα­ λώτιζαν, αγνοώντας όσους ήδη κείτονταν στο χώμα, ασκώντας διαρκώς πίεση, μέχρι που το σκοτάδι τους υποχρέωσε να επι­ στρέψουν στις θέσεις τους. Ο στρατός της Αρμενίας είχε αποδεκατιστεί. Αδυνατούσαμε α­ κόμη και να υπολογίσουμε πόσοι σκοτώθηκαν ή πόσοι απλά τρά­ πηκαν σε φυγή και επέστρεψαν ντροπιασμένοι στα σπίτια τους. Στις αναφορές όμως που δημοσίευσε ο Λούκουλλος και απέστει­ λε θριαμβευτικά με κήρυκες σε ηγεμόνες, διοικητές και στρατό­ πεδα σε κάθε γωνιά του κόσμου ο στρατηγός ισχυριζόταν ότι ε­ κατό χιλιάδες Αρμένιοι είχαν πέσει νεκροί - και μόνο πέντε Ρω­ μαίοι. Οι ιστορικοί του μέλλοντος ίσως απορρίψουν τους αριθμούς αυτούς ως υπερβολικούς. Προσωπικά απορώ με τη μετριοπάθειά br/zav

372

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τους. Ποτέ πριν η Ρώμη δεν είχε πετύχει τέτοια καθολική νίκη α­ πέναντι σε οποιονδήποτε εχθρό. Ο ίδιος ο Τιγράνης, ο αχρείος, ήταν ανάμεσα στους πρώτους που έβαλαν την ουρά στα σκέλια, μαζί με τους περισσότερους ε­ πιτελείς του. Έχοντας ένα εξαιρετικό άλογο και χωρίς το βάρος της πανοπλίας των καταφράκτων, κατόρθωσε με σχετική άνεση να περάσει μέσα από τις γραμμές των πανικόβλητων στρατιωτών του και να απομακρυνθεί από τους Ρωμαίους που καταδίωκαν τους εχθρούς τους πεζοί. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι ο Ταξίλης κι εγώ ακολουθήσαμε την ομάδα του, καθώς από την αρχή μάς είχαν αφοπλίσει και δε θα είχαμε καμία ελπίδα να προστα­ τεύσουμε τους εαυτούς μας στη μάχη. Παρ' όλα αυτά, η συμπε­ ριφορά του βασιλιά ήταν αισχρή. Καθώς έφευγε καλπάζοντας α­ πό την καταστροφή του στρατού του, το κεφάλι και τα χέρια του έτρεμαν από το φόβο και του 'χε κοπεί η μιλιά. Όταν είδε έναν από τους γιους του να τον συνοδεύει, ένα νεαρό βασιλοπαίδι που υπηρετούσε ως ακόλουθος στο γενικό επιτελείο, ο Τιγράνης έ­ βγαλε μεμιάς το χρυσό διάδημα από το κεφάλι του -μια κίνηση που ένας βασιλιάς δεν κάνει ποτέ παρά μόνο όταν ξαπλώνει- και το έβαλε στο κεφάλι του νέου. Ί σ ω ς ο Τιγράνης να ήλπιζε ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να μεταθέσει τις ευθύνες για την πανωλεθρία ή να στρέψει την προσοχή των Ρωμαίων αλλού, σε περίπτωση που κατάφερναν να τον αιχμαλωτίσουν. Προς τιμήν του, ο νεαρός δε δέχτηκε να συμμετάσχει στην απάτη, αν και δεν τόλμησε να αρνηθεί το στέμμα ή να το δώσει πίσω στον πατέρα του. Καλπάζοντας όσο γρηγορότερα μπορούσε εγκαταλείποντας το πεδίο της μάχης, ο γιος του Τιγράνη δέχτηκε το στέμμα από τα χέρια του πατέρα του, έκοψε ταχύτητα, περίμενε να τους προ­ λάβουν τα μέλη της ομάδας που ακολουθούσαν πιο πίσω και έ­ δωσε το στέμμα σε έναν από τους δούλους του, ο οποίος, τρομο­ κρατημένος που κρατούσε στα χέρια του το επικίνδυνο σύμβολο της βασιλικής εξουσίας, το πέταξε μακριά. Κάποιοι μου είπαν ό­ τι οι Ρωμαίοι που τους καταδίωκαν βρήκαν αργότερα το στέμμα και το παρέδωσαν στον Λούκουλλο, ο οποίος αποθεώθηκε όταν παρουσίασε το κειμήλιο στο θρίαμβο που οργανώθηκε για την υ­ ποδοχή του στη Ρώμη. Σύμφωνα με τα όσα μας είπαν όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν και να ενωθούν μαζί μας στη συνέχεια, τα Τιγρανόκερτα, μπρο­ στά στη συντριβή της μεγάλης στρατιάς του βασιλιά, παραδόθηbr/zav

ΕΞΟΡΙΑ

373

καν αμέσως. Ο πληθυσμός, μεγάλο μέρος του οποίου ήταν Έ λ λ η ­ νες και άλλοι ξένοι που είχαν οδηγηθεί εκεί ως δούλοι από άλλα μέρη της αυτοκρατορίας του Τιγράνη, εξουδετέρωσαν την αρ­ μένικη φρουρά. Οι Ρωμαίοι συγκέντρωσαν τόσα πολύτιμα λάφυ­ ρα, ώστε για πρώτη φορά οι πεινασμένοι λεγεωνάριοι πείστηκαν να λυπηθούν τις ζωές των αμάχων. Καθώς ήταν ήδη πάμπλουτος, ο Λούκουλλος αρνήθηκε να πά­ ρει μερίδιο από τα λάφυρα, υπέκυψε όμως σε μια από τις μεγά­ λες αδυναμίες του: Το μεγαλόπρεπο θέατρο της πόλης είχε μό­ λις ολοκληρωθεί πριν από την πολιορκία και ένας θίασος Ελλή­ νων ηθοποιών είχε εγκλωβιστεί στην πόλη. Αφού κόπασαν οι λε­ ηλασίες και το πλιάτσικο των πρώτων ημερών, οι λεγεωνάριοι συ­ γκεντρώθηκαν για να απολαύσουν έναν πλήρη κύκλο ελληνικού δράματος, με τη χορηγία του ίδιου του Λούκουλλου. Για πολλούς από τους Ρωμαίους στρατιώτες, που είχαν γεννηθεί και μεγαλώ­ σει στις αγροτικές επαρχίες της Ιταλίας, ήταν η πρώτη τους επα­ φή με τις τέχνες και ενθουσιάστηκαν σε τέτοιο βαθμό με τις πα­ ραστάσεις, ώστε δώρισαν τεράστιο μέρος των λαφύρων στους έκ­ πληκτους ηθοποιούς. Μετά από αυτό, με διαταγή του Λούκουλ­ λου, ολόκληρα τα Τιγρανόκερτα -το παλάτι, το θέατρο, η αγορά, τα πάντα- γκρεμίστηκαν πέτρα προς πέτρα, οι κάτοικοι εκδιώ­ χτηκαν στην έρημο και η πόλη αφέθηκε ερημωμένη, στην κατά­ σταση που βρίσκεται μέχρι σήμερα.

br/zav

ΙΙΙ

ΤΗΝ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ που ακολουθεί μας τη διηγήθηκαν Ρωμαίοι αιχμάλωτοι. Μετά την κατάκτηση των Τιγρανόκερτων, άρχισε να γίνεται λόγος για την ανάδειξη του Λούκουλλου σε νέο Αλέξανδρο. Πράγ­ ματι, θα ήταν αδύνατο για ένα Ρωμαίο στρατηγό που μόλις είχε σημειώσει μια τόσο ανεπανάληπτη νίκη στην Ανατολή να μην τρέφει τέτοιες προσδοκίες. Η απόσταση από τη Ρώμη, η πλήρης αποδιοργάνωση που ακόμη επικρατούσε στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η ίδια η επιτυχία του έδωσαν τρο­ φή στις φιλοδοξίες του. Στη σκέψη του Λούκουλλου τα αμύθητα πλούτη της Παρθίας τον περίμεναν, λίγο πιο πέρα από την έρη­ μο της Συρίας, σαν ώριμο φρούτο που κρέμεται απ' το δέντρο, θα του ήταν εύκολο ν' απλώσει το χέρι του και να το κόψει. Στο πρό­ σφατο παρελθόν μάλιστα ένας ρωμαϊκός στρατός είχε εισβάλει σε αυτές τις περιοχές, όμως η προπαρασκευή του ήταν ανεπαρκής και είχε να αντιμετωπίσει σκληροτράχηλους εχθρούς. Στην εκ­ στρατεία εκείνη σκοτώθηκε ο Κράσσος, μέλος της πρώτης ρω­ μαϊκής Τριανδρίας. Τώρα όμως οι Πάρθοι ήταν σκιά του εαυτού τους και η Ρώμη είχε αποκτήσει τέτοια φήμη, που και μόνο στο άκουσμα του ονόματός της ο κόσμος έτρεμε. Ο Λούκουλλος έ­ στειλε μήνυμα στις ρωμαϊκές λεγεώνες που βρίσκονταν στον Πό­ ντο διατάζοντάς τες να κινηθούν προς την Αρμενία και να ενωθούν μαζί του σ' αυτή τη μεγαλειώδη εκστρατεία. Εντούτοις οι βετεράνοι του έβλεπαν τα πράγματα διαφορετι­ κά. Για την ακρίβεια, οι στρατιώτες που συγκροτούσαν δύο ολό­ κληρες λεγεώνες του είχαν καταταγεί την ίδια περίοδο, πριν από είκοσι χρόνια, και τώρα ολοκλήρωναν τη θητεία τους και ετοι­ μάζονταν να αποστρατευτούν. Ήταν βολεμένοι στην Ασία και την Κιλικία, όπου είχαν αναλάβει καθήκοντα φρουράς, και ξεκίνησαν

br/zav

ΕΞΟΡΙΑ

375

για την Αρμενία απρόθυμα. Όταν τους ζητήθηκε να διακινδυ­ νεύσουν τις ζωές τους διασχίζοντας την έρημο με προορισμό ά­ γνωστα εδάφη, απέναντι σε ισχυρούς και πολυάριθμους εχθρούς, κυριολεκτικά επαναστάτησαν, όταν ο κάθε βετεράνος είχε δικαί­ ωμα να λάβει ως εφάπαξ αμοιβή με την αποστρατεία του σαρά­ ντα στρέμματα εύφορης γης στην πατρίδα. Πολύ πριν φτάσουν αυτές οι λεγεώνες στην Αρμενία, είχαν ειδοποιήσει τον Λούκουλ­ λο για την απάντησή τους: δε θα προχωρούσαν μαζί του εναντίον της Παρθίας. Ο Λούκουλλος δεν ήταν ανόητος. Έ ν α ς στρατηγός που έχανε τους στρατιώτες του λόγω ανταρσίας ήταν ακόμη πιο ατιμασμέ­ νος από εκείνον που τους έχανε από τον εχθρό. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια εισβολή στην Ανατολή χωρίς την απόλυτη στή­ ριξη των στρατευμάτων του. Για το λόγο αυτό αναδιπλώθηκε ό­ σο πιο διπλωματικά μπορούσε, υποδέχτηκε τις δυσαρεστημένες λεγεώνες και οδήγησε ολόκληρο το στρατό νότια, στα πεδινά της Συρίας, εκεί όπου το κλίμα ήταν πιο θερμό και οι λεηλασίες ευ­ κολότερες. Στο μεταξύ, ο πατέρας πήρε την αμοιβή του από τον Τιγρά­ νη επειδή πρόσφερε στον Αρμένιο βασιλιά καταφύγιο στο κυνη­ γετικό περίπτερο κατά τη διάρκεια του χειμώνα μετά την ήττα του κι επειδή ανασύνταξε τους σαστισμένους αξιωματικούς της με­ γάλης στρατιάς της Αρμενίας. Όχι, δεν απαίτησε θησαυρούς, αφού τέτοιους είχε πάμπολ­ λους κρυμμένους σε δάση και σπηλιές του Πόντου. Ούτε ζήτησε κάποια σατραπεία, αν και ο Τιγράνης τού την πρόσφερε, επι­ διώκοντας αναμφίβολα να τον έχει κοντά του σε περίπτωση που ο Λούκουλλος αποφάσιζε αργότερα να επιστρέψει στην Αρμενία. Η αμοιβή που απαίτησε ο πατέρας ήταν διπλή: το πρώτο σκέ­ λος αφορούσε μια δούλα που είχε αγοράσει πρόσφατα ο Τιγράνης από κάποιους περιπλανώμενους Έλληνες εμπόρους. Το ό­ νομά της ήταν Υψικράτη, μια τρομακτικά βλοσυρή αλλά όμορ­ φη νέα κοπέλα από τη Σκυθία, ψηλή σχεδόν όσο ο πατέρας, με πλούσια μακριά χρυσαφένια μαλλιά, με ώμους και μηρούς τόσο μυώδεις, που θα τους ζήλευε ακόμη και Ρωμαίος μονομάχος. Ήταν τόσο άγρια και τόσο δυνατή, ώστε στο σύντομο διάστημα που την είχε στην κατοχή του ο Τιγράνης δεν της είχε βγάλει τις αλυσίδες με τις οποίες του την είχαν παραδώσει, από φόβο μή­ πως επιτεθεί στη συνοδεία του αν την άφηνε ελεύθερη. Οι άντρες br/zav

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

376

την κοιτούσαν με δέος σαν να ήταν απόγονος των μυθικών Αμα­ ζόνων. Όταν την είδε για πρώτη φορά ο πατέρας, δεν υπήρχε αμ­ φιβολία ότι θα την έκανε δική του. Ο Τιγράνης δεν την πούλησε φτηνά, παρόλο που αυτή η πα­ ράξενη κοπέλα με τ' ανοιχτά χρώματα του ήταν άχρηστη, παρό­ λο που τον έφτυνε και του γρύλιζε κάθε φορά που τολμούσε να την πλησιάσει. Δέκα καθαρόαιμα ποντιακά πολεμικά άλογα ζήτησε, και ο πατέρας τα έδωσε ευχαρίστως. Αμέσως μόλις ολοκλήρωσε τη συναλλαγή, πλησίασε με αυτοπεποίθηση το εκπληκτικό εκεί­ νο πλάσμα και διέταξε να της βγάλουν τις αλυσίδες. Η Υψικράτη έτριψε για λίγο τους καρπούς της στο σημείο που της είχαν α­ νοίξει πληγές τα σίδερα· και τότε έπεσε με ταχύτητα αίλουρου πάνω στον Αρμένιο φρουρό που στεκόταν δίπλα της, άρπαξε το μαχαίρι από τη ζώνη του και πήδηξε μακριά του. Ύ σ τ ε ρ α πήρε θέση άμυνας κι άρχισε να βρίζει στη βαρβαρική της γλώσσα, έ­ τοιμη να τα βάλει με όποιον τολμούσε να πλησιάσει. Οι άντρες ξέσπασαν σε φωνές και ο Βιτούιτος μαζί με τους άλ­ λους φρουρούς πέρασαν αμέσως μπροστά από τους άλλους, αλ­ λά κανείς δεν έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να ορμήσει και να α­ φοπλίσει την τίγρη. Ο πατέρας όμως στεκόταν ήρεμος, παρατη­ ρώντας ψύχραιμα τη σκηνή. Άνοιξε δρόμο μέσα από τους ανα­ στατωμένους άντρες, πλησίασε τη μαινόμενη κοπέλα και της μί­ λησε με ήπιο τόνο στη μητρική της γλώσσα, λες και ήταν θηριο­ δαμαστής που ηρεμούσε μια άγρια φοραδίτσα. Οι άντρες γύρω του σώπασαν, θαυμάζοντας την εξαίσια ομορφιά του κοριτσιού κι απορώντας ταυτόχρονα με την ψυχραιμία του βασιλιά. Εκεί­ νος σταμάτησε μπροστά της, τόσο κοντά που θα μπορούσε να τον φτάσει με το μαχαίρι της, και σώπασε με τη σειρά του, πα­ ρατηρώντας το πρόσωπό της, τα αγριεμένα μάτια και τα δια­ σταλμένα ρουθούνια της. Φάνηκε ικανοποιημένος με αυτό που εί­ δε, είπε ήρεμα μερικές κουβέντες ακόμη στη νεαρή, της γύρισε την πλάτη... και απομακρύνθηκε. Ο Βιτούιτος κι εγώ ήμασταν σε εγρήγορση· φέραμε τα χέρια μας στις λαβές των σπαθιών μας, έτοιμοι να ορμήσουμε στη στιγ­ μή και να σκοτώσουμε την αμαζόνα αν επιχειρούσε να επιτεθεί. Μείναμε άφωνοι όμως βλέποντας το σφιγμένο πιγούνι και τους ώ­ μους της να χαλαρώνουν κάπως. Δειλά δειλά σηκώθηκε όρθια, κοιτάζοντας με μάτια που πετούσαν φλόγες τους άντρες γύρω της, ένα κεφάλι πιο κοντούς απ' αυτή. Και τότε, με μια κίνηση που φαbr/zav

ΕΞΟΡΙΑ

377

νέρωνε εμπειρία, στερέωσε το μαχαίρι στη ζώνη του φθαρμένου χιτώνα της και με αποφασιστικό βήμα ακολούθησε τον πατέρα στο ρυθμό με τον οποίο περπατούσε. Εκείνος δε γύρισε να κοι­ τάξει πίσω του ούτε μια φορά όσο εκείνη τον ακολουθούσε στη σκηνή του. Η κοπέλα μπήκε μέσα μαζί του, προς μεγάλη έκπλη­ ξη και ζήλια όλων εμάς που παρακολουθούσαμε. Το δεύτερο πράγμα που απαίτησε ο πατέρας ως αμοιβή από τον Τιγράνη ήταν άντρες. Τέσσερις χιλιάδες του παραχώρησε ο Τιγράνης, καλά εκπαιδευμένο πεζικό, από εκείνο που είχε συ­ γκεντρωθεί στα ορεινά στρατόπεδα την περασμένη άνοιξη. Ο πα­ τέρας τούς ένωσε με τους επιπλέον τέσσερις χιλιάδες Πόντιους και Ρωμαίους εξορίστους που είχαν επιζήσει από τις προηγούμενες ήττες του Πόντου και τον είχαν ακολουθήσει στην Αρμενία την προηγούμενη χρονιά. Έ τ σ ι , σε ηλικία εξήντα τεσσάρων ετών, ο σκληροτράχηλος, επίμονος, ακατάβλητος βασιλιάς Μιθριδάτης κινήθηκε, μαζί με οχτώ χιλιάδες πολεμιστές και μια ξανθομαλλούσα αμαζόνα, μέσα από τα ανεμοδαρμένα ορεινά περάσματα του Πόντου και κατέβηκε στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου. Μια παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα εμφανίστηκε στα Κόμανα σαν σκιά από τον Κάτω Κόσμο κι έγινε δεκτός με έκπληξη και ενθουσια­ σμό από τους πολίτες. Αν ο Λούκουλλος δεν είχε πληροφορηθεί ακόμη αυτή την κίνηση του πατέρα, σύντομα θα το μάθαινε: αιχ­ μαλωτίσαμε τη ρωμαϊκή φρουρά της πόλης, δέσαμε τους λεγεω­ νάριους πάνω σε μουλάρια και τους στείλαμε στο Νότο, στα λι­ μάνια της Κιλικίας. Ή τ α ν ζήτημα λίγων εβδομάδων μέχρι να φτάσουν τα νέα στη Ρώμη και να ξεσπάσει ξανά πανικός και ορ­ γή στην επτάλοφη πόλη. Ο Μιθριδάτης ο Μέγας είχε επιστρέψει.

br/zav

br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ ΠΤΩΣΗΣ

Μα κι οι θεοί οι σοφοί, καθώς τους λένε, απ' τα φευγάτα ονείρατα δεν είναι πιο αληθινοί. Μεγάλη βασιλεύει ταραχή σ ανθρώπινα και θεία. - ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ*

* Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, σειρά «Οι Έλληνες», μτφ. Τ. Ρούσσος, εισ. - σχό­ λια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, 1992, στίχ. 570-573. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

ΤΙ ΜΕΓΙΣΤΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ! Αν και ο πατέρας έτρεφε άσβεστο μί­ σος για τη Ρώμη, η τύχη του εξαρτιόταν απόλυτα από τις ισορ­ ροπίες στη ρωμαϊκή εσωτερική πολιτική σκηνή. Μέχρι στιγμής είχε σταθεί άτυχος. Στη ζωή του είχε συγκροτήσει χιλιάδες άντρες σε στρατούς, είχε κερδίσει και χάσει σημαντικές και αποφασι­ στικές μάχες, αλλά ποτέ δεν είχε κατορθώσει να καταφέρει θα­ νάσιμο πλήγμα στη ρωμαϊκή λύκαινα, αφού είχε την ατυχία να βρεθεί αντιμέτωπος με δύο από τους μεγαλύτερους στρατηγούς που ανέδειξε ποτέ η Ρώμη: τον Σύλλα και τον Λούκουλλο. Η μοί­ ρα του ήταν τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Ρώμη όσο και του Σύλλα· όμως οι δεσμοί του πατέρα ήταν δεσμοί περιφρόνησης και μίσους, ενώ του Σύλλα δεσμοί... Μήπως δεσμοί μίσους και στην περίπτωσή του; Μήπως και ο Σύλλας δεν είχε υποχρεωθεί να φύγει από την πατρίδα του, τουλάχιστον για ένα διάστημα, ε­ ξαιτίας γεγονότων πέρα από τον έλεγχό του, από αντιπάλους που ήταν ισχυρότεροι απ' αυτόν; Μήπως και ο Λούκουλλος δεν προ­ σπαθούσε να καθυστερήσει την αναπόφευκτη επιστροφή του στη Ρώμη μετά από τόσα χρόνια, φοβούμενος το τι θα συναντούσε ε­ κεί; Ο άνθρωπος δε διστάζει να γυρίσει στη γυναίκα που λατρεύει ούτε στην πόλη που αγαπά. Ίσως ο πατέρας να είχε πολλά κοινά στοιχεία με τους άντρες που πολέμησε στη ζωή του, αν και αρ­ νιόταν να κάνει τέτοιου είδους εικασίες. Ήταν ευκολότερο απλά να τους πολεμάς, να τραβάς ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σ' εκείνους και σ' εμάς, να τους αντιστέκεσαι και να τους εκδικείσαι, να γεμίζεις τη ζωή και το μυαλό σου με τέτοιο μίσος, ώστε να πνίγεις την ανάγκη για οποιαδήποτε βαθύτερη σκέψη, ο­ τιδήποτε απειλούσε να ανατρέψει αυτά που θεωρούσες δεδομέ­ να. Καλύτερα να τους απεχθάνεσαι με την ψυχή, με το μυαλό, με κάθε σπιθαμή του κορμιού σου· να απεχθάνεσαι τον τρόπο που

br/zav

382

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

φέρονται στους κατακτημένους λαούς και το πως καταστρέφουν τη γη των προγόνων σου· να τους απεχθάνεσαι με μια μανία που να πηγάζει μέσα από ήττες και αδικίες που βίωσες. Μην ασχολείσαι όμως και πολύ με τις ομοιότητες ανάμεσα σε σένα και σ' εκείνους. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να κάμ­ ψεις την αποφασιστικότητά σου. Ο Λούκουλλος έχανε τώρα τη διοίκηση των στρατευμάτων του. Η θητεία του ως υπάτου είχε λήξει από καιρό· τα σχέδιά του για την κατάκτηση της Ανατολής είχαν σβήσει· οι λεγεώνες του αδη­ μονούσαν να αποστρατευτούν. Η είδηση ότι ο πατέρας είχε επι­ στρέψει στον Πόντο και συγκέντρωνε νέο στρατό απλώς σφράγι­ σε την ατίμωσή του. Ο Λούκουλλος υποχρεωνόταν να επιστρέψει στη Ρώμη, τον ανακαλούσαν οι πολιτικοί που τόσο απεχθανόταν. Η Σύγκλητος θα τον τιμούσε φυσικά με ένα θρίαμβο για τις στρα­ τιωτικές κατακτήσεις του όλα αυτά τα χρόνια, αλλά θα ήταν μια τελετή κενή περιεχομένου, με τη συμμετοχή του ελάχιστου δυνα­ τού αριθμού στρατιωτών και την απόδοση χλιαρών τιμών. Μικρή παρηγοριά για το τέλος μιας ένδοξης σταδιοδρομίας. Από την άλλη, ο πατέρας είχε πολλούς λόγους για να χαίρεται. Οι δύο στρατηγοί που αντιπροσώπευσαν τη νέμεσή του ανήκαν πλέον στο παρελθόν κι εκείνος ήταν ακόμη ζωντανός και δυνατός. Ομολογουμένως είχε χάσει κάποιες μάχες· τώρα όμως επέστρεφε, αλώβητος, στο πατρογονικό βασίλειό του και το έβρισκε ανέπαφο σε γενικές γραμμές, με εξαίρεση κάποιες ολιγάριθμες ρωμαϊκές φρουρές στις μεγάλες πόλεις, τις οποίες θα μπορούσε να εξοντώ­ σει χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Παρά τις ήττες του, ο πατέρας ή­ ταν εκείνος που είχε μείνει όρθιος στο τέλος και άρα εκείνος που είχε κερδίσει τον πόλεμο. Η επανεμφάνιση του Μιθριδάτη στο προσκήνιο κι η επιστροφή του στην εξουσία άφησαν εμβρόντητο το ρωμαϊκό κόσμο. Η Σύγκλητος ήταν αγανακτισμένη με την α­ ποτυχία των λεγεώνων να μας καταστρέψουν και ο ρωμαϊκός λα­ ός - α, ο ρωμαϊκός λαός, έξαλλος που οι προηγούμενες αναφορές για την ήττα του Μιθριδάτη αποδεικνύονταν αναληθείς και το αί­ τημά του για εκδίκηση παρέμενε ανεκπλήρωτο, απειλούσε να ξε­ σπάσει την οργή του πάνω στους ηγέτες του. Δε διακυβεύονταν μό­ νο η φήμη και το κύρος της Ρώμης, αλλά η ίδια η επιβίωσή της. Ό μ ω ς η Σύγκλητος είχε μια τελευταία λύση: Ήταν ο Γναίος Πομπήιος, γνωστός σε όλους ως Πομπήιος ο Μέγας. br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

383

Ή τ α ν ο επίσημος ευνοούμενος του Σύλλα. Σε ηλικία μόλις τριάντα τεσσάρων ετών ο Πομπήιος είχε πετύχει μια σπουδαία νί­ κη σε βάρος των επαναστατών του Σερτώριου στην Ισπανία, ή­ ταν διοικητής της μεγαλύτερης ρωμαϊκής στρατιάς και ο τρόμος και ο φόβος της Συγκλήτου, μετά την ευφυέστατη επιλογή του να αλλάξει πολιτικό στρατόπεδο και να τεθεί επικεφαλής της ανα­ γεννημένης παράταξης των Ποπολάρων. Ο Πομπήιος αναζη­ τούσε τώρα ένα στόχο αντάξιο των φιλοδοξιών και της δύναμής του. Η μόνη αντάξια πρόκληση για έναν τέτοιο άντρα ήταν ο Μι­ θριδάτης. Αναποφάσιστη η Σύγκλητος ως προς τον καλύτερο τρόπο που έπρεπε να αντιμετωπίσει τη νέα απειλή που έκανε ξανά την εμ­ φάνισή της στον Πόντο, διόρισε τον Πομπήιο αρχιστράτηγο των δυνάμεών της. Αυτό σήμαινε ότι του είχε δοθεί ουσιαστικά απε­ ριόριστη δύναμη προκειμένου να πετύχει το στόχο του. Για την ακρίβεια, το πλαίσιο στο οποίο του ανατέθηκε η αποστολή ήταν τόσο ευρύ, ώστε του επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει όποιες χερ­ σαίες ή ναυτικές δυνάμεις έκρινε απαραίτητο, οποιαδήποτε στιγ­ μή. Ο Πομπήιος θα είχε τυπικά τον ίδιο βαθμό με κάθε νόμιμα διορισμένο Ρωμαίο κυβερνήτη ή ανθύπατο, όμως όλοι οι σύμμα­ χοι και οι συνεργάτες της Ρώμης πήραν διαταγή να έχουν ως πρώ­ τη τους προτεραιότητα την παροχή στήριξης στον Πομπήιο και την ικανοποίηση κάθε αιτήματός του. Πεντακόσια πλοία εξο­ πλίστηκαν για το στόλο του, μαζί με εκατόν είκοσι χιλιάδες πεζικάριους και πέντε χιλιάδες ιππείς. Είκοσι τέσσερις συγκλητικοί, οι οποίοι παλιότερα είχαν διατελέσει στρατηγοί, ορίστηκαν υφι­ στάμενοί του. Το σημαντικότερο, η διάρκεια της θητείας του ο­ ρίστηκε στα τρία χρόνια αντί για το καθιερωμένο ένα έτος, κάτι που δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία της Ρώμης. Σε περίπτω­ ση που ο Πομπήιος διεκδικούσε τους ίδιους πόρους με κάποιο κυ­ βερνήτη που είχε διοριστεί για μικρότερη θητεία, ήταν φανερό ποιον θα υπάκουαν οι κατώτεροι αξιωματούχοι και ο πληθυσμός των διάφορων περιοχών. Έ τ σ ι , εκείνο το χρόνο, τον εξηκοστό πέμπτο του πατέρα, η ρωμαϊκή Σύγκλητος έστειλε τελικά εναντίον μας τον πιο τρομε­ ρό αντίπαλο που είχαμε αντιμετωπίσει ως τότε. Αν τα σχέδια του Πομπήιου εξελίσσονταν ομαλά, θα κινούνταν εναντίον μας επι­ κεφαλής ενός στρατού κατά πολύ ισχυρότερου από εκείνον που είχε πολιορκήσει την Αθήνα δύο δεκαετίες πριν. Ταυτόχρονα όbr/zav

384

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μως παύτηκαν οι δραστηριότητες του Λούκουλλου κι έτσι οι ρω­ μαϊκές επιχειρήσεις στην Ανατολή ουσιαστικά πάγωσαν. Η Ρώ­ μη μάς είχε προσφέρει άθελά της ένα χρονικό περιθώριο -στην καλύτερη περίπτωση ενός χρόνου- στη διάρκεια του οποίου θα έπρεπε να ολοκληρώσουμε τις προσπάθειές μας για την ανακα­ τάληψη του Πόντου. Αν ο Πομπήιος, όταν πια οι προετοιμασίες του ολοκληρώνονταν, έβρισκε τον πατέρα ξανά στο θρόνο του, έ­ χοντας θέσει υπό τον έλεγχό του τα στρατηγικής σημασίας λιμά­ νια και τα ορεινά οχυρά του, τότε μπορεί να το σκεφτόταν καλά πριν επιχειρήσει να μας τα ξαναπάρει. Είχαμε ένα χρόνο στη διά­ θεσή μας για να εδραιώσουμε την κυριαρχία μας. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Η πρώτη πόλη που καταλάβαμε μετά την επιστροφή μας α­ πό την Αρμενία, τα Κόμανα, έγινε η νέα βασιλική πρωτεύουσά μας. Σε αντίθεση με τη Σινώπη και την Αμισό, παρέμενε ουσια­ στικά ανέπαφη, τα δημόσια κτίριά της δεν είχαν υποστεί ζημιές από τις λεηλασίες των Ρωμαίων, ο πληθυσμός της δεν είχε πέσει θύμα σφαγών και διώξεων, αν και υπέφερε από έλλειψη τροφί­ μων και το ηθικό των κατοίκων ήταν πεσμένο. Προς μεγάλη έκ­ πληξη του λαού της πόλης, ο πατέρας διέθεσε όσους πόρους του είχαν απομείνει για να κάνει τα Κόμανα τη νέα έδρα της αυτο­ κρατορίας του. Τεράστια ποσά -θησαυροί που χρόνια ολόκληρα φυλούσε σε σπηλιές και κρυψώνες σε διάφορα σημεία της πο­ ντιακής ενδοχώρας, πανάρχαια αναθήματα σε ξεχασμένους θε­ ούς που τώρα τα έπαιρνε για δικά του, πολύτιμα αντικείμενα που είχαν περιέλθει στην κατοχή του από πλούσιους κτηματίες που εί­ χαν συνεργαστεί με τους Ρωμαίους-, όλους αυτούς τους πόρους τούς έδωσε ο πατέρας για την αποκατάσταση της χαμένης δόξας του αρχαίου Πόντου. Κάπως έτσι άρχισαν να συμβαίνουν θαυμαστά πράγματα. Η προσφορά διπλάσιων μισθών έφερε κοντά μας στην αρχή λιγο­ στούς πεινασμένους εργάτες, στη συνέχεια μερικές εκατοντάδες ακόμη και μέσα σε λίγες εβδομάδες χιλιάδες ειδικευμένοι τεχνί­ τες άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη από κάθε γωνιά της Ανα­ τολικής Μεσογείου. Έμπειροι μηχανικοί ήρθαν από την Ελλάδα και τη Συρία, φέρνοντας σχέδια για μεγαλειώδη κτίρια και μη­ χανές. Εμφανίστηκαν τόσοι πολλοί αρχιτέκτονες και γλύπτες, που για να εξασφαλιστεί στέγη και τροφή στήθηκε μια πόλη από σκη­ νές στα περίχωρα, την οποία οι ντόπιοι ονόμαζαν πόλη των ονειbr/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

385

ροπόλων. Μουσικοί, ηθοποιοί και ποιητές γέμιζαν τα θέατρα και τις αίθουσες παραστάσεων, πλημμύριζαν δρόμους και ταβέρνες, κρατώντας την πόλη των ονειροπόλων ξύπνια μέχρι αργά τη νύ­ χτα. Οι ακαδημίες ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια μετά τη βροχή, αντιπροσωπεύοντας κάθε πεδίο της επιστήμης και της φιλοσο­ φίας, από τα πιο μεγαλειώδη μέχρι τα πιο γελοία, προσελκύο­ ντας δασκάλους και οπαδούς απ' όλο το γνωστό κόσμο. Άρχισε να χτίζεται ένα γιγαντιαίο υδραγωγείο, ικριώματα που θύμιζαν ι­ στούς αράχνης τύλιγαν τις καμάρες που έστεκαν κομψές και ευ­ άερες πάνω από την πρόσφατα πλακοστρωμένη αγορά και τις φρεσκοασβεστωμένες προσόψεις των δημόσιων κτιρίων. Φτιά­ χτηκαν λουτρά και γυμναστήρια· υποβλήθηκαν προσφορές για την κατασκευή ενός νέου αμφιθεάτρου. Και σ' ολόκληρη την ενδοχώρα του Πόντου, σ' όλες τις μι­ κρότερες πόλεις που οι ρωμαϊκές λεγεώνες δεν είχαν μπει στον κόπο να καταλάβουν κατά την πορεία τους προς την Αρμενία, συ­ νέβαινε το ίδιο. Στις πόλεις αυτές επενδύθηκαν μεγαλύτερα πο­ σά απ' ό,τι όλη την πρότερη περίοδο της ιστορίας τους. Οι φόροι καταργήθηκαν, ενώ χτίστηκαν νέοι ναοί· οι δούλοι απελευθερώ­ θηκαν και στους ιδιοκτήτες τους καταβλήθηκε το διπλάσιο της συ­ νηθισμένης αποζημίωσης, Ο πατέρας γινόταν δεκτός σαν ήρωας και απελευθερωτής κάθε φορά που επισκεπτόταν κάποια από αυ­ τές τις ξερές, γεμάτες σκόνη κωμοπόλεις και η είδηση της άφι­ ξής του αρκούσε για να ερημώσει ολόκληρη η γύρω περιοχή, κα­ θώς άντρες και γυναίκες άφηναν τα χωράφια και τους πάγκους τους και έτρεχαν να πέσουν στα πόδια του. Ποτέ μου δεν είχα δει τέτοια αγάπη για έναν άνθρωπο, τέτοια λατρεία για οποιονδή­ ποτε θεό, και ο πατέρας τα έζησε αυτά τη χρυσή χρονιά μετά την επιστροφή του από την εξορία. Μόνο οι πιο στενοί του σύμβουλοι προβληματίζονταν με το φρενήρη ρυθμό της ανοικοδόμησης, με τα τεράστια έξοδα που κάλυπτε. Όλοι μας γνωρίζαμε φυσικά ότι είχε κρύψει χιλιάδες τάλαντα τα προηγούμενα χρόνια, όταν στον Πόντο έρεαν σωρη­ δόν οι πειρατικές εισφορές και τα ρωμαϊκά λάφυρα. Οι δαπάνες όμως που αναλάμβανε ο πατέρας μάς είχαν αφήσει άναυδους. «Είναι τρέλα!» αναφώνησα, κοιτάζοντας τα κατάστιχα. «Δεν μπορείς να διατηρήσεις αυτό το ρυθμό ανοικοδόμησης, θα χρε­ οκοπήσεις μέσα σε λίγους μήνες!» Χαμογέλασε γαλήνια. br/zav

386

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

«Ένα χρόνο, αυτό ζητάω μόνο», είπε. «Να καταφέρω να ρέ­ ουν άφθονα χρήματα για ένα χρόνο. Έ ν α χρόνο, για να δημι­ ουργήσω ένα νέο Χρυσό Αιώνα, να εδραιώσω την πίστη των αν­ θρώπων σ' εμάς, να κάνω τους Ρωμαίους να καταλάβουν ότι ο Πόντος δεν πρόκειται να καταστραφεί ποτέ. Έ ν α χρόνο... και η Ρώμη θα καταλάβει ότι η Νέα Ελλάδα δεν μπορεί να πεθάνει, ό­ τι εμείς και όχι αυτοί είμαστε αθάνατοι! Σε ένα χρόνο ο Πομπή­ ιος θα μας χτυπήσει την πόρτα. Και, ανεξάρτητα από το αποτέ­ λεσμα, μετά το τέλος αυτής της σύγκρουσης δε θα έχουμε ανάγκη αυτά που αποταμιεύαμε τόσα χρόνια. Είτε ο θησαυρός του Πο­ μπήιου θα έχει γίνει δικός μας... είτε το αντίθετο. Ξόδεψε, Φαρ­ νάκη, ξόδεψε! Άφησε τον κόσμο να δει την ομορφιά και τη δόξα που προσδοκά να καταστρέψει η Ρώμη!» Ωστόσο, παρότι η Ρώμη είχε αναστείλει τις επιθετικές της ε­ νέργειες, η απειλή των ρωμαϊκών φρουρών στα ποντιακά εδάφη παρέμενε. Μόλις ο πατέρας βεβαιώθηκε ότι το μεγαλεπήβολο πρόγραμ­ μα ανοικοδόμησης είχε αποκτήσει στέρεες βάσεις, ανέθεσε την επίβλεψή του στους συμβούλους του και στράφηκε σε... ζητήμα­ τα πολέμου. Στηριζόμενος κυρίως στους οχτώ χιλιάδες άντρες που είχε φέ­ ρει μαζί του από την Αρμενία, ο πατέρας κινήθηκε πρώτα εναντίον της κατοχικής ρωμαϊκής λεγεώνας που διοικούσε ένας στρατηγός ονόματι Φάβιος και είχε τη βάση της στην κοιλάδα των Καβείρων, το ίδιο μέρος όπου ο πανικόβλητος στρατός μας υπέστη εκείνη τη συντριπτική ήττα. Ο Φάβιος, ως γνήσιος Ρωμαίος, μέσα στην απύθμενη αλαζο­ νεία του πίστευε ότι κανείς δε θα τολμούσε να του επιτεθεί χωρίς να διαθέτει καταλυτική αριθμητική υπεροχή και ότι τα στρατεύ­ ματα του Πόντου συγκεκριμένα ήταν πολύ απασχολημένα με το να χτίζουν λουτρά και χώρους εκγύμνασης στις πόλεις για να α­ ποτελέσουν σοβαρή απειλή για το οχυρό του. Ο πατέρας εκμεταλλεύτηκε έξοχα αυτή την εντύπωση. Έντυ­ σε εμπόρους και εργάτες σαν Πόντιους στρατιώτες και τους άφησε στα Κόμανα, ενώ εκείνος οδηγούσε τις δυνάμεις του σε μικρές ο­ μάδες μέσα από τα βουνά τη νύχτα, σταματώντας για ξεκούραση και κατάστρωση σχεδίων τη μέρα, φροντίζοντας να σκοτώνει α­ θόρυβα τους Ρωμαίους ιχνηλάτες στο σκοτάδι, πριν προλάβουν να σημάνουν συναγερμό. br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

387

Χωρίς να σημειωθεί ούτε ένα κρούσμα προδοσίας, με απόλυ­ τη μυστικότητα, ολόκληρος ο στρατός μας συγκεντρώθηκε στο σκοτάδι, λίγο πιο μακριά από το στρατόπεδο του Φάβιου. Εμφανιστήκαμε από το πουθενά αιφνιδιάζοντας τον εχθρό, όπως μαζεύονται οι σφήκες όταν απειλείται η φωλιά τους, όπως έρχονται οι σκιές των πεθαμένων που δε βρίσκουν ανάπαυση στον Κάτω Κόσμο για να βασανίσουν τους ζωντανούς. Ήταν λες κι ο Μιθριδάτης είχε επιστρέψει από τους νεκρούς.

br/zav

ΙI

Ε Κ Ε Ι Ν Ο ΤΟ ΨΥΧΡΟ ΠΡΩΙΝΟ η φιγούρα του διαγραφόταν με φόντο τον ουρανό στο χάραμα της μέρας, επικεφαλής των στρα­ τιωτών του που βάδιζαν σιωπηλοί. Ο πατέρας δε θύμιζε θνητό, αλ­ λά μάλλον Τιτάνα που είχε βγει από το σκοτεινό άντρο του κάτω από τα θεόρατα βουνά. Τα πλούσια μαλλιά του κυμάτιζαν λυτά στους ώμους του λάμποντας σαν γυαλισμένο ατσάλι και οι μήνες που είχε περάσει ταξιδεύοντας είχαν δώσει στην επιδερμίδα του ένα βαθύ σκούρο χρώμα, σαν εκείνο που αποκτά το ξύλο με τον καιρό, σαν τα πυρακτωμένα κάρβουνα στο σιδηρουργείο του Ηφαίστου. Τα μάτια του σκιάζονταν κάτω από το μέτωπο του, ό­ μως την αποφασιστική του όψη πρόδιδε ένα ελαφρύ χαμόγελο που μαρτυρούσε την απόλυτη σιγουριά που ένιωθε κοιτώντας τους άντρες του. Το γιγαντόσωμο πολεμικό του άλογο δεν ήταν θω­ ρακισμένο όπως εκείνα των Ελλήνων ηρώων, αλλά βαμμένο α­ πλά με φωτεινά χρώματα σε σχέδια που θύμιζαν δίνη, όπως ήταν η παράδοση των Περσών ιππέων του Πόντου, τολμηρά βαρβα­ ρικά σχέδια που στόχο είχαν να γεννούν το φόβο στην καρδιά του εχθρού απλώς και μόνο με τον παράξενο χαρακτήρα τους. Βαθιά από μέσα του αναδυόταν μια δύναμη, περνούσε από τους στιβα­ ρούς μυς της πλάτης και των ώμων του, από τις ίδιες τις φλέβες των χεριών του που κρατούσαν σφιχτά τη λαβή ενός δόρατος φτιαγμένου από ξύλο φλαμουριάς. Στη σιωπή και την αναμονή πριν από τη μάχη οι άντρες θαρρείς κι έπαιρναν κουράγιο από τή δύναμή του, ίσιωναν τους ώμους τους και φάνταζαν μεγαλύ­ τεροι στα μάτια μου, την ώρα που ο πατέρας επιθεωρούσε με αρ­ γό ρυθμό τις πρώτες γραμμές περιμένοντας την καλύτερη στιγ­ μή για να εξαπολύσει την επίθεση. Ακριβώς τη στιγμή που ο πύρινος δίσκος του ήλιου έστελνε τις πρώτες ακτίνες του στον ορίζοντα πίσω μας φωτίζοντας τους Ρω-

br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

389

μαίους σκοπούς στα ξύλινα τείχη που απλώνονταν από κάτω με μια εκτυφλωτική λάμψη, ο Μιθριδάτης έκανε ένα σιωπηλό νεύ­ μα. Οι άντρες έβγαλαν από τα στήθη τους μια τρομακτική κραυ­ γή και όρμησαν από το δασύλλιο όπου κρύβονταν, με τον πατέ­ ρα πάνω στο πολεμικό του άτι να οδηγεί την επίθεση. Οι Ρωμαίοι πετάχτηκαν από τις κουβέρτες τους αλαφιασμένοι· προσπάθησαν να ξεπεράσουν τη σύγχυση και να πάρουν τις θέ­ σεις τους, αφήνοντας τις πανοπλίες και τα μισά τους όπλα να κεί­ τονται άχρηστα μέσα στις σκηνές τους. Παρά το γεγονός ότι ο Φάβιος είχε αιφνιδιαστεί τελείως, δε διέταξε τους άντρες του να κρυφτούν πίσω από τα καταραμένα τείχη και τις τάφρους τους, αλλά αντίθετα τους οδήγησε έξω από το στρατόπεδο τους, με τυ­ πικό ρωμαϊκό τρόπο, έχοντας αναθαρρήσει αναμφίβολα όταν συ­ νειδητοποίησε ότι οι δυνάμεις μας ήταν οριακά μεγαλύτερες α­ πό τις δικές του. Οι θεοί όμως αυτή τη μέρα ήταν στο πλευρό των δικαίων. Η μάχη κράτησε μία ολόκληρη μέρα. Ο πατέρας είδε δύο φο­ ρές τα άλογα που ίππευε να πέφτουν νεκρά από βέλη και τελικά κατέληξε να πολεμά πεζός στις πρώτες γραμμές, ουρλιάζοντας δαιμονισμένα και προκαλώντας κάθε Ρωμαίο να τον αντιμετω­ πίσει. Η μάχη μαινόταν γύρω του, οι Πόντιοι και οι Αρμένιοι έ­ παιρναν κουράγιο από την πελώρια φιγούρα του που κινούνταν ανάμεσά τους μέσα από το σύννεφο της σκόνης. Οι Ρωμαίοι, αρ­ γά αλλά σταθερά, αναγκάζονταν να υποχωρήσουν. Όταν άρχισε να πέφτει το σκοτάδι, ο Φάβιος συνειδητοποίησε ότι είχε ηττη­ θεί. Στο μεταξύ, η είδηση για την εκστρατεία του Μιθριδάτη ε­ ξαπλώθηκε σαν φωτιά σ' ολόκληρη την περιοχή και χιλιάδες ε­ θελοντές και έφεδροι έρχονταν από κάθε κατεύθυνση μέσα απ' τα βουνά για να μας βοηθήσουν. Ο Φάβιος διέταξε τους άντρες του να προφυλαχτούν πίσω από τα τείχη τους. Την ώρα που οι Αρμένιοι ιχνηλάτες κάλπαζαν σε δάση και α­ γρούς καταδιώκοντας Ρωμαίους που είχαν αποκοπεί από τον κύ­ ριο όγκο των δυνάμεών τους, ο Φάβιος βρισκόταν σε απελπιστι­ κή θέση. Το στρατόπεδό του ήταν ισχυρό αλλά περικυκλωμένο και οι αιχμάλωτοι που συλλάβαμε μας αποκάλυψαν ότι δεν είχε ε­ παρκείς προμήθειες για να αντέξει σε πολιορκία. Ο Φάβιος ήταν αναγκασμένος να επιτεθεί, να προσπαθήσει να διασπάσει τις γραμμές μας πριν ενισχυθούν ακόμη περισσότερο οι δυνάμεις μας. Θα ήταν αναγκασμένος να επιχειρήσει έξοδο με τους εξαbr/zav

390

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ντλημένους, τραυματισμένους στρατιώτες του την επόμενη μέρα. Ό μ ω ς την επόμενη μέρα έκπληκτοι διαπιστώσαμε ότι οι ρω­ μαϊκές δυνάμεις ήταν διπλάσιες από πριν! Ο Φάβιος, μέσα στην απελπισία του, είχε καταφύγει σε ένα μέτρο που δεν είχε προη­ γούμενο στη ρωμαϊκή ιστορία: είχε απελευθερώσει τους δούλους του στρατοπέδου του, τους είχε εξοπλίσει και τους είχε μοιράσει στις μονάδες, ανάμεσα στους εκπαιδευμένους λεγεωνάριούς του. Όταν ο πατέρας είδε για πρώτη φορά Ρωμαίους να κρατάνε τα σπαθιά τους σαν κοπανιστήρια και να χρησιμοποιούν τα ακόντιά τους σαν καλάμια και ρόπαλα, σκέφτηκε ότι οι λεγεωνάριοι είχαν πνίξει τον πόνο τους σε υπερβολικά μεγάλες ποσότητες κρασιού το προηγούμενο βράδυ. Όταν όμως συνειδητοποίησε ότι ήταν α­ νεκπαίδευτοι δούλοι που δούλευαν στα μαγειρεία και τους στά­ βλους, ξέσπασε σε βροντερά γέλια. «Ώστε έτσι, Φάβιε!» φώναξε χλευαστικά καθώς οι ρωμαϊκές γραμμές συγκρούονταν με τους Αρμένιους και τους Πόντιους πο­ λεμιστές μας. «Τι στρατιώτες είναι αυτοί; Ή ρ θ α ν κιόλας τα Σα­ τουρνάλια;» Ακόμη και μέσα από την κλαγγή των όπλων μπο­ ρούσαν να ακουστούν τα γέλια και τα γιουχαΐσματα των Ποντίων στο άκουσμα αυτής της κοροϊδευτικής αναφοράς στη ρωμαϊκή γιορτή κατά την οποία οι δούλοι φοράνε τα ρούχα των αφεντικών τους και αντιστρέφουν τους ρόλους τους. Ο Φάβιος, που πολε­ μούσε στην απέναντι πλευρά της μάχης, οργίστηκε φανερά με τις κοροϊδίες, αλλά αρνήθηκε να κοιτάξει προς το μέρος μας. Η επίθεση των Ρωμαίων αποκρούστηκε ξανά. Οι γραμμές τους υποχώρησαν και σύντομα τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Λαντζιέ­ ρηδες και ιπποκόμοι σκαρφάλωναν πανικόβλητοι στα αναχώμα­ τα στην προσπάθειά τους να κρυφτούν πίσω από τα μυτερά πα­ λούκια του τείχους, ενώ ακόμη και οι κανονικοί λεγεωνάριοι δεν άργησαν να τους ακολουθήσουν, σκοντάφτοντας και σπρώχνο­ ντας στον αγώνα τους να ξεφύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Κατά τη διάρκεια της εφόδου μας ένα εχθρικό βέλος χτύπησε το άλογο του Βιτούιτου στο μάτι και το ζώο έπεσε νεκρό ρίχνοντας άσχημα τον αναβάτη του στο έδαφος. Ο θηριώδης Γαλάτης προ­ σπάθησε να συνέλθει και να σταθεί στα πόδια του, αλλά εκείνη τη στιγμή ένας εξίσου γιγαντόσωμος Ρωμαίος λεγεωνάριος έπε­ σε πάνω του και κατέβασε με τόση δύναμη το σπαθί του, που η ασπίδα του Βιτούιτου κόπηκε στα δύο και ο Γαλάτης κυλίστηκε ξανά στο έδαφος από το τράνταγμα. Σίγουρα ο Ρωμαίος ήταν br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

391

πρωταθλητής στην κοόρτη του. Πριν προλάβει όμως ο αντίπαλος να επιτεθεί ξανά, ο Βιτούιτος τινάχτηκε μπροστά και βύθισε το σπαθί του μέχρι τη λαβή στην κοιλιά του Ρωμαίου, ακριβώς κά­ τω από το σιδερόπλεχτο θώρακά του. Ο άντρας πάγωσε από το σοκ και μετά διπλώθηκε στα δυο, καθώς σκίζονταν τα σωθικά του, κι άρπαξε τη λεπίδα του Βιτούιτου σαν να ήθελε να την τρα­ βήξει από το σώμα του με τα ίδια του τα χέρια. Ο Βιτούιτος έβα­ λε το πέλμα του στο μηρό του άντρα και τράβηξε απότομα, έ­ σπρωξε το Ρωμαίο στη λάσπη κι άρχισε να βρίζει όταν διαπί­ στωσε ότι η λεπίδα είχε σπάσει μέσα στο σώμα του λεγεωνάριου. Καλπάζοντας βρέθηκα στο πλευρό του, αφού σκότωσα έναν α­ κόμη λεγεωνάριο που προσπάθησε να με ρίξει από το άλογό μου. «Μπράβο, Βιτούιτε!» φώναξα για να ακουστώ μέσα στο θόρυβο της μάχης, πετώντας του το σπαθί μου ενώ έσκυβε για να πάρει την ασπίδα του νεκρού Ρωμαίου. «Πώς έχασες το δάχτυλο σου, φί­ λε μου;» Χαμογέλασε πλατιά μέσα από τη λάσπη και το αίμα που εί­ χαν στεγνώσει στο πρόσωπό του και χαιρέτησε με το λειψό δεξί του χέρι που με γοήτευε από τότε που ήμουν παιδί. «Μου γλί­ στρησε το μαχαίρι ενώ έκοβα το δέρμα από το κεφάλι ενός Ρω­ μαίου!» μου απάντησε. Ο πατέρας οδήγησε την τελική έφοδο των Ποντίων, κρατώντας μια ρωμαϊκή ασπίδα που κι αυτός είχε μαζέψει από κάτω, κρα­ δαίνοντας ένα ματωμένο σπαθί, με τους εξόριστους Ρωμαίους να τον περιβάλλουν σαν σωματοφύλακες. Εγώ είχα μείνει πάνω στο άλογό μου και επέστρεφα στην πτέρυγά μας για να κατευθύνω την έφοδο του αρμένικου ιππικού, όταν είδα μια σκηνή που έκανε το αίμα μου να παγώσει. Την ώρα που ο πατέρας και οι στρατιώτες του πλησίαζαν στα τείχη του ρωμαϊκού στρατοπέδου, όπου οι πύλες ήταν ακόμη α­ νοιχτές για να μπορούν οι λεγεωνάριοι που υποχωρούσαν να μπουν μέσα, οι αμυνόμενοι ψηλά στα παρατηρητήρια εξαπέλυ­ σαν έναν καταιγισμό από βέλη. Οι επιτιθέμενοι Πόντιοι σήκωσαν τις ασπίδες τους και συνέχισαν να προχωρούν, σκοτώνοντας τους Ρωμαίους που έτρεχαν πανικόβλητοι πριν προλάβουν να περά­ σουν πίσω από τα οχυρά τους τείχη. Ο πατέρας σήκωσε την α­ σπίδα του για να προστατεύσει το πρόσωπο του από τα βέλη και τις πέτρες που έπεφταν βροχή, έτσι όμως μεγαλόσωμος όπως ή­ ταν η ρωμαϊκή ασπίδα που κρατούσε δεν έφτανε για να καλύψει br/zav

392

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

τους φαρδείς ώμους του ή το κάτω μισό του σώματός του. Καθώς παρακολουθούσα, μια μυτερή πέτρα χτύπησε την ασπίδα του με δύναμη προκαλώντας ένα μεγάλο βαθούλωμα και μια δεύτερη καρφώθηκε στο επωμίδιό του, αν και εκείνος τίναξε τον ώμο του σαν να μην έτρεχε τίποτα, λες κι έδιωχνε κουνούπι. Συνέχισε να προχωράει κρατώντας ψηλά το σπαθί του και ενθαρρύνοντας με βροντερή φωνή τους άντρες του, ενώ ένα μανιασμένο σύννεφο α­ πό πέτρες σφύριξε ολόγυρά του, περνώντας ξυστά από το πρό­ σωπό του σαν να τον προστάτευαν οι θεοί. Με την επιχρυσωμέ­ νη πανοπλία του ν' αντανακλά εκτυφλωτικά το φως του ήλιου που έδυε, έμοιαζε σαν θεός, σαν τον ίδιο τον Απόλλωνα, το θεό Ή λ ι ο ! Η επίθεσή του ήταν κάτι το μαγικό, προχωρούσε μέσα σε βροχή από φονικές πέτρες, όμως το θαύμα δεν μπορούσε να κρατήσει... Οι σφενδονιστές πάνω στα τείχη είχαν βρει τη σωστή απόσταση, είχαν αναγνωρίσει τον αντίπαλο βασιλιά και τώρα όλοι οι αμυ­ νόμενοι στις επάλξεις εκτόξευαν βέλη και πέτρες εναντίον ενός μό­ νο ανθρώπου, σφυροκοπώντας τη σχεδόν καταστραμμένη ασπί­ δα του, την οποία αγωνιζόταν να κρατήσει μπροστά στο πρόσω­ πό του για προστασία. Ξαφνικά, μια καλοζυγισμένη πέτρα έφυγε σφυρίζοντας από κάποια σφενδόνη και καρφώθηκε στο γόνατο του τσακίζοντάς το και σκορπίζοντας αίμα παντού. Το πρόσωπο του πατέρα συσπά­ στηκε από τον πόνο, καθώς το πόδι του λύγισε κι ο ίδιος βρέθη­ κε μονοκόμματα στο έδαφός· έκανε μια σ τ ρ ο φ ή γυρνώντας μπρούμυτα, προσπαθώντας παράλληλα να πιάσει το γόνατό του με το ένα του χέρι, ενώ κρατούσε ψηλά ό,τι είχε απομείνει από την ασπίδα του για να προστατευτεί από τις πέτρες και τα βέλη που ήταν ασταμάτητα. Τράβηξα το κεφάλι του αλόγου μου προς το μέρος του κι έ­ τρεξα να τον βοηθήσω. Οι άντρες που ακολουθούσαν πίσω από τον πεσμένο βασιλιά τους αρχικά τον προσπέρασαν πηδώντας α­ πό πάνω του έτσι όπως είχαν φόρα, χωρίς να έχουν καταλάβει ό­ τι βρισκόταν στο έδαφος, μέχρι που τελικά περνούσαν πατώντας τον. Οι Ρωμαίοι όμως που ήταν στο παρατηρητήριο από πάνω τους είχαν δει τι είχε συμβεί, είχαν δει τον τεράστιο όγκο του ά­ ντρα που είχαν γκρεμίσει και στο μυαλό τους δεν είχαν καμία αμ­ φιβολία για το ποιον είχε χτυπήσει η πέτρα. Τώρα επικέντρωναν όλες τους τις βολές στον άντρα που σφάδαζε στο έδαφος. Δεκά­ δες πέτρες, βέλη και λόγχες έπεφταν με κρότο πάνω στην ασπίbr/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

393

δα του, ραγίζοντας και σπάζοντάς την όσο εκείνος κυλιόταν και πάλευε να σταθεί όρθιος. Οι Ρωμαίοι σωματοφύλακες του πατέ­ ρα τον είχαν εντοπίσει πεσμένο κι είχαν σπεύσει να τον βοηθή­ σουν οι τρεις προστάτευαν το σώμα του με τις ασπίδες τους, ενώ οι υπόλοιποι εξαπέλυαν ένα φονικό κύμα από ακόντια εναντίον των αμυνόμενων στα τείχη. Οι Ρωμαίοι που μας έριχναν καται­ γιστικά βέλη και πέτρες μαζεύτηκαν πίσω από τις ασπίδες τους για να αποφύγουν αυτή την άγρια επίθεση και σχεδόν αμέσως ο ρυθμός των βολών τους μειώθηκε. Πεσμένος στη λάσπη και σφα­ δάζοντας από τους πόνους, ο πατέρας χαμήλωσε τα κομμάτια της βαλανιδιάς που κάποτε αποτελούσε τη βάση της ρωμαϊκής α­ σπίδας του... και τότε χτύπησε το ακόντιο. Δεν είδα ποιος το έριξε, αν και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ή­ ταν ένας από τους αποφασισμένους υπερασπιστές ψηλά από τα τείχη. Ο Βιτούιτος αργότερα μου είπε ότι ήταν ένας γεροδεμένος βετεράνος, τον οποίο αμέσως μετά κάρφωσε ο ίδιος στον τοίχο του παρατηρητήριου εξαπολύοντας με μανία το δικό του δόρυ. Αυ­ τό όμως ελάχιστη σημασία έχει. Το ακόντιο των Ρωμαίων έσκισε τον αέρα σφυρίζοντας καθώς έφευγε με δύναμη από τη θηλιά που είχε περασμένη στο χέρι ο ρίπτης του, σαν να έκανε ελιγμούς θέ­ λοντας να αποφύγει τους σωματοφύλακες του πατέρα, βουίζοντας σαν σφήκα όπως περνούσε ανάμεσα από τα απειροελάχιστα κε­ νά στις ασπίδες που προστάτευαν το σώμα του. Καρφώθηκε στο στόμα του πατέρα, ένα ακόντιο σχεδόν ενάμισι μέτρο με σιδερέ­ νια αιχμή, ριγμένο από πολύ κοντινή απόσταση, κάπου από το πα­ ρατηρητήριο. Το κεφάλι του πατέρα τινάχτηκε πίσω και από τη δύναμη του χτυπήματος πετάχτηκε στο χώμα· αίμα και ιστοί σκορ­ πίστηκαν στα πόδια των τρομοκρατημένων φρουρών γύρω του. Ταυτόχρονα, οι Ρωμαίοι στο παρατηρητήριο ξέσπασαν σε πα­ νηγυρισμούς και οι συγκλονισμένοι σωματοφύλακες του πατέρα, συντετριμμένοι, αντέδρασαν με κραυγές θυμού. Οι Πόντιοι στρα­ τιώτες που συμμετείχαν στην έφοδο, παρότι οι περισσότεροι δεν είχαν δει τι είχε συμβεί, άκουσαν τις φωνές και, νιώθοντας ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, υποθέτοντας ότι κάποια ενέδρα είχε εκ­ δηλωθεί ή ότι σε κάποιο μέρος οι δικοί μας έχαναν τη μάχη, έ­ κοψαν ξαφνικά το ρυθμό τους. Κάποιοι σταμάτησαν να τρέχουν, στέκονταν μπροστά από τις πύλες του ρωμαϊκού στρατοπέδου, κοιτούσαν δεξιά αριστερά και προς τα πίσω προσπαθώντας να δουν τι έκαναν οι σύντροφοί τους, περιμένοντας διαταγές. Οι ποbr/zav

394

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λεμικές ιαχές των επιτιθέμενων έσβησαν απότομα και αυτή η σιω­ πή φάνηκε να στρέφει την προσοχή όλων στον πεσμένο βασιλιά. Ημιλιπόθυμος, ο πατέρας έκανε πέρα τους φρουρούς που έ­ σκυβαν για να τον βοηθήσουν, έγειρε στο καλό του γόνατο και βρυχήθηκε με όση δύναμη είχε απομείνει στα πνευμόνια του. «Συνεχίστε την επίθεση! Σκοτώστε τα σκυλιά! Έφοδος!» Η φω­ νή του πνίγηκε από το αίμα που πλημμύριζε το λαιμό του και έ­ πεσε εξαντλημένος στο χώμα, πίσω από τις ασπίδες των Ρωμαί­ ων μισθοφόρων του, όμως όλοι οι επιτιθέμενοι, και οι περισσό­ τεροι εχθροί, είχαν προλάβει να τον δουν. Η όψη του ήταν φρικιαστική. Η μισή δεξιά πλευρά του προ­ σώπου του έδειχνε διαλυμένη στο σημείο όπου τον είχε τρυπήσει το ακόντιο. Αίμα έτρεχε ασταμάτητα πάνω στο λαιμό του και κά­ λυπτε τα επωμίδια και το θώρακα της πανοπλίας του. Το πρόσωπό του συσπάτο από οργή και πόνο και τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω έτσι ώστε φαινόταν μόνο το λευκό τους καθώς έπεφτε πί­ σω και χανόταν ανάμεσα στις πλάτες και τους ώμους των φρου­ ρών του. Το όνειρο, το όνειρο που είχα δει -ο πατέρας να χάνε­ ται μπροστά στα μάτια μου με διάφορους άντρες να μπαίνουν α­ νάμεσά μας, το πρόσωπο του χλομό σαν να ήταν νεκρός, τα μά­ τια του να με ψάχνουν στο πλήθος-, ζούσα εκείνο το φρικτό ό­ νειρο. Αλλά δεν ήταν όνειρο. Γύρω μου υπήρχαν ένα σωρό βλο­ συροί αξιωματικοί του ιππικού, η πανοπλία και τα χέρια μου κολ­ λούσαν από τη βρόμα της μάχης, στο στόμα μου είχα τη γεύση της σκόνης και του αίματος, ακόντια και βέλη περνούσαν σφυρί­ ζοντας σύρριζα απ' το πρόσωπό μου. Ξεχύθηκα μανιασμένα με το άλογό μου, περνώντας πάνω α­ πό τα σώματα όσων είχαν πέσει στη μάχη, φώναζα στους άντρες που βρίσκονταν μπροστά μου, Ποντίους και Ρωμαίους, να πα­ ραμερίσουν καθώς άνοιγα δρόμο ανάμεσά τους. Ένιωσα την καρ­ διά μου να σπάει όταν είδα τον πατέρα να ανασηκώνεται, με το πρόσωπο του ρημαγμένο, να δίνει το σύνθημα για την έφοδο και να πέφτει κάτω πνιγμένος στο αίμα. Του φώναξα να κρατηθεί, να κάνει κουράγιο, αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από τα χείλη μου· α­ κριβώς όπως και στο όνειρό μου, είχα βουβαθεί μπροστά στο τρο­ μερό θέαμα. Όλοι οι άντρες στον ποντιακό στρατό σταμάτησαν να καταδιώκουν τους Ρωμαίους και έστεκαν άφωνοι. Οι στρα­ τιώτες προσπαθούσαν να προστατευτούν από τα βέλη και τις πέ­ τρες πίσω από τις ασπίδες τους, αλλά σε κάθε ευκαιρία κοιτούbr/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

395

σαν προς το μέρος όπου είχε πέσει ο βασιλιάς. Μετά από αυτό το θέαμα τίποτα, τίποτα απολύτως δε θα μπορούσε να πείσει τους άντρες να συνεχίσουν την επίθεση. Οι άντρες του Φάβιου έτρεχαν να βρουν καταφύγιο στα τείχη και να κλείσουν τις πύλες. Στο μεταξύ, έξι δικοί μας, με αρχηγό τον γκριζομάλλη Βιτούιτο, προσπαθούσαν να σηκώσουν στα χέ­ ρια τον πατέρα ενώ εκείνος σφάδαζε από τον πόνο και ούρλιαζε να τον αφήσουν για να οδηγήσει την επίθεση. «Δειλοί!» βρυχήθηκε φτύνοντας αίμα. «Σκουλήκια! Αφήστε με!» «Μείνε σκυμμένος, άρχοντά μου», τον εκλιπαρούσε ο Βιτούιτος, μα ο πατέρας πάλευε να ξεφύγει από τα χέρια του. «Όχι! Οι μπάσταρδοι οι Ρωμαίοι τρέχουν να σωθούν! Βιτούιτε, βλάκα... αργόστροφε Γαλάτη... Άφησέ με!» Ο Βιτούιτος δεν άντεξε άλλο. Σήκωσε το χέρι του και έριξε έ­ να τόσο δυνατό χτύπημα με την ανάστροφη του χεριού του στον κρόταφο του βασιλιά, που τον άφησε αναίσθητο. Σίγουρα ο Γα­ λάτης ήταν ο μοναδικός άντρας στην Ασία που είχε τη δύναμη να καταφέρει κάτι τέτοιο και ο μόνος που είχε το θάρρος έστω να το διανοηθεί. Κανείς δε διαμαρτυρήθηκε. Ο πατέρας έπεσε λιπό­ θυμος στα χέρια των αντρών του κι εκείνοι, άλλοτε σέρνοντας κι άλλοτε κουβαλώντας το σώμα του, μετέφεραν παραπατώντας το βασιλιά πίσω από ένα χαμηλό ανάχωμα, έξω από το βεληνεκές των βελών των Ρωμαίων.

Τέσσερις μέρες ο πατέρας στεκόταν στις όχθες της Αχερουσίας, μεταξύ ζωής και θανάτου. Το γοητευτικό πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί: η βαριά αιχμή του ακοντίου είχε καρφωθεί στο στό­ μα του υπό γωνία, σαρώνοντας όλα τα μπροστινά του δόντια α­ πό τα ούλα, και είχε βγει από το δεξί του μάγουλο, ακριβώς μπρο­ στά από το αφτί του, ανοίγοντας μια τεράστια τρύπα μέσα από την οποία εξείχαν τα τσακισμένα κομμάτια της δεξιάς πλευράς της σιαγόνας του. Η ξύλινη λαβή του ακοντίου είχε σπάσει με την πρόσκρουση, όπως είχε σχεδιαστεί γι' αυτό το σκοπό από τους έ­ ξυπνους Ρωμαίους οπλουργούς προκειμένου να μην πέφτει το ό­ πλο άθικτο στα χέρια των εχθρών και να έχουν την ευκαιρία να το χρησιμοποιήσουν με τη σειρά τους, έτσι η σιδερένια αιχμή τού είχε προκαλέσει διαμπερές τραύμα. Οι γιατροί κοιτούσαν απελbr/zav

396

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πισμένοι το φοβερό τραύμα και κουνούσαν τα κεφάλια τους. Δεν μπήκαν καν στον κόπο να ασχοληθούν με το γόνατό του, που εί­ χε γίνει κομμάτια. Όλοι πίστευαν ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Όλοι εκτός από το Σκύθη γερο-Παπία. Όταν οι στρατιωτικοί γιατροί σήκωσαν τα χέρια ψηλά, ο παμπόνηρος γέροντας τους πέταξε έξω με τις κλοτσιές και στρώθηκε στη δουλειά με μια αποφασιστικότητα που συναγωνιζόταν σε ένταση μόνο τις αλλόκοτες προσευχές και τα λόγια που επαναλάμβανε διαρκώς μουρμουρίζοντας. Κοντά του είχαν μείνει μόνο τρεις άνθρωποι: εγώ, ο Βιτούιτος και η Υψικράτη, που είχε αποδειχτεί ακλόνητα πιστή στον πατέρα, μένο­ ντας στο πλευρό του μέρα νύχτα, κάτωχρη, σαν τίγρη έτοιμη να επιτεθεί σε όποιον πλησίαζε για να την απομακρύνει. Ο Παπίας νάρκωσε τον πατέρα για να μην πονάει χρησιμο­ ποιώντας ένα απόσταγμα από τους κρόκους που φυτρώνουν στον Καύκασο και είναι κατακόκκινοι σαν φρεσκοκομμένη σάρκα. Στα σκισμένα ούλα τοποθέτησε μάλλινες γάζες και λινάρι· η τρύπα που έχασκε στο μάγουλό του ράφτηκε με νήμα φτιαγμένο από έντε­ ρα, αλλά επειδή ένα μεγάλο κομμάτι είχε καταστραφεί, ό,τι α­ πέμεινε αναγκαστικά τεντώθηκε πολύ, με αποτέλεσμα το δέρμα κάτω από το μάτι του να είναι διαρκώς τραβηγμένο προς τα κά­ τω. Εξαιτίας αυτού ο πατέρας δεν μπορούσε να το κλείνει τελεί­ ως κι έτσι ο βολβός ξεράθηκε και νεκρώθηκε. Πάνω από τα ράμ­ ματα έβαλε θεραπευτικές αλοιφές και επουλωτικά επιθέματα μου­ σκεμένα σε ειδικά βοτάνια για να θρέψει πιο γρήγορα η πληγή και στο στήθος του άπλωσε ένα αντιπυρετικό κατάπλασμα ώστε να παίρνει την κάψα από το σώμα και να εμποδίσει την υπεραι­ μία που σίγουρα θα εκδηλωνόταν. Πέρασε προσεκτικά ένα κού­ φιο καλάμι από το στόμα στους πνεύμονες του βασιλιά και το χρησιμοποίησε για να ρουφήξει το αίμα που είχε καταπιεί και που του είχε προκαλέσει ένα ανησυχητικό φύσημα όταν ανέπνεε. Ο Παπίας έφτυσε το αίμα που αναρρόφησε σε ένα ασημένιο δο­ χείο που κρατούσα εγώ δίπλα στο κρεβάτι. Ύ σ τ ε ρ α το κεφάλι και το σαγόνι του πατέρα δέθηκαν σφιχτά με λωρίδες από καθα­ ρό λινό. Το σημαντικότερο, του δώσαμε το αντίδοτό του χρησιμοποι­ ώντας ένα δεύτερο καλάμι που ο Πάπιας έβαλε στον οισοφάγο του πατέρα, ώστε να εμποδίσουμε τους σπασμούς και τα ρίγη που θα τον έπιαναν σε διαφορετική περίπτωση. Ο Παπίας μάλιστα του br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

397

χορηγούσε διπλή δόση κάθε μέρα, ενώ ο ασθενής τιναζόταν και βογκούσε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, παραδομένος στην παραζάλη του πόνου και των φαρμάκων. Την πέμπτη μέρα ο πατέρας ανασηκώθηκε· το μάτι που του είχε απομείνει ήταν κατακόκκινο αλλά όχι πια θολό, σημάδι ότι το μυαλό ήταν και πάλι νηφάλιο, και μας έκανε νόημα ότι ήθελε νερό. Το ήπιε με μια κουτάλα, χύνοντας αρκετό μέσα από τα σπασμένα δόντια του. Ή π ι ε λίγο δυνατό κρασί και ένα θερα­ πευτικό χυλό φτιαγμένο από τα συκώτια αρουραίων, νερωμένο αλ­ λά θρεπτικό, αρωματισμένο με σκίλλα. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το ανήσυχο πρόσωπό μου. «Λοιπόν», σχολίασε με τραχιά φωνή, «φαντάζομαι ότι τώρα πια είσαι πραγματικά ο Αλέξανδρος». «Ο Αλέξανδρος;» ρώτησα απορημένος. «Θυμάσαι στη Φρυγία;» μου είπε. Θυμήθηκα εκείνο το διάλογο που είχαμε πριν από πολλά χρό­ νια, τότε που είχα μάθει ότι το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμη­ θεί στο δωμάτιο του μεγάλου κατακτητή, και χαμογέλασα. «Και γιατί είμαι ο Αλέξανδρος;» «Επειδή έτσι που είμαι μονόφθαλμος και με πρόσωπο σαν της Μέδουσας έγινα ίδιος με τον πατέρα του, τον Φίλιππο!» Γέλασε πνιχτά, μορφάζοντας από τον πόνο, και μετά σοβαρεύτηκε πάλι. «Βοήθησέ με να πάω έξω και να δω τους στρατιώτες». Νομίζω ότι ποτέ κανένας άλλος διοικητής δεν έχει γίνει δεκτός με τέτοιο ενθουσιασμό από τα στρατεύματά του όσο ο πατέρας εκείνη τη μέρα, επιστρέφοντας από τη χώρα των νεκρών. Οι ε­ πευφημίες των αντρών αντήχησαν στα γύρω βουνά, φτάνοντας μέχρι το στρατόπεδο των Ρωμαίων, οι οποίοι μετρούσαν τις πλη­ γές τους πίσω από τα τείχη, εγκλωβισμένοι και πολιορκημένοι α­ πό ομάδες ιππέων που είχα τοποθετήσει εκεί γύρω για να περι­ πολούν. Μετά την τελευταία μάχη συνέχισαν να καταφθάνουν κύ­ ματα εθελοντών στο στρατόπεδό μας και τώρα ο στρατός μας α­ ριθμούσε περισσότερους από είκοσι χιλιάδες άντρες· στη θέα του Μιθριδάτη, άλαλου και με μισό πρόσωπο αλλά ζωντανού, όρθι­ ου μπροστά τους, με ένα σώμα που θύμιζε τον Ηρακλή, ξέσπα­ σαν σε έξαλλους πανηγυρισμούς. Οι άντρες έτρεξαν να βρεθούν κοντά του, ραίνοντάς τον με τις τούφες των μαλλιών που είχαν κόψει από τη θλίψη τους νομίζο­ ντας ότι πέθαινε, και δόξαζαν τους θεούς για τη σωτηρία του. Στα br/zav

398

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μάτια τους ο Μιθριδάτης ήταν τώρα ένας νέος θεός: κανένας κοι­ νός θνητός δε θα μπορούσε να επιζήσει από έναν τέτοιο τραυ­ ματισμό· κανένας απλός άνθρωπος δε θα μπορούσε να συνεχίσει να δίνει το σύνθημα της επίθεσης τη στιγμή που υπέφερε από τό­ σο φρικτούς πόνους. Κανένας άνθρωπος τόσο σοβαρά τραυματι­ σμένος δε θα μπορούσε να οδηγήσει αυτούς τους άντρες στην τε­ λική νίκη κατά των Ρωμαίων, παρά μόνο εκείνος. Και ενώ ο πατέρας ενθάρρυνε τους άντρες με την παρουσία του και μόνο, έπαιρνε κι εκείνος με τη σειρά του δύναμη από τις επευφημίες τους, που βοηθούσαν το τσακισμένο του κορμί να α­ ναρρώσει περισσότερο κι από τα γιατρικά του Παπία.

br/zav

ΙΙΙ

Π Α Ρ Ο Τ Ι Ο ΠΑΤΕΡΑΣ συνήλθε γρήγορα, οι Ρωμαίοι εκμεταλ­ λεύτηκαν την ανάπαυλα και μέσα σε δυο εβδομάδες ο στρατηγός Τριάριος, διοικητής των ρωμαϊκών δυνάμεων στην Ασία, ενημε­ ρώθηκε για τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει ο Φάβιος και επικεφαλής δύο ολόκληρων λεγεώνων έσπευσε για να τον βοη­ θήσει. Ο Τριάριος κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό που είχα­ με σχηματίσει ενόσω ο πατέρας ήταν ακόμη αδύναμος και δεν μπορούσε να καθοδηγήσει τα στρατεύματά του, ένωσε τις δυνά­ μεις του μ' εκείνες του Φάβιου και ανέλαβε τη γενική διοίκηση. Οι Ρωμαίοι ήταν πλέον αρκετά ισχυροί ώστε να σπάσουν την πο­ λιορκία και να κινηθούν προς τις ακτές όπου θα ήταν ασφαλείς, πράγμα που άρχισαν να κάνουν, με κατεύθυνση προς τα νοτιο­ δυτικά. Ό σ ο υποχωρούσαν οι Ρωμαίοι, ο πατέρας ακολουθούσε σε α­ πόσταση ασφαλείας, μαζί με τις διαρκώς αυξανόμενες δυνάμεις μας. Δεν είχε αρκετή εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους για να ε­ πιχειρήσει γενική έφοδο, παρ' όλα αυτά αναζητούσε την κατάλ­ ληλη ευκαιρία. Επέμενε να ιππεύει το άλογό του χωρίς βοήθεια, κάτι που το προτιμούσε από το να περπατά, επειδή το τραυματι­ σμένο πόδι του τον πονούσε πολύ. Κινούνταν ανάμεσα στους στρα­ τιώτες του στοιχίζοντάς τους, συμμετέχοντας σε ασκήσεις μαζί τους ακόμη και κατά τη διάρκεια της πορείας, ανταλλάσσοντας αστεία και πειράγματα. Δυνάμωνε μέρα με τη μέρα και η όψη του γινόταν όλο και πιο φρικτή. Έ τ σ ι όπως λοξοκοίταζε τους άντρες με το καλό του μά­ τι, ανεβασμένος στο γιγαντόσωμο άλογό του, ήταν ένα τρομακτι­ κό θέαμα για όσους δεν τον γνώριζαν από παλιά. Τα μαλλιά του ήταν πλέον άσπρα σαν το χιόνι και μια πυκνή γκριζαρισμένη γε­ νειάδα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του προσώπου του, εκτός α-

br/zav

400

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πό τη μακριά ουλή που ξεκινούσε από το αφτί και συνεχιζόταν μέ­ χρι κάτω δεξιά στη σιαγόνα του, εκεί που τον είχε τρυπήσει το α­ κόντιο. Αυτή η ακανόνιστη γραμμή, παρόλο που έθρεφε γρήγο­ ρα χάρη στις αλοιφές του Παπία, ήταν ακόμη ωχρή και σαν σκου­ λήκι έτσι όπως κατέβαινε μέσα από τα γένια που φύτρωναν γύρω γύρω. Πράγματι, αν και θύμιζε ακόμη θεό, τώρα έμοιαζε περισ­ σότερο με τον Δία ή τον Ποσειδώνα παρά με τον Απόλλωνα. Δεν είχε κάνει πάντως προγούλια όπως οι Ρωμαίοι· αντίθετα, είχε το ίδιο δυνατό πιγούνι και την ίδια αετίσια μύτη, το ίδιο διαπερα­ στικό, έξυπνο βλέμμα. Κοιτάζοντάς τον από τα αριστερά ήταν ε­ ξίσου μεγαλοπρεπής και επιβλητικός με οποιονδήποτε μονάρχη κάθισε σε θρόνο. Από τα δεξιά όμως οι άντρες ανατρίχιαζαν με φρίκη βλέποντας τον αφύσικο μορφασμό που είχε μόνιμα πια στο πρόσωπό του, μια τρομακτική καρικατούρα της όψης που εί­ χε κάποτε και που ήταν ακόμη πιο ανατριχιαστική επειδή ανήκε στο ίδιο άτομο που ήταν τόσο γοητευτικό από την άλλη πλευρά. Το πρόσωπό του είχε μετατραπεί σε μια τρομερή θεατρική μά­ σκα, κωμική και τραγική μαζί, χαμογελώντας πλατιά από τη μία πλευρά, με το στόμα τραβηγμένο προς τα κάτω από την άλλη. Πάνω στον πατέρα όμως τόσο η κωμωδία όσο και η τραγωδία ή­ ταν εξίσου και ταυτόχρονα ορατές, καθώς η ιστορία ολόκληρης της ζωής του αποτυπωνόταν καθαρά στο πρόσωπο του για να τη βλέπουν όλοι. Ο Τριάριος υποχωρούσε και ο Μιθριδάτης προχωρούσε - το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Καμία από τις δύο πλευρές δεν έκανε κάποια αποφασιστική κίνηση, μέχρι που τελικά οι ρωμαϊ­ κές πολιτικές ισορροπίες ήρθαν να μας δώσουν ξανά το πλεονέ­ κτημα. Έ ν α ς Ρωμαίος αξιωματικός του ιππικού, ο οποίος τραυματί­ στηκε πολύ σοβαρά στη σπονδυλική στήλη από βέλος σε κάποια αψιμαχία με μια μικρή ομάδα ιχνηλατών μας, πριν πέσει νεκρός μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο για ανάκριση. Όταν τον ρωτήσα­ με για τις προθέσεις του Τριάριου, ο τραυματίας μάς χλεύασε. «Ο στρατηγός Τριάριος θα σας καταστρέψει όλους πριν προ­ λάβει να ολοκληρώσει ο Λεύκιος Λούκουλλος αυτό που έπρεπε να είχε κάνει πριν από πέντε χρόνια!» Στο άκουσμα αυτής της ανησυχητικής αποκάλυψης οι άντρες έστειλαν και με κάλεσαν στο πλευρό του ετοιμοθάνατου στρα­ τιώτη για να ακούσω αυτό τον εκπληκτικό ισχυρισμό. br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

401

«Ο Λούκουλλος;» ρώτησα. «Τι συνέβη με τον Λούκουλλο;» Ο Ρωμαίος, που βρισκόταν στα όρια του παραληρήματος, προ­ φανώς δε θεώρησε σκόπιμο να κρατήσει μυστική τη στρατηγική του διοικητή του. «Ο Λούκουλλος θα περάσει από εδώ επιστρέφοντας στη Ρώ­ μη. Τα στρατεύματά του θα φτάσουν σε ένα δεκαπενθήμερο. Ο Τριάριος θα του δωρίσει το κεφάλι του ασήμαντου βασιλιά σας πριν προλάβει να του το κόψει μόνος του ο Λούκουλλος!» Δεν μπορούσαμε να αποσπάσουμε άλλες πληροφορίες από τον άντρα εκείνο, γι' αυτό διέταξα να τερματίσουν το μαρτύριό του και μετέφερα τα παράξενα μαντάτα στο βασιλιά. Τα χαρακτηρίζω παράξενα επειδή, με το δίκτυο των πληρο­ φοριοδοτών που διαθέταμε και το οποίο περιλάμβανε πολεμάρ­ χους, εμπόρους και βοσκούς σ' ολόκληρη τη χώρα, λογικά θα έ­ πρεπε να γνωρίζαμε εβδομάδες νωρίτερα τις κινήσεις ενός στρα­ τού στο μέγεθος των δυνάμεων του Λούκουλλου. Ο Τιγράνης στην Αρμενία δε θα επέτρεπε στους Ρωμαίους να περάσουν από εκεί χωρίς να μας ειδοποιήσει, αν μη τι άλλο για να ζητήσει τη βοή­ θειά μας. Οι πειρατές θα φρόντιζαν να μας ενημερώσουν για την άφιξη οποιουδήποτε ρωμαϊκού στόλου στην Κιλικία. Πάντως, α­ κόμη κι αν ο Λούκουλλος επιχειρούσε πράγματι μια τέτοια από­ βαση, οδηγώντας τις λεγεώνες των βετεράνων που με δυσκολία κα­ τόρθωνε να ελέγχει λίγο πριν από την αποστράτευσή τους, ο­ πωσδήποτε δεν ήταν σε θέση να ξεκινήσει μια τόσο επικίνδυνη πορεία στην ποντιακή ενδοχώρα. Μείναμε στο πόδι τη μισή νύ­ χτα συζητώντας το θέμα μαζί με τον πατέρα και τους συμβούλους του και καταλήξαμε στο εξής λογικό συμπέρασμα: ο Λούκουλλος και οι άντρες του ήταν αδύνατο να βρίσκονται κάπου στην ευρύ­ τερη περιοχή. Ο πατέρας επέτρεψε στον εαυτό του να χαμογελάσει με τα παραμορφωμένα χείλη του. «Τα μοναδικά καλύτερα νέα», κατέ­ ληξε, «θα ήταν αν ο Λούκουλλος βρισκόταν πράγματι εδώ κοντά». Γέλασε πνιχτά, αλλά ήταν ο μόνος. Κανείς μας δεν είχε κατα­ λάβει τι εννοούσε. «Σκέψου σαν Ρωμαίος!» μου σφύριξε, με τη φωνή του ακόμη βραχνή από τα καλάμια που του είχε περάσει στο λαιμό ο Παπίας. «Σου έμαθα λατινικά για να μπορείς να καταλάβεις την ομιλία τους· σου έδειξα μάχες για να καταλάβεις τα όπλα και τις τακτι­ κές τους. Ό μ ω ς δεν έχεις μάθει το πιο σημαντικό πράγμα: αν δεν br/zav

402

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

κατορθώσεις να μπεις στο μυαλό τους, δεν μπορείς να τους νι­ κήσεις!» «Να μπω στο μυαλό τους;» έκανα απορημένος. «Τι υπάρχει στο μυαλό τους για να μαντέψω; Ο Τριάριος πιστεύει ότι σύντομα θα έρθουν ενισχύσεις, επομένως το μόνο που χρειάζεται να κάνει εί­ ναι να οχυρωθεί και να περιμένει. Εμείς θα του στερήσουμε τις γραμμές επικοινωνίας και ανεφοδιασμού και θα τον υποχρεώ­ σουμε να εγκαταλείψει...» «Όχι!» βρυχήθηκε, και κατάλαβα ότι, παρότι είχε ξαναβρεί την υγειά του, είχε χάσει την υπομονή του, λες και ο τραυματισμός του ήταν για εκείνον η πρώτη ένδειξη ότι ήταν θνητός και τώρα βιαζόταν να πετύχει ό,τι μπορούσε όσο είχε ακόμη καιρό. Ήταν φανερό ότι η δυσκαμψία της σκέψης μου εμπόδιζε τα σχέδιά του. «Σκέψου σαν Ρωμαίος διοικητής. Σκέψου, Φαρνάκη! Αν ο Τριάριος θέλει να έχει έστω μια ελπίδα νίκης, έστω μια ελπίδα προαγωγής ή θριαμβευτικής υποδοχής στη Ρώμη, πρέπει να με νικήσει εδώ, τώρα, πριν φτάσει ο Λούκουλλος. Μόλις έρθει ο Λού­ κουλλος, ο Τριάριος θα είναι ένας απλός υφιστάμενος. Δεν έχει την πολυτέλεια να οχυρωθεί και να περιμένει - πρέπει να μου ε­ πιτεθεί αμέσως!» «Μα ο Λούκουλλος δεν πρόκειται να έρθει...» του αντέτεινα. «Σωστά, αλλά ο Τριάριος δεν το ξέρει αυτό. Κινείται στη βά­ ση λανθασμένων πληροφοριών. Ή μπορεί πράγματι να ξέρει ότι ο Λούκουλλος δε βρίσκεται κοντά, αλλά να θέλει να με κάνει να νομίζω ότι κινείται στην περιοχή, γι' αυτό άφησε να διαρρεύσει αυτή η ψεύτικη πληροφορία στις τάξεις του στρατού του, γνωρί­ ζοντας ότι θα έφτανε τελικά στα αφτιά μου. Ό π ω ς και συνέβη». Το κεφάλι μου γύριζε. «Και γιατί να θέλει να νομίζεις ότι έρ­ χεται ο Λούκουλλος; Ή, αν τελικά έρχεται, γιατί να θέλει ο Τριά­ ριος να το μάθεις;» Ο πατέρας ανασιέναξε βαριά. «Τώρα πρέπει να βγεις από το μυαλό του Ρωμαίου, αν υποθέσουμε ότι κατάφερες να μπεις, και να εξετάσεις τα πράγματα από την πλευρά μου, ως διοικητή των ποντιακών δυνάμεων. Αν νόμιζα ότι πλησιάζει ο Λούκουλλος, που δεν το νομίζω, τι θα έκανα;» «Θα χώριζες στα δύο το στρατό σου φυσικά. Θα έστελνες το βαρύ ιππικό σου να παρενοχλεί τον Λούκουλλο στην πορεία του και θα άφηνες τις υπόλοιπες δυνάμεις σου εδώ για να πολιορκή­ σουν τον Τριάριο». br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

403

«Ακριβώς. Δεν είσαι τόσο χοντροκέφαλος όσο δείχνεις κάποιες φορές». «Και τότε» -άρχιζα να καταλαβαίνω- «και τότε ο Τριάριος θα έβλεπε ότι οι δυνάμεις μας είχαν μειωθεί στο μισό και θα εκμε­ ταλλευόταν την ευκαιρία για να μας επιτεθεί. Είτε ο Λούκουλλος πλησιάζει πραγματικά είτε όχι, είτε ο Τριάριος πιστεύει πραγμα­ τικά ότι έρχεται είτε όχι, αυτό που θέλει είναι να το πιστέψεις εσύ, ώστε να χωρίσεις στα δύο το στρατό μας για να μπορέσει να μας νικήσει!» «Το κατάλαβες, στρατηγέ», είπε και έστρεψε την αριστερή με­ ριά του προσώπου του προς το μέρος μου, γελώντας με την καλή πλευρά του στόματός του· το υγιές μάτι του έλαμπε, ενώ το υπό­ λοιπο πρόσωπό του κρυβόταν από τις σκιές. «Κι εμείς θα του δώ­ σουμε την ικανοποίηση να μάθει ότι οι φήμες που διέδωσε για τον Λούκουλλο πέτυχαν το στόχο τους».

Το επόμενο πρωί ο πατέρας συνέστησε ένα απόσπασμα πέντε χι­ λιάδων ιππέων, το οποίο οδήγησα εγώ καλπάζοντας προς τα νο­ τιοανατολικά, υποτίθεται για να μην επιτρέψουμε στον Λούκουλλο να προελάσει ανενόχλητος. Ο Τριάριος περίμενε μία ολόκληρη μέρα, για να βεβαιωθεί ότι ο βασιλιάς δε θα μπορούσε να ανα­ καλέσει έγκαιρα τους επίλεκτους Πόντιους ιππείς του. Και στη συ­ νέχεια, σε μια πεδιάδα κάτω από τις κακοτράχαλες πλαγιές ενός οχυρού που ήταν γνωστό ως Ζήλα, μια τοποθεσία που θα γνώρι­ ζα καλά λίγα χρόνια αργότερα, ο Τριάριος γύρισε σαν σκυλί που στριμώχτηκε στη γωνία και επιτέθηκε. Ήταν αυτό ακριβώς που ήλπιζε ο πατέρας και αποδείχτηκε έ­ τοιμος να το αντιμετωπίσει. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ο Τριάριος θα έκανε αυτή ακριβώς την κίνηση, ο Μιθριδάτης έ­ βαλε τους άντρες του να βαδίσουν φορώντας τις πανοπλίες τους και έχοντας έτοιμα τα όπλα τους, προχωρώντας συστηματικά, κα­ λύπτοντας τις θέσεις τους, αντί για τη συνηθισμένη άτακτη πεζο­ πορία κατά μήκος του δρόμου. Όταν εμφανίστηκε με το πεζικό του μέσα από τη βαθιά χαράδρα που είχαν διασχίσει και βγήκε στην ξερή, έρημη πεδιάδα των Ζήλων, οι ιχνηλάτες που είχε στεί­ λει νωρίτερα για κατόπτευση τον είχαν ήδη ενημερώσει για τις ρω­ μαϊκές οχυρώσεις που είχαν σκαφτεί πρόχειρα πριν από περίπου μία ώρα, περιμένοντας την άφιξή μας. Ο Μάρκελλος κράτησε τη br/zav

404

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μισή λεγεώνα των εξορίστων και το υπόλοιπο ιππικό, ενώ ο πα­ τέρας ανέλαβε προσωπικά τη διοίκηση της κοόρτης των Αρμένιων βετεράνων, οδηγώντας τους στις πρώτες γραμμές του στρατού. Χωρίς καν να σταματήσει για να ανασυντάξει τους στρατιώτες του ή για να διαπραγματευτεί με τους κήρυκες του εχθρού, έ­ βγαλε μια βροντερή πολεμική ιαχή και επιτέθηκε κατά μέτωπο στις λεγεώνες του Τριάριου. Ο πατέρας πολέμησε ολημερίς στις πρώτες γραμμές καβάλα στο άλογό του, καθώς η κοόρτη που βρισκόταν υπό τις άμεσες δια­ ταγές του έπαιζε κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια να αναγκά­ σουμε τον Τριάριο να υποχωρήσει προς το οχυρωμένο στρατό­ πεδο που είχαν κατασκευάσει οι Ρωμαίοι στο βάθος της πεδιά­ δας. Ο εχθρός πολέμησε γενναία, αρνούμενος να οπισθοχωρήσει - μέχρι που στο φαράγγι κάτω από την αετοφωλιά των Ζήλων, στη δεξιά πτέρυγα των Ρωμαίων, ακούστηκαν σάλπιγγες και εμφανί­ στηκα εγώ επικεφαλής των πέντε χιλιάδων ιππέων που είχαν α­ ποσπαστεί από το στρατό μας την προηγούμενη μέρα· το ιππικό μας ξεχύθηκε στην ανυπεράσπιστη πεδιάδα, πέφτοντας σαν χεί­ μαρρος πάνω στην εμβρόντητη δεξιά πτέρυγα των Ρωμαίων. Οι λεγεωνάριοι είχαν υποστεί τέτοιο αιφνιδιασμό, που δεν είχαν το κουράγιο ουτε να επιχειρήσουν να ξεφύγουν, και κατά εκατο­ ντάδες ποδοπατήθηκαν κάτω από τις αιχμηρές οπλές των αλόγων ή σκοτώθηκαν από τα γιαταγάνια των ιππέων. Ό σ ο ι επέζησαν κατάφεραν τελικά να συνέλθουν, ανέκτησαν ως ένα βαθμό την τάξη τους κι άρχισαν να υποχωρούν προς το στρατόπεδο τους, σκοντάφτοντας και πέφτοντας μέσα στα λασπωμένα ορύγματα που είχαν σκάψει οι ίδιοι και που τώρα ήταν τα μεγαλύτερα ε­ μπόδια που καλούνταν να ξεπεράσουν για να σωθούν από την α­ νελέητη καταδίωξη του ποντιακού στρατού. Βρέθηκα στο πλευρό του πατέρα κατά τη διάρκεια της άτα­ κτης φυγής των Ρωμαίων και παρατήρησα τη βλοσυρή έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπό του, καθώς αντιμετώπιζε εκπαιδευ­ μένους λεγεωνάριους, όχι Βιθυνούς εφέδρους ή Χαλκηδόνιους μισθοφόρους· μπροστά του υποχωρούσαν αληθινοί Ρωμαίοι στρα­ τιώτες, φορώντας τα πλήρη διακριτικά των λεγεώνων τους, πε­ ζοί, ηττημένοι, ρίχνοντας τις ασπίδες τους. Απολάμβανε το θέα­ μα καλπάζοντας χαλαρά ανάμεσα στους πεζικάριούς του, πλη­ σιάζοντας με γρήγορο ρυθμό τα ανυπεράσπιστα τείχη του ρω­ μαϊκού στρατοπέδου. br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

405

Έχοντας ολοκληρώσει το έργο μου και με το ιππικό μου να κα­ ταδιώκει τους Ρωμαίους λεγεωνάριους που προσπαθούσαν να σκορπιστούν σε διάφορες κατευθύνσεις, τους άφησα να συνεχί­ σουν και κατευθύνθηκα προς τον πατέρα, μέσα από το χάος και τις φωνές, θέλοντας να τον συγχαρώ. Καθόταν ευθυτενής στο ά­ λογό του, χωρίς να διακρίνεται σχεδόν κανένα σημάδι από τον πα­ ραλίγο μοιραίο τραυματισμό του, με εξαίρεση το παράξενο σχή­ μα της περικεφαλαίας του, καθώς είχε αφαιρέσει τη δεξιά με­ ταλλική πλάκα που κάλυπτε το σαγόνι για να μην πιέζεται το πρή­ ξιμο που του είχαν προξενήσει τα τραύματά του σ' εκείνο το ση­ μείο. Πίσω του ακολουθούσε η γνωστή ομάδα των Ρωμαίων εξο­ ρίστων που είχαν το ρόλο της προσωπικής φρουράς του φορώντας πλήρεις ρωμαϊκές στολές και πανοπλίες, τις οποίες είχαν κρατή­ σει ακόμη και μετά από τόσα χρόνια στην υπηρεσία του βασιλιά. Ξαφνικά παρατήρησα έναν αντίπαλο εκατόνταρχο να προ­ σπαθεί να σηκωθεί από το έδαφος όπου ήταν πεσμένος μπρού­ μυτα· ο πατέρας και οι φρουροί του μόλις είχαν περάσει από δί­ πλα του χωρίς να του δώσουν σημασία περνώντας τον για νεκρό. Ο άντρας ήταν βαριά τραυματισμένος, αφού με δυσκολία μπο­ ρούσε να σταθεί στα πόδια του, τελικά όμως τα κατάφερε. Η πα­ νοπλία και ο ιματισμός του ήταν σχεδόν πανομοιότυπος μ' εκεί­ νον των εξορίστων που συνόδευαν τον πατέρα. Παραπάτησε για μια στιγμή, προσπαθώντας να συνέλθει και να προσανατολιστεί, και έξαφνα συνειδητοποίησε ότι τον είχε προσπεράσει ο Πόντιος βασιλιάς και ότι είχε βρεθεί πίσω από τις εχθρικές γραμμές, α­ ποκομμένος από τους υπόλοιπους άντρες της μονάδας του, οι ο­ ποίοι είχαν ήδη καταφύγει στα τείχη ή είχαν σκοτωθεί κατά την άτακτη υποχώρηση. Ήμουν έτοιμος να τον αγνοήσω, θεωρώντας ότι θα αιχμαλω­ τιζόταν από τους εφέδρους και τους βοηθητικούς που ακολου­ θούσαν το στρατό μας, όταν είδα τον άντρα να καρφώνει το βλέμ­ μα του στην πλάτη του πατέρα, να σηκώνει τους ώμους του και ν' αρχίζει να τρέχει προς την ομάδα των Ρωμαίων εξορίστων που συ­ νόδευαν το βασιλιά. Ξαφνικά μια σκέψη πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου και συνειδητοποίησα τον κίνδυνο. Έβγαλα μια κραυγή, έχωσα τις φτέρνες μου στα πλευρά του αλόγου μου και ξεχύθηκα μπρο­ στά, παλεύοντας να ανοίξω δρόμο μέσα από το χάος και τους α­ μέτρητους άντρες που έτρεχαν μπροστά μου - οι οποίοι πηδούbr/zav

406

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σαν στην άκρη για να αποφύγουν το μαστίγιο μου και τις οπλές του ζώου καθώς αγωνιζόμουν να φτάσω το βασιλιά. Ήταν πολύ αργά. Χωρίς να πάρω στιγμή τα μάτια μου από τον τραυματισμένο εκατόνταρχο, τον παρακολουθούσα με φρίκη να προλαβαίνει τους Ρωμαίους φρουρούς, να πιάνει το ρυθμό τους και να προωθείται προσεκτικά ανάμεσά τους, μέχρι που τελικά έφτασε να τρέχει δίπλα στο άλογο του πατέρα, προσπαθώντας να μη δείχνει ότι κούτσαινε, ενώ πίσω του άφηνε κηλίδες αίμα­ τος. «Πιάστε τον εκατόνταρχο!» ούρλιαξα, πλησιάζοντας επιτέλους μέσα από τα στίφη των αντρών σε ένα σημείο αρκετά κοντά ώ­ στε να με ακούσουν ο πατέρας και οι φρουροί του. «Πιάστε το Ρω­ μαίο!» Ο πατέρας σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε, μ' ένα πε­ ρήφανο μα συνάμα απορημένο βλέμμα, ενώ οι άντρες του κοί­ ταξαν τριγύρω τους, ξαφνιασμένοι από την ξαφνική εμφάνισή μου ανάμεσά τους και τις φωνές μου να συλλάβουν έναν από αυ­ τούς. Μόνο ένας άντρας ήξερε τι εννοούσα· μόνο ένας ήξερε τους σκοτεινούς σκοπούς του. Βλέποντας ότι ήμουν έτοιμος να τον φτά­ σω, ο εκατόνταρχος τράβηξε απότομα το κοντό ξίφος από το θη­ κάρι που κρεμόταν στο γοφό του και, σηκώνοντας το πάνω από το κεφάλι του, το κατέβασε με όση δύναμη του είχε απομείνει στο κοντινότερο σημείο του σώματος του πατέρα που μπορούσε να πετύχει από τη θέση όπου βρισκόταν: τον τεράστιο, απρο­ στάτευτο μηρό του. Ο πατέρας βρυχήθηκε από οργή και πόνο μαζί, ενώ το άλογο του, τρομαγμένο και σαστισμένο, σηκώθηκε στα πίσω πόδια του κι άρχισε να χτυπά μανιασμένα τις μπροστινές οπλές του στον α­ έρα πριν τελικά τις κατεβάσει με δύναμη στο χώμα. Έ φ τ α σ α δί­ πλα του καλπάζοντας σαν τρελός, παραμερίζοντας τους φρου­ ρούς του που ακόμη δεν είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί, και με έ­ να χτύπημα του σπαθιού μου έκοψα το λαιμό του εκατόνταρχου κάτω από το υποσιαγώνιο της περικεφαλαίας του· ένας πίδακας κατακόκκινου αίματος έλουσε τα καπούλια του αγριεμένου αλό­ γου του πατέρα. Από τη δύναμη του χτυπήματος μου το κεφάλι έφυγε κατρακυλώντας και χάθηκε ανάμεσα στα πόδια των πεζικάριων που έτρεχαν ολόγυρα και το σώμα έγειρε και έπεσε αρ­ γά στη σκόνη, με τη σιδερένια γροθιά του Ρωμαίου να σφίγγει α­ κόμη τη λαβή του σπαθιού. br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

407

Το τραύμα του πατέρα ήταν βαρύ, ένα βαθύ κόψιμο στους ι­ στούς και τους μυς του μηρού του που έφτανε μέχρι το κόκαλο. Για μια στιγμή έμεινε ανοιχτό, με το μηριαίο οστό να ξεχωρίζει λευκό και εκτεθειμένο ανάμεσα στα δύο άλικα σαρκώδη τοιχώ­ ματα που το κάλυπταν γύρω γύρω, θυμίζοντάς μου τόσο έντονα την εικόνα από μερί σφαγμένου βοδιού, που ανατρίχιασα· για μια στιγμή η πληγή δεν έτρεξε καν αίμα και ο πατέρας έσκυψε το κεφάλι και την κοίταξε, γεμάτος πόνο και απογοήτευση. Την αμέσως επόμενη στιγμή όμως το αίμα άρχισε να αναβλύζει από την κομμένη αρτηρία σαν πίδακας και το πρόσωπο του χλόμια­ σε. Πήδηξα από το άλογο μου, το έδιωξα χτυπώντας το στα κα­ πούλια και έτρεξα προς το μέρος του όσο πιο γρήγορα μπορού­ σα, πάνω στη γλίτσα και τη λέρα που κάλυπτε το έδαφος. Και ο πατέρας κατέβηκε από το άλογο του, προσπαθώντας να στηριχτεί στο γερό του πόδι - ή , πιο σωστά, σ' εκείνο που είχε τραυματιστεί λιγότερο πρόσφατα-, και το πρόσωπο του μεταμορφώθηκε σε μια μάσκα πόνου, καθώς όλο το βάρος του σώματος του έπεσε α­ πότομα στο σακατεμένο γόνατο του που το είχε ακόμη σε νάρθηκα και φρόντιζε ως τότε να το προφυλάξει. Οι άντρες γύρω του ά­ πλωσαν τα χέρια τους για να τον κρατήσουν, προσπαθώντας πα­ ράλληλα να σταματήσουν την ακατάσχετη αιμορραγία στο πε­ λώριο πόδι του· ο πατέρας πέταξε την περικεφαλαία του, τα μά­ τια του γύρισαν και λιποθύμησε. Ό π ω ς είχε συμβεί και την πρώτη φορά, με το που τραυματί­ στηκε ο βασιλιάς η είδηση κυκλοφόρησε αμέσως στις τάξεις των στρατιωτών και η επίθεση σταμάτησε, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους Ρωμαίους που είχαν επιζήσει να φτάσουν ανεμπόδιστοι στα αιχμηρά ξύλινα τείχη τους. Έ ν α ς από τους φρουρούς του βασιλιά έσκισε ένα κομμάτι ύ­ φασμα και το έδεσε σφιχτά γύρω από το πόδι για να σταματήσει την αιμορραγία και μέσα σε λίγη ώρα ο πατέρας άρχισε να συ­ νέρχεται. Στην αρχή ήταν ζαλισμένος, αλλά όταν ανέκτησε τις αι­ σθήσεις του και είδε τα ανήσυχα πρόσωπα των αντρών που στέ­ κονταν από πάνω του, μεμιάς τον έπιασε θυμός. «Σηκώστε με όρθιο», είπε με κόπο. «Σηκώστε με για να δουν οι άντρες ότι είμαι ζωντανός». Ο Βιτούιτος διαμαρτυρήθηκε έντονα, εγώ όμως κατάλαβα α­ μέσως τι ήθελε να κάνει ο πατέρας· όπως ακριβώς ο Αλέξανδρος παρουσιάστηκε στους στρατιώτες του για να καθησυχάσει τους br/zav

408

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

φόβους τους όταν τραυματίστηκε στην Ινδία, έτσι και ο πατέρας ήλπιζε ότι μ' αυτό τον τρόπο θα βοηθούσε τους άντρες του να μη χάσουν μια βέβαιη νίκη επειδή φοβόνταν για τη ζωή του. «Σήκωσέ τον!» διέταξα, πιάνοντας ο ίδιος τον πατέρα από τον έναν ώμο, και ο Βιτούιτος, ξεπερνώντας το δισταγμό της στιγμής, προσπάθησε να με βοηθήσει. Το κεφάλι του πατέρα έγειρε ξανά πίσω, καθώς από την αλλαγή θέσης έχασε πάλι τις αισθήσεις του, και στήριξα το βαρύ κορμί του με τον ώμο μου μέχρι να συνέλθει. «Συνεχίστε την επίθεση!» είπε αδύναμα ο πατέρας, με τραχιά φωνή, εξασθενημένος από την αιμορραγία. Έ ν α ς φυσιολογικός άνθρωπος δε θα είχε αντέξει, για να μην πω ούτε άλογο ή αρ­ κούδα. «Τους τρέψαμε σε φυγή... Τσακιστέ τους Ρωμαίους!» Ο Μάρκελλος ήρθε καλπάζοντας δίπλα μας· το πρόσωπό του ήταν ξαναμμένο από την ένταση της εφόδου που μόλις είχε κα­ τευθύνει και από την οργή για τον τραυματισμό του βασιλιά. «Στρατηγέ! Στρατηγέ Φαρνάκη!» βρυχήθηκε. Του έριξα μια γρήγορη ματιά εκνευρισμένος. «Όχι τώρα, χιλίαρχε! Δε βλέπεις ότι ο βασιλιάς είναι χτυπημένος;» Πήδηξε από το άλογό του, ήρθε με δρασκελιές εκεί που στε­ κόμουν στηρίζοντας τον πατέρα και με άρπαξε από τον ώμο. Μέ­ σα στην ταραχή μου παραλίγο να σηκώσω το ελεύθερο χέρι μου και να τον χτυπήσω, όμως η έκφραση στο πρόσωπό του με στα­ μάτησε. «Στρατηγέ Φαρνάκη... τρελάθηκες; Δε γίνεται να σταματήσει τώρα ο στρατός· θα χάσουμε όλα όσα καταφέραμε να κερδίσου­ με! Άφησε το βασιλιά στους γιατρούς... Πρέπει να αναλάβεις τη διοίκηση αμέσως, ειδάλλως ο τραυματισμός του βασιλιά θα έχει πάει χαμένος!» Έμεινα να τον κοιτάζω, ακίνητος, σαν υπνωτισμένος. Να α­ ναλάβω τη διοίκηση του στρατού; Όταν ο πατέρας ήταν ακόμη ζωντανός; Πώς θα μπορούσα να τον προδώσω;... «Στρατηγέ Φαρνάκη, τώρα! Οι άντρες περιμένουν!» Παραμέρισα τους ενδοιασμούς μου, έγνεψα καταφατικά και άφησα τον πατέρα στους φρουρούς. Πήδηξα στη ράχη ενός α­ λόγου που βρήκα λίγο πιο πέρα, σήκωσα το σπαθί μου ψηλά πά­ νω από το κεφάλι μου διαγράφοντας ένα μεγάλο κύκλο, σαν να ήταν λάβαρο, και τράβηξα έτσι την προσοχή των εκατόνταρχων και των διοικητών των κοόρτεων που είχαν συγκεντρωθεί στο ση­ μείο της αποτυχημένης απόπειρας δολοφονίας. br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

409

«Ο Μιθριδάτης ζει και βασιλεύει!» βρυχήθηκα και, καθώς η είδηση έφτανε στα αφτιά των ανήσυχων στρατιωτών, ακούστηκαν οι πρώτες επευφημίες. «Ο Μιθριδάτης ζει και βασιλεύει!» ούρλιαξα ξανά, κι αυτή τη φορά το ξέσπασμα των αντρών παραλίγο να με ρίξει από το ά­ λογο - τόσο έντονη ήταν η επίδραση της είδησης στους στρατιώ­ τες. Έκπληκτος μπροστά στον ενθουσιασμό που είχα προκαλέ­ σει, συνέχισα την απλή αγόρευσή μου. «Ζει, και η θέληση του είναι τα ρωμαϊκά σκυλιά να πεθάνουν σήμερα!» φώναξα. «Θα πετάξουμε τους Ρωμαίους στη θάλασσα! Συνεχίστε

την

επίθεση!»

Με μια βροντερή κραυγή οι άντρες έτρεξαν πίσω στις μονά­ δες τους, σχημάτισαν ξανά τις γραμμές που είχαν διαλύσει λίγες στιγμές νωρίτερα και ξεχύθηκαν μπροστά, προς τα ξύλινα τείχη που ορθώνονταν μόλις διακόσια βήματα πιο κάτω. Έστριψα με το άλογο για να αναζητήσω τον Μάρκελλο και να τον στείλω στη μάχη επικεφαλής των Ρωμαίων εξόριστων, μα έμεινα εμβρόντη­ τος βλέποντας τον πατέρα να στέκεται από πάνω μου, ανεβα­ σμένος ξανά στο άλογό του, με το πρόσωπο του χλομό και κατα­ βεβλημένο. Με κάρφωνε με το βλέμμα του, με κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Αμέσως ήρθε στο μυαλό μου η σκηνή της αντιπαρά­ θεσής μας μετά τη μάχη στον Άλη ποταμό, όταν είχα αναλάβει τη διοίκηση του ιππικού μετά τον απρόσμενο θάνατο του Γόρδιου. «Διέταξα τους στρατιώτες να επιστρέψουν στη μάχη», του εί­ πα απλά, χωρίς να ξέρω πόσα είχε ακούσει από την ομιλία μου και τι είχε καταλάβει. Μου έγνεψε κοφτά. «Το είδα», είπε αδύναμα, προσπαθώντας να κρατηθεί πάνω στο άλογο. «Δεύτερη φορά που αναλαμβάνεις τη διοίκηση χωρίς την άδειά μου». Εξακολουθούσε να αμφιβάλλει! Αυτή ήταν η σταγόνα που ξε­ χείλισε το ποτήρι. Ξέσπασα, του έβαλα τις φωνές, παρόλο που ο ηλικιωμένος άντρας με δυσκολία κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά από τον πόνο και το αίμα που είχε χάσει. «Χωρίς την άδειά σου! Εσύ ο ίδιος διέταξες τους στρατιώτες να συνεχίσουν την επίθεση ενώ είχες ήδη τραυματιστεί!» βρυχήθηκα. «Τι θέλεις από μένα; Είμαι στρατηγός ή απλώς φερέφωνό σου; Θα με κατηγορείς για α­ νταρσία κάθε φορά που θα εφαρμόζω κάποια τακτική; Μήπως εί­ σαι κανένας αθάνατος θεός, κανένας πάνσοφος και παντογνώ­ στης;» br/zav

410

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Συνέχισε να με κοιτάζει, εξαντλημένος, και σώπασα. Έ ν α ς στρατιωτικός γιατρός, ο Τιμόθεος, έτρεξε δίπλα του, ανάστατος που ο πατέρας είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να σκαρφαλώσει στο άλογό του, και άρπαξε τα γκέμια του ζώου. Ο πατέρας του έ­ κανε νόημα να περιμένει λίγο ακόμη. «Ενήργησες σωστά, Φαρνάκη», είπε. Η φωνή του έμοιαζε με ψίθυρο από την κούραση, το βλέμμα του όμως είχε ακόμη την ί­ δια φωτιά. «Όμως να θυμάσαι τη θέση σου· να τη θυμάσαι! Δεν πέθανα ακόμη». Αναστέναξα και κούνησα το κεφάλι μου, μην μπορώντας να πιστέψω ότι μετά από τόσα χρόνια που στεκόμουν πιστά στο πλευ­ ρό του εκείνος αμφέβαλλε ακόμη για τις προθέσεις μου. «Χαί­ ρομαι αφάνταστα που ζεις», είπα με ειλικρίνεια. Με κοίταξε καλά καλά. «Το λες σαν να το εννοείς πραγματι­ κά». «Φυσικά και το εννοώ. Ό μ ω ς και ο Ρωμαίος, ο Τριάριος, ζει ακόμη και κάτι πρέπει να κάνουμε γι' αυτό». «Ο Τριάριος δε θα τη βγάλει αυτή τη νύχτα», μου απάντησε, «ούτε και η Ρώμη αυτή τη χρονιά». Ωστόσο η Ρώμη την έβγαλε εκείνη τη χρονιά και ο Τριάριος εκείνη τη νύχτα, όμως μόνο η συνείδησή του, αν έχει, θα μπο­ ρούσε να απαντήσει στο ερώτημα πώς μπόρεσε να αντέξει τον ε­ αυτό του μετά την αισχρή συμπεριφορά του σ' εκείνη τη μάχη. Κι αυτό γιατί, βλέποντας τις δυνάμεις του να τρέπονται σε άτακτη φυ­ γή, ο Τριάριος πήρε όσους άντρες του είχαν σωθεί και μπορού­ σαν να κρατήσουν όπλο και αναζήτησε πανικόβλητος καταφύγιο στην Καππαδοκία, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Ρω­ μαίων. Με τη φυγή του αυτή διέπραξε κάτι το αδιανόητο, το α­ συγχώρητο: εγκατέλειψε πίσω του τα πτώματα εφτά χιλιάδων Ρω­ μαίων, καταδικάζοντας τις ψυχές τους να αιωρούνται αιώνια α­ νάμεσα στα σαγόνια των άταφων κρανίων τους. Η άνανδρη ε­ νέργεια του Τριάριου μας προκάλεσε αηδία, περιορίζοντας ακό­ μη και τη χαρά μας για τις αποσκευές, τους θησαυρούς και τις προμήθειες των Ρωμαίων που έπεσαν στα χέρια μας μετά την πα­ νικόβλητη υποχώρηση των λεγεώνων. Το μόνο που μας λύπησε ήταν ότι δεν καταφέραμε να καταστρέψουμε ολοκληρωτικά τις ρωμαϊκές δυνάμεις, κάτι που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει αν δεν ανακόπταμε την επίθεσή μας από φόβο για τη ζωή του βασι­ λιά. Ανάμεσα στους νεκρούς Ρωμαίους ήταν τέσσερις χιλίαρχοι br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

411

και εκατόν πενήντα εκατόνταρχοι, τεράστιο ποσοστό της ηγεσίας των ρωμαϊκών δυνάμεων, απόδειξη ότι το ηθικό των λεγεωνάριων είχε καταρρακωθεί, καθώς οι οπλίτες εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης αφήνοντας πίσω τους αξιωματικούς τους να πολεμήσουν και να πεθάνουν.

Λίγο μετά τη μάχη μάθαμε από Έλληνες εμπόρους ότι ο Λού­ κουλλος επέστρεψε τελικά στη Ρώμη κι ότι οργανώθηκε θρίαμ­ βος προς τιμήν του. Η τιμητική συνοδεία του ήταν ελάχιστη: μό­ λις χίλιοι πεντακόσιοι άρρωστοι ή τραυματίες λεγεωνάριοι, οι μο­ ναδικοί που δεν έφυγαν για τα κτήματα που τους δόθηκαν με την αποστράτευσή τους ή όσοι δεν είχαν καταταγεί ξανά ακολουθώντας τον Πομπήιο. Ωστόσο, παρότι ο Λούκουλλος υστερούσε σε άντρες, ισοσκέλισε την απουσία τους και με το παραπάνω χάρη στα αμύθητα, λαμπρά, θαυμάσια λάφυρα που έφερε μαζί του, ό­ λα λεηλατημένα από τον Πόντο και την Αρμενία. Εκτός από τις αμέτρητες χιλιάδες πανοπλίες που είχε πάρει α­ πό τα πτώματα Αρμένιων καταφράκτων, τις οποίες ο Λούκουλλος τοποθέτησε σαν άψυχη στρατιά στο κέντρο του Φλαμίνιου Ιππο­ δρόμου, ο θησαυρός του περιλάμβανε τα έμβολα από εκατό πο­ ντιακά πολεμικά πλοία· δέκα επίχρυσα δρεπανηφόρα άρματα· έ­ ναν ανδριάντα του βασιλιά Μιθριδάτη σε φυσικό μέγεθος φτιαγ­ μένο από ατόφιο χρυσάφι· είκοσι φορεία ξέχειλα από ασήμι, το καθένα από τα οποία μετέφεραν οχτώ δούλοι που παραπατούσαν από το βάρος, και άλλα τριάντα δύο γεμάτα χρυσό· πενήντα έξι μουλάρια φορτωμένα με ράβδους αργύρου και άλλα εκατόν ε­ φτά μ' ασημένια νομίσματα. Ό λ α αυτά αποτέθηκαν στα σκαλο­ πάτια του Καπιτωλίου, μια τεράστια προσφορά στο ρωμαϊκό λαό και τους προστάτες θεούς Δία, Ή ρ α και Αθηνά. Σε κάθε στρα­ τιώτη που πολέμησε στις εκστρατείες στην Ανατολή δόθηκε το ποσό των εκατόν πενήντα ασημένιων δραχμών, ασύλληπτη α­ μοιβή. Μετά τη θριαμβευτική παρέλαση ο Λούκουλλος οργάνω­ σε πάνδημη γιορτή προσφέροντας πλούσια φαγητά σ' ολόκληρη την πόλη αλλά και στις γύρω κωμοπόλεις και τα χωριά, καλύ­ πτοντας τα έξοδα από την προσωπική του περιουσία. Κάπως έτσι ολοκλήρωσε τη σταδιοδρομία του, όπως γίνεται σ' εκείνες τις παλιές και φτηνές κωμωδίες που ξεκινούν βαρετά αλλά καταλήγουν ξεκαρδιστικά, αφού τα πρώτα χρόνια της ζωής br/zav

412

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

του σημαδεύτηκαν από σκληρές εκστρατείες και διακυβέρνηση, ενώ τα τελευταία του από συμπόσια και ευωχίες, ανούσια θεά­ ματα και χορούς κι άλλες τέτοιες ανοησίες. Ο Λούκουλλος μετα­ μορφώθηκε από ασήμαντο λεγεωνάριο στον πλουσιότερο και πιο δημοφιλή πολίτη της Ρώμης. Κατά τη διάρκεια των θριαμβευτικών πανηγυρισμών φαίνεται ότι κάποιος συγκλητικός είχε το θράσος να επισημάνει ότι λιγό­ τερο από ένα χρόνο πριν ο Λούκουλλος είχε στείλει επίσημη α­ ναφορά στη Ρώμη στην οποία περηφανευόταν ότι είχε καθυπο­ τάξει οριστικά τον Πόντο και είχε εξουδετερώσει τον Μιθριδάτη. Ακούγοντας το επιτιμητικό σχόλιο, λένε ότι ο Λούκουλλος απλώς ανασήκωσε τους ώμους του και είπε ότι εκείνη τη δεδομένη στιγ­ μή η αναφορά του αντικατόπτριζε την πραγματικότητα. Τώρα όμως η Ρώμη καλούνταν να αντιμετωπίσει ξανά τον Πό­ ντο.

br/zav

IV

ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ ΟΤΙ Ο ΠΟΜΠΗΙΟΣ έλεγε την αλήθεια όταν ι­ σχυριζόταν πως ήταν ανίκητος. Μέσα σε τρεις μήνες είχε εξαλεί­ ψει την απειλή των πειρατών από ολόκληρη τη λεκάνη της Με­ σογείου. Έστειλε τις ρωμαϊκές δυνάμεις στη Βόρεια Αφρική, τη Σικελία και την Κορσική και υποχρέωσε τους πειρατές να εγκα­ ταλείψουν τα διάφορα, διασκορπισμένα παντού κρησφύγετά τους και να καταφύγουν στην τεράστια μόνιμη πειρατική βάση στις ακτές της Κιλικίας. Εκεί οι πειρατές επιχείρησαν να αντισταθούν, όμως ο ενθουσιασμός τους κάμφθηκε όταν στην κατοχή του Πο­ μπήιου πέρασαν γύρω στις ενενήντα γαλέρες τους, δεκάδες πλοία μεταφοράς πολεμιστών και εφοδίων και είκοσι χιλιάδες άντρες. Ό μ ω ς , αντί να επισύρει την έχθρα τους, φρόντισε να προκαλέσει τεράστια σύγχυση και διαφωνίες στις τάξεις τους κάνοντάς τους μια προσφορά την οποία αποδέχτηκε εντέλει η Σύγκλητος, αν και αρχικά δεν την είχε εγκρίνει, συμφωνά με την οποία κάθε πειρατής που δεχόταν να παραδώσει τα παράνομα πλούτη του και να υποταχθεί στη Ρώμη θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα ένα κομμάτι γης στην Ελλάδα ή την Ασία. Ο πειρατικός στόλος διαλύθηκε ό­ πως λιώνουν οι πάγοι στην Κασπία το καλοκαίρι. Εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι ο πα­ τέρας δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. «Έμαθα το μάθημά μου από τον Αρχέλαο», σχολίασε επιτι­ μητικά. «Οι πειρατές είναι μισθοφόροι, τίποτα λιγότερο και τί­ ποτα περισσότερο. Δεν έχουν να κερδίσουν κάτι αν πολεμήσουν το ρωμαϊκό στόλο, εκτός κι αν τρέφουν φιλοδοξίες να κυβερνή­ σουν τη Ρώμη. Δεν έχω τίποτα να τους προσφέρω αυτή τη στιγ­ μή, επομένως ακόμη και λίγα στρέμματα βοιωτικής γης για να σπείρουν φακές είναι καλύτερα από το να περάσουν μια ζωή σαν δούλοι στις ρωμαϊκές γαλέρες αν αρνηθούν». Έ φ τ υ σ ε από την αbr/zav

414

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

νοιχτή δεξιά γωνία του στόματός του, μια συνήθεια που είχε α­ ποκτήσει μετά τον τραυματισμό του, για να μη μαζεύονται τα σά­ λια του κι αρχίσουν να τρέχουν, όπως θα συνέβαινε διαφορετικά. Πάντως, είτε προλάβαινε να φτύσει είτε όχι, ήταν καταδικασμέ­ νος ένα μέρος από τα σάλια να κολλάει στην άκρη της γενειάδας του, ένα άσχημο θέαμα που ενοχλούσε όσους δεν το είχαν συνη­ θίσει. «Δεν πειράζει», παρατήρησα με τη σειρά μου. «Ελέγχεις την ποντιακή ενδοχώρα. Έ χ ε ι ς στρατό αποτελούμενο από τριάντα χιλιάδες πεζικάριους και τρεις χιλιάδες ιππείς. Ό σ ο για τη Σι­ νώπη και την Αμισό... μπορείς να κάνεις και χωρίς αυτές τις πα­ ράκτιες πόλεις. Ακόμη και για να τις κρατήσεις θα υποχρεωνό­ σουν στους πειρατές». Ξεφύσηξε, ανασήκωσε αδιάφορα τους πελώριους ώμους του και σηκώθηκε όρθιος. Σκέφτηκα ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα. Όχι και πολύ όμως. Ο καλύτερος στρα­ τηγός της Ρώμης στρατοπέδευε πλέον στις ακτές της Κιλικίας. Είχε μια πανίσχυρη στρατιά, τις συνδυασμένες δυνάμεις των λε­ γεώνων που μεταφέρθηκαν από την Ισπανία και την Ιταλία, κα­ θώς και τις δυνάμεις που απέμεναν από το στρατό του Λούκουλ­ λου, οι οποίες ήταν εξοικειωμένες με την περιοχή. Ο πατέρας α­ ντίθετα διένυε το εξηκοστό έκτο έτος της ζωής του και εξακο­ λουθούσε να υποφέρει από τους πόνους που του προκαλούσαν τα τρία πρόσφατα τραύματά του, κανένα από τα οποία δε φαινόταν πιθανό να γιατρευτεί τελείως. Με το τεράστιο πρόγραμμα ανοι­ κοδόμησης και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που είχε θέσει σε εφαρμογή σύντομα θα εξαντλούνταν όλοι οι πόροι του. Στους δα­ σωμένους λόφους και τα φαράγγια της ενδοχώρας είχε στις δια­ ταγές του ένα μεγάλο αλλά ανεκπαίδευτο στρατό αποτελούμενο από μέλη των φυλών της περιοχής, εντούτοις αντιμετώπιζε όλο και μεγαλύτερα προβλήματα στην τροφοδοσία τους, καθώς οι ρω­ μαϊκές λεγεώνες είχαν λεηλατήσει τόσο βάναυσα τα εδάφη που κατείχαν μέχρι πρόσφατα, ώστε οι αγρότες που είχαν απομείνει ουσιαστικά δεν έμπαιναν στον κόπο να σπείρουν σιτηρά, αφού φοβόνταν ότι οι σοδειές τους ή θα καταστρέφονταν ή θα έπεφταν στα χέρια των στρατιωτών πριν προλάβουν να τις πουλήσουν στις αγορές. Οι σύμβουλοί μας πρότειναν να διαπραγματευτούμε με το Ρω­ μαίο στρατηγό. Οι μεσολαβητές από την πλευρά του Πομπήιου br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

415

είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι ίσως υπήρχαν περιθώρια για ειρη­ νική διευθέτηση της όλης υπόθεσης. Ο Πομπήιος ανυπομονού­ σε να επιστρέψει στη Ρώμη και να αναλάβει τα διοικητικά κα­ θήκοντα που θεωρούσε ότι δικαιούνταν. Ο πατέρας ήθελε απλώς να τον αφήσουν ήσυχο οι λεγεώνες, να αναγνωριστεί ως ηγεμό­ νας των πατρογονικών του εδαφών και να του επιτραπεί να συ­ νεχίσει την ανοικοδόμηση του Πόντου. Ο Πομπήιος επιθυμούσε ο βασιλιάς να δηλώσει ότι ήταν φίλος και σύμμαχος του ρωμαϊ­ κού λαού. Ο πατέρας δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό, αλλά υ­ παινίχθηκε ότι διέθετε ακόμη σημαντικές ποσότητες θησαυρών κρυμμένες σε κάποιο απομακρυσμένο οχυρό, τις οποίες θα μπο­ ρούσε να παραχωρήσει στο στρατηγό αν δεχόταν να συνάψει ει­ ρήνη. Οι Ρωμαίοι αντιπρότειναν κάτι άλλο και ο πατέρας έκανε κάποιες, ελάχιστες, υποχωρήσεις. Μικρή πρόοδος σημειωνόταν. Τα πράγματα έδειχναν να οδεύουν με απελπιστικά αργούς ρυθμούς προς κάποια συμβιβαστική λύση, όταν ο Πομπήιος, πά­ ντα μέσω τρίτων, έθεσε ένα αίτημα το οποίο ο πατέρας απέρρι­ ψε κατηγορηματικά. Μάλιστα, όχι μόνο το απέρριψε, αλλά έ­ κλεισε οριστικά την πόρτα σε κάθε μελλοντική διαπραγμάτευση, αφού θεώρησε το αίτημα προσβλητικό. Ο Πομπήιος, πριν συζη­ τηθούν οι όροι για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε απευθεί­ ας συνάντησης των δύο αντρών, είχε ζητήσει, ως δείγμα της κα­ λής πίστης του Μιθριδάτη, να του παραδοθούν όλοι οι Ρωμαίοι εξόριστοι που βρίσκονταν στο ποντιακό στρατόπεδο, τρεις χι­ λιάδες άτομα συνολικά. Ο πατέρας αρνήθηκε, μένοντας πιστός στους άντρες που εί­ χαν σταθεί στο πλευρό του τόσα χρόνια, γνωρίζοντας ότι τους πε­ ρίμενε βέβαιος θάνατος σε περίπτωση που ο Πομπήιος αποφά­ σιζε να εξαπολύσει ολομέτωπη επίθεση. Η πίστη του υποτελούς στον αφέντη του, έλεγε ο πατέρας, ήταν η πιο αξιοθαύμαστη απ' όλες τις αρετές. Αρνιόταν να βασανίσει αιχμάλωτους στρατιώτες του εχθρού αν έβλεπε ότι έμεναν αφοσιωμένοι στους διοικητές τους ούτε τιμωρούσε δούλους που ακολουθούσαν τους αφέντες τους σε προδοτικές ενέργειες, ακόμη και σε βάρος του ίδιου. Πώς λοιπόν θα μπορούσε να διατηρήσει την αντρική του τιμή αν δε­ χόταν να παραδώσει εκείνους τους στρατιώτες που είχαν σταθεί πιστοί απέναντί του επί δύο δεκαετίες, εκείνους που τον είχαν α­ κολουθήσει στη μάχη και του είχαν σώσει τη ζωή όταν τραυμα­ τίστηκε; Προτιμούσε, όπως είπε, να είχε χάσει και τα δυο του πόbr/zav

416

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

δια από τραύματα στα Ζήλα. Προτιμούσε, σχολίασε, να του είχε τσακίσει ολόκληρο το κεφάλι εκείνο το ακόντιο και όχι μόνο το σαγόνι του. Για να είμαι ακριβής, στους Ρωμαίους κήρυκες που του μετέφεραν τη μοιραία πρόταση από τον Πομπήιο δε μίλησε με τόσο παραστατικό τρόπο - ή ίσως να εκφράστηκε ακόμη πιο εύγλωττα, εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπει κανείς τα πράγ­ ματα. Είπε μόνο τρεις λέξεις, αξεπέραστα εκφραστικές: «Ο Πομπήιος γαμιέται». Οι κήρυκες, σκανδαλισμένοι, επέστρεψαν άρον άρον στην Κι­ λικία. Μέσα σε ένα μήνα ο Πομπήιος επιτέθηκε.

Ο Ρωμαίος στρατηγός βάδισε επικεφαλής των λεγεώνων του προ­ ελαύνοντας με την πελώρια στρατιά του μέσα από τις πεδιάδες της Καππαδοκίας και εισέβαλε στον Πόντο. Ή τ α ν άψογος στρα­ τιώτης και μυαλωμένος στρατηγός, ακόμη και με τα υψηλά μέ­ τρα και σταθμά της Ρώμης. Εκεί όμως όπου ήταν πραγματικά α­ σύγκριτος ήταν στις διοικητικές του ικανότητες. Ενώ οι στρατιώ­ τες μας σιτίζονταν με ό,τι υπήρχε πρόχειρο, χάνοντας τη μισή τους μέρα ψάχνοντας για κάτι φαγώσιμο, παζαρεύοντας με χω­ ρικούς για λίγους μουχλιασμένους κόκκους σιταριού ή κυνηγώντας με κόπο ελάφια και αντιλόπες στα βουνά, οι λεγεωνάριοι του Πο­ μπήιου κινούνταν εναντίον μας με τα στομάχια τους γεμάτα. Πέ­ ρασαν στον Πόντο ακολουθούμενοι από μια τεράστια γραμμή α­ νεφοδιασμού που εκτεινόταν μέχρι τη βάση τους στην Κιλικία και μετέφερε όχι μόνο τις απαραίτητες γαλέτες και το κρασί, που αποτελούσαν τη βασική διατροφή των λεγεωνάριων και τους αρ­ κούσαν για να ζήσουν εβδομάδες ολόκληρες, αλλά και νερό άμαξες φορτωμένες με εκατοντάδες βαρέλια και φλασκιά πόσι­ μου νερού που είχαν συγκεντρώσει από ασφαλείς πηγές. Με τον τρόπο αυτό οι λεγεώνες δεν κινδύνευαν από τις προσπάθειές μας να επιβραδύνουμε την πορεία τους δηλητηριάζοντας πηγάδια ή στρέφοντας την κοίτη των ρυακιών μακριά από τη διαδρομή που ακολουθούσαν. Μας ήταν αδύνατο να διακόψουμε τη ροή των ε­ φοδίων, καθώς δεν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε επαρκείς δυνάμεις πίσω από τις ρωμαϊκές γραμμές ώστε να εμποδίζουμε διαρκώς τα καραβάνια. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο δύσκο­ λα μια και ο Πομπήιος αποδείχτηκε άριστος γνώστης της τέχνης της διπλωματίας, παίρνοντας με το μέρος του τους συμμάχους br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

417

μας είτε με δωροδοκίες είτε με εγγυήσεις για την ασφάλειά τους, όπως είχε κάνει και με τους πειρατές. Με αργά και συστηματικά βήματα, με την ανεξάντλητη υπομονή που φαινόταν να διαθέτει, μας απώθησε από τα βουνά της ενδοχώρας, μας οδήγησε σε α­ διέξοδο φέρνοντάς μας με την πλάτη ανάμεσα στο ρωμαϊκό στό­ λο που είχε συγκεντρωθεί στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και την Αρμενία, όμως ο πατέρας δεν ήθελε με τίποτα να ζητήσει ά­ συλο από τον Τιγράνη για δεύτερη φορά. Καθημερινά οι επιλο­ γές μας μειώνονταν και ο Πομπήιος το γνώριζε. Το ίδιο και οι στρατιώτες μας. Ω Αιώνα, θεέ του αέναου χρόνου: το επίθετο «αργή» δεν αρ­ κεί για να περιγράψει την πορεία του Πομπήιου. Οι κινήσεις του ήταν βασανιστικές, έπαιζε μαζί μας καθώς υποχωρούσαμε, φρό­ ντιζε να μην πάρει το παραμικρό ρίσκο, απέφευγε να αντιμετω­ πίσει το πεζικό μας σε κανονική μάχη. Ό σ ο κι αν προσπαθού­ σαμε, ήταν αδύνατο να τον παρασύρουμε στις ενέδρες που στή­ ναμε· οι λεγεώνες του αρνιόνταν να βγουν από τα οχυρά στρατό­ πεδά τους μέχρι να υποχωρήσουμε εμείς στους πρόποδες του ε­ πόμενου λόφου. Τοποθετούσε φρουρές βαριά θωρακισμένου πε­ ζικού στα περάσματα των ποταμών και έστελνε μισθοφόρους ιπ­ πείς και τοξότες στους γύρω λόφους για να προστατεύσει τα ζω­ τικής σημασίας καραβάνια ανεφοδιασμού. Οχυρωθήκαμε σε έ­ να απόρθητο ορεινό φρούριο απ' όπου μπορούσαμε να τους κα­ ταστρέψουμε ρίχνοντας ογκόλιθους και φλεγόμενα βέλη από τα τείχη. Οι Ρωμαίοι αρνήθηκαν ακόμη και να δοκιμάσουν να επι­ τεθούν και προτίμησαν να μας πολιορκήσουν, σκάβοντας ορύγ­ ματα και παραμένοντας πολύ πέρα από το βεληνεκές των όπλων μας, επιδιώκοντας να μας αναγκάσουν να παραδοθούμε, όχι α­ πό την πείνα, αλλά μάλλον από την ανία, με την αδυσώπητη διαρ­ κή σιωπή τους, την απόλυτη έλλειψη επιθετικότητας που τους διέ­ κρινε. Δύο φορές σε διάστημα δύο εβδομάδων έστειλε ο Πομπήιος κήρυκες κρατώντας σημαία ανακωχής, επαναλαμβάνοντας την προηγούμενη πρότασή του, δηλαδή να παραδώσει ο πατέρας τους Ρωμαίους εξορίστους και να δηλώσει φίλος της Ρώμης και σε αντάλλαγμα εκείνοι θα του επέτρεπαν να κυβερνά το ρημαγ­ μένο βασίλειό του ανενόχλητος. Και τις δύο φορές ο πατέρας έ­ διωξε τους κήρυκες αρνούμενος κατηγορηματικά να διαπραγ­ ματευτεί. Την τρίτη φορά που επιχείρησαν να πλησιάσουν οι μεbr/zav

418

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σολαβητές ο πατέρας διέταξε τους τοξότες του να ρίξουν. Όταν διαμαρτυρήθηκα για την ενέργειά του αυτή, μου απάντησε ότι ή­ ταν καλύτερα να παραβεί τους νόμους της διπλωματίας ρίχνο­ ντας βέλη σε κήρυκες παρά να παραβιάσει τους νόμους της φύ­ σης και να προδώσει άντρες που του ήταν πιστοί. Σαράντα πέντε μέρες αντέξαμε, κλεισμένοι σ' εκείνο το απαί­ σιο φρούριο. Είχαμε καταλήξει να τρώμε τα υποζύγιά μας, ακό­ μη και άγρια σκυλιά και γάτες που είχαμε βρει να ζουν σε λα­ γούμια κάτω από τα τείχη, αν και ο πατέρας μάς απαγόρευσε να σφάξουμε τα πολεμικά άλογα. Ανεβασμένοι ψηλά στα τείχη βλέ­ παμε τις ατέλειωτες αφίξεις εφοδίων για τον Πομπήιο, κοπάδια με κατσίκες και βόδια που όδευαν προς σφαγή, κάρα γεμάτα αμ­ φορείς με κρασί. Κοιτάζοντας τους στρατιώτες μου μια μέρα, εί­ δα κάτισχνα πρόσωπα και ξεραμένα, σκασμένα χείλη από τις ε­ λάχιστες μερίδες βρομισμένου νερού που δίνονταν καθημερινά στους άντρες μας, το χαλασμένο κρέας μουλαριού και τις σκουληκιασμένες γαλέτες. Ακόμη και ο Βιτούιτος, ο γιγαντόσωμος, μυώδης, αθάνατος Βιτούιτος, είχε αρχίσει να δείχνει αδύνατος και γερασμένος, σκιά του άντρα που υπήρξε στα νιάτα του. Συ­ νειδητοποίησα ότι ήταν αδύνατο να αντέξουμε άλλο.

Την επόμενη αφέγγαρη νύχτα πήραμε τη μοιραία απόφαση. Σή­ κωσα το βλέμμα μου στον ουρανό, με τον Παπία και τον πατέρα να στέκονται δίπλα μου. «Ποιο είναι αυτό το αστέρι που ταξιδεύει στον ουρανό;» ρώ­ τησα. Ο αιωνόβιος άντρας μίλησε χωρίς δισταγμό. «Ο Σείριος», είπε. «Πλησίον της επτάδας των Πλειάδων, που είναι ακόμη ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας». «Οι οιωνοί είναι ευνοϊκοί για την πράξη, γέροντα;» ρώτησε ο πατέρας με βαρύ τόνο. Ο Παπίας μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε προσεκτικά τον ουρανό για αρκετή ώρα κι ύστερα είπε μετρημένα: «Είναι, άρ­ χοντά μου». Ο πατέρας κατευθύνθηκε με μεγάλα βήματα στο χορταρια­ σμένο κομμάτι που εκτεινόταν δίπλα από τον κεντρικό πύργο του οχυρού, στο υπόστεγο όπου οι άρρωστοι και τραυματίες στρα­ τιώτες μας, χίλιοι διακόσιοι συνολικά, κείτονταν ώμο με ώμο σε br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

419

στρατιωτικούς σχηματισμούς: δύο πλήρεις κοόρτεις, ένας στρα­ τός σε οριζόντια θέση όπου κυριαρχούσαν τα βογκητά και οι σπα­ σμοί. Φτάνοντας πλάι στον πρώτο τραυματία, σταμάτησε, κοί­ ταξε την ξαπλωμένη φιγούρα, ύστερα γονάτισε αργά αργά στο έ­ να του πόδι και τράβηξε την κουβέρτα που τον κάλυπτε. Μια αρρωστιάρικη, γλυκερή μυρωδιά έφτασε στις μύτες μας, η μυρωδιά του θανάτου. Ο άντρας είχε χάσει το πόδι του από το γόνατο και κάτω από ένα βέλος Ρωμαίου που τον είχε βρει στην κνήμη πριν δύο εβδομάδες και στη συνέχεια ακολούθησε το πριόνι του χει­ ρουργού του στρατοπέδου. Ο ιστός γύρω από την πληγή ήταν φα­ νερό ότι άρχιζε να σαπίζει, αποκτώντας τη φολιδωτή και υποκύανη όψη της γάγγραινας. «Θα είναι νεκρός σε δύο μέρες», μουρμούρισε ο Παπίας, που πλησίασε για να εξετάσει το πόδι του στρατιώτη κάτω από το φως του πυρσού. Ο τραυματισμένος άντρας είχε το βλέμμα του καρ­ φωμένο στον ουρανό, ήταν ανέκφραστος και προφανώς δεν α­ ντιλαμβανόταν την παρουσία μας. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ο πατέρας έγνεψε κοφτά, τράβηξε το μαχαίρι από το θηκάρι του και δίχως να διστάσει περαιτέρω το έσυρε γρήγορα και αποτε­ λεσματικά απ' τη μια άκρη του λαιμού του άντρα ως την άλλη. Το κεφάλι έγειρε αθόρυβα στο πλάι, ενώ τα μάτια συνέχιζαν να κοι­ τάζουν τον ουρανό. Ο πατέρας πέρασε από πάνω του και στάθη­ κε δίπλα στον επόμενο άντρα, έναν Πόντιο που αναγνώρισα· ή­ ταν ένας βετεράνος ιχνηλάτης. Δε σκεπαζόταν με κουβέρτα, για­ τί το βάρος της ήταν υπερβολικά επώδυνο για την καμένη σάρ­ κα στον κορμό και τους μηρούς του, αποτέλεσμα της έκρηξης ε­ νός φλεγόμενου δοχείου με πίσσα που εκτόξευσε κάποια εχθρι­ κή βαλλίστρα σκοτώνοντας αρκετούς ακόμη άντρες μας. Ο στρα­ τιώτης αυτός είχε παρατηρήσει προσεκτικά τι είχαμε κάνει με τον άντρα δίπλα του. Τότε, καθώς πλησίαζε ο πατέρας, έκλεισε τα μάτια του και σήκωσε το πιγούνι του προς τα αστέρια, αφή­ νοντας εκτεθειμένο το λαιμό του στη λεπίδα, αποδεχόμενος τη μοίρα του. Ο πατέρας ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο του άντρα, ψιθύρισε λίγα λόγια ευχαριστώντας τον και στη συνέχεια τον έστειλε κι αυτόν στους θεούς. Έχοντας δώσει το παράδειγμα και συνοδευόμενος από είκο­ σι Ρωμαίους εξορίστους που είχαν επιλεγεί με κλήρο, ο πατέρας έκοψε γρήγορα και αθόρυβα το λαιμό και των υπόλοιπων ξα­ πλωμένων στρατιωτών, με τη σειρά. Εκείνοι που διατηρούσαν τις br/zav

420

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

αισθήσεις τους και καταλάβαιναν τι συνέβαινε περίμεναν στωικά τη μοίρα τους βουβοί. Οι υγιείς στρατιώτες στέκονταν κατηφείς λίγο πιο πέρα, παρακολουθώντας την τραγική σκηνή. Δεν ακού­ στηκε καμία διαμαρτυρία, ούτε πέρασε από το μυαλό κάποιου κά­ τι τέτοιο. Δεν έγινε καμία σύγκριση με την επιλογή του Τριάριου να εγκαταλείψει άρον άρον τους δικούς του νεκρούς και τραυ­ ματίες στα Ζήλα. Ο γρήγορος, αθόρυβος θάνατος των χιλίων δια­ κοσίων τραυματιών μας ήταν προτιμότερος από τη μοίρα που θα τους περίμενε αν είχαν πέσει ζωντανοί στα χέρια των Ρωμαίων. Όταν ο πατέρας σήκωσε το μαχαίρι του από τον τελευταίο στρατιώτη, γύρισε παγωμένος στις πελώριες πύλες που φρου­ ρούσαν την είσοδο του οχυρού και στάθηκε μαζί με τους λίγους Πόντιους και Ρωμαίους εξορίστους αξιωματικούς που παρακο­ λουθούσαν τη θλιβερή διαδικασία. Το πρόσωπό του ήταν ανέκ­ φραστο, αλλά στο λιγοστό φως των πυρσών στον τοίχο πίσω μας φάνηκαν τα δάκρυά του που κυλούσαν ποτάμι στα βρόμικα μά­ γουλά του και νότιζαν τη λερή γενειάδα του. Αφού κοντοστάθη­ κε για λίγο, στράφηκε στο βουβό πλήθος των αντρών που είχαν συγκεντρωθεί πίσω του αποδεχόμενοι τις πράξεις του αλλά και γε­ μάτοι δέος. «"Το να πεθάνεις δοξασμένα"», είπε ήρεμα, μεταφράζοντας τα ποιητικά ελληνικά του Ευριπίδη στα ποντιακά που μιλούσαν οι άντρες του, «"αν γράφει το θάνατό σου η μοίρα, φέρνει θλίψη θαρρώ στο σκοτωμένο και πώς όχι; Μα οι συγγενείς καυχιούνται κι έχουν δόξα λαμπρή στα σπίτια τους"»*. Χωρίς άλλη καθυστέρηση για συναισθηματικές εξάρσεις ή αρνητικές σκέψεις, έγνεψε στους στρατιώτες που βρίσκονταν α­ πό πάνω μας, ψηλά στα τείχη. Οι άντρες άρχισαν να τραβούν τις τροχαλίες και οι τεράστιες πύλες άρχισαν να ανοίγουν, αθόρυβα και ομαλά, πάνω στις προσεκτικά λαδωμένες στρόφιγγές τους. Οι δύο χιλιάδες Πόντιοι ιππείς που μας είχαν απομείνει βγή­ καν καλπάζοντας γρήγορα από τις πύλες, ακολουθούμενοι σε πυ­ κνές γραμμές από τους ταλαιπωρημένους πλην όμως απόλυτα α­ ποφασισμένους πεζικάριους, με τους Ρωμαίους εξορίστους στην προφυλακή. Ό λ ε ς οι αποσκευές, τα πολύτιμα αντικείμενα, οι ε­ ναπομείνασες προμήθειες, σκηνές και τα περισσευούμενα όπλα * Ευριπίδης, Ρήσος, σειρά «Οι Έλληνες», μτφ. Τ. Ρούσσος, εισ. - σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, 1991, σελ. 97. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

421

έμειναν πίσω. Είχαμε μόνο μία ελπίδα να σπάσουμε το ρωμαϊκό κλοιό, κι αυτή μόνο εφόσον όλοι οι άντρες ήταν έτοιμοι για μά­ χη. Ακόμη κι ο γέροντας Παπίας πήρε στα χέρια ένα σπαθί και ένα μαχαίρι. Δεν περίσσευε κανένας για να μεταφέρει αποσκευ­ ές. Αν χάναμε, αυτά τα πράγματα θα μας ήταν άχρηστα ούτως ή άλλως. Ό μ ω ς , για πρώτη φορά, ο Πομπήιος, ο σχολαστικός, πάντα προσεκτικός Πομπήιος, πιάστηκε στον ύπνο - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το ιππικό μας έσπασε την περίμετρο των μισοκοιμισμένων Ρωμαίων σκοπών σε ένα αδύνατο σημείο που είχαμε ε­ ντοπίσει νωρίτερα· το πεζικό μας πέρασε όπως όπως μέσα από τα ορύγματα και πάνω από τα ξύλινα τείχη που είχαν κατασκευ­ άσει οι Ρωμαίοι ακριβώς για να εμποδίσουν μια τέτοια ενέργεια. Πριν σημάνει συναγερμός στο ρωμαϊκό επιτελείο, που βρισκόταν οχτακόσια μέτρα παραπέρα, ο Μιθριδάτης και τριάντα χιλιάδες αποστεωμένοι στρατιώτες είχαν προλάβει να χαθούν στο σκοτά­ δι, αφήνοντας τους Ρωμαίους να απορούν και λίγο αργότερα να πανηγυρίζουν καθώς ρίχνονταν όχι πάνω μας, αλλά στο οχυρό που μόλις είχαμε εγκαταλείψει, για να λεηλατήσουν τις αποσκευές και τους θησαυρούς που είχαμε αφήσει πίσω μας. Καθώς απο­ μακρυνόμασταν καλπάζοντας μέσα στο σκοτάδι, οι επευφημίες και οι φωνές των λεγεώνων μάς ακολουθούσαν για χιλιόμετρα, ε­ νώ κάποια στιγμή είδα τον πατέρα να κουνά το κεφάλι του ανα­ λογιζόμενος τη βλακεία και την απληστία των εχθρών του - ίσως και τις δικές του προοπτικές.

Είχαμε φτάσει στο τέρμα. Μπροστά μας κυλούσε ο επιβλητικός ποταμός Ευφράτης, που αποτελούσε το φυσικό σύνορο μεταξύ των βασιλείων του Πόντου και της Αρμενίας, το απώτατο όριο της επικράτειας του πατέρα. Στο συγκεκριμένο μέρος το ποτάμι κυλούσε μέσα από ένα βαθύ φαράγγι ανάμεσα από θεόρατα βρά­ χια και σχημάτιζε μια απότομη στροφή όπου μια μακριά βρα­ χώδης προέκταση, σαν χερσόνησος, άλλαζε την κατεύθυνση της ροής του. Δεν υπήρχε ρηχό πέρασμα σε απόσταση χιλιομέτρων, ενώ ακόμη και βάρκες θα δυσκολεύονταν να διασχίσουν το δυνατό ρεύμα. Δεν επρόκειτο για σύμπτωση, αλλά αντίθετα για σαφές μήνυμα στους άντρες ότι ήταν εσκεμμένη η επιλογή μας να οδη­ γήσουμε το στρατό σε αυτή τη στενή λωρίδα γης, που εκτεινόταν br/zav

422

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σε μήκος αρκετών χιλιομέτρων προς τη στροφή του ποταμού μέ­ χρι το τέλος της. Από τη θέση αυτή δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής. Το συγκεκριμένο σημείο περιβαλλόταν στις τρεις πλευρές από τα τοιχώματα της χαράδρας, ενώ στην τέταρτη υπήρχε μόνο ένας απότομος στενός δρόμος, τον οποίο είχαμε μόλις ανέβει. Μέσα σε λίγες ώρες αυτό το τελευταίο μονοπάτι που οδηγούσε στην α­ σφάλεια είχε αποκλειστεί από τις αποφασισμένες ρωμαϊκές λε­ γεώνες του Πομπήιου, ο οποίος στρατοπέδευσε ακριβώς απένα­ ντι. Μόνο ένας στρατός θα αποχωρούσε νικητής από το μέρος αυτό. Εκείνη τη νύχτα ο πατέρας τοποθέτησε τέσσερις κοόρτεις κα­ τά μήκος του στενότερου σημείου της χερσονήσου, υπό τις δια­ ταγές των Ρωμαίων εκατόνταρχών του, προκειμένου να εμποδί­ σει τον Πομπήιο να κινηθεί εναντίον του στρατοπέδου μας. Το ε­ πόμενο πρωί επίλεκτοι Ρωμαίοι εξαπέλυσαν σφοδρή επίθεση. Αρχικά τους απωθήσαμε, όμως καθώς η μέρα προχωρούσε και η ζέστη, σε συνδυασμό με την κούραση, άρχισε να επηρεάζει τους εξασθενημένους στρατιώτες μας, η πίεση εντάθηκε, αν και κρα­ τούσαν ακόμη τις θέσεις τους στα ορύγματα. Αργά το απόγευμα άρχισαν να φτάνουν όλο και πιο επιτακτικά μηνύματα από τους πολιορκημένους στρατιώτες μας, με τα οποία ζητούσαν ενισχύ­ σεις. Στην αρχή ο πατέρας δεν ήξερε τι να κάνει· λόγω της δια­ μόρφωσης του εδάφους το μέτωπο ήταν στενό και συμπτυγμένο και κυριολεκτικά δεν υπήρχε χώρος για να αναπτυχθεί μεγάλος αριθμός στρατιωτών προκειμένου να ενισχύσουν τους δύο χιλιά­ δες που βρίσκονταν ήδη εκεί. «Αφού δεν μπορούμε να στηριχτούμε στην ποσότητα, θα πρέ­ πει να αντιτάξουμε ποιότητα», είπα. Απέρριψε την πρόταση με ένα νεύμα. «Οι καλύτεροι στρα­ τιώτες μας είναι οι ιππείς. Το έδαφος όμως είναι πολύ ανώμαλο, το πέρασμα πολύ στενό για άλογα. Δε θα μπορούν να ελιχθούν». Συμφώνησα. «Έχεις δίκιο, οι καλύτεροι στρατιώτες μας είναι οι ιππείς. Θα τους οδηγήσω εκεί για να ενισχύσουμε τη θέση μας... χωρίς άλογα». Σήκωσε το κεφάλι του απότομα και με κοίταξε και για πρώτη φορά εκείνες τις τελευταίες μέρες είδα τη σπίθα της ελπίδας στο βλέμμα του. Οι ιππείς μας ήταν οι καλύτεροι τοξότες και ξιφο­ μάχοι στο στρατό. Ήταν σαφές ότι εκείνοι μπορούσαν να κάνουν τη μεγαλύτερη διαφορά με την πιο μικρή παρουσία. br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

423

«Πάρε το ιππικό», βρυχήθηκε. «Χωρίς άλογα». Με την άφιξη των ιππέων μας, πεζών, η ενισχυμένη ποντιακή γραμμή άντεξε και μάλιστα κατόρθωσε να προωθηθεί ελαφρά πέρα από τις αρχικές της θέσεις δεδομένου ότι οι Ρωμαίοι αντι­ μετώπιζαν τις ίδιες δυσκολίες, δηλαδή δεν μπορούσαν να αξιο­ ποιήσουν τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή τους λόγω του δύ­ σβατου εδάφους. Ακόμη και οι επίλεκτοι ιππείς τους από την α­ σιατική Γαλατία αποκρούστηκαν με μεγάλες απώλειες από τους πεζούς Πόντιους τοξότες μας. Καθώς η μέρα όδευε προς το τέ­ λος της, οι δύο στρατοί αναδείχτηκαν ισόπαλοι και με τη δύση του ήλιου ο πατέρας παραδόθηκε εξαντλημένος στο κρεβάτι του και τις περισσές χάρες της ατίθασης ερωμένης του, της Υψικράτης. Λόγω της έντασης από την πρόσφατη πολιορκία και την έξοδό μας, αλλά και των επίμονων τραυμάτων του, ο πατέρας περνού­ σε περισσότερο χρόνο μόνος με το ξανθό και όμορφο έπαθλό του. Εκείνο το βράδυ ήταν εξουθενωμένος και αποκοιμήθηκε μα­ ζί της σχεδόν αμέσως. Η καταστροφή συνέβη τις πρώτες βραδινές ώρες, όταν ο πα­ τέρας δεν ήταν παρών για να καθοδηγεί τις δυνάμεις του. Από τα όσα κατάφερα να μάθω πολύ καιρό μετά τα γεγονότα, τα πράγ­ ματα συνέβησαν ως εξής: Στην αμυντική μας γραμμή οι μισθοφόροι ιππείς των Ρωμαί­ ων σταμάτησαν τελικά τις μανιασμένες εφόδους τους και αξιο­ ποίησαν το λυκόφως για να βρουν προσεκτικά το δρόμο τους στο κακοτράχαλο έδαφος και να επιστρέψουν στο στρατόπεδό τους για τη νύχτα. Οι ιππείς μας, οι οποίοι είχαν αφήσει τα άλογά τους και είχαν υπερασπιστεί λυσσασμένα τις θέσεις μας ολόκληρο το απόγευμα, θεώρησαν την υποχώρηση αυτή χρυσή ευκαιρία για να καταφέρουν συντριπτικό πλήγμα στους Γαλάτες. Οι ιππείς μας όμως δεν μπορούσαν να επιτεθούν χωρίς τα άλογά τους - αυτό εί­ ναι φυσικό! Έ τ σ ι , θέλοντας να εξαπολύσω την επίθεση πριν οι α­ νυποψίαστοι Γαλάτες αποσυρθούν τελείως πίσω από τις ασφα­ λείς ρωμαϊκές γραμμές, διέταξα τους Ποντίους να βγουν από τα ορύγματα και να τρέξουν πίσω στο στρατόπεδο μας για να πάρουν τα άλογά τους. Μέσα στο σκοτάδι που έπεφτε όμως οι φρουροί μας στις πύ­ λες του στρατοπέδου παρερμήνευσαν την κίνηση αυτή. Βλέποντας τους ιππείς να τρέχουν άτακτα προς το στρατόπεδο μας και λό­ γω της έντασης των στιγμών, υπέθεσαν το χειρότερο: ότι οι Ρωbr/zav

424

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

μαίοι πρέπει να μας είχαν τρέψει σε φυγή και μας καταδίωκαν. Οι φρουροί έριξαν κάτω τα όπλα τους και εγκατέλειψαν την πε­ ρίμετρο τρέχοντας στο στρατόπεδο λες κι είχαν βγάλει φτερά στα πόδια. Εκείνη τη στιγμή οι Γαλάτες ιππείς που υποχωρούσαν κοίτα­ ξαν προς το μέρος μας και κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε κα­ λά, αφού τα ορύγματα και οι οχυρώσεις που ολημερίς προσπα­ θούσαν να καταλάβουν τώρα είχαν εγκαταλειφθεί. Αμέσως γύρι­ σαν πίσω για να δουν τι συνέβαινε και τότε, μόλις άκουσαν την α­ ναστάτωση στο στρατόπεδο μας, έστειλαν επείγον μήνυμα στον Πομπήιο. Ακόμη και χωρίς το μήνυμα οι ενδείξεις ότι επικρα­ τούσε αναβρασμός στις τάξεις μας πρέπει να είχαν φτάσει στα α­ φτιά του: οι φωνές και η φασαρία από το πανικόβλητο ποντιακό στρατόπεδο σίγουρα θα μπορούσαν να ακουστούν μέχρι την Αρμενία. Ο επιφυλακτικός Ρωμαίος στρατηγός, που μετρούσε πο­ λύ τις κινήσεις του, δε δίστασε αυτή τη φορά και οι λεγεώνες πα­ ρατάχθηκαν για έκτακτη νυχτερινή επίθεση. Αντίπαλος μας δεν ήταν μόνο η ηλιθιότητά μας, αλλά και οι ίδιοι οι θεοί. Την ώρα που οι Ρωμαίοι πλησίαζαν στα τείχη μας η πανσέληνος ανέτειλε ακριβώς από πίσω τους. Το φεγγάρι έρι­ χνε αρκετό φως ώστε να διαγράφεται η σιλουέτα ενός ανθρώ­ που, επειδή όμως βρισκόταν πολύ χαμηλά στον ορίζοντα, οι σκιές των επιτιθέμενων ρωμαϊκών λεγεώνων έφταναν πολύ μακριά, σχεδόν μέχρι τα τείχη μας. Αυτό κατέστησε άχρηστους τους λι­ γοστούς Πόντιους τοξότες που παρέμεναν στις θέσεις τους, για­ τί δεν μπορούσαν να υπολογίσουν με ακρίβεια την απόσταση που μεσολαβούσε ανάμεσα στους ίδιους και τους εχθρούς. Έ χ ο ­ ντας τη σελήνη απέναντι τους, υπολόγισαν λάθος, έριξαν τα βέ­ λη τους πολύ κοντά και δεν πέτυχαν τους στόχους τους. Οι Ρω­ μαίοι πέρασαν τα ορύγματα που είχαμε σκάψει και βρέθηκαν στο ποντιακό στρατόπεδο, συνεχίζοντας να προχωρούν με το χαρα­ κτηριστικό, μετρημένο βήμα τους. Μέχρι να ξυπνήσουν τον πα­ τέρα, η αντίσταση των Ποντίων είχε καταρρεύσει. Ό π ω ς είχε συμβεί και στα Κάβειρα, οι Ρωμαίοι δεν πολεμούσαν συγκροτη­ μένους αντιπάλους, αλλά πανικόβλητους άντρες που προσπα­ θούσαν να γλιτώσουν. Μέσα στο χάος της σφαγής, την απόλυτη σύγχυση και τον αιφ­ νιδιασμό, στάθηκε αδύνατο να ανασυντάξουμε τους άντρες και να αντισταθούμε. Ο πατέρας σαλτάρισε πάνω στο άλογό του και φώbr/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

425

ναξε σε όσους βρίσκονταν γύρω του να τον ακολουθήσουν. Μέσα στις σκιές και το σεληνόφως διέκρινα κι άλλους άντρες να αρπά­ ζουν άλογα, ανάμεσα στους οποίους και έναν τολμηρό Πόντιο φρουρό, που, φορώντας πανοπλία, πήδηξε στη ράχη ενός κατά­ λευκου αλόγου του ρωμαϊκού ιππικού, έριξε κάτω τον εμβρόντη­ το χιλίαρχο, κράτησε γερά τα χαλινάρια και όρμησε μπροστά καλπάζοντας, ακολουθώντας το βασιλιά. Με δυσκολία καταφέραμε να σχηματίσουμε μια φάλαγγα ο­ χτακοσίων ιππέων και αρχίσαμε να ανοίγουμε δρόμο μέσα από τα στίφη των αντρών, Ρωμαίων και Ποντίων, που πολεμούσαν με μανία. Ξεχυθήκαμε από την κεντρική πύλη, απ' όπου μόλις είχαν μπει οι λεγεωνάριοι του Πομπήιου, και κατευθυνθήκαμε στα ρι­ ζά του φαραγγιού, στη χερσόνησο, προς το μόνο δρόμο διαφυγής από τη στενή λωρίδα γης στον ανοιχτό χώρο που εκτεινόταν πιο πέρα. Ή τ α ν μια απελπισμένη κίνηση, και πιστεύω ότι η σύγχυ­ ση και ο τρόμος που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή μας ώθησαν να το σκεφτούμε. Πέσαμε πάνω στον κύριο όγκο του ρωμαϊκού πεζικού που μόλις έφτανε από το στρατόπεδό του και ένας κα­ ταιγισμός από βέλη αποδεκάτισε τις ήδη λιγοστές δυνάμεις μας, σκοτώνοντας επί τόπου δεκάδες άντρες και άλογα, ενώ οι υπό­ λοιποι σκορπιστήκαμε ολούθε. Μέσα στο χάος και τη σφαγή, ο πατέρας κι εγώ, μαζί με τον άγνωστο Πόντιο φρουρό, τον Βιτούιτο και αρκετούς άλλους, υποχρεωθήκαμε να βγούμε από το δρό­ μο, για να αποφύγουμε τις λεγεώνες που πλησίαζαν, και στρα­ φήκαμε στη μόνη επιλογή που ανοιγόταν μπροστά μας: τα βρά­ χια της χαράδρας. Χωρίς να αρθρώσουμε ούτε μια προσευχή ή έστω να βγάλουμε μια κραυγή, οδηγήσαμε τα άλογά μας στο χεί­ λος του γκρεμού και βουτήξαμε στο κενό. Από πόσο ψηλά να πέσαμε; Από είκοσι πήχεις; Πενήντα; Εκα­ τό; Μπορεί να ήταν λιγότερο, σ' εμάς όμως φάνηκε ότι πέφταμε μια αιωνιότητα. Από τη δύναμη της πρόσκρουσης σκοτώθηκαν αρκετοί από την ομάδα μας, καθώς ανακαλύψαμε τα μελανια­ σμένα και άψυχα κορμιά τους αργότερα, ξεβρασμένα στα χαλί­ κια της ίδιας όχθης, οχτακόσια μέτρα μετά τη στροφή του ποτα­ μού όπου καταφέραμε να συρθούμε βήχοντας και φτύνοντας το νερό που είχαμε πιει. Όσοι κατάφεραν να κρατηθούν από τα άλογά τους πέφτοντας στο νερό σώθηκαν. Οι υπόλοιποι πνίγηκαν από το βάρος των πα­ νοπλιών τους· τόσο απλά. Στο τέλος μόλις τέσσερις από την ομάbr/zav

426

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

δα μας κατάφεραν να γλιτώσουν από την πτώση: ο πατέρας, ο Βιτούιτος, εγώ και ο τολμηρός Πόντιος στρατιώτης που είχε κλέψει το άλογο του Ρωμαίου χιλίαρχου. Λίγες στιγμές αργότερα, όταν ο στρατιώτης αποφάσισε ότι ο χάλκινος θώρακας ήταν υπερβο­ λικά άβολος και τον πέταξε για να ιππεύσει ελεύθερα, συνειδη­ τοποίησα την ταυτότητά του: ήταν η Υψικράτη, η αμαζόνα από τη Σκυθία, με τα μακριά μαλλιά και τους φαρδείς ώμους. Άρα ο πατέρας δεν είχε χάσει τα πάντα. Από τους τριάντα χιλιάδες άντρες του ποντιακού στρατού οι Ρωμαίοι σκότωσαν το ένα τρίτο κατά την επίθεση στο στρατόπε­ δό μας. Οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν ως δού­ λοι ή σκόρπισαν στο σκοτάδι, για να τους καταδιώξουν αργότε­ ρα οι σκυθρωποί Γαλάτες ιππείς. Ορισμένοι επιζήσαντες, λιγοστοί πάντως, κατόρθωσαν να φτάσουν στο οχυρό της Σινορίας, μετά από πορεία τριών ημερών. Κι εμείς οι τέσσερις αναζητήσαμε κα­ ταφύγιο εκεί, αφήνοντας έκπληκτο τον ηλικιωμένο πολέμαρχο και την ολιγάριθμη ποντιακή φρουρά που προστάτευε το οχυρό. Οι Ρωμαίοι, πιθανότατα θεωρώντας ότι είχαμε σκοτωθεί από την πτώση, δε μας καταδίωξαν, έτσι μας δόθηκε το περιθώριο να συ­ νέλθουμε και να κάνουμε απολογισμό, τουλάχιστον για ένα μι­ κρό διάστημα. Στη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων έφτασαν εξουθε­ νωμένοι κι άλλοι άντρες που είχαν καταφέρει να σωθούν, ανάμε­ σα στους οποίους και κάποιοι ιππείς, καθώς και μιάμιση κοόρτη ταλαιπωρημένων Ρωμαίων εξορίστων, με αρχηγό τον πολυμήχα­ νο χιλίαρχο Μάρκελλο. Συνολικά συγκεντρώθηκαν εκεί περίπου τρεις χιλιάδες επιζήσαντες από τον αρχικό στρατό, οι περισσό­ τεροι από τους οποίους ήταν τραυματισμένοι και εξαντλημένοι α­ πό την πείνα. Ο πατέρας, εντελώς καταπονημένος κι υποφέροντας από τα παλιά του τραύματα, με διέταξε να περάσω τα σύνορα με την Αρμενία για να διαπιστώσω αν ο βασιλιάς Τιγράνης ήταν διατε­ θειμένος να μας παράσχει ξανά άσυλο από τους Ρωμαίους. Δε χρειάστηκε να ταξιδέψω πολύ για να ανακαλύψω την απάντηση. Αμέσως μόλις κατέβηκα από το πορθμείο που με έφερε στην α­ πέναντι όχθη του Ευφράτη βρέθηκα μπροστά σε μια αντιπρο­ σωπία Αρμένιων αρχόντων. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι του Πομπήιου είχαν επισκεφτεί πρώτοι το Μέγα Βασιλέα, για να είναι καλυμμένοι σε περίπτωση br/zav

ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΙΚΗΣ Π Τ Ω Σ Η Σ

427

που ο Μιθριδάτης είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να γλιτώσει και έμπαινε στον πειρασμό να αναζητήσει καταφύγιο στην Αρμε­ νία. Δυστυχώς, όπως με ενημέρωσαν οι άρχοντες, οι Αρμένιοι α­ δυνατούσαν να μας φιλοξενήσουν. Για την ακρίβεια, θα ήταν κα­ λύτερα αν έφευγα κι εγώ από την επικράτειά τους αμέσως. Ο Τιγράνης είχε επικηρύξει τον Μιθριδάτη με το ποσό των χι­ λίων ταλάντων. Αν υπήρχε σωτηρία για εμάς, δε θα τη βρίσκαμε στην Αρμενία.

br/zav

br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

Έσβησα aπ' τους θνητούς το φόβο του θανάτου. (...) Τους γέμισα τυφλές ελπίδες. -ΑΙΣΧΥΛΟΣ*

* Αισχύλος, Προμηθεύς Δεσμώτης, σειρά «Οι Έλληνες», μτφ. Τ. Ρούσσος, εισ. - σχόλια Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, 1992, στίχ. 260, 262. (Σ.τ.Ε.)

br/zav

br/zav

I

Η ΘΕΣΗ ΜΑΣ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕ περιθώρια αισιοδοξίας: τρεις χι­ λιάδες υποσιτισμένοι πεζικάριοι· μερικές εκατοντάδες ιππείς· έ­ να μικρό οχυρό στα βάθη της ποντιακής ενδοχώρας, στα σύνο­ ρα με την Αρμενία, μπροστά στα τείχη του οποίου θα κατέφθα­ νε ένας οργισμένος και φιλόδοξος Ρωμαίος στρατηγός μαζί με πέντε λεγεώνες τις αμέσως επόμενες μέρες· και, τέλος, ο πατέ­ ρας είχε επικηρυχτεί με ένα τεράστιο ποσό σ' όποιον έφερνε το κεφάλι του. Κι όμως, την ώρα που με οδηγούσε στο κελάρι του οχυρού στη Σινορία, χαμογελούσε αινιγματικά. «Όλα είναι δυνατά», είπε, «αν υπάρχει αρκετό χρυσάφι». Αποδείχτηκε ότι χρυσάφι είχε αρκετό. Βουνά από χρυσό, κι­ βώτια γεμάτα νομίσματα, ράβδους στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη μέχρι πάνω, στοίβες λεπτοδουλεμένων σφυρήλατων φύλλων χρυσού, σωρούς από κοσμήματα, δαχτυλίδια, βραχιόλια, περι­ δέραια, διαδήματα. Είχα περάσει ολόκληρη τη ζωή μου στο πλευ­ ρό αυτού του ανθρώπου, όμως ακόμη κι εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό όταν μπήκα στην αποθήκη εκείνου του απομακρυσμέ­ νου φυλακίου και τη βρήκα γεμάτη μέχρι την οροφή από χρυσά αντικείμενα, τόσα πολλά που ξεχείλιζαν στο διάδρομο, αρκετά για να πληρώσει ολόκληρο το στρατό του για ένα χρόνο ή και πε­ ρισσότερο: κι αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει. «Πού;... Πώς;...» τραύλισα. Ο πατέρας απλώς ανασήκωσε τους ώμους του. «Οι Ρωμαίοι κα­ ταλαμβάνουν τα οχυρά μου εδώ και πέντε χρόνια. Όταν έχω τη δυνατότητα, κάτι που συμβαίνει σπάνια, διατάζω να εκκενώνεται το θησαυροφυλάκιο κάθε οχυρού και το περιεχόμενο να μετα­ φέρεται σε ασφαλή τοποθεσία. Αυτή...» -έδειξε προς τους υγρούς ετοιμόρροπους τοίχους γύρω του, το γυμνό, χωμάτινο δάπεδο και

br/zav

432

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

την οροφή που έσταζε και καλυπτόταν από βρύα- «...είναι η τε­ λευταία ασφαλής τοποθεσία». Ο τελευταίος θησαυρός του Πόντου και εκείνος, ο τελευταίος βασιλιάς. Ο στρατός είχε καταστραφεί, ο στόλος είχε διαλυθεί, ο πληθυσμός είχε υποδουλωθεί στους Ρωμαίους. Φρούρια κατα­ στράφηκαν, παλλακίδες και αδερφές εκτελέστηκαν, τόσες χιλιά­ δες άντρες στάλθηκαν στη χώρα των νεκρών, κι όλα αυτά για να διασωθεί αυτό, αυτό το... Ξαφνικά όλα τα αμύθητα πλούτη που είχα μπροστά μου φάνταζαν ασήμαντα και θαμπά και γύρισα την πλάτη μου στη σκέψη ότι ο πλούτος, η ισχύς και η δόξα που συγκέντρωσαν γενιές και γενιές των προγόνων μου είχαν συρρι­ κνωθεί σ' αυτά τα νομίσματα και τα μπιχλιμπίδια. Ο πατέρας με κοιτούσε και καταλάβαινε τι σκεφτόμουν. «Κι όμως, αμφιβάλλεις», είπε. Με κοίταξε απορημένα, σχε­ δόν θυμωμένα. Δε φοβόμουν πια να προκαλέσω την οργή του και γύρισα για να φύγω. «Αμφιβάλλεις!» συνέχισε. «Παρ' όλα αυτά, με το χρυσάφι μπο­ ρεί κανείς να ξανακερδίσει όσα χάθηκαν, να εξαγοράσει την ε­ λευθερία του, να αποκαταστήσει τη δόξα των προγόνων του...» Ακούγοντάς τον, μπροστά στην αποφασιστικότητά του να ξε­ κινήσει από την αρχή, να παλέψει με νύχια και με δόντια για να ρίξει τα απόρθητα τείχη που είχαν υψώσει μπροστά του οι Μοί­ ρες, ένιωσα τόσο έντονη κούραση, που έφτανε μέχρι το κόκαλο. Δεν μπορούσα να δω τι καλό θα μας έφερνε το χρυσάφι στο μέλ­ λον, τι πλεονέκτημα μας έδινε, το μόνο που έβλεπα ήταν ότι μας οδηγούσε ακόμη πιο βαθιά στα Τάρταρα που είχαμε βυθιστεί. Κοίταξα το χρυσάφι και το μόνο που έβλεπα ήταν ένα αβάστα­ χτο βάρος, ένα βάρος που νόμιζα ότι δεν άντεχα να σηκώνω άλ­ λο πια. «Το χρυσάφι αυτό...» άρχισα να λέω. Δε θα με καταλάβαινε. Αιώνιος ονειροπόλος, κατέστρωνε διαρ­ κώς σχέδια, θα του ήταν αδύνατο να αποδεχτεί ότι ήταν καιρός να υποταχθούμε στο αναπόφευκτο. Τι μπορούσα να πω για να τον μεταπείσω; Τότε το συνειδητοποίησα. Πώς θα μπορούσαμε να μεταφέ­ ρουμε αυτό το θησαυρό; Το φορτίο ήταν τεράστιο, ζύγιζε τόνους. Αυτή λοιπόν ήταν η απάντηση. «Δεν έχουμε καν τις άμαξες για να μεταφέρουμε την τροφή και br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

433

τα όπλα μας», είπα. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως, να κρυφτούμε στο Βορρά. Ο Πομπήιος θα βρίσκεται εδώ σε λίγες μέρες, αν ό­ χι σε ώρες. Δεν μπορούμε να κουβαλήσουμε αυτό το χρυσάφι». Με κοίταξε, αποκαρδιωμένος από την κόπωσή μου, από την απογοήτευση που απέπνεα, από την εξάντληση που με είχε κυ­ ριεύσει σε τέτοιο σημείο, που δεν μπορούσα να σκεφτώ λύσεις στα προβλήματά μας. Ακούμπησε την πελώρια, βαριά παλάμη του στον ώ μ ο μου, έτσι όπως δεν είχε κάνει εδώ και μήνες, ίσως χρό­ νια. Ασυναίσθητα, κοίταξα γύρω μου για να δω μήπως μας έβλε­ πε κανείς. Θα ήταν εξευτελιστικό να με δουν σαν κανέναν ανή­ μπορο, σαν έναν δειλό που είχε ανάγκη να τον ενθαρρύνει ο πα­ τέρας του. Ήμουν στρατηγός του ποντιακού στρατού, γιος του βασιλιά του Πόντου. Ί σ ι ω σ α τους ώμους μου και σήκωσα το κε­ φάλι μου κι ο πατέρας κατέβασε το χέρι του κι άρχισε να προχωρά αργά, κουτσαίνοντας, προς τις σκάλες που κατέληγαν στην είσο­ δο του κελαριού. «Η μεταφορά του χρυσού δε θα είναι βάρος για το στρατό», είπε. «Θα μοιραστεί σε όλους τους άντρες, ανάλογα με το βαθμό και τις πράξεις τους. Κάθε άντρας θα κουβαλήσει στην πλάτη του τους μισθούς ενός χρόνου. Κανείς δε θα αρνηθεί ένα τέτοιο βά­ ρος και η μοιρασιά σε πολλά χέρια θα κάνει το φορτίο ελαφρύ». «Σκοπεύεις να μοιράσεις τους μισθούς ενός χρόνου στους στρα­ τιώτες, οι μισοί από τους οποίους είναι μισθοφόροι και εξόρι­ στοι; Και αφού πάρουν στα χέρια τους αυτό το θησαυρό, πιστεύ­ εις ότι θα μείνουν μαζί σου και θα πολεμήσουν στο πλευρό σου;» «Μιλάς λες και έχω επιλογή», είπε ήρεμα. «Αν επιλέξουν να κρατήσουν τα χρήματα και να λιποτακτήσουν, τότε δε θα ζημιω­ θώ περισσότερο απ' ό,τι αν αυτό το χρυσάφι έπεφτε στα χέρια των Ρωμαίων. Εξάλλου, όπως είπες και μόνος σου, δεν έχουμε άμα­ ξες για να μεταφέρουμε το θησαυρό. Ό μ ω ς ξέρω τους άντρες μου, Φαρνάκη». «Πρέπει, αφού είσαι διατεθειμένος να τους εμπιστευτείς τέτοια πλούτη». «Δε θα με εγκαταλείψουν. Ξέρω τους άντρες μου».

Επί δεκαετίες ο Πόντος ασχολούνταν αποκλειστικά με τη Ρώμη και με τα εδάφη που εκτείνονταν νότια και δυτικά του· επομέ­ νως, δεν είχε γίνει προσπάθεια διατήρησης επαφών με τους λαbr/zav

434

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ους της Ανατολικής Μαύρης Θάλασσας, τους Ί β η ρ ε ς και τους Αλβανούς* γείτονές τους. Οι φυλές αυτές ήταν άγριες και εχθρι­ κές και δε θα έβλεπαν με καλό μάτι την εκπολιτιστική μας επιρ­ ροή. Ήταν νομάδες, κοντοί με φαρδείς ώμους, ροδαλοί λόγω του κλίματος στον τόπο τους, αλλά δε διέθεταν στοιχεία που να με­ τρίαζαν τον άξεστο χαρακτήρα τους. Ζούσαν αποκλειστικά από το κυνήγι, την αλιεία και την κτηνοτροφία, έχοντας τεράστια κο­ πάδια με πρόβατα, ελάχιστοι όμως ήταν ικανοί να καλλιεργούν έστω στοιχειωδώς τη γη, παρόλο που τα εδάφη τους, με την κα­ τάλληλη φροντίδα, ήταν τα πιο εύφορα που είχα δει ποτέ: αμπέ­ λια που είχαν φυτευτεί μόλις δύο χρόνια πριν έδεναν άφθονο στα­ φύλι και οι σιτοβολώνες τους έδιναν σοδειά δύο και τρεις φορές το χρόνο. Οι άνθρωποι αυτοί ασχολούνταν πολύ λίγο με το ε­ μπόριο, αγνοούσαν τη χρήση των νομισμάτων, δε χρησιμοποι­ ούσαν μέτρα και σταθμά και με δυσκολία μπορούσαν να μετρή­ σουν πάνω από το εκατό. Η γλώσσα τους ήταν κατακερματισμέ­ νη σε διαλέκτους, οι φυλές τους σε δεκάδες φατρίες που πολε­ μούσαν μεταξύ τους και η θρησκεία τους ήταν ένα παράδοξο μείγμα προλήψεων με κυρίαρχες τις οργιαστικές τελετές και τις ανθρωποθυσίες. Λάτρευαν μυστικιστές και παράφρονες. Ωστόσο, αν και απολίτιστοι, ήταν ικανοί να συγκεντρώνουν τεράστιες στρα­ τιές. Μόνοι οι Αλβανοί μπορούσαν να κατεβάσουν στη μάχη ε­ ξήντα χιλιάδες πεζικάριους και δώδεκα χιλιάδες ιππείς, οι Ί β η ­ ρες ακόμη περισσότερους. Έχοντας μόλις τρεις χιλιάδες στρατιώτες στη διάθεσή μας, δεν μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα κατακτούσαμε αυτούς τους λαούς. Με τη Ρώμη όμως να μας καταδιώκει ανελέητα, δεν είχα­ με το χρόνο να διαπραγματευτούμε μαζί τους και να τους εξευ­ μενίσουμε. Είχαμε μία και μοναδική επιλογή: να περάσουμε διά της βίας, ελπίζοντας να τους αιφνιδιάσουμε πριν οργανωθούν. Ούτε ένας άντρας δε μας εγκατέλειψε, παρότι τους υποχρεώ­ σαμε σε πορεία κάτω από άθλιες συνθήκες. Αφήνοντας τη Σινορία, ο πατέρας, ο Μάρκελλος κι εγώ οδηγήσαμε τους στρατιώτες με ξέφρενο ρυθμό, αφού προχωρούσαμε μέρα και νύχτα, αιφνι­ διάζοντας τις μικρές ομάδες Ιβήρων που συναντούσαμε, εξουδε-

* Μία από τις φυλές που ζούσαν στην Αλβανία του Καυκάσου, χώρα που αντιστοι­ χεί σε περιοχή του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν. Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τους κατοίκους της σημερινής Αλβανίας, που τότε λέγονταν Ιλλυριοί. (Σ.τ.Μ.)

br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

435

τερώνοντας τα φυλάκιά τους και σβήνοντας τις φωτιές που χρη­ σιμοποιούσαν για να στέλνουν μηνύματα. Μία εβδομάδα μετά την αναχώρησή μας από τη Σινορία εισβάλαμε στην πρωτεύου­ σά τους, μια απολίτιστη πόλη από λασποκαλύβες, έχοντας χάσει λιγότερους από δώδεκα ιχνηλάτες από τα ακόντια των υπερα­ σπιστών της. Οι Ί β η ρ ε ς αγνοούσαν παντελώς την ταχύτατη προ­ έλασή μας, σε σημείο που δεν πρόλαβαν να κλείσουν τις πύλες της πόλης. Εμβρόντητοι από την άφιξή μας, καθώς λες κι είχαμε έρ­ θει απ' το πουθενά ή ήμασταν ουρανοκατέβατοι, οι κάτοικοι της πόλης έπεσαν στα πόδια μας και παραδόθηκαν χωρίς να προβά­ λουν καμία αντίσταση. Ο πατέρας κατευθύνθηκε αμέσως στην αγορά, τον κεντρικό χώρο συνάντησης, μάζεψε τους στρατιώτες πίσω του και πήρε την πιο άγρια όψη που μπορούσε, κάτι που δεν ήταν δύσκολο δε­ δομένης της τρομακτικής κατάστασης του προσώπου του. Αφού συγκεντρώθηκαν οι πολίτες, τρέμοντας από φόβο, ο πατέρας α­ νακοίνωσε αποφασιστικά την ταυτότητα και το σκοπό του. «Ιδού ο μέγας βασιλιάς Μιθριδάτης του Πόντου, κατακτητής των Ρωμαίων, βασιλιάς των Ελλήνων και κύριος όλων αυτών των εδαφών!» βρυχήθηκε στα ελληνικά, ενώ ένας ιερέας του ναού με­ τέφρασε τα λόγια του με τρεμάμενη φωνή στην τοπική γλώσσα. Τα φοβισμένα μουρμουρητά του πλήθους σίγησαν αμέσως. «Δεν έχω έρθει για να σας υποδουλώσω ή για να λεηλατήσω τον τόπο σας», συνέχισε, «αν και δε θα διστάσω να το κάνω αν δεν υπακούσετε στις εντολές μου. Φέρτε μου τον άθλιο βασιλιά σας!» Οι άνθρωποι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαστισμένοι, αβέβαι­ οι για το πώς να αντιδράσουν. Έ ν α ς στρατός κατακτητών είχε ει­ σβάλει στην πόλη τους, ισχυριζόταν ότι είχε ειρηνικούς σκοπούς, αλλά απαιτούσε την παράδοση του βασιλιά τους; Από παντού α­ κούστηκαν απορημένες φωνές. «Δεν υπακούετε στην εντολή μου;» βρόντηξε ο πατέρας με βλέμμα που πετούσε φλόγες και το πλήθος βουβάθηκε ξανά. Με ένα μου νεύμα οι στρατιώτες που στέκονταν πίσω του πήραν ξαφ­ νικά θέση επίθεσης φέρνοντας τις ασπίδες ψηλά, στο ύψος των ματιών τους, και τραβώντας τα σπαθιά από τα θηκάρια τους. «Οδηγήστε μπροστά μου τον Ίβηρα βασιλιά, ειδάλλως η θλιβε­ ρή σας πόλη θα καταστραφεί!» Αυτή τη φορά δεν υπήρξε κανένας δισταγμός. Ο γέροντας αρ­ χηγός, ακόμη πιο αποστεωμένος από τους στρατιώτες μας, έχοbr/zav

436

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ντας χάσει τα περισσότερα δόντια και μαλλιά του, οδηγήθηκε τρέμοντας μέσα από το πλήθος και έφτασε στα πόδια του πατέ­ ρα· εκεί ρίχτηκε αμέσως στο έδαφος, έτοιμος να πεθάνει επειδή είχε διστάσει να υπακούσει το βασιλιά του Πόντου, τους προγό­ νους του οποίου είχαν πολεμήσει οι δικοί του αμέτρητες γενιές. Ο πατέρας ωστόσο, αφού πρώτα κοίταξε άγρια το γέροντα, ξαφνικά έσκυψε και τον σήκωσε πιάνοντάς τον από το μπράτσο και του είπε λίγες λέξεις στην ιβηρική γλώσσα, την οποία κανείς στο στρατό μας δεν καταλάβαινε εκτός από την παράξενη αμα­ ζόνα Υψικράτη. Ο πατέρας έκανε ένα νεύμα κι εκείνη ήρθε και στάθηκε στο πλευρό του, γυμνόστηθη και φορώντας μια χτυπη­ μένη περικεφαλαία οπλίτη, με το πρόσωπο της μισοκρυμμένο πί­ σω από το μέταλλο που κάλυπτε μάγουλα και μύτη και τα χρυ­ σαφένια της μαλλιά να πέφτουν πλούσια κάτω από την περικε­ φαλαία. Έμοιαζε με Γίγαντα ανάμεσα στους Ί β η ρ ε ς και η λα­ μπερή της παρουσία μάλλον προκαλούσε περισσότερο φόβο και δέος στις καρδιές τους απ' ό,τι εμείς και ο ετερογενής στρατός μας από Ρωμαίους και Ποντίους. Στα μαλλιά και τον κορμό της είχαν ρίξει γυαλιστερές νιφάδες χρυσού, έχοντας ξύσει μία από τις ρά­ βδους που μετέφερε ο πατέρας, ενώ από το μακρύ κοντάρι της λόγχης ενός Ρωμαίου εκατόνταρχου που κρατούσε στο δεξί της χέρι ανέμιζε ένα λάβαρο με το έμβλημα του Πόντου, το φτερωτό άλογο. Μετά από λίγη ώρα συζητήσεων, ο πατέρας απέπεμψε το γέροντα βασιλιά και έκανε ένα βήμα μπροστά για να απευθυνθεί στο πλήθος. «Χάρη στη μεγαλοψυχία μου, και τη σοφή επιλογή του βασι­ λιά σας να συνεργαστεί, η πόλη σας απέφυγε για την ώρα την ορ­ γή μου!» δήλωσε. «Επιστρέψτε στα σπίτια σας, Ί β η ρ ε ς , και φρο­ ντίστε σε ό,τι κάνετε να δείχνετε σεβασμό στους θεούς και στον Μιθριδάτη το Μέγα!» Από εκείνο το σημείο και μετά, τις πέντε μέρες πορείας που απέμεναν μέχρι την Κολχίδα, μας συνόδευε μια μεγάλη ομάδα σκυθρωπών Ιβήρων πολεμιστών, οι οποίοι κάλπαζαν μπροστά κάθε φορά που πλησιάζαμε κάποιο χωριό για να αποτρέψουν τυ­ χόν εκδήλωση κάποιας αυθόρμητης επίθεσης από τους κατοί­ κους και να οργανώσουν παζάρι για τους στρατιώτες μας. Οι δύο βασιλιάδες είχαν συνάψει ειρήνη μεταξύ τους και ο ηλικιωμένος Ί β η ρ α ς μονάρχης έλαβε διαβεβαιώσεις ότι πρόθεσή μας ήταν α­ πλώς να περάσουμε από τα εδάφη του και να εφοδιαστούμε μόbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

437

vo με προμήθειες και ασφαλή συνοδεία. Βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι οι απλοϊκοί Ί β η ρ ε ς πίστευαν πως βρισκόμασταν υπό την προστασία της ίδιας της θεάς Αθηνάς. Η χρυσαφένια αμα­ ζόνα, η Υψικράτη, η γιαγιά της οποίας τελικά αποδείχτηκε ότι κα­ ταγόταν από αυτά τα μέρη και της είχε διδάξει την παράξενη και πανάρχαιη γλώσσα των Ιβήρων, είχε παίξει καλά το ρόλο της.

Όταν φτάσαμε στην πρωτεύουσα της Κολχίδας, το λιμάνι της Φάσιδας, μας υποδέχτηκαν φιλόξενα αλλά αμήχανα οι άρχοντες της πόλης. Στο παρελθόν οι Κόλχοι ήταν ένας άγριος, πολεμο­ χαρής λαός, που λέγεται ότι καταγόταν από Έλληνες που είχαν χάσει το δρόμο τους επιστρέφοντας από τον Τρωικό Πόλεμο. Τα τελευταία χρόνια όμως οι Κόλχοι είχαν γίνει μαλθακοί και άτολ­ μοι, ταλαντεύονταν σαν τα καλάμια, ανάλογα με τον πολιτικό ά­ νεμο που φυσούσε· αρχικά υποστήριζαν τον Μιθριδάτη, αργότε­ ρα τους Ρωμαίους. Την πρώτη μέρα μας δέχτηκαν με γιορτές, μας έδωσαν προμήθειες και φρόντισαν τα άλογά μας. Ύ σ τ ε ρ α μας ζήτησαν με τρόπο που δε χωρούσε συζήτηση να συνεχίσου­ με την πορεία μας, πριν μάθουν οι Ρωμαίοι ότι βρισκόμασταν ε­ κεί και πλεύσουν με το στόλο τους εναντίον της πόλης. Ο πατέ­ ρας περίμενε αυτή την αντίδραση. Έ σ φ ι ξ ε τα χείλη του στωικά, όσο μπορούσε αφού κι αυτά είχαν παραμορφωθεί από τον τραυ­ ματισμό του, και ξεκινήσαμε. Ο προορισμός μας, σε απόσταση είκοσι ημερών επίπονης πο­ ρείας βόρεια της Κολχίδας, ήταν οι Καυκάσιες Πύλες, το στενό πέρασμα ανάμεσα στις βραχώδεις ακτές της Μαύρης Θάλασσας στα αριστερά μας και τις γυμνές, παγωμένες πλαγιές του Καυ­ κάσου στα δεξιά μας. Σ' εκείνα τα βουνά κατοικούσαν οι αδάμα­ στες φυλές των Αχαιών του Καυκάσου· πρόκειται για ένα απολί­ τιστο βαρβαρικό σκυθικό φύλο που πιθανότατα αποτελεί κλάδο των Πρωτοαχαιών. Αυτοί λοιπόν δεν είχαν κατακτηθεί ποτέ από κανένα ηγεμόνα και καταλάμβαναν εδάφη τα οποία, απ' όσο γνω­ ρίζαμε, κανείς δεν είχε διασχίσει από την ξηρά. Οι άνθρωποι αυ­ τοί ήταν ημιάγριοι, έμεναν σε άτεχνες πέτρινες καλύβες, φορού­ σαν δέρματα ζώων και ζούσαν από τους θησαυρούς και τα σώματα των δύσμοιρων ναυτικών που ναυαγούσαν στα επικίνδυνα βράχια και τους υφάλους που υπήρχαν κοντά σ' εκείνες τις ακτές. Έ λ ε ­ γαν ότι οι Αχαιοί φορούσαν παπούτσια από ακατέργαστο δέρμα, br/zav

438

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στις σόλες των οποίων είχαν τοποθετήσει καρφιά που τους επέ­ τρεπαν να σκαρφαλώνουν στις παγωμένες βουνοκορφές πιο εύ­ κολα κι απ' τα κατσίκια, ενώ με μικρές βάρκες που είχαν φτιάξει από ξεραμένα δέρματα κατέβαιναν τσουλώντας τις χιονισμένες πλαγιές πιο γρήγορα κι απ' τα χελιδόνια όταν εφορμούν κάθετα. Ό σ ο πιο βαθιά προχωρούσαμε στα εδάφη τους τόσο πιο φρι­ κιαστικές ήταν οι ιστορίες που ακούγαμε. Κάποιοι έλεγαν ότι ή­ ταν πλάσματα που δεν είχαν μάθει ακόμη την κατεργασία του σι­ δήρου και χρησιμοποιούσαν όπλα φτιαγμένα από πυρόλιθο και πέτρα. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι ήταν άριστοι μεταλλουργοί που κατασκεύαζαν φονικά βέλη και ακόντια ασύγκριτα στη σχεδίασή τους. Ήταν, λέει, άνθρωποι που έτρωγαν ανθρώπους, που έπιναν το αίμα των θυμάτων τους από κύπελλα που έφτιαχναν ανοίγοντας και αδειάζοντας τα κρανία τους, που ξέσκιζαν τα στήθη των ε­ χθρών τους και τους έπαιρναν τις καρδιές ενώ χτυπούσαν ακόμη. Έλεγαν επίσης ότι ηδονίζονταν να κάνουν τα πιο απάνθρωπα βα­ σανιστήρια στις γυναίκες, μπροστά στα μάτια των συζύγων και των παιδιών τους. Απ' όλες τις τρομερές ιστορίες που ακούσαμε αυτή η τελευταία μάς προβλημάτιζε λιγότερο, γιατί η μόνη γυναίκα που είχαμε μα­ ζί μας ήταν η Υψικράτη, κι από όλους εμάς εκείνη χρειαζόταν τη μικρότερη προστασία. Ενώ οι στρατιώτες μας τυλίγονταν με γού­ νες και δέρματα όποτε μπορούσαν ή μ' ένα απλό ύφασμα όταν δεν υπήρχε κάτι άλλο, η Υψικράτη έμενε πιστή στις συνήθειες της φυλής της και ταξίδευε χωρίς μανδύα ή άλλο πανωφόρι· στις χει­ ρότερες θύελλες μπορεί και να δεχόταν να φορέσει έναν κρύο χάλκινο θώρακα και να ρίξει στους ώμους της μια ελαφριά γού­ να λύκου. Έ τ σ ι , ταξίδευε μέσα στους πιο δυνατούς ανέμους, το α­ νοιχτόχρωμο δέρμα της έμενε απαλό και δεν ανατρίχιαζε από τον τσουχτερό αέρα, ενώ ο μόνος που συγκρινόταν μαζί της σε μέ­ γεθος και δύναμη ήταν ο εξηνταεφτάχρονος βασιλιάς, ο οποίος επίσης απέφευγε να φορά μανδύα ή οτιδήποτε άλλο για να ζεστα­ θεί. Αυτή η τρομερή αμαζόνα των πάγων μπορούσε να τα βγάλει πέρα με δέκα εχθρούς. Μολαταύτα, κάθε μέρα που περνούσε η ανησυχία μας μεγάλωνε. Δεν είδαμε ούτε ένα ζωντανό πλάσμα. Τα παράκτια χωριά απ' όπου περάσαμε ήταν εγκαταλειμμένα, καμένα συθέμελα ενόψει της άφιξής μας. Ο παγωμένος άνεμος σάρωνε τη χέρσα γη και στους γκρίζους λόφους ολόγυρά μας, όπου δε φύτρωνε ούτε δέbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

439

ντρο και οι τρομερές χειμερινές θύελλες τους άφηναν ολόγυμνους, δεν υπήρχε ίχνος ζωής, ούτε ένα κοπάδι αγριοκάτσικων ή ένα ζευγάρι πέρδικες. Ακόμη και η ίδια η γη έμοιαζε νεκρή. Επι­ κρατούσε σιωπή, το μόνο που ακουγόταν ήταν το θλιβερό φύση­ μα του δυνατού αέρα που αντηχούσε στο μισοπαγωμένο έδαφος όπως το πατούσαμε και το σπάζαμε με τα σανδάλια μας, που στροβιλιζόταν γύρω μας σαν τον κουρνιαχτό που βλέπαμε πάνω στις κορυφές των διαβρωμένων, φαγωμένων από τους αέρηδες λόφων. Οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την πηγή των ήχων που έκαναν οι σύντροφοί τους που προπορεύονταν ή που περπατούσαν λίγο πιο δίπλα. Τινάζονταν όταν άκουγαν ξαφνικά τις φωνές κάποιου αξιωματικού του ιππικού ή ενός κουτσού στρα­ τιώτη, ήχους που έμοιαζαν να δίνουν το σύνθημα για επίθεση α­ πό τους λόφους γύρω μας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν α­ πλώς ο συνηθισμένος θόρυβος που κάνει ένας στρατός όπως προ­ χωρά, στα αφτιά τους όμως έφτανε ο απόκοσμος αντίλαλος από τα απότομα βράχια που ορθώνονταν στα δεξιά μας. Μια φορά, ενώ βρισκόμουν στην προφυλακή του στρατού, οι άντρες μου έφτασαν σε μια στροφή και εκεί συνάντησαν ένα Σκύθη γερο-βοσκό και τη γυναίκα του, μαζεμένους πάνω από μια μι­ κρή φωτιά που έκαιγε με κοπριές, και καμιά δεκαριά ή ίσως λί­ γο παραπάνω ισχνά πρόβατα να περιφέρονται κοντά τους. Ήταν τα πρώτα ζωντανά πλάσματα που βλέπαμε από τη μέρα που φύ­ γαμε από την Κολχίδα και για κάποιο λόγο είχαν μείνει πίσω ό­ ταν τα υπόλοιπα μέλη της φυλής τους υποχωρούσαν στα βουνά. Το ηλικιωμένο ζευγάρι έδειχνε τόσο εξαντλημένο και τα πρόβα­ τα τους τόσο πεινασμένα και κοκαλιάρικα, ώστε, παρότι κι εμείς πεινούσαμε, δε βάσταξε η καρδιά μας να πάρουμε τα ζώα τους. Οι στρατιώτες μας απλώς συνέχισαν την πορεία τους, αμίλητοι, ενώ το ζευγάρι έμεινε να μας κοιτά με γουρλωμένα μάτια καθώς τραβούσαμε μπροστά. Όταν πέρασα από δίπλα τους, τους χαιρέτησα με ένα νεύμα και κοίταξα τα μάτια τους, τις βαθιές ρυτίδες που είχαν χαραχτεί στα πρόσωπά τους, και αναρωτήθηκα αν θα έφτανα κι εγώ στην ηλικία τους ώστε να έχω ένα πρόσωπο σκαμμένο από τις έγνοιες. Τελικά η μακροζωία είναι δώρο ή κατάρα από τους θεούς; Εξαρ­ τάται από το αν ζεις άνετα σε κάποιο παλάτι ή μαζεμένος πάνω από μια φωτιά, πεινασμένος, σε κάποια παγωμένη στέπα της Σκυθίας. Το μυαλό μου πλημμύρισε με αναμνήσεις, εικόνες ευχάριbr/zav

440

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στων ημερών που είχα περάσει παρέα με βοσκούς στον Πόντο όταν ήμουν παιδί, μέρες που θα μου ήταν αδύνατο ακόμη και να φανταστώ τις τωρινές κακουχίες. «Σουλάι σουλάι λουλάι-ο», μουρ­ μούρισα ασυναίσθητα - τ ο αλλοιωμένο κάλεσμα των βοσκών που επαναλάμβανα μικρός, η πρώτη ξένη γλώσσα που μίλησα. Ο γέ­ ροντας με κοίταξε σοβαρός και άγγιξε το μέτωπο και τα χείλη του με τις άκρες των δαχτύλων του, όπως συνηθίζουν οι Σκύθες σε ένδειξη σεβασμού. «Σουλάι σουλάι λουλάι-ο», απάντησε. Μετά από τρεις εβδομάδες προσεκτικής, σταθερής πορείας πλησιάσαμε στο βορειοδυτικό άκρο της οροσειράς του Καυκάσου και το στενότερο σημείο του δρόμου μας, τις φοβερές Πύλες. Μπροστά μας ακόμη και η ομαλή παραλία πάνω στην οποία περ­ πατούσαμε στένευε και ανηφόριζε απότομα προς τους λόφους, οι οποίοι γίνονταν όλο και πιο δύσβατοι όσο πάγωνε το έδαφος. Σε κάποιο σημείο ένας παγετώνας που ξεκινούσε από τα βουνά ψη­ λά από πάνω μας εκτεινόταν σαν μακρύ μυώδες χέρι, ένας πραγ­ ματικός ποταμός από πάγο πλάτους άνω των τριών χιλιομέτρων, και κατέληγε σε μια αθόρυβη παγωμένη μάζα με βαθιές ρωγμές μέχρι το σημείο όπου έσκαγε η θάλασσα, εκεί που το νερό καλυ­ πτόταν από ένα λεπτό στρώμα πάγου. Αυτός ο επικίνδυνος παγωμένος όγκος έφραζε το δρόμο μας. Δεν υπήρχε τρόπος να καταλάβουμε πού άρχιζε το νερό και πού τέλειωνε η στεριά, δεν υπήρχε κάποιο σαφές όριο ανάμεσα στα δύο στοιχεία. Η τεράστια έκταση ήταν γεμάτη εδώ κι εκεί από σπήλαια πάγου, στοές και βάραθρα. Εκεί που ο πάγος έμοιαζε σταθερός κάτω από τα πόδια μας, αφουγκραζόμασταν προσε­ κτικά και διακρίναμε τον παφλασμό των κυμάτων που έγλειφαν τον πάγο από κάτω. Ο συμπαγής παγετώνας σε διάφορα σημεία είχε ανοίξει και το θαλασσινό νερό είχε σχηματίσει λίμνες, των ο­ ποίων η επιφάνεια ρυτιδωνόταν από τους δυνατούς ανέμους. Σε διάφορα σημεία αρκετά άλογα, καθώς το βάρος τους ήταν συ­ γκεντρωμένο στις μικρές κοφτερές οπλές τους, έσπασαν το λεπτό στρώμα πάγου, που υποχώρησε ξαφνικά· αναβάτες και αποσκευές χάθηκαν για πάντα στα παγωμένα νερά. Ακόμη κι εκείνοι που κατάφερναν να βγουν με τη βοήθεια των συντρόφων τους πέθαι­ ναν σχεδόν αμέσως από το κρύο αν δεν προλαβαίναμε να τους βγάλουμε τα βρεγμένα ρούχα τους και να τους βάλουμε δίπλα στη φωτιά. br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

441

Μία ολόκληρη μέρα αντιμετωπίσαμε τέτοιου είδους εμπόδια, κατορθώνοντας μετά βίας να καλύψουμε δυο χιλιόμετρα, και ο πα­ τέρας πήρε την απόφαση. Θα έπρεπε να εγκαταλείψουμε αυτή την «παραλία», αν μπορούσε να την ονομάσει έτσι κανείς. Η διέλευ­ ση των σημείων όπου ο παγετώνας συναντούσε τη θάλασσα ισο­ δυναμούσε με αμέτρητες παγίδες θανάτου. Ήμασταν υποχρεω­ μένοι να κινηθούμε προς το εσωτερικό, να περάσουμε τους λόφους και να φτάσουμε στη μεγάλη αλλά στενή κοιλάδα κάτω από τη θε­ όρατη οροσειρά του Καυκάσου. Ούτε εκεί θα αποφεύγαμε να πε­ ράσουμε μέσα από τον παγετώνα, τουλάχιστον όμως δε θα είχα­ με να αντιμετωπίσουμε και τη θάλασσα από κάτω. Θα αφήναμε την ασφάλεια και τον προσανατολισμό που μας πρόσφερε η α­ κτογραμμή, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, και θα περνούσαμε στην έ­ ρημη, παγωμένη ενδοχώρα της γης των Αχαιών. Το να διασχίσουμε το χέρσο παγωμένο τοπίο ήταν επικίνδυ­ νη υπόθεση. Ο αέρας φυσούσε μανιασμένα εβδομάδες ολόκλη­ ρες και είχε μετατρέψει την επιφάνεια στην οποία πατούσαμε σε ένα στρώμα λείου πάγου. Αν έχανες την ισορροπία σου, σήμαινε ότι θα έπεφτες άσχημα, κινδυνεύοντας να σπάσεις κανένα κόκα­ λο, ενώ στη συνέχεια θα γλιστρούσες προς τα κάτω μέχρι να κα­ ταφέρεις να γαντζωθείς στον πάγο με τα νύχια ή με κάποιο ερ­ γαλείο. Αν το γλίστρημα δεν μπορούσε να ανακοπεί, αποδει­ κνυόταν μοιραίο. Η παγωμένη επιφάνεια ήταν γεμάτη ρωγμές που θύμιζαν σπασμένες φλέβες στο δέρμα ή ραγισμένο κεραμι­ κό. Ήταν αδύνατο να ξέρεις σε τι βάθος έφταναν οι χαράδρες κά­ τω απ' τις ρωγμές· όποιος έπεφτε εκεί χανόταν χωρίς να αφήσει ίχνος, σαν να τον είχαν κατασπαράξει τα γκρίζα, βουβά χάσμα­ τα. Αν κοίταζε κανείς την πλαγιά από ψηλά, προς τα ριζά των λό­ φων δίπλα στη θάλασσα, οι χαράδρες που θύμιζαν σαγόνια ήταν τελείως αόρατες, τα χείλη τους στην επιφάνεια έκρυβαν τελείως τον παγωμένο θάνατο που παραμόνευε εκεί. Δεν υπήρχε τρόπος να αποφύγεις μια χαράδρα ενώ γλιστρούσες στην πλαγιά. Η μό­ νη άμυνα ήταν να μη γλιστρήσεις. Ακόντια και δόρατα μετατράπηκαν σε μπαστούνια· στα χέρια μας κρατούσαμε τσεκούρια για να τα καρφώσουμε στον πάγο και να ανακόψουμε την πτώση αν γλιστρούσαμε. Οι άντρες έδεσαν τις ασπίδες στα στήθη τους, γιατί, αν έπεφτες πάνω στη λεία, κοί­ λη επιφάνεια της ασπίδας με την πλάτη, θα γλιστρούσες στην πλαγιά σαν βότσαλο που αναπηδά στην επιφάνεια του νερού. br/zav

442

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Έσκισαν τα γούνινα καπέλα τους, τα έκαναν λωρίδες και τα έδε­ σαν γύρω από τα πέλματά τους, όχι για ζεστασιά, αλλά για το ε­ πιπλέον κράτημα που έδινε το δέρμα στα σανδάλια τους. Με ε­ ντολή του πατέρα δέθηκαν μεταξύ τους σε ομάδες των πέντε ή έ­ ξι, με την ελπίδα ότι, αν κάποιος άντρας γλιστρούσε, οι υπόλοιποι που ήταν όρθιοι θα είχαν τη δύναμη να τον κρατήσουν. Η μέθο­ δος αυτή έφερε αποτελέσματα σε γενικές γραμμές, εκτός από τις περιπτώσεις που πέφτοντας ο πρώτος παρέσερνε και τον επόμε­ νο, οπότε το βάρος και η δύναμη των δυο αντρών που γλιστρού­ σαν ήταν πολύ μεγάλη για να αντέξουν οι τρεις που έμεναν όρθιοι. Μέσα στο πρώτο χιλιόμετρο είδα δύο ολόκληρες σειρές αντρών να χάνονται ουρλιάζοντας σε κάποιο βάραθρο. Και τις δύο φορές οι υπόλοιποι στρατιώτες έμειναν να κοιτάζουν με φρίκη το σημείο ό­ που είχαν εξαφανιστεί οι σύντροφοί τους κι ύστερα, χωρίς να πουν λέξη, συνέχισαν τη βασανιστικά αργή πορεία τους. Ολημερίς συνεχίζαμε την κοπιαστική ανάβαση, δεμένοι με­ ταξύ μας σαν φυλακισμένοι ή τρελοί, ισότιμοι πια σε αξιώματα και βάρη, αφού είτε ήσουν βασιλιάς είτε στρατηγός είτε αιχμά­ λωτος βαστάζος η πορεία σου εξαρτιόταν από τη δύναμή σου και από το πόσο καλά μπορούσες να ισορροπήσεις στα πόδια σου. Οι αξιωματικοί και οι λίγοι ιππείς προχωρούσαν δίπλα στα ανήσυ­ χα ζώα τους φροντίζοντας να περπατάνε λίγο πιο ψηλά από κά­ θε ζώο, ώστε να μην παρασυρθούν σε περίπτωση που γλιστρού­ σε το άλογο και, αντίθετα, να κρατηθούν απ' αυτό για να σωθούν αν έχαναν οι ίδιοι την ισορροπία τους. Μπροστά μας, σε απόσταση περίπου δύο χιλιομέτρων, ορθώ­ νονταν οι Καυκάσιες Πύλες. Οι απότομες πλαγιές του Καυκάσου στη δεξιά πλευρά σχημάτιζαν μια κάθετη παγωμένη επιφάνεια, λες και ο παγετώνας, σαν γκρίζος συμπαγής ποταμός, χυνόταν στο σημείο αυτό σ' έναν καταρράκτη· στα αριστερά οι λόφοι που έβλεπαν στις ακτές υψώνονταν μπροστά μας, σχηματίζοντας μια εξίσου απότομη και λεία πλαγιά από παγωμένο γρανίτη. Ήταν ένα πέρασμα, πραγματικά μια Πύλη, με πλάτος μόλις τριάντα πήχεις, μέσα από το οποίο έπρεπε να περάσει ο στρατός. Μέχρι στιγμής δεν είχαμε δει κανένα ίχνος των τρομερών Αχαιών. Οι ά­ ντρες περίμεναν τόσο καιρό, τόσες εβδομάδες την επίθεσή τους, ώστε θα αισθάνονταν σχεδόν ανακούφιση αν εκδηλωνόταν - όταν εκδηλωνόταν. Ανάλογα με τις θέσεις που θα είχαμε, μια μάχη στις Πύλες ίσως να αποδεικνυόταν ευνοϊκή για εμάς: στο στενό br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

443

πέρασμα όπου το έδαφος ήταν στέρεο ήταν απίθανο να υπάρ­ χουν θανάσιμες χαράδρες να μας απειλούν και τα κάθετα τοιχώ­ ματα στις δυο πλευρές θα μας βοηθούσαν να κρατήσουμε την ι­ σορροπία μας. Ό μ ω ς ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός. Αν κάποιος ή­ θελε να στήσει ενέδρα, εδώ θα ήταν το σημείο που θα διάλεγε. Οι άντρες το κατάλαβαν, σφίχτηκαν κι έγιναν ακόμη πιο λιγομίλητοι απ' ό,τι συνήθως, παρότι χρειαζόμασταν ακόμη μία ώρα για να φτάσουμε στο πέρασμα. Προετοιμάστηκα για την επίθεση που θα δεχόμασταν. Ο Αχαιός στρατηγός ήταν πανέξυπνος. Γνωρίζοντας ότι θα βρισκόμασταν σε πλήρη επιφυλακή μόλις φτάναμε στις Πύλες κι ότι είχαμε βετεράνους στρατιώτες και έμπειρους αξιωματικούς στις πρώτες γραμμές, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τα πλεονε­ κτήματά τους και ταυτόχρονα τα δικά μας μειονεκτήματα. Η ε­ νέδρα εκδηλώθηκε όχι μέσα στο στενό πέρασμα, αλλά νωρίτερα, σ' εκείνη την παγωμένη πλαγιά, ενάμισι χιλιόμετρο μακριά από τις Πύλες, όταν οι στρατιώτες μας αγωνίζονταν ακόμη και να στα­ θούν όρθιοι, να μπορέσουν να στηρίξουν το ένα πόδι μπροστά α­ πό το άλλο. Βγάζοντας στριγκές, τρομακτικές πολεμικές κραυγές που α­ ντηχούσαν στις γύρω απόκρημνες πλαγιές, ένας στρατός από πα­ ράξενα πλάσματα ντυμένα με γούνες πετάχτηκε από την πλαγιά πιο πάνω μας, πίσω από τις παρυφές μιας μεγάλης και βαθιάς χα­ ράδρας, στο εσωτερικό της οποίας είχαν χτίσει μια ξύλινη κατα­ σκευή και περίμεναν εκεί την άφιξή μας. Ήταν μαλλιαρά, στρογγυλοπρόσωπα πλάσματα, περισσότερο έμοιαζαν με πιθήκους πα­ ρά με ανθρώπους, είχαν πυκνές καστανές γενειάδες και διαπε­ ραστικό βλέμμα που ξεχώριζε κάτω από τους εφαρμοστούς μάλ­ λινους σκούφους τους. Τα γούνινα γιλέκα τους με την παχιά ε­ πένδυση έδειχναν απαλά και χοντροκομμένα, ωστόσο τους προ­ στάτευαν από τα βέλη σχεδόν εξίσου αποτελεσματικά με μια χάλ­ κινη πανοπλία. Στα πόδια τους είχαν δεμένα μεταλλικά πέλματα με καρφιά που προεξείχαν από τα σανδάλια τους, παρέχοντάς τους γερό κράτημα στον πάγο σαν να περπατούσαν σε μαλακή άμ­ μο. Ήταν βάρβαροι με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, ημιάγριοι που ήθελαν να μας πιουν το αίμα και έσκουζαν σαν πί­ θηκοι. Επιτέθηκαν άτακτα, σαν όχλος, αλλά ήταν πάνω από δέ­ κα χιλιάδες, τρεις φορές περισσότεροι από εμάς, κι εκτός αυτού ήταν δυνατοί και χορτασμένοι. br/zav

444

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Αιφνιδιαστήκαμε και τρέξαμε όπως όπως να πάρουμε θέσεις, αφού δεν περιμέναμε την ενέδρα τόσο νωρίς. Για πρώτη φορά τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια ο πατέρας στράφηκε στις παλιές μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες στον πόλεμο, ενώ α­ κόμη και ο Ρωμαίος εξόριστος χιλίαρχος, ο Μάρκελλος, συμφώ­ νησε μ' αυτή την τακτική. Σχηματίσαμε μια παραδοσιακή ελληνική φάλαγγα. Ο στρατός βρισκόταν ήδη σε πυκνό σχηματισμό, μια και ήταν χωρισμένος σε ομάδες τα μέλη των οποίων είχαν δεθεί μεταξύ τους για ασφάλεια. Μόλις οι Αχαιοί εξαπέλυσαν την επίθεσή τους ουρλιάζοντας σαν θηρία, οι άντρες ενίσχυσαν τις θέσεις τους, μ' εκείνους που ήταν ψηλότερα στην πλαγιά να υψώνουν τις ασπί­ δες τους και να τις φέρνουν μπροστά τους σχηματίζοντας ένα με­ ταλλικό τείχος για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και ό­ σους αγωνίζονταν ακόμη να πάρουν τις θέσεις τους πιο πίσω. Οι βάρβαροι άρχισαν να εκτοξεύουν βροχή από βέλη, κάτι βαριά πράγματα με αιχμές από οψιδιανό που έσπαγαν σαν να ήταν α­ πό γυαλί αν χτυπούσαν σε ασπίδα ή πανοπλία, αλλά προκαλού­ σαν μεγάλα και βαθιά τραύματα αν έβρισκαν σάρκα. Ο πατέρας έτρεξε στις πρώτες γραμμές που προσπαθούσα να συγκροτήσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, με τον Βιτούιτο και την Υψικράτη να βάζουν τα δυνατά τους για να τον προστατεύσουν κρατώντας ψηλά τις ασπίδες τους. Με βροντερή φωνή έδωσε διαταγές και με σβέλτες κινήσεις έβαλε ένα βέλος στο τόξο του, αδιαφορώντας για την ασφάλειά του όταν οι βάρβαροι τον εντόπισαν και στις α­ σπίδες των συντρόφων του άρχισαν να πέφτουν με δύναμη τα βα­ ριά τους βέλη. Παρότι είχε σχεδόν κουτσαθεί από τα παλιά του τραύματα, ο βασιλιάς ήταν ακόμη ο πιο δυνατός πολεμιστής, ο καλύτερος τοξότης στο στρατό μας· παραμέρισε τη βαριά ασπίδα του Βιτούιτου, στάθηκε όρθιος μπροστά σε όλους τους εχθρούς, ση­ μάδεψε προσεκτικά με το πελώριο τόξο του και άφησε απότο­ μα τη χορδή. Το βέλος έφυγε με ταχύτητα, κράτησε την πορεία του και καρφώθηκε στο λαιμό ενός θηριώδους πολεμιστή στην πρώτη γραμμή των εχθρών, που πρέπει να ήταν ένας από τους αρχηγούς τους, χτυπώντας τον με τόση δύναμη, που τον τίναξε πίσω. Ο άντρας έπεσε ανάσκελα σφαδάζοντας, με το βέλος να εξέχει μπροστά στα μάτια του, κι άρχισε να γλιστράει αργά στην πλαγιά πέφτοντας προς την πρώτη γραμμή των στρατιωbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

445

τών μας, αφήνοντας πίσω του μια μακριά κατακόκκινη γραμμή. Οι βάρβαροι βρυχήθηκαν έξαλλοι με το θάνατο του αρχηγού τους και οι στρατιώτες μας απάντησαν με βροντερές επευφημίες. Στο μεταξύ, είχαμε πάρει τις θέσεις μας. Σχηματίσαμε μια συ­ μπαγή μάζα: διακόσιοι στρατιώτες κατά πλάτος με τις ασπίδες τους κολλημένες δίπλα δίπλα, ένα χάλκινο τείχος βάθους δεκα­ πέντε γραμμών, με την κάθε γραμμή να στηρίζει τους μπροστι­ νούς, τις ασπίδες να πιέζουν τις πλάτες τους, τους άντρες να πα­ τάνε με δύναμη και να σκάβουν τον πάγο, τις γάμπες και τα πέλ­ ματα να σφίγγονται στην προσπάθεια να κρατηθούν γερά στην α­ πότομη παγωμένη επιφάνεια. Με το σύνθημα του πατέρα, που α­ κούστηκε δυνατότερα κι απ' τις φωνές των στρατιωτών, ο πο­ ντιακός στρατός ξεκίνησε την αργή, βήμα βήμα προώθησή του προχωρώντας προσεκτικά αλλά σταθερά πάνω στον πάγο, με τον κάθε άντρα να εστιάζει την προσοχή του στην ασπίδα μπροστά του, επικεντρώνοντας όλη του τη θέληση στην τοποθέτηση των πο­ διών του στην επόμενη πατημασιά που είχαν αφήσει οι μπρο­ στινοί του στον πάγο, βγάζοντας από το μυαλό του κάθε άλλη σκέ­ ψη πέρα από το σκοτωμό που θα ακολουθούσε. Όταν οι βάρβαροι διαπίστωσαν ότι το μόνο που είχαν πετύ­ χει με την αρχική επίθεσή τους με τα βέλη ήταν να επιταχύνουν την ανάπτυξη της φάλαγγάς μας, η οργή τους θέριεψε. Ρίχνοντας με δύναμη ακόντια εναντίον μας, άρχισαν να κατεβαίνουν τρέ­ χοντας απ' την πλαγιά με βήματα σίγουρα και ασφαλή, χάρη στα καρφιά που είχαν τα σανδάλια τους και την πείρα μιας ολόκλη­ ρης ζωής πάνω στους πάγους. Οι τοξότες μας στις πίσω γραμμές εξαπέλυσαν καταιγισμό από φονικά βέλη που ανέκοψαν την έ­ φοδο του εχθρού, αλλά για πολύ λίγο· οι νεκροί και οι τραυμα­ τίες Αχαιοί απλώς έπεφταν ανάσκελα και εξακολουθούσαν να κι­ νούνται προς το μέρος μας γλιστρώντας παράλληλα με τους όρ­ θιους συντρόφους τους. Οι Πόντιοι τοξότες συνέχιζαν να εκτο­ ξεύουν με μανία τα βέλη τους πάνω στον εχθρό, αλλά οι άντρες στην πρώτη γραμμή άρχισαν να λιγοστεύουν και να κλονίζονται: τώρα δεχόμασταν έφοδο από ένα κύμα νεκρών εχθρών που γλι­ στρούσαν και κατρακυλούσαν πάνω στη λεία πλαγιά, ενώ πίσω τους ακολουθούσαν οι ζωντανοί βάρβαροι, που εξακολουθούσαν να πατούν γερά πάνω στον πάγο που βαφόταν κόκκινος από το αίμα των συντρόφων τους. Λίγες στιγμές αργότερα το πρώτο κύμα των νεκρών εχθρών br/zav

446

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

χτύπησε τις γραμμές μας. Οι άντρες που βρίσκονταν μπροστά εί­ δαν τα πτώματα να έρχονται και προετοιμάστηκαν, κατορθώνο­ ντας να τα αποφύγουν πηδώντας από πάνω τους σαν να ήταν ε­ μπόδια στο στίβο της εκπαίδευσης, κι άρχισαν να ετοιμάζονται για να δεχτούν την πιο επικίνδυνη επίθεση των ζωντανών πολε­ μιστών που ακολουθούσαν λίγο πιο πίσω. Οι μεσαίες και οι πίσω γραμμές μας δεν ήταν τόσο τυχερές. Επειδή οι στρατιώτες δεν μπορούσαν να δουν πέρα από τις ασπίδες τους, έχαναν την ι­ σορροπία τους όταν τα πτώματα έβρισκαν με δύναμη στα πόδια τους, ακριβώς όπως θα είχε συμβεί αν ο εχθρός είχε ρίξει κορμούς που θα κατρακυλούσαν εναντίον μας ψηλά από το λόφο. Με βρι­ σιές και φωνές οι στρατιώτες στη μέση έχαναν την ισορροπία τους και έπεφταν προς τα πίσω, πάνω στις ασπίδες εκείνων που ακολουθούσαν, αλλά κι εκείνοι με τη σειρά τους πάθαιναν το ί­ διο, μέχρι που τελικά οι τελευταίες γραμμές συνειδητοποίησαν τι συνέβαινε και ετοιμάστηκαν να απορροφήσουν τη δύναμη της πρόσκρουσης. Ολόκληροι στοίχοι δικών μας βρέθηκαν κάτω ριγ­ μένοι από τα μακάβρια εμπόδια, καθώς οι Πόντιοι στρατιώτες σκόνταφταν και έπεφταν πάνω στους νεκρούς εχθρούς τους και συνέχιζαν να γλιστράνε στην πλαγιά. Για εκείνους που ήταν ακό­ μη δεμένοι με τους συντρόφους τους υπήρχε μια ισχνή ελπίδα σωτηρίας, αφού όσοι είχαν καταφέρει να σταθούν όρθιοι έμπη­ γαν τα δόρατα ή τις ασπίδες τους στον πάγο και κρατούσαν α­ ντίσταση. Κάποιοι άλλοι όμως, δεκάδες άλλοι, που είχαν κόψει τα σκοινιά για να μπορούν να κινούνται πιο άνετα στη φάλαγγα, δεν είχαν από πού να κρατηθούν και γλιστρούσαν απελπισμένα, όλο και πιο γρήγορα, και τελικά χάθηκαν στις χαράδρες πιο κάτω. Το κύριο σώμα των εχθρών έπεσε με δύναμη στις πρώτες γραμμές μας σαν πολιορκητικός κριός και η πρόσκρουση παρα­ λίγο να ρίξει κάτω ολόκληρη τη φάλαγγα. Οι δύο στρατοί ισορ­ ρόπησαν για μια φευγαλέα στιγμή, τη στιγμή της πρόσκρουσης, κι έπειτα, ξανά όπως θα έκανε ένας πολιορκητικός κριός, οι βάρ­ βαροι έκαναν ένα δυο βήματα προς τα πίσω, καθώς δεν κατόρ­ θωσαν να διασπάσουν το τείχος που σχημάτιζαν οι χάλκινες α­ σπίδες μας. Έχοντας χάσει την ορμή της εφόδου τους, οι εχθροί μας βρυχήθηκαν αψηφώντας την αντίστασή μας κι άρχισαν να μας χτυπάνε με τα πελώρια χάλκινα τσεκούρια τους πολεμώντας με μανία, βγάζοντας όλη την οργή τους στα χτυπήματα που έριbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

447

χναν με τα μυώδη μπράτσα τους, προσπαθώντας να μας γονατί­ σουν με την ωμή, αποφασισμένη επίθεσή τους. Αν και η φάλαγγα αποτυγχάνει όταν αντιμετωπίζει έναν πει­ θαρχημένο, εκπαιδευμένο ρωμαϊκό στρατό, σημειώνει τις πιο αι­ ματηρές επιτυχίες της όταν βρίσκεται απέναντι σε όχλο. Τα χτυ­ πήματα των Αχαιών έφεραν τα ίδια αποτελέσματα που θα είχαν αν προσπαθούσαν να σπάσουν μια χάλκινη πόρτα χτυπώντας τη με τα κεφάλια τους. Μετά την αρχική σύγκρουση των δύο στρα­ τών, ούρλιαξα «Εμπρός, στο όνομα του Πόντου!», και οι στρα­ τιώτες μας ξέσπασαν σε βροντερές επευφημίες. Βήμα προς βή­ μα, ο συμπαγής χάλκινος όγκος συνέχισε να προχωρά, με τους ά­ ντρες μας να καλύπτουν τα κενά που είχαν δημιουργηθεί με την απώλεια των τραυματισμένων ή νεκρών συντρόφων τους, απα­ ξιώντας ακόμη και να κρατήσουν τα σπαθιά ή τα ακόντιά τους· έβαζαν όλη τους τη δύναμη στην προσπάθεια να κρατήσουν τις βαριές ασπίδες μπροστά στα μάτια τους, να διατηρήσουν τις α­ ποστάσεις με τους διπλανούς συντρόφους τους προχωρώντας αρ­ γά και σταθερά όπως το βόδι, με απόλυτη πειθαρχία, με φονική ακρίβεια, κατευθείαν πάνω στις γραμμές των βαρβάρων που συ­ νέχιζαν τις απελπισμένες προσπάθειές τους. Οι βάρβαροι κοντοστάθηκαν απογοητευμένοι και έκπληκτοι, γιατί, παρότι ήταν τρεις φορές περισσότεροι, η επίθεσή τους δεν είχε κανένα ουσιαστικό αντίκτυπο στις γραμμές μας, λες και εί­ χαν πέσει πάνω στα κάθετα απότομα βράχια που ορθώνονταν γύ­ ρω μας. Εξακολουθώντας να χτυπάνε έξαλλοι με τα όπλα τους, άρ­ χισαν να υποχωρούν σταθερά. Η υποχώρησή τους σε καμία πε­ ρίπτωση δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συγκροτημένη, αφού ήταν φανερό ότι δεν είχαν ούτε πειθαρχία ούτε τακτική, πάντως δεν έδειχναν και σημάδια πανικού. Μέχρι που πέρασε μπροστά η Υψικράτη. Με μια στριγκή διαπεραστική πολεμική κραυγή σε μια γλώσ­ σα που ήχησε ξένη στα αφτιά μου, απομακρύνθηκε με ένα άλμα από το πλευρό του πατέρα, τον οποίο προστάτευε μέχρι εκείνη τη στιγμή με την ασπίδα της όσο εκείνος έδινε με βροντερή φωνή διαταγές στους αξιωματικούς, κι έτρεξε μπροστά από την πρώτη γραμμή της φάλαγγάς μας, όπου βρέθηκε ανάμεσα στους ε­ χθρούς. Οι βάρβαροι και οι Πόντιοι έμοιαζαν με νάνους μπρο­ στά της. Άρχισε λοιπόν να κραδαίνει την ασπίδα και το σπαθί της χρησιμοποιώντας και τα δύο σαν όπλα, τσακίζοντας περικεφαbr/zav

448

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

λαίες και κρανία με την ασπίδα, κόβοντας λαιμούς και κορμιά με τη λεπίδα της. Σαν να ήταν συνεννοημένοι, βάρβαροι και Πόντιοι απομακρύνθηκαν από τη μανιασμένη αμαζόνα δημιουργώντας έ­ ναν κύκλο γύρω της, μέσα στον οποίο η κοπέλα περπατούσε σαν αγρίμι, με μάτια κατακόκκινα από οργή· τα ρουθούνια της έ­ βγαζαν αχνό όπως τα πολεμικά άλογα, η πλούσια κατάξανθη χαί­ τη της ανέμιζε ελεύθερα κάτω από την περικεφαλαία της, τα υ­ πέροχα στήθη της πάλλονταν γυμνά και στητά κάτω από την α­ νοιχτή γούνα λύκου που φορούσε κι εκείνη βαριανάσαινε από την ένταση. Βγάζοντας ξανά την ίδια απόκοσμη κραυγή, έπεσε πάνω στους βαρβάρους που ζάρωσαν από το φόβο μπροστά σ' αυτό το τελεί­ ως απρόσμενο όπλο. Στις τάξεις τους κυκλοφόρησε η φήμη ότι κά­ ποια θεά είχε κάνει την εμφάνισή της κι ακολούθησε πανικός. Κανείς δεν τολμούσε να πολεμήσει αυτή την τίγρη, αυτή την Ερι­ νύα που ούτε ο παγωμένος αέρας δεν άγγιζε, που τα βέλη δεν μπορούσαν να χτυπήσουν. Αρχικά ο καθένας μόνος του και μετά πέντε πέντε, δέκα δέκα οι Αχαιοί έκαναν μεταβολή και τρέπο­ νταν σε φυγή. Οι Πόντιοι στρατιώτες ξέσπασαν σε νέες επευφη­ μίες καθώς επιταχύναμε το ρυθμό μας κι αρχίσαμε να τους κα­ ταδιώκουμε, αν και σύντομα οι πανικόβλητοι εχθροί κατόρθω­ σαν να απομακρυνθούν χάρη στα καρφιά που φορούσαν στα σαν­ δάλια τους. Σκαρφάλωναν αλλόφρονες στην πλαγιά πηδώντας πάνω στον πάγο, περνώντας πάνω από τις στενές χαράδρες και γύρω από τις πιο μεγάλες· μόνο εκείνοι ήξεραν πού βρίσκονταν αυτές οι θανάσιμες παγίδες. Βλέποντας ότι θα ήταν αδύνατο να τους προλάβουμε, διέταξα τους εξουθενωμένους πολεμιστές μας να σταματήσουν, κάτι που έκαναν ευχαρίστως - όλοι εκτός από έναν... ή, πιο σωστά, μία: την Υψικράτη. Σαν σεληνιασμένη, συνέχισε να ανεβαίνει στην πλαγιά του βουνού, γλιστρούσε και ξανασηκωνόταν, καταδίωκε μόνη της ο­ λόκληρο τον όχλο των Αχαιών που υποχωρούσε. Την παρακο­ λουθούσαμε κατάπληκτοι να τσιρίζει και να ουρλιάζει τη στιγμή που ριχνόταν πάνω σε κάθε Αχαιό που είχε ξεμείνει παραπίσω, σφάζοντάς τους σαν να ήταν γουρούνια. Ο πατέρας τής φώναζε «Υψικράτη! Σταμάτα!», όμως από τις κραυγές των εχθρών ή ίσως από τη μανία που την είχε καταλάβει ούτε άκουγε ούτε σταμα­ τούσε. Καλυμμένη με αίματα που είχαν παγώσει στο κορμί της, συνέχιζε να τρέχει, με τους στρατιώτες μας να την ενθαρρύνουν br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

449

κατενθουσιασμένοι και τον πατέρα έξω φρενών να προσπαθεί να τη σταματήσει... Μέχρι που ξαφνικά μάζεψε το σώμα της σε στά­ ση επίθεσης και τινάχτηκε ψηλά στον αέρα μ ένα απίστευτο άλ­ μα, στριφογυρίζοντας το σπαθί της, για να σκοτώσει έναν Αχαιό που είχε σκοντάψει. Ό π ω ς έπεφτε στον πάγο, δεν υπολόγισε κα­ λά τη θέση της, έχασε την ισορροπία της... και χάθηκε από μπρο­ στά μας πέφτοντας σε κάποιο βάραθρο, ενώ η φοβερή πολεμική κραυγή της μετατράπηκε σε μακρινό ουρλιαχτό που αντηχούσε από τα έγκατα των πάγων. Κι ύστερα σιωπή. Έμεινα άναυδος, κοιτάζοντας το σημείο όπου είχε χαθεί η Υψικράτη. Από τους πάγους μάς είχε έρθει εκείνη η παράξενη Υπερβόρεια θεά και στους πάγους είχε επιστρέψει. Ο ποντιακός στρατός βουβάθηκε, το βλέμμα των στρατιωτών στεκόταν μία στο μπλε-γκρι χάσμα στην άλλη άκρη του αιματο­ βαμμένου παγετώνα και μία στον πατέρα, στο πρόσωπο του ο­ ποίου αποτυπωνόταν η φρίκη. Με το στόμα ανοιχτό κοιτούσε το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί η Υψικράτη. Γύρισε με αργές κι­ νήσεις προς τους άντρες του, στάθηκε ακίνητος για αρκετή ώρα και τα χείλη του κινήθηκαν σαν να ήθελε κάτι να πει. Ύ σ τ ε ρ α έ­ σφιξε το σαγόνι του, ίσιωσε το τόξο που είχε κρεμασμένο στην πλάτη του και συνέχισε την πορεία του πάνω στο ματωμένο και έρημο πάγο. Παρόλο που οι άντρες τον ακολούθησαν πρόθυμα προς τις Πύλες και τα ασφαλή εδάφη που εκτείνονταν πέρα από αυτές, από την απογοήτευση που μαρτυρούσαν οι σκυφτοί του ώ­ μοι κατάλαβα ότι για εκείνον η μάχη που μόλις είχε τελειώσει δεν ήταν νίκη. Είχα ρωτήσει κάποτε τον πατέρα αν αγάπησε ποτέ του κάτι. Τώρα ήξερα ότι είχε αγαπήσει αληθινά εκείνη τη γυναίκα, την Υψικράτη.

br/zav

II

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ χρόνια το

βασίλειο του

Βοσπό­

ρου στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας το κυβερνούσε ο Μαχάρης, γιος του πατέρα από τον άτυχο γάμο του με την αδερ­ φή του, τη Λαοδίκη, και διάδοχος του ποντιακού θρόνου. Δεν εί­ χα δει τον ετεροθαλή αδερφό μου όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που ο πατέρας τον είχε ορίσει βασιλιά εκείνων του κρύων, ανεμοδαρμένων βόρειων περιοχών. Πριν από έξι χρόνια όμως, όταν ο Λούκουλλος κατέλαβε για πρώτη φορά τον Πόντο, ο πατέρας με είχε στείλει στον Βόσπορο με διαταγές για τον Μαχάρη να συ­ γκεντρώσει ένα στρατό Σκυθών προκειμένου να βοηθήσουν στην ανακατάληψη του βασιλείου του. Ξεκίνησα λοιπόν, ανυπομονώ­ ντας να αναθερμάνω την παλιά στενή μας σχέση. Ο Μαχάρης με υποδέχτηκε μάλλον σαν να ήμουν λεπρός πα­ ρά ο ετεροθαλής αδερφός που είχε χρόνια να δει. Όταν λίγο με­ τά την άφιξή μου μπήκα στην απέριττη αίθουσα των ακροάσεων του παλατιού του στην πρωτεύουσα, την πόλη του Παντικάπαιου, διέσχισα το χώρο χαρούμενος και με μεγάλα βήματα για να τον αγκαλιάσω, πιστεύοντας ότι θα ήταν τόσο ενθουσιασμένος όσο κι εγώ που ξανασυναντιόμασταν. Έμεινε καθισμένος στο θρόνο του παρατηρώντας με ψυχρά, ενώ οι δύο Σκύθες φρουροί που στέ­ κονταν μπροστά του μου έφραξαν το δρόμο και δε μου επέτρε­ ψαν να πλησιάσω πιο κοντά. Δεν απογοητεύτηκα, σταμάτησα ε­ κεί και του μίλησα, στέλνοντας από μακριά το χαιρετισμό μου. «Μαχάρη, τυχεράκια, έχεις ήδη κλείσει είκοσι πέντε χρόνια βα­ σιλιάς, ενώ εγώ ακόμη κουβαλάω το παγούρι του πατέρα στο στρατό! Αλλά κυβερνάς τόσα χρόνια αυτό το μακρινό βασίλειο, που με ξέχασες! Έ λ α , αγκάλιασε τον αδερφό σου· έλα να πιούμε στο αντάμωμά μας και στην εκστρατεία του πατέρα για την απε­ λευθέρωση του Πόντου».

br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

451

Ο Μαχάρης όμως δεν κουνήθηκε από το θρόνο κι εγώ τον κοί­ ταξα πιο προσεκτικά για να δω αν είχε κάποιο σωματικό πρό­ βλημα. Είχε μεγαλώσει φυσικά, όπως κι εγώ, αλλά ήταν ακόμη γε­ ρός και δυνατός, στην ακμή της ζωής του. Το πρόσωπό του ω­ στόσο ήταν πολύ πιο θλιμμένο και σκυθρωπό απ' ό,τι θα έπρεπε, ειδικά για ένα βασιλιά που είχε κυβερνήσει σε συνθήκες απόλυ­ της ειρήνης επί ένα τέταρτο του αιώνα χωρίς να χρειαστεί να α­ ντιμετωπίσει έστω μία απειλή για την εξουσία του. «Δεν έχω καλά νέα για σένα, αδερφέ», είπε, «ούτε μπορώ να κάνω πρόποση για την επιτυχία της νέας προσπάθειας του πατέ­ ρα». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Αρνείσαι το αίτημά του; Μα ξέρεις περί τίνος πρόκειται;» «Ξέρω τον πατέρα, άρα θα ζητάει να του στείλω στρατιώτες. Έ χ ε ι στρατολογήσει στρατιώτες από τα εδάφη μου πολλές φορές στο παρελθόν - για την ακρίβεια, ένας από τους λόγους που με έ­ βαλε σ' αυτό το θρόνο ήταν για να του εξασφαλίζω σταθερή πρό­ σβαση στους Σκύθες για τον εκάστοτε στρατό του». «Και;... Δεν έχεις άντρες να του δώσεις; Μήπως τους εξόντω­ σε καμιά επιδημία;» Γέλασε ξερά. «Επιδημία... Κατά κάποιο τρόπο ναι, αλλά δεν τους εξόντωσε». «Τι είναι αυτά που λες;» «Δεν είσαι ο πρώτος που ήρθε εδώ για να συζητήσει το θέμα των αναγκών του πατέρα. Μια ρωμαϊκή αντιπροσωπία ήταν εδώ την περασμένη εβδομάδα». «Τι σημασία έχει αυτό; Οι Ρωμαίοι στέλνουν παντού αντι­ προσωπίες. Είμαι σίγουρος ότι έδωσες στους κανάγιες ξινισμένο κρασί να πιουν, τους έστειλες παρέα για το βράδυ συφιλιδικές πόρνες και τους ξαπόστειλες από εκεί που ήρθαν με την πρώτη φορτηγίδα που έφευγε για την Ιταλία». Ο Μαχάρης κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου χωρίς ίχνος χα­ μόγελου στο πρόσωπό του. «Όχι ακριβώς, αδερφέ. Για την ακρίβεια, φοβάμαι ότι εσένα πρέπει να διώξω με το πρώτο πλοίο που αναχωρεί από το λιμά­ νι. Υπέγραψα συμμαχία με τη Ρώμη». Το μυαλό μου έκανε άπειρες σκέψεις, ένα κουβάρι από κα­ τηγορίες, ερωτήσεις, απορίες, αλλά τελικά δε βγήκε λέξη από τα χείλη μου. Καμία εξήγηση που θα μπορούσε να μου δώσει δε θα br/zav

452

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ήταν αρκετή. Δε χρειαζόταν καν να τηρήσω άλλο τα προσχήμα­ τα. Γύρισα κι έκανα να φύγω εξοργισμένος χωρίς να πω κουβέ­ ντα, αλλά με φώναξε πίσω. «Φαρνάκη, περίμενε!» Κοντοστάθηκα. «Είναι αδύνατο να φέρεις τα νέα με τρόπο στον πατέρα», εί­ πε, «ούτε πρέπει να το προσπαθήσεις». «Και βέβαια όχι», απάντησα ψυχρά. «Τότε γιατί θέλεις να γυρίσεις; Δε βλέπεις ότι ο γέρος δίνει μια μάχη που είναι χαμένη; Αυτό κάνει εδώ και χρόνια. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στη Ρώμη! Κανείς δεν μπορεί να πάει αντίθετα στο ρεύμα... Η παλίρροια μπορεί να σε οδηγήσει καμιά φορά εκεί που θέλεις, αλλά αυτό δεν είναι λόγος για να χαίρεσαι, γιατί η παλίρροια είναι δυνατότερη από σένα, στο τέλος θα επι­ στρέψει, πιο άγρια από πριν, και όποιος προσπαθήσει να της πά­ ει κόντρα είναι ανόητος. Το ίδιο ισχύει και για τη Ρώμη, Φαρνά­ κη. Ο πατέρας είναι γέρος· δεν μπορεί να δει τη συνολική εικό­ να· είναι εγκλωβισμένος στο μίσος του και δεν μπορεί να παρα­ δεχτεί την ήττα του, παρόλο που έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Γιατί να διακινδυνεύσω την εξουσία μου, γιατί να χάσω τους άντρες μου, για μια φενάκη; Η "Νέα Ελλάδα" είναι κάτι το αδύνατο, ένα πα­ ράλογο όνειρο. Εσύ κι εγώ όμως... Εμείς μπορούμε να σταθούμε ψύχραιμα απέναντι στα πράγματα, να εξετάσουμε και τις δύο πλευρές σαν λογικοί άνθρωποι· μπορούμε να ποντάρουμε στο σωστό άλογο. Σωστά, Φαρνάκη; Μπορείς να αρνηθείς αυτό που λέω;» Σχεδόν με εκλιπαρούσε, μου ζητούσε να τον καθησυχάσω. Ο αιώνιος μελετητής, ο αιώνιος οπαδός της λογικής, εκείνος που α­ παξιούσε να ακούσει πολεμικές ιστορίες καθισμένος γύρω από τη φωτιά, προτιμώντας να ταξιδεύει στο σκεπτικισμό των φιλοσόφων του. Τώρα όμως δε στρεφόταν στον Πλάτωνα, αλλά σε μένα, για να τον διαβεβαιώσω ότι αυτό που είχε κάνει ήταν σωστό και ηθι­ κό και για το καλό όλων μας. Μπορεί και να ήταν. Μπορεί να υπάρχουν λόγοι που να εκ­ μηδενίζουν ακόμη και την πίστη και την αφοσίωση σε κάτι με­ γαλύτερο από εμάς. Αυτό όμως που μου έλεγε δεν ήταν ένας από αυτούς τους λό­ γους. Γύρισα να φύγω κι αυτή τη φορά δεν κοίταξα πίσω. Έ τ σ ι είχε εξελιχθεί τότε η τελευταία συνάντησή μου με τον br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

453

Μαχάρη, σε μια εποχή που η θέση μας ήταν δύσκολη, αλλά δε συγκρινόταν με τίποτα με την τωρινή μας κατάσταση. Νομίζοντας ότι η βασιλεία του πατέρα στον Πόντο και μαζί η ίδια του η ζωή είχαν φτάσει στο τέλος τους, ο Μαχάρης είχε δηλώσει τότε σύμ­ μαχος της Ρώμης. Μάλιστα, ο ανόητος είχε στείλει στον Λού­ κουλλο ένα χρυσό στέμμα που ζύγιζε χίλιους στατήρες, ως από­ δειξη της πίστης του. Ο Λούκουλλος από την πλευρά του είχε α­ παντήσει με υπεροπτικό τρόπο, δηλώνοντας ότι, εφόσον ο Μα­ χάρης κατέβαλλε τη συμφωνημένη ετήσια εισφορά του στη Ρώ­ μη, θα του επέτρεπαν να κυβερνά ειρηνικά και χωρίς παρεμβά­ σεις στο απομακρυσμένο βασίλειό του στη στέπα. Ήταν μια εύκολη κατάκτηση για τον Λούκουλλο, ο οποίος πι­ θανότατα ουδέποτε σκόπευε να οδηγήσει τα στρατεύματά του τό­ σο μακριά, αφού δε θεωρούσε ότι είχε να κερδίσει κάτι ουσιαστικό εκεί· και ο Μαχάρης πίστευε ότι εξαγόραζε οικονομικά την α­ σφάλειά του, ενώ ήταν βέβαιος πως στο εξής θα παρέμενε από­ λυτος κύριος του μακρινού βασιλείου του, στην ασήμαντη πρω­ τεύουσά του στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ό λ α πή­ γαιναν κατ' ευχήν για τον ανάξιο διάδοχο... μέχρι που ήρθε εκεί­ νη η άνοιξη, όταν ο γερο-πατέρας εμφανίστηκε από το πουθενά στις πύλες της πόλης του. Ζέχναμε και ήμασταν αξύριστοι, αφού είχαμε μείνει εβδομάδες άπλυτοι, ήμασταν ταλαιπωρημένοι αλ­ λά ζωντανοί μετά από πορεία τριών μηνών μέσα από ανεξερεύ­ νητα εδάφη τα οποία ως τότε θεωρούνταν αδιάβατα και ο πατέ­ ρας ήταν έτοιμος να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με το γιο που τον είχε προδώσει συμμαχώντας με τη Ρώμη. Θέλαμε ακόμη αρκετές μέρες δρόμο για να φτάσουμε στο Παντικάπαιο, όταν εμφανίστηκαν κάποιοι απεσταλμένοι του Μα­ χάρη που είχαν έρθει για να δικαιολογήσουν την προηγούμενη στάση του γιου του βασιλιά. Ο πατέρας τούς υποδέχτηκε αμίλη­ τος, βράζοντας από οργή, και τους έδιωξε αμέσως. Στη συνέχεια έφτασε και δεύτερη πρεσβεία εκλιπαρώντας τη συγχώρεσή του για τα σφάλματα του Μαχάρη. Τους διώξαμε κακήν κακώς από το στρατόπεδο και ο στρατός απλά επιτάχυνε το ρυθμό του οδεύο­ ντας προς το Παντικάπαιο όπως ο καρχαρίας που μυρίζεται αί­ μα. Η τελευταία ομάδα κηρύκων έφτασε καλπάζοντας στο στρα­ τόπεδο την ίδια μέρα που φτάσαμε στη Φαναγόρεια, που βρί­ σκεται πάνω στον πορθμό που χωρίζει την ασιατική ηπειρωτική χώρα από τη χερσόνησο. Οι άντρες αυτοί έπεσαν στα πόδια του br/zav

454

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πατέρα παίρνοντας χούφτες χώμα και ρίχνοντάς τες στα κεφάλια τους, ξεσπώντας σε κλάματα και οδυρμούς σαν να ήταν ευνούχοι, παρακαλώντας το βασιλιά να δείξει έλεος στον Μαχάρη. Ο πατέρας κοιτούσε αηδιασμένος τους τρεις άντρες. Στο πρό­ σωπο του ενός αναγνώρισε έναν πρώην υπηρέτη του, τον Ευθράδωρο, τον οποίο είχε παραχωρήσει πριν από χρόνια στον Μαχά­ ρη ως σύμβουλο. Οι άλλοι δύο ήταν σύμβουλοι που είχε αποκτή­ σει ο ίδιος ο Μαχάρης στο ενδιάμεσο, τους οποίους δε γνώριζε ο βασιλιάς. Διέταξε τους άντρες να σταθούν όρθιοι κι άρχισε να βηματί­ ζει αμίλητος μπροστά τους, κοιτάζοντας τα πρόσωπά τους σχεδόν με ένα αίσθημα ικανοποίησης βλέποντάς τους να μαζεύονται α­ πό φόβο στη θέα του πελώριου σώματός του και της άγριας κα­ τάλευκης χαίτης του, αλλά πιο πολύ του φρικτά παραμορφωμέ­ νου προσώπου του, που ήταν τελείως διαφορετικό από την ευγε­ νική, βασιλική μορφή που περίμεναν. Ξαφνικά, και χωρίς προ­ ειδοποίηση, τράβηξε το σπαθί από τη ζώνη του και με μια κίνη­ ση που θύμιζε αίλουρο, κάτι πραγματικά εκπληκτικό για άντρα της ηλικίας και των διαστάσεών του, πήδηξε μπροστά σκίζοντας τον αέρα με ένα γρήγορο τίναγμα της λεπίδας και έκοψε το λαι­ μό του Ευθράδωρου πέρα ως πέρα. Το κεφάλι, με τα μάτια ακό­ μη ορθάνοιχτα από την ταραχή και τη φρίκη, κύλησε στα πόδια των άλλων δύο τρομοκρατημένων πρέσβεων. Στιγμές αργότερα το ακολούθησε και το σώμα, το οποίο λύγισε απαλά στα γόνατα και έγειρε με τον ώμο, σχεδόν σαν να υπήρχε ακόμη ζωή μέσα του για να το καθοδηγήσει στο αργό, απαλό πέσιμό του. Χωρίς να σκουπίσει καν το αίμα από το σπαθί του, ο πατέ­ ρας το έβαλε πάλι στη θήκη που κρεμόταν στο γοφό του. Ύ σ τ ε ­ ρα έβγαλε το μετάλλιο που φορούσε στο λαιμό του ως σύμβολο του αξιώματός του, ένα χρυσό ποντιακό στατήρα, στη μία πλευ­ ρά του οποίου απεικονιζόταν ένα φτερωτό άλογο και στην άλλη η όψη του, και το πέρασε στο λαιμό του πρώτου σαστισμένου πρέσβη. Έ π ε ι τ α έβγαλε ένα μεγάλο χρυσό κρίκο που φορούσε στο λοβό του αριστερού του αφτιού και το έβαλε στα χέρια του δεύτερου. «Πείτε στον αφέντη σας αυτό», βρυχήθηκε έτσι όπως στεκό­ ταν απειλητικά πάνω από τους δύο πανικόβλητους άντρες. «Έτσι ανταμείβω» -κλότσησε το κεφάλι του Ευθράδωρου στην άκρη σαν να ήταν τόπι- «αυτούς που με προδίδουν, αυτούς που χαραbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

455

κτηρίζουν το στόχο μου "παράλογο όνειρο". Και έτσι» -σ' αυτό το σημείο έγνεψε προς τα πολύτιμα δώρα που είχε κάνει στους δυο έντρομους άντρες τους οποίους είχε αφήσει να ζήσουν- «αντα­ μείβω εκείνους που υφίστανται τις πιο τρομερές ταπεινώσεις για χάρη του αφέντη τους. Εσάς τους δύο σας αγνοώ και σας απε­ χθάνομαι, όμως αναγνωρίζω ότι είστε πιστοί. Και τώρα χαθείτε από τα μάτια μου». Δε χρειαζόταν να είναι κανείς Μαιώτης μάντης για να πει στον Μαχάρη ποια θα ήταν η μοίρα του αν έπεφτε στα χέρια του πα­ τέρα. Τρομοκρατημένος, έκαψε όλα τα πλοία του μικρού του στό­ λου, κάθε αλιευτικό στις προβλήτες, κάθε εμπορικό που είχε την ατυχία να δέσει στο λιμάνι του, προκειμένου να εμποδίσει τον ποντιακό στρατό να περάσει απέναντι και να φτάσει στο Παντικάπαιο. Για ένα στρατό όμως που μόλις είχε ολοκληρώσει μια βασανιστική πορεία πιο επώδυνη ακόμη κι από εκείνη του Ξε­ νοφώντα, τρεις αιώνες πριν, ένα τέτοιο εμπόδιο ξεπεράστηκε εύ­ κολα. Εξασφαλίστηκαν άλλα μέσα, κατασκευάστηκαν πρόχειρες σχεδίες, κατασχέθηκαν σκάφη από φυλές που ζούσαν ανατολικά και νότια από το σημείο όπου βρισκόμασταν και ετοιμαστήκαμε για την επίθεση στην πρωτεύουσα. Την παραμονή της εισβολής μας ο Μαχάρης, βλέποντας ότι είχε βρεθεί σε αδιέξοδο, έδωσε την απάντηση στο δίλημμά του με μια χαρακτηριστικά ποντιακή μέ­ θοδο, παίρνοντας ισχυρή δόση δηλητηρίου. Έ ν α ς πόλεμος ανά­ μεσα σε πατέρα και γιο απεφεύχθη. Ο πατέρας μπήκε έφιππος στην ανακουφισμένη πόλη, όπου έτυχε θριαμβευτικής υποδοχής, ανάλογης με τον τρόπο που είχε γίνει δεκτός κατά την άφιξή του στη Σινώπη, πριν από σχεδόν πέντε δεκαετίες. Η πρώτη του ενέργεια αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία ως ο νέος βασιλιάς του Βοσπόρου ήταν να στείλει απεσταλμέ­ νους στον Πομπήιο, ανακοινώνοντας την άνοδό του στο θρόνο του νέου του βασιλείου και κάνοντας πρόταση ειρήνης στη Ρώ­ μη εφόσον ο στρατηγός συμφωνούσε από την πλευρά του να τον αναγνωρίσει ως νόμιμο ηγεμόνα αυτής της βόρειας επικράτει­ ας. Η δεύτερη κίνησή του ήταν να στείλει μια πραγματική στρα­ τιά ευνούχων αυλικών σε κάθε γωνιά του νέου βασιλείου του. Οι διαταγές που τους είχαν δοθεί ήταν να ανακοινώσουν τη στρα­ τολόγηση του μεγαλύτερου στρατού που είχαν δει ποτέ αυτές οι ακτές. Φαινόταν να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία ότι σύbr/zav

456

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ντομα θα βλέπαμε τα κατάρτια των ρωμαϊκών πολεμικών πλοίων να ξεπροβάλλουν στο νότιο ορίζοντα της Μαύρης Θάλασσας.

Ί σ ω ς ήταν η πίεση από την κοπιαστική χειμερινή πορεία μέσα από τις ερημιές στα εδάφη των Αχαιών ή οι επιπτώσεις από τα τραύματα που είχε δεχτεί την περασμένη χρονιά στις μάχες του με τους Ρωμαίους και που τώρα χτυπούσαν. Ό,τι κι αν ήταν πά­ ντως, για πρώτη φορά στη μακρόχρονη ζωή του ο βετεράνος πο­ λεμιστής είχε σοβαρά προβλήματα με την υγεία του. Έβαλε τα δυ­ νατά του για να το κρύψει, συμμετείχε ενεργά στις τελετές που ορ­ γάνωσε η πόλη του Παντικάπαιου για να τον υποδεχτεί και αγω­ νίστηκε στις ιπποδρομίες και τους αγώνες τοξοβολίας, για να α­ ποδείξει ότι ήταν άξιος βασιλιάς γι' αυτούς τους υπανάπτυκτους, προληπτικούς ανθρώπους. Ό μ ω ς , μόλις πέρασε ο αρχικός εν­ θουσιασμός για την απόκτηση ενός νέου βασιλείου, ήταν φανερό σε όλους ότι ο πατέρας δεν ήταν πια ο ίδιος. Θρηνώντας για το χαμό της Υψικράτης, του βασιλείου του και ίσως ετεροχρονισμένα και για άλλους θανάτους όλα αυτά τα χρό­ νια, έπεσε κι ο ίδιος σε μια κατάσταση που θύμιζε θάνατο. Έ τ ρ ω ­ γε μόνο τροφή κόκκινου χρώματος, σαν αυτές που προσφέρονται σε περίοδο πένθους, οι οποίες, σύμφωνα με τα πανάρχαια έθιμα, δεν επιτρέπεται να καταναλωθούν σε άλλες περιπτώσεις: αιματιές, αστακό και καβούρια, βρασμένο χοιρινό, πίτες από βρώμη βου­ τηγμένες σε χυμό κόκκινων μούρων. Μέρες ολόκληρες, ακόμη και εβδομάδες τις περνούσε κλεισμένος στο γυναικωνίτη και κοι­ μόταν πολλές ώρες μετά την ανατολή. Εκτός από τις δύο πιο η­ λικιωμένες γυναίκες στο χαρέμι, οι οποίες είχαν ιατρικές γνώσεις, δεν ερχόταν σε επαφή με άλλες, προτιμώντας να μένει μόνος του στα σκοτεινά διαμερίσματα, τα γεμάτα με τη συλλογή αρχαίων παπύρων και δοκιμίων γραμμένων σε πάμπολλες γλώσσες, που α­ νήκε κάποτε στον Μαχάρη. Παρελθόν αποτελούσαν επίσης τα συμπόσια και οι συζητήσεις όπου έβρισκε την ευκαιρία να κου­ βεντιάσει με Έλληνες εκπροσώπους των γραμμάτων, κάτι που α­ πολάμβανε ιδιαίτερα τα ειρηνικά πρώτα χρόνια της βασιλείας του. Οι δραματικές παραστάσεις και οι θυσίες στους θεούς τις γιορτινές μέρες πραγματοποιούνταν χωρίς την παρουσία του και οι ξένοι αξιωματούχοι γίνονταν δεκτοί από τους ευνούχους του. Ο πατέρας προτιμούσε ένα ξύλινο ανάκλιντρο στα δροσερά, μεbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

457

λαγχολικά διαμερίσματά του, όπου βυθιζόταν στη μελέτη, δεχό­ μενος να συναντηθεί με κάποιο επισκέπτη μόνο αν ήταν απόλυ­ τη ανάγκη. Την καθημερινή διοίκηση του βασιλείου του την ανέθεσε σε μένα. Το έργο ήταν απλό και μάλλον ευχάριστο. Όλοι οι ευνού­ χοι και οι σύμβουλοι του Μαχάρη είχαν περιέλθει στην υπηρε­ σία μου· ως επί το πλείστον ήταν ικανοί, τίμιοι και ενημερωμέ­ νοι. Οι ανάγκες του βασιλείου ήταν τόσο απλές, ώστε διαπίστω­ σα πως οι ευθύνες μου τελικά περιλάμβαναν θέματα όπως η έκ­ δοση αποφάσεων για ζητήματα όπου η απάντηση ήταν προφα­ νής και η διευθέτηση διαφορών που προέκυπταν ανάμεσα σε φυλάρχους. Ό λ α αυτά δεν παρουσίαζαν καμία πρόκληση, δεδομένου ότι είχα περάσει τέσσερις δεκαετίες στο πλευρό του πατέρα παρα­ τηρώντας τον να κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα, ενώ είχα και την πείρα μου ως στρατηγού. Παρ' όλα αυτά, υπήρχε ένα ζήτη­ μα το οποίο ο πατέρας αρνήθηκε να αναθέσει σε οποιονδήποτε άλλο: τη δημιουργία της νέας μεγάλης στρατιάς του. Ο πυρήνας αυτού του στρατού, όπως πάντα, θα ήταν οι βετε­ ράνοι Ρωμαίοι εξόριστοι που ήταν ακόμη στις υπηρεσίες μας με αρχηγό το χιλίαρχο Μάρκελλο. Πολλοί από αυτούς τους άντρες είχαν ξεπεράσει κατά πολύ το όριο της αποστρατείας, αλλά μιμούμενοι τον αφέντη τους αρνιό­ νταν να παραδεχτούν την ήττα τους από τον Αιώνα, τον άνευρο και κακόγουστο θεό του χρόνου, ο οποίος απομυζά τη δύναμη του ανθρώπου με τη μακρά και άτολμη πολιορκία παρά με γεν­ ναίες επιθέσεις. Αυτοί οι γενναιόψυχοι εκατόνταρχοι πλαισιώνο­ νταν επάξια από τους υπόλοιπους Πόντιους και Αρμένιους βετε­ ράνους που μας είχαν συνοδεύσει στο ταξίδι μας μέσα από τα Τάρταρα τον περασμένο χειμώνα. Οι άντρες αυτοί όμως μετά βίας πλησίαζαν τους τρεις χιλιάδες, αριθμός αντίστοιχος με μισή ρωμαϊκή λεγεώνα. Χρειάζονταν περισσότεροι. Για το λόγο αυτό ο πατέρας έστειλε επειγόντως τους πιο ικα­ νούς ευνούχους και κήρυκες που στο παρελθόν ήταν στην υπη­ ρεσία του Μαχάρη, με αποστολή να στρατολογήσουν πολεμιστές από κάθε γωνιά του βασιλείου. Μέχρι τα μέσα της άνοιξης άρχισαν να καταφθάνουν χιλιάδες νεοσύλλεκτοι στο Παντικάπαιο: είχαν ανοιχτόχρωμη επιδερμί­ δα, έβαφαν τα πρόσωπά τους και ήταν τελείως βάρβαροι και αbr/zav

458

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

πείθαρχοι σαν αδέσποτα σκυλιά, αλλά και αδάμαστοι σαν λύκοι. Ήταν ιππείς και πεζικάριοι από τη στέπα, μέλη απομονωμένων φυλών που δεν είχαν δει ποτέ περισσότερους από εκατό ανθρώ­ πους μαζεμένους στο ίδιο μέρος, που δεν είχαν πολεμήσει σε ο­ μάδες με πάνω από τριάντα μέλη, άνθρωποι για τους οποίους α­ κόμη και η αναφορά σε πολεμική πειθαρχία και τακτικές θεω­ ρούνταν ανανδρία, ανάξια των εξαιρετικών ικανοτήτων τους ως τοξευτών και ιππέων. Ο Μάρκελλος βλαστήμησε όταν είδε έναν όχλο χαμογελαστών μακρυμάλληδων φαφούτηδων να κατεβαίνει από τους λόφους πί­ σω από τη θάλασσα και να ξεχύνεται στο αυτοσχέδιο κέντρο εκ­ παίδευσης που είχε κατασκευάσει έξω από την πρωτεύουσα. Ανα­ στέναξε απογοητευμένος όταν άκουσε τη βαρβαρική γλώσσα των νεοφερμένων, που δεν την καταλάβαινε κανείς από τους Ρωμαί­ ους, ενώ ακόμη και ο γλωσσομαθής πατέρας δυσκολευόταν. Τρα­ βούσε τα μαλλιά του όταν έβλεπε τους βαρβάρους να προσπα­ θούν να πολεμήσουν πεζοί, σώμα με σώμα, κάτι που αποτελούσε την πιο σημαντική τεχνική που έπρεπε να αφομοιώσουν προκει­ μένου να μετατραπούν σε ένα στρατό που πολεμούσε όπως οι ρω­ μαϊκές λεγεώνες. Αντίθετα, τους θαύμαζε όταν στο τέλος της κα­ θημερινής εκπαίδευσης οι νεοσύλλεκτοι γύριζαν στα μικρόσωμα άλογά τους και έστηναν έτσι στα γρήγορα ιπποδρομίες, αγώνες και επιδείξεις τοξοβολίας. «Άρχοντά μου», συμπέρανε ο Μάρκελλος μετά τις πρώτες α­ ναφορές του στον πατέρα για την πρόοδο της εκπαίδευσης, «πι­ στεύω ότι η δημιουργία μιας έφιππης δύναμης θα είναι αποδο­ τικότερη από τη μετατροπή αυτών των αντρών σε πεζικάριους. Μα τους θεούς που μας βλέπουν από ψηλά, το να τους ντύνουμε σαν στρατιώτες και να τους βάζουμε να παρελαύνουν είναι σαν να φο­ ράμε μια ακριβή τήβεννο σε πίθηκο». Ο πατέρας με δυσκολία ανασήκωσε λίγο τη γωνία του στόμα­ τος του. «Ανοησίες, χιλίαρχε», απάντησε. «Για να πολεμήσουμε τις ρω­ μαϊκές λεγεώνες χρειαζόμαστε ρωμαϊκές λεγεώνες. Αυτό σημαί­ νει πεζικό... σωστά;» «Όχι όταν έχουμε να κάνουμε με τέτοιους», σχολίασε δύσθυμα ο Μάρκελλος. «Είναι χάσιμο χρόνου, και για μένα και γι' αυ­ τούς. Ή δ η είναι οι καλύτεροι ιππείς που έχω δει, χωρίς να έχουν περάσει από εκπαίδευση. Αλλά είναι τελείως ανεπίδεκτοι. Γιατί br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

459

να τους κάνουμε κάτι που δεν είναι, όταν είναι ήδη άριστοι σε αυ­ τό που ξέρουν;» «Πεζικό, χιλίαρχε. Πεζικό». Ο Μάρκελλος γκρίνιαξε, αλλά τελικά υποχώρησε. Συνέχισαν να καταφθάνουν νεοσύλλεκτοι. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού τριάντα έξι χιλιάδες άντρες είχαν στρατολογηθεί και περάσει α­ πό τη βασική εκπαίδευση, συγκροτώντας εξήντα κοόρτεις των ε­ ξακοσίων αντρών η καθεμία. Οι δυνάμεις αυτές αντιστοιχούσαν σε έξι ρωμαϊκές λεγεώνες, ακριβώς όσες έφερνε μαζί του ο Πομπήιος, και ήταν οργανωμέ­ νες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ωστόσο, ενόσω οι άντρες εκπαιδεύονταν, ο πατέρας, βαρύθυμος, ασχολούνταν με το παραμορφωμένο του πρόσωπο, είχε ε­ γκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο απελπισίας και μίσους και αρ­ νιόταν να αφήσει τα σκοτάδια του γραφείου του.

br/zav

ΙΙΙ

ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ, αντί να σπεύσουν βόρεια για να μας επιτεθούν στον Βόσπορο, πρώτα στράφηκαν ανατολικά, κατά μήκος των χέρσων βουνών γύρω από την Κασπία Θάλασσα, υποτάσσοντας με άνεση τις βαρβαρικές φυλές που τους αντιτάχθηκαν. Αφού έ­ φτασε σ' εκείνα τα παγωμένα νερά και τα χαρακτήρισε ρωμαϊκή κτήση, ο Πομπήιος έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε με τις λε­ γεώνες του πίσω στην Κολχίδα, όπου αντιμετώπισε ξανά τις ίδιες φυλές, οι οποίες στο μεταξύ είχαν συγκροτήσει μια χαλαρή ομο­ σπονδία για να του αντισταθούν, χωρίς όμως να τα καταφέρουν καλύτερα από την πρώτη φορά. Επειδή έφτασε στην Κολχίδα κο­ ντά στο τέλος της περιόδου που ευνοούσε τις στρατιωτικές επι­ χειρήσεις, έχασε την ευκαιρία να μας επιτεθεί στον Βόσπορο ε­ κείνη τη χρονιά. Διστάζοντας ίσως να οδηγήσει τις λεγεώνες του μέσα από τα αχαρτογράφητα εδάφη κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας, ο Πομπήιος περίμενε να εμφανι­ στούν ευκολότεροι στόχοι. Η ευκαιρία τού παρουσιάστηκε όταν ο γιος του Τιγράνη της Αρμενίας, έχοντας κουραστεί να περιμέ­ νει για να κληρονομήσει το στέμμα, απέστειλε πρόσκληση στον Πομπήιο να τον βοηθήσει να ανέβει στο θρόνο διά της βίας. Χωρίς αμφιβολία, οι προοπτικές για εξασφάλιση πλούσιων λαφύρων στην Αρμενία ήταν μεγαλύτερες απ' ό,τι στον Πόντο. Ο Τιγράνης εξάλλου θα ήταν πολύ πιο εύκολος αντίπαλος από τον πατέρα, τον οποίο η Ρώμη προσπαθούσε να συντρίψει επί δεκα­ ετίες αλλά είχε αποτύχει. Ο Πομπήιος πάντως αρνιόταν πεισμα­ τικά να παραδεχτεί δημοσίως κάτι τέτοιο. Αντίθετα, σε ένα δεί­ πνο που παρέθεσε στην Κολχίδα προς τιμήν κάποιων εμπόρων που προμήθευαν με εφόδια το στρατό του, απαντώντας στις ε­ ρωτήσεις τους δήλωσε χλευαστικά ότι θα ήταν επικερδέστερο να εισβάλει στην Αρμενία παρά να τραβήξει πορεία μέσα από επι-

br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

461

κίνδυνους παγετώνες για να καταδιώξει έναν ξεμωραμένο γέρο που βασίλευε σε μια πρωτεύουσα από λασποκαλύβες. Τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και μέσα σε λίγες μέρες ο πατέ­ ρας με κάλεσε στα διαμερίσματά του στο γυναικωνίτη. Περίμε­ να να τον βρω κατενθουσιασμένο που ο Πομπήιος εγκατέλειπε την εκστρατεία του προς το Βορρά, αλλά αντίθετα τον βρήκα να βη­ ματίζει εξοργισμένος πάνω κάτω. «Ξεμωραμένος γέρος!» είπε βράζοντας από θυμό. «Πρωτεύ­ ουσα από λάσπη... Κι αυτά τα σχόλια τα κάνει ένας Ρωμαίος που θέλει να δώσει μαθήματα αισθητικής σε μένα;» «Δεν έχει σημασία», του απάντησα. «Είπε αυτά τα πράγματα για να σε κοροϊδέψει, γνωρίζοντας ότι οι έμποροι θα μετέφεραν τα λόγια του. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι Ρωμαίοι αποσύρονται. Μπορούμε να σταματήσουμε τις πολεμικές προετοιμασίες και να στραφούμε σε ειρηνικά έργα. Αγρότες και ψαράδες, αυτά είναι τα επαγγέλματα των ανθρώπων που ζουν εδώ. Δεν κάνουν για πό­ λεμο». Κάθισε κάτω βαρύς και με αγριοκοίταξε. «Αποκλείεται να κά­ νουμε κάτι τέτοιο», δήλωσε. Μίλησε χωρίς εξάρσεις, όμως ο θυ­ μός που φουντώνε μέσα του ήταν φανερός. Τον κοίταξα απορημένος. «Οι Ρωμαίοι έφυγαν. Τώρα που μι­ λάμε κατευθύνονται στην Αρμενία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε, επόμενος στόχος τους είναι η Συρία. Δεν υπάρχει λό­ γος να κατασκευάσουμε άλλες πολεμικές μηχανές ή να συνεχί­ σουμε την εκπαίδευση στις τακτικές μάχης. Καλό θα ήταν να στεί­ λουμε τους νεοσύλλεκτους στα σπίτια τους». Σηκώθηκε όρθιος και ύψωσε τη φωνή του. «Αποκλείεται να κάνουμε κάτι τέτοιο!» βρόντηξε. «Το πεπρωμένο μου -και το δικό σου πεπρωμένο, Φ α ρ ν ά κ η ! - δεν είναι να βασιλεύω σε ένα ασή­ μαντο κράτος. Αυτή δεν είναι μοίρα αντάξια ενός απογόνου του Δαρείου, ενός βασιλιά του Πόντου. Δε θα είναι αυτή η μοίρα μας!» Τον κοίταξα εξεταστικά, γεμάτος περιέργεια, χωρίς να είμαι σίγουρος αν θα έπρεπε να δώσω βάση στα λόγια του. Είχαμε ζή­ σει τόσα πολλά, τόσους θανάτους, τόσες ήττες. Ή τ α ν δυνατό να σκέφτεται σοβαρά να ανακτήσει τον παλιό του θρόνο; Εξακο­ λουθούσε να τρέφει τα ξεθωριασμένα, τσακισμένα όνειρά του για μια Νέα Ελλάδα; Έ ξ ω ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τον ορίζοντα και στο χώρο br/zav

462

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

όπου βρισκόμασταν άρχισαν να πέφτουν σκιές. Κανείς από τους δυο μας όμως δεν άναψε το λυχνάρι ούτε άνοιξε τα παραθυρό­ φυλλα για να μπει το φως των πυρσών απέξω. Το σκοτάδι πύ­ κνωνε όταν στράφηκε προς το μέρος μου. «Ξέρεις τι φοβάμαι περισσότερο;» Σπάνια μου είχε μιλήσει έτσι στο παρελθόν. «Ένας άντρας σαν και σένα;» ρώτησα. «Φαντάζομαι ότι φοβάσαι την πιθανότητα να πεθάνεις ξαφνικά, από κάποιο δηλητήριο ή πάνω στη μάχη». Έμεινε σιωπηλός για λίγο, σκεφτόταν. «Θυμάσαι την ιστορία του Προμηθέα;» με ρώτησε. Βλέποντας την μπερδεμένη έκφρασή μου, συνέχισε. «Ο μεγάλος Τιτάνας εί­ δε ότι οι άνθρωποι ζούσαν σαν τα ζώα, σαν τα μυρμηγκάκια που ζουν κάτω από τη γη σε ανήλιαγες σπηλιές, μοχθώντας άσκοπα, αγνοώντας ακόμη και τις εποχές. Ό μ ω ς ο Προμηθέας τούς έμα­ θε να καταλαβαίνουν τις εποχές από τις θέσεις των αστεριών στον ουρανό. Εφηύρε τους αριθμούς για χάρη τους, τους δίδαξε πώς να ταιριάζουν τα γράμματα για να σχηματίζουν λέξεις ώστε να κα­ ταγράφουν το παρελθόν. Έ β α λ ε τα βόδια και τα άλογα στη δού­ λεψή τους, τους έδειξε πώς να ανακατεύουν ταπεινά βότανα για να φτιάχνουν ισχυρά φάρμακα, πώς να ερμηνεύουν τα όνειρα, πώς να δουλεύουν το χαλκό και το σίδερο, πώς να θυσιάζουν στους θεούς. Ό λ ε ς οι τέχνες που γνωρίζει ο άνθρωπος του δόθηκαν α­ πό τον Προμηθέα. Το σπουδαιότερο απ' όλα, έδωσε στους ανθρώπους το δώρο των θεών, τη φωτιά, κάνοντας τους θνητούς μι­ κρούς θεούς, προσφέροντάς τους ανακούφιση και προστασία και επιτρέποντάς τους να κοιτάξουν πέρα από την απελπισία του πα­ ρόντος. Και όπως οι Ρωμαίοι εισβολείς, οι οποίοι το μόνο που ε­ πιζητούν είναι να καταστρέψουν ανώτερους πολιτισμούς που προηγήθηκαν του δικού τους, ο Δίας, που μόλις είχε καθίσει στο θρόνο του, τιμώρησε τον Προμηθέα επειδή τον αψήφησε, επει­ δή αγαπούσε τις τέχνες και τον πολιτισμό, επειδή ήταν αφοσιω­ μένος στον άνθρωπο. Και ποια ήταν η τιμωρία του;» Ανέτρεξα στις παιδικές μου μνήμες για να βρω την απάντηση. «Κανόνισε ώστε να δημιουργηθεί η γυναίκα;...» Νομίζω ότι είδα τον πατέρα να σκάει ένα χαμόγελο. «Ναι, για την ακρίβεια αυτή ήταν η τιμωρία της ανθρωπότητας. Ο Προμη­ θέας όμως για τιμωρία αλυσοδέθηκε για πάντα σε έναν ψηλό βρά­ χο στα βουνά της Σκυθίας, εκεί όπου ο καυτός ήλιος τον έκαιγε και το χιόνι τον πάγωνε. Κάθε μέρα ερχόταν ένας αετός και του br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

463

κατασπάραζε το συκώτι, το οποίο αναγεννιόταν στη διάρκεια της νύχτας, και το πρωί το μαρτύριο του ξεκινούσε από την αρχή». «Θα προτιμούσα την τιμωρία που στάλθηκε στους ανθρώ­ πους». «Ααα, τίποτα όμως δεν είναι όπως φαίνεται. Οι παλιοί μύθοι δεν είναι απλώς ευφάνταστες ιστορίες, αλλά το απόσταγμα της σο­ φίας των αρχαίων. Το δώρο της φωτιάς που έκανε ο Προμηθέας στους ανθρώπους δεν ήταν μόνο αυτό· συμβόλιζε ένα πολύ με­ γαλύτερο δώρο προς τον άνθρωπο: το δώρο να μην προβλέπει τον επικείμενο χαμό του. Φαρνάκη, κανένας άνθρωπος που αγα­ πά τη δράση -και έχει μυαλό- δε φοβάται το ενδεχόμενο να πε­ θάνει ανά πάσα στιγμή. Αυτό είναι κάτι που συνοδεύει όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο τους βασιλιάδες. Έ ν α ς αγρότης μπορεί να σκοτωθεί αν αναποδογυρίσει το κάρο του ή αν τον κλοτσήσει έ­ να μουλάρι. Έ ν α ς βοσκός μπορεί να πεθάνει από το δάγκωμα κάποιου φιδιού, ένας ναύτης να πνιγεί σε καταιγίδα. Το πιο τρο­ μακτικό όμως δεν είναι η πιθανότητα να πεθάνουμε την επόμενη στιγμή, αλλά αντίθετα ο μεγαλύτερος τρόμος από όλους: η βεβαι­ ότητα ότι θα πεθάνουμε μετά από πενήντα ή εξήντα χρόνια. Πώς να συμφιλιωθεί μ' αυτή την ιδέα ένας άνθρωπος; Σκέψου το... Εί­ ναι βέβαιο ότι θα πεθάνεις!» «Ναι, αλλά δεν το σκέφτομαι, τουλάχιστον όχι συχνά. Σχεδόν κανείς δεν το σκέφτεται». «Αυτό είναι· αυτό είναι το δώρο που χάρισε ο Προμηθέας στην ανθρωπότητα! Η τυφλή ελπίδα για το μέλλον, η ικανότητα να βλέπουμε πέρα από τη βεβαιότητα του επικείμενου θανάτου. Αν η ανθρωπότητα δεν ήταν ευλογημένη με αυτή την άγνοια της μοί­ ρας της, θα συντριβόταν διαρκώς από τον τρόμο. Ο θάνατος εί­ ναι αυτός που ορίζει την ύπαρξη της ζωής, όπως η θλίψη ορίζει τη χαρά και η αρρώστια την υγεία. Το σημαντικότερο όμως εί­ ναι ότι η ικανότητά μας να αγνοούμε το βέβαιο τρόμο μάς επι­ τρέπει να αντιληφθούμε τη δυνατότητα να βιώσουμε την ευτυχία. Αυτή η ικανότητα για λήθη είναι η τυφλή ελπίδα». Τον κοιτούσα απορημένος. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» «Γιατί νομίζω ότι έχασα το δώρο του Προμηθέα». Η φωνή μου πρέπει να φανέρωνε το σκεπτικισμό μου. «Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο; Δε σε συντρίβει ο τρόμος. Η θνητή μας φύση είναι κάτι το φοβερό, τόσο φοβερό ώστε οι άνθρωποι προ­ τιμούν να μην το σκέφτονται, και σοφά πράττουν. Το δώρο του br/zav

464

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Προμηθέα είναι ευλογία κι εσύ έχεις το μερίδιό σου... Διαφορε­ τικά, πώς θα μπορούσες να συνεχίζεις να διακινδυνεύεις τόσα πολλά, να ρίχνεσαι ατρόμητος στη μάχη, να συνεχίζεις να αγω­ νίζεσαι έχοντας υποφέρει τόσο πολύ;» «Η λύση δεν είναι να αγνοώ το θάνατο, αλλά να τον πολεμάω. Να αγωνίζομαι για την αθανασία». «Τι; Με τα φάρμακα και τα αντίδοτά σου; Πατέρα, αυτά δεν εξασφαλίζουν αθανασία· απλώς παρατείνουν το τέλος...» «Όχι, όχι. Ανακάλυψα έναν αποτελεσματικότερο τρόπο. Ο τρόπος για να εξασφαλίσεις την αθανασία είναι να την αρπάξεις απευθείας από εκείνους που την έχουν». «Τι είναι αυτά που λες;» «Άκουσε -και μη με διακόψεις- τη μοίρα της Ρώμης, της πό­ λης που οι άνθρωποι αποκαλούν Αιώνια». Ενώ καθόμουν στο σκοτάδι, σε ένα ανάκλιντρο απέναντί του, μου εξήγησε το απίστευτο όραμα που είχε σοφιστεί το δημιουρ­ γικό μυαλό του στη διάρκεια των μηνών που είχε περάσει μόνος στα διαμερίσματά του φροντίζοντας τα τραύματά του. Είχε σχεδιάσει την καταστροφή της ίδιας της Ρώμης.

Μέσα στη μοναξιά του ο πατέρας είχε συλλάβει ένα μεγαλοφυές όσο και τολμηρό σχέδιο: δύναμη βασισμένη σε αδυναμίες, τις δι­ κές του και εκείνες της Ρώμης. Στην Ανατολή είχε ηττηθεί. Η Ρώμη κυβερνούσε παντοδύνα­ μη από την Ελλάδα μέχρι την Παρθία, από την Αρμενία μέχρι την Αίγυπτο. Η ίδια η Μαύρη Θάλασσα, με εξαίρεση τη μικρή πε­ ριοχή γύρω από την ασήμαντη επικράτειά μας στο Βορρά, δεν ή­ ταν τίποτ' άλλο παρά μια ρωμαϊκή λίμνη. Ακόμη κι αν ο πατέρας κατόρθωνε να ξυπνήσει τους παλιούς πειρατές συμμάχους του α­ πό το λήθαργο των ανέσεων στον οποίο είχαν παραδοθεί, θα του ήταν αδύνατο να συγκροτήσει δικό του στόλο· υπήρχε το ζήτημα των χρημάτων φυσικά. Και πέραν αυτού όμως δεν είχε τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να ναυπηγήσει πολεμικά πλοία, σε έ­ να βασίλειο που κατά κύριο λόγο αποτελούνταν από άδεντρες πε­ διάδες. Η Ανατολή ήταν η δύναμη της Ρώμης και η αδυναμία του Μιθριδάτη. Η Δύση όμως ήταν άλλη ιστορία. Οι βάρβαροι της Δύσης εί­ χαν επαναστατήσει και είχαν επιτεθεί επανειλημμένα τις τελευbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

465

ταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα ολόκληρες ρωμαϊκές λεγεώνες να εξοντωθούν αντιμετωπίζοντάς τους στην πορεία. Υπήρχε κά­ ποιος λόγος να πιστεύει κανείς ότι μια τέτοια καταστροφή δε θα μπορούσε να ξανασυμβεί στη Ρώμη; Η Δύση ήταν η αδυναμία της Ρώμης, και αν δεν ήταν ακόμη δική μας δύναμη, ο πατέρας θα φρόντιζε γι' αυτό. Το σχέδιό του ήταν άρτια οργανωμένο και το επεξεργαζόταν εδώ κι αρκετό καιρό, από τότε που είχε αρχίσει να συγκεντρώνει το στρατό των νεοσυλλέκτων για να αποκρούσει τη ρωμαϊκή επί­ θεση στον Βόσπορο - ενώ γνώριζε ότι αυτή η επίθεση δε θα εκ­ δηλωνόταν ποτέ. Λίγο πιο δυτικά από το βασίλειό μας βρίσκονταν οι εκβολές του Δούναβη, της απροστάτευτης πύλης που οδηγούσε στη δυτι­ κή επικράτεια της Ρώμης. Ακολουθώντας την κοίτη του πελώριου ποταμού με κατεύθυνση προς τις πηγές του, μετά από οχτακόσια με χίλια χιλιόμετρα -κάτι το ασήμαντο για έναν ηγέτη που είχε κατορθώσει να οδηγήσει μισή λεγεώνα πεινασμένων προσφύγων μέσα από τις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας καλύπτο­ ντας αντίστοιχη απόσταση- έφτανες στις Άλπεις, πολύ κοντά στα χαμηλά ορεινά περάσματα που οδηγούσαν στην Ιταλία. Τα εδά­ φη εκείνα κατοικούνταν από πολεμοχαρείς, εύπορες αλλά ψυχι­ κά καταρρακωμένες φυλές, οι οποίες μόλις πρόσφατα είχαν ητ­ τηθεί από τη Ρώμη. Υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιά θα ή­ ταν η αντίδρασή τους αν εμφανιζόταν ξαφνικά ο Μιθριδάτης στις εύφορες κοιλάδες τους, επικεφαλής ενός πανίσχυρου στρατού Σκυθών, ζητώντας παθιασμένα εκδίκηση από τη Ρώμη και συνο­ δευόμενος από μια φάλαγγα πολιορκητικών μηχανών, καταπελ­ τών και άλλων μεγαλοφυούς έμπνευσης μηχανών; Η σύλληψη του σχεδίου ήταν συγκλονιστική: μια πορεία από το Παντικάπαιο στις Άλπεις, κατά την οποία θα συγκεντρώνο­ νταν πανίσχυρες ορδές βάρβαρων συμμάχων, από τις τάξεις όλων των παλιών πελατών και εμπορικών συνεργατών του. Έχοντας μια γερή βάση εκπαιδευμένων στρατιωτών -εκείνους τους άγρι­ ους που οι ευνούχοι του είχαν στρατολογήσει τον τελευταίο χρό­ νο και τον πυρήνα των σκληροτράχηλων Ρωμαίων και Πόντιων βετεράνων-, μπορούσε να συγκεντρώσει εκατοντάδες χιλιάδες Θράκες, Γερμανούς και Γαλάτες και να σαρώσει την ανυπερά­ σπιστη Ιταλία κατεβαίνοντας από το Βορρά, ενώ ο ανυποψία­ στος Πομπήιος θα χασομερούσε στην Ανατολή. Θα ήταν η μεbr/zav

466

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

γαλύτερη ανατροπή στην ιστορία. Ο πατέρας θα δοξαζόταν ως ο σωτήρας όχι μόνο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά κι ολόκληρου του κόσμου, ως ο άνθρωπος που έσωσε βάρβαρα και πολιτισμέ­ να έθνη από τη μέγκενη της Ρώμης. Ό λ α αυτά τα χρόνια δεν εί­ χε συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα που ήταν μπροστά στα μάτια του: η Νέα Ελλάδα δε θα δημιουργούνταν στην Ανατολή, εκεί όπου γενιές και γενιές ρωμαϊκής κυριαρχίας είχαν εμποδί­ σει τα σχέδιά του, αλλά στη Δύση, εκεί όπου ο έλεγχος της Ρώμης πάνω στις βαρβαρικές φυλές δεν ήταν απόλυτος. Ό π ω ς ο Αλέ­ ξανδρος πριν απ' αυτόν, ο πατέρας είχε ανακαλύψει επιτέλους το σπάνιο συνδυασμό του σωστού τόπου με τον κατάλληλο χρόνο, ε­ κείνη την ευτυχή συγκυρία όπου οι απίθανες καταστάσεις συν­ δυάζονται με τη μεγάλη ευκαιρία, με λίγα λόγια τις συνθήκες ε­ κείνες που θα οδηγούσαν επιτέλους τα σχέδιά του στην επιτυχία. Ή τ α ν το πιο παράτολμο σχέδιο που είχε συλλάβει ποτέ, ίσως το πιο τολμηρό σ' ολόκληρη την ιστορία, και με συνεπήρε από­ λυτα, μαγεμένος καθώς ήμουν από το εύρος των φιλοδοξιών του, από τη φλόγα που έκαιγε στο βλέμμα του, από τον ενθουσιασμό που ξεχείλιζε στη φωνή του. Μέσα σ' εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο έβλεπα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να αποκτούν νέα ένταση, τον ίδιο να ανακτά την έκφραση της αυτοπεποίθησης και της σιγουριάς που είχε πριν από πολλά χρόνια, ενώ το φρικτό τραύμα στο μάγουλό του έμοιαζε να υποχωρεί μπροστά στα μά­ τια μου. Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο γε­ μάτος ενθουσιασμό εξηγώντας μου τη στρατηγική, σταματούσε κι άρχιζε ξανά, επιτάχυνε και επιβράδυνε το ρυθμό του καθώς το μυαλό του έτρεχε και αυτοσχεδίαζε τακτικές, πειραματιζόταν με τα ρητορικά του επιχειρήματα και οδηγούσε τους άντρες του σε κατακτήσεις και νίκες, κι όλα αυτά με τη φαντασία του. Με έκ­ πληξη διαπίστωσα ότι είχε σταματήσει να κουτσαίνει κι ότι είχε αποτινάξει εκείνη την καμπουριαστή στάση που είχε αποκτήσει μετά τη μάχη στον παγετώνα. Το βήμα του και η κορμοστασιά του ήταν και πάλι εκείνα του ακατάβλητου πολεμιστή που υπήρ­ ξε κάποτε. Είχε αναζωογονηθεί, είχε δυναμώσει, θύμιζε και πά­ λι αθάνατο· ξαφνικά συνειδητοποίησα ποια ήταν η πηγή της α­ θανασίας του: η απόλυτη πίστη στον εαυτό του και τη ζωή του, η απόλυτη περιφρόνησή του για το θάνατο. Είχε γίνει ένας Έλλη­ νας ήρωας, ένας Αχιλλέας ή ένας Αίαντας, πολεμούσε μ' ένα ε­ σωτερικό φως, με μια αόρατη δύναμη που συμπλήρωνε τη σωbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

467

ματική του ρώμη και τον έκανε ακόμη πιο δυνατό, πιο θανάσι­ μο, πιο ανθεκτικό από έναν άντρα που βασίζεται αποκλειστικά στη σωματική δύναμη. Έ ν α ς φρουρός πέρασε από το διάδρομο ρίχνοντας μια φευ­ γαλέα δέσμη φωτός με τον πυρσό του μέσα από το παραθυράκι της πόρτας. Το φως τρεμόπαιξε για λίγο στον απέναντι τοίχο και χάθηκε γρήγορα σαν σαύρα. Και το ίδιο ξαφνικά όπως είχα φα­ νταστεί ότι καταλάβαινα τον πατέρα λίγο πριν, εκείνη η σύντομη λάμψη ήταν αρκετή για να συνειδητοποιήσω ότι έκανα τελείως λάθος. Έ τ σ ι όπως πέρασε ο πυρσός είχε φωτίσει το πρόσωπο του πα­ τέρα αποκαλύπτοντας την έκφραση που είχε επιτρέψει στον ε­ αυτό του να πάρει μόνο και μόνο επειδή νόμιζε ότι το σκοτάδι στο δωμάτιο ήταν τόσο πυκνό, που δε θα μπορούσα να τον δω. Ήταν μια έκφραση εξάντλησης, δίχως ίχνος ενέργειας, αλλά ταυτό­ χρονα σχεδόν απελπισμένη, λες και απέμενε ελάχιστος χρόνος για να προλάβει να ολοκληρώσει όσα ήθελε να κάνει. Και με την ί­ δια βεβαιότητα που είχα και πριν, κατάλαβα ότι το μυστικό της αθανασίας του δεν ήταν το μίσος για το θάνατο, αλλά αντίθετα το μίσος και μόνο: το μίσος που δε γνώριζε δικαίωση ούτε ικα­ νοποίηση, το μίσος που δεν τον άφηνε να ησυχάσει, που δε θα τον άφηνε ούτε να πεθάνει αν δεν έφτανε στην ολοκλήρωση, αν δεν κατόρθωνε εκείνος να απαλλαγεί από την κυριαρχία του. Παρό­ τι στις φλέβες μου κυλούσε το ίδιο αίμα του Δαρείου που κυλού­ σε και στο δικό του κορμί, ήξερα ότι ποτέ δε θα μπορούσα να μι­ σήσω με την ένταση που τον κατέτρωγε, γιατί για εκείνον το μίσος ήταν η ζωή του, η τροφή και το αντίδοτό του, τόσο ισχυρό, που τον έκανε άτρωτο. Ωστόσο ήταν αδύνατο να αντισταθεί κανείς σ' αυτό τον άν­ θρωπο. Η δύναμη της πίστης του με έκανε να παραμερίσω τις α­ νησυχίες μου και να συμφωνήσω με την εκστρατεία του για την κατάκτηση του κόσμου. Όταν το σχέδιο ανακοινώθηκε για πρώτη φορά στους Πόντι­ ους αξιωματικούς και στη συνέχεια στους ίδιους τους στρατιώ­ τες, ο βασιλιάς χαιρετίστηκε ως ακαταμάχητος ήρωας, ως μεγα­ λοφυής στρατηγός που ξεκινούσε την πορεία που θα οδηγούσε στην κορύφωση του έργου του. Οι προετοιμασίες επιταχύνθηκαν και ο ρυθμός της εκπαίδευσης υπερδιπλασιάστηκε. Δεν υπήρχε φόβος να πληροφορηθεί ο Πομπήιος τα σχέδια και να εισβάλει br/zav

468

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στον Βόσπορο από την ξηρά ή τη θάλασσα για να μας εμποδίσει· όπως είχα προβλέψει, ο ματαιόδοξος στρατηγός είχε ολοκληρώ­ σει πλέον την εισβολή του στην Αρμενία και είχε ξεκινήσει για τις ανέσεις της Συρίας, εκεί όπου θα μπορούσε να ξεκουράσει τους στρατιώτες του και να σιγουρέψει τα λάφυρα από τις κατακτήσεις του. Ο χειμώνας ήρθε, και ήταν βαρύς· έγιναν οι τελικές προε­ τοιμασίες για να ξεκινήσουμε την πορεία μας μόλις θ' άρχιζαν να λιώνουν τα χιόνια. Ό μ ω ς , όσο πλησίαζε η άνοιξη, οι αμφιβολίες έκαναν την εμ­ φάνισή τους και η μεγαλεπήβολη πορεία κατά μήκος του παγω­ μένου Δούναβη άρχισε να φαίνεται επικίνδυνη. Τα σχέδια που αποτελούσαν αφορμή για εύθυμες προπόσεις στα δείπνα που δί­ νονταν το χειμώνα, τα αμύθητα πλούτη που έμοιαζαν να παίρ­ νουν μορφή στη θαλπωρή που πρόσφεραν τα πυρακτωμένα κάρ­ βουνα στις φωτιές που άναβαν στο στρατόπεδο ξαφνικά φάντα­ ζαν λιγότερο εφικτά μόλις άρχισαν να λιώνουν οι πάγοι και να ε­ τοιμάζονται τα καραβάνια με τα εφόδια. Στις συζητήσεις μεταξύ των αντρών σχολιαζόταν κρυφά το χειρότερο, ότι ο Μιθριδάτης δεν σκόπευε πραγματικά να τους οδηγήσει στη νίκη, αλλά απλώς επιζητούσε την εξασφάλιση της αιώνιας φήμης· ότι τον είχε πικράνει τόσο πολύ το υποτιμητικό σχόλιο του Πομπήιου, ώστε εί­ χε ορκιστεί να βρει έναν ένδοξο θάνατο στη μάχη παρά να έχει ένα γαλήνιο τέλος στην αφάνεια· ότι από την τρομερή του επι­ θυμία να αυτοκαταστραφεί θα παρέσερνε μαζί κι ολόκληρο το βα­ σίλειό του μέχρι τις πύλες του Άδη, μόνο και μόνο για να τσακί­ σει το ράμφος του ρωμαϊκού αετού. Ακόμη και ο Αννίβας με τους ελέφαντές του, έλεγαν, με τη σπουδαία νίκη που σημείωσε στις Κάννες, μετά από δέκα χρόνια εισβολών και λεηλασιών στην Ιτα­ λία, απέτυχε να κάμψει το ηθικό των Ρωμαίων. Πώς λοιπόν -και στο σημείο αυτό οι φωνές γίνονταν ψίθυροι-, πώς λοιπόν μπο­ ρούσε ένας γέρος, έστω και με τη ζωντάνια του βασιλιά, να πετύ­ χει εκεί που ο πανίσχυρος Αννίβας είχε αποτύχει; Όλοι οι στρα­ τιώτες άρχισαν να ανησυχούν και να αμφιβάλλουν και στα αφτιά των αξιωματικών έφταναν γκρίνιες τόσο από τις τάξεις των οπλι­ τών όσο και από τους υπόλοιπους αξιωματικούς. Αλλά οι πιο διστακτικοί απ' όλους ήταν εκείνοι που θα κέρδι­ ζαν ή θα έχαναν τα περισσότερα από αυτή την περιπέτεια: ο Μάρ­ κελλος και οι Ρωμαίοι εξόριστοι.

br/zav

IV

Η ΖΩΗ ΜΕ ΕΙΧΕ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΜΑΚΡΙΑ, ως

γιο

παλλακίδας,

από

τους πειρασμούς της όποιας φιλοδοξίας να κυβερνήσω ένα βα­ σίλειο όπως είχε κάνει ο πατέρας. Οι ικανότητες και οι στόχοι μου ήταν στραμμένοι στη διοίκηση στρατού. Στον τομέα αυτό α­ ποδείχτηκα πετυχημένος, αν και ούτε η διαχείριση πολιτικών ζη­ τημάτων ήταν πέρα από τις δυνατότητές μου και έφερα σε πέρας τα καθήκοντά μου στο Παντικάπαιο με ικανοποιητικό τρόπο. Φυ­ σικά, στη διάρκεια τόσων ετών δεν έλειψαν οι ευκαιρίες να αρ­ πάξω την εξουσία από τα χέρια του πατέρα, όμως η αφοσίωσή μου σ' αυτόν και ο φόβος των συνεπειών σε περίπτωση που αποτύγ­ χανα, αν τολμούσα να διαπράξω το ασυγχώρητο αμάρτημα της προδοσίας, με απέτρεψαν από το να ασχοληθώ σοβαρά με τέ­ τοιου είδους σκέψεις. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο στην περίπτωση ορισμένων Ρωμαίων εξορίστων, και ειδικότερα για τον ανήσυχο Μάρκελλο. Αρκετές φορές όλα αυτά τα χρόνια είχε συζητήσει μαζί μου αφήνοντας υ­ πονοούμενα, επιχειρώντας να ρίξει μέσα μου το σπόρο της επι­ θυμίας να κάνω δική μου την εξουσία, και κάθε φορά έσπευδα να απορρίψω αυτές τις ανοησίες. Το λάθος μου ήταν ότι καμία από αυτές τις φορές δε διέταξα την εκτέλεσή του επί τόπου· όμως, ό­ πως ο πατέρας, έχω μια αδυναμία στους πιστούς υφισταμένους, και ο Μάρκελλος υπήρξε πάντοτε πιστός απέναντί μου και, εκτός αυτού, ήταν καλός στρατιωτικός. Αν είχα συνειδητοποιήσει ότι η προδοτική του στάση απέναντι στο βασιλιά αποτελούσε στην πραγματικότητα και προδοσία απέναντί μου, θα είχα ενεργήσει διαφορετικά. Αντίθετα, βαυκαλιζόμουν με τη σκέψη ότι ο Ρω­ μαίος έτρεφε φιλοδοξίες που θα ωφελούσαν εμένα, πεπεισμένος ότι τόσο οι στρατιωτικές του ικανότητες όσο και η αφοσίωσή του στο πρόσωπό μου ήταν αναντικατάστατες. Απέρριπτα με γέλια τις

br/zav

470

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

παραινέσεις του να ανατρέψω τον πατέρα και αγνοούσα το φαρ­ μάκι που έκρυβε κάτω από τη φαινομενική του υπακοή. Παρ' όλα αυτά, ο Μάρκελλος και οι σύντροφοί του δεν ήταν εύκολο να αλλάξουν σχέδια. Αν εγώ δεν ήμουν διατεθειμένος να κινηθώ ανοιχτά για να καταλάβω την εξουσία, εκείνοι ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να με εξαναγκάσουν, να μου προσφέ­ ρουν εξουσία με έναν τρόπο που δε θα μπορούσα να αρνηθώ. Με μια προσεκτικά σχεδιασμένη κίνηση εκείνη την άνοιξη, ο Μάρκελλος διέδωσε στο στρατό τη φήμη ότι δήθεν σχεδίαζα να ανατρέψω το βασιλιά. Πριν καν φτάσει αυτή η ιστορία στα αφτιά μου, αρκετές κοόρτεις Σκυθών νεοσυλλέκτων είχαν πάρει τα όπλα και όρμησαν στα διαμερίσματά μου για να με υποστη­ ρίξουν, στ' άγρια χαράματα, πριν ακόμη σηκωθώ. Βγαίνοντας α­ πό τη σκηνή μου, μισοκοιμισμένος, τους άκουσα με φρίκη να πανηγυρίζουν και να φωνάζουν το όνομά μου χαιρετίζοντάς με ως βασιλιά. Ο Μάρκελλος πέρασε με μεγάλα βήματα μπροστά από τις πρώτες γραμμές των στρατιωτών και ήρθε να σταθεί πλάι μου. «Αναθεματισμένε προδότη, παλιορωμαίε Μάρκελλε, τι πήγες κι έκανες;» βρυχήθηκα, αλλά εκείνος με δυσκολία με άκουγε με τις επευφημίες των στρατιωτών να δονούν τον αέρα. «Κύριέ μου», φώναξε κι αυτός για να ακουστεί, «μου είπες κά­ ποτε να μην αμφισβητήσω τις ικανότητές σου. Κοίτα αυτούς τους άντρες! Ορίστε η απόδειξη ότι σου είναι πιστοί, ότι έχουν εμπι­ στοσύνη σε σένα. Ο πατέρας σου είναι τρελός, το σχέδιο εισβο­ λής είναι τρελό και πρέπει να πάρεις τη θέση του, αλλιώς θα κιν­ δυνεύσεις να χάσεις τα πάντα!» «Τρελός!» του γύρισα οργισμένος. «Αν κάποιος είναι τρελός, αυτός είσαι εσύ! θα μπορούσα να διατάξω να σε μαστιγώσουν και να σε εκτελέσουν γι' αυτά που λες. Αυτό είναι προδοσία!» «Σκότωσε με αν θέλεις. Αυτό δε θα αλλάξει την τρέλα του πα­ τέρα σου. Ούτε θα αλλάξει αυτό...» είπε και έδειξε προς το πλή­ θος των στρατιωτών που τραγουδούσαν με ακανόνιστο ρυθμό, με όλα τα μάτια στραμμένα πάνω μας, στην έντονη συζήτηση που ε­ κτυλισσόταν μπροστά στα μάτια τους. «Εσύ το προκάλεσες αυτό!» του είπα έξαλλος. «Αγνόησα τα έμ­ μεσα σχόλιά σου στο παρελθόν, γι' αυτό τώρα με οδηγείς σ' αυ­ τή τη θέση, με υποχρεώνεις να επιλέξω ποιον θα προδώσω, τον πατέρα μου ή τους στρατιώτες μου. Παλιόσκυλο! Μπορεί οι άπιbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ Τ Ο Υ ΠΡΟΜΗΘΕΑ

471

στοι Ρωμαίοι να προωθούν τη σταδιοδρομία τους με τέτοιες μη­ χανορραφίες, όχι όμως οι Πόντιοι!» Οι άντρες άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω μας, με μια α­ πειλητική χροιά στην έκφρασή τους τώρα. Βλέποντας το θυμό να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό μου, τους έμπαιναν αμφιβολίες. Ή ξ ε ρ α ν ότι το να με ανακηρύξουν βασιλιά συνιστούσε προδοσία και ότι, αν δεν αποδεχόμουν την τιμή, διέπρατταν έγκλημα, για το οποίο θα τιμωρούνταν. Ο Μάρκελλος ωστόσο παρέμενε ατά­ ραχος. «Δε σε αμφισβήτησα ποτέ από τότε που ανέλαβες τη διοίκη­ σή μας στον Άλη ποταμό, τότε που νίκησες τον Μουρήνα. Τώρα αυτός που αμφιβάλλει είσαι εσύ, όταν εγώ σου προσφέρω την ε­ ξουσία. Άδραξέ τη, Φαρνάκη! Άδραξέ τη!» Θάνατος με την κατηγορία της προδοσίας ή ανατροπή του βασιλιά. Ο Μάρκελλος ήταν σίγουρος ότι θα επέλεγα την ανα­ τροπή, προκειμένου να σώσω τη ζωή μου και κατά συνέπεια να αποφύγουν οι Ρωμαίοι εξόριστοι τη βέβαιη αγωνία εξαιτίας της προοπτικής να κινηθούν κατά μήκος του Δούναβη εναντίον της πατρίδας τους. Με είχε φέρει πανέξυπνα εκεί που ήθελε. Τόσο έ­ ξυπνα μάλιστα, ώστε οι ίδιοι οι Ρωμαίοι εξόριστοι είχαν μείνει μα­ κριά από τη συγκέντρωση αυτή, αποφεύγοντας μ' αυτό τον τρό­ πο να βρεθούν στο δίλημμα που αντιμετώπιζα εγώ. Τα λόγια του όμως με είχαν κλονίσει. Ή τ α ν δυνατό να είχε στ' αλήθεια τρελα­ θεί ο πατέρας; Τίναξα το κεφάλι μου για να διώξω τη σκέψη, σχε­ δόν αντανακλαστικά. «Δεν είναι η αμφιβολία αυτό που με εμποδίζει», είπα, «αλλά η πίστη! Δεν έχεις καθόλου πίστη απέναντι στο βασιλιά σου;» Ο Μάρκελλος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Με κατηγορείς για απιστία;» βρυχήθηκε. «Κατηγορείς έμενα; Κάποτε με μέμφθηκες επειδή είχα αμφιβολίες... Τώρα βρίσκομαι κατηγορού­ μενος επειδή είμαι βέβαιος!» Το στρατόπεδο είχε φτάσει ήδη στα όρια της στάσης. Έ μ ε ι ­ να αρκετή ώρα έξω από τη σκηνή μου εκλιπαρώντας τους άντρες να διαλυθούν, ενώ έγραψα στα γρήγορα σε μια κέρινη πλάκα έ­ να μήνυμα προς τον πατέρα εξορκίζοντάς τον να αγνοήσει τις ό­ ποιες ανυπόστατες φήμες περί ανταρσίας έφταναν στο παλάτι. Συ­ νειδητοποιούσα πλέον το αδιέξοδο στο οποίο είχαν οδηγήσει τους Ρωμαίους εξορίστους τα σχέδιά μας να επιτεθούμε στη Ρώμη: εί­ ναι αδύνατο να επιτεθεί κανείς στην ίδια του τη χώρα· πολύ απλά, br/zav

472

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

δε γίνεται να διατάξεις τους άντρες να το κάνουν, ούτε για να δι­ καιωθούν ούτε για να δοξαστούν. Ακόμη και οι μισθοφόροι πα­ ραμένουν πιστοί στην πατρίδα τους. Ή τ α ν όμως πολύ αργά. Πριν προλάβω καν να τελειώσω το μήνυμά μου, μια κοόρτη αποτελούμενη από βετεράνους Πόντι­ ους φρουρούς πιστούς στον πατέρα διέλυσε βίαια τον όχλο των σα­ στισμένων Σκυθών και με συνέλαβε. Ο Μάρκελλος και οι στρα­ τιώτες που με είχαν ανακηρύξει βασιλιά λούφαξαν και γύρισαν στις σκηνές τους χωρίς να προβάλουν καμία αντίσταση. Δεν έμεινα πολύ στη φυλακή, ούτε και περίμενα να συμβεί κά­ τι τέτοιο. Μέσα σε λίγες ώρες από τη σύλληψή μου ο πατέρας και ο Βιτούιτος όρμησαν μέσα στο κελί· το πρόσωπο του πατέρα εί­ χε γίνει μελανό από το θυμό, αλλά συγκρατούσε τη φωνή του στα όρια ενός απειλητικού μουρμουρητού. «Ή είσαι ξεδιάντροπος προδότης», σφύριξε μέσ' απ' τα δόντια του, «ή τελείως ηλίθιος που επέτρεψες σε προδότες να κινούνται στον κύκλο σου. Σε κάθε περίπτωση, σου αξίζει ο θάνατος!» «Η ζωή μου είναι απόδειξη της αφοσίωσής μου», είπα με φαι­ νομενική ηρεμία. «Πολλές φορές, όταν ήσουν τραυματισμένος ή απουσίαζες, είχα την ευκαιρία να καταλάβω την εξουσία, και δεν το έκανα». «Κι όμως, τώρα που το σχέδιό μου πλησιάζει στην εφαρμογή του, τώρα που έχουν ολοκληρωθεί όλες οι προετοιμασίες, οι στρα­ τιώτες σου -οι δικοί σου στρατιώτες, εκείνοι που συγκεντρώθηκαν γύρω σου στο δικό σου στρατόπεδο- στασιάζουν και παίρνουν τα όπλα εναντίον μου! Και θέλεις να πιστέψω ότι η κίνησή τους ή­ ταν αυθόρμητη, ότι δεν ήξερες το παραμικρό;» Τράβηξε το μα­ κρύ μαχαίρι από το θηκάρι στο γοφό του και το έριξε με δύναμη στο χωμάτινο δάπεδο μπροστά στα πόδια του. Η λεπίδα καρφώ­ θηκε βαθιά σχεδόν μέχρι τη λαβή και το μαχαίρι πήρε να ταλα­ ντεύεται μ' ένα μεταλλικό ήχο. «Μα πόσο ηλίθιος είναι αυτός ο άν­ θρωπος που διοικεί το στρατό μου; Και τι στον Άδη σκεφτόταν ο Μάρκελλος και εκείνοι οι Ρωμαίοι; Είκοσι χρόνια ταΐζω και πλη­ ρώνω αυτούς τους αχάριστους, μαυρόψυχους μπάσταρδους... Θα ήταν νεκροί εδώ και χρόνια αν δεν τους είχα πάρει εγώ κοντά μου!» Συνέχισε να ωρύεται ενώ εγώ τον παρέμενα σιωπηλός, παρα­ τηρώντας τον προσεκτικά, ψάχνοντας κάποιο σημάδι της τρέλας που έλεγε ο Μάρκελλος, και αναρωτιόμουν ποια θα ήταν η τύχη br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

473

μου. Στο τέλος ο αργόστροφος αλλά ψύχραιμος Βιτούιτος έπεισε τον πατέρα ότι δεν ευθυνόμουν εγώ και εκλιπάρησε το βασιλιά να λυπηθεί τη ζωή μου. Τα επιχειρήματα που πρόβαλε ήταν εξόχως υποτιμητικά - είπε ότι δεν έπρεπε να τιμωρηθώ για τη βλακεία μου επειδή αιφνιδιάστηκα από τους Ρωμαίους που έχουν συνη­ θίσει τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Το μόνο μου σφάλμα, είπε, ή­ ταν η αποτυχία μου στα παιχνίδια της πολιτικής και των δολο­ πλοκιών, εκεί όπου εμείς οι Ανατολίτες θεωρούμαστε αξεπέρα­ στοι. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι Ρωμαίοι είχαν αποδειχτεί πιο πονηροί από τον αφέντη τους. Ό σ η ώρα ο Βιτούιτος με υπε­ ρασπιζόταν με τα τραχιά, πάντα με γαλατική προφορά ελληνικά του, εγώ άκουγα χωρίς να λέω κουβέντα. Έμεινα να κοιτάζω βου­ βός τη στιγμή που έβγαζαν τις αλυσίδες από τους καρπούς και τους αστραγάλους μου κι ύστερα απέμεινα σκεφτικός στο κελί για πο­ λύ ώρα αφότου ο πατέρας έφυγε έξαλλος. Ήμουν ελεύθερος να φύγω, αφού είχαν αφήσει ανοιχτή την πόρτα και οι φρουροί εί­ χαν ενημερωθεί ότι άδικα είχα συλληφθεί. Εγώ όμως έμεινα ώ­ ρες στη σιωπή και το σκοτάδι του κελιού, αναλογιζόμενος τα ό­ σα είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα, τα λόγια που είχαν ειπωθεί. Τελικά, υποχρεώθηκα να φύγω όταν με έκαναν πέρα με την άφιξη του Μάρκελλου. Οι φρουροί τον έριξαν στο ίδιο κελί, α­ ναίσθητο αλλά ακόμη ζωντανό· είχε συλληφθεί και μαστιγωθεί ε­ πειδή είχε εξωθήσει τους στρατιώτες σε ανταρσία. Μόνο τότε έ­ φυγα από το κελί που είχε γίνει το σπίτι μου για εκείνες τις λιγο­ στές ώρες, το οποίο όμως θα γινόταν ο κόσμος ολόκληρος για τον Μάρκελλο, για το υπόλοιπο της τελευταίας του μέρας πριν τον ε­ κτελέσουν. Οι κατηγορίες εναντίον μου ήταν ψεύτικες και αυτό είχε α­ ποδειχτεί. Η ηρεμία επανήλθε στο στρατόπεδο και ο πατέρας ε­ πέστρεψε στο παλάτι. Παρ' όλα αυτά, η εμπιστοσύνη του απέ­ ναντί μου είχε καταρρεύσει, μπροστά σ' αυτή την ένδειξη είτε της πιθανής προδοσίας μου είτε της ευκολίας με την οποία θα μπο­ ρούσαν να με χειραγωγήσουν όσοι κατεργάζονταν ύπουλα σχέδια. Το άστρο μου είχε δύσει και ο πατέρας με απομάκρυνε από όλα τα καθήκοντά μου. Οι σπόροι της αμφιβολίας είχαν ριζώσει στο μυαλό του, οι σπόροι της ανασφάλειας και της απειλής για την ε­ ξουσία του, οι σπόροι της καχυποψίας για τα κίνητρα του γιου του. Μπορεί, κάποια στιγμή, να κατόρθωνα να ξανακερδίσω την ε­ κτίμησή του, μπορεί όμως και όχι· στο μεταξύ, ανακλήθηκα από br/zav

474

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

την ενεργό υπηρεσία και διατάχθηκα να παραδώσω το ξίφος μου. Ωστόσο η αποτυχημένη στάση είχε προξενήσει κι άλλα προ­ βλήματα. Οι Ρωμαίοι εξόριστοι δεν ήταν πλέον οι μόνοι που α­ ντετίθεντο στην εκστρατεία προς τη Δύση, δεν ήταν οι μόνοι που αμφισβητούσαν τη λογική της όλης επιχείρησης. Πριν από τη σύλληψή του ο Μάρκελλος είχε προλάβει να προκαλέσει αναστάτωση και στις τάξεις των Σκυθών και των Πόντιων στρατιω­ τών, δηλητηριάζοντας το μυαλό τους με τις ιστορίες για την πα­ ραφροσύνη του πατέρα, λέγοντάς τους ότι η όλη εκστρατεία είχε αποκλειστικό στόχο τη δόξα και ήταν καταδικασμένη να αποτύ­ χει. Ο Μάρκελλος ήταν ένας αξιωματικός τον οποίο οι άντρες ε­ μπιστεύονταν και σέβονταν. Αρκούσαν λίγοι ψίθυροι και υπαι­ νιγμοί για να καταστρέψουν την πίστη και την αφοσίωση δεκαε­ τιών που είχε δείξει ο πατέρας προς τους άντρες του και να βά­ λει μοιραίες αμφιβολίες στο μυαλό τους. Μα ούτε κι αυτό ήταν το χειρότερο: Τις ώρες που πέρασα στο κελί αναλογιζόμενος τα όσα είχαν συμβεί γεννήθηκαν και σε μέ­ να υποψίες, ότι ο πατέρας έπαιζε μαζί μου, ότι προς το παρόν με είχε αφήσει να ζήσω για να εξευμενίσει τους στρατιώτες, ότι με χρησιμοποίησε για να δείξει τη μεγαλοψυχία του απέναντι ακό­ μη και σ' εκείνους που τον πολεμούσαν. Δεν αμφέβαλλα για το μυαλό του: ήταν τόσο λογικός, ή τόσο τρελός, όσο σ' όλη του τη ζωή. Παρ' όλα αυτά, είτε ήταν λογικός είτε τρελός, είχε χάσει την εμπιστοσύνη των αντρών του και επομένως η μεγαλειώδης επι­ χείρηση που είχε σχεδιάσει ήταν καταδικασμένη να μείνει στα χαρτιά ως ένα ανόητο σχέδιο ή, ακόμη χειρότερα, να εξελιχθεί σε μια ένδοξη μαζική αυτοκτονία. Ο Μάρκελλος, ακόμη και νεκρός, είχε κατορθώσει να πετύχει αυτό που είχε στο μυαλό του όταν φόρτωσε την προδοσία του σε μένα. Τρία βράδια μετά την απελευθέρωσή μου από τη φυλακή πή­ γα στις κοόρτεις των Ρωμαίων εξορίστων, σ' εκείνους που με εί­ χαν οδηγήσει σ' αυτό το αδιέξοδο, και εξασφάλισα την αμέριστη συμπαράστασή τους. Είχαν ήδη προβλέψει την άφιξή μου, την αλ­ λαγή στρατοπέδου, κι αμέσως έστειλαν πληροφοριοδότες και αγ­ γελιαφόρους σε όλο το στρατό, για να διαδοθεί η είδηση της ε­ πικείμενης εξέγερσής μας. Θα ήταν η μέρα της δόξας μου ή η μέ­ ρα του θανάτου μου, και αν όλα πήγαιναν καλά, ο πατέρας θα α­ πολάμβανε για αρκετά χρόνια την αποστρατεία που τόσο επάξια είχε κερδίσει, περνώντας το υπόλοιπο της ζωής του σε ένα αποbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

475

μακρυσμένο κυνηγετικό περίπτερο πέρα από τους βόρειους λό­ φους. Ειδοποίησα τους επιστάτες εκεί να είναι έτοιμοι να υποδε­ χτούν έναν ευγενή αιχμάλωτο.

Το επόμενο πρωί έστειλα στο παλάτι έξι από τους βετεράνους Ρωμαίους εξορίστους του Μάρκελλου για να απαιτήσουν την πα­ ράδοση του βασιλιά. Τον πατέρα τον είχαν ήδη ξυπνήσει οι χα­ ρούμενες φωνές που ακούγονταν από τα στρατόπεδα γύρω από την πόλη· μάλιστα, οι άντρες μου συνάντησαν στο δρόμο αρκε­ τούς αγγελιαφόρους από το παλάτι, τους οποίους είχε στείλει ο πατέρας για να πληροφορηθούν τι είχε προκαλέσει την αναστά­ τωση. Οι ανέκφραστοι Ρωμαίοι στην υπηρεσία μου αγνόησαν τους απεσταλμένους του Μιθριδάτη και συνέχισαν την πορεία τους, ντυμένοι με τις πανοπλίες τους και προχωρώντας σε σχη­ ματισμό. Φτάνοντας στο παλάτι, παραμέρισαν τους έκπληκτους ευνούχους, πέρασαν ανάμεσα από τις παλλακίδες που διαμαρ­ τύρονταν για την παρουσία αντρών στο γυναικωνίτη και πήγαν κατευθείαν στον περίβολο της πτέρυγας όπου είχε εγκαταστα­ θεί ο πατέρας αμέσως μετά την άφιξή του στο Παντικάπαιο τον προηγούμενο χρόνο. Οι Ρωμαίοι τον βρήκαν να τους περιμένει· κι εκείνος φορού­ σε την πανοπλία του, ενώ είχε περασμένο το τόξο στον ώμο του και το κυρτό σπαθί του δεμένο στο μηρό του, πάνω από τα περ­ σικά παντελόνια του. Στεκόταν ολόρθος κι επιβλητικός. Η τερά­ στια περικεφαλαία του ήταν γερμένη προς τα πίσω, για να μην εμποδίζει το στέμμα που φορούσε στο κεφάλι του. Τα στιβαρά του μπράτσα ήταν σταυρωμένα μπροστά στο πελώριο, σαν αρκού­ δας στήθος του, τα πόδια του σε στάση πάλης, λες κι ήταν έτοι­ μος να πέσει πάνω τους με όλη την ευελιξία και τη δύναμη που εξακολουθούσε να έχει στον εξηκοστό ένατο χρόνο της ζωής του. Στο πλευρό του ήταν ο Βιτούιτος, με βλέμμα που γυάλιζε απει­ λητικά, και δώδεκα γεροδεμένοι Πόντιοι στρατιώτες από την προσωπική του φρουρά, όλοι με τα χέρια στις λαβές των σπαθιών τους και τα δάχτυλα να ανεβοκατεβαίνουν νευρικά. Ο πατέρας και οι άντρες του στέκονταν ακίνητοι και αγριε­ μένοι τη στιγμή που μπήκαν οι Ρωμαίοι. Είχα στείλει τους άντρες μου, επίλεκτους λεγεωνάριους, πιστεύοντας ότι η πολύχρονη υ­ πηρεσία τους δε θα κινούσε υποψίες στο βασιλιά, θα του έδινε τη br/zav

476

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

σιγουριά να τους ακολουθήσει χωρίς φασαρίες στα διαμερίσμα­ τα που του είχα ετοιμάσει έξω από την πόλη, απ' όπου θα μπο­ ρούσα να τον μεταφέρω μυστικά και με ασφάλεια στον άνετο τό­ πο εξορίας που είχα κανονίσει. Τα πράγματα δε θα γίνονταν έ­ τσι. Παρόλο που οι Ρωμαίοι συνοδοί ξαφνιάστηκαν αρχικά από την περήφανη στάση του πατέρα, δεν έπαυαν να είναι Ρωμαίοι και, όπως όλα τα μέλη αυτής της άκαμπτης φυλής, δε διέθεταν ί­ χνος από τη διπλωματικότητα ή την ευγένεια που εμείς οι Ασιά­ τες φαίνεται ότι αφομοιώνουμε από το γάλα που βυζαίνουμε απ' τις μανάδες μας. Ο εκατόνταρχος που ήταν επικεφαλής αγνόησε παντελώς την εύγλωττα διατυπωμένη απαίτηση για την παράδο­ ση του πατέρα που είχα συντάξει προσεκτικά το προηγούμενο βράδυ. Με μια απίστευτη επίδειξη αγριάδας και ανοησίας άρχι­ σε να επαναλαμβάνει τις ωμές κατηγορίες και τα λόγια που κυ­ κλοφορούσαν στις τάξεις των απλών στρατιωτών. «Παραδοθείτε, Πόντιοι», βρυχήθηκε ο άξεστος εκατόνταρχος. «Ο στρατός αρνείται να ακολουθήσει ένα γέρο που τον κάνουν ό,τι θέλουν οι ευνούχοι, κάποιον που σκοτώνει τους γιους και τις γυ­ ναίκες του. Η εκστρατεία στην Ιταλία είναι αυτοκτονία. Ο γιος του βασιλιά σας, Φαρνάκης, απαιτεί να του παραδώσετε την εξουσία και τα όπλα σας». Μόλις ολοκλήρωσε τη φράση του, ο Βιτούιτος και οι Πόντιοι φρουροί έπεσαν πάνω τους. Μόνο χάρη στο έλεος που έδειξε ο πατέρας, από ευγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες τους στο παρελθόν, δε σκότωσαν επί τόπου τους Ρωμαίους. Αντ' αυτού, τους ξυλοκό­ πησαν άγρια και τους επέτρεψαν να συρθούν μέχρι το αρχηγείο μου για να μου μεταφέρουν το περιστατικό. Ο Μιθριδάτης δεν ε­ πρόκειτο να ζήσει μια άνετη εξορία. Οι Μοίρες είχαν κάνει τη θυσία τους· θύματα ήταν η ομόνοια και η ειρήνη. Εκείνο το πρωί συγκέντρωσα την ισχυρότερη λεγεώνα μου, της οποίας ο πυρήνας ήταν οι τρεις χιλιάδες βετεράνοι που είχαν επιζήσει από την τρομερή πορεία μέσα από τις Καυκάσιες Πύ­ λες. Έ π ρ ε π ε οπωσδήποτε να αναλάβω δράση όσο ακόμη το ηθι­ κό των αντρών ήταν υψηλό. Ανέβηκα στο άλογό μου, ένα μεγα­ λόπρεπο πολεμικό άτι που μου είχε δωρίσει ο πατέρας την προη­ γουμένη χρονιά για να γιορτάσω την τοποθέτησή μου ως κυβερ­ νήτη του Βοσπόρου, και ξεκίνησα αμέσως, επικεφαλής των σκυ­ θρωπών στρατιωτών, έτοιμος να καταλάβω το παλάτι ακόμη και br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

477

με τη βία αν χρειαζόταν. Έ δ ω σ α μόνο μία διαταγή στους στρα­ τιώτες: «Συλλάβετε το βασιλιά ζωντανό. Θα εκτελέσω προσωπικά ό­ ποιον του κάνει κακό». Εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου, αλλά το ίδιο και ο πατέ­ ρας. Κατέβασε την περικεφαλαία του, πέρασε την ασπίδα στο χέρι του, ανέβηκε στο άλογό του και κάλπασε ήρεμα μέχρι το χώ­ ρο των παρελάσεων, έξω από τις πύλες του παλατιού αλλά μέσα στον κλειστό χώρο που όριζαν τα ψηλά τείχη που περιέβαλλαν ο­ λόκληρο το αχανές κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων. Κι άλ­ λοι φρουροί που παρέμεναν πιστοί στο βασιλιά πήραν με τη σει­ ρά τους άλογα και κάλπασαν ξοπίσω του, προσφέροντάς του μια μικρή ομάδα ιππέων που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα πενήντα άτομα. Εκεί ο οργισμένος βασιλιάς τοποθέτησε τους άντρες του σε διάταξη μάχης, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε αργά προς τις πελώριες δρύινες πύλες των τειχών του παλατιού, για να μι­ λήσει μαζί μου καθώς πλησιάζαμε. Την ώρα όμως που έπαιρνε τη θέση του, μια ομάδα Σκυθών φρουρών σε ένα από τα παρατηρητήρια στη γωνία των τειχών άρχισε να εκτοξεύει ύβρεις εναντίον του. «Στον κόρακα ο Μιθριδάτης! Ζήτω ο βασιλιάς Φαρνάκης!» φώναζαν δυνατά. Οι στρατιώτες μου κι εγώ βρισκόμασταν ακό­ μη στο δρόμο, έξω από τα τείχη του παλατιού, και καταράστηκα τους ηλίθιους που ξεστόμιζαν τέτοια προκλητικά λόγια την πιο α­ κατάλληλη στιγμή, καθώς ήξερα ότι αυτό θα εξόργιζε ακόμη πε­ ρισσότερο τον πατέρα. Ό π ω ς και οι Ρωμαίοι αγγελιαφόροι πριν από αυτούς, οι Σκύθες πλήρωσαν για την αγένειά τους. Όταν ο Μιθριδάτης άκουσε τις προδοτικές προσβολές και βρισιές με τις οποίες τον έλουζαν οι ίδιοι του οι στρατιώτες ψηλά στο παρατη­ ρητήριο, έκανε ένα νεύμα στους πιστούς φρουρούς που ήταν πα­ ραταγμένοι στο πλευρό του. Αστραπιαία, πενήντα βέλη τινάχτη­ καν από τα τόξα τους και καρφώθηκαν στα σώματα των άμοιρων φρουρών πάνω στα τείχη, αφού η θέση τους δεν τους παρείχε κά­ λυψη ούτε προστασία από μια επίθεση μέσα από τα τείχη. Με φρίκη τόσο εγώ όσο και η λεγεώνα είδαμε έξω από τα τείχη τα σώματα καμιά δεκαριά αντρών να πέφτουν άψυχα από την κο­ ρυφή του παρατηρητήριου στα πόδια μας, καρφωμένα από τα βέλη των στρατιωτών που έμεναν πιστοί στο βασιλιά. Στα τείχη του παλατιού ξέσπασε πανδαιμόνιο. Οι πολεμίστρες br/zav

478

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

είχαν οχυρωθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας και κάθε παρατη­ ρητήριο είχε γεμίσει με Σκύθες φρουρούς, ενώ στον κενό χώρο των τειχών ανάμεσα στους πύργους αυτούς περιπολούσαν νεοσύλλε­ κτοι πεζικάριοι, οι οποίοι, όπως πίστευε μέχρι εκείνη τη στιγμή ο πατέρας, του ήταν πιστοί. Τ ώ ρ α όμως, βλέποντας τους συ­ ντρόφους τους να πέφτουν νεκροί με διαταγή του Μιθριδάτη και τις συντριπτικά υπέρτερες δυνάμεις μου ακριβώς έξω από το πα­ λάτι, η οργή τους ξεχείλισε. Κατέβηκαν τρέχοντας τα απότομα πέ­ τρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στα τείχη -κάποιοι μάλιστα πήδηξαν κάτω από τα τείχη-, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συ­ γκεντρώθηκαν στο χώρο των παρελάσεων, καμιά διακοσαριά ά­ ντρες, ίσως και περισσότεροι, για να επιτεθούν στο βασιλιά στον οποίο μόλις πριν από λίγο είχαν ορκιστεί αιώνια πίστη. Μέχρι να κατορθώσει η λεγεώνα μου να παραβιάσει τις πύλες και να μπει στο συγκρότημα είχε ξεσπάσει κανονική μάχη. Πα­ ρότι οι αντίπαλοι του ήταν πολύ περισσότεροι, ο πατέρας ήταν α­ κόμη ανεβασμένος στο άλογό του, με τους βετεράνους φρουρούς του να τον περιβάλλουν. Ό σ ο άντρες του εξαπέλυαν διαρκώς βέ­ λη εναντίον του όχλου των Σκυθών, κι ο ίδιος πραγματοποιούσε μανιασμένες εφόδους ανάμεσά τους ανοίγοντας δρόμο με το σπα­ θί και τις κοφτερές οπλές του αλόγου του. Στη συνέχεια έκανε με­ ταβολή και επιχειρούσε νέα έφοδο. Από κάθε γωνιά εμφανίζο­ νταν Σκύθες, ξεχύνονταν από τους στρατώνες του παλατιού όπου ξεκουραζόταν η προηγούμενη βάρδια, φορούσαν όπως όπως τους θώρακές τους και ορμούσαν τυφλά στην επίθεση εναντίον της φρουράς του βασιλιά. Ο ένας μετά τον άλλο οι Πόντιοι του πατέρα έχαναν τη μάχη καθώς τα βέλη τους τέλειωναν και οι λεπίδες των σπαθιών τους έσπαγαν είτε μέσα στα σώματα των εχθρών τους είτε πάνω στις περικεφαλαίες τους. Δεκάδες εξαγριωμένοι Σκύθες έπεφταν πά­ νω στους Ποντίους, έριχναν κάτω τα άλογά τους με το βάρος των σωμάτων τους, χτυπούσαν τους εξουδετερωμένους φρουρούς με μαχαίρια, ακόμη και με πέτρες, ώσπου τελικά μόνο ο βασιλιάς, ο Βιτούιτος και άλλοι έξι έμειναν ζωντανοί, πολεμώντας απεγνω­ σμένα να κρατηθούν πάνω στα άλογά τους και να αμυνθούν με τις βαριές ασπίδες τους. Οι δικοί μου άντρες δεν μπορούσαν να μπουν στο συγκρότημα του παλατιού, αφού στον περίβολο επι­ κρατούσε το αδιαχώρητο κι οι συνθήκες ήταν χαοτικές· έτσι, συ­ νωστίζονταν στις πύλες, έσπρωχνε ο ένας τον άλλο για να περάbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

479

σει πιο μπροστά και τέντωναν τους λαιμούς τους για να δουν πά­ νω από τα κεφάλια των μπροστινών τους, για να καταλάβουν α­ πό που προέρχονταν οι τρομερές κραυγές οργής και αγωνίας που ακούγονταν πίσω από τα τείχη. Έξαφνα, το άλογο του πατέρα σκόνταψε ή κουτσάθηκε από κάποια λεπίδα Σκύθη και η πελώρια περικεφαλαία του χάθηκε κάτω από τον όχλο των επιτιθέμενων. Η καρδιά μου σφίχτηκε και ούρλιαξα στους στρατιώτες να αποσυρθούν, να υποχωρήσουν, να μη βλάψουν το βασιλιά, όμως ήταν σαν να φώναζα στην πα­ λίρροια να σταματήσει. Δε μου έδωσαν καμία σημασία. Δεν είχε προλάβει όμως να πέσει κάτω ο πατέρας, και ο σωρός των νεο­ συλλέκτων που είχαν ορμήσει πάνω του βρέθηκε ξαφνικά στον α­ έρα, καθώς ο βασιλιάς σηκώθηκε στα πόδια του ξανά, κάνοντας πέρα τα όρνια που τον είχαν ρίξει κάτω. Χτυπώντας μανιασμένα, κρατώντας σπαθιά και στα δυο του χέρια, θέρισε τον όχλο των στρατιωτών που ούρλιαζαν όπως ο αγρότης που περνάει μέσα απ' τα σπαρτά με το δρεπάνι του· χέρια, περικεφαλαίες και όπλα πετούσαν στον αέρα ολόγυρά του, αίμα πεταγόταν παντού. Τα χέρια του ήταν γεμάτα βαθιά κοψίματα και η δεξιά πλευρά της περικεφαλαίας του είχε σπάσει από κάποιο δυνατό χτύπημα. Όταν γύρισε το κεφάλι του, είδα αίμα να τρέχει, να έχει βάψει το λαιμό και το θώρακά του από εκείνη την πλευρά, από την πλευ­ ρά του παλιού του τραύματος. Ουρλιάζοντας σαν τρελός, προχώρησε παραπατώντας μέσα από το πλήθος των στρατιωτών που τον χτυπούσαν σαν να περ­ νούσε ανάμεσα από αγριόσκυλα που δάγκωναν τα πόδια του. Όταν έφτασε στη βάση του παρατηρητήριου που προστάτευε την ακρόπολη, ανέβηκε με ένα άλμα στα σκαλιά, πάνω από τους ε­ χθρούς του, και άρχισε να υποχωρεί προς τη στενή στριφογυρι­ στή σκάλα στο εσωτερικό του αποκρούοντας όποιον επιτιθέμενο τολμούσε να τον ακολουθήσει. Το παράδειγμά του μιμήθηκαν ο Βιτούιτος και οι ελάχιστοι εκείνοι άντρες που είχαν βγει ζωντα­ νοί από την αρχική ομάδα των πιστών του φρουρών, ανοίγοντας δρόμο πεζοί και φτάνοντας στον κυκλικό πύργο. Μόνο τότε κατάφερα να ανοίξω με τη σειρά μου δρόμο μέσα από το φρενιασμένο πλήθος, μέσα από τους δεκάδες τραυματίες και νεκρούς που είχε αφήσει πίσω της η χαοτική εξέγερση, και να τους απωθήσω από τον πύργο. Οι απείθαρχοι Σκύθες απομα­ κρύνθηκαν με τη βία από τον ανοιχτό περίβολο ουρλιάζοντας br/zav

480

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

διαρκώς και υποχρεώθηκαν να περάσουν στην εσωτερική περί­ μετρο. Εκεί οι στρατιώτες μου τους αφόπλισαν και τους διέταξαν να γονατίσουν με την πλάτη στα τείχη, όπου έμειναν αμίλητοι κι ακούνητοι, εξαντλημένοι από την ένταση της μάχης, παρατηρώ­ ντας τους βετεράνους λεγεωνάριούς μου να παίρνουν θέσεις στο χώρο των παρελάσεων, κάτω από τον κυκλικό πύργο όπου είχε α­ ναζητήσει καταφύγιο ο πατέρας με τους ελάχιστους πιστούς συ­ ντρόφους του. Οι Ρωμαίοι αξιωματικοί μου με οδήγησαν μέσα σε παραζάλη στο σκαμνί που είχαν μετατρέψει πρόχειρα σε θρόνο. Η ρω­ μαϊκή λεγεώνα που με είχε συνοδεύσει από το στρατόπεδο δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για να με ανακηρύξει βασιλιά. Εκεί, στο σκονισμένο, αιματοβαμμένο περίβολο, στέφθηκα βασιλιάς με ένα στέμμα πλεγμένο άτεχνα με φύλλα από κάποια βαλανιδιά που έριχνε εκεί κοντά τη σκιά της. Το διάδημα και τα βασιλικά κοσμήματα που θα χρησιμοποιούνταν σε κανονικές συνθήκες ή­ ταν κλεισμένα μαζί με τον πατέρα στην ακρόπολη. Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν ακόμη παιδί, ο πατέρας είχε πολεμήσει απέναντι στην πανίσχυρη Ρώμη επικεφαλής των συνδυασμένων ελληνικών και ασιατικών δυνάμεων. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες είχαν πολεμήσει, πεινάσει, κατακτήσει και πε­ θάνει κάτω από τις διαταγές του. Δεκαετίες ολόκληρες ήταν ο πιο ακατάβλητος εχθρός της Ρώμης, άντεξε τις επιθέσεις των μεγα­ λύτερων στρατηγών της, νίκησε τις ισχυρότερες στρατιές της, τε­ λικά ηττήθηκε, αλλά δεν υποτάχθηκε ποτέ. Εκδιώχτηκε από τα πατρογονικά του εδάφη ξανά και ξανά και πάντοτε επέστρεφε θριαμβευτής. Ακόμη και εδώ, σ' αυτή τη μακρινή γωνιά του κό­ σμου, είχε δημιουργήσει ένα στρατό ικανό να κάνει το ρωμαϊκό κόσμο να τρέμει και πάλι. Ξαφνικά όμως δεν ήταν πια βασιλιάς. Για πρώτη φορά εδώ και πέντε δεκαετίες, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν ήταν πια η­ γεμόνας. Και το στέμμα βρισκόταν στο κεφάλι μου. Δεν ένιωθα συγκίνηση, μόνο ένα παράξενο κενό, μια απέρα­ ντη κούραση. Σηκώθηκα από τον ταπεινό θρόνο μου κρατώντας το σπαθί μου κάθετα σαν σκήπτρο και κοίταξα ζαλισμένος τρι­ γύρω μου, την ώρα που τρεις χιλιάδες άντρες φώναζαν σαν ένας, υμνούσαν το όνομά μου, με χαιρέτιζαν ως άρχοντα και βασιλιά τους· ωστόσο δεν μπορούσα να νιώσω το θρίαμβο, την ικανοποί­ ηση. Οι κακόφωνες επευφημίες τους έσβησαν στα αφτιά μου, λες br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

481

και φύσηξε ένας τρομερός αέρας που σάρωσε τα πάντα, και έ­ μεινα μόνος με τις σκέψεις μου. Κοιτάζοντας αφηρημένος γύρω μου, ακόμη και οι άκρες του οπτικού μου πεδίου ήταν σαν να σκοτείνιαζαν, συγκλίνοντας αργά προς το κέντρο, μέχρις ότου νό­ μιζα ότι κοιτούσα μέσα από ένα μακρύ σωλήνα, ένα ρολό παπύ­ ρου, και τίποτ' άλλο δεν είχε σημασία, τίποτ' άλλο δεν ακουγόταν ή φαινόταν πέρα από το συγκεκριμένο σημείο όπου είχαν εστιά­ σει οι αισθήσεις μου. Οι εικόνες -το χάος και ο σαματάς εκείνης της μέρας, το αίμα και ο θάνατος, ο πατέρας να πέφτει σαν πλη­ γωμένο λιοντάρι από την επίθεση των παλιόσκυλων κι όμως να κα­ ταφέρνει να ξανασηκωθεί για να τους κάνει πέρα, οι επευφημίες και οι πανηγυρισμοί-, αυτές οι εικόνες ήταν συγκλονιστικές, δεν μπορούσα να τις αντέξω, το μυαλό μου σάστισε. Αναζήτησα κα­ ταφύγιο αποκλείοντας από τη σκέψη μου το χάος, την αιματοχυ­ σία, τα σπρωξίματα. Εστίασα την προσοχή μου σε ένα σημείο, έ­ να συγκεκριμένο πρόσωπο μέσα σ' εκείνη τη θάλασσα από πρό­ σωπα. Το πρόσωπο του Βιτούιτου. Τρομαγμένος, ξύπνησα από την παραζάλη μου και οι κραυ­ γές των αντρών, τα λάβαρα που ανέμιζαν έξαλλα, η κλαγγή από τις ασπίδες τους που τις χτυπούσαν ρυθμικά στα γόνατά τους, ό­ λα αυτά ήρθαν και με χτύπησαν σαν το κύμα που σκάει στην α­ κτή, με τόση δύναμη που σχεδόν την ένιωσα στο σώμα μου. Τα μάτια μου όμως δεν άφησαν στιγμή το πρόσωπο του. Στεκόταν στην πόρτα, στην είσοδο της αφύλακτης ακρόπο­ λης, καθώς η προσοχή των στρατιωτών μου ήταν στραμμένη στην τελετή της στέψης μου. Επειδή είχαν τις πλάτες τους γυρισμένες στον πύργο, δεν τον είχαν δει κι εκείνος για επιπλέον ασφάλεια επέλεξε σοφά να μείνει στις σκιές πίσω από τη μισάνοιχτη πόρ­ τα· το μεγάλο, οικείο πρόσωπό του με παρατηρούσε από το μι­ σοσκόταδο, τα χείλη του ήταν σφιγμένα. Μόλις κατάλαβε ότι εί­ χε τραβήξει την προσοχή μου, έγνεψε μία φορά, γρήγορα, κι ύ­ στερα χάθηκε στις σκιές κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Σήκωσα το βλέμμα μου προς την κορυφή του κυκλικού πύρ­ γου, πέντε πατώματα πάνω από το έδαφος, προς τη στενή πολε­ μίστρα ενός παραθύρου που έβλεπε στον περίβολο, όπου επι­ κρατούσε το αδιαχώρητο. Εκεί διέκρινα ένα άλλο πρόσωπο να πα­ ρακολουθεί, χλομό και παραμορφωμένο, με το στόμα του αλλοι­ ωμένο από το θυμό και τον πόνο, τα μάτια του γεμάτα απελπισία. br/zav

482

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Η απόσταση ήταν τόσο μεγάλη, που με δυσκολία τον αναγνώρι­ σα, ενώ εκείνος στεκόταν μακριά από το σκοτεινό παράθυρο, σαν να προσπαθούσε να δει χωρίς να τον δουν. Κι όμως, τον είδα, πραγματικά τον είδα, και στο μυαλό μου συνεχίζω να τον βλέπω, ίσως πιο καθαρά από τότε - το πρόσωπό του φωτισμένο από πί­ σω με το αχνό φως κάποιου λυχναριού, να εμφανίζεται και να χά­ νεται κάποιες στιγμές καθώς οι άντρες πίσω του περνούσαν μπρο­ στά από αυτό το ένα φως, ακριβώς όπως στα όνειρά μου. Γύρισε την πλάτη του για μια στιγμή κι ύστερα επέστρεψε στη θέση του δίπλα στο παράθυρο, αυτή τη φορά κρατώντας κάποιο αντικεί­ μενο στο χέρι του, κάτι χρυσό - ένα όπλο, μια κούπα; Του άρε­ σαν τόσο πολύ τα λαμπερά αντικείμενα, τα όμορφα και πολύτι­ μα πράγματα, όμως ήταν αδύνατο να διακρίνω τι κρατούσε. Ή ξ ε ρ α αμέσως τι έπρεπε να κάνω. Είχα ζήσει τόσες φορές αυ­ τή τη στιγμή, είχα φανταστεί την αντίδρασή μου στα όνειρά μου, ποτέ όμως δεν είχα πιστέψει ότι θα γινόταν πραγματικότητα. Έρχομαι,

πατέρα.

Με αργά, βασιλικά βήματα κατέβηκα από το πρόχειρο βάθρο πάνω στο οποίο στεκόμουν και κινήθηκα προς το πλήθος· οι ά­ ντρες στην αρχή με χτυπούσαν στους ώμους ως ένδειξη αναγνώ­ ρισης και προσπάθησαν να με σηκώσουν ψηλά για να πανηγυρί­ σουν, αλλά σχεδόν αμέσως παρατήρησαν τη σκυθρωπή έκφρα­ ση στο πρόσωπό μου και το σπαθί που κρατούσα σφιχτά μπρο­ στά μου, διώχνοντάς τους, διατάζοντάς τους χωρίς να πω λέξη να μου ανοίξουν δρόμο. Κι εκείνοι το έκαναν, και με απορημένα αν και ακόμη χαμογελαστά πρόσωπα υποχώρησαν αριστερά και δε­ ξιά μου, δημιουργώντας ένα στενό μονοπάτι το οποίο διέσχισα α­ ποφασιστικά, φτάνοντας μέσα από τον περίβολο στη βάση του πύργου όπου είχε καταφύγει ο εκθρονισμένος βασιλιάς. Η βαριά δρύινη πόρτα ήταν ένα απλό αλλά αδιαπέραστο εμπόδιο. Χοντρή όσο μια παλάμη, ενισχυμένη με γερές σιδερένιες μπάρες, κλει­ σμένη από μέσα με τεράστια δοκάρια που έπιαναν στο γρανίτη από τον οποίο ήταν φτιαγμένη η βάση του πύργου, δεν μπορού­ σε να παραβιαστεί από τους επιτιθέμενους χωρίς να χρησιμο­ ποιήσουν πολιορκητικό κριό ή να καταφύγουν στη φωτιά. Οι φυ­ γάδες στο εσωτερικό του δεν σκόπευαν να βγουν και οι λεγεώνες απέξω δε βιάζονταν να σπάσουν την πόρτα. Προχωρώντας αποφασιστικά πήγα στην πόρτα και ανέβηκα τα τρία σκαλιά που οδηγούσαν στο κατώφλι της, τα οποία είχαν br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

483

σχεδιαστεί ειδικά για να εμποδίσουν τη χρήση του πολιορκητι­ κού κριού που θα ήταν απαραίτητος για να την γκρεμίσει. Επει­ δή ήταν στενά στο πλάτος, μόνο ένας άντρας μπορούσε να στέ­ κεται σε κάθε σκαλοπάτι, πράγμα που σήμαινε ότι δε θα είχε αρ­ κετή δύναμη για να κρατήσει τον κριό. Στάθηκα στο τελευταίο σκαλί, γύρισα προς το μέρος της λεγεώνας που πανηγύριζε και σή­ κωσα το χέρι μου. Αμέσως η εφιαλτική, φοβερή φασαρία στα­ μάτησε και οι άντρες έπαψαν να διαγκωνίζονται και να σπρώ­ χνονται προς το μέρος μου. Ένιωσα μια αίσθηση ανακούφισης να με πλημμυρίζει. Κοίταξα τριγύρω μου για λίγο, τους συντρό­ φους και τους αξιωματικούς μου, ορισμένοι από τους οποίους με γνώριζαν από τότε που ήμουν παιδί και τώρα ήταν διατεθειμένοι να πέσουν πάνω στα βέλη του εχθρού με μία μου λέξη. Κοντο­ στάθηκα. Αναζήτησα κάποιο οιωνό, ένα σημάδι, ακόμη και μια λέξη από τα χείλη ενός απλού στρατιώτη. Τίποτα. Όλοι παρα­ κολουθούσαν, σιωπηλοί. Γύρισα την πλάτη μου στους άντρες και έσφιξα την παλάμη μου στο χερούλι της βαριάς πόρτας. Ό π ω ς το περίμενα, η πόρτα άνοιξε και πέρασα μέσα. Οι άντρες πίσω μου αιφνιδιάστηκαν, μα στη συνέχεια ξέσπα­ σαν, ανήσυχοι που ο νέος τους βασιλιάς έμπαινε μόνος του και σχεδόν άοπλος στο οχυρό του εχθρού. Εγώ δεν είχα χρόνο για χά­ σιμο. Άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά τρέχοντας, στην αρχή δυο δυο, μετά τρία τρία. Άκουγα το ποδοβολητό από πίσω μου καθώς οι φρουροί μου έτρεχαν να με προλάβουν, φωνάζοντάς μου να στα­ ματήσω. Πιο ψηλά επικρατούσε απόλυτη σιωπή και σκοτάδι. Ανέβηκα τα στενά σκαλοπάτια περισσότερο με την αφή παρά με την όραση και όρμησα από την πόρτα στο τέλος της σκάλας στο μοναδικό, γυμνό δωμάτιο κάτω από την οροφή, εκεί όπου φυλάσσονταν όσοι θησαυροί είχαν απομείνει στο βασίλειο του Βοσπόρου, που ήξερα ότι δεν αρκούσαν για να καλυφθούν τα έ­ ξοδα για τη διοίκηση του βασιλείου. Εκεί με περίμενε ο πατέρας, με τους λιγοστούς πιστούς συντρόφους του στο πλευρό του. Ο Βιτούιτος στεκόταν προσοχή, με το κεφάλι σκυμμένο, το σπαθί πε­ ρασμένο στο θηκάρι του, ήδη παραδομένος, αν και οι άντρες του κινήθηκαν γρήγορα για να με περικυκλώσουν. Όταν ο πατέρας με είδε να μπαίνω, άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο βουβό δωμάτιο, αλλά ήταν καμπουριασμένος, τα βήματά του κουρα­ σμένα. Στεκόμουν στο κατώφλι παρατηρώντας τον, ενώ οι φρουbr/zav

484

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ροί μου είχαν σταματήσει πίσω μου στο σκοτάδι ισορροπώντας πάνω στα στενά σκαλοπάτια μην μπορώντας να συνεχίσουν, να περάσουν από δίπλα μου, μην μπορώντας να δουν τι γινόταν στο δωμάτιο. Το βλέμμα μου στράφηκε στα πρόσωπα του πατέρα και του Βιτούιτου αναζητώντας απαντήσεις. Και τότε είδα το βασιλι­ κό ξίφος πεσμένο στο δάπεδο, με τη λαβή του σπασμένη... όχι, όχι σπασμένη, αλλά ανοιγμένη! Ταράχτηκα. Πρόσεξα την άδεια κοιλότητα στο εσωτερικό της λαβής, εκεί όπου υπήρχε μια μικρή πυξίδα. Από το χείλος της έσταζαν τα υπολείμματα του υγρού που περιείχε, έχοντας σχηματίσει ένα μικρό λεκέ στο πέτρινο δάπεδο - καφέ και κολλώδη όπως το ξεραμένο αίμα, μαύρο σαν το θά­ νατο και θανάσιμο όπως αυτή η τρομερή παρεξήγηση που είχε προκαλέσει όλη αυτή την κατάσταση. Γύρισα και κοίταξα τον πατέρα κι είδα το μορφασμό του κα­ θώς έγλειφε το λιγοστό υγρό που είχε απομείνει στα χείλη του, το πρόσωπό του να συσπάται ενώ έσφιγγε την κοιλιά του με το δεξί του χέρι. «Όχι», ψιθύρισα, αλλά η φωνή μου είχε σβήσει, δεν ακού­ στηκε τίποτα. Κοιτούσα αποσβολωμένος τον πατέρα που συνέχι­ ζε να βηματίζει και ο Βιτούιτος ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. « Ί σ ω ς δεν είναι ακόμη πολύ αργά», είπε ήρεμα ο Γαλάτης. «Το ήπιε την ώρα που σε έστεφαν, αλλά δεν έχει το αποτέλεσμα που θα έπρεπε. Του έφερε τρομερή καούρα στο στομάχι, αλλά τί­ ποτ' άλλο· είναι πολύ δυνατός. Περπατάει για να επιταχύνει τη δράση του». «Πατέρα, ξάπλωσε κάτω!» διέταξα αμέσως, αλλά εκείνος με κοίταξε μ' ένα στραβό, παραμορφωμένο χαμόγελο που αμέσως έσβησε παραχωρώντας τη θέση του σ' ένα μορφασμό πόνου. «Εδώ είσαι, Φαρνάκη;» είπε με κομμένη ανάσα. «Χα! Ώ σ τ ε νιώθεις πως αυτό το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό μου. Μήπως ήρθες για να με συλλυπηθείς; Τι σπάνια τύχη θα ήταν κι αυτή, να βρεθεί ένας άνθρωπος να μοιραστεί την τύχη σου αντί να σε προ­ δώσει!» Έγειρε προς τα εμπρός και προσπάθησε να κάνει εμετό, αλλά δε βγήκε τίποτα. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, έμοιαζαν να πετάγονται έξω από τον πόνο. «Πατέρα!» αναφώνησα συγκλονισμένος από το μαρτύριο και τα λόγια του. «Με ανακήρυξαν βασιλιά για το καλό όλων μας, για χάρη του βασιλείου! Έ λ α , ξάπλωσε. Μπορούμε να φωνάξουμε τον Παπία. Θα γίνεις και πάλι καλά...» br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

485

Απέρριψε τις διαμαρτυρίες μου με μια κίνηση του χεριού του και διπλώθηκε στα δυο μπήγοντας τα δάχτυλά του στο στομάχι του. Οι άντρες του με κρατούσαν πίσω, φράζοντας παράλληλα τη σιενή είσοδο με τα γυμνά σπαθιά τους, για να εμποδίσουν τους φρουρούς μου να περάσουν μέσα. Μετά από λίγο ο πόνος με­ τριάστηκε και σήκωσε το κεφάλι του. Το καλό του μάτι με κοί­ ταζε αγριεμένο. «Να θυμάσαι αυτό που θα σου πω, Φαρνάκη. Είσαι μόνος σου -με τις δυνάμεις σου και την τύχη σου- στην προσπάθεια να ξα­ νακερδίσεις τη γη των προγόνων σου και την πόλη σου. Μην ε­ μπιστευτείς κανέναν για να σε βοηθήσει. Μην κάνεις το ίδιο λά­ θος που έκανα εγώ». Πάλευα για να ξεφύγω από τα χέρια των αντρών που με κρα­ τούσαν, αλλά μάταια. Ο πατέρας έμεινε να κοιτά τις προσπάθει­ ες μου ανέκφραστος για λίγο κι έπειτα στράφηκε στους φρου­ ρούς του. «Μπορεί να μην κυβερνώ πια ένα βασίλειο», είχε σχεδόν ψι­ θυρίζοντας, αλλά χωρίς ίχνος μεμψιμοιρίας, «το σώμα μου όμως είναι ακόμη δικό μου να το κάνω ό,τι θέλω. Βιτούιτε!» Ο Γαλάτης βρέθηκε μ' ένα σάλτο στο πλευρό του, γραπώνο­ ντας το μπράτσο του πατέρα. Εκείνος διπλώθηκε ξανά από τον πόνο. Δύο ακόμη Πόντιοι φρουροί με πλησίασαν και με άρπαξαν από τους ώμους. «Σαν βλάκας», είπε ξέπνοα ο πατέρας, «σαν βλάκας φυλαγό­ μουν από τα όλα τα δηλητήρια που χτυπάνε τον άνθρωπο μέσα από την τροφή του. Αλλά δεν πήρα καμία προφύλαξη απέναντι σε ένα πολύ πιο φαρμακερό δηλητήριο, μέσα στο ίδιο μου το σπί­ τι. Βιτούιτε: Ωφελήθηκα τα μέγιστα από το δεξί σου χέρι στους πολέμους εναντίον των εχθρών μου. Μπορείς να με βοηθήσεις για τελευταία φορά, παλιέ μου φίλε». Πάλεψα με όλη μου τη δύναμη να ξεφύγω από τα χέρια που με κρατούσαν, μα δεν κατάφερα να σταματήσω το Γαλάτη. Με αργές και μετρημένες κινήσεις, καθώς και με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπο του, ο Βιτούιτος τράβηξε το μαχαίρι από το θηκά­ ρι που είχε περασμένο στη ζώνη του και με μια σβέλτη και αθό­ ρυβη κίνηση εκπλήρωσε την τελευταία επιθυμία του βασιλιά του. Ο πατέρας έπεσε στα γόνατα. Εκεί όπου είχε αποτύχει το δηλη­ τήριο η εκπαιδευμένη λεπίδα του Γαλάτη ολοκλήρωσε το έργο του. Ο Βιτούιτος έπιασε το πελώριο κεφάλι και τους ώμους και τ' br/zav

486

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ακούμπησε απαλά στο δάπεδο. Οι Πόντιοι φρουροί με άφησαν. Πλησίασα κοντά στον πεσμένο άντρα, απελευθερώνοντας την εί­ σοδο, και ξαφνικά το δωμάτιο γέμισε από τις φωνές και τις κραυ­ γές οργισμένων ανθρώπων. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες συνέλαβαν τους φρουρούς του πατέρα, οι οποίοι δεν αντιστάθηκαν καθόλου, και άρχισαν να τους απο­ μακρύνουν από το δωμάτιο. Σαν να είχαμε συνεννοηθεί με τα μά­ τια, άφησαν τον Βιτούιτο που γονάτιζε πάνω από τον αφέντη του. Πλησίασα και σήκωσα το στολισμένο με πετράδια σπαθί που πε­ ρίμενε αφύλακτο πάνω στις γυμνές πλάκες· το μυστικό του πώμα είχε αφαιρεθεί και το κενό δοχείο μέσα στη λαβή σαν να μου γε­ λούσε χλευαστικά, στάζοντας ακόμη θάνατο. Και πάλι δεν ένιω­ σα τίποτα, κανένα συναίσθημα, ούτε καν θλίψη, μόνο μια παρά­ ξενη αίσθηση του αναπόφευκτου, μια συγκεκριμένη εικόνα για το τι έπρεπε να γίνει στη συνέχεια. Πίεσα την αιχμή του σπαθιού στο δάχτυλό μου για να δω πόσο κοφτερό ήταν και με αργά βήματα στάθηκα πίσω από τον Βιτούιτο, που ήταν ακόμη γονατισμένος, με τους ώμους κυρτούς και το κεφάλι κρεμασμένο. Σήκωσα το σπαθί μου και έστρεψα την αιχμή του προς τα κάτω, προς το μέ­ ρος του· εκείνη τη στιγμή οι ακτίνες του ήλιου πέρασαν από το στενό άνοιγμα του παραθύρου και με φώτισαν από πίσω ρίχνο­ ντας τη σκιά μου πάνω του, μεγεθύνοντας το τρέμουλο του σπα­ θιού όπως αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι του. Προς στιγμήν, ο Βιτούιτος δίστασε και κάρφωσε τα μάτια του στη σκιά του τρεμάμενου σπαθιού στο πάτωμα μπροστά του. Ύστερα, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, έφερε το χέρι του πί­ σω και τράβηξε στην άκρη τα μακριά λευκά μαλλιά του, αφήνο­ ντας ακάλυπτο το λαιμό του.

br/zav

V

ΔΕΝ ΕΙΔΑ ΣΕ ΤΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ βρισκόταν το σώμα όταν έφτασε στα χέρια του Πομπήιου, αν και γνωρίζω ότι ο Παπίας και η ο­ μάδα των ικανών βαλσαμωτών που είχε συγκεντρώσει είχαν ολο­ κληρώσει το έργο τους σωστά και γρήγορα. Πριν περάσει ακόμη μία μέρα μετά το θάνατο του πατέρα, μια τριήρης ξεκίνησε με προορισμό τη Σινώπη μεταφέροντας τον γιγαντόσωμο νεκρό κα­ θώς και τους έξι Ρωμαίους εξόριστους στρατιώτες που ήταν υ­ πεύθυνοι για την εκτέλεση του Μάνιου Ακουίλιου πριν από είκο­ σι πέντε χρόνια, αλλά και κάμποσους αιχμαλώτους που είχαν δο­ θεί ως εγγύηση στον πατέρα για την τήρηση διάφορων συμφω­ νιών που είχε συνάψει με τη Ρώμη όλα αυτά τα χρόνια. Το πτώ­ μα συνοδευόταν από μια επιστολή που είχα συντάξει εγώ βιαστι­ κά το προηγούμενο βράδυ με αποδέκτες τον Πομπήιο και τη Σύ­ γκλητο. Στην επιστολή πρότεινα να υπηρετήσω τη Ρώμη ως πι­ στός σύμμαχος και φίλος, με την προϋπόθεση η Ρώμη να με α­ φήσει να κυβερνήσω ειρηνικά το βόρειο βασίλειο του Βοσπόρου που είχα κληρονομήσει από τον πατέρα. Πραγματικά, ήταν ένα μοναδικό φορτίο, ένα φορτίο που τρεις από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της Ρώμης είχαν επιδιώξει να αποκτήσουν. Η είδηση του θανάτου του Μιθριδάτη εξαπλώ­ θηκε ταχύτατα σ' ολόκληρη τη ρωμαϊκή επικράτεια και οι αξιω­ ματούχοι κάθε πόλης, μεγάλης και μικρής, κήρυξαν αυθόρμητα γιορτές και διάφορες εκδηλώσεις για να πανηγυρίσουν το γεγο­ νός. Αν το μέτρο της σπουδαιότητας ενός ανθρώπου είναι ο βαθ­ μός των πανηγυρισμών των εχθρών του όταν πεθαίνει, τότε ο πα­ τέρας ήταν σίγουρα ένας από τους σπουδαιότερους ανθρώπους που έζησαν ποτέ. Ο Πομπήιος βρισκόταν στην Αραβία, οδηγώντας το στρατό του στην προσπάθεια για την κατάκτηση του οχυρού της Πέτρας, ό-

br/zav

488

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ταν έφτασαν οι Πόντιοι κήρυκες συνοδευόμενοι από Ρωμαίους ι­ χνηλάτες που είχαν στολίσει τα ακόντιά τους με δάφνινα στεφά­ νια, όπως συνηθίζεται όταν αναφέρουν την είδηση μιας μεγάλης νίκης. Η αδημονία του στρατηγού να ανακοινώσει τα νέα στο στρατό ήταν τέτοια, ώστε δεν περίμενε καν να χτιστεί το παρα­ δοσιακό βάθρο στο στρατόπεδο για να φιλοξενήσει μια συγκρα­ τημένη, τυπική ανακοίνωση. Αντίθετα, προτίμησε ν' ανέβει μ' έ­ να σάλτο σε μια στοίβα κουβέρτες που χρησίμευαν ως εφίππια και είχαν μείνει εκεί μέχρι να τις παραλάβει για αποθήκευση ο δια­ χειριστής και άρχισε να λέει τα νέα φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε, ενώ οι στρατιώτες του έρχονταν τρέχοντας για να δουν τι μανία είχε πιάσει το διοικητή τους. Οι λεγεώνες ξέσπασαν σε ηχηρούς πανηγυρισμούς και οι Άραβες που ήταν οχυρωμένοι πί­ σω από τα πελώρια τείχη της Πέτρας ανησύχησαν βαθιά για την αιτία που είχε προκαλέσει τέτοιο ενθουσιασμό στους εχθρούς τους. Η ανησυχία τους δεν κράτησε πολύ. Μέσα σε μία μέρα ο Πο­ μπήιος είχε ματαιώσει την εισβολή, είχε μαζέψει το στρατό του και κινούνταν ταχύτατα προς το Βορρά, επιστρέφοντας στη Μαύ­ ρη Θάλασσα. Φτάνοντας στη Σινώπη, ο Πομπήιος έκανε πέρα τους επισή­ μους και τους άρχοντες της πόλης που είχαν τρέξει στις πύλες να τον υποδεχτούν, αγνόησε τα στίφη των ανθρώπων που ήθελαν να τον συγχαρούν ή προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν για να του ζη­ τήσουν κάποια χάρη και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην τριήρη που βρισκόταν στο λιμάνι κάτω από αυστηρά μέτρα α­ σφαλείας, στην ευθύνη της ρωμαϊκής φρουράς. Εγώ είχα φρο­ ντίσει να φορτώσω το σκάφος με πλούσια δώρα: τόπια μεταξω­ τού υφάσματος και πολύτιμους χιτώνες, λαμπερά χρυσά σκεύη και έργα τέχνης ανεκτίμητης αξίας, ένα μανδύα που ανήκε κάποτε στον Μέγα Αλέξανδρο, ακόμη και το υπέροχα διακοσμημένο σπα­ θί που επί δεκαετίες έφερε πάντα μαζί του ο πατέρας, με τη λα­ βή του ακόμη ανοιγμένη ώστε να φαίνεται το κρυμμένο δοχείο που περιείχε το δηλητήριο που είχε πιει. Ο Πομπήιος όμως έριξε μια σχεδόν αδιάφορη ματιά σε αυτά τα αντικείμενα και απαίτησε να δει το πτώμα. Οι Πόντιοι κήρυκες που είχα στείλει καθυστέρη­ σαν κι άλλο, φέρνοντάς του να επιθεωρήσει τη μεγαλόπρεπη πα­ νοπλία που φορούσε ο πατέρας στις παρελάσεις, φτιαγμένη από πενήντα κιλά ατόφιου χαλκού, από σφυρήλατο χρυσό και ήλε­ κτρο, πάνω στην οποία υπήρχε μια έξοχη απεικόνιση του φτεbr/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

489

ρωτού αλόγου του Πόντου με πετράδια για μάτια, καθώς και μια πελώρια περικεφαλαία στολισμένη με συνεχόμενο χρυσό σύρμα. Ο αορτήρας του ξίφους μόνο, ένα μαγευτικό δείγμα γυαλισμένου παρθικού δέρματος, διακοσμημένος με κομμάτια χρυσού και πο­ λύτιμες πέτρες, άξιζε πάνω από εκατό τάλαντα ασήμι, ενώ το βα­ σιλικό ποντιακό διάδημα το διπλάσιο. Οι φρουροί του Πομπήιου παραπάτησαν από το βάρος όταν σήκωσαν αυτά τα τεράστια α­ ντικείμενα που λες κι είχαν φτιαχτεί για κάποιο Τιτάνα, παρότι ο ίδιος ο στρατηγός είχε δει τον πατέρα να τα φοράει άνετα στη μάχη με την ίδια ευκολία που οι Αρμένιοι τοξότες φορούσαν τους λινούς και καλαμένιους θώρακές του. Όταν ο Πομπήιος άνοιξε το φέρετρο, αρχικά απογοητεύτηκε και σχολίασε μεγαλόφωνα την ανικανότητα των βαλσαμωτών των ικανότατων Μαιώτων βαλσαμωτών μου, που ήταν μάστορες στη δουλειά τους! Έ π ε ι τ α όμως από προσεκτικότερη εξέταση και μετά τις ψύχραιμες διαβεβαιώσεις από τους κήρυκες οι ανησυχίες του καθησυχάστηκαν. Αφαιρέθηκαν οι γάζες με τις οποίες είχε τυ­ λιχτεί το πτώμα και βρέθηκε ακέραιο και μάλιστα άριστα διατη­ ρημένο, αφού διακρινόταν μέχρι και η ανοιχτή πληγή στο στή­ θος. Το σώμα ανήκε σε ένα γιγαντόσωμο άντρα, περίπου εβδο­ μήντα ετών, μυώδη και γεμάτο ουλές από τις μάχες. Ήταν το σώ­ μα ενός άντρα άτρωτου στις αρρώστιες, τόσο δυνατού που μόνο μια λεπίδα μπορούσε να τον σκοτώσει, με τιτάνια κατατομή, η­ ράκλεια συμμετρία, τόσο βαρύ που χρειάστηκαν δώδεκα σωμα­ τώδεις λεγεωνάριοι για να σηκώσουν το φέρετρό του. Ο Πομπή­ ιος εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό βλέποντας το πελώριο πτώ­ μα, ώστε στο τέλος αγνόησε το γεγονός ότι το πρόσωπο -ίσως το πιο πασίγνωστο πρόσωπο στην Ασία- είχε καταστραφεί τελείως, ήταν αποσυντεθειμένο σε σημείο που να μην αναγνωρίζεται, κα­ θώς το κρανίο είχε διαλυθεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από την ταλάντωση του πλοίου κι είχε σαπίσει σαν πεπόνι στον πάτο ενός βαρελιού που έμεινε πολύ μεγάλο διάστημα στον καυτό ή­ λιο. Παρά την κατάσταση του προσώπου, ο Πομπήιος χαμογε­ λούσε όσο παρατηρούσε με βλέμμα που έλαμπε θριαμβευτικά το θεϊκό σώμα. Σ' ολόκληρη την ιστορία του κόσμου είχε υπάρξει μό­ νο ένας άντρας με τέτοιες αναλογίες, με τόσο εντυπωσιακό σώμα, κι ο άντρας αυτός κειτόταν τώρα μπροστά του. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' ο Ευπάτορας, η νέμεση της Ρώμης και ο τρόμος των θαλασσών. br/zav

490

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Όταν τελικά διέταξε να κλείσουν και να σφραγίσουν το φέρετρο, ο Πομπήιος κήρυξε το τέλος της μιθριδατικής περιόδου και την έναρξη μιας νέας εποχής ειρήνης και φιλίας ανάμεσα στη Ρώμη και τα υποτελή της κράτη του Πόντου και του Βοσπόρου. Στη συ­ νέχεια, σε μια κίνηση μεγαλοψυχίας την οποία ακόμη κι εγώ, στον προσεκτικό σχεδιασμό μου, δεν είχα προβλέψει, ο Πομπή­ ιος απέδωσε στον νεκρό τη μεγαλύτερη τιμή καλύπτοντας ο ίδιος τα έξοδα για μια μεγαλοπρεπή επικήδεια τελετή και ταφή στο βασιλικό μαυσωλείο της Σινώπης, εκεί όπου αναπαύονταν τα σώ­ ματα των προγόνων του. Εκεί, σ' εκείνο το βουβό πέτρινο μνημείο προς τιμήν των νεκρών, στο πάνω μέρος κάθε γρανιτένιου φέρε­ τρου υπήρχε ένα μικρό κουτί που περιείχε το γναθιαίο οστό και τον ομφάλιο λώρο του νεκρού και το οποίο εύκολα μπορούσε να μεταφερθεί και να χρησιμοποιηθεί σε τελετές λατρείας. Δεκαέξι γενιές απογόνων του Μεγάλου Βασιλέως Δαρείου της Περσίας βρίσκονταν εκεί, οχτώ γενιές απογόνων του πρώτου βασιλιά του ανεξάρτητου Πόντου - ενός βασιλείου που είδε την ιστορική του πορεία να τερματίζεται από τον Πομπήιο. Και γιατί να μην αποδώσει μια τέτοια τιμή; Ή τ α ν όντως η σο­ ρός ενός σπουδαίου άντρα. Οι γιατροί του Πομπήιου είχαν εξε­ τάσει προσεκτικά το σώμα, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν εκείνο του παλιού εχθρού της Ρώμης. Είχαν εξετάσει με κάθε λεπτομέρεια το πτώμα, από τα μακριά κατάλευκα μαλλιά μέχρι το κατα­ στραμμένο και ζαρωμένο πρόσωπο, ακόμη κι εκείνη την ασυνή­ θιστη λεπτομέρεια του μαχαιριού που ήταν δεμένο στο πέος του. Ωστόσο δεν παρατήρησαν ότι από το δεξί του χέρι έλειπε το μικρό δάχτυλο. Ακόμη και νεκρός, πιστέ Βιτούιτε, σωματοφύλακα του βασι­ λιά, Γαλάτη δίδυμέ του, πρόσφερες μια τελευταία υπηρεσία στον αφέντη σου, βοηθώντας ώστε το σώμα του να μην πέσει στα χέ­ ρια εκείνων που τόσο απεχθανόταν, επιτρέποντάς του να παρα­ μείνει για πάντα ο τελευταίος βασιλιάς των Ελλήνων.

br/zav

VI

ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ της διήγησής μου τις γράφω σε ένα μέρος που σίγουρα θα ενέκρινε ο πατέρας, σε μια περίστα­ ση που σίγουρα την παρακολουθεί ως σκιά, με άδειες κόγχες και πεινασμένος, σταλμένος από τον Άδη και τη γη των νεκρών για να δει τι αποτελέσματα έφερε η παρουσία του ανάμεσα στους ζω­ ντανούς. Κάθομαι στη σκηνή του γενικού επιτελείου, μια νύχτα με πανσέληνο που δεν ακούγεται τίποτα πέρα από τους φρου­ ρούς που στέκονται έξω από την είσοδο της σκηνής μου και τις σιγανές ομιλίες του πελώριου στρατού που βρίσκεται γύρω μου. Ναι, του στρατού· γιατί έγινα πράγματι βασιλιάς, και όχι μό­ νο του μακρινού, ταπεινού Βοσπόρου που μου κληροδότησε με το θάνατό του ο πατέρας, αλλά και όλων των πατρογονικών μου εδαφών. Δεν είναι πια το ίδιο βασίλειο όπου κυβερνούσαν κάπο­ τε οι πρόγονοί μου ή έστω ένα μέρος που θα το αναγνώριζε ακό­ μη κι ο πατέρας αν μπορούσε να επιστρέψει. Οι πόλεις που γνώ­ ριζε και είχε μείνει σε αυτές, η Σινώπη και η Αμισός, λεηλατή­ θηκαν και καταστράφηκαν από τους Ρωμαίους, κάηκαν συθέμε­ λα κι εγώ τις έχτισα ξανά με το δικό μου τρόπο. Οι αρχαίες φυ­ λές των Περσών ευγενών της ενδοχώρας σκορπίστηκαν, διώχτη­ καν από τη γη των προγόνων τους από τους Ρωμαίους άρπαγες. Ολόκληρες οικογένειες ευγενών χάθηκαν πλούτη εξαφανίστη­ καν νέοι μετανάστες έχουν πάρει τη θέση τους. Είχα ακούσει κά­ ποτε ότι το θρυλικό πλοίο του Ιάσονα, η Αργώ, υπήρχε μέχρι πρό­ σφατα, χίλια χρόνια μετά το ταξίδι του· βρισκόταν στη φροντίδα των ιερέων ενός πανάρχαιου ναού αφιερωμένου στον Ποσειδώ­ να στον Ισθμό της Κορίνθου. Κάθε φορά που εντοπιζόταν διά­ βρωση σε κάποιο ξύλο ή άρμενό του, το αντικαθιστούσαν αμέσως· έτσι, παρότι το πλοίο διατηρήθηκε επί αιώνες, ούτε μία από τις σανίδες του δεν ήταν αυθεντική. Ό μ ω ς είναι αυθεντικό για την ι-

br/zav

492

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

στόρια και τους θρύλους κάθε γενιάς που περνάει. Το ίδιο ισχύει και για το βασίλειο του Πόντου. Τα πράγματα ωστόσο δε μένουν στάσιμα ούτε και για τους Ρωμαίους. Τώρα, σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα, η κυριαρχία της Ρώμης στην Ασία έχει εξασθενήσει, ο ί­ διος ο Πομπήιος δολοφονήθηκε με τρόπο εξίσου φοβερό όπως ο πατέρας αλλά πολύ λιγότερο ευγενικό, κι εγώ έχω επιστρέψει θριαμβευτής στη Σινώπη, επικεφαλής μιας πειρατικής αρμάδας όπως τα παλιά χρόνια, για να κυβερνήσω τα εδάφη στα οποία γεννήθηκα. Είμαστε βέβαιοι ότι ένας άνθρωπος είναι τρελός όταν ζούμε τα πράγματα από μέσα, ενώ μπορεί να αλλάξουμε γνώμη όταν τα βλέπουμε κάπως αποστασιοποιημένα; Σίγουρα οι Ρωμαίοι εξό­ ριστοι στην υπηρεσία του πατέρα τον θεωρούσαν τρελό τότε, δια­ φορετικά δε θα είχαν οργανώσει εκείνη την τραγελαφική ανταρ­ σία, μια ανταρσία που, ναι, την ονομάζω τραγελαφική, παρότι αυτή με έκανε βασιλιά και απόλυτο κυρίαρχο. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για τη συμπεριφορά τους πέραν του ότι τον θεωρούσαν τρελό· και δεν υπάρχει άλλη εξήγηση για τη συγκατάθεσή μου α­ πό το ότι συμφωνούσα μαζί τους. Τώρα όμως, βλέποντας τα πράγ­ ματα πιο καθαρά, μετά από πολλά χρόνια περισυλλογής και πα­ ρατήρησης, οι αμφιβολίες μου πληθαίνουν καθημερινά. Δεν υπήρχε τίποτα το παράλογο στο σχέδιο του πατέρα για τη συνένωση των Δυτικών βαρβάρων - αυτοί ήταν οι λαοί με τους ο­ ποίους ο Πόντος είχε διατηρήσει σχέσεις επί δεκαετίες και είχαν ενισχύσει τους στρατούς μας με χιλιάδες μισθοφόρους στην πο­ ρεία. Στα μάτια τους το κύρος του ηλικιωμένου βασιλιά ήταν θρυ­ λικό. Η προγραμματισμένη εισβολή του στην Ιταλία θα συνέπιπτε απόλυτα με την περίοδο που η Ρώμη συγκλονιζόταν από επανα­ στάσεις και εμφύλιους πολέμους. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Ρώμη θα είχε ηττηθεί όταν ξαφνικά θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μισό εκατομμύριο Γαλάτες και Γερμανούς που θα κινούνταν εναντίον της σε πειθαρχημένους σχηματισμούς, με επικεφαλής έναν πολιτισμένο βασιλιά, ένα βε­ τεράνο των πολέμων κατά των Ρωμαίων; Ποιος μπορεί να αμφι­ σβητήσει ότι, αν δεν είχα δεχτεί το στέμμα από τα φύλλα της βα­ λανιδιάς στον αιματοβαμμένο περίβολο του παλατιού μιας λασπούπολης, τώρα ίσως να ήμουν αραγμένος σε κάποιο αυτοκρα­ τορικό παλάτι στη Ρώμη - να ήμουν βασιλιάς του κόσμου; br/zav

ΤΟ ΔΩΡΟ T O Y ΠΡΟΜΗΘΕΑ

493

Και τώρα που στέκομαι στην είσοδο της σκηνής μου, την ο­ ποία κρατώ ανοιχτή για να περνά το δροσερό αεράκι που φυσά τις νύχτες του καλοκαιριού, βλέπω καθαρά μέσα στο σκοτάδι την τεράστια έκταση που καλύπτουν οι δυνάμεις μου, απλωμένες σε τέλειο ρωμαϊκό σχηματισμό, με τα κάρβουνα από τις φωτιές που καίνε χαρωπά να φωτίζουν τη μεγάλη πεδιάδα των Ζήλων που τόσο καλά γνωρίζω. Πέρα από τις πιο απομακρυσμένες φωτιές βλέπω να διαγράφονται τα ορύγματα που σκάψαμε προσεκτικά και πιο πάνω το ψηλό ανάχωμα, στην κορυφή του οποίου στέκει το απόρθητο τείχος φτιαγμένο από μυτερούς κορμούς και ακό­ ντια. Διακρίνω τις σιλουέτες των σκοπών όπως περνούν μπροστά από τους πυρσούς πάνω στα τείχη μην αφήνοντας τίποτα να πε­ ράσει απαρατήρητο. Τίποτα δεν αφέθηκε στην τύχη, τίποτα δεν έμεινε απροστάτευτο. Η διείσδυση είναι αδύνατη, η προδοσία εκ των έσω αδιανόητη. Έ μ α θ α καλά το μάθημά μου από τους Ρω­ μαίους. Ο πατέρας θα ήταν περήφανος. Ό λ α καλώς καμωμένα. Γιατί, πέρα από τα τείχη, πέρα από την άκρη της πεδιάδας, πέρα από τους λόφους και ψηλά στα βουνά που ορθώνονται απότομα στο βάθος, πέρα από το τελευταίο ση­ μείο που μπορώ να δω μέσα στη νύχτα, καίνε κάποιες άλλες φω­ τιές, κι αυτές τέλεια ευθυγραμμισμένες, όπως κάνουν οι Ρωμαί­ οι. Σ' εκείνο το εχθρικό στρατόπεδο οι άντρες θα είναι καλά ο­ χυρωμένοι, ασφαλείς πίσω από τα τείχη τους, οι σκοποί θα α­ γρυπνούν και ο διοικητής τους θα μένει ξύπνιος, βυθισμένος στις σκέψεις του όπως εγώ. Ίσως, όπως εγώ, να στέκεται μπροστά στη σκηνή του κοιτάζοντας συλλογισμένος στο σκοτάδι, στην κατεύ­ θυνση που υπολογίζει ότι βρίσκεται ο εχθρός, τον οποίο θα αντι­ μετωπίσει αύριο. Φαντάζομαι ότι κάποιο αρπακτικό πουλί διαγράφει κύκλους στον ουρανό απλώνοντας τα φτερά του για να εκμεταλλευτεί ένα ρεύμα - ένας αετός; Μια κουκουβάγια; Όχι, χάριν συμμετρίας, ας υποθέσουμε ότι είναι ένα γεράκι, το ίδιο γεράκι με το οποίο ξεκίνησα αυτή τη διήγηση, η επιτομή της αγριότητας και του θα­ νάτου. Ψηλά στον ουρανό το αρπακτικό θα έβλεπε τις δύο μεγά­ λες στρατιές να τις χωρίζει μόνο μια μικρή απόσταση· πίσω από τη μία, στα νοτιοανατολικά, εκτείνονται τα παραλιακά οχυρά της Κιλικίας, η Μεσόγειος και, τέλος, η περίφημη, διεφθαρμένη και νοσούσα Ρώμη. Πίσω από την άλλη στρατιά, στο Βορρά, βρί­ σκονται οι βραχώδεις ακτογραμμές της Μαύρης Θάλασσας και br/zav

494

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

η υπέροχη πόλη της Σινώπης, η έδρα του νέου προμαχώνα της ελ­ ληνικής αυτοκρατορίας και του πολιτισμού στην Ανατολή. Αν το γεράκι κοιτάξει πιο προσεκτικά, θα διακρίνει δύο άντρες, οι ο­ ποίοι, αν και δεν μπορούν να δουν, αισθάνονται την παρουσία ο ένας του άλλου, αγωνίζονται να διαβάσουν τις σκέψεις του αντι­ πάλου τους, στρέφονται στους θεούς για να ερμηνεύσουν τι κρύ­ βεται στο μυαλό του ανθρώπου. Ό μ ω ς το γεράκι δεν ενδιαφέρε­ ται καθόλου γι' αυτά τα πράγματα και με μια αθόρυβη εφόρμη­ ση μέσα από το νυχτερινό ουρανό πέφτει πάνω στο ανυποψίαστο θήραμά του. Και το θήραμα, κάποιο μικρό τρωκτικό ή μια σαύ­ ρα που βγήκε από το λαγούμι της για να τραφεί και τώρα βρί­ σκεται έκθετη στην ανοιχτή πεδιάδα, δε θα έχει χρόνο να νιώσει φόβο ή έστω πόνο, γιατί η επίθεση του αρπακτικού είναι αστρα­ πιαία και ο θάνατος επέρχεται αμέσως. Σε αντίθεση με τη σαύρα, εκείνος ο Ρωμαίος που στέκεται πέ­ ρα από τον ορίζοντά μου, ο διοικητής εκείνης της λεγεώνας, νιώ­ θει φόβο. Οι στρατιώτες του είναι εξαντλημένοι μετά τη μακρά, ταχεία πορεία τους. Υστερούν αριθμητικά, πέντε προς έναν. Βρί­ σκονται μακριά από τα σπίτια τους, πολεμώντας σε ξένο τόπο, για ανύπαρκτα λάφυρα, περικυκλωμένοι από εχθρικούς πληθυσμούς. Ί σ ω ς να βρίσκει παρηγοριά στη σκέψη ότι οι άντρες του είναι ο ανθός της Ρώμης, έχοντας δοκιμαστεί σε πολλές μάχες, και ότι ο ίδιος είναι ο μεγαλύτερος στρατηγός της Ρώμης. Αυτό όμως δε ση­ μαίνει τίποτα. Κι αυτό γιατί απέναντι του έχει το βασιλιά Φαρνάκη, γιο του Μιθριδάτη του Μεγάλου. Και αύριο -εκτός κι αν πάψουμε να πι­ στεύουμε στους θεούς, εκτός κι αν το κακό μπορεί να θριαμβεύ­ σει σε βάρος του καλού-, αύριο θα είναι η τελευταία μέρα της Ρώμης.

br/zav

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Τ Ο Υ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη ο Πομπήιος επέστρεψε στη Ρώ­ μη, όπου τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια υπήρξε ο πρώτος πολίτης της Δημοκρατίας και ο κορυφαίος πολιτικός και στρατιωτικός η­ γέτης της Ρώμης. Τελικά ηττήθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα στη μάχη της Φαρσάλου το 48 π.Χ. και αργότερα δολοφονήθηκε σε κάποια ακτή της Αιγύπτου στην προσπάθειά του να διαφύγει. Κα­ τά τραγική ειρωνεία, τριάντα χρόνια μετά τη συντριβή των πει­ ρατών στη Μεσόγειο από τον Πομπήιο ο γιος του, Σέξτος Πο­ μπήιος, έγινε κυβερνήτης ενός πειρατικού στόλου. Ο Φαρνάκης κυβέρνησε ειρηνικά στον Βόσπορο για ένα διά­ στημα, χωρίς να προκαλέσει προβλήματα στους Ρωμαίους. Την ίδια χρονιά όμως που ηττήθηκε ο Πομπήιος ο Φαρνάκης επανέ­ καμψε ως γιος του τελευταίου βασιλιά του Πόντου και διέσχισε τη Μαύρη Θάλασσα επικεφαλής στόλου, προκειμένου να ανα­ κτήσει το πατρογονικό του βασίλειο. Παρότι διέθετε λίγα χρή­ ματα και στρατιώτες, η Σινώπη και η Αμισός άνοιξαν τις πύλες τους για να τον υποδεχτούν και οι τοπικές ρωμαϊκές φρουρές ητ­ τήθηκαν. Εκείνο το χειμώνα ο Φαρνάκης τον πέρασε συγκε­ ντρώνοντας νέο στρατό και σύντομα η τύχη της Ασίας ήταν για μία ακόμη φορά αβέβαιη. Ο Ιούλιος Καίσαρας όμως δεν ήταν άνθρωπος που θα έπαιρ­ νε αψήφιστα μια τέτοια απειλή. Το επόμενο καλοκαίρι κινήθη­ κε βόρεια, με αφετηρία την Αίγυπτο, επικεφαλής τριών χιλιάδων Ρωμαίων βετεράνων, συγκεντρώνοντας ενισχύσεις από τις φρου­ ρές της Συρίας. Στις 2 Αυγούστου του έτους 47 π.Χ. συνάντησε τον ποντιακό στρατό στα Ζήλα, το πεδίο της ιστορικής μάχης ανάμεσα στον Μιθριδάτη και τον Τριάριο είκοσι χρόνια πριν. Η συντριβή των δυνάμεων του Φαρνάκη από τις λεγεώνες της Ρώμης ήταν τέ­ τοια, ώστε ενέπνευσε τον Καίσαρα να στείλει την περίφημη λιτή

br/zav

496

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

αναφορά του στη Ρώμη «Veni, vidi, vici» - δηλαδή «Ήρθα, είδα, νίκησα». Ο Φαρνάκης επέστρεψε ηττημένος στον Βόσπορο, όπου η ε­ ξουσία του αμφισβητήθηκε από έναν ντόπιο επαναστάτη. Σε μια σκληρή μάχη στις στέπες οι Σκύθες πολεμιστές του ηττήθηκαν και ο ίδιος ο Φαρνάκης σκοτώθηκε ενώ πολεμούσε στις πρώτες γραμ­ μές του στρατού του. Ή τ α ν πενήντα ενός ετών. Κανένα από τα υ­ πόλοιπα, πολλά παιδιά του Μιθριδάτη δεν έβαλε έστω μια μικρή σφραγίδα στην ιστορία.

br/zav

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ό π ω ς σημειώνει ο Φαρνάκης, «Η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Δεν πρόκειται φυσικά για κάτι το πρωτάκουστο, ωστόσο η παρατήρηση αυτή ισχύει με τον πιο χαρακτηριστικό τρό­ πο στην περίπτωση του Μιθριδάτη, ο οποίος, επειδή τελικά δεν επικράτησε στον αγώνα που έδωσε όλη του τη ζωή εναντίον της Ρώμης, δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να δώσει τη δική του εκδοχή της ιστορίας. Αυτό το κενό αποτελεί γόνιμο έδαφος για ένα συγ­ γραφέα ιστορικών μυθιστορημάτων και αποτελεί σημαντικό μέ­ ρος του ενδιαφέροντος που εμπεριέχει η έρευνα γύρω από μια τόσο αξιοθαύμαστη προσωπικότητα: σώζονται αρκετές πληρο­ φορίες γύρω από το άτομό του για να είναι εφικτή η οικοδόμη­ ση ενός ρεαλιστικού περιβάλλοντος, ταυτόχρονα όμως υπάρχουν αρκετά κενά στα ιστορικά αρχεία -ειδικά όσον αφορά τα κίνη­ τρα του πρωταγωνιστή, τις προσωπικές του σχέσεις και τις με­ θόδους του-, ώστε ο συγγραφέας να μπορεί να αφήσει ελεύθε­ ρη τη φαντασία του. Τα αρχαία κείμενα που αναφέρονται στον Μιθριδάτη είναι αρκετά εκτενή και περιέχουν λεπτομερείς περιγραφές των ενερ­ γειών του, τόσες πολλές μάλιστα που δε θα μπορούσα να τις πε­ ριλάβω όλες σε αυτό το μυθιστόρημα. Οι αναφορές αυτές βρί­ σκονται στα Ρωμαϊκά του Αππιανού, τους Βίους του Πλούταρχου (ειδικά εκείνους του Σύλλα, του Λούκουλλου και του Πομπήιου) και στη Γεωγραφία του Στράβωνα, ενώ μικρότερα αποσπάσματα υπάρχουν στα έργα έγκριτων συγγραφέων όπως του Σουητώνιου, του Κικέρωνα, του Φροντίνου και του Βεγέτιου. Εντούτοις το γε­ γονός ότι όλοι αυτοί οι συγγραφείς εξετάζουν το αντικείμενό τους κατά κύριο λόγο από την οπτική γωνία της Ρώμης περιπλέκει κά­ πως τα πράγματα. Σε πολλές περιπτώσεις ο Μιθριδάτης περι­ γράφεται ως ο αρχετυπικός βάρβαρος κακοποιός - φιλήδονος,

br/zav

498

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

υπολογιστής, μανιακός δολοφόνος, ιδίως ως προς το διαβόητο Εσπερινό της Εφέσου. Παρότι η ενέργεια εκείνη ήταν αναμφι­ σβήτητα φρικιαστική, καλό είναι να εξετάζεται στο πλαίσιο της εποχής εκείνης. Λίγο καιρό αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας ξεκί­ νησε την εκστρατεία του για την κατάκτηση της Γαλατίας η ο­ ποία είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο περισσότερων του ενός εκα­ τομμυρίου αμάχων και τον αφανισμό ολόκληρων φυλών, πόλεων και πολιτισμών. Εκτός αυτού, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς βάσιμα ότι οι λόγοι που οδήγησαν τον Καίσαρα στην ισοπεδωτι­ κή εκστρατεία του ήταν πολύ πιο ρηχοί και υλιστικοί από οποιο­ δήποτε κίνητρο θα μπορούσε να αποδοθεί στον Μιθριδάτη. Παρ' όλα αυτά, ο Καίσαρας αποθεώθηκε από τη Ρώμη και μέχρι σή­ μερα χαιρετίζεται ως μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες όλων των εποχών, ενώ ο Μιθριδάτης κατασυκοφαντήθηκε και τε­ λικά καταδικάστηκε στη λήθη. Η θέση που καταλαμβάνει κανείς στην ιστορία πολλές φορές εξαρτάται από τα παιχνίδια της μοί­ ρας και τον τόπο γέννησής του. Στις πηγές στις οποίες ανέτρεξα για το βιβλίο μου περιλαμ­ βάνονται όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς που προαναφέρθηκαν, κα­ θώς και αρκετοί πιο σύγχρονοι. Πράγματι, σε αρκετές περιπτώ­ σεις ο Μιθριδάτης έφτασε να γίνει αντικείμενο πολιτιστικής α­ ναγέννησης κατά κάποιο τρόπο. Το 17ο αιώνα ο Γάλλος θεα­ τρικός συγγραφέας Ρακίνας έγραψε ένα δράμα σε πέντε πρά­ ξεις με τίτλο Μιθριδάτης, το οποίο, αν και διασκεδαστικό, υστε­ ρεί ως προς την ιστορική ακρίβεια. Ο Μότσαρτ συνέθεσε μια ό­ περα πάνω στο ίδιο θέμα, παρόλο που σπάνια παρουσιάζεται σήμερα. Πιο πρόσφατα, ο Βρετανός συγγραφέας Άλφρεντ Ντάγκαν έγραψε μια βιογραφία του Μιθριδάτη με τίτλο King of Pontus (1959), η οποία είναι χρήσιμη για τους αναγνώστες που αναζη­ τούν μια διαφωτιστική και ευχάριστη παρουσίαση του θέματος. Η πιο εκτενής βιογραφία όμως γράφτηκε στα τέλη του 19ου αι­ ώνα από τον Τεοντόρ Ρενάκ, ο οποίος θα στοιχημάτιζα ότι συ­ γκέντρωσε στο εξαιρετικό του έργο με τίτλο Mithridate Eupator, Roi de Pont (1890) κάθε σωζόμενη πληροφορία σχετικά με τον Μι­ θριδάτη και την περιοχή του από κάθε γνωστή πηγή. Δυστυχώς, είναι ένα βιβλίο που έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία εδώ και πολύ καιρό, δυσεύρετο και γραμμένο σε μια κάπως απρόσι­ τη, ακαδημαϊκή εκδοχή της γαλλικής γλώσσας. Αυτή λοιπόν εί­ ναι η μάλλον ανάμεικτη ιστορική και λογοτεχνική κληρονομιά br/zav

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

499

του ανθρώπου που η Ρώμη φοβόταν περισσότερο από κάθε άλ­ λο εχθρό της.

Έ ν α ς συγγραφέας σπάνια είναι απόλυτα αυτάρκης, και στην πε­ ρίπτωσή μου, όταν εργάζομαι πάνω σε ένα βιβλίο, επαφίεμαι σε μεγάλο βαθμό στις ικανότητες και τις γνώσεις τρίτων. Και παρό­ τι οφείλω θερμές ευχαριστίες σε εκείνους που συνέβαλαν στη συγ­ γραφή αυτού του βιβλίου, φυσικά αναλαμβάνω την πλήρη ευθύ­ νη για τυχόν αδυναμίες ή λάθη. Θα ήθελα να εκφράσω την εκτίμησή μου ειδικότερα στον ε­ πιμελητή εκδόσεων Πίτερ Γούλβερτον, για την κριτική ματιά και τις ειλικρινείς απόψεις του, αλλά και για τη βαθιά του πίστη στη δυνατότητα αυτού του υλικού να συγκινήσει το σύγχρονο ανα­ γνωστικό κοινό. Θα ήθελα επίσης να αναγνωρίσω την κοπιαστική συμβολή του ιστορικού συμβούλου και φίλου μου Μαρκ Άσερ, του Πανεπι­ στημίου του Βερμόντ, οι παρατηρήσεις και οι διορθώσεις του ο­ ποίου πλούτισαν αφάνταστα αυτό το βιβλίο. Στο τέλος της μέρας όμως οι επιμελητές εκδόσεων και οι σύμ­ βουλοι μπορούν πολύ απλά να κλείσουν τους υπολογιστές τους, να κατεβάσουν τα ακουστικά των τηλεφώνων τους, να γυρίσουν στα σπίτια τους και να μη χρειάζεται να ασχολούνται με ένα συγγρα­ φέα που όταν αρχίζει να δουλεύει πάνω σε ένα βιβλίο ξεχνά τι ση­ μαίνει ωράριο. Αυτός ο δύσκολος ρόλος πέφτει στην οικογένεια του συγγρα­ φέα, επομένως οι πιο θερμές ευχαριστίες πρέπει να απευθυνθούν σε αυτούς τους ανθρώπους, αν και η αναφορά των ονομάτων τους στη σχετική σελίδα μοιάζει με πενιχρή αναγνώριση της συμβο­ λής τους. Παρ' όλα αυτά, αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω και θέλω να ελπίζω ότι ο αναγνώστης θα κατορθώσει να νιώσει, μέσα από αυτές τις γραμμές, την απερίγραπτα βαθιά ευγνωμο­ σύνη που αισθάνομαι απέναντι τους. Σας ευχαριστώ, Αίμονα, Ισαβέλλα και Μαρί, που μου προ­ σφέρετε το δώρο του παιχνιδιού και της περιέργειάς σας, για τα μαθήματα ζωής που μου δίνετε και για τη βοήθειά σας ώστε να βλέπω τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Ευχαριστώ και σένα, Κρις, για την αγάπη και την υποστήριbr/zav

500

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ξη που τόσο γενναιόδωρα μου προσφέρεις, για την εξαιρετική μαγειρική σου, για τη συντροφιά σου στις βόλτες με τα ποδήλα­ τα και για την ακούραστη διόρθωση των προσχεδίων του βιβλίου. Με τις ικανότητες και την υπομονή σου δημιουργείς αυτό το εκ­ στατικό, ζωογόνο, πλούσιο περιβάλλον που καθιστά εφικτή τη δημιουργία ενός τόσο θαυμαστού πράγματος όπως είναι ένα βιβλίο. Μακάρι όλοι οι συγγραφείς να είναι εξίσου τυχεροί.

br/zav

br/zav

More Documents from "Nikos Armenis"

Honda 50 65 Shop Manual
January 2021 2
40798826.pdf
January 2021 0
501316.pdf
January 2021 0
Classical Guitarina
March 2021 0