Xatzhdhmhtrioy Libre

  • Uploaded by: Tasos Pischinas
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Xatzhdhmhtrioy Libre as PDF for free.

More details

  • Words: 8,350
  • Pages: 32
Loading documents preview...
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ

– 125 –

«Ξενιτεμένες» ελληνικές αρχαιότητες Αφετηρίες και διαδρομές

Επιμέλεια Σοφία Ματθαίου - Αθηνά Χατζηδημητρίου

ΑΘΗΝΑ 2012

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Οδοιπορικό στη διασπορά των ευβοϊκών αρχαιοτήτων Η Εύβοια, παρά τη γεωγραφική της εγγύτητα με την Αττική, δεν αποτέλεσε σημαντικό πόλο έλξης για τους περιηγητές κατά τον 18ο-19ο αιώνα. Αυτό οφείλετο κυρίως στο ότι δεν διέθετε φημισμένους αρχαιολογικούς χώρους και μεγάλα αρχιτεκτονικά σύνολα με γλυπτό διάκοσμο που θα προσείλκυαν το ενδιαφέρον των ξένων αρχαιολατρών περιηγητών.1 Ένδειξη της έλλειψης ενδιαφέροντος αποτελεί και το γεγονός ότι στη Νεωτερική Γεωγραφία οι Δημήτριος Φιλιππίδης και Γρηγόριος Κωνσταντάς (1797) περιορίζονται στην απλή αναφορά της Χαλκίδας, της Ερέτριας και της Καρύστου ως αρχαίων πόλεων.2 Ένας από τους πρώτους αρχαιολόγους που περιηγήθηκε την Εύβοια κατά τα έτη 1841-1843, ως μέλος της ακολουθίας του βασιλιά Όθωνος, ήταν ο αρχαιολόγος Ludwig Ross (1806-1859). O Ross διετέλεσε προϊστάμενος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (1834-1836) και υπήρξε ο πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο (1837-1843).3 Κατά την περιήγησή του στις σημαντικότερες πόλεις της Εύβοιας, την Κάρυστο, τους Ωρεούς, την Αιδηψό και την Κύμη, επισημαίνει την ύπαρξη ερειπίων αρχαίων πολισμάτων. δεν φαίνεται να ενθουσιάζεται με τους αρχαιολογικούς χώρους που επισκέπτεται ούτε αναφέρει, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, ναούς, αγάλματα ή ανάγλυφες στήλες, που θα μπορούσαν να ελκύσουν το ενδιαφέρον των ξένων περιηγητών.4 Σε μία 1. Για την οργανωμένη μεταφορά αρχαιοτήτων στο εξωτερικό από συλλέκτες κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας βλ. Αγγελική Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, Αθήνα 1977, σ. 5-26. 2. Δανιήλ Φιλιππίδης - Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Αθήνα 1988, σ. 239-241. 3. Βασίλειος Χ. Πετράκος, «Ιδεογραφία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», Αρχαιολογική Εφημερίς (1987), 41, εικ. 7. 4. Ludwig Ross, Reisen des Königs Otto und der Königin Amalie in Griechenland, τ. ΙΙ, Halle 1848, σ. 25-62, 104-125· Γιώργος Ι. Ντεγιάννης, «Βασιλικά ταξίδια στην Εύβοια και τις Β. Σποράδες», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 7 (1960), 283-311· Ferninand Pajor, «Ludwig Ross’

216

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

περίπτωση αναφέρει την εύρεση τάφων, των οποίων όμως η κτέριση ήταν φτωχή.5 Την έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους των περιηγητών επιβεβαιώνει και η σχεδόν παντελής απουσία αναπαραστάσεων αρχαίων μνημείων της Εύβοιας σε λιθογραφίες. Αντίθετα, σε αυτές επικρατεί το βενετσιάνικο φρούριο και ο Πορθμός του Negreponte, ο οποίος ως το μεγαλύτερο διοικητικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας είλκυε το ενδιαφέρον των περιηγητών.6 Εάν μάλιστα ανατρέξουμε στις ενθουσιώδεις και γεμάτες θαυμασμό περιγραφές των περιηγητών για τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα και τον ναό του Επικούριου Απόλλωνος στη Φιγάλεια, μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους οι ξένοι δεν έδειξαν ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες της Εύβοιας.7 Αλλά και από τις περιγραφές των αρχαιολόγων Jules Girard (1850-1851), Αλέξανδρου Ρ. Ραγκαβή (1853), Conrad Bursian (1855) και Habbo G. Lolling (1876-1877),8 οι οποίοι περιηγήθηκαν την Εύβοια, σκιαγραφείται η εικόνα μίας Beobachtungen auf Euboia», Hans Rupprecht Goette - Όλγα Παλαγγιά (επιμ.), Ludwig Ross και η Ελλάδα, Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου, Αθήνα, 2-3 Οκτωβρίου 2002, Leidorf 2005, σ. 205-218. 5. Ross, Reisen des Königs Otto, σ. 125. 6. Για την περιγραφή της Χαλκίδας και του Ευρίπου βλ. W. B. Stanford - E. J. Finopoulos (επιμ.), The Travels of Lord Charlemont in Greece and Turkey 1749, Λονδίνο 1984, σ. 150-159· Τάσος Αθ. Καλαθέρης, Ένας άγνωστος άγγλος περιηγητής στη Χαλκίδα του 1874, Χαλκίδα 1989, 1 κ.ε.· Henri Belle, Ταξίδι στην Ελλάδα. Τρία χρόνια παραμονής και περιπλανήσεων, μέρος Α΄, Αθήνα 1993, σ. 206· Αικατερίνη Παντελίδου-Αλεξιάδου - Σταύρος Μαμαλούκος, «Το Φρούριο της Γέφυρας του Ευρίπου», Χρύσα Α. Μαλτέζου - Χριστίνα Ε. Παπακώστα (επιμ.), Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου. Βενετία - Εύβοια από τον Εγρίπο στο Νεγροπόντε, Χαλκίδα, 12-14 Νοεμβρίου 2004, σ. 293-318. Για σχετικές λιθογραφίες βλ. Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών, Αθήνα 1990, αρ. 59, 61, 86. Δύο φράγκικοι πύργοι κοντά στου Αχμέταγα (σημερινό Προκόπι), το φράγκικο κάστρο της Καρύστου και το τζαμί της Χαλκίδας είναι, εκτός του Ευρίπου, τα μοναδικά μνημεία της Εύβοιας, που έχουν αποτυπωθεί σε λιθογραφίες. Βλ. Χαρακτικά της Εύβοιας, αρ. 76-78, 80, 84. 7. Για την αρπαγή των γλυπτών του ναού του Επικούριου Απόλλωνος στις Βάσσες Φιγάλειας βλ. Αθηνά Χατζηδημητρίου «Ο εκπατρισμός των ελληνικών αρχαιοτήτων και η συμβολή τους στη συγκρότηση των πρώτων αρχαιολογικών συλλογών και μουσείων», στον παρόντα τόμο, όπου βιβλιογραφία. 8. Αlexandros Rangabé, Mémoires sur la partie méridionale de l’Île d’Eubée, Παρίσι 1852· Jules Girard, «Η ιστορία της αρχαίας Εύβοιας», μετάφραση Γιώργος Ι. Φουσάρας, Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών 11 (1964), 5-135· Conrad Bursian, Geographie von Griechenland. Die Inselwelt, Λειψία 1868-1872, σ. 395-438· Habbo Gerhardus Lolling, Reisenotizen aus Griechenland, 1876 und 1877, επιμέλεια Bert Heinrich, Βερολίνο 1989, σ. 294-432· Kordula Eibl, «H. G. Lollings Forschungen am Artemision in Nord Euböa 1877 bis 1833. Eine Auswertung der nachgelassenen Aufzeichnugen im Archiv des DAI Athen», Klaus Fittschen (επιμ.), Historische Landeskunde und Epigraphik

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

217

περιοχής με πολλούς αρχαιολογικούς χώρους, στην οποία όμως δεν σώζονταν επιβλητικά μνημεία. Ακόμα και η περίφημη πηγή της Αρέθουσας, που εφοδίαζε με νερό τους κατοίκους και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, είχε ήδη εξαφανιστεί από τους σεισμούς, όταν περιηγείτο τη Χαλκίδα στις αρχές του 19ου αιώνα ο συνταγματάρχης Leake και αργότερα, κατά τα έτη 1861-1874, ο Henri Belle, διπλωματικός υπάλληλος στη γαλλική πρεσβεία.9 Παρά το γεγονός ότι η Εύβοια δεν προσείλκυσε για τους παραπάνω λόγους περιηγητές, εντούτοις δεν απέφυγε τη διασπορά των αρχαιολογικών θησαυρών της. Την εμπορική εκμετάλλευση και διαφυγή των αρχαιοτήτων εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας διευκόλυνε ο τότε ισχύων Αρχαιολογικός Νόμος του Όθωνος «Περὶ τῶν ἐπιστημονικῶν καὶ τεχνολογικῶν συλλογῶν, περὶ ἀνακαλύψεως καὶ διατηρήσεως τῶν ἀρχαιοτήτων καὶ τῆς χρήσεως αὐτῶν» της 10 Μαΐου 1834, ο οποίος στο άρθρο 64 προέβλεπε ιδιοκτησία «ἐξ ἡμισείας» με το κράτος των «…ἀνακαλυφθησομένων, εἴτε κατὰ τύχην, εἴτε δι’ ἐπίτηδες ἀνασκαφῆς, ἀρχαιοτήτων…».10 Μετά δηλαδή την ανασκαφή, συντασσόταν έκθεση των ευρημάτων, γινόταν χρηματική αποτίμηση των ευρεθέντων αρχαίων και διανομή στον ιδιοκτήτη του ½ των ευρεθέντων αντικειμένων. Έτσι ο ιδιοκτήτης της γης είχε τη δυνατότητα να προβεί στην πώληση των αρχαιοτήτων που είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία του. Το άρθρο ωστόσο 76 του ίδιου Νόμου όριζε ότι δεν επιτρέπονται οι εξαγωγές χωρίς άδεια της Κυβερνήσεως, η οποία εκδίδεται από τη «Γραμματεία της Επικρατείας» (άρθρο 77). Η αρμόδια δε αρχή, η Γραμματεία δηλαδή, «δὲν ἀπαρνεῖται τὴν τοιαύτην ἄδειαν, ὅταν: αʹ. Τὰ κεντρικὰ καὶ ἐπαρχιακὰ Μουσεῖα ἔχουν ἀντικείμενα τοῦ αὐτοῦ εἴδους καὶ τῆς αὐτῆς ποιότητος διπλᾶ. γ΄. Ὁ Γενικὸς Ἔφορος κηρύξῃ κατὰ τὸ ἄρθρον 79 τὸ ἀντικείμενον ἀσήμαντον». Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε σε μία γνωμάτευση του 1837 από τον τότε Έφορο των Αρχαιοτήτων Κυριακό Πιττάκη για ένα ανάγλυφο που βρισκόταν στο σπίτι του Παναγή Σκουζέ στην Αθήνα στην οποία σημειώνεται: «Α΄. ὅτι τὸ ρηθὲν ἀνάγλυφον εἶναι ἐπιτάφιον, χωρὶς κεφαλὴν καὶ χεῖρας καὶ τέχνης in Griechenland: Akten des Symposiums veranstaltet aus Anlass des 100. Todestages von H. G. Lolling (1848-1894) in Athen vom 28. bis 30.9.1994, Münster 2007, σ. 227-267· Hans Rupprecht Goette, «H. G. Lolling in Elliniko bei Platanistos (Karystia)», Fittschen (επιμ.), Historische Landeskunde, σ. 283-291· William Martin Leake, Travels in Northern Greece, τ. II, Άμστερνταμ 1967, σ. 176-177, 250-266, 445-446. 9. Leake, Travels, σ. 254-257· Belle, Ταξίδι στην Ελλάδα, σ. 202 κ.ε. 10.. Σχετικά με την αρχαιολογική νομοθεσία βλ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων, Αθήνα 1999, σ. 394-395· Βασίλειος Χ. Πετράκος, Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, Αθήνα 1982, σ. 123-141. Βλ. και τη συμβολή της Χριστίνας Μερκούρη, «Εξαγωγή αρχαιοτήτων κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Το πρώτο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία τους», στον παρόντα τόμο.

218

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

μετρίας. Β΄. ὅτι τοιούτου εἴδους μνημεῖα ἔχομεν πολλά, καὶ ἡ ὑστέρησις αὐτοῦ δὲν φέρει βλάβην εἰς τὸ Κράτος, μένει εἰς τὴν Αὑτοῦ Μεγαλειότητα νὰ ἀποφασίσῃ». Μετά από τη γνωμάτευση αυτή, εκδίδεται σε λίγες ημέρες βασιλικό διάταγμα με υπογραφή του Όθωνος το οποίο όριζε τα εξής: «ἐγκρίνομεν νὰ ἐπιτραπῇ εἰς τὸν κόμητα κ. Σαινπριὲζ [de Saint Priest] νὰ ἀπαγάγῃ τοῦ Κράτους τὸ ὑπ’ αὐτοῦ ἀγορασθέν, καὶ ὡς ὀλίγης ἀξίας ἀναγνωρισθὲν ἀνάγλυφον».11 Η ίδια πρακτική ακολουθείτο και στην περίπτωση των αγγείων. Δύο μήνες αργότερα ο Κυριακός Πιττάκης με νέα γνωμάτευση εισηγήθηκε στην Γραμματεία των Εκκλησιαστικών να επιτραπεί η εξαγωγή αρχαίων αγγείων ως ασήμαντων, καθώς τα χαρακτήριζε κοινά και μη αναντικατάστατα.12 Από τα παραπάνω παραδείγματα μπορούμε να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο εκατοντάδες αρχαιότητες και κυρίως αγγεία εξήχθησαν από την Εύβοια. Η διασπορά των ευβοϊκών αρχαιοτήτων περιορίστηκε κυρίως σε μεμονωμένα κινητά ευρήματα –αγγεία, μετάλλινα αντικείμενα, κοσμήματα, πήλινα ειδώλια– που προέρχονταν κυρίως από τις ανασκαφές των πλούσια κτερισμένων τάφων της αρχαίας Ερέτριας (εικ. 1-2).13 Η εφαρμογή δηλαδή της ισχύουσας νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία χορηγείτο άδεια σε εύπορους ιδιώτες να διενεργούν ανασκαφές, είχε ως αποτέλεσμα πολλές από τις ερετριακές αρχαιότητες να τροφοδοτήσουν τις συλλογές των ευρωπαϊκών μουσείων. Έτσι το 1885, παράλληλα με τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα που ερευνά τη νεκρόπολη στα δυτικά της Ερέτριας, χορηγείται άδεια με Υπουργική

11.. Βασίλειος Χ. Πετράκος, Η απαρχή της ελληνικής αρχαιολογίας και η ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Αθήνα 2004, σ. 49. 12.. Στο ίδιο. 13.. Ενδεικτικά παραθέτουμε ορισμένα μεμονωμένα αντικείμενα που εξήχθησαν από την Ερέτρια: α) ερυθρόμορφη πυξίδα, οστέινη γραφίδα και ζεύγος χρυσών ενωτίων από παιδικό τάφο (ύστερος 5ος αι. π.Χ.) (εικ. 1α-β). Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, αρ. ευρ. GR 1893.113.1. Βλ. Dyfri Williams - Jack Ogden, Greek Gold. Jewellery of the Classical World, Λονδίνο 1994, σ. 56-57, αρ. 9, εικ. 40, β) κύλικα λευκού εδάφους του Ζ. του Ησιόδου (470-460 π.Χ.). Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου, αρ. ευρ. CA 483 (εικ. 2). Βλ. Alain Pasquier, Le Louvre. Les antiquités grecques, étrusques et romaines, Παρίσι 1991, σ. 36· Αλίκη Σαμαρά-Κάουφμαν, Ελληνικές αρχαιότητες στο Μουσείο του Λούβρου, Αθήνα, σ. 295, 358 αρ. 137, γ) χρυσό δακτυλίδι (μέσα 5ου αι. π.Χ.), Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, αρ. ευρ. GR 1907.5-1.905. Βλ. Frederick Henry Marshall, Catalogue of the Finger Rings, Greek, Etruscan and Roman, in the Departments of Antiquities, British Museum, Λονδίνο 1907, σ. 147 αρ. 905, πίν. 23· Williams - Ogden, Greek Gold, σ. 51 αρ. 3. Η Katja Sporn (στον παρόντα τόμο, σ. 208), σημειώνει ότι εισήχθησαν στο Βρετανικό Μουσείο πολλά κοσμήματα μετά τον θάνατο του Sir Augustus Wollaston Franks (1826-1897), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της Society of Antiquaries του Λονδίνου και συνεργάτης του Βρετανικού Μουσείου. Βλ. David M. Wilson, The Forgotten Collector: Augustus Wollaston Franks of the British Museum, Λονδίνο 1984.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

219

Απόφαση στους ιδιώτες Ν. Τζώτζη, Β. Νοστράκη και Δ. Μπέλο να διενεργήσουν ανασκαφές σε κτήματα τρίτων στην Ερέτρια υπό την εποπτεία του. Το 1891 διενεργούνται επίσης ανασκαφές με δαπάνες του Ιωάννη Π. Λάμπρου και του Ηλία Γελαδάκη,14 ο οποίος κατείχε εκτάσεις στην Ερέτρια και είχε τη νόμιμη δυνατότητα να εμπορεύεται τις αρχαιότητες που είχαν βρεθεί στα κτήματά του. Το γεγονός άλλωστε ότι οι συγκεκριμένοι ιδιώτες ήταν και χρηματοδότες ανασκαφών συνηγορεί για την ενασχόλησή τους με το εμπόριο έργων τέχνης. Δεν αποκλείεται λοιπόν ο πλούσιος παιδικός τάφος από την Ερέτρια που αγοράσθηκε το 1892 από το Μουσείο του Λούβρου, έναντι 800 φράγκων, με μεσολάβηση του Τ. Ορφανίδη, αδελφού του Γελαδάκη, να ανασκάφηκε σε ιδιοκτησία του τελευταίου.15 Τα ευρήματα αυτού του τάφου είναι πλούσια και ποικίλα: ξεχωρίζουν μικροσκοπικά έπιπλα (μολύβδινα τραπέζια και μολύβδινη κλίνη), μικροσκοπικά αγγεία, κυρίως από ξύλο, με είδη καλλωπισμού και κοσμήματα, ένα κάτοπτρο και μία χτένα, σφονδύλια, μία πυξίδα με τεμάχια ψιμύθιου, ένα θυμιατήριο και πήλινα ειδώλια, η εικονογραφία των οποίων τα συνδέει με τον κόσμο των παιδιών (εικ. 3).16 Για τον Γελαδάκη, ο οποίος δεν φαίνεται να δραστηριοποιείτο πέρα από την Αττική, τη Βοιωτία και την Ερέτρια, ο επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Πέτρος Καλλιγάς που υπηρέτησε στην Ερέτρια αναφέρει: «...ήταν ένας γνωστός αρχαιοπώλης του τέλους του 19ου αιώνα που είχε προμηθεύσει πολλά ξένα μουσεία καθώς και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Πολλά δε από τα ευρήματά του προέρχονταν από τις λαθραίες ή ανεπίσημες ανασκαφές των νεκροταφείων της Ερέτριας».17 Σε πρόσφατη άλλωστε δημοσίευση των πήλινων ειδωλίων του Βρετανικού Μουσείου από τους Burn και Higgins σημειώνεται ότι κατά τη δεκαετία του 1890 το μουσείο απέκτησε από τους Ε. Τριανταφύλλου και Η. Γελαδάκη έναν μεγάλο αριθμό ειδωλίων από την Ερέτρια (εικ. 4).18

14.. Εστία 2 (1891), 240-242. 15.. Isabelle Hasselin Rous - Caroline Huguenot, «Από την Ερέτρια στο Μουσείο του Λούβρου: στα ίχνη του τάφου μικρού κοριτσιού», Νικόλαος Καλτσάς - Sylvian Fachard - Αθανασία Ψάλτη - Μιμίκα Γιαννοπούλου (επιμ.), Ερέτρια. Ματιές σε μία αρχαία πόλη, Αθήνα 2010, σ. 329-331. 16.. Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου, αρ. ευρ. CA 505-522. Βλ. Tanagra. Mythe et archéologie, Musée du Louvre Paris, 15 septembre 2003 - 5 janvier 2004: Musée des Beaux-Arts de Montréal, 5 fevrier - 9 mai 2004, Réunion des Musées Nationaux, σ. 235-236 εικ. 70, Παρίσι 2003 [Isabelle Hasselin Rous]· Hasselin Rous - Huguenot, «Από την Ερέτρια στο Μουσείο του Λούβρου», σ. 329-333. 17.. Πέτρος Καλλιγάς, «Ανασκαφή στην Ερέτρια, 1981», Αρχαιολογική Εφημερίς (1983), 110 σημ. 3. 18.. Lucilla Burn - Reynold Higgins, Catalogue of Greek Terracottas in the British Museum, Λονδίνο 2001, σ. 73-74.

220

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η απόκτηση επίσης το 1893 από τις Κρατικές Συλλογές του Βερολίνου ορισμένων ερετριακών αρχαιοτήτων από κάποιον ονόματι Λάμπρο δεν αφήνει αμφιβολίες για την ταύτιση του πωλητή με έναν ακόμη χρηματοδότη ανασκαφών στην Ερέτρια, τον Ιωάννη Π. Λάμπρο (1843-1909). Αυτός, όπως πληροφορούμαστε από διαφήμιση της εποχής, διατηρούσε αρχαιοπωλείο επί της οδού Παρθεναγωγείου 14, το οποίο διέθετε αρχαία νομίσματα, δακτυλιόλιθους και αρχαία αντικείμενα παντός είδους (εικ. 5).19 Από έγγραφο του Αρχείου του Στέφανου Α. Κουμανούδη προκύπτει ότι ο Ιωάννης Λάμπρος διαπραγματευόταν την πώληση αρχαιοτήτων και με την Αρχαιολογική Εταιρεία.20 Ο πατέρας του Ιωάννη Λάμπρου ήταν ο γνωστός χρυσοχόος, συλλέκτης, νομισματολόγος και δραστήριος έμπορος έργων τέχνης Παύλος Λάμπρος (18201887), ο οποίος είχε αναπτύξει και πλούσια συγγραφική δραστηριότητα, κυρίως στον τομέα της αρχαίας Νομισματικής.21 Στην παλαιά όμως βιβλιογραφία προβάλλονται οι ιδιότητες του νομισματολόγου και του ποιητή, καθώς και η συγγραφική του δραστηριότητα, ενώ αποσιωπάται η πλούσια δράση του στον τομέα του εμπορίου έργων τέχνης. Ο Παύλος Λάμπρος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τη διασπορά στο εξωτερικό πεντακοσίων μολύβδινων ενεπίγραφων ελασμάτων του 5ου αι. π.Χ., που βρέθηκαν στα Στύρα το 1860 «περὶ τετραγωνικόν τι μνημεῖον ἐντὸς κάλπης πηλίνης».22 Ο Wilhelm Vischer, φιλόλογος και συλλέκτης από τη Βασιλεία, αναφέρει ότι κατά το έτος 1862 ή 1863, απέκτησε από τον Παύλο Λάμπρο μερικές δεκάδες ελασμάτων (εικ. 6).23 Ο μεγαλύτερος όμως αριθμός των μολύβδινων αυτών ελασμάτων βρίσκονται διεσπαρμένα στο Παρίσι, στη Βασιλεία, στο Βερολίνο και στην Halle της Γερμανίας. Στον Παύλο Λάμπρο οφείλεται επίσης η εξαγωγή στο εξωτερικό του «Θησαυρού» της Χαλκίδας, στοιχεία για τον οποίο ανακοινώθηκαν πρόσφατα·24 19.. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, λ. Ιωάννης Λάμπρος· Βασίλειος Χ. Πετράκος, «Ιδεογραφία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», σ. 84 εικ. 27. 20.. Σε χειρόγραφο του 1887 από το Αρχείο του Στέφανου Α. Κουμανούδη (Τμήμα Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος) αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Λάμπρος υπέβαλε στην Εταιρεία κατάλογο τεσσάρων αρχαίων με την περιγραφή και την ζητούμενη τιμή. Και ο Στέφανος Κουμανούδης σημειώνει: «Ζητεῖ δρ. 1000, εἶπον αὐτῷ 100 καὶ αὐταὶ πολλαί», φάκ. 36 (1150), αρ. 29. 21.. Για τον Παύλο Λάμπρο βλ. Δημήτριος Σ. Μπαλάνος, «Σπυρίδων Π. Λάμπρος (18511919)», Ηπειρωτικά Χρονικά. Παράρτημα δεύτερον - Βιογραφικόν, 1928, 1-2. 22.. Για τα μολύβδινα ελάσματα βλ. Οlivier Masson, «Les lamelles de plomb de Styra, IG XII 9, 56: Essai de bilan», Bulletin de Correspondance Hellénique 116 (1992), 61-72. 23.. Masson, «Les lamelles», σ. 64. 24.. Ο «Θησαυρός» της Χαλκίδας παρουσιάστηκε από τους Bet McLeod, Ευγενία Γερούση και Μαρία Γεωργοπούλου σε διάλεξη με τίτλο «A Medieval Jewerly Treasure from Halkis in Context», που πραγματοποιήθηκε στις 27-1-2009 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

221

συγκροτείται από πλήθος πολύτιμων κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων (δακτυλίδια, κομβία, σκουλαρίκια, πόρπες, πινάκιο κ.ά.) και χρονολογείται από τα μέσα του 14ου έως τα τέλη του 15ου αιώνα. Το μεγαλύτερο τμήμα του «Θησαυρού» αυτού, που βρέθηκε στα χέρια του συλλέκτη Παύλου Λάμπρου, άγνωστο με ποιον τρόπο, περιήλθε αρχικά στην κατοχή του Augustus Wollaston Franks (1826-1897), προϊσταμένου του Τμήματος Βρετανικών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων και Εθνογραφίας του Βρετανικού Μουσείου. Το 1897, μετά τον θάνατο του Franks, ο «Θησαυρός» κληροδοτήθηκε στο ίδιο το Βρετανικό Μουσείο. Το υπόλοιπο τμήμα του «Θησαυρού» αποκτήθηκε από τον Charles Drury Fortnum και στη συνέχεια δόθηκε στο Ashmolean Museum. Η δράση της οικογένειας Λάμπρου ήταν προφανώς γνωστή στους αρχαιολογικούς κύκλους. Έτσι από τα Πρακτικά των συνεδριάσεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας πληροφορούμαστε ότι, όταν ο Ευθύμιος Καστόρχης (1815-1889), σύμβουλος και πρόεδρος (1881) της Αρχαιολογικής Εταιρείας, εισηγήθηκε το 1867 στο Συμβούλιο της Αρχαιολογικής Εταιρείας να γίνει μέλος της ο Ιωάννης Λάμπρος, ο Στέφανος Α. Κουμανούδης πρότεινε αντίθετα «νὰ σβεσθοῦν ἀπὸ τοῦ καταλόγου τῶν μελῶν τῆς ἑταιρείας οἱ Ἀθανάσιος Ρουσόπουλος, Σπυρίδων Κίμος, Παῦλος Λάμπρος καὶ ὅστις ἄλλος πωλεῖ ἀρχαῖα ἐπὶ ἐξαγωγῇ εἰς τὸ ἐξωτερικὸν καὶ νὰ μὴν γίνουν δεκτοὶ ἐκ τῶν ἀνωτέρω οἱ δύο τοῦ Παύλου Λάμπρου υἱοί».25 Στο μητρώο μελών του Αρχείου της Αρχαιολογικής Εταιρείας σημειώνεται, επίσης, για τον Παύλο Λάμπρο ότι «Παρὰ τούτου τῷ 1882 καὶ 1883 δὲν ἐζητήθη συνδρομὴ ὡς ἀρχαιοπώλου κατ' ἀπόφασιν τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἑταιρίας…».26 Το ίδιο σημειώνεται και για τον γιο του Σπυρίδωνα Λάμπρο (1851-1919),27 τον γνωστό πανεπιστημιακό δάσκαλο, ο οποίος ίδρυσε το 1865 μαζί με τα αδέλφια του τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δημόσια πνευματική ζωή της Αθήνας.28 Εκτός βέβαια από τους έλληνες εμπόρους έργων τέχνης, τα μουσεία του 25.. Πετράκος, «Ιδεογραφία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», σ. 84, εικ. 27. Από το μητρώο μελών στο Αρχείο της Αρχαιολογικής Εταιρείας πληροφορούμαστε ότι ο καθηγητής της Ελληνικής Φιλολογίας και Αρχαιολογίας Αθανάσιος Ρουσόπουλος διαγράφηκε από την Αρχαιολογική Εταιρεία εξαιτίας της δραστηριότητάς του ως εμπόρου αρχαιοτήτων. Βλ. Σοφία Ματθαίου, «Ο Στέφανος Α. Κουμανούδης (1818-1899) και οι αρχαιολογικές δραστηριότητες των Ευρωπαίων στην Ελλάδα», στον παρόντα τόμο, σημ. 27. Για τη δράση του βλ. Χατζηδημητρίου, «Ο εκπατρισμός των ελληνικών αρχαιοτήτων», σημ. 117, 161. 26.. Αρχείο Αρχαιολογικής Εταιρείας, Μητρώο μελών. 27.. Βλ. την προηγούμενη σημείωση. 28. Μπαλάνος, «Σπυρίδων Π. Λάμπρος (1851-1919)», σ. 1-32· Βαγγέλης Δ. Καραμανωλάκης, Η συγκρότηση της ιστορικής επιστήμης και η διδασκαλία της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837-1932), Αθήνα 2006, σ. 187-200.

222

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

εξωτερικού τροφοδοτήθηκαν και από ξένους εμπόρους, όπως τους M. Rollin, M. Loverdo, καθώς και τον βρετανό πρόξενο Charles Merlin, οι οποίοι προμήθευσαν το Βρετανικό Μουσείο με έναν σημαντικό αριθμό πήλινων ειδωλίων, με δηλωμένο τόπο προέλευσης την Ερέτρια.29 Ορισμένες ακόμη εκπατρισμένες αρχαιότητες ανήκαν αρχικά στη συλλογή του κόμη Sabourof (Petr Aleksandrovich Saburov), ο οποίος διετέλεσε διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ρωσίας στην Αθήνα.30 Από τα αντικείμενα της συλλογής του που κατέληξαν το 1880 στα Μουσεία του Βερολίνου, ξεχωρίζει η περίφημη, παρθενώνειας τεχνοτροπίας, επιτύμβια στήλη από την Κάρυστο. Σε αυτήν εικονίζεται γενειοφόρος άνδρας με ιμάτιο, στραμμένος προς τα αριστερά, με το δεξιό του χέρι στο πηγούνι (εικ. 7).31 Η διασπορά των αρχαίων αντικειμένων είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε το εγχείρημα μίας συνολικής και εξαντλητικής συγκέντρωσης των εκτός Ευβοίας ευβοϊκών αρχαιοτήτων καθίσταται εξαιρετικά δυσχερές έως σχεδόν αδύνατο. Την αδυναμία αυτή επιτείνει και η κοινή πλέον πρακτική απόκρυψης του τόπου προέλευσης των δημοπρατούμενων αρχαιοτήτων, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη της παράνομης διακίνησής τους.32 Εάν δηλαδή ανατρέξουμε σε καταλόγους δημοπρασιών έργων τέχνης ή σε καταλόγους ιδιωτικών συλλογών ή και μουσείων, θα διαπιστώσουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα αρχαία αντικείμενα είναι άγνωστης προέλευσης. Ευτυχής δε συγκυρία θεωρείται η δυνατότητα εντοπισμού της προέλευσής τους με βάση τα τεχνοτροπικά τους χαρακτηριστικά.33

29.. Burn - Higgins, Catalogue, σ. 74 σημ. 1. 30.. Βλ. Χατζηδημητρίου, «Ο εκπατρισμός των ελληνικών αρχαιοτήτων», σημ. 84-86. 31.. Βερολίνο, Staatliche Museen, αρ. ευρ. 736. Furtwängler, Die Sammlung Sabourof, πίν. VI· Carl Blümel, Phidiasische Reliefs und Parthenonfries, Βερολίνο 1957, σ. 20, αρ. Κ21, εικ. 23· Carl Blümel, Die klassisch griechischen Skulpturen der Staatlichen Museen zu Berlin, Βερολίνο 1966, σ. 14-15 αρ. Κ21, εικ. 3, 5, 7· Gerhard Neumann, Gesten und Gebärden in der griechischen Kunst, Βερολίνο 1965, σ. 114-115. 32. Δύο σχετικά πρόσφατες δημοσιογραφικές έρευνες (Ανδρέας Αποστολίδης, Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων. Μουσεία, έμποροι τέχνης, οίκοι δημοπρασιών, ιδιωτικές συλλογές, Αθήνα 2006, και Πίτερ Γουότσον - Τσετσίλια Τοντεσκίνι, Η συνωμοσία Μέντιτσι, Αθήνα 2007), αποκαλύπτουν τις εφαρμοζόμενες από το κύκλωμα εμπορίας έργων τέχνης μεθόδους, προκειμένου να καλυφθούν τα ίχνη της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων που, ως επί το πλείστον, αποτελούν προϊόντα κλοπών και λαθρανασκαφών. Βλ. επίσης Stefano Vassallo, «Antiquities without Provenance. The Original Sin in the Field», Robin F. Rhodes (επιμ.), The Acquisition and Exhibition of Classical Antiquities, Notre Dame, Ιντιάνα 2007, σ. 81-91. 33.. Για παράδειγμα, τα τεχνοτροπικά και στυλιστικά χαρακτηριστικά τριών χρυσών ελασμάτων γεωμετρικής περιόδου με παραστάσεις κενταυρομαχίας και πυγμαχίας, που βρίσκονται στην ιδιωτική συλλογή Sol και Colleen Rabin, συνηγορούν υπέρ της προέλευσής τους από την Εύβοια. Βλ. J. Michael Padgett - William A. P. Childs - Despoina Tsiafakis (επιμ.),

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

223

Παρά τις δυσχέρειες αυτές, μία απόπειρα καταγραφής των εκπατρισμένων ευβοϊκών αρχαιοτήτων, που ξεκίνησε στο πλαίσιο μίας ευρύτερης προσπάθειας για την καταλογογράφηση των απομακρυσμένων από τον τόπο εύρεσής τους αρχαιοτήτων, απέδωσε τους πρώτους καρπούς.34 Στην καταγραφή αυτή συμπεριελήφθησαν και οι απωλεσθείσες ή κλεμμένες ευβοϊκές αρχαιότητες, μία σημαντική ενότητα, εάν λάβουμε υπόψη μας τις κλοπές που έχουν υποστεί την τελευταία εικοσαετία τα περιφερειακά μουσεία της Εύβοιας.35 Μία πρώτη ενδεικτική εικόνα της διασποράς των ευβοϊκών αρχαιοτήτων σε μουσεία και συλλογές του εξωτερικού μπορεί να προσφέρει η παράθεσή τους κατά κατηγορίες: επτά μαρμάρινα ειδώλια της νεολιθικής και πρωτοκυκλαδικής περιόδου,36 τέσσερα μαρμάρινα γλυπτά, πέντε ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες, τρία χάλκινα αγαλμάτια, εκατό περίπου πήλινα ειδώλια, εικοσιπέντε χρυσά, αργυρά και χάλκινα κοσμήματα (χρυσά διαδήματα των γεωμετρικών χρόνων, χρυσά ενώτια, ψέλια και περιδέραια των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων), πέντε κάτοπτρα με ανάγλυφη διακόσμηση, μετάλλινα αντικείμενα (δέκα σκεύη, ζεύγη χάλκινων πεδίλων, χάλκινες στλεγγίδες και μέρος των μολύβδινων ελασμάτων) και είκοσι δύο τουλάχιστον θησαυροί νομισμάτων. Τα μουσεία του εξωτερικού, που συγκεντρώνουν σημαντικό αριθμό ευβοϊκών αρχαιοτήτων, είναι τα γνωστά μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία, το Μουσείο του The Centaur’s Smile. The Human Animal in Early Greek Art, Princeton University Art Museum, 2003, σ. 140-143, αρ. 17 [J. Michael Padgett]. 34.. Κατά την αρχική αυτή φάση καταγραφής δεν περιελήφθησαν, λόγω του πλήθους και της έκτασης της διασποράς τους, τα αγγεία, που αποτελούν και την πολυπληθέστερη κατηγορία εκπατρισμένων αρχαιοτήτων· η καταγραφή των αγγείων προϋποθέτει την ένταξή τους σε μία ευρύτερη αποδελτίωση του τεκμηριωτικού υλικού. 35.. Από την Αρχαιολογική Συλλογή Ωρεών στη βόρεια Εύβοια εκλάπη το 1988 ένας σημαντικός αριθμός μαρμάρινων γλυπτών και ανάγλυφων στηλών, ορισμένες εκ των οποίων εντοπίσθηκαν. Το 1999 εκλάπη από το Αρχαιολογικό Μουσείο Χαλκίδας ένα χρυσό στεφάνι, προερχόμενο από τάφο του αρχαίου νεκροταφείου της Αγίας Ελεούσας, το οποίο όμως εντοπίσθηκε πολύ σύντομα από τις αρμόδιες αστυνομικές αρχές. Βλ. Άγγελος Σ. Ριτσώνης, Στέφανος θαλλού χρυσούς, Αθήνα 2001. Την ίδια χρονιά εκλάπη τις νυχτερινές ώρες από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ερετρίας τμήμα μαρμάρινης ανάγλυφης στήλης με παράσταση γυναικείας μορφής. Βλ. Stefan G. Schmid, «Diebstahl eines Grabstelenfragmentes aus Eretria», Antike Kunst 42 (1999), 114-116, πίν. 20,1. 36.. Αξίζει να επισημανθεί ότι τα μαρμάρινα κυκλαδικά ειδώλια έχουν τροφοδοτήσει όλες σχεδόν τις συλλογές του εξωτερικού. Ιδιαίτερα τα μαρμάρινα ειδώλια από την Κέρο αποτέλεσαν προσφιλή λεία για τους αρχαιοκαπήλους ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Βλ. Ντόρα Βασιλικού, Οι ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας, σ. 47· Πέγκυ Σωτηρακοπούλου, Ο «Θησαυρός της Κέρου». Μύθος ή πραγματικότητα Αναζητώντας τα χαμένα κομμάτια ενός αινιγματικού συνόλου, Αθήνα 2005, σ. 37-46. Ακόμη, βλ. Χατζηδημητρίου, «Ο εκπατρισμός των ελληνικών αρχαιοτήτων», σ. 76-77 και Αποστολίδης, Αρχαιοκαπηλία, σ. 201-203, 354-366.

224

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Λούβρου, το Βρετανικό Μουσείο, τα Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης και το Museum of Fine Arts της Βοστώνης. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι συνθήκες κάτω από τις οποίες οι ευβοϊκές αρχαιότητες περιήλθαν στην κατοχή των μουσείων αυτών παραμένουν αδιευκρίνιστες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο μακεδονικός Τάφος των Ερώτων (Β΄ τέταρτο 3ου π. Χ.), που αποκαλύφθηκε στην Ερέτρια το 1897,37 και του οποίου τα περισσότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Μουσείο της Βοστώνης (εικ. 8).38 Οι μοναδικές πληροφορίες σχετικά με τη διακίνηση των ευρημάτων του τάφου προέρχονται από τον Karl Gustav Vollmoeller, ο οποίος σημειώνει ότι σχεδίασε στο σπίτι κάποιου ονόματι Κόκα στη Χαλκίδα θραύσματα προερχόμενα από έξι 37.. Για τον τάφο των Ερώτων βλ. Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, «Τάφοι Καμαρωτοί Ερετρίας», Αρχαιολογική Εφημερίς (1899), 221-234, πίν. 11-12· Karl Gustav Vollmoeller, «Über zwei euböische Kammergräber», Athenische Mitteillungen 26 (1901), 364-365· Cornelius Clarkson Vermeule - Mary B. Comstock, Greek, Etruscan and Roman Art. The Classical Collections of the Museum of Fine Arts, Βοστώνη 1972, σ. 170, εικ. 169· Caroline Huguenot, «Les “Erotes” volants: recherche sur la signiication d’un groupe de terres cuites hellénistiques d’Érétrie», Antike Kunst 44 (2001), 92-116, πίν. 29-32· Caroline Huguenot, La Tombe aux Erotes et la Tombe d’Amarynthos. Architecture funéraire et présence macédonienne en Grèce centrale. Eretria, Fouilles et recherches XIX, Gollion 2008, τ. Ι, σ. 53-201· Carolin Huguenot, «Ο μακεδονικός τάφος των Ερώτων», Καλτσάς και άλλοι (επιμ.), Ερέτρια, σ. 336-345. 38.. Τα σημαντικότερα ευρήματα από τον Τάφο των Ερώτων είναι: α) 28 πήλινοι Έρωτες και 28 πήλινες ασπιδίσκες. Βλ. Huguenot, «Les “Erotes” volants», σ. 92-116, πίν. 29-32· Huguenot, La Tombe aux Erotes, τ. I, σ. 137-175, πίν. 26-30, 75-79· Huguenot, «Ο μακεδονικός τάφος των Ερώτων», σ. 342-344, εικ. 10-11, β) πήλινο ειδώλιο γυναικείας μορφής στηριγμένης σε πεσσό. Βλ. Michael Pfrommer, Untersuchungen zur Chronologie früh- und hochhellenistischen Goldschmucks, Tübingen 1990, σ. 211 σημ. 1363· Huguenot, La Tombe aux Erotes, τ. ΙΙ, σ. 17-18 αρ. 68, πίν. 31.1, 80· Huguenot, «Ο μακεδονικός τάφος των Ερώτων», σ. 345 εικ. 12, γ) χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι από γρανάτη λίθο, διακοσμημένο με έγγλυφη παράσταση Αφροδίτης που κρατά ασπίδα. Στο βάθος οι επιγραφές Χαῖρε και Γέλων ἐπόει. Βλ. Pfrommer, Untersuchungen, σ. 211 σημ. 1361· Huguenot, La Tombe aux Erotes, τ. ΙΙ, σ. 18 αρ. 69, πίν. 32.1-3· Huguenot, «Ο μακεδονικός τάφος των Ερώτων», σ. 340-341 εικ. 9, δ) τμήμα χρυσού διαδήματος με βλαστόσπειρες και πλούσιο φυτικό διάκοσμο. Βλ. Pfrommer, Untersuchungen, σ. 210, 302 αρ. HK 27, εικ. 2, 11.12.15· Huguenot, «Ο μακεδονικός τάφος των Ερώτων», σ. 340-341 εικ. 7, ε) τρία θραύσματα χρυσού διαδήματος με μικρά προσωπεία. Βλ. Pfrommer, Untersuchungen, σ. 211 σημ. 1360, στ) αλυσίδα-περιδέραιο από χρυσό και γρανάτη. Ο χρυσός Έρωτας, που αποτελούσε το κούμπωμα ή απλώς ένα περίαπτο του περιδεραίου, αποδίδεται καθισμένος σε κάλαθο, διακοσμημένο με γρύπες. Βλ. Pfrommer, Untersuchungen, σ. 210 σημ. 1353-1354, πίν. 9,5, 29,30· Huguenot, La Tombe aux Erotes, τ. ΙΙ, σ. 19 αρ. 74, πίν. 32, 8-9, 81.1· Huguenot, «Ο μακεδονικός τάφος των Ερώτων», σ. 340-341 εικ. 8, ζ) τμήμα χρυσού περιδέραιου με λογχόσχημες ψήφους. Βλ. Pfrommer, Untersuchungen, σ. 211 σημ. 1359· Huguenot, La Tombe aux Erotes, τ. ΙΙ, σ. 19 αρ. 75, πίν. 33.1, 81.2, η) χρυσό βραχιόλι αποτελούμενο από δύο φίδια με τις ουρές τους δεμένες σε «κόμβο του Ηρακλέους», διακοσμημένο με ελλειψοειδή γρανάτη. Βλ. Pfrommer, Untersuchungen, σ. 300 αρ. ΗΚ 12, εικ. 18,10, πίν. 22, 6.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

225

ασπιδίσκες, που ο ιδιώτης μαζί με άλλα πήλινα ειδώλια πώλησε στη Βοστώνη.39 Ωστόσο μία από τις πήλινες ασπιδίσκες του Τάφου των Ερώτων περιήλθε, κατά άγνωστο τρόπο, στα Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου,40 ενώ άλλες τέσσερις ασπιδίσκες και δύο ακόμη αντικείμενα φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.41 Δεν απουσιάζουν όμως και οι περιπτώσεις απομάκρυνσης μαρμάρινων γλυπτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άγαλμα της γονατισμένης Αμαζόνας από το δυτικό αέτωμα του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνος στην Ερέτρια που χρονολογείται το 520 π.Χ.42 (εικ. 9). Το γλυπτό αυτό έχει θεωρηθεί ότι αποσπάστηκε από τη θέση του, ως λάφυρο πιθανότατα των ρωμαϊκών στρατευμάτων, τα οποία κατέλαβαν την πόλη το 198 π.Χ. και το 86 π.Χ.43 Κατά τον δεύτερο μακεδονικό πόλεμο ο L. Quinctius Flamininus συνοδεύοντας

39.. Vollmoeller, «Über zwei euböische Kammergräber», σ. 361. Για την πώληση των Ερώτων και των ασπιδίσκων στο Μουσείο της Βοστώνης βλ. επίσης «Erwerbungen des Museum of Fine Arts in Boston im Jahre 1897», Archäologischer Anzeiger (1898), 142, αρ. 42-69· Paul Wolters, «Vasen aus Menidi II», Jahrbuch des deutschen archäologischen Instituts (1899), 120-121· Κουρουνιώτης, «Τάφοι Καμαρωτοί Ερετρίας», σ. 228 σημ. 1, εικ. 2-3, ο οποίος σημειώνει: «Μίαν μικράν χρυσῆν δανάκην, ἐφ᾽ ἧς, ἄν ἐνθυμῶμαι καλῶς, παρίστατο Γοργόνειον, εἶδον ἐν τῷ εἰσαγγελικῷ καταστήματι Χαλκίδος. Εὑρέθησαν πρὸς τούτοις πολλαὶ χρυσαῖ χάνδραι. Τὸν ἐν τῷ τάφῳ εὑρεθέντα δακτύλιον, κατὰ πληροφορίας ἐκ Χαλκίδος, ἠγόρασεν ὁ ἀποθανὼν Ρουσόπουλος». 40.. Βερολίνο, Staatliche Museen (Altes Museum), αρ. ευρ. 8529. Βλ. Vollmoeller, «Über zwei euböische Kammergräber», σ. 363-364· Irmgard Kriseleit, Griechischer Schmuck aus vergoldetem Ton, Staatliche Museen zu Berlin, Forschungen und Berichte 18 (1977), σ. 19, πίν. 4, 12· Huguenot, «Les “Erotes” volants», σ. 93 σημ. 17. 41.. Πρόκειται για ένα χρυσό νόμισμα και ένα τμήμα χρυσού διαδήματος, που συνανήκει με το υπ' αρ. ευρ. 98.798 διάδημα του Μουσείου της Βοστώνης. Βλ. Vollmoeller, «Über zwei euböische Kammergräber», σ. 360-361, εικ. 8-9· Pfrommer, Untersuchungen, σ. 211 σημ. 1369· Huguenot, «Les “Erotes” volants», σ. 93-94. 42.. Ioanna Konstantinou, «Aus dem Eretriagiebel», Athenische Mitteillungen 67/70 (1954/1955), 41-44, πίν. V-VI· Karl Schefold, Meisterwerke griechischer Kunst, Βασιλεία 1960, σ. 31 αρ. 169, εικ. σ. 173· Έβη Τουλούπα, Τα εναέτια γλυπτά του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνος στην Ερέτρια, Αθήνα 2002, σ. 33-34, εικ. 122-125· Eretria. A Guide to the Ancient City, Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα, Fribourg 2004, σ. 46-47, 140-142· Καλτσάς και άλλοι (επιμ.), Ερέτρια, σ. 292 αρ. 228 [Έλενα Βλαχογιάννη]. 43.. Eretria. A Guide, σ. 46-47, 140-142· Magrit Pape, Griechische Kunstwerke aus Kriegsbeute und ihre öfentliche Aufstellung in Rom, Αμβούργο 1975, σ. 9. Εξίσου ελκυστική είναι και η θεωρία του Eugenio La Rocca (Amazzonomachia. La sculture frontonali del tempio di Apollo Sosiano, Ρώμη 1985, σ. 76-82) ότι οι αετωματικές μορφές που κοσμούσαν τον ναό του Απόλλωνος Σωσιανού στη Ρώμη ήταν αυτές που αντικατέστησαν τις αποξηλωμένες, μετά την περσική καταστροφή του 490 π.Χ., μορφές του ναού της Ερέτριας. Βλ. Τουλούπα, Τα εναέτια γλυπτά, σ. 46-47.

226

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

τον αδελφό του ύπατο Τ. Quinctium Flamininum στην Ελλάδα, ως επικεφαλής του στόλου, κατέπλευσε στην Ερέτρια και πολιόρκησε την πόλη (Λίβιος, 32, 26.15). Παρά τη σθεναρή αντίσταση των Ερετριέων η πόλη έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων, οι οποίοι επιδόθηκαν στη λεηλασία της. Σύμφωνα με τον ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο (32, 16.16-17), «δεν υπήρχε μεγάλη ποσότητα χρημάτων, χρυσός ή άργυρος, αλλά τα αγάλματα, οι ζωγραφικές σε αρχαία τεχνοτροπία, και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα αυτού του είδους ήταν περισσότερα από ό,τι θα περίμενε κανείς από τον μικρό αριθμό των κατοίκων της πόλης και τις άλλες προσόδους της». Ο Τίτος Λίβιος (43, 7.10) παραδίδει επίσης ότι όταν ο Lucretius Gallus λεηλάτησε τους ναούς της Χαλκίδας, οι κάτοικοί της τον κατηγόρησαν στη Ρώμη για τη βάναυση μεταχείριση της πόλης τους, με αποτέλεσμα να του επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο (Τίτος Λίβιος, 43, 8, 9-10).44 Μετά από πολλούς αιώνες, και συγκεκριμένα το 1888 κατά τις ανασκαφές στη Villa Ludovisi στη Ρώμη45, η Αμαζόνα από την Ερέτρια ήρθε ξανά στην επιφάνεια και αρχικά συμπεριλήφθηκε στην ομώνυμη συλλογή. Αργότερα μεταφέρθηκε στο Palazzo dei Conservatori της Ρώμης46 και σήμερα εκτίθεται στα Musei Capitolini, Centrale Montemartini (MC. 981). Ευβοϊκές αρχαιότητες έχουν τροφοδοτήσει και άλλα μουσεία, όπως το Βadisches Landesmuseum της Καρλσρούης,47 τις Antikensammlungen του Μονάχου48 και το Cincinnati Art Museum στο Οχάιο.49 Προκειμένου όμως να 44.. Pape, Griechische Kunstwerke aus Kriegsbeute, σ. 201-202. 45.. Η Συλλογή Ludovisi σχηματίστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, μέχρι το 1622, από τον φιλότεχνο ανιψιό του Πάπα Γρηγορίου XV καρδινάλιο Ludovico Ludovisi (1595-1632). H συλλογή αυτή, ονομαστή για τον πλούτο των αγαλμάτων της, αγοράσθηκε το 1901, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από το κράτος. Βλ. Römische Antiken Sammlungen im 18. Jahrhundert, Mainz am Rhein 1998, σ. 35 κ.ε. [Brigitte Kuhn-Forte]. 46.. Henry Stuart Jones, A Catalogue of the Ancient Sculptures preserved in the Municipal Collections of Rome. The Sculptures of the Palazzo dei Conservatori, Οξφόρδη 1926, σ. 219-220, πίν. 81. Εκμαγείο της Αμαζόνας εκτίθετο μέχρι το 1997 στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας, οπότε και εκλάπη. 47.. Βοιωτικό σανιδόμορφο πήλινο ειδώλιο από την Ερέτρια� (550 π.Χ.) που αγοράσθηκε το 1905 (Καρλσρούη, Badisches Landesmuseum, αρ. ευρ. B 3041). Βλ. Wolfgang Schürman, Katalog der Antiken Terrakotten im Badischen Landesmuseum Karlsruhe, Γκέτεμποργκ 1989, σ. 28 αρ. 37, πίν. 9. 48.. Χάλκινο αγαλμάτιο νεαρής γυναικείας πεπλοφόρου μορφής από την Κάρυστο (5ος αι. π.Χ.), που αγοράσθηκε το 1884 (Μόναχο, Antikensammlungen, αρ. ευρ. 4143). Βλ. Reinhard Lullies, «Neuerwerbungen der Antikensammlungen in München», Archäologischer Anzeiger 53 (1938), 430 αρ. 9, εικ. 10· Christos Karusos, «Eine Mädchenstele Kimonischer Zeit», Athenische Mitteillungen 71 (1956), 250 σημ. 20· Renate Tölle-Kastenbein, Frühklassische Peplosiguren Originale, τ. I-II, Mainz am Rhein 1980, σ. 78 αρ. 10b, πίν. 47b. 49.. Κεφάλι γυναικείας πεπλοφόρου μορφής (325 π.Χ.) από τη Χαλκίδα (Cincinnati Ohio,

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

227

σχηματιστεί μία σφαιρικότερη εικόνα του εύρους της διασποράς τους, θα αναφερθούμε και σε ορισμένες αρχαιότητες που βάσει δημοσιευμένων καταλόγων βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές του εξωτερικού. Στην ιδιωτική συλλογή George Ortiz στη Γενεύη ανήκουν δύο βιολόσχημα μαρμάρινα ειδώλια και ένα στεατοπυγικό ακέφαλο ειδώλιο του Β΄ μισού της 4ης χιλιετίας από την Εύβοια (εικ. 10), το οποίο ο αρχαιολόγος Πέτρος Καλλιγάς ταυτίζει με αυτό που βρέθηκε στη Μακρυκάπα.50 Στη συλλογή Shelby White και Leon Levy, η οποία επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την υπόθεση της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων από τους εμπόρους έργων τέχνης Χρήστο Μιχαηλίδη και Robin Symes, ανήκει ένα σύνολο πέντε μαρμάρινων αντικειμένων της πρώιμης νεολιθικής περιόδου (5000-3500 π.Χ.), τόπος προέλευσης των οποίων αναφέρεται η Εύβοια ή η απέναντι ανατολική ακτή της Αττικής, κοντά στο Πόρτο Ράφτη (εικ. 11).51 Η διασπορά των ευβοϊκών «θησαυρών» νομισμάτων είναι ακόμη μεγαλύτερη, εάν λάβουμε υπόψη μας την αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα52 και τη γρήγορη εναλλαγή των κατόχων τους. Για παράδειγμα στην ιδιωτική συλλογή του αποβιώσαντος καθηγητή William P. Wallace στο Τορόντο βρισκόταν μέχρι

Cincinnati Art Museum, αρ. ευρ. 1945.66). Βλ. Cornelius Clarkson Vermeule, Greek Art: Socrates to Sulla, Museum of Fine Arts, Βοστώνη 1980, σ. 32-33, 122, εικ. 45. 50.. José Dörig, Art Antique, Collections privées de Suisse romande, Γενεύη 1975, αρ. 19Α· Jürgen Thimme - Pat Getz-Preziosi, Art and Culture of the Cyclades, Καρλσρούη 1977, σ. 428 αρ. 27 (νεολιθική περίοδος)· Petros G. Calligas, «Euboea and the Cyclades», J. Lesley Fitton (επιμ.), Cycladica, Studies in memory of N. P. Goulandris. Proceedings of the Seventh British Museum Classical Colloquium, June 1983, Λονδίνο 1984, σ. 89-90. Για τον George Ortiz και τη συλλογή του βλ. Αποστολίδης, Αρχαιοκαπηλία, σ. 80-97, 159, 199, 202, 232, 237, 262, 300, 308, 312, 320, 323, 335, 362, 402-404, 424-425, 431· Γουότσον - Τοντεσκίνι, Η συνωμοσία Μέντιτσι, σ. 61, 63, 158, 257, 305-306, 354-355, 383, 439, 565, 580. 51.. Dietrich von Bothmer (επιμ.), Glories of the Past. Ancient Art from the Shelby White and Leon Levy Collection, The Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη 1990, σ. 13-15 αρ. 8. Για τους Shelby White και Leon Levy και τη συλλογή τους βλ. Αποστολίδης, Αρχαιοκαπηλία, σ. 85, 91, 188, 200-201, 260-261, 320, 322-323, 376, 419, 422, 437-438· Γουότσον - Τοντεσκίνι, Η συνωμοσία Μέντιτσι, σ. 158, 224, 245-246, 248, 250, 253-254, 283, 314, 355, 358, 363, 370, 404, 442-443, 458, 464, 529, 533-534, 565, 580, 598, 630. 52.. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που αναφέρεται σε έγγραφο της Μοιραρχίας Ευβοίας του 1883 προς το Υπουργείον των Στρατιωτικών. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, σε κήπο εφημέριου στο χωριό Καλλιανού στη νότια Εύβοια βρέθηκε πήλινο δοχείο με 65 αρχαία αργυρά νομίσματα, τα οποία πωλήθηκαν παρανόμως έναντι 25 δραχμών το καθένα. Για το έγγραφο βλ. Διεύθυνση Αρχείου Μνημείων και Δημοσιευμάτων (ΔΑΜΔ) του ΥΠΠΟ, αρ. κιβ. 838, φάκ. Διάφορα Ευβοίας 1875-1900, έγγρ. με ημερ. 14 Σεπτεμβρίου 1883. Για τις διευκολύνσεις που μου παρείχαν κατά την αναζήτηση του σχετικού αρχειακού υλικού ευχαριστώ τον επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Πάντο Πάντο, τέως Διευθυντή του Αρχείου Μνημείων και Δημοσιευμάτων, και τον αρχαιολόγο Γιάννη Βάσιλα.

228

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

πρότινος ένας αξιόλογος αριθμός νομισμάτων από θησαυρούς. Σύμφωνα δε με επιθυμία του συλλέκτη, 194 νομίσματα της συλλογής του, που προέρχονταν κυρίως από την Κάρυστο, τη Χαλκίδα, την Ερέτρια και την Ιστιαία, περιήλθαν το 1978 στη συλλογή της American Numismatic Society.53 Από τα παραπάνω, λοιπόν, γίνεται σαφές ότι η αποδελτίωση των «θησαυρών» νομισμάτων είναι ιδιαίτερα προβληματική, καθώς δεν είναι δυνατόν σε κάθε περίπτωση να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός των νομισμάτων που φυλάσσονται σε ιδιωτικές συλλογές ή σε μουσεία. Διασπορά των ευβοϊκών αρχαιοτήτων σημειώνεται και εντός της ελληνικής επικράτειας, εφόσον η απουσία περιφερειακών μουσείων μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οδήγησε στη συγκέντρωση ενός εξαιρετικά μεγάλου αριθμού ευβοϊκών αρχαιοτήτων, κυρίως ειδωλίων54 και αγγείων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.55 Είναι επίσης προφανές ότι ο ειδικός Νόμος «περὶ συνοικισμοῦ τῶν Ψαριανῶν» του 1847 που όριζε να μένουν στην πόλη της Ερέτριας όλα τα αρχαία για να δημιουργηθεί «Δημοτικό Μουσείο» (ΦΕΚ 9, 15 Μαρτίου 1847, Νόμος ΝΗ΄ της 23ης Απριλίου 1847),56 δεν εφαρμόστηκε, αφού είναι γνωστό ότι οι ερετριακές αρχαιότητες συνέχισαν να μεταφέρονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στο οποίο και παραμένουν μέχρι σήμερα. Στο Αρχαιολογικό Δελτίο του 1889 περιγράφεται αναλυτικά και ο τρόπος διανομής των αρχαιοτήτων μεταξύ Εθνικού Μουσείου και ιδιώτη ανασκαφέα: Τὰ ἐν ταῖς ἐν Ἐρετρίᾳ ἀνασκαφαῖς τοῦ Β. Νοστράκη γινόμενα εὑρήματα κομίζονται ἐκ διαλειμμάτων ἐνταῦθα. Διωρίσθη δὲ ἐπιτροπὴ πρὸς διανομὴν αὐτῶν ἐκ τοῦ Γενικοῦ Ἐφόρου, ἐκ τοῦ ἐν τῷ ἐθνικῷ Μουσείῳ Ἐφόρου Βαλερίου Στάη, ἐκ τοῦ ἀντιπροέδρου τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρίας Σπ. Φιντικλέους καὶ ἐκ τοῦ ἐν 53.. Nancy M. Waggoner, «Coins from the William P. Wallace Collection», American Numismatic Society Museum Notes 25 (1980), 1-15.  54. Για μία πρώτη δημοσίευση των πήλινων ειδωλίων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που προέρχονται από τη Χαλκίδα, την Ερέτρια και την Κάρυστο βλ. Maria Chidiroglou, «A Contribution to the Study of the Coroplastic Workshops of Euboea, Greece», International Conference. Terracotta Figurines in the Greek and Roman Eastern Mediterranean: Production, Difusion, Iconography and Function, June 2-6, 2007, Izmir, Turkey (Πρακτικά υπό έκδοση). 55.. Η συντριπτική πλειονότητα είχε μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ) στις αρχές του 20ού αιώνα πριν την ίδρυση του Μουσείου Χαλκίδας. Για την ίδρυση του Αρχαιολογικού Μουσείου Χαλκίδας βλ. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (1901), 15· Παναγιώτης Καββαδίας, «Έκθεσις των πεπραγμένων της Εταιρείας κατά το έτος 1902», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (1902), 34· του ίδιου, «Έκθεσις των πεπραγμένων της Εταιρείας κατά τό έτος 1903», Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (1903), 25· Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες, σ. 306 σημ. 6, εικ. 134. 56.. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες, σ. 152.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

229

τῷ Ἐπιγραφικῷ Μουσείῳ ἐπιμελητοῦ Ἅ. Λόλλιγκ. Ἡ ἐπιτροπὴ ἤρξατο ἤδη τῶν ἐργασιῶν της, παραλαμβάνει δὲ διὰ τὸ ἐθν. Μουσεῖον ἅπαντα τὰ ἄξια λόγου εὑρήματα, λαμβάνοντος τοῦ Νοστράκη ἀνάλογον χρηματικὴν ἀμοιβήν. Τὰ ἀρχαῖα ταῦτα, ἐφ’ ὅσον καθαρίζονται καὶ συγκολλῶνται, κατατίθενται ἐν τῷ Μουσείῳ.57

Παράλληλα με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ευβοϊκές αρχαιότητες έχουν περιέλθει και σε άλλα κρατικά και ιδιωτικά μουσεία της Ελλάδας. Στο Επιγραφικό Μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται ένας περιορισμένος αριθμός λίθινων ενεπίγραφων στηλών, μεταξύ των οποίων και ένα ψηφισματικό ανάγλυφο από τη Χαλκίδα του 4ου αι. π.Χ. που αναφέρεται στην αποξήρανση της λίμνης των Πτεχών.58 Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σύρου εκτίθενται επίσης πέντε κορινθιακοί αρύβαλλοι από τα Στύρα, οι οποίοι πιθανότατα μεταφέρθηκαν στο κεντρικό μουσείο του νομού Κυκλάδων, στην Ερμούπολη,59 όταν δεν υπήρχε Αρχαιολογικό Μουσείο στην Κάρυστο και η πρόσβαση στη Σύρο ήταν ευκολότερη. Σημαντικός είναι και ο αριθμός ευβοϊκών αρχαιοτήτων που έχουν περιέλθει στην κατοχή των δύο μεγαλύτερων ιδιωτικών μουσείων της Αθήνας, του Μουσείου Μπενάκη και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης Νικόλαου Π. Γουλανδρή. Στη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη περιλαμβάνονται χρυσά κοσμήματα από την Ερέτρια60 και ένα γλυπτό από την Κάρυστο,61 ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον 57.. Παναγιώτης Καββαδίας, Αρχαιολογικόν Δελτίον (1889), 83. 58.. Το επάνω τμήμα της στήλης διακοσμείται με ανάγλυφη παράσταση στην οποία διακρίνονται δύο μορφές, η Άρτεμις δεξιά και η Λητώ αριστερά. Βλ. Inscriptiones Graecae XII.9, αρ. 191· Marion Meyer, Die griechischen Urkundenreliefs, Βερολίνο 1989, σ. 317, πίν. 55,2. 59.. Για το ιστορικό της ίδρυσης του μουσείου της Σύρου βλ. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες, σ. 306 σημ. 1· Μαρίζα Ε. Μαρθάρη, «Ο Χρήστος Τσούντας και η Σύρος από την ανασκαφή στη Χαλανδριανή έως την έκθεση των ευρημάτων στην Ερμούπολη», Μαρίζα Ε. Μαρθάρη (επιμ.), Εκατό Χρόνια από τις έρευνες του Χρήστου Τσούντα στη Σύρο, Αθήνα 2002, σ. 127-144· Βασιλικού, Οι ανασκαφές, σ. 97-99. Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου ιδρύθηκε το 1980 και συστεγάζεται με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Γιοκάλειο Ίδρυμα. 60.. Βλ. π.χ. α) χρυσό ταινιωτό διάδημα με έκτυπη παράσταση Πότνιας Θηρών ανάμεσα σε ζεύγη γρυπών (τέλη 4ου-3ος αι. π.Χ.). Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 1544. Βλ. Berta Segall, Museum Benaki: Athen, Katalog der Goldschmiede-Arbeiten, Αθήνα 1938, σ. 28-29, αρ. 24, πίν. 7· Michael Pfrommer, Untersuchungen zur Chronologie früh- und hochhellenistischen Goldschmucks, Tübingen 1990, σ. 210· Καλτσάς και άλλοι (επιμ.), Ερέτρια, σ. 205 αρ. 122 [Ειρήνη Παπαγεωργίου], β) χρυσό δακτυλίδι με ελλειψοειδούς σχήματος σφενδόνη (5ος αι. π.Χ.). Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 1546. Βλ. Segall, Museum Benaki, σ. 29-30 αρ. 26, πίν. 7· Καλτσάς και άλλοι (επιμ.), Ερέτρια, σ. 205 αρ. 124 [Ειρήνη Παπαγεωργίου], γ) χρυσή αλυσίδα με ζωόμορφες απολήξεις (3ος αι. π.X.). Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 1545. Βλ. Segall, Museum Benaki, σ. 29 αρ. 25, πίν. 7· Pfrommer, Untersuchungen, σ. 210· Καλτσάς και άλλοι (επιμ.), Ερέτρια, σ. 205 αρ. 123 [Ειρήνη Παπαγεωργίου]. 61.. Εικονιστική κεφαλή νεαρού άνδρα από την Κάρυστο (2ος αι. μ.Χ.). Δωρεά Σεβαστής Γρίβιζα. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 30889. Βλ. Σταύρος Βλίζος (επιμ.), Ελληνική και

230

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

παρουσιάζει ένα σύνολο αντικειμένων, γνωστό ως «Θησαυρός της Εύβοιας». Πρόκειται για δύο χρυσά σκεύη,62 μία αργυρή φιάλη,63 καθώς και έξι κυκλαδικά αγγεία της τρίτης χιλιετίας (2900-2700 π.Χ.),64 τόπος προέλευσης των οποίων θεωρείται η κεντρική Εύβοια. Η κυκλοφορία και των έξι κυκλαδικών αγγείων στην αγορά έργων τέχνης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (1933-1936) έχει οδηγήσει εύλογα στο συμπέρασμα ότι τα αντικείμενα αυτά προέρχονται από εκτεταμένη σύληση τάφων των οποίων η θέση, με βάση διασταύρωση στοιχείων, τοποθετείται στην περιοχή της Μακρυκάπας.65 Αξίζει να επισημανθεί ότι η διασπορά των λαθρανασκαφέντων αντικειμένων από τη Μακρυκάπα δεν περιορίσθηκε στην ελληνική επικράτεια, εφόσον δύο όμοιου σχήματος αργυρά σκεύη (2800-2200 π.Χ.), που κυκλοφόρησαν το 1938 στην αγορά αρχαίων έργων τέχνης της Αθήνας, εξήχθησαν από τη χώρα και το 1946 εμφανίσθηκαν στη Νέα Υόρκη. Το πρώτο αγοράσθηκε από τον Joseph Pulitzer για λογαριασμό του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης και το άλλο από τον συλλέκτη Walter C. Baker, ο οποίος το 1971 το κληροδότησε στο ίδιο μουσείο.66 Στην κατοχή του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης Νικόλαου Π. Γουλανδρή βρίσκεται μία αξιόλογη συλλογή αγγείων και κοσμημάτων, των πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών κυρίως χρόνων από τη Σκύρο, των οποίων η ακριβής προέλευ67 ση δεν είναι γνωστή. Σχετικά με τα αγγεία η αρχαιολόγος Λίλα Μαραγκού Ρωμαϊκή Γλυπτική από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2004, σ. 286-288 αρ. 84 [Ιφιγένεια Λεβέντη]. 62.. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 1516, 2049. Βλ. Segall, Museum Benaki, σ. 11-14, πίν. 1-3, σ. 211 αρ. 1a, πίν. 67-68· Ellen Ν. Davis, The Vapheio Cups and Aegean Gold and Silver Ware, Νέα Υόρκη 1977, σ. 63-64 αρ. 8-9, εικ. 48-49· Petros G. Calligas, «Euboea and the Cyclades», Lesley Fitton (επιμ.), Cycladica, σ. 89· Άγγελος Δεληβοριάς - Διονύσης Φωτόπουλος, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 1997, σ. 50-51 αρ. 55-56. 63.. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 2050. Segall, Museum Benaki, σ. 212 αρ. 1b, πίν. 69· Davis, The Vapheio Cups, σ. 64 αρ. 10, εικ. 50· Δεληβοριάς - Φωτόπουλος, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, σ. 59 εικ. 68. 64.. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 7684-7689. Τα έξι πήλινα κυκλαδικά αγγεία αποκτήθηκαν το 1935 από τον έμπορο Ορφανίδη. Βλ. Thomas W. Jacobsen, «A Group of early Cycladic Vases in the Benaki Museum in Athens», Archäologischer Anzeiger (1969), τεύχ. 3, 233-242. 65.. Calligas, «Euboea and the Cyclades», σ. 89-90. Στο ίδιο σύνολο αντικειμένων πιθανώς ανήκει και μία τριποδική μαρμάρινη φιάλη (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, αρ. ευρ. 7823). Βλ. Jacobsen, «A Group of early Cycladic Vases», 240-241, εικ. 8· Δεληβοριάς - Φωτόπουλος, Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη, αρ. 64. 66.. Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, αρ. ευρ. 46.11.1, 1972.118.152. Βλ. Calligas, «Euboea and the Cyclades», σ. 89-90· Carlos A. Picón - Joan R. Mertens et al., Art of the Classical World in the Metropolitan Museum of Art, Νέα Υόρκη 2007, σ. 35 αρ. 9-10. 67.. Λίλα Ι. Μαραγκού, Αρχαία Ελληνική Τέχνη. Συλλογή Ν. Π. Γουλανδρή, Ίδρυμα Νικόλαου Π. Γουλανδρή, Αθήνα 1985, σ. 33-34 αρ. 7-8, σ. 40-43 αρ. 22, 23, 24, 27, 28, 29,

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

231

σημειώνει στον δημοσιευμένο κατάλογο της συλλογής: «Εκτός από την διαπίστωση πώς είναι ταφικά, είναι σχεδόν αδύνατον να καθορίσομε τον ακριβή προορισμό τους. Όλα σχεδόν τα αγγεία, με εξαίρεση λίγα ακέραια μικρού μεγέθους, αγοράστηκαν ως «όστρακα» (κομμάτια), τα οποία συγκόλλησε και συμπλήρωσε ο πολύπειρος αρχιτεχνίτης Ανδρέας Μαυραγάνης. Γι’αυτό και δεν είναι δυνατόν να εικάσομε σε ποια θέση βρέθηκαν, μέσα ή έξω από τον τάφο, αν ήταν κτερίσματα ή αυτοτελείς τάφοι. Ίσως να ήταν σπασμένα στην αρχαιότητα, δεν αποκλείεται όμως και να καταστράφηκαν από την άγνοια και την βιασύνη των αρχαιοκαπήλων».68 Προβλήματα, ωστόσο, προκύπτουν και κατά την προσπάθεια εντοπισμού ή ταύτισης αρχαιοτήτων των οποίων η τύχη αγνοείτο ήδη από παλαιότερους χρόνους. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό συνδέεται με τον αρχαιολόγο Ludwig Ross,, ο οποίος περιηγούμενος την Εύβοια το έτος 1841 ως μέλος της ακολουθίας του Όθωνος, σημειώνει ότι είδε στους Μύλους Καρύστου δύο ακέφαλα αγάλματα, ένα γυναικείο και ένα ανδρικό χωρίς χέρια, που είχαν βρεθεί πριν λίγες βδομάδες σε έναν αγρό.69 Τα αγάλματα αυτά πρέπει να ταυτίζονται με εκείνα που ο Κυριακός Πιττάκης αναφέρει στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1841 ότι «…μετεκομίσθησαν δὲ παρ' ἐμοῦ εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ κεῖνται εἰς τὴν ὑπò τὴν Στοὰν τοῦ Ἀδριανοῦ ἀρχαιολογικὴν συλλογὴν».70 Παρά την πληροφορία αυτή, δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός τους αφού το πιθανότερο είναι να έχουν μεταφερθεί σε άλλο χώρο φύλαξης. Μισό αιώνα περίπου μετά, σε έγγραφο του 1907 που απευθύνει ο Δήμαρχος Καρυστίων προς τον Γενικό Έφορο των Αρχαιοτήτων αναφέρεται η εξαφάνιση από την Κάρυστο ενός «ἀρχαίου ἀκέφαλου μὲν ἀλλὰ καλῆς τέχνης ἀγάλματος» που βρισκόταν μαζί με ένα ακόμη άγαλμα στην κατοχή των κληρονόμων Αυγουστίνου Σαραβάνου και για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι μεταφέρθηκε στο εξωτερικό «διὰ ἰστιοφόρου πλοίου».71 σ. 53-65 αρ. 48-77 (πρωτογεωμετρικά και γεωμετρικά αγγεία), σ. 144-148 αρ. 220-233 (χρυσά κοσμήματα), σ. 149-154 αρ. 235-247 (χάλκινα κοσμήματα). 68.. Μαραγκού, Αρχαία Ελληνική Τέχνη, σ. 50. 69.. Ludwig Ross, Ross Reisen des Königs Otto und der Königin Amalie in Griechenland, τ. ΙΙ, Halle 1848, σ. 27-28· Ντεγιάννης, «Βασιλικά ταξίδια», σ. 284. 70.. Κυριακός Πιττάκης, Αρχαιολογική Εφημερίς (1841), αρ. 670. 71.. Διεύθυνση Αρχείου Μνημείων και Δημοσιευμάτων (ΔΑΜΔ) του ΥΠΠΟ, αρ. κιβ. 838, φάκ. Διάφορα Ευβοίας 1875-1900, έγγραφα με ημερ. 21 Μαρτίου 1907 και 9 Απριλίου 1907. Για μια αντίστοιχη περίπτωση απόπειρας εξαγωγής αρχαιοτήτων με ιστιοφόρο πλοίο βλ. Μιχάλης Τιβέριος, «Ξενιτεμένες αρχαιότητες από την Άνδρο», Δημήτρης Ι. Κυρτάτας - Λυδία Παλαιοκρασσά-Κόπιτσα - Μιχάλης Τιβέριος (επιμ.), Εύανδρος. Τόμος εις μνήμην Δημητρίου Ι. Πολέμη, Άνδρος 2009, σ. 127.

232

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η γραπτή ωστόσο αναφορά ότι δύο ακέφαλα αγάλματα, εκ των οποίων το ένα γυναικείο, υπήρχαν μέχρι το 1954 στον προαύλιο χώρο του Γυμνασίου, του Γιοκαλείου δηλαδή Ιδρύματος, όπου σήμερα στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου,72 γεννά το ερώτημα εάν πρόκειται για τα ίδια αγάλματα που είχαν στην κατοχή τους οι κληρονόμοι του Αυγουστίνου Σαραβάνου ή για άλλα δύο ακόμη γλυπτά έργα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα το ακέφαλο άγαλμα Αφροδίτης που σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Καρύστου (Μ.Κ. 3) να συνδέεται με ένα από τα παραπάνω αναφερόμενα γλυπτά. Μία ακόμη ενδιαφέρουσα περίπτωση χαμένου γλυπτού, το οποίο σώζεται μόνο σε σχέδιο, αποτελεί το θραύσμα επιτύμβιας στήλης που σχεδίασε το 1847 ο Eduard Schaubert στα ερείπια του ενετικού κάστρου της Καρύστου.73 Στο σωζόμενο σχέδιο διακρίνεται ο επάνω κορμός νέου, με ιματίδιο στους ώμους και πετεινό στο δεξί του χέρι. Τέλος, σε πρόσφατη δημοσίευση των αρχείων του γερμανού αρχαιολόγου Habbo Lolling, που φυλάσσονται στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας, παρουσιάζεται αναλυτική περιγραφή, συνοδευόμενη από σκαριφήματα, ευβοϊκών αρχαίων γλυπτών, ενεπίγραφων στηλών, αρχιτεκτονικών μελών, χρηστικών σκευών και κοσμημάτων.74 Οι παραπάνω αρχαιότητες προέρχονταν από το ιερό της Αρτέμιδος Προσηώας στο Αρτεμίσιο της βόρειας Εύβοιας και, με εξαίρεση μία επιγραφή η οποία φυλάσσεται σήμερα στο Επιγραφικό Μουσείο Αθηνών (αρ. ευρ. 11549), θεωρούνται σήμερα χαμένες.75 Μέσα από τη σύντομη περιήγηση στις εκπατρισμένες ευβοϊκές αρχαιότητες, επιχειρήθηκε η ανάδειξη όψεων του πολυσύνθετου προβλήματος της διασποράς τους σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές ανά τον κόσμο, για την αντιμετώπιση του οποίου βασικό όπλο μπορεί να αποτελέσει η συστηματική και τεκμηριωμένη καταγραφή τους. Ευκταία λοιπόν θα ήταν η υλοποίηση του εγχειρήματος αυτού, μέσω της υιοθέτησής του από έναν θεσμικό φορέα, και η συγκρότηση μίας ψηφιακής βάσης δεδομένων των εκπατρισμένων αρχαιοτήτων. 72.. Θ. Γ. Παπαμανώλης Παπαμανώλης, Κάρυστος, Αθήνα 1954, σ. 43-44. 73.. Furtwängler, La Collection Sabourof, σ. 7 σημ. 5· Hilde Hiller, Ionische Grabreliefs der ersten Hälfte des 5. Jahrhunderts v.Chr., Tübingen 1975, σ. 176-177 αρ. Κ9, πίν. 18.1 (500-480 π.Χ.�)· Daphné Woysch-Méautis, La représentation des animaux et des etres fabuleux sur les monuments funéraires grecs de l’époque archaique à la in du IVe siècle av. J.-C., Λωζάνη 1982, σ. 120 αρ. 212. 74.. Habbo Gerhardus Lolling, «Das Artemision auf Nordeuböa», Athenische Mitteillungen 8 (1883), 7-23· του ίδιου, «Αusgrabungen am Artemision auf Nordeuböa», Athenische Mitteillungen 8 (1883), 200-210· Kordula Eibl, «H. G. Lollings Forschungen am Artemision in Nord Euböa», Fittschen (επιμ.), Historische Landeskunde, σ. 227-267. 75.. Στυλιανός Ε. Κατάκης, «Ἄκρα ἐστὶν Εὐβοίας τὸ Ἀρτεμίσιον». Η περιοχή του Αρτεμισίου κατά την αρχαιότητα, Αθήνα 2001, σ. 7-12.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Εικ. 1. Ερυθρόμορφη πυξίδα, οστέινη γραφίδα και ζεύγος χρυσών ενωτίων (ύστερος 5ος αι. π.Χ.). Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, αρ. ευρ. GR 1893.11-3.1. Από Williams and Ogden, Greek Gold, σ. 56, εικ. 40, σ. 57, αρ. 9.

233

234

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εικ. 2. Κύλικα λευκού εδάφους του Ζ. του Ησιόδου (470 - 460 π.Χ.). Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου, αρ. ευρ. CA 483. Από Σαμαρά-Κάουφμαν, Ελληνικές αρχαιότητες στο Μουσείο του Λούβρου, σ. 295, 358, αρ. 137.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

235

Εικ. 3. Κτερίσματα από παιδικό τάφο της Ερέτριας (300 - 250 π.Χ.). Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου, αρ. ευρ. CA 505 - 522. Από Tanagra. Mythe et archéologie, σ. 235-236, εικ. 70.

236

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εικ. 4. Πήλινο ειδώλιο Έρωτα (3ος αι. π.Χ.). Από την Ερέτρια. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, αρ. ευρ. 1894.10-31.3. Από Burn - Higgins, Catalogue of Greek Terracottas in the British Museum, αρ. 2161, πίν. 29.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Εικ. 5. Διαφήμιση αρχαιοπωλείου. Από Πετράκος, «Ιδεογραφία της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας», σ. 84, εικ. 27.

237

238

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εικ. 6. Μολύβδινα ενεπίγραφα ελάσματα (5ος αι. π.Χ.). Από Masson, «Les lamelles» σ. 67, εικ. 2.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Εικ. 7. Επιτύμβια ανάγλυφη στήλη (440 π.Χ.). Κάποτε στη Συλλογή Sabοurof. Βερολίνο, Staatliche Museen, αρ. ευρ. Sk 736. Από Επιτύμβιον Gerhard Neumann, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2003 (εξώφυλλο).

239

240

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εικ. 8. Πήλινα ειδώλια από τον «τάφο των Ερώτων». Βοστώνη, Museum of Fine Arts, αρ. ευρ. 97.290-97.341. Από Huguenot, «Ο μακεδονικός τάφος των Ερώτων», Καλτσάς και άλλοι (επιμ.), Ερέτρια, σ. 343, εικ. 10.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Εικ. 9. Αμαζόνα τοξότις (510 π.Χ.). Από το δυτικό αέτωμα του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνος στην Ερέτρια. Βρέθηκε στη Villa Ludovisi. Ρώμη, Musei Capitolini, Centrale Montemartini, αρ. ευρ. MC. 981. Από Τουλούπα, Τα εναέτια γλυπτά, πίν. 45.

241

242

ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εικ. 10. Στεατοπυγικό ειδώλιο (Β΄ μισό 4ης χιλιετίας). Από Μακρυκάπα. Γενεύη, Συλλογή G. Ortiz. Από Dörig, Art Antique, αρ. 19Α.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

243

Εικ. 11. Σύνολο πέντε μαρμάρινων αντικειμένων (5000-3500 π.Χ.). Ιδιωτική συλλογή Shelby White και Leon Levy. Από von Bothmer (επιμ.), Glories of the Past, σ. 13, αρ. 8.

Related Documents

Xatzhdhmhtrioy Libre
January 2021 7
Marcha Libre
February 2021 0
Software Libre
February 2021 1
Buku Quantum Ikhlas-libre
January 2021 1

More Documents from "Farid Taufiq"

Xatzhdhmhtrioy Libre
January 2021 7
Ext1_stacksqueues
March 2021 0
Java
January 2021 15