Dictionar Expresii Grec

  • Uploaded by: karpis.dokimos7861
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Dictionar Expresii Grec as PDF for free.

More details

  • Words: 117,448
  • Pages: 447
Loading documents preview...
αρχαϊστικών φράσεων ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Στερεότυπες φράσεις, λέξεις, επιρρήματα και εύχρηστες δοτικές της αρχαίας ελληνικής, ελληνιστικής, βυζαντινής και λόγιας γλώσσας στη νεοελληνική ΜΕ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Λ Α Τ Ι Ν Ι Κ Ω Ν Φ Ρ Α Σ Ε Ω Ν

Φ Σαββάλας ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΪΣΤΙΚΩΝ ΦΡΑΣΕΩΝ

ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Δημήτριος Τ σ ι ρ ό γ λ ο υ

Τηλ. 031-655.523

Α' έ κ δ ο σ η 1997 - Β' έ κ δ ο σ η Μ ά ι ο ς 2000 © €οργπ§Ηΐ Εκδόσεις Σαββάλα Τ η λ . 33.01.251 Γβχ: 33.06.918 Ζιοοδ. Π η γ ή ς 18. 10681 Α θ ή ν α ι

ΙιΙΙρ://\ν\ν\ν.ϋίΐνν3ΐίΐ;;.§Γ - οιπίΐίΐ: ίηΐο(<χ $;ινν;ιΙ;ι$.£ΐ' Απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η ολική, μερική ή περιληπτική αναπαραγωγή και μετάδοση έστω και μιας σελίδας παρόντος βιβλίου, κατά παράφραση ή (μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό κ.λπ.

διασκευή με οποιονδήποτε - Ν. 2121193, άρβ. 51).

του τρόπο

11 απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις δημόσιες υπηρεσίες, βιβλιοθήκες, οργανισμούς κ.λπ. (άρβ. 18). Οι παραβάτες διώκονται (άρθ. 13) και τους επιβάλλοπαι κατάσχεση, αστικές και ποινικές κυρώσεις σύμφωνιι με τον νόμο (άρβ.

64-66).

Σ ε λ ί δ ε ς 464, Σ χ ή μ α 14x21 18ΒΝ: 960-460-462-7 Πλικτρονική

σελιδοποίηση:

Κ.Α. 22520 Ι500ΚΑΡΗ

Ι'.'ξώφ νλλο: Κοσμάς Α. Α ρ β α ν ί τ η ς Κιίθε

αντίτυπο

έχει

την

Α.Η.Η.

Τηλ.

52.37.209

Τηλ. 33.03.616 υπογραφή

του

συγγραφέα

Γλώοσαν ενφημον ίοχειν. Κ λ ε ό β . , Διογ. Λαέρτ. Α, 6, 92

Καλόν τοι γλώσσ' ότφ πιστή παρή. Ε υ ρ . , Ιφ. εν Ταύρ., 1064

Κρεϊττον τοις ποσίν όλισθεϊν ή τή γλώσση. Ζ ή ν ω ν , Διογ. Δαέρτ., 5, 26

Ο σ υ γ γ ρ α φ έ α ς είναι στη διάθεση του α ν α γ ν ώ σ τ η στην ταχυδρομική διεύθυνση:

ΓΡ. Λ Α Μ Π Ρ Α Κ Η 2 7 564 29 Σ Τ Α Υ Ρ Ο Υ Π Ο Λ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

σ τ ι ς η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ έ ς δ ι ε υ θ ύ ν σ ε ι ς : 3ρο11οη@Ηβ1ΐ35η€(. §Γ άΐιιιΙδί@8β1οηΐ1ί&.1ΐ6ΐ1&δηβΙ. §Γ στον αριθμό τηλεομοιότυπου: 031 6 5 5 5 2 3

Ευχαριστώ θερμά την Κατερίνα Καλαμπονκίδον και τον Γιάννη Σαλονικίδη για την πληκτρολόγηση των χειρογράφων και την ηλεκτρονική ε­ πεξεργασία τον κειμένου, τους Ιωάννη Μίσσιο, Δημήτρη Μαντζαγκονφα, Μιχάλη Λάμπρου, Ευθύμιο Πετίνη και ιδιαίτερα τον Αθανάσιο Καρατάσιο για τις επισημάνσεις τους.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Προϊδεασμός

9

Εισαγωγή

11

Διάταξη της ύλης Υπομνήσεις - Διασαφήσεις Βραχυγραφίες όρων

13 .··

15

Πίνακας συμβόλων

16

Λημματολόγιο

17

Ευρετήριο λατινικών φράσεων

449

Βιβλιογραφία

459

ΠΡΟΪΔΕΑΣΜΟΣ Η παρούσα λεξικογραφική εργασία αποτελεί καρπό πο­ λύχρονης προσπάθειας σύνοψης των στερεότυπων φράσεων που ανήκουν στις παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσ­ σας και χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα ευρύτατα και ως επί το πλείστον αμετάβλητες ή ελάχιστα αλλαγμένες. Επιβίωσαν, διότι χαρακτηρίζονται από περιεκτικότητα, σαφήνεια και χά­ ρη αλλά και εξαιτίας της αδυναμίας που παρουσιάζει η νεο­ ελληνική γλώσσα να τις αντικαταστήσει (τις περισσότερες τουλάχιστον) με άλλες. Σε μια εποχή μάλιστα που ο γλωσσικός αφελληνισμός προ­ χώρησε και παγιώθηκε επικίνδυνα, δημιουργείται η ανάγκη, όχι μόνο να σταματήσει η απεμπόληση των στερεότυπων αυ­ τών φράσεων, αλλά και να διατηρηθούν στον προφορικό ή γραπτό λόγο και ν' αποκτήσουν το κύρος που τους αξίζει. Μάλιστα, ευχής έργον θα ήταν η χρήση τους να γενικευθεί, σε μια προσπάθεια να σταματήσει η αλλοίωση της φυσιογνω­ μίας της ελληνικής γλώσσας, όχι μόνο απ' όσους διαθέτουν γλωσσική ευαισθησία, αλλά κι απ' όλους όσοι έχουν την τιμή να έχουν ως μητρική τους γλώσσα τη γλώσσα του πνεύματος, της τέχνης και της επιστήμης, την ελληνική. Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι στερεότυπες φράσεις του ανά χείρας λεξικού προέρχο­ νται στην πλειονότητα τους από μια γλώσσα με απεριόριστο πλούτο αποχρώσεων: την αρχαία ελληνική. Πολλές έχουν ε­ πιβιώσει στο διάβα των αιώνων από τα ομηρικά έπη, κυρίως από την Ιλιάδα, (π.χ. αιέν αριστεύειν, άχθος αρούρης κ.ά.), από τραγωδίες (π.χ. νυν υπέρ πάντων ο αγών) και από τους Νεκρικούς Διάλογους (π.χ. ουκ αν λάβοις παρά του μη έχο­ ντος) δίνοντας ιδιαίτερη απόχρωση στη γλώσσα. Πολλές, ε­ πίσης, είναι αυτές που προέρχονται από ιστορικά και φιλο­ σοφικά συγγράμματα (ες αύριον τα σπουδαία, κτήμα ες αιεί, δις παίδες οι γέροντες). Αλλες προέρχονται από την κοινή ελληνική (ελληνιστική). Αυτές είναι φράσεις της Αγίας Γραφής, της Παλαιάς και Και­ νής Διαθήκης (π.χ. γη της Επαγγελίας, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν, ελήλυθεν η ώρα κ.ά.). Από την Παλαιά Διαθήκη ξεχωρίζουν οι προερχόμενες από τους Ψαλμούς του Δαυίδ (π.χ. ως κόρην οφθαλμού). Ένα μεγάλο μέρος προέρχεται από τη γλώσσα της Εκ­ κλησίας (π.χ. Θεία Λειτουργία, Παρακλητικοί Κανόνες) ή α­ πό την εκκλησιαστική υμνογραφία (σοφία πρόσχωμεν, στώμεν καλώς, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή κ.ά.). Επίσης, πολλές και πολύ περιεκτικές είναι όσες προέρχο­ νται από τη λόγια γλώσσα, που έχει πάντα κορμό τη μεσαιω­ νική ελληνική (π.χ. επί θύραις, εκ του ασφαλούς κ.ά.). Είναι «λόγιοι ιδιωτισμοί» ή φράσεις στερεότυπες που αύξησαν τον

λεξιλογικό πλούτο της νεοελληνικής καλύπτοντας κενά που ι] δημοτική δεν μπόρεσε να καλύψει με δικές της λέξεις. Μεγάλο αριθμό καλύπτουν και φράσεις της καθαρεύου­ σας που προέρχονται από μετάφραση ξενικών (κυρίως γαλ­ λικών) τυπικών εκφράσεων (π.χ. θέτω κατά μέρος, λαμβάνω γνώσιν). Πολλές από αυτές τις φράσεις ξενικής προέλευσης κατάγονται στην ουσία από την αρχαία ελληνική (π.χ. ρίπτω έλαιον εις την πυράν). Άλλες πάλι από τη λατινική γλώσσα (π.χ. τηρουμένων των αναλογιών). Όλος σχεδόν ο πλούτος των στερεότυπων αυτών φράσεων (περισσότερες από τρεις χιλιάδες φράσεις) δίνεται συγκεντρω­ μένος λεξικογραφικά με το έργο αυτό στον αναγνώστη, ώστε ο ίδιος να τις κατανοεί και να τις χρησιμοποιεί στον προφορι­ κό και γραπτό του λόγο.

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΥΑΗΣ ΥΠΟΜΝΉΣΕΙΣ - ΔΙΑΣΑΦΉΣΕΙΣ - Αν και στο παρόν έργο περιλαμβάνονται, εκτός των φρά­ σεων, λέξεις, επιρρήματα και εύχρηστες δοτικές, το έργο φέρει κατ' οικονομίαν τον τίτλο Λεξικό αρχαϊοηκών φρά­ σεων.

- Οι φράσεις παρατίθενται στο πολυτονικό σύστημα. - Δίνονται, εφόσον υπάρχουν, άλλες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η φράση ως επιβίωμα. - Γίνεται επισήμανση των εννοούμενων λέξεων στις στερεό­ τυπες φράσεις. - Αναφέρεται, εάν υπάρχει, η αντίστοιχη της ελληνικής λα­ τινική φράση. - Για κάθε φράση ακολουθεί πιστή απόδοση στη νεοελληνι­ κή και, επίσης, η μεταφορική σημασία, αν υπάρχει. Αν η φράση έχει παρερμηνευθεί, επισημαίνεται η παρερμηνεία. - Για κάθε φράση δίνεται και ένα παράδειγμα, το οποίο έχει αντληθεί από την καθημερινή χρήση της γλώσσας. - Σε μερικές φράσεις, οι οποίες δίνουν ένα πλήρες νόημα, δεν δίνονται παραδείγματα. Αυτές βέβαια είναι ελάχιστες. - Στις περισσότερες φράσεις αναφέρεται και η προέλευση τους. - Επισημαίνονται οι φράσεις ξενικής προέλευσης. - Παρατίθενται φράσεις που σπανίζουν ή έχουν πέσει σε α­ χρηστία, για όσους από τους αναγνώστες επιθυμούν να τις γνωρίζουν.

- Στο τέλος του ελληνικού λημματολογίου ακολουθεί ευρετή­ ριο λατινικών φράσεων. Σ' αυτό είναι συγκεντρωμένες αλ­ φαβητικά μόνο εκείνες οι στερεότυπες φράσεις της λατινι­ κής που παρεμβάλλονται στο ελληνικό λημματολόγιο και για τις οποίες υπάρχει αντίστοιχη ελληνική. Εννοείται ότι δεν παρεμβάλλονται οι κατεξοχήν λατινικές στερεότυπες φράσεις. - Θα ήταν πρέπον -όπως επισημαίνει ο Αδ. Κοραής- να χρη­ σιμοποιούν οι αναγνώστες, κυρίως στον γραπτό λόγο, τις φράσεις ακριβώς όπως διατυπώνονται. Δεν πρέπει πολύ περισσότερο -αυτό ισχύει και για τον προφορικό λόγονα τις εκδημοτικίζουν.

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ΟΡΩΝ αντίθ.

αντίθετος, -η, -ο

αριθμ.

αριθμός

αριθμητ.

αριθμητικό

μτχ· μυθολ.

μετοχή

βλ.

βλέπε

ουδ.

ουδέτερο

βραχ.

βραχυγραφία

ουσ.

ουσιαστικό

γεν.

γενική

παθ.

παθητική φωνή

γέν.

γένος

παρακ.

παρακείμενος

δηλ.

δηλαδή

παρερμ.

παρερμηνεία

δημ.

δημοτική

περσ.

περσικός, -ή, -ό

δωρ.

δωρικός, -ή, -ό

πληθ.

πληθυντικός

ειδ.

ειδικός, -ή, -ό

πρβλ.

παράβαλε

ενεργ.

ενεργητικό

προσδ.

προσδιορισμός

ενεστ.

ενεστώτας

προστ.

προστακτική

ενν.

εννοείται

π-χ·

παραδείγματος

επέκτ.

επέκταση

επίθ.

επίθετο

ρ·

ρήμα

επίρρ.

επίρρημα

σελ.

σελίδα

ερώτ.

ερώτηση

συγκρ.

συγκριτικός

κατηγ.

κατηγορούμενο

συν.

συνήθως

κ.λπ.

και λοιπά

συνηρ.

σ υ ν η ρ η μ έ ν ο ς , - η , -ο

κτλ.

και τα λοιπά

σύνδ.

σύνδεσμος

κυριολ.

κυριολεκτικά

συντακτ.

συντακτικά

λ.

λέξη

συνών.

συνώνυμος, -η, -ο

λατ.

λατινικός, -ή, -ό

τ.

τόμος

μ.

μέτρο

ταυτ.

ταυτόσημος, -η, -ο

μεσαίων.

μεσαιωνικός, -ή, -ό

υποκ.

υποκείμενο

μετάφρ.

μετάφραση

φρ.

φράση

μτφ.

μεταφορικά μυθολογία

χάριν

Πίνακας συμβόλων

/ / δηλώνει ότι η σ η μ α σ ί α π ο υ ακολουθεί ύ σ τ ε ρ α α π ό το σύμβολο α υ τ ό είναι κ α τ ά τ ι δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ή α π ό την π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η . * δηλώνει συνήθως άλλη μορφή με την οποία εμφανίζεται η φράση. Άλλοτε δηλώνει το ρήμα π ο υ εννοείται ή το προσδιοριζόμενο ου­ σιαστικό που παραλείπεται. Κάποιες φορές επίσης χρησιμοποιεί­ ται για να δηλώσει τη γραμματική α ν α γ ν ώ ρ ι ση ενός τύπου.

ΛΗΜΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

Α άβδηριτικώ τρόπφ*

-

με τ ρ ό π ο α β δ η ρ ι τ ι κ ό με σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά Α ­ -

βδηρίτη // με τρόπο ανόητο με τ ρ ό π ο ευήθη // με ματαιόδοξη συμπεριφορά. Π . χ . Μ ί λ η σ ε γ ι α τ α π λ ο ύ τ η τ ο υ άβδηριτικώ τρόπω. Οι Αβδηρίτες ( α π ό τα Αβδηρα της Θράκης) έμειναν παροιμιώδεις για τη ματαιοδοξία τους και κυρίως για τη μωρία και την επιπολαιότητα τους. Η ιατορία διαφύλαξε πολλά ανέκδοτα με πρωταγωνιστές Αβδη­ ρίτες. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Διογένη προς τους Α­ βδηρίτες με τη φ ρ ά σ η «κλείσατε Πύλην», με την οποία σάρκαζε τη με­ γάλων διαστάσεων πύλη τους, και επισήμαινε τον φόβο μήπως «διαφύ­ γει» διαμέσου της πύλης ολόκληρη η π ό λ η τους. Στους Αβδηρίτες οφεί­ λεται και η φ ρ ά σ η «περί όνου σκιάς». Βλ. και «περί δνου σκιάς». * Ή ως επίρρ. «άβδηριτικώς». -

άβιος βίος βλ.: «βίος αβίωτος». άβίωτον πεποίηκε τόν βίον βλ.: «βίος αβίωτος». -

αβρόχοις ποσί(ν) * μ' άβρεχτα πόδια χωρίς να βραχούν τα πό­ -

-

-

δια με σ τ ε γ ν ά π ό δ ι α // (μτφ.) χ ω ρ ί ς μ ό χ θ ο χωρίς κ ό π ο // χωρίς ηθικές, οικονομικές ή άλλες συνέπειες // τελείως ανώδυνα. Λέγεται για κάποιον που πραγματοποιεί έναν σκοπό χωρίς να καταβάλει την απαιτούμενη προσπάθεια ή χωρίς να υπάρξουν συνέπειες γι' αυτόν. Στη νεοελληνική αποδίδεται με τη φράση «χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι του». Π.χ. Χ ά ρ η σ τ η β ο ή θ ε ι α τ ο υ θ ε ί ο υ τ ο υ , έ φ τ α σ ε αβρόχοις ποαί σ ε ανώτερα αξιώματα. Η στερεότυπη α υ τ ή φ ρ ά σ η προέρχεται α π ό το περιστατικό της διέλευ­ σης της Ερυθράς Θάλασσας α π ό τον Μωυσή με τις εξακόσιες χιλιάδες Εβραίους, καταδιωκόμενους α π ό τον Φ α ρ α ώ , οπότε με θαύμα του Μωυ­ σή χωρίστηκε η θάλασσα στα δύο και οι Εβραίοι μπόρεσαν να περά­ σουν «διά θαλάσσης έν μέσω ξηράς» χωρίς να βρέξουν ούτε τα πόδια τους. Πρβλ. Έ ξ ο δ . , ΙΑ'.

19

Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Γρηγεντίου Τέφρων Αίάλεξιςμετά Ιουδαίου, Ερβάν τούνομα, Ρ.Ο., 86 , 772, Β: «ει όέ και τά θ α ύ μ α τ α , ά π ε ρ εΐρηκας δτι πεποίηκεν ό Θεός διά Μωσέως και ' Ηλίου, τελειότη­ τ α α ρ ε τ ή ς τ α ϋ τ α ή γ ή , λοιπόν κ α ι έ ξ α κ ό σ ι α ι έ κ ε ϊ ν α ι χιλιάδες, α ί τ ή ν ' Ερυθράν θάλασσαν αβρόχοις ποσί διαπεράσασαι». Επίσης πρβλ. Ιω­ άννου μονάχου Κανών της Αναλήψεως, ειρμός ωδής α': «τω Σωτήρι Θεω, τω έν θαλασσή λαόν, ποσίν αβρόχοις όδηγήσαντι, και Φαραώ πανσ τ ρ α τ ι ά κ α τ α π ο ν τ ί σ α ν τ ι , αϋτψ μόνω
"Αβρωνος βίος· ζωή όπως αυτή του Αβρωνα // (μτφ.) πολυδάπανη ζωή- ά σ ω τ η ζωή. Π.χ. Α π ό τ ό τ ε π ο υ κ έ ρ δ ι σ ε τ η ν κ λ η ρ ο ν ο μ ι ά ζει Άβρωνος βίον. Ο Αβρών ή τ α ν διάσημος γ ι α τα πλούτη του και την άσωτη ζ ω ή του. Ζούσε πολυτελώς στο Αργός. Πρβλ. Αεξ. Σούδα.

άβυδηνόν έπιφόρημα*· αβυδηνή προσφορά // (μτφ.) ασεβής πρά­ ξη // άκαιρη ενέργεια. Π.χ.

Του έδωσε άδεια τον χειμώνα

-

αβυδηνόν έπιφόρημα.

Οι κάτοικοι της Αβύδου, μετά τα γεύματα, επέτρεπαν στα παιδιά τους να α ρ π ά ζ ο υ ν τα περισσεύματα και να ενοχλούν τους φιλοξενούμενους συνδαιτημόνες. Βλ. Ηροδ., Ε' 117, Ζ' 43-45. Βλ. επίσης Μ. Ιατρού Πόθεν και διατί, σελ. 4. * Ή «έπιρρόφημα». -

άβυσσος αβυσσον επικαλείται μια μεγάλη ποσότητα νερού φέρνει μια άλλη // (μτφ.) ένα λάθος φέρνει ά λ λ α λάθη // κάτι πολύ μεγάλο αντιστοιχεί σε άλλο παρόμοιο. Π.χ. Γ ι α ν α π λ η ρ ώ σ ε ι τ ο υ ς τ ο κ ο γ λ ύ φ ο υ ς π ο ύ λ η σ ε τ ο σ π ί τ ι τ ο υ άβυσσος άδνσσον επικαλείται. Βλ. Ψαλμ., ΜΑ' 8. Λατ.: «3ον33ΐΐδ 3ογ5δΐιπι ϊηνοο3ί». -

-

άβυσσος ή ψυχή του άνθρωπου* η ψυχή του ανθρώπου δεν έχει τέρμα.

Π.χ. Δ ε ν ξ έ ρ ο υ μ ε π ώ ς θ' α ν τ ι δ ρ ά σ ε ι

-

άβυσσος η ψυχή του ανθρώ­

που. * Ή «της γυναικός».

αγαθά Κιλίκων* αγαθά όμοια με των Κιλίκων // (μτφ.) αγαθά προερχόμενα α π ό προδοσία // πλούτος που προήλθε με ανέντιμο τρόπο. Π.χ. Π ρ ά γ μ α τ ι έχει ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή δ υ ν α τ ό τ η τ α α λ λ ά αγαθά Κιλί­ κων. Η φ ρ ά σ η προήλθε α π ό το γεγονός της προδοσίας της Μιλήτου της Κιλικίας α π ό κάποιον Μιλήσιο στους Πέρσες. * Ενν.: «έχει». -

αγαθόν τό έξομολογείσθαι τίμια (είναι) η ομολογία των αμαρτη­ μ ά τ ω ν // η θ ι κ ή η ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η // ε π ω φ ε λ ή ς η ε κ μ υ σ τ ή ρ ε υ σ η . Π.χ. Κ α λ ύ τ ε ρ α να τ ο υ τα π ε ι ς ό λ α , δ ι ό τ ι αγαθόν το έξομολογεί­ σθαι. Πρβλ. Ψαλμ. )Α', 1: « Α γ α θ ό ν τό έξομολογείσθαι τφ Κυρίω κ α ι ψάλλειν τφ ονόματι Σου, "Υψιστε, του άναγγέλλειν τό π ρ ω ί τό έλεος Σου και τήν άλήθειάν Σου κ α τ ά νύκτα έν δεκαχόρδω ψαλτηρίω μετ' ωδής έν κιθάρα». Η φ ρ ά σ η «αγαθόν τό έξομολογείσθαι τφ Κυρίω» σημαίνει ότι είναι επωφελές και ηθικό να δοξολογεί κάποιος τον Θεό. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Γιάννη Τσαρούχη Αγαθόν το έξομολο­ γείσθαι, εκδ. Καστανιώτης. -

άγαμεμνόνεια φρέατα φρέατα του Αγαμέμνονα // (μτφ.) μεγά­ λα δημόσια έργα. Π.χ. Αγαμεμνόνεια φρέατα ε ξ ή γ γ ε ι λ ε π ά λ ι ο υ π ο υ ρ γ ό ς ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. Φράση που προέρχεται α π ό τα μεγάλα έργα του Αγαμέμνονα, βασιλιά των Μυκηνών. Επρόκειτο κυρίως για φ ρ έ α τ α που κατασκευάστηκαν στην Αυλίδα. -

άγαμος γάμος γάμος που δεν είναι γάμος // ολέθριος γάμος. Π.χ.

Δεν τα π η γ α ί ν ο υ ν κ α λ ά οι νεόνυμφοι

-

άγαμος γάμος.

Πρβλ. Ευριπ. Ελ., 678: «καταστένει γάμον άγαμον αίσχύνα». -

αγαπάτε αλλήλους αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Λέγεται για να τονιστεί η α ν ά γ κ η γ ι α φιλική διάθεση, συμφιλίω­ ση και αφοσίωση μεταξύ των ανθρώπων.

Π.χ. Για να κ υ ρ ι α ρ χ ή σ ε ι ειρήνη στον κόσμο, π ρ έ π ε ι να ε π ι κ ρ α ­ τ ή σ ε ι το αγαπάτε αλλήλους. Η φράση ειπώθηκε α π ό τον Ιησού Χριστό και αποτελεί τη βάση της διδασκαλίας Του. Πρβλ. Ιω., ΙΕ' 12: «αΰτη εστίν ή εντολή ή έμή, ίνα α γ α π ά τ ε αλλήλους καθώς ή γ ά π η σ α υμάς» και Ιω., ΙΕ' 17: «ταύτα εντέλλομαι ύμίν, ίνα α­ γ α π ά τ ε αλλήλους». Λατ.: «3ΐτΐ3ΐ6 αΐίιΐδ 3ΐϊιιπι». -

αγέλαστος πέτρα αγέλαστη πέτρα // (μτφ.) λυπηρός θλιβερός // -

δυσάρεστος. Π.χ.

Α υ τ ό ς ο υ π ά λ λ η λ ο ς είναι

αγέλαστος πέτρα.

Η φ ρ ά σ η προήλθε α π ό τον θρήνο της θεάς Δήμητρας για την α ρ π α γ ή της Περσεφόνης σε μια π έ τ ρ α στην Ελευσίνα. -

αγνότερος πηδαλίου πιο αγνός και από το πηδάλιο // (μτφ.) πολύ α γ ν ό ς ά ν θ ρ ω π ο ς // ειλικρινής. Π . χ . Δ ε ν π ρ έ π ε ι ν α τ ο έ κ α ν ε α υ τ ό ς , δ ι ό τ ι είναι

αγνότερος πηδα­

λίου. Είναι πολύ πιθανόν η φράση να συσχετίζεται με το φυτό «πηδάλιο». -

άγνωστοι αί βουλαί του υψίστου * άγνωστες οι θελήσεις του -

-

Θ ε ο ύ ά γ ν ω σ τ ε ς ο ι σ κ έ ψ ε ι ς τ ο υ Θ ε ο ύ / / ( μ τ φ . ) ε ί ν α ι α β έ β α ι ο εί­ ναι άγνωστο. Η φ ρ ά σ η χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι γ ι α ν α τ ο ν ι σ τ ε ί η α β ε β α ι ό τ η τ α τ ο υ μέλ­ λοντος και η α δ υ ν α μ ί α του α ν θ ρ ώ π ο υ να γνωρίζει ή έστω να προσεγγίζει με τη σκέψη του α υ τ ό π ο υ ο Θεός προορίζει γι' αυ­ τόν. Π . χ . Άγνωστοι αι

βουλαί του υψίστου για το μ έ λ λ ο ν τ ω ν λ ι μ ο κ τ ο -

νούντων του τρίτου κόσμου. * Ή «Κυρίου». -

άγνωστος γη άγνωστη γη // (μτφ.) ανεξερεύνητο ζήτημα. Π.χ. Δ ε ν γ ν ω ρ ί ζ ε ι τ ο θ έ μ α

-

ό λ α α υ τ ά ε ί ν α ι γ ι ' α υ τ ό ν άγνωστος

γη. Αατ.: «Ιθΐΐ3 ίηοο§ηίΐ3». -

αγνώστω Θεώ στον άγνωστο Θεό στον μη δυνάμενο να γνωσθεί ( α π ό τον ά ν θ ρ ω π ο ) Θεό.

-

Λέγεται συνήθως για να τονιστεί η αδυναμία του α ν θ ρ ώ π ο υ να γνωρίζει τον Θεό, το ά ν α ρ χ ο και αιώνιο Πνεύμα. Μερικές φορές η φ ρ ά σ η λέγεται με πνεύμα ειρωνείας και χλευασμού απευθυνό­ μενη σε α ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο υ κηρύττουν νέες θεωρίες, θεολογικές και μη, διαφορετικές α π ό τις καθιερωμένες και πρωτόγνωρες. Π . χ . Α ν α π έ μ π ε ι ε υ χ α ρ ι σ τ ί ε ς τω αγνώστω Θεώ. Η φράση υπήρχε χ α ρ α γ μ έ ν η σε βωμό αφιερωμένο στον άγνωστο θεό, στην κλασική α ρ χ α ι ό τ η τ α , στην Αθήνα. Ό τ α ν ο Απόστολος Παύλος, αργότερα, κήρυξε στην Αθήνα, μερικοί επικούρειοι και στωικοί φιλόσο­ φοι τον οδήγησαν στον Αρειο Π ά γ ο , ως κήρυκα ξένων δαιμονίων. Ό τ α ν είδε α υ τ ή την ε π ι γ ρ α φ ή , είπε στους Αθηναίους: «τον άγνωστο θεό, αυ­ τόν που, αν και δεν γνωρίζετε, κι όμως λατρεύετε, αυτόν σας κηρύτ­ τω». Πρβλ. Πράξ., ΙΖ' 23: «διερχόμενος γ ά ρ και άναθεωρών τά σεβάσματα υμών εύρον καί βωμόν έν ω έ π ε γ έ γ ρ α π τ ο , α γ ν ώ σ τ ω Θεώ. όν σύν άγνοοϋντες εύσεβείτε, τούτον έγώ κ α τ α γ γ έ λ λ ω ύμίν». -

άγομαι καί φέρομαι * καθοδηγούμαι ακούσια κατευθύνομαι πα­ ρασύρομαι άβουλα

-

-

-

εξουσιάζομαι.

Π . χ . Κ ά θ ε τ ό σ ο άγεται και φέρεται α π ό τ ι ς δ η μ ό σ ι ε ς υ π η ρ ε σ ί ε ς . Πρβλ. Ομ. / λ , Ε 484, Πλουτ. Αγηα, Χ 12, Ηροδ., I 88, III 39. * Συνηθίζεται και στην ενεργητική φ ω ν ή (σπανιότερα βέβαια) με την αντίστοιχη σημασία « ά γ ω καί φέρω» (= καθοδηγώ κάποιον, κ ά ν ω κά­ ποιον ό,τι θέλω). Λατ.: «3§ο βΐ &ΓΟ» (με την έννοια του ρ. ά ί π ρ ί ο = λεηλατώ). -

άγροικος σοφία άξεστη σοφία // αφέλεια. Π.χ.

Άγροικος σοφία

η καύση τ ω ν αιρετικών στον Μεσαίωνα,

αν θυμηθούμε την π ε ρ ί π τ ω σ η του Ιωάννου Χουσίου. Πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ., 229ε. -

άγρόν ήγόρασε αγόρασε αγρό // (μτφ.) αδιαφόρησε // παραμέ­ λησε // π ε ρ ι φ ρ ό ν η σ ε . Π.χ. Τ ο υ συνέστησε να μην τρέχει με το αυτοκίνητο, α λ λ ' α υ τ ό ς αγρόν ηγόρασε. Φράση α π ό την π α ρ α β ο λ ή του Μεγάλου Δείπνου. Πρβλ. Λουκά, ΙΔ' 18: «καί ήρξαντο α π ό μιάς παραιτεϊσθαι πάντες, ό πρώτος είπεν αΰτφ· ά­ γρόν ήγόρασα, καί έχω α ν ά γ κ η ν έξελθείν καί ίδεϊν α υ τ ό ν ερωτώ σε έχε με παρητημένον». -

άγρόν τήν πόλιν ποιεί κάνει την πόλη χωράφι //(μτφ.) παρανομεί. Π.χ.

Η αστική τάξη

αγρόν την πόλιν ποιεί.

αγρός του κεραμέως'

χωράφι του κεραμιδά. Η φ ρ ά σ η λέγεται μεταφορικά για οποιοδήποτε υλικό α γ α θ ό (κυ­ ρίως π ε ρ ι ο υ σ ι α κ ό στοιχείο) το ο π ο ί ο έχει ε γ κ α τ α λ ε ι φ θ ε ί . Ιδιαί­ τ ε ρ α γ ι α κ τ ή μ α π ο υ μένει α φ ύ λ α κ τ ο , π ο υ ε ί ν α ι π α ρ α μ ε λ η μ έ ν ο και αναξιοποίητο. Π . χ . Τ ο σ π ί τ ι τ ο υ π α π π ο ύ τ ο υ κ α τ ά ν τ η σ ε αγρός του κεραμέως. Οι αρχιερείς, ύστερα α π ό τη μετάνοια του Ιούόα, α γ ό ρ α σ α ν με τα τριά­ κοντα αργύρια τον «αγρόν του κεραμέως», για να χρησιμεύσει ως τόπος τ α φ ή ς των ξένων Ιουδαίων, που έρχονταν για προσκύνημα στα Ιεροσό­ λυμα. Ο αγρός αυτός ονομάστηκε κατόπιν «αγρός του αίματος». Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 7: «συμβούλιον δέ λαβόντες ήγόρασαν έξ αυτών τόν άγρόν του κεραμέως, εις τ α φ ή ν τοις ξένοις». Πρβλ. επίσης Ματθ., ΚΖ' 10.

άγω εις δίκην οδηγώ στο δικαστήριο· μηνύω. Π.χ. Ό π ο τ ε τ ο υ χ ρ ω σ τ ο ύ ν χ ρ ή μ α τ α , άγει εις δίκην. -

άγω εις πέρας οδηγώ (κάτι) στο τέλος· αποπερατώνω. Π . χ . Π ά ν τ ο τ ε άγει εις πέρας τ ι ς υ π ο θ έ σ ε ι ς τ ο υ . Πρβλ. συνών.: «φέρω εις πέρας». -

άγω καί φέρω βλ.: «άγομαι καί φέρομαι». άγων πρόφασιν οΰ δέχεται*· στον αγώνα δεν υπάρχουν δικαιο­ λογίες- ο α γ ώ ν α ς δ ε ν θέλει π ρ ο φ ά σ ε ι ς . Π.χ. Δ ε ν είναι λ ό γ ο ς α ν α β ο λ ή ς α υ τ ό ς Αρχαία παροιμία π ο υ λεγόταν συχνά. Πρβλ. Πλάτ. Νόμοι, 751α και Κρατ., 421α. * Ή «ούκ επιδέχεται».

αγώνπρόφασιν ου δέχεται.

άδαμιαία περιβολή· βλ.: «έν άδαμιαία περιβολή». -

άδηλα καί κρύφια άδηλα και απόκρυφα αφανή και ανομολό­ -

-

γ η τ α α φ α ν έ ρ ω τ α κ α ι α π ρ ό σ ι τ α / / ά δ η λ α κ α ι μ υ σ τ η ρ ι ώ δ η (ενν. της σ ο φ ί α ς του Θεού). Π.χ. Τ ο υ δ ι η γ ή θ η κ ε τα

άδηλα και κρύφια τ η ς π ρ ο σ ω π ι κ ή ς τ ο υ

ζωής. Πρβλ. Ψαλμ,, Ν' 8: «ίδοϋ γ ά ρ άλήθειαν ήγάπησας, τά άδηλα κ α ί τά κρύφια τής σοφίας σου έδήλωσάς μοι».

αδήριτος ανάγκη Π.χ.

-

επιτακτική ανάγκη.

Η σ τ ρ ά τ ε υ σ η σου είναι

άδιάψευστον τεκμήριον

αδήριτος ανάγκη.

-

αδιάψευστη απόδειξη αναμφισβήτητη

απόδειξη. Π.χ.

Η

φωτογραφία

αυτή

είναι

άδιάψευστον τεκμήριον.

-

αδιάψευστος μάρτυς αναμφισβήτητος μάρτυρας μάρτυρας που -

δεν ε π ι δ έ χ ε τ α ι κ α μ ί α δ ι ά ψ ε υ σ η . Π.χ.

Παρουσιάστηκε

τότε

ως

αδιάψευστος μάρτυςο τ ρ ο χ ο ν ό μ ο ς .

άδυτον άδυτων απρόσιτο απ' τα απρόσιτα ολωσδιόλου απρόσι­ -

-

-

-

το αδιαπέραστο άβατο // μυστικό απόκρυφο. Π.χ. Το σ π ί τ ι δ ι α π ι σ τ ώ θ η κ ε ό τ ι ή τ α ν το άδυτον των αδύτωνττ\ς μυστικής οργάνωσης. «Αδυτο άδυτων», δηλαδή ολωσδιόλου άβατον, λέγεται το πιο εσωτερι­ κό μέρος του ναού, στο οποίο απαγορεύεται η είσοδος των πιστών. Σ' αυτό επιτρέπεται μόνο η π α ρ α μ ο ν ή των ιερέων. Πολλές φορές, για έμφαση, χρησιμοποιείται και ο πληθ.: «τά άδυτα των άδυτων». -

άεί γάρ εύ πίπτουσιν οί Διός κύβοι βλ.: «άείτρίςέξπίπτουσιν οί Διός κύβοι». -

άείποτε πάντοτε αιώνια οποτεδήποτε. -

-

Π.χ. Η χ ώ ρ α αείποτε έ π α ι ζ ε π ρ ω τ ε ύ ο ν τ α ρ ό λ ο σ τ ι ς ε ξ ε λ ί ξ ε ι ς . -

άεΐ τά πέρυσι βελτίω * πάντοτε τα περσινά (είναι) καλύτερα. Η φ ρ ά σ η λέγεται ( ό π ω ς κ α τ ά τα α ρ χ α ί α χ ρ ό ν ι α έτσι και σήμε­ ρα) γ ι α εκείνους που στο παρελθόν είχαν οικονομική ευεξία και κατόπιν περιέπεσαν σε δυστυχία. Π.χ. Φ έ τ ο ς α ν τ ι μ ε τ ω π ί ζ ε ι ι δ ι α ί τ ε ρ α ο ι κ ο ν ο μ ι κ ά π ρ ο β λ ή μ α τ α αεί τα πέρυσι βελτίω. * Πρβλ. τη νεότερη φράση: «κάθε πέρσι και καλύτερα». -

-

άεί τρις έξ πίπτουσιν οί Διός κύβοι (κατά λέξιν) πάντοτε οι τρεις κύβοι τ ο υ Δία φέρνουν εξάρες // (μτφ.) έχει π ά ν τ ο τ ε την εύνοια του Θεού ή της τύχης.

Π.χ. Π ώ ς να μ η ν κ ε ρ δ ί σ ε ι , α φ ο ύ αεί τρις εξ πίπτουσιν οι Διός κύβοι; Η φ ρ ά σ η συναντάται και με τη μορφή: «άεί γ ά ρ εΰ πίπτουσιν οί Διός κύβοι». Κατά τον Μ. Ιατρού, η μορφή α υ τ ή αντιστοιχεί με τη νεότερη « π ά ν τ α έν σοφία έποίησεν ό Θεός». Βλ. Μ. Ιατρού Πόθεν και διατί, σελ. 15.

αελπτον ουδέν τίποτα το ανέλπιστο (ενν. δεν υπάρχει)· καθόλου απροσδόκητο. Π.χ. Τ ο κ ό μ μ α τ η ς α ξ ι ω μ α τ ι κ ή ς α ν τ ι π ο λ ί τ ε υ σ η ς κ έ ρ δ ι σ ε τ ι ς ε ­ κλογές· άελπτον ουδέν. Πρβλ.: Σοφ. Αίας, 648. -

αέρα δέρεις γδέρνεις τον αέρα // (μτφ.) χτυπάς τον αέρα // ματαιοπονείς. Π . χ . Ο φ ί λ ο ς σ ο υ κ ά θ ε μ έ ρ α σ τ ο χ ρ η μ α τ ι σ τ ή ρ ι ο αέρα δέρει. Πρβλ. Παύλου Α προς Κορινθίους, Θ' 26. Πρβλ. συνών.: «αέρα τύπτεις».

αέρα τΰπτεις· χτυπάς τον αέρα // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Αέρα τύπτει η κ υ β έ ρ ν η σ η π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς να μ ε τ α π ε ί σ ε ι τ ο υ ς απεργούς. Πρβλ. συνών.: «αέρα δέρεις». -

άεργοίς αίέν έορτά * για τους (εκούσια) άνεργους (είναι) πάντοτε γιορτή. Π.χ. Π ά λ ι β ό λ τ ε ς κ ά ν ε ι ς · β έ β α ι α αεργοίς αιέν εορτά. Πρβλ. Θεοκρ. Ειδ., Συρακόσ., XV 26. * Συναντάται και με τη μορφή: «άργοϊς άεί π ο θ ' εορτή».

άετόν ϊπτασθαι διδάσκεις; μαθαίνεις στον αετό να πετά; Η φ ρ ά σ η λέγεται για κ ά π ο ι ο ν π ο υ π ρ ο σ π α θ ε ί να διδάξει σε κά­ ποιον κάτι, π ο υ όμως το γνωρίζει πολύ καλά. Π.χ. Ε ν ώ ε ί ν α ι τ ρ ι ά ν τ α χ ρ ό ν ι α ο δ η γ ό ς , τ ο υ λέει τ ι ν α κ ά ν ε ι αε-

τόν ίπτααθαι διδάσκει; Πρβλ. συνών.: «δέλφινα νήχεσθαι διδάσκεις;».

αετός έν νεφέλαις· αετός στα σύννεφα // (μτφ.) πράγμα πανεύκο­ λο // ε π ό μ ε ν ο ή φ υ σ ι κ ό . Π.χ. Π έ ρ α σ ε τ ι ς ε ξ ε τ ά σ ε ι ς ·

αετός εν νεφέλαις.

αετός θρίπας όρά"

ο α ε τ ό ς βλέπει σκουλήκια // (μτφ.) βλέπει περι-

φ ρ ο ν η τ ι κ ά ' είναι υ π ε ρ ό π τ η ς . Π.χ. Τ η ς φ ε ρ ό τ α ν π ε ρ ι φ ρ ο ν η τ ι κ ά

-

αετός θρίπας ορά.

-

αετός μυίας ού θηρεύει ο αετός μύγες δεν κυνηγά // (μτφ.) οι μεγάλοι δεν ασχολούνται με μικρές υποθέσεις. Π.χ. Ο δ ι κ η γ ό ρ ο ς α υ τ ό ς δ ε ν π ι σ τ ε ύ ω ότι θ α α ν α λ ά β ε ι τ η ν υ π ό θ ε σ η σ ο υ , δ ι ό τ ι αετός μνίας ου θηρεύει. -

άετοϋ γήρας κορύδου νεότης αετού γηρατειά (που μοιάζουν με) κορυδαλλού νιάτα. Π.χ. Έ χ ε ι τ η ν ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή δ υ ν α τ ό τ η τ α ν α τ α ξ ι δ ε ύ ε ι , π α ρ ά τ η ν ηλικία

του

-

αετού

γήρας

-

κορύδου

νεότης.

άθύρωτον στόμα στόμα χωρίς θύρα στόμα χωρίς φραγμούς // -

(μτφ.) φ λ ύ α ρ ο ς // αθυρόστομος. Π.χ. Ο σ υ ν ά δ ε λ φ ο ς τ ο υ , αθύρωτον στόμα, ή τ α ν η α ι τ ί α τ η ς π α ­ ρεξήγησης. Πρβλ.: «άπύλωτον οτόμα». -

αθώα περιστερά * αθώο περιστέρι // (μτφ.) αθώος, όπως το περι­ -

-

στέρι ανήξερος ανίδεος. Με τη φράση αυτή χαρακτηρίζεται κάποιος που παρουσιάζεται ω ς α θ ώ ο ς , ό π ω ς ένα περιστέρι, α λ λ ά π α ρ ' όλα α υ τ ά κρύβει ενο­ χή για κάτι επιλήψιμο. Π.χ. Κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο υ τ ο υ κ α τ α λ ο γ ί ζ ο ν τ α ι ε υ θ ύ ν ε ς , π α ρ ι σ τ ά ν ε ι την αθώαν περιστεράν. Πρβλ. συνών.: «λευκή περιστερά». * Συνήθως στη φράση: «παριστάνει την αθώαν περιστεράν» ή «υπο­ κρίνεται την α θ ώ α ν περιστεράν». -

αίάντειος γέλως * (μτφ.) παράφορο γέλιο παράλογο γέλιο γέλιο -

-

τρελού. Π.χ. Μ ε τ ά τ η ν α ν ά γ ν ω σ η τ η ς δ ι α θ ή κ η ς , τ ο ν κ α τ έ λ α β ε αιάντειος γέλως. Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα, τα ό π λ α του δόθηκαν στον Οδυσσέα και όχι στον Αίαντα τον Τελαμώνιο, ό π ω ς αυτός περίμενε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραφρονήσει ο Αίας και να αρχίσει να γελά π α ρ ά ­ λογα. Πρβλ. Σοφ. Αίας. * Και «αίάντιος γέλως».

αί γενεαί πάσαΐ"

ό λ ε ς οι γ ε ν ι έ ς ( τ ω ν α ν θ ρ ώ π ω ν ) / / ό λ ο ι οι ά ν θ ρ ω ­

ποι. Π.χ. Το π ν ε υ μ α τ ι κ ό τ ο υ έ ρ γ ο θα το θ υ μ ο ύ ν τ α ι αι γενεαί πάοαι. Πρβλ. Ματθ., Α' 17. -

αϊγιαλφ λαλεί μιλάει στην ακρογιαλιά//απευθύνεται στο πουθενά // ματαιοπονεί. Π.χ. Αιγιαλώ λαλεί, αν ν ο μ ί ζ ε ι ό τ ι η ε φ ο ρ ί α θα τ ο υ μ ε ι ώ σ ε ι τ ο ν φόρο. -

Αιγιστέου πήδημα άλμα του Αιγιστέου// (μτφ.) πράξη αυτοθυσίας -

υπέρ του κοινού συμφέροντος αυταπάρνηση. Π.χ. Αιγιστέου πήδημα η π ρ ά ξ η τ ο υ π υ ρ ο σ β έ σ τ η . Σύμφωνα με έναν χρησμό, ένα μεγάλο χάσμα στη Φρυγία θα έκλεινε, μόνο εάν ο βασιλιάς της Μίδας έριχνε ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Π α ρ ά τις ποσότητες χρυσού π ο υ έριξε, δεν κατάφερε τίποτε. Ό μ ω ς ο γιος του Αιγιστέας κατάλαβε τη σημασία του χρησμού, έπεσε στο χ ά σ μ α και έσωσε τη χώρα δίνοντας τη ζωή του, αφού αυτό ύστερα α π ό λίγο έκλεισε. -

αιδήμων οιγή * ένοχη σιωπή σιγή ντροπής. -

Π . χ . Σ τ η ν α π α γ γ ε λ ί α τ ο υ κ α τ η γ ο ρ η τ η ρ ί ο υ ε τ ή ρ η σ ε αιδήμονα σιγήν. * Συνήθως στη φράση: «τηρεί αιδήμονα σιγήν». -

αιδώς Αργείοι (κατά λέξη) ντροπή Αργείοι // ντροπή σας λίγη ντρο­ -

-

πή (χρειάζεται) δείξτε σεβασμό. Η φ ρ ά σ η λ έ γ ε τ α ι α π ό κ ά π ο ι ο ν π ο υ θέλει ν α ε κ φ ρ ά σ ε ι τ η ν α γ α ­ ν ά κ τ η σ η τ ο υ γ ι α κ ά τ ι π ο υ έγινε. Π.χ. Ό λ ο ι ο ι β ο υ λ ε υ τ έ ς , χ ω ρ ί ς ε ξ α ί ρ ε σ η , ψ ή φ ι σ α ν α ύ ξ η σ η τ ω ν α π ο δ ο χ ώ ν τ ο υ ς - αιδώς Αργείοι. Πρβλ. Ομ. Ιλ, Ε 787, Ο 502.

αίέν άριστεύειν πάντοτε ν' αριστεύετε· πάντοτε να είστε εξαίρε­ τοι. Π.χ. Ε κ τ ό ς α π ό τις σ π ο υ δ έ ς σας, θ α π ρ έ π ε ι κ α ι στις α θ λ η τ ι κ έ ς σ α ς ε π ι δ ό σ ε ι ς αιέν άριστεύειν. Την παροιμιώδη φ ρ ά σ η είπε ο Γλαύκος στον Διομήδη. Πρβλ. Ομ. Ιλ., Ζ 208: «αίέν άριστεύειν καί ύπείροχον έμμεναι άλλων». Η φ ρ ά σ η υ π ά ρ ­ χει στο έμβλημα του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας και στη ση­ μαία του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών (ΣΕΟ).

αίέν ΰψικρατείν

να εξουσιάζετε π ά ν τ ο τ ε στους αιθέρες.

Η φ ρ ά σ η δεν είναι εύχρηστη. Κοσμεί τη σημαία του Γενικού Επιτελείου Α ε ρ ο π ο ρ ί α ς (ΓΕΑ).

αί ήμέραι πονηραί είον οι ημέρες είναι ύπουλες // (μτφ.) η χρονική περίοδος π ο υ είναι γ ε μ ά τ η σ κ ά ν δ α λ α , εξαιτίας κ ά π ο ι ο υ ε π ι κ ρ α ­ τούντος κακού. Π.χ. Α υ ξ ή θ η κ α ν τα κ ρ ο ύ σ μ α τ α χ ρ η μ α τ ι σ μ ο ύ τ ω ν υ π α λ λ ή λ ω ν αι ημέραι

πονηραί

εισι.

Πρβλ. Παύλου Προς Εφ., Ε' 16.

αίθίοπα σμήχεις·* καθαρίζεις (λευκαίνεις) τον Αιθίοπα // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς να τ ο ν μ ε τ α π ε ί σ ε ι ς αιθίοπα σμήχεις. Πρβλ. ουνών.: «αίθίοψ οΰ λευκαίνεται». * Ή « α ί θ ί ο π α λευκαίνεις».

αίθίοψ οΰ λευκαίνεται· ο Αιθίοπας δεν ασπρίζει // μην προσπαθείς μάταια. Π.χ. Α δ ύ ν α τ ο ν να ι σ ι ώ σ ε ι ο ά ξ ο ν α ς ·

αιθίοψ ου λευκαίνεται.

Πρβλ. αυνών.: « α ί θ ί ο π α σμήχεις».

αινείτε τον Κύριον δοξολογείτε τον Κύριο· δοξάζετε τον Θεό- υ­ μνείτε τ ο ν Θεό. Π.χ. Γ ι α ό,τι μ έ χ ρ ι τ ώ ρ α έ χ ε τ ε , αινείτε τον Κύριον. Η φ ρ ά ο η αυναντάται στους «αίνους». Είναι τροπάρια της Εκκλησίας εισαγόμενα με τη στερεότυπη φράση: «αινείτε τόν Κύριον», που ψάλλονται λίγο πριν α π ό τη Δοξολογία. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΙΣΤ' 1: «αινείτε τόν Κύριον, π ά ν τ α τά έθνη, επαινέσατε αυτόν, πάντες οί λαοί», Ρ Μ Σ Τ ' 1: «αινείτε τόν Κύριον, ότι α γ α θ ό ν ψαλ­ μός». Επίσης Ρ Μ Η ' 1, 7, Ρ Ν ' 1.

αί πληγαί του Φαραώ' τα πλήγματα του Φαραώ· οι πληγές του Φ α ρ α ώ // (μτφ.) κ τ υ π ή μ α τ α δυσβάσταχτα. Π.χ. Μ ε ί ω σ η τ η ς α γ ο ρ α σ τ ι κ ή ς α ξ ί α ς τ ο υ χ ρ ή μ α τ ο ς , π λ η θ ω ρ ι σ μ ό ς , ανεργία

-

αι

πληγαί

Πρβλ. Έξοδ., Ζ - Θ'.

του

Φαραώ.

αίρω νίκην

κερδίζω νίκη. Π.χ. Το κ ό μ μ α τ η ς α ξ ι ω μ α τ ι κ ή ς α ν τ ι π ο λ ί τ ε υ σ η ς εκλογές.

ήρε νίκην σ τ ι ς

αίρω την αϋλαίαν σηκώνω την αυλαία // τραβώ το κάλυμμα // -

-

(μτφ.) α π ο κ α λ ύ π τ ω φ α ν ε ρ ώ ν ω ξεσκεπάζω. Π.χ. Ο έ φ ο ρ ο ς ήρε την αυλαίαν των ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν τ ω ν β ι ο μ η χ ά ­ νων. Πρβλ. αντίθ.: « κ α τ α π ε τ α ν ν ύ ω τήν αϋλαίαν». -

αίσιμον ήμαρ μοιραία ημέρα. Π.χ. Αίσιμον ήμαρ

η 28η Οκτωβρίου γ ι α τους Ιταλούς.

αίσχρόν έστι καί λέγειν είναι ντροπή ακόμη και να το αναφέρω // είναι π ο λ ύ α ι σ χ ρ ό . Π . χ . Να σ ο υ πω α κ ρ ι β ώ ς τι ε ί π ε ; Αισχρόν εστι και λέγειν. Πρβλ. Παύλου Προς Εφ., Ε' 12: «τά γ ά ρ κρυφή γινόμενα ύ π ' αυτών α ί σ χ ρ ό ν έστι καί λέγειν».

αιτείτε καί δοθήοεται ύμϊν ζητάτε και θα σας δοθεί. Π.χ. Ζήτησε τ ο υ α ύ ξ η σ η αιτείτε και δοθήοεται -

νμίν. Πρβλ. Ματθ., Ζ' 7: «αιτείτε καί δοθήοεται ύμϊν, ζητείτε καί εύρήσετε, κρούετε κ α ί άνοιγήσεται ύμϊν». -

αίτησις χάριτος ζήτηση χάρης. Π.χ. Η αίτησις χάριτος κ α τ α τ έ θ η κ ε α π ό τ ο ν β α ρ υ π ο ι ν ί τ η σ τ η ν Προεδρία της Δημοκρατίας. Η φ ρ ά σ η συνηθίζεται στη νομική γλώσσα και έχει σχεδόν εκδημοτικιστεί. Π.χ. Κατέθεσε αίτηση χάριτος. -

αιχμή του δόρατος η μυτερή άκρη του ακοντίου //(μτφ.) το πλεο­ ν έ κ τ η μ α / / τ ο ι σ χ υ ρ ό τ ε ρ ο σημείο. Π.χ. Η α μ υ ν τ ι κ ή θ ω ρ ά κ ι σ η τ ω ν ν η σ ι ώ ν μ α ς ε ί ν α ι η δόρατος σε

αιχμή του

περίπτωση πολέμου. -

αιωνία ή μνήμη αιώνια (ας είναι) η ανάμνηση. Π.χ. Κ α ι γ ι α τ ο ν π α τ έ ρ α σ ο υ ε ύ χ ο μ α ι αιωνία η μνήμη τ ο υ . Η φράση δηλώνει ευχή. Πρβλ. νεκρώσιμη ακολουθία.

αιωνία πόλις·

α ι ώ ν ι α πόλη· η Ρώμη.

αίώνιον σκότος· αιώνιο οκοτάδι // η τυφλότητα· η κατάσταση του τ υ φ λ ο ύ // (μτφ.) ο θάνατος. Π.χ. Ξ η μ ε ρ ώ μ α τ α τ ο ν β ρ ή κ ε το αιώνιον σκότος.

άκακον άρνίον άκακο αρνί // (μτφ.) άκακος· αγαθός // αθώος. Π.χ.

Ό π ω ς ήταν φυσικό,

άκακον αρνίον ο κ α τ η γ ο ρ ο ύ μ ε ν ο ς α­

θωώθηκε. -

άκίχητα διώκει επιδιώκει τα ακατόρθωτα // ματαιοπονεί. Π.χ.

Ακίχητα διώκεις π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς να β ρ ε ι ς χ ρ ή μ α τ α . -

άκουε πολλά, λάλει καίρια μπορείς ν' ακούς πολλά, αλλά (όταν μιλάς) να μιλάς την ώ ρ α π ο υ πρέπει. Π.χ. Η υ π η ρ ε σ ί α α υ τ ή α π α ι τ ε ί : άκουε πολλά, λάλει καίρια. Πρβλ. Βία I ο. 65,7 (ϋίβίδ - Κπιηζ).

άκουσον άκουσον άκουσε, άκουσε. Λέγεται με κατηγορηματική διατύπωση και έντονη έκφραση, ώ­ σ τ ε ν α δοθεί έ μ φ α σ η σ τ α λ ε γ ό μ ε ν α , σ υ χ ν ά μ ε τ ό ν ο α γ α ν ά κ τ η σ η ς . Π.χ. Άκουσον άκουσον, κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι οι φ ο ρ ο α π α λ λ α γ έ ς τ ω ν μισθωτών. -

άκρα εσπέρα αργά το απόγευμα· με το πρώτο σκοτάδι. Π.χ.

Ξ ε κ ί ν η σ ε πρωί κ α ι έ φ τ α σ ε

άκρα εσπέρα.

άκρατος οίνος· ανόθευτο (ανέρωτο) κρασί // (μτφ.) ανόθευτος· γνήσιος // π ρ ά γ μ α ασυμβίβαστο. Π.χ. Η ε π ι β ο λ ή α υ ξ ή σ ε ω ν σ τ α ε ί δ η π ρ ώ τ η ς α ν ά γ κ η ς , χ ω ρ ί ς τ α υ ­ τ ό χ ρ ο ν η αύξηση των μισθών, αποτελεί για τους εργαζόμενους άκρατον οίνον. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν έπιναν ποτέ «άκρατον οίνον». Το «ακρατοποτείν» ή τ α ν αξιόμεμπτη πράξη. Λατ.: «ιτιεΓΕουπι νΐηυιτι».

ακριβώς ειπείν για να λεχθεί με ακρίβεια. Π.χ. Δ ε ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α τ ο ν θ ά ν α τ ο ακριβώς ειπείν α λ λ ά γ ι α τ η ν υπέρβαση του.

ακρογωνιαίος λίθος*·

π έ τ ρ α π ο υ τοποθετείται στις γωνίες των

τοίχων // (μτφ.) η βάση· το στήριγμα. Π.χ. Ο α ρ χ α ί ο ς ε λ λ η ν ι κ ό ς π ο λ ι τ ι σ μ ό ς υ π ή ρ ξ ε ο ακρογωνιαίος λίθος τ ο υ δ υ τ ι κ ο ύ π ο λ ι τ ι σ μ ο ύ . Πρβλ. Πέτρου Α κ α θ επιατ. Β'6, Παύλου Προς Εφ. Β'20. * Δημ.: «αγκωνάρι».

άκρον άωτον υπέρτατο όριο' αποκορύφωμα. Π.χ. Τ ο π ε ρ ι σ τ α τ ι κ ό α υ τ ό α π ο τ ε λ ε ί τ ο άκρον ά ω τ ο ν τ η ς α τ υ χ ί α ς του. Πρβλ. Καλλιμ. Ύμν. στον Απόλλ. 6', στιχ. 112 (Εοεο), Πινό., I., 8 37. -

άκροποδητί (πατώντας) με τις άκρες των ποδιών πάνω οτα δά­ κτυλα των ποδιών // κατά τρόπο αθόρυβο // αφανώς. Π.χ. Μ α ς π λ η σ ί α σ ε ακροποδητί.

άκρως απόρρητον απόλυτα μυστικό. Π . χ . Θ α σ ο υ π ω ό,τι μ ο υ ε ί π ε , α λ λ ά ν α ξ έ ρ ε ι ς ό τ ι ε ί ν α ι άκρως απόρρητον. Η φ ρ ά σ η συναντάται σε υπηρεσιακά έ γ γ ρ α φ α και δηλώνει τον βαθμό ασφαλείας. Συνηθίζεται και στον προφορικό λόγο. Βλ. παρεμφερή: «άκρως έμπιστευτικόν».

άκρως έμπιστευτικόν απόλυτα εμπιστευτικό. Π . χ . Θ α σ ο υ π ω κ ά τ ι άκρως έμπιστευτικόν. Συνηθίζεται σε έ γ γ ρ α φ α των δημόσιων υπηρεσιών και δηλώνει ότι το περιεχόμενο δεν πρέπει να κοινοποιηθεί. Συνηθίζεται κ α ι στον προφορικό λόγο. Βλ. παρεμφερή: «άκρως απόρρητον».

άλας εις άλυκάς κομίζει* φέρνει αλάτι στις αλυκές (ενν. όπου ε ξ ά γ ε τ α ι ά φ θ ο ν ο ) / / ( μ τ φ . ) ομιλεί γ ι α π ο λ ύ γ ν ω σ τ ά ή δ η ζ η τ ή μ α τ α . Π.χ. Τ ο ν έ ο ή τ α ν ή δ η π ρ ω τ ο σ έ λ ι δ ο σ τ ο ν π ρ ω ι ν ό τ ύ π ο · άλας εις άλυκάς κομίζει. Βλ. συνών.: «γλαϋκ' ες Αθήνας». -

άλας της γης αλάτι της γης // (μτφ.) η μοναδικότητα η εξαιρε-

-

τ ι κ ό τ η τ α η ουσία // η ουσία π ο υ διατηρεί, π ο υ νοστιμίζει. Η φ ρ ά σ η λέγεται και ειρωνικά· κυρίως όμως μεταφορικά.

Π.χ. Οι α ρ χ α ί ο ι Έ λ λ η ν ε ς ο υ γ γ ρ α φ ε ί ς υ π ή ρ ξ α ν το άλας της γης. Πρβλ. Ματθ. Ε' 13: «ΰμεϊς έστε τό ά λ α ς της γης».

αληθώς ειπείν θεια Π.χ.

-

γ ι α ν α μιλήσουμε αληθινά· γ ι α ν α πούμε την α λ ή ­

πράγματι. Αληθώς ειπείν, υ π ή ρ ξ ε σ π ο υ δ α ί ο ς γ ι α τ ρ ό ς . -

άληστου μνήμης που δεν ξεχνιέται αείμνηστος, αλησμόνητος. -

Π . χ . Οι ή ρ ω ε ς τ η ς ε π α ν ά σ τ α σ η ς ε ί ν α ι -

αλήατον μνήμης.

αλήτης βίος αλήτικη ζωή ζωή περιπλανώμενου. Π.χ.

Ζει

-

αλήτην βίον. -

άλλαι μέν βουλαί ανθρώπων, άλλα δέ θεός κελεύει άλλες (εί­ -

ναι) οι επιθυμίες των α ν θ ρ ώ π ω ν και άλλα ο Θεός διατάζει άλλα θέλουν οι ά ν θ ρ ω π ο ι κι ά λ λ α ο Θεός α π ο φ α σ ί ζ ε ι . Π.χ. Α λ λ ι ώ ς τα σ χ ε δ ί α σ ε , α λ λ ι ώ ς τ ο υ ή ρ θ α ν άλλαι μεν δονλαί ανθρώπων,

άλλα

δε

Θεός

κελεύει.

άλλα μέν Λεύκωνος όνος φέρει, άλλα δέ Λεύκων άλλα μετα­ φ έ ρ ε ι ο Λ ε ύ κ ω ν , ά λ λ α ο ό ν ο ς τ ο υ / / ( μ τ φ . ) ά λ λ α λέει, ά λ λ α κ ά ν ε ι . Π.χ. Σ τ η ν π ε ρ ί π τ ω σ η τ η ς ε φ ό δ ο υ τ ω ν ε φ ο ρ ι α κ ώ ν σ τ η ν ε π ι χ ε ί ρ η σ η τ ο υ φ ί λ ο υ μ α ς δ ι α π ι σ τ ώ θ η κ ε ό τ ι άλλα μεν Λεύκωνος όνος φέρει, άλλα δε Λεύκων. Ο Λεύκων οτην προσπάθεια του να ξεγελάσει τους εισπράκτορες του φόρου, προσπάθησε να εισάγει στην Αθήνα με τον γάιδαρο του δοχεία με μέλι π ο υ στο ε π ά ν ω μέρος είχαν κριθάρι. Όμως όταν ο γάιδαρος έπεσε, οι τελώνες στην προσπάθεια τους να τον βοηθήσουν α ν α κ ά λ υ ψ α ν την α π ά τ η .

άλλ' άντ' άλλων* άλλα αντί γι' άλλα // ασυναρτησίες. Π.χ. Α κ ο ύ σ τ η κ α ν σ τ η β ο υ λ ή άλλ' αντ' άλλων. * Αντί του: «άλλα ά ν τ ί άλλων». -

αλλήλων τά βάρη βαστάζετε υπομένετε ο ένας τις ενοχλήσεις -

του άλλου (που π ρ ο κ ύ π τ ο υ ν α π ό τα ε λ α τ τ ώ μ α τ α ) δείχνετε ανο­ χή μεταξύ σας έχετε αλληλεγγύη μεταξύ σας. Π.χ. Ως π ρ ο ϊ σ τ ά μ ε ν ο ς σ α ς σ υ μ β ο υ λ ε ύ ω ό π ω ς αλλήλων τα δάρη -

βαστάζετε.

Πρβλ. Παύλου Προς Γαλάτ., Σ Τ ' 2: «αλλήλων τά βάρη βαστάζετε, καί ούτως αναπληρώσατε τόν νόμον του Χρίστου». -

άλλην δρϋν βαλάνιζε μάζευε βαλανίδια από άλλη δρυ· πήγαινε αλλού γ ι α να μαζέψεις βαλανίδια // (μτφ.) μην με ενοχλείς. Π.χ. Α φ η ο έ με τ ώ ρ α άλληνδρνν δαλάνιζε. Στερεότυπη φ ρ ά σ η της αρχαιότητας προερχόμενη α π ό το ε π ά γ γ ε λ μ α των βαλανιστών, των εργατών π ο υ συνέλεγαν βαλανίδια (για εκτροφή ζώων) με αμοιβή. Οι βαλανιστές ή τ α ν ιδιαίτερα ενοχλητικοί, στην προσπάθεια τους να βρουν εργασία. Η φράση λέγεται γενικά για τους ενοχλητικούς. -

-

άλλοθι σ' άλλον τόπο σ' άλλο μέρος αλλού. -

-

Π . χ . Α φ έ θ η κ ε ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς , δ ι ό τ ι έ χ ε ι άλλοθι. Τοπικό επίρρημα. Σήμερα (στη νομική ορολογία κυρίως) χρησιμοποιεί­ ται ως άκλιτο ουσιαστικό ουδ. γεν.: «το άλλοθι» ή «έχει άλλοθι» για τον κατηγορούμενο που αποδεικνύεται ότι, την ώρα της αξιόποινης πράξης, βρισκόταν μακριά α π ό τον τ ό π ο τέλεσης της, δηλαδή ότι είναι αθώος. Λατ.: «ΕΐΗοί». -

άλλοι κάμον, άλλοι ώναντο άλλοι κόπιασαν, άλλοι ωφελήθηκαν. Π.χ. Ό λ η τ ο υ η π ε ρ ι ο υ σ ί α π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι α π ό κ λ η ρ ο ν ο μ ι ά κάμον, άλλοι ώναντο. Πρβλ. συνών.: «άλλοι σπείρουσι, άλλοι θερίζουσι».

-

άλλοι

-

άλλοι οπείρουσι, άλλοι θερίζουσι άλλοι σπέρνουν κι άλλοι θε­ ρίζουν // (μτφ.) άλλοι κ ο π ι ά ζ ο υ ν κι άλλοι α π ο λ α μ β ά ν ο υ ν τους καρπούς των μόχθων των εργαζομένων. Π.χ. Ε π ε ι δ ή δεν είχε π α ι δ ι ά , όλη η περιουσία τ ο υ κ α τ έ λ η ξ ε σ τ ο ν ανηψιό του άλλοι σπείρουσι, άλλοι θερίζουσι. -

-

αλλότριων άπέχου να απέχεις από τα ξένα (ενν. πράγματα) // μην α ν α κ α τ ε ύ ε σ α ι στις υποθέσεις τ ω ν άλλων. Π.χ. Ε ά ν δ ε ν γ ι ν ό σ ο υ ν ψ ε υ δ ο μ ά ρ τ υ ρ α ς , δ ε ν θ α έ μ π λ ε κ ε ς γ ι ' α υ τ ό αλλότριων απέχου. -

-

άλλ' ουκ αύθις άλώπηξ αλλά όχι πάλι η αλεπού // η αλεπού δεν ξ α ν α π έ φ τ ε ι στην π α γ ί δ α // (μτφ.) οι έξυπνοι ά ν θ ρ ω π ο ι δεν κ ά ν ο υ ν δύο φορές το ίδιο λάθος. Π.χ. Ε σ ύ μ π ο ρ ε ί να τ ο υ ξ α ν α δ ά ν ε ι ζ ε ς , αλλ' ουκ αύθις αλώπηξ.

-

άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι

άλλους έσωσε, τον ε α υ τ ό τ ο υ ό μ ω ς δεν μπορεί ν α τ ο ν σώσει. Π.χ. Ή τ α ν σ π ο υ δ α ί ο ς γ ι α τ ρ ό ς , α λ λ ά τ ώ ρ α είναι β α ρ ι ά ά ρ ρ ω ­ στος· άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι. Πρβλ. Μάρκου ΙΕ' 31: «ομοίως δέ κ α ί οί αρχιερείς έμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έ λ ε γ ο ν άλλους έσωσεν, εαυτόν οΰ δύνα­ ται σωσαι» και Ματθ. ΚΖ' 42.

άλλως· διαφορετικά- σε αντίθετη περίπτωση // ειδάλλως. Π . χ . Ν α υ π ο β ά λ ε ι ς α ί τ η σ η , άλλως θ α χ ά σ ε ι ς τ η ν ε υ κ α ι ρ ί α . -

άλλως γενέσθαι να γίνει διαφορετικά. Π.χ. Ω ρ α ί α ό λ α α υ τ ά , α λ λ ά θ α ή τ α ν δ υ ν α τ ό άλλως γενέσθαι.

άλλως έδοξε τοις θεοίς· διαφορετικά έχουν αποφασίσει οι θεοί. Π.χ. Π ί σ τ ε υ ε ό τ ι θα σ ω θ ε ί · ό μ ω ς άλλως έδοξε τοις θεοίς.

άλμα εις μήκος* άλμα σε μήκος. Π . χ . Π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α τ ο ν π α γ κ ό σ μ ι ο π ρ ω τ α θ λ η τ ή σ τ ο άλμα εις μή­ κος. Πρβλ.: «άλμα εις ΰψος», «άλμα έ π ί κοντώ», «άλμα τριπλούν».

άλμα εις ΰψος· άλμα σε ύψος· άλμα προς τα πάνω. Π.χ. Έ χ ε ι τ η ν κ α λ ύ τ ε ρ η ε π ί δ ο σ η σ τ ο άλμα εις ύψος. Πρβλ.: «άλμα εις μήκος», «άλμα έ π ί κοντώ», «άλμα τριπλούν». -

άλμα* έπϊ κοντώ ** άλμα με ειδικό κοντάρι. Π.χ. Σ η μ ε ί ω σ ε π α ν ε λ λ ή ν ι α ε π ί δ ο σ η σ τ ο άλμα επί κοντώ. * Από το ρ.: άλλομαι (= πηδώ). ** Είδος αθλητικού αγωνίσματος. Ο «κοντός» (υποκορ. «κοντάριον») είναι ένα ό ρ γ α ν ο της γυμναστικής σε σχήμα μακριάς κυλινδρικής ρά­ βδου. Πρβλ.: «άλμα εις ΰψος», «άλμα εις μήκος», «άλμα τριπλούν».

άλμα τριπλούν* τριπλό άλμα· άλμα με τρεις δρασκελισμούς. Π.χ. Τ ο υ α π ο ν ε μ ή θ η κ ε χ ρ υ σ ό μ ε τ ά λ λ ι ο σ τ ο άλμα τριπλούν. Πρβλ.: «άλμα εις μήκος», «άλμα εις ΰψος», «άλμα έπί κοντώ». * Ή «άλμα εις τριπλούν».

-

άλωπεκίζειν προς έτέραν άλώπεκα

συμπεριφέρεται σαν αλεπού

σε άλλη α λ ε π ο ύ // (μτφ.) πονηρός π ρ ο σ π α θ ε ί να ξεγελάσει άλλον πονηρό. Π.χ. Β έ β α ι α δεν θα σου σ υ ν ι σ τ ο ύ σ α να σ υ ν α γ ω ν ι σ τ ε ί ς τ ο ν πολιτικό σου α ν τ ί π α λ ο με τον τ ρ ό π ο α υ τ ό , επειδή δεν είναι εύκολο το άλωπεκίζειν προς ετέραν άλώπεκα. -

άλώπηξ οΰ δωροδοκείται η αλεπού δεν ξεγελιέται με δώρα η -

α λ ε π ο ύ δεν δωροδοκείται // (μτφ.) ο έξυπνος (ή πονηρός) άν­ θ ρ ω π ο ς δεν ε ξ α π α τ ά τ α ι με δώρα. Π.χ. Τ ο ν δ ι α ι τ η τ ή φ ι λ ο ξ έ ν η σ ε η δ ι ο ί κ η σ η τ η ς ο μ ά δ α ς , α λ λ ά α π ό το α π ο τ έ λ ε σ μ α τ ο υ α γ ώ ν α φ ά ν η κ ε ό τ ι αλώπηξ ου δωροδοκείται. -

άλώπηξ τόν βοϋν έλαϋνει η αλεπού οδηγεί (εξουσιάζει) το βόδι // (μτφ.) ο έ ξ υ π ν ο ς ά ν θ ρ ω π ο ς εξουσιάζει τους άλλους. Π.χ. Τ η δ ι ε ύ θ υ ν σ η τ η ς ε π ι χ ε ί ρ η σ η ς έ χ ε ι ο μ ι κ ρ ό τ ε ρ ο ς α δ ε λ φ ό ς " αλώπηξ τον δουν ελαύνει.

-

άμα ταυτόχρονα με" αμέσως μετά. Π.χ. Η Ο λ υ μ π ι ά δ α α ρ χ ί ζ ε ι άμα τ η α φ ή τ η ς ο λ υ μ π ι α κ ή ς φ λ ό γ α ς . Συντάσσεται με πλήθος ουσιαστικών σε π τ ώ σ η δοτική δημιουργώντας έτσι πληθώρα φράσεων, όπως: «άμα τή λήξει», «άμα τη εντολή», «άμα τή έω» (= χ α ρ ά μ α τ α ) , «άμα τή ήμερα», «άμα τή απειλή», «άμα τή προ­ σκληθεί». Μερικές εύχρηστες στερεότυπες φράσεις δίνονται αναλυτι­ κά στη συνέχεια.

άμαξα τόν βοϋν* η άμαξα (τραβά) το βόδι // (μτφ.) εκτροπή από τους κανόνες· ανωμαλία. Π.χ. Ο λ η σ τ ή ς ή τ α ν α σ τ υ ν ο μ ι κ ό ς · άμαξα τον δουν. * Ενν.: «έλκει». Αντί ό δοϋς την άμαξαν.

άμα τή άφίξει* με την άφιξη· ταυτόχρονα με τον ερχομό. Π.χ. Άμα τη αφίξει τ ο υ Ο λ υ μ π ι ο ν ί κ η το π λ ή θ ο ς ξ έ σ π α σ ε σε ζ η ­ τωκραυγές. -

άμα τή εμφανίσει με την εμφάνιση· με την παρουσίαση. Π.χ. Η σ υ ν α λ λ α γ μ α τ ι κ ή π ρ έ π ε ι να ε ξ ο φ λ η θ ε ί άμα τη εμφανίσει της.

αμα τή λήψει

-

με τ η λ ή ψ η . Π.χ. Άμα τη λήψει τ η ς ε π ι σ τ ο λ ή ς ε π ι κ ο ι ν ω ν ή σ τ ε με τ η ν α ρ μ ό δ ι α υπηρεσία.

αμα τφ ήρι· με τον ερχομό της άνοιξης. Π.χ. Δ ό θ η κ α ν οι π ρ ώ τ ε ς ά δ ε ι ε ς άμα τω ήρι. -

αμαχητί χωρίς τη διεξαγωγή μάχης // εύκολα. Π.χ. Ο ι υ π ε ρ α σ π ι σ τ έ ς τ ο υ δ ε ν θ α κ α τ έ θ ε τ α ν τ α ό π λ α αμαχητί, Λατ.: «δϊηο οοπίΓονβΓδΪΕ».

αμελητέα ποσότης· ανάξια λόγου ποσότητα· ασήμαντη ποσότη­ -

τα μηδαμινή ποσότητα. Π.χ. Για ν α δράσει τ ο χ η μ ι κ ό στοιχείο ω ς κ α τ α λ ύ τ η ς , α π α ι τ ε ί τ α ι αμελητέα

ποσότης.

-

αμελλητί χωρίς αναβολή· χωρίς αργοπορία αμέσως. -

Π.χ. Ν α υ π ο β ά λ ε ι ς τ η ν α ί τ η σ η αμελλητί.

αμ' έπος αμ' έργον ταυτόχρονα με τον λόγο και η πράξη//μόλις τ ο ε ί π ε , τ ο έ κ α ν ε κ ι ό λ α ς - τ ο λέει κ α ι τ ο κ ά ν ε ι . Π.χ. Ε ί π ε ό τ ι θα τ ο ν α π ο λ ύ σ ε ι κ α ι τ ο ν α π έ λ υ σ ε άμ' έπος άμ' έργον. Η φ ρ ά σ η υπάρχει στο έμβλημα του Μηχανικού του ελληνικού στρατού. Πρβλ. Ηροό. III. 135: «άμα έπος τε κ α ί έργον έποίει». Λατ.: «αΛΟΙυπι, ίδοΐιαπι». (Πρβλ., ΤβτεηΙ. Απάτ. 381). -

-

αμ' ήλίω άνατέλλοντι ταυτόχρονα με την ανατολή του ηλίου. Π . χ . Θα ε π ι σ τ ρ έ ψ ο υ μ ε α π ό το τ α ξ ί δ ι Πρβλ.: «ανατέλλοντος του ηλίου». Λατ.: «$ο1β οπβηΐβ».

άμ' ηλίω άνατέλλοντι.

άμισθί' χωρίς μισθό· χωρίς αμοιβή. Π . χ . Δ ο ύ λ ε ψ ε αμισθί στο γ ρ α φ ε ί ο τ ο υ π α τ έ ρ α τ ο υ γ ι α π ο λ ύ κ α ι ­ ρό. Λατ.: «δίηβ πιβΓοεαε».

αμμες δέ γ' έσόμεθα πολλφ κάρρονες· βλ.: «πολλώ κάρρονες».

37

άμμον μετρεϊς·

μ ε τ ρ ά ς χους κ ό κ κ ο υ ς της άμμου // (μτφ.) μ α τ α ι ο ­

πονείς. Π.χ.

Άμμον μετρείς,

διότι είναι

αμετάπειστος.

άμοιρος ευθυνών αυτός που δεν συμμετέχει στις ευθύνες· αμέ­ τοχος ευθυνών. Π.χ. Θ ε ω ρ ε ί τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ π ά ν τ ο τ ε συμβαίνει. -

άμοιρον ευθυνών γ ι α ό,τι

άμοιρος παιδείας στερημένος από παιδεία απαίδευτος. -

Π.χ. Α ν κ α ι άμοιρος παιδείας, τ α α π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α τ ο υ υ π ή ρ ­ ξαν σπουδαία ιστορική πηγή.

αμύητος και άτέλεστος· αμέτοχος στη μύηση και τις τελετές· ακατ ή χ η τ ο ς και α δ ί δ α κ τ ο ς // (μτφ.) α μ α θ ή ς . Π.χ. Π ά ψ ε ν α τ ο υ μιλάς γ ι α μ ε τ ο χ έ ς κ α ι χ ρ η μ α τ ι σ τ ή ρ ι ο , διότι είναι αμύητος και ατέλεοτος.

άμύνεσθαι περί πάτρης· να αμύνεται κανείς για την πατρίδα. Π . χ . Κ α ι β έ β α ι α ν α κ α τ α τ α γ ε ί ς , χ ω ρ ί ς ν α ξ ε χ ν ά ς π ο τ έ τ ο άμύ­ νεσθαι περί πάτρης. Η φράση υπήρχε στη σημαία του μακεδονομάχου Ηλία Δεληγιαννάκη, ενώ σήμερα κοσμεί τη σημαία του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης.

άναβαλλόμενον* (κυριολ.) που βάζει επάνω του που ντύνεται // -

( κ α τ ά παρερμ.) αυστηρή π α ρ α τ ή ρ η σ η μεγάλης διάρκειας· επιτί­ μηση μακράς διάρκειας· επίπληξη για πολλή ώρα. Π.χ. Μ ε τ ά τ η ν α ρ γ ο π ο ρ ί α τ ο υ γ ι ' ά λ λ η μια φ ο ρ ά άκουσε τον ά­ ναβαλλόμενον. Η φράση προέρχεται α π ό τροπάριο της Μ. Παρασκευής, π ο υ ακολου­ θεί σειρά τροπαρίων μεγάλης διάρκειας κ α τ ά τον χρόνο της Αποκαθήλωσης. Πρβλ.: «σέ τόν άναβαλλόμενον τό φως ώσπερ ίμάτιον καθελών " Ιωσήφ ά π ό του ξύλου σύν Νικοδήμω κ α ί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ά τ α φ ο ν , εΰσυμπάθητον θρήνον άναλαβών, όδυρόμενος έλεγεν». * Συνήθως στη φράση: «του έψαλε τον άναβαλλόμενον» ή «άκουσα τον άναβαλλόμενον».

αναβιβάζω έπί σκηνής· ανεβάζω στη σκηνή // (μτφ.) παρουσιά­ ζω θεατρική παράσταση.

Π.χ. Θα αναβιβάσει* επί σκηνής τον Ο ι δ ί π ο δ α τ ο υ Σ ο φ ο κ λ ή . Πρβλ. και «έπί σκηνής». * Ο μέλλοντας του «βιβάζω» είναι «βιβω». Επομένως η φράση «αναβι­ βάζω επί σκηνής» στους άλλους χρόνους, εκτός του ενεστώτα, υπόκει­ ται σε σ α φ ή εκδημοτικισμό. -

ανάγκα καί θεοί πείθονται στην ανάγκη ακόμη και οι θεοί υ­ π ο κ ύ π τ ο υ ν στην α ν ά γ κ η και οι θεοί υ π ο χ ω ρ ο ύ ν . Π.χ. Οι κινητοποιήσεις τ ω ν ε ρ γ α τ ώ ν υ π ο χ ρ έ ω σ α ν τη διοίκηση τ ο υ ε ρ γ ο σ τ α σ ί ο υ ν α τ ο υ ς δ ώ σ ε ι τ η ν π ο λ υ π ό θ η τ η α ύ ξ η σ η · ανά­ γκα και θεοί πείθονται. Πρβλ. Σιμ. 139: «άνάγκςι δ' ουδέ θεοί μάχονται».

άνάγυρον κινείν βλ.: «μή κίνει τήν άνάγυρον». άναίμακτον έστησε τρόπαιον τοποθέτησε τρόπαιο χωρίς θυσία // κατάφερε να πετύχει χωρίς κόπο. Π.χ.

Χ ά ρ η σ τ ι ς γ ν ω ρ ι μ ί ε ς π ο υ ε ί χ ε , άναίμακτον έστησε τρόπαιον.

ανακρούω πρύμναν (κυριολ.) κωπηλατώ προς τα πίσω με κατεύ­ -

θυνση την πρύμνη // (μτφ.) ο π ι σ θ ο χ ω ρ ώ υποχωρώ" υ π α ν α χ ω ­ -

ρώ κάνω πίσω. Π . χ . Μ ε τ ά τ η ν α π ε ρ γ ί α τ ω ν ε ρ γ α ζ ο μ έ ν ω ν , ο υ π ο υ ρ γ ό ς ανέκρουσ ε πρύμναν κ α ι α π έ σ υ ρ ε τ ο ε π ί μ α χ ο ν ο μ ο σ χ έ δ ι ο . Λατ.: «ίηΗίοβο ΐΐπιΐδ».

άναλώμασι· με έξοδα. Π . χ . Ο α ν δ ρ ι ά ν τ α ς θ α σ τ η θ ε ί άναλώμασι τητας. Πρβλ. συνών.: «δαπάναις».

του ταμείου της κοινό­

αναμείνατε εις τό άκουστικόν σας· περιμένετε στο ακουστικό (του τ η λ ε φ ώ ν ο υ ) σ α ς // (μτφ.) περιμένετε // είμαι σε α ν α μ ο ν ή . Π . χ . Μ ο υ ε ί π α ν ό τ ι θ α π ά ρ ω σ ύ ν τ α ξ η σ ε έξι μ ή ν ε ς · αναμείνατε εις το άκουστικόν σας λ ο ι π ό ν . -

άναξέω πληγάς ξύνω πληγές //(μτφ.) ξαναθυμίζω λησμονημένα δεινά // φ έ ρ ν ω στην επιφάνεια γ ε γ ο ν ό τ α που γίνονται αιτία προ­ στριβών // υ π ο δ α υ λ ί ζ ω μίση. Π.χ. Ο β ο υ λ ε υ τ ή ς με τα π ε ρ ί ε μ φ υ λ ί ο υ αναξέει πληγάς.

ανά πάν έτος

-

κάθε χρόνο.

Π . χ . Τ ο ν ε λ έ γ χ ε ι η ε φ ο ρ ί α ανά παν έτος.

άνά πάσαν στιγμήν σε κάθε στιγμή // πάντοτε. Π.χ. Ε ί ν α ι έ τ ο ι μ ο ς α ν ά π ά σ α ν σ τ ι γ μ ή ν γ ι α ο τ ι δ ή π ο τ ε .

αναπαύεται έν Κυρίω** έχει πεθάνει. Π . χ . Δ ε ν γ ν ώ ρ ι ζ ε φ α ί ν ε τ α ι ό τ ι ο α δ ε λ φ ό ς τ ο υ ε δ ώ κ α ι κ α ι ρ ό ανα­ παύεται εν Κυρίω. Η φράση λέγεται για ευλαβή χριστιανό. * Ή « α ν α π α ύ ε τ α ι έν ειρήνη».

άναρρίπτω τόν κύβον βλ.: «έρρίφθη ό κύβος». ανάστα ό θεός* ας εγερθεί ο Θεός // (παρερμ.) αναστάτωση· α ν α τ α ρ α χ ή // θόρυβος. Π.χ. Μ ε τ ά τ η σ υ μ π λ ο κ ή δ ι α δ η λ ω τ ώ ν κ α ι α σ τ υ ν ο μ ι κ ώ ν έγινε ανάστα ο Θεός. Η παρερμηνεία προέρχεται α π ό τον θόρυβο π ο υ ακολουθεί στους ναούς μετά το «Χριστός Ανέστη», π ο υ λέγεται κ α τ ά την Ακολουθία του Με­ γάλου Σαββάτου (πρώτη Ανάσταση). Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ψαλμ. ΠΑ' 8, « α ν ά σ τ α ό Θεός, κρίνων τήν γήν, ότι Σύ κατακληρονομήσεις, έν πάσι τοις έθνεσι». * Ή « α ν ά σ τ α ό Κύριος». -

άνά τάς ρύμας καί τάς αγυιάς στους στενούς δρόμους και στις λεωφόρους. Π.χ. Π ε ρ ι φ ε ρ ό τ α ν ά σ κ ο π α

ανά

τας ρύμας και

τας αγυιάς.

ανατέλλοντος του ηλίου· την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος. Π.χ. Η σ ύ λ λ η ψ η τ ω ν δ ρ α σ τ ώ ν έ γ ι ν ε Πρβλ.: «άμ' ήλίω άνατέλλοντι».

ανατέλλοντος του ηλίου.

άνά τόν κόσμον από (όλο) τον κόσμο. Π.χ. Α υ τ ά ή τ α ν τα ν έ α ανά τον κόσμον.

αναφανδόν ολοφάνερα // ανεπιφύλακτα. Π.χ. Μ ί λ η σ ε αναφανδόν Λατ.: «ΕρβΓίε».

γ ι α π ι θ α ν ή αύξηση των τιμών.

άνά χείρας-

στα χέρια. Π . χ . Ε ί χ ε ανά χείρας τ η ν ι σ τ ο ρ ί α τ η ς Ε π α ν α σ τ ά σ ε ω ς τ ο υ 1821. Παλαιότερα η φ ρ ά σ η συνηθιζόταν με τη μορφή: «έχω ανά χείρας» (κρα­ τώ στα χέρια // μτφ. μελετώ). Σήμερα χρησιμοποιείται με άρθρο, ως ουσιαστικό, συνήθως στις φράσεις: «το α ν α χείρας βιβλίο», «η α ν ά χείρας εργασία» κ.ά.

άναχωρησάντων των μάγων όταν δε αναχώρησαν οι μάγοι // (παρερμ. ή συνεκδ.) έ φ υ γ α ν // ας φύγουμε. Π.χ. Τ ώ ρ α π ο υ έ ρ χ ε τ α ι τ ο π ε ρ ι π ο λ ι κ ό τ η ς α σ τ υ ν ο μ ί α ς άναχωρη­ σάντων των μάγων. Πρβλ. Ματθ. Β' 13: «άναχωρησάντων δέ αυτών (ενν. των μάγων) ίδοϋ άγγελος Κυρίου φαίνεται κ α τ ' δ ν α ρ τφ Ι ω σ ή φ λέγων».

ανδριάντα γαργαλίζεις· γαργαλάς το άγαλμα // (μτφ.) ματαιο­ πονείς. Π.χ. Δ ε ν π ρ ό κ ε ι τ α ι να σ'

ακούσει·

ανδριάντα γαργαλίζεις. -

ανδρός χαρακτήρ έκ λόγου γνωρίζεται ο χαρακτήρας του -

ανθρώπου διαπιστώνεται α π ό τον λόγο του το ποιόν του αν­ θ ρ ώ π ο υ φ α ί ν ε τ α ι α π ' α υ τ ά π ο υ λέει. Π.χ. Α φ ο ύ β λ έ π ε ι ς ό τ ι β ρ ί ζ ε ι σ υ ν έ χ ε ι α

-

ανδρός χαρακτήρ εκ λό­

γου γνωρίζεται. Πρβλ. Μενάν. Απόσπ., 66.

ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος· για τους επιφανείς ανθρώπους είναι τ ά φ ο ς όλ η η γη· ο τ ά φ ο ς τ ω ν ένδοξων α ν θ ρ ώ π ω ν έχει π α ­ γκόσμια διάσταση. Π.χ. Η μ ν ή μ η τ ο υ τ ι μ ά τ α ι π α γ κ ο σ μ ί ω ς ·

ανδρών επιφανών πάσα

γη τάφος. Φράση π ο υ έμεινε παροιμιώδης α π ό τον Επιτάφιο του Περικλή. Πρβλ. Θουκ. II 43, 3. Παρόμοια φ ρ ά σ η επαναλαμβάνεται α π ό τον Δημόκριτο: «άνδρί σοφά) π ά σ α γή β α τ ή "ψυχής γ ά ρ α γ α θ ή ς π α τ ρ ί ς ό ξύμπας κόσμος». Πρβλ. Απ., 247 (ϋίβίδ - ΚΓβηζ). -

άνέγνων, έγνων, κατέγνων διάβασα, κατανόησα απόλυτα, α­ πέρριψα. Π.χ. Μ ο υ ε ί ν α ι α δ ι ά φ ο ρ ο α ν ε ί ν α ι π ρ ώ τ ο σ ε κ υ κ λ ο φ ο ρ ί α γνων, έγνων, κατέγνων.

-

άνέ­

Τη φράση είπε ο Ιουλιανός ο φιλόσοφος ( κ α τ ' άλλους «Παραβάτης»), α φ ο ύ διάβασε κείμενο γραμμένο σε αρχαίους στίχους αλλά με χριστιανι­ κό περιεχόμενο. Στους λόγους αυτούς απάντησε ο Γρηγόριος ο Θεολό­ γος ο Ναζιανζηνός (άλλοτε συμμαθητής του στις φιλοσοφικές του σπου­ δές στην Αθήνα) με τη φ ρ ά σ η (που περιέχει αρκετή δόση εμπάθειας): «ά μέντοι άνέγνως, ουκ έγνως· εί γ ά ρ έγνως, ουκ αν κατέγνως». Τη φ ρ ά σ η χρησιμοποιεί και ο Κ. Καβάφης στο ποίημα: «σύκ έγνως».

ανέκαθεν από παλιά· πάντοτε. Π.χ. Ο ι Έ λ λ η ν ε ς ή τ α ν ανέκαθεν ν α υ τ ι κ ό ς λ α ό ς .

ανεμον διώκεις* καταδιώκεις τον άνεμο· κυνηγάς τον άνεμο // -

-

(μτφ.) κοπιάζεις ά δ ι κ α ματαιοπονείς. Π . χ . Π ε ρ ι μ έ ν ε ι ς ν α σ ο υ ε π ι σ τ ρ έ ψ ε ι τ ο χ ρ έ ο ς ; Άνεμον διώκεις. -

άνέμω διαλέγει μιλά στον άνεμο // (μτφ.) ενεργεί χωρίς αποτέλε­ -

σμα ματαιοπονεί. Π.χ. Περιμένει μ' α υ τ ή την κρίση να π ά ε ι μ π ρ ο σ τ ά η ε π ι χ ε ί ρ η σ η του ανέμω διαλέγει. -

άνεμώλια έπη* λόγια του αέρα // (μτφ.) κούφια λόγια μάταια -

λόγια. Π . χ . Α φ ο ύ δ ε ν κ ρ ά τ η σ ε τ η ν υ π ό σ χ ε σ η τ ο υ , ό σ α ε ί π ε ή τ α ν άνεμώ­ λια έπη.

άνεμωναι λόγων μάταια λόγια κούφια λόγια. -

Π.χ.

Οι υ π ο σ χ έ σ ε ι ς σ ο υ ό λ ε ς

ήταν ανεμώναι λόγων.

άνεπαύθη έν ειρήνη* πέθανε. Π.χ. Μ ε τ ά α π ό π ο λ ύ χ ρ ο ν η μ ά χ η με τ η ν ασθένεια ειρήνη.

ανεπανθη ε ν

Στην προστακτική ενεστώτα μέσης φωνής (άναπαύου έν ειρήνη) λέγεται κυριολεκτικά α π ό τον ιερέα την ώρα της ταφής. Πρβλ. συνών.: « α ν α π α ύ ε τ α ι έν Κυρίψ». Πρβλ. τον τίτλο του έργου της Βάσας Σολωμού - Ξανθάκη Αναπαύου εν ειρήνη, μπάρμπα-Ποτούλα, εκδ. Δόμος. -

ανεπιστρεπτί * χωρίς επιστροφή· ανεπίστροφα ανεπίστρεπτα. -

Π.χ. Μ ε τ ά τ η ν α π ό π ε ι ρ α π ρ α ξ ι κ ο π ή μ α τ ο ς έ φ υ γ ε α π ό τ η χ ώ ρ α ανεπιστρεπτί.

* Σ π ά ν ι α χρησιμοποιούνται και οι μορφές: «άνεπιστρέπτως» και «α­ νεπίστροφος».

άνέσπασε άμφίστομον μάχαιραν έβγαλε δίκοπο μαχαίρι· επι­ -

τέθηκε· // (μτφ.) αντεπιτέθηκε α π ά ν τ η σ ε στην πρόκληση. Π.χ. Μ ε τ ά τ ι ς ύ β ρ ε ι ς τ ο υ α ρ χ η γ ο ύ τ η ς α ξ ι ω μ α τ ι κ ή ς α ν τ ι π ο λ ί τ ε υ ­ σης ο υπουργός ανέσπααε άμφίστομον μάχαιραν.

αν έτι μίαν μάχην νικήσωμεν, απολούμεθα* αν κερδίσουμε ά λ λ η μία μ ά χ η , (τότε είναι π ο υ ) θα χαθούμε. Η φράση λέγεται για επιτυχίες αμφίβολης αποτελεσματικότη­ τας. Π.χ. Η ε θ ν ι κ ή ν ί κ η σ ε σ ε α γ ώ ν α π ο υ έ λ η ξ ε μ ε π ο λ λ ο ύ ς τ ρ α υ μ α τ ί ­ ες· αν έτι μίαν μάχην νικήσωμεν, απολούμεθα. Η φ ρ ά σ η επιβίωσε με τη μορφή α υ τ ή α π ό τη φράση: «άν έτι μίαν μάχην ' Ρωμαίους νικήσωμεν, απολούμεθα παντελώς». Την είπε ο Πύρρος με­ τά τη μάχη π ο υ έδωσε εναντίον των Ρωμαίων στο Ασκλο της Απουλίας, βλέποντας τα αμφίβολα αποτελέσματα της νίκης του. Πρβλ. Πλουτ. Πύρρος, 21. Πρβλ.: «πύρρειος νίκη».

άνευ αίδοϋς· χωρίς ντροπή· χωρίς σεβασμό. Π.χ. Τ ο υ ζ ή τ η σ ε ε π ι π λ έ ο ν κ α ι δ ι α τ ρ ο φ ή άνευ αιδονς.

ανευ αντικρύσματος· χωρίς την ύπαρξη του χρηματικού ποσού που αποτελεί εγγύηση μιας χρηματιστικής πράξης· χωρίς αντί­ κρισμα. Π . χ . Η ε π ι τ α γ ή π ο υ τ ο υ έ δ ω σ ε ή τ α ν άνευ αντικρύσματος.

ανευ άντιλογίας· χωρίς αντιλογία χωρίς αντίρρηση. -

Π.χ. Εκτελούσε

άνευ αντιλογίας τις ε ν τ ο λ έ ς τ ο υ ε ρ γ ο δ ό τ η τ ο υ .

ανευ αντιρρήσεως· χωρίς αντίρρηση· χωρίς αντιλογία. Π.χ. Ο ρ κ ί σ τ η κ ε ν α ε κ τ ε λ ε ί ανωτέρων.

άνευ αντιρρήσεως τ ι ς δ ι α τ α γ έ ς τ ω ν

ανευ αξίας* χωρίς αξία· χωρίς χρησιμότητα ή αντίκρισμα ανάξια -

λόγου. Π.χ. Ο ι δ ι α ρ ρ ή κ τ ε ς έ κ λ ε ψ α ν κ ι ά λ λ α α ν τ ι κ ε ί μ ε ν α , ό λ α άνευ α ­ ξίας.

άνευ αποδοχών

χωρίς αποδοχές.

Π.χ. Ε π ε ι δ ή δ ε ν δ ι κ α ι ο ύ τ α ι ά δ ε ι α , α υ τ ή π ο υ ζ ή τ η σ ε ή τ α ν ά ν ε υ αποδοχών. Βλ. αντίθ.: «μετ' αποδοχών». -

άνευ άποχρώντος λόγου χωρίς σοβαρό λόγο· χωρίς επαρκή λό­ γο. Π.χ. Ζ ή τ η σ ε α ν α β ο λ ή τ η ς δ ί κ η ς άνευ αποχρώντος λόγου. Πρβλ. συνών.: «άνευ α π ό χ ρ ω σ η ς αίτιας». -

άνευ απόχρωσης αιτίας χωρίς σοβαρή αιτία· χωρίς επαρκή αι­ τία. Π.χ. Α π ο υ σ ί α σ ε α π ό τ η ν υ π η ρ ε σ ί α τ ο υ Πρβλ. συνών.: «άνευ άποχρωντος λόγου».

άνευ απόχρωσης αιτίας.

άνευ ετέρας προειδοποιήσεως· χωρίς άλλη προειδοποίηση· χω­ ρίς ά λ λ η π ρ ο α γ γ ε λ ί α . Π . χ . Ό σ ο ι κ α θ υ σ τ ε ρ ο ύ ν θα α π ο λ ύ ο ν τ α ι άνευ ετέρας προειδοποιήσεως. -

άνευ θείου καί φωσφόρου (κυριολ.) χωρίς θειάφι και φώσφορο // άγευστος· ανάλατος· άνοστος // ανούσιος· χωρίς περιεχόμενο. Π.χ. Η ο μ ι λ ί α τ ο υ ή τ α ν ά ν ε υ θείου και φωσφόρου. Η φράση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά και μεταφορικά.

άνευ καθυστερήσεως· χωρίς καθυστέρηση· έγκαιρα. Π.χ.

Η π τ ή σ η έγινε

ά ν ε υ καθυστερήσεως.

άνευ λόγου καί αιτίας· χωρίς λόγο και αιτία. Π.χ.

Τον απείλησε

άνευ λόγου και αιτίας.

άνευ λόγου καί αφορμής* χωρίς να υπάρχει λόγος και αφορμή· χωρίς αιτιολογία και αφορμή. Π.χ. Α π ο υ σ ί α σ ε ά ν ε υ λόγου και

αφορμής.

άνευ όρων χωρίς όρους· χωρίς όρια. Π . χ . Η χ ώ ρ α π α ρ α δ ό θ η κ ε ά ν ε υ όρων. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη α π ό μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης.

άνευ ουσίας·

-

χωρίς ουσία χωρίς σπουδαιότητα· χωρίς βάθος.

Π.χ. Τ α ε π ι χ ε ι ρ ή μ α τ α π ο υ π ρ ό β α λ ε ή τ α ν ό λ α άνευ ουσίας. -

άνευ προηγουμένου χωρίς (να υπάρχει) προηγούμενο- χωρίς να υπάρχει προγενέστερη πράξη (ή γεγονός). Π.χ. Μ ε τ ά τ η ν π υ ρ κ α γ ι ά δ η μ ι ο υ ρ γ ή θ η κ ε μ ι α

άνευ προηγουμέ­

νου κ α τ ά σ τ α σ η . Φ ρ ά ο η της κ α θ α ρ ε ύ ο υ σ α ς π ρ ο ε ρ χ ό μ ε ν η α π ό μ ε τ ά φ ρ α σ η γ α λ λ ι κ ή ς έκφρασης. -

άνευ πτερών ζητείς ΐπτασθαι ενώ δεν έχεις φτερά προσπαθείς ν α π ε τ ά ς / / (μτφ.) ματαιοπονείς γ ι α α κ α τ ό ρ θ ω τ α π ρ ά γ μ α τ α . Π.χ. Α φ ο ύ δ ε ν γ ν ω ρ ί ζ ε ι ς β α σ ι κ έ ς α ρ χ έ ς τ ο υ ε μ π ο ρ ί ο υ , π ώ ς θ α α σ χ ο λ η θ ε ί ς με ε ξ α γ ω γ έ ς π ρ ο ϊ ό ν τ ω ν ; Άνευ πτερών ζητείς ΐπτα­ σθαι.

άνευ σημασίας· χωρίς σημασία- χωρίς αξία- χωρίς βαρύτητα. Π.χ. Η α π ο λ ο γ ί α τ ο υ ή τ α ν ό λ ο λ ό γ ι α , τα π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α άνευ ση­ μασίας. -

άνευ σπουδής χωρίς βιασύνη // αργά // απρόθυμα. Π.χ. Ό λ α έ γ ι ν α ν τ έ λ ε ι α κ α ι Πρβλ. αντίθ.: «έν σπουδή».

άνευ σπουδής.

άνευ φόβου καί πάθους· χωρίς φόβο και πάθος. Π.χ. Α φ ο ύ λ ε ς ό τ ι ε ί σ α ι α θ ώ ο ς , ν α π α ρ ο υ σ ι α σ τ ε ί ς σ τ ο α σ τ υ ν ο μ ι ­ κό τ μ ή μ α άνευ φόβου και πάθους. -

άνευ χαρτοφυλακίου χωρίς χαρτοφυλάκιο//(μτφ.) χωρίς υπουρ­ γείο. Π.χ. Ο π ρ ο α ν α φ ε ρ ό μ ε ν ο ς τ υ γ χ ά ν ε ι υ π ο υ ρ γ ό ς

άνευ χαρτοφυλα­

κίου. -

ανήκεστος βλάβη * αθεράπευτη βλάβη ανεπανόρθωτη φθορά της -

υγείας. Π.χ. Έ κ α ν ε α ί τ η σ η α π ο φ υ λ ά κ ι σ η ς ε π ι κ α λ ο ύ μ ε ν ο ς λ ό γ ο υ ς ανή­ κεστου βλάβης. Η φ ρ ά σ η συνηθίζεται στη νομική ορολογία. * Φράση συνήθως με τις μορφές: «λόγους ανήκεστου βλάβης» (δηλαδή 45

λόγους ανεπανόρθωτης φθοράς της υγείας) και «λόγω ανήκεστου βλά­ βης» (εξαιτίας της αθεράπευτης βλάβης της υγείας).

αν θέλη ό θεός· αν θέλει ο Θεός. Π.χ. Θα έ ρ θ ω , αν θέλη ο Θεός. Στερεότυπη φράση που συναντάται πολύ συχνά στους αρχαίους συγγρα­ φείς με πολλές μορφές. Πρβλ. Δημοσθ. Κατά Φιλίππου, Α' 8: «άν θεός θέλη», Αριστοφ. Πλ., 347: «ην θεός θέλη», Πλ. Φαίδ., 69α: «εάν θεός έθέλη» κ.ά.

άνθρακες ό θησαυρός· κάρβουνα ο θησαυρός//(μτφ.) χωρίς κα­ μιά αξία. Π.χ. Ό τ α ν ά ν ο ι ξ ε η δ ι α θ ή κ η δ ι α π ι σ τ ώ θ η κ ε ότι

άνθρακες ο θη­

σαυρός.

άνθρωπος είμι, ήμαρτον άνθρωπος είμαι, έκανα λάθος // άν­ θ ρ ω π ο ς είμαι, α μ ά ρ τ η σ α . Π.χ. Κ α ι β έ β α ι α έ χ ε τ ε δ ί κ α ι ο , α λ λ ' Πρβλ. Ηρώνδου Μιμίαμδοι, V 27.

άνθρωπος ειμι,

ήμαρτον.

άνίκμοίς ποσί(ν)· με πόδια χωρίς ικμάδα· με στεγνά πόδια // (μτφ.) χωρίς κόπο" χωρίς μόχθο· χωρίς προσπάθεια. Π.χ. Ε ξ ε λ έ γ η β ο υ λ ε υ τ ή ς ανίκμοις ποσί. Πρβλ. Ειρμό ωδής Α' του Κανόνα της Μεταμορφώσεως. Πρβλ. συνών.: «αβρόχοις ποσί». -

άνίπτοις ποσί(ν) * με άπλυτα πόδια // (μτφ.) χωρίς την κατάλλη­ λη προετοιμασία· απροετοίμαστος. Π.χ. Π ή γ ε να δ ι α γ ω ν ι σ τ ε ί ανίπτοις ποσί. Η φράση προέρχεται α π ό την α ρ χ α ί α ελληνική παροιμιώδη φράση: «άνίπτοις π ο σ ί ν άναβαίνων έ π ί τό στέγος», που λεγόταν γ ι α όσους έ­ καναν σπονδές χωρίς «κάθαρση» (άνιπτόποδες) και κατόπιν για όσους ενεργούσαν χωρίς προετοιμασία. * Ή με τη μορφή: «άνίπτοις χερσίν».

άν μή πηλόν τύψης, κέραμος ου γίγνεται- βλ.: «ό πηλός άν μή δαρή, κέραμος ου γίγνεται». -

άν μή τι άλλο αν όχι τίποτε άλλο. Π.χ. Αν μη τι άλλο, φ έ ρ θ η κ ε α ν ά ρ μ ο σ τ α σ τ ο ν κ α λ ύ τ ε ρ ο τ ο υ φ ί λ ο .

άντ' αύτοϋ'

α ν τ ί α υ τ ο ύ · σε α ν τ ι κ α τ ά σ τ α σ η τ ο υ · σ τ η θ έ σ η τ ο υ · α ν τ ί γι' αυτόν. Π.χ. Αντ' αυτού τ ο ν υ π ο δ έ χ θ η κ ε ο υ π ο υ ρ γ ό ς Ε ξ ω τ ε ρ ι κ ώ ν σ τ ο αεροδρόμιο. Βραχ.: α.α. (= αντί αυτού). Η βραχυλογία συνήθως εμφανίζεται σε υ­ πογραφές.

αντεπιστέλλον μέλος* μέλος που επικοινωνεί με αλληλογραφία. Π.χ. Ζει σ τ ο ε ξ ω τ ε ρ ι κ ό , α λ λ ά ε ί ν α ι αντεπιστέλλον μέλος τ η ς Α­ καδημίας Αθηνών. Το «αντεπιστέλλον μέλος» είναι μέλος επιστημονικού ιδρύματος (συ­ νήθως της Ακαδημίας ή άλλου οργανισμού με επιστημονικό σκοπό) π ο υ βρίσκεται σε άλλο μέρος και επικοινωνεί με το ίδρυμα όι' αλληλο­ γραφίας.

αντί άδροϋ τιμήματος· έναντι υψηλού τιμήματος· πανάκριβα. Π.χ.

Αγόρασε

το α γ ρ ό κ τ η μ α

αντί αδρού

τιμήματος.

αντί οιουδήποτε τιμήματος· με οποιοδήποτε τίμημα. Π.χ.

Φ ρ ό ν τ ι σ ε ν'

αναβληθεί η δίκη

αντί οιουδήποτε τιμήματος.

άντίπαλον δέος· φόβος από ισόπαλο ανταγωνιστή· αίσθημα φόβου π ο υ π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι α π ό ε χ θ ρ ό εξίσου ισχυρό // εχθρός- αντίπαλοςανταγωνιστής· αντίμαχος- αντίζηλος. Π.χ. Α υ τ ό π ο υ κ ρ α τ ά τ η μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς ι σ ο ρ ρ ο π ί α ε ί ν α ι τ ο άντίπα­ λον δέος. Πρβλ. Θουκ. III 11, 2: «Τό δέ άντίπαλον δέος μόνον πιστόν ές ξυμμαχ ί α ν ό γ ά ρ παραβαίνειν τί βουλόμενος τω μή προέχων άν έπελθεϊν α­ ποτρέπεται».

αντί πάσης θυσίας· με οποιαδήποτε θυσία· με οποιαδήποτε στέ­ ρηση· με ό π ο ι ο αντίτιμο. Π . χ . Π ρ έ π ε ι ν α π ρ ο μ η θ ε υ τ ε ί α υ τ ό τ ο ν π ί ν α κ α ζ ω γ ρ α φ ι κ ή ς αντί πάσης θυσίας. Πρβλ.: « π ά σ η θυσία;».

αντί πινακίου φακής·* για ένα μικρό πιάτο φακή // (μτφ.) για μηδαμινή αμοιβή" γ ι α α ν ά ξ ι ο λόγου ποσό. Π.χ. Τ η ν ώ ρ α τ η ς α ν ά γ κ η ς π ο ύ λ η σ ε τ ο δ ι α μ έ ρ ι σ μ α τ ο υ αντί πι­ νακίου

φακής.

Ο Ηοαύ, γιος του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, ήταν δίδυμος αδελφός του Ιακώβ. Επειδή γεννήθηκε πριν α π ό τον Ιακώβ, ως πρωτότοκος, κατεί­ χε τα δικαιώματα του πρωτότοκου, τα ονομαζόμενα «πρωτοτόκια». Σύμφωνα μ' αυτά ο πρωτότοκος έπαιρνε διπλάσια κληρονομιά, απολάμ­ βανε τον σεβασμό των άλλων, αντικαθιστούσε τον π α τ έ ρ α (όταν αυτός απουσίαζε). Είχε το δικαίωμα να πουλήσει τα πρωτοτόκια, έναντι με­ γάλης αμοιβής. Έ τ σ ι , ο Ησαύ, επιστρέφοντας ά π ρ α γ ο ς α π ό το κυνήγι και πεινασμένος, τα πούλησε στον Ιακώβ «άντί πινακίου φακής». Πρβλ. Γεν., ΚΕ' 34: « Ι α κ ώ β δέ έδωκε τω ' Ησαϋ άρτον κ α ί έψημα φ α ­ κού, καί έ φ α γ ε κ α ί έπιε κ α ί ά ν α σ τ ά ς ώχετο· κ α ί έφαύλισεν Ησαϋ τά πρωτοτόκια». * Η φράση αντιστοιχεί με τη νεοελληνική φράση: «για ένα κομμάτι ψ ω ­ μί».

αντί του μάννα* χολήν**· αντί για το μάννα χολή//(μτφ.) αντί -

για αναγνώριση ευεργεσίας, αχαριστία αντί ευγνωμοσύνης, αγνώμων συμπεριφορά. Π.χ. Ο θ ε ί ο ς τ ο υ π ά ν τ ο τ ε τ ο ν β ο η θ ο ύ σ ε , α λ λ ά α υ τ ό ς αντί του μάννα χολήν. Η φράση προέρχεται α π ό την εκκλησιαστική υμνολογία: «άντί του μάν­ να χολήν, ά ν τ ί του ύδατος όξος...». Επίσης πρβλ. το β' αντίφ. της Α­ κολουθίας της Μ. Πέμπτης: «Τάδε λέγει Κύριος...». * Το μάννα ή τ α ν είδος τροφής π ο υ στελνόταν με θαύμα α π ό τον Θεό στους Εβραίους, π ο υ για σαράντα χρόνια περιπλανιόνταν στην έρημο. ** Η χολή είναι υγρό, σκούρου χρώματος (συν. πράσινου) με πικρή γεύ­ ση. Προέρχεται α π ό μια μικρή κύστη π ο υ βρίσκεται κοντά στο συκώτι και ονομάζεται χοληδόχος. Ο οργανισμός τη συγκεντρώνει α π ό το αί­ μα. Μαζί με ξύδι δινόταν στους ετοιμοθάνατους για να μην αισθάνο­ νται τον πόνο. Κ α τ ά το πνεύμα της Αγίας Γραφής, σήμαινε μεταφορι­ κά και ο ρ γ ή , θυμό κ.λπ. Πρβλ. Πράξ., Η' 23, Ματθ., ΚΖ' 34.

αντλώ εις πίθον Δαναΐδων ρίχνω νερό στο πιθάρι των Δαναΐ­ δ ω ν βγάζω νερό α π ό πιθάρι ό π ω ς των Δαναΐδων, δηλαδή α π ό άδειο πιθάρι // (μτφ.) μ α τ α ι ο π ο ν ώ κ ο π ι ά ζ ω δίχως αντίκρισμα. Π.χ. Π α ί ζ ο ν τ α ς μ έ χ ρ ι τ ώ ρ α σ τ ο ν ι π π ό δ ρ ο μ ο ν ο μ ί ζ ω ό τ ι αντλείς εις πίθον Δαναΐδων. Οι Δαναΐδες (κόρες του Δαναού) κ α τ α δ ι κ ά σ τ η κ α ν στον Αδη να γεμί­ ζουν με νερό πιθάρι χωρίς πυθμένα, εξαιτίας του φόνου των Αιγυπτιάδων (των γιων του Αιγύπτου). Πρβλ. Λουκ. Τίμων, 18. Βλ.: «πίθος Δαναΐδων». -

-

άνωθεν επιταγή εντολή από ανώτερο ιεραρχικά. Π.χ. Το πρόβλημα λύθηκε ύστερα από άνωθεν -

επιταγή.

-

άνω κάτω πάνω κάτω σε αταξία. Π.χ. Τα βρήκε όλα άνω κάτω. -

-

άνωμοτί χωρίς όρκο ανόρκιστα. Π.χ. Μέχρι τώρα μόνο ανωμοτι"διακήρυξε ότι είναι αθώος. Το επίρρ. α υ τ ό συνηθίζεται ο τ η δικανική γλώσσα. Λατ.: «δίηε]νιτ&^Γ&ηάο».

άνω ποταμών πάνω από τα ποτάμια // (μτφ.) έξω από κάθε λο­ γική· παράλογα εξωφρενικά. Π.χ. Όσα υποστηρίζει είναι άνω ποταμών. -

Πρβλ. Ευριπ. Μήδεια, 410. Πρβλ. επίσης Λεξ. Ηονχ.: «παροιμία έπί των έπ" εναντία γινομένων».

άνω σχώμεν τάς καρδίας· ας κατευθύνουμε ψηλά τις καρδιές μας· ας υψώσουμε το πνεύμα μας· ας έχουμε στραμμένο τον νου μας ψηλά. Π.χ. Η θεραπεία του ήταν ένα θαύμα άνω σχώμεν τας καρδίας. -

Προσφώνηση του ιερέα προς το πλήρωμα των πιστών κ α τ ά την έναρξη της «τελετουργίας του μυστηρίου» κ α τ ά τη διάρκεια της Θείας Λειτουρ­ γίας. -

-

ανωτέρα βία * ανυπέρβλητη ανάγκη εξωτερικός εξαναγκασμός. Π.χ. Η τροχαία διέγραψε την παράβαση λόγω ανωτέρας βίας. * Συνήθως συναντάται και σε δοτική π τ ώ σ η ως προσδιορισμός: «ανω­ τέρα βία» ή με τη μορφή: «λόγω ανωτέρας βίας». -

-

-

-

ανωτέρω * ψηλότερα πιο πάνω παραπάνω προηγουμένως. Π.χ. Ο ανωτέρω αναφερόμενος διέπραξε κι άλλα σφάλματα. Πρβλ. αντίθ.: «κατωτέρω». * Επίρρ. συγκριτικού βαθμού του «άνω». Λατ.: «Βυρτα». -

άξιον έστι είναι άξιο· αρμόζει· αξίζει. Π.χ. Να υπερασπίζουμε την πατρίδα άξιον εστι. -

Φράση π ο υ προέρχεται α π ό το μεγαλυνάριο του Μικρού Παρακλητι­ κού Κανόνα: « Άξιον έστιν ώς άληθως μακαρίζειν Σε τήν Θεοτόκον, τήν

άειμακάριστον κ α ί παναμώμητον κ α ί Μητέρα του Θεοϋ ημών. Τήν τιμιωτέραν των Χερουβείμ καί ένόοξοτέραν α σ ύ γ κ ρ ι τ ο ς των Σεραφείμ, τήν άδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοϋσαν, τήν όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν». Πρβλ. την ονομασία της εικόνας «άξιον εστί»· επίσης τον τίτλο της ποι­ ητικής συλλογής του Οδυσσέα Ελύτη. Λατ.: «άίβηιιπι 6δΙ».

άξιος έμπτυσμοΐτ άξιος φτυσίματος· που του αξίζει φτύσιμο // (μτφ.) άξιος περιφρόνησης. Π.χ.

Ο π ρ ο δ ό τ η ς είναι

άξιος εμπτνομού.

άξιος ό μισθός·* (είναι) άξιος (να λάβει) τον μισθό. -

Π.χ. Α π έ δ ω σ ε ς π ο λ ύ άξιος ο μισθός σ ο υ . * Επιβίωμα της α ρ χ α ί α ς παροιμιώδους φράσης: «άξιος λαβείν ό μισθός» (δηλαδή άξιος εστίν ό μισθός ώστε λαβείν αυτόν). Η φ ρ ά σ η επαναλαμ­ βάνεται με διάφορες μορφές. Πρβλ.: Προς Τιμόθ., Α', Ε' 18, Ματθ., I' 10, Λουκά, VI.

άξιος τριχός· άξιος όσο μια τρίχα // ανάξιος. Π.χ. Ο φ ύ λ α κ α ς τ η ς τ ρ ά π ε ζ α ς α π ο δ ε ί χ θ η κ ε άξιος τριχός.

άπαγε άπ' έμσϋ· φύγε από μένα μακριά από μένα. -

Π.χ. Α π ο κ λ ε ί ε τ α ι να σε β ο η θ ή σ ω -

άπαγε απ' εμού.

άπαγε με εις λατομίας·* οδήγησε με στα λατομεία· κλείσε με στη φυλακή. Π.χ. - Θα α ν α θ ε ω ρ ή σ ε ι ς α υ τ ή τη φ ο ρ ά το ά ρ θ ρ ο σου γ ι α τ ο ν χρηματισμό των υπαλλήλων του υπουργείου; - Άπαγε με εις λατομίας. Κάποτε ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος, τύραννος των Συρακουσών, έκλεισε τον ποιητή Φιλόξενο στα λατομεία, που χρησίμευαν πλέον ως φυλακή, ε π ε ι δ ή ο τ ε λ ε υ τ α ί ο ς δεν α π ε δ έ χ θ η τις π ο ι η τ ι κ έ ς ι κ α ν ό τ η τ ε ς τ ο υ τυράννου. Ύ σ τ ε ρ α α π ό λίγο καιρό ο Διόνυσος του ζήτησε και πάλι τη γνώμη του, πιστεύοντας ότι θα έχει εντωμεταξύ συνετιστεί. Αλλά ο Φιλόξενος εμμένοντας στις απόψεις του, χωρίς να του πει την ά π ο ψ η του για τα π ο ι ή μ α τ α του τυράννου, του είπε το περίφημο: « ά π α γ ε με εις λατομίας». * Ή «είς τ ά ς λατομίας».

απαγ' ές μακαρίαν

π ή γ α ι ν ε ο τ η μ α κ α ρ ι ό τ η τ α // π ή γ α ι ν ε οτην

ευχή του Θεού // πήγαινε στην αιωνιότητα. Π.χ. α) Άπαγ' ες μακαρίαν α ε ι μ α κ ά ρ ι σ τ ε α δ ε λ φ έ . β) Φ ε ύ γ ε ι ς ; Άπαγ' ες μακαρίαν. Η φ ρ ά ο η α υ τ ή προέρχεται α π ό το «μακάρια ή όόός», η οποία λέγεται για κάποιον που αναχωρεί ή για κάποιον π ο υ πέθανε. Μερικές φορές και για κάποιον π ο υ κ α τ α σ τ ρ ά φ η κ ε οικονομικά. -

άπαγε της βλασφημίας μακριά από εδώ η βλασφημία // (μτφ.) -

-

μην βλασφημείς // μην λες κάτι τέτοιο ούτε π ο υ να σκεφτείς κά­ τι τέτοιο πρόσεχε τι λες να μην σου ξεφεύγουν λόγια ά π ρ ε π α . Π.χ. Μ η ν μ ι λ ά ς έ τ σ ι γ ι α τ ο ν α δ ε ρ φ ό σ ο υ άπαγε της βλασφημίας. -

-

-

απ' άκρου εις άκρον απ' τη μια άκρη ως την άλλη // σ' όλο το -

-

πεδίο ολόγυρα σ' όλη την έ κ τ α σ η // οικουμενικά. Π.χ. Μ ε τ ά τ η μ ά χ η υ π ή ρ χ α ν απ' άκρον εις ά κ ρ ο ν π τ ώ μ α τ α . -

άπαντα βλ.: «τά άπαντα». απαξ* μια και αφού // μια φορά μόνο. -

Π.χ. α ) Άπαξ κ α ι έ ρ θ ε ι ς , φ έ ρ ε μ α ζ ί κ α ι τ α κ λ ε ι δ ι ά . β ) Έ π ρ ε π ε ν α τ ο υ τ ο υ π ε ν θ υ μ ί σ ε ι ς ε σ ύ τ ο ε ί π ε ς άπαξ. * Αριθμ. επίρρ. ή σύνδεσμος. -

-

απαξ διά παντός μια για πάντα μια φορά και για πάντα. -

Π.χ. Η α ν α κ ο ί ν ω σ η τ η ς δ ι ε ύ θ υ ν σ η ς τ ο έ γ ρ α φ ε κ α θ α ρ ά κ α ι άπαξ διά παντός: ν α μ η ν υ π ά ρ ξ ε ι ά λ λ η κ α θ υ σ τ έ ρ η σ η τ ω ν υ π α λ λ ή λ ω ν στην υπηρεσία.

απαξ λεγόμενον που λέγεται μία μόνο φορά. Π . χ . - Τι ε ί π ε ς ; - Ας ά κ ο υ γ ε ς α υ τ ό ε ί ν α ι άπαξ λεγόμενον. Φιλολογικός όρος που λέγεται για φ ρ ά σ η π ο υ μαρτυρείται μόνο μια φορά στα κείμενα. Πρβλ.: « έ φ ' ά π α ξ » . Λατ.: «Ηαραχ Ιε^οπιβηοη». -

άπέβαλε τό προσωπείον έβγαλε την προσωπίδα πέταξε τη μά­ -

σ κ α // (μτφ.) α π ο κ α λ ύ φ τ η κ ε ποιος στην π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α είναι φανερώθηκε.

-

Π.χ. Ενώ του έκανε τον φίλο, όταν του ζήτησε δανεικά, τότε αυτός απέβαλε

το

προσωπείον. -

άπεδήμησεν εις (τάς) αιωνίους μονάς * μετανάστευσε στις αιώ­ νιες κατοικίες (του ουρανού) // (μτφ.) πέθανε. Π.χ. Έναν καλό φίλο είχε κι εκείνος άπεδήμησεν εις αιωνίους μονάς. Η φ ρ ά σ η χρησιμοποιείται στην εκκλησιαστική γλώσσα. * Συνηθίζεται και με τις μορφές: «έξεδήμησεν εις (τάς) αιωνίους μονάς», «μετέστη εις (τάς) αιωνίους μονάς». Πρβλ. συνών.: «αποδημώ εις Κύριον».

απείρου κάλλους·* απείρου καλλονής· ιδιαίτερης ομορφιάς. Λέγεται ειρωνικά. Π.χ. Αφού τον προκάλεσε, σημειώθηκαν απείρου κάλλουςσκηνές. * Εμφανίζεται συνήθως στη φράση: «απείρου κάλλους σκηνές» ή «α­ πείρου κάλλους συμβάντα».

απεκδύομαι της ευθύνης- αποβάλλω την ευθύνη· δεν θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο. Π.χ. Όσον αφορά το συμβάν, απεκδύομαι της ευθύνης. Αρχαία φράση. Συνηθίζεται και η νεότερη φράση «απεκδύομαι π ά σ η ς ευθύνης» (= αποβάλλω κάθε ευθύνη· θεωρώ ότι δεν έχω καμία απολύτως ευθύνη).

απ' εναντίας· αντίθετα // κάθε άλλο· απεναντίας. Π.χ. Δεν το ξέχασα, απεναντίαςτο έφερα μαζί μου, όπως ζήτησες. Πρβλ. συνών.: «τουναντίον», «έκ του εναντίου».

άπερρίφθην μετά πολλών επαίνων απορρίφθηκα με πολλούς επαίνους. Π.χ. Δεν έγινε δεκτός στην επιχείρηση· απερρίφθη μετά πολλών επαίνων. Παροιμιώδης έκφραση α π ό τον Γεώργιο Σουρή, π ο υ ήθελε να καυτη­ ριάσει τον κ α θ η γ η τ ή της μετρικής Σεμιτέλο, διότι τον απέρριπτε συνε­

χώς στο μάθημα του. -

-

άπ' ευθείας * απευθείας // άμεσα χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς // χωρίς μεσολάβηση.

Π . χ . Π α ρ α κ ο λ ο υ θ ή σ α μ ε σ ε απευθείας μ ε τ ά δ ο σ η α π ό τ η β ο υ λ ή τον λόγο του πρωθυπουργού. * Ενν. «γραμμής».

απευκταίον ανεπιθύμητο δυσάρεστο αυτό που δεν πρέπει να εύχε­ -

-

ται κανείς. Π . χ . Τ έ τ ο ι ο κ α τ α σ τ ρ ο φ ι κ ό έ ρ γ ο θ α ή τ α ν απευκταίον. Πρβλ. αντίθ.: «εϋκταίον» και το ουο. «τό απευκταίον». Λατ.: «&οοπιϊη3ηάιιιτι».

άπέχου και άνέχον ν' απέχεις (ενν. από τις απολαύσεις) και ν' α ν έ χ ε σ α ι (ενν. τ ι ς δ υ σ κ ο λ ί ε ς τ η ς ζ ω ή ς ) . Π.χ. Τι κι αν π τ ώ χ ε υ σ ε ς ; Απέχου και ανέχου. Η φ ρ ά σ η είναι επιβίωμα α π ό τη διδασκαλία των στωικών φιλοσόφων.

απέχω παρασάγγας· απέχω παρασάγγες // (μτφ.) απέχω πάρα πολύ // υπάρχει μεγάλο χάσμα. Π.χ. Ο α ν α τ ο λ ι κ ό ς π ο λ ι τ ι σ μ ό ς απέχει παρασάγγας α π ό τ ο ν δ υ ­ τικό. Π α ρ α σ ά γ γ η ς , α ρ χ α ί ο μέτρο μήκους μάλλον περσικής προέλευσης, ισο­ δύναμο με 30 στάδια, δηλαδή με 5.250 μ. περίπου· α π ό το περσικό ί&Γ83Π§. -

άπήγξατο (κατά λέξη) κρεμάστηκε // (μτφ.) τελευταίο όριο αντο­ χής· δύσκολη θέση // κ α τ ά σ τ α σ η απελπισίας. Π . χ . Μ ε τ η ν τ α λ α ι π ω ρ ί α σ τ ο α ε ρ ο δ ρ ό μ ι ο έ φ τ α σ ε σ τ ο άπήγξατο. Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 5: «και ρίψας (ό Ι ο ύ δ α ς ) τά αργύρια έν τω ναφ άνεχώρησε και άπελθών ά π ή γ ξ α τ ο » . -

άπηγορευμένος καρπός απαγορευμένος καρπός // (μτφ.) από­ λαυση υπό απαγόρευση" επιθυμία απαγορευτική. Π.χ. Για μ ε ρ ι κ ο ύ ς υ π α λ λ ή λ ο υ ς η ά δ ε ι α είναι

απηγορενμένος

καρπός. «Απηγορευμένος κ α ρ π ό ς » κ α τ ά την Π α λ α ι ά Διαθήκη ήταν ο κ α ρ π ό ς του δένδρου της γνώσης του καλού και του κακού, που ο Θεός α π α γ ό ­ ρευσε στους πρωτόπλαστους να γευθούν. Έ κ τ ο τ ε η φράση προσδιορί­ ζει ό,τι είναι επιθυμητό αλλά εκ τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν απαγορευμένο.

άπληστος πίθος· πιθάρι που δεν γεμίζει ποτέ // (μτφ.) ακόρεστος· πλεονέκτης· αχόρταγος. Π.χ.

Ο ε ρ γ ο δ ό τ η ς τ ο υ είναι

άπληστος πίθος.

ά π λ ο ϋ ς ό μϋθος τ η ς αληθείας- απλός (είναι) ο λόγος της αλή­ θειας // η αλήθεια είναι απλή. Π.χ. Για τα οφθαλμοφανή πράγματα δεν χρειάζονται πολλά λό­ για· απλούς ο μύθος της αληθείας. Πρβλ. Ευριπ. Φοίν., 469.

απλώς ειπείν για να ειπωθεί απλά // γενικά. Π.χ. Ξεχνά, αργεί, υπόσχεται πολλά· απλώς ειπείν είναι αδιά­

φορος. Βλ. παρεμφερείς: «ώς συντόμως είπεϊν», «ώς έπος ειπείν», «ίος άπλφ λόγ(ρ», «συλλήβδην ειπείν», «συνελόντι είπεϊν». απνευστί· χωρίς αναπνοή· χωρίς να πάρει ανάσα· μονορούφι // πολύ γρήγορα. Π.χ. α) Του αρέσει τόσο πολύ το ποτό που προχθές ήπιε ένα μπουκάλι απνευστί β) Διάβασα το βιβλίο του απνευστί από αμνημονεύτων χρόνων* από χρόνια που δύσκολα διατηρού­ νται στη μνήμη // από πολύ παλιά. Π.χ. Η Κύπρος είναι ελληνική από αμνημονεύτων χρόνων. * Ή «πρό αμνημονεύτων χρόνων». αποδημώ είς Κύριον* πεθαίνω. Π.χ. Μετά το εγκεφαλικό ο γνωστός καλλιτέχνης άπεδήμησεν

εις Κύριον. * Συναντάται (σπανιότερα) και με τη μορφή «έκδημω είς Κύριον» με την ίδια σημασία. αποδιοπομπαίος τράγος· (κατά λέξη) τράγος που τον διώχνουν από παντού· τράγος που τον διώχνουν όλοι // (μτφ.) άνθρωπος που του καταλογίζουν τις ευθύνες των ά λ λ ω ν εξιλαστήριο θύ­ μα // ξορκισμένος. Π.χ. Ο υπουργός Οικονομικών έγινε αποδιοπομπαίος τράγος-για το σκάνδαλο που ξέσπασε. Η φράση προέρχεται από παγανιστικό έθιμο, το οποίο επικράτησε και στον Ιουδαϊσμό- ο αρχιερέας (κατά το έθιμο) θυσίαζε έναν τράγο για να εξιλασθεί ο ιουδα'ίκός λαός και ένας άλλος τράγος διωχνόταν (άπεπέμπετο) στην έρημο, αφού πρώτα ο αρχιερέας «έναπέθετε επί της κε­ φαλής του τό αμάρτημα της φυλής».

Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Κλεάνθη Γρίβα Αποδιοπομπαίος τρά­

γος. αποθανέτω ή ψυχή μου μετά των αλλοφύλων ας πεθάνω (κι εγώ) μαζί με τους αλλόφυλους // (μτφ.) ας καταστραφώ κι εγώ με τους εχθρούς μου· ας ζημιωθώ κι εγώ, προκειμένου να ζημιω­ θούν και οι εχθροί μου. Π.χ. Προκειμένου να κερδίσουμε τη μάχη, αποθανέτω η ψυχή

μου μετά των αλλοφύλων. Αυτή την παροιμιώδη φράση είπε ο Σαμψών, δωδέκατος κριτής του Ισραήλ, λίγο πριν γκρεμίσει τον ναό, στον οποίο βρισκόταν μαζί με πολ­ λούς Φιλισταίους, οι οποίοι τον ενέπαιζαν για την απώλεια της δύνα­ μης του. Πρβλ. Κριταί, ΙΣΤ' 30: «καί είπε Σαμψών αποθανέτω ή ψυχή μου μετά των αλλοφύλων καί έβάσταξεν έν ίσχύι, καί έπεσεν 6 οίκος έπί τους άρχοντας καί έπί πάντα τόν λαόν τόν έν αΰτω». από Θεού αρξασθε· κάντε αρχή απ' τον Θεό // (μτφ.) πριν αρχί­ σετε οτιδήποτε, επικαλεστείτε τη βοήθεια του Θεού· κάντε αρχή προσευχόμενοι. Π.χ. Πριν μπείτε στις τάξεις για μάθημα, από Θεού άρξαοθε. Επιβίωμα της φράσης: «έκ Διός άρξασθε». από θέσεως ισχύος· από θέση επιβολής· από θέση επιρροής· από δυναμική θέση. Π.χ. Επιβλήθηκε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών μιλώντας από θέσεως ισχύος. από καθέδρας·* (κυριολ.) από την έδρα // (μτφ.) με ύφος- με τόνο αυθεντίας· με δογματικό ύφος· με ύφος που δεν επιδέχεται α­ ντιρρήσεις. Π.χ. Οι από καθέδρας λόγοι του θεωρήθηκαν απαράδεκτοι. Καθέδρα αρχικά λεγόταν οποιοδήποτε κάθισμα. Αργότερα, έτσι ονο­ μαζόταν ο βασιλικός θρόνος, έπειτα ο επισκοπικός θρόνος, τελευταία η καθηγητική έδρα και σήμερα οποιαδήποτε επίσημη έδρα. * Συνήθως με τη μορφή: «ομιλεί άπό καθέδρας». Λατ.:

«6Χ

03ΐ1ιβάΓ3».

άπό καιρού είς καιρόν από καιρό σε καιρό· κατά χρονικά δια­ στήματα· κάπου κάπου· πότε πότε. Π.χ. Τον επισκέπτεται από καιρού εις καιρόν.

φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. άπό καρδίας* εγκάρδια* απ' την καρδιά // θερμά. Π.χ. Μας έστειλε τα από καρδίας συγχαρητήρια του. Πρβλ. αντίθ.: «άπό χειλέων». άπό καταβολής κόομου* από τότε που πλάστηκε ο κόσμος* απ' την αρχή της δημιουργίας // ανέκαθεν // από πολύ παλιά. Π.χ. Αυτό το αυτοκίνητο το έχει από καταβολής κόσμου. Η φράση εμφανίζεται συχνότατα στην Καινή Διαθήκη. Πρβλ. Ματθ., ΙΓ' 35: «όπως πληρωθη τό ρηθέν διά τοϋ προφήτου λέγο­ ντος· ανοίξω έν παραβολαϊς τό στόμα μου, έρεύξομαι κεκρυμμένα άπό καταβολής κόσμου». Επίσης πρβλ. ΚΕ' 34: «...τήν ήτοιμασμένην ύμϊν βασιλείαν άπό κατα­ βολής κόσμου». Λουκά, ΙΑ' 50, Εβρ., Δ' 3, Αποκάλ., ΙΓ' 8, Αποκάλ., ΙΖ' 8. αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας* αποδοκιμάζω δημόσια με αηδία. Π.χ. Αποκήρυξε μετά βδελυγμίας την κατηγορία περί εθνικής μειοδοσίας. Βλ. και «μετά βδελυγμίας». άπό κοινού* μαζί* με κοινή προσπάθεια* με συνεργασία. Π.χ. Το έργο αποπερατώθηκε γρήγορα, διότι έγινε από κοινού. «Από κοινού» λέγεται και το συντακτικό σχήμα κατά το οποίο μια λέ­ ξη ή φράση (συνήθως ρήμα) που παραλείπεται, εννοείται με βάση τα προηγούμενα χωρίς καμιά μεταβολή. Π.χ. Όπως τον κατήγγειλε τότε, έτσι και σήμερα (ενν. τον κατήγγειλε). άπό κορυφής μέχρις ονύχων* απ' την κορυφή ως τα νύχια* απ' το κεφάλι ως τα πόδια* από πάνω μέχρι κάτω // (μτφ.) εξ ολο­ κλήρου. Π.χ. Έπαθε εγκαύματα από κορυφής μέχρις ονύχων, όταν πήρε φωτιά το σπίτι του. άπό κτίσεως κόσμου* από τότε που χτίστηκε ο κόσμος // (μτφ.) από πολύ παλιά. Π.χ. Αυτά που μας λες είναι γνωστά από κτίσεως κόσμου. Η βυζαντινή χρονολόγηση κατά τα πρώτα χρόνια της βυζαντινής ιστο­ ρίας άρχιζε να μετρά από «κτίσειος κόσμου». Παλαιότερα η χρονολό-

γηοη γινόταν «από κτίοεως Ριόμης». Η «κτίσις ταυ κόομου» τοποθετού­ νταν στο 5508 έτος πριν από τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Η φράση λοιπόν ήταν και παραμένει στερεότυπη. Σήμερα βέβαια με μεταφορική σημασία. Πρβλ. συνών.: «άπό καταβολής κόσμου». άπό κτίσεως 'Ρώμης· από τότε που χτίστηκε η Ρώμη // (μτφ.) από πολύ παλιά. Π.χ. Έχει να κάνει ανακαίνιση στο κατάστημα του ουτό κτίσεως

Ρώμης Η χρονολόγηση «άπό κτίσεως ' Ρώμης» άρχιζε από το 753 π.Χ. Βλ. συνών.: «άπό κτίσεως κόσμου», «άπό καταβολής κόσμου». αποκύημα φαντασίας· προϊόν της φαντασίας· γέννημα του μυα­ λού // ψέμα. Π.χ. Αυτό που σου είπε χθες για μένα είναι αποκύημα της φα­

ντασίας του. Αποκύημα (= γέννημα), από το ρ. άποκυέω -ώ (= είμαι έγκυος). άπό κύλικος έως χειλέων πολλά πέλει·* (στο χρονικό διάστη­ μα) από το κύπελλο ως τα χείλη υπάρχουν πολλά (που μπορούν να συμβούν) // (μτφ.) πολλές συμφορές μπορούν να συμβούν την τελευταία στιγμή· πολλά κακά μπορούν να γίνουν, εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Π.χ. Κάνε γρήγορα, διότι από κύλικος έως χειλέων πολλά πέλει. Η φράση αποδίδεται στον Αγκαίο, γιο του Λυκούργου και της Ευρυ­ νόμης, βασιλιά της Τεγέας. * Συναντάται και με τη μορφή: «μεταξύ κύλικος καί χειλέων πολλά πέλει». απολλώνιος ηρεμία* απολλώνια γαλήνη· χαρακτηριστική ηρε­ μία. Π.χ. Τον χαρακτηρίζει απολλώνιος ηρεμία. άπολωλός πρόβατον χαμένο πρόβατο· το πρόβατο που έχει απο­ μακρυνθεί από το κοπάδι και χάθηκε // (μτφ.) αμαρτωλός· άσω­ τος· παρεκτρεπόμενος // διεφθαρμένος // ανισόρροπος· τρελός. Π.χ. Ο βουλευτής ως απολωλόςπρόβατον επέστρεψε στις τάξεις του κόμματος.

Πρβλ. Λουκά, ΙΕ' 6: «καί έλθών είς τόν οίκον συγκαλεί τους φίλους καί τούς γείτονας λέγων αϋτοϊς· συγχάρητέ μοι ό τ ι εύρον τό πρόβατον μου τ ό άπολωλός». Πρβλ. επίσης Ψαλμ., ΡΙΗ' 176. άπό μηχανής θεός·* (κατά λέξη) θεός (που εμφανίζεται) με μηχά­ νημα // (μτφ.) ξαφνική ευνοϊκή λύση του προβλήματος· λύση του αδιεξόδου· επίλυση. Η φράοη (από τις πλέον εύχρηστες) λέγεται όταν ένα πρόσωπο ή κάποιο γεγονός, το οποίο εμφανίζεται ξαφνικά και απροσδό­ κητα, επιφέρει αίσια λύση σε μια δυσάρεστη κατάσταση ή σ' ένα αρχικά άλυτο πρόβλημα. Π.χ. Τη λύση έδωσε ο εισαγγελέας που επενέβει σαν από μηχα­

νής θεός. «Από μηχανής θεός» ονομαζόταν το θεατρικό εφεύρημα του αρχαίου δράματος, πάνω στο οποίο εμφανιζόταν ο θεός που έδινε τη λύση, όταν η τραγωδία έφτανε σε πλοκή χωρίς διέξοδο. Η «μηχανή» αυτή (ή «αιώ­ ρημα») ήταν είδος γερανού, στο οποίο υπήρχε το ομοίωμα (ή άγαλμα) του θεού. Το ομοίωμα εμφανιζόταν από το λογείο, από μια καταπακτή για τις χθόνιες θεότητες (θεότητες του κάτω κόσμου, ποταμών, λιμνών κ.λπ.) και συχνότερα από το θεολογείο για τις υπόλοιπες. * Συνήθως με τις μορφές: «ως από μηχανής θεός» και «ο από μηχανής θεός». Λατ.: «άβυδ βχ ιη&ο1ιίη3». άπό μιας αρχής· απ' την αρχή· ανέκαθεν πάντα. Π.χ. Είμαστε από μιας αρχής (μλοι αδελφικοί. άπό μνήμης· από τη μνήμη· από το μνημονικό· απ' έξω. Π.χ. Απάγγειλε όλη τη ραψωδία Α της Ιλιάδας από μνήμης. Λατ.:

«βχ

Γηβπιοη»» ή

«ιηβιηοήΙοΓ».

άπονενοημένον διάβημα· πράξη απελπισίας· ενέργεια απόγνω­ σης· ασυλλόγιστη πράξη // η αυτοκτονία. Π.χ. Εξαιτίας των χρεών του κατέληξε στο άπονενοημένον διά­

βημα. απόντα με καί μαστιγοΰτω· ας είμαι απών κι ας με μαστιγώσει. Η φράση λέγεται συνήθως με περιφρόνηση απ' όσους μαθαίνουν ότι κακολογούνται από κάποιους.

π.χ. Γνωρίζω ότι με κατηγορεί· απόντα με και μαατιγοντω. Λέγεται ότι όταν ο Αριστοτέλης πληροφορήθηκε ότι κάποιος τον κα­ κολογούσε απάντησε: «απόντα με καί μαστιγούτω». άπ' δνων έφ' ίππους· από τα γαϊδούρια πάνω στ' άλογα//(μτφ.) απ' τα χαμηλά στα ψηλά // από τα χαμηλά κοινωνικά στρώμα­ τα σε ανώτερα αξιώματα. Λέγεται για όσους ξαφνικά από κατώτερη κοινωνική τάξη α­ νήλθαν σε ανώτερα αξιώματα. Π.χ. Παλαιότερα ήταν πάμφτωχος- απ' όνων εφ' ίππους. άπό πάσης απόψεως· από κάθε άποψη· από οποιονδήποτε τρό­ πο θεώρησης· απ' όλες τις πλευρές. Π.χ. Είναι σπουδαίος από πάσης απόψεως. άπό περιουσίας· βλ.: «έκ περιουσίας». άπό περιωπής* από ψηλά· από ψηλό μέρος // υψηλή κοινωνική θέση / / μ ε κύρος // χωρίς προκατάληψη // αντικειμενικά. Π.χ. Εξετάζει τα θέματα από περιωπής. Συχνά χρησιμοποιείται η φράση: «θέσις περίοπτος». άπό προσώπου γής* από το πρόσωπο της γης* από παντού. Π.χ. Εξαφανίστηκε* χάθηκε από προσώπου γης. Η φράση λέγεται για να όοθεί έμφαση στα λεγόμενα. απορίας άξιον* (είναι) άξιο απορίας // δημιουργεί αμηχανία* δη­ μιουργεί κατάπληξη* απορώ πώς. Π.χ. Είναι απορίας άξιον πώς κατάφερε να κερδίσει τον αντί­

παλο του. απορία ψάλτου βήξ* ο βήχας (φανερώνει) την αμηχανία του ψάλτη* όταν ο ψάλτης δεν ξέρει τι να ψάλλει, βήχει. Η φράση λέγεται για εκείνους που βρίσκονται σε αμηχανία ν' απαντήσουν και χρονοτριβούν επινοώντας διάφορα τεχνάσμα­ τα. Π.χ. Μην μασάς τα λόγια σου* απορία ψάλτου δήξ. Πρβλ. Λε^. Ηαυχ., Αεξ. Σούδα. Επίσης Κατζ. Σνναγ., 303: «έπί των έν άπορίρι προσποιούμενων τί πράττειν».

απορώ καί εξίσταμαι· παραξενεύομαι και εκπλήσσομαι· μένω έκθαμβος και εμβρόντητος· μένω κατάπληκτος. Π.χ. Απορώ και εξίσταμαι με την παραίτηση του. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. την Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου το θεοτοκείο: «τήν ωραιότητα της παρθενίας Σου καί τό ΰπέρλαμπρον τό της αγνοίας Σου 6 Γαβριήλ καταπλαγείς, έβόα Σοι, Θεοτό­ κε· Ποιόν Σοι έγκώμιον προσαγάγω έπάξιον τί δέ ονομάσω Σε; άπορω καί εξίσταμαι- διό, ώς προσετάγην, βοώ ΣΟΓ Χαίρε, ή Κεχαριτωμένη». Βέβαια, με παραπλήσια μορφή η φράοη εμφανίζεται και σ' άλλα πα­ λαιότερα κείμενα. Πρβλ. Πράξ., Β' 13: «έξίαταντο δέ πάντες καί διηπόρουν, άλλος πρός άλλον λέγοντες- τί άν θέλοι τοϋτο είναι;». άπό σκοποί)· από πρόθεση- σκόπιμα- επίτηδες. Π.χ. Η κ α τ ' επιλογήν πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων έγινε από

σκοπού. Πρβλ. συνών.: «έκ προθέσεως». άπό στήθους·* με αποστήθιση· με τον τρόπο της απομνημόνευσης // χωρίς χειρόγραφο // χωρίς τη βοήθεια εντύπου ή σημειώσεων. Π.χ. Ελλείψει χρόνου προτίμησε να μιλήσει από στήθους. * Χρησιμοποιείται σπανιότερα και η μορφή: «έκ στήθους». άπό στόματος· μιλώντας // προφορικά. Π.χ. Με την επίσκεψη του ακούσαμε και τις από στόματος συμ­ βουλές του. άπό στόματος μαχαίρας· βλ.: «διεπέρασεν άπό στόματος μαχαί­ ρας». άπό στόματος ρομφαίας· βλ.: «διεπέρασεν άπό στόματος ρομ­ φαίας». αποστρέφω τους οφθαλμούς· παίρνω τα μάτια μου από κάποιον κοιτάζω αλλού // (μτφ.) αποστρέφομαι· αντιπαθώ· αδιαφορώ· δυσανασχετώ. Π.χ. Συνήθως, όταν προκύπτουν φλέγοντα ζητήματα, αποστρέ­

φει τους οφθαλμούς του.

ά π ό της εποχής τοϋ κατά Λ ο υ κ ά ν * από την εποχή που γράφτηκε το Ευαγγέλιο από τον Λουκά // (μτφ.) από πολύ παλιά. Π.χ. Το αυτοκίνητο του είναι α π ό της εποχής τον κατά Λσνκάν. Πολλές φορές η φράση λέγεται συντετμημένη: «άπό τοϋ κατά Λουκαν». Π.χ. Το έχει από τον κατά Λουκάν. * Ενν.: «Ευαγγελίου». άπό τής κώπης έπί τό βήμα' από το κουπί στο βήμα//(μτφ.) από τα κατώτερα στα ανώτερα αξιώματα // άνθρωπος που κατέχει ανώτερο αξίωμα για το οποίο δεν είναι άξιος. Π.χ. Χειρότερη επιλογή απ' αυτήν δεν θα μπορούσε να γίνει·

από της κώπης επί το βήμα. άπό τίνος·* εδώ και καιρό· εδώ και αρκετό χρόνο. Π.χ. Από τίνος η επιχείρηση του βαδίζει με βεβαιότητα προς την καταστροφή. * Ενν.; «χρόνου». άπό τό όράν τό έράν βλ.: «έκ τοϋ όράν τό έράν». άπό τοϋδε καϊ είς τό εξής· από δω και πέρα· από τα)ρα κι ύστερα. Π.χ. Από τούδε και εις το εξής θα μπορείς να ψηφίζεις στον τό­ πο διαμονής σου. άπό τοϋ κατά Λουκάν βλ.: «άπό τής εποχής τοϋ κατά Λουκάν». άπό τοϋ λίκνου· από την κούνια // (μτφ.) από τη βρεφική ηλικία. Π.χ. Δεν ακούει από του λίκνου. Πρβλ. συνών.: «έξ άπαλων ονύχων», «παιδιόθεν». άπό τρίποδος·* από τρίποδα // (μτφ.) με τόνο αυθεντικό· δογμα­ τικά. Π.χ. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμασαν την από τρίποδος ομιλία του. Ο τρίπους ήταν σκεύος με τρία πόδια, στο οποίο καθόταν η Πυθία και έλεγε τους χρησμούς στους ενδιαφερόμενους με ύφος αυθεντικό. Πρβλ. συνών.: «άπό καθέδρας».

* Συνήθως στη φράση «ομιλεί από τρίποδος» ή ως ουσιαστικό: «οι από τρίποδος λόγοι» και «από τρίποδος λέγειν». άπ'

ουράς τήν έγχελυν* έχεις· κρατάς το χέλι απ' την ουρά // (μτφ.) έχεις μεγάλη έγνοια· έχεις μεγάλη στενοχώρια. Π.χ. Μετά την πτώχευση απ' ουράς την έγχελυν έχει. Η φράση ανήκει στον μεγάλο ελληνιστή Έρασμο. * «ή έγχελυς» και μιεταγενέστερα «ό έγχελυς».

άπουσίςι· ενώ είναι απών με την απουσία· χωρίς την προσέλευση, Π.χ. Απουσία του πρωθυπουργού τον υποδέχτηκε ο υπουργός Ε­ ξωτερικών. Πρβλ. αντίθ.: «παρουσίρι». αποφράς ήμερα* δυσοίωνη ημέρα· καταραμένη ημέρα. Π.χ. Αποφράς ημέρα χαρακτηρίστηκε η σημερινή για την εμπορι­ κή μας ναυτιλία λόγω των ατυχημάτων σε τρία πλοία. άποφώλιον τέρας· αποκρουστικό τέρας // (μτφ.) απαίσιος στην όψη άνθρωπος· αποτροπιαστικός άνθρωπος // κτηνάνθρωπος· διε­ στραμμένος· κακούργος. Π.χ. Το άποφώλιον τέρας· προέβη σε δεύτερο φόνο. άπό χειλέων* απ' τα χείλη // (μτφ.) με λόγια // όχι αληθινά* υπο­ κριτικά* ψεύτικα* τυπικά. Π.χ. Μου έστειλε τα από χειλέων συγχαρητήρια του. Πρβλ. αντίθ.: «άπό καρδίας». άποχρώσαι ενδείξεις* σοβαρές ενδείξεις- επαρκείς ενδείξεις. Π.χ. Δεν υπάρχουν άποχρώσαι ενδείξεις, για να διαταχθεί η προφυλάκιση του. άπό χωρίου είς χωρίον* από χωριό σε χωριό* από τόπο σε τόπο. Π.χ. Οι πρόσφυγες περιφέρονται από χωρίου εις χωρίον. άπτεται των πολιτικών πραγμάτων* αγγίζει τα πολιτικά πράγμα­ τα // (για πρόσωπο) ασχολείται με τα πολιτικά πράγματα. Π.χ. Το έντυπο αυτό δεν άπτεται των πολιτικών πραγμάτων.

ά π ύ λ ω τ ο ν στόμα- στόμα χωρίς πύλη // (μτφ.) φλύαρος. Π.χ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είναι απύλωτον στόμα. Πρβλ.: «άθύρωτον στόμα». "Απω Ανατολή· η μακρινή Ανατολή-οι χώρες της ανατολικής Ασίας. Βλ. και «' Εγγύς Ανατολή», «Μέση Ανατολή». άπωλόμεθα, εί μή άπωλόμεθα- θα καταστρεφόμασταν, εάν όεν καταστρεφόμασταν. Π.χ. Με την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας, λόγω της πυρκαγιάς, σώθηκε η επιχείρηση μας- άπωλόμεθα, ει μη άπωλό­

μεθα. Πρβλ. Πλουτ. Θεμιατ., 29. άρατε πύλας- σηκώστε τις πύλες- ανοίξτε τις πύλες. Π.χ. Αρχίζει η διεθνής έκθεση αυτοκινήτου- άρατε πύλας. Πρβλ. Ψαλμ., ΚΓ' 7 και ΚΓ' 9: «άρατε πύλας, οί άρχοντες ϋμων, καί έπάρθητε, πύλαι αιώνιοι, καί είσελεύσεται ό βασιλεύς τής δόξης». αργία μήτηρ πάσης κακίας·* η φυγοπονία είναι μητέρα κάθε φαυλότητας- από την οκνηρία προέρχεται κάθε αθλιότητα. Π.χ. Πρέπει να μεριμνήσεις να βρεις εργασία, διότι αργία μήτηρ

πάσης κακίας. * Ενν. «έστι». άργοϊς αεί ποθ' εορτή- βλ.: «άεργοίς αίέν έορτά». άργυραϊς λόγχαις* μάχου καί πάντων κρατήσεις- πολέμα εξα­ γοράζοντας και θα τους νικήσεις όλους // (μτφ.) για να πετύχεις πρέπει να δωροδοκείς. Π.χ. Η διοίκηση της πρωταθλήτριας ομάδας το κατάλαβε ήδη:

αργνραίς λόγχαις μάχου και πάντων κρατήσεις. Σύμφωνα με την παράδοση, αυτό τον χρηομό πήρε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος από την Πυθία. Η φράση λέγεται συνήθως ειρωνικά για περιπτώσεις χρηματισμού. Βλ. Μ. Ιατρού Πόθεν και όιατί, σελ. 63. * Δηλαδή με αργύρια (= χρήματα).

ά ρ δ η ν από τα θεμέλια· τελείως· εντελώς. Π.χ. Μετά το 1977 η κατάσταση στην παιδεία άλλαξε άρδην. άριστίνδην* τρόπος εκλογής μεταξύ των καλύτερων με εκλογή μεταξύ των αρίστων. Π. χ. Η επιλογή του στρατηγού, που θα αντιμετώπιζε τους εχθρούς έγινε αριατίνόην. * Ή με τη μορφή: «κατ' επιλογήν μεταξύ των αρίστων». Λατ.: « 5 ε ε υ η ό υ η ι (Ιβίβοΐυηι νίτΐυΐίδ». άρκτου παρούσης τά ϊχνη ζητεί- αναζητά τα ίχνη της αρκού­ δας, ενώ η αρκούδα είναι μπροστά του. Π.χ. Τι τις θέλει τις αποδείξεις; Άρκτου παρούσης τα ίχνη ζητεί. άρον άρον- σήκωσε (τον), σήκωσε (τον) // (μτφ.) γρήγορα- βιαστι­ κά. Π.χ. Μετά τον σεισμό άρον άρον τα μαζέψαμε και φύγαμε. Πρβλ. 1ω., ΙΘ' 14-15: «ην δέ παρασκευή τοϋ Πάσχα, ώρα δέ ώσεί έκτη· καί λέγει τοις ' Ιουδαίοις· ίδε ό βασιλεύς υμών. οί δέ έκραύγασαν άρον άρον, σταύριοσον αυτόν». άρον τόν κράβαττόν σου καί περιπατεί- πάρε το κρεβάτι σου και περπατά // (κατά παρερμ.) φύγε. Π.χ. Και τώρα που τα είπες άρον τον κράβαττόν σου και περι­

πατεί. Φράση από το περιστατικό της θεραπείας του παραλυτικού της Κα­ περναούμ. Πρβλ. Μάρκ., Β' 9: «τί έστιν εΰκοπώτερον, είπεϊν τφ παραλυτικφ, άφέωνταί σου αί άμαρτίαι, ή είπεϊν, έγειρε καί άρον τόν κρά­ βαττόν σου καί περιπατεί;». άρρητ' αθέμιτα- ανομολόγητα (ως) ανεπίτρεπτα- ανομολόγητα (επειδή είναι) ανήθικα. Π.χ. Δεν μπορώ να σου πω τίποτε απ' όσα άκουσα, διότι είναι

άρρητ' αθέμιτα. άρρητα ρήματα* ανείπωτα λόγια- λόγια που δεν είναι δυνατόν να ειπωθούν // μυστικά, απόρρητα λόγια- ανομολόγητα λόγια // α­ σάφειες. Π.χ. Είναι τόσο άρρητα ρήματα όσα θέλεις να μου πεις και θέ­ λεις να μου μιλήσεις κατ' ιδίαν;

Πρβλ. Παύλου Β'προς Κορίνθιους, ΙΒ' 3-4: «καί οίδα τόν τοιούτον άνθρωπον είτε έν σώματι εϊτε έκτος τοϋ σώματος ούκ οίδα, ό Θεός οίδεν οτι ήρπάγη είς τόν παράόεισον καί ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ούκ εξόν άνθρώπί}!) λαληοαι». άρτι* αφιχθείς**· που έφθασε πριν από λίγο· που μόλις έφθασε· που έφθασε πρόσφατα. Π.χ. Το νέο μοντέλο, άρτι αφιχθέν, βρίσκεται στις προθήκες των καταστημάτων. * Επίρρ. χρονικό. ** Μτχ. αφιχθείς, αφιχθείσα, αφιχθέν. άρτος και θεάματα·* ψωμί και παραστάσεις. Π.χ. Αυτός δεν έχει κανένα πνευματικό ενδιαφέρον δώσε του μόνο άρτον και θεάματα. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους επικρατούσε η αντίληψη ότι οι αυτο­ κράτορες έπρεπε να προσφέρουν στον λαό θεάματα. Έτσι κτίστηκαν μεγάλα θέατρα, όπως το ο ί Γ ο υ δ π ι Ε χ ϊ η ι υ δ χωρητικότητας περίπου 250.000 θεατών, στο οποίο γίνονταν κυρίως ιπποδρομίες και αρματο­ δρομίες. Υπήρχαν και τα αμφιθέατρα στα οποία ρίχνονταν άνδρες α­ ντιμέτωποι με διάφορα θηρία ή γίνονταν αγώνες με τους περίφημους μονομάχους. * Από τη ρωμαϊκή φράση: « ρ & η β η ι βΐ ο ί Γ ο β η κ ε δ » . άρχαί ώδίνων αρχές πόνων // αρχές δεινών // αρχές μεγάλων συμ­ φορών. Π.χ. Τώρα είναι πια μαθητής στο γυμνάσιο· αρχαί ωδίνων για τους γονείς. Η ώδίς (-ίνος) είναι οι κοιλόπονοι που προηγούνται της γέννας. «"Αρχαί ώδίνων» είναι μεταφορικά οι αρχικές συμφιορές που προηγού­ νται των μεγάλων, όπως οι κοιλόπονοι που προηγούνται των μεγάλων πόνων του τοκετού. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Μάρκ., ΙΓ' 8-9: «έγερθήσεται γάρ έθνος έπί έθνος καί βασιλεία έπί βασιλείαν, καί έσονται σεισμοί κατά τόπους, καί έσονται λιμοί καί ταραχαί· άρχαί ώδίνων ταϋτα». Επίσης πρβλ. Ματθ., ΚΔ' 8: «πάντα δέ ταϋτα άρχή ώδίνων». άρχε σεαυτοϋ· να εξουσιάζεις τον εαυτό σου // να έχεις αυτοέλεγχο. Π.χ. Μην ξαναμεθύοεις και στο εξής άρχε σεαυτού.

αρχεσθαι μαθών α ρ χ ε ι ν επιστήσει· μαθαίνοντας να κυβερνιέ­ σαι, θα μάθεις να κυβερνάς·(μόνο) όταν μάθεις να κυβερνιέσαι, θα μάθεις να ασκείς (σωστά) την εξουσία. Π.χ. Πρώτα θα ζήσεις ως στρατιώτης και μετά θα γίνεις αξιω­

ματικός· αρχεσθαι μαθών άρχειν επιστήσει. Η φράση (πολύ εύστοχα) υπάρχει στο έμβλημα της Στρατιωτικής Σχο­ λής Ευελπίδων. Πρβλ. Αριστ. Αθψ. Πολ., 3, 4, 14, Σόλ. Διογ. Λαέρτ., 1, 60. αρχή άνδρα δείκνυσι·* η εξουσία φανερώνει τον χαρακτήρα του ανθρώπου· η εξουσία (και η δύναμη που αποκτά το πρόσωπο που την κατέχει) αποκαλύπτει το ποιόν του ανθρώπου. Π.χ. Τώρα που έγινε βουλευτής θα φανεί αν είναι άξιος· αρχή

άνδρα δείκννσι. Τη φράση είπε ο Βίας ο Πριηνεύς. Πρβλ. Αριστ. Ηθ. Νικ., V 1,16. Πρβλ. Σοφ. Ανηγ., 175-177. * Συνηθίζεται και με τη μορφή: «άρχή άνδρα δεϊξαι». αρχή επιστήμης ονομάτων επίσκεψις· βλ.; «ή των ονομάτων επίσκεψις». άρχή ήμισυ παντός· βλ.; «ή άρχή τό ήμισυ τοϋ παντός».

αρχής γενομένης· κάνοντας αρχή· αρχίζοντας. Π.χ. Ο πρωθυπουργός προχώρησε σε ανασχηματισμό αρχής γε­ νομένης από το υπουργείο Εσωτερικών. άρχή σοφίας φόβος Κυρίου· πρωταρχικής σημασίας για την ανθρώπινη σοφία είναι ο φόβος Θεού' ο άνθρωπος πρέπει να διακατέχεται από φόβο Θεού για να θεωρείται σώφρων. Π.χ. Θα έπρεπε να πιστεύεις, αφού αρχή σοφίας φόβος Κυρίου. Πρβλ. Παροιμ., Α' 7: «άρχή σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεοις δέ αγαθή πασι τοις ποιοϋοιν αυτήν ευσέβεια δέ είς Θεόν άρχή αΐσθήσεως, σοφίαν δέ καί παιδείαν ασεβείς έξουθενήοουοιν». Πρβλ. επίσης Παροιμ, Θ' 10, Ψαλμ., ΡΓ 10. άρχιλόχειον βέλος· βέλος όπως τα βέλη του Αρχίλοχου // (μτφ.) καυστική διακωμώδηση. Π.χ. Η συμπεριφορά του προς την οικογένεια της γυναίκας του θύμιζε άρχιλόχειον βέλος.

φράση προερχόμενη από τη δηκτικότητα των σατιρικών έργων του Αρχίλοχου, και δη από καυστική σάτιρα εξαιτίας της οποίας απαγχονίστηκε η μνηστή του Νεοβούλη και ο πατέρας της Λυκάμβης. άρχομαι χειρών αδίκων βλ.: «ήρξατο χειρών αδίκων». ασεβέστερος Ίππομένους· πιο ασεβής και από τον Ιππομένη· πά­ ρα πολύ ασεβής. Π.χ. Ο κλέφτης, ασεβέστερος Ιππομένους, συν τοις άλλοις κατέ­ στρεψε και τις εικόνες. Ο Ιππομένης, όταν παντρεύτηκε την Αταλάντη, δεν χρησιμοποίησε, όπως έπρεπε, ως νυφικό δώμα το ιερό άλσος της μητέρας των θεών Κυβέλης. Η πράξη θεωρήθηκε ασέβεια μεγάλη, ώστε ανάγκασε την Κυ­ βέλη να τον μεταμορφώσει σε λιοντάρι. ασθενής καί οδοιπόρος άμαρτίαν ούκ έχει· σε άρρωστο και οδοιπόρο δεν καταλογίζεται αμαρτία [ενν. αν καταλύσουν (= όεν νηστέψουν) σε περίοδο θρησκευτικής νηστείας]· ο άρρωστος και ο οδοιπόρος μπορούν να καταλύουν. Π.χ. Κατέλυσε λόγω γρίπης· ασθενής καί οδοιπόρος άμαρτίαν

ουκ έχει. άσκαρδαμυκτί· χωρίς ανοιγοκλείσιμο των ματιών με προσηλω­ μένο βλέμμα· ατενώς. Π.χ. Άκουγε άσκαρδαμυκτί τα δυσάρεστα γεγονότα. ασκοί τοϋ Αιόλου·* ασκιά του Αιόλου//(μτφ.) επικείμενη συμφορά. Π.χ. Με την αλλαγή του εκλογικού συστήματος ο υπουργός ά­ νοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Ο Αίολος ήταν ο κυρίαρχος των ανέμων. Σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Αρνης και κύριος της Αιολίας, ενός πλω­ τού νησιού με χάλκινο τείχος. Με εντολή του Δία εξουσίαζε τους ανέ­ μους. Κάποτε ο Οδυσσέας φιλοξενήθηκε από τον Αίολο. Μάλιστα πρό­ σφερε στον Οδυσσέα έναν ασκό, στον οποίο έκλεισε τους ανέμους. Υ­ πάρχουν αρκετές παραστάσεις με τον Αίολο να κρατά ανοικτούς α­ σκούς, απ' τους οποίους βγαίνουν οι άνεμοι. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ομ. Οόύα, κ 19, κ 45, κ 47. * Συνήθως στις φράσεις: «ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου», «άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου». Το σωστό όμως είναι να χρησιμοποιείται ο ενικός «ασκός» και όχι ο πληθυντικός «ασκοί», διότι στα αρχαία κείμενα ΐ) φράση συναντάται με ενικό.

άς' όψεται^·* ας δει // η ευθύνη στον (ή στην...) // το κρίμα στον (ή στην ...) // φταίει ο (ή η ...)· Π.χ. Ας όψεται η υπηρεσία που άργησε να μας ειδοποιήσει. 1. άς: μόριο (άφες > ά[φε]ς > άς) χρησιμοποιείται για να δηλώσει ευχή, κατάρα, παραχώρηση, συγκατάθεση κ.λπ. Στην προκειμένη περίπτω­ ση δηλώνει κατάρα. 2. όψεται: από τον μέλλ. οψομαι (ως ενεργ.) του ρ. όράω -ώ (= βλέπω). * Ενν. ως υποκ. «ο, η, το». Εύχρηστη και στο β' πρόσ. του πληθ. «ΰμείς οψεσθε». Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 24: «...άθφός είμι άπό τοϋ αίματος τοϋ δικαίου τού­ του· ύμείς όψεσθε». άστειεύθητι μόνον ΐσοις· να κάνεις αστεία μόνο με όμοιους (με εσένα). Π.χ. Δεν θέλει να σε ακούσει· άστειεύθητι μόνον ίσοις. ασυζητητί·* χωρίς συζήτηση· ασυζήτητα // (μτφ.) αναντίρρητα· αναμφισβήτητα. Π.χ. Είναι ασυζητητί το φθηνότερο αυτοκίνητο στην κατηγορία του. * Επίρρ. άσωτος υίός· γιος που διασπαθίζει περιουσία· γιος που ζει άσωτα // (μτφ.) έκλυτος άνθρωπος· ακόλαστος άνθρωπος. Π.χ. Ο φίλος σου, άσωτος υιός, δεν κατάφερε να διατηρήσει την κληρονομιά που πήρε. Πρβλ. Λουκά, ΙΕ' 13: «καί μετ' ού πολλάς ημέρας συναγαγών άπαντα ό νεώτερος υίός άπεδήμησεν είς χώραν μακράν, καί εκεί διεσκόρπισε τήν ουσίαν αύτοϋ ζών άσώτως». ατιμωρητί·* χωρίς τιμωρία· χωρίς ποινή· ατιμώρητα. Π.χ. Η ενέργεια του δεν θα περάσει ατιμωρητί Λατ.: «δΙηβ Ιαϋοηο» ή « ί π ι ρ υ π ο » . * Επίρρ. άττικηρώς ζην (το) να ζει κανείς σύμφωνα με τον αττικό τρόπο // η φτωχική ζωή // το λιτό δείπνο. Π.χ. Το βράδυ καλύτερα να μην τρως· αττικηρώς ζην.

άττικόν αλας· αλάτι από την Αττική // (μτφ.) σπουδαίο κείμενο (ή λόγος) ισάξιο αττικού συγγραφέα. Π.χ. Η εισήγηση του ομιλητή ήταν ατηκόν άλας. αυθημερόν* μέσα στην ίδια ημέρα· στη διάρκεια της ημέρας. Π.χ. Ο ιατρός απουσιάζει από το ιατρείο του, αλλά θα επιστρέ­

ψει αυθημερόν. * Επίρρ. αύθωρεϊ και παραχρήμα· την ίδια στιγμή και αμέσως· αμέσως, στο λεπτό. Π.χ. Αντιμίλησε στον εργοδότη του και απολύθηκε αυθωρεί και

παραχρήμα. Στη φράση αυτή παρατηρούνται δύο χρονικά επιρρήματα με την ίδια σημασία, δημιουργώντας πλεονασμό, που ωστόσο δίνουν έμφαση στον λόγο. αΰξάνεσθε καί πληθύνεσθε· να γίνεστε πολυπληθείς· να πολλα­ πλασιάζεστε. Π.χ. Ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε σημαντικά· αυξάνεσθε και πληθύνεσθε λοιπόν. Πρβλ. Γέν., Α' 28: «καί εΰλόγησεν αύτοίις ό Θεός, λέγων αυξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γην». αυταϊς λέξεσιν κατά λέξη. Π.χ. Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αυταίς λέξεσιν νέες θέσεις εργα­ σίας. Πρβλ.: «κατά λέξιν», «έπί λέξει», «λέξιν πρός λέξιν». αύτήκοος μάρτυς· μάρτυρας που άκουσε με τα ίδια του τ' αφτιά· μάρτυρας που άκουσε ο ίδιος (και όχι από άλλους). Π.χ. Κλήθηκε να καταθέσει ως αυτήκοος μάρτυς. Πρβλ. τη σχετική φράση: «αυτόπτης μάρτυς». Η φράση συνηθισμένη στη νομική ορολογία. αυτοβούλως· βλ.: «οίκείρι βουλήσει». αυτόθι· σ' αυτό το μέρος // στο ίδιο μέρος // στο ίδιο έργο· στο ίδιο σύγγραμμα.

π.χ. Το όπλο βρέθηκε αυτόθι. Λατ.: «ίΙ)ί(1εηι» (βραχ. ιΗά.) ή «ίδΙίο». αύτολεξεί· κατά λέξη· με τις ίδιες λέξεις. Π.χ. Λέγε μας αυτολεξεί τι σου είπε. Λατ.: «8ΐο> ή «νεΛαΙίτη». αΰτονυκτί· αυτή τη νύχτα // μέσα σε μια νύχτα // (κατ' επέκτ.) χωρίς αναβολή· αμέσως. Π.χ. Ο πρωθυπουργός κατήργησε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης

αΰτονυκτί. Πρβλ.: «έν μιςι νυκτί». αυτόπτης μάρτυς·* μάρτυρας που είδε με τα ίδια του τα μάτια· μάρτυρας που είδε ο ίδιος (και δεν άκουσε α π ό άλλους). Π.χ. Αυτόπτης μάρτυς μίλ\]οε για το περιστατικό. Πρβλ. τη σχετική φράση: «αΰτήκοος μάρτυς». * Η φράση συνηθίζεται στη νομική γλώσσα. αυτός έφα· αυτός (το) είπε· αυτός μίλησε (έτσι). Π.χ. Ο εν λόγω υπουργός είπε ότι θα μειωθεί σίγουρα ο πληθωρι­ σμός· αυτός έφα. Η φράση λέγεται δογματικά για κάποιον του οποίου οι λόγοι έχουν αξία, επιβολή και εγκυρότητα. Πολλές φορές, ιδιαίτερα σήμερα, λέγε­ ται ειρωνικά για όσους δέχονται αδιάκριτα αυθεντίες. Η φράση αυτή συνηθιζόταν μεταξύ των μαθητών του φιλόσοφου και μαθηματικού Πυ­ θαγόρα, όταν γινόταν αναφορά στα λεχθέντα του δασκάλου τους. Ι­ διαίτερα, λεγόταν και μετά τον θάνατο του Πυθαγόρα, απ' όπου φαί­ νεται η προσπάθεια που έκαναν οι μαθητές του να μην παρεκκλίνουν από τη διδασκαλία του. Στον Μεσαίωνα και λίγο αργότερα με τη διάδοση των αρχαίων ελληνι­ κών κειμένων, η φράση επανεμφανίζεται. Αναφέρεται στον Αριστοτέ­ λη, του οποίου το πλούσιο συγγραφικό έργο τον καθιστά αυθεντία. Πρβλ.: «σύ ειπας». Λατ.: «ίρ8β όΐχίΐ». αυτός καθ' εαυτόν* αυτός ο ίδιος. Π.χ. Εμφανίστηκε στο αστυνομικό τμήμα αυτός καθ' εαυτόν. * Ή «αυτός καθεαυτόν» και «αυτός καθαυτόν». Βλ. και τις φράσεις «καθ' εαυτόν» και «καθ' έαυτοϋ».

ά φ ' εαυτοί)· αυτοπροαίρετα· εκούσια. Π.χ. Ακολούθησε τη συμμορία αφ' εαυτού. Λατ.: «3 8θ>. άφ' ενός μέν ... άφ' έτερου δέ· απ'τη μια... απ'την άλλη. Π.χ. Αφενός μεν θέλει ν' αγοράσει το καλύτερο, αφετέρου δε θέ­ λει να ξοδέψει όσο γίνεται λιγότερα. άφες αυτοϊς· ου γάρ οΐδασι τί ποιοϋσι· συγχώρεσε τους, διότι δεν ξέρουν τι κάνουν συγχώρεσε τους, διότι τυφλωμένοι από τα πάθη τους δεν καταλαβαίνουν τι διαπράττουν. Π.χ. Γνωρίζω ότι σε κατηγορούν άδικα· άφεςαυτοίς- ου γαρ οίδα-

αι τι ποιούσι. Αλλοτε χρησιμοποιείται μόνο τμήμα της φράσης. Πχ. «Οι πολιτικοί τέτ α α είναι στην πλειοψηφία τους· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Πρβλ. Λουκά, ΚΓ' 34: «ό δέ ' Ιησοϋς έλεγε· πάτερ, άφες αΰτοϊς· ού γάρ οίδασι τί ποιοϋσι». άφεαις αμαρτιών απαλλαγή από τις αμαρτίες· συγχώρηση των αμαρτιών. Π.χ.Γι' άλλη μια φορά η κυβέρνηση έδωσε άφεσι ν αμαρτιών στους υπεύθυνους του σκανδάλου. Η φράση συναντάται συχνότατα στην Αγία Γραφή και κυρίως στην Και­ νή Διαθήκη. Πρβλ. Λουκά, ΚΔ' 47: «καί κηρυχθηναι έπί τφ ονόματι αύ­ τοϋ μετάνοιαν καί άφεσιν αμαρτιών είς πάντα τά έθνη, άρξάμενον άπό Ιερουσαλήμ». Επίσης πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 28, Λουκά, Α' 77: «έν άφέσει αμαρτιών», Λου­ κά, Γ' 3: «είς άφεσιν αμαρτιών», Πράξ., Γ 43, ΙΓ' 38, ΚΣΤ' 8, Κολ., Α' 14. άφ' έτερου· εξάλλου· άλλωστε· έπειτα και. Π.χ. Δεν μπορεί να σε βοηθήσει οικονομικά· αφετέρου έχει κι αυ­ τός χρέη. άφέωνταί σου αί άμαρτίαι·* απαλλάσσεσαι από τις αμαρτίες σου· συγχωρείσαι για τις αμαρτίες σου. Π.χ. Αφού θα κάνεις τώρα ό,τι είναι δυνατόν, άφέωνταί σου αι

άμαρτίαι. Πρβλ. Λουκά, Ε' 20: «καί ίδών τήν πίστιν αυτών είπεν αύτώ' άνθρωπε, άφέωνταί σοι αί άμαρτίαι σου».

Πρβλ. επίσης Ματθ., Θ' 5: «τί γάρ έστιν εΰκοπώτερον, είπεϊν, άφέω­ νταί σου αί άμαρτίαι, ή ειπείν, έγειρε καί περιπατεί;». * Η με τη μορφή: «άφέωνταί σοι αί άμαρτίαι σου» (=σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου). άφ' ήβης· από την εφηβική ηλικία. Π.χ. Γνωρίζονται αφ' ήβης.

αφήνω τά προσχήματα· βλ.: «τηρώ τά προσχήματα». άφησε τά κωλα· τέντωσε τα σκέλη (του σώματος) // (μτφ.) πέθανε. Π.χ. Μετά α π ό μερικούς σπασμούς ο τραυματίας άφησε τα κώ-

λα. Λέγεται και με τη μορφή: «έτίναξε τά κώλα». άφ' ης στιγμής·* απ' τη στιγμή που· απ' τον καιρό που· αφότου. Π.χ. Γνωρίζει τα αποτελέσματα αφ' ης στιγμής αντά ανακοινώ­ θηκαν. * Η «ώρας, ημέρας» κ.λπ. άφ' δτον* αφότου· από τότε που. Π.χ. Αφότου έφυγε στο εξωτερικό, δεν λάβαμε νέα του. * Ενν. «χρόνου». άφ' οί)·* αφού // επειδή· μια και. Π.χ. Αφού συνελήφθη, οδηγήθηκε στο τμήμα. * Ενν. «χρόνου». άφραστον θαϋμα* ανέκφραστο θαύμα· ανείπωτο θαύμα· απερί­ γραπτο θαύμα. Π.χ. Αφραστον θαύμα η υπομονή των συνταξιούχων. Πρβλ. Ορθρο Μ. Σαββάτου (Μ. Παρασκευής εσπέρας) ωδή ζ': «Άφρα­ στον θαϋμα! ό έν καμίνιρ ρυσάμενος τοίις όσιους παϊδας έκ φλογός έν τάφφ νεκρός άπνους κατατίθεται είς σωτηρίαν ημών τών μελ()ΐ)δούντων Λυτρωτά, ό Θεός εύλογητός εί». αφρώδης οίνος·* αφρώδες κρασί· κρασί που αφρίζει. Π.χ. Παραγωγή αφρώδους οίνου για πρώτη φ»ορά έγινε στην Κο­ μπανία της Γαλλίας.

* Λέγεται και καμπανίτης (γνωστότερος ως σαμπάνια). Εξαιτίας της τεχνητής προσθήκης ανθρακικού οξέος, όταν ανοιχθεί αφρίζει, όπως κάθε αεριούχο ποτό. άφ' υψηλοί)· από ψηλά//(μτφ.) περιφρονητικά//με έλλειψη εκτί­ μησης // επιφανειακά. Π.χ. Πιστεύω ότι θα μπορούσες να αναλύσεις καλύτερα το θέμα, αν δεν το έβλεπες αφ' υψηλού. άφοίνος ώς ιχθύς· άφωνος όπως το ψάρι // σιωπηλός // πολύ ολιγόλογος· λιγομίλητος. Π.χ. Στο άκουσμα της ποινής έμεινε άφωνος ως ιχθύς. Πρβλ. ανάλογης σημασίας φράση: «τηρεί σιγήν ιχθύος». αχίλλειος πτέρνα· φτέρνα του Αχιλλέα // (μτφ.) τρωτό σημείο· αδύνατο σημείο· ευπρόσβλητο σημείο. Π.χ. Η φιλοτιμία του είναι η αχίλλειος πτέρνα τον. Ο Αχιλλέας, γιος του Πηλέα και της Θέτιδας, ήταν ο βασιλιάς των Μυρμιδόνων. Η μητέρα του θέλοντας να τον καταστήσει αθάνατο, τη νύχτα τον κρατούσε πάνω από τη φωτιά και την ημέρα τον άλειφε με αμβροσία κρατώντας τον από τη φτέρνα. Κατά συνέπεια ο Αχιλλέας ήταν τρωτός μόνο στη φτέρνα. Κατ' άλλους τον βούτηξε μέσα στο αθά­ νατο νερό κρατώντας τον από τη φτέρνα. Όταν πήρε μέρος στον Τρω'ίκό Πόλεμο έγινε ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων. Κάποτε όμως η Αφροδίτη αποκάλυψε στον Πάρη το αδύνατο σημείο του Αχιλλέα, τη φτέρνα του, κι αυτός μ' ένα φαρμακερό βέλος επέφερε τον θάνατο στον βασιλιά των Μυρμιδόνων. άχθος άρούρης· βάρος της γης // (μτφ.) ανίκανος άνθρωπος· ά­ χρηστος άνθρωπος // φυγόπονος· αργόσχολος. Π.χ. Από τότε που απολύθηκε αισθάνεται άχθος αρούρης. «Αχθος αρούρης» χαρακτηρίζει ο Αχιλλέας τον εαυτό του, στη διάρ­ κεια της συνομιλίας του με τη μητέρα του Θέτιδα, βλέποντας ότι δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα, αφού δεν μπορεί να πολεμήσει. Πρβλ. Ομ. /λ., Σ 103-104: «άλλ' ήμαι παρά νηυσίν έτώσιον άχθος άρού­ ρης». άχνυμένη σκυτάλη· σκυτάλη που μεταφέρει δυσάρεστες (μόνο) ειδήσεις. Π.χ. Αυτό το τηλεοπτικό κανάλι είναι αχννμένη σκυτάλη. Στην αρχαιότητα η σκυτάλη χρησίμευε ως μυστική μέθοδος επικοινω-

νίίίς. Το μήνυμα ήταν γραμμένο οε μια λωρίδα παπύρου. Ο παραλή­ πτης τύλιγε τη λωρίδα οε μια οκυτάλη ιδίου διαμετρήματος με αυτήν του αποοτολέα και διάβαζε το μήνυμα. Αν η σκυτάλη είχε άλλη διατο­ μή, δεν μπορούσε να διαβαστεί. αχρουν ύπουργεϊον αχρωμάτιστο υπουργείο//(μτφ.) κυβέρνηση που την αποτελούν εξωκομματικά μέλη. Π.χ. Το άχρονν νπουργείον ήταν η εναλλακτική λύση που επέ­ λεξε ο πρωθυπουργός. άχύρινος νους· αχυρένιος νους- μυαλό από άχυρα // (μτφ.) ανόη­ τος· κούφιος. Π.χ. Αχύρινος νους έμοιαζε ο κατηγορούμενος με τις απαντή­ σεις που έδινε. αψε* σβήσε**· άναψε σβήσε // (μτφ.) πολύ γρήγορα· αμέσως· χω­ ρίς χρονοτριβή· στη στιγμή· ακαριαία. Π.χ. Ά-ψε σβήσε κατάφερε να πάρει το δίπλωμα του. * Προστ. του ρ. απτω (= βάζω φωτιά, ανάβω). ** Προστ. του ρ. σβεννύω (μεσαίων, σβένω) / σβέννυμι (= σβήνω).

Β β ά δ η ν με κανονικό βήμα· με ομαλό περπάτημα- με βήμα περιπάτου. Π.χ. Επειδή είχε καλό καιρό πήγαμε βάδην μέχρι το διπλανό χωριό. βαδίζει τήν πεπατημένην*· βαδίζει τον πατημένο δρόμο· ακολου­ θεί γνιοοτό δρόμο // (μτφ.) ζει σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα // είναι συντηρητικός // δεν ριψοκινδυνεύει· βαδίζει με σιγουριά. Π.χ. α) Για να αποφύγει πιθανά λάθη, βαδίζει την πεπατημένην. β) Αφού βαδίζεις την πεπατημένην, καλύτερα να επενδύσεις σε ομόλογα παρά στο χρηματιστήριο. * Ενν.: «όδόν». βαίνει έπί τά ίχνη τον ακολουθεί τα χνάρια του // (μτφ.) τον έχει ως πρότυπο // μιμείται εντελώς. Π.χ. Η κυβέρνηση βαίνει επί τα ίχνη της προηγούμενης. βαίνει κατά κρημνών βλ.: «κατά κρημνών». βαίνω κατ' ευχήν βαδίζω όπως ευχόμουν πηγαίνω ευνοϊκά. Π.χ. Απ' ό,τι μου είπε, η υπόθεση του επιτέλους βαίνει κατ' εν-

χψ. Πρβλ. συνών.: «κατ' ευχήν». βαλβουργία νΰξ· νύχτας της Βαλβούργης // (μτφ.) ολονύχτιο ξε­ φάντωμα // όργιο. Π.χ. Το πάρτυ αποδείχθηκε βαλβουργία νύξ. Κατά τη γερμανική μυθολσγία την παραμονή της πρώτης Μαΐου (ημέ­ ρας της Αγίας Βαλβούργης) συγκεντρώνονταν οι μάγισσες και επιδίδο­ νταν σε όργια. βάπτισμα τοΰ πυρός· η έκθεοη στη φωτιά // η μύηση στη βολή πυροβόλου όπλου // (μτφ.) η πρώτη δοκιμασία- η πρώτη εμπειρία.

π.χ. Πήρε το πτυχίο του μηχανικού και δέχτηκε το δάπτιαμα τον πνρόςαχο συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων του πατέρα του. βαρϋ τό σκαφεϊον βαριά η σκαπάνη // επίπονο το σκάψιμο // (μτφ.) επίπονη η εργασία. Π.χ. Σε βλέπω κουρασμένο· βαρύ το σκαφεϊον. βάσει· με βάση· με στήριγμα· δίνοντας βαρύτητα. Π.χ. Η επιλογή των υποψηφίων έγινε βάσει των ικανοτήτων τους. Πρβλ.: «κατά βάσιν». βασιλικώτερος τοϋ βασιλέως· πιο βασιλικός από τον βασιλιά. Η φράση λέγεται για όσους δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο (ή αυ­ στηρότητα) και μάλιστα περισσότερο από τον άμεσα ενδιαφε­ ρόμενο. Π.χ. Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ υπεραμύνθηκε των προτάσεων της κυβέρνησης καταλήγοντας βασιλικώτερος τον βασιλέως. βαστάζω τόν σταυρόν τοϋ μαρτυρίου· σηκώνω τον σταυρό των βασάνων // (μτφ.) υποφέρω και υπομένω ψυχικά και σωματικά βάσανα. Π.χ. Μετά την οικονομική του καταστροφή βαστάζει τον σταυ­

ρόν τον μαρτνρίον. Πρβλ. Ιωάν., ΙΒ' 17. βδέλυγμα τής έρημώσεως· βέβηλη αηδία της ερήμωσης // (μτφ.) αηδιαστικός· σιχαμερός // ανήθικος. Π.χ. Ο άνθρωπος αυτός είναι βδέλυγμα της ερημώσεως. Οι Ιουδαίοι χαρακτήριζαν «βδέλυγμα της ερημώοεως» το άγαλμα του Δία στην Ιερουσαλήμ, αλλά και οτιδήποτε θεωρούσαν προσβολή για το θρήσκευμα τους. Πρβλ. Ματθ., ΚΔ' 15-16, «όταν συν ϊδητε τό βδέλυγμα της έρημώσεως τό ρηθέν διά Δανιήλ τοϋ προφήτου έστώς έν τόπιρ ά γ ί φ - ό άναγινώσκων νοείτω- τότε οί έν τη Ίουδαίςχ φευγέτωσαν έπί τά δρη (...)». Βενιαμίν τής οικογενείας· // (μτφ.) ο μικρότερης ηλικίας γιος. Π.χ. Αστράτευτος είναι μόνο ο Βενιαμίν της οικογενείας λόγω ηλικίας. Ο Βενιαμίν ήταν ο μικρότερος γιος του Ιακώβ. Πρβλ. Γέν., ΛΕ' 16-20.

β ε ρ γ α ϊ ο ν δ ι ή γ η μ α · διήγηοη από τη Βέργη // (μτφ.) μεγάλο ψέμα. Π.χ. Ό,τι οου είπε για μένα είναι βεργαίον διήγημα. Η φράση προήλθε από τον παροιμιώδη ψευδολόγο κωμικό ποιητή Α­ ντιφάνη, ο οποίος καταγόταν από την αρχαία πόλη Βέργη της Θράκης. βήμα πρός βήμα· βήμα βήμα // οιγά οιγά // σε κάθε κίνηση // από κοντά. Π.χ. Έφθασε βήμα προς βήμα στα ύψη της δημοσιότητας. βήμα σημειωτόν βηματισμός επί τόπου // πολύ αργός βηματι­ σμός // (μτφ.) πολύ αργός ρυθμός // στασιμότητα. Π.χ. Αργούν να παραδώσουν το νέο οχολικό συγκρότημα, διότι οι εργασίες γίνονται με βήμα σημειωτόν. Συνήθως παράγγελμα της γυμναστικής. Σπάνια χρησιμοποιείται μόνο το ουδ. του επιθ. σημειωτός. Π.χ. Η κυβέρνηση προχωρεί σημειωτόν. βίαιος διδάσκαλος ό πόλεμος· ο πόλεμος είναι βίαιος δάσκαλος· ο πόλεμος διδάσκει αλλά με βίαιο τρόπο και βίαιες, απάνθρωπες πράξεις· ο πόλεμος διδάσκει εξαναγκαστικά. Π.χ. Έβλεπα στην τηλεόραση τις σκηνές φρίκης του εμφυλίου-

τελικά βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος. Πρβλ. Θουκ., III 82, 2. βίος άβιος· βλ.: «βίος αβίωτος». βίος αβίωτος·* ζωή που δεν μπορεί κανείς να τη ζήσει // ζωή αφό­ ρητη. Π.χ. Με τις αυξήσεις των ειδών πρώτης ανάγκης έχει γίνει ο βίος αβίωτος για χιλιάδες εργαζομένους. Η φράοη προέρχεται από τον Χίλωνα: «φιλάργυρον ίδών (ό Χίλων) έκφερόμενον έφη: ούτος βίον άβίωτον βιώσας, έτέροις βίον κατέλοιπε». Είναι αξιοσημείωτο ότι η φράση λέγεται ακόμη και σήμερα. Επίσης εί­ ναι αξιοσημείωτο ότι η νεοελληνική έκφραση «του έκανε τον βίο αβίω­ το» είναι επιβίωση της φράσης «άβίωτον πεποίηκε τόν βίον» του Αρι­ στοφάνη. Πρβλ. Αριστοφ. Πλ., 969. Πρβλ. Λεξ. Ησυχ. Βλ. και «βίος ού βιωτός». * Σπάνια συναντάται με τη μορφή: «βίος ού βιωτός» ή «βίος άβιος» ή «άβιος βίος». Πρβλ. Εμπεδ., 38.

βίος ανεόρταστος* μ α κ ρ ά ό ό ό ς ά π α ν δ ό κ ε υ τ ο ς · η ζωή που όεν έχει γιορτές (είναι) μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο // ζωή χωρίς γιορτή είναι ζωή χωρίς ανάπαυση // (μτφ.) ζωή χωρίς γιορτή είναι βασανιστική. Π.χ. Κοίταξε να διασκεδάζεις λίγο, διότι βίος ανεόρταστος μα­

κρά οδός απανδόκεντος. * Ή «άνέορτος». Επιβίουμα της φράσης του Δημόκριτου: «βίος ανεόρτα­ στος άπανόόκευτος». Πρβλ. Δημόκρ. Παρά Στοβ., 154, 38. Επίσης Δημόκρ. απόσπ., 230 (ΟίβΙδ - ΚΓΒΠΖ). βίος καί πολιτεία· ζωή και πράξεις // (μτφ.) περιπετειώδης ζωή. Λέγεται για ανθρώπους με περιπετειώδη βίο (κακουχίες κ.ά.) ή για ανθρώπους με ύποπτη ηθικά ζωή. Π.χ. Αυτός ο άνθρωπος είναι βίος και πολιτεία. Πρβλ. τον τίτλο και το περιεχόμενο του έργου του Ν. Καζαντζάκη: Βί­ ος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Συναντάται πολύ συχνά και στα συναξάρια. βίος ού βιωτός· ζωή που δεν μπορεί κάποιος να τη ζήσει // ζωή ανυπόφορη. Π.χ. Του έκανε, με τη συμπεριφορά του, τον βίον ου βιωτόν. Πρβλ. Πλάτ. Απολ., 38α: «ό όέ ανεξέταστος βίος οϋ βιωτός άνθρώπ()ΰ». Πρβλ. επίσης συνών.: «βίος αβίωτος» και αντίθ.: «ζωή χαρισάμενη». βλέπει διά τής τεθλασμένης*· βγάζει ασφαλή συμπεράσματα με συλλογισμούς για άγνωστες καταστάσεις ή γεγονότα. Π.χ. Πρέπει να τον ακούσετε, διότι βλέπει διά της τεθλασμένης. Τεθλασμένη γραμμή ονομάζεται η γραμμή που αποτελείται από πολ­ λές ευθείες ενωμένες χωρίς να αποτελεί ευθεία. * Ενν.; «γραμμής». βούς έπί γλώσση μέγας·* (κυριολ.) μεγάλο βόδι πάνω στη γλώσ­ σα // (μτφ.) αφωνία· αλαλία // εκούσια ή ακούσια σιωπή λόγω βίας ή χρηματισμού. Η φράοη λέγεται για κάποιον που σωπαίνει ακούσια, κυρίως λό­ γω εξαναγκασμού (απειλή, δωροδοκία κ.λπ.). Π.χ. Ανακρίθηκε ώρες πολλές, αλλ' αυτός βους επί γλώσση μέγας. Αρχαίο ελληνικό νόμισμα έφερε στη μια πλευρά παράσταση βοδιού. Πιθανόν η φράση αυτή σήμαινε τη σιωπή κάποιου εξαιτίας δωροδο­ κίας. Σήμερα χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία.

Πρβλ. Αισχ. Αγαμ., 36. Πρβλ.; «αΐδήμων οιωπή». * Στη νεοελληνική αποδίδεται με τις φράσεις; «κρατάει κόμπο τη γλώσ­ σα του», «έχει κόμπο στη γλώσσα του», «έδεσε κόμπο τη γλώσσα του». Συνηθίζεται και με τη μορφή; «βοϋν έπί γλώττη έχει». Πρβλ.; «κλής έπί γλώσση». βοϋς έπί φάτνη· βόδι στη φάτνη, στο παχνί // (μτφ.) ήσυχη ζωήήρεμη ζωή. Π.χ. Αφότου προήχθη ζει άνετα· 6ονς επί φάτνη. βρέχει έπί δικαίους καί αδίκους· βρέχει για δίκαιους και άδι­ κους // βρέχει για όλους // μεταχείριση χωρίς διακρίσεις. Π.χ. Η διοίκηση, επειδή κάποιος παίκτης δεν απέδωσε στον α­ γώνα, επέβαλε πρόστιμο ο' όλους τους παίκτες· δηλαδή βρέχει

επί δικαίους και αδίκους. Πρβλ. Ματθ., Ε' 45; «όπως γένησθε υίοί τοϋ πατρός υμών τοϋ έν ούρανοίς, ότι τόν ήλιον αύτοϋ ανατέλλει έπί πονηρούς καί αγαθούς καί βρέ­ χει έπί δικαίους καί αδίκους». Σύμφωνα με το πνεύμα της Καινής Διαθήκης η φράση δηλώνει ότι ο Θεός προσφέρει την αγάπη του και στους αγαθούς και στους πονη­ ρούς, χωρίς να κάνει διάκριση. Σήμερα η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος διάκειται ευνοϊκά ή εχθρικά προς μια κατεύ­ θυνση, χωρίς την απαιτούμενη διάκριση και χωρίς πνεύμα δικαιοσύ­ νης. βρώμα γυψί καί κόραξιν τροφή για τους γύπες και τα κοράκια // (μτφ.) αντικείμενο εκμετάλλευσης για τους επιτηδείους. Π.χ. Επένδυσε στο χρηματιστήριο και κατέληξε βρώμα γυψί και

κόραξιν. Φράση προερχόμενη από τον μύθο του Αισώπου Λέων και κάπρος. Στη διαμάχη τους για το ποιος θα πρωτοπιεί νερό ο λέων και ο κάπρος, όταν είδαν τους γύπες να περιμένουν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης, είπαν; «κρεΐσσόν έστι ημάς φίλους γενέσθαι ή βρώμα γυψί καί κόρα­ ξιν». βρώμα καί δυσωδία· βλ.: «σκωλήκων βρώμα καί δυσωδία».

Γ γ α ί α ν έχοι έ λ α φ ρ ά ν χώμα ας έχει ελαφρό- είθε να είναι ελαφρύ το χώμα (που τον οκεπάζει) // (μτφ.) ας είναι γαλήνια η ψυχή του. Η φράση χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να ευχηθούμε για κά­ ποιον που πέθανε να βρει ανάπαυση η ψυχή του από τα βάσανα της ζωής. Π.χ. Πέρασε πολλά στη ζωή του ο πατέρας σου- τώρα γαίαν έχοι

ελαφράν. γαία πυρί μειχθήτω· η γη ας ανακατευθεί με τη φωτιά // ας καεί η γη // ας καταστραφεί όλη η γη // ας χαθούν τα πάντα. Π.χ. Αυτό που είχε σημασία γι' αυτόν, ήταν να σώσει με κάθε μέσο το εργοστάσιο του- και ύστερα γαία πυρί μειχθήτω. γάμος άγαμος· γάμος που δεν μοιάζει με γάμο // (μτφ.) αταίρια­ στη σχέση, ολέθριος γάμος // συσχετισμός και εναρμόνιση ανό­ μοιων και εκ διαμέτρου αντίθετων πραγμάτων // αντιφατικές συζεύξεις. Π.χ. α) Γάμος άγαμος η συνεργασία αυτού του προπονητή με τον πρόεδρο του αθλητικού σωματείου. β) Δεν τα πηγαίνουν καλά οι νεόνυμφοι· άγαμος γάμος. Πρβλ. Σοφ. Οώ. τύρ., 1213-1215: «έφηϋρέ ο' άκονθ' όπάνθ" όρων χρό­ νος, / δικάζει τόν άγαμον γάμον πάλαι / τεκνοϋντα καί τεκνούμενον». Επίσης πρβλ. Ευριπ. Ελ., 678: «καταστένει γάμος άγαμον αίσχύν(?ι». γάμος έξ αριστεράς χειρός· γάμος από αριστερό χέρι // (μτφ.) γάμος μέλους βασιλικής οικογένειας με άλλον που δεν έχει βασι­ λικό αίμα. γεγωνυίΐ)ΐ τή φωνή· φωνάζοντας πολύ δυνατά· μεγαλόφωνα. Π.χ. Προσπαθούσε γεγωνυία τη φωνή να επιβάλει τις δικές του απόψεις.

Πρβλ.: «οτεντορείρί τή φωνή». Λατ.: <ο1ΐ3 νοοο». γέεννα τοϋ πυρός· κόλαση· τόπος τιμωρίας των ασεβών μετά τον θάνατο. Σύμφωνα με το πνεύμα της Αγίας Γραφής ο όρος συμβολίζει το αιώνιο μαρτύριο, που θα υφίστανται οι αμαρτωλοί μετά τη Δευ­ τέρα Παρουσία του Χριστού. Π.χ. Μην αδικείς άλλο τους ανυπεράσπιστους, διότι θα καταλή­ ξεις στη γέενναν τον πνρός. Πρβλ. Ματθ., Ε' 22: «...όστις δ' άν εϊπη μωρέ, ένοχος έσται είς τήν γέενναν τοϋ πυρός». Γέεννα: ονομασία μιας κοιλάδας κοντά στην Ιερουσαλήμ (εβρα'ίστί: Γκεΐ-Εννόμ). Χρησιμοποιούνταν κυρίως ως σκουπιδότοπος, στον οποίο έκαιγε συνεχώς μια φωτιά για τα απορρίμματα, αλλά και για τα πτώ­ ματα (ανθρώπων και ζώων). Λέγεται ότι ο' αυτή την κοιλάδα οι ειδω­ λολάτρες Ισραηλίτες έκαναν ανθρωποθυσίες (θυσίαζαν ακόμη και τα παιδιά τους) στον θεό Μολώχ. γελςι ό μωρός καν τι μή γελοϊον ή· γελάει ο ανόητος κι αν ακόμη δεν υπάρχει τίποτε άξιο γέλιου· ο κουτός γελάει κι όταν δεν υ­ πάρχει τίποτε το φαιδρό. Π.χ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να γελάει έτσι, αλλά γελά ο

μωρός καν τι μη γελοϊον η. γενεαϊ δεκατέσσαρες· δεκατέσσερις γενιές // το σύνολο των συγ­ γενών μέχρι τις προηγούμενες δεκατέσσερις γενιές // (μτφ.) το σύνολο των συγγενών όλο το σόι // μεγάλο διάστημα χρόνου. Π.χ. α) Από τότε πέρασαν γενεαϊ δεκατέσσαρες. β) Τους έδιωξε, αφού πρώτα τους πέρασε γενεάς δεκατέσσαρας. Στο δεύτερο παράδειγμα η φράση «περνώ γενεάς δεκατέσσαρας» σημαί­ νει «βρίζω όλο το συγγενολόι». Πρβλ. Ματθ., Α' 17: «πασαι συν οί γενεαϊ άπό Αβραάμ έως Δαυίδ γενεαϊ δεκατέσσαρες, καί άπό Δαυίδ έως της μετοικεσίας Βαβυλώνας έως τοϋ Χρίστου γενεαϊ δεκατέσσαρες». γενηθήτω τό θέλημα σου· ας γίνει το θέλημα σου // ας πραγμα­ τοποιηθεί η επιθυμία σου // ας γίνει όπως προστάζεις. Π.χ. Για το δώρο που επιθυμείς να σου κάνω, γενηθήτω το θέλη­ μα σον. Πρβλ. Ματθ., ΣΤ' 10 (Κυριακή Προσευχή ή Πάτερ ημών): «Πάτερ ημών,

ό έν τοις σϋρανοϊς, άγιαοθήτω τό όνομα Σου. ' Ελθέτω ή βαοιλεία Σου. Γενηθήτω τό θέλημα Σου, ώς έν οΰρανώ καί έπί της γης...». Λατ.: «Γΐ3ΐ 1ιΐ3 νο1υηΐ38». γενηθήτω φως· ας δημιουργηθεί φως. Π.χ. Ο υφυπουργός θα μιλήσει για το σκάνδαλο της δωροδοκί­

ας· γενηθήτω φως. Η φράση λέγεται μεταφορικά για σπουδαία αποκάλυψη. Σπάνια και ειρωνικά. Για την προέλευση της φράσης βλ. Γέν., Λ' 3. γένοιτο· ας γίνει // είθε να γίνει // μακάρι να συμβεί // εύχομαι να επαληθευθεί. Π.χ. Αναφορικά με την επιθυμία σου να περάσεις στις εξετάσεις,

ένα έχω να π ω , γένοιτο. Λατ.: «ΓιβΓβΙ» ή «ίιιβήΐ». γή ει και είς γήν άπελεύση·* γη είσαι και στη γη θα επιστρέ­ ψεις· χώμα είσαι και στο χώμα θα καταλήξεις. Π.χ. Φοβάσαι μήπως πεθάνεις; Γη ει και εις γην απελεύση. Πρβλ. Γέν., Γ' 19: «έν ίδρώτι τοϋ προσώπου σου φαγη τόν άρτον σου, έως τοϋ άποστρέψαι οε είς τήν γην, έξ ης ελήφθης, ότι γη ει καί είς γην άπελεύση». * Η φράοη επιβίωσε και με τη μορφή: «χους εί καί είς χουν άπελεύσει» (= χώμα είσαι και στο χώμα θα επιστρέψεις). Πρβλ. νεκρώσιμη ακολουθία. γή καί οϋρανόν συνάπτειν βλ.: «κινώ γήν καί συρανόν». γή καί ΰδωρ· χώμα και νερό // (μτφ.) πλήρης υποταγή // παράδο­ ση (χώρας) χωρίς όρους. Π.χ. Ούτε λίγο ούτε πολύ, με τους όρους που θέτει, ζητά γην και

ύδωρ. Γη και ύδωρ, κατά τους αρχαίους χρόνους, ήταν σύμβολα υποταγής και παράδοσης μιας χώρας σε άλλη. Οι ξένες στρατιωτικές δυνάμεις ζητούσαν «γην» (= ελεύθερη έλευση του στρατού) και «ύδωρ» (= παρο­ χή ειδών πρώτης ανάγκης) από τη χώρα που ήθελαν να καταλάβουν. Πρβλ. το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Πρβλ. τη θεω­ ρία περί ζωτικού χώρου στο έργο Ο αγών μου του Αδόλφου Χίτλερ. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ηροδ., V 17: «Έπέμποντο δέ ούτοι παρά Άμύντην αίτήοοντες γην τε καί ύδωρ Δαρείφ βασιλέι». Επίσης, VII 133: «οί μέν (ενν. Αθηναίοι) αυτών τούς αίτέοντας ές τό

βάραθρον, οί δ' (ενν. Σπαρτιάτες) ές φρέαρ έαβαλόντες έκέλευον γήν τε καί ί)δωρ έκ τούτων φέρειν παρά βασιλέα». γή Μαδιάμ·* χώρα των Μαδιανιτών // (μτφ.) ακαταστασία // ο­ λική καταστροφή. Π.χ. Μετά το τέλος του αγώνα εξαγριωμένοι φίλαθλοι τα έκα­

ναν όλα γη Μαδιάμ. Γη Μαδιάμ: η χώρα που κατοικούσαν οι Μαδιανίτες στην Παλαιστίνη, με κέντρο την ανατολική ακτή του κόλπου της Ακάμπα (νοτιοανατολι­ κά της Ερυθράς Θάλασσας) και με έλεγχο τα βοσκοτόπια του Σινά. Στη Μαδιάμ γράφτηκε από τον Μωυσή το βιβλίο του Ιώβ. Η φράση προέρχεται απ' το γεγονός της ολικής καταστροφής και σφαγής που προκάλεσαν οι Εβραίοι εισβάλσντας στη χώρα των Μα­ διανιτών υπό τον Μωυσή. Πρβλ. Έξοδ., Β' 15, Αριθ., ΑΑ' 7-11. * Η «γής Μαδιάμ». γήν όρώ· βλέπω γη // (μτφ.) διαπιστώνω ότι τα βάσανα μου τε­ λειώνουν διαπιστώνω ότι οι ταλαιπωρίες μου σιγά σιγά τελειώ­ νουν. Π.χ. Τώρα που ξόφλησα το χρέος μου γην ορώ. γηραιά 'Αλβιών* ηλικιωμένη Αλβιώνα· η Βρετανία. * Η «πονηρά Αλβιών». γηραιά ήπειρος· ηλικιωμένη ήπειρος· η Ευρώπη. γήραος' ούδός^·* το κατώφλι του γήρατος // το τέρμα της ζωής· το τέλος. Π.χ. Σ' αυτή την ηλικία το μόνο που σκέπτεται είναι ο γήραος

ουδός. 1. Τό γήρας, γεν. τοϋ γήραος (ή γήρως). 2. Ό ουδός (αττ. οδός) (= το κατώφλι της πόρτας). * Συναντάται συνήθως με τη μορφή «έπί γήραος ουδφ» (= στο κατώφλι των γηρατειών) με τη σημασία του: «στα πρόθυρα του θανάτου». γηράσκω δ' άεΐ πολλά διδασκόμενος· γερνάω μαθαίνοντας πά­ ντοτε πολλά· γερνάω και μαθαίνω· όσο γερνάω τόσο μαθαίνω. Π.χ. Εξακολουθεί να διαβάζει πολύ· είναι άνθρωπος του γηρά­

σκω δ' αεί πολλά διδασκόμενος. Η φράση αποδίδεται από τον Πλούταρχο στον Σόλωνα. Πρβλ. Πλουτ. Σόλ., 31, 7: «έπεί σχολής γε περιουσίαν αύτοϋ μηνύουσιν

οί τ ο ι α ϋ τ α ι φωναί / γηράσκω δ' αΐεϊ πολλά διδασκόμενος / καί· / έργα δέ Κυπρογενσϋς ν ϋ ν μοι φίλα καί Διονύσου καί Μουσέων, ά τίθησ' άνδράοιν ευφρόσυνα». γής Μαδιάμ· βλ.: «γή Μαδιάμ». γή τής επαγγελίας· η χώρα της υπόσχεσης//(μτφ.) χώρα εύφορη και πολύκαρπη // χώρα της ευμάρειας και της ευτυχίας. Π.χ. Νομίζει ότι, αν μετακομίσει σ' άλλη πόλη, θα βρει τη γην

της επαγγελίας. Γη της επαγγελίας: ο τόπος που υποσχέθηκε στους Εβραίους ο θεός τους, δηλαδή η Χαναάν. Η χώρα μεταξύ της οροσειράς του Λιβάνου και των νοτιοανατολικών ακτών της Μεσογείου. Εξαιτίας των ποτα­ μών Λιτάνι και Ιορδάνη καθίσταται η Χαναάν «χώρα ρέουσα γάλα καί μέλι». Πρβλ. Αριθ., ΛΒ'. Λατ.:

«16ΓΓ3

ρΓ0ΐηί882».

γλαϋκ' ές Αθήνας·* κουκουβάγια στην Αθήνα (ενν. φέρνει). Η φράση λέγεται για ανθρώπους που μιλούν για κοινά πράγμα­ τα, πολύ γνωστά και τα παρουσιάζουν ως νέα και πρωτάκου­ στα. Π.χ. Ό σ α υποστηρίζει είναι γνωστά από μέρες- γλανκ' ες Αθή­

νας. Η κουκουβάγια (όπιος και η ελιά) ήταν ένα από τα σπουδαιότερα σύμ­ βολα των Αθηναίων, επειδή ήταν το ιερό πτηνό της θεάς Αθηνάς. Συμ­ βόλιζε τη σοφία και την επιστήμη. Εικονιζόταν σε α γ γ ε ί α , μετόπες να­ ών, σε νομίσματα, σπίτια κ.ά. Μάλιστα ένα τετράδραχμο είχε πάρει την ονομασία «γλαύξ», επειδή στη μια πλευρά είχε παράσταση κου­ κουβάγιας. Επίσης, ένα είδος αγγείου ονομάστηκε έτσι, επειδή είχε σχή­ μα κουκουβάγιας. Επρόκειτο, λοιπόν, για ένα σύμβολο πολύ κοινό. Πρβλ. Αριστοφ. Όρν., 301. * Ενν. «κομίζει» (= φέρνει). γλίσχρως ζεϊ· ζει ταπεινά. Π.χ. Από τότε που χρεωκόπησε γλίαχρως ζει. γλώτταν ίσχε· να συγκρατείς τη γλώσσα σου. Π.χ. Πρόσεχε πώς μιλάς· γλώτταν ίσχε.

γνώθι σ ο ύ τ ό ν γνώριοε τον εαυτό σου· να πετύχεις την αυτογνω­ σία. Λέγεται στις περιπτώσεις που γίνεται αναφορά στη γνώση των αρετών και κακιών του ανθρώπου, στη γνώση των προτερημά­ των και των ελαττωμάτων του. Π.χ. Για να γίνεις ολοκληρωμένη προσωπικότητα, γνώθι σαν-

τόν. Το «γνώθι οαυτόν» αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αρχές της αρχαί­ ας ελληνικής φιλοσοφίας. Η περίφημη αυτή φράση ήταν χαραγμένη στο μαντείο των Δελφών. Κατά πάσα πιθανότητα, σύμφκϋνα με τον Πλά­ τωνα, λέχθηκε από τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο. Ο Ξενοφώντας όμως την αποδίδει στον Σωκράτη. Το βέβαιο πάντως είναι ότι λεγόταν από τον Σωκράτη συχνά. Ήταν δηλαδή κατά κάποιον τρόπο αξίωμα για τον μεγάλο φιλόσοφο. Πρβλ. Πλάτ. Πρωταγ, 3431), Στοβ. Ανθοί, XXI 23, Ξενοφ. Απομν., III 9, 6. γνωστός έν τή Ίουδαίς» ό Θεός· (είναι) γνωστός στη χώρα της Ιουδαίας ο Θεός // (μτφ.) άνθρωπος γνώριμος σ' όλους· που τον γνωρίζουν πολλοί. Η φράση λέγεται για έναν άνθρωπο που είναι συμπαθής, κοινά αποδεκτός και γνώριμος σε πολλούς, ο δημοφιλής. Δηλαδή, με­ ταφορικά τόσο γνωστός όσο και ο Θεός στην Ιουδαία. Π.χ. Βέβαια γνωρίζω τον εξάδελφο σου· άλλωστε γνωστός εν τη

Ιουδαία ο Θεός. Ιουδαία: ιστορική περιοχή της Εγγύς Ανατολής στα νοτιοανατολικά παράλια της Μεσογείου, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Ισραήλ και η Ιορδανία. Χώρα με θεοκρατικό πολίτευμα και πολίτες με αυξημένη τη θρησκευτική συνείδηση. Από την Ιουδαία εξαπλώθηκαν οι τρεις μεγά­ λες θρησκείες του κόσμου. γνωστός καϊ μή εξαιρετέος· οικείος και που δεν πρέπει να εξαι­ ρεθεί. Π.χ. Παραβρέθηκε και ο σύμβουλος του, γνωστός και μη εξαιρε­

τέος. Η φράση εμφανίζεται συχνά σε συμβολαιογραφικές πράξεις και δια­ θήκες. Προσδιορίζει συνήθως τους μάρτυρες. γοργφ τφ ποδί· με γρήγορο βήμα // ταχέως. Π.χ. Πήγε γοργώ τω ποδί στη δουλειά του.

γόρδιος δεσμός· γόρδιος κόμπος // δυσεπίλυτος κόμπος // δυσε­ πίλυτο ή άλυτο πρόβλημα. Π.χ. Η ανεργία που μαστίζει τη χώρα έχει γίνει γόρδιος δεσμός για τους κυβερνώντες. Γόρδιον: αρχαία πρωτεύουσα της Φρυγίας. Λέγεται ότι κάποτε ένας ονόματι Γόρδιος (πατέρας του Μίδα) είδε έναν αετό να κάθεται πάνω στον ζυγό της άμαξας του. Τότε μια μάντισσα του είπε πως είναι σημά­ δι ότι θα γίνει βασιλιάς στην πρώτη πόλη που θα έφτανε. Έτσι, όταν έφτασε σ' αυτή, στέφτηκε βασιλιάς από τους Φρυγούς, οι οποίοι υπά­ κουσαν σ' έναν χρησμό και μετονόμασαν την πόλη τους σε Γόρδιον. Ο Γόρδιος αφιέρωσε την άμαξα στον ναό του Δία, αφού έδεσε στον ζυγό της κόμπο άλυτο. Υπήρχε όμως χρησμός, που έλεγε, ότι όποιος τον λύ­ σει, θα γίνει κυρίαρχος της Ασίας. Όταν έφθασε ο Αλέξανδρος στο Γόρ­ διον, έκοψε με το σπαθί του τον δεσμό ή, κατά τον Αριστόβουλο, απλώς έβγαλε τον πάσσαλο και λύθηκε ο κόμπος. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Αρριαν. Αλεξ. Ανάδ., βιβλ. β', 3: « Αλέξανδρος δέ ώς ές Γόρδιον παρήλθε, πόθος λαμβάνει αυτόν άνελθόντα ές τήν άκρα ν, ίνα και τά βασίλεια ην τά Γορδίου καί τοϋ παιδός Μίδου, τήν άμαξαν ίδεϊν τήν Γορδίου καί τοϋ ζυγοϋ τής αμάξης τόν δεσμόν». γράμμα κενόν γράμμα άδειο // γράμμα ανύπαρκτο, χωρίς περιε­ χόμενο // (μτφ.) κάτι που δεν υπάρχει·ανύπαρκτο // χωρίς απο­ τέλεσμα. Π.χ. Οι υποσχέσεις που έδωσε αποδείχθηκαν γράμμα κενόν. γραμματείς καί Φοιρισαΐοι ύποκριταί· γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές // (μτφ.) υποκριτές όπως οι γραμματείς και οι Φαρι­ σαίοι· άνθρωποι άπληστοι και σκληρόκαρδοι· ανειλικρινείς και ασεβείς· ύπουλοι και υποκριτές. Η φράση χρησιμοποιείται ως ύβρις, απευθυνόμενη κυρίως σε α­ νήθικους ανθρώπους, που δείχνουν ότι είναι φιλικοί, υποκρινόμενοι. Π.χ. Τόσο καιρό μας επιβουλεύονταν και δεν το είχαμε καταλά­

βει· γραμματείς και Φαρισαίοι νποκριταί Γραμματείς: ήταν οι αντιγραφείς των Αγίων Γραφών, ελλείψει της τυ­ πογραφίας. Ως αντιγραφείς επιδίδονταν στη μελέτη και την ερμηνεία των Γραφών. Λόγω της εξοικείωσης με τον νόμο (εξού και νομικοί) α­ ναγνωρίζονταν από τους Ιουδαίους ως αυθεντίες. Οι προφορικές ερμη­ νείες τους αποτέλεσαν την «παράδοση». Οι Φαρισαίοι ήταν θρησκευτι­ κή ομάδα, προσηλωμένοι κατά τρόπο αυστηρό στον νόμο, τον οποίο τηρούσαν αυστηρά και τυπικά. Στην πλειοψηφία τους ήταν σκληροί,

υποκριτές και επαίρονταν για την ιδιότητα τους. Μαζί με τους γραμ­ ματείς αποτελούσαν τη θρησκευτική ηγεσία του Ιουδαϊσμού. Ο Ιησούς Χριστός καταφερόταν πολλές φορές με χαρακτηρισμούς όπως «όφεις», «γεννήματα εχιδνών» εναντίων των κατ' επάγγελμα θρησκευόμενων γραμματέων και Φαρισαίων. Το όνομα τους (κυρίως από τα χρόνια του Ιησού Χριστού και μετά) αποτέλεσε συνώνυμο της υποκρισίας. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ματθ., ΚΓ' 13: «Ούαί δέ ύμϊν, γραμ­ ματείς καί Φαρισαίοι ύποκριταί, ότι κατεσθίετε τάς οικίας τών χηρών καί προφιάσει μακρά προσευχόμενοι (...)». Πολλές φορές χρησιμοποιείται μόνο η φράοη: «ούαί ύμϊν». Πρβλ. Λου­ κά, ΙΑ' 44. γραμμή πυρός· η γραμμή της φωτιάς (του πολέμου)· η πρώτη γραμ­ μή της μάχης. Π.χ. Επεοε πολεμώντας ηρωικά στη γραμμή τον πνρός. γραϋς χορεύει· γριά χορεύει // (μτφ.) ενεργεί παράλογα. Π.χ. Έχει υπερβεί τα εξήντα χρόνια και κάνει ορειβασία· γρανς

χορεύει. γραων ΰθλος· πολυλογία γριών φλυαρία γριών. Η φράση λέγεται για ανθρώπους που λένε πολλά λόγια χωρίς ουσία, όπως οι γριές φλυαρούν άσκοπα και ακατάπαυστα. Π.χ. Γραών ύθλοςήταν όσα λέχθηκαν στη βουλή. γρηγοροϋσιν οί φύλακες· βλ.: «έχουσι γνώσιν οί φύλακες». γυναιξί κόσμον ή σιγή φέρει· στις γυναίκες στολίδι η σιωπή φέρνει· η σιωπή στις γυναίκες είναι στολίδι. Π.χ. Δεν θα πρέπει να αντιμιλάς στον σύζυγο σου· γνναιξί κό­

σμον η σιγή φέρει. Πρβλ. Σοφ. Αι., 293. γυνή χήρα καί αβοήθητος· χήρα γυναίκα και αβοήθητη // (μτφ. και σκωπτικά) φουκαράς· κακομοίρης. Π.χ. Παριστάνει ότι είναι γννή χήρα και αβοήθητος, επειδή χρωστά λεφτά σ' όλο τον κόσμο.

Δ δ ά κ ρ υ α τά π ρ ο ο ί μ ι α τής τέχνης· δάκρυα (συνεπάγονται) τα αρχικά στάδια της εκμάθησης μιας τέχνης // (μτφ.) κόπος και πόνος είναι το προοίμιο της εκμάθησης οποιασδήποτε τέχνης // ψυχικός πόνος κάθε αρχής. Π.χ. Μην αφήνεις τη ζωγραφική τώρα που άρχισες, αφού ξέρεις

ότι δάκρυα τα προοίμια της τέχνης. Πρβλ. Λουκ. Ενύπνιον, 1, 6. δαμόκλειος σπάθη· σπαθί του Δαμοκλή//(μτφ.) επαπειλούμενος κίνδυνος // επερχόμενος κίνδυνος (ενώ αρχικά δεν φαίνεται). Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ξαφνικό κίνδυνο είτε ότι μια κατάσταση, ενώ δείχνει να είναι ομαλή, στην ουσία όμως κρύβει επαπειλούμενες συμφορές. Π.χ. Η αφύλακτη διάβαση καθίσταται δαμόκλειος σπάθη-για τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Ο Δαμοκλής ήταν αυλικός του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του πρεσβύτερου. Με διαταγή του Διονυσίου κάθησε στον βασιλικό θρό­ νο τιμώμενος ως βασιλιάς. Όταν κοίταξε ψηλά είδε ένα σπαθί δεμένο στην οροφή με τρίχες αλόγου. Τότε, τρομαγμένος ζήτησε από τον τύ­ ραννο να τον απαλλάξει από το τιμητικό αξίωμα. δοιπάναις· με δαπάνες- με έξοδα. Π.χ. Ανηγέρθη σχολείο δαπάναις των κατοίκων. Πρβλ. συνών.: «άναλώμασι». δεδομένου ότι· επειδή είναι δεδομένο ότι- εφόσον συμβαίνει να· μια και συμβαίνει να. Π.χ. Δεδομένου ότι θα έρθεις αύριο στο σπίτι μου, θα έχω φρο­ ντίσει να μην απουσιάζω. δει δέ χρημάτων υπάρχει λοιπόν ανάγκη χρημάτων // πρέπει να βρεθούν χρήματα // δεν μπορεί να γίνει κάτι χωρίς χρήματα. Π.χ. Έφθασε οε μεγάλη ένδεια· δει δε χρημάτων.

Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Δημοσθ. Α'Ολννθ., 20: «δεϊ δέ χρημάτων καί άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι τών δεόντων». δεινόν πρός κέντρα λακτίζειν* (είναι) φοβερό το να κλωτσά κανείς πάνω σε αιχμηρά καρφιά // (μτφ.) είναι φοβερό να κτυπά κανείς μάταια // είναι τρομερό κάποιος να ματαιοπονεί. Π.χ. Έκανε προσπάθειες ν' ανταγωνιστεί την πολυεθνική εται­ ρεία" δεν γνώριζε φαίνεται ότι δεινόν προς κέντρα λακτίζειν. Πρβλ. Αισχ. Αγαμ., 1624, Ευριπ. Βάκχ., 795, Πινδ. Πνθ., II 95, Πράξ., ΚΣΤ' 14-15: «Σαούλ Σαούλ, τί μέ διώκεις; σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν. έγώ δέ είπον τις εί. Κύριε; ό δέ είπεν έγώ είμι Ίησοϋς, δν σύ διώκεις». * Συνηθίζεται και με τη μορφή: «σκληρόν πρός κέντρα λακτίζειν». δείται δηλίου κολυμβητοϋ· υπάρχει ανάγκη επιδέξιου κολυμβη­ τή· χρειάζεται άριστος κολυμβητής // (μτφ.) χρειάζεται άνθρω­ πος επιδέξιος και ευφυής- υπάρχει ανάγκη ανθρώπου ικανού. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται μόνο μεταφορικά, για να δηλώ­ σει την αναγκαιότητα πολύ ικανού ανθρώπου, που θα αντεπε­ ξέλθει ο' ένα δύσκολο έργο. Π.χ. Πρέπει να προσληφθεί νέος διευθυντής πωλήσεων, διότι, για να πάει μποστά η επιχείρηση, δείται δηλίου κολυμβητοϋ. Η φράση «δείται δηλίου κολυμβητοϋ» ειπώθηκε από τον Σωκράτη. Ο Σωκράτης και ο Ευριπίδης διαλέγονταν με αντικείμενο το πόσο δυσκολονόητο έργο παρέδωσε ο Ηράκλειτος, κυρίως με το έργο του Τα Φυσι­ κά. Και ο σοφότατος Σωκράτης απάντησε «δείται δηλίου κολυμβητοϋ». Η φράση από τότε έμεινε παροιμιώδης. Πρβλ.: «δήλιος κολυμβητής». δέλφινα νήχεσθαι διδάσκεις; μαθαίνεις στο δελφίνι να κολυμπά; Η φράση λέγεται για εκείνον που προσπαθεί να διδάξει κάτι σε κάποιον που το γνωρίζει πολύ καλά. Π.χ. Ο υπάλληλος κάνει υποδείξεις οτον διευθυντή· δελφίνα νή­

χεσθαι διδάσκεις. Πρβλ. ουνών.: «άετόν ίπτασθαι διδάσκεις;». δέοντα· βλ.: «τά δέοντα». δεόντως·* όπως πρέπει· όπως αρμόζει· όπως είναι ανάγκη. Π.χ. Υστερα απ' όοα άκουσε, του απάντησε δεόντως. * Επίρρ.

δεσμείν καί λ ύ ε ι ν να δένει και να λύνει // (μτφ.) έχοντας εξουσία // έχοντας ιδιαίτερες ικανότητες // να εξουσιάζει. Η φράση χρησιμοποιείται για να αναφερθούμε σε ανθρώπους που έχουν εξουσιοδοτηθεί να παίρνουν αποφάσεις, που έχουν ικανότητες να επιβάλλονται σ' άλλους. Π.χ. Πήρε προαγωγή και από τότε είναι άνθρωπος του δεσμείν

και λύειν. Στη νεοελληνική αναφερόμενοι σε κάποιον χρησιμοποιούμε και τη φρά­ ση: «λύνει και δένει». δεϋρο έξω· βγες εδώ έξω // έλα εδώ έξω // εμφανίοου εδώ έξω. Π.χ. Μην κάνεις ότι δεν ακούς· δεύρο έξω. «Δεϋρο»: τοπικό επίρρ. σε θέση προστ. (= έλα). Για πολλούς: «δεϋτε» (= ελάτε). Πρβλ. Ιω., ΙΑ' 43: «καί ταϋτα είπών φωνη μεγάλη έκραύγασε Λάζαρε, δεϋρο έξω». δεϋτε λάβετε φώς· ελάτε εδώ να πάρετε φως· πλησιάστε εδώ να πάρετε φως // (μτφ.) ελάτε εδώ να πάρετε σοφία. Π.χ. Επιτέλους κυκλοφόρησε η εγκυκλοπαίδεια· δεύτε λάβετε

φως. Η φράση προέρχεται από τροπάριο της Ακολουθίας της Αναστάσεως. Δευτέρα Παρουσία· δεύτερη εμφάνιση (ενν. του Χριστού) // (μτφ.) πολύ αργά- καθυστερημένα // ποτέ. Π.χ. Η εργοδοσία θα πληρώσει τους υπαλλήλους τη Δευτέρα Πα­

ρουσία. δευτέρα φύσις· δεύτερη φύση // ίδιον. Π.χ. Το ψέμα τού έγινε δευτέρα φύσις. δευτέρα χειρ· δεύτερο χέρι // (μτφ.) ο μελετητής που προσθέτει κάτι σε αρχαίο χειρόγραφο ή το περιεχόμενο της πρόσθεσης. δεύτερος πλους· δεύτερη πλεύση // (μτφ.) δεύτερη απόπειρα για την επίτευξη ενός στόχου. Π.χ. Έδωσε ξανά εξετάσεις· δεύτερος πλους.

δεΰτε τελευταϊον ά σ π α ο μ ό ν ελάτε για τον τελευταίο ασπαομό // (κατά παρερμ.) τώρα είναι αργά· τώρα είναι μάταιο. Π.χ. Τέτοια ώρα που ήρθατε, δεύτε τελευταϊον ασπασμόν. Φράση από τη νεκρώσιμη ακσλσυθία. δήλιον πρόβλημα· πρόβλημα της Δήλου // (μτφ.) άλυτο πρόβλη­ μα // πολύ δύοκολο πρόβλημα. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηριστεί ένα πρόβλημα που είναι δυσεπίλυτο ή παραμένει για πολύ άλυτο ή είναι αδύνατον να λυθεί. Π.χ. Η ανεύρεση εργασίας για τους νέους είναι δήλιον πρόβλη­

μα. Δήλισν πρόβλημα: κατά τα μαθηματικά, είναι το πρόβλημα που ανα­ φέρεται στην εύρεση της ακμής ενός κύβου με όγκο διπλάσιο από τον όγκο ενός άλλου δοθέντα κύβου, με βοηθητικά όργανα μόνο διαβήτη και κανόνα. Πήρε αυτή την ονομασία (δήλιον) από το νησί Δήλος, διότι στους κατοίκους του νησιού, κατά την αρχαιότητα, δόθηκε χρησμός από το μαντείο των Δελφών, να διπλασιάσουν τον βωμό του θεού Α­ πόλλωνα, ο οποίος είχε σχήμα κύβου. Βέβαια, τονπρόβλημα αυτό (με το οποίο ασχολήθηκαν πολλοί σοφοί και μαθηματικοί) δεν λύθηκε ποτέ. δήλιος κολυμβητής· της Δήλου κολυμβητής // επιδέξιος, δεινός και μεγάλης αντοχής κολυμβητής // άριστος κολυμβητής. Λέγεται μόνο κυριολεκτικά. Π.χ. Από τον χρόνο που έφερε αποδεικνύεται πόσο δήλιος κο­ λυμβητής είναι. Η φράση «δήλιος κολυμβητής», δηλαδή κολυμβητής της Δήλου, προέρ­ χεται από το γεγονός ότι οι κάτοικοι της νήσου Δήλου φημίζονταν για τις κολυμβητικές τους ικανότητες. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε ο Σωκράτης στον Ευριπίδη «δείται δηλίου κολυμβητοϋ», για να σχολιάσει το πόσο δυσνόητο είναι το έργο Τα Φυσικά του Ηράκλειτου. Πρβλ.: «δείται δηλίου κολυμβητοϋ». δημοσίςι·* μπροστά στον κόσμο· σε δημόσια εμφάνιση. Π.χ. Ό,τι ειπώθηκε, ειπώθηκε δημοσϊα. * Και «δημοσίως». δημοσίςι δαπάνη· με έξοδα του κόσμου //με έξοδα του κράτους. Π.χ. Η κηδεία θα γίνει δημοσϊα δαπάνη. Η φράση είναι μια από τις πλέον εύχρηστες.

δ ή μ ο υ φήμη* κοινή γνώμη. Π.χ. Η υπόληψη του καθενός κτιζόταν πάνω στη δήμου φήμψ. διά βίου· για όλη τη ζωή // για μια ζωή // εφ' όρου ζωής. Π.χ. Ο γιατρός του απαγόρεψε διά βίου το οινόπνευμα. Πρβλ.: «διά βίου παιδεία». Πρβλ. ουνών.: «έφ' όρου ζωής». Λατ.: « ρ β Γ ν ί Ι ί ί Γ η » ή ουνών.: « ρ ε Γ Ι ο ΐ 3 Γ η νίίβηι» (= διά παντός βίου). διά βοής· με βοή· με δυνατή φωνή. Λέγεται συνήθως στις περιπτώσεις που λαμβάνεται μια απόφιαση χωρίς να γίνει ψηφοφιορία, όταν η απόφαση είναι αποδεκτή κα­ θολικά. Π.χ. Οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν διά βοής να ξεκινήσουν τον α­ γώνα. Διά βοής· τρόπος ψηφοφορίας κατά την αρχαιότητα στην Εκκλησία του δήμου και κυρίως στην Απέλλα τιον Σπαρτιατών, χάριν συντομίας και για θέματα συνήθως όχι σπουδαία, για να αποφευχθεί η χρονοβόρα χρή­ ση της κάλπης. Βλ. επίσης: «δι' άνατάσεως τ ώ ν χειρών». διά βραχέων* με συντομία· με λίγα λόγια. Π.χ. Στην ομιλία του αναφέρθηκε σ' όλα τα θέματα αλλά διά βρα­

χέων. * Ενν.: «λόγων». Λατ.: «όκνίΙβΓ» ή

«ί)Γ6νίΙ)ΐΐ8».

διά γυμνοϋ οφθαλμού· με γυμνό μάτι // χωρίς βοηθητικό μέσο // ολοφάνερο // πασιφανές. Π.χ. Φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού ότι ο πίνακας αυτός δεν είναι γνήσιος. διά γυναικός έρρύη τά φαϋλα· εξαιτίας της γυναίκας προήλ­ θαν οι συμφορές. Π.χ. Εξαιτίας της γυναίκας του καταστράφηκε ο γάμος του· δεν είναι ψέμα ότι διά γυναικός ερρύη τα φαύλα. Η φράση ειπώθηκε από τον Θεόφιλο, αυτοκράτορα του Βυζαντίου (829842), γιο του Μιχαήλ του Τραυλού, προς την Εικασία, όταν επρόκειτο να επιλέξει ο Θεόφιλος σύζυγο. Πρβλ. Συνεχ. Γεωργ Μοναχ., 790, 1 (= 1ΙΛ).

διά γ υ ν α ι κ ό ς π η γ ά ζ ε ι τά κρείττονα· από τη γυναίκα προκύ­ πτουν τα καλύτερα. Π.χ. Η διαμόρφωση του καλού χαρακτήρα του οφείλεται στη μητέρα του· διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα. Η φράοη ειπώθηκε από την Κασσιανή (ή Κασσία ή Εικασία), βυζαντι­ νή ποιήτρια του 9ου αι. και μοναχή (μετά την αποτυχία της να γίνει γυναίκα του Θεόφιλου). Όταν ο Θεόφιλος της είπε «διά γυναικός έρ­ ρύη τά φαϋλα» η Κασσιανή του απάντησε «διά γυναικός πηγάζει τά κρείττονα» αναφερόμενη στο γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού από μια γυναίκα, τη Θεοτόκο. Πρβλ. Συνέχ. Γεωργ. Μοναχ., 790, I (=1 Ιοί)). Βλ.: «διά γυναικός έρρύη τά φαϋλα». διάγω τόν βίον* περνώ τη ζωή μου // σπαταλώ τον καιρό μου. Π.χ. Αυτός διάγει τον βίον ταξιδεύοντας. * Συνήθως με τη μορφή ερώτησης: «πώς διάγεις τον βίον σου;» Λατ.: « ρ 6 Γ 3 § ο Ε β ΐ 3 ΐ β η ι » ή «ΐΓ3(1υοο ν ί ΐ Ε ΐ η » .

διάγω τόν χρόνον περνώ τον καιρό μου. Π.χ. Διάγει τον;^ρόνον ασχολούμενος με το ψάρεμα. Βλ. συνών.: «διάγω τόν βίον». διά δόλου·* με δόλο· με πανουργία. Π.χ. Το φρούριο κατελήφθη διά δόλου. * Η «δόλιρ». διά ζώσης·* προφορικά· με προφορικό λόγο- μιλώντας. Π.χ. Του τα είχα πει με επιστολή, τώρα μου δίνεται η ευκαιρία

να του τα πω διά ζώσης. Πρβλ.: Αηοη. Οβο§. Ερίΐ. 1. Λατ.: « ν ί ν 3 νοοβ». * Ενν.: «φωνής». διά θαλάσσης· διαμέσου της θάλασσας· με πλοίο. Π.χ. Λόγω της απεργίας των τρένων ταξίδεψαν διά θαλάσσης. Λατ.:

«ρβΓ

ιη3Γ6».

διαθέτω κατά βούλησιν τά έμαυτοϋ·* διαθέτω τα πράγματα μου, όπως θέλω εγώ· διαθέτω την περιουσία μου κατά την επιθυ­ μία μου.

π.χ. Και βέβαια δεν πρόκειται να του δανείσω· διαθέτω κατά

βούλησιν τα εμαυτού. * Ενν.; «πράγματα». διαίρει καί βασίλευε· να διαιρείς και να βασιλεύεις· να διαιρείς, για να βασιλεύεις // (μτφ.) να προκαλείς διχόνοιες, για να μπο­ ρείς να ελέγχεις. Π.χ. Με τη μέθοδο του διαίρει και βασίλευε διέλυσαν την εταιρεία μας. Το «διαίρει και βασίλευε» αποτελεί πανάρχαιο πολιτικοστρατιωτικό δόγμα, που κάνει την εμφάνιση του αρχικά στη Ρώμη. Το δόγμα αυτό αναπτύσσεται διεξοδικά στο έργο // ρτίηαίρβ (= Ο ηγεμών) του Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527), πολιτικού στοχαστή από τη Φλωρεντία, και εφαρμόζεται στην πράξη από τον Αυστριακό Κλέμενς Μέτερνιχ, απο­ λυταρχικό διπλωμάτη και πολιτικό, ιδρυτή της «Ιεράς Συμμαχίας». Αατ.; «άίνίάβ υΐ Γε§ηβ8». διάκειμαι άθΰμως* είμαι άκεφος. Π.χ. Από τότε που απολύθηκε διάκειται αθύμως. δι' άλλης όδοϋ· (κυριολ.) διαμέσου άλλου δρόμου· από άλλον δρό­ μο // (μτφ.) με άλλον τρόπο· με άλλη τακτική· ενεργώντας διαφο­ ρετικά. Π.χ. Μετά την αποτυχία των μέτρων, η κυβέρνηση αναζητεί λύση στο πρόβλημα δι' άλλης οδού. διά μακρού·* για μεγάλο (ενν. χρόνο)· για πολύ (καιρό). Π.χ. Ο καυγάς συνεχίστηκε διά μακρού. * Ενν.; «χρόνου». Λατ.; «ροδί 1οη§υπι Ιβπιραδ». διά μακρών* αναλυτικά· διεξοδικά· παρατεταμένα. Π.χ. Εκανε μια όίά μακρών ανάλυση για το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθε η εθνική οικονομία. Πρβλ. αντίθ.; «έπί τροχάδην», «έν συντομίςι». Λατ.; «οορίοδβ». * Ενν.; «λόγων». διά μέσου· με τη μεσολάβηση // με τη βοήθεια // μέσω. Π.χ. Να επικοινωνήσεις μαζί του διαμέσου του δικηγόρου του. Πρβλ.; «μέοφ».

όιά μιας· μονομιάς· εξ ολοκλήρου· // ξαφνικά. Π.χ. Σάρωοε τους πολιτικούς του αντιπάλους διαμιάς. δι' άνατάσεως τών χειρών σηκώνοντας τα χέρια. Π.χ. Το μαθητικό συμβούλιο αποφάσισε δι' ανατάσεως των χει­ ρών να επισκεφθούν οι μαθητές το λαογραφικό μουσείο. Συνηθισμένος τρόπος ψηφο<ρορίας στη βουλή τα παλαιότερα χρόνια αλ­ λά και σήμερα. Παλαιότερα η φράση είχε τη μορφή; «όιά χειροτονίας». Αν ήταν υπέρ, «καταχειροτονία», αν ήταν κατά, «άποχειροτονία». Συνηθιζόταν στην Εκκλησία του όήμου. Πρβλ.; «διά βοης». διανοίςι κυρίου· θεωρώντας ότι είναι ιδιοκτήτης· νομίζοντας ότι είναι ιδιοκτήτης· με το σκεπτικό ότι είναι ιδιοκτήτης. Π.χ. Ο γείτονας του, διάνοια κυρίου, άρχισε να καλλιεργεί τοξένο χωράφι. Φράση εύχρηστη στη νομική ορολογία- σημαίνει κάποιον που θεωρεί τον εαυτό του κάτοχο, χωρίς τυπικά να είναι, αφού δεν έχει τίτλους κυριότητας ή ιδιοκτησίας. διά νόμου· με νόμο· με νομοθέτημα. Π.χ. Διά νόμου χορηγήθηκε έκτακτο βοήθημα στους υπαλλή­ λους του δημοσίου. Πρβλ. συνών.; «νόμςο». διά νυκτός· κατά τη διάρκεια της νύχτας· όσο ήταν νύχτα· το βρά­ δυ. Π.χ. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της αστυνομίας οι κλέφτες παραβίασαν την πόρτα διά νυκτός. διά ξηράς· διαμέσου της στεριάς· απ' τη στεριά. Π.χ. Μετά την απαγόρευση του απόπλου, αποφάσισε να ταξιδέ­

ψει διά ξηράς. Πρβλ.; «όιά θαλάσσης». διά πάν ένδεχόμενον για καθετί πιθανό· για οτιδήποτε που μπο­ ρεί να συμβεί· για κάθε ενδεχόμενο. Π.χ. Είχε φροντίσει να αποταμιεύσει λίγα χρήματα διά παν έν­

δεχόμενον.

δ ι ά π α ν τ ό ς · * για όλο τον υπόλοιπο χρόνο· για πάντα· μια για πά­ ντα // για όλη την υπόλοιπη ζωή. Π.χ. Απαγορεύτηκε δια παντός η έξοδος του α π ό τη χώρα. * Ενν.: «χρόνου» ή «βίου». Λατ.: « ρ β Γ ΙοΙίίπι νίΐίΐηι» (= όιά παντός του βίου) ή « ρ β Γ οιηηϊίΐ». διά παντός τρόπου· με κάθε τρόπο. Π.χ. Θα πρέπει το πρόβλημα να λυθεί διά παντός τρόπου. Πρβλ. συνών.: «παντί τρόπιμ». διά περιπάτου· κάνοντας περίπατο // (μτφ.) εύκολα· πανεύκολα. Π.χ. Η εθνική ομάδα κέρδισε την αντίπαλο διά περιπάτου. διά πυρός καϊ σιδήρου· με φωτιά και σίδηρο· με πυρπολήσεις και σκοτωμούς // (μτφ.) χρησιμοποιώντας κάθε βίαιο μέσο // μέσα από ταλαιπωρίες και κινδύνους. Π. χ. Οι ξένες δυνάμεις κατέλαβαν διά πυρός και σιδήρου τη χώρα. Συνήθως χρησιμοποιείται η φράση: «πορεία όιά πυρός και σιόήρου». Στη νεοελληνική συνηθίζεται η φράση: «με φωτιά και τσεκούρι». Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Ε. Αβέρωφ Φωτιά και τσεκούρι. Λατ.: «ίβΓΓΟ βΐ ίβηί». διά ροπάλου· με ρόπαλο // (μτφ.) με σκληρό τρόπο· βάναυσα. Π.χ. Κατάφερε να επιβληθεί στο προσωπικό διά ροπάλου. διαρρηγνύω τά ιμάτια* σκίζω τα ρούχα // (μτφ.) διαμαρτύρομαι σε έντονο βαθμό. Η φράση χρησιμοποιείται από κάποιον που θέλει να υποστηρί­ ξει ότι έχει δίκαιο ή ότι είναι αθώος. Π.χ. Μετά την κοινοποίηση της άδικης απόλυσης του πήγε στον διευθυντή και διέρρηξε τα ιμάτια του. Η «όιάρρηξις τών ιματίων» ήταν μια συνήθεια που επικρατούσε μετα­ ξύ των Ιουδαίων, για να δείξουν την αγανάκτηση τους. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 65: «τότε ό άρχιερεύς διέρρηξε τά ιμάτια αύτοϋ λέγων ότι έβλασφήμησε· τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ϊόε νϋν ήκούσατε τήν βλασφημίαν αύτοϋ». Πρβλ. επίσης Βασιλειών, βιβλ. β', Α 11, ΙΓ' 31, Ιώβ, Α' 20. διαρρήδην με τρόπο κατηγορηματικό· ρητά- απερίφιραστα. Π.χ. Αρνήθηκε διαρρήδην στον ανακριτή την ενοχή του.

διά οτόματος· με το στόμα. Π.χ. Αυτά ειπώθηκαν όιά στόματος-κυβερνητικού εκπροσώπου. διά συνθήκης- βλ.: «κατά συνθήκην». διά ταϋτα· εξαιτίας αυτών ύστερα απ' αυτά. Π.χ. Διά ταύτα η ποινή ήταν μεγάλη. Βλ. και ως ουσιαστικό: «τό διά ταϋτα». διατελώ μεθ' ύπολήψεως·* αισθάνομαι πάντα σεβασμό. Γράφεται στο τέλος των επιστολών. Βλ. παρεμφερείς: «όλως υμέ­ τερος», «μετά τιμής». * Συνηθίζεται και η επιτατική μορφή «μετά πλείοτης ύπολήψεως» και «διατελώ μετά της προοηκούοης πρός υμάς ύπολήψεως». διατελώ μετά τιμής· βλ; «μετά τιμής». διά τής απουσίας·* με την απουσία· απουσιάζοντας. Π.χ. Πρόσεξα ότι χθες έλαμψες διά της απουσίαςοον από τη δε­ ξίωση. * Συνήθως με τη μορφή: «λάμπει διά της απουοίας» (= απουσιάζει εμφα­ νώς, φαίνεται ότι απουσιάζει). διά τής βίας· με χρήση βίας- με καταναγκασμό. Π.χ. Η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση τιον απεργών διά της

βίας. Βλ.: «μετά βίας». Λατ.: « ρ β Γ νιη». διά τής διπλωματικής όδοϋ· με τον διπλωματικό δρόμο. Π.χ. Για το συνοριακό επεισόδιο θα δοθούν εξηγήσεις διά της δι­

πλωματικής οδού. διά τής είς άτοπον απαγωγής·* μ' αυτήν (ενν. μέθοδο) που οδη­ γεί σε άτοπο. Π.χ. Αποδείχθηκε όιά της εις άτοπον απαγωγής ότι έχει δίκαιο. Η «εις άτοπον απαγωγή» μέθοδος της Λογικής συνίσταται στην απόδει­ ξη της αλήθειας μιας πρότασης με την απόδειξη ότι η αντίθετη της είναι ψευδής.

Λατ.: «δά 3ΐ)8αΓ(1αιη».

* Ενν.: «μεθόόου». διά τής ευθείας όδοϋ· απ' τον ίοιο δρόμο // (μτφ.) με τρόπο άμεσο· ευθέως. Π.χ. Του ανακοίνωσαν διά της ευθείας οδού την απόλυση του. Πρβλ. Παροιμ., Β' 13-16: «ώ οί έγκαταλείποντες όόούς ευθείας τοϋ πορεύεσθαι έν όόοϊς σκότους... τοϋ μακράν σε ποιηοαι άπό οδούς ευθείας καί άλλότριον της δικαίας γνώμης». διά τής πλαγίας όδοϋ· με τον πλάγιο δρόμο // (μτφ.) με πλάγια μέθοδο. Π.χ. Του ανακοίνωσε το δυσάρεστο διά της πλαγίας οδού. διά τόν φόβον τών Ιουδαίων φόβος που οφείλεται στις εχθρικές διαθέσεις των Ιουδαίων // γιατί υπάρχει φόβος τιμωρίας // διότι υπάρχει φόβος να συμβεί οτιδήποτε επιζήμιο. Λέγεται στις περιπτώσεις που έχουν ληφθεί μέτρα προστασίας για οποιοδήποτε ενδεχόμενο, δηλαδή προκειμένου να αποφευ­ χθεί ζημία, απώλεια ή φθορά. Π.χ. Καλύτερα να μην πας στο συλλαλητήριο διά τον φόβον των

Ιουδαίων. Η φράση εμφανίζεται πάρα πολύ συχνά στην Καινή Διαθήκη. Μ' αυτή την επανάληψη διαφαίνεται ο φόβος που κυριαρχούσε στους μαθητές του Ιησού Χριστού, εξαιτίας της εχθρότητας των Ιουδαίων. Λόγω αυ­ τής της συχνότητας της επανάληψης η φράση πέρασε στην κοινή γλώσ­ σα και χρησιμοποιείται συχνά και στη νεοελληνική. Πρβλ. Ιω-, Ζ' 13, ΙΘ' 38, Κ 19. διά τοϋ λόγου τό αληθές· για την απόδειξη της αλήθειας του λόγου· για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια του λόγου. Π.χ. Διά του λόγου το αληθές τηλεφώνησε του να στα πει ο ί­ διος. Πρβλ. συνών.: «όιά τοϋ λόγου τό ασφαλές». διά τοϋ λόγου τό ασφαλές· για την απόδειξη του ακλόνητου του λόγου· για να αποδειχθεί η ακρίβεια του λόγου. Π.χ. Διά του λόγου το ασφαλές πρέπει ν' ανατρέξεις στις ιστορι­ κές πηγές. Πρβλ. συνών.: «διά τοϋ λόγου τό αληθές».

διά τοϋ π α ρ α θ ύ ρ ο υ · απ' το παράθυρο· όχι από τον ουνηθισμένο δρόμο (δηλαδή την πόρτα) // (μτφ.) με πλάγιο τρόπο // κρυφά· μυστικά. Π.χ. Οι προσλήψεις των υπαλλήλων στο δημόσιο έγιναν διά του

παραθύρου. διά τοϋ σκότους τό φως· από το σκοτάδι το φως. Π.χ. Από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση· διά του σκότους το

φως διά τούς τύπους· για τους τύπους· για τα προσχήματα- φαινο­ μενικά. Π.χ. Παρέστη στη δεξίωση διά τους τύπους. Πρβλ.: «τύποις». διά τοϋ τύπου· με τον τύπο // με τις εφημερίδες. Π.χ. Το περιστατικό έγινε γνωστό διά του τύπου. δι' άτρύτων κόπων με ακατάβλητες προσπάθειες· με αδιάκοπη καταβολή δυνάμεων. Π.χ. Κατάφερε να κτίσει το σπίτι δι' ατρύτων κόπων. διά χειρός· με το χέρι. Π.χ. Είναι πολύ αξιόλογη εικόνα και μάλιστα αγιογραφημένη διά χειρός Φωτίου Κόντογλου. Η φράοη «διά χειρός» χρησιμοποιείται συνήθως από τους αγιογράφους. Την πρωτοχρησιμοποίησαν οι Κρητικοί αγιογράφοι του Χάνδακα κατά τον 16ο αιώνα (κατά τον Ε. Ζουρναντζή). Με τη φράση «διά χειρός τοϋ άμαρτωλσϋ δούλου τοϋ Θεσϋ δείνα» υπογράφουν στο κάτω μέρος της εικόνας τα έργα τους. Η φράση «διά χειρός», κατά τη δογματική έν­ νοια της εικόνας, φανερώνει ότι η Θεία Χάρις φωτίζει τη διάνοια του αγιογράφου και καθοδηγεί το χέρι του. Δηλαδή η Θεία Χάρις «δημιουρ­ γεί» το έργο «διά χειρός» του. Αλλωστε, γι' αυτό διαβάζεται η ευχή από τον ιερέα για να καθοδηγήσει ο Θεός τον δόκιμο αγιογράφο: «διαγράφειν τό είδος της έμφερείας τοϋ Χρίστου, της Πανάχραντου αύτοϋ μητρός καί πάντων τών αγίων». Πρβλ. Αεωνίδα Ουοπένσκι Η εικόνα, εκδ. Αστήρ, 1985. δίδω λαβήν δίνω αφορμή· προκαλώ. Π.χ. Η αντιπολίτευση δίδει λαβήν για διενέξεις.

δίδω σ η μ ε ί α ζωής· εμφανίζομαι (ξαφνικά) κάπου. Π.χ. Τελικά ο αγνοούμενος έδωσε σημεία ζωής. διέβην τόν "Ρουβίκωνα· πέρασα τον Ρουβίκωνα (ποταμό)//(μτφ.) πήρα μια ριψοκίνδυνη απόφαση // πήρα μια αμετάκλητη και παράτολμη απόφαση. Π.χ. Αιέδη τον Ρουβίκωνα, δηλώνοντας την παραίτηση του από το αξίωμα του προέδρου του κόμματος. Ο Ρουβίκωνας (λατ, ΚυΜοο) ήταν ποταμός της αρχαίας Ιταλίας. Χώρι­ ζε την Ιταλία από την εντεύθεν των Αλπεων Γαλατία και ήταν το βό­ ρειο όριο της αποστρατιωτικοποιημένης Ιταλίας. Πιθανή διάβαση του από οποιονδήποτε στρατιωτικό σήμαινε αυτόματα κίνηση κατά της Συ­ γκλήτου. Αυτό τον ποταμό πέρασε, όταν πήρε τη ριψοκίνδυνη απόφα­ ση να κινηθεί κατά της Ρώμης, ξεκινώντας έτσι τον εμφύλιο πόλεμο της Ιταλίας, ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας το 49 π.Χ., καταφέρνοντας έτσι το 46 π.Χ. να ανακηρυχθεί μονάρχης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Ιού­ λιος Καίσαρας κατά τη διάβαση του Ρουβίκωνα είπε τη φράση που έ­ μεινε παροιμιώδης: «έρρίφθη ό κύβος» (Αατ.: « Ε ΐ ε & ΊΆΟΙΆ β δ ΐ » ) . Μερι­ κές φορές η φράση λέγεται για τους υπερήλικες. δι' έγέρσεως· με έγερση· με το να σηκωθούν όρθιοι. Π.χ. Οι βουλευτές πήραν την απόφαση δι' εγέρσεως. «Δι' εγέρσεως»: τρόπος ψηφοφορίας κατά τους αρχαίους χρόνους. Πρβλ.: «διά βσης», «δι' άνατάσεως τών χειρών». διεμερίσαντο τά ίμάτια· μοίρασαν μεταξύ τους τα ρούχα // (μτφ.) τα μοιράστηκαν μεταξύ τους / / τ α διέλυσαν όλα· τα σκόρπι­ σαν // πήραν ό,τι είχε και δεν είχε. Π.χ. Μετά τη διάρρηξη και αφού πήραν χρήματα και κοσμήμα­

τα, διεμερίσαντο τα ιμάτια. Πρβλ. Αουκά, ΚΓ' 34. διεπέρασεν* άπό στόματος μαχαίρας** (τους) πέρασε από μα­ χαίρι· (τους) κατέσφαξε // (μτφ.) (τους) εξοβέλισε· (τους) απομά­ κρυνε· (τους) έπαυσε. Π.χ. Το πειθαρχικό του κόμματος τους διεπέρασεν από στόμα­

τος μαχαίρας Η μάχαιρα ήταν, κατά τους αρχαίους χρόνους, μαχαίρι που χρησι­ μοποιούνταν κυρίως για τη σφαγή των ζώων κατά τις θυσίες αλλά και ως όπλο πολέμου. Ως επιτραπέζιο σκεύος άρχισε να χρησιμοποιείται πολύ αργότερα. «Στόμα» για όπλα είναι το άκρον, η αιχμή, η κόψη.

Πρβλ. συνών.: «διεπέρασεν άπό στόματος ρομφαίας». * Ενν. «αυτούς». ** Συναντάται και με τη μορφή: «διεπέρασεν έν στόματι μαχαίρας». διεπέρασεν* άπό στόματος ρομφαίας** (τους) πέραοε από δί­ κοπο σπαθί· (τους) κατέσφαξε // (μτφ.) (τους) νίκησε· (τους) εξο­ βέλισε· (τους) απομάκρυνε.

Π.χ. Το στρατοδικείο διεπέρασεν από στόματος ρομφαίας όλονς τους προδότες. Η «ρομφαία» ήταν αρχαίο πλατύ ξίφος, παρόμοιο με δίκοπο σπαθί. Πρβλ. συνών.: «διεπέρασεν άπό στόματος μαχαίρας». * Ενν. «αυτούς». ** Συναντάται και με τη μορφή: «διεπέρασεν έν στόματι ρομφαίας». διερράγη άπό τους γέλωτας· έσκασε απ' τα γέλια. Π.χ. Στο άκουσμα της απόφασης το ακροατήριο διερράγη από

τους γέλωτας. δι' έσχάτην προδοσίαν για ακρότατη προδοσία. Π.χ. Καταδικάστηκαν δι' εσχάτην προδοσίαν και εκτελέστηκαν. Εσχάτη προδοσία είναι το έγκλημα που στρέφεται κατά του καθεστώ­ τος ή της πατρίδας. δίκαιον τής πυγμής·* το δίκαιο της δύναμης // το δίκαιο του ισχυρότερου. Π.χ. Καταφεύγοντας στο δίκαιον της πυγμής πέτνχαν να επιβά­ λουν τις απόψεις τους. Το δίκαιο της πυγμής εξελίχθηκε σε θεωρία με πολλούς επιφ>ανείς οπα­ δούς: η βία να επιβάλλει τον δυνατό και να εξουδετερώνει τον αδύνατο. Είναι στον άνθρωπο η επέκταση της «ζωτικής περιοχής» ό,τι στα ζώα το «ένστικτο της επιθετικότητας». Ο Καλλικλής, στον διάλογο Γοργία του Πλάτωνα, το δίκαιον της πυγμής το ονομάζει «τό της φύσεως δίκαιον», δηλαδή η βία είναι ο νόμος της φύσεως, «ό πόλεμος όλων εναντίον όλων» κατά τον Τΐιοπΐ35 Ηοόόβδ ή «πόλεμος πατήρ πάντων» κατά τον Ηρά­ κλειτο. Πρβλ τον τίτλο του έργου του Ε. Π. Παπανούτσου Το δίκαιο της πυγμής, εκδ. Δωδώνη. * Στη νεοελληνική: «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». δικαίφ τφ λόγφ· δικαιολογημένα· εύλογα. Π.χ. Κατά τη γνώμη μου δικαίω τω λόγω εκνευρίστηκε.

δίκην κυνός· σαν το σκυλί // (μτφ.) σκληρά. Π.χ. Δούλευε δίκην κννός^ια να ζήσει την οικογένεια του. δίκην* Ποντίου Πιλάτου· όπως δίκασε ο Πόντιος Πιλάτος· ακο­ λουθώντας τον τρόπο ενέργειας του Πιλάτου· σαν τον Πόντιο Πιλάτο. Π.χ. Ο υπουργός Εργασίας παρέπεμψε δίκην Ποντίου Πιλάτου τους εργαζομένους οτον υπουργό Δικαιοσύνης για την επίλυση των προβλημάτων τους. * Ουσ. που επέχει θέοη επιρρήματος. δίκην* χελώνης· σαν τη χελώνα // (μτφ.) με αργό βήμα· σιγά σιγά. Π.χ. Οι εργασίες προχωρούν δίκην χελώνης. * Ουο. που επέχει θέση επιρρήματος. δικτύφ άνεμον θηρςις· με το δίκτυ κυνηγάς τον άνεμο // (μτφ.) ενεργείς ανώφελα· ματαιοπονείς. Π.χ. Αν νομίζεις ότι θα τον κάνεις να υποκύψει, δικτνω άνεμον

θηράς δι' δ· γι' αυτό (τον λόγο). Π.χ. Απεργούσαν οι οδηγοί των λεωφορείων, δι' ο και άργησε. δι' δλης τής ημέρας· για όλη την ημέρα· ολημερίς. Π.χ. Οι ανακοινώσεις γίνονταν από το ραδιόφωνο δι' όλης της

ημέρας δι' όλίγης παρασκευής· με λίγη προπαρασκευή // πρόχειρα. Π.χ. Η συντήρηση έγινε δι' ολίγης παρασκευής. Βλ. συνών.: «έκ τοϋ προχείρου». δι' ολίγων* με λίγα λόγια· περιληπτικά. Π.χ. Μίλησε όι' οΑιγων για την προσφορά του στην πατρίδα. Πρβλ. συνών.: «διά βραχέων». * Ενν.: «λόγων». Λατ.: «ρ&υοίδ» (ενν.: νβΛϊδ). δι' δνυχος· βλ.: «είς όνυχα».

Δ ι ό ς Κόρινθος· ο Κόρινθος (γιος) του Δία // (μτφ.) συχνή επα­ νάληψη // ενοχλητική επανάληψη. Π.χ. Πάλι τα ίδια· Διός Κόρινθος. Οι Κορίνθια ήταν υπερήφανοι για το γεγονός ότι ο ιδρυτής της πόλης τους Κόρινθος ήταν γιος του Δία και δεν ξεχνούσαν να το επαναλαμ­ βάνουν συχνά. Αυτή η επανάληψη ήταν ενοχλητική για τους επισκέπτες και έμεινε παροιμιώδης. Βλ.: Αριστοφ. Βάτρ., 439.

δις* είς θάνατον** δύο φορές σε θάνατο (καταδίκη). Π.χ. Καταδικάστηκε δις εις θάνατον για κατασκοπεία. * Η «τρίς είς θάνατον» κ.λπ. ** Ενν.: «καταδίκη». δις παίδες οί γέροντες· δύο φορές παιδιά (είναι) οι γέροι // οι γέροι είναι σαν τα παιδιά. Π.χ. Μην τον συνερίζεσαι τον πατέρα σου, γιατί δις παίδες οι

γέροντες. Πρβλ. Πλατ. Νομ., 6463: «τφ νφ δίς παίδες οί γέροντες γίγνονται». διυλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες· διυλί­ ζοντας το κουνούπι, αλλά καταπίνοντας την καμήλα // δίνοντας σημασία στα ασήμαντα, αλλά παραβλέποντας τα καίρια. Η φιράση αναφέρεται σ' ανθρώπους που υποκρινόμενοι ελέγχουν το παραμικρό παράπτωμα οτους άλλους, ενώ οι ίδιοι διαπράτ­ τουν σοβαρά αδικήματα ή αμαρτήματα. Είναι σκληρόκαρδοι για τους άλλους, ενώ επιεικείς για τους εαυτούς τους. Π.χ. Οι συνάδελφοι του διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμη­ λον καταπίνοντες, δεν μπόρεσαν να αξιολογήσουν την προσφο­ ρά του στην επιχείρηση. Πρβλ. Ματθ., ΚΓ' 24: «Ούαί ύμϊν, γραμματείς καί Φαρισαίοι, ύποκριταί, ότι άποδεκατοϋτε τό ήδύοσμον καί τό άνηθον καί τό κύμινον καί άφήκατε τά βαρύτερα τοϋ νόμου, τήν κρίσιν καί τόν έλεον καί τήν πί­ στιν ταϋτα δέ έδει ποιησαι κάκεϊνα μή άφιέναι. οδηγοί τυφλοί, οί διυ­ λίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες!». δοθέντος δτι· αφού είναι δεδομένο· μια και· εφόσον ισχύει ότι· με δεδομένο ότι. Π.χ. Θα ξεκινήσουμε αύριο πρωί, δοθέντος ότι θα μας το επι­ τρέψει ο καιρός. Πρβλ.: «δεδομένου ότι».

δ ό ξ α Πατρί· δόξα στον Θεό // (συνεκδ.) το σημείο ανάμεσα στα φρύδια, στο μέτωπο. Π.χ. Πυροβολήθηκε στο δόξα Πατρί. Φράση από το δοξαστικό: «δόξα Πατρί καί Υίφ καί 'Κ-^ίφ Πνεύματι· καί νϋν καί άεί καί είς τούς αιώνας τών αιώνων». δόξα οοι, Κύριε, δόξα σοι· δόξα σε Σένα, Κύριε, δόξα σε Σένα // δοξασμένο το όνομα Σου, Κύριε. Π.χ. Χωρίς να το περιμένουμε έγινε το θαύμα· δόξα σοι. Κύριε,

δόξα σοι. Εύχρηστη φράση στη λειτουργική γλώσσα της Εκκλησίας. Συνηθίζεται περισσότερο από το χριστεπώνυμο πλήρωμα η μορφή: «δόξα σοι, ο Θεός.» δόξα σοι, ό Θεός· βλ.: «δόξα σοι. Κύριε, δόξα σοι». δόξα τοις νικηταϊς· δόξα στους νικητές. Π.χ. Θερμή υποδοχή έγινε στους ολυμπιονίκες· δόξα τοις νικη-

ταίς. δόξα τφ Θεφ· δόξα στον Θεό· τιμή στον Θεό· μεγαλείο στον Θεό // ευχαριστώ τον Θεό. Π.χ. Λόξα τω Θεώ, όλα ήρθαν όπως τα θέλαμε. Εύχρηστη φράση από τη λειτουργική γλώσσα της Εκκλησίας. Εύχρηστη παραμένει και η φράση: «δόξα τώ Θεφ πάντων ένεκεν» του Ιωάννου Χρυσοστόμου, που ειπώθηκε λίγο πριν από τον θάνατο του. δόξη και τιμή· με δόξα και τιμή· με μεγαλείο και με εκδηλώσεις σεβασμού. Π.χ. Του απονεμήθηκε δόξη και τιμή το βραβείο ενάρετης πρά­ ξηςΠρβλ. «Εύχολόγιον τό Μέγα, Ακολουθία τοϋ Στεφανώματος»: «Κύριε ό Θεός ημών, δόξη καί τιμη στεφάνωσσν αυτούς». δός ήμϊν σήμερον δώσε μας σήμερα // ας έχουμε σήμερα. Π.χ. Μην ανησυχείς και πολύ' δος ημίν σήμερον και για αύριο ο Θεός θα δείξει. Πρβλ. Ματθ., ΣΤ' 11 (Κυριακή Προσευχή): «τόν άρτον ημών τόν έταούοιον δός ήμϊν σήμερον».

δόσις ό λ ί γ η τε φ ί λ η τε· παροχή μικρή αλλά ευπρόσδεκτη // δώρο μικρό κι αγαπητό // δώρο μικρό και προσφιλές. Π.χ. Του πρόσφερε για τη γιορτή του ένα μικρό βιβλίο· δόσις ο-

λίγη τε φίλη τε. Πρβλ.:Ομ Οό., 6 208. δός μοι πά στώ και τάν γάν κινάσω· δώσ* μου κάπου να σταθώ και τη γη θα κινήσω // (μτφ.) δοίκίε μου τις προϋποθέσεις και θα πετύχω. Η φράση χρησιμοποιείται από κάποιον που χρειάζεται μια μικρή βοήθεια για να αρχίσει ένα έργο ή που χρειάζεται ορισμένες προ­ ϋποθέσεις για να πραγματοποιήσει τον σκοπό του. Π.χ. Η αιτία είναι η έλλειψη επαγγελματικού χώρου. Λος μοι πα

στω και ταν γαν κινάσω. Η φράση ειπώθηκε από τον Αρχιμήδη (287-212 π.Χ.), φυσικό, μαθηματι­ κό και μηχανικό από τις Συρακούσες της Κάτω Ιταλίας, όταν με συνδυα­ σμούς μοχλών κατάφερε να ανυα)χιί)σει μεγάλο βάρος. Με τη φράση αυτή ήθελε να τονίσει ότι με την κατάλληλη βάση και κατάλληλο συνδυασμό μοχλών θα μπορούσε να σηκώσει ένα βάρος, όσο μεγάλο κι αν είναι. δοϋναι καί λαβείν να δίνω και να παίρνω· πάρε δ<ύσε // (μτφ.) δοσοληψίες· επικοινωνία· σχέση. Π.χ. Από τότε που πούλησαν την επιχείρηση τους δεν έχουν δού­ ναι και λαβείν με τον νέο ιδιοκτήτη. Αατ.: «ό&Γβ βΐ Ε ο ο ί ρ ε Γ ε » .

δούρειος ίππος· ξύλινο άλογο // (μτφ.) δόλια ενέργεια // πλεκτά­ νη· παγίδα // ανειλικρινές μέσο // πανουργία. Π.χ. Ο γλωσσικός αφελληνισμός είναι ο δούρειος ίππος κατά της πατρίδας μας. Ο δούρειος ίππος ήταν το άλογο, το κατασκευασμένο από ξύλο, που «δώρισαν» οι Ελληνες στους Τρώες φεύγοντας δήθεν από την Τροία. Η θεά Αθηνά φανέρωσε στον γιο του Ερμή Πρύλη, ότι με ένα ξύλινο άλογο θα μπορούσαν να μπουν οι Ελληνες στην Τροία. Την αποκάλυ­ ψη αυτή οικειοποιήθηκε ο Οδυσσέας. Πρβλ. Απολλόδωρου Επιτομή, Ε 14, Υγίνου Μύθος, 108. Το άλογο το κατασκεύασε ο Επειός. Σ' αυτό μπήκαν ο Διομήδης, ο Μενέλαος, ο Οδυσσέας, ο Νεοπτόλεμος και πολ­ λοί άλλοι. Επάνω του υπήρχε επιγραφή που έλεγε: «προσφέρεται στην Αθηνά από τους Έλληνες για την επιστροφή τους στην πατρίδα». Οι Τρώες το έσυραν στην Τροία, αφού γκρέμισαν μέρος των τειχών, για να το μεταφέρουν στον ναό της Αθηνάς. Κατόπιν, στη διάρκεια της

νύχτας, βγήκαν από το άλογο οι Έλληνες και άρχισαν να βάζουν φω­ τιά παντού. Ανοιξαν τις πύλες, απ' όπου μπήκαν οι Ελληνες με τον Αγαμέμνονα. Ετσι, με τον δούρειο ίππο, μπόρεσαν και κυρίευσαν την Τροία. Λατ.: «Ιίβηβϋδ βςυυδ». δοχεΐον νυκτός· δοχείο της νύχτας· καθίκι // (μτφ.) παλιάνθρωπος. Π.χ. Ο «έντιμος» υπάλληλος αποδείχθηκε δοχεΐον νυκτός. δοχεΐον πάοης ρυπαρότητος· δοχείο κάθε βρωμιάς // (μτφ.) α­ νήθικος· παλιάνθρωπος. Π.χ. Αυτός ο άνθρωπος είναι δοχεΐον πάσης ρυπαρότητος. δρακόντεια μέτρα· ενέργειες πολύ αυστηρές, εγγυημένης απο­ τελεσματικότητας· μέτρα σκληρά όπως οι δρακόντειοι νόμοι. Π.χ. Η αστυνομία έλαβε δρακόντεια μέτρα ασφάλειας για την προστασία των επισήμων. Πρβλ.: «δρακόντειος νόμος». δρακόντειος νόμος· νόμος του Δράκοντα // νόμος σαν του Δράκο­ ντα // (μτφ.) υπέρμετρα αυστηρός νόμος // σκληρότατος νόμος // αυστηρή και άκαμπτη αλλά αποτελεσματική νομοθεσία. Π.χ. Αρακόντειος νόμος αποδείχθηκε ο νόμος για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Ο Δράκων (από τον οποίο προέρχεται και η φράση «δρακόντειος νόμος») ήταν ο πρώτος νομοθέτης της αρχαίας Αθήνας. Εζησε τον 7ο αιώνα π.Χ. (περίπου 680-600 π.Χ.). Ιδρυσε τη Βουλή με 401 μέλη και έδιϋσε, με τη νομοθεσία που θέσπισε, πολιτικά δικαιώματα σ* όλους τους άνδρες. Επί­ σης, περιόρισε τις δικαιοδοσίες της Βουλής του Αρείου Πάγου. Επινόησε νόμους που προέβλεπαν πολύ αυστηρές ποινές για όλα τα αδικήματα. Οι νόμοι του έμειναν στην ιστορία για τη σκληρότητα τους και από τότε οι φράσεις «δρακόντειος νόμος» και «δρακόντεια μέτρα» χαρακτηρίζουν την υπέρμετρα αυστηρή νομοθεσία. Πρβλ. και συνών.: «δρακόντεια μέτρα». Λατ. συν. στον πληθ.: «Ιβββδ θ Γ 3 θ ο η ί 8 » (= νόμοι του Δράκοντα). δράξασθαι παιδείας·* αρπάξτε την παιδεία // (μτφ.) εκμεταλλευ­ τείτε την ευκαιρία να μορφωθείτε. Π.χ. Τώρα που καθιερώθηκε ο θεσμός του ανοικτού πανεπιστημί­

ου δράξασθαι παιδείας.

* Ή «δράξασθε παιδείας» από το σπάνιο «δράττω» αντί «δράττομαι». Πρβλ. Ψαλμ, Β' 12. δράττομαι τής ευκαιρίας· αρπάζω την ευκαιρία· επωφελούμαι από την ευκαιρία· εκμεταλλεύομαι τη οτιγμή· βρίσκω ευκαιρία. Π.χ. Μια και αναφέρθηκες σ' αυτό το θέμα, δράττομαι της ευκαι­ ρίας να οου πω ότι θα πρέπει να αναζητήσεις αλλού ευθύνες. δραχμής μέν αυλεϊ, τεττάρων δέ παύεται· παίζει τον αυλό ένα­ ντι μιας δραχμής, αλλά σταματά έναντι τεσσάρων // (μτφ.) αν αρχίσει να μιλά, δεν σταματά· είναι φλύαρος. Π.χ. Μην τον πιάσεις στην κουβέντα· δραχμής μεν αυλεί, τεττά­

ρων δε παύεται. δρόμος μετ' εμποδίων δρόμος με εμπόδια // (μτφ.) προσπάθεια που συναντά εμπόδια· επιδίωξη που βρίσκει δυσχέρειες. Π.χ. Δρόμος μετ' εμποόι'ων η πάταξη της φοροδιαφυγής για την κυβέρνηση. Δρόμος μετ' εμποδίων, ειδικό αγώνισμα. δρυός πεσούσης πάς άνήρ ξυλεύεται· όταν η δρυς πέσει, ο κάθε άνθρωπος κόβει ξύλα- όταν πέσει η βαλανιδιά, όλοι μαζεύουν ξύλα // (μτφ.) όταν κάποιος φτάσει σε κατάσταση ένδειας, όλοι προσπαθούν να επωφεληθούν // όταν κάποιος δυστυχήσει, όλοι φροντίζουν να αποκομίσουν κέρδη από την κακοτυχία του // κά­ ποιον που δυστύχησε, όλοι τον περιφρονούν. Παλαιότερα η φράοη λεγόταν για γυναίκες διεφθαρμένες. Σή­ μερα έχει γενικότερη χρήση. Π.χ. Πρόσεξες τι του έκαναν τώρα που έκλεισε το εργοστάσιο

του; Δρυός πεαούσης πας ανήρ ξυλεύεται. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Μενάν. Γνώμαι μονόατ., 123. δυνάμει·* με βάση· σύμφωνα με· με την ισχύ· με τη δικαιοδοσία. Π.χ. Ο συντάκτης της εφημερίδας μηνύθηκε δυνάμει της περί τύπου νομοθεσίας. Πρβλ. συνών.: «έπί τη βάσει». * Σε φράσεις όπως: «δυνάμει τοϋ αξιώματος», «δυνάμει της αρχής». δυοΙν* θάτερον** το ένα από τα δύο. Π.χ. Δεν μπορείς να τ' αγοράσεις όλα· επέλεξε δυοίν θάτερον.

* Γεν. δυϊκού αριθμού του δύο. ** Αντί: δυοϊν τό άτερον > δυοϊν τ' άτερον > δυοϊν θ' άτερον > δυοΙν θάτερον. «'Ατερος»: αττικός τύπος του «έτερος». δυσμαί τοϋ βίον βλ.: «είς τάς δυσμάς τοϋ βίου». δυστυχώς έπτωχεΰσαμεν δυστυχώς πτωχεύσαμε* δυστυχα)ς χρεωκοπήσαμε. Λέγεται συχνά, όταν υπάρχει έλλειψη χρημάτων ή όταν υπάρ­ χει αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων. Π.χ. Η εταιρεία μας διαλύθηκε· δυστυχώς επτωχενσαμεν. Η περιβόητη αυτή φράση ανήκει στον Χαρίλαο Τρικούπη (1832-1896), γιο του ιστορικού Σ. Τρικούπη και πολιτικό. Υπήρξε υπουργός Εξετερικών στην «κυβέρνηση των λογάδων» του Αλ. Κουμουνδούρου. Μετά την επανάκλησή του στην πολιτική (1875) και αφού πρόσφερε στη χώ­ ρα ένα πολύ αξιόλογο έργο, καταπολεμήθηκε σε έντονο βαθμό από την αντιπολίτευση και αναγκάστηκε να πει την περίφημη φράση «δυστυχώς έπτωχεύσαμεν» ως εναρκτήρια της αγόρευσης του στη βουλή. Με την αγόρευση αυτή παραδέχτηκε επίσημα την αδυναμία του κράτους να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. δυσώνυμος οίκος· σπίτι με κακό όνομα- κακόφημο σπίτι· πορνείο. Π.χ. Μ' αυτά που ακούγονται η εταιρεία τους έγινε δυσώνυμος

οίκος. Πρβλ.: «οίκος άνοχης». δωδέκατη ώρα* δωδέκατη ώρα // το έσχατο χρονικό όριο // εκ­ πρόθεσμα. Π.χ. Η αίτηση υποβλήθηκε τη δωδεκάτην ώραν. δωρεάν χωρίς αμοιβή· χωρίς αντάλλαγμα. Π.χ. Ο οδοντίατρος, επειδή ήταν φίλος του, τον εξέτασε δωρεάν. Αατ.:

«§Γ&Ιί5».

δωρεάν έλάβετε, δωρεάν δότε· δωρεάν λάβατε και δωρεάν δώ­ στε // όπως πήρατε δωρεάν, έτσι δωρεάν δώστε. Π.χ. Έδωσε ένα μέρος από τα κέρδη του λαχείου σε φίλους· δω­

ρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε. Πρβλ. Ματθ., Γ 8: «άσθενοϋντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νε­ κρούς εγείρετε, δαιμόνια έκβάλλετε' δωρεάν έλάβετε, δωρεάν δότε».

δ ώ ρ η μ α τ έ λ ε ι ο ν δώρο τέλειο· χάρισμα τέλειο· ιδανικό δώρο. Π.χ. Γι' αυτόν, το να προσφέρεις ένα βιβλίο είναι δώρημα τέ­

λειον. Πρβλ. Ιακ., Α' 17: «πασα δόσις αγαθή καί παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαΐνον άπό τοϋ πατρός των φώτων, παρ' φ ούκ ένι παραλ­ λαγή ή τροπής άποσκίασμα». δώρον άδωρον δώρο που δεν είναι δώρο· που δεν μπορεί να θε­ ωρηθεί ως δώρο // (μτφ.) παροχή ανώφελη· προσφορά άχρηστη. Π.χ. Μετά τις αυξήσεις τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης, οι αυ­ ξήσεις των μισθών για τους εργαζομένους είναι δώρον άδωρον. Πρβλ. Σοφ. Αίας, 665.

Ε έ ά λ ω ή Πόλις· αλώθηκε η Πόλη· εκπορθήθηκε η Κωνσταντινούπο­ λη // (μτφ.) έπεσε άδοξα· χάθηκε άδικα· κυριεύτηκε. Η φράση είναι εύχρηστη στις περιπτώσεις που κάποιος ή κάτι χά­ νεται άδοξα, πέφτει στην αφάνεια, χάνεται άδικα. Π.χ. Δυστυχώς η εταιρεία μας δημιούργησε πολλά χρέη και, όπως ήταν επό{ΐενο, εάλω η Πόλις. Η φράοη «έάλω ή Πόλις» είναι η κραυγή απελπισίας που μεταφερόταν από στόμα σε στόμα στους δρόμους της Πόλης, όταν κυριευόταν από τον σουλτάνο Μωάμεθ τον Β'. Πρβλ. Γεωργίου Σφραντζή Χρονικόν, βιβλ. 3, κεφ. 8, σ. 288, έκδ. Βόννης: «καί ούτως εγκρατείς οί πολέμιοι πάσης της πόλεως γεγονότες ήμέρ<5( Τρίτη, ώρα ήν της ημέρας β' καί ήμισυ, τοϋ 1453 έτους, τη κθ' μηνός Μαΐ­ ου καί τών μέν προσπιπτόντων ήν αρπαγή καί αίχμαλωσίςχ, τών δέ κατα­ λαμβανόμενων καί άνθισταμένων σφαγή» και κεφ. 9, σελ. 290: « Ώς ούν ή Πόλις έάλω ό άμηράς ένδον είσελθών...». Αξίζει να σημειωθούν και οι τελευταίοι λόγοι του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: «έάλω ή Πόλις καί έγώ έτι ζώ;». εάν τό άλας μωρανθή· εάν το αλάτι χάσει τη δύναμη του, την αξία του // (μτφ.) αν οι εκλεκτοί χάσουν την ηθική τους δύναμη // αν εκλεί-ψουν οι λίγοι έντιμοι. Π.χ. Εάν το άλας μωρανθή στο υπουργείο Οικονομικών, περιμέ­ νετε νέα σκάνδαλα. Πρβλ. Ματθ., Ε' 13: «ύμεϊς έστε τό άλας της γης· έάν δέ τό άλας μωραν­ θή, έν τίνι άλιοθήσεται; εις ουδέν ισχύει έτι, εί μή βληθηναι έξω καί καταπατεϊσθαι ύπό τών ανθρώπων». έαρ τής ζωής· η άνοιξη της ζωής // (μτφ.) η καλύτερη περίοδος της ζωής· η νεότητα. Π.χ. Εκμεταλλεύοου το γεγονός ότι βρίσκεσαι στο έαρ της ζωής. έασον αυτόν λέγειν άφησε τον να λέει· μην του δίνεις σημασία. Π.χ. Πες του ότι αυτά τα έχουμε ξανακούσει· έασον αυτόν λέγειν. Αατ.:

«δίηε

αΐ ό ί ο Ε ί » .

έασον αυτό χ α ί ρ ε ι ν * άφησε το αυτό να πάει // αποκήρυξε το αυτό // άφησε το // μην ασχολείσαι μ' αυτό // μην δίνεις σημασία σ' αυτό // παράτησε το. Π.χ. Αν δεν περάσεις και φέτος στο πανεπιστήμιο, έααον αυτό χαίρειν. Εύχρηστη φράση τόσο στην αρχαία ελληνική όσο και στη νεοελληνική. Πρβλ. Πλάτ. Κριτ., 45 Α. * Από την ιόιωμ. φράση «έώ χαίρειν» (= αποκηρύσσω, αποχαιρετώ, α­ παρνούμαι, αφήνω). εαυτούς και αλλήλους· τους εαυτούς τους και τους άλλους // (κατά παρερμ.) τους εαυτούς τους και τους δικούς τους ανθρώ­ πους. Π.χ. Βοηθούν μόνο εαυτούς και αλλήλους. έγγαμος βίος· συζυγική ζωή· η ζωή των παντρεμένων. Π.χ. Εκφράζει τα παράπονα του απ' τον έγγαμον βίον του. έγγύα, πάρα δ' άτα*· εγγυήσου και κοντά είναι η ζημία· δώσε εγγύηση και θα χάσεις. Π.χ. Αυτός όμιος υπέγραψε -εγγύα, πάρα δ' άτα- και έχασε το σπίτι του. Αέγεται ότι η φράση ήταν γραμμένη στους Δελφούς, μαζί με τις φράσειςαποφθέγματα «γνώθι σαύτόν» και «μηδέν άγαν». Πιθανόν την είπε ο Θαλής ή ο Πιττακός. Η φράοη αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς της αρχαιότητας (Πλάτωνα, Πλούταρχο κ.ά.) * Ή άτη. ' Εγγύς Ανατολή· η κοντινή Ανατολή· οι χώρες της δυτικής Ασίας. έγέρθητι·* σήκω // ξύπνα // αφυπνίσου. Π.χ. Ξύπνα, μην κοιμάσαι άλλο, εγέρθητι. Πρβλ. Αουκά, Ζ 14. * Εύχρηστη λ. και στον πλΐ|θ. «έγέρθητε» (= σηκωθείτε). έγινε πύρ καί μανία· βλ.: «πύρ καί μανία». έγκλημα καθοσιώσεως· έγκλημα έσχατης προδοσίας· έγκλημα προδοσίας της πατρίδας. Π.χ. Η πράξη του υπήρξε έγκλημα καθοοιώαεως.

έγώ ειμί· εγώ είμαι // τα πάντα εξαρτώνται από εμένα. Π.χ. Είναι άνθρωπος του εγώ ειμί. εδέησε· έγινε τρόπος να· έγινε δυνατό· κατορθώθηκε. Π.χ. Ευτυχώς εδέησε να ασχοληθεί με το επίμαχο θέμα. εθελουσία· θεληματικά· εκούσια. Π.χ. Κατετάγη εθελουσία. * Ενν.: γνώμη. εθελουσία έξοδος· εκούσια έξοδος (ενν. από την υπηρεσία) // (μτφ.) εκούσια έξοδος (ενν. από τη ζωή), δηλαδή η αυτοκτονία. Π.χ. Παρά τις προσπάθειες του πλήθους αυτός αποφάσισε την εθελουσίαν έξοδον. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Βασίλη Παπαγεωργίου Εθελουσία έξο­ δος, εκδ. Καστανιώτη. έθεσε τήν ουράν είς τά σκέλη· έβαλε την ουρά ανάμεσα στα πόδια // (μτφ.) υποχώρησε αμέσως. Π.χ. Μόλις άκουσαν ότι θα παραπεμφθούν, έθεσαν την ουράν εις τα σκέλη. εί δ' άλλως· αλλιώς· διαφορετικά. Π.χ. Έ λ α στο σπίτι το μεσημέρι, ειόάΛλως^ τηλεφώνησε μου. Πρβλ.: «εί δέ μή». εί δέ μή· εάν όμα)ς όχι· διαφορετικά· σε αντίθετη περίπτωση· ειδάλ­ λως. Π.χ. Θα πρέπει να πληρώσετε αυτό το χρηματικό πρόστιμο, εώεμή θα κληθείτε στο δικαστήριο. Πρβλ.: «εί δ" άλλως». Λατ.: «δίη ηιίηιΐδ». εί δυνατόν εάν είναι δυνατόν εάν μπορεί να γίνει. Π.χ. Στείλτε, παρακαλώ, αυτό το δέμα με το ταχυδρομείο και, ει δυνατόν, συστημένο. είδωλα καμόντων φαντάσματα· σκιές νεκρών εικόνες νεκρών.

Π.χ. Αναφέρθηκε στον εμφύλιο πόλεμο και σε είδωλα καμόντων. Πρβλ.:Ομ Οό., λ476. είθ' ούτως·* έπειτα έτσι· κατόπιν μ' αυτό τον τρόπο· και κατόπιν. Π.χ. Ειθ' ούτως τον άκουσε, σιώπησε, έφυγε. * Κράση στη φράση: «είτα ούτως». Η φράση έπεσε σε αχρηστία. είθισται· συνηθίζεται· είναι συνηθισμένο· υπάρχει έθος· είναι συνή­ θεια. Π.χ. Σ' αυτό τον τόπο είθισται η φιλοξενία. Πρβλ.: «ώς είθισται». εική* καϊ ώς έτυχεν** χωρίς τάξη και τυχαία // στην τύχη // χωρίς τάξη // όπως όπως // στα τυφλά. Π.χ. Οι φάκελοι ήταν τοποθετημένοι εικι; και ως έτυχεν. * Επίρρ.: χωρίς σχέδιο, χωρίς σκοπό, μάταια, άσκοπα. ** Ή «εική καί ώς έτυχε». είμαι* είς θέσιν** είμαι σε θέση· μπορώ. Π.χ. Δεν είσαι εις θέσιν να τον βοηθήσεις. * Από το «είμί», τύποι του οποίου συνηθίζονται στη λόγια γλώσσα. ** Στερεότυπη φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκφρασης. είπα και έλάλησα, άμαρτίαν ούκ έχω· τα είπα και τα τόνισα, δεν φέρω (πλέον) ευθύνη // έχω προειδοποιήσει και δεν δέχομαι προφάσεις // αποσαφήνισα τα πράγματα και δεν ευθύνομαι για ό,τι συμβεί. Π.χ. Για πιθανές παρεκτροπές είπα και ελάλησα, άμαρτίαν ουκ έχω. Πρβλ. Ιω., ΙΕ' 22: «εί μή ήλθον καί έλάλησα αύτοϊς, άμαρτίαν ούκ είχον νϋν δέ πρόφασιν ούκ έχουσι περί τής αμαρτίας αυτών». εϊπερ ποτέ καί άλλοτε· περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φο­ ρά· πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Π.χ. Επικρατούσε τάξη είπερ ποτέ και άλλοτε. ειρήνη ύμϊν ας έχετε ειρήνη // να έχετε ειρήνη // να έχετε φιλικές σχέσεις // να είστε ειρηνικοί // να έχετε -ψυχική ηρεμία.

Η φράση λέγεται σε περιπτώσεις φιλονικίας και προτρέπει τους εμπλεκόμενους να σταματήσουν τους διαπληκτισμούς και να ει­ ρηνεύσουν. Π.χ. Πά-ψτε πια να τσακώνεστε· ειρήνη νμίν. Η φράοη συναντάται πολλές φορές στην Καινή Διαθήκη. Την έλεγε πολύ συχνά ο Ιησούς Χριστός στους μαθητές του. Πρβλ. Λουκά, ΚΔ' 36, Ιω., Κ' 19, Ιω., Κ' 26 και Ιω., Κ' 21: «είπεν ούν αύτοΐς ό Ίηοοϋς πάλιν ειρήνη ύμϊν. καθώς άπέσταλκέ με ό πατήρ, κάγώ πέμπω ύμας». ειρήσθω έν παρόδίρ* ας ειπωθεί κατά παρέμβαση· ας πούμε παρεμπιπτόντακ;· με την ευκαιρία ας λεχθεί ότι. Π.χ. Ειρήσθω ενπαρόδωότι, πριν γίνει υπουργός, ήταν διπλωμα­ τικός ακόλουθος της πρεσβείας. εις αέρα λοιλεϊς· μιλάς στον αέρα // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Ο,τι και να του πεις, εις αέρα λαλείς. Πρβλ. Παύλου Α προς Κορινθίους, ΙΔ' 9. Πρβλ. συνών.: «αέρα όέρεις», «αέρα τϋπτεις» και την αρχαιότερη «άνέμφ διαλέγει». είς αίωνίους μονάς· βλ.: «άπεδήμησεν είς (τάς) αιωνίους μονάς». είσάκουσόν μου. Κύριε· άκουσε με ευμενώς. Κύριε // άκουσε την προσευχή μου, Κύριε // άκουσε με Θεέ μου. Π.χ. Σου εύχομαι κάθε καλό· εισάκουσαν μου, Κύριε. Πρβλ. Ψαλμ., ΙΣΤ' 1: «είσάκουσόν. Κύριε, τής δικαιοσύνης μου, πρόσχες τή δεήσει μου, ένώτισαι τήν προσευχήν μου ούκ έν χείλεσι δολίοις». είς άμμον οικοδομείς* κτίζεις σπίτι στην άμμο // (μτφ.) ματαιο­ πονείς. Π.χ. Εις άμμον οικοδομείς, αν νομίζεις ότι θα σου επιστρέψει τα χρήματα σου. είς αντίθεσιν σε αντίθεση. Π.χ. Ο σημερινός πρόεδρος είναι μετριοπαθής εις αντίθεσιν με τον προκάτοχο του. είς άπόστασιν αναπνοής· οε απόσταση αναπνοής // (μτφ.) πάρα πολύ κοντά.

π.χ. Εγκατέλειψε τις σπουδές του, ενώ βρισκόταν εις άπόστασιν αναπνοής από το πτυχίο. είς άτοπον απαγωγή· βλ.: «διά τής είς άτοπον απαγωγής». εις αϋριον τά σπουδαία· γι" αύριο τα σπουδαία (ενν. ας αφήσου­ με)· γι' αύριο τα σημαντικά ζητήματα (ας αναβάλουμε).Η φράση λέγεται για όσους αναβάλλουν σοβαρές υποθέσεις και σπάνια λέγεται και ειρωνικά απ' όσους θέλουν ν' αποφύγουν τις φροντίδες. Π.χ. Αποφάσισε λοιπόν τώρα· πάλι εις αύριον τα σπουδαία; Αυτή την απάντηση έδωσε ο Θηβαίος πολέμαρχος Αρχίας, όταν, στη διάρκεια συμποσίου, έλαβε επιστολή την οποία δεν άνοιξε και η οποία τον ειδοποιούσε για επικείμενη δολοφονία του από τους δημοκρα­ τικούς Θηβαίους. Τελικά αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του. Πρβλ. Πλουτ. Πελοπ., 10. είς βάθος· σε βάθος // (μτφ.) εξονυχιστικά· σχολαστικά. Π.χ. Η επιτροπή θα ερευνήσει εις βάθος τψ υπόθεση. είς βάρος· σε βάρος- προς ζημία. Π.χ. Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε εις βάρος του. είς γενεάς γενεών για γενεές γενεών // αιώνια· για πάντα· πα­ ντοτινά. Π.χ. Το αρχαίο ελληνικό πνεύμα θα παραμείνει ζωντανό εις γε­ νεάς γενεών. είς γνώσιν ώστε να γίνει γνωστό· για να μαθευτεί από. Π.χ. Τα παραπάνω ανακοινώθηκαν εις γνώσιν των ενδιαφερο­ μένων. είς διαταγήν οε διαταγή- με προσταγή. Π.χ. Να επιστρέψετε αμέσως εις διαταγήν του αξιωματικού υ­ πηρεσίας. Συναντάται στις φράσεις: «πληρώσατε είς διαταγήν», «γραμμάτιον (συναλλαγματική) είς διαταγήν».

εις δ ι π λ ο ϋ ν οε δύο· διπλά. Π.χ. Κατέθεσε αίτηση εις διπλούν. Η φράση λέγεται συνήθως για έγγραφα που λαμβάνονται σε δύο όμοια αντίτυπα. είς έμοί μύριοι·* ένας (άξιος) για μένα ισοδυναμεί με δέκα χιλιά­ δες // ένας (ικανός) είναι άξιος έναντι πολλών. Π.χ. Προτίμησα να κρατήσω μόνο έναν υπάλληλο· εις εμοίμύριοι. Η φράση ειπώθηκε από τον φιλόσοφο Ηράκλειτο τον Εφέσιο (540-475 π.Χ.), προκειμένου να τονίσει τη σημασία του επιδέξιου ανθρώπου, του ανθρώπου με σπουδαία ψυχικά και πνευματικά χαρίσματα. Πρβλ. Ηρακλ., απόσπ., 49 (Γαληνού Περί διαγνώσεως σφυγμών, VIII 773). * Ενν.: «έάν άριστος ή». είς ένδειξιν οε ένδειξη· για να δειχθεί. Π.χ. Πλήθος συγκεντρώθηκε εις ενόει^ιν διαμαρτυρίας. Συντάσσεται απαραίτητα με γενική. εις έξόφλησιν προς εξόφληση· με σκοπό την εξόφληση· για την εξόφληση. Π.χ. Σας αποστέλλω αυτό το ποσό εις έξόφλησιν τον χρέους. είς έπήκοον σε απόσταση που να ακούει ή να ακούγεται κά­ ποιος // μπροστά σ' όλους // φανερά. Π.χ. Φρόντισε να του τα πεις εις επήκοον όλων. Συναντάται επιπλέον με τις μορφές: «είς κοινόν έπήκοον», «είς έπήκο­ ον πάντων» (= ώστε ν' ακούγεται απ' όλους· ολοφάνερα). είς έπίμετρον για να συμπληρώσουμε // ως προσθήκη // ως επε­ ξήγηση // ε π ι π λ έ ο ν ακόμη. Π.χ. Έ χ ω να σου πω και κάτι εις έπίμετρον. είς έπίρρωσιν σε ενίσχυση· σε ενδυνάμωση· σε τόνωση. Π.χ. Προστέθηκαν άλλες δύο στρατιωτικές μονάδες εις έπίρρω­ σιν των φυλακίων των συνόρων. Η φράση συναντάται και με τη μορφή: «πρός έπίρρωσιν». είς έτη πολλά· χρόνια πολλά· και του χρόνου. Π.χ. Συγχαρητήρια και εις έτη πολλά.

εις ευθετον χ ρ ό ν ο ν βλ.: «έν εύθέτφ χρόνφ». εις εύρεϊαν* κλίμακα- σε μεγάλη έκταση. Π.χ. Καταστροφές διαπιστώθηκαν εις ενρείαν κλίμακαν. * Ή «μεγάλην». είς ζωήν αίώνιον σε ζωή αιώνια // σε μετά θάνατον ζωή // για πάντα. Π.χ. Ο άνθρωπος πλάστηκε για να ζήσει εις ζωήν αιώνιον. είς κοινόν έπήκοον βλ.: «είς έπήκοον». είς κόρακας* στα κοράκια // (μτφ.) στα τσακίδια* στον διάβολο. Π.χ. Εις κόρακας ο δικηγόρος σου και οι συμβουλές του. Ορθότερα η φράοη «είς κόρακας» είναι ασθενέστερη της νεότερης «στον διάβολο». Χρησιμοπαείται και σήμερα στη νεοελληνική μορφή: «άι στον κόρακα», «άι στα κοράκια». Πρέπει να σημειωθεί επίσης η μεταφορική σημασία του ουσιαστικού στη νεοελληνική «κοράκι» (= ο νεκροθάφτης). Η φράση συναντάται και με τη μορφή: «ές κόρακας». Πιθανόν είναι επιβίωμα της φράσης «έρρ' ές κόρακας» ή «έρρέτω ές κόρακας» (= ας πάει στα κοράκια) ή της έκφρασης «φεϋγ' ές κόρακας». είς μάτην* μάταια* άσκοπα* χωρίς να υπάρχει νόημα. Π.χ. Του έλεγα να προσέχει στον δρόμο αλλά εις μάτην. Πρβλ.: «έπί ματαίίρ». Λατ.:

«ίη

0358ΐιηι».

είς μεταφοράν* σε μεταφορά. Η φράση αυτή γράφεται στο κάτω μέρος και δεξιά μιας σελίδας. Δεξιότερα γράφεται το άθροισμα των αναφερόμενων στη σελίδα αριθμών και σημαίνει ότι το σύνολο αυτό μεταφέρεται στην επό­ μενη σελίδα. Η φράση έκ μεταφοράς, μαζί με αυτό το άθροισμα, γράφεται στην αρχή της επόμενης σελίδας δεξιά και δηλώνει ότι το ποσό αυτό προέρχεται από μεταφορά του από την προηγούμε­ νη σελίδα και πρέπει να προστεθεί στα επόμενα ποοά. είς μνήμην** για την ανάμνηση* σε ανάμνηση* για τη διατήρηση της μνήμης. Π.χ. Η κατάθεση στεφάνων έγινε είςμνί/μτ/ντων πεσόντων στρα­ τιωτών.

* Συνηθίζεται (σπανιότερα) και η μορφή: «μνήμης ένεκεν» (= χάριν της ανάμνησης) (Λατ.: «πιοηιιιηβηΐΐ 03υ83»). Λατ.: «ίη ιηβηιοπ3ηι». είς οιωνός άριστος, άμύνεσθαι περί πάτρης· ένας είναι ο εξαί­ ρετος οιωνός, να αμυνόμαστε για την πατρίδα // το καλύτερο ση­ μάδι (για τη νίκη) είναι η υπεράσπιση της πατρίδας. Π.χ. Ίσως ο εχθρός να υπερτερεί, αλλά εις οιωνός άριστος, άμύνε­ σθαι περί πάτρης. Η φράση ειπώθηκε από τον Έκτορα στον Πολυδάμαντα. Πρβλ. Ομ. /λ, Μ 243. είς όνυχα· στο νύχι // (μτφ.) επακριβώς· με μεγάλη λεπτότητα. Π.χ. Το θέμα οου τακτοπαήθηκε εις όνυχα. Εμφανίζεται και με τις μορφές: «δι' όνυχος», «έπ' όνυχα» με την ίδια πάντοτε σημασία. είς οϋρανόν τοξεύεις· τοξεύεις προς τον ουρανό//(μτφ.) ματαιο­ πονείς. Π.χ. - Υπέβαλα εκ νέου αίτηση στην υπηρεσία. - Εις ουρανόν τοξεύεις. είς πείσμα· σε πείσμα. Π.χ. Ακουλουθεί τα ήθη εις πείσμα των καιρών. είς πέτρας σπείρεις· σπέρνεις σε πετρώδες έδαφος // (μτφ.) μα­ ταιοπονείς. Π.χ. Κάνοντας απεργία πείνας εις πέτρας σπείρεις. είς πλάτος· οε πλάτος // εκτεταμένα. Π.χ. Αναφέρθηκε εις πλάτος και στο ζήτημα που μας ενδιέφερε. είς προχωρημένην ώραν σε προχωρημένη ώρα· αργά τη νύχτα. Π.χ. Το ατύχημα συνέβη εις προχωρημένην ώραν. Νεότερη φράση της καθαρεύουσας από τη λόγια: «είς ώραν προκεχωρημένην». είς πρώτην εύκαιρίαν σε πρώτη ευκαιρία· στον κατάλληλο χρό­ νο // όταν βρεθεί το κατάλληλο μέσο. Π.χ. Θα σε επισκεφτώ εις πρώτην εύκαιρίαν.

είς τά δάκτυλα τής ετέρας χειρός· στα δάκτυλα του ενός χεριού. Η φράση λέγεται στις περιπτώσεις εκείνες που ο αριθμός προ­ σώπων, πραγμάτων, γεγονότων είναι πολύ περιορισμένος (καθ' υπερβολήν κάτω από 5). Π.χ. Οι οπαδοί που συγκεντρώθηκαν μετριούνταν εις τα δάκτυλα της ετέρας χειρός. είς τά έξ ών συνετέθη·* σ' αυτά, απ' τα οποία αποτελείται· σ' αυτά από τα οποία φτιάχθηκε· σ' αυτά από τα οποία συντίθεται. Πχ. Μετά τη σύγκρουση το αυτοκίνητο διαλύθηκε εις τα εξ ων συνετέθη. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Εύχολόγιον το Μέγα, ακολουθία νεκρώσιμος εις κοσμικούς. * Χρησιμοποιείται συνήθως στη φράση: «διαλύθηκε είς τά έξ ων συνετέ­ θη». είς τά ϊδια· στην πατρίδα // στις ίδιες καταστάσεις. Π.χ. Μετά τις διακοπές επιστρέψαμε εις τα ίδια. είς τά καθ' ημάς·* στα δικά μας· στις δικές μας υποθέσεις. Π.χ. Αφήστε τα αυτά· και τώρα εις τα καθ' ημάς. * Ενν.: «πράγματα». είς τά πέρατα τής γής·* στο τέρμα της γης· εκεί που τελειώνει η γη· στην άκρη του κόσμου. Π.χ. Έφτασε είς τα πέρατα της γηςγια να τον βρει. * Ή «είς τά πέρατα της οικουμένης» (ενν.: γης). είς τά πρόθυρα· μπροστά από την πόρτα // (μτφ.) λίγο πριν από· στο προανάκρουσμα (συν. δυσάρεστου) γεγονότος. Π.χ. Η επιχείρηση του βρίσκεται εις τα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Συνήθως στη φράση: «βρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου». είς τάς άγκάλας τοϋ Μορφέως* στις αγκαλιές του Μορφέα // (μτφ.) οε πολύ βαθύ ύπνο. Π.χ. Άργησες να έρθεις στη δουλειά σου, μάλλον επειδή βρισκό­ σουν εις τας αγκάλας του Μορφέως. Μορφέας (μυθολ.): φτερωτός θεός των ονείρων. Ήταν ένας από τους χίλιους γιους του θεού Ύπνου (αδελφός του Θανάτου). Πίστευαν ότι

εμφανιζόταν στα όνειρα κατά τη διάρκεια τσυ ύπνου, με ανθρώπινη μορφή και φτερά. Ήταν εγγονός της Νύχτας και είχε την κατοικία του στα Τάρταρα. Αλλες θεότητες των ονείρων ήταν ο Είκελος, ο Φοβήτορας και ο Φάντανος (βλ. Ον. Μβ(., XI 733). Πρβλ.: «έπιμενίδειος ύπνος», «καθεύδει ύπό μανδραγόραν». είς τάς αίωνίους μονάς· βλ.: «άπεδήμηοεν είς (τάς) αίωνίους μονάς». είς τάς δέλτους τής ιστορίας* στη διαδοχή των ιστορικών γεγο­ νότων // στις σελίδες της ιστορίας. Π.χ. Στη χ ώ ρ α μας συνέβησαν πολλοί εμφύλιοι σπαραγμοί, που περιέχονται εις τας δέλτονς της ιστορίας. Η δέλτος ήταν ένα πινακίδιο αλειμμένο με κερί πάνω στο οποίο έγρα­ φαν. Αργότερα αυτή την ονομασία πήρε κάθε ιστορικό γραπτό μνη­ μείο. Η δε φράση σημαίνει ευρύτερα την ιστορική διαδοχή των γεγο­ νότων. είς τάς δυσμάς* στο βασίλεμα // (μτφ.) σε παρακμή // στο τέλος. Π.χ. Η επιχείρηση βρίσκεται εις τας δυσμάς της. είς τάς δυσμάς τοϋ βίου* στη δύση της ζωής* στα τελευταία χρόνια της ζωής* προς το τέλος της ζωής. Π.χ. Ευτυχώς εις τας δυσμάς του βίου πέρασε ήσυχα και χωρίς προβλήματα. Εύχρηστη είναι και η ονομαστική «αί δυσμαί τοϋ βίου» (= τα τελευταία χρόνια της ζωής, τα στερνά). είς τάς έλληνικάς καλένδας* στις ελληνικές καλένδες- κατά τη διάρκεια των ελληνικών καλένδων // (μτφ.) σε αναβολή // σε χρο­ νική περίοδο που δεν πρόκειται να έλθει, δηλαδή ποτέ. Π.χ. Η συζήτηση για το θέμα αυτό θα γίνει εις τας ελληνικάς καλένδας του επόμενου έτους. Καλένδαι ή Καλάνδαι ήταν η πρώτη μέρα του μήνα (ή οι πρώτες πέντε ή οι πρώτες επτά) στο ρωμα'ίκό ημερολόγιο. Κατά τις καλένδες, ιδιαί­ τερα σ' αυτές του Ιανουαρίου (επειδή ήταν οι πρώτες του έτους), γίνο­ νταν γιορτές. Στο ελληνικό ημερολόγιο όμως δεν υπάρχουν καλένδες, γι' αυτό η φράση «είς τάς έλληνικάς καλένδας» σημαίνει ποτέ. Η φρά­ ση λεγόταν συχνά από τον αυτοκράτορα Αύγουστο. Λατ.: «30 0ΕΐεηΟ£ΐ8 ΟΓΕ60£18».

εις τές ήμερες·* οτον κατάλληλο χρόνο· την ώρα που πρέπει. Π.χ. Προσλήψεις θα γίνουν εις τες ημέρες. * Μεσαιωνική μορφή της φράσης. είς τέφραν γράφεις· γράφεις πάνω στις στάχτες // (μτφ.) ματαιο­ πονείς. Π.χ. - Θα σου κάνω ένσταση. - Εις τέφραν γράφεις. είς τήν διαπασών*· στη διαπασών // σε μεγάλη ένταση ήχου // (μτφ.) στο ανώτατο όριο· στον ανώτατο βαθμό μιας προσπάθειας· στο έπακρο της ενέργειας. Π.χ. α) Το ραδιόφωνο έπαιζε εις την διαπασών. β) Τραγουδά χαμηλότερα· όχι εις την δαπασών. Διαπασών (μουσ.) το μουσικό διάστημα μιας κλίμακας και η αρμονία που αποτελείται από τον πρώτο και τον τελευταίο φθό·/γο της μουσικής κλίμακας. Διαπασών ονομάζεται και το μικρό μουσικό κρουστικό όργα­ νο, το οποίο αναδίδει στο κτύπημα των άκρων του τον φθόγγο «λα». * Διαπασών: άκλιτο ουσιαστικό που δημιουργήθηκε από τη φράση «διά πασών» (ενν.: των χορδών συμφωνία). είς τήν έντέλειαν στην εντέλεια· τέλεια. Π.χ. Όλα ήταν έτοιμα εις την έντέλειαν. είς τό άνθος τής νεότητος· στον ανθό της νιότης. Π.χ. Γλέντα τώρα που είσαι εις το άνθος της νεότητος. είς τό άπώτερον μέλλον στο μακρινότερο μέλλον//(ειρων.) ποτέ. Π.χ. Το θέμα σου θα τακτοποιηθεί εις το απώτερονμέλλον. είς τό δέον στο αναγκαίο· σ' αυτό που πρέπει. Π.χ. Μεγάλα ποοά δαπάνησε η υπηρεσία πληροφοριών με τη δι­ καιολογία εις το δέον. Στερεότυπη φράση που έμεινε παροιμιώδης από τον Περικλή, όταν αυτός αιτιολόγησε δαπάνη δέκα ταλάντων με τη φράση «είς τό δέ­ ον», επειδή δεν ήθελε να γίνει γνωστό ότι τα χρήματα αυτά δαπανή­ θηκαν σε δωροδοκία, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των Αθηναίων. Πρβλ. Πλουτ. Περ., κεφ. 22 και 23, Αριστοφ. Νεφ., 859.

είς τό διηνεκές·* αδιάκοπα· ακατάπαυστα // παντοτινά· για πά­ ντα· αιώνια. Π.χ. Υποσχέθηκε στον πατέρα του να διαφυλάξει το κειμήλιο εις το διηνεκές. * Ελάχιστες φορές συναντάται με τη μορφή: «διηνεκως» (ως επίρρ.). είς τό έγγΰς μέλλον στο κοντινό μέλλον ύστερα από λίγο. Π.χ. Η συνάντηση των δύο αρχηγών θα γίνει εις το εγγύς μέλ­ λον. είς τό έγγύτερον μέλλον πολύ σύντομα· αμέσως μετά. Π.χ. Το έγκλημα θα διαλευκανθεί εις το εγγύτερον μέλλον. είς τό έλεος τοΰ Θεοϋ·* στο έλεος του Θεού· στην ευσπλαχνία του Θεού // (μτφ.) χωρίς βοήθεια από πουθενά (παρά μόνο από τον Θεό). Η φράση χρησιμοποιούμενη μεταφορικά σημαίνει εγκατάλειψη, αναλγησία. Π.χ. Αφού κτύπησε με το αυτοκίνητο του τον ηλικιωμένο άνδρα, τον άφησε εις το έλεος τον Θεού. * Συνήθως στη φράση: «αφήνω εις το έλεος του Θεού» (= εγκαταλείπω, αόιαφιορώ). είς τό έξης· από τώρα και πέρα· στο μέλλον. Π.χ. Εις το εξήςοί λογαριασμοί θα εξοφλούνται μέσω τραπέζης. Λατ.: « ρ ο δ ί Ηοο» ή «βχίηιΐβ». είς τό έπακρον* στον μέγιστο βαθμό· σε σημείο υπερβολής. Π.χ. Ακολούθησε τους κανόνες εις το έπακρον. Πρβλ. αντίθ.: «έν τινι μέτρίρ», «μέχρις ενός σημείου». * Το ουδ. του επιθ. «ο έπακρος» (το έπακρον) σημαίνει η τελευταία άκρη, το ακρότατο σημείο. Βλ. συνών.: «άκρον άωτον». είς τό έπανιδεΐν* στο να ξαναβρεθούμε//είθε να ξαναβρεθούμε. Η φράση χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός την ώρα της αναχώ­ ρησης ή ως ευχή εκφράζοντας την επιθυμία να υπάρξει ξανά συνάντηση. Π.χ. Γεια σου τώρα και εις το επανιδείν. * Στη γαλλική γλώσσα «ΆΜ Γ β ν ο Ϊ Γ » .

είς τό μέτρον τοϋ δυνατοϋ· στο μέτρο του δυνατού· όσο είναι δυνατό. Π.χ. Το πρόβλημα σου λύθηκε εις το μέτρον του δυνατού. είς τόν αιώνα τόν άπαντα· σε απεριόριστη χρονική περίοδο // στην αιωνιότητα· αιώνια· για πάντα. Π.χ. Το έργο του θα μείνει εις τον αιώνα τον άπαντα. Πρβλ.: «είς γενεάς γενεών». είς τόν κάλαθον τών αχρήστων στο καλάθι για τα άχρηστα // (μτφ.) στα ανώφελα· στα άχρηστα. Π.χ. Η αίτηση κατέληξε εις τον κάλαθον των αχρήστων. είς τόν Καιάδα· στον Καιάδα // (μτφ.) σε αχρηστία· σε αφανισμό· σε εγκατάλειψη. Η φράση λέγεται για έναν άνθρωπο που θεωρήθηκε από κάποιους ως άχρηστος ή επιβλαβής. Π.χ. Αφού πλέον δεν τον χρειάζονταν άλλο, τον αποζημίωσαν και κατέληξε εις τον Καιάδα. Ο Καιάδας ήταν ένα βάραθρο, πολύ κοντά στη Σπάρτη, στο οποίο οι Σπαρτιάτες πετούσαν τους αιχμαλώτους και τα ασθενικά βρέφη. Αρ­ γότερα, εκεί έριχναν και τα πτώματα όοΐϋν είχαν καταδικαστεί σε θά­ νατο για διάφορα εγκλήματα, όπως για προδοσία. είς τόν λάκκον τών λεόντων στον λάκκο με τα λιοντάρια // (μτφ.) σε δεινή θέση // ανάμεσα σε επικίνδυνους ανθρώπους. Π.χ. Μετά την απόλυση βρίσκεται είς τον λάκκον των λεόντων. είς τόν πρός δν όρο ν σχετικά με τον (προαναφερθέντα) όρο. Π.χ. Δεν έχω να αντιπαραθέσω τίποτα εις τον προς ον όρον. είς τόν τύπον τών ήλων* πάνω στο αποτύπωμα των καρφιών πάνω στο σημάδι των καρφιών. Η φράση χρησιμοποιείται για ανθρώπους που, για να αποδεχθούν και να πιστέψουν σε κάτι, θέλουν χειροπιαστές αποδείξεις. Π.χ. Ζητά το συμφωνητικό, προκειμένου να βάλει το χέρι του εις τον τύπον των ήλων. Η φράση ειπώθηκε από τον Θωμά, έναν απ' τους δώδεκα μαθητές του Ιησού Χριστού και εξαιτίας της χαρακτηρίστηκε «άπιστος» (Ιω., Κ' 27:

«μή γίνου άπιστος, άλλά πιστός») κατά το περιστατικό της εμφάνισης του αναστάντός Χριστού στους μαθητές Του. Το περιστατικό έμεινε ιστορικό ως «η ψηλάφησις του ©ωμά». Πρβλ. Ιω., Κ' 24-29. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ιω., Κ' 25: «...έάν μή ίδω έν ταΙς χερσίν αύτοϋ τόν τύπον τών ήλων καϊ βάλω τόν δάκτυλόν μου είς τόν τύπον τών ήλων καϊ βάλω τήν χεϊρά μου εις τήν πλευράν αύτοϋ, ού μή πιστεύσω». * Συνήθως στη φράση: «έάν μή βάλει τόν δάκτυλόν του είς τόν τύπον τών ήλων». Εμφανίζεται και με τη μορφή: «έπί τόν τύπον τών ήλων». είς τό πϋρ τό αίώνιον βλ.: «τό σκότος τό εξώτερον». είς τό πϋρ τό ασβεστον βλ.: «τό σκότος τό εξώτερον». είς τό πϋρ τό εξώτερον βλ.: «τό σκότος τό εξώτερον». είς τό πϋρ τό καθαρτήριον στη φωτιά που εξαγνίζει (ενν. από αμάρτημα). Π.χ. Πρόσεξε τα λάθη σου, διότι θα καταλήξεις εις το πυρ το καθαρτήριον. Η φράση δεν συναντάται στα κείμενα των Γραφών. Δημιουργήθηκε κυ­ ρίως εξαιτίας της αντίληψης της Καθολικής Εκκλησίας ότι οι ψυχές εξαγνίζονται διά του καθαρτηρίου πυρός πριν μπουν στον Παράδεισο. Συντέλεσε στην ευρεία χρήση της φράσης η έκδοση του έργου του Δάντη Θεία Κωμωδία που αποτελείται από τα εξής: Κόλαση, Καθαρτή­ ριο, Παράδεισος. Η φράση είναι παραγωγή των φράσεων «είς τό πϋρ τό αίώνιον» και «είς τό πϋρ τό άσβεστον». Βλ.: «τό σκότος τό εξώτερον». είς τό ρεϋμα κωπηλατείς· κωπηλατείς με κατεύθυνση το ρεύμα· κόντρα στο ρεύμα κωπηλατείς // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Μην συγκρούεσαι με τον προϊστάμενο σου· διαφορετικά εις το ρεύμα κωπηλατείς. είς τό ΰψος τών περιστάσεων* στο ύψος των περιστάσεων στο ανώτατο όριο των συγκυριών στον βαθμό ανταπόκρισης που α­ παιτούν οι καταστάσεις και τα γεγονότα. Π.χ. Π α ρ ' όλα όσα υπέστη, παρέμεινε εις το ύψος των περιστά­ σεων. * Συνήθως στη φράση: «ευρίσκεται εις το ύψος των περιστάσεων» (= είναι ικανός να αντιμετωπίσει τις περιστάσεις).

είς τό χείλος τής αβύσσου· στην άκρη της αβύσσου // (μτφ.) σε πολύ κρίσιμη κατάσταση // στον δρόμο της διαφθοράς // σε ψυχι­ κή απώλεια. Π.χ. Από τότε που έφυγε από το σπίτι, βαδίζει εις το χείλος της αβύσσου. Σπανιότερα χρησιμοποιούνται και οι φράσεις: «είς τό χείλος τοϋ βαρά­ θρου», «είς τό χείλος τοϋ ερέβους». είς τό χείλος τού κρημνού· στην άκρη του γκρεμού // (μτφ.) σε πολύ κρίσιμη κατάσταση· στα πρόθυρα της καταστροφής. Π.χ. Εξαιτίας της ακονομικής κρίσης που υπάρχει, η χώρα βρί­ σκεται εις το χείλος του κρημνού. είς τό χείλος τού τάφου· στην άκρη του τάφου· κοντά στον τά­ φο // (μτφ.) σε κατάσταση ετοιμοθάνατου. Π.χ. Με την ανίατη ασθένεια που τον βρήκε, βρίσκεται εις το χεί­ λος του τάφου. είς ύγείαν στην υγειά σας. Π.χ. Ήπιαμε εις υγείαν του ολυμπιονίκη. είς ύδωρ γράφεις·* στο νερό γράφεις//(μτφ.) κοπιάζεις ανώφελα· ματαιοπονείς. Π.χ. Εις ύδωρ γράφεις, αν νομίζεις ότι θα βρεις εύκολα εργασία. Πρβλ. συνών. φράσεις: «θάλασσαν αντλείς», «έλαίφ πϋρ σβεννύεις». * Πρβλ. τη νεοελληνική φράση: «κάνεις μια τρύπα στο νερό». είς ψάμμον οικοδομεί· κτίζει στην άμμο // (μτφ.) ματαιοπονεί. Π.χ. Προσπαθεί να το επισκευάσει, αλλά εις ψάμμον οικοδομεί. είς ώραν προκεχωρημένην σε περασμένη ώρα· αργά το βράδυ. Π.χ. Οι βομβαρδισμοί άρχισαν εις ώραν προκεχωρημένην. είς ώτα μή άκουόντων σε αφτιά κουφών σε αφτιά ανθρώπων που δεν θέλουν ν' ακούσουν // (μτφ.) οε ανθρώπους ανεύθυνους, ασυνείδητους, ασυνεπείς, επιπόλαιους. Π.χ. Το μήνυμα της αποχής από τις κάλπες κατέληξε εις ώτα μη άκουόντων.

Συνηθίζεται για χλευασμό και η φράση: «είς ωτα βαρηκοόντων». Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Γ. Ράλλη Εις ώτα μη άκουόντων. ει τό φέρον σε φέρει, φέρει καί φέρον αν η τύχη σε οδηγεί, κάνε υπομονή και άφηνε τον εαυτό σου να οδηγείται. Π.χ. Άφησε τα πράγματα να κυλήσουν ει το φέρον οε φέρει, φέρε και φέρου. έκάς οί βέβηλοι* (να μείνουν) μακριά οι αμύητοι // μακριά οι μο­ λυσμένοι // μακριά οι ασεβείς. Π.χ. Απαγορεύθηκε η είσοδος στους οπαδούς που δημιούργησαν επεισόδια* εκάς οι βέβηλοι. έκαστος είς τό είδος του* καθένας (είναι ειδικός) πάνω σ' ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (με το οποίο ασχολείται)* ο καθένας είναι δεξιοτέχνης στη δουλειά του. Π.χ. Οι Ιάπωνες φημίζονται για την τεχνολογία τους* ε'καστος εις το είδος του. έκαστος έφ' φ εκλήθη* ο καθένας γι' αυτό που κλήθηκε* ο καθέ­ νας στο έργο του. Π.χ. Όλοι δεν μπορούν να κάνουν τα πάντα στην εταιρεία* έκα­ στος εφ' ω εκλήθη. έκαστος έφ' φ έτάχθη* καθένας γι' αυτό που είναι ταγμένος* κα­ θένας γι' αυτό που προορίστηκε (να κάνει). Π.χ. Ξεκινήστε την εργασία σας* ε'καστος εφ' ω ετάχθη. εκατέρωθεν* και απ' το ένα και απ' το άλλο μέρος* κι απ' τις δύο πλευρές* κι απ' τις δύο μεριές. Π.χ. Τα δύο μεγάλα κόμματα αποφάσισαν να ρίξουν εκατέρω­ θεν τους τόνους. έκ βαθέων απ' τα βαθιά // απ' τα βάθη της ψυχής* απ' τα εσώτε­ ρα. Π.χ. Κατέφυγε σε μία εκ βαθέων εξομολόγηση. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ψαλμ., ΡΚΘ' 1-2: «έκ βαθέων έκέκραξά σοι Κύριε* Κύριε, είσάκουσόν της φωνής μου». Επίσης τον τίτλο

του έργου του Όσκαρ Ουάιλντ: Οβ ρΓοίυηάί8, ΕρίείοΜ ίη ϋΆτοετβ βί νίηουΐίε (εκ βαθέων). Λατ.: «άβ ρΓοίυηάίκ».

έκ βάθους καρδίας* απ' τα βάθη της καρδιάς // ολόψυχα. Π.χ. Σας εκφράζω εκ βάθους καρδίας τα συγχαρητήρια μου. Πρβλ.: «άπό καρδίας». Λατ.: «αί) ίίηο ρεοΙοΓβ» (= εκ βάθους ψυχής). έκ βάθρων απ' τα βάθρα* απ' τα στηρίγματα* απ' τα θεμέλια* απ' τις βάσεις* απ' τις ρίζες. Π.χ. Το κόμμα διαλύθηκε εκ βάθρων. Πρβλ. Αιον. του Αλικαρν., VIII 1. Πρβλ. επίοης: «έκ θεμελίων». έκβαίνει τών ορίων βγαίνει έξω από τα όρια* παρεκτρέπεται. Π.χ. Όταν πίνει ένα ποτήρι παραπάνω, εκβαίνει των ορίων. * Συνηθίζεται και η μορφή: «βαίνει έκτος τών ορίων». έκ βρέφους* από ηλικία βρέφους. Π.χ. Αυτός είναι πλούσιος εκ βρέφους. Λατ.: « 3 ) 3 ίηίβηΐίόυκ». έκ γενετής* από τη γέννηση* από την ώρα της γέννησης* απ' τη στιγμή που γεννήθηκε. Π.χ. Το πρόβλημα του υπάρχει εκ γενετής. Στη νεοελληνική είναι εύχρηστη η φράση «από γεννησιμιού» (= από τότε που γεννήθηκε). έκ δεξιών οτσ δεξιά* απ' τα δεξιά* στο δεξιό μέρος. Π.χ. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης κατέλαβαν τα έδρανα εκ δεξιών τον προεδρείου της βουλής. Πρβλ. αντίθ.; «έξ αριστερών». έκδημώ είς Κΰριον βλ.: «αποδημώ είς Κύριον». έκ διαλειμμάτων** κατά διαλείμματα* με (μικρές) χρονικές παύ­ σεις.

π.χ. Εκ διαλειμμάτωνααχολΕίται ερασιτεχνικά και με τη χαρα­ κτική. * Ή «κατά διαλείμματα». έκ διαμέτρου αντίθετος· διαμετρικά αντίθετος· τελεία»ς αντίθε­ τος. Π.χ. Αυτά που έκανες είναι εκ διαμέτρου αντίθετα μ' αυτά που έλεγες. έκ Διός αρχεσθαι* να κάνετε αρχή επικαλούμενοι τον Δία // κά­ νετε αρχή επικαλούμενοι τον Θεό* αρχίζετε προσευχόμενοι. Π.χ. Πριν από κάθε σημαντική προσπάθεια εκ Διός αρχεσθαι. Λατ.: «30 Ιονβ ρΓίηοίρίιιιη» (= από τον Δία η αρχή). έκ θεμελίων απ' τα θεμέλια· απ' τις βάσεις· συθέμελα. Π.χ. Με την πτώση του φορτηγού, το σπιτάκι γκρεμίστηκε εκ θεμελίων. Πρβλ.: «έκ βάθρων». Λατ.: «ίυηάίΐϋδ». έκ Θεοϋ· απ' τον Θεό· έχοντας προέλευση τον Θεό. Π.χ. Τελικά η βοήθεια ήρθε εκ Θεού. έκ κακοϋ κόρακος κακόν φόν* από κακό κοράκι (βγαίνει) κακό αυγό // (μτφ.) από κακό δάσκαλο (βγαίνει) κακός μαθη­ τής. Π.χ. Τέτοιος ήταν κι ο πατέρας του· εκ κακού κόρακος κακόν ωόν. Ο Κόρακας (αρχές 5ου αι.) ήταν ρήτορας από τις Συρακούσες της Με­ γάλης Ελλάδας. Έθεσε τις βάσεις της ρητορικής τέχνης, γι" αυτό και θεωρήθηκε ο θεμελιωτής του έντεχνου ρητορικού λόγου. Σπουδαίος μα­ θητής του ήταν ο Τεισίας, με τον οποίο συμφώνησαν να του πληρώσει ο τελευταίος τα δίδακτρα, όταν θα κέρδιζε την πρώτη του δίκη. Αυτός όμως δεν φρόντιζε να αναλάβει καμία δίκη. Τότε ο Κόρακας μήνυσε τον μαθητή του και στο δικαστήριο του είπε: «αν χάσεις τη δίκη πρέπει να πληρωθώ, επειδή αυτή θα είναι η απόφαση των δικαστών, αν πάλι κερδίσεις τη δίκη πρέπει να πληρωθώ για τα δίδακτρα, γιατί έτσι συμ­ φωνήσαμε». Τότε, ο Τειοίας ανταπάντησε «αν κερδίσω, αυτή θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου, αν χάσω, τότε πάλι δεν πρέπει να σε πλη­ ρώσω, γιατί έτσι συμφωνήσαμε». Το αποτέλεσμα ήταν -επειδή οι δικα­ στές έφτασαν σε αδιέξοδο- να αναβληθεί η δίκη και να μην επαναλη-

φθεί ποτέ. Τότε κάποιοι είπαν ειρωνικά: «έκ κακοϋ κόρακος, κακόν (ΰόν». Πρβλ. τη νεοελληνική παροιμία: «μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». * Ή «κακοϋ κόρακος κακόν ςΰόν». έκ κακής προθέσεως· βλ.: «έκ προθέσεως». έκ καταβολής· απ' τις καταβολές του· απ' τη γέννηση· από γεννη­ σιμιού. Π.χ. Είναι δικό του το σπίτι εκ καταβολής. έκ κηδεστίας· από συγγένεια εξ αγχιστείας· από συγγένεια προ­ ερχόμενη από γάμο. Π.χ. Η διαθήκη προέρχεται από συγγενή εκ κηδεστίας. Πρβλ. συνών.: «έξ έπιγαμίας», «έξ αγχιστείας». έκκλίνω τής ευθείας όδοϋ· βλ.: «εκτρέπω τής ευθείας όδοϋ». έκ κοιλίας μητρός· από την κοιλιά της μητέρας· από τη γέννηση. Π.χ. Δυστυχώς είναι ανάπηρος εκ κοιλίας μητρός. έκ κόκκου σωρός· από κόκκο (γίνεται) ο σωρός. Π.χ. Φρόντισε να πληρώσεις τα χρέη σου, γιατί εκ κόκκου σω­ ρός Πρβλ. στη νεοελληνική: «απ' το λίγο γίνεται πολύ». εκλέγειν καί εκλέγεσθαι· να εκλέγουν και να εκλέγονται· να επι­ λέγουν και να επιλέγονται· να ψηφίζουν και να θέτουν υποψη­ φιότητα. Π.χ. Όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγε­ σθαι. έκ λόγων για λόγους· εξαιτίας. Π.χ. Απουσίασε εκ λόγων ασθένειας. έκ μανδραγόρου καθεΰδει· βλ.: «καθεύδει ύπό μανδραγόραν».

έκ μέρους· α π ό μέρους // εξ ονόματος. Π.χ. Θέλει να σας μιλήσει εκ μέρους ενός κοινού σας φίλου. Λατ.:

«θχ

ραΓίε».

έκ μέοης καρδίας· από το μέσο της καρδιάς· ολόψυχα. Π.χ. Σου εύχομαι εκ μέσης καρδίας χρόνια πολλά. έκ μεταφοράς· βλ.: «είς μεταφοράν». έκ νεότητας μον απ' τη νεότητα μου· απ' τον καιρό που ήμουν νέος. Π.χ. Εκ νεότητας μου αποταμίενοα λίγα χρήματα. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΚΗ' 1-2: «πλεονάκις έπολέμηοάν με έκ νεότητός μου, εΐπάτω δή Ισραήλ· πλεονάκις έπολέμηοάν με έκ νεότητός μου, καί γάρ ούκ ήδυνήθησάν μοι». Πρβλ. επίσης Θεοστηρίκτου μοναχού μικρός παρακλητικός κανών: «έκ νεότητός μου πολλά πολεμεϊ με πάθη· άλλ' αυτός άντιλαβσϋ καί σωσον, Σωτήρ μου». έκ νέου· ξανά· και πάλι· απ' την αρχή. Π.χ. Εξαιτίας των λαθών, καλό θα ήταν να συμπληρώσετε την αίτηση εκ νέου. Λατ.: «άε ηονο». έκοιμήθη έν ειρήνη· πέθανε χωρίς αγωνία· πέθανε ήσυχα. Π.χ. Ο υπέργηρος πατέρας του εκοιμήθη εν ειρήνη. έκοιμήθη τόν ΰπνον τοϋ θανάτου·* πέθανε. Π.χ. Έπεσε στο κρεβάτι και εκοιμήθη τον ύπνον του θανάτου. * Συναντάται και με τη μορφή: «έκοιμήθη τόν ΰπνον τοϋ δικαίου» με τη σημασία: «πέθανε και η ψυχή του βρήκε ανάπαυση». Αυτή η φράση σε χρόνο ενεστώτα: «κοιμάται τόν ΰπνον τοϋ δικαίου» σημαίνει «αδιαφο­ ρεί // έχει άγνοια για όσα γίνονται εις βάρος του». Π.χ. Τον έχουν κατακλέψει κι αυτός κοιμάται τον ύπνον του δικαίου. έκπάγλου καλλονής· καταπληκτικής ομορφιάς. Π.χ. Έ χ ε ι μάτια έκπάγλου καλλονής. έκ παιδός· από παιδί· από την παιδική ηλικία. Π.χ. Το έμαθα εκ παιδός.

έκ π α ν τ ό ς τ ρ ό π ο ν με κάθε τρόπο. Π.χ. Φρόντισε να ξεχρεώσεις εκ παντός τρόπον. Βλ. συνών.: «παντί τρόπω». έκ παραδόσεως· από παράδοση. Π.χ. Ακολουθούν αυτή την τακτική εκ παραδόσεως. έκ παραδρομής· εξαιτίας απροσεξίας- από αμέλεια· από αβλεψία. Π.χ. Το όνομα του εκ παραδρομής δεν γράφτηκε στους κατα­ λόγους. έκ παραλλήλου· που εκδηλώνεται παράλληλα- που συμβαίνει ανά­ λογα (μ' άλλο)- κατά τρόπο παράλληλο. Π.χ. Η κατασκευή του σχολείου και του νοσοκομείου έγινε εκ παραλλήλον. Το «έκ παραλλήλου» σχήμα λόγου (συντακτικό ή ρητορικό) είναι εκείνο κατά το οποίο μια έννοια διατυπώνεται θετικά και ταυτόχρονα αρνητι­ κά. Π.χ. Να δουλεύεις και να μην είσαι άνεργος, ενθυμού και μη λησμονεί κ.ά. έκ παρασκευής· με προπαρασκευή· με προκαταρκτική μελέτη. Π.χ. Αυτή τη φορά το έργο θα γίνει εκ παρασκενής. Βλ. συνών.: «έκ προθέσεως», «έκ προμελέτης». έκ πάρεργου· ως πάρεργο· α)ς δευτερεύον // παρεμπιπτόντως. Π.χ. Έχει εκ παρέργον και την κηροπλαστική. έκ πείρας· από πείρα· από εμπειρία. Π.χ. Γνωρίζει εκ πείρας πον οδηγούν τέτοιες καταστάσεις. έκ πεποιθήσεως· από πεποίθηση· σύμφωνα με τις αρχές· σύμφωνα με το φρόνημα. Π.χ. Είναι φιλάργυρος εκ πεποιθήσεως. έκ περάτων τής γής· απ' τα πέρατα της γης // (μτφ.) από πολύ μακριά. Π.χ. Έρχεται εκ περάτων της γης για να σε δει.

έκ περιουσίας·* α π ό πλεόνασμα· α π ό π ε ρ ί ο α ε υ μ α / / α π ό περίοοευμα γνώσεων α π ό μνήμης· χωρίς προπαρασκευή· χωρίς συγκεκρι­ μένη προετοιμασία. Π.χ. Έ β γ α λ ε αμέσως λόγο για την επέτειο εκ περιουσίας. * Η σπανιότερα «άπό περιουσίας». έκ περισοεύματος καρδίας* βλ.: «έκ τοϋ περισσεύματος τής καρ­ δίας». έκ περισσού* βλ.: «ώς έκ περισσού». έκ περιτροπής· διαδοχικά· αντιοτροφικά- με αλλαγή σειράς- ο ένας ύστερα α π ' τον άλλον. Π.χ. Με σχέδιο νόμου η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στο κέντρο της πόλης θα γίνεται εκ περιτροπής. έκ περιττοϋ* βλ.: «ώς έκ περισσού». έκ περιωπής* από πλεονεκτική θέση. Π.χ. Ενεργεί εκ περιωπής. έκ πλαγίου** με πλάγιο τρόπο* πλάγια. Π.χ. Του ανακοίνωσε το δυσάρεστο νέο εκ πλαγίου. * Συνήθως στη φράοη: «συγγένεια έκ πλαγίου» (= συγγένεια εξ αγχι­ στείας). εκποδών ποιούμαι** βγάζω από τα πόδια μου* παραμερίζω. Π.χ. Εκποδών εποιήθη τους αντιπάλους του. * Ενν. «τινά». έκ προαιρέσεως** με ελεύθερη βούληση* αυτοβούλως* προαιρετικά. Π.χ. Έμεινα εκ προαιρέσεως * Ή με τη μορφή «έξ ιδίας προαιρέσεως». Βλ. συνών.: «κατά προαίρεσιν». έκ προθέσεως* από πρόθεση* θελιρατικά- με προαίρεση· σκόπιμα. Π.χ. Εκ προθέσεως κτύπησε το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Συναντώνται επίσης οι μορφές: «έκ κακής προθέσεως» (= από κακή

πρόθεση) λατ.: «άοΐο πιβίο» και «έξ άγαθης προθέσεως» λατ.: «όοηο οοηδίΐίο». Πρβλ. συνών.: «άπό οκοπσϋ». Λατ.: «βχ νοΙυΐΗΐβ» ή «οοπδΐιΐΐο». έκ προμελέτης· προσχεδιασμένα· προμελετημένα· ύστερα από προσχεδίαση ενέργειας. Π.χ. Επειδή ο φόνος έγινε εκ προμελέτης, δεν του καταλογίστη­ καν ελαφρυντικά. Φράση συνήθως της νομικής ορολογίας. έκ προοιμίου· απ' την αρχή· εξαρχής- απ' τα προλεγόμενα. Π.χ. Είναι φανερό εκ προοιμίου ότι ο μάρτυς δεν ήταν παρών στο συμβάν. Λατ.: «ίη ρτίΓηο». έκ προοαγωγής· με προσκόμιση // λίγο λίγο. Π.χ. Συγκεντρώθηκε εκ προοαγωγής το ποσό του ενός εκατομμυ­ ρίου δραχμών. έκ πρώτης όψεως· με πρώτη ματιά· με μια πρώτη ματιά // η πρώτη εντύπωση βλέποντας. Π.χ. Εκ πρώτης όψεως νομίζω ότι αυτό το αυτοκίνητο είναι κα­ τάλληλο για τη δουλειά μου. Λατ.: «ρπηια ίΈοίβ». έκ ρόδων άκανθα· από τριαντάφυλλα αγκάθι. Φράση που λέγεται μεταφορικά για παιδιά με κακό χαρακτήρα, που κατάγονται από εξαίρετους γονείς. Π.χ. Οι γονείς του δεν μπόρεσαν να του μεταδώσουν τον αδαμά­ ντινο χαρακτήρα τους· εκ ρόδων άκανθα. Πρβλ. Κατζ. Συναγ., 7, 7-8. Πρβλ. αντίθ.: «έξ άκάνθης ρόόον». έκ ατήθους· βλ.: «άπό στήθους». έκ στόματος· από το στόμα // προφορικά. Π.χ. Του γνωστοποίησαν εκ στόματος ότι απολύεται.

έκ στόματος κόρακος κρά έξελεύσεται· α π ό το στόμα του κορακιού θα βγει κρα // (μτφ.) ο αμόρφωτος φαίνεται α π ό αυτά που λέει. Π.χ. Τι περίμενες να σου πει; Εκ στόματος κόρακος κρα έξελεύσε­ ται. έκ στόματος νηπίων* απ' το στόμα μικρών παιδιών (η αλήθεια). Π.χ. Του τα είπε όλα το παιδί του· εκ στόματος νηπίων βλέπεις. Πρβλ. στη νεοελληνική: «από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια». Για την προ­ έλευση της φράσης πρβλ. Ματθ., ΚΑ' 16: «καί ειπον αΰτω άκούεις τί ού­ τοι λέγουσιν; ό όέ Ιησούς λέγει αύτοϊς· ναί' ούόέποτε άνέγνωτε ότι έκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίοω αίνον;». * Ενν.: «ή αλήθεια». έκ συμμίξεως· με ανάμειξη. Π.χ. Το θαυματουργό υγρό προήλθε εκ συμμίξεως έκ συμπαιγνίας· με δόλο· ύπουλα· απατηλά. Π.χ. Πήραν τη θέση εκ συμπαιγνίας έκ συμπτώσεως· από σύμπτωση· τυχαία· συμπτωματικά // απροσ­ δόκητα. Π.χ. Η συνάντηση των δύο αρχηγών έγινε εκ συμπτώσεως. Πρβλ.: «κατά σύμπτωσιν». έκ συνθήκης· βλ.: «κατά συνθήκην». έκ συστάσεως· από τη σύσταση· από την ίδρυση- από τη συγκρότη­ ση. Π.χ. Η επιχείρηση αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα εκ συ­ στάσεως. έκ συστήματος· από σύστημα· συστηματικά- με σταθερό τρόπο- στα­ θερά // μεθοδικά. Π.χ. Υπεξαιρούσε διάφορα ποσά εκ συστήματος. έκ τής κόνεώς μου άναγεννώμαι· βλ.: «φοίνιξ άγήρως». έκ τής τέφρας μου άναγεννώμαι· βλ.: «φοίνιξ άγήρως».

εκτίει π ο ι ν ή ν εκτελεί ποινή φυλάκιοης- αποπληρώνει έγκλημα με ποινή φυλάκισης που του επιβλήθηκε α π ό δικαστήριο. Π.χ. Αποφυλακίστηκε αφού εξέτισε ποινήν ^νο ετών. εκτοξεύω μύδρους· ρίχνω πυρακτωμένο σίδηρο//(μτφ.) εκστομίζω βρισιές // απειλώ. Π.χ. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης άλλη μια φορά εκτόξευσε μύδρους κατά της κυβέρνησης. εκτός απρόοπτου· αν εξαιρεθεί κάτι απρόοπτο· αν δεν συμβεί κάτι ξαφνικό· χωρίς να συμβεί κάτι που δεν προβλέφθηκε. Π.χ. Θα έρθω εκτός απρόοπτου. εκτός βολής· βλ.: «εντός βολής». εκτός θέματος· έξω από το αντικείμενο της συζήτησης· έξω από το ζήτημα· έξω α π ό το πρόβλημα. Π.χ. Η απάντηση που έδωσε στο ερώτημα ήταν εκτός θέματος. εκτός εαυτού· έξω απ' τον εαυτό του // σε κατάσταση σύγχυσης· σε έξαλλη κατάσταση. Π.χ. Την ώρα που οδηγούνταν στο αστυνομικό τμήμα ήταν εκτός εαυτού. Πρβλ.: «έξω φρένων», «έν βρασμω ψυχής». εκτός κινδύνου· μακριά από τον κίνδυνο· πέρα από κάθε πιθανή δυσάρεστη έκβαση. Π.χ. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά βρίσκεται εκτός κιν­ δύνου. εκτός μάχης· έξω από τη μάχη // (μτφ.) έξω από τον αγώνα. Π.χ. Μετά τον τραυματισμό του ο παίκτης βρέθηκε εκτός μάχης. Συνήθως συνοδεύεται από το ρ. «τίθεμαι». εκτός νόμου· έξω από τον νόμο· σε παρανομία. Π.χ. Αναγνωρίστηκε το μέχρι τώρα εκτός νόμου κόμμα. εκτός νυμφώνος· έξω απ' τον νυμφώνα· έξω απ' το νυφικό δωμά­ τιο // (μτφ.) αποκλεισμός· εξαίρεση.

Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αποκλεισμό κά­ ποιου από μια δραστηριότητα, στην οποία θα ήθελε να λάβει μέρος, όταν μάλιστα η συμμετοχή σ' αυτή θα σήμαινε όφελος. Π.χ. Ο υποψήφιος για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα βρέ­ θηκε εκτός νυμφώνος. Πρβλ. συνών.: «έξω τοϋ νυμφωνος». εκτός παιδιάς· έξω από το παιχνίδι. Π.χ. Ο παίκτης τραυματίστηκε και βρέθηκε εκτός παώιάς. εκτός πάσης αμφιβολίας· πέρα από κάθε αμφιβολία- με βεβαιό­ τητα. Π.χ. Είναι εκτός πάοης αμφιβολίας έντιμος. εκτός συναγωνισμού· χωρίς συναγωνισμό- έξω από τον συναγω­ νισμό // ασυναγώνιστος. Π.χ. Χωρίς την ανακαίνιση το κατάστημα θα βρεθεί εκτός συναγωνιαμού. εκτός τόπου καί χρόνου· (μτφ.) έξω από την πραγματικότητα. Π.χ. Οι δηλώσεις του υπουργού είναι εκτός τόπου και χρόνου. εκτός τών άλλων εκτός απ' τ' άλλα· επιπρόσθετα. Π.χ. Εκτός των άΑλων προέβη και σε πλαστογράφηση. εκτός τών τειχών βλ.: «εντός τών τειχών». έκ τοϋ άμα· απροπαρασκεύαστα // πρόχειρα. Π.χ. Η κατασκευή του δρόμου έγινε εκ του άμα. έκ τοϋ άσφαλοϋς· από ασφαλή θέση· από σίγουρη θέση· από θέση που παρέχει ασφάλεια. Π.χ. Μπορούσε να κατηγορεί τον καθένα εκ του ασφαλούς. έκ τοϋ άφανοϋς· άδηλα· κρυφά· απόρρητα- μυστικά. Π.χ. Η δωρεά έγινε εκ του αφανούς. Πρβλ. αντίθ.: «έκ τοϋ εμφανούς».

έκ τοϋ έμφανοϋς·* εμφανώς· απροκάλυπτα· ολοφάνερα. Π.χ. Ο βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος διαφώνησε με την κυβέρνηση εκ τον εμφανούς. Πρβλ. αντίθ.-. «έκ τοϋ άφανοϋς». * Πολύ οπάνια συναντάται και με τη μορφή; «έν τω έμφανεϊ». έκ τοϋ εναντίον αντίθετα· απεναντίας. Π.χ. Εκ τον εναντίον, ήθελε να σε βοηθήσει και όχι να σε βλάψει. Πρβλ. συνών.: «τουναντίον», «άπ' εναντίας». Λατ.: «βχ ΕάνβΓδο».

έκ τοϋ έπελθόντος· πρόχειρα- όπως όπως. Π.χ. Το επισκεύασε εκ τον επελθόντος. Βλ. συνών.: «έκ τοϋ προχείρου». έκ τοϋ μακρόθεν από μακριά· από απόσταση. Π.χ. Ακολουθούσε το αυτοκίνητο εκ τον μακρόθεν. Πρβλ.: «έξ αποστάσεως», αντίθ.: «έκ τοϋ σύνεγγυς», «έκ τοΰ πλησίον», «έκ τοϋ συστάδην». έκ τοϋ μηδενός· από το τίποτε // από την ανυπαρξία // απ' το μηδέν. Π.χ. Δημιούργησε εκ τον μηδενός έναν τεράστιο όμιλο επιχειρή­ σεων. Λατ.: «βχ ηϊΐιϋο». έκ τοϋ μή όντος· από κει που δεν υπάρχει· απ' το τίποτε. Π.χ. Ύ σ τ ε ρ α α π ό έναν ξαφνικό διαπληκτισμό εκ τον μη όντος, ο προϊστάμενος τους επανέφερε στην τάξη. έκ τοϋ όράν τό έράν* απ' το κοίταγμα (έρχεται) ο έρωτας. Η φράση λέγεται συχνά για τον κεραυνοβόλο έρωτα. Π.χ. Εκ τον οράν το εράν κι αμέσως ήρθε ο γάμος. Η φράση ελέχθη από τον Φιλόστρατο. * Ενν.: «γίγνεται». έκ τοϋ παρεληλυθότος χρόνον από το παρελθόν. Π.χ. Εκκρεμούν εις βάρος του υποθέσεις εκ τον παρεληλνθότος χρόνον.

έκ τοϋ π ε ρ ι σ σ ε ύ μ α τ ο ς τής καρδίας·* α π ' το περίσσευμα της καρδιάς· α π ' το πλεόνασμα της καρδιάς // (μτφ.) α π ' το πλεόνα­ σμα των α γ α θ ώ ν συναισθημάτων // α π ' το περίσσευμα των συ­ ναισθημάτων, α γ α θ ώ ν και μη. Η φράση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αναφερθούμε στις διαθέσεις κάποιου και κυρίως στο ποιόν του, με βάση τον τρόπο ομιλίας του και μάλιστα το περιεχόμενο αυτών που λέει. Π.χ. Ό σ α είπε ήταν εκ του περισσεύματος της καρδίας τον. Για την προέλευαη της φράσης πρβλ. Λουκά, ΣΤ' 45. Πρβλ. επίσης Ματθ., ΙΒ' 34: «γεννήματα εχιδνών, πώς δύνασθε αγαθά λαλείν πονηροί όντες; έκ γάρ τοϋ περισσεύματος της καρδίας τό στόμα λαλεί». * Η «έκ περισσεύματος καρδίας». έκ τοϋ περισσεύοντος· βλ.: «έκ τοϋ υστερήματος». έκ τοϋ πλησίον από κοντά // (μτφ.) σε παρακολούθηση // σε επί­ βλεψη. Π.χ. Μετά τις παρατυπίες που έγιναν, θα πρέπει να τον έχετε εκ του πλησίον. Πρβλ. τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του Οδυσσέα Ελύτη Εκ του πλησίον, εκδ. Ικαρος, Λθήνα 1998. έκ τοϋ πονηρού· με κακόβουλη διάθεση· με ύποπτες προθέσεις // με υστεροβουλία. Π.χ. Η πρόταση του για συνεργασία και για συγχώνευση των επι­ χειρήσεων ήταν μάλλον εκ του πονηρού. έκ τοϋ προχείρου· πρόχειρα· χωρίς επίβλεψη και μελέτη. Π.χ. Η οικοδομή παρουσιάζει προβλήματα, διότι η κατασκευή έγινε εκ του προχείρου. Λατ.:

«ίηιρΓορΙυ».

έκ τοϋ σύνεγγυς· από κοντά· από πολύ κοντά. Π.χ. Ο κακοποιός τον ακολουθούσε εκ του σύνεγγυς. Πρβλ. ουνών.: «έκ τοϋ πλησίον», αντίθ.: «έκ τοϋ μακρόθεν». έκ τοϋ συστάδην από κοντά· από μικρή απόσταση. Π.χ. Οι μάχες τα παλιότερα χρόνια γίνονταν εκ του συστάδην.

Πρβλ. ουνών.: «έκ τοϋ πλησίον», «έκ τοϋ σύνεγγυς», αντίθ.: «έκ τοϋ μα­ κρόθεν», «έξ αποστάσεως». έκ τοϋ υστερήματος· απ' το υστέρημα· από αυτό που μόλις επαρ­ κεί για τη συντήρηση. Π.χ. Πρόσφερε λίγα, αλλά αυτά προέρχονταν εκ τον νστερήματος. Η φράοη είναι αντίθ. της «έκ τοϋ περισσεύοντος» που όεν είναι εύ­ χρηστη. Βλ. παρεμφερής: «τό όίλεπτον της χήρας». Πρβλ. Λουκά, ΚΑ' 4. έκ τοϋ φυσικοϋ· σύμφωνα με τη φύση· σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Π.χ. Ο συγκεκριμένος ζωγράφος ζωγραφίζει εκ τον φνσικον. εκτρέπω* τής ευθείας όδοϋ· βγάζω (κάποιον) από τον ίσιο δρόμο· // (μτφ.) οδηγώ στο κακό· παρασέρνω· διαφθείρω. Π.χ. Εξέτρεψε της ενθείας οδού τα παιδιά του. Αντίστοιχα στην παθητική φωνή: «εκτρέπομαι της ευθείας όδοϋ». Αλλη μορφή με την οποία εμφανίζεται η φράση στην παθητική: «έκκλίνω της ευθείας όόοϋ » (= εκτρέπομαι από τον ίσιο δρόμο). * Ενν.: «τινά». εκτροπή συζητήσεως· απόκλιση από το θέμα συζήτησης· απομά­ κρυνση α π ό το αντικείμενο της συζήτησης. Π.χ. Αργησε να αποφασίσει το συμβούλιο, γιατί σημειώθηκε εκτροπή σνζητήσεως. έκ τών ένδον από μέσα· εσωτερικά. Π.χ. Οι αντιδράσεις για το κυβερνητικό έργο εκδηλώθηκαν εκ των ένδον. Πρβλ. συνών.: «ένδοθεν», «έκ τών έσω», αντίθ.: «έξωθεν», «έκ τών έ­ ξω». έκ τών ενόντων με όσα υπάρχουν μ' ό,τι βρίσκεται- όπως όπως II πρόχειρα. Π.χ. Η κατασκευή έγινε εκ των ενόντων. Λατ.: «κεευηόιιιτι ί 3 ε ι ι 1 ΐ 3 ( 6 8 » .

έκ τών έξω" α π ό τα έξω· α π ' τους έξω· α π ' έξω. Π.χ. Οι ουμπλοκές οτον αγωνιστικό χώρο είχαν την προέλευση τους εκ των έξω. Πρβλ. αντίθ.: «έκ τών έσω». έκ τών έσω· από τα μέσα· απ' τους μέσα· από μέσα. Π.χ. Η κλοπή στην τράπεζα έγινε εκ των εσω. Πρβλ. συνών.: «έκ τών ένδον», αντίθ.: «έκ τών έξω». έκ τών ιδίων πραγμάτων βλ.; «έκ τών πραγμάτων». έκ τών όπισθεν από πίσω. Π.χ. Δέχτηκαν την επίθεση εκ των όπισθεν και αιφνιδιάστηκαν. Λατ.: «α ΐεΓβο».

έκ τών πραγμάτων* από τα πράγματα· απ' τις καταστάσεις· απ' τις δυσκολίες· αντικειμενικά· όπως έχουν τα πράγματα. Π.χ. Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να είσαι έτοιμος μέχρι τότε. * Η «έκ τών ιδίων πραγμάτων». έκ τών προτέρων από πριν από πρωτύτερα· προτού να συμβεί κάτι. Π.χ. Οι αποφάσεις είχαν ληφθεί εκ των προτέρων. Φράση της φιλοσοφικής ορολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώ­ σει αυτό που γίνεται από πριν δεκτό ως αξίωμα. Λατ.: «Ε ρηοτί». έκ τών υπαρχόντων (ανάλογα) με τα διατιθέμενα (ενν. μέσα) // σύμφωνα με τις υπάρχουσες δυνατόττιτες. Π.χ. Δεν θα γίνουν νέες αγορές, αλλά θα καλυφθούν οι ανάγκες εκ των υπαρχόντων. έκ τών υστέρων έπειτα· μετέπειτα· κατοπινά· αφού πρώτα συνέ­ βη κάτι· σε ακατάλληλη ώρα. Π.χ. Το έ γ γ ρ α φ ο έφθασε δυστυχώς εκ των υστέρων. Πρβλ. συνών.: «ύστερον», αντίθ.: «έκ τών προτέρων», «πρότερον». Πρβλ. τον τίτλο του περιοδικού Εκ των υστέρων, εκδ. Εξάντας. Λατ.;

«3

ροδΙβΓίΟΓΪ».

έκ τών ών ούκ α ν ε ν α π ' όσα υπάρχουν (που όεν θα ήταν δυνατό) χωρίς αυτά· α π ό τα πολύ απαραίτητα· α π ό τα λίαν αναγκαία. Η φράση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρισθεί κάτι το επιβεβλη­ μένο, το αναντικατάστατο, το απόλυτα αναγκαίο. Π.χ. Οι καλοκαιρινές διακοπές είναι εκ των ων ουκ άνευ. Λατ.: «δίπε ςιΐΕ ηοη>>. έκ φύσεως· από τη φύση. Π.χ. Είναι εκ φύσεως λιγομίλητος. Λατ.: «ηαΙυΓαΙίΙε». εκών άκων εκούσια, ακούσια· θεληματικά ή όχι· θέλοντας και μη· θέλει δεν θέλει. Π.χ. Εκών άκων συμβιβάστηκε. Λατ.: «νοίεηδ ηοΐεπδ». έλαβε τήν αγουσαν* πήρε τον δρόμο (προς)· πήρε τον δρόμο που οδηγεί (για)· κατευθύνθηκε (προς). Π.χ. Με την κόκκινη κάρτα έλαβε την άγονσαν για τα αποδυ­ τήρια. Η φράση συναντάται και με τη μορφή: «πήρε την άγουοαν». *Ενν.: «όδόν». έλαίφ πύρ σβεννύεις· με το λάδι σβήνεις τη φωτιά // (μτφ.) οι ενέργειες σου φέρνουν αντίθετο αποτέλεσμα // κοπιάζεις ανώ­ φελα· ματαιοπονείς. Π.χ. Είναι μάταιο να προσπαθήσεις να τους συμβιβάσεις· ελαίω πυρ αβεννύεις. έλαμψεν ώς διάττων* έλαμψε σαν αστροβολίδα // (μτφ.) δοξά­ στηκε ξαφνικά και κατόπιν ξεχάστηκε. Π.χ. Είναι ένας καλλιτέχνης που έλαμψεν ως διάττων. Πρβλ. συνών.: «έλαμψεν ώς μετέωρον». * Ενν.: «αστήρ». έλαμψεν ώς μετέωρον έλαμψε σαν μετεωρίτης // (μτφ.) διακρί­ θηκε ξαφνικά και πολύ (αλλά έ π α ψ ε το κοινό να τον θαυμάζει)· διακρίθηκε ξαφνικά και για λίγο.

π.χ. Μόνο οτο π ρ ώ τ ο έτος των οπουδών του έλαμψεν ως μετέω­ ρον. Πρβλ. ουνών.: «έλαμψεν ώς διάττων». έλάσσων* μικρότερος // λιγότερος // υποδεέστερος. Π.χ. Ο Ναούμ είναι ένας α π ό τους ελάσσονες προφήτες. Πρβλ. αντίθ.: «μείζων». * Συνήθως οτις φράσεις: «ελάσσονες ποιητές», «ελάσσονες προφήτες», «ελάσσονος σημασίας» κ.ά. ελαφρά τή καρδί(;ιΐ' με ελαφριά καρδιά // (μτφ.) χωρίς ηθικές δεσμεύσεις· χωρίς φραγμούς // με επιπολαιότητα· απερίσκεπτα. Π.χ. Συμφώνησαν και οι δυο, ελαφρά τη καρδία, ότι μόνη λύση του προβλήματος τους ήταν το διαζύγιο. ελαφροί τή συνειδήσει· ασυνείδητα. Π.χ. Ελαφρά τη συνείδήαει πρόδωσε τον καλύτερο φίλο του. ελευθερίων ηθών* έχοντας ελεύθερα ήθη· ζώντας έκλυτο βίο· (ειδ. για γυναίκα) η πόρνη. Π.χ. Κάποιοι άνθρωποι είναι ελευθερίων ηθών. * Η φράση συναντάται συνήθως με τη μορφή: «γυναίκα ελευθερίων η­ θών». Χρησιμοποιείται επίσης (μάλλον σπάνια) και η φράοη: «έλευθεριάζοντα ήθη»; έλέί)»· με τη συμπάθεια· με τη βοήθεια· με τον οίκτο // με τη δύναμημε τη θέληση- με την παρέμβαση. Π.χ. Έλαβε την έδρα ελε'ωτου πατέρα του, που είναι επίσης πανε­ πιστημιακός. Η δοτική «έλέφ» προέρχεται από τη στερεότυπη φράση: «έλέφ Θεοϋ βασιλεύς» (= με τη δικαιοδοσία από τον Θεό βασιλιάς). Η δε φράση «έλέφ Θεοϋ» προέρχεται από την αντίληψη που υπήρχε, κατά τους αρ­ χαίους χρόνους, ότι ο μονάρχης αντλεί την εξουσία του απευθείας από τον Θεό και όχι από τους υπηκόους του. έλήλυθεν ή ώρα" ήλθε η κρίσιμη ώρα· πλησίασε η αποφασιστική στιγμή· ήλθε ο κατάλληλος καιρός. Π.χ. Τώρα ελήλυθεν η ώρα για τη στρατιωτική σου θητεία. Η φράση προέρχεται από την απάντηση που έδωσε ο Ιησούς Χριστός στους μαθητές του Ανδρέα και Φίλιππο, όταν αυτοί του είπαν ότι κά­ ποιοι Έλληνες ζητούν να του μιλήσουν ιδιαιτέρως.

Πρβλ. Ιω., ΙΒ' 23: «ό δέ Ίηοοϋς άπεκρίνατο αΰτοίς λέγων έλήλυθεν ή ώρα ίνα δοξασθη ό υίός τοϋ ανθρώπου». Πρβλ.: «ήγγικεν ή ώρα». έλκει τό γένος· κατάγεται. Π.χ. Έλκει το γένος από τον οίκο των Παλαιολόγων. έλλεβόρου δείται· χρειάζεται ελλέβορο // (μτφ.) είναι παράφρων. Π.χ. Ο κατηγορούμενος έλλεβόρου δείται. Ο ελλέβορος (γνωστότερος σήμερα με το όνομα σκάρφη) είναι φυτό της οικογένειας των βατραχιοειδών, γνωστό από τους αρχαίους ήδη χρό­ νους για τις καταπραϋντικές του ιδιότητες σε φαινόμενα παραφροσύ­ νης. ελλείψει· εξαιτίας της έλλειψης· επειδή υπάρχει έλλειψη. Π.χ. Δεν μπορείτε να εξυπηρετηθείτε σήμερα ελλείψει υπαλλή­ λων. έλλειψις χρημάτων οτάσις εμπορίου* η έλλειψη χρημάτων (και γενικά ρευστού) συνεπάγεται π ά γ ω μ α των εμπορικών συναλλα­ γών. Π.χ. Οι ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές δημιουργούν προβλή­ ματα* έλλειψις χρημάτων οτάσις εμπορίου. Στερεότυπη φράση που συνηθίζεται μεταξύ των εμπόρων. "Ελληνες άεί παίδες* οι Ελληνες (είναι) πάντοτε παιδιά // οι Ελληνες είναι πάντοτε νέοι. Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως όταν γίνεται α ν α φ ο ρ ά στην ευρωστία και τη διαρκή νεότητα του τρόπου σκέψης των Ελλή­ νων και του ελληνικού πνεύματος εν γένει. Π.χ. Έ γ ι ν ε σαράντα χρονών κι ακόμη ασχολείται με τον μοντε­ λισμό* Έλληνες αεί παίδες. Πρβλ. Πλάτ. Τίμ., 22Κ εμμέσως πλην σαφώς* έμμεσα αλλά με σαφήνεια* κατά τρόπο έμμεσο, πλάγιο, αλλά ξεκάθαρα, ώστε να είναι κατανοητό. Π.χ. Ο υπουργός δήλωσε εμμέσως πλην σαφώς ότι θα γίνει αύξη­ ση της τιμής των καυσίμων.

έ μ π ό ρ ι ο ν λευκής σαρκός· αγοραπωλησία της υλικής φύσης του ανθρώπου με σκοπό την ασέλγεια· εμπόριο γυναικών με σκοπό την ασέλγεια. Π.χ. Λαθρομετανάστες επιδίδονταν στο εμπόριον λευκής σαρ­ κός. ένα άλλά λέοντα· ένα αλλά λιοντάρι. Η φράση λέγεται, όπως και στον μύθο α π ' όπου προέρχεται, στις περιπτώσεις που βαρύτητα έχει η ποιότητα και όχι η ποσότητα ή, όπως επισημαίνει ο Αίσωπος, «τό καλόν ού έν πλήθει δεϊ μετρεϊν, άλλά πρός άρετήν άφοράν». Π.χ. Έ κ α ν ε μόνο ένα παιδί· ένα αλλά λέοντα. Πρβλ. Αισώπου Μύθοι Λέαινα καί άλώπηξ: «Λέαινα όνειδιζομένη ύπό αλώπεκος έπί τφ διά παντός ένα τίκτειν ένα, έφη, άλλά λέοντα». Πρβλ. αντίστοιχη φράση: «ούκ έν τφ πολλφ τό ευ». έν άγνοΐί^ι- σε άγνοια· αγνοώντας- χωρίς να γνωρίζει. Π.χ. Έ φ υ γ ε στο εξωτερικό εν αγνοία των συγγενών του. Πρβλ. αντίθ.: «έν γνώσει». έν αγωνία· σε αγωνία· σε θλίψη. Π.χ. Λόγω εξεταστικής περιόδου είναι όλοι εν αγωνία. έν άδαμιαίςκ περιβολή·* με περιβολή όπως του Αδάμ· με ένδυμα όπως του Αδάμ· με το σώμα γυμνό· χωρίς ρούχα. Π.χ. Μετά την έφοδο της αστυνομίας αναγκάστηκε να φύγει τρέ­ χοντας εν αδαμιαία περιβολή. Η φράση συναντάται και με τις μορφές: «άδαμιαίςι περιβολή» ή «αδα­ μιαία τη περιβολή». * Σπάνια και ως επίρρ. «άδαμιαίως». έν άδείςι· σε άδεια· σε απαλλαγή υποχρεώσεων. Π.χ. Ο διευθυντής απουσιάζει εν αδεία. έν άδίκ(ρ· έχοντας άδικο- σε νομική παράβαση- σε έλλειψη δικαιο­ σύνης- σε κ α τ ά σ τ α σ η αδικίας. Π.χ. Ο εν αδίκω κατήγορος είχε την αξίωση να υποβάλει και ένσταση.

έν άδυναμίςι· σε κατάσταση αδυναμίας· σε ατονία· σε κατάσταση ανεπάρκειας· σε έλλειψη ικανότητας. Π.χ. Θα σε βοηθούσα, αλλά βρίσκομαι εν αδυναμία. έν Αθήναις· στην Αθήνα. Π.χ. Πολλά έκτροπα συμβαίνουν εν Αθήναις. έν άκαρεϊ·* ακαριαία· στιγμιαία· σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Π.χ. Μόλις του τηλεφώνησα, ήρθε εν ακαρεί * Ενν.: «τοϋ χρόνου». Λατ.: «ιηοηιβηΙο» (ενν. ( β η ι ρ ο Γ ί δ ) . έν άλλοις λόγοις· μ' άλλα λόγια· (για να ειπωθεί) διαφορετικά· δηλαδή· επεξηγώντας· διασαφηνίζοντας. Π.χ. Είναι κακός άνθρωπος· εν άλλοις λόγοις διεφθαρμένος. έν άμηχανίςι· σε αμηχανία- σε δυσχέρεια // σε δυσκολία να απαντή­ σει // σε αμηχανία να αποφασίσει ή να πράξει. Π.χ. Ο μάρτυρας βρέθηκε εν αμηχανία. Επιβίωση των αρχαίων φράσεων: «έν άμηχανί(;ι εί(ΐί» και «ευρίσκομαι έν άμηχανίςχ» ή «ευρίσκομαι είς άμηχανίαν». έν άμύνη· σε κατάσταση άμυνας· σε υπεράσπιση του εαυτού· δι­ καιωματικά. Π.χ. Ο δημόσιος κατήγορος ζήτησε την αθώωση του, επειδή ο κα­ τηγορούμενος βρισκόταν εν αμύνη. Η φράση είναι εύχρηστη στη νομική ορολογία. Είναι η νόμιμη άμυνα, δηλαδή το δικαίωμα που έχει ο πολίτης να προστατεύσει τον εαυτό του κινούμενος εναντίον του επιτιθέμενου. έν άμ(ριβολί(;ι· σε κατάσταση αμφιβολίας· σε αβεβαιότητα· σε κατάσταση δισταγμού. Π.χ. Βρίσκεται εν αμφιβολία, αν θ' αγοράσει αυτοκίνητο ή όχι. Ή με τη μορφή: «έν αμφιβάλω». έν ανάγκη· στην ανάγκη· οε στιγμή ανάγκης. Π.χ. Εν ανάγκη, αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος επικοινωνίας, θα οε επισκεφτώ στο σπίτι. Πρβλ.: «έξ ανάγκης», «κατ' ανάγκην».

έν άναλογίςι· ανάλογα. Π.χ. Να αγοράσεις διαμέρισμα εν αναλογία των χρημάτων που μπορείς να διαθέσεις. έν αναμονή·* σε κατάσταση αναμονής· προσδοκώντας· περιμένο­ ντας. Π.χ. Δεν υπέβαλα ακόμη αίτηση εν αναμονή της ψήφισης του νέου νόμου. * Εύχρηοτη συνήθως η φράση: «εν αναμονή των εξελίξεων». έν άνεπαρκείςι· σε ανεπάρκεια· χωρίς να υπάρχει επάρκεια· σε έλ­ λειψη. Π.χ. Τα σιτηρά της χώρας μας πέρυσι ήταν εν ανεπάρκεια. έν αντιδιαστολή· σε αντιδιαστολή· σε αντίθεση· ξεχωρίζοντας ανό­ μοια· σε σύγκριση· σε αντιπαράθεση. Π.χ. Η κόρη του είναι άριστη μαθήτρια εν αντιδιαστολή με τον γιο του, που είναι τεμπέλης. έν αντιθέσει· οε αντίθεση- αντίθετα. Π.χ. Αυτός ο δήμαρχος είναι πολύ αποδοτικός εν αντιθέσει με τον προηγούμενο. έν άπαρτίςι· σε απαρτία· στον ελάχιστο αριθμό μελών που προβλέ­ πεται για να ληφθεί απόφαση σε συνέλευση· ενώ είναι παρόντες όλα. Π.χ. Λόγω της ψηφοφορίας η βουλή ήταν εν απαρτία. έν άποστρατείςι· σε αποστρατεία· έξω από τις τάξεις του στρατού (λόγω συνταξιοδότησης, ανικανότητας ή άλλης αιτίας). Π.χ. Στην παρέλαση του στρατού παραβρέθηκε και ένας στρατη­ γός εν αποστρατεία. Βραχ.: «ε.α.». έν αποσυνθέσει· σε κατάσταση αποσύνθεσης· σε διάλυση· σε διά­ σπαση // (μτφ.) κατάργηση της συνοχής ενός συνόλου. Π.χ. Ο κρατικός μηχανισμός βρίσκεται εν αποσυνθέσει.

εν απουσιςι· σε απουσία- κατα την απουσία- ενω υπάρχει απουσία. Π.χ. Οι ατασθαλίες έγιναν α π ό τους υπαλλήλους εν απουσία του προϊσταμένου τους. Λατ.: « ί η 3086η1ί3».

έναρκτήριον λάκτισμα· κλωτσιά που γίνεται αιτία για να γίνει η αρχή // (μτφ.) η πράξη που γίνεται αιτία για την έναρξη // η ώθη­ ση. Π.χ. Η διαδήλακιη υπήρξε το έναρκτήριον λάκτισμα για τα γεγο­ νότα που επακολούθησαν. έν άρμονί(?[· σε αρμονία- αρμονικά. Π.χ. Ζει με τη γυναίκα του εν αρμονία. έν άρχή ήν* κατά την αρχή (ενν. της δημιουργίας) ήταν // αρχικά υπήρχε- // (κατά παρερμ.) η βάση ήταν ή είναι- η ουσία είναι- θε­ μελιώδης αρχή είναι. Π.χ. Για τη συγκεκριμένη εταιρεία εν αρχή ην η μηχανογράφη­ ση· Πρβλ. Ματθ., Α', 1: «έν άρχη ήν ό Λόγος, καί ό Λόγος ήν πρός τόν Θεόν, καί θεός ήν ό Λόγος». * Ενν.: «ό Λόγος». έν άφθονίρι· σε αφθονία- σε επάρκεια. Π.χ. Εχει όλα τα καλά του Θεού εν αφθονία. έν άχρηστίςι· σε αχρηστία. Π.χ. Η διάταξη είναι εν αχρηστία. Πρβλ. αντίθ.: «έν χρήσει». έν 6ί»)ΐ· με βία- βιαστικά. Π.χ. Εφυγε α π ' την πόλη εν βία. έν βραομφ ψυχής· σε κατάσταση διανοητικής ταραχής- ενώ βρι­ σκόταν εκτός εαυτού· εκτός ελέγχου συμπεριφοράς. Π.χ. Το ότι παρανόμησε εν βρασμώ ψυχήςχρχρίμευαε ως ελαφρυ­ ντικό στοιχείο. Πρβλ.: «έξω φρενών», «έκτος έαυτοϋ».

έν γένει· γενικά· αε γενικές γραμμές//συμπερασματικά. Π.χ. Εν γένει είναι νομοταγής και (ριλήσυχος πολίτης. Πρβλ. ουνών.: «έν γενικαϊς γραμμαϊς». έν γενικαϊς γραμμαϊς· σε γενικές γραμμές· γενικεύοντας· συνοψί­ ζοντας // συμπερασματικά. Π.χ. Εν γενικαίς γραμμαι'ς πρόσφερε πολλά στο κόμμα και στην παράταξη του. Πρβλ. ουνών.: «έν γένει». έν γνώσει· γνωρίζοντας· ξέροντας· έχοντας υπόψιν. Π.χ. Έκτισε το σπίτι χωρίς άδεια, εν γνώσει των συνεπειών του νόμου. Πρβλ.; «έν άγνοίςχ». έν δεόντι·* έγκαιρα· επίκαιρα· στον κατάλληλο χρόνο. Π.χ. Η επέμβαση της αστυνομίας έγινε εν όεόντι. Πρβλ. αντίθ.: «έν ού δεόντι». Λατ.: «ορροΠυηε». * Ενν.: «καιρώ». έν δήμ({4· στο κοινό· δημόσια. Π.χ. Έ γ ι ν α ν γνωστές εν δήμω οι προθέσεις του. Βλ. και ως ουσιαστικό: «τά έν δήμφ». έν διά δυοϊν ένα με δύο· ένα διαμέσου δύο. Π.χ. Ο υπουργός ανακοίνωσε εν διά δυοίν ότι δεν θα γίνουν αυξή­ σεις μισθών και ότι οι μισθοί θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα. Συντακτικό σχήμα με το οποίο μία έννοια ή ένα πράγμα, αντί να αποδί­ δεται με ουσιαστικό και επίθετο, αποδίδεται με δύο ουσιαστικά στην ίδια πτώση που συνδέονται με το «και». Π.χ. Χρυσόν και φιάλας, αντί χρυ­ σός φιάλας. έν διαξεΰξει· οε διάζευξη· σε χωρισμό // σε διαζύγιο- σε διάσταση. Π.χ. Συναντήθηκε με την εν όιαζεύξει σύζυγο του. Πρβλ.: «έν διαστάσει». έν διανοίςι· στη διάνοια· στον νου- στο μυαλό. Π.χ. Τη φωτιά έβαλε κάποιος εν διανοία ασθενής.

έν διαστάσει· σε διάσταση· σε χωρισμό· σε ρήξη. Π.χ. Η α γ ω γ ή κατετέθη α π ό τον εν διαστάσει σύζυγο. Πρβλ.: «έν διαζεύξει». ένδοθεν* από μέσα. Π.χ. Περισσότερο επικίνδυνοι είναι οι ένδοθεν εχθροί της πατρίδας. Πρβλ. ουνών.: «έκ τών ένδον». * Συνήθως με άρθρο ως επίθετο. ένδον γενοϋ" κάνε ενδοσκόπηση // λογικέψου· έλα στα καλά σου. Π.χ. Τι είναι α υ τ ά που λες; Ένδον γενού. ένδον σκάπτε· σκάβε μέσα (σου) // (μτφ.) κάνε ενδοσκόπηση- να στοχάζεσαι βαθιά- κάνε αυτοπαρατήρηση· να εμβαθύνεις // μην είσαι απερίσκεπτος· μην είσαι αστόχαστος. Π.χ. Μην κρίνεις μόνο τους άλλους· ένδον σκάπτε. Πρβλ. Μάρκου Αυρήλιου Εις εαυτόν, 2, 59. έν δράσει· σε δράση· σε ενέργεια. Π.χ. Οι μονάδες της αστυνομίας βρίσκονται εν δράσει για τη σύλ­ ληψη του δραπέτη. έν δυνάμει· με τη δύναμη· με την εξουσία // έχοντας δύναμη· έχο­ ντας ικανότητα. Π.χ. Η α π ό φ α σ η ελήφθη εν δυνάμει του σχετικού νόμου. Πρβλ.: «δυνάμει». Λατ.: «ίη ροδδβ». έν έγρηγόρσει· σε αγρυπνία· σε εγρήγορση // (μτφ.) σε ετοιμότη­ τα- σε επαγρύπνηση- σε επιφυλακή. Π.χ. Οι ένοπλες δυνάμεις είναι εν έγρηγόρσει. έν εϊδει· με τη μορφή· με την όψη· έχοντας εξωτερική εμφάνιση· με σχήμα- σαν. Π.χ. Είδε στον ύπνο του τον θείο του εν είδει ιερέως. Πρβλ. το απολυτίκιο των Θεοφανείων: «έν εϊδει περιστεράς». ένεκα λόγου· για χάρη του λόγου- για παράδειγμα. Π.χ. Πολλοί είναι αναμειγμένοι στο σκάνδαλο- ένεκα λόγου ο διευθυντής της εταιρείας.

Πρβλ. ουνών.: «λόγου χάριν», «παραδείγματος χάριν». Λατ.: «νεΛί 03ΐΐ8£ΐ». ένεκα τούτου· γι' αυτό. Π.χ. Είμαι αδιάθετος· ένεκα τούτου δεν θα έρθω. έν έκκρεμότητι· οε εκκρεμότητα- ενώ εκκρεμεί // σε κατάσταση που δεν έχει τακτοποιηθεί. Π.χ. Η υπόθεση βρίσκεται στον Άρειο Πάγο εν έκκρεμότητι. έν έκτάσεί· σε έκταση // διεξοδικά // εκτενώς // αναλυτικά. Π.χ. Αναφέρθηκε στα προβλήματα της παιδείας εν εκτάσει. Πρβλ. αντίθ.: «έν συντομίςχ». Λατ.: «ίη βχΙβηδο». έν ελλείψει· σε έλλειψη· σε στιγμή έλλειψης· σε ανεπάρκεια. Π.χ. Το ανταλλακτικό της μηχανής είναι εν ελλείψει. έν έναντίςι περιπτώσει· αντίθετα- σε αντίθετη περίπτωση- διαφο­ ρετικά. Π.χ. Εν εναντία περιπτώσει θα κατατεθεί αγωγή εναντίον σου. Λατ.: «δί οοηΐΓ3ηιιηι ΆοοΊά^ύΙ». έν ένεργείςι· σε ενέργεια· σε λειτουργία· σε δράση· σε εργασία. Π.χ. Είναι πολύ μεγάλος σε ηλικία κι όμως είναι ακόμη εν ενεργεία για τις πολύ καλές του υπηρεσίες. Βλ. συνών.: «έν δράσει», αντίθ.: «έν άποστρατεί(ί(». έν ένί λόγφ·* μ' έναν λόγο- περιληπτικά- με συντομία. Π.χ. Εν ενί λόγω σου λέω ξαναπροσπάθησε. * Συναντάται και με τη μορφή: «ένί λό-γφ». Λατ.: «υηο νεΛο». έν ένί στόματι·* μ' ένα στόμα // (μτφ.) ομόφωνα // ρητώς. Π.χ. Οι μαθητές αντέδρασαν εν ενί στόματι. * Συναντάται και με τη μορφή: «ένί στόματι». έν ένί στόματι καί μιςι καρδίςι· μ' ένα στόμα και μια καρδιά// (μτφ.) απερίφραστα και ολόψυχα· ανεπιφύλακτα και ομόψυχα.

π.χ. Συμφώνησαν μαζί του εν ενί στόματι και μια καρδία. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. τη Θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου: ό ιερεύς έκφώνως: «καί όός ήμϊν έν ένϊ στόμα­ τι καί μιά καρόίρι όοξάζειν καϊ άνυμνεϊν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές όνομα Σου, τού Πατρός καί τοϋ Υίοϋ καί τοϋ Αγίου Πνεύματος, νϋν καί άεί καί είς τσϋς αιώνας τών αιώνων». έν εξελίξει· σε εξέλιξη· σε ανάπτυξη // (μτφ.) σε πρόοδο. Π.χ. Η επιχείρηση της αστυνομίας για τη σύλληψη των λαθρο­ μεταναστών βρίσκεται εν εξελίξει. έν έπιγνώσει· έχοντας επίγνωση· με πλήρη γνώση· γνωρίζοντας· ενσυνείδητα. Π.χ. Μπήκε στο σπίτι εν έπιγνώσει του κινδύνου. έν έπισημότητι· με επισημότητα· με επίσημο χαρακτήρα· με σο­ βαρότητα· με κύρος. Π.χ. Η τελετή έγινε εν έπισημότητι. ενεργώ έγγραφον ενεργώ ώστε να ληφθεί απόφαση σχετικά με το περιεχόμενο εγγράφου· παίρνω α π ό φ α σ η αναφορικά με το έγγραφο ή το διαβιβάζω εκεί που επιβάλλεται. Η φράση έχει πέσει σε αχρηστία. Πρβλ.: «πρός ένέργειαν». ένεστι καί μΰρμηκι χολή· υπάρχει και στο μυρμήγκι χολή· έχει και το μυρμήγκι τη χολή του // (μτφ.) και ο αδύναμος έχει το δικαίωμα να θυμώνει // και ο αδύναμος δεν είναι άξιος κατα­ φρόνησης. Π.χ. Του έκανε μήνυση ο υπάλληλος του· ε'νεστί και μύρμηκι χολή. ένεστώς·* αυτός που υπάρχει τώρα· αυτός που υφίσταται· ο τωρι­ νός. Π.χ. Η πρόσληψη του θα γίνει ενεστώτας έτους. * ' Ενεοτώς -ώσα -ώς (-ώτος) μετοχή παρακ. του «ένίστημι». Συνηθίζεται σε πτώση γενική και συντάσσεται με ουσιαστικό. Συναντάται στις φράσεις: «ενεστώτας έτους» (= του τωρινού έτους), «ενεστώτας μηνός» (= του τωρινού μήνα) κ.ά. Πρβλ. συνών.: «τρέχων».

εν ε ο χ α τ η α ν ά γ κ η · σ' έσχατη ανάγκη- σε ύστατη ανάγκη· στο τέλος αναγκαστικά. Π.χ. Εν εσχάτη ανάγκη θα τον βοηθήσουμε όλοι. έν έτει· κατά το έτος. Π.χ. Αυτά συμβαίνουν εν έτει 1997. Η φράση λέγεται για έμφαση. έν έτει σωτηρίί;)·* κατά τον σωτήριο χρόνο· στη διάρκεια της σωτήριας χρονιάς. Π.χ. Η Επανάσταση άρχισε στις 25 Μαρτίου εν ετει σωτηρίω 1821. Σωτήριο έτος ονομάζεται κάθε έτος, από τη γέννηση του Σωτήρα Ιη­ σού Χριστού και μετά, διότι με την ενσάρκωση του Χριστού υπάρχει, όπως πιστεύεται, δυνατότητα σωτηρίας για το ανθρώπινο γένος. Γι' αυτό «Σωτήρ» ονομάζεται κατεξοχήν ο Χριστός. Αλλωστε ελέχθη από άγγελο: «αυτός γάρ σώσει τόν λαόν αύτοϋ άπό τών αμαρτιών αυτών». Πρβλ. Ματθ., Α' 21. * Συνηθίζεται και με τη μορφή: «κατά τό σωτήριον έτος». έν ευθέτφ χρόνιρ"* σε εύθετο χρόνο- σε κατάλληλη στιγμή- σε πλέον πρόσφορη ώρα. Π.χ. Θα του εξοφλήσει το χρέος εν ενθέτω χρόνω. * Η φράση συναντάται και με τη μορφή: «είς εύθετον χρόνον». έν ζωή· σε ζωή- ενώ ζει. Π.χ. Ο π α π π ο ύ ς του, π α ρ ά την ηλικία του, είναι ακόμη εν ζωή. έν ή περιπτώσει· αν τύχει και· σε περίπτωση που· σε ενδεχόμενο να. Π.χ. Εν η περιπτώσει αναβληθεί η δίκη, ενημέρωσε τον. ένθάδε κείται· εδώ βρίσκεται· εδώ είναι θαμμένος· έχει θαφτεί σε αυτό το μέρος. Π.χ. Ενθάδε κείται ο μακεδονομάχος προπάππος του. Η φράση συναντάται σε επιγράμματα μνημάτων. Στα αρχαία χρόνια σε επιτύμβιες στήλες ή κιονόκρανα, σε σταυρούς μνημάτων σήμερα. Λατ.: «Ηίο ] 3 ε 6 ΐ » . ένθεν καί ένθεν από εδώ κι από κει· και απ' τη μια και απ' την άλλη· κι α π ' τις δυο μεριές.

π.χ. Το χωριό είναι κτιομένο ένθεν και ένθεν του ποταμού. Λατ.: «Ηίηο βίςυε Ηίηο». ένθεν κάκεϊθεν* απ' τη μια μεριά κι απ' την άλλη· κι απ' τις δυο μεριές // α π ' όλες τις διευθύνσεις· δώθε κείθε. Π.χ. Τα πυρά έρχονταν ένθεν κακείθεν. * Από κράση στη φράση: «ένθεν καί εκείθεν». έν θερμίϊ)·* σε φλογερή κατάσταση // εγκάρδια· ολόψυχα. Π.χ. Αρχισε εν θερμώ να σπάζει ό,τι εύρισκε γύρω του. * Συναντάται και με άρθρο ως επίθ.: «ό έν θερμω» (= ο ένθερμος). Πρβλ.: «έν ψυχρφ». ένθυμοϋ καί μή λησμονεί· να θυμάσαι και να μην ξεχνάς. Π.χ. Ενθυμού και μη λησμονεί πόσο σε βοήθησε στο παρελθόν. Η φράση αυτή γραφόταν επάνω σε ταχυδρομικά δελτάρια με τοπία, στις αρχές του 20ού αιώνα. Αρχικά τη βρίσκουμε τυπωμένη λόγω αναλφαβη­ τισμού. Αργότερα γραφόταν επάνω στο δελτάριο εκ των υστέρων. Κατό­ πιν η φράση εμφανίζεται και σε φωτογραφίες ή λευκώματα αλλά και σε αφιερώσεις βιβλίων. έν ίδρωτι τοϋ προσώπου· με τον ιδρώτα του προσώπου//(μτφ.) με κόπο- με προσπάθεια // δύσκολα. Π.χ. Κατάφερε εν ιδρώτι του προσώπου του ν' αγοράσει ένα μι­ κρό αυτοκίνητο. Πρβλ. Γέν., Γ' 19, «έν ίδρώτι τοϋ προσώπου σου φαγη τόν άρτον σου, έως τοϋ άποστρέψαι σε είς τήν γήν, έξ ης ελήφθης, ότι γη εί καί είς γήν άπελεύση». ένί λόγω· βλ.: «έν ένί λόγω». ένί στόματί'* με μια φωνή // ομόφωνα // ρητά. Π.χ. Ενί στόματι αποφάσισαν να μην δεχθούν τον συμβιβασμό. Φράση προερχόμενη από τη Θεία Λειτουργία. * 'Η «έν ένί στόματι». έν ίσχϋι· σε ισχύ· σε εγκυρότητα· σε κύρος· σε επιβολή. Π.χ. Αν και παμπάλαιος νόμος, είναι ακόμη εν ισχύι

έν καιρφ' με τον καιρό· με την πάροδο του χρόνου // στο μέλλον. Π.χ. Θα δούμε εν καιρώ πώς θα ενεργήσουμε με το συγκεκριμένο

πρόβλημα. Πρβλ.

ουνών.:

«ούν τφ χρόνω», «ούν τη παρόέκρ τοϋ χρόνου».

Λατ.: « Ι β Γ π ρ ο Γ β » ή « Ι β η ι ρ ο Γ ί » .

έν καιρφ·* (με γενική) σε καιρό· σε περίοδο. Π.χ. Εν καιρώ αυστηρής λιτότητας ζει με πολυτέλεια. * Συντάσσεται με γενική και συναντάται σε πληθώρα φράσεων. Στη συ­ νέχεια δίνονται αναλυτικά μερικές από τις πλέον εύχρηστες φράσεις του είδους. Βλ.: «περαιτέρω». έν καιρώ ειρήνης· σε καιρό ειρήνης· σε ειρηνική περίοδο. Π.χ. Εν καιρώ ειρί/νι/ς προάγεται ο πολιτισμός. έν καιρφ πολέμου· σε καιρό πολέμου. Π.χ. Τραυματίστηκε εν καιρώ πολέμου. έν καιρφ τφ δέοντι·* στον καιρό που πρέπει- στον κατάλληλο χρό­ νο· στην κατάλληλη στιγμή. Π.χ. Η υπηρεσία θ' απαντήσει στο αίτημα εν καιρώ τω δέοντι. * Συναντάται και με τη μορφή: «καιρφ τφ δεόντι». Πρβλ. αντίθ.: «έν ού δεόντι». Λατ.:

«ίη ΙεηιροΓβ ο ρ ρ ο Π υ η ο » .

έν κατακλείδι· ως επίλογος- τελειώνοντας τον λόγο- τελειώνονταςτελικά- στο τέλος. Π.χ. Εν κατακλείδι θέλω να τονίσω την προσφορά σας στην τέχνη και τον πολιτισμό. έν κεφαλαίοις είπεϊν μιλώντας με λίγα λόγια· ανακεφαλαιώνο­ ντας- συμπερασματικά. Π. χ. β ν κεφαλαίοις ειπείν όσοι θυσιάζονται για την πατρίδα είναι ήρωες. Πρβλ. σ υ ν ώ ν . : «ώς συνελόντι είπεϊν», «ώς συντόμως είπεϊν», «έν κεφα­ λαία». έν κεφαλαίφ· ανακεφαλαιώνοντας· με λίγα λόγια. Π.χ. Εν κεφαλαίω θα αναφερθώ και στα χθεσινά. Λατ.: «5υπιπΐ3ΐίπι».

έν κινήσει· σε κίνηση // σε λειτουργία. Π.χ. Απαγορεύεται η επιβίβαση και η αποβίβαση, όταν το όχημα είναι εν κινήσει. Βλ. αντίθ.; «έν στάσει». έν κ03ΐω καϊ μόχθω· με κόπο και μόχθο. Π.χ. Απαλλάχθηκε α π ό τον εκβιαστή εν κόπω και μόχθω. Πρβλ. Παύλου Β'προς Κορινθίους, ΙΑ' 27. έν κρ·υπτω· στα κρυφά· σε κρυφό μέρος // αδιαφανώς- συγκεκαλυμ­ μένα. Π.χ. Διατηρούσε εν κρυπτώ τα πραγματικά βιβλία εσόδων της εταιρείας. Πρβλ.; «έν κρυπτφ καί παραβύστφ». έν κρυπτφ καϊ παραβΰστφ· κρυφά και παράμερα· με τρόπο μυ­ στικό και χωρίς διαφάνεια· σε εντελώς απόκρυφο μέρος· κρυφά και μυστικά. Π.χ. Καταστρώνουν τα σχέδια τους εν κρυπτώ και παραδύοτω. Πρβλ.; «έν κρύπτω». έν λειτουργί()ΐ· σε λειτουργία. Π.χ. Ο κινητήρας είναι εν λειτουργία. έν λεπτομερείς^· με λεπτομέρεια· λεπτομερώς. Π.χ. Ο μάρτυς εξήγησε εν λεπτομερεία τι συνέβη. Πρβλ.; «έν πάση λεπτομερείςι». έν λευκφ·* σε λευκό // χωρίς δεσμεύσεις // χωρίς επιφυλάξεις ή εγγυήσεις. Π.χ. Του ανέθεσε εν λευκώ όλες του τις υποθέσεις. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Οδυσσέα Ελύτη Εν λευκώ, εκδ. Ικαρος. * Συνήθως στις φράσεις; «εντολή έν λευκφ», «εξουσιοδοτώ έν λευκφ». έν λόγφ· βλ.: «ό έν λόγω». έν μέρει· κατά ένα μέρος //ως έναν βαθμό. Π.χ. Είναι ικανοποιημένος α π ό την απόδοση του αλλά εν μέρει. Πρβλ. αντίθ.; «έν δλφ».

έν μέση ά γ ο ρ ά ' δημόσια. Π.χ. Τον χαατούκιοε εν μέση αγορά. Πρβλ. ουνών.: «έν μέοη όόω». έν μέση ήμέρςί" το μεσημέρι // (μτφ.) φανερά. Π.χ. Ο βουλευτής έδειξε τη δυσαρέσκεια του εν μέση ημέρα. Πρβλ.: «έν πλήρει μεσημβρία». έν μέση όδφ· στη μέση του δρόμου· καταμεσής//δημόσια. Π.χ. Λιποθύμησε εν μέση οδώ. Πρβλ. συνών.: «έν μέση άγορςί». έν μέαφ· ανάμεσα σε· ενδιάμεσα οτο μέσο. Π.χ. Η συζήτηση έγινε εν μεσα> διαφωνιών. έν μέσω δι3ο ληστών* ανάμεσα οε δύο ληστές // (μτφ.) ανάμεσα σε δύο κακόβουλους. Π.χ. Με τις απειλές του π ρ ο ϊ σ τ α μ έ ν ο υ και του διευθυντή βρί­ σκεται εν μέσω δύο ληστών. Πρβλ. Ακολουθία των Αγίων Παθών, αντίφ. ιβ'. * Και με τη μορφή «μεταξύ όύο ληστών». έν μέσω δύο πυρών ανάμεσα οε δύο πυρά // (μτφ.) ανάμεσα σε δύο κακόβουλους // σε φ ρ α σ τ ι κ έ ς επιθέσεις που προέρχονται α­ πό δύο μεριές. Π.χ. Βρέθηκε εν μέσω δύο πυρών, της συζύγου του και της πε­ θεράς του. Βλ. παρεμφερή: «έν μέσω όύο ληστών». έν μέσω χειμώνι· στη μέοη του χειμώνα· στην καρδιά του χειμώνα. Π.χ. Η αύξηση των τιμών τα^ν καυσίμων θα γίνει εν μέσω χει­ μώνι. έν μέτρω· με μέτρο· με επιφύλαξη· με περίσκεψη· χωρίς υπερβολές. Π.χ. Έπινε π ά ν τ α εν μέτρω. έν μιςι νυκτί· σε μια νύχτα· στο διάστημα μιας νύχτας // (μτφ.) σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Π.χ. Έ χ α σ ε την περιουσία τοΛ) εν μια νυκτί.

έν μ ι ^ ν υ κ τ ί κ α ί μόνη· σε μια νύχτα και μόνο // (μτφ.) πολύ βιαστικά. Π.χ. Η αντικατάσταση του υπουργού έγινε α π ό τον πρωθυπουρ­ γό εν μια νυκτί και μόνη. Η φράοη προέρχεται από τετράστιχο της ποιητικής σάτιρας Τρακατρούκα, τον Νικολάου Μπύλλερ το 1862: «έν μια νυκτί καί μόνη / αντι­ στάσεως μή ούσης / έθραυσαν άρειμανίως / τούς φανούς της πρωτευού­ σης». Πρόκειται για το τετράστιχο που διαδόθηκε την εποχή της έξω­ σης του Όθωνα, όταν κάποιοι κατέστρεψαν τα καινούργια φανάρια του Δήμου Αθηναίων. Το όλο έργο σατίριζε όλους εκείνους που με τον τρόπο τους αντιστέκονταν στον Οθωνα, συμβάλλοντας έτσι στην έξω­ ση του. έν μοίρ(^ Καρός· σε δουλεία· σε μοίρα δούλου. Π.χ. Οι υπάλληλοι αυτής της εταιρείας βρίσκονται εν μοίρα Κα­ ρός. Η Καρία (από τον Καρ, γιο του Δία και της Κρήτης) βρισκόταν στη Μ. Ασία και διαρρεόταν από τον ποταμό Μαίανδρο. Υπέστη πολλές επι­ δρομές από Δωριείς και Ίωνες. Με τον καιρό οι κάτοικοι της Καριάς, ονομαζόμενοι Κάρες, αφομοιώθηκαν από τους Ίωνες. Μετά τους μηδι­ κούς πολέμους πλήρωναν στους Αθηναίους τον ονομαζόμενο «καρικόν φόρον». Από το 545 π.Χ. (έτος υποδούλωσης στους Πέρσες) η χώρα βρίσκεται συνεχώς υπόδουλη: Πέρσες, Αθήνα, Πέρσες, Μέγας Αλέξαν­ δρος, Διάδοχοι Μ. Αλεξάνδρου, ρωμαϊκή κυριαρχία. έν νηστείςι καί προσευχή· σε κατάσταση νηστείας και προσευ­ χής // ( μ ι φ ) οε μεγάλη φτώχεια // σε κακοπέραση. Π.χ. Τελευταία περνά εν νηστεία και προσευχή. έν οίδα ότι ουδέν οίδα· ένα ξέρω ότι τίποτε δεν ξέρω // έχω επί­ γνωση της άγνοιας. Π.χ. Αν με ρωτάς να σου πω για το χρηματιστήριο, θα σου α π α ­ ντήσω εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Η φράση αποδίδεται στον Σωκράτη, ο οποίος την έλεγε πολύ συχνά θέλοντας να τονίσει ότι το μόνο βέβαιο είναι η γνώση της άγνοιας. Από τη φράση αυτή διαφαίνεται το ύψος της ταπεινοφροσύνης που χαρα­ κτήριζε τον μεγάλο Έλληνα σοφό της αρχαιότητας. έν οϊκφ· στο σπίτι. Π.χ. Τελευταία τον βρίσκουμε κλεισμένο εν οίκω. Πρβλ.: «τά έν οϊκίΰ», «τά τού οίκου».

έν ολίγοις·* με λίγα (λόγια)· περιληπτικά· συνοπτικά· περιεκτικά. Π.χ. Αυτός ο άνθρωπος είναι εν ολίγοις ακατάλληλος για δάσκα­ λος. Πρβλ. αντίθ.: «έν πολλοίς». * Ενν.: «λόγοις». έν όλω· στο σύνολο· συνολικά· ολικά. Π.χ. Ή ρ θ α ν πέντε εν όλω- τρεις αθλητές και δύο αθλήτριες. Πρβλ. αντίθ.: «έν μέρει», συνών.: «έν συνόλφ», «έπί συνόλου». έν όμονοίςι· με ομόνοια· με αρμονική συμβίωση· με σύμπνοια· με ειρηνική συνύπαρξη. Π.χ. Οι υπάλληλοι εργάζονται εν ομόνοια. έν ονόματι· στο όνομα // με το κύρος- δυνάμει. Π.χ. Διώκεται εν ονόματι του νόμου. Φράση εύχρηση παλαιότερα με τη μορφή; «έν ονόματι τοϋ βασιλέως». Σήμερα είναι εύχρηστη στη φράση; «έν ονόματι τοϋ νόμου». Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Αντώνη Σαμαράκη Εν ονόματι, εκδ. Καστανιώτης. έν Οργή· σε κατάσταση οργής. Π.χ. Μην του μιλάς τώρα, γιατί είναι εν οργή. έν όρυμαγδφ· σε δυνατό θόρυβο // σε οχλοβοή. Π.χ. Πήγε στο χωριό του για να ησυχάσει και βρέθηκε εν ορνμαγδώ.

ενός δέ έστι χρεία· ένα είναι χρήσιμο· ένα είναι αναγκαίο. Π.χ. Ενός δε εστί χρεία η ανεύρεση εργασίας. Πρβλ. Αουκά, Γ 41-42; «αποκριθείς δέ είπεν αυτή ό " Ιησούς- Μάρθα Μάρθα, μεριμνάς καί τυρβάζη περί πολλά' ενός δέ έστι χρεία. Μαρία δέ τήν άγαθήν μερίδα έξελέξατο, ήτις ούκ άφαιρεθήσεται άπ' αυτής». ενός κακοϋ* μυρία έπονται· εάν συμβεί μια συμφορά, (έπειτα) ακολουθούν μύριες· τη μια δυστυχία ακολουθούν μύριες- η μια δυστυχία φέρνει πολλές άλλες. Π.χ. Μετά την απόλυση του αυξήθηκαν τα χρέη του- ενός κακού μυρία έπονται. * Ενν.: «γενομένου».

έν όοίμ·* ενόοω- τον καιρό που- ο' όλο το χρονικό διάστημα που. Π.χ. Ενόσω απουσίαζες, έγιναν ατασθαλίες. * Ενν.; «χρόνω». έν ούδεμι^ περιπτώσει" σε καμία απολύτως περίπτωση- ουδέπο­ τε" ποτέ. Π.χ. Εν ουδεμία περιπτώσει πρόκειται να ενδώσει. Πρβλ. αντίθ.; «έν πάοη περιπτώσει». έν ού δεόντί"* άκαιρα· σε ακατάλληλο καιρό. Π.χ. Η αίτηση έγινε δεκτή εν ου δεόντι. Πρβλ. αντίθ.; «έν καιρώ τώ δέοντι». * Ενν.; «καιρώ». έν όψει· με την εμφάνιση· ενώ φαίνεται- καθώς φαίνεται- μπροστά. Π.χ. Η συνάντηση των δύο πρέσβεων θα γίνει ενόψει της συνό­ δου κορυφής. Συνήθως οτη φράοη; «κίνδυνος έν όψει». έν παντί καί πάντοτε· σε κάθε περίπτωση και σε οποιονδήποτε χρόνο. Π.χ. Εν παντί και πάντοτε είναι πολύ προσεκτικός. έν παντί καιρφ· οε κάθε στιγμή· σε κάθε περίσταση // πάντοτε. Π.χ. Είναι εν παντί καιρώ ενημερωμένος για τις πολιτικές εξελί­ ξεις. έν παραθέσει· σε παράθεση // φυλαγμένα // αποθηκευμένα. Π.χ. Έ χ ε ι εν παραθέσει λίγα χρήματα για ώρα ανάγκης. έν παραλλαγαϊς· οε παραλλαγές. Π.χ. Το έθιμο αυτό συναντάται και σ' άλλα μέρη της Ελλάδας εν παραλλαγαίς. έν παρενθέσει· παρενθετικά. Χρησιμοποιείται για οτιδήποτε απο(ΐακρύνεται α π ό το κυρίως θέμα. Π.χ. Ας εκτεθεί εν παρενθέσει και η προσφορά του στην υπηρε­ σία.

έν π α ρ έ ρ γ φ · ερασιτεχνικά // συμπτωματικά. Π.χ. Ενπαρέργω ασχολείται και με τη γλυπτική. έν παρόδ()4- κατά την παρέλευση (του χρόνου)· οτη διάρκεια. Π.χ. Ενπαρόδω άλλαξε γνώμη. έν πάση λεπτομερείςι·* με κάθε λεπτομέρεια· λεπτομερέστατα. Π.χ. Μου τα διηγήθηκε εν πάση λεπτομερεία. * Ανάλογη της φράοης: «έν λεπτομερεί(;<» (= λεπτομερώς). έν πάση περιπτώσει· οε οποιαδήποτε περίπτωση· σε κάθε περί­ πτωση· οπωσδήποτε // πάντως. Π.χ. Εν πάση περιπτώσει θα είμαι εκεί στην ώρα μου. Φράοη της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. Πρβλ. αντίθ.: «έν ούδεμιά περιπτώσει». Λατ.: «ςυίάςιιίό 6 8 1 » . έν πάση σπουδή· βλ.: «έν σπουδή». έν περιλήψει· σε περίληψη· περιληπτικά· με λίγα λόγια· σύντομα. Π.χ. Αν διάβασες αυτό το βιβλίο, πες μου ενπεριλήψει τι γράφει. έν περιπτώσει· σε περίπτωση που· αν τύχει και· αν συμβεί να. Π.χ. Εν περιπτώσει που αργήσεις, θα σε περιμένω. Πρβλ. συνών.: «έν ή περιπτώσει». έν πλάτει· σε πλάτος // εκτεταμένα· με πολλά λόγια. Π.χ. Αναφέρθηκε στο επίμαχο θέμα εν πλάτει. έν πλήρει ανθήσει· οε πλήρη άνθηση // (μτφ.) σε ακμή. Π.χ. Η επιχείρηση βρίσκεται εν πλήρει ανθήσει. έν πλήρει μεσημβρίΐ^· καταμεσήμερα· μέρα μεσημέρι. Η φράοη λέγεται για να δοθεί έμφαση αντί της φράσης: «έν μέση ήμέρ(?ι» ή « κ α τ ά τήν μεοημβρίαν». Π.χ. Οι επίδοξοι ληστές έδρασαν εν πλήρει μεσημβρία.

έν πλήρει συγχύσει· σε πλήρη σύγχυση- σε μεγάλη αναστάτωση· σε συσκότιση του νου· σε μεγάλη ταραχή. Π.χ. Η αστυνομία αντιμετώπισε την εξέγερση όντας εν πλήρει συγχύσει. έν πλήρει συνειδήσει· έχοντας πλήρη έλεγχο των πράξεων από­ λυτα ενσυνείδητα. Π.χ. Είχε υπογράψει τη διαθήκη εν πλήρει συνειδήσει. έν πλήρει τάξει· με απόλυτη τάξη. Π.χ. Όλα τοποθετήθηκαν εν πλήρει τάξει. έν πλφ· σε πλεύση. Π.χ. Η επισήμανση των λαθρεπιβατών έγινε όταν πλέον το κα­ ράβι ήταν εν πλω. έν πνεύματι και άληθείςι· με πνευματικές δυνάμεις και με επί­ γνωση της αλήθειας. Π.χ. Σ' όλη του τη ζωή αγωνίστηκε εν πνεύματι και αλήθεια. Πρβλ.; Ιω., Δ' 23, Δ' 24. έν πολλοίς·* με πολλά (λόγια)· αναλυτικά- διεξοδικά- λεπτομε­ ρώς- εκτενώς. Π.χ. Ο δημοσιογράφος κάλυψε το συμβάν εν πολλοίς. Πρβλ. αντίθ.; «έν ολίγοις». * Ενν.; «λόγοις». έν πομπή καί παρατάξει· (κατά λέξη) σε πομπή και με παράτα­ ξη // (μτφ.) πανηγυρικά- με κάθε τιμή // (ειρωνικά) με εξευτελι­ στική συνοδεία. Π.χ. Ανέλαβε εν πομπή και παρατάξει τα νέα του καθήκοντα. έν προκειμένί^·* για το ζήτημα που γίνεται λόγος- για το συζη­ τούμενο θέμα- για το θέμα που γίνεται αναφορά- στην περίπτω­ ση αυτή. Π.χ. Δεν γνωρίζω τι πρέπει να κάνεις εν προκειμένω. Πρβλ.: «έπί τοϋ προκειμένου». * Ενν. συνήθως: «ζητήματι». Συναντάται και με τη μορφή: «εν τω προκειμένςι)».

έν π ρ ό ς έν ένα προς ένα" ένα ένα χωριοτά // λεπτομερώς // διεξο­ δικά. Π.χ. Τ' άκουσε α π ό τον προϊστάμενο εν προς εν. έν πρώτοις" αρχικά" πρώτα πρώτα. Π.χ. Εν πρώτοις έχω να σου πω, ότι συμφωνώ μαζί σου. έν πτήσεί" σε πτήση. Π.χ. Το αεροσκάφος παρουσίασε βλάβη εν πτήσει. έν πτωχεύσει" σε κατάσταση πτώχευσης. Π.χ. Η εταιρεία βρίσκεται εν πτωχεύσει. έν ριπή οφθαλμού" (κυριολ.) όσο χρειάζεται ν' ανοιγοκλείσει έ­ νας το βλέφαρο του // (μτφ.) στη στιγμή" ακαριαία" σ' ελόιχιστο χρονικό διάστημα // αιφνίδια. Π.χ. Έ κ λ ε ψ ε τα χρήματα εν ριπή οφθαλμού. Πρβλ. Παύλου Α προς Κορινθίους, ΙΕ' 51-52: «...πάντες μέν ού κοιμηθηοόμεθα, πάντες δέ άλλαγηοόμεθα, έν άτόμφ, έν ριπη οφθαλμού, έν τη έοχάτη σάλπιγγι». έν σοί έστί" από εσένα εξαρτάται. Π.χ. Η παραμονή μου στην επιχείρηση εν σοι εστί. έν σοφίςιΐ' με σοφία" σοφά. Π.χ. Πήρε την α π ό φ α σ η εν σοφία. εν σπερματί' σπερματικά" γενεσιουργικα. Π.χ. Η τροποποίηση αυτή περιέχει εν σπερμάτι την αλλοίωση όλου του νομοσχεδίου. έν σπουδή·* με σπουδή // πρόθυμα. Π.χ. Πήγε εν σπονδή να εισπράξει το ποσό. * Η σπανιότερα: «μετά οπουδης». Πρβλ. αντίθ.: «άνευ οπουδης». Σπανιότατα συναντάται η μορφή: «έν πάση σπουδή» (= εξαιρετικά γρή­ γορα // πολύ πρόθυμα). Λατ.: «ίβ8ΐ1η&ηΙβΓ» (= διά σπουδής, βιαστικά).

έν συνάψει· σε σύνοψη· σε συνοπτική παρουσίαση· εκθέτοντας συ­ νοπτικά· περιλΐ)πτικά. Π.χ. Το πόρισμα περιέγραφε εν συνάψει τα αίτια. έν συντομίςι· σύντομα // με γρήγορο ρυθμό // περιληπτικά. Π.χ. Λέγε εν συντομία πώς πέρασες χθες το βράδυ. Βλ. ουνών.; «έπί τροχάδην», «έν συντόμω», αντίθ.; «διά μακρών». έν συντόμω· σύντομα // γρήγορα // περιληπτικά. Π.χ. Τελείωσε την εργασία σου εν συντόμω. Πρβλ.; «έν συντομίςι», «έπί τροχάδην», αντίθ.; «διά μακρών». έν σχέσει· σε σχέση με· σχετικά με· συσχετίζοντας με. Π.χ. Είναι πιο υπεύθυνος εν σ;^ε'σεί με τον άλλον. έν σώματι· ομαδικά. Π.χ. Ανταπάντησαν εν σώματι. έν τάξει· σε τάξη· σε διευθέτηση· σε ευταξία // εντάξει. Π.χ. α) Στο γραφείο του είναι όλα εντάξει. β) £ντά^ει θα έρθω. έν τάξει καί παρατάξει· σε τάξη και παράταξη // σε απόλυτη τάξη. Π.χ. Το κτίριο εκκενώθηκε εν τά^ει και παρατάξει. έν ταύτη τή έπαύλει άλλα μέν λέγουσιν, άλλα δέ πράττουσιν σ' αυτή την αγροικία άλλα λένε, άλλα όμως κάνουν. Π.χ. Δεν ψηφίστηκε τελικά το νομοσχέδιο που προέβλεπε αυξή­ σεις των μισθών των εργαζομένων εν ταύτη τη επαύλει άλλα μεν λέγουσιν, άλλα δε πράττουσιν. Η φράση προέρχεται από τους μύθους του Αισώπου. Οταν ο λύκος ά­ κουσε μια γριά να λέει σ' ένα παιδί, «παϋσαι τοϋ κλαίειν εί δέ μή, τη ώρ(?ί ταύτη επιδώσω οε τω λύκφ», περίμενε υπομονετικά, ώσπου να συμβεί το ποθούμενο. Όταν όμως νύχτωσε, η γριά είπε στο παιδί «έάν έλθη ό λύκος δεϋρο, φονεύσομεν, ώ τέκνον, αυτόν». Οταν άκουσε αυτά ο λύκος απο­ μακρύνθηκε μουρμουρίζοντας; «έν ταύτη τη έπαύλει άλλα μέν λέγουσιν, άλλα δέ πράττουσιν». Πρβλ. Αισώπου Μύθοι, αριθμ. 223, Λύκος και γραυς.

εν ταυτφ· ταυτόχρονα. Π.χ. Εν ταυτώ εμφανίστηκε και ο περί ου ο λόγος κύριος. * Ενν.: «χρόνω». έν τάχει· γρήγορα· γοργά· βιαστικά // σε σύντομο χρόνο. Π.χ. Η επιστολή έφθασε εν τάχει. έν τέλει· στο τέλος- τελικά // επιτέλους. Π.χ. Αποφάσισε εν τέλει, αν θα έρθεις μαζί μας. Πρβλ.: «έπί τέλους», «τέλος πάντων». έν τή άπουσί()ΐ· κατά τη διάρκεια της απουσίας· όσο απουσίαζε· όσο δεν υπήρχε. Π.χ. Η αποστασία έγινε εν τη απουσία του κυβερνήτη. Πρβλ.: «παρουσί(?(». έν τή γενέσει· στη γένεση· κατά τον χρόνο που δημιουργούντανόσο σχηματίζονταν. Π.χ. Η αστυνομία εντόπισε και εξουδετέρωσε την τρομοκρατική οργάνωση εν τη γενέσει της. έν τή παλάμη καί ο13τω βοήσομεν (κυριολ.) στην παλάμη και έτσι θα φωνάξουμε // (μτφ.) π ρ ώ τ α (πρέπει να δοθεί) αμοιβή οτο χέρι κι ύστερα θα προσφερθεί η εργασία για την οποία δίδεται η αμοιβή· για να πραγματοποιηθεί κάτι πρέπει να γίνει προπλη­ ρωμή. . Π.χ. Εντάξει μ' αυτά που ζητάς, αλλά εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν. έν τή ρύμη τού λόγον στη ρύμη του λόγου- στη ροή του λόγουστην ορμή των λεγομένων- στην αλληλουχία των λεχθέντων. Π.χ. Εν τη ρύμη του λόγου ξεστόμισε βαριές κουβέντες. έν τίνι έξουσίςι· (ερώτ.) με ποια δικαιοδοσία- με ποια εξουσία- με ποιο δικαίωμα. Π.χ. Εν τίνι εξουσία προβαίνετε σ' αυτές τις πράξεις; Πρβλ. Λουκά, Κ' 2, Μάρκ., ΙΛ' 28, Ματθ., ΚΑ' 23.

έν τινι μέτρί^)· οε κάποιο μέτρο· ως ένα οημείο- οε κάποιον βαθμό· έτσι κι έτσι· κάπως. Π.χ. Τον βοήθησε εν τινι μετρώ και ο π α τ έ ρ α ς του. Η φράση έχει μειωτική έννοια. έν τοιαύτη περιπτώσει· σε τέτοια περίπτωση· σε τέτοιου είδους περίπτωση· αν συμβεί έτσι. Π.χ. Εν τοιαύτη περιπτώσει έχουν ληφθεί όλα τα α π α ρ α ί τ η τ α μέτρα. έν τοις ύψίστοις· στα ϋψη· στα επουράνια· στον ουρανό· στα μεσούρανα. Π.χ. Τώρα πλέον η ψυχή του βρίσκεται εν τοις υψίστοις. εντός βολής· μέσα στην ακτίνα βολής. Π.χ. Αρχισε να τους βρίζει όλους- εντός βολής βρέθηκε και ο κα­ λύτερος του φίλος. Η αντίθετη της φράση «έκτος βολής» συναντάται σπάνια. Π.χ. Τα άκου­ σαν όλοι- εκτός βολής ί\ταν ο υπουργός Βιομηχανίας. Στη στρατιωτική ορολογία «εντός βολής» είναι η απόσταση από το πυ­ ροβόλο μέχρι το σημείο πτώσης των βλημάτων. εντός έκτος και έπί τά αυτά· μέσα έξω και στα ίδια // (μτφ.) σε απραξία // οτα ίδια και στα ίδια. Π.χ. Ό λ ο το σαββατοκύριακο βρισκόμουν εντός εκτός και επί τα αυτά. εντός ολίγου·* σε λίγο. Π.χ. Είπε ότι θα επιστρέψει εντός ολίγου. * Ενν.: «χρόνου». Λατ.: «ίη(Γ3 ί ) Γ 6 ν β (βπιρυδ». έν τοσούτο)· ωστόσο. Π.χ. Εσύ μπορεί να συμφωνείς, εγώ εν τοσούτω διατηρώ τις αμφι­ βολίες μου. εντός τοϋ νόμου· σύμφωνα με τον νόμο· στα πλαίσια του νόμου· σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου. Π.χ. Οι πράξεις οου είναι εντός τον νόμου. Πρβλ. αντίθ.: «έκτος νόμου».

εντός τών ο ρ ί ω ν μεσα στα ορια. Π.χ. Επιτρέπεται η μετακίνηση εντός των ορίων ττ^ επικράτειας. εντός τών τειχών μέσα από τα τείχη // (μτφ.) μέσα από τα σύνορα // μέσα. Π.χ. Ο εχθρός βρίσκεται εντός των τειχών. Η φράση «εντός τών τειχών» έχει αντίθετη της τη φράση: «έκτος τών τειχών», που χρησιμοποιείται σπάνια και σημαίνει είτε «έξω από τα όρια της πατρίδας» (π.χ. Ο στρατός μας κρατά τον εχθρό εκτός των τεί;^ών) είτε «πολύ κοντά». Για τη δεύτερη σημασία χρησιμοποιείται συχνότερα η φράση: «πρό τών πυλών» ή η φράση: «έπί θύραις». Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Νίκου Ορφανίδη Εντός των τειχών, Εκδ. των Φίλων, και τον τίτλο του Βασίλη Βασιλικού Εκτός των τειχών, εκδ. Δωρικός. έν τούτοις· κι όμως· παρόλο· μολαταύτα· ωστόσο. Π.χ. Αν και δεν πληρούσε τους όρους, εντούτοις προσελήφθη. έν τούτω νίκα·* μ' αυτό (ενν. το σημείο) να νικάς· μ' αυτό το σύμβο­ λο να νικάς· με το οημείο του σταυρού να νικάς. Π.χ. Έ χ ε θάρρος και εν τούτω νίκα. Η παράδοση αναφέρει ότι η φράση «έν τούτφ νίκα», μαζί με το οι^μείο του Σταυρού, εμφανίστηκε στον ουρανό, όταν ο Μ. Κωνσταντίνος το έ­ τος 312 μ.Χ. (τότε διοικητής της Γαλατίας και της Βρετανίας) κινούνταν κατά της Ρώμης, εναντίον του Μαξέντιου. Από το θαύμα αυτό παρακι­ νημένος, ο Μ. Κωνσταντίνος νίκησε τον Μαξέντιο και κατέλαβε τη Ρώ­ μη. Κατόπιν νίκησε και τον Λικίνιο και έγινε μονοκράτορας. Η φράση και ο Σταυρός έγιναν σύμβολα κυρίως του στρατού, αλλά και της βυζα­ ντινής αυτοκρατορίας γενικότερα. Υπήρχε, με τη μορφή «έν τούτφ νί­ κα», στη σημαία των Αλεξάνδρου και Δημητρίου Υψηλάντη (σημαία των Ιερολοχιτών), στο αναγνωσματάριο Ο στρατιώτης της Γαλάτειας Καζα­ ντζάκη για την πέμπτη τάξη του Δημοτικού. Επιπλέον και η σημαία των Καλλέργηδων έφερε τη φράση. Με τη μορφή «τούτω νίκα» υπήρχε στη σημαία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, στη σημαία του Νικολάου Μητρόπουλου, που ύψωσε στο φρούριο των Σαλώνων την 27η Μαρτίου 1821 κ. α. Σήμερα υπάρχει στο έμβλημα της 22ας ΤΘ Ταξιαρχίας. Πρβλ. Θεοφ. Χρονογρ., σελ. 14. * Ή «τούτφ νίκα». έντυγχάνω βιβλίφ· έχω και διαβάζω βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου τυχαία. Η φράση έχει πέσει σε αχρηστία.

εν τ υ μ π α ν ω και χορφ· με τύμπανο και χορο- με τυμπανοκρουσίες και χορό // (μτφ.) τιμητικά" θριαμβευτικά. Π.χ. Η υποδοχή του βραβευθέντος καλλιτέχνη έγινε εν τνμπάνω και χορώ. έν τφ αμα· αμέσιος· στη στιγμή. Π.χ. Έ κ α ν ε αίτηση και εν τω άμα πήρε δάνειο. έν τφ αμα καί τό θοτϋμα· αμέσως και (έγινε) το θαύμα. Π.χ. Ζητάς εν τω άμα και το θαύμα; έν τω έμφανεϊ" βλ.: «έκ τοϋ έμφανοϋς». έν τφ γεννάσθαι" στη διάρκεια της γέννησης· κατά τη γέννηση" κα­ τά τη δημιουργία. Π.χ. Το θέμα είναι να προλάβουμε το κακό εν τω γεννάσθαι. Λατ.:

«ίη

θδκε».

έν τω γίγνεσθαι" στη γένεση" στη δημιουργία. Π.χ. Το πρόβλημα λύθηκε εν τω γίγνεσθαι. έν τφ μεταξύ"* εντωμεταξύ" στο διάστημα που μεσολάβησε" στο μεταξύ" στην πορεία. Π.χ. Συμφωνήσαμε να γίνει διάλογος κι αυτός εντωμεταξύ υπέ­ βαλε μήνυση. Λατ.: «ίηΙεΓ 6 3 » ή « ί η ΐ 6 Γ ε 3 » ή «ίηΙεπιιιη». * Ενν.: «χρόνω».

έν τω περατοϋσθαι" στο στάδιο της αποπεράτα)σης. Π.χ. Η οικοδομή βρίσκεται εν τω περατοϋσθαι. έν ΰπηρεσίςι" σε υπηρεσία· σε ανάθεση εργασίας· οε κατάσταση δη­ μόσιας ή στρατιωτικής υπηρεσίας. Π.χ. Ό π ο τ ε βρίσκεστε εν υπηρεσία να είστε υποδειγματικοί. Η φράση εμφανίζεται συχνά με τη μορφή: «έν ενεργά) ύπηρεσίςι».

έν νπ\φ' στον ύπνο // (μτφ.) οε αδράνεια. Π.χ. Το γεγονός βρήκε την ελληνική διπλωματία εν ύπνω. Βλ. παρεμφερή: «έν υπνώσει».

έν υπνώσει· ατψ κατάσταση του τεχνητού ύπνου // (μτφ.) σε αδρά­ νεια· σε διανοητικιί αδράνεια. Π.χ. Η ανταγωνίστρια εταιρεία τους βρήκε εν υπνώσει. Βλ. και «έν ύπνφ». έν υποτροπή· αν ξαναγίνει. Π.χ. Εν υποτροπή δεν πρόκειται να έχει ελαφρυντικά. έν χορδαΙς και όργάνφ· με έγχορδα και πνευστά (μουσικά όργα­ να) // (μτφ.) με μουσική· με -ψυχική διάθεση· με κέφι. Π.χ. Η εκδρομή έγινε ενχορόαίςκαι οργάνω. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ψαλμ., ΡΝ' 4; «...αίνείτε αυτόν (ενν. τον Θεόν) έν χορόαίς καί όργάνιρ». έν χορω· σε χορό· σε χορεία- δημιουργώντας όμιλο· όλοι μαζί· ομα­ δικά // με μια φωνή. Π.χ. Συμφώνησαν εν χορώ να πάνε εκδρομή. έν χρήσει· σε χρήση- σε μεταχείριση. Π.χ. Το απαρχαιωμένο μηχάνημα είναι ακόμη εν χρήσει. Πρβλ. αντίθ.: «έν άχρηστίςι». έν Χριστώ· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία. Π.χ. Ζει εν Χριστώ. Η φράοη «εν Χριοτώ αδελφός» σημαίνει τον κατά πνεύμα αδελφό. έν χρφ' σύρριζα. Π.χ. Κουρεύτηκε εν χρω. Πρβλ.: «κεκαρμένος έν χρω». έν ψυχρώ· ψυχρά- στα κρύα // δίχως αφορμή ή αιτία. Π.χ. Ο δράστης πυροβόλησε το θύμα εν ψυχρώ. Πρβλ.: «έν θερμω». έν ω·* αν και- παρόλο που· αφού· μολονότι· ενώ· όταν τη στιγμή που- την ώρα που. Π.χ. α) Ενώ ήταν να έλθει, δεν ήλθε. β) Παρεκτράπηκαν, ενώ απουσίαζες.

Χρησιμοποιείται άλλοτε ως επίρρημα και άλλοτε ως εναντιωματικός σύνδεσμος. * Ενν.: «χρόνφ». έν φ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε· με την ίδια (ενν. αυοτηρή) κρί­ ση με την οποία κατακρίνετε, θα κατακριθείτε. Π.χ. Δείξε επιείκεια, διότι εν ω κρίμαη κρίνετε κριθήσεσθε. Πρβλ. Ματθ., Ζ' 2. ένώπιος ένωπίω·* (κυριολ.) αντιμέτωπος προς άλλον // κατά μέ­ τωπο· π ρ ό σ ω π ο με πρόσωπο· αντικριστά. Π.χ. Πρόσεξε γιατί οτο δικαστήριο θα βρεθείς ενώπιος ενωπίω με τον εισαγγελέα. Πρβλ. Έξοδ., ΛΓ' 11: «καί έλάλησε Κύριος πρός Μωυσην ένώπιος ένω­ πίω, ώς εί τις λαλήσει πρός τόν έαυτοϋ φίλον». * Στην αγγλική γλώσσα: «ί&οβ Ιο ίΐΐοε», στη γαλλική: «ΙέΙε ίΐ ΙβΙε». έν ωρςί'* σε ώρα // οε κατάσταση. Π.χ. Εν ώρα ανάγκης θα είμαι συμπαραστάτης σου. * Συνήθως στις φράσεις: «εν ώρα αιχμής», «εν ώρα ανάγκης» κ.ά. έν ώρςι κρίσεως· την ώρα της κρίσης (ενν. των ψυχών)· στη Δευτέ­ ρα Παρουσία // (μτφ.) ενώπιον του δικαστηρίου. Π.χ. Αγωνιά τι θα απολογηθεί εν ώρα κρίσεως. έξ αβλεψίας· επειδή δεν είδε // από απροσεξία. Π.χ. Δεν έγραψε το όνομα του εξ αβλεψίας. έξ αγαθής προαιρέσεως· από αγαθή προαίρεση· από καλόψυχη διάθεση· α π ό καλό σκοπό. Π.χ. Επισήμανε το λάθος του εξ αγαθής προαιρέσεως. έξ αγαθής προθέσεως· βλ.: «έκ προθέσεως». εξαγοραζόμενοι τόν καιρόν επωφελούμενοι τις περιστάσεις· αρ­ πάζοντας τις ευκαιρίες. Η φράση λέγεται για όσους επωφελούνται α π ό τις περιστάσεις και τις ευκαιρίες που δίνονται ή ως προτροπή προς κάποιον, προ­ κειμένου να επωφεληθεί τις συγκυρίες.

π.χ. Κατάφεραν εξαγοραζόμενοι τον καιρόν να προσληφθούν στο δημόσιο. Η φράση προέρχεται από την οδηγία του Απόστολου Παύλου προς τους Εφεσίους; «Βλέπετε ουν πως ακριβώς περιπατείτε, μή ώς άσοφοι, άλλ' ώς σοφοί, εξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ότι αί ήμέραι πονηραί είσι». Πρβλ Εφεα. Ε' 15-16. έξ αγχιστείας· από αγχιστεία· από συγγένεια λόγω γάμου (του ενός συζύγου προς τους συγγενείς εξ αίματος του άλλου), α π ό συμπεθεριό. Π.χ. Για να λάβει βοήθεια, επικαλέστηκε την εξ αγχιστείαςονγγένειά του. Πρβλ. αντίθ.: «έξ αίματος». έξ αδιαθέτου· χωρίς την ύπαρξη διαθήκης. Π.χ. Η διανομή της περιουσίας του αποθανόντος έγινε εξ αδιαθέ­ του. έξ αδιαιρέτου· που προέρχεται από αδυναμία διαίρεσης ή διανο­ μής· που δεν έχει διαιρεθεί ή δεν επιδέχεται διαίρεση (διανομή, μοίρασμα, μοιρασιά). Π.χ. Εχει ένα οικόπεδο εξ αδιαιρέτου με τον αδελφό του. έξ άέλπτου· ανέλπιστα· απροσδόκητα. Π.χ. Εξ αέλπτου κέρδισε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. έξ αίματος· από το ίδιο αίμα· έχοντας το ίδιο αίμα· απ' την ίδια γενιά· α π ' την ίδια οικογένεια. Π.χ. Ο μάρτυρας απορρίφθηκε λόγω της εξ αίματος συγγένειας. Πρβλ. αντίθ.: «έξ αγχιστείας». εξαιρέσει· με εξαίρεση- εξαιρώντας· με παρέκκλιση από τον κανόνα. Π.χ. Καθυστερούν όλοι εξαιρέσει τον προϊσταμένου. Πρβλ.: «κατ' έξαίρεσιν». εξαιρετέου·* που πρέπει να εξαιρεθεί· που πρέπει να απαλλαχθείπου πρέπει να αφαιρεθεί. Π.χ. Θα έρθουν όλοι εξαιρετέου του αδερφού του, που είναι άρ­ ρωστος.

Πρβλ.: «εξαιρουμένου». * Ή εξαιρετέας, εξαιρετέου. εξαιρουμένου·* εξαιρώντας· εκτός αν εξαιρεθεί· αν αποκλείσουμε. Π.χ. Θα τα υπολογίσεις όλα, εξαιρουμένου του ποσού που θα πάρει ο συμβολαιογράφος. Πρβλ.: «εξαιρετέου». * Ή εξαιρουμένης, εξαιρουμένου. έξ άκάνθης ρόδον από αγκάθι τριαντάφυλλο. Η φράση λέγεται για παιδιά καλού χαρακτήρα που κατάγονται α π ό κακούς γονείς. Π.χ. Π α ρ ' όλα α υ τ ά ο γιος τους είναι ευπρεπής· εξ ακάνθης ρό­ όον. Η φράση αποδίδεται στον Ανάχαρση τον Σκύθη: «όνειδιζόμενος (ο Α­ νάχαρσης) ύπό τίνος, ότι Σκύθης εστίν, είπεν: καί γάρ τά ρόδα έν άκάνθαις φύεται, άλλ" έν ήδονη καί κάλλει διαφέρει». Πρβλ. Κατζ. Σνναγ., 7, 7-8. Πρβλ. αντίθ.: «έκ ρόδων άκανθα». έξ ακοής· από ακούσματα· ακουστά· απ' ό,τι διαδίδεται. Π.χ. Γνωρίζω το γεγονός εξ ακοής. έξ άλλου·* εξάλλου- εκτός τούτου· άλλωστε- επιπλέον απ' την άλλη μεριά. Π.χ. Εξάλλου δεν χάλασε και ο κόσμος. * Σαν επίρρημα. έξ αμελείας· λόγω αμέλειας- από αμέλεια- από αδιαφορία. Π.χ. Συνελήφθη για εμπρησμό εξ αμελείας. Η φράση είναι εύχρηοτη στη νομική ορολογία. Η αμέλεια είναι αξιόποι­ νη απροσεξία. έξ αναβολής· από μετάθεση χρόνου· από αναβολή. Π.χ. Θα διεξαχθούν αύριο όλοι οι εξ αναδολΐ]ς αγώνες του πρω­ ταθλήματος. Συνήθως τ) φράση συντάσσεται με άρθρο και λαμβάνεται ως επίθετο (ο, η, το εξ αναβολής).

έ| ανάγκης· αναγκαστικά· ανεξάρτητα από τη θέληση. Π.χ. Πούλησε εξ ανάγκης τα υπάρχοντα του. Πρβλ.: «έν ανάγκη», «κατ' ανάγκην». έξ αναλόγου· από συμφωνία με τον προσήκοντα λόγο // ανάλογα· αναλογικά. Π.χ. Η πληρωμή έγινε εξ αναλόγου. «Εξ αναλόγου» λέγεται και το συντακτικό σχήμα κατά το οποίο μια λέ­ ξη (ή και φράση) που παραλείπεται εννοείται από τα προηγούμενα. Βέ­ βαια όχι όπως είναι αλλά αλλαγμένη. Π.χ. Αθλούμαι, όπως όλοι οι άνθρωποι (ενν. αθλούνται). έξ Ανατολών τό φώς· από την Ανατολή (έρχεται) το φως. Π.χ. Ο Δαλάι Λάμα επισκέπτεται τη Δύση· εξ Ανατολών το φως Η Ανατολή υπήρξε η κοιτίδα των πολιτισμών, των θρησκειών αλλά και των μεταφυσικών σχολών. Λατ.: « β χ οπεηΐβ Ιιιχ». έξ αντανακλάσεως· από αντανάκλαση· ενδιάμεσα· έμμεσα. Π.χ. Το έμαθε εξ αντανακλάσεως. Πρβλ.: «κατ' αντανάκλασιν». έξ αντιθέτου· αντίθετα. Π.χ. Εξ αντιθέτου, ισχυρίζεται ότι δεν οε είδε. έξ αντικειμένου· αντικειμενικά· αμερόληπτα· πραγματικά· ανεπη­ ρέαστα. Π.χ. Η μετάταξη των υπαλλήλων έγινε εξ αντικειμένου. έξ απαλών ονύχων (κυριολ.) από (τότε που είχε) απαλά νύχια // (μτφ.) α π ό την τρυφερή ηλικία· α π ό τη νηπιακή ηλικία· α π ό μικρό παιδί // α π ό πολύ παλιά. Π.χ. Τον μεγάλωσε εξ απαλών ονύχων η θεία του. Πρβλ.: Ανθολ. Παλ., V 128. Λατ.: « ό β Ι ε η β Γ ο υη§ιιί». έξ άπαντος· δίχως άλλο· με οποιονδήποτε τρόπο· οπωσδήποτε. Π.χ. Θα έρθω εξάπαντος

έξ απείθειας· α π ό απείθεια- α π ό έλλειψη υπακοής· λόγω απειθαρ­ χίας χαρακτήρα. Π.χ. Διώχθηκε α π ό την υπηρεσία εξ απείθειας. έξαπίνης· ξαφνικά· αναπάντεχα· απρόοπτα· χωρίς να προβλεφθεί· χωρίς να το περιμένει κανείς. Π.χ. Παρουσιάστηκε εξαπίνί]ς μπροστά μας. Πρβλ. αντίθ.: «ώς ήτο έπόμενον». έξ άποκαλΰψεως· από αποκάλυψη // από φανέρωση Θείων Μυ­ στηρίων. Π.χ. Η χριστιανική αλήθεια μας έχει όοθεί εξ αποκαλύψεως. Η φράση χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε πατερικά κείμενα και σημαίνει την αποκάλυψη στους ανθρώπους Θείων Μυστηρίων. Συνηθίζεται, επί­ σης ο όρος «εξ αποκαλύψεως διδασκαλία» για τη διδασκαλία που προ­ έρχεται από τις άγιες γραφές. έξ άπόπτον από μακριά. Π.χ. Μας έρχεται ε^ απόπτου. έξ απορρήτων βλ.: «ό έξ απορρήτων». έξ αποστάσεως· από απόσταση // (μτφ.) από μακριά. Π.χ. Γνωριζόμαστε μ' αυτόν που μου λες αλλά εξ αποστάσεως. έξ απόψεως· βλ.: «έξ έπόψεως». έξ απρόοπτου· απρόοπτα· απροσδόκητα· ξαφνικά· κατά τρόπο που δεν προβλέφθηκε· απρόβλεπτα- απρόσμενα. Π.χ. Κατέθεσε μήνυση εναντίον του εξ απρόοπτου. έξ αριστερών απ' τ' αριστερά // ύπουλα. Π.χ. Δέχεται πόλεμο εξ αριστερών. έξ αρχής· απ' την αρχή. Π.χ. Πες μας εξαρχής τι συνέβη. Λατ.: « 3 ρπηιΟΓόίο».

έξ α ύ τ η κ ο ΐ α ς · * έχοντας ακοΰαει ο ίδιος· έχοντας ακούσει με τα α φ τ ι ά του. Π.χ. Γνωρίζει εξ αντηκοΐαςόαα ελέχθησαν α π ό τον κατηγορού­ μενο. Η λ. «αυτηκοΐα» είναι της καθαρεύουσας. Αλλά η φρ. «έξ αύτηκοΐας» έχει καθιερωθεί ως στερεότυπη στη νομική ορολογία. * 'Η με τη μορφή: «έξ ίόίας άκοης». έξ αφορμής· από αφορμή- με πρόφαση· με δικαιολογία· εξαιτίας· χρησιμοποιώντας ως αφορμή. Π.χ. Εξαφορμής αυτού του περιστατικού τον απέλυσε. έξεδήμησεν είς τάς αίωνίους μονάς· βλ.: «άπεδήμησεν είς τάς αίωνίους μονάς». έξεμέτρησε τό ζήν (κυριολ.) τέλειωσε το μέτρημα (των ημερών) της ζωής // πέθανε· απεβίωσε· έφυγε α π ' τη ζωή. Π.χ. Υστερα α π ό έναν ολόκληρο αιώνα ζωής έξεμέτρησε το ζην. Πρβλ.: «αποδημώ είς Κύριον», «έξεμέτρησε τόν βίον». έξεμέτρησε τόν βίον (κυριολ.) τέλειωσε το μέτρημα (των ημε­ ρών) της ζωής // έφυγε α π ό τη ζωή· πέθανε. Π.χ. Οσο για τον π α π π ο ύ του, έξεμέτρησε τον βίον. Πρβλ.: «έξεμέτρησε τό ζην». Λατ.: « ν ΐ ΐ 3 ΐ η ΓιηίνίΙ». έξ εναντίας· αντίθετα· διαφορετικά- απεναντίας. Π.χ. Η πράξη οου είναι εξεναντίας πέραν της ηθικής τάξης. Πρβλ. ουνών.: «άπ' εναντίας». έξ επαγγέλματος· από επάγγελμα· από συνεχή άσκηση // από συ­ νήθεια // (νομ.) με άσκηση εξουσίας (δικαστικού) αυτεπάγγελ­ τα, δηλαδή χωρίς να γίνει α π ' την α ρ χ ή μήνυση. Π.χ. Έκλεβε εξ επαγγέλματος. έξ επαφής· από απόσταση επαφής· ακουμπιστά· από μηδενική α­ πόσταση. Π.χ. Το θύμα πυροβολήθηκε εξ επαφής.

έξ επιβουλής· ύπουλα· προδοτικά // με ενέδρα. Π.χ. Το κάοτρο έπεοε στον εχθρό εξ επιβουλής. Πρβλ.: «μετ' επιβουλής». έξ έπιγαμίας·* από επιγαμία· από επιμειξία με γάμο. Π.χ. Νόμιμοι κληρονόμοι θεωρήθηκαν μόνο οι συγγενείς εξ επιγαμίας. * Συνήθως στη φράση: συγγένεια εξ επιγαμίας. Πρβλ.: «έξ αγχιστείας». έξ έπιπολής· επιφανειακά//(μτφ.) επιπόλαια· πρόχειρα. Π.χ. Μίλησε για το φλέγον ζήτημα εξ επιπολής. Πρβλ. συνών.: «κατ' έπιπολήν». έξ επιστολής· με διαταγή. Π.χ. Ενήργησε εξ επιστολής του ανωτέρου του. έξ επίτηδες· εξεπίτηδες· με πρόθεση· σκόπιμα. Π.χ. Ήρθε σπίτι σου εξεπίτηδες. έξ έπόψεως·* απ' την άποψη- απ' την πλευρά με την οποία εξετά­ ζεται κάτι- με την εκδοχή ότι- με την αντίληψη ότι. Π.χ. Το θέμα εξ εττόι/^εως οικονομικής διευθετήθηκε. * Ή «έξ απόψεως». έξεστι Κλαζομενίοις άσχημονείν- βλ.: «έξέοτω Κλαζομενίοις άσχημονείν». έξέστω* Κλαζομενίοις άσχημονείν επιτρέπεται στους Κλαζομενίους να ασχημονούν μπορούν οι Κλαζομένιοι να φέρονται άσεμνα. Η φράοη χρησιμοποιείται απευθυνόμενη σε ανθρώπους χυδαί­ ους και απρεπείς. Έ χ ε ι την έννοια: είσαι άσεμνος, μπορείς να είσαι χυδαίος, εγώ όμως όχι. Π.χ. Βρίσε με· εξέστω Κλαζομενίοις άσχημονείν. Οταν στη Σπάρτη κάποιοι παρεπίδημοι Κλαζομένιοι λέρωσαν με κά­ πνα τους θώκους των εφόρων της γερουσίας, οι έφοροι μαθαίνοντας το γεγονός, αγανάκτιοαν και έδωσαν εντολή σ" έναν κήρυκα να περιφέ­ ρεται στους δρόμους φωνάζοντας «έξέστω Κλαζομενίοις άσχΐ)μονεϊν».

Οι ΚλαζομέΛαοι, είχαν φήμη άσεμνων ανθρώπων, προερχόμενοι από μια ιδιαίτερα πλούσια πόλη, τις Κλαζομενές, κτισμένη σε νησί, στον κόλπο της Σμύρνης από Ίωνες. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Αιλ. Ποικ. Ιστορ., II 15. * Ή «έξεστι». έξέτιαε τό κοινόν χρέος· εξόφλησε το κοινό (των ανθρώπων) χρέος· (δηλ.) πέθανε. Π.χ. Ύστερα α π ό έναν σχεδόν αιώνα ζωής εξέτισε το κοινόν χρέος. έξ έφόδοί)· με έφοδο // με βία // απρόοπτα. Π.χ. Η αστυνομία κατέλαβε εξ εφόδου το διαμέρισμα και συνέ­ λαβε τους ληστές. έξ ημισείας·* από μισό (ενν. μερίδιο) ο καθένας- από μισό (τεμά­ χιο), α π ό μισό (κομμάτι) ο καθένας- μισά μισά- οε ίσα κομμάτιαένα προς ένα. Π.χ. Έ χ ε ι κι ένα χωράφι εξ ημισείας με τον αδελφό του. * Ενν.: «μοίρας» (= μερίδιον). έξ ής· από την ημέρα που. Π.χ. Έχουμε να μάθουμε νέα του α π ό τη Δευτέρα, εξ ης μας τη­ λεφώνησε. έξ ίδίας ακοής· βλ.: «έξ αύτηκοΐας». έξ ίδίας προαιρέσεως· βλ.: «έκ προαιρέσεως». έξ ιδίων* με δικά μου μέσα" με δικά μου χρήματα· από δικούς μου πόρους. Π.χ. Ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα, το έχω κάνει εξ ιδίων. * Ενν.: «πόρων». έξ ιδίων κρίνει τά αλλότρια· από τα δικά του κρίνει τα ξένα· κρίνει τους άλλους βασιζόμενος οτα δικά του. Π.χ. Εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια, νομίζοντας ότι και οι άλλοι θα ενεργήσουν μ' αυτό τον τρόπο. Αατ.: « β χ δ ϋ ί δ ΆΥΚΤΙΆ ]ϋ(1ίθΕ».

έξιλαστήριον θϋμα· το θυσιαζόμενο με οκοπό τον εξιλασμό // (μτφ.) αθώος που καταδικάζεται αντί των πραγματικών ενόχων // αυ­ τός που του επιρρίπτονται ευθύνες, ενώ στην ουσία δεν ευθύ­ νεται. Π.χ. Γι' άλλη μια φορά βρήκαν στο πρόσωπο του το εξιλαατήριον θύμα. έξις δευτέρα φύσις· η συνήθεια (καθίσταται) δεύτερη φύση· η συνήθεια γίνεται πανίσχυρη. Π.χ. Κόψε τώρα το κάπνισμα, γιατί έξις δευτέρα φύσις. Πρβλ. €ίο. Τυδο., II 40. έξ ισου· το ίδιο· ισότιμα· ισάξια. Π.χ. Αυτοί οι δύο είναι εξίσου καλοί μαθητές. Λατ.: «3εςιΐ3ΐϊΙθΓ>>.

έξ οικείων τά βέλη· από τους οικείους (έρχονται) τα βέλη//(μτφ.) α π ό οικεία πρόσωπα κατευθύνονται οι επιθέσεις· α π ό φίλους ή συγγενείς έρχονται οι επιθετικές στάσεις και οι προκλήσεις. Π.χ. Δεν είναι παράξενο που σε στενοχώρησε ο αδελφός σου, αφού εξ οικείων τα βέλη. εξοικονομεί τάς περιστάσεις·* τα καταφέρνει με τις φροντίδες· τα φέρνει «βόλτα». Π.χ. Από τότε που καταργήθηκε το επίδομα δύσκολα εξοικονο­ μεί τας περιστάσεις. * Συναντάται και με τη μορφή; «εξοικονομεί τήν κατάοτασιν» με τη σημασία «αντιμετωπίζει μια δύσκολη (συγκεκριμένη) κατάσταση». έξ δλης τής καρδίας· μ' όλη την καρδιά // (μτφ.) ολόψυχα. Π.χ. Θα πρέπει να αφιερωθείς στην εργασία σου εξ όλης της καρ­ δίας οου. Πρβλ. Λουκά, Γ 27; «ό δέ αποκριθείς είπεν αγαπήσεις Κύριον τόν Θε­ όν οου έξ όλης της καρδίας οου καί έξ δλης τής ψυχής σου καί έξ όλης τής Ισχύος σου καί έξ όλης τής διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ώς οεαυτόν». έξ Ολοκλήρου· ολοκληρωτικά· εντελώς· ολοσδιόλου· παντελώς· ο­ λάκερα.

π.χ. Με την έκρηξη το κτίριο καταστράφηκε εξ ολοκλήρου. Πρβλ. συνών.: «καθ' ολοκληρίαν». Λατ.: «ίη Ιοίυηι». έξ ονόματος· απ' το όνομα // στο όνομα του· στη θέση του· από μέρους του· ως εκπρόσωπος του. Π.χ. α) Αυτόν που μου αναφέρεις τον γνωρίζω μόνο εξ ονόματος. β) Έ ρ χ ε τ α ι εξ ονόματος τον αδελφού του, για να εισπράξει ένα χρηματικό ποσό. έξ όνυχος τόν λέοντα·* από το νύχι (αντιλαμβάνεται κανείς) το λιοντάρι // (μτφ.) α π ό κάποια σημαντική λεπτομέρεια φαίνεται ο χ α ρ α κ τ ή ρ α ς κάποιου. Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια σημαντική λεπτομέρεια αποτελεί την ειδοποιό διαφορά κάποιου α π ό κά­ ποιον άλλον. Δηλαδή α π ' τα νύχια συμπεραίνει κάποιος ότι πρό­ κειται για λιοντάρι· α π ό μικρό αλλά χαρακτηριστικό γνώρισμα. Π.χ. Η νέα κυβέρνηση αύξησε τα τηλεφωνικά τέλη· εξ όνυχος τον λέοντα. Πρβλ. Πλουτ. Περί των εκλ. χρηστ., 3, Η θ Γ 3 ΐ . , V 129. Αξίζει να αναφερθεί το λογοπαίγνιο που κάνει με τη φράση αυτή ο Νίτσε στο έργο του βαοβ Ηοτηο: «εξ όνυχος τον Ναπολέοντα» (λατ.: βχ ιιη§υβ Ν3ρο1βοηβπι). * Ενν.: «τεκμαίρεσθαι». Λατ.: «βχ ιιη^ιιβ Ιβοηβπι». έξ όρισμοϋ· από ορισμό· όπως έχει οριστεί· όπως έχει καθορισθεί· δικαιωματικά- α π ό προσδιορισμό· επίσημα. Π.χ. Αρνούμαι εξ ορισμού να συμπράξω σ' αυτό το αδίκημα. έξ ότου·* απ' την ώρα που- από τότε που // αφότου. Π.χ. Δεν μίλησε εξ ότου συνήλθε. Η φράση χρηοιμοποείται ως επίρρημα ή ως χρονικός σύνδεσμος. * Ενν.: «χρόνου». έξ ού· απ' όπου· απ' το οποίο. Π.χ. Η απόδοση των ομολόγων είναι υψηλή, εξού συμπεραίνου­ με ότι η επένδυση αυτή είναι συμφέρουσα.

έξ ούρανοϋ' α π ' τον ουρανό // (μτφ.) α π ' τον Θεό. Π.χ. Το μόνο που του έμεινε είναι να περιμένει την εξ ουρανού βοήθεια. έξ Οψεως· απ' την όψη· απ' τη μορφή· απ' το πρόοωπο· απ' την εμφάνιση. Π.χ. Εξ όψεως μον αρέσει αυτό το σπίτι. Η φράση συναντάται συνήθως στην πρόταση «τον γνωρίζω εξ όψεως» (= τον γνωρίζω από μακριά, όεν τον γνωρίζω προσωπικά). Λατ.: «όβ νίδιι». έξ ύπαμοιβής· μια ο ένας μια ο άλλος· εναλλακτικά. Π.χ. Πλήρωναν το ενοίκιο εξ υπαμοιβής. έξ ύπαρχής· απ' την αρχή // πάλι· ξανά. Π.χ. Έ γ ρ α ψ ε την επιστολή εξ υπαρχής. Πρβλ. συνών.: «έξ άρχης», «έκ νέου». έξ ύπογυίου· πρόχειρα· χωρίς προμελέτη. Π.χ. Η κατασκευή έγινε εξ υπογυίου. έξ υποτροπής· επανειλημμένα. Π.χ. Συνελήφθη για κλοπές εξ υποτροπής. Πρβλ.: «έν υποτροπή». έξ υφαρπαγής· από ύπουλη αρπαγή· από υποκλοπή // ξαφνικά· ύπουλα· κρυφά· λαθραία. Π.χ. Έ φ τ ι α ξ ε όμιλο επιχειρήσεων εξ υφαρπαγής. έξ ΰψους· από ψηλά // από τον ουρανό // απ' τον Θεό. Π.χ. Το μόνο που του απόμεινε να κάνει είναι να περιμένει εξ ύψους βοήθεια. έξωθεν* απ' έξω· εξωτερικά. Π.χ. Οι εχθροί που βρίσκονται μέσα στην πατρίδα είναι πιο επι­ κίνδυνοι α π ό τους έξωθεν. * Συντάσσεται συνήθως με άρθρο (οι έξωθεν = οι απ' έξω). Πρβλ. ουνών.: «έκ τών έξω», αντίθ.: «έκ τών έσω», «ένδοθεν», «έκ τών ένδον», «έσωθεν».

εξώλης καί π ρ ο ώ λ η ς · τελείως διεφθαρμένος· εντελώς φαύλος· κακοήθης· ανήθικος. Π.χ. Συνελήφθη ο εξώλης και προώλης φυγόδικος. Πρβλ. Δημοοθ. Περί παραπρεσβείας, ΜΙ: «εξώλης άπολοίμων καί προ­ ώλης». έξω νοϋ· εκτός (των φροντίδων) του νου· έξω από κάθε μέριμνα· μακριά α π ό φροντίδες· (με άρθρο) αδιάφορος· ανεύθυνος. Π.χ. ΓΓ αυτόν φροντίζουν άλλοι· είναι έξω νου. Η φράση είναι ηπιότερη της φράσης «έξω φρενών». έξω τοϋ νυμφώνος· βλ.; «έκτος νυμφώνος». έξω φρενών*· εκτός εαυτού· πέρα από τη λογική· ευρισκόμενος σε διανοητική ταραχή· σε έξαλλη κατάσταση. Π.χ. Ό τ α ν είδε το σπίτι του άνω κάτω, έγινε έξω φρενών. * Από το ουσ. ή φρήν, της φρενός, πληθ. αί φρένες. Φρήν ονόμαζε ο Ιπποκράτης (469-399 π.Χ.), πατέρας της Ιατρικής, το διάφραγμα, όπου εκεί πίστευε ότι βρίσκεται η έδρα της νόησης και των συναφών λει­ τουργιών. Ονόμαζε φρενοβλάβεια (και όχι ψυχοπάθεια) τη διαταραχή αυτού του κέντρου. Σήμερα βέβαια οι οπαδοί της ολιστικής ιατρικής και της μεταφυσικής στο κέντρο αυτό ανάγουν την έδρα του υπερσυνείδητου νου ή ασυνείδητου. έπ' άγαθφ· για το καλό· με σκοπό το καλό· για ωφέλεια· για το συμ­ φέρον. Π.χ. Αναφέρθηκε στα λάθη οου επ' αγαθώ. έπαγγέλου μηδενί· να μην δίνεις υπόσχεση σε κανέναν. Π.χ. Του είπες ότι θα πας στη γιορτή του· έπαγγέλου μηδενί. έπ' ακροατήρια)·* μπροστά σε ακροατήριο· με ακροατήριο. Π.χ. Τον έβρισε επ' ακροατηρίω. Πρβλ. αντίθ.: «κεκλεισμένων πον θυρών». * Συναντάται με τη μορφή: «δίκη έπ' ακροατηρίω» (= δίκη με ακροατή­ ριο). Συνηθίζεται και με τη μορφή: «έπ' ακροατηρίου». Η φράση με την αντίθετη σημασία είναι η «κεκλεισμένων τών θυρών». έπ' αμοιβή· με αμοιβή· με αντάλλαγμα· με πληριομή. Π.χ. Θα με βοηθήσεις επ' αμοιβή; Πρβλ. συνών.: «έπί μισθώ».

έπαναστατικφ δικαία)· με επαναστατικό δίκαιο· με το δίκαιο της πυγμής // με συνοπτικές διαδικασίες. Π.χ. Του απαγόρευσε την είσοδο επαναστατικώ δικαίω. έπ' άνδραγαθίςι· για πράξη ηρωισμού· για γενναία πράξη. Π.χ. Τιμήθηκε α π ό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επ' ανδραγαθία. έπ' ανταλλαγή· σε ανταλλαγή. Π.χ. Θα σου δά)σω το διαμέρισμα επ' ανταλλαγή του αγροτεμα­ χίου. έπ' άνταλλάγματι· έναντι ανταλλάγματος· με αντάλλαγμα. Π.χ. Αρθηκε το εμπάργκο επ' άνταλλάγματι. έπ' αόριστον* για απροσδιόριστο (χρονικό) διάστημα· χωρίς χρο­ νικό όριο· για άγνωστο χρόνο· για πάντα. Π.χ. Η διένεξη συνεχίστηκε επ' αόριστον. * Ενν.: «χρόνον». Λατ.: «δίηε άκ». έπ' άπειρον* για ατέλειωτο χρονικό διάστημα· για πάντα· παντο­ τινά. Π.χ. Εσύ θα είσαι επ' άπειρον το θύμα; Πρβλ. συνών.: «διά παντός», «είς τό διηνεκές», «είς τόν αιώνα τόν άπα­ ντα». Λατ.: «Άά ϊηΓιηίΙυηι». * Ενν.: «χρόνον». έπ' αριστερά· προς τα αριστερά // (μτφ.) λανθασμένα. Π.χ. Συνήθως οτη ζωή του βλέπει επ' αριστερά. έπ' αυτοφώρφ· την ώρα που διαπιστώνεται η πράξη· την ώρα της εκτέλεσης της πράξης· στην εκτέλεση της παράβασης. Π.χ. Ακολούθησε η επ' αυτοφώρω σύλληψη του. Η φράση συναντάται συνήθως στην πρόταση: «συνελήφθη έπ' αυτο­ φώρω». Λατ.: «ΟΟΓ&ΓΠ όερκΗβπδαδ».

επαφίεται είς τόν πατριωτισμόν τών Ε λ λ ή ν ω ν αφήνεται οτη διάθεοη του πατριωτισμού των Ελλήνων // (συνεκόοχικά) στην κρίση του καθενός- στην τύχη. Π.χ. Η καθαριότητα της πόλης επαφίεται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων. Φράοη από το Σύνταγμα της Ελλάδος. έπεάν* ήμίονοι τέκωσι· όταν γεννήσουν τα μουλάρια // (μτφ.) ποτέ. Π.χ. Θα συμφιλιωθούν επεάν ημίονοι τέκωσι. Πρβλ. τη νεότερη φράοη: «έιος ν' αοπρίοουν τα κοράκια». * Ή «έπί άν» ή «έπην». έπεα πτερόεντα· λόγια φτερωτά- λόγια που πετούν λόγια ελα­ φ ρ ά // (μτφ.) λόγια χωρίς συνέπεια- λόγια ανεύθυνα- λόγια χωρίς σπουδαιότητα και κύρος. Π.χ. Οι υποσχέσεις του τελικά ήταν έπεα πτερόεντα. Η φράση επαναλαμβάνεται συχνά από τον Ομηρο, στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Πρβλ. Ομ. / I , Α 201, Γ 155. έπέκεινα' πέρα από- παρέκει // παλαιότερα // παραπάνω από' πε­ ρισσότερο από. Π.χ. Τον επέπληξε επέκεινα του κανονικού. έπ' ελάχιστον* για πολύ λίγο (χρόνο). Π.χ. Δεν έμεινε στη χώρα π α ρ ά επ' ελάχιστον. * Ε·νν.: «χρόνον». έπ' έσχατη προδοσί<)ΐ·* για την τελευταία προδοσία· για τη χειρό­ τερη προδοσία (ενν. κατά της πατρίδας). Π.χ. Συνελήφθη επ' εσχάτη προδοσία. * Ενν. «κατά της πατρίδος». έπ' εσχάτων* στο πριν από λίγο χρονικό διάστημα- πριν από λίγοτελευταία. Π.χ. Επ' εσχάτων δεν είχαμε νέα του. * Ε·νν.: «χρόνων». έπεται συνέχεια· ακολουθεί συνέχεια. Λέγεται συνήθως για δυσάρεστα γεγονότα, τα οποία δεν θα λά­ βουν εύκολα τέλος.

π.χ. Ο ιδιοκτήτης τους έβρισε, τους μήνυσε και έπεται συνέ­ χεια. έπ' εύκαιρίςι'* με την ευκαιρία· ευκαιριακά. Π.χ. Επ' ευκαιρία ήθελα να σου υπενθυμίσω το χρέος σου. * Συναντάται και με τη μορφή: «έπί τη εΰκαιρίςχ». επέχει θέαιν* καταλαμβάνει θέση // αναπληρώνει (κάποιον ή κά­ τι) // αντικαθιστά // εκτελεί καθήκοντα (κάποιου). Π.χ. α) Επέχει Θέσιν επιρρήματος. β) Ο νέος οικονομικός σύμβουλος επέχει θέσιν γενικού διευθυ­ ντή. * Συντάσσεται απαραίτητα με γενική. Σπάνια συναντάται με τη μορ­ φή: «επέχει τόπον» με την ίδια σημασία. έπϊ άμμου οίκοδομείν βλ.: «κτίζω έπί τής άμμου». έπί αντικαταβολή·* με αντικαταβολή· με προθεσμία πληρωμής" πληρώνοντας την ώρα της παραλαβής. Π.χ. Στείλτε μου το βιβλίο επί αντικαταβολή. * Βραχ.: Ε.Α. (επάνω σε δέματα). έπί αντιπαροχή· με αντιπαροχή· με τον τρόπο της αμοιβαίας πα­ ροχής // με παροχή μέρους του οικοδομήματος έναντι πληρωμής του οικοπέδου. Π.χ. Έδωσε το οικόπεδο του επί αντιπαροχή. έπί αποδείξει· με απόδειξη· με τεκμήριο· φανερώνοντας την αλή­ θεια // με γ ρ α π τ ή δήλωση βεβαίωσης. Π.χ. Ζήτησε ως αποζημίωση ένα μεγάλο ποσό επί αποδείξει. έπί βραχύ· για λίγο (ενν. χρόνο). Π.χ. Έμεινε στην πόλη επί βραχύ. έπί γενεάς γενεών για γενιές γενιών για πάρα πολλά χρόνια // για πάντα· αιώνια. Π.χ. Η διένεξη με τη γειτονική χώρα συνεχίζεται επί γενεάς γε­ νεών.

έ π ί γ ή ρ α ο ς ούδώ' στων γηρατειών τον δρόμο' στο κατώφλι των γ η ρ α τ ε ι ώ ν στα πρόθυρα των γεραμάτων. Π.χ. Ο π α τ έ ρ α ς του βρίσκεται πλέον επί γήραος ονδώ. Πρβλ. Ομ. /λ., Χ 60. έπί δικαίους καί αδίκους· βλ.: «βρέχει έπί δικαίους καί αδί­ κους». έπί ένεχύριρ· με εγγύηση· με ασφάλεια // με αντικείμενο αξίας ως ασφάλεια δανειοδότησης. Π.χ. Δανείζει επί ενεχύρω. Βλ. παρεμφερή: «έπί υποθήκη». έπί εποχής·* στην εποχή. Π.χ. Επί εποχής Πάγκαλου απαγορεύονταν στις γυναίκες οι κο­ ντές φούστες. * Ή «έπί της έποχης». έπί ζημί(;ιι· σε ζημία· οε απώλεια· σε βλάβη· οε βάρος. Π.χ. Ο προϊστάμενος τον βοήθησε επί ζημία της εταιρείας. Λατ.: «άοηιηοδβ». έπί ζωής· για όλη τη ζωή· εφ' όρου ζωής. Π.χ. Τον δίκασαν επί ζωής. Παλαιότερα, λόγω της συχνότητας της φράσης, οι καταόικασθέντες για όλο το υπόλοιπο της ζωής τους, ονομάζονταν «επιζωήτες». Βλ. Πετρόπουλος Ηλίας, Ρεμπέτικα τραγούδια, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1996, σελ. 143. Πρβλ.: «έφ' όρου ζωης», «διά βίου». έπί ζώντας καί νεκρούς· σε ζωντανούς και νεκρούς // ο' όλους // χωρίς εξαίρεση. Π.χ. Εξαπέλυσε κατάρες επί ζώντας και νεκρούς. επιθανάτιος ρόγχος· ο ρόγχος του ψυχορραγούντος. Π.χ. Ό τ α ν πήγαμε να τον δούμε, τον είχε βρει ήδη ο επιθανάτιος ρόγχος έπί θητείςι· με θητεία· σε υπηρεσία για καθορισμένο χρονικό διά­ στημα- σε υπηρεσία ορισμένου χρόνου.

π.χ. Διορίστηκε σύμβουλος επί θητεία στην εταιρεία μας. Συναντάται συνήθως στις φράσεις; «πρόεδρος επί θητεία», «διευθυντής επί θητεία» κ.ά. έπί θύραις· (κυριολ.) στις πόρτες· στις πύλες // (μτφ.) σε μικρή α­ πόσταση· κοντά· πολύ κοντά. Π.χ. Η ψήφιση του νομοσχεδίου είναι επί θύραις. Πρβλ.; «πρό τών πυλο)ν». έπί Ουαίφ με θυσία· θυσιάζοντας· με οικειοθελή στέρηση. Π.χ. Τον βοήθησε επί θυσία του ελεύθερου χρόνου του. έπί ϊση καί όμοίςί·* με ίση και όμοια // με τις αυτές προϋποθέ­ σεις // με τις ίδιες εντελώς δυνάμεις ή ευκαιρίες // με τους ίδιους όρους. Π.χ. Είχατε πολλούς παίκτες τραυματίες· άρα δεν παίξατε επί ίση και ομοία. Βλ. παρεμφερή; «έπί ϊσοις όρας». * Ενν.; «μοίρςί ή τύχη». έπί ϊσοις δροις· με ίσα δεδομένα- με ίσους όρους· με ίδιες συνθήκεςμε ίδιες προϋποθέσεις. Π.χ. Θ' αγωνιστούμε, αλλά επί ίσοις όροις. έπί κεφειλής· πάνω απ' τους άλλους· επιβλέπων αρχηγός· προϊ­ στάμενος. Π.χ. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας ήταν ο υπουργός Πολιτι­ σμού. έπί λέξει· χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις· απαράλλακτα-με κάθε αφηγηματική λεπτομέρεια // αυτολεξεί. Π.χ. Τον αποκάλεσε επί λέξει ανόητο. Πρβλ. συνών.; «κατά λέξιν», «λέξιν πρός λέξιν». έπί μακρόν* για μεγάλο χρονικό διάστημα· για πολύ καιρό. Π.χ. Αυτή η διαφορά με την τράπεζα τον βασάνισε επί μακρόν. * Ενν.; «χρόνον».

έπί ματαία)· μάταια // ανώφελα // χωρίς αποτέλεσμα. Π.χ. Προσπαθούσε επί ματαίω να τους πείσει ότι έχει δίκαιο. Πρβλ. συνών.: «είςμάτην». έπιμενίδειος ΰπνος· ύπνος του Επιμενίδη // ύπνος βαθύς και κυρί­ ως πολύωρος. Π.χ. Αργησες να έρθεις, αλλά τουλάχιστον ελπίζω να απόλαυσες τον επιμενίδειον ύπνον. Επιμενίόης: σοφός του 7ου π.Χ. αιώνα από την Κρήτη. Ήταν ο μάντης που με τελετές και θυσίες εξάγνισε την Αθήνα και την απάλλαξε από τον λοιμό, ο οποίος, όπως πιστευόταν, προήλθε απ' τους θεούς, εξαιτίας του Κυλώνειου άγους (596 π.Χ.). Πάντοτε σύμφωνα με την παράδοση, ο Επιμενίδης κοιμήθηκε για 57 χρόνια μέσα σ' ένα σπήλαιο. Πέθανε σε ηλικία 154 ή 299 ετών. Πρβλ. Πλουτ. Σόλ., 12. έπί μέρους· ειδικότερα· μερικώς. Π.χ. Θ' αναφερθούμε τώρα στα επιμέρους θέματα. έπί μισθφ· με μισθό· έναντι αμοιβής. Π.χ. Του έκανε διάφορες εξυπηρετήσεις επί μισθώ. Πρβλ. συνών.: «έπ' άμοιβη». Λατ.:

«ΓηβΓοβόε».

έπί μονίμου βάσεως· μόνιμα· οε μόνιμη βάση // συνεχώς- αδιάκο­ πα. Π.χ. Η εφημερίδα αυτή είναι πρώτη αε κυκλοφορία επί μονίμου βάσεως έπί ξύλου κρεμάμενος· που κρέμεται πάνω σε ξύλο· σταυρωμέ­ νος // (μτφ.) χωρίς έρεισμα· έρμαιο της τύχης // απένταρος // ά­ μοιρος // σε αξιολύπητη κατάσταση. Π.χ. Μετά τη διακοπή της συνταξιοδότησης είναι επί ξύλου κρε­ μάμενος. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Παύλου ΠροςΓαλάτας, Γ' 13: «Χρι­ στός ημάς έξηγόρασεν έκ τής κατάρας τού νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα- γέγραπται γάρ- έπικατάρατος πάς ό κρεμάμενος έπί ξύλου». Η φράση συναντάται κατόπιν στην Ακολουθία των Αγίων Παθών (Μ. Πέ­ μπτη): «πώς μή θρηνήσω καί τά σπλάχνα μου τύψω, όρώσά Σε γυμνόν, ώς κατάκριτσν έν ξύλω κρεμάμενον;», «σήμερον κρεμαται έπί ξύλου ό έν

ΰδαοι τήν γήν κρεμάοας», «έπί ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον. Χριστέ, Σέ τών πάντων Κτίστην καί Θεόν ή Σέ άσπόρως τεκοϋσα, έβόα πικρώς». έπί ξυροϋ ακμής·* στου ξυραφιού την κόψη· στην ακμή της λεπί­ δας // (μτφ.) σε κρισιμότατη κατάσταση· σε επικείμενη συμφορά· σε κίνδυνο. Π.χ. Η χώρα βρίσκεται επί ξνρού ακμής. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ομ. Ιλ., Κ 173, Ηροδ., VI, II. * Συνήθως με τη μορφή: «ΐοταμαι έπί ξυροϋ ακμής» (= βρίσκομαι οτην κόψη του ξυραφιού». Λατ.: «ίη ηον3οιιΐ36 3οίβ» ή «Γβδ 3§ίΐυΓ».

έπιον τό ποτήριον μέχρι τρυγάς· ήπια το ποτήρι μέχρι τον π ά τ ο // (μτφ.) υπέμεινα τις συμφορές ως το τέλος. Π.χ. Ώ σ π ο υ να βρω καλύτερη δουλειά έπιον το ποτήριον μέχρι τρυγάς. έπί παντός επιστητού· για καθετί επιστητό· για καθετί που μπο­ ρεί κάποιος να έχει ακριβή γνώση· για κάθε θέμα για το οποίο μπορεί να υπάρχει επιστημονική γνώση· για κάθε θέμα. Π.χ. Έ χ ε ι γνώμη επί παντός επιστητού. έπί παραγγελίςι·* αφού δοθεί παραγγελία· με παραγγελία. Π.χ. Το αυτοκίνητο αυτό εισάγεται μόνο επί παραγγελία. * 'Η με τη μορφή: «κατά παραγγελίαν». έπί παραδείγματι· για παράδειγμα· ως υπόδειγμα· παραδείγμα­ τος χ ά ρ ι ν για να χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα. Π.χ. Η Πελοπόννησος έχει πολλά και αξιόλογα κάστρα· επί πα­ ραδείγματι τι^ Μεθώνη, την Κορώνη, το Χλεμούτσι, το Παλα­ μήδι. Βλ. συνών.: «παραδείγματος χάριν», «λόγου χάριν». έπί παρουσί()ΐ· με την παρουσία- με την εμφάνιση- ενώ ήταν πα­ ρ ώ ν παρόντος. Π.χ. Η καθέλκυση του σκάφους έγινε επί παρουσία του ναυάρ­ χου. Πρβλ. αντίθ.: «έν άπουσίςχ». Λατ.: «ίη ρΓ3β5ρηΐί3».

έ π ί πίνακι· βλ.: «τήν κεφαλήν έπί πίνακι». έπί πιστώσει" με πίοτωση· με δυνατότητα πληρωμής στο μέλλον. Π.χ. Αγόρασε διάφορα έπιπλα επί πιστώσει. Πρβλ. αντίθ.: «έπί πληρωμή». έπί πλέον* επιπρόσθετα" ακόμη. Π.χ. Θα πρέπει να πληρώσεις επιπλέον φόρο. * Ή με τη μορφή: «περί πλέον». έπί πληρωμή" με πληρωμή" πλΐ]ρώνοντας" με (άμεση) καταβολή της αξίας. Π.χ. Ο δάσκαλος βοηθούσε τον ανη-ψιό του στα μαθήματα επί πληρωμή. Πρβλ. αντίθ.: «έπί πιοτώσει». έπί ποδός" οτο πόδι // όρθια // σε ετοιμότητα // πρόχειρα. Π.χ. α) Μετά τον σεισμό οι κάτοικοι βρίσκονται επί ποδός. β) Η φορολογική δήλωση συμπληρώθηκε επί ποδός. έπί ποδός πολέμου· οτο πόδι για επικείμενο πόλεμο//(μτφ.) σε ετοιμοπόλεμη κατάσταση· σε προετοιμασία για επικείμενο πό­ λεμο. Π.χ. Μετά το συνοριακό επεισόδιο η χώρα βρίσκεται επί ποδός πολέμου. έπί ποινή· με ποινή· με τιμωρία· προβλέποντας ως τιμωρία. Π.χ. Τιμωρήθηκε επί ποινή φυλακίσεως. Φράση της νομικής ορολογίας που δηλώνει την τιμωρία που επιβάλλε­ ται από το δικαστήριο για παράνομη πράξη. έπί πολύ- αρκετό διάστημα (τόπου ή χρόνου). Π.χ. Απουσίασε α π ό τη χώρα επί πολύ. έπί προδοσίςι· για προδοσία· εξαιτίας προδοσίας. Π.χ. Συνελήφθη επί προδοσία. έπί πτνχίφ- για το πτυχίο· κατά τον χρόνο του πτυχίου. Π.χ. Έ χ ε ι κι έναν γιο, φοιτητή επίπτυχίω.

ε π ι π τ ω μ ά τ ω ν * π α ν ω σε πτώματα. Π.χ. Πέτυχε πολλά π α τ ώ ν τ α ς επί πτωμάτων. * Συνήθως στη φράση: «πατάει επί πτωμάτων» [= (μτφ.) χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του, καταστρέφοντας τους άλ­ λους]. έπί σειράν ετών για πολλά χρόνια. Π.χ. Η διένεξη συνεχίστηκε επί σειράν ετών. έπί σκηνής· στη σκηνή· επάνω στη σκηνή // στο προσκήνιο // (μτφ.) τα συμβάντα· συμπλοκές· επεισόδια. Π.χ. Γέλασα πολύ με όοα διαδραματίζονταν επί σκηνής. Πρβλ. και «αναβιβάζω έπί σκηνής». έπί οκοπόν σε σκόπευση // (μτφ.) στην επιδίωξη· στον στόχο· οτην πρόθεση. Π.χ. «Επί σκοπόν!» διέταξε ο αξιωματικός. Η φράση «έπί σκοπόν» χρησιμοποιείται κυρίως ως στρατιωτικό παράγ­ γελμα και σημαίνει (το όπλο) «σε σκόπευση», δηλαδή «σκοπεύσατε». έπί σκοπώ· έχοντας σκοπό· με σκοπό να· με πρόθεση να· επιδιώκο­ ντας να. Π.χ. Ζήτησε δάνειο επί σκοπώ να αγοράσει σπίτι. έπί συμβάσει· με σύμβαση· με συμφωνία· με συμβόλαιο· με συμφ>ωνητικό. Π.χ. Διορίστηκαν χιλιάδες εκπαιδευτικοί επί σνμδάοει. έπί ...* συναπτά έτη· για συνεχή χρόνια. Π.χ. Εργαζόταν σ' αυτό το εργοστάσιο επί πέντε συναπτά έτη. * Δύο, τρία, τέσσερα κτλ. έπί συνόλου· οτο σύνολο· συνολικά. Π.χ. Στη συνέλευση προσήλθαν επί συνόλου είκοσι σύμβουλοι. έπί συστάσει· με σύσταση- με απόδειξη· με βεβαίωση· ως συστημένο. Π.χ. Η επιστολή να ταχυδρομηθεί επί συστάσει. Η φράση είναι εύχρηστη στις ταχυδρομικές αποστολές επιστολών ή δε­ μάτων και σημαίνει με δυνατότι^τα απόδειξης, ώστε να μπορεί να ελεγ­ χθεί η ασφαλής αποστολή, όπιος και η παραλαβή από τον παραλήπτη.

έ π ϊ τά βελτίω· προς βελτίωση· προς καλυτέρευση· προς το καλύ­ τερο. Π.χ. Ο ασθενής βαδίζει επί τα βελτίω. Πρβλ. αντίθ.: «έπί τά χείρω». έπί τά ϊχνη· στα ίχνη. Π.χ. Η αστυνομία βρίσκεται επί τα ίχνη του ληστή. Πρβλ.: «βαίνει έπί τά ίχνη του». έπϊ τάπητος· στο χαλί // (μτφ.) προς συζήτηση· προς εξέταση. Π.χ. Επιτέλους ύστερα α π ό πολύ καιρό το συγκοινωνιακό πρό­ βλημα ετέθη επί τάπητος. Συνήθως η φράοη εμφανίζεται με τη μορφή: «θέτω έπί τάπητος». έπϊ ταύτοϊ)· σκόπιμα· επίτηδες. Π.χ. Αναφέρθηκε στο θέμα επιταυτον. έπϊ τά χείρω· προς τα χειρότερα· προς επιδείνωση· σε χειροτέρευ­ ση· Π.χ. Αναφέρθηκε στην επί τα χείρω πορεία της εθνικής οικονο­ μίας. Πρβλ. αντίθ.: «έπί τά βελτίω». έπί τέλους· τελικά // επιτέλους. Π.χ. α) Επιτέλους, τι θέλεις να κάνω εγώ; β) Επιτέλους ήλθες και μια φορά στην ώρα σου. Η φράση λέγεται για να εκφράσει αδημονία ή χρησιμοποιείται και ως έκφραση ανακούφισης, ύστερα από αναμονή. Πρβλ. συνών.: «τέλος πάντων», «έν τέλει». έπί τή βάσει· με βάση· με στήριγμα· σύμφωνα με. Π.χ. Οι αποφάσεις ελήφθησαν επί τη βάαει συμφωνίας. Πρβλ.: «βάσει», «δυνάμει». έπϊ τή εμφανίσει· με την εμφάνιση· με την παρουσία- την ώρα της εμφάνισης. Π.χ. Π ή γ α ν όλοι οτα γραφεία τους επί τη εμφανίσει του προϊ­ σταμένου. Όρος της οικονομίας.

ε π ι τή εορτή· στην εορτή· με την εορτή· ταυτόχρονα με την εορτή· με ευκαιρία την εορτή. Π.χ. Η κατάθεση στεφάνου έγινε επί τη εορτή της εθνικής επε­ τείου. έπϊ τή έπετείί!)· με την επέτειο· στην επέτειο- με ευκαιρία την επέ­ τειο. Π.χ. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε επί τη επετείω της εθνικής αντίστασης. έπί τή εύκαιρίςι· βλ.-, «έπ' εϋκαιρίςι». έπί τή λήξει· με τη λήξη· λήγοντας· τελειώνοντας· με τον τερματι­ σμό. Π.χ. Η επιτυχία της ομάδας ήλθε επί τη λήξει των Ολυμπιακών Αγώνων. έπί τής αρχής·* στις γενικές αρχές· στη βάση· όσον αφορά τη σκοπιμότητα. Π.χ. Το νομοσχέδιο ψι^φίοτηκε επί της αρχής του. * Συνήθως ατις φράσεις: «συζητήθηκε επί της αρχής» «ψηφίστηκε επί της αρχής» κ.ά. Πρβλ.: «κατ' άρθρσν», συνών.: «κατ' αρχήν».

έπί τής εποχής· βλ.: «έπί εποχής». έπί τής ουσίας· στην ουσία // (μτφ.) στη σπουδαιότητα. Π.χ. Καλύτερα ν' ασχοληθείτε επί της ουσίας. έπί τής τιμής· βλ.: «έπί τών τιμών». έπί τή υποθέσει· με την υπόθεση· υποθέτοντας ότι· αν δεχθούμε ως ενδεχόμενο. Π.χ. Θα σου εξοφλήσω τα γραμμάτια επί τη υποθέσει ότι θα λά­ βω κάτι χρήματα που μου χρωστούν. επιτίθεται έκ τών νώτων επιτίθεται ύπουλα. Π.χ. Αλλη μια φορά ο αντίπαλος του επετέθη εκ των νώτων.

έ π ί τιμή· σε ένδειξη εκτίμησης· τιμητικά. Π.χ. Του έδωσαν μια ασημένια π λ α κ έ τ α επί τιμή. έπί τό αύστηρότερον αυστηρότερα//για μεγαλύτερη ακρίβεια· για απόλυτη ακρίβεια. Π.χ. Αρμόδιο είναι το υπουργείο Γεωργίας και επί το αυστηρότερον η Διεύθυνση Δασών. έπί τό βέλτιον προς το καλύτερο. Π.χ. Βαδίζει επί το βέλτιον. έπί τό δημοκρατικότερον προς το δημοκρατικότερο. Π.χ. Πιθανόν ν' αρχίσει συζήτηση για την επί το δημοκρατικό­ τερον αναθεώρηση του συντάγματος. έπί τό έργον στο έργο· στην εργασία. Π.χ. Τώρα που τέλειωσαν οι διακοπές η σκέψη όλων είναι επί το έργον. έπί τοίς άπορρήτοις· βλ.: «ό έξ απορρήτων». έπί τό πλείστον οτις περισσότερες φορές· στις περισσότερες πε­ ριπτώσεις // π α ρ ά πολύ συχνά. Π.χ. Επί το πλείστον αναβάλλει τις εργασίες του. Πρβλ. ουνών.: «κατά τό πλεϊοτον», «ώς έπί τό πλεϊοτον». έπί τόπον στον τόπο· στην ίδια θέση. Π.χ. Η τροχαία του επέβαλε πρόστιμο και του αφαιρέθηκαν επί τόπον οι πινακίδες κυκλοφορίας. έπί τό προκείμενον* για το προκείμενο (ζήτημα)· για το θέμα συζήτησης. Π.χ. Δεν έχει να προσθέσει τίποτε επί το προκείμενον. * Ενν.: «ζήτημα» ή «θέμα». έπί τό σκληρότερον ώστε να γίνει πιο σκληρός. Π.χ. Ο νόμος πρέπει να αλλάξει επί το σκληρότερον.

έ π ί τοϋ θέματος· στο θέμα (συζήτησης). Π.χ. α) Μην αλλάζεις κουβέντα· επί τον θέματος. β) Μάρτυς, επί τον θέματος. έπί τοϋ παρόντος· για την ώρα· για τώρα· προοιορινά. Π.χ. Επί τον παρόντος όεν σας χρειάζομαι άλλο. Πρβλ. ουνών.: «πρός τό παρόν», «κατά τό παρόν». έπί τοϋ πιεστηρίου· στο πιεστήριο // (μτφ.) προς έκδοση. Π.χ. Η εφημερίδα βρίσκεται επί τον πιεοτηρίον. έπί τοϋ προκειμένου·* αναφορικά με το θέμα αυτό· όσον αφορά το θέμα που μας ενδιαφέρει· ως προς το θέμα που γίνεται λόγος. Π.χ. Επί τον προκείμενον έχω μερικές συμβουλές. Πρβλ.: «έν προκειμένη». * Ενν. συνήθως: «θέματος». έπί τοϋτί)»· γι' αυτό τον σκοπό· σκόπιμα· επίτηδες. Π.χ. Επί τούτω αναφέρθηκε στο κυρίαρχο ζήτημα. Λατ.: «ΕΟ Ηοο». έπί τροχάδην* με τρέξιμο· πηγαίνοντας γρήγορα· τρέχοντας // (μτφ.) πολύ γρήγορα· με σύντομο ρυθμό. Π.χ. Πες μας π ώ ς πέρασες οτις διακοπές σου, αλλά επί τροχά­ δην, γιατί δεν έχουμε χρόνο. Συνηθίζεται και οτη φράση: «έπί τροχάδην ερμηνεία» που λέγεται για την περιληπτική απόδοση κειμένου ή για την απόδοση του χωρίς να γίνει γλωσσική διασάφηση. Πρβλ.: «τροχάδην», συνών.: «έν ουντομίςι», αντίθ.: «διά μακρών». * Δεν πρέπει να γίνει σύγχυση στη γραφή με το «επιτροχάδην» (επίρρ. του ρ. επιτρέχω = τρέχω εναντίον / ορμώ· επιτίθεμαι), που ωστόσο έχει παρόμοια σημασία. έπί τφ λόγω τής τιμής· βλ.: «λόγω τιμής». έπί τών εξωτερικών για τα εξωτερικά (ζητήματα). Π.χ. Ο υπάλληλος αυτός είναι επί των εξωτερικών. Συνήθως λέγεται με άρθρο, ως επίθετο, και μάλιστα στη φράση «ο επί των εξωτερικών» (ενν. υπουργός). * Ενν.: «θεμάτων ή υποθέσεων».

έπϊ τών ε π ά λ ξ ε ω ν στις επάλξεις // (μτφ.) στο καθήκον // στην ηθική υποχρέωση // στις επιταγές για την προάσπιση της πατρί­ δας. Π.χ. Θα μείνουμε πιστοί επί των επάλξεων, όποτε η πατρίδα το ζητήσει. Η έπαλξη, ουν. πληθ. οι επάλξεις, είναι το υψηλότερο μέρος των τειχών, από τα ανοίγματα των οποίων αμύνονταν α πολιορκοϋμενα. έπϊ τώ \έφ έτει· με ευκαιρία το νέο έτος. Π.χ. Ακούγαμε το διάγγελμα του προέδρου επί τω νέα» έτει. έπϊ τών ημερών στις ημέρες· στον καιρό· στην εποχή. Π.χ. Αυτά συνέβαιναν επί των ημερών μας. έπϊ τών τιμών για τις τιμές· για τις τιμητικές εκδηλώσεις· για τις εθιμοτυπίες. Π.χ. Στη νέα της ταινία υποδύεται την κυρία επί των τιμών. «Τιμαί» ήταν οι καθιερωμένες εθιμοτυπικές εκδηλώσεις σεβασμού (άλ­ λοτε της βασίλισσας) προς τους επισκέπτες. Υπήρχε έτσι το αξίωμα «κυ­ ρία των τιμών» ή «κυρία της τιμής» που δινόταν σε κάποια ευνοούμενη της βασίλισσας. Σήμερα η φράση χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία για εκείνον που έχει αναλάβει την ευθύνη της φιλοξενίας ξένων απεσταλ­ μένων σε μια χώρα. έπϊ τών τύπων τών ήλων βλ.: «εις τόν τύπον τών ήλων». έπϊ τών ώνίων για τα τρόφιμα που πουλιούνται στην αγορά· για τις προμήθειες· για τα ψώνια. Π.χ. Παραμονές γιορτών η σκέψη όλων είναι επί των ωνίων. Στη στρατιωτική ορολογία χρησιμοποιείται ο πληθ. του ουδ. του επιθ. ώνιος (= ο αγοραστός), «τά ώνια», για τα τρόφιμα που αγοράζονται σε διάκριση απ' αυτά που χορηγούνται απ' την υπηρεσία. Ετσι υπάρχει ο «αξιωματικός επί των ωνίων» για την πρώτη περίπτωση και ο «σιτιστής» για τη δεύτερη. έπϊ τφ τέλει· με σκοπό. Π.χ. Ενήργησε έτσι επί τω τέλει να απολυθεί. έπϊ υποθήκη· με υποθήκη (σε κτήμα του οφειλέτη οος εγγύηση εξό­ φλησης δανείου).

π.χ. Πήρε δάνειο επί υποθήκη. Βλ. παρεμφερή: «έπί ένεχύρφ». έπί ΰφηγεσίςί· αναφορικά με την υφηγεσία" σε υφηγεσία. Π.χ. Έ κ α ν ε τη διατριβή του επί υφηγεσία. έπί χάρτου· στον χάρτη//οτο χαρτί. Π.χ. Σχέδια επί χάρτου κάνει η αστυνομία για να αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές. έπί χρήμασί" για χρηματισμό" έναντι χρημάτων" για χρήματα. Π.χ. Μπορεί να κάνει οτιδήποτε επίχρήμασι. έπ' ολίγον* για λίγο χρόνο" για μικρό χρονικό διάστημα" για λίγο. Π.χ. Το λεωφορείο καθυστέρησε επ'ολίγον. * Ενν.: «χρόνον». έπ' ονόματι· στο όνομα. Π.χ. Θέλει να εισπράξει αυτό το ποσό επ' ονόματι του θείου του. Πρβλ.: «έν ονόματι», «έξ ονόματος». έπ' όνυχα" βλ.: «είς όνυχα». έπ' ουδενί '^ό'^φ* για κανέναν λόγο· καθόλου· με τίποτε· σε καμία περίπτωση. Π.χ. Δεν θα απουσιάσει επ' ουδενί λόγω. * Συναντάται για λόγους συντομίας και με τη μορφή «έπ' ουδενί». έπ' ώμου· οτον ώμο· πάνω οτον ώμο. Π.χ. Ενώ έβρεχε, με το σακάκι επ' ώμου βάδιζε αμέριμνος. Η φράση συναντάται συνήθως ως στρατιωτικό παράγγελμα μαζί με την άκλιτη γαλλική λέξη «αρμ» (= το όπλο): «επ' ώμου αρμ» και σημαίνει ότι οι στρατιώτες θα πρέπει να φέρουν οτον ίδιο χρόνο και γρήγορα το όπλο στον ιόμο τους από τη θέοη «παρά πόδα». έπ' ώφελείςί· με όφελος· με κέρδος. Π.χ. Η διένεξη λειτούργησε επ' ωφελεία τον εγκαλούμενου. Πρβλ. αντίθ.: «έπί ζημίρι».

έ ρ γ α καϊ ήμέραΐ' έργα και ημέρες // (μτφ.) κατορθώματα // αξιό­ ποινες πράξεις. Π.χ. Τα έργα και αι ημέραι της κυβέρνησης είναι γνιοστά σ' ό­ λους. Η φράση προέρχεται από τον ομώνυμο τίτλο του ποιήματος του Ησιό­ δου, που το περιεχόμενο του σχετίζεται με την αγροτική ζωή. έργάται τσϋ καλάμου·* εργάτες του καλαμιού· χρήστες του κονδυλοφόρου // (μτφ.) οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι. Π.χ. Και οι δυο υπήρξαν σπουδαίοι εργάται τον καλάμον. * Και «έργάται τοϋ πνεύματος» (= οι άνθρωποι των γραμμάτων). έργον φρονήοεως· συνετό έργο. Π.χ. Η επέκταση της επιχείρησης ήταν έργον ψρονήσεως. έργφ· με έργο· με εργασία // έμπρακτα· στην πράξη· πραγματικά. Π. χ. Βοήθησε έργω την π α ρ ά τ α ξ η του. Η δοτική «έργα» έχει θέοη επιρρήματος. Λατ.: «όβ ίαοΐο». Πρβλ. αντίθ.: «λόγφ». έργφ κουκέτι μΰθφ· με έργα πια και όχι με λόγια // έμπρακτα. Π.χ. Ο συνήγορος υπεράσπισης απέδειξε έργω κονκέτι μύθωτψ αθωότητα του κατηγορουμένου. · Πρβλ. Λισχ. Προμ. Δεαμ, 1080. ερήμην ενώ είναι απών ενώ απουσιάζει· απόντος // χωρίς να το γνωρίζει. Π.χ. Οι αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην τον λαού. Η λέξη «ερήμην» είναι μία από τις πλέον εύχρηστες λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που χρησιμοποιείται και σήμερα. Προέρχεται από τη φράοη «ερήμην δίκην». Συναντάται συχνά στη νομική ορολογία στη φράση «ερήμην δίκη» (ή ερημοδικία), που σημαίνει τη διεξαγωγή δίκης χωρίς να παρευρίσκεται ο κατηγορούμενος (αντίθ.: «δίκη κατ' άντιμωλίαν»). Συχνή είναι η πρόταση: «δικάστηκε ερήμην». Συναντάται επίσης στις φράσεις: «ερήμην λαού», «ερήμην των Ελλή­ νων» κ.ά. Πρβλ. τους στίχους:... μα τα χαμένα μας βήματα / ακόμα λειτουργούν / «ερήμην». (Δημήτρης Μπρούχος, Ασκητική θανάτου, εκδ. Τραμάκια.)

Πρβλ. τον τίτλο του έργου Ερήμην των Ελλήνων, I. Μ. Παναγιωτόπουλου, Εκδ. των Φίλων. Πρβλ. αντίθ.: «παρουσί(?(», «κατ" άντιμωλίαν». έρκος οδόντων φράγμα δοντιών οι δύο σειρές των δοντιών (οδο­ ντοστοιχίες) που σαν φράκτης φράζουν το στόμα // (μτφ.) εγκρά­ τεια γλώσσας· ολιγολογία // σύνεση. Π.χ. Ο συνομιλητής του παρέμεινε σιωπηλός· έρκος οδόντων. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ομ. Ιλ., Δ 350: «ποιόν οε έπος φύγεν έρκος οδόντων». Πρβλ.: «ποιόν σε έπος φύγεν έρκος οδόντων;». έρρει τά κάλα·* χάθηκαν (βούλιαξαν) τα καράβια//(μτφ.) επήλ­ θε καταστροφή· καταστράφηκαν τα πάντα. Π.χ. Τώρα πια, μετά τον σεισμό, έρρει τα κάλα. Μετά την ήττα των Σπαρτιατών στην Κύζικο το 410 π.Χ. από τους Αθηναίους με στρατηγό τον Αλκιβιάδη, οι Σπαρτιάτες έστειλαν το εξής λακωνικό μήνυμα: «έρρει τά κάλα. Μίνδαρος άπεσσύα. Πεινώντι τώνδρες. "Απορίομες τί χρή δράν» (πρβλ. Ξενοφ. Ελλην, 1, 23). Επίσης πρβλ. Πλούτ. Αλκιβ., 28. * Πιθανώς από τη φράση αυτή προήλθε η φράση: «βούλιαξαν τα καρά­ βια σου;». έρρ' ές κόρακας· βλ.: «είς κόρακας». έρρέτω·* ας πάει στον γκρεμό- ας πάει να χαθεί· ας πάει στον όλε­ θρο. Π.χ. Δεν με πτοεί ο εκβιασμός του· ερρέτω. * Υβρις αντίστοιχη με τη νεοελληνική: «ας πάει στον διάβολο». έρρίφθη ό κύβος· ρίχτηκε ο κύβος//(μτφ.) ελήφθη η κρίσιμη από­ φαση, ύστερα α π ό αμφιταλαντεύοεις. Π.χ. Ερρίφθη ο κύβος από τον παραιτηθέντα βουλευτή, ο οποίος α ρ γ ά το βράδυ προέβη στην ίδρυση νέου κόμματος. Η φράση «έρρίφθη ό κύβος» (λατ. 3 ΐ β 3 ] 3 θ ΐ 3 βδΐ) είναι επιβίωμα της περίφημης φράσης «άνερρίφθη ό κύβος». Την είπε ο Γάιος Ιούλιος Καί­ σαρ (101-44 π.Χ.) ο οποίος επιστρέφοντας από τη Γαλατία, αμφιταλαντευόταν για πολύ, αν θα "πρεπε να περάσει τον ποταμό Ρουβίκωνα ή όχι. Ο ποταμός αυτός ήταν το βόρειο όριο της αποστρατιωτικοποιημένης Ιταλίας. Η διάβαση του από τον Καίσαρα θα σήμαινε αμέσως ότι εκινείτο κατά της Συγκλήτου και θα επέφερε τη μεταξύ τους ρήξη, πράγ-

μα που τελικά συνέβη. Η διάβαση έγινε τη νύχτα της 10ης Ιανουαρίου του 49 π.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η φράση λέχθηκε στα ελληνικά. Η δε φράση προέρχεται από το ημιστίχιο του Μενάνδρου «άνερρίφθω κύ­ βος» (λατ. ^Ά^ιΆ 5ΪΙ αίβα). Πρβλ. Μενάν. Άρρηφόρος. Στην αρχαία ελληνική ήταν στερεότυπη η φράση «άναρρίπτω κίνδυνον» (προερχόμενη από το παιχνίδι των κύβων) με τη σημασία «ανα­ λαμβάνω τον κίνδυνο, διακινδυνεύω». Επίοης, η φράση «άναρρίπτω τόν κύβον» με τη σιμασία «παίρνω απόφαση ύστερα από πολλούς δι­ σταγμούς». Η ίδια φράση στην παθ. με τη μορφή: «άνερρίφθω κύβος». Πρβλ. Πλουτ. Καίσ., 40: «αυτός μέν γάρ εύλαβως είχε Πομπήιος άναρρϊψαι τήν μάχην περί τηλικούτων». Πρβλ. Πλουτ. Βρούτ., 40: «διά μιάς μάχης τόν περί της πατρίδος κύβον άν...». Πρβλ. επίσης Πλουτ. Καίσ., 32, δυεΙοηίυδ, θ3β8ίΐΓ, 68. Αατ.:

«Ά\&Ά )αοΐΆ

β8ΐ».

έρρωσθε· βλ.: «έρρωσο». έρρωσο'* έχε υγεία' υγίαινε· χαίρε· να χαίρεοαι· να 'σαι καλά. Π.χ. Θα ξαναίδα)θούμε αύριο· έρρωσο. Η λέξη λέγεται και προφορικά. Συνήθως όμως συναντάται στο τέλος τατν επιστολών. * Προστακτική του παθητικού παρακείμενου του ρ. ρώννυμι. Πληθυντι­ κός: έρριοσθε (= υγιαίνετε). έρχομαι εις χείρας· έρχομαι οτα χέρια· τσακώνομαι. Π.χ. Λογομάχησαν και, όπως ήταν επόμενο, ήλθον εις χείρας. Πρβλ.: «ήλθον είς λόγους». έρχου καί ϊδε· έλα και δες. Π.χ. Αν δεν με πιστεύεις, έρχου και ίδε. Τη φράση είπε ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ. Πρβλ. Ιω., Α' 47. Επίσης, Α' 40. έρως άνίκατε μάχαν έρωτα, που είσαι ανίκητος στη μάχη // έρω­ τα ακαταμάχητε· έρωτα αήττητε. Η φράση λέγεται -συνήθως ειρωνικά- γι' ανθρώπους που ορμώ­ μ ε ν α α π ό τον έρωτα κάνουν οτιδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο ή εξου­ σιάζονται α π ό σφοδρή ερωτική έλξη. Π.χ. Τελευταία είσαι πολύ αφηρημένος· ερως ανίκατε μάχαν.

Η οτερεότυπη αυτή φράση είναι μία από τις εκατοντάδες φράσεις που μας κληροδότησε ο Σοφοκλής διαμέσου των τραγωδιών του. Πρβλ. Σοφ. Αντιγ., 781, νίΓ§. Εο/, Χ 69. ές αύριον χά σπουδαία- βλ.: «είςαϋριοντάοπουόαϊα». ές άεί" αιώνια· για πάντα· παντοτινά. Π.χ. Δεν πιστεύω αυτή η κατάσταση να συνεχιστεί εσαεί Αατ.: «ίη ρβιρείυυηι». έσεται ήμαρ· θα 'ρθει μέρα· θα 'ρθει καιρός. Η φράση λέγεται με απειλητική διάθεση και φανερώνει επιθυμία εκδίκησης. Επίσης, έχει προειδοποιητική σημασία γι' αυτόν για τον οποίο λέγεται. Π.χ. Εξαιτίας του καταστράφηκε η εταιρεία· όμως εσεται ήμαρ. Πρβλ. την ανάλογης σημασίας φράση: «οψόμεθα ές Φιλίππους». Πρβλ.:Ομ. Ιλ., Α 164. ές κόρακας* βλ.: «είς κόρακας». έσο έτοιμος* να είσαι προετοιμασμένος. Π.χ. Έσο έτοιμος για τις εξετάσεις. Πρβλ. Ιω., Ζ' 6, Λουκά, ΙΒ' 40, Λουκά, ΚΒ' 33, Πέτρ. Α', Γ' 15, Παύλ. Προς Τίτ.,Γ Ι,Ματθ., ΚΔ'44. Η φράση κοσμεί τη σημαία του Σώματος Ελλήναιν Προσκόπων (ΣΕΠ). ές πάν κακοϋ* στον υψηλότερο βαθμό δυστυχίας* σε πολύ μεγάλη δυστυχία. Π.χ. Λόγω χρεών η οικογένεια του βρίσκεται ες παν κακού. έσται ή έσχατη πλάνη χείρων τής πρώτης* βλ.: «ή έσχατη πλά­ νη χειρών τής πρώτης». έστι δίκης οφθαλμός δς τά πάνθ' όρςι** υπάρχει το μάτι της δι­ καιοσύνης, το οποίο τα πάντα βλέπει // (μτφ.) υπάρχει η δικαιο­ σύνη που βλέπει όλες τις αδικίες* όλες οι αδικίες κάποτε τιμωρού­ νται. Π.χ. Μην στενοχωριέσαι για την αδικία αυτή* ε'στι δίκης ο­ φθαλμός.

* Πολλές φορές ουνηθίζεται μόνο το τμήμα της φράσης; «έστι δίκης ο­ φθαλμός». έοφειλεν είς τό όμοούσιον- έκανε λάθος στο «ομοούσιο»//(μτφ.) έκανε πολύ μεγάλο λάθος και μάλιστα αδικαιολόγητο. Π.χ. Έοφαλενεις το ομοονοων αρνούμενος να πληρώσει την κλή­ ση, αφού ήξερε ότι θα κληθεί στο δικαστήριο. Κατά τον γ' και δ' αιώνα πολλοί διατύπιοσαν την άποψη ότι το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας δεν είναι γέννημα της ουσίας του Πατρός (Όμοούσιον τφ Πατρί) αλλά δημιούργημα της θελήσειός Του (Όμοιούσισν τφ Πατρί). Βέβαια, μετά την αντιμετώπιση αυτής της αιρετικής δι­ δασκαλίας πολλοί, εκ παραδρομής όμιος, έλεγαν «όμαούσιον» αντί «ό­ μοούσιον». Η φράση είναι επιβίωμα αυτής της παραδρομής. Σήμερα λέ­ γεται μόνο μεταφορικά. εσχάτη τών ποινών η τελευταία από τις ποινές· η μεγαλύτερη τιμιορία // ο θάνατος. Π.χ. Του επεβλήθη η εσχάτη των ποινών για κατασκοπία οε βά­ ρος της πατρίδας. έσωθεν* από μέσα· εσωτερικά· απ' τα μέσα. Π.χ. Η αντίδραση ήρθε έσωθεν της κυβέρνησης. Πρβλ. συνών.; «έκ των έσω», αντίθ.; «έξοοθεν», «έκ των έξω». * Συναντάται και ως ουσιαστικό με άρθρο; «οί έσωθεν» (= οι μέσα). εταίρε, έφ' ω πάρει· σύντροφε, (ενέργησε) γι'αυτό που ήρθες· φίλε (κάνε αυτό) για το οποίο ήρθες. Π.χ. Τώρα που μπήκες στην αίθουσα των εξετάσεων, εταίρε εφ' ω πάρει. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 50. έτερον έκάτερον άλλο το ένα κι άλλο το άλλο· το ένα τελείως δια­ φορετικό α π ό το άλλο. Π.χ. Έ χ ε ι ς μπερδέψει λίγο τα πράγματα· έτερον εκάτερον. έτερον ήμισυ* το άλλο μισό // ο ένας απ' τους δύο συζύγους- ο σύζυ­ γος ή η σύζυγος. Η φράση αυτή χρηοιμοποείται κυρίως περιπαιχτικά για ν(ϊ χ(ί ρακτηρίσει τον έναν α π ό τους δύο συζύγους.

Π.χ. Έχει βάλει τα καλά του ρούχα, γιατί περιμένει το ε'τερόν του ήμίον. Σιτναντάται και η μορφή: «τρυφερόν ήμιου», που λέγεται για τη σύζυγο. έτερος έ| έτερου σοφός· ο ένας απ' τον άλλον (γίνεται) οοφός. Π.χ. Από τον θείο του έμαθε την τέχνη· έτερος εξ ετέρου σοφός. Η φράση ειπώθηκε από τον σπουδαίο λυρικό ποιητή από την Κέα Βακ­ χυλίδη (5ος αι. π.Χ.). έτερος Καππαδόκης· άλλος ένας Καππαδόκης // (μτφ.) συμπα­ τριώτης // ομοϊδεάτης που συνδράμει· συμπατριώτης που συμπα­ ρίσταται. Η φράση λέγεται συνήθως ειρωνικά. Π.χ. Ύστερα μπήκε στη διένεξη και ο φίλος του, έτερος Καππα­ δόκης. Η φράση ειπώθηκε από τον Μ. Βασίλειο σε επιστολή του προς τον Λιβά­ νια. έτι μάλλον ακόμη περισσότερο. Π.χ. Κι όμως είναι έτι μάλλον πλούσιος. Βλ. συνών.: «έτι πλέον». έτίναξε τά κωλα· βλ.: «άφησε τά κώλα». έτίναξε τά πέταλα· τίναξε τα πέταλα // (μτφ.) πέθανε. Π.χ. Ώσπου να πάει οτο νοσοκομείο να τον δει, αυτός έτίναξε τα πέταλα. Στη φράοη αυτή πέταλο νοείται το καθένα από τα φυλλάρια που αποτε­ λούν τη στεφάνη του άνθους. Η φράση λέγεται με ειρωνεία και όχι για οικείο πρόσωπο. Βλ. συνών.: «άφησε τά κωλα». έτι πλέον ακόμη περισσότερο. Π.χ. Απ' όσο φκχίνεται είναι έτι πλέον δύσπιστος. Βλ. συνών.: «έτι μάλλον». ευαγές ίδρυμα· ανεπίληπτο ίδρυμα· φιλανθρωπικό ίδρυμα. Π.χ. Απειλούνται με αφανισμό τα εναγή ιδρύματα. εΰδοκίςι Θεοϋ·* με τη συγκατάθεση του Θεού· με τη βοήθεια του Θεού.

π.χ. Ευδοκία Θεού θα πραγματοποιηθείς τους στόχους σου. * Και με τη μορφή: «Θεοϋ εύδοκοϋντος». ευ ήγμένος· ορθά αναθρεμμένος· καλοαναθρεμμένος. Π.χ. Είναι οικογενειακώς ευ ηγμένοί. ευήκοον ους· βλ.: «τείνει ευήκοον ους». ευθύς αμέσως· αμέσως τώρα· τώρα και χωρίς χρονοτριβή. Π.χ. Θα τακτοποιήσω το θέμα ευθύς αμέσως. ευθύς έξ αρχής· αμέσως απ' την αρχή· απευθείας απ' την αρχή. Π.χ. Σε προειδοποίησε ευθύς εξαρχής. ευκαιρίας δοθείσης· εάν δοθεί ευκαιρία· εάν υπάρξει ευνοϊκή κα­ τάσταση π ρ α γ μ ά τ ω ν εάν υπάρξει κατάλληλος χρόνος. Π.χ. Ευκαιρίας δοθείσης θα επισκεφθούμε και το μουσείο. Συναντάται και με τη μορφή: «δοθείσης ευκαιρίας». Λατ.: «οοοίΐδίοηε άΆΧ&». εύκταϊον επιθυμητό· ευπρόσδεκτο· ευχής έργον. Π.χ. Αυτό που θέλεις είναι εύκταϊον. Πρβλ. αντίθ.: «άπευκταϊον». εϋνούχ<)9 ποιλλακήν χαρίζεις· προσφέρεις παλλακίδα οε ευνού­ χο // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Δεν παίρνει α π ό λόγια· ευνούχω παλλακήν χαρίζεις. ευπειθώς αναφέρω· με πρόθυμη υπακοή αναφέρω // (μτφ.) είμαι πειθήνιος. Π.χ. Όσον αφορά τη συμπεριφορά του απέναντι στον εργοδότη του, ευπειθώς αναφέρει. Φράση της στρατιωτικής ορολογίας, υφιστάμενου προς προ^ίστάμενο, συνήθως στρατιώτη οε ανώτερο. εΰρηκοι, εύρηκα! το βρήκα, το βρήκα. Η φράση χρηοιμοποείται συχνά, εκδηλώνοντας έτσι τον ενθου­ σιασμό που υπάρχει, όταν βρεθεί κάτι. Π.χ. Να επιτέλους το έγγραφο· εύρηκα, εύρηκα

Η φράση ειπώθηκε από τον Αρχιμήδη (287-212 π.Χ.), μεγάλο φυσικό και μαθηματικό της αρχαιότητας, από τη Μεγάλη Ελλάδα. Όταν ο Ιέ­ ρωνας (τύραννος των Συρακουσών) του ζήτησε να βρει μια μέθοδο, για να διαπιστώσει αν ένα βασιλικό στέμμα ήταν κατασκευασμένο από κα­ θαρό χρυσάφι, χωρίς όμως να καταστραφεί το στέμμα, ο Αρχιμήδης ανακάλυψε ότι κάθε σώμα που βυθίζεται στο νερό χάνει τόσο βάρος όσο το βάρος του νερού που εκτοπίζει (νόμος της άνωσης ή αρχή του Αρχιμήδη). Η ανακάλυψη έγινε όταν ο Αρχιμήδης βρισκόταν στο λου­ τρό (βαλανείο), οπότε άρχισε να τρέχει γυμνός και να φωνάζει «εύρη­ κα, εύρηκα». Πρβλ. νίΐΓ., ΑτοΛ/ί., IX 10: « Ι ό ς α β οιίΓη βίηβ Γβί Γ3ΐ1οηβιη βχρίϊοίΐΐίοηίδ Οδίβηόίδδβΐ, ηοη βδΐ ιηοΓ3ΐα8 δει! βχδίΐυίΐ §3ΐΐ(ϋο ητοΐιΐδ ό β δοΗο βΐ ηυόυδ ν β ό β η δ ό ο π ι α η ι νβΓδίΐδ δί§ηίίίοα03ΐ οΙ&τΆ ν ο ο β ί η ν β η ί δ δ β ς υ ο ό ςιΐ3βΓβΓβΙ. Ν3ηι οιίΓΓβηδ

ίάβηΐίόβηι ςΓ36οβ οΐ3ΐη303ΐ εύρηκα εύρηκα». Επίσης πρβλ. Πλουτ. Κατ' επικ., 11: «καί λουσμένος, ώς φασιν, έκ της ύπερχύσεως έννοήοας τήν τοΰ στεφάνου μέτρησιν οίον έκ τίνος κα­ τοχής ή έπιπνοίας έξήλατο βοών "εύρηκα"». ευρίσκομαι ύπ' άτμόν* είμαι έτοιμος για να ξεκινήσω· είμαι έ­ τοιμος να φύγω· α ν α χ ω ρ ώ // βρίσκομαι σε κατάσταση εγρήγορ­ σης· ε π α γ ρ υ π ν ώ // με απασχολούν πολλές υποθέσεις, τις οποίες π ρ ο σ π α θ ώ να διεκπεραιώσω. Π.χ. Η ομάδα ευρίσκεται νπ' α τ μ ό ν γ ι α τον αυριανό αγώνα. * Και με τη μορφή: «είμαι ύπ' άτμόν». εύσχημόνως καί κατά τάξιν με ευπρεπή εμφάνιση και με τάξη. Π.χ. Θα μπαίνετε στις αίθουσες ευσχημόνως και κατά τάξιν. Πρβλ. Παύλου Α προς Κορινθίους, ΙΔ' 40. ει3φημος μνεία· εγκωμιαστική αναφορά· έπαινος. Π.χ. Η πολιτεία τον τίμησε με εύφημον μνείαν. ευχϊις έργον αποτέλεσμα ευχής· αποτέλεσμα επιθυμίας· επιθυμία να· μακάρι να. Π.χ. Ευχής έργον βα είναι να προσληφθείς. Πρβλ. Πλουτ. Περί παίδων αγωγής, XX, 141), Αριατοτ. Πολιτ., Η' 1213311), 21. έφ' απαξ· για μία φορά· μία και μόνο // σε μία (μόνο) δόση. Π.χ. Μπορείτε να κάνετε αίτηση εφάπαξ. Η φράση ως άκλιτο ουσιαστικό «τό έφ' άπαξ» σημαίνει το ποσό των

χρημάτων που παίρνουν οι υπάλληλοι του δημοσίου, όταν αποχωρούν από την ενεργό υπηρεσία, κυρίως λόγω συνταξιοδότησης. Σ' αυτή τη φράση η λ. άπαξ λαμβάνεται ως αριθμητ. επίρρ. Μερικές φορές χρησι­ μοποιείται ο>ς σύνδεσμος. Πρβλ.: «άπαξ». έφ' ενός ζυγοϋ· σ' έναν ζυγό· σε μία ευθεία· σε μία σειρά. Π.χ. Τα αυτοκίνητα ήταν σταθμευμένα εφ' ενός ζυγού. «Ζυγός» στη στρατιωτική ορολογία είναι μία σειρά οπλιτών οι οποίοι παρατάσσονται κατά μέτωπο σε μία ευθεία. Η φράση «έφ' ενός ζυγοϋ» είναι παράγγελμα (στρατιωτικό ή της γυμναστικής) για να παρατα­ χθούν οι στρατιώτες ή οι αθλητές ο ένας δίπλα στον άλλον. έφ' έξης· από τώρα και πέρα· οτο εξής· οτη συνέχεια. Π.χ. Οι πύραυλοι θα αλλάξουν εφεξής τη στρατηγική του πολέ­ μου. έφθασεν εις τό άπροχώρητον* έφτασε στο απροχώρητο//(μτφ.) έφτασε οτο έσχατο οημείο, οτο τελευταίο όριο // έφτασε σε ανυ­ πόφορη κατάσταση. Π.χ. Χώρισε, διότι η κ α τ ά σ τ α σ η έφθασεν εις το άπροχώρητον. * Ενν.: «σημεϊον». έφ' δλης τής ΰλης· πάνω σ' όλη την ύλη· σ' όλο το περιεχόμενο. Π.χ. Το πρόβλημα συζητήθηκε εφ' όλης της ύλης έφ' δπλου λόγχη· με τη λόγχη πάνω στο όπλο· με τη λόγχη (προ­ σαρμοσμένη) οτην κάννη του όπλου. Π.χ. Μετά την πολεμική ιαχή οι στρατιώτες επιτέθηκαν εφ' ό­ πλου λόγχη. Η φράοη χρησιμοποιείται και με τη μορφή: «έφ' όπλου λόγχην!» ως στρατιωτικό παράγγελμα και σημαίνει «τοποθετείστε τη λόγχη στο ό­ πλο». έφ' όρου ζωής· μέχρι το όριο της ζωής· μέχρι το τέρμα της ζωής· ως τον θάνατο· για όλη τη ζωή. Π.χ. Θα παίρνει τα φ ά ρ μ α κ α εφ' όρου ζωής. Λατ.: « ρ β Γ ΙοίΕΐιτι νΐΐ&ιη».

έ φ ' ό σ ο ν ε φ ό σ ο ν αφού // όσον καιρό· τον καιρό που // επειδή. Π.χ. Εφόσον τραυματίστηκες δεν μπορείς να λάβεις μέρος στον αγώνα. έχει καλώς· μάλιστα· εντάξει· όπως συμφωνήθηκε. Π.χ. Εχει καλώς' θα είμαι εκεί οτην ώρα μου. Στο πρώτο πρόοωπο: «έχω καλώς» σημαίνει «υγιαίνω, είμαι καλά». έχει λέγειν είναι πολύ καλός ομιλητής. Π.χ. Ο νέος αρχηγός του κόμματος έχει λέγειν. έχει σώας τάς φρένας· είναι ψυχικά υγιής. Η φράση λέγεται με άρνηση. Π.χ. Μ" α υ τ ά που κάνει μάλλον δεν έχει σώας τας φρένας. έχε με παρητημένον θεώρησε με ότι έχω παραιτηθεί- παράτα μεμην με υπολογίσεις // μην μ' ενοχλείς- άφησε με. Π.χ. Για τη δεξίωση έχε με παρητημένον. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Λουκά, ΙΔ' 18: «καί ήρξαντο άπό μιάς παραιτεϊσθαι πάντες, ό πρώτος είπεν αύτφ- άγρόν ήγόρασα, καί έχω ανάγκην έξελθείν καί ίδείν αυτόν- ερωτώ σε έχε με παρητημένον». Επίσης, ΙΔ' 19. έχομαι περί πολλού· βλ.: «έχω περί πολλού». έχουσιν γνώσιν οί φύλακες·* έχουν γνώση οι φύλακες· οι φύλα­ κες γνωρίζουν (τους κινδύνους) // υπάρχει επαγρύπνηση· είμαι προσεκτικός· προστατεύομαι. Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι είναι γνωστοί οι κίνδυνοι, ότι έχουν ληφθεί μέτρα ασφαλείας και οι επιβαλλόμε­ νες προφυλάξεις και γενικά έχει ληφθεί υπόψη ο ενδεχόμενος κίνδυνος. Π.χ. Μην νομίζεις ότι θα ξεφύγεις· έχουσιν γνώσιν οι φύλακες. * Συναντάται και με τη μορφή: «γρηγοροϋσιν οί φύλακες» ή ως προ­ τρεπτική φράση: «φύλακες, γρηγορείτε». Η τελευταία υπάρχει στο έμ­ βλημα της Χ Μεραρχίας. έχω καλώς· υγιαίνω- είμαι καλά. Π.χ. Δεν έχω παράπονο- έχω καλώς. Βλ. και: «έχει καλώς» και «τό καλώς εχειν».

έχω κατίχ ν ο υ ν έχω στο μυαλό· σκέπτομαι. Π.χ. Έχει κατά νουν να ταξιδέψει στο εξωτερικό. έχω περί πολλοί)·* έχω σε υπόληψη· περιποιούμαι· εκτιμώ ιδιαίτε­ ρα· Π.χ. Αν και μακρινός του συγγενής, τον έχει περί πολλού. Πρβλ.: «ό περί πολλσϋ». * Συναντάται και με τις μορφές «έχομαι περί πολλσϋ», «παοϋμαι περί πολλοϋ» και «περί πολλοϋ ποιούμαι». έχω πρό οφθαλμών έχω υπόψη μου· σκέφτομαι να πραγματοποι­ ήσω· σκοπεύω να. Π.χ. Εχει προ οφθαλμών να αγοράσει σπίτι. έχω ύπ' δψιν έχω στο μυαλό μου // δίνω ιδιαίτερη βαρύτητα· γνω­ ρίζω. Π.χ. Εχω νπό-ψιν μου το πρόβλημα σου. Πρβλ. ουνών.: «λαμβάνω ύπ' όψιν». έχω χάριν ευνοώ. Π.χ. Έ';^ε;^άρίν που κάποτε με βοήθησες, αλλιώς ... Σε αρχαία κείμενα η φράση συναντάται με τη μορφή: «χάριν έχω». Σήμερα συνηθίζεται με τη μορφή που παρατίθεται. έως κόρακες λευκοί γένωνται· έως ν' ασπρίσουν τα κοράκια // (μτφ.) ποτέ. Π.χ. Έως κόρακες λευκοί γένωνται θα έχουμε φτάσει στον προο­ ρισμό μας. Πρβλ. συνών.: «έπεάν ήμίονοι τέκωσι». έως ότου· μέχρι να· μέχρις ότου· ώσπου· όσο που. Π.χ. Θα περιμένω έως ότου έρθεις. Πρβλ. συνών.: «μέχρις ότου». έως τής συντέλειας τοϋ αιώνος· ώσπου να τελειακιει ο αιώνας (αυτός), (δηλαδή) μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία // για όλη την υπό­ λοιπη ζωή. Π.χ. Θα περιμένεις έως της συντελείας τον αιώνος για να διορι­ στείς.

Η φράση ειπώθηκε από τον Ιησού Χριστό και είναι συνηθισμένη οτην Καινή Διαθήκη. Σύμφωνα με το πνεύμα της Καινής Διαθήκης η φράοη σημαίνει «μέχρι το τέλος (αυτού) του αιώνα», δηλαδή μέχρι το τέλος του κόσμου. Αρα και «εις τους αιώνας των αιώνων», δηλαδή εφ' όρου ζωής. Πρβλ. Ματθ., ΚΗ' 20; «... διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ένετειλάμην ύμϊν καϊ ίδοϋ έγώ μεθ' υμών είμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντελείας τοϋ αιώνος». έως υπάρχω" όσο υπάρχω· όσο ζω. Π.χ. Υποσχέθηκε ότι, όταν αποφυλακισθεί, θα είναι νομοταγής

έως υπάρχει.

ζ ζεϊ χ ύ τ ρ α , ξή φιλία· βράζει η χύτρα, ζει και η φιλία // (μτφ.) όοο υπάρχουν δοσοληψίες οικονομικής φύοης επιβιώνει η φιλία. Π.χ. Εδώ και πολλά χρόνια είναι κάθε μέρα μαζί· ζει χύτρα, ζη φιλία. ζή έν Χριστφ· ζει σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία. Π.χ. Εγκατέλειψε τη σταδιοδρομία του και α π ό τότε ζη εν Χρι­ στώ. Ζήνωνος εγκρατέστερος· περισσότερο εγκρατής και από τον Ζή­ νωνα // (μτφ.) πολύ εγκρατής // υπερβολικά εγκρατής· ασκητι­ κός. Π.χ. Με τα νέα φορολογικά μέτρα πολλοί θα γίνουν Ζήνωνος εγκρατέστεροι. Φράση προερχόμενη από την παροιμιώδη εγκράτεια του ιδρυτή της Στακκής Σχολής Ζήνωνα του Κιτιέα. ζητείτε καί εύρήσετε· ζητείτε και θα το βρείτε· ζητείτε και θα βρείτε το ζητούμενο. Π.χ. Δεν γνωρίζω πού βάλατε το έγγραφο· ζητείτε και ευρήσετε. Πρβλ. Λουκά, ΙΑ' 9: «κάγώ ύμϊν λέγω, αιτείτε καί δοθήσεται ύμϊν, ζη­ τείτε καί εύρήσετε, κρούετε, καί άνοιγήσεται ύμϊν». Επίσης πρβλ. Ματθ., Ζ' 7. ζήτω·* να ζει· μακάρι να ζει· είθε να ζει. Π.χ. Πέρασε τις εξετάσεις· ζήτω. Συνήθως στις φράσεις «ζήτω το έθνος», «ζήτω ο στρατός» κ.ά. Πα­ λαιότερα: «ζήτω ο βασιλεύς». Χρησιμοποιείται (πλέον) ως επιδοκιμα­ σία (μπράβο κ.ά.). Πρβλ. Βασιλειών, α', Γ 24: «καί είπε Σαμουήλ πρός πάντα τόν λαόν εί έωράκατε όν έκλέλεκται έαυτφ Κύριος, ότι ούκ έστιν όμοιος αύτφ έν πάσιν ύμϊν; καί έγνωσαν πάς ό λαός καί είπαν ζήτω ό βασιλεύς». * γ' πρόσ. προστακτικής ενεστώτα του ρ. ζώ.

ζ υ γ ό ς τής Θέμιδος· η ζυγαριά της Θέμιδας // (μτφ.) η απονομή δικαιοούνης. Π.χ. Θα αντιμετωπίσεις στο δικαστήριο τον ζυγόν της Θέμιδος. Πρβλ.: «ναός της Θέμιδος». ζωή πίθου· ζωή (εντός του) πιθαριού // ζωή όμοια με τη ζωή κυνικού φιλοσόφου· ζωή με στερήσεις. Π.χ. Από την ημέρα της απόλυσης του ζει ζωή πίθου. Ως γνωστόν οι περισσότεροι κυνικοί ςριλόοοφα ζούσαν σε πιθάρια ή τρώ­ γλες. Πρβλ. Ζηνόβ., Δ' 14. ζωή χαρισάμενη· που χάρισε ζωή // (κατά παρερμ.) ζωή με αφθο­ νία α γ α θ ώ ν ζωή εξαιρετικά ευχάριστη. Π.χ. Τελευταία περνά ζωή χαρισάμενη. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. το αναστάσιμο τροπάριο της Κυ­ ριακής του Πάσχα: «Χριστός ανέστη έκ νεκρών θανάτφ θάνατον πατήσας καί τοις έν τοις μνήμασι ζούήν χαρισάμενος». ζώντες καί τεθνεώτες· ζωντανοί και νεκροί. Π.χ. Βρέθηκαν πολλοί κ ά τ ω α π ό τα ερείπια, ζώντες και τεθνεώ­ τες. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Κωστή Παπαγιώργη Ζώντες και τεθνεώ­ τες ζώον πολιτικόν (ο άνθρωπος) ον πολιτικό. Π.χ. Αυτός δεν μπορεί ούτε στιγμή μόνος του· ο άνθρωπος ζώον πολιτικόν. Η φράση προέρχεται από τον μεγάλο θετικιστή φιλόσοφο Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) που γεννήθηκε στα Στάγειρα της Μακεδονίας. Πρβλ: Πολιτεία Αθηναίων, 1253Ε, 3. ζώσθητι τήν όσφύν σου· περιζώσου· βάλε τη ζώνη στη μέση σου // (μτφ.) ετοιμάσου για μάχη // να είσαι σε εταμότητα. Π.χ. Επίκειται οικονομική κρίση, γι' αυτό ζώσθητι την οσφύν σου. Η φράση «ζώνυμμαι περί τήν όσφύν» ήταν ήδη στερεότυπη από τα αρχαία χρόνια. Τη χρησιμοποιούσαν σι πυγμάχοι και οι παλαιστές. Γρή­ γορα άρχισε να λέγεται και μεταφορικά. Επικράτησε η προστακτική «ζώσαι τήν όσφύν σου», «ζώσθητι (περί) τήν όσφύν σου» κ.ά. Βλ. Βασιλειών, δ' 29, Ησαΐα, Ε' 27, Λουκ., ΙΒ' 35, Πέτρου, α', Α' 13.

Η ή α λ ή θ ε ι α πικρά* η αλήθεια (είναι) πικρή // (μτφ.) η αλήθεια είναι οδυνηρή* η αλήθεια είναι λυπηρή. Π.χ. Η αλήθεια πικρά, αλλά πρέπει να οου το πω. ή άρχή τό ήμισυ τοΰ παντός* η αρχή (είναι) το μισό του συνό­ λου* η α ρ χ ή είναι το μισό κάθε ενέργειας* αν γίνει η αφετηρία για ένα έργο, είναι σαν να έχει πραγματοποιηθεί το έργο αυτό κ α τ ά το μισό. Π.χ. Ξεκίνα και η αρχή το ήμισυ του παντός. Η φράση υπάρχει στο έμβλημα του Σώματος Υλικού Πολέμου. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε μερικές περιπτώσεις στη λέξη «αρχή» δίνεται η έννοια της διοίκησης ή της εξουσίας. ή αυτοϋ Έξοχότης** η Εξοχότητά του. Π.χ. Στη δεξίωση παρέστη και η αυτού Εξοχότης, ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Η φράση λέγεται ως προσηγορία, κυρίως πρέσβεων και διακεκριμένων επιστημόνων. Η φράση «ή αύτοϋ Ύψηλότης» λέγεται ΐϋς προσηγορία των υψηλότατων (κυρίως πριγκίπων) και η φράση «ή αύτοϋ Μεγαλειότης» ως προσηγορία για τους μεγαλειότατους (βαοιλείς ή αυτοκράτο­ ρες). Οι δύο τελευταίες έχουν πέσει σχεδόν σε αχρηστία, ενώ η πρώτη εξακολουθεί να λέγεται. Βλ. παρεμφερή; «ή αύτοϋ Θεία Χάρις». * 'Η άλλοτε ' Υψηλότης ή Μεγαλειότης. ή αΰτοϋ Θεία Χάρις* η θεϊκή του χάρη. Π.χ. Θα μιλήσει η αυτού Θεία Χάρις, ο Δαλάι Λάμα. Η φράση λέγεται ως προσηγορία κυρίως θρησκευτικών ηγετών. Συνή­ θως λέγεται για αρχηγούς ανατολικών θρησκευμάτων. ή άφύα είς πϋρ* το ψαράκι στη φωτιά. Π.χ. Αναγκάστηκε να πληρώσει υπέρογκο πρόστιμο* η αφύα εις πυρ. Λέγεται συνήθως για όσους έχουν ξαφνικό θάνατο ή για εκεί νους που στο τέλος πληρώνουν τα λάθη του παρελθόντος.

ή γ γ ι κ ε ν ή ώρα·* πλησίασε η ώρα· έφτασε η ώρα // έφτασε η κρί­ σιμη στιγμή· ήλθε η στιγμή της αγωνίας. Π.χ. Ήγγικεν η ώρα για τις εξετάσεις. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 45: «τότε έρχεται πρός τσύς μαθητάς αύτοϋ καί λέγει αϋτοϊς· καθεύδετε τό λοιπόν καί άναπαύεοθε! "Ιδού ήγγικεν ή ώρα καί ό υίός τοϋ ανθρώπου παραδίδοται είς χείρας αμαρτωλών». Πρβλ. συνών.: «έλήλυθεν ή ώρα». * Συναντάται και με τη μορφή: «" Ιδού ήγγικεν ή ώρα». ή γλώσσα (σου) προτρέχει τής διανοίας· βλ.: «μή προτρεχέτω ή γλώττα τής διανοίας». ήγώνισμαι τόν καλόν αγώνα· βλ.: «τόν αγώνα τόν καλόν ήγώνισμαι». ή έν πολλαίς άμαρτίαις περιπεσοϋσα γυνή*· η γυναίκα που περιέπεσε οε πολλές αμαρτίες· η ανήθικη γυναίκα // η γυναίκα που έκανε πολλά λάθη. Π.χ. Η προϊσταμένη του λογιστηρίου, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσοϋσα γννή, υπέβαλε παραίτηση. Η φράση προέρχεται από το δοξαστικό τροπάριο και μάλιστα το δημο­ φιλέστερο και πιο γνωστό της Κασσίας ή Εικασίας (γνωστότερης με το όνομα Κασσιανής), της βυζαντινής ποιήτριας του 9ου αιώνα. Είναι το δοξαστικό των αποοτίχων των αίνων του όρθρου της Μ. Τετάρτης: «Κύ­ ριε, ή έν πολλαϊς άμαρτίαις περιπεσοϋσα γυνή, / τήν σήν αίσθομένη θεότητα / μυροφόρου άναλαβοϋσα τάξιν, / όδυρομένη μύρα σοι πρό τοϋ ενταφιασμού κομίζει...». * Η λέξη «γυνή» μπορεί ν' αντικατασταθεί με άλλο ουσιαστικό. (Π.χ. Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσοϋσα παράταξη.) ή έξωθεν καλή μαρτυρία* η του κόσμου επικρότηση· ο έπαινος του κόσμου· η (προφορική) μαρτυρία του κόσμου· η κοινή α π ο ­ δοχή. Π.χ. Κύριο προσόν για την πρόσληψη του υπήρξε η έξωθεν καλή μαρτνρία. Εννοείται ότι υπάρχει και η φράση: «ή έξωθεν κακή μαρτυρία» με την αντίθετη σημασία, αλλά έχει πέσει σε αχρηστία. ή επαύριον* η αυριανή μέρα· η επόμενη μέρα· το αύριο. Λέγεται συνήθαις για έμφαση. Π.χ. Κανείς δεν γνωρίζει τι πρόκειται να φέρει η επαύριον.

ή ε σ χ ά τ η π λ ά ν η χείρων τής π ρ ώ τ η ς * (και θα είναι) η τελευ­ ταία πλάνη χειρότερη α π ό την πρώτη. Η φράοη χρησιμοποιείται για να χαρακτηριστεί μια λαθεμένη αντίληψη ή ένα σφάλμα που μπορεί να ακολουθήσουν ύστερα α π ό μια π ρ ά ξ η και να είναι πιο οικτρά σε σχέση με άλλα προγε­ νέστερα. Π.χ. Αν το κάνεις κι αυτό, τότε θα είναι η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 64: «κέλευσον ουν άσφαλισθήναι τόν τάφον έως της τρίτης ημέρας, μήποτε έλθόντες οί μαθηταί αύτοϋ νυκτός κλέψωσιν αυτόν καί είπωσι τφ λαφ, ήγέρθη άπό τφν νεκρών καί έσται ή έσχατη πλάνη χείρων της πρώτης». * Ενν.: «έσται». Λέγεται και με τη μορφή: «καί έσται ή έσχατη πλάνη χείρων της πρώτης». ή εσχάτη προδοσία· βλ.: «έπ' έσχατη προδοσίςι». ή ζωή έν τάφ
ή ι σ χ ϋ ς έν τή ενώσει· η δύναμη οτην ένωση· η δύναμη (βρίσκε­ ται) στη σύζευξη // η δύναμη (υπάρχει) με τη συγχώνευση. Π.χ. Συγχώνευσαν τις εταιρείες τους· η ισχύς εν τη ενώσει. Η φράση (με τη μορφή «έν τη ενώσει ή ίσχύς») κοσμεί το έμβλημα της 135ης Σμηναρχίας Μάχης της Ελληνικής Αεροπορίας. ή κατιούσα·* η φερόμενη προς τα κάτω // ο δρόμος προς την πτώση // ο δρόμος προς την π α ρ α κ μ ή // ο κατήφορος. Π.χ. Α π ό τότε π ο υ έγινε αλκοολικός, πήρε την κατιούσαν. Στον πληθ. αριθμό «οί κατιόντες» ως ουσιαστικό σημαίνει «οι απόγο­ νοι» ή «οι συγγενείς». Συνήθως στη φράση «έλαβε τήν κατιούσαν». * Ενν.: «οδός».

ήκιστα· πάρα πολύ λίγο· ελάχιστα- απειροελάχιστα· ανεπαίσθη­ τα. Π.χ. Η οικονομική κρίση ήκιστα μας έβλαψε. ήκουσα τόν άναβαλλόμενον βλ.: «άναβαλλόμενον». ή λέγε τι σιγής κρεϊττον ή σιγήν έχε· ή πες κάτι που είναι καλύτερο α π ό τη σιωπή ή μην μιλάς καθόλου. Π.χ. Λες ανοησίες· ή λέγε τι σιγής κρεϊττον ή σιγήν έχε. ήλθον, είδον, ένίκησα· πήγα, είδα, νίκησα. Π.χ. Π ή ρ α δίπλωμα οδήγησης με την πρώτη· ήλθον, εϊδον, ένί­ κησα. Μ' αυτή τη φράση ανήγγειλε τη νίκη του εναντίον του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη του Δευτέρου ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας, όταν έ­ φτασε θριαμβευτής στη Ρώμη. Ηθελε να τονίσει μ' αυτό τον τρόπο ότι έφερε γρήγορα εις πέρας το έργο που του ανέθεσε η Σύγκλητος. Η μάχη δόθηκε στις 2 Αυγούστου του 47 π.Χ. κοντά στην πόλη Ζέλα. Λατ.: «νβηί, νίόί, νίοί». ήλθον είς λόγους· λογομάχησαν φιλονίκησαν. Π.χ. Ό τ α ν τέλειωσε η κατάθεση του μάρτυρα οι αντίδικοι ήλ­ θον εις λόγους. Πρβλ.: «έρχομαι είς χείρας».

ή λ ι κ ί α ν έχει, α υ τ ό ν έρωτήαατε- έχει κατάλληλη ηλικία, ρωτή­ στε τον ίδιο" μπορεί να αντιληφθεί, οπότε ρωτήστε τ ο ν μπορεί ο ίδιος να μιλήσει. Η φράση λέγεται α π ό κάποιον που αποφεύγει για προσωπικούς λόγους να μιλήσει, ώστε να μην εκτεθεί αποκαλύπτοντας γεγο­ νότα. Π.χ. Μην ρωτάτε εμένα- ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ιω., Θ' 21: «πώς δέ νϋν βλέπει ούκ οίδαμεν ή τίς ήνοιξεν αύτοϋ τούς οφθαλμούς ήμείς ούκ οϊδαμεν αυτός ήλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί έαυτοϋ λαλήσει». ηλίου φοιεινότερον απ' τον ήλιο φωτεινότερο // (μτφ.) ολοφάνε­ ρο- ευδιάκριτο- ευκολονόητο. Π.χ. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι πρόκειται να γίνει αύξηση της τιμής των καυσίμων. Λατ.: «Ιυοβ οΐ3ΓΪυδ» (= του φωτός φαεινότερον). ίιλίφ φως δανείζεις· δανείζεις φως στον ήλιο (που είναι η πηγή του φωτός) // (μτφ.) δανείζεις κάτι σε κάποιον που του είναι ανοίκρελο // ματαιοπονείς. Π.χ. Μην του κάνεις δώρο υπολογιστή, διότι έχει κατάστημα με είδη πληροφορικής· διαφορετικά ηλίω φως δανείζεις. ήμαρτον αμάρτησα· έκανα παράπτωμα // μετανοώ· έλεος· συγγνώ­ μη. Χρησιμοποιείται, όπως και παλαιότερα, ως επιφώνημα και φα­ νερώνει μεταμέλεια και ψυχική συντριβή. Π.χ. Εντάξει φίλε μου, δεν θα ξανασυμβεί· ήμαρτον. Η φράση έχει την προέλευση της στο περιστατικό της μετάνοιας του Ιούδα, όταν μεταμελημένος επέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια στους αρ­ χιερείς. Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 4-5: «λέγων ήμαρτον παραδούς αίμα άθώον. οί δέ ειπον τί πρός ημάς; σύ όψει. καί ρίψας τά αργύρια έν τώ ναώ άνεχώρησε καί άπελθών άπήγξατο». ή μέν φωνή Ιακώβ, αί δέ χείρες Ήσαϋ· η φωνή (είναι) του Ιακώβ αλλά τα χέρια του Ησαύ. Η φράση χρησιμοποιείται στην περίπτωση που πρέπει να γίνει διάκριση μιας παράνομης πράξης αναφορικά με τα αίτια αυτής

και να καταλογιστούν ευθύνες περισσότερο στον ηθικό αυτουρ­ γό και λιγότερο στον εκτελεστή της παρανομίας. Π.χ. Δεν πιστεύω ότι ενήργησε α φ ' εαυτού· η μεν φωνή Ιακώβ, αι δε χείρες Ησαύ. Η φράση ειπώθηκε από τον Ισαάκ. Οταν γέρασε ο Ισαάκ και «ήμβλύνθησαν οί οφθαλμοί αύτοϋ τοϋ όράν» τον πλησίασε μεταμφιεσμένος ο Ιακώβ αντί του Ησαύ για να πάρει την ευχή του. Πρβλ. Γέν., ΚΖ' 22: «ήγγισε δέ Ιακώβ πρός " Ισαάκ τόν πατέρα αΰτοϋ, καί έψηλάφησεν αυτόν καί είπεν ή μέν φωνή Ιακώβ, αί δέ χείρες Ή­ σαϋ». ήμέραν παρ' ήμέραν μέρα παρά μέρα· κάθε δεύτερη μέρα // συ­ χνά. Π.χ. Ξεχνά τόσο εύκολα, που πρέπει να του το υπενθυμίζεις ημέραν παρ' ημέραν. ήμερα τή ημέρα· μέρα τη μέρα // εξακολουθητικά· σιγά σιγά. Π.χ. Η κ α τ ά σ τ α σ η ημέρα τη ημέρα βελτιώνεται. ήνοίχθη ή γή καί κατέπιε Δαθάν άνοιξε η γη και κατάπιε τον Δαθάν // (μτφ.) χάθηκε· κ α τ α σ τ ρ ά φ η κ ε // εξαφανίστηκε. Π.χ. Ε χ ω μέρες να τον δω· ηνοίχθη η γη και κατέπιε Λαθάν. Η φράση έπεσε σε αχρηστία. Συνηθίζεται σήμερα η φράση στην κοινή «άνοιξε η γη και τον κατάπιε». Πρβλ. Ψαλμ., ΡΕ' 17. ήξείζ άφήξεις·* (κυριολ.) θα πας και θα επιστρέψεις // (μτφ.) οι υπεκφυγές· τα ναι και τα όχι· η διπλή σημασία· οι διφορούμε­ νες απαντήσεις. Η φ ρ ά σ η χρησιμοποιείται, όταν κάποιος δίνει αμφιλεγόμενες απαντήσεις, τα λόγια του μπορούν να ερμηνευτούν ποικιλοτρό­ π ω ς και γενικά όταν όοα λέει είναι α σ α φ ή και ανερμήνευτα. Π.χ. Αφησε κ α τ ά μέρος τα ήξεις αφήξειςκαι γίνε π ι ο σαφής. Η φράση είναι τμήμα του αμφιλεγόμενου χρησμού της Πυθίας, της ιέρειας του ιερού του Απόλλωνα οτους Δελφούς: «ήξεις άφήξεις ού θνήξεις έν πολέμα». Ανάλογα με τη θέση του σημείου στίξεως (κόμ­ μα) πριν ή μετά το σύ (αρνητικό μόριο) ο χρησμός έχει και διαφορετι­ κό νόημα: «ήξεις, άφήξεις, σύ θνήξεις έν πολέμα» ή «ήξεις, άφήξεις

οϋ, θνήξεις έν πολέμα». Από τους διφορούμενους χρησμούς της Πυ­ θίας, ο Απόλλων πήρε την ονομασία Λοξίας. * Συνήθως ως ουσιαστικό: «τα ήξεις αφήξεις». ή πίστις σου σέσωκέ σε· η πίστη σου σ' έχει σώσει // η πίστη σου έγινε αιτία πνευματικής σωτηρίας. Π.χ. Καλά που τον άκουσες και δεν πήγες· η πίστις σον σέσωκέ σε. Η φράση εμφανίζεται συχνά στην Καινή Διαθήκη. Ειπώθηκε από τον Ιησού Χριστό κατά το περιστατικό της θεραπείας των δέκα λεπρών. Πρβλ. Λουκά, ΙΖ' 19: «καί είπεν αύτφ· άναστάς πορεύου· ή πίστις οου σέσωκέ σε». Επίσης και κατά το περιστατικό της θεραπείας της αιμορροούσης, Ματθ., Θ' 22: «ό δέ Ίησοϋς επιστραφείς καί ίδών αυτήν είπε θάρσει, θύγατερ ή πίστις σου σέσωκέ οε καί έσώθη ή γυνή άπό της ώρας εκείνης». ήράκλειον έργον* ηράκλειο έργο // (μτφ.) έργο που έγινε με υ­ περάνθρωπη προσπάθεια. Π.χ. Η εξόφληση του εξωτερικού χρέους αποτέλεσε ηράκλεισν έργον. Φράση προερχόμενη από τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή. * Η «ηράκλεια προσπάθεια». ήρξατο χειρών αδίκων άρχισε πρώτος να αδικοπραγεί· άρχισε να χειροδικεί. Π.χ. Χωρίς να τον πειράξουν, αυτός πρώτος ήρξατο χειρών α­ δίκων. Πρβλ. Αντιφών. 126, 5, 9. ή σιωπή χρυσός·* η σιωπή (είναι) χρυσός // (μτφ.) η σιωπή είναι πολύτιμη· η σιωπή είναι ωφέλιμη. Π.χ. Αν μιλήσεις θα μπλέξεις· η σιωπή χρνσός. * Ενν.: «έστί». ήσσον μικρότερο // λιγότερο· σε κατώτερη μοίρα. Π.χ. Η σκέψη του επέδρασε ήσσον οτχ] φιλοσοφία. Ως επίθετο ουγκρ. βαθμ. του μικρός ή ολίγος. Ως επίρρημα «ήττον» ή «ήσσον» σημαίνει «λιγότερο». Ως επίθετο συναντάται συνήθως στις

φράσεις: «ήσσσνες πσιητές», «ήσσονος σημασίας» κ.ά. Μερικές απ' αυτές δίνονται αναλυτικά στη συνέχεια. Πρβλ. συνών.: «έλάσσων» και αντίθ.: «μείζων». ήσσονος προσπάθειας* υποδεέστερης προσπάθειας· μικρότερης ενέργειας. Π.χ. Ασκήθηκαν πιέσεις ήσσονος προσπάθειας. ήσσονος σημασίας· υποδεέστερης σημασίας· μικρότερης σπουδαιό­ τητας. Π. χ. Το πρόβλημα σου είναι ήσσονος σημασίας. ή τάν ή έπί τάς·* ή αυτήν ή πάνω σ' αυτήν. Π.χ. Αυτή είναι η τελευταία σου προσπάθεια· ή ταν ή επί τας. Η παρακελευσματική αυτή φράση λεγόταν από τις Σπαρτιάτισσες προς τους γιους ή τους συζύγους τους την ά)ρα που τους δινόταν η ασπίδα, πριν αναχωρήσουν για τον πόλεμο, με την έννοια: «ή θα έρθεις νικητής ή θα πεθάνεις για την πατρίδα». Η φράση κοσμεί το έμβλημα του Β' Σώμα­ τος Στρατού και λέγεται προτρεπτικά σε περιπτοίχιεις επικίνδυνων απο­ στολών. * Δηλαδή: «ή ταύτην ή έπί ταύτης». Στην ιωνική διάλεκτο η φράση θα ήταν: «ή τήν ή έπί της» που σημαίνει «ή τήν αίγίδα ή έπί της αιγίδος», δηλαδή «ή θα φέρεις την ασπίδα ή θα σε φέρουν πάνω της νεκρό». Πρβλ. Πλουτ. Λακ. αποφθ., 16. ήττον βλ.: «ήσσον». ή τύχη έστρατήγησε κάλλιον η τύχη έδακιε ευνοϊκότερη στρατη­ γική λύση. Π.χ. Η τύχη έστρατήγησε κάλλιον γ ι α τα χ ρ έ η της εταιρείας τους. Τη φράση είπε ο Ξενοφιίϊντας, όταν διαπίστωσε ότι τα γεγονότα που ακολούθησαν, μετά τον θάνατο του Κύρου, έδιοσαν ευνοϊκότερη λύση, που είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν πιο γρήγορα οι Ελληνες από το εσωτερικό της Μικρός Ασίας. Πρβλ. Ξενοφ. Κνρον Ανάδ., II 2, 13. ή τύχη μεταβολάς πολλάς έχει· η τύχη παρουσιάζει πολλές μεταβολές. Π.χ. Τώρα αδικοπραγεί, αλλά η τύχη μεταδολάς πολλάς έχει.

ή τών ο ν ο μ ά τ ω ν επίσκεψις·* η διασαφήνιση των λέξεων η εξα­ κρίβωση των όρων. Π.χ. Η των ονομάτων επίσκεψις είναι απαραίτητη προϋπόθεση του διαλόγου. * Φράση που επιβίωσε από τη ρήση του Αντισθένη: «άρχή παιδεύσεως ονομάτων έπίσκεχ|)ΐς». Πρβλ. Πλάτ., 77οΑ<τ., 465ο. Λέγεται και με τη μορφή: «ή τών ονομάτων έπίστασις» ή «άρχη επιστή­ μης ονομάτων επίσκεψις». ή χώρα τοϋ ανατέλλοντος ήλίον η χώρα που ανατέλλει ο ήλιος· δηλαδή η Ιαπωνία.

Θ θ ά λ α σ σ α ν αντλείς· βγάζεις νερό α π ό τη θάλασσα // κοπιάζεις άσκοπα· ματαιοπονείς. Π.χ. Αν νομίζεις ότι θα φθάσεις στην ώρα οου, θάλασσαν αντλείς. Πρβλ. συνών.: «αντλώ είς πίθον Δαναΐδων». θάλαττοι, θάλαττα· θάλασσα, θάλασσα. Η φράση έχει μεταφορική σημασία και σημαίνει την επίτευξη του σκοπού, την εκπλήρωση του στόχου. Λέγεται όταν π ρ α γ μ α ­ τοποιείται το ποθούμενο ή όταν βρίσκεται λύση ο' ένα πρόβλη­ μα. Π.χ. Θάλαττα, θάλαττα- πέραοε τις εξετάσεις. Πρβλ. Ξενοφ. Κνρον Ανάά, IV 7, 24. θαρσείν χρή· πρέπει να έχετε θάρρος· χρειάζεται θάρρος· να Ότε θαρραλέοι. Π.χ. Θαρσείν χρη και θα τα καταφέρετε. Η φράση υπάρχει στο οπλόσημο των δυνάμεων πεζοναυτών, των ειδι­ κών δυνάμεων του στρατού ξηράς. θάττον ή βράδιον αργά ή γρήγορα· κάποτε οτο μέλλον αργότε­ ρα. Π.χ. Θάττον ή βράδιον θα μετανιώσει. θαύμα ίδέσθαι· θαύμα να το βλέπεις· χάρμα οφθαλμών. Π.χ. Έ ν α τέτοιο τοπίο είναι θαύμα ιδέσθαι. Βλ. Ησιόδ. Ασπίς Ηρακλέους, 140. Πρβλ επίσης Ομ. 11, Σ 377. Πρβλ. συνών.; «χάρμα ιδέσθαι», «χάρμα οφθαλμών». Λατ.; «ιηΪΓαΜΙβ νϊκιι». θείςι δίκη· με θεία τιμωρία· με θεϊκή παρέμβαση. Π.χ. Την κατάλληλη στιγμή, θεία δίκη, φανερώθηκε η αλήθεια.

θείςι μοίρ«;)ΐ' με θεϊκή πρόνοια. Π.χ. Γλύτωσε από αυτοκινητικό ατύχημα θεία μοίρα. θείί)ΐ συνάρσει· με τη βοήθεια του Θεού. Π.χ. Αποφάσισε να χειρουργηθεί θεία σννάροει. θεί<)ΐ τύχη·* με θεϊκή τύχη· λόγω θείας τύχης. Π.χ. Θεία τύχη γλύτωσε από βέβαιον θάνατο. * Ή «τύχη θεία». θείςι χάριτι· με τη Θεία Χάρη· με τη χάρη του Θεού· με θεία ευεργε­ σία· με την εύνοια του Θεού. Π.χ. Θεία χάριτι θα περάσεις τις εξετάσεις. Συνηθίζεται και με τη μορφή: «χάριτι θείρι». Προσφιλής φράση του Ιω­ άννου Χρυσοστόμου. θέλοντας καϊ μή·* είτε θέλεις είτε όχι- θες όεν θες. Π.χ. Θέλοντας και μη αναγκάστηκε να παραιτηθεί. * Ενν.: «θέλοντας». θεμέλιος λίθος· θεμέλια πέτρα // (μτφ.) θεμελιώδης πέτρα· βάση· στήριγμα. Π.χ. Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε ο θεμέλιος Αίθοςτου νεότε­ ρου ελληνικού κράτους. Θεός φυλάξοι· ο Θεός να (μας) φυλάξει· ο Θεός να (μας) προστα­ τεύσει· ο Θεός ας είναι φύλακας. Π.χ. Δεν πιστεύω να συμβεί κάτι τέτοιο· Θεός φυλάξοι. Πρβλ. Αριστοφ. Ιππής, 500. Θεού εύδοκούντος· βλ.: «εύδοκίςι Θεοϋ». Θεού θέλοντος καί καιρού επιτρέποντος· αν θέλει ο Θεός και επιτρέψουν οι συνθήκες. Π.χ. Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος βα πραγματοποιή­ σουμε την εξόρμηση στα ελληνικά νησιά. Πρβλ. Ευριπ., βυέστ., απόσπ., 397. Λατ.: «όεο νοΙεηΙε» (= θεοϋ θέλοντος).

θ ε ο ϋ πορίζοντος κολως· αν ο Θεός δώοει εύνοια // με την εύνοια του Θεού. Π. χ. Θεού πορίζοντος καλώς θα αυξηθούν α εξαγωγές μας. θεράπων ιατρός· ο γιατρός που θεραπεύει· ο γιατρός που νοση­ λεύει (την οικογένεια)· ο οικογενειακός γιατρός. Π.χ. Την περίθαλψη ανέλαβε ο θεράπων ιατρός. θεράπων τής Θέμιδος· νομοόιδάοκαλος· δικηγόρος // νομομαθής. Π.χ. Ο καθηγητής υπήρξε σπουδαίος θεράπων της Θέμιδος. Η Θέμις ήταν, κατά την ελληνική μυθολογία, θεά της όικαιοούνης. θεράπων τών Μουσών* ο ασχολούμενος με τις τέχνες των Μου­ σών, δηλαδή με την ποίηση, τη μουσική, τον χορό κτλ. * 'Η με τη μορφή «θεράπων των γραμμάτιον» ή «θεράπων των τεχνών» με τις α-ντίοτοιχες σημασίες. θέρους μεσοϋντος·* κατά το μέσο του καλοκαιριού. Π.χ. Θέρους μεσούντος άδειασε η πόλη. * Η με τη μορφή: «μεοσϋντος τοϋ θέρους». θέσει·* εξαιτίας της θέσης· από τη θέση. Λέγεται συνήθως για ιδιότητα, η οποία αποκτάται α π ό κάποιον ή α π ό κάτι. Π.χ. Είναι θέσει ισχυρός. Πρβλ. αντίθ.: «φύσει». * Συνηθίζεται στις φράσεις «θέσει μακρό φωνήεν», «θέσει μακρά συλλα­ βή», «θέσει πατήρ» (= θετός πατέρας), «θέσει και φύσει οχυρά» κ.ά. θετέον* ας υποτεθεί· υποθέτουμε ότι· ας τεθεί ότι. Π.χ. Θετέον ότι χάνουμε το κεφάλαιο μας· τι γίνεται τότε; * Ενν.: «έστί». θέτω είς ένέργειαν χρησιμοποιώ· κινητοποιώ. Π.χ. Έθεσε εις ένέργειαν άλλα δύο οχήματα της πυροσβεστικής υπηρεσίας. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης.

θέτω είς έ φ α ρ μ ο γ ή ν εφαρμόζω. Π.χ. Ο νόμος ετέθη εις έφαρμογήν. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. θέτω είς τό περιθώριον περιθωριοποιώ· βάζω οτην άκρη· απο­ μακρύνω // (για ανθρώπους) υποσκελίζω. Π.χ. α) Η αίτηση ετέθη εις το περιθώριον. β) Έθεσε εις το περιθώριον τον καλύτερο υπάλληλο. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. θέτω έπί ποδός πολέμου· κηρύσσω σε κατάσταση πολέμου // ε­ πιστρατεύω. Π.χ. Ο Πρόεδρος έθεσε επί ποδός πολέμου τη χιόρα. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. θέτω έπί τάπητος· βλ.: «έπί τάπητος». θέτω κατά μέρος· παραμερίζω // απομακρύνω. Π.χ. Έθεσαν κατά μέρος τις διαφορές τους. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. θέτω πρό τών ευθυνών* (κατά λέξη) βάζω (κάποιον) μπροστά οτις ευθύνες του // (μτφ.) υπενθυμίζω τις ευθύνες· προειδοποιώ. Π.χ. Η αντιπολίτευση ε'βεσεπρο τωνει/^νώντσυ τον πρωθυπουρ­ γό. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. * Στην παθητική φωνή: «τίθεμαι πρό τών ευθυνών» με την αντίσταχη σημασία. θέτω υπό άμφισβήτηοιν αμφισβητώ. Π.χ. Θε'τω υπό αμφισβήτηαιν τα όσα λες. Φράοη της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής ίκ φράσης.

θέτω ύ π ό σ υ ζ ή τ η σ ι ν θέτω (θέμα) γ ι α να συζητηθεί. Π.χ. Έθεσε υπό συζήτησιν το α ί τ η μ α του. θέτω ύπ' δψιν εφιστώ την προσοχή. Π.χ. Θέτω υπόψιν σου το ενδεχόμενο να σου κατάσχουν το σπίτι. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. θίγω είς τά καίρια* προσβάλλω τα πιο ευαίσθητα μέρη του σώ­ ματος // (μτφ.) προσβάλλω ανεπανόρθωτα την αξιοπρέπεια (κά­ ποιου)· θίγω τη φιλοτιμία. Π.χ. Με τις συκοφαντίες του με έθιξεν εις τα καίρια. «Τα καίρια» είναι τα πιο ευαίσθητα μέρη του σώματος, των οποίων η προσβολή μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες. θοΰ, Κύριε, φυλακήν τφ στόματί μου· βάλε. Κύριε, φραγμό στο στόμα μου· κλείσε. Κύριε, το στόμα μου (για να μην εξέλθει κα­ κός λόγος) // Κύριε, φύλαξε με γ ι α να μην κακολογήσω. Π.χ. Θα σου έλεγα τώρα τίποτε, αλλά θου. Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ψαλμ., ΡΜ' 3: «θοϋ. Κύριε, φυ­ λακήν τω στόματί μου καί θύραν περιοχής περί τά χείλη μου». θυμιάμασιν άλλοτρίοις* με ξένα θυμιάματα // (μτφ.) με ξένους πόρους // με έξοδα άλλων. Π.χ. Δεν έβαλε μία δραχμή α π ό την τσέπη του· όλα έγιναν θυ­ μιάμασιν αλλοτρίοις. Η αρχαία αυτή στερεότυπη φράση δεν συνηθίζεται σήμερα. Επιβίωσε όμως με τη μορφή «με ξένα κόλλυβα». Πρβλ. Παυσ. Βοιωτ., 60, 1: «τοϋτό έστι τό ύπό Ελλήνων λεγόμενον θυμιάμασιν άλλοτρίοις τό θείον σέβεσθαι». Βλ. και Ιατρ. Πόθ., σελ. 272. θύραθεν παιδεία* η έξω (από τη χριστιανική) παιδεία· η αρχαία ελληνική παιδεία· η α ρ χ α ί α ελληνική γραμματεία· τα κλασικά γράμματα // η μη χριστιανική παιδεία· η ξένη οε σχέση με τον Χριστιανισμό παιδεία. Π.χ. Πολλοί είναι οι λάτρεις της θύραθεν παιδείας. Πρβλ. Αισχ. Επτά επί Θήδ., 67. Πρβλ.; «θύραθεν σοφία».

θύραθεν σοφία· η ξένη (σε σχέση με τη χριστιανική) σοφία· η αρ­ χ α ί α ελληνική σοφία· η μη χριστιανική σοφία. Π.χ. Οι εκκλησιαστικοί πατέρες ήταν συχνότατα γνώστες της θύραθεν σοφίας. Πρβλ.: «θύραθεν παιδεία». θύω είς τήν Άφροδίτην θυσιάζω στη θεά Αφροδίτη // (μτφ.) πα­ ραδίδομαι στις απολαύσεις της σάρκας // έχω σεξουαλικές ορμές. Π.χ. Η σύζυγος ζήτησε διαζύγιο με την αιτιολογία ότι ο σύζυγος διαρκώς έθυε εις την Αφροδίτην εν αγνοία της. Η Αφροδίτη ήταν η θεά της ομορφιάς και του έρωτα. θύω είς τόν Βάκχον θυσιάζω οτον θεό Βάκχο // (μτφ.) επιδίδο­ μαι σε οινοποσία· μεθώ. Π.χ. Χθες βράδυ η παρέα έθυσε εις τον Βάκχον. Ο Βάκχος, γιος του Δία και της Σεμέλης, ήταν ο θεός του κρασιού. θύω καί άπολλύω·* θυσιάζω και εξολοθρεύω//(μτφ.) καταστρέ­ φω και εξοντώνω· καταστρέφω τα πάντα· είμαι πανούργος και αδίστακτος· παρεκτρέπομαι στο έπακρο. Π.χ. Τώρα που απέκτησε δύναμη θύει και απολλύει. Πρβλ Ιω., Γ 10. * Συναντάται και με τις μορφές: «θύω καί άπολ(λ)ύω», «άνθρωπος τοϋ θϋσαι καί άπολέσαι».

I ϊδε ό ά ν θ ρ ω π ο ς · * δες ο άνθρωπος- να ο άνθρωπος· να σε ποια άθλια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος. Π.χ. Ιδε ο άνθρωπος μετά τη σοβαρή επέμβαση στην οποία υπε­ βλήθη. Τη φράση αυτή είπε ο Πιλάτος στους Ιουδαίους, βγάζοντας τον Ιησού Χριστό έξω από το πραιτώριο και δείχνοντας τον οτο εξαγριωμένο πλήθος να φέρει ακάνθινο στεφάνι και κόκκινο μανδύα. Πρβλ. Ιω., ΙΘ' 5-6: «έξηλθεν ούν ό Ίησοϋς έξω φορών τόν άκάνθινον στέφανον καί τό πορφυροϋν ϊμάτιον, καί λέγει αύτοϊς- ίδε ό άνθρωπος». Η φράοη ενέπνευσε πολλούς ζωγράφους (Ντύρερ, Ρέμπραντ, Τιτσιάνο κ.ά.), να ζωγραφίσουν τον Χριστό με χλαμύδα και στεφάνι. Οι πίνακες αυτοί έφεραν τον τίτλο: «εοοβ Ηοιτιο». Πρβλ. τον τίτλο του έργου Ιδού ο άνθρωπος του Ανδρέα Αασκαράτου. * Συναντάται και με τη μορφή: «ίδοϋ ό άνθρωπος». Λατ.: «βοοβ Ηοιηο». ίδίςι βο-υλήσει· με προσωπική επιθυμία· με αυτόβουλη ενέργειααυτοβούλως. Π.χ. Ο αξιωματικός ενέργησε ιδία δουλήοει. Πρβλ. συνών.: «οίκείι^ί βουλήοει». ίδίςι εύθΰνΐ)· με προσωπική ευθύνη. Π.χ. Μπορείς να το δανειστείς, αλλά ιδία ευθύνη. ίδίαις χερσίν με τα ίδια χέρια· με τα δικά μου χέρια. Π.χ. Μου φαίνεται παράξενο που δεν είναι εδώ το έγγραφο, α­ φού το έβαλα ε γ ώ ιδίαις χερσίν. ίδίαν άντίληψιν προσωπική αντίληψη. Π.χ. Δεν έχω ιόι'αναντίλί/ι/^ινπάνω στο θέμα. ίδίαις δαπάναις· βλ.: «ιδίοις άναλώμασιν».

ιδίοις ά ν α λ ώ μ α σ ι ν * με προσωπικά έξοδα" με προσωπικές δ α π ά ­ νες. Π.χ. Ανέλαβε τη διοργάνωση της πολιτιστικής εκδήλωσης ιδίοις άναλώμασιν. Η φράοη συναντάται οε εκδόσεις έργων των τελευταίων αιώνων και έκτοτε επικράτησε κυρίως στον προφορικό λόγο. * Ή σπανιότερα με τη μορφή: «ίδίαις δαπάναις». Λατ.: «δϋίδ 8υηιρ1ίί)υ5».

ιδίοις δμμασιν με τα ίδια του τα μάτια- ως αυτόπτης (μάρτυρας). Π.χ. Διαπίστωσε ιδίοις όμμασιν την παρατυπία. ίδοϋ δόξης στάδιον λαμπρόν-* να πεδίο εξαίρετο για ένδοξους αγώνες- να πεδίο ιδιαίτερα κατάλληλο για αγώνες και εγκώμια. Λέγεται κυριολεκτικά και μεταφορικά. Π.χ. Εγκαινιάστηκε το νέο ολυμπιακό στάδιο" ιδού δόξης στά­ διον λαμπρόν. * Ή με τη μορφή: «στάδιον δόξης καί δράσης λαμπρόν». ίδοϋ ή Ρόδος, ίδοϋ καί τό πήδημα" να η Ρόδος να και το πήδη­ μα // (μτφ.) επανάλαβε το" σου δίνεται η ευκαιρία να το αποδεί­ ξεις· απόδειξε το. Η φράση χρησιμοποιείται απευθυνόμενη σε κάποιον ο οποίος υπε­ ρηφανεύεται για κάτι σπουδαίο που έπραξε, για κατορθώματα του παρελθόντος και καλείται τώρα να επαναλάβει τα κατορ­ θώματα, για να αποδείξει ότι όεν είναι ψεύτης. Π.χ. Μην μας παινεύεσαι ότι είσαι άριστος ποδηλάτης, απόδειξε το" ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Η φράση προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου Ανήρ κομπαστής. Κά­ ποιος «άθλιος» αθλητής του πεντάθλου ισχυρίστηκε ότι, όταν βρέθηκε στη Ρόδο, πέτυχε ένα εκπληκτικό άλμα και επικαλέστηκε ως μάρτυρες κάποιους Ροδίτες που ήταν παρόντες. Τότε ένας από τους παρευρισκό­ μενους του είπε: «"Αλλ", ώ ούτος, εί τοϋτο αληθές έστι, ουδέν δει σοι μαρτύρων αύτοϋ γάρ καί "Ρόδος καί πήδημα». Δηλαδή, όπως επισημαίνει ο Αίσωπος « ών πρόχειρος ή δι" έργων πεί­ ρα, περί τούτων πάς λόγος περιττός έστι» (εκεί που είναι πρόχειρη με έργα η απόδειξτ), τα λόγια είναι περιττά). Πρβλ. Αισώπου Μύθοι, αριθμ. 51: Ανήρ κομπαοτής ίδοϋ ό άνθρωπος" βλ.: «ίδε ό άνθρωπος».

ίδοϋ ό ν υ μ φ ί ο ς έρχεται· να ο νυμφίος έρχεται // έρχεται ο άνθρω­ πος που θα καθορίοει το αποτέλεσμα. Π.χ. Επενέβη ο πρόεδρος, για να αποφασίσει για τα αιτήματα των α π ε ρ γ ώ ν ιδού ο νυμφίος έρχεται. Πρβλ. ΚΕ' 6: «μέοης δέ νυκτός κραυγή γέγονεν ίδοϋ ό νυμφίος έρχε­ ται, έξέρχεοθε είς άπάντησιν αύτοϋ». ϊδωμεν θα δούμε· να περιμένουμε να δούμε· ας δούμε. Π.χ. Δεν ξέρω τι θ' αποφασίσω· ϊδωμεν. ίέρεια της Αφροδίτης· ιερόδουλη· πόρνη. Π.χ. Η σεσημασμένη κακοποιός υπήρξε και ιέρεια της Αφροδί­ της Βλ. και «θύω είς τήν "Αφροδίτην». ίθϋνουσα τάξις· η τάξη που κατευθύνει // η τάξη που έχει (άμεσα ή έμμεσα) την εξουσία. Π.χ. Απαλλάσσεται α π ό τους νέους φόρους, ως συνήθως, η ι­ θύνουσα τάξις. ίθϋνων νους· ο νους που κατευθύνει // (μτφ.) άνθρωπος με ιδιαίτε­ ρες ικανότητες. Π.χ. Ο προϊστάμενος υπήρξε ο ιθύνων νους της εταιρείας μας. ίλεως γενοϋ· γίνε ευσπλαχνικός· γίνε συμπονετικός. Π.χ. Θα σε ξεχρεώσω πολύ σύντομα· ίλεως γενού. Φράοη γνωστή από τις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Ωστόσο πρωτοσυναντάται στο έργο του μεγάλου ποιητή Αρχίλοχου, που έζησε τον 7ο π.Χ. αιώνα με τη μορφή: «ίλεως γενεϋ». Πρβλ. Αηΐ. Εγτ, σελ. 11. ιμάτιοV Αντισθένους· ρούχο του Αντισθένη. Η φράοη χρησιμοποιείται με τρόπο ειρωνικό, για να χ α ρ α κ τ η ­ ρίσει κάποιον που θεωρεί τον εαυτόν του ταπεινό, ενώ όεν είναι, κάποιον που υπερηφανεύεται για την «ταπεινοφροσύνη» του. Π.χ. Λέει ότι είναι καλός γιατρός, αλλά μάλλον για ιμάτιον Αντι­ σθένους πρόκειται.

ί μ α τ ί φ τό π ϋ ρ περιστέλλεις· προσπαθείς να περιορίσεις τη φ ω ­ τιά σκεπάζοντας τη με το ρούχο // (μτφ.) επιτυγχάνεις αντίθετο αποτέλεσμα // ματαιοπονείς. Π.χ. Προσπαθείς να τον ηρεμήσεις με τις φωνές· ιματίω το πυρ περιστέλλεις. Πρβλ. ουνών.: «έλαίφ πϋρ οβεννύεις». ίνα μή τι αλλο·* για να μην (πω) τίποτα άλλο. Π.χ. 7να μη τι άλλο, αυτό το έθνος είναι η μάστιγα της ανθρωπό­ τητας. Πρβλ.: «άν μή τι άλλο». * Ενν.: «εϊπω». ίνα μή τυχόν για να μην τύχει και. Π.χ. Πάρε τα μέτρα σου, ίνα μη τυχόν προβεί σε έφεση. ιοβόλος όφις· φίδι που ρίχνει δηλητήριο· φαρμακερό φίδι // (μτφ.) πονηρός· κακόβουλος. Π.χ. Αποδείχθηκε για την εταιρεία μας ιοβόλος όφις. Πρβλ.; «όφις ό κατηραμένος». ϊσος πρός ίσον ίσος με ίσο· ισότιμος προς ισότιμο. Π.χ. Αν και προϊστάμενος, του συμπεριφέρθηκε ως ίσος προς ίσον. Πρβλ. Σοφ. Αντιχ., 141-142. ί'σταμαι έπί ξυροϋ ακμής· βλ.: «έπί ξυροϋ ακμής». ΐοταμαι παρά τό πλευρό ν είμαι στο πλευρό // (μτφ.) είμαι προ­ στάτης- είμαι υποστηρικτής // είμαι οπαδός. Π.χ. Η αντιπολίτευση ίσταται παρά το πλευρόντων εργαζομένων. ιστός τής Πηνελόπης· υφαντό της Πηνελόπης//(μτφ.) ατελείω­ το έργο // εργασία δίχως αποτέλεσμα. Η φράση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα έργο το ο­ ποίο προχωρεί με αργό ρυθμό ή που δεν τελειώνει ποτέ, συνήθως σκόπιμα. Π.χ. Η υ π ο γ ρ α φ ή σύμβασης για την κατασκευή του αεροδρο­ μίου κατάντησε ιστός της Πηνελόπης.

Η Πηνελόπη, η γυναίκα του Οδυσοέα, για να αποφύγει να επιλέξει μνη­ στήρα, υποσχέθηκε ότι θα κάνει την επιλογή της όταν τελειώσει την ύφανση του σαβάνου του Λαέρτη. Λυτή όμως παρέτεινε την προθεσμία επιλογής καταστρέφοντας τη νύχτα ό,τι ύφαινε την ημέρα. ισχύς μου ή αγάπη τοϋ λαοϋ μου· η δύναμη μου (είναι) η α γ ά π η του λαού μου· η δύναμη μου έχει λαϊκό έρειομα. Π.χ. Με την παρότρυνση του πλήθους έβγαλε λόγο· ισχύς μου η αγάπη τον λαού μον. Η φράση καθιερώθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο τον Α' και υπήρχε στο έμβλημα της δεύτερης ελληνικής δυναστείας. ϊτε, παίδες Ελλήνων εμπρός, παιδιά των Ελλήνων. Π.χ. Ο Πρόεδρος κήρυξε γενική επιστράτευση· ι'τε, παίδες Ελλή­ νων. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Αισχ. Πέρα., 402; « ώ παίδες Ελ­ λήνων, ΐτε». ίχθύν νήχεσθαι διδάσκεις· μαθαίνεις στο ψάρι να κολυμπά // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Κακώς απέρριψες τη συμβουλή του γιατρού ο ο ν ιχθνν νή­ χεσθαι διδάσκεις; Βλ. συνών.; «άετόν ίπτασθαι διδάσκεις», «δελφίνα νήχεσθαι διδά­ σκεις».

ιχθύς έκ τής κεφαλής όζειν άρχεται· το ψάρι αρχίζει να μυρί­ ζει α π ό το κεφάλι. Η αρχαία αυτή παροιμία λέγεται σπάνια. Παρατίθεται επειδή συνηθί­ ζεται στη νεοελληνική με τη μορφή «το ψάρι από το κεφάλι βρωμάει». ιώβειος υπομονή· υπομονή όπως του Ιώβ· ανεξάντλητη υπομονή. Π.χ. Κατά τη διάρκεια της ασθένειας του έδειξε ιώδειον νπομονή. Πρβλ. Ιώβ, Α'. Πρβλ.; «όνειος υπομονή».

κ κ α δ μ ε ί α νίκη· νίκη όπως της Καδμείας· νίκη ολέθρια και για τον νικητή, όπως και για τον ηττημένο. Π.χ. Γλύτωοε το παιδί του, αλλά ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά· καδμεία νίκη. Η Καδμεία ήταν η μία πόλη που έκτιοε ο Κάδμος, όταν ήρθε στη Βοιω­ τία (η άλλη ήταν η Θήβα). Καδμεία ονομαζόταν και η ακρόπολη της Θήβας. Η φράοη προήλθε από τη νίκη του Ετεοκλή (γιου του Οιδίποδα, βασιλιά των Θηβών) εναντίον του αδελφού του Πολυνείκη, ο οποίος ξεκίνησε τον πόλεμο των Επτά επί Θήβας. Στον πόλεμο αυτό τα δύο αδέλφια σκότωσαν ο ένας τον άλλον σε μονομαχία. Πρβλ. Ηροδ., I 167. Πρβλ. ουνών. φράση: «πύρρειος νίκη». καθ' α εϊπομεν σύμφωνα μ' όοα είπαμε. Π.χ. Να ενεργήσεις καθ' α εϊπομεν. καθαρά τή καρδίί?ι· με καθαρή καρδιά // έντιμα. Π.χ. Εργαζόταν καθαρά τη καρδία. καθαρτήριον πϋρ· βλ. «είς τό πύρ τό καθαρτήριον». καθ' εαυτόν μόνος· ξεχωριστός. Π.χ. Αυτός καθεαυτόν ο άνθρωπος δεν αποτελούσε πρόβλημα· η οικογένεια του συμπεριφερόταν άσχημα. καθ' έαυτοϋ· ακριβώς· κυρίως· εντελώς. Π.χ. Λεν είναι πρακτικός· είναι καθεαυτού γιατρός. καθ' έκάστην* κάθε μια (ενν. μέρα)· καθημερινά. Π.χ. Του το επαναλάμβανε καθ' εκάοτην. * Ενν.: «ήμέραν».

κ α θ ' έξης· με τον ακόλουθο τρόπο' κ α τ ' αυτό τον τρόπο' έτοι. Π.χ. Θα ενεργηθείς καθεξής. Πρβλ. ουνών: «ώς έξης». καθ' έ'ξιν από συνήθεια (επίκτητη)· από εθισμό· από συχνή επα­ νάληψη. Π.χ. Στα νιάτα του ήταν ταχυδρόμος και καθ' έξι ν βαδίζει δύο χιλιόμετρα τη μέρα. Πρβλ. αντίθ.: «κατά φύοιν». καθεστηκυία τάξις· πολιτική ή κοινωνική πραγματικότητα // πο­ λιτικό σύστημα // η εκάστοτε πραγματικότητα. Π.χ.Η καθεστηκυία τάξις ανακουφίστηκε α π ό την καταστολή της εξέγερσης. Λατ.: « δ ί α ΐ υ ςιιο», από τη φράση: « ί η 5ΐ3ΐυ ςυο 3 η 1 β » . Λέγεται συνή­ θως και « 5 ΐ 3 ΐ υ 5 ςιιο». καθεύδει ύπό μανδραγόραν* κοιμάται υπό την επίδραση μαν­ δραγόρα // κοιμάται πολύ βαθιά // κοιμάται πολλή ώρα // (μτφ.) αγνοεί τα κοινά πράγματα. Π.χ. Του φωνάζουν για πολλή ώρα να ξυπνήσει, αλλ' αυτός κα­ θεύδει υπό μανδραγόραν. Μανδραγόρας: φυτό της οικογένειας των σοφλανιδών. Ονομάζεται και καλάνθρωπος (η ρίζα του μοιάζει με ανθρώπινα σκέλη). Ενα από τα πέντε είδη του (ο μανδραγόρας ο φαρμακευτικός) έχει υπνωτικές και αντιοπασμωδικές ιδιότητες. Είναι γνωστό φυτό από την αρχαιότητα. Περιέχει ατροπίνη, σκοπολαμίνη, υασκιαμίνη και άλλες ναρκωτικές ου­ σίες. Η φράση αναφέρετα\ από τους περισσότερους αρχαίους παροιμιογράφους. * Η φράση εμφανίζεται και με τη μορφή: «ύπό μανδραγόραν καθεύδειν» ή και «έκ μανδραγόρου καθεύδει». Πρβλ. συνών.: «είς τάς άγκάλας τοϋ Μορφέως», «έπιμενίδειος ύπνος». καθ' ημάς·* σύμφωνα με μας· κατά τα δικά μας. Π.χ. Ανάλογα γεγονότα υπάρχουν και στην καθ' ημάς ιστορία. * Συνήθως με άρθρο: «ή καθ' ημάς» (= η δική μας, η ελληνική) στη φράση «ή καθ' ημάς ανατολή» κ.ά. καθ' δ' σύμφωνα μ' όσα· όπως. Π.χ. Πράξε καθ' ο συζητήσαμε.

καθ' ό δ ό ν στον δρόμο· με κατεύθυνση· στην πορεία. Π.χ. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι καθ' οδόνγια το σπίτι μου. Πρβλ. τον τίτλο του περιοδικού Καθ Όδόν, περιοδικής έκδοσης του Θε­ ολογικού Συνδέσμου. Λατ.:

«ίηΙβΓ

νίίΐηι».

καθ' οιονδήποτε τρόπον μ' οποιονδήποτε τρόπο· με κάθε τρόπο. Π.χ. Θα πρέπει να νικήσετε καθ' οιονδήποτε τρόπον. Πρβλ. συνών.: «παντί τρόπφ». καθ' όλα· ως προς όλα (ενν. τα θέματα). Π.χ. Είναι κ α θ ' ό Α α κύριος. καθ' ολοκληρίαν ολοκληρωτικά· τελείως· στο σύνολο· εντελώς. Π.χ. Η ομάδα μας επικράτησε καθ' ολοκληρίαν. Πρβλ. συνών.: «έξ ολοκλήρου». Λατ.: «οιηηίηιο» ή «ρίαπε». καθ' ομάδας· με ομάδες. Π.χ. Η λειτουργία του εργοστασίου ήταν υπόδειγμα της καθ' ο­ μάδας οργάνα)σης της παραγωγής. καθ' δν χρόνον στον χρόνο που- ενόσω· όσον καιρό· στο διάστη­ μα που. Π.χ. Του έκλεψαν το σπίτι καθ' ον;^ρόνον απουσίασε. Πρβλ. συνών.: «έν δαφ», «έφ' όσον». καθ' ΰλην αρμόδιος· ειδικός για το θέμα· ο ειδικά εντεταλμένος για το ζήτημα. Π.χ. Ο υπουργός τους παρέπεμψε στον καθ'ύλην αρμόόιονυφυ­ πουργό. καθ' ύπαγόρευσιν με υπαγόρευση· με εντολή· με παρότρυνση· με υπόδειξη· με συμβουλή. Π.χ. Ο δρόμος έκλεισε καθ' νπαγόρενοιντης τροχαίας. Συναντάται συνήθως στη φράση: «καθ' ύπαγόρευσιν τσϋ νόμου». καθ' ϋπαρ· στην πραγματικότητα· πραγματικά. Π.χ. Είδε το όραμα καθ' νπαρ. Βλ. αντίθ.: «κατ' δναρ».

κ α θ ' ύ π έ ρ β α σ ι ν με υπέρβαση // με παράβαση. Π.χ. Η κυβέρνηση πήρε αυτή την α π ό φ α σ η καθ' υπέρδασιντον συντάγματος. καθ' υπερβολήν υπερβολικά- σε υπερβολικό βαθμό- υπερβάλλο­ ντας. Π.χ. Καπνίζει καθ' υπερβολήν. καθ' "ύπνους· στον ύπνο- στη διάρκεια του ύπνου· οτ' όνειρο // (μτφ.) σε αδράνεια. Π.χ. Η διπλωματία μας πιάστηκε καθ' ύπνους. καθ' ύποβολήν με ξένη έμπνευση· με ξένη επιρροή. Π.χ. Η α π ό φ α σ η ελήφθη καθ' υποβολήν. καθ' ύπόδειξιν με υπόδειξη· με καθοδήγηση· με συμβουλή. Π.χ. Υπέβαλε δήλωση καθ' ύπόδειξιν τχ\ς υπηρεσίας. Σ-υναντάται ουνήθως οτις φράοεις: «καθ' ύπόδειξιν τοϋ αρμόδιου», «καθ' ύπόδειξιν τού νόμου». καθ' ύποτροπήν με επανεμφάνιση· με επανάληψη· επανειλημμέ­ να. Π.χ. Απολύθηκε για καθ' ύποτροπήνχλοπτ\. Η φράοη εμφανίζεται στη νομική ορολογία και δηλώνει την επανάλη­ ψη μιας αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο. Πρβλ. συνών.; «κατ' επανάληψιν», «έκ νέου», «έξ υποτροπής», «έν υ­ ποτροπή». καθώς πρέπει· όπως πρέπει- όπως ταιριάζει- (με άρθρο) ο ευγενήςαυτός που έχει ευγενική συμπεριφορά. Π.χ. Έ ν α ς καθωσπρέπει άνθρωπος φέρεται με σεβασμό. καί άμαρτίαν ούκ έχω· βλ.: «είπα καί έλάλησα, καί άμαρτίαν ούκ έχω». καί άνθ' ημών ό Γουλιμής· και αντί για μας ο Γουλιμής. Χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που προτιμάται και επιλέγε­ ται «άνθ' ημών» ασήμαντο πρόσωπο, αφανής αντίπαλος.

π.χ. Ο εργοδότης τον προήγαγε, ό π ω ς βλέπεις· και ανθ' ημών ο Γουλιμής. Η φράση ελέχθη από τσν Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Χ. Τρικούπης εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Μεσολογγίου το έτος 1865. Τριάντα χρόνια αργότερα (το 1895) έμελλε να χάσει τη βουλευτική του έδρα από κά­ ποιον άγνωστο και ασήμαντο αντίπαλο, ονόματι Γουλιμής. Τότε ο Χ. Τρικούπης αναφώνησε «καί άνθ' ήμων ό Γουλιμης». Πρέπει να σημειω­ θεί ότι έχασε την έδρα εξαιτίας του πολέμου λάσπης που εξαπέλυσαν οι αντίπαλοι του και εξαιτίας της γενικής κατακραυγής που εκδηλώ­ θηκε εναντίον του. Τότε αυτοεξορίστηκε οτη Γαλλία, όπου και πέθανε (Κάννες 1896). Βλ. και «δυστυχώς έπτωχεύσαμεν», «τίς πταίει;». καί δή· και μάλιστα· κυρίως. Π.χ. Φέτος αυξήθηκε το τουριστικό ρεύμα α π ό τις χώρες της Ευ­ ρώπης και δη α π ό την Αγγλία. καί είς ανώτερα·* και σε μεγαλύτερες (επιτυχίες). Π.χ. Μπράβο για την επιτυχία σου στο πανεπιστήμιο· και εις ανώτερα. Εκφράζει επιθυμία ή ευχή. * Ενν.: «επιτεύγματα». καί εξής· και μετά· και κατόπιν και εν συνεχεία. Π.χ. Βλέπε το κεφάλαιο πέντε και εξής. Βραχ.: «κ.ε.». Βλ. και «ούτω καθ' έξης». καί μή περαιτέρω· όχι άλλο πια· φτάνει πια· ως εδώ ήταν. Π.χ. Η κατάσταση έφτασε στο και μη περαιτέρω. Πρβλ.: «περαιτέρω» και «τό μή περαιτέρω». Λατ.: « η θ ο ρ1α8 υ1ΐΓ&».

καινά δαιμόνια·* νέες θεότητες // (μτφ.) νέες ιδέες· νεωτεριστικές θεωρίες· ανήκουστες απόψεις· πρωτάκουστες θεωρίες // ανατρε­ πτικές (για το κατεστημένο) ιδέες· επαναστατικές αντιλήψεις. Π.χ. Κάνε ό,τι σου λέει ο προϊστάμενος σου και (ΐην εισάγεις και νά δαιμόνια στην υπηρεσία. Πρβλ. Ξενοφ. Απομνημ., 1 1-2 και Πλάτ. Απολ. Σωκρ., 11. * Συνήθως στη φράοη; «εισάγει καινά δαιμόνια».

καί οντο) κ α θ ' έξης·* και έτσι στη συνέχεια· κ α τ ά τον ίδιο τρόπο έπειτα· και έτσι π α ρ α κ ά τ ω . Η φράση χρησιμοποιείται όταν α υ τ ά που παραλείπονται είναι σχεδόν ίδια με τα προηγούμενα. Π.χ. Στην α ρ χ ή θα κλέψει τους γονείς του, μετά κανέναν θείο του, μετά κανένα μαγαζάκι της γειτονιάς και ούτω καθεξής. * Βραχ.: «κ.ο.κ.». καί πλέον ού, ουδέν έτερον κι άλλο τίποτα· τίποτα παραπάνω. Π.χ. Αυτά είχα να σου πω ως συμβουλή και πλέον ου, ουδέν έτε­ ρον. καιρός παντί πράγματι· (υπάρχει) καιρός για κάθε πράγμα· κα­ θετί στον κατάλληλο καιρό· καθετί στον καιρό του. Π.χ. Δεν ήλθε η ώρα για άδεια· καιρός παντί πράγματι. Πρβλ. Εκκλ., Γ 1 και Γ 17. καιρός τού οπείρειν, καιρός τού θερίζειν καιρός για σπορά, καιρός για θερισμό // (μτφ.) κάθε πράγμα στον καιρό του. Π.χ. Υπάρχει χρόνος ακόμη για τις εξετάσεις· καιρός του οπεί­ ρειν, καιρός του θερίζειν. Βλ. παρεμφερή: «καιρός παντί πράγματι». καιρού έπιστάντος· όταν θα 'ρθει ο καιρός- στον κατάλληλο και­ ρόΠ.χ. Καιρού επιστάντοςθα σε επισκεφθώ. καιρφ τφ δέοντι· βλ.: «έν καιρώ τω δέοντι». καί σύ, τέκνον. Βρούτε· και σύ, παιδί μου. Βρούτε (ενν. προδότης). Η στερεότυπη αυτή φράση λέγεται σε φίλο ή συγγενή μας, ο ο­ ποίος συγκαταλέγεται σ' αυτούς που μας επιβουλεύονται. Η φρά­ ση υπονοεί γενικά τον προδότη που προσποιείται τον φίλο. Π.χ. Δεν το περίμενα αυτό α π ό σένα· και συ τέκνον, Βρούτε. Η φράση ειπώθηκε από τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα (100-44 π.Χ.), σπου­ δαίο Ρωμαίο πολιτικό και στρατηγό. Οταν ο Βρούτος (85-42 π.Χ.) απο­ γοητεύθηκε από την πολιτική του Καίσαρα -και επειδή πάντα μισούσε την αυθαιρεσία της εξουσίας- τέθηκε επικεφαλής (μαζί με τον Κάοσιο) της συνωμοσίας εναντίον του Καίσαρα. Η συνωμοσία εκδηλώθηκε μέ-

σα στη Σύγκλητο, στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. Όταν ο Καίσαρας είόε τον Βρούτο, απόρησε και είπε: «καί ού, τέκνον, Βρούτε». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βρούτος έχαιρε εκτίμησης από τον Καί­ σαρα (άλλωστε διατηρούσε ερωτική σχέση με τη μητέρα του Βρούτου), ο οποίος τον είχε διορίσει διοικητή της επαρχίας ΟΕ1113 €ίδ£ΐ1ρίη3 (βό­ ρειας Ιταλίας) και αργότερα πραίτορα. Η φράση ελέχθη στην ελληνική γλώσσα (κατά Σουητόνιο). Πρβλ. διιοΙοηίυδ Οαβεατ, 82. Λατ.: «Ιιι ςαοςαβ ίϊΐί» (= και συ τέκνον). καί τά λοιπά·* και τα υπόλοιπα. Η φ ρ ά ο η λέγεται για όσα παραλείπονται, επειδή εννοούνται εύ­ κολα. Π.χ. Φέρτε μαζί σας τις αιτήσεις, τις ταυτότητες, τις γνωματεύ­ σεις και τα λοιπά. * Βραχ.: «κτλ.», «κ.λπ.» (= και λοιπά). Λατ.: «εΐ οεΙβΓΕ». Βραχ.: «εΐο». καί τά τοιαϋτα·* και τα τέτοιου είδους- και τα τέτοια. Π.χ. Παράγουν σιτάρι, κριθάρι και τα τοιαύτα. καί τοϋτο ποιησαι κάκεϊνο μή άφιέναι· κι αυτό να γίνει κι εκείνο να μην παραληφθεί· και γι' αυτό να υπάρξει φροντίδα κι εκείνο να μην παραμεληθεί. Π.χ. Και τούτο ποιησαι κακείνο μη άφιέναι, δεν μου έμεινε σή­ μερα ελεύθερος χρόνος. Πρβλ. Ματθ., ΚΓ' 23: «Ούαί ύμϊν, γραμματείς καί Φαρισαίοι ύποκρι­ ταί, ότι άποδεκατοϋτε τό ήδύοσμον καί τόν άνηθον καί τό κύμινον, καί άφήκατε τά βαρύτερα τοϋ νόμου, τήν κρίσιν καί τόν έλεον καί τήν πί­ στιν ταϋτα δέ έδει ποιησαι κάκεϊνα μή άφιέναι». καί τυφλω δήλον και στον τυφλό είναι φανερό· κι ο τυφλός μπο­ ρεί να το δει // είναι ολοφάνερο. Π.χ. Το ότι μειώθηκε το τουριστικό ρεύμα και τνφλώ δήλον. καί φάσκει καί οϋ φάσκει· βλ.: «φάσκει καί αντιφάσκει». κακήν κακώς· με άσχημο τρόπο- άσχημα // όπως όπως- με δυσκο­ λία. Π.χ. Με την απεργία των λεωφορείων φθάσαμε κακήν κακακ στο σπίτι μας.

Πρβλ. Ευριπ. Τρωάδες, 1055-1057: «έλθοϋοα δ' "Άργος ώοπερ αξία κακώς / κακή θανείται καί γυναιξί σωφρονείν / πάσαισι θήσει». Επίοης Ευριπ. Μήδ., 805. Αριοτοφ. Πλούτ., 65, Σοφ. Οιδ. Τύρ., 248, Με­ νάν. Δύσκ., 138. κακής οιπ' αρχής γίνεται τέλος κακόν η κακή αρχή φέρνει και τέλος κακό. Π.χ. Δεν μας έφταναν οι άλλες οικονομικές δυσκολίες, τώρα μας έκαναν και έξωση· κακής απαρχής γίνεται τέλος κακόν. κακή τή μοίρςκ' εξαιτίας κακοτυχίας· δυστυχώς. Π.χ. Κακή τη μοίρα έπεσε έξω στις επιχειρήσεις του. Η φράοη λέγεται κυριολεκτικά. Σπάνια όμως και χλευαοτικά. Π.χ. Κακή τη μοίρα Αχιλλεϋς. κακοίς ομιλών καΐίτός έκβήαει κακός· συναναστρεφόμενος με κακούς και ο ίδιος θα γίνεις κακός· κάνοντας παρέα με φαύλους και συ θα γίνεις κακός. Π.χ. Πάψε τις συναναστροφές με ανθρώπους του υποκόσμου, γιατί κακοίς ομιλών καυτός εκβήσει κακός. Πρβλ. Μενάν. Γνώμαι Μονόατ., 21 Α. κακοί» κόρακος κακόν ώόν βλ.: «έκ κακού κόρακος κακόν ω­ όν». καλεί χελώνη τους βόας βραδΰποδας· χαρακτηρίζει η χελώνα τα βόδια βραδυκίνητα. Π.χ. Ό τ α ν ήσουν νέος έκανες χειρότερα α π ό α υ τ ό ν καλεί χελώ­ νη τους βόας βραόύποόας. Φράοη της αρχαιότητας αντίστοιχη με τη νεότερη: «είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα». καλή τή πίοτει· με καλή πίστη· καλόπιστα // καλοπροαίρετα· με διάθεση εμπιστοσύνης // καλόβουλα. Π.χ. Του δάνεισα καλή τη πίοτει ένα σημαντικό χρηματικό πο­ σό, το οποίο όμως αρνείται να μου επιστρέψει. Φράοη της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. Από τη φράση αυτή έχουν γεννηθεί πλήθος άλλων φράσεων, όπως: «καλη τη προθέοει» κ.ά. Αατ.: « ό ο η 3 Γιόβ».

κ ά λ λ ι σ τ ο ν έ ν τ ά φ ι ο ν ή βαοιλεία' ωραιότατο οάβανο είναι η βα­ οιλεία· είναι καλύτερα να πεθαίνει κάποιος οαν βασιλιάς. Π.χ. Ο καλλιτέχνης θα τραγουδά μέχρι να πεθάνει· κάλλίοτον εντάφιον η βασιλεία. Τη φράση αυτή είπε η αυγούστα Θεοδώρα στον σύζυγο της Ιουστινιανό κατά τη στάση του Νίκα (18 Ιανουαρίου 532), σώζοντας τον θρόνο, ενώ ο Ιουστινιανός ήταν αποφασισμένος να τον εγκαταλείψει. Μ" αυτό τον τρόπο η Θεοδώρα στάθτικε επάξια, ως αυγούστα, δίπλα στον αυτοκρά­ τορα. καλός κάγαθός· όμορφος και ενάρετος. Π.χ. Όλοι του φαίνονται καλοί καγαθοί καλούμαι υπό τά όπλα- βλ.: «καλώ ύπό τά όπλα». καλώς εχόντων τών πραγμάτων αν η κατάσταση είναι ικανο­ ποιητική· αν όλα πηγαίνουν θετικά· αν όλα είναι εντάξει. Π.χ. Καλώς εχόντων των πραγμάτων θα μπορέσω να οε επισκε­ φθώ. Πρβλ. ουνών.: «Θεοϋ θέλοντος καί καιροϋ επιτρέποντος». καλώ ύπό τά όπλα·* καλώ σε στρατιωτική υπηρεσία· επιστρα­ τεύω· στρατολογώ. Π.χ. Το υπουργείο Εθνικής Αμυνας καλεί υπό τα όπλα χιλιάδες νέους. * Συναντάται και στην παθητική φωνή με τη μορφή: «καλοϋμαι ύπό τά όπλα» με την αντίστοιχη σημασία. κάμπτω γόνν λυγίζω το γόνατο // (μτφ.) υποκύπτω· υποχωρώυποτάσσομαι- ενδίδω. Π.χ. Με την τακτική της αντιπολίτευσης η κυβέρνηση συνεχώς κάμπτει γόνυ. Πρβλ. Ρ.Ο., I 1064, Α (Κλήμης Ρώμης, Α, βιβλ. 8, κεφ. Α', Α): «καί έπτά χιλιάδων ϋπαρχουσων έν Ισραήλ αγίων, τών μή καμψάντων γόνυ τή Βαάλ, μόνος " Ηλίας έν αύτοϊς, καί ό τούτου μαθητής ' ΕλισσαΙος θαυ­ ματοποιοί γεγένηνται». καπνοί) σκιά· (μτφ.) ανάξιο λόγου γεγονός // ασήμαντο· τιποτί νιο. Π.χ. Η μομφή κατά του υπουργού αποδείχθηκε καπνού σκκί

κ ά ρ φ ο ς είς τά ό μ μ α τ α · * καρφί στα μ ά τ ι α / / ( μ τ φ . ) αντικείμενο πον προκαλεί ζήλεια, κακεντρέχεια ή φθόνο. Π.χ. Το πτυχίο του ήταν κάρφος εις τα όμματα των άλλων. * Ή με τη μορφή: «κάρφος οφθαλμοί» ή «κάρφος έν τφ όφθαλμφ». Πρβλ. Ματθ., Ζ' 3. κατά βάθος· στην ουσία· ουσιαστικά. Π.χ. Κατά βάθος είναι καλός άνθρωπος. κατά βάθος καϊ πλάτος· σε βάθος και σε πλάτος· από κάθε άπο­ ψη. Π.χ. Ανέλυσε το θέμα κατά βάθος και πλάτος. κατά βάσιν βασικά. Π.χ. Κατά βάσιν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη. κατά βούλησι^ν σύμφωνα με την επιθυμία· σύμφωνα με τη θέληση· προαιρετικά. Π.χ. Μπορείτε ν' αποχωρήσετε κατά βούλησιν. Πρβλ. συνών.: «κατά προαίρεσιν». Λατ.: «30 ΗΙίίΙυηι». κατά γενικήν όμολογίαν σύμφωνα με καθολική ομολογία· όπως ομολογείται α π ' όλους· όπως παραδέχονται οι περισσότεροι. Π.χ. Κατά γενικήν όμολογίαν είναι σπουδαίος άνθρωπος. Πρβλ. συνών.: «κατά κοινήν όμολογίαν». κατά γήν καί κατά θάλασσαν βλ.: «κατά ξηράν καί κατά θά­ λασσαν». κατά γής· στο έδαφος· κάτω· καταγής. Π.χ. Έ π ε σ ε καταγής. Παλαιότερα η φράση σήμαινε «κάτω από τη γη- μέσα στο έόαφος». κατά γράμμα·* σύμφωνα μ' ό,τι είναι γραμμένο· χωρίς ούτε την ελάχιστη παράλειψη· κατά λέξη. Π.χ. Εκανε ό,τι του είπε κατά γράμμα. Λατ.: «30 ΙίΙΐ6Γ3ΐτι».

* Συνηθίζεται και στη φράση: «κατά τό γράμμα τοϋ νόμου» (= νόμιμα).

κ α τ ά γ ω θ ρ ί α μ β ο ν κατορθώνω να θριαμβεύοω· πετυχαίνω θρίαμ­ βο· θριαμβεύω // νικώ. Π.χ. Κατήγαγε θρίαμβον στις εξετάοεις. Πρβλ. συνών.: «κατάγω νίκην». κατάγω κτύπημα· κατορθώνω πλήγμα. Π.χ. Ο αθλητής μας κατήγαγε κτύπημα εναντίον του αντιπάλου του. κατάγω νίκην κατορθώνω νίκη· πετυχαίνω νίκη· νικώ // θριαμ­ βεύω. Π.χ. Ο υποψήφιος βουλευτής κατήγαγε νίκην οτην περιφέρεια του. Πρβλ. συνών.: «κατάγω θρίαμβον». κατά δεύτερον ως δεύτερο // έπειτα· μετά. Π.χ. Κατά δεύτερον θα δείχνεις φιλοπονία. Πρβλ.: «κατά πρώτον». κατά διαδοχήν διαδεχόμενος ο ένας τον άλλον διαδοχικά. Π.χ. Κυβερνούσαν κατά διαδοχήν. κατά διαλείμματα* βλ.: «έκ διαλειμμάτων». κατά διάνοιαν* κατά τη σκέψη* κατά τον συλλογισμό // στη σκέ­ ψη. Π.χ. Τι έχει κ α τ ά διάνοιαν να πράξει, κανείς δεν γνωρίζει. Πρβλ.: «ουτε κατά διάνοιαν». κατά δύναμιν* σύμφωνα με τις δυνατότητες* σύμφωνα με τις δυ­ νάμεις* σύμφωνα με τις ικανότητες. Π.χ. Αντιμετώπισαν τον εχθρό κ α τ ά δύναμιν. Πρβλ.: «τό κατά δύναμιν». Λατ.: « ρ Γ Ο νίτίόυδ». κατά θάλασσαν* αναφορικά με τη θάλασσα* σε ό,τι αφορά τη θά­ λασσα* στη θάλασσα. Π.χ. Οι ένοπλες δυνάμεις μας υπερτερούν κατά θάλασσαν. Πρβλ.: «κατά ξηράν».

χητίΐιγιομός πυρός· ορμητική επίθεοη // (μτφ.) φραστικές επιθέο η ς πανταχόθεν. Π.χ. Καταιγισμόν πυρός δέχθψ,ε ο υπουργός Οικονομικών απ' όλους τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Στη στρατιωτική ορολσγία η φράση σημαίνει αιφνιδιαστική, ταυτόχρονη και συγκεντρωτική βολή πολλών πυροβολαρχιών κατά συγκεκριμένου στόχου. /ατ' αϊοθησιν σύμφωνα με την αίσθηση // με βάση τις αισθήσεις. Π.χ. Οι άνθρωποι συνήθως πιστεύουν μόνο στα κατ' αίσθησιν αντιληπτά. χατ' αϊτησιν με αίτηση. Π.χ. Θα δοθούν νέα εκλογικά βιβλιάρια κατ' αϊτησιν των ενδια­ φερομένων. κατά καιρούς· κατά χρονικά διαστήματα. Π.χ. Μας επισκέπτεται κατά καιρούς. κατά κανόνα· συνήθως· κυρίως· γενικά. Π.χ. Είναι κατά κανόνα ψεύτης. κατά κεφαλήν κατά κεφάλι· κατ' άτομο. Π.χ. Φέτος το κατά κεφαλϊ/ν εισόδημα θα είναι κατά πολύ μειω­ μένο σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό. κατά κοινήν όμολογίαν όπως είναι κοινά αποδεκτό· όπως πα­ ραδέχονται όλοι. Π.χ. Οι εργαζόμενοι κατά κοιντ/νομοΛογία ν αντιμετωπίζουν πρό6λημα επιβίωσης. Πρβλ. συνών.: «κατά γενικήν όμολογίαν». κατ' άκολουθίαν ως αναγκαίο επακόλουθο // επομένως· συνεπώς. Π.χ. Μετά από όοα ελέχθησαν, το συμπέρασμα είναι κατ' ακοΧονθίαν θετικό. κατά κόρον*· μέχρι κορεσμού // σε υπερβολική ποσότητα // (μτφ.) σε υπερβολικό βαθμό· με τρόπο υπερβολικό // απόλυτα.

π.χ. Ασχολείται κατά κόρον με αθλητικά θέματα. * Κόρος: ουο. της αρχαίας από το ρ. κορέννυμι (= είμαι χορτάτος). κατά κόσμον αναφορικά με τον κόσμο· σύμφωνα με τον κόσμο· κοσμικά. Π.χ. Ήρθε και ο φίλος του, ο παπα-Χριστόδουλος, κατά κόσμον Κοσμάς. Συνήθως η φράοη αναφέρεται για κληρικούς που άλλαξαν το όνομα τους λαμβάνοντας την ιεροούνη ή τη μοναχική κουρά. Ενίοτε και για καλλιτέχνες ή συγγραφείς. κατά κράτος· σ' όλη τη δύναμη· ολωσδιόλου· τελείως· ολοσχερώς. Π.χ. Η εθνική ομάδα επικράτησε κατά κράτος. κατά κρημνών* προς τον γκρεμό // (μτφ.) προς επικίνδυνο ση­ μείο· προς την καταστροφή / / σ ε πνευματικό θάνατο· κ α τ ά δια­ βόλου. Π.χ. α) Είναι ολοφάνερη η κατά κρημνών πορεία της οικονο­ μίας. β) Η επιχείρηση βαίνει κατά κρημνών. Πρβλ. Πλάτ. Νόμοι, 9443. * Συνήθως με τις μορφές: «βαίνει κατά κρημνών» (= βαδίζει προς τον γκρεμό), «φέρεται κατά κρημνών» (= οδηγείται προς τον γκρεμό). κατά κρίσιν άγαθοϋ ανδρός· σύμφωνα με εκτίμηση καλόψυχου ανθρώπου· με βάση την εκτίμηση απονήρευτου ανθρώπου. Π.χ. Κανονικά έφταιγε, αλλά ο γυμνασιάρχης τον έκρινε κατά κρίσιν αγαθού ανδρός. κατά κυριολεξίαν στην κυριολεξία· κυριολεκτικά· με ακριβολο­ γία. Π.χ. Θεωρείται κατά κυριολεξίαν δημόσιος κίνδυνος. κατά κύριον λόγον κυρίως. Π.χ. Αυτά που οου είπα μας ενδιαφέρουν κατά κύριον λ ό γ ο ν τα υπόλοιπα είναι λεπτομέρειες. κατά λάθος· λαθεμένα- από λάθος· κάνοντας λάθος. Π.χ. Κατά λάθος έφερε άλλο έγγραφο.

κ α τ ά λ ε π τ ό ν λεπτομερειακά. Π.χ. Περίγραψε μας κατά Αεπτσν τα συμβάντα. κατ' άλλην έκδοχήν σύμφωνα μ' άλλη εκδοχή· με βάση άλλη ερμηνεία· σύμφωνα μ' άλλη άποψη. Π.χ. Κατ' άλλην εκδοχήν πρόκειται για αρχαιότερη γ ρ α φ ή . κατά Λουκάν βλ.: «άπό τής εποχής τοϋ κατά Λουκάν». κατ' άλφαδητικήν σειράν με αλφαβητική σειρά. Π.χ. Να μπουν τα ονόματα κ α τ ' άλφαδητικήν σειράν. κατά μαχαιρών κυβιστ^ς*· πηδάς πάνω στα μαχαίρια // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Μην ανακινείς ζήτημα, διότι κ α τ ά μαχαιρών κυδιστάς. Ίσως επιβίωση της φράσης είναι η νεότερη «δίνεις γροθιά στο μαχαίρι». * Η πίπτεις. κατά μείζονα λόγον για έναν λόγο παραπάνω· πολύ περισσότε­ ρο. Π.χ. Λφού μάλιστα δεν σου επέστρεψε το προηγούμενο χρέος, κατά μείζονα λόγον δεν πρέπει να του ξαναδανείσεις. κατά μέρος* ιδιαίτερα· χωριστά· στην άκρη· παράμερα. Π.χ. Αφησε κ α τ ά μέρος όλα τ' άλλα και προσπάθησε να λύσεις αυτό το πρόβλημα. κατά μέσον όρον με μέσο όρο // οε σύγκριση ο ένας με τον άλλο. Π.χ. Η θερμοκρασία κ α τ ά τους θερινούς μήνες δεν ξεπερνά, κα­ τά μέσον όρον, τους 28 βαθμούς. κατά μέτωπον* μετωπικά // κατά πρόσωπο // κατά παράταξη. Π.χ. Ό τ α ν άκουσε τα δυσμενή σχόλια σε βάρος του, του έκανε κατά μέτωπον επίθεση. * Συναντάται και με τη μορφή: «μετωπηδόν». Λατ.: «ίηίβδΙίδ δϊ^ηίδ». κατά μήκος· σε μήκος // εκτεταμένα. Π.χ. Κ α τ ά μήκος της παραλίας υπάρχουν πολλά σκουπίδια.

κ α τ ά μ ή κ ο ς κ α ϊ κ α τ ά π λ ά τ ο ς · οε μήκος και οε πλάτος // εκτετα­ μένα· με κάθε λεπτομέρεια. Π.χ. Αναφέρθηκε οτην π ρ ο ο φ ο ρ ά του κ α τ ά μήκος και κατά πλάτος. κατά μόνας· ιδιαίτερα· μοναχικά· χωριστά· απομονωμένα. Π.χ. Διαβάζει κ α τ ά μόνας. Πρβλ. συνών.: «κατ" ίδίαν». κατ' ανάγκην αναγκαστικά· ανεξάρτητα από τις διαθέσεις. Π.χ. Σκέπτεται να παραβρεθεί στη δεξίωση κατ' ανάγκην. Πρβλ.: «έξ ανάγκης», «έν ανάγκη». κατ' άνάθεσιν με ανάθεση· με επιφόρτιση. Π.χ. Το έργο κ α τ ' ανάθεσινδιεκπεραιώνει η τεχνική εταιρεία. κατ' άναλογίαν αναλογικά- ισομετρικά. Π.χ. Μ α ς μοίρασε τα χρήματα κ α τ ' άναλογίαν. κατ' άνθρωπον σύμφωνα με την ανθρώπινη ικανότητα, δυνατό­ τητα. Π.χ. Θα ήταν καλό, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά όπως ξέρεις είναι κ α τ ' άνθρωπον αδύνατο. κατ' αντανάκλασιν με τρόπο παλινδρομικό· με αντανάκλαση· με τρόπο έμμεσο· όχι απευθείας· έμμεσα. Π.χ. Μάθαμε κ α τ ' αντανάκλασιν α υ τ ά που έπαθες. Πρβλ. συνών.: «έξ αντανακλάσεως». κατ' άντιβολήν με σύγκριση· με αντιπαράθεση. Π.χ. Κ α τ ' αντιόολι^ν το περιστατικό είναι όμοιο. Πρβλ. συνών.: «κατ' άντιπαράθεσιν». κατ' άντιδιαστολήν οε αντιδιαστολή- σε διάκριση. Π.χ. Τη δεύτερη περίπτωση σας την ανέπτυξα κ α τ ' αντιόιαστολτ;ν με την πρώτη.

κατ' ά ν τ ι μ ω λ ί α ν σε αντιπαράσταση. Π.χ. Ο ανακριτής, χωρίς να έχει πειστεί, ζήτησε την κ α τ ' άντι­ μωλίαν εξέταση του. Φράοη της νομικής ορολογίας που σημαίνει διεξαγωγή δίκης παρουοία όλων των διαδίκων (κατήγορου και κατηγορούμενου). Συναντάται οτις φράσεις «δίκη κατ' άντιμωλίαν», «ανάκριση κατ" ά­ ντιμωλίαν», «εξέταση κατ" άντιμωλίαν» κ.ά. Πρβλ. αντίθ.: «ερήμην». κατ' άντιπαράθεσιν με αντιπαράθεση· με αντιπαραβολή. Π.χ. Ο συνήγορος υπεράσπισης κέρδισε τις εντυπώσεις, αφού έφερε κ α τ ' άντιπαράθεσιν τους δύο μάρτυρες. Πρβλ. συνών.: «κατ" άντιβολήν». κατ' άντιπαράστασιν*· σε αντιπαράσταση· ευρισκόμενος ο ένας απέναντι οτον άλλο. Π.χ. Οι δύο μάρτυρες κατέθεσαν κ α τ ' άντιπαράστασιν. Φράση εύχρηστη στη νομική ορολογία που σημαίνει την ταυτόχρονη παρουοία και εξέταση προσώπων (μαρτύρων, κατηγορουμένων) των οποίων οι απόψεις διίστανται, ώστε να υπάρξει διαλεύκανση της υπό­ θεσης. * Από το ρ. αντιπαρίσταμαι. κατά ξηράν αναφορικά με τη στεριά· στη στεριά. Π.χ. Έ γ ι ν α ν ασκήσεις με π ρ α γ μ α τ ι κ ά πυρά α π ' τις κ α τ ά ξηράν ένοπλες δυνάμεις μας. Συν. συναντάται η φράοη: «κατά ξηράν καί κατά θάλασσαν». Πρβλ.: «κατά θάλασσαν». κατά ξηράν καί κατά θάλασσαν* στην ξηρά και στη θάλασσα· σ' όλα τα επίπεδα· παντού- σ' όλη την έκταση. Π.χ. Υπερτερούμε κ α τ ά ξηράν καί κατά θάλασσαν. * Συναντάται και με τη μορφή: «κατά γην καί κατά θάλασσαν». Λατ.:

«Ι&ττΆ

ΓηδΓίοιιιβ».

κατ' άξίαν άξια· αξιοκρατικά. Π.χ. Η επιλογή των υποψηφίων θα γίνει κ α τ ' αξίαν. Πρβλ. αντίθ.: «παρ' άξίαν». Λατ.:

«ρΓΟ ά ί § η ί ΐ 3 ( β » .

κ α τ ά π ά ν τ α · ο" όλα· σε καθετί. Π.χ. Είναι κατά πάντα κύριος. κατά πάντα δυνατόν συμπερασμόν βλ.: «κατάσυμπερασμόν». κατά παντός· ενάντια σε κάθε άνθρωπο· ενάντια οτον καθένα. Π.χ. Στο συγκεκριμένο ζήτημα κινήθηκε κατά παντός. κατά παντός υπευθύνου· ενάντια σε καθέναν που είναι υπεύθυ­ νος. Π.χ. Έ κ α ν ε μήνυση κατά παντός υπευθύνου. κατά παραγγελίαν βλ. «έπί παραγγελίςι». κατά παράδοσιν* σύμφωνα με την παράδοση· παραδοσιακά. Π.χ. Ακολουθούν αυτή την τακτική κατά παράδοσιν. * Συνήθως στη φράση: «ονομασία κατά παράδοσιν» κ.ά. κατά παραφθοράν με παραφθορά. Π. χ. α) Η Ί π π ο υ κρήνη ονομάστηκε κατά παραφθοράνίππσκρψ^. β) Η Θεσσαλονίκη κ α τ ά παραφθοράν λέγεται και Σαλονίκη. κατά παρέκβασιν με παρέκκλιση· με εκτροπή· λοξοδρομώντας // (μτφ. για συγγραφείς) με απομάκρυνση α π ό το κυρίως θέμα· (για ρήτορες) με πελαγοδρόμημα· πελαγοδρομώντας. Π.χ. α) Γράφει κατά παρέκβασιν. β) Στην ομιλία του κ α τ ά παρέκβασιν αναφέρθηκε στην προσφο­ ρά του οτην παράταξη. κατά παρέκκλισιν με παρέκκλιση· με εκτροπή. Π.χ. Ψηφίστηκε ο νόμος κ α τ ά παρέκκλισιν των κειμένων διατά­ ξεων. κατά παρέμβασιν με παρέμβαση· με επέμβαση. Π.χ. Το θέμα διευθετήθηκε κ α τ ά παρέμβασιν του ανωτέρου. κατά παρ(|ίδίαν· με κωμική απομίμηση // με γελοία απομίμηση. Π.χ. Έ χ ο ν τ α ς τα θέματα στην τσέπη έγραψαν κ α τ ά παρωόίαν εξετάσεις.

κ α τ ' ά ν τ ι μ ω λ ί α ν σε αντιπαράσταση. Π.χ. Ο ανακριτής, χωρίς να έχει πειστεί, ζήτησε την κ α τ ' άντι­ μωλίαν εξέταση του. Φράση της νομικής ορολογίας που σημαίνει διεξαγωγή δίκης παρουσία όλων των διαδίκων (κατήγορου και κατηγορούμενου). Συναντάται στις φράσεις «δίκη κατ' άντιμωλίαν», «ανάκριση κατ' ά­ ντιμωλίαν», «εξέταση κατ' άντιμωλίαν» κ.ά. Πρβλ. αντίθ.: «ερήμην». κατ' άντιπαράθεσιν με αντιπαράθεση- με αντιπαραβολή. Π.χ. Ο συνήγορος υπεράσπισης κέρδισε τις εντυπώσεις, α φ ο ύ έφερε κ α τ ' άντιπαράθεσιν τους δύο μάρτυρες. Πρβλ. συνών.: «κατ' άντιβολήν». κατ' άντιπαράστασιν*· οε αντιπαράσταση- ευρισκόμενος ο ένας απέναντι οτον άλλο. Π.χ. Οι δύο μάρτυρες κατέθεσαν κατ' άντιπαράστασιν. Φράση εύχρηοτη στη νομική ορολογία που σημαίνει την ταυτόχρονη παρουσία και εξέταση προσώπων (μαρτύρων, κατηγορουμένων) των οποίων οι απόψεις διίστανται, ώστε να υπάρξει διαλεύκανση της υπό­ θεσης. * Από το ρ. αντιπαρίσταμαι. κατά ξηράν αναφορικά με τη στεριά- στη στεριά. Π.χ. Έ γ ι ν α ν ασκήσεις με π ρ α γ μ α τ ι κ ά πυρά α π ' τις κατά ξηράν ένοπλες δυνάμεις μας. Συν. συναντάται η φράση: «κατά ξηράν καί κατά θάλασσαν». Πρβλ.: «κατά θάλασσαν». κατά ξηράν καί κατά θάλασσαν* στην ξηρά και στη θάλασσασ' όλα τα επίπεδα- παντού- σ' όλη την έκταση. Π.χ. Υπερτερούμε κατά ξηράν και κατά θάλασσαν. * Συναντάται και με τη μορφή: «κατά γην καί κατά θάλασσαν». Αατ.: «ΙΟΓΓΗ πΐ3Γίηιΐ6».

κατ' άξίαν άξια- αξιοκρατικά. Π.χ. Η επιλογή των υποψηφίων θα γίνει κατ' αξίαν. Πρβλ. αντίθ.: «παρ' άξίαν». Αατ.:

« ρ Γ ο όί^ηίΐβΐβ».

κ α τ ά π ά ν τ α · σ' όλα· σε καθετί. Π.χ. Είναι κ α τ ά ττάντα κύριος. κατά πάντα δυνατόν συμπερασμόν βλ.: «κατά συμπερασμόν». κατά παντός· ενάντια σε κάθε άνθρωπο· ενάντια οτον καθένα. Π.χ. Στο συγκεκριμένο ζήτημα κινήθηκε κατά παντός. κατά παντός υπευθύνου· ενάντια σε καθέναν που είναι υπεύθυ­ νος. Π.χ. Έ κ α ν ε μήνυση κ α τ ά παντός υπευθύνου. κατά παραγγελίαν βλ. «έπί παραγγελίςι». κατά παράδοσιν* σύμφωνα με την παράδοση· παραδοσιακά. Π.χ. Ακολουθούν αυτή την τακτική κατά παράδοσιν. * Συνήθιος στη φράση: «ονομασία κατά παράδοσιν» κ.ά. κατά παραφθοράν με παραφθορά. Π. χ. α) Η' Ιππου κρήνη ονομάστηκε κ α τ ά παραφθοράνίππσκρψη. β) Η Θεσσαλονίκη κ α τ ά παραφθοράν λέγεται και Σαλονίκη. κατά παρέκβασιν με παρέκκλιση· με εκτροπή· λοξοδρομώντας // (μτφ. για συγγραφείς) με απομάκρυνση α π ό το κυρίως θέμα· (για ρήτορες) με πελαγοδρόμημα· πελαγοδρομώντας. Π.χ. α) Γράφει κατά παρέκβασιν. β) Στην ομιλία του κατά παρέκβασιν αναφέρθηκε στην προοφο­ ρά του οτην παράταξη. κατά παρέκκλισιν με παρέκκλιση- με εκτροπή. Π.χ. Ψηφίστηκε ο νόμος κ α τ ά παρέκκλισιν των κειμένων διατά­ ξεων. κατά παρέμβασιν με παρέμβαση- με επέμβαση. Π.χ. Το θέμα διευθετήθηκε κατά παρέμβασιν τον ανωτέρου. κατά παρ()»δίαν· με κωμική απομίμηση // με γελοία απομίμηση. Π.χ. Έ χ ο ν τ α ς τα θέματα στην τσέπη έγραψαν κ α τ ά παρωδίαν εξετάσεις.

κ α τ ά π ά ο α ν π ι θ α ν ό τ η τ α · με κάθε πιθανότητα· με κάθε ενδεχό­ μενο· πολύ πιθανόν. Π.χ. Κατά πάσαν πιθανότητα θα έρθουν αύριο. κατά περιόδους· περιοδικά // οε αραιά χρονικά διαστήματα. Π.χ. Τον βλέπουμε κ α τ ά περιόδους. κατά περίπτωσιν σύμφωνα με την περίπτωση· ανά περιστατικό. Π.χ. Τα ζητήματα σας θα εξετασθούν κ α τ ά περίπτωσιν. καταπεταννύω τήν αύλαίαν* αφήνω να πέσει η αυλαία // κα­ λύπτω // (μτφ.) κρύβω' αποσιωπώ· σκεπάζω. Π.χ. Η κυβέρνηση καταπεταννύει τί^ν αυλαιαν για το σκάνδαλο των υποκλοπών. Πρβλ. αντίθ.: «αίρω τήν αύλαίαν». * Και με τη μορφή: «καταπετάννυται ή αυλαία» (= πέφτει η αυλαία). κατά πνεϋμα· πνευματικά· σύμφωνα με το πνεύμα. Π.χ. Είναι κ α τ ά πνεύμα αδέλφια. Συνήθως οτη φράση: «κατά πνεϋμα πατήρ» (= πνευματικός πατέρας). Γενικά χρησιμοποιείται σε διάκριση από τη φράση: «κατά σάρκαν». Πρβλ.: «κατά σάρκαν». κατά πόδας· στα πόδια // στο κυνήγι. Π.χ. Οι υπάλληλοι της τράπεζας, αφού δεν μπόρεσαν να συλλά­ βουν τον επίδοξο ληοτή, τον πήραν κατά πόδας. Πρβλ. Ηροδ., 5, 98, Θουκ., 3, 98 - 8, 17, Ξενοφ. Ελλ., 2, 1. Μερικές φορές η φράση έχει μεταφορική σημασία. Γνωστή είναι στη διπλωματική γλώσσα η «κατά πόδας τακτική» που σημαίνει την αντενέργεια. Π.χ. Το γεγονός συνδέεται με τη λογική της κατά πόδας αντα­ πόδοσης όλων των ελληνικών κινήσεων στην Κύπρο. Βλ. και «έπί ποδός», «παρά πόδα». κατ' αποκοπή ν (κυριολ.) με αφαίρεση // (ειδ.) προκαθορίζοντας τη συνολική αμοιβή για την εκτέλεση εργασίας. Π.χ. Θα σε πληρώσω κ α τ ' αποκοπήν. Όρος που χρησιμοποιείται στις συναλλαγές παροχής υπηρεσιών και δηλώνει τον τρόπο πληρωμής οε αντίθεση με την πληρωμή με βάση το ημερομίσθιο ή τη μονάδα.

κ α τ ά πολι3· σε μεγάλον βαθμό. Π.χ. Είναι κατά πολύ ανώτερος. κατ' απόλυτον έκλογήν με απόλυτη εκλογή· με ελεύθερη επιλο­ γή· με εκλογή χωρίς περιορισμούς. Π.χ. Διορίστηκε πρόεδρος του σωματείου κ α τ ' απόλυτον έκλο­ γήν κατ' άπομίμησιν με απομίμηση· με παραποίηση. Π.χ. α) Το νέο προϊόν κυκλοφορεί κατ' άπομίμησιν του προη­ γουμένου. β) Ο ζωγραφικός πίνακας έγινε κατ' άπομίμησιν του πρωτοτύ­ που. κατ' άπονομήν με απονομή· με απόδοση· απονέμοντας αμοιβή· με αποδοχή (συνήθως ηθικής) αμοιβής. Π.χ. Τον βαθμό του υπολοχαγού τον έλαβε ο Ολυμπιονίκης κατ' απονομήν. κατά προαίρεαιν προαιρετικά· χωρίς δέσμευση· με ελεύθερη βού­ ληση. Π.χ. Δηλώστε κατά προαίρεσιν έναν α π ό τους κλάδους. Πρβλ. συνών.: «κατά βούλησιν». κατά πρόσωπον πρόοωπο με πρόσωπο· κατάμουτρα- μετωπικά // χωρίς ενδοιασμούς. Π.χ. Ξαφνικά βρέθηκε κατά πρόσωπον με την πρώην σύζυγο του. κατά πρότασιν με πρόταση. Π.χ. Καταδικάστηκε με ελαφρυντικά κατά πρότασιν του δημό­ σιου κατήγορου. κατά προτίμησιν σύμφωνα μ' ό,τι εκτιμά κανείς περισσότερο // με ελεύθερη εκλογή· προτιμώντας· επιλέγοντας ελεύθερα. Π.χ. Κατά προτίμησιν θα το 'θελα σε κόκκινο χρώμα. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. Σχήμα «κατά προτίμησιν» είναι ένα ρητορικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο τα μέρη του λόγου μπαίνουν με τη σειρά σπουδαιότητας.

κ α τ α π ρ ώ τ ο ν π ρ ώ τ α πρώτα. Π.χ. Κατά πρώτον πρέπει να έρχεσαι οτην ώρα οου. Πρβλ.: «κατά δεύτερον». κατά πρώτον λόγον* πρώτα απ' όλα· κυρίως. Π.χ. Έ χ ε μαζί σου κατά πρώτον λόγον τχ\ν ταυτότητα σου. Πρβλ.: «κατά κύριον λόγον». * Ή «κατά πρώτιστον λόγον». κατ' άρέσκειαν όπως αρέσει· σύμφωνα με ό,τι ικανοποιεί· κατά προτίμησιν. Π.χ. Ο καθένας ντύνεται κ α τ ' άρέσκειαν. Πρβλ. συνών.: «κατά προτίμησιν». κατ' άρθρον* ανά άρθρο· άρθρο άρθρο. Π.χ. Ακολούθησε η κ α τ ' άρθρον ψήφιση του νομοσχεδίου. Κατά τη συνεδρίαση της βουλής γίνεται συζήτηση «κατ' αρχήν», δηλα­ δή αν πρέπει να γίνει αποδεκτό ένα σχέδιο νόμου ή όχι. Κατόπιν ακο­ λουθεί η «κατ' άρθρον» συζήτηση, οπότε εξετάζονται τα επιμέρους άρ­ θρα του νομοσχεδίου χωριστά. Πρβλ.: «κατ' αρχήν». * Προοδ. που δηλώνει επιμερισμό. κατ' άροιν και θέσιν* στο ανέβασμα και στο κατέβασμα (του χεριού). Όρος της αρχαιοελληνικής μετρικής αλλά και σύγχρονος μουσικός ό­ ρος που δείχνει την καταμέτρηση του χρόνου που αρχίζει με την κίνηση του χεριού προς τα πάνω (ανέβασμα-άροη) και τελειώνει με την κίνηση του χεριού προς τα κάτω (κατέβασμα-θέση). Οι δύο αυτές κινήσεις (άρ­ ση και θέση) είναι ισόχρονες. * Ενν.: «της χειρός».

κατ' αρχάς· αρχικά· πρώτον. Π.χ. Κατ' α ρ χ ά ς ηρέμησε και κατόπιν λέγε μου τι συνέβη. Πρβλ. ουνών.: «κατ' αρχήν». Λατ.: «3 ρΓΐηοίρίο».

κατ' αρχήν αρχικά // κατά βάση· στα βασικά μέρη· στα βασικά σημεία. Π.χ. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κ α τ ' αρχήν.

Τη φρ. «κατ' αρχήν» ακολουθεί ουνήθως το επίρρ. «κατόπιν» ή ο προοδ. «δεύτερον» ή «κατά δεύτερον». Πρβλ. συνών.: «κατ' αρχάς». Πρβλ.: «κατ' άρθρον», ουνών.: «έπί της άρχης». κατά σάρκα· σαρκικά· κατά την υλική φύση του ανθρώπου. Π.χ. Είναι κατά σάρκα αδελφός του. Πρβλ.: «κατά πνεϋμα». κατά σειράν σε σειρά. Π.χ. Μπείτε κ α τ ά σειράν. κατά σταγόνας· σταγόνα σταγόνα // λίγο λίγο. Π.χ. Τα νέα σκληρά μέτρα της κυβέρνησης έρχονται κ α τ ά στα­ γόνας. κατά συγκοπήν με συγκοπή // με αποβολή (ενν. γραμμάτων από το μέσο της λέξης). Π.χ. Σιτάρι και κ α τ ά σνγκοπήν στάρι. κατά συγκυρίαν κατά τυχαία σύμπτωση· συμπτωματικά. Π.χ. Γλύτωσε κ α τ ά συγκυρίαν μετά την ανατροπή του αυτοκι­ νήτου του. κατά συγχώνευσιν με συγχώνευση. Π.χ. Η ποινή του για τα δύο αδικήματα α π ό 12 και 18 μήνες έγινε κατά συγχώνευσιν 20 μήνες. κατά συμπερασμόν όπως θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς· σύμφωνα με την υποκειμενική αντίληψη. Π.χ. Ύ σ τ ε ρ α α π ό όοα βρέθηκαν στο σπίτι του, αυτός είναι κατά συμπερασμόν ο κλέφτης. Συνηθίζεται (σπανιότερα) και η στερεότυπη φράση: «κατά πάντα δυ­ νατόν συμπερασμόν» (= απ' όσο είναι δυνατό να συμπεράνει κανείς). Πρβλ. συνών.: «κατά τεκμήριον». κατά σΰμπτωσιν συμπτωματικά· τυχαία· απροσδόκητα. Π.χ. Το έ γ γ ρ α φ ο βρέθηκε κ α τ ά σύμπτωσιν. Πρβλ.: «έκ συμπτώσεως». Λατ.: «035υ» ή «ίοΠε».

κ α τ ά σ υ ν ά φ ε ι α ν με βάοη την ακολουθία· κ α τ ά ούζευξη. Π.χ. Το υπουργείο οχεδίαοε το πρόγραμμα οπουδών κατά συνά­ φεια ν με τη διδακτέα ϋλη. κατά συνέπειαν επομένως· συνεπώς. Π.χ. Κατά συνέπειαν η ανάρμοστη συμπεριφορά του μαθητή υ­ πήρξε η αιτία της αποβολής του. κατά σύνεσίν με σύνεση· με φρόνηση. Π.χ. Όλοι στο γραφείο εργάζονται κ α τ ά σύνεσιν. Για τη οημαοία του «κατά ούνεοιν» συντακτικού σχήματος πρβλ. «κατά τό νοούμενον». κατά συνέχειαν βλ.: «έν συνεχείςι». κατά συνείδησιν σύμφωνα με τη συνείδηση. Π.χ. Οι βουλευτές θα -ψηφίσουν κ α τ ά συνείδησιν. κατά συνθήκην με συνθήκη· με ρητή συμφωνία· με σιωπηρή συμ­ φωνία· κ α τ ά σιωπηρή παραδοχή. Π.χ. Συνήθως οι γειτονικοί λαοί είναι κατά συνθήκην φίλοι. Συνηθίζεται και με τις μορφές: «έκ συνθήκης», «διά συνθήκης». κατά συνθήκην ψεύδη· συμβατικά ψέματα· οι κοινωνικοί ψεύτι­ κοι θεσμοί· θεσμοί μη αποδεκτοί, αλλά ωστόσο ανεκτοί α π ό το κοινωνικό σύνολο, σαν να υπάρχει μυστική συμφωνία για την αποδοχή τους. Π.χ. Τα κ α τ ά συνθήκην ψεύδη δεν θα οε σώζουν διαρκώς. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Μαξ Νορντάου Τα κατά συνθήκην ψεύ­ δη. κατά συρροήν* σε συσσώρευση· σε σωρεία· σε πλήθος· με μεγάλο αριθμό. Π.χ. Διέπραξε αδικήματα κατά συρροήν. * Συνήθως στη φράση «κατά συρροήν εγκλήματα». κατά σύστημα· βλ.: «έκ συστήματος». κατά τά εικότα· βλ.: «κατά τό είκός».

κ α τ ά τά ειωθότα·* όπως συνηθίζεται- σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατεί. Π.χ. Η τελετή θα γίνει κατά τα ειωθότα. Το είωθός (μτχ. παρακ. του ρ. «έθω») σημαίνει συνήθεια. * Σπανιότερα χρησιμοποιείται και η μορφή: «κατά τό είωθός». Λατ.: «οχ δοΐίΐο». κατά τά θρυλούμενα· σύμφωνα μ' αυτά που διαδίδονται- σύμφω­ να με όσα λέγονται. Π.χ. Κατά τα θρυλονμενα πρόκειται για κακόβουλο άνθρωπο. κατά τάξιν όπως πρέπει // ιεραρχικά // σταδιακά. Π.χ. Ανέβηκε στην ιεραρχία κ α τ ά τάξιν. κατά τά συμπεφωνημένα· με βάοη τις συμφωνίες- έτσι όπως έχει συμφωνηθεί. Π.χ. Το χρέος οου θα εξοφληθεί κ α τ ά τα συμπεφωνημένα. Πρβλ. αντίθ.: «παρά τά συμπεφωνημένα». κατά ταϋτα· σύμφωνα μ' αυτά· έτσι. Π.χ. Ενεργήστε κ α τ ά ταύτα. κατά τεκμήριον όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς· σύμφωνα με τα πειστήρια. Π.χ. Είναι κ α τ ά τ ε κ μ φ ι ο ν ο ηθικός αυτουργός. κατά τήν μεσημβρίαν στη διάρκεια του μεσημεριού· το μεσημέρι // (ειρων.) πολύ αργά. Π.χ. Μας επισκέφτηκε κατά τ7/ν μεσημβρίαν. Πρβλ.: «έν πλήρει μεσημβρία», «έν μέοη ήμέρςι». κατά τι· σε κάποιον βαθμό· όχι πολύ· λίγο. Π.χ. Μ α ς βοήθησε κι αυτός κατά τι. κατά τινας· κατά τη γνώμη μερικών. Π.χ. Κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατο να επιτευχθεί συμφωνία· κατά τινάς άλλους εφικτό.

κ α τ ά τό δ έ ο ν ό π ω ς είναι ορθό· όπως είναι αναγκαίο· όπως πρέ­ πει. Π.χ. Έ π ρ α ξ ε το καθήκον του κ α τ ά το δέον. Πρβλ. συνών.: «κατά τό πρέπον», αντίθ.: «παρά τό όέον», «παρά τό πρέπον». κατά τό δή λεγόμενον όπως βέβαια λέγεται· ούμφωνα βέβαια με την επικρατούσα αντίληψη. Π.χ. Ο υπουργός είναι κατά το δη λεγόμενον δελφίνος. κατά τό δοκοϋν σύμφωνα με την προσωπική εκτίμηση· κατά την κρίση (του)· ό π ω ς ήθελε // αυθαίρετα· καταχρηστικά. Π.χ. Ο τέως διευθυντής έπαιρνε αποφάσεις κ α τ ά το δοκούν. Λατ.: «30 ρΐβοίΐιιιη». κατά τό δυνατόν όσο είναι δυνατό· όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις // όσο το δυνατό περισσότερο. Π.χ. Η α ν α π α λ α ί ω σ η θα γίνει κ α τ ά το ό υ ν α τ ό ν Πρβλ. συνών.: «όσον τό δυνατόν», «κατά δύναμιν», «τό κατά δύνα­ μιν». Λατ.: «υΐ ροΙεδΙ». κατά τό έθος·* κατά τη συνήθεια. Π.χ. Ο θρησκευτικός γάμος θα τελεστεί στο χωριό της νύφης κα­ τά το έθος. * Συνηθίζεται και η μορφή: «κατά τό άρχαϊον έθος». Λατ.: «ηιοΓε» ή «εχ οοηδυείυόΐηε». κατά τό εικός·* όπως είναι φανερό // όπως είναι εύλογο· όπως εί­ ναι λογικό. Π.χ. Ύστερα α π ό τις αντιδράσεις αυτές παραιτήθηκε κ α τ ά το εικός. Η αντίθ. φράση «παρά τό είκός» (= παράλογα) έχει πέσει σε αχρηστία. Πρβλ. συνών.: «ώς είκός». * Όμοια και στον πληθυντικό: «κατά τά εικότα» (= κατά τα φαινόμενα // εύλογα). Λατ.: «ιι( 3εςιιιΐΓη».

κατά τό είωθός· βλ.: «κατά τά ειωθότα».

κατα το ήμισυ- κατα το μιοο. Π.χ. Είναι δικό του κατά το ήμισυ. κατά τό κοινώς λεγόμενον- ούμφωνα μ' αυτό που λέγεται καθολι­ κά- όπως λέγεται α π ό τους πολλούς. Π.χ. Ευθύνεται ο πρόεδρος του σωματείου εργαζομένων, ο κατά το κοινώς λεγόμενον εργατοπατέρας. κατά τό μάλλον ή ήττον- κατά προσέγγιση- περίπου- λίγο ως πο­ λύ- ως έναν βαθμό- κατά κάποιον τρόπο- πάνω κάτω. Π.χ. Κατά το μάλλον ή ήττον ήταν ωφέλιμος για την εταιρεία τους. κατά τό μέτρον τοϋ δυνατοϋ- όοο είναι δυνατό. Π.χ. Θα σε βοηθήσω κατά το μέτρον του δυνατού. κατ' άτομον- (αναλογικά) στον καθένα- για καθέναν χωριστά. Π.χ. Θα δοθούν δύο κουβέρτες κ α τ ' άτομον. κατά τό νοούμενον- έτσι όπως εννοείται- όπως γίνεται αντιληπτό με τον νου. Π.χ. Ό σ α είπε είναι κατά το νοούμενον αποτέλεσμα πνευματικής σύγχυσης. Η φράση «σχήμα κατά τό νοούμενον» (ή κατά σύνεσιν) σημαίνει (συντακτ.) το σχήμα του λόγου κατά το οποίο η πλοκή του λόγου γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε η συμφωνία των όρων μιας πρότασης ρυθμίζεται από την έννοια και όχι από τον γραμματικό τύπο. Η φράση χρησιμο­ ποιείται σχεδόν μόνο για να δηλώσει το συντακτικό φαινόμενο. Π.χ. Πο­ λύς φίλαθλος κόσμος αποδοκίμασαν τους παίκτες. Επίσης: «άνακράζουσιν ή πόλις Σου, Θεοτόκε», «ο κόσμος κτίζουν εκκλησίες». κατά τό ορθόν- σύμφωνα με το ορθό // σωστά // δίκαια. Π.χ. Αποχώρησε α π ό τη διένεξη κατά το ορθόν. κατά τό παρόν- για τώρα // προσωρινά. Π.χ. Κατά το παρόν δεν έχω άλλες εκκρεμότητες. Πρβλ. ουνών.: «πρός τό παρόν», «έπί τοϋ παρόντος».

κατά τό π λ ε ί σ τ ο ν τις περισσότερες φορές· συνήθως- π α ρ ά πολΰ συχνά- στο μεγαλύτερο μέρος. Π.χ. Κατά το πλείστον είναι συγκαταβατικός. Πρβλ. συνών.; «έπί τό πλείστον», «ώς έπί τό πλείστον». κατά τόπους- τοπικά. Π.χ. Θα σημειωθούν κατά τόπους νεφώσεις. κατά τό πρέπον όπως πρέπει. Π.χ. Η συνεδρίαση έγινε κατά το πρέπον. Πρβλ. αντίθ.; «παρά τό πρέπον», συνών.; «κατά τό δέον». κατά τό σύνηθες- όπιος συμβαίνει συνήθως- σύμφωνα με τα συνηθι­ σμένα. Π.χ. Η υπηρεσία άργησε κατά το σύνηθες να απαντήσει στον πολίτη. Πρβλ. συνών.; «ώς συνήθως». κατά τό σωτήριον έτος- βλ.: «έν έτει σωτηρίφ». κατά τύχην- τυχαία- στην τύχη. Π.χ. Συναντήθηκε κατά τύχην μ' έναν παιδικό του φίλο. Λατ.; «ίοΠιιίΙο». κατ' αύτάς·* αυτές τις ημέρες- αυτή την περίοδο. Π.χ. Η καλοκαιρία θα συνεχισθεί κατ' αυτάς. * Ενν.; «τάς ημέρας». κατά φαντασίαν- στη φαντασία. Π.χ. Ό λ α α υ τ ά θα μπορούσαν να συμβούν μόνο κατά φαντα­ σίαν. κατά φαντασίαν ασθενής- οτη φαντασία του άρρωστος- που νο­ μίζει ότι είναι άρρωστος. Π.χ. Ο φίλος σου μου δίνει την εντύπωση του κατά φαντασίαν ασθενούς. Η φράση προέρχεται από το θεατρικό έργο του Μολιέρου Ο κατά φα­ ντασίαν ασθενής. Αξίζει να σημειωθεί ότι, την ώρα της παράστασης του έργου, ο Μολιέρος, που υποδυόταν τον «κατά φαντασίαν ασθενή»,

έπαθε κρίση σπασμού από κάποια φλεγμονή του στήθους και πέθανε λίγη ώρα αργότερα (17 Φεβρουαρίου 1673). Βέβαια η φράση χρησιμο­ ποιείται για κάποιον που νομίζει ότι είναι άρρωστος, ενώ στην πραγ­ ματικότητα είναι υγιής. κατά φΰσιν σύμφωνα με τη φύση· φυσιολογικά· φυσικά. Π.χ. Μετά την πυρκαγιά, το δάσος θα ξαναγίνει κ α τ ά φύοιν αλ­ λά ύστερα α π ό πολλά χρόνια. Η φράοη «κατά φύσιν» δεν είναι ιδιαίτερα εύχρηστη. Συνηθίζεται ό­ μως οτη φράση; «τό κατά φύσιν ζην» (= το να ζει κανείς με βάση τους νόμους της φύσης· η φυσική ζωή) που είναι παρεμφερής με το δόγμα των Στωικών «ομολογουμένως τη φύσει ζην». Πρβλ. αντίθ.; «παρά φύσιν». κατά φωνήν ταυτόχρονα με τη φωνή· ενώ γινόταν λόγος. Π.χ. Κατά φωνήν και ο φίλος οου. κατ' έγκλησιν ύστερα από καταγγελία // με μήνυση. Π.χ. Απαλλάοονται όσοι έχουν κ α τ ' ε'γκΑί/σινδιωχθεί για έκδο­ ση ακάλυπτων επιταγών. κατ' έθιμον κατά την παράδοση· κατά το έθιμο. Π.χ. Του έκαναν επίσκεψη κατ' έθιμον. κατ' έθος· από συνήθεια // κατά τη συνήθεια. Π.χ. Ακολουθούν κατ' έθος τις παραδόσεις. κατ' εικόνα καί καθ' όμοίωσιν με εμφάνιση (ίδια) και με ομοιό­ τητα // (μτφ.) όμοια με· α π α ρ ά λ λ α χ τ α · πανομοιότυπα // (σαν κατηγ. με άρθρο) ολόιδιος. Π.χ. Ο νέος εργοδότης συμπεριφέρεται κ α τ ' εικόνα και καθ' ομοίωαιν με τον προηγούμενο. Πρβλ. Γέν., Α 26-27. κατ' είσήγησιν με εισήγηση· ύστερα από πρόταση // με υπόδειξη. Π.χ. Θα συζητηθούν θέματα κ α τ ' ειαήγησιντον διευθυντή. κατ' έκλογήν με επιλογή· με εκλογή· με προτίμηση. Π.χ. Τα ποιήματα συγκεντρώθηκαν κ α τ ' έκλογήν.

κ α τ ' ε κ τ ι μ η σ ι ν με εκτίμηση. Π.χ. Αυτή είναι η γνώμη μου κ α τ ' εκτιμησιν της κατάστασης. κατ' ελάχιστον πολύ λίγο // καθόλου. Π.χ. α) Αναζητεί εργασία που να συνδέεται έστω και κ α τ ' ελάχι­ στον με το αντικείμενο σπουδών του. β) Μας βοήθησε κ α τ ' ελάχιστον* * Δηλ. δεν μας βοήθηαε καθόλου. κατ' έναλλαγήν εναλλακτικά· με τρόπο εναλλακτικό. Π.χ. Οι μηχανές λειτουργούν κ α τ ' εναλΑαγτ/ν. Πρβλ. ουνών.: «έκ περιτροπής». κατ' έντολήν με διαταγή· ύστερα από εντολή. Π.χ. Ό λ α συνέβησαν κατ' εντολήντον προϊσταμένου. κατ' έξαίρεσιν παρεκκλίνοντας από τα συνηθισμένα· όντας εξαί­ ρεση· εξαιρετικά· π α ρ ά το καθορισμένο· με εξαίρεση. Π.χ. Κατ' έξαίρεσιν σήμερα θα εργαστείς μία ώρα επιπλέον. Πρβλ.: «έξαιρέοει». κατ' έξακολούθησιν συνεχώς· εξακολουθητικά. Π.χ. Έκλεβε την υπηρεσία κατ' έξακολούθησιν. κατ' έξελληνισμόν με εξελληνισμό· εξελληνισμένα. Π.χ. Λέγεται Καρτέσιος κ α τ ' έξελληνισμόν του γαλλικού Ντεκάρτ. κατ' εξοχήν προπάντων κυρίως. Π.χ. Η χώρα μας είναι κατεξοχήν ορεινί]. Φράοη της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. κατ' επάγγελμα· έχοντας ως επιτήδευμα- ασκώντας οαν να ήταν επάγγελμα. Π.χ. Είναι κ α τ ' επάγγελμα ψεύτης. κατ' επανάληψιν οε επανάληψη· κάθε λίγο· κάθε τόσο· συχνά. Π.χ. Ενώ ανέφεραν κατ' επανάληψιν τη βλάβη, ωστόσο κανείς δεν τη διόρθωσε μέχρι τώρα.

κατ' έ π έ κ τ α σ ι ν σε επέκταση· σε διεύρυνση- πέρα α π ' το κανονι­ κό. Π.χ. Κατ' έπέκτασιν χ] δενδροφύτευση θα γίνει και στα σημεία που δεν κάηκαν. κατ' επιλογήν με επιλογή· επιλεκτικά· διαλέγοντας. Π.χ. Δεν θέλω κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο' θα αγοράσω κατ' επιλογήν. κατ' επιλογήν μεταξύ τών αρίστων βλ.: «άριστίνδην». κατ' έπιπολήν αβαθώς· επιφανειακά // (μτφ.) απερίσκεπτα· α­ στόχαστα· επιπόλαια. Π.χ. Έκρινε την προσφορά του οτην εταιρεία κ α τ ' έπιπολήν. Πρβλ. ουνών.: «έξ έπιπολης». κατ' έπιταγήν με εντολή· με προσταγή· ύστερα από διαταγή. Π.χ. Θα πρέπει σύντομα κ α τ ' επιταγήν του συντάγματος να προ­ κηρυχθούν εκλογές. κατ' έπιτομήν σε περίληψη· με λίγα λόγια· περιληπτικά. Π.χ. Αυτή είναι κατ' επιτομήν η διπλωματική εργασία του. κατ' έπίφασιν κατά τα φαινόμενα· φαινομενικά· κατά την όψη· επιφανειακά. Π.χ. Είναι μόνο κ α τ ' επίφασιν εργατικός. Συχνά χρησιμοποιείται ο όρος: «κατ' επίφασιν δημοκρατία». κατ' έρανισμόν με τη μέθοδο του ερανισμού // με συνεισφορά // με συγκέντρωση περικοπών α π ό διάφορα κείμενα. Π.χ. Παρουσίασε όλες τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις που ισχύουν σε διάφορα κράτη, αφού τις συγκέντρωσε κ α τ ' έρανι­ σμόν. κατ' ευθείαν* σε ευθεία (ενν. γραμμή)· ίσια- ολόισια // χωρίς πα­ ρεκκλίσεις // αμέσως. Π.χ. Πήγαινε κατευθείαν οηίτι σου. * Ενν.: «γραμμήν».

κατ ε υ φ η μ ι σ μ ό ν χρησιμοποιώντας εύφημο όνομα· με ευοίωνο ό­ νομα. Π.χ. Ό λ α α υ τ ά τα έπραξε αυτός ο κ α τ ' ευφημισμόν κύριος. Ο ευφημισμός (σύμφωνα με τη γραμματική) είναι σχήμα λόγου, σύμφω­ να με το οποίο χρησιμοποιείται μια λέξη εύφημη (ε{) + φήμη), δηλαδή με καλή σημασία, για να χαρακτηριστεί κάτι δυσάρεστο ή αποκρουστικό. Για παράδειγμα, «Εύξεινος (αντί Λξενος) Πόντος» για τη Μαύρη Θά­ λασσα, «ιερά νόσος» για την επιληψία κ.ά. Λατ.: «ρει εαρίιεηιίδηιιιηι». κατ' ευχήν σύμφωνα με τις επιθυμίες· ευνοϊκά· όπως θα ευχόταν κάποιος. Π.χ. Μακάρι να αναρρώσεις γρήγορα κι όλα κατ' ευχήν. Πρβλ. Αριοτοτ. Πολιτ, 1295Ε, 29. Πρβλ. συνών.: «βαίνω κατ' ευχήν». Λατ.: « 3 0 νοίιιιη» ή « β χ δβηΙβηΙΪΕ».

κατ' έφαρμογήν σύμφωνα με εφαρμογή. Π.χ. Συνελήφθη κατ' έφαρμογήν του νόμου περί προστασίας του πολιτεύματος. κατέχει τά πρωτεία· κατέχει το πρώτο βραβείο // (μτφ.) έχει την πρώτη θέση // έχει κυρίαρχη γνώμη. Π.χ. Στους μεταξύ μας αγώνες αυτός κατέχει τα πρωτεία. Πρβλ. συνών.: «κατέχει τά σκήπτρα». κατέχει τά σκήπτρα· κρατά τα σκήπτρα // (μτφ.) έχει την εξου­ σία // υπερέχει των ομοίων του. Π.χ. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας μας κατέχει τα σκή­ πτρα. Το σκήπτρο ήταν συνήθως ράβδος μεταλλική, σύμβολο εξουσίας. Την είχαν εκτός των βασιλέων οι κήρυκες, οι μάντεις, οι αγορητές κ.ά. Πρβλ. ουνών.: «κατέχει τά πρωτεία». κατ' ιδίαν ιδιαιτέρως· ξεχωριστά· ατομικά- χωρίς την παρουσία άλ­ λου. Π.χ. Προτίμησε να του μιλήσει κατ Ίδίαν, διότι αυτά που του είπε ήταν σημαντικά.

κατ' ο ί κ ο ν στο σπίτι. Π.χ. Αυτή η επιχείρηση παραδίδει τα εμπορεύματα κατ' οίκον. Λατ.: «άοηιϊ». κατ' οίκονομίαν με διευθέτηση· με φροντίδα· κατά ρύθμιση. Π.χ. Ό λ α έγιναν κατ Όικονομι'αν Θεού. κατοικώ εις τήν έξορίαν τοϋ Αδάμ· κατοικώ εκτοπισμένος, όπως ο Αδάμ // (μτφ.) κατοικώ σε απομακρυσμένο μέρος· κατοικώ από­ κεντρα // κατοικώ σε απομακρυσμένη περιοχή, όπου δεν υπάρ­ χει συγκοινωνία. Π.χ. Ωραία μονοκατοικία, αλλά μου δίνει την εντύπωση ότι κα­ τοικείς εις την εξορίαν τον Αδάμ. κατ' δναρ· στ' όνειρο· κατά τον ύπνο. Π.χ. Ό λ α αυτά συνέβησαν κατ' όναρ. Πρβλ. συνών.: «καθ· ύπνους», αντίθ. «καθ· ϋπαρ». Λατ.: «ρβΓ δ ο ι η η ι ι π ι » . κατ' δνομα· οτο όνομα (μόνο)· φαινομενικά· όχι στην ουσία· όχι στην πραγματικότητα· όχι οτην πράξη. Π.χ. Το πολίτευμα μας είναι κ α τ ' όνομα δημοκρατία. Πρβλ.: «ονόματι καί πράγματι». κατόπιν άνωθεν εντολής· βλ.: «κατόπιν εντολής». κατόπιν εντολής·* ύστερα από εντολή· ύστερα από διαταγή. Π.χ. Το ζήτημα διευθετήθηκε κατόπιν εντολής του υπουργού. * Συνηθίζεται και με τη μορφή: «κατόπιν άνωθεν εντολής» (= ύστερα από διαταγή από τα άνω· μετά από διαταγή ανωτέρων). κατόπιν εορτής· μετά τη γιορτή // (μτφ.) αργά· παράκαιρα. Π.χ. Υπέβαλε αίτηση κατόπιν εορτής. Πρβλ. Πλάτ. Γοργ., 447 Α. Λατ.: «ροδί ί β δ Ι α Γ Π » .

κατ' οϋδένα τρόπον με κανέναν τρόπο· οε καμιά περίπτωση // ουδόλως. Π.χ. Δεν πρόκειται να τον πείσεις κατ' ονόένα τρόπον.

κατ ο υ σ ι α ν οτην ουσια' ουοιαοτικα· οτην πραγματικότητα* κα­ τά βάθος. Π.χ. Κατ' οναίανείναι κακόβουλος. κατ' δψιν αναφορικά με την όψη* εμφανισιακά. Π.χ. Μου είναι γνώριμος κ α τ ' όψιν. κατωτέρω·* χαμηλότερα· πιο κάτω· παρακάτω· οε κατώτερο μέρος. Π.χ. Πρέπει να ακολουθηθείς τις κατωτέρω πέντε οδηγίες. Πρβλ. αντίθ.: «ανωτέρω». * Συγκριτικός βαθμός του επιρρ. «κάτω». Λατ.:

«ίηίΓΒ».

καυδιανά δίκρανα·* δίκρανα του Καύδιου // (μτφ.) εξευτελισμοί· ταπεινώσεις· εξευτελιστικοί όροι. Π.χ. Πήρα δάνειο, αλλά πέρασα κάτω α π ό καυδιανά δίκρανα. Το Καύδιο ήταν αρχαία πόλη των Σαμνιτών, πολύ κοντά οτα σύνορα της Καμπανίας (Ιταλίας). Εκεί, μετά τον Β' Σαμνιτικό πόλεμο, που αιχ­ μαλωτίστηκε ο στρατός των Ρωμαίων, οι Σαμνίτες υποχρέωσαν τους Ρωμαίους να περάσουν κάτω από έναν ζυγό που είχε σχηματιστεί από δόρατα. Ο ζυγός πήρε την ονομασία «καυδιανά δίκρανα». Η πράξη αυτή ήταν ταπεινωτική για τον ρωμα'ίκό στρατό. * Στη φράση: περνώ κάτω από καυδιανά δίκρανα (= υφίσταμαι εξευτε­ λισμούς). κεκαρμένος έν χρφ' κουρεμένος σύρριζα· κουρεμένος γουλί. Π.χ. Λόγω στρατού εμφανίστηκε κεκαρμένος εν χρω. Πρβλ. Ξενοφ. £λλί;ν., Α' 7, 8, Ηροδ., IV 175. Λατ.: «ίοπδΐΐδ 30 ουίβηι». κεκλεισμένων τών θυρών με κλειστές τις πόρτες // με απαγορευ­ μένη οτο κοινό την είσοδο· χωρίς ακροατήριο. Π.χ. Η βουλή συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών. Φράση εύχρηστη στη νομική ορολογία. Αντίθετη της φράσης «έπ" άκροατηρίφ» ή «έπ' ακροατηρίου». Πρβλ. Ιω., Κ' 19: «ούσης ούν όψίας τη ήμέρςι εκείνη τη μια τών σαββάτων, καί τών θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οί μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τών Ιουδαίων, ήλθεν ό Ιησοϋς καί έστη είς τό μέσον, καί λέγει αύτοίς· ειρήνη ύμϊν» και Ιω., Κ' 26: «έρχεται ό Ίηοοϋς τών θυρών κεκλεισμένων, καί έστη είς τό μέσον καί είπεν ειρήνη ΰμίν». Πρβλ. αντίθ.: «έπ' ακροατηρίου».

κεκρυμμένος θυσαυρός- κρυμμένος θηοαυρός // (μτφ.) άνθρωπος σπουδαίος που μέχρι τώρα τον α γ ν ο ο ύ σ α ν πρόσωπο που διαπι­ στώνεται η μεγάλη του αξία. Π.χ. Εξακριβώθηκε ότι ο σύμβουλος ήταν κεκρυμμένος θησαυ­ ρός κεκτημένης ταχύτητας· εξαιτίας αναπτυγμένης ταχύτητας· λό­ γω ταχύτητας που έχει αναπτυχθεί. Π.χ. Κεκτημένης ταχύτητας το ξέχασα σπίτι μου. κενός περιεχομένου· άδειος από περιεχόμενο // (μτφ.) χωρίς ι­ σορροπημένο εσωτερικό κόσμο· χωρίς ηθική αξία // χωρίς μυα­ λό· κούφιος. Π.χ. Δεν μπορεί να συζητήσει μαζί του, γιατί λέει ότι είναι κενός περιεχομένου. κεραμέως πλούτος· πλούτος του κεραμοποιού // (μτφ.) πλούτος που μπορεί εύκολα να χαθεί // οτιδήποτε αβέβαιο πράγμα. Π.χ. Ρευστοποίησε όλα του τα ακίνητα αλλά κεραμέως πλού­ τος κέρας Αμάλθειας· πλούτος· αφθονία αγαθών // ευμάρεια. Π.χ. Οι μετοχές που αγόρασε αποδείχθηκαν κέρας της Αμάλθει­ ας ^ί' αυτόν. Η Αμάλθεια (μυθολ.) λέγεται ότι ήταν η αίγα που θήλαοε τον Δία, όταν αυτός ήταν βρέφος, πάνω στο όρος Ίδη της Κρήτης. Παίζοντας μαζί της (ήταν χειροδύναμο βρέφος), της έσπασε κατά λάθος το κέρατο. Για να επανορθώσει το έκανε να βγάζει απ' την οπή του όλα τα αγαθά του κόσμου. Κατ" άλλους οι νύμφες Αδράστεια και Ίδη μεγάλωσαν τον Δία με γάλα, το οποίο πρόσφεραν με το κέρας (κέρατο) της Αμάλθειας, που έγινε σύμβολο ευμάρειας. Πρβλ. Ανακρ., 8. Πρβλ.: «πακτωλός χρημάτων». κεραυνός έν αίθρίςκ· κεραυνός σε αίθριο ουρανό· κεραυνός χωρίς σύννεφα // (μτφ.) ξαφνικό, ουνήθως δυσάρεστο, γεγονός. Η λόγια αυτή φράση λέγεται όταν συμβαίνει κάποιο γεγονός αιφ­ νίδια και αναπάντεχα, συνήθως δυσάρεστο, που προκαλεί ψυχι­ κή αναστάτωση, όταν μάλιστα μέχρι εκείνη τη στιγμή κυριαρχεί απόλυτη ηρεμία.

π.χ. Η παραίτηση του υπουργού ακούστηκε σαν κεραυνός εν αιθρία οτο πρωθυπουργικό περιβάλλον. κεφαλή Μεδοΰσης· κεφάλι Μέδουσας. Η φράση λέγεται για κάτι που είναι φοβερό ακόμη και για να το αντικρίσει κανείς. Π.χ. Ο συνήγορος έχοντας κεφαλή Μεόούσί/ς απολίθωσε με τις ερωτήσεις του τον μάρτυρα. Η Μέδουσα κατά τη μυθολογία ήταν ένα τέρας με χρυσές φτερούγες και χέρια χάλκινα. Το κεφάλι της ήταν ιδιαίτερα αποκρουστικό, αφού είχε μεγάλα δόντια και αντί για μαλλιά είχε φίδια. Όποιος την έβλεπε γινόταν πέτρα. Μόνο ο Περσέας κατάφερε να τη δει (όχι απευθείας αλλά μέσω της ασπίδας του που λειτούργησε σαν καθρέπτης) και να της κόψει το κεφάλι. Από το νεκρό σώμα της ξεπήδησαν ο Πήγασος και ο Χρυσάορας. Πρβλ. Ησιόδ. Θεογ., 1270. κήδομαΐ' νοιάζομαι (για κάτι)· φροντίζω (για κάτι)· ενδιαφέρομαι (για κάτι). Π.χ. Κήόομαι του χρόνου σας, αλλά θα 'θελα να σας απασχολή­ σω για ένα μόνο λεπτό. Συντάσσεται με γενική και συναντάται συχνά με τις μορφές: «κήδομαι της υπομονής σας», «κήδομαι του χρόνου σας» κ.ά. κινώ γήν καί ούρανόν κινώ τη γη και τον ουρανό // (μτφ.) μετέρ­ χομαι κάθε μέσο· κάνω οτιδήποτε για να πετύχω τον στόχο μου. Π.χ. Κινεί γην και ουρανόν για να μπορέσει να συμμετάσχει οτην ομάδα. Σπάνια συναντάται και η μορφή «γη καί ουρανόν συνάπτειν». κινώ πάντα λίθον (μτφ.) προσπαθώ με οποιονδήποτε τρόπο να πετύχω τον οκοπό μου· χρησιμοποιώ θεμιτά και αθέμιτα μέσα, για να π ε τ ύ χ ω κάτι. Π.χ. Κινεί πάντα λίθον, για να πάρει αναρρωτική άδεια. κλάδος έλαίας·* κλαδί ελιάς // (μτφ.) ειρηνική πρόταση· πρόταση συμφιλίωσης· πρόταση ειρηνικής συνύπαρξης· ειρήνη. Π.χ. Ο υπουργός Εξωτερικών έτεινε κΑάόον ελαίας οτον ομόλο­ γο του. Η ελιά, σύμφωνα με τη μυθολογία των Ελλήνων, θεωρείτο καθαρά ελλη­ νικό δένδρο, θε'ίκής καταγωγής και μάλιστα το ιερό δένδρο της θεάς

Αθηνάς, η οποία το πρόσφερε στους Αθηναίους. Ήταν δένδρο ιερό, σύμ­ βολο ειρήνης. Με κλαδιά ελιάς στεφάνωναν τους αθλητές και με κλα­ διά αγριελιάς τους αθλητές των Ολυμπιακών Αγώνων (εξού και η ονο­ μασία «έλαία καλλιστέφανος»). * Συνήθως στη φράση: «τείνει κλάδον έλαίας» (= προτείνει συμφι­ λίωση). κλαυθμός καί βρυγμός οδόντων κλάμα και τριγμός των δο­ ντιών // θρήνος· ψυχική οδύνη. Π.χ. Στις φυλακές επικρατούσε κλαυθμός καί βρνγμός οδόντων. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ματθ., ΚΕ' 30: «καί τόν άχρεϊον δούλον έκβάλετε είς τό σκότος τό εξώτερον έκεϊ έσται ό κλαυθμός καί ό βρυγμός τών οδόντων». Πρβλ. επίσης Ματθ., Η' 12, Αουκά, ΙΓ' 28. κλεινόν άστυ· περίφημη πόλη· ένδοξη πόλη. Η φράοη χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός της πόλης των Α­ θηνών. Π.χ. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν κ α τ ά χιλιάδες το κλεινόν άστυ για την περίοδο των εορτών. κλής έπί γλώσση· κλειδί στη γλώσσα // (μτφ.) σιωπή· αφωνία. Π.χ. Αρχισε να του φωνάζει, αλλ' αυτός κλης επί γλώσση. κλίνατ' έπ' αριστερά· στρέψτε στα αριστερά. Π.χ. Ο γυμναστής έδωσε το παράγγελμα κλίνατ' επ' αριστερά. Παράγγελμα στη γυμναστική. κλίνατ' έπί δεξιά· στρέψτε στα δεξιά. Π.χ. Το συνέδριο λαϊκών κομμάτων της Ευρώπης έδωσε εντολή κλίνατ' επί δεξιά. Παράγγελμα οτη γυμναστική. κοιλάς τοϋ κλαύθμωνος· κοιλάδα του κλάματος· κοιλάδα του οδυρμού // (μτφ.) η κόλαση. Π.χ. Έ τ σ ι όπως ζει θα καταλήξει οτην κοιλάδα του κλαύθμωνος. κοιλάς τών δακρύων κοιλάδα των δακρύων // (μτφ.) η ζωή οτη γη· τα βάσανα της ζωής. Π.χ. Τον έφθειρε η κοιλάς των δακρύων.

κ ο ι μ ά τ α ι τ ό ν ΰ π ν ο ν τοϋ δικαίου· βλ.: «έκοιμήθη τόν ΰπνον τοϋ θανάτου». κοινά καί τετριμμένα· κοινά και ουνήθη· κοινά και χωρίς σπου­ δαιότητα. Π.χ. Ο ποιητής έχει σπουδαίο ύφος πέρα α π ό τα κοινά και τε­ τριμμένα. κοινά τά τών φίλων* (είναι) κοινά τα (πράγματα) των φίλων οι φίλοι πρέπει να μοιράζονται τα υπάρχοντα τους. Π.χ. Νομίζω ότι πρέπει να του δώσεις· κοινά τα των φίλων. Πρβλ. Λεξ. Σούδα, «φασίν ότι τσύς προσιόντας Πυθαγόρςι μαθητάς έπειθεν ό φιλόσοφος κοινάς τάς ουσίας ποιεϊσθαι. όθεν ή παροιμία». Πρβλ. Πλάτ. Πολιτ, Δ' 4243, Πλάτ. Φαίδ, 279ο. * Ενν.: «πράγματα». κοινή συναινέσει· με κοινή συναίνεση· με κοινή συγκατάθεση- με συγκατάθεση α π ό κοινού. Π.χ. Εκαναν αίτηση διαζυγίου κοινή συναινέσει. κοινός νους· η κοινή αντίληψη // ορθή κρίση. Π.χ. Κι ένας κοινός νους θα το καταλάβαινε. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Γιάννη Μαρίνου Κοινός νους, εκδ. Παπαζήση. Λατ.: «δβηκυδ οοητΓπιιηίδ».

κοινός τόπος·* χώρος για όλους // (μτφ.) τετριμμένος· χωρίς πρω­ τοτυπία· συνηθισμένος. Π.χ. Αποτελεί κοινόν τόπον ότι η χώρα μας απειλείται α π ό τους γείτονες τι^ς. Συνήθως στη φράοη: «κοινός τόπος γνώσεως» (= καθολική γνώση· τετριμμένη γνώση). * Η «κοινοτοπία». κοινοτοπία· βλ.: «κοινός τόπος». κοιτίς τοϋ πολιτισμού· κρεβατάκι (στο οποίο συνέβη η γένεση) του πολιτισμού // (μτφ.) τόπος, χώρα που εμφανίστηκε ο πολιτι­ σμός. Π.χ. Η Ελλάδα είναι η κοιτίς του πολιτισμού.

κόκκος αληθείας· κόκκος αλήθειας // (μτφ.) ελάχιστη δόση αλή­ θειας. Π.χ. Σ' α υ τ ά που λέει δεν υπάρχει ούτε κόκκος αληθείας. κόκκος σινάπεως· κόκκος από σινάπι // (μτφ.) ελάχιστη ποσότη­ τα· μηδαμινό ποσό. Π.χ. Οι αυξήσεις των μισθών είναι κόκκος αινάπεως. Πρβλ. Λουκά, ΙΖ' 6. κολοφών τής δόξης·* (μτφ.) το αποκορύφωμα της δόξας· το ύψι­ στο οημείο της δόξας. Π.χ. Σε νεαρότατη ηλικία βρισκόταν ήδη εις τον κολοφώνα της δόξης Ο κολοφών είναι το ψηλότερο οριζόντιο δοκάρι της οτέγης απιτιού. * Συνήθως στη φράση: «ευρίσκεται είς τόν κολοφωνα της δόξης». κομίζει γλαύκα ές Αθήνας· βλ.: «γλαϋκ' ές Αθήνας». κοποις· με κόπους. Π.χ. Κατάφερε κόποις να φθάσει στον προορισμό του. κόπρος τού Αύγείου·* κοπριά (των στάβλων) του Αυγεία· //(μτφ.) ηθική κατάπτωση· ηθικός μαρασμός· ανηθικότητα. Π.χ. Πρέπει κάποιος να καθαρίσει την κόπρον τον Αυγείου από τις δημόσιες υπηρεσίες. Η φράση προέρχεται από τον έκτο άθλο του Ηρακλή. Οταν ο Ηρακλής σκότωσε τις Στυμφαλίδες όρνιθες, ο Ευρυσθέας του έδωσε εντολή να καθαρίσει την κόπρο των στάβλων του Αυγεία, του βασιλιά της 'Ηλιδας. Η κόπρος αυτή είχε μέγεθος βουνού και ο Ηρακλής κατάφερε να την καθαρίσει εκτρέποντας το ποτάμι που περνούσε δίπλα από τους στάβλους. Πρβλ. Απολλ., Βίδλ 2, 5, Διόδ., 4, 13. * Συναντάται και με τη μορφή: «στάβλοι τοϋ Αύγείου». κοσκίνφ ύδωρ φέρεις· με το κόσκινο μεταφέρεις νερό // (μτφ.) εργάζεσαι ανώφελα- ματαιοπονείς. Π.χ. Κοσκίνω ύδωρ φέρει η κυβέρνηση με τον νόμο κ α τ ά της φοροδιαφυγής.

κ ρ α ν ί ο υ τόπος· ο Γολγοθάς // (μτφ.) μέρος όπου η ζωή είναι ανυ­ πόφορη // μέρος που θυμίζει οεληνιακό τοπίο. Π.χ. Μετά την κατάοβεοη της φωτιάς το νησί έγινε κρανίου τό­ πος. Κρανίου τόπος (εβραϊκά Γολγοθάς) ονομαζόταν ο λόφος πάνω στον οποίο έγινε η Σταύρωση του Ιησού Χριστού. Λεγόταν έτσι, διότι πί­ στευαν ότι εκεί βρισκόταν το κρανίο του Αδάμ. Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 33, Ιω., ΙΘ' 17. κράτος έν κράτει· δύναμη μέσα σ' άλλη δύναμη // ισχυρή ομάδα μέσα στην κρατική κυριαρχία. Π.χ. Οι ξένες μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα αποτελούν κρά­ τος εν κράτει. Λατ.: «ίηιρβπυιη ίη ίηιρβπο». κρατώ είς άπόστασιν έχω σε απόσταση // (μτφ.) δεν επιτρέπω οικειότητες. Π.χ. Είναι ύπουλος γι' αυτό και τον κρατώ εις απόατασιν. κροκοδείλια δάκρυα· δάκρυα κροκόδειλου // (μτφ.) υποκριτικά δάκρυα· ψεύτικα δάκρυα // υποκριτικό ενδιαφέρον // υστερο­ βουλία. Π.χ. Νομίζεις ότι λυπάται γι' αυτό; Εγώ πιστεύω ότι πρόκειται για κροκοδείλια δάκρυα. Στην περιοχή γύρω από τα μάτια του κροκόδειλου, και συγκεκριμένα στις αύλακες των ματιών, παγιδεύεται ποσότητα νερού με αποτέλε­ σμα, όταν ο κροκόδειλος βγαίνει από το νερό και στέκεται με ανοικτό το στόμα έτοιμος να κατασπαράξει το θύμα του, η ποσότητα του νερού να κυλά σιγά σιγά και να δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δάκρυα. κρουνηδόν σαν κρουνός // ραγδαία. Π.χ. Έβρεξε κρουνηδόν. κρούω τάς θύρας· κτυπώ τις πόρτες // (μτφ.) ζητώ βοήθεια- κα­ ταφεύγω την ώρα της ανάγκης στη συμπαράσταση φίλων- ανα­ ζητώ τη συμπαράσταση των άλλων (ηθική ή υλική). Π.χ. Εφθασε σε ένδεια και τώρα κρούει τας θύρας. κρούω τόν κώδωνα τού κινδύνου· κτυπώ την καμπάνα του κινδύνου // (μτφ.) προειδοποιώ δημόσια ότι επίκειται κίνδυνος.

π.χ. Ο περιβαλλοντολόγος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου εξαιτίας της διαρροής του αερίου. κτήμα ές άεί· απόκτημα για πάντα, για μια ζωή // οποιοδήποτε έργο, δημιούργημα που προορίζεται να μείνει για π ά ν τ α // έργο υψίοτης αξίας // θησαυρός παντοτινός. Π.χ. Ο Παρθενών είναι κτήμα εσαεί τον ελληνικού πολιτισμού. Πρβλ. Θουκ., I 22: «καί ές μέν άκρόααιν ίοως τό μη μυθώδες αυτών άτερπέστερον φανείται όσοι δέ βουλήοονται τών τε γενομένων τό οαφές ακοπείν καί τών μελλόντων ποτέ αύθις κατά τό άνθρώπειον τοιούτων καί παραπλησίων έσεσθαι, ωφέλιμα κρίνειν αυτά αρκού­ ντως έξει· κτημά τε ές αΙεί μάλλον ή αγώνισμα ές τό παραχρήμα άκούειν ξύγκειται». κτίζω έπί τής άμμον κτίζω πάνω στην άμμο//(μτφ.) ματαιοπο­ νώ· επιδιώκω κάτι ακατόρθωτο. Π.χ. Κτίζει επί της άμμου, αν νομίζει ότι θα τα καταφέρει. Η μεταγενέστερη φράση είναι πιθανόν επιβίωμα της αρχαίας φράοης: «έπί άμμου οίκοδομείν». κυάμων άπέχεσθε· να απέχετε από τα κουκιά // (μτφ.) να απέχε­ τε α π ό εκλογικές αναμετρήσεις / / ν α μην ασχολείστε με την πο­ λιτική. Π.χ. - Θα ψηφίσεις; - Όχι. Νομίζω ότι πρέπει κυάμων απέχεσθε. Κατά την αρχαιότητα η εκλογή των αρχόντων γινόταν και με κουκιά. Το απόφθεγμα «κυάμων άπέχεσθε» πρέσβευαν κυρίως οι πυθαγόρειοι φιλόσοφοι. κύκνειον ^σμα* τραγούδι του κύκνου // τελευταία δημιουργία πριν α π ό τον θάνατο. Με τη φράση «κύκνειον άσμα» χαρακτηρίζουμε οποιοδήποτε δη­ μιούργημα, κυρίως καλλιτεχνικής ή λογοτεχνικής αξίας, που εί­ ναι το τελευταίο που αφήνει ο δημιουργός πριν α π ό τον θάνατο του. Π.χ. Αυτός ο πίνακας είναι το κύκνειον άσμα τον ζωγράφου. Η φράση προήλθε από την παράδοση σχετικά με τους κύκνους. Λέγεται ότι οι κύκνοι πριν από τον θάνατο τους κελαηδούν με τρόπο μελωδικό ένα θρηνητικό τραγούδι, το «κύκνειο άσμα». Πρβλ. Πλάτ. Φαίά, 84 Ε.

κυλίεται είς τόν β ό ρ β ο ρ ο ν κυλιέται στον βούρκο // (μτφ.) ζει α­ νήθικα· είναι ανήθικος. Π.χ. Α π ό τότε που έφυγε α π ό το σπίτι κυλίεται εις τον βόρβο­ ρον. κυλώνειον άγος· άγος του Κύλωνα· μόλυσμα από τη θανάτωση των οπαδών του Κύλωνα // (μτφ.) ενοχή α π ό βδελυρό έγκλημα // ειδε­ χθής εγκληματική πράξη. Λέγεται για ενοχή που προκύπτει α π ό πράξεις ιδιαίτερα απεχθείς. Συνήθως χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αυτή η ενοχή προ­ έρχεται α π ό εγκλήματα πολέμου, όπου παραβιάζονται οι διεθνείς συνθήκες περί πολέμου. Π.χ. Η εκτέλεση των κατοίκων και το ολοκαύτωμα των Καλαβρύ­ των είναι κυλώνειον άγος για το γερμανικό έθνος. Από το άγος μολύνονταν και οι πόλεις στις οποίες συνέβαινε. ΓΓ αυτό ακολουθούσε ο εξαγνισμός (κάθαρσις) με ιεροτελεστίες (κυρίως θυσίες) και τιμωρίες των ενόχων, ώστε να αποφευχθεί η οργή των θεών. Κυλώνειον άγος ονομάστηκε το μίασμα της δολοφονίας των οπαδών του Κύλωνα (Αθηναίου, γαμπρού του τυράννου των Μεγάρων Θεαγένη) το 612 ή 600 π.Χ. οτην Ακρόπολη από τους αριστοκρατικούς του Μεγακλή, όταν ο Κύλωνας προσπάθησε να επιβάλει τυραννικό καθεστώς. Θεωρή­ θηκε η πράξη άγος (= μίασμα), όταν επικράτησε στην Αθήνα λοιμός, για τον οποίο κλήθι^κε να απαλλάξει την Αθήνα ο μάντης Επιμενίδης. Πρβλ. Ηροδ., V 71, Θουκ, 1 126. κύματα μετρείς· μετράς τα κύματα // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις καταμέτρηση στην αποθήκη σου· κύματα μετρείς. κύμβαλον άλαλάζον κύμβαλο που θορυβεί. Η φράση χρησιμοποιείται για κάποιον που επαναλαμβάνει α­ διάκριτα ό,τι ακούει α π ό άλλους ή που υποστηρίζει γνώμες χω­ ρίς την απαιτούμενη επιχειρηματολογία. Π.χ. Μην τον ακούς, διότι είναι κύμβαλον αλαλάζον. Το κύμβαλο είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα και αποτελού­ νταν από ένα ζεύγος κοίλων δίσκων. Όταν οι δίσκοι χτυπώνται μεταξύ τους, βγάζουν πολύ ισχυρό ήχο. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Παύλου Α 'προς Κορινθίους, ΙΓ' 1.

κ ΰ π τ ω τ ό ν α υ χ έ ν α · * χαμηλώνω τον αυχένα // (μτφ.) υποτάσσο­ μαι // υποχωρώ // ταπεινώνομαι. Π.χ. Η κυβέρνηση έκυψε τον αυχένα στο ευρωπαϊκό κοινοβού­ λιο. * Ή με τη μορφή: «κύπτω τόν τράχηλον». Κύριε, έλέησον Κύριε, δώσε το έλεος Σου· Κύριε δείξε την ευ­ σπλαχνία Σου. Π.χ. Ξόδεψες κιόλας όλα σου τα χρήματα; Κύριε ελέηαον! Τις περισσότερες φορές η φράοη δηλώνει έκπληξη. Κύριος οίδε(ν)· ο Θεός ξέρει // ποιος ξέρει· κανείς δεν ξέρει. Η φράοη έχει την έννοια του: «μόνο ο Θεός ξέρει». Δηλαδή «εί­ ναι άγνωστο». Π.χ. Με τέτοια κακοκαιρία Κύριος οίδεν αν θα φθάσουμε ποτέ στον προορισμό μας. Πρβλ.: «τίς οίδεν». κυρίως είπεϊν κυριολεκτικά. Π.χ. Θέλει, κυρίως ειπείν, να σου πάρει την περιουσία. Λατ.: «3ΐιΙ ρΓορίβ».

κυτίον παραπόνων κουτί για τα παράπονα // (μτφ.) αποδέκτης π α ρ α π ό ν ω ν // ό,τι λειτουργεί ως μέσο έκφρασης (συνήθως συλ­ λογικής) μομφής ή δυσαρέσκειας. Π.χ. Το νέο κόμμα, που προέκυψε α π ό στελέχη των δύο μεγάλων κομμάτων, θα αποτελέσει το κυτί'ονπαραπόνωντων βουλευτών. Το «κυτίον παραπόνων» συνηθίζεται σε υπηρεσίες, οργανισμούς, επι­ χειρήσεις. Σ' αυτό μπορούν να ρίχνουν όσοι από τους πολίτες (υπαλλή­ λους, πελάτες κ.λπ.) θέλουν ένα χαρτί με τα παράπονα τους. κύων θωυκτήρ ού δάκνεΐ' σκύλος που γαυγίζει δεν δαγκώνει. Π.χ. Αφησε τον να φωνάζει· κύων θωυκτήρ ου δάκνει. Η φράση στην αρχαϊστική της μορφή έπεσε σε αχρηστία. Παρατίθεται, επειδή λέγεται και σήμερα. κώνωψ έπϊ κέρατος βοός· κουνούπι πάνω σε κέρατο βοδιού //

(μτφ.) λεπτομέρεια· επουσιώδες· ασήμαντο // ασήμαντος εχθρός. Π.χ. Η ζι^μιά σου μπροστά στα κέρδη σου είναι κώνω-ψ επί κέρα­ τος βοός. κωφοϋ χτνπ^ς θύραν* κτυπάς την πόρτα κουφού· μιλάς οε κου­ φό // (μτφ.) απευθύνεσαι σε αδιάφορο άνθρωπο // κοπιάζεις α­ νώφελα· ματαιοπονείς. Π.χ. Ο απεργός πείνας κωφού κτυπά θύραν. Πρβλ. ουνών. φράαεις: «κοοκίνφ ύδωρ φέρεις», «τράγον άμέλγεις» κ.ά. * Πρβλ. τη νεοελληνική φράση που επιβίωσε απ' αυτή με τη μορφή: «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα».

Λ λαβών άπόδος· άμα λάβεις (κάτι) να το επιοτρέφεις. Π.χ. Έ π ρ ε π ε να του το είχες δώοει πίοω' λαδών απόδος. λάθε βιώσας· στην αφάνεια να ζεις // να ζεις μακριά από τη δημο­ σιότητα // να απέχεις α π ό τα «κοινά» // να αποφεύγεις τον έπαι­ νο. Π.χ. Δεν θέλει να έρθει οτη γιορτή· προτιμά το λάθε διώσας. Η φράση αποδίδεται στον Επίκουρο (341-270 π.Χ.), ο οποίος ήταν υ­ πέρμαχος της αποχής από την έντονη κοινωνική ζωή, από την ανάμει­ ξη στα «έν δήμφ», δηλαδή στην πολιτική ζωή της χώρας· η αποχή αυτή οδηγεί στην «αταραξία». Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Επικ. Απ., 551. λάθη έπί λαθών λάθη πάνω σ' άλλα λάθη· σωρεία λαθών. Π.χ. Η εθνική ομάδα καλαθοσφαίρισης έχασε, επειδή έκανε λά­ θη επί λαθών. λάθρςι χαί ύπούλως· κρυφά και ύπουλα· μυστικά και υποκριτι­ κά. Π.χ. Τόσο καιρό εργαζόταν εις βάρος σου λάθρα και υπονλως. λακτίζω πρός κέντρα· βλ.: «πρός κέντρα λακτίζεις». λαμβάνει σάρκα καί οστά· παίρνει σάρκα και οστά· παίρνει μορ­ φή- // (μτφ.) υλοποιείται- πραγματοποιείται· παίρνει υπόστα­ ση. Π.χ. Το αθλητικό κέντρο σιγά σιγά λαμδάνει σάρκα και οστά. λαμβάνει χώραν συμβαίνει· γίνεται· πραγματοποιείται. Π.χ. Αυτή τη στιγμή λαμδάνει χώραντ\ τελετή της αφής της ολυ­ μπιακής φλόγας.

λ α μ β ά ν ω γ ν ώ σ ι ν μαθαίνω· πληροφορούμαι. Π.χ. Έλαβες γνώσιν των ανμ6άντων; Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. λαμβάνω θέσιν διατυπώνω άποψη· διατυπώνω γνώμη // παίρνω θέση // (μτφ.) ετοιμάζομαι. Π.χ. α) Επιτέλους η κυβέρνηση έλαβε θέσιν στα αιτήματα των απεργών. β) Θα προκηρυχθεί διαγωνισμός· λάόετε θέσεις. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. λαμβάνω μέτρα· παίρνω μέτρα· φροντίζω. Π.χ. Η κυβέρνηση έλαβε μέτρα για τους σεισμοπαθείς. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. λαμβάνω τά έπίχειρα τής κακίας· παίρνω την ανταμοιβή της κακίας μου // (μτφ.) υφίσταμαι τις συνέπειες των λαθών μου. Π.χ. Αφού δεν μ' άκουσε, έλαβε τα επίχειρα της κακίας τον. λαμβάνω τήν άγουσαν βλ.: «έλαβε τήν αγουσαν». λαμβάνω τόν λόγον παίρνω τον λόγο· μιλώ. Π.χ. Κατόπιν έλαβε τον λόγον ο εισηγητής του νομοσχεδίου. λαμβάνω ύπ' όψιν έχω στον νου μου // υπολογίζω σοβαρά // δίνω ιδιαίτερη σημασία. Π.χ. Έλαβα νπό-ψιν όσα μου είπες. Πρβλ. συνών.: «έχω ύπ' δψιν». λάμπει διά τής απουσίας· βλ.: «διά τής απουσίας». λανθάνει άπιών φεύγει κρυφά. Π.χ. Ό τ α ν τον βλέπει λανθάνει απιών. λανθάνουσα ή γλώσσα τ' αληθή λέγει·* κάνοντας λάθος η γλώσσα

λέει τις αλήθειες // α π ό λάθος λέγεται η αλήθεια // μιλώντας ξεφεύγει η αλήθεια. Η φράοη χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις εκείνες που κάποιος λέει την αλήθεια, αν και θέλει να την κρύψει, κυρίως εκ π α ρ α ­ δρομής ή κεκτημένης ταχύτητας και γενικά α π ό απροσεξία. Π.χ. Ήθελε ή δεν ήθελε να μου το πει, το ξεστόμισε, διότι λανθά­ νουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει. * Η με τη μορφή: «γλώττα λανθάνουσα τάληθή λέγει». λέγε είδώς· να μιλάς όταν γνωρίζεις. Π.χ. Έ π ρ ε π ε να με προειδοποιήσεις· λέγε ειδώς. λέγειν βλ.: «τό λέγειν». λέξιν πρός λέξιν λέξη λέξη· με κάθε λεπτομέρεια. Π.χ. Του είπε τι συνέβη λέξιν προς λέξιν. λέξις απαξ· λέξη (ενν. που συναντάται) μια φορά. «Λέξις άπαξ» είναι η λέξη που συναντάται μόνο μια φορά οτο έργο ενός συγγραφέα ή ί) λέξι) που όεν έχει παράγωγες (απ' όπου και «μο­ νήρης λέξις», δηλαδή λέξη μοναδική). Βλ. και «άπαξ λεγόμενον». λεόντειος συμφωνία· λιονταρίσια συμφωνία//(μτφ.) συμφωνία ή σύμβαση κ α τ ά την οποία ο ένας α π ό τους εταίρους αμείβεται με τη μερίδα του λέοντος, δηλαδή σχεδόν με το σύνολο των κερδών. Π.χ. Αυτό το είδος της ενισχυμένης αναλογικής που προτείνει η κυβέρνηση είναι ουσιαστικά λεόντειος συμφωνία. Συνηθίζεται και με τη μορφή: «λεόντειος εταιρεία». λερναία ΐ»δρα· φίδι της Λέρνης // (μτφ.) δυσεπίλυτο ή διογκούμε­ νο πρόβλημα. Η φράοη λέγεται μεταφορικά για καθετί κακό, το οποίο στην προσπάθεια να καταπολεμηθεί εμφανίζεται ενισχυμένο. Π.χ. Το δημοσιονομικό έλλειμμα κατέληξε να είναι η λερναία ύδρα της εθνικής οικονομίας. Η Λερναία Ύδρα (μυθολ.) ήταν ένα φίδι που ζούσε στη λίμνη Λέρνη και είχε 9 κεφάλια, από τα οποία το μεσαίο ήταν αθάνατο. Το οκότΐϋοι με πολύ κόπο ο Ηρακλής, πραγματοποιώντας έτσι τον δεύτερο Μ) η του.

Πρβλ. Διόδ., 4, 11. λευκή νΰξ· άσπρη νύχτα // (μτφ.) νύχτα αϋπνίας. Π.χ. Λευκή νυξ ήταν η χθεσινή για το κόμμα εν αναμονή των εκλογικών αποτελεσμάτων. λευκή περιστερά· άσπρο περιστέρι // (μτφ.) αθώος· απονήρευτος· αγνός. Π.χ. Για το έγκλημα που κατηγορείται παριστάνει τ\]λευκήνπεριστεράν. Πρέπει να σημειωθεί ότι η φράση χρησιμοποιείται χλευαστικά ή ειρωνι­ κά. Χαρακτηρίζεται κάποιος «λευκή περιστερά», όταν είναι ένοχος για κάτι και προσποιείται τον αθώο. Πρβλ. συνών.: «αθώα περιστερά». λευκός ώς σουδάριον άσπρος σαν το σουδάριο // πολύ χλωμός // κατατρομαγμένος. Π.χ. Ό τ α ν είδε τον λογαριασμό έγινε λευκός ως σουδάριον. Μεσαιωνική φράση. Το σουδάριο (λατ. 5α03Γίυηι) ήταν ένα πλατύ κομ­ μάτι υφάσματος, ουνήθως άσπρου χρώματος, με το οποίο τύλιγαν το κεφάλι του νεκρού. λέων έν προβάτοις· λιοντάρι ανάμεσα σε πρόβατα // (μτφ.) επι­ κίνδυνος άνθρωπος // άνθρωπος που επιδεικνύει ανδρεία σε φι­ λήσυχους ή αδύναμους. Π.χ. Ο σύζυγος, λέων εν προδάτοις, επιτέθηκε κ α τ ά της συζύγου και των παιδιών του. λέων τών αιθουσών λιοντάρι των αιθουσών // (μτφ.) άνθρωπος που ξεχωρίζει οε κοσμικές συγκεντρώσεις. Π.χ. Όλοι περίμεναν τον πρεσβευτή, τον λέοντα των αιθουσών. λίαν καλώς· πάρα πολύ καλά· πάρα πολύ σωστά· εξαιρετικά- με τρόπο ορθό. Π.χ. Έ φ ε ρ ε εις πέρας λίαν καλώς την αποστολή του. Παλαιότερα «λίαν καλώς» χαρακτηριζόταν στην εκπαίδευση ο δεύτε­ ρος κατά σειρά (μετά το «άριστα») βαθμός επίδοσης των μαθητών στα μαθήματα τους. λίαν προσεχώς· πάρα πολύ σύντομα· αμέσως μετά· οτο πολύ κο­ ντινό μέλλον. 276

π.χ. Του είπε ότι θα προαχθεί λίαν προσεχώς. λίαν συντόμως· πάρα πολύ σύντομα. Π.χ. Θα έρθει λίαν συντόμως. λίθοι καί πλίνθοι καί ξύλα καί κέραμος ατάκτως έρριμμένα· πέτρες, τούβλα, ξύλα και κεραμίδια ά τ α κ τ α ριγμένα // όλα σκόρπια· σε πλήρη ακαταστασία· αταξία. Η φράση χρησιμοποιείται για αντικείμενα που δεν βρίσκονται σε τάξη και αφήνονται οπουδήποτε άτακτα. Π.χ. Μόλις μπήκε στο σπίτι του, τα βρήκε όλα ατάκτως ερριμμένα. Πολλές φορές χρησιμοποιούνται μόνο τμήματα της φράοης: «λίθοι καί πλίνθοι», «ατάκτως έρριμμένα». Πρβλ. Ξενοφ. Απομνημ, III 1, 7. λίθον έψεις· ψήνεις την πέτρα (που δεν τρώγεται) // (μτφ.) ματαιο­ πονείς. Π.χ. Αν προσπαθείς να σωφρονίσεις αυτό τον αγροίκο, λίθον έ-

ψεις λίθος έπί λίθον* πέτρα πάνω σε πέτρα // (μτφ.) ολοσχερής κατα­ στροφή· πλήρης αφανισμός. Π.χ. Ή τ α ν τόσο ανελέητος ο βομβαρδισμός, ώστε δεν έμεινε λί­ θος επί λίθον. * Συναντάται και με τη μορφή «λίθος έπί λίθφ», αλλά επικράτησε η μορφή «λίθος έπί λίθον» του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου. Πρβλ. Ματθ., ΚΔ' 2: «ό δέ "Ιησοϋς είπεν ού βλέπετε ταϋτα πάντα; αμήν λέγω ύμϊν, ού μή άφεθη ώδε λίθος έπί λίθον, δς ού καταλυθήσεται». Πρβλ. επίοης: Μάρκ., ΙΓ' 2, Λουκά, ΙΘ' 44, Λουκά, ΚΑ' 6. λίθος προσκόμματος· πέτρα στην οποία κανείς οκοντάπτει // (μτφ.) εμπόδιο. Π.χ. Ηταν για την επιχείρηση λίθος προσκόμματος. Πρβλ. Πέτρου, α', Β' 7. λόγος έργου σκιά·* ο λόγος (είναι) η σκιά του έργου- ο λόγος (είναι) σκιά της πράξης // (μτφ.) ο λόγος των ανθρώπων είναι το

αψευδέοχερο στοιχείο του χ α ρ α κ τ ή ρ α τους. Π.χ. Ό,τι υπόσχεσαι, να το κάνεις· λόγος έργου σκιά. Πρβλ. Δημοκρ. απόαπ., 82. (ΟίβΙδ - Κ Γ 3 η ζ ) , Πλουτ. Περί παίό. αγωγ., 14, 9ί: «λόγος έργου σκιή». Πρβλ. επίοης τη φρ. του Δ. Σολωμού: «λόγος εϊδωλον έργου». * Από την παροιμιώδη αυτή φράοη προήλθε πλήθος άλλων φράσεων, όπως «ό λόγος προοίμιον τής πράξης» κ.ά. λόγου άξιος· αξιόλογος. Π.χ. Α π ό τους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους λόγον άξιος εί­ ναι και ο Δ. Μυταράς. λόγου χάριν για χάρη του λόγου· για παράδειγμα. Π.χ. Πρόκειται να γίνουν αντικαταστάσεις σε πολλά υπουργεία· λόγου χάριν στο υπουργείο Οικονομικών. Αατ.:

«νβΓόί

0ίΐα53».

Βραχ.: «λ.χ.». λόγφ· με το πρόσχημα· με την πρόφαση // εξαιτίας // προφορικά· με λόγια. Π.χ. Απουσίασε λόγω υποχρεώσεων. Πρβλ. αντίθ.: «έργφ». λόγ<ί) ανήκεστου βλάβης· βλ.: «ανήκεστος βλάβη». λόγφ ανωτέρας βίας· βλ.: «ανωτέρα βία». λόγφ, έργ(|ΐ) καί διανοίςι· με λόγια, με έργα και με τη διάνοια // με απόλυτη προθυμία· ολόψυχα. Π.χ. Αφιερώθηκε στη δουλειά του λόγω, έργω και διάνοια. Πρβλ. συνών.: «ψυχή τε και σώματι». λόγ(?) (τε) καί έργω· (και) με λόγια και έργα· και με λόγια και έμπρακτα. Π.χ. Τον βοήθησε λόγω τε και έργω. λόγφ τιμής· στον λόγο της τιμής // ειλικρινά. Η φράοη δηλώνει βεβαίωση της οποίας η διάψευση σημαίνει και την απώλεια της συνέπειας ή της υπόληψης. Π.χ. Λόγω τιμής προσπάθησα να έρθω, αλλά δεν μπόρεσα.

Συναντάται και με τη μορφή; «έπί τφ λόγφ της τιμής». λυδία λίθος- η από τη Λυδία (προερχόμενη) πέτρα // (μτφ.) μέοο ελέγχου της αξιοπιστίας. Η φράοη χρησιμοποιούμενη μεταφορικά σημαίνει καθετί (γεγο­ νός, κατάσταση, πρόσωπο, ιδιότητα κ.ά.), βάσει του οποίου μπο­ ρεί να ελεγχθεί η αξιοπιστία, η εντιμότητα, η ευθύτητα ενός αν­ θρώπου. Π.χ. Η καταπολέμηση του προβλήματος της φοροδιαφυγής υ­ πήρξε η λνόία λίθος για την κυβέρνηση. Η λυόία λίθος προερχόμενη κατά τους αρχαίους χρόνους κυρίως από τη Λυόία (εξού και το όνομα) -χώρα της Μικρός Λσίας, μεταξύ Φρυ­ γίας, Καριάς και Μυοίας- η οποία άλλωοτε φι^μιζόταν για τα ορυκτά προϊόντα της, είναι ένας μαύρος και μεγάλης σκληρότητας χαλαζίας (ίασπις) με τον οποίο δοκιμάζεται η περιεκτικότητα σε χρυσάφι ή ασή­ μι διαφόρων αντικειμένων. Σήμερα είναι γνωστότερη με το όνομα «6ασανίτης». λύκου βίον ζην το να ζει κανείς ζωή όπως αυτή του λύκου // (μτφ.) ζωή με α ρ π α γ έ ς και λεηλασίες // ανέντιμη ζωή. Π.χ. Δεν έχει αποκτήσει τίποτε με έντιμο τρόπο· λύκου βίον ζην. λύκου πτερά ζητείς· ψάχνεις φτερά λύκου (που δεν υπάρχουν) // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Αν καταθέσει α γ ω γ ή διατροφής η γυναίκα του, λύκου πτε­ ρά ζητεί.

μακαρία ή

οδός· βλ.: «άπαγ' ές μακαρίαν».

μακαρίςκ τή λήξει· που καλότυχα έλαβε τέλος· που ευτυχώς έλη­ ξε. Π.χ. Μίλησε για το μακαρία τη λήξει συμβάν εκτενώς οτους δη­ μοσιογράφους. μακάριοι οί κατέχοντες· καλότυχοι αυτοί που έχουν στην ιδιο­ κτησία τους κάτι· ευτυχισμένοι αυτοί που κατέχουν κάτι· ευλο­ γημένοι όσοι έχουν. Π.χ. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε μακάριοι οι κατέχο­ ντες. Λατ.: «1)β3ΐϊ ροδδίόβηΙεδ». μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι· καλότυχοι οι φτωχοί κατά το πνεύμα· μακάριοι οι απονήρευτοι ή οι ταπεινοί // (κατά παρερμ.) καλότυχοι οι ανόητοι. Π.χ. Δεν τον απασχολεί τίποτε· μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι. Πρβλ. Ματθ., Ε' 3: «μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έοτιν ή βασιλεία τών ουρανών». Λατ.: «όβ3ΐί ρ3ΐιρβΓβ8 βρίιίΐϋ».

μακάριος άνήρ· μακάριος άνθρωπος. Π.χ. Είναι φιλόπονος, πολύτεκνος, π ά ν τ α χαρούμενος· μακάριος ανήρ. Πρβλ. Ψαλμ, Α' 1. μακράν άπ' έμοϋ· μακριά από μένα· έξω από μένα. Π.χ. Μακράν απ' εμού η σκέψη ότι δεν θα δικαιωθώ στο δικα­ στήριο. μανιωδώς· βλ.: «μετά μανίας». 280

μ ά ν ν α έξ ούρανοϋ· το μάννα α π ' τον ουρανό // (μτφ.) απροοόόκητο καλό' α ν α π ά ν τ ε χ ο δώρο // ευεργεσία οτην κατάλληλη στιγ­ μήΠ.χ. Η ε π ι τ α γ ή που έλαβε ήταν μάννα εξ ουρανού ^ι' αυτόν. Μάννα (εβραϊκά ηι&ηη) ήταν η τροφή που έστελνε από τον ουρανό ο Θεός, με την οποία οι Εβραίοι τρέφονταν για σαράντα χρόνια, κατά την περιπλάνηση τους στην έρημο του Σινά. Πρβλ. Έξ., ΙΣΤ 14-16. μάντις κακών μάντης συμφορών προφήτης δυστυχιών // (μτφ.) αυτός που μιλά συνεχώς για δυστυχίες· που προμαντεΰει κακο­ τυχίες // ο απαισιόδοξος. Π.χ. Ο υπουργός, μάντις κακών, μίλησε άλλη μια φορά για πιθα­ νή αύξηση του εξωτερικού χρέους. Πρβλ. Ομ 11, Α 106. μάρτυς μου ό Θεός· μάρτυρας μου ο Θεός. Π.χ. Μάρτυς μου ο Θεός, αν λέω ψέματα. Πρβλ. Ρωμ., Α' 9. ματαιότης ματαιοτήτων ολωσδιόλου ανώφελο· εξ ολοκλήρου μάταιο. Π.χ. Συσσωρεύει χρήματα· ματαιότης ματαιοτήτων. Πρβλ. Εκκληο., Α' 1-2: «' Ρήματα έκκληαιαστοϋ υίοϋ Δαβίδ βασιλέως Ισραήλ έν Ιερουσαλήμ. Ματαιότης ματαιοτήτων, είπεν ό εκκλησια­ στής, ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Αατ.: «ν3ηίΐ35 ν3ηί(3ΐυΓη» (οΓτιηί3 ναηίΐ3δ).

μά τφ Θεώ·* στο όνομα του Θεού· για τον Θεό. Π.χ. Μα τω Θεώ, αλήθεια λέω. * Δυϊκός αριθμός, αντί του «μά τόν θεόν». Πρβλ. Λεξ. Ηαυχ., Λεξ. Σαύόα. Εύχρηστη και η μορφή «μά τω Θεω». μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λαμβάνεις* μαχαίρι θα δώσεις, μαχαίρι παίρνεις // (μτφ.) οποιοδήποτε αδίκημα θα τιμωρηθεί με το ίδιο μέτρο· ό,τι κάνεις, αυτό παθαίνεις. Π.χ. Μην βλάπτεις ανθρώπους που δεν οε π ε ί ρ α ξ α ν μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λαμβάνεις. Πρβλ. Αποκάλ. του Ιω., 10: «εί τις έν μαχαίρα άποκτέννει, δεϊ αυτόν έν

μαχαίρα αποκτανθήναι» και Ματθ., ΚΣΤ' 52; «τότε λέγει ό Ίησοϋςάπόστρεψόν οου τήν μάχαιραν είς τόν τόπον αύτης- πάντες γάρ οί λαβόντες μάχαιραν έν μαχαίρα άποθανοϋνται». * Η φράση επιβίωσε με τη μορφή αυτή. μέγα βιβλίον μέγα κακόν πολ-ύ μεγάλο βιβλίο (είναι) πολύ μεγά­ λο κακό- το μεγάλο βιβλίο είναι δύσχρηοτο. Η φράοη χρησιμοποιείται για ογκώδη αντικείμενα που δεν είναι εύκολα στη χρήση τους και στη μετακίνηση τους. Π.χ. Σπουδαίος τόμος, αλλά μέγα βιβλίον μέγα κακόν. Η φράση ειπώθηκε από τον Καλλίμαχο. Βλ. απόσπ. 465, ΡίείίίβΓ. μέγα μυστήριον ασύλληπτο και ακατανόητο για τον άνθρωπο // παράξενο και ανεξήγητο. Π.χ. Η εξαφάνιση του αποτελεί μέγα μυστήριον. Πρβλ. Παύλου Προς Εφ., Ε' 32; «τό μυστήριον τοϋτο μέγα έοτίν». μέγα πένθος· πολύ μεγάλο πένθος- πολύ μεγάλη θλίψη. Π.χ. Μέγα πένθος για τη χώρα η απώλεια του μεγάλου αυτού ηγέτη. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ομ. Ιλ., Α 254. μέγα τό της θαλάσσης κράτος· η κυριαρχία της θάλασσας δίνει μεγάλη ισχύ· (είναι) πολύ σπουδαίο να είναι κανείς κυρίαρχος των θαλασσών. Π.χ. Το μεγαλύτερο ποσό θα διατεθεί για την αγορά υποβρυχίων μέγα το της θαλάσσης κράτος. Η φράση κοσμεί τη σημαία του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Γ.Ε.Ν.). Για την προέλευση της φράσης βλ. Θουκ. Α' 143. μέγας εί, Κύριε· μεγάλος είσαι. Κύριε· παντοδύναμος είσαι. Κύ­ ριε. Π.χ. Κοντεύει βράδυ κι ακόμα δεν ξεκίνησες; Μέγας ει, Κύριε! Φράση από την Παλαιά Διαθήκη. Εκφράζει απορία. μέγας καί πολύς· μεγάλος και σημαντικός· διάσημος. Π.χ. Μετά τη βράβευση έγινε μέγας και πολύς. Πρβλ. Αριστοφ. Όρνιθ., 488; «ούτω δ' ίσχυσε τε, καί μέγας ήν τότε καί πολύς», Ηροδ., VII 14; «μέγας καί πολλός έγένεο». 282

μ ε ί ζ ω ν * μεγαλύτερος // ισχυρότερος // περισσότερος. Π.χ. Στα πυρά του τύπου, απάντησε η π α ρ ά τ α ξ η της μείζονος πλειοψηφίας μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου. Πρβλ. αντίθ.: «έλάσοων». * Συνήθως στις φράσεις: «μείζον θέμα», «μείζονες ποιητές», «μείζονος σημασίας» κ.ά. μέλας ζωμός· μαύρος ζωμός // (μτφ.) φτωχό φαγητό // ανούσιο· ανώφελο· άχρηστο. Π.χ. Κάναμε τόσο δρόμο για να φάμε μέλανα ζωμόν; «Μέλας ζωμέις» λεγόταν το φαγητό που έτρωγαν συχνά οι Σπαρτιάτες οτα συσσίτια. Φτιαχνόταν από χοιρινό κρέας, το οποίο βραζόταν σε αίμα, αφού πρόσθεταν σ' αυτό ξύδι και αλάτι. μέμνησο τών Αθηναίων* θυμίοου τους Αθηναίους//(μτφ.) φρό­ ντισε να εκδικηθείς // φυλάξου· πρόσεχε- έχε τον νου σου. Π.χ. Τώρα που ξέρουν ότι είσαι αθώος μέμνησο των Αθηναίων. Επειδή οι Αθηναίοι και οι Ερετριείς βοήθησαν τους Ίωνες στην επα­ νάσταση εναντίον των Περσών, ο Δαρείος έδωσε εντολή σ' έναν δούλο του να του λέει κάθε πρωί: «μέμνησο τών Αθηναίων, Δέσποτα». Πρβλ. Ηροδ., V 105. * Συνηθίζεται και με τη μορφή: «μέμνεο τών Αθηναίων». μεριμνείς καί τυρβάζη περί πολλά· φροντίζεις και ασχολείσαι με πολλά (ενν. ασήμαντα). Π.χ. Ως συνήθως μεριμνάς και τυρβάζη περί πολλά. Η πρόταση ειπώθηκε από τον Ιησού Χριστό στη Μάρθα, όταν αυτή του παραπονέθηκε ότι η αδελφή της Μαρία την άφησε μόνη και ζήτησε από τον Κύριο να πει στη Μαρία να τη βοηθήσει. Πρβλ. Αουκά, Γ 41-42: «αποκριθείς δέ είπεν αύτη ό Ίησοϋς- Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς καί τυρβάζη περί πολλά- ενός όέ έστι χρεία- Μαρία δέ τήν άγαθήν μερίδα έξελέξατο, ήτις ούκ άφαιρεθήσεται άπ' αύτης». μερίς τοϋ λέοντος· η μερίδα του λιονταριού//(μτφ.) το μεγαλύτε­ ρο μέρος· η μεγαλύτερη αμοιβή. Λέγεται συνήθως για εκείνους τους ανθρώπους που αμείβονται π α ρ α π ά ν ω χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα ή παίρνουν το μεγα­ λύτερο μερίδιο χρησιμοποιώντας το δίκαιο της πυγμής. Π.χ. Από τον προϋπολογισμό το υπουργείο Εθνικής Λμυνας παίρ­ νει κάθε χρόνο τη μερίδα του λέοντος.

Η φράοη προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου, κατά τον οποίο η αλε­ πού αναγκάζεται να δώσει στο λιοντάρι όλα σχεδόν τα θηράματα, όταν είδε το λιοντάρι να κατασπαράζει τον γάιδαρο, γιατί δήθεν ο γάιδαρος έκανε άδικη μοίραοιά. Βλ. Αισώπου Μύθοι, αριθμ. 209: Λέων και όνος και αλώπηξ. μέσες άκρες· πάνω κάτω· περίπου. Π.χ. Παίρνετε μέσες άκρες τον ίδιο μιοθό. Μέση ' Ανατολή· η ευρισκόμενη οτο μέσο της Ασίας Ανατολή· οι χώρες της κεντρικής Ασίας. μέση οδός· μεσαίος δρόμος // (μτφ.) μεσότητα- μέτρο. Π.χ. Αφησε τις ακρότητες και ακολούθησε τη μέσην οδόν. μεσοϋντος·* βρισκόμενος οτη μέση· στα μισά του- οτο μέσο του. Π.χ. Οι κωπηλατικοί αγώνες θα γίνουν μεσονντος του θέρους. * Μετοχή (μεσών, -οϋσα, -οϋν) σε γενική, του ρ. μεσόω -ώ (= βρίσκομαι οτο μισό ή στη μέση). Εύχρηστη σε πολλές στερεότυπες φράσεις, όπως: «μεσσϋντος τοϋ μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδος», «μεσούσης τής νυ­ κτός», «μεσοϋντος τοϋ θέρους» κ.ά. μέσω· με τη μεσολάβηση // με τη βοήθεια // διαμέσου. Π.χ. Ταξιδέψαμε με το αεροπλάνο α π ό την Αθήνα για την Αλε­ ξανδρούπολη μέσω Θεσσαλονίκης. Πρβλ.: «διά μέσου». μετά βάίων καί κλάδων με βάγια και κλαδιά // (μτφ.) θριαμβευ­ τικά- με ιδιαίτερη επισημότητα. Π.χ. Οι κάτοικοι υποδέχθηκαν τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Δη­ μοκρατίας μετά δαΐων και κλάδων. Πρβλ. Ιω., ΙΒ' 13: «έλαβον τά βαΐα τών φοινίκων καί έξηλθον είς ύπάντησιν αύτώ, καί έκραζαν ωσαννά, ευλογημένος ό ερχόμενος έν ονόματι Κυ­ ρίου, βασιλεύς τοϋ Ισραήλ» και Ματθ., ΚΑ' 8: «ό δέ πλείστος όχλος έστρω­ σαν εαυτών τά ίμάτια έν τή όδώ, άλλοι δέ έκοπτον κλάδολ)ς άπό τών δέν­ δρων καί έοτρώννυον έν τή όδφ». μετά βδελυγμίας· με τρόπο που προκαλεί αποστροφή· με αηδιαστι­ κό τρόπο. Π.χ. Έ τ ρ ω γ ε μετά βδελυγμίας. Βλ. και «αποκηρύσσω μετά βόελυγμίας». 284

μετά βεβαιότητας· με βεβαιότητα· με ασφαλή γνώση. Π.χ. Δεν μπορεί να το υποστηρίξει αυτό μετά βεβαιότητας. μετά βίας· με βία· εξαναγκάζοντας // πολύ δύσκολα. Π.χ. Μετά βίας τον πείσαμε να έρθει στο γυμναστήριο. μετά δυσκολίας· με δυσκολία· με δυσχέρεια. Π.χ. Φθάσαμε μετά δυσκολίας οτον προορισμό μας. μετά θάνατον μετά τον θάνατο. Π.χ. Η προοφορά του αναγνωρίστηκε μετά θάνατον. μετά κόπου· με κόπο // δύσκολα. Π.χ. Μετά κόπου κατάφερε να τον πείσει. μετά λόγου· με λογική· λογικά· με φρόνηση. Π.χ. Αντιμετώπισε τα παράπονα του μετά λόγου. μετά λόγου γνώσεως· με πλήρη κατανόηση της κατάστασης των π ρ α γ μ ά τ ω ν έχοντας υπόψη τα γεγονότα- με επίγνωση· ευσυνεί­ δητα // με περίσκεψη. Π.χ. Πήρε την απόφαση να παραιτηθεί μετά λόγου γνώσεως. μετά λύπης· με λύπη. Π.χ. Μετά λύπης μου έχω να σου ανακοινώσω ότι απέτυχες στις εξετάσεις. Πρβλ. αντίθ.: «μετά χαράς». μετά μανίας· με μανία· με παράφορα· με πάθος // με ενθουσιασμό. Π.χ. α) Άρχισε να σχίζει τα έ γ γ ρ α φ α μετά μανίας. β) Διαβάζει εφημερίδα μετά μανίας. Σπάνια συναντάται και με τη μορφή: «μανιωδώς». μετά μεσημβρίαν μετά το μεσημέρι. Π.χ. Η συνάντηση έγινε στις 3 μ ε τ ά μεσημβρίαν. Πρβλ.; «πρό μεσημβρίας». Βραχ.: «μ.μ.». Λατ.; « ρ ο 8 ΐ ιηβΓίόίβηι». Βραχ.: «ρ.πι.».

μ ε τ ά μ ι κ ρ ό ν * ύστερα α π ό λίγο· ύστερα α π ό λίγη ώρα· σε λίγο. Π.χ. Το μετάνιωσε πικρά μετά μικρόν. Πρβλ. αντίθ.: «πρό μικροϋ». * Ενν.: «χρόνον». μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοΰ* ύστερα από πρώτη και δεύτερη σουμβουλή πάψε να ενδιαφέρεσαι· ύστερα α π ό πρώ­ τη και δεύτερη συμβουλή μην φροντίζεις άλλο. Π.χ. Αφησε τον να κάνει ό,τι θέλεΓ μετά μίαν και δευτέραν νουθε­ σίαν παραιτοΰ. Πρβλ. Παύλου Προς Τίτον, Γ' 10-11: «αίρετικόν άνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοΰ, είδώς ότι έξέοτραπται ό τοιούτος καί άμαρτάνει ών αύτοκατάκριτος». * Η φράοη συνήθως χρησιμοποιείται και με τη μορφή: «μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοΰ». μετανοοϋοα Μαγδαληνή· (μτφ.) άνθρωπος που δείχνει μεταμέ­ λεια, συνήθως φαινομενική. Π.χ. Αυτός που μέχρι τώρα τον κατηγορούσε, τώρα που τον έχει ανάγκη, τον επαινεί σαν μετανοούσα Μαγδαληνή. Η φράοη λέγεται ειρωνικά και σχετίζεται με το γεγονός της αληθινής μετάνοιας της Μαρίας της Μαγδαλιινής, η οποία, αφού άλειψε τα πό­ δια του Ιησού με μύρο, μετανόησε. μεταξύ δύο ληστών βλ.: «έν μέσω δύο ληστών». μεταξύ δύο πυρών ανάμεσα σε δύο σφοδρές επιθέσεις // ανάμε­ σα σε δύο συμφορές // σε φοβερό δίλημμα. Χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος βάλλεται α π ό δύο αντίθε­ τες κατευθύνσεις, που τον κτυπούν δύο εχθροί ταυτόχρονα. Π.χ. Δεν έφτανε που απολύθηκε, αρρώστησε κιόλας και βρέθηκε έτσι μεταξύ δύο πυρών. Πρβλ. συνών.: «μεταξύ σφύρας καί άκμονος». μεταξύ ζωής καί θανάτου· σε μεγάλο κίνδυνο· σε κίνδυνο απώ­ λειας της ζωής. Π.χ. Είχε ένα σοβαρό ατύχημα και για πολύ καιρό βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου. Πρβλ. συνών.; «μεταξύ φθοράς καί αφθαρσίας».

μ ε τ α ξ ύ Σ κ ύ λ λ α ς κ α ί Χαρύβδεως· ανάμεοα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη // (μτφ.) ανάμεοα οε δύο κινδύνους. Π.χ. Την ώρα της θαλασσοταραχής έπιασε φωτιά το μηχανο­ στάσιο και βρεθήκαμε μεταξύ Σκύλλας και Χαρύδδεως. Η Σκύλλα και η Χάρυβδη, τα δύο αυτά θαλάσοια μυθολογικά τέρατα, βρίσκονταν στα στενά της Μεσσήνης, στη βόρεια ακτή της Σικελίας. Εξαιτίας αυτών των τεράτων τα στενά ήταν αδιαπέραστα για τους ναυ­ τικούς. Η Σκύλλα είχε έξι κεφάλια σκύλου και δώδεκα πόδια. Η Χάρυβδις, που κατοικούσε απέναντι από τη Σκύλλα, κατάπινε το νερό της θάλλασας και κατόπιν το έφτυνε. Ήταν η προσωποποίηση της θαλάσ­ σιας δίνης. μεταξύ οφύρας καί ακμονος· ανάμεοα στη σφύρα και το αμό­ νι // (μτφ.) α ν ά μ ε ο α οε δύο κινδύνους- α ν ά μ ε σ α σε δύο συμ­ φορές ή πιέσεις // σε δίλημμα. Π.χ. Με τη γυναίκα του και την πεθερά του βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Πρβλ. συνών.: «μεταξύ δύο πυρών». μεταξύ οφύρας καί άξονος· ανάμεσα στη σφύρα και τον άξο­ να // (μτφ.) α ν ά μ ε σ α σε όύο πιέσεις ή κινδύνους· οε αδιέξοδο. Π.χ. Στο εσωτερικό εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης και στο εξω­ τερικό ήταν ήδη φυγόδικος· βρέθηκε έτσι μεταξύ σφύρας και ά­ ξονος. Στη φράση αυτή ο «άξων» είναι ο άξων της αμάξης. Πρβλ. παραπλήσια φράση: «μεταξύ σφύρας καί άκμονος». μεταξύ τυρού καί αχλαδιού· στο διάστημα ανάμεσα στο τυρί και στο αχλάδι· την ώρα του επιδορπίου // στο ενδιάμεσο. Η φράση συνήθως λέγεται σκωπτικά. Π.χ. Τα μεγαλόπνοα σχέδια σου θα τα συζητήσουμε στο γεύμα μεταξύ τυρού και αχλαδιού. μεταξύ τών άλλων ανάμεσα οτ' άλλα· μαζί με τ' άλλα· επιπλέον. Π.χ. Μεταξύ των άλλων ζήτησε και αύξηση. Λατ.: « ί η ΐ β Γ αΐίβ». μεταξύ φθοράς καί αφθαρσίας· ανάμεσα στη φθορά και στην αφθαρσία· οτο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου // σε απελ-

πιστική κατάσταση. Π.χ. Μετά την αποτυχία του βρέθηκε μεταξύ φθοράς και αφθαρ­ σίας. Πρβλ. ουνών.: «μεταξύ ζωης καί θανάτου». μεταξύ κύλικος καί χειλέων πολλά πέλει· βλ.: «άπό κύλικος έως χειλέων πολλά πέλει». μετά παρέλευσιν ύστερα από παρέλευση- με την πάροδο. Π.χ. Η επιστολή ήρθε μετά παρέλευσιν δύο μηνών. μετ' αποδοχών με αποδοχές. Π.χ. Πήρε κανονική άδεια μετ' αποδοχών. Χρησιμοποιείται κυρίως στη φράοη «άδεια μετ' αποδοχών». Σπάνια λέγεται με μεταφορική σημασία. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Παν. Παπαδούκα Χαμόγελο μετ' αποδοχών, εκδ. Εστία. Βλ. αντίθ. «άνευ αποδοχών». μετά πολλών επαίνων βλ.: «άπερρίφθην μετά πολλών επαίνων». μετά πολύ· ύστερα από μεγάλο διάστημα (τόπου ή χρόνου). Π.χ. Επέστρεψε α π ό την εξορία μετά πολύ. μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτού· βλ.: «μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοΰ». μετά σπουδής· βλ.; «έν σπουδή». μετά ταύτα· ύστερα απ' αυτά // έπειτα. Π.χ. Μ ε τ ά τ α ύ τ α δεν μας έμεινε και τίποτε άλλο να κάνουμε. μετά τιμής· τιμητικά // με τιμές. Π.χ. Του προσφέρθηκε μετά τιμής το χρυσό κλειδί της πόλης. Η φράση συνήθως γράφεται οτο τέλος επιστολών και προηγείται του ονόματος του αποστολέα. Η δε φράση: «διατελώ μετά τιμής» γράφεται μόνο στο τέλος επιστολών και σημαίνει «σας εκτιμώ». μ ε τ α το πέρας· μετα την αποπεράτωση. Π.χ. Θα σε δεχθεί μετά το πέρας των εργασιών.

μ ε τ ά φ α ν ώ ν καΐ λ α μ π ά δ ω ν με φανάρια και λαμπάδες // (μτφ.) με τιμές και φιλοφρονήσεις· τιμητικά. Π.χ. Τον υποδέχθηκαν στη γενέτειρα του μετά φανών και λα­ μπάδων. Πρβλ. Ιω., ΙΗ' 3: «ό ούν ' Ιούδας λαβών τήν οπείραν καί έκ τών αρχιερέ­ ων καί Φαριοαίων ύπηρέτας έρχεται εκεί μετά φανών καί λαμπάδων καί όπλων». μετά φόβου Θεοϋ· με φόβο Θεού // με ευλάβεια // (παρερμ.) με πολλή προσοχή. Π.χ. Πήρε μέρος στην απεργία μ ε τ ά φ>ό6ον Θεού. μετά φόβου προσέλθετε· πλησιάστε με φόβο (ενν. Θεού) // απευ­ θυνθείτε με σεβασμό. Π.χ. Ο εργοδότης σας σας περιμένει- μετά φόβον προσέλθετε. Φράση προερχόμενη από την Ακολουθία της Θείας Λειτουργίας. μετά χαράς- με χαρά- ευχαρίστως // με προθυμία. Π.χ. Μετά χαράς να σου το δάνειζα, αλλά αυτή τη οτιγμή το χρειάζομαι. μετ' εμποδίων- με εμπόδια- με κωλύματα // με ανασταλτικούς πα­ ράγοντες- με δυσχέρειες. Π.χ. α) Ήλθε πρώτος στο άθλημα των τριών χιλιάδων μέτρων μετ' εμποδίων. β) Κατάφερε να πάρει το πτυχίο του αλλά μ ε τ ' εμποδίων. μετ' επιβουλής- προσχεδιασμένα- με σκευωρία. Π.χ. Πέτυχε μετ' επιβουλής να τον απολύσει. Πρβλ.: «έξ επίβουλης». μετ' επιστροφής-* με επιστροφή-με δυνατότητα επιστροφής. Π.χ. Έ β γ α λ ε εισιτήριο μετ' επιστροφής. * Συνήθως στη φράση: «εισιτήριο μετ' επιστροφής». μετ' επιτάσεως- με μεγαλύτερη ένταση. Π.χ. Φημολογείται μ ε τ ' επιτάσεως ότι οι νεκροί α π ό το δυστύχη­ μα είναι πολύ περισσότεροι.

μετέρχεται β ί α ν κάνει χρήοη βίας- καταφεύγει στη βία- βιαιο­ πραγεί. Π.χ. Συχνά η αστυνομία, για να επιβάλει την τάξη, μετέρχεται βίαν. μετέρχεται πάν μέσον-* κάνει χρήση κάθε μέσου (για να πετύχει κάτι)- χρησιμοποιεί οτιδήποτε, χωρίς δισταγμό, για να πετύχει τον σκοπό του. Π.χ. Για να εξοντώσει τους ανταγωνιστές, μετέρχεται παν μέσον. * Συναντάται και με τη μορφή: «μετέρχεται παν θεμιτόν καί άθέμιτον μέοον» (= χρησιμοποιεί κάθε νόμιμο και παράνομο μέοο). μετ' ού πολύ-* σύντομα· γρήγορα. Π.χ. Η υπηρεσία θα σε εξοφλήσει μ ε τ ' ον πολύ * Ενν.: «χρόνον». μετρητοίς·* μετρητά // πληρωμή σε μετρητά· με άμεση πληρωμή (δηλαδή όχι με πίστωση) // στα σοβαρά. Π.χ. α) Αυτή τη φορά πληρώθηκε για το εμπόρευμα τοις μετρη­ τοίς. β) Μην παίρνεις μετρητοίς όοα σου λένε. Πρβλ.: «έπί πιστώσει». * Η «τοίς μετρητοίς». μέτρον άριστον καθετί που γίνεται με μέτρο είναι άριστο· η α­ π ο φ υ γ ή των άκρων είναι τακτική άριστη. Π.χ. Μέτρον άριστον η τακτική οου να πίνεις κάθε φορά ένα μόνο ποτηράκι. Πρβλ. Κλεοβ., I 63 (ΟίεΙδ - ΚΓΕΠΖ), Ησιόδ. Έργα και ημέραι, 692. Λατ.: «ΆΜΚΒ ηΐ6άίοοΓίΐ3δ» (= χρυσή μετριότητα). μέχρι δακρύων μέχρι να κυλήσουν δάκρυα. Π.χ. Γέλασε μέχρι δακρύων. μέχρι θανάτου· ως τον θάνατο· μέχρι να πεθάνει // (μτφ.) πάρα πολύ· σε υπερβολικό βαθμό. Π.χ. Έμεινε πιστός στην πατρίδα μέχρι θάνατον.

Πρβλ. συνών.; «μέχρις έσχατων». μέχρι κεραίας· ως το παραμικρό οημαδάκι // (μτφ.) ως την πα­ ραμικρή λεπτομέρεια· χωρίς να λείπει απολύτως τίποτε· με υπο­ δειγματική ακρίβεια. Π.χ. Θα πρέπει να τηρούμε τους νόμους μέχρι κεραίας. Κεραία; στη γραμματική είναι μια μικρή γραμμή (παύλα) πάνω από δίχρο­ να φωνήεντα, για να δηλώσει ότι το αποκάτω δίχρονο είναι μακρό. Πρβλ. Λουκά, ΙΣΤ' 17; «εύκοπώτερον δέ έστι τόν ουρανόν καί τήν γην παρελθείν ή τσϋ νόμου μίαν κεραίαν πεσεϊν» και Ματθ., Ε' 18; «αμήν γάρ λέγω ύμϊν, έως άν παρέλθη ό ουρανός καί ή γη, ιώτα έν ή μία κε­ ραία ού μή παρέλθη άπό τσϋ νόμου έως άν πάντα γένηται». μέχρι κορεσμοί)· μέχρι να παραχορτάοει· μέχρι σκαομού // (μτφ.) σε υπερβολικό βαθμό· ιύοτε να επέλθει πληρότητα. Π.χ. Οι διαφημίσεις μας έφεραν μέχρι κορεσμού. Πρβλ.; «κατά κόρον». μέχρι μυελο-ϋ όστέων* ως το μεδούλι από τα κόκκαλα // (μτφ.) τελείως· εντελώς // σε υπερβολικό βαθμό. Π.χ. Είναι δημοκρατικός μέχρι μυελού οστέων. * Η φράση χρησιμοποιείται και στη νεοελληνική με τη μορφή; «μέχρι το κόκκαλσ» ή «ως το κόκκαλο». μέχρι νεωτέρας·* ώσπου να υπάρξει νεότερη (ενν. διαταγή ή είδη­ ση). Π.χ. α) Θα μείνουν οτο φυλάκιο μέχρι νεωτέρας. β) Η πτήση έχει δίωρη καθυστέρηση, γι' αυτό θα περιμένουμε μέχρι νεωτέρας. * Ενν. συνήθως; «διαταγής ή είδήσεως». μέχρι πρό τίνος·* ως πριν από λίγο καιρό· εδώ και λίγο χρόνο· μέχρι τώρα. Π.χ. Μέχρι πρό τίνος ήταν πολύ καλά στην υγεία του. * Ενν.; «χρόνου». μέχρι πρωίας·* ως το πρωί. Η φράση λέγεται για να δοθεί έμφαση.

π.χ. Το πάρχυ ου-νεχίοτηκε μέχρι πρωίας. * Ενν.: «ώρας». μέχρι τής σήμερον* μέχρι σήμερα. Π.χ. Δεν πήρε απάντηση μέχρι της σήμερον. * Ενν.: «ημέρας». μέχρις αποδείξεως τοϋ εναντίον μέχρι ν' αποδειχθεί το αντίθε­ το. Π.χ. Είναι αθώος μέχρις αποδείξεως του εναντίου. μέχρις ενός βαθμοϋ· ως έναν βαθμό. Π.χ. Είναι φιλόπονος μέχρις ενός βαθμού. μέχρις ενός σημείου· ως ένα σημείο· ως έναν βαθμό. Π.χ. Είναι φιλότιμος μέχρις ενός σημείου. Πρβλ. αντίθ.: «είς τό έπακρον», συνών.: «έν τινι μέτρφ». μέχρις έσχατων ως τα τελευταία- ως το τέλος· ως τον θάνατο. Π.χ. Ο αυτοκράτορας υπερασπίστηκε την Πόλη μέχρις εσχάτων. Πρβλ.: «μέχρι τελικής πτώσεως», «μέχρι τελευταίας ρανίδος τοϋ αίμα­ τος». μέχρις ότου·* μέχρι να· ώσπου να· έως ότου. Π.χ. Περίμενε με μέχρις ότου επιστρέψω. Πρβλ.: «έως ότου». * Ενν.: «χρόνου». μέχρι στιγμής· ως (αυτή) τη στιγμή· μέχρι τώρα. Π.χ. Μέχρι στιγμής δεν φάνηκε. μέχρι τελευταίας ρανίδος τοϋ αίματος· μέχρι την τελευταία σταγόνα του αίματος // (μτφ.) μέχρι το τέλος· μέχρι τον θάνατο. Π.χ. Θα υπερασπιστούμε τη χώρα μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματος. Πρβλ.: «μέχρι τελικής πτώσεως», «μέχρις έσχατων». μέχρι τελικής πτώσεως· ως την τελευταία πτώση· (δηλαδή) ως τον θάνατο. 292

π.χ. Αγωνίστηκε μέχρι τελικής πτώσεως. Πρβλ.: «μέχρις έσχατων», «μέχρι τελευταίας ρανίόσς τσϋ αίματος». μέχρι τέρματος ηλίου· ως το τέρμα του ήλιου· ως τη συντέλεια του κόσμου. Π.χ. Αυτές οι ατασθαλίες θα γίνονται μέχρι τέρματος ηλίου. μέχρι τινός· ως ένα σημείο // ως πριν λίγες μέρες // ως έναν βαθμό. Π.χ. Νομίζω ότι μέχρι τινός έχει δίκιο. μέχρι τοϋδε· μέχρι τώρα· μέχρι εδώ- ως αυτό το σημείο. Π.χ. Μπορώ να πω ότι μέχρι τούδε δεν είχα κανένα πρόβλημα με την υπηρεσία. μέχρι τρυγός· ως την τρυγία· ως το κατακάθι // (μτφ.) ως τον πά­ το // ως το τέλος. Π.χ. Ή π ι ε το ποτήρι του πόνου μέχρι τρνγός. «Τρύξ» (γεν. τρυγός): το κατακάθι στα βαρέλια του κρασιού. μή γεύεσθαι μελανούρων μην τρώτε μελανούρια // (μτφ.) να μην συναναστρέφεστε με κακούς ανθρώπους. Π.χ. Προσέξτε τις παρέες σας· μη γεύεσθαι μελανούρων. μή γνώτω ή άριοτερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου· να μην γνω­ ρίζει το αριστερό χέρι σου τι κάνει το δεξιό σου // (μτφ.) να ενερ­ γείς με απόλυτη μυστικότητα· να είσαι εχέμυθος· να μην εμπι­ στεύεσαι. Π.χ. Το ζήτημα χρειάζεται απόλυτη μυστικότητα· μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου. . Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ματθ., ΣΤ' 3: «σοϋ όέ ποιοϋντος έλεημοσύνην μή γνώτω ή αριστερά οου τί ποιεί ή δεξιά σου». μηδείς άγεωμέτρητος είσίτω· να μην μπει κανένας που δεν γνω­ ρίζει γεωμετρία // (μτφ.) να μην μπει κανείς ανίδεος· να μην μπει κανείς αμόρφωτος. Π.χ. Στην επιστημονική διάλεξη που πρόκειται να δοθεί μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω. Η φράση «μηδείς άγεωμέτρητος είσίτω» υπήρχε σε επιγραφή στην πύ­ λη της εισόδου της Ακαδημίας, της φιλοσοφικής σχολής του Πλάτωνα.

Η γεωμετρία, ήταν μία από τις επιστήμες που αγαπούσε ιδιαίτερα ο Πλάτων (όπως και ο δάσκαλος του Σωκράτης). Η δε επιγραφή είναι ενδεικτική της μεγάλης σημασίας που έδινε στη γεωμετρία ως προπα­ ρασκευαστικό μάθημα της φιλοσοφίας. Η λ. γεωμετρία δηλώνει και τη γενικότερη εκπαίδευση. Πρβλ. Τζέτζ. Χιλιάδ., VIII 972-973: πρό τών πρόθυρων τών αύτοϋ γρά•ψας ύπηρχε Πλάτων «Μηδείς άγεωμέτρητος είσίτω μου τήν στέγην». Επίσης, η παραπάνω φράση υπήρχε στην είσοδο της Αθωνιάδος Σχο­ λής του Αγίου Όρους. μηδέν άγαν τίποτε υπερβολικό- τίποτε οτο έπακρο (να μην κάνεις). Π.χ. Να είσαι εγκρατής, μηδέν άγαν. Η φράση αυτή υπήρχε σε επιγραφή στο μαντείο των Δελφών. Κατά πάσα πιθανότητα ανήκει στον Χείλωνα, έναν από τους επτά σοφούς, που με τη φράση αυτή συμβούλευε τη μετριοπάθεια. Πρβλ. Θεόγν., 335, Πλουτ. Παραμ. προς Απόλλωνα, II 6ο. μηδένα πρό τοϋ τέλους μακάριζε- κανέναν πριν πεθάνει να μην μακαρίζεις- κανέναν πριν το τέλος του να μην θεωρείς καλότυχο. Π.χ. Είδες τι τον βρήκε- γι' αυτό μηδένα προ τον τέλους μα­ κάριζε. Η παροιμιώδης αυτή φράση ειπώθηκε από τσν Σόλωνα στον Κροίσο, όταν ο Κροίσος του έδειχνε τα πλούτη του. Τα λόγια του Σόλωνα επα­ ληθεύθηκαν, όταν ο Κροίσος ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο. Πρβλ. Ηροδ., I 32, 7. μηδέν εις τό πηλίκον- (κυριολ.) τίποτε στο εξαγόμενο της διαίρε­ σης // (μτφ.) αποτέλεσμα ανάξιο λόγου- προσπάθεια χωρίς επι­ τυχία // συζήτηση χωρίς συμπέρασμα. Π.χ. α) Κουβέντιαζαν ώρες ολόκληρες και τελικά μηδέν εις το πηλίκον. β) Εργάζεται α π ό το πρωί ως το βράδυ αλλά μηδέν εις το πηλί­ κον. Φράση εύχρηστη κυρίως στα μαθηματικά. μηδενί δίκην δικάσης πριν άμφοίν μϋθον ακούσης- κανέναν μην καταδικάσεις, πριν ν' ακούσεις τον συλλογισμό και των δύο (αντιδίκων)- μην καταδικάσεις εκ των προτέρων, αν δεν ακού­ σεις την επιχειρηματολογία και των δύο. Π.χ. Μην σπεύδεις τόσο γρήγορα να π α ς μάρτυρας κατηγορίαςμηδενί δίκην δικάσης πριν αμφοίν μύθον ακούσης. 294

Πρβλ. Αριστοφ. Σφήκες, 725: «πριν άν άμφοϊν μϋθον ακούσης, ούκ άν όικάσαις». μηόενϊ ουμφορά όνειδίσης· κοινή γάρ ή τύχη καϊ τό μέλ­ λ ο ν ά ό ρ α τ ο ν κανέναν μην χλευάσεις για τη συμφορά, διότι κοινή είναι η τύχη και το μέλλον άγνωστο. Π.χ. Ό,τι κορόιδευε, το έπαθε- κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον. Πολλές φορές λέγεται μόνο ένα τμήμα της φράσης. Πρβλ. Ισοκρ. Προς Δημόν., 29. μηδενός εξαιρουμένου- χωρίς να εξαιρεθεί κανένας- χωρίς καμιά εξαίρεση. Π.χ. Έγινε έλεγχος σ' όλους τους οδν[γονς μηδενός εξαιρουμένου. μή δώτε τό άγιον τοϊς κυσίν μην δώσετε το άγιο (ενν. μυστήριο της πίστης) στους σκύλους // (μτφ.) μην περιφρονείτε τα σημα­ ντικά πράγματα- μην παραβλέπετε τα σπουδαία και αξιόλογα. Π.χ. Σ' αυτό τον άνθρωπο εμπιστεύτηκες τα οικογενειακά σου κειμήλια; Μη δώτε το άγιον τοις κυσίν. Πρβλ. Ματθ., Ζ' 6: «μή όωτε τό άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τούς μαρ­ γαρίτας ύμων έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήοωσιν αύτοίις έν τοίς ποσίν αυτών καί οτραφέντες ρήξωσιν υμάς». μή επιθυμεί αδύνατα- να μην επιθυμείς τα αδύνατα. Π.χ. Ανώφελα προσπαθείς να το πετύχεις- μη επιθυμεί αδύνατα. μή θίγε τά κακώς εί) κείμενα- βλ.: «μή κινεϊν κακόν ευ κείμενον». μή κακοϊς όμίλει- μην συναναστρέφεσαι με κακούς- μην κάνεις συντροφιά με κακοήθεις. Π.χ. Βλέπω να τριγυρνάς με τους αλήτες της γειτονιάς, γι' αυτό στο ξαναλέω μη κακοίς ομιλεί. μηκέτι άμάρτανε- μην αμαρτάνεις πλέον- μην κάνεις πλέον άλλες αμαρτίες // μην κάνεις άλλα σφάλματα. Π.χ. Ηταν λάθος που είπες ψέματα, αλλά μηκέτι αμάρτανε. Για την προέλευση της φράοης πρβλ. Ιω., Η' 11: «ή δέ είπεν ουδείς. Κύριε, είπε δέ ό Ιησοϋς- ουδέ έγώ οε κατακρίνω- πορεύου καί άπό τοϋ 295

νϋν μηκετι αμαρτανε». Πρβλ. επίοης Ιω., ΙΕ' 14. μή κινεϊν κακόν ευ κείμενον* μην ανακινείς κάτι δυσάρεστο που έχει καταλαγιάσει. Π.χ. Αφού μπαλώθηκε το θέμα, μη κινεϊν κακόν εν κείμενον. Παρόμοια με τις φράοεις «μή κίνει τά κακώς κείμενα» και «μή κίνει τά καλώς έχοντα». Οταν ο κολοσσός της Ρόδου έπεσε εξαιτίας σεισμού, ο βασιλιάς της Ρόδου θέλησε να τον επανατοποθετήσει. Ομως οι Ρόδιοι, επειδή πολλά σπίτια τους καταστράφηκαν απ' την πτώση του κολοσσού και επειδή πάντοτε υπήρχε η πιθανότητα να ξαναπέσει, είπαν στον βασιλιά «μή κινεϊν κακόν ευ κείμενον». Η φράση έμεινε παροιμιώδης. Πρβλ. Πλάτ. Φίληβ. 15ο. Η φράση μπορεί να λεχθεί όχι μόνο για ζήτημα αλλά και για άνθρωπο. Αυτό έκανε ο Σωκράτης αναφερόμενος στον Φίληβο, όταν αυτός άρχι­ σε να λέει ανοησίες στη συζήτηση, λέγοντας οτον Πρώταρχο «μή κινεϊν εύ κείμενον», δηλαδή «άφησε τον Φίληβο, καλά κάθεται εκεί που εί­ ναι». * Η με τη μορφή: «μή θίγε τά κακώς εύ κείμενα». μή κίνει τά κακώς κείμενα· μην ανακινείς ένα θέμα, του οποίου η ανακίνηση ενδέχεται να προκαλέσει μεγαλύτερο κακό· μην α­ νακινείς βρομερές υποθέσεις. Π.χ. Μια και το ζήτημα ξεχάστηκε, μη κίνει τα κακώς κείμενα. μή κίνει τά καλώς έχοντα· μην διαταράξεις όοα έχουν καλώς· μην ανακινείς θέμα. Π.χ. Η επιχείρηση τώρα βαδίζει καλά και δεν χρειάζονται άλλες αλλαγές· μη κίνει τα καλώς έχοντα. μή κίνει τήν άνάγυρον μην κουνάς την ανάγυρον // (μτφ.) μην ανακινείς θέμα, του οποίου η ανακίνηση δεν είναι προς το συμ­ φέρον // μην ανακινείς δυσάρεστη υπόθεση. Π.χ. Ξέχνα την πλαστογράφηση και μη κίνει την ανάγνρον. Η ανάγυρος (ή ανάγυρις) η δύσοσμη ή κοινώς βρομολυγαριά, είναι θά­ μνος της οικογένειας των χεδροπών που, εάν κινηθεί, αναδίδει χαρα­ κτηριστική δυσοσμία. Σπάνια η φράση εμφανίζεται με τις μορφές: «μή κίνει τήν άνάγυριν», «άνάγυρον κινεϊν». μή κρίνετε ίνα μή κριθήτε· μην κρίνετε, ώστε να μην κριθείτε· μην κρίνετε (τους άλλους), για να μην κριθείτε και εσείς (από τον Θεό).

π.χ. Κρίνοντας, οι κρίοεις σου θα επιστρέψουν σε σένα· μη κρί­ νετε ίνα μη κριθήτε. Η σπουδαία ποιητική φράση, που περικλείει όλο το νόημα της αποφυγής κρίσης, ειπώθηκε από τον Ιησού Χριστό. Πρβλ. Ματθ., Ζ' I: «μή κρίνετε ίνα μή κριθήτε· έν φ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί έν ή) μέτρφ μετρείτε μετρηθήσεται ύμϊν». μήλον τής Έριδος· μήλο της Εριδας // (μτφ.) αφορμή για λογο­ μαχία· αιτία διαμάχης και σκανδάλου· αφορμή διαφωνίας και αντιζηλίας. Π.χ. Η βουλευτική έδρα για τους δύο πολιτικούς ήταν παλαιό­ τερα το μήλον της Έριδος. Η Έριδα ήταν θεά της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, αδελφή του θεού Αρη. Προκαλούσε διχόνοια και το όνομα της έγινε συνώνυμο της φιλο­ νικίας (έρις, ερίζω). Η Εριδα, επειδή δεν κλήθηκε στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας, έριξε ένα μήλο που είχε την επιγραφή: «τή καλλίστη» δηλαδή για την πιο όμορφη από τις θεές. Τότε προκλήθηκε φιλονικία μεταξύ της Ηρας, της Αφροδίτης και της Αθηνάς Μ' αυτό τον τρόπο εκδικήθηκε που δεν κλήθηκε στους γάμους. Ετσι η Ηρα και η Αθηνά στη διάρκεια του Τρωικού πολέμου πήραν το μέρος των Ελλή­ νων. Πρβλ. Σαλουστ. Περί θεών και κόσμου, IV 4-5. μή με ληομόνει* μην με ξεχνάς. Π.χ. Να π α ς οτο καλό και μη με λησμονεί. Η φράση ήταν τυπαιμένη παλαιότερα πάνω σε ταχυδρομικά δελτάρια, που προορίζονταν για αναλφάβητους. Κατόπιν αποτέλεσε στερεότυπη φράοη και γραφόταν ιδιοχείρως από τον αποστολέα. «Μη με λησμονεί» ονομάζεται και το φυτό «μυοσωτίς η ελοχαρής». μή μου απτού* μην μ' αγγίζεις // (μτφ.) ευσυγκίνητος // ευαίσθη­ τος // μυγιάγγιχτος. Π.χ. Αυτός ο άνθρωπος είναι μη μον άπτον. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ιω., Κ' 16-17: «λέγει αυτή ό Ιη­ σούς· Μαρία, ατραφείσα εκείνη λέγει αύτφ· ραβουνί, δ λέγεται, διδά­ σκαλε, λέγει αύτη ό Ιηοοϋς· μή μου άπτου· οϋπω γάρ άναβέβηκα πρός τόν πατέρα μου». Πρβλ. επίσης τη λα'ίκή ονομασία «μη μου άπτου» του φυτού της οικο­ γένειας χεδρόπων, μιμιλή ή μιμόζα η αισχυντηλή (δηλ. η ντροπαλή). μή μου τους κύκλους τάραττε· μην μου καταστρέφεις τους κύ­ κλους // (μτφ.) μην με ενοχλείς· μην μ' εμποδίζεις· μην διαταρά-

ζεις την ηρεμία μου· μην διακόπτεις τον ειρμό των οκέψεών μου. Π.χ. Μη μον τονς κνκλονς τάραττε με το πού θα πάμε και τι θα κάνουμε. Η φράση ελέχθη από τον Αρχιμήδη (287-212 π.Χ.) λίγο πριν από τον θάνατο του. Οταν οι Ρωμαίοι κυρίευσαν τις Συρακούσες (212 π.Χ.), ένας στρατιώτης μπαίνοντας στο σπίτι του Αρχιμήδη τον είδε να σχε­ διάζει κύκλους στο δάπεδο. Όταν τον διέταξε να έρθει μαζί του και, α­ φού επιχείρησε να χαλάσει τους κύκλους, ο μεγάλος μαθηματικός και φυσικός Αρχιμήδης, βυθισμένος σε σκέψεις που αφορούσαν τη μελέτη των κύκλων, του είπε: «μή μου τους κύκλους τάραττε». Τότε ο στρατιώ­ της, παραβαίνοντας την εντολή του αρχηγού των ρωμαϊκών στρατευ­ μάτων Μαρκέλλου να συλληφθεί ο Αρχιμήδης ζωντανός, τον σκότωσε. Πρβλ. Πλουτ. Μάρκ., XIX: «άφνω δέ έπιστάντος αύτφ στρατιώτου καί κελεύοντας άκολουθεϊν πρός Μάρκελλον ούκ έβούλετο πρίν ή τελέσαι τό πρόβλημα καί καταστησαι τήν άπόδειξιν. Ό δέ όργισθείς καί σπαοάμενος τό ξίφος άνεϊλε αυτόν». Δίων Κάσοιος, Ρωμ., ΙΣΤ XV: Καί είπών (ενν. ο Αρχιμήδης) «άπόστηθι, άνθρωπε, άπό τής γραμμής», παρώξυνέ τε αυτόν καί κατεκόπη. Σχολ. Αριστ. κατηγ.: «καί Αρχιμήδης δέ ποτε βαρβάρων έπιστάντων ταϊς Συρακούσαις, ούκ έφυγεν, θεώρη­ μα τι γεωμετρικόν καταγραφών, άλλ' έφη «τάν κεφαλάν καί μή τάν γραμμάν». Παχυμ. Συντ.: «ό μαθηματικώτατος Αρχιμήδης, τάν κεφαλάν πλήττειν, μή τάν γραμμάν άφανίζειν, έπιοτάντι τώ πολεμίφ έντατικώς προτρεπόμενος». ναΐβπιΐδ Μαχ., ΡαοΙοΓυπι VIII: «560 ρ Γ Ο Ι β ο Ι ο ηι&ηίόιΐ5 ριι1νβΓ6 «ηοΐί» ί η ς υ ί ΐ « ο ό δ β ο Γ ο ί δ ΐ υ ι η ά ί δ Ι α Γ ό α Γ β » , δηλαδή: σήκωσε μόνο (ο Αρχιμήδης) το χέρι του από την άμμο και φώναξε «μη μου καταστρέ­ φεις το σχήμα». Πάντως η φράση «μή μου τούς κύκλους τάραττε» είναι η καθιερωμένη μετάφραση της λατινικής: «ηοΐί Ι υ Λ ^ ι ε οΪΓουΙοδ η ι ε ο δ » αγνώστου προ­ ελεύσεως, που επιβίωσε μέχρι των ημερών μας και η οποία είναι πιθα­ νότερο να προέρχεται από χαμένη ελληνική. μήν τοϋ μέλιτος· ο μήνας του μελιού· ο γλυκός μήνας // ο πρώτος μήνας μετά τον γάμο. Π.χ. Γι' αυτόν ο μην του μέλιτος κράτηοε πολύ. μή πάσι πίστευε· να μην πιστεύεις στον καθένα· να μην έχεις ε­ μπιστοσύνη ο' οποιονδήποτε. Π.χ. Καλές οι υποσχέσεις του, αλλά μη πάοι πίστευε. μή πρός κακοφανισμόν*· να μην (οου) κακοφανεί. Π.χ. Μη προς κακοφανισμόν, αλλά σκέφθηκες απερίσκεπτα. * Το ουσ. κακοφανισμός από το μεσαίων, ρ. «κακοφαίνεται».

μή προτρεχέτω ή γ λ ώ τ τ α τής δ ι α ν ο ί α ς * να μην τρέχει γρηγο­ ρότερα η γλώοσα α π ό το μυαλό // (μτφ.) πρέπει κάποιος να σκέ­ φτεται πριν και κατόπιν να μιλάει· πρέπει κάποιος να σκέφτε­ ται αυτά που θα πει. Π.χ. Τι είναι αυτά που ξεστόμισες; Μη προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας. * Συναντάται και με τη μορφή: «ή γλώοοα (οου) προτρέχει της δια­ νοίας» (= δεν σκέφτεσαι τι λες). μή οπεϋδε λαλείν μην βιάζεσαι να μιλάς. Π.χ. Ακουσε με π ρ ώ τ α και μη σπεύδε λαλείν. μή ταραοοέαθω υμών ή καρδία· να μην ταράζεται η καρδιά σας // (μτφ.) μην χάνετε την ηρεμία σας· μην πανικοβάλεσθε· μην ανησυχείτε. Π.χ. Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία κάθε φορά που ακούτε για αυξήσεις στα τρόφιμα. Πρβλ. Ιω., ΙΔ' 1: «μή ταρασσέσθω υμών ή καρδία· πιστεύετε είς τόν Θεόν, καί είς έμέ πιστεύετε». μή φοβοϋ, Μειριάμ· μην φοβάσαι Μαριάμ // έχε θάρρος. Π.χ. Μην διστάζεις· μη φοδού, Μαριάμ. Πρβλ. Λουκά, Α' 30. μίαν ώραίαν πρωίαν* μια ωραία πρωινή (ενν. ώρα)· ένα ωραίο πρωινό. Π.χ. Και μίαν ωραίαν πρωίανο εξαφανισμένος ξαναγύρισε στο σπίτι του. Η φράση λέγεται σκωπτικά ή για να δοθεί έμφαση. * Ενν.: «ώραν». μία χελιδων έαρ ού ποιεί·* ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη. Π.χ. Χρειάζεται συλλογική προσπάθεια· μία χελιδών έαρ ου ποιεί. Πρβλ. Αριστοτ. Ηθικά Νικομάχεια, I 6. και Ιουλιανού του Φιλοσόφου Προς τον θείον Ιουλιανόν. * Αξίζει να σημειωθεί ότι η φράοη επιβίωσε στη νεοελληνική γλώσσα διαμέσου των αιώνων. Σήμερα συνηθίζεται να λέγεται με την απόδοση της «ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη». μικρού δείν βλ.: «ολίγου δεϊν».

μικρόν κ α τ ά μ ι κ ρ ό ν λίγο λίγο· σιγά σιγά. Π.χ. Η εταιρεία μικρόν κατά μικρόν χρεωκόπησε. μικρός τό δέμας άλλά μαχητής· μικρός στο σώμα αλλά μαχητής· μικροκαμωμένος αλλά ικανότατος. Π.χ. Ο αθλητής μας, μικρός το δέμας αλλά μαχητής, επιβλήθηκε του ξένου. Πρβλ Ομ./I, Ε801. μίτος ' Αριάδνης· το νήμα της Αριάδνης // ο ενδιάμεσος δρόμος προς τη λύση ενός προβλήματος // η άκρη του νήματος· η λύση του προβλήματος. Π.χ. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας αναζητά τον μίτον της Α­ ριάδνης για να βγάλει τη χώρα α π ό το οικονομικό αδιέξοδο. Η Αριάδνη (μυθολ.), κόρη του Μίναχχ και της Παοιφάης, ερωτεύθηκε τον θηοέα και για να τον βοηθήσει του έδωσε τον μίτον (νήμα), για να τον δέσει στην είσοδο του λαβύρινθου, (ύστε όταν σκοτώσει τον Μινώταυρο, να μπορέσει να τΐΐν ξαναβρεί. Ετσι έγινε, και ο Θησέας, όπιΰς υποσχέθη­ κε στην Αριάδνη, την πήρε μαζί του, αλλά την άφησε στη Νάξο, επειδή έτσι απαίτησε ο θεός Διόνυσος. μίτος τών ίδεών το νήμα των ιδεών // (μτφ.) η αλληλουχία των ιδεών ο συνειρμός των σκέψεων. Π.χ. Έ χ α σ ε τον μίτον των ιδεών του. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. μνήμης ένεκεν βλ.: «είς μνήμην». μνήμης χάριν για ανάμνηση· για χάρη της ανάμνησης. Π.χ. Η μετονομασία της οδού έγινε μνήμης χάριν για την προ­ οφορά του στην πατρίδα. Αατ.:

«ιηβιτιοΓίΕβ § Γ 3 ΐ ΐ 3 » .

μνήσθητί μου, Κύριε· θυμήσου με Κύριε // άλλο πάλι κι αυτό· τι με βρήκε πάλι. Π.χ. Τι είναι α υ τ ά που κάνεις; Μνήσθητί μον. Κύριε. Πρβλ. Αουκά, ΚΓ' 42: «καί έλεγε τφ Ιησού· μνήσθητί μου. Κύριε, όταν έλθης έν τη βασιλείςι οου». Η φράση λέγεται και ως ενδεικτική έκπλη­ ξη-

μ' δ λ α ταϋτα· μ' όλα αυτά· π α ρ ' όλα αυτά· ωστόοο. Π.χ. Μολαταύτα εξακολουθεί να κάνει τα ίδια. μόλις καί μετά βίας· με βία· εξαναγκάζοντας // πάρα πολύ δύ­ σκολα. Π.χ. Προλάβαμε το αεροπλάνο αλλά μόλις και μετά βίας. Πρβλ.: «μετά βίας». μ' όλον ότι· παρόλο που· μολονότι. Π.χ. Μολονότι έβρεχε, έκανε ζέστη. μολών λαβε· έλα να τα πάρεις· αφού έρθεις, πάρ' τα. Λέγεται για κάποιον ο οποίος είναι προκλητικός, έχει απαιτήσεις και διεκδικεί. Π.χ. Θέλει να καρπωθεί τους κόπους μου; Μολών λαδέ. Η φράοη-θρύλος ειπώθηκε από τον Λεωνίδα οτον Ξέρξη οτα οτενά των Θερμοπυλών το 480 π.Χ., όταν ο τελευταίος ζήτηοε από τον Λεωνίδα να παραδώσει τα όπλα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά από διήμερη αντί­ σταση (μετά την προδοσία του Εφιάλτη) με 300 μόνο Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς ο Λεωνίδας έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης μ' όλους τους συντρόφους του. Η φράση κοσμεί το έμβλημα του Α' Σώματος Στρα­ τού. μονήρης λέξις· βλ.: «λέξις άπαξ». μόροιμον ήμαρ* μοιραία ημέρα· ημέρα θανάτου // ημέρα κατα­ στροφής. Π.χ. Σήμερα είναι μόροιμον ήμαρ για τα δάση μας. μόσχος ό σιτευτός· μόσχος καλοθρεμμένος // (μτφ.) καλής ποιό­ τητας· εκλεκτό προϊόν // (παρερμ.) ο ιδιαίτερα αγαπητός. Η φράοη αυτή χρησιμοποιείται για κάποιον ο οποίος αποτελεί ιδιαίτερη αδυναμία της οικογένειας του ή του περιβάλλοντος του γενικότερα. Χαρακτηρίζεται έτσι ο ιδιαίτερα α γ α π η τ ό ς και προ­ σφιλής α π ό τον περίγυρο του. Π.χ. Ο μικρότερος της οικογένειας του είναι ο μόσχος ο σιτευτός. Πρβλ. Λουκά, ΙΕ' 23: «καί ένέγκαντες τόν μόοχον τόν οιτευτόν θύσατε, καί φαγόντες εύφρανθωμεν» και Λουκά, ΙΕ' 27: «ό δέ είπεν αύτφ ότι ό αδελφός σου ήκει καί έθυσεν ό πατήρ σου τόν μόοχον τόν οιτευτόν, ότι ϋγιαίνοντα αυτόν έπέλαβεν». Επίσης, ΙΕ' 30.

μ ο υ ο ι κ ή ν ποίει κ α ι έργάζου· ασχολήσου με τη μουσική και έχε αυτήν ως έργο σου // ασχολήσου με τα γράμματα. Π.χ. Αν θέλεις να πετύχεις στη ζωή σου, μουοικήν ποίει και έρ­ γάζου. Πρβλ. Πλάτ. Φαίδων, 60β. Μυσών έσχατος· ο τελευταίος των Μυσών ο χειρότερος από τους Μυσούς // (μτφ.) ο χειρότερος ό λ ω ν εντελώς τιποτένιος. Π.χ. Την επομένη της αποφυλάκισης διέπραξε το αδίκημα ο Μυσών έσχατος. Οι Μυσοί (κάτοικοι τι^ς Μυσίας) ήταν φημισμένοι για τη δειλία τους και την ανηθικότητα τους ο' όλο το πανελλήνιο. Μνημονεύονται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς. μωραίνει Κύριος* δν βούλεται άπολέσαι· μωραίνει ο Θεός (τον λαό) αυτόν που θέλει να καταστρέψει· ο Θεός καθιστά ανόητο (τον λαό) εκείνον που θέλει να εξαφανίσει. Π.χ. Χθες ακόμα πήρε δίπλωμα οδήγησης και τρέχει σαν τρελός· μωραίνει Κύριος ον βούλεται άπολέσαι. * Ενν.; «λαόν». μωραΐ παρθένοι· ανόητες κόρες· αουλλόγιοτες κόρες // (μτφ.) ασυλλόγιστοι· απροετοίμαστοι· απαράσκευοι. Π.χ. Μωραί παρθένοι οι κάτοικοι, δεν φρόντισαν γ ι α τα α­ ντιπλημμυρικά έργα. Για την προέλευση της φράοης πρβλ. Ματθ., ΚΕ' 1-2; «τότε όμοιωθήσεται ή βασιλεία τών ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβοϋσαι τάς λαμπάδας αυτών έξηλθον είς άπάντησιν τοϋ νυμφίου. πέντε δέ ήσαν έξ αυτών φρόνιμοι καί αί πέντε μωραί».

Επίσης, Ματθ., ΚΕ' 3-13.

ναός της Θέμιδος· το δικαστήριο // η δικαιοσύνη. Η Θέμις ήταν η θεά της δικαιοσύνης. Πρβλ.: «ζυγός της Θέμιδος». νεκρόν γράμμα· νεκρό γράμμα // (μτφ.) νόμος (ή θεσμός) που έπε­ οε σε αχρηστία· νόμος που δεν ισχύει. Π.χ. Η διάταξη αυτή πλέον αποτελεί νεκρόν γράμμα. νεκρόν μαστίζεις· μαστιγώνεις τον νεκρό // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Δεν μιλά ελληνικά· επομένως μην προσπαθείς να του εξη­ γήσεις το θέμα, διαφορετικά νεκρόν μαστίζεις. νενίκηκάς με, Ναζωραίε· βγήκες νικητής, Ναζωραίε· με νίκησες Ναζωραίε. Η φράση αποδίδεται οτον Φλάβιο Κλαύδιο Ιουλιανό (331-363 μ.Χ.). Πρόκειται για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Φιλόσοφο που επονομά­ σθηκε Παραβάτης ή Αποστάτης. Βασίλεψε από το 331 ως το 363. Επει­ δή λάτρευε την αρχαία ελληνική θρησκεία και τον πολιτισμό, προσπά­ θησε για την επιστροφή τους στη ζωή των ανθρώπων. Ομως ττ)ν άνοιξη του 363 μ.Χ., δίνοντας κρίσιμη μάχη εναντίον του βασιλιά των Περσών Σαπώρη, τραυματίσθηκε θανάσιμα κοντά οτην Κτησιφώντα και η πα­ ράδοση (που διαδόθηκε από τους Χριστιανούς στρατιώτες του) αναφέ­ ρει ότι, πεθαίνοντας, αφού πήρε αίμα από το τραύμα του και το έριξε προς τον ουρανό, αναφώνησε: «Νενίκηκας, Χριστέ, κορέσθητι, Να­ ζωραίε!». Η φράση επιβίωσε με τη μορφή: «νενίκηκάς με, Ναζωραίε!». νέφος ανησυχίας· σύννεφο ανησυχίας // (μτφ.) διάχυτη ανησυχία· οφθαλμοφανής ανησυχία. Π.χ. Τον σκέπασε νέφος ανησυχίας. νέφος έκάλυψε τούς οφθαλμούς· σύννεφο σκέπασε τα μάτια //

(μτφ.) έπαθε οκοτοδίνη· δεν έβλεπε. Π.χ. Μετά το χτύπημα νέφος εκάλυψε τονς οφθαλμούς τον. νεφΰδριον καΐ παρελεύσεται· ουννεφάκι (ενν. είναι) και θα περάοει (όπως τα σύννεφα) // το πρόβλημα θα λυθεί σύντομα. Π.χ. Νεφύδριον και παρελεύσεται η πτώση του τουριστικού ρεύ­ ματος. Η φράση ειπώθηκε από τον Λγιο Αθανάσιο που επονομάσθηκε Μέγας για τους αγώνες του κατά της αίρεσης του Αρείου. Μάλιστα υπήρξε ο σπουδαιότερος αντίπαλος του Αρείου στην Α' Οικουμενική Σύνοδο (Νί­ καια το έτος 325). Αργότερα χειροτονήθηκε πατριάρχης Αλεξανδρείας, αλλά ύστερα από συκοφαντίες των οπαδών του Αρειανισμού εξορίστη­ κε. Αργότερα επανήλθε, αλλά, όταν ο Ιουλιανός έγινε αυτοκράτορας, τον εκτόπισε. Τότε ειπώθηκε η φράση «νεφύδριον καί παρελεύσεται», η οποία αναφερόταν στον Ιουλιανό. Πραγματικά η δράση του Ιουλια­ νού υπήρξε ιδιαίτερα βραχύβια. νήδυμος ΰπνος· γλυκός ύπνος· ελαφρύς ύπνος· βαθύτατος ύπνος. Π.χ. Η κυβέρνηση κοιμόταν τον νήδνμο ύπνο την ώρα του συνο­ ριακού επεισοδίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετά συχνά συναντάται το επίθετο «νήδυ­ μος» χωρίς το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό «ύπνος». Π.χ.: Αργησε για­ τί κοιμήθηκε τον νήδυμον. Στην περίπτωση αυτή το ουσιαστικό «ύπνος» εννοείται. Για την προέλευαη της φράσης πρβλ. Ομ. 0<5., υ 79. Πρβλ. ουνών.: «καθεύδει ύπό μανδραγόραν». Λατ.: «5υ3νίδ δ Ο Γ π η α δ » .

νηστενσαντες και μή νηστεύσαντες· όσοι νήστευσαν και όσοι δεν νήστευσαν δηλαδή όλοι. Π.χ. Θα προσληφθούν όλοι όσοι έκαναν αιτήσεις, νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου Λόγος Κατηχητικός. νίπτω τάς χείρας μον πλένω τα χέρια μου // (μτφ.) δεν φέρω ευθύνη // δεν έχω ανάμειξη // αποποιούμαι τις ευθύνες μου. Π.χ. Μην του ζητάς να πληρώσει τη ζημιά, διότι αυτός νίπτει τας χείρας τον. Η φράση ελέχθη από τον Πόντιο Πιλάτο, Ρωμαίο έπαρχο της Ιουδαίας (26-36). Ο Πιλάτος, όταν δεν μπόρεσε να καθησυχάσει τον όχλο, που ζητούσε τη σταύρωση του Ιησού Χριστού, ζήτησε νερό και έπλυνε τα

χέρια του. Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 24: «...λαβών ΐ3δωρ, άπενίψατο τάς χείρας αΰτοϋ απέναντι τσϋ όχλου, λέγων άθφός είμι άπό τοϋ αίματος τσϋ δι­ καίου τούτου...». νίψον άνομήματα μή μόναν δψιν νίψε τις αμαρτίες (σου), όχι μόνο το πρόσωπο οου // καθαρίοου α π ό τον ηθικό ρύπο· εξαγνίσου. Πρόκειται για καρκινική επιγραφή (ή καρκινικό στίχο), δηλαδή για στίχο που έχει το ίδιο νόημα, αν τσν διαβάσει κανείς είτε από την αρχή προς το τέλος είτε αντίστροφα (από το τέλος προς την αρχή). Η συγκε­ κριμένη επιγραφή υπήρχε στη «φιάλη» του ναού της Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης και έκτοτε σε πολλές άλλες φιάλες ή κρήνες. Γενι­ κά σι καρκινικές επιγραφές θεωρούνταν άτεχνες ή κακότεχνες. νόει καί τότε πράττε· να σκέπτεσαι και (μόνο) τότε να ενεργείς. Π.χ. Βιάστηκες και ζήτησες μετάταξη· νόει και τότε πράττε. νοείται οίκοθεν είναι αυτονόητο. Π.χ. Οτι θα γίνουν αυξήσεις νοείται οίκοθεν. νό\ΐφ' με νόμο· με κύρωση διά νόμου. Π.χ. Αποφασίστηκε νόμω η κατεδάφιση των αυθαίρετων κτισμά­ των. Πρβλ. συνών.: «διά νόμου». Λατ.: «άβ ;ιΐΓβ» ή «Ιβββ». νόστιμον* ήμαρ· ημέρα νόστου· ημέρα επανόδου στην πατρίδα· ημέρα επιστροφής. Π.χ. Το νόστιμον ήμαρ είναι το όνειρο όλων αυτών που ζουν μακριά α π ό την πατρίδα τους. ·* Από το επίθ. νόστος (από το ρ. νέομαι = επιστρέφω). Η φράση είναι εύχρηστη στην Οδύσσεια του Ομήρου. Πρβλ. α 9, α 168, γ 233. νους όρ^ καί νους ακούει· ο νους βλέπει και ο νους ακούει. Η φράση χρησιμοποιείται για να τονιστεί ότι η νοητική ικανότη­ τα είναι η βάση κάθε ασφαλούς συμπεράσματος. Π.χ. Μπορεί να είδες ή ν' άκουσες, αλλά μόνο νους ορά και νους ακούει.

Η φράση υπάρχει στσ έμβλημα της υπηρεσίας Π.Α. της Ελληνικής Αερσπσρικής Βιομηχανίας. Πρβλ. Επιχ. απόσπ., 12 (Οίβΐ8 - ΚΓΕΠΖ). νους υγιής έν σώματι ύγιεϊ· νους υγιής (μπορεί να υπάρχει μό­ νο) μέσα σ' ένα σώμα υγιές· προϋπόθεση υγιούς πνεύματος είναι το υγιές σώμα. Π.χ. Και βέβαια πρέπει να αθλείσαι· νους υγιής εν σώματι υγιεί. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ιιιν. δαί. Χ 356. Λατ.: «πιβηδ δ&η» ίη οοτροίε δ 3 η σ » . νϋν απολύεις τόν δοϋλόν σου, Δέσποτα· τώρα ελευθερώνεις (ενν. α π ό τα δεσμά του σώματος) τον δούλο σου, Δέσποτα· τώρα ας πεθάνω // (μτφ.) επιτέλους ήρθε η ώρα· επιτέλους συνέβη. Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως α π ό κάποιον που βλέπει να υλοποιείται κάποια φιλοδοξία του. Π.χ. Επιτέλους είδα εγγόνια· νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέ­ σποτα. Τη φράση αυτή είπε ο Συμεών, όταν πήρε στην αγκαλιά τον Ιησού, όταν ήταν βρέφος. Ο Συμεών (που ήταν ιδιαίτερα θεοσεβούμενος) είχε διακαή πόθο να αντικρίσει τον Μεσσία. Αλλωστε του είχε αποκαλυ­ φθεί από το Αγιον Πνεύμα «μή ίδεϊν θάνατον πρίν ή ίδη τόν Χριστόν Κυρίου». Πρβλ. Λουκά, Β' 21-28. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Λουκά, Β' 29-32: «Νϋν απολύεις τόν δοϋλόν Σου, Δέσποτα, κατά τό ρημά Σου έν ειρήνη, ότι είδον οί οφθαλμοί μου τό σωτήριον Σου, δ ήτοίμασάς κατά πρόσωπον πάντων τών λαών, φώς ε ίς άποκάλυψιν εθνών καί δόξαν λαοϋ Σου Ισραήλ». νϋν και άεί· τώρα και πάντοτε- αιώνια· παντοτινά // (με άρθρο) δύσκολη θέση· τελευταίο σημείο αντοχής ή υπομονής. Π.χ. Μ' α υ τ ά που άκουσε έφτασε στο νυν και αεί. Η φράση προέρχεται από τη γλώσσα της Εκκλησίας. νϋν υπέρ πάντων άγων τώρα ο αγώνας (είναι) για όλα· τώρα όλα για όλα· τώρα να αγωνιστούμε για όλα. Η φράση αυτή λέγεται συνήθως σε κρίσιμες στιγμές, οε περι­ πτώσεις ανάγκης. Π.χ. Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση· νυν υπέρ πάντων αγών.

Πρβλ. Αισχ. Πέρα, 402-405: «ώ παίδες Ελλήνων, ϊτε / έλευθεροϋτε πατρίδ', έλευθεροϋτε δέ / παϊδας γυναϊκας θεών τε πατριρων έδη, / θήκας τε προγόνων νϋν υπέρ πάντων άγων». νΰξ τοϋ Αγίου Βαρθολομαίου- νύχτα (της εορτής) του Αγίου Βαρθολομαίου // (μτφ.) κατάσταση αναρχίας, τρομοκρατίας // περίοδος βιαιοπραγιών και ομαδικών φόνων. Π.χ. Οι αιματηρές συγκρούσεις κράτησαν όλη τη νύχτα- νυξ τον Αγίου Βαρθολομαίου. Νεότερη αρχαϊστική φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από τη σφαγή των Ουγενότων από τους Καθολικούς που άρχισε τη νύχτα της 24ης Αυγούστου (παραμονή της εορτής του Αγίου Βαρθολομαίου) 1572 οτο Παρίσι. νυχθημερόν νύχτα και μέρα // (μτφ.) πολύ συχνά.

π.χ. Εργαζόταν νυχθημερόν γ ι α να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ζωής. Λατ.: «ηοοίβ όίβηυβ».

ξένιος Ζευς· ο φιλόξενος Ζευς· ο φιλόξενος θεός // (μτφ.) η φιλοξε­ νία. Π.χ. Ο ξένιος Ζευς είναι από τα α ρ χ α ί α χρόνια σύμβολο της ελλη­ νικής φιλοξενίας. Ξένιος: ένα από τα πολλά προσωνύμια που είχε ο Ζεύς, που θεωρούνταν προστάτης της φιλοξενίας. Βέβαια το επίθετο αυτό του Αία φανερώνει την αγάπη και την προθυμία που έχει ο ελληνικός λαός από τα πανάρ­ χαια χρόνια για την περιποίηση των ξένων. Πρβλ. Κρατίν., 111. ξένος δάκτυλος· ξένο δάκτυλο // (μτφ.) ξένη ενέργεια· αλλοεθνής υποκίνηση. Π.χ. Τη δικτατορία υποκίνησε ξένος δάκτυλος. ξόανον άγαλμα από ξύλο // (μτφ.) άνθρωπος αποκρουστικός· ά­ σχημος // (μτφ.) αναίσθητος· ανόητος· μωρός. Π.χ. Τον χαρακτήρισε υποτιμητικά ξόανον. Αρχαίο γλυπτό ομσία»μα, ξύλινο αρχικά, έπειτα από πέτρα ή άλλο υλι­ κό. Είδωλο, άγαλμα θεότητας. Βλ. Ευριπ. Ιφιγ. η έν Ταύρ., 1358-1359: «...τίνι λόγψ πορθμεύετε / κλέπτοντες έκ γης ξόανα καί θυηπόλους;». ξϋλον έιπελέκητον ξύλο που δεν πελεκήθηκε // (μτφ.) άξεστος.

π.χ. Ο νέος γραμματέας είναι ξύλον απελέκητον.

Ο ο α ι ρ ω ν τ ή ν α μ α ρ τ ι α ν τοϋ κόσμου· αυτός που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου· αυτός που βαστάζει την ενοχή των αν­ θρώπων, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός // (μτφ.) αυτός που επωμίζε­ ται ευθύνες πέρα α π ό τις δυνάμεις του· αυτός που επωμίζεται τα σφάλματα ή τις ανήθικες πράξεις των άλλων. Π.χ. ΓΓ άλλη μια φορά τον κάλυψε ο προϊστάμενος, ο αίρων την άμαρτίαν του κόσμου. Πρβλ. Ιω., Α' 29: «τη επαύριον βλέπει ό ' Ιωάννης τόν ' Ιησοϋν έρχόμενον πρός αυτόν καί λέγει- ίδε ό αμνός τσϋ Θεοϋ ό αίρων τήν άμαρτίαν τοϋ κόσμου». ό αϊτών* αυτός που διατυπώνει αίτημα· αυτός που υποβάλλει αί­ τηση· αυτός που ζητά. Π.χ. Ο αιτών απαιτεί αποζημίωση α π ό την υπηρεσία. Γράφεται συνήθως στα έντυπα των αιτήσεων προς τις δημόσιες υπηρε­ σίες. * Μετοχή του ρ. αίτώ. Ομοια ισχύει και στο θ. «ή αίτοϋοα» (= αυτή που υποβάλλει αίτηση). ό άναμάρτητος πρώτος τόν λίθον βαλέτω· ο αναμάρτητος πρώ­ τος ας ρίξει την πέτρα. Η φράση λέγεται για όσους κρίνουν και κατακρίνουν, ενώ είναι πιθανόν και οι ίδιοι να κάνουν το ίδιο αμάρτημα· λέγεται για όσους κατακρίνουν τους άλλους παραβλέποντας τα δικά τους. Π.χ. Μην τον κατηγορείτε, ότι μόνο αυτός δεν συμπεριφέρεται σωστά· ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ιω., Η' 7: «ώς δέ επέμεναν ερωτώ­ ντες αυτόν (ενν. τόν ' Ιησοϋν) ανέκυψε καί είπεν αύτσϊς- ό άναμάρτη­ τος υμών πρώτος βαλέτω λίθον έπ' αυτήν».

ό α π ο θ α ν ώ ν δεδικαίωται* αυτός που πέθανε έχει δικαιωθεί· ο νε­ κρός έχει λυτρωθεί α π ό την αμαρτία· ο νεκρός έχει απολυτρωθεί. Π.χ. Μην τον κακολογείτε τοόρα που πέθανε· ο αποθανών δεδι­ καίωται. Πρβλ. Παύλου Προς Ρωμαίους, ΣΤ' 7: «ό γάρ αποθανών δεδικαίωται άπό της αμαρτίας». Σήμερα η φράση κατανοείται ελλιπώς, επειδή όταν λέγεται δεν συνοδεύ­ εται από τη φράση «από της αμαρτίας». ό άρτος ό επιούσιος· (κυριολ.) το καθημερινό ψωμί // α καθημερι­ νές ανάγκες διατροφής // τα πολύ απαραίτητα οτη ζωή. Π.χ. Κάνει δύο δουλειές για να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον. Πρβλ. Λουκά, ΙΛ' 2-4: «...τόν άρτον ημών τόν έπιούσιον δίδου ήμϊν τό καθ' ήμέραν...». Επίοης Ματθ., ΣΤ' 11 (Κυριακή προσευχή): «(...) τόν άρτον ημών τόν έ­ πιούσιον δός ήμϊν σήμερον (...)». Η φράση, όπως κατανοείται σήμερα από τον λαό, δεν συμπίπτει με τη θεολογική της ερμηνεία. δ γάρ έάν σπείρη άνθρωπος, τούτο καϊ θερίσει· διότι εκείνο που θα σπείρει ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίσει // (μτφ.) ανάλογα με τα έργα είναι και τα αποτελέσματα. Π.χ. Είναι φυσικό να τον καταδιώκουν ο γαρ εάν σπείρη άν­ θρωπος, τούτο και θερίσει. Πρβλ. Παύλου Προς Γαλ., ΣΤ' 7. δ γέγονε, γέγονε· αυτό που έχει γίνει, έγινε· ό,τι έγινε, έγινε // μην επιμένεις σ' αυτό που έγινε, τώρα βλέπε το μέλλον. Π.χ. Κοίτα να ξεχάσεις το περιστατικό· ο γέγονε, γέγονε. δ γέγραφα, γέγραφα· αυτό που έχω γράψει, το 'χω γράψει· ό,τι έγραψα, το ' γ ρ α ψ α πλέον // ό,τι έχω αποφασίσει, το αποφάσι­ σα // ό,τι αποφασίστηκε, θα γίνει χωρίς μεταβολή. Π.χ. Θα ακολουθηθεί αυτό το πρόγραμμα· ο γέγραφα, γέγραφα. Πρβλ. Ιω., ΙΘ' 21-22: «έλεγον ούν τώ Πιλάτφ οί άρχιερεϊς τών Ιουδαίων μή γράφε, ό βασιλείίς τών Ιουδαίων, άλλ' ότι έκεϊνος είπε, βασιλεύς είμι τών ' Ιουδαίων, άπεκρίθη ό Πιλάτος· δ γέγραφα, γέγραφα».

ό γέρων δ ί ς παις· ο προχωρτρένης ηλικίας (είναι) δύο φορές παιδί· ο γέροντας (συμπεριφέρεται σαν να είναι) δύο φορές παιδί. Π.χ. Μην σου φαίνεται παράξενη η συμπεριφορά του π α τ έ ρ α σου· ο γέρων δις παις. Πρβλ. Πλάτ. Νόμοι, 646 Α. ό γραμμάτων άπειρος ού βλέπει βλέπων αυτός που δεν γνω­ ρίζει γ ρ ά μ μ α τ α κοιτάει και δεν βλέπει· ο αμαθής είναι ουσιαστι­ κά τυφλός. Π.χ. Αν ήξερε λίγα γράμματα, θ' άνοιγε δικό του μαγαζί· ο γραμ­ μάτων άπειρος ου βλέπει βλέπων. Πρβλ. Μενάν. Γνώμαι Μονόατ, 438. ό δαίμων τοϋ τυπογραφείου· το πονηρό πνεύμα του τυπογρα­ φείου // (μτφ.) η τυπογραφική αβλεψία. Π.χ. Ο δαίμων του τυπογραφείου χτύπησε ξανά και το πρωτο­ σέλιδο της εφημερίδας κυκλοφόρησε με τυπογραφικό λάθος. ό δηλών* αυτός που δηλώνει· αυτός που γνωστοποιεί υπεύθυνα· αυτός που φανερώνει επίσημα. Π.χ. Πρόσεξε, γιατί ο δηλών δεν είναι ο ίδιος, είναι ο α ν τ ι κ α τ α ­ στάτης του. Γράφεται συνήθως στα έντυπα των δηλώσεων προς τις δημόσιες υπη­ ρεσίες και κυρίως στις «υπεύθυνες δηλώσεις». * Μετοχή ενεστώτα του ρ. «δηλω». Ομοια και στο θ. γένος «ή δηλοϋσα» (= αυτή που γνωστοποιεί υπεύθυνα). Οδός τής άπωλείας·* δρόμος της στέρησης // δρόμος της φθο­ ράς // κ α τ α σ τ ρ ο φ ή · θάνατος // (μτφ.) ο δρόμος της αμαρτίας· ηθικός μαρασμός // ο θάνατος της ψυχής· ο δρόμος που οδηγεί στην κόλαση. Π.χ. Αφού έμπλεξε με τον υπόκοσμο, πήρε σίγουρα την οδόν της απώλειας. Πρβλ. Ματθ., Ζ' 13: «εισέλθετε διά της στενής πύλης· ότι πλατεία ή πύλη καί ευρύχωρος ή οδός ή άπάγουσα είς τήν άπώλειαν, καί πολλοί είσιν οί εισερχόμενοι δι' αυτής». * Ενν.: «τής ψυχής». Οδός τής αρετής· η ενάρετη ζωή. Π.χ. Ακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του την οδόν της α­ ρετής

όδοϋ π α ρ ο ύ σ η ς ά τ ρ α π ό ν μή ζήτει· όταν έχεις μπροστά σου τον δρόμο μην αναζητάς μονοπάτι // (μτφ.) είναι ολοφάνερο. Π.χ. Αφού υπάρχει το έ γ γ ρ α φ ο δεν χρειάζονται μάρτυρες· οόού παρούσης ατραπόν μη ζήτει. Πρβλ. συνών.: «άρκτου παρούσης τά ίχνη ζητεί». ό ενάγων* αυτός που κάνει αγωγή εναντίον κάπαου· αυτός που εγκαλεί κάποιον σε δίκη· αυτός που καταγγέλλει· ο κατήγορος· ο μηνυτής. Π.χ. Ο ε ν ά γ ω ν απέσυρε τη μήνυση. Εύχρηστη οτη δικανική γλώσσα. * Μετοχή του ρ. «ενάγω», ως ουσιαστικό «ο μηνυτής». Όμοια τσ θηλ. «ή ενάγουσα» (= η μηνύτρια). Επίσης αντίστοιχα στη μτχ. του παθητι­ κού ενεστώτα, ως ουσιαστικό «ό εναγόμενος» (αυτός εναντίον του ο­ ποίου κινείται η αγωγή, ο κατηγορούμενος). ό έν λό^φ* αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος· αυτός στον οποίο γίνεται αναφορά· αυτός για τον οποίο μιλούμε. Π.χ. Η εν λόγω υπάλληλος τον ταλαιπώρησε αρκετά. * Συχνότατη φράση σε πολλές μορφές: «ο εν λόγω υπουργός», «ο εν λόγω κύριος», «ο εν λόγω παράγων», «το εν λόγω θέμα» (= το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος), «η εν λόγω σύζυγος» κ.ά. Πρβλ.: «ό περί ού ό λόγος». ό έν ύψίστοις· ο Θεός. Π.χ. Ζητά βοήθεια α π ό τον εν νψίστοις. ό έ| απορρήτων* αυτός που ασχολείται με τα απόρρητα (έγγρα­ φα), με τις εμπιστευτικές υποθέσεις (του βασιλιά ή αυτοκράτορα ή της κυβέρνησης)· ο μυστικοσύμβουλος. Π.χ. Ο εξ απορρήτων σύμβουλος του πρωθυπουργού έφυγε χ ω ­ ρίς να κάνει καθόλου δηλώσεις. * Ενν.: «σύμβουλος». Συναντάται με τις μορφές: «ό έ| απορρήτων σύμ­ βουλος», «ό σύμβουλος ό έξ απορρήτων», «ό έπί τοις άπορρήτοις». Λατ.: «50ΓΪΙ)3 ίη οΐ^πόβδόπίδ οοηδίΐϋδ». ό επιούσιος· βλ.: «ό άρτος ό επιούσιος». ό έπί τών εξωτερικών βλ.: «έπί τών εξωτερικών».

δ έοτι μ ε θ ε ρ μ η ν ε υ ό μ ε ν ο ν βλ.: «χούτέοτιν μεθερμηνευόμενον». δ έοτι· δηλαδή. Π.χ. Σε έναν μήνα θα δώσεις εξετάσεις, ο εση πρέπει να μελε­ τήσεις. ό έχων ώτα άκούειν άκουέτω· όποιος έχει αφτιά για να ακούει, ας ακούει // (μτφ.) ό π α ο ς έχει καλή διάθεση ας κατανοεί (όσα λέγονται). Π.χ. Θα οας το διαβάσω μια φορά μόνο κι ο έχων ώτα ακονειν ακουέτω. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Λουκά, ΙΔ' 35: «οϊ3τε είς γην σϋτε εις κοπρίαν εύθετόν έστιν έξω βάλλουσιν αυτό (ενν. τό άλας), ό έχων ώτα άκούειν άκουέτω». Επίσης πρβλ. Ματθ., ΙΛ' 15 και Μάρκ., Δ' 9. ό έωρακώς μεμαρτύρηκε· αυτός που είόε (το γεγονός) έχει όοίκιει μαρτυρία γι' αυτό· αυτός που είδε έχει δώσει πρόσθετη βεβαίαχιη. Π.χ. Ήταν μπροστά την ώρα του ατυχήματος· ο εωρακώς με­ μαρτύρηκε. Πρβλ. Ιω., ΙΘ' 35: «καί ό έωρακώς μεμαρτύρηκε, καί αληθινή αύτοϋ έ­ στιν ή μαρτυρία, κάκεϊνος οίόεν ότι άληθη λέγει, ίνα καί ύμεϊς πιστεύσητε». δξει έλλυχνίων* βγαίνει μυρωδιά από φιτίλι λύχνου· μυρίζει θρυαλλίδα λύχνου. Π.χ. Όζει ελλνχνίων η διατριβή σου. «Όζει έλλυχνίων» είπε κάποιος στον ρήτορα Δημοσθένη, αναφερόμε­ νος οτους λόγους του. Με τον χαρακτηρισμό αυτό ήθελε να πει στον μεγάλο ρήτορα ότι τους λόγους του τους επεξεργάστηκε πολύ καλά και για πολύ χρόνο κάτω από το φως του λυχναριού, ώστε να έχουν πάρει τη μυρωδιά του φιτιλιού. Πρβλ. Πλουτ. Δημοοθ., 8. * Η φράση επιβίωσε και με τη μορφή: «όζει λυχνίας» (μυρίζει λύχνο). δθεν έπεται δτι· από το οποίο προκύπτει ότι. Π.χ. Γνωρίζουμε ότι μόνο αυτός ήταν στο γραφείο· όθεν έπεται ότι αυτός είναι ο ένοχος. οϊα ή μορφή τοιαύτη καί ή ψυχή· όποια η μορφή τέτοια (είναι)

και η ψυχή· ό π ω ς είναι η ό ψ η , έτσι είναι και η ψυχή. Π.χ. Κοίταξε τον και θα κ α τ α λ ά β ε ι ς · οι'α η μορφή τοιαύτη και η ψυχή. Πρβλ. τη νεότερη φράση «το πρόοωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής». οία κεφαλή έγκέφαλον ούκ έχει· τέτοιο κεφάλι και δεν έχει μυαλό· τόσο όμορφος και είναι ανόητος. Π.χ. Τι είναι α υ τ ά που λέει; Οία κεφαλή έγκέφαλον ουκ έχει. Πρβλ. Αισώπου Μύθοι: Αλώπηξ προς μορφολύκειον. οί

αυτοί περί τών αυτών τοίς αύτοίς τά αυτά· οι ίδιοι (που μιλούν) για τα ίδια π ρ ά γ μ α τ α (απευθυνόμενοι) στους ίδιους (πά­ ντοτε ανθρώπους) και λένε τα ίδια (λόγια) // τα ίδια και τα ίδια. Λέγεται για όσους, ε π α ν α λ α μ β ά ν ο ν τ α ς τα ίδια, γίνονται ιδιαίτε­ ρα κουραστικοί. Π.χ. Α κ ο υ γ α την ομιλία του υπουργού· οι αυτοί περί των αυτών τοις αυτοίς τα αυτά.

οί έν τοίς πράγμασιν αυτοί που είναι οτα πράγματα // οι κυβερ­ νώντες· οι πολιτικοί. Π.χ. Οι εν τοις πράγμασιν ουδέποτε ασχολήθηκαν με τα προ­ βλήματα π ο υ α π α σ χ ο λ ο ύ ν τον λαό. οί έπί τών πραγμάτων* αυτοί που είναι αρμόδιοι για τις (συν. δημόσιες) υποθέσεις // οι άρχοντες· οι πολιτικοί. Π χ . Οι επί των πραγμάτων α π ο φ ά σ ι σ α ν αλλιώς γ ι α τις ανα­ μενόμενες φορολογικές ελαφρύνσεις. Βλ. συνών. «οί έν τοις πράγμασιν». * Ενν.: «όντες». οί έσχατοι έσονται πρώτοι καί οί πρώτοι έσχατοι· οι τελευ­ ταίοι θα γίνουν πρώτοι και οι πρώτοι (θα γίνουν) τελευταίοι // (μτφ.) αυτοί π ο υ θεωρούνται εκλεκτοί θα γίνουν ασήμαντοι. Π.χ. Και σ' αυτούς τους διορισμούς δεν προτιμήθηκαν οι αρι­ στούχοι, αλλά εκείνοι π ο υ είχαν μέσο· οι έσχατοι έσονται πρώ­ τοι και οι πρώτοι έσχατοι. Πρβλ. Αουκά, ΙΓ' 30: «καί ίδοϋ, είσίν έσχατοι οί έσονται πρώτοι, καί είσί πρώτοι σϊ έσονται έσχατοι» και Μάρκ., Γ 31: «πολλοί δέ έσονται πρώτοι έσχατοι καί έσχατοι πρώτοι».

οί έχοντες καί κατέχοντες· όσοι έχουν και κατέχουν // οι πλούσιοι και δυνατοί // η εύπορη τάξη. Π.χ. Το μεγαλύτερο μέρος του φόρου πρέπει να καταβάλουν οι έχοντες και κατέχοντες. Νεότερη φράση που λέγεται συνήθως για την ανώτερη τάξη που κατέ­ χει τσν πλούτο. οί καθ' ων οι εναντίον των οποίων απαγγέλλεται κατηγορία· οι κατηγορούμενοι· οι μηνυόμενοι. Π.χ. Οι καθ' ων φρόντισαν ν' απουσιάζουν. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα οτη δικανική γλώσσα. οί καιροί ού μενετοί· οι καιροί δεν περιμένουν οι κατάλληλες στιγμές δεν επιτρέπουν αναβολές· οι περιστάσεις δεν περιμένουν. Π.χ. Εκμεταλλεύοου την ευκαιρία, διότι οι καιροί ου μενετοί. Πρβλ. Θουκ., Α 142. οίκείι?ι βουλήοει·* ενεργώντας με τη θέληση· με αυτόβουλη ενέρ­ γεια· αυτοβούλως. Π.χ. Ο διευθύνων σύμβουλος ενήργησε οικεία βουλήοει. * Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως στη δικανική γλώσσα. Συνηθίζε­ ται επίσης το επίρρ. «αυτοβούλως» ή ως «οίκείςι τη βουλήοει». οίκεία κακά· οικείες συμφορές· γνώριμες συμφορές. Π.χ. Με τα περί διαζυγίου οου του θύμισες οικεία κακά. οίκοθεν (κυριολ.) από την πατρίδα· από το σπίτι // (μτφ.) από μό­ νος· εκούσια· αυτονόητα· αυτεπαγγέλτως. Π.χ. α) Έ ρ χ ε τ α ι οίκοθεν. β) Έ φ υ γ ε α π ό την επιχείρηση οίκοθεν, παρόλο που λέει ότι α­ πολύθηκε. Συνήθως στη φράση: «νοείται οίκοθεν» (= είναι αυτονόητο). Λατ.: «άοητο» (κυριολ.), «δΐΐΕ δροηΐβ» (μτφ.). οίκος ανοχής· (κατά λέξη) σπίτι για το οποίο υπάρχει ανεκτικό­ τητα· σπίτι που το ανέχεται κανείς // κακόφημο σπίτι· πορνείο. Π.χ. Η χ ώ ρ α κατάντησε οίκος ανοχής. οίκος εμπορίου* εμπορικό κατάστημα//(μτφ.) χώρος στον οποίο γίνονται παράνομες συναλλαγές.

π.χ. Τα γ ρ α φ ε ί α της ποδοσφαιρικής ομάδας έγιναν οίκος εμπορί­ ου. Πρβλ. Ιω., Β' 16, «(...) μή ποιείτε τόν οίκον τοΰ πατρός Μου οίκον ε­ μπορίου». Ο ι λίθοι κεκράξονταΐ' οι πέτρες θα κραυγάσουν (ακόμη και οι άψυχες) πέτρες θα (το) διαλαλήσουν. Π.χ. Ότι είναι αθώος και οι λίθοι κεκράξονται. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Λουκά, ΙΘ' 40: «καί αποκριθείς ειπεν αΰτοϊς· λέγω ύμϊν ότι έάν οϋτοι οιωπήοωσιν, οί λίθοι κεκράξο­ νται». οί μέν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αί δέ γυναίκες άν­ δρες· α π ' τη μια οι άνδρες έχουν γίνει γυναίκες, α π ' την άλλη οι γυναίκες (έχουν γίνει) άνδρες. Π.χ. Βλέπει κανείς ακόμη και γυναίκες οδηγούς φ ο ρ τ η γ ώ ν οι μεν άνδρες γεγόνασί μοι γυναίκες, αι δε γυναίκες άνδρες. Η φράση ειπώθηκε από τον Ξέρξη τον Α', γιο του Δαρείου, βασιλιά της Περσίας, ο οποίος το 480 π.Χ. επιχείρησε εκστρατεία εναντίον της Ελ­ λάδας. Στην επιχείρηση αυτή έλαβε μέρος και η Αρτεμισία, βασίλισσα της Αλικαρνασσού, κόρη του Λυγδάμεως, η οποία κατάφερε να σωθεί, στη διάρκεια της ναυμαχίας της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) χάρη στη γεν­ ναιότητα της και την ευφυΐα της. Οταν ο Ξέρξης είδε την Αρτεμισία να πολεμά με ηρωισμό, είπε την περίφημη αυτή φράοη. Πρβλ. Ηροδ., νίΠ 88. οίνος ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου· το κρασί γεμίζει από χα­ ρά την καρδιά του ανθρώπου· το κρασί προκαλεί ευχαρίστηση και κ α λ ή διάθεοη οτον άνθρωπο. Π.χ. Αυξήθηκε η κατανάλωση κρασιού στη χώρα· οίνος ευφραί­ νει καρδίαν ανθρώπου. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΓ' 15: «...τοϋ έξαγαγείν άρτον έκ της γης, καί οίνος ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου, τοϋ ΐλαρϋναι πρόσωπον έν έλαίφ, καί άρτος καρδίαν άνθρωπου στηρίζει». Λατ.: «νίηαηι ΗΪΙΗΓΕΙ ΟΟΓ Ηοιηϊηίδ». οί παροικοϋντες έν Ιερουσαλήμ· οι ξένοι κάτοικοι της Ιερου­ σαλήμ // (μτφ.) οι ξένοι κάτοικοι του τόπου μας· οι παρεπιδημούντες // όλοι όσοι γνωρίζουν το θέμα // οι σχετικοί. Π.χ. Το πόσο έβλαψε το θέμα τα εθνικά συμφέροντα το γνωρί­ ζουν όλοι οι παροικούντες εν Ιερουσαλήμ. Πρβλ. Λουκά, ΚΔ' 18: «αποκριθείς δέ ό είς, φ όνομα Κλεόπας, είπε

πρός αυτόν σύ μόνος παροικείς έν ' Ιερουσαλήμ καί ούκ έγνως τά γε­ νόμενα έν αυτή έν ταϊς ήμέραις ταύταις;». οί περί αυτόν οι γύρω απ' αυτόν η ακολουθία (κάποιου). Π.χ. Εμφανίστηκε και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι περί αυτόν. οί προβεβηκότες τήν ήλικίαν οι περασμένης ηλικίας· οι πιο ηλι­ κιωμένοι. Π.χ. Αποφάσιζαν οι προβεβηκότες την ηλικίαν πάρεδροι. οί ούν αύτφ·* οι μαζί μ' αυτόν // η ακολουθία του. Π.χ. Ήρθε ο υπουργός και οι ουν αυτώ. * Ομοια και οτον πληθυντικό: «οί ούν αύτοίς». οί τά φαιά φορούντες καί περί ηθικής λοιλούντες· αυτοί που φορούν τα σκούρα (ρούχα) και μιλούν για ηθική. Η φράση λέγεται για τους ανθρώπους που δείχνουν επιτηδευ­ μένη σεμνότητα με τον τρόπο ντυσίματος τους και κυρίως με τα κηρύγματα τους περί ηθικής. Γενικά λέγεται για αλαζονικούς και υποκριτές. Π.χ. Μας συμπεριφέρθηκαν άσχημα οι τα φαιά φορούντες και περί ηθικής λαλούντες. Η φράση προέρχεται από στίχο του ποιήματος του Κ. Π. Καβάφη Θέατρον τής Σιδώνος, 400 μ.Χ., της συλλογής Ποιήματα. οί φίλα φρονούντες· αυτοί που έχουν φιλικά αισθήματα· οι φίλοι (σε αντίθ. με τους εχθρούς). Π χ · Προσπάθησαν να μας κτυπήσουν, αλλά ευτυχώς υπήρχαν και οι φίλα φρονούντες. ό καθ' ύλην αρμόδιος·* ο ειδικός για το θέμα· ο σχετικά με το περιεχόμενο κατάλληλος· ο αρμόδιος για συγκεκριμένο αντικεί­ μενο. Π.χ. Του θέματος θα επιληφθεί ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός. * Συνήθως στις φράσεις: «ό καθ' ύλην αρμόδιος παράγων», «ό καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός» κ.ά. οκλαδόν κάθισμα με λυγισμένα τα πόδια· κάθισμα με σταυρωτιΊ

τα πόδια. Π.χ. Η άσκηση που μας πρότεινε ο γυμναστής απαιτούσε να είμα­ στε σε θέση οκλαδόν. Εύχρηοτη στη στρατιωτική ορολογία και στη γυμναστική ως παράγ­ γελμα. ό κλέψας τσϋ κλέ·ψαντος· (κυριολ.) αυτός που έκλεψε τον κλέ­ φτη // ο ένας κλέβει τον ά λ λ ο ν η αλληλοκλοπή. Π.χ. Σ' ένα διαλυμένο οικονομικά και κοινωνικά κράτος, γίνε­ ται ο κλέψας του κλέψαντος. ό κύβος έρρίφθη- βλ.: «έρρίφθη ό κύβος». ολίγον κατ' ολίγον λίγο λίγο. Π.χ. Φθείρονταν ή^υχικά ολίγον κατ' ολίγον. ολίγον μέ μέλει- λίγο που με νοιάζει-(δηλ.) δεν με νοιάζει καθόλου. Π.χ. Αν θα έρθεις ή όχι, ολίγον με μέλει. Πρβλ. Αριστοφ. Βάτρ., 1132: «άλλ' ολίγον γέ μοι μέλει». ολίγον τι- πολύ λίγο- ως έναν βαθμό- λιγάκι. Π.χ. Είναι οΑι'γον τι επιπόλαιος. ολίγου δεϊν* παρά λίγο να- λίγο έλειψε να. Π.χ. Ολίγον δειν να συγκρουστεί μετωπικά μ' άλλο αυτοκίνητο. * Συναντάται και με τη μορφή: «μικροϋ δεϊν». ό λύχνος τού σώματος έστιν ό οφθαλμός·* λυχνάρι του σώμα­ τος είναι το μάτι- τα μάτια φωτίζουν το σώμα // (μτφ.) ο υγιής και απονήρευτος νους φωτίζει την ψυχή. Π.χ. Τελικά, καλά φαινόταν απ' τα μάτια του ότι είναι καλός άνθρωπος- ο λύχνος του σώματος εστίν ο οφθαλμός. Πρβλ. Λουκά, ΙΑ' 34: «ό λύχνος τοϋ σώματος έστιν ό οφθαλμός· όταν ουν ό οφθαλμός σου άπλοϋς ή, καί όλον τό σωμά σου φ^τεινόν έστιν έπάν δέ πονηρός ή, καί τό σώμα σου σκοτεινόν». Επίσης πρβλ. Ματθ., ΣΤ' 22-23. * Πρβλ. τη νεοελληνική φράση: «τα μάτια είναι καθρέφτης της ψυχής».

ό λ ω ς δ ι ' δ λ ο υ · * τελείως· εντελώς· ολοκληρωτικά. Π.χ. Το ό χ η μ α κ α τ α σ τ ρ ά φ η κ ε ολωσδιόλου. Πρβλ. ουνών.: «καθ' ολοκληρίαν», «έξ ολοκλήρου». * Φράση επιτατική του επιρρ. «όλως» που επαυξάνει τη σημασία του. δλως τυχαίως· εντελώς τυχαία. Π.χ. Σ υ ν α ν τ η θ ή κ α μ ε όλως τυχαίως. δλως υμέτερος· εντελώς δικός σου. Η φ ρ ά σ η γ ρ ά φ ε τ α ι στο τέλος των επιστολών. Σπάνια λέγεται και προφορικά. Βλ. και «διατελώ μεθ' ΰπολήψεως». ό μέν βίος βραχύς, ή δέ τέχνη μακρά· η ζωή είναι ιδιαίτερα σύντομη, όμως η ενασχόληση με την τέχνη απαιτεί μεγάλο χρο­ ν ι κ ό διάστημα. Π.χ. Μέχρι τα τελευταία του τελειοποιούσε την τεχνική του ο Π ι κ ά σ ο · ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά. Η φράοη ειπώθηκε από τον πατέρα της Ιατρικής, τον Ιπποκράτη. Λατ.: « ν ί ΐ Η ότενίδ, 3 Γ 5 Ι σ η £ 3 » . ό μέν θεριομός πολύς, οί δέ έργάται ολίγοι· τα στάχυα για τ ο ν θερισμό είναι πολλά, α λ λ ά οι εργάτες (που υπάρχουν για να τα θερίσουν είναι) λίγοι. Η φ ρ ά σ η λέγεται γ ι α ένα έργο που, γ ι α να γίνει, απαιτεί μεγάλο α ρ ι θ μ ό α ν θ ρ ώ π ω ν , που ωστόσο δεν υπάρχουν. Λέγεται επίσης, γ ι α να καυτηριάσει την απροθυμία των ανθρώπων να αναλά­ βουν ένα οποιοδήποτε έργο. Μάλιστα με τη φράση αυτή καυτη­ ριάζεται η απροθυμία πνευματικών εργατών, που θα μπορού­ σ α ν να α ν α λ ά β ο υ ν ένα πνευματικό έργο. Π.χ. Με τόσους μόνο εργάτες το κτίριο θ' αργήσει ν' αποπερατω­ θεί· ο μεν θερισμός πολύς, οι δε εργάται ολίγοι. Πρβλ. Ματθ., Θ' 37: «τότε λέγει τοις μαθηταΙς αύτοϋ· ό μέν θερισμός πολύς, οί δέ έργάται ολίγοι». δ μή γένοιτο· πράγμα το οποίο μακάρι να μην γίνει· πράγμα που είθε να μην συμβεί. Π.χ. Λν, ο μη γένοιτο, καθυστερήσει η πτήση, φρόντισε να με ενημερώσεις.

Λατ.: «ςιιοό ίΐΙϊοιηίηοΓ». ό μή δαρεϊς ού παιδεύεται· αυτός που δεν έφαγε ξύλο δεν δια­ παιδαγωγείται· αν δεν δαρθεί κάποιος, δεν μορφώνεται.

Π.χ. Τον πιέζει πολύ, διότι ο μη δαρείς ου παιδεύεται. Πρβλ. Μενάν. Γνώμαι Μονόατ, Κ 22. ό μή εργαζόμενος μηδέ έσθιέτω· όποιος δεν εργάζεται δεν πρέ­ πει και να τρώει. Π.χ. Φρόντιοε ν α βρεις μια δουλειά, διότι ο μη εργαζόμενος μηδέ

εσθιέτω. Πρβλ. Παύλου, Προς Θεσσαλονικείς 6', Γ' 10: «καί γάρ ότε ήμεν πρός υμάς, τσΰτο παρηγγέλομεν ύμϊν, ότι εϊ τις ού θέλει έργάζεσθαι, μηδέ έοθιέτω». ό μή ων μεθ' ημών καθ' ημών* όποιος δεν είναι με μας είναι εναντίον μας· όποιος δεν συμπράττει με μας είναι εχθρός μας. Π.χ. Δεν έρχεσαι γ ι α μ ά ρ τ υ ρ α ς υπεράσπισης; Ο μη ων μεθ' ημών

καθ' ημών! Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ματθ., ΙΒ' 30: «ό μή ών μετ' έμοϋ κατ' έμοϋ έστι, καί ό μή συνάγων μετ' έμοϋ σκορπίζει». * Ενν.: «έστι». Ομιλεί άπό καθέδρας- βλ.: «άπό καθέδρας». όμίλει πράως· να μιλάς ήπια.

Π.χ. Σ τ α μ ά τ α να φ ω ν ά ζ ε ι ς και ομιλεί πράως. ομιλώ έ| έμαυτού· μιλώ με λόγια που προέρχονται από εμένα τον ίδιο (και όχι π α ρ μ έ ν α α π ό αλλού). Π.χ. Κύριε πρόεδρε του δικαστηρίου, π ά ν τ ο τ ε ομιλώ

εξ εμαυτού.

ομιλώ κατ' έμαυτόν τα λέω στον εαυτό μου // τα λέω μέσα μου. Π.χ. - Τι είπες; Δεν σε άκουσα. - Τίποτα· ομιλώ κατ' εμαυτόν. όμοιος όμοίςι) άεί πελάζει· ο όμοιος τον όμοιο πάντα πλησιάζει· ο όμοιος με τον όμοιο κάνει π ά ν τ α π α ρ έ α . Π. χ. Είναι φυσικό αυτοί οι δύο ν α είναι μαζί, α φ ο ύ όμοιος

ομοίω

αεί πελάζει. Λατ.: « ρ α Γ β δ ο α π ι

ραπόυδ

ί3θϊ11ίπιβ

οοη§Γβ§3ηΙυΓ».

Πρβλ.

€ίο.

€ΆΧΟ

7.

όμφακές εϊοιν* είναι άγουρα σταφύλια- είναι αγουρίδες. Λέγεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου κ ά τ ι περιφρονείται, ενώ στην ουσία είναι ασύλληπτο και δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβα­ σης σ' αυτό. Π.χ. Σου είπε ότι δεν τον ενδιαφέρει η θέση του προϊσταμένου- κι όμως, όμφακες ειαίν. Η φράοη έχει προέλευοη τον μύθο του Αιοώπου: Αλώπηξ και βότρυς (= Αλεπού και οταφύλι) ούμφωνα με τον οποίο η αλεπού αδύναμη να φτάσει τα τσαμπιά με τα σταφύλια, φεύγοντας λέει ό τ ι είναι άγουρα. Βλ. Αισώπου Μύθοι, αριθμ. 34: Αλώπηξ και βότρυς. * Ενν.: «οί βότρυες». ομφαλός τής γής- ομφαλός της γης // (μτφ.) το κέντρο της γης // το επίκεντρο του ενδιαφέροντος // το σημαντικότερο οημείο. Π.χ. Αυτή η γυναίκα νομίζει ότι είναι ο ομφαλός της γης. «Ομφαλός της Γης» ονομαζόταν μία μεγάλη πέτρα στρόγγυλη στον ιερό χώρο των Δελφών. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η πέτρα αυτή ήταν το κέντρο της γης. Κατ' έπέκτασιν «ομφαλός της γης» ονομαζόταν ολό­ κληρη η περιοχή των Δελφών. Αλλωστε αρχικά το μαντείο των Δελφών ήταν αφιερωμένο στη θεά Γη. Λατ.:

«ΐ6ΓΓ3ηιηι

ιιηόίΐίουδ».

δν άγαπςι Κύριος παιδεύει- αυτόν που αγαπά ο Θεός τον παιδαγωγεί (ενν. με δοκιμασίες). Π.χ. Δεν πρέπει να λυπάσαι γ ι α τις ατυχίες του φίλου μας, επειδή ον αγαπά Κύριος παιδεύει. Πρβλ. Παύλου Προς Εβρ., ΙΒ' 6, «δν γάρ άγαπό Κύριος παιδεύει, μαοτιγοί δέ πάντα υίόν όν παραδέχεται». Πρβλ. και «όν οί θεοί φιλοϋοιν αποθνήσκει νέος». όνειος υπομονή- γαϊδουρινή υπομονή- ανεξάντλητη υπομονή. Π.χ. Οι υπάλληλοι έχουν όνειον υπομονήν. δνειρον θερινής νυκτός- όνειρο καλοκαιρινής νύχτας // (μτφ.) επι­ θυμία που είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί. Λέγεται για καθετί που είναι δύσκολο να υλοποιηθεί. Π.χ. Ό λ α αυτά τα περί αναβάθμισης τ η ς παιδείας είναι όνειρον θερινής νυκτός.

Η φράση προέρχεται από τη μετάφραση του τίτλου του έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ: Α ιηίάΒυηιιηβΓ ηίφί'8 άτβΆΐη οτη λόγια γλώσσα: «ό­ νειρον θερινής νυκτός». δν οί θεοί φιλοΐ)σιν αποθνήσκει νέος· αυτός που οι θεοί αγα­ πούν πεθαίνει νέος. Π.χ. Ή τ α ν πολύ καλός και θεοσεβούμενος, μα χάθηκε νέος· ον οι θεοί φιλοναιν αποθνήσκει νέος. Πρβλ. Μενάν., απόσπ. 111 (ΚοΓίε). ονόματι· που ονομάζεται· κατά το όνομα. Π.χ. Σας ζητά κάποιος ονόματι Ιωάννου. ονόματι καί πράγματι·* (και) στο όνομα και στην πραγματικό­ τητα· όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη. Π.χ. Ύ σ τ ε ρ α α π ' αυτόν τον διαξιφισμό κατάλαβα ότι είναι κα­ κοήθης ονόματι και πράγματι. Πρβλ.: «κατ' δνομα». * Σήμερα χρησιμοποιείται ουνήθως η φράση: «όνομα και πράγμα». ονομάτων επίσκεψις· βλ.: «ή τών ονομάτων επίσκεψις». όνος όνον τρίβει· γάιδαρος γάιδαρο τρίβει//(μτφ.) ο ένας κολα­ κεύει τον άλλο. Π.χ. Σ" αυτό το σόι όνος όνον τρίόει. Η φράση λέγεται για ευτελείς ανθρώπους που ανταλλάσσουν μεταξύ τους κολακείες. ό νοων νοείτω· αυτός που σκέπτεται, ας καταλάβει· αυτός που στοχάζεται, ας αντιληφθεί· όποιος έχει μυαλό, ας καταλάβει // είναι ευνόητο. Π.χ. Ο νοών νοείτω πού μπορεί να φτάσει ο ναρκομανής γ ι α να εξασφαλίσει τη δόση του. όντως· βλ.: «τώ όντι». ό όβολός τής χήρας· βλ. «τό όίλεπτον τής χήρας». ό όφις μέ ήπάτησε· το φίδι με εξαπάτησε- το φίδι με ξεγέλασε. Η φράση λέγεται συνήθως χλευαστικά γι' αυτούς που αποποιού-

νται τις ευθύνες τους ή α π ' όσους θέλουν να μεταθέσουν αλλού το βάρος των ευθυνών. Π.χ. Δεν φ τ α ί ω εγώ για ό,τι έγινε- ο όφις με ηπάτησε. Πρβλ. Γέν., Γ' 13: «καί είπε Κύριος ό Θεός ττ) γυναικί- τί τοϊιτο έποίησας; καί είπεν ή γυνή· ό όφις ήπάτηοέ με, καί έφαγον». ό πάλαι ποτέ" βλ. «πάλαι ποτέ». οπερ έδει δεϊξαι*· το οποίο ακριβώς έπρεπε να αποδειχθεί- πράγ­ μα ακριβώς που έπρεπε να αποδειχθεί (ενν. αποδείχθηκε). Π.χ. Άρα αυτός ήταν ο κλέφτης, όπερ έδει δεϊξαι. Η στερεότυπη αυτή φράοη, απαντά οε μαθηματικά κείμενα, ουχνά ως αρκτικόλεξο δ.έ.δ., μετά το πέρας της απόδειξης θεωρημάτων. Σήμερα η χρήοη •'^ης εί'ναι περιορισμένη, αλλά αε αρχαία ελληνικά κείμενα μα­ θηματικών, π.χ. οτα Στοιχεία του Ευκλείόου, ήταν απαραίτητο δηλω­ τικό της ολοκλήρωσης των αποδείξεων. Πρβλ.: «όπερ έδει ποιησαι». * Ενν. «αποδείχθηκε». Λατ.: «ηυοό βτβΐ όεηηοη5ΐΓ3ηόαΓη». Βραχ.: «§.6.(1.». όπερ έδει ποιήααι· το οποίο ακριβώς έπρεπε να κατασκευασθεί· που έπρεπε να γίνει. Π.χ. Επισκευάστηκε το αυτοκίνητο σας, όπερ έδει ποιησαι. Φράση των μαθηματικών κειμένων, ιδιαίτερα της αρχαιότητας, με χρή­ ση ανάλογη της φράσης «όπερ έδει δεϊξαι», με τη διαφορά ότι η φράση «όπερ έδει ποιησαι» αναγράφεται μετά το τέλος προβλημάτων που ζη­ τούν γεωμετρικές κατασκευές. Η πρώτη της εμφάνιση στα Στοιχεία τον Ευκλείόου γίνεται στο τέλος του πρώτου θέματος του πρώτου βιβλίου. Πρβλ. Ευκλ. Στοιχ., Α 1: «έπί της δοθείσης ευθείας πεπερασμένης τρίγωνον ίσόπλευρον συστήσασθαι». Πρβλ.: «όπερ έδει δεϊξαι». ό περί ού ό λόγος·* αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος· αυτός για τον οποίο γίνεται αναφορά. Π.χ. Το περί ον ο λόγος ζήτημα απασχολεί τώρα και την κυ­ βέρνηση. * Χρησιμοποιείται σε πολλές φράσεις ο" όλα τα γένη: «ό περί ου ό λό­ γος υπουργός», «ό περί ού ό λόγος κύριος», «τό περί ού ό λόγος θέμα», «τό περί ού ό λόγος ζήτημα» κ.ά. Πρβλ. συνών.: «ό έν λόγφ». ό περίπατων έν τή σκοτίι^ι· βλ.: «περιπατεί έν τή σκοτία».

ό π ε ρ ί πολλοί)· αυτός που εκτιμάται· ο χαίρων ιδιαίτερης εκτίμη­ σης· αυτός που έχει υπόληψη. Π.χ. Μην τον έχεις τόσο περί πολλού- δεν αξίζει. όπερ καί έγένετο· το οποίο ακριβώς και έγινε· αυτό το οποίο ακριβώς πραγματοποιήθηκε. Π.χ. Έ π ρ ε π ε να πάει για κατάθεση στην τράπεζα, όπερ καί έγέ­ νετο. όπερ σημαίνει· το οποίο ακριβώς δηλώνει· δηλαδή. Π.χ. Είναι αδιάθετος· όπερ σημαίνει ότι δεν πρόκειται να εργα­ στεί σήμερα. ό πηλός αν μή δαρή, κέραμος ού γίγνεται·* ο πηλός αν δεν κτυπηθεί δεν γίνεται κεραμίδι // (μτφ.) χωρίς αυστηρότητα και άσκηση δεν επιτυγχάνεται διαπαιδαγώγηση. Π.χ. Μάλωσε τον, διότι ο πηλός αν μη δαρή, κέραμος ον γίγνεται. * Ή με τη μορφή: «άν μή πηλόν τύψης, κέραμος ού γίγνεται». όπου δεί· εκεί που πρέπει· εκεί που επιβάλλεται· εκεί που είναι α­ παραίτητο· εκεί που θεωρείται αναγκαίο. Π.χ. Θα γίνουν επιδιορθώσεις στο αμάξωμα του αυτοκινήτου, όπον δει. όπου εστίν ό θησαυρός ημών* εκεί καί ή καρδία ημών*· όπου είναι ο θηοαυρός μας εκεί και η καρδιά μας // (μτφ.) εκεί που είναι το όφελος μας εκεί είναι και το ενδιαφέρον μας. Π.χ. Ολί) την ημέρα τον βρίσκουμε στο κατάστημα του· όπου εστίν ο θησαυρός ημών εκεί και η καρδία ημών. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ματθ., ΣΤ' 21: «όπου γάρ έστιν ό θησαυρός υμών, έκεϊ έσται καί ή καρδία υμών». Πρβλ. επίσης Λουκά, ΙΒ' 34. * Η «υμών». όπου ού πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος· εκεί που δεν έχει βαρύ­ τητα ο λόγος, πέφτει ξύλο· όταν δεν έχουν απήχηση τα λόγια, πέφτει ξύλο. Π.χ. Ν' αντιδράσεις δυναμικά, αφού όπον ον πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.

Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Παροιμ., 12, 77: «δν οΰ τύπτει λόγος ουδέ ράβδος». Η φράση επιβίωσε με ττ| μορφή που την ακούμε σήμερα. ό πρώτος διδάξας° ο πρώτος που δίδαξε. Π.χ. Δεν γνωρίζω αν αυτό είναι παραχάραξη· πάντως άλλος εί­ ναι ο πρώτος όιδάξας. ό πρώτος τυχών ο πρώτος τυχαίος· ο καθένας. Π.χ. Δεν θα μας ζητά εξηγήοεις και ο πρώτος τυχών. ό πωλών τοις μετρητοίς· αυτός που πωλεί με μετρητά. Π.χ. Δεν έχει να φοβηθεί τίποτε ο πωλών τοις μετρητοίς. οράτε τους άτιμους διαλέγεσθαι περί ηθικής· κοιτάξτε τους ανέντιμους που μιλούν για ηθική. Π.χ. Σκέψου ότι ο ένας α π ' αυτούς είναι και υπόδικος· οράτε τους ατίμους διαλέγεσθαι περί ηθικής. Βλ. παρεμφερή φράοη: «καλεί χελώνη τσύς βόας βραδύποδας». όρθρου βαθέος· τα βαθιά χαράματα· νωρίς το πρωί· πρωί πρωί. Π.χ. Όρθρου δαθέος υπέβαλε την παραίτηση του. Η φράση επιβίωσε μέχρι σήμερα, διότι εμφανίζεται σε πολλά κείμενα (Καινή Διαθήκη κ.ά.). Πρβλ. Λουκά, ΚΔ' 1: «τη δέ μι^ τών σαββάτων όρθρου βαθέσς ήλθον έπί τό μνήμα φέρουσαι ά ήτοίμασαν αρώματα, καί τίνες ούν αύταΙς». Οριζοντίως καί καθέτως· οριζόντια και κάθετα//(μτφ.) απόλυτα. Π.χ. Δ ι α φ ω ν ώ οριζοντίως και καθέτως. όρκους έγώ γυναικός είς ΰδωρ γράφω· τους όρκους της γυνιιίκας εγώ τους γ ρ ά φ ω οτο νερό // (μτφ.) οτις υποσχέσεις των γυ­ ναικών δεν δίνω σημασία. Π.χ. Ας υπόσχεται ό,τι θέλει·όρκους ε γ ώ γυναικός εις ύδωρ γρα φω. Πρβλ. Σοφ. απόσπ., 742. δ^κφ μή χρώ· να μην ορκίζεσαι. Π.χ. Αφού δεν μπορείς να πραγματοποιείς τις υποοχίοι ι

ΙΜΙ

ορκω μη χρω. όρνιθος γάλα ζητείς· αναζητείς του πουλιού το γάλα // (μτφ.) ζητάς τα α δ ύ ν α τ α // ματαιοπονείς. Π.χ. - Θέλει διοριομό, και μάλιστα σε τράπεζα της περιοχής του. - Όρνιθος γάλα ζητεί ορνίθων γάλα· του πουλιού το γάλα // (μτφ.) αφθονία αγαθών. Π.χ. Σήμερα η αγορά έχει ορνίθων γάλα. Λατ.: «Ιαο §Ηΐ1ίη306υηι». όρος όρει ού μείγνυται· βουνό με βουνό δεν μπορούν να αναμει­ χθούν // (μτφ.) δύο άνθρωποι, κι αν απομακρυνθούν ο ένας α π ό τον άλλον, μπορεί να συναντηθούν ξαφνικά, χωρίς να το περιμέ­ νουν. Π.χ. Είχα πολύ καιρό να τον δω· όρος όρει ον μείγννται. Η φράοη -αρχαία παροιμία- έπεοε οε αχρηοτία. Παρατίθεται επειδή επιβίωσε στη νεοελληνική με τη μορφή «βουνό με βουνό δεν σμίγει». όοημέραι· όσο περνούν οι ημέρες- μέρα με τη μέρα· με τον καιρόμε την πάροδο του χρόνου- οιγά σιγά. Π.χ. Οοημέραι η κατάσταση βελτιώνεται. όσοι πιοτοί προσέλθετε· όσοι (είσαστε) πιστοί πλησιάστε//(μτφ.) συνωστισμός // ελευθερία επιλογής. Π.χ. α) Θα γίνουν δωρεάν μαθήματα υδατοσφαίρισης· όσοι πι­ στοί προσέλθετε. β) Με α π ό φ α σ η του υπουργείου Παιδείας το μάθημα των θρη­ σκευτικών θα είναι προαιρετικό· όσοι πιστοί προσέλθετε. Η φράση προέρχεται από τη γλώσσα της Εκκλησίας. όσον άπό βοής· με τα λόγια (μόνο) // φαινομενικά. Π.χ. Με βοήθησες όσον από βοής. όσον άφορα· σχετικά με· όσο για· αναφορικά με. Π.χ. Όσον αφορά το θέμα σου, αυτό θα εξετασθεί.

οσονούπω· μέσα σε λίγο· σε λιγάκι· σύντομα· όπου να 'ναι. Π.χ. Οσονούπω το έργο θα αποπερατωθεί. δσον τάχος· όοο το δυνατό γρηγορότερα. Π.χ. Θα βρέξει. Πρέπει να φύγουμε όσον τάχος. δσον τό δυνατόν όσο είναι δυνατό να γίνει· σύμφωνα με τις δυ­ νατότητες // όσο το δυνατό περισότερο. Π.χ. Θα ανταποκριθούμε στις ανάγκες σου όσον το δυνατόν. Πρβλ. ουνών.: «κατά τό δυνατόν», «κατά δύναμιν», «τό κατά δύνα­ μιν». ό σύ μισείς έτέρφ μή ποίησης· αυτό που εσύ μισείς (όταν γί­ νεται σε σένα), μην το κάνεις σ' ά λ λ ο ν αυτό που δεν θα 'θελες να σου κάνουν, μην το κάνεις σ' άλλους. Π.χ. Γιατί π α ς άδικα να του καταστρέψεις την επιχείρηση; Ο συ μισείς ετέρω μη ποίησης. ό σώζων εαυτόν σωθήτω· αυτός που θέλει να σώσει τον εαυτό του, ας σωθεί- ο καθένας ας σώσει τον εαυτό του // (μτφ.) αναστάτωση. Π.χ. Με τη σεισμική δόνηση έγινε το ο σώζων εαυτόν σωθήτω. ό τελευταίος τροχός τής αμάξης·* ο τελευταίος τροχός της άμαξας // (μτφ.) ο τιποτένιος· ο μηδαμινός // ο καταφρονημέ­ νος· ο παραμελημένος. Π.χ. Ο συγκεκριμένος βουλευτής θεωρείται ο τελευταίος τροχός της αμάξης * Συναντάται και με τη μορφή: «ό πέμπτος τροχός της αμάξης» με την ίδια σημασία. ότέ μέν ... ότέ δέ· άλλοτε μεν ... άλλοτε δε. Π.χ. Οτέ μεν κερδίζει η ομάδα μας, οτέ όε κερδίζει η δική τους. ό τρώσας καί ίάσεται· αυτός που προκάλεσε το τραύμα, θα προ­ σπαθήσει να το θεραπεύσει // (μτφ.) αυτός που έκανε το λάθος, αυτός ας το διορθώσει. Π.χ. Μην ζητάς ν' αναλάβω εγώ τα έξοδα επισκευής του αυτοκι­ νήτου· ο τρώσας και ιάσεται. Πρβλ. Μ3ηΙ. Ρτον., II, 28.

ούαϊ ΰ μ ϊ ν βλ. «γραμματείς καί ΦαριοαΙοι ύποκριταί». ούαί τοις ήττημένοις· αλίμονο οτους ηττΐ)μένους· αλίμονο οτους νικημένους· ουμφορά οτους χαμένους. Λέγεται για να τονισθούν οι επιπτώσεις μιας ήττας, άλλοτε στρα­ τιωτικής, σήμερα οποιασδήποτε μορφής. Π.χ. Φρόντισε να κερδίσεις σ' αυτό τον αγώνα, διότι οναί τοις ηττημένοις. Στερεότυπη φράοη των αρχαίων χρόνων, που συναντάται πολύ συχνά σε εξιστορήσεις μαχών. Λατ.: «ν36 νίοΙίδ», πρβλ. Τϊΐ. Ο ν, «Αό υΛε οοηόίΐΗ», V 8, Αηηαΐεδ, πρόλ. 10. Πρβλ. αντίθ.: «όόξα τοις νικηταϊς». ού γάρ έρχεται μόνον* δεν έρχεται μόνο (ενν. το γήρας). Η φράοη λέγεται για τη γεροντική ηλικία, την οποία ακολουθούν πλήθος α π ό δεινά (ασθένειες κ.λπ.). Μερικές φορές λέγεται για τη διαταραχή του νου, η οποία συνοδεύει συνήθως τα γηρατειά. Π.χ. Μην συνερίζεσαι τον π α π π ο ύ σου· ου γαρ έρχεται μόνον. * Ενν.: «τό γήρας». ού γάρ οιδασι τί ποιούοι· βλ. «ούκ οϊδαοι τί ποιοϋσι». ού γιγνώσκω τόν άνδρα, αγνοί) τόν άνθρωπον βλ.: «ούκοίδα τόν άνθρωπον». ούδ' Αίσωπου πεπάτηκε· δεν έχει μάθει τα του Αισώπου· δεν έχει μάθει ούτε τους μύθους του Αισώπου // (μτφ.) είναι αμαθής. Π.χ. Πώς να καταλάβει, αφού ουδ' Αισώπου πεπάτηκε; Πρβλ. Αριστοφ. Όρνιθες, 471. ουδείς άναμάρτητος· δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην κάνει σφάλματα. Π.χ. Μην έχεις τόσες πολλές τύψεις για την πράξη σου· ουδείς αναμάρτητος. ουδείς βάλλει οίνον νέον είς ασκούς παλαιούς· κανένας δεν βάζει καινούργιο κρασί σε παλιούς ασκούς- κανείς δεν βάζει νέο κρασί σε παλιά δοχεία // (μτφ.) κανείς δεν εμπιστεύεται οπου-

δαία π ρ ά γ μ α τ α οε αδύναμα χέρια. Λέγεται για καθετί το οποίο πρέπει ν' αναλαμβάνουν οι νέοι οι αντίθεοη με τους γέροντες, επειδή αυτοί λόγω της ηλικίας τοιις δεν μπορούν να το διεκπεραιώσουν. Π.χ. Ύ σ τ ε ρ α α π ό είκοσι χρόνια αποστρατείας τον ξανακάλε­ σαν στην ενεργό υπηρεσία· όμως ουδείς βάλλει οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς. Πρβλ. Μάρκου, Β' 22: «καί ούόείς βάλλει οίνον νέον είς ασκούς παλαιούς εί δέ μή, ρήσσει ό οίνος ό νέος τσύς ασκούς, καί ό οίνος έκχεϊται καί οι ασκοί άπολσύνται· άλλά οίνον νέον είς ασκούς καινούς βλητέον». Πρβλ επίσης Ματθ., Θ' 17. ουδείς δύναται δ·υσί κυρίοις δουλεύειν κανένας δεν είναι δυνιι τό να υπηρετεί δύο κυρίους // (μτφ.) κανείς δεν μπορεί να υπηρε­ τεί δύο διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα ή γενικά να έχει διαφο ρετικές απόψεις για το ίδιο θέμα. Π.χ. Για πολύ καιρό εξυπηρετούσε αντίθετα συμφέροντα, όμιικ; ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν. Πρβλ. Ματθ., ΣΤ' 24: «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γάρ τον ένα μισήσει καί τόν έτερον αγαπήσει, ή ενός άνθέξεται καί τοϋ έτερου καταφρονήσει, ού δύνασθε Θεφ δουλεύειν καί μαμωνά». ουδείς εκών κακός· κανείς δεν είναι εκούσια κακός· κανείς δεν θέ­ λει να είναι κακός. Π.χ. Οι περιστάσεις τον α ν ά γ κ α σ α ν να συμπεριφερθεί άσχημα ουδείς εκών κακός. Η φράση ειπώθηκε από τσν Σωκράτη και αποτελεί μια από τις βασικές του αντιλήψεις. Πρβλ. Πλάτ. Πρωτ., 358ο. ουδείς μετά Χριστόν προφήτης· κανείς μετά τον Χριστό δεν γίνε ται αποδεκτός ως προφήτης· κανείς δεν ομολογείται ως προηη') της μετά τον Χριστό. Λέγεται συνήθως με διάθεοη εμπαιγμού για όσους διακηρύσσουν νέες αντιλήψεις ή για όσους παραποιούν τις διάφορες θεωρίες. Π.χ. Ουδείς μετά Χριστόν προφήτης, αλλά η κατάρρευση των κ()(ΐ μουνιστικών καθεστώτων ήταν αναμενόμενη. ουδείς προφήτης δεκτός* έν τή πατρίδι αύτοϋ· κανείς προ(|)ΐ| της δεν είναι αποδεκτός στην πατρίδα του // (μτφ.) κανείς άνΟριιι πος επιφανής δεν αναγνωρίζεται στην πατρίδα του. Η φράση λέγεται συνήθως για τις περιπτώσεις εκείνες που κα

ποιοι άνθρωποι, σπουδαίοι και επιφανείς, δεν γίνονται αποδεκτοί οτον τόπο τους α π ό ζήλια ή φθόνο των συμπατριωτών τους. Π.χ. Πήγε στον τόπο καταγωγής του και πέρασε απαρατήρητος· ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού. Αξίζει να σημειωθεί ότι πσλλσί από τους μείζονες προφήτες, όπως και από τους ελάσσονες, όχι μόνο δεν έγιναν αποδεκτοί, αλλά εκδιώχθηκαν μάλιστα από τον τόπο τους (όπως ο Ιερεμίας, ο Δανιήλ κ.ά.). Πρβλ. τη φράση του Ιησού Χριστού στον Λουκά, Δ' 24: «είπε δέ' αμήν λέγω ύμϊν ότι ουδείς προφήτης δεκτός έστιν έν τη πατρίδι αΰτοϋ». * Ενν.: «έοτι». ουδέν γλΰκιον πατρίδος· τίποτε πιο γλυκό απ' την πατρίδα (δεν υπάρχει) // (μτφ.) δεν υπάρχει τίποτε πιο ευφρόσυνο α π ' την πατρίδα. Π.χ. Υστερα α π ό πολλά χρόνια, ο μετανάστης επέστρεψε στην πατρίδα του· ουδέν γλύκιον πατρίδος. Πρβλ. Ομ. Οδ., ι 34. ουδέν έκ τοϋ μηδενός· τίποτα (ενν. δεν προέρχεται) από το τίπο­ τα. Π.χ. Αποταμίευσε λίγα χρήματα για κάθε ενδεχόμενο· ουδέν εκ του μηδενός. Λατ.: «ηϊίιίΐ βχ ηίΗίΙο». ουδέν καινόν υπό τόν ήλιον τίποτα νέο (ενν. δεν υπάρχει) κάτω α π ό τον ήλιο· τίποτα νέο π ά ν ω οτη γη. Π.χ. Ηταν γνωστή η ύπαρξη του εθίμου αυτού ήδη α π ό τους αρχαιότατους χρόνους, καθώς ουδέν καινόν υπό τον ήλιον. Λατ.: «ηίΐ ηονί δαό δοΐβ». ουδέν κακόν αμιγές καλοϋ· δεν υπάρχει κακό χωρίς το καλό· δεν υπάρχει κακό α π ' το οποίο να μην προκύπτει κάτι καλό. Π.χ. Μπορεί να έχασε λίγα χρήματα, αλλά έμαθε τους νόμους της αγοράς- ουδέν κακόν αμιγές καλού. ουδέν κρυπτόν τίποτε κρυφό (δεν μένει). Π.χ. Το μάθαμε, αν και δεν ήθελε να μαθευτεί αυτός που το έκα­ νε· ουδέν κρυπτόν. Πρβλ Ματθ., Γ 26.

ουδέν κ ρ υ π τ ό ν υ π ό τόν ή λ ι ο ν τίποτε κρυφό (δεν υπάρχει) κά­ τω α π ό τον ήλιο· // (μτφ.) τίποτε δεν παραμένει συνεχώς κρυφό· κάποτε όλα φανερώνονται. Π.χ. Οι α π ά τ ε ς του θα αποκαλυφθούν, διότι ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον. ουδέν μονιμώτερον τοϋ προσωρινοϋ· τίποτα πιο μόνιμο απ' το προσωρινό. Η φράοη λέγεται για κάτι που θεωρείται προσωρινό και καθί­ σταται με την πάροδο του χρόνου μόνιμο. Για κάποια κατάστα­ ση που καθίσταται μόνιμη, επειδή δεν έγινε προσπάθεια να βελ­ τιωθεί. Π.χ. Λάβε γρήγορα μέτρα, διότι ουδέν μονιμώτερον του προ­ σωρινού ουδέν νεώτερον τίποτε νεότερο· κανένα νεότερο (δεν υπάρχει). Π.χ. Ουδέν νεώτερον από το χθεσινό ναυάγιο. Πιθανόν η φράση αυτή προέρχεται από τον τίτλο του έργου του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ: Ιτη \νε3ΐβη ΝίοΙιΙβ Ν€.η(β5 μεταφρασμένο στην ελληνι­ κή με τίτλο: ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον (ο οποίος προέρ­ χεται από το επίσημο πολεμικό ανακοινωθέν του Οκτώβρη του 1918). Τον ίδιο τίτλο είχε και μία από τις καλύτερες επικές ταινίες στην ιστο­ ρία του κινηματογράφου, με υπόθεση προερχόμενη από το παραπάνω λογοτεχνικό έργο. ουδέν τό μεμπτόν τίποτε άξιο να κατακριθεί (δεν υπάρχει)· τίπο­ τε άξιο μομφής (δεν υπάρχει)· άμεμπτα· άψογα, Π.χ. Στη συμπεριφορά του υπαλλήλου ουδέν το μεμπτόν. οϋδ' έπ' έλάχιοτον* ούτε για ελάχιστο χρόνο· ούτε για λίγο· ούτε για μια οτιγμή. Π.χ. Ουδ' επ' ελάχιστον μου πέρασε κάτι τέτοιο α π ' το μυαλό. Πρβλ. ουνών.: «ούδ' έπί στιγμήν». * Ενν.: «χρόνον». ούδ' έπί στιγμήν ούτε για ελάχιστο χρονικό διάστημα- ούτε για μια στιγμή- καθόλου. Π.χ. Δεν θ' αργήσω ουδ' επί στιγμήν. Πρβλ. ουνών.: «ούδ' έπ' ελάχιστον».

ουδέ π ό ρ ρ ω θ ε ν ούτε α π ό μ α κ ρ ι ά / / ( μ τ φ . ) καθόλου. Π.χ. Ουδέ πόρρωθεν μας ουμπαραστάθηκε. ούδ' Ηρακλής πρός δύο· ούτε και ο Ηρακλής (δεν μπορεί ν' αγω­ νιστεί) εναντίον δύο // (μτφ.) κανείς δεν μπορεί να κερδίσει αγωνι­ ζόμενος σε δύο ή περισσότερα μέτωπα. Π.χ. Δεν μπορούσε να συνδυάσει σπουδές και δουλειά· ουδ' Ηρα­ κλής προς δύο.

ουδόλως· καθόλου // με κανέναν τρόπο // διόλου. Π.χ. Α π ' ό,τι βλέπω αυτό το φάρμακο ουδόλως αε βοήθησε. ού ένεκα·* όχι εξαιτίας. Π.χ. Φτάσαμε εδώ ου ένεκα φυγοπονίας αλλά λόγω έλλειψης διο­ ρατικού πνεύματος. Η φράση λέγεται για έμφαση. * Συντάσσεται πάντα με γενική. Προσφιλής φράση οτον Αριστοτέλη (α­ ριστοτελικός όρος). ούκ αν λάβοις παρά τού μή έχοντος· δεν θα μπορούσες να πά­ ρεις α π ό κάποιον που δεν έχει· δεν είναι δυνατόν να σου δώσει κάποιος που δεν έχει. Π.χ. Συνέχισε να μου ζητάς· ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος. Πρβλ. Λουκιανού Νεκρικοί διάλογοι (Χάρων και Μένιππος): Χάρων: άπόδος, φημί, άνθ' ών οέ διεπορθμενσαμεν. Μένιππος: ούκ άν λάβοις παρά τοϋ μή έχοντος. Μετάφραση Χάρων: Σον λέω, πλήρωαε για τον κόπο πον οε μεταφέραμε Μένιππος: Δεν είναι δυνατόν να πάρεις από 'κείνον που δεν έχει. ούκ έςι με καθεύδειν τό Μιλτιάδου τρόπαιον δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ η νίκη του Μιλτιάδη. Π.χ. Πήρε π ρ ο α γ ω γ ή αντί για μένα· ουκ εά με καθεύδειν το Μιλ­ τιάδου τρόπαιον. Αυτή τη φράση έλεγε ο Θεμιστοκλής για την περίλαμπρη νίκη του στρα­ τηγού Μιλτιάδη στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) κινούμενος κατά πάσα πιθανότητα από άμιλλα ή και αντιζηλία. Πολύ πιθανόν όμως να διέβλεπε ότι η μάχη του Μαραθώνα ήταν η απαρχή μιας σειράς μαχών εναντίον των Περσών.

Πρβλ. Πλουτ. ©εμ., 3, 4. ούκ έν τφ "Αδη μετάνοια· όεν υπάρχει, στον Αδη μετάνοια- δεν υπάρχει μετά τον θάνατο μετάνοια. Π.χ. Αλλαξε συμπεριφορά τώρα, διότι ουκ εν τω Άδη μετάνοια. ούκ έν τφ πολλφ τό ευ· δεν βρίσκεται στο πολύ το καλό· η ποιότητα δεν βρίσκεται στην ποσότητα· η ουσία υπάρχει στην ποιότητα και όχι στην ποσότητα. Π.χ. Μην είσαι πλεονέκτης· ουκ εν τω πολλώ το ευ. ούκ έπ' άρτ·)» μόνφ ζήσεται άνθρωπος· δεν θα διατηρηθεί στη ζωή ο άνθρωπος μόνο με την τροφή // (μτφ.) ο άνθρωπος έχει α ν ά γ κ η και πνευματικής τροφής. Π.χ. Διάβασε και κανένα βιβλίο· ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος. Σύμφωνα με το πνεύμα της Αγίας Γραφής η φράοη έχει την έννοια ότι, αν θέλει ο Θεός, ακόμη και χωρίς τροφή μπορεί να ζήοει ο άνθρωπος. Η φράση ειπώθηκε από τον Ιησού Χριστό, στην έρημο, όταν ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, ο διάβολος πειράζοντας Τον, Τον παρακίνη­ σε να μεταβάλει τους λίθους σε άρτους. Σήμερα η φράοη έχει την έν­ νοια ότι ο άνθρωπος είναι και πνεύμα και έχει ανάγκη τροφής, η οποία θα συντελέσει στην ανάπτυξη του πνεύματος. Ανάλογη φράση υπάρχει στο Δευτερονόμιο, οτην οποία κάνει αναφορά ο Ιησούς Χριστός. Πρβλ. Ματθ., Δ' 4: «ό δέ αποκριθείς είπε- γέγραπται, ούκ έπ' άρτω μόνφ ζήσεται ό άνθρωπος, άλλ' έπί παντί ρήματι έκπορευομένψ όιά στόματος Θεοϋ». ούκ έστιν άλλως γενέσθαι· δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά· δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Π.χ. Τελικά άλλαξε εργασία· ουκ έστιν άλλως γενέσθαι. ούκ έστι πρός θάνατον* δεν είναι για θάνατο· δεν θα καταλήξει σε θάνατο // δεν πρόκειται να συμβεί πνευματικός θάνατος // δεν είναι σπουδαίο· δεν είναι σημαντικό· όεν χάλασε ο κόσμος. Π.χ. Το διαζύγιο σου ουκ έστι προς θάνατον. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ιω., ΙΑ' 4: «άκουσας δέ ό Ίηοοι·^ είπεν- αύτη ή ασθένεια ουκ έστι πρός θάνατον, άλλ' υπέρ της δόξτ)ς τοιΘεοϋ, ίνα δοξασθη ό υίός τοϋ Θεοϋ δι' αύτης». * Συναντάται και με τη μορφή; «οΰ πρός θάνατον» (ενν. το ρ. έοτι) ούκέτι καιρός·* όεν υπάρχει πια καιρός // τώρα είναι αργιί ((ι

π.χ. Ουκέτι καιρός-^ία συμβιβασμούς. * Παλαιότερα συνηθιζόταν και η φράοη; «οϋπω καιρός» (όεν είναι α­ κόμη καιρός· δεν ήρθε ακόμη η ώρα), η οποία δυστυχώς έπεοε σχεδόν σε αχρηστία. ού κλέπτω τήν νίκην δεν κλέβω τη νίκη. Λέγεται για α π ό φ α σ η να δοθεί έντιμη και αξιοπρεπής λύση. Π.χ. Έ χ ε ι τον θείο του στο συμβούλιο, όμως θα δώσει εξετάσεις, γιατί ον κλέπτει την νίκην. Τη φράση αυτή είπε ο Μέγας Αλέξανδρος οτους στρατηγούς του, όταν αυτοί τον συμβούλεψαν, πριν από τη μάχη στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ.) να αιφνιδιάσει τους εχθρούς και να επιτεθεί νύχτα, ώστε να υπερισχύ­ σει απέναντι στον πολυάριθμο στρατό τους. Πρβλ. Πλουτ. Αλέξ., 31. ού κλέψεις" μην κλέψεις· μην σφετεριστείς. Π.χ. Αν θέλεις να παραμείνεις στη δουλειά, ον κλέψεις ξανά. Η έβδομη εντολή που υπαγόρευσε ο Θεός στον Μωυσή. Πρβλ. Εξοδος, Κ' 14. ούκ οίδασι τί ποιούσι· δεν γνωρίζουν τι κάνουν // ενεργούν με εμπάθεια· ενεργούν ανεύθυνα // βρίσκονται σε κατάσταση σύγ­ χυσης· εκτρέπονται. Π.χ. Οι υπουργοί Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας ουκ οίδα­ σι τι ποιούσι. Πρβλ. Λουκά, ΚΓ' 34; «ό δέ Ιησσϋς έλεγε- πάτερ, άφες αύτοίς- ού γάρ οίδασι τί ποιοϋσι». ούκ οίδα τόν άνθρωπον δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. Π.χ. Σας επαναλαμβάνω κύριε εισαγγελέα ονκ οίδα τον άνθρω­ πον. Αυτή την απάντηση έδωσε ο Πέτρος σ' αυτούς που τον αναγνώρισαν ως έναν των μαθητών του Ιησού. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 74; «τότε ήρξατο καταθεματίζειν καί όμνύειν ότι ούκ οίδα τόν άνθρωπον καί ευθέως αλέκτωρ έφώνησε». Από τη φράση αυτή προήλθε και η φράση; «οΰ γιγνώσκω τόν άνδρα, άγνοω τόν άν­ θρωπον», η οποία λέγεται για να δοθεί περισσότερη έμφαση. ούκ ολίγα· όχι λίγα· πολλά. Λέγεται για έμφαση. Π.χ. Πέρασες και συ στη ζωή οου ονκ ολίγα.

ουκ ο ν α ρ , ά λ λ ' ΰ π α ρ · όχι όνειρο αλλά πραγματικότητα // όχι φαντασία αλλά γεγονός. Π.χ. Το περιστατικό, ονκ όναρ, αλλ' ύπαρ, συνέβη χθες τα ξημε­ ρώματα. Βλ. και «κατ' δναρ», «καθ' ΰπαρ». ού με πείσεις καν με πείσης· δεν πρόκειται να με πείσεις, έστω και αν με πείσεις· δεν θα με πείσεις, έστω και αν μου διατυπώ­ σεις επιχειρήματα. Π.χ. Επειδή γενικά είσαι αναξιόπιστος, ον με πείαεις καν με πεί­ σης. ού μήν άλλά· ωστόσο· κι όμιος· αλλά όμως· παρ' όλ' αυτά. Π.χ. Δεν πολυδιάβασε στα μαθηματικά· ον μην αλλά τα κ α τ ά ­ φερε. Η φράση λέγεται συνήθως σκωπτικά για κάποιον ο οποίος προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. ού μοιχεύσεις· μην διαπράξεις μοιχεία· μην παραβιάσεις τη συζυ­ γική πίστη. Π.χ. Τώρα που παντρεύτηκες έχε π ά ν τ α στον νου οου το ον μοιχεύσεις. Η έκτη από τις «Δέκα Εντολές». Πρβλ. Έξοδος, Κ· 13. ού παντός πλείν ές Κόρινθον δεν έχει ο καθένας τη δυνατότη­ τα να ταξιδεύει στην Κόρινθο // (μτφ.) δεν έχουν όλοι οι άνθρω­ ποι τις ίδιες δυνατότητες· δεν είναι όλοι ικανοί ν' αποκτούν αυ­ τό που θ έ λ ο υ ν δεν έχουν όλοι οικονομική ευρωστία. Η Κόρινθος εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της είχε αναδειχθεί σε πλούσια πόλη με το εμπόριο και τιιν αγγειοπλαστική. Ηταν περίφημη για την πολυτέλεια της και την τρυφή που παρείχε στους φιλήδονους επισκέπτες. Εξαιτίας αυτής της πολυτέλειας ήταν απρόσιτη για τους οικονομικά ασθενείς. Πρβλ. Ζηνοδ. Παροιμ, V 37, Αριστοφ., απόσπ. 902: «ού παντός ανδρός είς Κόρινθον έσθ' ό πλους». ού πολλω λόγφ· όχι με πολλά λόγια· με λίγα λόγια· με συντομία.

π.χ. Να του εκθέσεις την κατάσταση οου ου πολλώ λόγω. Πρβλ. συνών.: «έν ένί λόγψ», «ώς άπλφ λόγφ», «έν ολίγοις». οϋ πρός θάνατον βλ.: «ούκ έοτι πρός θάνατον». ούπω καιρός· βλ.: «ούκέτι καιρός». οΰρανόθεν έπέμφθη· έχει σταλθεί απ' τον ουρανό // (μτφ.) είναι θεόοταλτο· είναι δώρο του Θεού. Π.χ. Η αύξηση του μισθού του ουρανόθεν επέμφθη. Η φράση προέρχεται από την Ακολουθία του Ακάθιστου Υμνου (από την Α' στάση των οίκων της Θεοτόκου): «Αγγελος πρωτοστάτης ουρα­ νόθεν έπέμφθη ειπείν τη Θεοτόκφ τό Χαίρε». θϋσίΐ)ΐ· στην ουσία- ουσιαστικά. Π.χ. Μετά τη σύγκρουση το αυτοκίνητο είναι ουσία άχρηστο. Πρβλ. συνών.: «κατ" σύσίαν», αντίθ.: «τύποις». ους ό Θεός συνέξευξεν, άνθρωπος μή χωριζέτω· αυτούς που ο Θεός ένωσε με γάμο, άνθρωπος ας μην τους χωρίζει. Π.χ. Μην γίνεις εσύ αιτία με τις συμβουλές σου να χωρίσουν ους ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ματθ., ΙΘ', 6: «ώστε ούκέτι είσί όύο, άλλά σαρξ μία. ό ούς ό Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μή χωριζέτω». Η φράση επαναλαμβάνεται επίοης στην Ακολουθία του γάμου. οΐ) συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις· οι Ιουδαίοι δεν συνανα­ στρέφονται τους Σαμαρείτες // (μτφ.) δεν είναι δυνατή η συνα­ ναστροφή λόγω διαφορών. Π.χ. Δεν πήγε οτη γιορτή του· ου συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις. Πρβλ. Ιωάν., Δ' 9. ού σύ με λοιδωρεϊς άλλ' ό τόπος· δεν μ' εμπαίζεις εσύ αλλά η το­ ποθεσία· δεν με περιγελάς εσύ αλλά η διαμόρφωση του χώρου // (μτφ.) όεν εμπαίζομαι α π ό σένα, αλλά α π ό τις περιστάσεις που ενεργούν προς όφελος σου- εξαιτίας των ευνοϊκών για σένα συν­ θηκών, σου επιτρέπεται να με υβρίζεις και όχι επειδή σε φοβά­ μαι. Η φράοη λέγεται για εκείνους που οι περιστάσεις τους δίνουν το

θάρρος και το κουράγιο να προκαλούν κ ά π α ο ν δυνατότερο τους. Σύμφωνα με την επισήμανση του Αισώπου: «καί ό τόπος κ α ί ό καιρός δίδωσι τό θράσος κ α τ ά τών άμεινόνων». Π.χ. Είσαι δημόσιος υπάλληλος και μπορείς να κοροϊδεύεις· ον αν με λοίδωρείς αλλ' ο τόπος. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Αισώπου Μύθοι, αριθμ. 106, Έριφος και λύκος: «έριφος έπί τίνος δώματος έστώς, επειδή λύκον παριόντα είδεν, έλοιδόρει καί έσκωπτεν αυτόν. 'Ο δέ λύκος έφη· «Ώ ούτος, ού σύ με λοιδορείς, άλλ' ό τόπος». ούτε κατά διάνοιαν ούτε στη σκέψη- (ούτε στην πράξη, αλλά) ού­ τε στο μυαλό. Π.χ. Να κάνω κάτι τέτοιο; Ούτε κ α τ ά διάνοιαν. Πρβλ.: «κατά διάνοιαν». οϋτε φωνή οι3τε άκρόασις- ούτε φωνή ούτε ακρόαση- ούτε η φωνή (του) ούτε καμία είδηση (δεν ακούστηκε)- κανένα νέο // σιώπησε // αδιαφόρησε- έδειξε περιφρόνηση. Π.χ. α) Α π ό τότε που μετακόμισε ο φίλος μας σ' άλλη πόλη ούτε φωνή ούτε ακρόασις. β) Του ζήτησα να μου δώσει την άδεια μου κι αυτός ούτε φωνή ούτε ακρόασις. Πρβλ. Βασιλειών, γ', ΙΗ' 26. οΰτω καθ' εξής·* έτσι στη συνέχεια- με αυτό τον τρόπο στα επό­ μενα- με τον ίδιο τρόπο στη συνέχεια. Π.χ. Θα επισκεφτούμε τον Παρθενώνα, την α ρ χ α ί α αγορά, τη στοά του Αττάλου και ο ύ τ ω καθεξής. * 'Η «καί ούτω καθ' έξης». Βραχ.: κ.ο.κ. οΰτως έδοξεν έτσι αποφάσισε· έτσι έκρινε. Π.χ. Το δικαστήριο ο ύ τ ω ς έδοξεν. οϋτως είπεϊν* για να λεχθεί έτσι· για να χαρακτηρίσουμε έτσι· για να μιλήσουμε έτοΓ ό π ω ς θα μπορούσε να πει κανείς- περίπου. Η φράση λέγεται ειρωνικά. Π.χ. Στην επέτειο παρέστη μόνο το ούτως ειπείν κόμμα της εθνι­ κής αντίστασης. * Συνήθως προσδιορίζει ουσιαστικό ουδ. γένους. Λατ.: «ϋΐ ί{3 όίοΒΓΤι».

οΰτως ε χ ό ν τ ω ν τών π ρ α γ μ ά τ ω ν επειδή έτσι έχουν τα π ρ ά γ μ α ­ τα // εάν και εφόσον παραμείνει έτσι η κατάσταση. Π. χ. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το μόνο που μένει είναι να περιμένουμε. οΰτως ή άλλως· είτε (συμβεί) έτσι είτε διαφορετικά- έτσι κι αλ­ λιώς· δίχως άλλο- οπωσδήποτε. Π.χ. Μην τρέχεις, αφού ούτως ή άλλως θ' αργήσουμε. οΰτως ώστε· έτσι ώστε // για να. Π.χ. Έ χ ε λίγα χρήματα επάνω σου, ούτως ώστε, αν οου χρεια­ στούν, να μην βρεθείς σε δύσκολη θέση. ού φονεύσεις· να μην φονεύσεις- να μην διαπράξεις φόνο. Π.χ. Μετάνιωσε- τώρα θυμήθηκε το ου φονεύσεις; Η όγδοη από τις Δέκα εντολές που έδωοε ο Θεός στους ανθρώπους. Πρβλ. Εξοδ., Κ' 15. ού φροντίς Ίπποκλείδη· δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη//δεν με νοιάζει· δεν με ενδιαφέρει. Η φράση λέγεται με έμφαση για να δηλωθεί η αδιαφορία. Π.χ. Τι κι αν δεν έρθεις; Ου φροντίς Ιπποκλείδη. Ο τύραννος της Σικυώνας Κλεισθένης (5ος αι. π.Χ.) διοργάνωσε συ­ μπόσιο για να επιλέξει γαμπρό για την κόρη του Αγαρίστη. Ο Ιπποκλείδης ο Αθηναίος (πλούσιος και φημισμένος για την ομορφιά του) περιφρονώντας τον Κλεισθένη χόρεψε με άπρεπο τρόπο. Οργισμένος ο τύραννος του είπε ότι με τη συμπεριφορά του έχασε την ευκαιρία να γίνει γαμπρός του. Και ο νέος του απάντησε: «ού φροντίς Ίπποκλείδη». Πρβλ. Ηροδ., VI 126. ούχ

ευρέθη δόλος έν τφ στόματι αυτού· δεν βρέθηκε δόλος στο στόμα του- όεν εντοπίστηκε δολιότητα στα λόγια του· είναι άμεμπτος· άσπιλος. Π.χ. Αν και ουχ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού, απολύθηκε. Πρβλ. Πέτρου Α'Επιστ., Β' 22: «δς (ενν. ο Ιησούς Χριστός) άμαρτίαν ούκ έποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος έν τφ στόματι αύτοϋ».

ούχ ήττον όχι λιγότερο (όμως) // αρκετά.

π.χ. Μας βοήθησε ουχ ήττον και ο φίλος οου. ού ψευδομαρτυρήσεις κατά τού πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή· να μην καταθέσεις ψέματα εναντίον του συνανθρώπου σου- να μην γίνεις ψευόομάρτυρας σε βάρος του συνανθρώπου σου. Π.χ. Πρόσεχε τι θα πεις στο δικαστήριο· ου ψευδομαρτυρήαεις κατά του πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή. Η φράση προέρχεται από το Δεκάλογο (Δέκα εντολές του Θεού προς τους ανθρώπους). Πρόκειται για την ένατη εντολή, μία από τις έξι που αποτελούν τα καθήκοντα προς τον πλησίον. Πρβλ. Εξοδ., Κ' 16. οφθαλμοί τών ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες· τα μάτια είναι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες α π ό τα αφτιά. Π.χ. Ασε το τι άκουσες και πες μας τι είδες με τα μάτια σου· οφθαλμοί των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ηρακλ., απόσπ. 40 (Οΐθΐδ - ΚΓ£ΐηζ). Πρβλ. τη νεοελληνική φράση: απ' ό,τι ακούς, μην πιστεύεις τίποτε κι απ' ό,τι βλέπεις, τα μισά. όφθαλμόν άντί οφθαλμού· το μάτι αντί του ματιού (που βλάφθηκε). Π.χ. Τον έβρισε κι αυτός, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, τον απέ­ λυσε. Ο νόμος της αντεκδίκησης ήταν μέρος του πολιτειακού νόμου των Ε­ βραίων. Η τακτική «όφθαλμόν άντί οφθαλμού» εφαρμοζόταν κυρίως από τους κριτές (Πρβλ. Έξοδ., ΚΑ' 22-27). Το «μίσει τόν έχθρόν οου» ήταν αυτονόητο. Η αντεκδίκηοτι εφαρμοζόταν εν μέρει και στην αρχαία Ελλάδα. Στη ρωμαϊκή νομοθεσία ήταν επίσης σε ισχύ (Ιεχ ΙαΙίοηίδ). Πρβλ. Εξοδ., ΚΑ' 24-25: «όφθαλμόν άντϊ οφθαλμού, οδόντα άντϊ οδό­ ντος, κατάκαυμα άντί κατακαύματσς, τραϊ)μα άντί τραύματος, μώλω­ πα άντί μώλωπας». Πρβλ. επίσης Ματθ., Ε' 38: «ήκούσατε ότι έρρέθη, όφθαλμόν άντί ο­ φθαλμοί) καί οδόντα άντί οδόντος». οφις ό κατηραμένος· φίδι καταραμένο // (μτφ.) παλιάνθρωπος. Π.χ. Για όλα φταίει ο φίλος οου, ο όφις ο κατηραμένος Πρβλ.: «ιοβόλος όφις».

όψέποτε· στο μέλλον κάποτε στο μέλλον μελλοντικά· α ρ γ ά ή γρή­ γορα. Π.χ. Οψέποτεθα συμμορφωθεί. Πρβλ. αντίθ.: «πάλαι ποτέ». όψομαι· βλ.: «άς όψεται». οψόμεθα· θα δούμε (τι πρόκειται να γίνει). Π.χ. Για την άδεια οου οψόμεθα. οψόμεθα ές Φιλίππους· θα δούμε στους Φιλίππους (τι πρόκειται να οου συμβεί) // (μτφ.) θα αναμετρηθούμε· θα ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας· θα λογαριαστούμε· θα σου ανταποδώ­ σω όοα μου έκανες. Π.χ. Δεν αποσύρεις τη μήνυση; Οψόμεθα ες Φιλίππους. Ο Μάρκος Ιούνιος Βρούτος (85-43 π.Χ.), ένας από τους συνωμότες κα­ τά του Ιουλίου Καίσαρα και δολοφόνος του, πριν από τη μάχη στους Φιλίππους της Μακεδονίας (42 π.Χ.) άκουσε το φάντασμα του Καίσα­ ρα να του λέει «οψόμεθα ές Φιλίππους». Στη μάχη που ακολούθησε εναντίον του Αντώνιου και Οκταβιανού ο Βρούτος ηττήθηκε. Παρακα­ λώντας μάταια τους συντρόφους του να τον σκοτώσουν, αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει πέφτοντας πάνω στο ξίφος του. Πρβλ. Πλουτ. Βρούτος, 36.

π πάθει μάθος·* παθαίνοντας μαθαίνουμε // α π ό τις εμπειρίις η

γνιίι

Η φράοη χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις όπου θέλουμι ν(χ δη λώσουμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι πολύ καλά α π ό κάπο((ί δΐ' σάρεστη εμπειρία. Π.χ. Πέρασε τόσα πολλά που μπορεί π ι α να πει το πάθει μΐίΟίκ Πρβλ. Αιοχ. Αγαμ., 174-178: «Ζηνα όέ τις προφρόνως έπινίκια κλ(Ίζ(ΐιν / τεύξεται φρενών τό πάν, / τόν φρονεϊν βροτούς όόώοαντα / τόν π<<()ι ι μάθος / θέντα κυρίως έχειν». * Στη νεοελληνική αποόίόεται συνήθως με τη φράση: «πάθος μάθος» ΐ| «ο παθός μαθός». Πρβλ. Αισώπου Μύθοι, αριθμ. 183. Πρβλ. την παροιμία: «το πάθημα τού έγινε μάθημα». παϊόες έν καμίνω· παώιά στην (ενν. φλεγόμενη) κάμινο//(μτφ.) σε δεινή θέοη // οε αναβρασμό. Π.χ. Με τόσο σοβαρά προβλήματα αισθάνονταν ιος παίδες εν καμίνω. Πρβλ. Δανιήλ, Γ'. Βλ. και Μ. Ιατρού Πόθεν και διατί, σελ. 339. παιδιόθεν από την παιδική ηλικία. Π.χ. Είναι φίλοι παιδιόθεν. παίζει έν ον παικτοϊς· (μτφ.) γίνεται επιπόλαιος με κάτι επικίν­ δυνο // γελοιοποιεί μια σοβαρή κ α τ ά σ τ α σ η // χαριτολογεί, (χν και η σοβαρότητα της κατάστασης δεν το επιτρέπει. Π.χ. Στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων για τα εθνικά θέματιι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με τις απαντήσεις του παίζει εν οΐ' παικτοίς. πακτωλός χρημάτων (μτφ.) πλούσια πηγή κέρδους- αφθονίιχ χοη μ ά τ ω ν αφθονία αγαθών. Λέγεται για καθετί που χαρακτηρίζεται ως π η γ ή αφθονίας ι /' κών αγαθών.

π.χ. Το κατάοτημα αυτό, επειόή βρίοκεται οτο εμπορικό κέντρο, είναι πακτωλός χρημάτων. Πακτωλός: ποταμός της Λυδίας, γνωστότατος από την αρχαϊκή περίο­ δο, επειδή ήταν χρυσοφόρος. ΓΓ αυτό τον λόγο (επειδή μετέφερε ψήγ­ ματα χρυσού) κατά την αρχαιότητα λεγόταν χρυσσρρόας. παλαιόθεν από παλιά. Π.χ. Γνωριζόμαστε παλαιόθεν. πάλαι ποτέ· κάποτε στο παρελθόν παλαιότερα· σε κάποια εποχή στο παρελθόν. Π.χ. Ο δικηγόρος αυτός ήταν πάλαι ποτέ συνήγορος μου. Συνήθως με άρθρο ως επίθ. «ό πάλαι ποτέ» κτλ. Πρβλ. αντίθ.: «όψέποτε». πάντα δυνατά τφ πιστεΰοντι· τα πάντα είναι δυνατά σ' αυτόν που πιστεύει· όλα μπορούν να γίνουν, όταν κάποιος πιστεύει. Π.χ. Πίστεψε το και πάντα δυνατά τω πιστεΰοντι. Πρβλ. Μάρκ., Θ' 23: «ό δέ Ίηοοϋς είπεν αύτφ τό εί δύναοαι πιστεϋσαι, πάντα δυνατά τφ πιοτεύοντι». πάντα έν σοφίςκ έποίησας·* όλα με σοφία τα δημιούργησες (Κύ­ ριε). Π.χ. Ωραίο τοπίο- πάντα εν σοφία εποίησας. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΓ' 24: «ώς έμεγαλύνθη τά έργα Σου, Κύριε- πάντα έν σοφίςχ έποίησας, έκπληρώθη ή γη της κτίσεως Σου». * Ενν.: «Κύριε». πάντα λίθον κινεί· (κατά λέξη) μετακινεί κάθε πέτρα // (μτφ.) χρί]σιμοποιεί κάθε μέοο (προκειμένου να πετύχει κάτι)· μεταχειρί­ ζεται καθετί αθέμιτο, για να πετύχει τον σκοπό του. Π.χ. Ο υπουργός π ά ν τ α λίθον κινεί για να ψηφιστεί το νομοσχέ­ διο του. Μετά τη μάχη των Πλαταιών ο Μαρδό-νιος, αφού έκρυψε έναν θησαυ­ ρό στο περίβολο της σκηνής του, τον έχασε. Ο Πολυκράτης ο Θηβαίος, αφού μάταια προσπάθησε να τον βρει, κατέφυγε στο μαντείο των Δελ­ φών, το οποίο του έδωσε ως απάντηση τον χρησμό: «πάντα λίθον κι­ νεϊν». Τότε αυτός, αφού έφυγαν οι Πέρσες, μετακινώντας τις πέτρες στον χώρο που είχε στρατοπεδεύσει ο Μαρδόνιος, βρήκε τον θησαυρό. Πρβλ. Λεξ. Σούδα.

π ά ν τ α μ α τ α ι ό τ η ς τά ανθρώπινα· όλα τα σχετικά με τον άνθρω­ πο τα χαρακτηρίζει η ματαιότητα· όλα τα του ανθρώπου είναι μάταια. Π.χ. Πάψε ν' ανησυχείς για τα οικονομικά σου· πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα. Η φράση προέρχεται από τη νεκρώσιμη ακολουθία (ιόιόμελο του Ιωάν­ νου μοναχού του Δαμασκηνού): «πάντα ματαιότης τά ανθρώπινα, όσα ούχ υπάρχει μετά θάνατον ού παραμένει ό πλούτος, ού συνοδεύει ή δόξα- έπελθών γάρ ό θάνατος, ταϋτα πάντα έξηφάνιοται». Πρβλ. επίοης στην ίδια ακολουθία τον στίχο: «όντως ματαιότης καί φθορά, πάντα τά τοϋ βίου». Πρβλ. συνών.: «ματαιότης ματαιοτήτων». πάντα ρεϊ· όλα ρέουν όλα είναι ρευστά· όλα μεταβάλλονται· όλα είναι ασταθή· τίποτε δεν μένει αναλλοίωτο. Π.χ. Σχετικά με τις προσλήψεις των επιτυχόντων στον διαγωνι­ σμό του Δημοσίου τα πάντα ρει. Η φράση προέρχεται από τον Ηράκλειτο τσν Εφέσιο (544-484 π.Χ.). Στη φράση αυτή είναι συμπυκνωμένη η θεωρία του περί αενάου ροής των πάντων. Πρβλ. Πλάτ. Θεαιτ, 182ο. πανταχοΐ) παρών που βρίσκεται παντού· που βρίσκεται οπουδή­ ποτε // (μτφ.) που τον βλέπουμε παντού. Η φράση λέγεται για κάποιον που παίρνει μέρος σε πολλές κοι­ νωνικές εκδηλώσεις, που αναμειγνύεται οε πολλές υποθέσεις· άλ­ λοτε για ανθρώπους που είναι φορτικοί ή για ανθρώπους που τους βλέπουμε μπροστά μας όπου πηγαίνουμε. Π.χ. Ο προϊστάμενος, πανταχού παρών, γνωρίζει ανά π ά σ α οτιγ­ μή τις κινήσεις των υπαλλήλων. Η φράση προέρχεται κυριολεκτικά από την προσευχή στον Παράκλητο, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος: «Βαοιλεϋ ουράνιε, Παράκλητε, τό Πνεϋμα της αληθείας, ό πανταχού παρών καί τά πάντα πληρών, ό θησαυρός τών αγαθών καί ζωης χορηγός, έλθέ καί σκήνωσον έν ήμϊν καί καθάρισαν ημάς άπό πάοΐ)ς κηλίδος καί σώσον. Αγαθέ, τάς -ψυχάς ημών». παντί σθένει· μ' όλη τη δύναμη. Π.χ. Ο εχθρός αποκρούστηκε παντί σθένει. Πρβλ. Θουκ., Ε' 23, Πλάτ. Νόμοι, 6463.

π α ν τ ί τ ρ ό π φ · με κάθε τρόπο· με οποιαδήποτε μέθοδο· με οποιαδή­ ποτε συμπεριφορά· με κάθε μέοο. Π.χ. Προοπάθηοε παντί τρόπω να τον μεταπείσεις. παντός καιροϋ· κάθε καιρού· όλων των καιρικών συνθηκών. Π.χ. Η χώρα θα αγοράσει ελικόπτερα π α ν τ ό ς καιρού. πάππου πρός πάππον από παππού σε παππού // από παράδοση· με π α τ ρ ο π α ρ ά δ ο τ ο τρόπο· π α τ ρ ο π α ρ ά δ ο τ α // α π ό πολύ παλιά. Π.χ. Αυτό το καριοφίλι το έχουμε α π ό πάππου προς πάππον. παραβιάζει άνοικτάς θϋρας· (κυριολ.) ανοίγει βίαια ανοιχτές ήδη πόρτες // (μτφ.) λέει κάτι που έχει ειπωθεί // λέει κάτι ήδη γνωστό // προτείνει κάτι που ήδη έχει προταθεί. Π.χ. Η κυβέρνηση παραβιάζει ανοικτός θύρας σχετικά με τις υ­ ποκλοπές. Συνηθίζεται και η φράση: «πολιτική των ανοικτών θυρών», που έχει άλλη σημασία: είναι η πολιτική που υποστηρίζει τον ανεμπόδιστο ε­ μπορικό ανταγωνισμό των κρατών. παράδειγμα πρός αποφυγήν παράδειγμα για να αποφευχθεί. Π.χ.Η προδοσία του πρέπει να αποτελέσει παράδει γμα προς απο­ φυγήν. Πρβλ. αντίθ.: «παράδειγμα πρός μίμησιν». παράδειγμα πρός μίμησιν παράδειγμα για μίμηση. Π.χ. Η αντίσταση κ α τ ά του κ α τ α κ τ η τ ή πρέπει να γίνει για τους νεότερους παράδειγμα προς μίμησιν. Πρβλ. αντίθ.: «παράδειγμα πρός αποφυγήν». παραδείγματος χάριν* για παράδειγμα. Π.χ. Η χώρα έχει πολλά προβλήματα· παραδείγματος χάριν το εξωτερικό χρέος. Πρβλ. συνών.: «λόγου χάριν», «έπί παραδείγματι». * Βραχ.: π.χ. Λατ.: «βχβηιρίί §Γ3ΐί3». Βραχ.: « β . § . » . παρά θίν' αλός·* παραλιακά· παραθαλάσσια· στον αιγιαλό· στην ακρογιαλιά.

π.χ. Το καλοκαίρι κάνει δ ι α κ ο π έ ς στο εξοχικό του, κ α θ ώ ς βρίσκεται παρά θίν' αλός. Πρβλ. Ομ. 11, Α 327. * Από το ρ. θιγγάνω (= πληαιάζω) + το ουο. αλς, -λός (= θάλαοοα). παρακαταθήκος άπόδος· τήρησε τον λόγο σου· κράτησε τις υπο­ σχέσεις σου. Π.χ. Παρακαταθήκας αποόός και επίστρεψε του τα χρήματα στην ώρα τους. παρά κωφόν ςιδει· τραγουδά μπροστά σε κουφό // ματαιοπονεί. Π.χ. Περιμένει ακόμη απάντηση· παρά κωφόν άδει. Αατ.:

«5υΓΟο

ΠΆΤΤΆΧ».

παρά μίαν τεσααράκοντα·* παρά μία σαράντα // (μτφ.) πάρα πολλές (ενν. ξυλιές)· π ά ρ α πολλά (ενν. χτυπήματα). Π.χ. Πήγε στο γήπεδο και έφαγε παρά μίαν τεσααράκοντα. Για την προέλευοη της φράοης πρβλ. Παύλου Β'προς Κορινθίους, ΙΑ' 24: «υπό ' Ιουδαίων πεντάκις τεοααράκοντα παρά μίαν έλαβον, (ενν. έκ μαοτιγίου) τρίς έρραβδίοθην, άπαξ έλιθάσθην, τρίς έναυάγηοα, νυχθη­ μερόν έν τω βυθφ πεποίηκα». * Συνήθως στη φράση : «έφαγε παρά μίαν τεσααράκοντα». παρανάλωμα τον πυρός·* αυτό που καταστρέφεται από φωτιά· αυτό που καίγεται εντελώς. Π.χ. Το εργοστάσιο έγινε παρανάλωμα του πυρός. * Συνήθως στη φράση: «έγινε παρανάλωμα του πυρός» (= κάηκε τε­ λείως). παρ' άξίαν χωρίς να αξίζει· ανάξια· χωρίς να υπάρχει αξιοκρατία· αναξιοκρατικά. Π.χ. Προσελήφθη παρ' αξίαν. Λατ.: «Η^αό ΓηεΓίΙο». παράπαν βλ.: «τό παράπαν». παρά πάντα άλλον πέρα από κάθε άλλον. Π.χ. Υπήρξε αποδοτικός οτην εταιρεία παρά πάντα άλλον. παρά πάντα λόγον πέρα από κάθε λόγο // παράλογα. Π.χ. Η συμπεριφορά του ήταν παρά πάντα Αόγον ανάρμοστη.

π α ρ ά π ά σ α ν π ρ ο σ δ ο κ ί α ν πέρα α π ' ό,τι περίμενε κανείς· τελείως απροσδόκητα· εντελώς ανέλπιστα. Π.χ. Παρά πάσαν προσδοκίαν πέτυχε οτις εξετάσεις. Πρβλ.; «παρά προοόοκίαν». παρά πόδα· κοντά στο πόδι· δίπλα οτο πόδι // (μτφ.) οε αχρηστία· σε απραξία. Π.χ. Οι στρατιώτες είχαν τα όπλα παρά πόδα, συμφωνά με το παράγγελμα του αξιωματικού. Η φράση «παρά πόδα» με το άκλιτο γαλλικό μόριο «άρμ», αποτελεί στρατιωτικό παράγγελμα με τΐ|ν εντολή στον στρατιώτη να φέρει το όπλο όρθιο, από τη θέση «έπ" ώμου» κοντά στο δεξί πόδι, κρατώντας το με το δεξί χέρι και διατηρώντας στάση προσοχής. παρά ποδός· κοντά στο πόδι // (μτφ.) πρόχειρα // αμέσως. Π.χ. Είχε την απάντηση παρά ποδός. Βλ. και «παρά πόδα», «έπϊ ποδός». παρά προσδοκίαν απροσδόκητα· ανέλπιστα. Π.χ. Βρεθήκαμε παρά προσδοκίαν ακριβώς στον δρόμο που α­ ναζητούσαμε. Πρβλ. και την επιτατική μορφή; «παρά πάσαν προσδοκίαν». παρ' Άρείιμ Πάγω· στον Αρειο Πάγο. Π.χ. Διατέλεσε δικηγόρος παρ Άρείω Πάγω. παρ' άρχαίοις· στους αρχαίους (ενν. Έλληνες)· από τους αρχαίους. Π.χ. Τα συμπόσια συνηθίζονταν παρ' αρχαίοις. παράσχου, Κύριε· πρόσφερε μας. Κύριε· δώσε μας. Κύριε. Π.χ. Μακάρι να 'χουμε την υγειά μας! Παράσχου, Κύριε. Φράση εύχρηστη στη γλώσσα της Εκκλησίας (Θεία Λειτουργία). ποιρά τά συμπεφωνημένα· αντίθετα απ' ό,τι συμφωνήθηκε· πα­ ρά τη μεταξύ τους συμφωνία. Π.χ. Παρά τα συμπεφωνημένα κίνησε α γ ω γ ή εναντίον του. Πρβλ. αντίθ.; «κατά τά συμπεφωνημένα».

π α ρ ά ταϋτα· π α ρ ' όλα αυτά· όμως· ωστόσο· εντούτοις. Π.χ. Παρά ταύτα σημείωσε καλούς βαθμούς. παρά τό δέον αντίθετα από αυτό που πρέπει· αντίθετα από αυτό που επιβάλλεται. Π.χ. Απολύθηκε, επειδή ενήργησε παρά το δέον. Πρβλ. ουνών.: «παρά τό πρέπον», αντίθ.: «κατά τό πρέπον», «κατά τό δέον». παρά τό εικός· βλ.: «κατά τό είκός». παρά τοις Έλλησι· οτους Έλληνες· από τους Έλληνες. Π.χ. Οι οινοποσίες και τα γλέντια συνηθίζονται π α ρ ά τοις Έλλησι. παρά τό πρέπον άπρεπα· ανάρμοστα. Π.χ. Μου μίλησε παρά το πρέπον. Πρβλ. αντίθ.: «κατά τό πρέπον». παρά τρίχα· για μια τρίχα- για το διάστημα μιας τρίχας // (μτφ.) για πολύ λίγο- παραλίγο. Π.χ. Παρά τρίχα να γίνει ατύχημα. Επιβίωοη της αρχαίας παροιμιώδους φράοης «θρίξ άνά μέοον» (= διά­ στημα μιας μόνο τρίχας). παρά τφ· δίπλα σε. Π.χ. Τα διακοσμητικά ξίφη θα τοποθετηθούν παρά τω μνημείω. παρά τω 'Αρείω ΙΙά^φ' βλ.: «παρ' ΑρείφΠάγφ». παρά τφ βασιλεί· βλ.: «παρά τφ πρωθυπουργώ». παρά τφ πρωθυπουργφ· στο πλευρό του πρωθυπουργού· ως βοη­ θός του πρωθυπουργού. Π.χ. Έ μ π ι σ τ ο στέλεχος του κόμματος διορίστηκε υπουργός πα­ ρά τω πρωθυπουργώ. Συνήθως οτις φράοεις «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ», «υφυπουρ­ γός παρά τω πρωθυπουργώ». Βέβαια οήμερα η φράση χρησιμοποιείται και κατ' έπέκτασιν (π.χ. Αρκετοί δημοσιογράφοι ταξίδεψαν παρά τω πρωθυπουργώ στην Αμερική). Παλαιότερα ήταν σε χρήση η φράοη: «παρά τφ βασιλεί».

π α ρ ' αύτοϊς· σ' αυτούς· α π ' αυτούς. Π.χ. Υφίσταται παρ' αντοίς η ά π ο ψ η ότι θα υπάρξει κρίση στο χρηματιστήριο. παρά φΰσΐν αντίθετα με τη φύση· αφύσικα· με παράβαση των νό­ μων της φύοης. Π.χ. Το κατηγορητήριο περιελάμβανε και το σοβαρό αδίκημα της ασέλγειας παρά φύσιν. Πρβλ.: «κατά φύσιν». Λατ.: «οοηΐΓ3 η3ΐυΓ3Πΐ».

παραχρήμα άπόδειξις· άμεση απόδειξη. Π.χ. Για την α π ά τ η που διέπραξε, το έ γ γ ρ α φ ο αυτό είναι παρα­ χρήμα απόδειξις. παρέδωκε τό πνεϋμα· παρέδωσε την ψυχή (του)· ξεψύχησε· πέθα­ νε. Π.χ. Ο τραυματίας στον δρόμο για το νοσοκομείο παρέδωκε το πνεύμα. Πρβλ. Ιω., ΙΘ' 30: «ότε ούν έλαβε τό οξος ό Ίησσϋς είπε, τετέλεσται, καί κλίνας ττιν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεϋμα». παρ' ελάχιστον* για λίγο // παρά τρίχα. Π.χ. / 7 α ρ ' ελάχιστον και θα γινόταν ατύχημα. * Ενν.: «χρόνον» ή «διάστημα». παρελθέτω άπ' έμοϋ τό ποτήριον τοϋτο· (κυριολ.) ας έλθει κι ας φύγει α π ό μένα αυτό το ποτήρι (ενν. του πάθους) // (κατά παρερμ.) είθε να α π ο φ ύ γ ω αυτή τη συμφορά· μακριά α π ό μένα αυτή η δοκιμασία· μακάρι να α π ο φ ύ γ ω αυτή την κακουχία. Π.χ. Μην μου ζητάς να έρθω μάρτυρας οτο δικαστήριο· παρελ­ θέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 29: «καί προελθών μικρόν έπεσεν έπί πρόσωπον αύτοϋ προσευχόμενος καί λέγων πάτερ μου, εί δυνατόν έστι, παρελθέ­ τω άπ' έμοϋ τό ποτήριον τοϋτο- πλήν ούχ ώς έγώ θέλω, άλλ' ώς σύ». παρ' ελπίδα· ανέλπιστα· απροσδόκητα· χωρίς κανείς να το περι­ μένει. Π.χ. Παρ' ελπίδα ήρθε κι ο φίλος του να τον βοηθήσει. Λατ.: « ο ο η ΐ Γ 3 3ο δρείίΙιΐΓ» ή «ρΓ36ΐ6Γ δρειη».

π α ρ ε μ π ι π τ ό ν τ ω ς · * συμπτωματικά // έξω α π ό το θέμα· ως παρέν­ θεση· παρενθετικά. Π.χ. Παρεμπιπτόντως ίοως αργήσω σήμερα. * Επίρρ. από το αρχαίο ρ. παρεμπίπτω. παρέχει πράγματα· προξενεί δυσχέρειες· δημιουργεί προβλήματα. Π.χ. Η αντιπολίτευση παρέχει πράγματα στο κυβερνητικό έργο. πάρθιον βέλος· βέλος των Πάρθων // (μτφ.) μεγάλη και ύπουλη προσβολή· ύβρεις οτο τέλος λογομαχίας // ύπουλη συμπεριφο­ ρά // δόλια τ α κ τ ι κ ή (ουνήθως της τελευταίας στιγμής). Π.χ. Τη διένεξη έκλεισε ο υπουργός εξακοντίζοντας πάρθιον βέ­ λος. Οι Πάρθα ήταν φυλή της κεντρικής Αοίας, συγγενική των Μήδων και των Περσών. Ηταν πολύ καλοί ιππείς και θεωρούνταν άριστοι τοξό­ τες. Συνήθιζαν μάλιστα την τακτική να προσποιούνται ότι υποχωρούν και ξαφνικά να γυρίζουν πίσω και να ρίχουν με το τόξο τους πετυχαί­ νοντας συνήθως τον εχθρό με το βέλος τους. παρ' ολίγον* παραλίγο· για λίγο· λίγο έλειψε να· λίγο ήθελε να. Π.χ. Λόγω της βροχής παρ' ολίγον να γίνει δυστύχημα. * Ενν.: «χρόνον». παρουσίςι· ενώ είναι παρών μπροστά σε· με την εμφάνιση. Π.χ. Ο α γ ώ ν α ς έγινε παρουσία χιλιάδων θεατών. Πρβλ. αντίθ.: «άπουοίςι». παρρΐ|σί(;ι· με παρρησία· με θαρραλέα διατύπωση των σκέψεων ανενδοίαστα· φανερά· ανυπόκριτα· απροκάλυπτα· χωρίς δισταγ­ μούς. Π.χ. Ο πολίτης αντιμετώπισε τον υπουργό παρρησία. πάση δυνάμει· με κάθε δύναμη· μ' όλες τις δυνάμεις. Π.χ. Η πυροσβεστική έφθασε πάοι] δυνάμει. Πρβλ. Αισχίν.,43, 18. πάση θυσίςι· με κάθε θυσία- μ' οποιοδήποτε τίμημα· μ' όποιο αντί­ τιμο. Π.χ. Πρέπει να βρούμε το έγγραφο πάση θυσία, διότι θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις.

π ά σ η ς φύσεως· κάθε είδους // διαφόρων ε ι δ ώ ν λογής λογής // κά­ θε προέλευσης // κάθε χαρακτήρα. Π.χ. Βρέθηκαν πάσης φναεως οπλικά συστήματα. πάς μή Έλλην βάρβαρος· καθένας που δεν είναι Έλληνας είναι βάρβαρος. Σήμερα η φράση χρησιμοποιείται κυρίως για να καυτηριάσει την τάση που επικρατεί στους νεοέλληνες να μιμούνται αδιάκριτα τις συνήθειες των ξένων (δηλαδή, όπως επικράτησε να λέγεται, την ξενομανία). Π.χ. Η υπερβολική του α γ ά π η για την Ελλάδα τον κάνει να πι­ στεύει ότι πας μη Έλλην βάρβαρος. Οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν «βάρβαρο» κάθε αλλόφυλο, του οποί­ ου η γλώσσα σε σχέση με την ελληνική ήταν τραχιά. Βάρβαροι λέγο­ νταν κυρίως οι Πέρσες και οι Μήόοι. Κατ· έπέκτασιν βάρβαροι λέγο­ νταν οι απολίτιστοι και αγροίκοι, σημασία που επικρατεί και σήμερα. Η έννοια «βαρβαρισμός» σήμαινε την άγνοια των στοιχειωδών κανό­ νων της γραμματικής. πάς ό αίτών λαμβάνει· καθένας που ζητά (ενν. από τον Θεό) κάτι το παίρνει // όποιος με επιμονή προσπαθεί να αποκτήσει κάτι το α π ο κ τ ά . Π.χ. Ζήτηοε κι εσύ άδεια α π ό τον διευθυντή, που είναι στις κα­ λές του σήμερα· πας ο αιτών λαμβάνει. Πρβλ. Ματθ., Ζ' 8: «πάς γάρ ό αίτών λαμβάνει καί ό ζητών ευρίσκει καί τώ κρούοντι άνοιγήσεται». πάσσαλος παοοάλφ έκκρούεται· ο πάσσαλος κτυπιέται με πάσ­ σαλο // (μτφ.) πρέπει να φέρεται κανείς με σκληρότητα απένα­ ντι στους σκληρούς. Π.χ. Φυσικά εμείς αντιδράσαμε· πάσσαλοςπασσάλω έκκρούεται. Πρβλ. αντίθ.: «σπόγγφ πάτταλον κρούεις», συνών.: «όφθαλμόν άντι οφθαλμού». πάταξαν μέν άκουσον όέ· κτύπα με, αλλά άκουσε με πρώτα // (μτφ.) πριν προβείς οε οποιαδήποτε ενέργεια, άκουσε την α π ο ­ λογία του άλλου. Π.χ. Πριν τον απολύσεις, κάλεσε τον οε απολογία· πάταξαν μεν άκουσον δε. Αυτή την απάντηση έδωσε ο Θεμιστοκλής όταν ο Ευρυβιάδης σήκωσε

το ραβόί του να τον κτυπήοει, στο συμβούλιο των οτραττιγών, που προη­ γήθηκε της ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Η φράση έμεινε ιστορική, κυρίως επειδή ο Αθ7ΐναίος στρατηγός δικαιώθηκε από τα γεγονότα που ακολούθτισαν. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι η διένεξη έγινε μεταξύ Θεμιστο­ κλή και Αδείμαντου, επειδή ο Αδείμαντος αντέδρασε, όταν ο Θεμιστο­ κλής μίλησε πριν έρθει η σειρά του. Πρβλ. επίοης Πλουτ. Θεμ.. 11,4. πατείς με, πατώ οε·* με πατάς, σε πατώ // (μτφ.) συνωστισμός. Π.χ. Στην α γ ο ρ ά έγινε το πατείς με, πατώ σε. * Μεσαιωνική φράση. παύσατε πύρ· σταματήστε να πυροβολείτε // (μτφ.) σταματήστε να φιλονικείτε· σταματήστε τη λογομαχία. Π.χ. Μην φωνάζετε όλοι μαζί· παύσατε πυρ! Η φράση ανήκει στη στρατιωτική ορολογία. Είναι στρατιωτικό παράγ­ γελμα και σημαίνει το τέλος των εχθροπραξιών (κατάπαυση του πυ­ ρός). πέλεκυς* τής δικαιοσύνης· το τσεκούρι της δικαιοσύνης//(μτφ.) η τιμωρία που προβλέπει η απονομή δικαιοσύνης. Π.χ. Επιτέλους ο πέλεκυς της δικαιοσύνης έβαλε τέλος οτις σπα­ τάλες του δημόσιου χρήματος. * Είδος όπλου, παρόμοιο με το τσεκούρι. Πρβλ.: «πέλεκυς τού νόμου». πέλεκυς τού νόμου· τσεκούρι του νόμου // απονομή δικαιοσύ­ νης // τιμωρία // αυστηρότητα του νόμου. Π.χ. Μετά τις ατασθαλίες που έκανε, έπεσε επάνω του βαρύς ο πέλεκνς του νόμου. Πέλεκυς: είδος ξυλουργικού εργαλείου και όπλο. Γνωστό στην Κρήτη από την αρχαϊκή περίοδο και σύμβολο του μινωικού πολιτισμού (δι­ πλούς πέλεκυς). Τον χρησιμοποιούσαν και οι Ρωμαίοι φρουροί που προ­ πορεύονταν των αρχόντων και ονομάζονταν πελεκηφόροι ή ραβδούχοι (ϋοΙοΓΡδ), επειδή έφεραν τον πέλεκυ ανάμεσα σε ράβδους. Πρβλ. συνών.: «πέλεκυς της δικαιοσύνης». πενία τέχνας κατεργάζεται· η φτώχεια επινοεί τέχνες//(μτφ.) η φτώχεια εξαναγκάζει τον άνθρωπο να εφευρίσκει νέα μέσα για τον προσπορισμό των αναγκαίων για τη ζωή.

π.χ. Μετέτρεψε ένα παλιό βαγόνι σε σπίτι· πενία τέχνας κατερ­ γάζεται. Πρβλ. Θεοκρ. Ειδ., 21, 1: «ή πενία τέχνας εγείρει». πενίας ουδέν έστι βαρύτερον φορτίον πιο βαρύ φορτίο από τη φτώχεια δεν υπάρχει· η φτώχεια είναι δυσβάστακτη. Π.χ. Α π ό τότε π ο υ τον γ ν ω ρ ί ζ ω έχει π ρ ό β λ η μ α επιβίωσης· πράγματι πενίας ονδέν εστί βαρύτερον φορτίον. πέπλος μυστηρίου· κάλυμμα ανεξιχνίαστων γεγονότων κάλυμ­ μα που σκεπάζει μυστικά α π ' τους πολλούς // (μτφ.) πρόσχημα που κρύβει μυστικά. Π.χ. Την υπόθεση σκεπάζει πέπλος μυστηρίου. περαιτέρω· πιο πέρα· παραπέρα // παρακάτω· στη συνέχεια. Π.χ. Λεν υπάρχει περαιτέρω εξέλιξη στην υπόθεση. Πρβλ.: «τό μή περαιτέρω» και «καί μή περαιτέρω». πέρα(ν) πάσης αμφιβολίας· πέρα από κάθε αμφιβολία· πέρα α­ πό κάθε δισταγμό· αναντίρρητα· αναμφισβήτητα. Π.χ. Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ο καλύτερος. πέρα(ν) πάσης υποψίας· πέρα από κάθε υποψία· πέρα από κάθε υπόνοια. Π.χ. Ο ταμίας είναι πέραν πάσης υποψίας. Πρβλ. και τη μορφή: «υπεράνω πάοης υποψίας». πέρα(ν) τοϋ δέοντος· πέρα απ' όσο πρέπει· πέρα απ' όσο επιβάλ­ λεται· υπερβολικά // και με το π α ρ α π ά ν ω . Π.χ. Τον τιμώρησε πέραν του δέοντος. Πρβλ. και τη μορφή: «υπέρ τό δέον». Λατ.: «υ1ΐΓ3 ηιι&ΓΠ οροΓίεΙ».

πέρα(ν) τοϋ μέτρου· πέρα από το μέτρο· υπέρμετρα // υπερβολι­ κά. Π.χ. Με βοήθησε πέραν του μέτρου. περιάγω είς πενίαν οδηγώ (κάποιον) σε ένδεια· καταντώ κά­ ποιον να ζει φτωχικά.

π.χ. Η κυβέρνηση περιάγει εις πενίαν τονς εργαζομένους. Πολλές φορές στη φράση «περιάγω είς πενίαν» δίνεται λανθοσμίν(ΐ παθητική σημασία (οδηγούμαι σε ένδεια). Το ορθό θα ήταν τότε: <';ιι ριάγομαι είς πενίαν». περί αέρων καί υδάτων* (μτφ.) για θέματα που δεν κινούν ιη ενδιαφέρον για ασήμαντα θέματα // για τίποτε συγκεκριμένο Π.χ. Η περί αέρων και υόάτων ομιλία του προκάλεσε την ιιγα νάκτηση του ακροατηρίου. Η φράση προέρχεται από τον τίτλο του έργου του Ιπποκράτη Πι ι» αέρων, υδάτων και τόπων. Πρβλ. συνών.: «περί άνεμων καί υδάτων». * Συνήθως στη φράση: «συζήτηση περί αέρων και υδάτων». περί άλλα τυρβάζη· με άλλα (ενν. θέματα) ασχολείσαι· (ενν.) (ΐ σχολείσαι όχι με τα καίρια. Π.χ. Αντί να κοιτάς τη δουλειά σου περί άλλα τυρβάζη. Η φράση επιβίωσε μ' αυτή τη μορφή από τη φράση: «μεριμνάς καί βάζη περί πολλά». Πρβλ. Λουκά, Γ 41. Πρβλ. επίσης τη φράση: «περί πολλά τυρβάζει».

τιΐ(>

περί άνεμων καί υδάτων* (μτφ.) για θέματα ανάξια λόγου // για άσχετα ζητήματα. Π.χ. Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Η φράση είναι επιβίωση της φράσης «περί αέρων καί υδάτων». Πρβλ. συνών.: «περί αέρων καί υδάτων». * Συνήθως στη φράση «συζήτηση περί ανέμων και υδάτων». περί ηλίου δυσμάς· την ώρα περίπου που δύει ο ήλιος. Π.χ. Το ατύχημα συνέβη περί ηλίου δυσμάς. περίλυπος έστιν ή ψυχή μου έως θανάτου* καταλυπτ)μίνη είναι η ψυχή μου σε σημείο που να κινδυνεύω να πεθάνα) αηκ την πολλή λύπη. Π.χ. Αφότου έχασε η ομάδα μου περίλυπος εστίν η ψυχή μκι έως θανάτου. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 38: «τότε λέγει αύτοϊς ό Ίηοοϋς περίλυπος ι ο ι η ψυχή μου έως θανάτου· μείνατε ώδε καί γρηγορείτε μετ' έμοϋ». Πρβλ. επίοης Μάρκ., ΙΔ' 34. * Η φράση επιβίωσε και λέγεται συχνότερα με τη μορφή «περί /1 ΐ' •

έως θανάτου» (= πολύ λυπημένος μέχρι οημείου να κινδυνεύει να πεθά­ νει) // (μτφ.) καταλυπημένος). περίλυπος έως θανάτου· πολύ λυπημένος, ώοτε να κινδυνεύει να πεθάνει // (μτφ.) καταλυπημένος. Π.χ. Μετά την ανακοίνωση των βαθμών έδειχνε περίλυπος έως θανάτου. Επιβίωση της φράσης: «περίλυπος έστιν η ψυχή μου έως θανάτου». περί λύχνων άφάς· την ώρα που ανάβουν οι λύχνοι // όταν αρχίζει να νυχτώνει· το σούρουπο. Π.χ. Θερμόαιμοι οπαδοί των δύο κομμάτων συνεπλάκησαν περί λύχνων αφάς στο κέντρο της Αθήνας. Η αρχαία φράοη συναντάται σε αναφορές οργάνων της τάξης (χωρο­ φυλάκων, υπαξιωματικών του στρατού) του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα, για να δηλώσει την ώρα που συνήθως γίνονταν οι ληστρικές επιδρομές από τις συμμορίες, δηλαδή μόλις σκοτείνιαζε. Την ώρα ε­ κείνη είχαν αποσυρθεί στις πόλεις οι χωροφύλακες, οπότε οι παράνο­ μοι δρούσαν ανενόχλητοι προκαλώντας τρόμο στους χωρικούς. (Πρβλ. I. Σ. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελλάδα, εκδ. Βάνιας, 1994.) Πρβλ. Ηροδ., VII 215. Λατ.: «ηοοίβ Ηρρβίβηΐβ» ή «κυό οΓβρυδοιιΙαιη νβδρεΓίίηαιη». περίοδος ίσχνών αγελάδων περίοδος άπαχων αγελάδων//(μτφ.) περίοδος ανεπάρκειας α γ α θ ώ ν περίοδος φτώχειας· περίοδος λι­ τότητας. Π.χ. Δεν θα γίνουν αυξήσεις μισθών, επειδή η χώρα διανύει περίοδον ίοχνών αγελάδων. Πρβλ. Γέν., ΜΑ- 1-7. περίοδος χάριτος· χρονικό όριο που δίνεται χάρη· περίοδος ευνο­ ϊκής συμπεριφοράς. Π.χ. Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση απολαμβάνει περίοδονχάριτος α π ό την αντιπολίτευση. περί όνου σκιάς·* για τη σκιά του γαϊδάρου//(μτφ.) για ασήμα­ ντα θέματα· για μηδαμινά θέματα· για τιποτένια ζητήματα (και όχι γ ι α σπουδαία ή αυτά που πρέπει)· α γ ώ ν α ς για το τίποτε. Π.χ. Ο υπουργός μίλησε περί όνου σκιάς. Πρβλ. Πλάτ. Φαίδρας, 260ο και Αριστοφ. Σφήκ., 191. * Συνήθως οτη φράοη «ομιλεί περί όνου σκιάς».

π ε ρ ί ορέξεως ουδείς λόγος· για όρεξη ούτε ουζήτηση, ούτε κου­ βέντα, υπάρχει πολύ μεγάλη // (μτφ.) υπάρχει όρεξη, όιάθεοί) για κάτι // οι προτιμήσεις, ό π ω ς στο φαγητό, είναι διαφορετικές α π ό άτομο σε άτομο. Μερικές φορές η φράοη χρησιμοποιείται και με μεταφορική στραοία, δηλώνοντας τη διάθεση για κάτι που συζητιέται, με την έν­ νοια ότι για θέματα που έχουν σχέση με το προσωπικό γούστο δεν επιτρέπεται καμία παρέμβαση. Π.χ. Εμένα αυτό μου αρέσει, άλλωστε περί ορέξεως ουδείς λό­ γος περί ού ό λόγος· βλ.: «ό περί ου ό λόγος». περιπατεί έν τή οκοτίςι·* βαδίζει μέσα στο σκοτάδι//(μτφ.) βα­ δίζει σε πνευματικό σκοτάδι // βαδίζει στο σκοτάδι της αμαρ­ τίας // έχει άγνοια· δεν γνωρίζει τι του γίνεται. Π.χ. Η υπηρεσία αναφορικά με το θέμα περιπατεί εν τη σκοτία. Πρβλ. Ιω., ΙΒ' 35: «είπεν ούν αύτοϊς ό ΐηοοϋς· έτι μικρόν χρόνον τό φως μεθ' υμών έστι· περιπατείτε έως τό φως έχετε, ίνα μή σκοτία ύμας καταλάβη· καί ό περίπατων έν τή οκοτίςι ούκ οίδε ποϋ υπάγει». * Η και ως ουσιαστικό: «ό περίπατων έν τή σκοτίςι» (= ο ανίδεος). περιπίπτει είς τήν άντίληψιν πέφτει στην αντίληψη· γίνεται α­ ντιληπτό // (με κτητική αντωνυμία) αντιλαμβάνομαι. Π.χ. Κάτι τέτοιο περιέπεσε εις την αντίληψίν μου. περιπλανώμενος Ιουδαίος· περιφερόμενος εδώ κι εκεί Ιουδαίος // (μτφ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία // ο περιφερόμενος άσκοπα. Π.χ. Δεν έχει στεριώσει πουθενά· περιπλανώμενος Ιουδαίος. Κατά τα θρυλούμενα ο Ιησούς, λίγο πριν από τη Σταύρωση ζήτησε απ κ τον Ιουδαίο Αχασβήρο να ξεκουραστεί στο κατάστημα του. Αυτός ο μως του είπε: «βάδιζε». Η ασέβεια του είχε ως αποτέλεσμα να περιπ/ ιι νιέται διαρκώς χωρίς να βρει ησυχία. Βέβαια υπάρχουν πολλές ΓκιΝ< > χές για την προέλευση τι^ς φράοης. Βλ. και Μ. Ιατρού Πόθεν και διατί, σελ. 354-355. περί πλέον* επιπρόσθετα // επαρκώς // επιπλέον. Π.χ. Του έδωοε δύο μισθούς περί πλέον. * Η «περιπλέον».

περιποιώ τ ι μ ή ν τιμω. Π.χ. Με την πανηγυρική υποδοχή του προέδρου η χ ώ ρ α

περι-

ποιεί τιμήν. περί πολλά τυρβάζη· αοχολείοαι με πολλά· ανακατεύεσαι ο' ό­ λα· είσαι πολυάσχολος. Π.χ. Ασχολείσαι με τον αθλητισμό, με τη δημοσιογραφία, με την πολιτική· βλέπω ότι περί πολλά τυρβάζη. Φράση που προήλθε από τη φράση: «μεριμνάς καί τυρβάζη περί πολ­ λά» (πρβλ. τη φράση). Πρβλ. επίσης: «περί άλλα τυρβάζη». περί πολλοϋ ποιούμαι· εκτιμώ πάρα πολύ· ενδιαφέρομαι πολύ.

Π.χ. Και τον αδελφό σου, που με βοήθησε, περί πολλού ποιού­

μαι. Πρβλ.: «έχω περί πολλοϋ». περί τοϋ αντιθέτου· για το αντίθετο. Π.χ. Μάλλον θα διεξαχθούν εκλογές π α ρ ά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. πέτρα σκανδάλου· (μτφ.) αιτία που προκαλεί σκάνδαλο // αφορ­ μή σκανδάλου // εμπόδιο που δυσχεραίνει μια υπόθεση // πρό­ σκομμα. Π.χ. Για τον διαξιφισμό των δύο υπαλλήλων πέτρα του σκαν­ δάλου ήταν η ανηψιά του προϊσταμένου. Πρβλ. Ρωμ, Θ' 33, α' Πέτρ., Β' 7. πίθηκος έν πορφύρςι· πίθηκος σε πορφύρα· πίθηκος με πορφυρένια ρούχα // (μτφ.) άνθρωπος που, ενώ δείχνει σπουδαίος, είναι ανήθικος και πονηρός. Π.χ. Ο ταμίας, πίθηκος εν πορφύρα, καταχράστηκε τεράστια ποσά. πίθηκος ύπό λεοντήν πίθηκος κάτω από δέρμα λιονταριού // (μτφ.) θρασύδειλος· πονηρός, υποκρινόμενος τον γενναίο. Π.χ. Τελικά δεν υπήρξε καταγγελία για συκοφαντική δυσφήμη­ ση, π α ρ ά τις μεγαλοστομίες του δήθεν θιγμένου μεγαλοεκδότη,

πιθήκου υπό λεοντήν.

π ϊ θ ι ή απιθι· πιες ή φύγε. Π.χ. Αποφάσισε τι θα κάνεις- πίθι ή άπιθι. Στα συμπόσια, ο συμποσιάρχης ήταν υπεύθυνσς για την εφαρμογή των κανόνων που ίσχυαν. Οι παρευρισκόμενοι έπρεπε να τηρούν τον βασικό κανόνα, δηλαδή να πίνουν. Διαφορετικά έπρεπε να φύγουν. Ήταν λαπόν συνηθισμένη η παρατήρηση από τον συμποσιάρχη: «πϊθι ή άπιθι». Σήμερα συνηθίζεται και λέγεται με την ίδια σημασία αλλά σκωπτικά. πίθος Δαναΐδων πιθάρι των Δαναΐδων // (μτφ.) ματαιοπονία // ανώφελη ενέργεια // καταστροφή. Π.χ. Η α γ ο ρ ά των μετοχών της βιομηχανίας αποδείχθηκε πίθος των Δαναΐδων ψ,' αυτόν. Οι Δαναΐδες (μυθολ.) ήταν σι πενήντα κόρες του Δαναού, που παντρεύ­ τηκαν τους πενήντα γιους του Αίγυπτου, τους οποίους σκότωσαν την πρώτη νύχτα του γάμου (εκτός της Υπερμήστρας που λυπήθηκε τον Λυγκέα, γιατί τη σεβάστηκε). Καταδικάστηκαν, όταν έφθασαν οτα Τάρ­ ταρα, να προσπαθούν να γεμίσουν με νερό ένα πιθάρι, που δεν είχε πυθμένα. Πρβλ. Λουκ. Τίμων, 18. Βλ.: «αντλώ είς πίθον Δαναΐδων». πίπτει είς τους πόδας· πέφτει στα πόδια // (μτφ.) ικετεύει γονυκλινής. Π.χ. Πίπτει εις τονςπόδαςτον, προκειμένου να εξασφαλίσει μια θέση. πίπτω είς τήν άντίληψιν πέφτω στην αντίληψη- γίνομαι αντι­ ληπτός. Π.χ. Παρακολουθώντας τον π ρ ο σ π α θ ώ να μην πίπτω εις την ά­ ντίληψιν του. πιστόν ή γή, άπιστον ή θάλασσα· η ξηρά εμπνέει εμπιστοσύνη, ενώ η θάλασσα είναι αναξιόπιστη. Π.χ. Είχε δίκαιο που είπε να ταξιδέψουμε διά ξηράς και όχι διά θαλάσσης· πιστόν η γη, άπιστον η θάλασσα. πίστωσις είς λευκόν* πίστωση χωρίς εγγυήσεις. Π.χ. Μου ζήτησε πίστωσιν εις λευκόν. * Η «έν λευκώ».

πλανώμαι π λ ά ν η ν ο ι κ τ ρ ά ν π έ φ τ ω θύμα αξιοθρήνητης πλάνης· γελιέμαι κατά τρόπο θλιβερό· έχω απατηλή, λαθεμένη κρίοη. Π.χ. Πλανάται πλάνην οικτράν, αν νομίζει ότι δεν θα τον μηνύσω. πλειοτάκις· πάρα πολλές φορές // συχνότατα. Π.χ. Του το επανέλαβε πλειστάκις. πλείστοι όσοι· πάρα πολλοί // πολλοί και διάφοροι. Π.χ. Στη δεξίωση βρέθηκαν πλείστοι όσοι. πλέον τοϋ δέοντος· περισσότερο απ' όσο πρέπει· υπερβολικά. Π.χ. Δανείστηκες ποσά πλέον του δέοντος. Πρβλ. συνών.: «πέραν τοϋ δέοντος», «υπέρ τό δέον». πλήν Λακεδαιμονίων εκτός από τους Σπαρτιάτες. Η φράση λέγεται με καυστικό ύφος. Καυτηριάζει την εσκεμμένη απουσία κάποιων α π ό μια κοινή προσπάθεια για κάτι. Η απου­ σία αυτή συνοδεύεται συνήθως α π ό αδικαιολόγητες προφάσεις. Π.χ. Στο συλλαλητήριο πήραν μέρος οπαδοί όλων των κομμά­ των πλην Λακεδαιμονίων. Ο Μέγας Αλέξανδρος μετά τη νικηφόρα μάχη οτον Γρανικό ποταμό (Μάιος 334 π.Χ.) έστειλε πλήθος από περσικά λάφυρα στην Ελλάδα. Έδωσε μάλιστα εντολή να γραφεί το εξής επίγραμμα: «Αλέξανδρος Φιλίππου καί οί Έλληνες πλήν Λακεδαιμονίων άπό τών βαρβάρων τών τήν Άοίαν κατοικούντων». Η εξαίρεση «πλΐ^ν Λακεδαιμονίων» έκανε εντύπωση σ' όλους και έμεινε από τότε ιστορική. Πρβλ. Αρριαν. Αλεξ. Ανάδ., Α 16. πλήν όμως· αλλά. Π.χ. Έ κ ο ψ ε το ποτό, πλην όμως, όχι για πολύ. πλήρης ήμερων με συμπληρωμένες τις ημέρες (ενν. της ζωής)· πολύ μεγάλης ηλικίας· πολύ γέρος. Π.χ. Ο π α π π ο ύ ς του πέθανε πλήρης ημερών. Πρβλ Γέν., ΚΕ' 8, Ιώβ, ΜΒ' 17. πλούσια τά ελέη τοϋ Θεοϋ·* πλούσια η ευσπλαχνία του Θεού· πλούσια η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη του Θεού // αφθονία αγαθών.

Η φράοη λέγεται, όταν διαπιστώνεται αφθονία (κυρίως) υλικών αγαθών ή γενναιοδωρία α π ό κάποιον και οπάνια όταν διαπι­ στώνεται σπατάλη. Π.χ. Δεν λείπει τίποτε α π ό το σπίτι σου' έχεις πλούσια τα ελέη τον θεού. * Κυρίως στη φράοη: «έχει πλούσια τα ελέη του Θεού» (= τα έχει όλα άφθονα) ή στη φράση: «πλούσια τα ελέη σου Κύριε» (= πλούσια τα αγαθά που μας δίνεις. Κύριε). πλούσιοι έπτώχευσαν και έπείνασαν πλούσιοι έγιναν φτωχοί και πείναοαν. Η φράση λέγεται όταν διαπιστώνεται σε κάποιον μετάβαση α π ό την κατάσταση της μεγάλης ευπορίας και υλικής ευδαιμονίας οτην κ α τ ά σ τ α σ η της ανέχειας και έλλειψης των στοιχειωδών α­ ναγκών διατροφής. Π.χ. Τώρα μπορεί να είναι ανθηρή η επιχείρηση σου, όμως πρόσε­ ξε, γιατί πλούσιοι επτώχενσαν και έπείνασαν. Για την προέλευοη της φράσης πρβλ. Ψαλμ., ΛΓ' 11. Πρβλ. επίσης το τροπάριο της Ακολουθίας της αρτοκλασίας, που ψάλλε­ ται κατά την ευλογία των άρτων. πνέω τά λοίσθια· ψυχομαχώ· ψυχορραγώ- είμαι στα πρόθυρα του θανάτου- πεθαίνω. Π.χ. Μετά τον τραυματισμό του πνέει τα λοίσθια. Πρβλ. Θεοκρ. V 15. πνέω τά μένεα·* είμαι πολύ θυμωμένος- είμαι εξοργισμένος· αγανα­ κτώ // διακατέχομαι α π ό παράφορη διάθεοη εκδίκησης. Π.χ. Πνέει τα μένεα κατά της συζύγου για την αίτηση διαζυγίου. Πρβλ. Ομ. Ιλ., Ω 364. * Η με τη μορφή: «πνέω μένεα». πόθεν έσχες· από πού κατέχεις· από ποια πηγή είσαι κάτοχος πε­ ριουσίας· α π ό πού η προέλευοη της περιουσίας σου. Π.χ. Πόθεν έσχες τα χρήματα και αγόρασες τόσο ακριβό αυ­ τοκίνητο; Πρβλ. την πολυσυζητημένη διάταξη νόμου περί «πόθεν έοχες». πόθεν μοι τούτο; από πού (προήλθε) για μένα αυτό; Για ποια αρε­ τή (έγινε) προς τιμή μου αυτό το καλό; // απροσδόκητο είναι για

μένα αυτό το καλό // (αντίθ.) α π ό πού ως πού αυτή η εύνοια για μένα; Από πού να περιμένω τέτοια τύχη; Π.χ. α) Πόθενμοί τούτο, που με κάλεσε ο διευθυντής για έπαινο; β) Πού να βρω μια δουλειά; Πόθεν μοί τούτο; Πρβλ. Λουκά, Α' 43: «καί πόθεν μοι τοϋτο ίνα έλθη ή μήτηρ τοϋ Κυρίου μου πρός με;>>. ποιείται τήν νήσσαν κάνει την πάπια // κάνει τον ανήξερο- κάνει ότι δεν καταλαβαίνει // παριστάνει τον κουτό. Π.χ. Για τη ζημιά που προκάλεσε ποιείται την νήσσαν. Η φράση στη νεοελληνική λέγεται συχνά σήμερα (π.χ. Αυτός μας κάνει την πάπια). Η φράση επιβίωσε και με τη λανθασμένη μορφή: «ποιεί τήν νησσαν». ποιητική άδείςί· κατά ποιητική άδεια- με ελεύθερη επιλογή του ποιητή- κ α τ ά παρέκκλιση του ποιητικού λόγου α π ό τους γραμ­ ματικούς ή συντακτικούς κανόνες του πεζού λόγου. Π.χ. Στους ποιητές συναντούμε ασυνταξίες που όμως γίνονται ποιητική αδεία. Λατ.: «ΙίοβηΙί» ρ ο ε Ι ί ο Β » . ποιητικφ τφ τρόπΐ)»- με ποιητικό τρόπο- με στοιχεία ποιητικού ύφους- με ποιητική ικανότητα. Π.χ. Μίλησε ποιητικώ τω τρόπω. ποιόν σε έπος φύγεν έρκος οδόντων; τι λόγος βγήκε από το στόμα οου; Π ώ ς μιλάς έτσι; Π.χ. Γιατί παρεξηγήθηκε μαζί οου; Ποίον σε έπος φύγεν έρκος οδόντων; Πρβλ.: «έρκος οδόντων». ποιούμαι έκκλησιν- κάνω έκκληση- ικετεύω. Π.χ. Η πολιτεία ποιείται έκκλησιν οτους πολίτες, ώοτε να μην πανικοβάλλονται. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. ποιούμαι λόγον- ομιλώ. Π.χ. Κατόπιν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εποιή­ θη λόγον.

π ο ι ο ύ μ α ι μ ν ε ϊ α ν μνημονεύω. Π.χ. Αλλά και για τις ευεργεσίες του γνωστού φιλέλληνα εποιή­

θη μνείαν. ποιούμαι περί πολλοϋ· βλ.: «έχω περί πολλοϋ». ποιοϋμαι χρήοιν κάνω χρήση· χρησιμοποιώ. Π.χ. Ακόμη και σήμερα η δικαιοσύνη ποιείται χρήοιν του α­ παρχαιωμένου νόμου. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. πόλεμος πατήρ πάντων ο πόλεμος είναι πατέρας όλων//(μτφ.) ο πόλεμος κυριαρχεί παντού // η αντιπαλότητα και ο ανταγωνι­ σμός κυριαρχούν στις ανθρώπινες κοινωνίες. Π.χ. Επιχείρησε να του πάρει τη θέση· πόλεμος πατήρ πάντων. Φράση προερχόμενη από τον Ηράκλειτο. Πρβλ. Ηρακλ., απόσπ. 53 (Οίβίδ - Κ Γ 3 η ζ ) . πολλαΙ αί θλίψεις τών δικαίων πολλές είναι οι θλίψεις των δ ι κ α ί ω ν οι δίκαιοι υφίστανται πολλές οδύνες. Π.χ. Είναι φυσικό να σε κατατρέχουν, αν και δεν φταις, αφού

πολλαί αι θλίψεις των δικαίων. Πρβλ. Ψαλμ., ΛΔ' 20. πολλάκις· πολλές φορές· επανειλημμένα· ουχνά. Π.χ. Τον ενοχλούσε πολλάκις για το θέμα. πολλά τά δεινά κούδέν άνθρωπου δεινότερον πέλει· πολλά (είναι) τα θαυμαστά, αλλά κανένα πιο θαυμαστό α π ό τον άν­ θρωπο. Π.χ. Οι επιστήμονες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στον τομέα της γενετικής· πολλά τα δεινά κονδέν ανθρώπου δεινότε­

ρον πέλει. Η φράοη αυτή είναι μία από τις πολύ αξιόλογες που κληροδότησε στον Ελληνισμό ο Σοφοκλής, από την τραγαιδία του Αντιγόνη. Πρβλ. Σοφ. Αντιγ., 332-333.

π ο λ λ ο ί μέν οί κλητοί, ολίγοι δέ οί εκλεκτοί· αν και πολλοί οι καλεσμένοι, λίγοι όμως (είναι) οι εκλεκτοί. Π.χ. Πολλοί προσπαθούν να γίνουν δικηγόροι π α ρ ' Αρείω Πάγω, λίγοι όμως γίνονται· πολλοί μεν οι κλητοί, ολίγοι όε οι εκλεκτοί. Πρβλ. Ματθ., ΚΒ' 14: «πολλοί γάρ είσι κλητοί, ολίγοι δέ εκλεκτοί». πολλφ γε μάλλον πολύ περισσότερο βέβαια // σε πολύ μεγαλύτε­ ρο βαθμό βέβαια. Π.χ. Πολλώ γε μάλλον βοήθησε η εμπειρία του. πολλφ κάρρονες·* πολύ καλύτεροι. Π.χ. Αυτοί οι υπάλληλοι αποδείχθηκαν πολλώ κάρρονες α π ό τους προηγούμενους. * Τμήμα της φράσης : «άμές' δέ γ' έσόμεθα πολλφ κάρρονες»^ (= όμως εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροι). Αυτή την απάντηση έδινε ο χορός των νεαρών Σπαρτιατών στους χορούς των μεγαλύτερων και των γερό­ ντων. Ο διάλογος γερόντων, ανδρών και νέων (αντίστοιχα) είχε ως ε­ ξής: « Άμές ποκ' ήμες άλκιμα νεανίαι / Αμές δέ γ' είμές· αί δέ λης πεϊραν λαβέ / Αμές δέ γ' έσόμεθα πολλφ κάρρονες». Η φράοη αυτή (πλήρης) κοσμεί το έμβλημα της Σχολής Ικάρων και της 120ής Πτέρυγας Εκπαι­ δεύσεως Αέρος. 1. Η «άμές»ή και «άμμες», δωρ. αντί «ημείς». 2. Δωρ. αντί «κρείττονες». πονηρά 'Αλβιών βλ.; «γηραιά Αλβιών». πορεΰοΐ) έν ειρήνη· βάδιζε ειρηνικά- να περνάς γαλήνια // πήγαι­ νε στην ευχή- να ευτυχείς. Π.χ. Φύγε τώρα και πορεύου εν ειρήνη. Λατ.; «ν2ίά& νβίε» (πορεύου χαίρων). Βραχ.: «ν.ν.». πόρρί^ απέχει· έχει μεγάλη διαφορά· διαφέρει πολύ. Π.χ. Αυτό που λέει π ό ρ ρ ω απέχει α π ό την πραγματικότητα. πο-ϋ τήν κεφαλήν κλίνη·* πού ν'ακουμπήσει το κεφάλι//(μτφ.) πού να βρει ανακούφιση· πού να βρει παρηγοριά // πού να βρει υποστήριξη· πού να βρει βοήθεια. Π.χ. Με την απόλυση του δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη. Πρβλ. Λουκά, Θ' 58: «καί είπεν αύτφ ό " Ιησοϋς- αί αλωπεκές φωλεούς έχουσι καί τά πετεινό τοϋ σύρανοϋ κατασκηνώσεις, ό δέ υιός τοϋ άν­ θρωπου οϋκ έχει που τήν κεφαλήν κλίνη».

* Συνήθως στη φράση: «δέν έχει ποϋ τήν κεφαλήν κλίνη». Συνηθίζεται εσφαλμένα και η μορφή: «ποϋ τήν κεφαλήν κλίναι», πον υπάγεις; πον πηγαίνεις; Π, χ. Δεν μου λες, τώρα που υπάγεις; Πρβλ. Ιω., ΙΣΤ- 5. Λατ.: «ςυο νδάίδ». πρηνηδόν με το πρόοωπο προς το έδαφος" μπρούμυτα. Π.χ. Λιποθύμησε και έπεσε πρηνηδόν. Πρβλ. αντίθ.: «ϋπτίως». πρίν αλέκτορα φωνήσαι" πριν ο πετεινός να λαλήσει // (μτφ.) πριν καλά καλά ξημερώσει // σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα" π ά ρ α πολύ γρήγορα" αμέσως. Π.χ. Πριν αλέκτορα φωνήσαι ο νεοδιορισθείς υπουργός παύθηκε α π ό το αξίωμα. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 33-34: «αποκριθείς δέ ό Πέτρος είπεν αύτφ· εί πά­ ντες σκανδαλισθήοσνται έν σοί, έγώ δέ ουδέποτε σκανδαλισθήσομαι. έφη αύτφ ό Ίησοϋς· αμήν λέγω σοι ότι έν ταύτη τή νυκτί πρίν αλέκτορα φατνήσαι τρίς άπαρνήση με». Πρβλ. επίσης Λουκά, ΚΒ' 61. πρό αμνημονεύτων χρόνων βλ.: «άπό αμνημονεύτων χρόνων». πρόβατον έπί σφαγήν" βλ.: «ώς πρόβατον έπι οφαγήν». πρό εκπλήξεων μπροστά σε εκπλήξεις. Π.χ. Κάνε αυτό που σου λέει, για να μην βρεθείς προ εκπλήξεων. προήδρευσε συσκέψεως" άσκησε καθήκοντα προέδρου οε σύσκε­ ψη" υπήρξε πρόεδρος σύσκεψης. Π.χ. Ο πρωθυπουργός προήδευσε συσκέψεως τον κόμματος. πρό ημερησίας διατάξεως"* πριν από το πρόγραμμα των θεμά­ των που θα συζητηθούν οτη διάρκεια της ημέρας. Π.χ. Το φλέγον ζήτημα ετέθη προ ημερησίας διατάξεως. Η «ημερησία διάταξις» είναι ο πίνακας που περιλαμβάνει κατ' αύξο­ ντα αριθμό όλα τα προκαθορισμένα θέματα που πρόκειται να συζητη-

θούν στη διάρκεια της ημέρας στη συνεδρίαση της Βουλής ή άλλης συ­ νέλευσης. * Συνήθως στη φράση «το θέμα ετέθη προ ημερησίας διατάξεως». πρό ήμερων πριν από μέρες. Π.χ. Προ ημερών οε είδα στη στάση του λεωφορείου. προϊόντος τοϋ χρόνου· με την παρέλευση του χρόνου· με το διά­ βα του καιροϋ- με τον καιρό. Π.χ. Ο πληθωρισμός θα μειωθεί προϊόντος του χρόνον. προϊούσης τής ημέρας· με το πέρασμα της ημέρας. Π.χ. Ο καιρός θα βελτιωθεί προϊούσης της ημέρας. Λατ.:

«Γπαΐΐο

άκ».

προκροϋστειος κλίνη·* κρεβάτι του Προκροΰοτη // (μτφ.) λύση προβλήματος παρόμοια με αυτήν που εφάρμοζε ο Προκρούστηςλύση προβλήματος προς το συμφέρον αυτού που το λύνει, σε βά­ ρος π ά ν τ ο τ ε των άλλων. Π.χ. Ο διευθυντής του εργοστασίου έθεσε το αίτημα των εργα­ ζομένων στην προκρούστειον κλϊνην. Ο Πολυπήμωνας, γνωστότερος με την επωνυμία Προκρούστης (ή Δαμα­ στής) ήταν ληστής που ζούσε κοντά στην Ελευσίνα. Αιχμαλώτιζε τους περαστικούς και τους έδενε σ' ένα κρεβάτι. Αν τα πόδια τους εξείχαν από το κρεβάτι, τους τα έκοβε. Αν πάλι οι αιχμάλωτοι ήταν πιο κοντοί οε σχέση με το κρεβάτι, τραβούσε τα πόδια τους μέχρι να φθάσουν το μήκος του κρεβατιού. Έτσι επέφερε και πάλι τον θάνατο. Ο Προκρού­ στης σκοτώθηκε από τον Θησέα με την ίδια μέθοδο. Πρβλ. Διοδ., 4, 59. * Συναντάται και με τις μορφές: «προκρούστειος λύσις», «προκρούστειος μέθοδος». προλειαίνω τήν όδόν*· ανοίγω τον δρόμο // (μτφ.) προπαρασκευά­ ζω· προετοιμάζω την κατάσταση. Π.χ. Η β ά σ η προλειαίνει την οδόν για το συνέδριο του κόμματος. * Ή «τό έδαφος». πρό μακροϋ·* πριν από πολύ καιρό. Π.χ. Ό λ α α υ τ ά συνέβησαν προ μακρού. Πρβλ. συνών.: «πρό πολλοϋ». * Ενν.: «χρόνου».

π ρ ό μεσημβρίας·* πριν α π ό το μεοημέρι. Π.χ. Ο υπουργός δέχεται τους πολίτες μέχρι τις έντεκα προ μεσημ­ βρίας. Πρβλ.: «μετά μεσημβρίαν». * Βραχ.: «π.μ.» Λατ.: « ρ Γ ο Γ η β Γ ί ό ί β ι η » ή « α η ΐ β Γ η ο Γ ί ό ί β η τ » . Βραχ.: «Β.ιη.». πρό μικροϋ·* πριν από λίγο· πριν από λίγη ώρα· εδώ και λίγο. Π.χ. Τον συνάντησα στον δρόμο προ μικρού. Πρβλ. αντίθ.: «μετά μικρόν», «πρό μακροϋ», «πρό πολλοϋ». * Ενν.: «χρόνου». πρό Ολίγον* πριν από λίγο· εδώ και λίγη ώρα. Π.χ. Πέρασε η μητέρα σου προ ολίγον και σε αναζήτησε. Πρβλ. συνών.: «πρό μικροϋ», αντίθ.: «πρό πολλοϋ», «πρό μακροϋ». * Ενν.: «χρόνου». πρό οφθαλμών βλ.: «έχω πρό οφθαλμών». πρό παντός·* πριν από κάθε άλλο- πάνω απ' όλα· κυρίως. Π.χ. Ο γιατρός ήταν προπαντός καλός άνθρωπος. Πρβλ. συνών.: «πρό πάντων». * Ενν.; «άλλου». πρό πάντων* πριν απ' όλα- πάνω απ' όλα· κυρίως. Π.χ. Φέρε μαζί σου π ρ ο π ά ν τ ω ν τα έγγραφα. Πρβλ. συνών.: «πρό παντός». * Ενν.; «άλλων». πρό πολλοϋ·* πριν από πολύ καιρό· πολύ παλιά. Π.χ. Σε είχα προειδοποιήσει π ρ ο πολλού. Πρβλ. συνών.; «πρό μακροϋ», αντίθ.; «πρό μικροϋ», «πρό ολίγου». * Ενν.: «χρόνου». πρός άγραν (κυριολ.) με οκοπό το κυνήγι // (μτφ.) σε επίμονη αναζήτηση // με σκοπό τη συλλογή. Π.χ. Ξεκίνησε μια διαφημιστική εκστρατεία π ρ ο ς άχρανπελατών. Στη νεοελλΐ)νική είναι συνηθισμένη η φράση: «προς άγραν ψήφων» (= για συλλογή ψήφων, δηλαδή για ψηφοθηρικούς λόγους).

π ρ ό ς ά ν α μ ό ρ φ ω σ ι ν με οκοπό την αναμόρφωση // με σκοπό τη βελτίωση. Π.χ. Αυτή την α π ό φ α σ η πήρε το δικαστήριο προς αναμόρφωαίν του. πρός άποτροπήν με οκοπό την αποτροπή- με σκοπό την παρε­ μπόδιση- με οκοπό την αποσόβηση. Π.χ. Η τροχαία έλαβε όλα τα μέτρα προς οαιοτροπήν αχνγνμάτων. πρός αποφυγήν- ώστε να αποφευχθεί- προς απομάκρυνση. Π.χ. Καλύτερα να οδηγείς προσεκτικά π ρ ο ς αποφυγί^ν ατυχήμα­ τος. πρός βλάβη ν- σε ζημία- σε βλάβη. Π.χ. Η αναβολή της ανακαίνισης λειτούργησε προς 6λά6ηνττ\ς επιχείρησης. πρός βρώσιν καϊ πόσιν για φαγητό και ποτό. Π.χ. Αυτή τη στιγμή πηγαίνουμε π ρ ο ς δρώοίν και πόσιν. Πρβλ Ρωμ., ΙΔ' 17. πρός γνώσιν καϊ συμμόρφωσιν με σκοπό τη γνώση και τη συμ­ μόρφωση. Π.χ. Αυτά είχε να πει π ρ ο ς γνώσιν και συμμόρφωσιν. πρός δόξαν- για τη δόξα- με σκοπό τη δόξα" για να δοξαστεί. Π.χ. Ό λ α όσα έκανε στη ζωή του, τα έκανε προς δόξαν. Λατ.:

«Άά §1οπ3Γη».

πρός ένέργειαν-* προς εκτέλεση. Π.χ. Δόθηκε εντολή προς ένέργειαν ένορκης διοικητικής εξέτα­ σης. * Σπάνια στη φράση «έγγραφα πρός ένέργειαν» (έγγραφα που χρειά­ ζονται απάντηση ή χρειάζεται να μελετηθούν). Πρβλ. και «ενεργώ έγγραφον». πρός έπίλυσιν- προς την τελική λύση. Π.χ. Το πρόβλημα οδηγείται π ρ ο ς επι'λυσιν.

π ρ ό ς έ π ί ρ ρ ω α ι ν βλ.: «είς έπίρρωσιν». πρός έρρωγυΙαν ςιδεις· τραγουδάς στο ρήγμα (στο κενό)//(μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. - Περιμένω απάντηση α π ό το υπουργείο. - Προς ερρωγυίαν άδεις. προσέφερεν εαυτόν ολοκαύτωμα- (κυριολ.) θυσίασε (ακόμη και) τον εαυτό του για την πατρίδα // (μτφ.) θυσίασε τα προσωπικά του συμφέροντα. Π.χ. α) Ο καλόγερος Σαμουήλ προσέφερεν εαυτόν ολοκαύτωμα. β) Ο παραιτηθείς διευθυντής προσέφερεν εαυτόν ολοκαύτωμα, προκειμένου να διεκδικήσουν τη θέοη νεότερα στελέχη της εται­ ρείας. πρός Θεοϋ- για τ' όνομα του Θεού! για τον Θεό! Αναφώνηση παρακλητική με την ευχή να αποτραπεί αυτό για το οποίο έγινε λόγος. Π.χ. α) Ό χ ι κάτι τέτοιο- προς Θεού. β) Προς Θεού τι είναι αυτά που κάνεις; πρός ϊδιον όφελος- για προσωπική ωφέλεια- για το προσωπικό συμφέρον. Π.χ. Κατηγορήθηκε ότι ενέργησε προς ίδιον όφελος. πρός κατανάλωσιν- για κατανάλωση. Π.χ. Τα νέα προϊόντα προωθούνται προς κατανάλωσιν. πρός κέντρα λακτίξεις-* κλωτσάς σε καρφιά (των βουκεντρών) // (μτφ.) ματαιοπονείς- μάταια αντιδράς- κοπιάζεις ανώφελα- κοπιά­ ζεις ατελέσφορα // ενεργείς εις βάρος του εαυτού σου- ζημιώνεις ο ίδιος. Π.χ. Εκφράζοντας π α ρ ά π ο ν α οτον εργοδότη σου προς κέντρα λακτίζεις. Πρβλ. Αισχ. Αγαμ, 1624, Ευριπ. Βάκχ., 795., Πινό. Πνθ., 11, 95. Επίσης Πράξ., ΚΣΤ' 14: «πάντων δέ καταπεσόντων ημών είς τήν γην ήκσυσα φωνήν λαλούσαν πρός με καί λέγουσαν τη ' Εβραΐδι διαλέκτω" Σαούλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν». * 'Η με τη μορφή: «δεινόν (ή σκληρόν) πρός κέντρα λακτίζειν».

π ρ ό ς κ ϋ μ α λακτίζεις* κλωτσάς στο κύμα // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Η κυβέρνηση προς κύμα λακτίζει προσπαθώντας να μειώσει τον πληθωρισμό. Πρβλ. ουνών.: «πρός κέντρα λακτίζεις». πρός λήψιν για λήψη. Π.χ. Συνεδρίασε η επιτροπή π ρ ο ς λ?/ι/)ΐ ν αποφάσεων. πρός όδόν ονείρου· στον δρόμο για το όνειρο· οτον δρόμο για την υλοποίηση της προσδοκίας. Π.χ. Με τη νίκη της η εθνική ομάδα βαδίζει προς οδόν ονείρου. πρός όφελος· για ωφέλεια· για κέρδος. Π.χ. Η κίνηση ήταν προς όφελος της παράταξης. Πρβλ.: «πρός ίδιον ό φ ε λ ο ς » . πρός παραδειγματισμόν με σκοπό να αποτελέσει πρότυπο για μίμηση· με σκοπό να γίνει παράδειγμα. Π.χ. Ο στρατιώτης τιμωρήθηκε παρουσία του λόχου π ρ ο ς παραδειγματιαμόν. πρός πώλησιν με οκοπό την πώληση· για πούλημα. Π.χ. Τα εμπορεύματα της αποθήκης προορίζονται προς πώλησιν. πρός στιγμήν για μια στιγμή. Π.χ. Προς στιγμήν νόμιζα ότι δεν πρόκειται να έρθεις. πρός τέρψιν για ευχαρίστηση // για διασκέδαση. Π.χ. Οργανώθηκε η γιορτή προς τέρψιν των φιλοξενουμένων. Λατ.:

«Άά

αιηοβηίΐΗΐβπι».

πρός τί; για ποιον λόγο; Πού αποβλέπει; Γιατί; Π.χ. Προς τι το μίσος; πρός τό θεαθήναι·* με σκοπό την επίδειξη· για να βλέπει ο κό­ σμος // για παραπλάνηση. Π.χ. Η ενέργεια του απέβλεπε π ρ ο ς το θεαθήναι.

Συναντάται και με τη μορφή: «τό θεαθήναι» (ως ουσιαοτικό, π.χ. το θεαθήναι ή για το θεαθήναι (= η επίδειξη ή για επίδειξη κ.λπ.). Επίοης ουχνά με τη μορφή: «διά τό θεαθήναι» με την ίδια οημαοία. * Η φράση αποδίδεται οτη νεοελληνική σωοτά με τη φράση: «για τα μάτια του κόσμου». Πρβλ. Ματθ., ΣΤ' 1, ΚΓ' 5. πρός τό ϊδιον συμίρέρον με σκοπό το προσωπικό συμφέρον για το δικό (του) συμφέρον. Π.χ. Αγωνίζεται προς το ίδιον συμφέρον. πρός τοϊς άλλοις· εκτός απ' τ' άλλα· επιπλέον. Π.χ. Προς τοις άλλοις επιβαρύνθηκε και με τα δικαστικά έξοδα. Πρβλ. παρόμοια φράση: «σύν τοις άλλοις». πρός τό παρόν για την ώρα- προσωρινά· πρόσκαιρα. Π.χ. Δεν έχω νέα του προς το παρόν, αλλά περιμένω να επικοινω­ νήσει μαζί μου. πρός τούτοις· εκτός απ' (όλα) αυτά· επιπρόσθετα· επίσης. Π.χ. Προς τούτοις τον έβρισε κιόλας. Πρβλ. συνών.: «συν τοίς άλλοις», «πρός τοίς άλλοις». προστρέχω είς πάν μέσον καταφεύγω σε κάθε μέσο· κάνω οτιδή­ ποτε για να πετύχω αυτό που θέλω. Π.χ. Προστρέχει εις παν μέσον, προκειμένου να βρει εργασία. Πρβλ.: «μετέρχεται πάν μέσον». προσφέρω τόν όβολόν προσφέρω για βοήθεια ποσό χρημάτων. Π.χ. Ακόμη κι αυτός πρόσφερε τον οδολόν του. Ο οβολός ήταν αρχαίο νόμισμα των Αθηνών, ισοδύναμο με το 1/6 της δραχμής. πρόσω ολοταχώς· προς τα εμπρός, με την ανώτατη ταχύτητα. Π.χ. Πρόσω ολοταχώς για τη σύνοδο κορυφής. Το επίρρ. «πρόσω!» είναι ναυτικό παράγγελμα του καπετάνιου του πλοί­ ου προς τον μηχανικό να θέσει σε λειτουργία τις μηχανές και να κατευ­ θύνει το πλοίο με κατεύθυνση εμπρός. Η φράση «πρόσω ολοταχώς» σημαίνει να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία, αλλά με την ανώτατη δυνατή ισχύ που μπορούν να παράγουν οι μηχανές του πλοίου.

π ρ ο ς ω ρ α ν γ ι α την ωρα· προσωρινά. Π.χ. Δεν φ ά ν η κ α ν προς ώραν, α ρ γ ό τ ε ρ α ίσως. Μεααιων. φράση. Πρβλ. συνών.; «πρός ώρας». πρός ώρας* για την ώρα· προσωρινά· επί του παρόντος. Π.χ. Προς ώρας δεν σκοπεύει να π ά ε ι πουθενά. Πρβλ. συνών.; «πρός ώραν». πρότερος· προηγούμενος. Π.χ. Αθωώθηκε λόγω του προτέρου έντιμου βίου. πρό τετελεσμένου γεγονότος· μπροστά σε αναμφισβήτητο γεγο­ νός· μ π ρ ο σ τ ά σε γεγονός που συντελέστηκε. Π.χ. Ό τ α ν έφθασε, η συνεδρίαση είχε λήξει και βρέθηκε προ τε­ τελεσμένου γεγονότος. πρό τών πυλών μπροστά στις πύλες // (μτφ.) μπροστά // πολύ κοντά. Π.χ. Ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών. Πρβλ.; «έπί θύραις». Αατ.; « 3 η 1 β ροτί&δ». προφάσεις έν άμαρτίαις· προφάσεις που αποβλέπουν στο να δι­ κ α ι ο λ ο γ ή σ ο υ ν πρόδηλες αμαρτίες· προφάσεις για (ολοφάνερες) α μ α ρ τ ί ε ς · -ψεύτικες δικαιολογίες (για να δικαιολογήσουν εσφαλ­ μ έ ν η ενέργεια). Π.χ. Οι λόγοι που επικαλείται είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΜ' 4; «μή έκκλίνης τήν καρδίαν μου είς λόγους πονηρί­ ας τσϋ προφασίζεσθαι προφάσεις έν άμαρτίαις σύν άνθρώπσις έργαζομένοις τήν άνομίαν, καί ού μή συνδυάσω μετά τών εκλεκτών αυτών». πρώην μέχρι πριν από λίγο· τελευταία // (με άρθρο) ο προηγούμε­ νος· ο μέχρι πριν α π ό λίγο. Π.χ. Σ τ η δεξίωση παρέστη και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρα­ τίας. πρώτης τάξεως· πρώτης τάξης // εκλεκτής ποιότητας. Π.χ. Τα π ρ ο ϊ ό ν τ α της χώρας είναι πρώτης τάξεως.

πρωτίστως· π ρ ώ τ α α π ' όλα· κυρίως. Π.χ. Πρωτίστως να μεριμνήσεις να βρεις μια απασχόληση. πρώτον καί κύριον πρώτο και πιο σπουδαίο· πρώτα πρώτα. Π.χ. Πρώτον και κύριον φρόντισε την καθαριότητα σου. πρώτος έν ϊσοις· πρώτος ανάμεσα σε ίσους· πρώτος μεταξύ ίσων. Π.χ. Μπορεί να είναι γραμματέας του κόμματος, όμως θεωρείται πρώτος εν ίσοις. Λατ.: « ρ η π ι α 8 ίπΙβΓ ρΕΓθδ». πρώτος τή τάξει· πρώτος στην κατάταξη· πρώτος στην ιεραρχίαπρώτος στη διαβάθμιση. Π.χ. Τον προϊστάμενο θα συναντήσει ο πρώτος τη τάξει υπάλ­ ληλος. πτωχός τφ πνεύματι· συναισθανόμενος την πνευματική φτώχεια, (δηλ.) ταπεινός- απονήρευτος // (κατά παρερμ.) αφελής- ελαφρό­ μυαλος· ανόητος· κουτός. Π.χ. Μην κάνεις πολύ τον έξυπνο στον διευθυντή· καλύτερα να δείχνεις πτωχός τω πνεύματι. Πρβλ. Ματθ., Ε' 3: «μακάριοι οί πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών έοτιν ή βαοιλεία τών ουρανών». Πρβλ.: «μακάριοι οί πτωχοί τφ πνεύματι». πτωχότερος κίγκλου· φτωχότερος κι από τον νεροκότσυφα // πο­ λύ φτωχός // άστεγος. Π.χ. Θα δοθούν νέα στεγαστικά δάνεια για τους πτωχότερους κίγκλου. Ο κίγκλος (= σουοουράδα ή νεροκότουφας) έχει χαρακτηριοτικό ότι όεν κατασκευάζει ποτέ φωλιά, όηλαόή είναι άστεγος. πύξ λάξ· με γροθιές και κλωτσιές. Π.χ. Διαφώνησαν και τότε τον έδιωξε πυξ λαξ. Λατ.: «ρυ^ηίδ εΐ ο3ΐοίΙ)υδ».

πυρά ομαδόν ομαδικά πυρά- πυρά απ' όλους μαζί // (μτφ.) ομαδι­ κές επιθέσεις.

π.χ. Πυρά ομαδόν δέχθηκε η κυβέρνηση α π ό τους βουλευτές της αντιπολίτευσης. Η φράση συνηθίζεται στη στρατιωτική ορολσγία και σημαίνει τα πυρά που ρίχνονται από το σύνολο των στρατιωτών μιας μονάδας. Συναντάται και με τη μορφή: «πυρ ομαδόν». πϋρ, γυνή καί θάλασσα· φωτιά, γυναίκα και θάλασσα. Π.χ. Η συμβουλή του πατέρα μου ή τ α ν να μείνω μακριά α π ό πυρ, γυνή και θάλασσα. Κατά τους αρχαίους χρόνους η φράση λεγόταν κυριολεκτικά, επιση­ μαίνοντας τα τρία δεινά της ανθρωπότητας. Σήμερα η ίδια φράοη λέ­ γεται με εύθυμη διάθεση και ύφος αστείο ή με λεπτή ειρωνεία. πϋρ καί μανία· (μτφ.) έξαλλος από θυμό· πάρα πολύ θυμωμένος· οργισμένος σε υπέρτατο βαθμό. Π.χ. Ο π α τ έ ρ α ς του θύματος, πυρ και μανία, επιτέθηκε κ α τ ά του δράστη. Συνήθως στη φράση: «έγινε πυρ και μανία». πϋρ ομαδόν βλ.: «πυρά ομαδόν». πϋρρειος νίκη· σαν την νίκη του Πύρρου // (μτφ.) νίκη, επιτυχία με αρνητικές συνέπειες. Λέγεται στις περιπτώσεις που ε π ι τ υ γ χ ά ν ε τ α ι ο σκοπός αλλά με τόσο σοβαρές συνέπειες ή σημαντικές απώλειες, ώστε η επιτυ­ χία να θεωρείται αποτυχία και να υπολογίζεται ως ήττα. Π.χ. Πύρρειος νίκη για την εθνική Ελλάδος, αφού, αν και νίκη­ σε, αποκλείστηκε α π ό τη διοργάνωση, επειδή οι φίλαθλοι δη­ μιούργησαν επεισόδια. Η φράση προήλθε από τη νίκη που σημείωσε ο Πύρρος (318-272 π.Χ.), βασιλιάς της Ηπείρου, στη μάχη της Ηράκλειας της Ιταλίας τον Ιούλιο του 280 π.Χ. εναντίον των Ρωμαίων. Ο Πύρρος με τους 30.000 στρατιώ­ τες του κατατρόπωσε τον Πόπλιο Βαλέριο που είχε 40.000 στρατιώτες. Στη μάχη αυτή όμως έχασε 4.000 στρατιώτες, Ηπειρώτες και Μακεδό­ νες επίλεκτους. Από πολλούς ιστορικούς η νίκη του θεωρήθηκε ισοδύ­ ναμη με ήττα. Βλ. Πλουτ. Πύρρος, 21. Πρβλ.: «καδμεία νίκη».

ρ ρέον ΰδωρ· νερό που ρέει, (δηλ.) φρέοκο νερό // (μτφ.) π η γ ή φώτι­ σηςΠ.χ. Η διδασκαλία του μεγάλου φιλοσόφου υπήρξε για τους νε­ ωτέρους ρέον ύδωρ. Πρβλ.: «ΰδωρ ζών». ρητώς καί διαρρήδην ρητά και κατηγορηματικά· σαφώς και απερίφραστα. Π.χ. Του τα 'πε ρητώς και διαρρήδην. ρίπτει έλαιον είς τήν πυράν ρίχνει λάδι στη φωτιά // (μτφ.) υποκινεί φιλονικία· οξύνει λογομαχία· υποδαυλίζει τον διαπλη­ κτισμό. Π.χ. Αντί να ξεχάσει το περιστατικό, ρίπτει έλαιον εις την πυράν. ρίπτει τό χειρόκτιον ρίχνει το γάντι // (μτφ.) προκαλεί. Π.χ. Του έρριιρε το χειρόκτιον προκαλώντας τον σε μονομαχία, προκειμένου να αποκαταστήσει την τιμή του. ρίπτω φώς· ρίχνω φως· διαφωτίζω. Π.χ. Το σπουδαίο αυτό εύρημα έρριψε φ ω ς στη σκοτεινή ιστορι­ κή περίοδο. ραδαμάνθυος κρίοις· Ραδαμάνθυα απόφαση // (μτφ.) δίκαιη α­ πόφαση. Π.χ. Ραδαμάνθυος κρίαιςθεωρτ\θτ\κε τ) α π ό φ α σ η του δικαστηρί­ ου. Ο Ραδάμανθυς, ούμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, ήταν ένας από τους πιο δίκαιους ανθρώπους. ΓΓ αυτό και οι θεοί τον τίμησαν δίνοντας του μία από τις τρεις θέσεις του δικαστηρίου στον Αδη.

ρόδον τό ά μ ά ρ α ν τ ο ν τριαντάφυλλο που όεν μαραίνεται· αμάρα­ ντο τριαντάφυλλο // (μτφ.) κόρη άοπιλη· κορίτσι απονήρευτο· κορίτσι καλόκαρόο και πρόσχαρο // πνευματικός θησαυρός. Π.χ. Τα ομηρικά έπη είναι το ρόόον το άμάραντον της λογο­ τεχνίας. Πρβλ. Ακολουθία του Ακάθιστου Υμνου (ωδή α'): «Ρόδον τό άμάρα­ ντον, χαίρε ή μόνη βλαοτήσασα· τό μήλον τό εΰοομον, χαίρε, ή τέξαοα· τό όσφράδιον τοϋ πάντων Βασιλέως- χαίρε, άπειρόγαμε, κόσμου διάσωσμα». ρϋσαι ημάς άπό τοϋ πονηροϋ· σώσε μας από τον πονηρό (διάβο­ λο) // απάλλαξε μας α π ό την αμαρτία και τον ψυχικό θάνατο // σώσε μας α π ό το κακό. Π.χ. Μη με βάζεις στον πειρασμό να δοκιμάσω· ρύααι ημάς από του πονηρού. Πρβλ. Αουκά, ΙΑ' 2-4 (Κυριακή προσευχή): «...καί μή είσενέγκης ημάς είς πειρασμόν, άλλά ρϋσαι ημάς άπό τοϋ πονηροϋ».

Σ σ α ν ί ς σωτηρίας' σανίδα σωτηρίας (του ν α υ α γ ο ύ ) / / ( μ τ φ . ) απρόο­ π τ η σωτηρία· ξαφνική λύση στο πρόβλημα. Π.χ. Η κληρονομιά υπήρξε γι' αυτόν αανίς σωτηρίας. Πρβλ.: «σωσίβιος λέμβος». σαρδόνιος γέλως·* σαρκαστικό γέλιο· γέλιο γεμάτο κακία. Π.χ. Σαρδόνιος γέλως κυρίευσε τους βουλευτές της αντιπολίτευ­ σης μετά την ομιλία του πρωθυπουργού. Το επίθ. σαρδόνιος προέρχεται από το λατ. 8Επ1οηίιΐ8 κι αυτό από το αρχ. σαρδώνειος (ο της νήσου Σαρδηνίας). Είναι γνωστό το φυτό σαρδάνη (λατ. 53Γ(1οηΪ3 1ΐ6Γ03) της Σαρδηνίας, που προκαλούσε νευρικό γέλιο με σαρκασμό σ' όποιον το έτρωγε. Πρβλ. Λεξ. Ησυχ., «...ότι οί Σαρδώνα κατοικοϋντες αίχμαλώτων τε τούς καλλίστους καί τούς πρεσβυτέρους υπέρ ό έτη τφ Κρόνςο έθυον γελώ­ ντας ένεκα τοϋ τό εύανδρον έμφηναι, τουτέστιν άνδρείον». Πρβλ. επίσης Λεξ. Σούδα. Πρβλ. Μαριέττας Λο Μπιάνκσ Ο Γέλως, Φιλολογική πρωτοχρονιά 1995, εκδ. Μαυρίδη, σελ. 352: «Ή μήπως είναι, γέλως σαρδώνιος (δίο) Θεού; / Ό Γέλως! " Εν τφ θιάοφ προσαγόμενος μετά τοϋ "Κώμου"!...». * Ή «σαρδώνειος γέλως» ή και (μεσαίων.) «σαρδόνιος γέλως». σαρξ έκ τής σαρκός· σάρκα από τη σάρκα // (μτφ.) συγγενής εξ αίματος· στενότατος συγγενής // (συνήθως) απόγονος. Π.χ. Αυτόν δεν τον τιμώρησε, διότι είναι σαρξ εκ της σαρκός του. Πρβλ. Γέν., Β' 23. σελήνη τοϋ μέλιτος· (μτφ.) ο πρώτος μήνας μετά τον γάμο. Π.χ. Είναι χαρούμενος, γιατί ζει τη σελήνην του μέλιτος. Πρβλ. συνών.: «μήν τοϋ μέλιτος». σήμα κατατεθέν σήμα που έχει κατατεθεί· κατατεθειμένο έμβλη­ μα· επίσημα αναγνωρισμένο // (μτφ.) χαρακτηριστικό γνώρισμα. Π.χ. Αυτός έχει σήμα κατατεθέν την αργοπορία.

Το «σήμα κατατεθέν» χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα ενός προϊό­ ντος για να διακρίνεται από άλλα όμοια και είναι μοναδικό για μια βιομηχανία, για ένα εργοστάσιο κ.λπ. Για το «σήμα κατατεθέν» (που κατατίθεται σε ειδική υπηρεσία του κράτους) υπάρχει συγκεκριμένη νομική ασφαλιστική κάλυψη. σημεία και τέρατα· σημάδια και -υπερφυσικά φαινόμενα // (μτφ.) γεγονότα που προκαλούν κατάπληξη. Π.χ. Κατά τη συνεδρίαση της βουλής τα πνεύματα οξύνθηκαν και συνέβησαν σημεία και τέρατα. Πρβλ. Ψαλμ., ΟΖ' 43, ΡΛΔ' 9, Εξ., ΙΑ' 10, Ιωήλ, Γ' 3. σημεία τών καιρών σημάδια των καιρών προμηνύματα των και­ ρών // ενδείξεις· ενδεικτικά σημάδια. Π.χ. Οι παραβιάσεις των νόμων είναι σημεία των καιρών. Πρβλ. Ματθ., ΙΣΤ' 3: «καί πρωί' σήμερον χειμών πυρράζει γάρ στυγνάζων ό ουρανός, ύποκριταί, τό μέν πρόσωπον τού ουρανού γινώσκετε διακρίνειν, τά δέ σημεία τών καιρών σύ δύνασθε γνώναι;». σημεϊον άντιλεγόμενον γνώρισμα αντιλογίας· αιτία διχογνωμί­ ας // αιτία προστριβής· αιτία διαμάχης. Π.χ. Η διαθήκη υπήρξε σημείον άντιλεγόμενον. Πρβλ. Λουκά, Β', 34: «καί εΰλόγησεν αυτούς Συμεών καί είπε πρός Μα­ ριάμ τήν μητέρα αύτοϋ· ιδού ούτος κείται είς πτώσιν καί άνάσταοιν πολλών έν τφ ' Ισραήλ καί είς σημεϊον άντιλεγόμενον». σημειωτέον* πρέπει να σημειωθεί· ας σημειωθεί. Π.χ. Σημειωτέον ότι σου είχα τηλεφωνήσει πριν έρθω. * Ενν.: «έστί». σημειωτόν βλ.: «βήμα σημειωτόν». σιγή θανάτου· άκρα σιωπή. Π.χ. Μέσα στο σπίτι του επικρατούσε σιγή θανάτου. σιγή ιχθύος· βλ. «τηρεί σιγτ^ν ιχθύος». σιδηρούν παραπέτασμα· σιδερένιο παραπέτασμα. Ονομασία της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και όλων των χωρών

του συμφώνου της Βαρσοβίας. Η ονομασία καθιερώθηκε α π ό τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Αγγλ.: « ΐ Γ ο η ο ι ι Π Η ί η » . σισΰφειον έργον έργο οαν το έργο του Σίσυφου // (μτφ.) μάταιος \ κόπος- ανώφελη προσπάθεια- έργο χωρίς αποτέλεσμα- ατελέσφορος αγώνας. Π.χ. Σισνφειον έργον κατέβαλε η επιτροπή διερεύνησης των υ­ ποκλοπών. Ο Σίσυφος (μυθολ.) ήταν βασιλιάς της Κορίνθου. Επειδή στη διάρκεια της βασιλείας του κατέφυγε σε πολλές πανουργίες και επειδή γενικά υπήρξε δόλιος άνθρωπος, καταδικάστηκε από τους θεούς να κυλά αιώ­ νια έναν βράχο στην κορυφή ενός ψηλού βουνού, ο οποίος κατρακυ­ λούσε προς τα πίσω όταν ο Σίσυφος έφτανε στην κορυφή.

ί |

σκεϋος εκλογής· εκλεκτό όργανο // (μτφ.) εκλεκτός // έντιμος. Π.χ. Ο υπουργός είναι για τον πρωθυπουργό σκεύος εκλογής. Πρβλ. Πράξ., Θ' 15. οκιάς οναρ· σκιάς όνειρο // είδωλο // (μτφ.) χωρίς αξία· ανάξιο λόγου· μηδαμινής σπουδαιότητας· ένα τίποτα. Π.χ. Σκιάς όναρ η αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων. Πρβλ. Πινδ. Πνθ., 8, 136. σκληρόν πρός κέντρα λακτίζειν βλ.: «δεινόν πρός κέντρα λα­ κτίζειν». σκωλήκων βρώμα καί δυσωδία· τροφή για τα σκουλήκια και δυσοσμία // (μτφ.) ακαθαρσίες και δυσωδία // (μτφ.) ανήθικοςελεεινός άνθρωπος // ανήθικη κατάσταση. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει μια κατάσταση αντίθετη με την ηθική τάξη, γεμάτη με απάτες, ιδιο­ τέλειες, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Π.χ. Οι οικονομικές ατασθαλίες αυτής της επιχείρησης θυμίζουν σκωλύ]κων βρώμα και δυσωδία. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Εύχολόγιον τό Μέγα, ακολουθία νεκρώσιμος είς κοσμικούς: «έξέλθωμεν καί ίδωμεν έν τοίς τάφοις, ότι γυμνά όστέα ό άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα καί δυσωδία, καί γνώμεν τίς ό πλούτος, τό κάλλος, ή ίσχύς καί ή ευπρέπεια».

| •

σοφία, π ρ ό σ χ ω μ ε ν προσοχή, μπροστά μας είναι η Σοφία του Θεοϋ. Λέγεται κυρίως ειρωνικά, όταν πρόκειται ν' ακουστεί κάτι υπο­ τιθέμενο άξιο λόγου. Π.χ. Τώρα θα μας πει ότι δεν έφταιγε για την απάτη· σοφία, πρόσχωμεν. Φράση από τη Θεία Λειτουργία που λέγεται πριν από την ανάγνωση του Αποστόλου. σοφόν τό σαφές· (είναι) σοφία η διαύγεια νοημάτων οτη σαφή­ νεια περικλείεται σοφία· ο ξεκάθαρος λόγος δείχνει πλήρη γνώ­ ση (σε αντίθεοη με την ημιμάθεια ή την αοριστία). Π.χ. Μην λες πολλά κι ανούσια· σοφόν το σαφές. Πρβλ. Ευριπ. Ορέατ, 397. σπείρω ζιζάνια·* σπέρνω ζιζάνια//(μτφ.) καλλιεργώ εχθρότητα· προκαλώ διχόνοια. Π.χ. Λπό τότε που προσελήφθη στην επιχείρηση, σπείρει ζιζάνια. Πρβλ Ματθ., ΙΓ' 25. * 'Η «σπέρνω ζιζάνια». σπεϋδε βραδέως· τρέξε αργά· να τρέχεις αργά // βάδιζε γοργά αλ­ λά προσεκτικά // βάδιζε στη ζωή σου με γρήγορους ρυθμούς αλ­ λά σταθερά και με προσοχή. Π.χ. Για να προοδεύσεις, σπεύδε βραδέως. Το «σπεϋόε βραδέιος» αποτέλεσε βασική αρχή του τρόπου ζωής του Πυθαγόρα και των μαθητών του. Η φράση αποτελεί σχήμα οξύμωρον, διότι συντίθεται από δύο λέξεις αντιφατικές (σπεύδε και βραδέως), αλ­ λά εκφράζει ένα πλήρες νόημα. Λατ.: «ίβδίίηβ ΙεηΙο». Πρβλ. δυείοηΐυδ Αυ^υκίυχ, 25. σπιθαμήν πρός σπιθαμήν σπιθαμή με σπιθαμή // (μτφ.) διεξοδι­ κά· εκτεταμένα· εξονυχιστικά. Π.χ. Το σημείο της έκρηξης ερευνήθηκε σπιθαμήν προς σπιθαμήν. απόγγφ πάτταλον κρούεις· κτυπάς τον πάσσαλο με το σφουγ­ γάρι // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Επρεπε να κάνεις έφεση, ενώ εσύ οπόγγω πάτταλον κρούεις. Πρβλ. αντίθ.: «πάσσαλος πασσάλφ έκρούεται». στάβλοι τοϋ Αύγείου· βλ.: «κόπρος τοϋ Αύγείου».

σταγών έν τφ ώκεανφ· σταγόνα στον ω κ ε α ν ό // αμελητέο· ελάχι­ στο. Π.χ. Αυτά που κάνει για να τον ευχαριστήσει γ ι α το κ α λ ό που του έκανε είναι σ τ α γ ώ ν εν τω ωκεανώ. σταΰρωοον αυτόν* σταύρωσε αυτόν. Η φ ρ ά σ η λέγεται για κάποιον π ο υ βάλλεται α π ' όλες τις πλευ­ ρές, που κ α τ α τ ρ έ χ ε τ α ι χωρίς εύλογη αιτία, ουνήθως α π ό ζηλο­ φθονία. Εκφράζει μίσος. Π.χ. Χωρίς να εξετάσουν προσεκτικά το θέμα, τον έκριναν ένοχο, γιατί επικράτησε η λογική του σ τ α φ ω σ ο ν αυτόν. Πρβλ. Ιω., ΙΘ' 6: «...ότε σύν είόον αυτόν οί αρχιερείς καί οί ύπηρέται, έκραύγασαν λέγοντες- σταύρωσαν σταύρωσαν αυτόν, λέγει αύτοίς ό Πιλάτος· λάβετε αυτόν ύμείς καί σταυρώσατε- έγώ γάρ ούχ ευρίσκω έν αύτφ αίτίαν». * 'Η με τη μορφή: «σταύρωσαν σταύρωσαν». στεντορεία τή φωνή· με βροντώδη φωνή· φωνάζοντας πολύ δυ­ νατά. Π.χ. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου στεντορεία τη φωνή επέβαλε την τάξη οτην αίθουσα. Στέντωρ: ομηρικός ήρωας, με χάλκινο στόμα και με φωνή ισχυρή πε­ ρισσότερο και από τη φωνή πενήντα ανθρώπων. Σύμφωνα πάντα με τη μυθολογία πέθανε στην προσπάθεια του να φωνάξει δυνατά οε κάποιον διαγωνισμό... φωνής με αντίπαλο τον Ερμή. Πρβλ. Ομ. Ιλ., Ε 784-786: «...έστάθη αύτοϋ κ' έκραύγασεν ή "Ηρα ή λευκοχέρα / μέ τήν φωνήν τοϋ Στέντορος πού χάλκιν' είχε στόμα / κ' έφώναζ' όσο δέν μπορούν άνδρες όμοϋ πενήντα ...» (μετάφρ. I. Πολυλά, 1977). στερείται υποστάσεως· δεν έχει υπόσταση· δεν υπάρχει στην πραγ­ ματικότητα. Π.χ. Η επιχείρηση με την οποία δικαιολογεί τα έσοδα του ου­ σιαστικά στερείται υποστάσεως. στήλη άλατος· στήλη αλατιού· κολόνα από αλάτι // (μτφ.) άφω­ νος· σιωπηλός // κατάπληκτος· εμβρόντητος // έκθαμβος. Π.χ. Μόλις είδε τον λογαριασμό έμεινε στήλη άλατος. Όταν ο Λωτ έφευγε από την πεδιάδα των Σοδόμων με την οικογένεια του, η σύζυγος του στράφηκε προς τα πίσω με πολύ μεγάλη λύπη για να δει την πόλη των Σοδόμων την ώρα που «έβρεχεν πυρ και θείον» κατα-

πατώντας τη ρητή διαταγή τον Θεού. Έτσι μετεβλήθη οε οτήλη άλα­ τος. Πρβλ. Γέν., ΙΘ' 26: «καί έπέβλεψεν ή γυνή αύται) είς τά οπίσω καί έγέ­ νετο στήλη αλός». στρογγυλής τρειπέζης- βλ.: «ουζήτησις στρογγυλής τραπέζης». στώμεν καλώς· ας σταθούμε όπως πρέπει· ας σταθούμε με ευλά­ βεια / / α ς πράξουμε το καθήκον. Π.χ. Ό λ α α υ τ ά πρέπει να γ ί ν ο υ ν στώμεν καλώς λοιπόν. σϋ είπας·* εσύ (το) είπες· εσύ το υποστήριξες (αυτό) // έτσι είναι, ό π ω ς το λες. Η φ ρ ά ο η λέγεται κατηγορηματικά και με έντονη διάθεση γ ι α να αποδοθούν ευθύνες σ' έναν άνθρωπο για κάτι που λέει. Λέγεται και με διάθεση να αποφευχθεί ο διάλογος ή η αντιλογία. Π.χ. Ε γ ώ ποτέ δεν ισχυρίστηκα τέτοιο πράγμα· σν είπας. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 25 και ΚΣΤ' 64. Πρβλ.: «σύ λέγεις». συζεύγνυται διά βίου· παντρεύτηκε για ολόκληρη τη ζωή. Π.χ. Ο εργένης γιατρός συζεύγνυται όιά βίου την επιστήμη του. συζήτησις στρογγυλής τραπέζης· συζήτηση στρογγυλού τραπε­ ζιού // (μτφ.) συζήτηση με πολυποίκιλες εισηγήσεις π ά ν ω σ' ένα θέμα. Π.χ. Το γεύμα ακολούθησε σνζήτησις στρογγυλής τραπέζης. σϋ λέγεις· εσύ (το) λες. Π.χ. Ό τ ι έκανα κάτι τέτοιο συ λέγεις. Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 11: «ό δέ "Ιησοϋς έστη έμπροσθεν τοϋ ήγεμόνος· καί έπηρώτησεν αυτόν ό ήγεμών λέγων σύ εί ό βασιλεύς τών " Ιουδαίων; ό δέ ' Ιησούς έφη αύτώ. σύ λέγεις». Πρβλ. επίσης Μάρκ., ΙΕ' 2 και Ιω., ΙΗ' 34. συλλήβδην όλοι μαζί· ως ένα σύνολο· συνολικά // περιληπτικά· συνοπτικά. Π.χ. Καταδίκασε συλλήβόην τους πολιτικούς.

σ υ λ λ ή β δ η ν ε ί π ε ϊ ν για να ειπωθεί συνοπτικά· με λίγα λόγια. Π.χ. Και συλλήβόην ειπείν 6ρέθχ\κε κατηγορούμενος. Πρβλ. συνών.: «ώς συνελόντι είπεϊν», «ώς συντόμως είπεϊν», «ώς έπσς είπεϊν», «ώς άπλώ λόγφ», «έν ένί λόγιρ». σϋν Αθηνά καί χείρα κίνει·* μαζί με τη βοήθεια της θεάς Αθη­ νάς κούνησε και ου το χέρι σου // με την επίκληση οτον Θεό, να κουνάς το χέρι οου // όραστηριοποιήσου· μην αδρανείς· μην τα περιμένεις όλα α π ό τον Θεό. Π.χ. Και βέβαια θα σε βοηθήσει ο Θεός, αλλά συν Αθηνά και χείρα κίνει. Εύχρηστη αρχαία παροιμία. Πρβλ. τη νεοελληνική παροιμία: «Αγιε Νικόλα μου, βοήθα με, κούνα και συ τα χέρια σου». Πρβλ. Αισώπου Μύθοι, αριθμ. 53. * 'Η «σύν Αθιινό καί χείρας κίνει». σϋν γυναιξί καί τέκνοις· μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά· μαζί με τα γυναικόπαιδα· οικογενειακώς. Π.χ. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας εγκατέλειψαν την πόλη συν γυναιξί και τέκνοις. Πρβλ. Θουκ., Β' 6 «ξύν γυναιξί καί παισίν» και Πράξ., ΚΑ' 5. συνελόντι ειπείν για να πούμε σύντομα· για συντομία του λόγου· χάριν συντομίας // ανακεφαλαιώνοντας· συμπερασματικά. Π.χ. Συνελόντι ειπείν υπήρξε σπουδαίος άνθρωπος. συνεπείςι· ως συνέπεια· ως επακόλουθο // εξαιτίας. Π.χ. Ελλειψη των προϊόντων παρουσιάστηκε συνέπεια της απερ­ γίας των οδηγών. συνέρχομαι είς γάμον* παντρεύομαι. Π.χ. Ο γνωστός αθλητής του στίβου αύριο συνέρχεται εις γάμον. * Ή συχνότερα «συνέρχομαι (ή έρχομαι) εις γάμου κοινωνίαν». συνεχώς καί αδιαλείπτως· συνεχώς και χωρίς διακοπή. Π.χ. Το εργοστάσιο λειτουργούσε συνεχώς και αδιαλείπτως. συνημμένως· συνενωμένα· προσαρτημένα· συνδεμένα. Π.χ. Υπάρχουν αυνημμένως αντίγραφα της δήλωσης.

σϋν Θ ί φ · με τον Θεό· μαζί με τον Θεό // με τη βοήθεια του Θεού. Π.χ. Πιστεύω ότι συν Θεώ θα τα καταφέρεις. Λατ.: «οιιπι Οβο», Βραχ.: «ο.Ο.». συνοδεί(?ι· με τη συνοδεία. Π.χ. Μεταφέρθηκε στις φυλακές συνοδεία αστυνομικών. σϋν τή παρόδια τοϋ χρόνου· με την πάροδο του χρόνου· με την παρέλευση του χρόνου· με τον καιρό. Π.χ. Θα εκπληρώσεις τους στόχους οου συν τη παρόδω του χρό­ νου. Πρβλ. ουνών.: «ούν τφ χρόνω». σϋν τοις άλλοις· μαζί με τ' άλλα· επιπλέον επιπρόσθετα. Π.χ. Συν τοις άλλοις, τον έβρισε. σϋν τφ χρόν(μ· με την πάροδο του χρόνου· με τον καιρό // μελλο­ ντικά. Π.χ. Συν τω χρόνω θα αποκτήσεις πείρα οτις πωλήσεις. Πρβλ.: «έν καιρφ». σώας τάς φρένας· βλ. «έχει σώας τάς φρένας». σφος και άβλαβης· ακέραιος και αλώβητος // χωρίς να πάθει τίποτε. Π.χ. α) Βγήκε α π ό το κατεστραμμένο αυτοκίνητο σώος και α­ βλαβής. β) Έ φ υ γ ε α π ό το δικαστήριο σώος και αβλαβής. σωσίβιος λέμβος· βάρκα σωτηρίας της ζωής // (μτφ.) μέσο σωτη­ ρίας. Π.χ. Σωσίβιος λέμβος αποδείχθηκε γι' αυτόν η υποτίμηση της δραχμής έναντι των ξένων νομισμάτων. Σωσίβιος λέμβος: βάρκα ή μικρό πλοιάριο που προορίζεται για τη διά­ σωση των ναυαγών. Είναι έτσι κατασκευασμένες (με άδειους πλευρι­ κούς χώρους, υδατοστεγείς), ώστε να επιπλέουν, ακόμη κι αν κατακλυ­ στούν από τα νερά. Πρβλ. συνών.: «σανίς σωτηρίας».

σώσον, Κύριε, τ ό ν λ α ό ν σ ο ν οώσε, Κύριε, το πλήρωμα οου. Η φράοη λέγεται κυριολεκτικά, αλλά και οε περιπτώσεις που κάτι προκαλεί έκπληξη ή αγανάκτηση. Π.χ. Τι είναι α υ τ ά που κάνετε; Σώσον, Κύριε, τον λαόν οον. σωτήριον έτος· βλ.: «έν έτει σωτηρίφ».

τ τά ά γ ι α τ ο ι ς κυσί·* τα άγια στους σκύλους // (μτφ.) τα πολύτιμα στους αναξίους // τα ιερά στους βέβηλους. Π.χ. Οι εχθροί διασκόρπισαν τα οστά και έσπασαν τους σταυ­ ρούς- τα άγια τοις κυσί. * Σπάνια χρησιμοποιείται και με τη μορφή: «τό άγιον τοις κυσί». Πρβλ. Ματθ., Τ 6. τά αδύνατα δυνατά· τα αδύνατα να συμβούν κατορθωτά. Π.χ. Έ κ α ν ε τα αδύνατα δυνατά, για να προλάβει. Πρβλ. Ισοκρ. Δημόν, 7. τά αδύνατα παρά άνθρώποις δυνατά παρά τφ Θεφ·* τα αδύ­ νατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό· όοα είναι αδύνατα για τους ανθρώπους είναι κατορθωτά α π ό τον Θεό. Π.χ. Είδες ότι με την προσευχή τα κατάφερες; Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ. Πρβλ. Λουκά, ΙΗ' 26-27: «είπον δέ οί άκούσαντες- καί τίς δύναται σωθηναι; ό δέ είπε- τά αδύνατα παρά άνθρώποις δυνατά παρά τφ Θεφ έ­ στιν». * Ενν.: «έστιν». τά άδυτα τών άδυτων βλ.: «άδυτον άδυτων». τά άπαντα·* όλα- ολόκληρα. Π.χ. Δεν θέλω μόνο έναν τόμο α π ό τα έργα του Παπαδιαμάντηθέλω τα άπαντα. «Τα άπαντα» είναι το σύνολο των έργων ενός συγγραφέα. * Πληθ. αριθμ. στο ουδ. γέν. του αρχ. επιθ. άπας, άπασα, άπαν (= όλος, ολόκληρος). τά αυτά τοις αύτοϊς· τα ίδια και τα ίδια. Π.χ. Κάθε μέρα οτις εφημερίδες διαβάζουμε τα αυτά τοις αυτοίς.

τ' α γ α θ ά κ ό π ο ι ς κτώνται· τ' α γ α θ ά αποκτώνται με κόπους. Π.χ. Πρέπει να εργαοτείς πιο οκληρά, γιατί τ' αγαθά κόποις κτώ­ νται. Για την προέλευση της παροιμιώδους φράσης πρβλ. Επιχ., απόσπ. 36 (ΠίβΙδ - ΚΓΒΠΖ).

τά γενόμενα οϋκ απογίνονται· όοα έγιναν είναι τετελεσμένα // μην ασχολείσαι με τετελεσμένα γεγονότα, όσα έγιναν δεν ξεγίνονται. Π.χ. Πάψε ν' ασχολείσαι μ' αυτό· τα γενόμενα ουκ απογίνονται. τάδε έφη· τα εξής είπε- αυτά είπε // έτσι μίλησε. Η φράση λέγεται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα. Πχ. Μειώνονται τα επιτόκια κ α τ α θ έ σ ε ω ν τάόε έφη ο υπουργός Οικονομικών. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Φρειδερίκου Νίτσε Τάδε έφη Ζαρατού­ στρα. τά δέοντα· αυτά που πρέπει· όοα αρμόζει // τα χαιρετίσματα· τα σέβη. Π.χ. α) Έ π ρ α ξ ε τα δέοντα. β) Σου διαβιβάζω α π ό τον φίλο σου τα δέοντα. τά ελέη τοϋ Θεοϋ· η βοήθεια του Θεού // (μτφ.) αγαθά σε αφθονία. Π.χ. Από τότε που γεννήθηκε έχει τα ελέη του Θεού. τά έν δήμιρ· τα δημόσια (θέματα) // τα πολιτικά ζητήματα. Π.χ. Δεν ασχολείται με τα εν δήμω. Βλ. και «έν δήμφ». τά έν οϊκο)· αυτά που συμβαίνουν στο σπίτι· τα οικογενειακά συμ­ βάντα· όσα γίνονται με τα μέλη της οικογένειας. Π.χ. Του βγήκαν πάλι τα εν οίκω οτη φόρα. Πρβλ.: «τά τσϋ οίκου». τά έν οίκω μή έν δήμιο· τα του οπιτού να μην κοινοποιούνται· τα οικογενειακά προβλήματα δεν πρέπει να γίνονται γνωστά στο σύνολο. Π.χ. Δεν χρειάζεται να μάθουν όλοι για τον χωρισμό σου· τα εν οίκω μη εν δήμω.

τά έ | αμάξης·* τα (προερχόμενα) α π ό την άμαξα // χυδαία πειράγ­ ματα· χλευαομοί και προπηλακισμοί- βριοιές και εξευτελισμοί· κα­ κολογίες και προσβολές. Π.χ. Κάθε φορά που πηγαίνει σπίτι μεθυσμένος ακούει τα εξ αμάξης. * Τα εξ αμάξης ήταν οι χλευαομοί στους οποίους επιδίδονταν οι γυναί­ κες, όταν μετέβαιναν «έφ' αμαξών» στην Ελευσίνα για να συμμετάσχουν στα Ελευσίνια μυστήρια. Στην πορεία κακολογούσαν κάθε διαβάτη που συναντούσαν στο πέρασμα τους. τά ευκόλως εννοούμενα·* αυτά που εννοούνται εύκολα· αυτά που τα καταλαβαίνει ο καθένας. Π.χ. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, γι' αυτό και δεν θα αναφερθώ οε λεπτομέρειες. * Επιβίΐΰοη της φράσης «τά ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται» (= ό,τι εύκολα μπορεί να εννοηθεί δεν λέγεται). Η φράση λέγεται και ολόκληρη. τά ίδια τής συγκεχωρημένης·* τα ίδια από αυτήν που της έχει δοθεί άφεση αμαρτιών // (μτφ.) τα ίδια και τα ίδια. Π.χ. Και πάλι φόροι- τα ίδια της συγκεχωρημένης. Η φράση λέγεται για όσους αμετανόητα κάνουν τα ίδια ή για γεγονότα που επαναλαμβάνονται κατά τον ίδιο τρόπο. * Μτχ. παθ. παρακ. του ρ. συγχωρέω -ώ. Σκωπτικά συναντάται μόνο σε θηλυκό πρόσωπο. Άλλως θα ήταν: «τά ίδια τοις συγκεχωρημένοις» ή «τά ίδια τών συγκεχωρημένων». τά καθ' εαυτόν τα προσωπικά· οι προσωπικές εκμυστηρεύσεις. Π.χ. Μέθυσε και μου είπε τα καθ' εαυτόν. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Χρήστου Πανναρά Τα καθ' εαυτόν, εκδ. Ικαρος. τά καθ' έκαστον* ένα ένα χωριστά· οι λεπτομέρειες· τα καθέκαστα. Π.χ. Πες μας τα καθ' έκαστον απ' τη γιορτή. * Ή «τά καθ' έκαστα». τά καλά καί συμφέροντα ταίς ψυχαίς ημών όσα είναι ωφέλιμα και προς το συμφέρον των ψυχών μας // (κατά παρερμ.) τα προ­ σωπικά συμφέροντα· τα προσωπικά (συν. οικονομικά) οφέλη. Π.χ. Τον γηροκόμησε για να τον κληρονομήσει· τα καλά και συμφέ­ ροντα ταις ψυχαίς ημών. Η φράση λέγεται στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας από τον ιερέα σ' ένα από τα Ειρηνικά.

τά κρείττονα κ α ί τά βέλτιστα· τα ανώτερα και τα άριστα. Π.χ. Έ π ρ α ξ ε ς τα κρείττονα και τα βέλτιστα. τά μάλα' πάρα πολύ' υπερβολικά· σε μεγάλο βαθμό. Π.χ. Ενοχλήθηκε τα μάλα και παραιτήθηκε. τά μάλιστα· σε υπέρτατο βαθμό // σε υπερβολικό βαθμό. Π.χ. Ο ταμίας αυτής της τράπεζας είναι εργατικός και τα μάλι­ στα ευγενικός. τά μέγιστα·* τα πάρα πολύ μεγάλα // τα απεριόριστα. Π.χ. Έ χ ε ι συμβάλει τα μέγιστα σ' αυτή την προσπάθεια. * Ενν.: «αγαθά». τανάπαλιν* το αντίστροφο· πάλι· αντίθετα. Π.χ. Θα τρέξεις μέχρι απέναντι, θα γυρίσεις και τανάπαλιν. Συνήθως με τη μορφή: «καί τανάπαλιν». * Τό άνάπαλιν > τ' άνάπαλιν > τανάπαλιν. τά παιδία παίζει·* τα παιδιά παίζουν. Η φράοη λέγεται ειρωνικά και με διάθεση εμπαιγμού για όσους φέρονται σαν παιδιά, ενώ η ηλικία τους δεν επιτρέπει να παιδιαρίζουν. Π.χ. Παρόλο που βρίσκεται σ' αυτή την ηλικία, τα παιδία παί­ ζει. * Αντί «τά παιδία παίζουοι» (αττική σύνταξη). τά πεπραγμένα· αυτά που έχουν γίνει· όοα έχουν συμβεί // όοα έπραξε κάποιος // οι αποφάσεις που έλαβε ένα όργανο. Π.χ. Τους μίλησε για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης. τά πρόβατα άπό τών έρίφων τα πρόβατα από τα κατσίκια // (μτφ.) οι δίκαιοι α π ό τους άδικους· οι έντιμοι α π ' τους ανέντι­ μους· οι καλοί α π ' τους κακούς. Π.χ. Προσπαθεί στην επιχείρηση του να χωρίσει τα πρόβατα από των ερίφων. Πρβλ. Ματθ., ΚΕ' 32: «καί συναχθήσεται έμπροσθεν αύτοϋ πάντα τά έθνη, καί άφοριεί αυτούς άπ' αλλήλων ώσπερ ό ποιμήν αφορίζει τά πρόβατα άπό τών έρίφων».

τά π ρ ό ς τό ζ ή ν όσα χρειάζονται για να ζει κάποιος· τα α ν α γ κ α ί α της ζωής· τα είδη καθημερινής ανάγκης. Π.χ. Μετά την απόλυοή του δυσκολεύεται να εξασφαλίσει ακό­ μη και τα προς το ζην. Πρβλ.: «άρτος ό επιούσιος». ταραχή έν ποτηρίφ ΰδατι· βλ.: «τρικυμία έν ποτηρίω ύδατι». τα σύνεγγυς πράγματα· τα τοπικά συμφέροντα. Π.χ. Εξυπηρετεί πάντοτε τα σύνεγγυς πράγματα. τά σϋν καϊ τά πλήν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα· τα θετικά και τα αρνητικά. Π.χ. Πριν κατατεθεί στη Βουλή εξετάσθηκαν τα συν και τα πλην του νομοσχεδίου. Πρβλ. συνών.: «τά υπέρ καί τά κατά». τά τής τύχης κινήματα· οι αλλαγές της τύχης. Π.χ. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα της τύχης κινήματα. τά τού Καίσαρος τφ Καίσαρί' αυτά που ανήκουν οτον Καίσαρα (αποδώστε τα) στον Καίσαρα // (μτφ.) να αποδίδεται στον κα­ θένα ό,τι του ανήκει· να αποδίδεται αυτό που ταιριάζει οτον κα­ θένα. Π.χ. Δίκαιο είναι να αποδίδεις τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Πρβλ. Ματθ., ΚΒ', 20-21: «καί λέγει αύτοίς· τίνος ή είκών αύτη καί ή επιγραφή; λέγουσιν αύτφ· Καίσαρος· τότε λέγει αύτοϊς. άπόδοτε ούν τά τοϋ Καίσαρος τφ Καίσαρι καί τά τοϋ Θεοϋ τφ Θεφ». Πρβλ. επίσης Μάρκ., ΙΒ' 17 και Παύλου Ρωμ, ΙΓ' 7: «άπόόοτε ούν πάσι τάς όφειλάς, τφ τόν φόρον τόν φόρον, τφ τό τέλος τό τέλος, τφ τόν φόβον τόν φόβον, τφ τήν τιμήν τήν τιμήν». Η φράση αυτή, που είπε ο Χριστός, ενέπνευσε πολλούς ζωγράφους της Αναγέννησης να δημιουργήσουν σπουδαία έργα σχετικά με το επεισό­ διο. Οι πίνακες αυτοί ονομάζονταν δηνάριον τον Καίσαρος. τά τοϋ οίκου· τα του σπιτιού· τα σχετικά με το σπίτι· οι υποθέσεις του σπιτιού· οι οικογενειακές μέριμνες. Π.χ. Μην επεμβαίνεις στα προσωπικά μου· ασχολήσου μόνο με τα του οίκου σου. Πρβλ.: «τά έν οϊκφ».

τά υ π έ ρ κ α ι τά κατά· όοα επιχειρήματα είναι υπέρ μιας άποψης και ό σ α είναι εναντίον της· τα θετικά και τα αρνητικά. Π.χ. Αναφέρθηκε στα υπέρ και τα κατά της αναθεώρησης του Συντάγματος. ταϋρος έν ΰαλοπωλείφ·* ταύρος μέσα σε υαλοπωλείο // (μτφ.) που κ α τ έ σ τ ρ ε ψ ε τα πάντα· προκάλεσε πλήρη φθορά. Π.χ. Ο νεαρός υπό την επήρεια αλκοόλ συμπεριφέρθηκε ως ταύ­ ρος εν ναλοπωλείω. * Φράοη της καθαρεύουσας. Πρβλ. στη νεοελληνική τη φράοη: «τα 'κανε γυαλιά καρφιά». ταϋρος μαινόμενος· ταύρος που τον έχει πιάσει μανία // (μτφ.) άνθρωπος ορμητικός. Π.χ. Ό τ α ν τ' άκουσε αυτά, ταύρος μαινόμενος, δεν άφησε τίπο­ τα όρθιο μέσα στο σπίτι. τάχων ή βράδιον αργά ή γρήγορα // οτο μέλλον σύντομα. Π.χ. Τάχων ή βράδιον θα οου εξοφλήσω το χρέος μου. Πρβλ. συνών.: «θάττον ή βράδιον». τείνει ευήκοον ο·υς· είναι πρόθυμος να εισακούσει (κάποιον) // ακούει με ευμένεια (κάποιον)· ακούει με ευνοϊκή διάθεση // α­ κούει με προσοχή. Π.χ. Η κυβέρνηση τείνει ευήκοον ους στους απεργούς. τείνει κλάδον έλαίας· βλ.: «κλάδος έλαίας». τείνω χείρα βοηθείας· απλώνω χέρι βοήθειας· προσφέρω βοή­ θεια· βοηθώ. Π.χ. Η χ ώ ρ α έτεινε χ ε ί ρ α όοί/θείας οτους πρόσφυγες. τείνω χείρα φιλίας· απλώνω χέρι φιλίας· προτείνω φιλία. Π.χ. Λ ό γ ω των κοινών προβλημάτων η γειτονική χ ώ ρ α έτεινε χείρα φιλίας. τέκνα παιδεύειν να μορφώνουμε τα παιδιά. Π.χ. Χρειάζεται η ανθρωπιστική παιδεία, διότι πρέπει τέκνα παι­ δεύειν.

τ ε λ ε ί έν ίσχύι· βρίσκεται σε ισχύ· ισχύει. Π.χ. Η α π α γ ό ρ ε υ σ η της κυκλοφορίας τελεί εν ισχύ. τελεί ύπό κατάληψιν βλ.: «ύπό κατάληψιν». τέλος καί τω Θεφ δόξα· τιμή στον Θεό. Π.χ. Τ ώ ρ α π ο υ δόθηκε λύση οτο πρόβλημα σου, τέλος και τω Θεώ δόξα. Προσφιλής φράση των βυζαντινών συγγραφέων, αλλά και των νεότε­ ρων των αρχών του αιώνα. Γραφόταν στο τέλος των συγγραμμάτων. Είναι σε χρήοη και προφορικά μετά από μακρηγορία. Βλ. και «δόξα τφ Θεφ». τέλος πάντων τέλος όλων τελικά // επιτέλους. Π.χ. Γελοσπάντων, πού θέλεις να καταλήξεις; Πρβλ. συνών.: «έπί τέλους», «έν τέλει». τελώ έν άγνοίςι· αγνοώ. Π.χ. Η εργοδοσία τελεί εν αγνοία των προβλημάτων των υπαλ­ λήλων της. τελώ έν άδείςι· είμαι σε άδεια. Π.χ. Δεν είναι εδώ· τελεί εν αδεία. τελώ έν αναμονή· είμαι σε αναμονή· περιμένω. Π.χ. Τελεί εν αναμονή της απόλυσης του. τελώ έν γνώσει· είμαι πληροφορημένος·· γνωρίζω· είμαι γνώστης // κατανοώ. Π.χ. Η κυβέρνηση τελεί εν γνώσει του προβλήματος των απερ­ γ ώ ν πείνας. τέρπειν άμα καί διδάσκειν να ψυχαγωγεί και ταυτόχρονα να διδάσκει· να π α ρ έ χ ε ι ταυτόχρονα διασκέδαση και γνώσεις. Π.χ. Η διδασκαλία με ηλεκτρονικά μέσα αρέσει πολύ στους μα­ θητές, κ α θ ώ ς μπορεί τέρπειν άμα και διδάσκειν. τεσααράκοντα παρά μίαν βλ.: «παρά μίαν τεσααράκοντα».

τ ε τ ε λ ε σ μ έ ν ο ν γ ε γ ο ν ό ς · βλ.: «πρό τετελεσμένου γεγονότος». τετέλεσται· έχουν τελειώσει όλα· χάθηκαν (πλέον) όλα // κάθε προσπάθεια είναι μάταιη· δεν υπάρχει ελπίδα. Π.χ. Σύντομα θα μας γίνει κατάσχεση και τετέλεσται. Κατά το πνεύμα της Καινής Διαθήκης, ο λόγος του Ιησού Χριστού «τε­ τέλεσται» σημαίνει ότι όλα τέλειωσαν, όλα εκπληρώθηκαν, το έργο έ­ λαβε τέλος. Πρβλ. Ιω., ΙΘ' 30; «ότε ουν έλαβε τό όξος ό ΐησοϋς είπε, τετέλεσται, καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεϋμα». τετραγωνισμός τοϋ κύκλου· μετατροπή κύκλου σε (ισοδύναμο) τετράγωνο // (μτφ.) μάταιη προσδοκία // μ ά τ α ι η ενασχόληση με π ρ ά γ μ α τ α ακατόρθωτα. Π.χ. Η προσπάθεια οου να τον πείσεις θυμίζει τετραγωνίσμόν τον κνκλον. Ο τετραγωνισμός του κύκλου, ένα από τα άλυτα προβλήματα της γεω­ μετρίας, ζητά την κατασκευή, με κανόνα και διαβήτη, τετραγώνου ί­ σου εμβαδού με δοθέντα κύκλο. Μόλις το 1882 ο Ι . ί η 0 6 Π ΐ 3 η η απέδειξε το αδύνατο της κατασκευής, όταν παρουσίασε την υπερβατικότητα του λόγου ρ της περιφέρειας προς τη διάμετρο του κύκλου. Πολλοί μαθη­ ματικοί επινόησαν ευφυέστατες κατασκευές με καμπύλες υψηλότατου βαθμού, αλλά διαφορετικές από την ευθεία και τον κύκλο, που απαιτεί η αρχική διατύπωση. Υπάρχουν αιθεροβάμονες που πιστεύουν ότι έ­ χουν λύσει το πρόβλημα, δείχνοντας έτσι ότι δεν έχουν καν κατανοήσει το πρόβλημα ή τα στοιχειώδη μαθηματικά. Από το γεγονός αυτό προ­ κύπτει και η μεταφορική ερμηνεία και χρήση της φράσης. Πάντως από τους εξέχοντες αρχαίους Ελληνες μαθηματικούς, που έλυσαν το πρό­ βλημα με χρήση άλλων καμπυλών, συμπεριλαμβάνονται οι Αναξαγό­ ρας, Αντιφών, Βρύσων, Δεινόστρατος, Ιπποκράτης ο Χίος, Αρχιμήδης, Απολλώνιος ο Περγαίος κ.ά. Πρβλ. Πλουτ. Περί φυγής, 17, 607 Ε; «άλλ' Αναξαγόρας μέν έν τω δεαμωτηρίι^ τόν τοϋ κύκλου τετραγωνίσμόν έγραφε». Επίσης πρβλ. Προκλ. Εις Ευκλ., Αριστ. Όρν., 1004-1005. τέως· πριν πρωτύτερα· παλαιότερα // (με άρθρο) ο κάποτε· ο άλ­ λοτε. Π.χ. Ο τέως υπουργός Παιδείας άφησε σπουδαίο έργο. Συχνά με άρθρο; «ο τέως» λέγεται για τον άλλοτε βασιλιά της Ελλάδας.

τή ανοχή· με την ανεκτικότητα. Π.χ. Τα νέα ^ρορολογικά μέτρα ελήφθησαν τη ανοχήτων πλαοκτητών. τή βοηθείςκ· με τη βοήθεια. Π.χ. Ό λ α έγιναν τη βοήθεια των συγγενών του. τήδε κακεΐσε· εδώ και κει· διάσπαρτα· διασκορπισμένα· άνω κά­ τω· σκόρπια. Π.χ. Βρήκε τα ρούχα του τήδε κακείσε. τή Ελλάδι πενίη μέν άεί αύντροφός έστι· την Ελλάδα πάντο­ τε η φ τ ώ χ ε ι α συντροφεύει. Π.χ. Η χ ώ ρ α κ α τ α φ ε ύ γ ε ι συχνά στον εξωτερικό δανεισμό· τη Ελλάδι πενίη μεν αεί σύντροφος εστι. Πρβλ. Ηροδ., VII 102. τήν άγουσαν βλ.: «έλαβε τήν άγουοαν». τήν ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος· κάνοντας την ανάγκη φι­ λοτιμία· επιβάλλεται α π ό τ α π ρ ά γ μ α τ α ν α φ α ν ώ αξιοπρεπής· προθυμοποιούμαι να κ ά ν ω κάτι, που έτσι κι αλλιώς αναγκαστι­ κά θα έκανα. Π.χ. Την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος α π ο δ έ χ τ η κ α τη μετά­ θεση μου. τήν εαυτού σκιάν δέδοικεν φοβάται και τη σκιά του· είναι πολύ φοβητοιάρης. Π.χ. Πώς να τολμήσει, αφού την εαυτού σκιάν δέδοικεν, τήν επαύριον βλ.: «ή επαύριον». τήν κεφαλήν έπϊ πίνακι· το κεφάλι στο πιάτο· δηλαδή ο θάνατος // (μτφ.) την πολιτική ή οικονομική ε ξ ό ν τ ω σ η του αντιπάλου. Η φ ρ ά σ η χρησιμοποιούμενη σήμερα σημαίνει την οικονομική (ουνήθως) κ α τ α σ τ ρ ο φ ή , τον α φ α ν ι σ μ ό ή τ η ν εξολόθρευση του αντιπάλου. Π.χ. Ο π ρ ω θ υ π ο υ ρ γ ό ς ζήτησε α π ό το π ε ι θ α ρ χ ι κ ό την κεφαλήν του υπουργού επί πίνακι.

Μετά τον χορό της Σαλώμης, ο Ηρώδης της είπε να του ζητήοει ό,τι θέλει. Τότε η Σαλώμη (συμβουλευόμενη τη μητέρα της Ηρωόιάδα) ζή­ τησε την κεφαλή του Ιωάννου του Προδρόμου. Πρβλ. Μάρκου, ΣΤ' 17-24. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Μάρ­ κου, ΣΤ' 25: «καί είσελθοϋσα ευθέως μετά σπουδής πρός τόν βασιλέα ήτήσατο λέγουσα- θέλω ίνα μοι δως έξαυτης έπί πίνακι τήν κεφαλήν "Ιωάννου τοϋ βαπτιστοϋ». Συναντάται συνήθως στη φράση «ζητεί την κεφαλήν (του) επί πίνακι». τήν σήμερον ήμέραν τη σημερινή μέρα // όπως έχουν σήμερα τα πράγματα. Η φράση χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση. Π.χ. Δύσκολα ανταποκρίνεται κανείς στις απαιτήσεις της επο­ χής τη σήμερον ημέραν. τή προτροπή· με την προτροπή- με την παρότρυνση· με την παρα­ κίνηση. Π.χ. Το σωματείο τη προτροπή της συνομοσπονδίας προέβη οε απεργία. τηρεί σιγήν ιχθύος· (κυριολ.) ακολουθεί την τακτική της σιωπής ψαριού // δεν μιλά καθόλου· σωπαίνει // (μτφ.) δεν παίρνει θέοη σε επίμαχο θέμα· διατηρεί ουδέτερη θέση. Π.χ. Για την απώλεια του εγγράφου ο υπάλληλος τηρεί σιγήν ιχθύος. Πρβλ. ανάλογης σημασίας φράση: «άφωνος ώς ίχθύς». τηρουμένων τών αναλογιών διατηρώντας τις αναλογίες· κατά αναλογία. Η φ ρ ά ο η λέγεται, όταν θέλουμε να τονίσουμε ομόλογα χ α ρ α κ τ η ­ ριστικά δύο ή περισσότερων συγκρινόμενων π ρ α γ μ ά τ ω ν , τα οποία μπορεί να διαφέρουν σ' άλλα σημεία. Είναι δε αρκετά συνήθης στον νεοελληνικό λόγο. Π.χ. Αυτός τηρουμένων των αναλογιών θα "πρεπε να βρίοκεται οτην ίδια θέση με τον προϊστάμενο. Λατ.: «πιυΐΗΐίδ ΓπιιΐΗπόίδ».

τηρώ στάσιν αναμονής· περιμένω. Π.χ. Η αντιπολίτευση τηρεί στάσιν αναμονής, για το θέμα των εκλογών.

τηρώ τά π ρ ο σ χ ή μ α τ α · διατηρώ το προκάλυμμα // (μτφ.) αποκρύ­ π τ ω τους πραγματικούς οκοπούς· δεν φανερώνομαι // υποκρί­ νομαι. Π.χ. Στη μεταξύ τους διένεξη ετήρησε τα προσχήματα. Φράση της καθαρεύουσας προερχόμενη από μετάφραση γαλλικής έκ­ φρασης. Η αντίθετη της φράση: «αφήνω τά προσχήματα» (= μιλώ χωρίς προφυ­ λάξεις // φανερώνομαι // αποκαλύπτω τις προθέσεις μου) λέγεται σπα­ νιότερα. τή υποδείξει· με την υπόδειξη. Π.χ. Απέουρε τη μήνυοη τη υποδείξει του ουνηγόρου του. τί δέον γενέσθαι· τι πρέπει να γίνει· τι είναι αναγκαίο να γίνει· ποια πρέπει να είναι η ενέργεια. Π.χ. Αφού έκρουοε τον κώδωνα κινδύνου, τους είπε τι δέον γε­ νέσθαι. τι εμοί καί σοι· ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα; Δεν έχουμε τίποτα κοινό οι δυο μας. Π.χ. Μην ασχολείσαι μαζί μου· τι εμοί και σοι; Πρβλ Ιω., Β' 4, Μάρκ., Ε' 7, Βασιλειών γ', ΙΖ' 18. τί έστί' τι είναι. Συνήθως λέγεται για έμφαση. Π.χ. Ολοι γνωρίζουν σ' αυτό το εργοστάσιο τι εστι προϊστάμε­ νος. τί έστιν αλήθεια; τι είναι αλήθεια; Ποια είναι πραγματικά η αλή­ θεια; Η φράση λέγεται όταν κάποιος θέλει να δώσει έμφαση στο γε­ γονός ότι είναι αδύνατο να υπάρχει πλήρης εικόνα της αλήθειας. Π.χ. Λέγονται πολλά για το επίμαχο θέμα, αλλά τι εστίν αλήθεια; Πρβλ. Ιω., ΙΗ' 37-38: «...έγώ είς τοϋτο γεγένημαι καί είς τοϋτο έλήλυθα είς τσν κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη άληθείςχ. πάς ό ών έκ της αληθείας ακούει μου της φωνής, λέγει αύτώ ό Πιλάτος· τί έστιν αλήθεια;...». τίθεμαι έπί τά ϊχνη· ανακαλύπτω τα ίχνη κάποιου και τον πα­ ρακολουθώ. Π.χ. Η αστυνομία ετέθη επί τα ίχνη των απαγωγέων.

τίθεμαι έ π ί τό έ ρ γ ο ν αρχίζω την εκτέλεση του έργου- αρχίζω τη δουλειά. Π.χ. Αμέσως η νέα κυβέρνηση ετέθη επί το έργον. τίθεμαι πρό τών ευθυνών- βλ.: «θέτω πρό τιον ευθυνών». τίμα τόν πατέρα οου καί τήν μητέρα οου- να αποδίδεις τιμή στον πατέρα σου και τη μητέρα σου- να εκτιμάς τους γονείς σου. Π.χ. Δείξε σεβασμό στους γονείς σου- τίμα τον πατέρα οου και την μητέρα σον. Είναι η πέμπτη εντολή του Θεοϋ προς τους ανθρώπους. Πρβλ. Έξοδ., Κ' 12: «τίμα τόν πατέρα οου καί τήν μητέρα σου, ίνα εΰ σοι γένηται, καί ίνα μακροχρόνιος γένη έπί της γης της αγαθής, ής Κύριος ό Θεός σου δίδωσι σοι». τί με διώκεις- γιατί με καταδιώκεις; Π.χ. Πάλι μαζί μου τα έβαλες; Τι με διώκεις; Πρβλ Πράξ., ΚΒ' 7, ΚΣΤ' 14, Θ' 4. τί μέλλει γενέσθαι- τι πρόκειται να γίνει- τι θα γίνει στο μέλλον. Π.χ. Καλύτερα να περιμένουμε, άλλωστε δεν ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι. τί με τοϋτο; τι σχέση έχει αυτό μ' εμένα; Π.χ. Μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά τι με τούτο; τιμής ένεκεν για λόγους εκτίμησης- προς τιμήν- τιμητικά. Π.χ. Του πρωθυπουργού του προσφέρθηκε τιμί/ςένεκεναντίγραφο αρχαίου αγάλματος. Η οτερεότυπη αυτή φράοη γράφεται ουνήθως πάνω σε βιβλία που προ­ ορίζονται για δώρα. Λατ.: «Ησηοπδ 0 3 α 5 α » . τιμωρία άνωθεν τιμωρία προερχόμενη από πάνω (ενν. από τον ουρανό)- τιμωρία α π ό τον Θεό- θεϊκή τιμωρία. Π.χ. Μπορεί να γλύτωσε τώρα α π ό το δικαστήριο, αλλά τον πε­ ριμένει τιμωρία άνωθεν.

τ ί ν α ζητείτε· ποιον ζητείτε; Ποιον γυρεύετε; Π.χ. Κι όταν τους ρώτησα τίνα ζητείτε, δεν πήρα απάντηση. Πρβλ. Ιω., Κ' 15; «λέγει αύτη ό Ιησοϋς· γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητείς;». τίναξαν τόν κονιορτόν τών υποδημάτων τίναξε τη σκόνη των παπουτσιών // (μτφ.) φύγε γρήγορα· απομακρύνσου // διέκοψε οριστικά την επικοινωνία σου. Π.χ. Για να μη δεις τα χειρότερα, τίνα^ον τον κονιορτόν των υποδημάτων σου, όοο είναι καιρός. Πρβλ. Λουκά, Θ' 5: «καί όσοι, έάν μή δέξωνται υμάς, εξερχόμενοι άπό της πόλεως εκείνης καί τόν κονιορτόν άπό τών ποόών υμών αποτινάξα­ τε είς μαρτύριον έπ' αυτούς». τινές λέγουσιν κάποιοι λένε· μερικοί ισχυρίζονται. Λέγεται επί το πλείστον ειρωνικά. Π.χ. Τινές λέγουσιν ότι δεν υπάρχει ανεργία. τίνι τρόπΐ)»· με ποιον τρόπο. Π.χ. Λναρωτιέμαι τίνι τρόπω θα φέρει εις πέρας την υπόθεση. τί πρός έμέ· τι με ενδιαφέρει; Τι με νοιάζει; Δεν ενδιαφέρομαι. Λέ­ γεται για να δοθεί έμφαση. Π.χ. Γιατί αποτείνεστε σε μένα· τι π ρ ο ς εμέ; τί πρός ημάς; σϋ όψει· γιατί (απευθύνεσαι) σε μας; εσύ δες (τι θα κάνεις)· τι μας ενδιαφέρει; εσύ θα φροντίσεις για τον εαυτό οου // τι μας νοιάζει; εσύ θα λογοδοτήσεις. Π.χ. Μην προσπαθείς να ρίξεις ευθύνες σε μας· άλλωστε τι π ρ ο ς 7]μάς; συ όψει. Πρβλ. Ματθ., ΚΖ' 4: «λέγων ήμαρτον παραόούς αίμα άθώον οί δέ εί­ πον τί πρός ημάς; σύ όψει». τίς άγορεϋειν βοϋλεται· ποιος θέλει να αγορεύσει // ποιος θέλει να πάρει τον λόγο για να μιλήσει. Π.χ. Ε γ ώ ό,τι ήταν να πω το είπα· α π ό οας τις αγορεύειν βού­ λεται; Το ρ. «αγορεύω» σημαίνει μιλώ δημόσια ή ρητορεύω. Προέρχεται ετυ­ μολογικά από το ουσ. «αγορά» (από το ρ. «άγείρω», που σημαίνει συγκε­ ντρώνω, συναθροίζω), απ' όπου και το ουο. «άγορητής» (ομιλητής, ρή-

τορας). Κατά την αρχαιότητα στην αγορά (συνήθως τετράγωνου σχή­ ματος τόπος συνάθροισης) συγκεντρωνόταν ο λαός και γίνονταν συζη­ τήσεις για διάφορα θέματα. Είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν και να λαμβάνουν τον λόγο όσοι συμπλήρωναν το 18ο έτος της ηλικίας. Η φρά­ ση «τίς αγορεύειν βούλεται» απευθυνόταν σ' όσους από τους πολίτες ήθελαν να μιλήσουν. Έμεινε στερεότυπη κυρίως από τις συναθροίσεις της Εκκλησίας του δήμου. τίς εΐ' ποιος είσαι. Π.χ. Τις ει; Τι θέλεις; Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στη στρατιωτική ορολογία κατά τη διαδικασία της «αναγνώρισης» στην οποία προβαίνει ο φρουρός της σκοπιάς σ' οποιονδήποτε πλησιάζει τη σκοπιά του. Η φράση «τίς εί» ακολουθεί του παραγγέλματος «αλτ» (= στάσου! ακίνητος!). τίς οΙδεν ποιος ξέρει- ποιος να ξέρει. Η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε την αβεβαιότητα μιας κατάστασης, δηλαδή «κανείς δεν γνωρίζει». Π.χ. Έτσι όπως ήρθαν τα π ρ ά γ μ α τ α τις οίδεν πώς θα ξεμπλέ­ ξουμε. Πρβλ. Βασιλειών β', ΙΒ' 22. Πρβλ.: «Κύριος οίδεν». τί σοΰ καταμαρτυροϋοι· τι κατηγορίες σου αποδίδουν τι οε κα­ τ η γ ο ρ ο ύ ν τι ισχυρίζονται εναντίον οου. Π.χ. Γι οου καταμαρτυροϋοι και σε απέλυσαν; Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 62 και Ματθ., ΚΖ' 12-13: «καί έν τω κατηγορείσθαι αυτόν υπό τών αρχιερέων καί τών πρεσβυτέρων ουδέν άπεκρίνατο. τό­ τε λέγει αύτφ ό Πιλάτος- ούκ άκούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι;». τίς πταίει; ποιος φταίει; Ποιος ευθύνεται; Π.χ. Τις πταίει για την απουσία του κράτους; Η φράση προέρχεται από το άρθρο τίς πταίει του Χαρίλαου Τρικούπη. Το άρθρο αυτό έμεινε ιστορικό για τη δριμύτητα του. Ο Χ. Τρικούπης, από το 1867 που παραιτήθηκε από τα πολιτικά αξιώματα, αρθρογρα­ φούσε σε διάφορες εφημερίδες {Καιροί, Παρόν και ενεατώς). Στα άρ­ θρα του καταφερόταν εναντίον των κομματαρχών και των ραδιουρ­ γιών τους. Καυτηρίαζε την πολιτική σήψη και τον διπλωματικό μαρα­ σμό στον οποίο περιήλθε η χώρα. Τέτοιο άρθρο ήταν και το τίς πταίει οτην εφημερίδα Καιροί, το οποίο προκάλεσε την αγανάκτηση του Δ. Βούλγαρη και του βασιλιά Γεωργίου.

τίς ψέγει τ ό ν Ή ρ α κ λ έ α ; ποιος μπορεί να κατηγορήσει τον Ηρα­ κλή; // (μτφ.) ποιος μπορεί να κατηγορήσει τον ισχυρό; // ποιος μπορεί να επικρίνει τον τέλειο; Π.χ. Ο πρόεδρος εξαγόρασε πολλούς διαιτητές, αλλά τις ψέγει τονΗρακλέα; τιτάνιος άγων τιτάνιος αγώνας· αγώνας όμοιος με των Τιτάνων // (μτφ.) γιγάντιος αγώνας· υπεράνθρωπη προσπάθεια. Π.χ. Τιτάνιος αγών κατεβλήθη α π ό τους Έλληνες στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Οι Τιτάνες (απ' όπου και η φράοη) ήταν, κατά τη μυθολογία, παιδιά του Ουρανού και της Γης, τα οποία πολέμηοαν τους θεούς του Ολύ­ μπου, σε μάχη που ονομάστηκε τιτανομαχία. τί τέξεται ή έπιοΰσα· τι πρόκειται να φέρει η επόμενη (μέρα)· τι πρόκειται να συμβεί την επόμενη μέρα· τι επιφυλάσσει το αύριο. Π.χ. Αποταμίευε λίγα χρήματα, διότι δεν ξέρεις τι τέξεται ηεπιονσα. Πρβλ. Παροιμ., ΚΖ' 1: «μή καυχώ τά είς αύριον, ού γάρ γινώσκεις τί τέξεται ή έπιοΰσα». τί τό όφελος; ποιο το όφελος; Ποιο το κέρδος; Π.χ. Γι το όφελος, αν στο τέλος κ α τ α σ τ ρ α φ ώ ; τί χρείαν έχομεν μαρτύρων; τι ανάγκη έχουμε από μάρτυρες; Τι μας χρειάζονται (πλέον) μάρτυρες; Οι μάρτυρες (τώρα) είναι πε­ ριττοί. Π.χ. Είναι ολοφάνερο ότι φταίει- τι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Πρβλ. Μάρκ., ΙΔ' 63: «ό δέ άρχιερεύς διαρρήξας τούς χιτώνας αυτού λέγει- τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;». τό άγιον τοίς κυσί· βλ.: «τά άγια τοις κυσί». τό 'Αθήνησι* Πανεπιστήμιον το ευρισκόμενο στην Αθήνα Πα­ νεπιστήμιο· το Αθηναϊκό Πανεπιστήμιο· το Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Π.χ. Μεγάλα οικονομικά προβλήματα έχει το Αθήνησι Πανεπι­ στήμιον. * 'Η «τό έν Αθήναις».

τό ά λ φ α κ α ί τό ωμέγα- (μτφ.) η αρχή και το τέλος // η ουσία· το αιώνιο // η βάση· το παν. Π.χ. Η εκπαίδευση είναι το άλφα και το ωμέγα για τον άνθρωπο. Πρβλ. Ησαΐα, ΜΑ' 4, ΜΗ' 12, Ιω. Αποκ., Α' 8, ΚΑ' 6, ΚΒ' 13. τό άπευκταϊον αυτό που απευχόμεθα· αυτό που ευχόμαστε να μην γίνει· // το δυσάρεστο· το δυστύχημα- η συμφορά // ο θάνατος. Π.χ. Μετά το ατύχημα ήρθε το απευκταίον. τό γε μοι δοκοϋν σύμφωνα με τη δική μου γνώμη· κατά την ά­ π ο ψ η μου. Π.χ. Το γε μοι δοκούν είναι επιπόλαιος. τό γε νϋν έχον όπως βέβαια έχει η κατάσταση· σύμφωνα με την τωρινή κατάσταση. Π.χ. Το γε νυν έχον δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. τό γήρας οϋκ έρχεται μόνον βλ.: «ού γάρ έρχεται μόνον». τό γίγνεσθαι·* αυτό που γίνεται· αυτό που συμβαίνει. Π.χ. Δεν παύει να ασχολείται με το πολιτικό γίγνεσθαι. * Συνήθως στις φράσεις: «τσ πσλιτικό γίγνεσθαι», «το αθλητικό γίγνε­ σθαι», «το τηλεοπτικό γίγνεσθαι» κ.ά. τό γοργόν καί χάριν έχει· (μτφ.) η ταχύτητα οτη λήψη αποφάσεων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Π.χ. Αφού έχεις τα χρήματα, μην καθυστερείς την αγορά του σπι­ τιού· το γοργόν και χάριν έχει. τό δέον γενέσθαι· αυτό το οποίο πρέπει να γίνει- το επιβαλλόμενο να γίνει. Π.χ. Να ενεργήσεις για το δέον γενέσθαι. τό δ' εί) νικάτω· το καλό ας νικά. Π.χ. Μακάρι να εκλεγεί ο πιο αξιόλογος υποψήφιος· το ό' ευ νι­ κάτω. Πρβλ Αισχ. Αγαμ, 121 και 139.

τό διά ταϋτα· (κατά λέξη) το γΓ αυτά· η αιτία (που όταν λεχθεί φωτίζει την υπόθεοη). Π.χ. Τα είπες όλα, αλλά όεν μας είπες το διά ταύτα. Βλ. και «όιά ταϋτα». τό δίλεπτον τής χήρας·* το ποοό των όΰο λεπτών της χήρας // (μτφ.) πενιχρό ποσό που προέρχεται όμως α π ό το υστέρημα. Συ­ νεπώς μεγάλη προοφορά οε σχέση με την προσφορά που προέρ­ χεται εκ του περισσεύοντος. Π.χ. Σε εράνους, όπως ο αντικαρκινικός, έχει μεγάλη αξία ακόμα και το δίλεπτον της χήρας. Για την προέλευση της φράσης βλ. Λουκά, ΚΑ' 2. Βλ. παρεμφερής «έκ τοϋ υστερήματος». * 'Η με τη μορφή: «ό όβολός της χήρας». τό δίς εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφοϋ· το να κάνει κάποιος όύο φορές το ίόιο σφάλμα, όεν είναι οημάόι σοφού ανθρώπου· αυτός που πέφτει στο ίόιο σφάλμα είναι επιπόλαιος και ανόητος. Π.χ. Πάλι τα ίόια κάνει· το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Παροιμιακή φράοη από τις πλέον εύχρηστες. τό εναντίον βλ.: «τουναντίον». τό έν λόγφ θέμα· βλ.: «ό έν λόγφ». τό εί) άγωνίζεσθαι· το να αγωνίζεται κανείς έντιμα. Π.χ. Κάποιοι το 1896 έόωσαν σάρκα και οστά οτην έννοια του ευ άγωνίζεσθαι. τό εύ ζήν το να ζει κάποιος καλά // το να ζει κανείς με αφθονία α γ α θ ώ ν η υλική ευημερία· η καλοζωία // η ζωή που χαρακτηρί­ ζεται α π ό αρχές και αξίες. Π.χ. Φροντίζει για το ευ ζην της οικογένειας του. τό ζήν επικινδύνως· το να ζει κάποιος επικίνδυνα· η επισφαλής ζωή // η περιπετειώδης ζωή. Π.χ. Επειδή α γ α π ά το ζην επικινδύνως, κάνει ορειβασία. Το «ζην επικινδύνως» υποστήριζε συχνά ο Μουσολίνι, για τον οποίο υπήρξε τρόπος ζωής. Λατ.: «νίνβΓβ ρβποϋίοδβ», Ιταλ.: «νίνβΓβ ροΓίοοΙοδΕΓπεηΙβ».

τοις ε κ α τ ό ν * στους εκατό· στα εκατό. Π.χ. Το πενήντα τοις εκατόν της πατρικής περιουσίας το πήρε η αόερφή του. * Αριθμ. σύμβ.: %. τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι· υπακούοντας οτα λόγια εκεί­ ν ω ν πειθαρχώντας στις εντολές εκείνων. Π.χ. Των εκπαιδευτών τα λόγια μην τα ξεχάσετε ποτέ· πορευθείτε τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι. Η φράοη προέρχεται από το επίγραμμα του λυρικού ποιητή Σιμωνίδη (556-468 π.Χ.), όιάοημου για τα επιγράμματα του. Γράφτηκε οτον τά­ φο των Σπαρτιατών που σκοτώθηκαν στη μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.) έχοντας επικεφαλής τον Αεωνίδα; «"Ω ξεϊν άγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τεϊδε κείμεθα τοϊς κείνων ρήμασι πειθόμενοι». τοις κυσί· στα σκυλιά· για τους σκύλους // (μτφ.) για πέταμα. Π.χ. Αντί να εκτιμηθεί το σπουδαίο ποιητικό του έργο, κατέληξε τοις κυσί. Η εύχρηοτη αυτή δοτική προέρχεται από τη φράση; «τά άγια τοϊς κυ­ σί». Χρησιμοποιείται με ευρύτερη σημασία. τοις μετρητοίς· βλ.: «μετρι^τοϊς». τοίς πάσι·* σ' όλους. Π.χ. Το σκάνδαλο έγινε γνωστό τοις πάσι. * Συνήθως στη φράση ; «είναι γνωστό τοις πάσι» (= είναι πασίγνωστο). Λέγεται για έμφαση. τοίς πάσι τά πάντα· για όλους όλα // (μτφ.) η βάση· η ουσία· το παν. Π.χ. Οι σύγχρονοι ιεραπόστολοι γίνονται τοις πάσι τα πάντα, προκειμένου να κερδίσουν τους ιθαγενείς. Πρβλ. Παύλου Α προς Κορινθίους, Θ' 22; «Τοις πασι γέγσνα τά πάντα, ίνα πάντως τινάς σώσω». τοίς χιλίοις·* οτους χίλιους· από χίλιους· στα χίλια. Π.χ. Το οκτώ τοις χιλίοις των μετοχών το αγόρασε η τράπεζα. * Αριθμ. σύμβ.; %ο

τό καλώς έχειν η καλοζωία· η υλική ευημερία. Π.χ. Όλοι επιδιώκουν το καλώς έχειν. Βλ. και «τό εύ ζην». τό κατά δύναμιν όοο είναι δυνατό· με βάοη τη οωματική, την πνευ­ ματική ή την οικονομική ευρωστία • όοο επιτρέπουν οι ανθρώπι­ νες δυνάμεις. Π.χ. Υποσχέθηκε να τον βοηθήσει το κατά δύναμιν. Πρβλ.: «κατά δύναμιν». τό κατά φύοιν ζήν βλ.: «κατά φύσιν». τό κατ' έμέ· κατά τη γνώμη μου· σύμφωνα με την άποψη μου. Π.χ. Το κατ' εμέ θα 'ταν καλύτερα να βιαστείς. Λατ.: «ηιιοό Άά πιε». τό λακωνίζειν έστί φιλοσοφείν το να εκφράζει κανείς τις σκέ­ ψεις του με λίγα λόγια είναι δείγμα ανθρώπου σοφού· η βραχυλογία είναι σοφία. Π.χ. Ό τ α ν θα σε καλέσει ο διευθυντής, να πεις λίγα και καλά· το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν. Η βραχυλογία των Λακώνων έμεινε παροιμιώδης (απ' όπου και το ρή­ μα «λακωνίζω» = βραχυλογώ). Αξίζει να οημειωθεί ότι, όταν ένας αντι­ πρόσωπος του Αργούς πήγε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια, άρχι­ σε να φλυαρεί τονίζοντας τους δεσμούς Σπάρτης και Αργούς. Τότε οι Σπαρτιάτες εκνευρισμένοι τον έδιωξαν κακήν κακώς. Όταν κατάλαβε τον λόγο, ξαναγύρισε και δείχνοντας οτους Σπαρτιάτες δύο σάκκους, τους λέει: «είναι άδεια, γεμίστε τα». Και η απάντηση των «λακωνικών» Λακεδαιμονίων ήταν: «το ότι είναι άδεια το είδαμε, το ότι θέλεις να τα γεμίοου(ΐε, το καταλάβαμε». τό λέγειν η ευχέρεια λόγου· η ευγλωττία· η δεινότητα του λόγου // η ρητορική ικανότητα. Π.χ. Αυτός ο δικηγόρος είναι ικανότατος στο λέγειν. τό λοιπόν οτο εξής. Π.χ. Το λοιπόν να είσαι πιο προσεκτικός.

τό μέν πνεύμα πρόθυμον, ή δέ σαρξ ασθενής· η ψυχή είναι πρόθυμη, όμως το σώμα δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την

προθυμία // η διάθεση είναι α γ α θ ή , όμως υπάρχει η αδυναμία του σώματος. Η φράοη λέγεται όταν κάποιος, ενώ είναι καλοπροαίρετος και προθυμοποιείται να κάνει κάτι, π ά ρ α ταύτα υπάρχει η αδυνα­ μία της σάρκας, δηλαδή καταστολή δυνάμεων ή ασθένεια του σώματος που δεν το επιτρέπει. Πολλές φορές λέγεται και ειρω­ νικά, όταν κάποιος, χρησιμοποιώντας τη φράοη, αρνείται τη συμ­ μετοχή του σ' ένα έργο. Π.χ. Σκέπτεται να εργαστεί, αλλά το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής. Τη φράση αυτή είπε ο Ιησούς Χριστός οτους μαθητές Του, όταν τους βρήκε να κοιμούνται οτον κήπο της Γεθοημανή τη νύχτα της μεγάλης Του αγωνίας. Πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 41: «γρηγορείτε καί προσεύχεοθε, ίνα μή είσέλθητε είς πειρασμόν τό μέν πνεϋμα πρόθυμον, ή όέ σαρξ ασθενής». Επίσης Μάρκ., ΙΔ' 38. τό μή περαιτέρω· το τελευταίο όριο· το έσχατο σημείο· το απρο­ χώρητο. Π.χ. Με την ταλαιπωρία που υπέστη έφτασε στο μη περαιτέρω. Προέρχεται από τη φράση: «και μη περαιτέρω» Σ' αυτή την περίπτω­ ση υπάρχει το ουδέτερο άρθρο «το» και η φράση έχει θέοη ουσιαστικού ουδέτερου γένους. Πρβλ.: «περαιτέρω» και «καί μή περαιτέρω». τό μή χείρον βέλτιατον το μη χειρότερο είναι το καλύτερο· το λιγότερο κακό είναι προτιμότερο. Π.χ. Εχασε τα λεφτά του, όχι όμως και το σπίτι του· το μη χεί­ ρον δέλτιστον. Η φράση προέρχεται από την παροιμιώδη φράοη: «δυοϊν κακοίν προκειμένοιν, τό μή χείρον βέλτιστον» (= από όύο κακά που προκύπτουν, προτιμότερο είναι το λιγότερο κακό). τό μωρόν τοϋ Θεοϋ σοφωτερον τών ανθρώπων έστί· ακόμα και η πιο ασήμαντη γνώση του Θεού είναι σοφότερη α π ό την πιο σημαντική γνώση των ανθρώπων. Π.χ. Το μωρόν του Θεού σοφωτερον των ανθρώπων εστί^ι' αυτό μην υποτιμάς τη σοφία της φύσης. Πρβλ. Παύλου Α'προς Κορινθίους, Λ' 25.

τ ό ν ά γ ω ν α τόν κ α λ ό ν ήγώνισμαι· έχω αγωνισθεί τον καλό αγώ­ να // έχω ακολουθήσει τον ηθικά ορθό όρόμο. Π.χ. Όσον αφορά τη σχέση μου με την εργοδοσία, τον αγώνα τον καλόν ηγώνίομαι. Πρβλ. Παύλου Τιμόθ. 6',Α'Ί, «τόν αγώνα τόν καλόν ήγώνιομαι, τον δρόμον τετέλεκα, τήν πίστην τετήρηκα». τόν αρτον τόν έπιούσιον βλ. «ό άρτος ό επιούσιος». τόν καπνόν φεύγων εις τό πύρ ένέπεσεν ενώ απέφευγε τον κα­ πνό, έπεσε μέσα στη φωτιά // (μτφ.) αποφεύγοντας ένα μικρό κακό, τον βρήκε μεγαλύτερο. Π.χ. Ενώ έχανε μικροποσά στο χρηματιστήριο, τα έχασε όλα στη χαρτοπαικτική λέσχη· τον καπνόν φεύγων εις το πυρ ενέπεοεν. τό όντως* όν**· αυτό που πράγματι υπάρχει· αυτό που αληθινά υπάρχει. Π.χ. Δεν μ' ενδιαφέρουν οι εικασίες· εγώ ενδιαφέρομαι για το ό­ ντως ον. * "Οντως; επίρρ. από τη γεν. ενικού «όντος» της μετοχής του αρο. του ενεοτ. ** Όν (δντος); ουδ. της μετοχής του ενεοτ. του ρ. «ειμί» (λαμβάνεται ως ουσιαοτικό). τό ούτως είπεϊν βλ.: «ούτως είπεϊν». τό παράπαν εντελώς· ολωσδιόλου· εξ ολοκλήρου // (με άρνηση) κα­ θόλου. Π.χ. α) Είναι το παράπαν επιπόλαιος. β) Δεν είναι το παράπαν ικανοποιημένος α π ό τις πολιτικές εξε­ λίξεις. τό πεπρωμένον φυγείν αδύνατον το πεπρωμένο είναι αδύνατο να το αποφύγει κανείς· ό,τι είναι καθορισμένο α π ό τη μοίρα είναι αναπόφευκτο. Π.χ. Τελικά δεν την απέφυγε την κατάσχεση· το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον. Συχνά η φράστ] λέγεται εκ λάθους ; «του πεπρωμένου φυγείν αδύνατον».

τό περισσόν έκ τσϋ π ο ν η ρ ο ϋ έ σ τ ι ν το επιπλέον προέρχεται α π ό τον πονηρό (ενν. διάβολο) // ό,τι είναι παραπανίσιο κρύβει κάτι που είναι ύποπτο. Π.χ. Αρκείται οτα λίγα χρήματα που κερδίζει, με τον ισχυρισμό

ότι το περιασόν εκ του πονηρού εστίν. Πρβλ. Ματθ., Ε- 37. τό πλανάσθαι άνθρώπινον το λάθος είναι ανθρώπινο. Π.χ. Δεν πειράζει που κάνατε λάθος, διότι το πλανάσθαι άνθρώπι­

νον. τό πλήρωμα τοΰ χρόνον η κατάλληλη οτιγμή. Η φράση δηλώνει τον κατάλληλο χρόνο για να γίνει κάτι το ε­ πιζητούμενο. Π.χ. Δεν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ^να ν ' αγοράσεις σπίτι. Πρβλ. Γαλάτ., Δ' 4. τό πϋρ τό εξώτερον βλ.: «τό σκότος τό εξώτερον». τό σάββατον διά τόν άνθρωπον* το Σάββατο (θεσπίστηκε) για τον άνθρωπο· η αργία του Σαββάτου είναι (καθορισμένη) για τον άνθρωπο.

Π.χ. Και σήμερα εργάζεσαι; Το σάββατον διά τον άνθρωπον. Πρβλ. Μάρκ., Β' 27-28: «καί έλεγεν αύτοϊς- τό σάββατον διά τόν άν­ θρωπον έγένετο, ούχ ό άνθρωπος διά τό σάββατον ώστε κύριος έστιν ό υίός τοϋ άνθρωπου καϊ τοϋ σαββάτου». * Ενν.: «έγένετο». τό σιγάν κρεϊττον έστι τοϋ λαλεϊν* η σιωπή είναι καλύτερη α π ό την πολυλογία. Π.χ. Σου είπα να μην ανοίγεις άσκοπα το στόμα σου· το

σιγάν

κρεϊττον εστί του λαλείν. Πρβλ. παραπλήσια φράση: «τό λακωνίζειν έστί φιλοοοφεϊν». * Πρβλ. τις νεοελληνικές παροιμιώδεις φράσεις «όποιος πολλά λαλεί πολλά σφάλλει», «η σιωπή είναι χρυσός». τό σκότος τό εξώτερον* το σκοτάδι το απομακρυσμένο (ενν. α π ό τη βασιλεία των ουρανών) // (μτφ.) η μετά θάνατον καταδί­ κη· η αιώνια καταδίκτ) // ο τόπος τιμωρίας των αμαρτωλών // βαθύ σκοτάδι.

π.χ. Μόλις κόπηκε το ρεύμα, στον δρόμο επικράτησε το σκότος το εξώτερον. Πρβλ. Ματθ.. Η' 12; «οί όέ υίοί τής βασιλείας έκβληθήσονται εις τό σκότος τό εξώτερον έκεϊ ό κλαυθμός καϊ ό βρυγμός τών όόόντων». Πρβλ. συνών.; «γέεννα τοϋ πυρός». * Συνηθίζεται και με τη μορφή; «είς τό σκότος τό εξώτερον». Επίσης, με παρόμοιας σημασίας φράσεις; «είς τό πϋρ τό αίώνιον». Πρβλ. Ματθ., ΙΗ' 8; «είς τό πϋρ τό άσβεστον» (= οτη φωτιά που όεν σβήνει). Πρβλ. Μάρκ. Θ' 43, Θ' 45. Από τις παραπάνω φράσεις προήλθε και η φράση «τό πϋρ τό εξώτε­ ρον» ή «είς τό πϋρ τό εξώτερον» που δεν συναντάται μ" αυτή τη μορφή οτην Καινή Διαθήκη, αλλά είναι από τις πλέον εύχρηστες. τοσούτφ μάλλον τόσο περισσότερο. Π.χ. Εφόσον υπήρξε καλός μαθητής ο αδερφός σου, τοοοντω μάλλον εσύ, που είσαι και εξυπνότερος. τοϋ ένεστώτος μηνός· βλ. «ένεστώς». τοϋ ένεστώτος έτους· βλ. «ένεστώς». τοϋ ιδίου φυράματος·* από το ίδιο μείγμα ζύμης· απ" το ίδιο ζυ­ μάρι // (μτφ.) του ίδιου χαρακτήρα. Π.χ. Οι πολιτικοί όλοι είναι τον ιδίου φυράματος. Πρβλ. Ρωμ, Θ' 21. * Η «τοϋ αύτοϋ φυράματος». τουλάχιστον* το λιγότερο // οπωσδήποτε. Π.χ. α) Του χρωστά τουλάχιστον ένα εκατομμύριο. β) Τουλάχιστον, άφησε τον να απολογηθεί. * Υστερα από κράση στη φράση; «τό ελάχιστον». τοϋ λόγου τό αληθές· βλ.; «διά τού λόγου τό αληθές». τοϋ λόγου τό ασφαλές· βλ.: «διά τοϋ λόγου τό ασφαλές». τοϋ λοιποϋ· στο εξής· από δω και πέρα· στο μέλλον. Π.χ. Να είοτε στην ώρα σας εδώ, διότι του λοιπού θα βρίσκετε την πόρτα κλειστή. Αατ.; « ί η ρ ο δ ί ο τ υ π ι » ή «Ιβιτιροιβ ρ ο δ Ι θ Γ Ο » .

τ ο υ ν α ν τ ί ο ν * αντίθετα // αντίστροφα. Π.χ. Τουναντίον, θα 'λεγα ότι σκέφθηκε επιπόλαια. * «τό εναντίον > τουναντίον». Λατ.: «οοηΐΓ3».

τούς ζυγούς λύοατε· λύστε τους ζυγούς- σκορπιστείτε- διαλυθεί­ τε. Π.χ. Είστε ελεύθεροι να φύγετε- τονς ζυγούς λύσατε. Η φράση χρησιμοποιείται ως παράγγελμα (στρατιωτικό ή της γυμνα­ στικής). τούτ' έστι· βλ.: «τουτέστιν». τ ο υ τ έ σ τ ι ν * π ρ ά γ μ α το οποίο σημαίνει· μ' άλλα λόγια· δηλαδή. Π.χ. Υπάρχει το σήμα του μονόδρομου· τουτέστιν δεν μπορούμε να πάμε α π ό εδώ. * «τοϋτο έστι- τοϋτ' έοτι- τσύτέστι». τουτέστιν μεθερμηνευόμενον* αυτό σημαίνει επεξηγούμενο-που διασαφηνίζοντας σημαίνει // με λίγα λόγια- δηλαδή. Π.χ. Έ χ ε ι πιει πολύ- τουτέστιν μεθερμηνευόμενον πρέπει να τον πάμε στο σπίτι του. Πρβλ. Μάρκ., ΙΕ' 34: «καί τη ώρ(3ΐ τη ένατη έβόησεν ό Ίηοοϋς φωνη μεγάλη λέγων " Ελωΐ, ~ Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί; ό έστι μεθερμηνευόμε­ νον, ό Θεός μου, ό Θεός μου, είς τί με έγκατέλιπες;». * Ή με τη μορφή: «ό έστι μεθερμηνευόμενον». τούτφ \ίχφ βλ.: «έν τούτφ νίκα». τούτων ούτως εχόντων- έχοντας έτσι τα πράγματα- μ' αυτά τα δεδομένα. Π.χ. Φυσάει και βρέχει, τούτων ούτως εχόντων δεν μπορούμε να βγούμε έξω. τραγέλαφος- ζώο με χαρακτηριστικά τράγου και ελαφιού // (μτφ.) αλλόκοτο ή τερατώδες πράγμα // έλλειψη τάξης- ακαταστασία // περίπλοκη κ α τ ά σ τ α σ η // σύγχυση // αξεδιάλυτη υπόθεση // συμφυρμός ανόμοιων πραγμάτων. Π.χ. Σε τραγέλαφο εξελίχθηκε η κατάσταση στους αθηναϊκούς δρόμους μετά την ξαφνική βροχή.

Τραγέλαφος (μυθολ.), φανταοτικό μυθολογικό ζώο που είχε χαρακτη­ ριστικά τράγου και ελαφιού. Έμοιαζε με ελάφι ή πωγωνοφόρα δορκάδα. Σήμερα το όνομα τραγέλαφος φέρει είδος αντιλόπης της οικογέ­ νειας των τραγελαφιδών, που ζει στις τροπικές περιοχές της Αφρικής. Πρβλ. Αριστοφ. Βάτρ., 937, «κάκτυπωμάτων πρόσωπα, τραγέλαφοι, λαβρώνια». Πρβλ. Πλάτ. Πολ., 488 Α: «τραγέλαφοι καί κένταυροι». τράγον άμέλγεις· αρμέγεις τράγο // (μτφ.) καταβάλλεις άσκοπες προσπάθειες· ματαιοπονείς. Π.χ. Τράγον αμέλγει, αν νομίζει ότι θα μονιμοποιηθεί. τρέπω είς φυγήν* τρέπω σε φυγή· αναγκάζω (κάποιον) σε υπο­ χώρηση· α ν α γ κ ά ζ ω (κάποιον) να υποχωρήσει τρέχοντας. Π.χ. Αν και εμφανίστηκαν πολλοί, αυτός τους έτρεψε εις φυγήν. * Όμοια συνηθίζεται και στην παθητική φωνή: «τρέπομαι είς φυγήν» (= αναγκάζομαι να υποχωρήσω τρέχοντας, κατατροπώνομαι). Αατ.: «εοηνεΓίο ίη ίηξΆχη».

τρέχον έτος· βλ.: «τρέχων». τρέχων* αυτός που προχωρεί // ο διανυόμενος // (για χρόνο) ο πα­ ρ ώ ν ο τωρινός. Π.χ. Θα γίνουν προσλήψεις το καλοκαίρι του τρέχοντος έτους. Συνηθίζεται σε πτώση γενική και συντάσσεται με ουσιαστικό. Συναντάται στις φράσεις: «τρέχοντος έτους» (= του τωρινού έτους, του έτους που διανύουμε), «τρέχοντος μηνός», «τρέχουσα τιμή» (= η σημε­ ρινή τιμή), «τρέχων τόκος», «τρέχων λογαριασμός» (= ανοικτός λογα­ ριασμός) κ.ά. * «Τρέχων, -ουσα, -ον», μτχ. του ρ. «τρέχω». τριάκοντα αργύρια· τριάντα αργύρια // (μτφ.) χρήματα προδο­ σίας· χρήματα που προέρχονται α π ό καταδόσεις. Π.χ. Πρόδωσε τους συντρόφους του γ ι α τριάκοντα αργύρια. Το «αργύριο» ήταν ασημένιο νόμισμα και αντιστοιχούσε το καθένα προς δύο αττικές δραχμές και ογδόντα λεπτά περίπου. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. Ματθ., ΚΣΤ' 15: «τί θέλετε μοι δούναι, και έγο) ύμϊν παραδώσω αυτόν; οί δέ έστησαν αύτφ τριάκοντα αργύρια».

τ ρ ι κ υ μ ί α έν κ ρ α ν ί φ · (κυριολ.) τρικυμία οτο κ ρ α ν ί ο / / ( μ τ φ . ) πλή­ ρης διανοητική ούγχυση // ψυχική ταραχή· εξοργισμός. Π.χ. Τον τιμώρηοαν άδικα και αυτός, ευρισκόμενος σε τρικυμία εν κρανίω, άρχισε να τα σπάει όλα. τρικυμία* έν ποτηρίω ΰδατι·** τρικυμία σε ποτήρι με νερό // (μτφ.) ο·ύγχυση για ανάξια λόγου θέματα // ανεπιτυχής έκβαση σε εύ­ κολες υποθέσεις. Π.χ. Έ π ρ ε π ε να φανεί ψύχραιμος, αλλά αυτός έγινε έξαλλος, μολονότι η κ α τ ά σ τ α σ η ήταν τρικυμία εν ποτηρίω ύδατι. * 'Η ταραχή. ** Πρβλ. τη νεότερη έκφραση: «πνίγεται οε μια κουταλιά νερό». Πιθα­ νόν είναι επιβίωση της ως άνω αρχα'ίστικής φράσης. τρόπον τινά· κατά κάποιον τρόπο. Π.χ. Ηθελε τρόπον τινά να σου φανεί χρήσιμος. τρόπος τοϋ λέγειν λεκτικός τρόπος· σχήμα λόγου· που λέει ο λό­ γος // μεταφορικά. Π.χ. Αυτός είναι τρόπος τον λέγειν ελεύθερος. τροχάδην βαδίζοντας γρήγορα· τρέχοντας. Π.χ. Και τώρα πήγαινε τροχάδην να τον προλάβεις. Πρβλ.: «έπί τροχάδην». τρυφερόν ί^μιαυ· βλ.: «έτερον ήμισυ». τύποις· για τους τύπους· τυπικά· σύμφωνα με τη συμπεριφορά που επιβάλλουν οι συνήθειες· διατηρώντας τα προσχήματα // με τυπο­ γραφική μέριμνα. Π.χ. Ο ακόλουθος επισκέφτηκε τύποιςκαι τον αρχηγό της αξιω­ ματικής αντιπολίτευσης. Πρβλ.: «διά τούς τύπους». τΰποις καί άναλώμασι· με τυπογραφική μέριμνα και έξοδα. Π.χ. Το έργο εκδόθηκε τύποις και άναλώμασι του εθνικού τυπο­ γραφείου. Λατ.: «Ιχρίδ εΐ δχπιρΙίΒιΐδ».

τυποις και ουσι«}ΐ· τυπικά και ουοιαοτικα. Π.χ. Από εδώ και στο εξής θα είσαι καλός μαθητής τύποις και οναία. τύπος καί ύπογραμμός· πρότυπο για μίμηση· υπόδειγ[ΐα· υποδειγ­ ματικός. Π.χ. Αυτός ο άνθρωπος είναι τύπος και νπογραμμός. Φράση προερχόμενη από τροπάριο της Σταυροπροσκυνήσεως. τυφλοίς δμμασι· με κλειστά τα μάτια· χωρίς να δει // (μτφ.) χωρίς την απαιτούμενη προσοχή· με τυφλή εμπιστοσύνη // ολοφάνερο· πασιφανές. Π.χ. α) Υπέγραψε τυφλοίς όμμααι τη δήλωση. β) Φαίνεται τνφλοίς όμμασι ότι πρόκειται για αντίγραφο. τυφλός τά τ' ώτα, τόν τε νούν, τά τ' όμματα·* τυφλός και στ" αφτιά και στον νου και στα μάτια· εντελώς τυφλός στα μάτια και οτον νου // στενόμυαλος· παράλογος· παράφορος. Π.χ. Του το είπα χίλιες φορές, αλλά αυτός είναι τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τ' όμματα. * Η φράοη είναι χαρακτηριστική για την παρήχηση του γράμματος τ. Πρβλ. Σοφ. Οιδ. Τύρ., 371. τυφλότερος άοπάλακος· πιο τυφλός κι από τυφλοπόντικα // θεόστραβος. Π.χ. Μην εμπιστεύεσαι αυτά που λέει ότι είδε, αφού είναι τυφλό­ τερος ασπάλακος. τυφλω διανεύεις· κάνεις νόημα σε τυφλό // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Δεν οου δίνει σημασία· τυφλώ διανεύεις. τυφλω κάτοπτρον χοιρίζη·* χαρίζεις στον τυφλό καθρέφτη//(μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Δήλωσε την κλοπή στην αστυνομία, αλλά τυφλώ κάτοπτρον χαρίζη. * Στο β' πρόσωπο ουνηθίζεται η μορφή; «τυφλω κάτοπτρον όίόως». τύχη αγαθή· με τύχη ευνοϊκή- με καλή τύχη // με την εύνοια του Θεού- με τη βοήθεια του Θεού.

π.χ. Τύχη αγαθή έφθασε πολύ ψηλά. Η φράση συνηθιζόταν στα ψηφίσματα των συνελεύσεων των αρχαίων όήμων, κυρίιος στα ψηφίσματα της Εκκλΐ)σίας του όήμου. Είναι εύχρη­ οτη σε προτάσεις που εκφράζουν ευχή. Πρβλ. Πλάτ. Κρίτ., 43ό, Πλάτ. Σνμπ., 117β. τΰχη θείρι· βλ.: «θείοι τύχη». τω γήρατι μυρία κακά έπονται· τα γηρατειά ακολουθούν μύριες συμφορές. Π.χ. Ο γέρος άνθρωπος ούτε να φάει μόνος του μπορεί, ούτε να πάει να ψωνίσει· τω γήρατι μυρία κακά έΛονται. Η φράση δημιουργήθηκε από τη φράση: «ενός κακοϋ μυρία έπονται». τφ δυστυχοϋντι μή έπιγέλα· να μην περιγελάς αυτόν που δυστυ­ χεί. Π.χ. Αυτό θα μπορούσες να το πάθεις κι εσύ, γι' αυτό τω δυστυχούντι μη επιγέλα. τφ καιρφ έκείνω· τον καιρό εκείνο· στα χρόνια εκείνα· τότε. Π.χ. Τω καιρώ εκείνα» η οικολογική καταστροφή δεν είχε φθάσει σε τέτοιο βαθμό. Η φράοη συναντάται συχνά στην Καινή Διαθήκη. Πρβλ. Ματθ., ΙΒ' 1: «έν έκείνω τω καιρώ έπορεύθη ό Ίησοϋς τοίς οάββαοι διά τών σπορίμων». Πρβλ. Πράξ., ΙΒ' 1: «κατ' εκείνον τόν καιρόν», επίσης Ματθ., ΙΔ' 1. Σήμερα όμως είναι εύχρηστη, επειδή συναντάται συχνότατα οτις ευαγ­ γελικές περικοπές που διαβάζονται οτις ιερές ακολουθίες από το «Ιερό Ευαγγέλιο» και έχουν παρεμβληθεί σκόπιμα στην εισαγωγή, για να υ­ πάρχει αρμονία. Πρβλ. τον τίτλο του έργου του Στέλιου Παπαθεμελή Τω καιρώ έκείνω, Αθήνα, 1995. τφν αδυνάτων αδύνατον απ' τα αδύνατα αδύνατο- τελείως αδύ­ νατο· ολωσδιόλου ακατόρθωτο. Π.χ. Είναι των αδυνάτων αδύνατον να τον προλάβεις. τών οίκιών υμών έμπιπραμένων αυτοί άδετε· αν και τα σπίτια σας καίγονται, εσείς τραγουδάτε // (μτφ.) ενώ σας πλησιάζει η καταστροφή, εσείς είσαστε απαθείς. Π.χ. Βλέπετε ότι μέρα με τη μέρα πλησιάζει οικονομική καταστρο-

φή και δεν κάνετε τίποτα· των οικιών υμών έμπιπραμένων, αυτοί άδετε Πρβλ. Αισώπου Μύθοι: Κοχλίαι. τών παθών μου τόν τάραχον ψυχική ταραχή από τα παθήματα μου· ούγχυοη α π ό τα βάοανα. Π.χ. Τράβηξα των παθών μου τον τάραχον μέχρι να εγκριθεί το δάνειο μου. Για την προέλευση της φράσης πρβλ. το τροπάριο του Μικρού Παρα­ κλητικού Κανόνα: «τών παθών μου τόν τάραχον, ή τόν κυβερνήτην τεκοϋσα Κύριον, καί τόν κλύδωνα κατεύνασον τών έμών πταισμάτων, Θεονύμφευτε». τών φρονίμων ολίγα· οι ουνετοί (χρειάζονται) λίγα (για να κατα­ λάβουν)· οι γνωοτικοί καταλαβαίνουν με λίγα. Π.χ. Αυτά είχα μόνο να πω· των φρονίμων ολίγα. Πρβλ. συνών.: «ό νοών νοείτω». τφ όντι·* αληθινά· πραγματικά· πράγματι. Π.χ. Είναι τω όντι οπουδαίος αθλητής. * Χρησιμοποιείται επίσης συχνά και το επίρρ. «όντως» με την ίδια ση­ μασία.

γ ΰ δ ρ α ν τέμνεις· κομματιάζεις (οκοτώνεις) την ύδρα // (μτφ.) μα­ ταιοπονείς. Π.χ. Μηνύοντας τον έφορο ύδραν τέμνεις. ΰδωρ ζών ζωντανό νερό, (δηλ.) φρέοκο νερό // (μτφ.) η θεία αλή­ θεια. Π.χ. Τα ιερά κείμενα αποτελούν ύδωρ ζων. Λατ.: «3ςυ3 νίν3».

ΰπαγε οπίσω μου, σατανά· πήγαινε πίοω μου, οατανά. Η φράοη λέγεται στις περιπτώσεις που εμφανίζεται μια πρόκληση κινούμενη α π ό το πνεύμα του πονηρού και απειλεί να προκαλέ­ σει την ηθική πτώση του ανθρώπου. Π.χ. Δεν πρόκειται να προβώ οε πλαστογράφηση· ύπαγε οπίσω μον, σατανά. Πρβλ. Μάρκ., Η' 33: «ό όέ επιστραφείς καί ίδών τούς μαθητάς αυτού έπετίμησε τώ Πέτρω λέγων ΰπαγε οπίσω μου, σατανά- ότι οΰ φρονείς τά τού Θεού, άλλά τά τών ανθρώπων». Πρβλ. και Ματθ., ΙΣΤ' 23. ΰπαιτιότητι·* με υπαιτιότητα· με την ευθύνη // με την ενοχή. Π.χ. Υπαιτιότητι του συνηγόρου του αναβλήθηκε η εκδίκαση. * Συντάσσεται απαραίτητα με γενική, προσδιορίζοντας τον υπαίτιο: «ΰπαιτιότητι τοΰ, ΰπαιτιότητι της». ύπ' άτμόν βλ.: «ευρίσκομαι ύπ'άτμόν». ύπ' αύξοντα αριθμόν* με αριθμό που δείχνει την αριθμητική σει­ ρά. Π.χ. Να τοποθετηθούν τα έ γ γ ρ α φ α νπ' αύξοντα αριθμόν. Ο αύξων αριθμός χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση που απαιτείται η αριθμητική σειρά, ιδιαίτερα σε υπηρεσιακά έγγραφα. * «Λύξων αριθμός», βραχ.: «Α/Α».

ΰ π ε ρ ά γ ο ν σε πολύ μεγάλο βαθμό· π ά ρ α πολύ· υπερβολικά. Π.χ. Είναι υπεράγαν μετριοπαθής. υπεράνω πάσης υποψίας· βλ.: «πέρα(ν) πάσης υποψίας». υπεράνω τής θελήσεως μου· πάνω απ' τη θέληση μου· πέρα από τις επιθυμίες μου· π α ρ α π ά ν ω α π ό τη βούληση μου. Π.χ. Είναι υπεράνω της θελήσεως μου να ο' αφήσω να κάνεις κά­ τι τέτοιο. υπεράνω τών δυνάμεων* (είναι) πολύ πάνω απ' τις δυνάμεις· υ­ περβαίνει τις δυνάμεις- είναι ακατόρθωτο. Π.χ. Αυτό που μου ζΐιτάς να κάνω είναι υπεράνω των δυνάμεων μου. * Ενν.: «είναι». υπεράνω χρημάτων πολύ πάνω από τα χρήματα- αδιάφορος για χρήματα- αδέκαστος. Π.χ. Τον θαυμάζει γιατί είναι υπεράνω χρημάτων. υπέρ άπορων κορασίδων- για τα άπορα κορίτσια. Π.χ. Παλαιότερα διεξαγόταν έρανος υπέρ απόρων κορασίδων. Την περίοδο της βασιλείας υπήρχε το «ταμείον υπέρ απόρων κορασίδων». Σήμερα η φράση λέγεται ειρωνικά. Π.χ. Το ποοό κατέληξε υπέρ από­ ρων κορασίδων. υπερβαίνω τά έσκαμμένα- ξεπερνώ το σκαμμένο μέρος- προχω­ ρώ πέρα α π ό το σκάμμα // (μτφ.) ενεργώ πέρα α π ό τα επιτρεπό­ μενα όρια" ξεπερνώ τα όρια- κάνω κατάχρηση των δικαιωμάτων μου. Π.χ. Ο υπουργός, με τις δηλώσεις περί ανασχηματισμού, υπερέ­ βη τα έσκαμμένα. Λέγεται ότι ο αθλτιτής του πένταθλου Φαΰλλος μ' ένα του άλμα ξε­ πέρασε το «σκάμμα». Η επίδοση του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η φράση «υπερέβη τα έσκαμμένα» έμεινε παροιμοια)όης. Πρβλ. Λεξ. Σούδα και Λεξ Ησυχ. υπερβάλλον βάρος- υπερβολικό βάρος // (μτφ.) υπερβολική ευθύντ]- μεγάλη υποχρέωση.

π. χ. Η πληρωμή της διατροφής του παιδιού του του ήταν υπερ­ βάλλον βάρος. υπερβάλλων ζήλος· υπερβολικός ζήλος· υπερβολική προθυμία για εκτέλεοη έργου. Π.χ. Δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο στη δουλειά του, γΓ αυτό και αμείβεται καλά.

υπέρ βωμών καί εστιών για τους βιομούς και για τις εστίες // (μτφ.) για τη θρησκεία και τις οικογένειες // για τα ιδανικά. Π.χ. Οι προγονοί μας αγωνίσθηκαν υπέρ βωμών και εστιών. Πρβλ. συνών.: «υπέρ ιερών καί όσιων», «υπέρ πίστειος καί πατρίδας». υπερέβη εαυτόν ξεπέρασε τον εαυτό του. Π.χ. Με την ομιλία του ο γυμνασιάρχης υπερέβη εαυτόν. "ΰπερθεν από πάνω· υπεράνω· επάνω. Π.χ. Πέταξε με το αερόστατο ύπερθεν του βουνού. υπέρ ιερών καί όσιων* για τα ιερά και όσια (της πατρίδας)· για τη θεία πίστη και τους θείους νόμους· για τη θρησκεία // για τα ιδα­ νικά. Π.χ. Η υπέρ ιερών και οσίων Επανάσταση του 1821 ήταν επιτυ­ χήςΦράση προερχόμενη από τσν όρκο των Ελλήνων (λεγόταν από τους παί­ δες Αθηναίους): «ού καταισχύνω όπλα τά ιερά, ούδ' εγκαταλείψω τόν παραστάτην, ότω άν στοιχίσω- άμυνώ δέ καί υπέρ ιερών καί όσιων καί μόνος καί μετά πολλών τήν πατρίδα δέ ούκ έλάσσω παραδώσω...». Πρβλ. Πλάτ. Πολιτ., Α' 344ό. Πρβλ. συνών.: «υπέρ βωμών καί εστιών». Πρβλ. τη νεοελληνική φράση: «δεν έχει ούτε ιερόν ούτε όσιον» (= είναι πάρα πολύ κακοήθης). * Ενν.: «της πατρίδος». υπέρ λόγον σε υπερβολικό βαθμό. Π.χ. Είναι υπέρ λόγον φιλόπονος. υπέρ πάν μέτρον πέρα από κάθε μέτρο' υπέρμετρα· σε ακραία κα­ τάσταση. Π.χ. Το χρέος του έφθασε υπέρ παν μέτρον.

υπέρ πίστεως καί πατρίδος· για τιγν πίστη και την πατρίδα. Π.χ. Έ π ε σ α ν πολλοί οτον αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος. Πρβλ. συνών.: «υπέρ βωμών καί εστιών», «υπέρ ίερών καί όσιων». Λατ.: «ριο Γβ1ί§ίσηε 30 ρ3ΐΓί3». υπέρ σεαυτοϋ μή φράσης εγκώμια· μην πεις εγκώμια για τον εαυτό σου· μην περιαυτολογείς. Π.χ. Εύγε που τα κατάφερες, αλλά υπέρ σεαυτού μη φράσης ε­ γκώμια. υπέρ τά έσκαμμένα· βλ.: «υπερβαίνω τά έσκαμμένα». υπέρ τό δέον πάνω απ' όσο πρέπει· περισσότερο απ'όοο επιβάλλε­ ται. Π.χ. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι ικανότητες του εκτιμήθηκαν υπέρ το δέον. Πρέπει να σημειωθεί ότι συνηθίζεται και η λανθασμένη μσρφή: «υπέρ τοϊ) δέοντος» που θα σήμαινε: για χάρη αυτού που πρέπει να γίνει. Πρβλ. συνών.: «πέραν τσϋ δέοντος». ύπ' ευθύνη· με ευθύνη. Π.χ. Μπορείς να το δανειστείς αλλά υπ' ευθύνη σου. ύπό αί'ρεσιν υπό προϋπόθεση· οε αμφισβήτηση· με επιφύλαξη· που μπορεί να αναιρεθεί. Π.χ. Είναι ο υπό αίρεσιν δικαιούχος της κληρονομιάς. ύπό άμφισβήτηοιν σε αμφισβήτηση. Π.χ. Οι εντολές του είναι υπό άμφισβήτηοιν. ύπό άνάπτυξιν σε ανάπτυξη. Π.χ. Η χ ώ ρ α είναι υπό άνάπτυξιν. ύπό άπόλυσιν σε επικείμενη απόλυση· σε επικείμενη παύση. Π.χ. Ο νέος τεχνικός του εργοστασίου είναι υπό απόλυσιν. ύπό βροχήν κάτω από βροχή· με βροχερό καιρό. Π.χ. Η μαθητική παρέλαση έγινε φέτος υπό βροχήν.

ν π ό διέιλυοιν σε διάλυση- σε κ α τ ά σ τ α σ η αποσύνθεσης. Π.χ. Ο κρατικός μηχανισμός είναι σήμερα υπό διάλυσιν. ίιπό διαμόρφωσιν σε επικείμενη διάπλαση- σε διαμόρφωση. Π.χ. Υπάρχει ακαταστασία, επειδή ο χώρος βρίσκεται νπό δια­ μόρφωσιν. νπό δικαστικήν άντίληψιν- σε περιορισμό με δικαστική απόφα­ ση // σε κ α τ α ν α γ κ α σ τ ι κ ό διορισμό κηδεμόνα με δικαστική α π ό ­ φαση. Π.χ. Μετά το π α ρ ά π τ ω μ α αυτό, ο ανήλικος βρίσκεται υπό δικα­ στικήν άντίληψιν. Πρβλ.: «ύπό δικαστικήν άπαγόρευσιν». ύπό δικαστικήν άπαγόρευσιν- σε απαγόρευση που επιβάλλεται με δικαστική απόφκχση. Π.χ. Μετά το αδίκημα που διέπραξε, βρίσκεται υπό δικαστικήν άπαγόρευσιν. Η φράση σημαίνει κυρίως κατάσταση η οπσία επιβάλλεται με απόφαση των δικαστών και απαγορεύει τη διαχείριση περιουσίας από κάποιον λόγω πνευματικής ανεπάρκειας. Χρησιμοποιείται όμως και με ευρύτε­ ρη σημασία. Πρβλ.: «ύπό δικαστικήν άντίληψιν». ύπό διωγμόν- σε διωγμό. Π.χ. Η ελευθερία του τύπου βρίσκεται υπό διωγμόν. υπό δοκιμήν- σε διαδικασία ελέγχου ιδιοτήτων- οε δοκιμή. Π.χ. Τα νέα οπλικά συστήματα είναι υπό δοκιμήν. ύπό έγκρισιν- στο στάδιο της έγκρισης- στο στάδιο της επικύρωσης. Π.χ. Η αίτηση δανείου είναι υπό έγκρισιν. ύπό έκδοσιν- οε επικείμενη έκδοση (εκτύπα)ση ή δημοσίευση) // σε επικείμενη έκδοση αλλοδαπού (σε ξένη αστυνομική αρχή). Π.χ. α) Η ιστορική μονογραφία είναι υπό έκδοσιν. β) Ο λαθρομετανάστης είναι υπό έκδοσιν.

ύ π ό έ κ μ ε τ ά λ λ ε υ σ ι ν σε επικείμενη εκμετάλλευοη. Π.χ. Το νέο κοίτασμα πετρελαίου είναι νπό εκμετάλλενσιν. ύπό έλεγχον* κάτω από έλεγχο // κάτω από έρευνα // κάτω από εξουσία. Π.χ. Μετά την επέμβαση της πυροσβεστικής υπηρεσίας η πυρκα­ γιά βρίσκεται νπό έλεγχον. * Ή «υπό τόν έλεγχον». ύπό ένταξιν οε επικείμενη ένταξη. Π.χ. Η εταιρεία είναι νπό ένταξιν οτο χρηματιστήριο αξιών. ύπό έξαφάνισιν σε έλλειψη· σε επικείμενη εξαφάνιση. Π.χ. Η μεσογειακή φώκια είναι είδος νπό έξαφάνισιν. ύπό έξέτασιν σε εξέταση· οε έρευνα. Π.χ. Το αίτημα οου είναι νπό εξέτασιν. ύπό έπιτήρησιν* σε επιτήρηση· οε εποπτεία· σε κατάσταση επί­ βλεψης. Π.χ. Ύ σ τ ε ρ α α π ό την καταβολή της εγγύησης αφέθηκε ελεύθε­ ρος, αλλά βρίσκεται νπό έπιτήρησιν. * Συνήθως με τη μορφή : «ύπό άοτυνομικήν έπιτήρησιν». ύπό εύρεϊαν έννοιαν με ευρεία έννοια. Π.χ. Ο όρος δούλος χρησιμοποιείται νπό ενρείαν έννοιαν. Λατ.: «ΙΕΙΟ δ β η δ ί ι » .

ύπό έχεμύθειαν με την προϋπόθεση της διασφάλισης των ομολο­ γημένων μ υ σ τ ι κ ώ ν με την προϋπόθεση της μυστικότητας. Π.χ. Σου τα λέω όλα α υ τ ά νπό έχεμύθειαν. Λατ.: «8υό ΓΟ83» (ενν. με μεταφορική σημασία). ύπό ζυγόν* οε ζυγό // (μτφ.) οε υποτέλεια· σε υποταγή. Π.χ. Οι Έλληνες την περίοδο της Τουρκοκρατίας ζούσαν νπό ζνγόν. * Ή «ύπό τόν ζυγόν». ύπό καθαίρεσιν σε επικείμενη καθαίρεση. Π.χ. Ο αξιωματικός είναι νπό καθαίρεσιν.

ύ π ό καθεοτώς· κ ά τ ω α π ό τη δύναμη· κ ά τ ω α π ό την ισχύουσα πραγ­ ματικότητα. Π.χ. Στα δικτατορικά καθεστώτα οι άνθρωποι ζουν νπό καθε­ στώς βίας. ύπό κατάληψιν* οε κατάληψη· σε κατοχή // σε παραμονή κατα­ ληψιών σε δημόσιο κτίριο // σε επικείμενη κατάληψη. Π.χ. Το εργοστάσιο βρίσκεται νπό κατάληψιν, μετά την έναρξη της απεργίας των εργατών. * Συνήθως οτη φράση: «τελεί υπό κατάληψιν». ύπό κατάρρευσιν σε κατάρρευση· σε κατάσταση γκρεμίσματος· σε επικείμενη κατάρρευση. Π.χ. Μετά τη σεισμική δόνηση διαπιστώθηκε ότι πολλά π α λ α ι ά κτίρια είναι νπό κατάρρενσιν. Πρβλ.: «ύπό κατεόάφισιν». ύπό κατάρτισιν στο στάδιο της κατάρτισης· στο στάδιο της ετοι­ μασίας· σε παρασκευή. Π.χ. Ο προϋπολογισμός είναι νπό κατάρτισιν. ύπό κατασκευήν οτο στάδιο της κατασκευής // που δρομολογή­ θηκε η κατασκευή. Π.χ. Ο δρόμος έκλεισε, διότι βρίοκεται γέφυρα νπό κατασκενήν. ύπό κατεόάφισιν σε κατεδάφιση· με σκοπό την κατεδάφιση κτί­ σματος· οτο στάδιο του γκρεμίσματος. Π.χ. Μετά τη βομβιστική επίθεση το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο και βρίσκεται νπό κατεόάφισιν. Πρβλ.: «ύπό κατάρρευοιν». ύπό κατ' οίκον περιορισμόν βλ.: «ύπό περιορισμόν». ύπό κατοχήν οε κατοχή· σε ιδιοκτησία // σε προσωρινή κατάλη­ ψη κράτους α π ό ξένες δυνάμεις. Π.χ. Το 1854 ο Πειραιάς ήταν νπό κατοχήν τον αγγλογαλλικού στρατού εξαιτίας του πολέμου της Κριμαίας. Από τη φράοη: «υπό κατοχήν», με την έννοια της στρατιωτικής κα­ τάληψης ξένης χώρας, επικράτησε να χαρακτηρίζεται «κατοχή» η πε-

ρίοδος 1941-1944, όταν η Ελλάδα είχε καταληφθεί από γερμανοϊταλικά στρατεύματα. Πρβλ.: «ύπό τήν κατσχήν». νπό κηδεμονίαν σε κηδεμονία· σε φροντίδα· σε επιμέλεια· σε επί­ βλεψη. Π.χ. Μετά το αναμορφωτήριο βρίοκεται υπό κηδεμονίαν. νπό κράτησιν σε κράτηση //σε προσωπική κράτηση // σε φυλά­ κιση. Π.χ. Ο ύποπτος είναι υπό κράτησιν. νπό κρίσιν σε επικείμενη κρίση. Π.χ. Το σώμα της αστυνομίας είναι υπό κρίσιν. νπό μάλης- κάτω απ' τη μασχάλη· παραμάσχαλα. Π.χ. Ό σ ο δεν έβρεχε, είχε την ομπρέλα του υπό μάλης. Εύχρηστη είναι στη νεοελληνική η φράση «παίρνω υπό μάλης» (= φεύγω) και «θα τα πάρω υπό μάλης» (= θα φύγω). Επίοης στρατιωτικό παράγ­ γελμα «ύπό μάλης» και θέοη του όπλου «ύπό μάλης» (σε αγήματα πέν­ θους και κατά τη Μ. Παρασκευή). ύπό μανίας- από μανία. Π.χ. Κατελήφθη υπό μανίας νπό μορφήν- με μορφή. Π.χ. Δόθηκαν πολλά στη γειτονική χ ώ ρ α υπό μορφήν οτρατιωτικής βοήθειας. ύπό παραίτησιν- οε επικείμενη παραίτηση. Π.χ. Μετά τη μομφή ο υπουργός είναι υπό παραίτησιν. νπό παρακολούθησιν- σε κατάσταση παρακολούθησης. Π.χ. Μετά την αποφυλάκιση του είναι υπό παρακολούθησιν. νπό πάσαν έποψιν- από κάθε άποψη- από κάθε πλευρά. Π.χ. Υπό πάσαν έποψιν είναι η καλύτερη επιλογή. ύπό περιορισμόν σε περιορισμό- οε στέρηση της ελευθερίας δρά­ σης.

π.χ. Μετά τη σύλληψη του αφέθηκε ελεύθερος, αλλά τέθηκε νπό περιορισμόν. Φράση εύχρηστη στη νομική ορολογία, συνήθους μ£ τις μορφές; «ύπό περιο­ ρισμόν» και «ύπό κατ' οίκον περιορισμόν» (= σε περιορισμό στο σπίτι). ύπό πίεσιν σε πίεση. Π.χ. Πρόσεξε διότι το αέριο μέσα στις φιάλες είναι νπό πίεσιν. ύποπόδιον τών ποδών υποπόδιο των ποδιών // (μτφ.) ό,τι περιφρο­ νεί κανείς· // το υποχείριο. Π.χ. Αυτόν τον έχει νποπόόιον των ποόών του. Υποπόδιο λέγεται οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να ακουμπάμε τα πό­ δια. Παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ειδικά μαξιλάρια για τον σκοπό αυ­ τό. Θεωρούνταν σύμβολο εξουσίας. Ιδιαίτερα στην εικόνα της Θεοτόκου η Πλατυτέρα των ουρανών, η Παναγία ζωγραφίζεται έχοντας υποπό­ διο. Πρβλ Ψαλμ, ΡΘ' 1. ύπό σημείωσιν οε σημείωση. Π.χ. Κρατάει υπό σημείωσιν κάποιες σκέψεις του, για το επόμενο βιβλίο του. ύπό σκέψιν οε σκέψη. Π.χ. Αυτό που μου προτείνεις το ' χ ω υπό σκέψιν. Συνήθως και με τη μορφή; «είμαι υπό σκέψιν» (= σκέπτομαι). ύπό σκιάν σε σκιά. Π.χ. Η θερμοκρασία ήταν είκοσι πέντε βαθμοί υπό σκιάν. ύπό συζήτησιν σε συζήτηση- για να συζητηθεί. Π.χ. Τα αιτήματα των απεργών είναι υπό συζήτησιν. ύπό σύστασιν σε σύσταση· οε κατάσταση συγκρότησης. Π.χ. Η υπό σύστασιν τρομοκρατική ομάδα εξουδετερώθηκε α π ό την αστυνομία. ύπό τά όμματα· μπροστά στα μάτια- ενώπιον- παρουσία του (της). Π.χ. Οι απεργοί έσπασαν το κιγκλίδϋ)μα υπό τα όμματα της α­ στυνομίας.

ύ π ό τά όπλα· βλ.: « κ α λ ω ύ π ό τ ά δ π λ α » . ύπό τάς διαταγάς· κάτω από τις διαταγές. Π.χ. Έ χ ε ι υπό τας διαταγάς του είκοσι στρατιώτες. ύπό τάς πτέρυγοις·* κάτω από τις φτερούγες // (μτφ.) κάτω από την προστασία- κάτω α π ό τη φροντίδα. Π.χ. Ο θείος του, μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον έχει υπό τας πτέρυγας του. * Συνήθως στη φράση «καλύπτει (ή έχει) ύπό τάς πτέρυγας ταυ» (= προ­ στατεύει, φροντίζει όπως τα πουλιά τους νεοσσούς). ύπό τήν αιγίδα· κάτω από την ασπίδα // (μτφ.) κάτω από την προστασία- κ ά τ ω α π ό την επίβλεψη // με τη φροντίδα. Π.χ. Η αναπαλαίωση των κτιρίων έγινε υπό τηναίγίδατου υπουρ­ γείου Πολιτισμού. Η αίγίς (-ίδος) ήταν η ασπίδα του Δία, η οποία ήταν κατασκευασμένη από δέρμα μιας τερατόμορφης γίδας ή από το δέρμα της γίδας Αμάλ­ θειας. Η ασπίδα κατασκευάστηκε από τον Ηφαιστο. Ο Δίας, που απ' την ασπίδα πήρε την επωνυμία Αιγίοχος, παραχωρούσε την αιγίδα άλ­ λοτε στον Απόλλωνα και άλλοτε στην Αθηνά. Η λέξη αίγίς προέρχεται από το ρ. άΐσσω (= κινούμαι βίαια). Από τη λ. αίγίς παράγεται η λ. καταιγίς (= ισχυρή θύελλα, φοβερή όπως η αιγίς του Δία). ύπό τήν άπειλήν κάτω από το κράτος της απειλής- με τον εξανα­ γκασμό. Π.χ. Ο στρατός επέβαλε την τάξη οτους εξεγερθέντες υπό την ά­ πειλήν των όπλων. ύπό τήν διενέργειαν κάτω από τη διεξαγωγή· σε περίοδο διενέργειας. Π.χ. Η χώρα μας βρίσκεται υπό την διενέργειαν εκλογών. ύπό τήν ένέργειαν κάτω από την ενέργεια· κάτω από τη δράση. Π.χ. Η επιχείρηση μας βρίσκεται υπό την ένέργειαν ελέγχου. ύπό τήν έννοιαν με την έννοια (ότι). Π.χ. Σου είπα ότι θα σου το δώσω· υπό την έννοιαν βέβαια ότι θα σου το δανείσω.

ύ π ό τήν έ π ε ν έ ρ γ ε ι α ν κάτω α π ό την επίδραση· κάτω α π ό την ε­ πιρροή. Π.χ. Βρίσκεται υπό την έπενέργειαν των αναβολικών. ύπό τήν έπήρειαν κάτω από την επίδραση· κάτω από τον έλεγχο. Π.χ. Διέπραξε το έγκλημα, ευρισκόμενος υπό την επήρειαν τοξι­ κών ουσιών. ύπό τήν έπίβλεψιν κάτω από την επίβλεψη· κάτω από την παρα­ κολούθηση· με την προσοχή· με τη μέριμνα. Π.χ. Το έργο ολοκληρώθηκε υπό την έπίβλεψιν τον αρμόδιου αρ­ χιτέκτονα. ύπό τήν έπίδρασιν κάτω από την επίδραση· με επενέργεια· σε επήρεια. Π.χ. Μπορεί και κοιμάται μόνο υπό την επίόρασιν υπνωτικών φαρμάκων. ύπό τήν έπιμέλειαν κάτω από την επιμέλεια- κάτω από μέριμνα· σε φροντίδα. Π.χ. Βρίσκεται υπό την έπιμέλειαν τον γιατρού του. ύπό τήν έπιρροήν κάτω από την επιρροή· στην επίδραση· κάτω α π ό την επήρεια. Π.χ. Τον παντρεύτηκε υπό την επιρροήν της οικογένειας της. ύπό τήν έπιστασίαν κάτω από την επιστασία· στην επιτήρηση· στην επίβλεψη· στη φροντίδα. Π.χ. Το κτίριο βρίσκεται υπό την έπιστασίαν της Εφορίας Αρ­ χαιοτήτων. ύπό τήν κατοχήν οτην κατοχή (του)· στην κυριότητα του· να κα­ τέχει. Π.χ. Βρέθηκαν υπό την κατοχήν του και ξένα χαρτονομίσματα. Πρβλ.: «ύπό κατοχήν». ύπό τήν πίεσιν κάτω από την πίεση- με την επιβολή. Π.χ. Ενέργησε έτσι υπό την πίεσιν των συμβάντων. Πρβλ.: «ύπό πίεοιν».

υ π ο τ ή ν π ρ ο ο τ α ο ι α ν κ α τ ω α π ο την προστασία. Π.χ. Τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται νπό την προοταοι­ αν του ΟΗΕ. ύπό τήν σκέπη ν κάτω από το σκέπασμα // (μτφ.) στην προστα­ σία // κ ά τ ω α π ό τη φροντίδα· τη μέριμνα. Π.χ. Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου ο ελληνικός στρα­ τός βρισκόταν νπό την σκέπην της Παναγίας. ύπό τήν σκιάν κάτω από τη σκιά // (μτφ.) κάτω από την επιβολή // οτην αφάνεια // κάτω α π ό τη φροντίδα. Π.χ. Σ' όλη του τη ζωή βρισκόταν νπό την σκιάν του π α τ έ ρ α του. ύπό τό βάρος· κάτω από το βάρος. Π.χ. Υποχώρησε νπό το βάρος των πιέσεων. ύπό τό κράτος· κάτω από τη δύναμη· κάτω από την εξουσία. Π.χ. Υπό το κράτος των εκβιασμών έγινε πειθήνιο όργανο του. ύπό τό μηδέν κάτω από το μηδέν. Π.χ. Η θερμοκρασία σήμερα ήταν νπό το μηδέν. ύπό τόν έλεγχον βλ.: «ύπό έλεγχον». ύπό τόν ζυγόν βλ.: «ύπό ζυγόν». ύπό τόν ήλιον* κάτω από τον ήλιο- στον κόσμο- στη γη. Π.χ. Υπάρχει μεγάλη δυστυχία νπό τον ήλιον. * Ή «ύφ' ήλιον». Από αυτή τη μορφή της φράοης «ύπό τόν ήλιον», προήλθε και το ουσιαοτικό «ή -υφήλιος» (= γη). ύπό τόν όρον με την προϋπόθεση. Π.χ. Σου το δίνω νπό τον όρον να μου το επιστρέ-ψεις σε μια εβδομάδα. ύπό τό πέλμα· κάτω από το πέλμα // (μτφ.) κάτω από τη δύναμη. Π.χ. Η δημόσια διοίκηση βρίσκεται νπό το πέλμα τιγ; γραφειοκρα­ τίας.

υ π ό τό πνεϋμα· κ ά τ ω α π ό το πνεύμα // με τη νοοτροπία. Π.χ. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να παίρνονται και νπό το πνεύμα των ν ό μ ω ν όχι μόνο υπό το γράμμα των νόμων. ύπό τό πρίσμα· από την άποψη. Π.χ. Εξετάζει τα θέματα νπό το πρίσμα της θεωρητικής σκέψης. ύπό τύπον όμοια με· σαν. Π.χ. Ό σ α σου είπα, σου τα είπα νπό τύπον αστείου. ύπτίως· με τη ράχη προς το έδαφος· ανάσκελα. Π.χ. Σύρθηκε νπτίως κ ά τ ω α π ό το α υ τ ο κ ί ν η τ ο γ ι α να το επισκευάσει. Πρβλ. αντίθ.: «πρηνηόόν». ύστερον έπειτα· μετέπειτα· αργότερα. Π.χ. Ύστερον προσκόμισε τα έ γ γ ρ α φ α στην υπηρεσία. ύφ' ήλιον βλ.: «ύπό τόν ήλιον». υψηλή έπιστασίςι· με την ανώτερη εποπτεία- με την έξοχη επίβλε­ ψη· με την ανώτερη φροντίδα. Π.χ. Το κτίριο θα αναπαλαιωθεί νψηλή επιστασία του υπουρ­ γείου Πολιτισμού. υψηλή επιταγή· με ανώτερη διαταγή· με προσταγή ανωτέρου. Π.χ. Υψηλή επιταγή αφέθηκε ελεύθερος. υψίστης σημασίας· πολύ μεγάλης σημασίας· εξαιρετικής σπου­ δαιότητας· πολύ μεγάλης βαρύτητας. Π.χ. Η θωράκιση της χώρας είναι νχρίστης σημασίας.

φ φ ά γ ω μ ε ν κ α ϊ π ί ω μ ε ν αι3ριον γ ά ρ ά π ο θ ν ή ο κ ο μ ε ν α ς φάμε και ας πιούμε, διότι αύριο πεθαίνουμε. Η φράοη λέγεται συνήθως για ανθρώπους που η ζωή τους δεν έχει πνευματικό περιεχόμενο. Αντίθετα μεριμνούν μόνο για να εξασφαλίσουν τα α ν α γ κ α ί α για τη ζωή και καταφεύγουν οε ασωτείες και κραιπάλες. Π.χ. Αυτός ο άνθρωπος πιστεύει στο φάγωμεν και πίωμεν, αύ­ ριον γάρ άποθνήοκομεν. Πρβλ. Παύλου Α'προς Κορινθίους, ΙΕ', 32: «εί κατά άνθρωπον έθηριομάχησα έν Εφέοιρ, τί μοι τό όφελος; εί νεκροί ούκ εγείρονται, φάγωμεν καί πίωμεν, αύριον γάρ άποθνήοκομεν». Η φράοη αυτή της Καινής Διαθήκης είναι επιβίωοη φράοης του Επί­ κουρου. φαλακρόν τίλλεΐζ" μαδάς τον φαλακρό // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Δεν καταλαβαίνει α π ό νουθεσίες· φαλακρόν τίλλεις. Πρβλ. συνών.: «ώόν τίλλεις», «φαλακρω κτένας δανείζεις». φαλακρω κτένας δανείζεις· δανείζεις χτένες σε φαλακρό//(μτφ.) ενεργείς άσκοπα· ενεργείς ανώφελα· ματαιοπονείς. Π.χ. Αν νομίζεις ότι θα το επισκευάσεις, φαλακρω κτένας δανεί­ ζεις Πρβλ. συνώνυμες φράσεις: «τράγον άμέλγεις», «ώόν τίλλεις», «κοσκίνφ ύδωρ φέρεις» κ.ά. φάσκει καί αντιφάσκει· λέει και ξελέει· πότε υποστηρίζει αυτό, πότε το αντίθετο. Π.χ. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ως συνήθως φάσκει και αντι­ φάσκει. Επιβίωση της φράσης «καί φάσκει καί ού φάσκει».

φ α ϋ λ ο ς κύκλος· (μτφ.) κατάσταση χωρίς κατάληξη. Π.χ. Η εφορία απομυζά τους πολίτες, οι πολίτες εξαπατούν την εφορία· φαύλος κύκλος. φέρ' ειπείν για παράδειγμα- παραδείγματος χάριν. Π.χ. Θα μπορούσαν πολλοί να σε βοηθήσουν- φερ' ειπείν ο θείος σου. Πρβλ. ουνών.: «παραδείγματος χάριν», «λόγου χάριν», «έπί παραδείγ­ ματι». φέρεται εις γνώσιν βλ.: «φέρω είς γνώσιν». φέρεται κατά κρημνών βλ.: «κατά κρημνών». φέρω βαρέως· στενοχωρούμαι πολύ- αισθάνομαι θλίψη· βαρυθυμώ // δυσανασχετώ. Π.χ. Π α ρ ' όλες τις εξηγήσεις που του δόθηκαν, αυτός συνεχίζει να φέρει βαρέως την προσβολή. Πρβλ. Ηροδ., V, 19, Αριστοφ. Βάτρ., 803. Λατ.: «§Γ3ν11βΓ ίβΓΟ».

φέρω εις αισιον πέρας· βλ.: «φέρω είς πέρας». φέρω είς γνώσιν* κάνω γνωστό ότι· γνωστοποιώ. Π.χ. Φέρω εις γνώσιν των ενδιαφερομένων ότι θα γίνουν μετα­ τάξεις. * Ομοια και στην παθητική φωνή στη φράση : «φέρεται είς γνώσιν» (= γνωστοποιείται). φέρω είς πέρας·* φέρνω οε τέλος· τελειώνω· αποπερατώνω. Π.χ. Με πολλούς κόπους έφερε εις πέρας την επικίνδυνη α π ο ­ στολή του. * Συνηθίζεται η φράση: «φέρω είς αϊοιον πέρας» (= φέρνω σε καλό τέλος). φέρω είς φώς· φέρνω στο φως // αποκαλύπτω· φανερώνω. Π.χ. Η αρχαιολογική υπηρεσία έφερε εις φ ω ς σπουδαία αρχαιο­ λογικά ευρήματα.

φθείρουσιν ήθη χ ρ η σ τ ά ό μ ι λ ί α ι κακαί· διαφθείρουν τα καλά ήθη οι κακές ουναναοτροφές· διαφθείρουν τους τίμιους ανθρώ­ πους οι συναναστροφές με τους φαύλους. Π.χ. Μην έχεις φιλίες μ' α υ τ ό ν φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί. Πρβλ. Παύλου Α'προς Κορινθίους, ΙΕ' 33: «μή πλαναοθε- φθείρουσιν ήθη χρηστά όμιλίαι κακαί». Πρβλ. επίσης Μενάν. Γν. Μονόατ, 738. φθάνει μηδενί· να μην φθονείς κανέναν. Π.χ. Συγχώρεσε τον και φθάνει μηδενί. φθονερόν τό θείον η θεότητα είναι φθονερή· η θεότητα φθονεί την ανθρώπινη ευτυχία· το θείο κυριεύει η κακεντρέχεια. Π.χ. Έζησε πολλά χρόνια με πολυτέλεια, τώρα όμως τα έχασε όλα· φθονερόν το θείον. Πρβλ. Ηροδ., I 32. φίλα κείμαι πρός· φιλικά διάκειμαι προς· δείχνω φιλική στάση προς· είμαι φιλικός με. Π.χ. Συνήθως η αξιωματική αντιπολίτευση φίλα κείται προς τους απεργούς. Η φράοη συναντάται σπάνια και με τη μορφή: «φίλα πρόσκειμαι» (συνή­ θως με δοτική) ή με τη μορφή: «φίλα προσκείμενος». φίλα πρόσκειμαι· βλ.: «φίλα κείμαι πρός». φιλήκοον είναι καί μή πολΰλαλον να σ' αρέσει ν' ακούς και όχι να μιλάς πολύ· να προτιμάς ν' ακούς, αντί να πολυλογείς. Π.χ. Ακου π ρ ώ τ α τι θα οου πω· φιλήκοον είναι και μη πολύλαλον. Πρβλ Στοβ. Ανθολ., III 1, 172. Πρβλ. την αρχή: «βλέπε, άκου, σιώπα», πρβλ. την παροιμιώδη φράση: «άκουε πολλά, λάλει καίρια». φιλίας χάριν για χάρη της φιλίας. Π.χ. Του το συγχώρησε φιλίας χάριν. φιλοκοιλοϋμεν γάρ μετ' ευτέλειας· επιδιώκουμε το ωραίο με απλό­ τητα.

π.χ. Φιλοκαλούμεν γαρ μετ' εντέλειας, γΓ αυτό και στη διακό­ σμηση του σπιτιού μας δεν θέλουμε τίποτα εξεζητημένο. Φράση από τον Επιτάφιο του Περικλή. Βλ. Θουκ., Β' 40. φίλος μέν Πλάτων, φιλτέρα δ' αλήθεια- αγαπητός ο Πλάτων, πιο α γ α π η τ ή όμως (είναι) η αλήθεια // πιο προσφιλής είναι η εξακρίβωση της αλήθειας α π ό οποιαδήποτε φιλία. Π.χ. Είναι φίλος μου ο αδερφός σου- έφταιξε όμως και δεν μπο­ ρώ να τον καλύψω- φίλος μεν Πλάτων, φιλτέρα δ' αλήθεια. φλέγον ζήτημα- φλογερό ζήτημα // (μτφ.) πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα. Π.χ. Με το συνοριακό επεισόδιο δημιουργήθηκε φλέγον ζήτημα. φόβος καϊ τρόμος- μεγάλος φόβος. Π.χ. Μόλις τον είδε, τον έπιασε φόβος και τρόμος. Πρβλ. Ψαλμ., ΝΔ' 6, «φόβος καί τρόμος ήλθεν έπ' έμέ, καί έκάλυψέ με σκότος». Πρβλ. επίσης Παύλου προς Φιλιππησ., Β' 12. φοβοϋ τους Δαναοϋς καί δώρα φέροντας- να φοβάσαι τους Δα­ ναούς, έστω κι αν φέρνουν δώρα // να φοβάσαι τους εχθρούς (οου), ακόμη κι αν κρατούν δώρα // να 'σαι δύσπιστος με τους εχθρούς οου, έστω κι αν φαίνεται να έχουν καλές διαθέσεις. Η φράση λέγεται -^α να επιστήσουμε την προσοχή σε επικείμενη παραπλανητική επιβουλή ή φενακισμό. Π.χ. Πρόσεξε μην σε γελάσει με ωραία λόγια ή με δώρα- φοβον τονς Δαναούς και δώρα φέροντας. Τα λόγια αυτά είπε ο Λαοκόων στους Τρώες στην προσπάθεια του να τους αποτρέψει να δεχθούν εντός των τειχών τον Δούρειο Ιππο. Λατ.: «όιηοο 0Εη308 βΐ όοηα ίθΓοηΐβδ» (= φοβούμαι τους Δαναούς και δώρα φέροντας). Πρβλ. νίΓ§. Αεη., II 49. φοίνιξ άγήρως- αγέραστος φοίνικας- αιώνιος φοίνικας // (μτφ.) διαρκής- αιώνιος // αναγεννώμενος. Π.χ. Φοίνιξ αγήρως αποδείχθηκε ο Ελληνισμός, αφού επιβίωσε επί τέσσερις αιώνες δουλείας και τελικά έκανε την Επανάσταση του 1821.

Φοίνιξ, κατά τη μυθολογία, είναι το ιερό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων αλλά και των Ελλήνων, το οποίο κάθε 500 χρόνια καίγεται μόνο του και ξαναγεννιέται μεο' από τις φλόγες. ΦοίΥίξ άγήρως (ή αναγεννώμενος) υπήρχε στη σημαία της Μπουμπουλίνας Αασκαρίνας, στη σημαία των Αλεξάνδρου και Δημητρίου Υψη­ λάντη (μαζί και σι φράσεις: «έν τούτιρ νίκα» και «έκ της κόνεώς μου άναγεννώμαι»), στη σημαία της Πολεμικής Αεροπορίας του 1932, στον θυρεό της δικτατορίας του 1925-1926, στον θυρεό της Ελλιινικής Δημο­ κρατίας (της Α' του 1822 και της Β' του 1924) και, τέλος, στη σιιμαία της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 (με τη φράση «έκ της τέφρας μου άναγεννώμαι»). Παροιμιώδης κατέστη και η αναφορά του Αλ. Παπαναστασίου στη φρά­ ση, κατά τη διάρκεια ομιλίας του προς τους πρόσφυγες: «Θαροείτε! Υπό την τέφραν κρύπτεται φοίνιξ αγήρως». Πρβλ. και τον τίτλο του έργου του Αιμίλιου Δημητριάδη Φοίνιξ αγή­ ρως, η Θεσσαλονίκη του 1925-35, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994. φόρου υποτελής· υποκείμενος σε πληρωμή φόρου. Π.χ. Στην Τουρκοκρατία ο ελληνικός λαός ήταν φόρου υποτε­ λής φρίξον ήλιε· φρίξε ήλιε· ανατρίχιασε ήλιε. Π.χ. Αυτοί οι κύριοι, φρίξον ήλιε, προέβησαν σε πωλήσεις βρε­ φών. Πρβλ. Γ. Σφραντζή Χρονικόν, Γ 64: «ώ φρίξον ήλιε! ω στέναξαν γη! έάλω ή πόλις, ημάς δέ τοϋ πολεμείν παρηλθεν ή ώρα». Η φράοη επα­ ναλαμβάνεται σε λειτουργικά κείμενα. φύλακες, γρηγορείτε· βλ.: «έχουσιν γνώσιν ο ί φύλακες». φύλλον συκής· φύλλο συκιάς // περίζωμα από φύλλα συκιάς // μισόγυμνοΓ με αδαμιαία σχεδόν περιβολή // η γυμνότητα του σώ­ ματος του ανθρώπου. Π.χ. Ηταν αρκετά τολμηρό το θεατρικό έργο, καθώς ο ηθοποιός που πρωταγωνιστούσε φορούσε μόνο φύλλον συκής. Πρβλ. Γέν., Γ' 7. φύρδην μίγδην άνω κάτω· ανακατωτά· ανάκατα. Π.χ. Ε φ υ γ α πολύ βιαστικά α π ' το σπίτι και τ' άφησα όλα φύρ­ δην μίγδην.

φΰσεί" α π ό τη φύση // α π ό χαρακτήρα. Π.χ. Είναι φύσει οξύθυμος. Πρβλ. αντίθ.: «θέσει». φύσει αδύνατον από τη φύση ακατόρθωτο· από τα πράγματα αδύνατο. Π.χ. Είναι φύσει αδύνατον να τον προλάβεις. φύσει καϊ θέσει· από τη φύση και από τη θέση- λόγω της φύσης και της θέσης. Π.χ. Μόνο αυτός είναι φύσει και θέσει αρμόδιος να λύσει το πρό­

βλημα σου. φυσικω τω λόγφ· όπως είναι φυσικό· φυσικά. Π.χ. Και φυσικώ τω λόγω δεν θα έρθεις με το αυτοκίνητο, γιατί η κίνηση είναι αυξημένη. φυσικφ τω τρόπφ· με τρόπο φυσικό // φυσικά. Π.χ. Μην πάρεις κακόμοιρο ύφος, αλλά κοίταξε να μιλήσεις φυ­ σικώ τω τρόπω. φύσιν πονηράν μεταβαλεϊν ού ράδιον δεν είναι εύκολο να με­ ταβάλεις μια πονηρή φύση· δεν είναι εύκολο ν' αλλάξεις έναν πονηρό άνθρωπο· είναι δύσκολο ο κακός άνθρωπος να γίνει α­ γνός. Π.χ. Τόσο τον τιμώρησαν και πάλι έκλεψε· φύσιν πονηράν με­ ταβαλεϊν ου ράδιον. Πρβλ. Μενάν. Γν. Μονόατ., 531. φωνή βοώντος έν τή έρήμφ· φωνή κάποιου που φωνάζει στην έρημο // (μτφ.) λόγος που δεν τον ακούει κανείς· άνθρωπος που περιφρονείται γΓ α υ τ ά που λέει. Η φράοη λέγεται στις περιπτώσεις εκείνες που οι άνθρωποι αδια­ φορούν για όσα λέει κάποιος, τα οποία μάλιστα είναι αληθή. Π.χ. Ο τεχνικός, φωνή βοώντος εν τη ερήμω, τους είχε προει­ δοποιήσει για τη βλάβη. Πρβλ. Ησαία, Μ' 2-3: «φωνή βοώντος έν τή έρήμω. Ετοιμάσατε τήν όόόν τοϋ Κυρίου».

φ ω ν ή έν 'Ραμςΐ' φωνή στη Ραμά // φωνή πον δεν εισακούεται. Π.χ. Ο σύμβουλος, φωνή εν Ραμά, μάταια πρόβλεψε την πτώση της τιμής των μετοχών. Η Ραμά ήταν πόλη της Παλαιστίνης. Με το όνομα αυτό αναφέρονται άλλες τρεις πόλεις της περιοχής αυτής. Αναφέρεται συχνά από την Πα­ λαιά Διαθήκη. Στη Ραμά της Γαβαά (πόλης του Βενιαμίν) οδηγήθηκε ο προφήτης Ιερεμίας μετά την άλωση της Ιερουσαλήμ από τον Ναβουχοδονόσορα. Στην πόλη αυτή εκπληρώθηκε η προφητεία του Ιερεμία: «φωνή ήκούσθη έν Ταμό, θρήνος καί κλαυθμός καί όδυρμός πολύς, «'Ραχήλ τά τέκνα αύτης κλαίουσα καί ούκ ήθελε παρακληθήναι, ότι ούκ είσίν». Πρβλ. Ιερεμ, ΑΑ' 15. Πρβλ. την ίδιας σημασίας φράση: «φωνή βοώντος έν τή έρήμφ». φωνή λαοϋ οργή Θεοϋ· η φωνή του λαού είναι σαν την οργή του Θεού. Η φράση λέγεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι διαμαρτυρίες του λαού ή οι εξεγέρσεις του έχουν ως συνέπεια την καταστρο­ φή εκείνων εναντίον των οποίων κινούνται, όπως ακριβώς και η οργή του Θεού. Π.χ. Η απεργία των αγροτών ήταν η αιτία της πτώσης της κυ­ βέρνησης· φωνή λαού οργή Θεού. φως έν σκότει· φως στο σκοτάδι. Π.χ. Το έργο του μεγάλου συγγραφέα θεωρήθηκε φως εν ακότεί.

χ χ α ί ν ο υ σ α π λ η γ ή · διάπλατη ανοικτή π λ η γ ή // πληγή που όεν ε­ πουλώνεται // (μτφ.) δυστυχία· συμφορά // πρόβλημα που φαί­ νεται άλυτο // νοσηρή κατάσταση. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να επισημάνουμε ένα πρόβλημα πολΰ σοβαρό το οποίο φαίνεται ότι παραμένει άλυτο και δεν έχει δρομολογηθεί η λύση του. Χρησιμοποιείται για ένα πρόβλημα του οποίου η ύπαρξη δημιουργεί επιπτώσεις συνεχώς. Π.χ. Χαίνουσα πληγή για τη χώρα μας αποτελεί το εξωτερικό χρέος. χαίρε βάθος άμέτρητον βλ.: «χαίρε βάθος δυοθεώρητον». χαίρε βάθος δυοθεώρητον* (κυριολ.) χαίρε βάθος που με δυσκο­ λία αντικρίζουμε // (μτφ.) δυσνόητο· ακατάληπτο. Η φράση λέγεται για κάτι που είναι τόσο δυσνόητο, ώστε να μην γίνονται κατανοητά τα νοήματα του. Επίσης, για κάτι που είναι πέρα α π ό τις ανθρώπινες δυνατότητες. Π.χ. Δεν ξέρω τι να πρωτοδιορθώσω στην έκθεση του· χαίρε, βά­ θος δυοθεώρητον. Πρβλ. Ακολουθία του Ακάθιστου Υμνου (α' οτάοη των Οίκων): «χαίρε βάθος δυοθεώρητον καί "Αγγέλων όφθαλμοϊς». * Συνηθίζεται και με τη μορφή: «χαίρε βάθος άμέτρητον» με την ίδια σημασία. χαίρε καί υγίαινε· να έχεις χαρά και υγεία· εύχομαι να χαίρεσαι και να έχεις την υγεία σου. Π.χ. Τώρα που βγήκες α π ό το νοσοκομείο, χαίρε και υγίαινε. χαίρετε καί άγαλλιάσθε· χαίρεστε και εκδηλώνετε τη χαρά οας. Π.χ. Τώρα που παίρνετε άδεια, χαίρετε και άγαλλιάσθε. Πρβλ. Ματθ., Ε' 12: «χαίρετε καί άγαλλιάσθε, ότι ό μισθός υμών πολύς έν τοίς ούρανοίς».

χ α ί ρ ε ΰψος δ υ σ α ν ά β α τ ο ν (μτφ.) απρόοιτο' απροσπέλαστιι. Η φράοη λέγεται για κάτι που είναι όύοκολο να το πληοκχοιι κανείς ή για κάτι απρόσιτο α π ' όλες τις απόψεις. Π.χ. Οϋτε κι ο ίδιος ο τεχνίτης δεν ήξερε πώς ν' ανεβεί στη στέγη για να την επισκευάσει· χαίρε ύψος δυσανάβατον. Για την προέλευαη της φράσης πρβλ. Ακολουθία Ακάθιστου Υμνου (α στάση των Οίκων): «χαίρε ΰψος δυσανάβατον άνθρωπίνοις λογισμοίς». χαράς ευαγγέλια·* (κυριολ.) αναγγελίες χαρμόσυνων ειδήσεων// πολύ μεγάλη χαρά. Π.χ. Χαράς ευαγγέλια για τους εργαζόμενους μετά τις αυξήσεις των αποδοχών τους. Πρβλ. Ακολουθία της Αναστάσεως, το αναστάσιμο τροπάριο «Δεϋτε άπό θέας γυναίκες εύαγγελίστριαι, καί τη Σιών είπατε- Δέχου παρ' ημών χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χρίστου- τέρπου, χόρευε καί άγάλλου, Ιερουσαλήμ, τόν βασιλέα Χριστόν θεασάμενη έκ τοϋ μνήματος ώς νυμφίον προερχόμενον». * Συνήθως στις φράσεις: «φέρνω χαράς ευαγγέλια» (= έχω να ανακοι­ νώσω ευχάριστα νέα) και «έχω χαράς ευαγγέλια» (= νιώθω πολύ μεγά­ λη χαρά). χάριν παιδιάς· για χάρη του παιχνιδιού // για αστεϊσμό. Π.χ. Οργάνωσαν αυτή τη φάρσα χάριν παιδιάς. χάριν συντομίας· για συντομία· για οικονομία χρόνου. Π.χ. Δεν αναφέρομαι σε λεπτομέρειες χάριν συντομίας. χάρις άχαρις· εύνοια που δεν αξίζει ευγνωμοσύνη- εύνοια ανώφελη. Π.χ. Η προσφορά σου στον προεκλογικό αγώνα υπήρξε χάρις άχαρις ως προς το αποτέλεσμα. Πρβλ. ουνών.: «δώρον άδωρον». χάριτι θεί«3ΐ· βλ.: «θεία χάριτι». χάρμα ιδέσθαι· απόλαυση να βλέπει κανείς· απόλαυση για τα μά­ τια. Π.χ. Τα φρούτα της αγοράς ήταν χάρμα ιδέσθαι. Πρβλ. συνών.: «χάρμα οφθαλμών».

χ χ α ί ν ο υ σ α π λ η γ ή · διάπλατη ανοικτή πληγή // πληγή που δεν ε­ πουλώνεται // (μτφ.) δυοτυχία· συμφορά // πρόβλημα που φαί­ νεται άλυτο // νοσηρή κατάσταση. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται, όταν θέλουμε να επισημάνουμε ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό το οποίο φαίνεται ότι παραμένει άλυτο και δεν έχει δρομολογηθεί η λύση του. Χρησιμοποιείται για ένα πρόβλημα του οποίου η ύπαρξη δημιουργεί επιπτώσεις συνεχώς. Π.χ. Χαίνουσα πληγή για τη χώρα μας αποτελεί το εξωτερικό χρέος. χαίρε βάθος άμέτρητον βλ.; «χαίρε βάθος δυοθεώρητον». χαίρε βάθος δυοθεώρητον* (κυριολ.) χαίρε βάθος που με δυσκο­ λία αντικρίζουμε // (μτφ.) δυσνόητο· ακατάληπτο. Η φράση λέγεται για κάτι που είναι τόσο δυσνόητο, ώστε να μην γίνονται κατανοητά τα νοήματα του. Επίσης, για κάτι που είναι πέρα α π ό τις ανθρώπινες δυνατότητες. Π.χ. Δεν ξέρω τι να πρωτοδιορθώσω στην έκθεση του· χαίρε, βά­ θος δυοθεώρητον. Πρβλ. Ακολουθία του Ακάθιστου Υμνου (α' στάση των Οίκων); «χαίρε βάθος δυοθεώρητον καί "Αγγέλων όφθαλμοϊς». * Συνηθίζεται και με τη μορφή; «χαίρε βάθος άμέτρητον» με την ίδια σημασία. χαίρε καί υγίαινε· να έχεις χαρά και υγεία· εύχομαι να χαίρεσαι και να έχεις την υγεία σου. Π.χ. Τώρα που βγήκες α π ό το νοσοκομείο, χαίρε και υγίαινε. χαίρετε καί άγαλλιάσθε· χαίρεστε και εκδηλώνετε τη χαρά σας. Π.χ. Τώρα που παίρνετε άδεια, χαίρετε και άγαλλιάσθε. Πρβλ. Ματθ., Ε' 12; «χαίρετε καί άγαλλιάσθε, ότι ό μισθός υμών πολύς έν τοίς ούρανοίς».

χ α ί ρ ε ΰ ψ ο ς δ υ σ α ν ά β α τ ο ν (μτφ.) απρόσιτο- απροσπέλαστο. Η φράση λέγεται για κάτι που είναι δύσκολο να το πλησιάσει κανείς ή για κάτι απρόσιτο α π ' όλες τις απόψεις. Π.χ. Ούτε κι ο ίδιος ο τεχνίτης δεν ήξερε πώς ν' ανεβεί στη στέγη για να την επισκευάσει- χαίρε ύψος δυσανάβατον. Για την προέλευση της φράοης πρβλ. Ακολουθία Ακάθιστου Ύμνου (α' στάση των Οίκων): «χαίρε ΰψος δυσανάβατον άνθρωπίνοις λογισμοϊς». χαράς ευαγγέλια·* (κυριολ.) αναγγελίες χαρμόσυνων ειδήσεων// πολύ μεγάλη χαρά. Π.χ. Χαράς ευαγγέλια για τους εργαζόμενους μετά τις αυξήσεις των αποδοχών τους. Πρβλ. Ακολουθία της Αναστάσεως, το αναστάσιμο τροπάριο «Δεϋτε άπό θέας γυναίκες εύαγγελίστριαι, καί τη Σιών είπατε- Δέχου παρ' ημών χαράς ευαγγέλια της Αναστάσεως Χριστού- τέρπου, χόρευε καί άγάλλου, Ιερουσαλήμ, τόν βασιλέα Χριστόν θεασάμενη έκ τοϋ μνήματος ώς νυμφίον προερχόμενον». * Συνήθως στις φράσεις: «φέρνω χαράς ευαγγέλια» (= έχω να ανακοι­ νώσω ευχάριστα νέα) και «έχω χαράς ευαγγέλια» (= νιώθω πολύ μεγά­ λη χαρά). χάριν παιδιάς· για χάρη του παιχνιδιού // για αστεϊσμό. Π.χ. Οργάνωσαν αυτή τη φάρσα χάριν παιδιάς. χάριν συντομίας· για συντομία· για οικονομία χρόνου. Π.χ. Δεν αναφέρομαι σε λεπτομέρειες χάριν συντομίας. χάρις άχαρις· εύνοια που δεν αξίζει ευγνωμοσύνη· εύνοια ανώφελη. Π.χ. Η προσφορά σου στον προεκλογικό αγώνα υπήρξε χάρις άχαρις ως προς το αποτέλεσμα. Πρβλ. συνών.: «δώρον άδωρον». χάριτι θείςι· βλ.: «θείςι χάριτι». χάρμα ιδέσθαι· απόλαυση να βλέπει κανείς· απόλαυση για τα μά­ τια. Π.χ. Τα φρούτα της αγοράς ήταν χάρμα ιδέσθαι. Πρβλ. συνών.: «χάρμα οφθαλμών».

χ ά ρ μ α ο φ θ α λ μ ώ ν απόλαυση μ α τ ι ώ ν τέρψη για τ α μάτια. Π.χ. Το νέο σπίτι π ο υ αγόρασε είναι χάρμα οφθαλμών. Πρβλ. συνών.: «χάρμα ιδέσθαι». χείλος άβύσοον βλ.: «είς τό χείλος τής αβύσσου». χείλος κρημνού· βλ.: «είς τό χείλος τοϋ κρημνού». χείλος τάφον βλ.: «είς τό χείλος τοϋ τάφου».

χειρ χείρα νίξει· το ένα χέρι νίβει τ" άλλο // (μτφ.) πρέπει να υ­ πάρχει αλληλοβοήθεια. Π.χ. Για να τα καταφέρετε, έχετε υπόψη σας ότν χειρ χείρα νίζει. Αρχαία παροιμία που έπεσε οε αχρηστία. Συνηθίζεται όμως σε νεοελ­ ληνική απόδοση και μάλιστα με το αρχαίο ρ. νίβω να διατηρείται.

χους εί και είς χουν άπελεύσει· βλ.: «γήεί καί είς γήν άπελεύση». χερσί τε ποσί τε· και με τα χέρια και με τα πόδια // (μτφ.) μ' όλες τις δυνάμεις· μ' όλα τα μέσα. Π.χ. Διατήρησε την επιχείρηση του χερσί τε ποσί τε. Λατ.: «πιβηίόυδ ρβόϊΐϊυδηυε». χρείας τυχούσης· στην ανάγκη· αν χρειαστεί. Π.χ. Χρείας τυχούσης μπορώ να σου δανείσω ένα μικρό χρηματι­ κό ποοό. χρή λέγειν τά καίρια* πρέπει να λέμε ό,τι είναι κατάλληλο οτην κάθε περίσταση* πρέπει να λέμε ό,τι αρμόζει την ώρα που χρειάζε­ ται. Π.χ. Μην λες άσχετα με την υπόθεση γεγονότα* χρη λέγειν τα καίρια. Πρβλ. Αισχ. Επτά επί Θήβας, 1-3: «Κάδμου πολίται, χρή λέγειν τά καί­ ρια / όστις φυλάσσει πράγος έν πρύμνη πόλεως / οίακα νώμων, βλέφα­ ρα μή κοιμών ΰπνφ». χριστιανά τά τέλη τής ζωής ημών* (ας είναι) χριστιανό τα στερνά της ζωής μας· (ας ζήσουμε) χριστιανικά στα στερνά της ζωής μας.

π.χ. Στα νιάτα μας παρεκτραπήκαμε- τώρα όμως χρίοτιανά τα τέλη της ζωής ημών. Φράοη προερχόμενη από τη Θεία Λειτουργία. Χριστός ανέστη· ο Χριστός αναστήθηκε. Πρβλ. Ακολουθία της Αναστάσεως, αναστάσιμο τροπάριο: «Χριστός ανέστη έκ νεκρών, θανάτφ θάνατον πατήσας καί τοίς έν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». χρόνου φείδου·* να είσαι φειδωλός στον χρόνο σου· να μην σπα­ ταλάς την ώρα σου· να καταναλώνεις με περίσκεψη τον χρόνο σου. Π.χ. Μην χαζεύεις δεξιά κι αριστερά· χρόνον φείδον. * Η φράοη-ρητό υπάρχει οτο έμβλημα του Σώματος Εφοδιασμού - Με­ ταφορών του Ελληνικού Στρατού. Λατ.: «ρ&Γοε ΙβιηροΓί».

χρυσόμαλλον δέρας· δέρμα ζώου με χρυσό τρίχωμα· χρυσόμαλλο τομάρι // (μτφ.) πλούτος // αφθονία αγαθών. Η φράση χρησιμοποιείται, για να χαρακτηρίσουμε καθετί που αποτελεί π η γ ή πλουτισμού και προσφέρει αφθονία υλικών α γ α ­ θών. Π.χ. Αυτή η επιχείρηση είναι χρνσόμαλλον δέρας για τον ιδιο­ κτήτη της. Χρυσόμαλλον δέρας: το δέρμα του χρυσόμαλλου κριαριού με το οποίο πέρασαν ο Φρίξος και η 'Ελλη τα Δαρδανέλια (απ' όπου και Ελλήσπο­ ντος). Οταν έφθασε ο Φρίξος στην Αία του Εύξεινου Πόντου θυσίασε το κριάρι στον ναό του Αρη. Το δέρμα του το φρουρούσε ένας δράκος, τον οποίο αργότερα δηλητηρίασε ο Ιάσων με τη βοήθεια της Μήδειας στη διάρκεια της αργοναυτικής εκστρατείας. Ο Ιάσων έφερε το χρυσό­ μαλλο δέρας στην Ελλάδα, διότι θεωρούνταν ελληνικό κεφάλαιο. Πρβλ. συνών.: «πακτωλός χρημάτων», «κέρας Αμάλθειας». χρυαοϋς αιών χρυσός αιώνας//(μτφ.) περίοδος ακμής. Π.χ. Η βικτωριανή περίοδος θεωρείται ο χρνοονς αιών της Με­ γάλης Βρετανίας. «Χρυσούς αιών» ονομάζεται κυρίως η περίοδος κατά την οποία ο Περι­ κλής κυβέρνησε την Αθήνα. Την περίοδο αυτή η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή.

χ ύ δ η ν δ χ λ ο ς · * ο συμπεριφερόμενος χυδαία όχλος- ο ευτελής ό­ χλος- ο πρόστυχος όχλος // αμόρφωτος κόσμος. Π.χ. Ώρες ώρες εκφράζεσαι όπως ο χύδην όχλος. * Ή «χύδην λαός». Λ α τ . : «ΙυΓ03 ίοΓβηδίδ», «ρΓοίΕηυδ νο1§ιΐδ».

χωρισμός άπό κοίτης καί τραπέζης· χωρισμός από το κρεβάτι και το τραπέζι // (μτφ.) η διάζευξη των σ υ ζ ύ γ ω ν το διαζύγιο // διάσταση. Π.χ. Ο χωρισμός από κοίτης και τραπέζης ήταν η κατάληξη της σύγκρουσης τους.

ψ ψέγε μηδένα· να μην κατηγορείς κανέναν. Π.χ. Για τα δικά οου π α θ ή μ α τ α ψέγε μηδένα. ψηλαφητόν σκότος· σκοτάδι στο οποίο μπορεί να βαδίσει κάποιος μόνο ψηλαφώντας // πολύ πυκνό σκοτάδι. Π.χ. Ψηλαφητόν σκότος καλύπτει την υπόθεση εμπορίας βρε­ φών. Πρβλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου I, 552, 2 (Ε.Π.Ε.): «ότι τοις Αίγυπτίοις έπεμψε ψηλαφητόν σκότος, καί τά έν αύτω. τοις δέ όοίοις αΰτοϋ φως έν Αίγύπτφ, καί έν τη έρήμψ στϋλον πυρός». ψήφος Αθηνάς· ψήφος της Αθηνάς // αθωωτική γνώμη // αθωω­ τική α π ό φ α σ η // αθωωτική ψήφος. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται στην περίπτωση που κάποιος παρεμβαίνει για να απαλλάξει κάποιον α π ό κατηγορίες. Με τη φράση αυτή δεν χαρακτηρίζουμε οποιαδήποτε αθωωτική ψ ή φ ο αλλά εκείνη την ψ ή φ ο που έχει ως αποτέλεσμα να αλλάξει «το σκηνικό», δηλαδή να αθωώσει τον κατηγορούμενο. Π.χ. Πέτυχε την ψήφον της Αθηνάς, αφότου προσέφυγε οτον Άρειο Π ά γ ο για την υπόθεση του. Η στερεότυπη αυτή φράση προέρχεται από την επέμβαση της Αθηνάς με την αθωωτική της ψήφο, όταν διαπιστώθηκε ότι οι ψήφοι μοιράζο­ νται στη μέση, στη δίκη του μητροκτόνου Ορέστη (είχε σκοτώσει με το τέλος του τρωικού πολέμου τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα). Οι Ερινύες (που καταδίωκαν τον Ορέστη εξαιτίας του φόνου) θεώρησαν το γεγο­ νός αυτό καταπάτηση των αρχαίων νόμων περί δικαίου από τους Ολύ­ μπιους θεούς και κυρίως από την Αθηνά. Πρβλ. Αισχ. Ευμεν, 734. ψιλω Ονόματι· με όνομα χωρίς κύρος // χωρίς ουσιαστική εξουσία. Π.χ. Προσπάθησε ψιλώ ονόματι να παρέμβει στις αποφάσεις του συνεδρίου.

ψ υ χ ή ζώσα· ψυχή που να είναι ζωντανή // (μτφ.) παρουοία ανθρώ­ που. Π.χ. Μετά την έκρηξη δεν έμεινε οτο κτίριο ψνχή ζώσα. ψυχή τε καϊ σώματι· και με την ψυχή και με το σώμα· και ψυχικά και σωματικά· μ' όλες τις δυνάμεις. Π.χ. Αφιερώθηκε στις σπουδές του ψυχή τε και σώματι.

η ώ γ λ υ κ ύ μ ο υ έαρ· γλυκιά μου άνοιξη. Π.χ. Ή ρ θ α ν οι πρώτες μυρωδιές του Μαγιοΰ· ω γλυκύ μου έαρ. Φράση προερχόμενη από τον Επιτάφιο Θρήνο. ώδινεν ορος καί έτεκε μύν (κυριολ.) κοιλοπονοΰοε βουνό και γέννησε ποντικό // (μτφ.) έδωσε πολλές υποσχέσεις, π ρ α γ μ α τ ο ­ ποίησε ελάχιστες // ενώ είχε πολλές και μεγάλες προσδοκίες, συ­ νέβησαν ασήμαντα π ρ ά γ μ α τ α // ενώ κατέβαλε μεγάλες προσπά­ θειες, τα αποτελέσματα ήταν ανάξια λόγου. Π.χ. Θα γινόταν χρηματιστής, θα ασχολούνταν με επιχειρήσεις, θα έκανε εισαγωγές, όμως δεν έκανε τίποτε α π ' όλα αυτά· ώδι­ νεν όρος και έτεκε μυν. Πρβλ. Λουκά, 23: «Πώς δεϊ ίστορίαν συγγράφειν», Παροιμίαι, 18, 57. ών ό αριθμός αυτών ώς ή άμμος τής θαλάσσης· βλ.: «ώς ή άμμος τής θαλάσσης». ών ούκ έστιν αριθμός· για τα οποία δεν υπάρχει αριθμός· που δεν αριθμούνται· που είναι αμέτρητα. Π.χ. Σ φ ά λ μ α τ α έχεις κάνει τόσα ων ουκ έστιν αριθμός. Πρβλ Ψαλμ., ΛΘ' 13 και ΡΓ 25. ώόν κείρεις· κουρεύεις τ' αβγό // (μτφ.) ματαιοπονείς. Π.χ. Παίζει χαρτιά οτη λέσχη και νομίζει ότι θα κερδίσει· ωόν κείρει. φό\ τίλλεις·* μαδάς τ' αυγό // (μτφ.) κάνεις ανώφελες ενέργειες· προβαίνεις σε πράξεις που δεν πρόκειται να φέρουν αποτελέ­ σματα· ματαιοπονείς. Π.χ. Η κυβέρνηση υπόσχεται αύξηση συντάξεων, ενώ τα ασφαλι­ στικά ταμεία παρουσιάζουν έλλειμμα· ωόν τίλλει. Πρβλ. συνώνυμες φράσεις.

* Πρβλ. οτη νεοελληνική τη φράση: «κούρεψε τ' αβγό και πάρε το μαλ­ λί του». ώ ρ α τ ή ν ώ ρ α ν ' α π ό ώρα σε ώρα // α π ό στιγμή σε στιγμή. Π.χ. Ώρα την ώραν θα φθάσει το τρένο. ώς ακολούθως· κατά τον τρόπο που ακολουθεί· σύμφωνα με τον επόμενο τρόπο. Π.χ. Το ωράριο εργασίας σας έχει α>ς ακολούθως. Πρβλ. συνών.: «ώς έξης». ωσαννά έν τοις ύψίστοις· δόξα (ας κράζουν) και οι του ουρανού (άγγελοι) // δόξα στον ύψιστο Θεό. Π.χ. Ό λ α ήρθαν όπως τα ήθελες· ωσαννά εν τοις υιρίατοις. Πρβλ. Ματθ., ΚΑ' 9. ώς άνω· όπως (ενν. αναφέρθηκε) πιο πάνω. Π.χ. Σπουδαίο έργο είναι και η Αφροδίτη της Μήλου· το ως άνω έργο βρίσκεται στο μουσείο του Λούβρου. Η φράοη έχει θέση επιθέτου: ό, ή, τό ώς άνω. ώς άπλφ λόγφ· με απλά λόγια· με συντομία. Π.χ. Μου είπε ως απλώ λόγω ότι απολύομαι. Πρβλ. συνών.: «ού πολλώ λόγφ», «έν ένί λόγφ». ώς γνωστόν* όπως είναι γνωστό // όπως γνωρίζουν όλοι. Π.χ. Ως γνωστόν η πόλη αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα. * Ενν. «έστι». ώς δέλεαρ· σαν δόλωμα // (μτφ.) σαν θέλγητρο // σαν μέσο εξαπά­ τησης. Π.χ. Του υποσχέθηκε ως δέλεαρ τη θέοη του προϊσταμένου. ώς διά μαγείας· σαν να χρησιμοποιήθηκε μαγικό μέσο // ανα­ πάντεχα· γρήγορα· ανέλπιστα· απροσδόκητα· ξαφνικά. Π.χ. Εμφανίστηκε μπροστά μας ως όιά μαγείας. Πρβλ. ίδιας σημασίας φράοη : «ώς έκ θαύματος».

ώς έγγιστα· με πολΰ μεγάλη προσέγγιση· προσεγγίζοντας κ α τ ά πο­ λΰ. Π.χ. Η αμοιβή που έπρεπε να λάβεις είναι ως έγγιστα αυτή. ώσεί άνθος τοϋ άγροϋ· σαν λουλοΰδι του χωραφιοΰ. Η φράση λέγεται συνήθως για τη ζωή του ανθρώπου, η οποία θάλλει για λίγο, όπως το λουλοΰδι, και έπειτα σβήνει γρήγορα. Π.χ. Η ζωή τους έσβησε ωσεί άνθος του αγρού. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΒ' 15: «άνθρωπος, ώοεί χόρτος αί ήμέραι αϋτσϋ· ώοεί άνθος τοϋ άγροϋ, οίιτως έξανθήοει». Επίοης πρβλ. Ιώβ, ΙΔ' 2: «ή ώοπερ άνθος άνθήοαν έξέπεοεν». ώς είθισται· σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατεί· όπως ουνηθί­ ζεται // συμφωνά με την παράδοση· κ α τ ά το έθιμο. Π.χ. Ρίχτηκαν ως είθισται αρκετές τουφεκιές. ώσεί καπνός έκλειπέτωσαν σαν καπνός εξαφανίστηκαν // τρά­ πηκαν σε φυγή. Π.χ. α) Αυτές οι θεωρίες ωσεί καπνός έκλειπέτωσαν. β) Ό τ α ν ήρθαν οι αστυνομικοί, οι κλέφτες ωσεί καπνός έκλειπέ­ τωσαν. Φράση από την Ακολουθία της Αναστάσεως. ώς είκός*· όπως φαίνεται- όπως είναι λογικό. Π.χ. Μετά την άδικη κατηγορία, ως εικός, θα υποβάλει παραί­ τηση. * Το επίρρ. είκότως (= εύλογα) έχει πέσει οε αχρηοτία. ώσεί παρών σαν να είναι παρών σαν να παρευρίσκεται· (ύς παρών. Π.χ. Αν δεν παραβρεθείς οτο δικαστήριο, θα δικαστείς ωσεί παρών. ώσεί περιστερά· σαν περιστέρι // (μτφ.) προσποιούμενος τον αθώο. Π.χ. Ο βιαστής εμφανίστηκε στο δικαστήριο ωσεί περιστερά. ώς είς καθρέπτην βλ.: «ώς έν κατόπτρφ». ώσεί χόρτος αί ήμέραι αϋτοϋ·* οι ημέρες του ανθρώπου είναι (λίγες) όπως του χορταριοΰ.

π.χ. Πέθανε πολύ νέος· ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΒ' 15: «άνθρωπος, ώοεί χόρτος αί ήμέραι αύτοϋ· ώοεί άνθος τοϋ άγροϋ, οΰτως έξανθήοει». * Ενν.: «του ανθρώπου». ώς έκ θαύματος· με θαύμα· σαν να έγινε θαύμα // αναπάντεχα· ενώ δεν το περίμενε κανείς· αν και δεν ήταν αναμενόμενο- ξ α φ ­ νικά· απροσδόκητα. Π.χ. Το λεωφορείο ως εκ θαύματος τ\φε γρήγορα. Πρβλ. ίδιας σημασίας φράση: «ώς διά μαγείας». ώς έκ περισσού·* επιπρόσθετα. Π.χ. Ως εκ περισσού θα αναφέρω ότι ο κατηγορούμενος έχει βεβαρυμένο παρελθόν. * Συναντάται σπάνια και με τις μορφές: «έκ περισσοϋ», «έκ περιττοϋ». Λατ.: «εχ ΗόιιηόΕηόΐ».

ώς έκ τούτον γι' αυτό τον λόγο· εξαιτίας αυτού· επομένως. Π.χ. Χειρουργείται αύριο και ως εκ τούτου θα απουσιάσει. ώς έλαφος έπί τάς πηγάς τών υδάτων όπως (ενν. στρέφεται ή κατευθύνεται) το ελάφι οτις πηγές των νερών. Π.χ. Ο πάλαι ποτέ ανεξάρτητος βουλευτής στρέφεται τώρα π ά ­ λι στο κόμμα του ως έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων. ώς έμεγαλύνθη τά έργα σου, Κύριε· πόσο μεγάλα και θαυμα­ στά είναι τα δημιουργήματα Σου, Κύριε· τι μεγαλείο περικλείουν τα έργα Σου, Κύριε. Π.χ. Κοιτάζοντας την αρμονία και την ποικιλία της φύοης σκέ­ φτηκα ως έμεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε. Πρβλ. Ψαλμ., ΡΓ' 24: «ώς έμεγαλύνθη τά έργα Σου, Κύριε- πάντα έν σοφίςι έποίησας, έπληρώθη ή γή τής κτίσεως Σου». ώς έν βραχεί ειπείν για να πω σύντομα // για να μιλήσω απλά. Π.χ. Και ως εν βραχεί ειπείν, η δημοσκόπηση τα λέει όλα. Βλ. ουνών.: «ώς συνελόντι ειπείν», «ώς συντόμως ειπείν», «ώς άπλίρ λόγω». ώς έν κατόπτρω·* οαν οε καθρέφτη//με καθαρή και πιστή απεικό­ νιση.

π.χ. Ζωγράφισε το τοπίο ως εν κατόπτρω. * Ή με τη μορφή: «ώς είς καθρέπτην». ώς έν παραδείγματι· για να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα. Π.χ. Ως εν παραδείγματι θα αναφέρω τις παρακάτω περιπτώσεις. Πρβλ. αυνών.: «παραδείγματος χάριν». ώς έν παρόδω* παρεμβατικά· παρεμπιπτόντως· συμπληρωματικά. Π.χ. Ως εν παρόδω ο νεοεκλεγείς βουλευτής υπήρξε κάποτε πρό­ εδρος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών. Πρβλ. «ειρήσθω έν παρόδφ». ώς έξης· σύμφωνα με τον επόμενο τρόπο* έτσι. Π.χ. Οι άδειες σας θα δοθούν ως εξής Πρβλ. συνών.: «ώς ακολούθως». ώς έοικε· όπως φαίνεται· όπως είναι φανερό· όπιος είναι φυσικό. Π.χ. Θα υπάρξει, ως έοικε, αυξημένη κίνηση στην εθνική οδό. ώς έπί τό πλείστον* όπως πολύ συχνά συμβαίνει* τις περισσότερες φορές* όπως συμβαίνει ουνήθως // κ α τ ά το μεγαλύτερο μέρος. Π.χ. Ως επί το πλείστον είναι συνεπής στα ραντεβού του. Πρβλ. συνών.: «κατά τό πλείστον», «έπί τό πλείστον», «ώς έπί τό πολύ». ώς έπί τό πολΰ* τις περισσότερες φορές* όπως συμβαίνει συχνά* συνήθιος. Π.χ. Ως επί το πολύ έρχεται στην ώρα του. Πρβλ. συνών.: «ώς έπί τό πλείστον». ώς έπος είπείν* για να λεχθεί // για να ειπωθεί σύντομα // σαν πα­ ράδειγμα. Π.χ. Αυτός ο άνθρωπος, ως έπος ειπείν, θα μείνει στην ιστορία. Λατ.: «ιιΐ νειίκ) άίοίίπι». ώς ευ παρέστης·* καλώς ήλθες· καλώς τον καλώς όρισες. Π.χ. Γεια σου φίλε μου! ως εν παρέστης! Πρβλ Σοφ. Αί., 92. * Από το ρ. «παρίσταμαι» (= παρευρίσκομαι, είμαι παρών).

ώς ή άμμος τής θιιλάσσης· όπως η άμμος της θάλαοοας // (μτφ.) αναρίθμητος· πολυπληθής. Π.χ. Ο αριθμός των φιλάθλων ήταν ως η άμμος της θαλάσσης. Πρβλ. Ιω., Αποκ., Κ' 8, «ουναγαγείν αυτούς είς τόν πόλεμον, ων ό αριθ­ μός αυτών ώς ή άμμος της θαλάοοης». Μερικές φορές χρησιμοποιείται ολόκληρη η τελευταία πρόταση του παραπάνω χωρίου, δηλαδή «ών ό ... θαλάσσης». Τότε η φράση αυτή αντιστοιχεί πλήρως στη φράση «ών ούκ έστιν αριθμός». Βλ. φράση. ώς ήτο έπόμενον όπως ήταν επόμενο· όπως ήταν φυοικό να ακο­ λουθήσει· όπως θα το περίμενε κανείς. Π.χ. Λόγω της κακοκαιρίας, ως ήτο επόμενον η πτήση αναβλή­ θηκε. Πρβλ. αντίθ.: «έξαπίνης». ώς κόρην οφθαλμού·* σαν την κόρη του ματιού // σαν κάτι το εξαι­ ρετικό // σαν κάτι μοναδικό, πολύ σπουδαίο // πολύτιμο. Π.χ. Του δάνεισε το αυτοκίνητο του και του ζήτησε να το προσέ­ χει ως κόρην οφθαλμού. Κόρη (ανατομία): το άνοιγμα (οπή) της ίριδας του ματιού. Για την προ­ έλευση της φράσης πρβλ. Ψαλμ., ΙΣΤ' 8-9: «φύλαξαν με ώς κόρην ο­ φθαλμού· έν σκέπη τών πτερύγων σου σκεπάσεις με άπό προσώπου ά­ σεβων τών ταλαιπωρησάντων με.». * Στη νεοελληνική χρησιμοποιείται συνήθως η φράση: «οαν τα μάτια

ώς μή ώφειλε· το οποίο μακάρι να μην γινόταν // όπως δεν έπρεπε. Π.χ. Η αδερφή του παντρεύτηκε, ως μη ώφειλε, άντρα πον δεν της ταίριαζε. Πρβλ.: «ώς ώφειλε». ώς Ο Ιόν τε· όοο το δυνατόν όοο μπορεί. Π.χ. Μόλις διάβασε το τηλεγράφημα ήρθε ως οιόν τε γρήγορα. ώς πρόβατα έν μέαφ λύκων σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους. Π.χ. Βρεθήκαμε στο αστυνομικό τμήμα μαζί με τους κακοποιούς ως πρόβατα εν μέσω λύκων. Πρβλ. Ματθ., Γ 16.

ώς π ρ ό β α τ ο ν έ π ί ο φ α γ ή ν οαν το πρόβατο που οδηγείται για ο φ α γ ή // (μτφ.) με οικτρό τρόπο, χωρίς τη δυνατότητα προστα­ σίας, αν και αθώος // χωρίς τη δυνατότητα απολογίας" // κ α τ α ­ δίκη σε θάνατο σαν το αρνί. Η φράση χρησιμοποιείται για έναν άνθρωπο ο οποίος διώκεται ανηλεώς και, ενώ είναι αθώος ή χωρίς καταλογισμό ελαφρυντι­ κών ή χωρίς απολογία, οδηγείται στην καταδίκη και στον α φ α ­ νισμό. Π.χ. Ο δημοσιογράφος που συνελήφθη στα πεδία των μαχών ο­ δηγήθηκε οτη φυλακή ως πρόβατον επί οφαγήν. Πρβλ. Π.Δ. Ησ., ΝΓ' 7: «καί αυτός διά τό κεκακώσθαι οϋκ ανοίγει τό οτόμα αϋτοϋ" ώς πρόβατον έπί οφαγήν ήχθη καί ώς αμνός εναντίον τοϋ κείροντος αυτόν άφωνος, οϋτως ούκ ανοίγει τό στόμα». ώς συνελόντι είπεϊν" για να ειπωθεί σύντομα· χάριν συντομίας. Π.χ. Ως συνελόντι ειπείν, όλα δείχνουν ότι επίκειται ανασχημα­ τισμός. Πρβλ. συνών.; «ώς συντόμως είπεϊν». Λατ.: «υΐ ότενΐδ δίιπρ όίοΒΓη». ώς συνήθως· κατά συνήθεια· όπως συμβαίνει συχνά. Π.χ. Ως συνήθως πρέπει πρώτα να του τηλεφωνήσεις. Πρβλ. συνών.: «κατά τό σύνηθες». ώς συντόμως είπεϊν για να λεχθεί σύντομα· για τη συντομία του λόγου· χάριν συντομίας. Π.χ. Και ως συντόμως ειπείν έγιναν μαλλιά κουβάρια. Πρβλ. συνών.: «ώς συνελόντι είπεϊν». ώς τάχιστα· όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Π.χ. Πρέπει να επιστρέψεις ως τάχιστα. ώς ώφειλε· όπως ώφειλε· όπως έπρεπε να κάνει. Π.χ. Δεν τα έφερε ως ώφειλε. Πρβλ.: «ώς μή ώφειλε». ώ τοϋ θαύματος· τι θαύμα· τι θαύμα συνέβη! Λέγεται για κάτι α ν α π ά ν τ ε χ ο και απροσδόκητο. Κυρίως για κά­ τι που συμβαίνει, ενώ δεν περιμένουμε να συμβεί, αν και το προσ­ δοκούμε.

π.χ. Η επιστολή, ω τον θαύματος, έφθασε πολύ γρήγορα οτον προορισμό της. <5>χετο άπιών έφυγε· έγινε άφαντος· εξαφανίστηκε. Π.χ. Ό τ α ν ακούστηκαν ύβρεις, ώχετο απιών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πληθώρα ατομικών οημειώοεων, αποτέλεσμα μακρόχρονης ί ρευνας, υπήρξε η βάση για τη συγκρότηση του παρόντος βιβλίο Γ Χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν όλες οι εκδόσεις των έργων της αρχαίίΐς ελληνικής γραμματείας, στερεότυπες και χρηστικές. Χρησιμοπο» ί| θηκε επίσης, επιβοηθητικά, μεγάλος αριθμός έργων της λεξικογρ(ΐ φίας. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν οι εξής πηγές και βοηθήματα: 1. Βοοταντζόγλου Θεολόγος, Α ντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Ν ι οελληνικής Γλώσσης, Αθτ\να 1962. 2. Δημητράκος Δημήτριος, Μέγα Αεξικόν Όλης της Ελληνικής Γλώσσης, τ. 15, εκδ. Ν. Ασημακόπουλος, Αθήνα 1964. 3. Δημητράκος Δημήτριος, ΟρθογραφικόνΕρμηνευτικόνΛεξικαν. εκδ. Χρ. Γιοβάνης, Αθήνα 1969. 4. Δορμπαράκης Παναγιώτης, Επίτομον Αεξικόν της Αρχαίας Ελ ληνικής Γλώσσης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, I. Δ. ΚολλιΊ ρος, Αθήνα 1989. 5. Επιτροπής φιλολόγων, Σύγχρονον Αεξικόν της Ελληνικής Γλιόο σης, εκδ. Ατλας, Αθήνα 1961. 6. Ιατρού Μιχαήλ, Πόθεν και διατί, Αθήναι 1972. 7. Κριαράς Εμμανουήλ, Αεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Λη μώδονς Γραμματείας, 1100-1669, Θεσσαλονίκη 1975. 8. Κριαράς Εμμανουήλ, Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονΐ]ς Λ η μοτικής Γλώσσας, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1995. 9. Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή Νέων Λέξεων, εκδ. Ερμί|ς, Αθήνα 1980. 10. Αεξικόν Σούδα (Σουΐδα), φιλολογική α π ο κ α τ ά σ τ α σ η Ιηππ ΒβΙίΙίβΓ, εκδ. Γεωργιάδης, Αθήνα χ. χ. 11. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Λεξικό της Νέας Ελληνικής I λα κ ι σας, εκδ. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998.

12. 13. 14.

15. 16. 17. 18.

19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26.

Πελέκης Μακάριος, Λεξικό Περιφράσεων, Φράσεων και Εκ­ φράσεων της Αρχαίας Ελληνικής, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 1997. Σκαρλάτος Βυζάντιος, Αεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Αθή­ ναι 1882 και εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1999. Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος, Αεξικόν της καθ' ημάς Ελληνικής Δια­ λέκτου, εκδ. Ανδρέας Κορομηλάς, Αθήναι/ Κωνσταντινούπο­ λις 1874. Σταματάκος Ιωάννης, Αεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσ­ σης, εκδ. Φοίνιξ, Αθήναι 1949. Σταματάκος Ιωάννης, Αεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης, εκδ. Βιβλιοπρομηθευτική - 1 . Σιδηροφάγης, Αθήνα 1971. Συλλογικό έργο, Καινή Διαθήκη, εκδ. Σωτήρ, Αθήναι 1974. Συλλογικό έργο. Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, εκδ. Αρι­ στοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελλη­ νικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), Θεσσαλο­ νίκη 1998. Τεγόπουλος - Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, εκδ. Αρμονία, Αθή­ να 1989. Τεγόπουλος - Φυτράκης, Μείζον Ελληνικό Λεξικό, εκδ. Αρμο­ νία, Αθήνα 1997. Τσακαλώτος Ευστράτιος, Αεξικόν Ελληνολατινικόν, εκδ. Π. Δ. Σακελλάριος, Αθήνα 1926. Ο Π Π Ι Η Ι Ρ ϊ ε Γ Γ β , Αεξικό ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, εκδ. υηΐνετδίΐγ δίυάίο Ρ Γ ε κ δ , Θεσσαλονίκη 1991. Η&ΙΙεγ ΗεπΓγ, Συνοπτική Εγκυκλοπαίδεια της Αγίας Γραφής, εκδ. Αόγος, Αθήνα 1979. ΗοίΓΠΗπη Ι.Β., Ετυμολογικόν Αεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής, (εξελληνιοθέν υπό Αντωνίου Παπανικολάου), Εν Αθήναις 1989. ΕίιΜεΙΙ ΗβπΓγ - δοοΙΙ ΚοόβτΙ, Μέγα Αεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τ. 6, εκδ. I. Σιδερής, Αθήναι 1997. δείιπιίάΐ Ε Γ Η δ Γ η υ δ , ΟοηοοτάΆηοβ ίο ώβ Οτββίί ηβ\ν ίβ8ΐΆΐηβηί (Ταμείον Καινής Διαθήκης), εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1984.

Related Documents