Joe Hill

  • Uploaded by: Despoula B
  • 0
  • 0
  • March 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Joe Hill as PDF for free.

More details

  • Words: 107,810
  • Pages: 376
Loading documents preview...
ΣΚΟΤΑΔΙ

Ο Τζουντ είχε μια ιδιωτική συλλογή. Στους τοίχους του στούντιό του, ανάμεσα στους πλατινένιους δίσκους του, είχε κρεμάσει κορνιζαρισμένα σκίτσα των Εφτά Νάνων. Τα είχε ζωγραφίσει στη φυλακή ο Τζον Γουέιν Γκέισι και του τα είχε στείλει. Στον Γκέισι άρεσε η χρυσή εποχή του Ντίσνεϊ σχεδόν όσο του άρεσε να βιάζει μικρά παιδιά· σχεδόν όσο του άρεσαν τα άλμπουμ του Τζουντ. Ο Τζουντ είχε στην κατοχή του το κρανίο ενός χωρικού που είχε υποστεί τρυπανισμό το δέκατο έκτο αιώνα, για να εκδιωχθούν οι δαίμονες. Μέσα στην τρύπα στο κέντρο του κρανίου είχε σφηνώσει μια συλλογή από πένες. Είχε μια δημόσια ομολογία ενοχής, ηλικίας τριών αιώνων, με την υπογραφή μιας μάγισσας. «Μίλησα με ένα μαύρο σκύλο που μου είπε ότι θα φαρμάκωνε τις αγελάδες, θα τρέλαινε τα άλογα και θα έστελνε αρρώστιες στα παιδιά αν τον άφηνα να πάρει την ψυχή μου, και του είπα ναι, κι έπειτα τον άφησα να με βυζάξει». Η μάγισσα είχε θανατωθεί στην πυρά. Είχε μια σφιχτή και φθαρμένη θηλιά που είχε χρησιμοποιηθεί για τον απαγχονισμό ενός άντρα στην Αγγλία στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, το σκάκι που είχε στην παιδική του ηλικία ο αποκρυφιστής Άλιστερ Κρόουλι, και ένα σναφ φιλμ*. Ανάμεσα στα αντικείμενα της συλλογής του Τζουντ, αυτό το τε•Ταινία στην οποία κινηματογραφείται σεξουαλική κακοποίηση και στη συνέχεια η δολοφονία του θύματος. (Σ.τ.Μ.)

16

JOE HILL

λευταίο τον έκανε να νιώθει πιο άβολα απ' όλα. Είχε φτάσει στα χέρια του μέσω κάποιου αστυνομικού που είχε δουλέψει στην ασφάλεια κάποιων συναυλιών του στο Λος Άντζελες. Ο αστυνομικός τού είχε πει ότι το βίντεο ήταν αρρωστημένο. Το είχε πει αυτό με κάποιον ενθουσιασμό. Ο Τζουντ το είδε και ένιωσε πως είχε δίκιο. Ήταν αρρωστημένο. Και κατά κάποιον έμμεσο τρόπο, είχε επισπεύσει το τέλος του γάμου του. Κι όμως, εξακολουθούσε να το έχει στην κατοχή του. Πολλά από τα αντικείμενα αυτής της ιδιωτικής συλλογής του γκροτέσκο και του αλλόκοτου ήταν δώρα που του είχαν στείλει διάφοροι θαυμαστές. Σπανίως αγόραζε ο ίδιος κάτι για τη συλλογή του. Όταν όμως ο Ντάνι Γούτεν, ο βοηθός του, του είπε ότι υπήρχε ένα φάντασμα για πούλημα στο Διαδίκτυο και τον ρώτησε αν ήθελε να το αγοράσει, ο Τζουντ δεν μπήκε καν στον κόπο να το σκεφτεί. Ήταν σαν να είχε βγει για φαγητό σε κάποιο εστιατόριο, του είχαν προτείνει τη σπεσιαλιτέ κι εκείνος είχε αποφασίσει ότι αυτό ήθελε, χωρίς καν να κοιτάξει το υπόλοιπο μενού. Μερικές παρορμήσεις δε χρειάζονταν σκέψη. Το γραφείο του Ντάνι καταλάμβανε μια νέα επέκταση που εξείχε από το βορειοδυτικό άκρο της δαιδαλώδους αγροικίας του Τζουντ, ηλικίας 110 χρόνων. Με τα κλιματιστικά, τα μοντέρνα έπιπλα γραφείου και την μπεζ μοκέτα του, το γραφείο ήταν ψυχρό και απρόσωπο, και δε θύμιζε σε τίποτα το υπόλοιπο σπίτι. Αν δεν υπήρχαν οι αφίσες από τις συναυλίες σε κορνίζες από ανοξείδωτο ατσάλι, θα μπορούσε να είναι αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου. Μία από αυτές τις αφίσες απεικόνιζε ένα βάζο γεμάτο μάτια που σε κοιτούσαν, με ματωμένους κόμπους από νεύρα να κρέμονται από πίσω τους. Ήταν για την περιοδεία με τίτλο «Όλα Τα Μάτια Πάνω Σου». Πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η επέκταση, ο Τζουντ το είχε κιόλας μετανιώσει. Παρ' όλο που είχε αποφασίσει πως δεν του άρεσε να ταξιδεύει σαράντα λεπτά για να φτάσει σ' ένα νοικιασμένο γραφείο στο Ποκίπσι και να κάνει τη δουλειά του, ίσως ήταν τελικά προτιμότερο από το να έχει τον Ντάνι Γούτεν μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Εδώ, ο Ντάνι και η δουλειά του Ντάνι ήταν πολύ κοντά. Όταν ο Τζουντ ήταν στην κουζίνα, άκουγε τα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

17

τηλέφωνα να χτυπάνε εκεί μέσα, μερικές φορές ταυτόχρονα μάλιστα, και ο ήχος τον τρέλαινε. Είχε χρόνια να ηχογραφήσει κάποιο άλμπουμ, δεν είχε δουλέψει σχεδόν καθόλου από τότε που ο Τζερόμ και ο Ντίζι είχαν πεθάνει (και μαζί τους και το συγκρότημα), αλλά τα τηλέφωνα εξακολουθούσαν να χτυπούν ασταμάτητα. Ένιωθε να ασφυκτιά από τη διαρκή παρέλαση ανθρώπων που ζητούσαν ένα μέρος από το χρόνο του, και από την ατέλειωτη συσσώρευση νομικών και επαγγελματικών υποχρεώσεων, συμφωνιών και συμβολαίων, εκδηλώσεων προώθησης και εμφανίσεων, δηλαδή από τη δουλειά της Τζούντας Κόιν Ινκ., η οποία δεν τελείωνε ποτέ και βρισκόταν διαρκώς σε εξέλιξη. Όταν ήταν σπίτι του, ήθελε να είναι ο εαυτός του, όχι ένα εμπορικό σήμα. Τον περισσότερο καιρό, ο Ντάνι απέφευγε το υπόλοιπο σπίτι. 'Οποια κι αν ήταν τα ελαττώματά του, τουλάχιστον τον ιδιωτικό χώρο του Τζουντ τον προστάτευε. Όμως ο Ντάνι τον έβαζε πάντα στο στόχαστρο όποτε εκείνος ξεστράτιζε κι έμπαινε στο γραφείο -κάτι που έκανε, χωρίς καθόλου καλή διάθεση, τέσσερις ή πέντε φορές τη μέρα. Το πέρασμα από το γραφείο ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος για να φτάσει στον αχυρώνα και στα σκυλιά. Θα μπορούσε να αποφύγει τον Ντάνι βγαίνοντας από την μπροστινή πόρτα και κάνοντας τον κύκλο του σπιτιού, αλλά δε δεχόταν να προσπαθεί να γλιστράει απαρατήρητος στο ίδιο του το σπίτι μόνο και μόνο για να αποφεύγει τον Ντάνι Γούτεν. Εκτός αυτού, του φαινόταν απίθανο να έχει πάντα κάτι ο Ντάνι για να τον ενοχλήσει. Κι όμως, είχε. Κι αν δεν είχε κάτι που απαιτούσε την άμεση εποπτεία του, ήθελε απλώς να του μι•λήσει. Ο Ντάνι καταγόταν από τη Νότια Καλιφόρνια, κι όταν άρχιζε να μιλάει ξεχνούσε να σταματήσει. Μπορούσε να κάθεται ν' αραδιάζει σε ανθρώπους εντελώς άγνωστους τα οφέλη του αγρόπυρου, που εκτός των άλλων έκανε τα αέρια των εντέρων σου μυρωδάτα σαν το φρεσκοκομμένο γρασίδι. Ήταν τριάντα χρονών, αλλά μπορούσε να μιλάει για το σκέιτμπορντ και το PlayStation με το παιδί που έφερνε τις πίτσες, λες και ήταν δεκατεσσάρων. Ο Ντάνι συζητούσε τα προσωπικά του με τους τεχνικούς του αιρκοντίσιον, τους έλεγε για την αδερφή του που είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης στην εφηβεία της και

7

JOE HILL

πώς είχε ανακαλύψει ο ίδιος το πτώμα της μητέρας του μετά την αυτοκτονία της. Ήταν αδύνατον να τον φέρεις σε δύσκολη θέση. Δεν ήξερε τι θα πει η λέξη ντροπή. Ο Τζουντ γυρνούσε στο σπίτι, αφού πρώτα είχε ταΐσει τον Άνγκους και την Μπον, και βρισκόταν στα μισά της διαδρομής μέχρι να βγει από το βεληνεκές του Ντάνι -μόλις πάνω που είχε αρχίσει να πιστεύει ότι θα μπορούσε να περάσει αλώβητος από το γραφείο-, όταν ο Ντάνι είπε: «Έι, αφεντικό, για ρίξε μια ματιά εδώ». Κάθε φορά που ο Ντάνι ζητούσε την προσοχή του, ξεκινούσε μ* αυτήν ακριβώς τη φράση, που ο Τζουντ είχε μάθει να την τρέμει και να την απεχθάνεται, γιατί ήταν ένα πρελούδιο για μισή ώρα χαμένου χρόνου, γεμάτη από έγγραφα που έπρεπε να συμπληρώσει και φαξ που έπρεπε να δει. Όμως ο Ντάνι του είπε ότι μια γυναίκα πουλούσε ένα φάντασμα, και ο Τζουντ ξέχασε όλα όσα τον έκαναν να βαρυγκομάει. Έκανε τον κύκλο του γραφείου, στάθηκε πίσω από τον Ντάνι και κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή του. Ο Ντάνι είχε ανακαλύψει το φάντασμα σε μια διαδικτυακή δημοπρασία, όχι στο eBay, αλλά σε κάποιον παρόμοιο, μικρότερο ιστότοπο. Ο Τζουντ έριξε μια γρήγορη ματιά στην περιγραφή του αντικειμένου καθώς ο Ντάνι διάβαζε φωναχτά. Ο Ντάνι θα έκοβε το χέρι του γΙα χάρη του, αν του το ζητούσε. Είχε πάνω του μια δουλοπρέπεια που ο Τζουντ την έβρισκε αποκρουστική για έναν άντρα. «"Αγοράστε το φάντασμα του πατριού μου"», διάβασε ο Ντάνι. «"Πριν από έξι εβδομάδες ο ηλικιωμένος πατριός μου πέθανε ξαφνικά. Εκείνη την εποχή έμενε μαζί μας. Δεν είχε δικό' του σπίτι και πήγαινε από συγγενή σε συγγενή, μένοντας από ένα δυο μήνες στον καθένα. Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι από το θάνατο του, περισσότερο απ' όλους η κορούλα μου, που είχε πολύ καλή σχέση μαζί του. Κανένας δεν το περίμενε. Ήταν δραστήριος ως το τέλος της ζωής του. Ποτέ δεν κάθισε μπροστά στην τηλεόραση. Έπινε ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι κάθε μέρα. Είχε όλα του τα δόντια"». «Φάρσα είναι», είπε ο Τζουντ. «Δε νομίζω», είπε ο Ντάνι. Συνέχισε: «"Δύο μέρες μετά την

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

19

κηδεία του, η κορούλα μου τον είδε να κάθεται στο δωμάτιο για τους ξένους, που είναι ακριβώς απέναντι από το δικό της. Από τότε το κοριτσάκι μου φοβάται να μείνει μόνη της στο δωμάτιό της, ακόμα και ν' ανέβει στο πάνω πάτωμα. Της είπα ότι ο παππούς δε θα της έκανε ποτέ κακό, αλλά μου απάντησε ότι φοβόταν τα μάτια του. Είπε ότι ήταν γεμάτα μαύρες μουντζαλιές, κι ότι δεν τα είχε πια για να βλέπει. Έτσι, από τότε, κοιμάται μαζί μου. »"Στην αρχή σκέφτηκα ότι ήταν μια τρομακτική ιστορία που είχε πείσει τον εαυτό της να πιστέψει, αλλά το πράγμα δε σταμάτησε εδώ. Στον ξενώνα έκανε πολύ κρύο. Μπήκα εκεί μέσα και πρόσεξα ότι περισσότερο κρύο έκανε στην ντουλάπα, όπου κρεμόταν το καλό του κουστούμι. Επιθυμία του ήταν να τον θάψουν μ' αυτό το κουστούμι, αλλά όταν του το φορέσαμε στο γραφείο τελετών δε μας φάνηκε εντάξει. Ο άνθρωπος ζαρώνει λιγάκι μόλις πεθάνει. Το νερό που έχει μέσα του εξαερώνεται. Το καλό του κουστούμι του έπεφτε πολύ μεγάλο, κι έτσι ακούσαμε τους ανθρώπους του γραφείου, που μας έπεισαν να του βάλουν ένα δικό τους. Δεν ξέρω γιατί τους άκουσα. »"Τις προάλλες ξύπνησα μέσα στη νύχτα κι άκουσα τον πατριό μου να κόβει βόλτες στο επάνω πάτωμα. Το κρεβάτι στο δωμάτιο του δε μένει ποτέ στρωμένο και η πόρτα ανοιγοκλείνει όλη την ώρα. Ούτε η γάτα δεν ανεβαίνει επάνω· κάθεται στο πρώτο σκαλοπάτι και κοιτάζει πράγματα που εγώ δεν μπορώ να δω. Κοιτάζει για λίγο, έπειτα βγάζει μια στριγκλιά λες και της πάτησαν την ουρά και το βάζει στα πόδια. »'Ό πατριός μου είχε ασχοληθεί όλη του τη ζωή με τον πνευματισμό, και πιστεύω ότι βρίσκεται ακόμα εδώ μόνο και μόνο για να διδάξει στην κόρη μου ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος. Όμως εκείνη είναι έντεκα χρονών κι έχει ανάγκη να ζήσει μια φυσιολογική ζωή και να κοιμάται στο δικό της δωμάτιο, όχι στο δικό μου. Το μόνο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι να προσπαθήσω να βρω στον παππού ένα άλλο σπίτι, και ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους που θέλουν να πιστέψουν στη μετά θάνατον ζωή. Λοιπόν, ορίστε η απόδειξη που ζητάτε. »'"Πουλάω' λοιπόν το φάντασμα του πατριού μου σε όποιον δώσει τα περισσότερα. Βέβαια, ένα πνεύμα δεν μπορεί να που-

20

JOE HILL

ληθεί, αλλά πιστεύω ότι θα έρθει στο σπίτι σας και θα μείνει μαζί σας, αν του δείξετε ότι είναι καλοδεχούμενο. Όπως είπα, όταν πέθανε έμενε μαζί μας προσωρινά, δεν είχε κάποιο δικό του μέρος, έτσι είμαι σίγουρη ότι θα πήγαινε όπου τον ήθελαν. Μην πιστεύετε ότι πρόκειται για φάρσα κι ότι θα πάρω τα λεφτά σας και δε θα σας στείλω τίποτα. Ο πλειοδότης θα παραλάβει κάτι χειροπιαστό για την επένδυσή του. Θα σας στείλω το καλό του κουστούμι. Πιστεύω ότι αν το πνεύμα του είναι δεμένο με κάτι, αυτό το κάτι πρέπει να είναι αυτό. »'Έίναι ένα πολύ ωραίο κλασικό κουστούμι, ραμμένο από την Γκρέιτ Γουέστερν Τέιλορινγκ. Έχει όμορφη λεπτή ρίγα", μπλα μπλα μπλα, "σατέν φόδρα", μπλα μπλα μπλα...» Ο Ντάνι σταμάτησε να διαβάζει κι έδειξε στην οθόνη. «Πρόσεξε τα μέτρα, αφεντικό. Είναι ακριβώς στο μέγεθος σου. Η υψηλότερη προσφορά είναι ογδόντα δολάρια. Αν θέλεις να αποκτήσεις ένα φάντασμα, νομίζω πως θα μπορούσε να γίνει δικό σου για εκατό». «Ας το αγοράσουμε», είπε ο Τζουντ. «Αλήθεια; Να βάλω μια προσφορά εκατό δολάρια;» Ο Τζουντ μισόκλεισε τα μάπα του, κοιτάζοντας προσεκτικά κάτι στην οθόνη, κάτω ακριβώς από την περιγραφή του αντικειμένου, ένα κουμπί που έγραφε: ΑΠΟΚΤΗΣΤΕ ΤΟ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕ 1.000 ΔΟΛΑΡΙΑ. Και λίγο παρακάτω: Πατήστε Εδώ για να το Αγοράσετε και να Θέσετε Τέλος στη Δημοπρασία! Χτύπησε με το δάχτυλο του την οθόνη. «Ας το κάνουμε χίλια δολάρια να τελειώνουμε», είπε. Ο Ντάνι στριφογύρισε στην καρέκλα του. Χαμογέλασε και σήκωσε τα φρύδια του. Ο Ντάνι είχε ψηλά, καμπυλωτά φρύδια σαν του Τζακ Νίκολσον, και τα χρησιμοποιούσε πολύ αποτελεσματικά. Ίσως περίμενε κάποια εξήγηση, αλλά ο Τζουντ δεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να εξηγήσει, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό, γιατί του φαινόταν λογικό να πληρώσει χίλια δολάρια για ένα παλιό κουστούμι που μάλλον δεν άξιζε ούτε το ένα πέμπτο της τιμής. Αργότερα σκέφτηκε ότι ίσως θα ήταν ένας καλός τρόπος να συγκεντρώσει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας: Ο Τζούντας Κόιν αγοράζει ένα πόλτεργκαϊστ. Οι οπαδοί του κατάπιναν αμάσητες κάτι τέτοιες ιστορίες. Όμως αυτό θα γι-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

21

νόταν αργότερα. Εκείνη τη στιγμή, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ότι ήθελε να είναι εκείνος που θα αγόραζε το φάντασμα. Ο Τζουντ έκανε να φύγει. Σκεφτόταν πως έπρεπε ν' ανέβει επάνω, να δει αν η Τζόρτζια είχε ντυθεί. Της είχε πει ν' αρχίσει να ντύνεται πριν από μισή ώρα περίπου, αλλά σίγουρα θα την έβρισκε ακόμα στο κρεβάτι. Είχε την αίσθηση ότι σκόπευε να μείνει εκεί μέχρι να έχει τον καβγά που γύρευε. Θα καθόταν φορώντας ακόμη τα εσώρουχά της και θα έβαφε με προσοχή τα νύχια της μαύρα. Ή θα είχε ανοιχτό το φορητό της υπολογιστή και θα σερφάριζε σε σελίδες με γκοθ αξεσουάρ, αναζητώντας το τέλειο καρφί για να μπήξει στη γλώσσα της, λες και δεν αρκούσαν αυτά που είχε, να πάρει ο διάολος! Η σκέψη του σερφαρίσματος στο Ίντερνετ έκανε τον Τζουντ να κοντοσταθεί, σαν ν' αναρωτιόταν κάτι. Γύρισε και κοίταξε τον Ντάνι. «Πώς κι έπεσες πάνω σ' αυτό;» τον ρώτησε, γνέφοντας προς τον υπολογιστή. «Πήραμε ένα σχετικό μήνυμα». «Από ποιον;» «Από έναν ιστότοπο για δημοπρασίες. Μας έστειλαν ένα email που έλεγε: "Παρατηρήσαμε ότι έχετε αγοράσει παρόμοια αντικείμενα στο παρελθόν και σκεφτήκαμε ότι ίσως σας ενδιαφέρει"». «Έχουμε αγοράσει παρόμοια αντικείμενα στο παρελθόν;» «Υποθέτω πως εννοεί αποκρυφιστικά αντικείμενα». «Δεν έχω αγοράσει ποτέ κάτι απ' αυτούς». «Μπορεί να έχεις και να μην το θυμάσαι. Ίσως αγόρασα εγώ κάτι για σένα». «Γαμημένο LSD», είπε ο Τζουντ. «Κάποτε είχα καλή μνήμη. Στο γυμνάσιο ήμουν στη σκακιστική λέσχη». «Αλήθεια; Τρομερό». «Ποιο; Το ότι ήμουν στη σκακιστική λέσχη;» «Ναι. Ακούγεται τόσο... σπασικλάδικο». «Ναι. Μόνο που αντί για πιόνια έπαιζα με κομμένα δάχτυλα». Ο Ντάνι γέλασε -λιγάκι υπερβολικά, με ψεύτικους σπασμούς και σκουπίζοντας από την άκρη των ματιών του φανταστικά δάκρυα. Ο γλοιώδης τσανακογλείφτης.

Το κουστούμι αφίχθη νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Ο Τζουντ είχε ξυπνήσει και ήταν έξω με τα σκυλιά. Ο Άνγκους όρμησε στο φορτηγό της UPS αμέσως μόλις σταμάτησε μπροστά στο σπίτι, και το λουρί του ξέφυγε από το χέρι του Τζουντ. Χίμηξε στο πλαϊνό του σταματημένου φορτηγού εκτοξεύοντας σάλια και ξύνοντας μανιασμένα με τά μπροστινά του πόδια την πόρτα του οδηγού, που έμεινε ακίνητος στη θέση του, κοιτάζοντας το σκύλο με την ήρεμη και σοβαρή έκφραση ενός γιατρού που εξετάζει κάποιο νέο στέλεχος του ιού Έμπολα στο μικροσκόπιο. Ο Τζουντ έπιασε το λουρί και το τράβηξε πιο δυνατά απ' όσο είχε πρόθεση. Ο Άνγκους έπεσε φαρδύς πλατύς στο χώμα, αλλά την άλλη στιγμή τινάχτηκε πάλι όρθιος, γρυλίζοντας. Η Μπον μπήκε κι αυτή στο παιχνίδι, τραβώντας με δύναμη το λουρί της, που ο Τζουντ το κρατούσε με το άλλο χέρι, και αλυχτώντας τόσο διαπεραστικά που έφερε στον Τζουντ πονοκέφαλο. Επειδή ήταν πολύ μακριά για να τα σύρει μέχρι τον αχυρώνα, στα κλουβιά τους, ο Τζουντ διέσχισε όλη την αυλή σέρνοντάς τα μέχρι τη βεράντα, ενώ εκείνα του αντιστέκονταν σ' όλη τη διαδρομή. Τα έσπρωξε μέσα από την εξώπορτα και την έκλεισε με δύναμη. Εκείνα άρχισαν αμέσως να χτυπιούνται επάνω της, γαβγίζοντας σαν υστερικά. Η πόρτα έτρεμε καθώς έπεφταν πάνω της με όλη τους τη δύναμη. Κοπρόσκυλα. Ο Τζουντ κατέβηκε τον ιδιωτικό του δρόμο κι έφτασε στο φορτηγό της UPS τη στιγμή που η πίσω πόρτα του άνοιγε μ' ένα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

23

μεταλλικό ήχο. Ο κούριερ στεκόταν μέσα στην καρότσα. Πήδηξε κάτω, κρατώντας ένα μακρύ, επίπεδο κουτί κάτω από τη μασχάλη του. «Ο Όζι Όζμπορν έχει πομεράνιαν», είπε. «Τα είδα στην τηλεόραση. Χαριτωμένα σκυλάκια, σαν γατιά του καναπέ. Έχετε σκεφτεί ποτέ να πάρετε δυο τέτοια χαριτωμένα σκυλάκια;» Ο Τζουντ πήρε το κουτί χωρίς να πει λέξη και μπήκε μέσα. Διέσχισε το σπίτι κουβαλώντας το κουτί και μπήκε στην κουζίνα. Το άφησε πάνω στον πάγκο κι έβαλε έναν καφέ. Ο Τζουντ ξυπνούσε νωρίς. Έτσι του υπαγόρευε το ένστικτο του και το εσωτερικό του ρολόι. Όταν ταξίδευε σε περιοδείες, ή όταν ηχογραφούσε, είχε συνηθίσει να σέρνεται στο κρεβάτι του στις πέντε τα ξημερώματα και να κοιμάται τις περισσότερες ώρες της ημέρας, αλλά το να μένει ξάγρυπνος όλη νύχτα δεν το είχε συνηθίσει ποτέ. Στις περιοδείες, ξυπνούσε στις τέσσερις το απόγευμα, κακοδιάθετος και με φοβερό πονοκέφαλο, έχοντας χάσει τελείως την αίσθηση του χρόνου. Όλοι όσοι τον περιτριγύριζαν του φαίνονταν σαν έξυπνοι απατεώνες, σαν εξωγήινοι δίχως αισθήματα, που φορούσαν λαστιχένιες επιδερμίδες και πρόσωπα φίλων. Έπρεπε να πιει γενναίες ποσότητες αλκοόλ για να τους κάνει να θυμίζουν ξανά τους εαυτούς τους. Μόνο που είχαν περάσει τρία χρόνια από την τελευταία του περιοδεία. Δεν είχε και μεγάλο ενδιαφέρον για το ποτό όταν ήταν στο σπίτι, και τα περισσότερα βράδια ήταν έτοιμος να πέσει για ύπνο από τις εννιά. Στα πενήντα τέσσερα χρόνια του είχε επιστρέψει ξανά στους ρυθμούς με τους οποίους ζούσε τότε που τον έλεγαν Τζάστιν Κοζίνσκι και ήταν ακόμα ένα μικρό αγόρι στο χοιροστάσιο του πατέρα του. Ο αγράμματος μπάσταρδος, θα τον έριχνε από το κρεβάτι τραβώντας τον από τα μαλλιά αν τον έβρισκε να κοιμάται μετά το ξημέρωμα. Η παιδική του ηλικία ήταν γεμάτη λάσπες, σκυλιά που γάβγιζαν, συρματοπλέγματα, ετοιμόρροπα κτίσματα, γουρούνια με ξεραμένο δέρμα και πλακουτσωτές μούρες που σκλήριζαν, και ελάχιστες επαφές με ανθρώπους, εκτός από τη μητέρα του -που περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας καθισμένη στην κουζίνα, με την πλαδαρή όψη και το απλανές βλέμμα ανθρώπου που έχει υποστεί λο-

24

JOE HILL

βοτομή- και τον πατέρα του, που κουμαντάριζε τα γεμάτα σκατά γουρουνιών και μπάζα στρέμματα που είχαν στην ιδιοκτησία τους με το απειλητικό χαμόγελο και τις γροθιές του. Ο Τζουντ είχε ήδη ξυπνήσει εδώ και ώρες αλλά δεν είχε πάρει ακόμα πρωινό, και τηγάνιζε μπέικον όταν η Τζόρτζια μπήκε στην κουζίνα. Φορούσε μόνο ένα μαύρο σλιπάκι, είχε τα χέρια της σταυρωμένα πάνω στα μικρά, λευκά στήθη της με τις τρυπημένες θηλές, και τα μαύρα μαλλιά της έπεφταν γύρω από το πρόσωπο της σχηματίζοντας μια απαλή μπερδεμένη φωλιά. Το πραγματικό της όνομα δεν ήταν Τζόρτζια. Την έλεγαν Μέριμπεθ Κίμπολ, ένα όνομα τόσο απλό, τόσο συνηθισμένο, που όταν του το είχε πρωτοπεί είχε βάλει τα γέλια, σαν να ντρεπόταν γι' αυτό. Ο Τζουντ είχε στο παρελθόν του ολόκληρη παρέλαση από γκοθ φιλενάδες που έκαναν στριπτίζ ή έλεγαν τη μοίρα, ή έκαναν στριπτίζ και έλεγαν τη μοίρα- όμορφα κορίτσια που φορούσαν αιγυπτιακούς σταυρούς και έβαφαν τα νύχια τους μαύρα, και τις οποίες φώναζε πάντα με τον τόπο καταγωγής τους -ένα συνήθειο που μερικές τις ενοχλούσε, γιατί δεν τους άρεσε να τους θυμίζουν το πρόσωπο που προσπαθούσαν να σβήσουν με όλο αυτό το μακάβριο μακιγιάζ. Η Τζόρτζια ήταν είκοσι τριών χρονών. «Κωλόσκυλα» είπε, σπρώχνοντας παράμερα ένα με το τακούνι της. Τα σκυλιά τρίβονταν στα πόδια του Τζουντ, αλαφιασμένα από το άρωμα του μπέικον. «Με ξύπνησαν, να πάρει ο διάολος». «Ίσως ήταν ώρα να σηκωθείς, γαμώτο μου. Το έχεις σκεφτεί ποτέ;» Η Τζόρτζια δε σηκωνόταν ποτέ πριν από τις δέκα, αν δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος. Εκείνη έσκυψε στο ψυγείο για να πάρει το χυμό πορτοκάλι. Ο Τζουντ απόλαυσε το θέαμα καθώς το εσώρουχο της χώθηκε ανάμεσα στους υπερβολικά λευκούς γλουτούς της, αλλά κοίταξε αλλού όταν εκείνη γύρισε για να πιει χυμό από το κουτί. Και το άφησε και πάνω στον πάγκο. Αν δεν το έπαιρνε εκείνος, το κουτί θα έμενε εκεί μέχρι να σαπίσει. Χαιρόταν για τη λατρεία που του έτρεφαν οι γκοθούδες. Και απολάμβανε ακόμη περισσότερο το σεξ μαζί τους, τα λυγερά, α-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

25

θλητικά, γεμάτα τατουάζ κορμιά τους, την προθυμία τους για διαστροφικά κόλπα. Κάποτε όμως ήταν παντρεμένος, με μια γυναίκα που χρησιμοποιούσε ποτήρι για να πιει και έβαζε τα πράγματα στη θέση τους όταν τελείωνε τη δουλειά της, που διάβαζε εφημερίδα το πρωί, και του έλειπαν οι συζητήσεις τους. Ήταν κουβέντες ενηλίκων. Εκείνη η γυναίκα δεν είχε δουλέψει σε στριπτιζάδικο. Δεν πίστευε στις προβλέψεις της μοίρας. Ήταν μια σχέση ενηλίκων. Η Τζόρτζια χρησιμοποίησε ένα πριονωτό μαχαίρι για ν' ανοίξει το κουτί της UPS, κι έπειτα άφησε το μαχαίρι στον πάγκο, μ' ένα κομμάτι ταινίας περιτυλίγματος κολλημένο πάνω του. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε. Μέσα στο πρώτο κουτί υπήρχε ένα δεύτερο. Ήταν σφηνωμένο και η Τζόρτζια δυσκολεύτηκε λίγο μέχρι να το βγάλει και να το ακουμπήσει στον πάγκο. Ήταν μεγάλο, γυαλιστερό και μαύρο, και είχε σχήμα καρδιάς. Τέτοια κουτιά συνήθως είχαν μέσα καραμέλες, παρ' όλο που αυτό παραήταν μεγάλο για καραμέλες, και τα κουτιά για καραμέλες ήταν ροζ ή μερικές φορές κίτρινα. Άρα θα ήταν ένα κουτί για εσώρουχα -μόνο που δεν είχε παραγγείλει κάτι τέτοιο για την Τζόρτζια. Ο Τζουντ συνοφρυώθηκε. Δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί μέσα, και την ίδια στιγμή ένιωσε ότι με κάποιο τρόπο έπρεπε να ξέρει, ότι το κουτί σε σχήμα καρδιάς περιείχε κάτι που εκείνος περίμενε. «Για μένα είναι;» τον ρώτησε. Άνοιξε το καπάκι κι έβγαλε αυτό που περιείχε το κουτί, σηκώνοντάς το για να το δει. Ένα κουστούμι. Κάποιος του είχε στείλει ένα κουστούμι. Ήταν μαύρο και παλιομοδίτικο. Οι λεπτομέρειες καλύπτονταν από την πλαστική σακούλα καθαριστηρίου στην οποία ήταν τυλιγμένο. Η Τζόρτζια το σήκωσε από τους ώμους και το κράτησε μπροστά της λες και ήταν κάποιο φόρεμα που σκεφτόταν να δοκιμάσει αλλά ήθελε πρώτα τη γνώμη του. Το βλέμμα της ήταν απορημένο, μια χαριτωμένη ρυτίδα είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια της. Για μια στιγμή ο Τζουντ δεν μπορούσε να θυμηθεί, δεν καταλάβαινε γιατί είχε έρθει εδώ αυτό το πράγμα.

26

JOE HILL

Άνοιξε το στόμα του να της πει ότι δεν είχε ιδέα, αλλά έπειτα άκουσε τον εαυτό του να λέει: «Το κουστούμι του νεκρού». «Τι;» «Το φάντασμα», είπε. Θυμήθηκε το περιστατικό καθώς μιλούσε. «Αγόρασα ένα φάντασμα. Κάποια γυναίκα ήταν σίγουρη ότι το πνεύμα του πατριού της είχε στοιχειώσει το σπίτι της. Έτσι λοιπόν ανέβασε το ανήσυχο πνεύμα για πώληση στο Διαδίκτυο, κι εγώ το αγόρασα για ένα χιλιάρικο. Αυτό είναι το κουστούμι του. Η γυναίκα πιστεύει πως ίσως αυτό ευθύνεται για το στοιχειό». «Ωραία φάση», είπε η Τζόρτζια. «Λοιπόν, θα το φορέσεις;» Η αντίδρασή του τον εξέπληξε. Ένιωσε το δέρμα του να μυρμηγκιάζει και τις τρίχες του να σηκώνονται όρθιες. Για μια φευγαλέα στιγμή, η ιδέα τού φάνηκε αποτρόπαιη. «Όχι», είπε, κι εκείνη του έριξε ένα έκπληκτο βλέμμα, διακρίνοντας τον ψυχρό και επίπεδο τόνο στη φωνή του. Το αυτάρεσκο χαμόγελό της έγινε λίγο πιο βαθύ, και συνειδητοποίησε ότι προς στιγμήν της είχε φανεί... εντάξει, αν όχι φοβισμένος, τουλάχιστον αδύναμος. «Δε θα μου κάνει», πρόσθεσε. Παρ' όλο που, απ' ό,τι φαινόταν, στην πραγματικότητα το φάντασμα είχε περίπου το ύψος και το βάρος του όσο βρισκόταν ακόμα εν ζωή. «Ισως το φορέσω εγώ», είπε η Τζόρτζια. «Είμαι κι εγώ ανήσυχο πνεύμα. Και δείχνω πολύ σέξι με αντρικά ρούχα». Ένας ακόμη σπασμός, ένα ακόμη ρίγος στο δέρμα του. Η Τζόρτζια δεν έπρεπε να το φορέσει. Τον τάραζε που αστειευόταν γι' αυτό, παρ' όλο που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να το φορέσει. Εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι πιο αποκρουστικό. Κι αυτό έλεγε πολλά. Δεν υπήρχαν αρκετά πράγματα που ο Τζουντ έβρισκε δυσάρεστα για να τα σκεφτεί. Δεν είχε συνηθίσει να νιώθει αηδία. Το βέβηλο δεν τον τάραζε· αντίθετα, εδώ και τριάντα χρόνια του εξασφάλιζε μια πολύ άνετη ζωή. «Θα το κρύψω επάνω, μέχρι να σκεφτώ τι θα το κάνω», είπε προσπαθώντας να δώσει αποφασιστικό τόνο στη φωνή του, χωρίς όμως να τα καταφέρει και πολύ καλά. Εκείνη τον κοίταξε με εξημμενο ενδιαφέρον μπροστά σ' αυ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

27

τή τη στιγμιαία απώλεια της γνώριμης αυτοκυριαρχίας του, κι έπειτα έβγαλε τη σακούλα του καθαριστήριου. Τα ασημένια κουμπιά του σακακιού άστραψαν στο φως. Το κουστούμι ήταν σοβαρό, κατάμαυρο σαν τα φτερά του κόρακα, αλλά αυτά τα κουμπιά, που είχαν μέγεθος κέρματος των είκοσι πέντε σεντς, του έδιναν κάπως χωριάτικο στυλ. Αν πρόσθετες ένα καουμπόικο κορδόνι αντί για γραβάτα, ίσως ήταν το είδος του κουστουμιού που θα φορούσε επί σκηνής ο Τζόνι Κας. Ο Άνγκους άρχισε ν' αλυχτάει. Ήταν ένα οξύ, στριγκό, πανικόβλητο γάβγισμα. Κάθισε στα πίσω πόδια, με την ουρά πεσμένη, κι έσπρωχνε σιγά σιγά το κορμί του μακριά από το κουστούμι. Η Τζόρτζια γέλασε. «Είναι στ' αλήθεια στοιχειωμένο», είπε. Κράτησε το κουστούμι μπροστά της κι άρχισε να το κουνάει πέρα δώθε, πλησιάζοντάς το προς τον Άνγκους κι ανεμίζοντάς το καταπάνω του, σαν ταυρομάχος. Καθώς πλησίαζε το σκυλί, έβγαζε βραχνά, πνιχτά βογκητά σαν περιπλανώμενο στοιχειό, ενώ τα μάτια της γυάλιζαν από ευχαρίστηση. Ο Άνγκους οπισθοχωρούσε άτσαλα, χτύπησε σ' ένα σκαμνί στον πάγκο της κουζίνας και το έριξε κάτω με πάταγο. Η Μπον είχε λουφάξει πίσω από τον παλιό, ματωμένο πάγκο όπου έκοβαν κρέας, με τ' αυτιά κολλημένα στο κρανίο της. Η Τζόρτζια γέλασε ξανά. «Κόφτο, γαμώτο σου!» είπε ο Τζουντ. Του έριξε ένα αλαζονικό, διαστροφικά χαρούμενο βλέμμα _ -το βλέμμα ενός παιδιού που καίει μυρμήγκια μ' ένα μεγεθυντικό φακό-, κι έπειτα έκανε μια γκριμάτσα πόνου κι έβγαλε μια κραυγή. Βλαστημώντας, άρπαξε το δεξί της χέρι. Έριξε το κουστούμι πάνω στον πάγκο. Μια άλικη σταγόνα αίματος φούσκωσε στην άκρη του δαχτύλου της κι έπεσε στα πλακάκια του δαπέδου. «Να πάρει», είπε. «Τρυπήθηκα με την κωλοκαρφίτσα». «Καλά να πάθεις». Εκείνη τον αγριοκοίταξε, σήκωσε το μεσαίο της δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπο του και βγήκε απ' την κουζίνα. Ο Τζουντ σηκώθηκε και ξανάβαλε το χυμό στο ψυγείο. Έριξε το μαχαίρι

28

JOE HILL

στο νεροχύτη, πήρε μια πετσέτα για να σκουπίσει το αίμα από το πάτωμα -κι έπειτα το βλέμμα του έπεσε στο κουστούμι, και ξέχασε αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Το ίσιωσε, δίπλωσε τα χέρια πάνω στο στήθος και το ψηλάφισε προσεκτικά. Δε βρήκε καμιά καρφίτσα· δεν μπορούσε να καταλάβει με τι είχε τρυπηθεί η Τζόρτζια. Με ήρεμες κινήσεις, το έβαλε ξανά μέσα στο κουτί του. Μια έντονη μυρωδιά τράβηξε την προσοχή του. Κοίταξε το τηγάνι και βλαστήμησε. Το μπέικον είχε καεί.

τ

Ε· βαλε ΤΟ κουτί στο ράφι στο πίσω μέρος της ντουλάπας του κι αποφάσισε να πάψει να το σκέφτεται.

Περνούσε ξανά από την κουζίνα, λίγο πριν τις έξι, για να πάρει λουκάνικα για την ψησταριά, όταν άκουσε κάποιον να ψιθυρίζει στο γραφείο του Ντάνι. Ο ήχος τον έκανε να τιναχτεί και να παγώσει εκεί που στεκόταν. Ο Ντάνι είχε φύγει εδώ και πάνω από μία ώρα και το γραφείο ήταν κλειδωμένο, θα έπρεπε λοιπόν τώρα να είναι άδειο. Ο Τζουντ έγειρε το κεφάλι για ν' ακούσει καλύτερα, και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στη χαμηλή, συριστική φωνή... Και την επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε τι άκουγε, και ο σφυγμός του επανήλθε στο φυσιολογικό. Δεν υπήρχε κανείς εκεί μέσα. Ήταν μόνο η φωνή κάποιου που μιλούσε από το ραδιόφωνο. Ο Τζουντ μπορούσε να το διακρίνει. Οι χαμηλές συχνότητες της φωνής ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, η χροιά της ελαφρώς επίπεδη. Οι ήχοι υποδηλώνουν σχήματα, δίνουν μια εικόνα του χώρου μέσα στον οποίο δημιουργούνται. Μια φωνή μέσα σ' ένα πηγάδι είναι βαθιά, γεμάτη αντήχηση, ενώ μια φωνή μέσα σε μια ντουλάπα ακούγεται μουντή, σαν κάποιος να τη συμπιέζει. Η μουσική είναι και γεωμετρία. Αυτό που άκουγε τώρα ο Τζουντ ήταν μια φωνή κλεισμένη μίέσα σ' ένα κουτί. Ο Ντάνι είχε ξεχάσει να κλείσει το ραδιόφωνο. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου κι έχωσε μέσα το κεφάλι του. Τα φώτα ήταν σβηστά και, καθώς ο ήλιος αυτή την ώρα βρισκόταν από την άλλη πλευρά του σπιτιού, το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από ένα γαλαζωπό ημίφως. Το στερεοφωνικό του γραφείου ήταν το τρίτο χειρότερο κατά σειρά ηχοσύστημα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

31

του σπιτιού, παραμένοντας πάντως καλύτερο από τα περισσότερα. Ήταν ένας πύργος από συσκευές Όνκυο μέσα σ' ένα γυάλινο έπιπλο δίπλα στον ψύκτη. Οι φωτεινές ενδείξεις του είχαν μια έντονη, αφύσικη πράσινη απόχρωση, σαν το χρώμα που παίρνουν τα αντικείμενα όταν τα κοιτάζεις μέσα από διόπτρα νυχτερινής όρασης, εκτός από μία μόνο φωτεινή, κάθετη κόκκινη εγκοπή, μια ρουμπινί ένδειξη για τη συχνότητα στην οποία ήταν συντονισμένο το ραδιόφωνο. Μια στενή σχισμή, που θύμιζε μάτι γάτας, κι έμοιαζε να κοιτάζει στο γραφείο με μια απαθή, εξωγήινη σαγήνη. «...Πόσο κρύο θα κάνει απόψε;» είπε ο άντρας στο ραδιόφωνο με βραχνή, σχεδόν τραχιά φωνή. Ένας άντρας παχύς, αν έκρινες από το σφύριγμα που ακουγόταν σε κάθε του εκπνοή. «Πρέπει ν' ανησυχούμε μήπως βρούμε κάποιους άστεγους νεκρούς από την παγωνιά;» «Το ενδιαφέρον σου για τους αστέγους είναι συγκινητικό», είπε ένας δεύτερος άντρας, αυτός με μια φωνή κάπως ψιλή, τσιριχτή. Ήταν ο σταθμός WFUM, ο οποίος έπαιζε συγκροτήματα που είχαν ονόματα θανατηφόρων νοσημάτων (Άνθραξ) ή σταδίων αποσύνθεσης (Ράνσιντ) τα περισσότερα, και οι παραγωγοί του είχαν μια εμμονή με τις ψείρες του εφήβαιου, τις στριπτιζέζ και τις διασκεδαστικές ταπεινώσεις που συνόδευαν τους φτωχούς, τους ανάπηρους και τους ηλικιωμένους. Έπαιζε τη μουσική του Τζουντ, σε σταθερή λίγο πολύ βάση, και γι' αυτό ο Ντάνι είχε συντονίσει το δέκτη του στερεοφωνικού σ' αυτή τη συχνότητα: ως ένδειξη υπακοής και κολακείας. Στην πραγματικότητα, ο Τζουντ υποψιαζόταν ότι ο Ντάνι δεν είχε συγκεκριμένες μουσικές προτιμήσεις, δεν είχε ισχυρά γούστα και αντιπάθειες, κι ότι το ραδιόφωνο ήταν γι' αυτόν απλώς ένα ηχητικό υπόβαθρο, το ακουστικό αντίστοιχο μιας ταπετσαρίας. Αν δούλευε για την Ένυα, ο Ντάνι θα σιγοψιθύριζε μετά χαράς κέλτικες μελωδίες όσο θα απαντούσε στα e-mail και θα έστελνε φαξ. Ο Τζουντ ξεκίνησε για την άλλη άκρη του δωματίου για να κλείσει το στερεοφωνικό, αλλά σχεδόν αμέσως κοντοστάθηκε, καθώς μια ανάμνηση ξεπρόβαλε αιχμηρή στο μυαλό του. Πριν

32

JOE HILL

από μία ώρα, βρισκόταν έξω με τα σκυλιά. Στεκόταν στο χώρο αναστροφής μπροστά στο γκαράζ, απολαμβάνοντας τον παγωμένο αέρα, το τσούξιμο στα μάγουλά του. Λίγο παρακάτω στο δρόμο, κάποιος έκαιγε ένα σωρό από πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα και η μυρωδιά τους στον αέρα τον έκανε να νιώθει όμορφα. Ο Ντάνι είχε βγει από το γραφείο, βάζοντας το μπουφάν του, για να πάει σπίτι του. Είχαν σταθεί για ένα λεπτό για να πουν δυο κουβέντες -ή μάλλον ο Ντάνι είχε σταθεί και φλυαρούσε στο αυτί του ενώ ο Τζουντ κοίταζε τα σκυλιά και προσπαθούσε να μην τον ακούει. Μπορούσες πάντα να είσαι σίγουρος ότι ο Ντάνι Γούτεν θα κατέστρεφε μια υπέροχη σιωπή. Σιωπή. Το γραφείο πίσω από τον Ντάνι ήταν σιωπηλό. Ο Τζουντ θυμόταν τα κρωξίματα των κορακιών και την οργιώδη φλυαρία του Ντάνι, όχι όμως τον ήχο του ραδιοφώνου ν' ακούγεται από το γραφείο πίσω του. Αν ήταν ανοιχτό, ο Τζουντ πίστευε ότι θα το άκουγε. Τα αυτιά του εξακολουθούσαν να είναι το ίδιο ευαίσθητα όπως πάντα. Παραδόξως είχαν αντέξει, παρ' όλη την καταπόνηση στην οποία τα είχε υποβάλει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αντίθετα, ο ντράμερ του, ο Κένι Μόρλιξ, ο μοναδικός επιζών της αρχικής σύνθεσης του συγκροτήματος του, είχε πάθει οξεία εμβοή και δεν μπορούσε ν' ακούσει ούτε τη γυναίκα του όταν του ούρλιαζε κατάμουτρα. Ο Τζουντ ξεκίνησε πάλι, αλλά ένιωσε ξανά ταραχή. Δεν έφταιγε μόνο ένα πράγμα. Έφταιγαν όλα μαζί. Το μισοσκόταδο του γραφείου, το κατακόκκινο μάτι που τον κοιτούσε από την πρόσοψη του ραδιοφώνου. Η ιδέα ότι το ραδιόφωνο ήταν σβηστό εδώ και μια ώρα, όταν ο Ντάνι είχε σταθεί μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου για να κουμπώσει το φερμουάρ του μπουφάν του. Η σκέψη ότι κάποιος είχε περάσει πρόσφατα από το γραφείο και ίσως βρισκόταν ακόμα κάπου εκεί κοντά, ίσως να τον παρακολουθούσε μέσα από το σκοτεινό μπάνιο που η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη -μια παρανοϊκή σκέψη, που παρ' όλα αυτά είχε καρφωθεί στο μυαλό του. Άπλωσε το χέρι του για να κλείσει το στερεοφωνικό, χωρίς ν' ακούει πια, με το βλέμμα του σ' εκείνη την πόρτα. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν άρχιζε ν' ανοίγει. Ο μετεωρολόγος έλεγε: «...κρύο και ξηρασία, καθώς το μέ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

33

τωπο μετακινεί μάζες θερμού αέρα προς τα νότια. Οι νεκροί τραβούν κάτω τους ζωντανούς. Κάτω, στο κρύο. Κάτω, μέσα στην τρύπα. Θα πεθά...» Το δάχτυλο του Τζουντ πάτησε το κουμπί ακριβώς τη στιγμή που συνειδητοποίησε τι άκουγε. Τινάχτηκε αιφνιδιασμένος και το άνοιξε ξανά, για να ξανακούσει τη φωνή, να καταλάβει τι στο διάβολο ήταν αυτά που έλεγε ο μετεωρολόγος. Μόνο που ο μετεωρολόγος είχε τελειώσει και τώρα μιλούσε ο παρουσιαστής: «...θα παγώσουμε, αλλά ο Κερτ Κομπέιν ζεσταίνεται εκεί κάτω στην κόλαση. Απολαύστε τον». Μια κιθάρα κλαψούρισε, μ' έναν οξύ, τρεμουλιαστό ήχο που συνεχιζόταν χωρίς διακριτή μελωδία ή σκοπό, εκτός ίσως από το να οδηγήσει τον ακροατή στην τρέλα. Η εισαγωγή του «I Hate Myself and I Want to Die» των Νιρβάνα. Τι ήταν αυτά που έλεγε ο μετεωρολόγος; Είχε πει κάτι για θάνατο. Ο Τζουντ ξανάκλεισε το ραδιόφωνο και το δωμάτιο βυθίστηκε ξανά στη σιωπή. Δεν κράτησε για πολύ. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο ακριβώς πίσω του, κάνοντας τον Τζουντ να αναπηδήσει τρομαγμένος για άλλη μια φορά. Έριξε μια ματιά στο γραφείο του Ντάνι, κι αναρωτήθηκε ποιος θα μπορούσε να παίρνει σ' αυτό το νούμερο τέτοια ώρα. Πήγε βιαστικά πίσω απ' το γραφείο για να δει την αναγνώριση κλήσης. Ο αριθμός ξεκινούσε από 985, και ο Τζουντ αναγνώρισε αμέσως το πρόθεμα της Ανατολικής Λουιζιάνα. Το όνομα που εμφανίστηκε ήταν ΚΟΖΙΝΣΚΙ, Μ. Μόνο που ο Τζουντ ήξερε, ακόμα και χωρίς να σηκώσει το τηλέφωνο, ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση στην άλλη άκρη της γραμμής να ήταν ο Κοζίνσκι, Μ. Εκτός κι αν είχε γίνει κανένα ιατρικό θαύμα. Σκέφτηκε να μην το σηκώσει, αλλά έπειτα πέρασε από το μυαλό του η σκέψη ότι ίσως τηλεφωνούσε η Αρλίν Γουέιντ για να του πει ότι ο Μάρτιν είχε πεθάνει· σ' αυτή την περίπτωση θα ήταν αναγκασμένος να της μιλήσει αργά ή γρήγορα, ήθελε δεν ήθελε. «Λέγετε», είπε. «Γεια σου, Τζάστιν», είπε η Αρλίν. Ήταν θεία του εξ αγχιστείας, κουνιάδα της μητέρας του, και νοσοκόμα, αν και για τους δεκατρείς τελευταίους μήνες ο μοναδικός της ασθενής ή-

34

JOE HILL

ταν ο πατέρας του Τζουντ. Ήταν εξήντα εννέα χρονών, και η φωνή της ήταν ένρινη και κελαηδιστή. Γι' αυτήν, θα έμενε πάντα ο Τζάστιν Κοζίνσκι. «Πώς τα πας, Αρλίν;» «Όπως πάντα. Ξέρεις. Εγώ κι ο σκύλος μου τα βγάζουμε πέρα. Αν και τώρα δε σηκώνεται τόσο πολύ, είναι πολύ χοντρός και τον πονάνε τα γόνατά του. Όμως δεν τηλεφωνώ για να σου πω για μένα ούτε για το σκυλί. Τηλεφωνώ για τον πατέρα σου». Λες και θα μπορούσε να τηλεφωνεί για κάτι άλλο. Η γραμμή γέμισε παράσιτα. Ο Τζουντ είχε δώσει τηλεφωνική συνέντευξη σε μια γνωστή ραδιοφωνική προσωπικότητα από το Πεκίνο και είχε δεχτεί τηλεφωνήματα από τον Μπράιαν Τζόνσον από την Αυστραλία, και οι συνδέσεις ήταν πεντακάθαρες, σαν να του τηλεφωνούσαν από το διπλανό τετράγωνο. Όμως για κάποιο λόγο οι κλήσεις από το Μουρ'ς Κόρνερ της Λουιζιάνα ακούγονταν απόμακρες και γεμάτες παράσιτα, σαν ραδιοφωνικός σταθμός στα μεσαία που βρίσκεται πολύ μακριά για καλή λήψη. Παρεμβάλλονταν φωνές από άλλα τηλεφωνήματα, που ακούγονταν αμυδρά για λίγο κι ύστερα εξαφανίζονταν. Μπορεί στο Μπατόν Ρουζ να υπήρχαν ευρυζωνικές συνδέσεις υψηλής ταχύτητας στο Διαδίκτυο, αλλά στις μικρές πόλεις που βρίσκονταν στους βάλτους βόρεια της λίμνης Πόντσαρτρεϊν, αν ήθελες γρήγορη σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο, έπρεπε να πάρεις ένα γρήγορο αμάξι και να τσακιστείς να φύγεις από κει. «Τους δυο τελευταίους μήνες τον ταΐζω με το κουτάλι. Μαλακή τροφή, που να μη χρειάζεται μάσημα. Του άρεσαν πολύ τα αστεράκια -ξέρεις, τα ζυμαρικά. Και η κρέμα βανίλια. Δεν είδα ποτέ μου ετοιμοθάνατο που να μην έκανε σαν τρελός για κρέμα λίγο πριν τον βγάλουν απ' την πόρτα σηκωτό». «Περίεργο. Ποτέ δεν του άρεσαν τα γλυκά. Είσαι σίγουρη;» «Ποιος τον φροντίζει;» «Εσύ». «Οπότε, μάλλον είμαι σίγουρη». «Εντάξει». «Γι' αυτό τηλεφωνώ. Τώρα δεν τρώει ούτε κρέμα ούτε αστεράκια ούτε τίποτα. Με ό,τι κι αν του βάζω στο στόμα πνίγεται.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

35

Δεν μπορεί να καταπιεί. Χτες ήρθε να τον δει ο δόκτωρ Νιούλαντ. Πιστεύει ότι ο μπαμπάς σου υπέστη κι άλλο θρομβωτικό επεισόδιο». «Εγκεφαλικό». Δεν ήταν ακριβώς ερώτηση. «Όχι το εγκεφαλικό του τύπου "μπαμ και κάτω". Αν πάθαινε άλλο ένα τέτοιο, τώρα δε θα υπήρχε θέμα. Θα ήταν νεκρός. Αυτό ήταν ένα από τα ελαφρά. Που δεν τα καταλαβαίνεις πάντα. Ειδικά όταν κάποιος είναι στην κατάστασή του, που απλώς κοιτάζει το κενό. Έχει δυο μήνες να μιλήσει. Δεν πρόκειται να ξαναπεί κουβέντα σε κανέναν». «Είναι στο νοσοκομείο;» «Όχι. Εδώ μπορούμε να του προσφέρουμε την ίδια, ίσως και καλύτερη περίθαλψη. Εγώ ζω μαζί του και ο δόκτωρ Νιούλαντ έρχεται και τον βλέπει κάθε μέρα. Αλλά μπορούμε να τον στείλουμε στο νοσοκομείο. Εκεί θα είναι φτηνότερα, αν αυτό έχει σημασία για σένα». «Δεν έχει. Ας κρατήσουν το κρεβάτι στο νοσοκομείο για κάποιον που μπορεί να γίνει καλά». «Δε διαφωνώ. Πάρα πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν στα νοσοκομεία, κι αν δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για να σε βοηθήσουν όταν πηγαίνεις εκεί, οφείλεις να αναρωτηθείς γιατί». «Λοιπόν, τι θα γίνει τώρα που δεν τρώει; Τι σκοπεύεις να κάνεις;» Ακολούθησαν λίγες στιγμές σιωπής. Του φάνηκε ότι η ερώτηση την είχε καταλάβει εξ απίνης. Όταν μίλησε ξανά, ο τόνος της φωνής της ήταν ήπια συγκαταβατικός και απολογητικός, ο τόνος μιας γυναίκας που εξηγεί μια σκληρή αλήθεια σ' ένα παιδί. «Κοίταξε, Τζάστιν... αυτό πρέπει να το αποφασίσεις εσύ, όχι εγώ. Ο δόκτωρ Νιούλαντ μπορεί να του βάλει ένα σωλήνα για να τρέφεται από κει κι έτσι να συνεχίσει να ζει για λίγο ακόμα, αν αυτό θέλεις. Μέχρι να πάθει άλλο ένα επεισόδιο και τότε να ξεχάσει πώς αναπνέουν. Δεν πρόκειται να αναρρώσει ποτέ, είναι ογδόντα πέντε χρονών. Ο θάνατος δε θα του κλέψει τα νιάτα. Είναι έτοιμος να φύγει. Εσύ;» Ο Τζουντ σκέφτηκε -αλλά δεν το είπε- ότι ήταν έτοιμος γι'

36

JOE HILL

αυτό εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια. Πολλές φορές είχε σκεφτεί αυτή τη στιγμή -ίσως θα ήταν πιο δίκαιο να πει ότι μέχρι που την προσδοκούσε κιόλας-, αλλά τώρα αυτή η στιγμή είχε φτάσει, και διαπίστωνε έκπληκτος πως τον πονούσε το στομάχι του. Ωστόσο, όταν απάντησε, η φωνή του ήταν σταθερή. «Εντάξει, Αρλίν. Δε θα μπει σωλήνας. Αν εσύ λες ότι έφτασε η ώρα, αυτό μου αρκεί. Κράτα με ενήμερο, εντάξει;» Όμως εκείνη δεν είχε τελειώσει ακόμα μαζί του. Αφησε ένα επιφώνημα ανυπομονησίας, κάτι σαν σφιγμένη ανάσα, και είπε: «Θα έρθεις;» Στεκόταν πάνω από το γραφείο του Ντάνι, συνοφρυωμένος και μπερδεμένος. Η συζήτηση είχε αλλάξει, θέμα χωρίς προειδοποίηση, σαν βελόνα που γλιστράει πάνω στο δίσκο και πέφτει από το ένα κομμάτι στ' άλλο. «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Θέλεις να τον δεις προτού πεθάνει;» Όχι. Είχε να δει τον πατέρα του, να βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, σχεδόν τριάντα χρόνια. Ο Τζουντ δεν ήθελε να δει το γέρο ούτε πριν πεθάνει ούτε μετά. Δε σκόπευε να παραστεί στην κηδεία, παρ' όλο που θα πλήρωνε γι' αυτήν. Φοβόταν αυτά που θα ένιωθε -ή αυτά που δε θα ένιωθε. Θα πλήρωνε όσο όσο για να μη χρειαστεί να ξαναδεί τον πατέρα του. Αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που μπορούσαν να του εξασφαλίσουν τα λεφτά: η απόσταση. Όμως δεν μπορούσε να το πει αυτό στην Αρλίν Γουέιντ, όπως δεν μπορούσε να της πει ότι περίμενε το γέρο να πεθάνει από τότε που ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Αντί γι' αυτό, απάντησε: «Θα το καταλάβαινε αν ερχόμουν;» «Δύσκολο να πει κανείς τι καταλαβαίνει και τι όχι. Ξέρει ότι υπάρχουν άνθρωποι στο ίδιο δωμάτιο μαζί του. Γυρίζει τα μάτια του για να τους δει που πηγαινοέρχονται. Αν και, τώρα τελευταία, ανταποκρίνεται όλο και σπανιότερα. Έτσι γίνονται οι άνθρωποι όταν έχουν κάψει πολλές ασφάλειες». «Δεν μπορώ να έρθω. Αυτή η εβδομάδα είναι δύσκολη», είπε ο Τζουντ ψάχνοντας για την ευκολότερη δικαιολογία. Έπειτα ξάφνιασε τον εαυτό του κάνοντας μια ερώτηση που δεν ήξερε ό-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

37

τι υπήρχε στο μυαλό του μέχρι που άκουσε τον εαυτό του να την ξεστομίζει. «Θα υποφέρει;» «Μέχρι να πεθάνει; Όχι. Όταν οι ηλικιωμένοι φτάσουν σ' αυτό το στάδιο, εξασθενούν πολύ γρήγορα αν δεν τρέφονται από σωλήνα. Δεν υποφέρουν καθόλου». «Είσαι σίγουρη γι' αυτό;» «Γιατί;» τον ρώτησε. «Απογοητεύτηκες;»

Σαράντα λεπτά αργότερα, όταν ο Τζουντ πήγε στο μπάνιο για να κάνει ένα ποδόλουτρο -φορούσε παπούτσι νούμερο 48, είχε πλατυποδία και οι πατούσες του τον πονούσαν μόνιμα-, βρήκε την Τζόρτζια σκυμμένη πάνω από το νιπτήρα να πιπιλάει το δάχτυλο της. Φορούσε ένα τι-σερτ και το παντελόνι μιας πιτζάμας που είχε πάνω μικρά κόκκινα σχέδια που έμοιαζαν με καρδιές. Μόνο από πολύ κοντά μπορούσες να καταλάβεις ότι στην πραγματικότητα τα μικροσκοπικά κόκκινα σχήματα δεν ήταν καρδιές αλλά κατσιασμένα ψόφια ποντίκια. Έγειρε πάνω της και της τράβηξε το χέρι από το στόμα για να δει τον αντίχειρά της. Η ρώγα του ήταν πρησμένη και είχε μια λευκή, μαλακή πληγή. Άφησε το χέρι της και στράφηκε αλλού, βαριεστημένος, τραβώντας μια πετσέτα από το θερμαινόμενο ράφι και ρίχνοντάς τη στον ώμο του. «Θα έπρεπε να του βάλεις κάτι», είπε. «Πριν πάθεις καμιά μόλυνση. Οι στριπτιζέζ με ορατές παραμορφώσεις δύσκολα βρίσκουν δουλειά». «Είσαι πολύ συμπονετικός μαλάκας, το ξέρεις;» «Αν γυρεύεις συμπόνια, τράβα να πηδηχτείς με τον Τζέιμς Τέιλορ». Γύρισε και την κοίταξε να βγαίνει από το μπάνιο. Αμέσως μόλις το είπε, ένα μέρος του μυαλού του ευχήθηκε να μπορούσε να το πάρει πίσω. Αλλά δεν το πήρε. Τα κορίτσια σαν την Τζόρτζια, με τα πριτσινωτά βραχιόλια και το κατάμαυρο κραγιόν, γούσταραν αγριάδες. Ήθελαν να αποδείξουν κάτι στον εαυτό

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

39

τους σχετικά με τα όριά τους, να αποδείξουν ότι ήταν σκληρές. Όσα τους έλεγε, ο τρόπος που τους φερόταν, τις προσέλκυαν αντί να τις απωθούν. Δεν ήθελε να φεύγουν παραπονεμένες. Και ήταν σίγουρο ότι, αργά ή γρήγορα, θα έφευγαν. Ή τουλάχιστον ήταν σίγουρο για τον ίδιο, και παρ' όλο που εκείνες στην αρχή δεν το έβλεπαν έτσι, στο τέλος πάντα το συνειδητοποιούσαν.

Ε ν α από τα σκυλιά είχε μπει στο σπίτι. Ο Τζουντ ξύπνησε λίγο μετά τις τρεις τα ξημερώματα από το περπάτημα του σκύλου στο χολ, ένα σύρσιμο, μια νευρική κίνηση, ένα μαλακό γδούπο πάνω στον τοίχο. Τα είχε κλείσει στα κλουβιά τους λίγο πριν σκοτεινιάσει, αυτό το θυμόταν πολύ καθαρά, αλλά δεν ανησύχησε αμέσως μόλις ξύπνησε. Ένα απ' αυτά είχε μπει με κάποιο τρόπο στο σπίτι, αυτό ήταν όλο. Ο Τζουντ ανακάθισε για μια στιγμή, παραζαλισμένος και αποπροσανατολισμένος ακόμα από τον ύπνο. Μια γαλάζια ακτίνα φεγγαρόφωτου έπεφτε πάνω στην Τζόρτζια, που κοιμόταν μπρούμυτα δίπλα του. Έβλεπε όνειρο, κι έτσι όπως το πρόσωπό της ήταν χαλαρό και χωρίς μεΐκάπ, έμοιαζε σαν μικρό κοριτσάκι, κι ένιωσε ένα ξαφνικό κύμα τρυφερότητας για κείνη -και μαζί μια αλλόκοτη αμηχανία που βρισκόταν στο ίδιο κρεβάτι μαζί της. «Άνγκους;» ψιθύρισε. «Μπον;» Η Τζόρτζια δε σάλεψε. Τώρα δεν άκουγε τίποτα στο χολ. Σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι. Η υγρασία και το κρύο τον έπιασαν απροετοίμαστο. Ήταν η πιο ψυχρή μέρα εδώ και μήνες. Η πρώτη πραγματικά φθινοπωρινή μέρα, και στην ατμόσφαιρα υπήρχε τώρα μια τραχιά, σκληρή παγωνιά, πράγμα που σήμαινε ότι έξω θα έπρεπε να κάνει ακόμα περισσότερο κρύο. Ίσως γι' αυτό είχαν μπει στο σπίτι τα σκυλιά. Ίσως είχαν ξετρυπώσει κάτω από το συρματόπλεγμα του κλουβιού τους και είχαν καταφέ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

41

ρει με κάποιο τρόπο να μπουν μέσα αναζητώντας απεγνωσμένα λίγη ζεστασιά. Όμως αυτό δεν ήταν λογικό. Αν κρύωναν μπορούσαν να καταφύγουν στον αχυρώνα, που ήταν θερμαινόμενος. Ξεκίνησε να βγει στο χολ για να ρίξει μια ματιά, όμως το ξανασκέφτηκε και τράβηξε λίγο την κουρτίνα του παραθύρου για να δει έξω. Τα σκυλιά βρίσκονταν και τα δύο έξω απ' το κλουβί, κοντά στον τοίχο του αχυρώνα. Ο Άνγκους, με το κορμί του μακρύ και γυαλιστερό, πηγαινοερχόταν πάνω στ' άχυρα, ενώ οι φιδίσιες κινήσεις του μαρτυρούσαν ταραχή. Η Μπον καθόταν σφιγμένη σε μια γωνία. Το κεφάλι της ήταν ανασηκωμένο και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο παράθυρο του Τζουντ -καρφωμένο σ' αυτόν. Τα μάτια της γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι μ' ένα λαμπερό, αφύσικο πράσινο χρώμα. Παραήταν ακίνητη και απαθής, κι έμοιαζε περισσότερο με άγαλμα σκύλου παρά με πραγματικό σκυλί. Ήταν τρομακτικό το ότι έριξε μια ματιά απ' το παράθυρο και είδε την Μπον να του αντιγυρίζει το βλέμμα στα ίσια, λες και κοιτούσε το τζάμι εδώ και ποιος ξέρει πόση ώρα περιμένοντάς τον να φανεί. Όμως αυτό δεν ήταν τόσο κακό όσο το να συνειδητοποιεί ότι κάποιος άλλος βρισκόταν στο σπίτι κι έκοβε βόλτες σκουντουφλώντας πάνω στα αντικείμενα που υπήρχαν στο χολ. Κοίταξε τον πίνακα του συστήματος ασφαλείας δίπλα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Το σπίτι εποπτευόταν, μέσα κι έξω, από μια σειρά ανιχνευτές κίνησης. Τα σκυλιά δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να τους θέσουν σε λειτουργία, αλλά ένας άνθρωπος θα τους ενεργοποιούσε, και ο πίνακας θα σημείωνε την κίνηση σε κάποιο σημείο του σπιτιού. Παρ' όλα αυτά, η ένδειξη έδειχνε ένα σταθερό πράσινο φως και έγραφε μόνο ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. Ο Τζουντ αναρωτήθηκε αν το κύκλωμα ήταν αρκετά εξελιγμένο ώστε να καταλαβαίνει τη διαφορά ανάμεσα σ' ένα σκυλί κι ένα γυμνό παράφρονα που τριγυρνάει πεσμένος στα τέσσερα μ' ένα μαχαίρι στα δόντια. Ο Τζουντ είχε όπλο, αλλά βρισκόταν στο χρηματοκιβώτιο του προσωπικού του στούντιο ηχογράφησης. Άπλωσε το χέρι του και πήρε τη μεταλλική κιθάρα Ντόμπρο που ήταν ακουμπι-

42

JOE HILL

σμένη στον τοίχο. Ο Τζουντ δεν ήταν απ' αυτούς που έσπαγαν κιθάρες για εφέ. Ο πατέρας του είχε σπάσει την πρώτη του κιθάρα για να καταστρέψει από νωρίς τις μουσικές του φιλοδοξίες. Ο Τζουντ δεν είχε μπορέσει ποτέ να κάνει το ίδιο, ούτε καν επί σκηνής, για λόγους επίδειξης, ακόμα κι όταν διέθετε την οικονομική άνεση να αγοράσει όλες τις κιθάρες του κόσμου. Παρ' όλα αυτά, ήταν απόλυτα διατεθειμένος να τη χρησιμοποιήσει σαν όπλο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Από μια άποψη, πίστευε πως πάντα τις χρησιμοποιούσε σαν όπλα. Άκουσε ένα τρίξιμο σε μια σανίδα του δαπέδου, έπειτα άλλο ένα κι έπειτα ένα ελαφρύ βογκητό, σαν κάποιος να βολευόταν σ' ένα κάθισμα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Άνοιξε την πόρτα. Όμως το χολ ήταν άδειο. Ο Τζουντ προχώρησε πατώντας άτσαλα ανάμεσα στα μακρόστενα ορθογώνια που σχημάτιζε το ψυχρό φεγγαρόφωτο που έπεφτε από τους φεγγίτες. Σταματούσε μπροστά σε κάθε κλειστή πόρτα, αφουγκραζόταν για λίγο κι έπειτα κοιτούσε μέσα. Για μια στιγμή, μια κουβέρτα που ήταν ριγμένη σε μια καρέκλα τού φάνηκε σαν ένας παραμορφωμένος νάνος που τον αγριοκοίταζε. Σ' ένα άλλο δωμάτιο βρήκε μια ψηλή, λεπτή σιλουέτα να τον κοιτάζει και παραλίγο να της επιτεθεί με την κιθάρα, αλλά συνειδητοποίησε γρήγορα ότι δεν ήταν παρά μια κρεμάστρα, κι όλος ο αέρας που κρατούσε στα πνευμόνια του βγήκε με μια απότομη ανάσα. Στο στούντιο του, στην άκρη του χολ, σκέφτηκε να πάρει το όπλο, έπειτα όμως το μετάνιωσε. Δεν το ήθελε πάνω του -όχι επειδή φοβόταν να το χρησιμοποιήσει, αλλά επειδή δε φοβόταν αρκετά. Ήταν τόσο ταραγμένος που ίσως αρκούσε μια ξαφνική κίνηση μέσα στο σκοτάδι για να πατήσει τη σκανδάλη και ν' ανοίξει μια τρύπα στον Ντάνι Γούτεν ή στην οικονόμο, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο θα μπορούσαν να κόβουν βόλτες αυτοί οι δυο τέτοια ώρα μέσα στο σπίτι. Ξαναβγήκε στο διάδρομο και κατέβηκε στο ισόγειο. Κοίταξε γύρω του και βρήκε μόνο σκοτάδι και απόλυτη ησυχία, κάτι που κανονικά θα έπρεπε να τον καθησυχάσει, κι όμως δεν τον καθησύχασε. Ήταν η λάθος ησυχία, η έντρομη σιωπή

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

43

που ακολουθεί την έκρηξη ενός πυροτεχνήματος. Τα τύμπανα των αυτιών του πονούσαν από την πίεση αυτής της ανησυχητικής σιωπής. Δεν μπορούσε να χαλαρώσει, αλλά στο τελευταίο σκαλοπάτι το επιχείρησε, με μια επιδεικτική κίνηση που κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Ακούμπησε την κιθάρα του στον τοίχο και ξεφύσηξε. «Τι στο διάολο κάνεις;» είπε. Ήταν τόσο ταραγμένος που ο ήχος της φωνής του τον ξάφνιασε, τον πανικόβαλε κι έκανε τους καρπούς του ν' ανατριχιάσουν. Δεν ήταν από τους τύπους που μιλούσαν μόνοι τους. Ξανανέβηκε τις σκάλες και διέσχισε το διάδρομο για να πάει στην κρεβατοκάμαρά του. Το βλέμμα του έπεσε σ' έναν ηλικιωμένο άντρα που καθόταν σε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα πλάι στον τοίχο. Αμέσως μόλις τον είδε ο Τζουντ ένιωσε το σφυγμό του ν' ανεβαίνει επικίνδυνα, και κάρφωσε το βλέμμα του στην πόρτα του δωματίου του, έτσι ώστε να βλέπει το γέρο μόνο με την άκρη του ματιού του. Ένιωσε ότι ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου να μην κοιτάξει το γέρο στα μάτια, να μην του δώσει κάποιο σημάδι ότι τον έβλεπε. Δεν τον είδα, έλεγε στον εαυτό του. Δεν υπάρχει κανένας εκεί. Το κεφάλι του γέρου ήταν σκυμμένο. Είχε βγάλει το καπέλο του και το είχε ακουμπήσει στο γόνατο του. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα και γυάλιζαν από τη φρέσκια πάχνη. Στο φως του φεγγαριού, τα κουμπιά του κουστουμιού του άστραφταν μες στο σκοτάδι. Ο Τζουντ το αναγνώρισε με την πρώτη ματιά. Την τελευταία φορά που το είδε, ήταν διπλωμένο μέσα στο μαύρο καρδιόσχημο κουτί που είχε κρύψει στο πίσω μέρος της ντουλάπας του. Ο γέρος είχε τα μάπα κλειστά. Η καρδιά του Τζουντ χτυπούσε δυνατά, δυσκολευόταν ν' ανασάνει καθώς συνέχιζε να προχωράει προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, στο τέλος του διαδρόμου. Καθώς περνούσε δίπλα από την κουνιστή πολυθρόνα στ' αριστερά του, το πόδι του πέρασε ξυστά από το γόνατο του γέρου, και το φάντασμα σήκωσε το κεφάλι του. Όμως ο Τζουντ τον είχε ήδη προσπεράσει, είχε σχεδόν φτάσει στην πόρτα. Προσπάθησε να μην τρέξει. Δεν

I

44

JOE HILL

τον ένοιαζε αν ο γέρος κοιτούσε την πλάτη του, αρκεί να μην κοιτάζονταν στα μάτια, και εκτός αυτού δεν υπήρχε κανένας γέρος εκεί. Όρμησε στην κρεβατοκάμαρα κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα τρέμοντας. Ήθελε να γυρίσει προς την Τζόρτζια και να κολλήσει πάνω της, ν' αφήσει το σώμα της να τον ζεστάνει, να διώξει τα ρίγη, αλλά έμεινε στη δική του πλευρά του κρεβατιού, για να μην την ξυπνήσει. Κοίταξε το ταβάνι. Η Τζόρτζια ήταν ανήσυχη και βογκούσε με δυσφορία στον ύπνο της.

Δ ε ν πίστευε ότι θα κατάφερνε να κοιμηθεί, αλλά με το πρώτο φως της μέρας τον πήρε ο ύπνος, και ξύπνησε ιδιαίτερα αργά, μετά τις εννιά. Η Τζόρτζια ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, με το ένα χέρι ακουμπισμένο ανάλαφρα στο στήθος της. Ένιωθε την απαλή ανάσα της στον ώμο του. Γλίστρησε απ' το κρεβάτι, βγήκε στο χολ και κατέβηκε στο ισόγειο. Η Ντόμπρο ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο, εκεί που την είχε αφήσει. Η θέα της γέμισε την καρδιά του με θλίψη. Είχε προσπαθήσει να προσποιηθεί πως δεν είχε δει αυτό που είχε δει εκείνη τη νύχτα. Είχε βάλει σκοπό να μην το σκέφτεται. Η Ντόμπρο όμως ήταν εκεί. Ο Τζουντ κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε το αυτοκίνητο του Ντάνι παρκαρισμένο δίπλα στον αχυρώνα. Δεν είχε τίποτε να του πει, δεν είχε κάποιο λόγο να τον ενοχλήσει, όμως την άλλη κιόλας στιγμή βρισκόταν στην πόρτα του γραφείου. Δεν μπορούσε ν' αντισταθεί. Η λαχτάρα του για τη συντροφιά ενός άλλου ανθρώπου, ενός ανθρώπου έξυπνου, πρακτικού, που το μυαλό του ήταν γεμάτο ανοησίες της καθημερινότητας, ήταν ακατανίκητη. Ο Ντάνι μιλούσε στο τηλέφωνο, γερμένος πίσω στην καρέκλα του γραφείου του, και γελούσε με κάτι. Φορούσε ακόμα το σουέτ μπουφάν του. Δε χρειαζόταν να τον ρωτήσει γιατί. Και ο ίδιος είχε ριγμένη στους ώμους του μια ρόμπα και είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω απ' το σώμα του. Υπήρχε μια παγερή υγρασία στο γραφείο.

I

46

JOE HILL

Ο Ντάνι είδε το κεφάλι του Τζουντ να ξεπροβάλλει πίσω απ' την πόρτα και του έκλεισε το μάτι, άλλο ένα αγαπημένο του χολιγουντιανό κολπάκι, αν και εκείνο το πρωί ο Τζουντ δεν ενοχλήθηκε καθόλου απ' αυτό. Έπειτα ο Ντάνι είδε κάτι στην όψη του Τζουντ και συνοφρυώθηκε. Είσαι καλά; τον ρώτησε βουβά, με τις κινήσεις των χειλιών. Ο Τζουντ δεν απάντησε. Δεν ήξερε τι να πει. Ο Ντάνι έκλεισε το τηλέφωνο, έστρεψε την καρέκλα του και τον κοίταξε μ' ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία. «Τι τρέχει, αφεντικό; Φαίνεσαι χάλια». «Το φάντασμα ήρθε», είπε ο Τζουντ. «Α, αλήθεια;» είπε ο Ντάνι, ξαναβρίσκοντας το κέφι του. Ύστερα δίπλωσε τα χέρια του γύρω από το σώμα του κι έκανε ότι ένιωθε ρίγη. Έγειρε το κεφάλι του προς το τηλέφωνο. «Μιλούσα με τους τύπους για τη θέρμανση. Αυτό το μέρος είναι κρύο σαν τάφος. Σε λίγο θα στείλουν κάποιον να ελέγξει το λέβητα». «Θέλω να της τηλεφωνήσω». «Ποιανής;» «Της γυναίκας που μας πούλησε το φάντασμα». Ο Ντάνι σήκωσε το ένα του φρύδι και κατέβασε το άλλο, σε μια γκριμάτσα που έλεγε ότι δεν καταλάβαινε και πολύ καλά. «Τι εννοείς όταν λες ότι ήρθε το φάντασμα;» «Αυτό που παραγγείλαμε. Ήρθε. Θέλω να της τηλεφωνήσω. Να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα». Ο Ντάνι χρειάστηκε λίγο χρόνο για να χωνέψει όσα άκουγε. Στράφηκε προς τον υπολογιστή του και σήκωσε το τηλέφωνο, αλλά χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον Τζουντ. «Είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;» είπε. «Όχι», απάντησε εκείνος. «Πάω να δω τα σκυλιά. Βρες το τηλέφωνο της, εντάξει;» Βγήκε έξω φορώντας μόνο τη ρόμπα του μπάνιου και το σλιπάκι του, για ν' ανοίξει τα κλουβιά του Άνγκους και της Μπον. Η θερμοκρασία ήταν γύρω στους δέκα βαθμούς και στην ατμόσφαιρα πλανιόταν λεπτή πάχνη. Ωστόσο ήταν πιο υποφερτά απ' ό,τι μέσα, στην παγωνιά και την υγρασία του σπιτιού, που κολλούσε πάνω σου. Ο Άνγκους έγλειψε το χέρι του, και η γλώσσα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

47

του ήταν τόσο τραχιά, ζεστή κι αληθινή, που για μια στιγμή ο Τζουντ ένιωσε ένα σχεδόν επώδυνο φτερούγισμα ευγνωμοσύνης. Χαιρόταν τόσο πολύ που βρισκόταν ανάμεσα στα σκυλιά, να νιώθει τη μυρωδιά της υγρής τους γούνας και να τα βλέπει τόσο πρόθυμα για παιχνίδι. Κυνηγούσαν το ένα το άλλο και ξαναγύριζαν κοντά του τρέχοντας, με τον Άνγκους να δαγκώνει στα ψέματα την ουρά της Μπον. Ο πατέρας του φερόταν στα σκυλιά της οικογένειας καλύτερα απ' ό,τι στον ίδιο ή στη μητέρα του. Με τον καιρό, αυτό είχε περάσει και στον Τζουντ, κι είχε μάθει κι αυτός να φέρεται στα σκυλιά καλύτερα απ' ό,τι στον εαυτό του. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας μαθαίνοντας να μοιράζεται το κρεβάτι του με τα σκυλιά, έχοντας από ένα να κοιμάται στο κάθε πλευρό του, και μερικές φορές κι ένα τρίτο στα πόδια του· ήταν αχώριστος με την άπλυτη, πρωτόγονη, τσιμπουροφόρο αγέλη του πατέρα του. Τίποτε δεν του θύμιζε ποιος ήταν κι από πού ερχόταν πιο γρήγορα απ' ό,τι η βαριά μυρωδιά των σκυλιών, και μέχρι να ξαναμπεί στο σπίτι ένιωθε πιο αποφασιστικός, πιο κοντά στον εαυτό του. Διαβαίνοντας την πόρτα του γραφείου, άκουσε τον Ντάνι να λέει στο τηλέφωνο: «Σας ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να περιμένετε μισό λεπτό, για να μιλήσετε στον κύριο Κόιν;» Πάτησε ένα κουμπί και του έδωσε το ακουστικό. «Τη λένε Τζέσικα Πράις. Από Φλόριντα». Καθώς ο Τζουντ έπαιρνε το ακουστικό, συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που άκουγε ολόκληρο το όνομά της. Δεν τον ένοιαζε πώς την έλεγαν όταν της έδινε τα λεφτά του για το φάντασμα, τώρα όμως του φαινόταν ότι ήταν κάτι στο οποίο θα έπρεπε να είχε δώσει προσοχή. Συνοφρυώθηκε. Είχε ένα εντελώς συνηθισμένο όνομα, αλλά για κάποιο λόγο του είχε τραβήξει την προσοχή. Δεν πίστευε ότι το είχε ξανακούσει στο παρελθόν, αλλά ήταν τόσο τυπικά αδιάφορο, που του ήταν δύσκολο να είναι σίγουρος. Ο Τζουντ έφερε το ακουστικό στο αυτί του και έγνεψε. Ο Ντάνι πίεσε ξανά το κουμπί για να βγάλει την κλήση από την αναμονή.

ι

48

JOE HILL

«Γεια σου, Τζέσικα. Είμαι ο Τζούντας Κόιν». «Σας άρεσε το κουστούμι σας, κύριε Κόιν;» ρώτησε εκείνη. Η φωνή της είχε μια ανεπαίσθητη χροιά του Νότου, και ο τόνος της ήταν φιλικός και ευχάριστος... αλλά και κάτι ακόμα. Έκρυβε μια πινελιά, μια γλυκιά, σκανδαλιστική πινελιά από κάτι που έμοιαζε με κοροϊδία. «Πώς ήταν εμφανισιακά;» ρώτησε ο Τζούντας. Δεν ήταν από τους τύπους που τους άρεσε να χάνουν το χρόνο τους, ήθελε να πηγαίνει κατευθείαν στο ψητό. «Ο πατριός σας». «Ρις, αγάπη μου», είπε η γυναίκα, «Ρις, μπορείς, σε παρακαλώ, να κλείσεις την τηλεόραση και να βγεις έξω;» Ένα κορίτσι ακούστηκε στο βάθος, να διαμαρτύρεται κακόκεφα. «Επειδή μιλάω στο τηλέφωνο». Το κορίτσι είπε κάτι ακόμη. «Επειδή είναι προσωπικό. Έλα τώρα, πήγαινε». Μια πόρτα έκλεισε με πάταγο. Η γυναίκα αναστέναξε, μ' έναν τρόπο που ήταν σαν να έλεγε «Αμάν πια μ' αυτά τα παιδιά», κι έπειτα είπε στον Τζουντ: «Τον είδατε; Γιατί δε μου λέτε πώς φάνηκε σ' εσάς, και εγώ θα σας πω αν έχετε δίκιο». Τον κορόιδευε. Τον κορόιδευε. «Το στέλνω πίσω», της είπε ο Τζουντ. «Το κουστούμι; Κανένα πρόβλημα. Μπορείτε να μου το στείλετε. Αυτό δε σημαίνει ότι θα έρθει κι αυτός μαζί. Επιστροφή χρημάτων δεν προβλέπεται, κύριε Κόιν, ούτε αλλαγή». Ο Ντάνι κοιτούσε τον Τζουντ με γουρλωμένα μάτια, χαμογελώντας αμήχανα. Εκείνη τη στιγμή ο Τζουντ πρόσεξε πόσο τραχιά και βαθιά ακουγόταν η δική του ανάσα. Αγωνίστηκε να βρει τις σωστές λέξεις, αλλά δεν ήξερε τι να πει. Εκείνη μίλησε πρώτη. «Κάνει κρύο εκεί; Βάζω στοίχημα πως κάνει. Και θα κάνει πολύ περισσότερο κρύο μέχρι να τελειώσει». «Τι θέλεις; Περισσότερα λεφτά; Δεν πρόκειται να τα πάρεις». «Γύρισε σπίτι για ν' αυτοκτονήσει, μαλάκα», είπε η Τζέσικα Πράις από τη Φλόριντα, που το όνομά της του ήταν άγνωστο, ίσως όμως όχι τόσο άγνωστο όσο θα ήθελε. Ξαφνικά, εντελώς απρόσμενα, η φωνή της έχασε το επίχρισμα του άνετου χιούμορ. «Μόλις τέλειωσες μαζί της, έκοψε τις φλέβες της στην μπανιέρα. Ο πατριός μας ήταν που τη βρήκε εκεί μέσα. Θα έκανε τα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

49

πάντα για σένα, κι εσύ την παραπέταξες λες και ήταν κάνα σκουπίδι». Η Φλόριντα. Η Φλόριντα. Ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο στο στομάχι, την αίσθηση ενός ψυχρού, νοσηρού βάρους. Την ίδια στιγμή, το μυαλό του φάνηκε να καθαρίζει, να διώχνει τους ιστούς της εξάντλησης, του φόβου και της δεισιδαιμονίας. Για κείνον ήταν πάντα η Φλόριντα, αλλά το πραγματικό της όνομα ήταν Άννα Μέι Μακντέρμοτ. Έλεγε τη μοίρα, ήξερε ταρό και χειρομαντεία. Μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή της, τα είχαν μάθει από τον πατριό τους. Ήταν επαγγελματίας υπνωτιστής, το ύστατο καταφύγιο των καπνιστών και των παχύσαρκων κυριών που έτρεφαν μίσος για τον εαυτό τους και ήθελαν να τελειώνουν με τα τσιγάρα και τις σοκολάτες. Όμως, τα Σαββατοκύριακα, ο πατριός της Άννας δούλευε σαν ραβδοσκόπος και χρησιμοποιούσε το υπνωτιστικό του εκκρεμές, ένα ασημένιο ξυράφι περασμένο σε μια χρυσή αλυσίδα, για να βρίσκει χαμένα αντικείμενα και να λέει στους ανθρώπους πού να ανοίξουν τα πηγάδια τους. Το κρεμούσε πάνω από τους αρρώστους για να θεραπεύσει τα αστρικά τους σώματα και να καθυστερήσει τους αδηφάγους καρκίνους, μιλούσε στους νεκρούς κρεμώντας το πάνω από έναν πίνακα Ουίτζα. Όμως το μεγάλο του σουξέ ήταν ο υπνωτισμός: Χαλάρωσε. Κλείσε τα μάτια σου. Άκου μόνο τη φωνή μου. Τώρα η Τζέσικα Πράις μιλούσε ξανά. «Πριν πεθάνει ο πατριός μου, μου είπε τι να κάνω, πώς να έρθω σε επαφή μαζί σου και πώς να σου στείλω το κουστούμι του όπως και τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Είπε ότι θα σου έδινε να καταλάβεις, κακομούτσουνε, ατάλαντε γαμιόλη». Ήταν η Τζέσικα Πράις, όχι Μακντέρμοτ, επειδή είχε παντρευτεί, και τώρα ήταν χήρα. Ο Τζουντ είχε την εντύπωση ότι ο άντρας της ήταν ένας έφεδρος που είχε σκοτωθεί στο Τικρίτ, θυμόταν την Άννα να του λέει κάτι τέτοιο. Δεν ήταν σίγουρος αν η Άννα είχε αναφέρει ποτέ το επίθετο που είχε αποκτήσει η μεγαλύτερη αδερφή της από τον άντρα της, παρ' όλο που κάποτε του είχε πει ότι η Τζέσικα είχε μάθει την τέχνη του υπνωτισμού από

I

50

JOE HILL

τον πατριό τους. Η Άννα του είχε πει ότι η αδερφή της έβγαζε κοντά εβδομήντα χιλιάδες δολάρια το χρόνο απ' αυτό. «Γιατί έπρεπε να αγοράσω το κουστούμι;» είπε ο Τζουντ. «Γιατί δε μου το έστειλες απλώς;» Η ηρεμία της φωνής του ήταν γι' αυτόν πηγή ικανοποίησης. Ακουγόταν πιο νηφάλιος από κείνη. «Αν δεν πλήρωνες, το φάντασμα δε θα ανήκε στ' αλήθεια σ' εσένα. Έπρεπε να πληρώσεις. Και ναι, θα πληρώσεις για τα καλά». «Και πώς ήξερες ότι θα το αγόραζα;» «Σου έστειλα e-mail, το ξέχασες; Η Άννα μου είπε τα πάντα για την αρρωστημένη συλλογή σου... για τα διεστραμμένα αποκρυφιστικά παιχνιδάκια σου. Σκέφτηκα ότι δε θα μπορούσες ν' αντισταθείς στον πειρασμό». «Θα μπορούσε να το είχε αγοράσει κάποιος άλλος. Οι άλλες προσφορές...» «Δεν υπήρχαν άλλες προσφορές. Μόνο η δική σου. Εγώ ανέβασα όλες τις υπόλοιπες προσφορές, και η δημοπρασία δε θα τελείωνε μέχρι να κάνεις εσύ τη δική σου. Σου άρεσε το απόκτημά σου; Είναι αυτό που περίμενες; Α, θα περάσεις πολύ καλά μαζί του, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Θα ξοδέψω τα χίλια δολάρια που πλήρωσες για το φάντασμα του πατριού μου για ν' αγοράσω μια ανθοδέσμη για την κηδεία σου. Θα δείχνει πολύ όμορφη πάνω στο φέρετρό σου». Μπορείς να την κοπανήσεις, σκέφτηκε ο Τζουντ. Να φύγεις απ' το σπίτι. Ν' αφήσεις πίσω σου το κουστούμι και τον νεκρό. Να πάτε με την Τζόρτζια ένα ταξίδι στο Λος Άντζελες. Να ετοιμάσεις κάνα δυο βαλίτσες και να πάρεις ένα αεροπλάνο. Ο Ντάνι - μπορεί να το κανονίσει, ο Ντάνι... Σαν να τα είχε πει δυνατά όλα αυτά, η Τζέσικα Πράις είπε: «Τράβα κλείσε δωμάτιο σ' ένα ξενοδοχείο, και θα δεις. Όπου κι αν πας, θα είναι εκεί. Όταν ξυπνήσεις, θα κάθεται στα πόδια του κρεβατιού σου». Είχε αρχίσει να γελάει. «Θα πεθάνεις, και θα πεθάνεις με το παγερό του χέρι να σου κλείνει το στόμα». «Ώστε η Άννα έμενε μαζί σου όταν αυτοκτόνησε;» είπε ο

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

51

Τζουντ. Εξακολουθούσε να διατηρεί την αυτοκυριαρχία του. Εξακολουθούσε να είναι απόλυτα ήρεμος. Μια παύση. Η ανάσα της εξαγριωμένης αδερφής είχε κοπεί. Ο Τζουντ άκουσε ένα αυτόματο ποτιστικό στο βάθος και παιδιά να παίζουν στο δρόμο. «Δεν είχε πού αλλού να πάει», είπε η Τζέσικα. «Είχε κατάθλιψη. Υπέφερε πάντα από βαριάς μορφής κατάθλιψη, αλλά εσύ την επιδείνωσες. Ήταν πολύ δυστυχισμένη για να βγει έξω, να ζητήσει βοήθεια, να δει οποιονδήποτε. Την έκανες να μισήσει τον εαυτό της. Την έκανες να θέλει να πεθάνει». «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι αυτοκτόνησε εξαιτίας μου; Δε σου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό μήπως αυτό που την οδήγησε στο χείλος του γκρεμού ήταν η ευχάριστη συντροφιά σου; Αν ήμουν υποχρεωμένος να σε ακούω όλη μέρα, ίσως να ήθελα κι εγώ στο τέλος να κόψω τις φλέβες μου». «Θα πεθάνεις με...» ξεκίνησε να λέει, φτύνοντας τις λέξεις. Την έκοψε. «Ψάξε για καμιά καινούρια ατάκα. Και όσο θα ψάχνεις, έχω κάτι άλλο για να σε κρατάει απασχολημένη. Ξέρω κι εγώ κάτι θυμωμένες ψυχές. Οδηγούν Χάρλεϊ, ζουν σε τροχόσπιτα, παίρνουν σπιντ, κακοποιούν τα παιδιά τους και πυροβολούν τις γυναίκες τους. Εσύ τους λες αποβράσματα. Εγώ τους λέω θαυμαστές. Θες να δεις αν μπορώ να βρω μερικούς που ζουν στη γειτονιά σου και να τους βάλω να περάσουν να σου πουν ένα "γεια"; Τι λες;» «Κανείς δε θα σε βοηθήσει», του απάντησε με φωνή πνιχτή και τρεμάμενη από την οργή. «Το μαύρο στίγμα που κουβαλάς θα μολύνει οποιονδήποτε δοκιμάσει να σε υπερασπιστεί. Θα πεθάνεις, και μαζί σου θα πεθάνουν όλοι όσοι προσπαθήσουν να σε βοηθήσουν ή να σε παρηγορήσουν». Το είπε σαν απαγγελία, σαν να ήταν ένας λόγος που είχε προβάρει, πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα είχε κάνει. «Όλοι θα σ' εγκαταλείψουν ή θα χαθούν, όπως εσύ. Θα πεθάνεις μόνος, μ' ακούς; Ολομόναχος». «Μην είσαι τόσο σίγουρη. Αν είναι να πάω στην κόλαση, ίσως χρειαστώ συντροφιά», είπε. «Κι αν δεν μπορώ να βρω βοήθεια, ίσως έρθω να σου κάνω μια επίσκεψη μόνος μου». Και μ' αυτό, έκλεισε το τηλέφωνο κοπανώντας με δύναμη το ακουστικό.

Ο Τζουντ αγριοκοίταξε το μαύρο τηλέφωνο, όπου εξακολουθούσε να έχει ακουμπισμένο το χέρι του, με τις αρθρώσεις του κάτασπρες, και άκουσε την αργή, πολεμική τυμπανοκρουσία της καρδιάς του. «Αφεντικό», ψιθύρισε ο Ντάνι. «Βρε, που να πάρει! Αφεντικό». Γέλασε. Το γέλιο του ήταν αδύναμο, σφυριχτό, άχαρο. «Τι διάβολο ήταν όλα αυτά;» Ο Τζουντ έδωσε νοερά στο χέρι του εντολή ν' ανοίξει, ν' αφήσει το τηλέφωνο. Αυτό όμως δεν υπάκουσε. Ο Τζουντ ήξερε ότι ο Ντάνι του είχε κάνει μια ερώτηση, όμως η φωνή του έμοιαζε σαν ν' ακουγόταν πίσω από μια κλειστή πόρτα, σαν από μια συζήτηση που εξελισσόταν σ' ένα άλλο δωμάτιο, που δεν είχε καμία σχέση μαζί του. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η Φλόριντα ήταν νεκρή. Όταν πρωτοάκουσε πως είχε αυτοκτονήσει -όταν η Τζέσικα Πράις του το πέταξε κατάμουτρα-, δεν είχε σημάνει τίποτε γι' αυτόν, επειδή δεν μπορούσε να το αφήσει να σημάνει οτιδήποτε. Τώρα, όμως, δεν υπήρχε διαφυγή. Ένιωσε την επίγνωση του θανάτου της στο ίδιο του το αίμα, που κυλούσε πηχτό, βαρύ και ξένο στις φλέβες του. Του φαινόταν αδύνατον να είναι νεκρή, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι μια γυναίκα με την οποία μοιραζόταν το κρεβάτι του ήταν τώρα δυνατόν να βρίσκεται μέσα στο χώμα. Ήταν είκοσι έξι χρονών -ή μάλλον όχι, είκοσι εφτά· ήταν στα είκοσι έξι όταν έφυγε. Όταν την έδιωξε. Ήταν είκοσι έξι χρονών, αλλά έκανε ε-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

53

ρωτήσεις τετράχρονης. Πας συχνά για ψάρεμα στη λίμνη Πόντσαρτρεϊν; Ποιο ήταν το καλύτερο σκυλί που είχες ποτέ; Τι πιστεύεις ότι μας συμβαίνει όταν πεθαίνουμε; Ερωτήσεις που μπορούσαν να τρελάνουν έναν άντρα. Είχε μέσα της το φόβο ότι σιγά σιγά έχανε τα λογικά της. Ήταν καταθλιπτική. Όχι καταθλιπτική της πλάκας, όπως ήταν μερικές γκοθούδες, αλλά με την κλινική έννοια. Τους τελευταίους δυο μήνες που ήταν μαζί, η κατάθλιψη την είχε κυριεύσει, δεν κοιμόταν, έκλαιγε χωρίς λόγο, ξεχνούσε να φορέσει τα ρούχα της, έβλεπε επί ώρες τηλεόραση χωρίς να μπαίνει στον κόπο να την ανάψει, σήκωνε το τηλέφωνο όταν χτυπούσε χωρίς όμως ν' απαντάει, απλώς στεκόταν και το κρατούσε, λες και κάποιος είχε πατήσει ένα κουμπί που την είχε θέσει εκτός λειτουργίας. Πριν απ' αυτά, όμως, είχαν υπάρξει οι καλοκαιρινές μέρες στον αχυρώνα καθώς εκείνος έφτιαχνε τη Μάστανγκ του. Η φωνή του Τζον Πράιν στο ραδιόφωνο, η γλυκιά μυρωδιά του άχυρου κάτω από τον καυτό ήλιο, τ' απογεύματα με τις νωχελικές, άσκοπες ερωτήσεις της -μια ατελείωτη ανάκριση που άλλοτε γινόταν κουραστική, άλλοτε διασκεδαστική κι άλλοτε έπαιρνε ερωτική χροιά. Το κατάλευκο σώμα της, γεμάτο τατουάζ, τα κοκαλιάρικα γόνατά της και οι αδύνατοι μηροί της, που έφερναν στο νου δρομέα μεγάλων αποστάσεων. Η ανάσα της στο σβέρκο του. «Έι», είπε ο Ντάνι. Άπλωσε το χέρι του και τον άρπαξε από τον καρπό. Στο άγγιγμά του, το χέρι του Τζουντ άνοιξε απότομα, αφήνοντας το τηλέφωνο. «Είσαι εντάξει;» «Δεν ξέρω». «Θα μου πεις τι συμβαίνει;» Ο Τζουντ σήκωσε το βλέμμα του αργά. Ο Ντάνι μισοσηκώθηκε πίσω από το γραφείο του. Είχε χάσει κάπως το χρώμα του, και οι κόκκινες φακίδες του ξεχώριζαν ανάγλυφες πάνω στα λευκά του μάγουλα. Ο Ντάνι είχε γίνει φίλος της, με τον ακίνδυνο, άνετο, ελαφρώς απρόσωπο τρόπο που γινόταν φίλος με όλα τα κορίτσια του Τζουντ. Έπαιζε το ρόλο του υπερεκλεπτυσμένου, γεμάτου κατανόηση γκέι κολλητού, με τον οποίο μπορούσαν να μοιραστούν τα μυστικά τους, να του ανοιχτούν και να κουτσομπολέ-

54

JOE HILL

ψουν, κι αυτός τους χάριζε οικειότητα χωρίς δεσμεύσεις. Ήταν κάποιος που μπορούσε να τους πει για τον Τζουντ πράγματα που ο ίδιος δε θα έλεγε ποτέ. Η αδερφή του Ντάνι είχε πεθάνει από υπερβολική δόση ηρωίνης όταν ο Ντάνι ήταν πρωτοετής στο κολέγιο. Έξι μήνες αργότερα η μητέρα του κρεμάστηκε, και ο Ντάνι ήταν αυτός που τη βρήκε. Το σώμα της κρεμόταν από το καδρόνι του πλυσταριού, ενώ τα δάχτυλα των ποδιών της, στραμμένα προς τα κάτω, διέγραφαν μικρούς κύκλους πάνω από ένα πεσμένο σκαμνί. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς ψυχολόγος για να καταλάβει ότι αυτή η διπλή απώλεια, με την αδερφή και τη μητέρα του να πεθαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα, είχε αφανίσει και ένα κομμάτι του Ντάνι, ότι η προσωπικότητά του είχε προσκολληθεί στην ηλικία των δεκαεννέα χρόνων. Παρ' όλο που δεν έβαζε μαύρο βερνίκι στα νύχια ούτε κρίκους στα χείλη του, η έλξη που ένιωθε ο Ντάνι για τον Τζουντ κατά μία έννοια δε διέφερε καθόλου από αυτήν της Τζόρτζια, ή της Φλόριντα, ή οποιασδήποτε από τις άλλες κοπέλες. Ο Τζουντ τις συνέλεγε με τον ίδιο τρόπο που ο Αυλητής του Χάμελιν μάζευε κοντά του ποντίκια, κι έπειτα παιδιά. Έφτιαχνε μελωδίες από μίσος, διαστροφή και πόνο, κι εκείνες έρχονταν κοντά του μαγεμένες από τη μουσική και ελπίζοντας ότι θα τις άφηνε να συνοδεύσουν το τραγούδι του. Ο Τζουντ δεν ήθελε να πει στον Ντάνι τι είχε κάνει η Φλόριντα στον εαυτό της, γιατί τον λυπόταν. Ήταν προτιμότερο να μην του πει. Δεν ήταν σίγουρος πώς θα το έπαιρνε. Όμως του το είπε, παρ' όλα αυτά. «Η Άννα. Η Άννα Μακντέρμοτ. Έκοψε τις φλέβες της. Η γυναίκα με την οποία μόλις μιλούσα ήταν η αδερφή της». «Η Φλόριντα;» είπε ο Ντάνι. Βούλιαξε στην καρέκλα του, που έτριξε κάτω από το βάρος του. Έδειχνε σαν ξεκούρδιστος. Πίεσε τα χέρια του στην κοιλιά του κι έγειρε λίγο προς τα εμπρός, σαν να τον πονούσε το στομάχι του. «Ω, σκατά. Σκατά, γαμώτο», είπε γλυκά ο Ντάνι. Λέξεις που δεν ακούστηκαν καθόλου βρόμικες. Ακολούθησε σιωπή. Ο Τζουντ πρόσεξε, για πρώτη φορά, ότι το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό και μουρμούριζε απαλά. Ο Τρεντ

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

55

Ρέζνορ τραγουδούσε ότι ήταν έτοιμος να παραδώσει τη χωμάτινη αυτοκρατορία του. Είχε πλάκα που εκείνη τη στιγμή στο ραδιόφωνο ακούγονταν οι Νάιν Ιντς Νέιλς. Ο Τζουντ είχε γνωρίσει τη Φλόριντα στα παρασκήνια μιας συναυλίας του Τρεντ Ρέζνορ. Η είδηση του θανάτου της τον κατέκλυσε ξανά, σαν να το συνειδητοποιούσε μόλις τώρα για πρώτη φορά. Πας συχνά για ψάρεμα στη λίμνη Πόντσαρτρεϊν; Κι έπειτα το σοκ άρχισε να καταλαγιάζει και να μεταμορφώνεται σε μια κάπως νοσηρή απέχθεια. Όλα αυτά ήταν τόσο άσκοπα, ανόητα και εγωκεντρικά, ώστε του ήταν αδύνατον να μην τη μισεί λιγάκι, να μη θέλει να την πάρει τηλέφωνο και να τη βρίσει, μόνο που δεν μπορούσε να την πάρει τηλέφωνο, γιατί ήταν νεκρή. «Άφησε κανένα σημείωμα;» είπε ο Ντάνι. «Δεν ξέρω. Η αδερφή της δε μου έδωσε και πολλές πληροφορίες. Δεν ήταν και το πιο διαφωτιστικό τηλεφώνημα του κόσμου. Το πρόσεξες, ίσως». Όμως ο Ντάνι δεν άκουγε πια. «Μερικές φορές πηγαίναμε για να πιούμε καμιά μαργαρίτα. Ήταν πολύ γλυκό παιδί. Όλο ερωτήσεις. Κάποτε με ρώτησε αν είχα ένα αγαπημένο μέρος για να κοιτάζω τη βροχή όταν ήμουν μικρός. Τι σόι ερώτηση είν' αυτή, γαμώτο; Μ' έβαλε να κλείσω τα μάτια και να της περιγράψω τι έβλεπα από το παράθυρο του δωματίου μου όταν έβρεχε. Επί δέκα λεπτά. Ποτέ δεν ήξερες ποια θα ήταν η επόμενη ερώτησή της. Ήμασταν αδελφές ψυχές. Δεν το καταλαβαίνω. Εντάξει, το ήξερα ότι είχε κατάθλιψη. Μου το είχε πει. Όμως δεν ήθελε κάτι τέτοιο. Δε θα είχε τηλεφωνήσει σε κάποιον από τους δυο μας αν σκόπευε να το κάνει;... Δε θα μας είχε δώσει την ευκαιρία να προσπαθήσουμε να τη μεταπείσουμε;» «Μάλλον όχι». Ο Ντάνι έμοιαζε σαν να είχε χάσει βάρος μέσα στα τελευταία λίγα λεπτά. Είχε ζαρώσει, είχε αποτραβηχτεί στον εαυτό του. «Και η αδερφή της...» είπε, «η αδερφή της νομίζει ότι φταις εσύ; Ε, λοιπόν, αυτό είναι... τρελό». Όμως η φωνή του ήταν αδύναμη κι ο Τζουντ σκέφτηκε ότι δεν ακουγόταν και πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. «Μάλλον».

56

JOE HILL

«Είχε συναισθηματικά προβλήματα που ξεκινούσαν από παλιά, πριν σε γνωρίσει», είπε ο Ντάνι, με λίγο περισσότερη αυτοπεποίθηση. «Νομίζω ότι είναι οικογενειακό τους», είπε ο Τζουντ. Ο Ντάνι έσκυψε ξανά προς τα εμπρός. «Ναι. Ναι. Θέλω να πω... τι στην ευχή; Η αδερφή της Άννας είναι που σου πούλησε το φάντασμα; Το κουστούμι του νεκρού; Τι στο διάβολο γίνεται εδώ; Τι συνέβη και σ' έκανε να θέλεις να της τηλεφωνήσεις;» Ο Τζουντ δεν ήθελε να πει στον Ντάνι γι' αυτά που είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Όμως εκείνη τη στιγμή, αντιμέτωπος με το αναντίρρητο γεγονός του θανάτου της Φλόριντα, δεν ήταν πια απόλυτα σίγουρος για το τι είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Ο γέρος που καθόταν στο χολ έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαράς του στις τρεις τα ξημερώματα τώρα δεν του φαινόταν και τόσο πραγματικός. «Το κουστούμι που μου έστειλε είναι ένα είδος συμβολικής απειλής θανάτου. Μας ξεγέλασε και μας έκανε να το αγοράσουμε. Για κάποιο λόγο δεν μπορούσε απλώς να μου το στείλει, έπρεπε να το πληρώσω πρώτα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η λογική δεν είναι και το πιο δυνατό της χαρτί. Τέλος πάντων, το κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με δαύτο από την πρώτη στιγμή που ήρθε. Ήταν μέσα σ' αυτό το στραπατσαρισμένο κουτί σε σχήμα καρδιάς και -ίσως αυτό ακουστεί λιγάκι παρανοϊκό- είχε όμως κρυμμένη κάπου μέσα του μια καρφίτσα». «Καρφίτσα; Σε τρύπησε;» «Όχι. Τρύπησε όμως την Τζόρτζια, και άσχημα μάλιστα». «Είναι εντάξει; Πιστεύεις ότι υπήρχε κάτι στην καρφίτσα;» «Εννοείς κάποιο δηλητήριο, όπως αρσενικό; Όχι. Δε νομίζω ότι η Τζέσικα Πράις από την Παλαβούπολη της Φλόριντα είναι τόσο ηλίθια. Μπορεί να είναι τρελή για δέσιμο, αλλά όχι ηλίθια. Θέλει να με τρομάξει, όχι να μπει στη φυλακή. Μου είπε ότι το φάντασμα του πατριού της ήρθε μαζί με το κουστούμι του κι ότι θα με εκδικηθεί για το κακό που έκανα στην Άννα. Ίσως η καρφίτσα να ήταν μέρος του βουντού, δεν είμαι σίγουρος. Το μέρος που μεγάλωσα είναι κοντά στο Πανχάντλ. Αυτός ο τόπος είναι γεμάτος φαφούτηδες λεχρίτες που μένουν σε τροχόσπιτα, τρώνε

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

57

ασβούς κι έχουν ένα σωρό αλλόκοτες ιδέες. Μπορείς να φορέσεις ένα ακάνθινο στεφάνι πηγαίνοντας στη δουλειά σου στο τοπικό φαστφουντάδικο και να μην κάνεις εντύπωση σε κανέναν». «Θέλεις να καλέσω την αστυνομία;» ρώτησε ο Ντάνι. Τώρα επανερχόταν στους κανονικούς ρυθμούς του. Η φωνή του δεν ήταν τόσο νευρική, είχε ανακτήσει ένα μέρος από την αυτοπεποίθησή του. «Όχι». «Εκτοξεύει απειλές κατά της ζωής σου». «Ποιος το λέει αυτό;» «Εσύ. Κι εγώ. Καθόμουν εδώ και άκουσα τα πάντα». «Τι άκουσες;» Ο Ντάνι τον κοίταξε για μια στιγμή, κι έπειτα χαμήλωσε τα βλέφαρά του και χαμογέλασε κάπως νωθρά. «Ό,τι πεις εσύ ότι άκουσα». Ο Τζουντ του χαμογέλασε κι αυτός, παρά τη θέλησή του. Ο Ντάνι ήταν ασύστολος. «Άσε καλύτερα», είπε ο Τζουντ. «Θα το χειριστώ αλλιώς. Μπορείς όμως αν θέλεις να κάνεις κάτι για μένα. Η Άννα έστειλε ένα δυο γράμματα αφότου γύρισε στο σπίτι της. Δεν ξέρω τι τα έκανα. Θέλεις να ψάξεις να τα βρεις;» «Και βέβαια, θα κοιτάξω». Ο Ντάνι τον κοιτούσε ξανά με ανησυχία, και παρ' όλο που είχε ξαναβρεί το χιούμορ του, το χρώμα δεν είχε επιστρέψει στο πρόσωπο του. «Τζουντ... όταν λες ότι θα το χειριστείς αλλιώς... τι εννοείς μ' αυτό το αλλιώς;» Τσίμπησε το κάτω χείλος του, και το μέτωπο του φάνηκε να ζαρώνει ξανά από την έγνοια. «Αυτά που είπες όταν έκλεισες... Ότι θα στείλεις ανθρώπους να τη βρουν. Ότι θα πας εκεί ο ίδιος. Ήσουν πολύ τσαντισμένος. Δε σ' έχω ξανακούσει έτσι. Πρέπει ν' ανησυχώ;» «Εσύ; Όχι», είπε ο Τζουντ. «Αυτή, ίσως».

Το μυαλό TOU ΤΓήγαΐνε από τη μια κακή σκέψη στην άλλη. Η Άννα γυμνή, με μάτια γυάλινα, να επιπλέει νεκρή μέσα σε μια μπανιέρα με κατακόκκινο νερό, η Τζέσικα Πράις να του μιλάει στο τηλέφωνο -Θα πεθάνεις, και θα πεθάνεις με το παγερό του χέρι να σου κλείνει το στόμα-, ο γέρος να κάθεται στο χολ φορώντας το κουστούμι αλά Τζόνι Κας, σηκώνοντας αργά το κεφάλι του για να τον κοιτάξει καθώς ο Τζουντ περνούσε από μπροστά του. Ήθελε να καταλαγιάσει το θόρυβο στο κεφάλι του, κάτι που συνήθως το κατάφερνε κάνοντας θόρυβο με τα χέρια του. Πήρε την Ντόμπρο στο στούντιο του, τη γρατζούνισε για δοκιμή, και το κούρδισμα δεν του άρεσε. Πήγε στην ντουλάπα να ψάξει για ένα καποντάστρο για να φτιάξει λίγο τον ήχο, και αντί γι' αυτό βρήκε ένα κουτί σφαίρες. Ήταν σ' ένα κουτί σε σχήμα καρδιάς -ένα από αυτά τα κίτρινα καρδιόσχημα κουτιά που ο πατέρας του χάριζε στη μητέρα του κάθε χρόνο του Αγίου Βαλεντίνου και σε κάθε Γιορτή της Μητέρας, κάθε Χριστούγεννα και σε κάθε γενέθλια. Ο Μάρτιν ποτέ δεν της έδινε κάτι άλλο -ούτε τριαντάφυλλα ούτε δαχτυλίδια ούτε σαμπάνιες-, μόνο το ίδιο μεγάλο κουτί με σοκολατάκια από το ίδιο πολυκατάστημα. Η αντίδρασή της ήταν το ίδιο απαράλλαχτη με το δώρο του. Χαμογελούσε πάντα μ' ένα σφιγμένο, αμήχανο χαμόγελο, χωρίς ν' ανοίγει τα χείλη της. Ντρεπόταν για τα δόντια της. Τα επάνω ήταν ψεύτικα. Τα πραγματικά τα είχε χάσει από γροθιά. Πρόσφερε πάντα σοκολατάκι πρώτα στο σύζυγο της, ο οποίος, χα-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

59

μογελώντας περήφανα, λες και το δώρο του ήταν κανένα διαμαντένιο κολιέ κι όχι ένα κουτί σοκολατάκια των τριών δολαρίων, κουνούσε το κεφάλι του με ικανοποίηση, κι έπειτα πρόσφερε και στον Τζουντ. Και πάντα ο Τζουντ διάλεγε ακριβώς το ίδιο, αυτό που βρισκόταν στο κέντρο, ένα με κεράσι. Του άρεσε το γκλουκ που έκανε όταν το δάγκωνε, το λιγάκι σάπιο, υπερβολικά γλυκερό ζουμί, η μαλακή σε βαθμό αποσύνθεσης σάρκα του κερασιού. Φανταζόταν ότι έτρωγε ένα βολβό ματιού με επικάλυψη σοκολάτας. Από τότε ακόμα του Τζουντ του άρεσε να ονειρεύεται το χειρότερο, να διασκεδάζει με τα πιο ανατριχιαστικά ενδεχόμενα. Ο Τζουντ βρήκε το κουτί παραχωμένο μέσα σ' ένα σωρό από καλώδια κάτω από μια θήκη κιθάρας ακουμπισμένη στο βάθος της ντουλάπας του στούντιο. Δεν ήταν μια οποιαδήποτε θήκη κιθάρας, ήταν αυτή με την οποία είχε φύγει από τη Λουιζιάνα πριν από τριάντα χρόνια, αν και η μεταχειρισμένη Γιαμάχα των σαράντα δολαρίων που φιλοξενούσε κάποτε είχε χαθεί από καιρό. Τη Γιαμάχα την είχε αφήσει πίσω του σε μια σκηνή του Σαν Φρανσίσκο, όπου είχε ανοίξει για τους Ζέπελιν μια νύχτα του 1975. Εκείνο τον καιρό άφηνε πολλά πράγματα πίσω του: την οικογένειά του, τη Λουιζιάνα, τα γουρούνια, τη φτώχεια, το όνομα με το οποίο είχε γεννηθεί. Δεν έχανε τον καιρό του κοιτάζοντας πίσω. Σήκωσε το κουτί απ' τα σοκολατάκια κι αμέσως το άφησε να πέσει, και ιία χέρια του κρεμάστηκαν άνευρα στα πλευρά του. Ο Τζουντ ήξερε τι περιείχε χωρίς να το ανοίξει, το ήξερε από την πρώτη στιγμή. Αν υπήρχε κάποια αμφιβολία, χάθηκε όταν το κουτί έπεσε στο πάτωμα κι άκουσε τους μπρούντζινους κάλυκες να κουδουνίζουν στο εσωτερικό του. Το θέαμα τον έκανε να υποχωρήσει μ' έναν σχεδόν αταβιστικό τρόμο, λες και, καθώς έψαχνε μες στα καλώδια, μια παχιά μαλλιαρή αράχνη είχε συρθεί στην ανάστροφη της παλάμης του. Είχε πάνω από τρεις δεκαετίες να δει το κουτί με τις σφαίρες, και ήξερε ότι το είχε αφήσει σφηνωμένο ανάμεσα στο στρώμα και το σομιέ του παιδικού του κρεβατιού, στο Μουρ'ς Κόρνερ. Δεν το είχε πάρει μαζί του φεύ-

60

JOE HILL

γοντας από τη Λουιζιάνα, και ήταν αδύνατον να βρίσκεται εδώ, πίσω από την παλιά του θήκη. Αλλά βρισκόταν. Κοίταξε για λίγο το κίτρινο καρδιόσχημο κουτί, κι έπειτα πίεσε τον εαυτό του να το σηκώσει. Έβγαλε το καπάκι και αναποδογύρισε το κουτί. Οι σφαίρες σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Τις είχε μαζέψει ο ίδιος, είχε γι' αυτές το ίδιο πάθος που έτρεφαν άλλα παιδιά για τις κάρτες με παίκτες του μπέιζμπολ: ήταν η πρώτη του συλλογή. Την είχε ξεκινήσει όταν ήταν οχτώ χρονών, όταν ήταν ακόμη ο Τζάστιν Κοζίνσκι, πολλά χρόνια προτού φανταστεί ότι κάποτε θα γινόταν κάποιος άλλος. Μια μέρα περπατούσε στο ανατολικό χωράφι κι άκουσε κάτι να σπάει κάτω απ' το παπούτσι του. Έσκυψε να δει τι είχε πατήσει και σήκωσε από τη λάσπη ένα άδειο φυσίγγι καραμπίνας. Μάλλον ήταν του πατέρα του. Ήταν φθινόπωρο, η εποχή που ο γέρος κυνηγούσε αγριόγαλους. Ο Τζάστιν μύρισε τον διαλυμένο, πατικωμένο κάλυκα. Η μυρωδιά του μπαρουτιού τού έφερε φαγούρα στα ρουθούνια -μια αίσθηση που θα έπρεπε να είναι δυσάρεστη, κι όμως ήταν παράξενα γοητευτική. Γύρισε σπίτι με το φυσίγγι στην τσέπη της φόρμας του και το φύλαξε σ' ένα από τα άδεια κουτιά από σοκολατάκια της μητέρας του. Πολύ σύντομα προστέθηκαν δύο γεμάτες σφαίρες για τριανταοχτάρι, τις οποίες είχε σουφρώσει από το γκαράζ κάποιου φίλου, μερικοί παράξενοι ασημένιοι κάλυκες που είχε βρει στο πεδίο βολής, και μια σφαίρα από ένα βρετανικό τυφέκιο εφόδου, που είχε το μήκος του μεσαίου του δαχτύλου. Αυτή την τελευταία την είχε πάρει με ανταλλαγή, και του είχε κοστίσει πολύ ακριβά -ένα τεύχος του περιοδικού Creepy με εξώφυλλο του Φραζέτα-, όμως πίστευε πως ήταν δίκαιη. Τις νύχτες ξάπλωνε στο κρεβάτι του και κοίταζε τις σφαίρες ξανά και ξανά, μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο έλαμπε το φεγγαρόφωτο πάνω στους γυαλιστερούς κάλυκες, μυρίζοντας το μολύβι έτσι όπως ένας άντρας μυρίζει μια λωρίδα πανί βουτηγμένη στο άρωμα της αγαπημένης του· στοχαστικά, με το μυαλό του πλημμυρισμένο από γλυκές φαντασιώσεις. Στο γυμνάσιο κρέμασε τη βρετανική σφαίρα από ένα δερμάτινο κορδόνι και τη φορούσε στο λαιμό του, μέχρι που του την

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

61

κατέσχεσε ο γυμνασιάρχης. Ο Τζουντ απορούσε πώς δεν είχε σκοτώσει κάποιον εκείνο τον καιρό. Είχε όλα τα στοιχεία ενός μαθητή που θα μπορούσε να μπει στην τάξη του και να τους πυροβολήσει όλους: ορμόνες, δυστυχία, πυρομαχικά. Οι άνθρωποι αναρωτιούνταν πώς μπόρεσε να συμβεί ό,τι συνέβη στο Κολουμπάιν. Ο Τζουντ απορούσε πώς και δε συνέβαινε πιο συχνά. Ήταν όλα εκεί -το στραπατσαρισμένο φυσίγγι της καραμπίνας, οι ασημένιοι κάλυκες, η σφαίρα των πέντε εκατοστών από το AR-15, η οποία δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται εκεί, γιατί ο γυμνασιάρχης δεν του την είχε επιστρέψει ποτέ. Ήταν μια προειδοποίηση. Ο Τζουντ είχε δει έναν νεκρό τη νύχτα, τον πατριό της Αννας, κι αυτός ήταν ο τρόπος του να πει στον Τζουντ ότι είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς. Ήταν εντελώς τρελό. Έπρεπε να υπάρχουν δεκάδες πιο λογικές εξηγήσεις για το κουτί, για τις σφαίρες. Όμως ο Τζουντ δε νοιαζόταν για το τι ήταν λογικό. Δεν ήταν ένας λογικός άνθρωπος. Νοιαζόταν μονάχα γι' αυτό που ήταν αληθινό. Είχε δει έναν νεκρό τη νύχτα. Ίσως, για λίγα λεπτά, στο ηλιόλουστο γραφείο του Ντάνι, είχε μπορέσει να το διώξει απ' το μυαλό του, να πείσει τον εαυτό του πως δεν είχε συμβεί ποτέ, ωστόσο είχε συμβεί. Τώρα είχε ανακτήσει τον αυτοέλεγχο του, και συνέλαβε τον εαυτό του να σκέφτεται ψύχραιμα τις σφαίρες. Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν κάτι παραπάνω από προειδοποίηση. Ίσως ήταν και ένα μήνυμα. Ο πεθαμένος, το φάντασμα, του έλεγε να οπλιστεί. Ο Τζουντ σκέφτηκε το σαραντατεσσάρι Σούπερ Μπλάκχοκ που υπήρχε στο χρηματοκιβώτιο, κάτω από το γραφείο του. Τι θα πυροβολούσε, όμως; Ήξερε ότι το φάντασμα υπήρχε πρώτα και κύρια μέσα στο μυαλό του. Ότι ίσως τα φαντάσματα στοιχειώνουν πάντα τα μυαλά, όχι τους τόπους. Αν ήθελε να το πυροβολήσει, θα έπρεπε να στρέψει την κάννη στον ίδιο του τον κρόταφο. Μάζεψε τις σφαίρες πίσω στο κουτί της μητέρας του, και έβαλε στη θέση του το καπάκι. Οι σφαίρες δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Όμως υπήρχαν και άλλου είδους πυρομαχικά. Είχε μια συλλογή βιβλίων στο ράφι στη μία άκρη του στούντιο, βιβλία με θέμα το απόκρυφο και το υπερφυσικό. Περίπου την ίδια εποχή που ο Τζουντ ξεκινούσε την καριέρα του στη δι-

62

JOE HILL

σκογραφία, οι Μπλακ Σάμπαθ ήταν στα φόρτε τους και ο μάνατζερ του Τζουντ τον συμβούλεψε ότι δε θα έβλαπτε αν υπαινισσόταν, έστω, ότι ήταν φιλαράκια με τον Εωσφόρο. Ο Τζουντ είχε ήδη αρχίσει να μελετάει ψυχολογία των μαζών και μαζική ύπνωση· είχε σκεφτεί πως αν οι φανς ήταν καλοί, οι πιστοί οπαδοί ήταν ακόμα καλύτεροι. Πρόσθεσε βιβλία του Άλιστερ Κρόουλι και του Τσαρλς Ντέξτερ Γουόρντ στη λίστα των αναγνωσμάτων του και τα μελέτησε σοβαρά και επισταμένα, υπογραμμίζοντας βασικές έννοιες και σημαντικά γεγονότα. Αργότερα, όταν πια είχε γίνει διάσημος, διάφοροι σατανιστές, νεοπαγανιστές και πνευματιστές, που ακούγοντας τη μουσική του νόμιζαν πως μοιραζόταν τον ενθουσιασμό τους -στην πραγματικότητα δεν έδινε δεκάρα τσακιστή, ήταν γι' αυτόν απλώς σαν να φορούσε ένα δερμάτινο παντελόνι, μόνο ένα μέρος της αμφίεσης-, του έστειλαν ακόμα περισσότερα (και, ομολογουμένως, πιο ενδιαφέροντα) αναγνώσματα: ένα μυστηριώδες εγχειρίδιο, τυπωμένο από την Καθολική Εκκλησία τη δεκαετία του '30, για την τέλεση εξορκισμών μια μετάφραση ενός βιβλίου πεντακοσίων ετών με διεστραμμένους, ανίερους ψαλμούς, γραμμένους από έναν τρελό Νάϊτη· ένα βιβλίο με συνταγές για κανίβαλους. Ο Τζουντ ακούμπησε το κουτί με τις σφαίρες στο ράφι ανάμεσα στα βιβλία του, εγκαταλείποντας κάθε σκέψη να βρει ένα καποντάστρο και να παίξει κανένα κομμάτι των Σκίναρντ. Χάιδεψε με τον αντίχειρά του τις ράχες των δερματόδετων βιβλίων. Στο στούντιο έκανε αρκετό κρύο· ένιωθε τα δάχτυλά του άκαμπτα και αδέξια, δυσκολευόταν να γυρίσει τις σελίδες, δεν ήξερε τι γύρευε. Για λίγη ώρα προσπάθησε να βρει άκρη με μια μπερδεμένη πραγματεία για ζώα-δαιμόνια, πλάσματα με έντονα συναισθήματα που ήταν δεμένα με τους αφέντες τους με αγάπη και αίμα και που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν άμεσα τους νεκρούς. Όμως ήταν γραμμένο σε δύσκολα αγγλικά του δέκατου όγδοου αιώνα, χωρίς σημεία στίξης. Ο Τζουντ πάλεψε με μια παράγραφο για δέκα λεπτά και δεν κατάλαβε τίποτα. Το άφησε παράμερα. Σε ένα άλλο βιβλίο κόλλησε σ' ένα κεφάλαιο για τη δαιμο-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

63

νοληψία. Η γκροτέσκο εικονογράφηση μιας σελίδας έδειχνε ένα γέρο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, μέσα σε μπλεγμένα σεντόνια, με τα μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο και το στόμα του να χάσκει ορθάνοιχτο, καθώς ένα μοχθηρό, γυμνό ανθρωπάριο έβγαινε από το στόμα του. Ή, ακόμα χειρότερα, ίσως το πλάσμα έμπαινε μέσα του. Ο Τζουντ διάβασε ότι όποιος κρατάει ανοιχτή τη χρυσή πύλη της θνητότητας, για να ρίξει μια ματιά στην άλλη πλευρά, ρισκάρει να αφήσει κάτι να περάσει, και ότι περισσότερο κινδυνεύουν οι άρρωστοι, οι ηλικιωμένοι και όσοι αγαπούν το θάνατο. Ο τόνος του κειμένου ήταν κατηγορηματικός και φανέρωνε γνώση, και ο Τζουντ πήρε θάρρος, μέχρι που διάβασε ότι η καλύτερη μέθοδος προστασίας είναι να λουστείς με ούρα. Ο Τζουντ είχε ανοιχτό μυαλό ως προς τη διαστροφή, αλλά δεν άντεχε τα υγρά σπορ, κι όταν το βιβλίο γλίστρησε από τα παγωμένα του χέρια δεν μπήκε στον κόπο να το σηκώσει· αντίθετα, το κλότσησε μακριά. Διάβασε για το Πρεσβυτέριο του Μπόρλεϊ, το πιο διάσημο στοιχειωμένο σπίτι της Αγγλίας, για το πώς μπορείς να επικοινωνήσεις με πνεύματα μέσω του πίνακα Ουίτζα και για τις αλχημικές χρήσεις του αίματος της έμμηνης ρύσης, εστιάζοντας με δυσκολία το βλέμμα του, κι έπειτα άρχισε να εκσφενδονίζει βιβλία δεξιά κι αριστερά μέσα στο στούντιο. Κάθε λέξη ήταν και μια κουταμάρα. Δαίμονες και δαιμόνια και μαγικοί κύκλοι και τα μυστηριώδη οφέλη του κάτουρου. Ένα βιβλίο χτύπησε μια λάμπα πάνω στο γραφείο του και την έριξε κάτω με πάταγο. Άλλο ένα χτύπησε σ' έναν κορνιζαρισμένο πλατινένιο δίσκο. Το γυαλί της κορνίζας έγινε σαν ιστός αράχνης. Το χέρι του Τζουντ βρήκε το κουτί με τις σφαίρες. Αυτό, με τη σειρά του, εκσφενδονίστηκε στον τοίχο, και οι σφαίρες σκόρπισαν στο πάτωμα μ' ένα μεταλλικό κρότο. Άρπαξε άλλο ένα βιβλίο, βαριανασαίνοντας, με το αίμα του να βράζει, θέλοντας εκείνη τη στιγμή να καταστρέψει κάτι, οτιδήποτε, δεν είχε σημασία τι, αλλά συγκρατήθηκε, γιατί η αίσθηση του αντικειμένου που κρατούσε στα χέρια του ήταν τελείως λάθος. Το κοίταξε και είδε μια μαύρη βιντεοκασέτα, δίχως ετι-

64

JOE HILL

κέτα. Δεν κατάλαβε αμέσως τι ήταν, χρειάστηκε λίγο χρόνο για να θυμηθεί. Ήταν το σναφ φιλμ του. Στεκόταν στο ράφι μαζί με τα βιβλία, ξέχωρα από τα υπόλοιπα βίντεο, εδώ και... αλήθεια, πόσο; Τέσσερα χρόνια; Ήταν εκεί τόσον καιρό, που είχε πάψει να τη βλέπει ανάμεσα στις ράχες των σκληρόδετων βιβλίων. Είχε γίνει ένα με τη σαβούρα των ραφιών. Ο Τζουντ είχε μπει ένα πρωί στο στούντιο και είχε βρει τη γυναίκα του, τη Σάνον, να παρακολουθεί την ταινία. Ετοίμαζε τις βαλίτσες του για ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη και έψαχνε για κάποια κιθάρα να πάρει μαζί του. Βλέποντάς τη, σταμάτησε στην πόρτα. Η Σάνον στεκόταν μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθούσε έναν άντρα να πνίγει μια έφηβη με μια διάφανη πλαστική σακούλα, ενώ μερικοί άλλοι παρακολουθούσαν τη σκηνή. Η Σάνον ήταν συνοφρυωμένη, το μέτωπο της είχε γεμίσει ρυτίδες καθώς έβλεπε το κορίτσι να πεθαίνει. Δεν τον ανησυχούσαν οι εκρήξεις της -η οργή δεν τον εντυπωσίαζε-, αλλά είχε μάθει να είναι προσεκτικός μαζί της όταν την έβλεπε έτσι, ήρεμη, σιωπηλή και κλεισμένη στον εαυτό της. «Είναι αληθινό;» τον ρώτησε τελικά. «Ναι». «Πεθαίνει στ' αλήθεια;» Εκείνος κοίταξε την τηλεόραση. Το γυμνό κορίτσι είχε πέσει πλαδαρό και ανόστεο στο πάτωμα. «Είναι στ' αλήθεια νεκρή. Σκότωσαν και το αγόρι της, έτσι δεν είναι;» «Τους ικέτευε». «Μου την έδωσε ένας μπάτσος. Μου είπε ότι τα δυο παιδιά ήταν πρεζόνια από το Τέξας που λήστεψαν μια κάβα και σκότωσαν κάποιον, κι έπειτα το έσκασαν στην Τιχουάνα για να γλιτώσουν. Οι μπάτσοι έχουν πολλά τέτοια άρρωστα πράγματα στα συρτάρια τους». «Ο μικρός τους ικέτευε να μην τη σκοτώσουν». Ο Τζουντ είπε: «Είναι φρικτό. Δεν ξέρω γιατί το έχω ακόμα». «Ούτε γω», είπε εκείνη. Σηκώθηκε και έβγαλε την κασέτα από το βίντεο, κι έπειτα στάθηκε και την κοιτούσε, λες και δεν εί-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

65

χε ξαναδεί ποτέ βιντεοκασέτα στη ζωή της και προσπαθούσε να φανταστεί σε τι μπορεί να χρησίμευε. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Τζουντ. «Δεν ξέρω», απάντησε εκείνη. Έστρεψε το ψυχρό, μπερδεμένο βλέμμα της προς το μέρος του. «Εσύ;» Χωρίς να πάρει απάντηση, η Σάνον πέρασε δίπλα του και προχώρησε προς την πόρτα. Φτάνοντας στην έξοδο, συνήλθε και συνειδητοποίησε ότι εξακολουθούσε να κρατάει στο χέρι της την κασέτα. Την ακούμπησε μαλακά στο ράφι πριν βγει έξω. Αργότερα, η οικονόμος την παράχωσε ανάμεσα στα βιβλία. Ήταν ένα λάθος που ο Τζουντ δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να διορθώσει, και πολύ σύντομα ξέχασε ότι βρισκόταν εκεί. Είχε άλλα πράγματα να σκεφτεί. Επιστρέφοντας από τη Νέα Υόρκη, βρήκε το σπίτι άδειο. Η Σάνον είχε αδειάσει την ντουλάπα της. Δεν μπήκε στον κόπο να γράψει ούτε ένα σημείωμα, κάτι που να 'λεγε πως η αγάπη τους ήταν ένα λάθος ή ότι είχε αγαπήσει έναν Τζουντ που δεν υπήρξε ποτέ ή ότι με τα χρόνια είχαν απομακρυνθεί ο ένας απ' τον άλλον. Η Σάνον ήταν μια γυναίκα σαράντα έξι χρονών, παντρεμένη και χωρισμένη στο παρελθόν. Δεν της άρεσαν τα εφηβικά καμώματα. Όταν είχε κάτι να του πει, του τηλεφώνησε. Όταν χρειάστηκε κάτι απ' αυτόν, του τηλεφώνησε ο δικηγόρος της. Κοιτάζοντας τώρα την ταινία, στ' αλήθεια δεν ήξερε για ποιο λόγο την είχε κρατήσει. Κανονικά, όταν γύρισε σπίτι και δε βρήκε τη Σάνον, θα έπρεπε να ψάξει να βρει την ταινία και να την ξεφορτωθεί. Δεν ήταν καλά καλά σίγουρος για ποιο λόγο την είχε δεχτεί εξαρχής, όταν του την είχαν δώσει. Έκανε τη δυσάρεστη σκέψη ότι με τον καιρό είχε γίνει υπερβολικά πρόθυμος να δέχεται ό,τι κι αν του πρόσφεραν, χωρίς να αναρωτιέται για τις πιθανές επιπτώσεις. Και να τώρα σε τι μπελάδες είχε μπλέξει. Η Άννα του είχε προσφερθεί, και εκείνος την είχε δεχτεί, και τώρα ήταν νεκρή. Η Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις του είχε προσφέρει το κουστούμι του νεκρού, και τώρα ήταν δικό του. Τώρα ήταν δικό του. Δεν ήταν περίεργο γι' αυτόν να έχει στην κατοχή του το κουστούμι ενός νεκρού, ή μια βιντεοκασέτα με μεξικάνικο δολοφο-

66

JOE HILL

νικό πορνό, ή οτιδήποτε από τα υπόλοιπα κομμάτια της συλλογής του. Αντίθετα, του φαινόταν πως τούτα τα αντικείμενα έρχονταν σ' αυτόν όπως τραβιούνται τα ρινίσματα σιδήρου απ' το μαγνήτη, και, όπως ο μαγνήτης, δεν μπορούσε να μην τα προσελκύει και να μην τα κρατάει. Αλλά αυτό ήταν αδυναμία, και ποτέ δεν ήταν αδύναμος. Αν υπήρχε κάτι που έπρεπε να πετάξει στον απέναντι τοίχο, ήταν αυτή η κασέτα. Αλλά πολλή ώρα στεκόταν εκεί και σκεφτόταν. Το κρύο στο στούντιο τον περόνιαζε και τον εξουθένωνε, τον έκανε να αισθάνεται κουρασμένος, να νιώθει το βάρος της ηλικίας του. Του έκανε εντύπωση που δεν έβλεπε το χνότο του· τόσο κρύο έκανε. Δεν μπορούσε να φανταστεί πιο ηλίθια -ή πιο αδύναμη- εικόνα από έναν πενηντατετράχρονο που εκσφενδονίζει τα βιβλία του σε μια κρίση οργής, κι αν υπήρχε ένα πράγμα που σιχαινόταν, ήταν η αδυναμία. Ήθελε να πετάξει την κασέτα στο πάτωμα και να την τσακίσει με τα πόδια, αλλά αντί γι' αυτό στράφηκε για να τη βάλει πίσω στο ράφι, νιώθοντας ότι ήταν πιο σημαντικό να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του, να ενεργήσει, τουλάχιστον για μια στιγμή, σαν ενήλικος. «Ξεφορτώσου το», ακούστηκε η φωνή της Τζόρτζια από την πόρτα.

Ol ώμοι ΤΟϋ τινάχτηκαν, σε μια αντανακλαστική κίνηση, από το ξάφνιασμα. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν από φυσικού της χλομή, αλλά τώρα έδειχνε σαν να είχε φύγει όλο το αίμα από το πρόσωπο της, έμοιαζε με βρικόλακα περισσότερο απ' ό,τι συνήθως. Αναρωτήθηκε αν ήταν κανένα κόλπο με το μεϊκάπ, αλλά πρόσεξε ότι τα μάγουλά της ήταν υγρά, κι ότι τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στους ιδρωμένους κροτάφους της. Στεκόταν όρθια φορώντας τις πιτζάμες της, με τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από το κορμί της, ριγώντας από το κρύο. «Είσαι άρρωστη;» τη ρώτησε. «Είμαι μια χαρά», είπε εκείνη. «Η προσωποποίηση της υγείας. Ηεφορτώσου το». Εκείνος έβαλε προσεκτικά το σναφ φιλμ πίσω στο ράφι. «Τι πράγμα να ξεφορτωθώ;» «Το κουστούμι του πεθαμένου. Μυρίζει άσχημα. Δεν πρόσεξες τη μυρωδιά όταν το έβγαλες απ' την ντουλάπα;» «Δεν είναι στην ντουλάπα;» «Όχι, δεν είναι στην ντουλάπα. Όταν ξύπνησα, ήταν απλωμένο δίπλα μου στο κρεβάτι. Ξέχασες να το βάλεις στη θέση του; Ή μήπως δε θυμάσαι καν ότι το έβγαλες; Μα το Θεό, μερικές φορές εκπλήσσομαι που θυμάσαι να ξαναβάλεις το πουλί σου στο παντελόνι σου μόλις τελειώνεις το κατούρημα. Ελπίζω τουλάχιστον όλο αυτό το χόρτο που κάπνισες τη δεκαετία του εβδομήντα να ήταν καλό, να άξιζε τον κόπο να πάθεις αμνησία. Τέλος πάντων, τι ήθελες και το 'βγαλες από κει μέσα;»

68

JOE HILL

Αν το κουστούμι δεν ήταν στην ντουλάπα, τότε είχε βγει έξω μόνο του. Δεν υπήρχε περίπτωση να το πει αυτό στην Τζόρτζια βέβαια· έμεινε αμίλητος, παριστάνοντας ότι ασχολιόταν με το συγύρισμα. Ο Τζουντ έκανε το γύρο του γραφείου, έσκυψε και σήκωσε τον κορνιζαρισμένο δίσκο που είχε πέσει στο πάτωμα. Ο δίσκος ήταν κι αυτός συντρίμμια, όπως το τζάμι αποπάνω του. Άνοιξε την κορνίζα και γύρισε το κάδρο στο πλάι. Το σπασμένο γυαλί γλίστρησε στο καλάθι των αχρήστων μ' ένα σχεδόν μουσικό ήχο. Ξεδιάλεξε τα κομμάτια του σπασμένου πλατινένιου του άλμπουμ -που είχε τον τίτλο Ευτυχισμένος Οχλος- και τα έχωσε στα σκουπίδια, έξι γυαλιστερές λεπίδες χαραγμένου ατσαλιού που θύμιζαν γιαταγάνια. Τι έπρεπε να κάνει τώρα; Σκέφτηκε ότι ένας μυαλωμένος άνθρωπος θα πήγαινε να ρίξει άλλη μια ματιά στο κουστούμι. Σηκώθηκε και στράφηκε προς το μέρος της. «Έλα. Πρέπει να πας να ξαπλώσεις. Φαίνεσαι χάλια. Θα ξαποστείλω το κουστούμι κι έπειτα θα σε βάλω στο κρεβάτι». Ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της, αλλά εκείνη τραβήχτηκε. «Όχι. Το κρεβάτι μυρίζει κι αυτό. Τα σεντόνια βρομοκοπάνε». «Θα στρώσουμε καινούρια σεντόνια», είπε πιάνοντάς την ξανά από το μπράτσο. Ο Τζουντ τη γύρισε και την πήρε μαζί του έξω στο διάδρομο. Ο νεκρός καθόταν εκεί, στα δύο τρίτα της απόστασης, στην κουνιστή καρέκλα στ' αριστερά, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν να σκεφτόταν. Ένα πέπλο πρωινής λιακάδας έπεφτε στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκονται τα πόδια του. Εξαφανίζονταν εκεί που τα χτυπούσε το φως. Αυτό τον έκανε να μοιάζει με βετεράνο πολέμου, με τα πόδια κομμένα περίπου στα μισά των μηρών του. Κάτω απ' αυτή τη λαμπερή κουρτίνα λιακάδας φαίνονταν τα καλογυαλισμένα μαύρα σκαρπίνια του, και μέσα χωμένα τα πόδια του, με μαύρες κάλτσες. Ανάμεσα στους μηρούς και τα παπούτσια του, τα μόνα πόδια που ήταν ορατά ήταν αυτά της καρέκλας, με το ξύλο να έχει πάρει μια φωτεινή ξανθιά απόχρωση κάτω απ' το φως.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

69

Αμέσως μόλις τον πήρε το μάτι του, ο Τζουντ γύρισε το κεφάλι του αλλού, δεν ήθελε να τον δει, δεν ήθελε να σκεφτεί το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί. Έριξε μια λοξή ματιά στην Τζόρτζια, για να δει αν είχε δει κι εκείνη το φάντασμα. Η Τζόρτζια κοιτούσε τα πόδια της καθώς έσερνε τα βήματά της, με το χέρι του Τζουντ στο μπράτσο της, τα μαλλιά της πεσμένα στα μάτια της. Ήθελε να της πει να κοιτάξει, ήθελε να διαπιστώσει αν μπορούσε κι εκείνη να τον δει, αλλά ήταν πολύ φοβισμένος για να μιλήσει, φοβόταν ότι το φάντασμα θα τον άκουγε και θα σήκωνε το βλέμμα του πάνω τους. Ήταν τρελό να πιστεύει ότι υπήρχε περίπτωση να μην ήθελε ο νεκρός να τους δει να περνούν, αλλά για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει ο Τζουντ ένιωσε ότι αν έμεναν και οι δύο αμίλητοι θα γλιστρούσαν αθέατοι. Τα μάτια του νεκρού ήταν κλειστά, το πιγούνι του σχεδόν άγγιζε το στήθος του, ένας γέρος άνθρωπος που έπαιρνε έναν υπνάκο κάτω απ' τον ήλιο. Και ο Τζουντ ήθελε περισσότερο από καθετί άλλο να μείνει εκεί που ήταν. Να μη σαλέψει. Να μην ξυπνήσει. Να μην ανοίξει τα μάτια του· ό,τι και να γινόταν, να μην ανοίξει τα μάτια του. Πλησίασαν πιο κοντά, αλλά η Τζόρτζια εξακολουθούσε να μην κοιτάζει προς το μέρος του γέρου. Αντί γι' αυτό, ακούμπησε νυσταλέα το χέρι της στον ώμο του Τζουντ κι έκλεισε τα μάτια της. «Θες να μου πεις γιατί έκανες λίμπα το στούντιο; Και γιατί φώναζες εκεί μέσα; Νομίζω πως σε άκουσα να φωνάζεις». Δεν ήθελε να ξανακοιτάξει, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το φάντασμα παρέμενε εκεί που βρισκόταν, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, χαμογελώντας ανεπαίσθητα, σαν να ρέμβαζε με μια ευχάριστη σκέψη ή σαν να έβλεπε όνειρο. Δε φάνηκε να άκουσε την Τζόρτζια. Εκείνη τη στιγμή ο Τζουντ είχε μια ιδέα που δύσκολα μπορούσε να την εκφράσει. Με τα κλειστά του μάτια και το κεφάλι του έτσι γερμένο, το φάντασμα έμοιαζε όχι τόσο να κοιμάται, όσο να αφουγκράζεται κάτι. Να αφουγκράζεται εκείνον. Περιμένοντας, ίσως, να αναγνωριστεί η παρουσία του, προτού αναγνωρίσει (ή προτού μπορέσει ν' αναγνωρίσει) εκείνο, με τη σειρά του, την παρουσία του Τζουντ. Τώρα βρίσκο-

70

JOE HILL

νταν σχεδόν μπροστά του, και ο Τζουντ σφίχτηκε πάνω στην Τζόρτζια για ν' αποφύγει να τον αγγίξει. «Απ' αυτό ξύπνησα, από το θόρυβο, κι ύστερα από τη βρόμα...» Η Τζόρτζια έβηξε, και σήκωσε το κεφάλι της για να κοιτάξει με τσιμπλιάρικα μάτια την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ακόμα δεν είχε δει το φάντασμα, παρ' όλο που τώρα περνούσαν ακριβώς από μπροστά του. Ξαφνικά σταμάτησε κι έμεινε ακίνητη. «Δεν μπαίνω εκεί μέσα αν δεν κάνεις κάτι μ' αυτό το κουστούμι». Γλίστρησε το χέρι του στον καρπό της και τον έσφιξε δυνατά, σπρώχνοντάς την προς τα εμπρός. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε μ' ένα αδύναμο βογκητό πόνου και προσπάθησε να απομακρυνθεί από κοντά του. «Τι διάβολο;...» «Προχώρα», της είπε, κι αμέσως συνειδητοποίησε, μ' ένα αξιοθρήνητο σφίξιμο στο στήθος, ότι είχε μιλήσει. Έριξε μια ματιά στο φάντασμα, και την ίδια στιγμή ο νεκρός σήκωσε το κεφάλι του και τα μάπα του άνοιξαν. Όμως στη θέση των ματιών του υπήρχαν μόνο μαύρες μουντζούρες. Ήταν σαν να 'χε πάρει ένα παιδί ένα μαγικό μαρκαδόρο που μπορούσε να ζωγραφίζει στον αέρα και προσπαθούσε με μανία να τα μουντζαλώσει. Οι μαύρες γραμμές συμπλέκονταν κι έμπαιναν η μία μέσα στην άλλη, σαν ένα κουβάρι από σκουλήκια. Ο Τζουντ τον είχε ήδη προσπεράσει, σπρώχνοντας την Τζόρτζια στο διάδρομο ενώ εκείνη πάλευε κλαψουρίζοντας να ελευθερωθεί. Όταν έφτασαν στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, γύρισε και κοίταξε πίσω του. Το φάντασμα σηκώθηκε όρθιο, και καθώς σηκωνόταν, τα πόδια του βγήκαν απ' το φως του ήλιου και φάνηκαν ξανά, με τα μαύρα μπατζάκια, την κοφτερή τσάκιση του παντελονιού του. Ο νεκρός σήκωσε στο πλάι το δεξί του χέρι, με την παλάμη στραμμένη προς το πάτωμα, και κάτι έπεσε από το χέρι του, ένα πλατύ ασημένιο μενταγιόν, γυαλισμένο τόσο πολύ που άστραφτε σαν καθρέφτης, δεμένο από μια χρυσή αλυσίδα τριάντα περίπου εκατοστών. Ή μάλλον όχι, δεν ήταν μενταγιόν, αλλά κάτι που έμοιαζε με κυρτή λεπίδα. Κάτι σαν το εκκρεμές σ' εκείνη την ιστορία του Έντγκαρ Άλαν Πόε, αλλά φτιαγμένο, λες, για

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

71

κουκλόσπιτο. Η χρυσή αλυσίδα ήταν περασμένη σ' ένα δαχτυλίδι που φορούσε, μια γαμήλια βέρα, κι αυτό που είχε παντρευτεί ήταν το ξυράφι. Άφησε τον Τζουντ να το κοιτάξει για μια στιγμή κι έπειτα τίναξε τον καρπό του, σαν παιδί που έπαιζε γιο-γιο, και το μικρό κυρτό ξυράφι ανέβηκε και χάθηκε μέσα στην παλάμη του. Ο Τζουντ ένιωσε ένα βογκητό να πασχίζει να βγει από το στήθος του. Έσπρωξε την Τζόρτζια μέσα στην κρεβατοκάμαρα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. «Τι κάνεις, Τζουντ;» φώναξε, καταφέρνοντας επιτέλους να ελευθερωθεί και ν' απομακρυνθεί από κοντά του. «Βούλωσ' το». Τον χτύπησε στον ώμο με το αριστερό της χέρι, κι ύστερα τον κοπάνησε στην πλάτη με το δεξί, το χέρι με τον πρησμένο αντίχειρα. Αυτό την έκανε να πονέσει περισσότερο από κείνον. Έβγαλε ένα βογκητό και τον άφησε. Εκείνος εξακολουθούσε να κρατάει το πόμολο. Αφουγκράστηκε το διάδρομο. Δεν ακούστηκε τίποτα. Ο Τζουντ άνοιξε λιγάκι την πόρτα και κοίταξε έξω, έτοιμος να την ξανακλείσει αμέσως, περιμένοντας να δει τον νεκρό εκεί μπροστά του με την αλυσίδα και το κρεμαστό ξυράφι του. Στο διάδρομο δεν υπήρχε κανείς. Έκλεισε τα μάτια του. Έκλεισε την πόρτα. Κόλλησε πάνω της το μέτωπο του, πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Το πρόσωπο του ήταν ιδρωμένο και σήκωσε το χέρι του για να το σκουπίσει. Αισθάνθηκε κάτι κρύο, αιχμηρό και σκληρό να γρατζουνάει το μάγουλο του, κι ανοίγοντας τα μάτια είδε το κυρτό ξυράφι του νεκρού στο χέρι του, και στη γαλαζωπή ατσάλινη λεπίδα του να καθρεφτίζεται το έκπληκτο βλέμμα του. Ο Τζουντ έβγαλε μια κραυγή και το πέταξε κάτω, αλλά όταν κοίταξε το πάτωμα, το ξυράφι δεν ήταν εκεί.

Απομακρύνθηκε από την πόρτα πισωπατώντας. Στο δωμάτιο αντηχούσαν οι βαριές ανάσες τους, η δική του και της Μέριμπεθ. Εκείνη τη στιγμή ήταν Μέριμπεθ. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς τη φώναζε συνήθως. «Τι σκατά έχεις πάρει;» τον ρώτησε, με μια αμυδρή, ανεπαίσθητη χροιά της προφοράς του Νότου στη φωνή της. «Τζόρτζια», είπε εκείνος, καθώς θυμήθηκε. «Τίποτα. Δε θα μπορούσα να είμαι πιο νηφάλιος». «Ναι, καλά. Λέγε, τι έχεις πάρει;» Το ανεπαίσθητο σύρσιμο στην προφορά της εξαφανίστηκε σχεδόν όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί. Η Τζόρτζια είχε ζήσει κάνα δυο χρόνια στη Νέα Υόρκη, όπου είχε κάνει επίπονη προσπάθεια να την ξεφορτωθεί· δεν της άρεσε να την περνάνε για καμιά βλαχογκόμενα. «Τα έκοψα όλα εδώ και χρόνια. Σ' το έχω πει». «Τι ήταν στο διάδρομο; Κάτι είδες. Τι είδες;» Της έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα, το οποίο εκείνη αγνόησε. Στεκόταν καμπουριασμένη μπροστά του φορώντας τις πιτζάμες της, με τα χέρια διπλωμένα κάτω από τα στήθη της και τις παλάμες χωμένες στα πλευρά της. Τα πόδια της ήταν μισάνοιχτα, σαν να ήταν αποφασισμένη να του κλείσει το δρόμο σε περίπτωση που ο Τζουντ επιχειρούσε να περάσει δίπλα της -μια μάλλον παράλογη προοπτική για μια κοπέλα πενήντα κιλά ελαφρύτερη απ' αυτόν. «Υπήρχε ένας γέρος έξω στο χολ. Καθόταν στην καρέκλα», είπε τελικά. Έπρεπε να της πει κάτι, και δεν έβλεπε το λόγο να

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

73

μην είναι η αλήθεια. Η γνώμη της για τη διανοητική του κατάσταση δεν τον ένοιαζε καθόλου. «Περάσαμε από μπροστά του, αλλά δεν τον είδες. Δεν ξέρω αν μπορείς να τον δεις». «Έχεις τρελαθεί τελείως», του είπε, αλλά όχι και τόσο πειστικά. Ο Τζουντ προχώρησε προς το κρεβάτι κι εκείνη παραμέρισε, κολλώντας την πλάτη της στον τοίχο. Το κουστούμι του νεκρού ήταν απλωμένο προσεκτικά στη δική του μεριά του κρεβατιού. Το βαθύ καρδιόσχημο κουτί ήταν στο πάτωμα, με το μαύρο καπάκι ακουμπισμένο δίπλα του και λευκό χαρτοβάμβακο να ξεπροβάλλει από μέσα. Η δυσωδία του κουστουμιού έφτασε στα ρουθούνια του όταν ακόμη βρισκόταν στα τέσσερα βήματα μακριά, και μόρφασε. Δε μύριζε έτσι όταν το είχε πρωτοβγάλει απ' το κουτί, θα το είχε προσέξει. Τώρα ήταν αδύνατον να μην το προσέξει. Είχε την ώριμη οσμή της σήψης, του θανάτου και της αποσύνθεσης. «Χριστέ μου», είπε ο Τζουντ. Η Τζόρτζια στεκόταν πιο μακριά, έχοντας την παλάμη της στο στόμα και τη μύτη της. «Το ξέρω. Σκέφτηκα μήπως είχε τίποτα στις τσέπες του. Κάτι που να σαπίζει. Χαλασμένο φαγητό». Ανασαίνοντας με το στόμα, ο Τζουντ έψαξε το σακάκι. Του φάνηκε πολύ πιθανό να έβρισκε κάτι σε προχωρημένη αποσύνθεση. Δε θα τον εξέπληττε αν ανακάλυπτε ότι η Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις είχε χώσει κάναν ψόφιο αρουραίο στο κουστούμι, ένα μικρό δωράκι για την αγορά του, προσφορά του καταστήματος. Αντί γι' αυτό, το χέρι του άγγιξε στη μία τσέπη ένα σκληρό ορθογώνιο με πλαστική υφή. Το έβγαλε για να το δει καλύτερα. Ήταν μια φωτογραφία, που την ήξερε καλά. Εκείνος και η Άννα. Ήταν η αγαπημένη της φωτογραφία. Την είχε πάρει μαζί της όταν έφυγε. Την είχε τραβήξει ο Ντάνι ένα απομεσήμερο στα τέλη Αυγούστου, όταν το φως του ήλιου έπεφτε κοκκινωπό και ζεστό στην μπροστινή βεράντα, μια μέρα γεμάτη λιβελούλες και λαμπερούς κόκκους σκόνης. Ο Τζουντ καθόταν στα σκαλιά φορώντας ένα ξεφτισμένο τζιν μπουφάν, με την Ντόμπρο του στο γόνατο. Η Άννα καθόταν δίπλα του και τον κοιτούσε να παί-

74

JOE HILL

ζει, με τα χέρια χωμένα ανάμεσα στους μηρούς της. Τα σκυλιά ήταν ξαπλωμένα στο χώμα μπροστά τους, και κοίταζαν με περιέργεια τη φωτογραφική μηχανή. Ήταν ένα ωραίο απόγευμα, ίσως ένα από τα τελευταία καλά απογεύματα προτού τα πράγματα αρχίσουν να παίρνουν την κάτω βόλτα, αλλά κοιτάζοντας τώρα τη φωτογραφία δεν ένιωθε καμία ευχαρίστηση. Κάποιος την είχε μουντζουρώσει με μαρκαδόρο. Τα μάτια του Τζουντ είχαν σβηστεί με μαύρο μελάνι από ένα μανιασμένο χέρι. Η Τζόρτζια έλεγε κάτι από κει που στεκόταν, λίγα μέτρα πιο πέρα, με τη φωνή της διστακτική, αβέβαιη. «Πώς ήταν; Το φάντασμα στο διάδρομο;» Το σώμα του ήταν γυρισμένο έτσι που η Τζόρτζια δεν μπορούσε να δει τη φωτογραφία· πάλι καλά. Ο Τζουντ δεν ήθελε να τη δει. Αγωνίστηκε να ξαναβρεί τη φωνή του. Του ήταν δύσκολο να ξεπεράσει το σοκ που του προκάλεσαν οι μαύρες μουντζαλιές που έσβηναν τα μάτια του στη φωτογραφία. «Ένας γέρος», κατάφερε να πει επιτέλους. «Φορούσε αυτό το κουστούμι». Και είχε αυτές τις τρομερές γαμημένες μαύρες μουντζαλιές μπροστά στα μάτια του, που έμοιαζαν κάπως έτσι, φαντάστηκε τον εαυτό του να της λέει ο Τζουντ, γυρνώντας την ίδια στιγμή προς το μέρος της για να της δείξει τη φωτογραφία. Αλλά δεν το έκανε. «Κι απλώς καθόταν εκεί;» ρώτησε η Τζόρτζια. «Δεν έγινε τίποτ' άλλο;» «Σηκώθηκε και μου έδειξε ένα ξυράφι περασμένο σε μια αλυσίδα. Ένα παράξενο μικρό ξυράφι». Τη μέρα που ο Ντάνι τράβηξε τη φωτογραφία, η Αννα ήταν ακόμα ο εαυτός της, και ο Τζουντ πίστευε πως ήταν ευτυχισμένη. Ο Τζουντ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος εκείνου του αυγουστιάτικου απογεύματος κάτω από τη Μάστανγκ, και η Αννα του έκανε παρέα, γλιστρώντας και η ίδια πού και πού κάτω από το αμάξι για να του δίνει εργαλεία και ανταλλακτικά. Στη φωτογραφία, το πιγούνι της είχε μια μουντζούρα από λάδια, και τα χέρια και τα γόνατά της ήταν γεμάτα χώματα -είχε πάνω της μια

ΚΟΥΤΊ σΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

75

βρομιά γοητευτική, κερδισμένη με κόπο, απ' αυτή που σε κάνει να νιώθεις περηφάνια. Είχε τα φρύδια της σμιχτά, μ' ένα όμορφο λακκάκι ανάμεσά τους, και το στόμα της ανοιχτό, σαν να γελούσε -ή, το πιθανότερο, σαν να ετοιμαζόταν να ρωτήσει κάτι. Πας συχνά για ψάρεμα στη λίμνη Πόντσαρτρεϊν; Ποιο ήταν το καλύτερο σκυλί που είχες ποτέ; Η Άννα κι οι ερωτήσεις της. Παρ' όλα αυτά, η Άννα δεν τον ρώτησε για ποιο λόγο την έδιωχνε, όταν χώρισαν. Πώς θα μπορούσε, μετά από κείνη τη νύχτα που τη βρήκε να περιπλανιέται στην άκρη του δρόμου φορώντας ένα τι-σερτ και τίποτ' άλλο, με τους οδηγούς να της κορνάρουν καθώς περνούσαν. Την έσυρε στο αυτοκίνητο του και σήκωσε τη γροθιά του να τη χτυπήσει, αλλά τελικά έστρεψε την οργή του στο τιμόνι, κοπανώντας το ξανά και ξανά μέχρι που μάτωσαν τα δάχτυλά του. Ως εδώ και μη παρέκει, της είχε πει. Θα της μάζευε τα πράγματά της και θα την έστελνε από κει που 'ρθε. Η Άννα είπε ότι θα πέθαινε χωρίς εκείνον. Της απάντησε ότι θα της έστελνε λουλούδια στην κηδεία της. Οπότε: Εκείνη τουλάχιστον είχε κρατήσει το λόγο της. Ήταν πολύ αργά για να κρατήσει εκείνος τον δικό του. «Πλάκα μου κάνεις, Τζουντ;» τον ρώτησε η Τζόρτζια. Η φωνή της ήταν κοντά. Σερνόταν προς το μέρος του, παρά την απέχθειά της για τη μυρωδιά. Έχωσε τη φωτογραφία πίσω στην τσέπη του κουστουμιού του νεκρού, προτού προλάβει να τη δει εκείνη. «Γιατί αν μου κάνεις πλάκα, είναι σκέτη φρίκη». «Δεν είναι πλάκα. Μπορεί και να 'χω αρχίσει να τρελαίνομαι, αλλά δεν πιστεύω πως είναι αυτό. Αυτή που μου πούλησε το... κουστούμι... ήξερε τι έκανε. Η μικρή της αδερφή ήταν μια θαυμάστριά μου που αυτοκτόνησε. Αυτή η γυναίκα κατηγορεί εμένα για το θάνατο της. Της μίλησα στο τηλέφωνο πριν από μία ώρα, και μου το είπε η ίδια. Αυτό είναι κάτι που είμαι σίγουρος ότι δεν το 'βγαλα από το μυαλό μου. Ήταν κι ο Ντάνι μπροστά. Με άκουσε να της μιλάω. Θέλει να με εκδικηθεί. Και γι' αυτό μου έστειλε ένα φάντασμα. Το είδα πριν από λίγο στο διάδρομο. Και το είδα και χτες το βράδυ». Ο Τζουντ άρχισε να διπλώνει το κουστούμι, για να το ξαναβάλει στο κουτί του.

76

JOE HILL

«Κάψ' το», είπε η Τζόρτζια, με μια σφοδρότητα τόσο ξαφνική που τον ξάφνιασε. «Πάρε αυτό το γαμημένο πράμα και κάψ' το». Για μια στιγμή ο Τζουντ ένιωσε την καταλυτική παρόρμηση να κάνει αυτό ακριβώς, να το βρέξει με υγρό για αναπτήρες και να το κάψει έξω στο δρόμο. Μια παρόρμηση που αντιμετώπισε αμέσως με δυσπιστία. Ήταν επιφυλακτικός απέναντι σε οποιαδήποτε αμετάκλητη πράξη. Ποιος ήξερε τι γέφυρες θα καίγονταν μαζί με το κουστούμι; Μια ιδέα πέρασε φευγαλέα απ' το μυαλό του γι' αυτό το βρομερό κουστούμι, για το πώς θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο, αλλά χάθηκε προτού προλάβει να εστιάσει την προσοχή του σ' αυτήν. Ήταν κουρασμένος. Του ήταν δύσκολο να κάνει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Οι λόγοι που είχε για να θέλει να κρατήσει το κουστούμι στηρίζονταν στον παραλογισμό και τη δεισιδαιμονία, ήταν ασαφείς ακόμα και για τον ίδιο, αλλά όταν μίλησε, είχε μια απόλυτα λογική εξήγηση: «Δεν μπορούμε να το κάψουμε. Είναι αποδεικτικό στοιχείο. Ο δικηγόρος μου θα το χρειαστεί αργότερα, αν αποφασίσουμε να την πάμε στα δικαστήρια». Η Τζόρτζια γέλασε μ' ένα γέλιο αδύναμο, γεμάτο θλίψη. «Με ποια κατηγορία; Βίαιη επίθεση μέσω μοχθηρού πνεύματος;» «Όχι. Παρενόχληση, ίσως. Διατάραξη οικιακής ειρήνης. Και, ούτως ή άλλως, πρόκειται για απειλή κατά της ζωής, όσο παρανοϊκή κι αν είναι. Υπάρχουν νόμοι γι' αυτό». Τέλειωσε με το δίπλωμα του κουστουμιού και το έβαλε πίσω στο κουτί, μέσα στο χαρτοβάμβακο. Ανέπνεε με το στόμα όλη αυτή την ώρα, και είχε το κεφάλι γυρισμένο στο πλάι. «Όλο το δωμάτιο ζέχνει. Το ξέρω ότι κάνω σαν χαζογκόμενα, αλλά νομίζω ότι θα ξεράσω», είπε ή Τζόρτζια. Την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Την είδε να κρατά απορροφημένη το δεξί της χέρι στο στήθος της, κοιτάζοντας με κενό βλέμμα το γυαλιστερό μαύρο κουτί σε σχήμα καρδιάς. Μέχρι πριν λίγο έκρυβε το χέρι της στα πλευρά της. Ο αντίχειράς της ήταν πρησμένος και το σημείο όπου είχε χωθεί η καρφίτσα ήταν τώρα μια μεγάλη λευκή πληγή που γυάλιζε από το πύον.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

77

Τον είδε να το κοιτάζει, το κοίταξε και η ίδια κι έπειτα τον ξανακοίταξε μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Το δάχτυλο σου έχει μολυνθεί άσχημα». «Το ξέρω. Του βάζω Μπακτίν». «Ίσως θα 'πρεπε να το δει γιατρός. Αν είναι τέτανος, το Μπακτίν δε θα κάνει τίποτα». Έκλεισε τα δάχτυλά της γύρω από τον πληγωμένο αντίχειρα και τον έσφιξε απαλά. «Το τρύπησα με την καρφίτσα που ήταν κρυμμένη στο κουστούμι. Κι αν ήταν δηλητηριασμένη;» «Αν είχε κυάνιο, τώρα θα το ξέραμε». «Αν είχε άνθρακα;» «Μίλησα μ' αυτή τη γυναίκα. Είναι μια ηλίθια χωριάτισσα, για να μην πω ότι χρειάζεται επειγόντως ψυχοφάρμακα, παρ' όλα αυτά δεν πιστεύω ότι θα μου έστελνε κάτι για να με δηλητηριάσει. Ξέρει ότι θα πήγαινε φυλακή». Έπιασε το χέρι της Τζόρτζια από τον καρπό, το τράβηξε κοντά του και κοίταξε προσεκτικά τον αντίχειρά της. Το δέρμα γύρω από την περιοχή της φλεγμονής ήταν μαλακό και ζαρωμένο, σαν να είχε μουλιάσει στο νερό. «Γιατί δεν πας να δεις λίγη τηλεόραση; Θα πω στον Ντάνι να σου κλείσει ένα ραντεβού με το γιατρό». Άφησε το χέρι της κι έγνεψε προς την πόρτα, εκείνη όμως δεν κουνήθηκε. «Δε ρίχνεις μια ματιά μήπως είναι ακόμα στο διάδρομο;» του είπε. Εκείνος την κοίταξε για μια στιγμή κι έπειτα έγνεψε καταφατικά και πήγε στην πόρτα. Τη μισάνοιξε και κοίταξε έξω. Ο ήλιος είχε αλλάξει θέση, ή είχε κρυφτεί πίσω απ' τα σύννεφα, και ο διάδρομος ήταν ψυχρός και σκοτεινός. Κανείς δεν καθόταν στην κουνιστή καρέκλα στον τοίχο. Κανείς δε στεκόταν στη γωνία μ' ένα ξυράφι κρεμασμένο από μια αλυσίδα. «Όλα εντάξει». Άγγιξε τον ώμο του με το καλό της χέρι. «Κάποτε είδα ένα φάντασμα. Όταν ήμουν μικρή». Ο Τζουντ δεν ξαφνιάστηκε. Δεν είχε ακόμα γνωρίσει γκοθού που να μην είχε κάποιου είδους επαφή με το υπερφυσικό, που

78

JOE HILL

να μην πίστευε, με απόλυτη, ενοχλητική ειλικρίνεια, σε αστρικές μορφές ή σε αγγέλους ή σε νεοπαγανιστικά ξόρκια. «Έμενα με την Μπάμι. Τη γιαγιά μου. Έμενα μαζί της τότε που ο πατέρας μου με πέταξε για πρώτη φορά έξω από το σπίτι. Ένα απόγευμα πήγα στην κουζίνα να πιω ένα ποτήρι λεμονάδα -η Μπάμι φτιάχνει φοβερή λεμονάδα- και όταν κοίταξα έξω από το πίσω παράθυρο είδα ένα κορίτσι στην αυλή. Μάζευε κλέφτες και τους φυσούσε να διαλυθούν οι σπόροι τους και να πετάξουν στον αέρα, ξέρεις, όπως κάνουν τα παιδιά, και τραγουδούσε. Ήταν ένα δυο χρόνια μικρότερο από μένα, και φορούσε ένα φτηνιάρικο φορεματάκι. Σήκωσα το παράθυρο για να της φωνάξω, να τη ρωτήσω τι γύρευε στην αυλή μας. Όταν άκουσε το παράθυρο να τρίζει, γύρισε και με κοίταξε, και τότε ήταν που κατάλαβα πως ήταν νεκρή. Είχε εκείνα τα μουντζουρωμένα μάτια». «Τι εννοείς "μουντζουρωμένα";» είπε ο Τζουντ. Ένιωσε τις τρίχες στους καρπούς του να σηκώνονται όρθιες. «Τα μάτια της ήταν μαύρα. Ή μάλλον όχι, δεν έμοιαζαν καν με μάτια/Εμοιαζαν περισσότερο σαν... μουντζαλιές...» «Μουντζαλιές», επανέλαβε ο Τζουντ. «Ναι. Με μαρκαδόρο. Σαν να τα είχε μουντζαλώσει κάποιος με μαύρο μαρκαδόρο. Έπειτα γύρισε το κεφάλι της και φάνηκε να κοιτάζει πέρα, στο φράχτη. Την άλλη στιγμή σηκώθηκε απότομα όρθια και περπάτησε ως την άλλη άκρη της αυλής. Κουνούσε τα χείλη της, σαν να μιλούσε σε κάποιον, μόνο που δεν υπήρχε κανείς, και δεν άκουγα λέξεις να βγαίνουν απ' το στόμα της. Την είχα ακούσει όταν μάζευε κλέφτες και τραγουδούσε, όχι όμως όταν σηκώθηκε και φάνηκε να μιλάει σε κάποιον. Πάντα πίστευα ότι ήταν πολύ παράξενο που μπόρεσα να την ακούσω να τραγουδάει. Κι όταν σηκώθηκε, ήταν σαν να υπήρχε κάποιος αόρατος άνθρωπος μπροστά της, στην άλλη μεριά της αυλής της Μπάμι, και την έπιασε απ' το χέρι. »Ξαφνικά τρόμαξα πολύ, ανατρίχιασα, γιατί ένιωσα ότι θα της συνέβαινε κάτι κακό. Ήθελα να της πω να του αφήσει το χέρι. Όποιος κι αν ήταν αυτός που της κρατούσε το χέρι, ήθελα να της πω να φύγει μακριά του. Αλλά ήμουν πολύ τρομαγμένη. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Και το κορίτσι γύρισε και με κοίταξε

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

79

άλλη μια φορά, κάπως λυπημένο, με τα μουντζαλωμένα μάτια της, κι έπειτα σηκώθηκε στον αέρα - τ ' ορκίζομαι στο Θεό- και πέρασε πάνω από το φράχτη. Όχι σαν να πετούσε. Σαν να την είχαν σηκώσει κάποια αόρατα χέρια. Τα πόδια της κρέμονταν στον αέρα. Χτύπησαν πάνω στις σανίδες. Πέρασε απ' την άλλη μεριά, κι έπειτα χάθηκε. Εγώ είχα ιδρώσει από το φόβο μου, κατέρρευσα στο πάτωμα της κουζίνας». Η Τζόρτζια έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στο πρόσωπο του Τζουντ, ίσως για να δει αν την περνούσε για βλαμμένη. Όμως εκείνος απλώς της έγνεψε να συνεχίσει. «Η Μπάμι ήρθε μέσα, έβαλε τις φωνές και μου είπε: "Κορίτσι μου, τι έπαθες;" Αλλά μόνο όταν της είπα αυτό που είδα ταράχτηκε πραγματικά, κι άρχισε να κλαίει. Κάθισε στο πάτωμα μαζί μου, και μου είπε ότι με πίστευε. Είπε ότι είχα δει τη δίδυμη αδερφή της, τη Ρουθ. »Ήξερα για τη Ρουθ, που είχε πεθάνει όταν η Μπάμι ήταν μικρή, αλλά μόνο τότε μου είπε τι της είχε συμβεί στ' αλήθεια. Πάντα πίστευα ότι την είχε χτυπήσει αυτοκίνητο, όμως δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο. Μια μέρα, όταν ήταν και οι δύο γύρω στα εφτά ή οχτώ -μιλάμε για το 1950-κάτι-, η μητέρα τους τις φώναξε για φαγητό. Η Μπάμι πήγε τρέχοντας, αλλά η Ρούθι έμεινε έξω, επειδή δεν πεινούσε και επειδή ήταν απείθαρχη από τη φύση της. Κι ενώ η Μπάμι και οι γονείς της ήταν μέσα στο σπίτι, κάποιος την άρπαξε από την αυλή. Κανείς δεν την ξαναείδε ποτέ. Μόνο κάπου κάπου, άνθρωποι που τυχαίνει να βρίσκονται στο σπίτι της Μπάμι τη βλέπουν να φυσάει κλέφτες και να τραγουδάει μόνη της, κι έπειτα κάποιος που δε φαίνεται την παίρνει μαζί του. Η μητέρα μου έχει δει το φάντασμα της Ρουθ και ο άντρας της Μπάμι το έχει δει κι αυτός μια φορά, όπως και μερικές από τις φίλες της, και η ίδια η Μπάμι. »Όλοι όσοι έχουν δει τη Ρουθ, ένιωσαν όπως εγώ. Ήθελαν να της πουν να μη φύγει, να μείνει μακριά από αυτόν που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του φράχτη. Όμως όποιος τη βλέπει τρομάζει τόσο πολύ που του κόβεται η λαλιά. Και η Μπάμι είπε ότι πίστευε πως αυτό δεν πρόκειται να τελειώσει μέχρι κάποιος να βρει τη φωνή του και να μιλήσει. Ότι είναι σαν να βρίσκεται

80

JOE HILL

το φάντασμα της Ρουθ σε κάτι σαν όνειρο, όπου επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα τελευταία λεπτά της ζωής της, κι ότι έτσι θα μείνει μέχρι κάποιος να της φωνάξει και να την ξυπνήσει». Η Τζόρτζια κατάπιε με δυσκολία και σώπασε. Έσκυψε το κεφάλι της, και τα μαύρα της μαλλιά έπεσαν στα μάτια της. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι νεκροί θέλουν να μας κάνουν κακό», είπε τελικά. «Δε χρειάζονται τη βοήθειά μας; Δε χρειάζονται πάντα τη βοήθειά μας; Αν τον δεις ξανά, ίσως θα έπρεπε να δοκιμάσεις να του μιλήσεις. Πρέπει να μάθεις τι θέλει». Ο Τζουντ δεν πίστευε ότι το θέμα ήταν αν θα τον ξανάβλεπε, αλλά πότε. Και ήξερε ήδη τι ήθελε ο νεκρός. «Δεν ήρθε για να κουβεντιάσουμε», είπε.

Ο Τζουντ δεν ήξερε ΤΙ να κάνει στη συνέχεια, κι έτσι έφτιαξε λίγο τσάι. Οι απλές, μηχανικές κινήσεις του να γεμίσει το βραστήρα, να βάλει το τσάι στο σουρωτήρι και να βρει ένα φλιτζάνι τον βοήθησαν να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του και να επιβραδύνει το χρόνο, εξασφαλίζοντάς του πολύ χρήσιμες στιγμές σιωπής. Στάθηκε μπροστά από την κουζίνα, ακούγοντας το σφύριγμα της χύτρας. Δεν ένιωθε πανικό, και αυτή η επίγνωση του πρόσφερε κάποια ικανοποίηση. Δεν ήταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια, είχε αμφιβολίες αν είχε κάτι να κερδίσει βάζοντάς το στα πόδια. Πού θα μπορούσε να πάει όπου θα ήταν καλύτερα από δω; Η Τζέσικα Πράις είχε πει ότι ο νεκρός ανήκε τώρα σ' εκείνον κι ότι θα τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε. Ο Τζουντ φαντάστηκε τον εαυτό του να κάθεται σ' ένα κάθισμα της πρώτης θέσης σ' ένα αεροπλάνο για την Καλιφόρνια, να γυρίζει το κεφάλι του και να βλέπει τον νεκρό να κάθεται δίπλα του, μ' εκείνες τις μαύρες μουντζαλιές να χορεύουν μπροστά στα μάτια του. Αναρίγησε, και κούνησε το κεφάλι του για να αποδιώξει τη σκέψη. Το σπίτι ήταν το καλύτερο μέρος για να μείνει, τουλάχιστον μέχρι να βρει κάποιο άλλο που θα είχε περισσότερα να προσφέρει. Εκτός αυτού, δεν ήθελε ν' αφήσει τα σκυλιά του σε πανσιόν. Τον παλιό καιρό, όταν έφευγε σε περιοδεία, τα έπαιρνε πάντα μαζί του στο λεωφορείο. Και άσχετα με το τι είχε πει στην Τζόρτζια, δεν είχε καμία διάθεση να τηλεφωνήσει στην αστυνομία ή στο δικηγόρο του.

82

JOE HILL

Είχε την αίσθηση ότι το να ζητήσει την προστασία του νόμου σ' αυτή την ιστορία θα ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να κάνει. Μπορεί να απαγγέλλονταν κατηγορίες εναντίον της Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις, και ίσως αντλούσε έτσι κάποια ικανοποίηση, αλλά το να την εκδικηθεί δε σήμαινε ότι ο νεκρός θα έφευγε. Αυτό το ήξερε. Είχε δει πολλές ταινίες τρόμου. Αλλωστε, το να καλέσει την αστυνομία για να τον σώσει θα ήταν κόντρα στη φύση του, κι αυτό δεν ήταν λίγο. Η ταυτότητά του ήταν το πρώτο και κύριο, πανίσχυρο δημιούργημά του, η μηχανή που είχε δημιουργήσει όλες τις άλλες του επιτυχίες, αυτή που είχε παραγάγει καθετί στη ζωή του που άξιζε να το έχει και για το οποίο νοιαζόταν. Και θα την προστάτευε μέχρι τέλους. Ο Τζουντ μπορούσε να πιστέψει στην ύπαρξη ενός φαντάσματος, αλλά όχι ενός μπαμπούλα, μιας γνήσιας ενσάρκωσης του κακού. Ο νεκρός θα έπρεπε να έχει περισσότερα πράγματα από μαύρα σημάδια στα μάτια του κι ένα κυρτό ξυράφι κρεμασμένο από μια χρυσή αλυσίδα. Αναρωτήθηκε ξαφνικά με τι είχε κόψει τις φλέβες της η Άννα, συνειδητοποίησε για άλλη μια φορά πόσο κρύο έκανε στην κουζίνα, ότι έσκυβε προς το βραστήρα για να έρθει πιο κοντά στη ζεστασιά του. Ο Τζουντ ένιωθε ξαφνικά βέβαιος ότι είχε ανοίξει τις φλέβες της με το ξυράφι στην άκρη του εκκρεμούς του πατέρα της, αυτού που είχε χρησιμοποιήσει για να υπνωτίζει απελπισμένα κορόιδα και να ψάχνει στη γη για νερό. Αναρωτήθηκε τι άλλο του έμενε να μάθει για τον τρόπο με τον οποίο είχε πεθάνει η Άννα και για τον άνθρωπο που είχε σαν πατέρα και ο οποίος είχε βρει το πτώμα της μέσα σε μια κρύα μπανιέρα, με το νερό να έχει μαυρίσει από το αίμα της. Ίσως ο Ντάνι να είχε ξεθάψει τα γράμματα της Άννας. Ο Τζουντ τρόμαζε στην ιδέα να τα ξαναδιαβάσει, αλλά την ίδια στιγμή ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Τα θυμόταν αρκετά καλά ώστε να ξέρει τώρα ότι προσπαθούσε να του πει τι σκόπευε να κάνει στον εαυτό της κι εκείνου του είχε διαφύγει. Όχι -ήταν κάτι πιο τρομερό απ' αυτό. Δεν ήθελε να το δει, είχε εσκεμμένα αγνοήσει αυτό που βρισκόταν μπροστά του.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

83

Τα πρώτα γράμματα που του είχε στείλει από το σπίτι της φανέρωναν μια πρόσχαρη αισιοδοξία, το βαθύτερο νόημά τους ήταν ότι ξανάβρισκε τον εαυτό της και έπαιρνε σωστές, ώριμες αποφάσεις για το μέλλον της. Έρχονταν σε πολυτελές λευκό χαρτί αλληλογραφίας και ήταν καλογραμμένα, με λοξούς συνεχείς χαρακτήρες. Όπως και οι συζητήσεις της, έτσι κι εκείνα τα γράμματα ήταν γεμάτα ερωτήσεις, αν και, τουλάχιστον στην αλληλογραφία της, δεν έδειχνε να περιμένει απαντήσεις. Του έγραφε ότι είχε περάσει όλο το μήνα κάνοντας αιτήσεις για δουλειά, κι ύστερα ρωτούσε ρητορικά αν ήταν λάθος της που είχε φορέσει μαύρο κραγιόν και μπότες μηχανόβιου σε μια συνέντευξη για να πιάσει δουλειά σε παιδικό σταθμό. Περιέγραφε δύο κολέγια και αναρωτιόταν εκτενώς ποιο θα ήταν καλύτερο για κείνη. Όμως ήταν όλα ψέματα, και ο Τζουντ το ήξερε. Ποτέ δεν την προσέλαβαν στον παιδικό σταθμό, ποτέ δεν αναφέρθηκε ξανά σ' αυτόν μετά από κείνο το γράμμα. Κι όταν έφτασε το εαρινό εξάμηνο, έκανε αίτηση σε μια σχολή αισθητικής, έχοντας ξεχάσει το κολέγιο. Τα τελευταία της γράμματα έδιναν μια πιο αληθινή εικόνα της διανοητικής της κατάστασης. Ήταν σε απλά φύλλα χαρτιού με γραμμές, σκισμένα από τετράδιο, και ο γραφικός χαρακτήρας της ήταν πρόχειρος και δυσανάγνωστος. Η Άννα έγραφε ότι δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση. Η αδερφή της ζούσε σ' ένα καινούριο συγκρότημα κατοικιών και δίπλα στο σπίτι της χτιζόταν μια οικοδομή. Του έγραφε ότι άκόυγε όλη μέρα σφυριά να χτυπάνε πρόκες κι ότι ένιωθε σαν να ζούσε δίπλα σε φερετροποιείο μετά από επιδημία πανούκλας. Όταν προσπαθούσε να κοιμηθεί τα βράδια, τα σφυριά ξανάρχιζαν, ακριβώς τη στιγμή που την έπαιρνε ο ύπνος, παρ' όλο που στην οικοδομή δεν υπήρχε κανείς. Ήθελε απεγνωσμένα να κοιμηθεί. Η αδερφή της προσπαθούσε να την πείσει να ξεκινήσει θεραπεία για την αϋπνία της. Υπήρχαν πράγματα για τα οποία η Άννα ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν είχε κανέναν να μιλήσει και είχε βαρεθεί να μιλάει στον εαυτό της. Του έγραφε ότι δεν άντεχε να είναι τόσο κουρασμένη όλη την ώρα. Η Άννα τον είχε ικετεύσει να της τηλεφωνήσει, αλλά εκείνος δεν το έκανε. Η δυστυχία της τον είχε εξαντλήσει. Χρειαζό-

84

JOE HILL

ταν πολύ μεγάλη προσπάθεια για να τη βγάλει κανείς από την κατάθλιψή της. Είχε προσπαθήσει, όταν ήταν μαζί, αλλά παρ' όλο που είχε βάλει τα δυνατά του, δεν ήταν αρκετό. Είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, χωρίς αποτέλεσμα, κι ωστόσο δεν έλεγε να τον παρατήσει ήσυχο. Δεν ήξερε καν για ποιο λόγο διάβαζε τα γράμματά της, πόσο μάλλον γιατί μερικές φορές της απαντούσε. Είχε ευχηθεί να σταματήσουν να έρχονται. Και τελικά σταμάτησαν. Ο Ντάνι μπορούσε να τα ξαναβρεί κι ύστερα να κλείσει ραντεβού μ' ένα γιατρό για την Τζόρτζια. Δεν ήταν και κανένα τρομερό σχέδιο, αλλά ήταν καλύτερο απ' αυτό που είχε δέκα λεπτά πριν, δηλαδή τίποτα. Ο Τζουντ έβαλε τσάι και ο χρόνος ξανάρχισε να μετράει. Μπήκε βιαστικός με το φλιτζάνι του στο γραφείο. Ο Ντάνι δεν ήταν εκεί. Ο Τζουντ στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας, κοιτάζοντας το άδειο «δωμάτιο, και περίμενε μήπως τον ακούσει κάπου. Τίποτα. Ίσως ήταν στο μπάνιο -αλλά όχι. Η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη, όπως ήταν και την προηγούμενη μέρα, κι από μέσα φαινόταν μόνο σκοτάδι. Ίσως είχε πάει για μεσημεριανό. Ο Τζουντ ξεκίνησε να πάει στο παράθυρο, για να δει αν το αυτοκίνητο του Ντάνι ήταν απέξω, αλλά πηγαίνοντας προς τα κει έκανε μια παράκαμψη και πέρασε από το γραφείο του. Ξεφύλλισε μερικές στοίβες χαρτιά, ψάχνοντας για τα γράμματα της Άννας. Αλλά αν ο Ντάνι τα είχε βρει θα τα είχε χώσει κάπου που να μη φαίνονται. Όταν τελικά ο Τζουντ δε βρήκε τίποτα, κάθισε στην καρέκλα του Ντάνι και άνοιξε το πρόγραμμα περιήγησης στο Ίντερνετ στον υπολογιστή του, για να κάνει μια έρευνα για τον πατριό της Άννας. Είχε την εντύπωση πως στο Διαδίκτυο υπήρχε κάτι για τον καθένα. Ίσως ο νεκρός είχε σελίδα στο MySpace. Ο Τζουντ γέλασε - μ ' ένα πνιχτό, άχαρο γέλιο, που σκάλωσε στο λαιμό του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το μικρό όνομα του νεκρού, κι έτσι έβαλε στο πεδίο της αναζήτησης τις λέξεις: «Μακντέρμοτ ύπνωση νεκρός». Πρώτος στη λίστα με τα αποτελέσματα εμφανίστηκε ένας σύνδεσμος για μια νεκρολογία που είχε δημοσιευτεί

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

85

πέρυσι στην Πενσακόλα Νιουζ Τζέρναλ, για το θάνατο κάποιου Κράντοκ Τζέιμς Μακντέρμοτ. Να πώς τον έλεγαν: Κράντοκ. Ο Τζουντ έκανε κλικ -και να τος. Ο άντρας στην ασπρόμαυρη φωτογραφία ήταν μια νεότερη εκδοχή εκείνου που ο Τζουντ είχε δει δύο φορές στον επάνω διάδρομο. Στη φωτογραφία έμοιαζε με καλοστεκούμενο εξηντάρη, με τα κοντά του μαλλιά κομμένα με το ίδιο στρατιωτικό κούρεμα. Με το μακρύ, σχεδόν αλογίσιο πρόσωπό του, το πλατύ στόμα και τα λεπτά χείλη του, έμοιαζε αρκετά με τον Τσάρλτον Ίστον. Το πιο εντυπωσιακό μ' αυτή τη φωτογραφία ήταν ότι ανακάλυψε πως τα μάτια του Κράντοκ, όσο ήταν ζωντανός, ήταν σαν τα μάτια οποιουδήποτε ανθρώπου. Ήταν καθάρια και ειλικρινή και ατένιζαν την Αιωνιότητα με την προκλητική αυτοπεποίθηση των ψυχιάτρων και των ιεροκηρύκων. Ο Τζουντ διάβασε το κείμενο. Έγραφε ότι μια ζωή μάθησης και διδασκαλίας, εξερεύνησης και περιπέτειας είχε φτάσει στο τέλος της όταν ο Κράντοκ Τζέιμς Μακντέρμοτ απεβίωσε από εγκεφαλική εμβολή την Τρίτη 10 Αυγούστου στο σπίτι της προγονής του στο Τέσταμεντ της Φλόριντα. Ήταν γνήσιο τέκνο του Νότου, μοναχοπαίδι ενός Πεντηκοστιανού ιερέα, και είχε ζήσει στη Σαβάνα και την Ατλάντα της Τζόρτζια και αργότερα στο Γκάλβεστον του Τέξας. Είχε παίξει με τους Λόνγκχορνς το 1965, σε θέση επιθετικού, και αμέσως μετά την αποφοίτησή του είχε καταταγεί στο στρατό, όπου είχε υπηρετήσει ως μέλος του τμήματος επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου του στρατού. Εκεί ήταν που ανακάλυψε την κλίση του, όταν μυήθηκε σης στοιχειώδεις αρχές της ύπνωσης. Στο Βιετνάμ παρασημοφορήθηκε με μια Πορφυρή Καρδιά και ένα Χάλκινο Αστέρα. Αποστρατεύτηκε με τιμές και εγκαταστάθηκε στη Φλόριντα. Το 1980 παντρεύτηκε την Πόλα Τζόι Γουίλιαμς, μια βιβλιοθηκονόμο, και έγινε πατριός των δύο παιδιών της, της Τζέσικα και της Άννας, τις οποίες αργότερα υιοθέτησε. Η Πόλα και ο Κράντοκ μοιράζονταν μια αγάπη που στηριζόταν στη γαλήνια πίστη, στη βαθιά εμπιστοσύνη και σε μια αμοιβαία σαγήνη για τις ανεξερεύνητες δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος.

86

JOE HILL

Διαβάζοντας αυτό το τελευταίο, ο Τζουντ συνοφρυώθηκε. Ήταν μια παράξενη πρόταση: «μια αμοιβαία σαγήνη για τις ανεξερεύνητες δυνατότητες του ανθρώπινου πνεύματος». Δεν ήξερε καν τι σήμαινε. Η σχέση τους άντεξε ως το θάνατο της Πόλα το 1986. Στη ζωή του ο Κράντοκ είχε φροντίσει σχεδόν δέκα χιλιάδες «ασθενείς» -ο Τζουντ έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα διαβάζοντας τη λέξη-, χρησιμοποιώντας τεχνικές βαθιάς ύπνωσης για να ανακουφίσει βαριά άρρωστους που υπέφεραν και για να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη να υπερβούν τις αδυναμίες τους, ένα λειτούργημα που η μεγαλύτερη προγονή του, η Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις, συνέχιζε να ασκεί, ως ιδιωτική σύμβουλος. Ο Τζουντ έκανε ξανά μια γκριμάτσα περιφρόνησης. Προφανώς τη νεκρολογία την είχε συντάξει η ίδια. Πάλι καλά που δεν είχε βάλει και το τηλέφωνο της. Δηλώστε ότι μάθατε για μας διαβάζοντας τη νεκρολογία του πατριού μου και θα έχετε έκπτωση 10% στην πρώτη συνεδρία!!! Το ενδιαφέρον του Κράντοκ για τον πνευματισμό και τις ανεκμετάλλευτες δυνάμεις του ανθρώπινου νου τον οδήγησε να πειραματιστεί με τη «ραβδοσκοπία», την παλιά τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου για να ανακαλύψουν αρτεσιανά φρέατα με τη χρήση μιας ράβδου ή ενός εκκρεμούς. Όμως αυτό για το οποίο θα τον θυμούνταν η υιοθετημένη κόρη του και τα λοιπά αγαπημένα του πρόσωπα ήταν ο τρόπος με τον οποίο οδήγησε τόσο πολλούς από τους συνταξιδιώτες του στη ζωή να ανακαλύψουν τα άγνωστα αποθέματα δύναμης και αξίας που έκρυβαν μέσα τους. «Η φωνή του μπορεί να σίγασε, αλλά ποτέ δε θα ξεχαστεί». Τίποτα για την αυτοκτονία της Αννας. Ο Τζουντ έριξε ξανά μια γρήγορη ματιά στη νεκρολογία, σταματώντας σε συγκεκριμένους συνδυασμούς λέξεων που δεν του πολυάρεσαν: «επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου», «ανεξερεύνητες δυνατότητες», «ανεκμετάλλευτες δυνάμεις του ανθρώπινου νου». Κοίταξε ξανά το πρόσωπο του Κράντοκ, παρατηρώντας την παγερή αυτοπεποίθηση των ανοιχτόχρωμων, γκρί-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

87

ζων ματιών του και το σχεδόν οργισμένο χαμόγελο στα λεπτά, άχρωμα χείλη του. Ένα βλοσυρό, μοχθηρό κάθαρμα. Ο υπολογιστής του Ντάνι έβγαλε έναν ήχο ειδοποιώντας τον Τζουντ για την άφιξη ενός μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Πού στο διάβολο ήταν ο Ντάνι, τέλος πάντων; Ο Τζουντ έριξε μια ματιά στο ρολόι του υπολογιστή και είδε ότι βρισκόταν εκεί είκοσι λεπτά ήδη. Κλίκαρε πάνω στο πρόγραμμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του Ντάνι, που έπαιρνε τα μηνύματα και των δυο τους. Το νέο μήνυμα απευθυνόταν στον Τζουντ. Έριξε μια ματιά στη διεύθυνση του αποστολέα κι αμέσως μετακινήθηκε στην καρέκλα, ορθώνοντας την πλάτη του, με τους μυς του στήθους και της κοιλιάς του να σφίγγονται, σαν να ετοιμαζόταν να δεχτεί ένα χτύπημα. Και κατά κάποιον τρόπο ετοιμαζόταν. Το μήνυμα ερχόταν από τη διεύθυνση craddockm@box. closet.net. Ο Τζουντ το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει, αγαπητέ τζουντ θα πάμε όταν πέσει η νύχτα θα πάμε στην τρύπα εγώ είμαι νεκρός εσύ θα πεθάνεις όποιος πλησιάσει θα μολυνθεί με το θάνατό σου εμείς έχουμε μολυνθεί μαζί και θα είμαστε στην τρύπα του θανάτου μαζί και το χώμα του τάφου θα μας σκεπάσει λαλαλα οι νεκροί τραβάνε κάτω τους ζωντανούς αν κάποιος προσπαθήσει να σε βοηθήσει εγώ εμείς θα τον τραβήξουμε κι αυτόν κάτω και θα πατήσουμε πάνω του και κα· νείς δεν μπορεί να βγει σκαρφαλώνοντας γιατί η τρύπα είναι πολύ βαθιά και το χώμα πέφτει πολύ γρήγορα και όποιος ακούει τη φωνή σου θα μάθει ότι είναι αλήθεια ο τζουντ είναι νεκρός και εγώ είμαι νεκρός και εσύ θα πεθάνεις θα ακούσει τη φωνή μου μας και θα διασχίσουμε μαζί το δρόμο της νύχτας για το μέρος το τελικό μέρος όπου ο άνεμος κλαίει για σένα για μας θα βαδίσουμε μαζί στο χείλος της τρύπας θα πέσουμε μέσα κρατώντας ο ένας τον άλλο θα πέσουμε τραγούδα για μας τραγούδα στον τάφο μας στον τάφο σου τραγούδα λαλαλα

Το στήθος του Τζουντ άδειασε, γέμισε παγωμένες βελόνες και καρφίτσες. Ψυχολογικός πόλεμος, σκέφτηκε, και κατακλύστηκε από οργή, από το χειρότερο είδος οργής, αυτήν που ήταν

88

JOE HILL

αναγκασμένος να την κρατήσει μέσα του, γιατί δεν υπήρχε κανείς τριγύρω για να τον βρίσει, και δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να σπάσει οτιδήποτε. Είχε ήδη εκσφενδονίσει αρκετά βιβλία το πρωί, κι αυτό δεν τον είχε κάνει να νιώσει καλύτερα. Τώρα σκόπευε να διατηρήσει τον αυτοέλεγχο του. Επέστρεψε στο πρόγραμμα περιήγησης, θέλοντας να ρίξει άλλη μια ματιά στα αποτελέσματα της αναζήτησής του, να δει τι άλλο μπορούσε να μάθει. Κοίταξε ανέκφραστος τις νεκρολογίες της Πενσακόλα Νιουζ για άλλη μια φορά, κι έπειτα το βλέμμα του καρφώθηκε στη φωτογραφία. Ήταν μια άλλη εικόνα τώρα, και σ' αυτήν ο Κράντοκ ήταν χαμογελαστός και γέρος, με το πρόσωπο του ρυτιδωμένο και αποστεωμένο, σχεδόν σαν να υπέφερε από ασιτία, και τα μάτια του ήταν μουντζουρωμένα με αεικίνητα μαύρα σημάδια. Οι πρώτες αράδες της νεκρολογίας έλεγαν ότι μια ζωή μάθησης και διδασκαλίας, εξερεύνησης και περιπέτειας είχε φτάσει στο τέλος της όταν ο Κράντοκ Τζέιμς Μακντέρμοτ απεβίωσε από εγκεφαλική εμβολή στο σπίτι της προγονής του και τώρα ερχόταν λαλαλα και έκανε κρύο εκείνος είχε παγώσει ο Τζουντ θα πάγωνε κι αυτός όταν θα κοβόταν όταν θα κοβόταν και θα έκοβε το κορίτσι και θα έπεφταν στην τρύπα του θανάτου και ο Τζουντ θα τραγουδούσε γι' αυτούς, θα τραγουδούσε για όλους τους... Ο Τζουντ σηκώθηκε τόσο γρήγορα και με τέτοια ορμή που η καρέκλα του Ντάνι τινάχτηκε πίσω και αναποδογύρισε. Ύστερα άρπαξε τον υπολογιστή, κάτω από την οθόνη, τον σήκωσε ψηλά και τον πέταξε στο πάτωμα. Ο υπολογιστής έβγαλε έναν κοφτό συριστικό ήχο κι αμέσως μετά το χαρακτηριστικό ποπ της υπέρτασης ρεύματος. Έπειτα σιωπή. Η ψύκτρα της μητρικής σταμάτησε να γυρίζει και σιγά σιγά βουβάθηκε. Τον είχε πετάξει κάτω ενστικτωδώς, χωρίς σκέψη. Δε γαμιόταν -ο αυτοέλεγχος ήταν μια υπερεκτιμημένη αρετή. Ο σφυγμός του είχε φτάσει στα όριά του. Έτρεμε, κι ένιωθε τα πόδια του αδύναμα. Πού στο διάολο ήταν ο Ντάνι; Κοίταξε το ρολόι του τοίχου, είδε ότι ήταν σχεδόν δύο, πολύ αργά για μεσημεριανό. Ίσως είχε πάει για καμιά εξωτερική δουλειά. Συ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

89

νήθως όμως ειδοποιούσε τον Τζουντ από τη συσκευή ενδοεπικοινωνίας ότι θα έβγαινε. Ο Τζουντ έκανε το γύρο του γραφείου και πήγε στο παράθυρο που έβλεπε έξω στο δρόμο. Το μικρό πράσινο υβριδικό Χόντα του Ντάνι ήταν παρκαρισμένο στη χωμάτινη διαπλάτυνση, και ο Ντάνι ήταν μέσα. Καθόταν ασάλευτος στη θέση του οδηγού, με το ένα χέρι στο τιμόνι, το πρόσωπο του σταχτί, άκαμπτο, άδειο. Το θέαμα του Ντάνι να κάθεται εκεί μέσα χωρίς να πηγαίνει πουθενά και κοιτάζοντας το κενό κατάφερε να ηρεμήσει τον Τζουντ. Κάθισε και τον παρατηρούσε από το παράθυρο, αλλά εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση. Δεν έβαλε ποτέ μπροστά το αυτοκίνητο για να φύγει. Ούτε καν κοίταξε γύρω του. Ο Ντάνι έμοιαζε -και σ' αυτή τη σκέψη ο Τζουντ ένιωσε τις αρθρώσεις του να σφίγγονται- σαν να βρισκόταν σε κατάσταση ύπνωσης. Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό, και ένα ακόμα, κι όσο περισσότερο τον κοιτούσε τόσο μεγαλύτερη ανησυχία ένιωθε. Έπειτα άνοιξε την πόρτα και βγήκε να δει τι έτρεχε με τον Ντάνι.

Ο ψυχρός αέρας έκανε τα μάτια του να δακρύσουν. Ώσπου να φτάσει στο πλάι του αυτοκινήτου, τα μάγουλα του Τζουντ έκαιγαν και η άκρη της μύτης του είχε μουδιάσει. Παρ' όλο που ήταν σχεδόν απόγευμα, φορούσε ακόμα την ξεφτισμένη του ρόμπα, ένα κολλητό τι-σερτ κι ένα ριγέ μποξεράκι. Όταν σηκώθηκε αέρας, η παγερή πνοή του ανέμου, τραχιά και σκληρή, έκαψε το γυμνό του δέρμα. Ο Ντάνι δε γύρισε να τον δει, συνέχισε να κοιτάζει με κενό βλέμμα μέσα απ' το παρμπρίζ. Από κοντά, έδειχνε σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Έτρεμε ελαφρά, αλλά σταθερά, και μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στον κρόταφό του. Ο Τζουντ χτύπησε το παράθυρο με τις κλειδώσεις των δαχτύλων του. Ο Ντάνι τινάχτηκε, λες και τον είχε πάρει ο ύπνος, ανοιγόκλεισε γρήγορα τα μάτια του κι έψαξε το κουμπί για να κατεβάσει το παράθυρο. Απέφυγε να κοιτάξει τον Τζουντ στα μάτια. «Τι κάνεις στο αυτοκίνητό σου, Ντάνι;» ρώτησε ο Τζουντ. «Νομίζω ότι πρέπει να πάω σπίτι». «Τον είδες;» Ο Ντάνι είπε: «Νομίζω ότι πρέπει να πάω σπίτι». «Είδες τον νεκρό; Τι έκανε;» Ο Τζουντ ήταν υπομονετικός. Όταν χρειαζόταν, ο Τζουντ μπορούσε να γίνει ο mo υπομονετικός άνθρωπος του κόσμου. «Με πονάει το στομάχι μου. Νομίζω ότι έχω ίωση. Αυτό είναι όλο».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

91

Ο Ντάνι σήκωσε το δεξί του χέρι από το γόνατο του για να σκουπίσει το πρόσωπο του και ο Τζουντ είδε ότι κρατούσε σφιχτά ένα χαρτοκόπτη. «Μη μου λες ψέματα, Ντάνι», είπε ο Τζουντ. «Θέλω απλώς να μου πεις τι είδες». «Τα μάτια του ήταν μαύρα σημάδια. Με κοίταξε. Μακάρι να μη με κοιτούσε». «Δεν μπορεί να σε βλάψει, Ντάνι». «Δεν το ξέρεις αυτό. Δεν το ξέρεις». Ο Τζουντ άπλωσε το χέρι του μέσα από το ανοιχτό παράθυρο για να του σφίξει τον ώμο. Ο Ντάνι τραβήχτηκε. Την ίδια στιγμή, έκανε μια γρήγορη κίνηση προς τον Τζουντ με το χαρτοκόπτη. Όχι πως θα τον έκοβε, αλλά ο Τζουντ τράβηξε το χέρι του για καλό και για κακό. «Ντάνι;» «Και τα δικά σου μάτια έτσι είναι», είπε ο Ντάνι κι έβαλε όπισθεν. Ο Τζουντ πετάχτηκε πίσω για να μην του πατήσει το πόδι με το αυτοκίνητο. Όμως ο Ντάνι το καθυστέρησε, κρατώντας το πόδι του στο φρένο. «Δε θα ξαναγυρίσω», είπε, μιλώντας στο τιμόνι. «Εντάξει». «Θα σε βοηθούσα αν μπορούσα, αλλά δεν μπορώ. Δεν μπορώ». «Σε καταλαβαίνω». Ο Ντάνι άφησε το αυτοκίνητο να κυλήσει πίσω, με τα λάστιχα να τρίζουν πάνω στο χαλίκι, κι έπειτα έκανε στροφή ενενήντα μοιρών και κατηφόρισε το λόφο για να βγει στο δρόμο. Ο Τζουντ στάθηκε και τον κοίταζε μέχρι που βγήκε από την πύλη, έστριψε αριστερά και εξαφανίστηκε. Δεν τον ξαναείδε ποτέ.

Ξεκίνησε για τον αχυρώνα και τα σκυλιά. Ο Τζουντ ήταν ευγνώμων για το κεντρί του ανέμου στο πρόσωπο του και για κάθε εισπνοή που τον έκανε να νιώθει τσούξιμο στα πνευμόνια. Γιατί ήταν κάτι πραγματικό. Από τη στιγμή που είχε δει τον νεκρό εκείνο το πρωί, ένιωθε όλο και πιο πολύ να κατακλύζεται από αφύσικες ιδέες που έμοιαζαν να ξεπηδούν από έναν εφιάλτη και να μπαίνουν στην καθημερινή ζωή, εκεί όπου δεν ανήκαν. Είχε ανάγκη από μερικές σκληρές πραγματικότητες για να αρπαχτεί από πάνω τους, από μια λαβίδα για να σταματήσει την αιμορραγία. Τα σκυλιά τον κοίταζαν θλιμμένα ν' ανοίγει το λουκέτο του κλουβιού τους. Γλίστρησε μέσα προτού μπορέσουν να ξετρυπώσουν και να βγουν, και κάθισε οκλαδόν, αφήνοντάς τα ν' ανέβουν πάνω του, να μυρίσουν το πρόσωπό του. Τα σκυλιά: Ήταν κι αυτά αληθινά. Κοίταξε τα σοκολατί μάτια και τις μακριές, ανήσυχες μουσούδες τους. «Αν κάτι δεν πήγαινε καλά μ' εμένα, θα το βλέπατε, έτσι δεν είναι;» τα ρώτησε. «Αν, για παράδειγμα, είχα μαύρα σημάδια στα μάτια». Ο Άνγκους του έγλειψε το πρόσωπο, μία, δύο φορές, και ο Τζουντ του φίλησε την υγρή του μύτη. Χάιδεψε την πλάτη της Μπον, ενώ εκείνη οσμιζόταν ανήσυχη τον καβάλο του. Βγήκε. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος να ξαναμπεί στο σπίτι και προτίμησε να συνεχίσει προς τον αχυρώνα. Πλησίασε άσκοπα το αυτοκίνητο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της πόρτας του ο-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

93

δηγού. Δεν είχε μαύρα σημάδια. Τα μάτια του ήταν ίδια, όπως πάντα: ανοιχτά γκρίζα κάτω από φουντωτά μαύρα φρύδια, και το βλέμμα του είχε μια σφοδρότητα, λες και σχεδίαζε να κάνει φόνο. Ο Τζουντ είχε αγοράσει το αυτοκίνητο σε ελεεινή κατάσταση από έναν τεχνικό του συγκροτήματος του. Μια Μάστανγκ GT φάστμπακ του '65. Βρισκόταν σε περιοδεία, σχεδόν χωρίς διακοπή, για δέκα μήνες, στην οποία είχε βγει αμέσως μόλις τον παράτησε η γυναίκα του, και επιστρέφοντας είχε βρεθεί σε ένα άδειο σπίτι, χωρίς να έχει τίποτα να κάνει. Είχε περάσει όλο τον Ιούλιο και το μεγαλύτερο μέρος του Αυγούστου στον αχυρώνα, λύνοντας τη Μάστανγκ, αφαιρώντας εξαρτήματα σκουριασμένα, καμένα, πυροβολημένα, χτυπημένα, διαβρωμένα, πηγμένα στα λάδια και τα οξέα, και αντικαθιστώντας τα με μπλοκ κινητήρα υψηλής απόδοσης, αυθεντικούς στρόφαλους και κεφαλές, κιβώτιο ταχυτήτων, συμπλέκτη, ελατήρια, λευκά μπάκετ καθίσματα -όλα εργοστασιακά, εκτός από τα ηχεία και το στερεοφωνικό. Έβαλε ένα τεράστιο σαμπγούφερ στο πορτ μπαγκάζ, δορυφορική κεραία στην οροφή, και εγκατέστησε ένα ψηφιακό ηχοσύστημα κορυφαίας τεχνολογίας. Γέμισε όλος λάδια από πάνω ως κάτω, έκανε σμπαράλια τις αρθρώσεις των δαχτύλων του, μάτωσε καθώς έφτιαχνε το κιβώτιο. Ήταν ένα σκληρό φλερτ, και ήταν γι' αυτόν ό,τι έπρεπε. Περίπου εκείνη την εποχή είχε έρθει να μείνει μαζί του η Άννα. Όχι ότι τη φώναξε ποτέ μ' αυτό το όνομα. Τότε ήταν η Φλόριντα, αν και για κάποιο λόγο, από τότε που είχε μάθει για την αυτοκτονία της, είχε αρχίσει να τη σκέφτεται πάλι σαν Άννα. Της άρεσε να κάθεται στο πίσω κάθισμα μαζί με τα σκυλιά όσο εκείνος δούλευε, με τις μπότες της να ξεπροβάλλουν απ' το παράθυρο που του έλειπε το τζάμι. Τραγουδούσε τα κομμάτια που ήξερε, μιλούσε μωρουδίστικα στην Μπον και βομβάρδιζε τον Τζουντ με τις ερωτήσεις της. Τον ρωτούσε αν θα έκανε ποτέ φαλάκρα («Δεν ξέρω»), επειδή έτσι και καράφλιαζε θα τον παρατούσε («Δε σε κατηγορώ γι' αυτό»), αν θα εξακολουθούσε να τη βρίσκει σέξι σε περίπτωση που ξύριζε το κεφάλι της («Όχι»), αν θα την άφηνε να οδηγήσει τη Μάστανγκ μόλις την τέλειωνε

94

JOE HILL

(«Ναι»), αν είχε ποτέ πλακωθεί στις μπουνιές με κανέναν («Το αποφεύγω -είναι δύσκολο να παίξεις κιθάρα με σπασμένο χέρι»), γιατί δε μιλούσε ποτέ για τους γονείς του (σ' αυτό δεν απάντησε) κι αν πίστευε στη μοίρα («Όχι», είχε πει, αλλά έλεγε ψέματα). Πριν από την Αννα και τη Μάστανγκ, είχε ηχογραφήσει ένα καινούριο CD, ένα σόλο άλμπουμ, και είχε ταξιδέψει σε περίπου είκοσι τέσσερις χώρες, δίνοντας πάνω από εκατό συναυλίες. Όμως, επισκευάζοντας το αυτοκίνητο ένιωθε για πρώτη φορά από τότε που τον εγκατέλειψε η Σάνον ότι έκανε κάτι δημιουργικό, κάτι που είχε σημασία, με την ουσιαστική έννοια του όρου -αν και δεν μπορούσε να εξηγήσει για ποιο λόγο το φτιάξιμο ενός αυτοκινήτου έμοιαζε περισσότερο με έντιμη δουλειά παρά με το χόμπι ενός λεφτά, ενώ το να ηχογραφεί άλμπουμ και να παίζει σε στάδια είχε καταλήξει να μοιάζει περισσότερο με χόμπι ενός λεφτά παρά με δουλειά. Πέρασε για άλλη μια φορά απ' το μυαλό του η ιδέα ότι έπρεπε να φύγει. Παράτα τα όλα και δίνε του -δεν έχει σημασία για πού. Η σκέψη ήταν τόσο επιτακτική, τόσο επίμονη -μπες στο αμάξι και σήκω φύγε από δω-, που τον εκνεύριζε τρομερά. Δεν του άρεσε καθόλου όταν αναγκαζόταν να φύγει. Το να μπει στο αυτοκίνητο και να την κοπανήσει δεν ήταν επιλογή, ήταν απλά πανικός. Ακολούθησε μια άλλη σκέψη, ανησυχητική και αβάσιμη, παρ' όλα αυτά παράξενα πειστική: η σκέψη ότι ήταν κατευθυνόμενος, ότι ο νεκρός τον έκανε να θέλει να φύγει. Ότι ο νεκρός προσπαθούσε να τον αναγκάσει να φύγει από... από τι; Ο Τζουντ δεν μπορούσε να φανταστεί. Έξω, τα σκυλιά γάβγιζαν σ' ένα περαστικό φορτηγάκι. Τέλος πάντων, δε θα πήγαινε πουθενά αν δε μιλούσε πρώτα γι' αυτό με την Τζόρτζια. Κι αν τελικά αποφάσιζε να φύγει, προφανώς έπρεπε προηγουμένως να ντυθεί. Κι όμως, την επόμενη στιγμή βρισκόταν μέσα στη Μάστανγκ, πίσω απ' το τιμόνι. Ήταν ένα μέρος όπου μπορούσε να σκεφτεί. Πάντα έκανε μερικές από τις πιο γόνιμες σκέψεις του στο αυτοκίνητο, με το ραδιόφωνο ανοιχτό.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

95

Κάθισε με το παράθυρο μισοκατεβασμένο, μέσα στο σκοτάδι, στο γκαράζ με το χωμάτινο δάπεδο, και του φάνηκε ότι αν υπήρχε κάποιο φάντασμα εκεί γύρω, αυτό ήταν το φάντασμα της Άννας, όχι το οργισμένο φάντασμα του πατριού της. Την ένιωθε τόσο κοντά του. Στο πίσω κάθισμα. Είχαν κάνει έρωτα εκεί, βέβαια. Είχε πεταχτεί στο σπίτι να φέρει καμιά μπίρα, κι όταν γύρισε, εκείνη τον περίμενε στο πίσω κάθισμα της Μάστανγκ φορώντας μόνο τις μπότες της. Είχε αφήσει τις ανοιχτές μπίρες να πέσουν αφρίζοντας στο χώμα. Εκείνη τη στιγμή τίποτα στον κόσμο δεν έμοιαζε πιο σημαντικό από το σφιχτό εικοσιεξάχρονο κορμί της, τον εικοσιεξάχρονο ιδρώτα της, το γέλιο της, τα δόντια της στο λαιμό του. Έγειρε πίσω στο λευκό δερμάτινο κάθισμα, νιώθοντας για πρώτη φορά μέσα στη μέρα την εξάντλησή του. Ένιωθε τα μπράτσα του βαριά και τα γυμνά του πόδια μουδιασμένα από το κρύο. Κάποια στιγμή, είχε αφήσει τη μαύρη δερμάτινη καμπαρντίνα του στο πίσω κάθισμα. Άπλωσε το χέρι του, την έπιασε και την άπλωσε πάνω στα πόδια του. Το κλειδί ήταν στη μίζα, και το γύρισε στην πρώτη σκάλα για ν' ανοίξει το ραδιόφωνο. Ο Τζουντ δεν ήταν πια σίγουρος για ποιο λόγο είχε μπει στο αυτοκίνητο, αλλά τώρα που καθόταν εκεί μέσα του φαινόταν δύσκολο ακόμα και να σκεφτεί να βγει. Άκουσε πάλι, από πολύ μακριά, όπως του φάνηκε, τα διαπεραστικά και αλαφιασμένα γαβγίσματα των σκυλιών. Δυνάμωσε την ένταση για να τα σκεπάσει. Ο Τζον Λένον τραγουδούσε το «I Am the Walrus». Ο Τζουντ έγειρε το κεφάλι του πίσω στο μαξιλαράκι, χαλαρώνοντας μέσα στη ζεστασιά του μπουφάν του. Το αργόσυρτο μπάσο του Πολ Μακάρτνεϊ όλο και ξεμάκραινε, χανόταν κάτω από το βαθύ μουρμουρητό της μηχανής της Μάστανγκ, πράγμα παράξενο, αφού ο Τζουντ δεν είχε ανάψει τη μηχανή, αλλά μόνο την μπαταρία. Το τραγούδι των Μπιτλς ακολούθησε μια παρέλαση από διαφημίσεις. Ο Αου από την Έκθεση Αυτοκινήτων Ιμπέριαλ είπε: «Πουθενά δε θα βρεις προσφορές σαν τις δικές μας σε Νέα Υόρκη, Νιου Τζέρσι και Κονέτικατ. Είμαστε ασυναγώνιστοι. Οι νεκροί τραβούν κάτω τους ζωντανούς. Αυτή τη νύχτα κάτσε στο τιμόνι και βγες μια βόλτα στο δρόμο. Θα ταξιδέψουμε μαζί. Θα

96

JOE HILL

τραγουδήσουμε παρέα. Δε θα θες να τελειώσει το ταξίδι. Δε θα τελειώσει». Οι διαφημίσεις έκαναν τον Τζουντ να βαριέται, και βρήκε τη δύναμη να γυρίσει σε άλλο σταθμό. Στον FUM έπαιζαν ένα τραγούδι του, το πρώτο του σινγκλ, μια θυελλώδη αντιγραφή από τους AC/DC, με τίτλο «Souls for Sale». Ψυχές για πούλημα. Μέσα στο μισοσκόταδο, του φάνηκε σαν να είχαν αρχίσει να στροβιλίζονται γύρω από το αυτοκίνητο φασματικές μορφές, ασχημάτιστες τολύπες απειλητικής ομίχλης. Έκλεισε τα μάτια του και άκουσε το μακρινό ήχο της φωνής του. Πιο πολύ κι από ασήμι και χρυσό, Λες πως αξίζει η ψυχή μου, Εντάξει, θέλω να τα βρω με το Θεό, Μα πρώτα θα 'θελα λεφτά για μία μπίρα. Ξεφύσηξε χλευαστικά απ' τα ρουθούνια. Δε σε βάζει σε μπελάδες το να πουλάς ψυχές, αλλά το να τις αγοράζεις. Την επόμενη φορά θα φρόντιζε να βεβαιωθεί ότι υπήρχε δικαίωμα επιστροφής του προϊόντος. Γέλασε, κι άνοιξε λιγάκι τα μάτια του. Ο νεκρός, ο Κράντοκ, καθόταν δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού. Χαμογέλασε στον Τζουντ, αποκαλύπτοντας τα λεκιασμένα δόντια και τη μαύρη γλώσσα του. Μύριζε θάνατο, αλλά και καυσαέριο αυτοκινήτου. Τα μάτια του ήταν κρυμμένα πίσω από κείνες τις αλλόκοτες, αεικίνητες μαύρες πινελιές. «Ούτε επιστροφές, ούτε αλλαγές», του είπε ο Τζουντ. Ο νεκρός έγνεψε συγκαταβατικά και ο Τζουντ έκλεισε ξανά τα μάτια του. Κάπου, χιλιόμετρα μακριά, άκουσε κάποιον να φωνάζει τ' όνομά του. «...ουντ! Τζουντ! Απάντησε μου Τζου...» Όμως δεν ήθελε να τον ενοχλούν, τα βλέφαρά του ήταν βαριά, ήθελε να τον αφήσουν ήσυχο. Έγειρε το κάθισμα πίσω. Δίπλωσε τα χέρια πάνω στο στομάχι του. Ανάσανε βαθιά.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

97

Είχε μόλις αποκοιμηθεί, όταν η Τζόρτζια τον άρπαξε από το μπράτσο, τον τράβηξε έξω απ' το αυτοκίνητο και τον πέταξε στο χώμα. Η φωνή της έφτανε στ' αυτιά του κατά κύματα, μία ακουγόταν, μία όχι.

«...βγες από κει μέσα Τζουντ γαμώτο...»

«...ην πεθαίνεις, μην πεθαίν...» «...αρακαλώωω, σε παρακαλώ...» «Άνοιξε τα μάτια σου γαμώτο...» Άνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε με μια απότομη κίνηση, βήχοντας μανιωδώς. Η πόρτα του αχυρώνα ήταν ανοιχτή και το φως του ήλιου εισέβαλλε με τις λαμπερές, κρυστάλλινες ακτίνες του, που έδειχναν συμπαγείς και αιχμηρές. Το φως τον τύφλωσε, και βλεφάρισε γρήγορα. Πήρε μια βαθιά, ψυχρή ανάσα, άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι, να της πει ότι ήταν καλά, κι ο λαιμός του γέμισε χολή. Έπεσε στα τέσσερα κι έκανε εμετό στο χώμα. Η Τζόρτζια τον κρατούσε απ' το μπράτσο, σκυφτή από πάνω του καθώς εκείνος ξερνούσε. Ο Τζουντ ζαλιζόταν. Το έδαφος έγερνε κάτω απ' τα πόδια του. Όταν δοκίμασε να κοιτάξει έξω, ο κόσμος γύρω του στροβιλίστηκε, σαν να ήταν μια εικόνα ζωγραφισμένη στο πλάι ενός βάζου που περιστρεφόταν πάνω στον τροχό. Το σπίτι, η αυλή, ο δρόμος του σπιτιού, ο ουρανός περνούσαν σαν ποτάμι από μπροστά του. Μια καταλυτική αίσθηση ναυτίας τον πλημμύρισε, κι έκανε πάλι εμετό. Έμεινε με τις παλάμες στο χώμα και περίμενε να σταματήσουν να γυρίζουν όλα. Όχι ότι θα γινόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αυ-

98

JOE HILL

τό είναι κάτι που συνειδητοποιείς όταν είσαι μαστουρωμένος, μεθυσμένος, ή έχεις πυρετό: ότι ο κόσμος δε σταματάει να γυρίζει κι ότι μόνο ένα υγιές και καθαρό μυαλό μπορεί να σταματήσει αυτή την ιλιγγιώδη περιδίνηση. Έφτυσε και σκούπισε το στόμα του. Ένιωθε τους μυς του στομαχιού του να πονούν και να τον αγκυλώνουν, σαν να είχε πάρει κάμψεις, κάτι που, τώρα που το σκεφτόταν, δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Ανακάθισε, και γύρισε να κοιτάξει τη Μάστανγκ. Η μηχανή της ήταν ακόμα αναμμένη. Δεν υπήρχε κανείς μέσα. Τα σκυλιά χόρευαν γύρω απ' τον Τζουντ. Ο Άνγκους χώθηκε στην αγκαλιά του και έχωσε την κρύα, υγρή μουσούδα του στο πρόσωπο του, γλείφοντας τα ξινισμένα χείλη του. Ο Τζουντ ήταν πολύ αδύναμος για να τον σπρώξει. Η Μπον, ντροπαλή όπως πάντα, έριξε στον Τζουντ ένα ανήσυχο, λοξό βλέμμα, κι έπειτα έσκυψε το κεφάλι της στον αραιό χυλό του εμετού του και άρχισε να τον τρώει στα μουλωχτά. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, αρπάζοντας τον καρπό της Τζόρτζια, αλλά δεν είχε δύναμη στα πόδια του κι αντί να σηκωθεί την τράβηξε κάτω μαζί του, αναγκάζοντάς τη να γονατίσει. Μια σκέψη στριφογύρισε για μια στιγμή στο κεφάλι του -οι νεκροί τραβούν κάτω τους ζωντανούς- και εξαφανίστηκε. Η Τζόρτζια έτρεμε. Είχε το πρόσωπο της κολλημένο στο λαιμό του. «Τζουντ», είπε. «Τζουντ, δεν ξέρω τι σου συμβαίνει». Εκείνος δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν είχε ακόμη τον απαιτούμενο αέρα. Κοίταξε τη μαύρη Μάστανγκ, που έτρεμε πάνω στις αναρτήσεις της, με τη συγκρατημένη δύναμη της μηχανής στο ρελαντί να τραντάζει το σασί. Η Τζόρτζια συνέχισε: «Νόμιζα ότι ήσουν νεκρός. Όταν σε άρπαξα από το μπράτσο, νόμιζα πως είχες πεθάνει. Τι γύρευες εδώ μέσα με τη μηχανή του αυτοκινήτου αναμμένη και την πόρτα του αχυρώνα κλειστή;» «Τίποτα». «Μήπως έκανα κάτι που δεν έπρεπε; Μήπως τα σκάτωσα;» «Τι είναι αυτά που λες;» «Δεν ξέρω», είπε κι άρχισε να κλαίει. «Κάποιος λόγος θα υπήρχε που ήρθες εδώ ν' αυτοκτονήσεις».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

99

Γονατιστός, γύρισε προς το μέρος της. Συνειδητοποίησε ότι εξακολουθούσε να κρατάει το λεπτό καρπό της, και τώρα έπιασε και τον άλλον. Τα μαύρα της μαλλιά είχαν μπερδευτεί γύρω από το κεφάλι της και μερικά τσουλούφια τής είχαν πέσει στα μάτια. «Κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν ήρθα εδώ για ν' αυτοκτονήσω. Κάθισα στο αυτοκίνητο για ν' ακούσω λίγη μουσική και να σκεφτώ, αλλά δεν άναψα τη μηχανή. Μόνη της άναψε». Η Τζόρτζια τράβηξε απότομα τον καρπό της. «Πάψε». «Ο νεκρός το έκανε». «Πάψε! Πάψε!» «Το φάντασμα που είδαμε στο διάδρομο. Τον είδα ξανά. Ήταν μαζί μου στο αυτοκίνητο. Ή αυτός έβαλε μπροστά τη Μάστανγκ ή εγώ, χωρίς να ξέρω τι κάνω, επειδή έτσι ήθελε αυτός». «Καταλαβαίνεις πόσο τρελά ακούγονται αυτά που λες; Το καταλαβαίνεις;» «Αν είμαι τρελός εγώ, τότε είναι και ο Ντάνι. Ο Ντάνι τον είδε. Γι' αυτό έφυγε. Ο Ντάνι δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα. Αναγκάστηκε να φύγει». Η Τζόρτζια τον κοιτούσε μέσα από τις απαλές τούφες που έπεφταν στα μάτια της, που ήταν φωτεινά, καθάρια και γεμάτα φόβο. Κούνησε το κεφάλι της με μια μηχανική κίνηση άρνησης. «Πάμε να φύγουμε από δω», είπε. «Βοήθησέ με να σηκωθώ». Τον έπιασε από τις μασχάλες κι έβαλε όλη της τη δύναμη να τον σηκώσει. Τα γόνατά του ήταν σαν χαλαρωμένα ελατήρια, χωρίς καμία ελαστικότητα, καμία δυνατότητα υποστήριξης. Μόλις πάτησε στις φτέρνες του, άρχισε να γέρνει μπροστά. Άπλωσε τα χέρια του για να ανακόψει την πτώση και αρπάχτηκε από το ζεστό καπό του αυτοκινήτου. «Σβήσ' το», της είπε. «Βγάλε τα κλειδιά». Η Τζόρτζια σήκωσε την καμπαρντίνα από το χώμα -του είχε πέσει καθώς έβγαινε από τη Μάστανγκ- και την έριξε πίσω στη θέση του οδηγού. Έβηξε, χειρονομώντας για να διώξει το σύννεφο των καυσαερίων, μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο και το έσβησε. Η σιωπή ήταν ξαφνική και τρομακτική. Η Μπον κόλλησε στο πόδι του Τζουντ, αναζητώντας λίγη σιγουριά. Τα γόνατά του παραλίγο να λυγίσουν. Την έσπρωξε με

100

JOE HILL

το ένα του γόνατο, κι έπειτα της έριξε μια αδύναμη κλοτσιά στον πισινό με το τακούνι. Το σκυλί αλύχτησε κι έφυγε αναπηδώντας. «Παράτα με, γαμώτο». «Άσ' την ήσυχη», είπε η Τζόρτζια. «Αυτά τα δυο σκυλιά σού έσωσαν τη ζωή». «Γιατί το λες αυτό;» «Δεν τ' άκουσες; Ερχόμουν να τα ησυχάσω. Έκαναν σαν υστερικά». Ο Τζουντ μετάνιωσε που κλότσησε την Μπον και κοίταξε γύρω του να δει αν βρισκόταν κάπου κοντά για να τη χαϊδέψει. Όμως το σκυλί είχε αποσυρθεί στον αχυρώνα, κι έκανε βόλτες μέσα στο σκοτάδι, κοιτάζοντάς τον με βλέμμα βλοσυρό και γεμάτο κατηγόρια. Αναρωτήθηκε πού να βρισκόταν ο Άνγκους και κοίταξε γύρω μήπως τον δει. Στεκόταν στην πόρτα του αχυρώνα, με τα νώτα γυρισμένα προς το μέρος τους και την ουρά ανασηκωμένη. Κοιτούσε με σταθερό βλέμμα προς τον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού. «Τι βλέπει;» ρώτησε η Τζόρτζια, πράγμα μάλλον παράλογο. Ο Τζουντ δεν είχε ιδέα. Στεκόταν ακουμπισμένος στο αυτοκίνητο, πολύ μακριά από τη συρόμενη πόρτα του αχυρώνα ώστε να βλέπει έξω στην αυλή. Η Τζόρτζια έχωσε τα κλειδιά στην τσέπη του μαύρου της τζιν. Κάποια στιγμή είχε προλάβει να ντυθεί και ο δεξιός της αντίχειρας ήταν καλυμμένος με γάζες. Προσπέρασε αθόρυβα τον Τζουντ και στάθηκε δίπλα στον Άνγκους. Χάιδεψε με το χέρι της τη ραχοκοκαλιά του ζώου, έριξε ένα βλέμμα στο δρόμο του σπιτιού κι έπειτα ξανακοίταξε τον Τζουντ. «Τι είναι;» ρώτησε ο Τζουντ. «Τίποτα», απάντησε εκείνη. Ακούμπησε το δεξί της χέρι πάνω στο στέρνο της κι έκανε ένα μικρό μορφασμό, σαν να την πονούσε. «Χρειάζεσαι βοήθεια;» «Τα καταφέρνω», της είπε εκείνος και ξεκόλλησε από τη Μάστανγκ. Είχε αρχίσει να νιώθει μια όλο και πιο έντονη πίεση πίσω από τους βολβούς των ματιών του, έναν αργό, βαρύ, βου-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

101

βό πόνο που απειλούσε να εξελιχθεί σε έναν από τους χειρότερους πονοκεφάλους που είχε ποτέ. Πήγε στη μεγάλη συρόμενη πόρτα του αχυρώνα και στάθηκε δίπλα στον Άνγκους και την Τζόρτζια. Κοίταξε τον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού, που ήταν καλυμμένος με παγωμένη λάσπη και κατέληγε στην ανοιχτή πύλη του κτήματος. Ο ουρανός καθάριζε σιγά σιγά. Τα πυκνά σύννεφα είχαν αρχίσει να διαλύονται και ο ήλιος ξεπρόβαλλε κάθε τόσο ανάμεσά τους. Ο νεκρός, φορώντας τη μαύρη του ρεπούμπλικα, του ανταπέδιδε το βλέμμα από το πλάι του ασφαλτόδρομου. Τον είδε να στέκεται εκεί για μια στιγμή, όταν ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο και ο δρόμος ήταν στη σκιά. Μόλις το φως του ήλιου τρεμόπαιξε και ξεπρόβαλε από ένα σύννεφο, ο Κράντοκ τρεμόσβησε και χάθηκε. Πρώτα εξαφανίστηκαν το κεφάλι και τα χέρια του, κι ό,τι απέμεινε ήταν ένα κούφιο μαύρο κουστούμι, που έστεκε άδειο. Έπειτα το κουστούμι εξαφανίστηκε κι αυτό. Σε λίγο, όταν ο ήλιος χάθηκε άλλη μια φορά πίσω απ' τα σύννεφα, ο νεκρός έκανε πάλι την εμφάνισή του. Έβγαλε το καπέλο στον Τζουντ και υποκλίθηκε, με μια ειρωνική κίνηση, χαρακτηριστική των ανθρώπων του Νότου. Ο ήλιος ήρθε, έφυγε και ήρθε ξανά, και ο νεκρός αναβόσβηνε σαν κώδικας Μορς. «Τζουντ;» είπε η Τζόρτζια. Συνειδητοποίησε ότι εκείνος και ο Άνγκους στέκονταν και κοιτούσαν κάτω στο δρόμο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. «Δεν υπάρχει κάτι εκεί, έτσι δεν είναι, Τζουντ;» Η Τζόρτζια δεν έβλεπε τον Κράντοκ. «Όχι», της απάντησε. «Τίποτα». Ο νεκρός ξαναφάνηκε για λίγο, ίσα για να προλάβει να του κλείσει το μάτι. Έπειτα σηκώθηκε αεράκι και, ψηλά στον ουρανό, ο ήλιος έκανε για τα καλά την εμφάνισή του, σ' ένα σημείο όπου τα σύννεφα είχαν τραβηχτεί και είχε γίνει σαν νήματα από βρόμικο μαλλί. Το φως στο δρόμο λαμπύρισε έντονα, και την επόμενη στιγμή ο νεκρός είχε γίνει άφαντος.

Η Τζόρτζια TOV πήγε στη δισκοθήκη του ισογείου. Ο Τζουντ δεν είχε προσέξει ότι είχε περασμένο το χέρι της γύρω από τη μέση του, στηρίζοντάς τον και καθοδηγώντας τον, μέχρι που εκείνη το τράβηξε. Βυθίστηκε στον ανοιχτοπράσινο καναπέ και τον πήρε ο ύπνος σχεδόν αμέσως. Λαγοκοιμήθηκε για λίγο, και ξύπνησε ξανά, με το οπτικό του πεδίο θολό, όταν εκείνη έσκυψε για να τον σκεπάσει με μια κουβέρτα. Το πρόσωπο της ήταν ένας χλομός κύκλος, χωρίς χαρακτηριστικά, εκτός από τη σκούρα γραμμή του στόματος της και τις μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών της. Τα βλέφαρά του έκλεισαν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε νιώσει τόσο κουρασμένος άλλη φορά. Ο ύπνος τον είχε κυριεύσει, τον τραβούσε σταθερά κάτω, πνίγοντας τη λογική του, πνίγοντας τις αισθήσεις του, αλλά καθώς βούλιαζε ξανά, η εικόνα του προσώπου της Τζόρτζια αιωρήθηκε μπροστά του, κι έκανε την απειλητική σκέψη ότι τα μάτια της έλειπαν, είχαν κρυφτεί πίσω από μαύρες μουντζαλιές. Ήταν νεκρή, ήταν πια ένα φάντασμα. Προσπάθησε απεγνωσμένα να ξυπνήσει και για λίγες στιγμές σχεδόν τα κατάφερε. Άνοιξε λιγάκι τα μάτια του. Είδε την Τζόρτζια να στέκεται στην πόρτα της δισκοθήκης και να τον κοιτάζει, με τα μικρά λευκά της χέρια σφιγμένα σε μικρές γροθιές, και τα μάτια της στη θέση τους. Βλέποντάς τη, βίωσε μια στιγμή γλυκιάς ανακούφισης. Έπειτα είδε τον νεκρό στο χολ πίσω της. Το δέρμα του ήταν

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

103

τσιτωμένο πάνω στα ζυγωματικά του, και χαμογελούσε, δείχνοντας τα λεκιασμένα από τη νικοτίνη δόντια του. Οι κινήσεις του Κράντοκ Μακντέρμοτ ήταν σπασμωδικές, σαν μια σειρά από φωτογραφικά στιγμιότυπα. Τη μια στιγμή τα χέρια του βρίσκονταν στα πλευρά του. Την επόμενη, ένα από τα λιπόσαρκα χέρια του ακουμπούσε στον ώμο της Τζόρτζια. Τα νύχια του ήταν κιτρινισμένα, μακριά και κυρτά. Τα μαύρα σημάδια χοροπηδούσαν και τρεμόπαιζαν μπροστά στα μάτια του. Ο χρόνος έκανε άλλο ένα σπασμωδικό βήμα προς τα εμπρός. Ξαφνικά το δεξί χέρι του Κράντοκ σηκώθηκε και βρέθηκε πάνω από το κεφάλι της Τζόρτζια. Η χρυσή αλυσίδα ξετυλίχτηκε από την παλάμη του. Το εκκρεμές που υπήρχε στην άκρη της, μια κυρτή λεπίδα μήκους περίπου δέκα εκατοστών, μια σχισμή ασημόχρωμης λάμψης, έπεσε μπροστά στα μάτια της Τζόρτζια. Η λεπίδα διέγραψε μια ελαφριά καμπύλη μπροστά της, κι εκείνη την κοίταξε προσηλωμένη, με μάτια ξαφνικά διάπλατα και γεμάτα σαγήνη. Σε ένα ακόμη βήμα του χρόνου προς τα εμπρός, ο Κράντοκ είχε σκύψει μπροστά, σε μια παγωμένη στάση, και είχε πλησιάσει το στόμα του στο αυτί της. Τα χείλη του δε φαίνονταν να σαλεύουν, αλλά ο Τζουντ μπορούσε να τον ακούσει να ψιθυρίζει, μ' ένα θόρυβο που θύμιζε τον ήχο της κόψης του μαχαιριού όταν ακονίζεται σε δερμάτινο λουρί. Ο Τζουντ ήθελε να της φωνάξει. Ήθελε να της πει να προσέχει, ο νεκρός στεκόταν δίπλα της κι έπρεπε να τρέξει να του ξεφύγει, όχι να κάθεται και να τον ακούει. Όμως ένιωθε ανίκανος ν' ανοίξει το στόμα του, δεν μπόρεσε να βγάλει κάποιον ήχο πέρα από ένα αχνό βογκητό. Η προσπάθεια που χρειαζόταν μόνο και μόνο για να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά τον ξεπερνούσε. Τα βλέφαρά του έκλεισαν. Πάλεψε ενάντια στον ύπνο, αλλά ήταν αδύναμος -μια αίσθηση πρωτόγνωρη. Βυθίστηκε ξρινά, κι αυτή τη φορά έμεινε εκεί κάτω. Ο Κράντοκ τον περίμενε με το ξυράφι του, ακόμα και στον ύπνο του. Η λεπίδα κρεμόταν στην άκρη της χρυσής αλυσίδας

104

JOE HILL

μπροστά στο πλατύ πρόσωπο ενός Βιετναμέζου, που φορούσε μόνο ένα λευκό πανί δεμένο γύρω από τη μέση του και καθόταν σε μια καρέκλα σ' ένα δωμάτιο με τσιμεντένιους τοίχους γεμάτο υγρασία. Το κεφάλι του Βιετναμέζου ήταν ξυρισμένο, και στο κρανίο του υπήρχαν γυαλιστεροί ροζ κύκλοι, σαν σημάδια από καψίματα με ηλεκτρόδια. Ένα παράθυρο έβλεπε στην αυλή του Τζουντ. Έβρεχε. Τα σκυλιά ήταν κολλημένα στο τζάμι, οι ανάσες τους άφηναν πάνω του λευκούς λεκέδες. Γάβγιζαν αλαφιασμένα, αλλά ήταν σαν να τα έβλεπε στην τηλεόραση, με τον ήχο κλειστό. Ο Τζουντ στεκόταν σιωπηλός στη γωνία, ελπίζοντας πως θα περνούσε απαρατήρητος. Το ξυράφι πηγαινοερχόταν μπροστά στο έκπληκτο, κάθιδρο πρόσωπο του Βιετναμέζου. «Η σούπα ήταν δηλητηριασμένη», είπε ο Κράντοκ. Μιλούσε στα βιετναμέζικα, αλλά όπως γίνεται συνήθως στα όνειρα, ο Τζουντ καταλάβαινε τα λόγια του. «Αυτό είναι το αντίδοτο». Έδειξε με το ελεύθερο χέρι του μια τεράστια σύριγγα που βρισκόταν μέσα σ' ένα μαύρο καρδιόσχημο κουτί. Μέσα στο κουτί, μαζί με τη σύριγγα, υπήρχε ένα κυνηγετικό μαχαίρι με πλατιά λεπίδα και λαβή από τεφλόν. «Σώσε τον εαυτό σου». Ο Βιετκόνγκ άρπαξε τη σύριγγα και την έχωσε χωρίς δισταγμό στον ίδιο του το λαιμό. Η βελόνα είχε μήκος γύρω στους δεκαπέντε πόντους. Ο Τζουντ τινάχτηκε αηδιασμένος και κοίταξε αλλού. Το βλέμμα του πήγε από μόνο του στο παράθυρο. Τα σκυλιά ήταν ακόμα πίσω από το τζάμι, χτυπιούνταν πάνω του, χωρίς κανέναν ήχο. Πίσω τους, η Τζόρτζια καθόταν στο ένα άκρο μιας τραμπάλας. Στο άλλο καθόταν ένα μικρό ξανθό κοριτσάκι χωρίς παπούτσια και μ' ένα όμορφο λουλουδάτο φόρεμα. Η Τζόρτζια και το κορίτσι είχαν δεμένα τα μάτια με διάφανα μαύρα μαντίλια φτιαγμένα από το ίδιο κρεπ ύφασμα. Τα ξανθά μαλλιά του κοριτσιού ήταν δεμένα σε μια χαλαρή αλογοουρά. Η έκφραση του προσώπου του ήταν ανεξιχνίαστη. Αν και φαινόταν σχετικά οικεία στον Τζουντ, χρειάστηκε λίγο χρόνο μέχρι να καταλάβει, σοκαρισμένος, ότι κοιτούσε την Άννα, σε ηλικία εννέα ή δέκα χρονών. Η Άννα και η Τζόρτζια ανεβοκατέβαιναν.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

105

«Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω», έλεγε ο Κράντοκ, μιλώντας τώρα στον κρατούμενο στα αγγλικά. «Να ξέρεις, έχεις μπλέξει άσχημα. Μπορώ όμως να σε βοηθήσω, και το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να με ακούσεις προσεκτικά. Μη σκέφτεσαι. Απλώς άκου τον ήχο της φωνής μου. Σχεδόν νύχτωσε. Η ώρα ζυγώνει. Η νύχτα είναι η ώρα που ανοίγουμε το ραδιόφωνο και ακούμε τη φωνή. Κάνουμε αυτό που μας λέει ο άντρας στο ραδιόφωνο. Το μυαλό σου είναι ένα ραδιόφωνο και η φωνή μου είναι το μόνο σήμα που λαμβάνει». Ο Τζουντ στράφηκε και κοίταξε πίσω, και ο Κράντοκ δεν ήταν πια εκεί. Στη θέση του, εκεί όπου βρισκόταν προηγουμένως, υπήρχε ένα παλιό ραδιόφωνο, με την πρόσοψή του κατάφωτη, κι από μέσα του έβγαινε η φωνή του. «Ο μόνος τρόπος για να ζήσεις είναι να κάνεις ό,τι σου λέω. Η φωνή μου είναι η μόνη φωνή που ακούς». Ο Τζουντ ένιωσε ένα σύγκρυο στο στήθος, δεν του άρεσε ο δρόμος που είχαν πάρει τα πράγματα. Ξεκόλλησε, και με τρία βήματα βρέθηκε δίπλα στο τραπέζι. Ήθελε να απαλλαγεί από τη φωνή του Κράντοκ. Άρπαξε το καλώδιο του ραδιοφώνου και το τράβηξε για να το βγάλει από την πρίζα. Ακούστηκε ένα ποπ που συνοδεύτηκε από μια γαλάζια λάμψη, και το χέρι του πόνεσε. Τραβήχτηκε, ρίχνοντας το καλώδιο στο πάτωμα. Όμως το ραδιόφωνο εξακολουθούσε να φλυαρεί, ακριβώς όπως και πριν. «Είναι νύχτα. Νύχτα, επιτέλους. Ήρθε η ώρα. Βλέπεις το μαχαίρι στο κουτί; Μπορείς να το πάρεις. Είναι δικό σου. Πάρ' το. Είναι δώρο για τα γενέθλιά σου». Ο Βιετκόνγκ κοίταξε με περιέργεια το καρδιόσχημο κουτί και πήρε το κυνηγετικό μαχαίρι. Το στριφογύρισε, και η λεπίδα άστραψε στο φως. Ο Τζουντ γύρισε και κοίταξε την πρόσοψη του ραδιοφώνου. Το δεξί του χέρι, που τον πονούσε ακόμα από το τίναγμα που είχε δεχτεί από το ρεύμα, εξακολουθούσε να είναι αδέξιο, δύσκολα μπορούσε να το κατευθύνει. Δεν έβλεπε κάποιο διακόπτη, κι έτσι γύρισε σταθμό προσπαθώντας να ξεφύγει από τη φωνή του Κράντοκ. Ακούστηκε ένας ήχος που ο Τζουντ στην αρχή τον πέρασε για παράσιτα, αλλά μέσα σε μια στιγμή είχε μεταμορφωθεί

106

JOE HILL

στον σταθερό, ατονικό αχό ενός μεγάλου πλήθους· χίλιες φωνές που φλυαρούσαν ταυτόχρονα. Ένας τύπος με το πολύξερο, μαγκιόρικο ύφος παρουσιαστή του ραδιοφώνου της δεκαετίας του '50 είπε: «Σήμερα ο Στότλμαϊρ τους υπνωτίζει μ' αυτό το φάλτσο του, και ο Τόνι Κονιλιάρο τα 'χει βρει σκούρα. Ίσως έχετε ακούσει ότι δεν μπορείτε να αναγκάσετε ανθρώπους που βρίσκονται υπό την επήρεια ύπνωσης να κάνουν πράγματα που δε θέλουν. Αλλά βλέπετε με τα μάτια σας ότι αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί όπως είδατε ο Τόνι Κ. δεν ήθελε να αστοχήσει σ' αυτή την τελευταία υποδοχή. Μπορείτε να αναγκάσετε οποιονδήποτε να κάνει τρομερά πράγματα. Απλώς πρέπει να τους μαλακώσετε πρώτα λιγάκι. Θα σας δείξω τι εννοώ με τον Τζόνι τον Κιτρινιάρη από δω. Τζόνι, τα δάχτυλα του δεξιού σου χεριού είναι δηλητηριώδη φίδια. Μην τ' αφήσεις να σε δαγκώσουν!» Ο Βιετκόνγκ άρχισε να χτυπιέται στην καρέκλα του, έντρομος. Τα ρουθούνια του τρεμόπαιζαν και τα μάτια του στένεψαν μ' ένα ξαφνικό βλέμμα φλογερής αποφασιστικότητας. Ο Τζουντ στράφηκε, με τα τακούνια του να τρίζουν στο πάτωμα, για να φωνάξει, να του πει να σταματήσει, αλλά προτού μπορέσει να μιλήσει, ο Βιετναμέζος κρατούμενος κατέβασε το μαχαίρι. Τα δάχτυλά του έπεσαν από το χέρι του, μόνο που ήταν κεφάλια φιδιών, μαύρα και γυαλιστερά. Ο Βιετκόνγκ δεν ούρλιαξε. Το ιδρωμένο πρόσωπο του, στο χρώμα του αμύγδαλου, φωτιζόταν από κάτι που έμοιαζε με θρίαμβο. Σήκωσε το δεξί του χέρι για να δείξει τα ακρωτηριασμένα του δάχτυλα, σχεδόν με περηφάνια, με το αίμα να ξεπηδάει σε φουσκάλες και να κυλάει στο εσωτερικό του καρπού του. «Αυτή η αποτρόπαια πράξη αυτοακρωτηριασμού ήταν μια προσφορά του αναψυκτικού Μόξι με γεύση πορτοκάλι. Αν δεν έχετε ακόμα δοκιμάσει το Μόξι, είναι ώρα να το κάνετε και να ανακαλύψετε γιατί ο Μίκι Μαντλ λέει ότι είναι τόσο κουλ...» Ο Τζουντ έκανε μεταβολή και προχώρησε τρεκλίζοντας προς την πόρτα, με τη γεύση του εμετού στον ουρανίσκο του, μυρίζοντάς τον σε κάθε εκπνοή. Με την άκρη του ματιού έβλεπε πάντα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

107

το παράθυρο, και την τραμπάλα, που συνέχιζε ν' ανεβοκατεβαίνει. Ήταν άδεια. Τα σκυλιά κοιμούνταν στο γρασίδι. Άνοιξε την πόρτα με μια σπρωξιά, κατέβηκε δυο φαγωμένα σκαλοπάτια και μπήκε στη σκονισμένη πίσω αυλή της φάρμας του πατέρα του. Ο πατέρας του καθόταν πάνω σ' ένα βράχο, με την πλάτη γυρισμένη, ακονίζοντας το ίσιο ξυράφι του μ' ένα μαύρο λουρί. Ο ήχος του θύμιζε τη φωνή του νεκρού, ή ίσως συνέβαινε το αντίστροφο, ο Τζουντ δεν ήξερε στα σίγουρα. Στο γρασίδι δίπλα στον Μάρτιν Κοζίνσκι υπήρχε μια ατσάλινη λεκάνη γεμάτη νερό, όπου επέπλεε μια μαύρη ρεπούμπλικα. Αυτό το καπέλο μέσα στο νερό ήταν φρικτό θέαμα. Βλέποντάς το, ο Τζουντ ήθελε να ουρλιάξει. Το φως του ήλιου ήταν δυνατό και έπεφτε κατευθείαν στο πρόσωπό του, βασανιστικά και επίμονα. Προχώρησε τρεκλίζοντας μέσα στη ζέστη και σήκωσε το χέρι του για να προφυλάξει τα μάτια του από το φως. Ο Μάρτιν έσυρε τη λεπίδα πάνω στο λουρί, κι από το μαύρο δέρμα έπεσαν μεγάλες σταγόνες αίματος. Όταν ο Μάρτιν ακόνιζε τη λεπίδα με φορά προς τα εμπρός, το λουρί ακουγόταν να ψιθυρίζει τη λέξη «θάνατος». Όταν τραβούσε το ξυράφι προς τα πίσω, έβγαζε έναν πνιχτό ήχο που έμοιαζε με τη λέξη «αγάπη». Ο Τζουντ δε σταμάτησε για να μιλήσει με τον πατέρα του· συνέχισε το δρόμο του, κάνοντας τον κύκλο του σπιτιού. «Τζάστιν», του φώναξε ο Μάρτιν, και ο Τζουντ του έριξε μια λοξή ματιά, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο πατέρας του φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά για τυφλούς, στρογγυλούς μαύρους φακούς με ασημένιο σκελετό. Κάθε φορά που αντανακλούσαν το φως του ήλιου, αστραποβολούσαν. «Πρέπει να ξαναγυρίσεις στο κρεβάτι σου, παιδί μου. Ψήνεσαι στον πυρετό. Για πού το 'βαλες έτσι ντυμένος;» Ο Τζουντ κοιτάχτηκε και είδε ότι φορούσε το κουστούμι του νεκρού. Χωρίς να βραδύνει το βήμα του, άρχισε να τραβάει τα κουμπιά του σακακιού και να τα ξεκουμπώνει καθώς προχωρούσε τρεκλίζοντας. Όμως το δεξί του χέρι ήταν μουδιασμένο και αδέξιο -ένιωθε λες και ήταν αυτός που είχε μόλις κόψει τα δάχτυλά του- και τα κουμπιά δεν έλεγαν ν' ανοίξουν. Έπειτα από

108

JOE HILL

λίγα ακόμη βήματα, εγκατέλειψε την προσπάθεια. Ένιωσε ναυτία, σαν να ψηνόταν κάτω από τον ήλιο της Λουιζιάνα, σαν να έβραζε μέσα στο μαύρο του κουστούμι. «Μοιάζεις λες και πας σε καμιά κηδεία», είπε ο πατέρας του. «Πρέπει να προσέχεις. Μπορεί να είναι η δική σου». Ένα κοράκι βρισκόταν μέσα στη λεκάνη με το νερό όπου προηγουμένως έπλεε το καπέλο, κι ανοιγόκλεινε με μανία τα φτερά του τινάζοντας νερά πάνω στον Τζουντ, που πέρασε από μπροστά του παραπατώντας. Ένα ακόμα βήμα, και βρέθηκε στο πλάι της Μάστανγκ. Μπήκε μέσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Μέσα από το παρμπρίζ το τσιμέντο τρεμόπαιζε σαν εικόνα που καθρεφτιζόταν στο νερό, λαμπυρίζοντας κάτω από τη ζέστη. Ήταν κάθιδρος και ασφυκτιούσε για μια ανάσα μέσα στο μαύρο κουστούμι του πεθαμένου, που ήταν εξωφρενικά ζεστό και άβολο. Μύρισε αμυδρά κάτι καψαλισμένο. Η ζέστη ήταν πιο ανυπόφορη στο δεξί του χέρι. Μια αίσθηση που δεν μπορούσε πλέον να οριστεί ως πόνος. Ήταν περισσότερο ένα δηλητηριώδες βάρος, σαν να είχε μαζευτεί στο πρησμένο του χέρι όχι αίμα αλλά υγρό μέταλλο. Το δορυφορικό του ραδιόφωνο είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του υπήρχε το αυθεντικό, εργοστασιακό ραδιόφωνο της Μάστανγκ. Όταν το πάτησε, το δεξί του χέρι ήταν τόσο καυτό που άφησε ένα θαμπό αποτύπωμα στο καντράν. «Αν υπάρχει μια λέξη που μπορεί να σας αλλάξει τη ζωή, φίλοι μου», ακούστηκε μια φωνή από το ραδιόφωνο, επιτακτική, μελωδική, χαρακτηριστικά νότια, «αν υπάρχει μόνο μία λέξη, ακούστε με, αυτή η λέξη είναι "Κυριειησουχριστεπαναγαθεκαιαιώνιε"!» Ο Τζουντ ακούμπησε το χέρι του στο τιμόνι. Το μαύρο πλαστικό άρχισε αμέσως να μαλακώνει, να λιώνει, για να συμμορφωθεί με το σχήμα των δαχτύλων του. Το κοίταξε ζαλισμένος, παραξενεμένος. Το τιμόνι άρχισε να παραμορφώνεται, να βουλιάζει στον εαυτό του. «Ναι, αν κρατήσετε αυτή τη λέξη στην καρδιά σας, αν την κλείσετε στην καρδιά σας, τη σφίξετε όπως σφίγγετε τα παιδιά σας, μπορεί να σας σώσει τη ζωή, αλήθεια. Το πιστεύω. Ακούτε

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

109

τη φωνή μου; Ακούτε αυτό που σας λέω; Υπάρχει κι άλλη μια λέξη που μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω στον κόσμο σας και να σας ανοίξει τα μάτια στις άπειρες δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής. Αυτή η λέξη είναι "νύχτα". Να την ξαναπώ. Νύχτα. Νύχτα, επιτέλους. Οι νεκροί τραβούν κάτω τους ζωντανούς. Θα ταξιδέψουμε εν δόξη μαζί σ' αυτόν το δρόμο, αλληλούια». Ο Τζουντ τράβηξε το χέρι του από το τιμόνι και το ακούμπησε στο κάθισμα δίπλα του, που άρχισε να βγάζει καπνούς. Το σήκωσε και το κούνησε, αλλά τώρα ο καπνός ερχόταν απ' το μανίκι του, μέσα από το σακάκι του νεκρού. Το αυτοκίνητο βρισκόταν στο δρόμο, σ' ένα μακρύ, ευθύ κομμάτι ασφάλτου που διαπερνούσε τη βλάστηση της νότιας ζούγκλας, με τα δέντρα πνιγμένα στα αναρριχητικά, και τα χαμόκλαδα να καλύπτουν τα κενά. Η άσφαλτος ήταν φθαρμένη και παραμορφωμένη, μέσα από κύματα ζέστης που χόρευαν. Η λήψη του ραδιοφώνου είχε σποραδικά παράσιτα, και μερικές φορές άκουγε για λίγο κάτι άλλο, μια μουσική που κάλυπτε τον ιεροκήρυκα, ο οποίος δεν ήταν βέβαια ιεροκήρυκας, αλλά ο Κράντοκ που χρησιμοποιούσε άλλη φωνή. Το τραγούδι ήταν θρηνητικό και απαρχαιωμένο, σαν από κάποιο δίσκο της εταιρείας Φόλκγουεϊς, πένθιμο και συνάμα γλυκό, με την ηχηρή συνοδεία μίας μόνο κιθάρας που έπαιζε σε μινόρε. Ο Τζουντ σκέφτηκε, παράλογα: Μπορεί να μιλήσει, αλλά δεν μπορεί να τραγουδήσει. Η μυρωδιά στο αυτοκίνητο ήταν τώρα χειρότερη, ήταν η μυρωδιά του μαλλιού που αρχίζει να τσιτσιρίζει και να καίγεται. Ο Τζουντ άρχιζε να καίγεται. Τώρα ο καπνός ερχόταν κι από τα δύο μανίκια του και ξεπηδούσε κάτω απ' το γιακά του. Έσφιξε τα δόντια κι άρχισε να ουρλιάζει. Πάντα ήξερε ότι έτσι θα πέθαινε: από φωτιά. Πάντα ήξερε ότι η οργή ήταν εύφλεκτη, επικίνδυνη όταν αποθηκευόταν υπό πίεση, όπως την κρατούσε σε όλη του τη ζωή. Η Μάστανγκ ξεχύθηκε σαν σφαίρα στους ατέλειωτους επαρχιακούς δρόμους, ξερνώντας μαύρο καπνό από το καπό και τα παράθυρα, έτσι που με δυσκολία μπορούσε να δει μέσα από την ομίχλη. Τα μάτια του τον έτσουζαν, είχαν θολώσει

110

JOE HILL

από τα δάκρυα. Δεν είχε σημασία. Δεν είχε ανάγκη να βλέπει πού πήγαινε. Πάτησε γκάζι μέχρι τέρμα. 0 Τζουντ ξύπνησε μ' ένα απότομο τίναγμα και μια αίσθηση νοσηρής ζέστης στο πρόσωπο του. Ήταν γυρισμένος στο πλάι, πεσμένος πάνω στο δεξί του μπράτσο, κι όταν σηκώθηκε δεν μπορούσε να νιώσει το χέρι του. Ακόμα και ξύπνιος, μύριζε την μπόχα από κάτι που καιγόταν, τη δυσωδία από καψαλισμένο μαλλί. Κοιτάχτηκε, περιμένοντας να δει ότι φορούσε το κουστούμι του νεκρού, όπως στον εφιάλτη του. Όμως όχι· εξακολουθούσε να φοράει τη φθαρμένη παλιά του ρόμπα. Το κουστούμι. Το κλειδί της υπόθεσης ήταν το κουστούμι. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το ξαναπουλήσει, και μαζί και το φάντασμα. Ήταν τόσο προφανές, που δεν ήξερε γιατί είχε καθυστερήσει τόσο να του κατέβει η ιδέα. Κάποιος θα το ήθελε. Ίσως πολλοί να το ήθελαν. Είχε δει φανς να κλοτσούν, να φτύνουν, να δαγκώνουν, να γδέρνουν για να πιάσουν δυο μπαγκέτες των ντραμς ανάμεσα στο πλήθος. Σκέφτηκε ότι πολύ θα ήθελαν ένα φάντασμα, κι αν ήταν απευθείας από το σπίτι του Τζούντας Κόιν, ακόμα καλύτερα. Κάποιος άτυχος μαλάκας θα το έπαιρνε από τα χέρια του, και το φάντασμα θ' αναγκαζόταν να φύγει. Τι θα συνέβαινε στον αγοραστή μετά απ' αυτό τον Τζουντ δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα. Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο απ' όλα ήταν η επιβίωση του ίδιου και της Τζόρτζια. Σηκώθηκε όρθιος τρεκλίζοντας και ξεμούδιασε το δεξί του χέρι. Η κυκλοφορία στις φλέβες του επανερχόταν, μαζί με μια αίσθηση σαν να τον τρυπούσαν χίλιες καρφίτσες. Θα πονούσε πολύ αυτό. Το φως του ήλιου ήταν τώρα αλλιώτικο, είχε μεταφερθεί στην άλλη πλευρά του δωματίου, χλομό και αδύναμο καθώς περνούσε μέσα από τις δαντελένιες κουρτίνες. Ήταν δύσκολο να καταλάβει πόση ώρα κοιμόταν. Η μυρωδιά, αυτή η μπόχα από κάτι που καιγόταν, τον οδήγησε στο σκοτεινό χολ, μέσα από την κουζίνα, και τέλος στην αποθήκη με τα τρόφιμα. Η πόρτα για την πίσω αυλή ήταν ανοιχτή.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

111

Η Τζόρτζια βρισκόταν εκεί έξω κι έδειχνε να κρυώνει αφόρητα φορώντας ένα μαύρο τζιν μπουφάν κι ένα τι-σερτ των Ραμόουνς που άφηνε εκτεθειμένη την απαλή, λευκή καμπύλη της κοιλιάς της. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε μια λαβίδα. Η ανάσα της ήταν ορατή στον παγωμένο αέρα. «Ό,τι κι αν μαγειρεύεις, τα 'χεις κάνει μαντάρα», της είπε, κουνώντας τα χέρια του για να διώξει τον καπνό. «Όχι», του είπε, και τον κοίταξε μ' ένα περήφανο και προκλητικό χαμόγελο. Εκείνη τη στιγμή η ομορφιά της ήταν σχεδόν εκτυφλωτική -ο λευκός λαιμός της, το λακκάκι του, η ντελικάτη γραμμή της κλείδας του στήθους της. «Κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω. Βρήκα πώς να διώξω το φάντασμα». «Και πώς λοιπόν;» ρώτησε ο Τζουντ. Σήκωσε κάτι με τη λαβίδα και το κράτησε ψηλά. Ήταν ένα φλεγόμενο κομμάτι μαύρο ύφασμα. «Το κουστούμι», είπε. «Το έκαψα».

Μ ι α ώρα αργότερα, άρχισε να σουρουπώνει. Ο Τζουντ κάθισε στο γραφείο του για να θαυμάσει το τελευταίο φως να σβήνει από τον ουρανό. Είχε μια κιθάρα στα γόνατά του. Έπρεπε να σκεφτεί. Αυτά τα δύο πήγαιναν μαζί. Καθόταν σε μια καρέκλα, γυρισμένη προς το παράθυρο που έβλεπε στον αχυρώνα, το κλουβί των σκυλιών και τα δέντρα πιο πίσω. Ο Τζουντ το είχε ανοίξει λίγο. Ο αέρας που έμπαινε ήταν κάπως ψυχρός. Δεν τον ένοιαζε. Μέσα στο σπίτι ήταν πολύ πιο ζεστά, και είχε ανάγκη τον καθαρό αέρα, ήταν ευγνώμων για το φθινοπωρινό άρωμα των σάπιων μήλων και των πεσμένων φύλλων. Ήταν μια ανακούφιση από την μπόχα των καυσαερίων. Όμως, παρ' όλο που είχε κάνει μπάνιο και άλλαξε ρούχα, τη μύριζε ακόμη πάνω του. Ο Τζουντ είχε την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα και όταν μπήκε στο δωμάτιο η Τζόρτζια είδε μόνο το είδωλο της. Κρατούσε από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο κάθε χέρι. Οι γάζες γύρω από τον αντίχειρά της την ανάγκαζαν να σφίγγει αδέξια το ένα ποτήρι κι έχυσε λίγο κρασί πάνω της όταν γονάτισε δίπλα στην καρέκλα του. Μάζεψε το κρασί από το χέρι της με τη γλώσσα κι έπειτα ακούμπησε ένα ποτήρι μπροστά του, πάνω στον ενισχυτή κοντά στα πόδια του. «Δεν πρόκειται να ξανάρθει», είπε. «Βάζω στοίχημα. Το κάψιμο του κουστουμιού τον έδιωξε. Φοβερή ιδέα. Εκτός αυτού, εκείνο το σιχαμερό πράγμα έπρεπε να φύγει. Το τύλιξα σε δυο

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

113

σκουπιδοσακούλες προτού το κατεβάσω, κι όμως παραλίγο να πνιγώ από τη βρόμα». Αυτό ήθελε να πάθεις, πήγε να πει ο Τζουντ, αλλά συγκρατήθηκε. Δε θα την ωφελούσε να το ακούσει, και τώρα πια ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Η Τζόρτζια τον κοίταξε με μάτια μισόκλειστα, προσπαθώντας να διαβάσει την έκφρασή του. Το πρόσωπο του πρέπει να μαρτυρούσε τις αμφιβολίες του, γιατί εκείνη του είπε: «Νομίζεις ότι θα ξαναγυρίσει;» Είδε ότι δεν έπαιρνε απάντηση, και έσκυψε προς το μέρος του και του είπε, αυτή τη φορά με χαμηλή, επιτακτική φωνή: «Τότε γιατί δε φεύγουμε εμείς; Γιατί δε νοικιάζουμε ένα διαμέρισμα στην πόλη, γιατί δεν ξεκουμπιζόμαστε από δω;» Εκείνος το σκέφτηκε λιγάκι, προετοιμάζοντας αργά την απάντησή του, με αρκετή προσπάθεια. «Δε νομίζω ότι έχει νόημα να το βάλουμε στα πόδια», είπε τελικά. «Δε στοιχειώνει το σπίτι. Εμένα στοιχειώνει». Αυτό ήταν αλήθεια εν μέρει -αλλά μόνο εν μέρει. Τα υπόλοιπα ήταν πολύ σκληρά για να εκφραστούν με λέξεις. Είχε καρφωθεί στο μυαλό του η ιδέα πως ό,τι είχε συμβεί μέχρι τώρα είχε συμβεί για κάποιο σκοπό -που ήταν γνωστός μόνο στον νεκρό. Πέρασε από το νου του εκείνη η φράση, «επιχειρήσεις ψυχολογικού πολέμου», φέρνοντάς του ανατριχίλα. Αναρωτήθηκε πάλι αν το φάντασμα προσπαθούσε να τον κάνει να το βάλει στα πόδια, όπως και για ποιο λόγο μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ίσως το σπίτι, ίσως κάτι μέσα στο σπίτι, να πρόσφερε στον Τζουντ ένα πλεονέκτημα, παρ' όλο που, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα μπορούσε να είναι. «Έχεις σκεφτεί καθόλου μήπως θα έπρεπε να φύγεις εσύ·,» «Σήμερα παραλίγο να πεθάνεις», είπε η Τζόρτζια. «Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει εσένα, αλλά εγώ δεν πάω πουθενά. Δε θα σε ξαναφήσω στιγμή από τα μάτια μου. Εκτός αυτού, το φάντασμά σου εμένα δε μου έχει κάνει τίποτα. Πάω στοίχημα ότι δεν μπορεί να με αγγίξει». Όμως ο Τζουντ είχε δει τον Κράντοκ να της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Είχε δει τον τρόμο στο πρόσωπο της Τζόρτζια ενώ ο νεκρός κρατούσε την αλυσίδα με το ξυράφι μπροστά στα μάπα

114

JOE HILL

της. Και δεν είχε ξεχάσει τη φωνή της Τζέσικα Πράις στο τηλέφωνο, με τη νωχελική, δηλητηριώδη, νότια προφορά της: Θα πεθάνεις, και μαζί σου θα πεθάνουν όλοι όσοι προσπαθήσουν να σε βοηθήσουν ή να σε παρηγορήσουν. Ο Κράντοκ μπορούσε να τη βλάψει. Η Τζόρτζια έπρεπε να φύγει. Τώρα ο Τζουντ το έβλεπε καθαρά -όμως η σκέψη ότι θα την έδιωχνε, ότι θα ξυπνούσε μόνος μέσα στη νύχτα και θα έβρισκε τον νεκρό να στέκεται όρθιος αποπάνω του μέσα στο σκοτάδι, έκανε τα γόνατά του να λυθούν από τον τρόμο. Αν εκείνη έφευγε, ο Τζουντ ένιωθε ότι θα έπαιρνε μαζί της ό,τι απέμενε από το θάρρος και τη δύναμή του. Δεν ήξερε αν μπορούσε ν' αντέξει τη νύχτα και τη σιωπή χωρίς να την έχει κοντά του -μια παραδοχή της ανάγκης του τόσο γυμνή και απροσδόκητη που τον έκανε, για μια φευγαλέα αλλά ανυπόφορη στιγμή, να νιώσει ίλιγγο. Ήταν ένας άνθρωπος που φοβόταν τα ύψη, που γέμιζε τρόμο βλέποντας το έδαφος ν' απομακρύνεται και τον τροχό του λούνα παρκ να τον εκτοξεύει αβοήθητο στον ουρανό. «Και ο Ντάνι;» είπε ο Τζουντ. Ο ήχος της φωνής του ακούστηκε στ' αυτιά του αφύσικος, ξένος, και έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Ο Ντάνι τον θεώρησε επικίνδυνο». «Και τι του έκανε του Ντάνι; Ο Ντάνι είδε κάτι, φοβήθηκε κι έφυγε για να σώσει τη ζωή του. Δεν έφυγε επειδή το φάντασμα του έκανε κάτι». «Το ότι το φάντασμα δεν έκανε κάτι δε σημαίνει και ότι δεν μπορεί. Θυμήσου τι έπαθα σήμερα το απόγευμα». Σ' αυτό το τελευταίο, η Τζόρτζια έγνεψε καταφατικά. Ήπιε το υπόλοιπο κρασί της με μια γουλιά, κι έπειτα τον κοίταξε με μάτια λαμπερά και καχύποπτα. «Παίρνεις όρκο ότι δεν κλείστηκες στον αχυρώνα για ν' αυτοκτονήσεις; Μου τ' ορκίζεσαι, Τζουντ; Μη μου θυμώνεις που ρωτάω. Πρέπει να μάθω». «Με έχεις για τέτοιο τύπο;» «Ο καθένας θα μπορούσε να είναι τέτοιος τύπος». «Όχι εγώ». «Ο καθένας. Κι εγώ έχω κάνει απόπειρα. Με χάπια. Η Μπάμι με βρήκε αναίσθητη στο πάτωμα του μπάνιου. Τα χείλια μου είχαν μελανιάσει. Σχεδόν δεν ανάσαινα. Τρεις μέρες μετά την

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

115

τελευταία μου μέρα στο λύκειο. Αργότερα ο πατέρας μου και η μάνα μου ήρθαν να με δουν στο νοσοκομείο, κι ο πατέρας μου είπε: "Ούτε αυτό δεν μπόρεσες να κάνεις σωστά"». «Τι μαλάκας». «Ναι, μεγάλος μαλάκας». «Γιατί ήθελες να αυτοκτονήσεις; Ελπίζω να είχες καλό λόγο». «Επειδή έκανα σεξ μ' ένα φίλο του πατέρα μου. Από τα δεκατρία μου. Μ' ένα σαραντάρη που είχε κι αυτός μια κόρη. Μαθεύτηκε. Το έμαθε και η κόρη του. Ήμασταν φίλες. Μου είπε ότι της κατέστρεψα τη ζωή. Ότι ήμουν μια πουτάνα». Η Τζόρτζια έπαιξε με το ποτήρι της στο αριστερό της χέρι, παρατηρώντας τη λάμψη του φωτός να γλιστράει στο χείλος του. «Ήταν δύσκολο να διαφωνήσω μαζί της. Εκείνος μου έδινε διάφορα πράγματα κι εγώ πάντα τα έπαιρνα. Μια φορά μου χάρισε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ με πενήντα δολάρια στην τσέπη. Είπε ότι τα λεφτά ήταν για ν' αγοράσω παπούτσια που να ταιριάζουν με το πουλόβερ. Τον είχα αφήσει να με πηδήξει για ένα ζευγάρι παπούτσια». «Διάολε, αυτός δεν ήταν λόγος για ν' αυτοκτονήσεις», της είπε ο Τζουντ. «Ήταν ένας καλός λόγος να σκοτώσεις αυτόν». Εκείνη γέλασε. «Πώς τον έλεγαν;» «Τζορτζ Ρούγκερ. Τώρα πουλάει μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, στην πόλη που μεγάλωσα. Πρόεδρος της τοπικής οργάνωσης των Ρεπουμπλικάνων». «Την επόμενη φορά που θα περάσω από Τζόρτζια μεριά, θα κάνω μια στάση και θα το σκοτώσω το κάθαρμα». Εκείνη γέλασε ξανά. «Ή τουλάχιστον θα τον χώσω μέχρι τον κώλο στο χώμα», είπε ο Τζουντ, κι έπαιξε την εισαγωγή του «Dirty Deeds» των AC/DC. Η Τζόρτζια πήρε από τον ενισχυτή το ποτήρι του με το κρασί, το σήκωσε προς το μέρος του σε πρόποση και ήπιε μια γουλιά. «Ξέρεις ποιο είναι το καλύτερο πράγμα σ' εσένα;» τον ρώτησε. «Δεν έχω ιδέα». «Τίποτα δε σε φρικάρει. Για παράδειγμα, μόλις τώρα σου τα είπα όλα αυτά και δε σκέφτηκες ότι είμαι... να, πώς να το πω... τελειωμένη. Τελείως κατεστραμμένη».

116

JOE HILL

«Ίσως το σκέφτηκα κι απλώς δε νοιάζομαι». «Νοιάζεσαι», είπε. Έκλεισε στην παλάμη της τον αστράγαλο του. «Και δεν υπάρχει τίποτα που να σε σοκάρει». Ο Τζουντ το άφησε να περάσει έτσι, δεν είπε ότι μπορεί και να είχε μαντέψει την απόπειρα αυτοκτονίας, τον συναισθηματικά απόντα πατέρα, τον οικογενειακό φίλο που τη βίαζε, σχεδόν από την πρώτη στιγμή που την είχε δει να φοράει περιλαίμιο σκύλου, με τα μαλλιά καρφάκια και τα χείλια βαμμένα άσπρα. «Λοιπόν, εσένα τι σου έχει συμβεί;» τον ρώτησε. «Σειρά σου τώρα». Τράβηξε τον αστράγαλο του απ' τη λαβή της. «Δε μου αρέσουν οι διαγωνισμοί για το ποιος έχει υποφέρει περισσότερο». Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τίποτα δεν είχε μείνει από το φως, εκτός από μια αμυδρή, χαλκοκόκκινη λάμψη πίσω από τα γυμνά δέντρα. Ο Τζουντ στάθηκε στο ημιδιαφανές είδωλο του στο τζάμι, το μακρύ πρόσωπό του, αυλακωμένο, λιπόσαρκο, με μια χυτή μαύρη γενειάδα που του έφτανε σχεδόν μέχρι το στήθος. Ένα καραβοτσακισμένο, σκυθρωπό φάντασμα. «Πες μου για τη γυναίκα που σου έστειλε το φάντασμα», είπε η Τζόρτζια. «Την Τζέσικα Πράις. Δε μου το έστειλε απλώς. Θυμάσαι; Μου έστησε παγίδα για να το πληρώσω κιόλας». «Σωστά. Στο eBay;» «Όχι. Σ' ένα άλλο σάιτ, μια απομίμηση τρίτης κατηγορίας. Και έμοιαζε με κανονική δημοπρασία. Ενώ αυτή τα είχε κανονίσει έτσι που να 'ναι σίγουρη ότι θα ήμουν εγώ ο πλειοδότης». Ο Τζουντ είδε το ερώτημα να σχηματίζεται στα μάτια της Τζόρτζια και απάντησε πριν εκείνη προλάβει να μιλήσει. «Γιατί μπήκε σε όλη αυτή τη φασαρία, δεν ξέρω να σου πω. Έχω όμως την αίσθηση ότι δεν μπορούσε απλώς να μου το ταχυδρομήσει. Έπρεπε να θέλω να το έχω στην κατοχή μου. Είμαι σίγουρος ότι σ' αυτό υπάρχει κάποιο βαθύτερο ηθικό δίδαγμα». «Ναι», είπε η Τζόρτζια. «Να προτιμάς πάντα το eBay. Να αποφεύγεις τις απομιμήσεις». Ήπιε λίγο κρασί, έγλειψε τα χείλη της και συνέχισε: «Κι όλα αυτά επειδή η αδερφή της αυτοκτόνη-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

117

σε; Γιατί πιστεύει ότι το φταίξιμο ήταν δικό σου; Μήπως από κάτι που έγραψες σε κάποιους στίχους σου; Όπως τότε που εκείνο το παιδί αυτοκτόνησε μόλις άκουσε Όζι Όζμπορν; Έχεις γράψει κάτι που να λέει ότι είναι οκέι να αυτοκτονείς ή κάτι τέτοιο;» «Όχι. Ούτε κι ο Όζι». «Τότε δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι τόσο τσαντισμένη μαζί σου. Γνωριζόσαστε με κάποιο τρόπο; Την ήξερες την κοπέλα που αυτοκτόνησε; Ήταν καμιά φαν που σου έγραφε τρελά γράμματα;» «Έμενε μαζί μου για λίγο», της είπε. «Όπως κι εσύ». «Όπως κι εγώ; Μάλιστα...» «Σου έχω νέα, Τζόρτζια. Δεν ήμουν παρθένος όταν σε γνώρισα». Η φωνή του ακουγόταν ξύλινη και παράξενη στ' αυτιά του. «Πόσο καιρό έμεινε εδώ;» «Δε θυμάμαι. Οχτώ, εννιά μήνες. Αρκετά ώστε να γίνει ανεπιθύμητη». Εκείνη το σκέφτηκε. «Εγώ μένω μαζί σου εννέα μήνες». «Και;» «Μήπως έχω γίνει κι εγώ ανεπιθύμητη; Εννέα μήνες είναι το όριο; Μετά έρχεται η ώρα για αλλαγή; Μήπως ήταν ξανθιά κι αποφάσισες ότι ήταν καιρός για μια μελαχρινή;» Τράβηξε τα χέρια του από την κιθάρα του. «Ήταν τρελή, γι' αυτό την έδιωξα. Μάλλον δεν το πήρε πολύ καλά». «Τι εννοείς "τρελή";» «Μανιοκαταθλιπτική. Όταν ήταν σε φάση μανίας, έκανε απίθανο κρεβάτι. Όταν ήταν σε κατάθλιψη, ήθελε πολλή δουλειά». «Είχε ψυχικά προβλήματα, κι εσύ απλώς την πέταξες έξω;» «Δεν είχα υπογράψει πουθενά ότι θα της κρατάω το χεράκι μέχρι να πεθάνει. Όπως δεν έχω υπογράψει ούτε μαζί σου. Και θα σου πω και κάτι άλλο, Τζόρτζια. Αν νομίζεις ότι η ιστορία μας τελειώνει με το "και έζησαν για πάντα μαζί ευτυχισμένοι", τότε πρέπει ν' αλλάξεις παραμύθυ>. Καθώς μιλούσε, συνειδητοποίησε ότι είχε βρει μια ευκαιρία να την πληγώσει και να την ξεφορτωθεί. Τώρα καταλάβαινε ότι προς τα κει οδηγούσε τη συζήτηση από την πρώτη στιγμή. Σκέφτηκε για άλλη μια φορά την ιδέα ότι αν μπορούσε να την πληγώσει αρκετά άσχημα ώστε να

118

JOE HILL

την αναγκάσει να φύγει -έστω κι αν ήταν για λίγο, για μια νύχτα, για λίγες ώρες-, ίσως θα ήταν το τελευταίο καλό πράγμα που θα έκανε γι' αυτήν. «Πώς την έλεγαν την κοπέλα που αυτοκτόνησε;» Πήγε να πει «Άννα», αλλά τελικά είπε «Φλόριντα». Η Τζόρτζια σηκώθηκε τόσο απότομα που παραπάτησε και παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Θα μπορούσε να είχε απλώσει το χέρι του να τη στηρίξει, αλλά δεν το έκανε. Καλύτερα να την άφηνε να χτυπήσει. Το πρόσωπο της έγινε άσπρο σαν πανί, κι έκανε ένα αβέβαιο βήμα προς τα πίσω. Τον κοίταξε, ταραγμένη και πληγωμένη -κι έπειτα το βλέμμα της έγινε διαπεραστικό, σαν να έβλεπε μόλις τώρα για πρώτη φορά το πρόσωπο του. «Όχι», είπε ανασαίνοντας απαλά. «Δεν πρόκειται να με διώξεις τόσο εύκολα. Πες ό,τι μαλακία θες. Δε φεύγω, Τζουντ». Η Τζόρτζια άφησε προσεκτικά το ποτήρι που κρατούσε στην άκρη του γραφείου του. Απομακρύνθηκε, αλλά όταν έφτασε στην πόρτα στάθηκε και ξαναγύρισε προς το μέρος του, όμως δε φαινόταν ικανή να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. «Πάω να κοιμηθώ. Έλα κι εσύ στο κρεβάτι». Του το πρότεινε απλώς, δεν του το ζητούσε. Ο Τζουντ άνοιξε το στόμα του ν' απαντήσει και συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τίποτα να πει. Όταν εκείνη βγήκε απ' το δωμάτιο, ακούμπησε προσεκτικά την κιθάρα του στον τοίχο και σηκώθηκε όρθιος. Η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα και τα πόδια του ήταν ασταθή. Οι σωματικές εκδηλώσεις ενός συναισθήματος που χρειάστηκε κάμποση ώρα για να το αναγνωρίσει. Τόσο άμαθος ήταν στην αίσθηση της ανακούφισης.

Η Τζόρτζια έλειπε. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που κατάλαβε. Έλειπε, και ήταν ακόμα νύχτα. Άφησε την ανάσα του, που βγήκε σ' ένα σύννεφο λευκού καπνού. Έσπρωξε από πάνω του το λεπτό σεντόνι και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Τον έπιασε ρίγος και τύλιξε τα χέρια του γύρω απ' το σώμα του. Η ιδέα ότι η Τζόρτζια είχε σηκωθεί και περιφερόταν στο σπίτι τον γέμισε με ανησυχία. Το κεφάλι του ήταν ακόμα θολωμένο από τον ύπνο και στο δωμάτιο η θερμοκρασία ήταν πολική. Το πιο λογικό θα ήταν να σκεφτεί ότι η Τζόρτζια είχε σηκωθεί να δει τι συνέβαινε με τη θέρμανση, αλλά ο Τζουντ ήξερε ότι δεν ήταν αυτό. Συνήθως έκανε κι εκείνη άσχημο ύπνο, τιναζόταν και μουρμούριζε. Ίσως είχε ξυπνήσει και έβλεπε τηλεόραση -αλλά δεν το πίστευε ούτε κι αυτό. Παραλίγο να τη φωνάξει, αλλά το ξανασκέφτηκε. Έτρεμε στην ιδέα ότι μπορεί να μην του απαντούσε, ότι η φωνή του θα συναντούσε μόνο τη σιωπή. Όχι. Όχι φωνές. Ούτε βιασύνες. Ένιωσε ότι το να βγει από την κρεβατοκάμαρα και ν' αρχίσει να τρέχει μέσα στο σπίτι φωνάζοντάς τη θα τον οδηγούσε ανεπιστρεπτί στον πανικό. Επίσης, το σκοτάδι και η ησυχία της κρεβατοκάμαρας τον τρομοκρατούσαν, και συνειδητοποίησε ότι φοβόταν να πάει να την ψάξει, φοβόταν αυτό που ίσως τον περίμενε πίσω από την πόρτα. Έτσι όπως στεκόταν εκεί, άκουσε ένα μπάσο βουητό, τον ήχο ενός κινητήρα στο ρελαντί. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το ταβάνι. Είδε ένα παγερό λευκό χρώμα, που ερχόταν από

120

JOE HILL

κάποιους προβολείς από τον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού. Άκουσε τα σκυλιά να γαβγίζουν. Ο Τζουντ πλησίασε το παράθυρο και παραμέρισε τις κουρτίνες. Το φορτηγάκι που ήταν παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι ήταν κάποτε γαλάζιο, αλλά καθώς είχε ηλικία τουλάχιστον είκοσι χρόνων και δεν είχε βαφτεί ποτέ, τώρα είχε ξεθωριάσει και είχε το χρώμα της στάχτης. Ήταν ένα Σεβρολέ επαγγελματικής χρήσης. Ο Τζουντ είχε ξοδέψει δύο χρόνια από τη ζωή του μες στη μουντζούρα ενός συνεργείου για ένα δολάριο και εβδομήντα πέντε σεντς την ώρα ώστε να μπορεί τώρα να καταλάβει από το βαθύ μουγκρητό ότι κάτω από το καπό του κρυβόταν μια μεγάλου κυβισμού μηχανή. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου ήταν άγριο και απειλητικό, με φαρδύ ασημένιο προφυλακτήρα, σιδερένιο πλέγμα σαν επιστόμιο πυγμάχου και μπάρα προστασίας προσαρμοσμένη πάνω του. Αυτό που στην αρχή είχε περάσει για απλούς προβολείς ήταν δύο δυνατοί προβολείς αλογόνου πάνω στην μπάρα, δύο μεγάλοι φανοί που σκόρπιζαν τη λάμψη τους στη νύχτα. Το φορτηγάκι απείχε σχεδόν σαράντα εκατοστά από το έδαφος, πάνω σε τέσσερα τριανταπεντάρια λάστιχα, ένα όχημα φτιαγμένο για να τρέχει στους γλιστερούς χωματόδρομους των βάλτων, να περνάει από τις αυλακιές και τους θαμνότοπους του Νότου. Η μηχανή ήταν αναμμένη. Μέσα δεν υπήρχε κανείς. Τα σκυλιά χτυπιούνταν πάνω στο συρματόπλεγμα του κλουβιού τους, προκαλώντας έναν σταθερό μεταλλικό ήχο, γαβγίζοντας στο άδειο αυτοκίνητο. Ο Τζουντ κοίταξε τον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού, προς την κατεύθυνση του ασφαλτόδρομου. Η πύλη ήταν κλειστή. Έπρεπε να ξέρεις έναν εξαψήφιο κωδικό για να την ανοίξεις. Ήταν το φορτηγό του νεκρού. Ο Τζουντ το κατάλαβε αμέσως μόλις το είδε, το κατάλαβε με μια ήρεμη, απόλυτη βεβαιότητα. Η επόμενη σκέψη του ήταν: Για πού το βάλαμε, γέρο; Το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι του τιτίβισε, ο Τζουντ τινάχτηκε ξαφνιασμένος κι άφησε την κουρτίνα. Γύρισε και κοίταξε. Το ρολόι πλάι στο τηλέφωνο έλεγε 3:12. Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

121

Ο Τζουντ προχώρησε προς το μέρος του, ακροπατώντας γρήγορα πάνω στο κρύο παρκέ. Το κοίταξε. Το τηλέφωνο κουδούνισε για τρίτη φορά. Δεν ήθελε να απαντήσει. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε να ήταν ο νεκρός, και δεν ήθελε να του μιλήσει. Δεν ήθελε ν' ακούσει τη φωνή του Κράντοκ. «Δε γαμιέται...» είπε, και απάντησε. «Ποιος είναι;» «Αφεντικό, εγώ είμαι, ο Νταν». «Ντάνι! Η ώρα είναι τρεις το πρωί». «Ω! Δεν το ήξερα ότι ήταν τόσο αργά. Κοιμόσουν;» «Όχι». Ο Τζουντ έμεινε σιωπηλός και περίμενε. «Συγνώμη που έφυγα έτσι όπως έφυγα». «Είσαι μεθυσμένος;» ρώτησε ο Τζουντ. Κοίταξε ξανά προς το παράθυρο, τη γαλαζωπή λάμψη από τους προβολείς πάνω στις άκρες της κουρτίνας. «Μου τηλεφωνείς μεθυσμένος για να μου πεις ότι θέλεις να γυρίσεις στη δουλειά σου; Γιατί αν είναι αυτό, λάθος ώρα διάλεξες να...» «Όχι. Δεν μπορώ... δεν μπορώ να γυρίσω, Τζουντ. Απλώς τηλεφώνησα για να σου πω ότι λυπάμαι για όλα. Λυπάμαι που σου είπα για το φάντασμα που πουλιόταν. Έπρεπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό». «Πήγαινε να κοιμηθείς». «Δεν μπορώ». «Τι διάολο σου συμβαίνει;» «Περπατάω έξω στο σκοτάδι. Δεν έχω ιδέα πού βρίσκομαι». Ο Τζουντ ένιωσε ένα ρίγος στα μπράτσα του. Η σκέψη ότι ο Ντάνι περιφερόταν κάπου έξω στους δρόμους, μέσα στο σκοτάδι, τον τάραζε περισσότερο απ' όσο θα έπρεπε, περισσότερο απ' όσο ήταν λογικό. «Πώς βρέθηκες εκεί;» «Απλώς περπάτησα. Δεν ξέρω ούτε καν γιατί». «Χριστέ μου, είσαι μεθυσμένος. Ψάξε για καμιά ταμπέλα της τροχαίας και τηλεφώνησε να έρθει ένα ταξί να σε πάρει», είπε ο Τζουντ και το έκλεισε. Χάρηκε που ξεμπέρδεψε με το τηλεφώνημα. Δεν του άρεσε ο τόνος του Ντάνι, ένας τόνος που φανέρωνε θλίψη και σύγχυση. Όχι επειδή ο Ντάνι είχε πει κάτι το τόσο απίστευτο ή απίθανο.

122

JOE HILL

Απλώς επειδή ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν κάνει κάποια ανάλογη συζήτηση. Ο Ντάνι δεν είχε ξανατηλεφωνήσει ποτέ νύχτα, και δεν είχε τηλεφωνήσει ποτέ μεθυσμένος. Του ήταν δύσκολο να τον φανταστεί να βγαίνει για μια βόλτα σης τρεις το πρωί ή να περπατάει τόσο μακριά από το σπίτι του ώστε να μην μπορεί να γυρίσει. Και παρά τα όποια ελαττώματά του, ο Ντάνι ήξερε να λύνει προβλήματα. Γι αυτό ο Τζουντ τον είχε στην υπηρεσία του οχτώ ολόκληρα χρόνια. Ακόμα κι αν ήταν λιώμα, ο Ντάνι δε θα του τηλεφωνούσε αν δεν ήξερε πρώτα πού βρισκόταν. Θα πήγαινε σ' ένα ψιλικατζίδικο που διανυκτέρευε και θα ζητούσε βοήθεια. Θα σταματούσε ένα περιπολικό για να ρωτήσει. Όχι. Ήταν όλα λάθος. Το τηλεφώνημα του Ντάνι και το φορτηγάκι του νεκρού μπροστά στο σπίτι ήταν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ο Τζουντ ήταν σίγουρος. Του το έλεγαν τα νεύρα του. Του το έλεγε το άδειο κρεβάτι. Έριξε πάλι μια ματιά στην κουρτίνα που φωτιζόταν από τους προβολείς. Τα σκυλιά είχαν τρελαθεί εκεί έξω. Η Τζόρτζια. Αυτό που είχε σημασία τώρα ήταν να βρει την Τζόρτζια. Το φορτηγάκι θα τους απασχολούσε μετά. Μαζί, θα ήταν σε θέση να ελέγξουν την κατάσταση. Ο Τζουντ κοίταξε την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο. Έπλεξε τα δάχτυλά του και τα τέντωσε πίσω. Τα χέρια του ήταν μουδιασμένα από το κρύο. Δεν ήθελε να βγει εκεί έξω, δεν ήθελε ν' ανοίξει την πόρτα και να δει τον Κράντοκ να κάθεται σ' εκείνη την πολυθρόνα με το καπέλο στο γόνατο κι εκείνο το ξυράφι να κρέμεται από το χέρι του. Ωστόσο, η σκέψη πως θα ξανάβλεπε τον νεκρό -ή πως θα αντιμετώπιζε ό,τι ακολουθούσε- δεν τον έκανε να διστάσει παρά μόνο για μια στιγμή. Ξεκόλλησε αμέσως, πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. «Πάμε λοιπόν», είπε στο διάδρομο προτού ακόμα δει αν υπήρχε κανείς εκεί. Δεν ήταν κανείς. Ο Τζουντ σταμάτησε και αφουγκράστηκε τη σιγαλιά του σπιτιού πίσω από την ελαφρώς ακανόνιστη αναπνοή του. Ο μακρύς διάδρομος ήταν μισοσκότεινος, και η κουνιστή πολυθρόνα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

123

ακουμπούσε άδεια στον τοίχο. Όχι. Όχι άδεια. Μια μαύρη ρεπούμπλικα ήταν αφημένη στο κάθισμα. Θόρυβοι -πνιχτοί και απόμακροι- τράβηξαν την προσοχή του: το μουρμουρητό της τηλεόρασης, ο απόμακρος παφλασμός των κυμάτων. Πήρε το βλέμμα του από τη ρεπούμπλικα και κοίταξε στην άκρη του διαδρόμου. Ένα γαλαζωπό φως τρεμόπαιζε στις άκρες της πόρτας που οδηγούσε στο στούντιο. Η Τζόρτζια ήταν εκεί τελικά, και έβλεπε τηλεόραση. Ο Τζουντ στάθηκε στην πόρτα και αφουγκράστηκε. Άκουσε μια φωνή να έρχεται από την τηλεόραση, που φώναζε κάτι στα ισπανικά. Ο θόρυβος των κυμάτων ήταν πιο δυνατός. Ο Τζουντ σκόπευε να τη φωνάξει με τ' όνομά της, Μέριμπεθ - όχι Τζόρτζια, Μέριμπεθ-, αλλά όταν το επιχείρησε, συνέβη κάτι άσχημο: Η αναπνοή του τον εγκατέλειψε. Ο μόνος ήχος που μπόρεσε να βγάλει ήταν ένα αχνό σφύριγμα που μέσα του ακούστηκε αμυδρά ο ήχος του ονόματος της. Άνοιξε την πόρτα. Η Τζόρτζια καθόταν στο ανάκλιντρο στην άλλη άκρη του δωματίου, μπροστά από την τηλεόρασή του με την επίπεδη ευρεία οθόνη. Από το σημείο όπου στεκόταν, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το πίσω μέρος του κεφαλιού της, ο φουντωτός στρόβιλος των μαύρων μαλλιών της κυκλωμένος από ένα φωτοστέφανο απόκοσμου γαλάζιου φωτός. Και το κεφάλι της τον εμπόδιζε να δει τι έπαιζε η τηλεόραση, αν και διέκρινε φοίνικες κι έναν τροπικό γαλάζιο ουρανό. Ήταν σκοτάδι, τα φώτα του δωματίου σβηστά. Δεν του απάντησε όταν της είπε, «Τζόρτζια», και η επόμενη σκέψη του ήταν πως ήταν νεκρή. Όταν θα έφτανε κοντά της, θα έβλεπε τα μάτια της να έχουν γυρίσει ανάποδα μέσα στις κόγχες τους. Ξεκίνησε προς το μέρος της, αλλά δεν είχε προλάβει να κάνει ούτε δυο βήματα όταν χτύπησε το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο. Τώρα ο Τζουντ ήταν αρκετά κοντά στην τηλεόραση ώστε να μπορεί να διακρίνει έναν κοντόχοντρο Μεξικανό με γυαλιά ηλίου και μπεζ αθλητική φόρμα, που στεκόταν στην άκρη ενός χωματόδρομου σε κάποια κατάφυτη λοφώδη περιοχή. Και τότε ο

124

JOE HILL

Τζουντ συνειδητοποίησε τι έβλεπε η Τζόρτζια, αν και είχε κάμποσα χρόνια να το δει. Ήταν το σναφ φιλμ. Με το κουδούνισμα του τηλεφώνου, το κεφάλι της Τζόρτζια φάνηκε να σαλεύει ελάχιστα, και ο Τζουντ νόμισε ότι άκουσε τη ζορισμένη, δύσκολη ανάσα της. Άρα δεν ήταν νεκρή. Όμως δεν αντέδρασε με κάποιον άλλο τρόπο, δεν κοίταξε γύρω της, δε σηκώθηκε ν' απαντήσει. Ο Τζουντ πλησίασε στο γραφείο και σήκωσε το τηλέφωνο με το δεύτερο χτύπημα. «Εσύ είσαι, Ντάνι; Ακόμα δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι;» ρώτησε ο Τζουντ. «Ναι», είπε ο Ντάνι γελώντας αδύναμα. «Είμαι ακόμα χαμένος. Βρίσκομαι σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο στη μέση του πουθενά. Είναι παράξενο, δε βρίσκεις πια πουθενά τηλεφωνικό θάλαμο». Η Τζόρτζια δε γύρισε ακούγοντας τη φωνή του Τζουντ, δεν πήρε τα μάτια της από την τηλεόραση. «Ελπίζω να μη μου τηλεφωνείς για να 'ρθω να σε ψάξω», είπε ο Τζουντ. «Αυτή τη στιγμή είμαι πολύ απασχολημένος. Αν πρέπει να έρθω να σε ψάξω, καλύτερα να παραμείνεις χαμένος». «Λοιπόν, το κατάλαβα, αφεντικό. Πώς έφτασα εδώ, δηλαδή. Πώς βρέθηκα σ' αυτόν το δρόμο μέσα στο σκοτάδι». «Πώς;» «Αυτοκτόνησα. Κρεμάστηκα λίγες ώρες πριν. Αυτός ο δρόμος μέσα στο σκοτάδι... είναι ο θάνατος». Ο Τζουντ ένιωσε τις τρίχες στο κεφάλι του να σηκώνονται όρθιες, μια αργή, παγερή, σχεδόν επώδυνη αίσθηση. «Η μητέρα μου κρεμάστηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο», συνέχισε ο Ντάνι. «Αλλά έκανε καλύτερη δουλειά. Ο λαιμός της έσπασε. Πέθανε ακαριαία. Εγώ λιποψύχησα την τελευταία στιγμή. Δεν έπεσα με αρκετή δύναμη. Πέθανα από ασφυξία». Από την τηλεόραση στην άλλη άκρη του δωματίου ακούγονταν ήχοι πνιγμού, σαν να στραγγάλιζαν κάποιον. «Πήρε πολλή ώρα, Τζουντ», συνέχισε ο Ντάνι. «Θυμάμαι που πήγαινα πέρα δώθε πολλή ώρα. Κοιτούσα τα πόδια μου. Τώρα θυμάμαι πολλά πράγματα».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

125

«Γιατί το έκανες;» «Αυτός με έβαλε. Ο νεκρός. Ήρθε να με δει. Σκόπευα να γυρίσω στο γραφείο για να βρω τα γράμματα που μου ζήτησες. Σκεφτόμουν ότι αυτό τουλάχιστον μπορούσα να το κάνω. Σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να σε παρατήσω έτσι. Όταν όμως μπήκα στην κρεβατοκάμαρά μου για να πάρω το παλτό μου, με περίμενε εκεί. Δεν είχα ιδέα πώς φτιάχνεται μια θηλιά, αλλά μου έδειξε αυτός», είπε ο Ντάνι. «Έτσι θα σε κάνει κι εσένα να πληρώσεις. Θα σε κάνει ν' αυτοκτονήσεις»· «Όχι, δεν πρόκειται». «Είναι δύσκολο να μην ακούσεις τη φωνή του. Δεν μπόρεσα να το παλέψω. Ήξερε πάρα πολλά. Ήξερε ότι εγώ έδωσα στην αδερφή μου την τελευταία της δόση ηρωίνης. Είπε ότι γι' αυτό αυτοκτόνησε η μάνα μου, επειδή δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει ξέροντας τι είχα κάνει. Είπε ότι εγώ θα έπρεπε να είχα κρεμαστεί, όχι η μάνα μου. Είπε ότι αν είχα λίγη αξιοπρέπεια, θα είχα αυτοκτονήσει πριν από καιρό. Είχε δίκιο». «Όχι, Ντάνι», είπε ο Τζουντ. «Όχι. Δεν είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να...» Ο Ντάνι ακουγόταν λαχανιασμένος. «Το έκανα. Έπρεπε. Δεν μπορούσα να διαφωνήσω μαζί του. Δεν μπορείς να διαφωνήσεις με μια τέτοια φωνή». «Αυτό θα το δούμε», είπε ο Τζουντ. Ο Ντάνι δεν απάντησε. Στο σναφ, δύο άντρες λογομαχούσαν στα ισπανικά. Οι ήχοι πνιγμού συνεχίζονταν. Η Τζόρτζια εξακολουθούσε να κοιτάζει την οθόνη. Τώρα το κορμί της σάλευε ανεπαίσθητα, οι ώμοι της τινάζονταν με μια σειρά τυχαίες, σχεδόν σπαστικές κινήσεις. «Πρέπει να κλείσω, Ντάνι». Και πάλι εκείνος δεν είπε τίποτα. Ο Τζουντ στάθηκε και άκουγε τα αμυδρά παράσιτα της γραμμής για λίγο και, διαισθανόμενος ότι ο Ντάνι περίμενε κάτι, κάποια τελευταία λέξη, πρόσθεσε τελικά: «Μη σταματάς να περπατάς, αγόρι μου. Αυτό ο δρόμος πρέπει να οδηγεί κάπου». Ο Ντάνι γέλασε. «Δεν είσαι όσο κακός νομίζεις, Τζουντ. Το ξέρεις αυτό;» «Ναι. Μην το πεις σε κανέναν».

126

JOE HILL

«Το μυστικό σου είναι ασφαλές», είπε ο Ντάνι. «Αντίο». «Αντίο, Ντάνι». Ο Τζουντ έγειρε μπροστά και ακούμπησε απαλά το τηλέφωνο στη βάση του. Έτσι όπως είχε σκύψει πάνω απ' το γραφείο, έριξε μια ματιά από πίσω και είδε ότι το χρηματοκιβώτιο ήταν ανοιχτό. Η αρχική του σκέψη ήταν πως το είχε ανοίξει το φάντασμα, μια ιδέα την οποία απέρριψε σχεδόν αμέσως. Το πιο πιθανό ήταν πως το είχε ανοίξει η Τζόρτζια. Ήξερε το συνδυασμό. Γύρισε και κοίταξε το πίσω μέρος του κεφαλιού της, το φωτοστέφανο από τρεμάμενο γαλάζιο φως, την τηλεόραση πίσω της. «Τζόρτζια; Τι κάνεις, αγάπη μου;» Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Προχώρησε προς το μέρος της, περπατώντας αθόρυβα πάνω στην παχιά μοκέτα. Πρώτα είδε την εικόνα πάνω στην επίπεδη οθόνη. Οι δολοφόνοι αποτέλειωναν το λιπόσαρκο λευκό αγόρι. Αργότερα θα σκότωναν το κορίτσι του σ' ένα σπιτάκι από τσιμεντόλιθους κοντά σε μια παραλία. Τώρα, ωστόσο, βρίσκονταν σ' ένα χορταριασμένο μονοπάτι ανάμεσα σε κάτι θάμνους πάνω από τον κόλπο της Καλιφόρνιας. Το αγόρι ήταν πεσμένο μπρούμυτα, με τους καρπούς δεμένους με πλαστικές χειροπέδες. Κάτω από την τροπική λιακάδα, η επιδερμίδα του είχε τη χλομή απόχρωση της κοιλιάς ενός ψαριού. Ένας μικροσκοπικός, αλλήθωρος λευκός με μια αφάνα από κατσαρά κόκκινα μαλλιά που θύμιζε κλόουν στεκόταν από πάνω του και τον πατούσε στο σβέρκο με μια καουμπόικη μπότα. Λίγο πιο κάτω στο δρόμο ήταν παρκαρισμένο ένα μαύρο βαν, με την πίσω πόρτα του ορθάνοιχτη. Δίπλα στον πίσω προφυλακτήρα βρισκόταν ο κοντόχοντρος Μεξικανός με την αθλητική φόρμα, με μια θιγμένη έκφραση στο πρόσωπο του. «Nos estamos yendoείπε ο άντρας με τα γυαλιά ηλίου. «Αhora». Ο αλλήθωρος κοκκινομάλλης έκανε μια γκριμάτσα και κούνησε το κεφάλι του, σαν να διαφωνούσε, αλλά αμέσως μετά έστρεψε το μικρό περίστροφο στο κεφάλι του λιπόσαρκου αγοριού και τράβηξε τη σκανδάλη. Η κάννη έλαμψε. Το κεφάλι του παι-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

127

διού τινάχτηκε μπροστά, χτύπησε στο έδαφος και γκέλαρε πίσω. Γύρω του πετάχτηκε ένα σύννεφο από μικρές σταγόνες αίματος. Ο λευκός πήρε την μπότα του από τον αυχένα του παιδιού και απομακρύνθηκε με ανάλαφρα βήματα, προσέχοντας να μη λερώσει με αίμα τις καουμπόικες μπότες του. Το πρόσωπο της Τζόρτζια ήταν χλομό και ανέκφραστο, τα μάτια της ορθάνοιχτα και τα βλέφαρά της ασάλευτα, με το βλέμμα καρφωμένο στην τηλεόραση. Φορούσε το τι-σερτ των Ραμόουνς που φορούσε και νωρίτερα, αλλά χωρίς κάτω εσώρουχο, και είχε τα πόδια της ανοιχτά. Στο ένα της χέρι -με το μολυσμένο δάχτυλο- κρατούσε αδέξια το πιστόλι του Τζουντ, και είχε χώσει την κάννη βαθιά στο στόμα της. Το άλλο της χέρι το είχε ανάμεσα στα σκέλια της, με τον αντίχειρα ν' ανεβοκατεβαίνει. «Τζόρτζια», της είπε, κι εκείνη τον λοξοκοίταξε για μια στιγμή -με ένα απελπισμένο, ικετευτικό βλέμμα-, κι έπειτα ξαναστράφηκε αμέσως στην τηλεόραση. Το πονεμένο της χέρι στριφογύρισε το όπλο, το γύρισε ανάποδα, κι έστρεψε την κάννη στον ουρανίσκο της. Έβγαλε έναν ασθενικό ήχο σαν να πνιγόταν. Το τηλεκοντρόλ βρισκόταν στο μπράτσο της πολυθρόνας. Ο Τζουντ πάτησε το κουμπί κι έκλεισε την τηλεόραση. Οι ώμοι της τινάχτηκαν, με μια νευρική, ανακλαστική σύσπαση. Το αριστερό της χέρι συνέχιζε τη δουλειά του ανάμεσα στα σκέλια της. Ανατρίχιασε, κι ένας ζορισμένος, δυσοίωνος ήχος βγήκε από το λαιμό της. «Σταμάτα», είπε ο Τζουντ. Τράβηξε τον επικρουστήρα με τον αντίχειρά της. Στη σιγαλιά του στούντιο, ο ήχος ακούστηκε πολύ δυνατός. Ο Τζουντ άπλωσε το χέρι του και της απέσπασε απαλά το όπλο από το χέρι. Ολόκληρο το σώμα της έμεινε ξαφνικά, απότομα, ασάλευτο. Η ανάσα της έβγαινε σφυριχτή, κοφτή και γρήγορη. Το στόμα της ήταν υγρό, και γυάλιζε αμυδρά, κι εκείνη τη στιγμή ο Τζουντ συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να έχει στύση. Το πέος του είχε αρχίσει να σκληραίνει από τη μυρωδιά της στον αέρα κι από το θέαμα των δαχτύλων της να μαλάζουν την κλειτορίδα της, και βρισκόταν ακριβώς στο κατάλληλο ύψος. Αν προχωρούσε και στεκόταν μπροστά στην πολυθρόνα της, θα

128

JOE HILL

μπορούσε να τον πάρει στο στόμα της ενώ εκείνος θα της είχε κολλημένο το όπλο στο κεφάλι, θα μπορούσε να της χώσει την κάννη στο αυτί ενώ ταυτόχρονα θα της έσπρωχνε τον... Είδε μια κίνηση να καθρεφτίζεται στο μισάνοιχτο παράθυρο πίσω από το γραφείο του και το βλέμμα του πήγε στην εικόνα στο γυαλί. Είδε τον εαυτό του και τον νεκρό να στέκεται πίσω του, να έχει σκύψει πίσω του και να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Στην αντανάκλαση ο Τζουντ είδε ότι το χέρι του είχε σηκωθεί και ότι είχε κολλήσει το πιστόλι στο κεφάλι της Τζόρτζια. Η καρδιά του αναπήδησε, όλο του το αίμα όρμησε μέσα της μ' ένα ξαφνικό ξέσπασμα αδρεναλίνης. Κοίταξε κάτω και είδε ότι ήταν αλήθεια, είχε κολλήσει το όπλο στο κεφάλι της, είδε ότι το δάχτυλό του έσφιγγε τη σκανδάλη. Προσπάθησε να σταματήσει, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά -την τράβηξε, και περίμενε έντρομος να πέσει ο επικρουστήρας. Όμως δεν έπεσε. Η σκανδάλη δεν μπορούσε να φτάσει ως το τέρμα. Το όπλο ήταν ασφαλισμένο. «Γαμώτο», είπε ο Τζουντ μέσα απ' τα δόντια του και κατέβασε το όπλο, τρέμοντας τώρα από θυμό. Κατέβασε τον επικρουστήρα με τον αντίχειρα. Όταν τον ξαναέβαλε στη θέση του, πέταξε το πιστόλι μακριά. Το όπλο έπεσε με δύναμη πάνω στο γραφείο και ο θόρυβος έκανε την Τζόρτζια να τιναχτεί. Το βλέμμα της, παρ' όλα αυτά, παρέμενε καρφωμένο σε κάποιο ασαφές σημείο στο σκοτάδι μπροστά της. Ο Τζουντ γύρισε, ψάχνοντας το φάντασμα του Κράντοκ. Κανείς δε στεκόταν δίπλα του. Το δωμάτιο ήταν άδειο, εκτός από τον ίδιο και την Τζόρτζια. Στράφηκε ξανά προς το μέρος της και την τράβηξε από τον λεπτό, λευκό της καρπό. «Σήκω», της είπε. «Έλα. Πάμε να φύγουμε. Αυτή τη στιγμή. Δεν ξέρω πού πάμε, αλλά φεύγουμε από δω. Θα πάμε κάπου όπου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι και δυνατά φώτα, και θα προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποια άκρη. Μ' ακούς;» Η λογική του δεν μπορούσε πια να τον πείσει να μείνει. Η λογική είχε πηδήξει από το παράθυρο.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

129

«Δεν τελείωσε ακόμα μαζί μας», είπε εκείνη. Η φωνή της ήταν ένας ανατριχιαστικός ψίθυρος. Την τράβηξε, αλλά εκείνη δε σηκώθηκε, το σώμα της παρέμενε άκαμπτο στην πολυθρόνα, απρόθυμο να συνεργαστεί. Εξακολουθούσε να μην τον κοιτάζει, δεν κοίταζε πουθενά αλλού εκτός από ίσια μπροστά. «Έλα», της είπε. «Όσο υπάρχει ακόμα χρόνος». «Δεν υπάρχει άλλος χρόνος», είπε εκείνη. Η τηλεόραση ξανάνοιξε.

Ή τ α ν το βραδινό δελτίο ειδήσεων . Ο Μπιλ Μπιούτελ, ο οποίος είχε ξεκινήσει τη δημοσιογραφική του καριέρα όταν η μεγάλη είδηση της ημέρας ήταν η δολοφονία του Αρχιδούκα Φερδινάνδου, καθόταν αυστηρός πίσω από τον πάγκο του παρουσιαστή. Το πρόσωπό του ήταν ένα πλέγμα από ρυτίδες που σκορπίζονταν ξεκινώντας γύρω από τα μάτια του και από τις γωνίες του στόματος του, θυμίζοντας ιστό αράχνης. Είχε δώσει στα χαρακτηριστικά του τη θλιμμένη έκφραση, την όψη που έλεγε ότι υπήρχαν κι άλλες άσχημες ειδήσεις από τη Μέση Ανατολή ή ότι ένα σχολικό λεωφορείο είχε ντεραπάρει στο διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο και είχε ανατραπεί, με αποτέλεσμα το θάνατο όλων των επιβατών του, ή ότι ένας τυφώνας στο Νότο είχε ρουφήξει ένα πάρκο με τροχόσπιτα και είχε ξεράσει ένα χάος από σιδερώστρες, κομματιασμένες γρίλιες και ανθρώπινα κορμιά. «...δεν υπάρχουν επιζώντες. Θα σας κρατάμε ενήμερους για τυχόν εξελίξεις...» είπε ο Μπιούτελ. Γύρισε ελαφρά το κεφάλι του, και η γαλαζωπή λάμψη του ότο-κιου καθρεφτίστηκε για μια στιγμή πάνω στους φακούς των διπλοεστιακών γυαλιών του. «Αργά σήμερα το απόγευμα επιβεβαιώθηκε από το Γραφείο του Σερίφη της Κομητείας Ντάτσες πως ο Τζούντας Κόιν, ο δημοφιλής τραγουδιστής του συγκροτήματος Τζουντ'ς Χάμερ*, πυροβόλησε και σκότωσε τη φίλη του, Μέριμπεθ Στέισι Κίμπολ, προτού στρέψει το όπλο στον εαυτό του και αυτοκτονήσει». *Το Σφυρί του Ιούδα. (Σ.τ.Μ.)

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

131

Στην οθόνη εμφανίστηκε η αγροικία του Τζουντ, πλαισιωμένη από έναν μουντό, λευκό ουρανό. Περιπολικά της αστυνομίας είχαν παρκάρει όπως όπως στο χώρο αναστροφής, και ένα ασθενοφόρο είχε σχεδόν κολλήσει το πίσω μέρος του στην πόρτα του γραφείου του Ντάνι. Ο Μπιούτελ συνέχισε: «Η αστυνομία αρχίζει να συμπληρώνει το παζλ των τελευταίων ημερών του Κόιν. Όμως, άνθρωποι που τον γνώριζαν αφήνουν με δηλώσεις τους να εννοηθεί ότι το τελευταίο διάστημα ήταν ταραγμένος και ανησυχούσε για τη διανοητική του υγεία». Στην οθόνη εμφανίστηκε ξαφνικά ένα πλάνο των σκυλιών μέσα στο κλουβί τους. Ήταν πεσμένα στο πλάι πάνω στο σκληρό κοντοκουρεμένο γρασίδι, ασάλευτα και τα δύο, με τα πόδια τους αλύγιστα. Ήταν νεκρά. Η καρδιά του Τζουντ σφίχτηκε. Αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε καθόλου. Ήθελε να κοιτάξει αλλού, αλλά το βλέμμα του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την οθόνη. «Ερευνητές της αστυνομίας κάνουν λόγο για εμπλοκή του Κόιν στο θάνατο του βοηθού του, Ντάνιελ Γούτεν, τριάντα ετών, ο οποίος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στο Γούντστοκ νωρίτερα σήμερα το πρωί. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πρόκειται επίσης για αυτοκτονία». Δύο νοσοκόμοι εμφανίστηκαν στην οθόνη, να κουβαλούν μια μπλε πλαστική σακούλα κυρτωμένη στη μέση. Η Τζόρτζια βόγκηξε σιγανά, παρακολουθώντας τον έναν από τους νοσοκόμους να σκαρφαλώνει στο ασθενοφόρο και να σηκώνει τη μία άκρη της σακούλας. Ο Μπιούτελ άρχισε να μιλάει για την καριέρα του Τζουντ, και πρόβαλαν υλικό αρχείου από μια συναυλία του στο Χιούστον πριν από έξι χρόνια. Ο Τζουντ φορούσε μαύρο τζιν και μπότες με μεταλλική μύτη, αλλά είχε το πουκάμισο του ανοιχτό, με το κορμί του να γυαλίζει από τον ιδρώτα, τις πυκνές τρίχες του κολλημένες στο στήθος και το στομάχι του να κρέμεται. Μια θάλασσα από εκατό χιλιάδες μισόγυμνα σώματα σάλευε κυματιστά μπροστά του, μέσα σ' ένα παραλήρημα από χιλιάδες υψωμένες γροθιές, με κάμποσα κορμιά να πλέουν πάνω στο πλήθος περνώντας από χέρι σε χέρι.

132

JOE HILL

Ο Ντίζι ήδη πέθαινε εκείνη την εποχή, αν και τότε δεν το ήξερε σχεδόν κανείς άλλος εκτός από τον Τζουντ. Ο Ντίζι, με την εξάρτηση του από την ηρωίνη και το AIDS του. Έπαιζαν πλάτη με πλάτη, η ξανθιά χαίτη του Ντίζι έπεφτε στο πρόσωπο του και ο άνεμος την έφερνε στο στόμα του. Ήταν η τελευταία χρονιά του συγκροτήματος. Ο. Ντίζι πέθανε, έπειτα ήρθε η σειρά του Τζερόμ, κι ύστερα όλα τέλειωσαν. Στο βίντεο αρχείου έπαιζαν το τραγούδι που έδωσε το όνομά του στο τελευταίο τους άλμπουμ, το «Put you in Yer Place»· ήταν η τελευταία τους επιτυχία, το τελευταίο πραγματικά καλό τραγούδι που έγραψε ο Τζουντ, και ακούγοντας τώρα την ομοβροντία των ντραμς αποδεσμεύθηκε από την όποια επιρροή είχε ασκήσει επάνω του η τηλεόραση. Αυτό ήταν αληθινό. Η συναυλία στο Χιούστον είχε γίνει, εκείνη η μέρα είχε υπάρξει στ' αλήθεια. Η τρέλα του πλήθους από κάτω, και η τρέλα της μουσικής γύρω του. Ήταν αληθινό, είχε συμβεί, κι όλα τα υπόλοιπα ήταν... «Μαλακίες», είπε ο Τζουντ, και πάτησε με τον αντίχειρά του το κουμπί. Η τηλεόραση έσβησε. «Δεν είναι αλήθεια», είπε η Τζόρτζια. Η φωνή της ήταν κάτι μόλις περισσότερο από ψίθυρος. «Δεν είναι αλήθεια, έτσι; Είμαστε... είσαι... Αυτό θα μας συμβεί;» «Όχι», είπε ο Τζουντ. Και η τηλεόραση άναψε ξανά. Ο Μπιλ Μπιούτελ καθόταν ξανά στην καρέκλα του παρουσιαστή, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του ένα πάκο χαρτιά, με τους ώμους του ευθυγραμμισμένους με την κάμερα. «Ναι», είπε ο Μπιλ. «Θα πεθάνετε και οι δύο. Οι νεκροί τραβούν κάτω τους ζωντανούς. Θα πάρεις το όπλο κι εκείνη θα προσπαθήσει να το σκάσει, αλλά εσύ θα την πιάσεις και θα...» Ο Τζουντ πάτησε ξανά το κουμπί κι ύστερα εκσφενδόνισε το τηλεκοντρόλ στην οθόνη. Πλησίασε τη συσκευή, ακούμπησε το πόδι του πάνω της και το τέντωσε, σπρώχνοντάς την πίσω, προς την ανοιχτή πλάτη του ντουλαπιού. Η τηλεόραση χτύπησε στον τοίχο, και κάτι άστραψε· ένα λευκό φως που έσβησε σιγά σιγά σαν λαμπτήρας. Η επίπεδη οθόνη εξαφανίστηκε στο χώρο ανάμεσα στο ντουλάπι και στον τοίχο, έπεσε στο πάτωμα με το θό-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

133

ρυβο του πλαστικού που σπάει, και μ' έναν σύντομο, ηλεκτρικό σφυριχτό ήχο που κράτησε μονάχα μια στιγμή. Άλλη μια τέτοια μέρα και δε θα 'μενε τίποτα όρθιο μέσα στο σπίτι. Γύρισε και είδε τον νεκρό να στέκεται πίσω από το ανάκλιντρο της Τζόρτζια. Το φάντασμα του Κράντοκ άπλωσε τα χέρια του κι έκλεισε το κεφάλι της ανάμεσά τους. Μαύρες μουντζαλιές χόρευαν και τρεμόσβηναν μπροστά στα μάπα του γέρου. Η Τζόρτζια δε δοκίμασε να κινηθεί ούτε να κοιτάξει γύρω της, ήταν ασάλευτη σαν να 'χε μπροστά της ένα δηλητηριώδες φίδι, υπερβολικά τρομοκρατημένη για να κάνει οτιδήποτε -έστω και ν' αναπνεύσει-, από φόβο μήπως δεχτεί κάποιο χτύπημα. «Δεν ήρθες γι' αυτήν», είπε ο Τζουντ. Καθώς μιλούσε, άρχισε να κινείται προς τα αριστερά, διαγράφοντας έναν κύκλο στη μια πλευρά του δωματίου, με κατεύθυνση την πόρτα που οδηγούσε στο διάδρομο. «Δε θέλεις αυτήν». Τη μια στιγμή τα χέρια του Κράντοκ κρατούσαν με προσοχή το κεφάλι της Τζόρτζια. Την επόμενη, το δεξί του χέρι ήταν προτεταμένο: Ζιγκ χάιλ. Γύρω από τον νεκρό, ο χρόνος είχε έναν τρόπο να γλιστράει, σαν γρατζουνισμένο DVD, με την εικόνα να μεταπηδά αλλοπρόσαλλα από στιγμιότυπο σε στιγμιότυπο, χωρίς ενδιάμεσα περάσματα. Η χρυσή αλυσίδα έπεσε από το σηκωμένο δεξί του χέρι. Το ξυράφι, σε σχήμα μισοφέγγαρου, έλαμπε στην άκρη της. Η κόψη του ξυραφιού ιρίδιζε ελαφρά, όπως ιριδίζει το πετρέλαιο στο νερό. Ώρα για βόλτα, Τζουντ. «Ξεκουμπίσου», είπε ο Τζουντ. Αν θες να φύγω, πρέπει ν' ακούσεις τη φωνή μου. Πρέπει να ακούσεις με προσοχή. Πρέπει να γίνεις σαν ραδιόφωνο, και η φωνή μου να είναι το σήμα που θα δέχεσαι. Όταν πέφτει το σκοτάδι, είναι ωραία ν' ακούς ραδιόφωνο. Αν θέλεις να τελειώσει όλο αυτό, πρέπει να ακούς όσο πιο προσεκτικά γίνεται. Πρέπει να θέλεις να τελειώσει, με όλη σου την καρδιά Δε θέλεις να τελειώσει; Ο Τζουντ έκλεισε σφιχτά το στόμα κι έσφιξε τα δόντια του. Δε σκόπευε να απαντήσει, διαισθάνθηκε με κάποιο τρόπο ότι οποιαδήποτε απάντηση θα ήταν λάθος του, ξαφνιάστηκε όμως όταν συνειδητοποίησε ότι έγνεφε αργά.

134

JOE HILL

Δε Θέλεις να ακούσεις με προσοχή; Το ξέρω ότι το θέλεις. Το ξέρω. Άκου. Μπορείς να αποσυντονίσεις ολόκληρο τον κόσμο και να μην ακούς τίποτ' άλλο εκτός από τη φωνή μου. Τόσο προσεκτικά θα με ακούς. Και ο Τζουντ συνέχισε να γνέφει, κουνώντας αργά πάνω κάτω το κεφάλι του, ενώ γύρω του όλοι οι υπόλοιποι ήχοι του δωματίου αργόσβηναν. Ο Τζουντ δεν είχε καν επίγνωση αυτών των θορύβων μέχρι που άρχισαν να εξαφανίζονται: το μπάσο μπουμπουνητό της μηχανής του αυτοκινήτου στην αυλή, το ασθενικό κλαψούρισμα της ανάσας της Τζόρτζια στο λαιμό της, που έσμιγε με το δικό του τραχύ αγκομαχητό. Τα αυτιά του άρχισαν να βουίζουν εξαιτίας αυτής της ξαφνικής απώλειας ήχου, σαν να είχαν παραλύσει τα τύμπανά του από μια εκκωφαντική έκρηξη. Το γυμνό ξυράφι διέγραφε μικρά τόξα, μπρος πίσω, μπρος πίσω. Ο Τζουντ έτρεμε στη θέα του, και πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει αλλού. Δε χρειάζεται να το κοιτάς, του είπε ο Κράντοκ. Είμαι νεκρός. Δε χρειάζομαι εκκρεμές για να μπω στο μυαλό σου. Βρίσκομαι ήδη εκεί. Και ο Τζουντ συνέλαβε το βλέμμα του να γλιστράει ξανά στο ξυράφι· δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Τζόρτζια», είπε -ή προσπάθησε να πει- ο Τζουντ. Αισθάνθηκε τη λέξη στα χείλη του, στο στόμα του, στο σχήμα της ανάσας του, αλλά δεν άκουγε ούτε την ίδια τη φωνή του, δεν άκουγε τίποτε μέσα σ' αυτή την τρομερή, καταλυτική σιωπή. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ κάποιον ήχο τόσο δυνατό όσο η συγκεκριμένη σιωπή. Δε θα τη σκοτώσω εγώ. Όχι, είπε ο νεκρός. Ο τόνος της φωνής του ήταν σταθερός, υπομονετικός, γεμάτος κατανόηση, ένα μπάσο, ηχηρό βουητό που θύμιζε το θόρυβο των μελισσών στην κυψέλη. Εσύ θα το κάνεις. Εσύ το θέλεις. Ο Τζουντ άνοιξε το στόμα του για να του πει πόσο λάθος έκανε, αλλά αντί γι' αυτό είπε: «Ναι». Ή υπέθεσε ότι το είπε. Ήταν περισσότερο σαν να σκεφτόταν φωναχτά. Ο Κράντοκ είπε: Μπράβο, καλό παιδί. Η Τζόρτζια άρχισε να κλαίει, παρ' όλο που έκανε εμφανή

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

135

προσπάθεια να συγκρατηθεί, να πάψει να τρέμει. Ο Τζουντ δεν μπορούσε να την ακούσει. Η λεπίδα του Κράντοκ πήγαινε μπρος πίσω, σκίζοντας τον αέρα. Δε θέλω να της κάνω κακό, μη με κάνεις να τη βλάψω, είπε ο Τζουντ. Τα πράγματα δε θα γίνουν όπως τα θες. Πιάσε το όπλο, μ' ακούς; ΤώραI Ο Τζουντ άρχισε να κινείται. Ένιωσε αποκομμένος από το σώμα του, μάρτυρας περισσότερο παρά πρωταγωνιστής της σκηνής που βρισκόταν σε εξέλιξη. Το μυαλό του ήταν πολύ άδειο για να τρομάξει μπροστά σ' αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Ήξερε μόνο ότι έπρεπε να το κάνει αν ήθελε να ξυπνήσει. Προτού πιάσει το όπλο, ωστόσο, η Τζόρτζια είχε σηκωθεί από την καρέκλα για να τρέξει προς την πόρτα. Ο Τζουντ δεν ήξερε ότι η Τζόρτζια μπορούσε να κινηθεί, πίστευε πως ο Κράντοκ την κρατούσε με κάποιο τρόπο ακινητοποιημένη, αλλά αυτό που την κρατούσε μέχρι τώρα ακίνητη ήταν μόνο ο φόβος. Σταμάτησε την, είπε η μόνη φωνή που είχε απομείνει στον κόσμο, και καθώς η Τζόρτζια περνούσε δίπλα του, ο Τζουντ είδε τον εαυτό του να της αρπάζει τα μαλλιά και να της τραβάει πίσω το κεφάλι. Την έκανε να χάσει την ισορροπία της. Με μια περιστροφική κίνηση, ο Τζουντ την πέταξε κάτω. Τα έπιπλα αναπήδησαν όταν έπεσε στο πάτωμα. Μια στοίβα από CD σ' ένα τραπεζάκι γλίστρησαν κι έπεσαν στο δάπεδο χωρίς κανέναν ήχο. Το πόδι του Τζουντ βρήκε το στομάχι της, δίνοντάς της μια γερή κλοτσιά, κι εκείνη διπλώθηκε σε εμβρυακή στάση. Την επόμενη κιόλας στιγμή, ο Τζουντ δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει αυτό. Έτσι μπράβο, είπε ο νεκρός. Ο τρόπος που η φωνή του νεκρού ξεπήδησε καταπάνω του μέσα από τη σιωπή αποπροσανατόλισε τον Τζουντ· τα λόγια του ήταν σαν μια σχεδόν φυσική παρουσία, σαν μέλισσες που στροβιλίζονταν και κυνηγούσαν η μια την άλλη μέσα στο κεφάλι του. Το κεφάλι του ήταν η κυψέλη στην οποία μπαινόβγαιναν και χωρίς αυτά ήταν μια κενή κηρήθρα. Το μυαλό του παραήταν ζαλισμένο και άδειο, θα τρελαινόταν αν δεν ξανάβρισκε τις δικές του σκέψεις, τη δική του φωνή. Τώρα ο νεκρός έλεγε: Πρέ-

136

JOE HILL

πει να βάλεις μυαλό σ' αυτό το τσουλί. Αν δε σε πειράζει που τη λέω έτσι. Τώρα πάρε τ' όπλο. Γρήγορα. Ο Τζουντ γύρισε για να πάρει το όπλο, με γρήγορες κινήσεις. Διέσχισε το δωμάτιο, έφτασε στο γραφείο, είδε το όπλο στο πάτωμα και γονάτισε για να το σηκώσει. Δεν άκουσε τα σκυλιά παρά μόνο τη στιγμή που έπιασε το περίστροφο. Ένα οργισμένο γάβγισμα, έπειτα άλλο ένα. Η προσοχή του αρπάχτηκε από αυτό τον ήχο σαν ένα φαρδύ μανίκι που μαγκώνει σ' ένα καρφί. Ταράχτηκε που άκουσε έναν άλλο ήχο εκτός από τη φωνή του Κράντοκ μέσα σ' αυτή την απύθμενη σιωπή. Το παράθυρο πίσω από το γραφείο ήταν ακόμα μισάνοιχτο, όπως το είχε αφήσει. Άλλο ένα γάβγισμα, διαπεραστικό, μανιασμένο, κι έπειτα άλλο ένα. Ο Άνγκους. Έπειτα η Μπον. Έλα τώρα, αγόρι μου. Έλα, κάν' το. Το βλέμμα του Τζουντ πετάχτηκε στο μικρό καλάθι των αχρήστων δίπλα στο γραφείο, στα κομμάτια του σπασμένου πλατινένιου δίσκου που είχαν καταλήξει εκεί. Ένα μάτσο λεπίδες από χρώμιο που ξεπρόβαλλαν. Τα σκυλιά τώρα γάβγιζαν μαζί, προκαλώντας ένα ρήγμα στον ιστό της σιωπής, και ο ήχος τους έφερνε αυθόρμητα στο μυαλό τη μυρωδιά της υγρής σκυλίσιας γούνας και τη ζωώδη οσμή της ζεστής ανάσας τους. Ο Τζουντ είδε το πρόσωπο του να καθρεφτίζεται σε ένα από αυτά τα ασημένια θραύσματα του δίσκου, και ξαφνιάστηκε αντικρίζοντας το άκαμπτο βλέμμα του να τον κοιτάζει γεμάτο απελπισία και τρόμο. Και την επόμενη στιγμή, ανάμεσα στα επίμονα γαβγίσματα των σκυλιών, έκανε μια σκέψη που ήταν δική του, με τη δική του φωνή. Η μόνη δύναμη που ασκεί επάνω σου είναι η δύναμη που εσύ του δίνεις. Ο Τζουντ άπλωσε αμέσως το χέρι του πέρα από το πιστόλι και το έφερε πάνω από το καλάθι των αχρήστων. Ακούμπησε το σαρκώδες πέλμα της αριστερής του παλάμης πάνω στην πιο κοφτερή, μακριά λόγχη, και το έσπρωξε προς τα κάτω, με όλο του το βάρος. Η λεπίδα βυθίστηκε στη σάρκα του, ένας φοβερός πόνος λόγχισε το χέρι και τον καρπό του. Ο Τζουντ άφησε μια κραυγή και τα μάτια του θάμπωσαν, γεμίζοντας δάκρυα. Τράβη-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

137

ξε την παλάμη του από τη λεπίδα και κόλλησε τα χέρια του μεταξύ τους. Από την ένωσή τους ξεπήδησε αίμα. Τι στο διάβολο κάνεις στον εαυτό σου, παιδί μου; τον ρώτησε το φάντασμα του Κράντοκ, αλλά ο Τζουντ δεν τον άκουγε πια. Αυτό που ένιωθε στο χέρι του δεν του επέτρεπε να δώσει προσοχή σε τίποτ' άλλο, πέρα από την αίσθηση ότι είχε τρυπηθεί, σχεδόν μέχρι το κόκαλο. Δεν τέλειωσα μαζί σου, είπε ο Κράντοκ, όμως είχε τελειώσει, απλώς δεν το ήξερε. Το μυαλό του Τζουντ στράφηκε προς τα γαβγίσματα των σκυλιών σαν ένας πνιγμένος που αρπάζεται απ' το σωσίβιο. Τα βρήκε και γαντζώθηκε επάνω τους. Σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε προς την πόρτα. Έπρεπε να πάει στα σκυλιά. Η ζωή του -και η ζωή της Τζόρτζια- κρεμόταν απ' αυτό. Ήταν μια ιδέα φαινομενικά παράλογη, αλλά τον Τζουντ δεν τον ένοιαζε τι ήταν λογικό και τι όχι. Μόνο τι ήταν αληθινό. Ο πόνος ήταν μια κόκκινη ταινία που κρατούσε ανάμεσα στα χέρια του, και καθώς την ακολουθούσε απομακρυνόταν από τη φωνή του νεκρού και ξαναγύριζε στις δικές του σκέψεις. Ανέκαθεν είχε μεγάλη αντοχή στον πόνο, και μερικές φορές στη ζωή του τον είχε επιδιώξει ηθελημένα. Ένιωθε έναν πόνο στην άρθρωση του καρπού του, που μαρτυρούσε πόσο βαθύ ήταν το τραύμα του, κι ένα μέρος του εαυτού του εκτιμούσε αυτό τον πόνο, τον θαύμαζε. Τώρα χαμογελούσε μέσα απ' τη γενειάδα του, και το θέαμα ήταν ακόμα χειρότερο από την έκφραση τρόμου που είχε δει στο ίδιο του το πρόσωπο λίγο πριν. Έλα πίσω, είπε ο Κράντοκ. Τα βήματα του Τζουντ επιβραδύνθηκαν για μια στιγμή, αλλά έπειτα βρήκε ξανά το ρυθμό του και συνέχισε. Έριξε μια ματιά στην Τζόρτζια καθώς περνούσε από δίπλα της -δεν μπορούσε να ρισκάρει να γυρίσει προς τα πίσω για να δει τι έκανε ο Κράντοκ- και την είδε να κείτεται ακόμη κουλουριασμένη στο πάτωμα, με τα χέρια στο στομάχι και τα μαλλιά της κολλημένα στο πρόσωπο της. Τον κοίταξε μέσα από τις τούφες που έπεφταν στα μάτια της. Τα μάγουλά της ήταν υγρά από

138

JOE HILL

τον ιδρώτα. Τα ματόκλαδά της πετάρισαν. Τα μάτια της εκλιπαρούσαν, αινιγματικά, και θολά από τον πόνο. Ευχόταν να είχε το χρόνο να της πει ότι δεν ήθελε να τη χτυπήσει. Ήθελε να της πει ότι δεν το έσκαγε, ότι δεν την παρατούσε, ότι έτσι έδιωχνε τον νεκρό, αλλά ο πόνος στο χέρι του παραήταν δυνατός. Δεν τον άφηνε να διατυπώσει τις σκέψεις του σε απλές προτάσεις. Και, εκτός αυτού, δεν ήξερε για πόση ώρα ακόμα θα εξακολουθούσε να είναι σε θέση να σκέφτεται, προτού ο Κράντοκ τον υποτάξει ξανά. Έπρεπε να ελέγξει το ρυθμό με τον οποίο εξελίσσονταν τα γεγονότα, και έπρεπε να το κάνει γρήγορα. Ήταν όλα εντάξει. Ήταν καλύτερα έτσι. Πάντα λειτουργούσε καλύτερα σε ρυθμό 5/4. Όρμησε στο χολ, κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα, ίσως υπερβολικά γρήγορα, τέσσερα τέσσερα, έτσι που φαινόταν σαν να έπεφτε. Στα τελευταία σκαλοπάτια έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στα κόκκινα πλακάκια της κουζίνας. Ο ένας αστράγαλος του λύγισε άσχημα. Σκόνταψε πάνω στον πάγκο για την κοπή του κρέατος, που τα λεπτά του πόδια και η σημαδεμένη επιφάνειά του ήταν λεκιασμένα με παλιό αίμα. Στη μια άκρη του, πάνω στο μαλακό ξύλο, ήταν καρφωμένος ένας μπαλτάς, και η φαρδιά, επίπεδη λάμα του έλαμπε σαν υδράργυρος στο σκοτάδι. Είδε τη σκάλα πίσω του να καθρεφτίζεται πάνω της και τον Κράντοκ να στέκεται στο κεφαλόσκαλο, με τα χαρακτηριστικά του θολά, τα χέρια του υψωμένα πάνω από το κεφάλι του, τις παλάμες προτεταμένες, σαν περιπλανώμενος ιεροκήρυκας που κήρυσσε στο ποίμνιο. Μη φεύγεις, είπε ο Κράντοκ. Πάρε τον μπαλτά. Όμως ο Τζουντ παρέμενε συγκεντρωμένος στον πόνο που ένιωθε στην παλάμη του. Το βαθύ τραύμα καθάριζε το κεφάλι του και πρόσφερε στο μυαλό του ένα σημείο για να εστιαστεί. Ο νεκρός δεν μπορούσε να τον αναγκάσει να κάνει αυτό που ήθελε αν ο Τζουντ πονούσε τόσο ώστε να μην είναι σε θέση να τον ακούει. Έσπρωξε τον εαυτό του μακριά από τον πάγκο, με τόση φόρα που έφτασε στην άλλη άκρη της κουζίνας. Έπεσε πάνω στην πόρτα του γραφείου του Ντάνι, την άνοιξε μ' ένα σπρώξιμο και όρμησε στο σκοτάδι.

Προχώρησε τρία βήματα στο δωμάτιο, κοντοστάθηκε μια στιγμή για να βρει τον προσανατολισμό του και συνέχισε. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Δεν υπήρχε φως πουθενά. Μέσα σ' όλο αυτό το σκοτάδι δεν μπορούσε να δει πού πήγαινε, ήταν αναγκασμένος να προχωράει αργά, σέρνοντας τα πόδια του, με τα χέρια του προτεταμένα, ψηλαφώντας στα τυφλά τα αντικείμενα μπροστά του. Η πόρτα δεν ήταν μακριά, μόλις την περνούσε θα βρισκόταν έξω. Καθώς προχωρούσε, όμως, ένιωσε ένα άσχημο σφίξιμο στο στήθος. Ανέπνεε λίγο πιο δύσκολα απ' όσο θα ήθελε. Ένιωθε ότι ανά πάσα στιγμή τα χέρια του θα ακουμπούσαν το ψυχρό, νεκρό πρόσωπο του Κράντοκ μέσα στο σκοτάδι. Αγωνίστηκε να μην πανικοβληθεί μ' αυτή τη σκέψη. Χτύπησε με τον αγκώνα ένα πορτατίφ, που έπεσε στο πάτωμα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Συνέχισε να προχωράει με μικρά, κοφτά βήματα, αλλά δεν είχε την αίσθηση ότι πλησίαζε στον προορισμό του. Ένα κόκκινο μάτι, το μάτι μιας γάτας, άνοιξε αργά μέσα στο σκοτάδι. Τα ηχεία που στέκονταν δεξιά κι αριστερά απ' το στερεοφωνικό ζωντάνεψαν μ' έναν μπάσο γδούπο κι έναν χαμηλό, βαθύ βόμβο. Ο Τζουντ ένιωσε ένα σφίξιμο γύρω από την καρδιά του, μια απαίσια πίεση. Συνέχισε ν' αναπνέεις, είπε στον εαυτό του. Συνέχισε να προχωράς. Θα προσπαθήσει να σ' εμποδίσει να βγεις έξω. Τα σκυλιά εξακολουθούσαν να γαβγίζουν αγριεμένα. Ακούγονταν πιο κοντά τώρα. Το στερεοφωνικό είχε ανάψει και θα έπρεπε να ακούγεται το

140

JOE HILL

ραδιόφωνο, αλλά δε συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος. Ο Τζουντ ψηλάφισε τον τοίχο, την κάσα της πόρτας, κι έπειτα άρπαξε το πόμολο με το πληγωμένο αριστερό του χέρι. Ένιωσε μια ψυχρή φλόγα πόνου, σαν να του έστριβαν μια βελόνα μέσα στην πληγή. Ο Τζουντ γύρισε το πόμολο και τράβηξε την πόρτα προς τα μέσα. Μια σχισμή άνοιξε μέσα στο σκοτάδι, αφήνοντας να περάσει η λάμψη από τους προβολείς του αυτοκινήτου του νεκρού. «Νομίζεις ότι είσαι σπουδαίος επειδή έμαθες να παίζεις μια κωλοκιθάρα;» είπε ο πατέρας του Τζουντ από την άλλη άκρη του γραφείου. Η φωνή του ερχόταν από το ραδιόφωνο, δυνατή και σπηλαιώδης. Την επόμενη στιγμή, ο Τζουντ άκουσε κι άλλους ήχους να έρχονται από τα ηχεία -βαριές ανάσες, συρσίματα ποδιών, το γδούπο ενός τραπεζιού που κάποιος το κοπανούσε με δύναμη-, ήχου£ που έφερναν στο νου μια αθόρυβη, απελπισμένη πάλη, δυο άντρες που πάλευαν. Ένα μικρό θεατρικό έργο βρισκόταν σε εξέλιξη στο ραδιόφωνο. Ένα έργο που ο Τζουντ το ήξερε καλά. Ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές όταν ανέβηκε αυτή η παράσταση. Ο Τζουντ σταμάτησε με την πόρτα μισάνοιχτη, ανίκανος να ορμήσει έξω στη νύχτα, ακινητοποιημένος από τους ήχους που έρχονταν από το στερεοφωνικό του γραφείου. «Νομίζεις ότι επειδή ξέρεις να παίζεις κιθάρα είσαι καλύτερος από μένα;» Ήταν ο Μάρτιν Κοζίνσκι, με έναν τόνο στη φωνή του που μαρτυρούσε θυμηδία και μαζί μίσος. «Τσακίσου έλα δω». Έπειτα ακούστηκε η φωνή του Τζουντ. Όχι, δεν ήταν η φωνή του Τζουντ - δεν ήταν ακόμη ο Τζουντ. Ήταν ο Τζάστιν, με φωνή πιο λεπτή, που μερικές φορές κικίριζε και της έλειπε το βάθος που είχε προκύψει με την ανάπτυξη των φωνητικών χορδών του. «Μαμά! Μαμά, βοήθεια!» Η μαμά δεν είπε τίποτα, έμεινε σιωπηλή, αλλά ο Τζουντ θυμήθηκε τι είχε κάνει στη συνέχεια. Είχε σηκωθεί από το τραπέζι της κουζίνας, είχε πάει στο δωμάτιο όπου έραβε και είχε κλείσει απαλά την πόρτα πίσω της, χωρίς να τολμήσει να κοιτάξει κανέ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

141

ναν από τους δυο τους. Ο Τζουντ και η μητέρα του δεν είχαν βοηθήσει ποτέ ο ένας τον άλλον. Δεν το είχαν τολμήσει ποτέ, ακόμα και όταν είχαν απεγνωσμένα ανάγκη αυτή τη βοήθεια. «Είπα, τσακίσου έλα δω», του είπε ο Μάρτιν. Ο ήχος από ένα ανθρώπινο σώμα που πέφτει πάνω σε μια καρέκλα. Ο ήχος της καρέκλας που κοπανάει στο πάτωμα. Όταν ο Τζάστιν φώναξε ξανά, η φωνή του έτρεμε από την αγωνία. «Όχι το χέρι μου! Όχι, μπαμπά, σε παρακαλώ, όχι το χέρι μου!» «Θα σου δείξω εγώ», είπε ο πατέρας του. Και ακούστηκε ένας μεγάλος πάταγος, σαν πόρτα που κλείνει, και ο Τζάστιν το αγόρι στο ραδιόφωνο ούρλιαξε ξανά και ξανά, και μ' αυτό τον ήχο ο Τζουντ πετάχτηκε έξω, στο νυχτερινό αέρα. Παραπάτησε, σκόνταψε κι έπεσε στα γόνατα μέσα στην παγωμένη λάσπη του ιδιωτικού δρόμου του σπιτιού. Σηκώθηκε, έκανε δυο βήματα και σκόνταψε ξανά. Έπεσε στα τέσσερα μπροστά από το φορτηγάκι του νεκρού. Κοίταξε το κτηνώδες πλαίσιο με τις προστατευτικές μπάρες πάνω από τον μπροστινό προφυλακτήρα και τους προβολείς που ήταν προσαρμοσμένοι πάνω του. Η πρόσοψη ενός σπιτιού, ενός αυτοκινήτου ή ενός φορτηγού μπορεί μερικές φορές να θυμίζει ανθρώπινο πρόσωπο, και το ίδιο συνέβαινε με το Σεβρολέ του Κράντοκ. Οι προβολείς του ήταν τα φωτεινά, τυφλά, επίμονα μάτια ενός παράφρονα. Η χρωμιωμένη μπάρα του προφυλακτήρα ήταν ένα σαρκαστικό ασημένιο στόμα. Ο Τζουντ περίμενε να χιμήξει καταπάνω του, με τους τροχούς του να σπινάρουν στο χαλίκι, αλλά δεν το έκανε. Η Μπον και ο Άνγκους πηδούσαν πάνω στους συρματόπλεκτους τοίχους του κλουβιού τους, γαβγίζοντας ακατάπαυστα -βαθιοί, λαρυγγικοί βρυχηθμοί τρόμου και οργής, η αιώνια, πρωτόγονη γλώσσα των σκυλιών: Κοίτα τα δόντια μου, κάνε ιάσω αλλιώς θα τα νιώσεις πάνω σου, κάνε ιτίσω, είμαι χειρότερος από σένα. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι γάβγιζαν στο φορτηγάκι, αλλά ο Άνγκους κοιτούσε κάπου πίσω απ' τον Τζουντ. Εκείνος στράφηκε κι ακολούθησε το βλέμμα του σκυλιού. Στην πόρτα

142

JOE HILL

του γραφείου του Ντάνι στεκόταν ο νεκρός. Το φάντασμα του Κράντοκ σήκωσε τη μαύρη του ρεπούμπλικα και τη φόρεσε με προσοχή στο κεφάλι του. Γιε μου. Έλα πίσω, γιε μου, είπε ο νεκρός, αλλά ο Τζουντ προσπαθούσε να μην τον ακούει, προσπαθούσε να προσηλωθεί στα γάβγισμα των σκυλιών. Μια και το γάβγισμά τους είχε εξαρχής ξορκίσει τη γητειά που τον κρατούσε αιχμάλωτο, του είχε φανεί το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο να φτάσει σ' αυτά, αν και δε θα μπορούσε να εξηγήσει σε κανέναν, ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, γιατί είχε τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο πως, όταν άκουσε τις φωνές τους, θυμήθηκε τη δική του. Ο Τζουντ σύρθηκε πάνω στο χαλίκι, έτρεξε, έπεσε, σηκώθηκε, έτρεξε ξανά, σκόνταψε στην άκρη του δρόμου, έπεσε άλλη μια φορά στα γόνατα. Σύρθηκε στο γρασίδι, τα πόδια του δεν είχαν τη δύναμη που χρειαζόταν για να σταθεί ξανά όρθιος. Ο ψυχρός αέρας έκανε την πληγή στην παλάμη του να τσούζει. Κοίταξε πίσω του. Ο Κράντοκ ερχόταν προς το μέρος του. Η χρυσή αλυσίδα ξετυλίχτηκε από το δεξί του χέρι. Η λεπίδα στην άκρη της άρχισε να ταλαντεύεται, μια ασημένια αυλακιά, μια αχτίδα φωτός που έσκιζε τη νύχτα. Η λάμψη της σαγήνευσε τον Τζουντ. Ένιωσε το βλέμμα του να κολλάει πάνω της, ένιωσε το μυαλό του να στερεύει από σκέψεις -και την επόμενη στιγμή σύρθηκε κατευθείαν πάνω στο φράχτη από συρματόπλεγμα κι έπεσε στο πλάι. Έπειτα βρέθηκε ανάσκελα. Ακουμπούσε πάνω στην παλινδρομική πόρτα που κρατούσε κλειστό το κλουβί. Ο Άνγκους όρμησε στην άλλη της πλευρά, με τα μάτια κόκκινα απ' τη μανία. Η Μπον στεκόταν αλύγιστη πίσω του, γαβγίζοντας επίμονα και στριγκά. Ο νεκρός προχωρούσε προς το μέρος τους. Πάμε μια βόλτα, Τζουντ, είπε το φάντασμα. Πάμε μια βόλτα στο δρόμο της νύχτας. Ο Τζουντ αισθάνθηκε ν' αδειάζει, ένιωσε να παραδίνεται ξανά σ' εκείνη τη φωνή, στο θέαμα της ασημένιας λεπίδας που πηγαινοερχόταν μέσα στο σκοτάδι. Ο Άνγκους χτύπησε πάνω στο σύρμα του φράχτη τόσο δυνα-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

143

τά που γκέλαρε κι έπεσε στο πλάι. Η πρόσκρουση απέσπασε ξανά τον Τζουντ από τα δεσμά της ύπνωσης. Ο Άνγκους. Ο Άνγκους ήθελε να βγει. Είχε ήδη στηθεί ξανά στα πόδια του, γαβγίζοντας στον νεκρό, ξύνοντας με τα νύχια του το συρματόπλεγμα. Και τότε μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του Τζουντ, μια σκέψη τρελή, απίθανη, καθώς θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει την προηγούμενη μέρα σε ένα από τα βιβλία του για τον αποκρυφισμό. Κάτι σχετικό με τα ζώα που είναι στενά δεμένα με τα αφεντικά τους. Κάτι που είχε σχέση με το πώς αυτά θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν άμεσα τον νεκρό. Ο νεκρός στεκόταν στα πόδια του Τζουντ. Το οστεώδες, λευκό πρόσωπο του Κράντοκ ήταν άκαμπτο, κοκαλωμένο σε μια έκφραση περιφρόνησης. Τα μαύρα σημάδια τρεμόπαιζαν μπροστά στα μάτια του. ΆΚΟΌ, τώρα. Άκου τον ήχο της φωνής μου. «Αρκετά άκουσα», είπε ο Τζουντ. Άπλωσε πίσω το χέρι του, βρήκε το πόμολο της πόρτας του κλουβιού και το γύρισε. Την επόμενη στιγμή ο Άνγκους ορμούσε πάνω στην πόρτα. Άνοιξε διάπλατα, και ο Άνγκους όρμησε πάνω στον νεκρό, βγάζοντας έναν ήχο που ο Τζουντ δεν είχε ξανακούσει ποτέ από το σκυλί του στο παρελθόν, έναν πνιχτό και σκληρό ήχο που έβγαινε βαθιά μέσα από το στήθος του. Η Μπον βγήκε μια στιγμή αργότερα, με τα μαύρα της χείλη τραβηγμένα προς τα πίσω, για να φαίνονται τα δόντια και η κρεμασμένη γλώσσα της. Ο νεκρός τρέκλισε προς τα πίσω, με το πρόσωπό του να φανερώνει σύγχυση. Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν, ο Τζουντ δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι ήταν αυτό που έβλεπε. Ο Άνγκους πήδηξε πάνω στο γέρο -μόνο που εκείνη τη στιγμή ο Άνγκους δεν ήταν ένα σκυλί, αλλά δύο. Το πρώτο ήταν ο λεπτός, δυνατός γερμανικός ποιμενικός που ήταν πάντα. Αλλά κολλημένη σ' αυτό το λυκόσκυλο υπήρχε και μια μελανή σκοτεινιά που είχε τη μορφή σκύλου. Ήταν επίπεδη και χωρίς ιδιαίτερα χαρα-

144

JOE HILL

κτηριστικά, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν με κάποιο τρόπο συμπαγής, μια ζωντανή σκιά. Το υλικό σώμα του Άνγκους επικάλυπτε αυτή τη σκιώδη μορφή, αλλά όχι εντελώς. Το σκιώδες σκυλί διακρινόταν στις άκρες, ειδικά στην περιοχή της μουσούδας του Άνγκους και στο ανοιχτό του στόμα. Αυτός ο δεύτερος, σκιώδης Άνγκους έπληξε τον νεκρό ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν από τον πραγματικό Άνγκους, που του χιμούσε από την αριστερή πλευρά, αποφεύγοντας το χέρι με τη χρυσή αλυσίδα και τη μετέωρη ασημένια λεπίδα. Ο νεκρός έβγαλε μια κραυγή -μια πνιχτή, έξαλλη κραυγή, και για να μη χάσει την ισορροπία του υποχώρησε τρεκλίζοντας. Έσπρωξε τον Άνγκους από πάνω του, χτυπώντας τον στη μουσούδα με τον αγκώνα του. Όμως όχι· δεν τον έσπρωχνε προς τα πίσω ο Άνγκους, αλλά εκείνο το άλλο, το μαύρο σκυλί που τρεμόπαιζε και σάλευε σαν τη σκιά ενός κεριού. Η Μπον όρμησε στο άλλο πλευρό του Κράντοκ. Η Μπον ήταν κι αυτή δύο σκυλιά, είχε μια δίδυμη τρεμάμενη σκιά. Καθώς το σκυλί πήδηξε, ο γέρος τίναξε τη χρυσή αλυσίδα προς το μέρος της και η καμπυλωτή λεπίδα έσκισε συρίζοντας τον αέρα. Πέρασε μέσα από το μπροστινό πόδι της Μπον και σκαρφάλωσε στον ώμο της, χωρίς ν' αφήσει σημάδι. Όμως έπειτα βούλιαξε στο μαύρο σκυλί που ήταν κολλημένο πάνω στην Μπον και σκάλωσε στο πόδι του. Η σκιώδης Μπον πιάστηκε και, για μια στιγμή, έχασε ελαφρώς το σχήμα της, μεταμορφώθηκε σε κάτι που δεν ήταν ακριβώς σκυλί, δεν ήταν... τίποτα. Έπειτα η λεπίδα απελευθερώθηκε και ξαναγύρισε στο χέρι του νεκρού. Η Μπον άφησε ένα τρομερό, διαπεραστικό αλύχτισμα πόνου. Ο Τζουντ δεν κατάλαβε ποια εκδοχή της Μπον αλύχτησε, το ίδιο το λυκόσκυλο ή η σκιά του. Ο Άνγκους χίμηξε άλλη μια φορά πάνω στον νεκρό, με τα σαγόνια του ορθάνοιχτα, να στοχεύουν το λαιμό και το πρόσωπο του. Ο Κράντοκ δεν μπόρεσε να στραφεί αρκετά γρήγορα για να τον αντιμετωπίσει με την κρεμάμενη λεπίδα. Ο σκιώδης Άνγκους έβαλε τα μπροστινά του πόδια στο στήθος του νεκρού και τον έσπρωξε, κι εκείνος οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας στο δρομάκι. Όταν το μαύρο σκυλί επιτέθηκε, ξεπέρασε σχεδόν για ένα ο-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

145

λόκληρο μέτρο το λυκόσκυλο στο οποίο ήταν προσκολλημένο, μακραίνοντας, όλο και πιο λεπτό, όπως μια σκιά στο τέλος της μέρας. Το καπέλο του Κράντοκ έφυγε από το κεφάλι του. Ο Άνγκους -τόσο ο ίδιος όσο και το σκυλί στο χρώμα της νύχτας που ήταν συνδεδεμένο μαζί του- σκαρφάλωσε πάνω του, σκάβοντάς τον με τα νύχια του. Ο χρόνος έκανε ένα άλμα εμπρός. Ο νεκρός ήταν τώρα όρθιος ξανά, με την πλάτη στο φορτηγάκι. Ο Άνγκους τον είχε ακολουθήσει σ' αυτό το άλμα του στο χρόνο και συνέχιζε την επίθεσή του. Σκούρα δόντια έσκιζαν το μπατζάκι του παντελονιού του νεκρού. Υγρή σκιά έσταζε από τις γρατζουνιές στο πρόσωπο του. Όταν οι σταγόνες έπεσαν στο έδαφος, τσιτσίρισαν κι έβγαλαν καπνό, σαν λίπος που πέφτει σε καυτό τηγάνι. Ο Κράντοκ κλότσησε το σκυλί και ο Άνγκους έπεσε για μια στιγμή, αλλά σηκώθηκε αμέσως και στάθηκε στα πόδια του. Ο Άν/κους κάθισε στα πίσω του πόδια, μ' ένα μπάσο γρύλισμα να βράζει μέσα του και το βλέμμα του καρφωμένο στον Κράντοκ και στη μετέωρη χρυσή αλυσίδα του με την κυρτή λεπίδα που κρεμόταν στην άκρη της. Έψαχνε κάποιο άνοιγμα για να επιτεθεί. Οι μύες στη ράχη του ζώου φούσκωναν κάτω από το γυαλιστερό κοντό τρίχωμά του, έτοιμοι για την εκτίναξη. Το μαύρο σκυλί που συνδεόταν με τον Άνγκους προηγήθηκε μόνο κατά ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, με το στόμα ορθάνοιχτο, και τα δόντια του έκλεισαν στον καβάλο του νεκρού, στοχεύοντας στους όρχεις του. Ο Κράντοκ ούρλιαξε. Ο χρόνος έκανε άλλο ένα άλμα. Ο ήχος μιας πόρτας που έκλεισε με δύναμη αντήχησε στον αέρα. Ο γέρος είχε μπει στο Σεβρολέ του. Το καπέλο του είχε πέσει τσαλακωμένο στο δρόμο. Ο Άνγκους όρμησε στο πλάι του αυτοκινήτου, που ταρακουνήθηκε πάνω στα αμορτισέρ του. Η Μπον χίμηξε στην άλλη πλευρά, γδέρνοντας με μανία τη λαμαρίνα με τα νύχια της. Η ανάσα της θάμπωσε το παράθυρο και τα σάλια της πασαλείφτηκαν στο τζάμι, λες και το φορτηγάκι ήταν αληθινό. Ο Τζουντ

146

JOE HILL

δεν ήξερε πώς είχε φτάσει η Μπον μέχρι εκεί. Πριν από μια στιγμή, λούφαζε δίπλα του. Η Μπον γλίστρησε, έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της κι έπειτα χίμηξε ξανά πάνω στο φορτηγάκι. Στην άλλη πλευρά του αυτοκινήτου, ο Άνγκους πηδούσε ταυτόχρονα. Την επόμενη στιγμή, ωστόσο, το Σεβρολέ είχε γίνει άφαντο και τα σκυλιά χτύπησαν το ένα πάνω στ' άλλο. Τα κεφάλια τους συγκρούστηκαν μ' ένα δυνατό γδούπο, κι έπεσαν στην παγωμένη λάσπη, εκεί όπου πριν από μια στιγμή στεκόταν το φορτηγάκι. Μόνο που δεν είχε φύγει. Όχι εντελώς. Οι προβολείς παρέμεναν, δύο κύκλοι φωτός μετέωροι στο κενό. Τα σκυλιά ξαναπήδηξαν, στράφηκαν προς τα φώτα και άρχισαν να τους γαβγίζουν με μανία. Η ραχοκοκαλιά της Μπον είχε κυρτώσει, οι τρίχες της γούνας της είχαν σηκωθεί όρθιες και, γαβγίζοντας, οπισθοχωρούσε από τα μετέωρα εξαΰλωμένα φώτα. Ο λαιμός του Άνγκους είχε κλείσει, κάθε γάβγισμά του ήταν πιο βραχνό από το προηγούμενο. Ο Τζουντ παρατήρησε ότι οι δίδυμες σκιές τους είχαν εξαφανιστεί, είχαν φύγει μαζί με το φορτηγό, ή είχαν επιστρέψει ξανά μέσα στα υλικά τους σώματα, εκεί όπου κρύβονταν πάντα, ίσως. Ο Τζουντ υπέθεσε -η σκέψη έμοιαζε πολύ λογική- ότι εκείνα τα μαύρα σκυλιά που συνδέονταν με την Μπον και τον Άνγκους ήταν οι ψυχές τους. Οι κύκλοι από τους προβολείς άρχισαν να σβήνουν, να ψυχραίνουν με μια γαλαζωπή απόχρωση και να συρρικνώνονται. Κι ύστερα χάθηκαν, χωρίς ν' αφήσουν τίποτ' άλλο εκτός από αμυδρά μετεικάσματα αποτυπωμένα πίσω από τους αμφιβληστροειδείς του Τζουντ, ωχρούς δίσκους στο χρώμα του φεγγαριού που αιωρήθηκαν μπροστά του για λίγο προτού ξεθωριάσουν.

Ο Τζουντ δεν ήταν έτοιμος παρά μόνο όταν άρχισε να χαράζει το πρώτο φως της αυγής. Άφησε την Μπον στο αυτοκίνητο και πήρε τον Άνγκους μαζί του στο σπίτι. Ανέβηκε σβέλτα τις σκάλες και μπήκε στο στούντιο. Η Τζόρτζια ήταν εκεί που την είχε αφήσει, να κοιμάται στον καναπέ, κάτω από ένα λευκό βαμβακερό σεντόνι που είχε πάρει από το κρεβάτι του ξενώνα. «Ξύπνα, αγάπη μου», της είπε, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της. Με το άγγιγμά του, η Τζόρτζια γύρισε προς το μέρος του. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν κολλημένα στο ιδρωμένο της μάγουλο και το χρώμα της ήταν χάλια -τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα, με ένα σχεδόν αφύσικο κόκκινο χρώμα, ενώ παντού αλλού το δέρμα της ήταν κάτασπρο. Ακούμπησε την ανάστροφη της παλάμης του στο μέτωπο της. Ήταν ζεστό και υγρό. Είχε πυρετό. Έγλειψε τα χείλη της. «Τι ώρα είναι;» «Πέντε». Κοίταξε γύρω της και ανασηκώθηκε στους αγκώνες της. «Τι κάνω εδώ;» «Δεν ξέρεις;» Τον κοίταξε μ' ένα βλέμμα βαθύ. Το πιγούνι της άρχισε να τρέμει, κι ύστερα κοίταξε αλλού. Έφερε το χέρι στα μάτια της. «Ω Θεέ μου», είπε. Ο Άνγκους έγειρε μπροστά από τον Τζουντ και κόλλησε το μουσούδι του στο λαιμό της, κάτω από το σαγόνι της, κι άρχισε

148

JOE HILL

να τη σκουντάει, σαν να την παρακινούσε να σηκώσει το πιγούνι της. Τα μεγάλα μάτια του ήταν υγρά από την έγνοια. Εκείνη τινάχτηκε όταν το υγρό ρύγχος φίλησε την επιδερμίδα της, και σηκώθηκε για τα καλά. Κοίταξε τον Άνγκους μ' ένα έκπληκτο, αποπροσανατολισμένο βλέμμα, κι ακούμπησε το χέρι της στο κεφάλι του, ανάμεσα στ' αυτιά του. «Τι δουλειά έχει μέσα στο σπίτι;» Έριξε μια ματιά στον Τζουντ, είδε ότι ήταν ντυμένος με μαύρες μπότες Ντοκ Μάρτεν και μακριά καμπαρντίνα. Την ίδια σχεδόν στιγμή, φάνηκε πως πρόσεξε το βραχνό μουγκρητό της Μάστανγκ που περίμενε στο δρομάκι του σπιτιού με τη μηχανή στο ρελαντί. Ήταν ήδη φορτωμένη. «Πού πας;» «Πού πάμε, εννοείς», της είπε. «Στο Νότο».

ΦΥΓΗ

ι

Το φως της μέρας άρχιζε να αργοσβήνει όταν είχαν φτάσει λίγο πιο βόρεια από το Φρέντρικσμπεργκ, και τότε ήταν που ο Τζουντ είδε πίσω τους το φορτηγάκι του νεκρού να τους ακολουθεί, περίπου στα τετρακόσια μέτρα. Στο τιμόνι καθόταν ο Κράντοκ Μακντέρμοτ, αν και ήταν δύσκολο να τον διακρίνει κανείς με το λιγοστό φως, κάτω από την κίτρινη λάμψη του ουρανού, όπου τα σύννεφα φεγγοβολούσαν σαν σωροί από κάρβουνα. Ο Τζουντ είδε ότι φορούσε ξανά τη ρεπούμπλικά του και οδηγούσε σκυμμένος πάνω στο τιμόνι, με τους ώμους ανασηκωμένους στο ύψος των αυτιών του. Φορούσε κι ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά. Οι φακοί γυάλιζαν μ' ένα παράξενο πορτοκαλί φως κάτω από τους λαμπτήρες νατρίου του Διαπολιτειακού 95, δυο κύκλοι φεγγοβόλας φλόγας που ταίριαζαν τέλεια με τους προβολείς της μπάρας του προφυλακτήρα. Ο Τζουντ βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο στην επόμενη έξοδο. Η Τζόρτζια τον ρώτησε γιατί, και της απάντησε ότι ήταν κουρασμένος. Εκείνη δεν είχε δει το φάντασμα. «Μπορώ να οδηγήσω εγώ», του είπε. Κοιμόταν σχεδόν όλο το απόγευμα, και τώρα καθόταν στη θέση του συνοδηγού με τα πόδια διπλωμένα και το κεφάλι της γερμένο στον ώμο. Όταν είδε ότι εκείνος δεν απάντησε, τον κοίταξε εξεταστικά και τον ρώτησε: «Όλα καλά;» «Απλώς θέλω να βγω από το δρόμο προτού σκοτεινιάσει». Η Μπον έχωσε το κεφάλι της στο χώρο ανάμεσα στις μπρο-

152

JOE HILL

στινές θέσεις, για να τους ακούει. Της άρεσε να συμμετέχει στις συζητήσεις τους. Η Τζόρτζια της χάιδεψε το κεφάλι καθώς η Μπον κοιτούσε τον Τζουντ μ' ένα βλέμμα αμφιβολίας και νευρικότητας ευδιάκριτο στα σοκολατί της μάτια. Σε λιγότερο από ένα χιλιόμετρο από την έξοδο, βρήκαν ένα Ντέις Iw. Ο Τζουντ έστειλε την Τζόρτζια να πιάσει δωμάτιο, ενώ εκείνος έμεινε στη Μάστανγκ με τα σκυλιά. Δεν ήθελε να ρισκάρει να τον αναγνωρίσουν. Δεν είχε καμία διάθεση. Δεν είχε τέτοια διάθεση εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Όταν η Τζόρτζια βγήκε από το αυτοκίνητο, η Μπον άρχισε να ξύνει το άδειο κάθισμά της, κουλουριασμένη στο ζεστό βαθούλωμα που είχε αφήσει η Τζόρτζια στη δερμάτινη επένδυση. Αμέσως μόλις η Μπον ακούμπησε το πιγούνι της στα μπροστινά της πόδια, γύρισε κι έριξε ένα ένοχο βλέμμα στον Τζουντ, περιμένοντας να της βάλει τις φωνές, να της πει να γυρίσει στο πίσω κάθισμα, μαζί με τον Άνγκους. Όμως εκείνος δεν τη μάλωσε. Τα σκυλιά μπορούσαν να κάνουν ό,τι γούσταραν. Αίγο αφότου είχαν βγει στο δρόμο, ο Τζουντ είχε πει στην Τζόρτζια για τον τρόπο με τον οποίο τα σκυλιά είχαν κυνηγήσει τον Κράντοκ. «Δε νομίζω πως ο νεκρός πίστευε πως ο Άνγκους και η Μπόνι μπορούσαν να του χιμήξουν. Αλλά πιστεύω ότι διαισθανόταν ένα είδος απειλής από αυτά, και νομίζω ότι πολύ θα ήθελε να μας διώξει μακριά από το σπίτι και τα σκυλιά, προτού πάρουμε είδηση ότι μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε εναντίον του». Ακούγοντάς το αυτό, η Τζόρτζια είχε στραφεί στο κάθισμά της και είχε απλώσει το χέρι της πίσω για να χαϊδέψει τ' αυτιά του Άνγκους, κι έπειτα είχε γείρει πίσω για να τρίψει τη μύτη της στο μουσούδι του. «Ποια είναι τα ηρωικά σκυλάκια μου; Ποια είναι; Ναι, εσείς είστε, μπράβο σας», και τα λοιπά, μέχρι που ο Τζουντ άρχισε να νιώθει μισότρελος ακούγοντάς τα όλα αυτά. Η Τζόρτζια βγήκε από το γραφείο της ρεσεψιόν με ένα κλειδί να κρέμεται από το δάχτυλο της, που του το έδειξε κουνώντας το στον αέρα προτού γυρίσει και στρίψει στη γωνία του κτιρίου. Την ακολούθησε με το αυτοκίνητο και παρκάρισε σε μια άδεια

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

153

θέση, μπροστά από μια μπεζ πόρτα ανάμεσα σε άλλες μπεζ πόρτες, στο πίσω μέρος του μοτέλ. Η Τζόρτζια μπήκε μέσα μαζί με τον Άνγκους ενώ ο Τζουντ έβγαλε βόλτα την Μπον στα χαμόδεντρα στην άκρη του πάρκινγκ. Έπειτα ξαναγύρισε, άφησε την Μπον και πήρε τον Άνγκους για μια βόλτα. Ήταν σημαντικό να μην απομακρυνθεί κανείς τους από τα σκυλιά. Αυτό το δασάκι με τα χαμηλά δέντρα πίσω από το Ντέις Iw ήταν διαφορετικό από το δάσος που περιέβαλλε τη φάρμα του στο Πάικλιφ της Νέας Υόρκης. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένα δάσος του Νότου, μύριζε γλυκιά σαπίλα, υγρά μούσκλα, κοκκινόχωμα, θειάφι και βρομόνερα, ορχιδέες και ορυκτέλαια. Η ίδια η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική, ο αέρας πιο πυκνός, πιο ζεστός, πιο υγρός. Σαν μασχάλη. Σαν το Μουρ'ς Κόρνερ, όπου είχε μεγαλώσει ο Τζουντ. Ο Άνγκους ανοιγόκλεινε τα σαγόνια του κυνηγώντας πυγολαμπίδες, που πετούσαν πέρα δώθε στις φτέρες η μια πίσω απ' την άλλη, σαν περιδέραια φτιαγμένα με χάντρες από αιθέριο πράσινο φως. Ο Τζουντ επέστρεψε στο δωμάτιο. Στα δέκα λεπτά που χρειάστηκε για να διασχίσει το Ντέλαγουερ, είχε σταματήσει σ' ένα Σανόκο για βενζίνη και αγόρασε έξι κονσέρβες σκυλοτροφή Άλπο στο πρατήριο. Δεν είχε σκεφτεί, όμως, να αγοράσει χάρτινα πιάτα. Όσο η Τζόρτζια ήταν στο μπάνιο, ο Τζουντ έβγαλε ένα από συρτάρια της κουζίνας, άνοιξε δυο κονσέρβες και τις άδειασε στο εσωτερικό του. Ακούμπησε το συρτάρι στο πάτωμα, για τα σκυλιά. Έπεσαν με τα μούτρα, και ο ήχος από τις γλώσσες και το λαιμό τους, τα τραχιά γρυλίσματα και τα αγκομαχητά, γέμισε το δωμάτιο. Η Τζόρτζια βγήκε από το μπάνιο και στάθηκε στην πόρτα φορώντας ένα άσπρο σλιπάκι και ένα τοπ με ραντάκια που άφηνε ακάλυπτη την κοιλιά της, απαλλαγμένη από τον γκοθ εαυτό της, αν εξαιρούσε κανείς τα βαμμένα μαύρα, γυαλιστερά νύχια των ποδιών της. Το δεξί της χέρι ήταν τυλιγμένο με φρέσκους επιδέσμους. Κοίταξε τα σκυλιά σουφρώνοντας τη μύτη της, με μια έκφραση θυμηδίας και μαζί αηδίας. «Πω, πω, αηδία. Αν η καμαριέρα ανακαλύψει ότι ταΐζουμε

154

JOE HILL

τα σκυλιά με τα συρτάρια, δεν πρόκειται να μας πουν να ξανάρθουμε στο Ντέις Iw του Φρέντρικσμπεργκ». Το είπε με τη χαρακτηριστική προφορά του Νότου, για να τον διασκεδάσει. Όλο το απόγευμα μιλούσε ένρινα και τραβούσε τα φωνήεντα -μερικές φορές για πλάκα, κι άλλες, όπως πίστευε ο Τζουντ, ασυναίσθητα. Λες και φεύγοντας από τη Νέα Υόρκη είχε αφήσει πίσω της και το νεοϋορκέζο εαυτό της, ξαναβρίσκοντας τον άλλο της εαυτό, έτσι όπως ήταν στο παρελθόν: ένα αδύνατο κοριτσάκι από την Τζόρτζια, που της άρεσε να κολυμπάει γυμνή μαζί με τα αγόρια. «Έχω δει ανθρώπους να φέρονται χειρότερα σε δωμάτια ξενοδοχείων», της είπε. Και η δική του προφορά, που όλα αυτά τα χρόνια είχε εκλεπτυνθεί, τώρα είχε αρχίσει να βαραίνει. Αν δεν το πρόσεχε, μέχρι να φτάσουν στη Νότια Καρολίνα θα μιλούσε σαν την Ντέιζι Ντιουκ. Είναι δύσκολο να επιστρέφεις στο μέρος όπου έχεις μεγαλώσει χωρίς να ξαναβολεύεσαι στα χαρακτηριστικά αυτού που ήσουν όταν βρισκόσουν εκεί. «Ο μπασίστας μου, ο Ντίζι, μια φορά έχεσε στο συρτάρι της κουζίνας επειδή δεν έλεγα να βγω απ' την τουαλέτα». Η Τζόρτζια γέλασε, αν και την έπιασε να τον κοιτάζει μ' ένα βλέμμα που έκρυβε ανησυχία -ίσως ν' αναρωτιόταν τι είχε στο νου του. Ο Ντίζι είχε πεθάνει. Από AIDS. Ο Τζερόμ, που έπαιζε ρυθμική κιθάρα, πλήκτρα και λίγο πολύ απ' όλα, ήταν κι αυτός νεκρός, είχε φύγει από το δρόμο με το αμάξι του, τρέχοντας με κάτι λιγότερο από διακόσια τριάντα χιλιόμετρα την ώρα, είχε πέσει πάνω σ' ένα δέντρο και είχε συνθλίψει την Πόρσε του σαν κουτάκι της μπίρας. Τέσσερις πέντε άνθρωποι ήξεραν ότι αυτό δεν ήταν ένα ατύχημα υπό την επήρεια μέθης, ότι το είχε κάνει νηφάλιος, εξεπίτηδες. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του Τζερόμ, ο Κένι είπε ότι ήταν ώρα να τελειώνουν, ότι ήθελε να περάσει λίγο καιρό με τα παιδιά του. Ο Κένι είχε βαρεθεί τους κρίκους στις ρώγες, τα μαύρα δερμάτινα παντελόνια, τα πυροτεχνήματα και τα ξενοδοχεία, και ούτως ή άλλως για κάποιο διάστημα υποκρινόταν. Αυτό ήταν το τέλος της μπάντας. Από τότε ο Τζουντ έκανε σόλο καριέρα.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

155

Τώρα πια, ίσως δεν έκανε καν αυτό. Στο σπίτι του είχε στο συρτάρι με τα δοκιμαστικά τριάντα καινούρια τραγούδια. Αλλά ήταν μόνο για τον εαυτό του. Δεν είχε μπει στον κόπο να τα παίξει σε κανέναν. Ήταν μία από τα ίδια. Τι είχε πει ο Κερτ Κομπέιν; Κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ. Ξανά και ξανά. Ο Τζουντ δεν είχε πια καμία διάθεση. To AIDS πήρε τον Ντίζι, ο δρόμος τον Τζερόμ. Τον Τζουντ δεν τον ένοιαζε αν δεν υπήρχε πια μουσική στον κόσμο. Δεν μπορούσε να βγάλει νόημα από τον τρόπο που είχαν εξελιχθεί τα πράγματα. Εκείνος ήταν πάντα ο σταρ. Το συγκρότημα λεγόταν Τζουντ'ς Χάμερ. Αν ήταν να βρει κάποιος τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία ήταν αυτός. Ο Τζερόμ και ο Ντίζι θα έπρεπε να συνεχίσουν να ζουν ώστε να μπορούν να εμφανίζονται σε εκπομπές κατάλληλες για παιδιά από δεκατριών και να λένε ιστορίες γι' αυτόν σε κάποιο αφιέρωμα του VH1 -κι οι δυο τους καραφλοί, χοντροί, με περιποιημένα νύχια, έχοντας κάνει ειρήνη με τον πλούτο τους και το χυδαίο, πολυτάραχο παρελθόν τους. Όμως, απ' την άλλη, στον Τζουντ δεν άρεσε ποτέ να ακολουθεί το σενάριο. Ο Τζουντ και η Τζόρτζια έφαγαν τα σάντουιτς που είχαν αγοράσει στο ίδιο βενζινάδικο του Ντέλαγουερ όπου ο Τζουντ είχε αγοράσει τη σκυλοτροφή. Η γεύση τους δε διέφερε πολύ από τη γεύση της πλαστικής μεμβράνης με την οποία ήταν τυλιγμένα. Οι Μάι Κέμικαλ Ρομάνς έπαιζαν στο σόου του Κόναν Ο'Μπράιεν. Είχαν κρίκους στα χείλια και στα φρύδια, τα μαλλιά τους καρφάκια, αλλά κάτω από τις στρώσεις του λευκού μεϊκάπ κι από το μαύρο κραγιόν τους έμοιαζαν με μια παρέα στρουμπουλούς πιτσιρικάδες που πριν από λίγα χρόνια έπαιζαν στη φιλαρμονική του σχολείου τους. Χοροπηδούσαν πέρα δώθε, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλον, λες και η σκηνή κάτω απ' τα πόδια τους ήταν ηλεκτροφόρα. Έπαιζαν φρενιασμένοι, μέσα στα νεύρα και τον τρόμο. Του Τζουντ του άρεσαν. Αναρωτήθηκε ποιος απ' αυτούς θα πέθαινε πρώτος. Η Τζόρτζια άναψε το λαμπατέρ δίπλα στο κρεβάτι και ξάπλωσαν μαζί στο σκοτάδι, με τα σκυλιά κουλουριασμένα στο πάτωμα.

156

JOE HILL

«Μάλλον δεν τον ξεφορτωθήκαμε», της είπε, «με το κάψιμο του κουστουμιού».. Τώρα δεν είχε καθόλου την προφορά της Ντέιζι Ντιουκ. «Ήταν καλή ιδέα όμως». «Όχι, δεν ήταν». Έπειτα: «Αυτός με έβαλε να το κάνω, έτσι;» Ο Τζουντ δεν απάντησε. «Και τι θα γίνει αν δε βρούμε τρόπο να τον διώξουμε;» είπε η Τζόρτζια. «Θα συνηθίσουμε τη μυρωδιά της σκυλοτροφής». Εκείνη γέλασε, η ανάσα της γαργάλησε το λαιμό τού. «Τι θα κάνουμε όταν φτάσουμε εκεί που πηγαίνουμε;» τον ρώτησε. «Θα μιλήσουμε μ' αυτήν που μου έστειλε το κουστούμι. Θα μάθουμε αν εκείνη ξέρει πώς μπορούμε να τον ξεφορτωθούμε». Τα αυτοκίνητα περνούσαν βουίζοντας στον αυτοκινητόδρομο. Τα τριζόνια τραγουδούσαν μονότονα. «Θα της κάνεις κακό;» «Δεν ξέρω. Μπορεί. Πώς είναι το χέρι σου;» «Καλύτερα», είπε εκείνη. «Το δικό σου;» «Καλύτερα». Της έλεγε ψέματα, και ήταν σίγουρος ότι το ίδιο έκανε κι εκείνη. Με το που είχαν μπει στο δωμάτιο, η Τζόρτζια είχε πάει γραμμή στο μπάνιο για ν' αλλάξει γάζες στο τραύμα της. Όταν τέλειωσε, μπήκε κι εκείνος για να αλλάξει τις δικές του, και βρήκε τους παλιούς της επιδέσμους στο καλάθι των αχρήστων. Έβγαλε τις μακριές λουρίδες από γάζες απ' το καλάθι για να τις κοιτάξει. Έζεχναν αντισηπτικό, και ήταν λεκιασμένες από ξεραμένο αίμα κι από κάτι άλλο, μια κίτρινη κρούστα που μάλλον ήταν πύον. Όσο για το δικό του χέρι, το κόψιμο που είχε κάνει μάλλον χρειαζόταν ράμματα. Πριν φύγει από το σπίτι εκείνο το πρωί, είχε κατεβάσει ένα κουτί πρώτων βοηθειών από ένα ψηλό ντουλάπι στην κουζίνα και είχε χρησιμοποιήσει μερικά χανζαπλάστ για να κλείσει την πληγή, που ύστερα τα τύλιξε με λευκούς επιδέσμους. Όμως η πληγή συνέχιζε να αιμορραγεί, κι όταν έβγαλε τις γάζες το αίμα άρχισε να τις μουσκεύει. Το τραύμα στο αρι-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

157

στερό του χέρι έχασκε ορθάνοιχτο κάτω από τα χανζαπλάστ, ένα κόκκινο, υγρό μάτι. «Όλα αυτά γίνονται για κείνο το κορίτσι, έτσι δεν είναι;» είπε η Τζόρτζια. «Το κορίτσι που αυτοκτόνησε». «Την Άννα Μακντέρμοτ». Το πραγματικό της όνομα τώρα. «Άννα», επανέλαβε η Τζόρτζια. «Ξέρεις γιατί αυτοκτόνησε; Επειδή της είπες να πάρει δρόμο;» «Προφανώς αυτό νομίζει η αδερφή της. Όπως και ο πατριός της, βέβαια, αφού μας έχει πάρει στο κυνήγι». «Το φάντασμα... μπορεί να βάλει τους ανθρώπους να κάνουν διάφορα... Όπως μ' έβαλε εμένα να κάψω το κουστούμι. Όπως έβαλε τον Ντάνι να κρεμαστεί». Της είχε πει για τον Ντάνι στη διάρκεια του ταξιδιού. Η Τζόρτζια είχε στρέψει το πρόσωπο της στο παράθυρο, και την είχε ακούσει να κλαίει σιγανά για λίγο, με υγρούς, πνιχτούς ήχους, που έπειτα από λίγο καταλάγιασαν και ξανακούστηκε ο αργός, κανονικός ρυθμός της ανάσας της, καθώς αποκοιμήθηκε. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που αναφέρονταν στον Ντάνι από τότε. Ο Τζουντ συνέχισε: «Ο νεκρός, ο πατριός της Άννας, έμαθε υπνωτισμό για να βασανίζει τους Βιετκόνγκ στον πόλεμο και συνέχισε να τον ασκεί όταν απολύθηκε. Του άρεσε να αυτοαποκαλείται πνευματιστής. Όσο ήταν ζωντανός χρησιμοποιούσε αυτή την αλυσίδα με το ασημένιο ξυράφι στην άκρη για να υπνωτίζει τους ανθρώπους, αλλά τώρα είναι νεκρός, δεν το χρειάζεται πια. Όταν λέει κάτι, εσύ πρέπει να το κάνεις. Ξαφνικά κάθεσαι αραχτός και τον βλέπεις να σε τρέχει από δω κι από κει. Εσύ ούτε που αισθάνεσαι τίποτα. Το σώμα σου είναι μόνο ένα κουστούμι, κι αυτός που το φοράει είναι εκείνος, όχι εσύ». Το κουστούμι ενός νεκρού, σκέφτηκε ο Τζουντ, με ένα ξαφνικό αίσθημα αποστροφής. Έπειτα, είπε: «Δεν ξέρω πολλά γι' αυτόν. Της Άννας δεν της άρεσε να μιλάει γι' αυτόν. Ξέρω όμως ότι εκείνη δούλεψε για λίγο σαν χειρομάντισσα, κι έλεγε ότι ο πατριός της ήταν αυτός που τη δίδαξε. Είχε ένα ενδιαφέρον για τις λιγότερο κατανοητές δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού. Για παράδειγμα, τα Σαββατοκύριακα εργαζόταν σαν ραβδοσκόπος». «Είναι αυτοί που βρίσκουν νερό κουνώντας ραβδιά στον αέ-

158

JOE HILL

ρα; Η γιαγιά μου είχε προσλάβει ένα γέρο χωριάτη με χρυσά δόντια για να της βρει καινούρια πηγή όταν ξεράθηκε το πηγάδι της. Είχε ένα ραβδί από καρυδιά». «Ο πατριός της Άννας, ο Κράντοκ, δεν έμπαινε στον κόπο να κουβαλάει ραβδί. Χρησιμοποιούσε απλώς αυτό το ξυράφι με την αλυσίδα. Το εκκρεμές κάνει εξίσου καλή δουλειά, φαντάζομαι. Τέλος πάντων, αυτή η παρανοϊκή σκρόφα που μου έστειλε το κουστούμι, η Τζέσικα Μακντέρμοντ Πράις, ήθελε να ξέρω ότι ο πατριός της είχε πει πως μετά το θάνατο του θα φρόντιζε να με εκδικηθεί. Άρα ο γέρος είχε μελετήσει πώς θα ξαναγύριζε. Με άλλα λόγια, δεν είναι ένα τυχαίο φάντασμα, αν αυτό έχει κάποιο νόημα. Έγινε εσκεμμένα αυτό που είναι τώρα». Ένα σκυλί γάβγισε κάπου μακριά. Η Μπον σήκωσε το κεφάλι της, κοίταξε προσεκτικά προς την κατεύθυνση της πόρτας, κι έπειτα ακούμπησε το πιγούνι στα πόδια της. «Ήταν όμορφη;» «Η Άννα; Ναι, ήταν. Θες να ξέρεις κι αν ήταν καλή στο κρεβάτι;» «Απλώς ρωτάω. Δε χρειάζεται να θυμώνεις». «Ωραία λοιπόν. Μην κάνεις ερωτήσεις για τις οποίες είναι προτιμότερο να μην ξέρεις τις απαντήσεις. Εγώ δε σε ρώτησα ποτέ για τους παλιούς σου γκόμενους». «Τους παλιούς μου γκόμενους. Μάλιστα. Έτσι με αντιμετωπίζεις δηλαδή; Η τωρινή γκόμενα, που σύντομα θα είναι η πρώην γκόμενα;» «Χριστέ μου. Άντε πάλι». «Και δε σου κάνω ανάκριση. Απλώς προσπαθώ να βγάλω κάποια άκρη». «Και με ποιο τρόπο θα βοηθήσει στο πρόβλημα που έχουμε με το φάντασμα το να μάθεις αν η Άννα ήταν όμορφη;» Σήκωσε το σεντόνι στο πιγούνι της και τον κοίταξε μέσα στο σκοτάδι. «Ώστε λοιπόν εκείνη ήταν η Φλόριντα κι εγώ είμαι η Τζόρτζια. Πόσες άλλες Πολιτείες έχει επισκεφτεί το καβλί σου;» «Δεν ξέρω. Δε βάζω πινέζες στο χάρτη. Θες στ' αλήθεια να υπολογίσω; Μια και το συζητάμε, γιατί να μείνουμε στις Πολι-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

159

τείες; Έχω κάνει δεκατρείς παγκόσμιες περιοδείες, και πάντα έπαιρνα και το καβλί μου μαζί». «Παλιομαλάκα». Χαμογέλασε μέσα από τη γενειάδα του. «Το ξέρω ότι για μια παρθένα σαν κι εσένα αυτό είναι κάτι που σοκάρει. Λοιπόν, σου έχω νέα: Διαθέτω και παρελθόν. Πενήντα τέσσερα χρόνια». «Την αγαπούσες;» «Δε λες να ξεκολλήσεις, έτσι;» «Είναι πολύ σημαντικό, που να πάρει!» «Γιατί είναι σημαντικό;» Δεν του απάντησε. Εκείνος ανακάθισε και στήριξε την πλάτη του στο κεφαλάρι. «Για τρεις εβδομάδες περίπου». «Εκείνη σ' αγαπούσε;» Ο Τζουντ έγνεψε καταφατικά. «Σου έγραφε γράμματα; Αφού την έδιωξες, εννοώ». «Ναι». «Οργισμένα γράμματα;» Άργησε να της απαντήσει, ζυγίζοντας την ερώτηση. «Άραγε μπήκες ποτέ στον κόπο να τα διαβάσεις, αναίσθητε άνθρωπε;» Να την πάλι, εκείνη η νότια τραγουδιστή χροιά στη φωνή της. Είχε νευριάσει και για μια στιγμή ξεχάστηκε. Ή μήπως δεν ξεχάστηκε, σκέφτηκε ο Τζουντ, αλλά το αντίθετο, θυμήθηκε τον εαυτό της; «Ναι, τα διάβασα», της είπε. «Έψαξα να τα βρω όταν έπεσε στα κεφάλια μας αυτή η κατάρα στη Νέα Υόρκη». Λυπόταν που ο Ντάνι δεν είχε καταφέρει να τα βρει. Είχε αγαπήσει την Άννα, είχε ζήσει μαζί της, μιλούσε μαζί της κάθε μέρα, αλλά τώρα συνειδητοποιούσε πόσο λίγα ήξερε γι' αυτήν. Πόσο λίγα ήξερε για τη ζωή της πριν από κείνον -όπως και μετά. «Σου αξίζουν όλα αυτά που σου συμβαίνουν», του είπε η Τζόρτζια. Τραβήχτηκε από κοντά του. «Μας αξίζουν και των δύο». «Τα γράμματά της δεν ήταν οργισμένα. Μερικές φορές ήταν πολύ συναισθηματικά. Κι άλλες φορές τρομακτικά, γιατί δεν είχαν ίχνος συναισθηματισμού. Θυμάμαι ότι στο τελευταίο έλεγε

160

JOE HILL

πως υπήρχαν πράγματα για τα οποία ήθελε να μιλήσει, που είχε κουραστεί να τα κρατάει μυστικά. Έλεγε ότι δεν άντεχε να είναι διαρκώς τόσο κουρασμένη. Κι αυτό θα έπρεπε να μου είχε χτυπήσει κάποιο καμπανάκι. Αλλά είχε ξαναπεί διάφορα τέτοια, και ποτέ δεν... τέλος πάντων. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι ότι δεν ήταν καλά. Δεν ήταν ευτυχισμένη». «Νομίζεις όμως ότι εξακολουθούσε να σ' αγαπάει; Ακόμα κι αφότου τη σούταρες;» «Δεν...» άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε απότομα και ξεφύσηξε. Δε θα έπεφτε στην παγίδα. «Νομίζω πως ναι». Η Τζόρτζια έμεινε αμίλητη για κάμποση ώρα, έχοντάς του γυρισμένη την πλάτη. Εκείνος περίμενε χαζεύοντας την καμπύλη του ώμου της. «Νιώθω άσχημα γι* αυτήν», του είπε τελικά. «Δεν έχει και πολλή πλάκα, ξέρεις». «Ποιο πράγμα;» «Να είναι κάποια ερωτευμένη μαζί σου. Έχω βρεθεί με πολλούς τύπους που με έκαναν να νιώθω άσχημα για τον εαυτό μου, Τζουντ, αλλά εσύ είσαι πολύ περίεργη περίπτωση. Επειδή ήξερα ότι κανείς απ' αυτούς δε νοιαζόταν στ' αλήθεια για μένα, ενώ εσύ νοιάζεσαι, και παρ' όλα αυτά με κάνεις και νιώθω λες και είμαι το πουτανάκι σου». Αυτό του έκοψε την ανάσα για λίγο, και για μια στιγμή σκέφτηκε να της ζητήσει συγνώμη. Όμως είχε συνηθίσει να κρύβεται από τον κόσμο. Δεν του άρεσε να απολογείται και απεχθανόταν τις εξηγήσεις. Εκείνη περίμενε ν' ακούσει την απάντησή του, κι όταν είδε πως δεν επρόκειτο να της απαντήσει τράβηξε την κουβέρτα και σκέπασε τον ώμο της. Ο Τζουντ γλίστρησε πάνω στο μαξιλάρι κι έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. «Αύριο θα περάσουμε από την Τζόρτζια», του είπε εκείνη, εξακολουθώντας να μην κοιτάζει προς το μέρος του. «Θέλω να κάνουμε μια στάση για να δω τη γιαγιά μου». «Τη γιαγιά σου;» επανέλαβε ο Τζουντ, σαν να μην ήταν σίγουρος αν είχε ακούσει καλά. «Η Μπάμι είναι το πιο αγαπημένο πλάσμα στον κόσμο για μένα. Κάποτε σκόραρε τριακόσιους πόντους στο μπόουλινγκ».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

161

Το είπε λες και τα δύο αυτά πράγματα ήταν το ένα φυσική συνέπεια του άλλου. Ίσως και να ήταν. «Έχεις καταλάβει πού έχουμε μπλέξει;» «Ναι. Έχω πάρει μια γεύση». «Και το βρίσκεις καλή ιδέα ν' αρχίσουμε τις παρακάμψεις;» «Θέλω να τη δω». «Τι θα 'λεγες να σταματούσαμε στην επιστροφή; Και μιλάτε τότε για τα παλιά. Ποιος ξέρει, μπορεί να βρείτε και λίγο χρόνο να παίξετε μπόουλινγκ». Η Τζόρτζια άργησε λίγο να απαντήσει. Τελικά είπε: «Κάτι μέσα μου μου λέει ότι πρέπει να τη δω τώρα. Μου έχει καρφωθεί στο μυαλό. Δεν το' χω και πολύ σίγουρο ότι θα γυρίσουμε. Εσύ;» Ο Τζουντ τράβηξε τη γενειάδα του, κοιτάζοντας το περίγραμμα του κορμιού της κάτω από το σεντόνι. Δεν του άρεσε η ιδέα να καθυστερήσουν, για οποιονδήποτε λόγο, αλλά ένιωθε την ανάγκη να της προσφέρει κάτι, κάποια παραχώρηση, να μετριάσει την απέχθειά της για κείνον. Σκέφτηκε επίσης πως αν η Τζόρτζια είχε μέσα της πράγματα που ήθελε να τα πει σε κάποιον που την αγαπούσε, ήταν λογικό να μην το αφήσουν να περιμένει. Το να αναβάλουν οτιδήποτε είχε σημασία δε φαινόταν πια συνετό. «Θα έχει λεμονάδα στο ψυγείο;» «Ολόφρεσκη». «Εντάξει τότε», είπε ο Τζουντ. «Θα κάνουμε μια στάση. Αλλά όχι για πολύ, έτσι; Αν δε χασομερήσουμε, αύριο τέτοια ώρα μπορούμε να είμαστε στη Φλόριντα». Ένα από τα σκυλιά αναστέναξε. Η Τζόρτζια είχε ανοίξει ένα παράθυρο για να φύγει η μυρωδιά της σκυλοτροφής, το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή του μοτέλ. Ο Τζουντ μύρισε τη σκουριά του συρματόπλεκτου φράχτη, και χλωρίνη, αν και η πισίνα ήταν άδεια. «Επίσης, κάποτε είχα έναν πίνακα Ουίτζα», είπε η Τζόρτζια. Όταν φτάσουμε στης γιαγιάς μου, θέλω να ψάξω να τον βρω». «Σ' το έχω πει ήδη. Δε χρειάζεται να μιλήσω με τον Κράντοκ. Ξέρω τι θέλει».

162

JOE HILL

«Όχι», είπε η Τζόρτζια ανυπόμονα. «Δε θέλω τον πίνακα για να μιλήσουμε μ' αυτόν». «Τι τον θέλεις τότε;» «Τον χρειαζόμαστε για να μιλήσουμε με την Άννα. Είπες ότι σ' αγαπούσε. Ίσως μπορεί να μας πει πώς να γλιτώσουμε απ' όλα αυτά. Ίσως μπορεί να τα ακυρώσει».

«Η λίμνη Πόντσαρτρεϊν, ε; Το μέρος που μεγάλωσα δεν απέχει πολύ από κει. Οι γονείς μου μας είχαν πάει κάποτε στη λίμνη για κατασκήνωση. Ο πατριός μου ψάρευε. Δε θυμάμαι αν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Πας συχνά για ψάρεμα στη λίμνη Πόντσαρτρεϊν;» Τον ζάλιζε συνέχεια με τις ερωτήσεις της. Ποτέ δεν ήξερε αν άκουγε τι της απαντούσε ή αν απλώς χρησιμοποιούσε το χρόνο που της μιλούσε για να σκεφτεί την επόμενή της ερώτηση. «Σου αρέσει να ψαρεύεις; Σου αρέσει το ωμό ψάρι; Το σούσι; Εγώ το σούσι το βρίσκω σκέτη αηδία, εκτός αν έχω πιει, οπότε μου αρέσει. Πίσω από την αποστροφή κρύβεται η έλξη. Πόσες φορές έχεις πάει στο Τόκιο; Έχω ακούσει ότι το φαγητό εκεί είναι σιχαμερό -ωμά καλαμάρια, ωμές τσούχτρες. Όλα εκεί είναι ωμά. Δεν έχουν ακόμα ανακαλύψει τη φωτιά στην Ιαπωνία; Έχεις πάθει ποτέ βαριά τροφική δηλητηρίαση; Σίγουρα θα έχεις. Αφού είσαι συνέχεια σε περιοδείες. »Ποια ήταν η χειρότερη φορά που έκανες εμετό; Έχεις κάνει ποτέ σου εμετό από τη μύτη; Ε; Αυτό είναι το χειρότερο. »Όμως ψάρευες συχνά στη λίμνη Πόντσαρτρεϊν; Σε πήγαινε ο μπαμπάς σου; Δεν έχει υπέροχο όνομα; Λίμνη Πόντσαρτρεϊν, λίμνη Πόντσαρτρεϊν, θέλω να δω τη βροχή στη λίμνη Πόντσαρτρεϊν. Ξέρεις ποιος είναι ο πιο ρομαντικός ήχος σε όλη την πλάση; Η βροχή που πέφτει σε μια γαλήνια λίμνη. Μια ωραία ανοιξιάτικη βροχή. Όταν ήμουν μικρή, ερχόμουν σε έκσταση κοιτάζοντας απλώς τη βροχή έξω απ' το παράθυρο μου. Ο πατριός

164

JOE HILL

μου έλεγε ότι δεν είχε δει ποτέ του άνθρωπο να εκστασιάζεται τόσο εύκολα όσο εγώ. Πώς ήσουν στην εφηβεία σου; Πότε αποφάσισες ν' αλλάξεις το όνομά σου; »Πιστεύεις ότι θα έπρεπε ν' αλλάξω κι εγώ το όνομά μου; Πρέπει να μου βρεις ένα καινούριο όνομα. Θέλω να με φωνάζεις όπως σ' αρέσει». «Αυτό κάνω ήδη», της είχε πει. «Σωστά. Αυτό κάνεις. Από δω κι εμπρός, με λένε Φλόριντα. Το Αννα Μακντέρμοτ είναι παρελθόν για μένα. Είναι νεκρή. Πάει, πέθανε. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δε μου άρεσε. Καλύτερα να με λένε Φλόριντα. Σου λείπει η Λουιζιάνα; Δεν είναι παράξενο ότι κάποτε ζούσαμε σε απόσταση μόνο τεσσάρων ωρών; Θα μπορούσαμε να είχαμε συναντηθεί. Πιστεύεις ότι εσύ κι εγώ μπορεί να είχαμε βρεθεί κάποτε στον ίδιο χώρο την ίδια στιγμή και να μην το ξέραμε; Αλλά μάλλον όχι, έτσι; Αφού την είχες κάνει από τη Λουιζιάνα προτού ακόμα γεννηθώ εγώ». Ήταν το πιο χαριτωμένο της συνήθειο, ή το mo εκνευριστικό. Ο Τζουντ δεν ήταν ποτέ σίγουρος. Ίσως ήταν και τα δύο ταυτόχρονα. «Δε σταματάς ποτέ τις ερωτήσεις;» τη ρώτησε την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν μαζί. Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα, και τον ανέκρινε επί μία ώρα. «Ήσουν από κείνα τα παιδιά που τρελαίνουν τη μαμά τους με ερωτήσεις του τύπου: "Γιατί ο ουρανός είναι γαλανός; Γιατί το φεγγάρι δεν πέφτει πάνω στη Γη; Τι μας συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;"» «Τι πιστεύεις ότι μας συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;» rov ρώτησε η Άννα. «Έχεις δει ποτέ φάντασμα; Ο πατριός μου έχει δει. Ο πατριός μου έχει μιλήσει σε φαντάσματα. Ήταν στο Βιετνάμ. Λέει ότι ολόκληρη αυτή η χώρα είναι στοιχειωμένη». Μέχρι τότε ο Τζουντ είχε ήδη πληροφορηθεί ότι ο πατριός της ήταν ραβδοσκόπος και υπνωτιστής και ότι δούλευε μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή της, που ήταν επίσης επαγγελματίας υττνωτίστρια, στο Τέσταμεντ της Φλόριντα. Αυτά ήξερε όλα κι όλα για την οικογένειά της. Δεν την ιτίεσε να του πει περισσότερα -ούτε τότε ούτε αργότερα-, του αρκούσε να ξέρει για κείνη όσα ήθελε να του πει.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

165

Είχε γνωρίσει την Αννα τρεις μέρες νωρίτερα, στη Νέα Υόρκη. Είχε ταξιδέψει εκεί για να ηχογραφήσει ένα τραγούδι μαζί με τον Τρεντ Ρέζνορ για το σάουντρακ μιας ταινίας -εύκολα λεφτά- και είχε μείνει για να δει μια εμφάνιση του Τρεντ στο Ρόουζλαντ. Η Άννα ήταν στα παρασκήνια, ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι με μοβ κραγιόν, δερμάτινο παντελόνι που έτριζε όταν περπατούσε και μαλλιά σ' εκείνο το σπάνιο γκοθ ξανθό χρώμα. Τον ρώτησε αν ήθελε ένα έγκρολ και του το έφερε, κι έπειτα τον ρώτησε: «Δε δυσκολεύεσαι να φας μ' αυτή τη γενειάδα; Δε σου μπαίνουν φαγητά στα γένια;» Τον πλάκωσε στις ερωτήσεις από την πρώτη στιγμή, με το καλημέρα. «Γιατί τόσοι πολλοί τύποι, μηχανόβιοι και λοιπά, αφήνουν γενειάδες για να δείχνουν απειλητικοί; Δε νομίζεις ότι λειτουργεί τελικά σε βάρος σου σ' έναν καβγά;» «Πώς είναι δυνατόν μια γενειάδα να λειτουργήσει σε βάρος σου σ' έναν καβγά;» τη ρώτησε. Του άρπαξε τα γένια με τη γροθιά της και τα τράβηξε. Εκείνος έσκυψε μπροστά νιώθοντας έναν τρομερό πόνο στο κάτω μέρος του προσώπου του, έτριξε τα δόντια του και έπνιξε μια άγρια κραυγή. Τον άφησε, και συνέχισε: «Αν εγώ έμπλεκα σε καβγά μ' έναν τύπο με γένια, αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έκανα. Οι Ζι-Ζι Τοπ θα ήταν παιχνιδάκι για μένα. Θα τους έβαζα κάτω και τους τρεις με τη μία, ποιος, εγώ, η μισή μερίδα. Βέβαια, αυτοί έχουν φάει κόλλημα, δεν μπορούν να ξυριστούν. Έτσι και ξυρίζονταν, δε θα τους αναγνώριζε κανένας. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι κι εσύ έχεις το ίδιο πρόβλημα. Αυτή είναι η εικόνα σου, πάει και τελείωσε. Αυτή η γενειάδα μ' έκανε να βλέπω εφιάλτες όταν ήμουν μικρή και σ' έβλεπα στα βιντεοκλίπ. Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Θα ήσουν τελείως ανώνυμος χωρίς τη γενειάδα σου. Το έχεις σκεφτεί ποτέ αυτό; Άμεση ανακούφιση από τον πονοκέφαλο της δημοσιότητας. Επιπλέον, είναι μειονέκτημα στους καβγάδες. Υπάρχουν λόγοι για να ξυριστείς». «Το πρόσωπό μου ήταν μειονέκτημα με τα κορίτσια», είπε. «Αν η γενειάδα μου σ' έκανε να βλέπεις εφιάλτες, πού να μ' έβλεπες χωρίς αυτή. Δε θα ξανάκλεινες μάτι όλη σου τη ζωή». «Ώστε λοιπόν είναι μεταμφίεση. Ένα είδος κρυψώνα. Όπως και τ' όνομά σου».

166

JOE HILL

«Τι έχει το όνομα μου;» «Δεν είναι το πραγματικό σου όνομα. Τζούντας Κόιν. Είναι λογοπαίγνιο*». Έγειρε προς το μέρος του. «Μ' ένα τέτοιο όνομα, πάω στοίχημα πως προέρχεσαι από οικογένεια παρανοϊκών θρησκόληπτων χριστιανών. Ο πατριός μου λέει ότι η Βίβλος είναι μία μπούρδα και μισή. Μεγάλωσε Πεντηκοστιανός, αλλά κατέληξε πνευματιστής, και έτσι μας μεγάλωσε κι εμάς. Έχει ένα εκκρεμές -μπορεί να το κρατήσει από πάνω σου και να σου κάνει ερωτήσεις και να καταλάβει αν λες ψέματα από τον τρόπο που κουνιέται. Μπορεί μάλιστα να διαβάσει και την αύρα σου. Η αύρα μου είναι μαύρη σαν την αμαρτία. Η δική σου; Θες να σου πω τη μοίρα σου; Η χειρομαντεία δεν είναι τίποτα. Το πιο εύκολο κόλπο απ' όλα». Του είπε τη μοίρα του τρεις φορές. Την πρώτη φορά είχε γονατίσει γυμνή στο κρεβάτι δίπλα του, με τον ιδρώτα να γυαλίζει ανάμεσα στα στήθη της. Ήταν ξαναμμένη, η ανάσα της ήταν ακόμα βαριά από το σεξ. Του έπιασε την παλάμη και πέρασε τα ακροδάχτυλά της από πάνω της, εξετάζοντας την προσεκτικά. «Κοίτα τη γραμμή της ζωής», είπε η Άννα. «Μοιάζει ατελείωτη. Μάλλον θα ζήσεις για πάντα. Εγώ δε θα ήθελα να ζήσω για πάντα. Πότε ακριβώς θεωρείσαι γέρος; Ίσως είναι μεταφορικό. Ίσως η μουσική σου να ζήσει για πάντα, υπάρχει κάποια ασάφεια σ' αυτές τις γραμμές. Η χειρομαντεία δεν είναι αυτό που θα λέγαμε ακριβής επιστήμη». Κι έπειτα, κάποτε, όχι πολύ καιρό αφότου ο Τζουντ ολοκλήρωσε το φτιάξιμο της Μάστανγκ, είχαν πάει μια βόλτα στους λόφους πάνω από τον ποταμό Χάντσον. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο σε μια ξύλινη αποβάθρα και κοιτούσαν τα διαμαντένια νερά του κάτω από τον ανοιχτογάλανο ουρανό. Αφράτα λευκά σύννεφα ταξίδευαν στον ορίζοντα. Ο Τζουντ είχε σκοπό να πάει την Άννα σ' ένα ραντεβού μ' έναν ψυχίατρο -το είχε κλείσει ο Ντάνι-, όμως εκείνη τον είχε μεταπείσει λέγοντάς του ότι η μέρα ήταν πολύ όμορφη για να την περάσει σ' ένα ιατρείο. Κάθισαν εκεί, με τα παράθυρα κατεβασμένα και τη μουσική •Judas Coyne, ομόηχο του Judas Coin, «Το νόμισμα του Ιούδα». (Σ.τ.Μ.)

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

167

να παίζει απαλά, κι εκείνη πήρε το χέρι του, που ήταν ακουμπισμένο ανάμεσά τους. Περνούσε μια από τις καλές της μέρες. Που έρχονταν όλο και πιο σπάνια. «Να αγαπήσεις ξανά μετά από μένα», του είπε. «Να βρεις ξανά μια ευκαιρία να είσαι ευτυχισμένος. Δεν ξέρω αν θ' αφήσεις τον εαυτό σου να το δεχτεί. Νομίζω πως όχι. Γιατί δε θέλεις να είσαι ευτυχισμένος;» «Τι εννοείς, μετά από σένα;» τη ρώτησε. Έπειτα είπε: «Είμαι ευτυχισμένος τώρα». «Όχι, δεν είσαι. Είσαι ακόμα θυμωμένος». «Με ποιόν;» «Με τον εαυτό σου», του είπε, λες και ήταν το mo προφανές πράγμα στον κόσμο. «Λες και φταις εσύ που πέθαναν ο Τζερόμ και ο Ντίζι. Λες και θα μπορούσε κανείς να τους σώσει από τους εαυτούς τους. Επίσης, είσαι ακόμα τσαντισμένος με τον πατέρα σου. Για όσα έκανε στη μητέρα σου. Γι' αυτό που έκανε στο χέρι σου». Αυτό το τελευταίο του έκοψε την ανάσα. «Για τι πράγμα μιλάς; Πώς ξέρεις τι έκανε στο χέρι μου;» Του έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα· ένα ζαβολιάρικο, εύθυμο βλέμμα. «Το κοιτάζω αυτή τη στιγμή, έτσι δεν είναι;» Του αναποδογύρισε το χέρι, έσυρε τον αντίχειρά της πάνω στους σημαδεμένους του κόμπους. «Δε χρειάζεται να είσαι μάντης. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις ευαίσθητα δάχτυλα. Μπορώ να νιώσω τα σημεία όπου έχουν γιατρευτεί τα κόκαλα. Με τι σ' το έσπασε; Με καμιά βαριοπούλα; Είχαν κακοφορμίσει». «Μου το τσάκισε στην πόρτα της αποθήκης. Έλειψα ένα Σαββατοκύριακο για να παίξω στη Νέα Ορλεάνη. Σ' ένα διαγωνισμό εφηβικών συγκροτημάτων. Ήμουν δεκαπέντε χρονών. Σούφρωσα εκατό δολάρια από το οικογενειακό ταμείο για τα εισιτήρια του λεωφορείου. Δεν το θεώρησα κλοπή, επειδή θα κερδίζαμε το διαγωνισμό. Το βραβείο ήταν πεντακόσια δολάρια μετρητά. Θα τα επέστρεφα με τόκο». «Πώς τα πήγατε;» «Ήρθαμε τρίτοι. Αγοράσαμε όλοι μπλουζάκια με το σήμα του διαγωνισμού», είπε ο Τζουντ. «Όταν γύρισα, με έσυρε στην

168

JOE HILL

αποθήκη με τα τρόφιμα και μου τσάκισε το χέρι με την πόρτα. Το αριστερό, το χέρι που έπιανα τα ακόρντα». Εκείνη συνοφρυώθηκε και τον κοίταξε μπερδεμένη. «Νόμιζα ότι έπιανες ακόρντα με το δεξί». «Ναι, αυτό κάνω. Τώρα». Συνέχισε να τον κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα. «Όσο το αριστερό μου χέρι γιατρευόταν πίεσα τον εαυτό μου να μάθει να παίζει ανάποδα, κι από τότε δεν επέστρεψα ποτέ στο φυσιολογικό». «Ήταν δύσκολο;» «Κοίτα, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσα ποτέ να ξαναπιάσω ακόρντα με το αριστερό, οπότε ή θα έπαιζα με το άλλο ή θα σταματούσα τελείως. Κι αυτό θα ήταν πολύ πιο δύσκολο». «Πού ήταν η μητέρα σου όταν συνέβη αυτό;» «Δεν μπορώ να θυμηθώ». Ψέμα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσε να το ξεχάσει αυτό. Η μητέρα του ήταν στο τραπέζι όταν ο πατέρας του τον έσερνε μες στην κουζίνα για να τον πάει στην πόρτα της αποθήκης με τα τρόφιμα, και της είχε φωνάξει να τον βοηθήσει, αλλά εκείνη το μόνο που έκανε ήταν να σηκωθεί, να καλύψει τ' αυτιά της με τις παλάμες της και να φύγει για το δωμάτιο όπου έραβε. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε να την κατηγορήσει που αρνήθηκε να επέμβει. Του άξιζε, και όχι μόνο για τα εκατό δολάρια που είχε κλέψει. «Τέλος πάντων, εντάξει, κατέληξα να παίζω καλύτερα αφότου άλλαξα χέρια. Μόνο που επί ένα μήνα χρειάστηκε να βγάζω τους πιο φρικτούς ήχους που έχει ακούσει ποτέ άνθρωπος. Τελικά κάποιος με συμβούλεψε ότι αν ήθελα ν' αλλάξω χέρια, έπρεπε να περάσω τις χορδές ανάποδα. Από κει κι ύστερα ήταν πολύ εύκολο». «Και έδειξες και στον πατέρα σου τι αξίζεις, έτσι;» Δεν απάντησε. Εκείνη κοίταξε άλλη μια φορά την παλάμη του και χάιδεψε με τον αντίχειρά της τον καρπό του. «Δεν έχει τελειώσει ακόμα μαζί σου ο πατέρας σου. Θα τον ξαναδείς». «Όχι, δε θα τον ξαναδώ. Έχουμε να ιδωθούμε τριάντα χρόνια. Δεν έχει θέση πια στη ζωή μου». «Και βέβαια έχει. Τον σκέφτεσαι κάθε μέρα».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

169

«Περίεργο, νόμιζα ότι είχαμε αποφασίσει να μην πάμε στον ψυχίατρο σήμερα». Του είπε: «Έχεις πέντε γραμμές της τύχης. Είσαι πιο τυχερός κι από γάτα, Τζουντ Κόιν. Ο κόσμος σε ξεπληρώνει ακόμα για όλα όσα τράβηξες από τον πατέρα σου. Πέντε γραμμές της τύχης. Ο κόσμος δε θα σταματήσει ποτέ να σ' το ξεπληρώνει». Άφησε το χέρι του. «Η γενειάδα σου, το μεγάλο δερμάτινο τζάκετ σου, το μεγάλο μαύρο αμάξι σου, οι μεγάλες μαύρες μπότες σου. Κανείς δε φοράει μια τέτοια πανοπλία αν δεν έχει πληγωθεί από κάποιον που δεν είχε κανένα δικαίωμα να τον πληγώσει». «Άκου ποιος μιλάει», της είπε. «Υπάρχει σημείο πάνω σου που να μην έχεις μπήξει καρφί;» Είχε καρφιά στ' αυτιά της, στη γλώσσα της, στη μία ρώγα, στα χείλη του αιδοίου της. «Εσύ ποιον προσπαθείς να τρομάξεις;» Η τελευταία φορά που του διάβασε την παλάμη ήταν δυο τρεις \ βδομάδες πριν τη διώξει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο της κουζίνας ένα απόγευμα και την είδε να σέρνει τα βήματά της προς τον αχυρώνα κάτω απ' την κρύα οκτωβριάτικη βροχή, φορώντας μόνο ένα μπλουζάκι με ραντάκια κι ένα μαύρο σλιπάκι. Η επιδερμίδα της ήταν τρομακτικά χλομή. Μέχρι να τη φτάσει, εκείνη είχε χωθεί στο κλουβί των σκυλιών, στο τμήμα του που ήταν μέσα στον αχυρώνα, όπου ο Άνγκους και η Μπον πήγαιναν για να προφυλαχτούν από τη βροχή. Τη βρήκε να κάθεται στο χώμα, με τους μηρούς της πασαλειμμένους από τη λάσπη. Τα σκυλιά πήγαιναν πέρα δώθε, ρίχνοντας ανήσυχα βλέμματα προς το μέρος της και φροντίζοντας να της αφήνουν χώρο. Ο Τζουντ τρύπωσε στο κλουβί πεσμένος στα τέσσερα, θυμωμένος μαζί της, αηδιασμένος από την τροπή που είχε πάρει η σχέση τους τους τελευταίους δύο μήνες. Είχε βαρεθεί να της μιλάει και να παίρνει βαριεστημένες απαντήσεις των τριών λέξεων, είχε βαρεθεί τα ξαφνικά γέλια και τα δάκρυα στα καλά καθούμενα. Είχαν πάψει να κάνουν έρωτα. Η σκέψη και μόνο τον απωθούσε. Δεν πλενόταν, δεν ντυνόταν, δε βούρτσιζε τα δόντια της. Τα καστανόξανθα μαλλιά της είχαν γίνει κατσαριδοφωλιά. Τις τελευταίες λίγες φορές που είχαν επιχειρήσει να κάνουν έρωτα, τον είχε ξενε-

170

JOE HILL

ρώσει μ' αυτά που του ζητούσε, τον έκανε να νιώθει αμηχανία και αηδία. Λίγη διαστροφή δεν τον πείραζε· την έδενε όταν το ήθελε, · της τραβούσε τις ρώγες και την έπαιρνε από πίσω. Αλλά δεν της αρκούσαν αυτά. Ήθελε να της περνάει μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι. Να τη χαρακώνει. Ήταν σκυμμένη μπροστά, με μια βελόνα στο ένα της χέρι. Την πίεσε στον άλλο της αντίχειρα, με κινήσεις γρήγορες και αποφασιστικές -τρυπώντας τον εαυτό της μία φορά, έπειτα ξανά, μέχρι να βγουν χοντρές σταγόνες αίματος που έλαμπαν σαν πετράδια. «Τι διάολο κάνεις εκεί;» τη ρώτησε. Προσπάθησε να μην ακουστεί θυμωμένος, αλλά δεν τα κατάφερε. Την έπιασε απ' τον καρπό για να τη σταματήσει. Εκείνη άφησε τη βελόνα να πέσει στη λάσπη κι έπειτα αντέστρεψε τη λαβή του, έσφιξε τη δική του παλάμη μέσα στη δική της και την κοίταξε προσεκτικά. Τα μάτια της γυάλιζαν με μια πυρετώδη λάμψη μέσα σης σκοτεινές, μελανές τους κόγχες. Κοιμόταν το πολύ τρεις ώρες την ημέρα. «Ο χρόνος σου τελειώνει σχεδόν όσο γρήγορα τελειώνει κι ο δικός μου. Θα σου είμαι πιο χρήσιμη όταν φύγω. Φεύγω. Δεν έχουμε μέλλον. Κάποιος θα προσπαθήσει να σε βλάψει. Κάποιος που θέλει να σου στερήσει τα πάντα». Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Κάποιος που δεν μπορείς να πολεμήσεις. Θα πολεμήσεις έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν μπορείς να νικήσεις. Δε θα νικήσεις. Ό,τι καλό υπάρχει στη ζωή σου σύντομα θα γίνει καπνός». Ο Άνγκους κλαψούρισε αγχωμένος και γλίστρησε ανάμεσά τους, χώνοντας το μουσούδι του στους μηρούς της. Εκείνη χαμογέλασε -είχε ένα μήνα να τη δει να χαμογελάει- και τον χάιδεψε πίσω απ' τα αυτιά. «Εντάξει», είπε. «Θα έχεις πάντα τα σκυλιά». Τράβηξε το χέρι του, την έπιασε από τα μπράτσα, τη σήκωσε όρθια. «Δεν πιστεύω λέξη απ' όσα λες. Μου έχεις πει τη μοίρα μου τουλάχιστον τρεις φορές, και κάθε φορά μου λες άλλα». «Το ξέρω», είπε εκείνη. «Αλλά είναι όλα αλήθεια». «Γιατί τρυπιόσουν με τη βελόνα; Γιατί να θες να κάνεις κάτι τέτοιο;»

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

171

«Το κάνω από πολύ μικρή. Κάποιες φορές, μ' ένα δυο τρυπήματα μπορώ να διώξω τις κακές σκέψεις. Είναι ένα κόλπο που έμαθα στον εαυτό μου για να καθαρίζω το κεφάλι μου. Είναι όπως όταν τσιμπιέσαι για να δεις αν ονειρεύεσαι. Ξέρεις. Ο πόνος σε ξυπνάει. Ή σου θυμίζει ποιος είσαι». Ο Τζουντ ήξερε. Ύστερα, σαν να το σκέφτηκε καλύτερα, η Άννα πρόσθεσε: «Φαίνεται πως δε λειτουργεί και πολύ καλά τώρα πια». Την έβγαλε από το κλουβί και περπάτησαν μαζί προς το σπίτι. «Δεν ξέρω τι δουλειά έχω εδώ, έτσι, με τα εσώρουχα», του είπε όταν ξαναμίλησε. «Ούτε γω». «Τα έχεις φτιάξει ποτέ με καμιά που να ήταν τόσο τρελή όπως εγώ, Τζουντ; Με μισείς; Είχες πολλά κορίτσια. Πες μου αλήθεια, είμαι η χειρότερη; Ποια ήταν η χειρότερη;» «Γιατί πρέπει να κάνεις τόσες πολλές κωλοερωτήσεις;» της είπε. Καθώς επέστρεφαν στο σπίτι μέσα στη βροχή, άνοιξε τη μαύρη του καμπαρντίνα, σκέπασε το λεπτό κορμί της, που ριγούσε, και την έσφιξε πάνω του. «Προτιμώ να κάνω ερωτήσεις», του είπε, «παρά να τις απαντάω».

Ξύπνησε λίγο μετά τις εννέα με μια μελωδία στο κεφάλι του, κάτι που θύμιζε θρησκευτική μελωδία των Απαλαχίων. Σκούντησε την Μπον για να κατέβει απ' το κρεβάτι -είχε σκαρφαλώσει τη νύχτα για να κοιμηθεί μαζί τους- και παραμέρισε τα σκεπάσματα. Ο Τζουντ κάθισε στην άκρη του στρώματος και ξανάφερε τη μελωδία στο μυαλό του, προσπαθώντας να την αναγνωρίσει, να θυμηθεί τους στίχους. Μόνο που δεν μπορούσε να την αναγνωρίσει και δεν μπορούσε να θυμηθεί τους στίχους, γιατί δεν υπήρξε ποτέ μέχρι να τη σκεφτεί ο ίδιος. Και δε θα είχε όνομα μέχρι να της δώσει εκείνος ένα. Ο Τζουντ σηκώθηκε, διέσχισε αθόρυβα το δωμάτιο και βγήκε έξω, στον στεγασμένο τσιμεντένιο διάδρομο, φορώντας ακόμα το μποξεράκι του. Ξεκλείδωσε το πορτ μπαγκάζ της Μάστανγκ και έβγαλε από μέσα μια Λες Πολ του '68 στη στραπατσαρισμένη θήκη της. Την κουβάλησε πίσω στο δωμάτιο. Η Τζόρτζια δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Παρέμενε ξαπλωμένη με το πρόσωπο θαμμένο στα μαξιλάρια, με το ένα κατάλευκο της χέρι έξω από τα σεντόνια, μαζεμένο σφιχτά στο κορμί της. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είχε κάνει σχέση με μια γυναίκα με μαύρισμα. Όταν είσαι γκοθ, είναι πολύ σημαντικό έστω να υπαινίσσεσαι την πιθανότητα ν' αρπάξεις φωτιά έτσι και σε δει ο ήλιος. Μπήκε στην τουαλέτα. Ο Άνγκους και η Μπον τον ακολουθούσαν και οι δύο, και τους είπε ψιθυριστά να μείνουν απέξω. Κάθισαν στα πίσω πόδια έξω από την πόρτα, κοιτάζοντάς τον με

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

173

βλέμμα περίλυπο, κατηγορώντας τον με τα μάτια ότι δεν τ' αγαπούσε αρκετά. Δεν ήταν σίγουρος πόσο καλά θα μπορούσε να παίξει με το τραύμα στο δεξί του χέρι. Έβγαλε τη Λες Πολ από τη θήκη κι άρχισε να την κουρδίζει. Το πρώτο ακόρντο που έπαιξε έφερε έναν πόνο σαν κάψιμο -δεν ήταν και τόσο χάλια, περισσότερο μια δυσάρεστη θερμότητα- στο κέντρο της παλάμης του. Ένιωθε σαν να είχε χωθεί ένα ατσαλόσυρμα βαθιά στη σάρκα του και είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Σκέφτηκε ότι δε θα τον εμπόδιζε να παίξει. Όταν κούρδισε την κιθάρα, έψαξε για τα σωστά ακόρντα κι άρχισε να παίζει το σκοπό που είχε στο μυαλό του όταν ξύπνησε. Χωρίς τον ενισχυτή, το μόνο που ακουγόταν από την κιθάρα ήταν ένα επίπεδο, μαλακό γρατζούνισμα και κάθε ακόρντο γεννούσε έναν τραχύ μεταλλικό ήχο. Το τραγούδι θα μπορούσε να είναι μια παραδοσιακή μελωδία της υπαίθρου, ακουγόταν σαν μια από τις επιτυχίες της δισκογραφικής Φόλκγουεϊς ή σαν κάτι που θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μια ανθολογία παραδοσιακής μουσικής της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. Κάτι που θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ετοιμάσου να Σκάψεις το Λάκκο σου». «Ο Χριστός Έρχεται Πάνω στο Άρμα Του». «Πιες Ένα Ποτήρι για το Διάβολο». «Πιες Ένα Ποτήρι για τους Νεκρούς», είπε. Άφησε κάτω την κιθάρα και ξαναγύρισε στο υπνοδωμάτιο. Στο κομοδίνο υπήρχε ένα μικρό σημειωματάριο κι ένα στυλό διαρκείας. Τα πήρε στο μπάνιο και έγραψε: «Πιες Ένα Ποτήρι για τους Νεκρούς». Τώρα το τραγούδι είχε τίτλο. Σήκωσε την κιθάρα και άρχισε να παίζει ξανά. Ο ήχος του -ο ήχος του οροπέδιου Όζαρκ, ο ήχος των γκόσπελ- του έφερε ένα ηδονικό ρίγος, που το ένιωσε κατά μήκος των χεριών και στον αυχένα του. Πολλά από τα τραγούδια του, στη σύλληψή τους, θύμιζαν μουσική του παλιού καιρού. Έφταναν στο κατώφλι του σαν παρατημένα ορφανά, σαν χαμένα παιδιά μεγάλων και αξιοσέβαστων μουσικών οικογενειών. Έρχονταν και τον έβρισκαν με τη μορφή των λαϊκών μελωδιών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, των χόνκι τονκ μπλουζ, των γε-

174

JOE HILL

μάτων παράπονο τραγουδιών της εποχής του Κραχ, των χαμένων ριφ του Τσακ Μπέρι. Ο Τζουντ τα έντυνε στα μαύρα και τους μάθαινε να ουρλιάζουν. Λυπήθηκε που δεν είχε μαζί του το ψηφιακό του κασετόφωνο, γιατί θα ήθελε να έχει την αρχική ιδέα γραμμένη. Έτσι, άφησε για άλλη μια φορά την κιθάρα στην άκρη και έγραψε τα ακόρντα στο σημειωματάριο, κάτω από τον τίτλο του τραγουδιού. Έπειτα ξανάπιασε τη Λες Πολ και έπαιξε το θέμα ξανά και ξανά, περίεργος να δει πού θα τον οδηγούσε. Είκοσι λεπτά αργότερα, σταγόνες αίματος είχαν κάνει την εμφάνισή τους μέσα από τον επίδεσμο στο αριστερό του χέρι, και είχε καταλήξει στο ρεφρέν, το οποίο βασίστηκε φυσικά στο αρχικό θέμα· ένα ρεφρέν στέρεο, ξεσηκωτικό και θυελλώδες, που ξεκινούσε από έναν ψίθυρο και γινόταν κραυγή: μια πράξη βίας ενάντια στην ομορφιά και τη γλύκα της μελωδίας που είχε προηγηθεί. «Τίνος είναι αυτό;» ρώτησε η Τζόρτζια, σκύβοντας στην πόρτα του μπάνιου, τρίβοντας τα μάτια της για να διώξει τον ύπνο. «Δικό μου». «Μου αρέσει». «Καλό είναι. Θα ακουγόταν πολύ καλύτερα αν είχα ενισχυτή». Τα απαλά μαύρα μαλλιά της που πέταγαν γύρω από το κεφάλι της του έδιναν μια αέρινη όψη, και οι σκιές κάτω από τα μάτια της έκαναν τον Τζουντ να προσέξει πόσο μεγάλα ήταν. Του χαμογέλασε νυσταλέα. Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Τζουντ», του είπε, μ' έναν τόνο σχεδόν αφόρητης ερωτικής τρυφερότητας. «Τι;» «Μπορείς να την κάνεις λίγο από το μπάνιο, γιατί θέλω να κατουρήσω;» Όταν η Τζόρτζια έκλεισε την πόρτα, έριξε τη θήκη της κιθάρας του στο κρεβάτι και στάθηκε όρθιος στο μισοσκόταδο του δωματίου, ακούγοντας τον πνιχτό ήχο του κόσμου έξω από τις κλειστές κουρτίνες: το βουητό του αυτοκινητόδρομου, την πόρτα ενός αυτοκινήτου που έκλεινε, μια ηλεκτρική σκούπα στο ακριβώς αποπάνω δωμάτιο. Εκείνη τη στιγμή του φάνηκε ότι το φάντασμα είχε φύγει.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

175

Από τότε που το κουστούμι είχε φτάσει στο σπίτι του μέσα στο μαύρο καρδιόσχημο κουτί, αισθανόταν τον νεκρό να τον γυροφέρνει. Ακόμα κι όταν ο Τζουντ δεν μπορούσε να τον δει, είχε επίγνωση της παρουσίας του, την ένιωθε σχεδόν σαν βαρομετρική πίεση, ένα είδος έντασης και ηλεκτρισμού στην ατμόσφαιρα, σαν αυτή που προηγείται μιας καταιγίδας. Είχε ζήσει για μέρες μέσα σ' αυτό το κλίμα τρομερής αναμονής, μέσα σ' ένα συνεχή αναβρασμό που τον δυσκόλευε να φάει ή να κοιμηθεί. Τώρα, όμως, αυτή η ένταση δεν υπήρχε πια. Για κάποιο λόγο, είχε ξεχάσει το φάντασμα όσο έγραφε αυτό το καινούριο τραγούδι -και το φάντασμα τον είχε με κάποιο τρόπο ξεχάσει κι αυτό, ή τουλάχιστον δεν ήταν σε θέση να εισβάλει στις σκέψεις του Τζουντ, στο περιβάλλον του. Έβγαλε βόλτα τον Άνγκους, δίχως να βιάζεται. Ο Τζουντ φορούσε κοντομάνικο και τζιν παντελόνι και απολάμβανε την αίσθηση του ήλιου στον αυχένα του. Η μυρωδιά του πρωινού -οι εξατμίσεις από τον Διαπολιτειακό 95, τα αγριολούλουδα ανάμεσα στους θάμνους, η καυτή άσφαλτος- έκανε το αίμα του να κυλάει πιο γρήγορα, τον έκανε να θέλει να βρεθεί στο δρόμο, οδηγώντας για κάπου, οπουδήποτε. Ένιωθε καλά: μια αίσθηση που την είχε ξεχάσει. Ίσως ήταν ερεθισμένος. Σκέφτηκε τα απαλά ανακατεμένα μαλλιά της Τζόρτζια, τα πρησμένα απ' τον ύπνο μάτια της και τα λυγερά κατάλευκα πόδια της. Πεινούσε, ήθελε να φάει αβγά και ψητό κοτόπουλο. Ο Άνγκους κυνήγησε μια μαρμότα μέσα στα χορτάρια, κι έπειτα στάθηκε στην άκρη του σύδεντρου, γαβγίζοντας χαρούμενα προς το μέρος της. Ο Τζουντ γύρισε πίσω για να δώσει και στην Μπον την ευκαιρία να ξεμουδιάσει, και άκουσε το ντους. Μπήκε στο μπάνιο. Ήταν γεμάτο ατμούς, ο αέρας ζεστός και πηχτός. Γδύθηκε, τράβηξε λίγο την κουρτίνα και μπήκε στην ντουσιέρα. Η Τζόρτζια τινάχτηκε όταν τη χάιδεψε στην πλάτη με τους κόμπους των δαχτύλων του, και γύρισε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει. Είχε μια μαύρη πεταλούδα τατουάζ στον αριστερό της ώμο και μια μαύρη καρδιά στο γοφό της. Στράφηκε προς το μέρος του, κι εκείνος ακούμπησε το χέρι του πάνω στην καρδιά.

176

JOE HILL

Κόλλησε το υγρό, λυγερό κορμί της πάνω στο δικό του και φιλήθηκαν. Έγειρε από πάνω της και μπήκε μέσα της, και για να στηριχτεί η Τζόρτζια ακούμπησε το δεξί της χέρι στον τοίχο -κι αμέσως τινάχτηκε παίρνοντας μια απότομη, κοφτή ανάσα, μια αδύναμη κραυγή πόνου, τραβώντας το χέρι της απότομα, σαν να το είχε κάψει. Η Τζόρτζια προσπάθησε να κατεβάσει το χέρι της στο πλευρό της, αλλά εκείνος της έπιασε τον καρπό και τον σήκωσε. Ο αντίχειράς της ήταν πρησμένος και κατακόκκινος, κι όταν τον άγγιξε απαλά, τον ένιωσε να καίει. Η βάση του αντίχειρα ήταν κι αυτή κόκκινη και πρησμένη. Στο κέντρο της ρώγας του υπήρχε μια λευκή πληγή που γυάλιζε από το φρέσκο πύον. «Τι θα κάνουμε μ' αυτό το πράγμα;» τη ρώτησε. «Μια χαρά είναι. Του βάζω αντισηπτική κρέμα». «Δεν είναι καθόλου μια χαρά. Πρέπει να πάμε σε κάποιο νοσοκομείο». «Δεν υπάρχει περίπτωση να περιμένω τρεις ώρες στα Επείγοντα για να κοιτάξει κάποιος το σημείο όπου τρυπήθηκα με μια καρφίτσα». «Δεν ξέρεις με τι τρυπήθηκες. Μην ξεχνάς τι κρατούσες στα χέρια σου όταν συνέβη». «Δεν το ξεχνάω. Απλώς δεν πιστεύω ότι υπάρχει γιατρός που να μπορεί να το γιατρέψει». «Πιστεύεις ότι θα γιατρευτεί από μόνο του;» «Νομίζω ότι θα γίνει καλά -αν μπορέσουμε να διώξουμε τον νεκρό. Αν τον ξεφορτωθούμε, νομίζω ότι κι οι δυο μας θα γίνουμε καλά», είπε. «Ό,τι κι αν συμβαίνει με το χέρι μου, είναι μέρος της όλης κατάστασης. Αλλά το ξέρεις ήδη αυτό, έτσι δεν είναι;» Ο Τζουντ δεν ήξερε τίποτα, είχε όμως μερικές υπόνοιες, και δεν του άρεσε καθόλου που συνέπιπταν με τις δικές της. Έσκυψε το κεφάλι του συλλογισμένος και σκούπισε το νερό από το πρόσωπο του. Τέλος, είπε: «Όταν η Άννα είχε τις μαύρες της, τρυπιόταν στον αντίχειρα με μια βελόνα. Για να καθαρίσει το κεφάλι της, έλεγε. Δεν ξέρω. Ίσως δεν έχει καμία σχέση. Αλλά με ανησυχεί το να σε βλέπω τρυπημένη με τον ίδιο τρόπο που τρυπιόταν κι εκείνη».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

177

«Εντάξει. Εμένα δε με ανησυχεί. Ίσα ίσα, αυτό με κάνει να νιώθω καλύτερα». Έφερε το καλό της χέρι στο στήθος του καθώς μιλούσε, τα δάχτυλά της εξερεύνησαν τους μυς που άρχιζαν να χάνουν τη γράμμωσή τους και το δέρμα που χαλάρωνε με τα χρόνια, καλυμμένο από μπερδεμένες κατσαρές ασημένιες τρίχες. «Σοβαρά μιλάς;» «Και βέβαια. Είναι άλλο ένα κοινό που έχουμε εγώ κι εκείνη. Πέρα από σένα. Δεν τη γνώρισα ποτέ και δεν ξέρω σχεδόν τίποτα γι' αυτήν, αλλά νιώθω ότι κάτι μας συνδέει. Κι αυτό δε με φοβίζει. Αλήθεια». «Χαίρομαι που δε σ' ενοχλεί. Μακάρι να μπορούσα να πω κι εγώ το ίδιο. Όσο με αφορά, δε μου αρέσει να το σκέφτομαι». «Μην το σκέφτεσαι, λοιπόν», του είπε, γέρνοντας προς το μέρος του και σπρώχνοντας τη γλώσσα του στο στόμα του για να τον κάνει να σωπάσει.

Ο Τζουντ έβγαλε την Μπον για την καθυστερημένη βόλτα της όσο η Τζόρτζια ήταν στο μπάνιο για να ντυθεί, να αλλάξει γάζες στο χέρι της και να περάσει τα καρφιά της. Ήξερε ότι αυτό θα την κρατούσε απασχολημένη για είκοσι λεπτά, πέρασε λοιπόν από το αυτοκίνητο και έβγαλε το φορητό της υπολογιστή από το πορτ μπαγκάζ. Η Τζόρτζια δεν ήξερε καν ότι τον είχαν μαζί τους. Τον είχε πάρει εκείνος χωρίς καν να το σκεφτεί, γιατί η Τζόρτζια τον έπαιρνε μαζί της όπου κι αν πήγαινε και τον χρησιμοποιούσε για να διατηρεί επαφή με πολυάριθμους γεωγραφικά απομακρυσμένους φίλους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και προγραμμάτων στιγμιαίας γραπτής επικοινωνίας. Και ξόδευε ατέλειωτες ώρες ψάχνοντας δικτυακούς πίνακες ανακοινώσεων, ιστολογία, πληροφορίες για συναυλίες και βαμπίρ-πορνό (το οποίο θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τόσο καταθλιπτικό). Αφότου έφυγαν, όμως, ο Τζουντ είχε ξεχάσει ότι είχαν πάρει μαζί τους τον φορητό, και η Τζόρτζια δεν τον ρώτησε, οπότε είχε μείνει όλη νύχτα στο πορτ μπαγκάζ. Ο Τζουντ δεν είχε πάρει τον δικό του υπολογιστή -γιατί δεν είχε δικό του υπολογιστή. Την ηλεκτρονική του αλληλογραφία καθώς και όλες τις υπόλοιπες διαδικτυακές του υποχρεώσεις τις διεκπεραίωνε ο Ντάνι. Ο Τζουντ ήξερε βέβαια ότι ανήκε σε ένα όλο και πιο μικρό κομμάτι της κοινωνίας, σ' αυτούς που δεν εννοούσαν να υποκύψουν στα θέλγητρα της ψηφιακής εποχής. Δεν ήθελε να είναι εξαρτημένος από το Ίντερνετ. Είχε περάσει τέσσερα χρόνια κολλημένος στην κόκα, και ήταν μια περίοδος

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

179

της ζωής του όπου όλα έμοιαζαν υπερεπιταχυμένα, όπως σ' εκείνες τις κινηματογραφικές λήψεις όπου ένα ολόκληρο μερόνυχτο κυλάει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όπου η κυκλοφορία των αυτοκινήτων μετατρέπεται σε φαντασμαγορικές λωρίδες φωτός, όπου οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε θολές κούκλες βιτρίνας που τρέχουν σπασμωδικά εδώ κι εκεί. Εκείνα τα τέσσερα χρόνια τού φαίνονταν τώρα σαν τέσσερα άσχημα, τρελά, ξάγρυπνα μερόνυχτα -που είχαν αρχίσει μ' ένα πρωτοχρονιάτικο μεθύσι και είχαν τελειώσει σε πολυπληθή χριστουγεννιάτικα πάρτι, γεμάτα καπνό, όπου τον περιτριγύριζαν άγνωστοι που προσπαθούσαν να τον αγγίξουν και τα γέλια τους θύμιζαν σατανικά ουρλιαχτά. Δεν ήθελε ποτέ ξανά να εξαρτηθεί από κάτι στη ζωή του. Είχε προσπαθήσει κάποτε να εξηγήσει στον Ντάνι τις απόψεις του σχετικά με την ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, την υπερεπιτάχυνση του χρόνου, το Ίντερνετ και τα ναρκωτικά. Ο Ντάνι είχε απλώς σηκώσει ένα από τα κομψά, υπερδραστήρια ματόκλαδά του και τον είχε κοιτάξει μ' ένα αυτάρεσκο απορημένο χαμόγελο. Εκείνος δεν πίστευε ότι η κόκα και οι υπολογιστές είχαν κάτι κοινό. Όμως ο Τζουντ είχε δει πώς έσκυβαν οι άνθρωποι πάνω από τις οθόνες τους, πατώντας το κουμπί της ανανέωσης της σελίδας ξανά και ξανά, περιμένοντας κάποιο πολύ σημαντικό αν και ακατανόητο ψήγμα πληροφορίας, και πίστευε πως ήταν ακριβώς το ίδιο. Τώρα, όμως, είχε διάθεση για μια δόση. Έφερε τον φορητό στο δωμάτιο, τον έβαλε στην πρίζα και συνδέθηκε στο Ίντερνετ. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να μπει στο λογαριασμό του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου. Για την ακρίβεια, δεν ήξερε πώς μπορούσε να έχει πρόσβαση στο λογαριασμό του. Ο Ντάνι είχε εγκαταστήσει ένα πρόγραμμα που έπαιρνε αυτόματα τα μηνύματά του, αλλά ο Τζουντ δεν είχε ιδέα πώς να το κάνει αυτό μέσω του υπολογιστή κάποιου άλλου. Ήξερε όμως πώς να βάλει σε αναζήτηση στο Google ένα όνομα, και πληκτρολόγησε το όνομα της Άννας. Η νεκρολογία της ήταν σύντομη, η μισή σε σχέση μ' αυτήν του θετού πατέρα της. Ο Τζουντ της έριξε μια γρήγορη ματιά, δεν άξιζε για παραπάνω. Αυτό που τράβηξε την προσοχή του

180

JOE HILL

και τον έκανε να νιώσει ένα φευγαλέο κενό στο στομάχι ήταν η φωτογραφία της. Υπέθεσε πως είχε τραβηχτεί λίγο πριν το θάνατο της. Η Άννα κοιτούσε την κάμερα με βλέμμα κενό, τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της έπεφταν στο ισχνό της πρόσωπο, τα μάγουλά της ήταν ρουφηγμένα. Όταν την πρωτογνώρισε, είχε από έναν κρίκο στο κάθε φρύδι και από τέσσερις σε κάθε αυτί, αλλά σ' αυτή τη φωτογραφία οι κρίκοι είχαν εξαφανιστεί, πράγμα που έκανε το υπερβολικά χλομό πρόσωπο της να δείχνει πολύ πιο ευάλωτο. Κοίταξε τη φωτογραφία από πιο κοντά και είδε τα σημάδια που είχαν αφήσει τα τρυπήματα. Είχε εγκαταλείψει τους ασημένιους κρίκους, τους σταυρούς, τα ανκχ, τα γυαλιστερά πετράδια, τα καρφιά, τα αγκίστρια και τα δαχτυλίδια που έχωνε στο δέρμα της για να δείχνει βρόμικη, σκληρή, επικίνδυνη, τρελή και όμορφη. Κάποια απ' όλα αυτά ήταν αλήθεια. Ήταν πράγματι τρελή και όμορφη· όπως και επικίνδυνη. Επικίνδυνη για τον ίδιο της τον εαυτό. Στη νεκρολογία δε γινόταν λόγος για κάποιο σημείωμα που είχε αφήσει πριν αυτοκτονήσει. Δε γινόταν λόγος καν για αυτοκτονία. Είχε πεθάνει τρεις μήνες πριν από τον πατριό της. Ο Τζουντ ξεκίνησε νέα αναζήτηση. Πληκτρολόγησε τις λέξεις «Κράντοκ Μακντέρμοτ, ραβδοσκόπος» και εμφανίστηκαν πάνω από δέκα σχετικοί σύνδεσμοι. Έκανε κλικ στον πρώτο και άνοιξε ένα άρθρο εννέα χρόνων παλιό, της Τάμπα Τρίμπιουν, από τις σελίδες για τις τέχνες και το λάιφσταϊλ. Κοίταξε πρώτα τις φωτογραφίες -υπήρχαν δύο- και ταράχτηκε. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να μπορέσει να ξεκολλήσει το βλέμμα του από κείνες τις φωτογραφίες και να μετατοπίσει την προσοχή του στο κείμενο δίπλα τους. Το άρθρο είχε τίτλο «Ραβδοσκοπώντας τους Νεκρούς». Ο υπότιτλος έλεγε: Είκοσι χρόνια μετά το Βιετνάμ, ο λοχαγός Κράντοκ Μακντέρμοτ είναι έτοιμος να στείλει μερικά φαντάσματα να αναπαυθούν... και να ξυπνήσει κάποια άλλα. Ξεκινούσε με την ιστορία του Ρόι Χέιζ, ενός συνταξιούχου καθηγητή βιολογίας, ο οποίος στην ηλικία των εξήντα εννέα ετών είχε μάθει να πιλοτάρει ελαφρά αεροπλάνα και, κάποιο φθινοπωρινό πρωινό του 1991, είχε πετάξει με ένα ουλτραλάιτ πά-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

181

νω από τα Έβεργκλεϊντς για να μετρήσει ερωδιούς για λογαριασμό κάποιας ομάδας προστασίας του περιβάλλοντος. Στις 7:13 π. μ. ο πύργος ελέγχου ενός ιδιωτικού αεροδρομίου νότια του Νέιπλς είχε λάβει ένα μήνυμα απ' αυτόν: «Νομίζω ότι παθαίνω εγκεφαλικό. Ζαλίζομαι. Δεν ξέρω σε τι ύψος βρίσκομαι. Χρειάζομαι βοήθεια».

Αυτή ήταν η τελευταία φορά που άκουσαν τη φωνή του. Μια ομάδα διάσωσης, αποτελούμενη από περισσότερα από τριάντα σκάφη και εκατό άντρες, δεν μπόρεσε να βρει κάποιο ίχνος του Χέιζ ή του αεροπλάνου του. Σήμερα, τρία χρόνια μετά την εξαφάνισή του και τον πιθανό θάνατο του, η οικογένειά του είχε κάνει τη μάλλον απροσδόκητη κίνηση να προσλάβει τον Κράντοκ Μακντέρμοτ, λοχαγό εν αποστρατεία του Αμερικανικού Στρατού, για να τεθεί επικεφαλής νέων ερευνών. «Δεν έπεσε στα Έβεργκλεΐ'ντς», δηλώνει ο Μακντέρμοτ με ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση. «Οι ομάδες διάσωσης έψαχναν πάντα στο λάθος σημείο. Εκείνο το πρωί, οι άνεμοι παρέσυραν το αεροπλάνο του πιο βόρεια, πάνω από το Μπιγκ Σάιπρες. Υπολογίζω τη θέση του σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου νότια του Διαπολιτειακού 75». 0 Μακντέρμοτ πιστεύει ότι μπορεί να υποδείξει το σημείο της πρόσκρουσης σε μια περιοχή μικρότερη του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου. Δεν κατέληξε όμως σ' αυτή την εκτίμηση συμβουλευόμενος τα μετεωρολογικά δεδομένα του πρωινού της εξαφάνισης, ούτε εξετάζοντας τις τελευταίες εκπομπές ασυρμάτου του δόκτορα Χέιζ, ούτε διαβάζοντας αναφορές αυτοπτών μαρτύρων. Απλώς κράτησε ένα ασημένιο εκκρεμές πάνω από ένα χάρτη της περιοχής. Όταν το εκκρεμές άρχισε να κουνιέται γρήγορα μπρος πίσω, πάνω από ένα σημείο στο Μπιγκ Σάιπρες, ο Μακντέρμοτ ανακοίνωσε ότι είχε βρει το σημείο της πρόσκρουσης. Όταν λοιπόν την ερχόμενη εβδομάδα θα βρεθεί επικεφαλής μιας ιδιωτικής ερευνητικής ομάδας στο βάλτο του Μπιγκ Σάιπρες για να αναζητήσει το χαμένο ουλτραλάιτ, δε θα έχει μαζί του ούτε

182

JOE HILL

σόναρ ούτε ανιχνευτές μετάλλων ούτε σκύλους. Το σχέδιο του για τον εντοπισμό του εξαφανισμένου καθηγητή είναι πολύ πιο απλό -και τρομακτικό. Σκοπεύει να απευθυνθεί στον ίδιο τον Ρόι Χέιζ - ν α καλέσει τον εκλιπόντα επιστήμονα να οδηγήσει εκείνος την ερευνητική ομάδα στο σημείο όπου αναπαύεται.

Στη συνέχεια το άρθρο περνούσε στο ιστορικό του Κράντοκ, διερευνώντας τις προηγούμενες επαφές του με το υπερφυσικό. Μέσα σε λίγες αράδες έδινε τις πιο «γκοθ» λεπτομέρειες της πρώιμης οικογενειακής του ζωής. Αναφερόταν ακροθιγώς στον πατέρα του, έναν Πεντηκοστιανό εφημέριο που αρεσκόταν στο γήτεμα των φιδιών, και ο οποίος είχε εξαφανιστεί όταν ο Κράντοκ ήταν ακόμα παιδί. Αφιέρωνε μια παράγραφο στη μητέρα του, που μαζί της είχε διασχίσει δύο φορές ολόκληρη τη χώρα αφότου εκείνη είδε ένα φάντασμα το οποίο ονόμασε «ο άνθρωπος που βάδιζε προς τα πίσω» -ένα όραμα που προανήγγελλε κακή τύχη. Έπειτα από μια τέτοια επίσκεψη του «ανθρώπου που βάδιζε προς τα πίσω», ο μικρός Κράντοκ και η μητέρα του εγκατέλειψαν την πολυκατοικία όπου έμεναν στην Ατλάντα, τρεις βδομάδες προτού το κτίριο καταστραφεί ολοσχερώς από μια πυρκαγιά που προήλθε από βραχυκύκλωμα. Το 1967 ο Μακντέρμοτ ήταν αξιωματικός στο Βιετνάμ, όπου είχε τοποθετηθεί ως υπεύθυνος της ανάκρισης διακεκριμένων στελεχών του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Του ανατέθηκε η υπόθεση του Νγκουγιέν Τρουνγκ, ενός χειρομάντη για τον οποίο υπήρχαν πληροφορίες ότι είχε διδαχτεί τη μαντική τέχνη από τον αδερφό του ίδιου του Χο Τσι Μινχ και ο οποίος είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ουκ ολίγα ανώτατα στελέχη των Βιετκόνγκ. Για να κάνει τον κρατούμενο του να νιώσει πιο άνετα, ο Μακντέρμοτ ζήτησε από τον Τρουνγκ να τον βοηθήσει να κατανοήσει τις πνευματικές του πεποιθήσεις. Ακολούθησε μια σειρά από ασυνήθιστες συζητήσεις πάνω στα ζητήματα της προφητείας, της ανθρώπινης ψυχής και των νεκρών, συζητήσεις για τις οποίες ο Μακντέρμοτ είπε ότι του άνοιξαν τα μάτια στις διάφορες εκφάνσεις του υπερφυσικού που βρίσκονταν παντού γύρω του.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

183

«Στο Βιετνάμ, τα φαντάσματα έχουν πολλή δουλειά», διατείνεται ο Μακντέρμοτ. «Ο Νγκουγιέν Τρουνγκ με έμαθε να τα βλέπω. Αν μάθεις να τα ψάχνεις, μπορείς να τα εντοπίσεις σε κάθε γωνιά. Τα μάτια τους ξεχωρίζουν από μακριά και τα πόδια τους δεν αγγίζουν το έδαφος. Οι ζωντανοί εκεί φροντίζουν να κρατούν τους νεκρούς απασχολημένους. Ένα πνεύμα που πιστεύει ότι έχει δουλειά να κάνει δεν εγκαταλείπει τον κόσμο μας. Θα μείνει μέχρι να τη φέρει εις πέρας. »Τότε ήταν που πίστεψα για πρώτη φορά ότι θα χάναμε τον πόλεμο. Το είδα να συμβαίνει στο πεδίο της μάχης. Όταν πέθαινε κάποιο από τα δικά μας παιδιά, η ψυχή του έβγαινε από το στόμα του, όπως ο ατμός απ' την τσαγιέρα, και χανόταν στον ουρανό. Όταν πέθαινε κάποιος Βιετκόνγκ, το πνεύμα του παρέμενε στη γη. Οι νεκροί συνέχιζαν να πολεμούν».

Όταν οι συζητήσεις τους τελείωσαν, ο Μακντέρμοτ έχασε τα ίχνη του Τρουνγκ, ο οποίος εξαφανίστηκε περίπου την εποχή της Επίθεσης του Τετ. Όσο για τον καθηγητή Χέιζ, ο Μακντέρμοτ πίστευε ότι η μοίρα του θα γινόταν πολύ σύντομα γνωστή. «Θα τον βρούμε», δήλωσε ο Μακντέρμοτ. «Το πνεύμα του κάθεται άπραγο προς το παρόν, αλλά θα του δώσω εγώ κάποια δουλειά να κάνει. Θα πάμε μια βόλτα μαζί, ο Χέιζ κι εγώ. Θα με οδηγήσει κατευθείαν στο σώμα του».

Διαβάζοντας αυτό το τελευταίο -Θα πάμε μια βόλτα μαζί- ο Τζουντ ανατρίχιασε. Το χειρότερο όμως ήταν η αλλόκοτη αίσθηση τρόμου που τον κατέλαβε όταν είδε τις φωτογραφίες. Η πρώτη ήταν μια φωτογραφία του Κράντοκ ακουμπισμένου στη σχάρα ενός γκριζογάλανου επαγγελματικού αυτοκινήτου. Οι ξυπόλυτες προγονές του -η Άννα κοντά στα δώδεκα, η Τζέσικα γύρω στα δεκαπέντε- τον πλαισίωναν, καθισμένες στο καπό. Ήταν η πρώτη φορά που ο Τζουντ έβλεπε τη μεγαλύτερη αδερφή της Άννας, όχι όμως και που αντίκριζε την Άννα όπως ήταν μικρή -ήταν ακριβώς όπως την είχε δει στον ύπνο του, μόνο που δεν είχε το μαντίλι δεμένο γύρω από τα μάτια της.

184

JOE HILL

Στη φωτογραφία, η Τζέσικα είχε περασμένα τα χέρια της γύρω από το λαιμό του χαμογελαστού πατριού της με το γωνιώδες πρόσωπο. Ήταν ψηλόλιγνη σαν κι αυτόν, σε καλή φόρμα, με μαυρισμένη επιδερμίδα στο χρώμα του μελιού, που έλαμπε από υγεία. Όμως στο χαμόγελο της υπήρχε κάτι το απωθητικό -ήταν πλατύ, ίσως υπερβολικά πλατύ, υπερβολικά ενθουσιώδες, το χαμόγελο ενός μανιακού πωλητή ακινήτων που έλεγε αγόρασε το, αγόρασε το, αγόρασε το. Επίσης, υπήρχε κάτι απωθητικό και στα μάτια της, που ήταν λαμπερά και μαύρα σαν το μελάνι, γεμάτα πάθος και ανησυχητική σφοδρότητα. Η Άννα καθόταν λίγο πιο απομακρυσμένη. Ήταν λιπόσαρκη, με πεταχτούς αγκώνες και γόνατα, και τα μαλλιά της έφταναν σχεδόν μέχρι τη μέση -ένας μακρύς, ολόχρυσος χείμαρρος φωτός. Ήταν επίσης η μόνη που δεν πρόσφερε το χαμόγελο της στην κάμερα, όπως και καμία άλλη έκφραση. Έδειχνε ζαλισμένη, τα μάτια της κοιτούσαν στο κενό, μάτια υπνοβάτη. Ο Τζουντ αναγνώρισε την όψη που έπαιρνε όταν ήταν χαμένη στον μονοχρωματικό, αναποδογυρισμένο κόσμο της κατάθλιψής της. Ξαφνικά μπήκε στο μυαλό του η ενοχλητική ιδέα ότι η Άννα είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας περιπλανώμενη σ' αυτό τον κόσμο. Το χειρότερο απ' όλα, ωστόσο, ήταν μια δεύτερη, μικρότερη φωτογραφία του λοχαγού Κράντοκ Μακντέρμοτ, με στολή αγγαρείας, ένα ψαράδικο καπέλο λεκιασμένο από τον ιδρώτα και ένα ΜΙ6 ριγμένο στον ώμο του. Πόζαρε μαζί με άλλους στρατιώτες σ' ένα σημείο όπου το έδαφος ήταν γεμάτο ξεραμένη κίτρινη λάσπη. Πίσω του υπήρχαν φοίνικες και στάσιμα νερά· θα μπορούσε να ήταν ένα στιγμιότυπο από τα Έβεργκλεϊντς, αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι στρατιώτες και ο Βιετναμέζος αιχμάλωτός τους. Ο αιχμάλωτος στεκόταν λίγο πιο πίσω από τον Κράντοκ, ένας γεροδεμένος άντρας μ' ένα μαύρο ριχτό πουκάμισο, ξυρισμένο κεφάλι, πλατύ πρόσωπο με όμορφα χαρακτηριστικά και μάτια γαλήνια σαν μοναχού. Ο Τζουντ τον γνώρισε με την πρώτη ματιά. Ήταν ο Βιετναμέζος αιχμάλωτος που είχε δει στο όνειρο του. Τα δάχτυλα που έλειπαν από το δεξί χέρι του Τρουνγκ μαρτυρούσαν το προφανές. Στη γεμάτο κόκκο ξεθωριασμένη

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

185

φωτογραφία, τα κολοβώματα εκείνων των δαχτύλων ήταν πρόσφατα ραμμένα με μαύρη κλωστή. Η ίδια λεζάντα που προσδιόριζε την ταυτότητα του συγκεκριμένου άντρα ως Νγκουγιέν Τρουνγκ περιέγραφε την τοποθεσία ως ένα νοσοκομείο εκστρατείας στο Ντονγκ Ταμ, όπου ο Τρουνγκ είχε νοσηλευτεί μετά τον τραυματισμό του στη μάχη. Αυτό ήταν εν μέρει αλήθεια. Ο Τρουνγκ είχε κόψει τα δάχτυλά του μόνο και μόνο επειδή πίστευε ότι ήταν έτοιμα να του επιτεθούν -οπότε, κατά κάποιον τρόπο, επρόκειτο για μάχη. Όσο για το τι του είχε συμβεί στην πραγματικότητα, ο Τζουντ πίστευε ότι ήξερε. Ο Τζουντ πίστευε ότι από τη στιγμή που ο Τρουνγκ δεν είχε να πει στον Κράντοκ Μακντέρμοτ περισσότερα πράγματα για τα φαντάσματα και τις δουλειές τους, είχε πάει μια βόλτα στο δρόμο της νύχτας. Το άρθρο δεν έλεγε αν ο Μακντέρμοτ είχε καταφέρει να βρει ποτέ τον Ρόι Χέιζ, το συνταξιούχο καθηγητή και πιλότο του ουλτραλάιτ, αλλά ο Τζουντ πίστευε ότι τα είχε καταφέρει, αν και δεν υπήρχε προφανής λόγος γι' αυτό. Για να ικανοποιήσει την περιέργειά του, έκανε άλλη μία αναζήτηση. Το λείψανο του Ρόι Χέιζ είχε ταφεί έπειτα από πέντε εβδομάδες, και στην πραγματικότητα δεν το είχε βρει ο Κράντοκ -όχι ο ίδιος. Τα νερά ήταν πολύ βαθιά. Μια ομάδα δυτών της Πολιτειακής Αστυνομίας είχε καταδυθεί και τον είχε ανασύρει, στο σημείο όπου τους είχε υποδείξει να βουτήξουν ο Κράντοκ. Η Τζόρτζια άνοιξε την πόρτα του μπάνιου, και ο Τζουντ έκλεισε το πρόγραμμα περιήγησης. «Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησε. «Προσπαθώ να καταλάβω πώς μπορώ να πάρω τα μηνύματά μου», της είπε ψέματα. «Θες να προσπαθήσεις εσύ;» Εκείνη κοίταξε για μια στιγμή τον φορητό της, έπειτα κούνησε το κεφάλι της και σούφρωσε τη μύτη της. «Όχι. Δεν έχω καμία όρεξη να συνδεθώ στο Ίντερνετ. Παράξενο δεν είναι; Συνήθως δεν ξεκολλάω». «Ορίστε, βλέπεις; Το να τρέχεις για να σώσεις το τομάρι σου δεν είναι και τόσο άσχημο. Σε βοηθάει να φτιάξεις χαρακτήρα».

186

JOE HILL

Ο Τζουντ έβγαλε ξανά το συρτάρι της κουζίνας και έριξε μέσα άλλη μια κονσέρβα σκυλοτροφή. «Χτες το βράδυ η μυρωδιά απ' αυτό το σκατόπραμα μου 'φερνε εμετό», είπε η Τζόρτζια. «Τώρα, άλλο παράξενο, μου ανοίγει την όρεξη». «Έλα. Λίγο πιο πάνω υπάρχει ένα Ντένι'ς. Πάμε μια βόλτα». Άνοιξε την πόρτα και της έδωσε το χέρι του. Εκείνη καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, φορώντας το ξεβαμμένο μαύρο τζιν της, τις βαριές μαύρες μπότες της και το αμάνικο μαύρο μπλουζάκι της που έπεφτε χαλαρά πάνω στο μικροκαμωμένο της σώμα. Κάτω από τις χρυσές ακτίνες του ήλιου που περνούσαν μέσα από την πόρτα, η επιδερμίδα της ήταν τόσο χλομή και λεπτή που φαινόταν σχεδόν διάφανη κι έμοιαζε λες και θα μελάνιαζε στο παραμικρό άγγιγμα. Ο Τζουντ την είδε να κοιτάζει τα σκυλιά. Ο Άνγκους και η Μπον είχαν σκύψει πάνω από το συρτάρι, με τα κεφάλια σμιχτά καθώς έτρωγαν. Είδε την Τζόρτζια να σκυθρωπιάζει, και κατάλαβε τι σκεφτόταν: ότι ήταν ασφαλείς μόνο όταν είχαν τα σκυλιά κοντά τους. Όμως τελικά του έκανε μια γκριμάτσα, σηκώθηκε όρθια μπροστά στο φως, πήρε το χέρι του και τον άφησε να την τραβήξει έξω. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Πίσω από την πόρτα, το πρωινό τους περίμενε. Ο ίδιος δε φοβόταν. Ένιωθε ακόμα σαν να βρισκόταν υπό την προστασία του καινούριου τραγουδιού, ένιωθε ότι γράφοντάς το είχε χαράξει ένα μαγικό κύκλο γύρω τους, που ο νεκρός δεν μπορούσε να τον διαπεράσει. Είχε διώξει το φάντασμα -προς το παρόν τουλάχιστον. Καθώς διέσχιζαν το πάρκινγκ -κρατώντας ξένοιαστα ο ένας το χέρι του άλλου, κάτι που δεν έκαναν ποτέ-, ο Τζουντ έτυχε να κοιτάξει πίσω, προς το δωμάτιο του μοτέλ. Ο Άνγκους και η Μπον, πλάι πλάι, τους κοιτούσαν μέσα από το μεγάλο παράθυρο, στα πίσω τους πόδια, με τα μπροστινά τους πέλματα κολλημένα στο τζάμι και με μια απαράλλαχτη έκφραση ανησυχίας στα μάτια τους.

Το Ντένις ήταν γεμάτο κόσμο, θόρυβο και βαριές μυρωδιές από καμένα λίπη, μπέικον, καφέ και τσιγάρα. Το μπαρ, που βρισκόταν αμέσως δεξιά μόλις έμπαινες, ήταν χώρος καπνιστών. Αυτό σήμαινε ότι έπειτα από πέντε λεπτά αναμονής μέχρι να βρεις θέση μπορούσες να είσαι σίγουρος πως θα μύριζες σαν σταχτοδοχείο όταν θα σου έδειχναν το τραπέζι σου. Ο Τζουντ δεν κάπνιζε, δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή του. Ήταν το μοναδικό αυτοκαταστροφικό συνήθειο που είχε καταφέρει να αποφύγει. Ο πατέρας του κάπνιζε. Όταν κατέβαινε στην πόλη για θελήματα, ο Τζουντ πάντοτε του αγόραζε πρόθυμα μακρόστενες, φτηνές κούτες με χύμα τσιγάρα, το έκανε ακόμα κι όταν δεν του το ζητούσε, και το λόγο τον ήξεραν και οι δυο τους. Ο Τζουντ αγριοκοίταζε τον Μάρτιν καθισμένος απέναντι του στο τραπέζι καθώς ο πατέρας του άναβε ένα τσιγάρο και έπαιρνε την πρώτη του βαθιά ρουφηξιά, με την καύτρα να φουντώνει με μια πορτοκαλί λάμψη. «Αν τα βλέμματα σκότωναν, θα είχα κιόλας καρκίνο», του είπε ένα βράδυ ο Μάρτιν, εντελώς ξαφνικά. Έκανε μια κίνηση με το χέρι του διαγράφοντας έναν κύκλο στον αέρα με το τσιγάρο και κοίταξε τον Τζουντ με μισόκλειστα μάτια πίσω από τον καπνό. «Έχω πολύ γερή κράση. Αν σκοπεύεις να με ξεκάνεις με δαύτα, θα χρειαστεί να περιμένεις πολύ. Αν πραγματικά θες να πεθάνω, υπάρχουν πιο εύκολοι τρόποι». Η μητέρα του Τζουντ δεν είπε τίποτα, απορροφημένη στο

188

JOE HILL

καθάρισμα των μπιζελιών, με το πρόσωπο της σφιγμένο και σοβαρό. Θα μπορούσε να ήταν κωφάλαλη. Ούτε ο Τζουντ -Τζάστιν ακόμα- μίλησε· απλώς συνέχισε να τον κοιτάζει. Δεν ήταν από το θυμό που δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά απ' το σοκ, γιατί ήταν λες και ο πατέρας του διάβαζε τις σκέψεις του. Κοιτούσε το πλαδαρό διπλοσάγονο του Μάρτιν Κοζίνσκι με ένα είδος λύσσας, προσπαθώντας να τον κάνει να πάθει καρκίνο με τη δύναμη της θέλησης, να ενεργοποιήσει ένα σβόλο από μαύρα καταστροφικά κύτταρα που θα καταβρόχθιζαν τη φωνή του πατέρα του, θα έπνιγαν την ανάσα του. Το ήθελε αυτό με όλη του την καρδιά: έναν καρκίνο που θα ανάγκαζε τους γιατρούς να του βγάλουν το λαρύγγι, να τον κάνουν να το βουλώσει για πάντα. Όπως είχαν βγάλει το λαρύγγι του τύπου που καθόταν στο διπλανό τραπέζι, και τώρα χρησιμοποιούσε λαρυγγόφωνο για να επικοινωνεί, μια τριζάτη συσκευή που κράτησε κάτω από το πιγούνι του για να πει στη σερβιτόρα (και σε όλους τους άλλους εκεί μέσα): «ΕΧΕΤΕ ΑΙΡΚΟΝΤΙΣΙΟΝ; ΩΡΑΙΑ, ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΟ ΛΟΙΠΟΝ. ΕΔΩ ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΟΠΟ ΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΕΤΕ ΤΑ ΦΑΓΗΤΑ, ΘΕΛΕΤΕ ΘΑ ΨΗΣΕΤΕ ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΣΑΣ, ΠΟΥ ΣΑΣ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝΕ; ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ. ΕΙΜΑΙ ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΦΤΑ ΧΡΟΝΩΝ». Ή τ α ν

κάτι που φαινόταν να έχει γι' αυτόν τόσο καταλυτική σημασία ώστε το επανέλαβε όταν έφυγε η σερβιτόρα, απευθυνόμενος στη γυναίκα του, μια ασύλληπτα παχύσαρκη γυναίκα που δε σήκωσε στιγμή το βλέμμα από την εφημερίδα της όσο εκείνος μιλούσε. «ΕΙΜΑΙ ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΦΤΑ ΧΡΟΝΩΝ. ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ. ΘΑ ΨΗΘΟΥΜΕ ΣΑΝ

ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ». Έμοιαζε με τον άντρα του ηλικιωμένου ζευγαριού που εικονιζόταν σ' εκείνο τον πίνακα με τον τίτλο Αμέρικαν Γκόθικ, μέχρι και στο γκρίζο τσουλούφι που ήταν χτενισμένο προσεκτικά από τη μια ως την άλλη πλευρά του φαλακρού του κρανίου. «Αναρωτιέμαι πώς θα 'μαστέ σαν ζευγάρι όταν γεράσουμε», είπε η Τζόρτζια. «Κοίτα... Εγώ θα εξακολουθήσω να είμαι τριχωτός. Μόνο που οι τρίχες μου θα είναι άσπρες. Και ίσως θα φυτρώνουν σε όλα τα λάθος σημεία. Στ' αυτιά μου. Στη μύτη μου. Μεγάλες, α-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

189

πείθαρχες τρίχες θα πετάγονται απ' τα φρύδια μου. Θα 'μαι σαν ένας Αϊ-Βασίλης που έχει πάρει τον κακό δρόμο». Η Τζόρτζια έβαλε το χέρι της κάτω από το στήθος της. «Αυτό το λίπος που υπάρχει εδώ θα κατέβει σιγά σιγά στον κώλο μου. Έχω ευαίσθητα δόντια, οπότε μάλλον θα πέσουν. Το καλό είναι ότι θα μπορώ να βγάζω τη μασέλα μου και να σου παίρνω φαφούτικες γέρικες πίπες». Έβαλε το χέρι του κάτω από το πιγούνι της και σήκωσε το πρόσωπο της προς το δικό του. Παρατήρησε τα ψηλά ζυγωματικά της και τα μάτια της μέσα στις βαθιές, μελανές κόγχες τους, μάτια που κοιτούσαν με μια πικρόχολη θυμηδία, αλλά δεν κατάφερναν να κρύψουν τη λαχτάρα της να γνωρίσει την αποδοχή του. «Έχεις όμορφο πρόσωπο», της είπε. «Έχεις όμορφα μάτια. Δε θα 'χεις πρόβλημα. Στις ηλικιωμένες κυρίες, αυτό που παίζει ρόλο είναι τα μάτια. Θα είσαι μια γριούλα με σπιρτόζικα μάτια, που θα μοιάζουν σαν να σκέφτεσαι πάντα κάτι αστείο. Σαν να πηγαίνεις γυρεύοντας για φασαρίες». Κατέβασε το χέρι του. Εκείνη κοίταξε το φλιτζάνι με τον καφέ της, χαμογελώντας ασυνήθιστα ντροπαλά, γοητευμένη από το κομπλιμέντο. «Είναι σαν να μιλάς για τη γιαγιά μου την Μπάμι», του είπε. «Θα τη λατρέψεις. Θα προλάβουμε να είμαστε εκεί μέχρι την ώρα του μεσημεριανού». «Σίγουρα». «Η γιαγιά μου δείχνει σαν μια φιλική, άκακη γριούλα. Της αρέσει όμως τόσο πολύ να πειράζει τους ανθρώπους! Έμενα μαζί της μέχρι που πήγα. δευτέρα γυμνασίου. Έφερνα σπίτι το αγόρι μου τον Τζίμι Έλιοτ -για να παίξουμε κανένα επιτραπέζιο, της έλεγα, αλλά στην πραγματικότητα κρυφοπίναμε κρασί. Η Μπάμι τον περισσότερο καιρό είχε στο ψυγείο ένα μισογεμάτο μπουκάλι κόκκινο κρασί, που έμενε από το προηγούμενο δείπνο. Και ήξερε τι κάναμε. Έτσι μια μέρα έβαλε μοβ μελάνι αντί για κρασί στο μπουκάλι και μας το άφησε. Ο Τζίμι μου έδωσε να πιω την πρώτη γουλιά. Άρχισα να βήχω σαν τρελή και τελικά το άδειασα όλο πάνω μου. Όταν γύρισε σπίτι, είχα ακόμη έναν μεγάλο

190

JOE HILL

μοβ κύκλο στο στόμα μου, μοβ πιτσιλιές στο σαγόνι μου, μοβ γλώσσα. Έκανα μια βδομάδα να βγω έξω. Περίμενα πως η Μπάμι θα μου τις έβρεχε για τα καλά, αλλά εκείνη απλώς το βρήκε πολύ αστείο». Η σερβιτόρα ήρθε για να πάρει παραγγελία. Όταν έφυγε, η Τζόρτζια είπε: «Πώς είναι τα πράγματα όταν είσαι παντρεμένος, Τζουντ;» «Ήσυχα». «Γιατί τη χώρισες;» «Δεν τη χώρισα εγώ. Εκείνη με χώρισε». «Σε έπιασε στα πράσα με την Πολιτεία της Αλάσκα, ας πούμε;...» «Όχι. Δεν την απατούσα -εντάξει, τουλάχιστον όχι τόσο συχνά. Και δεν το έπαιρνε προσωπικά». «Δεν το έπαιρνε προσωπικά; Μιλάς σοβαρά; Αν ήμαστε παντρεμένοι και πήγαινες με άλλη, θα σου πετούσα στο κεφάλι το πρώτο πράγμα που θα 'βρισκα μπροστά μου. Και το δεύτερο. Και δε θα σε πήγαινα στο νοσοκομείο. Θα σε άφηνα να ξεματώσεις». Σταμάτησε, έσκυψε πάνω από την κούπα της και είπε: «Τι έφταιξε λοιπόν;» «Είναι δύσκολο να σ' το εξηγήσω». «Επειδή είμαι χαζή;» «Όχι», της είπε. «Μάλλον επειδή εγώ δεν είμαι αρκετά έξυπνος για να το εξηγήσω στον εαυτό μου, πόσω μάλλον σε οποιονδήποτε άλλον. Για πολύ καιρό προσπαθούσα να είμαι καλός σύζυγος. Μετά σταμάτησα. Και όταν σταμάτησα, εκείνη απλώς το κατάλαβε. Ίσως και να φρόνησα να το καταλάβει». Και καθώς το έλεγε αυτό, ο Τζουντ σκεφτόταν ότι είχε αρχίσει να μένει ξύπνιος ως αργά τα βράδια, περιμένοντάς τη να κουραστεί και να πέσει στο κρεβάτι χωρίς εκείνον. Γλιστρούσε αργότερα στα μουλωχτά, αφού εκείνη είχε αποκοιμηθεί, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να κάνουν έρωτα. Ή ότι μερικές φορές άρχιζε να παίζει κιθάρα την ώρα που εκείνη του έλεγε κάτι -για να μην ακούει τη φωνή της. Θυμήθηκε ότι είχε κρατήσει εκείνη την ταινία σναφ αντί να την πετάξει. Πως την είχε αφήσει εκεί όπου μπορούσε να τη βρει -εκεί όπου ήξερε ότι σίγουρα θα την έβρισκε.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

191

«Αυτό δε μου φαίνεται λογικό. Έτσι ξαφνικά, ένιωσες ότι δεν άξιζε να συνεχίσεις την προσπάθεια; Δε νομίζω πως σε χαρακτηρίζει κάτι τέτοιο. Δεν είσαι ο τύπος που θα τα παρατούσε έτσι, χωρίς λόγο». Λόγος υπήρχε, αλλά ήταν ένας λόγος που δυσκολευόταν να τον εκφράσει, δεν μπορούσε να τον διατυπώσει με τρόπο που να βγάζει νόημα. Είχε αγοράσει της γυναίκας του την αγροικία, την είχε αγοράσει και για τους δυο τους. Αγόρασε στη Σάνον μια Μερσέντες, έπειτα άλλη μία, ένα μεγάλο σεντάν κι ένα κονβέρτιμπλ. Κάποιες φορές περνούσαν τα Σαββατοκύριακα στις Κάννες, και πήγαιναν εκεί πετώντας με ιδιωτικό τζετ, στο οποίο τους σέρβιραν γαρίδες τζάμπο και ουρά αστακού στον πάγο. Κι έπειτα ο Ντίζι πέθανε -πέθανε με τον πιο άσχημο και επώδυνο τρόπο που θα μπορούσε να πεθάνει άνθρωπος- και ο Τζερόμ αυτοκτόνησε, και η Σάνον παρ' όλα αυτά συνέχισε να μπαίνει στο στούντιο του Τζουντ και να του λέει, «Ανησυχώ για σένα. Πάμε στη Χαβάη», ή, «Σου αγόρασα ένα δερμάτινο μπουφάν, δοκίμασέ το», κι εκείνος άρχιζε να γρατζουνάει την κιθάρα του, μισώντας τη χροιά της φωνής της και παίζοντας για να τη σκεπάσει, μισώντας τη σκέψη ότι θα ξόδευε κι άλλα χρήματα, ότι θα είχε στην κατοχή του άλλο ένα μπουφάν, ή ότι θα πήγαινε άλλο ένα ταξίδι. Όμως τις περισσότερες φορές απλώς μισούσε την ευχαριστημένη, καλοζωισμένη έκφραση του προσώπου της, τα χοντρά της δάχτυλα με όλα εκείνα τα δαχτυλίδια, το ψύχραιμο βλέμμα της έγνοιας στα μάτια της. Στο τέλος, όταν ο Ντίζι ήταν πια τυφλός και πάλευε με τον πυρετό και λερωνόταν σχεδόν μια φορά την ώρα, του κόλλησε στο μυαλό η ιδέα ότι ο Τζουντ ήταν ο πατέρας του. Έκλαιγε κι έλεγε ότι δεν ήθελε να είναι ομοφυλόφιλος. «Μη με μισείς πια, μπαμπά», έλεγε, «μη με μισείς». Κι ο Τζουντ έλεγε: «Δε σε μισώ. Ποτέ δε σε μίσησα». Κι ύστερα ο Ντίζι έφυγε, και η Σάνον συνέχισε να παραγγέλνει ρούχα για τον Τζουντ και να σκέφτεται σε ποιο εστιατόριο θα έτρωγαν. «Γιατί δεν κάνατε παιδιά;» ρώτησε η Τζόρτζια. «Φοβόμουν μήπως μοιάσω πολύ στον πατέρα μου». «Αμφιβάλλω αν του μοιάζεις στο ελάχιστο», του είπε.

192

JOE HILL

To συλλογίστηκε κρατώντας το πιρούνι του στον αέρα μπροστά στο στόμα του. «Κάνεις λάθος. Λίγο ως πολύ τον ίδιο χαρακτήρα έχουμε». «Αυτό που με τρομάζει εμένα είναι η ιδέα ότι θα κάνω παιδιά κι αργότερα αυτά θ' ανακαλύψουν την αλήθεια για μένα. Τα παιδιά πάντα ανακαλύπτουν την αλήθεια. Όπως εγώ έμαθα την αλήθεια για τους γονείς μου». «Και τι θα ανακάλυπταν τα παιδιά σου για σένα;» «Ότι παράτησα το λύκειο. Ότι όταν ήμουν δεκατριών χρονών άφησα έναν τύπο να με κάνει πόρνη του. Ότι η μόνη δουλειά στην οποία ήμουν καλή περιλάμβανε να κάνω στριπτίζ για τους Μότλι Κρου σε ένα δωμάτιο γεμάτο μεθυσμένους. Ότι προσπάθησα να αυτοκτονήσω. Ότι με έχουν συλλάβει τρεις φορές. Ότι έκλεψα χρήματα από τη γιαγιά μου και την έκανα να κλάψει. Ότι δεν έπλυνα τα δόντια μου για δύο ολόκληρα χρόνια. Ξεχνάω κάτι;» «Οπότε το παιδί σου θα μάθει αυτό: Ό,τι κι αν μου συμβεί, όσο άσχημο κι αν είναι, μπορώ να μιλήσω στη μητέρα μου, γιατί αυτή τα έχει περάσει όλα. Ό,τι και να μου συμβεί στη ζωή μου, μπορώ να το ξεπεράσω, επειδή η μαμά μου έχει περάσει χειρότερα, και τα ξεπέρασε». Η Τζόρτζια σήκωσε το κεφάλι της, χαμογελώντας ξανά, με τα μάτια της να λάμπουν από ευχαρίστηση και πονηριά -τα μάτια για τα οποία ο Τζουντ μιλούσε λίγο πριν. «Ξέρεις κάτι, Τζουντ;» του είπε, κάνοντας να πιάσει το φλιτζάνι της με τα δάχτυλα του μπανταρισμένου της χεριού. Η σερβιτόρα ήταν πίσω της, και έσκυψε μπροστά με την κανάτα του καφέ για να της ξαναγεμίσει το φλιτζάνι, χωρίς να βλέπει τι έκανε εκείνη τη στιγμή, γιατί κοίταζε το μπλοκάκι με τις παραγγελίες της. Ο Τζουντ είδε τι επρόκειτο να συμβεί, αλλά δεν πρόλαβε ν' ανοίξει το στόμα του και να τις προειδοποιήσει έγκαιρα. Η Τζόρτζια συνέχισε: «Μερικές φορές είσαι τόσο σωστός, που σχεδόν ξεχνάω τι μαλά...» Η σερβιτόρα γύρισε την κανάτα ακριβώς τη στιγμή που η Τζόρτζια έπαιρνε το φλιτζάνι της, και έριξε καφέ στο μπανταρισμένο της χέρι. Η Τζόρτζια έβγαλε μια κραυγή και τράβηξε πί-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

193

σω το χέρι της, σφίγγοντας το στο στήθος της. Το πρόσωπο της συσπάστηκε σε μια φρικτή γκριμάτσα. Για μια στιγμή τα μάτια της έμειναν απλανή από το σοκ, με μια άτονη, κενή γυαλάδα που έκανε τον Τζουντ να σκεφτεί ότι ίσως να λιποθυμούσε. Την επόμενη στιγμή όμως πετάχτηκε όρθια, αρπάζοντας το χτυπημένο χέρι της με το άλλο. «Πρόσεχε πού χύνεις τον καφέ, ηλίθια!» φώναξε στη σερβιτόρα. Η νότια, επαρχιώτικη προφορά έκανε πάλι την εμφάνισή της. «Τζόρτζια», είπε ο Τζουντ, κι έκανε να σηκωθεί. Του έκανε νόημα με μια γκριμάτσα να καθίσει πίσω στην καρέκλα του. Έσπρωξε τη σερβιτόρα με τον ώμο της καθώς πέρασε δίπλα της πηγαίνοντας προς τις τουαλέτες. Ο Τζουντ παραμέρισε το πιάτο του. «Φέρε μου το λογαριασμό όταν ξανάρθεις». «Λυπάμαι τόσο πολύ», είπε η σερβιτόρα. «Ατύχημα ήταν. Συμβαίνουν αυτά». «Λυπάμαι τόσο πολύ», επανέλαβε η σερβιτόρα. «Αλλά δε χρειαζόταν κιόλας να μου μιλήσει έτσι». «Την έκαψες. Πάλι καλά που δεν άκουσες χειρότερα». «Είστε και οι δύο... Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα με τι είχα να κάνω», του είπε η σερβιτόρα. «Και σας σέρβιρα ευγενικά, όπως κάνω με όλους». «Αλήθεια; Ώστε κατάλαβες με τι είχες να κάνεις; Για πες μου να μάθω κι εγώ». «Με δυο ρεμάλια. Μοιάζετε με βαποράκια». Ο Τζουντ γέλασε. «Κι αυτή... Με μια ματιά καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται. Με την ώρα την πληρώνεις;» Ο Τζουντ σταμάτησε να γελάει. «Φέρε το λογαριασμό», είπε, «και χάσου απ' τα μάτια μου». Εκείνη τον κοίταξε για λίγο ακόμα, με το στόμα της στραβωμένο λες κι ετοιμαζόταν να φτύσει, κι έπειτα έφυγε χωρίς να πει άλλη λέξη. Οι πελάτες στα διπλανά τραπέζια είχαν σταματήσει να μιλούν μεταξύ τους και είχαν στήσει αυτί για ν' ακούσουν τα τεκταινόμενα. Ο Τζουντ περιέφερε το βλέμμα εδώ κι εκεί, κοιτά-

194

JOE HILL

ζοντας επίμονα στα μάτια όποιον τολμούσε να τον κοιτάξει, και ένας ένας ξαναγύρισαν στο φαγητό τους. Δε φοβόταν να κοιτάζει τους ανθρώπους στα μάτια, κοιτούσε πλήθη ανθρώπων για πάρα πολλά χρόνια για να καμφθεί τώρα σε τούτη εδώ την οπτική κόντρα. Οι μόνοι που απέμειναν να τον κοιτάζουν ήταν ο γέρος από το Αμέρικαν Γκόθικ και η γυναίκα του, η οποία ήταν τόσο χοντρή που έμοιαζε λες και το είχε σκάσει από κανένα τσίρκο. Τουλάχιστον εκείνη έκανε μια προσπάθεια να φανεί διακριτική, λοξοκοιτάζοντας τον Τζουντ με την άκρη του ματιού ενώ έκανε ότι είχε στραμμένη την προσοχή της στην εφημερίδα που είχε ανοιχτή μπροστά της. Όμως ο γέρος τον κοιτούσε κανονικά, μ' ένα βλέμμα επικριτικό και λιγάκι εύθυμο. Κρατούσε με το ένα χέρι το λαρυγγόφωνο στο λαιμό του -που βούιζε ελαφρά-, σαν να ήταν έτοιμος να κάνει κάποιο σχόλιο. Όμως δεν είπε τίποτα. «Θες να μου πεις κάτι;» τον ρώτησε ο Τζουντ, όταν είδε ότι παρ' όλο που κοιτούσε το γέρο στα μάτια εκείνος δεν ερχόταν σε αρκετά δύσκολη θέση ώστε να πάψει ν' ασχολείται μαζί του. Ο ηλικιωμένος σήκωσε τα βλέφαρά του και κούνησε το κεφάλι του μπρος πίσω: Όχι, τίποτα. Χαμήλωσε το βλέμμα στο πιάτο του μ' ένα κωμικό ρουθούνισμα. Άφησε το λαρυγγόφωνο στο τραπέζι, δίπλα στο αλατοπίπερο. Ο Τζουντ πήγε να πάρει το βλέμμα του, όταν το λαρυγγόφωνο ζωντάνεψε κι άρχισε να δονείται πάνω στο τραπέζι. Μια δυνατή, άχρωμη, ηλεκτρική φωνή βούιξε: «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ». Ο γέρος σφίχτηκε και κόλλησε στην πλάτη της αναπηρικής του πολυθρόνας. Κοίταξε το μηχάνημα, σαστισμένος· δεν ήταν σίγουρος ότι μόλις είχε πει κάτι. Η χοντρή κυρία κατέβασε την εφημερίδα της και κοίταξε τη συσκευή, με μια γκριμάτσα απορίας στο τσιτωμένο και στρογγυλό της πρόσωπο. «ΕΙΜΑΙ ΝΕΚΡΟΣ», είπε βουίζοντας το λαρυγγόφωνο, που μιλούσε δονούμενο πάνω στο τραπέζι σαν φτηνό κουρδιστό παιχνίδι. Ο γέρος το έπιασε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Το μηχάνημα συνέχισε: «ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ. ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ ΜΑΖΙ».

«Τι κάνει;» είπε η χοντρή κυρία. «Μήπως πιάνει κάνα ραδιόφωνο πάλι;»

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

195

Ο γέρος κούνησε το κεφάλι του. Δεν ξέρω τι γίνεται. Το βλέμμα του μετακινήθηκε από το μηχάνημα, που τώρα το κρατούσε στην παλάμη του, στον Τζουντ. Τον κοίταξε πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά που μεγέθυναν τα έκπληκτα μάτια του. Ο γέρος πρότεινε το χέρι του, σαν να πρόσφερε τη συσκευή στον Τζουντ. Το μηχάνημα συνέχισε να βουίζει και να δονείται. «ΘΑ ΤΗ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΘΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΙΣ ΘΑ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΔΕ ΘΑ ΣΕ ΣΩΣΟΥΝ ΘΑ ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΜΑΖΙ ΑΚΟΥ ΤΩΡΑ ΑΚΟΥ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΘΑ ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΜΑΖΙ ΟΤΑΝ ΝΥΧΤΩΣΕΙ. ΔΕ Μ' ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΙΣ. ΕΓΩ ΕΞΟΥΣΙΑΖΩ ΕΣΕΝΑ. ΕΓΩ Σ' ΕΞΟΥΣΙΑΖΩ ΤΩΡΑ».

«Πίτερ», είπε η χοντρή κυρία. Προσπαθούσε να μιλήσει ψιθυριστά, αλλά η φωνή της πνίγηκε, κι όταν έβγαλε την επόμενη ανάσα, ακούστηκε στριγκιά και τρεμάμενη. «Κάν' το να σταματήσει, Πίτερ». Ο Πίτερ απλώς καθόταν προτείνοντας το μηχάνημα στον Τζουντ, σαν να ήταν τηλέφωνο και η κλήση προοριζόταν για κείνον. Όλοι είχαν γυρίσει και κοιτούσαν, η αίθουσα είχε γεμίσει από ανήσυχους ψιθύρους. Κάποιοι από τους πελάτες είχαν σηκωθεί από τις καρέκλες τους για να δουν καλύτερα, δεν ήθελαν να χάσουν αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια. Ο Τζουντ είχε σηκωθεί κι αυτός όρθιος, και σκεφτόταν, Η Τζόρτζια. Καθώς άρχισε να τρέχει στο διάδρομο προς τις τουαλέτες, το βλέμμα του σάρωσε την μπροστινή τζαμαρία. Κοντοστάθηκε, εστιάζοντας το βλέμμα του σ' αυτό που είδε έξω, στο πάρκινγκ. Το φορτηγάκι του νεκρού βρισκόταν εκεί, με τη μηχανή στο ρελαντί, περιμένοντας κοντά στην πόρτα του μαγαζιού, με τους προβολείς αναμμένους, δύο σφαίρες ψυχρού, λευκού φωτός. Μέσα δεν υπήρχε κανείς. Κάποιοι πελάτες από τα γύρω τραπέζια είχαν σηκωθεί όρθιοι και αναγκάστηκε να τους σπρώξει για να φτάσει στο διάδρομο προς τις τουαλέτες. Ο Τζουντ βρήκε μια πόρτα που έγραφε ΓΥΝΑΙΚΩΝ και την έσπρωξε με δύναμη. Η Τζόρτζια στεκόταν στον έναν από τους δύο νιπτήρες. Δε σήκωσε το βλέμμα της ακούγοντας το θόρυβο που έκανε η πόρ-

196

JOE HILL

τα χτυπώντας πάνω στον τοίχο. Κοιταζόταν στον καθρέφτη, αλλά τα μάτια της έβλεπαν στο κενό, δεν εστίαζαν σε κάτι συγκεκριμένο, και το πρόσωπο της είχε τη μελαγχολική, σοβαρή έκφραση ενός παιδιού μισοκοιμισμένου μπροστά στην τηλεόραση. Τίναξε το μπανταρισμένο χέρι της και το χτύπησε στον καθρέφτη, όσο πιο δυνατά μπορούσε, χωρίς κανένα δισταγμό. Κονιορτοποίησε το γυαλί σχηματίζοντας έναν κύκλο μεγέθους γροθιάς, με τα θραύσματα του καθρέφτη να ξεπροβάλλουν αιχμηρά από την τρύπα προς όλες τις κατευθύνσεις. Αμέσως μετά οι ασημένιες λόγχες του καθρέφτη έπεσαν μ' ένα δυνατό κρότο πάνω στους νεροχύτες. Μια λεπτή ξανθιά γυναίκα που κρατούσε ένα νεογέννητο στην αγκαλιά της στεκόταν ένα μέτρο πιο κει, δίπλα σ' έναν πτυσσόμενο πάγκο που κατέβαινε από τον τοίχο. Άρπαξε το μωρό στο στήθος της κι άρχισε να ουρλιάζει: «Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου!» Η Τζόρτζια άρπαξε μια αργυρόχρωμη κυρτή λεπίδα, ένα αστραφτερό μισοφέγγαρο, τη σήκωσε στο ύψος του σαγονιού της και τίναξε πίσω το κεφάλι για να τη χώσει στο λαιμό της. Ο Τζουντ συνήλθε από το σοκ που τον είχε ακινητοποιήσει, της έπιασε τον καρπό, τον έστριψε στο πλάι κι ύστερα τον λύγισε προς τα πίσω, ώσπου εκείνη ούρλιαξε από τον πόνο κι άφησε το κυρτό κομμάτι του καθρέφτη, που έπεσε στα άσπρα πλακάκια κι έγινε κομμάτια. Ο Τζουντ τη γύρισε με την πλάτη προς το μέρος του, στρίβοντάς της ξανά το χέρι, προκαλώντας της πόνο. Εκείνη βόγκηξε κι έκλεισε τα μάτια της, που γέμισαν δάκρυα, αλλά τον άφησε να τη σπρώξει μπροστά, να την οδηγήσει προς την πόρτα. Δεν ήταν σίγουρος γιατί την πόνεσε, αν ήταν από πανικό ή αν το έκανε ηθελημένα, αν ήταν θυμωμένος μαζί της επειδή είχε φύγει ξαφνικά ή αν ήταν θυμωμένος με τον εαυτό του επειδή την άφησε. Ο νεκρός βρισκόταν στο διάδρομο έξω από την τουαλέτα. Ο Τζουντ δεν τον πρόσεξε μέχρι που τον είχε ήδη προσπεράσει, και τότε τον διαπέρασαν ρίγη και τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν ασταμάτητα. Καθώς περνούσαν δίπλα του, ο Κράντοκ τους σήκωσε το καπέλο του σε χαιρετισμό.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

197

«...ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ...»

«Τρελαμένοι είναι. Τρελαμένοι που κάνουν πλάκα». «ΠΑΨΕ, ΝΑ ΤΟΙ, ΕΡΧΟΝΤΑΙ».

Οι πελάτες τους κοιτούσαν έντρομοι και πηδούσαν δεξιά αριστερά για να βγουν από το δρόμο τους. Η σερβιτόρα που πριν λίγο είχε πει στον Τζουντ ότι ήταν βαποράκι και πως η Τζόρτζια ότι ήταν η πόρνη του στεκόταν δίπλα στο πάγκο και μιλούσε στο διευθυντή, ένα μικρόσωμο άντρα που είχε διάφορα στυλό στην τσέπη του πουκαμίσου του και τα θλιμμένα μάτια ενός σκυλιού μπασέ. Η σερβιτόρα τού έδειχνε τον Τζουντ και την Τζόρτζια καθώς διέσχιζαν την αίθουσα. Ο Τζουντ σταμάτησε στο τραπέζι τους και άφησε δύο εικοσαδόλαρα. Καθώς περνούσαν μπροστά από το διευθυντή, ο μικρόσωμος άντρας σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε με το δυστυχισμένο του βλέμμα, αλλά δεν είπε τίποτα. Η σερβιτόρα συνέχισε να ψιθυρίζει στο αυτί του. «Τζουντ», είπε η Τζόρτζια όταν πέρασαν από τις πρώτες πόρτες. «Με πονάς». Χαλάρωσε τη λαβή του στο μπράτσο της, και είδε ότι τα δάχτυλά του είχαν αφήσει μικρά λευκά σημάδια στο ήδη χλομό δέρμα της. Πέρασαν γρήγορα από τις δεύτερες πόρτες και βγήκαν έξω. «Είμαστε ασφαλείς;» τον ρώτησε. «Όχι», απάντησε εκείνος. «Αλλά πολύ σύντομα θα είμαστε. Το φάντασμα τα τρέμει τα σκυλιά». Προσπέρασαν στα γρήγορα το άδειο φορτηγάκι του Κράντοκ, που περίμενε με τη μηχανή στο ρελαντί. Το παράθυρο του συνοδηγού ήταν κατεβασμένο περίπου στο ένα τρίτο. Μια μειλίχια, σίγουρη, σχεδόν αλαζονική φωνή έλεγε στο ραδιόφωνο: «...είναι ωραίο να αγκαλιάζεις αυτές τις πρωτογενείς αμερικανικές αξίες, όπως είναι ωραίο να βλέπεις τους σωστούς ανθρώπους να κερδίζουν τις εκλογές, ακόμα κι αν η άλλη πλευρά ισχυρίζεται ότι δεν είναι δίκαιο, και είναι ωραίο να βλέπεις όλο και περισσότερους ανθρώπους να επιστρέφουν στον τρόπο ζωής που επιτάσσει η κοινή χριστιανική λογική», έλεγε η βαθιά, γλυκερή φωνή. «Ξέρεις όμως τι θα ήταν ακόμη πιο ωραίο; Να πνί-

198

JOE HILL

ξεις αυτή τη σκρόφα που στέκεται δίπλα σου, να την πνίξεις τη σκρόφα, κι έπειτα να βγεις στο δρόμο και να πέσεις μπροστά σ' ένα φορτηγάκι, να ξαπλώσεις κάτω για να σε πατήσει, να ξαπλώσεις...» Κι έπειτα είχαν απομακρυνθεί, η φωνή δεν ακουγόταν ma. «Είμαστε χαμένοι», είπε η Τζόρτζια. «Όχι, δεν είμαστε. Έλα. Το ξενοδοχείο δεν απέχει ούτε εκατό μέτρα». «Αν δε μας καταφέρει τώρα, θα το κάνει αργότερα. Μου το είπε. Μου είπε ν' αυτοκτονήσω για να γλιτώσω απ' όλα αυτά, κι αυτό ετοιμαζόμουν να κάνω. Δεν μπορούσα να αντισταθώ». «Το ξέρω. Αυτό κάνει». Προχωρούσαν στον αυτοκινητόδρομο, στην άκρη της χαλικόστρωτης λωρίδας ασφαλείας· τα ψηλά χορτάρια μαστίγωναν το τζιν του Τζουντ. «Νιώθω το χέρι μου χάλια», είπε η Τζόρτζια. Εκείνος σταμάτησε και το σήκωσε για να το δει καλύτερα. Δεν αιμορραγούσε -ούτε από τη γροθιά στον καθρέφτη ούτε από το κοφτερό γυαλί. Οι χοντροί, αφράτοι επίδεσμοι είχαν προστατέψει το χέρι της. Ωστόσο, ακόμα και μέσα από τους επιδέσμους το ένιωθε να αναδίνει μια νοσηρή θερμότητα, και αναρωτήθηκε μήπως είχε σπάσει κανένα κόκαλο. «Ε, βέβαια. Κοπάνησες τον καθρέφτη πολύ δυνατά. Είσαι τυχερή που δεν κατακόπηκες». Την τράβηξε απαλά προς τα εμπρός και συνέχισαν το δρόμο τους. «Νιώθω τις φλέβες να χτυπάνε. Κάνει σαν καρδιά, ντουπντουπ, ντουπ-ντουττ». Έφτυσε, κι έπειτα έφτυσε ξανά. Ανάμεσα στο σημείο όπου βρίσκονταν και στο μοτέλ υπήρχε μια ανισόπεδη σιδηροδρομική διάβαση, ένα πέτρινο πλαίσιο γύρω από ένα στενό και σκοτεινό τούνελ. Δεν υπήρχε πεζοδρόμιο, ούτε λωρίδα ασφαλείας. Από την πέτρινη οροφή έσταζαν νερά. «Έλα», της είπε. Η διάβαση ήταν σαν μια μαύρη κορνίζα γύρω από την εικόνα του Ντέις Iw. Τα μάπα της Τζούνπ ήταν καρφωμένα στο μοτέλ. Έβλεπε τη Μάστανγκ. Έβλεπε το δωμάπό τους.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

199

Δε βράδυναν το βήμα τους καθώς έμπαιναν στο τούνελ, που έζεχνε στάσιμα νερά, χορτάρια και ούρα. «Περίμενε», είπε η Τζόρτζια. Γύρισε, έσκυψε κι έκανε εμετό, βγάζοντας αβγά, κομμάτια μισοχωνεμένης φρυγανιάς και χυμό πορτοκάλι. Την κράτησε από το αριστερό μπράτσο με το ένα χέρι κι έδιωξε τα μαλλιά από το πρόσωπό της με το άλλο. Ένιωθε νευρικότητα, έτσι όπως στεκόταν στη βρόμα και στο σκοτάδι περιμένοντάς τη να τελειώσει. «Τζουντ», του είπε. «Έλα, τελείωνε», της είπε εκείνος, τραβώντας την από το μπράτσο. «Περίμενε». «Έλα». Εκείνη σκούπισε το στόμα της με το κάτω μέρος της μπλούζας της. Παρέμεινε σκυφτή. «Νομίζω...» Ο Τζουντ άκουσε το φορτηγάκι προτού το δει, άκουσε τη μηχανή να μαρσάρει πίσω του, ένα άγριο γρύλισμα που δυνάμωσε κι έγινε μουγκρητό. Τα φώτα των προβολέων έπεσαν πάνω στις ανώμαλες πέτρες του τοίχου. Ο Τζουντ πρόλαβε να κοιτάξει πίσω και είδε το αυτοκίνητο του νεκρού να ορμάει καταπάνω τους· ο Κράντοκ χαμογελούσε πίσω απ' το τιμόνι, οι προβολείς του ήταν δυο κύκλοι εκτυφλωτικού φωτός, δυο εστίες φωτιάς που έκαιγαν τον κόσμο. Από τους τροχούς έβγαινε καπνός. Ο Τζουντ πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της Τζόρτζια και όρμησε μπροστά, κουβαλώντας τη μαζί του προς την άκρη του τούνελ. Το γκριζογάλανο Σεβρολέ έπεσε πάνω στον τοίχο πίσω του με τον πάταγο του ατσαλιού που συνθλίβεται πάνω στην πέτρα. Ο εκκωφαντικός θόρυβος έκανε τ' αυτιά του Τζουντ να κουδουνίσουν. Έπεσαν μαζί με την Τζόρτζια πάνω στο υγρό χαλίκι, έχοντας πια βγει από το τούνελ. Κυλίστηκαν μακριά από το δρόμο, ανάμεσα στους θάμνους, και βρέθηκαν σε κάτι φτέρες γεμάτες υγρασία. Η Τζόρτζια έβγαλε μια κραυγή και τον χτύπησε στο αριστερό του μάτι με τον αγκώνα της. Ο Τζουντ ακούμπησε

200

JOE HILL

κάτι μαλακό και υγρό, ένιωσε τη δυσάρεστη κρύα αίσθηση της βρόμικης λάσπης του βάλτου. Σηκώθηκε, ανασαίνοντας ακανόνιστα. Γύρισε και κοίταξε πίσω του. Το αυτοκίνητο που είχε πέσει πάνω στον τοίχο δεν ήταν το παλιό Σεβρολέ του νεκρού αλλά ένα λαδί Τζιπ με ρολ μπαρ στην καρότσα. Ένας μαύρος με κοντοκουρεμένα κατσαρά μαλλιά καθόταν πίσω από το τιμόνι και κρατούσε το μέτωπό του. Το παρμπρίζ είχε θρυμματιστεί στο σημείο όπου είχε χτυπήσει το κεφάλι του, σχηματίζοντας ένα δίχτυ από ομόκεντρους κύκλους. Ολόκληρη η μπροστινή πλευρά του τζιπ απ' τη μεριά του οδηγού είχε μπει μέσα μέχρι το πλαίσιο, το ατσάλι είχε στραβώσει προς τα πάνω και προς τα πίσω, σε διαλυμένα κομμάτια που κάπνιζαν. «Τι έγινε;» ρώτησε η Τζόρτζια. Η φωνή της ήταν ασθενική, ρηχή, ίσα που μπορούσε να την ακούσει μ' όλο εκείνο το βουητό στ' αυτιά του. «Το φάντασμα. Αστόχησε». «Είσαι σίγουρος;» «Ότι ήταν το φάντασμα;» «Οτι αστόχησε». Ο Τζουντ σηκώθηκε όρθιος, τρεκλίζοντας, με τα γόνατά του έτοιμα να καταρρεύσουν. Την έπιασε από τον καρπό, τη βοήθησε να σηκωθεί. Το βουητό στ' αυτιά του είχε αρχίσει να καθαρίζει. Μπορούσε να ακούσει από μακριά τα σκυλιά του, να γαβγίζουν υστερικά, να γαβγίζουν μανιασμένα.

Ο τ α ν Ο Τζουντ φόρτωσε τα πράγματά τους στο πίσω μέρος της Μάστανγκ, ένιωσε έναν αργό, βαθύ παλμό πόνου στο αριστερό του χέρι, αλλιώτικο από τον επίμονο μουντό πόνο που ένιωθε από τότε που είχε αυτοτραυματιστεί σ' εκείνο το σημείο την προηγούμενη μέρα. Το κοίταξε και είδε ότι ο επίδεσμος του είχε αρχίσει να λύνεται κι ότι είχε μουσκέψει από φρέσκο αίμα. Οδηγούσε η Τζόρτζια, κι εκείνος καθόταν στη θέση του συνοδηγού έχοντας ανοιχτό στα γόνατά του το φαρμακείο που είχαν πάρει μαζί τους από τη Νέα Υόρκη. Ξετύλιξε τις κολλημένες γάζες και τις έριξε στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια του. Οι επίδεσμοι που είχε βάλει στο τραύμα την προηγούμενη μέρα είχαν ξεκολλήσει και η πληγή έχασκε και πάλι, γυαλιστερή και απαίσια. Την είχε ανοίξει όταν προσπάθησε να αποφύγει το φορτηγάκι του Κράντοκ. «Τι σκοπεύεις να κάνεις με το χέρι σου;» ρώτησε η Τζόρτζια, ρίχνοντάς του ένα ανήσυχο βλέμμα προτού ξαναστρέψει την προσοχή της στο δρόμο. «Ό,τι κάνεις κι εσύ με το δικό σου», είπε. «Τίποτα». Άρχισε με αδέξιες κινήσεις να βάζει καινούριους επιδέσμους στην πληγή. Πονούσε λες κι έσβηνε τσιγάρο στην παλάμη του. Έκλεισε το τραύμα όσο καλύτερα μπορούσε και τύλιξε την παλάμη του με καθαρή γάζα. «Αιμορραγείς και στο κεφάλι», του είπε. «Το ξέρεις;» «Μια γρατζουνιά είναι μόνο. Μην ανησυχείς»·

202

JOE HILL

«Τι θα γίνει την επόμενη φορά που θα βρεθούμε κάπου χωρίς τα σκυλιά να μας φυλάνε;» «Δεν ξέρω». «Ήταν δημόσιος χώρος. Θα έπρεπε να είμαστε ασφαλείς σε δημόσιο χώρο. Υπήρχαν άνθρωποι γύρω μας και ήταν μέρα μεσημέρι, κι όμως αυτός ήρθε και μας βρήκε. Πώς μπορούμε να τον πολεμήσουμε τελικά;» «Δεν ξέρω», είπε ο Τζουντ. «Αν ήξερα τι πρέπει να κάνω, θα το έκανα ήδη, Φλόριντα. Εσύ κι οι ερωτήσεις σου... Δεν μπορείς να σταματήσεις για μια στιγμή;» Συνέχισαν το δρόμο τους. Μόνο όταν άκουσε τους πνιχτούς λυγμούς της -προσπαθούσε να κλάψει σιωπηλά- συνειδητοποίησε ότι την είχε πει Φλόριντα, ενώ εννοούσε Τζόρτζια. Οι ερωτήσεις της έφταιγαν, η μία μετά την άλλη, όπως και η προφορά της, αυτές οι τραβηγμένες καταλήξεις μιας Κόρης της Ομοσπονδίας που γλιστρούσαν αδιάλειπτα στην προφορά της τις δυο τελευταίες μέρες. Το γεγονός ότι η Τζόρτζια προσπαθούσε να μην κλάψει τον ενοχλούσε περισσότερο απ' ό,τι αν έκλαιγε κανονικά. Αν απλώς ξεσπούσε και έκλαιγε, θα μπορούσε να της πει κάτι, αλλά έτσι όπως είχαν τα πράγματα ένιωθε πως ήταν καλύτερα να την αφήσει μόνη με τη δυστυχία της και να προσποιηθεί ότι δεν το είχε προσέξει. Βούλιαξε στο κάθισμά του και γύρισε το πρόσωπό του προς το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε σταθερά στο παρμπρίζ, και λίγο πιο νότια από το Ρίτσμοντ η ζέστη τον έριξε σε μια δυσάρεστη κατάσταση υπνωτικής έκστασης. Προσπάθησε να σκεφτεί όσα ήξερε για τον νεκρό που τους κυνηγούσε, όσα του είχε πει η Αννα για τον πατριό της όταν ήταν μαζί. Όμως του ήταν δύσκολο να σκεφτεί, απαιτούσε πολύ μεγάλη προσπάθεια. Πονούσε, ο ήλιος τον χτυπούσε στο πρόσωπο και η Τζόρτζια έκλαιγε σιγανά πίσω απ' το τιμόνι -και ούτως ή άλλως ήταν σίγουρος ότι η Αννα δεν είχε πει πολλά. «Προτιμώ να κάνω ερωτήσεις», του είχε πει, «παρά να τις απαντάω». Αυτές οι ανόητες, άσκοπες ερωτήσεις της τον κρατούσαν σε

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

203

απόσταση για σχεδόν μισό χρόνο: Ήσουν στους προσκόπους; Τη γενειάδα σου την πλένεις; Τι σου αρέσει περισσότερο, ο κώλος μου ή το στήθος μου; Τα λίγα που ήξερε θα έπρεπε να του είχαν κινήσει την περιέργεια: η οικογενειακή επιχείρηση υπνωτισμού, ο ραβδοσκόπος πατέρας που έμαθε τα κορίτσια του να λένε τη μοίρα διαβάζοντας την παλάμη και να μιλάνε με τα πνεύματα, μια παιδική ηλικία που σκιαζόταν από τις παραισθήσεις της προεφηβικής σχιζοφρένειας. Όμως η Άννα -η Φλόριντα- δεν ήθελε να μιλάει γι' αυτό που υπήρξε προτού τον συναντήσει, και από πλευράς του δεν είχε πρόβλημα να αφήσει το παρελθόν της στην ησυχία του. Ό,τι δεν του έλεγε ο Τζουντ ήξερε πως ήταν κακό, με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Οι λεπτομέρειες δεν είχαν σημασία -έτσι πίστευε τότε. Κάποια στιγμή είχε σκεφτεί πως αυτό ήταν ένα από τα στοιχεία του χαρακτήρα του που της άρεσαν, η προθυμία του να την αποδέχεται όπως ήταν, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς κρίσεις. Ήταν ασφαλής μαζί του, ασφαλής από τα φαντάσματα που την κυνηγούσαν. Μόνο που τελικά δεν ήταν ασφαλής μαζί του, αυτό το ήξερε καλά τώρα πια. Τα φαντάσματα τελικά την πρόλαβαν, και δεν υπήρχε τρόπος να κλειδώσει την πόρτα της και να τ' αφήσει απέξω. Αυτά θα έμπαιναν μέσα. Αυτό που πίστευε πως ήταν ένα προσωπικό του ατού -του αρκούσε να ξέρει γι' αυτήν μόνο όσα ήθελε εκείνη να ξέρει- προσέγγιζε περισσότερο τον εγωισμό. Μια παιδιάστικη προτίμηση να μένει στο σκοτάδι, να αποφεύγει δυσάρεστες συζητήσεις, ενοχλητικές αλήθειες. Είχε φοβηθεί τα μυστικά της -ή, πιο συγκεκριμένα, τις συναισθηματικές περιπλοκές που ίσως συνόδευαν την επίγνωσή τους. Μόνο μία φορά είχε ρισκάρει κάτι που έμοιαζε με εξομολόγηση, κάτι πιο κοντά στην αυτοαποκάλυψη. Ήταν στο τέλος, λίγο πριν τη στείλει σπίτι της. Η Άννα υπέφερε από κατάθλιψη για μήνες. Το σεξ μεταξύ τους είχε αρχίσει να πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, κι έπειτα κόπηκε εντελώς. Την έβρισκε στο μπάνιο, να μουλιάζει μέσα στο παγωμένο νερό, ριγώντας αβοήθητη, πολύ μπερδεμένη

204

JOE HILL

και δυστυχισμένη για να βγει από την μπανιέρα. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, ήταν σαν να έκανε πρόβες για την πρώτη μέρα της ως πτώμα, για το απόγευμα εκείνο που θα το περνούσε παγώνοντας και ζαρώνοντας μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη κρύο νερό και αίμα. Σιγοτραγουδούσε μόνη της σαν κοριτσόπουλο αλλά βουβαινόταν όταν εκείνος δοκίμαζε να της μιλήσει, τον κοιτούσε έντρομη, λες και είχε μόλις ακούσει να της μιλάει κάποιο έπιπλο. Ένα βράδυ εκείνος είχε βγει έξω. Δε θυμόταν τώρα ma γιατί. Ίσως για να νοικιάσει καμιά ταινία, ή για να αγοράσει κανένα χάμπουργκερ. Είχε σκοτεινιάσει καθώς επέστρεφε σπίτι με το αυτοκίνητο. Γύρω στα οχτακόσια μέτρα από το σπίτι άκουσε κόρνες, είδε αυτοκίνητα να έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση και να αναβοσβήνουν τους προβολείς τους. Και τότε την είδε. Η Άννα ήταν στην άλλη πλευρά του δρόμου κι έτρεχε στη λωρίδα ασφαλείας, φορώντας μόνο ένα από τα φαρδιά Ώ-σερτ του. Τα μαλλιά της ήταν ανάκατα από τον άνεμο. Τον είδε καθώς περνούσε, προς την αντίθετη κατεύθυνση, κι όρμησε στο δρόμο προς τη μεριά του κουνώντας υστερικά το χέρι της -και μπαίνοντας στο δρόμο μιας επερχόμενης νταλίκας. Τα λάστιχα του φορτηγού κοκάλωσαν με μια στριγκλιά. Το ρυμουλκούμενο ντεραπάρισε προς τ' αριστερά, ενώ η καμπίνα του οδηγού έστριψε προς τα δεξιά. Ακινητοποιήθηκε στο ένα μέτρο πριν την πατήσει. Εκείνη δε φάνηκε να του δίνει καμιά σημασία. Ο Τζουντ είχε σταματήσει εν τω μεταξύ, κι εκείνη άνοιξε την πόρτα του οδηγού κι έπεσε πάνω του. «Πού χάθηκες;» του ούρλιαξε. «Σ' έψαξα παντού. Άρχισα να τρέχω, να τρέχω, και νόμιζα ότι είχες φύγει, κι εγώ συνέχισα να τρέχω, να τρέχω και να σε ψάχνω». Ο οδηγός του φορτηγού είχε ανοίξει την πόρτα του και στεκόταν με το ένα πόδι στο σκαλοπάτι του μαρσπιέ. «Τι διάολο κάνει αυτή η σκρόφα, γαμώτο μου;» «Όλα εντάξει», του είπε ο Τζουντ. Ο νταλικέρης άνοιξε πάλι το στόμα του να μιλήσει, αλλά δεν είπε τίποτα τελικά, καθώς ο Τζουντ τράβηξε μέσα την Άννα περ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

205

νώντας την πάνω από τα πόδια του, μια κίνηση που έκανε το μπλουζάκι που φορούσε να σηκωθεί, γυμνώνοντας τον πισινό της. Ο Τζουντ την πέταξε στη θέση του συνοδηγού, αλλά εκείνη σηκώθηκε αμέσως κι έπεσε πάνω του, σπρώχνοντας το καυτό, υγρό πρόσωπο της πάνω στο στήθος του. «Τρόμαξα τρόμαξα τόσο πολύ άρχισα να τρέχω...» Την έδιωξε από πάνω του σπρώχνοντάς τη με τον αγκώνα του, τόσο δυνατά που εκείνη χτύπησε με δύναμη στην πόρτα του συνοδηγού και βουβάθηκε από το σοκ. «Αρκετά. Φτάνει πια. Σε βαρέθηκα. Μ' ακούς; Δεν είσαι η μόνη που μπορεί να λέει τη μοίρα. Θες να σου πω κι εγώ το μέλλον σου; Σε βλέπω να κρατάς τις βαλίτσες σου και να περιμένεις το λεωφορείο», της είπε. Ένιωθε ένα σφίξιμο στο στήθος του, αρκετά έντονο για να του θυμίσει ότι δεν ήταν τριάντα τριών αλλά πενήντα τριών, σχεδόν τριάντα χρόνια μεγαλύτερος της. Η Άννα τον κοιτούσε εμβρόντητη. Με μάτια μεγάλα, στρογγυλά και γεμάτα απορία. Έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το σπίτι. Καθώς έστριβε στον ιδιωτικό του δρόμο, εκείνη έσκυψε πάνω του κι έκανε να του κατεβάσει το φερμουάρ, για να του πάρει πίπα, αλλά η σκέψη τού ανακάτεψε το στομάχι, ήταν αδιανόητο, δεν μπορούσε με τίποτα να την αφήσει να το κάνει, κι έτσι τη χτύπησε πάλι με τον αγκώνα, σπρώχνοντάς την ξανά πίσω στη θέση της. Για το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης μέρας την απέφευγε, αλλά το βράδυ, όταν γύρισε από τη βόλτα με τα σκυλιά, τη φώναξε από την κορυφή της πίσω σκάλας. Τη ρώτησε αν ήθελε να της φτιάξει μια σούπα, ν' ανοίξει καμιά κονσέρβα. Του είπε εντάξει. Όταν της την πήγε, ένα μπολ νουντλςμε κοτόπουλο σ' ένα μικρό δίσκο, είδε ότι είχε έρθει ξανά στα συγκαλά της. Ήταν ταλαιπωρημένη, ξεθεωμένη, αλλά το μυαλό της ήταν καθαρό. Προσπάθησε να του χαμογελάσει, κι αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελε να το δει. Αρκετά σκληρό ήταν από μόνο του αυτό που έπρεπε να κάνει. Η Άννα ανασηκώθηκε και πήρε το δίσκο στα γόνατά της. Εκείνος κάθισε στο τάάι του κρεβατιού και την είδε να τρώει με μικρές κουταλιές. Αεν ήθελε στ' αλήθεια να φάει. Ήταν απλώς μια

206

JOE HILL

δικαιολογία για να τον ανεβάσει στην κρεβατοκάμαρα. Το καταλάβαινε από τον τρόπο που το σαγόνι της σφιγγόταν έπειτα από κάθε μικροσκοπική, μίζερη κουταλιά. Τους τελευταίους τρεις μήνες είχε χάσει έξι κιλά. Άφησε παράμερα τη σούπα αφού έφαγε περίπου το ένα τέταρτο, κι ύστερα του χαμογέλασε, όπως χαμογελάει ένα παιδί που του έχουν υποσχεθεί παγωτό αν φάει πρώτα τα σπαράγγια του. Είπε ευχαριστώ, ήταν πολύ ωραία. Είπε ότι ένιωθε καλύτερα. «Την άλλη βδομάδα πρέπει να πάω στη Νέα Υόρκη. Θα βγω στην εκπομπή του Χάουαρντ Στερν», είπε ο Τζουντ. Μια λάμψη ανησυχίας τρεμόπαιξε στα ωχρά της μάπα. «Δε... δε νομίζω ότι πρέπει να 'ρθω». «Δε θα σ' το ζητούσα. Η πόλη θα ήταν ό,τι χειρότερο για σένα». Τον κοίταξε με τόση ευγνωμοσύνη που εκείνος αναγκάστηκε να αποστρέψει το βλέμμα του. «Αλλά ούτε και μπορώ να σ' αφήσω εδώ», της είπε. «Τουλάχιστον όχι μόνη σου. Σκεφτόμουν μήπως θα 'πρεπε να μείνεις για λίγο με την οικογένειά σου. Κάτω στη Φλόριντα». Είδε ότι εκείνη δεν απαντούσε, και συνέχισε: «Υπάρχει κάποιος στην οικογένειά σου που μπορώ να του τηλεφωνήσω;» Χώθηκε στα μαξιλάρια της. Τράβηξε το σεντόνι στο πιγούνι της. Ο Τζουντ ανησύχησε μήπως βάλει τα κλάματα, αλλά εκείνη απλώς κάρφωσε το βλέμμα στο ταβάνι και σταύρωσε τις παλάμες της τη μια πάνω στην άλλη κάτω απ' το πιγούνι της. «Βέβαια», είπε τελικά. «Πάλι καλά που με ανέχτηκες όσο με ανέχτηκες». «Αυτά που σου είπα χτες...» «Δε θυμάμαι». «Καλό αυτό. Ό,τι σου είπα καλύτερα να το ξεχάσεις. Δεν τα εννοούσα έτσι κι αλλιώς». Αν και στην πραγματικότητα αυτά που είχε πει ήταν ακριβώς αυτά που εννοούσε, ήταν απλώς η πιο σκληρή εκδοχή αυτών που της έλεγε τώρα. Η σιωπή ανάμεσά τους κράτησε τόσο που έγινε ma δυσάρεστη, και αισθάνθηκε ότι έπρεπε να της πει κάτι για να την κεντρίσει ξανά, αλλά καθώς πήγε ν' ανοίξει το στόμα του, εκείνη τον πρόλαβε.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

207

«Μπορείς να τηλεφωνήσεις στον πατέρα μου», είπε. «Τον πατριό μου, εννοώ. Στον πραγματικό μου πατέρα δεν μπορείς να τηλεφωνήσεις. Είναι νεκρός, βέβαια. Πες το στον πατριό μου, θα έρθει όλο αυτόν το δρόμο μέχρι εδώ πάνω για να με πάρει ο ίδιος, αν θέλεις. Φτάνει να του το πεις. Ο πατριός μου λέει ότι είμαι το κρεμμυδάκι του. Επειδή τον κάνω να δακρύζει. Δεν είναι πολύ χαριτωμένο;» «Δε χρειάζεται να έρθει να σε πάρει. Θα σε στείλω με ιδιωτική πτήση». «Όχι αεροπλάνο. Τα αεροπλάνα είναι πολύ γρήγορα. Δεν μπορείς να κατέβεις νότια μ' ένα αεροπλάνο. Πρέπει να οδηγήσεις. Ή να πάρεις τρένο. Πρέπει να δεις το χώμα να γίνεται κόκκινο. Πρέπει να δεις όλες εκείνες τις μάντρες που είναι γεμάτες σκουριασμένα αυτοκίνητα. Πρέπει να περάσεις μερικές γέφυρες. Λένε ότι τα κακά πνεύματα δεν μπορούν να σε ακολουθήσουν πάνω από τρεχούμενο νερό, αλλά αυτά είναι μπούρδες. Έχεις ποτέ σου παρατηρήσει ότι τα ποτάμια στο Νότο δεν είναι όπως τα ποτάμια στο Βορρά; Τα ποτάμια στο Νότο έχουν το χρώμα της σοκολάτας και μυρίζουν σαν βάλτος. Εδώ πάνω είναι μαύρα κι έχουν γλυκιά μυρωδιά, σαν πεύκα. Όπως τα Χριστούγεννα». «Θα μπορούσα να σε πάω στο σταθμό Πεν και να σε βάλω στο τρένο. Θα σε πάει στο Νότο όσο αργά θέλεις;» «Σίγουρα». «Θα τηλεφωνήσω λοιπόν στον πατέ... συγνώμη, στον πατριό σου». «Ίσως είναι καλύτερα να του τηλεφωνήσω εγώ», του είπε. Ο Τζουντ σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή πόσο σπάνια μιλούσε η Άννα με κάποιον από την οικογένειά της. Ήταν μαζί πάνω από ένα χρόνο. Πήρε ποτέ τον πατριό της στα γενέθλιά του για να του ευχηθεί, ή να του πει τα νέα της; Μια δυο φορές ο Τζουντ είχε μπει στη δισκοθήκη του και την είχε δει να μιλάει στο τηλέφωνο με την αδερφή της, με φρύδια σμιχτά από την προσήλωση και τη φωνή της σιγανή και σφιγμένη. Δεν ήταν καθόλου ο εαυτός της, θύμιζε κάποιον που έχει καταπιαστεί μ' ένα σπορ που του είναι πολύ δυσάρεστο, ένα παιχνίδι που δεν του αρέσει αλλά αισθάνεται υποχρεωμένος να το παίξει. «Δε χρειάζεται να του μιλήσεις εσύ».

208

JOE HILL

«Γιατί δε θέλεις να του μιλήσω; Φοβάσαι μήπως δεν τα βρούμε;» «Δεν είναι ότι ανησυχώ μήπως σου φερθεί με αγένεια ή κάτι τέτοιο. Δεν τα κάνει αυτά. Ο μπαμπάς μου είναι βολικός άνθρωπος. Τα πάει με όλους μια χαρά». «Τότε γιατί όχι;» «Δεν έχω ακόμα συζητήσει μαζί του γι' αυτό, αλλά ξέρω τι πιστεύει για το ότι είμαστε μαζί. Δε θα του αρέσει. Ούτε εσύ ούτε η ηλικία σου ούτε η μουσική που παίζεις. Τη σιχαίνεται αυτή τη μουσική». «Στους περισσότερους ανθρώπους δεν αρέσει». «Δεν έχει σε μεγάλη υπόληψη τους μουσικούς. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ άνθρωπο που να του αρέσει λιγότερο η μουσική. Όταν ήμαστε μικρές, μας έπαιρνε μαζί του σ' εκείνα τα μεγάλα ταξίδια με το αυτοκίνητο, κάπου όπου τον είχαν προσλάβει για να βρει νερό, και μας έβαζε όλη μέρα να ακούμε συζητήσεις στο ραδιόφωνο. Το θέμα της συζήτησης δεν είχε καμία σημασία. Μας έβαζε να ακούμε μετεωρολογικά δελτία για τέσσερις ολόκληρες ώρες». Πέρασε αργά δύο δάχτυλα από τα μαλλιά της, σήκωσε μια μακριά χρυσή τούφα κι έπειτα την άφησε να γλιστρήσει ανάμεσα στα δάχτυλά της. Συνέχισε: «Είχε ένα πονηρό κολπάκι. Έβρισκε κάποιον που μιλούσε, έναν απ' αυτούς τους ραδιοφωνικούς ιεροκήρυκες που λένε συνέχεια για το Χριστό. Τον ακούγαμε για ώρες, μέχρι που εγώ και η Τζέσι δεν μπορούσαμε πια και τον παρακαλούσαμε να το αλλάξει, να βάλει κάτι άλλο. Εκείνος δεν έλεγε τίποτα, τίποτα, κι ύστερα, ακριβώς τη στιγμή που δεν αντέχαμε άλλο πια, άρχιζε να μονολογεί. Κι έλεγε ακριβώς τα ίδια που έλεγε και ο ιεροκήρυκας στο ραδιόφωνο, ακριβώς την ίδια στιγμή, αλλά με τη δική του φωνή. Τα απάγγελνε. Εντελώς ανέκφραστος. "Ο Λυτρωτής Ιησούς έδωσε το αίμα Του και τη ζωή Του για σένα. Εσύ π θα κάνεις γι' Αυτόν; Κουβάλησε το Σταυρό του Μαρτυρίου, ενώ τον έφτυναν. Εσύ τι βάρος θα κουβαλήσεις;" Λες και διάβαζε από το ίδιο χαρτί. Και συνέχιζε μέχρι που η μαμά μου του έλεγε να σταματήσει. Ότι δεν της άρεσε. Εκείνος γελούσε κι έκλεινε το ραδιόφωνο. Αλλά συνέχιζε να μιλάει. Ψιθυριστά. Έλεγε όλες τις φράσεις του ιεροκήρυ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

209

κα, ακόμα και με το ραδιόφωνο κλειστό. Λες και το άκουγε μέσα στο κεφάλι του, λες κι έπιανε το σταθμό με τα σφραγίσματα των δοντιών του. Με τρόμαζε πολύ όλο αυτό». Ο Τζουντ δεν απάντησε, δεν πίστευε ότι ήταν απαραίτητο να δώσει απάντηση, και, τέλος πάντων, δεν ήταν σίγουρος αν αυτή η ιστορία ήταν αληθινή ή η τελευταία από μια σειρά ψευδαισθήσεων που τη βασάνιζαν. Η Αννα αναστέναζε και άφησε άλλη μια τούφα από τα μαλλιά της να πέσει. «Τέλος πάντων, έλεγα ότι δε θα σε συμπαθήσει, κι έχει τους τρόπους του να ξεφορτώνεται τους φίλους μου όταν δεν του αρέσουν. Πάρα πολλοί μπαμπάδες είναι υπερπροστατευτικοί με τα κοριτσάκια τους, κι αν τα πλησιάσει κάποιος που δεν τους αρέσει, ίσως δοκιμάσουν να τον τρομάξουν. Να του τρίξουν τα δόντια. Βέβαια, αυτό δεν έχει ποτέ αποτελέσματα, γιατί το κορίτσι παίρνει το μέρος του αγοριού, και το αγόρι συνεχίζει να τη βλέπει, είτε επειδή δεν τρομάζει, είτε επειδή θέλει να νομίζει το κορίτσι ότι δεν τρομάζει. Ο πατριός μου είναι πιο έξυπνος. Είναι όσο πιο φιλικός γίνεται, ακόμα και με ανθρώπους που θα 'θελε να τους δει να καίγονται ζωντανοί. Αν θέλει να απαλλαγεί από κάποιον που δε γουστάρει να τον βλέπει δίπλα μου, του λέει την αλήθεια. Και συνήθως η αλήθεια είναι αρκετή. »Για παράδειγμα, όταν ήμουν δεκάξι χρονών άρχισα να βγαίνω μ' ένα αγόρι που ήξερα ότι δε θα άρεσε στο γέρο μου, επειδή ήταν Εβραίος κι επίσης επειδή ακούγαμε ραπ παρέα. Ο πατριός μου σιχαίνεται τη ραπ περισσότερο από καθετί άλλο. Έτσι λοιπόν μια μέρα μου είπε ότι αυτό έπρεπε να σταματήσει, κι εγώ του είπα ότι θα έβγαινα με όποιον έκανα κέφι, κι εκείνος είπε εντάξει, σίγουρα, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι το αγόρι θα συνέχιζε να θέλει να βγαίνει μαζί μου. Δε μου άρεσε αυτό, αλλά δεν προχώρησε σε εξηγήσεις. »Το ξέρεις ότι μερικές φορές πέφτω ψυχολογικά κι αρχίζω να σκέφτομαι τρελά πράγματα. Όλα αυτά άρχισαν στα δώδεκά μου, μάλλον, την εποχή που μπήκα στην εφηβεία. Δεν πήγα σε γιατρό ούτε σε κανέναν. Ο πατριός μου με φρόντισε μόνος του, με υπνοθεραπεία. Και τα κατάφερνε μια χαρά, μάλιστα, αρκεί να κάναμε τη θεραπεία μια δυο φορές τη βδομάδα. Σταματούσα

210

JOE HILL

να σκέφτομαι τρέλες. Δεν πίστευα ότι υπήρχε ένα μαύρο φορτηγό που έκοβε βόλτες γύρω απ' το σπίτι. Δεν έβλεπα μικρά κορίτσια με κάρβουνα αντί για μάτια να με κοιτάζουν κάτω από τα δέντρα τις νύχτες. »Όμως κάποια στιγμή αναγκάστηκε να φύγει. Έπρεπε να πάει στο Όστιν για κάποιο συνέδριο σχετικά με τα υπναγωγά φάρμακα. Συνήθως μ' έπαιρνε μαζί του όταν πήγαινε ταξίδι, αλλά αυτή τη φορά με άφησε στο σπίτι, με την Τζέσι. Η μαμά μου είχε ήδη πεθάνει, και η Τζέσι ήταν δεκαεννέα χρονών και με είχε στην ευθύνη της. Και ενώ εκείνος έλειπε, άρχισα να έχω αϋπνίες. Αυτό είναι πάντα το πρώτο σημάδι που δείχνει ότι πέφτω: όταν αρχίζω να έχω αϋπνίες. »Έπειτα από κάνα δυο νύχτες, άρχισα να βλέπω τα κορίτσια με τα πυρωμένα μάτια. Δεν μπορούσα να πάω σχολείο τη Δευτέρα, γιατί με περίμεναν εκεί, κάτω από τη βαλανιδιά. Φοβόμουν να βγω έξω. Το είπα στην Τζέσι. Της είπα ότι έπρεπε να πει στον μπαμπά να γυρίσει σπίτι, ότι είχα αρχίσει πάλι να έχω τρελές ιδέες. Μου είπε ότι είχε βαρεθεί τις τρέλες μου κι ότι ο μπαμπάς είχε δουλειά και πως δε θα είχα πρόβλημα μέχρι να γυρίσει. Προσπάθησε να με αναγκάσει να πάω σχολείο, αλλά εγώ με τίποτα. Έμεινα στο δωμάτιο μου κι έβλεπα τηλεόραση. Αλλά πολύ σύντομα άρχισαν να μου μιλάνε μέσα από την τηλεόραση. Τα νεκρά κορίτσια. Να μου λένε ότι ήμουν κι εγώ νεκρή, σαν κι αυτά. Ότι ανήκα στο χώμα, μαζί τους. «Συνήθως η Τζέσι γυρνούσε απ' το σχολείο γύρω στις δύο ή στις τρεις. Όμως εκείνο το απόγευμα δε γύρισε. Η ώρα περνούσε, και κάθε φορά που κοιτούσα έξω από το παράθυρο έβλεπα τα κορίτσια να με κοιτάζουν κι εκείνα. Τηλεφώνησε ο πατριός μου και του είπα ότι είχα πρόβλημα και τον παρακάλεσα να γυρίσει πίσω, κι εκείνος είπε ότι θα γυρνούσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά όχι νωρίτερα από αργά το βράδυ. Είπε ότι ανησυχούσε για μένα και πως θα τηλεφωνούσε σε κάποιον να έρθει να μου κάνει παρέα. Όταν έκλεισε, τηλεφώνησε στους γονείς του Φίλιπ, που έμεναν κοντά στο σπίτι μας». «Φίλιπ; Αυτός ήταν το αγόρι σου; Ο Εβραίος;» «Ναι. Ο Φιλ ήρθε αμέσως. Δεν τον γνώρισα. Κρύφτηκα κά-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

211

τω από το κρεβάτι για να μη με βρει και ούρλιαξα όταν πήγε να με αγγίξει. Τον ρώτησα αν ήταν μαζί με τα νεκρά κορίτσια. Του είπα τα πάντα γι' αυτές. Λίγο αργότερα ήρθε και η Τζέσι, και ο Φίλιπ όπου φύγει φύγει. Έπειτα απ' αυτό ήταν τόσο φρικαρισμένος που δεν ήθελε καμία σχέση μαζί μου. Και ο πατριός μου είπε απλώς τι κρίμα, νόμιζε ότι ο Φίλιπ ήταν φίλος μου, πίστευε ότι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στον Φίλιπ μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη ότι θα με φρόντιζε στα δύσκολα». «Αυτό λοιπόν σε ανησυχεί; Ότι ο γέρος σου θα με ενημερώσει ότι είσαι τρελή κι εγώ θα σοκαριστώ τόσο που δε θα θέλω να σε ξαναδώ; Γιατί, πρέπει να σου πω, Φλόριντα, το να πληροφορηθώ ότι κάπου κάπου σ' τη βαράει κι αρχίζεις τα τρελά σου δε θα είναι και τόσο μεγάλη έκπληξη για μένα». Ρούφηξε τη μύτη της και γέλασε σιγανά. Έπειτα είπε: «Δε θα έλεγε αυτό. Δεν ξέρω τι θα έλεγε. Κάτι θα έβρισκε για να σε κάνει να με γουστάρεις λιγότερο. Αν είναι δυνατόν να με γουστάρεις λιγότερο απ' ό,τι...» «Ας μην αρχίσουμε τώρα μ' αυτά». «Όχι. Όχι, τώρα που το ξανασκέφτομαι, καλύτερα να τηλεφωνήσεις στην αδερφή μου. Είναι μια σκρόφα -δεν τα πάμε καθόλου καλά οι δυο μας. Ποτέ δε με συγχώρεσε που ήμουν πιο όμορφη απ' αυτήν και που έπαιρνα καλύτερα χριστουγεννιάτικα δώρα. Αφότου πέθανε η μαμά, αναγκάστηκε να γίνει η κυρά του σπιτιού, αλλά εγώ ήμουν ακόμα παιδί. Η Τζέσι έβαζε πλυντήριο και μαγείρευε από τα δεκατέσσερά της, και κανείς δεν έχει ποτέ μπορέσει να εκτιμήσει πόσο σκληρά δούλευε και πόσο ελάχιστα διασκέδαζε για την ηλικία της. Όμως θα κανονίσει να με πάρει πίσω σπίτι χωρίς πολλά πολλά. Θα χαρεί που θα γυρίσω, επειδή θα μπορεί να μου κάνει κουμάντο και να μου βάζει κανόνες». Οταν όμως ο Τζουντ τηλεφώνησε στο σπίτι της αδερφής της, μίλησε τελικά με το γέρο, ο οποίος απάντησε στο τρίτο κουδούνισμα. «Τι μπορώ να κάνω για σένα; Μίλησέ μου. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω». Ο Τζουντ συστήθηκε. Είπε ότι η Αννα ήθελε να γυρίσει σπίτι για λίγο, κάνοντάς το να φανεί περισσότερο σαν δική της ιδέα πα-

212

JOE HILL

ρά σαν δική του. Ο Τζουντ δυσκολευόταν να περιγράψει την κατάστασή της, αλλά ο Κράντοκ έσπευσε προς βοήθειά του: «Πώς κοιμάται;» τον ρώτησε. «Οχι και τόσο καλά», είπε ο Τζουντ, ανακουφισμένος, καταλαβαίνοντας με κάποιο τρόπο ότι αυτό τα έλεγε όλα. Ο Τζουντ προσφέρθηκε να βάλει έναν σοφέρ να πάει την Άννα από το σιδηροδρομικό σταθμό του Τζάκσονβιλ στο σπίτι της Τζέσικα στο Τέσταμεντ, αλλά ο Κράντοκ είπε όχι, θα τη συναντούσε στο τρένο ο ίδιος. «Ένα ταξιδάκι στο Τζάκσονβιλ είναι ό,τι πρέπει για μένα. Ψάχνω οποιαδήποτε δικαιολογία για να βρεθώ για μια δυο ώρες στο φορτηγάκι μου. Να κατεβάσω τα παράθυρα. Να κάνω γκριμάτσες στις αγελάδες». «Ναι, είναι ωραία φάση», είπε ο Τζουντ. «Το εκτιμώ πολύ που φροντίζεις το κοριτσάκι μου έτσι όπως το φροντίζεις. Ξέρεις, όταν ήταν μικρούλα, είχε αφίσες σου παντού σ' όλους τους τοίχους του δωματίου της. Πάντα ήθελε να σε γνωρίσει. Εσένα κι εκείνους τους τύπους... πώς τους έλεγαν; Μότλι Κρου; Τους λάτρευε πραγματικά. Τους ακολουθούσε έξι μήνες περίπου. Πήγαινε σε όλες τις συναυλίες τους. Κατάφερε μάλιστα να γνωρίσει μερικούς απ' αυτούς. Όχι από το συγκρότημα, φαντάζομαι, αλλά από τους τεχνικούς τους. Ήταν τα χρόνια της άγριας νιότης της. Όχι ότι τώρα έχει ηρεμήσει, έτσι; Ναι, τους λάτρευε όλους τους δίσκους σου. Λάτρευε το χέβι μέταλ. Πάντα το ήξερα ότι θα τα έφτιαχνε μ' έναν ροκ σταρ». Ο Τζουντ ένιωσε μια ξερή, γαργαλιστική ψύχρα ν' απλώνεται μέσα απ' το στέρνο του. Ήξερε τι του έλεγε ο Κράντοκ -ότι η Άννα πηδιόταν με τους τεχνικούς για να βρίσκεται μαζί με τους Μότλι Κρου, ότι είχε κόλλημα να πηδηχτεί μ' έναν ροκ σταρ κι ότι αν δεν κοιμόταν μαζί του θα ήταν στο κρεβάτι του Βινς Νιλ ή του Σλας -και ήξερε επίσης γιατί του τα έλεγε αυτά ο Κράντοκ. Για τον ίδιο λόγο που είχε κανονίσει να δει την Άννα ο Εβραίος φίλος της όταν εκείνη ήταν σαλταρισμένη, για να βάλει έναν τοίχο ανάμεσά τους. Αυτό που δεν είχε προβλέψει ο Τζουντ ήταν όπ, έστω κι αν ήξερε τι επιδίωκε ο Κράντοκ, όσα του έλεγε θα είχαν παρ' όλα αυ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

213

τά αποτελέσματα. Αμέσως μόλις τα άκουσε, ο Τζουντ άρχισε να θυμάται πού είχαν πρωτοσυναντηθεί εκείνος και η Αννα, στα παρασκήνια μιας συναυλίας του Τρεντ Ρέζνορ. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Ποιον γνώριζε, και τι είχε χρειαστεί να κάνει για να εξασφαλίσει άδεια εισόδου στα παρασκήνια; Αν ο Τρεντ έμπαινε στο δωμάτιο εκείνη τη στιγμή, δε θα καθόταν η Αννα στα γόνατά του αντί στα δικά του, για να του κάνει τις ίδιες γλυκές, άσκοπες ερωτήσεις; «Θα τη φροντίσω εγώ, κύριε Κόιν. Απλώς στείλ' την πίσω σ' εμένα. Θα περιμένω», του είπε ο Κράντοκ. Ο Τζουντ την πήγε ο ίδιος στο σταθμό Πεν. Όλο το πρωί ήταν στα καλύτερά της -προσπαθούσε πολύ σκληρά, ο Τζουντ το ήξερε, να είναι η κοπέλα που είχε γνωρίσει εκείνος, όχι ο δυστυχισμένος άνθρωπος που ήταν στ' αλήθεια-, αλλά κάθε φορά που την κοιτούσε ένιωθε εκείνη την ξερή αίσθηση ψύχους στο στέρνο του. Οι γκριμάτσες που έπαιρνε, σαν ξωτικό, ο τρόπος που έττιανε τα μαλλιά της πίσω από τ' αυτιά της για να δείξει τους γεμάτους σκουλαρίκια ροδαλούς μικρούς λοβούς της, οι τελευταίες βλακώδεις ερωτήσεις της έμοιαζαν σαν ψύχραιμοι και επιδέξιοι χειρισμοί και το μόνο που κατάφερναν ήταν να τον κάνουν να θέλει ν' απαλλαγεί απ' αυτήν μια ώρα αρχύτερα. Ωστόσο, ακόμα κι αν η Αννα αντιλαμβανόταν ότι την κρατούσε σε απόσταση, δεν το έδειξε. Στο σταθμό Πεν σηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών της και τον αγκάλιασε σφιχτά -ένα αγκάλιασμα που δεν είχε καμία σεξουαλική χροιά. «Καλά περάσαμε, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε. Πάντα αυτές οι ερωτήσεις της... «Βέβαια», της είπε εκείνος. Θα μπορούσε να έχει πει περισσότερα -ότι θα της τηλεφωνούσε σύντομα, ότι ήθελε από κείνη να φροντίζει περισσότερο τον εαυτό της-, αλλά δεν του έβγαινε, δεν μπορούσε να της ευχηθεί να είναι καλά. Κάθε φορά που αισθανόταν την παρόρμηση να της φερθεί τρυφερά και συμπονετικά, άκουγε τη φωνή του πατριού της στο κεφάλι του, θερμή, φιλική, πειστική: «Πάντα το ήξερα ότι θα τα έφτιαχνε μ' έναν ροκ σταρ». Η Αννα χασκογέλασε, λες και της είχε απαντήσει με καμιά πολύ έξυπνη ατάκα, και του έσφιξε το χέρι. Ο Τζουντ έμεινε αρκετά για να τη δει να επιβιβάζεται, αλλά δεν έμεινε για να δει το τρένο

214

JOE HILL

να φεύγει. Ήταν ασφυκτικά γεμάτο και είχε πολύ θόρυβο στην αποβάθρα. Το πλήθος τον στρίμωχνε και τον έσπρωχνε, και η μπόχα του σταθμού -ένας συνδυασμός από ζεστό σίδερο, κατουρλιά και ζεστά, ιδρωμένα κορμιά- τον έπνιγε. Τέσσερις ώρες αργότερα, βρισκόταν στο σωστό μέρος, στο στούντιο του Χάουαρντ Στερν, όπου πρόσβαλλε, φοβέριζε και ταπείνωνε την ακολουθία των ανόητων σφουγγοκωλάριων του Στερν όταν έκαναν τη βλακεία να τον διακόψουν, και έδωσε τη γνωστή φλογερή παράσταση διαστροφής και μίσους, χάους και χλευασμού. Ο Στερν τον λάτρεψε. Οι άνθρωποι του ήθελαν να μάθουν πότε θα ξαναρχόταν στην εκπομπή ο Τζουντ. Ήταν ακόμα στη Νέα Υόρκη εκείνο το Σαββατοκύριακο, και είχε ακριβώς την ίδια διάθεση, όταν κανόνισε να συναντήσει μερικούς από τους τύπους του συνεργείου του Στερν σ' ένα στριπτιζάδικο της Μπρόντγουεϊ. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που μόλις πριν από λίγες μέρες είχε κοροϊδέψει μπροστά σε εκατομμύρια ακροατές. Δεν το είχαν πάρει προσωπικά. Το να τους κοροϊδεύουν ήταν η δουλειά τους. Τρελαίνονταν για τον Τζουντ. Πίστευαν πως είχε κάνει πάταγο στην εκπομπή. Παρήγγειλε μια μπίρα που δεν ήπιε και κάθισε στην άκρη της πασαρέλας που έμοιαζε σαν ένα μακρύ, παγωμένο κομμάτι τζάμι που φωτιζόταν από κάτω με μια απαλή γαλάζια απόχρωση. Τα πρόσωπα που ήταν συγκεντρωμένα στο σκοτάδι γύρω από την πασαρέλα τού φαίνονταν όλα αλλόκοτα, αφύσικα, νοσηρά: πρόσωπα πνιγμένων. Το κεφάλι του πονούσε. Έκλεισε τα μάτια του και είδε τα εντυπωσιακά, αστραφτερά πυροτεχνήματα που προανήγγελλαν ημικρανία. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του, μια κοπέλα που κρατούσε στο χέρι της ένα μαχαίρι γονάτιζε μπροστά του. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Διπλώθηκε αργά προς τα πίσω, έτσι που το πίσω μέρος του κεφαλιού της άγγιξε το γυάλινο δάπεδο, και τα απαλά, μεταξένια μαύρα μαλλιά της απλώθηκαν στην πασαρέλα. Παρέμενε γονατιστή. Γλίστρησε στο σώμα της το μαχαίρι, ένα κυνηγετικό στιλέτο με φαρδιάς πριονωτή λεπίδα. Φορούσε ένα περιλαίμιο σκύλου με α-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

215

σημένιους κρίκους, ένα κορμάκι με δαντέλα κατά μήκος του στήθους και μαύρες κάλτσες μέχρι ψηλά στους μηρούς. 'Οταν η λαβή του μαχα με τη λεπίδα να δείχνει προς το ταβάνι -σε μια παρωδία πέους-, το τίναξε στον αέρα και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα, κι όταν έπεσε το έπιασε και ταυτόχρονα κύρτωσε την πλάτη της, προτείνοντας το στήθος της προς το ταβάνι σαν σφάγιο προς θυσία, ενώ γλίστρησε το μαχαίρι προς τα κάτω. Έκοψε τη μαύρη δαντέλα στη μέση, ανοίγοντας μια σκουροκόκκινη σχισμή, σαν να έκοβε το κορμί της από το λαιμό μέχρι τον καβάλο. Γύρισε στο πλάι και πέταξε από πάνω της το ρούχο, και κάτω απ' αυτό δε φορούσε τίποτα, παρά μόνο δυο ασημένιους κρίκους που κρέμονταν από τις ρώγες της κι ένα στρινγκάκι τραβηγμένο ψηλά, πάνω από τους γοφούς της. Το πάνω μέρος του κορμιού της, λείο σαν δέρμα φώκιας, ήταν βαμμένο κατακόκκινο. Ακουγόταν το «If You Want Blood You Got It» των AC/DC, κι αυτό που τον διέγειρε δεν ήταν το νεαρό, αθλητικό κορμί της ούτε ο τρόπος που κουνιούνταν τα στήθη της με τους ασημένιους κρίκους ούτε το βλέμμα της που, όταν τον κοίταξε, ήταν άμεσο και άφοβο. Ήταν ότι τα χείλη της σάλευαν, ανεπαίσθητα. Αμφέβαλλε αν το πρόσεξε κάποιος άλλος σε όλη την αίθουσα εκτός από τον ίδιο. Τραγουδούσε μέσα απ' τα δόντια, μαζί με τους AC/DC. Ήξερε όλους τους στίχους. Μήνες είχε να δει κάτι τόσο σέξι. Σήκωσε την μπίρα του για να πιει στην υγειά της, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως ήταν άδεια. Δε θυμόταν να την είχε πιει. Η σερβιτόρα τού έφερε μια άλλη λίγα λεπτά αργότερα. Από κείνη έμαθε ότι η χορεύτρια με το μαχαίρι λεγόταν Μορφίν και ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή κορίτσια τους. Του κόστισε εκατό δολάρια για να πάρει το τηλέφωνο της και να μάθει ότι χόρευε εδώ και δύο περίπου χρόνια, σχεδόν από την ημέρα που κατέβηκε από το λεωφορείο της Τζόρτζια. Του κόστισε άλλα εκατό για να μάθει πως όταν δεν έκανε στριπτίζ απαντούσε στο όνομα Μέριμπεθ.

Ο Τζουντ πήρε ΤΟ τιμόνι λίγο πριν περάσουν τα σύνορα της Τζόρτζια. Το κεφάλι του πονούσε, αλλά περισσότερο απ' όλα τον ενοχλούσε μια δυσάρεστη αίσθηση πίεσης πίσω από τους βολβούς των ματιών του. Μια αίσθηση που επιβαρυνόταν από τη λιακάδα του Νότου, που έκανε τα πάντα ν' αστράφτουν -τους προφυλακτήρες, τα παρμπρίζ, τις πινακίδες του δρόμου. Αν δεν ήταν αυτός ο πονοκέφαλος, ο ουρανός θα ήταν απόλαυση, ένα βαθύ, σκούρο, ανέφελο γαλάζιο. Καθώς πλησίαζαν τα σύνορα της Πολιτείας της Φλόριντα, η προσμονή του φούντωσε κι έγινε ένα νευρικό γαργαλητό στο στομάχι. Το Τέσταμεντ απείχε τώρα τέσσερις ώρες περίπου. Απόψε θα βρισκόταν στο σπίτι της, στο σπίτι της Τζέσι Μακντέρμοτ Πράις, αδερφής της Άννας, μεγαλύτερης προγονής του Κράντοκ, και δεν ήξερε τι θα έκανε όταν έφτανε εκεί. Είχε περάσει από το μυαλό του η σκέψη πως όταν θα την έβρισκε η συνάντησή τους μπορεί να κατέληγε στο θάνατο κάποιου. Είχε ήδη σκεφτεί ότι θα μπορούσε να τη σκοτώσει γι' αυτό που είχε κάνει, ότι πήγαινε γυρεύοντας, αλλά για πρώτη φορά, τώρα που πολύ σύντομα επρόκειτο να τη συναντήσει, αυτή η ιδέα έγινε κάτι περισσότερο από μια οργισμένη εικασία. Είχε σκοτώσει γουρούνια όταν ήταν παιδί, έπιανε τα πιο αδύναμα μικρά τους και τους έλιωνε τα μυαλά στο τσιμέντο του σφαγείου του πατέρα του. Τα σήκωνε ψηλά στον αέρα και τα έσκαγε στο πάτωμα, κόβοντάς τους τη στριγκλιά στη μέση μ' έναν αηδιαστικό και κάπως υπόκωφο ήχο, τον ίδιο ήχο που κάνει

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

217

ένα καρπούζι όταν πέφτει από μεγάλο ύψος. Είχε επίσης πυροβολήσει γουρούνια, κι εκείνη την ώρα φανταζόταν ότι σκότωνε τον πατέρα του. Ο Τζουντ είχε αποφασίσει να κάνει ό,τι έπρεπε. Απλώς δεν ήξερε ακόμα τι ήταν αυτό. Κι όταν το σκεφτόταν καλύτερα, φοβόταν να μάθει, φοβόταν τις δικές του δυνατότητες σχεδόν εξίσου με αυτές του πράγματος που τον κυνηγούσε, του πράγματος που κάποτε ήταν ο Κράντοκ Μακντέρμοτ. Νόμιζε ότι η Τζόρτζια κοιμόταν, δεν ήξερε ότι ήταν ξύπνια μέχρι που άκουσε τη φωνή της. «Είναι η επόμενη έξοδος», είπε με φωνή τραχιά σαν γυαλόχαρτο. Η γιαγιά της. Ο Τζουντ την είχε ξεχάσει, είχε ξεχάσει πως της είχε υποσχεθεί να κάνουν μια στάση. Ακολούθησε τις οδηγίες της, έστριψε αριστερά και μπήκε σ' έναν πολιτειακό αυτοκινητόδρομο δύο λωρίδων που διέσχιζε τα άθλια προάστια του Κρίκετς της Τζόρτζια. Πέρασαν από μάντρες μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, με τα χιλιάδες κόκκινα, λευκά και γαλάζια πλαστικά σημαιάκια τους ν' ανεμίζουν, αφήνοντας τη ροή της κυκλοφορίας να τους οδηγήσει στο κέντρο της πόλης. Διήνυσαν αργά τη μία πλευρά της στρωμένης με γρασίδι κεντρικής πλατείας, περνώντας από το δικαστήριο, το δημαρχείο και τον διαβρωμένο πλινθόκτιστο κινηματογράφο. Ο δρόμος προς το σπίτι της Μπάμι περνούσε μέσα από την καταπράσινη έκταση ενός μικρού κολεγίου Βαπτιστών. Νεαροί με γραβάτες χωμένες μέσα στις κολεγιακές μπλούζες τους περπατούσαν δίπλα σε κορίτσια με πλισέ φούστες και περιποιημένα χτενίσματα που θα 'λεγες πως βγήκαν από διαφήμιση σαμπουάν. Μερικοί φοιτητές κοιτούσαν τον Τζουντ και την Τζόρτζια μέσα στη Μάστανγκ, με τα σκυλιά, την Μπον και τον Άνγκους; να στέκονται όρθια στο πίσω κάθισμα και τις υγρές ανάσες τους να θολώνουν τα πίσω τζάμια. Ένα κορίτσι, που περπατούσε πλάι πλάι μ' ένα ψηλότερο αγόρι που φορούσε κίτρινο παπιγιόν, ζάρωσε πίσω από το φίλο της καθώς τους προσπέρασαν. Ο παπιγιονάκιας πέρασε καθησυχαστικά το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Ο Τζουντ δεν τους ειρωνεύτηκε. Κι όταν προχώρησε

218

JOE HILL

λίγα τετράγωνα, ένιωσε καλά με τον εαυτό του, περήφανος για την αυτοσυγκράτησή του. Ο αυτοέλεγχος του ήταν σκληρός σαν σίδερο. Μετά το κολέγιο, βρέθηκαν σ' ένα δρόμο που περιστοιχιζόταν από περιποιημένα κτίσματα αποικιακού και βικτωριανού ρυθμού και πινακίδες που διαφήμιζαν τις υπηρεσίες δικηγόρων και οδοντιάτρων. Λίγο πιο κάτω στον ίδιο δρόμο, τα σπίτια ήταν μικρότερα, και κατοικημένα. Όταν έφτασαν σ' ένα λεμονί σπίτι τύπου Κέιπ Κοντ, με κίτρινα τριαντάφυλλα σε καφασωτό στον έναν πλαϊνό του τοίχο, η Τζόρτζια είπε: «Μπες εδώ». Η γυναίκα που τους άνοιξε δεν ήταν χοντρή αλλά γεροδεμένη. Είχε την κοψιά αμυντικού του ράγκμπι. Είχε πλατύ, σκούρο πρόσωπο, μεταξένιο μουστάκι και έξυπνα, κοριτσίστικα καστανοπράσινα μάτια. Οι παντόφλες της πλατάγιζαν στο πάτωμα. Κοίταξε για μια στιγμή τον Τζουντ και την Τζόρτζια, ενώ η Τζόρτζια της χαμογελούσε ντροπαλά και αμήχανα. Τότε, κάτι στα μάτια της γιαγιάς της (Γιαγιά; Πόσων χρονών ήταν; Εξήντα; Πενήντα πέντε; Από το μυαλό του Τζουντ πέρασε η ανησυχητική σκέψη πως ίσως ήταν νεότερη από τον ίδιο) άστραψε, σαν να 'χαν μόλις εστιάσει καλά τους φακούς της, και ούρλιαξε και άνοιξε τα μπράτσα της. Η Τζόρτζια έπεσε μέσα τους. «Εμ-Μπι!» φώναξε η Μπάμι. Τραβήχτηκε από κοντά της και, εξακολουθώντας να την κρατάει από τους γοφούς, την κοίταξε στο πρόσωπο. «Τι σου συνέβη;» Ακούμπησε την παλάμη της στο μέτωπο της Τζόρτζια. Εκείνη τινάχτηκε μακριά απ' το άγγιγμά της. Η Μπάμι είδε το μπανταρισμένο χέρι της και, πιάνοντάς την από τον καρπό, την κοίταξε περίεργα. Ύστερα το άφησε -σχεδόν το πέταξε μακριά. «Στερητικό έχεις; Χριστέ μου, μυρίζεις σαν σκυλί!» «Όχι, Μπάμι. Δεν παίρνω πια ναρκωτικά, σ' τ' ορκίζομαι. Μυρίζω σαν σκυλί επειδή εδώ και δυο μέρες έχω σκυλιά να σκαρφαλώνουν πάνω μου. Γιατί πάντα το μυαλό σου πάει στο χειρότερο;» Η διαδικασία που είχε ξεκινήσει πριν από σχεδόν χίλια πεντακόσια χιλιόμετρα, όταν ξεκίνησαν το ταξίδι προς το Νότο, έμοιαζε να έχει ρλοκληρωθεί· ό,τι κι αν έλεγε η Τζόρτζια ακουγόταν πια με την προφορά του Νότου.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

219

Μόνο που η προφορά της είχε αρχίσει να ξαναεμφανίζεται μόλις ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι; Ή μήπως είχε αρχίσει από πιο νωρίς; Ο Τζουντ σκέφτηκε ότι ίσως την άκουγε να μιλάει έτσι από τότε που τρυπήθηκε με την ανύπαρκτη βελόνα του κουστουμιού του νεκρού. Η γλωσσική της μεταμόρφωση τον ανησυχούσε, τον τάραζε. Όταν μιλούσε έτσι, νόμιζε πως άκουγε την Αννα. Η Μπον στριμώχτηκε στο κενό ανάμεσα στον Τζουντ και την Τζόρτζια και, σηκώνοντας το κεφάλι της, κοίταξε την Μπάμι μ' ένα βλέμμα όλο ελπίδα. Η μεγάλη ροδαλή γλώσσα της κρεμάστηκε έξω, στάζοντας σάλια. Στο πράσινο ορθογώνιο της αυλής, ο Άνγκους πήγαινε πέρα δώθε, ρουθουνίζοντας καθώς έχωνε τη μύτη του στα λουλούδια που αγκάλιαζαν τους πάσσαλους του φράχτη. Η Μπάμι κοίταξε πρώτα τις αρβύλες του Τζουντ κι έπειτα σήκωσε το βλέμμα της στην ακατάστατη μαύρη γενειάδα του, παρατηρώντας τα γδαρσίματα, τη βρομιά και τον επίδεσμο που ήταν τυλιγμένος στο αριστερό του χέρι. «Εσύ είσαι ο ροκ σταρ;» «Μάλιστα». «Μοιάζετε λες και μπλεχτήκατε σε καβγά. Μεταξύ σας τσακωθήκατε;» «Όχι, Μπάμι», είπε η Τζόρτζια. «Πολύ χαριτωμένοι αυτοί οι ασορτί επίδεσμοι στα χέρια σας. Είναι κάποιο είδος ρομαντισμού; Σημαδέψατε ο ένας τον άλλον για να δηλώσετε την αγάπη σας; Στις μέρες μου, ανταλλάσσαμε ακριβά δαχτυλίδια» «Όχι, Μπάμι. Είμαστε μια χαρά. Πηγαίναμε προς τη Φλόριντα, και σκέφτηκα να σταματήσουμε. Ήθελα να γνωρίσεις τον Τζουντ». «Έπρεπε να τηλεφωνήσεις. Θα είχα βάλει να μαγειρέψω βραδινό». «Δεν μπορούμε να μείνουμε. Πρέπει να φτάσουμε στη Φλόριντα απόψε». «Δε θα πάτε πουθενά, παρά μόνο στο κρεβάτι. Ή ίσως στο νοσοκομείο».

220

JOE HILL

«Είμαι μια χαρά». «Εμένα μου λες; Μόνο μια χαρά δεν είσαι». Έδιωξε ένα μαύρο τσουλούφι που είχε κολλήσει στο μάγουλο της Τζόρτζια. «Είσαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Ξέρω να καταλαβαίνω πότε κάποιος είναι άρρωστος». «Απλώς έχω βράσει από τη ζέστη, αυτό είναι όλο. Πέρασα τις τελευταίες οχτώ ώρες μέσα σ' ένα αμάξι με χαλασμένο αιρκοντίσιον, παρέα με δυο σκυλιά. Τώρα θα μεριάσεις να περάσω ή θα με κάνεις να ξαναμπώ στ' αμάξι και να συνεχίσω;» «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα». «Τι σε κρατάει;» «Προσπαθώ να υπολογίσω πόσες πιθανότητες υπάρχουν να με σφάξετε για να μου πάρετε τα λεφτά που έχω στο πορτοφόλι μου και ν' αγοράσετε Οξικοντίν. Όλοι αυτό παίρνουν στις μέρες μας. Υπάρχουν παιδιά του λυκείου που πουλάνε το κορμί τους για να το αγοράσουν. Το άκουσα στις ειδήσεις το πρωί». «Ευτυχώς για σένα, δεν πάμε ακόμα στο λύκειο». Η Μπάμι έδειχνε έτοιμη να απαντήσει, αλλά έπειτα το βλέμμα της πέρασε δίπλα απ' τον αγκώνα του Τζουντ και καρφώθηκε σε κάτι στην αυλή. Εκείνος γύρισε πίσω για να δει τι ήταν. Ο Άνγκους, με το σώμα του νά συσπάται λες και είχε καταπιεί ακορντεόν και τη γυαλιστερή μαύρη γούνα της πλάτης του γεμάτη πτυχώσεις, αμολούσε τα περιττώματά του το ένα μετά το άλλο στο γρασίδι. «Θα τα καθαρίσω. Ζητώ συγνώμη», είπε ο Τζουντ. «Εγώ όμως όχι», είπε η Τζόρτζια. «Άκουσέ με, Μπάμι, και άκουσέ με καλά. Αν δεν πάω τουαλέτα μέσα στα επόμενα δύο λεπτά, θα είναι το τέλος μου». Η Μπάμι χαμήλωσε τα βαριά από τη μάσκαρα βλέφαρά της και παραμέρισε. «Ελάτε μέσα, λοιπόν. Δε θέλω να σας δουν οι γείτονες να στέκεστε εδώ, έτσι κι αλλιώς. Θα νομίζουν ότι οι Άγγελοι της Κόλασης έχουν φτιάξει παράρτημα στο σπίτι μου».

Ο τ α ν συστήθηκαν, καταπώς έπρεπε, ο Τζουντ έμαθε ότι το όνομα της ήταν κυρία Φόρνταμ, και έτσι την έλεγε στο εξής. Δεν μπορούσε να τη φωνάζει Μπάμι. Αλλά, παραδόξως, δεν μπορούσε και να τη σκέφτεται στ' αλήθεια ως κυρία Φόρνταμ. Ήταν η Μπάμι, όπως κι αν την έλεγε. Η Μπάμι είπε: «Ας βγάλουμε τα σκυλιά στην πίσω αυλή, όπου μπορούν να τρέξουν». Η Τζόρτζια και ο Τζουντ κοιτάχτηκαν. Βρίσκονταν όλοι τους στην κουζίνα. Η Μπον είχε τρυπώσει κάτω από το τραπέζι. Ο Άνγκους είχε σηκώσει το κεφάλι του και οσμιζόταν τον πάγκο, όπου υπήρχε ένα πιάτο με μπισκότα τυλιγμένο σε μια πράσινη πλαστική μεμβράνη. Ο χώρος ήταν πολύ μικρός για τα σκυλιά. Όπως πολύ μικρός γι' αυτά ήταν και ο μπροστινός διάδρομος του σπιτιού. Όταν ο Άνγκους και η Μπον άρχισαν να τρέχουν κατά μήκος του, είχαν χτυπήσει ένα τραπεζάκι, κάνοντας τα σερβίτσια που υπήρχαν πάνω του να κροταλίσουν, και χτυπιούνταν πάνω στους τοίχους, αρκετά δυνατά ώστε να στραβώσουν τα κάδρα. Όταν ο Τζουντ κοίταξε ξανά την Μπάμι, την είδε συνοφρυωμένη. Είχε δει το βλέμμα που είχαν ανταλλάξει ο Τζουντ με την Τζόρτζια και ήξερε ότι σήμαινε κάτι, όχι όμως τι. Πρώτη μίλησε η Τζόρτζια: «Ω Μπάμι, δεν μπορούμε να τα βγάλουμε έξω, σ' ένα μέρος που δεν το γνωρίζουν. Θα χαλάσουν τον κήπο σου». Η Μπον έσπρωξε μερικές καρέκλες για να βολευτεί κάτω από

222

JOE HILL

το τραπέζι. Η μια καρέκλα έπεσε στο πάτωμα μ' ένα δυνατό κρότο. Η Τζόρτζια έτρεξε κι άρπαξε την Μπον από το περιλαίμιο. «Θα την αναλάβω εγώ», είπε. «Πειράζει να κάνω ένα ντους; Πρέπει να πλυθώ και ίσως να ξαπλώσω. Θα την έχω μαζί μου, για να μην κάνει καμιά ζημιά». Ο Άνγκους ακούμπησε τα πέλματά του πάνω στον πάγκο και πλησίασε το μουσούδι του πιο κοντά στα μπισκότα. «Άνγκους», είπε ο Τζουντ. «Τσακίσου έλα εδώ αμέσως». Η Μπάμι είχε στο ψυγείο κρύο κοτόπουλο και λαχανοσαλάτα. Επίσης είχε σπιτική λεμονάδα, όπως είχε υποσχεθεί η Τζόρτζια, σε μια δροσερή γυάλινη κανάτα. Όταν η Τζόρτζια άρχισε ν' ανεβαίνει την πίσω σκάλα, η Μπάμι σέρβιρε στον Τζουντ ένα πιάτο. Εκείνος κάθισε κι άρχισε να τρώει. Ο Άνγκους σωριάστηκε στα πόδια του. Από το σημείο όπου βρισκόταν, στο τραπέζι της κουζίνας, ο Τζουντ είχε θέα στην πίσω αυλή. Μια πρασινισμένη τριχιά κρεμόταν από το κλαδί μιας ψηλής, γέρικης βαλανιδιάς. Το λάστιχο που κρεμόταν απ' αυτή είχε εξαφανιστεί από καιρό. Πίσω από το φράχτη υπήρχε ένα λιθόστρωτο δρομάκι. Η Μπάμι έβαλε μια λεμονάδα και για τον εαυτό της κι έγειρε με το γοφό πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Το περβάζι του παραθύρου πίσω της ήταν γεμάτο έπαθλα από αγώνες μπόουλινγκ. Τα μανίκια της ήταν σηκωμένα, και οι βραχίονές της ήταν το ίδιο μαλλιαροί με τους δικούς του. «Δεν έχω ακούσει ποτέ τη ρομαντική ιστορία της γνωριμίας σας». «Ήμαστε κι οι δυο στο Σέντραλ Παρκ», της είπε, «και μαζεύαμε μαργαρίτες. Πιάσαμε την κουβέντα και αποφασίσαμε να πάμε για πικνίκ παρέα». «Εγώ θα 'λεγα πως ήσαστε σε κάποιο κλαμπ για διεστραμμένους φετιχιστές». «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ναι, μάλλον σ' ένα κλαμπ για διεστραμμένους φετιχιστές ήμαστε». «Τρως λες και δεν έχεις ξαναδεί φαΐ ποτέ σου». «Δεν είχαμε χρόνο για φαγητό». «Γιατί τόση βιασύνη; Τι συμβαίνει στη Φλόριντα και βιάζε-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

223

σαι τόσο πολύ να πας; Μήπως τίποτα φίλοι σου έχουν διοργανώσει κάνα όργιο και δε θες να το χάσεις;» «Αυτή τη λαχανοσαλάτα μόνη σας τη φτιάχνετε;» «Και βέβαια». «Πολύ καλή». «Μπας και θες να σου δώσω τη συνταγή;» Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν στην κουζίνα ήταν το ξύσιμο του πιρουνιού στο πιάτο του και ο γδούπος της ουράς του σκύλου στο πάτωμα. Η Μπάμι τον κοιτούσε επίμονα. Τελικά, για να σπάσει τη σιωπή, ο Τζουντ είπε: «Η Μέριμπεθ σας λέει Μπάμι. Πώς κι έτσι;» «Βγαίνει από το μικρό μου όνομα. Αλαμπάμα. Η Εμ-Μπι με λέει έτσι από τότε που έβρεχε τις πάνες της». Μια στεγνή μπουκιά κρύο κοτόπουλο έκατσε στο λαιμό του Τζουντ. Έβηξε, χτύπησε το στήθος του κι ανοιγόκλεισε τα δακρυσμένα μάτια του. Πόνεσαν τ' αυτιά του. «Αλήθεια...» είπε, όταν είχε πια καθαρίσει το λαιμό του, «...άσχετο, αλλά έχετε έρθει ποτέ σε καμιά συναυλία μου; Ίσως με έχετε δει μαζί με τους AC/DC το 1979». «Αποκλείεται. Δε μου άρεσε ποτέ αυτή η μουσική, ακόμα κι όταν ήμουν νέα. Ένα μπουλούκι γορίλες που κόβουν βόλτες πάνω στη σκηνή φωνάζοντας βρισιές και ουρλιάζοντας μέχρι να τους πεταχτεί το λαρύγγι έξω. Ίσως να σε είχα δει αν έπαιζες μαζί με τους Μπέι Σίτι Ρόλερς. Γιατί;» Ο Τζουντ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, ανακουφισμένος. «Κάποτε ήξερα μια Αλαμπάμα. Δεν έχει σημασία». «Πώς και είστε έτσι χτυπημένοι; Έχεις παντού γδαρσίματα, το ένα πάνω στ' άλλο». «Ήμαστε στη Βιρτζίνια, σ' ένα μοτέλ, και πήγαμε σ' ένα φαστφουντάδικο. Στην επιστροφή, παραλίγο να μας πατήσει ένα αυτοκίνητο». «Είσαι σίγουρος γι' αυτό το "παραλίγο";» «Περνούσαμε κάτω από μια γέφυρα του τρένου. Ένας τύπος μ' ένα Τζιπ έπεσε πάνω στο πέτρινο τοίχωμα. Κοπάνησε για τα καλά τη μούρη του στο παρμπρίζ». «Και πώς κατέληξε;»

224

JOE HILL

«Είναι εντάξει, μάλλον». «Ήταν μεθυσμένος;» «Δεν ξέρω. Δε νομίζω». «Τι έγινε όταν ήρθε η αστυνομία;» «Δε μείναμε να τους μιλήσουμε». «Δε μείνατε...» άρχισε να λέει, κι έπειτα σταμάτησε, έχυσε την υπόλοιπη λεμονάδα της στο νεροχύτη και σκούπισε το στόμα της με την ανάποδη της παλάμης της. Είχε σουφρώσει τα χείλια της, σαν να 'ταν πιο ξινή απ' όσο θα έπρεπε η τελευταία γουλιά. «Βιάζεστε, έτσι;» είπε. «Λιγάκι». «Γιε μου», του είπε, «σε τι μπελάδες έχετε μπλέξει οι δυο σας;» Η Τζόρτζια τον φώναξε από την κορυφή της σκάλας. «Έλα να ξαπλώσεις, Τζουντ. Έλα πάνω. Θα ξαπλώσουμε στο δωμάτιό μου. Μπάμι, θα μας ξυπνήσεις σε μία ώρα; Έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας». «Δεν υπάρχει λόγος να φύγετε απόψε. Το ξέρεις ότι μπορείτε να μείνετε». «Καλύτερα όχι», είπε ο Τζουντ. «Δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει να φύγετε. Η ώρα είναι ήδη πέντε σχεδόν. Όπου κι αν πηγαίνετε, θα φτάσετε αργά τη νύχτα». «Δεν έχουμε πρόβλημα. Είμαστε άνθρωποι της νύχτας». Ακούμπησε το πιάτο του στο νεροχύτη. Η Μπάμι τον κοίταζε εξεταστικά. «Δεν πιστεύω να φύγετε χωρίς να φάμε για βράδυ...» «Όχι. Ούτε που θα σκεφτόμουν κάτι τέτοιο. Ευχαριστώ». Εκείνη έγνεψε. «Θα ετοιμάσω βραδινό όσο εσείς θα παίρνετε έναν υπνάκο. Αλήθεια, από ποιο μέρος του Νότου είσαι ακριβώς;» «Από τη Λουιζιάνα. Από ένα μέρος που λέγεται Μουρ'ς Κόρνερ. Δε θα το έχετε ακουστά. Δεν υπάρχει τίποτα εκεί». «Το ξέρω. Η αδερφή μου παντρεύτηκε κάποιον που την πήρε

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

225

και την πήγε στο Σλίντελ. Το Μουρ'ς Κόρνερ είναι ακριβώς δίπλα. Υπάρχουν καλοί άνθρωποι εκεί». «Όχι οι δικοί μου», είπε ο Τζουντ, και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες για το επάνω πάτωμα, με τον Άνγκους να τον ακολουθεί με βαριά βήματα. Η Τζόρτζια τον περίμενε στην κορυφή, στο ψυχρό μισοσκόταδο του επάνω διαδρόμου. Είχε τα μαλλιά της τυλιγμένα με μια πετσέτα και φορούσε ένα ξεθωριασμένο μπλουζάκι του Πανεπιστημίου Ντιουκ κι ένα φαρδύ σορτσάκι. Είχε σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος, και στο αριστερό κρατούσε ένα πλατύ άσπρο κουτί, που είχε ξεφτίσει στις άκρες και είχε επισκευαστεί πρόχειρα με καφέ μονωτική ταινία. Τα μάτια της ήταν το πιο λαμπερό πράγμα μέσα στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, με πρασινωπές σπίθες αφύσικου φωτός, και στο ωχρό, εξαντλημένο πρόσωπο της υπήρχε ένα είδος ανυπομονησίας. «Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε, κι εκείνη το γύρισε ώστε να μπορέσει να διαβάσει τι ήταν γραμμένο στο πλάι. ΟΥΪΤΖΑ — ΑΦΟΙ ΠΑΡΚΕΡ

ΟΜΙΛΩΝ ΠΙΝΑΚΑΣ

Τ ο ν οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα, όπου έβγαλε την πετσέτα από το κεφάλι της και την πέταξε σε μια καρέκλα. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, κάτω από το γείσο της γερτής στέγης, το οποίο ίσα που χωρούσε τους ίδιους και τα σκυλιά. Η Μπον ήταν ήδη κουλουριασμένη στο ημίδιπλο κρεβάτι που ήταν κολλημένο στον έναν τοίχο. Η Τζόρτζια έκανε ένα κλικ με τη γλώσσα της και χτύπησε το μαξιλάρι, και ο Άνγκους πήδηξε πάνω, δίπλα στην αδερφή του. Βολεύτηκε. Ο Τζουντ στεκόταν μπροστά στην κλειστή πόρτα -τώρα κρατούσε εκείνος τον πίνακα Ουίτζα- και κοίταζε τριγύρω στο δωμάτιο, το χώρο όπου η Τζόρτζια είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας. Δεν είχε προετοιμαστεί για κάτι τόσο υγιές σαν κι αυτό. Το κάλυμμα του κρεβατιού ήταν ένα χειροποίητο πάπλωμα, μ' ένα σχέδιο της αμερικανικής σημαίας. Ένα κοπάδι σκονισμένοι μονόκεροι-μαξιλάρια, σε διάφορα ζεστά χρώματα, ήταν μαντρωμένοι σ' ένα ψάθινο καλάθι στη γωνία. Η Τζόρτζια είχε μια ντουλάπα-αντίκα από καρυδιά, μ' έναν καθρέφτη που μπορούσε να γυρίζει μπρος πίσω. Στην κορνίζα του καθρέφτη υπήρχαν σφηνωμένες φωτογραφίες. Ήταν ξεθωριασμένες από τον ήλιο, κουλουριασμένες απ' τον καιρό, κι έδειχναν ένα μαυρομάλλικο κορίτσι στην εφηβεία του, με πεταχτά δόντια και λεπτή, αγορίστικη κοψιά. Σε μια φωτογραφία φορούσε μια στολή του μπέιζμπολ που της έπεφτε πολύ μεγάλη, ενώ τα αυτιά της ξεπρόβαλλαν κάτω από το καπέλο. Σε μια άλλη στεκόταν ανάμεσα σε διάφορες φίλες της, που ήταν όλες τους η-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

227

λιοκαμένες, με μικρά στήθη, αμήχανες με τα σουτιέν των μπικίνι τους, σε κάποια παραλία, με μια προβλήτα στο βάθος. Η μοναδική ένδειξη της εξέλιξής της υπήρχε σε μια άλλη φωτογραφία, από την αποφοίτησή της, όπου η Τζόρτζια φορούσε το τετράγωνο καπέλο και τη μαύρη τήβεννο. Στεκόταν μαζί με τους γονείς της: μια ζαρωμένη γυναίκα μ' ένα εμπριμέ φόρεμα με λουλούδια, απευθείας από τα ράφια του Γουόλ-Μαρτ, κι έναν πατατόσχημο άντρα με κακοχτενισμένα τσουλούφια πάνω από το φαλακρό του κρανίο και φτηνό καρό σακάκι. Η Τζόρτζια πόζαρε ανάμεσά τους, χαμογελώντας, αλλά το βλέμμα της ήταν μελαγχολικό, πονηρό και χολωμένο. Κι ενώ κρατούσε στο ένα χέρι το απολυτήριο της, είχε το άλλο σηκωμένο στο χαιρετισμό του Ντεθ Μέταλ, με το μικρό δαχτυλάκι και το δείκτη να ξεπροβάλλουν σχηματίζοντας τα κέρατα του Σατανά, ενώ τα νύχια της ήταν βαμμένα μαύρα. Μάλιστα. Η Τζόρτζια βρήκε αυτό που έψαχνε στο γραφείο, ένα κουτί με σπίρτα. Έσκυψε πάνω από το περβάζι για να ανάψει μερικά σκουρόχρωμα κεριά. Στο πίσω μέρος του σορτς της υπήρχε τυπωμένη η λέξη ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Οι μηροί της έδειχναν σφιχτοί και δυνατοί από τα τρία χρόνια που χόρευε. «Τι πανεπιστήμιο;» ρώτησε ο Τζουντ. Γύρισε και τον κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια της, κι έπειτα είδε πού κοιτούσε, έριξε και η ίδια μια κλεφτή ματιά στο σορτσάκι της και χαμογέλασε. «Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Από κει ξεσήκωσα τα κόλπα για το νούμερο μου». «Εκεί έμαθες να πετάς μαχαίρι;» Έκανε το νούμερο της με ψεύτικο μαχαίρι, αλλά μπορούσε να χειριστεί και αληθινό. Κάποτε, για να του κάνει επίδειξη, είχε πετάξει ένα στιλέτο σ' έναν κορμό από απόσταση εφτά μέτρων, κι αυτό είχε καρφωθεί μ' ένα μουντό γδούπο, για ν' ακολουθήσει η μπάσα αρμονική του παλλόμενου ατσαλιού. «Όχι. Αυτό μου το έμαθε η Μπάμι. Έχει τρομερό χέρι στις ρίψεις. Στο μπόουλινγκ. Στο σόφτμπολ. Φοβερό φάλτσο. Ήταν πίτσερ στην ομάδα του σόφτμπολ μέχρι τα πενήντα της. Κανείς

228

JOE HILL

δεν της παράβγαινε. Μαχαίρι την έμαθε να ρίχνει ο πατέρας της, κι εκείνη με τη σειρά της έμαθε εμένα». Αφού άναψε τα κεριά, άνοιξε και τα δύο παράθυρα λίγα εκατοστά, χωρίς να τραβήξει τις λιτές λευκές κουρτίνες. Φύσηξε αεράκι, οι κουρτίνες σάλεψαν, το χλομό φως του ήλιου όρμησε στο δωμάτιο κι ύστερα καταλάγιασε σε γαλήνια κύματα απαλής λάμψης. Τα κεριά δεν πρόσθεταν και πολύ φως, αλλά η μυρωδιά τους ήταν πολύ ευχάριστη καθώς έσμιγε με το δροσερό, φρέσκο άρωμα του αέρα που ερχόταν απέξω. Η Τζόρτζια στράφηκε, σταύρωσε τα πόδια της και κάθισε στο πάτωμα. Ο Τζουντ γονάτισε απέναντι της. Οι αρθρώσεις του έτριξαν. Ακούμπησε το κουτί ανάμεσά τους, το άνοιξε και έβγαλε από μέσα το ταμπλό του παιχνιδιού -κάτι σαν επιτραπέζιο παιχνίδι δεν ήταν ο πίνακας Ουίτζα; Διάσπαρτα πάνω στο ταμπλό, που είχε το χρώμα της σέπιας, υπήρχαν όλα τα γράμματα του αλφάβητου, οι λέξεις ΝΑΙ και ΟΧΙ, ένας ήλιος που χαμογελούσε σαν μανιακός κι ένα βλοσυρό φεγγάρι. Ο Τζουντ ακούμπησε πάνω στο ταμπλό έναν μαύρο πλαστικό δείκτη που είχε το σχήμα του μπαστουνιού της τράπουλας. «Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να το κάνω να δουλέψει», είπε η Τζόρτζια. «Έχω κοντά οχτώ χρόνια να του ρίξω μια ματιά. Θυμάσαι εκείνη την ιστορία που σου είπα, πως κάποτε είδα ένα φάντασμα στην αυλή της Μπάμι;» «Τη δίδυμη αδερφή της». «Φρικάρισα, αλλά με έφαγε κι η περιέργεια. Είναι αστείο πώς δουλεύει το μυαλό των ανθρώπων. Γιατί, όταν είδα το κοριτσάκι στην πίσω αυλή, το φάντασμα δηλαδή, ήθελα να φύγει. Όταν όμως εξαφανίστηκε, γρήγορα άρχισα να εύχομαι να την ξανάβλεπα. Άρχισα να εύχομαι να ζήσω κάποια στιγμή άλλη μια εμπειρία σαν κι αυτή, να συναντήσω πάλι ένα φάντασμα». «Και τώρα έχεις ένα να σε κυνηγάει. Ποιος είπε ότι τα όνειρα δε γίνονται πραγματικότητα;» Η Τζόρτζια γέλασε. «Τέλος πάντων. Λίγο καιρό αφότου είδα την αδερφή της Μπάμι στην πίσω αυλή, αγόρασα αυτό εδώ σ' ένα μαγαζί. Εγώ και οι φίλες μου παίζαμε πολύ μ' αυτό. Ρωτού-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

229

σαμε τα πνεύματα για τ' αγόρια από το σχολείο. Και πολλές φορές κουνούσα το δείκτη στα κρυφά, βάζοντάς τον να λέει διάφορα. Η φίλη μου η Σέριλ Τζέιν ήξερε ότι το έκανα, αλλά πάντα καμωνόταν πως πίστευε στ' αλήθεια ότι μιλούσαμε μ' ένα φάντασμα, και γούρλωνε τα μάτια της και τέντωνε το λαιμό της. Εγώ γλιστρούσα πέρα δώθε το δείκτη, και ο πίνακας Ουίτζα της έλεγε ότι κάποιο αγόρι απ' το σχολείο είχε ένα κιλοτάκι της στο ντουλάπι του στ' αποδυτήρια, κι εκείνη τότε έβαζε μια στριγκλιά κι έλεγε: "Πάντα το 'λεγα πως με κοιτούσε παράξενα!" Ήταν πολύ γλυκό που έκανε παρέα μαζί μου κι ήταν τόσο χαζσύλα κι έκανε τα στραβά μάτια στα κόλπα μου». Η Τζόρτζια έτριψε τον αυχένα της. «Μια φορά, όμως», πρόσθεσε, «παίζαμε Ουίτζα κι αυτό το πράγμα άρχισε να δουλεύει στ' αλήθεια. Χωρίς εγώ να κουνάω το δείκτη». «Μπορεί να τον κουνούσε η Σέριλ Τζέιν». «Όχι. Κουνιόταν μόνος του, και το ξέραμε κι οι δυο. Ήμουν σίγουρη ότι κουνιόταν από μόνος του, γιατί η Σέριλ δεν έκανε τις γνωστές γκριμάτσες της ούτε γούρλωνε τα μάτια. Η Σέριλ ήθελε να σταματήσει. Όταν το φάντασμα μας είπε ποιος ήταν, η Σέριλ είπε ότι το πράγμα είχε πάψει πια να είναι αστείο. Εγώ της είπα ότι δεν έκανα τίποτα, κι εκείνη μου είπε κόφ' το». «Ποιος ήταν το φάντασμα;» «Ο ξάδερφος της ο Φρέντι. Είχε αυτοκτονήσει το προηγούμενο καλοκαίρι. Είχε κρεμαστεί. Δεκαπέντε χρονών. Ήταν πολύ κολλητοί, ο Φρέντι και η Σέριλ...» «Τι ήθελε;» «Είπε ότι στον αχυρώνα του σπιτιού του υπήρχαν φωτογραφίες αντρών που φορούσαν μόνο τα εσώρουχά τους. Μας είπε πού να τις βρούμε, κάτω από μια σανίδα στο πάτωμα. Είπε ότι δεν ήθελε να μάθουν οι γονείς του πως ήταν γκέι, και να στενοχωρηθούν ακόμα περισσότερο. Είπε ότι γι' αυτό είχε αυτοκτονήσει, επειδή δεν ήθελε πια να είναι γκέι. Ύστερα είπε ότι οι ψυχές δεν είναι ούτε αγόρια ούτε κορίτσια. Είναι μόνο ψυχές. Είπε ότι δεν υπάρχουν γκέι, κι ότι έκανε τη μαμά του περίλυπη για το τίποτα. Το θυμάμαι ακριβώς. Ότι χρησιμοποίησε τη λέξη "περίλυπη"».

230

JOE HILL

«Ψάξατε για τις φωτογραφίες;» «Το άλλο απόγευμα τρυπώσαμε στον αχυρώνα και βρήκαμε τη χαλαρή σανίδα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα κρυμμένο αποκάτω. Τότε ο πατέρας του Φρέντι ήρθε από πίσω μας και μας έβαλε τις φωνές. Είπε ότι δεν είχαμε καμιά δουλειά να ψάχνουμε μέσα στην ιδιοκτησία του και μας έδιωξε κακήν κακώς. Η Σέριλ είπε πως το ότι δε βρήκαμε φωτογραφίες ήταν απόδειξη ότι όλα ήταν ψέματα, πως εγώ τα είχα κατασκευάσει όλα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο έξαλλη έγινε. Αλλά εγώ νομίζω ότι ο πατέρας του Φρέντι είχε βρει τις φωτογραφίες πριν από μας και τις είχε ξεφορτωθεί, για να μη μάθει κανείς ότι ο γιος του ήταν αδερφή. Έτσι όπως μας έβαλε τις φωνές, ήταν σαν να φοβόταν το τι μπορεί να ξέραμε. Το τι μπορεί να ψάχναμε». Η Τζόρτζια σταμάτησε για λίγο, κι έπειτα πρόσθεσε: «Εγώ και η Σέριλ ποτέ δεν το ξεπεράσαμε. Προσποιούμασταν ότι το είχαμε αφήσει πίσω μας, αλλά μετά απ' αυτό δεν κάναμε πια πολλή παρέα. Εμένα βέβαια αυτό με βόλευε. Είχα ήδη αρχίσει να πηγαίνω με το φίλο του πατέρα μου, τον Τζορτζ Ρούγκερ, και δεν ήθελα πολλές φίλες γύρω μου να μου κάνουν ερωτήσεις για το πώς γινόταν να έχω τόσα πολλά λεφτά στις τσέπες μου έτσι ξαφνικά». Οι σκιές σάλεψαν και χάθηκαν. Το δωμάτιο φωτίστηκε και σκοτείνιασε. Ο Άνγκους χασμουρήθηκε. «Λοιπόν, τι κάνουμε;» είπε ο Τζουντ. «Έχεις παίξει ποτέ με κάτι τέτοιο;» Ο Τζουντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ωραία, ας βάλουμε το χέρι μας πάνω στο δείκτη», είπε, και άπλωσε το δεξί της χέρι, αλλά έπειτα άλλαξε γνώμη κι έκανε να το τραβήξει πίσω. Ήταν πολύ αργά. Εκείνος άπλωσε το δικό του και της έπιασε τον καρπό. Η Τζόρτζια μόρφασε -λες και είχε ευαισθησία ακόμα και ο καρπός της. Είχε βγάλει τους επιδέσμους της προτού κάνει μπάνιο και δεν είχε ακόμα βάλει καινούριους. Το θέαμα του ακάλυπτου χεριού της τον άφησε άφωνο. Έδειχνε λες και μούλιαζε για ώρες μέσα στο νερό, το δέρμα της ήταν ζαρωμένο, λευκό και μαλακό. Ο αντίχειράς της ήταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Για μια

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

231

στιγμή, μέσα στο ημίφως, έμοιαζε σχεδόν σαν να μην είχε δέρμα. Η σάρκα είχε κακοφορμίσει και ήταν αφύσικα κόκκινη, ενώ στη ρώγα του υπήρχε μόνο ένας μεγάλος μολυσμένος κύκλος, ένας βουλιαγμένος δίσκος, κίτρινος από το πύον, που στο κέντρο του γινόταν μαύρος. «Χριστέ μου», είπε ο Τζουντ. Το υπερβολικά χλομό και λεπτό πρόσωπο της Τζόρτζια ήταν εκπληκτικά γαλήνιο, και τον κοιτούσε μέσα από τις σκιές που αργοσάλευαν. Τράβηξε το χέρι της. «Θες να χάσεις το χέρι σου;» τη ρώτησε ο Τζουντ. «Θέλεις να δεις αν μπορείς να πεθάνεις από σηψαιμία;» «Δε φοβάμαι να πεθάνω όπως φοβόμουν πριν από δυο μέρες. Περίεργο δεν είναι;» Ο Τζουντ άνοιξε το στόμα του ν' απαντήσει και συνειδητοποίησε ότι δεν είχε τίποτε να πει. Τα σωθικά του είχαν δεθεί κόμπος. Αυτό που συνέβαινε στο χέρι της θα την οδηγούσε στον τάφο αν δεν έκαναν κάτι, και το ήξεραν και οι δυο τους, αλλά εκείνη δε φοβόταν. «Ο θάνατος δεν είναι το τέλος», είπε η Τζόρτζια. «Τώρα το ξέρω. Το ξέρουμε κι οι δυο μας». «Αυτό δεν είναι λόγος να αποφασίσεις να πεθάνεις. Να μη φροντίσεις τον εαυτό σου». «Δεν έχω αποφασίσει να πεθάνω. Έχω αποφασίσει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να πάω στο νοσοκομείο. Το έχουμε συζητήσει ήδη. Το ξέρεις ότι δεν μπορούμε να πάρουμε τα σκυλιά μαζί μας σε κανένα τμήμα Επειγόντων». «Είμαι πλούσιος. Μπορούμε να καλέσουμε ένα γιατρό να έρθει σ' εμάς». «Σ' το είπα ήδη, δεν πιστεύω ότι μπορεί ένας γιατρός να βοηθήσει σ' αυτό που μου συμβαίνει». Έγειρε μπροστά και χτύπησε με τους κόμπους των δαχτύλων του αριστερού της χεριού τον πίνακα Ουίτζα. «Αυτό είναι πιο σημαντικό από το νοσοκομείο. Αργά ή γρήγορα ο Κράντοκ θα καταφέρει να παρακάμψει τα σκυλιά. Μάλλον γρήγορα. Θα βρει έναν τρόπο. Δεν μπορούν να μας προστατεύουν για πάντα. Ζούμε με δανεικό χρόνο, και

232

JOE HILL

το ξέρεις. Δε με νοιάζει να πεθάνω, αρκεί να μη με περιμένει αυτός στην άλλη πλευρά». «Είσαι άρρωστη. Δε μιλάς εσύ, ο πυρετός μιλάει. Δε χρειάζεσαι αυτό το βουντού. Χρειάζεσαι αντιβίωση». «Αυτό που χρειάζομαι», είπε η Τζόρτζια καρφώνοντας σταθερά τα ζωηρά, δραστήρια μάτια της στο πρόσωπό του, «είναι να το βουλώσεις και να βάλεις το χέρι σου πάνω στο δείκτη».

Η Τζόρτζια είπε ότι θα μιλούσε εκείνη, και ακούμπησε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού δίπλα στα δικά του πάνω στο δείκτη -λεγόταν δέλτος, θυμήθηκε ο Τζουντ. Σήκωσε το βλέμμα του όταν την άκουσε να παίρνει βαθιά ανάσα. Έκλεισε τα μάτια της, όχι σαν να ετοιμαζόταν να περάσει σε κάποιου είδους μυστικιστική έκσταση αλλά περισσότερο σαν να ήταν έτοιμη να πηδήξει από έναν ψηλό βατήρα καταδύσεων και προσπαθούσε να ξεπεράσει το ανακάτεμα στο στομάχι της. «Λοιπόν», είπε. «Με λένε Μέριμπεθ Στέισι Κίμπολ. Για λίγα, άσχημα χρόνια με έλεγαν Μορφίν, και ο άνθρωπος που αγαπάω με φωνάζει Τζόρτζια, αν και αυτό μου δίνει στα νεύρα, αλλά είμαι η Μέριμπεθ, αυτό είναι το πραγματικό μου όνομα». Άνοιξε λιγάκι τα μάτια της και κοίταξε τον Τζουντ ανάμεσα από τα βλέφαρά της. «Συστήσου». Ήταν έτοιμος να μιλήσει, αλλά εκείνη σήκωσε το χέρι της και τον σταμάτησε. «Με το πραγματικό σου όνομα. Το όνομα που ανήκει στον πραγματικό σου εαυτό. Τα αληθινά ονόματα είναι πολύ σημαντικά. Οι σωστές λέξεις έχουν ένα συγκεκριμένο φορτίο. Αρκετό για να ξαναφέρει τους νεκρούς ανάμεσα στους ζωντανούς». Ο Τζουντ ένιωθε σαν ηλίθιος -ένιωθε ότι αυτό που έκαναν δεν μπορούσε να λειτουργήσει, ότι ήταν χάσιμο χρόνου, ότι όλα αυτά ήταν παιδιαρίσματα. Όμως η καριέρα του τους είχε προσφέρει πολλές και διάφορες ευκαιρίες αυτογελοιοποίησης. Κάποτε, για τις ανάγκες του βίντεο ενός κομματιού, εκείνος και το

234

JOE HILL

συγκρότημά του -ο Ντίζι, ο Τζερόμ και ο Κένι- είχαν τρέξει παριστάνοντας τους τρομοκρατημένους σ' ένα λιβάδι με τριφύλλι, κυνηγημένοι από ένα νάνο ντυμένο μ' ένα βρόμικο κουστούμι ξωτικού που κουβαλούσε ένα αλυσοπρίονο. Με τον καιρό ο Τζουντ είχε αναπτύξει κάτι σαν ανοσία απέναντι στο να νιώθει βλάκας. Έτσι, όταν σταμάτησε, δεν ήταν επειδή δίστασε να μιλήσει, αλλά επειδή στ' αλήθεια δεν ήξερε τι να πει. Τελικά, κοιτάζοντας την Τζόρτζια, είπε: «Με λένε... Τζάστιν. Τζάστιν Κοζίνσκι. Αν και κανένας δε μ' έχει φωνάξει έτσι απ' όταν ήμουν δεκαεννιά χρονών». Η Τζόρτζια έκλεισε τα μάτια της και αποτραβήχτηκε στον εαυτό της. Ένα λακκάκι έκανε την εμφάνισή του ανάμεσα στα λεπτά της φρύδια, μια μικρή ρυτίδα έγνοιας. Μίλησε αργά, ήρεμα: «Λοιπόν, αυτοί είμαστε εμείς. Θέλουμε να μιλήσουμε στην Άννα Μακντέρμοτ. Ο Τζάστιν και η Μέριμπεθ χρειάζονται τη βοήθειά σου. Μπορούμε να μιλήσουμε με την Άννα; Άννα, θα μας μιλήσεις σήμερα;» Περίμεναν. Η κουρτίνα σάλεψε. Από το δρόμο ακούστηκαν παιδικές φωνές. «Υπάρχει κάποιος που θα ήθελε να μιλήσει στον Τζάστιν και τη Μέριμπεθ; Θα μας πει κάτι η Άννα Μακντέρμοτ; Σε παρακαλούμε. Έχουμε μπλέξει άσχημα, Άννα. Άκουσέ μας, σε παρακαλώ. Βοήθησέ μας». Έπειτα, ψιθυριστά, είπε: «Έλα, κάνε κάτι». Απευθυνόταν στη δέλτο. Η Μπον άφησε μια πορδή στον ύπνο της, μ' έναν τσιριχτό ήχο που ακούστηκε σαν πόδι που γλιστράει πάνω σε βρεγμένο λάστιχο. «Εμένα δε με γνωρίζευ>, είπε η Τζόρτζια. «Ζήτα την εσύ». «Άννα Μακντέρμοτ; Αν ακούει η Άννα Μακντέρμοτ, παρακαλώ να έρθει σε επαφή με το κέντρο πληροφοριών Ουίτζα», είπε ο Τζουντ, με τόνο ανέκφραστο, σαν εκφωνητής ανακοινώσεων. Η Τζόρτζια χαμογέλασε ψεύτικα. «Ε, βέβαια. Το ήξερα ότι ήταν θέμα χρόνου ν' αρχίσουν οι πλάκες». «Συγνώμη». «Ζήτα τη. Ζήτα τη στ' αλήθεια». «Δε γίνεται τίποτα».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

235

«Δε δοκίμασες». «Δοκίμασα». «Όχι, δε δοκίμασες». «Δοκίμασα. Απλώς δε γίνεται τίποτα». Περίμενε από κείνη κάποια ένδειξη εχθρότητας ή ανυπομονησίας. Απεναντίας, το χαμόγελό της πλάτυνε ακόμα περισσότερο, και τον κοίταξε με μια γαλήνια γλυκύτητα που γέννησε αμέσως μέσα του τη δυσπιστία. «Σε περίμενε να της ζητήσεις να έρθει πίσω μέχρι τη μέρα που πέθανε. Λες και υπήρχε περίπτωση να το κάνεις. Εσύ πόσο περίμενες για να ξαναρχίσεις την περιοδεία εύκολου κρεβατώματος από Πολιτεία σε Πολιτεία; Καμιά βδομάδα;» Ο Τζουντ κοκκίνισε. Ούτε καν βδομάδα. «Νομίζω πως δε θα 'πρεπε να εξάπτεσαι», της είπε, «δεδομένου ότι εσύ ήσουν το εν λόγω κρεβάτωμα». «Το ξέρω, κι αυτό είναι που με αηδιάζει. Βάλε το χέρι σου πάνω στο γαμημένο το δείκτη. Δεν τελειώσαμε!» Ο Τζουντ είχε αρχίσει να τραβάει το χέρι του από τη δέλτο, αλλά με το ξέσπασμα της Τζόρτζια ξανάβαλε αμέσως επάνω τα δάχτυλά του. «Νιώθω αηδία και για τους δυο μας. Μ' εσένα επειδή είσαι αυτός που είσαι, και μ' εμένα επειδή σε άφησα να μείνεις έτσι. Τώρα, κάλεσέ τη. Δεν πρόκειται να έρθει για μένα, αλλά ίσως έρθει για σένα. Περίμενε να της ζητήσεις να έρθει μέχρι το τέλος, κι αν το έκανες θα 'ρχόταν τρέχοντας. Ίσως εξακολουθεί να ισχύει αυτό». Ο Τζουντ κοίταξε τον πίνακα, τα παλιομοδίτικα γράμματα του αλφάβητου, τον ήλιο, το φεγγάρι. «Άννα, είσαι εδώ γύρω; Θα έρθει να μας μιλήσει η Άννα Μακντέρμοτ;» είπε ο Τζουντ. Η δέλτος ήταν ένα κομμάτι νεκρό, ακίνητο πλαστικό. Είχε μέρες να νιώσει τόσο προσγειωμένος στον κόσμο του πραγματικού. Αυτό το πράγμα δεν υπήρχε περίπτωση να λειτουργήσει. Ήταν αδύνατον. Δυσκολευόταν να κρατήσει τα χέρια του πάνω στο δείκτη. Ανυπομονούσε να σηκωθεί όρθιος, να τελειώνει.

236

JOE HILL

«Τζουντ», είπε η Τζόρτζια, κι έπειτα διόρθωσε τον εαυτό της. «Τζάστιν. Μην τα παρατάς. Ξαναδοκίμασε». Τζουντ. Τζάστιν. Κοίταξε τα δάχτυλά του πάνω στη δέλτο και τον πίνακα κάτω απ' αυτήν και προσπάθησε να σκεφτεί τι δεν πήγαινε καλά -και ξαφνικά κατάλαβε. Η Τζόρτζια είχε πει ότι τα πραγματικά ονόματα έχουν ένα φορτίο, ότι οι σωστές λέξεις έχουν τη δύναμη να ξαναφέρνουν τους νεκρούς ανάμεσα στους ζωντανούς. Και τότε σκέφτηκε ότι το Τζάστιν δεν ήταν το πραγματικό του όνομα, ότι είχε αφήσει τον Τζάστιν Κοζίνσκι πίσω του στη Λουιζιάνα όταν ήταν δεκαεννιά χρονών, και ο άνθρωπος που είχε κατεβεί από το λεωφορείο στη Νέα Υόρκη σαράντα ώρες αργότερα ήταν κάποιος άλλος, εντελώς διαφορετικός, ικανός να κάνει και να πει πράγματα που υπερέβαιναν τον Τζάστιν Κοζίνσκι. Και το λάθος που έκαναν τώρα ήταν ότι καλούσαν την Άννα Μακντέρμοτ. Ποτέ δεν την είχε φωνάξει έτσι. Όταν ήταν μαζί, δεν ήταν η Άννα Μακντέρμοτ. «Φλόριντα», είπε ο Τζουντ, σχεδόν αναστενάζοντας. Όταν μίλησε ξανά, ο ήχος της φωνής του τον ξάφνιασε· ήταν γαλήνιος και γεμάτος σιγουριά. «Έλα και μίλα μου, Φλόριντα. Είμαι ο Τζουντ, γλυκιά μου. Συγνώμη που δε σου ζήτησα να γυρίσεις. Σ' το ζητάω τώρα. Είσαι εκεί; Μ' ακούς; Με περιμένεις ακόμα; Τώρα είμαι εδώ. Είμαι εδώ». Η δέλτος τινάχτηκε κάτω από τα δάχτυλά τους, σαν να χτυπούσε κάποιος τον πίνακα από κάτω. Η Τζόρτζια αναπήδησε μαζί της και άφησε μια αδύναμη κραυγή. Έφερε το πληγωμένο χέρι της στο λαιμό της. Το αεράκι άλλαξε κατεύθυνση και έγλειψε τα στόρια, κάνοντάς τα να χτυπήσουν πάνω στα παράθυρα, σκοτεινιάζοντας το δωμάτιο. Ο Άνγκους σήκωσε το κεφάλι του, τα μάτια του είχαν μια φωτεινή, αφύσικη πράσινη λάμψη κάτω από το αδύναμο φως των κεριών. Το καλό χέρι της Τζόρτζια είχε μείνει πάνω στο δείκτη, που, αμέσως μόλις κροτάλισε κι ακούμπησε ξανά πάνω στον πίνακα, άρχισε πάλι να κινείται. Η αίσθηση ήταν αφύσικη κι έκανε την καρδιά του Τζουντ να χτυπάει δυνατά. Είχε την αίσθηση ότι πάνω στη δέλτο υπήρχαν κι άλλα δάχτυλα, ένα τρίτο χέρι που κα-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

237

ταλάμβανε το χώρο ανάμεσα στο δικό του κι αυτό της Τζόρτζια, και μετακινούσε το δείκτη, γυρίζοντάς τον χωρίς προειδοποίηση. Γλιστρούσε πάνω στον πίνακα, άγγιζε ένα γράμμα, έμενε εκεί για μια στιγμή κι έπειτα στριφογύριζε κάτω από τα δάχτυλά τους, αναγκάζοντας τον Τζουντ να στρίψει τον καρπό του για να κρατήσει πάνω του το χέρι του. «Τ», είπε η Τζόρτζια. Της είχε κοπεί η ανάσα. «Τ.Ι.». «Τι», είπε ο Τζουντ. Ο δείκτης συνέχισε να βρίσκει γράμματα, και η Τζόρτζια συνέχισε να τα διαβάζει: Ένα Σ, έπειτα ένα Ε. Ο Τζουντ άκουγε, προσηλωμένος σ' αυτό που συλλαβιζόταν. Ο Τζουντ: «Σε. Εμπόδισε». Η δέλτος έκανε μισή στροφή και σταμάτησε τρίζοντας. «Τι σε εμπόδισε», επανέλαβε ο Τζουντ. «Κι αν δεν είναι η Άννα; Τι γίνεται αν είναι αυτός; Πώς ξέρουμε με ποιον μιλάμε;» Η δέλτος τινάχτηκε απότομα, πριν προλάβει η Τζόρτζια να ολοκληρώσει τη φράση της. Η Τζόρτζια: «Γ. I. Α. Τ. I.». Ο Τζουντ: «Γιατί. Είναι. Ο. Ουρανός. Γαλάζιος». Ο δείκτης έμεινε ακίνητος. «Είναι αυτή. Πάντα έλεγε ότι προτιμάει να κάνει ερωτήσεις παρά να τις απαντάει. Είναι κάτι σαν αστείο ανάμεσά μας». Ήταν αυτή. Το μυαλό του γέμισε από εικόνες, από μια σειρά ολοζώντανα στιγμιότυπα. Καθόταν γυμνή στο πίσω κάθισμα της Μάστανγκ, φορώντας μόνο τις καουμπόικες μπότες της κι ένα μεγάλο καουμπόικο καπέλο στολισμένο με φτερά, και τον κοιτούσε κάτω από το γείσο, με τα μάτια της να λάμπουν ζαβολιάρικα. Του τραβούσε τη γενειάδα στα παρασκήνια της συναυλίας του Τρεντ Ρέζνορ, κι εκείνος δαγκωνόταν για να μην ουρλιάξει. Ήταν νεκρή στην μπανιέρα, μια εικόνα που δεν είχε δει παρά μόνο νοερά, και το νερό ήταν μελάνι, κι ο πατριός της, με το μαύρο κουστούμι νεκροθάφτη, ήταν γονατισμένος δίπλα στην μπανιέρα, σαν να προσευχόταν. «Εμπρός, Τζουντ», είπε η Τζόρτζια. «Μίλα της». Η φωνή της ήταν πνιχτή, λίγο πιο δυνατή από ψίθυρο. Όταν ο Τζουντ σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε, την είδε να

238

JOE HILL

τρέμει, παρ' όλο που το πρόσωπο της γυάλιζε απ' τον ιδρώτα. Τα μάτια της έλαμπαν μέσα στις βαθιές, σκοτεινές και οστεώδεις κόγχες τους... μάτια που καίγονταν από τον πυρετό. «Είσαι καλά;» Η Τζόρτζια κούνησε το κεφάλι της -Παράτα με- και τραντάχτηκε από ένα ρίγος. Το αριστερό της χέρι παρέμενε πάνω στο δείκτη. «Μίλα της». Ο Τζουντ κοίταξε ξανά τον πίνακα. Το μαύρο φεγγάρι που ήταν τυπωμένο στη μια γωνία γελούσε. Μα, πριν από ένα λεπτό δεν τους κοιτούσε βλοσυρό; Ένας μαύρος σκύλος στο κάτω μέρος του πίνακα ούρλιαζε στραμμένος προς το μέρος του φεγγαριού. Δε θυμόταν να τον είχε δει εκεί όταν πρωτοάνοιξαν τον πίνακα. «Δεν ήξερα πώς να σε βοηθήσω», είπε. «Συγνώμη, κοριτσάκι. Μακάρι να είχες ερωτευτεί κάποιον άλλον κι όχι εμένα. Μακάρι να είχες ερωτευτεί κάποιον απ' τους καλούς. Κάποιον που δε θα σε ξαπόστελνε όταν θα δυσκόλευαν τα πράγματα». «Ε. I. Σ. Α. I.», διάβασε η Τζόρτζια, με την ίδια δυσκολία, το ίδιο ξέπνοα. Ο Τζουντ μπορούσε ν' ακούσει, σ' αυτή τη φωνή, τον κόπο που κατέβαλλε για να κατανικήσει το ρίγος της. «Είσαι. Θυμωμένος». Ο δείκτης έμεινε ακίνητος. Ο Τζουντ ένιωσε να κατακλύζεται από συναισθήματα, τόσο πολλά την ίδια στιγμή, που δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να τα εκφράσει με λόγια. Ωστόσο μπορούσε, και μάλιστα αποδείχτηκε εύκολο. «Ναι», είπε. Ο δείκτης τινάχτηκε στη λέξη ΟΧΙ. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου». «Τ. I. Ε. Κ. Α.». «Τι. Έκανα», διάβασε ο Τζουντ. «Τι έκανες; Ξέρεις πολύ καλά τι έκανες. Αυτοκτό...» Ο δείκτης γλίστρησε πίσω στη λέξη ΟΧΙ. «Τι εννοείς "όχι";» Η Τζόρτζια διάβασε τα γράμματα δυνατά. Ένα Κ, ένα I, ένα Α, ένα Ν.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

239

«Κι. Αν. Δεν. Μπορώ. Να. Απαντήσω». Ο δείκτης σταμάτησε ξανά. Ο Τζουντ τον κοίταξε για λίγο, και κατάλαβε. «Δεν μπορεί να απαντάει σε ερωτήσεις. Μόνο να ρωτάει μπορεί». Όμως η Τζόρτζια είχε ήδη αρχίσει να διαβάζει γράμματα ξανά. «Σ. Ε. Κ. Υ.». Ένα δυνατό ρίγος τη διαπέρασε, κάνοντας τα δόντια της να κροταλίσουν, κι όταν ο Τζουντ την κοίταξε, είδε να βγαίνει από τα χείλη της αχνός, λες και βρισκόταν μέσα σε καταψύκτη. Μόνο που για κείνον η θερμοκρασία του δωματίου δεν είχε αλλάξει. Το επόμενο πράγμα που πρόσεξε ήταν ότι η Τζόρτζια είχε σταματήσει να κοιτάζει το χέρι της πάνω στο δείκτη, ή εκείνον, ή οτιδήποτε. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο κενό. Συνέχισε να διαβάζει φωναχτά τα γράμματα καθώς τα άγγιζε η δέλτος, αλλά χωρίς να κοιτάζει πια τον πίνακα, χωρίς να βλέπει τι συνέβαινε εκεί. «Σε». Ο Τζουντ διάβαζε καθώς η Τζόρτζια συλλάβιζε τις λέξεις μονότονα, με δυσκολία. «Κυνηγάει». Η Τζόρτζια σταμάτησε να διαβάζει τα γράμματα, κι εκείνος συνειδητοποίησε πως ήταν ερώτηση. «Ναι. Ναι. Νομίζει ότι εγώ φταίω που αυτοκτόνησες, και τώρα θέλει να εκδικηθεί»., ΟΧΙ. Η δέλτος έδειξε τη λέξη επίμονα, για κάμποση ώρα, προτού αρχίσει ξανά να τρέχει εδώ κι εκεί. «Γ. I. Α. Τ. I. Ε. I. Σ. Α. I...» μουρμούρισε βραχνά η Τζόρτζια. «Γιατί. Είσαι. Τόσο. Χαζός». Ο Τζουντ έμεινε σιωπηλός, με το βλέμμα καρφωμένο στον πίνακα. Ένα από τα σκυλιά στο κρεβάτι κλαψούρισε. Και τότε ο Τζουντ κατάλαβε. Για μια στιγμή ένιωσε να κατακλύζεται από μια αίσθηση ιλίγγου και αποπροσανατολισμού. Σαν τη σκοτοδίνη που σε πιάνει όταν ανασηκώνεσαι απότομα. Ένιωσε επίσης σαν να πατούσε σε ραγισμένο πάγο που άρχιζε να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του, σαν να ζούσε την πρώτη, τρομακτική στιγμή της βύθισης. Ήταν συγκλονισμένος από το γεγονός ότι του είχε πάρει τόσο καιρό να καταλάβει. «Το γαμιόλη», είπε ο Τζουντ. «Το γαμιόλη». Πρόσεξε ότι η Μπον είχε ξυπνήσει, και κοιτούσε με ανησυ-

240

JOE HILL

χία τον πίνακα Ουίτζα. Ο Άνγκους έκανε κι αυτός το ίδιο, κοπανώντας την ουρά του πάνω στο στρώμα. «Τι μπορούμε να κάνουμε;» είπε ο Τζουντ. «Μας κυνηγάει και δεν ξέρουμε πώς να τον ξεφορτωθούμε. Μπορείς να μας βοηθήσεις;» Ο δείκτης πετάχτηκε στη λέξη ΝΑΙ. «Η χρυσή πύλη», ψιθύρισε η Τζόρτζια. Ο Τζουντ την κοίταξε -και τραβήχτηκε έντρομος. Οι βολβοί των ματιών της είχαν γυρίσει ανάποδα, φαινόταν μόνο το ασπράδι τους, ενώ ολόκληρο το κορμί της έτρεμε ασταμάτητα. Το πρόσωπο της, που ήταν ήδη τόσο χλομό που έμοιαζε κέρινο, είχε χάσει κι άλλο το χρώμα του, είχε γίνει δυσάρεστα διάφανο. Η ανάσα της άχνιζε. Άκουσε τη δέλτο να τρίβεται και να γλιστράει μανιασμένα πάνω στον πίνακα, και τον κοίταξε ξανά. Η Τζόρτζια δε συλλάβιζε πια για λογαριασμό του, δε μιλούσε. Έπλεξε τις λέξεις μόνος του. «Ποιος. Θα. Γίνει. Η. Πύλη». «Εγώ θα γίνω η πύλη», είπε η Τζόρτζια. «Τζόρτζια;» είπε ο Τζουντ. «Τι είναι αυτά που λες;» Ο δείκτης άρχισε να κινείται ξανά. Τώρα ο Τζουντ δε μιλούσε, απλώς τον παρακολουθούσε να βρίσκει γράμματα, να στέκεται στο καθένα μόνο για μια στιγμή προτού συνεχίσει να στροβιλίζεται. Θα. Με. Βοηθήσεις. Στη. Διάβαση. «Ναι», είπε η Τζόρτζια. «Αν μπορώ. Θα γίνω εγώ η πύλη, θα σε βοηθήσω να περάσεις κι ύστερα θα τον σταματήσεις». Ορκίζεσαι. «Ορκίζομαι», είπε η Τζόρτζια. Η φωνή της ήταν αδύναμη, βεβιασμένη, αφύσικη από το φόβο. «Ορκίζομαι ορκίζομαι Θεέ μου ορκίζομαι. Ό,τι κι αν πρέπει να κάνω, μόνο που δεν ξέρω τι να κάνω. Είμαι έτοιμη να κάνω ό,τι πρέπει να κάνω, πες μου μόνο τι». Έχεις. Έναν. Καθρέφτη. Μέριμπεθ. «Γιατί;» είπε η Τζόρτζια· τα βλέφαρά της πετάρισαν, τα μάτια της επέστρεψαν στη θέση τους και κοίταξαν τριγύρω θολωμένα. Έστριψε το κεφάλι της προς την ντουλάπα. «Υπάρχει ένας...»

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

241

Ούρλιαξε. Τράβηξε τα δάχτυλά της από το δείκτη και κόλλησε τις παλάμες στα χείλη της για να πνίξει την κραυγή. Την ίδια στιγμή ο Άνγκους σηκώθηκε κι άρχισε να γαβγίζει από το κρεβάτι όπου στεκόταν. Κοιτούσε αυτό που κοιτούσε κι εκείνη. Εν τω μεταξύ ο Τζουντ είχε ήδη στραφεί για να δει και ο ίδιος, αφήνοντας τη δέλτο -που άρχισε τώρα να στριφογυρίζει σαν σβούρα. Ο καθρέφτης στην ντουλάπα είχε γείρει μπροστά για να δείξει την Τζόρτζια, να κάθεται απέναντι από τον Τζουντ, με τον πίνακα Ουίτζα ανάμεσά τους. Μόνο που στον καθρέφτη τα μάτια της ήταν καλυμμένα μ' ένα κομμάτι μαύρη γάζα και ο λαιμός της ήταν κομμένος. Μια κόκκινη αποτρόπαιη πληγή έχασκε από τη μια άκρη μέχρι την άλλη και η μπλούζα της ήταν μούσκεμα στο αίμα. Ο Άνγκους και η Μπον όρμησαν ταυτόχρονα στο δάπεδο από το κρεβάτι. Η Μπον έπεσε στο πάτωμα και χίμηξε στη δέλτο, γρυλίζοντας. Έκλεισε τα σαγόνια της πάνω στο δείκτη, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα χιμούσε πάνω σ' ένα ποντίκι που έτρεχε να χωθεί στην τρύπα του, και τον έκανε κομμάτια με τα δόντια της. Ο Άνγκους όρμησε στην ντουλάπα κι ακούμπησε τα μπροστινά του πόδια πάνω της, γαβγίζοντας φρενιασμένα στη μορφή στον καθρέφτη. Το βάρος του έκανε την ντουλάπα να γείρει στα πίσω πόδια της. Ο περιστρεφόμενος καθρέφτης κλυδωνίστηκε και γύρισε προς τα πίσω, δείχνοντας προς το ταβάνι. Ο Άνγκους έπεσε πάλι στα τέσσερα, και μια στιγμή αργότερα η ντουλάπα έκανε το ίδιο, πέφτοντας στα ξύλινα πόδια της μ' ένα δυνατό πάταγο. Ο καθρέφτης ξαναγύρισε προς τα εμπρός, και έδειξε για άλλη μια φορά στην Τζόρτζια το είδωλο της. Ήταν απλώς το είδωλό της. Το αίμα και η μαύρη γάζα στα μάτια της είχαν εξαφανιστεί.

Σ τ η ν απογευματινή δροσιά, ο Τζουντ και η Τζόρτζια ξάπλωσαν μαζί στο ημίδιπλο κρεβάτι. Ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει και τους δυο και η Τζόρτζια αναγκάστηκε να γυρίσει στο πλάι και να περάσει το ένα πόδι της από πάνω του για να βολευτεί. Το πρόσωπό της κούρνιασε στο λαιμό του, κι ο Τζουντ ένιωθε την άκρη της μύτης της κρύα πάνω στην επιδερμίδα του. Ήταν μουδιασμένος. Ήξερε ότι έπρεπε να καθίσει να σκεφτεί ό,τι τους είχε μόλις συμβεί, αλλά δεν μπορούσε να αναγκάσει τη σκέψη του να επιστρέψει σ' αυτό που είχε δει στον καθρέφτη, σ' αυτό που προσπαθούσε να τους πει η Άννα. Το μυαλό του αρνιόταν να πάει εκεί. Το μυαλό του ήθελε να δραπετεύσει από το θάνατο για λίγο. Ένιωθε να πιέζεται ασφυκτικά από το θάνατο, ένιωθε την υπόσχεση του θανάτου να τον περιτριγυρίζει, ένιωθε το θάνατο στο στήθος του, τον κάθε θάνατο να βαραίνει σαν πέτρα πάνω του και να στερεί τον αέρα απ' τα πνευμόνια του: το θάνατο της Άννας, του Ντάνι, του Ντίζι, του Τζερόμ, την πιθανότητα του δικού του θανάτου, και της Τζόρτζια, να τους περιμένει στην κάθε στροφή. Δεν μπορούσε να κουνηθεί από το φορτίο όλων αυτών των θανάτων που τον βάραιναν. Σκέφτηκε πως αν έμενε ακίνητος και δεν έλεγε τίποτα, εκείνος κι η Τζόρτζια μπορούσαν να μείνουν για πάντα σ' αυτή την ήσυχη στιγμή, με τα στόρια να χτυπάνε μεταξύ τους και το λιγοστό φως να τους αγκαλιάζει. Ό,τι κακό κι αν τους περίμενε, δε θα τους έβρισκε ποτέ. Όσο έμενε σ' αυτό το μικρό κρεβάτι με το δροσερό μηρό της Τζόρτζια πάνω του και το κορμί της κολ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

243

λημένο σφιχτά πάνω στο δικό του, το αδιανόητο μέλλον δε θα ερχόταν να τους συναντήσει. Ήρθε, όμως. Η Μπάμι χτύπησε μαλακά την πόρτα, κι όταν μίλησε, η φωνή της ήταν σιγανή και αβέβαιη. «Είστε εντάξει εκεί μέσα;» Η Τζόρτζια ανασηκώθηκε στον αγκώνα. Σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη της παλάμης της. Ως εκείνη τη στιγμή, ο Τζουντ δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε στραβά, και ήταν ένα χαμόγελο πραγματικό, όχι για τα μάτια και μόνο, παρ' όλο που, όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπορούσε να φανταστεί για ποιο λόγο χαμογελούσε. Το πρόσωπο της είχε καθαριστεί από τα δάκρυα, και το χαμόγελο αυτό είχε μια άνετη, κοριτσίστικη ειλικρίνεια που το έκανε σπαρακτικό. Έμοιαζε να λέει, Ε, εντάξει, μερικές φορές τα πράγματα γίνονται σκούρα, τι να κάνουμε... Τότε κατάλαβε ότι η Τζόρτζια πίστευε πως αυτό που είχαν δει κι οι δυο στον καθρέφτη ήταν κάτι σαν προφητεία, κάτι που θα συνέβαινε στο μέλλον, κάτι που ίσως δεν μπορούσαν να το αποφύγουν. Η σκέψη αυτή τον έκανε να λιποψυχήσει. Όχι. Όχι, καλύτερα να έπιανε εκείνον ο Κράντοκ και να τέλειωναν έτσι, παρά να πεθάνει η Τζόρτζια πνιγμένη στο ίδιο της το αίμα, και ποιο λόγο είχε η Άννα για να τους δείξει κάτι τέτοιο, τι μπορούσε να θέλει; «Γλυκιά μου;» ρώτησε η Μπάμι. «Είμαστε μια χαρά», της απάντησε η Τζόρτζια. Σιωπή. Ύστερα: «Δεν τσακωθήκατε εκεί μέσα, έτσι; Άκουσα κάτι θορύβους...» «Όχι», είπε η Τζόρτζια απότομα· ακούστηκε θιγμένη από τον υπαινιγμό. «Σ' τ' ορκίζομαι, Μπάμι. Συγνώμη για τη φασαρία». «Καλά», είπε η Μπάμι. «Χρειάζεστε τίποτα;» «Καθαρά σεντόνια», είπε η Τζόρτζια. Σιωπή ξανά. Ο Τζουντ ένιωσε την Τζόρτζια να τρέμει απαλά πάνω στο στήθος του. Δάγκωνε το κάτω χείλι της για να μη βάλει τα γέλια. Το ίδιο προσπαθούσε κι εκείνος, να μη γελάσει· ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένα ξαφνικό, σπασμωδικό κύμα ευθυ-

244

JOE HILL

μίας. Έχωσε το χέρι του στο στόμα, ενώ τα σωθικά του τραντάζονταν απ' το στραγγαλισμένο γέλιο. «Χριστέ μου», είπε η Μπάμι, που ακουγόταν σαν να 'θελε να φτύσει. «Χριστέ μου!» Και τα βήματά της ακούστηκαν ν' απομακρύνονται από την πόρτα. Η Τζόρτζια έπεσε πάνω στον Τζουντ κι έχωσε το δροσερό, μουσκεμένο από τα δάκρυα πρόσωπό της κάτω απ' το σαγόνι του. Εκείνος την αγκάλιασε, και σφίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλον μέχρι που του κόπηκε η ανάσα από τα γέλια.

Μ π ά TO δείπνο, ο Τζουντ είπε ότι είχε να κάνει μερικά τηλεφωνήματα κι άφησε την Τζόρτζια και την Μπάμι στο καθιστικό. Στην πραγματικότητα δεν είχε να τηλεφωνήσει σε κανέναν· ήξερε ότι η Τζόρτζια ήθελε να μείνει για λίγο μόνη με τη γιαγιά της κι ότι θα ένιωθαν πιο άνετα χωρίς αυτόν. Μόλις όμως βρέθηκε στην κουζίνα, μ' ένα δροσερό ποτήρι λεμονάδα μπροστά του και χωρίς τίποτα να κάνει, συνειδητοποίησε ότι κρατούσε το τηλέφωνο στα χέρια του. Σχημάτισε τον αριθμό του γραφείου για να πάρει τα μηνύματά του. Ένιωθε παράξενα που ασχολούνταν με κάτι τόσο προσγειωμένο, τόσο φυσιολογικό, ύστερα από όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη την ημέρα, από το συναπάντημά τους με τον Κράντοκ στο Ντένι'ς μέχρι την επαφή τους με την Άννα στο δωμάτιο της Τζόρτζια. Ο Τζουντ αισθανόταν αποκομμένος από αυτό που ήταν προτού δει για πρώτη φορά τον νεκρό. Η καριέρα του, ο τρόπος ζωής του, η επιχειρηματική δραστηριότητα και η τέχνη του που τον κρατούσαν απασχολημένο για πάνω από τριάντα χρόνια έμοιαζαν να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία. Σχημάτισε τον αριθμό παρακολουθώντας το χέρι του σαν να ανήκε σε κάποιον άλλον, νιώθοντας σαν να ήταν ένας παθητικός θεατής των πράξεων ενός ηθοποιού που τον υποδυόταν. Τον περίμεναν πέντε μηνύματα. Το πρώτο ήταν από τον Χερμπ Γκρος, το λογιστή και επιχειρηματικό του σύμβουλο. Η φωνή του Χερμπ, που ήταν συνήθως γλοιώδης και αυτάρεσκη, στο συγκεκριμένο μήνυμα ήταν βραχνή από συγκίνηση. «Μόλις

246

JOE HILL

έμαθα από τη Ναν Σριβ ότι σήμερα το πρωί ο Ντάνι Γούτεν βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του. Κρεμασμένος. Όπως καταλαβαίνεις, όλοι εδώ είμαστε συγκλονισμένοι. Θα μου τηλεφωνήσεις όταν λάβεις το μήνυμα; Δεν ξέρω πού βρίσκεσαι. Κανείς δεν ξέρει. Σ' ευχαριστώ». Υπήρχε ένα τηλεφώνημα από κάποιον αστυφύλακα Μπιμ, ο οποίος έλεγε ότι η Αστυνομία του Πάικλιφ προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί του για ένα σημαντικό ζήτημα, και ότι θα καλούσε αργότερα. Υπήρχε ένα μήνυμα από τη Ναν Σριβ, τη δικηγόρο του, που έλεγε ότι είχε τα πάντα υπό έλεγχο, ότι η αστυνομία ήθελε μια κατάθεση απ' αυτόν σχετικά με τον Ντάνι, και ότι έπρεπε να της τηλεφωνήσει το συντομότερο δυνατόν. Το επόμενο μήνυμα ήταν από τον Τζερόμ Πρίσλεϊ, ο οποίος είχε πεθάνει τέσσερα χρόνια πριν, πέφτοντας με την Πόρσε του πάνω σε μια κλαίουσα ιτιά με διακόσια τριάντα χιλιόμετρα την ώρα. «Έι, Τζουντ, όπως τα βλέπω, όπου να 'ναι θα ξαναφτιάξουμε το γκρουπ, έτσι; Στα κρουστά ο Τζον Μπόναμ. Ο Τζόι Ραμόουν στα δεύτερα φωνητικά». Γέλασε, και συνέχισε με τη γνώριμη βαριεστημένη προφορά του. Το κρώξιμο της φωνής του Τζερόμ θύμιζε πάντα στον Τζουντ τον κωμικό Στίβεν Ράιτ. «Απ' ό,τι μαθαίνω, τώρα κυκλοφορείς με μια φτιαγμένη Μάστανγκ. Αυτό μου άρεσε πάντα σ' εσένα, Τζουντ -που μπορούσαμε να μιλάμε γι* αμάξια. Αναρτήσεις, κινητήρες, προφυλακτήρες, ηχοσυστήματα, Μάστανγκ, Θάντερμπερντ, Τσάρτζερ, Πόρσε. Ξέρεις τι σκεφτόμουν τη νύχτα που βγήκα απ' το δρόμο με την Πόρσε μου; Σκεφτόμουν όλα αυτά που δε σου είπα ποτέ. Όλα αυτά για τα οποία δε μιλήσαμε. Όπως, για παράδειγμα, που με έχωσες στην κόκα κι ύστερα εσύ ξεκόλλησες και είχες τ' αρχίδια να μου πεις ότι αν δεν έκανα το ίδιο θα μ' έδιωχνες απ' το συγκρότημα. Που έδωσες στην Κριστίν φράγκα για να ξανασταθεί στα πόδια της μόλις με παράτησε, όταν την κοπάνησε με τα παιδιά χωρίς να πει λέξη. Που της έδωσες λεφτά για δικηγόρο. Αυτό θα πει φίλος. Που δεν μπορούσες να μου κάνεις ένα κωλοδάνειο τη στιγμή που έχανα ό,τι είχα και δεν είχα -το σπίτι, τ' αυτοκίνητα. Κι εγώ σε είχα αφήσει να κοιμηθείς στο κρεβάτι στο υπόγειο μου όταν ήρθες με το λεωφορείο από τη Λουιζιάνα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

247

και δεν είχες ούτε τριάντα δολάρια στην τσέπη». Ο Τζερόμ γέλασε ξανά -με το τραχύ, σκληρό γέλιο του καπνιστή. «Λοιπόν, σύντομα θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για όλα αυτά. Μάλλον θα τα πούμε όπου να 'ναι. Απ' ό,τι μαθαίνω, είσαι στο δρόμο της νύχτας τώρα. Ξέρω πού βγάζει αυτός ο δρόμος. Κατευθείαν σ' ένα δέντρο. Εμένα με μάζεψαν απ' τα κλαδιά, ξέρεις. Εκτός από τα κομμάτια που άφησα στο παρμπρίζ. Σ' έχω πεθυμήσει, Τζουντ. Δε βλέπω την ώρα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Θα τραγουδάμε παρέα, όπως τον παλιό καιρό. Όλοι τραγουδάνε εδώ. Μετά από λίγο, βέβαια, το τραγούδι ακούγεται σαν ουρλιαχτό. Πρόσεξέ το. Άκου προσεκτικά και θα δεις πώς ουρλιάζουν». Ακολούθησε ένας τρομερός θόρυβος, καθώς ο Τζερόμ πήρε το τηλέφωνο από το αυτί του και το κράτησε στον αέρα για ν' ακούσει ο Τζουντ. Αυτό που ήρθε από τη γραμμή ήταν ένας ήχος που όμοιό του δεν είχε ξανακούσει, αλλόκοτος και τρομακτικός, ένας θόρυβος που θύμιζε βουητό από μύγες αλλά ενισχυμένος εκατό φορές, κρότους και τριξίματα μηχανών, πρέσες που ξεφυσούσαν με μανία. Προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή του και κατάφερε να διακρίνει λέξεις μέσα σ' όλο αυτόν το θόρυβο, απόκοσμες φωνές που ικέτευαν ουρλιάζοντας να πάψει αυτό. Ο Τζουντ ήταν έτοιμος να διαγράψει το επόμενο μήνυμα, περιμένοντας άλλον ένα νεκρό, αλλά αντί γι' αυτό άκουσε μια κλήση από τη γυναίκα που πρόσεχε τον πατέρα του, την Αρλίν Γουέιντ. Ήταν τόσο μακριά από τις σκέψεις του, που του πήρε κάμποση ώρα μέχρι ν' αναγνωρίσει τη γέρικη, αλλόκοτα άψυχη φωνή της, και μέχρι τότε το μήνυμα κόντευε σχεδόν να τελειώσει. «Γεια σου, Τζάστιν, εγώ είμαι. Ήθελα να σε ενημερώσω σχετικά με τον πατέρα σου. Εδώ και τριάντα έξι ώρες δεν έχει τις αισθήσεις του. Ο σφυγμός του είναι ακανόνιστος. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να το ξέρεις. Δεν πονάει. Αν θέλεις, τηλεφώνησε». Ο Τζουντ έκλεισε το τηλέφωνο και έγειρε πάνω απ' τον πάγκο της κουζίνας, κοιτάζοντας έξω στη νύχτα. Είχε τα μανίκια του σηκωμένα στους αγκώνες, το παράθυρο ήταν ανοιχτό, το αεράκι που έμπαινε ήταν δροσερό πάνω στο δέρμα του κι έφερνε

248

JOE HILL

μαζί του το άρωμα του λουλουδόκηπου. Ακουγόταν το βουητό των εντόμων. Μες στο μυαλό του μπορούσε να δει τον πατέρα του: ο γέρος ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, αποστεωμένος, εξαντλημένος, το πιγούνι του καλυμμένο μ' ένα άσπρο ψωριάρικο μούσι και το μέτωπο του βουλιαγμένο και γκρίζο. Ο Τζουντ πίστευε ότι μπορούσε ακόμα και να τον μυρίσει, να μυρίσει την ιδρωτίλα, τη βρόμα του σπιτιού, μια δυσωδία που περιλάμβανε -χωρίς να περιορίζεται σ' αυτά- τις κουτσουλιές, τη γουρουνίλα και την τσιγαρίλα που είχε ποτίσει τα πάντα -τις κουρτίνες, τις κουβέρτες, την ταπετσαρία. Όταν ο Τζουντ την κοπάνησε τελικά από τη Λουιζιάνα, το έκανε για να γλιτώσει απ' αυτή τη βρόμα όσο και από τον πατέρα του. Είχε τρέξει χωρίς να κοιτάξει πίσω του, έτρεξε όσο πιο μακριά μπορούσε, έκανε μουσική, έβγαλε εκατομμύρια, πέρασε μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να μεγαλώσει όσο ήταν μπορετό την απόσταση που τον χώριζε από το γέρο του. Και τώρα, με λίγη τύχη, αυτός κι ο πατέρας του ίσως πέθαιναν την ίδια μέρα. Μπορούσαν να βαδίσουν μαζί στο δρόμο της νύχτας. Ή μπορούσαν να πάνε μια βόλτα με το σταχτί φορτηγάκι του Κράντοκ Μακντέρμοτ, να μοιραστούν τη θέση του συνοδηγού. Καθισμένοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον ώστε να μπορεί ο Μάρτιν Κοζίνσκι ν' ακουμπάει το λιπόσαρκο χέρι του στο σβέρκο του Τζουντ. Και η μπόχα του να γεμίζει το αμάξι. Η βρόμα του σπιτιού. Κάπως έτσι θα μύριζε και η Κόλαση, και θα πήγαιναν εκεί μαζί, πατέρας και γιος, με τη συνοδεία του φρικιαστικού σοφέρ τους, με τα ασημένια του μαλλιά κομμένα στρατιωτικά, το κουστούμι του αλά Τζόνι Κας και το ραδιόφωνο συντονισμένο στην εκπομπή του Ρας Λίμπο. Αν έπρεπε να περιγράψει την Κόλαση με δυο λόγια, θα ήταν αυτά: ραδιοφωνικές εκπομπές λόγου και οικογένεια. Στο καθιστικό, η Μπάμι είπε κάτι χαμηλόφωνα, ψιθυριστά. Η Τζόρτζια γέλασε δυνατά. Ο Τζουντ έστριψε πίσω το κεφάλι του ακούγοντάς την, και μια στιγμή αργότερα συνέλαβε με έκπληξη τον εαυτό του να χαμογελάει ασυναίσθητα. Πώς ήταν δυ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

249

νατόν να την ακούει ξανά να σκάει στα γέλια μετά απ' όλα αυτά που τους συνέβαιναν, απ' όλα όσα είχαν δει, δεν το χωρούσε το μυαλό του. Το γέλιο της ήταν αυτό που εκτιμούσε περισσότερο απ' καθετί άλλο πάνω της -η βαθιά, χαοτική μουσικότητά του, ο τρόπος με τον οποίο παραδινόταν ολοκληρωτικά σ' αυτό. Τον ξεσήκωνε, τον αναστάτωνε. Η ώρα ήταν εφτά και κάτι, απ' ό,τι έδειχνε το ρολόι του φούρνου μικροκυμάτων. Θα ξαναγύριζε στο καθιστικό και θα καθόταν μαζί τους για λίγα λεπτά άσκοπης κουβεντούλας, κι έπειτα θα αποσπούσε την προσοχή της Τζόρτζια και θα κοιτούσε με νόημα την πόρτα. Είχαν δρόμο μπροστά τους. Τη στιγμή που στράφηκε ν' αφήσει τον πάγκο της κουζίνας, ένας ήχος τράβηξε την προσοχή του, μια εύθυμη, φάλτσα φωνή που τραγουδούσε: μπάι μπόι, μπέιμπι... Γύρισε απότομα και κοίταξε στην πίσω αυλή του σπιτιού. Η πίσω γωνία της αυλής φωτιζόταν από μια λάμπα του δρόμου. Έριχνε μια γαλάζια λάμψη πάνω στον ξύλινο φράχτη και τη μεγάλη βαλανιδιά, αυτή με την τριχιά που κρεμόταν από ένα της κλαδί. Ένα κοριτσάκι καθόταν στις φτέρνες στο γρασίδι κάτω από το δέντρο, ένα κορίτσι έξι ή εφτά χρονών, μ' ένα απλό ασπροκόκκινο καρό φορεματάκι και τα σκούρα μαλλιά του πιασμένα σε αλογοουρά. Σιγοτραγουδούσε εκείνο το παλιό τραγούδι του Ντιν Μάρτιν που έλεγε ότι ήταν ώρα να ξεκινήσει για τη χώρα των ονείρων, για ένα ταξίδι στη χώρα του ύπνου. Έκοψε έναν κλέφτη, πήρε βαθιά ανάσα και φύσηξε. Οι σπόροι χώρισαν, έγιναν εκατό ακυβέρνητα λευκά ομπρελίνα που πλανήθηκαν μες στο σκοτάδι. Κανονικά θα ήταν αδύνατον να τα δει, μόνο που αυτά λαμπύριζαν ανεπαίσθητα καθώς παράδερναν σαν αλλόκοτες σπίθες. Το κεφάλι της ήταν ανασηκωμένο, έτσι που έμοιαζε σαν να κοίταζε τον ίδιο μέσα απ' το παράθυρο. Όμως του ήταν δύσκολο να είναι σίγουρος. Τα μάτια της δεν καλοφαίνονταν από τα μαύρα σημάδια που τρεμόπαιζαν μπροστά τους. Ήταν η Ρουθ. Το όνομά της ήταν Ρουθ. Ήταν η δίδυμη αδερφή της Μπάμι, αυτή που είχε εξαφανιστεί τη δεκαετία του '50. Οι γονείς τους τις είχαν φωνάξει για φαγητό. Η Μπάμι είχε πάει

250

JOE HILL

τρέχοντας, αλλά η Ρουθ χασομέρησε, κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδε κάποιος... ζωντανή. Ο Τζουντ άνοιξε το στόμα του -χωρίς να ξέρει τι ήθελε να πει-, αλλά διαπίστωσε πως του ήταν αδύνατον να μιλήσει. Η ανάσα του σκάλωσε στο στήθος του κι έμεινε εκεί. Η Ρουθ σταμάτησε να τραγουδάει, κι απλώθηκε σιωπή μέσα στη νύχτα, δεν ακουγόταν πια ούτε το βουητό των εντόμων. Το κοριτσάκι γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς το δρομάκι πίσω απ' το φράχτη. Χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι της σε χαιρετισμό, σαν να είχε μόλις προσέξει κάποιον να στέκει εκεί, κάποιον που γνώριζε, κάποιον από τη γειτονιά. Μόνο που στο δρομάκι δεν υπήρχε κανείς. Υπήρχαν μόνο φύλλα από παλιές εφημερίδες ριγμένα κάτω, σπασμένα γυαλιά, αγριόχορτα που φύτρωναν ανάμεσα στις πλάκες. Η Ρουθ σηκώθηκε και πλησίασε αργά αργά το φράχτη. Τα χείλη της σάλευαν -μιλούσε άηχα σε κάποιον που δε βρισκόταν εκεί. Πότε είχε πάψει ο Τζουντ να μπορεί ν' ακούει τη φωνή της; Όταν σταμάτησε να τραγουδάει. Όταν η Ρουθ πλησίασε το φράχτη, ο Τζουντ πανικοβλήθηκε, σαν να έβλεπε ένα παιδί που ετοιμαζόταν να διασχίζει κάθετα μια λεωφόρο γεμάτη αυτοκίνητα. Ήθελε να της φωνάξει αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε καν να πάρει ανάσα. Τότε θυμήθηκε τι του είχε πει γι' αυτήν η Τζόρτζια. Ότι όσοι έβλεπαν τη μικρή Ρουθ ήθελαν πάντα να της μιλήσουν, να την προειδοποιήσουν ότι κινδύνευε, να της πουν να φύγει τρέχοντας από κει, αλλά κανείς δεν μπόρεσε. Ήταν πολύ τρομαγμένοι από το θέαμα για να πουν οτιδήποτε. Μια σκέψη σχηματίστηκε στο μυαλό του, η ξαφνική, παράλογη σκέψη ότι το κορίτσι αυτό ήταν κάθε κορίτσι που είχε γνωρίσει ο Τζουντ και είχε σταθεί ανίκανος να το βοηθήσει· ήταν η Άννα και η Τζόρτζια μαζί. Αν μπορούσε να φωνάξει απλώς το όνομά της, να τραβήξει την προσοχή της, να της πει ότι κινδύνευε, όλα θα ήταν δυνατά. Εκείνος και η Τζόρτζια θα είχαν ακόμη τη δυνατότητα να νικήσουν τον νεκρό, να βγουν ζωντανοί από την τρομερά δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονταν. Κι όμως ο Τζουντ εξακολουθούσε να μην μπορεί να βγάλει άχνα. Τον τρέλαινε να κάθεται εκεί και να κοιτάζει χωρίς να εί-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

251

ναι σε θέση να μιλήσει. Χτύπησε το μπανταρισμένο, πληγωμένο του χέρι πάνω στον πάγκο, ένιωσε τον πόνο να τον σουβλίζει -και πάλι δεν κατάφερε ν' αναγκάσει τον αέρα να βγει απ' το λαιμό του. Ο Άνγκους, που στεκόταν δίπλα του, τινάχτηκε όταν ο Τζουντ χτύπησε το χέρι του στον πάγκο. Σήκωσε το κεφάλι του και του έγλειψε ανήσυχος τον καρπό. Το τραχύ, ζεστό χάδι της γλώσσας του Άνγκους πάνω στο γυμνό του δέρμα τον ξάφνιασε. Ήταν άμεσο και πραγματικό, και τον έβγαλε από την παράλυσή του όσο γρήγορα και ξαφνικά τον είχε βγάλει το γέλιο της Τζόρτζια από εκείνη την αίσθηση απόγνωσης που τον είχε κυριεύσει λίγο πριν. Τα πνευμόνια του τράβηξαν λίγο αέρα, και φώναξε μέσα απ' το παράθυρο. «Ρουθ!» ούρλιαξε -κι εκείνη γύρισε το κεφάλι της. Τον άκουσε. Τον άκουσε. «Φύγε από κει, Ρουθ! Τρέξε στο σπίτι! Τώρα!» Η Ρουθ κοίταξε ξανά στο σκοτεινό, άδειο δρομάκι, κι έπειτα έκανε ένα ασταθές, βαρύ βήμα προς το σπίτι. Δεν πρόλαβε να κάνει δεύτερο· το λεπτό λευκό χεράκι της σηκώθηκε, σαν να υπήρχε ένα αόρατο σκοινί γύρω από τον αριστερό της καρπό και κάποιος το τραβούσε. Μόνο που δεν ήταν ένα αόρατο σκοινί. Ήταν ένα αόρατο χέρι. Και την επόμενη στιγμή σηκώθηκε απ' το έδαφος, την τράβηξε στον αέρα κάποιος που δε βρισκόταν εκεί. Τα μακριά, αδύνατα πόδια της κλοτσούσαν απελπισμένα, και ένα από τα σανδάλια της πετάχτηκε ψηλά και χάθηκε στο σκοτάδι. Πάλευε και χτυπιόταν, κρεμασμένη στον αέρα. Το πρόσωπο της στράφηκε προς τον Τζουντ, απελπισμένο, ικετευτικό, με τα σημάδια μπροστά στα μάτια της να καλύπτουν το απεγνωσμένο της βλέμμα καθώς αόρατες δυνάμεις την τραβούσαν πάνω απ' το φράχτη. «Ρουθ!» ούρλιαξε ξανά ο Τζουντ, το ίδιο επιτακτικά και επιβλητικά όπως τότε που βρισκόταν πάνω στη σκηνή και φώναζε στις λεγεώνες του. Καθώς την τραβούσαν στο δρομάκι, η εικόνα της Ρουθ άρχισε να ξεθωριάζει. Τώρα το φόρεμά της ήταν λευκά και γκρίζα καρό. Τώρα τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του φεγγαριού. Το άλλο της σανδάλι έπεσε σε μια λακκούβα κι εξαφανίστηκε, παρ'

252

JOE HILL

όλο που τα κυματάκια συνέχισαν να σαλεύουν πάνω στα ρηχά λασπόνερα -σαν να είχε πέσει από το παρελθόν στο παρόν. Το στόμα της Ρουθ ήταν ανοιχτό, αλλά δεν μπορούσε να φωνάξει, και ο Τζουντ δεν ήξερε γιατί. Ίσως το αόρατο πράγμα που την έσερνε μακριά να της έκλεινε το στόμα με το χέρι του. Πέρασε κάτω από τη δυνατή γαλάζια λάμψη της λάμπας του δρόμου κι εξαφανίστηκε. Ο άνεμος σήκωσε μια εφημερίδα και την ξανάριξε πιο κάτω στον άδειο δρόμο. Ο Άνγκους κλαψούρισε και τον έγλειψε ξανά. Ο Τζουντ έμεινε ασάλευτος, με μια άσχημη γεύση στο στόμα του, μια αίσθηση πίεσης στα τύμπανα των αυτιών του. «Τζουντ», ψιθύρισε η Τζόρτζια πίσω του. Κοίταξε το είδωλο της στο παράθυρο πάνω από το νεροχύτη. Μαύρα σημάδια χόρευαν μπροστά στα μάτια της. Το ίδιο και μπροστά από τα δικά του μάτια. Ήταν και οι δύο νεκροί. Απλώς δεν είχαν ακόμη σταματήσει να κινούνται. «Τι συνέβη, Τζουντ;» «Δεν μπόρεσα να τη σώσω», είπε. «Το κοριτσάκι. Τη Ρουθ. Είδα να την αρπάζουν». Δεν μπορούσε πει στην Τζόρτζια ότι, με κάποιο τρόπο, η Ρουθ είχε πάρει μαζί της την ελπίδα του πως θα μπορούσαν να σωθούν. «Φώναξα τ' όνομά της. Φώναξα τ' όνομά της, αλλά δεν μπορούσα ν' αλλάξω αυτό που έγινε». «Και βέβαια δεν μπορούσες, καλέ μου», είπε η Μπάμι.

Ο Τζουντ στράφηκε προς την Τζόρτζια και την Μπάμι. Η Τζόρτζια στεκόταν στην άλλη πλευρά της κουζίνας, κοντά στην πόρτα. Τα μάτια της ήταν απλώς τα μάτια της, χωρίς τα σημάδια του θανάτου επάνω τους. Η Μπάμι σκούντησε την εγγονή της στο γοφό για να κάνει στην άκρη, μπήκε στην κουζίνα παρακάμπτοντάς την και πλησίασε τον Τζουντ. «Γνωρίζεις την ιστορία της Ρουθ; Σ' την είπε η Εμ-Μπι;» «Μου είπε ότι την αδερφή σας την απήγαγαν όταν ήταν μικρή. Ότι μερικές φορές κάποιοι τη βλέπουν έξω στην αυλή, να την αρπάζουν ξανά και ξανά. Δεν είναι όμως το ίδιο με το να το βλέπεις ο ίδιος. Την άκουσα να τραγουδάει. Είδα να την παίρνουν». Η Μπάμι ακούμπησε το χέρι της στο καρπό του. «Θέλεις να καθίσεις;» Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ξέρεις γιατί εξακολουθεί να επιστρέφει; Ξέρεις γιατί τη βλέπουν οι άνθρωποι; Οι χειρότερες στιγμές στη ζωή της Ρουθ διαδραματίστηκαν σε τούτη την αυλή, την ώρα που όλοι καθόμαστε εδώ μέσα και τρώγαμε. Ήταν μόνη και φοβισμένη, και κανείς δεν είδε να την παίρνουν. Κανείς δεν την άκουσε όταν σταμάτησε να τραγουδάει. Πρέπει να ήταν φρικτό. Πάντα πίστευα πως όταν συμβαίνει κάτι πολύ κακό σε κάποιον, οι άλλοι πρέπει να το ξέρουν. Όχι σαν να είσαι ένα δέντρο που πέφτει στο δάσος και κανείς δεν ακούει τον πάταγο. Μπορώ τουλάχιστον να σου φέρω κάτι άλλο να πιεις;»

254

JOE HILL

Ο Τζουντ έγνεψε καταφατικά. Η Μπάμι έπιασε την κανάτα με τη λεμονάδα, που είχε σχεδόν αδειάσει πια, και έριξε ό,τι απέμενε στο ποτήρι του. Καθώς τον σερβίριζε, η Μπάμι είπε: «Πάντα πίστευα ότι αν κάποιος μπορούσε να της μιλήσει, θα έπαιρνε ένα βάρος από πάνω της. Πάντα πίστευα ότι αν κάποιος μπορούσε να την κάνει να νιώσει λιγότερο μόνη εκείνες τις τελευταίες στιγμές, ίσως την απελευθέρωνε». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, με μια παράξενη, διερευνητική κίνηση που ο Τζουντ είχε δει την Τζόρτζια να εκτελεί χιλιάδες φορές. «Μπορεί να της έχεις κάνει καλό και να μην το ξέρεις. Μόνο και μόνο λέγοντας το όνομά της». «Τι έκανα; Δεν μπόρεσα να εμποδίσω την απαγωγή της». Κατέβασε όλη τη λεμονάδα μονορούφι κι άφησε το ποτήρι στο νεροχύτη. «Ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε κάποιος να αλλάξει αυτό που της συνέβη. Ό,τι έγινε έγινε. Το παρελθόν είναι παρελθόν. Μείνετε απόψε εδώ, Τζουντ». Η τελευταία της φράση ήταν τόσο άσχετη μ' αυτή που είχε προηγηθεί, που ο Τζουντ χρειάστηκε λίγο χρόνο για να καταλάβει τι του ζητούσε. «Δεν μπορώ», είπε. «Γιατί;» Γιατί όποιος τους πρόσφερε βοήθεια θα τους ακολουθούσε στο θάνατο. Ποιος ξέρει σε τι κίνδυνο είχαν βάλει τη ζωή της Μπάμι, μόνο και μόνο σταματώντας εκεί για λίγες ώρες; Γιατί εκείνος και η Τζόρτζια ήταν ήδη νεκροί, και οι νεκροί τραβούν κάτω τους ζωντανούς. «Επειδή δεν είναι ασφαλές», είπε τελικά. Και ήταν αλήθεια. Η Μπάμι συνοφρυώθηκε σκεφτική. Την είδε να ψάχνει τις σωστές λέξεις για να τον κάνει ν' ανοιχτεί, να τον αναγκάσει να μιλήσει για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Πριν τελειώσει τις σκέψεις της, η Τζόρτζια μπήκε στο δωμάτιο αθόρυβα, σχεδόν ακροπατώντας, σαν να φοβόταν να κάνει τον παραμικρό ήχο. Η Μπον είχε σηκωθεί και κοιτούσε με ανήσυχο βλέμμα. «Δεν είναι όλα τα φαντάσματα σαν την αδερφή σου, Μπά-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

255

μι», είπε η Τζόρτζια. «Υπάρχουν μερικά που είναι πολύ κακά. Έχουμε μεγάλες φασαρίες με κάποιους νεκρούς. Μη ζητάς να σου εξηγήσουμε. Θα μας περνούσες για τρελούς». «Δοκίμασε με. Άφησε με να βοηθήσω». «Κυρία Φόρνταμ», είπε ο Τζουντ, «ευχαριστούμε που μας δεχτήκατε. Ευχαριστούμε για το δείπνο». Η Τζόρτζια τράβηξε το μανίκι της γιαγιάς της, κι όταν εκείνη γύρισε προς το μέρος της, η Τζόρτζια την αγκάλιασε με τα χλομά και λιπόσαρκα χέρια της και την έσφιξε δυνατά. «Είσαι κα, λός άνθρωπος, σ' αγαπάω». Η Μπάμι εξακολουθούσε να έχει το κεφάλι της στραμμένο προς τον Τζουντ. «Αν μπορώ να κάνω κάτι...» «Δεν μπορείτε», είπε ο Τζουντ. «Είναι όπως και με την αδερφή σας στην αυλή. Μπορείτε να φωνάζετε όσο θέλετε, αλλά αυτό δε θ' αλλάξει τίποτα». «Δεν το πιστεύω. Η αδερφή μου είναι νεκρή. Κανείς δεν της έδωσε σημασία όταν σταμάτησε να τραγουδάει, και κάποιος την πήρε μακριά και τη σκότωσε. Εσείς όμως δεν είστε νεκροί. Εσύ και η εγγονή μου είστε ζωντανοί και είστε εδώ μαζί μου, στο σπίτι μου. Μην παραδίνεστε. Οι νεκροί νικούν όταν σταματάς να τραγουδάς και τους αφήνεις να σε πάρουν στο δρόμο μαζί τους». Κάτι σ' αυτό το τελευταίο έκανε τον Τζουντ να τιναχτεί, σαν να τον είχε χτυπήσει έξαφνα στατικός ηλεκτρισμός. Κάτι που είχε σχέση με το να παραδίνεσαι; Κάτι που είχε σχέση με το τραγούδι. Υπήρχε η απαρχή μιας ιδέας σ' αυτό, που όμως δεν έβγαζε ακόμη νόημα. Η επίγνωση ότι εκείνος και η Τζόρτζια είχαν παίξει όλα τους τα χαρτιά -η αίσθηση ότι ήταν και οι δύο νεκροί όπως το κορίτσι που είχε δει στην αυλή- ήταν ένα εμπόδιο που καμία άλλη σκέψη δεν μπορούσε να παρακάμψει. Η Τζόρτζια φίλησε το πρόσωπο της Μπάμι, κι έπειτα το φίλησε ξανά. Φιλούσε δάκρυα. Και τελικά η Μπάμι γύρισε για να την κοιτάξει. Έκλεισε στις παλάμες της τα μάγουλα της εγγονής της. «Μείνετε», είπε η Μπάμι. «Πείσε τον να μείνει. Κι αν αυτό δε γίνεται, τότε άφησέ τον να φύγει χωρίς εσένα». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπε η Τζόρτζια. «Και έχει

256

JOE HILL

δίκιο. Δεν μπορούμε να σε μπλέξουμε σ' αυτή την ιστορία περισσότερο απ' ό,τι σε έχουμε ήδη μπλέξει. Ένας άνθρωπος που ήταν φίλος μας έχασε τη ζωή του επειδή δεν απομακρύνθηκε αρκετά γρήγορα από κοντά μας». Η Μπάμι πίεσε το μέτωπο της στο στήθος της Τζόρτζια. Η ανάσα της ήταν ακανόνιστη και ρηχή. Τα χέρια της σηκώθηκαν και χώθηκαν στα μαλλιά της Τζόρτζια, και για μια στιγμή οι δύο γυναίκες λικνίστηκαν μαζί, σαν να χόρευαν έναν αργό χορό. Όταν ανέκτησε την ψυχραιμία της -δεν άργησε πολύ-, η Μπάμι σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε ξανά το πρόσωπο της Τζόρτζια. Η Μπάμι είχε κοκκινίσει, τα μάγουλά της είχαν μουσκέψει και το πιγούνι της έτρεμε, αλλά είχε σταματήσει να κλαίει. «Θα προσεύχομαι, Μέριμπεθ. Θα προσεύχομαι για σένα». «Σ' ευχαριστώ», είπε η Τζόρτζια. «Θα περιμένω να ξαναγυρίσεις. Θα περιμένω να σε ξαναδώ, όταν μπορέσεις να ξεμπλέξεις. Και ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Γιατί είσαι έξυπνη, είσαι καλή, κι είσαι το κοριτσάκι μου». Η Μπάμι πήρε μια βαθιά ανάσα και έριξε στον Τζουντ ένα άψυχο, λοξό βλέμμα. «Ελπίζω να το αξίζει». Η Τζόρτζια γέλασε, ένα απαλό, σπασμωδικό γέλιο που ακούστηκε σαν λυγμός, και έσφιξε άλλη μια φορά την Μπάμι στην αγκαλιά της. «Εμπρός λοιπόν», είπε η Μπάμι. «Φύγετε, αν πρέπει». «Έχουμε ήδη φύγει», είπε η Τζόρτζια.

Ο Τζουντ οδηγούσε. Οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες και γλιστρούσαν πάνω στο τιμόνι, το στομάχι του ανακατευόταν. Ήθελε να κοπανήσει τη γροθιά του κάπου. Ήθελε να οδηγήσει πολύ γρήγορα, και αυτό έκανε, περνώντας τα φανάρια με πορτοκαλί. Κι όταν δεν κατάφερνε να περάσει έγκαιρα από κάποιο φανάρι και αναγκαζόταν να περιμένει, πατούσε το πεντάλ και γκάζωνε ανυπόμονα. Αυτό που είχε νιώσει στο σπίτι, καθώς έβλεπε να παίρνουν το κοριτσάκι, αυτή η αίσθηση ανημπόριας, είχε μετατραπεί τώρα σε οργή, και σε μια γεύση ξινισμένου γάλακτος στο στόμα του. Η Τζόρτζια για λίγα χιλιόμετρα απλώς τον κοιτούσε, και κάποια στιγμή ακούμπησε το χέρι της στον καρπό του. Εκείνος τινάχτηκε, ξαφνιασμένος από την υγρή, παγερή αίσθηση της επιδερμίδας της πάνω στη δική του. Ήθελε να πάρει μια βαθιά ανάσα και να ξαναβρεί την ψυχραιμία του, όχι τόσο για τον εαυτό του όσο για κείνη. Αν κάποιος από τους δύο έπρεπε να βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση, πίστευε πως θα έπρεπε να είναι η Τζόρτζια, ότι εκείνη είχε μεγαλύτερο δικαίωμα στην οργή απ' ό,τι ο ίδιος, μετά απ' αυτό που της είχε δείξει η Άννα στον καθρέφτη. Της είχε δείξει τον εαυτό της νεκρό. Δεν καταλάβαινε την ηρεμία, τη σταθερότητά της, την έγνοια της για κείνον, και δεν μπορούσε να βρει τη δύναμη να πάρει βαθιές ανάσες. Το φορτηγό μπροστά του άργησε να ξεκινήσει μόλις το φανάρι άναψε πράσινο, και ο Τζουντ πάτησε την κόρνα. «Κουνήσου, κόπανε!» του φώναξε μέσα από το ανοιχτό πα-

258

JOE HILL

ράθυρο καθώς τον προσπερνούσε πατώντας στη διπλή κίτρινη γραμμή. Η Τζόρτζια πήρε το χέρι της από τον καρπό του και το άφησε να πέσει στα πόδια της. Γύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει έξω από το παράθυρο του συνοδηγού. Πέρασαν ένα τετράγωνο και σταμάτησαν σε μια άλλη διασταύρωση. Όταν μίλησε ξανά, η φωνή της ήταν ένας χαμηλός, εύθυμος ψίθυρος. Δεν το είπε για να το ακούσει εκείνος· μονολογούσε, ίσως και να μην είχε πλήρη συνείδηση ότι είχε μιλήσει φωναχτά. «Ω, για δες. Η λιγότερο αγαπημένη μου έκθεση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στον κόσμο. Πού είναι μια χειροβομβίδα όταν τη χρειάζεσαι;» «Τι;» είπε εκείνος, αλλά καθώς το έλεγε είχε ήδη καταλάβει· έστριψε το τιμόνι, έφερε το αυτοκίνητο κοντά στο κράσπεδο και φρέναρε απότομα. Στα δεξιά της Μάστανγκ απλωνόταν μια τεράστια υπαίθρια έκθεση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, που φωτιζόταν από φώτα νατρίου πάνω σε δεκάμετρους στύλους. Υψώνονταν πάνω από την άσφαλτο σαν σειρές από εξωγήινα τρίποδα, μια σιωπηλή στρατιά που εισέβαλλε από έναν άλλο κόσμο. Συνδέονταν με σχοινιά, απ' όπου ανέμιζαν χίλια γαλάζια και κόκκινα σημαιάκια, προσθέτοντας μια καρναβαλίστικη πινελιά στο χώρο. Ήταν περασμένες οχτώ, αλλά η έκθεση ήταν ακόμη ανοιχτή. Ζευγάρια περιφέρονταν ανάμεσα στ' αμάξια, σκύβοντας στα παράθυρα για να κοιτάξουν τις ετικέτες με τις τιμές που ήταν κολλημένες στα τζάμια. Η Τζόρτζια συνοφρυώθηκε και το στόμα της άνοιξε μ' έναν τρόπο που έδειχνε πως ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει τι διάολο νόμιζε ότι έκανε. «Το μαγαζί του είναι;» ρώτησε ο Τζουντ. «Ποιανού;» «Μην κάνεις τη χαζή. Μιλάω για τον τύπο που σε βίασε και σου φέρθηκε λες και ήσουν καμιά πόρνη». «Δε... δεν ήταν... Δε θα έλεγα ότι ήταν ακριβώς...» «Εγώ θα το 'λεγα. Αυτό είναι;»

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

259

Η Τζόρτζια κοίταξε τα χέρια του που έσφιγγαν το τιμόνι, τις ασπρισμένες του αρθρώσεις. «Μάλλον δε βρίσκεται καν εδώ», είπε. Ο Τζουντ άνοιξε απότομα την πόρτα και όρμησε έξω. Αυτοκίνητα περνούσαν με ταχύτητα δίπλα του και το ζεστό κύμα από τα αέρια των εξατμίσεων έκανε τα ρούχα του να κολλάνε πάνω του. Η Τζόρτζια βγήκε όπως όπως από την άλλη πλευρά και τον κοίταξε πάνω από τον ουρανό της Μάστανγκ. «Πού πας;» «Να βρω αυτό τον τύπο. Πώς είπαμε ότι τον λένε;» «Μπες στο αυτοκίνητο». «Ποιον ψάχνω; Μη με κάνεις ν' αρχίσω να κοπανάω πωλητές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στην τύχη». «Δε θα σ' αφήσω να πας εκεί μέσα μόνος για να πλακώσεις στο ξύλο κάποιον που δε γνωρίζεις». «Όχι. Δε θα πάω μόνος. Θα πάρω μαζί μου τον Άνγκους». Κοίταξε μέσα στη Μάστανγκ. Το κεφάλι του Άνγκους ξεπρόβαλλε ήδη στο κενό ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα και κοιτούσε τον Τζουντ γεμάτος προσδοκία. «Έλα, Άνγκους». Το τεράστιο μαύρο σκυλί πήδηξε στη θέση του οδηγού κι έπειτα βγήκε στο δρόμο. Ο Τζουντ βρόντησε την πόρτα κι έκανε το γύρο του αμαξιού· το δυνατό, στιλπνό στήθος του Άνγκους πιεζόταν στο πλάι του ποδιού του. «Δε θα σου πω ποιος είναι», είπε εκείνη. «Εντάξει. Θα ρωτήσω να μάθω». Τον άρπαξε από το μπράτσο. «Τι πά' να πει θα ρωτήσεις να μάθεις; Θ' αρχίσεις να ρωτάς τους πωλητές αν έχουν πηδήξει δεκατριάχρονες;» Και τότε θυμήθηκε, του κατέβηκε στο μυαλό εντελώς απροειδοποίητα. Σκεφτόταν ότι θα ήθελε να του χώσει ένα πιστόλι στα μούτρα του μαλάκα, και θυμήθηκε. «Ρούγκερ. Ρούγκερ τον λένε. Όπως τα όπλα». «Θα σε συλλάβουν. Δε θα μπορέσεις να μπεις εκεί μέσα». «Γι' αυτό κάτι τέτοιοι τύποι τη βγάζουν καθαρή. Επειδή υπάρχουν άνθρωποι σαν κι εσένα που συνεχίζουν να τους προστατεύουν, ακόμα κι όταν ξέρουν ότι δε θα 'πρεπε».

260

JOE HILL

«Δεν προστατεύω αυτόν, βλαμμένε! Εσένα προστατεύω!» Τράβηξε το μπράτσο του για να απαλλαγεί από τη λαβή της και, πάνω που ήταν έτοιμος να γυρίσει πίσω, έτοιμος να τα παρατήσει -και έβραζε ήδη από θυμό μέσα του γι' αυτό-, πρόσεξε ότι ο Άνγκους έλειπε. Έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του και τον εντόπισε, στο βάθος της υπαίθριας έκθεσης, να τρέχει ανάμεσα σε μια σειρά φορτηγάκια κι ύστερα να στρίβει και να εξαφανίζεται πίσω από ένα. «Άνγκους!» φώναξε, αλλά μια νταλίκα πέρασε με θόρυβο και η φωνή του χάθηκε μέσα στο μουγκρητό της ντιζελοκίνητης μηχανής της. Ο Τζουντ έτρεξε να βρει το σκυλί. Γύρισε κι έριξε μια ματιά και είδε την Τζόρτζια ν' ακολουθεί ακριβώς πίσω του, με το πρόσωπο της άσπρο και τα μάτια ορθάνοιχτα από την αγωνία. Βρίσκονταν σ' ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο, σε μια έκθεση αυτοκινήτων με πολλή κίνηση -θα ήταν πολύ άσχημο μέρος για να χάσουν κάποιο από τα σκυλιά. Έφτασε στη σειρά με τα φορτηγάκια όπου είχε δει για τελευταία φορά τον Άνγκους και έστριψε -και να τος, τρία μέτρα πιο κει, καθιστός, ν' αφήνει έναν κοκαλιάρη φαλακρό τύπο να τον χαϊδεύει πίσω από τ' αυτιά. Ο φαλακρός ήταν ένας από τους πωλητές. Το ταμπελάκι στην μπροστινή του τσέπη έγραφε ΡΟΥΓΚΕΡ. Ο Ρούγκερ στεκόταν μαζί με μια οικογένεια παχύσαρκων που φορούσαν όλοι διαφημιστικά μπλουζάκια, με τα χοντρά σώματά τους σε διπλή αποστολή: χρησίμευαν και σαν διαφημιστικά ταμπλό. Η κοιλιά του πατέρα πουλούσε μπίρες Κουρς Σίλβερ Μπούλετ* το στήθος της μητέρας διαφήμιζε -καθόλου πειστικάτα γυμναστήρια Κερβς· ο γιος, γύρω στα δέκα, φορούσε ένα μπλουζάκι των εστιατορίων Χούτερς και με το τροφαντό του στήθος θα μπορούσε να συναγωνιστεί τις σερβιτόρες της αλυσίδας. Δίπλα τους ο Ρούγκερ έμοιαζε με ξωτικό, μια εντύπωση που τόνιζαν τα λεπτά, καμπυλωτά φρύδια του και τα μυτερά αυτιά του με τους τριχωτούς λοβούς. Φορούσε σκαρπίνια με φούντες. Ο Τζουντ σιχαινόταν τα σκαρπίνια με φούντες. «Καλό σκυλάκι», είπε ο Ρούγκερ. «Για δες ένα καλό σκυλάκι». Ο Τζουντ κοντοστάθηκε, αφήνοντας την Τζόρτζια να τον προ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

261

λάβει. Ήταν έτοιμη να τον προσπεράσει, όταν είδε τον Ρούγκερ και ξαφνικά κοκάλωσε. Ο Ρούγκερ σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε, χαμογελώντας ευγενικά. «Δικό σας είναι το σκυλί, κυρία μου;» Τα μάτια του στένεψαν. Κι ύστερα από ένα στιγμιαίο δισταγμό, το πρόσωπό του έλαμψε. «Είσαι η μικρούλα Μέριμπεθ Κίμπολ. Πώς μεγάλωσες... Για δες! Πώς από δω; Άκουσα ότι τώρα μένεις στη Νέα Υόρκη». Η Τζόρτζια δεν είπε λέξη. Έριξε ένα λοξό βλέμμα στον Τζουντ, με μάτια λαμπερά και ορθάνοιχτα. Ο Άνγκους τους είχε οδηγήσει σ' αυτόν, σαν να ήξερε ποιον έψαχναν. Ίσως ο Άνγκους να ήξερε πράγματι κάτι. Ίσως το σκυλί από μαύρο καπνό που ζούσε μέσα στον Άνγκους να ήξερε. Η Τζόρτζια άρχισε να κουνάει το κεφάλι της δεξιά αριστερά κοιτάζοντας τον Τζουντ -Όχι, μην το κάνεις-, αλλά εκείνος δεν της έδωσε σημασία· πέρασε δίπλα της και πλησίασε τον Άνγκους και τον Ρούγκερ. Ο Ρούγκερ κοίταξε τον Τζουντ. Το πρόσωπό του έλαμψε από έκπληξη και χαρά. «Ω Θεέ μου! Είσαι ο Τζούντας Κόιν, ο διάσημος ροκ σταρ. Ο γιος μου έχει όλα σου τα άλμπουμ. Δεν μπορώ να πω ότι απολαμβάνω την ένταση στην οποία τα παίζει...» Έχωσε το μικρό του δάχτυλο στο αυτί του, λες και τα τύμπανά του εξακολουθούσαν να βουίζουν από μια τέτοια πρόσφατη επαφή με τη μουσική του Τζουντ. «...όμως ένα πράγμα σου λέω, τον έχεις σημαδέψει βαθιά». «Και τώρα θα σημαδέψω βαθιά κι εσένα, μαλάκα», είπε ο Τζουντ και τίναξε τη γροθιά του στο πρόσωπο του Ρούγκερ. Άκουσε το κόκαλο της μύτης του να σπάζει. Ο Ρούγκερ παραπάτησε κι έσκυψε, φέρνοντας το χέρι στη μύτη του. Το παχουλό ζευγάρι πίσω του έκανε τόπο για να τον αφήσουν να περάσει ανάμεσά τους τρεκλίζοντας. Ο γιος τους χαμογέλασε και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του για να δει τον καβγά πίσω απ' τον ώμο του πατέρα του. Ο Τζουντ έχωσε μια γροθιά με το αριστερό στο στομάχι του Ρούγκερ, αγνοώντας τη σουβλιά του πόνου στην παλάμη του. Άρπαξε τον πωλητή καθώς εκείνος άρχιζε να γονατίζει και τον έριξε

'262

JOE HILL

πάνω στο καπό μιας Πόντιακ που μέσα από το παρμπρίζ είχε μια ταμπέλα που έγραφε: ε ί ν α ι δ ι κ η σ ο υ α ν τ η θεαεις! φ τ η ν ά ! ! !

Όταν ο Ρούγκερ προσπάθησε να σηκωθεί, ο Τζουντ τον άρπαξε από τον καβάλο, βρήκε το όσχεό του και το έσφιξε, νιώθοντας τους όρχεις του Ρούγκερ να συνθλίβονται μέσα στη γροθιά του. Εκείνος στάθηκε όρθιος και ούρλιαξε, με τα ρουθούνια του να στάζουν σκούρο αίμα. Τα μπατζάκια του παντελονιού του είχαν σηκωθεί, κι ο Άνγκους αναπήδησε γρυλίζοντας, έκλεισε τα σαγόνια του στο πόδι του Ρούγκερ και το τράβηξε, βγάζοντάς του ένα από τα σκαρπίνια του. Η χοντρή κυρία κάλυψε τα μάτια της με τις παλάμες της, φροντίζοντας όμως ν' αφήσει ένα μικρό κενό ανάμεσα στα δάχτυλα για να μπορεί να κρυφοκοιτάζει. Ο Τζουντ πρόλαβε να του ρίξει μια δυο ακόμα ψιλές προτού η Τζόρτζια τον αρπάξει από τον αγκώνα και τον τραβήξει. Στα μισά του δρόμου καθώς γύριζαν στο αυτοκίνητο άρχισε να γελάει, κι αμέσως μόλις μπήκαν στη Μάστανγκ έπεσε πάνω του κι άρχισε να δαγκώνει το λοβό του αυτιού του και να τον φιλάει πάνω απ' τα γένια του, ριγώντας στο πλάι του. Ο Άνγκους εξακολουθούσε να κρατάει στο στόμα του το σκαρπίνι του Ρούγκερ, κι όταν βγήκαν στον αυτοκινητόδρομο η Τζόρτζια το αντάλλαξε με το σκύλο για ένα μπισκότο και το κρέμασε στον καθρέφτη του παρμπρίζ από τις φούντες. «Σ' αρέσει;» ρώτησε. «Πολύ καλύτερο από τα λούτρινα ζάρια», είπε ο Τζουντ.

ΠΟΝΟΣ

Το σπίτι της Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις βρισκόταν σε μια καινούρια συνοικία, που απαρτιζόταν από κομψά οικήματα αποικιακού και Κέιπ Κοντ ρυθμού με εξωτερική επένδυση από βινύλιο σε χρώματα που θύμιζαν γεύσεις παγωτού -βανίλια, φιστίκι-, σε δρόμους που στριφογύριζαν και συ στρέφονταν σαν έντερα. Πέρασαν δυο φορές από μπροστά του μέχρι να εντοπίσει η Τζόρτζια τον αριθμό στο γραμματοκιβώτιο. Το σπίτι ήταν βαμμένο πορτοκαλί φωσφοριζέ, σαν γρανίτα μάνγκο, σαν τα φανάρια της τροχαίας, και δεν ακολουθούσε κάποιον συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό ρυθμό, εκτός κι αν τα μεγάλα κραυγαλέα κτίσματα των αμερικανικών προαστίων αποτελούν από μόνα τους αρχιτεκτονικό ρυθμό. Ο Τζουντ το προσπέρασε και συνέχισε μέχρι το τέλος του τετραγώνου, περίπου εκατό μέτρα πιο πέρα. Έστριψε σ' έναν ιδιωτικό χωματόδρομο και σταμάτησε μπροστά σ' ένα ημιτελές σπίτι, πάνω στην ξεραμένη κόκκινη λάσπη. Ο σκελετός του γκαράζ είχε μόλις στηθεί, με δοκάρια από φρεσκοκομμένο έλατο να ξεπροβάλλουν από τα τσιμεντένια θεμέλια κι ακόμα περισσότερα να σμίγουν στο επάνω μέρος του, ενώ η στέγη ήταν καλυμμένη με κίτρινο μουσαμά. Το διπλανό σπίτι βρισκόταν σε ελάχιστα πιο προχωρημένη κατάσταση, με φύλλα κοντραπλακέ καρφωμένα ανάμεσα στα δοκάρια και ανοιχτά ορθογώνια να χάσκουν εκεί όπου έπρεπε να βρίσκονται τα παράθυρα και οι πόρτες. Ο Τζουντ έστριψε τη Μάστανγκ προς το δρόμο κι ύστερα έκανε όπισθεν και μπήκε στο άδειο, ορθάνοιχτο γκαράζ. Από ε-

'266

JOE HILL

κείνο το σημείο είχαν καλή θέα του σπιτιού των Πράις. Έσβησε τη μηχανή. Έμειναν καθισμένοι εκεί για λίγο, ακούγοντας τη μηχανή να τρίζει καθώς ψυχραινόταν. Είχαν κάνει καλό χρόνο από το σπίτι της Μπάμι ως εδώ. Η ώρα ήταν μόνο μία μετά τα μεσάνυχτα. «Λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο;» είπε η Τζόρτζια. Ο Τζουντ έδειξε στην άλλη πλευρά του δρόμου, δύο μεγάλους κάδους απορριμμάτων πάνω στο κράσπεδο. Έπειτα έκανε μια χειρονομία προς το δρόμο, όπου υπήρχαν κι άλλοι πράσινοι κάδοι. «Όπως δείχνουν τα πράγματα, αύριο είναι η μέρα που περνάει το σκουπιδιάρικο», είπε ο Τζουντ. Έγνεψε προς το σπίτι της Τζέσικα Πράις. «Και δεν έχει βγάλει ακόμα τα σκουπίδια της». Η Τζόρτζια τον κοίταξε. Μια λάμπα του δρόμου έριχνε μια ασθενική αχτίδα φωτός στα μάτια της, που άστραφταν, σαν το νερό στον πάτο του πηγαδιού. Δεν είπε τίποτα. «Θα περιμένουμε να βγάλει τα σκουπίδια, και τότε θα την αναγκάσουμε να μπει στο αυτοκίνητο μαζί μας». «Θα την αναγκάσουμε». «Θα κάνουμε μερικές βόλτες. Θα μιλήσουμε λιγάκι, οι τρεις μας». «Κι αν βγάλει τα σκουπίδια ο άντρας της;» «Δεν πρόκειται. Ήταν έφεδρος και τον καθάρισαν στο Ιράκ. Είναι ένα από τα λίγα πράγματα που μου είπε η Άννα για την αδερφή της». «Μπορεί τώρα να έχει κανένα φίλο». «Αν έχει φίλο, και μου ρίχνει, τότε θα περιμένουμε μια καλύτερη ευκαιρία. Αλλά η Άννα δε μου είπε ποτέ κάτι για φίλο. Απ' ό,τι μου έλεγε, η Τζέσικα ζούσε εδώ μόνο με τον πατριό τους, τον Κράντοκ, και την κόρη της». «Την κόρη της;» Ο Τζουντ κοίταξε ένα ροζ ποδήλατο ακουμπισμένο στο γκαράζ της Πράις. Η Τζόρτζια ακολούθησε το βλέμμα του. «Γι' αυτό δεν μπουκάρουμε μέσα απόψε», είπε ο Τζουντ. «Αύριο όμως έχει σχολείο. Αργά ή γρήγορα, η Τζέσικα θα βρεθεί μόνη».

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

267

«Και τότε;» «Τότε θα κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε, και δεν έχουμε ν' ανησυχούμε μήπως μας δει το παιδί». Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και οι δύο. Από τους φοίνικες και τους θάμνους πίσω από το ημιτελές σπίτι ακουγόταν το τραγούδι των εντόμων, ένας ρυθμικός, αλλόκοτος παλμός. Κατά τα άλλα, ο δρόμος ήταν ήσυχος. «Τι θα της κάνουμε;» είπε η Τζόρτζια. «Ό,τι χρειαστεί». Η Τζόρτζια έριξε τελείως πίσω το κάθισμά της και κάρφωσε το βλέμμα της στο σκοτάδι της οροφής. Η Μπον έσκυψε μπροστά και κλαψούρισε δυνατά στο αυτί της. Η Τζόρτζια της έτριψε το κεφάλι. «Τα σκυλιά πεινάνε, Τζουντ». «Θα πρέπει να περιμένουν», απάντησε εκείνος, με το βλέμμα καρφωμένο στο σπίτι της Τζέσικα Πράις. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει και οι αρθρώσεις του τον πονούσαν. Επιπλέον ήταν ξεθεωμένος, και η εξάντληση εμπόδιζε τον ειρμό των σκέψεών του. Οι σκέψεις του ήταν μαύρα σκυλιά που κυνηγούσαν τις ουρές τους, διαγράφοντας τρελούς κύκλους χωρίς να πηγαίνουν πουθενά. Είχε κάνει μερικά άσχημα πράγματα στη ζωή του -είχε βάλει την Άννα σ' εκείνο το τρένο, για παράδειγμα, την είχε στείλει πίσω στους δικούς της να πεθάνει-, αλλά τίποτα σαν αυτό που πίστευε πως ίσως είχε μπροστά του. Δεν ήταν σίγουρος τι θα έπρεπε να κάνει, αν το πράγμα κατέληγε σε σκοτωμούς -και μπορεί όντως να κατέληγε σε σκοτωμούς-, και στο μυαλό του άκουγε τον Τζόνι Κας να τραγουδάει το «Folsom Prison Blues», η μάνα μου μου είπε να είμαι καλό παιδί, να μην παίζω με τα όπλα. Σκέφτηκε το όπλο που είχε αφήσει στο σπίτι του, το μεγάλο σαραντατεσσάρι σαν του Τζον Γουέιν. Θα ήταν πιο εύκολο να αποσπάσει απαντήσεις από την Τζέσικα Πράις αν το είχε μαζί του. Μόνο που αν είχε μαζί του το όπλο, ο Κράντοκ θα τον είχε ήδη πείσει να πυροβολήσει την Τζόρτζια και τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς και τα σκυλιά, και ο Τζουντ θυμήθηκε τα όπλα που είχε στη ζωή του, καθώς και τα σκυλιά που είχε στη ζωή

'268

JOE HILL

του, θυμήθηκε τότε που έτρεχε ξυπόλυτος με τα σκυλιά στους λόφους πίσω από το κτήμα του πατέρα του, τη συναρπαστική αίσθηση του να τρέχει με τα σκυλιά στο φως της αυγής, και τους κρότους από την καραμπίνα του πατέρα του όταν έριχνε στις πάπιες, και πώς η μητέρα του το είχε σκάσει μαζί με τον Τζουντ όταν εκείνος ήταν εννιά χρονών, μόνο όταν έφτασαν στα λεωφορεία λιποψύχησε και τηλεφώνησε στους δικούς της, κι εκείνοι έβαλαν τα κλάματα, της είπαν να πάει το παιδί πίσω στον πατέρα του και να κοιτάξει να τα βρούνε, να τα βρει με τον άντρα της και με το Θεό, κι ο πατέρας του περίμενε με την καραμπίνα έξω στη βεράντα όταν γύρισαν και τη χτύπησε στο πρόσωπο με το κοντάκι κι ύστερα της κόλλησε την κάννη στο αριστερό στήθος και της είπε ότι θα τη σκότωνε έτσι και ξαναδοκίμαζε να το σκάσει, κι έτσι εκείνη δεν το επιχείρησε ποτέ ξανά. Όταν ο Τζουντ -μόνο που τότε ήταν ο Τζάστιν- έκανε να μπει στο σπίτι, ο πατέρας του του είπε, «Δεν έχω τσαντιστεί μαζί σου, αγόρι μου, δε φταις εσύ», και τον έπιασε με το ένα χέρι και τον κόλλησε στο πόδι του. Έσκυψε για ένα φιλί και είπε ότι τον αγαπούσε, κι ο Τζάστιν σε μια αντανακλαστική κίνηση είπε ότι τον αγαπούσε κι αυτός, μια ανάμνηση που πάντα τον αηδίαζε, μια πράξη τόσο αποτρόπαια, μια πράξη τόσο επονείδιστη που δεν άντεχε να είναι αυτός που την είχε κάνει, κι έτσι τελικά είχε χρειαστεί να γίνει κάποιος άλλος. Άραγε ήταν αυτό το χειρότερο πράγμα που είχε κάνει ποτέ, αυτό το φιλί του Ιούδα στο μάγουλο του πατέρα του την ώρα που η μητέρα του αιμορραγούσε; Το ότι είχε δεχτεί τα άχρηστα αργύρια της στοργής του πατέρα του; Όχι, δεν ήταν χειρότερο από το ότι είχε ξαποστείλει την Άννα, και τώρα βρισκόταν πίσω στο σημείο απ' όπου είχε ξεκινήσει, ν' αναρωτιέται για την αυγή που ξημέρωνε, ν' αναρωτιέται αν μπορούσε, όταν θα έπρεπε, να χώσει την αδερφή της Άννας στο πίσω κάθισμα και να την πάρει μακριά από το σπίτι της κι ύστερα να κάνει ό,τι χρειαζόταν να κάνει για να την αναγκάσει να μιλήσει. Αν και δεν έκανε ζέστη μέσα στη Μάστανγκ, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του με τη ράχη της παλάμης του, προτού κυλήσει στα μάτια του. Κοιτούσε προσεκτικά το σπίτι και το δρόμο. Ένα περιπολικό πέρασε μια φορά, αλλά η Μάστανγκ ή-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

269

ταν καλά κρυμμένη μέσα στο μισοσκόταδο του ανολοκλήρωτου γκαράζ, και το περιπολικό δεν έκοψε ταχύτητα. Η Τζόρτζια λαγοκοιμόταν δίπλα του, με το πρόσωπο της στραμμένο αλλού. Λίγο μετά τις δύο, άρχισε να μαλώνει με κάποιον στον ύπνο της. Σήκωσε το δεξί της χέρι, σαν να 'ταν στο σχολείο κι ήθελε να τη σηκώσει ο δάσκαλος στο μάθημα. Δεν του είχε ξαναβάλει επίδεσμο, κι ήταν λευκό και ζαρωμένο, σαν να μούλιαζε για ώρες στο νερό. Λευκό, ζαρωμένο και φρικτό. Άρχισε να μαστιγώνει τον αέρα και μούγκρισε, βγάζοντας έναν τρομακτικό ήχο τρόμου. Τίναξε το κεφάλι της. Ο Τζουντ έγειρε πάνω της, φώναξε τ' όνομά της και κούνησε σταθερά αλλά απαλά τον ώμο της για να την ξυπνήσει. Εκείνη τον χαστούκισε με το πληγωμένο της χέρι. Τότε τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, και τον κοίταξε χωρίς να τον αναγνωρίζει, με τα μάτια της να εκπέμπουν έναν απόλυτο, τυφλό τρόμο, και ο Τζουντ κατάλαβε ότι γι' αυτές τις λίγες στιγμές δεν έβλεπε το δικό του πρόσωπο αλλά το πρόσωπο του νεκρού. «Μέριμπεθ», της είπε ξανά. «Βλέπεις όνειρο. Σσσ. Είσαι καλά. Είσαι καλά τώρα». Η ομίχλη καθάρισε από τα μάτια της. Το σώμα της, που ήταν σφιγμένο και άκαμπτο, χαλάρωσε, καθώς η ένταση το εγκατέλειψε. Πήρε μια απότομη βαθιά ανάσα. Ο Τζουντ έδιωξε λίγες τρίχες που είχαν κολλήσει στο μάγουλο της απ' τον ιδρώτα, και τρόμαξε διαπιστώνοντας πόσο έκαιγε το δέρμα της. «Διψάω», του είπε. Άπλωσε το χέρι του στο πίσω κάθισμα, έψαξε σε μια νάιλον σακούλα με ψώνια που είχαν κάνει σ' ένα βενζινάδικο, της βρήκε ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό. Η Τζόρτζια ξεβίδωσε το καπάκι και ήπιε το ένα τρίτο με τέσσερις μεγάλες γουλιές. «Κι αν η αδερφή της Άννας δεν μπορεί να μας βοηθήσει;» ρώτησε. «Κι αν δεν μπορεί να τον διώξει; Θα τη σκοτώσουμε αν δεν μπορέσει να ξαποστείλει τον Κράντοκ;» «Γιατί δεν ξεκουράζεσαι λιγάκι; Θα περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει». «Δε θέλω να σκοτώσω κανέναν, Τζουντ. Δε θέλω να χρησι-

'270

JOE HILL

μοποιήσω τις τελευταίες μου ώρες σ' αυτό τον κόσμο για να δολοφονήσω κάποιον». «Δεν είναι αυτές οι τελευταίες σου ώρες», είπε. Πρόσεξε να μην περιλάβει και τον εαυτό του σ' αυτή τη δήλωση. «Και δε θέλω να σκοτώσεις ούτε κι εσύ. Δε θέλω να είσαι τέτοιος άνθρωπος. Εκτός αυτού, αν τη σκοτώσουμε, θα έχουμε δύο φαντάσματα να μας κυνηγάνε. Δεν πιστεύω ότι μπορώ ν' αντέξω άλλο φάντασμα στο κατόπι μου». «Θες ν' ακούσουμε λίγο ραδιόφωνο;» «Ορκίσου μου ότι δε θα τη σκοτώσεις, Τζουντ. Ό,τι και να γίνει». Εκείνος άνοιξε το ραδιόφωνο. Κάπου στην αρχή της μπάντας των FM, άκουσε τους Φου Φάιτερς. Ο Ντέιβιντ Γκρολ τραγουδούσε ότι περίμενε, απλώς περίμενε. Ο Τζουντ χαμήλωσε την ένταση, τόσο που ακουγόταν σαν ψίθυρος. «Μέριμπεθ», είπε. Αναρίγησε. «Είσαι καλά;» «Μου αρέσει όταν με λες με τ' όνομά μου. Μη με ξαναπείς Τζόρτζια, εντάξει;» «Εντάξει». «Μακάρι να μη μ' έβλεπες για πρώτη φορά τότε που έκανα στριπτίζ για μεθυσμένους. Μακάρι να μην είχαμε γνωριστεί σε στριπτιζάδικο. Μακάρι να με γνώριζες πριν αρχίσω να κάνω τέτοια πράγματα. Πριν γίνω αυτό που είμαι. Προτού κάνω όλα αυτά που εύχομαι να μην είχα κάνει ποτέ». «Ξέρεις πόσοι άνθρωποι πληρώνουν με το παραπάνω για ν' αγοράσουν έπιπλα που να 'ναι λιγάκι φθαρμένα; Πώς το λένε... Πράγματα που έχουν καταπονηθεί; Και ξέρεις γιατί; Γιατί κάτι που έχει ταλαιπωρηθεί είναι πιο ενδιαφέρον από κάτι ολοκαίνουριο που δεν έχει πάνω του ούτε μία γρατζουνιά». «Έτσι είμαι εγώ», είπε. «Ελκυστικά καταπονημένη». Έτρεμε ξανά, πιο σταθερά τώρα. «Πώς είσαι;» «Εντάξει», του απάντησε, όμως η φωνή της έτρεμε μαζί με το κορμί της.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

271

Ακουγαν ραδιόφωνο, που ήταν όλο παράσιτα. Ο Τζουντ ένιωσε να καλμάρει, το κεφάλι του να καθαρίζει, αισθάνθηκε κάποιους μυς του που δεν είχε καταλάβει πως ήταν σφιγμένοι να χαλαρώνουν. Προς το παρόν δεν είχε σημασία τι τους περίμενε ή τι θα έπρεπε να κάνουν όταν ξημέρωνε. Ούτε είχε σημασία τι είχαν αφήσει πίσω τους -τις μέρες που είχαν περάσει ταξιδεύοντας με το αυτοκίνητο, το φάντασμα του Κράντοκ Μακντέρμοτ με το παλιό του φορτηγάκι και τα μουντζαλωμένα μάπα του. Ο Τζουντ βρισκόταν κάπου στο Νότο, μέσα στη Μάστανγκ του, με το κάθισμα γερμένο πίσω και τους Αίροσμιθ στο ραδιόφωνο. Και τότε η Μέριμπεθ έπρεπε να τα χαλάσει όλα. «Αν πεθάνω, Τζουντ, κι εσύ είσαι ακόμα ζωντανός», είπε, «θα προσπαθήσω να τον σταματήσω. Από την άλλη πλευρά». «Τι είναι αυτά που λες; Δεν πρόκειται να πεθάνεις». «Το ξέρω. Απλώς, λέω... Αν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλουμε, θα βρω την Αννα, κι εμείς τα κορίτσια θα προσπαθήσουμε να τον σταματήσουμε». «Δε θα πεθάνεις. Δε με νοιάζει τι είπε ο πίνακας Ουίτζα ούτε τι έδειξε ο καθρέφτης». Ήταν κάτι που είχε πάρει απόφαση λίγες ώρες νωρίτερα, όταν ήταν ακόμα στο δρόμο. Η Μέριμπεθ έσμιξε τα φρύδια της, σκεφτική. «Μόλις άρχισε να μας μιλάει, στο δωμάτιο έπεσε παγωνιά. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τρέμω. Δεν ένιωθα καν το χέρι μου πάνω στο δείκτη. Κι έπειτα ρώτησες κάτι την Άννα, κι εγώ ήξερα από πριν την απάντησή της. Τι προσπαθούσε να πει. Δεν άκουγα φωνές ούτε τίποτα. Απλώς το ήξερα. Εκείνη τη στιγμή φαινόταν πολύ λογικό, όχι όμως τώρα. Δεν μπορώ να θυμηθώ τι ήθελε να κάνω ούτε τι εννοούσε λέγοντας ότι θα γίνω η πύλη. Μόνο που... νομίζω ότι έλεγε πως αν ο Κράντοκ μπορεί να γυρίσει πίσω, το ίδιο μπορεί να κάνει κι εκείνη. Με λίγη βοήθεια. Και με κάποιον τρόπο, εγώ μπορώ να βοηθήσω. Μόνο που -κι αυτό το άκουσα καθαρά και ξάστερα- ίσως πρέπει να πεθάνω για να το κάνω». «Δε θα πεθάνεις. Όχι, αν έχω κι εγώ κάποιο λόγο σ' αυτό». Εκείνη χαμογέλασε. Ήταν ένα χαμόγελο κουρασμένο. «Δεν έχεις κανένα λόγο σ' αυτό».

'272

JOE HILL

Ο Τζουντ δεν ήξερε τι να απαντήσει, τουλάχιστον στην αρχή. Είχε ήδη περάσει απ' το μυαλό του η ιδέα πως ίσως υπήρχε ένας τρόπος με τον οποίο μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλειά της, αλλά δεν επρόκειτο να την εκφράσει. Είχε σκεφτεί ότι αν πέθαινε ο ίδιος, ο Κράντοκ θα έφευγε και η Μέριμπεθ θα ζούσε. Ότι ο Κράντοκ ήθελε μόνο εκείνον, ότι είχε ένα λόγο να βρίσκεται σ' αυτό τον κόσμο μόνο όσο ο Τζουντ ήταν ζωντανός. Στο κάτω κάτω, ο Τζουντ τον είχε αγοράσει, είχε πληρώσει για να έρθει στην κατοχή του ο νεκρός και το κουστούμι του. Ο Κράντοκ προσπαθούσε εδώ και μια βδομάδα να σπρώξει τον Τζουντ στην αυτοκτονία. Ο Τζουντ αντιστεκόταν με τόσο σθένος που δεν είχε σταθεί μια στιγμή για να αναρωτηθεί μήπως το τίμημα του να προσπαθεί να επιβιώσει ήταν ενδεχομένως χειρότερο από το να δώσει στον νεκρό αυτό που ήθελε· να σκεφτεί ότι ήταν σίγουρο πως θα έχανε, και ότι όσο περισσότερο συνέχιζε τη μάχη, τόσο μεγάλωναν οι πιθανότητες να παρασύρει μαζί του και τη Μέριμπεθ. Γιατί οι νεκροί τραβούν κάτω τους ζωντανούς. Η Μέριμπεθ τον κοίταζε, τα μάτια της ήταν σαν όμορφο γυαλιστερό μελάνι μες στο σκοτάδι. Έδιωξε μ' ένα χάδι τα μαλλιά από το μέτωπο της. Ήταν πολύ νέα και πολύ όμορφη, και το μέτωπο της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα από τον πυρετό. Η σκέψη ότι μπορεί να πέθαινε πριν από κείνον ήταν κάτι χειρότερο από αβάσταχτη, ήταν αποτρόπαιη. Γλίστρησε κοντά της, άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το δικό της. Αν το μέτωπο της ήταν υγρό και καυτό, τα χέρια της ήταν υγρά και παγωμένα. Τα στριφογύρισε μέσα στο μισοσκόταδο. Αυτό που είδε του προκάλεσε φρίκη. Και τα δύο της χέρια ήταν ζαρωμένα, λευκά και ρυτιδωμένα, όχι μόνο το δεξί -αν και το δεξί ήταν σε χειρότερη κατάσταση, καθώς ολόκληρη η ρώγα του αντίχειρά της ήταν μια γυαλιστερή, σάπια πληγή, και το νύχι του έλειπε, είχε πέσει. Και στα δύο χέρια της, οι κόκκινες γραμμές της μόλυνσης ακολουθούσαν τις ντελικάτες διακλαδώσεις των φλεβών της στην ανάστροφη της παλάμης, μέχρι τους πήχεις, απ' όπου απλώνονταν για να χαράξουν νοσηρές κατακόκκινες αυλακιές στη μέσα πλευρά των καρπών της. «Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε, λες και δεν ήξερε ήδη. Ήταν

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

273

η ιστορία του θανάτου της Άννας, γραμμένη πάνω στο δέρμα της Μέριμπεθ. «Με κάποιον τρόπο, είναι κομμάτι μου. Η Άννα. Την κουβαλάω μέσα μου. Εδώ και κάμποσο καιρό, νομίζω». Μια δήλωση που θα έπρεπε να τον έχει εκπλήξει, αλλά κάτι τέτοιο δε συνέβη. Είχε διαισθανθεί, ως ένα βαθμό, ότι η Μέριμπεθ και η Άννα με κάποιον τρόπο έσμιγαν, γίνονταν ένα. Το είχε δει στον τρόπο με τον οποίο η προφορά της Μέριμπεθ έβγαινε πάλι στην επιφάνεια, μοιάζοντας τόσο πολύ με τη μακρόσυρτη ομιλία της Άννας. Το είχε δει στον τρόπο που έπαιζε τώρα με τα μαλλιά της, όπως έκανε και η Άννα. Η Μέριμπεθ συνέχισε: «Θέλει να τη βοηθήσω να ξαναγυρίσει στον κόσμο μας, για να μπορέσει να τον σταματήσει. Εγώ είμαι η πύλη -έτσι μου είπε». «Μέριμπεθ», άρχισε να λέει εκείνος, αλλά δεν μπόρεσε να βρει κάτι άλλο να πει. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε. «Αυτό είναι το όνομά μου. Μη μου το φθείρεις. Ή μάλλον όχι, τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορείς να το φθείρεις όσο θέλεις. Μου αρέσει όταν το λες. Έτσι όπως το λες ολόκληρο. Όχι μόνο το Μέρι». «Μέριμπεθ», είπε ο Τζουντ. Άφησε τα χέρια της και τη φίλησε πάνω απ' το φρύδι. «Μέριμπεθ». Τη φίλησε κάτω απ' το μάτι. Εκείνη ρίγησε -αυτή τη φορά από ευχαρίστηση. «Μέριμπεθ». Τη φίλησε στο στόμα. «Έτσι με λένε. Αυτή είμαι. Αυτή θέλω να είμαι. Μέρι. Μπεθ. Σαν να έχεις δύο κορίτσια στην τιμή του ενός. Έι! Μπορεί και να έχεις στ' αλήθεια δύο κορίτσια τώρα. Αν η Άννα είναι μέσα μου». Άνοιξε τα μάτια της και συνάντησε το βλέμμα του. «Όταν αγαπάς εμένα, ίσως αγαπάς κι εκείνη μαζί. Καλή φάση δεν είναι, Τζουντ; Δεν είμαι πολύ καλή περίπτωση; Πώς μπορείς ν' αντισταθείς;» «Η καλύτερη που είχα ποτέ», της είπε. «Μην το ξεχάσεις αυτό», είπε εκείνη, φιλώντας τον. Ο Τζουντ άνοιξε την πόρτα και είπε στα σκυλιά να βγουν έξω, και για λίγο εκείνος και η Μέριμπεθ έμειναν μόνοι στη Μάστανγκ, ενώ τα λυκόσκυλα ξάπλωσαν στο τσιμεντένιο δάπεδο του γκαράζ.

Ξύπνησε απότομα, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά, ακούγοντας τα σκυλιά να γαβγίζουν, και η πρώτη του σκέψη ήταν: Είναι το φάντασμα. Το φάντασμα έρχεται. Τα σκυλιά είχαν μπει ξανά στο αυτοκίνητο, είχαν κοιμηθεί πίσω. Ο Άνγκους και η Μπον είχαν σηκωθεί και στέκονταν στο πίσω κάθισμα, κοιτάζοντας με περιέργεια έξω από τα παράθυρα ένα άσχημο κίτρινο λαμπραντόρ. Στεκόταν με την πλάτη αλύγιστη και την ουρά σηκωμένη και γάβγιζε ασταμάτητα στη Μάστανγκ. Ο Άνγκους και η Μπον το κοιτούσαν με βλέμμα άπληστο και επιφυλακτικό, και γάβγιζαν πού και πού και τα ίδια, βροντερά, τραχιά, κάνοντας τα αυτιά του Τζουντ να πονάνε μέσα στον περιορισμένο χώρο της Μάστανγκ. Η Μέριμπεθ στριφογύρισε στο κάθισμα του συνοδηγού, μορφάζοντας. Δεν της άρεσε καθόλου που την είχαν ξυπνήσει. Ο Τζουντ είπε στα σκυλιά να βγάλουν το σκασμό. Δεν τον άκουσαν. Κοίταξε έξω από το παρμπρίζ, κατευθείαν τον ήλιο, μια μπρούντζινη τρύπα ανοιγμένη στον ουρανό, έναν εκτυφλωτικό, ανελέητο προβολέα που σημάδευε το πρόσωπο του. Βόγκηξε ενοχλημένος από τη λάμψη, αλλά πριν προλάβει να σηκώσει το χέρι του για να καλύψει τα μάτια του ένας άντρας ήρθε και στάθηκε μπροστά στο αυτοκίνητο και το κεφάλι του έκρυψε τον ήλιο. Ο Τζουντ κοίταξε με μισόκλειστα μάτια έναν νεαρό που φορούσε δερμάτινη ζώνη για εργαλεία. Το δέρμα του είχε μια βαθιά απόχρωση του κόκκινου. Κοίταξε τον Τζουντ συνοφρυωμέ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

275

νος. Ο Τζουντ τον χαιρέτησε, κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω κι έβαλε μπροστά τη Μάστανγκ. Όταν το ρολόι του ραδιοφώνου φωτίστηκε, είδε ότι η ώρα ήταν εφτά το πρωί. Ο ξυλουργός έκανε στην άκρη και ο Τζουντ βγήκε με το αυτοκίνητο από το γκαράζ περνώντας δίπλα από το παρκαρισμένο φορτηγάκι του. Το κίτρινο λαμπραντόρ τούς κυνήγησε στον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού, εξακολουθώντας να γαβγίζει, και στην άκρη της αυλής σταμάτησε. Η Μπον του ανταπέδωσε ένα τελευταίο γάβγισμα καθώς απομακρύνονταν. Ο Τζουντ πέρασε μπροστά από το σπίτι των Πράις. Κανείς δεν είχε βγάλει ακόμα τα σκουπίδια. Σκέφτηκε ότι είχαν ακόμη χρόνο και αποφάσισε να εγκαταλείψει για λίγο τη μικρή γωνιά του προαστιακού παραδείσου της Τζέσικα Πράις. Έβγαλε βόλτα τα σκυλιά στην πλατεία της πόλης, πρώτα τον Άνγκους κι ύστερα την Μπον, και πήραν τσάι και ντόνατς χωρίς να βγουν από το αυτοκίνητο από ένα Χάνι Ντου Ντράιβ-Θρου. Η Μέριμπεθ έδεσε ξανά το δεξί της χέρι με λίγη γάζα από τις λιγοστές προμήθειες που υπήρχαν στο φαρμακείο. Άφησε το άλλο της χέρι, που τουλάχιστον δεν είχε ορατές πληγές, όπως ήταν. Έβαλαν βενζίνη σ' ένα πρατήριο της Μόμπιλ κι έπειτα άραξαν σε μια άκρη του χώρου στάθμευσης και κολάτσισαν. Έδωσαν ντόνατς και στα σκυλιά. Ο Τζουντ ξαναγύρισε στο σπίτι της Τζέσικα Πράις. Παρκάρισε στη γωνία, μισό τετράγωνο από το σπίτι της, στην απέναντι πλευρά του δρόμου και αρκετά μακριά από την οικοδομή. Δεν ήθελε να τον δει ο εργάτης που περιτριγύριζε το αυτοκίνητο όταν ξύπνησαν. Ήταν περασμένες εφτάμισι και ήλπιζε να μην αργούσε η Τζέσικα να βγάλει τα σκουπίδια της. Όσο περισσότερο κάθονταν εκεί, τόσο πιθανότερο ήταν να τραβήξουν την προσοχή, μέσα στη μαύρη τους Μάστανγκ, φορώντας μαύρα δερμάτινα και μαύρα τζιν, με τις πληγές τους και τα τατουάζ τους. Έδειχναν σαν αυτό που όντως ήταν: δυο επικίνδυνα ρεμάλια που παραφύλαγαν ένα σπίτι όπου σκόπευαν να διαπράξουν έγκλημα. Μια ταμπέλα που έγραφε ΟΜΑΔΕΣ ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

κρεμασμένη από έναν κοντινό στύλο τούς κοιτούσε αυστηρά.

'276

JOE HILL

Είχε ξυπνήσει για τα καλά, το κεφάλι του είχε καθαρίσει. Ήταν έτοιμος, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτ' άλλο παρά να περιμένει. Αναρωτήθηκε αν ο ξυλουργός τον είχε αναγνωρίσει, και τι θα έλεγε στους άλλους εργάτες όταν θα έρχονταν στην οικοδομή. Δεν το πιστεύω. Βρήκα έναν τύπο ολόιδιο με τον Τζούντας Κόιν να κοιμάται εδώ στο γκαράζ. Μαζί με μια απίστευτη γκόμενα. Έμοιαζε τόσο πολύ με τον Κόιν που παραλίγο να τον ρωτήσω αν δεχόταν παραγγελιές. Και τότε ο Τζουντ σκέφτηκε ότι ο ξυλουργός ήταν άλλος ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να τους αναγνωρίσει με σιγουριά όταν θα είχαν πια κάνει αυτό που σκόπευαν να κάνουν. Είναι δύσκολο να ζεις στην παρανομία όταν είσαι διάσημος. Αναρωτήθηκε ποιος ροκ σταρ είχε περάσει τον περισσότερο χρόνο στη φυλακή. Ο Ρικ Τζέιμς, μάλλον. Πόσο έκανε; Τρία χρόνια; Ο Άικ Τάρνερ είχε κάνει δύο χρόνια τουλάχιστον. Ο Λεντμπέλι είχε μπει μέσα για φόνο, έσπαγε πέτρες για δέκα χρόνια, κι έπειτα πήρε χάρη, αφού πρώτα έδωσε μια ωραία παράσταση για τον κυβερνήτη και την οικογένειά του. Ωραία. Αν έπαιζε το χαρτί του σωστά, ο Τζουντ θα μπορούσε να μείνει μέσα για περισσότερα χρόνια απ' ό,τι κι οι τρεις μαζί. Η φυλακή δεν τον τρόμαζε ιδιαίτερα. Είχε μεγάλο κοινό εκεί μέσα. Η πόρτα του γκαράζ μπροστά στον τσιμεντένιο ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού της Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις άνοιξε. Ένα ψηλό, κοκαλιάρικο κορίτσι γύρω στα έντεκα ή δώδεκα, με τα χρυσαφένια μαλλιά του πιασμένα σε κότσο, έσυρε ένα σκουπιδοτενεκέ ως την άκρη του δρόμου. Η ομοιότητά της με την Αννα τον ξάφνιασε. Με το δυνατό, μυτερό πιγούνι της, τα κατάξανθα μαλλιά και τα καταγάλανα μάτια της, ήταν λες και η Άννα είχε πεταχτεί ξαφνικά από την παιδική της ηλικία τη δεκαετία του ογδόντα κατευθείαν στο ηλιόλουστο πρωινό τού σήμερα. Άφησε το σκουπιδοτενεκέ, διέσχισε την αυλή μέχρι την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Η μητέρα της την περίμενε πίσω από την είσοδο. Το κορίτσι άφησε την πόρτα ανοιχτή, επιτρέποντας στον Τζουντ και στη Μέριμπεθ να τις δουν μητέρα και κόρη μαζί. Η Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις ήταν πιο ψηλή από την Άννα.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

277

Τα μαλλιά της έναν τόνο πιο σκούρα και το στόμα της πλαισιωμένο από ρυτίδες. Φορούσε ένα χωριάτικο πουκάμισο με φαρδιά πλισαρισμένα μανίκια και μια ζαρωμένη εμπριμέ φούστα με λουλούδια, μια φορεσιά που ο Τζουντ υπέθεσε πως είχε σκοπό να την κάνει να δείχνει σαν ελεύθερο πνεύμα, σαν μια καλοσυνάτη τσιγγάνα. Όμως το πρόσωπό της ήταν πολύ προσεκτικά, επαγγελματικά μακιγιαρισμένο, κι απ' όσο μπορούσε να δει μέσα στο σπίτι, ήταν γεμάτο σκούρα, καλογυαλισμένα, ακριβά έπιπλα _ και επενδυμένο με καλό ξύλο. Είχε το σπίτι και το πρόσωπο ενός χρηματιστή, όχι ενός οραματιστή. Η Τζέσικα έδωσε στο κοριτσάκι της ένα σακίδιο πλάτης -μια γυαλιστερή ροζ και μοβ σχολική τσάντα, ασορτί με το αντιανεμικό της και τα πάνινα παπούτσια της, καθώς και με το ποδήλατο της που βρισκόταν απέξω-, κι ύστερα τη φίλησε στο μέτωπο πεταχτά. Το κορίτσι βγήκε, έκλεισε πίσω του με δύναμη την πόρτα και διέσχισε τρέχοντας την αυλή, περνώντας το σακίδιο στην πλάτη της. Ήταν ακριβώς απέναντι από τον Τζουντ και τη Μέριμπεθ και, καθώς περνούσε δίπλα τους, τους ζύγιασε με το βλέμμα. Σούφρωσε τη μύτη της, λες και ήταν τίποτα σκουπίδια που είχε δει στη διπλανή αυτή, κι έπειτα έστριψε στη γωνία και χάθηκε. Ο Τζουντ ένιωσε φαγούρα στα πλευρά του, κάτω απ' τις μασχάλες, και συνειδητοποίησε πως ο ιδρώτας έκανε την μπλούζα του να του κολλάει στην πλάτη. «Λοιπόν, πάμε», είπε. Ήξερε ότι θα ήταν επικίνδυνο αν καθυστερούσε για να δώσει στον εαυτό του χρόνο να σκεφτεί. Βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο Άνγκους πήδησε ξοπίσω του. Η Μέριμπεθ βγήκε από την άλλη πλευρά. «Περίμενε εδώ», της είπε. «Με τίποτα». Ο Τζουντ πήγε στο πορτ μπαγκάζ. «Πώς θα μπούμε μέσα;» ρώτησε η Μέριμπεθ. «Θα χτυπήσουμε την εξώπορτα; Γεια σου, ήρθαμε να σε σκοτώσουμε;» Ο Τζουντ άνοιξε το πορτ μπαγκάζ κι έβγαλε έξω το λοστό για τα ελαστικά. Έδειξε μ' αυτόν προς το γκαράζ, που είχε μεί-

'278

JOE HILL

νει ανοιχτό. Έπειτα έκλεισε με δύναμη το πορτ μπαγκάζ και ξεκίνησε για να περάσει το δρόμο. Ο Άνγκους έτρεξε μπροστά του, ξαναγύρισε πίσω, ύστερα έτρεξε ξανά μπροστά, σήκωσε το πόδι του και κατούρησε στο στύλο ενός γραμματοκιβώτιου. Ήταν ακόμα νωρίς και ο Τζουντ αισθανόταν τον ήλιο καυτό στον αυχένα του. Έσφιξε το λοστό στη γροθιά του, από την άκρη όπου βρισκόταν το κλειδί για τα μπουλόνια, και τον κράτησε κολλητό στο μέσα μέρος του καρπού του για να μη φαίνεται. Την επόμενη στιγμή η Μέριμπεθ βρισκόταν στο πλάι του, λαχανιασμένη, τρέχοντας για να τον προλάβει. «Τζουντ. Τζουντ. Τι θα 'λεγες αν... προσπαθούσαμε απλώς να της μιλήσουμε; Ίσως μπορέσουμε... να την πείσουμε να μας βοηθήσει με τη θέλησή της. Αν της πεις ότι ποτέ... ποτέ δε θέλησες να κάνεις κακό στην Άννα. Ότι ποτέ δε θέλησες ν' αυτοκτονήσει». «Η Άννα δεν αυτοκτόνησε, και η αδερφή της το ξέρει. Δεν είναι αυτό το θέμα. Ποτέ δεν ήταν». Ο Τζουντ κοίταξε τη Μέριμπεθ και είδε ότι είχε μείνει μερικά βήματα πίσω του, και τον κοιτούσε με έκπληκτο, σοκαρισμένο βλέμμα. «Πίσω απ' όλα αυτά κρύβονταν πάντα περισσότερα απ' όσα φανταστήκαμε στην αρχή. Δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι εμείς είμαστε οι κακοί σ' αυτή την ιστορία». Συνέχισε να προχωράει στον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού, με τα σκυλιά να χοροπηδούν δεξιά κι αριστερά του, σαν τιμητική φρουρά. Έριξε μια γρήγορη ματιά στην πρόσοψη του σπιτιού, στα παράθυρα με τις δαντελωτές κουρτίνες και στη σκοτεινιά που κρυβόταν πίσω τους. Αν τους παρακολουθούσε μέσα απ' το σπίτι, θα το καταλάβαινε. Έπειτα βρέθηκαν στο μισοσκόταδο του γκαράζ, όπου ένα βυσσινί δίπορτο κονβέρτιμπλ που η πινακίδα του έγραφε ΗΥΡΝΟΙΤ ήταν παρκαρισμένο στο πεντακάθαρο τσιμεντένιο δάπεδο. Βρήκε την ενδιάμεση πόρτα, ακούμπησε το χέρι του στο πόμολο, έγειρε το κεφάλι του προς το σπίτι και αφουγκράστηκε. Το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό. Η πιο βαρετή φωνή του κόσμου έλεγε ότι οι μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης παρουσίαζαν πτώση, οι μετοχές εταιρειών υψηλής τεχνολογίας παρουσίαζαν πτώση, οι γενικές τάσεις εμφανίζονταν καθοδικές. Έπειτα άκου-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

279

σε τακούνια πάνω σε πλακάκια, ακριβώς πίσω από την πόρτα, και πήδηξε ενστικτωδώς προς τα πίσω, αλλά ήταν πολύ αργά, η πόρτα άνοιξε και η Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις έκανε την εμφάνισή της. Παραλίγο να πέσει πάνω του. Δεν κοιτούσε μπροστά της. Είχε στο ένα χέρι τα κλειδιά του αυτοκινήτου της και στο άλλο ένα πορτοφόλι με φανταχτερό χρώμα. Καθώς σήκωνε το βλέμμα της, ο Τζουντ την άρπαξε από το πουκάμισο, σφίγγοντας μια χούφτα μεταξωτό ύφασμα στη γροθιά του, και την έσπρωξε πίσω στο άνοιγμα της πόρτας. Η Τζέσικα οπισθοχώρησε παραπατώντας πάνω στα τακούνια της, ο ένας της αστράγαλος γύρισε και το παπούτσι βγήκε από το πόδι της. Άφησε απ' το χέρι της το μικρό, παράξενο πορτοφόλι της. Έπεσε στα πόδια τους, κι ο Τζουντ το κλότσησε στην άκρη και συνέχισε να προχωράει. Διέσχισαν το διάδρομο της εισόδου και μπήκαν σε μια ηλιόλουστη κουζίνα στο πίσω μέρος του σπιτιού, και τότε τα πόδια της λύγισαν. Το πουκάμισο της άνοιξε καθώς έπεφτε, τα κουμπιά του πετάχτηκαν σ' όλο το δωμάτιο. Ένα απ' αυτά χτύπησε τον Τζουντ στο αριστερό μάτι -ένιωσε μια απαίσια σουβλιά πόνου. Το μάτι του δάκρυσε και το ανοιγόκλεισε με μανία για να το καθαρίσει. Η Τζέσικα χτύπησε με δύναμη πάνω στον πάγκο στη μέση της κουζίνας και αρπάχτηκε από την άκρη του για να μην πέσει. Πιάτα κροτάλισαν. Ο πάγκος ήταν στην πλάτη της -ήταν ακόμη γυρισμένη προς τον Τζουντ. Άπλωσε το χέρι της πίσω χωρίς να κοιτάξει, έπιασε ένα πιάτο και το έσπασε στο κεφάλι του Τζουντ καθώς εκείνος ορμούσε καταπάνω της. Δεν το ένιωσε. Ήταν ένα βρόμικο πιάτο, και εκτοξεύτηκαν υπολείμματα από τοστ και ομελέτα εδώ κι εκεί. Ο Τζουντ τίναξε το δεξί του χέρι, άφησε το λοστό να γλιστρήσει, τον άρπαξε ξανά από την άκρη και, κρατώντας τον σαν ρόπαλο, τη χτύπησε στο αριστερό γόνατο, κάτω ακριβώς από τον ποδόγυρο της φούστας της. Εκείνη έπεσε σαν να της είχαν τραβήξει το χαλί κάτω απ' τα πόδια. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ο Άνγκους την έριξε ξανά

'280

JOE HILL

κάτω και σκαρφάλωσε πάνω της, κρατώντας τα μπροστινά του πόδια πάνω στο στήθος της. «Φύγε από πάνω της», είπε η Μέριμπεθ και άρπαξε τον Άνγκους από το περιλαίμιο, τραβώντας τον πίσω με τόση δύναμη που το ζώο αναποδογύρισε, παίρνοντας μια ελαφρώς γελοία σκυλίσια τούμπα, κλοτσώντας για μια στιγμή τον αέρα προτού πέσει ξανά στα πόδια του. Ο Άνγκους χίμηξε ξανά στην Τζέσικα, αλλά η Μέριμπεθ τον συγκράτησε. Η Μπον μπήκε στο δωμάτιο πλαγιοποδίζοντας, έριξε ένα νευρικό και ένοχο βλέμμα στην Τζέσικα Πράις, κι έπειτα πάτησε πάνω στα κομμάτια του σπασμένου πιάτου κι άρχισε να μασουλάει τα υπολείμματα του τοστ. Η μονότονη φωνή στο ραδιόφωνο, ένα μικρό ροζ ραδιοκασετόφωνο πάνω στον πάγκο, έλεγε: «Οι παιδικές λέσχες βιβλίου παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για τους γονείς, που βλέπουν τη λογοτεχνία σαν ένα καταφύγιο από το σεξουαλικό και βίαιο περιεχόμενο με το οποίο βομβαρδίζουν τα παιδιά τους τα βιντεοπαιχνίδια, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος». Το πουκάμισο της Τζέσικα ήταν ανοιχτό μέχρι τη μέση. Φορούσε ένα ροδακινί δαντελωτό σουτιέν που άφηνε γυμνό το επάνω μέρος του στήθους της, που έτρεμε και ανεβοκατέβαινε με κάθε ανάσα της. Γύμνωσε τα δόντια της -χαμογελούσε;- και ήταν λεκιασμένα με αίμα. «Αν ήρθατε να με σκοτώσετε», είπε, «πρέπει να ξέρετε ότι δε φοβάμαι να πεθάνω. Ο πατριός μου θα με περιμένει στην άλλη πλευρά με ανοιχτή αγκαλιά». «Πάω στοίχημα ότι δε βλέπεις την ώρα», είπε ο Τζουντ. «Σας φαντάζομαι πόσο κοντά ήσασταν εσείς οι δυο. Τουλάχιστον μέχρι που μεγάλωσε η Άννα κι άρχισε να πηδάει εκείνη αντί για σένα».

Το ένα βλέφαρο της Τζέσικα Πράις άρχισε να συσπάται ακανόνιστα, στις βλεφαρίδες της φάνηκε μια σταγόνα ιδρώτα, έτοιμη να πέσει. Τα χείλη της, βαμμένα βαθυκόκκινα, ήταν ακόμα τραβηγμένα πίσω, αλλά αυτό δεν ήταν πια χαμόγελο. Ήταν μια γκριμάτσα οργής και σύγχυσης. «Δεν είσαι άξιος να μιλάς γι' αυτόν. Έχει αντιμετωπίσει χειρότερα αποβράσματα από σένα με το μικρό του δαχτυλάκι». «Πες μου κάτι», είπε ο Τζουντ. Ήταν κι εκείνος λαχανιασμένος, αλλά και ξαφνιασμένος κι ο ίδιος από τον ήρεμο τόνο της φωνής του. «Τον βοήθησες να τη σκοτώσει, για να την εμποδίσετε να μιλήσει για όσα της έκανε; Καθόσουν και κοιτούσες την ίδια σου την αδερφή να αιμορραγεί μέχρι θανάτου;» «Αυτή που γύρισε σπίτι μας δεν ήταν πια η αδερφή μου. Δεν είχε καμία σχέση. Η αδερφή μου ήταν ήδη νεκρή όταν την έδιωξες. Την κατέστρεψες. Αυτή που γύρισε πίσω σ' εμάς ήταν σκέτο δηλητήριο. Το τι δεν είπε! Ποια απειλή δεν εκτόξευσε! Ότι θα στείλει τον πατριό μας στη φυλακή. Ότι θα στείλει εμένα στη φυλακή. Και ο Κράντοκ δεν πείραξε ούτε μια τρίχα από το απείθαρχο κεφάλι της. Ο Κράντοκ την αγαπούσε. Ήταν ο καλύτερος, ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου». «Ο πατριός σου γούσταρε να πηδάει μικρά κοριτσάκια. Πρώτα εσένα, ύστερα την Άννα. Το έβλεπα μπροστά μου συνεχώς»· Τώρα είχε γείρει από πάνω της. Ένιωθε κάπως ζαλισμένος. Το φως του ήλιου περνούσε μέσα από τα παράθυρα πάνω από το νεροχύτη, και ο αέρας ήταν ζεστός και πυκνός, μύριζε υπερ-

'282

JOE HILL

βολικά το άρωμά της, μια μυρωδιά με βάση το γιασεμί. Ακριβώς πίσω από την κουζίνα, μια συρόμενη γυάλινη πόρτα ήταν μισάνοιχτη κι έβλεπε σε μια πίσω βεράντα, που είχε πάτωμα από ξύλο σεκόιας και στη μέση της δέσποζε ένα τραπέζι στρωμένο μ' ένα δαντελένιο ύφασμα. Μια γκρίζα γάτα βρισκόταν εκεί έξω, πάνω στο τραπέζι, και παρατηρούσε φοβισμένη τα πάντα, με τις τρίχες όρθιες. Η φωνή στο ραδιόφωνο μιλούσε τώρα για το υλικό που μπορεί κανείς να κατεβάσει από το Ίντερνετ. Ακουγόταν σαν μελίσσι που βούιζε. Μια τέτοια φωνή μπορούσε να σε αποκοιμίσει στο λεπτό. Ο Τζουντ κοίταξε γύρω του ψάχνοντας το ραδιόφωνο. Ήθελε να του ρίξει μία με το λοστό για να το κάνει να το βουλώσει. Και τότε είδε τη φωτογραφία δίπλα του, και ξέχασε το ραδιόφωνο. Ήταν μια φωτογραφία είκοσι επί είκοσι πέντε σε ασημένια κορνίζα, που έδειχνε τον Κράντοκ χαμογελαστό. Φορούσε το μαύρο του κουστούμι, τα μεγάλα ασημένια κουμπιά του γυάλιζαν μπροστά, και το ένα του χέρι ήταν υψωμένο στη ρεπούμπλικά του, σαν να ήταν έτοιμος να τη σηκώσει σε χαιρετισμό. Το άλλο του χέρι ήταν ακουμπισμένο στον ώμο του μικρού κοριτσιού, της κόρης της Τζέσικα, που έμοιαζε τόσο πολύ στην Άννα, με το πλατύ της μέτωπο και τα καταγάλανα μάτια της. Το ηλιοκαμένο της πρόσωπο ήταν στη φωτογραφία αγέλαστο, κενό, το πρόσωπο κάποιου που περιμένει να βγει από ένα ασανσέρ που αργεί να κατέβει, με μια έκφραση στερημένη από κάθε συναίσθημα. Αυτή η έκφραση έκανε περισσότερο από καθετί άλλο το κορίτσι να μοιάζει στην Άννα, στην Άννα σε μια από τις συνηθισμένες της κρίσεις κατάθλιψης. Ο Τζουντ βρήκε αυτή την ομοιότητα ενοχλητική. Η Τζέσικα υποχωρούσε έρποντας στο πάτωμα, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τη διάσπαση της προσοχής του για να απομακρυνθεί από κοντά του. Εκείνος την άρπαξε ξανά από το πουκάμισο καθώς απομακρυνόταν, και άλλο ένα κουμπί πετάχτηκε στον αέρα. Τώρα το πουκάμισο της είχε πέσει από τους ώμους της, ανοιχτό μέχρι τη μέση. Με την ανάστροφη της παλάμης του ο Τζουντ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Δεν είχαν τελειώσει ακόμη την κουβέντα τους.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

283

«Η Άννα δεν είπε ποτέ ανοιχτά ότι είχε κακοποιηθεί όταν ήταν μικρή, αλλά προσπαθούσε τόσο σκληρά να αποφεύγει την ερώτηση που ήταν σχεδόν ολοφάνερο. Και στο τελευταίο γράμμα που μου έστειλε, έλεγε ότι ήταν κουρασμένη από τα μυστικά που κουβαλούσε, ότι δεν μπορούσε να το αντέξει πια. Επιφανειακά, αυτό ακούγεται σαν δήλωση της πρόθεσής της να αυτοκτονήσει. Μου πήρε κάμποσο μέχρι να καταλάβω τι εννοούσε πραγματικά, ότι ήθελε να τα βγάλει όλα από μέσα της. Να πει ότι ο πατριός της την υπνώτιζε για να κάνει ό,τι του έκανε κέφι μαζί της. Ήταν καλός σ' αυτό -μπορούσε να την κάνει να μη θυμάται τίποτα για λίγο, αλλά δεν μπορούσε να σβήσει εντελώς τις αναμνήσεις όσων είχε κάνει. Έρχονταν συνεχώς στην επιφάνεια, όποτε η Άννα υπέφερε από κάποια συναισθηματική κρίση. Τελικά, στην εφηβεία της, φαντάζομαι, το επεξεργάστηκε, κατάλαβε τι ακριβώς της έκανε. Η Άννα πέρασε πολλά χρόνια προσπαθώντας να ξεφύγει απ' αυτό. Προσπαθώντας να ξεφύγει απ' αυτόν. Μόνο που εγώ την έβαλα στο τρένο και την έστειλα πίσω, και τώρα έπρεπε να 'ρθει ξανά αντιμέτωπη μαζί του. Και είδε πόσο γέρος ήταν, και πόσο κοντά στο θάνατο. Και ίσως αποφάσισε ότι δε χρειαζόταν πια να προσπαθεί να ξεφύγει από τίποτα. »Έτσι απείλησε να βγάλει στη φόρα όσα της έκανε ο Κράντοκ. Σωστά; Είπε ότι θα το έλεγε σε όλους, ότι θα μιλούσε στην αστυνομία. Γι' αυτό τη σκότωσε. Την υπνώτισε για άλλη μια φορά και της έκοψε τις φλέβες στο μπάνιο. Έπαιξε με το μυαλό της, την έβαλε στην μπανιέρα, της έκοψε τις φλέβες και την είδε να πεθαίνει από αιμορραγία. Κάθισε δίπλα εκεί και την έβλεπε...» «Σταμάτα να μιλάς γι' αυτόν», είπε η Τζέσικα. Η φωνή της ήταν αιχμηρή, διαπεραστική και τραχιά. «Εκείνη η τελευταία νύχτα ήταν απαίσια. Όσα του είπε και του έκανε ήταν φρικτά. Τον έφτυσε. Προσπάθησε να τον σκοτώσει, προσπάθησε να τον σπρώξει στη σκάλα, αυτόν, έναν ανήμπορο ηλικιωμένο άνθρωπο. Μας απείλησε, μας απείλησε όλους. Είπε ότι θα μας έπαιρνε τη Ρις. Είπε ότι θα χρησιμοποιούσε εσένα, τα λεφτά σου και τους δικηγόρους σου για να τον στείλει στη φυλακή».

'284

JOE HILL

«Ώστε ο γέρος έκανε μονάχα αυτό που έπρεπε, ε;» είπε ο Τζουντ. «Βρισκόταν ουσιαστικά σε άμυνα». Μια έκφραση τρεμόπαιξε στα χαρακτηριστικά της Τζέσικα και χάθηκε τόσο γρήγορα που ο Τζουντ νόμισε πως τη φαντάστηκε. Όμως για μια στιγμή οι γωνίες των χειλιών της φάνηκαν να συσπώνται σ' ένα βρόμικο, ένοχο, αποκρουστικό χαμόγελο. Όρθωσε λίγο το κορμί της. Όταν μίλησε ξανά, ο τόνος της φωνής της ήταν επιτηδευμένος, συναισθηματικός. «Η αδερφή μου ήταν άρρωστη. Βρισκόταν σε σύγχυση. Είχε τάσεις αυτοκτονίας για πολύ καιρό. Η Άννα έκοψε τις φλέβες της στο μπάνιο όπως όλοι ήξεραν πάντα ότι θα έκανε, και δεν υπάρχει κανείς που να έχει άλλη άποψη». «Η Άννα έχει άλλη άποψη», είπε ο Τζουντ, και όταν είδε την απορημένη της έκφραση, πρόσθεσε: «Μαθαίνω νέα από ένα σωρό νεκρούς τις τελευταίες μέρες. Ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν το κατάλαβα. Αν ήθελες να στείλεις ένα φάντασμα να με κυνηγήσει, γιατί δεν έστειλες το δικό της; Αν ο θάνατος της ήταν από δικό μου φταίξιμο, γιατί έστειλες τον Κράντοκ; Αλλά ο πατριός σου δε με κυνηγάει εξαιτίας όσων έκανα εγώ. Με κυνηγάει εξαιτίας όσων έκανε αυτός». «Και ποιος είσαι εσύ που θα πεις εκείνον παιδεραστή; Πόσα χρόνια διαφορά έχεις μ' αυτό το τσουλί που σέρνεις ξοπίσω σου; Τριάντα; Σαράντα;» «Πρόσεχε τα λόγια σου», είπε ο Τζουντ, σφίγγοντας το λοστό. «Ο πατριός μου άξιζε το καθετί που ζητούσε από μας», συνέχισε η Τζέσικα. Τώρα είχε πάρει φόρα, δεν μπορούσε να το βουλώσει. «Πάντα το κατανοούσα αυτό. Η κόρη μου το κατανοούσε κι εκείνη. Η Άννα όμως έκανε τα πάντα να φαίνονται βρόμικα και τρομερά και του φερόταν λες και ήταν κανένας βιαστής, ενώ εκείνος δεν έκανε ποτέ στη Ρις κάτι που δεν της άρεσε. Σκόπευε να καταστρέψει τις τελευταίες μέρες του Κράντοκ σ' αυτό τον κόσμο μόνο και μόνο για να έχει την εύνοιά σου, για να σε κάνει να νοιαστείς ξανά γι' αυτήν. Και τώρα βλέπεις πού σε οδήγησε αυτό, να στρέφεις τους ανθρώπους εναντίον της οικογένειάς τους. Να χώνεις τη μύτη σου παντού». «Ω Θεέ μου», είπε η Μέριμπεθ. «Αν λέει αυτό που νομίζω ό-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

285

τι την ακούω να λέει, αυτή είναι η πιο αρρωστημένη συζήτηση που έχω ακούσει ποτέ μου». Ο Τζουντ έχωσε το πόδι του ανάμεσα στα σκέλια της Τζέσικα και την έσπρωξε πίσω στο πάτωμα με το τραυματισμένο αριστερό του χέρι. «Αρκετά. Αν ακούσω έστω και μια λέξη ακόμα για το πόσο άξιζε ο πατριός σου και πόσο σας αγαπούσε όλες, θα ξεράσω. Πώς μπορώ να απαλλαγώ από δαύτον; Πες μου πώς μπορώ να τον ξεφορτωθώ, και φεύγουμε, κι όλα τελειώνουν εδώ». Το έλεγε χωρίς να είναι σίγουρος πως ήταν αλήθεια. «Τι απέγινε το κουστούμι;» «Τι σημασία έχει;» «Πάει, το καταστρέψατε, έτσι δεν είναι; Αγοράσατε το κουστούμι του νεκρού, και τώρα δεν υπάρχει πια, οπότε δεν μπορείτε να απαλλαγείτε απ' αυτόν. Επιστροφές δε γίνονται δεκτές, ειδικά όταν το εμπόρευμα έχει καταστραφεί. Τελείωσε. Είσαι νεκρός. Κι εσύ κι αυτή η πόρνη που έχεις μαζί σου. Δε θα σταματήσει αν δε σας στείλει και τους δύο στον τάφο». Ο Τζουντ έγειρε μπροστά, ακούμπησε το λοστό στο λαιμό της και τον πίεσε. Εκείνη άρχισε να πνίγεται. «Όχυ>, της είπε. «Δεν το δέχομαι αυτό. Ή θα βρεις έναν τρόπο ή... Μάζεψε τα βρομόχερά σου από πάνω μου!» Τα χέρια της τραβούσαν την αγκράφα της ζώνης του. Υποχώρησε στο άγγιγμά της, τραβώντας το λοστό από το λαιμό της, κι εκείνη άρχισε να γελάει. «Έλα, μου έχεις βγάλει ήδη το πουκάμισο. Δε θες να 'χεις να λες ότι γάμησες δυο αδερφές; Βάζω στοίχημα ότι θα αρέσει στο κορίτσι σου να μας βλέπει». «Μη μ' αγγίζεις». «Για κοιτάτε τον. Το σκληρό άντρα. Τον μεγάλο ροκ σταρ. Με φοβάσαι, φοβάσαι τον πατέρα μου, φοβάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Και καλά κάνεις και φοβάσαι. Γιατί θα πεθάνεις. Από το ίδιο σου το χέρι. Βλέπω ήδη τα σημάδια του θανάτου στα μάτια σου». Έριξε μια ματιά στη Μέριμπεθ. «Τα έχεις κι εσύ, γλυκιά μου. Το αγόρι σου θα σε σκοτώσει πριν αυτοκτονήσει, ξέρεις. Μακάρι να ήμουν εκεί για να το δω. Θα ήθελα να δω πώς θα το κάνει. Ελπίζω να σε κόψει φέτες, ελπίζω να σου το κάνει κομμάτια το πουτανιάρικο προσωπάκι σου...»

'286

JOE HILL

Ο λοστός βρέθηκε ξανά στο λαιμό της Τζέσικα, ο Τζουντ τον πίεζε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, η γλώσσα της πετάχτηκε έξω. Προσπάθησε να στηριχτεί στους αγκώνες της. Την έσπρωξε απότομα πίσω και το κεφάλι της χτύπησε στο πάτωμα. «Τζουντ», φώναξε η Μέριμπεθ. «Όχι, Τζουντ». Εκείνος χαλάρωσε την πίεση στο λοστό, την άφησε να πάρει μια ανάσα -και η Τζέσικα ούρλιαξε. Ήταν η πρώτη φορά που ούρλιαζε. Την έσπρωξε πάλι πίσω, κόβοντας το ουρλιαχτό στη μέση. «Το γκαράζ», είπε ο Τζουντ. «Τζουντ». «Κλείσε την πόρτα του γκαράζ. Θα μας ακούσει όλη η γειτονιά». Η Τζέσικα προσπάθησε να του γρατζουνίσει το πρόσωπο. Τα χέρια του ήταν πιο μακριά από τα δικά της και τραβήχτηκε πίσω για ν' αποφύγει τα δάχτυλά της, καθώς κύρτωναν σαν νύχια αρπακτικού. Της χτύπησε το κρανίο στο πάτωμα για δεύτερη φορά. «Αν ουρλιάξεις ξανά, θα σε σκοτώσω στο ξύλο επιτόπου. Θα πάρω τώρα λίγο αυτό το πράγμα απ' το λαιμό σου, και το καλό που σου θέλω ν' αρχίσεις να μιλάς, το καλό που σου θέλω να μου πεις πώς μπορώ να τον ξεφορτωθώ. Τι θα 'λεγες να μιλήσεις μαζί του; Μ' έναν πίνακα Ουίτζα ή κάτι τέτοιο; Μπορείς να τον καλέσεις;» Χαλάρωσε ξανά την πίεση του λοστού, κι εκείνη ούρλιαξε δεύτερη φορά -με μια μακρόσυρτη, διαπεραστική κραυγή που κατέληξε σ' ένα βραχνό, κακαριστό γέλιο. Της έχωσε μια γροθιά στην κοιλιά, διώχνοντας τον αέρα από μέσα της, κάνοντάς τη να σωπάσει. «Τζουντ», είπε ξανά η Μέριμπεθ, πίσω του. Είχε πάει να κλείσει την πόρτα του γκαράζ, αλλά τώρα είχε γυρίσει. «Αργότερα». «Τζουντ». «Τι;» είπε, γυρίζοντας και κοιτάζοντάς την άγρια. Με το ένα χέρι η Μέριμπεθ κρατούσε ψηλά το γυαλιστερό,

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

287

τετράγωνο, φανταχτερό πορτοφόλι της Τζέσικα Πράις. Μόνο που δεν ήταν πορτοφόλι. Ήταν ένα τσαντάκι για κολατσιό, με μια γυαλιστερή φωτογραφία της Χίλαρι Νταφ στο πλάι. Ο Τζουντ κοιτούσε τη Μέριμπεθ και το τσαντάκι μπερδεμένος -δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο του το έδειχνε, γιατί είχε σημασία-, όταν η Μπον άρχισε να γαβγίζει, δυνατά, βροντερά, βαθιά μέσα απ' το στήθος της. Καθώς ο Τζουντ γύρισε να δει γιατί γάβγιζε, άκουσε έναν άλλο θόρυβο, ένα οξύ, μεταλλικό κλικ, το χαρακτηριστικό ήχο ενός επικρουστήρα που σηκώνεται. Το κορίτσι, η κόρη της Τζέσικα Πράις, είχε μπει από τη συρόμενη γυάλινη πόρτα της βεράντας. Ο Τζουντ δεν είχε ιδέα πού είχε βρει το περίστροφο. Ήταν ένα τεράστιο σαρανταπεντάρι Κολτ, με διακοσμητικά από ελεφαντόδοντο και μακριά κάννη, τόσο βαρύ που δυσκολευόταν να το κρατήσει. Τους κοιτούσε με διαπεραστικό βλέμμα πίσω από τις αφέλειές της. Σταγόνες ιδρώτα έκαναν το πάνω χείλος της να γυαλίζει. Όταν μίλησε, μίλησε με τη φωνή της Άννας, αλλά το πιο τρομακτικό απ' όλα ήταν το πόσο ήρεμη ακούστηκε. «Άφησε ήσυχη τη μητέρα μου», είπε.

Η αντρική φωνή στο ραδιόφωνο έλεγε: «Ποιο είναι το υπ' αριθμόν ένα εξαγώγιμο προϊόν της Φλόριντα; Τα πορτοκάλια, θα πείτε ίσως -όμως θα κάνετε λάθος». Για μια στιγμή, ήταν η μόνη φωνή που ακουγόταν στο δωμάτιο. Η Μέριμπεθ είχε πιάσει ξανά τον Άνγκους από το περιλαίμιο και τον συγκρατούσε, πράγμα καθόλου εύκολο. Την τραβούσε μπροστά με όλη την ορμητικότητα και τη μυϊκή δύναμή του, και η Μέριμπεθ είχε καρφώσει και τα δυο της πόδια στο πάτωμα. Ο Άνγκους άρχισε να γρυλίζει, μ' ένα μπάσο, πνιχτό μουγκρητό, ένα άναρθρο αλλά απολύτως κατανοητό μήνυμα απειλής. Ακούγοντάς τον η Μπον ξανάρχισε να γαβγίζει επίμονα. Η Μέριμπεθ ήταν η πρώτη που μίλησε. «Δεν υπάρχει λόγος να το χρησιμοποιήσεις αυτό. Φεύγουμε. Έλα, Τζουντ. Πάμε να φύγουμε από δω. Παίρνουμε τα σκυλιά και φεύγουμε». «Το νου σου, Ρις», φώναξε η Τζέσικα. «Ήρθαν εδώ για να μας σκοτώσουν!» Ο Τζουντ κοίταξε τη Μέριμπεθ στα μάτια και τίναξε το κεφάλι του προς την πόρτα του γκαράζ. «Βγες έξω». Σηκώθηκε, με το ένα του γόνατο να τρίζει -γέρικες αρθρώσεις-, κι έβαλε το χέρι του στον πάγκο για να στηριχτεί. Έπειτα κοίταξε έντονα το κορίτσι στα μάτια, πάνω από το σαρανταπεντάρι που τον σημάδευε στο πρόσωπο. «Θέλω μόνο να πάρω το σκυλί μου», είπε. «Και δε θα σας ανησυχήσουμε άλλο. Μπον, έλα δω». Η Μπον γάβγιζε ασταμάτητα ανάμεσα στον Τζουντ και τη

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

289

Ρις. Ο Τζουντ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του κοριτσιού για να αρπάξει το περιλαίμιο της Μπον. «Μην τον αφήσεις να σε πλησιάσει!» ούρλιαξε η Τζέσικα. «Θα σου αρπάξει το όπλο!» «Κάνε πίσω», είπε το κορίτσι. «Ρις», είπε εκείνος, χρησιμοποιώντας το όνομά της για να την καλμάρει και να δημιουργήσει κλίμα εμπιστοσύνης. Ο Τζουντ ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε ένα δυο πραγματάκια σχετικά με τις ψυχολογικές μεθόδους πειθούς. «Το αφήνω κάτω αυτό». Κράτησε το λοστό ψηλά, ώστε να τον βλέπει, κι ύστερα τον άφησε πάνω στον πάγκο. «Ορίστε. Τώρα εσύ έχεις όπλο ενώ εγώ είμαι άοπλος. Θέλω μόνο το σκυλί μου». «Πάμε να φύγουμε, Τζουντ», είπε η Μέριμπεθ. «Η Μπόνι θα μας ακολουθήσει. Πάμε να φύγουμε από δω». Η Μέριμπεθ βρισκόταν τώρα μέσα στο γκαράζ, κοιτάζοντας πίσω μέσα από το άνοιγμα της πόρτας. Ο Άνγκους γάβγισε για πρώτη φορά. Το γάβγισμά του αντήχησε στο τσιμεντένιο δάπεδο και το ψηλό ταβάνι. «Έλα σ' εμένα, Μπον», είπε ο Τζουντ, αλλά το σκυλί τον αγνόησε, μάλιστα έκανε ένα μικρό νευρικό άλμα προς το μέρος της Ρις. Η Ρις τίναξε τους ώμους της αιφνιδιασμένη. Έστρεψε για μια στιγμή το όπλο προς το σκυλί, κι έπειτα ξανά προς τον Τζουντ. Ο Τζουντ έκανε άλλο ένα συρτό βήμα προς την Μπον, βρέθηκε αρκετά κοντά της ώστε να την πιάσει από το περιλαίμιο. «Φύγε μακριά της!» ούρλιαξε η Τζέσικα, και ο Τζουντ είδε φευγαλέα κάτι να κινείται στην άκρη του οπτικού του πεδίου. Η Τζέσικα σερνόταν στο πάτωμα, και όταν ο Τζουντ στράφηκε, τινάχτηκε όρθια κι έπεσε πάνω του. Είδε στο ένα της χέρι μια λάμψη από κάτι λείο και λευκό, δεν ήξερε τι ήταν μέχρι που βρέθηκε κοντά στο πρόσωπό του -ένα αιχμηρό κομμάτι πορσελάνης, ένα πλατύ θραύσμα από σπασμένο πιάτο. Πήγε να του το χώσει στο μάτι, αλλά εκείνος έστρεψε το κεφάλι του κι έτσι τον κάρφωσε στο μάγουλο. Σήκωσε το αριστερό του χέρι και τη χτύπησε στο σαγόνι με τον αγκώνα. Έβγαλε το θραύσμα του πιάτου από το μάγουλο

'290

JOE HILL

του και το πέταξε μακριά. Βρήκε με το άλλο του χέρι το λοστό πάνω στον πάγκο και τη χτύπησε μ' αυτόν στο λαιμό, ένιωσε το συμπαγή, βαρύ γδούπο και είδε τα μάτια της να πετάγονται από τις κόγχες τους. «Όχι, Τζουντ, όχι!» ούρλιαξε η Μέριμπεθ. Ακούγοντας τη φωνή, στράφηκε προς τη Ρις και έσκυψε. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο κορίτσι, που τον κοίταζε έκπληκτη με μάτια ορθάνοιχτα, και τότε το όπλο που κρατούσε στα χέρια της εκπυρσοκρότησε. Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός. Ένα βάζο, που ήταν γεμάτο με λευκά βότσαλα και λίγες ψεύτικες κερωμένες ορχιδέες, διαλύθηκε πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Κομμάτια γυαλιού και πέτρας εκτοξεύτηκαν στον αέρα γύρω του. Το κορίτσι οπισθοχώρησε τρεκλίζοντας. Το τακούνι της πιάστηκε στην άκρη του χαλιού και παραλίγο να πέσει. Η Μπον της όρμησε μ' ένα άλμα, αλλά η Ρις κατάφερε να σταθεί όρθια και καθώς το σκυλί έπεφτε πάνω της -με αρκετή δύναμη ώστε να την κάνει να χάσει την ισορροπία της-, το όπλο εκπυρσοκρότησε ξανά. Η σφαίρα βρήκε την Μπον χαμηλά, στην κοιλιά, και τίναξε το πίσω μισό του σώματος της στον αέρα, κάνοντάς τη να διαγράψει μια στριφογυριστή, ανάποδη τούμπα. Έπεσε με δύναμη στις πόρτες του ντουλαπιού κάτω από το νεροχύτη. Τα μάτια της γύρισαν ανάποδα, το στόμα της χαλάρωσε και άνοιξε, κι ύστερα το μαύρο σκυλί από καπνό που υπήρχε μέσα της ξεπήδησε ανάμεσα από τα σαγόνια της, σαν τζίνι που ξεπετιέται μέσα από το στόμιο αραβικού λυχναριού· διέσχισε ορμητικό το δωμάτιο, περνώντας μπροστά από το κορίτσι, και βγήκε έξω στη βεράντα. Η γάτα που ήταν κουλουριασμένη στο τραπέζι το είδε να έρχεται καταπάνω της κι έβγαλε μια στριγκλιά, οι γκρίζες τρίχες της ορθώθηκαν κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της. Έκανε μια βουτιά στα δεξιά καθώς το σκυλί από μαύρο καπνό χτύπησε ανάλαφρα στο τραπέζι. Η σκιά της Μπον δάγκωσε παιχνιδιάρικα την ουρά της γάτας κι έπειτα πήδηξε στο κατόπι της. Καθώς το πνεύμα της Μπον έπεφτε προς το πάτωμα, πέρασε μέσα από μια λαμπερή αχτίδα πρωινής λιακάδας, και την επόμενη στιγμή εξαφανίστηκε.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

291

Ο Τζουντ κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα το σημείο όπου είχε χαθεί η εξωπραγματική μαύρη σκιά, υπερβολικά εμβρόντητος ώστε να δράσει, να κάνει οτιδήποτε άλλο παρά να νιώθει. Κι αυτό που ένιωθε ήταν ένα συγκλονιστικό δέος, τόσο έντονο που το αισθάνθηκε σαν ηλεκτροσόκ. Αισθάνθηκε ότι είχε την ευλογία να δει έστω και φευγαλέα κάτι τόσο όμορφο και αιώνιο. Κι έπειτα κοίταξε το νεκρό, άδειο κορμί της Μπον. Το τραύμα στο στομάχι της ήταν τρομακτικό, μια ματωμένη τρύπα που από μέσα της ξεχυνόταν ένας κόμπος από βαθυγάλανα έντερα. Η μακριά, ροδαλή γλώσσα της κρεμόταν αποτρόπαια από το στόμα της. Δε φαινόταν δυνατό να μπορούσε ν' ανοίξει με τέτοιο τρόπο, σαν να μην την είχαν πυροβολήσει αλλά ξεκοιλιάσει. Το αίμα είχε σκορπιστεί παντού, στους τοίχους, στα ντουλάπια, επάνω του, κυλούσε στο πάτωμα σχηματίζοντας μια σκούρα λίμνη. Η Μπον ήταν ήδη νεκρή όταν έπεσε στο πάτωμα. Το θέαμά της ήταν άλλο ένα ηλεκτροσόκ, ένα τράνταγμα στις απολήξεις των νευρώνων του. Έστρεψε ξανά το δύσπιστο βλέμμα του στο κορίτσι. Αναρωτήθηκε αν εκείνη είχε δει το σκυλί από μαύρο καπνό καθώς πέρασε τρέχοντας από μπροστά της. Ήθελε να τη ρωτήσει, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει, είχε χάσει τα λόγια του. Η Ρις στηρίχτηκε στους αγκώνες και ανακάθισε, κρατώντας το σαρανταπεντάρι Κολτ με το ένα χέρι και σημαδεύοντάς τον. Κανείς δε μίλησε ούτε έκανε κάποια κίνηση, και μέσα στη σιωπή και την ακινησία η υπνωτική φωνή από το ραδιόφωνο ακούστηκε να μουρμουρίζει: «Κοπάδια άγριων αλόγων στο πάρκο Γιοσέμιτι λιμοκτονούν έπειτα από μήνες ξηρασίας, και οι ειδικοί φοβούνται ότι πολλά από αυτά θα πεθάνουν αν δε γίνει κάτι άμεσα. Αν δεν του ρίξεις, η μητέρα σου θα πεθάνει. Και θα πεθάνεις κι εσύ». Η Ρις δεν έδειξε ν' ακούει αυτά που έλεγε ο άντρας στο ραδιόφωνο. Ίσως και να μην τον άκουγε. Ο Τζουντ κοίταξε προς το ραδιόφωνο. Στη φωτογραφία δίπλα του, ο Κράντοκ εξακολουθούσε να στέκεται με το χέρι του στον ώμο της Ρις, αλλά τώρα τα μάτια του ήταν μουντζαλωμένα από τα σημάδια του θανάτου.

'292

JOE HILL

«Μην τον αφήσεις να σε πλησιάσει άλλο. Έχει έρθει να σας σκοτώσει και τις δύο», είπε η φωνή στο ραδιόφωνο. «Ρίξ' του, Ρις. Ρίξ' του». Έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει το ραδιόφωνο να σωπάσει, έπρεπε να είχε υπακούσει στην παρόρμησή του να το κάνει κομμάτια νωρίτερα. Στράφηκε προς τον πάγκο, κάπως πιο γρήγορα απ' όσο έπρεπε, και γλίστρησε πάνω στο αίμα. Κλονίστηκε κι έκανε ένα ασταθές, ξαφνικό βήμα προς το μέρος της Ρις. Τα μάτια της μικρής γούρλωσαν με τρόμο βλέποντάς τον να παραπαίει προς το μέρος της. Σήκωσε το δεξί του χέρι, με σκοπό να την ηρεμήσει και να την καθησυχάσει, όμως την τελευταία στιγμή συνειδητοποίησε ότι κρατούσε το λοστό κι ότι το κορίτσι θα νόμιζε πως τον σήκωνε για να τη χτυπήσει. Εκείνη τράβηξε τη σκανδάλη, και η σφαίρα χτύπησε το λοστό μ' ένα μεταλλικό μπονγκ, άλλαξε φορά και του έκοψε το δείκτη. Ένας ζεστός πίδακας αίματος τον χτύπησε στο πρόσωπο. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε έκπληκτος το χέρι του, το ίδιο έκθαμβος με το θαύμα της εξαφάνισης του δαχτύλου του όπως και με το θαύμα της εξαφάνισης του μαύρου σκύλου. Το χέρι που έπιανε τα ακόρντα. Σχεδόν ολόκληρο το δάχτυλο χάθηκε. Εξακολουθούσε να κρατά το λοστό με τα εναπομείναντα δάχτυλά του. Τον άφησε. Έπεσε με κρότο στο πάτωμα. Η Μέριμπεθ φώναξε τ' όνομά του ουρλιάζοντας, αλλά η φωνή της ακούστηκε μακρινή, σαν να τον φώναζε απέξω, από το δρόμο. Μόλις που την άκουγε μέσα από το βουητό στ' αυτιά του. Ένιωθε επικίνδυνα ζαλισμένος, έπρεπε να καθίσει. Δεν κάθισε. Ακούμπησε το αριστερό του χέρι στον πάγκο της κουζίνας κι άρχισε να οπισθοχωρεί, να υποχωρεί αργά προς την κατεύθυνση της Μέριμπεθ και του γκαράζ. Η κουζίνα βρομούσε καμένο κορδίτη και καυτό μέταλλο. Σήκωσε το δεξί του χέρι ψηλά, δείχνοντας προς το ταβάνι. Ο κομμένος δείκτης του δεν αιμορραγούσε τόσο πολύ. Το αίμα ύγραινε την παλάμη του, στάλαζε στο εσωτερικό του πήχη του, αλλά κυλούσε αργά, κι αυτό τον εξέπληττε. Ούτε ο πόνος ήταν τόσο ανυπόφορος. Αυτό που ένιωθε ήταν περισσότερο μια δυσάρεστη αίσθηση βάρους, μια αίσθηση πίεσης που επικεντρω-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

293

νόταν στο κολόβωμα του δαχτύλου του. Δεν ένιωθε καθόλου το τραύμα στο πρόσωπο του. Έριξε μια ματιά στο πάτωμα και είδε ότι άφηνε πίσω του μια σειρά από χοντρές σταγόνες αίματος και κόκκινες πατημασιές απ' τις μπότες του. Το οπτικό του πεδίο έμοιαζε μεγεθυσμένο και παραμορφωμένο, σαν να φορούσε γυάλα χρυσόψαρου στο κεφάλι του. Η Τζέσικα Πράις ήταν τώρα γονατιστή, και κρατούσε το λαιμό της. Το πρόσωπο της ήταν κατακόκκινο και πρησμένο, σαν να υπέφερε από κάποια οξεία αλλεργική αντίδραση. Ο Τζουντ παραλίγο να βάλει τα γέλια. Ποιος δε θα ήταν αλλεργικός σ' ένα χτύπημα στο λαιμό με λοστό; Ύστερα σκέφτηκε ότι είχε καταφέρει να πετσοκόψει και ν' ακρωτηριάσει και τα δυο του χέρια μέσα σε λιγότερες από τρεις μέρες, κι έπνιξε μέσα του μια σχεδόν σπασμωδική ανάγκη να γελάσει. Θα 'πρεπε τώρα να μάθει να παίζει κιθάρα με τα πόδια. Η Ρις τον κοίταξε πίσω απ' το πέπλο του βρόμικου καπνού του όπλου, με τα μάτια γουρλωμένα και έκπληκτα -και κατά κάποιον τρόπο απολογητικά. Το περίστροφο ήταν πεσμένο στο πάτωμα δίπλα της. Της έκανε μια χειρονομία με το δεμένο με επιδέσμους αριστερό του χέρι, αν και δεν ήταν σίγουρος τι σήμαινε αυτή η χειρονομία. Είχε την εντύπωση ότι προσπαθούσε να την καθησυχάσει πως ήταν καλά. Τον ανησυχούσε το πόσο χλομή ήταν. Το παιδί δε θα συνερχόταν ποτέ απ' όλα αυτά, και δεν έφταιγε σε τίποτα. Έπειτα η Μέριμπεθ τον έπιασε από το μπράτσο. Βρέθηκαν στο γκαράζ. Μάλλον όχι, είχαν βγει από το γκαράζ και βρίσκονταν τώρα κάτω από τη λευκή λάμψη του ήλιου. Ο Άνγκους έβαλε τα μπροστινά του πόδια στο στήθος του κι ο Τζουντ παραλίγο να πέσει ανάσκελα. «Φύγε από πάνω του!» ούρλιαξε η Μέριμπεθ, αλλά η φωνή της εξακολουθούσε ν' ακούγεται απόμακρη. Ο Τζουντ ήθελε να καθίσει -εκεί, στο δρομάκι, όπου ο ήλιος μπορούσε να του χαϊδεύει το πρόσωπο. «Όχι», είπε η Μέριμπεθ όταν ο Τζουντ έκανε να χαμηλώσει στο τσιμέντο. «Όχι. Στο αυτοκίνητο. Έλα». Τον τράβηξε απ' το μπράτσο και με τα δύο χέρια για να τον κρατήσει όρθιο.

'294

JOE HILL

Εκείνος ταλαντεύτηκε προς τα εμπρός, έπεσε πάνω της τρεκλίζοντας, πέρασε το μπράτσο του γύρω από τον ώμο της κι άρχισαν να κατηφορίζουν τον ιδιωτικό δρόμο σαν ένα ζευγάρι μαστουρωμένοι έφηβοι στο χορό της αποφοίτησης που προσπαθούν να χορέψουν το «Stairway to Heaven». Αυτή τη φορά ο Τζουντ δεν μπόρεσε να μη γελάσει. Η Μέριμπεθ τον κοίταξε έντρομη. «Τζουντ, πρέπει να βοηθήσεις κι εσύ. Δεν μπορώ να σε κουβαλήσω. Δε θα τα καταφέρουμε αν πέσεις». Η πιεστική ανάγκη στη φωνή της τον ανησύχησε, τον έκανε να βάλει τα δυνατά του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τις μπότες του. Άρχισε να σέρνει με προσοχή τα βήματά του. Η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια του ήταν δύσκολη. Ένιωθε σαν να προσπαθούσε να περπατήσει πάνω σε τραμπολίνο μεθυσμένος. Το έδαφος έμοιαζε να λυγίζει και να κουνιέται, και ο ουρανός έγερνε επικίνδυνα. «Νοσοκομείο», του είπε. «Όχι. Ξέρεις γιατί». «Πρέπει να...» «Δε χρειάζεται. Θα σταματήσω εγώ την αιμορραγία». Ποιος της απαντούσε; Η φωνή έμοιαζε να 'ναι η δική του, κι ακουγόταν απροσδόκητα λογική. Σήκωσε το βλέμμα του και είδε τη Μάστανγκ. Ο κόσμος περιδινούνταν γύρω του, ένα καλειδοσκόπιο από εκτυφλωτικά πράσινες αυλές, λουλουδιασμένους κήπους, το κάτασπρο, τρομοκρατημένο πρόσωπο της Μέριμπεθ. Βρισκόταν τόσο κοντά του που η μύτη του ήταν χωμένη μέσα στον σκοτεινό, μετέωρο στρόβιλο των μαλλιών της. Πήρε βαθιά ανάσα για να νιώσει τη γλυκιά, καθησυχαστική της μυρωδιά, αλλά τα ρουθούνια του τον έτσουξαν από τη μυρωδιά του κορδίτη και του νεκρού σκυλιού. Έκαναν το γύρο του αυτοκινήτου και η Μέριμπεθ τον έριξε στη θέση του συνοδηγού. Έπειτα έτρεξε μπροστά από τη Μάστανγκ, έπιασε τον Άνγκους από το περιλαίμιο κι άρχισε να τον τραβάει προς την πόρτα του οδηγού. Προσπαθούσε στα τυφλά να την ανοίξει, όταν το φορτηγάκι του Κράντοκ βγήκε ουρλιάζοντας από το γκαράζ, με τα λάστιχά του να σπινάρουν στο τσιμέντο, φτύνοντας μαύρο καπνό, και

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

295

τον Κράντοκ πίσω απ' το τιμόνι. Το αυτοκίνητο βγήκε από τον ιδιωτικό δρόμο και ξεχύθηκε στο γρασίδι. Έπεσε στον ξύλινο φράχτη με πάταγο, τον ισοπέδωσε, έσκασε στο πεζοδρόμιο και κατέληξε με βρόντο στο δρόμο. Η Μέριμπεθ άφησε τον Άνγκους και ρίχτηκε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου γλιστρώντας πάνω στην κοιλιά της προτού το φορτηγάκι του Κράντοκ καρφωθεί στο πλάι της Μάστανγκ. Η δύναμη της πρόσκρουσης κόλλησε τον Τζουντ στην πόρτα του συνοδηγού. Η σύγκρουση έκανε τη Μάστανγκ να στριφογυρίσει, έτσι που το πίσω της μέρος ξεπρόβαλε στο δρόμο και το μπροστινό ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, με τέτοια ορμή που η Μέριμπεθ εκσφενδονίστηκε από το καπό κι έπεσε στο έδαφος. Το φορτηγάκι χτύπησε το αυτοκίνητό τους μ' έναν αλλόκοτα πλαστικό κρότο, μαζί μ' ένα διαπεραστικό ήχο που θύμιζε αλύχτισμα. Σπασμένα γυαλιά έπεσαν κουδουνίζοντας στο δρόμο. Ο Τζουντ κοίταξε και είδε το βυσσινί κονβέρτιμπλ της Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις στο δρόμο δίπλα στη Μάστανγκ. Το φορτηγάκι είχε εξαφανιστεί. Ίσως δεν ήταν ποτέ εκεί. Ο αερόσακος του τιμονιού είχε ανοίξει, και η Τζέσικα καθόταν κρατώντας το κεφάλι της και με τα δυο της χέρια. Ο Τζουντ ήξερε ότι θα έπρεπε να νιώθει κάτι -ανησυχία, πανικό-, όμως αντίθετα βρισκόταν σε μια ονειρική, ληθαργική κατάσταση. Τα αυτιά του ήταν βουλωμένα και κατάπιε μερικές φορές για να τα καθαρίσει, να τα κάνει ν' ανοίξουν. Ξεκόλλησε από την πόρτα του συνοδηγού και κοίταξε να δει τι είχε συμβεί στη Μέριμπεθ. Την είδε να κάθεται στο πεζοδρόμιο. Δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ήταν εντάξει. Έδειχνε εξίσου ζαλισμένη με τον Τζουντ, τυφλωμένη από τον ήλιο, μ' ένα πλατύ γδάρσιμο στο πιγούνι και τα μαλλιά της να πέφτουν στα μάτια της. Ο Τζουντ στράφηκε και κοίταξε το κονβέρτιμπλ. Το παράθυρο του οδηγού ήταν κατεβασμένο -ή είχε σπάσει- κι από μέσα ξεπρόβαλλε πλαδαρό το χέρι της Τζέσικα. Το υπόλοιπο σώμα της είχε βουλιάξει στο κάθισμα και δε φαινόταν. Κάπου, κάποιος άρχισε να ουρλιάζει. Ακουγόταν σαν κοριτσάκι. Φώναζε τη μητέρα της. Ιδρώτας, ή ίσως και αίμα, στάλαξε στο δεξί μάτι του Τζουντ

'296

JOE HILL

και τον έτσουξε. Χωρίς να το σκεφτεί, σήκωσε το δεξί του χέρι για να το σκουπίσει και ακούμπησε το δείκτη του στο μέτωπο του. Ένιωσε σαν να είχε χώσει το χέρι του σε αναμμένη ψησταριά. Ο πόνος ανέβηκε σε όλο του το χέρι και μέχρι το στήθος του, όπου μεταμορφώθηκε σε κάτι άλλο, σε δυσκολία στην αναπνοή κι ένα ψυχρό γαργαλητό πίσω απ' το στέρνο του -μια αίσθηση πολύ δυσάρεστη και συνάμα, με κάποιο τρόπο, σαγηνευτική. Η Μέριμπεθ έκανε το γύρο της Μάστανγκ με ασταθή βήματα και άνοιξε την πόρτα του οδηγού μ' ένα τρίξιμο από στραβωμένο μέταλλο. Στάθηκε κρατώντας στα χέρια της κάτι που έμοιαζε με γιγάντιο μαύρο στρατιωτικό σάκο. Ο σάκος έσταζε. Όχι -δεν ήταν σάκος. Ήταν ο Άνγκους. Τράβηξε μπροστά τη θέση του οδηγού, τον έχωσε στο πίσω κάθισμα και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ο Τζουντ στράφηκε πίσω τη στιγμή που εκείνη έβαζε μπροστά τη μηχανή, λαχταρώντας αλλά και ταυτόχρονα μη θέλοντας να κοιτάξει ξανά το σκυλί του. Ο Άνγκους σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε με υγρά, γυάλινα, ματωμένα μάτια. Έβγαλε ένα σιγανό κλαψούρισμα. Τα πίσω του πόδια είχαν σπάσει. Ένα ματωμένο κόκαλο ξεπρόβαλλε από τη γούνα του ενός, λίγο πάνω από την κλείδωση. Ο Τζούντας κοίταζε μια τον Άνγκους και μια τη Μέριμπεθ, το γδαρμένο της σαγόνι, τη λεπτή, βλοσυρή γραμμή των χειλιών της. Οι γάζες στο αποκρουστικό, ζαρωμένο της χέρι είχαν μουσκέψει. Ωραία τα είχαν καταφέρει κι οι δυο τους με τα χέρια τους. Έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, σε λίγο θα αγκαλιάζονταν με γάντζους. «Κοίτα χάλια και οι τρεις μας», είπε ο Τζουντ. «Για φωτογραφία είμαστε». Έβηξε. Οι βελόνες που ένιωθε στο στήθος του υποχωρούσαν... αλλά με πολύ αργό ρυθμό. «Θα βρω ένα νοσοκομείο». «Όχι νοσοκομείο. Βγες στον αυτοκινητόδρομο». «Μπορεί να πεθάνεις αν δεν πάμε σ' ένα νοσοκομείο». «Αν πάμε σε νοσοκομείο, τότε θα πεθάνω στα σίγουρα, κι εσύ μαζί μου. Ο Κράντοκ θα μας αποτελειώσει εύκολα εκεί. Όσο είναι ζωντανός ο Άνγκους, έχουμε μια ελπίδα». «Τι μπορεί να κάνει ο Άνγκους;»

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

297

«Ο Κράντοκ δε φοβάται το σκυλί. Φοβάται το σκυλί μέσα στο σκυλί». «Τι είναι αυτά που λες, Τζουντ; Δεν καταλαβαίνω». «Πάμε να φύγουμε. Μπορώ να σταματήσω την αιμορραγία στο δάχτυλο μου. Ένα δάχτυλο είναι μόνο. Βγες στο δρόμο. Τράβα δυτικά». Σήκωσε το δεξί του χέρι ψηλά, κρατώντας το στο πλάι του κεφαλιού του, για να σταματήσει την αιμορραγία. Τώρα άρχιζε να σκέφτεται. Όχι ότι χρειαζόταν να σκεφτεί για ν' αποφασίσει πού θα πήγαιναν. Στο μόνο μέρος που μπορούσαν να πάνε. «Και τι στο διάολο είναι στα δυτικά;» «Η Λουιζιάνα», είπε ο Τζουντ. «Το σπίτι μου».

Το ΚΟϋΤΙ πρώτων βοηθειών που είχαν μαζί τους από τη Νέα Υόρκη βρισκόταν στο δάπεδο του πίσω καθίσματος. Είχε μείνει μόνο ένα μικρό ρολό γάζας, λίγα πιαστράκια, και Μοτρίν σε σκληρά γυαλιστερά φακελάκια. Πήρε πρώτα το Μοτρίν, σκίζοντας τα φακελάκια με τα δόντια του και καταπίνοντας το περιεχόμενο τους χωρίς νερό, έξι το σύνολο, 1.200 mg. Δεν ήταν αρκετό. Εξακολουθούσε να νιώθει το χέρι του λες και ήταν ένα κομμάτι καυτό σίδερο πάνω σ' ένα αμόνι και κάποιος το κοπανούσε, αργά αλλά μεθοδικά. Την ίδια στιγμή, ο πόνος κρατούσε μακριά τη χαύνωση, ήταν μια άγκυρα για το συνειδητό του, ένα σχοινί που τον κρατούσε προσδεμένο στην πραγματικότητα: στο δρόμο, στους πράσινους δείκτες αποστάσεων που περνούσαν σαν σφαίρες, στο τρίξιμο του κλιματιστικού. Ο Τζουντ δεν ήξερε με σιγουριά για πόσο θα διατηρούσε τη διαύγειά του, και ήθελε να χρησιμοποιήσει όσο χρόνο είχε στη διάθεσή του για να εξηγήσει τα πράγματα. Μιλούσε σπαστά, με σφιγμένα δόντια, ενώ τύλιγε τον επίδεσμο γύρω από το σακατεμένο του χέρι. «Το κτήμα του πατέρα μου βρίσκεται αμέσως μετά τα σύνορα της, Λουιζιάνα, στο Μουρ'ς Κόρνερ. Μπορούμε να είμαστε εκεί σε λιγότερο από τρεις ώρες. Δεν πρόκειται να πεθάνω από αιμορραγία μέσα σε τρεις ώρες. Ο πατέρας μου είναι άρρωστος, δεν επικοινωνεί σχεδόν καθόλου. Υπάρχει μια ηλικιωμένη γυναίκα εκεί, θεία μου εξ αγχιστείας, νοσοκόμα. Τον φροντίζει.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

299

Την πληρώνω εγώ. Υπάρχει μορφίνη εκεί. Για τους πόνους του. Και θα έχει και σκυλιά. Νομίζω ότι έχει... ω, γαμώ τις φάσεις. Γαμώ τις φάσεις. Δύο σκυλιά. Λυκόσκυλα, σαν τα δικά μου. Δυο άγρια θηρία». Όταν η γάζα τελείωσε, τη στερέωσε με πιαστράκια. Έβγαλε τις μπότες του χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα των ποδιών του. Φόρεσε τη μια του κάλτσα στο δεξί του χέρι. Την άλλη την τύλιξε γύρω από τον καρπό του και την έσφιξε αρκετά ώστε να επιβραδύνει, αλλά όχι και να σταματήσει την κυκλοφορία του αίματος. Κοίταξε το χέρι του με την κάλτσα, που έμοιαζε με φιγούρα κουκλοθέατρου, και προσπάθησε να σκεφτεί αν μπορούσε να μάθει να παίζει ακόρντα χωρίς το δείκτη. Θα μπορούσε βέβαια να παίζει με σλάιντ. Ή θα μπορούσε να ξαναρχίσει να παίζει με το αριστερό, όπως όταν ήταν μικρός. Αυτή η σκέψη τον έκανε να βάλει πάλι τα γέλια. «Κόφ' το», είπε η Μέριμπεθ. Έσφιξε τα δόντια, πίεσε τον εαυτό του να σταματήσει, έπρεπε να παραδεχτεί ότι ακουγόταν σαν υστερικός, ακόμα και στον εαυτό του. «Αυτή η θεία σου δε θα καλέσει την αστυνομία μόλις μας δει; Δε θα θέλει να σου φέρει γιατρό;» «Αποκλείεται». «Γιατί;» «Γιατί δε θα την αφήσουμε». Η Μέριμπεθ έμεινε για λίγο σιωπηλή μετά απ' αυτό. Οδηγούσε ήρεμα, μηχανικά, προσπερνώντας συνεχώς αυτοκίνητα και ξαναγυρίζοντας στη δεξιά λωρίδα, κρατώντας σταθερή την ταχύτητα στα εκατόν δέκα χιλιόμετρα. Κρατούσε ανάλαφρα το τιμόνι με το ασπρισμένο, ζαρωμένο, άρρωστο αριστερό της χέρι, και δεν το άγγιζε καθόλου με το μολυσμένο δεξί. Τελικά είπε: «Πώς το βλέπεις να τελειώνει όλο αυτό;» Ο Τζουντ δεν είχε απάντηση. Αντί γι' αυτόν, απάντησε ο Άνγκους, μ' ένα σιγανό, δυστυχισμένο κλαψούρισμα.

Προσπαθούσε να έχει ΤΟ νου του στο δρόμο πίσω τους, μήπως δει κάποιο περιπολικό της αστυνομίας ή το φορτηγάκι του νεκρού, αλλά ήταν αργά το μεσημέρι και ο Τζουντ ακούμπησε το κεφάλι του στο παράθυρο κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Οι τροχοί κυλούσαν στο δρόμο μ' έναν μονότονο, υπνωτικό θόρυβο. Το κλιματιστικό, που στο παρελθόν δεν είχε τρίξει ποτέ, τώρα έτριζε με ξαφνικές εξάρσεις. Ο παλινδρομικός τρόπος με τον οποίο τα πτερύγια δονούνταν με μανία κι έπειτα σιωπούσαν, ξανά και ξανά, είχε κι αυτός μια υπνωτική επίδραση πάνω του. Είχε ξοδέψει μήνες ολόκληρους για να ξαναφτιάξει τη Μάστανγκ σαν καινούρια, και η Τζέσικα Μακντέρμοτ Πράις την είχε κάνει παλιοσίδερα μέσα σε μια στιγμή. Του είχε κάνει πράγματα που πίστευε πως συνέβαιναν μόνο σε ήρωες κάντρι τραγουδιών, του είχε καταστρέψει το αυτοκίνητο, είχε σακατέψει τα σκυλιά του, τον είχε διώξει από το σπίτι του, και τώρα τον έβγαζε στην παρανομία. Ήταν σχεδόν αστείο. Και ποιος να το 'λεγε ότι το να σου κόψουν ένα δάχτυλο και να χάσεις μισό λίτρο αίμα μπορεί να ωφελήσει τόσο την αίσθηση του χιούμορ σου; Όχι. Δεν ήταν αστείο. Ήταν σημαντικό να προσπαθήσει να μην ξαναγελάσει. Δεν έπρεπε να τρομάξει τη Μέριμπεθ, δεν ήθελε να την κάνει να σκεφτεί ότι έχανε το μυαλό του. «Έχεις χάσει το μυαλό σου», είπε η Τζέσικα Πράις. «Δεν πρόκειται να πας πουθενά. Πρέπει να ηρεμήσεις. Άφησέ με να σου φέρω κάτι να χαλαρώσεις, κι έπειτα θα μιλήσουμε». Στον ήχο της φωνής της, ο Τζουντ άνοιξε τα μάτια του.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

301

Καθόταν σε μια ψάθινη καρέκλα, κολλημένη στον τοίχο, στο μισοσκότεινο διάδρομο του επάνω πατώματος του σπιτιού της Τζέσικα Πράις. Δεν είχε δει ποτέ το επάνω πάτωμα, δεν είχε ποτέ προχωρήσει τόσο βαθιά στο σπίτι της, ωστόσο ήξερε πού βρισκόταν. Μπορούσε να το καταλάβει από τις φωτογραφίες, τα μεγάλα κορνιζαρισμένα πορτραίτα που κρέμονταν από τους τοίχους με τη σκούρα ξύλινη επένδυση. Το ένα ήταν ένα καλοφτιαγμένο σχολικό πορτραίτο της Ρις, σε ηλικία περίπου οχτώ χρονών, που πόζαρε μπροστά από μια γαλάζια κουρτίνα χαμογελώντας, και φαίνονταν τα σιδεράκια της. Τα αυτιά της ήταν πεταχτά. Μια χαριτωμένη χαζούλα μαθήτρια. Το άλλο πορτραίτο ήταν παλιότερο, τα χρώματα είχαν ελαφρώς ξεθωριάσει. Έδειχνε έναν κορδωτό λοχαγό με φαρδιές πλάτες, που το μακρύ, στενό πρόσωπο του, τα βαθυγάλανα μάτια και το πλατύ στόμα με τα λεπτά χείλη του τον έκαναν να μοιάζει πολύ στον Τσάρλτον Ίστον. Το βλέμμα του Κράντοκ σ' αυτή τη φωτογραφία ήταν απλανές και συγχρόνως υπεροπτικό. Πάρε είκοσι κάμψεις. Πιο κάτω στο διάδρομο στ' αριστερά του Τζουντ βρισκόταν η φαρδιά κεντρική σκάλα που ξεκινούσε από το χολ της εισόδου. Η Άννα βρισκόταν στα μισά της σκάλας, με την Τζέσικα πίσω της. Η Άννα ήταν αναψοκοκκινισμένη, πολύ αδύνατη, με τις αρθρώσεις στους καρπούς και στους αγκώνες της να διαγράφονται κάτω απ' το δέρμα της και τα ρούχα της να της πέφτουν φαρδιά. Τώρα δεν ήταν γκοθού. Δεν ήταν βαμμένη, δεν είχε μαύρα γυαλιστερά νύχια, δεν είχε σκουλαρίκια ούτε κρίκους περασμένους στη μύτη. Φορούσε μια λευκή ριχτή μπλούζα, ένα ροζ σορτσάκι γυμναστικής και άδετα παπούτσια του τένις. Τα μαλλιά της έδειχναν αχτένιστα για βδομάδες. Θα 'πρεπε να δείχνει χάλια, ταλαιπωρημένη και σε κατάσταση λιμοκτονίας, αλλά δεν ήταν. Ήταν τόσο όμορφη όσο ήταν κι εκείνο το καλοκαίρι που είχαν περάσει μαζί φτιάχνοντας τη Μάστανγκ, με τα σκυλιά να μπλέκονται στα πόδια τους. Βλέποντάς την, ο Τζουντ ένιωσε να κατακλύζεται από συναισθήματα. Σοκ, απώλεια και θαυμασμός μαζί. Του ήταν δύσκολο να αισθάνεται τόσο πολλά ταυτόχρονα. Ίσως τα συναισθήματα

'302

JOE HILL

ήταν περισσότερα κι από την πραγματικότητα που μπορούσε ν' αντέξει γύρω του -ο κόσμος λύγισε στις άκρες του οπτικού του πεδίου, θάμπωσε και παραμορφώθηκε. Ο χώρος μεταμορφώθηκε σ' ένα διάδρομο βγαλμένο από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, υπερβολικά μικρό στο ένα του άκρο, με πόρτες τόσο μικρές που μόνο μια γάτα θα μπορούσε να τις διαβεί, και πολύ μεγάλες στο άλλο άκρο, με το πορτραίτο του Κράντοκ να τεντώνεται μέχρι να έρθει σε φυσικό μέγεθος. Οι φωνές των γυναικών στη σκάλα έγιναν πιο βαθιές και μακρόσυρτες, σε βαθμό ακατάληπτης ασυναρτησίας. Ήταν σαν να άκουγε ένα δίσκο να επιβραδύνει αφού κάποιος έβγαλε το πικάπ από την πρίζα. Ο Τζουντ ήταν έτοιμος να φωνάξει την Άννα, ήθελε περισσότερο από καθετί άλλο να πάει κοντά της -όταν όμως ο κόσμος έχασε το σχήμα του, εκείνος κόλλησε ξανά στην καρέκλα του, με την καρδιά του να βροντοχτυπάει. Κάποια στιγμή η όρασή του καθάρισε, ο διάδρομος ίσιωσε, και μπορούσε ν' ακούσει ξανά την Άννα και την Τζέσικα ολοκάθαρα. Κατάλαβε τότε ότι το όραμα που τον περιέβαλλε ήταν εύθραυστο, ότι δεν μπορούσε να του ασκήσει μεγάλη πίεση. Ήταν πολύ σημαντικό να μείνει ακίνητος, να μη βιαστεί να δράσει. Να κάνει και να νιώσει όσο το δυνατόν λιγότερα- απλώς να κοιτάζει. Τα χέρια της Άννας ήταν σφιγμένα σε μικρές κοκαλιάρικες γροθιές, κι ανέβαινε τα σκαλιά γεμάτη φούρια και θυμό. Η αδερφή της δυσκολευόταν να την προλάβει και πιανόταν από την κουπαστή για να μην πέσει. «Περίμενε! Άννα! Σταμάτα!» είπε η Τζέσικα, καταφέρνοντας να σταθεροποιηθεί, κι έπειτα χιμώντας μπροστά στις σκάλες για να πιάσει την αδερφή της απ' το μανίκι. «Έχεις πάθει υστερία...» «Όχι δεν έχω πάθει υστερία μη μ' αγγίζεις», είπε η Άννα, όλο μαζί, σε μία πρόταση. Τράβηξε απότομα το χέρι της. Έφτασε στο κεφαλόσκαλο και γύρισε προς τη μεγαλύτερη αδερφή της, που στεκόταν άκαμπτη δυο σκαλιά παρακάτω, με μια μπεζ μεταξωτή φούστα και μια σκούρα καφέ μεταξωτή μπλούζα. Οι γάμπες της ήταν σφιγμένες και οι τένοντες του λαιμού της διαγράφονταν ολοκάθαρα. Μόρφαζε, κι εκείνη τη στιγμή φαινόταν γερασμένη -όχι τριάντα χρονών αλλά κοντά στα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

303

πενήντα- και φοβισμένη. Ήταν ωχρή, ειδικά στους κροτάφους της το χρώμα της επιδερμίδας της ήταν σχεδόν γκρίζο, και οι άκρες των χειλιών της τραβηγμένες και ρυτιδωμένες. «Ναι, έχεις πάθει. Φαντάζεσαι διάφορα, έχεις μια από τις τρομερές φαντασιώσεις σου. Δεν ξέρεις τι είναι αληθινό και τι όχι. Δεν μπορείς να πας πουθενά σ' αυτή την κατάσταση». Η Άννα είπε: «Είναι αυτές φανταστικές;» Σήκωσε το φάκελο που κρατούσε στο χέρι της. «Αυτές οι φωτογραφίες;» Έβγαλε μια σειρά από πολαρόιντ και τις άνοιξε σαν τραπουλόχαρτα στο ένα της χέρι, κι έπειτα τις πέταξε στην Τζέσικα. «Χριστέ μου! Είναι η κόρη σου! Και είναι μόνο έντεκα χρονών!» Η Τζέσικα Πράις τραβήχτηκε μπροστά στις φωτογραφίες που έρχονταν καταπάνω της. Έπεσαν στα σκαλοπάτια, γύρω απ' τα πόδια της. Ο Τζουντ πρόσεξε ότι η Άννα κράτησε μία από αυτές και την έχωσε πίσω στο φάκελο. «Ξέρω τι είναι αληθινό!» είπε η Άννα. «Ίσως για πρώτη φορά στη ζωή μου». «Κράντοκ», είπε η Τζέσικα, με φωνή σιγανή, αδύναμη. Η Άννα συνέχισε: «Φεύγω. Την επόμενη φορά που θα με δεις, θα έχω έρθει με τους δικηγόρους του. Για να πάρω τη Ρις». «Νομίζεις ότι θα σε βοηθήσει αυτός;» είπε η Τζέσικα. Η φωνή της ήταν ένας τρεμάμενος ψίθυρος. Αυτός; Με τους δικηγόρους του; Ο Τζουντ χρειάστηκε λίγο χρόνο για να καταλάβει ότι μιλούσαν γι' αυτόν. Το δεξί του χέρι άρχισε να τον φαγουρίζει. Το ένιωθε πρησμένο, ζεστό, σαν να ήταν γεμάτο από τσιμπήματα εντόμων. «Και βέβαια θα με βοηθήσει». «Κράντοκ», είπε ξανά η Τζέσικα, πιο δυνατά τώρα. Μια πόρτα άνοιξε στο σκοτεινό διάδρομο στα δεξιά του Τζουντ. Κοίταξε προς τα κει, περιμένοντας να δει τον Κράντοκ, αλλά είδε τη Ρις. Το κεφάλι της ξεπρόβαλλε από το κούφωμα της πόρτας, ένα κορίτσι που είχε τα ξανθά μαλλιά της Άννας, με μια μακριά τούφα να κρέμεται μπροστά στο ένα της μάτι. Ο Τζουντ λυπήθηκε που την έβλεπε, ένιωσε ένα τσίμπημα πόνου βλέποντας τα μεγάλα, έκπληκτα μάτια της. Τι πράγματα ανα-

'304

JOE HILL

γκάζονται να δουν μερικές φορές τα παιδικά μάτια! Κι όμως, όχι πιο άσχημα από αυτά που της έχουν κάνει, σκέφτηκε. «Όλα θα βγουν στη φόρα, Τζέσι. Τα πάντα», είπε η Άννα. «Και χαίρομαι γι' αυτό. Θέλω να τα πω όλα. Ελπίζω να πάει φυλακή». «Κράντοκ!» ούρλιαξε η Τζέσικα. Και τότε η πόρτα ακριβώς απέναντι από το δωμάτιο της Ρις άνοιξε, και μια ψηλή, λιπόσαρκη, γωνιώδης φιγούρα βγήκε στο διάδρομο. Ο Κράντοκ ήταν ένα μαύρο περίγραμμα μέσα στο σκοτάδι, δε φαινόταν κανένα χαρακτηριστικό του, εκτός από τα γυαλιά του με τον κοκάλινο σκελετό, αυτά που φαινόταν να φοράει μόνο αραιά και πού. Οι φακοί των γυαλιών του αντανακλούσαν το λιγοστό φως, λάμποντας σαν αχνό, χλομό τριαντάφυλλο στο μισοσκόταδο. Πίσω του, στο δωμάτιο του, ένα κλιματιστικό έτριζε, μ' έναν σταθερό, παλινδρομικό ήχο, παράδοξα οικείο. «Τι είναι αυτή η φασαρία;» ρώτησε ο Κράντοκ, με μια μελιστάλαχτη βραχνάδα στη φωνή του. «Η Άννα φεύγει», είπε η Τζέσικα. «Λέει ότι γυρίζει πίσω στη Νέα Υόρκη, στον Τζούντας Κόιν, κι ότι θα φέρει τους δικηγόρους του...» Η Άννα κοίταξε στο διάδρομο, προς τον πατριό της. Δεν έβλεπε τον Τζουντ. Και βέβαια δεν τον έβλεπε. Τα μάγουλά της είχαν πάρει ένα σκούρο κόκκινο χρώμα, με δυο χλομές κηλίδες ψηλά στα ζυγωματικά της. Έτρεμε. «...θα φέρει δικηγόρους και την αστυνομία και θα πει σε όλους ότι εσύ και η Ρις...» «Η Ρις είναι εδώ, Τζέσι», είπε ο Κράντοκ. «Ηρέμησε. Ηρέμησε». «...και... και βρήκε μερικές φωτογραφίες», ολοκλήρωσε όπως όπως η Τζέσικα, κοιτάζοντας για πρώτη φορά την κόρη της. «Αλήθεια;» είπε ο Κράντοκ, με τη φωνή του να μαρτυρά απόλυτη άνεση. «Άννα, μωρό μου. Λυπάμαι που αναστατώθηκες. Όμως δεν είναι ώρα να πάρεις τους δρόμους έτσι ταραγμένη που είσαι. Είναι αργά, κορίτσι μου. Γιατί δεν κάθεσαι μαζί μου να μιλήσουμε γι' αυτό που σε απασχολεί; Θα ήθελα να δω αν θα μπο-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

305

ρέσω να κάνω το μυαλό σου να ησυχάσει. Αν μου δώσεις μια ευκαιρία, έστω και μικρή, βάζω στοίχημα πως θα τα καταφέρω». Ξαφνικά η Άννα φάνηκε να δυσκολεύεται να μιλήσει. Τα μάτια της ήταν κενά, φοβισμένα, και γυάλιζαν. Κοίταξε τον Κράντοκ, έπειτα τη Ρις και τελικά την αδερφή της. «Πες του να μη με πλησιάσει», είπε η Άννα. «Αλλιώς θα τον σκοτώσω». «Δεν μπορεί να φύγει», είπε η Τζέσικα στον Κράντοκ. «Όχι ακόμα». Όχι ακόμα; Ο Τζουντ αναρωτήθηκε τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Πίστευε άραγε η Τζέσικα ότι είχαν περισσότερα να πουν; Εκείνου του φαινόταν σαν να είχε ήδη λήξει η συζήτηση. Ο Κράντοκ έριξε μια λοξή ματιά στη Ρις. «Πήγαινε στο δωμάτιο σου, Ρις»· Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της καθώς της μιλούσε, για να το ακουμπήσει καθησυχαστικά στο μικρό της κεφάλι. «Μην την αγγίζεις!» ούρλιαξε η Άννα. Το χέρι του Κράντοκ σταμάτησε μετέωρο στον αέρα πάνω ακριβώς από το κεφάλι της Ρις -κι έπειτα έπεσε πάλι στο πλάι του. Και τότε κάτι άλλαξε. Μέσα στο μισοσκόταδο του διαδρόμου ο Τζουντ δεν μπορούσε να δει καλά τα χαρακτηριστικά του Κράντοκ, αλλά του φάνηκε ότι αντιλήφθηκε μια ανεπαίσθητη αλλαγή στη γλώσσα του σώματος, στη στάση των ώμων του, στην κλίση του κεφαλιού του ή στον τρόπο που στεκόταν. Του φάνηκε σαν κάποιος που ετοιμαζόταν ν' αρπάξει ένα φίδι μέσα από τα αγριόχορτα. Τελικά ο Κράντοκ μίλησε ξανά στη Ρις, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την Άννα. «Πήγαινε, γλυκιά μου. Άσε εμάς τους μεγάλους να μιλήσουμε. Είναι αργά, και είναι ώρα να μιλήσουν οι μεγάλοι χωρίς να έχουν μέσα στα πόδια τους μικρά κορίτσια». Η Ρις κοίταξε την Άννα και τη μητέρα της στο διάδρομο. Η Άννα της αντιγύρισε το βλέμμα και κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι της προς τα κάτω. «Εμπρός, Ρις», είπε η Άννα. «Κουβέντες για μεγάλους». Το κοριτσάκι ξαναμπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Μια στιγμή αργότερα ακούστηκε ξαφνικά μουσική από το δωμάτιό

'306

JOE HILL

της, σαν πνιχτή έκρηξη, ένα μπαράζ από τύμπανα και μια κιθάρα που τσίριζε σαν τρένο που εκτροχιάστηκε, μαζί με ενθουσιώδεις κοριτσίστικες κραυγές. Ήταν η παιδική βερσιόν του τελευταίου χιτ του Τζουντ, «Put you in Yer Place». Ο Κράντοκ τινάχτηκε ακούγοντάς το, τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. «Αυτός ο άνθρωπος...» ψιθύρισε. Καθώς πλησίασε την Άννα και την Τζέσικα, συνέβη κάτι παράξενο. Ο χώρος κοντά στη σκάλα φωτίστηκε από το ασθενικό φως του ήλιου που πέρασε μέσα από τη μεγάλη μπροστινή τζαμαρία του σπιτιού, έτσι που όταν ο Κράντοκ πλησίασε τις προγονές του, το φως έπεσε στο πρόσωπό του, τονίζοντας τις λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών του, την κλίση των ζυγωματικών του, τις βαθιές ρυτίδες γύρω απ' το στόμα του. Όμως οι φακοί των γυαλιών του σκούρυναν, κρύβοντας τα μάτια του πίσω από σκοτεινούς κύκλους. «Είσαι πολύ διαφορετική από τότε που γύρισες σπίτι μας από κείνο τον τύπο», είπε ο γέρος. «Δεν ξέρω τι έχεις πάθει, Άννα. Έχεις περάσει κάποιες άσχημες στιγμές -κανείς δεν το ξέρει αυτό καλύτερα από μένα-, αλλά είναι λες κι αυτός ο Κόιν πήρε τη δυστυχία σου και δυνάμωσε την έντασή της στο τέρμα. Και τη δυνάμωσε τόσο πολύ, που δεν μπορείς πια ν' ακούσεις τη φωνή μου όταν προσπαθώ να σου μιλήσω. Δε μου αρέσει να σε βλέπω τόσο δυστυχισμένη και μπερδεμένη, καλή μου». «Δεν είμαι μπερδεμένη, και δεν είμαι η καλή σου. Και σ' το ξαναλέω, αν με πλησιάσεις περισσότερο από ένα μέτρο, θα το μετανιώσεις». «Δέκα λεπτά», είπε η Τζέσικα. Ο Κράντοκ της έγνεψε να σωπάσει κάνοντας μια ανυπόμονη χειρονομία με τα δάχτυλα. Η Άννα έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην αδερφή της κι έπειτα κοίταξε ξανά τον Κράντοκ. «Κάνετε λάθος αν νομίζετε ότι μπορείτε να με κρατήσετε εδώ διά της βίας»· «Κανείς δεν πρόκειται να σε αναγκάσει να κάνεις κάτι που δε θέλεις», είπε ο Κράντοκ, περνώντας μπροστά από τον Τζουντ. Το πρόσωπό του ήταν αυλακωμένο και το χρώμα του άσχη-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

307

μο, οι φακίδες του ξεχώριζαν πάνω στο λευκό, κέρινο δέρμα του. Περισσότερο έσερνε τα πόδια του παρά περπατούσε, και ήταν σκυφτός· ο Τζουντ υπέθεσε πως μάλλον έπασχε από κάποια μόνιμη κύρτωση της σπονδυλικής στήλης. Νεκρός έδειχνε σε καλύτερη κατάσταση. «Νομίζεις ότι ο Κόιν θα σου κάνει χάρες;» συνέχισε ο Κράντοκ. «Απ' ό,τι θυμάμαι, σε ξαπόστειλε με τις κλοτσιές. Ούτε στα γράμματά σου δεν απαντάει. Δε σε βοήθησε στο παρελθόν -δε βλέπω γιατί να το κάνει τώρα». «Δεν ήξερε πώς. Ούτε κι εγώ ήξερα. Τώρα όμως ξέρω. Θα του πω τι έκανες. Θα του πω ότι η θέση σου είναι στη φυλακή. Και ξέρεις κάτι; Θα φέρει ολόκληρο στρατό από δικηγόρους για να σε κλείσουν εκεί μέσα». Έριξε ένα βλέμμα στην Τζέσικα. «Όπως κι αυτή -αν βέβαια δεν την κλείσουν στο τρελάδικο. Εμένα το ίδιο μου κάνει, αρκεί να την έχουν αρκετά μακριά από τη Ρις». «Μπαμπά!» φώναξε η Τζέσικα, αλλά ο Κράντοκ κούνησε γρήγορα το κεφάλι του: Βούλωσ' το. «Νομίζεις ότι θα δεχτεί να σε δει; Ότι θα σου ανοίξει την πόρτα; Σίγουρα θα 'χει ήδη βρει άλλη. Υπάρχουν ένα σωρό όμορφα κορίτσια έτοιμα να σηκώσουν τις φούστες τους για έναν ροκ σταρ. Δεν έχεις να του προσφέρεις κάτι που δεν μπορεί να το βρει αλλού, και μάλιστα χωρίς όλους αυτούς τους συναισθηματικούς μπελάδες». Με αυτό το τελευταίο, μια έκφραση πόνου διέτρεξε τα χαρακτηριστικά της Άννας, και φάνηκε να πτοείται κάπως: Έμοιαζε με δρομέα εξουθενωμένο από την κούρσα. «Δεν έχει σημασία αν είναι με κάποια άλλη. Είναι φίλος μου», είπε αδύναμα. «Δε θα σε πιστέψει. Κανείς δε θα σε πιστέψει, γιατί πολύ απλά δεν είναι αλήθεια, καλή μου. Ούτε λέξη απ' όλα αυτά», είπε ο Κράντοκ, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος της. «Πάλι έχεις μπερδευτεί, Άννα». «Έτσι είναι», είπε ζωηρά η Τζέσικα. «Ακόμα και οι φωτογραφίες δεν είναι αυτό που φαντάζεσαι.

'308

JOE HILL

Μπορώ να σ' το ξεκαθαρίσω αν με αφήσεις. Μπορώ να σε βοηθήσω αν...» Όμως είχε πλησιάσει πολύ κοντά. Η Άννα χίμηξε καταπάνω του. Άπλωσε το χέρι της στο πρόσωπό του, άρπαξε τα στρογγυλά κοκάλινα γυαλιά του και τα έσπασε. Έβαλε το άλλο χέρι της, με το οποίο εξακολουθούσε να κρατάει το φάκελο, στο κέντρο του στήθους του και τον έσπρωξε. Εκείνος παραπάτησε κι έβγαλε μια φωνή. Ο αριστερός του αστράγαλος δίπλωσε, και κατέρρευσε. Έπεσε μακριά από τα σκαλιά, όχι προς το μέρος τους -η Άννα δεν είχε καταφέρει να τον πετάξει κάτω στη σκάλα, ό,τι κι αν είχε πει η Τζέσικα. Ο Κράντοκ προσγειώθηκε στον κοκαλιάρικο πισινό του μ' ένα γδούπο που τράνταξε ολόκληρο το διάδρομο και στράβωσε το πορτραίτο του που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Πήγε να ανασηκωθεί, αλλά η Άννα έβαλε το τακούνι της στον ώμο του και τον έσπρωξε, ρίχνοντάς τον ανάσκελα. Έτρεμε από λύσσα. Η Τζέσικα τσίριξε κι ανέβηκε τρέχοντας τα τελευταία σκαλοπάτια, σπρώχνοντας την Άννα στην άκρη και γονατίζοντας για να βρεθεί στο πλευρό του πατριού της. Ο Τζουντ συνέλαβε τον εαυτό του να σηκώνεται όρθιος. Δεν μπορούσε να συνεχίσει να κάθεται. Περίμενε ότι ο κόσμος θ' άρχιζε πάλι να στρεβλώνεται, και πράγματι, έγινε ξαφνικά σαν μια εικόνα που καθρεφτίζεται στο πλάι μιας σαπουνόφουσκας που όλο και μεγαλώνει. Ένιωθε το κεφάλι του σαν να απείχε πολύ από τα πόδια του -μίλια ολόκληρα. Και καθώς έκανε το πρώτο βήμα προς τα εμπρός, ένιωσε αλλόκοτα ελαφρύς, σχεδόν αβαρής, σαν δύτης που διασχίζει τον πυθμένα του ωκεανού. Καθώς προχώρησε στο διάδρομο, ωστόσο, προσπάθησε να αναγκάσει με τη θέλησή του το χώρο γύρω του να ανακτήσει το σωστό σχήμα και τις διαστάσεις του, και έτσι έγινε. Η θέλησή του σήμαινε κάτι, λοιπόν. Αν ήταν προσεκτικός, μπορούσε να κινηθεί μέσα στον κόσμο-σαπουνόφουσκα που τον περιέβαλλε χωρίς να τον σπάσει. Τα χέρια του πονούσαν, και τα δύο, όχι μόνο το δεξί. Τα ένιωθε τόσο πρησμένα σαν να είχαν πάρει τις διαστάσεις γαντιών πυγμαχίας. Ο πόνος ερχόταν σε σταθερά, ρυθμικά κύματα, χτυ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

309

πώντας ξανά και ξανά μαζί με το σφυγμό του, που ακουγόταν στ' αυτιά του σαν το θόρυβο που έκαναν τα λάστιχα πάνω στην άσφαλτο. Έσμιγε με το τρίξιμο και το βουητό του κλιματιστικού στο δωμάτιο του Κράντοκ, δημιουργώντας μια αλλόκοτα καθησυχαστική μουσική. Ήθελε απεγνωσμένα να πει στην Άννα να φύγει, να κατέβει τη σκάλα και να βγει απ' το σπίτι. Είχε όμως την αίσθηση ότι δεν μπορούσε να γίνει μέρος της σκηνής χωρίς να διαρρήξει το μαλακό ιστό του ονείρου. Και, τέλος πάντων, το παρελθόν ήταν παρελθόν. Δεν μπορούσε να αλλάξει αυτό που θα συνέβαινε, όπως δεν είχε μπορέσει να σώσει την αδερφή της Μπάμι, τη Ρουθ, φωνάζοντας το όνομά της. Δεν μπορείς ν' αλλάξεις κάτι, μπορείς όμως να γίνεις μάρτυράς του. Ο Τζουντ αναρωτήθηκε για ποιο λόγο είχε ανέβει εδώ πάνω ούτως ή άλλως η Άννα, κι έπειτα σκέφτηκε ότι μάλλον ήθελε να ρίξει μερικά ρούχα σε μια τσάντα προτού φύγει. Δε φοβόταν τον πατέρα της ούτε την Τζέσικα, δεν πίστευε ότι ασκούσαν πλέον κάποιον έλεγχο επάνω της -είχε μια όμορφη, σπαρακτική, μοιραία πίστη στον εαυτό της. «Σου είπα να μη με πλησιάσεις», είπε η Άννα. «Γι' αυτόν τα κάνεις όλ' αυτά;» ρώτησε ο Κράντοκ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε μιλήσει ήρεμα και κομψά. Τώρα όμως δεν υπήρχε τίποτα κομψό στη φωνή του, και η προφορά του ήταν τραχιά -ένας τιποτένιος χωριάτης. «Σου μπήκε καμιά τρελή ιδέα ότι έτσι θα τον ξανακερδίσεις; Νομίζεις ότι θα τον κάνεις να σε συμπονέσει αν γυρίσεις σ' αυτόν έρποντας να του πεις τη λυπητερή ιστορία σου για τον μπαμπά σου που σου έκανε φρικτά πράγματα και σου κατέστρεψε τη ζωή; Πάω στοίχημα, δε βλέπεις την ώρα να του καυχηθείς για όσα μου έσουρες και που μ' έριξες κάτω, εμένα, ένα γέρο άνθρωπο που νοιάστηκε για σένα στις δύσκολες ώρες και σε προστάτεψε από τον ίδιο σου τον εαυτό όταν έχανες τα λογικά σου. Νομίζεις ότι θα ένιωθε περήφανος για σένα αν βρισκόταν εδώ τώρα και σ' έβλεπε να με χτυπάς;» «Όχι», είπε η Άννα. «Νομίζω ότι θα ήταν περήφανος για μένα αν έβλεπε αυτό». Έκανε ένα βήμα μπροστά και τον έφτυσε κατάμουτρα.

'310

JOE HILL

Ο Κράντοκ τινάχτηκε πίσω κι έβγαλε ένα πνιχτό μουγκρητό, σαν να του είχαν ρίξει βιτριόλι στα μάτια. Η Τζέσικα έκανε να σηκωθεί όρθια, έτοιμη να την αρπάξει με τα νύχια της, αλλά η Άννα την έπιασε από τον ώμο και την έσπρωξε ξανά πίσω, δίπλα στον πατριό τους. Στάθηκε αποπάνω τους τρέμοντας, όχι όμως με την ίδια μανία όπως πριν από μια στιγμή. Ο Τζουντ άπλωσε διστακτικά το χέρι του στον ώμο της, ακούμπησε την μπανταρισμένη παλάμη του πάνω του και τον έσφιξε ελαφρά. Επιτέλους, είχε τολμήσει να την αγγίξει. Η Άννα δεν έδειξε να το καταλαβαίνει. Η πραγματικότητα διαστρεβλώθηκε, έχασε το σχήμα της για μια στιγμή μόλις ακούμπησε το χέρι του πάνω της, αλλά εκείνος τα ξανάβαλε όλα κανονικά στη θέση τους με τη σκέψη του, εστιάζοντας στους ρυθμικούς θορύβους και τα τριξίματα γύρω του, στη μουσική της στιγμής. «Μπράβο, Φλόριντα», είπε. Ξέφυγε απ' το στόμα του προτού προλάβει να συγκρατηθεί. Ο κόσμος δεν τελείωσε. Η Άννα κούνησε το κεφάλι της μπρος πίσω, μια μικρή κίνηση περιφρόνησης. Όταν μίλησε, ο τόνος της φωνής της ήταν βαριεστημένος. «Και να σκεφτεί κανείς ότι σε φοβόμουν». Στράφηκε, ξεφεύγοντας από το χέρι του Τζουντ, προχώρησε στο διάδρομο και μπήκε σ' ένα δωμάτιο στο βάθος. Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ο Τζουντ άκουσε τον ήχο μιας σταγόνας που πέφτει στο πάτωμα και χαμήλωσε το βλέμμα του. Το δεξί του χέρι ήταν μέσα στην κάλτσα, που είχε μουσκέψει από το αίμα κι έσταζε στο πάτωμα. Τα ασημένια κουμπιά τού αλά Τζόνι Κας σακακιού του άστραψαν στο τελευταίο κοκκινωπό φως της μέρας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι φορούσε το κουστούμι του νεκρού. Του πήγαινε μια χαρά. Ο Τζουντ δεν είχε αναρωτηθεί ούτε στιγμή πώς ήταν δυνατόν να βλέπει τη σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά του, αλλά τώρα δόθηκε απάντηση σ' αυτή την ερώτηση. Είχε αγοράσει το κουστούμι του νεκρού και μαζί τον ίδιο τον νεκρό -είχε στην κατοχή του το φάντασμα αλλά και το παρελθόν του. Τούτες οι στιγμές ανήκαν και σ' αυτόν, τώρα.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

311

Η Τζέσικα έσκυψε δίπλα στον πατέρα της. Ανάσαιναν κι οι δυο τους με δυσκολία, λαχανιασμένοι, κοιτάζοντας την κλειστή πόρτα του δωματίου της Άννας. Ο Τζουντ άκουσε συρτάρια ν' ανοίγουν και να κλείνουν εκεί μέσα, και την πόρτα μιας ντουλάπας να κοπανάει. «Νύχτα», ψιθύρισε η Τζέσικα. «Νύχτα, επιτέλους». Ο Κράντοκ έγνεψε. Είχε μια γρατζουνιά στο πρόσωπο του, ακριβώς κάτω από το αριστερό μάτι, εκεί όπου η Άννα τον είχε γδάρει με τα νύχια της όταν του άρπαξε τα γυαλιά. Μια σταγόνα αίμα κυλούσε στη μύτη του. Τη σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του κι έκανε μια κόκκινη μουντζούρα στο μάγουλο του. Ο Τζουντ κοίταξε προς τη μεγάλη τζαμαρία του χολ της εισόδου. Ο ουρανός είχε ένα ήρεμο βαθυγάλανο χρώμα, που σκούραινε καθώς πλησίαζε η νύχτα. Στη γραμμή του ορίζοντα, πέρα από τα δέντρα και τις στέγες στην απέναντι πλευρά του δρόμου, εκεί όπου ο ήλιος είχε μόλις κρυφτεί, φαινόταν μια κατακόκκινη λωρίδα. «Τι έκανες;» ρώτησε ο Κράντοκ. Μίλησε γαλήνια, με τη φωνή του λίγο πιο δυνατή από ψίθυρο, εξακολουθώντας να τρέμει από οργή. «Με άφησε να την υπνωτίσω μερικές φορές», του είπε η Τζέσικα, μιλώντας το ίδιο χαμηλόφωνα. «Για να τη βοηθήσω να κοιμηθεί τα βράδια. Της έκανα μια πρόταση». Απ' το δωμάτιο της Άννας δεν ακούστηκε κανένας θόρυβος για λίγο. Έπειτα ο Τζουντ άκουσε καθαρά ήχο γυαλιού, ένα τινκ από μπουκάλι που χτυπάει πάνω σε ποτήρι, και ακολούθησε ένα απαλό κελάρυσμα. «Τι πρόταση;» «Της είπα πως όταν πέφτει νύχτα είναι καλή ώρα για ένα ποτό. Της είπα πως είναι η ανταμοιβή της για την κούραση της ημέρας. Έχει φυλαγμένο ένα μπουκάλι στο επάνω συρτάρι». Το δωμάτιο της Άννας επίμονα, δυσάρεστα σιωπηλό. «Τι θα κάνει;» «Έχω ρίξει φαινοβαρβιτάλη στο τζιν της», είπε η Τζέσικα. «Αυτές τις μέρες τη βάζω και κοιμάται σαν πουλάκι».

'312

JOE HILL

Ένας υπόκωφος θόρυβος στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου της Άννας. Ένα ποτήρι που πέφτει. «Μπράβο, κορίτσι μου», είπε ο Κράντοκ παίρνοντας βαθιά ανάσα. «Το ήξερα πως κάτι θα είχες κανονίσει». Η Τζέσικα είπε: «Πρέπει να την κάνεις να ξεχάσει -τις φωτογραφίες, όσα βρήκε, τα πάντα. Όλα όσα συνέβησαν μόλις τώρα. Πρέπει να τα διώξεις όλα απ' το μυαλό της». «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό», είπε ο Κράντοκ. «Έχω πάρα πολύ καιρό να το καταφέρω. Όταν ήταν πιο μικρή... όταν με εμπιστευόταν περισσότερο. Ίσως εσύ...» Η Τζέσικα κουνούσε το κεφάλι της. «Δεν μπορώ να την υπνωτίσω τόσο βαθιά. Δε θα με αφήσει -το έχω δοκιμάσει. Την τελευταία φορά που την υπνώτισα, για να τη βοηθήσω με την αϋπνία, προσπάθησα να της κάνω ερωτήσεις για τον Τζούντας Κόιν, να μάθω τι του έγραφε στα γράμματα που του έστελνε, κι αν του είπε ποτέ τίποτα... για σένα. Αλλά όποτε έμπαινα σε πολύ προσωπικά χωράφια, όποτε τη ρωτούσα κάτι που δεν ήθελε να μου πει, άρχιζε να τραγουδάει κάποιο απ' τα τραγούδια του. Για να με κρατήσει σε απόσταση. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο». «Όλο αυτό είναι δουλειά του Κόιν», είπε ξανά ο Κράντοκ, σουφρώνοντας με αηδία το πάνω χείλος του. «Την κατέστρεψε. Την κατέστρεψε. Την έστρεψε εναντίον μας. Τη χρησιμοποίησε για τους σκοπούς του, διέλυσε ολόκληρο τον κόσμο της, κι ύστερα την έστειλε πίσω σ' εμάς για να διαλύσει και τον δικό μας». «Τι θα κάνουμε; Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να τη σταματήσουμε. Δεν μπορεί να φύγει έτσι από το σπίτι. Την άκουσες. Θα μου πάρει τη Ρις. Θα πάρει κι εσένα. Θα σε συλλάβουν, κι εμένα μαζί, και δε θα ξαναϊδωθούμε παρά μόνο στις αίθουσες των δικαστηρίων». Ο Κράντοκ ανάσαινε αργά τώρα, κάθε συναίσθημα είχε στερέψει από το πρόσωπο του, εκτός από το μίσος. «Σε ένα πράγμα έχεις δίκιο, κορίτσι μου. Δεν μπορεί να φύγει απ' αυτό το σπίτι». Η δήλωσή του φάνηκε ότι χρειάστηκε λίγο χρόνο μέχρι να γίνει κατανοητή από την Τζέσικα. Στράφηκε και κοίταξε τον πατριό της μ' ένα βλέμμα σύγχυσης και έκπληξης. «Όλοι ξέρουν για την Άννα», συνέχισε εκείνος. «Πόσο δυ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

313

στυχισμένη ήταν πάντα. Όλοι ήξεραν πάντα πώς θα κατέληγε. Ότι μια απ' αυτές τις μέρες θα έκοβε τις φλέβες της στο μπάνιο». Η Τζέσικα άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αριστερά δεξιά. Έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Κράντοκ την έπιασε από τους καρπούς και την ανάγκασε να γονατίσει ξανά. «Το τζιν και τα ναρκωτικά έχουν νόημα. Πολλοί κατεβάζουν ένα δυο ποτά και μερικά χάπια πριν το κάνουν. Πριν αυτοκτονήσουν. Έτσι καταλαγιάζουν τους φόβους τους και νεκρώνουν τον πόνο», της είπε. Η Τζέσικα εξακολουθούσε να κουνάει το κεφάλι της, κάπως ξέφρενα, με τα μάτια της να γυαλίζουν, τρομοκρατημένα και τυφλά, σαν να μην έβλεπαν πια τον πατριό της. Ανάσαινε γρήγορα και κοφτά, βρισκόταν πολύ κοντά στα όρια της υπεροξυγόνωσης. Όταν ο Κράντοκ μίλησε ξανά, η φωνή του ήταν σταθερή και ήρεμη. «Ηρέμησε, τώρα. Θέλεις να πάρει η Άννα τη Ρις και να φύγει; Θες να περάσεις δέκα χρόνια στη φυλακή;» Έσφιξε τη λαβή του στους καρπούς της και την τράβηξε πιο κοντά του, έτσι ώστε να της μιλάει καταπρόσωπο. Και τελικά τα μάτια της εστίασαν ξανά στα δικά του και το κεφάλι της σταμάτησε να κουνιέται. Ο Κράντοκ είπε: «Δε φταίμε εμείς. Ο Κόιν φταίει. Αυτός μας στρίμωξε στη γωνία, τ' ακούς; Αυτός μας έστειλε πίσω τούτη την ξένη που θέλει να μας καταστρέψει. Δεν ξέρω τι συνέβη στη δική μας Άννα. Δε θυμάμαι από πότε έχω να δω την πραγματική Άννα. Η Άννα με την οποία μεγαλώσατε μαζί είναι νεκρή. Φρόντισε ο Κόιν γι' αυτό. Απ' όσο ξέρω, την αποτέλειωσε. Θα μπορούσε να της είχε κόψει τις φλέβες ο ίδιος. Και θα δώσει λόγο γι' αυτό. Πίστεψέ με. Θα τον μάθω εγώ να μπλέκεται σε ξένα σπίτια και να διαλύει οικογένειες. Ησύχασε τώρα. Σταμάτα ν' ανασαίνεις έτσι. Άκου τη φωνή μου. Θα το ξεπεράσουμε. Θα σε βοηθήσω να το ξεπεράσεις, όπως σε βοήθησα να ξεπεράσεις κι ό,τι άλλο κακό έτυχε στη ζωή σου. Έχε μου εμπιστοσύνη. Πάρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα άλλη μία. Είσαι καλύτερα;» Τα γκριζογάλανα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και άπληστα. Εκστασιασμένα. Άφησε μια μακρόσυρτη, σφυριχτή ανάσα κι έπειτα άλλη μία.

'314

JOE HILL

«Μπορείς να το κάνεις», είπε ο Κράντοκ. «Το ξέρω πως μπορείς. Για τη Ρις, μπορείς να κάνεις αυτό που πρέπει να γίνει». «Θα προσπαθήσω», είπε η Τζέσικα. «Όμως πρέπει να μου πεις. Πρέπει να μου πεις τι να κάνω. Δεν μπορώ να σκεφτώ». «Εντάξει. Θα σκεφτώ εγώ και για τους δυο μας», είπε ο Κράντοκ. «Κι εσύ δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα άλλο απ' το να σηκωθείς και να πας να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο». «Ναι. Εντάξει». Η Τζέσικα άρχισε να σηκώνεται ξανά, αλλά ο Κράντοκ την τράβηξε πάλι από τους καρπούς και την κράτησε δίπλα του. «Κι όταν τελειώσεις», είπε ο Κράντοκ, «τρέξε κάτω και φέρε μου το παλιό μου εκκρεμές. Θα χρειαστώ κάτι για τις φλέβες της Άννας». Και με αυτό την άφησε. Η Τζέσικα σηκώθηκε τόσο απότομα που παραπάτησε κι αναγκάστηκε να ακουμπήσει το χέρι της στον τοίχο για να μην πέσει. Τον κοίταξε για μια στιγμή κι έπειτα στράφηκε, υπνωτισμένη, άνοιξε μια πόρτα στ' αριστερά της και μπήκε σ' ένα μπάνιο με λευκά πλακάκια. Ο Κράντοκ έμεινε στο πάτωμα, μέχρι που ακούστηκε ο ήχος του νερού στην μπανιέρα. Έπειτα σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε ακριβώς δίπλα στον Τζουντ. «Σκατόγερε», είπε ο Τζουντ. Ο κόσμος-σαπουνόφουσκα τεντώθηκε και τρεμούλιασε. Ο Τζουντ έσφιξε τα δόντια και του ξαναέδωσε το σχήμα του. Τα χείλη του Κράντοκ ήταν λεπτά και ωχρά, τεντωμένα πάνω στα δόντια του σ' έναν πικρόχολο, άσχημο μορφασμό. Η γέρικη σάρκα στο πίσω μέρος των μπράτσων του τρεμούλιασε. Προχώρησε αργά προς το δωμάτιο της Άννας, τρεκλίζοντας ελαφρά -η σπρωξιά της και το επακόλουθο πέσιμο του τον είχαν καταβάλει. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο Τζουντ τον ακολούθησε. Υπήρχαν δύο παράθυρα στο δωμάτιο της Άννας, αλλά και τα δύο έβλεπαν στο πίσω μέρος του σπιτιού, μακριά από κει που είχε πέσει ο ήλιος. Ήταν ήδη νύχτα εκεί μέσα, το δωμάτιο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Η Άννα καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, μ' ένα άδειο ποτήρι στο πάτωμα ανάμεσα στα αθλητικά της παπούτσια. Ο σάκος της ήταν πάνω στο στρώμα πίσω της, με λίγα

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

315

άπλυτα ριγμένα μέσα βιαστικά· το μανίκι ενός κόκκινου πουλόβερ κρεμόταν απέξω. Το πρόσωπο της Άννας ήταν χαμογελαστό, είχε τα χέρια της ακουμπισμένα στα γόνατα, τα μάτια της κοιτούσαν απλανή κάτι που δε φαινόταν. Ο κρεμ φάκελος που περιείχε τη φωτογραφία της Ρις -το αποδεικτικό της στοιχείοήταν στο χέρι της, ξεχασμένος. Ο Τζουντ ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται βλέποντάς την έτσι. Ο Τζούντας κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της. Το στρώμα έτριξε αποκάτω του, αλλά κανείς -ούτε η Άννα ούτε ο Κράντοκ- δεν έδειξε να το προσέχει. Ακούμπησε το αριστερό του χέρι πάνω στο δεξί χέρι της Άννας. Το τραύμα στο αριστερό του χέρι αιμορραγούσε ξανά, οι επίδεσμοι ήταν λερωμένοι και χαλαροί. Πότε είχε ξεκινήσει αυτό; Το δεξί του χέρι, που ήταν τώρα πολύ βαρύ και τον πονούσε, δεν μπορούσε καν να το σηκώσει. Και μόνο στη σκέψη να το κουνήσει του ερχόταν ζαλάδα. Ο Κράντοκ σταμάτησε μπροστά από την προγονή του και έσκυψε για να κοιτάξει εξεταστικά το πρόσωπο της. «Άννα; Μ' ακούς; Μπορείς ν' ακούσεις τη φωνή μου;» Εκείνη συνέχισε να χαμογελά, δεν ανταποκρίθηκε στην αρχή. Έπειτα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και είπε: «Τι; Είπες κάτι, Κράντοκ; Άκουγα τον Τζουντ. Στο ραδιόφωνο. Είναι το αγαπημένο μου τραγούδι». Τα χείλη του σφίχτηκαν μέχρι που το χρώμα τους χάθηκε. «Αυτός ο άνθρωπος», είπε ξανά, σχεδόν φτύνοντας τις λέξεις. Έπιασε τη μια άκρη του φακέλου και τον τράβηξε από τα χέρια της. Ο Κράντοκ όρθωσε το κορμί του και στράφηκε προς ένα από τα παράθυρα για να κατεβάσει τα στόρια. «Σ' αγαπώ, Φλόριντα», είπε ο Τζουντ. Η κρεβατοκάμαρα γύρω του διογκώθηκε όταν μίλησε, η σαπουνόφουσκα μεγάλωσε τόσο που έμοιαζε έτοιμη να σπάσει, κι έπειτα μάζεψε ξανά. «Σ' αγαπώ, Τζουντ», είπε σιγανά η Άννα. Ακούγοντάς το αυτό, ο Κράντοκ τίναξε ξαφνικά τους ώμους του. Γύρισε και κοίταξε πίσω, απορημένος. Ύστερα ο γέρος είπε: «Θα ξανασμίξετε σύντομα οι δυο σας. Αυτό ήθελες, αυτό θα

'316

JOE HILL

πάρεις. Θα το φροντίσω εγώ. Θα σας φέρω τον έναν κοντά στον άλλον, όσο πιο γρήγορα μπορώ». «Π' ανάθεμά σε», είπε ο Τζουντ, κι αυτή τη φορά, όταν το σχήμα του δωματίου αλλοιώθηκε, δεν κατάφερε, όσο σκληρά κι αν επικεντρώθηκε στους ρυθμικούς θορύβους, να το επαναφέρει. Οι τοίχοι φούσκωσαν κι έπειτα μάζεψαν ξανά προς τα μέσα, σαν σεντόνια απλωμένα στο σκοινί που τα φυσάει το αεράκι. Ο αέρας στο δωμάτιο ήταν ζεστός και βαρύς, μύριζε εξάτμιση αυτοκινήτου και σκυλίλα. Ο Τζουντ άκουσε ένα απαλό κλαψούρισμα πίσω του και, γυρίζοντας, είδε τον Άνγκους, ξαπλωμένο στο κρεβάτι της Άννας, εκεί όπου πριν από μια στιγμή βρισκόταν ο ταξιδιωτικός της σάκος. Ανάσαινε με κόπο και τα μάτια του ήταν τσιμπλιασμένα και κίτρινα. Ένα μυτερό κόκκινο κόκαλο προεξείχε από το ένα στραβωμένο του πόδι. Ο Τζουντ γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε την Άννα, για να διαπιστώσει ότι τώρα στο κρεβάτι δίπλα του καθόταν η Μέριμπεθ, με μια σκληρή έκφραση στο βρόμικο πρόσωπο της. Ο Κράντοκ έκλεισε μία από τις κουρτίνες, και το δωμάτιο σκοτείνιασε κι άλλο. Ο Τζουντ κοίταξε έξω από το άλλο παράθυρο και είδε την πρασινάδα στο πλάι του αυτοκινητόδρομου, φοίνικες, σκουπίδια στους θάμνους, κι ύστερα μια πράσινη ταμπέλα που έγραφε ΕΞΟΔΟΣ 9. Ένιωσε τις φλέβες στα χέρια του να χτυπάνε ρυθμικά. Το κλιματιστικό έτριζε, βομβούσε, μουρμούριζε. Ο Τζουντ αναρωτήθηκε για πρώτη φορά πώς ήταν δυνατόν να εξακολουθεί να ακούει το κλιματιστικό του Κράντοκ. Το δωμάτιο του γέρου ήταν στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ακούστηκε ένα ρυθμικό κλικ, ένας ήχος επαναλαμβανόμενος, σαν μετρονόμος: ο ήχος του φλας. Ο Κράντοκ πήγε στο άλλο παράθυρο, κόβοντάς του τη θέα του αυτοκινητόδρομου, και κατέβασε και το άλλο στόρι, βυθίζοντας το δωμάτιο της Άννας στο σκοτάδι. Νύχτα, επιτέλους. Ο Τζουντ κοίταξε τη Μέριμπεθ. Το σαγόνι της ήταν σφιγμένο, το ένα της χέρι στο τιμόνι. Η ένδειξη του φλας αναβόσβηνε στο ταμπλό, και ο Τζουντ άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι, δεν ήξερε τι, κάτι σαν...

« Τι κάνεις;» Η φωνή του ήταν ένα αλλόκοτο κόασμα. Η Μέριμπεθ κατηύθυνε τη Μάστανγκ προς μια ράμπα εξόδου, την είχε σχεδόν φτάσει. «Δεν είναι εδώ». «Σε σκουντάω εδώ και πέντε λεπτά, και δε λες να ξυπνήσεις. Νόμιζα ότι είχες πέσει σε κώμα. Υπάρχει ένα νοσοκομείο εδώ κοντά». «Συνέχισε. Τώρα είμαι ξύπνιος». Η Μέριμπεθ έστριψε και μπήκε ξανά στον αυτοκινητόδρομο την τελευταία στιγμή, ενώ πίσω τους ακούστηκε μια κόρνα. «Πώς τα πας, Άνγκους;» ρώτησε ο Τζουντ και γύρισε να κοιτάξει το σκυλί. Άπλωσε το χέρι του ανάμεσα στα καθίσματα και άγγιξε ένα πέλμα του, και για μια στιγμή το βλέμμα του Άνγκους έλαμψε. Τα σαγόνια του σάλεψαν. Η γλώσσα του βρήκε τη ράχη, της αριστερής παλάμης του Τζουντ και του έγλειψε τα δάχτυλα. «Καλό παιδί», ψιθύρισε ο Τζουντ. «Καλό παιδί». Γύρισε ξανά μπροστά του και βολεύτηκε στη θέση του. Το πρόσωπο της φιγούρας κουκλοθέατρου στο δεξί του χέρι, που φορούσε την κάλτσα, ήταν κόκκινο. Είχε άμεση ανάγκη από κάτι που θα καταπράυνε τον πόνο, και σκέφτηκε ότι μπορεί να το έβρισκε στο ραδιόφωνο: Σκίναρντ, ή, αν δε γινόταν, Μπλακ Κρόουζ. Το άνοιξε και πέρασε γρήγορα από μια έκρηξη από παράσιτα στον ήχο μιας κωδικοποιημένης στρατιωτικής μετάδοσης και από κει στον Χανκ Γουίλιαμς τον Τρίτο, ή ίσως στον

'318

JOE HILL

σκέτο Χανκ Γουίλιαμς, ο Τζουντ δεν μπορούσε να είναι σίγουρος γιατί το σήμα ήταν τόσο ασθενικό, και τότε... Τότε το ραδιόφωνο έπιασε ένα σταθμό που ακουγόταν τέλεια, ονόματι Κράντοκ. «Ποτέ δε θα το 'λεγα ότι έχεις τόσο τσαγανό, παλικάρι». Η φωνή του έβγαινε από τα ηχεία στις πόρτες ήπια και φιλική. «Δε λες να τα παρατήσεις. Αυτό είναι κάτι που μου αρέσει στους ανθρώπους, συνήθως. Η συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, δεν είναι συνηθισμένη. Το καταλαβαίνεις αυτό». Γέλασε. «Το πού θα πας δεν έχει σημασία. Ξέρεις, στους περισσότερους ανθρώπους αρέσει να φαντάζονται ότι δεν ξέρουν τη σημασία της φράσης "τα παρατάω", αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Τι θα κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι αν τους υποβάλεις, αν τους υποβάλεις βαθιά, αν τους βοηθήσεις με λίγη καλή ντόπα και τους ρίξεις σε ύπνωση και τους πεις ότι καίγονται; Θ' αρχίσουν να ουρλιάζουν για νερό μέχρι να ξελαρυγγιαστούν. Και θα κάνουν τα πάντα για να το σταματήσουν αυτό. Τα πάντα. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση. Αλλά μερικούς ανθρώπους -παιδιά και τρελούς, κυρίωςδεν μπορείς να τους κουμαντάρεις, ακόμα και όταν βρίσκονται σε ύπνωση. Η Άννα ήταν και τα δύο μαζί, Θεός σχωρέσ' την. Προσπάθησα να την κάνω να ξεχάσει όλα αυτά που την έκαναν να νιώθει τόσο άσχημα. Ήταν καλό κορίτσι. Δε μου άρεσε καθόλου να τη βλέπω να γίνεται χίλια κομμάτια για κάποια πράγματα -ακόμα και για σένα. Όμως δεν μπορούσα να τα σβήσω όλα από το μυαλό της, παρ' όλο που έτσι θα είχε γλιτώσει από πολύ πόνο. Μερικοί άνθρωποι προτιμούν να υποφέρουν. Δεν είναι ν' απορεί κανείς που της άρεσες. Κι εσύ έτσι είσαι. Ήθελα να σε βγάλω από τη μέση γρήγορα. Αλλά εσύ έπρεπε να το τραβήξεις μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Και τώρα πρέπει ν' αναρωτηθείς γιατί. Ξέρεις, όταν αυτό το σκυλί στο πίσω κάθισμα σταματήσει ν' ανασαίνει, το ίδιο θα συμβεί και σ' εσένα. Και δε θα είναι εύκολο, όχι. Πέρασες τρεις μέρες ζώντας σαν σκυλί, και τώρα πρέπει να πεθάνεις σαν σκυλί, και το ίδιο θα πάθει κι αυτό το πουτανάκι που έχεις δίπλα σου...» Η Μέριμπεθ έκλεισε απότομα το ραδιόφωνο. Αυτό ξανάνοιξε μόνο του.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

319

«...πίστεψες ότι θα έστρεφες το κοριτσάκι μου εναντίον μου και θα την έβγαζες καθαρή;» Ο Τζουντ σήκωσε το πόδι του και κλότσησε το ταμπλό με το τακούνι της μπότας του. Ακούστηκε ο κρότος του πλαστικού που γίνεται κομμάτια. Η φωνή του Κράντοκ χάθηκε απότομα, μέσα σε μια ξαφνική, εκκωφαντική, μπάσα έκρηξη. Ο Τζουντ κλότσησε ξανά το ραδιόφωνο, διαλύοντάς του την πρόσοψη. Βουβάθηκε. «Θυμάσαι που σου είχα πει ότι ο νεκρός δεν ήρθε για κουβεντούλα;» είπε ο Τζουντ στη Μέριμπεθ. «Το παίρνω πίσω. Αρχίζω να πιστεύω ότι μόνο γι' αυτό ήρθε». Εκείνη δεν απάντησε. Τριάντα λεπτά αργότερα ο Τζουντ μίλησε ξανά, για να της πει να βγει στην επόμενη έξοδο. Ακολούθησαν έναν πολιτειακό αυτοκινητόδρομο δύο λωρίδων, με το ημιτροπικό δάσος του Νότου να σκύβει από πάνω τους δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Πέρασαν από ένα ντράιβ-ιν που ο Τζουντ το θυμόταν κλειστό από τότε που ήταν μικρό παιδί. Η γιγάντια οθόνη δέσποζε πάνω απ' το δρόμο, γεμάτη τρύπες, που έβλεπες από μέσα τους τον ουρανό. Το σημερινό έργο ήταν ένα σύννεφο βρόμικου καπνού. Πέρασαν μπροστά από το Νιου Σάουθ Μοτέλ, που είχε κι αυτό κλείσει από καιρό, στά παράθυρά του είχε καρφωμένες σανίδες, και τώρα το άγριο δάσος το διεκδικούσε ξανά. Πέρασαν μπροστά από ένα βενζινάδικο, το πρώτο μέρος που είδαν ανοιχτό. Δύο ηλιοκαμένοι χοντροί κάθονταν απέξω, και τους κοίταζαν καθώς περνούσαν. Δε χαμογέλασαν ούτε χαιρέτησαν ούτε φάνηκαν να δίνουν καμιά σημασία στο περαστικό αμάξι, εκτός από τον έναν, που έσκυψε κι έφτυσε στο χώμα. Ο Τζουντ της είπε να στρίψει αριστερά και να βγει από τον αυτοκινητόδρομο, κι ακολούθησαν ένα δρόμο που ανέβαινε στους χαμηλούς λόφους. Το απογευματινό φως ήταν παράξενο, ένα θαμπό, φαρμακερό κόκκινο, το χρώμα της αυγής που προμήνυε θύελλα. Ήταν το ίδιο χρώμα που έβλεπε ο Τζουντ όταν έκλεινε τα μάτια του, το χρώμα του πονοκέφαλου. Δεν είχε αρχίσει ακόμα να νυχτώνει, αλλά έτσι έδειχνε. Τα σύννεφα στα δυτικά ήταν μαύρα και απειλητικά. Ο άνεμος μαστίγωνε τις κορφές

'320

JOE HILL

των φοινικόδεντρων και κουνούσε τους κισσούς που κρέμονταν από τα χαμηλά κλαριά των βαλανιδιών. «Φτάσαμε», είπε. Καθώς η Μέριμπεθ έστριβε στον ιδιωτικό δρόμο που ανηφόριζε προς το σπίτι, ο άνεμος φύσηξε πιο δυνατά κι έριξε στο παρμπρίζ χοντρές σταγόνες βροχής. Έπεσαν μ' ένα ξαφνικό, δυνατό κροτάλισμα, και ο Τζουντ περίμενε την μπόρα να ξεσπάσει, πράγμα που δεν έγινε ποτέ. Το σπίτι στεκόταν στην κορφή ενός λόφου. Ο Τζουντ είχε πάνω από τρεις δεκαετίες να βρεθεί εδώ και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο έμοιαζε το σπίτι του στη Νέα Υόρκη μ' αυτό της παιδικής του ηλικίας. Ήταν λες και είχε κάνει ένα άλμα δέκα χρόνων στο μέλλον και τώρα είχε επιστρέψει στη Νέα Υόρκη για να βρει το σπίτι του παρατημένο κι άχρηστο, σκέτο ερείπιο. Το μεγάλο, ακανόνιστου σχήματος σπίτι μπροστά του είχε το γκρίζο χρώμα του ποντικού, με στέγη από μαύρους ξυλοκέραμους, πολλοί απ' τους οποίους είχαν στραβώσει ή έλειπαν, και καθώς πλησίασαν με τ' αυτοκίνητο ο Τζουντ είδε τον άνεμο ν' αρπάζει μια από αυτές τις μαύρες πλάκες, να την ξεκολλάει και να τη σηκώνει ψηλά στον ουρανό. Στη μία πλευρά του σπιτιού διακρινόταν το εγκαταλελειμμένο κοτέτσι, που η ορθάνοιχτη συρμάτινη πόρτα του ξαφνικά έκλεισε με πάταγο, σαν πυροβολισμός. Το τζάμι έλειπε από ένα παράθυρο του ισογείου, και ο άνεμος έκανε το ημιδιαφανές πλαστικό που ήταν κολλημένο στο πλαίσιο του να χτυπιέται. Αυτός ήταν πάντα ο προορισμός τους, κατάλαβε τώρα ο Τζουντ. Σ' αυτό το μέρος κατευθύνονταν από την πρώτη στιγμή που βγήκαν στο δρόμο. Ο χωματόδρομος που οδηγούσε στο σπίτι έκανε κύκλο στο τέλος του. Η Μέριμπεθ τον ακολούθησε, φέρνοντας τη Μάστανγκ έτσι που να βλέπει προς το σημείο απ' όπου είχαν έρθει, προτού σβήσει τη μηχανή. Κοιτούσαν κι οι δυο τους το δρόμο, όταν οι προβολείς του αυτοκινήτου του Κράντοκ φάνηκαν στους πρόποδες του λόφου. «Ω Θεέ μου», είπε η Μέριμπεθ. Πετάχτηκε έξω από τη Μά-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

321

στανγκ, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου μπροστά από τη μηχανή και πήγε στην πλευρά του Τζουντ. Το σταχτί φορτηγάκι στην αρχή του χωματόδρομου φάνηκε να σταματάει για μια στιγμή, κι έπειτα άρχισε ν' ανηφορίζει προς το μέρος τους. Η Μέριμπεθ άνοιξε απότομα την πόρτα του Τζουντ. Εκείνος παραλίγο να πέσει. Τον τράβηξε απ' το χέρι. «Βγες. Πάμε μέσα, στο σπίτι». «Άνγκους...» είπε ο Τζουντ, ρίχνοντας μια ματιά στο σκυλί του στο πίσω κάθισμα. Ο Άνγκους είχε το κεφάλι ακουμπισμένο στα μπροστινά του πόδια. Κοιτούσε τον Τζουντ με κουρασμένο βλέμμα, τα μάτια του ήταν κόκκινα και υγρά. «Πέθανε». «Όχι», είπε ο Τζουντ, σίγουρος ότι η Μέριμπεθ έκανε λάθος. «Πώς τα πας, φιλαράκι;» Ο Άνγκους τον κοίταζε θλιμμένα, δεν κουνιόταν. Ο άνεμος μπήκε στο αυτοκίνητο, κι ένα άδειο χάρτινο ποτήρι κύλησε στο δάπεδο, μ' ένα σιγανό θρόισμα. Ο αέρας χάιδεψε κόντρα τη γούνα του Άνγκους. Αυτός δεν έδωσε καμία σημασία. Του φαινόταν απίθανο να είχε πεθάνει έτσι, απροειδοποίητα. Πριν από λίγα μόνο λεπτά ήταν ζωντανός, ο Τζουντ ήταν σίγουρος γι' αυτό. Βγήκε και στάθηκε στο χώμα δίπλα στη Μάστανγκ, σίγουρος πως αν περίμενε για ένα λεπτό ακόμα, ο Άνγκους θα σάλευε, θα τέντωνε τα μπροστινά του πόδια και θα σήκωνε το κεφάλι του. Η Μέριμπεθ τον τράβηξε ξανά από το μπράτσο, και δεν είχε τη δύναμη να της αντισταθεί, έπρεπε να την ακολουθήσει τρεκλίζοντας ή να ρισκάρει να πέσει μπρούμυτα. Έπεσε στα γόνατα λίγα μέτρα πριν από τα σκαλιά της εξώπορτας. Δεν κατάλαβε γιατί. Είχε περασμένο το χέρι του πάνω από τους ώμους της Μέριμπεθ κι εκείνη είχε το δικό της γύρω από τη μέση του, και βογκούσε με σφιγμένα χείλη καθώς τον τραβούσε για να σταθεί ξανά στα πόδια του. Άκουσε πίσω του το φορτηγάκι του νεκρού να σταματάει στο χώρο αναστροφής. Τα χαλίκια έτριξαν κάτω από τα λάστιχά του. Έι, αγόρι, φώναξε ο Κράντοκ από το ανοιχτό παράθυρο του

'322

JOE HILL

οδηγού, και ο Τζουντ κι η Μέριμπεθ σταμάτησαν στην πόρτα και γύρισαν για να κοιτάξουν πίσω τους. Το φορτηγάκι ήταν σταματημένο δίπλα στη Μάστανγκ, με τη μηχανή στο ρελαντί. Ο Κράντοκ καθόταν πίσω απ' το τιμόνι, με το ατσαλάκωτο, επίσημο μαύρο κουστούμι του με τα ασημένια κουμπιά. Το δεξί του χέρι κρεμόταν έξω από το παράθυρο. Δύσκολα ξεχώριζες το πρόσωπό του μέσα από το γαλάζιο κοίλο γυαλί. Αυτό είναι το πατρικό σου, γιε μου; είπε ο Κράντοκ. Γέλασε. Πώς άντεξες να φύγεις; Γέλασε ξανά. Το ξυράφι που είχε το σχήμα μισοφέγγαρου έπεσε από το χέρι που κρεμόταν έξω απ' το παράθυρο, κι άρχισε"να ταλαντεύεται από τη γυαλιστερή αλυσίδα. Θα της κόψεις το λαιμό. Κι αυτή πολύ θα το χαρεί. Μόνο και μόνο για να τελειώνει μ' όλα αυτά. Δεν έπρεπε να πλησιάσεις τα κοριτσάκια μου, Τζουντ. Ο Τζουντ γύρισε το πόμολο, η Μέριμπεθ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο της και βρέθηκαν στο σκοτάδι του χολ της εισόδου. Η Μέριμπεθ έκλεισε πίσω τους την πόρτα με μια κλοτσιά. Ο Τζουντ έριξε μια τελευταία ματιά έξω από το παράθυρο δίπλα στην πόρτα -και το φορτηγάκι είχε εξαφανιστεί. Η Μάστανγκ έστεκε μόνη στο δρόμο του σπιτιού. Η Μέριμπεθ τον γύρισε και τον έσπρωξε να κουνηθεί. Προχώρησαν στο διάδρομο, πλάι πλάι, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον. Ο γοφός της σκάλωσε σ' ένα τραπεζάκι, που το αναποδογύρισε και το έριξε στο δάπεδο. Ένα τηλέφωνο που υπήρχε επάνω σκάλωσε στην άκρη του και το ακουστικό έπεσε από τη συσκευή. Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα, όπου τα φώτα ήταν αναμμένα. Ήταν το μόνο φως που είχαν δει μέχρι τώρα σ' ολόκληρο το σπίτι. Απέξω τα παράθυρα φαίνονταν σκοτεινά, και μόλις μπήκαν, το χολ ήταν μισοσκότεινο και στην κορυφή της σκάλας τούς περίμενε βαθύ σκοτάδι. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με λουλουδάτη παστέλ μπλούζα εμφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας. Είχε τα άσπρα της μαλ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

323

λιά περμανάντ, και τα γυαλιά της μεγέθυναν τα γαλάζια, έκπληκτα μάτια της, δίνοντάς τους ένα μέγεθος κωμικό. Ο Τζουντ αναγνώρισε αμέσως την Αρλίν Γουέιντ, αν και δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που την είδε. Όποτε κι αν είχε συμβεί αυτό, η Αρλίν ήταν και τότε όπως ήταν τώρα -κοκαλιάρα, γριά, με ύφος μονίμως έκπληκτο. «Τι είναι όλα αυτά;» φώναξε. Το δεξί της χέρι έσφιξε το σταυρό που κρεμόταν στο λαιμό της. Μόλις έφτασαν στην πόρτα, έκανε πίσω για να τους αφήσει να περάσουν. «Θεέ μου, Τζάστιν... Για τ' όνομα του Χριστού και της Παναγίας, τι σου συνέβη;» Η κουζίνα ήταν κίτρινη. Κίτρινος λινοτάπητας, κίτρινος πάγκος, κίτρινες και λευκές καρό κουρτίνες, πιάτα με λουλουδάτα σχέδια που στέγνωναν στο πλαστικό καλάθι δίπλα στο νεροχύτη, και καθώς ο Τζουντ τα κοιτούσε όλα αυτά, άκουσε εκείνο το τραγούδι μες στο κεφάλι του, αυτό που είχαν κάνει επιτυχία οι Κόλντπλεϊ λίγα χρόνια πριν, που έλεγε πως όλα ήταν κίτρινα. Έτσι όπως έδειχνε το σπίτι απέξω, του φάνηκε πολύ παράξενο που η κουζίνα είχε ένα τόσο ζωντανό χρώμα, κι ήταν τόσο φροντισμένη. Ποτέ δεν ήταν τόσο ευχάριστη και ζεστή όταν ήταν μικρός. Η κουζίνα ήταν ο χώρος όπου η μητέρα του είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, βλέποντας όλη μέρα τηλεόραση σε κατάσταση αποχαύνωσης ενώ καθάριζε πατάτες ή έπλενε φασόλια. Η ναρκωμένη, εξουθενωμένη συναισθηματική της κατάσταση είχε στερήσει το χρώμα απ' το δωμάτιο και το είχε κάνει ένα μέρος όπου ήταν πολύ σημαντικό να μιλάς χαμηλόφωνα, αν μιλούσες καθόλου, ένα μέρος απομόνωσης και δυστυχίας που το να το διασχίσεις τρέχοντας φάνταζε τόσο ανάρμοστο όσο το να κάνεις φασαρία σε μια κηδεία. Όμως η μητέρα του είχε πεθάνει εδώ και τριάντα χρόνια, και τώρα η κουζίνα ανήκε στην Αρλίν Γουέιντ. Ζούσε σ' αυτό το σπίτι για περισσότερο από ένα χρόνο και πολύ πιθανόν περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας της σ' αυτό το δωμάτιο, που το είχε ζεστάνει με την καθημερινή της παρουσία, όντας μια ηλικιωμένη γυναίκα που είχε φίλες με τις οποίες μιλούσε στο τηλέφωνο, συγγενείς που τους έφτιαχνε πίτες, κι έναν ετοιμοθάνα-

'324

JOE HILL

το άνθρωπο για να φροντίζει. Στην πραγματικότητα, η κουζίνα παραήταν ευχάριστη και ζεστή. Ο Τζουντ ένιωσε να ζαλίζεται μέσα στη θαλπωρή της. Η Μέριμπεθ τον γύρισε προς το τραπέζι. Αισθάνθηκε οστεώδη δάχτυλα να χώνονται στο δεξί του μπράτσο· ήταν η Αρλίν, που τον είχε αρπάξει απ' τον δικέφαλο, και ξαφνιάστηκε από τη δύναμή της. «Έχεις μια κάλτσα στο χέρι σου», του είπε. «Του έχει κοπεί το ένα δάχτυλο», είπε η Μέριμπεθ. «Τότε τι δουλειά έχετε εδώ;» ρώτησε η Αρλίν. «Έπρεπε να τον πας στο νοσοκομείο». Ο Τζουντ σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Παραδόξως, ενώ καθόταν, ένιωσε λες και εξακολουθούσε να κινείται. Οι τοίχοι του δωματίου έγερναν αργά προς τα εμπρός, η καρέκλα γλιστρούσε σαν βαγονέτο στο τρενάκι του λούνα παρκ: Τα Ρώσικα Βουνά του Μίστερ Τζουντ. Η Μέριμπεθ σωριάστηκε κι εκείνη με τη σειρά της σε μια καρέκλα δίπλα του. Τα γόνατά της χτύπησαν στα δικά του. Έτρεμε. Το πρόσωπο της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και τα μαλλιά της ανάκατα. Τρίχες κολλούσαν στους κροτάφους της, στον ιδρώτα στα πλαϊνά του προσώπου της και στον αυχένα της. «Πού είναι τα σκυλιά σας;» ρώτησε η Μέριμπεθ. Η Αρλίν είχε αρχίσει να βγάζει την κάλτσα που ήταν τυλιγμένη γύρω από το χέρι του Τζουντ, κοιτάζοντάς το προσεκτικά με τους μεγεθυντικούς φακούς των γυαλιών της. Αν η ερώτηση της φάνηκε αλλόκοτη ή αιφνιδιαστική, δεν το έδειξε. Ήταν προσηλωμένη σ' αυτό που έκανε. «Ο σκύλος μου είναι εκεί πέρα», είπε, γνέφοντας προς τη μια γωνιά του δωματίου. «Και, όπως μπορείτε να δείτε, είναι πολύ προστατευτικός. Και άγριος. Δε θα σας συμβούλευα να τον πλησιάσετε». Ο Τζουντ και η Μέριμπεθ κοίταξαν στη γωνία. Ένα χοντρό, γέρικο ροτβάιλερ καθόταν σ' ένα μαξιλάρι μέσα σε ένα ψάθινο καλάθι. Με δυσκολία χωρούσε εκεί μέσα, και ο ροδαλός, άτριχος πισινός του ξεχείλιζε στο πλάι του καλαθιού. Σήκωσε αδύναμα το κεφάλι του, τους κοίταξε με υγρά, κόκκινα μάπα, κι έπειτα το χαμήλωσε ξανά και αναστέναξε.

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

325

«Αυτό έπαθε το χέρι σου, Τζουντ;» ρώτησε η Αρλίν. «Σε δάγκωσε σκύλος;» «Τι έγιναν τα λυκόσκυλα του πατέρα μου;» ρώτησε ο Τζουντ. «Πάει πολύς καιρός που ήταν σε θέση να φροντίζει σκυλιά. Έστειλα τον Κλίντον και τη Ρέιδερ στο σπίτι των Τζέφρυ>. Έβγαλε την κάλτσα από το χέρι του και πήρε μια κοφτή ανάσα όταν είδε τον επίδεσμο που το κάλυπτε. Ήταν μούσκεμα στο αίμα. «Μήπως έχεις βάλει κανένα ηλίθιο στοίχημα με τον πατέρα σου ποιος θα πεθάνει πρώτος;» Ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι χωρίς να ξετυλίξει τη γάζα, για να το κοιτάξει καλύτερα. Ύστερα κοίταξε τον επίδεσμο στο αριστερό του χέρι. «Σου λείπει κανένα κομμάτι κι απ' το άλλο χέρι;» «Όχι. Αυτό απλώς το έκοψα για τα καλά». «Θα καλέσω ασθενοφόρο», είπε η Αρλίν. Σήκωσε το τηλέφωνο από τον τοίχο της κουζίνας, κι αυτό έβγαλε έναν οξύ επαναλαμβανόμενο ήχο. Τράβηξε το ακουστικό από το αυτί της και το ξανάβαλε στη θέση του. «Μου βγάλατε το τηλέφωνο απ' την πρίζα στο διάδρομο», είπε, κι εξαφανίστηκε για να το διορθώσει. Η Μέριμπεθ κοίταξε το χέρι του Τζουντ. Το σήκωσε, είδε ότι είχε αφήσει ένα κόκκινο αποτύπωμα στο τραπέζι, και το άφησε αδύναμα πίσω στη θέση του. «Δεν έπρεπε να έρθουμε εδώ», του είπε. «Δεν είχαμε πουθενά αλλού να πάμε». Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε το χοντρό ροτβάιλερ της Αρλίν. «Πες μου ότι αυτός θα μας βοηθήσει». «Εντάξει. Θα μας βοηθήσει». «Το εννοείς;» «Όχι». Η Μέριμπεθ τον κοίταξε με μάτια μισόκλειστα. «Συγνώμη», είπε ο Τζουντ. «Νομίζω ότι σε παραπληροφόρησα σχετικά με τα σκυλιά. Δεν κάνουν όλα. Πρέπει να είναι δικά μου. Ξέρεις, όπως η κάθε μάγισσα έχει τη μαύρη γάτα της. Κάτι τέτοιο ήταν η Μπον και ο Άνγκους για μένα. Δεν μπορείς να τ' αντικαταστήσεις». «Και πότε το κατάλαβες αυτό;»

'326

JOE HILL

«Πριν από τέσσερις μέρες». «Γιατί δε μου το είπες;» «Ήλπιζα να πεθάνω από αιμορραγία προτού σβήσει ο Άνγκους. Μετά δε θα είχες πρόβλημα. Το φάντασμα θα σ' άφηνε ήσυχη. Θα είχε κάνει τη δουλειά του. Αν μπορούσα να σκεφτώ πιο καθαρά, δε θα είχα δέσει το τραύμα μου τόσο καλά». «Νομίζεις ότι όλα θα είναι εντάξει αν αφεθείς να πεθάνεις; Νομίζεις ότι όλα θα είναι εντάξει αν του δώσεις αυτό που θέλει; Π' ανάθεμά σε. Νομίζεις ότι έκανα όλο αυτόν το δρόμο για να σε δω ν' αυτοκτονείς; Π' ανάθεμά σε!» Η Αρλίν διάβηκε την πόρτα της κουζίνας συνοφρυωμένη, με μια έκφραση που μαρτυρούσε ενόχληση, βαθιά περισυλλογή ή και τα δύο. «Κάτι δεν πάει καλά με το τηλέφωνο. Δεν έχω σήμα. Το μόνο που ακούω όταν το σηκώνω είναι ένας τοπικός ραδιοσταθμός. Κάποια εκπομπή για αγρότες. Ένας τύπος που φλυαρεί για το πώς να σφάζεις ζώα. Ίσως ο αέρας να έριξε καμιά κολόνα». «Έχω κινητό...» άρχισε να λέει η Μέριμπεθ. «Κι εγώ», είπε η Αρλίν. «Αλλά σε τούτα τα μέρη δεν έχει σήμα. Ας βάλουμε τον Τζάστιν να ξαπλώσει και θα δω τι μπορώ να κάνω για το χέρι του. Ύστερα θα πεταχτώ λίγο παρακάτω στους Μακ Γκι και θα τηλεφωνήσω από κει». Ξαφνικά άπλωσε το χέρι της ανάμεσά τους κι έπιασε τον καρπό της Μέριμπεθ, σηκώνοντάς τον για να δει το δικό της μπανταρισμένο χέρι. Οι γάζες ήταν σκληρές και καφέ από το ξεραμένο αίμα πάνω τους. «Τι στην ευχή κάνατε εσείς οι δυο;» ρώτησε. «Ο αντίχειράς μου», είπε η Μέριμπεθ. «Τι, προσπάθησες να τον ανταλλάξεις με το δάχτυλο του;» «Μια μόλυνση είναι μόνο». Η Αρλίν άφησε το μπανταρισμένο της χέρι και κοίταξε το αριστερό, το πόσο τρομακτικά άσπρο ήταν, τη ζαρωμένη επιδερμίδα του. «Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μόλυνση. Και στα δύο χέρια. Είναι και πουθενά αλλού;» «Όχι». Άγγιξε το μέτωπο της Μέριμπεθ. «Χριστέ μου, εσύ ψήνεσαι

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

327

στον πυρετό. Κι οι δυο σας. Μπορείς να ξεκουραστείς στο δωμάτιο μου, καλή μου. Θα βάλω τον Τζάστιν με τον πατέρα του. Πριν από δυο βδομάδες έβαλα εκεί μέσα ένα δεύτερο κρεβάτι, για να μπορώ να ξαπλώνω εκεί και να τον έχω από κοντά. Έλα, Τζάστιν. Έχεις περπάτημα. Σήκω». «Αν θες να κουνηθώ, καλύτερα να φέρεις την αναπηρική πολυθρόνα και να με τσουλήσεις», είπε ο Τζουντ. «Στο δωμάτιο του πατέρα σου έχω μορφίνη». «Εντάξει», είπε ο Τζουντ. Ακούμπησε το αριστερό του χέρι στο τραπέζι και προσπάθησε να σηκωθεί στα πόδια του. Η Μέριμπεθ τινάχτηκε και τον έπιασε απ' τον αγκώνα. «Εσύ μείνε εδώ που είσαι», είπε η Αρλίν. Έγνεψε προς την κατεύθυνση του ροτβάιλερ και της πόρτας πίσω του, που οδηγούσε σ' ένα δωμάτιο όπου κάποτε έραβε η μητέρα του Τζουντ αλλά τώρα ήταν ένα μικρό υπνοδωμάτιο. «Πήγαινε να ξεκουραστείς εκεί. Εγώ τα καταφέρνω μόνη μου». «Όλα εντάξει», είπε ο Τζουντ στη Μέριμπεθ. «Μέ κρατάει η Αρλίν». «Τι θα κάνουμε με τον Κράντοκ;» ρώτησε η Μέριμπεθ. Στεκόταν μπροστά του, σχεδόν ακουμπούσε πάνω του, και ο Τζουντ έγειρε, έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά της και τη φίλησε στην κορφή του κεφαλιού. «Δεν ξέρω», είπε ο Τζουντ. «Μακάρι να μη σε είχα μπλέξει σ' αυτή την ιστορία. Γιατί δεν έφυγες μακριά μου όσο ακόμα είχες τη δυνατότητα; Γιατί είσαι τόσο ξεροκέφαλη;» «Είμαι μαζί σου εννέα μήνες», είπε και σηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών της για να τυλίξει τα μπράτσα της γύρω απ' το λαιμό του, ενώ τα χείλη της αναζητούσαν τα δικά του. «Έχω πάρει απ' τη δική σου ξεροκεφαλιά». Κι έμειναν έτσι για λίγο, να λικνίζονται αγκαλιασμένοι.

Ο τ α ν ο Τζουντ άφησε τη Μέριμπεθ από την αγκαλιά του, η Αρλίν τον βοήθησε να στραφεί και να προχωρήσει. Εκείνος περίμενε πως θα τον ξαναπήγαινε προς τον μπροστινό διάδρομο, για ν' ανεβούν τη σκάλα και να πάνε στην κύρια κρεβατοκάμαρα, όπου υπέθετε ότι βρισκόταν ο πατέρας του. Αντίθετα, διέσχισαν την κουζίνα και βγήκαν στον πίσω διάδρομο, που οδηγούσε στο παλιό υπνοδωμάτιο του Τζουντ. Βεβαίως ο πατέρας του ήταν εκεί, στο ισόγειο. Ο Τζουντ θυμήθηκε ότι σε μια από τις λιγοστές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους η Αρλίν του είχε πει πως είχε μεταφέρει τον Μάρτιν κάτω, στο παλιό δωμάτιο του Τζουντ, γιατί έτσι ήταν πιο εύκολο από το ν' ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα για να τον φροντίζει. Ο Τζουντ γύρισε το κεφάλι του κι έριξε μια τελευταία ματιά στη Μέριμπεθ. Τον κοιτούσε να φεύγει, από το σημείο όπου στεκόταν, στην πόρτα του υπνοδωματίου της Αρλίν, με μάτια πυρετώδη και εξαντλημένα -κι έπειτα ο Τζουντ και η Αρλίν προχώρησαν, αφήνοντάς τη μόνη. Δεν του άρεσε η ιδέα ότι βρισκόταν τόσο μακριά της μέσα στο ζοφερό λαβύρινθο του σπιτιού του πατέρα του. Δεν του φαινόταν εντελώς παράλογη η σκέψη πως ίσως δε θα ξανάβρισκαν ποτέ το δρόμο να γυρίσουν ο ένας κοντά στον άλλον. Ο διάδρομος που οδηγούσε στο δωμάτιο του ήταν στενός και στραβός, και οι τοίχοι εμφανώς σκεβρωμένοι. Πέρασαν από μια πόρτα με σήτα, που το πλαίσιο της ήταν καρφωμένο και το πλέγμα της σκουριασμένο και χαλαρό. Έβλεπε σ' ένα κλουβί γε-

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

329

μάτο λάσπη που στέγαζε τρία γουρούνια μεσαίου μεγέθους. Τα γουρούνια κοίταξαν με περιέργεια τον Τζουντ και την Αρλίν καθώς περνούσαν από μπροστά τους, με τις πλακουτσωτές τους μούρες καλοκάγαθες και σοφές. «Υπάρχουν ακόμα τα γουρούνια;» είπε ο Τζουντ. «Ποιος τα προσέχει;» «Εσύ ποιος λες;» «Γιατί δεν τα πούλησες;» Ανασήκωσε τους ώμους της και είπε: «Ο πατέρας σου είχε γουρούνια όλη του τη ζωή. Μπορεί και τ' ακούει από εκεί που είναι ξαπλωμένος. Μάλλον σκέφτηκα ότι θα τον βοηθούσε να ξέρει πού βρίσκεται. Ποιος είναυ>. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον Τζουντ. «Με θεωρείς ανόητη;» «Όχι», είπε ο Τζουντ. Η Αρλίν έσπρωξε απαλά την πόρτα του παλιού δωματίου του Τζουντ και μπήκαν σ' ένα ασφυκτικά ζεστό περιβάλλον που μύριζε μενθόλη τόσο έντονα, ώστε τα μάτια του Τζουντ γέμισαν δάκρυα. «Περίμενε», είπε η Αρλίν. «Μια στιγμή να πάρω το κέντημά μου». Τον άφησε γερμένο πάνω στην κάσα της πόρτας κι έτρεξε στο ράντζο που ήταν κολλημένο στον τοίχο, στ' αριστερά. Ο Τζουντ κοίταξε ένα ολόιδιο ράντζο στον απέναντι τοίχο. Εκεί πάνω ήταν ξαπλωμένος ο πατέρας του. Τα μάτια του Μάρτιν Κοζίνσκι ήταν δυο στενές σχισμές, φαίνονταν μόνο δυο γυάλινες γραμμές απ' το ασπράδι τους. Το στόμα του ανοιχτό. Τα χέρια του ήταν αποστεωμένα, τα δάχτυλά του γαμψά, ακουμπισμένα στο στήθος του, τα νύχια του κυρτά, κίτρινα, κοφτερά. Πάντα ήταν λεπτός και νευρώδης. Όμως ο Τζουντ παρατήρησε ότι είχε χάσει ίσως το ένα τρίτο του βάρους του, με το ζόρι θα ζύγιζε πια πενήντα κιλά. Έδειχνε σαν να ήταν ήδη νεκρός, αν και η ανάσα του ακουγόταν ακόμη σφυριχτή στο λαρύγγι του. Στο σαγόνι του υπήρχαν μικρές λωρίδες αφρού. Η Αρλίν τον ξύριζε. Το μπολ με τον αφρό, κι ένα πινέλο με ξύλινη λαβή μέσα, ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Ο Τζουντ είχε τριάντα τέσσερα χρόνια να δει τον πατέρα

'330

JOE HILL

του, και η όψη του -κάτισχνη, αποκρουστική, χαμένη στο όνειρο του θανάτου- του έφερε ένα νέο κύμα ιλίγγου. Για κάποιο λόγο, το γεγονός ότι ο Μάρτιν ανέπνεε έκανε την εικόνα ακόμα πιο φρικτή. Θα ήταν πιο εύκολο να τον κοιτάξει, έτσι όπως ήταν τώρα, αν ήταν νεκρός. Ο Τζουντ τον μισούσε για τόσο πολύ καιρό που ήταν απροετοίμαστος για οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Για οίκτο. Για τρόμο. Εξάλλου, ο τρόμος έχει τις ρίζες του στη συμπόνια, στην κατανόηση του πώς είναι να υποφέρεις τα χειρότερα. Ο Τζουντ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να νιώσει συμπόνια ή κατανόηση για τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος στο ράντζο στην άλλη άκρη του δωματίου. «Με βλέπει τώρα που στέκομαι εδώ;» ρώτησε. Η Αρλίν στράφηκε και κοίταξε τον πατέρα του. «Αμφιβάλλω. Έχει μέρες να ανταποκριθεί σε οποιοδήποτε οπτικό ερέθισμα. Βέβαια, πάνε μήνες από τότε που μπορούσε να μιλήσει, αλλά μέχρι πριν από λίγο καιρό μόρφαζε ή μου έκανε κάποιο νεύμα όταν ήθελε κάτι. Του άρεσε όταν τον ξύριζα, έτσι συνεχίζω να το κάνω κάθε μέρα. Του άρεσε το ζεστό νερό στο πρόσωπό του. Ίσως κάποιο κομμάτι του μυαλού του εξακολουθεί να το απολαμβάνει. Δεν ξέρω». Σταμάτησε, κοιτάζοντας συλλογισμένη τη λιπόσαρκη, ασθμαίνουσα φιγούρα στο ράντζο. «Λυπάμαι που τον βλέπω να πεθαίνει, αλλά είναι χειρότερα να κρατάς έναν άνθρωπο στη ζωή έπειτα από ένα ορισμένο σημείο. Το πιστεύω αυτό. Έρχεται μια στιγμή που οι νεκροί παίρνουν αυτό που τους ανήκει». Ο Τζουντ έγνεψε καταφατικά. «Οι νεκροί παίρνουν αυτό που τους ανήκει. Ναι». Κοίταξε αυτό που κρατούσε η Αρλίν στα χέρια της, τα σύνεργα του κεντήματος, που τα είχε πάρει από το άλλο ράντζο. Ήταν τα παλιά σύνεργα της μητέρας του, μια συλλογή από δαχτυλήθρες, βελόνες και κλωστές, στριμωγμένα σ' ένα μεγάλο κίτρινο καρδιόσχημο κουτί από σοκολατάκια, απ' αυτά που της χάριζε ο πατέρας του. Η Αρλίν το έκλεισε σφηνώνοντας το καπάκι και το ακούμπησε στο πάτωμα, ανάμεσα στα δυο ράντζα. Ο Τζουντ το κοίταξε επιφυλακτικά, αλλά δεν το είδε να κάνει κάποια απειλητική κίνηση.

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

331

Η Αρλίν ξαναγύρισε κοντά του, τον έπιασε από τον αγκώνα και τον πήγε στο άδειο ράντζο. Υπήρχε ένα φωτιστικό με βραχίονα, βιδωμένο στο πλάι του κομοδίνου. Έστριψε τη λάμπα - μ ' ένα μεταλλικό ήχο καθώς τεντώθηκε η σκουριασμένη του σπείρακαι το άναψε. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του στο ξαφνικό φως. «Για να ρίξουμε μια ματιά σ' αυτό το χέρι». Έφερε ένα χαμηλό σκαμνί στο πλάι του ράντζου και άρχισε να ξετυλίγει τη μουσκεμένη γάζα με μια λαβίδα. Καθώς αφαιρούσε την τελευταία στρώση από το δέρμα του, ένα ψυχρό τσούξιμο απλώθηκε στο χέρι του κι ύστερα το χαμένο του δάχτυλο άρχισε -απίστευτο!- να τον καίει και να τον φαγουρίζει, σαν να το ροκάνιζαν μυρμήγκια. Η Αρλίν το έχωσε μια σύριγγα σε δυο σημεία, ενώ εκείνος έβριζε θεούς και δαίμονες. Ακολούθησε μια έκρηξη έντονου και ευεργετικού ψύχους, που απλώθηκε στον καρπό του κι ύστερα σ' όλο του το χέρι, μέσα από τις φλέβες του, μεταμορφώνοντάς τον σε άνθρωπο από πάγο. Το δωμάτιο σκοτείνιασε, κι έπειτα φωτίστηκε ξανά. Ο ιδρώτας του κορμιού του ψυχράθηκε γρήγορα. Ήταν ξαπλωμένος με την πλάτη. Δε θυμόταν να είχε ξαπλώσει. Ένιωσε ένα τράβηγμα στο δεξί του χέρι. Όταν συνειδητοποίησε ότι το τράβηγμα ήταν η Αρλίν που έκανε κάτι στο κολόβωμα του δαχτύλου του -το έσφιγγε, το αγκίστρωνε ή το έραβε-, είπε: «Θα κάνω εμετό». Μπόρεσε να κρατηθεί μέχρι εκείνη να βάλει μια πλαστική λεκάνη δίπλα στο μάγουλο του, οπότε γύρισε το κεφάλι του κι έκανε εμετό εκεί μέσα. Όταν η Αρλίν τελείωσε, ακούμπησε το δεξί του χέρι στο στήθος του. Τυλιγμένο σ' ένα σωρό στρώσεις από γάζες, ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από το κανονικό, έμοιαζε με μαξιλαράκι. Ένιωθε αδύναμος. Τα μηλίγγια του βροντοχτυπούσαν. Η Αρλίν έστρεψε ξανά το σκληρό, δυνατό φως στα μάτια του κι έσκυψε από πάνω του για να δει καλύτερα το τραύμα στο μάγουλό του. Βρήκε έναν πλατύ επίδεσμο που είχε το χρώμα του δέρματος και τον εφάρμοσε προσεκτικά στο πρόσωπό του. «Έχεις χάσει πολύ αίμα», του είπε. «Ξέρεις τι ομάδα έχεις; Θα φροντίσω το ασθενοφόρο να φέρει το σωστό».

'332

JOE HILL

«Φρόντισε τη Μέριμπεθ. Σε παρακαλώ». «Αυτό σκόπευα να κάνω». Έκλεισε το φως και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Τζουντ ένιωσε ανακούφιση όταν βρέθηκε στο σκοτάδι για άλλη μια φορά. Έκλεισε τα μάτια του, κι όταν τα ξανάνοιξε δεν ήξερε αν είχε περάσει ένα λεπτό ή μία ώρα. Το σπίτι του πατέρα του ήταν ένα μέρος σιωπηλό και ήσυχο, το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα ξαφνικό σφύριγμα του ανέμου, ξύλο που έτριζε, η βροχή που ξεσπούσε στα παράθυρα. Αναρωτήθηκε αν η Αρλίν είχε πάει να καλέσει ασθενοφόρο. Αναρωτήθηκε αν η Μέριμπεθ κοιμόταν. Αναρωτήθηκε αν ο Κράντοκ ήταν μέσα στο σπίτι και καθόταν έξω από την πόρτα του δωματίου. Ο Τζουντ γύρισε το κεφάλι του και βρήκε τον πατέρα του να τον κοιτάζει. Το στόμα του πατέρα του ήταν ανοιχτό, τα λιγοστά δόντια που του είχαν απομείνει ήταν καφετιά από τη νικοτίνη, τα ούλα του άρρωστα. Ο Μάρτιν τον κοιτούσε με τα γκρίζα μάτια του γεμάτα απορία. Ανάμεσά τους ενάμισι μέτρο απόσταση. «Δεν είσαι εδώ», είπε ο Μάρτιν Κοζίνσκι, ασθμαίνοντας. «Νόμιζα πως δεν μπορούσες να μιλήσεις», είπε ο Τζουντ. Ο πατέρας του ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια του. Δεν έδειξε ότι τον είχε ακoύσεL «Όταν ξυπνήσω θα έχεις χαθεί». Το έλεγε σαν να το ευχόταν. Άρχισε να βήχει αδύναμα. Πετάχτηκαν σάλια από το στόμα του και το στέρνο του φάνηκε να βαθουλώνει, να τραβιέται προς τα μέσα, λες και με κάθε επώδυνο βήξιμο έβγαζε έξω τα σωθικά του και ξεφούσκωνε. «Λάθος κάνεις, γέρο», του είπε ο Τζουντ. «Εσύ είσαι ο εφιάλτης μου, όχι εγώ ο δικός σου». Ο Μάρτιν συνέχισε να τον κοιτάζει μ' εκείνη την ηλίθια έκφραση απορίας για λίγο ακόμη, κι ύστερα έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο ταβάνι. Ο Τζουντ τον κοίταξε επιφυλακτικά, εκείνον το γέρο που ήταν ξαπλωμένος στο ράντζο του, που η ανάσα του έβγαινε σφυρίζοντας απ' το λαιμό του και είχε ξεραμένο αφρό ξυρίσματος στο πρόσωπο. Σιγά σιγά τα μάτια του πατέρα του σφάλισαν. Σε λίγο, το ίδιο έκαναν και τα μάτια του Τζουντ.

Δ ε ν ήταν σίγουρος ΤΙ τον ξύπνησε, αλλά ο Τζουντ σήκωσε το βλέμμα του, βγαίνοντας ξαφνικά από την αγκαλιά του ύπνου, και βρήκε την Αρλίν όρθια στα πόδια του ράντζου. Δεν ήξερε πόση ώρα στεκόταν εκεί. Φορούσε ένα κατακόκκινο αδιάβροχο με την κουκούλα σηκωμένη. Σταγόνες βροχής γυάλιζαν πάνω στο πλαστικό. Το γέρικο, λιπόσαρκο πρόσωπο της είχε μια κενή, σχεδόν ρομποτική έκφραση που στην αρχή ο Τζουντ δεν την αναγνώρισε και την οποία χρειάστηκε κάμποσες στιγμές για να ερμηνεύσει ως φόβο. Αναρωτήθηκε αν είχε φύγει και είχε γυρίσει ή αν δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. «Κόπηκε το ρεύμα», του είπε. «Αλήθεια;» «Βγήκα έξω, κι όταν ξαναγύρισα το ρεύμα είχε κοπεί». «Α-χα». «Υπάρχει ένα φορτηγάκι έξω απ' το σπίτι. Απλώς στέκεται εκεί. Το χρώμα του δε φαίνεται καλά, είναι ξεθωριασμένο. Είπα να πάω κοντά του, να δω αν ήταν κάποιος που θα μπορούσε ίσως να πάει να βρει ένα τηλέφωνο και να καλέσει ασθενοφόρο -αλλά μετά φοβήθηκα. Φοβήθηκα ποιος θα μπορούσε να είναι και γύρισα πίσω». «Καλύτερα να μείνεις μακριά του». Εκείνη συνέχισε λες και ο Τζουντ δεν είχε πει τίποτα. «Όταν ξαναγύρισα μέσα, δεν είχαμε ρεύμα, και στο τηλέφωνο ακουγόταν ακόμα εκείνη η τρελή ραδιοφωνική εκπομπή. Έλεγε διάφορα περί θρησκείας και για τη βασιλεία των ουρανών. Η τηλεό-

'334

JOE HILL

ραση ήταν ανοιχτή στο μπροστινό δωμάτιο. Έπαιζε. Το ξέρω ότι αυτό δεν είναι δυνατόν, αφού δεν υπάρχει ρεύμα, αλλά ήταν στ' αλήθεια ανοιχτή. Είχε ειδήσεις. Έλεγαν για σένα. Για μας. Ότι ήμαστε όλοι νεκροί. Έδειχνε και το σπίτι, το κτήμα και τα λοιπά. Σκέπαζαν το σώμα μου μ' ένα σεντόνι. Δεν είπαν τ' όνομά μου, αλλά είδα το χέρι μου να ξεπροβάλλει και το βραχιόλι μου. Και είχε παντού αστυνομικούς. Κι εκείνη την κίτρινη ταινία που έκλεινε το δρόμο. Και ο Ντένις Γουόλτερινγκ έλεγε πώς μας σκότωσες όλους». «Είναι ψέμα. Τίποτ' απ' όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί». «Τελικά δεν μπόρεσα να το αντέξω άλλο. Την έκλεισα. Η τηλεόραση ξανάνοιξε αμέσως, αλλά την έκλεισα πάλι κι έβγαλα το καλώδιο απ' την πρίζα κι έτσι τελείωσε το πράγμα». Έκανε μια παύση, κι έπειτα πρόσθεσε: «Πρέπει να φύγω, Τζάστιν. Θα καλέσω ασθενοφόρο από τους γείτονες. Πρέπει να φύγω... Μόνο που φοβάμαι να περάσω δίπλα απ' αυτό το φορτηγάκι. Ποιος το οδηγεί;» «Καλύτερα να μην τον γνωρίσεις. Πάρε τη Μάστανγκ μου. Έχει επάνω τα κλειδιά». «Όχι, ευχαριστώ. Είδα τι έχει στο πίσω κάθισμα». «Ω». «Θα πάρω το αμάξι μου». «Μόνο μην μπλέξεις με το φορτηγάκι. Πέρνα πάνω απ' το γρασίδι, πέρνα και μέσα από το φράχτη αν χρειαστεί. Κάνε ό,τι είναι απαραίτητο για να μείνεις μακριά του. Φρόντισες τη Μέριμπεθ;» Η Αρλίν έγνεψε καταφατικά. «Πώς είναι;» «Κοιμάται. Το καημένο το κορίτσι». «Ναι». «Γεια σου, Τζάστιν». «Να προσέχεις»· «Θα πάρω μαζί μου το σκυλί». «Εντάξει». Η Αρλίν έκανε ένα συρτό, διστακτικό βήμα προς την πόρτα.

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

335

Έπειτα είπε: «Ο θείος σου ο Πιτ κι εγώ σε πήγαμε στην Ντίσνεϊλαντ όταν ήσουν εφτά χρονών. Το θυμάσαι;» «Φοβάμαι πως όχυ>. «Σε όλη σου τη ζωή, δε σε είδα ούτε μία φορά να χαμογελάς, παρά μόνο όταν ανέβηκες σ' εκείνους τους ελέφαντες, που σ' έφερναν βόλτες. Αυτό με γέμισε χαρά. Όταν σε είδα να χαμογελάς, ένιωσα πως είχες μια ευκαιρία να ζήσεις ευτυχισμένος. Λυπήθηκα για την κατάληξή σου. Τέτοια δυστυχία... Να φοράς μαύρα ρούχα και να λες όλα αυτά τα φρικτά πράγματα στα τραγούδια σου... Σε άκουγα και αρρώσταινα. Πού πήγε αυτό το αγόρι, που χαμογελούσε πάνω στον ελέφαντα;» «Πέθανε. Εγώ είμαι το φάντασμά του». Η Αρλίν έγνεψε καταφατικά και στράφηκε προς την πόρτα. Σήκωσε το χέρι σε αποχαιρετισμό και έφυγε. Αργότερα ο Τζουντ αφουγκράστηκε τους θορύβους του σπιτιού, μέχρι τους πιο αμυδρούς ήχους που έβγαζε καθώς αντιστεκόταν στον άνεμο και τη βροχή που το χτυπούσαν. Μια πόρτα κοπάνησε κάπου με πάταγο. Ίσως ήταν η Αρλίν που έφευγε. Ίσως ήταν η πόρτα του κοτετσιού που χτυπιόταν έξω. Εκτός από μια αίσθηση κάψας που ένιωθε στο πλάι του προσώπου του, εκεί που τον είχε κόψει η Τζέσικα Πράις, πουθενά δεν πονούσε πολύ. Η ανάσα του ήταν αργή και κανονική. Κοίταξε την πόρτα, περιμένοντας να εμφανιστεί ο Κράντοκ. Κράτησε εκεί το βλέμμα του, ώσπου άκουσε έναν σιγανό επαναλαμβανόμενο χτύπο στα δεξιά του. Γύρισε και κοίταξε. Το μεγάλο κίτρινο καρδιόσχημο κουτί ήταν ακουμπισμένο στο πάτωμα. Κάτι κοπανούσε στο εσωτερικό του. Έπειτα το κουτί κουνήθηκε, λες και κάποιος το χτυπούσε από κάτω. Γλίστρησε λίγα εκατοστά πάνω στο πάτωμα και αναπήδησε ξανά. Το καπάκι τραντάχτηκε από μέσα και άνοιξε απ' τη μια μεριά. Τέσσερα κοκαλιάρικα δάχτυλα γλίστρησαν έξω απ* το κουτί. Άλλος ένας γδούπος, και το καπάκι ελευθερώθηκε εντελώς κι άρχισε να σηκώνεται. Ο Κράντοκ άρχισε να βγαίνει μέσα απ' το κουτί σαν να ήταν μια καρδιόσχημη τρύπα ανοιγμένη στο πάτωμα. Το καπάκι ισορροπούσε στην κορυφή του κεφαλιού του, ένα

'336

JOE HILL

σαχλό, ανόητο καπέλο. Το έβγαλε, το πέταξε παράμερα και τραβήχτηκε έξω από το κουτί μέχρι τη μέση, με μία και μόνη, εντυπωσιακά αθλητική κίνηση για έναν άντρα που δεν ήταν μόνο ηλικιωμένος αλλά και νεκρός. Ανέβασε το ένα γόνατο στο πάτωμα, έβγαλε και το άλλο του πόδι και στάθηκε όρθιος. Η τσάκιση του μαύρου παντελονιού του ήταν άψογη. Έξω, στο κλουβί, τα γουρούνια άρχισαν να σκληρίζουν. Ο Κράντοκ έχωσε το μακρύ του χέρι στο άπατο κουτί, έψαξε στα τυφλά, βρήκε τη ρεπούμπλικά του και τη φόρεσε στο κεφάλι του. Οι μουντζαλιές χόρευαν μπροστά στα μάτια του. Στράφηκε προς το μέρος του και χαμογέλασε. «Γιατί άργησες;» τον ρώτησε ο Τζουντ.

Να 'μαστέ λοιπόν. Εσύ κι εγώ. Το ταξίδι μας τελείωσε, είπε ο νεκρός. Τα χείλη του κουνιούνταν, αλλά δεν έβγαινε ήχος· η φωνή του υπήρχε μόνο στο μυαλό του Τζουντ. Τα ασημένια κουμπιά του μαύρου του κουστουμιού λαμπύριζαν στο σκοτάδι. «Ναι», είπε ο Τζουντ. «Δυστυχώς, η διασκέδαση έπρεπε να τελειώσει κάποια στιγμή». Πάντα έτοιμος για καβγά. Κάτι δεν είναι κι αυτό; Ο Κράντοκ ακούμπησε το λιπόσαρκο χέρι του στον αστράγαλο του Μάρτιν και το ανέβασε κατά μήκος του ποδιού του πάνω από το σεντόνι. Τα μάτια του Μάρτιν ήταν κλειστά, αλλά το στόμα του ήταν ανοιχτό και η ανάσα του έβγαινε σφυριχτή. Χίλια μίλια μετά, κι ακόμα το ίδιο τραγούδι λες. Το χέρι του Κράντοκ γλίστρησε στο στήθος του Μάρτιν. Ήταν κάτι που φάνηκε να το κάνει σχεδόν αφηρημένα, χωρίς να κοιτάξει ούτε μια φορά το γέρο που πάσχιζε να πάρει τις τελευταίες του ανάσες στο κρεβάτι δίπλα του. Ποτέ δε μου άρεσε η μουσική σου. Η Άννα την έβαζε τόσο δυνατά που έκανε τα αυτιά ενός φυσιολογικού ανθρώπου να ματώνουν. Το ξέρεις ότι υπάρχει ένας δρόμος που συνδέει το εδώ με την κόλαση; Τον έχω κάνει πολλές φορές. Και θα σου πω κάτι, σ' αυτόν το δρόμο υπάρχει μόνο ένα βενζινάδικο, και το μόνο που παίζουν είναι η μουσική σου. Μάλλον είναι ο τρόπος του διαβόλου να τιμωρεί τους αμαρτωλούς. Γέλασε. «Ασε ήσυχο το κορίτσι». Ω, όχι. Θα κάθεται ανάμεσά μας καθώς θα ταξιδεύουμε στο

'338

JOE HILL

δρόμο της νύχτας. Σε ακολούθησε μέχρι εδώ. Δεν μπορούμε να την αφήσουμε πίσω τώρα. «Σου λέω ότι η Μέριμπεθ δεν έχει καμία ανάμειξη σ' όλα αυτά». Μα δε μου λες εσύ, γιε μου. Εγώ σου λέω. Θα τη στραγγαλίσεις, κι εγώ θα κοιτάζω. Πες το. Πες μου πώς θα πεθάνει. Ο Τζουντ σκέφτηκε, Δε θα το πω, αλλά ενώ το σκεφτόταν, είπε: «Θα τη στραγγαλίσω. Κι εσύ θα κοιτάζεις». Έτσι μπράβο. Τώρα λες το τραγούδι που μ' αρέσει. Ο Τζουντ σκέφτηκε το τραγούδι που είχε γράψει τις προάλλες στο μοτέλ, στη Βιρτζίνια, πώς τα χέρια του ήξεραν ποια ήταν τα σωστά ακόρντα, και την αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας που τον είχε κατακλύσει καθώς τα έπαιζε. Μια αίσθηση ευταξίας και ελέγχου. Ο υπόλοιπος κόσμος φάνταζε πολύ μακρινός, σαν να τον κρατούσε μακριά το δικό του αόρατο τείχος του ήχου. Τι του είχε πει η Μπάμι; Οι νεκροί νικούν όταν σταματάς να τραγουδάς. Και στο όραμά του, η Τζέσικα Πράις είχε πει ότι η Άννα τραγουδούσε όταν βρισκόταν σε κατάσταση ύπνωσης, για να μην αναγκαστεί να κάνει πράγματα που δεν ήθελε να κάνει, να εμποδίσει τις φωνές που δεν ήθελε να ακούσει. Σήκω, είπε ο νεκρός. Σταμάτα να τεμπελιάζεις. Έχεις δουλειά στο άλλο δωμάτιο. Το κορίτσι περιμένει. Όμως ο Τζουντ δεν τον άκουγε. Είχε προσηλωθεί στη μουσική μέσα στο μυαλό του, ακούγοντάς την όπως θα είχε ηχογραφηθεί από ένα συγκρότημα, με τα μαλακά σκασίματα των πιατινιών, τον βαθύ, αργό παλμό του μπάσου. Ο γέρος τού μιλούσε, αλλά ο Τζουντ ανακάλυψε ότι αν εστίαζε το μυαλό του στο καινούριο του τραγούδι, μπορούσε να τον αγνοεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Σκέφτηκε το ραδιόφωνο της Μάστανγκ, το παλιό ραδιόφωνο, αυτό που είχε βγάλει από το ταμπλό για να το αντικαταστήσει με ένα δορυφορικό δέκτη και μια συσκευή αναπαραγωγής DVD-Audio. Το αρχικό ραδιόφωνο ήταν ένας δέκτης μεσαίων με γυάλινη πρόσοψη που έλαμπε μ' ένα απόκοσμο πράσινο χρώμα κι έκανε την καμπίνα του αυτοκινήτου να μοιάζει με ενυδρείο. Στη φαντασία του ο Τζουντ το άκουγε να παίζει το τραγούδι του, άκουγε την ίδια του τη φωνή να τραγουδάει δυνατά

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

339

τους στίχους πάνω από το ριγηλό ήχο της κιθάρας. Αυτό έπαιζε στον ένα σταθμό. Η φωνή του γέρου ήταν σ' έναν άλλον, θαμμένο κάτω από τον πρώτο, έναν απόμακρο μεταμεσονύκτιο σταθμό του Νότου με χριστιανικές εκπομπές λόγου και τόσο κακή λήψη ώστε το μόνο που ακουγόταν ήταν μια δυο λέξεις τη φορά, ενώ οι υπόλοιπες χάνονταν στα παράσιτα. Ο Κράντοκ του είχε πει να σηκωθεί. Χρειάστηκε μια στιγμή μέχρι ο Τζουντ να συνειδητοποιήσει ότι δεν το είχε κάνει. Σήκω όρθιος, είπα. Ο Τζουντ πήγε να κουνηθεί -κι αμέσως σταμάτησε. Στο μυαλό του είχε το κάθισμα του οδηγού ριγμένο πίσω και τα πόδια του έξω από το παράθυρο και στο ραδιόφωνο έπαιζε το τραγούδι του και οι γρύλοι τραγουδούσαν στο ζεστό σκοτάδι του καλοκαιριού. Σιγοτραγουδούσε κι ο ίδιος, και την επόμενη στιγμή το συνειδητοποίησε. Ήταν ένα σιγανό, φάλτσο μουρμουρητό, αλλά παρ' όλα αυτά αναγνωρίσιμο. Ήταν το καινούριο του τραγούδι. Μ' ακούς που σου μιλάω, γιε μου; είπε ο γέρος. Ο Τζουντ κατάλαβε ότι αυτό του είπε επειδή είδε τα χείλια του να σαλεύουν και το στόμα του να σχηματίζει πολύ καθαρά τις λέξεις. Αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να τον ακούσει καθόλου. «Όχι», απάντησε. Τα πάνω χείλος του Κράντοκ στράβωσε χλευαστικά. Εξακολουθούσε να έχει το ένα του χέρι πάνω στον πατέρα του Τζουντ -τώρα το είχε ανεβάσει πάνω από το στέρνο του Μάρτιν, στο λαιμό του. Ο άνεμος μαστίγωνε το σπίτι ουρλιάζοντας, η βροχή έδερνε τα παράθυρα. Ύστερα ο άνεμος καταλάγιασε, και στη σιωπή που ακολούθησε, ο Μάρτιν Κοζίνσκι άφησε ένα σιγανό κλαψούρισμα. Ο Τζουντ είχε ξεχάσει για λίγο τον πατέρα του -οι σκέψεις του ήταν καρφωμένες στους ηχηρούς κύκλους του φανταστικού του τραγουδιού-, όμως ο ήχος αυτός του τράβηξε το βλέμμα. Τα μάτια του Μάρτιν ήταν ανοιχτά, γουρλωμένα και έντρομα. Κοιτούσε τον Κράντοκ. Ο Κράντοκ έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του. Ο χλευαστικός μορφασμός έσβησε αργά από τα χείλια του και το οστεώδες και τραχύ του πρόσωπο πήρε σιγά σιγά μια έκφραση γαλήνια και περίσκεπτη.

'340

JOE HILL

Τέλος ο πατέρας του Τζουντ μίλησε, με φωνή που ακούστηκε σαν συριγμός. «Ένας αγγελιαφόρος. Ένας αγγελιαφόρος του θανάτου». Ο νεκρός φάνηκε να κοιτάζει ξανά τον Τζουντ, με τα μαύρα σημάδια ν' αναδεύονται μπροστά στα μάπα του. Τα χείλη του σάλεψαν και για μια στιγμή η φωνή του τρεμόπαιξε κι ακούστηκε καθαρά, όσο πνιγμένη κι αν ήταν κάτω από την ένταση του εσωτερικού τραγουδιού του Τζουντ. Ίσως εσύ μπορείς να με αποσυντονίσεις, είπε ο Κράντοκ. Αυτός όμως δεν μπορεί. Ο Κράντοκ έσκυψε πάνω από τον πατέρα του Τζουντ κι έβαλε τα χέρια του πάνω στο πρόσωπο του Μάρτιν, ένα σε κάθε μάγουλο. Η ανάσα του Μάρτιν άρχισε να κομπιάζει και να σκαλώνει, η κάθε εισπνοή του έγινε κοφτή, γρήγορη, πανικόβλητη. Τα βλέφαρά του πετάρισαν. Ο νεκρός έγειρε πάνω του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά του. Ο πατέρας του Τζουντ κύρτωσε το κορμί του πίσω και κόλλησε πάνω στο μαξιλάρι, έχωσε τις φτέρνες του στο κρεβάτι κι έσπρωξε με δύναμη, σαν να προσπαθούσε να αναγκάσει τον εαυτό του να βουλιάξει μέσα στο στρώμα, όσο πιο μακριά γινόταν από τον Κράντοκ. Πήρε μια τελευταία, απεγνωσμένη ανάσα -και ρούφηξε τον νεκρό μέσα του. Συνέβη μέσα σε μια στιγμή, και ήταν σαν να έβλεπες έναν ταχυδακτυλουργό να τραβάει ένα μαντίλι μέσα από τη γροθιά του για να το εξαφανίσει. Ο Κράντοκ τσαλακώθηκε σαν μεμβράνη περιτυλίγματος που τη ρουφάει ηλεκτρική σκούπα. Τα καλογυαλισμένα μαύρα σκαρπίνια του ήταν το τελευταίο πράγμα που εξαφανίστηκε μες στο λαρύγγι του Μάρτιν. Ο λαιμός του φάνηκε για μια στιγμή να διαστέλλεται, να διογκώνεται -όπως φουσκώνει ο λαιμός ενός φιδιού που καταπίνει αρουραίο-, όμως αμέσως μετά κατάπιε τον Κράντοκ, και ο λαιμός του ζάρωσε και μαζεύτηκε και ξαναπήρε την κανονική, λιπόσαρκη, πλαδαρή του μορφή. Ο πατέρας του Τζουντ αναγούλιασε, έβηξε, αναγούλιασε ξανά. Οι γοφοί του ανασηκώθηκαν από το κρεβάτι, η πλάτη του καμπύλωσε. Χωρίς να το θέλει, το μυαλό του Τζουντ πήγε στον

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

341

οργασμό. Τα μάτια του Μάρτιν πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Η άκρη της γλώσσας του πετάρισε ανάμεσα στα δόντια του. «Φτύσ' τον, πατέρα», είπε ο Τζουντ. Ο πατέρας του δεν έδειξε να τον ακούει. Βούλιαξε ξανά πίσω στο κρεβάτι, κι ύστερα τινάχτηκε ξανά, σαν να καθόταν κάποιος πάνω του και ο Μάρτιν προσπαθούσε να τον πετάξει μακριά του. Έβγαζε υγρούς, πνιχτούς ήχους από το λαρύγγι του. Μια γαλάζια αρτηρία ξεχώριζε στο κέντρο του μετώπου του. Τα χείλη του τραβήχτηκαν πίσω σε μια σκυλίσια γκριμάτσα. Έπειτα ξαπλώθηκε απαλά στο στρώμα για άλλη μια φορά. Τα χέρια του, που μέχρι τότε έσφιγγαν το σεντόνι, άνοιξαν αργά. Τα μάτια του είχαν ένα έντονο, αποκρουστικό κόκκινο χρώμα -τα αγγεία τους είχαν διαρραγεί, βάφοντας το ασπράδι. Κοιτούσαν ανέκφραστα το ταβάνι. Τα δόντια του ήταν λεκιασμένα με αίμα. Ο Τζουντ τον κοίταξε για μια στιγμή, προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί αν ανέπνεε. Άκουσε το σπίτι να τρίζει στον άνεμο. Άκουσε τον ήχο της βροχής πάνω στους τοίχους. Ανακάθισε με μεγάλη προσπάθεια, και γύρισε για να κατεβάσει τα πόδια του στο πάτωμα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο πατέρας του ήταν νεκρός, αυτός που του είχε τσακίσει το χέρι στην πόρτα της αποθήκης και είχε κολλήσει μια μονόκαννη καραμπίνα στο στήθος της μητέρας του, που είχε διαφεντέψει τούτο το κτήμα με τις γροθιές και με τη λουρίδα του, και με κρίσεις υστερικού γέλιου, και τον οποίο ο Τζουντ είχε δει πολλές φορές στα όνειρά του να σκοτώνεται. Παρ' όλα αυτά, του κόστισε που είδε τον Μάρτιν να πεθαίνει. Η κοιλιά του Τζουντ τον πονούσε, σαν να είχε μόλις κάνει εμετρ ξανά, σαν να είχε αποσπαστεί βίαια ένα κομμάτι από μέσα του, σαν να είχε εκτοξευτεί απ' το σώμα του, κάτι που δεν ήθελε ν' αφήσει να βγει. Οργή, ίσως. «Πατέρα;» είπε ο Τζουντ, ξέροντας ότι δε θα έπαιρνε απάντηση. Ο Τζουντ σηκώθηκε όρθιος, ζαλισμένος, ασταθής. Έκανε ένα συρτό, κουρασμένο βήμα μπροστά κι ακούμπησε το μπανταρισμένο του χέρι στην άκρη του κομοδίνου για να στηριχτεί. Ένιωθε πως τα πόδια του θα διπλώνονταν κάτω απ' το σώμα του από στιγμή σε στιγμή.

ι

'342

JOE HILL

«Πατέρα;» είπε ξανά. Ο πατέρας του τίναξε το χέρι του προς το μέρος του και κάρφωσε τα κόκκινα, απαίσια, γητεμένα μάτια του στον Τζουντ. «Τζάστιν», είπε. Η φωνή του ήταν ένας επίπονος ψίθυρος. Χαμογέλασε, και το χαμόγελο του ήταν μια φρικτή γκριμάτσα πάνω στο οστεώδες, βασανισμένο του πρόσωπο. «Αγόρι μου. Είμαι καλά. Είμαι μια χαρά. Έλα κοντά μου. Έλα να μ' αγκαλιάσεις». Ο Τζουντ δεν προχώρησε· έκανε ένα φοβισμένο, ασταθές βήμα προς τα πίσω. Για μια στιγμή, δεν είχε αέρα ν' ανασάνει. Έπειτα ξαναβρήκε την ανάσα του και είπε: «Δεν είσαι ο πατέρας μου». Τα χείλη του Μάρτιν άνοιξαν και φάνηκαν τα δηλητηριασμένα του ούλα και τα στραβωμένα του κιτρινισμένα δόντια, ή τουλάχιστον ό,τι είχε απομείνει από αυτά. Ένα αιμάτινο δάκρυ χύθηκε από το αριστερό του μάτι και κύλησε σε μια οδοντωτή κόκκινη γραμμή στη βραχοκορφή του ζυγωματικού του. Στο όραμα της τελευταίας νύχτας της Άννας που είχε ο Τζουντ, το μάτι του Κράντοκ έμοιαζε να χύνει κόκκινα δάκρυα με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Ανακάθισε και άπλωσε το χέρι του πέρα από το μπολ με τον αφρό του ξυρίσματος. Ο Μάρτιν έκλεισε το χέρι του πάνω στο παλιό ίσιο ξυράφι, με τη λαβή από ξύλο λευκής καρυδιάς. Ο Τζουντ δεν ήξερε ότι βρισκόταν εκεί, δεν το είχε δει ακουμπισμένο δίπλα στο άσπρο πορσελάνινο μπολ. Ο Τζουντ απομακρύνθηκε άλλο ένα βήμα. Το πίσω μέρος των ποδιών του χτύπησε στην άκρη του ράντζου του, και κάθισε στο στρώμα. Τότε ο πατέρας του σηκώθηκε, το σεντόνι γλίστρησε από πάνω του. Κινήθηκε πιο γρήγορα απ' όσο περίμενε ο Τζουντ, σαν σαύρα, που τη μια στιγμή μοιάζει παγωμένη εκεί που βρίσκεται και την επόμενη χιμάει μπροστά, με ταχύτητα που πολύ δύσκολα μπορεί να συλλάβει το μάτι. Ήταν σχεδόν γυμνός, φορούσε μόνο ένα λερωμένο σώβρακο. Τα στήθη του ήταν δύο τρεμάμενα σακουλάκια λίπους, καλυμμένα με κατσαρές κατάλευκες τρίχες. Ο Μάρτιν προχώρησε ένα βήμα, έβαλε τη φτέρνα του πάνω στο καρδιόσχημο κουτί και το ισοπέδωσε.

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

343

«Έλα δω, γιε μου», είπε ο πατέρας του, με τη φωνή του Κράντοκ. «Ο μπαμπάς θα σου μάθει να ξυρίζεσαι». Τίναξε τον καρπό του και το ξυράφι ξεπετάχτηκε από τη λαβή, ένας καθρέφτης που μέσα του ο Τζουντ μπόρεσε να δει για μια στιγμή το έκπληκτο πρόσωπό του. Ο Μάρτιν χίμηξε στον Τζουντ για να τον κόψει με το ξυράφι, αλλά εκείνος τίναξε το πόδι του και το έχωσε ανάμεσα στους αστραγάλους του γέρου. Την ίδια στιγμή έκανε απότομα στο πλάι, με μια ενεργητικότητα που δεν ήξερε ότι διέθετε. Ο Μάρτιν έπεσε μπροστά και ο Τζουντ ένιωσε το ξυράφι να σκίζει εύκολα το πουκάμισο και το μπράτσο του. Ο Τζουντ κύλησε πάνω από τη σκουριασμένη μπάρα στα πόδια του ράντζου του κι έπεσε στο πάτωμα. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο στο δωμάτιο εκτός από τα τραχιά τους αγκομαχητά και το ουρλιαχτό του ανέμου κάτω από τη μαρκίζα της στέγης. Ο πατέρας του πάλεψε στα τέσσερα να φτάσει ως την άκρη του κρεβατιού κι ύστερα βρέθηκε μ' ένα σάλτο στο πλάι -με απίθανο σφρίγος για έναν άνθρωπο που είχε υποστεί πολλαπλά εγκεφαλικά και είχε τρεις μήνες να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Εν τω μεταξύ ο Τζουντ σερνόταν προς τα πίσω, ώσπου βγήκε από την πόρτα. Έφτασε μέχρι τα μισά του διαδρόμου, στην πόρτα με τη σήτα που έβγαζε στα μικρό χοιροστάσιο. Τα γουρούνια στριμώχνονταν πάνω της, προσπαθώντας να έχουν καλύτερη θέα της δράσης που βρισκόταν σε εξέλιξη. Τα σκληρίσματα ενθουσιασμού που έβγαζαν του τράβηξαν την προσοχή για μια στιγμή, κι όταν κοίταξε πίσω του, ο Μάρτιν υψωνόταν από πάνω του. Ο πατέρας του έπεσε πάνω του. Άπλωσε το χέρι του για να σκίσει με το ξυράφι το πρόσωπο του Τζουντ. Εκείνος ξεχάστηκε και χτύπησε με το μπανταρισμένο του χέρι τον πατέρα του στο πιγούνι, αρκετά δυνατά ώστε να τιναχτεί πίσω το κεφάλι του γέρου. Ο Τζουντ ούρλιαξε. Ένα ανυπόφορο κύμα πόνου χώθηκε στο σακατεμένο του χέρι και σκαρφάλωσε στον πήχη του, μια αίσθηση ηλεκτρικού ρεύματος που ταξιδεύει μέσα στο κόκαλο, τόσο δυνατό που προκαλεί παράλυση. Κατάφερε να σπρώξει τον πατέρα του προς τη σήτα. Ο Μάρ-

'344

JOE HILL

τιν έπεσε πάνω της μ' ένα δυνατό κρότο, το μεταλλικό ήχο ελατηρίων που απελευθερώνονται. Το κάτω μέρος της σήτας σκίστηκε κι ο Μάρτιν πέρασε από μέσα της. Τα γουρούνια σκόρπισαν. Δεν υπήρχαν σκαλοπάτια πίσω από την πόρτα και ο Μάρτιν έπεσε από ύψος περίπου μισού μέτρου, βγαίνοντας από το οπτικό πεδίο του Τζουντ και χτυπώντας στο έδαφος μ' έναν ξερό γδούπο. Ο κόσμος κλονίστηκε, σκοτείνιασε, σχεδόν εξαφανίστηκε. Όχι, σκέφτηκε ο Τζουντ, όχι, όχι, όχι. Έβαλε τα δυνατά του να μη χάσει τις αισθήσεις του, σαν να τον τραβούσαν βαθιά κάτω απ' το νερό κι εκείνος πάσχιζε ν' ανεβεί στην επιφάνεια για ν' ανασάνει. Ο κόσμος φωτίστηκε ξανά, μια σταγόνα φωτός που μεγάλωνε και απλωνόταν, ενώ θολά γκρίζα φασματικά σχήματα εμφανίστηκαν μπροστά του, και σιγά σιγά μπόρεσε να εστιάσει το βλέμμα του πάνω τους. Ο διάδρομος δεν κουνιόταν. Τα γουρούνια γρύλιζαν απέξω. Ένας αρρωστημένος ιδρώτας δρόσισε το πρόσωπο του Τζουντ. Έμεινε ακίνητος για λίγο, με τα αυτιά του να κουδουνίζουν. Οι φλέβες στο χέρι του βροντοχτυπούσαν. Όταν αισθάνθηκε έτοιμος, έσπρωξε με τις φτέρνες το σώμα του για να φτάσει στον τοίχο, κι έπειτα χρησιμοποίησε τον τοίχο για να βρεθεί καθιστός. Ξεκουράστηκε ξανά. Τέλος κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, γλιστρώντας προς τα πάνω με την πλάτη στον τοίχο. Κοίταξε έξω από τη διαλυμένη σήτα, αλλά εξακολουθούσε να μη βλέπει τον πατέρα του. Ήταν ακόμη ξαπλωμένος εκεί έξω. Ο Τζουντ απομακρύνθηκε από τον τοίχο τρεκλίζοντας και χίμηξε μπροστά, προς τη σήτα. Αρπάχτηκε από το πλαίσιο για να μην πέσει κι ο ίδιος στο χοιροστάσιο. Τα πόδια του έτρεμαν. Έσκυψε για να δει αν ο Μάρτιν ήταν πεσμένος στο έδαφος με το λαιμό σπασμένο, κι εκείνη τη στιγμή ο πατέρας του σηκώθηκε, πέρασε το χέρι του μέσα από τη σήτα και πήγε να του αρπάξει το πόδι. Ο Τζουντ έβγαλε μια φωνή, κλοτσώντας το χέρι του Μάρτιν και οπισθοχωρώντας ενστικτωδώς. Ήταν σαν να είχε χάσει την ι-

Κ Ο Υ Τ Ί ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

345

σορροπία του πάνω σ' ένα στρώμα μαύρου πάγου, στριφογυρνούσε τα χέρια του σαν τρελός. Γλίστρησε προς τα πίσω στο διάδρομο και μπήκε στην κουζίνα, όπου έπεσε για άλλη μια φορά. Ο Μάρτιν κατάφερε να περάσει μέσα από τη σκισμένη σήτα. Σύρθηκε προς τον Τζουντ, τον πλησίασε πεσμένος στα τέσσερα, μέχρι που βρέθηκε από πάνω του. Το χέρι του Μάρτιν σηκώθηκε κι έπεσε, και μαζί του έπεσε μια γυαλιστερή αργυρόχρωμη σπίθα. Ο Τζουντ σήκωσε το αριστερό του χέρι, και το ίσιο ξυράφι καρφώθηκε στον πήχη του, ξυστά από το κόκαλο. Αίμα τινάχτηκε στον αέρα. Κι άλλο αίμα. Η παλάμη του αριστερού χεριού του Τζουντ ήταν μπανιαρισμένη, αλλά τα δάχτυλά του ήταν γυμνά, ξεπρόβαλλαν από τη γάζα σαν να φορούσε γάντι με κομμένα δάχτυλα. Ο πατέρας του σήκωσε το ξυράφι για να χτυπήσει ξανά, αλλά προτού προλάβει να το κατεβάσει, ο Τζουντ έχωσε τα δάχτυλά του στα κόκκινα μάτια του Μάρτιν, που στραφτάλιζαν. Ο γέρος έβγαλε μια κραυγή, γέρνοντας πίσω το κεφάλι του, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από το χέρι του γιου του. Η λεπίδα του ξυραφιού πέρασε ξυστά από το πρόσωπο του Τζουντ, χωρίς ν' αγγίξει δέρμα. Ο Τζουντ έσπρωχνε το κεφάλι του πατέρα του πίσω, όλο και πιο πίσω, γυμνώνοντας το λιπόσαρκο λαιμό του, κι αναρωτιόταν αν μπορούσε να σπρώξει αρκετά δυνατά ώστε να του σπάσει τη ραχοκοκαλιά. Έσπρωχνε το κεφάλι του Μάρτιν όσο πιο πίσω μπορούσε, όταν ένα κουζινομάχαιρο μπήχτηκε στο πλάι του λαιμού του πατέρα του. Η Μέριμπεθ στεκόταν τρία μέτρα μακριά τους, στον πάγκο της κουζίνας, δίπλα σε μια θήκη με μαγνητική ταινία για τα μαχαίρια, που ήταν καρφωμένη στον τοίχο. Ανάσαινε με αναφιλητά. Ο πατέρας του Τζουντ γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε. Φουσκάλες άφριζαν στο αίμα που κυλούσε γύρω από τη λαβή του μαχαιριού. Άπλωσε το χέρι του για να το πιάσει, έκλεισε αδύναμα τα δάχτυλά του γύρω του, έβγαλε έναν κροταλιστό ρόγχο -ακούστηκε σαν πέτρα που την κουνάει ένα παιδί μέσα σε χαρτοσακούλα- και σωριάστηκε στο πλάι. Η Μέριμπεθ τράβηξε άλλο ένα πλατύ κουζινομάχαιρο από τη

'346

JOE HILL

μαγνητική θήκη, κι έπειτα άλλο ένα. Έπιασε το πρώτο από τη μύτη της λεπίδας και το πέταξε στην πλάτη του Μάρτιν καθώς εκείνος έπεφτε μπρούμυτα. Το μαχαίρι χώθηκε στην πλάτη του μ' έναν βαθύ, υπόκωφο γδούπο, σαν να είχε μπηχτεί σε πεπόνι. Ο Μάρτιν δεν έβγαλε κανέναν ήχο μ' αυτό το δεύτερο χτύπημα, μόνο ξεφύσησε βαριά. Η Μέριμπεθ προχώρησε προς το μέρος του, κρατώντας μπροστά της το τελευταίο μαχαίρι. «Φυλάξου», της είπε ο Τζουντ. «Δεν πρόκειται να πέσει έτσι απλά να πεθάνει». Όμως εκείνη δεν τον άκουσε. Την επόμενη στιγμή στεκόταν πάνω από τον Μάρτιν. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και η Μέριμπεθ του κάρφωσε το μαχαίρι στο πρόσωπο. Η λεπίδα μπήκε από τη μια γωνία των χειλιών του και βγήκε λίγο πιο πέρα από την άλλη, πλαταίνοντας το στόμα του και μεταμορφώνοντάς το σε μια μεγάλη κατακόκκινη χαρακιά. Τη στιγμή που τον χτυπούσε, τη χτύπησε κι αυτός, τινάζοντας το δεξί του χέρι, αυτό που κρατούσε το ξυράφι. Η λεπίδα διέγραψε μια κόκκινη γραμμή στο μηρό της, λίγο πάνω από το δεξί γόνατο, και το πόδι της λύγισε. Ο Μάρτιν πετάχτηκε όρθιος μ' ένα μουγκρητό καθώς η Μέριμπεθ άρχιζε να πέφτει. Σήκωσε το πόδι του και της κατάφερε μια δυνατή κλοτσιά στο στομάχι, που έστειλε τη Μέριμπεθ να πέσει πίσω στον πάγκο της κουζίνας. Εκείνη έμπηξε το τελευταίο μαχαίρι στον ώμο του, χώνοντάς το μέχρι τη λαβή, τόσο δυνατά που ήταν σαν να το κάρφωνε στον κορμό ενός δέντρου. Γλίστρησε στο πάτωμα, με τον πατέρα του Τζουντ από πάνω της και το αίμα να πετάγεται αφρίζοντας από το μαχαίρι που ήταν καρφωμένο στο λαιμό του. Τίναξε ξανά το ξυράφι του προς το μέρος της. Η Μέριμπεθ άρπαξε το λαιμό της με μια ασθενική κίνηση του τραυματισμένου της χεριού. Αίμα ξεπήδησε ανάμεσα από τα δάχτυλά της. Ένα κακοφτιαγμένο μαύρο χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στη λευκή σάρκα του λαιμού της. Γλίστρησε στο πλάι. Το κεφάλι της κοπάνησε στο πάτωμα. Κοιτούσε πέρα από τον Μάρτιν και τον Τζουντ. Η μία πλευρά

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

347

του προσώπου της κείτονταν μέσα σε μια πηχτή, κατακόκκινη λίμνη αίματος. Ο πατέρας του Τζουντ έπεσε στα τέσσερα. Το ελεύθερο χέρι του εξακολουθούσε να κρατά τη λαβή του μαχαιριού στο λαιμό του, τα δάχτυλά του το εξερευνούσαν στα τυφλά, αλλά δεν έκανε κάτι για να το βγάλει. Έμοιαζε σαν μαξιλαράκι για καρφίτσες, μαχαίρι στον ώμο, μαχαίρι στην πλάτη, αλλά εκείνος νοιαζόταν μόνο γι' αυτό που ήταν χωμένο στο λαιμό του, δεν έδειχνε να έχει προσέξει καθόλου τις άλλες ατσάλινες λάμες που είχαν καρφωθεί μέσα του. Απομακρύνθηκε από τη Μέριμπεθ και τον Τζουντ, προχωρώντας στα τέσσερα με αστάθεια. Πρώτα τον πρόδωσαν τα μπράτσα του, κι έπειτα έπεσε στο πάτωμα με το κεφάλι. Κοπάνησε το πιγούνι του με τέτοια δύναμη που ακούστηκαν τα δόντια του να χτυπιούνται μεταξύ τους. Προσπάθησε να σηκωθεί, και σχεδόν τα κατάφερε, αλλά το δεξί του χέρι λύγισε, και σωριάστηκε στο πλάι. Μακριά από τον Τζουντ. Μια μικρή ανακούφιση. Ο Τζουντ δε θα χρειαζόταν να τον κοιτάζει στο πρόσωπο καθώς πέθαινε. Ξανά. Η Μέριμπεθ προσπαθούσε να μιλήσει. Η γλώσσα της ξεπρόβαλε από το στόμα της, πέρασε πάνω από τα χείλη της. Τα μάτια της ικέτευσαν τον Τζουντ να έρθει κοντά της. Οι κόρες των ματιών της είχαν συρρικνωθεί, είχαν γίνει δυο μαύρες τελείες. Εκείνος σύρθηκε στο πάτωμα με τους αγκώνες, πλησιάζοντάς τη με κόπο. Η Μέριμπεθ ψιθύριζε κάτι. Ήταν δύσκολο να την ακούσει, με τον πατέρα του να ρεγχάζει ξανά και να χτυπάει τις φτέρνες του στο πάτωμα, μέσα στον παροξυσμό της επιθανάτιας αγωνίας. «Δε... δεν τελείωσε...» είπε η Μέριμπεθ. «Θα... ξανάρθει... Δε θα... δε θα τελειώσει ποτέ». Ο Τζουντ κοίταξε γύρω του ψάχνοντας για κάτι με το οποίο θα μπορούσε να κλείσει την πληγή του λαιμού της. Τώρα είχε πλησιάσει τόσο πολύ που τα χέρια του βουτούσαν και πλατσούριζαν στη λίμνη του αίματος που υπήρχε γύρω της. Είδε ένα πιατόπανο που κρεμόταν από το χερούλι του φούρνου και το τράβηξε.

'348

JOE HILL

Η Μέριμπεθ κοιτούσε το πρόσωπό του, αλλά ο Τζουντ είχε την εντύπωση ότι δεν τον έβλεπε -την αίσθηση ότι κοιτούσε πέρα απ' αυτόν, πίσω του, σε κάποια ακατάληπτη απόσταση. «Ακούω... την Άννα. Την ακούω... να με καλεί. Πρέπει... να φτιάξουμε... μια πύλη. Πρέπει να την... αφήσουμε να περάσει. Να φτιάξουμε μια πύλη. Φτιάξε μια πύλη... κι εγώ θα την ανοίξω». «Μη μιλάς άλλο». Σήκωσε το χέρι της και πίεσε την τυλιγμένη πετσέτα στο λαιμό της. Η Μέριμπεθ τον έπιασε από τον καρπό. «Δε θα μπορώ να την ανοίξω... όταν θα είμαι... στην άλλη... πλευρά. Πρέπει να γίνει τώρα. Έχω ήδη φύγει. Η Άννα έχει φύγει. Δεν μπορείς... να... μας σώσεις...» είπε. Τόσο αίμα... «Άφησέ μας... να σώσουμε... εσένα». Ο Τζουντ άκουσε στην άλλη άκρη του δωματίου τον πατέρα του να βήχει και να πνίγεται. Πνιγόταν γιατί από μέσα του έβγαινε κάτι. Ο Τζουντ ήξερε τι ήταν. Κοίταξε τη Μέριμπεθ με μια δυσπιστία πιο έντονη από τη θλίψη. Συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την παλάμη του στο πρόσωπό της, και το ένιωσε ψυχρό. Το είχε υποσχεθεί. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, αν όχι σ' εκείνη, ότι θα τη φρόντιζε, και να που τώρα, με το λαιμό της κομμένο, του έλεγε εκείνη ότι θα τον φρόντιζε. Έδινε αγώνα για κάθε ανάσα που έπαιρνε, και ριγούσε αβοήθητη. «Κάν' το, Τζουντ», είπε. «Απλώς κάν' το». Εκείνος σήκωσε τα χέρια της και της τα έβαλε πάνω στην πετσέτα, για να την κρατήσει στον ανοιχτό της λαιμό. Έπειτα γύρισε και σύρθηκε μέσα στο αίμα της, ως την άκρη της μικρής λίμνης. Άκουσε τον εαυτό του να σιγοτραγουδάει ξανά, το δικό του τραγούδι, το καινούριο του τραγούδι, μια μελωδία που θύμιζε επαρχιώτικο θρηνητικό τραγούδι του Νότου. Πώς φτιάχνεις μια πύλη για τους νεκρούς; Προσπαθούσε να σκεφτεί με τι να τη ζωγραφίσει, όταν είδε τα κόκκινα ίχνη που άφηναν τα χέρια του πάνω στο λινοτάπητα. Βούτηξε το δάχτυλο του στο αίμα και άρχισε να σχεδιάζει μια γραμμή στο πάτωμα. Όταν έκρινε ότι την είχε κάνει αρκετά μακριά, άρχισε μια καινούρια γραμμή, σε δεξιά γωνία με την πρώτη. Το αίμα στα

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

349

δάχτυλά του αραίωσε και ξεράθηκε. Ξαναγύρισε αργά προς την πλατιά λίμνη αίματος που μέσα της κειτόταν η Μέριμπεθ. Κοίταξε πίσω της και είδε τον Κράντοκ να βγαίνει μέσα από το ανοιχτό στόμα του πατέρα του. Το πρόσωπο του Κράντοκ ήταν παραμορφωμένο από την προσπάθεια· με το ένα χέρι έσπρωχνε το μέτωπο του Μάρτιν, με το άλλο τον ώμο του. Στο ύψος της μέσης του το σώμα του ήταν συμπιεσμένο, ήταν σαν μια τριχιά -στο μυαλό του Τζουντ ήρθε ξανά η εικόνα της πλαστικής μεμβράνης, συμπιεσμένης και στριμμένης σφιχτά, σαν σκοινί- που γέμιζε το στόμα του Μάρτιν και έμοιαζε να φτάνει μέχρι το φουσκωμένο λαιμό του. Ο Κράντοκ είχε εξαφανιστεί εκεί μέσα σαν στρατιώτης που πηδάει μέσα στο αμπρί, αλλά τώρα έβγαινε από κει σαν να είχε βουλιάξει μέχρι τη μέση σε κινούμενη άμμο. Θα πεθάνεις, είπε ο νεκρός. Η σκρόφα θα πεθάνει εσύ θα πεθάνεις θα ταξιδέψουμε στο δρόμο της νύχτας μαζί θέλεις να τραγουδήσεις λα λα λα θα σε μάθω εγώ να τραγουδάς θα σε μάθω. Ο Τζουντ βούτηξε το χέρι του στο αίμα της Μέριμπεθ, μουσκεύοντάς το, και απομακρύνθηκε ξανά. Δε σκεφτόταν τίποτα. Ήταν μια μηχανή που σερνόταν αυτόματα προς τα εμπρός όταν άρχισε να σχεδιάζει ξανά. Τέλειωσε το επάνω μέρος της πύλης, στρέφοντας το σώμα του, κι άρχισε μια τρίτη γραμμή, γυρίζοντας πίσω, προς τη Μέριμπεθ. Ήταν μια πρόχειρη, στραβιά γραμμή, χοντρή σε κάποια σημεία, λεπτή σε άλλα. Το κάτω μέρος της πύλης ήταν η λίμνη αίματος. Φτάνοντας εκεί, ο Τζουντ κοίταξε το πρόσωπο της Μέριμπεθ. Το τι-σερτ της στην μπροστινή μεριά ήταν μούσκεμα. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό, κενό, και για μια στιγμή πίστεψε πως ήταν πολύ αργά, ότι είχε πεθάνει, όμως αμέσως μετά τα μάτια της σάλεψαν ελαφρά, βλέποντάς τον θολά να την πλησιάζει. Ο Κράντοκ, εκνευρισμένος, άρχισε να ουρλιάζει. Είχε καταφέρει να σύρει έξω όλο το σώμα του εκτός από το ένα πόδι, προσπαθούσε ήδη να σταθεί όρθιος, αλλά το πόδι του είχε κολλήσει κάπου στον οισοφάγο του Μάρτιν και δεν τον άφηνε να βρει την ισορροπία του. Στο χέρι του κρατούσε τη λεπίδα που

'350

JOE HILL

είχε το σχήμα μισοφέγγαρου, και η αλυσίδα κρεμόταν από πάνω της αστράφτοντας. Ο Τζουντ του γύρισε την πλάτη άλλη μια φορά και κοίταξε την ακανόνιστη αιμάτινη πύλη. Κοίταξε σαν χαζός το μακρύ, στρεβλό κόκκινο πλαίσιο, ένα άδειο κουτί που περιείχε μόνο μερικά κόκκινα αποτυπώματα. Δεν ήταν ακόμα σωστό, και προσπάθησε να σκεφτεί τι άλλο χρειαζόταν. Και τότε του κατέβηκε η ιδέα ότι δεν ήταν πύλη αν δεν υπήρχε τρόπος να την ανοίξεις· σύρθηκε μπροστά και ζωγράφισε έναν κύκλο για πόμολο. Η σκιά του Κράντοκ έπεσε πάνω του. Ρίχνουν σκιές τα φαντάσματα; αναρωτήθηκε ο Τζουντ. Ήταν κουρασμένος. Δυσκολευόταν να σκεφτεί. Γονάτισε πάνω στην πύλη και ένιωσε κάτι να χτυπάει από την άλλη της πλευρά. Ήταν σαν να προσπαθούσε ο άνεμος, που εξακολουθούσε να μαστιγώνει το σπίτι με δυνατές, σταθερές ριπές, να περάσει μέσα από το λινοτάπητα. Μια γραμμή φωτός εμφανίστηκε στο δεξί άκρο της πύλης, μια απαστράπτουσα λωρίδα ζωηρού λευκού. Κάτι χτύπησε ξανά την άλλη πλευρά, σαν λιοντάρι που είχε παγιδευτεί κάτω από το πάτωμα. Χτύπησε και τρίτη φορά, και κάθε χτύπημα ήταν ένας βροντερός κρότος που τράνταζε το σπίτι κι έκανε τα πιάτα να κροταλίζουν στο πλαστικό καλάθι δίπλα στο νεροχύτη. Ο Τζουντ ένιωσε τους αγκώνες του να μην τον βαστάνε κι αποφάσισε ότι δεν υπήρχε πια λόγος να μένει στα τέσσερα· εξάλλου, απαιτούσε πολύ μεγάλη προσπάθεια. Έπεσε στο πλάι, κύλησε έξω από τα όρια της πύλης και γύρισε με την πλάτη. Ο Κράντοκ στεκόταν πάνω από τη Μέριμπεθ με το μαύρο κουστούμι του, με τον ένα γιακά σηκωμένο, χωρίς τη ρεπούμπλικα. Δεν έκανε καμιά κίνηση, απλώς στεκόταν εκεί. Κοιτούσε με δυσπιστία την πρόχειρα σχεδιασμένη πύλη στα πόδια του, σαν να ήταν μια μυστική καταπακτή που λίγο έλειψε να πέσει μέσα της. Τι είναι αυτό; Τι έκανες; Όταν ο Τζουντ μίλησε, η φωνή του ακούστηκε να έρχεται από κάπου μακριά, σαν φωνή εγγαστρίμυθου. «Οι νεκροί παίρνουν αυτό που τους ανήκει, Κράντοκ. Αργά ή γρήγορα, παίρνουν αυτό που τους ανήκει».

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

351

Η κακοφτιαγμένη πύλη διογκώθηκε, κι έπειτα υποχώρησε στο πάτωμα. Φούσκωσε ξανά. Φαινόταν σχεδόν σαν να ανέπνεε. Η γραμμή του φωτός τη διέτρεχε, μια λαμπερή αχτίδα τόσο έντονη που δεν μπορούσες να την κοιτάξεις απευθείας. Έφτασε στη γωνία και συνέχισε στην άλλη πλευρά της πύλης. Ο άνεμος ήχησε μ' ένα δυνατό, διαπεραστικό ουρλιαχτό, πιο δυνατό από ποτέ. Την επόμενη στιγμή ο Τζουντ συνειδητοποίησε ότι αυτό που ακουγόταν δεν ήταν ο άνεμος έξω από το σπίτι, αλλά μια θύελλα που είχε ξεσπάσει στις άκρες της πύλης που είχε ζωγραφίσει με αίμα. Δε φυσούσε προς τα έξω· κάτι τη ρουφούσε προς τα μέσα, μέσα από αυτές τις εκτυφλωτικές λευκές γραμμές. Ο Τζουντ ένιωσε τα αυτιά του να ξεβουλώνουν, και σκέφτηκε ένα αεροπλάνο που χάνει μεγάλο ύψος απότομα. Ακουσε χαρτιά να ανακατεύονται, χαρτιά που σηκώθηκαν από το τραπέζι της κουζίνας κι άρχισαν να στροβιλίζονται στον αέρα, κυνηγώντας το ένα το άλλο. Απαλά μικρά κύματα ρυτίδωσαν τη φαρδιά αιμάτινη λίμνη γύρω από το ανέκφραστο πρόσωπο της Μέριμπεθ. Το αριστερό χέρι της Μέριμπεθ ήταν απλωμένο, μέσα απ' τη λίμνη του αίματος, ακουμπισμένο μέσα στην πύλη. Όση ώρα ο Τζουντ δεν την κοιτούσε, εκείνη είχε συρθεί στο πλάι, απλώνοντας το ένα της χέρι. Τώρα η παλάμη της ακουμπούσε πάνω στον κόκκινο κύκλο που είχε ζωγραφίσει για πόμολο. Κάπου μακριά, ένα σκυλί άρχισε να γαβγίζει. Την επόμενη στιγμή, η πύλη στο λινοτάπητα άνοιξε διάπλατα. Η Μέριμπεθ θα μπορούσε να είχε πέσει μέσα της -το μισό της σώμα είχε απλωθεί επάνω της-, αλλά δεν έπεσε. Αντίθετα, έμεινε να αιωρείται, σαν να ήταν ξαπλωμένη πάνω σε γυαλί. Ένα ακανόνιστο παραλληλόγραμμο στο πάτωμα γέμιζε το κέντρο του δωματίου, μια ανοιχτή παγίδα, πλημμυρισμένη από ένα εκπληκτικό φως, μια εκτυφλωτική λάμψη που απλωνόταν παντού γύρω της. Στο τόσο έντονο φως που ξεχυνόταν από κάτω, το δωμάτιο μεταμορφώθηκε σε αρνητικό φωτογραφίας, γεμάτο έντονα λευκά και επίπεδες, αλλόκοτες σκιές. Η Μέριμπεθ ήταν μια μαύρη σιλουέτα χωρίς χαρακτηριστικά, που αιωρούνταν πάνω στο πέ-

'352

JOE HILL

πλο του φωτός. Ο Κράντοκ, που στεκόταν από πάνω της έχοντας τα χέρια του σηκωμένα για να προστατεύσει το πρόσωπο του, φαινόταν σαν θύμα της ατομικής βόμβας της Χιροσίμα, αφηρημένο σχέδιο ενός ανθρώπου σε φυσικό μέγεθος, καμωμένο με στάχτη πάνω σε μαύρο τοίχο. Τα χαρτιά εξακολουθούσαν να στροβιλίζονται πάνω από το τραπέζι της κουζίνας, μόνο που τώρα είχαν γίνει μαύρα κι έμοιαζαν σαν σμήνος από κοράκια. Η Μέριμπεθ κύλησε στο πλάι και σήκωσε το κεφάλι της, μόνο που δεν ήταν η Μέριμπεθ πια, ήταν η Άννα, και ακτίνες φωτός πλημμύριζαν τα μάτια της, ενώ το πρόσωπο της ήταν αυστηρό σαν το πρόσωπο του Θεού την Ημέρα της Κρίσεως. Γιατί; ρώτησε. Ο Κράντοκ σύριξε σαν ερπετό. Φύγε. Γύρνα πίσω. Κούνησε κυκλικά τη χρυσή αλυσίδα του εκκρεμούς του, και η λεπίδα-μισοφέγγαρο σφύριξε στον αέρα καθώς διέγραφε ένα δακτύλιο αργυρόχρωμης φωτιάς. Κι ύστερα η Άννα στεκόταν στα πόδια της, στη βάση της ολόφωτης πόρτας. Ο Τζουντ δεν την είχε δει να σηκώνεται. Τη μια στιγμή ήταν πεσμένη μπρούμυτα, και την επόμενη όρθια. Άλμα στο χρόνο, ίσως. Ο χρόνος δεν είχε πια σημασία. Ο Τζουντ σήκωσε το χέρι του για να προστατεύσει τα μάτια του μπροστά στη λάμψη, αλλά το φως ήταν παντού, δεν υπήρχε τρόπος να το εμποδίσει. Έβλεπε τα κόκαλα του χεριού του, το δέρμα του είχε το χρώμα και τη διαύγεια του μελιού. Οι πληγές του, το σκίσιμο στο πρόσωπο του, το κολόβωμα του δείκτη του, πάλλονταν απ' τον πόνο, έναν πόνο βαθύ και συνάμα αναζωογονητικό, και του φάνηκε πως θα έβαζε τα κλάματα, από χαρά, από σοκ, από όλα αυτά τα πράγματα, από κάτι περισσότερο από όλα αυτά τα πράγματα. Από έκσταση. Γιατί; είπε ξανά η Άννα πλησιάζοντας τον Κράντοκ. Εκείνος τίναξε την αλυσίδα προς το μέρος της και το κυρτό ξυράφι άνοιξε ένα μεγάλο σκίσιμο στο πρόσωπο της, που ξεκινούσε από τη γωνία του δεξιού ματιού, περνούσε από τη μύτη και κατέληγε στο στόμα -μα δεν ήταν παρά ένα άνοιγμα απ' όπου ξεπρόβαλαν νέες αχτίδες λάμψης, και στα σημεία όπου τον χτύπησε το

Κ Ο Υ Ή ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΙΑς

353

φως, ο Κράντοκ άρχισε να βγάζει καπνούς. Η Άννα άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του. Γιατί; Ο Κράντοκ στρίγκλισε καθώς έκλεισε τα χέρια της γύρω του, στρίγκλισε και την έκοψε ξανά, πάνω στο στήθος της, κι άνοιξε άλλη μια χαραγματιά στο αιώνιο, και το πρόσωπό του λούστηκε στο άπλετο φως, ένα φως που του έκαψε τα χαρακτηριστικά, που έσβησε ό,τι κι αν άγγιξε πάνω του. Το ουρλιαχτό του ήταν τόσο δυνατό που ο Τζουντ πίστεψε ότι θα έσπαζαν τα τύμπανά του. Γιατί; είπε η Άννα, πριν βάλει το στόμα της πάνω στο δικό του, και από την πύλη πίσω της ξεπήδησαν τα μαύρα σκυλιά, τα σκυλιά του Τζουντ, γιγάντια σκυλιά από καπνό, από σκοτάδι, με δόντια από μελάνι. Ο Κράντοκ Μακντέρμοτ πάλεψε, προσπάθησε να τη σπρώξει μακριά, όμως εκείνη έπεφτε πίσω μαζί του, έπεφτε προς την πύλη, και τα σκυλιά έτρεχαν γύρω απ' τα πόδια του, και καθώς έτρεχαν, προεκτείνονταν και έχαναν το σχήμα τους, ξετυλίγονταν σαν κουβάρια από μαλλί, γίνονταν μακριά σκοτεινά πέπλα που τυλίγονταν γύρω του, σκαρφαλώνοντας στα πόδια του, σφίγγοντας τη μέση του, δένοντας το νεκρό άντρα πάνω στο νεκρό κορίτσι. Καθώς τον τραβούσαν κάτω, προς τη λάμψη της άλλης πλευράς, ο Τζουντ είδε το πίσω μέρος του κεφαλιού του Κράντοκ ν' ανοίγει, και μια λόγχη λευκού φωτός, τόσο έντονη που γινόταν γαλάζια στις άκρες, πετάχτηκε από μέσα του και χτύπησε στο ταβάνι, όπου έκαψε το σοβά, κάνοντάς τον να κοχλάσει. Έπεσαν μέσα στην ανοιχτή πύλη και χάθηκαν.

Τα χαρτιά που στροβιλίζονταν πάνω από το τραπέζι της κουζίνας κατακάθισαν μ' ένα ανεπαίσθητο θρόισμα, μαζεύτηκαν σ' ένα σωρό, σχεδόν στην ίδια θέση απ' όπου είχαν σηκωθεί. Στη σιωπή που ακολούθησε, ο Τζουντ αντιλήφθηκε ένα απαλό βουητό, έναν βαθύ, μελωδικό παλμό, που περισσότερο τον ένιωθε στα κόκαλά του και λιγότερο τον άκουγε. Δυνάμωνε και χαμήλωνε κι έπειτα δυνάμωνε ξανά, σαν ένα είδος απόκοσμης μουσικής -απόκοσμης, αλλά όχι δυσάρεστης. Ο Τζουντ δεν είχε ακούσει ποτέ κάποιο όργανο να παράγει παρόμοιο ήχο. Έμοιαζε περισσότερο σαν το μονότονο τραγούδι των τροχών στην άσφαλτο. Αυτή τη χαμηλή, ισχυρή μουσική μπορούσε να τη νιώσει και στο δέρμα του. Ήταν παντού στον αέρα. Έμοιαζε σαν να ανήκε στο φως, που ξεχυνόταν στο χώρο μέσα από το ακανόνιστο ορθογώνιο στο πάτωμα. Ο Τζουντ κοίταξε στο φως με μισόκλειστα μάτια και αναρωτήθηκε πού είχε πάει η Μέριμπεθ. Οι νεκροί παίρνουν αυτό που τους ανήκει, σκέφτηκε, αναριγώντας. Όχι. Δεν ήταν νεκρή πριν από λίγο, όταν άνοιξε την πύλη. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι είχε εξαφανιστεί έτσι, χωρίς να αφήσει ούτε ένα ίχνος σ' αυτό τον κόσμο. Ο Τζουντ σύρθηκε. Πέρα από τον ίδιο, τίποτ' άλλο δεν έκανε την παραμικρή κίνηση μέσα στο δωμάτιο. Η ησυχία στο χώρο, έπειτα απ' ό,τι είχε μόλις συμβεί, έμοιαζε πιο παράφωνη και απίστευτη απ' ό,τι εκείνη η τρύπα ανάμεσα στους δύο κόσμους. Πονούσε, τα χέρια του πονούσαν, το πρόσωπο του πονούσε, και το στήθος του τον φαγούριζε, με μια αγκαθερή αίσθηση που ήταν καυτή και συνάμα

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

355

θανάσιμα παγερή, αν και ήταν σχεδόν σίγουρος ότι αν ήταν να πάθει καρδιακή προσβολή εκείνο το απόγευμα, θα την είχε ήδη πάθει. Εκτός από το συνεχές βουητό που τον περιτριγύριζε, δεν ακουγόταν κανείς άλλος ήχος, πέρα από τις κοφτές ανάσες του και τα χέρια του που έξυναν το πάτωμα. Κάποια στιγμή άκουσε τον εαυτό του να λέει το όνομα της Μέριμπεθ. Όσο περισσότερο πλησίαζε στο φως, τόσο πιο δύσκολο του ήταν να το κοιτάξει. Έκλεισε τα μάτια του -και συνειδητοποίησε ότι μπορούσε ακόμη να βλέπει το δωμάτιο μπροστά του, σαν μέσα από μια αραχνοΰφαντη κουρτίνα από αργυρό μετάξι· το φως διαπερνούσε τα κλειστά του βλέφαρα. Τα νεύρα πίσω από τους βολβούς των ματιών του πάλλονταν σε αρμονία μ' αυτό τον αδιάκοπο ήχο. Δεν μπορούσε ν' αντέξει όλο αυτό το φως, γύρισε αλλού το κεφάλι του, συνέχισε να σέρνεται προς τα εμπρός, κι έτσι δε συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει στην άκρη της ανοιχτής πύλης παρά μόνο όταν άπλωσε το χέρι του και δε βρήκε τίποτε για να στηριχτεί. Η Μέριμπεθ -ή μήπως ήταν η Άννα;- έμενε μετέωρη πάνω από την ανοιχτή πύλη, σαν να τη συγκρατούσε κάποια γυάλινη επιφάνεια, όμως ο Τζουντ έπεσε, όπως πέφτει ένας κατάδικος στην καταπακτή της αγχόνης, και δεν υπήρχε καν χρόνος για να φωνάξει προτού πέσει σαν βαρίδι μέσα στο φως.

Η αίσθηση της πτώσης -μια αίσθηση ναυτίας στο στομάχι του και ρίγους στο τριχωτό του κεφαλιού του- δεν έχει καλά καλά περάσει, όταν συνειδητοποιεί ότι το φως δεν είναι ma τόσο έντονο. Σηκώνει το χέρι για να σκιάσει τα μάτια του κι ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του στο κίτρινο, γεμάτο σκόνη ηλιόφως. Μοιάζει απόγευμα, και με κάποιο τρόπο, από τη θέση του ήλιου, καταλαβαίνει ότι βρίσκεται κάπου στο Νότο. Ο Τζουντ είναι ξανά μέσα στη Μάστανγκ, στη θέση του συνοδηγού. Η Άννα κρατάει το τιμόνι, και σιγοτραγουδάει καθώς οδηγεί. Η μηχανή βγάζει ένα χαμηλό, συγκρατημένο μουγκρητό -η Μάστανγκ είναι μια χαρά. Είναι σαν να 'χει μόλις βγει ολοκαίνουρια από την έκθεση, μια μέρα του 1965. Ταξιδεύουν περίπου ένα μίλι, χωρίς να μιλάει κανείς τους, ώσπου τελικά αναγνωρίζει το δρόμο, είναι ο Πολιτειακός Αυτοκινητόδρομος 22. «Πού πηγαίνουμε;» ρωτάει τελικά. Η Άννα κυρτώνει προς τα πίσω την πλάτη της, τεντώνει τη σπονδυλική της στήλη. Έχει και τα δυο της χέρια πάνω στο τιμόνι. «Δεν ξέρω. Νόμιζα ότι απλώς κάναμε μια βόλτα. Εσύ πού θες να πας;» «Όπου να' ναι. Τι λες για την Αποβάθρα του Τσιντσούμπα;» «Τι υπάρχει εκεί;» «Τίποτα. Απλώς είναι ένα μέρος όπου μπορούμε να αράξουμε, ν' ακούσουμε ραδιόφωνο και να απολαύσουμε τη θέα. Πώς σου ακούγεται;» «Παράδεισος. Θα πρέπει να είμαστε στον Παράδεισο».

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

357

Όταν το λέει αυτό, ο αριστερός του κρόταφος αρχίζει να τον πονάει. Εύχεται να μην το είχε πει. Δεν είναι στον Παράδεισο. Δε θέλει ν' ακούει τέτοιες κουβέντες. Για κάμποση ώρα ταξιδεύουν σ' έναν φαγωμένο, ραγισμένο δρόμο δύο λωρίδων. Βλέπει μια έξοδο στα δεξιά και δείχνει προς τα κει, και η Μέριμπεθ στρίβει τη Μάστανγκ χωρίς να πει λέξη. Μπαίνουν σ' ένα χωματόδρομο που περιστοιχίζεται από δέντρα που γέρνουν από πάνω του, σχηματίζοντας μια σήραγγα από πλούσιο πράσινο φως. Σκιές και παιχνιδιάρικες ηλιαχτίδες εναλλάσσονται πάνω στα καθαρά, ντελικάτα χαρακτηριστικά της Μέριμπεθ. Φαίνεται γαλήνια, οδηγεί με άνεση το μεγάλο δυνατό αυτοκίνητο, χαρούμενη που έχει το απόγευμα μπροστά της χωρίς κάτι ιδιαίτερο να κάνει εκτός από το να παρκάρει κάπου με τον Τζουντ και ν' ακούσει μουσική. Πότε έγινε Μέριμπεθ; Σαν να είχε διατυπώσει την ερώτηση φωναχτά, εκείνη στρέφεται και του χαρίζει ένα αμήχανο χαμόγελο. «Εγώ προσπάθησα να σε προειδοποιήσω, έτσι; Δύο κορίτσια στην τιμή του ενός». «Με προειδοποίησες». «Τον ξέρω αυτόν το δρόμο», λέει η Μέριμπεθ, χωρίς ίχνος από την προφορά του Νότου που μπερδευόταν στο λόγο της ης τελευταίες μέρες. «Σου είπα. Βγάζει στην Αποβάθρα του Τσιντσούμπα». Γυρίζει και του ρίχνει ένα έξυπνο, χαρωπό, ελαφρώς συμπονετικό βλέμμα. Έπειτα, σαν να μην είχε μιλήσει καθόλου εκείνος, η Μέριμπεθ συνεχίζει: «Διάβολε. Με όσα είχα ακούσει γι' αυτόν το δρόμο, περίμενα χειρότερα. Δεν είναι κακός. Ίσα ίσα που είναι καλός, μπορώ να πω. Μ' ένα τέτοιο όνομα όπως "ο δρόμος της νύχτας" περιμένεις τουλάχιστον να είναι νύχτα. Ίσως εδώ να είναι νύχτα μόνο για μερικούς ανθρώπους». Ο Τζουντ μορφάζει -άλλη μια σουβλιά πόνου στο κεφάλι του. Θέλει να πιστεύει πως η Μέριμπεθ βρίσκεται σε σύγχυση, ότι κάνει λάθος σχετικά με το πού βρίσκονται. Θα μπορούσε να κάνει λάθος. Όχι μόνο δεν είναι νύχτα, αλλά αυτόν εδώ ούτε καν δρόμο δεν μπορείς να τον πεις. Σκαμπανεβάζουν πάνω σε δυο στενές αυλακιές σκαμμένες στο χώμα, με μια φαρδιά λωρίδα από γρασίδι και αγριολούλουδα α-

'358

JOE HILL

νάμεσά τους, που χτυπιούνται στον προφυλακτήρα και σέρνονται κάτω από το αυτοκίνητο. Περνούν δίπλα από ένα σαραβαλιασμένο φορτηγάκι που είναι παρατημένο κάτω από μια ιτιά. Το καπό του είναι ανοιχτό κι από μέσα του βγαίνουν χορτάρια. Ο Τζουντ δεν του ρίχνει παραπάνω από μια λοξή ματιά. Οι φοινικιές ανοίγονται και λιγοστεύουν λίγο πριν από την επόμενη στροφή, αλλά η Μέριμπεθ κόβει ταχύτητα, έτσι που η Μάστανγκ μόλις που κινείται, και προς το παρόν βρίσκονται πάλι κάτω από τη δροσερή σκιά των δέντρων που σκύβουν πάνω τους. Το χαλίκι τρίζει μ' έναν ευχάριστο ήχο κάτω από τους τροχούς, έναν ήχο που ο Τζουντ πάντα λάτρευε, έναν ήχο που όλοι λατρεύουν. Πέρα απ' το ξέφωτο ανοίγεται η λίμνη Πόντσαρτρεϊν, τα νερά της ρυτιδώνονται στον άνεμο, τα μικρά της κύματα γυαλίζουν σαν αστραφτερό ατσάλι. Ο Τζουντ ξαφνιάζεται από το χρώμα του ουρανού, ένα ενιαίο και εκτυφλωτικό λευκό. Είναι ένας ουρανός τόσο πλημμυρισμένος στο φως που είναι αδύνατον να τον κοιτάξεις στα ίσια, να δεις πού ακριβώς βρίσκεται ο ήλιος. Ο Τζουντ γυρίζει το κεφάλι του αλλού, μισοκλείνοντας τα μάτια του και σηκώνοντας το χέρι του για να τα προστατέψει. Ο πόνος στον αριστερό του κρόταφο δυναμώνει, συντονίζεται με το σφυγμό του. «Να πάρει ο διάολος», λέει. «Αυτός ο ουρανός». «Ωραία δεν είναι;» λέει η Άννα μέσα από το σώμα της Μέριμπεθ. «Μπορείς να δεις πολύ μακριά. Μπορείς να δεις στην αιωνιότητα». «Εγώ δεν μπορώ να δω τίποτα». «Όχι», λέει η Άννα, αλλά πίσω από το τιμόνι είναι ακόμα η Μέριμπεθ, τα χείλη που κινούνται είναι της Μέριμπεθ. «Πρέπει να προστατέψεις τα μάτια σου από το θέαμα. Δεν μπορείς να κοιτάξεις εκεί. Όχι ακόμα. Εμείς δεν μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω στον κόσμο σας, ό,τι κι αν αξίζει. Ίσως πρόσεξες τις μαύρες γραμμές πάνω από τα μάτια μας. Πες πως είναι τα γυαλιά ηλίου των ζωντανών νεκρών». Αυτή η δήλωση την κάνει να βάλει τα γέλια, με το βραχνό, τραχύ γέλιο της Μέριμπεθ. Σταματάει το αυτοκίνητο στην άκρη του ξέφωτου. Τα παράθυρα είναι κατεβασμένα. Ο αέρας που τον χτυπάει θροΐζοντας έχει τη γλυκιά μυρωδιά των ηλιοψημένων χαμόκλαδων και του πλού-

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

359

σιου γρασιδιού. Πίσω απ' αυτήν τη μυρωδιά μπορεί να διακρίνει το ψυχρό, αψύ άρωμα της λίμνης Πόντσαρτρεϊν. Η Μέριμπεθ γέρνει προς το μέρος του, ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του, περνάει το χέρι της γύρω από τη μέση του, κι όταν μιλάει ξανά, μιλάει με τη δική της φωνή. «Μακάρι να ερχόμουν πίσω μαζί σου, Τζουντ». Εκείνος νιώθει ένα ξαφνικό ξέσπασμα ρίγους. «Τι πά' να πει αυτό;» Κοιτάζει στοργικά το πρόσωπό του. «Μα... παραλίγο να τα καταφέρουμε. Σχεδόν τα καταφέραμε, έτσι δεν είναι, Τζουντ;» «Πάψε», λέει ο Τζουντ. «Δε θα πας πουθενά. Θα μείνεις μαζί μου». «Δεν ξέρω», λέει η Μέριμπεθ. «Είμαι κουρασμένη. Ο δρόμος της επιστροφής είναι μακρύς, δε νομίζω πως θα μπορέσω. Αυτό το αυτοκίνητο χρησιμοποιεί εμένα για καύσιμα, κι έχω σχεδόν εξαντληθεί». «Μη μιλάς έτσι». «Θα βάλουμε μουσική;» Ο Τζουντ ανοίγει το ντουλαπάκι του ταμπλό και ψάχνει μια κασέτα. Είναι μια συλλογή από ντέμο, μια προσωπική συλλογή. Τα καινούρια του τραγούδια. Θέλει να τα ακούσει η Μέριμπεθ. Για να ξέρει ότι δεν τα παράτησε. Το πρώτο τραγούδι αρχίζει να παίζει. Είναι το «Πιες Ένα Ποτήρι για τους Νεκρούς». Η κιθάρα δυναμώνει σταδιακά σε μια κάντρι θρησκευτική μελωδία, ένα γλυκό και μοναχικό γκόσπελ, ένα τραγούδι θρηνητικό. Να πάρει, το κεφάλι του πονάει, και οι δύο κρόταφοι του τώρα, ένας επίμονος πόνος που πάλλεται πίσω από τα μάτια του. Αυτός ο αναθεματισμένος ουρανός, με το εξωφρενικά λαμπερό του φως... Η Μέριμπεθ ανακάθεται, μόνο που δεν είναι η Μέριμπεθ ma, είναι η Αννα. Τα μάτια της είναι πλημμυρισμένα από φως, είναι πλημμυρισμένα από ουρανό. «Όλος ο κόσμος είναι φτιαγμένος από μουσική. Είμαστε όλοι χορδές μιας λύρας. Συντονιζόμαστε αρμονικά. Τραγουδάμε μαζί. Αυτό ήταν όμορφο. Με τον άνεμο στο πρόσωπό μου. Όταν τραγουδάς, τραγουδάω μαζί σου, αγάπη μου. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;» «Σταμάτα», της λέει. Η Αννα πιάνει ξανά το τιμόνι και βάζει ταχύτητα. «Τι κάνεις;»

'360

JOE HILL

Η Μέριμπεθ σκύβει μπροστά από το πίσω κάθισμα και απλώνει να πιάσει το χέρι του. Η Άννα και η Μέριμπεθ είναι τώρα χωριστές -δύο διαφορετικά πρόσωπα, ίσως για πρώτη φορά εδώ και μέρες. «Πρέπει να φύγω, Τζουντ». Σκύβει πάνω από το κάθισμα και ακουμπάει το στόμα της στο δικό του. Τα χείλη της είναι παγωμένα και τρέμουν. «Εδώ κατεβαίνεις». «Κατεβαίνουμε», της λέει, κι όταν εκείνη δοκιμάζει να τραβήξει το χέρι της, δεν της το αφήνει, της το σφίγγει πιο δυνατά, μέχρι που μπορεί να νιώσει τα κόκαλα κάτω από το δέρμα της. Τη φιλάει ξανά, λέει μέσα στο στόμα της: «Εδώ κατεβαίνουμε. Μαζί». Χαλίκια κάτω από τις ρόδες ξανά. Η Μάστανγκ ξεκινάει κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Τα μπροστινά καθίσματα είναι πλημμυρισμένα από μια έκρηξη φωτός, μια εκτυφλωτική λάμψη που σβήνει όλο τον κόσμο εκτός απ' το αμάξι, που δεν αφήνει τίποτα πέρα από το εσωτερικό του, κι ακόμα κι αυτό ο Τζουντ δύσκολα το διακρίνει, με τα μάτια μισόκλειστα. Ο πόνος που τον καίει πίσω από τα μάτια είναι συγκλονιστικός, υπέροχος. Εξακολουθεί να κρατάει το χέρι της Μέριμπεθ. Δεν μπορεί να πάει πουθενά αν εκείνος δεν την αφήσει, και το φως -ω Θεέ μου, τόσο φως. Κάτι δεν πάει καλά με το στερεοφωνικό του αυτοκινήτου, το τραγούδι του χάνεται και ξανάρχεται, πνίγεται κάτω από μια βαθιά, μπάσα, παλλόμενη αρμονική συχνότητα, από την ίδια απόκοσμη μουσική που άκουσε όταν έπεσε στην πύλη ανάμεσα στους δύο κόσμους. Θέλει να πει κάτι στη Μέριμπεθ, θέλει να της πει ότι λυπάται που δεν μπόρεσε να κρατήσει τις υποσχέσεις του, αυτές που έδωσε στην ίδια κι αυτές που έδωσε στον εαυτό του, θέλει να της πει ότι την αγαπάει, την αγαπάει τόσο πολύ, αλλά δεν μπορεί να βρει τη φωνή του και δεν μπορεί να σκεφτεί με το φως στα μάτια του κι αυτό το βουητό στο κεφάλι του. Το χέρι της. Κρατάει ακόμα το χέρι της. Σφίγγει το χέρι της ξανά και ξανά, προσπαθώντας να της πει ό,τι έχει ανάγκη να της πει μ' αυτό το άγγιγμα, κι εκείνη ανταποδίδει σφίγγοντας το δικό του. Και έξω στο φως, βλέπει την Άννα, τη βλέπει να τρεμοφέγγει, να λάμπει σαν πυγολαμπίδα, τη βλέπει να στρέφει το πρόσωπό της, να του χαμογελάει και να του απλώνει το χέρι της, να το βάζει πάνω στο δικό του και της Μέριμπεθ, και τότε λέει: «Παιδιά, νομίζω ότι αυτός εδώ προσπαθεί να σηκωθεί».

!

1

Ο Τζουντ βλεφάρισε μπροστά στο οδυνηρό λευκό φως ενός οφθαλμοσκόπιου που στόχευε το αριστερό του μάτι. Προσπαθούσε να σηκωθεί, αλλά κάποιος είχε βάλει το χέρι του στο στήθος του και τον κρατούσε ακινητοποιημένο στο πάτωμα. Αγκομαχούσε για λίγο αέρα, σαν πέστροφα που μόλις την έχουν βγάλει από τη λίμνη Πόντσαρτρεϊν και την έχουν πετάξει στην όχθη. Είχε πει στην Άννα ότι κάποτε θα πήγαιναν εκεί για ψάρεμα οι δυο τους. Ή μήπως το είχε πει στη Μέριμπεθ; Δεν ήξερε πια. Το οφθαλμοσκόπιο απομακρύνθηκε από το μάτι του, και ο Τζουντ κοίταξε με κενό βλέμμα το καψαλισμένο ταβάνι της κουζίνας. Οι τρελοί μερικές φορές άνοιγαν τρύπες στο ίδιο τους το κεφάλι, για να βγουν έξω οι δαίμονες, για να ανακουφίσουν την πίεση από τις σκέψεις που δεν μπορούσαν πια ν' αντέξουν. Ο Τζουντ τους καταλάβαινε. Κάθε χτύπος της καρδιάς του ήταν ένα καινούριο και συντριπτικό πλήγμα, που το ένιωθε στα νεύρα πίσω από τα μάτια του και στους κροτάφους του, σαν ανελέητη ένδειξη ζωής. Ένα γουρούνι με πλακουτσωτή ροδαλή μούρη έσκυψε από πάνω του και είπε μ' ένα αηδιαστικό χαμόγελο: «Έλα, Χριστέ και Παναγιά. Ξέρετε ποιος είναι τούτος δω; Είναι ο Τζούντας Κόιν». Κάποιος άλλος είπε: «Μπορεί κάποιος να διώξει τα κωλογούρουνα απ' το δωμάτιο;» Το γουρούνι έφαγε μια κλοτσιά κι έφυγε στριγκλίζοντας, θιγμένο. Ένας νεαρός με περιποιημένο, ανοιχτοκάστανο γενάκι και

'362

JOE HILL

ευγενικά, άγρυπνα μάτια έσκυψε και μπήκε στο οπτικό πεδίο του Τζουντ. «Κύριε Κόιν; Μείνετε ακίνητος. Έχετε χάσει πολύ αίμα. Θα σας βάλουμε σε φορείο». «Άννα», είπε ο Τζουντ, με φωνή ακανόνιστη και σφυριχτή. Μια φευγαλέα έκφραση πόνου και κάτι που έμοιαζε με συγνώμη πετάρισε στα ανοιχτογάλανα μάτια του νεαρού. «Έτσι την έλεγαν;» Όχι. Όχι, ο Τζουντ είχε πει λάθος όνομα. Δεν την έλεγαν έτσι, αλλά δεν είχε τη δύναμη να πάρει ανάσα και να διορθώσει τον εαυτό του. Έπειτα συνειδητοποίησε ότι ο νεαρός που έσκυβε από πάνω του είχε αναφερθεί σ' αυτήν σε παρελθοντικό χρόνο. Η Αρλίν Γουέιντ μίλησε για λογαριασμό του. «Μου είπε ότι την έλεγαν Μέριμπεθ». Η Αρλίν έσκυψε από την άλλη πλευρά, κοιτάζοντάς τον ερευνητικά, με μάτια μεγεθυσμένα κωμικά από τα γυαλιά της. Μιλούσε κι αυτή για τη Μέριμπεθ σε παρελθοντικό χρόνο. Ο Τζουντ προσπάθησε ξανά να ανασηκωθεί, αλλά ο τραυματιοφορέας με το γενάκι τον κράτησε κάτω. «Μη σηκώνεσαι, καλέ μου», του είπε η Αρλίν. Ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε δίπλα του. Κοίταξε κάτω, προς τα πόδια του, και είδε μια ομάδα ανθρώπων να κυλούν ένα φορείο περνώντας από μπροστά του και να το βγάζουν στο διάδρομο. Μια φιάλη αίμα ταλαντευόταν μπρος πίσω κρεμασμένη από ένα μεταλλικό στύλο που ήταν προσαρμοσμένος πάνω του. Από τη γωνία που βρισκόταν ξαπλωμένος δεν μπορούσε να δει το σώμα πάνω στο φορείο, παρά μόνο ένα χέρι που κρεμόταν στο πλάι. Η μόλυνση που είχε ζαρώσει και ασπρίσει την παλάμη της Μέριμπεθ είχε εξαφανιστεί, δεν είχε αφήσει ούτε ίχνος. Το μικρό, λεπτό της χέρι κρεμόταν χαλαρό, ακολουθώντας την κίνηση του φορείου, και ο Τζουντ θυμήθηκε το κορίτσι σ' εκείνη την αποκρουστική ταινία σναφ, τον τρόπο που είχε σωριαστεί, σαν να μην είχε κόκαλα, όταν η ζωή ξεγλίστρησε από μέσα της. Ένας από τους τραυματιοφορείς που έσπρωχναν το φορείο κοίταξε προς τα κάτω και είδε τον Τζουντ να το κοιτάζει. Έπιασε το χέρι της Μέριμπεθ και το ανέβασε στο πλευρό της. Οι υπό-

ΚΟΥΤΊ ςΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

363

λοιποί συνέχισαν να σπρώχνουν το φορείο μέχρι που χάθηκε απ' τα μάτια του, και όλοι μιλούσαν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, γεμάτοι ανησυχία. «Μέριμπεθ;» κατάφερε να πει ο Τζουντ μ' ένα σιγανό ψίθυρο, αναπνέοντας επώδυνα. «Πρέπει να φύγει τώρα», είπε η Αρλίν. «Έρχεται άλλο ασθενοφόρο για σένα, Τζουντ». «Να φύγει;» ρώτησε ο Τζουντ. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Η Αρλίν του χάιδεψε το χέρι. «Δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο γι' αυτήν, αυτό είναι όλο. Είναι ώρα να την πάρουν».

ΖΩΗ

I

i

Γ ι α είκοσι τέσσερις ώρες ο Τζουντ ξυπνούσε και ξανακοιμόταν. Μια φορά που ξύπνησε είδε τη δικηγόρο του, τη Ναν Σριβ, να στέκεται στην πόρτα του δωματίου του και να μιλάει με τον Τζάκσον Μπράουν. Ο Τζουντ τον είχε συναντήσει μια φορά, πριν από χρόνια, σε μια απονομή των βραβείων Γκράμι. Είχε ξεγλιστρήσει από την αίθουσα για να πάει στις τουαλέτες και, καθώς κατουρούσε, έτυχε να κοιτάξει δίπλα του και στο διπλανό ουρητήριο είδε τον Τζάκσον Μπράουν. Αντάλλαξαν απλώς ένα νεύμα μεταξύ τους, ποτέ δε μίλησαν, κι έτσι ο Τζουντ δεν μπορούσε να καταλάβει τι γύρευε τώρα στη Λουιζιάνα. Ίσως έδινε καμιά συναυλία στη Νέα Ορλεάνη, έμαθε ότι ο Τζουντ παραλίγο να πεθάνει και ήρθε να εκφράσει τη συμπαράστασή του. Ίσως τώρα ο Τζουντ να δεχόταν επισκέψεις από μια παρέλαση διασημοτήτων της ροκ που θα έρχονταν για να του ευχηθούν δύναμη και κουράγιο. Ο Τζάκσον Μπράουν ήταν ντυμένος συντηρητικά -σκούρο μπλε σακάκι και γραβάτα- και είχε μια χρυσή ασπίδα περασμένη στη ζώνη του, δίπλα στη θήκη του περιστρόφου του. Ο Τζουντ άφησε τα βλέφαρά του να κλείσουν. Είχε μια πνιχτή, μουδιασμένη αίσθηση του χρόνου. Όταν ξύπνησε ξανά, δίπλα του καθόταν ένας άλλος ροκ σταρ: ο Ντίζι, με τα μάτια του γεμάτα μαύρες μουντζαλιές και το πρόσωπο του φρικτά αδυνατισμένο από το AIDS. Άπλωσε το χέρι του, και ο Τζουντ του έδωσε το δικό του. Έπρεπε να 'ρθω, φίλε. Εσύ πάντα μου στεκόσουν, είπε ο Ντίζι.

368

JOE HILL

«Χαίρομαι που σε βλέπω», του είπε ο Τζουντ. «Μου έλειψες». «Ορίστε;» είπε η νοσοκόμα, που στεκόταν από την άλλη πλευρά του κρεβατιού. Ο Τζουντ γύρισε και την κοίταξε, δεν ήξερε ότι ήταν εκεί. Όταν έστρεψε ξανά το κεφάλι του προς τον Ντίζι, είδε το χέρι του να κρέμεται αδειανό. «Σε ποιον μιλάτε;» ρώτησε η νοσοκόμα. «Σ' έναν παλιό φίλο. Είχα να τον δω από τότε που πέθανε». Εκείνη ρούφηξε τη μύτη της. «Πρέπει να μειώσουμε τη δόση μορφίνης». > Αργότερα μπήκε ο Άνγκους στο δωμάτιο, έκανε μερικές βόλτες τριγύρω κι ύστερα χώθηκε κάτω απ' το κρεβάτι. Ο Τζουντ τον φώναξε, αλλά ο Άνγκους δε βγήκε ποτέ, έμεινε εκεί αποκάτω και χτυπούσε την ουρά του στο πάτωμα, μ' ένα σταθερό ρυθμό που συνέπιπτε με τους παλμούς της καρδιάς του Τζουντ. Ο Τζουντ δεν ήταν σίγουρος ποιον άλλο νεκρό ή διάσημο θα έβλεπε στη συνέχεια, και ξαφνιάστηκε όταν άνοιξε τα μάτια του και διαπίστωσε πως ήταν μόνος του στο δωμάτιο. Βρισκόταν στον τέταρτο ή στον πέμπτο όροφο ενός νοσοκομείου έξω από το Σλίντελ. Από το παράθυρο έβλεπε τη λίμνη Πόντσαρτρεϊν, γαλάζια και παγερή κάτω από το φως του προχωρημένου απογεύματος, με μια σειρά γερανούς να φαίνονται στην αντίπερα όχθη κι ένα σκουριασμένο πετρελαιοφόρο να προχωράει αγκομαχώντας προς τα ανατολικά. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να νιώσει την αψιά μυρωδιά του νερού της στα ρουθούνια του. Ο Τζουντ έκλαψε. Όταν κατάφερε να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχο του, κάλεσε τη νοσοκόμα. Αντί γι' αυτήν ήρθε ένας γιατρός, ένας αδύνατος μαύρος με θλιμμένα κόκκινα μάτια και ξυρισμένο κεφάλι. Με απαλή, βραχνή φωνή, άρχισε να ρωτάει τον Τζουντ για την κατάστασή του. «Έχει ειδοποιήσει κανείς την Μπάμι;» τον διέκοψε ο Τζουντ. «Ποια είναι αυτή;» «Η γιαγιά της Μέριμπεθ. Αν δεν της έχει τηλεφωνήσει κανείς, θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα της το πει. Η Μπάμι πρέπει να μάθει τι συνέβη». «Αν μπορείτε να μας πείτε το επώνυμο της και να μας δώσε-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

369

τε το τηλέφωνο ή τη διεύθυνσή της, θα πω σε μια από τις νοσηλεύτριες να της τηλεφωνήσει». «Πρέπει να το κάνω εγώ». «Έχετε περάσει πολλά. Νομίζω πως, στη συναισθηματική κατάσταση που βρίσκεστε, ένα τηλεφώνημά σας μπορεί να την αναστατώσει». Ο Τζουντ τον κοίταξε αυστηρά. «Η εγγονή της πέθανε. Ο άνθρωπος που αγαπάει περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο. Νομίζετε ότι θα ταραχτεί λιγότερο αν μάθει τα νέα από κάποιον ξένο;» «Ακριβώς γι' αυτό θα προτιμούσαμε να της τηλεφωνήσουμε εμείς», είπε ο γιατρός. «Αυτό είναι που δε θέλουμε ν' ακούσει η οικογένειά της. Σ' ένα πρώτο τηλεφώνημα προς τους συγγενείς, προτιμούμε να εστιάζουμε στη θετική πλευρά της κατάστασης». Ο Τζουντ σκέφτηκε πως ήταν ακόμα πολύ άρρωστος. Αυτή η συνομιλία είχε μια εξωπραγματική διάσταση, την οποία συνέδεσε με τον πυρετό του. Κούνησε το κεφάλι του αριστερά δεξιά κι άρχισε να γελάει. Έπειτα πρόσεξε ότι έκλαιγε ξανά. Σκούπισε το πρόσωπό του με τρεμάμενα χέρια. «Και δηλαδή σε ποια θετική πλευρά να εστιάσετε;...» ρώτησε. «Τα νέα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα», είπε ο γιατρός. «Τουλάχιστον τώρα η κατάστασή της είναι σταθερή. Και η καρδιά της σταμάτησε μόνο για λίγα λεπτά. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μείνει νεκροί για πολύ περισσότερο. Υπήρξαν μόνο κάποιες ελαφρές...» Αλλά ο Τζουντ από κει κι ύστερα δεν άκουσε τίποτα.

Τ η ν επόμενη στιγμή ήταν έξω στους διαδρόμους του νοσοκομείου, ένας άντρας ένα κι ογδόντα πέντε, εκατόν είκοσι κιλά, πενήντα τεσσάρων ετών, με τη μακριά μαύρη γενειάδα του να χύνεται αχτένιστη στο στήθος του και τη νυχτικιά του νοσοκομείου ανοιχτή πίσω, ν' αφήνει ακάλυπτους τους λιπόσαρκους, άτριχους γλουτούς του. Δίπλα του έτρεχε ο γιατρός, και μαζεύτηκαν γύρω του νοσοκόμες που προσπαθούσαν να τον κάνουν να γυρίσει στο δωμάτιό του, αλλά εκείνος συνέχιζε, με τον ορό να στάζει ακόμα στο μπράτσο του και τη φιάλη να ταλαντεύεται δίπλα του, κρεμασμένη απ' το σταντ που έσερνε μαζί του. Είχε πλήρη διαύγεια, ήταν ξυπνητός όσο δεν πήγαινε, τα χέρια του δεν τον ενοχλούσαν, η αναπνοή του ήταν μια χαρά. Φώναζε τ' όνομά της καθώς προχωρούσε. Η φωνή του ήταν σε εκπληκτικά καλή κατάσταση. «Κύριε Κόιν», είπε ο γιατρός. «Κύριε Κόιν, δεν είναι τόσο καλά -ούτε κι εσείς είστε αρκετά καλά...» Η Μπον προσπέρασε τον Τζουντ, έτρεξε μπροστά του στο διάδρομο κι έστριψε δεξιά στην επόμενη γωνία. Τάχυνε το βήμα του. Έφτασε στη γωνία και κοίταξε έναν ακόμη διάδρομο, ακριβώς τη στιγμή που η Μπον γλιστρούσε ανάμεσα από μια διπλή πόρτα, πέντ' έξι μέτρα πιο κει. Η πόρτα έκλεισε πίσω της μ' έναν απότομο κοφτό θόρυβο. Η φωτεινή πινακίδα αποπάνω της έγραφε ΜΟΝΑΔΑ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ. Ένας κοντόχοντρος τύπος της ασφάλειας του νοσοκομείου επιχείρησε να του κόψει το δρόμο, αλλά ο Τζουντ τον παρέκαμψε

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

371

και ο ιδιωτικός αστυνομικός αναγκάστηκε να τρέχει πίσω του ασθμαίνοντας για να τον προλάβει. Έσπρωξε τη διπλή πόρτα και μπήκε στη Μονάδα. Η Μπον εκείνη τη στιγμή χωνόταν σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο στ' αριστερά. Ο Τζουντ την ακολούθησε. Η Μπον δε φαινόταν πουθενά, αλλά η Μέριμπεθ ήταν ξαπλωμένη στο ένα και μοναδικό κρεβάτι που υπήρχε εκεί μέσα, με μαύρα ράμματα στο λαιμό της, μια μάσκα οξυγόνου στα ρουθούνια της και διάφορα μηχανήματα ν' ανταγωνίζονται στο σκοτάδι γύρω της ποιο θα κάνει τα περισσότερα μπλιπ. Τα πρησμένα μάτια της άνοιξαν σε δυο σχισμές όταν ο Τζουντ μπήκε στο δωμάτιο λέγοντας τ' όνομά της. Το πρόσωπο της ήταν χτυπημένο, το δέρμα της λιπαρό και χλομό, φαινόταν αποστεωμένη, και βλέποντάς την ένιωσε ένα γλυκό σφίξιμο στην καρδιά του. Στάθηκε δίπλα της, στην άκρη του στρώματος, και την αγκάλιασε. Το δέρμα της ήταν σαν χαρτί, τα κόκαλα της κούφια κλαδιά. Έχωσε το πρόσωπο του στον πληγωμένο της λαιμό, μέσα στα μαλλιά της, και ανέπνευσε βαθιά. Είχε ανάγκη να νιώσει τη μυρωδιά της, απόδειξη ότι βρισκόταν εκεί, αληθινή, απόδειξη ότι ήταν ζωντανή. Το ένα της χέρι σηκώθηκε αδύναμα στο πλευρό του κι ανέβηκε στην πλάτη του. Τα χείλη της, όταν τη φίλησε, ήταν κρύα, και έτρεμαν. «Νόμιζα πως σ' έχασα», είπε ο Τζουντ. «Ήμασταν με την Άννα στη Μάστανγκ ξανά, και νόμιζα πως σ' έχασα». «Σκατά», ψιθύρισε η Μέριμπεθ· η φωνή της μόλις που ακουγόταν. «Άνοιξα και κατέβηκα. Βαρέθηκα να είμαι συνέχεια μέσα σ' ένα αυτοκίνητο. Τζουντ, τι λες, όταν γυρίσουμε σπίτι, δεν πάμε με αεροπλάνο καλύτερα;»

Ο Τζουντ δεν κοιμόταν, αλλά σκεφτόταν ότι ίσως θα έπρεπε να κοιμόταν, όταν άνοιξε η πόρτα. Γύρισε στο πλάι, ενώ αναρωτιόταν ποιος νεκρός ή ποιος θρύλος της ροκ ή ποιο ζώο-φάντασμα μπορεί να είχε έρθει αυτή τη φορά να τον επισκεφθεί, αλλά δεν ήταν παρά η Ναν Σριβ, μ' ένα καφέ ταγέρ και νάιλον καλσόν στο χρώμα του δέρματος. Κρατούσε στο χέρι τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της και βάδιζε ακροπατώντας βιαστικά. Έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της. «Μπήκα κρυφά», είπε, ζαρώνοντας τη μύτη της και κλείνοντάς του το μάτι. «Κανονικά δε θα 'πρεπε να είμαι εδώ». Η Ναν ήταν μια μικροκαμωμένη, νευρώδης γυναίκα, που το κεφάλι της μετά βίας έφτανε ως το στήθος του Τζουντ. Ήταν κοινωνικά αδέξια, δεν ήξερε καν πώς να χαμογελάσει. Το χαμόγελό της ήταν μια άκαμπτη, ψεύτικη γκριμάτσα, δε μετέδιδε ούτε ένα από τα πράγματα που υποτίθεται ότι πρέπει να μεταδίδει ένα χαμόγελο: αυτοπεποίθηση, αισιοδοξία, ζεστασιά, ευχαρίστηση. Ήταν σαράντα έξι ετών, παντρεμένη, με δύο παιδιά, και δικηγόρος του εδώ και μια δεκαετία σχεδόν. Όμως ο Τζουντ ήταν φίλος της από πολύ παλιότερα, τη γνώριζε από τότε που εκείνη ήταν μόλις είκοσι χρονών. Ούτε και τότε βέβαια ήξερε να χαμογελάει, και μάλιστα εκείνη την εποχή δεν το επιχειρούσε καν. Εκείνη την εποχή ήταν ένα ερείπιο από τα ναρκωτικά και κακότροπη, και δεν τη φώναζε Ναν. «Γεια σου, Τενεσί», της είπε ο Τζουντ. «Γιατί δε θα 'πρεπε να είσαι εδώ;»

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

373

Εκείνη είχε αρχίσει να προχωράει προς το κρεβάτι του, αλλά ακούγοντάς το αυτό κοντοστάθηκε. Ο Τζουντ δεν είχε σκοπό να την πει Τενεσί, απλώς του ξέφυγε. Ήταν κουρασμένος. Τα ματόκλαδά της πετάρισαν, και για μια στιγμή το χαμόγελό της φάνηκε ακόμα πιο άχαρο απ' ό,τι συνήθως. Έπειτα ξεκίνησε πάλι, έφτασε στο κρεβάτι του και κάθισε σε μια πλαστική καρέκλα δίπλα του. «Κανόνισα να συναντήσω τον Κουίν στην καφετέρια», είπε, ξαναβάζοντας τα παπούτσια της. «Είναι ο ντετέκτιβ που έχει αναλάβει να ξεκαθαρίσει τι συνέβη. Μόνο που καθυστέρησε. Πέρασα από ένα τρομερό δυστύχημα στον αυτοκινητόδρομο, και νομίζω ότι είδα το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου, οπότε μάλλον θα πρέπει να σταμάτησε για να βοηθήσει τους αστυνομικούς». «Για π κατηγορούμαι;» «Γιατί να κατηγορηθείς για οτιδήποτε; Ο πατέρας σου... Τζουντ, ο πατέρας σου σου επιτέθηκε. Επιτέθηκε και στους δυο σας. Είστε τυχεροί που δε σας σκότωσε. Ο Κουίν θέλει μια κατάθεση. Πες του τι συνέβη στο σπίτι του πατέρα σου. Πες του την αλήθεια». Τον κοίταξε στα μάτια, κι έπειτα άρχισε να του μιλάει πολύ προσεκτικά, σαν μια μητέρα που δίνει ξανά και ξανά απλές αλλά πολύ σημαντικές οδηγίες στο παιδί της. «Ο πατέρας σου βρισκόταν σε διάσταση με την πραγματικότητα. Συμβαίνει. Του έχουν δώσει και όνομα: γεροντική μανία. Επιτέθηκε σ' εσένα και τη Μέριμπεθ Κίμπολ, κι εκείνη τον σκότωσε, σώζοντας τη ζωή και των δυο σας. Αυτό θέλει μόνο να ακούσει ο Κουίν. Όπως ακριβώς συνέβη». Κι αυτές τις λίγες τελευταίες στιγμές, η συνομιλία τους είχε χάσει κάθε φιλική ή κοινωνική χροιά. Το γύψινο χαμόγελό της είχε εξαφανιστεί, και ήταν ξανά η Τενεσί -η νευρώδης, αλύγιστη Τενεσί με το ψυχρό βλέμμα. Ο Τζουντ έγνεψε καταφατικά. Εκείνη είπε: «Και ο Κουίν ίσως έχει μερικές ερωτήσεις σχετικά με το ατύχημα στο οποίο έχασες το δάχτυλο σου. Και σκοτώθηκε το σκυλί. Το σκυλί στο αμάξι σου, θυμάσαι;» «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Τζουντ. «Δε θέλει να μου μιλήσει γι' αυτό που συνέβη στη Φλόριντα;»

374

JOE HILL

Τα ματόκλαδά της πετάρισαν αστραπιαία, και για μια στιγμή τον κοίταξε με ολοφάνερη σύγχυση. Έπειτα, το ψυχρό της βλέμμα επανέκαμψε, ακόμα ψυχρότερο. «Συνέβη κάτι στη Φλόριντα; Κάτι το οποίο πρέπει να ξέρω, Τζουντ;» Άρα στη Φλόριντα δεν είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Περίεργο. Είχε επιτεθεί σε μια γυναίκα και το παιδί της, τον είχαν πυροβολήσει, είχε εμπλακεί σε σύγκρουση -όμως αν τον καταζητούσαν στη Φλόριντα η Ναν θα το ήξερε ήδη. Θα ετοίμαζε ήδη την απολογία του. Η Ναν συνέχισε: «Ήρθες στο Νότο για να δεις τον πατέρα σου προτού πεθάνει. Λίγο πριν φτάσεις στο κτήμα του, είχες ένα ατύχημα. Είχες βγάλει το σκυλί βόλτα και κάποιος σας χτύπησε και τους δύο στην άκρη του δρόμου. Η αλληλουχία των γεγονότων είναι λίγο παράξενη, πάντως αυτό συνέβη. Τίποτε άλλο δε βγάζει νόημα». Η πόρτα άνοιξε και ο Τζάκσον Μπράουν στάθηκε στο άνοιγμα και κοίταξε στο δωμάτιο. Μόνο που είχε ένα κόκκινο σημάδι της γέννας στο λαιμό του, που ο Τζουντ δεν το είχε προσέξει ποτέ, μια κατακόκκινη κηλίδα που το σχήμα της έμοιαζε με παλάμη με τρία δάχτυλα, κι όταν μίλησε, η φωνή του ήταν ένα αστείο κορνάρισμα, η προφορά του τραγουδιστή, προφορά των Κέιτζουν. «Κύριε Κόιν, ζείτε ακόμη;» Το βλέμμα του πετάχτηκε από τον Τζουντ στη Ναν Σριβ, δίπλα του. «Η δισκογραφική σας θα απογοητευτεί. Σίγουρα ετοιμάζουν ήδη μια αναμνηστική συλλογή». Γέλασε, μέχρι που τον έπιασε βήχας κι άρχισε ν' ανοιγοκλείνει τα υγρά του μάτια. «Κυρία Σριβ. Δε σας είδα στην καφετέρια». Το είπε με αρκετά εύθυμη διάθεση, αλλά ο τρόπος που την κοίταξε, με τα φρύδια σηκωμένα, το έκανε να ακουστεί σχεδόν σαν κατηγορητήριο. «Το ίδιο και η αδελφή στην υποδοχή. Είπε ότι δε σας είδε». «Τη χαιρέτησα από μακριά», είπε η Ναν. «Περάστε», είπε ο Τζουντ. «Η Ναν λέει ότι θέλετε να μου μιλήσετε». «Θα έπρεπε να σας συλλάβω», είπε ο ντετέκτιβ Κουίν.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

375

Ο σφυγμός του Τζουντ επιταχύνθηκε, αλλά η φωνή του, όταν μίλησε, ήταν στρωτή και ήρεμη. «Για ποιο λόγο;» «Για τους τρεις τελευταίους δίσκους σας», είπε ο Κουίν. «Έχω δύο κόρες, και τους παίζουν ασταμάτητα, στη διαπασών, μέχρι που οι τοίχοι αρχίζουν να τρέμουν και τα πιάτα να κοπανιούνται, και αισθάνομαι ότι είμαι στα πρόθυρα της ενδοοικογενειακής κακοποίησης, καταλαβαίνετε; Κι αυτό μου συμβαίνει με τις λατρεμένες, γελαστές μου κορούλες, τις οποίες υπό κανονικές συνθήκες δε θα έβλαπτα σε καμία περίπτωση». Αναστέναξε, χρησιμοποίησε τη γραβάτα του για να σκουπίσει το μέτωπο του και προχώρησε μέχρι τα πόδια του κρεβατιού. Πρόσφερε στον Τζουντ την τελευταία του τσίχλα. Όταν ο Τζουντ αρνήθηκε, ο Κουίν την έχωσε στο στόμα του κι άρχισε να μασάει. «Πρέπει να τις αγαπάς, όσο κι αν σε τρελαίνουν μερικές φορές». «Σωστό», είπε ο Τζουντ. «Μια δυο ερωτήσεις μόνο», είπε ο Κουίν, βγάζοντας ένα σημειωματάριο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του. «Ας το πιάσουμε από τη στιγμή που δεν είχατε φτάσει στο σπίτι του πατέρα σας. Πέσατε θύμα τροχαίου και εγκατάλειψης, έτσι δεν είναι; Απαίσια μέρα για σας και τη φίλη σας, ε; Κι έπειτα σας επιτέθηκε ο πατέρας σας. Βέβαια, έτσι όπως δείχνετε, και στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν, ίσως σας πέρασε για... δεν ξέρω, κάποιον κακοποιό που ήρθε να λεηλατήσει το κτήμα του. Κάποιον δολοφόνο. Ωστόσο, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν πήγατε σ' ένα νοσοκομείο μετά το ατύχημα όπου χάσατε το δάχτυλο σας». «Να», είπε ο Τζουντ, «δεν είμαστε μακριά από το σπίτι του πατέρα μου, και ήξερα ότι ήταν εκεί η θεία μου. Είναι διπλωματούχος νοσηλεύτρια». «Ώστε έτσι... Πείτε μου για το αυτοκίνητο που σας χτύπησε». «Ήταν ένα φορτηγάκι», είπε ο Τζουντ. «Με ανοιχτή καρότσα». Έριξε μια ματιά στη Ναν, που έγνεψε, πολύ αμυδρά, με μάτια άγρυπνα και γεμάτα σιγουριά. Ο Τζουντ πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε ν' αραδιάζει ψέματα.

Π ρ ο τ ο ύ φύγει η Ναν από το δωμάτιο, στάθηκε στην πόρτα και γύρισε να κοιτάξει τον Τζουντ. Στο πρόσωπο της είχε ξανά εκείνο το χαμόγελο, το τσιτωμένο, βεβιασμένο χαμόγελο που γέμιζε θλίψη τον Τζουντ. «Είναι στ' αλήθεια πανέμορφη, Τζουντ», είπε η Ναν. «Και σ' αγαπάει. Το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που μιλάει για σένα. Της μίλησα. Μόνο για μια στιγμή, αλλά... αλλά είναι κάτι που το καταλαβαίνεις. Τζόρτζια... Αυτό δεν είναι το όνομά της;» Τα μάτια της Ναν ήταν ντροπαλά, πονεμένα, και στοργικά, όλα την ίδια στιγμή. Έκανε την ερώτηση σαν να μην ήταν σίγουρη ότι ήθελε πραγματικά ν' ακούσει την απάντηση. «Μέριμπεθ», είπε ο Τζουντ αποφασιστικά. «Τ' όνομά της είναι Μέριμπεθ».

Επέστρεψαν στη Νέα Υόρκη δυο βδομάδες αργότερα, για το μνημόσυνο του Ντάνι. Η Μέριμπεθ φορούσε ένα μαύρο μαντίλι γύρω απ' το λαιμό της, που ταίριαζε με τα μαύρα δαντελένια γάντια της. Το απόγευμα ήταν ψυχρό και φυσούσε, παρ' όλα αυτά είχε μαζευτεί πολύς κόσμος στην τελετή. Ήταν λες και όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους ο Ντάνι είχε ποτέ κουβεντιάσει, κουτσομπολέψει ή φλυαρήσει απ' το τηλέφωνο βρίσκονταν εκεί, και ήταν πολλοί, και κανείς τους δεν έφυγε εσπευσμένα, ακόμα κι όταν άρχισε να πέφτει βροχή.

Τ η ν άνοιξη Ο Τζουντ ηχογράφησε ένα άλμπουμ, λιτό, ακουστικό στο μεγαλύτερο μέρος του. Τραγούδησε για τους νεκρούς. Τραγούδησε για τους δρόμους της νύχτας. Τα μέρη της κιθάρας τα έπαιζαν άλλοι μουσικοί. Μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τη ρυθμική, αλλά τίποτε παραπάνω, είχε αναγκαστεί να ξαναρχίσει να πιάνει τα ακόρντα με το αριστερό, όπως όταν ήταν μικρός, και δεν ήταν και τόσο καλός σ' αυτό. Το καινούριο CD έκανε καλές πωλήσεις. Ο Τζουντ δεν έκανε περιοδεία. Αντί γι' αυτό, έκανε ένα τριπλό μπαΐπάς. Η Μέριμπεθ δίδασκε χορό σ' ένα γυμναστήριο στο Χάι Πλέινς. Στις τάξεις της δεν έπεφτε καρφίτσα.

Η Μέριμπεθ βρήκε ένα ξεχαρβαλωμένο Ντοτζ Τσάρτζερ σε μια μάντρα της περιοχής και το αγόρασε για τριακόσια δολάρια. Ο Τζουντ πέρασε το επόμενο καλοκαίρι ιδροκοπώντας στην αυλή, γυμνός από τη μέση και πάνω, φτιάχνοντάς το. Γυρνούσε αργά το βράδυ, μαυρισμένος από τον ήλιο σ' όλο του το κορμί, εκτός από μια γυαλιστερή ασημένια ουλή στο κέντρο του στήθους του. Η Μέριμπεθ τον περίμενε πάντα πίσω από την πόρτα, μ' ένα ποτήρι σπιτική λεμονάδα. Μερικές φορές αντάλλασσαν ένα φιλί που είχε τη γεύση παγωμένου χυμού και ορυκτέλαιου. Αυτά τα φιλιά ήταν τα αγαπημένα του.

Ενα απόγευμα, κοντά στα τέλη Αυγουστου, ο Τζουντ μπήκε στο σπίτι, ιδρωμένος και ηλιοκαμένος» και βρήκε στον τηλεφωνητή του ένα μήνυμα από τη Ναν. Έλεγε ότι είχε κάποιες πληροφορίες γι' αυτόν κι ότι μπορούσε να της τηλεφωνήσει οποιαδήποτε στιγμή. Η οποιαδήποτε στιγμή ήταν η συγκεκριμένη, και της τηλεφώνησε στο γραφείο της. Κάθισε στην άκρη του παλιού γραφείου του Ντάνι, καθώς η γραμματέας της Ναν της περνούσε την κλήση. «Φοβάμαι ότι δεν έχω και πολλά να σου πω γι' αυτόν τον Τζορτζ Ρούγκερ», είπε η Ναν χωρίς εισαγωγές και προλόγους. «Ήθελες να μάθεις αν το όνομά του έχει καταγραφεί σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία τον τελευταίο χρόνο, και η απάντηση φαίνεται πως είναι όχι. Ίσως αν είχα περισσότερες πληροφορίες από σένα, όπως ας πούμε για ποιον ακριβώς λόγο ενδιαφέρεσαι...» «Όχι. Άσ' το. Μην ανησυχείς», είπε ο Τζουντ. Ώστε ο Ρούγκερ δεν είχε κάνει καταγγελία. Δεν ήταν απορίας άξιο. Ούτως ή άλλως, αν είχε αποφασίσει να του κάνει μήνυση, αν είχε προσπαθήσει να πείσει τις Αρχές να τον συλλάβουν, ο Τζουντ θα το ήξερε μέχρι τώρα. Δεν περίμενε στ' αλήθεια να βρει κάτι η Ναν. Ο Ρούγκερ δεν μπορούσε να μιλήσει γι' αυτό που του είχε κάνει ο Τζουντ χωρίς να ρισκάρει να βγει στην επιφάνεια η ιστορία με τη Μέριμπεθ, ότι την είχε αποπλανήσει όταν ακόμη πήγαινε στο γυμνάσιο. Ο Τζουντ θυμόταν πως ήταν σημαίνουσα προσωπικότητα της τοπικής πολιτικής σκη-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

381

νής. Είναι δύσκολο να κάνεις οικονομική εξόρμηση όταν έχεις κατηγορηθεί για βιασμό ανηλίκου. «Με την Τζέσικα Πράις στάθηκα mo τυχερή». «Αλήθεια;» Και μόνο το άκουσμα αυτού του ονόματος έκανε το στομάχι του Τζουντ να δεθεί κόμπος. Όταν η Ναν μίλησε ξανά, το έκανε με δήθεν αδιάφορο τόνο, αρκετά πιο ψυχρό απ' όσο θα 'πρεπε για να είναι πειστικός. «Αυτή η Πράις ανακρίνεται για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο και σεξουαλική κακοποίηση. Την ίδια της την κόρη, αν μπορείς να το φανταστείς. Η αστυνομία πήγε στο σπίτι της όταν κάποιος τηλεφώνησε για να αναφέρει ένα ατύχημα. Η Πράις έπεσε με το αυτοκίνητό της στο όχημα κάποιου άλλου, ακριβώς μπροστά στο σπίτι της, με εβδομήντα χιλιόμετρα την ώρα. Όταν έφτασαν εκεί οι αστυνομικοί, τη βρήκαν αναίσθητη πίσω από το τιμόνι. Και η κόρη της ήταν στο σπίτι με ένα όπλο κι ένα νεκρό σκυλί στο πάτωμα». Η Ναν σταμάτησε για να δώσει στον Τζουντ την ευκαιρία να κάνει κάποιο σχόλιο, αλλά εκείνος δεν είχε να πει κάτι. Η Ναν συνέχισε: «Αυτός που έπεσε πάνω του η Πράις εξαφανίστηκε. Δε βρέθηκε ποτέ». «Αυτή δεν τους είπε; Πώς τους το παρουσίασε;» «Όχι, δεν τους είπε. Βλέπεις, όταν οι αστυνομικοί ηρέμησαν το κοριτσάκι και της πήραν το όπλο, πήγαν να το βάλουν στη θέση του και βρήκαν ένα φάκελο με φωτογραφίες κρυμμένο στην εσωτερική επένδυση της θήκης του πιστολιού. Ήταν φωτογραφίες πολαρόιντ του κοριτσιού. Εγκληματικές. Φρικαλέες. Προφανώς παρείχαν τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία ότι τις είχε τραβήξει η μητέρα της. Η Τζέσικα Πράις αντιμετωπίζει κάθειρξη δέκα ετών. Και, ξέρεις, το κορίτσι είναι μόνο δεκατριών. Δεν είναι τρομερό;» «Είναι», είπε ο Τζουντ. «Και όχι μόνο». «Θα το πίστευες ότι όλα αυτά -το ατύχημα της Τζέσικα Πράις, το νεκρό σκυλί, οι φωτογραφίες- συνέβησαν την ίδια μέρα που πέθανε ο πατέρας σου στη Λουιζιάνα;» Ο Τζουντ για άλλη μια φορά δεν απάντησε. Η σιωπή ήταν πιο ασφαλής.

382

JOE HILL

Η Ναν συνέχισε: «Ακολουθώντας τη συμβουλή του δικηγόρου της, η Τζέσικα Πράις κάνει χρήση του δικαιώματος της να παραμείνει σιωπηλή από τη στιγμή της σύλληψής της. Αυτό έχει κάποια λογική στην περίπτωσή της. Και είναι μια πολύ καλή εξέλιξη και για όποιον άλλον βρισκόταν εκεί. Ξέρεις -με το σκυλί». Ο Τζουντ συνέχισε να κρατά απλώς το ακουστικό στο αυτί του. Η Ναν έμεινε σιωπηλή για τόσο πολλή ώρα ώστε ο Τζουντ άρχισε ν' αναρωτιέται αν είχε πέσει η γραμμή. Τελικά, μόνο και μόνο για να διαταστώσει αν εξακολουθούσε να βρίσκεται στη γραμμή, της είπε: «Αυτό είν' όλο;» «Και κάτι ακόμα», είπε η Ναν. Ο τόνος της ήταν μειλίχιος. «Ένας ξυλουργός που δούλευε λίγο πιο κάτω στη γειτονιά είπε ότι είδε ένα ύποπτο ζευγάρι μέσα σ' ένα μαύρο αυτοκίνητο να παραμονεύει εκεί κοντά νωρίτερα την ίδια μέρα. Είπε ότι ο οδηγός ήταν φτυστός ο τραγουδιστής των Μετάλλικα». Ο Τζουντ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έβαλε τα γέλια.

Το δεύτερο Σαββατοκύριακο του Νοέμβρη, το Ντοτζ Τσάρτζερ βγήκε από το προαύλιο μιας εκκλησίας και προχώρησε σ' έναν κόκκινο χωματόδρομο της Τζόρτζια, σέρνοντας κονσέρβες δεμένες στον πίσω προφυλακτήρα. Η Μπάμι έχωσε τα δάχτυλά της στο στόμα κι άρχισε να σφυρίζει.

Το επόμενο φθινόπωρο πήγαν στα Φίτζι. Το επόμενο, στην Ελλάδα. Τον επόμενο Οκτώβριο πήγαν στη Χαβάη, όπου περνούσαν δέκα ώρες την ημέρα σε μια παραλία με μαύρη άμμο. Η Νάπολη, την επόμενη χρονιά, ήταν ακόμα καλύτερη. Πήγαν για μια βδομάδα και έμειναν έναν ολόκληρο μήνα. Το φθινόπωρο της πέμπτης επετείου τους δεν πήγαν πουθενά. Ο Τζουντ είχε αγοράσει κουταβάκια και δεν ήθελε να τ' αφήσει. Μια μέρα, που είχε πολύ κρύο και υγρασία, ο Τζουντ κατέβηκε μαζί με τα καινούρια του σκυλιά τον ιδιωτικό δρόμο του σπιτιού για να πάρει την αλληλογραφία. Καθώς έβγαζε τους φακέλους από το γραμματοκιβώτιο, πίσω ακριβώς από την μπροστινή πύλη, ένα ξεθωριασμένο φορτηγάκι πέρασε σαν σφαίρα από το δρόμο πίσω του, ρίχνοντας παγωμένες σταγόνες στην πλάτη του, κι όταν γύρισε για να το δει να φεύγει, είδε την Άννα να τον κοιτάζει από την απέναντι πλευρά του δρόμου. Ένιωσε μια διαπεραστική σουβλιά στο στήθος του, που γρήγορα καταλάγιασε, αφήνοντάς τον με κομμένη την ανάσα. Εκείνη έσπρωξε ένα κίτρινο τσουλούφι από τα μάτια της, και τότε ο Τζουντ είδε ότι ήταν πιο κοντή, και η κοψιά της πιο αθλητική από της Άννας. Ένα κορίτσι το πολύ δεκαοχτώ χρονών. Σήκωσε το χέρι της και τον χαιρέτησε διστακτικά. Εκείνος της έκανε νόημα να διασχίσει το δρόμο. «Γεια σας, κύριε Κόιν», του είπε. «Είσαι η Ρις, έτσι;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Δε φορούσε καπέλο και τα μαλ-

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

385

λιά της ήταν βρεγμένα. Το τζιν μπουφάν της ήταν μούσκεμα. Τα κουτάβια άρχισαν να πηδούν επάνω της κι εκείνη τα απέφυγε γελώντας. «Τζίμυ>, είπε ο Τζουντ. «Ρόμπερτ. Φτάνει. Συγνώμη. Είναι άξεστα, δεν τα 'χω μάθει τρόπους ακόμα. Θα έρθεις μέσα;» Η Ρις έτρεμε ελαφρά. «Είσαι μούσκεμα. Θ' αρρωστήσεις». Την πήρε μαζί του στο σπίτι και μπήκαν στη σκοτεινή κουζίνα. Πάνω που τη ρωτούσε πώς είχε βρει το δρόμο για το σπίτι του, η Μέριμπεθ ρώτησε ποιος ήταν, φωνάζοντας από την κορυφή της σκάλας. «Η Ρις Πράις», απάντησε ο Τζουντ. «Από το Τέσταμεντ. Της Φλόριντα. Η κόρη της Τζέσικα Πράις;...» Για κάμποση ώρα δεν ακούστηκε τίποτα από τη σκάλα. Ύστερα η Μέριμπεθ κατέβηκε αλαφροπατώντας και σταμάτησε στο δεύτερο σκαλοπάτι από το πάτωμα. Ο Τζουντ βρήκε το διακόπτη δίπλα στην πόρτα κι άναψε το φως. Στην ξαφνική φωτοχυσία που ακολούθησε, η Μέριμπεθ και η Ρις έμειναν να κοιτάζονται χωρίς να πουν λέξη. Το πρόσωπο της Μέριμπεθ ήταν ατάραχο, δυσανάγνωστο. Τα μάτια της ερευνητικά. Το βλέμμα της Ρις πέταξε από το πρόσωπο της Μέριμπεθ στο ασημόλευκο μισοφέγγαρο της ουλής γύρω απ' το λαιμό της. Έβγαλε τα χέρια της από τα μανίκια του μπουφάν της και τα τύλιξε γύρω από το σώμα της. Νερά έσταξαν από πάνω της και μαζεύτηκαν γύρω από τα πόδια της. «Χριστέ μου, Τζουντ», είπε η Μέριμπεθ. «Πήγαινε φέρ' της μια πετσέτα». Ο Τζουντ έφερε μια πετσέτα από το μπάνιο του ισογείου. Όταν μπήκε στην κουζίνα, η τσαγιέρα ήταν στο μάτι και η Ρις καθόταν στον πάγκο κι έλεγε στη Μέριμπεθ για κάτι Ρώσους φοιτητές του προγράμματος ανταλλαγής, που την είχαν φέρει ως εδώ με το αυτοκίνητό τους από τη Νέα Υόρκη και στη διαδρομή μιλούσαν ακατάπαυστα για την επίσκεψή τους στο «Εντάιγιερ Στέικ Μπίλντινκ». Η Μέριμπεθ της έφτιαξε ζεστή σοκολάτα κι ένα τοστ με τυρί και ντομάτα όση ώρα ο Τζουντ καθόταν μαζί της στον πάγκο. Η Μέριμπεθ ήταν ήρεμη και φιλική και γελούσε με τις ιστορίες

386

JOE HILL

της Ρις, λες και δεν υπήρχε πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο από το να φιλοξενεί στο σπίτι της ένα κορίτσι που είχε κόψει με μια σφαίρα ένα κομμάτι από το χέρι του άντρα της. Οι γυναίκες μιλούσαν την περισσότερη ώρα. Η Ρις βρισκόταν καθ' οδόν προς το Μπάφαλο, όπου θα συναντούσε κάτι φίλους της για να δουν τον Φίφτι-Σεντ και τον Έμινεμ. Μετά θα πήγαιναν στο Νιαγάρα. Ένας φίλος είχε αγοράσει μια παλιά πλωτή κατοικία. Θα ζούσαν εκεί όλοι μαζί, έξι άτομα. Το σκάφος χρειαζόταν δουλειά. Σκόπευαν να το φτιάξουν κι ύστερα να το πουλήσουν. Η Ρις ήταν υπεύθυνη για το βάψιμο. Είχε μια πολύ ωραία ιδέα για μια τοιχογραφία που ήθελε να ζωγραφίσει στο πλάι. Είχε ήδη έτοιμα τα προσχέδια. Έβγαλε ένα μπλοκ από το σάκο της και τους έδειξε κάποια σκίτσα της. Τα σχέδιά της ήταν άτεχνα αλλά εντυπωσιακά, γυμνές γυναίκες, ηλικιωμένοι άντρες χωρίς μάτια και κιθάρες που όλα μαζί μπλέκονταν μεταξύ τους σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Αν δεν κατάφερναν να πουλήσουν το πλοίο, θα έστηναν μια επιχείρηση σ' αυτό -ή θα έφτιαχναν πίτσες ή θα έκαναν τατουάζ. Η Ρις ήξερε πολλά πράγματα για τα τατουάζ και είχε κάνει εξάσκηση στον εαυτό της. Σήκωσε το πουκάμισό της και τους έδειξε ένα αχνό, λεπτό φίδι που τυλιγόταν γύρω από τον αφαλό της, τρώγοντας την ουρά του. Ο Τζουντ τη διέκοψε για να τη ρωτήσει πώς θα πήγαινε στο Μπάφαλο. Του είπε ότι είχε ξεμείνει από λεφτά για εισιτήρια ήδη από το σταθμό Πεν και σκόπευε να πάει μέχρι εκεί με οτοστόπ. «Έχεις υπόψη σου ότι είναι πεντακόσια χιλιόμετρα απόσταση;» τη ρώτησε. Η Ρις τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της. «Όταν την κοιτάς στο χάρτη, δε φαίνεται τόσο μεγάλη Πολιτεία η Νέα Υόρκη, γαμώτο. Είσαι σίγουρος ότι είναι πεντακόσια χιλιόμετρα;» Η Μέριμπεθ πήρε το άδειο της πιάτο και το έβαλε στο νεροχύτη. «Υπάρχει κάποιος να του τηλεφωνήσεις; Κάποιος από την οικογένειά σου; Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το τηλέφωνο μας». «Όχι, κυρία». Η Μέριμπεθ χαμογέλασε λιγάκι μ' αυτό, και ο Τζουντ αναρωτήθηκε αν την είχε αποκαλέσει ποτέ κανείς «κυρία» στο παρελθόν.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

387

«Η μητέρα σου;» ρώτησε η Μέριμπεθ. «Είναι στη φυλακή. Και ελπίζω να μη βγει ποτε», απάντησε η Ρις και κοίταξε τη σοκολάτα της. Άρχισε να τυλίγει νευρικά ένα τσουλούφι απ' τα κατάξανθα μαλλιά της γύρω από το δάχτυλό της, κάτι που ο Τζουντ είχε δει την Άννα να κάνει χιλιάδες φορές. «Δε θέλω καν να τη φέρνω στο μυαλό μου», συνέχισε. «Προτιμώ να σκέφτομαι ότι έχει πεθάνει. Δε θα ευχόμουν σε κανέναν να την είχε μητέρα του. Είναι μια σκέτη κατάρα, αυτό είναι. Αν πίστευα ότι κάποια μέρα θα γινόμουν μια μάνα σαν κι αυτήν, θα έκανα στείρωση τούτη τη στιγμή». Όταν τελείωσε τη σοκολάτα της, ο Τζουντ φόρεσε ένα αδιάβροχο και της είπε ότι θα την πήγαινε στο σταθμό των λεωφορείων. Για λίγη ώρα ταξίδευαν χωρίς να μιλούν, με το ραδιόφωνο κλειστό, ο μόνος ήχος ήταν αυτός της βροχής που χτυπούσε στα τζάμια και των υαλοκαθαριστήρων του Τσάρτζερ που πηγαινοέρχονταν. Την κοίταξε μια φορά και είδε ότι είχε ρίξει πίσω το κάθισμά της και είχε τα μάτια της κλειστά. Είχε βγάλει το τζιν μπουφάν της και το είχε ρίξει πάνω της σαν κουβέρτα. Ο Τζουντ θεώρησε ότι κοιμόταν. Όμως σε λίγο μισάνοιξε το ένα της μάτι και τον κοίταξε. «Νοιαζόσουν στ' αλήθεια για τη θεία Άννα, έτσι δεν είναι;» Ο Τζουντ έγνεψε καταφατικά. Οι υαλοκαθαριστήρες έκαναν χαπ-τουπ, χαπ-τουπ. Η Ρις είπε: «Υπάρχουν πράγματα που έκανε η μάνα μου τα οποία δε θα 'πρεπε να είχε κάνει. Πράγματα που θα έκανα τα πάντα για να τα ξεχάσω. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι η θεία Άννα ανακάλυψε κάποια απ' αυτά που έκανε η μάνα μου -μαζί με τον γερο-Κράντοκ, τον πατριό της-, και γι' αυτό αυτοκτόνησε. Επειδή δεν μπορούσε να ζει πια με όσα ήξερε, αλλά ούτε και μπορούσε να μιλήσει γι' αυτά. Το ξέρω βέβαια πως ήταν ανέκαθεν δυστυχισμένη. Πιστεύω πως είχε περάσει κι αυτή πολύ άσχημες καταστάσεις όταν ήταν μικρή. Σαν κι αυτές που πέρασα εγώ». Τώρα τον κοιτούσε ίσια στα μάπα. Μάλιστα. Ώστε η Ρις δεν ήξερε όλα όσα είχε κάνει η μητέρα

388

JOE HILL

της, πράγμα που για τον Τζουντ σήμαινε ότι τελικά υπήρχε λιγάκι έλεος σ' αυτό τον κόσμο. «Λυπάμαι γι' αυτό που έκανα στο χέρι σου», του είπε. «Το εννοώ. Μερικές φορές βλέπω στα όνειρά μου τη θεία μου την Άννα. Πηγαίνουμε βόλτες παρέα. Έχει ένα ωραίο παλιό αμάξι σαν κι αυτό, μόνο που είναι μαύρο. Δεν είναι πια δυστυχισμένη, τουλάχιστον στα όνειρά μου. Πάμε βόλτες στην εξοχή. Ακούει τα τραγούδια σου στο ραδιόφωνο. Μου είπε ότι δεν ήρθες στο σπίτι μας για να μου κάνεις κακό. Είπε ότι ήρθες για να δώσεις ένα τέλος σ' όλα αυτά που μου συνέβαιναν. Να δείξεις στη μητέρα μου πως ήταν υπεύθυνη για ό,τι άφησε να μου συμβεί. Απλώς ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη, και ελπίζω να τη δεχτείς». Εκείνος έγνεψε αλλά δεν απάντησε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν εμπιστευόταν τη φωνή του. Μπήκαν μαζί στο σταθμό. Ο Τζουντ την άφησε σ' ένα φθαρμένο ξύλινο παγκάκι, πήγε στον πάγκο και αγόρασε ένα εισιτήριο για το Μπάφαλο. Είπε στον υπάλληλο να του το βάλει μέσα σ' ένα φάκελο. Έχωσε μέσα στο φάκελο διακόσια δολάρια, ένα φύλλο χαρτί με το τηλέφωνο του κι ένα σημείωμα που έγραφε να του τηλεφωνήσει αν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα στη διαδρομή. Όταν επέστρεψε κοντά της, έχωσε το φάκελο στη θήκη του σάκου της αντί να της τον δώσει, έτσι ώστε να μην τον δει αμέσως και προσπαθήσει να του δώσει πίσω τα χρήματα. Βγήκε μαζί του στο δρόμο, όπου η βροχή έπεφτε ακόμα πιο βαριά τώρα και το τελευταίο φως της ημέρας είχε χαθεί, αφήνοντάς τα όλα σκοτεινά, θολά και κρύα. Στράφηκε για να της πει αντίο κι εκείνη σηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών της και τον φίλησε στο παγωμένο, βρεγμένο του μάγουλο. Ως εκείνη τη στιγμή την έβλεπε σαν μια νεαρή γυναίκα, αλλά το φιλί της ήταν το αθώο και αστόχαστο φιλί ενός παιδιού. Η ιδέα ότι θα ταξίδευε εκατοντάδες χιλιόμετρα προς τα βόρεια, χωρίς κάποιον να τη φροντίζει, άρχισε ξαφνικά να του προξενεί όλο και περισσότερο φόβο. «Να προσέχεις», είπαν και οι δύο μαζί, ακριβώς την ίδια στιγμή, κι ύστερα γέλασαν. Ο Τζουντ της έσφιξε το χέρι και έγνεψε, αλλά δεν είχε τίποτε άλλο να πει εκτός από ένα αντίο.

ΚΟΥΤΊ ΣΕ ΣΧΉΜΑ ΚΑΡΔΊΑς

389

Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν γύρισε στο σπίτι. Η Μέριμπεθ έβγαλε δυο μπουκάλια μπίρα Σαμ Άνταμς από το ψυγείο κι άρχισε να ψάχνει στα συρτάρια για ανοιχτήρι. «Μακάρι να μπορούσα να της κάνω κάτι», είπε ο Τζουντ. «Είναι λιγάκι μικρή», είπε η Μέριμπεθ. «Ακόμα και για σένα. Κοντά τα χέρια σου, εντάξει;» «Χριστέ μου. Δεν εννοούσα αυτό». Η Μέριμπεθ γέλασε, βρήκε ένα πιατόπανο και του το πέταξε στα μούτρα. «Σκουπίσου. Μοιάζεις ακόμα περισσότερο σαν κάνας αξιοθρήνητος άστεγος όταν είσαι βρεγμένος». Εκείνος έτριψε τα μαλλιά του με το πανί. Η Μέριμπεθ του άνοιξε μια μπίρα και την ακούμπησε μπροστά του. Είδε ότι εξακολουθούσε να είναι μουτρωμένος και γέλασε ξανά. «Έλα τώρα, Τζουντ. Αν δε μ' αφήνεις να σε ψήνω στα κάρβουνα πότε πότε, στο τέλος δε θα μείνει καμία φλόγα στη ζωή σου», του είπε. Στεκόταν από την άλλη πλευρά του πάγκου και τον κοίταζε με βλέμμα πονηρό και συνάμα γεμάτο τρυφερότητα. «Τέλος πάντων, της έδωσες ένα εισιτήριο για το Μπάφαλο, και... τι άλλο; Πόσα λεφτά;» «Διακόσια δολάρια». «Ορίστε λοιπόν. Να που έκανες κάτι γι' αυτήν. Έκανες πάρα πολλά. Τι άλλο δηλαδή έπρεπε να κάνεις;» Ο Τζουντ καθόταν στον πάγκο, κρατώντας την μπίρα που είχε αφήσει μπροστά του η Μέριμπεθ, χωρίς όμως να την πίνει. Ήταν κουρασμένος, βρεγμένος ακόμα και παγωμένος από τη νυχτερινή του έξοδο. Απέξω, στο δρόμο, κάποιο μεγάλο φορτηγό, ή ίσως ένα υπεραστικό λεωφορείο της Γκρέιχαουντ, πέρασε μουγκρίζοντας και χάθηκε στο ψυχρό σκοτάδι της νύχτας. Ακουσε τα κουτάβια να γαβγίζουν στο κλουβί τους, ταραγμένα από το θόρυβο. «Ελπίζω να τα καταφέρει», είπε ο Τζουντ. «Μέχρι το Μπάφαλο; Δε βλέπω το λόγο να μην τα καταφέρει», είπε η Μέριμπεθ. «Ναι», είπε ο Τζουντ, αν και δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι αυτό εννοούσε.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΕ ΣΧΗΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ

Ανάψτε τους αναπτήρες σας και σηκώστε τους ψηλά για μια τελευταία υπερσυναισθηματική ροκ μπαλάντα και επιτρέψτε μου να τραγουδήσω τα εγκώμιά μου στους ανθρώπους που έδωσαν τόσα πολλά βοηθώντας ώστε να γίνει το Κουτί σε Σχήμα Καρδιάς πραγματικότητα. Ευχαριστώ τον πράκτορά μου, Μάικλ Τσόατ, που οδηγεί το επαγγελματικό μου σκάφος με φροντίδα, διακριτικότητα και σπάνιο αισθητήριο. Οφείλω πολλά στην Τζένιφερ Μπρελ, που δούλεψε τόσο σκληρά για να επιμεληθεί το μυθιστόρημά μου, με καθοδήγησε καθ' όλη τη διάρκεια της συγγραφής μέχρι το τελικό κείμενο και, κυρίως, επειδή πρώτα απ' όλα δέχτηκε να αναλάβει το Κουτί σε Σχήμα Καρδιάς. Η Μορίν Σάγκντεν έκανε εξαιρετική δουλειά στη διόρθωσή του. Πρέπει επίσης να ευχαριστήσω τους Λίζα Γκάλαχερ, Τζουλιέτ Σάπλαντ, Κέιτ Νίντζελ, Άννα Μαρία Αλέσι, Λιν Γκρέιντι, Ριτς Άκουαν, Λόρι Γιανγκ, Κιμ Λιούις, Σιλ Μπάλεντζερ, Κέβιν Κάλαχαν, Σάρα Μπόγκους και κάθε έναν στον εκδοτικό οίκο William Morrow που δούλεψε για το βιβλίο. Είμαι επίσης ευγνώμων στον Τζο Φλέτσερ, του Γκόλαντς στην Αγγλία, που κόπιασε γι' αυτό το βιβλίο όσο και όλοι οι άλλοι. Ευχαριστώ θερμότατα τον Άντι και την Κέρι, για τον ενθουσιασμό και τη φιλία τους, και τον Σέιν, όχι μόνο γιατί είναι στενός μου φίλος αλλά και γιατί φροντίζει να είναι πάντα ο ιστότοπός μου, joehillfiction.com, γεμάτος έμπνευση και φαντασία. Και δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσω πόση ευγνωμοσύνη αι-

392

σθάνομαι απέναντι στους γονείς μου και τα αδέρφια μου για το χρόνο τις σκέψεις, την υποστήριξη και την αγάπη τους. Πάνω απ' όλα, θέλω να εκφράσω την αγάπη και τις ευχαριστίες μου στη Λεανόρα και τα παιδιά. Η Λεανόρα ξόδεψε δεν ξέρω κι εγώ πόσες ώρες διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το χειρόγραφο, σε όλες του τις φάσεις, και συζητώντας μαζί μου για τον Τζουντ, τη Μέριμπεθ και τα φαντάσματα. Για να το θέσω αλλιώς: Διάβασε ένα εκατομμύριο σελίδες και τους έδωσε να καταλάβουν. Σ' ευχαριστώ, Λεανόρα. Είμαι τόσο χαρούμενος και τόσο τυχερός που είσαι η καλύτερή μου φίλη. Αυτά λοιπόν, και σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε στη συναυλία μου. Καληνύχτα, Σρίβπορτ!

Related Documents

Joe Hill
March 2021 0
Gerri Hill
February 2021 1
Thesis Hill Resort
March 2021 0
Joe Cell
February 2021 2
Joe Pass
January 2021 2
Edo-joe
February 2021 2

More Documents from "Francisco Altamirano"

Joe Hill
March 2021 0
Darcy Emma
January 2021 1
Quo Vadis.pdf
January 2021 11
Affidavit Of Ownership
March 2021 0