Oi Kores Tis Afroditis Downloaded From Ebooks4greeks.gr

  • Uploaded by: rosarevol
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Oi Kores Tis Afroditis Downloaded From Ebooks4greeks.gr as PDF for free.

More details

  • Words: 71,279
  • Pages: 208
Loading documents preview...
Μιχάλης Πιτένης

4G re

ek

s.g

r

Στολίσου γίνε όµορφη της Αφροδίτης κόρη στον ουρανό ένα αγόρι, θέλει ν΄ ανεβεί. Κώστας Βίρβος (Απ΄ το τραγούδι Η ΠΑΛΗΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ Μουσική: Απόστολου Καλδάρα)

eB

oo

ks

2

Οι κόρες της Αφροδίτης

1 Πάντα ήθελε να γυρίζει πίσω. Ακολουθώντας την ίδια διαδροµή. Απ΄ τα ίδια σοκάκια, µπροστά απ΄ τις ίδιες ασπρισµένες αυλές. Αναζητώντας τα ίδια, γνώριµα, πρόσωπα, τους ίδιους ήχους, τις ίδιες µυρωδιές. Ελάχιστα έβρισκε απ΄ αυτά που αναζητούσε. Τα σοκάκια, ασφαλτοστρωµένοι δρόµοι πια. Πεζοδρόµια, εκεί όπου κάποτε οι µεγάλες πέτρες έκαναν η µια παρέα στην άλλη, προσµένοντας την ώρα που θα ΄ρχονταν οι κυράδες τους, να στρώσουν πάνω τους ένα χαλάκι και να καθίσουν, δίπλα, δίπλα για να στήσουν το χωρατά της γειτονιάς µέχρι αργά. Με τα χέρια τους να ρίχνουν ασταµάτητα βελονιές στα κεντήµατα τους ή πόντους στο πλεκτό τους και να συναγωνίζονται σ΄ αντοχή τα στόµατα τους που δεν έβαζαν γλώσσα µέσα, τιτιβίζοντας ασταµάτητα και σχολιάζοντας όποιον περνούσε, αφού πρώτα τον χαιρετούσαν εγκάρδια. Κι οι αυλές… Όσες είχαν αποµείνει, σφηνωµένες ανάµεσα στις νεόδµητες οµοιόµορφες πολυκατοικίες, έδειχναν ανήµπορες ν΄ ανασάνουν, απογοητευµένες, ξέροντας πως δεν θ΄ αργούσε η σειρά τους. Συνέχιζε όµως. Γύριζε πίσω, όποτε το µπορούσε, την ίδια περίπου ώρα. Λίγο πριν πέσει η νύχτα. Και ήταν όλοι και όλα εκεί. Τα σοκάκια, οι αυλές, οι νοικοκυραίοι. Οι ίδιες αυλές που σαν ζέσταινε ο καιρός έσφυζαν από ζωή µέχρι αργά το βράδυ και µε το πρώτο κρύο ερήµωναν καθώς οι ένοικοι τους αποτραβιόταν µέσα, δίπλα στη µεγάλη σόµπα της κουζίνας που ΄χε πιάσει κιόλας δουλειά, προετοιµαζόµενη να αντιµετωπίσει έναν ακόµα βαρύ χειµώνα. Πρώτη τον υποδέχονταν η µεγάλη τσιµεντένια αλάνα, µόλις λίγα µέτρα πιο κάτω απ΄ την κεντρική πλατεία, µε τα µεγάλα µανάβικα ολόγυρα της, µε το καφενεδάκι, το ραφτάδικο, το κατάστηµα οικοδοµικών υλικών και το περίπτερο, βαµµένο στο χρώµα της ώχρας, φυτεµένα ανάµεσα τους. Εκεί, όπου κάθε εποχή του χρόνου είχε τα χρώµατα και τα αρώµατα απ΄ τα φρέσκα φρούτα που στοιβάζονταν στα τελάρα. Στεκόταν λίγο. Μέχρι να ξαναγυρίσει η πόλη στα παλιά της όρια. ∆ύο, τρεις ανάσες και ύστερα χωνόταν στα στενά, ανάµεσα απ΄ τα τελευταία σπίτια, που αν και άτακτα δοµηµένα, χωρίς να υπακούουν σε κάποιο σχέδιο ή να στοιχίζονται πίσω από ξεκάθαρες οικοδοµικές γραµµές, αποτελούσαν το νοτιότερο σύνορο της πόλης. Τα πόδια του πατούσαν και πάλι το χώµα και όλος αυτός ο παλιός κόσµος ξαναζούσε µπροστά του. Οι πόρτες άνοιγαν και µέσα απ΄ τις χαµηλές µονοκατοικίες ξεπρόβαλαν όλοι αυτοί που γνώριζε από παιδί. Άπλωναν το χέρι, ήθελαν να τον αγγίξουν, να του µιλήσουν. Να τον προσκαλέσουν για λίγο στην αυλή τους για να του προσφέρουν ένα ποτήρι νερό να ξεδιψάσει. ∆ε σταµατούσε όµως πουθενά. Τάχυνε το 3

Μιχάλης Πιτένης

βήµα του αφήνοντας πίσω του να σέρνεται σα φίδι που τον ακολουθούσε κατά πόδας, ο ψίθυρος τους. «Πάει στης Αναστασίας», «Είναι ώρα. Ναι, εκεί πάει…». Έφτανε µα προσπερνούσε το Σπίτι της Αναστασίας χωρίς να γυρίσει το κεφάλι να ρίξει έστω και µια µατιά. Ήξερε όµως πως βρισκόταν ακριβώς κάτω απ΄ το µεσαίο παράθυρο της δεξιάς του πλευράς. Αναγνώριζε το σηµάδι πάνω στο δρόµο. Κι ας ήταν ελάχιστο πια το φως. Κι ας είχε φαρδύνει ο δρόµος. Κι ας είχε ασφαλτοστρωθεί. Ήταν σίγουρος πως, όποτε κι αν γυρνούσε, θα έβρισκε τα σηµάδια που είχε βάλει. Η τεράστια πέτρα που δέσποζε µπροστά στο µικρό σπίτι, ο έσχατος βιγλάτορας της πόλης, διαγωνίως απέναντι απ΄ της Αναστασίας, ήταν το όριο της διαδροµής. Μια στροφή πια αριστερά και τα πόδια του κλωτσούσαν τα χαλικάκια της αλάνας που ήταν στρωµένη µπροστά του. Ένα κακοτράχαλο χαλί, το πρόχειρο γηπεδάκι τους για µια δεκαετία και πλέον, που θαρρείς πως σκόπιµα το είχαν βάλει εκεί για να αποθυµούν αµέσως, όσοι έβγαιναν απ΄ της Αναστασίας, το καλογυαλισµένο παρκέ του διαδρόµου και των δωµατίων της. Στη µέση της αλάνας, ακίνητος πια, ανασήκωνε το κεφάλι και άναβε τσιγάρο προσµένοντας ν΄ ανάψουν τα φώτα και να ξεχυθεί η λάµψη τους απ΄ τα µεγάλα παράθυρα του σπιτιού. ∆εν άναβαν όµως, εδώ και χρόνια, όσα τσιγάρα κι αν είχε σβήσει πατώντας τα νευρικά µε το δεξί του πόδι στο χώµα. Κι όµως, η ώρα, ο χώρος, ήταν όλα ίδια. Έλειπε όµως το σηµαντικότερο. Η ψυχή του ίδιου του σπιτιού. Έλειπε η Αναστασία, είχαν φύγει πια η Έφη, η Μπέµπα, η Μπέτυ, η Βενετία, η Γαλάτεια, η Μίνα… Οι κόρες της Αφροδίτης δεν έµεναν πια εδώ. Τα βλέµµατα τους δεν ήταν πια πίσω απ΄ τα παράθυρα να ανιχνεύουν το σκοτάδι, µέχρι να δουν την αλάνα να γεµίζει από καύτρες τσιγάρων, που λαµπύριζαν σαν µικρά αστεράκια. Αυτά τα αστεράκια που σε λίγο έσβηναν, το ένα µετά το άλλο, στο χώµα της αλάνας και οι σκιές που τα κρατούσαν γλιστρούσαν αθόρυβα ανάµεσα απ΄ τη µισάνοιχτη σιδερένια αυλόπορτα του σπιτιού, για να πάρουν τη µορφή άντρα, κάθε ηλικίας, µόλις έφταναν στα φωτισµένα µαρµάρινα σκαλοπάτια, µπροστά απ΄ τη µεγάλη ξύλινη εξώπορτα του. Εκείνο το κυριακάτικο απόβραδο, ήξερε πως έκανε τη διαδροµή για τελευταία φορά. Οι µπουλντόζες είχαν πάρει ήδη θέση και θ΄ άρχιζαν τη δουλειά τους, νωρίς το πρωί. ∆εν ήξερε αν λυπόταν πραγµατικά. Μπορεί να ΄νιωθε και ανακούφιση. Γιατί αν το Σπίτι της Αναστασίας φάνταζε ένας µεγάλος επιβλητικός όγκος µέσα στη νύχτα, τη µέρα ήταν σκέτη απογοήτευση. Με γκρεµισµένη τη µεγάλη του αυλόπορτα, λεηλατηµένο εδώ και πολύ καιρό απ΄ την πιτσιρικαρία της γειτονιάς, µε σπασµένα τα περισσότερα 4

Οι κόρες της Αφροδίτης

παράθυρα του, τις πόρτες που του ΄χαν αποµείνει να κρέµονται περίλυπες απ΄ τους µεντεσέδες τους και διαλυµένα τα πιο πολλά απ΄ τα κεραµίδια του, θαρρείς και παρακαλούσε να το γκρεµίσουν, µη αντέχοντας κι αυτό άλλο τη µιζέρια του και τη σηµερινή του κατάντια. Το µόνο που κρατούσε κάπως ακόµα, ήταν το απαλό ροζ χρώµα των τοίχων του. Φτάνοντας δεν είχε πια νόηµα ν΄ ανάψει τσιγάρο µπροστά στην γκρεµισµένη του αυλόπορτα. Προτίµησε να παραγγείλει ένα ποτό, στο καφενείο που είχε ανοίξει στην απέναντι άκρη της αλάνας και να καθίσει στο µοναδικό τραπεζάκι που ήταν άδειο. ∆ύο θαµώνες που καθόταν στο διπλανό τραπεζάκι, του ΄ριξαν µια µατιά και ύστερα συνέχισαν την κουβέντα τους. ∆εν πρόλαβε να πιει µια γουλιά όταν ο κύριος Ντίνου, ήρθε και στάθηκε µπροστά του. - Πώς απ΄ δω Γιωργάκη; Έκανε να σηκωθεί, ασυναίσθητα, µα αµέσως θυµήθηκε πως δεν υπήρχε πια κανένας λόγος. Όπως δεν υπήρχε λόγος να κρύψει και το τσιγάρο που ετοιµαζόταν ν΄ ανάψει. Είχαν περάσει κοντά δώδεκα χρόνια από τότε που ο κ. Ντίνου έπαψε ως Γυµνασιάρχης να τον τροµάζει. Του χαµογέλασε και τον προσκάλεσε µε µια χειρονοµία να κάτσει στην άδεια καρέκλα. - Όλα καλά κύριε Ντίνου; - Καλά, παιδί µου. Καλά… Καιρό έχω να σε δω… Ο Γιώργος βάζοντας το τσιγάρο του στα χείλη, τράβηξε απ΄ την τσέπη του το πακέτο και το έτεινε προς τον παλιό του Γυµνασιάρχη. Απέρριψε την προσφορά µε µια νευρική κίνηση του χεριού του. ∆εν είχε αλλάξει καθόλου. Ο ίδιος σκατάς ήταν. Άφησε το πακέτο επιδεικτικά πάνω στο τραπέζι και κάρφωσε το βλέµµα του στα µάτια του Γυµνασιάρχη. - Τι σας ενοχλεί περισσότερο; Το τσιγάρο, ή το πακέτο; Ο άλλος σάστισε. Άρχισε να κοιτάει µια το Γιώργο και µια το πακέτο, µε τη φωτογραφία της Μέριλυν Μονρόε. - Σαντέ άφιλτρα. Αυτά ήταν τα τσιγάρα που κάπνιζαν κ. Ντίνου, είπε φωναχτά και µε µια κίνηση του κεφαλιού του έδειξε προς το Σπίτι. - Ποιες; Τραύλισε ο Γυµνασιάρχης, µη ξέροντας πως ν΄ αντιδράσει. - Οι κοπέλες… Οι κοπέλες της Αναστασίας. Γι΄ αυτό ήρθατε εδώ; Για να δείτε να το γκρεµίζουν; Ο Γυµνασιάρχης δεν άντεξε άλλο. Πετάχτηκε σαν ελατήριο και πριν φύγει, θυµήθηκε το παλιό αυστηρό του στυλ. - ∆ραγώγια. Ο ίδιος αλήτης ήσουνα πάντα. Παλιά πίστευα πως παρασύρθηκες µέσα σ΄ αυτό το σπίτι και έχασες την αθωότητα σου. Τώρα είµαι σίγουρος, πως δεν την είχες ποτέ…

5

Μιχάλης Πιτένης

Χωρίς να πει άλλη κουβέντα του γύρισε την πλάτη και άρχισε ν΄ αποµακρύνεται. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να τον βρίσει. Να πιάσει όσα χαλίκια µπορούσε και να τον σηµαδέψει. Μα για ποιο λόγο; Μήπως θα µπορούσε έτσι να καταλάβει; - Υποκριτή. Σηκώθηκε όρθιος και το φώναξε δυνατά, µ΄ όλη τη δύναµη της ψυχής του. - Υποκριτή. Την αθωότητα µου, ε; Ξανακάθισε. - Ας είναι καλά που µου την ποτίσαν εκεί µέσα και δε µαράθηκε. Ας είναι καλά… Γέλασε δυνατά, τροµάζοντας τους άλλους πελάτες του καφενείου που τον κοίταξαν απορηµένοι. Σήκωσε το ποτήρι και τους ευχήθηκε στην υγεία τους. Άραγε αυτοί θα καταλάβαιναν; Ίσως… Αν είχαν περάσει έστω και µια φορά απ΄ της Αναστασίας. Απ΄ της κάθε Αναστασίας… Όπως θα καταλάβαιναν πολύ καλά όλοι αυτοί που ένιωσαν την καρδιά τους να βροντάει µες τα στήθια τους, καθώς ερχόταν η ώρα να διαβούν τη µεγάλη αυλόπορτα του Σπιτιού, που πέρασαν λίγες ή περισσότερες ώρες στις κρεβατοκάµαρες του, που γλέντησαν στη σάλα του. Που µπήκαν αγόρια λουσµένα στον ιδρώτα τους απ΄ το φόβο και έφυγαν άνδρες που πάνω στο κορµί τους κυλούσε πια το άρωµα της µαλακής και τρυφερής γυναικείας σάρκας που κράτησαν, έστω και για λίγο στην αγκαλιά τους… Χαµένη αθωότητα… Αηδίες. Αθώοι γίνηκαν πραγµατικά, όταν επιτέλους µπήκαν και εξαγνίστηκαν στα χέρια των κοριτσιών της Αναστασίας που τραβώντας τους τρυφερά απ΄ το χέρι τους οδήγησαν στις κρεβατοκάµαρες τους και µε το άγγιγµα τους άρχισαν σιγά, σιγά να απελευθερώνουν τον ανδρισµό που έκρυβαν µέσα τους οδηγώντας τους, µια και καλή, απ΄ τις ενοχές που ένιωθαν για τις ίδιες τις επιθυµίες τους, στην αθωότητα των πράξεων τους. Σηκώθηκε. Ο κ. Ντίνου δε φαινόταν πουθενά. Είχε καταφέρει επιτέλους να τον διώξει για πάντα; ∆εν ησύχασε. Το βλέµµα του εστίασε στην απέναντι γωνία. Να ΄ταν κρυµµένος εκεί από πίσω; Να παραφυλούσε, στριµωγµένος στον τοίχο µαζί µε τον κύριο ∆ιοικητή της ασφάλειας; Έκανε ότι θα κινηθεί προς τα εκεί, δήθεν για να τους τροµάξει. Να τους κάνει να το βάλουν στα πόδια. Μετάνιωσε και ξανάκατσε. «Καλύτερα έτσι», σκέφτηκε, νιώθοντας επιτέλους ένα βάρος να φεύγει από µέσα του. «Ας µείνουν εκεί. Κρυµµένοι στο σκοτάδι. Να παραφυλάνε. Να ΄ναι τόσο κοντά στην οµορφιά της ζωής κι αυτοί απλώς να την κατασκοπεύουν…». 6

Οι κόρες της Αφροδίτης

Τους συµπόνεσε. Και τον κ. Γυµνασιάρχη και τον κ. ∆ιοικητή. ∆εν τους µισούσε πια. Τους λυπόταν. Ίσως και να µην τους είχε µισήσει ποτέ. Απλώς κάποιες φορές, θα ΄θελε να τους εµπνεύσει, έστω για µια φορά, τον ίδιο φόβο που ενέπνεαν σε κείνον. Μόνο µια φορά. Αλλά και τι θα κέρδιζε… «Η φωτιά καίει πάντα εκεί που πέφτει», θυµόταν πολλές φορές τα λόγια της µάνας του κι έβγαζε απ΄ το µυαλό του αυτή την επιθυµία. Στο κάτω, κάτω µπορεί και να τους το χρωστούσε και χάρη. Αν δεν του είχαν µάθει πως είναι να φοβάσαι, ίσως να µη χαιρόταν τόσο που πάντα έφτανε εκεί όπου τον οδηγούσαν οι επιθυµίες του, αφού πρώτα είχε νικήσει και προσπεράσει όλους τους φόβους του.

7

Μιχάλης Πιτένης

2 Σκοτείνιασε. Οι φωνές άρχισαν να κοπάζουν µέχρι που τις κατάπιε η νύχτα. Τα πάντα ήταν πια ήρεµα γύρω του. Τα φώτα στις γύρω πολυκατοικίες χαµήλωσαν µέχρι που χάθηκαν µαζί τους. Οι παλιές µονοκατοικίες ξαναβρήκαν τη θέση τους. Όσοι απ΄ τους νοικοκυραίους τους είχαν αποµείνει ακόµα στις αυλές τους, άρχισαν να µαζεύουν σιγά, σιγά τις καρέκλες τους και να τραβιούνται µέσα. Σε µερικά λεπτά δεν υπήρχε ψυχή. Το Σπίτι ζωντάνεψε. Τα φώτα του άναψαν όλα µαζί και τα κλειστά του παράθυρα δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν τη µουσική που έφτανε πια µέχρι τ΄ αυτιά του. Τα µάτια του, συνηθισµένα πια στο σκοτάδι, οδήγησαν τα βήµατα του µέχρι το δεξί µαντρότοιχο. Στο σηµείο ακριβώς όπου ένα σκάψιµο στον τοίχο του έδινε το πάτηµα που ζητούσε για να βρεθεί πάνω. Πατώντας στις µύτες απέφυγε τις σιδερένιες λόγχες που ήταν σπαρµένες παντού και τεντώνοντας το κορµί του άπλωσε τα χέρια του προς τα κλαδιά της κερασιάς, που ήταν φυτεµένη ακριβώς ανάµεσα στο µαντρότοιχο και τον τοίχο του Σπιτιού, αναζητώντας το κατάλληλο. Το βρήκε και σκαρφάλωσε πάνω του. Το κλαδί που θα τον οδηγούσε µέχρι το παράθυρο ήταν πάντα εκεί. Γεµάτο φύλλα και καρπούς. Ταλαντεύτηκε για λίγο, ανήσυχος. Θα κρατούσε το βάρος του; Έπρεπε να πάρει το ρίσκο. Γλίστρησε πάνω στο κλαδί και εκείνο χωρίς καµιά δυσκολία, δέχτηκε το βάρος του σώµατος του 13χρονου Γιωργάκη και λύγισε, όπως πάντα και όσο ακριβώς χρειαζόταν, φέρνοντας τον ακριβώς απέναντι απ΄ το φωτισµένο µεσαίο παράθυρο. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, τόσο που πίστευε πως θα έβγαινε απ΄ το στόµα του. Τα µάτια του όµως καρφώθηκαν στο παράθυρο και το δεξί του χέρι ακούµπησε στο περβάζι του. Τώρα πια άκουγε καθαρά τον ήχο της µουσικής. Το πικ- απ έπαιζε στη διαπασών. Στη σάλα που φαινόταν αχνά στο βάθος, ο χορός είχε ανάψει για τα καλά. Αγνόησε τις ανδρικές παρουσίες και προσπάθησε να την εντοπίσει αναζητώντας τα µεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα που στόλιζαν την κίτρινη ρόµπα της. Πολλές και διαφορετικές ρόµπες πέρασαν δύο και τρεις φορές µπροστά απ΄ τα µάτια του. Όχι όµως κι εκείνη. Άρχισε ν΄ ανησυχεί. Να ΄χε πιάσει κιόλας δουλειά; Μήπως ήταν στις µέρες της και βρισκόταν κλεισµένη στην κουζίνα; ∆εν θα έπαιρνε απάντηση. Η µαντάµ Αναστασία στήθηκε ανάµεσα στο παράθυρο και τη σάλα κλείνοντας του εντελώς το οπτικό πεδίο. Τρόµαξε. Παραλίγο να πέσει αλλά σφίχτηκε γερά πάνω στο κλαδί και έµεινε εκεί να αιωρείται… Τα µηχανήµατα του εργολάβου άναψαν τις µηχανές τους . ∆ύο τρεις εργάτες αποµάκρυναν τα πιτσιρίκια που είχαν µαζευτεί απ΄ όλη τη 8

Οι κόρες της Αφροδίτης

γειτονιά για να παρακολουθήσουν το γκρέµισµα του Σπιτιού. Ο εργολάβος, έριξε µια µατιά ολόγυρα του και ύστερα έδωσε το σύνθηµα φωνάζοντας δυνατά: - Άντε παιδιά. Μέχρι το βράδυ πρέπει να το έχουµε ρίξει. Ο Γιώργος ένιωσε να του κόβονται τα πόδια ξέροντας πως δεν ήταν απ΄ την αϋπνία, ούτε απ΄ την κούραση καθώς είχε περάσει όλη τη νύχτα κόβοντας βόλτες γύρω απ΄ το Σπίτι. Το µόνο που σκέφτηκε ήταν να ανάψει ένα τσιγάρο αλλά το πακέτο του είχε αδειάσει. Άρχισε να ψαχουλεύει τις τσέπες του µπας και είχε κάποιο πακέτο ξεχασµένο. Μάταιος κόπος. Περίπτερο υπήρχε στα εκατόν πενήντα µέτρα αλλά δεν σκέφτηκε καν να φύγει έστω και για λίγο. Το πακέτο που απλώθηκε µπροστά του, δεν το πρόσεξε καν. Το βλέµµα του αµέσως εστίασε στο ροζιασµένο χέρι που το κρατούσε και κυρίως το µεγάλο µονόπετρο δαχτυλίδι µε την κόκκινη πέτρα που στόλιζε το µεσαίο δάχτυλο. Άπλωσε µε µεγάλη προσοχή τα χέρια του και αφού δίστασε για λίγο, πήρε το χέρι ανάµεσα στα δικά του. Όσο πιο απαλά µπορούσε, σαν να φοβόταν µη σπάσει. Ύστερα, έστρεψε το κορµί του προς το µέρος της αργά, αργά σαν να ακολουθούσε ένα ιδιότυπο τελετουργικό. Ο ήλιος ήταν κόντρα στα µάτια του και δεν ήταν σίγουρος αν έβλεπε σωστά. ∆εν είχε αλλάξει καθόλου. Ούτε µια ρυτίδα δε σκίαζε το όµορφο πρόσωπο της και το άσπρο δέρµα της έδειχνε τρυφερό όπως πάντα. Το πρόσωπο της έλαµπε και ένα πλατύ χαµόγελο το στόλιζε. Άπλωσε το αριστερό της χέρι και άγγιξε απαλά το µάγουλο του. Ναι, ήταν το ίδιο χάδι. Ήταν η ίδια αίσθηση. Συγκλονίστηκε. Ήταν έτοιµος να ορµήξει πάνω της, να την πάρει στην αγκαλιά του. Να χώσει το πρόσωπο του ανάµεσα στα µακριά της µαλλιά. Πρόλαβε και τον συγκράτησε για µια ακόµα φορά. - Γιωργάκη. Μεγάλωσες. ∆εν άλλαξες όµως … Ήταν έτοιµος να πει το ίδιο, αλλά τα µάτια του που είχαν συνηθίσει πια τον ήλιο διέκριναν τις βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο και το λαιµό της. Μόνο τα µάτια της δεν µπορούσε να δει καθώς τα προστάτευαν µεγάλα µαύρα γυαλιά. Ξεροκατάπιε ανήµπορος να αρθρώσει λέξη. - ∆ε µε κατάλαβες… - Κυρία Έφη. Σας γνώρισα αµέσως… - Αλλά τρόµαξες… - Όχι. Είστε πάντα το ίδιο ωραία, το ίδιο… Έβαλε το δείκτη του δεξιού της χεριού στα χείλη της κάνοντας τον να σωπάσει. - Γιωργάκη. Γλυκό µου αγόρι… 9

Μιχάλης Πιτένης

∆εν ολοκλήρωσε τη φράση της, καθώς ένα απ΄ τα εργολαβικά µηχανήµατα δίνοντας ένα καίριο χτύπηµα στο Σπίτι, το χώρισε στη µέση. Χωρίς να µιλήσει, µε ασταθή βήµατα, άρχισε ν΄ αποµακρύνεται, µε σκυµµένο το κεφάλι. Έτρεξε από πίσω της και την πρόλαβε. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε περιµένοντας την κουβέντα του. Άπλωσε το χέρι και της πρόσφερε το πακέτο µε τα τσιγάρα της. - Μένω εδώ πιο κάτω. Θάρθεις να σου φτιάξω έναν καφέ; Την ακολούθησε χωρίς να πει λέξη. Μόνο χαµογελούσε. Το µικρό ισόγειο διαµέρισµα, ένα δωµάτιο, ένα κουζινάκι κι ένα µικρό χωλ, ήταν κατακλυσµένο από κάθε λογής πράγµατα. Ξεχώρισε τις στοίβες τα βιβλία που ήταν παντού. - Είναι µικρό, αλλά ό,τι πρέπει για µένα… Έσκυψε και πήρε ένα βιβλίο απ΄ την κορυφή µιας στοίβας. - Το θυµάσαι αυτό; Το πήρε στα χέρια του χωρίς να το ανοίξει. Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ 80 ΗΜΕΡΕΣ, υπό του Ιουλίου Βερν. - Απ΄ τα αγαπηµένα µου. Και σένα σου άρεσε, ε; - Μ΄ άρεσε ο τρόπος που µου το διάβαζες… Έβγαλε µε αργές κινήσεις το πανωφόρι της και προχώρησε στην κουζίνα. Οι ίδιες κινήσεις που τον µάγευαν πάντα. Την ακολούθησε µε τα µάτια ορθάνοιχτα. ∆εν τα πήρε ούτε λεπτό από πάνω της. Το πέρασµα του χρόνου µπορεί να ΄χε αλλοιώσει τη µορφή και το σώµα της, αλλά δεν είχε καταφέρει να σβήσει αυτή την αρµονία που ΄χαν οι κινήσεις της. Έκλεισε τα µάτια του για µερικά δευτερόλεπτα και τα ξανάνοιξε. Όχι, δεν είχε χάσει τίποτα απ΄ αυτά που την έκαναν να ξεχωρίζει. Τον µαγνήτιζε πάντα, όπως την πρώτη φορά που την αντίκρισε. Πλησίασε. Ποθούσε να την αγκαλιάσει. Στράφηκε προς το µέρος του. Άνοιξε πρώτη εκείνη τα χέρια της. - Έλα στην αγκαλιά µου. Τα χέρια της δεν έδεναν πια γύρω απ΄ τους ώµους του. Το κεφάλι του δε χανόταν ανάµεσα στα στήθια της. - Μεγάλωσες πολύ. Με πέρασες… Έκανε λίγο χώρο ανάµεσα τους, ίσα για να καταφέρει να του χαϊδέψει τα µαλλιά. - Το πρόσωπο σου δεν άλλαξε. Κοίταξε το δικό της. Θλίψη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. Του ΄δειξε την καρέκλα δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας και στράφηκε στον καφέ που ΄χε αρχίσει να φουσκώνει. Τον σερβίρισε και κάθισε απέναντι του. Έστρεψε το βλέµµα του προς την ανοιχτή πόρτα του µοναδικού δωµατίου του διαµερίσµατος. Τα κάγκελα του σιδερένιου κρεβατιού κάτι του θύµισαν, όπως και το χαλάκι που στόλιζε τον τοίχο ακριβώς από πάνω του.

10

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Κάθε τι εδώ µέσα, είναι δώρο από κάποιο άνδρα, έσπασε τη σιωπή η κυρία Έφη ανάβοντας τσιγάρο. Να. Βλέπεις εκείνο το χαλάκι στον τοίχο, πάνω απ΄ το κρεβάτι; Μου το ΄φερε ένας οδηγός φορτηγού απ΄ την Κωνσταντινούπολη. ∆εν έχω παράπονο. Υπήρξαν πολλοί άνδρες στη ζωή µου που µε φρόντισαν… Χωρίς να πει κουβέντα έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να ρουφάει νευρικά τον καφέ του. Εκείνη χαµογέλασε και άπλωσε το χέρι της στα µαλλιά του. - Κανείς τους όµως δεν ήταν τόσο τρυφερός, όσο εσύ… Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που χαθήκαµε; - ∆εκάξι χρόνια. - ∆εκάξι! Πολλά χρόνια, αλλά δεν µε ξέχασες… Πήρε το χέρι της τρυφερά ανάµεσα στα δικά του. - Φοράτε πάντα το ίδιο άρωµα. Το δαχτυλίδι… ∆εν το θυµάµαι Γύρισε το κεφάλι της προς το παράθυρο. Η φωνή της άρχισε να τρέµει ελαφριά. - Είναι της Γαλάτειας. Τη θυµάσαι τη Γαλάτεια; Έγνεψε καταφατικά. - Τη θυµάσαι πόσο όµορφη ήταν… Άτυχη όµως, άτυχη… Εκείνη σε είχε δει πρώτη να σκαρφαλώνεις στην κερασιά. Αλλά δε σε µαρτύρησε… Αλήθεια, τι λες θα την κάνουν την κερασιά; - Μάλλον θα την κόψουν… - Θα την κόψουν, ε; Ήρθε η ώρα της φαίνεται… - Ήρθε… - Σε πονάει; - Πολύ. Μεγαλώσαµε µαζί. Με κράτησε τόσα βράδια… - Τόσα βράδια… Αλλά εκείνο το βράδυ σε πρόδωσε. Πριν τελειώσει την τελευταία της λέξη, πέρασε τα δάχτυλα του χεριού της ανάµεσα απ΄ τα δικά του και τα ΄σφιξε δυνατά.

11

Μιχάλης Πιτένης

3 Με το πρώτο σκοτάδι ο Γιωργάκης σκαρφάλωσε στο µαντρότοιχο. ∆εν κρατιόταν άλλο. Τέντωσε το κορµί του προς την κερασιά και βρέθηκε στο κλαδί του. Εκείνο λύγισε απαλά κατεβάζοντας τον µέχρι το παράθυρο. ∆εν είχε βολευτεί όµως καλά. Άρχισε να στριφογυρίζει το σώµα του για να βρει την κατάλληλη θέση αλλά το κλαδί αντέδρασε. Λύγισε περισσότερο απ΄ κανονικό και µέχρι να το καταλάβει έφυγε στο κενό. Τα φύλλα που είχαν φτιάξει ένα παχύ µαλακό στρώµα γύρω απ΄ τις ρίζες της κερασιάς, τον προστάτεψαν. ∆ε χτύπησε αλλά απ΄ την τροµάρα που πήρε είχε χάσει τον προσανατολισµό και την ψυχραιµία του. Έκανε ν΄ ανασηκωθεί όταν ένιωσε ένα κρύο χέρι να αρπάζει το δικό του. Πρόσεξε τα µακριά περιποιηµένα νύχια, βαµµένα µ΄ ένα σκούρο κόκκινο χρώµα. Τροµοκρατηµένος ένιωσε τα πόδια του να µην µπορούν να κρατήσουν το σώµα του. Λιποθύµησε. Η Έφη, βλέποντας το νεαρό εισβολέα να σβήνει µπροστά της, έχασε κάθε διάθεση να φανεί αυστηρή µαζί του. Έβαλε όλη της τη δύναµη και το σήκωσε στην αγκαλιά της. Τα απαλά χαστούκια µε τα οποία προσπάθησε να τον συνεφέρει δεν έφεραν αποτέλεσµα. Άρχισε να πανικοβάλλεται. Από την πρώτη στιγµή που τον εντόπισε να ταλαντεύεται πάνω στο κλαδί του δένδρου είχε σκεφτεί απλώς να τον τροµάξει, αλλά σε καµιά περίπτωση δεν της είχε περάσει απ΄ το µυαλό να τον παραδώσει στην κυρία Αναστασία. Το λίγο που την ήξερε, της αρκούσε να υποθέσει πως µόνο καλή ιδέα δεν θα ήταν αυτό. Τώρα όµως και όσο ο νεαρός δε συνερχόταν δεν είχε άλλη επιλογή. Κρατώντας τον σφιχτά στην αγκαλιά της έκανε να κινηθεί προς τα αριστερά, προς την κύρια είσοδο του Σπιτιού. Το µετάνιωσε αµέσως. Οι πρώτοι πελάτες της βραδιάς ανέβαιναν ήδη τα σκαλιά της κύριας εισόδου. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση και αγκοµαχώντας απ΄ το βάρος που είχε στην αγκαλιά της χώθηκε απ΄ την πίσω πόρτα. Η Μπέµπα καθισµένη στην τραπεζαρία της κουζίνας, κάπνιζε το τσιγάρο της βυθισµένη στις σκέψεις της και δεν την πρόσεξε καν. Έκανε ν΄ ανέβει τα σκαλιά που οδηγούσαν στη µεγάλη σάλα, αλλά η επιβλητική και αυστηρή µορφή της Αναστασίας της έφραξε το δρόµο. Νόµισε πως θα πέσει µαζί µε το φορτίο της, αλλά η Αναστασία δεν της άφησε περισσότερα περιθώρια για σκέψεις. Την οδήγησε στο καµαράκι που βρισκόταν ακριβώς απέναντι απ΄ την κουζίνα, δείχνοντας της πως έπρεπε ν΄ αφήσει το νεαρό στο µικρό κρεβάτι που υπήρχε εκεί.

12

Οι κόρες της Αφροδίτης

Αµίλητη έσκυψε από πάνω του, γέµισε τις χούφτες της µε οινόπνευµα και άρχισε να του τρίβει τα χέρια, δίνοντας το µπουκάλι στην Έφη αφού πρώτα της έδειξε πως πρέπει να το βάλει κάτω απ΄ τα ρουθούνια για να εισπνεύσει την έντονη µυρωδιά του. Ο νεαρός άρχισε να συνέρχεται. - ∆ιάολοι, Έφη µου. ∆ιάολοι… Συνέχεια σκαρφαλώνουν στον µαντρότοιχο και σε κείνη την αναθεµατισµένη την κερασιά… Πότε θα την κόψω να ησυχάσω… Όχι τίποτα άλλο, µην γκρεµοτσακιστεί κανένας από δαύτους και έχουµε τραβήγµατα… ∆ιάολοι σου λέω… Ο Γιωργάκης δεν είχε ανακτήσει ακόµα πλήρως τις αισθήσεις του όταν η Αναστασία σηκώθηκε απ΄ τη θέση της. - Μόλις συνέλθει για τα καλά, δώστου ένα ποτήρι νερό και βγάλτον από µπροστά. Σβέλτα όµως, πριν πλακώσει η κίνηση… Ο Γιωργάκης µισάνοιξε τα µάτια του και έκανε ν΄ ανασηκωθεί, θέλοντας προφανώς να το βάλει στα πόδια. Τον συγκράτησε, δείχνοντας του πως έπρεπε να περιµένει και έφυγε προς την κουζίνα. Η καρδιά του νεαρού χτυπούσε πια κανονικά. Ο φόβος βέβαια δεν τον είχε εγκαταλείψει εντελώς αλλά υπήρχε κάτι στην ατµόσφαιρα που τον έκανε να τον αντιµετωπίζει τώρα καλύτερα. Μια µυρωδιά, µια ξεχωριστή µυρωδιά. Μια µυρωδιά που κυριαρχούσε παντού σ΄ όλο το χώρο. Την αναζήτησε στο κρεβάτι, στο πάτωµα, προς την πλευρά της κουζίνας. Ήταν παντού. ∆εν µπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν και από πού ερχόταν, αλλά όσο περισσότερο γέµιζε τα ρουθούνια του µ΄ αυτή τόσο περισσότερο του θύµιζε τη µυρωδιά που αναδύεται απ΄ το παλιό κόκκινο κρασί όταν χυθεί από ένα δρύινο βαρέλι στο χώµα. Ναι, ήταν η ίδια µυρωδιά που γέµισε το υπόγειο της γειτόνισσας της µάνας του, της κυρά Ελένης, εκείνο το µεσηµέρι που τον είχε πάρει µαζί της για να τη βοηθήσει να γεµίσουν µια νταµιτζάνα κρασί. Η κυρά Ελένη είχε γονατίσει βάζοντας τη νταµιτζάνα κάτω απ΄ την κάνουλα και παρακολουθούσε το κρασί που έτρεχε αφρίζοντας. Η φούστα της ανασηκώθηκε πολύ ψηλά και άφησε να φανεί το γυµνό δεξί της πόδι. Ο Γιωργάκης, µόλις 11 χρονών τότε, γονάτισε δίπλα της και χωρίς να το καλοσκεφτεί άρχισε να χαϊδεύει απαλά το πόδι της κυρά Ελένης, πιστεύοντας πως από ώρα σε ώρα το µάγουλο του θα άστραφτε από το δυνατό χαστούκι της. Εκείνη όµως δεν αντέδρασε, τουλάχιστον αµέσως. Άφησε να περάσουν µερικά δευτερόλεπτα και ύστερα βγάζοντας την παντόφλα της, άπλωσε το πόδι της και άρχισε να χαϊδεύει µε τα δάχτυλα της τα γεννητικά του όργανα. Στην αρχή, βλέποντας την κίνηση της, οπισθοχώρησε. Μόλις δέχτηκε όµως το πρώτο της χάδι, έγειρε πίσω το σώµα του και στηρίχτηκε µε τους αγκώνες στο χώµα. Έκλεισε τα µάτια του και τα ρουθούνια του γέµισαν από ένα υπέροχο άρωµα. Το άρωµα που 13

Μιχάλης Πιτένης

αναδυόταν απ΄ το κρασί που είχε αρχίσει να ποτίζει το χώµα του υπογείου. Σε λίγο, το άρωµα πότισε και όλο του το κορµί. Το µούδιασε. Το βύθισε σε ένα γλυκό όνειρο που δεν κράτησε όµως για πολύ. Η κυρά Ελένη, τον σήκωσε απότοµα από κάτω και τον έσπρωξε προς την πόρτα. Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε πολλές φορές. Ο Γιωργάκης ένιωθε πάντα το ίδιο άρωµα να κατακλύζει όλο του το κορµί και να το µουδιάζει κι ας µην ήταν στο ίδιο υπόγειο, κι ας µην πότιζε το κρασί το χώµα. Του αρκούσε το πόδι της κυρά Ελένης. Το αγάπησε αυτό το πόδι, το λάτρεψε. Κάθε φορά που συναντούσε τη γειτόνισσα τους, ό,τι κι αν έκανε, σταµατούσε για να χαζέψει τα πόδια της. Κάθε απόγευµα, ήταν συνεπής στο ραντεβού που έδιναν µε τα άλλα παιδιά της γειτονιάς για ποδόσφαιρο ή µπίλιες αλλά ποτέ δεν ήταν πραγµατικά µαζί τους. Το βλέµµα του ήταν καρφωµένο στις σκάλες που οδηγούσαν στην κουζίνα του σπιτιού του και µόλις έβλεπε την κυρά Ελένη να τις ανεβαίνει, πηγαίνοντας να συναντήσει τη µάνα του για τον απογευµατινό τους καφέ, τους παρατούσε όλους και έτρεχε προς τα εκεί. Αναψοκοκκινισµένος έβρισκε πάντα κάτι για να δικαιολογήσει την παρουσία του και µόλις η µάνα του αφοσιωνόταν στο ψήσιµο του καφέ πλησίαζε την κυρά Ελένη, προσµένοντας το χάδι της. Εκείνη σπάνια τον δυσαρεστούσε έχοντας καταλάβει προφανώς πόση σηµασία είχε αυτό για το Γιωργάκη και φρόντιζε να του το προσφέρει κι άλλες φορές είτε ζητώντας απ΄ τη µάνα του να της τον στείλει για να τη βοηθήσει σε διάφορα θελήµατα, είτε καλώντας τον για να του δώσει κάποιο γλυκό ή κάποια τρόφιµα για να µεταφέρει στο σπίτι του. Αγνοώντας την υπόδειξη της Έφης σηκώθηκε απ΄ το κρεβάτι και πλησίασε στην πόρτα αναζητώντας την. Πριν την εντοπίσει στο βάθος της κουζίνας, πέρασε από µπροστά του η Μπέµπα κρατώντας στα χέρια της ένα µπουκάλι γεµάτο µ΄ ένα υγρό που του φάνηκε σαν κρασί, αν και το χρώµα του ήταν κάπως περίεργο. Τα µάτια του καρφώθηκαν στο µπουκάλι και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο απ΄ τη Μπέµπα που τον πλησίασε βάζοντας το αριστερό της χέρι στη µέση. - Τι έγινε µικρέ; Θέλεις να δοκιµάσεις λίγο απ΄ αυτό το ποτό; Αφαίρεσε το πώµα απ΄ το µπουκάλι και το πρότεινε προς το Γιωργάκη. Το άρωµα του ήταν βαρύ και έκανε το µικρό να πισωπατήσει αναγουλιασµένος. Η Μπέµπα ξέσπασε σ΄ ένα δυνατό γέλιο, αλλά η Έφη που βρισκόταν ήδη από πίσω της την παραµέρισε. - ∆εν έπιασες δουλειά ακόµα; Η Μπέµπα της έδειξε το µπουκάλι ανασηκώνοντας το. - Πήρα τα σύνεργα και πάω. Να τους προσέχεις αυτούς… Μπορεί να σε καταστρέψουν, είπε δείχνοντας το Γιωργάκη και αποχώρησε χαχανίζοντας.

14

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η Έφη έδειξε µε µια χειρονοµία στο Γιωργάκη πως έπρεπε να την αγνοήσει και αγκαλιάζοντας τον απ΄ τους ώµους τον οδήγησε και πάλι στο κρεβάτι. Τον έβαλε να καθίσει και του πρόσφερε το ποτήρι µε το νερό. - Αισθάνεσαι καλά; Ο µικρός ούτε που άκουσε την ερώτηση της. Το βλέµµα του είχε καρφωθεί στις µακριές όµορφες γάµπες της. Είχε ξεχάσει ήδη την αναγούλα που είχε νιώσει προηγουµένως καθώς το άρωµα είχε µουδιάσει ξανά όλο του το κορµί. Η Έφη επανέλαβε την ερώτηση της και καθώς δεν πήρε απάντηση τον χτύπησε απαλά στην πλάτη. - Έ, σου µιλάω. Την κοίταξε φοβισµένος. - Καλά είσαι; Έγνεψε καταφατικά. Τότε του ζήτησε να σηκωθεί και ακολουθώντας την ίδια διαδροµή αντίστροφα τον οδήγησε στην µεγάλη αυλόπορτα του µαντρότοιχου. Πριν φτάσουν µέχρι εκεί, αναγκάστηκαν να περιµένουν µερικά λεπτά καθώς µπροστά στις σκάλες που οδηγούσαν στην κύρια είσοδο του Σπιτιού, η Γαλάτεια καυγάδιζε µε το Συνταγµατάρχη Σερέτη. Ο Συνταγµατάρχης, την είχε αρπάξει απ΄ το χέρι και την τράνταζε µιλώντας της σε έντονο ύφος. - Πόσες φορές θα στο πω; Η Γαλάτεια δεν απάντησε. Προσπαθούσε µόνο να απελευθερώσει το χέρι της. - Θα µου απαντήσεις; Θα µου πεις το ναι; Η φωνή της βγήκε τσιριχτή. - Παράτα µε επιτέλους. Το χέρι του δεν πρόλαβε να κατέβει στο µάγουλο της καθώς στο κεφαλόσκαλο εµφανίστηκε η επιβλητική µορφή της κυρίας Αναστασίας. Ο Σερέτης άφησε το χέρι της Γαλάτειας που δεν έχασε την ευκαιρία ν΄ ανέβει τρέχοντας τις σκάλες. Για λίγα δευτερόλεπτα το βλέµµα της Αναστασίας διασταυρώθηκε µε το βλέµµα του Σερέτη. Ο Συνταγµατάρχης δεν είχε άλλη επιλογή απ΄ το να σαλπίσει οπισθοχώρηση. Ξεφυσώντας γύρισε, πέρασε την πύλη και χάθηκε στη νύχτα. Μετά από ένα λεπτό, ο Γιωργάκης βρέθηκε κι αυτός έξω απ΄ την αυλόπορτα, στη σκοτεινή αλάνα. Έκανε να τρέξει µα κοντοστάθηκε. Γύρισε και σήκωσε το κεφάλι του. έκλεισε τα µάτια του και άφησε το απαλό αεράκι που φυσούσε να γεµίσει τα ρουθούνια του µε το άρωµα που ερχόταν απ΄ τη µεριά του Σπιτιού. Εκείνη τη βραδιά του φάνηκε πιο φωτεινό, πιο µεγάλο…

15

Μιχάλης Πιτένης

4 Ήταν η τρίτη βραδιά που θα περνούσε η Έφη στο Σπίτι και ήταν ακόµα διστακτική στις κινήσεις της, καθώς δεν είχε ακόµα καταλάβει καλά µε τι ανθρώπους είχε να κάνει και ποιους µπορούσε να εµπιστευτεί. Τις προηγούµενες δύο βραδιές, περίµενε να φύγει και ο τελευταίος πελάτης και αφού µάζευε τα ποτήρια απ΄ τα ποτά που είχε σερβίρει, περίµενε πρώτα να πέσουν για ύπνο όλες οι άλλες κοπέλες πριν πάει στο κρεβάτι της. ∆εν της είχε περάσει καν απ΄ το µυαλό της να βγάλει ένα από τα βιβλία που κουβαλούσε στη µικρή βαλίτσα της για να διαβάσει, όχι γιατί δεν µπορούσε να το κάνει κάτω απ΄ το λιγοστό φως που εξέπεµπε το µοναδικό φωτάκι που µπορούσε να έχει αναµµένο στο δωµάτιο της, αλλά γιατί ένιωθε τόσο πολύ αναστατωµένη που ήξερε πως θα της ήταν αδύνατο να αφοσιωθεί σε οποιοδήποτε βιβλίο. Αυτή τη βραδιά όµως αισθανόταν ήρεµη και γι΄ αυτό µόλις φόρεσε το νυχτικό της άρχισε να ψαχουλεύει µες τη βαλίτσα της αναζητώντας το βιβλίο που θα της κρατούσε απόψε συντροφιά. Η κυρία Αναστασία µπήκε αθόρυβα στο δωµάτιο της και την αντιλήφθηκε µόνο όταν είχε καθίσει στην καρέκλα απέναντι της. Τρόµαξε αλλά δεν είπε τίποτα. Είχε καταλάβει πως πρώτη εκείνη θ΄ άνοιγε την κουβέντα. Η Αναστασία κρατούσε στα χέρια της δύο ποτήρια µε βερµούτ και της πρόσφερε το ένα. Το πήρε ψελλίζοντας ένα ευχαριστώ. - Έφη, ξεκίνησε µε αργόσυρτη φωνή η Αναστασία, νοµίζω από αύριο πως πρέπει να πιάσεις δουλειά. Ξέρεις πόσοι πελάτες σε ζήτησαν κιόλας; Απέφυγε να ρωτήσει. Η Αναστασία έδειξε πως δεν περίµενε την απάντηση της και συνέχισε. - Τα κορίτσια τα γνώρισες, το Σπίτι το γύρισες όλο. Για ό,τι χρειαστείς µε φωνάζεις. Εντάξει; - Εντάξει κυρία… Σηκώθηκε να φύγει και πριν κλείσει την πόρτα πίσω της, της έκανε την τελευταία ερώτηση. - Απ΄ τη Λάρισα είπες πως είσαι; - Ναι… - Καληνύχτα. ∆ε θυµόταν αν της είχε πει απ΄ την αρχή από πού ερχόταν. Ούτε και είχε καµιά σηµασία. Απέφευγε γενικώς να µιλάει για τη ζωή της. Πίστευε πως το όνοµα της και δύο τρία ακόµα στοιχεία ήταν αρκετά. Εξάλλου ποιόν ενδιέφεραν οι λεπτοµέρειες; Κάθε κορίτσι που κατέληγε σ΄ ένα απ΄ αυτού του είδους τα σπίτια, είχε τη δική του ξεχωριστή 16

Οι κόρες της Αφροδίτης

ιστορία και ένα σωρό δικαιολογίες για τα πώς και τα γιατί. Κανένα δεν κατέληγε επειδή ήταν το… όνειρο της ζωής του, η γιατί το ΄χε από µέσα του. Τα δικά της όνειρα τα ΄χε κεντήσει, βελονιά, βελονιά, καθισµένη τα απογεύµατα και τα βράδια στο µπαλκονάκι του πατρικού της, απ΄ όπου µπορούσε να βλέπει όλες τις εποχές του χρόνου να χρωµατίζουν το θεσσαλικό κάµπο. Εκεί, στριµωγµένες η µια δίπλα στην άλλη, σκυµµένες πάνω στα εργόχειρα τους, µε τα γυµνά τους πόδια ακουµπισµένα στα ξύλινα κάγκελα, η Ευτέρπη, η Βαγγελίτσα, η Σµαρώ, η Χαϊδούλα, πάνω κάτω στην ίδια, σχεδόν όλες στερνοπούλια των οικογενειών τους, τιτίβιζαν σαν τα πουλάκια που αδηµονούσαν ν΄ αφήσουν τη φωλιά τους και τρυπούσαν τα λεπτά, µαλακά ακόµα, δάχτυλα τους µε τα βελόνια καθώς συναγωνίζονταν η µια την άλλη, για το ποια θα ρίξει τις περισσότερες βελονιές, πεπεισµένες πως όσο πιο γρήγορα θα τέλειωναν τα προικιά τους, τόσο γρηγορότερα θα ερχόταν το τυχερό που όλες καρτερούσαν. Τα εργόχειρα των άλλων κοριτσιών φτουρούσαν και στοιβάζονταν το ένα πίσω απ΄ το άλλο στις κασέλες τους, µα όχι και της Ευτέρπης. Κάθε βράδυ, µόλις ακουγόταν η φωνή της µάνας µιας απ΄ τις κοπέλες της συντροφιάς και ο νεανικός χωρατάς σχολούσε, η Ευτέρπη προσπαθούσε να κρύψει όσο πιο καλά γινόταν κάτω απ΄ τα ρούχα της το εργόχειρο της, πριν αποφασίσει να µπει µέσα στο σπίτι. Ήταν όµως ανώφελο. Όπου και αν το έκρυβε πάνω της, η µάνα της το έβρισκε και πριν προλάβει η Ευτέρπη να την εκλιπαρήσει κλαίγοντας, το είχε κάνει κοµµάτια. Άλλαξε τακτική και άρχισε να το κρύβει σε διάφορα µέρη του σπιτιού ελπίζοντας να το γλιτώσει. Το εργόχειρο το γλίτωνε, µα όχι και τα ρούχα της που πάνω τους ξεσπούσε πια τη µανία της µάνας της, που δε σταµάταγε µέχρι να της τα κάνει κουρέλια. Περίµενε πότε θα χαθεί κατάκοπη στον ύπνο και έπιανε πάλι το βελόνι, πολλές φορές µέχρι το ξηµέρωµα, για να συνεφέρει τα ρούχα της, µαντάροντας τα όσο καλύτερα µπορούσε, για να µην καταλάβει τίποτα ο πατέρας της. Εκείνος, πρόσεχε τις περισσότερες φορές τις γρατσουνιές και τα γδαρσίµατα στο λαιµό και τα χέρια της και την καλούσε κοντά του, λέγοντας: - Κάνε κουράγιο σπλάχνο µου. Κάνε κουράγιο… Θα στρώσει… Μ΄ αυτή την ελπίδα ζούσαν κι οι δύο. Να στρώσει. ∆ιαφορετικά τον τρόπο τον ήξεραν. Τους τον είχε πει ο γιατρός που την εξέτασε και τους το ξέκοψε. - Χρειάζεται νοσηλεία. Σε ίδρυµα. Θα χρειαστούν χρήµατα βέβαια… Του το ξέκοψε όµως κι ο πατέρας της. 17

Μιχάλης Πιτένης

- Γιατρέ χρήµατα δεν υπάρχουν… - Να την πάµε σε δηµόσιο ίδρυµα αλλά… Ξέρεις τι γίνεται εκεί πέρα… Ήξερε, πως δεν ήξερε. Ακόµα κάποιοι θυµόταν στο χωριό τον Τασούλη, τον αλαφροίσκιωτο. Όσοι τολµήσαν να τον επισκεφτούν στο δηµόσιο ίδρυµα που τον κλείσαν διότι «διασάλευε την τάξιν» µε τις παλαβοµάρες του, τροµάξαν τόσο πολύ που δεν ήθελαν να ξαναµιλήσουν γι΄ αυτό. Αποφάσισε να την κρατήσουν σπίτι. Σ΄ αυτό συναίνεσαν κι οι δυο µεγάλες του κόρες και ο γιος του και αµέσως µετά επέστρεψαν στα σπίτια τους, όπου είχαν δουλειές που τους περίµεναν. Θέλοντας και µη συναίνεσε κι η Ευτέρπη κι ας µην καταλάβαινε ακόµα τι βάρος θα έπεφτε στις αδύναµες πλάτες της. Ο πατέρας της άρχισε να παρατείνει την παραµονή του έξω απ΄ το σπίτι. Πολλές φορές γυρνούσε ξηµερώµατα αφού κατέβαλε µεγάλη προσπάθεια για να το βρει στην κατάσταση που ερχόταν. Άλλες πάλι, όταν ξεµάκραινε για κάποια δουλειά απ΄ το χωριό, έκανε µέρες ολόκληρες να γυρίσει. Η Ευτέρπη πάλευε και υπέµενε µόνη µαζί της. Οι χαρακιές όµως στο λαιµό της και τα γδαρσίµατα στα χέρια έγιναν πια ένα µε το δέρµα της. Όσα ρούχα κι αν της πρόσφεραν οι αδερφές της και λίγα οι φιλενάδες της που τη συµπονούσαν, δεν της έφταναν πια. Πόσο και πόσες φορές να µαντάρεις τα κουρέλια; Ο δάσκαλος, που την ξεχώριζε πάντα και την πρόσεχε από τότε που την είχε στην τάξη του, δεν την ξέχασε κι ας είχαν περάσει κοντά οκτώ χρόνια από τότε. Τη συµπόνεσε. Προθυµοποιήθηκε να µιλήσει στον πατέρα της, µα τον παρακάλεσε να µην το κάνει. Το πρώτο βράδυ που χτύπησε την πόρτα τους, πριν δει ποιος ήταν, περίµενε πρώτα να κοπάσουν οι φωνές της µάνας της και να ηρεµήσει αφού της είχε διαλύσει το φουστάνι που φορούσε. Η Ευτέρπη τον είδε απ΄ τη χαραµάδα του παντζουριού της κουζίνας µα τον ντράπηκε και δεν του άνοιξε. Εκείνος επέµενε και δεύτερη και τρίτη φορά. Του άνοιξε κι έγινε η καθηµερινή νυχτερινή της συντροφιά. Η µάνα της, λες και επέδρασε θετικά πάνω της η παρουσία του ξένου ανθρώπου στο σπίτι τους, άρχισε να ηρεµεί. Οι επιθέσεις της λιγόστεψαν, αραίωσαν πολύ. Τόσο που η Ευτέρπη δεν τις λογάριαζε πια. Σαν να µη γινόταν. Το µόνο που την ένοιαζε ήταν το πότε θάρθει η ώρα που θα καταφτάσει εκείνος, µε κάποιο απ΄ τα βιβλία του υπό µάλης, για να της διαβάσει ένα απόσπασµα του. Στην αρχή ντρεπόταν και να κάτσει κοντά του, µα σιγά, σιγά όλο και σίµωνε, ώσπου άρχισε να κουρνιάζει στην αγκαλιά του. Εκείνος ακούραστα και αγόγγυστα διάβαζε τη µια σελίδα µετά την άλλη, µέχρι 18

Οι κόρες της Αφροδίτης

που νύχτωνε για τα καλά και αποφάσιζε πως δεν ήταν πλέον φρόνιµο να µένει στο ξένο σπίτι. Η Ευτέρπη τον παρακαλούσε να µείνει λίγο ακόµα, όχι από φόβο µήπως ξυπνήσει το µένος της µάνας της µόλις θα έµενε µόνη, αλλά γιατί είχε αρχίσει πια να αγαπάει τη συντροφιά του. Ο δάσκαλος, µετρηµένος και ήσυχος άνθρωπος, ανταποκρινόταν στα παρακάλια της µικρής κι ας ήξερε πως είχε περάσει προ πολλού τα επιτρεπόµενα για τη µικρή τους κοινωνία και την εποχή που ζούσαν, όρια. Γι΄ αυτό αφού ξεροκατάπιε µερικές φορές και ένιωσε αρκετές σταγόνα ιδρώτα να κυλούν απ΄ το µέτωπο του, βρήκε το θάρρος και της µίλησε. - Ευτέρπη. Το ξέρω πως είναι αταίριαστο… Η διαφορά ηλικίας θέλω να πω… Αλλά να ξέρεις πως θέλω να σε κάνω γυναίκα µου. ∆εν είχε ακούσει πιο γλυκά λόγια και δεν ήξερε και τι να του απαντήσει. Μαζεύτηκε ένα µικρό κουβάρι στην αγκαλιά του και αφέθηκε στα δειλά και συγκρατηµένα του χάδια. Εκείνος συνέχισε να της µιλά, αλλά η Ευτέρπη ούτε που τον άκουγε. Η φράση «θέλω να σε κάνω γυναίκα µου» ηχούσε ακόµα τόσο όµορφα στα αυτιά της. Αντιπροσώπευε για εκείνη τα πάντα. Ισοδυναµούσε µε µια άλλη, καλύτερη ζωή, µ΄ ένα αύριο χωρίς φόβο. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Πόσο όµορφος της φάνηκε! Πού πήγε η άσχηµη γαµψή του µύτη, τα µικρά, σαν κουµπότρυπες µάτια του; Και το κορµί του… Σα να µάκρυνε. Πού πήγαν τα µικρά στραβά του ποδάρια; Κυπαρίσσι σωστό, στεκόταν µπροστά της. Στον ίσκιο του ήθελε να χωθεί. Στον κορµό του να δέσει τα χέρια της. Να µην αφήσει κανένα µήτε να πλησιάσει, µήτε να το κοιτάξει µήπως και το βασκάνουν. Ο δάσκαλος κρατήθηκε όσο το µπορούσε, µα σύντοµα ανακάλυψε πως ήταν πάνω και πέρα απ΄ τις δυνάµεις του, το να µη γευτεί αυτό το νεανικό και όµορφο κορµί που του δόθηκε µε τόση λαχτάρα και τέτοια λατρεία. Το γλέντησε µα ως ένα σηµείο. Το βράδυ που της ανακοίνωσε πως την εποµένη θα ταξίδευε για το δικό του χωριό προκειµένου να επιστρέψει µε την ευχή των γονιών του, πριν τη ζητήσει απ΄ το δικό της πατέρα, η Ευτέρπη ξέσπασε σε κλάµατα. - Μη φύγεις… - Μα θα γυρίσω. Σύντοµα. Και θα γίνεις γυναίκα µου. - Πάρε µε µαζί σου… - Χαζό. Αν σε πάρω τώρα θα είναι σα να σε κλέβω κι εγώ θέλω να σε κάνω γυναίκα µου µε δόξα και τιµή... Τον αποχαιρέτησε και γυρνώντας στο δωµάτιο της, πριν προλάβει να σκουπίσει τα δάκρυα της, δέχτηκε την πρώτη επίθεση. Τα νύχια της µάνας της, που είχε ξεχάσει να της τα κόψει, µυτερά και µακριά, χώθηκαν στο πρόσωπο της, κάνοντας τα µάγουλα της να πληµµυρίσουν στο αίµα και τις πληγές τους να καίνε. Την αναχαίτισε µα όχι για πολύ. 19

Μιχάλης Πιτένης

∆έχτηκε και άλλες επιθέσεις, µέχρι που ο θύτης έπεσε κατάκοπος στο πάτωµα και αποκοιµήθηκε. Προσπάθησε να συνεφέρει το πρόσωπο της, βάζοντας βρεγµένα πανιά µα ο πόνος δεν υποχωρούσε µε τίποτα. Ο ύπνος ήρθε να τη λυτρώσει για λίγο. ∆εν θα πρέπει να είχε ξηµερώσει πριν από πολύ ώρα όταν την ξύπνησαν οι δυνατές φωνές της µάνας που χαλούσαν τον κόσµο. Πέρασαν µερικά λεπτά µέχρι να εντοπίσει από πού ακουγόταν και την ώρα που βγήκε στο µπαλκονάκι τους, είχε ήδη ξεσηκώσει τον κόσµο. - Πουτάνα. Πουτάνα κατάντησε το στερνοπούλι µου µέσα στο ίδιο µας το σπίτι… Η µάνα της άφριζε κι οι λέξεις ανακατευόταν µε τα σάλια που ξεχείλιζαν απ΄ το στόµα της. Άφρισε κι Ευτέρπη. Όρµησε πάνω της και άρχισε να την τραβάει µε όλη της τη δύναµη για να τη φέρει µέσα. ∆ύο τρεις γειτόνισσες, αγουροξυπνηµένες, παρακολουθούσαν αµίλητες. Η µάνα της συνέχιζε απτόητη το κρεσέντο της. Όσο την τραβούσε τόσο περισσότερο δυνάµωνε τη φωνή της. Ένιωσε τις δυνάµεις της να την εγκαταλείπουν και πριν το καταλάβει, ξέφυγε απ΄ τα χέρια της. Έπεσε µε δύναµη πάνω στο ξύλινο κάγκελο. ∆εν µπόρεσε να κρατήσει το βάρος της. Έφυγε µε το κεφάλι στο κενό και ώσπου να πλησιάσει η Ευτέρπη για να δει το αποτέλεσµα της πτώσης, ακούστηκε η τσιριχτή φωνή µιας γειτόνισσας. - Α, µωρή κακούργα, τη σκότωσες… Λίγο έλειψε να βρεθεί κι η ίδια στο κενό, αλλά κατάφερε να στρίψει και να χωθεί στο σπίτι. Χωρίς να ρίξει τίποτα πάνω της, βγήκε απ΄ την πίσω πόρτα και χώθηκε στα χωράφια. Έτρεξε µ΄ όση δύναµη είχε µέσα της χωρίς να µπορεί να προσδιορίσει αν οι χαρακιές στο πρόσωπο της την πονούσαν περισσότερο ή οι πληγές που άνοιγαν στα γυµνά της πόδια τα αγκάθια… Τρία µερόνυχτα κράτησε το τρεχαλητό της. Ώσπου έχασε τον προσανατολισµό της. Την τέταρτη µέρα βρήκε τη δηµοσιά, µα περίµενε πρώτα να σουρουπώσει πριν αρχίσει να τη βαδίζει. Ξέπνοη σταµάτησε µόλις βρήκε µπροστά της µια µεταλλική πινακίδα που έγραφε ΛΑΡΙΣΑ. Λίγο πιο κάτω, ξεχώρισε ένα σπίτι που την πόρτα του φώτιζε ένα κόκκινο φωτάκι. Έκανε κουράγιο και χτύπησε την πόρτα ελπίζοντας να της ανοίξουν. Της άνοιξαν και γιάτρεψαν τις πληγές της. Η κυρία Μαίρη την πήρε στο δωµάτιο της και τη φρόντισε µέχρι να σταθεί στα πόδια της. ∆ε χρειάστηκαν πάνω από τρεις µέρες. Την τέταρτη πετάχτηκε πάνω και ρώτησε πως µπορούσε να της το ξεπληρώσει. Της ανέθεσε να κάνει διάφορες δουλειές του σπιτιού, µέχρι να δει τι θα έκανε µαζί της. Πάνω στο µήνα αποφάσισε και της το πρότεινε. - Μάνα µου, δε ξέρω από πού ΄σαι και πούθε κρατάει η σκούφια σου. ∆ε σε ρώτησα, ούτε θα σε ρωτήσω ποτέ. Μα σαν σε βλέπω να 20

Οι κόρες της Αφροδίτης

γυρνάς σ΄ αυτό το χάλι µέσα στη νύχτα, τι να σου πω; Και καλούς παράδες θα βγάλεις και µια µέρα πού ξέρεις… Έσκυψε το κεφάλι αµίλητη κι η Μαίρη συνέχισε. - Έρχονται καλοί άνθρωποι εδώ. Κύριοι. Θα σε προσέξουν… Η Ευτέρπη αισθανόταν τόσο πολύ υποχρεωµένη µε την κυρία Μαίρη που σκέφτηκε πως δεν µπορούσε να της αρνηθεί. Εξάλλου η κυρία Μαίρη είχε φανεί τόσο διακριτική που ούτε καν ρώτησε πως βρέθηκε εκεί και από πού ερχόταν. Κι αυτό ήταν πάρα πολύ για την Ευτέρπη. Η αλλαγή του ονόµατος από Ευτέρπη σε Έφη έγινε εύκολα, όπως και το χρώµα στα µαλλιά και στο πρόσωπο. Τα διάφορα φτιασίδια που της πρόσφεραν οι άλλες κοπέλες την έδειχναν κατά πολύ µεγαλύτερη και όποιος την έβλεπε δύσκολα θα την αναγνώριζε. ∆εν έγινε όµως το ίδιο εύκολα η προσαρµογή της στην καινούργια της ζωή. Καταλάβαινε φυσικά πως ήταν µάταιο το να βουλιάζει κάθε βράδυ στο κλάµα, αλλά δεν είχε και τρόπο να το σταµατήσει. Τον τρόπο της τον έδειξε µια εξίσου νεαρή συνάδελφος η Κατίνα, προσφέροντας ένα βράδυ µερικά απ΄ τα βιβλία της. - Πάρε. Τα έγραψαν σοφοί άνθρωποι. Άνθρωποι που κάτι ήξεραν παραπάνω από µας… Πάρε. Για να ξεχνιέσαι… Η Έφη τα πήρε διστακτικά στην αρχή. Κάθε ένα απ΄ αυτά της φάνηκε σαν να ΄χε τη φωτογραφία εκείνου. Τα ξεφύλλισε και αγγίζοντας µε το δάχτυλο της κάθε λέξη ήταν σαν να την άκουγε απ΄ το στόµα του. Της άρεσε και βυθίστηκε µέσα τους. Άρχισε να περιδιαβαίνει µε το δάχτυλο της σε κόσµους που τους περιέγραφε η φωνή του. Κούρνιαζε στο κρεβάτι της κι ήταν σαν να βρισκόταν στην αγκαλιά του. Κι ήταν µόνο αυτοί. Η Ευτέρπη κι ο δάσκαλος, να ταξιδεύουν στον κόσµο που φύλαγε µέσα του κάθε βιβλίο. Οι άλλοι ήταν σαν να µην είχαν υπάρξει ποτέ. Σαν να µην τους είχε γνωρίσει. Μόλις τελείωσαν τα δανεικά, άρχισε να ξοδεύει το µεγαλύτερο µέρος απ΄ το µεροκάµατο της αγοράζοντας καινούργια. Η κυρία Μαίρη στην αρχή δεν ασχολήθηκε, αλλά βλέποντας να γεµίζουν τους χώρους κάτω απ΄ το κρεβάτι και την πολυθρόνα του δωµατίου της Έφη, την ορµήνεψε. - Βάζε και κάνα φράγκο στην άκρη. Αυτά δεν θα σου δώσουν να φας σα µαραθείς… Πόσο σοβαρά µπορεί να πάρει ένας νέος άνθρωπος µια τέτοια συµβουλή, όταν ακόµα δεν έχει προλάβει καλά, καλά ν΄ ανθίσει; Η Έφη όµως την πήρε πολύ σοβαρά. Από την άλλη µέρα άρχισε να ξοδεύει όλο και περισσότερα. Όχι µόνο σε βιβλία µα σ΄ ό,τι της γυάλιζε και την ευχαριστούσε. Όλα µικρά και λεπτά πράγµατα, για να χωρούν στο µικρό ραφάκι που ΄χε πάνω απ΄ το κρεβάτι της. Πράγµατα που τη βοηθούσαν να χτίζει το δικό της κόσµο… 21

Μιχάλης Πιτένης

- Κάνεις, λες και δε θα προλάβεις να χαρείς τίποτα, παρατήρησε η κυρία Μαίρη βλέποντας το ραφάκι στο δωµάτιο της µικρής να γεµίζει και να προσθέτει κι άλλο από πάνω του. Κι αν φύγεις, τι νοµίζεις πώς θα πάρεις; Ελάχιστα πράγµατα. Το συνειδητοποίησε όταν επισκέφτηκε το σπίτι της µαντάµ Μαίρης ένας συγχωριανός της και την κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω. Πανικοβλήθηκε. Την άλλη µέρα πρωί, πρωί έχωσε στη µικρή πάνινη βαλίτσα της όσα βιβλία µπορούσε ν΄ αντέξει, τα πιο αγαπηµένα της και παίρνοντας δύο, τρεις συµβουλές της µαντάµ, που µόλις έµαθε το πρόβληµα της έδειξε κατανόηση, αλλά και σύνεση, γιατί ποιος ήθελε τραβήγµατα µε τη χωροφυλακή. ∆ε θέλησε όµως να την ξαποστείλει κι έτσι. Γι΄ αυτό της ορµήνεψε πως θα πάει σε µια άλλη πόλη, πιο µικρή, στα βόρεια, και την αποχαιρέτησε. Η Έφη, ένιωσε ασφαλής περνώντας τα βουνά και ανακουφισµένη όταν βρέθηκε στο Σπίτι της Αναστασίας. Ο ψηλός µαντρότοιχος που το περιέβαλε, της έδωσε την αίσθηση πως εκεί µέσα δεν θα είχε τίποτα να φοβηθεί. Η αίσθηση αυτή έγινε βεβαιότητα όταν µίλησε για λίγα λεπτά µε την κυρία Αναστασία, µεταφέροντας τους χαιρετισµούς της Μαίρης και την παράκληση της να την κρατήσει µαζί της. Η Αναστασία τη ζύγισε καλά, τη µέτρησε από πάνω µέχρι κάτω και ανάβοντας ένα τσιγάρο απ΄ το πακέτο µε τα ΣΑΝΤΕ που είχε στη δεξιά τσέπη της ρόµπας της, τη δέχτηκε. - Μα εσύ είσαι παιδάκι, πουλάκι µου. Τέλος πάντων. Καλώς ήρθες. Τους κανόνες και τις νόρµες που ακολουθούµε εδώ µέσα, θα στις πω σιγά, σιγά. Σύρε τώρα και βόλεψε τα πράγµατα σου στον πάνω όροφο, στο τελευταίο δωµάτιο δεξιά. Η Έφη βρήκε αµέσως το δωµάτιο της που της φάνηκε πολύ µεγαλύτερο απ΄ αυτό που είχε στης Μαίρης. Περισσότερο όµως της άρεσε που απ΄ το µεγάλο του παράθυρο έβλεπε µακριά, τους κήπους και τους µπαχτσέδες που απλωνόταν µέχρι εκεί που έφτανε το µάτι της. Κόλλησε το πρόσωπο της στο τζάµι του παραθύρου και άφησε το βλέµµα της να ταξιδέψει στα κύµατα της πράσινης θάλασσας που απλωνόταν µπροστά της. Το ταξίδι της όµως διακόπηκε γρήγορα. Στην αλάνα που απλωνόταν σ΄ όλη τη µπροστινή πλευρά του Σπιτιού, καµιά 20αριά πιτσιρικάδες είχαν πιαστεί στα χέρια, διαφωνώντας για ένα γκολ που δε µέτρησε. Άνοιξε το παράθυρο για να τα ακούει καλύτερα και σκαρφάλωσε στο περβάζι χαζεύοντας τα. ∆εν ήταν η µόνη. Στην αριστερή πλευρά, µια όµορφη γυναίκα µε κατάµαυρα µαλλιά, ήταν ακουµπισµένη στο περβάζι του δικού της παραθύρου, φωνάζοντας και κάνοντας χειρονοµίες προς τους 22

Οι κόρες της Αφροδίτης

πιτσιρικάδες, για να την προσέξουν. Τα κατάφερε. Ο καυγάς σταµάτησε και τα βλέµµατα όλων των πιτσιρικάδων καρφώθηκαν πάνω της. Ένας απ΄ αυτούς, ο ψηλότερος µάλλον, της φώναξε: - Ήταν γκολ; - Όχι, φώναξε εκείνη µε όλη της τη δύναµη. Οι πιτσιρικάδες κοιτάχτηκαν για λίγο µεταξύ τους και αµέσως ξαναρπάχτηκαν στα χέρια, κάνοντας περισσότερη φασαρία από πριν. Το τρίτο βράδυ, λίγα λεπτά µετά την αποχώρηση της Αναστασίας, η Έφη δέχτηκε την πρώτη επίσκεψη της Γαλάτειας. - Είδες τι γούστο έχουν τα πιτσιρίκια. Μ΄ αρέσει να τους κάνω χάζι όταν τσακώνονται για τη µπάλα. Κι οι άντρες ίδιοι είναι. ∆ε µεγαλώνουν ποτέ… Αύριο πιάνεις δουλειά; Η Έφη έγνεψε καταφατικά, χαζεύοντας τη Γαλάτεια που ακόµα και µέσα στο ηµίφως η οµορφιά της σε µαγνήτιζε. - Να προσέξεις, συνέχισε απτόητη η Γαλάτεια, ενώ τα µακριά της δάχτυλα είχαν αρχίσει να χαϊδεύουν το βιβλίο που κρατούσε τα χέρια της η Έφη. Οι άντρες δεν ξέρουν τι θέλουν και επειδή είσαι όµορφη, θα έχεις πολλά προβλήµατα µε δαύτους. Άντρες, µικρά παιδιά πες καλύτερα… Η Έφη µπήκε στον πειρασµό να της πει «ξέρω» καθώς στο µυαλό της ήρθε η σκηνή που είχε δει νωρίτερα το ίδιο βράδυ µε το Συνταγµατάρχη, αλλά προτίµησε να µη µιλήσει. - Πάντα τόσο πολύ µιλάς, η Γαλάτεια γέλασε συγκρατηµένα, προσπαθώντας να ζεστάνει την άλλη που τόση ώρα εξακολουθούσε να µένει παγωµένη και ανέκφραστη. - Ναι… ∆ηλαδή… Της πήρε απαλά το βιβλίο απ΄ τα χέρια και άρχιζε να χαϊδεύει το εξώφυλλο του. Το φυλλοµέτρησε και το σήκωσε ψηλά γελώντας. - Ώχου! Τι βαρύ που είναι! Θα το διαβάσεις όλο; Η Έφη δεν µπόρεσε να συγκρατήσει ένα πνιχτό γέλιο που της τράνταξε το στήθος. - Όλο! Η Γαλάτεια την κοίταξε µε θαυµασµό και ύστερα κατέβασε το βλέµµα της, συνεχίζοντας να χαϊδεύει το βιβλίο. Της το επέστρεψε και ρίχνοντας µια µατιά πίσω της, της ψιθύρισε. - Να ζητήσω µια χάρη; - Ναι. - Να ΄ρχοµαι να µου διαβάζεις και µένα; Η Έφη δεν κρατήθηκε. Άπλωσε το χέρι της και την τράβηξε κοντά της, σφίγγοντας τη δυνατά στην αγκαλιά της. Ένιωσε τα δάκρυα της Γαλάτειας να κυλάν καυτά στον ώµο της. - Μ΄ αρέσουν τα βιβλία, γιατί µου ΄χουν πει ότι γράφουν ωραία πράγµατα, για Πρίγκιπες, για Βασιλιάδες… Κανείς όµως δε θέλησε να µου διαβάσει µέχρι τώρα. Κανείς… 23

Μιχάλης Πιτένης

5 Η πρώτη επίσκεψη του Γιωργάκη στο Σπίτι άλλαξε τις συνήθειες και τις προτεραιότητες του. Το κατάλαβε όταν πέρασε από µπροστά του η κυρά Ελένη και αντί να αφοσιωθεί στις γάµπες της, τη χαιρέτισε και συνέχισε το παιχνίδι του. Όχι βέβαια ότι σταµάτησε να δέχεται τις περιποιήσεις της. Απλώς δεν τον συγκινούσαν πια όπως πριν. ∆ε λαχταρούσε γι΄ αυτές, δεν τις περίµενε µε αγωνία, δεν τις προκαλούσε. Απλώς τις δεχόταν… Στο µυαλό του δεν υπήρχε πια τίποτα άλλο παρά µόνο η Έφη και το Σπίτι. Μόλις την έφερνε στο µυαλό του, οι δικές της µακριές γάµπες σχηµατιζόταν µπροστά του και το άρωµα που τον είχε κατακλύσει τα λίγα λεπτά που βρέθηκε µέσα στο σπίτι τον έκανε να µουδιάζει ολόκληρος. Έτσι άρχισε να στήνεται ώρες ολόκληρες σε διάφορα σηµεία της αλάνας, τα οποία διάλεγε προσεκτικά για να µπορεί να παρακολουθεί τη µεγάλη αυλόπορτα του Σπιτιού. Ακόµα και όταν δεν είχε παρέα, σκάρωνε µερικά δικά του παιχνίδια πάνω στο χώµα, για να µπορεί να βρίσκεται διαρκώς εκεί γύρω. Ζωγράφιζε φιγούρες, σκάρωνε δρόµους που ξεκινούσαν απ΄ τη µια πλευρά της αλάνας και έφταναν µέχρι την άλλη, προσπαθούσε να χτίσει πολιτείες ολάκερες, επί ώρες πολλές. Συνήθως το σούρουπο τον έβρισκε εκεί και µόλις η µάνα του έµπηζε µια δυνατή φωνή καλώντας τον να µαζευτεί επιτέλους σπίτι, µουτζουρωµένος απ΄ τα χώµατα µα περισσότερο απογοητευµένος, αποχωρούσε µε σκυφτό το κεφάλι. Οι άντρες που µπαινόβγαιναν στης Αναστασίας την ώρα που ακόµα είχε φως, του ήταν άγνωστοι όλοι, καθώς µόνο οι περαστικοί κι οι ξένοι, περνούσαν το κατώφλι της εκείνη την ώρα. Οι άλλοι, αυτοί που ο Γιωργάκης ήξερε, προτιµούσαν το πρώτο σκοτάδι ή και αργότερα, αλλά τότε ο Γιωργάκης είχε ήδη βυθιστεί τα όνειρα του. Εκείνο το πρωί, ο Γιωργάκης είχε πιάσει από νωρίς δουλειά στην αλάνα, αν και ο δυνατός ήλιος του έκαιγε το µέτωπο και τα γυµνά του πόδια. Ίδρωνε και το χώµα γινόταν λάσπη στα χέρια και το µέτωπο του και σκεφτόταν να τα παρατήσει και να ΄ρθει αργότερα, όταν θα δρόσιζε. Σηκώθηκε µα δεν πρόλαβε να κάνει βήµα. Η µεγάλη αυλόπορτα άνοιξε και τα κορίτσια της Αναστασίας άρχισαν να βγαίνουν το ένα πίσω απ΄ το άλλο, γεµίζοντας εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό, µε χρώµατα και αρώµατα όλη την αλάνα. Χαµογέλασε και ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή. Ήθελε να τρέξει να χωθεί ανάµεσα τους, να την αναζητήσει. ∆ε χρειάστηκε. Η Έφη, λες και µάντεψε την επιθυµία του, βγήκε έξω απ΄ το τσούρµο και στάθηκε λίγο πιο πέρα προσπαθώντας να στερεώσει καλά στα µαλλιά της το κίτρινο καπελάκι της.

24

Οι κόρες της Αφροδίτης

Το βλέµµα του περιεργάστηκε για λίγο το όµορφο αλλά φανταχτερό κίτρινο φουστάνι µε τα µεγάλα κόκκινα και ροζ λουλούδια που φορούσε και ύστερα καρφώθηκε στις γάµπες της. Τις παρακολουθούσε µέχρι που έστριψαν απ΄ τη γωνιά του µαντρότοιχου, παίρνοντας την κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης. Έτρεξε µέχρι τη γωνιά και στάθηκε λαχανιασµένος. Περίµενε µερικά δευτερόλεπτα και ύστερα έβγαλε το κεφάλι προσεκτικά. Τις είδε να ξεµακραίνουν ανηφορίζοντας. Ένα µπουκέτο όµορφες κοπέλες, κάθε ηλικίας. Με τα λουλουδάτα και φανταχτερά τους φουστάνια να συντονίζονται µε το λικνιστό τους περπάτηµα. Κι ανάµεσα σ΄ όλες, εκείνη να ξεχωρίζει. Να είναι το καλύτερο λουλούδι του µπουκέτου. Εκείνα όµως που κυρίως ξεχώριζαν ήταν τα χέρια και οι γάµπες της. Είχαν την πιο σκούρα επιδερµίδα απ΄ όλες. Ο Γιωργάκης χαµογέλασε ευχαριστηµένος καθώς θυµήθηκε τα λόγια που είχε ακούσει να λέει κάποια φορά η µάνα του στις φιλενάδες της: «Τις βλέπετε τι άσπρες είναι; Είναι γιατί µετά από κάθε άντρα πλένονται µε γάλα, απ΄ την κορφή ως τα νύχια. Ναι, αλήθεια σας λέω… Με γάλα!». Μόλις χάθηκαν απ΄ το οπτικό του πεδίο, ακούµπησε στον τοίχο και τα πόδια του άρχισαν να λυγίζουν, µέχρι που κάθισε στο χώµα. Έκλεισε τα µάτια του ανασυνθέτοντας την εικόνα της. Βρέθηκε στη µέση ενός µικρού λιβαδιού, γεµάτο µε πανέµορφα άσπρα λουλούδια. Στριφογύρισε ολόγυρα µε το κεφάλι στραµµένο ψηλά, προς τον ουρανό, αναζητώντας την. Κι εκείνη δεν άργησε. Ήρθε. Μια µικρή µέλισσα που οι αχτίδες του ήλιου αντανακλούσαν πάνω στις χρυσαφί λωρίδες του κορµιού της. Πετούσε πότε ψηλά, πότε χαµηλά, ανάµεσα στα λουλούδια. Πέρασε απ΄ όλα µα δε στάθηκε σε κανένα. Βούτηξε µια τελευταία φορά ανάµεσα τους και ύστερα ανοίγοντας διάπλατα τα φτερά της σηκώθηκε τόσο ψηλά που άρχισε να τη χάνει. Έβαλε το χέρι αντήλιο, ανασηκώθηκε στις µύτες των ποδιών. Πουθενά. Σαν να τη ρούφηξε ο ουρανός… Ξαναγύρισε όµως, κατεβαίνοντας αργά, αργά αυτή τη φορά, µε τα φτερά της ανοιγµένα, µέχρι που ήρθε και προσγειώθηκε στην ανοιχτή του παλάµη. Του χαµογέλασε και ένιωσε το κεντρί της ν΄ ακουµπάει την παλάµη του. ∆εν αισθάνθηκε τσίµπηµα. Μόνο µια σταγόνα που άφησε πριν ξεµακρύνει οριστικά. Μια σταγόνα που έσπασε και απλώθηκε στην παλάµη του, γεµίζοντας την µε το άρωµα της…

25

Μιχάλης Πιτένης

6 Για την Έφη αυτή ήταν και η πρώτη φορά που έβγαινε έξω απ΄ το Σπίτι από τότε που ήρθε. Οι κοπέλες εκείνο το πρωί της Παρασκευής σηκώθηκαν νωρίς απ΄ τα κρεβάτια τους και άρχισαν τις προετοιµασίες για την καθιερωµένη επίσκεψη τους στο γιατρό, όπως κάθε Παρασκευή και ∆ευτέρα. Πλύθηκαν, διάλεξαν το ωραιότερο φουστάνι τους και άρχισαν να βάφονται µε µεγάλη επιµέλεια, λες κι επρόκειτο να παν στην πιο σηµαντική συνάντηση της ζωής τους. Περνώντας µπροστά απ΄ το δωµάτιο της Γαλάτειας, η Έφη την πέτυχε την ώρα που έσκυβε κάτω απ΄ το κρεβάτι της αναζητώντας κάτι. Μόλις σηκώθηκε, στα χέρια της είχε ένα µεγάλο µάτσο χαρτονοµίσµατα. Έκανε να φύγει αλλά η Γαλάτεια την αντιλήφθηκε και της φώναξε. - Έλα εδώ µικρή. Μπήκε και πλησίασε δισταχτικά. Της έδειξε τα χαρτονοµίσµατα. - Τα βλέπεις. Αυτός είναι όλος ο κόπος µου και µέρα που είναι θα ξοδέψω µερικά. Έχεις χρήµατα; Της έγνεψε καταφατικά. - Καλά, αν δε σου φτάσουν και σ΄ αρέσει κάτι να µου το πεις… Την έπιασε απ΄ το µπράτσο και βγήκαν απ΄ το δωµάτιο. Πριν κατέβουν τις σκάλες η Γαλάτεια τη σταµάτησε. - Αν πάθω ποτέ κάτι… - Τι θα πάθεις; - Αν… Λέµε τώρα… Θέλω να σκύψεις και να τα πάρεις. Μόνο εσύ. Ακούς; Προσπάθησε ν΄ αντιδράσει, ενώ το βλέµµα της καρφώθηκε, χωρίς να το θέλει στο δαχτυλίδι µε τη µεγάλη κόκκινη πέτρα που στόλιζε το µεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της Γαλάτειας. Ντράπηκε. Προσπάθησε να ψελλίσει ένα συγγνώµη αλλά η Γαλάτεια δεν της έδωσε άλλα περιθώρια. Την οδήγησε στις σκάλες καθώς οι άλλες που ήταν ήδη έτοιµες, άρχισαν να τις καλούν. Στο δρόµο, η Έφη ξέχασε την προηγούµενη σκηνή καθώς είχε αρχίσει να χαζεύει τα σπίτια και τους ανθρώπους που συναντούσαν. Τα άλλα κορίτσια βέβαια της είχαν µιλήσει για τη συµπεριφορά των γειτόνων απέναντι στην κυρία Αναστασία, αλλά αυτό που έβλεπε µπροστά της δεν το είχε φανταστεί. Η κυρία Αναστασία, ντυµένη µ΄ ένα υπέροχο µωβ φουστάνι, στολισµένο µε µικρά κεντηµένα λουλούδια, προπορευόταν περπατώντας αγέρωχα. Οι νοικοκυρές που άλλες σκούπιζαν τις αυλές τους, άλλες κατάβρεχαν το δρόµο και άλλες άπλωναν τα ρούχα τους, µόλις την έβλεπαν σταµατούσαν για να τη χαιρετίσουν και ν΄ αλλάξουν δύο, τρεις κουβέντες µαζί της. 26

Οι κόρες της Αφροδίτης

Κι εκείνη, χαµογελαστή έδειχνε να ευχαριστιέται αυτή την επαφή, κάνοντας διαρκώς στάσεις για να φλυαρήσει µαζί τους, πότε για το φαί που ετοίµαζαν και πότε για τους άντρες τους ή τα παιδιά τους. Η Μπέµπα, που βάδιζε δίπλα στην Έφη, δεν µπόρεσε να µη σχολιάσει τη συµπεριφορά της µαντάµ. - Τη βλέπεις; Ούτε βουλευτής να ήταν… - Κι αν έβαζε, τι θαρρείς; ∆εν θα έβγαινε, απάντησε στο σχόλιο της η Μίνα. - Ό,τι κι αν κάνει, δεν θα φτάσει ποτέ την κυρία Άννα, σχολίασε µε αρκετή δόση ειρωνείας η Μπέτυ. Καµιά δεν απάντησε στο σχόλιο της. Τα µάτια όλων καρφώθηκαν στην κυρία Αναστασία που εκείνη την ώρα ανταπέδιδε το χαιρετισµό δύο ανδρών, κουνώντας τους ελαφριά το δεξί της χέρι. - Θαρραλέοι, σχολίασε τους δύο άνδρες η Βενετία και γυρνώντας προς την Έφη, συµπλήρωσε: «Οι παραπάνω φοβούνται, να µας πουν έστω και ένα γεια… Σάµπως έχουν κι άδικο…». - Την κυρία Άννα, τη χαιρετούσαν όλοι. Όλοι…, ψιθύρισε η Μπέτυ αλλά, αν και την άκουσαν καθαρά όλες, απέφυγαν να δώσουν συνέχεια στην κουβέντα.

27

Μιχάλης Πιτένης

7 - Η κυρία Άννα! Άκουσες ποτέ γι΄ αυτή; Ο Γιώργος έγνεψε καταφατικά, ρουφώντας την τελευταία γουλιά απ΄ τον καφέ του. Η Έφη το πρόσεξε και µόλις άφησε το φλιτζάνι του κάτω, άπλωσε το χέρι της και το µάζεψε, ρωτώντας τον: - Θα πιεις ένα κονιάκ; - Ναι. Γέµισε δύο ποτήρια µε κονιάκ και ξανακάθισε απέναντι του. - Ούτε εγώ την πρόλαβα. Μα άκουσα τόσα γι΄ αυτή κι ήταν, λες, σαν να µην έφυγε ποτέ. Αρχοντογυναίκα. Κυκλοφορούσε λέγανε, µε λαντό. Απ΄ όπου περνούσε µέσα στην πόλη, όλοι οι άντρες τη χαιρετούσαν βγάζοντας το καπέλο τους. Όλοι. Είτε εργάτες ήταν, είτε αρχόντοι… Όλοι. Και οι γυναίκες… Κι αν δεν έκανε καλά… Κανείς δεν έµαθε γιατί σηκώθηκε κι έφυγε έτσι ξαφνικά η κυρία Άννα. Μέσα σε µια νύχτα λένε πήρε την απόφαση. Το πρωί πούλησε στην Αναστασία το Σπίτι και µέχρι το µεσηµέρι, µη την είδατε… Λένε πως είχε δύο παιδιά και τα σπούδαζε στην Αθήνα και πήγε να τα βρει.. Η Έφη δεν έµαθε ποτέ αν το µεγάλο νεοκλασικό Σπίτι, µε την απαλή ροζ απόχρωση στους εξωτερικούς του τοίχους που το γνώρισε σαν Σπίτι της Αναστασίας, το είχε χτίσει ή το αγόρασε έτσι η κυρία Άννα. Κάποιος, κάποτε της είχε πει πως πριν το παραλάβει η Άννα, λίγο µετά την Κατοχή, λειτούργησε ως αποφθειραντήριο και νοσοκοµείο λοιµωδών νόσων. Εκείνη το συµµόρφωσε όµως, το φρεσκάρισε, το ζωντάνεψε. Πώς και γιατί πέρασε στην ιδοκτησία της Άννας, δεν της το είπε ποτέ κανείς. Έµαθε απλώς πως κάποτε της ανήκε. Όπως έµαθε και πως η Άννα κατάφερε, να γίνει ένα σηµαντικό κοµµάτι της µικρής κλειστής κοινωνίας της πόλης, σε τέτοιο βαθµό που οι περισσότεροι ξεχνούσαν ποιο ήταν το επάγγελµα της και πως διεύθυνε έναν οίκο Ανοχής. Όµορφη, επιβλητική και ντυµένη πάντα σαν αρχόντισσα, περιδιάβαινε την πόλη σε κάθε έξοδο της, καθισµένη στο ιππήλατο αµαξάκι που χρησιµοποιούσε πάντα. Οι µαγαζάτορες της άνοιγαν ευχαρίστως την πόρτα τους, ξέροντας πως στις συναλλαγές της ήταν πάντα ανοιχτοχέρα και γαλαντόµα, πληρώνοντας αµέσως και τοις µετρητοίς, πράγµα σπάνιο για την εποχή εκείνη, λίγο µετά το χάραµα της δεκαετίας του ’50. Το τεφτέρι και ο βερεσές ήταν η συνηθισµένη πρακτική της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων. Τα βαφτιστήρια της θα πρέπει να σχηµάτιζαν λόχο ολόκληρο και δεν ήταν εκείνη που το επιδίωκε, αλλά ήταν αυτή που δεν αρνιόταν να 28

Οι κόρες της Αφροδίτης

χαλάσει το χατίρι σε όποιον της το ζητούσε. Και της το ζητούσαν πολλοί γνωρίζοντας τη γενναιοδωρία της και πως το παιδί θα είχε εξασφαλισµένα απ΄ τη νονά του, πλούσια δώρα, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, αλλά και στα γενέθλια και τη γιορτή τους. Μπορεί κανένας να µην ήξερε πόσα ακριβώς ήταν τα βαφτιστήρια της Άννας, αλλά όχι κι εκείνη. Σ΄ ένα µικρό σηµειωµατάριο, που κρατούσε πάντα στο συρτάρι του δεξιού της κοµοδίνου, είχε σηµειωµένα όλα τα ονόµατα, µε ηµεροµηνία γεννήσεως δίπλα και την ηµεροµηνία της ονοµαστικής τους γιορτής. Έτσι το µικρό ιππήλατο αµάξι γέµιζε συχνά από τα δώρα των βαφτιστηριών της που ο αµαξάς, ο κυρ Μανώλης, αναλάµβανε έπειτα να µοιράσει στους αποδέκτες τους. Τα βαφτιστήρια θα πρέπει να ήταν αυτά που το ξεκίνησαν και ύστερα το υιοθέτησαν και όλοι οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς και κάθε παραµονή Χριστουγέννων σχηµάτιζαν ουρά έξω απ΄ το Σπίτι της Άννας, για να της τραγουδήσουν τα κάλαντα και να εισπράξουν ένα γερό φιλοδώρηµα, που αναλογούσε σε κάτι περισσότερο απ΄ το µεροκάµατο που έφερναν στα σπίτια τους οι πατεράδες τους. Τη συνήθεια αυτή τη διατήρησε και η κυρία Αναστασία καθώς ούτε εκείνη αρνήθηκε ποτέ ένα γερό χαρτζιλίκι, αν και κάπως µικρότερο απ΄ αυτό που έδινε η Άννα, σε οποιοδήποτε πιτσιρίκο χτύπησε την πόρτα της για τα κάλαντα. Οι πιτσιρικάδες, έφταναν µπροστά στην πόρτα λαχανιασµένοι απ΄ το βαρύ σάκο που κουβαλούσαν στον ώµο, γεµάτο µε πορτοκάλια, µανταρίνια, κάστανα και φιρίκια, µε τα οποία τους είχαν ανταµείψει στα άλλα σπίτια απ΄ όπου πέρασαν, και περίµεναν υποµονετικά στη σειρά, µέχρι να τα πουν και να εισπράξουν το χαρτονόµισµα απ΄ τις κοπέλες που εκείνη τη µέρα εµφανιζόταν µπροστά τους ντυµένες µε ό,τι πιο σεµνό διέθεταν. Μόλις παρέλαβε τα κλειδιά του Σπιτιού της Άννας, η Αναστασία στάθηκε για λίγο µπροστά στη µεγάλη αυλόπορτα µέχρι να ξεµακρύνει το λαντό που τη µετέφερε και ύστερα άρπαξε τη σκούπα στο χέρι και µε τη βοήθεια των κοριτσιών της Άννας και των δικών της, όσων την ακολούθησαν απ΄ το προηγούµενο Σπίτι της στα γκάζια, βάλθηκε να βάλει τη δική της σειρά. Όχι πως δεν ήταν όλα τακτοποιηµένα και καθαρά. Μα πίστευε πως κάθε νοικοκυρά, πρέπει να βάζει τη δική της σειρά. Κι αυτό έκανε. Φρεσκάρισε τους τοίχους, έτριψε τα σανίδια, έπλυνε παράθυρα και παντζούρια, µέχρι να δώσει το σύνθηµα πως όλα ήταν πια έτοιµα και µπορούσαν να κοπιάσουν οι παλιοί και οι νέοι πελάτες της, για να τους περιποιηθεί στο καινούργιο της Σπίτι.

29

Μιχάλης Πιτένης

Ένα Σπίτι που χρόνια το λαχταρούσε και πολλές φορές είχε στηθεί απ΄ έξω, διακριτικά µη την πάρει και κανένα µάτι, χαζεύοντας το και κάνοντας όνειρα πως κάποια µέρα αυτή θα το κουµαντάριζε. Η Αναστασία έβαλε στο χέρι της τα κλειδιά του µεγάλου και όµορφου Σπιτιού, λίγο πριν ξεκινήσει η δεκαετία του ΄60. Έτσι, εκπλήρωνε το µεγάλο της όνειρο, αλλά ακόµα και αν η Άννα δεν αποφάσιζε να φύγει και να της το πουλήσει, απ΄ τα γκάζια θα είχε φύγει σίγουρα. ∆εν την έδιωχνε κανείς απ΄ εκεί, ούτε είχε βαρεθεί το µέρος. Απλώς, έξυπνη και διορατική καθώς ήταν, κατάλαβε πως η µεταφορά υγρών καυσίµων µε βαρέλια και η αποθήκευση τους σε ειδικό χώρο στην άκρη της πόλης, στα γκάζια, δεν είχε πολύ ζωή ακόµα. Τα βυτιοφόρα φορτηγά που κουβαλούσαν βενζίνη και πετρέλαιο εφοδιάζοντας τακτικά την πόλη και οι µεγάλες δεξαµενές καυσίµων που αποκτούσαν σιγά, σιγά τα πρατήρια, αργά ή γρήγορα θα καθιστούσαν τα γκάζια παρελθόν. Πριν της γίνει η πρόταση απ΄ την Άννα, κοίταξε και για άλλα σπίτια. ∆ύσκολο. Μπορεί να µη φιλοξενούσε πια δέκα επτά κορίτσια, όπως στις εποχές της δόξας της του σπιτιού της, αλλά και αυτά που της είχαν αποµείνει, πολύ λιγότερα, δεν ήταν εύκολο να τα στεγάσει οπουδήποτε. ∆εν είχε φυσικά εγκαταλείψει την προσπάθεια αλλά µόλις άκουσε την Άννα να της µιλάει για την απόφαση της να εγκαταλείψει το Σπίτι, µόνο που δε τη φίλησε. - Η κυρία Αναστασία. Σκληρή και αυστηρή έδειχνε, αλλά όλες ξέραµε πως µας πονούσε. Στ΄ αλήθεια µας πονούσε… Η Έφη σταµάτησε για λίγο, σαν να έχασε τον ειρµό των σκέψεων της. Σαν να έφυγε µακριά. Ο Γιώργος άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά το δικό της. Ξαναγύρισε, χαµογελώντας του. - Όποια αρρωστούσε, την είχε στο προσκεφάλι της. Μακάρι και δύο και τρία βράδια, να χρειαζόταν να µείνει ξάγρυπνη. Ακόµα κι εκείνη η φαρµάκω, η Μπέµπα, που καλή κουβέντα δεν είχε για την κυρία… Όταν ψηνόταν στον πυρετό, από πάνω της, µε τις βρεγµένες πετσέτες στο µέτωπο της την έβγαζε, µέχρι να γιάνει. ∆ε λέω, την τρέµαµε. Ο λόγος της διαταγή… Καλή ήταν, όµως, καλή… Και να ΄ξερες πόσες φορές την καλοτυχίζαµε καθώς λογαριάζαµε πως είχε βρει έναν άνθρωπο…

30

Οι κόρες της Αφροδίτης

8 Ο κύριος Φωτάκης µπήκε στη µεγάλη σάλα του Σπιτιού µε σκυµµένο κεφάλι. Χαιρέτισε διστακτικά τα κορίτσια που είχαν αράξει στους βυσινί καναπέδες περιµένοντας τους πρώτους πελάτες και τράβηξε κατευθείαν για το δωµάτιο της Αναστασίας και µπήκε κλείνοντας αµέσως πίσω του την πόρτα. Κοιτάχτηκαν µεταξύ τους για µερικά δευτερόλεπτα. - Καλέ, δε σας θυµίζει κορίτσι µε το φέρσιµο του, πέταξε η Μπέτυ και όλες γέλασαν πνιχτά, µην και τις ακούσει η Αναστασία. - Ε, όχι και κορίτσι, πρόσθεσε η Βενετία. Μια χαρά την κάνει τη δουλειά του. - Μα δεν τον βλέπεις; Θαρρείς ντρέπεται να µας κοιτάξει, συµπλήρωσε η Μπέτυ, αλλά βλέποντας πως η οµήγυρης δεν είχε και µεγάλη διάθεση για να συνεχίσει την κουβέντα, σταµάτησε κι εκείνη. Αν άκουγε έστω και το παραµικρό η Αναστασία για τον «προστατευόµενο» της, έτσι τον ονόµαζε, το Φωτάκη, ήταν σε θέση να αρπάξει απ΄ τα µαλλιά οποιαδήποτε κοπέλα και να της τα ξεριζώσει. ∆ε σήκωνε κουβέντα για το νεαρό που ήταν εδώ και αρκετό καιρό η µόνιµη παρέα της και η συντροφιά της πολλά βράδια. Τη σχέση της µε το Φωτάκη φρόντισε να την περιορίσει µέσα στους τοίχους του Σπιτιού της. - Ξέρεις πως σχολιάζει εδώ ο κόσµος. Με το τίποτα, λένε τόσα, της είπε απ΄ την αρχή και δεν του ξανάκανε κουβέντα. Θα µπορούσε να επιµείνει, να του φέρει ως επιχείρηµα πως είχαν όλες τις δυνατότητες να φεύγουν µακριά. Το χρήµα δεν της έλειπε και το ΤΑΞΙ ήταν πάντα στη διάθεση τους για να τους πάρει και να τους ξαναφέρει, νύχτα ίσα µε την πόρτα της. Ήξερε πως ο Φωτάκης δεν θα συµφωνούσε ποτέ. Γι΄ αυτό περιορίστηκε σ΄ αυτές τις συναντήσεις τους και στη συντροφιά που της χάριζε τα βράδια που ξάπλωνε δίπλα της. Εξάλλου, το έξω δεν της έλειπε. Όποτε ήθελε έβγαινε µόνη της. Προτιµούσε βέβαια τα πρωινά της ∆ευτέρας και της Παρασκευής, µόλις τελείωνε η ιατρική εξέταση των κοριτσιών. Φορτωµένη χρήµατα, γυρνούσε όλα τα µαγαζιά και ψώνιζε µερικά µικροπράγµατα για κείνη, αλλά πολλά περισσότερα και πάντα τα καλύτερα για τον «προστατευόµενο» της. Η Μπέµπα, ένα απ΄ τα κορίτσια που βρισκόταν τα περισσότερα χρόνια κοντά της, πήρε το θάρρος κάποιες φορές και της το πέταξε: - Έτσι που τον ντύνεις, θα στον κλέψουν καµιά µέρα… Η Αναστασία έκανε πως γέλασε µε το χωρατό της, αλλά η καρδιά της σφίχτηκε. ∆ε θέλησε όµως να χαλάσει αυτή τη συνήθεια που την ευχαριστούσε πραγµατικά και συνέχισε απτόητη.

31

Μιχάλης Πιτένης

Έτσι ο νεαρός άνδρας, κυκλοφορούσε µονίµως µε καλοσιδερωµένο καινούργιο κοστούµι, από ακριβό κασµήρι, παραγγελία στον Παναγιώτη, τον καλύτερο ράφτη της πόλης, ταιριαστό πουκάµισο και γραβάτα και µυτερά παπούτσια, τριζάτα. Την παραγγελία για τα ρούχα και τα παπούτσια την έδινε πάντα η Αναστασία, προπληρώνοντας φυσικά και το αντίτιµο της, αλλά και ο Φωτάκης έπρεπε να περάσει για τις απαραίτητες πρόβες. Εκεί άρχιζε ο ένας και µοναδικός τους καυγάς. Ο νεαρός αντιδρούσε δείχνοντας αυτό που φορούσε. - Είναι αµαρτία. Ξανά τόσα λεφτά. Να αυτό καινούργιο είναι ακόµα. Πόσες φορές το έβαλα; ∆εν αγοράζεις ένα φουστάνι να µην κυκλοφορείς συνέχεια µε τα ίδια; Άπλωνε τα χέρια της και τον έκλεινε στην αγκαλιά της. - Πουλάκι µου. Μη σκας για τα φράγκα. Έτσι θέλω να κυκλοφορείς πάντα όµορφος. Να µην ξεχάσω µόνο να σου ράψω µια χάντρα. Ο Φωτάκης πειθόταν τελικά και περνούσε για τις πρόβες, έχοντας πάντα στο µυαλό του πως δεν έπρεπε να ξεχάσει και πριν φορέσει το καινούργιο κοστούµι να περάσει να του ράψει η Αναστασία, απ΄ τη µέσα µεριά, µια γαλάζια χάντρα, για να µην τον πιάνει το µάτι. Αµέσως µετά, του ζητούσε να το φορέσει και αναλάµβανε εκείνη να του χτενίσει τα µαλλιά και να του περάσει τη µπριγιαντίνη, έτσι όπως του άρεσε, για να µην πετάει ούτε τρίχα. Τελευταίο άφηνε για να περιποιηθεί το πρόσωπο του. Ετοίµαζε τη σαπουνάδα στο ασηµένιο κυπελλάκι που του ΄χε αγοράσει, την ανακάτευε καλά µε το πινέλο και την περνούσε σιγά, σιγά στο πρόσωπο του. Έπαιρνε ύστερα την ξυριστική µηχανή, περνούσε καινούργιο ξυραφάκι και την ακουµπούσε απαλά προσέχοντας να µην του κάνει ούτε γρατσουνιά. Μόλις τελείωνε, στεκόταν µερικά λεπτά απέναντι του χαµογελαστή, ξαναδιόρθωνε ό,τι δεν της άρεσε στο λεπτό µαύρο του µουστακάκι και µόλις ένιωθε πως όλα ήταν καλά, τον σήκωνε απ΄ την καρέκλα για να τον καµαρώσει στητό και όρθιο. Κι εκείνος, παραδοµένος στα χέρια της, ακολουθούσε µηχανικά, περιµένοντας υποµονετικά να τελειώσει όλη αυτή η ιεροτελεστία που ήξερε πόσο την απολάµβανε. Ύστερα την άρπαζε στην αγκαλιά του και την οδηγούσε στο κρεβάτι, µέχρι να την ακούσει να του ψιθυρίζει στ΄ αυτί: - Μείνε µέσα µου παλικάρι µου. Μείνε… Καθώς την αποχαιρετούσε, έβρισκε πάντα την τσέπη του γεµάτη χρήµατα που όσες φορές και αν προσπάθησε να της τα επιτρέψει δεν τα δεχόταν ποτέ. 32

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Κράτα τα. Να ΄χεις, ήταν το συνηθισµένο της κατευόδιο και στεκόταν στη µισάνοιχτη πόρτα της κάµαρας της, καµαρώνοντας τον, µέχρι να τον δει να διασχίζει το διάδροµο, µε σκυµµένο το κεφάλι πάντα, και να κλείνει πίσω του την εξώπορτα του Σπιτιού. Τα κορίτσια, προσποιόταν πως δεν πρόσεχαν την παρουσία του, µα όλο και ρίχναν κλεφτές µατιές προς το µέρος του. - Κάτι δε µου κάθεται καλά ρε Έφη, γύρισε και της είπε ένα απόγευµα η Γαλάτεια, παρατηρώντας το νεαρό που αποχωρούσε. - Σαν τι; - ∆εν ξέρω… Μακάρι να κάνω λάθος και τούτος να εκτιµάει πραγµατικά, πρόσθεσε η Γαλάτεια, δείχνοντας µ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού της το Φωτάκη που ετοιµαζόταν να ανοίξει την εξώπορτα του Σπιτιού και να χαθεί στο σκοτάδι.

33

Μιχάλης Πιτένης

9 - Να εκτιµάει πραγµατικά… Καλά τα ΄λεγε η Γαλάτεια, λες κι ήξερε… Όχι βέβαια πως είχε καταλάβει τίποτα, αλλά ήξερε καλά πως λίγοι εκτιµούσαν. Το µόνο που τους ένοιαζε, ήταν πώς να βγάλουν γκόµενα απ΄ το σπίτι της Αναστασίας. Να ΄χουν να το λένε… Και µετά… Πόσα βράδια δεν τις κουράριζε εκείνη, όταν γυρνούσαν σαπισµένες απ΄ το ξύλο, επειδή ο γκόµενος τις βαρέθηκε ή τις σωθήκαν τα χρήµατα και δεν είχαν άλλα να χαλάσουν για πάρτη του… Και να πεις πως η Αναστασία δεν τις ορµήνευε… Για όλες είχε µια σωστή συµβουλή πάντα. Και δεν κουραζόταν να την επαναλαµβάνει, κάθε φορά που έδινε την άδεια της σε µια απ΄ τις κοπέλες για να βγει και να διασκεδάσει… Για όλες… Για τον εαυτό της θα µου πεις; - Γιατί το λες; Τι απέγινε η Αναστασία; ∆εν του απάντησε. Συνέχισε την κουβέντα στη ρότα που εκείνη ήθελε. - Καλά τα ΄λεγε η Γαλάτεια, αλλά και εκείνη δεν έλεγε να δώσει µια ελπίδα στον έρµο το Σερέτη που είχε χαλάσει πάνω από τρεις σόλες να πηγαινοέρχεται. Την αγαπούσε ο έρµος. Την αγαπούσε µε τον τρόπο του αλλά κι εκείνη τον πονούσε. «∆εν τον εθέλω µωρέ Έφη µου, µου ΄λεγε τα βράδια. Καλός, αλλά να… ∆εν τον εθέλω συνέχεια. Πώς το λένε;» Αν τον ήθελε έστω και για λίγο… Αν. Τι µου λες τώρα και τι τα θυµάσαι θα µου πεις… ∆εν της είπε τίποτα ο Γιώργος. Την άφησε να χαθεί στις σκέψεις της καθώς εκείνος πάλευε να τιθασεύσει τις δικές του. Εδώ το ΄χε να το ρωτήσει, µα δεν τολµούσε. Κρεµόταν απ΄ το στόµα του µα, δεν έβγαινε. - Κι οι δικοί σου γκόµενοι κυρία Έφη; Ποιοι ήταν και πόσοι; Σηκώθηκε απότοµα και πήγε προς το παράθυρο. « Είσαι ανισόρροπος αγόρι µου. Τι σκαλίζεις; Μετά από τόσα χρόνια τι ζητάς;». Γύρισε και την κοίταξε. Ο λαιµός της ήταν γεµάτος ρυτίδες. Το ίδιο και το πρόσωπο της. Τα χέρια της τσαλακωµένα. Πώς να γυρίσει να τη ρωτήσει τώρα για γκόµενους και τα τοιαύτα. Πώς… Και µήπως αν αυτός ήταν τότε στην κατάλληλη ηλικία, αυτό δεν θα επεδίωκε; Να βγάλει γκόµενα κάποιο απ΄ τα κορίτσια της Αναστασίας; Ήταν µεγάλη υπόθεση τότε για τον κάθε νέο της εποχής, να καταφέρει κάτι τέτοιο. Το προνόµιο αυτό όµως το είχαν λίγοι. Οι καλοβαλµένοι και όσοι είχαν τον τρόπο τους µε το χρήµα. Οι πρώτοι γιατί στο πρόσωπο τους τα κορίτσια έβλεπαν τον αγνό έρωτα που λαχταρούσαν να ζήσουν. 34

Οι κόρες της Αφροδίτης

Οι δεύτεροι γιατί τους παρείχαν µια στοιχειώδη, έστω, ασφάλεια πως δεν θα πήγαιναν µόνο για να τις γλεντήσουν για λίγο, να τις φάνε τα λεφτά τους και ύστερα κάποιο βράδυ να τις στείλουν ξυλοφορτωµένες πίσω στης Αναστασίας για να τις γιάνει τις πληγές. Οι πιο θαρραλέοι, τις έπαιρναν αλα µπρατσέτα και τις µοστράριζαν στα µαγαζιά της πόλης, προκαλώντας το φθόνο των άλλων ανδρών και τα αρνητικά σχόλια όσων τιµίων γυναικών τύχαινε να βγουν, συνοδευόµενες πάντα απ΄ το σύζυγο, τον αδερφό ή κάποιο συγγενή. Τους κολλούσαν την ετικέτα του «πουτανιάρη» αλλά αυτό φάνταζε σαν ένας τίτλος τιµής. Γιατί πέρα απ΄ το φθόνο των άλλων ανδρών κέρδιζαν και την εκτίµηση τους, καθώς µετρούσαν και κατάφερναν να περνάνε στη µικρή τοπική κοινωνία σαν πραγµατικοί µάγκες. Ξεχωριστοί. Πολλοί πήγαιναν τότε στης Αναστασίας. Ίσως και όλος ο ανδρικός πληθυσµός. Άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο. Ανάλογα µε το βαλάντιο που µπορούσε να ξοδέψει ο καθένας. Γιατί η πληρωµή της µάρκας, το εισιτήριο που πλήρωναν για να συνευρεθούν µε µια απ΄ τις κοπέλες, στοίχιζε περίπου όσο ένα µεροκάµατο. Ίσως και παραπάνω. Κι η Αναστασία ήταν σκληρή. Επέτρεπε µια, δύο επισκέψεις στο Σπίτι της για να πιεις ένα δωρεάν ποτό και να µην αγοράσεις µάρκα, αλλά την τρίτη σε πλησίαζε απειλητικά και ρωτούσε: - Τι θα γίνει παλικάρι. Έχεις σκοπό ή να µας αδειάζεις τη γωνιά; Οι µη έχοντες, όχι σκοπό αλλά το βαλάντιο, άδειαζαν τη γωνιά χωρίς δεύτερη κουβέντα, για να επανέλθουν κάποια άλλη φορά. Γιατί όλοι επανέρχονταν. Μικροί και µεγάλοι. Ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και επαγγέλµατος. Οι ανύπαντροι για να γλεντήσουν και να ξεδώσουν και οι παντρεµένοι για να ξεφύγουν λίγο απ΄ τη συνήθεια. Κανένας δεν ενοχλούνταν απ΄ την παρουσία του άλλου, ακόµα και αν ήξερε πως ήταν παρακατιανός, ή τον θεωρούσε υποδεέστερο του. Στο Βασίλειο της Αναστασίας όλοι ήταν υπήκοοι της ίδιας τάξης και των ίδιων δικαιωµάτων. Των δικαιωµάτων που καθόριζε η πληρωµή της µάρκας. Μόνο µια διάκριση επέτρεπε και αυτή αφορούσε τους επίλεκτους εκπροσώπους των Ενόπλων ∆υνάµεων. Η ταµπέλα που υπήρχε στην αριστερή πλευρά του κτιρίου, δίπλα απ΄ την κύρια είσοδο έγραφε «Μόνον για αξιωµατικούς». Εκεί, σ΄ ένα τµήµα του Σπιτιού που ξεχώριζε απ΄ το υπόλοιπο, µε µια κλειδωµένη διπλή πόρτα, οδηγούνταν οι βαθµοφόροι. Ξένοι ως επί το πλείστον στην περιοχή και διερχόµενοι, καθώς σε λίγο µια ακόµα µετάθεση θα τους έστελνε σε άλλο σηµείο της Ελλάδας, είχαν τη δυνατότητα να περάσουν µερικές ευχάριστες ώρες αλλά και κάποιες ώρες ξεκούρασης, πριν επιστρέψουν στο στρατώνα και τη Μονάδα τους. 35

Μιχάλης Πιτένης

Οι απλοί φαντάροι περνούσαν και αυτοί την κεντρική πόρτα και ανακατεύονταν µε τους άλλους πελάτες, καθώς γι΄ αυτούς ίσχυε ό,τι ίσχυε και για τους πολίτες.

36

Οι κόρες της Αφροδίτης

10 Πέρασε πάω από ένας µήνας µέχρι ν΄ ανοίξει η κλειδωµένη πόρτα του τµήµατος των αξιωµατικών για την Έφη. Μόλις η Αναστασία έκρινε πώς η καινούργια ήταν έτοιµη, την πήρε και την οδήγησε η ίδια σ΄ αυτό τον καινούργιο χώρο. Έβγαλε απ΄ τη ρόµπα της το κλειδί της πόρτας, που ήταν περασµένο από µια αλυσίδα, η άλλη άκρη της οποίας ήταν πιασµένη από ένα κουµπί της ρόµπας της, και άνοιξε. Ο χώρος ήταν σχετικά µικρός αλλά έδειχνε πιο περιποιηµένος απ΄ τους υπόλοιπους. ∆ύο µεγάλοι κόκκινοι καναπέδες ήταν τοποθετηµένοι στη µια γωνιά του µικρού χωλ και πάνω τους καθόταν τρεις αξιωµατικοί, µε ξεσφιγµένες τις γραβάτες τους και βγαλµένα τα χιτώνια τους, που τα ΄χαν ακουµπήσει στα γόνατα τους. Την ώρα που µπήκαν οι δύο γυναίκες κουβέντιαζαν χαµηλόφωνα µεταξύ τους, αλλά µόλις τις είδαν σταµάτησαν. Η Αναστασία τους καλησπέρισε µε µεγάλη ευγένεια, ενώ η Έφη είχε απορροφηθεί στην εξερεύνηση του χώρου που έβλεπε για πρώτη φορά. Ο ένας απ΄ τους τρεις αξιωµατικούς που θα πρέπει να ήταν ο πιο χαµηλόβαθµος καθώς τα άστρα που είχε στις επωµίδες του χιτωνίου του ήταν ασηµένια, ενώ των άλλων δύο χρυσά, έδειχνε να αδιαφορεί για τα όσα τους έλεγε η κυρία του Σπιτιού καθώς το βλέµµα του καρφώθηκε στην Έφη. Εκείνη µόλις αντιλήφθηκε το αχόρταγο βλέµµα του, που ήταν σαν να τη ξέντυνε, ασυναίσθητα κούµπωσε το πάνω κουµπί της κίτρινης ρόµπας που φορούσε, καλύπτοντας εντελώς το σφριγηλό της στήθος. - Καινούργια είναι η µικρή, ρώτησε ένας απ΄ τους άλλους δύο την Αναστασία δείχνοντας την Έφη. - Καινούργια. Σε λίγο έρχονται και άλλα δύο κορίτσια, τα καλύτερα που έχω. - Πάντα τα καλύτερα έχεις κυρία Αναστασία, σχολίασε ο τρίτος µε µια βαριά προφορά που η Έφη δεν είχε ξανακούσει. - Θα πάρετε ένα ποτό, ή θέλετε να περάσετε µέσα; - Εµείς ναι, για να περιµένουµε και τα κορίτσια. Ο νεαρός όµως δεν κρατιέται σχολίασε γελαστός ο δεύτερος δείχνοντας µε το κεφάλι το συνάδελφο του που δεν έλεγε να ξεκολλήσει τα µάτια του απ΄ την ΄Εφη. - Ε, τότε να το πάρει το κορίτσι!, φώναξε ο τρίτος προκαλώντας αµηχανία στο νεαρό συνάδελφο του που κοκκίνισε, χωρίς να µπορεί να πει τίποτα. Η Αναστασία έβγαλε απ΄ τη δύσκολη θέση το νεαρό και την Έφη ανοίγοντας τη µια απ΄ τις τρεις πόρτες που υπήρχε στο χωλ.

37

Μιχάλης Πιτένης

Μ΄ ένα ελαφρύ σπρωξιµατάκι έδειξε στην Έφη πως έπρεπε να περάσει πρώτη και ύστερα µε µια θεατρική κίνηση του χεριού, προέτρεψε και τον νεαρό αξιωµατικό ν΄ ακολουθήσει. Εκείνος δίστασε προς στιγµήν, αλλά ο τρίτος της παρέας τον παρότρυνε χτυπώντας τον άγαρµπα στην πλάτη. - Άντε και καλό βόλι! Το πρόσωπο του νεαρού είχε γίνει πιο κόκκινο απ΄ τα τριαντάφυλλα που στόλιζαν τη ρόµπα της Έφης. Σηκώθηκε µε δυσκολία, παίρνοντας στα χέρια του το χιτώνιο και το πηλήκιο του και κοιτώντας µια προς το δωµάτιο, µια προς το χωλ, µπήκε διστακτικά. Η Αναστασία έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω του και ο αξιωµατικός βρέθηκε µαζί µε την Έφη σ΄ ένα µισοσκότεινο και ήσυχο δωµάτιο. Μόλις συνήθισαν τα µάτια της το σκοτάδι, περιεργάστηκε για λίγο τις βαριές σκουρόχρωµες κουρτίνες των παραθύρων που επέτρεπαν ελάχιστο απ΄ το φως της µέρας να εισχωρήσει και το µεγάλο κρεβάτι που ήταν στρωµένο µ΄ ένα γυαλιστερό µουαρέ. Χωρίς να κοιτάξει προς την πλευρά του αξιωµατικού, που στεκόταν πάντα αµήχανος παίζοντας µε το πηλήκιο που κρατούσε στα χέρια του, προχώρησε προς το κρεβάτι και τράβηξε µε αργές κινήσεις το σκέπασµα του. Το δίπλωσε προσεκτικά και µόλις το ακούµπησε κάτω, ξεκούµπωσε τη ρόµπα της και ξάπλωσε κλείνοντας τα µάτια της. Με κλεισµένα µάτια, άκουγε τον αξιωµατικό να κινείται. ∆εν θ΄ αργούσε να πέσει πάνω της και καθώς θυµήθηκε πως ήταν ψηλός και γεροδεµένος, ένιωσε το κορµί της να σφίγγεται. Πέρασαν αρκετά λεπτά, αλλά εκείνος δεν ερχόταν. Μισάνοιξε τα µάτια της και τον είδε να κάθεται απέναντι της, σε µια καρέκλα προσπαθώντας ν΄ ανάψει τσιγάρο. Χαλάρωσε και αφέθηκε στις σκέψεις της. Ο νους της πήγε στη Γαλάτεια και την περιγραφή που της έκανε εκείνη, όταν της ιστορούσε πως γνώρισε το δικό της αξιωµατικό το Σερέτη. Ίσως και εκείνη στο ίδιο κρεβάτι να είχε ξαπλώσει περιµένοντας τον. Μόνο που εκείνος δεν είχε καθυστερήσει ανάβοντας τσιγάρο. Είχε δείξει αµέσως τον ενθουσιασµό του, πέφτοντας κατευθείαν δίπλα στη Γαλάτεια και αρχίζοντας χωρίς χρονοτριβή την εξερεύνηση του κορµιού της. Ο ενθουσιασµός του έγινε γρήγορα έρωτας και ύστερα αγάπη, όπως την ονόµασε ο Σερέτης. Τόσο έντονη και δυνατή που παρέσυρε και τη Γαλάτεια. Ο δικός της όµως σήµερα, δεν έδειχνε τον ανάλογο ενθουσιασµό. Μάλιστα δεν τον άκουγε καθόλου. Μήπως είχε φύγει; Μήπως τελικά δεν ήταν και τόσο του γούστου του και λάκισε αθόρυβα;

38

Οι κόρες της Αφροδίτης

Ανασηκώθηκε αναζητώντας τον και δεν ξαφνιάστηκε καθόλου που δεν τον είδε να κάθεται στην καρέκλα. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά ένιωσε το χέρι του να την αγγίζει απαλά στον ώµο αποτρέποντας την. - Μη σηκώνεσαι. Είσαι τόσο όµορφη ξαπλωµένη! Η φωνή του ήχησε όµορφα στ΄ αυτιά της και υπάκουσε αµέσως. Κάθισε δίπλα της και το χέρι του απλώθηκε στα µαλλιά της. Τα δάχτυλα του πέρασαν απαλά ανάµεσα τους, δηµιουργώντας της ένα ρίγος σ΄ όλο της το κορµί. Με µια απότοµη νευρική κίνηση άρπαξε τις δύο άκρες της ρόµπας της και κάλυψε τη γύµνια της. Ξαφνικά ένιωθε ντροπή. Τα δάχτυλα του συνέχισαν τη διαδροµή τους και η φωνή του ήχησε και πάλι στ΄ αυτιά της σα µελωδία. - Σε πειράζει ν΄ ανάψω φως; Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Το φως του πορτατίφ φώτισε το πρόσωπο της και τον πανικό που είχε ζωγραφιστεί πάνω του. - Φοβάσαι; - Ναι… - Κι εγώ… Γύρισε προς το µέρος του. Το δικό του πρόσωπο φωτίζονταν ελάχιστα, αλλά έστω κι έτσι µπορούσε να διακρίνει πως ήταν ένα όµορφο πρόσωπο. Και τα µάτια του τόσο φωτεινά. - Τόση ώρα που καθόµουν, εκεί απέναντι και σε χάζευα, αναρωτιόµουν πως µπορείς ν΄ αγγίξεις ένα τέτοιο πλάσµα. Πώς σε λένε; - Έφη. - Κωνσταντίνος. Ο πανικός άρχισε να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση του σ΄ ένα γλυκό µούδιασµα που απλωνόταν σιγά, σιγά σ΄ όλο της το κορµί. - Να ξαπλώσω πλάι σου; Παραµέρισε κάνοντας του χώρο. Ο Κωνσταντίνος έλυσε τη γραβάτα του, ξεκούµπωσε το πουκάµισο του και γυµνός απ΄ τη µέση και πάνω ξάπλωσε δίπλα της. Ξαπλωµένος στο πλάι της φωτιζόταν τώρα ολόκληρο το δικό του πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που θύµιζε µικρό παιδί. - Είσαι καιρό εδώ; Το χέρι του αναζήτησε το δικό της και το έσφιξε δυνατά στην παλάµη του. - Λίγο… - Κι εγώ. Αλλά δε θα µείνω για πολύ. Θα φύγω… Τη στεναχώρησε η απάντηση του. Λες και κάποιο πολύ δικό της πρόσωπο, κάποιος που ήξερε από χρόνια της ανακοίνωνε πως θα χωριστούν. - Πού θα πας; 39

Μιχάλης Πιτένης

- ∆εν ξέρω. Είναι δύσκολες οι εποχές… ∆εν ήξερε αν το δικό της χέρι είχε ιδρώσει ή το δικό του. Πάντως έτσι όπως ήταν ενωµένα, είχαν γίνει µούσκεµα. Γύρισε προς το µέρος της και χωρίς να της αφήσει το χέρι άπλωσε το αριστερό στο πρόσωπο της. - Μόλις σε είδα, µου φάνηκε απίστευτο που σε συνάντησα εδώ µέσα… Είσαι τόσο… Τόσο… ∆εν έβρισκε τη λέξη και προτίµησε να τη φιλήσει στο µάγουλο. Ένιωσε τα χείλη του να την καίνε. Στράφηκε κι εκείνη προς το µέρος του. Τα χείλη τους ενώθηκαν. Έγιναν ένα. Χωρίς να χωρίσουν τα χέρια τους. ∆εν ήταν σε θέση να υπολογίσει πόση ώρα απόλαυσε τα χάδια του και τα φιλιά του. Ίσως να είχαν περάσει ώρες πολλές. Μπορεί και µερικά µόνο λεπτά. Όταν µπήκε µέσα της, γαντζώθηκε µε τα χέρια της απ΄ τους ώµους του και τύλιξε τα πόδια της γύρω απ΄ τη µέση του χωρίς ν΄ αφήνει τα χείλη του να της φύγουν. Όσες φορές και αν στριφογύρισαν στο κρεβάτι, τα κορµιά τους δεν ξεκόλλησαν ούτε ένα χιλιοστό το ένα απ΄ το άλλο. Έµειναν έτσι ενωµένα, µέχρι που ένα βίαιο χτύπηµα στην πόρτα και µια άγρια φωνή, τάραξε την αρµονία τους. - Νέος. Τι γίνεται ρε; Πολύ ησυχία ακούω… - Όλα καλά κύριε Ταγµατάρχη, φώναξε βιαστικά ο Κωνσταντίνος για να αποτρέψει τυχόν ανεπιθύµητη είσοδο του συναδέλφου. Ο συνάδελφος, κάτι σχολίασε, αλλά οι δύο εραστές δεν ενδιαφέρθηκαν για να στήσουν αυτί. Ο Κωνσταντίνος ανασηκώθηκε µόνο για λίγο, χωρίς να βγει από µέσα της, την κοίταξε µε µάτια που αστραποβολούσαν και ψιθυρίζοντας της «Οµορφιά µου, εσύ!», συνέχισε να τη φιλά µε πάθος.

40

Οι κόρες της Αφροδίτης

11 Κάθε τους συνάντηση µοσχοβολούσε γιασεµί. Ένα µικρό µατσάκι γιασεµί βρισκόταν κρυµµένο στη χούφτα του Κωνσταντίνου, που το αποκάλυπτε και της το πρόσφερε σαν έµεναν µόνοι. Ήξερε, ή µάλλον φανταζόταν τι έκρυβε η χούφτα του, µα κάθε φορά που σήκωνε το χέρι προς το µέρος της, µε τα λαµπερά του µάτια να κοιτάζουν ίσια στα δικά της και το πονηρό στραβό του χαµόγελο να στολίζει το πρόσωπο του, αγωνιούσε σαν να ΄ήταν η πρώτη φορά. Πριν της προσφέρει τα γιασεµιά, τα περνούσε πρώτα απαλά απ΄ τα χείλη του και ύστερα απ΄ τα δικά της. Αν προλάβαιναν τα χείλη της να τα αιχµαλωτίσουν, τα κέρδιζαν. ∆ιαφορετικά συνέχιζαν τη διαδροµή τους καθοδηγούµενα απ΄ το χέρι του σ΄ όλο της το πρόσωπο, µέχρι να πάρουν θέση πίσω απ΄ το δεξί της αυτί. Όσο κρατούσε αυτή η ιεροτελεστία τα γιασεµιά ανέδυαν όλο και περισσότερο άρωµα που διαχέονταν σ΄ όλο το χώρο, τόσο που νόµιζε πως εκτός απ΄ αυτό το µικρό µατσάκι είχε καταφέρει να κρύψει παντού στο δωµάτιο εκατοντάδες λουλούδια. Σε λίγο, µισόκλεινε τα µάτια της προσµένοντας, να µεθύσει απ΄ το µίγµα που δηµιουργούσαν το άρωµα µαζί µε τη φωνή του, που γλιστρούσε απαλά µες απ΄ τα αυτιά της την ώρα που την έπαιρνε στην αγκαλιά του και της ψιθύριζε: «Οµορφιά µου, εσύ». Λυνόταν τα γόνατα της, το µυαλό της ζαλιζόταν και αφηνόταν στα χέρια του, παρακαλώντας να µην τελειώσουν ποτέ εκείνες οι στιγµές. ∆εν ήταν όµως οι µόνες στιγµές που έπρεπε να ζει εκεί, στο τµήµα των αξιωµατικών. Ο Κωνσταντίνος δεν έβγαινε καθηµερινά και η κυρία Αναστασία δε σήκωνε αντιρρήσεις από καµιά τους. Όσο και αν έκλεινε τα µάτια, όσο κι αν έσφιγγε τα δόντια της, η πραγµατικότητα δεν άλλαζε… Αναζήτησε παρηγοριά στην αγκαλιά της Γαλάτειας. - Τρέλα. Μου ΄ρχεται τρέλα… Πώς να τ΄ αντέξεις αυτό φιλενάδα; - Θα τ΄ αντέξεις. Κι ύστερα τι νοµίζεις; Η τρέλα είναι πάντα µια καλή λύση γι΄ αυτό… Ίσως κι η καλύτερη… Το άντεξε. Περιµένοντας πως οι στιγµές που θα είχε µ΄ εκείνον θα έσβηναν όλες τις προηγούµενες, κι ας ήταν περισσότερες. Κι αν δεν τις έσβηναν, στην αγκαλιά του ξεχνούσε τα πάντα. Όπως κι εκείνος ξεχνούσε τα δικά του. Μα η ζήλια τον έτρωγε. Ειδικά όταν αναγκαζόταν να µένει στη Μονάδα. Κατά τη διάρκεια της ηµέρας, το µυαλό του απασχοληµένο µε τις υποχρεώσεις του, δεν τον ενοχλούσε. Μόλις σουρούπωνε όµως ταξίδευε κοντά της. - ∆εν τ΄ αντέχω. Όσο συλλογιέµαι πως τις ώρες που λείπω… Πήγε να του πει τη µόνη φράση που θα τον ευχαριστούσε, θα τον γαλήνευε, αλλά δε βρήκε το κουράγιο να ξεστοµίσει ένα τέτοιο ψέµα. Κι 41

Μιχάλης Πιτένης

ύστερα τι θα κέρδιζαν κι οι δύο; Το ψέµα θα το προσπερνούσαν πολύ εύκολα και η αλήθεια θα έµενε εκεί, µπροστά στα µάτια τους, προκαλώντας τους να την αντιµετωπίσουν. Προσπάθησαν να την αντιµετωπίσουν µε τη σιωπή. Χωρίς να µιλάνε γι΄ αυτό το θέµα που έτρωγε τα σωθικά και των δύο. Ο Κωνσταντίνος ήταν αυτός που έσπαγε πρώτος τη σιωπή. - Θα ΄θελα να σε πάρω από ΄δω. Να σε πάρω µαζί µου… Και µόνο που το άκουγε, της αρκούσε. Κούρνιαζε ανάµεσα στα πόδια του, λαχταρώντας την ώρα που τα δάχτυλα του θα µπλεκόταν και πάλι στα µαλλιά της και έκλεινε τα µάτια, σιγοψιθυρίζοντας: - Μακριά από ΄δω. Ε… Άπλωνε το χέρι του και έγερνε το κορµί του πάνω της. - Πολύ µακριά. Κάπου που να µη µπορεί να µας φτάσει κανείς… Το ΄ξερε πως δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ, αλλά όσο και αν είχε παλέψει δεν είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό του να µην της λέει αυτό το ψέµα. Κι εκείνη το ΄ξερε πως ήταν ψέµα, αλλά δεν του το ΄πε ποτέ. Έβγαινε τόσο όµορφο απ΄ τα στόµα του και ηχούσε υπέροχα στ΄ αυτιά της. Γιατί να το καταστρέψει αποκαλύπτοντας το; Έτσι πρόσθεσαν ένα ακόµα ψέµα για να µην αφήνουν την αλήθεια να τους κατατροπώνει συνεχώς. Και το κράτησαν για αρκετό καιρό. Πάνω από τέσσερις µήνες, όσο ο Κωνσταντίνος υπηρετούσε ακόµα στην πόλη. Η ακόµα πιο δυσµενής µετάθεση όµως που ήξερε πώς θα ΄ρχόταν, ήρθε τελικά και ετοίµασε τα πράµατα του. Ο αποχαιρετισµός ήταν ευκολότερος απ΄ όσο είχαν φανταστεί. Ίσως γιατί βαθιά µέσα τους κι οι δύο τον είχαν αποδεχτεί απ΄ την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. Κάθισε στο κρεβάτι, µπροστά της, χωρίς να βγάλει τα ρούχα του. Κοιτώντας το πάτωµα και εκείνη το ταβάνι. - Την αλήθεια σου έλεγα κι ας φαινόταν σαν ψέµα. Την αλήθεια… - Το ξέρω… - Μακάρι να µπορούσα… Αλλά βλέπεις, µ΄ έχουν που µ΄ έχουν στη µπούκα, αν το ΄κανα κι αυτό, θα µε ξήλωναν αµέσως. Και πού να πάω… Είναι κι οι θυσίες που έκανε ο πατέρας µου για να φορέσω τη στολή… - Καταλαβαίνω… - Ξέρεις εµείς για να παντρευτούµε χρειαζόµαστε άδεια και… ∆εν ήθελε ν΄ ακούσει άλλα. Έγειρε µπροστά και τον αγκάλιασε τρυφερά. Τα δάχτυλα της περιπλανήθηκαν λίγο στο καλοξυρισµένο του πρόσωπο και µόλις ένιωσε πως πήγε να ξαναµιλήσει του έκλεισαν τα στόµα. 42

Οι κόρες της Αφροδίτης

∆εν είχε φέρει µαζί του εκείνο το απόγευµα µατσάκι µε γιασεµί, αλλά όταν τον φίλησε το άρωµα που τόσο είχε αγαπήσει, πληµµύρισε όλο της το στόµα. Πότισε το σάλιο της που άρχισε να το καταπίνει αχόρταγα για να το κλείσει µέσα της και να µη φύγει ποτέ από εκεί. - Θα σου γράψω, ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε απ΄ το στόµα του. Την επόµενη φορά που ξεχύθηκαν στην αγορά, αµέσως µετά την καθιερωµένη επίσκεψη στο γιατρό, αναζήτησε και βρήκε ένα µικρό παραλληλόγραµµο τενεκεδένιο κουτάκι. Στις πλευρές του και πάνω στο καπάκι του ήταν σκαλισµένος και ζωγραφισµένος µε έντονα χρώµατα ένας χάρτης. Τα ονόµατα των θαλασσών και των νησιών που απεικόνιζε ήταν χαραγµένα µε λατινικά γράµµατα. - Είναι λίγο ακριβό, γιατί είναι µοναδικό κοµµάτι, της εξήγησε ο καταστηµατάρχης, µόλις την είδε να το περιεργάζεται. Πλήρωσε όσο της ζήτησε και το ΄χωσε στην τσάντα της. - Τι θα το κάνεις, τη ρώτησε η Γαλάτεια που το περιεργάστηκε πολύ ώρα θαυµάζοντας τη λεπτοδουλειά του. - Θα ταξιδέψω… - Για πού; ∆εν της απάντησε, αλλά ήταν σίγουρη πως εκεί µέσα θα χωρούσαν τα γράµµατα του, χωρίς να τσαλακωθούν.

43

Μιχάλης Πιτένης

12 Το βλέµµα του Γιώργου είχε πέσει από ώρα πάνω στο τενεκεδένιο παραλληλόγραµµο κουτάκι που βρισκόταν πάνω στο κοµοδίνο, ακριβώς δίπλα απ΄ το ντιβάνι της κυρίας Έφης. Σηκώθηκε χωρίς να το σκεφτεί και πλησίασε. Έδειχνε τόσο καινούργιο, σαν να είχε αγοραστεί χτες. Άπλωσε το χέρι του, αλλά αµέσως συνειδητοποίησε την αγένεια του και στράφηκε προς την κυρία Έφη. - Μπορώ; Του έγνεψε καταφατικά και το πήρε στο χέρι του, γυρνώντας προς το µέρος της. - Πολύ όµορφο! ∆ώρο; - Ανάµνηση… Καθώς το κρατούσε στα χέρια του αισθάνθηκε ν΄ αναδύει µια όµορφη µυρωδιά. Το ΄φερε κοντά στη µύτη προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι. Τον πρόλαβε. - Γιασεµί, γιασεµί µυρίζει. Σ΄ αρέσει; - Πολύ. - Μπορείς να διαβάσεις τι λέει; - Μπορώ… Της εξήγησε πως ήταν ένα χάρτης της θάλασσας του ατλαντικού. - Και πού είναι αυτή η θάλασσα; - Μεταξύ Ευρώπης και Αµερικής… - Μεγάλη; - Πολύ µεγάλη. Χωρίς να το θέλει, το καπάκι του ΄µεινε στα χέρια. Σήκωσε το κεφάλι για να της ζητήσει συγγνώµη. - ∆εν πειράζει. Πάντοτε άδειο ήτανε… - Και τότε… - Γιατί µου χρησιµεύει; ∆εν ξέρω πώς να το πω… Κάποια πράγµατα τα κρατάµε όχι γι΄ αυτό που χρησιµεύουν, µα γι΄ αυτό που αξίζουν για µας… ∆εν της έγραψε ποτέ ένα γράµµα. Τον δικαιολόγησε. Ίσως να µην ήξερε τη διεύθυνση για να το στείλει. Μπορεί να νόµισε πως δεν θα ήξερε να το διαβάσει. Για όποιο λόγο και αν το ΄κανε, δεν του κράτησε κακία. Κράτησε µόνο τις στιγµές που της είχε χαρίσει και το κουτάκι. Τα µεσηµέρια, την ώρα που το δωµάτιο της λουζόταν απ΄ το φως, το έπαιρνε στα χέρια της και έκανε το ταξίδι της θάλασσας που αναπαριστούσε µε το δείκτη του δεξιού της χεριού. Το απολάµβανε αργά, αργά.

44

Οι κόρες της Αφροδίτης

Σε λίγο καιρό δε χρειαζόταν να το βλέπει. Έκλεινε τα µάτια της και άφηνε το δάχτυλο να προχωρήσει µόνο του, ακολουθώντας χωρίς παρέκκλιση την ίδια πάντα διαδροµή. ∆εν έβαλε ποτέ τίποτα άλλο µέσα σ΄ αυτό το κουτάκι, παρά µόνο κάπου, κάπου λίγα γιασεµιά. Τα περνούσε πρώτα απαλά απ΄ όλο το πρόσωπο της, τα χείλη της και ύστερα τα ακουµπούσε στον πάτο του και έκλεινε το καπάκι. Στην αρχή, τα έβγαζε µε το που άρχιζαν να µαραίνονται. Μετά από µερικούς µήνες άρχισε να τα ξεχνάει µέχρι που ξεραίνονταν εντελώς…

45

Μιχάλης Πιτένης

13 Τα Χριστούγεννα τα περίµενε κάθε χρόνο µε χαρά, αλλά εκείνη τη χρονιά τα λαχτάρισε περισσότερο. Στο µυαλό του Γιωργάκη, είχαν πάρει τη µορφή της Έφης καθώς πίστευε πως ό,τι κι αν γινόταν, την παραµονή θα την έβλεπε οπωσδήποτε. Όσες φορές και αν χρειαζόταν να πει τα κάλαντα µέχρι να του ανοίξει εκείνη. Την τελευταία φορά που την είδε ήταν το περασµένο καλοκαίρι, κι αυτό για λίγο. Ήταν περασµένες τρεις και οι πιτσιρικάδες χαλούσαν τον κόσµο καθώς ο ποδοσφαιρικός τους αγώνας, στο γηπεδάκι της αλάνας, βρισκόταν σε εξέλιξη και δεν σκόπευαν να τον παρατήσουν στη µέση, παρά τις παρατηρήσεις που είχαν δεχτεί από ορισµένους γειτόνους που δεν µπορούσαν να απολαύσουν το µεσηµεριάτικο ύπνο τους. Η µόνη που έκανε την εµφάνιση της στα παράθυρα του Σπιτιού ήταν η Μπέµπα που προσπάθησε να τους δώσει να καταλάβουν πως ήθελαν να ησυχάσουν για λίγο. Οι πιτσιρικάδες δεν έδωσαν σηµασία. Συνέχισαν απτόητοι κλωτσώντας µε µανία την πλαστική τους µπάλα και φωνάζοντας ακόµα πιο δυνατά, σαν να το έκαναν επίτηδες. Το νερό που πέταξε η Μπέµπα απ΄ το παράθυρο, έβρεξε µόνο έναν. Τον Άγγελο, που σαν τερµατοφύλακας της µιας οµάδας, στεκόταν µπροστά στην αυτοσχέδια εστία του, µε τις δύο πέτρες για δοκάρια, πιο κοντά απ΄ όλους στο Σπίτι. Ο µικρός σάστισε αλλά δεν αντέδρασε. Κοίταξε αµίλητος τους άλλους που διέκοψαν το παιχνίδι τους και τον περιεργάζονταν. - Ξέρεις τι έχει µέσα το νερό που σου πέταξαν, έσπασε τη σιωπή ο Γιάννης, που παριστάνοντας τον πιο πονηρό και µυηµένο της παρέας, κάλεσε τους άλλους γύρω του και άρχισε να τους περιγράφει κάτι, κάνοντας διάφορες χειρονοµίες. Αµέσως όλοι στράφηκαν προς τον Άγγελο, δείχνοντας του µε τα προτεταµένα δάχτυλα τους τα βρεγµένα του ρούχα και λέγοντας γι΄ αυτό που αφήνουν οι άνδρες όταν επισκέπτονται το Σπίτι, το οποίο ήταν σίγουροι πως βρισκόταν µες το νερό. Ο Άγγελος άρχισε να περιεργάζεται τα βρεγµένα του ρούχα και µια έκφραση αηδίας σχηµατίστηκε στο πρόσωπο του. Έκανε να τα αγγίξει µα µετάνιωσε. ∆άκρυα άρχισαν να κυλάν στο πρόσωπο του και κάτω απ΄ την καζούρα των άλλων, το έβαλε στα πόδια. Θα πρέπει να ξόδεψε όσο οινόπνευµα υπήρχε στο σπίτι του, µέχρι να ησυχάσει και να αισθάνεται πια πως δεν κινδυνεύει απ΄ το καθαρό νεράκι µε το οποίο τον είχε περιλούσει η Μπέµπα. Μετά την άτακτη φυγή του Άγγελου, η µια οµάδα έµεινε λειψή και ο αγώνας διεκόπη αναγκαστικά. Σκόρπισαν και οι υπόλοιποι χωρίς κανένας τους να διανοηθεί να διαµαρτυρηθεί προς το Σπίτι ή να σκεφτεί να το σηµαδέψει µε κάποια απ΄ τι πολλές πέτρες της αλάνας. Ίσως, αν 46

Οι κόρες της Αφροδίτης

ήταν άλλος ο δράστης της ρίψης του νερού να το έκαναν. Για το Σπίτι της Αναστασίας όµως, δεν τους περνούσε µε τίποτα κάτι τέτοιο απ΄ το µυαλό. Ο Γιωργάκης απέµεινε µόνος του, µε το βλέµµα καρφωµένο στα µπροστινά παράθυρα του Σπιτιού. Και τότε, του φάνηκε πως την είδε. Να κοιτά προς το µέρος του, απ΄ το δεξί παράθυρο. Αν δεν του θάµπωνε τα µάτια ο ήλιος, θα έπαιρνε όρκο πως σήκωσε το χέρι της και τον χαιρέτισε. Ο ήλιος όµως τον τύφλωνε και δεν πήρε όρκο. Τουλάχιστον γέµισε ελπίδες. Το ίδιο βράδυ ξαναβρήκε το θάρρος και σκαρφάλωσε στο µαντρότοιχο κι από εκεί στην κερασιά. Έµεινε πολύ ώρα πάνω στο κλαδί, χωρίς να καταφέρει να τη δει. Το παντζούρι ήταν καλά κλεισµένο και το παράθυρο ανοιχτό από µέσα, για να περνά η βραδινή δροσιά. ∆εν µπορούσε όµως να δει τίποτα. Μόνο τις φωνές άκουγε και τα γέλια, χωρίς όµως να καταφέρνει να ξεχωρίσει τη δική της. Ίσως να µιλούσε σιγά, ίσως και να είχε αλλάξει η φωνή της και να µη την αναγνώριζε… Από τότε, ξανανέβηκε πολλά βράδια στην κερασιά µα χωρίς αποτέλεσµα. Έτσι εναπόθεσε όλες του τις ελπίδες στην παραµονή των Χριστουγέννων και στα κάλαντα. Η 24η ∆εκεµβρίου, ήταν µια απ΄ τις πιο κρύες µέρες εκείνου του χειµώνα. Το χιόνι είχε καλύψει τους δρόµους και καθώς σταµάτησε να χιονίζει απ΄ το προηγούµενο βράδυ, η παγωνιά έκανε τους περισσότερους δρόµους να µοιάζουν µε παγοδρόµια. Η µάνα του στην αρχή προσπάθησε να τον ορµηνέψει πως θα ήταν καλύτερα να µη βγει καθόλου, αλλά όταν είδε πως εκείνος επέµενε, του επέτρεψε να βγει µόλις θα είχε φέξει για τα καλά. Ξύπνησε αξηµέρωτα και ετοιµάστηκε. Η µάνα του τον βρήκε να κάθεται δίπλα στη µεγάλη σόµπα της κουζίνας. Το τελευταίο ξύλο και τα κάρβουνα που είχε ρίξει το προηγούµενο βράδυ θα πρέπει να είχαν σβήσει από ώρα. Στο περβάζι του παραθύρου, το νερό µε τη γυάλινη κανάτα είχε γίνει πάγος. Σταυροκοπήθηκε. - Τι σ΄ έπιασε παιδάκι µου; Εσύ ποτέ δεν έκανες έτσι για τα κάλαντα; Μόλις άρχισε να χαράζει, πήρε τον πάνινο σάκο και το ξύλινο σφυράκι που του ΄χε φτιάξει ο πατέρας του για να χτυπάς τις πόρτες των σπιτιών και ξεκίνησε. Ένας παγωµένος αέρας σφύριζε στους δρόµους παγώνοντας του τα αυτιά, καθώς το σκουφάκι που φορούσε αποδεικνυόταν ανίκανο να τα προστατέψει αποτελεσµατικά. Αδιαφόρησε για το κρύο και προχώρησε µε γοργά βήµατα µε κατεύθυνση προς το Σπίτι. Τα παράθυρα του ήταν καλά αµπαρωµένα µε τα µεγάλα ξύλινα παντζούρια τους.

47

Μιχάλης Πιτένης

Απογοητευµένος στάθηκε για λίγο µερικά µέτρα πιο πέρα και ξέροντας πως δεν είχε άλλη επιλογή τράβηξε για το απέναντι χαµηλό σπιτάκι. Τα δάχτυλα του δε λειτουργούσαν καλά και χρειάστηκε να τα ζεστάνει µε την ανάσα του αρκετές φορές, µέχρι να καταφέρει να σφίξει καλά στη χούφτα του το ξύλινο σφυράκι του και να χτυπήσει µε δύναµη την ξύλινη εξώπορτα, αρχίζοντας να τραγουδάει τα κάλαντα. Μέχρι τις δέκα, ο πάνινος σάκος ξεχείλιζε από φρούτα και κάστανα και είχε αρχίσει να του κόβει τον ώµο. Τον πόνο στα πόδια δεν τον λογάριαζε, ούτε το τσούξιµο στ΄ αυτιά που στιγµές γινόταν αφόρητο. Περπατούσε κοντά τρεις ώρες, έχοντας πάει ακόµα και στις πιο µακρινές γειτονιές της πόλης, αφήνοντας τη δική του τελευταία. Το σάκο όµως δεν µπορούσε να τον αντέξει άλλο. Κι είχε ακόµα τόσο δρόµο µέχρι να φτάσει στη γειτονιά του… Στάθηκε για λίγο σκεφτικός. Να τον αδειάσει κάπου σε µια γωνιά, ήξερε πως ήταν αµαρτία. Να σφίξει τα δόντια και να τον µεταφέρει µέχρι το σπίτι του για να τον αδειάσει, θα ήταν χαζοµάρα. Η µάνα του αποκλείεται να τον άφηνε να ξαναβγεί. Τη λύση του την έδωσαν δύο πιτσιρίκια που είδε να έρχονται προς τα µέρος του και οι σάκοι τους κρεµόταν άδειοι στους ώµους τους. Τους πλησίασε και µοίρασε στα απορηµένα πιτσιρίκια τη σοδειά του δικού του σάκου. Ξαλαφρωµένος τράβηξε για τη γειτονιά του. Πριν πάρει την κατηφόρα που οδηγούσε προς το Σπίτι είδε από µακριά δύο παιδιά της γειτονιάς που προχωρούσαν µε βήµα ταχύ. - Έ, πού πάτε ρε;, τους φώναξε. Του απάντησαν χωρίς να σταµατήσουν. - Πάµε στης µαντάµας. Άνοιξαν… «Άνοιξαν». Η τελευταία λέξη ήχησε στ΄ αυτιά του σαν να χτύπησε ένα καµπανάκι. Θα τον προλάβαιναν. Θα πήγαιναν πρώτοι. Κι αν δεν άνοιγαν σ΄ αυτόν έπειτα; Άρχισε να τρέχει µε όσο δύναµη του είχε αποµείνει. Κατάφερε να ξεπεράσει τους προπορευόµενους και να στρίψει πρώτος στον κατηφορικό δρόµο που έβγαζε µπροστά στο Σπίτι. Η λεία επιφάνεια των παπουτσιών του όµως δεν ήταν και η καλύτερη για τον αγώνα δρόµου πάνω στον πάγο. Το πρώτο γλίστρηµα το κουµαντάρισε, όχι όµως και το δεύτερο. Το πόδι του βρήκε σε ένα εξόγκωµα και η πτώση µε τα µούτρα πάνω στον πάγο ήταν πλέον αναπόφευκτη. Προσπάθησε να ανακόψει την πορεία που είχε πάρει προς τα κάτω, απλώνοντας τα χέρια του για να πιαστεί από κάπου, αλλά µάταια. Έτσι αφέθηκε να τσουλάει, ξέροντας ότι αργά ή γρήγορα κάπου θα σταµατούσε.

48

Οι κόρες της Αφροδίτης

Σταµάτησε στην αλάνα. ∆εν ήξερε τι τον πρωτοπονούσε αλλά αυτό λίγο τον ένοιαζε. Γύρισε µόνο το κεφάλι του προς τη µεγάλη αυλόπορτα για να δει αν ήταν ανοικτή. Ήταν ορθάνοιχτη και τρία παιδιά της γειτονιάς προσπαθούσαν να διαβούν το κατώφλι της σπρώχνοντας δύο άλλα που ήθελαν να βγουν από µέσα. Πετάχτηκε όρθιος και σε µερικά δευτερόλεπτα έγινε ένα κουβάρι µε τους άλλους συµπλεκόµενους. - Ε, φρόνιµα. Έχετε τρελαθεί µωρέ; Η φωνή της κυρίας Αναστασίας, που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο της κυρίως πόρτας του Σπιτιού, έθεσε τέρµα στις εχθροπραξίες. Οι έξω παραµέρισαν και οι µέσα µπόρεσαν ν΄ αποχωρήσουν ησύχως. - Τι κάνετε έτσι ρε; Μέρα που είναι…, τους φώναξε η Αναστασία και αρχίζοντας να σταυροκοπιέται γύρισε και µπήκε µέσα. Η καρδιά του Γιωργάκη πήγε να σπάσει. Κι αν έκλεινε την πόρτα; Η πόρτα έµεινε ανοιχτή. Άφησε τους άλλους να προηγηθούν και τους ακολούθησε κατά πόδας. Οι τρεις προπορευόµενοι άρχισαν να τραγουδάν τα κάλαντα αλλά ο Γιωργάκης εκείνη τη στιγµή ούτε που θυµόταν τα λόγια. Ανασηκώθηκε στις µύτες και προσπάθησε να δει µέσα στο διάδροµο. Η Γαλάτεια βγήκε να τους υποδεχτεί χαµογελαστή. Μόλις τελείωσαν το τραγούδι, έδωσε στο καθένα από ένα πενηντάρικο. Οι άλλοι το πήραν και πριν αρχίσουν να κατεβαίνουν τη σκάλα άρχισαν να µουρµουρίζουν κάτι για την κυρία Άννα που έδινε περισσότερα. Ο Γιωργάκης ούτε που έδωσε σηµασία. Απέµεινε εκεί µε το πενηντάρικο µες τη χούφτα του, χωρίς καν να του ρίξει έστω και µια µατιά. Η Γαλάτεια τον πρόσεξε και πριν προλάβει να τον ρωτήσει γιατί µένει εκεί αποσβολωµένος, πρόσεξε το σχισµένο του παντελόνι και τα µατωµένα του γόνατα. - Μα τι στο καλό… Τι έπαθες εσύ παλικάρι µου; Ο Γιωργάκης χαµήλωσε το βλέµµα ανακαλύπτοντας εκείνη τη στιγµή τις συνέπειες της πτώσης του. Σήκωσε ξανά το βλέµµα προς την κοπέλα χωρίς να πει λέξη και ύστερα το ξανακατέβασε έτοιµος να βάλει τα κλάµατα. ∆εν τον πονούσαν τόσο τα γόνατα ούτε το σχισµένο παντελόνι, όσο το ότι δεν είχε έρθει εκείνη αντί για τη Γαλάτεια. - ∆εν ακούς; Τι έπαθες; Χωρίς να περιµένει την απάντηση του η Γαλάτεια τον έπιασε απαλά απ΄ τον ώµο και τον οδήγησε µέσα. Τον υποδέχτηκε το άρωµα. Αυτό το άρωµα που κόντευε να το λησµονήσει, απλώθηκε σ΄ όλο του το κορµί. Τον ζέστανε, τον γαλήνεψε. Ξέχασε µε µιας τον πόνο και έβγαλε απ΄ το µυαλό του τις φωνές που θα 49

Μιχάλης Πιτένης

του έµπηζε και τις σφαλιάρες που θα του έριχνε η µάνα του µόλις έβλεπε το σχισµένο παντελόνι. Η Γαλάτεια τον οδήγησε προς το ίδιο δωµάτιο, όπου τον είχε οδηγήσει η Έφη την πρώτη φορά, αλλά από άλλη κατεύθυνση. Αυτή τη φορά διέσχισε όλη τη µεγάλη σάλα, περνώντας τον ανάµεσα απ΄ καναπέδες που ήταν απλωµένοι ολόγυρα της. Πω, πω! Τι µεγάλοι που ήταν! ∆εν είχε ξαναδεί όµοιους τους. Του φάνηκε πολύ όµορφος όλος ο χώρος. Και πόσο µεγάλος! Σωστό παλάτι. Ένα παλάτι ντυµένο και στολισµένο µε βαριά έπιπλα στις αποχρώσεις του κόκκινου, όπου όλα ήταν σε τάξη και όλα έλαµπαν. Πάνω απ΄ όλα όµως, όλα ανέδυαν το άρωµα που για µια ακόµα φορά τον είχε µαγέψει. Κόντευαν να φτάσουν στο δωµάτιο όταν εµφανίστηκε κατεβαίνοντας τη σκάλα η Έφη. «Αυτή είναι», είπε µέσα του αλλά δεν ήταν και απόλυτα βέβαιος. Του φάνηκε διαφορετική. Αλλαγµένη. Το βλέµµα του περιεργάστηκε τα γυµνά της πόδια, ανίχνευσε τους γυµνούς της βραχίονες. ∆εν ήταν ίδια. Σίγουρα δεν ήταν. Η επιδερµίδα της… Ναι, η επιδερµίδα της, ήταν πιο άσπρη… Τον αναγνώρισε όµως εκείνη. - Πάλι εσύ εδώ; Άπλωσε το χέρι της και του χάιδεψε τα µαλλιά χαµογελώντας του. - Πάλι ατύχηµα; - Τον ξέρεις, ρώτησε απορηµένη η Γαλάτεια. - Ναι… Ο µικρός που έπεσε απ΄ το κλαδί. - Αυτός είναι; - Ναι. Μα τι στο καλό αυτό το παιδί. Όλο κάτι παθαίνει… Ξέσπασε σ΄ ένα γοερό κλάµα. Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν απορηµένες µεταξύ τους. Η Έφη έκανε πρώτη την κίνηση, αγκαλιάζοντας τον. - Έλα, µην κλαις. Τον οδήγησαν στο δωµάτιο και η Έφη κάθισε στο κρεβάτι και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. - Πω, πω. Χάλια είναι τα γόνατα του. Κάτσε να φέρω λίγο οινόπνευµα, είπε η Γαλάτεια, αλλά πριν φύγει το µετάνιωσε. ∆εν του ράβουµε και το παντελόνι. Αν πάει έτσι στη µάνα του, έχει να µαζέψει… Πλησίασε το Γιωργάκη και προσπάθησε να του βγάλει το παντελόνι. Εκείνος ντράπηκε και µαζεύτηκε, προσπαθώντας να την αποτρέψει µε το χέρι. Ξέσπασε σ΄ ένα τρανταχτό γέλιο. - Μη στεναχωριέσαι πουλάκι µου. ∆εν θα δω σώβρακο για πρώτη φορά. 50

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η Έφη δε συµφώνησε µε τον τρόπο της Γαλάτειας. Με µια χειρονοµία της έδειξε πως θα το αναλάµβανε εκείνη. Ψιθύρισε κάτι στ΄ αυτί του παιδιού και ύστερα του ξεκούµπωσε απαλά το παντελόνι, ζητώντας του να σηκωθεί για να το βγάλει. Υπάκουσε και η Γαλάτεια πήρε το παντελόνι και έφυγε, αναζητώντας τη Βενετία που έπιανε το χέρι της και στο ράψιµο ήταν χρυσοχέρα. Έµειναν οι δύο τους. Ο Γιωργάκης όρθιος µε το σώβρακο, µε τα χέρια του σταυρωµένα µπροστά του και η Έφη καθισµένη απέναντι του. Πρόσεξε την αµηχανία του και τον κάλεσε πάλι κοντά της. Τον πήρε στην αγκαλιά της αλλά ο µικρός ήταν πολύ σφιγµένος. Κρατούσε πάντοτε τα χέρια του σταυρωµένα µπροστά του, λίγο πιο κάτω απ΄ την κοιλιά του. - Πονάς; - Όχι… Ναι… ∆εν τον ξαναρώτησε καθώς πρόσεξε τη στύση του…

51

Μιχάλης Πιτένης

14 Μαύρο, καλοραµµένο, κοστούµι µε µια λεπτή γκρι ρίγα, από φίνο εγγλέζικο κασµήρι. Παπούτσια µυτερά, τριζάτα, καλογυαλισµένα. Μαλλί περιποιηµένο, περασµένο µε µπριγιαντίνη για να µην ξεφεύγει ούτε µια τρίχα του. - Σωστό φιγουρίνι ο Φωτάκης. Η Μπέµπα δεν µπόρεσε ν΄ αποφύγει το σχόλιο βλέποντας το νεαρό να κλείνει πίσω του την πόρτα της Αναστασίας και µε σκυφτό το κεφάλι να βαδίζει στο διάδροµο µε κατεύθυνση την εξώπορτα. - ¨Τα ΄σταξε πάλι το κορόϊδο¨, συνέχισε απτόητη η Μπέµπα και παρά την αγκωνιά που της έχωσε στα πλευρά η Γαλάτεια, δεν έβαλε γλώσσα µέσα. ¨Ποιος ξέρει πόσα πλήρωσε την καινούργια κουστουµιά…¨ Η Γαλάτεια δεν κρατήθηκε. - Σκάσε. Το κέφι της κάνει… Και στο κάτω, κάτω, εσένα τι σε κόφτει; - Γιατί, εσύ τι φοβήθηκες; Μη θίξουµε το γκόµενο; - Για κείνη το λέω… Για την κυρία. Αυτόν τον έχω χεσµένο. - Μα… Η Γαλάτεια σηκώθηκε φουρκισµένη απ΄ τη θέση της, εγκαταλείποντας το µεγάλο καναπέ της σάλας και ανέβηκε, σχεδόν τρέχοντας, τα σκαλιά. Η Μπέµπα έµεινε µε το στόµα ανοιχτό. Ο Φωτάκης δεν είχε ακούσει καθαρά τις κουβέντες, µα ήταν σίγουρος πως τα σχόλια αφορούσαν εκείνον. Τάχυνε το βήµα του και βγήκε χωρίς να γυρίσει να τις κοιτάξει. Στα σκαλιά το αγιάζι της χειµωνιάτικης νύχτας έκανε το κορµί του να ριγήσει. Άνοιξε το µακρύ µαύρο παλτό που κρατούσε στο δεξί χέρι και µε µια κίνηση το έριξε στους ώµους. Ο Συνταγµατάρχης Σερέτης, χώθηκε σα σκιά απ΄ τη µεγάλη αυλόπορτα. Μόλις είδε το νεαρό στα σκαλιά στάθηκε µπροστά του. - Φεύγεις Φωτάκη; - Τα σέβη µου Στρατηγέ. Κάτι στεναχωρηµένο σε βλέπω; - Έχω κι εγώ τα δικά µου ρε Φωτάκη. Τα ξέρεις, δεν τα ξέρεις; Κούνησε το κεφάλι συγκατανεύοντας. Ο Συνταγµατάρχης πήγε κάτι να πει, αλλά δε µίλησε. Τον χαιρέτισε µ΄ ένα νεύµα του χεριού του και µπήκε στο σπίτι. Ο Φωτάκης χαµογέλασε ειρωνικά πίσω του και βιάστηκε να φύγει καθώς το κρύο είχε αρχίσει κιόλας να τον περονιάζει. Στο πρώτο καφενείο που βρήκε µπροστά του χώθηκε ο Φωτάκης και έτρεξε αµέσως στη σόµπα που έκαιγε στη µέση του. Μόνο δύο τραπέζια ήταν γεµάτα, το ένα δίπλα απ΄ το άλλο. Πήρε µια καρέκλα, την 52

Οι κόρες της Αφροδίτης

έβαλε απέναντι τους και αφού άπλωσε τα πόδια προς τη φωτιά, φώναξε στο καφετζή. - Πιάσε ένα κονιάκ. Οι περισσότεροι σκύβοντας τα κεφάλια αντάλλαξαν µεταξύ τους βλέµµατα και χαµόγελα όλο υπονοούµενα. Μόνο ο πατέρας του Γιωργάκη στράφηκε προς το µέρος του. - Τι έγινε Φωτάκη; Παγωνιά έξω, ε; - Σκατόκαιρος κυρ Αστέρη µου. Πού να βρεις µεροκάµατο µε τέτοιο καιρό… Ένας φίλος του πατέρα του Γιωργάκη κάτι ψιθύρισε, αλλά ο Αστέρης τον έκοψε αµέσως µε µια κίνηση του χεριού. - Τη δουλειά µας εµείς. Παίζε, είναι η σειρά σου… Ο άλλος φουρκισµένος πέταξε ένα χαρτί στη µέση του τραπεζιού απ΄ αυτά που κρατούσε στα χέρια του και αµέσως άρχισε να βρίζει τον εαυτό του, για το λάθος που έκανε. Ο Γιωργάκης που καθόταν δίπλα στον πατέρα του παλεύοντας να φάει και την τελευταία βανίλια που είχε κολλήσει στο κουταλάκι του υποβρυχίου του, κοίταξε το Φωτάκη χωρίς να κρύβει την αντιπάθεια που έκρυβε γι΄ αυτόν. Ήξερε καλά από πού ερχόταν και τον αντιπαθούσε γι΄ αυτό. Πόσο θα ΄θελε να βρισκόταν στη θέση του; Να µπαινοβγαίνει στης Αναστασίας όποτε ήθελε; Η δεύτερη επίσκεψη, την παραµονή των Χριστουγέννων, δεν είχε αποδώσει τα αναµενόµενα για το Γιωργάκη. Μπορεί να έφυγε από εκεί µ΄ ένα γερό χαρτζιλίκι, µε τις πληγές του περιποιηµένες και τα παντελόνια του µανταρισµένα, αλλά δεν είχε εξασφαλίσει αυτό που πραγµατικά ζητούσε. Θα το εξασφάλιζε άραγε ποτέ; Μια καλή αφορµή για µια τρίτη επίσκεψη θα ήταν αν ο πατέρας του αποφάσιζε να τον συνοδέψει στο Σπίτι προκειµένου να γευτεί την πρώτη του ερωτική εµπειρία. Το είχε δει αυτό πολλές φορές. Αγόρια που είχαν περάσει τα 16 ή τα 17 τους και οι πατεράδες τους τα συνόδευαν στης Αναστασίας για την πρώτη τους επαφή µε γυναίκα. Μια µέρα βρήκε το θάρρος και το είπε δειλά, δειλά στον πατέρα του, αλλά εκείνος τον έκοψε. - Είσαι µικρός ακόµα ρε. Άντε στα µαθήµατα σου και θάρθει η ώρα σου… Η απάντηση δεν άρεσε καθόλου στο Γιωργάκη που το πήρε απόφαση πως έπρεπε να δράσει µόνος του. Πώς όµως; Έσπαζε το κεφάλι του αλλά η καλή ιδέα δεν κατέβαινε µε τίποτα. Τότε ξαναµπήκε στη ζωή του η κυρά Ελένη. Μαυροφορεµένη πλέον, αφού είχε χάσει εν τω µεταξύ τον άνδρα της, πάνω στο χρόνο κατάφερε µε τη βοήθεια κάποιων γνωστών να εξασφαλίσει το περίπτερο στην αλάνα όπου βρισκόταν όλα τα µανάβικα µαζεµένα, για να βγάζει ένα µεροκάµατο. 53

Μιχάλης Πιτένης

Όταν ζήτησε απ΄ τη µάνα του να της στέλνει κάπου, κάπου το µικρό για να τη βοηθάει στα θελήµατα, καθώς τα δικά της είχαν ξεπεταχτεί και δεν προστάζονταν ποια, ο Γιωργάκης αντέδρασε χλιαρά, αλλά τελικά πείστηκε. Το πρώτο απόγευµα που πήγε, πήρε µαζί του κι ένα βιβλίο γεωγραφίας µαζί του, για να της δείξει πως δεν είχε τελειώσει ακόµα τα µαθήµατα του και να φύγει µια ώρα αρχύτερα. Φτάνοντας στο περίπτερο, περίµενε λίγο µέχρι να εξυπηρετήσει η κυρά Ελένη έναν πελάτη της που αγόραζε ξυραφάκι και ύστερα τη χαιρέτισε. - Τι θες να κάνω κυρά Ελένη, τη ρώτησε ανόρεχτα. Με µια κίνηση του χεριού της του έδειξε να πάει απ΄ την πίσω πλευρά του περιπτέρου. Η µικρή του πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή και σκύβοντας τον έπιασε απ΄ το χέρι και τον τράβηξε µέσα. - Να εδώ θα κάθεσαι… Του έδειξε το καρεκλάκι δίπλα της, σ΄ ένα χώρο που ίσα, ίσα τον χωρούσε. Ήταν κάπως στενάχωρα αλλά µαζεύοντας τα πόδια του βολεύτηκε καλά, κολληµένος δίπλα στα πόδια της κυρά Ελένης που καθόταν σε µια καρέκλα . - Καλά είσαι, τον ρώτησε εκείνη ρίχνοντας του µια γρήγορη µατιά. - Καλά… - Εδώ θα κάθεσαι, να µου κάνεις και µένα λίγο παρέα. Καλά έκανες και έφερες το βιβλίο σου. ∆ιάβασε εσύ… Άνοιξε το βιβλίο µα πριν προλάβει να διαβάσει δύο τρεις λέξεις, µια αντρική φωνή που ακούστηκε απ΄ το παραθυράκι του περιπτέρου τον τρόµαξε. Χτύπησε το κεφάλι του στο ραφάκι που ήταν ακριβώς από πάνω του, αλλά δεν έβγαλε άχνα. Η αντρική φωνή ζήτησε ένα ΕΘΝΟΣ άφιλτρο και αφού πήρε τα ρέστα απ΄ την κυρά Ελένη σώπασε. Το χέρι της άρχισε να χαϊδεύει απαλά το κεφάλι του. - Χτύπησες; Μη σκιάζεσαι, δε σε βλέπουν απ΄ έξω… Ο Γιωργάκης έκλεισε το βιβλίο και η προσοχή του στράφηκε προς τα πόδια της κυρά Ελένης. Η φούστα της είχε ανασηκωθεί λίγο πάνω απ΄ τα γόνατα και ενώ µε το αριστερό της χέρι συνέχιζε να χαϊδεύει τα µαλλιά του Γιωργάκη, γύρισε λίγο στο πλάι, χωρίς να ανασηκωθεί καθόλου απ΄ την καρέκλα. Τα γόνατα της ήταν τώρα ακριβώς µπροστά στα µάτια του µικρού. Όσο άνοιγε τα πόδια της, τόσο γλιστρούσε το βιβλίο της γεωγραφίας απ΄ τα χέρια του Γιωργάκη. Ο θόρυβος που έκανε το βιβλίο πέφτοντας στο ξύλινο πάτωµα, την τρόµαξε και πήγε ασυναίσθητα να κλείσει τα πόδια της, αλλά ο µικρός είχε προλάβει να βάλει ανάµεσα τους το δεξί του χέρι.

54

Οι κόρες της Αφροδίτης

Το χέρι του Γιωργάκη έµεινε µετέωρο για αρκετά λεπτά ανάµεσα στα πόδια της κυρά Ελένης, όσο το βλέµµα του περιεργαζόταν την εικόνα που είχε µπροστά του. Οι µαύρες κάλτσες της κυρά Ελένης έφταναν λίγο πιο πάνω απ΄ τα γόνατα της, κάνοντας αντίθεση µε την άσπρη της κιλότα. Τράβηξε το χέρι του σιγά, σιγά και πριν αρχίσει να χαϊδεύει τις γάµπες της, της έριξε ένα βλέµµα. Εκείνη είχε το δικό της προσηλωµένο έξω απ΄ το µικρό παραθυράκι του περιπτέρου, απέναντι στην αλάνα όπου µερικά πιτσιρίκια χαλούσαν τον κόσµο παίζοντας ένα παιχνίδι µ΄ ένα µικρό τενεκεδένιο κουτί. Άρχισε να της χαϊδεύει τις γάµπες και µε τα δύο του χέρια, ανεβοκατεβαίνοντας συνεχώς. Η λεία επιφάνεια των καλτσών τον είχε συνεπάρει. Η βροντερή φωνή που ακούστηκε ζητώντας µια εφηµερίδα, τον τρόµαξε τόσο που γαντζώθηκε απ΄ τα πόδια της κυρά Ελένης. Εκείνη ψύχραιµη, ακούµπησε το αριστερό της χέρι στα µαλλιά του και τον ηρέµησε. ∆εν τους έβλεπε κανείς. Η καρδιά του που είχε αρχίσει να χτυπά ακανόνιστα, ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθµό και ο Γιωργάκης το σηµείο όπου είχε διακοπεί η εξερεύνηση του. Στην επόµενη φωνή τρόµαξε λιγότερο, στη µεθεπόµενη ελάχιστα, ώσπου πλέον τις συνήθισε και δεν τις έδινε καν σηµασία. Τα χέρια του τώρα εγκατέλειψαν τις γάµπες και ανέβηκαν προς τα πάνω. Άγγιξαν τα πόδια της µέχρι εκεί που έφταναν οι κάλτσες. ∆εν µπορούσε όµως να σταµατήσει. Σιγά, σιγά, πέρασε και στα γυµνό τους µέρος αλλά εκεί η κυρά Ελένη έδειξε ν΄ αντιδρά, κλείνοντας για λίγο τα πόδια της. Ο Γιωργάκης σταµάτησε για λίγο αλλά βλέποντας την κατάσταση να αποκαθίσταται συνέχισε. Η κυρά Ελένη δεν αντέδρασε αυτή τη φορά. ∆εν αντέδρασε ούτε όταν το δεξί χέρι του Γιωργάκη έφτασε µέχρι το εσώρουχο της. Το χέρι του µικρού την άγγιξε κάπως άγαρµπα και γι΄ αυτό το τράβηξε ακούγοντας το πνιχτό επιφώνηµα της, νοµίζοντας πως την είχε πονέσει. Το χάδι που δέχτηκε όµως στα µαλλιά του τον έπεισε πως όλα πήγαιναν καλά. Επανήλθε δριµύτερος και ενθουσιασµένος καθώς το σηµείο που εξερευνούσε για πρώτη φορά, είχε τελείως διαφορετική αίσθηση. Ήταν πιο µαλακό και τόσο ζεστό. Η κυρά Ελένη, συνέχισε απτόητη να εξυπηρετεί τους πελάτες της, ελέγχοντας τους αναστεναγµούς και τα επιφωνήµατα της, ενόσω ο Γιωργάκης συνέχιζε να παίζει µε τη φωτιά που είχε ανάµεσα στα πόδια της. Όταν έφτασε στην κορύφωση, τα πόδια της σφίχτηκαν τόσο δυνατά που ο µικρός ένιωσε το χέρι του να συνθλίβεται ανάµεσα τους,

55

Μιχάλης Πιτένης

αδυνατώντας να το τραβήξει. Ευτυχώς δεν κράτησε για πολύ. Του το απελευθέρωσε και σκύβοντας από πάνω του είπε: - Τέλειωσες το διάβασµα. Άµε στη µάνα σου, µήπως και σε χρειάζεται… Έκανε πολλές γύρες µέχρι να αποφασίσει να τραβήξει για το σπίτι του. Στο µυαλό του γυρνούσαν και ξαναγυρνούσαν οι σκηνές µέσα στο περίπτερο της κυρά Ελένης. Θα συνέχιζε κι άλλο, αλλά αισθάνθηκε πως το βρακί του και το παντελόνι του είχαν γίνει µούσκεµα και έπρεπε ν΄ αλλάξει. Προσπάθησε να κρυφτεί απ΄ τα µάνα του, αλλά πρόσεξε αµέσως την κηλίδα µπροστά στο παντελόνι του και του έβαλε τις φωνές. - Ωχού. Κοτζάµ άντρας και κατουρήθηκες! Τον πήρε για να τον σκουπίσει και µόλις έπιασε το βρεγµένο του εσώρουχο της ήρθε να γελάσει, αλλά κρατήθηκε. - Άντε καµάρι µου. Έµαθες κι εσύ τι κρύβεις στο βρακί! Ο Γιωργάκης δεν έµαθε µόνο αυτό, αλλά έµαθε και πώς να φυλάγεται πλέον. Αφού πήρε απόφαση να συνεχίσει τη µελέτη της γεωγραφίας στο περίπτερο της κυρά Ελένης, τουλάχιστον δύο απογεύµατα κάθε βδοµάδα, µαζί µε το βιβλίο έπαιρνε πλέον και ένα κοµµάτι εφηµερίδας απ΄ αυτήν που άφηνε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ο πατέρας του. Πριν φτάσει στο περίπτερο, πήγαινε στη γωνιά ενός µανάβικου, εκεί που ντάνιαζαν τα άδεια καφάσια και κρυµµένος από πίσω τους, έχωνε στο βρακί του το κοµµάτι της εφηµερίδας. Έτοιµος πια έτρεχε για να χωθεί στο περίπτερο όπου θα έπεφτε µε τα µούτρα στη µελέτη. Χωµένος στο περίπτερο ο Γιωργάκης µπορεί να µην έβλεπε ποτέ τα πρόσωπα των πελατών, αλλά ήξερε απ΄ τη φωνή τι µάρκα τσιγάρα κάπνιζε ο καθένας, τι εφηµερίδα διάβαζε, κάθε πότε έπαιρνε καινούργιο ξυραφάκι και ποια παιδιά αγόραζαν σοκολάτες. Πολλές φορές, µε το που άκουγε το «καλησπέρα» άπλωνε πρώτος το χέρι στο κατάλληλο ράφι, έπιανε το αντικείµενο που ήξερε πως θα ζητήσει ο πελάτης και το έδινε στην κυρά Ελένη. Ήξερε ακόµα πότε ήταν απαραίτητο το τεφτέρι για να σηµειωθούν δίπλα στα διάφορα ονόµατα που ήταν γραµµένα, εκεί τα καθηµερινά ψώνια και τη συχνότητα µε την οποία οι πελάτες ξοφλούσαν τα χρέη τους. Το µόνο που δεν του επέτρεπε η κυρά Ελένη να δει, ήταν η κόλλα χαρτιού πάνω στην οποία έσκυβε και σηµείωνε κάθε φορά που πουλούσε µια απ΄ τις εφηµερίδες της. Την κρατούσε καλά κρυµµένη, κάτω απ΄ το µαξιλάρι της καρέκλας της και καθώς καθόταν πάνω του συνέχεια ήταν αδύνατον να την πάρει στα χέρια του και να ανακαλύψει το µυστικό που έκρυβε. Η περιέργεια του µικρού για το µυστηριώδες χαρτί φούντωνε µέρα µε τη µέρα, αλλά τη µέρα που η κυρά Ελένη σηκώθηκε αφήνοντας 56

Οι κόρες της Αφροδίτης

τον για λίγο µόνο στο περίπτερο, στάθηκε άτυχος. Χαρτί κάτω απ΄ το µαξιλάρι δεν υπήρχε. Κόντευε πια να ξεχάσει την ύπαρξη του µυστηριώδους χαρτιού αλλά ένα περιστατικό που συνέβη ένα απόγευµα Κυριακής, του τα αποκάλυψε όλα. Εκείνο το απόγευµα, ο Γιωργάκης ήταν αφοσιωµένος περισσότερο στο βιβλίο της γεωγραφίας του παρά στα πόδια της κυρά Ελένης, όταν µια σκληρή ανδρική φωνή, όχι απ΄ τις τακτικές και τις συνηθισµένες, του τράβηξε την προσοχή. Χωρίς να µπορεί να εξηγήσει το λόγο, µαζεύτηκε όσο µπορούσε περισσότερο, µέχρι που έγινε ένα κουβάρι, ενώ τα αυτιά του παρέµεναν τεντωµένα, προσπαθώντας να ακούσουν καλά αυτή τη φωνή που ναι µεν ήταν άγνωστη, αλλά ήταν σίγουρος πως κάτι του θύµιζε. Η κυρά Ελένη, βλέποντας το συγκεκριµένο πελάτη, ανασηκώθηκε λίγο απ΄ το κάθισµα της και τον υποδέχτηκε µε το πιο πλατύ της χαµόγελο και µ΄ όλη την ευγένεια που απαιτούσε η περίσταση. Την ώρα που τον καλησπέριζε κα τον ρωτούσε για την υγεία τη δική του και των µελών της οικογενείας του, τα χέρια της δούλευαν όπως τα χέρια ταχυδακτυλουργού, πιάνοντας διάφορα αντικείµενα από δεξιά κι αριστερά της. Τσιγάρα, σοκολάτες, φακελάκια µε καραµέλες και το χαρτί κάτω απ΄ το µαξιλάρι της καρέκλας της, τυλίχτηκαν όλα µε µαεστρία στην κυριακάτικη έκδοση του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΟΡΡΑ και προσφέρθηκαν στον πελάτη. - Μα τι κάνεις κυρά Ελένη. Και καραµέλες; Μια σοκολατίτσα φτάνει… - Αρέσουν αυτές στα παιδιά κ. ∆ιοικητά. Να τους τις δώσετε και να µου τα φιλήσετε. Ο κ. ∆ιοικητής ασφαλείας δεν έφερε άλλες αντιρρήσεις. Γύρισε µόνο να φύγει αποχαιρετώντας την µ΄ ένα νεύµα του χεριού του. Ο Γιωργάκης όση ώρα γινόταν η στιχοµυθία, άκουγε µόνο αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Μαζεµένος κουβάρι, µε το βιβλίο της γεωγραφίας στο κεφάλι, ίσα που ανάσαινε. Έτσι δεν είδε πως η κυρά Ελένη αν και δεν εισέπραξε ούτε δραχµή απ΄ τον πελάτη της και δεν έκανε την κίνηση να πιάσει το τεφτέρι µε τα βερεσέδια, έδειχνε ευχαριστηµένη απ΄ την επίσκεψη αυτή. Όταν πια είχε χαθεί ο κ. ∆ιοικητής απ΄ τον ορίζοντα έστρεψε το βλέµµα της στο µικρό και απόρησε µε τη στάση του. - Τι έπαθες εσύ; - Έφυγε; Την ξάφνιασε ο τόνος της αγωνίας που είχε η φωνή του. - Ποιος;

57

Μιχάλης Πιτένης

Ο Γιωργάκης δεν είχε κουράγιο να δώσει εξηγήσεις. Σηκώθηκε απότοµα και ανοίγοντας άγαρµπα την πόρτα, κοντεύοντας να την ξηλώσει απ΄ τους µεντεσέδες της, ξεχύθηκε στο δρόµο. Η κυρά Ελένη κάτι του φώναξε, αλλά ούτε που την άκουσε. Το µόνο που τον ένοιαζε ήταν να φύγει όσο πιο µακριά γινόταν απ΄ τον κ. ∆ιοικητή. Να το βάλει στα πόδια και να γίνει καπνός. Όχι αυτή τη φορά δε θα καθόταν σαν κουτορνίθι να τον συλλάβει και πάλι, όπως είχε κάνει τότε που ήταν δεν ήταν επτά χρονών… Τότε που ο σηµερινός ∆ιοικητής του τµήµατος ασφαλείας, ως απλό µέλος της, είχε αναλάβει να εξιχνιάσει το στυγερό και αποτρόπαιο έγκληµα της κλοπής των κερασιών. Το έγκληµα είχε καταγγείλει ένα από τα πλέον επιφανή στελέχη της τοπικής τους κοινωνίας, και εκ των εκλεκτών συνεργατών της ασφάλειας, γι΄ αυτό ο τότε ∆ιοικητής είχε διατάξει τον υφιστάµενο του να ενεργήσει καταλλήλως και να το εξιχνιάσει πάραυτα και άνευ καθυστερήσεως. Ο υφιστάµενος ενήργησε αστραπιαία. Συνέλαβε όλους τους πιτσιρικάδες της ευρύτερης γειτονιάς και ανάµεσα τους και τον επτάχρονο Γιωργάκη. Η ανάκριση δεν µπορούσε να οδηγήσει στην ανεύρεση των κλοπιµαίων που θα πρέπει να είχαν ήδη καταλήξει στην κοιλιά των δραστών, αλλά δεν ήταν αυτό το ζητούµενο. Το ζητούµενο ήταν η οµολογία και αν την αποσπούσε ο υφιστάµενος ήξερε πως θα ελάµβανε τα εύσηµα τόσο απ΄ το ∆ιοικητή του όσο και απ΄ τον παθόντα. Το έµπειρο µάτι του είχε ήδη διακρίνει τους πιθανούς ενόχους ανάµεσα στους συλληφθέντες αλλά δεν υπήρχε λόγος να φύγουν έτσι και οι αθώοι, ανάµεσα στους οποίους ήταν και ο Γιωργάκης. Ο υφιστάµενος, µε αυστηρό ύφος που δε σήκωνε την παραµικρή αντίρρηση, ζήτησε από όλους να σηκώσουν τις µπλούζες και τα πουκάµισα που φορούσαν. Ύστερα, πήρε στα χέρια του τη βρεγµένη φανέλα που του είχε φέρει ένα από όργανα- βοηθοί του και άρχισε να κατεβάζει µε µεγάλη δύναµη αλλά και µαεστρία αυτό το αυτοσχέδιο, µαστίγιο πάνω στις πλάτες των παιδιών. Ένα µαστίγιο που µπορεί να πονούσε φριχτά, αλλά τα µόνο σηµάδια που άφηνε πάνω τους ήταν κάποιες κοκκινίλες, που σε λίγη ώρα θα είχαν εξαφανιστεί. Τα περισσότερα, µαζί και ο Γιωργάκης, ξέσπασαν σε κλάµατα, αλλά δε σταµάτησε παρά µόνο όταν πρόσεξε τη µικρή κίτρινη λίµνη που είχε δηµιουργηθεί µπροστά από ένα απ΄ αυτά. ∆ίνοντας την εντολή σ΄ όλους να ντυθούν άρπαξε το µικρό που δεν ήξερε που να πρωτοβάλει τα χέρια του, στην πλάτη που έτσουζε ή στα γεννητικά του όργανα και τα πόδια του που κρύωναν, και του φώναξε δυνατά στ΄ αυτί: «Έτσι θα γίνει άντρας ρε». 58

Οι κόρες της Αφροδίτης

Γύρισε το κεφάλι για να δει αν τον ακολουθούσε κανείς. ∆εν υπήρχε ψυχή, αλλά δε σταµάτησε. Συνέχισε να τρέχει µέχρι που έφτασε στο σπίτι της Αναστασίας. Στάθηκε µπροστά στη µεγάλη αυλόπορτα ενώ η καρδιά του κόντευε να βγει απ΄ το στήθος του. Η Έφη που στεκόταν στο παράθυρο της τον αναγνώρισε. Σήκωσε το χέρι της και άρχισε να τον χαιρετάει. Ήθελε να µπει. Να ζητήσει καταφύγιο στην αγκαλιά της. Ένας άγνωστος του άντρας όµως που εκείνη την ώρα ετοιµαζόταν να διασχίσει τη µισάνοιχτη αυλόπορτα, τον παραµέρισε βίαια, φωνάζοντας του. - Άντε στη µάνα σου ρε. Έσκυψε το κεφάλι και το ΄βαλε σα πόδια.

59

Μιχάλης Πιτένης

15 Τις µέρες που η Έφη δεν µπορούσε να εργαστεί, έπιανε από νωρίς δουλειά στην κουζίνα. Έβαζε το φαί νωρίς στην κατσαρόλα ή το ταψί και το άφηνε να σιγοβράζει στη µεγάλη µασίνα µε τα τρία µάτια. Στις δύο, είχε τα πάντα έτοιµα. Φαγητό και σαλάτες ήταν σερβιρισµένα στη µεγάλη τραπεζαρία. Περισσότερο απ΄ όλες έδειχνε να τις ευχαριστιέται τις µέρες εκείνες η Μπέτυ που είχε λατρέψει τη µαγειρική της Έφης και µετρούσε τις µέρες που θα αναλάµβανε υπηρεσία στην κουζίνα. Οι µέρες της Έφης συνέπιπταν, συνήθως, µ΄ αυτές της Μπέµπας, αλλά οι περισσότερες παρακαλούσαν να µη βάλει καθόλου του χεράκι της, αφήνοντας τα πάντα στη µικρή. - Αµάν αυτή η γυναίκα. Λες και στάζει το φαρµάκι της στο φαί, σχολίαζε η Μπέτυ κάθε φορά που δοκίµαζε τα αποτελέσµατα της µαγειρικής της Μπέµπας. Εκείνη δεν αντιδρούσε ποτέ, αδιαφορώντας για την κριτική των άλλων. Συνέχιζε να βρίσκεται παραδοµένη στο δικό της κόσµο, στον οποίο ήταν αδύνατον να εισχωρήσει οποιοσδήποτε. Η Έφη προσπάθησε πολλές φορές να πάρει το µέρος της, κι ας µην είχε ακούσει ποτέ µια καλή κουβέντα απ΄ τη Μπέµπα, κι ας µην είχε πάρει ούτε ένα χαµόγελο της… Τις µέρες που είχαν υπηρεσία εκείνη έπαιρνε θέση από νωρίς στην κουζίνα περιµένοντας τη Μπέµπα που κατέφτανε µετά από µια ώρα, το νωρίτερο, κι οι µόνες λέξεις που έβγαιναν απ΄ το στόµα της αφορούσαν την παραγγελία ενός πικρού τούρκικου καφέ. Η Έφη της τον σερβίριζε, όπως ακριβώς της άρεσε, µε πολλές φουσκάλες και καθόταν απέναντι της στο µεγάλο τραπέζι χωρίς να την κοιτά, ελπίζοντας ότι η άλλη θα άνοιγε κουβέντα. Το µόνο που άνοιγε όµως η Μπέµπα ήταν το πακέτο µε τα τσιγάρα της, για να καπνίσει το ένα πίσω απ΄ το άλλο, µέχρι να ρουφήξει, ως το κατακάθι τον καφέ της, χωρίς να σπάσει ούτε για ένα δευτερόλεπτο τη σιωπή της. Μόλις έπαιρνε βράση το φαί, η Έφη της πρόσφερε επίτηδες λίγο µε την άκρη της κουτάλας, ή του πιρουνιού, ελπίζοντας πως ίσως έτσι ξεγελιόταν και της ξέφευγε κάποια λέξη. Μάταιος κόπος. Η Μπέµπα επιδοκίµαζε ή αποδοκίµαζε το φαγητό µ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού και αµέσως άναβε τσιγάρο, σαν να της είχε λείψει κιόλας η γεύση του. - Τι ζόρι τραβάει, ρώτησε µια µέρα τη Μπέτυ η Έφη, χωρίς να πάρει κάποια συγκεκριµένη απάντηση. - Μη δίνεις σηµασία. Τέτοια φαρµάκω ήταν πάντα… - Μα τα βράδια…

60

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Καλά, µε τους γκόµενους τα δίνει όλα… Γι΄ αυτό βλέπεις δεν προλαβαίνει να σηκωθεί απ΄ τα κρεβάτι…Μα τι το θες. Ύστερα την φτύνουν όλοι… Σιγά, σιγά µε τον καιρό, η Έφη έπαψε να δίνει σηµασία στη Μπέµπα. Σαν να µην υπήρχε. Έκανε τη δουλειά της και µε το που τελείωνε, έπιανε να λούσει τα υπέροχα καστανά µαλλιά της. Έχοντας τυλιγµένη την πετσέτα στο κεφάλι της, έβγαινε απ΄ ένα απ΄ τα κοινά τους λουτρά και ανέβαινε στο δωµάτιο της. Εκεί, καθισµένη µπροστά στο παράθυρο, απ΄ όπου χάζευε τους πιτσιρικάδες να σκοτώνονται στην αλάνα κυνηγώντας µια µπάλα, έβγαζε την πετσέτα και µε τη χτένα της περνούσε συνέχεια το χείµαρρο των µαλλιών της µέχρι να φύγουν όλοι οι κόµποι. Ύστερα γυρνούσε το κορµί της προς το παράθυρο για να στεγνώσει ο ήλιος τα µαλλιά και έπιανε το βιβλίο που είχε αρχινηµένο. - Όλο µέσα θα µένεις; Η φωνή της Αναστασίας την τρόµαξε και κόντεψε να της πέσει το βιβλίο. Η µαντάµ ήρθε και κάθισε στο κρεβάτι απέναντι της. - Μπορείς να βγαίνεις, αν θες. Όχι µόνο όταν έχεις τις µέρες σου αλλά και άλλες φορές. Αρκεί να µου το ζητήσεις… - Καλά είµαι κι εδώ… - ∆ε βρέθηκε ακόµα κανένας; Πάντως πολλοί σε τριγυργάνε… - ∆εν ξέρω… Θα δούµε. Η Αναστασία έβγαλε απ΄ την τσέπη της ρόµπας της τα τσιγάρα της. Πρόσφερε ένα στην Έφη και ύστερα προσπάθησε να ανάψει το δικό της µ΄ ένα τσακµάκι που δεν άναβε µε τίποτα. Η Έφη τη διευκόλυνε δίνοντας της να ανάψει µε τα σπίρτα της, την ώρα που στο µυαλό της ερχόταν εκείνος ο υπέροχος ασηµένιος αναπτήρας που κρατούσε προχθές η κυρία στα χέρια της και τον επιδείκνυε µε καµάρι, λέγοντας: «Μου τον έφερε ο κύριος Στέλιος απ΄ την Αθήνα. Όµορφος δεν είναι;». ∆ε χρειαζόταν να ρωτήσει που είχε καταλήξει ο αναπτήρας. Τον είδε την εποµένη στα χέρια του κυρίου Φωτάκη την ώρα που τον έβγαλε απ΄ το τσεπάκι του γιλέκου για να ανάψει το τσιγάρο του. - Πολύ κλείνεσαι πουλάκι µου, συνέχισε η Αναστασία. Και να µείνεις µόνη, τι θαρρείς πως θα βγει; ∆εν τραβάει έτσι η ρηµάδα η ζωή… δεν τραβάει… Σταµάτησε καθώς χάθηκε για λίγο στις σκέψεις της, την ώρα που η Έφη προσπαθούσε να ελέγξει δικές της, στις οποίες κυριαρχούσαν ο αναπτήρας και ο κύριος Φωτάκης. Η Αναστασία σα να διάβασε τις σκέψεις της, σήκωσε το κεφάλι της και κάρφωσε το βλέµµα της στο δικό της. - Κι όχι άµα, βρεις πάει να πει πως καζάντησες. Μα να… Το ΄νε παραµυθιάζεις, σε παραµυθιάζει, δεν ξέρω… Σκατά. Ούτε να ΄χεις είναι κάποιες φορές, µα ούτε και να µην έχεις… 61

Μιχάλης Πιτένης

Σηκώθηκε χωρίς να αποσώσει την κουβέντα της, µα πριν ανοίξει την πόρτα να φύγει κοντοστάθηκε. - Να προσέχεις. Καµιά φορά µπορεί να µας έρθει κάνας καινούργιος που δεν τον ξέρουµε καλά και µπορεί να σου κάνει ζηµιά… Να µε φωνάξεις αµέσως. Θέλει, δε θέλει θα του τη βάλω εγώ την κουλούρα στο πράµα του. Εντάξει πουλάκι µου; Και να βγαίνεις… Να ξεσκάσεις λίγο… Τη συµβουλή της για τυχόν «παράξενους» πελάτες την έβαλε καλά στο µυαλό της. ∆εν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε γι΄ αυτούς. Την είχαν ήδη τροµοκρατήσει τα άλλα κορίτσια όταν της περιέγραψαν κάποιους πελάτες που το πέος τους είχε γιγάντιες διαστάσεις. Ένας τέτοιος πελάτης, χωρίς τα απαραίτητα µέτρα προστασίας µπορούσε να κάνει µεγάλη ζηµιά σε οποιαδήποτε κοπέλα. Μέχρι και να τη στείλει στο Νοσοκοµείο µε σοβαρό τραύµα. Φυσικά υπήρχαν και τα µέτρα προστασίας. Η πεοκουλούρα. Ένα υφασµάτινο σφιχτό δαχτυλίδι που περιόριζε το µήκος του πέους σε ανεκτά όρια. Κάποιοι, ξέροντας τα προσόντα τους, φρόντιζαν να ενηµερώσουν τις κοπέλες αµέσως, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση τους, ή εισπράττοντας την άρνηση τους. Άλλοι όµως το απέκρυπταν µέχρι να το ανακαλύψουν, έντροµες, µόνες τους. Γι΄ αυτό έπρεπε να προσέχει, καθώς κάτι τέτοιοι, όταν κατάφερναν να ξεγλιστρίσουν απ΄ το άγρυπνο µάτι της µαντάµ που τους είχε ακτινογραφηµένους και τσεκαρισµένους όλους, ελέγχοντας έτσι και την ασφάλεια των κοριτσιών της, τις νέες και ανυποψίαστες επέλεγαν. Και η ζηµιά δεν αργούσε να γίνει… Μια ζηµιά που πολλές φορές µπορεί και να ήταν ανεπανόρθωτη. Υπήρχαν βέβαια και οι «ιδιότροποι». Οι ιδιαίτερες προτιµήσεις γινόταν αποδεκτές µόνο από ορισµένες. Η Μπέτυ, ήταν µια απ΄ τις κοπέλες που αποδεχόταν τις ιδιοτροπίες ορισµένων εξ αυτών. Ο κύριος Αριστείδης, ένας καλοντυµένος και πάντα µετρηµένος πενηντάρης, ήταν εκ των συχνοτέρων πελατών του Σπιτιού, αλλά από εκείνους που απέφευγαν τα πολλά πάρε δώσε µε τους υπόλοιπους στη µεγάλη σάλα, που χρησίµευε και ως χώρος αναµονής. Έµπαινε, χαιρετούσε ανασηκώνοντας λίγο το καβουράκι του, πλήρωνε τη µάρκα του και ακολουθούσε τη Μπέτυ που µόλις τον έβλεπε σηκωνόταν και τραβούσε προς το δωµάτιο της. Οι κουβέντες που άλλαζαν µεταξύ τους ήταν µετρηµένες, µέχρι που σώπαιναν. Ο κύριος Αριστείδης τραβούσε µια καρέκλα απέναντι απ΄ το κρεβάτι και καθόταν, βγάζοντας µόνο το καβουράκι του. Η Μπέτυ ξάπλωνε στο κρεβάτι της, ξεκούµπωνε όλα τα κουµπιά της ρόµπας της και άρχιζε να χαϊδεύει µόνη της το γυµνό της σώµα, ρίχνοντας προκλητικές µατιές προς τον κύριο Αριστείδη που παρακολουθούσε ατάραχος.

62

Οι κόρες της Αφροδίτης

Ατάραχος παρέµενε για όση ώρα η Μπέτυ ερέθιζε το σώµα της φτάνοντας µέχρι το τέλος και έπειτα σηκωνόταν, φορούσε το καβουράκι του και πριν φύγει τη χαιρετούσε ανασηκώνοντας το ελαφριά. Την πρώτη φορά που της ζήτησε να το κάνει, η Μπέτυ το θεώρησε ως ένα προπαρασκευαστικό παιχνίδι. Μόλις αισθάνθηκε να υγραίνεται προσπάθησε να πλησιάσει τον κύριο Αριστείδη. Πετάχτηκε πάνω σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύµα και στάθηκε στη γωνιά απέναντι της κρατώντας το καβουράκι στα χέρια του που έτρεµαν. - ∆εσποινίς, σας παρακαλώ. Όχι χειρονοµίες. Όχι χειρονοµίες, τις είπε ενώ χοντρές στάλες ιδρώτες έτρεχαν στο σβέρκο του. ∆εν τον ξαναπλησίασε και ο κύριος Αριστείδης έγινε ένας εκ των πλέον τακτικών πελατών της. Η Μπέτυ θέλησε να µοιραστεί το µυστικό του κυρίου Αριστείδη µε τα υπόλοιπα κορίτσια. ∆εν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη διήγηση της, όταν η κυρία Αναστασία της έδειξε µε το χέρι πως την ήθελε αµέσως στο δωµάτιο της. Τη βρήκε καθισµένη µπροστά στο µεγάλο της καθρέφτη να χαϊδεύει κρατώντας στην αγκαλιά της, τη µαύρη της τη γάτα. Άφησε το ζώο στο πάτωµα που περνώντας µέσα απ΄ τα πόδια της Μπέτυς, έτρεξε να χωθεί κάτω απ΄ το κρεβάτι και στράφηκε προς το µέρος της. - Το τι κάνει ο κάθε πελάτης εδώ µέσα, είναι δικός του λογαριασµός και δικός µου. Όλα όµως µένουν µες τα δωµάτια σας. Αν ξανακούσω κουβέντα, πρώτα θα σε σπάσω στο ξύλο και έπειτα θα σε πετάξω έξω. Συνεννοηθήκαµε; Έγνεψε ναι και µε πεσµένο ηθικό βγήκε απ΄ το δωµάτιο της κυρίας. Η Βενετία την είδε και κούνησε το κεφάλι. Τέτοια περιστατικά θα µπορούσε και η ίδια να διηγηθεί πάρα πολλά. Αλλά ήξερε τι στάση της κυρίας Αναστασίας και τη σεβόταν. Ό,τι γινόταν στα δωµάτια έπρεπε να µένει εκεί. Και εκεί να ξεχνιέται. Γέλασε. Στο µυαλό της ήρθε ένας απ΄ τους δικούς της «ιδιότροπους» πελάτες, ο κυρ Ανδρέας. Παρ΄ ότι κόντευε τα εξήντα, ήταν ιδιαίτερα ζωηρός και κάθε φορά που ερχόταν, µια φορά στις δέκα πέντε µέρες, καθώς δεν τις πατούσε, όπως της έλεγε χαρακτηριστικά τρίβοντας ταυτόχρονα τον αντίχειρα µε το δείκτη του δεξιού του χεριού, της έδινε και καταλάβαινε. Πριν απ΄ αυτό όµως ήθελε ν΄ ακολουθούν ολόκληρη διαδικασία. Της ζητούσε να ξαπλώσει γυµνή στο κρεβάτι και ύστερα τη ράντιζε µε το δικό του άρωµα, που κουβαλούσε πάντοτε σ΄ ένα µικρό µπουκαλάκι που έκρυβε στο τσεπάκι του γιλέκου του. Μόλις τελείωνε, έπεφτε πάνω της σα λαγωνικό που οσµίζεται το θήραµα πριν ειδοποιήσει τον κυνηγό πως το εντόπισε. 63

Μιχάλης Πιτένης

Η Βενετία γελούσε καθώς κάποιες φορές γαργαλιόταν αλλά ο κυρ Ανδρέας συνέχιζε απτόητος. Σε λίγο, ξεκούµπωνε το πανταλόνι του και πιάνοντας µε το δεξί του χέρι το ερεθισµένο του πέος της φώναζε. - Α, ευχαριστήθηκα. Τώρα είναι η σειρά σου να ευχαριστηθείς και συ. Φυσικά εκείνος το ευχαριστιόταν περισσότερο και πάλι αλλά αυτό δεν ενοχλούσε καθόλου τη Βενετία που τον συµπαθούσε και ήθελε να φεύγει ευχαριστηµένος. Μόνο µια φορά κόντεψε να χαλάσει όλη αυτή τη µαγεία στον κυρ Ανδρέα, όταν έκανε το λάθος να κλειστεί µαζί του στο δωµάτιο της φορώντας τη ρόµπα που φορούσε το ίδιο µεσηµέρι στην κουζίνα, όπου µαγείρεψε. Η µυρωδιά του φαγητού που ΄χε κολλήσει επάνω της, ερέθισε αµέσως τα ρουθούνια του αλλά νόµισε πως ήταν η ιδέα του. ξεκίνησε κανονικά το ράντισµα αλλά πέφτοντας πάνω της, σε ένα δύο λεπτά κοκάλωσε. Τον κοίταξε ανήσυχη. - Τι έπαθες κυρ Ανδρέα; - Κάτι µυρίζει… ∆εν ήξερε τι να του απαντήσει και εκείνος συνέχισε. Όχι για πολύ όµως. Σε λίγο η µυρωδιά είχε γίνει τόσο έντονη που τον έκανε να πεταχτεί όρθιος φωνάζοντας. - Αµάν ρε Βενετία. Πώς να µου σηκωθεί µ΄ αυτή τη φαγητίλα; Παντρεµένος άνθρωπος είµαι, δεν µε καταλαβαίνεις; Για να γίνει πιο πειστικός έβγαλε έξω το πέος του που παρέµενε ακόµα µαραµένο. Κατάλαβε και από εκεί και πέρα φορούσε πάντοτε καθαρή ρόµπα.

64

Οι κόρες της Αφροδίτης

16 - Ήταν η τρίτη φορά που ερχόσουνα στο Σπίτι, τότε που ήρθες φορτωµένος µε τα τσιγάρα; - Η τρίτη… - Θυµάµαι που τα ποδαράκια σου έτρεµαν κι η Βενετία γελούσε λέγοντας: «κοίτα το µωρέ, δεν είναι τα τέσσερα πακέτα τσιγάρα που το βαραίνουν. Ούτε που κουτρουβαλιάστηκε στις σκάλες. Είναι που µόλις µπήκε µέσα του µύρισε αµέσως…». Η κυρία Έφη ξέσπασε σ΄ ένα τρανταχτό γέλιο, σαν το γέλιο στο οποίο είχε ξεσπάσει τότε η Βενετία βλέποντας το Γιωργάκη να µπαίνει σα σκιαγµένος στο σπίτι, αναζητώντας την κυρία Αναστασία για να τις παραδώσει τα τσιγάρα. Ο Γιώργος έσκυψε το βλέµµα του, µη θέλοντας να διακόψει το γέλιο της. Εξάλλου πάντα του άρεσε να τη βλέπει να γελάει… Μόνο να γελάει. Έπειτα ήταν σίγουρος πως αν έβλεπε σήµερα τον εαυτό του όπως µπήκε στο Σπίτι εκείνο το απόγευµα, εκείνη την τρίτη και καθοριστική του επίσκεψη, µπορεί και να γελούσε πολύ περισσότερο απ΄ την κυρία Βενετία ή την κυρία Έφη. Τότε βέβαια, το Γιωργάκη δεν τον είχε νοιάξει καθόλου για όσα γέλια κι αν προκάλεσε, για όσα σχόλια έγιναν µε την είσοδο του, που ήταν το ίδιο επεισοδιακή µε τις άλλες δύο, αν και λίγο πιο θορυβώδης. Το σηµαντικό ήταν που είχε καταφέρει να ξαναµπεί… Όσα µηνύµατα και αν του έστειλε η κυρά Ελένη για να ξαναπάει στο περίπτερο, ο Γιωργάκης επέµενε πεισµατικά να µην πλησιάζει καν κι ας δηµιουργούσε αυτή του η στάση δικαιολογηµένες απορίες στη µάνα του. - Στράβωσε το παλιόπαιδο και δεν παίρνει από λόγια, απαντούσε στη φιλενάδα της που κάθε τρεις και λίγο ρωτούσε για το µικρό. Έπιασε και τον ίδιο η κυρά Ελένη µα δε στάθηκε δυνατό να τον πείσει. Τελικά όµως, ένα απόγευµα, χωρίς καν να το υποψιάζεται, είπε τη φράση κλειδί και το πείσµα του Γιωργάκη εξαφανίστηκε ως δια µαγείας. - Έλα κι ας µην κάθεσαι µέσα. Τουλάχιστον να µου κάνεις µερικά θελήµατα για κάποιους καλούς πελάτες, όπως η µαντάµα… Το πρόσωπο του µικρού φωτίστηκε και ήταν έτοιµος πλέον να ακούσει χωρίς αντιρρήσεις. Η κυρά Ελένη παραξενεύτηκε στην αρχή για την ευκολία µε την οποία άλλαξε η στάση του µικρού αλλά βρήκε την εξήγηση. Όλοι ήξεραν πως η µαντάµα ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρη µε όλους και ο µικρός σίγουρα χρειαζόταν το φιλοδώρηµα που σίγουρα θα του πρόσφερε. 65

Μιχάλης Πιτένης

Το επόµενο απόγευµα έδωσε κανονικά το παρόν, αλλά η παραγγελία που είχε να εκτελέσει τον απογοήτευσε. Πήγε την εφηµερίδα και τα τσιγάρα σ΄ έναν συνταξιούχο που επέµενε να τον κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν κάνοντας διάφορες ερωτήσεις για το ποιανού γιος ήταν, ποια µαθήµατα του άρεσαν και άλλα ενοχλητικά. ∆εν πτοήθηκε όµως. Συνέχισε να ικανοποιεί τις παραγγελίες της κυρά Ελένης, έτοιµος ν΄ αρνηθεί µόνο µία. Να µεταφέρει οτιδήποτε στον κ. ∆ιοικητή. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν έτοιµος να το βάλει στα πόδια και να µην ξαναεµφανιστεί απ΄ το περίπτερο. ∆ε χρειάστηκε όµως. Ο κ. ∆ιοικητής συνέχιζε να επισκέπτεται πάντοτε αυτοπροσώπως το περίπτερο. Η υποµονή του Γιωργάκη είχε αρχίσει να εξαντλείται όταν επιτέλους του δόθηκε η εντολή να εκτελέσει την παραγγελία που λαχταρούσε. Η κυρά Ελένη του έδωσε τέσσερα πακέτα ΣΑΝΤΕ, επισηµαίνοντας του πως απ΄ αυτό τον πελάτη, την Αναστασία, θα πληρωνόταν αµέσως. Έβγαλε φτερά στα πόδια για να φτάσει µια ώρα νωρίτερα και µέσα σ΄ ελάχιστο χρόνο ανέβαινε τα σκαλιά της κυρίας εισόδου του Σπιτιού. Η λαχτάρα του όµως να φτάσει ήταν τόση που χωρίς να το καταλάβει έχασε το βηµατισµό του και άρχισε να κουτρουβαλάει στις σκάλες χάνοντας το έδαφος κάτω απ΄ τα πόδια του και τα πακέτα των τσιγάρων. Έσκασε κάτω σαν καρπούζι. Από εκεί τον µάζεψε η Μπέτυ που έτυχε εκείνη την ώρα να βρίσκεται στην αυλή. Με το που τον βοήθησε να σηκωθεί, πριν προλάβει καλά, καλά να τον ρωτήσει τι γύρευε εκεί πέρα, ο µικρός ξανάπεσε στα τέσσερα αναζητώντας τα σκορπισµένα πακέτα. Μόλις τα συγκέντρωσε όλα, τα σκούπισε απ΄ τα ρούχα του και δείχνοντας τα στη σαστισµένη Μπέτυ, της εξήγησε: - Τα στέλνει η κυρά Ελένη, για την κυρία Αναστασία… Η Μπέτυ του ΄κανε νόηµα να την ακολουθήσει και ο Γιωργάκης ανέβηκε τις σκάλες µε τα πόδια του να τρέµουν. Πριν πατήσει το κεφαλόσκαλο, η Μπέτυ που προηγούνταν κατά ένα σκαλί, γύρισε και του άπλωσε το χέρι. - Έλα, µη σκοτωθείς πάλι. Έκανε ν΄ απλώσει το δικό του, αλλά το θεώρησε εξευτελιστικό και δεν ανταποκρίθηκε. Πάτησε γερά στο τελευταίο σκαλί και µπήκε στο µεγάλο διάδροµο. Τα πόδια του τώρα έτρεµαν περισσότερο αλλά δεν τον ανησυχούσε πλέον µια νέα πτώση. Το βλέµµα του άρχισε να εξερευνά ένα, ένα τα κορίτσια που βρισκόταν ξαπλωµένες στους µεγάλους καναπέδες, στη µεγάλα σάλα. Τις κοίταξε καλά, από πάνω µέχρι κάτω, και µια και δύο και τρεις φορές. Κάθε φορά απογοητευόταν όλο και περισσότερο. 66

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η Βενετία ήταν εκείνη που σηκώθηκε πρώτη και τον πλησίασε. - Για ποια είναι; Έδειξε να µην καταλαβαίνει. - Τα τσιγάρα λέω… - Α… Για την κυρία Αναστασία… Τα στέλνει… - Ξέρω, ξέρω… Χάθηκε αµέσως στο βάθος για να ειδοποιήσει την κυρία Αναστασία. Ο Γιωργάκης δεν µπορούσε να κάνει τίποτα άλλο απ΄ το να περιµένει. Σίγουρος πια πως καµιά απ΄ τις κοπέλες στους καναπέδες δεν ήταν αυτή που αναζητούσε, άρχισε να περιεργάζεται τους µεγάλους τοίχους που περιέβαλαν τη σάλα, που στον καθένα υπήρχαν τρεις µεγάλες πόρτες. Έλαµπαν, φρεσκοβαµµένοι µ΄ ένα ροζ απαλό χρώµα. Κάθε κοµµάτι τους, ανάµεσα στις πόρτες ήταν στολισµένο µε όµορφες ζωγραφιές, µε πολύ έντονα και ζωηρά χρώµατα, που αναπαριστούσαν ηµίγυµνες όµορφες γυναίκες. Ξεροκατάπιε. Ποτέ στη µέχρι τότε ζωή του δεν είχε δει τόσες πολλές όµορφες γυναίκες, ζωγραφιστές η ζωντανές, µαζεµένες. Καθώς µελετούσε τα πρόσωπα στις ζωγραφιές του φάνηκε πως ένα απ΄ αυτά του χαµογέλασε. ∆εν ήταν όµως το πρόσωπο της ζωγραφιάς που του χαµογελούσε, αλλά η Μίνα που ξαπλωµένη στον καναπέ απέναντι του, είχε διάθεση να παίξει µε το µικρό. Ξεκίνησε µ΄ ένα χαµόγελο και µόλις είδε το έκπληκτο βλέµµα του να καρφώνεται πάνω της πέρασε στο επόµενο στάδιο. Ανασήκωσε λίγο τη ροζ ρόµπα που φορούσε, µε τα µεγάλα πράσινα φύλλα, και άρχισε ν΄ ανοίγει σιγά, σιγά τα πόδια της. Τώρα πια δεν έτρεµαν µόνο τα πόδια του µικρού αλλά και τα χέρια του. Λίγο ακόµα αν συνέχιζε η Μίνα θα ήταν αδύνατον να ισορροπήσουν τα πακέτα µε τα τσιγάρα στα χέρια του. Ο ερχοµός της Αναστασίας που βγήκε απ΄ το της δωµάτιο της ακολουθούµενη απ΄ τη Βενετία έσωσε την κατάσταση. Πλησίασε το µικρό, πήρε τα πακέτα απ΄ τα χέρια του και του µέτρησε το ακριβές αντίτιµο. Ο Γιωργάκης έσφιξε τα χρήµατα στη χούφτα του και έκανε να το βάλει στα πόδια. Τον σταµάτησε. - Στάσου. Πάρε κι αυτό για τον κόπο σου. Η χούφτα του δεν άνοιγε για να δεχτεί το φιλοδώρηµα κι ας ήταν πολύ υψηλό. Η Αναστασία απόρησε. - Πάρτο. Αυτό για σένα… - ∆εν πειράζει κυρία… Την άλλη φορά… Η Αναστασία ξαφνιάστηκε και ύστερα ξέσπασε σ΄ ένα δυνατό γέλιο, στρέφοντας το κορµί της προς τα κορίτσια που παρακολουθούσαν απ΄ το βάθος. - Μπα. Το βλέπετε κορίτσια. Να κι ένας άνδρας που δε θέλει να φάει τον παρά µας… 67

Μιχάλης Πιτένης

Τα κορίτσια γέλασαν µε τη σειρά τους. - Ε, όχι και άντρας κυρία Αναστασία, σχολίασε η Μίνα. ∆εν τον εβλέπεις που δεν µπορεί να σηκώσει τέσσερα πακέτα τσιγάρα και τρέµει ολόκληρος. Η Βενετία έκανε µια απαξιωτική κίνηση προς το µέρος της, δείχνοντας έντονα τη διαφωνία της. - Έτσι νοµίζεις. Για κοίτα το καλά µωρέ, δεν είναι τα τέσσερα πακέτα τσιγάρα που το βαραίνουν. Ούτε που κουτρουβαλιάστηκε στις σκάλες. Είναι που µόλις µπήκε µέσα του µύρισε αµέσως… Η κυρία Αναστασία προσπάθησε µε µια κίνηση του χεριού να σταµατήσει τα σχόλια καθώς είχε δει το καρύδι στο λαιµό του µικρού να ανεβοκατεβαίνει και κατάλαβε αµέσως πως σε λίγο θα ξεσπούσε σε κλάµατα. ∆εν πρόλαβε όµως. Ο Γιωργάκης µε τα πρώτα δάκρυα να κυλάνε στα µάγουλα του γύρισε και τράπηκε σε φυγή. Με τη φόρα που βγήκε και τα µάτια του θολά, ίσως και να ξαναµετρούσε µε την πλάτη του τις σκάλες, αν δεν τον προλάβαινε η Έφη που είχε παρακολουθήσει µέρος της προηγούµενης σκηνής και έτρεξε ξοπίσω του. Τον έπιασε δυνατά απ΄ το χέρι και παρά την αντίσταση που πρόβαλε τον ανάγκασε να καθίσει στο κεφαλόσκαλο δίπλα της. Την αναγνώρισε αµέσως αυτή τη φορά, αλλά ούτε το απαλό της χάδι, ούτε το άρωµα που ένιωθε ήδη να κατακλύζει όλο του το κορµί, στάθηκαν ικανά να τον ηρεµήσουν. Συνέχισε να κλαίει µε λυγµούς. - Χαζό, ε χαζό. Μη τις δίνεις σηµασία. Η φωνή της ηχούσε τόσο γλυκά στ΄ αυτιά του. Λειτούργησε σαν το πιο δυνατό ηρεµιστικό. Οι λυγµοί άρχισαν να µειώνονται, τα δάκρυα λιγόστεψαν. Σε λίγο τα µάτια του είχαν στεγνώσει και το στήθος του δεν ανεβοκατέβαινε µε κανονικό πλέον ρυθµό. Η κυρία Αναστασία που στεκόταν από πάνω τους, έσκυψε και του έσπρωξε απαλά µε το χέρι το κεφάλι. - Πώς σε λένε µικρέ; Γύρισε και την κοίταξε προσπαθώντας να της χαµογελάσει. - Γιώργο… - Γιώργο σ΄ αρέσει εδώ; Έγνεψε µε το κεφάλι καταφατικά. - Όποτε µπορείς, να ΄ρχεσαι να σε στέλνω για θελήµατα. Εντάξει; Όποτε µπορείς… Γύρισε και κοίταξε την Έφη, σαν να περίµενε και τη δική της παρότρυνση. Το χαµόγελο της, ήταν η καλύτερη απάντηση για το µικρό. Σήκωσε το κεφάλι προς την Αναστασία και ύστερα έσκυψε στο λαιµό της Έφης. - Θάρχοµαι…, της ψιθύρισε και αµέσως πετάχτηκε πάνω και µ΄ ένα πήδηµα προσγειώθηκε στο έδαφος της αυλής. 68

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η Αναστασία έβγαλε ένα ΣΑΝΤΕ απ΄ την τσέπη της ρόµπας της και ξεκίνησε την επίπονη προσπάθεια να το ανάψει µε το παλιό της τσακµάκι. Η Έφη σηκώθηκε και την πλησίασε προσφέροντας της τα σπίρτα της. Οι λέξεις βγήκαν µέσα απ΄ τα δόντια της µαζί µε τον καπνό. - Μίλησες καθόλου µε τη Γαλάτεια; - Όχι… - Πολύ τη ζορίζει εκείνος ο Σερέτης. Πολύ…

69

Μιχάλης Πιτένης

17 Ήτανε τώρα κάµποσα βράδια που η Γαλάτεια δεν µπορούσε να κλείσει µάτι. Με το που έφευγε και ο τελευταίος πελάτης ζάρωνε δίπλα στην Έφη περιµένοντας να της διαβάσει κάτι µπας και αποκοιµηθεί. Ούτε η γλυκιά φωνή της Έφης όµως, ούτε η ζεστή αγκαλιά της κατάφερναν να την ησυχάσουν. Γυρνούσε συνεχώς αλλάζοντας θέσεις, ανάβοντας συνεχώς το ένα τσιγάρο πίσω απ΄ το άλλο. Η Έφη, µε το ένα µάτι στο βιβλίο και το άλλο στο πρόσωπο της φίλης της, προσπαθούσε µες το ηµίφως να καταλάβει απ΄ τις συσπάσεις του προσώπου της, τι ήταν αυτό που την απασχολούσε. Κάποιες φορές σκέφτηκε ν΄ ανοίξει κουβέντα αλλά δεν το αποφάσισε. Ήξερε πως η Γαλάτεια αν ήθελε να πει κάτι, θα το έλεγε από µόνη της. Όταν δεν µπορούσε ν΄ αντέξει αυτό που τη βασάνιζε, τότε τα λόγια ξεχύνονταν από µέσα της σαν χείµαρρος. Κι ήρθε η ώρα που ο χείµαρρος έσπασε το φράγµα της σιωπής. - ∆εν µπορώ ν΄ αντέξω άλλο, την πίεση του… - Γιατί δεν τον παντρεύεσαι; - Με θεωρείς χαζή; Άµυαλη που κλωτσάω µια τέτοια τύχη και δε σηκώνοµαι να φύγω από δω µέσα; Να γίνω κι εγώ κυρά, µε το δικό µου σπίτι; Προτίµησε να µην της απαντήσει. Ούτε χαζή τη θεωρούσε, ούτε άµυαλη. Προσπαθούσε να φανταστεί πόσο δύσκολο θα ήταν στη Γαλάτεια, που µε πατηµένα πια τα 30, ν΄ αλλάξει τον τρόπο ζωής που είχε µάθει από τα πολύ µικρά της χρόνια. Το ότι θα το ήθελε, όπως και κάθε κοπέλα εκεί µέσα, το θεωρούσε σίγουρο. Ότι θα το µπορούσε δεν ήταν σίγουρη. Εξάλλου, ίσως και να φοβόταν µήπως δεν τα κατάφερνε τελικά… Η Γαλάτεια, κάθισε απέναντι της σταυρώνοντας τα πόδια της. - Είναι καλός δε λέω… Αλλά να… Υπάρχουν και αυτά τα τρία παιδιά. ∆εν µε πειράζει που δεν είναι δικά µου. Σκιάζοµαι που εγώ από παιδιά δεν ξέρω. Τι να τα ορµηνέψω, τι να τα πω… Μεγάλο το δίληµµα για τη Γαλάτεια. Ο Συνταγµατάρχης Σερέτης, τρελός και παλαβός µαζί της, δεν της έδινε άλλη επιλογή. ∆εν ήθελε πλέον να είναι απλώς το αίσθηµα της. Ήθελε να την κάνει γυναίκα του. Για εκείνον, το κοινωνικό κόστος µιας τέτοιας απόφασης δε µετρούσε καθόλου. Γαµπρός στη µικρή τοπική κοινωνία, φρόντιζε βέβαια να µην την προκαλεί συνοδεύοντας την έξω στην πόλη, αλλά ελάχιστα τη λογάριαζε και αν η Γαλάτεια συναινούσε, την επόµενη µέρα θα τα µάζευε όλα για να φύγουν. Όσο για το στρατό, το πρόβληµα ήταν λυµένο. Έχοντας συµπληρώσει τα απαραίτητα συντάξιµα χρόνια και έχοντας παραφουσκώσει το φάκελο του µε σηµαντικές πράξεις για την πατρίδα, 70

Οι κόρες της Αφροδίτης

δεν θα είχε κανένα πρόβληµα να παραιτηθεί. Και η πατρίδα, ακόµα και ως συνταξιούχο, δεν θα τον άφηνε έτσι. Όλο και κάπου αλλού θα χρησιµοποιούσε τις υπηρεσίες του. Αρκεί να έλεγε η Γαλάτεια το ναι και ο Σερέτης πίστευε πως µαζί της θα ζούσε τη ζωή που του έλειπε απ΄ την ώρα που η όµορφη γυναίκα του άφησε την τελευταία της πνοή στη δύσκολη τρίτη γέννα της. Η πεθερά του, καλή και άξια γυναίκα, ανάστησε το νεογέννητο και φρόντισε όσο καλύτερα µπορούσε τα άλλα δύο που είχαν ήδη ξεπεταχτεί. ∆εν ήταν όµως αυτό που χρειαζόταν. Νέος ακόµα άντρας, δε σκόπευε να καλογερέψει και έβρισκε την εφήµερη διασκέδαση µε οποιαδήποτε κοπέλα απ΄ της Αναστασίας ευχάριστη µεν, ανούσια δε. Εξάλλου του είχε κολλήσει στο µυαλό και η Γαλάτεια και αποφάσισε οριστικά και αµετάκλητα πως ο µόνος δρόµος που υπήρχε µπροστά του, ήταν να γίνει και επισήµως γυναίκα του. Τι κι αν έπεσαν πάνω του φίλοι και συνάδελφοι του για να του αλλάξουν τη γνώµη. «Τρελάθηκες; Τέτοια γυναίκα θα βάλεις στο σπίτι σου, στο προσκεφάλι των παιδιών σου;». ∆εν πτοούνταν. Και στο αλβανικό µέτωπο όπου υπηρέτησε ως υπολοχαγός, για τρελό τον είχαν όλοι καθώς τραβούσε µπροστά χωρίς να λογαριάζει τίποτα, αλλά στο τέλος του γεµίσαν µε παράσηµα το στήθος και εύφηµους µνείας το βιογραφικό του. Τρελό τον χαρακτήρισαν και όταν, ένα χρόνο µετά το θάνατο της γυναίκας του, απέρριπτε το ένα µετά τα άλλο τα προξενιά που του φέρναν, µε κοπέλες από καλά σπίτια, άβγαλτες και αποφασισµένες να θυσιαστούν για να αναθρέψουν τα τρία παιδιά του και να του κρατήσουν όπως πρέπει το νοικοκυριό. Ο Σερέτης δεν άκουγε τίποτα. Τις απέρριπτε ασυζητητί καθώς το µυαλό και η καρδιά του, ήταν δοσµένα ολοκληρωτικά στη Γαλάτεια. Μαζί της περνούσε καλά, τόσο καλά που αυτός που είχε µάθει µια ζωή να λειτουργεί µε πρόγραµµα και µε βάση κάποιες διαταγές, αφηνόταν στις τρέλες που τον οδηγούσε η αγαπηµένη του, υπακούοντας µόνο στις προσταγές του µεγάλου έρωτα που ένιωθε γι΄ αυτή. Στην αρχή, δεν υπήρχε τίποτα που να σκίαζε αυτό τον έρωτα, ούτε και το µυαλό του Σερέτη. Πληρώνοντας διπλή και τριπλή µάρκα, κρατούσε τη Γαλάτεια σχεδόν όλη τη νύχτα. Τα οικονοµικά του όµως δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει αυτό το βιολί επ΄ αόριστον. Οι µάρκες µειώθηκαν ώσπου περιορίστηκαν σε µία την εβδοµάδα. Αυξήθηκαν όµως τα ποτήρια µε το κονιάκ που ο Συνταγµατάρχης κατέβαζε σαν το νερό, προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά της ζήλιας που κατάτρωγε το µυαλό και την καρδιά του. Η Αναστασία παρακολουθούσε διακριτικά τον στρατιωτικό που δεν ξεκολλούσε απ΄ το Σπίτι, δίνοντας εντολή στην κοπέλα που σερβίριζε κάθε φορά να νερώνει όσο µπορεί το ποτό του. ∆εν το ΄κανε για 71

Μιχάλης Πιτένης

οικονοµία, ούτε από τσιγγουνιά. Η λογική της υπαγόρευε κάτι τέτοιο γιατί ήταν σίγουρη πως αργά ή γρήγορα ακόµα και αυτός ο τόσο πειθαρχηµένος και µετρηµένος άνθρωπος, θα έχανε τον αυτοέλεγχο του και τις συνέπειες ούτε εκείνη δεν µπορούσε να προβλέψει, κι ας είχαν δει τόσα τα µάτια της. Η αναµέτρηση του Σερέτη µε το κονιάκ δεν άφησε αδιάφορη και την ίδια τη Γαλάτεια που µπορεί να µην τρελαινόταν για εκείνον, αλλά τον πονούσε. ∆εν ήταν δυνατόν όµως να εγκαταλείψει τη δουλειά της. Άρχισε όµως να την κάνει όλο και µε λιγότερο κέφι. Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο απ΄ τους πελάτες και ειδικά τους σταθερούς, που είχαν πιστέψει πως από τη στιγµή που ο Σερέτης την απασχολούσε όλο και λιγότερο, θα µπορούσαν κι αυτοί αγοράζοντας µια µάρκα να γευτούν τα κάλλη της Γαλάτειας. Όσο γι΄ αυτά, τα είχε και µε το παραπάνω. Τα µακριά µαύρα της µαλλιά χυνόταν πάνω στους ώµους της σκεπάζοντας ακόµα και αυτά τα υπέροχα στητά και µεγάλα της στήθη. Τα µακριά της πόδια, καλοσµιλεµένα κρατούσαν ένα σφιχτό κορµί που κάθε άντρας ήθελε να το γλεντήσει έστω και µια φορά. Όχι όµως έτσι. Με το νου της Γαλάτειας να βρίσκεται µονίµως στη µεγάλη σάλα όπου ο Σερέτης δάγκωνε απ΄ την αγωνία του το ποτήρι που µόλις είχε στραγγίξει, περιµένοντας πότε θα τελειώσει τη δουλειά της, η έννοια του απόλυτου θηλυκού είχε πάει περίπατο. Κι αυτό δεν της το συγχωρούσαν ούτε οι πελάτες, µα ούτε και η Αναστασία που έβγαλε καπνούς απ΄ τη µύτη της όταν ένας απ΄ τους πλέον εκλεκτούς, ο κύριος Στέλιος, της εξήγησε γιατί απέφευγε τελευταία τη Γαλάτεια, αν και ήταν από παλιά η πρώτη προτίµηση του: «Σαν να µαράθηκε κυρία Αναστασία. Κι άµα ένα λουλούδι µαραθεί, όσο και να το ποτίζεις…». Η Αναστασία τη στρίµωξε ένα απόγευµα στο δωµάτιο της και της τα είπε χύµα. - Όσοι έρχονται εδώ, πληρώνουν για να ΄χουν πραγµατική γυναίκα. Αλλιώς πήγαιναν και µε τη γυναίκα τους… Η Γαλάτεια συνειδητοποίησε αυτό που είχε καταλάβει από καιρό. Έπρεπε να αποµακρύνει το Σερέτη, το συντοµότερο δυνατόν. Εξάλλου πόσο καιρό θα την ανεχόταν έτσι η Αναστασία; Οι πελάτες που την προτιµούσαν είχαν λιγοστέψει τόσο που τις περισσότερες ώρες τις περνούσε µε το Σερέτη καθισµένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στο γωνιακό καναπέ της σάλας. Η πρώτη αντίδραση του, ήταν όπως την περίµενε. Απότοµη και κοφτή. Αρνήθηκε να τη βλέπει µόνο όταν θα είχε τις µέρες της, ή όποτε η κυρία της έδινε άδεια και έξω απ΄ το σπίτι. ∆εν το ΄βαλε όµως κάτω. Πεισµατάρα καθώς ήταν, τον πήρε µε το καλό ώσπου µαλάκωσε.

72

Οι κόρες της Αφροδίτης

Έτσι εκείνη κανόνισε την πρώτη τους έξοδο που δεν ήταν τίποτα άλλο απ΄ ένα περίπατο στη µαύρη νύχτα, πέριξ της πόλης, µε τις φωνές και τις κραυγές που ακουγόταν γύρω τους να την αγριεύουν. Μαλάκωνε όµως ο Σερέτης και γι΄ αυτό έκανε υποµονή. ∆εν µπορούσε όµως να συνεχιστεί για πάντα. Όταν του πρότεινε να φεύγουν µε ΤΑΞΙ στα γύρω χωριά, εκεί που κανείς δεν τον ήξερε ή τουλάχιστον θα δυσκολεύονταν να τον αναγνωρίσει, το δέχτηκε επιφυλακτικά, καθώς σκεφτόταν το κόστος. Τον απάλλαξε και απ΄ αυτή την έγνοια, βρίσκοντας το κατάλληλο ψέµα. - Το ΤΑΞΙ µας το κερνάει η κυρία. Έχει πάρε δώσε µε τον ταξιτζή που φέρνει πελάτες και καθαρίζει εκείνη… Έτσι άρχισαν οι διαδροµές τους στα γύρω χωριά και ο Σερέτης ξαναβρήκε την ισορροπία του. Φυσικά στο µυαλό του υπήρχαν πάντα οι βασανιστικές σκέψεις για τις δραστηριότητες της αγαπηµένης του τις µέρες που εκείνος πια δεν την επισκεπτόταν, αλλά τις έλεγχε καλύτερα από πριν. Η Γαλάτεια βρήκε και εκείνη τη δική της ισορροπία και την πελατεία που ξανάρχισε να την προτιµά όπως παλιά. Οι µάρκες στοιβάζονταν πια κάθε βράδυ και η Αναστασία, έκρινε πως αν ήταν να αποδίδει έτσι τις βραδιές που έµενε µέσα, καλύτερα να τις έδινε δύο, τρεις παραπάνω εξόδους. Ήταν παραµονή του Αγίου Πνεύµατος όταν η Γαλάτεια κανόνισε πως αυτή τη φορά η έξοδος τους θα γινόταν σ΄ ένα χωριό, κοντά στην πόλη, όπου γινόταν ένα από τα πλέον φηµισµένα πανηγύρια της περιοχής. Ο Σερέτης, ντυµένος µ΄ ένα λευκό κοστούµι και ασπρόµαυρα παπούτσια, φρεσκοξυρισµένος και περιποιηµένος, έφτασε πρώτος στο ΤΑΞΙ που περίµενε στη γωνία του Σπιτιού και κάθισε στο πίσω κάθισµα. Όταν έφτασε η Γαλάτεια, έµεινε άφωνος. Το υπέροχο λευκό φουστάνι που φορούσε, κολλούσε επάνω της σα γάντι, αναδεικνύοντας τα υπέροχα στήθη της και τους στρογγυλούς της γλουτούς. Τα µαλλιά της, µαζεµένα πίσω, πιασµένα µ΄ ένα άσπρο κοκαλάκι στη δεξιά πλευρά επέτρεπαν να φαίνεται ολόκληρο το όµορφο πρόσωπο της, όπου δέσποζαν τα µεγάλα κατακόκκινα χείλια της. Ο ταξιτζής έβαλε αµέσως µπροστά και ξεκίνησε αλλά ο Σερέτης έπεσε σε βαθιά σκέψη. Η Γαλάτεια δεν έδωσε σηµασία αποφασισµένη να ευχαριστηθεί αυτή της την έξοδο. Κάποια στιγµή προσπάθησε να περάσει τα δάχτυλα του χεριού της ανάµεσα απ΄ τα δικά του, αλλά εκείνος τράβηξε το χέρι του και έστρεψε το κεφάλι του προς το παράθυρο του αυτοκινήτου. Ο ταξιτζής συµφώνησε για την ώρα που θα επέστρεφε να τους πάρει και τους άφησε µόνους. Ο Συνταγµατάρχης έµεινε ακίνητος στη 73

Μιχάλης Πιτένης

θέση του. Προσπάθησε να τον παρασύρει, τραβώντας τον απ΄ το χέρι, προς το µέρος όπου ήταν µαζεµένος ο κόσµος και ακουγόταν οι ήχοι απ΄ την ορχήστρα του πανηγυριού. - Πάµε το γλέντι ξεκίνησε… Έµεινε ακίνητος στη θέση του, συγκρατώντας την. - Πρέπει να σου πω πρώτα… - Πάµε. Μου τα λες µετά. Η αποφασιστικότητα της λύγισε την άρνηση του και προχώρησαν. Φτάνοντας στο χώρο όπου βρισκόταν η ορχήστρα, η Γαλάτεια αναζήτησε µε το βλέµµα και εντόπισε σχετικά εύκολα έναν γνωστό της. Εκείνος τη χαιρέτισε βιαστικά και τους οδήγησε αµέσως σ΄ ένα απ΄ τα τραπέζια που βρισκόταν στο πίσω µέρος. Κάθισε πρώτη εκείνη και ακολούθησε µε αρκετό δισταγµό ο Σερέτης, αφού πρώτα έκανε την απαραίτητη αναγνώριση του χώρου γύρω του. Ο γνωστός της Γαλάτειας αποχώρησε αφού πρώτα έσκυψε προς το µέρος της και τσέπωσε το κατοστάρικο που του έδωσε, υποσχόµενος να φροντίσει αµέσως για την παραγγελία τους. Σε λίγο το τραπέζι γέµισε µε ψητά και µπόλικη ρετσίνα, µα ο Συνταγµατάρχης δεν είχε όρεξη µήτε να τη δοκιµάσει. ∆ε συνέβη όµως το ίδιο και µε τη συνοδό του. Άρχισε να αδειάζει τα ποτήρια το ένα πίσω απ΄ το άλλο και µόλις εµφανίστηκε στο πάλκο της ορχήστρας η τραγουδίστρια, µια χοντρή ηλικιωµένη κυρία, που φορούσε ένα γυαλιστερό µαύρο µπλουζάκι το οποίο δεινοπαθούσε πάνω της, στολισµένο µε διάφορα κοσµήµατα που φάνταζαν από µακριά πως ήταν ψεύτικα, την υποδέχτηκε µ΄ ένα ηχηρότατο επιφώνηµα, χτυπώντας δυνατά τα χέρια της. Η τραγουδίστρια ευχαρίστησε για την υποδοχή µ΄ ένα χαµόγελο και ένα νεύµα του κεφαλιού, την ώρα που τα βλέµµατα των υπολοίπων στράφηκαν προς τη Γαλάτεια, κοιτώντας την απαξιωτικά. Ο Σερέτης δεν άντεξε άλλο. Ήπιε σχεδόν ένα µπουκάλι ρετσίνα µε µια γουλιά και πριν καλά, καλά τελειώσει ζήτησε να τους φέρουν κι άλλο. Όσο τα µπουκάλια της ρετσίνας πηγαινοέρχονταν, τόσο ανέβαινε το κέφι της Γαλάτειας, που δεν κρατιόταν πια, και άλλο τόσο εξασθενούσαν οι αντιστάσεις του Σερέτη που έφτασε στο σηµείο να βγάλει µέχρι και το σακάκι του. Η τραγουδίστρια έσκυψε στο αυτί του µεσήλικα που έπαιζε ακορντεόν δίπλα της και κάτι του ψιθύρισε. Χαµογέλασε, δείχνοντας µ΄ ένα κλείσιµο του µατιού πως συµφωνούσε απόλυτα µε την επιλογή της. Τακτοποίησε τους ιµάντες του ακορντεόν στους ώµους του, έριξε ένα βλέµµα προς τα άλλα µέλη της ορχήστρας και άρχισε να παίζει δίνοντας τους το ρυθµό του τραγουδιού.

74

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η καλλιτέχνιδα υποδέχτηκε µε ενθουσιασµό τη µελωδία του τραγουδιού, σηκώνοντας ψηλά το δεξί της χέρι, χτυπώντας τα δάχτυλα της. «Άσε µε στη βαθιά σκοτούρα και µην αρχίζεις τη µουρµούρα…». Η Γαλάτεια, υποδέχτηκε µε ενθουσιασµό το τραγούδι που ήταν ένα από τα αγαπηµένα της. Πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στην αυτοσχέδια πίστα, µπροστά στο πάλκο. Πρόσφερε ένα κατοστάρικο στην ορχήστρα, προτρέποντας την τραγουδίστρια να συνεχίσει στο ίδιο µοτίβο, στέλνοντας της φιλιά. «…µου ΄χεις ζαλίσει το κεφάλι, άσε τη γκρίνια τη µεγάλη…». Η τραγουδίστρια ανταποκρίθηκε, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό της και η Γαλάτεια σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, άφησε το κορµί της να συντονιστεί µε το ρυθµό του τραγουδιού και ν΄ αρχίσει να λικνίζεται. Ο Σερέτης µε µια γρήγορη κίνηση, µάζεψε τα µανίκια του πουκαµίσου του κι αφήνοντας στο τραπέζι και την τελευταία εσωτερική εστία αντιστάσεως, ξεχύθηκε παραπατώντας προς το µέρος της, χτυπώντας παλαµάκια. Φτάνοντας δίπλα της, άρχισε να της χτυπά δυνατά παλαµάκια, µα όση δύναµη και αν έβαζε δεν ήταν δυνατόν ο θόρυβος που έκαναν να καλύψει το σούσουρο που είχε αρχίσει σ΄ όλα τα τραπέζια και γλιστρούσε προς το µέρος τους, σαν ένα φίδι που σε κάθε εκατοστό που κάλυπτε µεγάλωνε και δυνάµωνε και απειλούσε να τυλιχτεί γύρω τους και να τους πνίξει. Αρχικά δεν πτοήθηκε, µα όσο αυτό το απαξιωτικό «τσ, τσ, τσ…» δυνάµωνε, καταλάβαινε πως οι δυνάµεις του τον εγκατέλειπαν και σε λίγο δεν θα µπορούσε ούτε καν τα χέρια του να κουνήσει. ∆εν το σκέφτηκε πολύ. Μ΄ ένα βήµα έφτασε δίπλα στη Γαλάτεια που συνεπαρµένη απ΄ τους ήχους της µουσικής συνέχιζε να λικνίζεται και την άρπαξε απ΄ το χέρι. Πριν προλάβει εκείνη να αντιδράσει, πέρασαν απ΄ το τραπέζι τους και αρπάζοντας την τσάντα και το σακάκι του, συνέχισαν την πορεία τους, µέχρι που βρέθηκαν µόνοι. Το πρώτο πράγµα που σκέφτηκε ήταν να τη χαστουκίσει, αλλά βλέποντας τα δάκρυα να κυλάνε στο όµορφο πρόσωπο της, άλλαξε αµέσως γνώµη. Της άρπαξε όµως µε δύναµη και τα δύο της χέρια κι άρχισε να την ταρακουνά ολόκληρη, κολλώντας το πρόσωπο του στο δικό της. - ∆εν αντέχω πια. Το καταλαβαίνεις; Στο ΄πα. Σ΄ αγαπώ και θέλω να γίνεις γυναίκα µου. Την άφησε και όσο εκείνη προσπαθούσε µε τα πονεµένα της χέρια να σκουπίσει το πρόσωπο της, έκανε δύο τρεις βόλτες γύρω απ΄ τον εαυτό του, ώσπου ξαναστάθηκε απέναντι της. - Έτσι θα γίνει. Και αυτό το τιποτένιο το δαχτυλίδι που φοράς, θα το βγάλεις να το πετάξεις. Τ΄ ακούς; Θα σου περάσω εγώ 75

Μιχάλης Πιτένης

κανονικό, αληθινό δαχτυλίδι κυρίας. Να σε βλέπουν όλοι και να σε τιµούν… Σήκωσε τα χέρια της για να σκεπάσει το πρόσωπο της, ενώ το βλέµµα της εστίασε στο µεγάλο κόκκινο δαχτυλίδι της. Αρνήθηκε την πρόταση του, κουνώντας αρχικά το κεφάλι της. Εκείνος έδειξε να µην κατάλαβε. - Τι; Μίλα. - Όχι… Το χέρι του έφυγε µε µεγάλη δύναµη, τέτοια που ούτε τα χέρια της δεν κατάφεραν να προστατέψουν το πρόσωπο της. - Μίλα. - Όχι. Αυτή τη φορά η άρνηση της ήταν ηχηρή και αποφασιστική. - Όχι. Το πρόσωπο του έγινε κατακόκκινο. Τα χέρια του άρχισαν να κινούνται µε δύναµη. Ακατάπαυστα. Μετά από λίγη ώρα, το πρόσωπο της Γαλάτειας είχε γίνει ένα µε τα µαύρα της µαλλιά. ∆εν κόπασε όµως η οργή του και συνέχισε να τη χτυπά αλύπητα χωρίς ν΄ ακούει αυτό που ψιθύριζε. - Όχι. Το δαχτυλίδι δεν το βγάζω.

76

Οι κόρες της Αφροδίτης

18 - Τιποτένιο! Την αξία του θαρρείς λογάριαζε η Γαλάτεια;. Μπα, ούτε που την ένοιαζε. Τι είδους αξία είχε µόνο εκείνη το γνώριζε… Μυστήριο πράµα πως δένονται οι άνθρωποι µε πράµατα που αν το καλοσκεφτείς δεν αξίζουν και πολλούς παράδες… - Κι εσύ κυρία Έφη; - Τι εγώ; Αν δέθηκα; ∆ε βλέπεις ολόγυρα σου… Το βλέµµα της έφυγε απ΄ τα δαχτυλίδι και άρχισε να εξετάζει τα λογής, λογής αντικείµενα που στριµώχνονταν µέσα στη µικρή της κάµαρη. Τα χέρια της έσφιξαν µε δύναµη το τενεκεδένιο κουτάκι που πριν λίγο ο Γιώργος της είχε σπρώξει µπροστά της. - Τα κουβαλάω µαζί µου. Χρόνια τώρα. Πες τα σέρνω καλύτερα… Σαν να κουβαλάω και τους ανθρώπους ξοπίσω µου… Αχ, Γιωργάκη. Οι άνθρωποι είναι που έχουν αξία και αν φύγουν αυτοί… Μόνο που το καταλαβαίνουµε αργά. Και µένα αν ρωτούσε τότες, µπορεί το ίδιο να ΄λεγα… Σηκώθηκε αργά απ΄ τη θέση της και πήγε προς την κάµαρη της. Χωρίς να δυσκολευτεί βρήκε αµέσως αυτό που έψαχνε, χωµένο κάτω απ΄ το ντιβάνι της. Ένα δίσκο 45 στροφών, χιλιογρατσουνισµένο. Έγειρε σιγά, σιγά το κεφάλι της και ακούµπησε το δεξί αυτί πάνω του. Έµεινε έτσι µερικά δευτερόλεπτα. - ∆εν παίζει πια. Η βελόνα κλωτσάει πάνω του… τα ΄φαγε τα ψωµιά του, αλλά πώς να τον πετάξω; Ξέρεις πόσα χρόνια τον κουβαλάω µαζί µου. Κολλάς, δένεσαι… Έτσι κι η Γαλάτεια και κόλλησε µε τούτο δω … Μ΄ αυτό το τιποτένιο, όπως φώναζε και έβριζε ο Συνταγµατάρχης, δαχτυλίδι… - ∆ε τη ρώτησες ποτέ; Για το δαχτυλίδι θέλω να πω… - Όχι. Καθένας µας δικαιούται να ΄χει τα µυστικά του. Να κρατάει µέσα του αυτά που θέλει… Η Γαλάτεια δεν είχε µιλήσει ποτέ και σε κανένα για το δαχτυλίδι της. Πριν τον ξυλοδαρµό δεν ασχολιόταν και κανένας µαζί του. Έπειτα όµως έγινε το θέµα συζήτησης στο Σπίτι. Οι περισσότερες κατέληξαν στην άποψη πως ήταν δώρο κάποιου γκόµενου που είχε κλέψει την καρδιά της Γαλάτειας και γι΄ αυτό δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Η µόνη που είχε αντίθετη άποψη ήταν η Μπέµπα. - Μόνη της το αγόρασε, για να κάνει µόστρα, ήταν η κατηγορηµατική της άποψη και καµιά δε θέλησε να της πάει κόντρα έστω και αν διαφωνούσαν µαζί της. Η Έφη, ως συνήθως, σεβάστηκε τη σιωπή της φίλης της και απέφυγε τις ανεπιθύµητες ερωτήσεις. Αρκέστηκε στο να την πάρει στην

77

Μιχάλης Πιτένης

αγκαλιά της και να της περιποιηθεί το πονεµένο και µελανιασµένο της πρόσωπο, βάζοντας της κοµπρέσες µε χαµοµήλι. - Πιστεύεις πως κάνω λάθος; Την ερώτηση της Γαλάτειας είναι αλήθεια πως την περίµενε, αλλά δεν ήταν σε θέση να την απαντήσει. Σκέφτηκε να της πει αυτό που είχε υπογραµµίσει σ΄ ένα απ΄ τα βιβλία της, πως «ο καθένας, ξέρει τη δική του αλήθεια», αλλά προτίµησε να της χαϊδέψει απλώς τα µαλλιά. Η Γαλάτεια δεν επέµενε. Ίσως και να θυµόταν αυτή τη φράση αφού υπήρχε σ΄ ένα απ΄ τα βιβλία που της είχε διαβάσει κάποιο βράδυ η Έφη. Μόλις συνήλθε δεν έχασε καιρό. Φόρεσε τη ρόµπα της, αρωµατίστηκε και κατέβηκε στο µεγάλο διάδροµο έτοιµη να υποδεχτεί τον πρώτο της πελάτη. Η Αναστασία, την κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω, χωρίς να της πει κουβέντα. Τον πρώτο ξένο πελάτη που µπήκε εκείνο το βράδυ, τον έστειλε κατευθείαν στη Γαλάτεια. Η Γαλάτεια δούλεψε εκείνο το βράδυ µε την ψυχή της, κάνοντας τον ξένο αλλά και όσους ακολούθησαν να µην µπορούν να ξεκολλήσουν από κοντά της. Το ίδιο και το επόµενο και το µεθεπόµενο. Τα νέα δεν άργησαν να κυκλοφορήσουν και οι πελάτες άρχισαν και πάλι να την προτιµούν. - Φαίνεται πως το ξύλο που έφαγε της έκανε καλό, προσπάθησε να κάνει χιούµορ ένας απ΄ αυτούς, αλλά βλέποντας την έκφραση της Αναστασίας κατάλαβε πως παρά ήταν φτηνό και άστοχο. Ο Σερέτης, µετανιωµένος για τη συµπεριφορά του, έψαχνε τρόπο να την ξαναπροσεγγίσει αλλά προσέκρουε στην αδιαφορία της. Σκύλιασε, αλλά είχε δώσει όρκο στον εαυτό του πως δεν επρόκειτο να ξαναπέσει στα πόδια της. Τον πάτησε πολύ γρήγορα και άρχισε να τρέχει ξοπίσω της, µε τη µάρκα. Η Γαλάτεια όµως είχε πάρει τα µέτρα της. Φρόντιζε πάντα να µην µένει ελεύθερη. Ο Συνταγµατάρχης δεν µπορούσε να σκεφτεί άλλο τρόπο, απ΄ το να διεγείρει τη ζήλια της, ελπίζοντας να αλλάξει η στάση της. Μελέτησε καλά αυτό το σχέδιο του και όταν αποφάσισε να το εφαρµόσει, διάλεξε την Έφη, που αναζήτησε τη βοήθεια της Γαλάτειας, ρίχνοντας της ένα απελπισµένο βλέµµα. Η Γαλάτεια δεν το πρόσεξε καν. Το βλέµµα της όµως διασταυρώθηκε µε αυτό της Αναστασίας, που δεν της άφηνε κανένα περιθώριο. Τον οδήγησε στο δωµάτιο της και πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα πίσω της, ο Σερέτης την άρπαξε και την πέταξε βίαια στο κρεβάτι. Το ίδιο βίαια µπήκε µέσα της και µέχρι να τελειώσει η Έφη νόµισε πως θα της έβγαινε η ψυχή. Μόλις τελείωσε, χωρίς καν να περιµένει να 78

Οι κόρες της Αφροδίτης

τον πλύνει, µάζεψε τα παντελόνια του και έκλεισε µε δύναµη την πόρτα πίσω του. Κατεβαίνοντας µετά από λίγα λεπτά, το θέαµα που αντίκρισε τη σοκάρισε περισσότερο. Ο Σερέτης, καθισµένος σ΄ έναν καναπέ, κρατούσε στην αγκαλιά του τη Γαλάτεια. Χάιδευε ο ένας τον άλλο και αστειευόταν σαν να µην είχε συµβεί τίποτα. Σε λίγο σηκώθηκαν και άρχισαν ν΄ ανεβαίνουν τις σκάλες. Φιλιόντουσαν µε πάθος και τα χέρια του ενός άρπαζαν µε δύναµη το κορµί του άλλου. Μέχρι να φτάσουν στο δωµάτιο της Γαλάτειας, δεν είχε µείνει ούτε ένα κουµπί στη ρόµπα της που µε δυσκολία κρατιόταν πάνω της. Μόλις µπήκαν ο Σερέτης έγινε πιο επιθετικός. Η Γαλάτεια ανταποκρίθηκε µε το ίδιο πάθος σπρώχνοντας µε δύναµη την πόρτα µε το πόδι της. Έµεινε γυµνή µπροστά του και έκανε ένα βήµα πίσω κοιτώντας την µε ανοιχτό το στόµα. Ξεκούµπωσε αργά, αργά τα κουµπιά του παντελονιού του και έβαλε το χέρι της µέσα. Πριν προλάβει εκείνος να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, πιάστηκε απ΄ τους ώµους του και πήδηξε πάνω στο ερεθισµένο του πέος. Η αγκράφα της ζώνης του πλήγωνε την κοιλιά της αλλά δεν έδωσε σηµασία. Συνέχισε µέχρι που ένιωσε να την πληµµυρίζει το καυτό σπέρµα του. Ο Σερέτης παραπάτησε και πέφτοντας στο κρεβάτι την τράβηξε µαζί του. Τα µακριά µαύρα της µαλλιά κολλούσαν πάνω στους ώµους της και τα µάτια της γυάλιζαν όσο και τα δικά του. - Είσαι τρελή, το ξέρεις; Άρχισε να τον φιλάει. - Θα σε σκοτώσω µια µέρα… Χαµογέλασε. Εξακολουθούσε να είναι µέσα της και το ίδιο πάντα ερεθισµένος. Ακούµπησε τα χέρια της στα πόδια του και έφερε τα δικά της µπροστά, δίπλα απ΄ το πρόσωπο του. Την κοίταξε για µερικά µόνο δευτερόλεπτα και ύστερα άρχισε να της φιλάει ένα, ένα τα δάχτυλα των ποδιών. Η Έφη, αποσβολωµένη, έµεινε µερικά λεπτά ακίνητη, µη ξέροντας πως ν΄ αντιδράσει. Η Μπέµπα ήρθε δίπλα της και τη σκούντηξε µε τον ώµο. - Τα βλέπεις; Άµα είναι πουτάνα η γυναίκα, τι περιµένεις; Την αντίδραση της Έφης δεν την περίµενε. Γι΄ αυτό µόλις τη χτύπησε δυνατά µε τον ώµο, κόντεψε να πέσει πάνω στους δύο εραστές. Η σάλα ήταν γεµάτο εκείνη την ώρα από άντρες που συγκεντρωµένοι σε µια γωνιά, κάτι κουβέντιαζαν χαµηλόφωνα µεταξύ τους. Η Μπέµπα, στο παρ΄ ολίγον πέσιµο της, και καθώς κρατήθηκε απ΄ 79

Μιχάλης Πιτένης

το µπράτσο του καναπέ, έκανε πολύ θόρυβο. Κανείς όµως δεν ασχολήθηκε µαζί της. Άλλα απασχολούσαν τους θαµώνες της Αναστασίας εκείνη τη ζεστή βραδιά του Ιούλη του ΄65.

80

Οι κόρες της Αφροδίτης

19 Ο απόηχος των γεγονότων που συνέβαιναν στην Αθήνα τον Ιούλη του ΄65, έφτανε µε αρκετή καθυστέρηση στην πόλη, όπως κι οι εφηµερίδες. Το ραδιόφωνο ήταν το µόνο πρόσφορο µέσο για πιο άµεση ενηµέρωση αλλά συνήθως έλεγε λιγότερα απ΄ όσα και αυτά αλλοιωµένα. Ο Αστέρης, ο πατέρας του Γιωργάκη, εκείνο το πρωινό, είχε το αυτί του καρφωµένο στο ραδιόφωνο, την ώρα που προσπαθούσε να καρφώσει µια κάσα ενός καναπέ που έπρεπε να παραδώσει µέχρι την άλλη εβδοµάδα, στους µελλόνυµφους που τον είχαν παραγγείλει. Αφοσιωµένος στη δουλειά του δεν πρόσεξε το όργανο της τάξης που διέσχισε το κατώφλι της πόρτας προσπαθώντας να µη λερώσει τα παπούτσια του απ΄ ροκανίδια που ΄ταν απλωµένα σ΄ όλο το ξύλινο πάτωµα. Τον αντιλήφθηκε µόνο όταν στάθηκε κορδωµένος από πάνω του και του απηύθυνε το λόγο. - ∆ραγώγιας. Ε, ∆ραγώγιας. Σ΄ εσένα µιλάω. Ο Αστέρης ανασηκώθηκε σκουπίζοντας το ιδρωµένο µέτωπο του µε το βραχίονα του. Τα όργανο της τάξης δε χρειάστηκε να ρωτήσει αν απευθυνόταν στο σωστό άνθρωπο. Γνώριµος από παλιά της ασφάλειας ο επιπλοποιός, τον ήξεραν πλέον σαν κάλπικη δεκάρα. Όπως ήξερε κι εκείνος πως κάθε επίσκεψη οργάνου της τάξης στο επιπλάδικο του, µόνο για καλό δεν ήταν. Τα χείλη του είχαν στεγνώσει και αναζήτησε τη νταµιτζάνα µε το νερό για να δροσιστεί. Πριν τη φέρει στα χείλη του, την πρότεινε προς το όργανο αλλά εκείνο αρνήθηκε µε µια σπαστική κίνηση του κεφαλιού του. Ξεδίψασε και έριξε και λίγο νερό στο πρόσωπο του ξεπλένοντας τη σκόνη που είχε κολλήσει στα γένια του. Το όργανο όλη την ώρα περιεργαζόταν την κάσα που ήταν µπροστά του. - Μεγάλο καναπέ κάνεις. Θα γίνεται και κρεβάτι; - Γι΄ αυτό ήρθες; Το όργανο θυµήθηκε το σκοπό της επίσκεψης του και ξαναπήρε το υπηρεσιακό, αυστηρό του ύφος. - Ο κ. ∆ιοικητής θέλει να περάσεις απ΄ το γραφείο, δια προσωπική σου υπόθεση. Το συντοµότερον δυνατόν. ∆ηλαδή τώρα. Γύρισε να φύγει αλλά πριν διασχίσει το κατώφλι, έβγαλε το πηλήκιο του και ρώτησε µε ήρεµο τόνο. - Τα Χριστούγεννα παντρεύω το γιο µου. Πόσο θα µου στοιχίσει µια κρεβατοκάµαρα; - Θα τα βρούµε… Ο Αστέρης χαµογέλασε βλέποντας το όργανο να φεύγει. - Κερατάδες, αλλά τουλάχιστον αυτός ρώτησε για την τιµή. Κάνε πλάκα να µας πληρώσει κιόλας… 81

Μιχάλης Πιτένης

Περισσότερο κι απ΄ τις συχνές του επισκέψεις στην ασφάλεια, «δια προσωπικήν του υπόθεσιν», εκείνο που φοβόταν και σιχαινόταν ήταν οι παραγγελίες που συχνά, πυκνά του έδιναν τα όργανα της τάξης, κάθε βαθµού, για διάφορα έπιπλα. Παραγγελίες που µόνο υποχρεώσεις του δηµιουργούσαν και ποτέ απολαβές. Φυσικά βρίσκονταν µερικοί, οι πιο φιλότιµοι µάλλον, που έδιναν κάποιο ελάχιστο αντίτιµο, ίσα για να καλύψει κι αυτός τα υλικά του. Οι περισσότεροι όµως, φόρτωναν την παραγγελία τους και του έκλειναν το µάτι συνωµοτικά, θέλοντας δήθεν να του δείξουν πως την επόµενη φορά που θα τους επισκεπτόταν «δια υπόθεσιν του», θα καθάριζαν εκείνοι. Τίποτα τέτοιο δε γινόταν. Το πολύ, πολύ να τον φόρτωναν µε παράπονα για τα τζάµπα έπιπλα που είχαν ήδη παραλάβει, ή µε καµιά νέα παραγγελία. Κάρφωσε τα τελευταία καρφιά στην κάσα του καναπέ και πριν προχωρήσει στο επόµενο στάδιο της κατασκευής του, ξεκίνησε για την ασφάλεια. Στην είσοδο της διασταυρώθηκε µε τον Κώστα, το φούρναρη. - Μη βιάζεσαι. Έχει ουρά. - Ξεµπέρδεψες; - Ήρθα από νωρίς, µόλις έβγαλα και την τελευταία παρτίδα, γιατί µε ειδοποίησαν από χτες το βράδυ. - Πάλι καλά. Τουλάχιστον εσύ θα προλάβεις το µεροκάµατο. Για να δούµε τι ώρα θα ξεµπλέξουµε εµείς… Βλέποντας τον αριθµό των ανθρώπων που περίµεναν απογοητεύτηκε στο διάδροµο. Τους χαιρέτισε µ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού του και ακούµπησε σε µια γωνιά. Ήρθε η σειρά του να δει τον κ. ∆ιοικητή µετά από δύο ώρες, περίπου. Τελευταίος από µέσα βγήκε ο Μιχάλης, ο µανάβης. - Τους κερατάδες. Πάει άναψαν τα πράµατα µ΄ αυτή τη ζέστη. Ευτυχώς τα ξύλα σου δεν παθαίνουν τίποτα. Συµφώνησε µ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού, τον χτύπησε απαλά στον ώµο και πέρασε το κατώφλι του γραφείου του κ. ∆ιοικητή. Το µεγάλο γωνιακό γραφείο του, έβλεπε σε δύο δρόµους και ήταν βαµµένο µ΄ ένα µουντό γκρι χρώµα. Η µυρωδιά του, τον έκανε να πιστεύει πως κάποιοι άνθρωποι εκεί µέσα είχαν αφήσει ελεύθερες τις σωµατικές τους ανάγκες, και όχι µόνο µια φορά και δύο. Ο κ. ∆ιοικητής τον υποδέχτηκε όρθιος και µόλις τον είδε κάθισε στη µεγάλη πολυθρόνα του, που από πάνω της δέσποζαν οι ασπρόµαυρες φωτογραφίες του βασιλικού ζεύγους της Άννας- Μαρίας και του Κωνσταντίνου. Έριξε ένα αυστηρό βλέµµα στον καλεσµένο του και ύστερα άναψε τσιγάρο πίνοντας την τελευταία γουλιά που είχε µείνει στον καφέ του. Για µερικά λεπτά απέφυγε να τον κοιτάξει και να του πει οτιδήποτε. Τον κράτησε εκεί, απέναντι του, όρθιο, σε στάση προσοχής 82

Οι κόρες της Αφροδίτης

και µε την τραγιάσκα του ανάµεσα στα δύο του χέρια, που είχε σταυρώσει µπροστά του. Όταν αποφάσισε να µιλήσει σηκώθηκε, έκανε ένα γύρω το γραφείο του και ύστερα πήγε και στάθηκε κάτω απ΄ τις φωτογραφίες του βασιλικού ζεύγους. - Λοιπόν ∆ραγώγια; Τι µαθαίνεις απ΄ την Αθήνα; - Γι΄ αυτό µε φωνάξατε κ. ∆ιοικητά; Η ετοιµόλογη απάντηση του Αστέρη θα πρέπει να τον εκνεύρισε πολύ. Φάνηκε απ΄ τη δύναµη µε την οποία κτύπησε το χέρι του στο γραφείο. - ∆ραγώγια. Πρόσεξε καλά. Εγώ δεν θα επιτρέψω εδώ γεγονότα διασάλευσις της τάξεως. - Με παρεξήγησες κυρ ∆ιοικητά. Εγώ µήτε διορίζω, µήτε παύω Υπουργούς… - Μη µου επαναλαµβάνεις εµένα αυτά που γράφουν οι κωλοφυλλάδες που διαβάζεις ∆ραγώγια. Ο Αστέρης έσκυψε το κεφάλι σαν να αποδεχόταν την ενοχή του. ∆εν ήταν όµως αυτό. «Ποτέ µη τα βάζεις µε αφιονισµένο άνθρωπο, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος», τον είχε ορµηνέψει πολλές φορές ο πατέρας του και βλέποντας το ∆ιοικητή απέναντι του να αφρίζει, κατάλαβε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να ξεµπλέξει µια ώρα αρχύτερα µαζί του. Έµεινε έτσι, µε κατεβασµένο το κεφάλι για αρκετά λεπτά, όσο ο ∆ιοικητής συνέχιζε το παραλήρηµα του. Κάποια στιγµή φάνηκε να ηρεµεί και στρέφοντας το βλέµµα του προς τους υψηλότατους, του είπε µε αργό και στοµφώδη τόνο: - Βάλτε το καλά στο µυαλό σας. Κι εσύ και οι συνοδοιπόροι σου. Ο Ανώτατος Άρχων, ο Βασιλεύς των Ελλήνων θα εγγυηθεί την οµαλότητα και την τήρησιν του Συντάγµατος. Τελείωσε την τοποθέτηση του και γυρνώντας προς τον Αστέρη του έδειξε την πόρτα. - Και να προσέχεις. Βρίσκεσαι υπό στενή παρακολούθηση. Και σε συµβουλεύω ν΄ αποφεύγεις τις συγκεντρώσεις που γίνονται κατά του Βασιλέως… «Άντε πάλι. Μόνο εµείς θα την πληρώσουµε», σκέφτηκε ο Αστέρης, αλλά κράτησε τις σκέψεις για τον εαυτό του. Στη συγκέντρωση που είχαν διοργανώσει την περασµένη Κυριακή στον κινηµατογράφο ΟΛΥΜΠΙΟΝ τα µέλη του κόµµατος της Ένωσης Κέντρου για να στηρίξουν τον Παπανδρέου και την Κυβέρνηση του, είχαν πάει χιλιάδες. Γέµισε η µεγάλη αίθουσα του κινηµατογράφου και κατακλύστηκαν και τα γύρω πεζοδρόµια. Τον Αστέρη όµως φώναξαν στην ασφάλεια και ορισµένους ακόµα που ήταν χαρακτηρισµένοι ως κοµµουνιστές. Ο Αστέρης κοµµουνιστής δεν ήταν, αλλά η ολιγόµηνη συµµετοχή του πατέρα του στο αντάρτικο ήταν αρκετή για να χαρακτηρίσει και 83

Μιχάλης Πιτένης

εκείνον. Ό,τι κι αν έκανε, ήξερε πως αυτός ο χαρακτηρισµός θα τον ακολουθούσε. Χωρίς να συµφωνεί απόλυτα µε τις θέσεις και τις απόψεις των ανθρώπων της Ε∆Α, πορεύτηκε µαζί τους, ακολουθώντας την απλή λογική πως κάπου έπρεπε ν΄ ανήκει. ∆ιαφώνησε γρήγορα µαζί τους και όσο και αν τον ενοχλούσε η φρασεολογία που χρησιµοποιούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου και οι επιθέσεις που κατά καιρούς εξαπέλυε κατά των κοµµουνιστών και των συνοδοιπόρων των, στήριξε το κόµµα του ψηφίζοντας το ανελλιπώς. Μέλος του κόµµατος της Ενώσεως Κέντρου δεν έγινε ποτέ, αλλά έδινε πάντα το παρόν στις συγκεντρώσεις, όχι για να αποχαρακτηριστεί όπως σχολίαζαν ορισµένοι άσπονδοι φίλοι, αλλά διότι αυτό πίστευε πως ήταν το χρέος του. Όταν ξέσπασε η κρίση µεταξύ Παπανδρέου- Βασιλιά εκείνο τον Ιούλιο του 1965, δεν είχε διλήµµατα. ∆ιάβασε µ΄ ευχαρίστηση το ψήφισµα που εξέδωσε το ∆ηµοτικό Συµβούλιο της πόλης που στήριζε τη νόµιµη Κυβέρνηση Παπανδρέου και µόλις ενηµερώθηκε για τη συγκέντρωση που θα γινόταν το πρωί της Κυριακής στον κινηµατογράφο, ξεκίνησε αρκετή ώρα πριν απ΄ το σπίτι του. - Είναι ανάγκη να πας, γκρίνιαξε η κυρά Ρούλα, η γυναίκα του. για δεν κάθεσαι στ΄ αυγά σου; - Και που κάθοµαι γυναίκα τι έγινε; Μ΄ άφησαν ποτέ ήσυχο; - Ναι, αλλά… - ∆εν έχει αλλά. Θα κάνω αυτό που προστάζει η συνείδηση µου… Πήγε. Στάθηκε έξω στο πεζοδρόµιο, άκουσε µε προσοχή τους οµιλητές και χειροκρότησε. Τα όργανα της τάξης, που µε στολή η πολιτικά ήταν ακροβολισµένα παντού, τα εντόπισε αµέσως, αλλά δεν ασχολήθηκε µαζί τους. Λογικά δεν θα έπρεπε κι εκείνα ν΄ ασχοληθούν µαζί του. ∆εν είχαν όµως την ίδια άποψη. Πρώτο, πρώτο τον σηµείωσαν στο µπλοκάκι τους. Αυτό δεν τον πείραξε καθόλου. Τον ενόχλησε όµως που άκουσε κάποια τοπικά στελέχη της Ενώσεως Κέντρου να σχολιάζουν: - Θέλει προσοχή, να µην γεµίσουµε κοµµουνιστές. Καλύτερα λιγότεροι στη συγκέντρωση, παρά να δώσουµε λαβή για σχόλια… - Και πώς να τους αποµακρύνουµε; - ∆εν ξέρω. Πρέπει να βρεθεί τρόπος, για να µη βρεθούµε ν΄ απολογούµαστε και γι΄ αυτούς… «Γι΄ αυτούς». Πικράθηκε για µια ακόµα φορά. Τελικά και για τα όργανα της τάξης αλλά και για τα στελέχη της Ενώσεως Κέντρου, στην ίδια κατηγορία βρισκόταν. 84

Οι κόρες της Αφροδίτης

Βγαίνοντας απ΄ την ασφάλεια είχε µεσηµεριάσει για τα καλά και αποφάσισε να τραβήξει για το σπίτι. Το µεσηµεριανό θα ήταν έτοιµο. Η ζέστη όµως τον χτύπησε κατακούτελα και προτίµησε να κάνει µια στάση στο µανάβικο του Μιχάλη. Τον βρήκε αναψοκοκκινισµένο, να γυαλίζει µ΄ ένα πανί τα καρπούζια που είχε στοιβαγµένα µπροστά στο µαγαζί του, βρίζοντας µέσα από τα δόντια του. - Ε, Μιχάλη. Θα πιάσεις κανένα καλό; Αν είναι αγγούρι, όπως αυτό της προηγούµενη εβδοµάδας, θα στο φέρω στο κεφάλι. - Και τι να σου κάνω εγώ ρε Αστέρη; Μέσα τους είµαι; Να πάρε αυτό. Εγγυηµένο. Χαµογέλασε και ο µανάβης αντί να ζυγίσει το καρπούζι που τράβηξε απ΄ το σωρό, του έκανε νόηµα να µπουν µέσα στο µανάβικο όπου είχε δροσιά. Τράβηξε δύο τελάρα, του πρόσφερε το ένα και κάθισε απέναντι του. Το µανάβικο, φορτωµένο µε τα φρούτα της εποχής µοσχοβολούσε. - Σεφτέ δεν κάναµε. Το θυµάσαι αυτό τον κερατά; - Το ∆ιοικητή; - Ναι. Βγάζει τα απωθηµένα του ο τσόγλανος, από τότε που ήταν εδώ ανθυποµοίραρχος. ∆εν τον θυµάσαι; - Πολύ καλά… Ξεχνιούνται κάτι τέτοιοι; - Βαρέθηκα ρε Αστέρη. Χρόνια τώρα το ίδιο βιολί. Λες και θα ρίξουµε το κράτος εµείς… - Τι ψάχνεις να βρεις; Είναι να µη σε σταµπάρουν µια φορά. Η γαµηµένη η στάµπα δε σβήνει µε τίποτα. - Καµιά φορά λέω, να πάω να τους το βάλω φωτιά το µπουρδέλο, να καούν κι οι φάκελοι κι αυτοί οι κερατάδες µαζί. Σεφτέ δεν κάναµε απ΄ το πρωί σου λέω. Και γιατί όλα αυτά; - Άστα, µην τα ψάχνεις… ∆ε βρίσκεις άκρη. - Α, τώρα που είπα µπουρδέλο, το θυµήθηκα. Ρε συ, ο δικός σου ο Γιωργάκης ξεπετάχτηκε. Τον πήρε το µάτι µου, που όλο εκεί στης Αναστασίας τριγυρνάει. - Ναι… - Μαγκάκι φαίνεται. Πάει τράνεψε κι αυτός… Χαµογέλασε χωρίς να πει τίποτα παραπάνω. Πλήρωσε το καρπούζι, το πήρε παραµάσχαλα και τράβηξε για το σπίτι. Ο ήλιος έκαιγε τα σβέρκο του και χοντρές στάλες ιδρώτα άρχισαν να κυλάνε. Η γυναίκα του, η Ρούλα, µόλις είχε τελειώσει και την τελευταία τηγανιά µε τα κολοκυθάκια και τις µελιτζάνες και µάλωνε το Γιωργάκη που καθισµένος στο τραπέζι της κουζίνας, µ΄ ένα βιβλίο ανοιχτό µπροστά του, προσπαθούσε να τσιµπήσει κάποια απ΄ τις τηγανιτές πατάτες της πιατέλας που είχε ακουµπήσει πριν λίγο στο τραπέζι, σκεπασµένες µε µια καρό πετσέτα.

85

Μιχάλης Πιτένης

Χαιρέτησε και άρχισε να πλένει τα χέρια του στο νεροχύτη της κουζίνας. - Έλειπες; Σε ζήτησε ο κυρ Μανόλης και πέρασε απ΄ εδώ. - Είχα πεταχτεί για βεγγέρα στην ασφάλεια. - Πάλι; Τι έγινε; Αν και θα έπρεπε να είχε συνηθίσει µε τις συχνές επισκέψεις του άντρα της στην ασφάλεια, κάθε φορά που άκουγε για κάτι τέτοιο, ταραζόταν. - Τι ήθελαν; ∆εν θα µου πεις… - Τα συνηθισµένα… - Σου το ΄πα εγώ. Μην πας… Αλλά ακούς κανένα εσύ… Απέφυγε να της απαντήσει γιατί η συνέχεια ήταν γνωστή. Θα χαλούσαν τις καρδιές τους µεσηµεριάτικα. Γύρισε προς το γιο του και πρόσεξε το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια του. Του το τράβηξε απότοµα και άρχισε να το ξεφυλλίζει. - Πού το ξετρύπωσες αυτό ρε διάολε; Χρόνια είχα να το δω… Η Ρούλα πλησίασε για να αφήσει στο τραπέζι τα πιάτα µε τα κολοκυθάκια και τις µελιτζάνες. Βλέποντας πως ο άντρας της κρατούσε ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Μαρξ, έβγαλε µια πνιχτή κραυγή ενώ το χέρι της προσγειώθηκε µε δύναµη στο σκυµµένο σβέρκο του Γιωργάκη που είχε προλάβει να πάρει µια πατάτα. - Τι είναι αυτά µωρέ; Θέλεις και σένα να σε τραβάνε µια ζωή στις ασφάλειες; Να µην κάνεις ποτέ προκοπή; Ρίχνοντας ένα βλέµµα άγριο στον άντρα της, άρπαξε απ΄ τα χέρια του το βιβλίο και εξαφανίστηκε στο βάθος του σπιτιού. Ο Αστέρης κάθισε δίπλα στο σαστισµένο Γιωργάκη που έτριβε τον πονεµένο του σβέρκο. - Μεγάλωσες. ∆εκατρία πια… - ∆εκατέσσερα, τον διόρθωσε ο µικρός. - Μη βιάζεσαι. Το Σεπτέµβρη θα πας δευτέρα στο γυµνάσιο… Σ΄ αρέσει το διάβασµα; - Πολύ… - Να διαβάζεις. Να ανοίξουν τα µάτια σου. Μόνο κοίταξε να φτιάξεις της δική σου γνώµη. Όχι αυτή που θέλουν οι άλλοι. Τη δική σου… - Το βιβλίο το βρήκα… - Το ξέρω. Εγώ τα ΄χα κρύψει και θα το ξαναβρώ να στο δώσω. Κανένα βιβλίο δεν είναι κακό κι ας λένε. Και µένα µ΄ άρεσε να διαβάζω. Κι ήµουνα καλός. Μην κοιτάς που δε σπούδασα. ∆ύσκολα χρόνια τότε… Στάθηκε προς στιγµήν καθώς δεν είχε ολοκληρώσει την κουβέντα του και έψαχνε τη συνέχεια στο µυαλό του. Τη βρήκε:

86

Οι κόρες της Αφροδίτης

- ∆ηλαδή, πιο δύσκολα απ΄ τα σηµερινά. Γι΄ αυτό να διαβάζεις. Κι ό,τι βρίσκεις σ΄ αυτά τα βιβλία, κράτα για τον εαυτό σου. Θάρθει η ώρα να τα βγάλεις, να τα πεις και σε άλλους, αλλά για τώρα, κράτα τα για τον εαυτό σου… Έριξε µια κλεφτή µατιά για να δει αν έρχεται η Ρούλα και συνέχισε. - Κι αυτή δίκιο έχει! Ξέρεις τι τράβηξε µαζί µου; Θα στα πω καµιά µέρα να ξέρεις… Γιατί στη ζωή δεν είµαστε µόνο εµείς και το τοµάρι µας… Κι ας νοµίζουν ορισµένοι… Η επάνοδος της Ρούλας διέκοψε απότοµα τη συζήτηση. Ο Αστέρης σηκώθηκε να κόψει ψωµί και καθώς γύρισε µε τις φέτες στο τραπέζι, έσκυψε πάνω απ΄ το Γιωργάκη και του ψιθύρισε: - Τι έµαθα; Μπαινοβγαίνεις στης Αναστασίας; - Της κάνω θελήµατα, είπε µε ξέπνοη φωνή ο Γιωργάκης πιστεύοντας πως πάλι ο σβέρκος του θα την πλήρωνε. Αντί για χαστούκι όµως εισέπραξε ένα χάδι. - Να προσέχεις µόνο και να ξέρεις πως εγώ σου ΄χω εµπιστοσύνη.

87

Μιχάλης Πιτένης

20 Το ένα θέληµα έφερε το άλλο και σε λίγο καιρό το όνοµα του Γιωργάκη ήταν όλο και συχνότερα στο στόµα της Αναστασίας που του επέτρεπε πια να µπαινοβγαίνει, µόνο εφόσον υπήρχε κάποιος συγκεκριµένος λόγος, τις ώρες της ηµέρας στο Σπίτι. Του ξεκαθάρισε µάλιστα πως έπρεπε ν΄ αποφεύγει την κύρια είσοδο και να πηγαίνει απ΄ την πίσω πλευρά, απ΄ την πόρτα της κουζίνας. ∆εν του κακοφάνηκε. Αντίθετα του άρεσε κιόλας. Μέχρι κι οι µυρωδιές της κουζίνας των κοριτσιών του φαινόταν διαφορετικές. Μπαίνοντας, τις περισσότερες φορές, έκλεινε τα µάτια του, ανασήκωνε το κεφάλι του και έπαιρνε βαθιές εισπνοές. - Πάει τούτο χάζεψε, σχολίαζε η Βενετία που τον πέτυχε µερικές φορές σ΄ αυτή τη στάση. Του χάιδευε το κεφάλι. - Είσαι καλά παιδάκι µου; Της χαµογελούσε και χωρίς να πει κουβέντα έτρεχε να παραδώσει την παραγγελία στην κυρία Αναστασία. Οι εξυπηρετήσεις που της έκανε, ήταν βασικά δύο. Τσιγάρα και ξυραφάκια απ΄ το περίπτερο και φαγητό απ΄ το µαγερειό του Μπαντούλα, στην ανατολική άκρη της πόλης, εκεί που συνήθως σταµατούσαν για φαγητό και λίγη ξεκούραση οι οδηγοί των διερχόµενων φορτηγών. Κάθε Παρασκευή και ∆ευτέρα, ο Γιωργάκης φρόντιζε να µεταφέρει απ΄ το µαγερειό τις µερίδες του φαγητού, που είχε ετοιµάσει από πριν ο µάγειρας, καθώς το γυναικοµάνι της Αναστασίας, λόγω της επίσκεψης του στο γιατρό και της περιήγησης του, στη συνέχεια, στα µαγαζιά της πόλης δεν προλάβαινε να µαγειρέψει. Κάθε εξυπηρέτηση συνοδευόταν και απ΄ το απαραίτητο χαρτζιλίκι που αρχικά ο µικρός δε δεχόταν µε τίποτα. Τον έπεισε όµως η Αναστασία να το παίρνει και να το φυλάξει, γιατί, ποιος ήξερε, µπορεί κάποια µέρα να σπούδαζε και να του χρειαζόταν. Πάντως, αν ήξερε πως µέχρι και τα χαρτονοµίσµατα ήταν ποτισµένα µε αυτό το άρωµα που διαχέονταν σ΄ όλο το Σπίτι και έκανε τα κορµί του να µουδιάζει, θα είχε φροντίσει να τα δεχτεί νωρίτερα. Για να µην µπει στον πειρασµό να ξοδέψει ούτε ένα, έλαβε τα µέτρα του. Αγόρασε έναν πήλινο κουµπαρά, σε σχήµα µικρού πιθαριού, και άρχισε να αποθησαυρίζει εκεί τα φιλοδωρήµατα της Αναστασίας. Μ΄ αυτό τον κουµπαρά αποκοιµήθηκε πολλά βράδια και όχι από φόβο µήπως και του τον κλέψουν. Τον αγκάλιαζε κολλώντας τη µύτη του στη σχισµή του, απολαµβάνοντας αυτή την ιδιαίτερη µυρωδιά των χαρτονοµισµάτων που ήταν αδύνατον να φυλακίσει µέσα του ο κουµπαράς.

88

Οι κόρες της Αφροδίτης

Από τη στιγµή που βρήκε καινούργια απασχόληση ξέχασε εντελώς την κυρά Ελένη που αραιά και πού έκανε κάποιο παράπονο στη µάνα του γιατί ο µικρός την είχε ξεχάσει. - Όχι τίποτα άλλο Ρούλα µου, αλλά να. Το χαιρόµουνα το σκασµένο που καθόταν ήσυχο στη γωνιά και διάβαζε µια χαρά τα µαθήµατα του. Πού τα δικά µου έτσι… Έπιασε το γιο της και του µετέφερε τα παράπονα. - Γιατί δεν πας, να τη βοηθήσεις λίγο, την καηµένη, χήρα γυναίκα; - Τι να πάω; Αφού τη γεωγραφία την τελείωσα… Η κυρά Ρούλα δεν έδωσε ιδιαίτερα προσοχή στην απάντηση του γιου της, αλλά φρόντισε να καθησυχάσει τη φιλενάδα της. - Ξεµυαλίστηκε τώρα που ΄ναι καλοκαίρι και όλο τρέχει µε τις µπάλες. Άσε ν΄ αρχινήσουν τα σχολεία, να συµµαζευτεί και να δεις… Ο Γιωργάκης όµως µόνο ξεµυαλισµένος µε τη µπάλα δεν ήταν. Απλώς έχοντας άλλα σχέδια στο µυαλό του είχε διαµορφώσει ανάλογα και το καλοκαιρινό του πρόγραµµα. Μόλις ξυπνούσε το πρωί, πριν καλά, καλά ανοίξουν τα µάτια του άρπαζε τη µπάλα που είχε αγοράσει επενδύοντας σ΄ αυτή µερικά απ΄ τα χρήµατα της Αναστασίας και ξεκινούσε. - Πάω. Θα περάσω πρώτα απ΄ το µπαµπά να τον βοηθήσω λίγο και ύστερα έχουµε αγώνα… Πρώτη στάση στον πατέρα του. Η δεύτερη ήταν στην αλάνα µπροστά στο Σπίτι, όπου συνήθως έβρισκε και άλλα παιδιά για να παίξουν µε τη µπάλα του. Η τρίτη ήταν οπωσδήποτε µέσα στο Σπίτι. Ήξερε την ώρα, πάνω κάτω, που ξυπνούσαν τα κορίτσια και περίµενε. Η Αναστασία θα τον εντόπιζε οπωσδήποτε και όλο και κάτι θα της έλειπε που ο µικρός θα έτρεχε να της το φέρει. Αν έβλεπε ο πατέρας του την προθυµία µε την οποία ο γιος του εξυπηρετούσε την Αναστασία, σίγουρα θα θύµωνε. Γιατί ποτέ δεν είχε κάνει µε την ανάλογη διάθεση το ίδιο και για κείνον. Από τότε που ήταν πολύ µικρός δεν του άρεσε και ιδιαίτερα να πηγαίνει στο επιπλάδικο. Τα καλοκαίρια όµως δεν µπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Ο πατέρας του χρειαζόταν κάπου, κάπου τη βοήθεια του και δεν ήθελε να του την αρνηθεί. Φυσικά ο Αστέρης, δεν του επέτρεπε ποτέ να πλησιάσει στα µηχανήµατα του, φοβούµενος πως το κακό δεν θ΄ αργούσε να γίνει και δεν ήθελε σε καµιά περίπτωση να βρεθεί και ο γιος του στη θέση τόσων επιπλοποιών και ξυλουργών της εποχής που όλο και κάποιο χαµένο δάχτυλο µετρούσαν απ΄ τα χέρια τους. Τον ήθελε απλώς για να µη µένει µόνο του το µαγαζί όταν ο ίδιος πεταγόταν για να κλείσει κάποια παραγγελία, ή για να βοηθήσει, τώρα 89

Μιχάλης Πιτένης

που είχε µεγαλώσει περισσότερο, στο φόρτωµα των έτοιµων προς παράδοση επίπλων. Το φόρτωµα και η παράδοση ήταν για το Γιωργάκη η καλύτερη του. Πρώτα γιατί έφευγε απ΄ το πριονίδι και τη σκόνη του επιπλάδικου που κολλούσαν πάνω στο ιδρωµένο του κορµί και έπειτα γιατί θα είχε την ευκαιρία να κάνει µια βόλτα, µεγάλη η µικρή, πάνω στην ιππήλατη καρότσα του κυρ Γιώργου, του µεταφορέα. Μόλις φορτώναν τα έπιπλα στην καρότσα, πηδούσε πάνω και πιανόταν γερά γιατί η καρότσα τρανταζόταν δυνατά καθώς διέσχιζε τους κακοτράχαλους δρόµους της πόλης. - Σιγότερα κυρ Γιώργο, φώναζε ο πατέρας του που καθόταν µπροστά, δίπλα στον οδηγό της καρότσας. Μην τα διαλύσουµε πριν πάρουµε τους παράδες… - Τα παράπονα στο ∆ήµαρχο Αστέρη, απαντούσε εκείνος και κτυπούσε µε το καµτσίκι του το άλογο που αγκοµαχούσε στις ανηφόρες. ∆εν ήταν όµως πολλές οι παραδόσεις που είχαν να κάνουν όλο το καλοκαίρι. Κι έτσι ο Γιωργάκης αναγκαζόταν να µένει περισσότερο στο µαγαζί, αν και ο πατέρας του που είχε προσέξει τη δυσφορία του, φρόντιζε να τον απαλλάσσει νωρίς απ΄ αυτή την αγγαρεία. - Κάτσε λίγο να πεταχτώ εδώ κοντά να µετρήσω για µια κρεβατοκάµαρα και ύστερα φεύγεις… ∆εν προλάβαινε να επιστρέψει και ο Γιωργάκης γινόταν καπνός. - Κάτσε ρε διάολε λίγο. Μπορεί να µου τύχει και κάτι άλλο, του φώναζε γελώντας αλλά ο µικρός είχε ήδη εξαφανιστεί. Κάθε πρωί που τον άκουγε η Ρούλα να φεύγει λέγοντας πως θα περάσει απ΄ τον πατέρα του, σφιγγόταν λίγο η καρδιά της. Είχε εµπιστοσύνη στον άντρα της, αλλά τα µηχανήµατα ήταν πάντα επικίνδυνα και ποτέ δεν ξέρεις πώς θα γίνει το κακό. Απ΄ την άλλη όµως, ήθελε να πηγαίνει στο επιπλάδικο ο Γιωργάκης γιατί σύµφωνα µε τη δική της αντίληψη, που δε διέφερε απ΄ την αντίληψη των περισσοτέρων ανθρώπων εκείνης της εποχής, µόνο έτσι θα µάθαινε πώς βγαίνει το µεροκάµατο και θα το εκτιµούσε. Αυτό ήταν το ένα πράγµα που πίστευε πως έπρεπε να κάνει τα καλοκαίρια ο Γιωργάκης. Το άλλο ήταν το να µελετά, αλλά µετά το τελευταίο πάθηµα της, όταν τον τσάκωσε να διαβάζει ένα από εκείνα τα αναθεµατισµένα βιβλία που είχε καταχωνιασµένα ο άντρας της, έπρεπε να βρει να του εξηγήσει πως µόνο τα σχολικά βιβλία όφειλε να πιάνει στα χέρια του. Επέλεξε να τον πάρει µε το καλό. - ∆ιάβασε ρε παιδάκι µου, λίγο απ΄ τα βιβλία που θα κάνετε τη νέα χρονιά. Είναι δύσκολη, λένε, η δευτέρα… - Ω, ρε µάνα! Αφού δεν τα πήραµε ακόµα. Κάτσε ν΄ αρχινήσουµε πρώτα… 90

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Και τι µ΄ αυτό; Πάρε απ΄ τον ξάδερφο σου, που ΄ναι µεγαλύτερος… - Ποιος ρε µάνα; Ο Σάκης; Τα δικά του, απ΄ τις πολλές χρονιές που ΄µεινε, λιώσαν. Κι όσα δε λιώσαν τα πούλησε σε κάτι φίλους του για να ντύσουν τους περιστερώνες τους… - Και κάναν γι΄ αυτό τα βιβλία; - Κάναν. Είχαν χοντρά εξώφυλλα. - Και τι πήρε; - Του ΄δωσαν ένα λαρσνό περιστέρι, αλλά πάει, το ΄χασε. Μπορεί και να του το κλέψαν… - Άνοιξε τα µάτια σου βρε, µην αποµείνεις κούτσουρο. Γιατί καλή η τέχνη του πατέρα σου, αλλά θα µας φάνε τα βερεσέδια… Ο Γιωργάκης εδώ το ΄χε να της πει να µη χολοσκάει αφού διάβαζε, αλλά αν της έλεγε τι, µόνο απ΄ τη χαρά της δεν θα πετούσε η µάνα του. Άσε που έτσι θα πρόδιδε και τον πατέρα του, που ξετρύπωσε το βιβλίο του Μάρξ που είχε κρύψει η µάνα του και του το ξανάδωσε, βάζοντας ένα άλλο παρόµοιο, άλλα άσχετο, στη θέση του, για να µην καταλάβει πως έλειπε. - Πάρτο αλλά τσιµουδιά στη µάνα σου. Ευτυχώς δεν πολυσκαµπάζει απ΄ αυτά και δεν θα καταλάβει. ∆ιάβασε το προσεκτικά και να το κρύβεις, όταν σταµατάς, σε δικό σου µέρος. Και που ΄σαι. Κράτα τα για τον εαυτό σου. Εντάξει; Ο µικρός ενθουσιάστηκε µε το κλίµα συνοµωσίας που είχε δηµιουργηθεί σχετικά µε την ανάγνωση του βιβλίου και ανταποκρίθηκε µε το παραπάνω. Βρήκε την κατάλληλη κρυψώνα στο κελάρι του σπιτιού τους και χωνόταν εκεί µε τις ώρες, παρέα µε τη µπάλα του, διαβάζοντας δύο και τρεις φορές κάθε σειρά του βιβλίου, για να το καταλάβει. Ο ενθουσιασµός του µεγάλωσε ακόµα περισσότερο όταν πρόσεξε µια µέρα πως και η Έφη γυρνώντας απ΄ την επίσκεψη στο γιατρό είχε κρύψει στον κόρφο της ένα βιβλίο και την ώρα που οι άλλες κοπέλες είχαν στρωθεί κιόλας στο τραπέζι για να απολαύσουν τις µπριζόλες του Μπαντούλα, εκείνη ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Νυχοπατώντας την ακολούθησε, ρίχνοντας κλεφτές µατιές και προς τα πίσω, καθώς φοβόταν µην ακουστεί η αυστηρή φωνή της Αναστασίας που σίγουρα θα τον µάλωνε. Συνέχισε όµως κι ας είχε αρχίσει να γίνεται µούσκεµα στον ιδρώτα απ΄ το φόβο του, που έγινε πανικός µόλις βρέθηκε στο επάνω πάτωµα και στο διάδροµο που περιβαλλόταν από πολλές κλειστές πόρτες. Ευτυχώς το µυαλό του δούλεψε σαν αστραπή και θυµήθηκε την εικόνα της Έφης καθισµένη πίσω απ΄ ένα απ΄ τα παράθυρα που έβλεπαν προς την αλάνα. Προχώρησε προς το βάθος του διαδρόµου και

91

Μιχάλης Πιτένης

φτάνοντας στην τελευταία δεξιά πόρτα, ένιωσε να τον κατακλύζει το άρωµα της. Άπλωσε το χέρι του και γύρισε το πόµολο. Έσπρωξε απαλά την πόρτα και την είδε καθισµένη σταυροπόδι στο κρεβάτι της να τον κοιτάει απορηµένη αλλά χαµογελαστή. - Τι θέλεις εσύ εδώ; Ένιωσε τα γόνατα του να κόβονται και τα πόδια του να λυγίζουν, αλλά επιστράτευσε όλες του τις δυνάµεις για να µη σωριαστεί. ∆εν κατάφερε όµως ν΄ αρθρώσει λέξη. Απέµεινε εκεί, µ΄ ανοιχτό το στόµα και την καρδιά του να χτυπάει µε δύναµη και ακανόνιστα µέσα στο στήθος του. Η Έφη, σαν να κατάλαβε την κατάσταση του και προκειµένου ν΄ αποφευχθεί µια νέα του πτώση, σηκώθηκε και τον πλησίασε. - Εµένα ψάχνεις; Του έπιασε το χέρι και τον οδήγησε προς το κρεβάτι βάζοντας τον να καθίσει δίπλα της. Πήρε ένα απ΄ τα βιβλία που βρισκόταν ακουµπισµένα δίπλα στο κρεβάτι και του τα έδειξε. - ∆ιαβάζεις; Έγνεψε ναι. - Τι τάξη πας; - Τρίτη, δηλαδή Τετάρτη… - Τρίτη ή Τετάρτη; - …∆ευτέρα. - ∆ευτέρα! Είσαι καλός µαθητής; Της έγνεψε ξανά ναι, αλλά αυτή η κουβέντα είχε αρχίσει να τον ενοχλεί. Περιστρεφόταν γύρω απ΄ τη διαφορά ηλικίας τους και ο Γιωργάκης το µόνο που ήθελε εκείνη τη στιγµή ήταν να απλώσει το χέρι του και να χαϊδέψει τα γυµνά της πόδια. Η Έφη έδειξε να µην αντιλαµβάνεται τις σκέψεις του µικρού, ούτε να προσέχει το αδηφάγο βλέµµα του που τρυγούσε όλα τα γυµνά µέρη του σώµατος της. Συνέχισε να του µιλά για τα βιβλία, δείχνοντας του αργά, αργά, όλα εκείνα που ήταν στοιβαγµένα στο πλάι του κρεβατιού της, ώσπου κάποια στιγµή τελείωσαν. - Αν θέλεις, µπορώ να σου δανείσω κάποια απ΄ αυτά. Θέλεις; - Ε, ε; - Να σου δώσω βιβλίο, θέλεις; - Όχι. Έχω το δικό µου. ∆ιαβάζω το ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Μαρξ. - Μυθιστόρηµα; ∆εν το ξέρω… Έγινε κατακόκκινος και έσκυψε το κεφάλι. Είχε προδώσει το µυστικό που ο πατέρας του, του είχε ζητήσει επιτακτικά να κρατήσει κρυφό, χωρίς κανένα αποτέλεσµα. Και τι άλλο αποτέλεσµα καρτερούσε ο Γιωργάκης απ΄ το να εντυπωσιαστεί η Έφη απ΄ το είδος του βιβλίου που

92

Οι κόρες της Αφροδίτης

διάβαζε και να παραδοθεί στην αγκαλιά του θεωρώντας πως στο πλευρό της δεν είχε ένα παιδί, αλλά έναν πραγµατικό άντρα; Τζίφος όµως και τώρα ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Μήπως τον κάρφωνε και τον καλούσε κι αυτόν ο κ. ∆ιοικητής, όπως έκανε συχνά, πυκνά µε τον πατέρα του; ∆άκρυα του ήρθαν στα µάτια αλλά τα συγκράτησε µε πολύ κόπο. Όχι δεν θα της έδινε µια ακόµα απόδειξη πως ήταν παιδί. Έπρεπε να δείξει πως κοντά της είχε έναν µεγάλο. Κάποιον που ήξερε ν΄ αναλαµβάνει τις ευθύνες του. Γύρισε και την κοίταξε. Πόσο όµορφη ήταν! Τα µεγάλα γαλαζοπράσινα µάτια της, ήταν ωραιότερα απ΄ το χρώµα του πρωινού καλοκαιριάτικου ουρανού, που τόσο πολύ του άρεσε από παιδί να χαζεύει. Και τα χείλη της. Είχαν το χρώµα των ώριµων κερασιών στην αυλή της κυρά Ουρανίας, που το µαντρότοιχο της είχε πηδήξει τόσες φορές για να γευτεί έστω και ένα, πριν η γριά ιδιοκτήτρια τους τον βάλει στο σηµάδι µε τα πετραδάκια που είχε πάντοτε φυλαγµένα στην τσέπη της ποδιάς της. Και τα µαλλιά της. Μαζεµένα πίσω, ένα ταιριαστό στολίδι στο υπέροχο πρόσωπο της µε τη λεία γυαλιστερή επιδερµίδα. Ήταν ποτέ δυνατόν αυτό το υπέροχο πλάσµα που καθόταν δίπλα του να τον µαρτυρήσει; Όχι, αλλά και πώς να το διακινδυνεύσει; Πήρε βαθιά ανάσα και τη ρώτησε: - Θα µε µαρτυρήσεις; Η φωνή του έτρεµε όπως τα βλέφαρα του και η Έφη δεν µπορούσε να αποφύγει τον πειρασµό να τον πάρει στην αγκαλιά της. Ήταν ένα παιδί, ναι, αλλά ένα τόσο τρυφερό παιδί που κάθε φορά που το έβλεπε, δεν ήξερε τι να το πρωτοκάνει. Να το χαϊδέψει, να του τσιµπήσει τα µάγουλα, να του ανακατέψει τα µαλλιά, να τον πάρει στην αγκαλιά της και να το σφίξει δυνατά… Προτίµησε το τελευταίο. Ο µικρός κούρνιασε ακουµπώντας το κεφάλι του στα στήθια της που µοσχοβολούσαν, απ΄ το ελαφρύ άρωµα που περνούσε σ΄ όλο της τη κορµί. Σφίχτηκαν ο ένας πάνω στον άλλο και ήταν σαν να ΄γιναν ένα. - ∆ε θα σε µαρτυρήσω, αλλά η κυρία Αναστασία δε θέλει ν΄ ανεβαίνει κανείς στα δωµάτια χωρίς την άδεια της. Μάλλον θα πρέπει να της το πούµε… Χαµογέλασε, αλλά δεν τη διέκοψε. ∆ε σήκωσε καν το κεφάλι του. - Θα της πω πως θα έρχεσαι να σε διαβάζω. Θα δεις, θα πει το ναι, γιατί σε συµπαθεί… Την έσφιξε πιο δυνατά χώνοντας όλο του το πρόσωπο στο στήθος της. 93

Μιχάλης Πιτένης

21 - Πώς κάνουν τα πουλάκια που χάνουν τη µάνα τους και τη φωλιά τους και κουρνιάζουν, όπου βρουν, σκιαγµένα, ανήµπορα… Έτσι την ένιωθα και τη Γαλάτεια µετά από κείνο το φέρσιµο του Σερέτη. Την έβλεπα να κουρνιάζει µονάχη της, κάτω στο πάτωµα, δίπλα απ΄ το κρεβάτι, χωρίς να λέει κουβέντα. ∆εν τ΄ άντεξε η καρδιά µου… Η Έφη βρήκε την αφορµή που από µέρες αποζητούσε και µόλις είδε τη Γαλάτεια να χώνεται βιαστικά στο δωµάτιο της, πήγε στο δικό της, διάλεξε ένα από τα βιβλία που ήξερε πως της άρεσαν περισσότερο και πήγε κούρνιασε δίπλα της, στο πάτωµα. Η Γαλάτεια δεν κουνήθηκε απ΄ τη θέση της. Παρέµεινε εκεί, διπλωµένη στα δύο, µε τα χέρια της να αγκαλιάζουν τα γόνατα της. - Να σου διαβάσω λίγο; - ∆ε φτάνει το φως. Θα χαλάσεις τα µάτια σου… Στράφηκε προς το µέρος της και άπλωσε αργά το χέρι της. Της χάιδεψε τα µαλλιά και µε την παλάµη της, της άγγιξε απαλά το πρόσωπο. - Θα µε συγχωρέσεις ποτέ Έφη; - ∆εν υπάρχει τίποτα να σχωρέσω… Αγκαλιάστηκαν σφιχτά, µε λαχτάρα. Τα δάκρυα της Γαλάτειας κυλούσαν καυτά και στα δικά της µάγουλα. - Είναι ώρες που τον κόσµο αυτό που ζούµε εδώ µέσα δεν τον αντέχω. Μα ο έξω µε τροµάζει περισσότερο… Πώς να φύγω; ∆εν είχε τι να της πει. Σκέφτηκε ν΄ ανοίξει το βιβλίο και να της διαβάσει κάτι στην τύχη αλλά η Γαλάτεια βάζοντας τα µακριά της δάχτυλα πάνω στη σελίδα που είχε ανοίξει, δεν της το επέτρεψε. - Χάρη σε σένα γνώρισα κι άλλους κόσµους, ταξίδεψα… Πόσα πράγµατα γράφουν εδώ µέσα… Θέλω να µου κάνεις µια χάρη. Την κοίταξε προσεκτικά στα µάτια περιµένοντας ν΄ ακούσει. Η Γαλάτεια σήκωσε το δεξί της χέρι ψηλά. Το δαχτυλίδι της άρχισε να λαµπιρίζει στο µισοσκόταδο. - Να το πάρεις εσύ. Αυτή τη χάρη θέλω. Θα το πω και στις άλλες, µην κάνει καµιά τους κίνηση και… - Τι είναι αυτά που λες; Πετάχτηκε πάνω. Η Γαλάτεια σύρθηκε µπροστά της και της αγκάλιασε τα γόνατα. - Θα µου την κάνεις τη χάρη; Απεγκλωβίστηκε απ΄ το αγκάλιασµα της και το ΄βαλε στα πόδια φωνάζοντας της: - Τέτοιες χάρες δεν κάνω. Τ΄ ακούς; ∆εν κάνω!

94

Οι κόρες της Αφροδίτης

Πέρασε άγρυπνη τη νύχτα. Όπως τις πρώτες µέρες της στης κυρίας Μαίρης. Μόνο που τότε κάποια στιγµή η ψυχή της ηρεµούσε για λίγο και µπορούσε να διαβάσει και κάτι, κι ας µην έκλειναν τα µάτια της. Τώρα η ψυχή της δεν ηρέµησε καθόλου και κάθε τρεις και λίγο σηκωνόταν και αφουγκράζονταν έξω απ΄ την πόρτα της Γαλάτειας µπας και ακούσει κάποιο περίεργο θόρυβο. Λίγο πριν φέξει η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο δωµάτιο της φίλης της, την τροµοκράτησε. Άνοιξε, κάπως άγαρµπα την πόρτα, και µπήκε. Το φως του φεγγαριού φώτιζε το όµορφο πρόσωπο της που έδειχνε τόσο άσπρο… Πανικοβλήθηκε και χωρίς να το καταλάβει έπεσε πάνω της αναζητώντας την ανάσα της. Την ξύπνησε και η Γαλάτεια την αγκάλιασε σφιχτά πάνω στο στήθος της. - Χαζό! ∆εν κοιµάσαι ακόµα; Βλέποντας την κούραση ζωγραφισµένη στο πρόσωπο της Έφης, κούνησε το κεφάλι της. - Σ΄ αναστάτωσα η κακούργα. - Θα µου υποσχεθείς πως… Της έκλεισε απαλά τα χείλη µε το δάχτυλο. - Σου… Μη φοβάσαι. Κι ας λέω… Αλλά δεν έχω κι άλλον δικό µου άνθρωπο… Ένιωσε να τη φεύγει ένα βάρος από πάνω της. Η Γαλάτεια της έκανε χώρο στο κρεβάτι και αποκοιµήθηκαν αγκαλιασµένες. Η Έφη εκείνο το ξηµέρωµα ονειρεύτηκε για πρώτη φορά το µπαλκονάκι της στο χωριό και τη Βαγγελίτσα, που ήταν η πιο αγαπηµένη απ΄ τις φιλενάδες της. Τα ξυπόλητα πόδια τους, βγαλµένα έξω απ΄ τα ξύλινα κάγκελα του µπαλκονιού, έσκιζαν τον αέρα µε δύναµη, συντονισµένα στο γέλιο που τράνταζε τα νεανικά τους στήθια. Γελούσαν µε την ψυχή τους και το βελόνι στα εργόχειρα τους ανεβοκατέβαινε µε ορµή χωρίς να λαθεύει ούτε σε µια τρύπα, χωρίς να τρυπά καθόλου τα τρυφερά τους δάχτυλα. Γελούσαν και την ώρα που η Έφη θυµήθηκε πως έπρεπε να κάνει το σταυρό της και να ευχηθεί «σε καλό να µας βγουν τόσα γέλια» είδε το βελόνι να καρφώνεται στη µέσα µεριά του µεσαίου δακτύλου του αριστερού χεριού της Βαγγελίτσας και το αίµα να βγαίνει µε µικρές, πηχτές, σταγόνες. Η Βαγγελίτσα σήκωσε ψηλά το αριστερό της χέρι κοιτώντας χαµογελαστά της φίλης της που έντροµη είδε τις σταγόνες να πέφτουν στο δεξί χέρι και να µαζεύονται πάνω στον παράµεσο του δεξιού, δηµιουργώντας µια µεγάλη κόκκινη πέτρα.

95

Μιχάλης Πιτένης

Η Βαγγελίτσα έπαψε να χαµογελά κοιτώντας πια κι αυτή το δεξί της χέρι και ξέσπασε αµέσως µετά σ΄ ένα τρανταχτό γέλιο σηκώνοντας το ψηλά. - Κοίτα Ευτέρπη. Κοίτα τι όµορφο δαχτυλίδι. ∆ε στο ΄πα εγώ πως θα παντρευτώ πρώτη! ∆ε στο ΄πα… Με το χέρι σηκωµένο ψηλά και το δαχτυλίδι να αστράφτει αντανακλώντας τις αχτίδες του ήλιου, η Βαγγελίτσα πέταξε το εργόχειρο της και σκαρφάλωσε στα κάγκελα. Μέχρι να προλάβει να τη συγκρατήσει η Ευτέρπη, άρχισε να πετάει ψηλά, µε το δεξί της χέρι τεντωµένο να την οδηγεί. Της φώναξε, αλλά εκείνη δεν άκουσε. Γελούσε τόσο δυνατά…

96

Οι κόρες της Αφροδίτης

22 - Πιστεύεις στα όνειρα; - Κάποτε… Τώρα πιστεύω µόνο σ΄ αυτό που βλέπουν τα µάτια µου… - Είσαι πολύ νέος… Να τα πιστεύεις. Τα όνειρα είναι αυτά που βλέπουν τα µάτια της ψυχής µας, είχα διαβάσει παλιά σ΄ ένα βιβλίο, µα δε θυµάµαι µήτε που το ΄χω, µήτε ποιος το ΄χε γράψει… Τα όνειρα µε κράτησαν και στης Αναστασίας και σ΄ όποιο άλλο Σπίτι κι αν βρέθηκα… τα όνειρα. Τι τα πιστεύεις κορίτσι µου, µου φώναζε η Μίνα, αλλά βλέπεις εκείνη είχε πάρει τον αποθαρρό της νωρίς και αλλού έριχνε πια όλες τις ελπίδες… Η Μίνα. Το στρουµπουλό της προσωπάκι δεν ήταν όµορφο αλλά το γλύκαινε το χαµόγελο της. Η Έφη πίστευε πως ήταν καλή κατά βάθος κι ας πετούσε τα καρφιά της και τις κακίες της. Κινούνταν σαν σίφουνας µέσα στο σπίτι, µε τα κοντά της πόδια να δίνουν ένα δαιµονισµένο ρυθµό, πολλές φορές, στο αφράτο της κορµί. - Πώς πας έτσι πουλάκι µου; Ώρες θαρρώ πως θα πετάξεις, την πείραζε η κυρία Αναστασία. - Μακάρι, µουρµούριζε εκείνη και το εννοούσε σοβαρά. Μακάρι, αλλά τα κοντά της πόδια δε γινόταν φτερά όσο και αν το ήθελε. «Ε, µε τέτοιο κορµί, που να βρεθεί κανένας µουστερής να στραβωθεί και να µε πάρει και µένα», συνήθιζε να µονολογεί και πρόσθετε ρίχνοντας κλεφτές µατιές προς τη Γαλάτεια: « Άλλες βλέπεις έχουν τέτοια προνόµια, αλλά µυαλό κουκούτσι». Η Γαλάτεια δεν της απαντούσε ποτέ, ίσως γιατί ήταν τόσο απορροφηµένη µε τα δικά της. Ίσως πάλι γιατί σεβόταν τον καηµό της άλλης και δεν ήθελε να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά που έτρωγε τη Μίνα. Γιατί τη Μίνα πραγµατικά την έτρωγε αυτός ο καηµός. Να βρεθεί κάποιος να την πάρει. «Έστω και στα ψέµατα. Αλλά βλέπεις, όσοι έρχονται εδώ, µόνο να παίζουν θέλουν µε τ΄ αφράτο µου το κωλαράκι… Κανείς δε στραβώνεται να πει να τον βάλει σε µια κούρσα και άντε…». Κι αφού δε «στραβωνόταν κανείς» αποφάσισε η Μίνα να δράσει, µπας και το πετύχει. Ένα απόγευµα που δεν είχε αρχίσει ακόµα η κίνηση στο Σπίτι, πλησίασε την Έφη µε συνωµοτικό ύφος. - Άκουσες τίποτα γι΄ αυτή τη γριά, τη µυλωνού; - Άκουσα. ∆εν πιστεύω να… - Κάνει καλά µάγια λένε… Κι έχει τόση δύναµη. Ου, µέχρι και το φεγγάρι κατεβάζει τα βράδια στην αυλή της. - Και θα πας; 97

Μιχάλης Πιτένης

- Αµ , τι; Πού ξέρεις, µπορεί να βοηθήσει… - Και για ποιόν λες; Ποιόν έχεις στο µάτι; Κόλλησε στ΄ αυτί της και της ψιθύρισε ένα όνοµα. - Μα αυτός… - Τι, θα κοιτάξω να τυλίξω κανένα στραβό; Άµα πιάσει, να ΄χω έναν στο πλάι µου να τον χαίρεται η ψυχή µου… Μόλις της ήρθαν οι µέρες της, η Μίνα µίλησε λίγο µε την κυρία Αναστασία, πέρασε την τσάντα στον ώµο της και φορώντας ένα σκούρο φουστάνι, έφυγε σα σίφουνας. Βρήκε τη γριά καθισµένη πάνω σ΄ ένα πέτρινο πεζούλι, στη σκιά που δηµιουργούσε η µεγάλη κληµαταριά της αυλής της, να πλέκει µε το τσιγκελάκι. Την καλησπέρισε αλλά η γριά δεν της ανταπέδωσε. Τελείωσε τη σειρά της, τύλιξε µε επιδέξιες κινήσεις το αρχινηµένο πλεκτό µαζί µε το κουβάρι το νήµα και σηκώθηκε, κάνοντας της νεύµα ν΄ ακολουθήσει. Την οδήγησε σ΄ ένα µισοσκότεινο δωµάτιο, γεµάτο εικόνες Αγίων και την έβαλε να καθίσει απέναντι της, στο µικρό τραπέζι στην άκρη του δωµατίου. Η Μίνα έκανε ν΄ ανοίξει το στόµα της, αλλά τη διέκοψε. - Μη µιλάς. Θα µας τα πουν όλα τούτα… Ανακάτεψε µια τράπουλα µε περίεργα χαρτιά, τέτοια που η Μίνα δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της. Άρχισε να τα απλώνει µπροστά της, την ώρα που το βλέµµα της Μίνας περιεργαζόταν µε περιέργεια τους Αγίους που ήταν κρεµασµένοι στους τοίχους. Έτοιµη ήταν να ρωτήσει «καλέ, κανονικοί Άγιοι είναι αυτοί;», όταν η γριά της απηύθυνε το λόγο. - Πώς είναι το όνοµα σου; - Μίνα. - Μίνα… - Ασηµίνα δηλαδή. - Γι΄ αυτό µου βγαίνει εδώ το Α, πρόσθεσε η γριά µε ήρεµο τόνο και της έδειξε ένα χαρτί που η ζωγραφιά του θύµιζε ιππότη… Με το πρώτο σκοτάδι, γύρισε χαµογελαστή αλλά αµίλητη. Η Έφη δεν κρατήθηκε. Την πλησίασε για να µάθει νέα. - Πήγες; Της έγνεψε ναι. - Για δε µιλάς; - Γι΄ αυτό το θέµα, µε ορµήνεψε η γριά να µην πω κουβέντα… - Θα ξαναπάς; - Ναι. Από τότε, η Μίνα έγινε µόνιµη θαµώνας της γριάς µυλωνούς, αλλά για ό,τι γινόταν εκεί δεν άνοιγε το στόµα της. Η γριά της όρισε συγκεκριµένη ώρα που έπρεπε να πηγαίνει, όταν δεν είχε κίνηση και δεν αναγκαζόταν η Μίνα να συναντιέται µε τόσα 98

Οι κόρες της Αφροδίτης

άλλα ανύπαντρα κορίτσια ή τις µανάδες τους, που για τον ίδιο λόγο περνούσαν απ΄ το χαµόσπιτο της. Και δεν ήταν µόνο αυτές. Κόσµος και κοσµάκης ζητούσε τη βοήθεια της, γιατί η φήµη που είχε δηµιουργηθεί γύρω απ΄ τη γριά έλεγε πως οι δυνάµεις της ήταν πολύ µεγάλες. - Είναι αλήθεια πως µπορεί και κατεβάζει το φεγγάρι, εξέφρασε την απορία της η Έφη γιατί κόντευε να σκάσει. - Αλήθεια. Αλλά δεν αφήνει ούτε εµένα, ούτε κανένα να ΄µαστε εκεί, γιατί δεν κάνει… - Πώς πάει; Έχεις αποτελέσµατα; - Έχουµε δρόµο ακόµα µπροστά µας… Έτσι συνέχισε η Μίνα για πολύ καιρό ακόµα να κάνει τον ίδιο δρόµο, τουλάχιστον µια φορά τη βδοµάδα και κάθε µέρα, όταν δεν µπορούσε να δουλέψει. Η γριά τη δεχόταν πάντα µε το καλό, γιατί η Μίνα ήταν και ανοιχτοχέρα και εκτός απ΄ τα χαρτονοµίσµατα που ακουµπούσε στο τραπέζι της, τεράστια ποσά σε σύγκριση µε τα άλλα που της αφήναν οι υπόλοιποι επισκέπτες της, όλο και κάποια τρόφιµα της κουβαλούσε. Μέχρι και σάλια για να µην κρυώνει. Το αντάλλαγµα που συνήθως έπαιρνε ήταν κάποια σκευάσµατα της γριάς, που η παρασκευή τους γινόταν κατά τη διάρκεια των ολονυχτίων διαβασµάτων και των προσευχών που έκανε, για να βοηθήσουν οι δυνάµεις που την προστάτευαν και να γίνει το θέληµα της πελάτισσας της. Αποτελέσµατα η Μίνα δεν έβλεπε, αλλά η γριά την ενθάρρυνε εξηγώντας µε µοναδική µαεστρία γιατί ο εκλεκτός της, πολλές φορές αντί για κείνη, προτιµούσε κάποια άλλη κοπέλα της Αναστασίας. - Νάζια σου κάνει. Αρχίζει να σε θέλει και δεν ξέρει τώρα πως θα φερθεί… Βλέποντας τα συνεχή πάρε δώσε της Μίνας µε τη γριά, η Αναστασία αποφάσισε να επέµβει κάποια στιγµή. - Καλά κάνεις και πας. Μα µην τα πιστεύεις κι όλα. Κάποια πράγµατα είναι τυχερά και αν η τύχη δε σε θέλει… Η Μίνα κλονίστηκε, αλλά ήρθε η Μπέµπα να της τονώσει το ηθικό. - Τι σου είπε; Να µην πηγαίνεις στη γριά µυλωνού; - Ναι… - Τι περίµενες; Αυτή τον έχει δεµένο το γάιδαρο της. Κι ύστερα τι νοµίζεις, πώς στέργει να φύγεις απ΄ εδώ µέσα και να χάσει τη µίζα της από σένα… ∆εν έλεγε την αλήθεια η Μπέµπα. Γνωρίζοντας την προσπάθεια της Μίνας, την είχε φάει η αγωνία µήπως και εκείνη στεκόταν πιο τυχερή απ΄ την ίδια και πιάναν τα µάγια της γριάς. 99

Μιχάλης Πιτένης

Γιατί η Μπέµπα, µπορεί να µην το παραδεχόταν αλλά είχε περάσει κι η ίδια απ΄ της γριάς µυλωνούς, ελπίζοντας κάποτε να συµµαζέψει το δικό της, τον Προκόπη. Ο Προκόπης, ένα γεροδεµένο ψηλό παλικάρι, είχε ένα πρόσωπο βλογιοκοµµένο και πολύ άσχηµα φερσίµατα. Μεροκαµατιάρης αλλά δουλευταράς, έκανε και δύο και τρεις δουλειές και τα κατάφερνε µια χαρά. ∆εν ήταν όµως ο άντρας που εύκολα θα τον κοίταζε µια γυναίκα. Για τη Μπέµπα όµως, πολύ της έπεφτε, όπως σχολίαζαν οι άλλες κοπέλες της Αναστασίας που δεν είχαν και σε ιδιαίτερη εκτίµηση τη συνάδελφο τους. Η Μπέµπα, µε πατηµένα τα σαράντα, κι ας ορκιζόταν η ίδια πως δεν είχε περάσει τα τριάντα πέντε, πασαλειφόταν οληµερίς µε διάφορα φτιασίδια που αγόραζε ή σκάρωνε µονάχη της, για να κρύψει όσο µπορούσε τη φυσική της ασχήµια. - Άντε µη σκας. Άσχηµη γυναίκα δεν υπάρχει, της τόνωνε το ηθικό η Αναστασία, αλλά και η ίδια ήξερε πως η γαµψή της µύτη και τα µικρά καστανά της µάτια, µόνο δεν οµόρφαιναν το πρόσωπο της. Γι΄ αυτό πασαλειφόταν όλο και περισσότερο και σαν κόλλησε µαζί της ο Προκόπης, ευχαρίστησε το Θεό που τη συλλογίστηκε και της έστειλε έναν αρχαίο Κούρο για να τη συντροφεύει. Ο Προκόπης έδειχνε να περνά καλά µαζί της και τη συνόδευε στις εξόδους της, µα τα άσχηµα φερσίµατα του δεν µπορούσε να τα περιορίσει. Μετά το τρίτο ή τέταρτο ποτήρι, το σκαµµένο του πρόσωπο κοκκίνιζε και µια παραπάνω κουβέντα της Μπέµπας, που δεν είχε και το καλύτερο στόµα, ήταν αρκετό για να σηκώσει χέρι πάνω της και να της βγάλει ξινή την έξοδο. ∆εν ήθελε όµως και να τον χάσει. Της άρεσε η συντροφιά του και ποθούσε τα χάδια του κι ας ήταν άγαρµπα και πολλές φορές επώδυνα. Γι΄ αυτό πρώτη έτρεξε στης γριάς µυλωνούς αναζητώντας τον τρόπο να τον δέσει κοντά της. - Τίποτα δεν καρτεράω γιαγιά από δαύτον. Μα να… Θέλω µονάχα να τον έχω λίγο πιο κοντά µου… - Έννοια σου και θα στον συγυρίσω εγώ, απάντησε εκείνη και έπεσε µε τα µούτρα στο διάβασµα και στην προετοιµασία των κατάλληλων σκευασµάτων. Οι επισκέψεις της Μπέµπας στης γριάς µυλωνούς έφτασαν αµέσως στα αυτιά του Προκόπη και χωρίς να χάσει καιρό πήγε και τη βρήκε. Το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο ήδη και τα χέρια του ιδρωµένα. Μόλις τον είδε η Μπέµπα δάγκωσε τα µικρά της χείλη και του πρόσφερε ένα ποτήρι κονιάκ, ελπίζοντας να τον κατευνάσει. Άρπαξε το ποτήρι στο χέρι και το έχυσε επιδεικτικά στο πάτωµα. Ύστερα το έσπασε πετώντας το µ΄ όλη του δύναµη στο πάτωµα.

100

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Πιάσε τώρα ένα άλλο µπουκάλι, απ΄ αυτά που έχεις κρυµµένα κάτω απ΄ το κρεβάτι σου και πριν το ανοίξω να µην το αγγίξεις καν. Εκτός και αν φαρµάκωσες όλα τα µπουκάλια που έχεις... Έπεσε στα πόδια του ζητώντας του συγγνώµη και ορκιζόµενη πως δεν υπήρχε κανένας λόγος ν΄ ανησυχεί. - Στ΄ ορκίζοµαι φως µου. Ποτέ δεν θα σου έκανα κακό. Την σήκωσε σφίγγοντας τη δυνατά απ΄ τα µπράτσα και κόλλησε το πρόσωπο της στο δικό του. - Να ΄χει χάρη που σ΄ αγαπάω… Αλλιώς… Τώρα έφευγα και µην τον είδατε ξανά τον Προκόπη. Τι νόµισες ρε τσόλι, πως θα µε βάλεις στο βρακί σου, µε µαγικά και άλλα τέτοια κόλπα; - Όχι Προκόπη… Τα λόγια της πνίγηκαν µέσα στο αίµα που γέµισε το στόµα της καθώς πρώτα της δάγκωσε δυνατά τα χείλη και ύστερα η δεξιά του γροθιά τα έσφιξε τόσο δυνατά που κόντεψε να πνιγεί κι η ίδια. Όσες µέρες έκαναν να γιάνουν τα χείλη της, τόσες µέρες έκανε και να εµφανιστεί ο Προκόπης. Τα χείλη της άρχισαν να περνούν, αλλά η αγωνία απ΄ την απουσία του άνοιγε ολοένα και µεγαλύτερη πληγή µέσα της. Μέσα στην απελπισία της σκέφτηκε να πεταχτεί µέχρι τη γριά µυλωνού, µπας κι έβρισκε την απάντηση που απεγνωσµένα ζητούσε σε κάποιο απ΄ τα κόλπα της. Το ξέχασε αµέσως. Θα το µάθαινε σίγουρα και τότε τα πράγµατα ίσως γινόταν χειρότερα. Στην αγωνία της έβαλε τέλος η επανεµφάνιση του Προκόπη που γύρισε ένα απόγευµα χαµογελαστός και κρατώντας ένα δώρο για κείνη. Την αγκάλιασε, τη φίλησε αδιαφορώντας για το αν είχε αποκατασταθεί η βλάβη στα χείλη της και σήκωσε θριαµβευτικά το δεξί του χέρι δείχνοντας το δώρο που της είχε φέρει. - Τι έχω εγώ εδώ για την κοριτσάρα µου; Το άνοιξε και σήκωσε ψηλά το ζευγάρι τις µεταξωτές κάλτσες. ∆εν προλάβαινε να του λέει ευχαριστώ και να του ορκίζεται πως δεν επρόκειτο ποτέ να τον ξαναστεναχωρήσει.

101

Μιχάλης Πιτένης

23 - Γιωργάκη. Πάντα τον ενοχλούσε αυτή η τσιριχτή φωνή της µάνας του, που τον καλούσε. Παλιότερα γιατί αυτό σήµαινε το τέλος του παιχνιδιού, ή την προσωρινή διακοπή του, προκειµένου να της κάνει κάποια θελήµατα. Τώρα διότι αισθανόταν πως δεν ήταν πλέον σε ηλικία που θα έπρεπε να τον αποκαλεί µε το υποκοριστικό του, αλλά µε το κανονικό του όνοµα. Τώρα αισθανόταν άντρας πια και γι΄ αυτό, έστω και αν τον καλούσε για κάποια αγγαρεία, ήθελε να τον φωνάζει «Γιώργο». Φυσικά δεν της το είπε, ξέροντας πως θα την πλήρωνε πάλι ο σβέρκος του, αλλά προσπάθησε να της το δείξει µε τον τρόπο του. Ανταποκρινόταν στο κάλεσµα της, αλλά το έκανε µουτρωµένος. Η µάνα του δεν κατάλαβε τίποτα. Σχολίασε όµως αρνητικά τη συµπεριφορά του, αποδίδοντας την σε παραξενιές του γιου της που πριν προλάβει να βγει απ΄ το αυγό, άρχισε κιόλας να µην προστάζεται. ∆εν είχε αλλάξει όµως µόνο η άποψη του για το όνοµα µε το οποίο έπρεπε να τον φωνάζουν. Είχαν αλλάξει και οι συνήθειες του. Παιχνίδια που θεωρούσε πως δεν ανταποκρινόταν στη νέα του ηλικία τα είχε κόψει πια, κρατώντας µόνο το ποδόσφαιρο, το οποίο ήταν και το αγαπηµένο του. Απλώς απέφευγε να παίζει µε τους συνοµήλικους ή και µικρότερους του, προτιµώντας τους µεγαλύτερους. Προς το τέλος του καλοκαιριού του δόθηκε µια ακόµα ευκαιρία να αποδείξει πως είχε γίνει πραγµατικά άντρας. Ένα βράδυ, η παρέα της γειτονιάς µαζεύτηκε γύρω απ΄ την αγαπηµένη της κολώνα της ∆ΕΗ, εκεί όπου κάτω απ΄ το κίτρινο χλωµό φως της λάµπας, λεγόταν οι πιο απίθανες ιστορίες. Ιστορίες που ο καθένας είχε ακούσει να συζητιέται στο σπίτι του και µετέφερε στην παρέα της γειτονιάς προσθέτοντας και αρκετά στολίδια της δικής του φαντασίας. Τόσα που, πολλές φορές, η ιστορία γινόταν πραγµατικά αγνώριστη. Η συζήτηση άνοιξε µε τη µυστηριώδη εξαφάνιση της γριάς µυλωνούς που την αναζητούσαν µάταια εδώ και τρεις µέρες, χωρίς όµως να εντοπίσουν ίχνη της. - Τι την ψάχνουν ρε, αναφώνησε ένας απ΄ τους µεγαλύτερους της παρέας. Αφού λένε πως την πήρε το φεγγάρι… Στο άκουσµα της τελευταία φράσης, το ακροατήριο µούδιασε. Όλοι είχαν ακούσει την ιστορία, ελαφρώς παραλλαγµένη φυσικά ο καθένας, αλλά µε την ίδια κατάληξη. Η γριά µυλωνού που εδώ και χρόνια ζούσε µόνη σ΄ ένα µικρό σπιτάκι, µε κήπο, στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, λίγο πριν το σιδηροδροµικό σταθµό, εξαφανίστηκε ξαφνικά χωρίς να µηνύσει τίποτα

102

Οι κόρες της Αφροδίτης

στα παιδιά τους που ζούσαν στα σπίτια τους και χωρίς ν΄ αφήσει κανένα σηµάδι πίσω της. Έκαναν άνω κάτω το σπίτι, έψαξαν πιθαµή προς πιθαµή τον κήπο, άφαντη η γριά. Κατέβηκαν στο κελάρι όπου φύλαγε τα λίγα τρόφιµα που της ήταν απαραίτητα, κανένα ίχνος της. Ρώτησαν γείτονες, έστω και αν οι πιο κοντινοί κατοικούσαν αρκετά µακριά απ΄ το σπίτι της γριάς, κανείς όµως δεν την είχε δει. Έτσι δεν άργησε να κυκλοφορήσει η φήµη πως τη γριά µυλωνού, την πήρε ένα βράδυ το φεγγάρι. - Προχθές δεν είχε φεγγάρι; Ε, να από τότε χάθηκε και άδικα τη γυρεύουµε εδώ… Φυσικά το αµέσως επόµενο ερώτηµα ήταν αν θα γυρνούσε ποτέ πίσω η γριά ή αν το φεγγάρι είχε αποφασίσει να την κρατήσει για πάντα κοντά του. Πέρασαν τρεις µέρες και τα ερωτήµατα παρέµεναν αναπάντητα, ώσπου ήρθαν τα εγγόνια της να ξεδιαλύνουν την κατάσταση. Παίζοντας ένα απόγευµα στο κελάρι, την ώρα που οι γονείς τους είχαν αράξει στην αυλή ελπίζοντας µπας και φανεί η µάνα τους, ανακάλυψαν πως στο βάθος του κελαριού, εκεί που δε φωτιζόταν ποτέ, υπήρχε ένα άνοιγµα, ένα λαγούµι σκαµµένο στο χώµα, µε διάµετρο πάνω κάτω ένα µέτρο. ικανό να χωρέσει έναν άνθρωπο. Τα πιο µεγάλα έφεραν ένα κερί και κρατώντας το ένα το χέρι του άλλου, αποφάσισαν να το εξερευνήσουν, ελπίζοντας πως εκεί η γιαγιά τους θα ΄χε κρύψει τους θησαυρούς που δεν πρόλαβε να τους κληροδοτήσει. Βρήκαν τη γριά ζαρωµένη σε µια γωνιά, πλαισιωµένη ολόγυρα της µε διάφορες εικόνες Αγίων, µ΄ ένα µικρό βιβλίο πεσµένο µπροστά της και ένα κερί λιωµένο στο χώµα. Το µυστήριο επιτέλους είχε λυθεί, αν και δεν ήταν λίγοι αυτοί που ισχυρίστηκαν πως είχαν δει το φεγγάρι την προηγούµενη βραδιά να σιµώνει τη γη επικίνδυνα, αλλά απέφυγαν να πουν οτιδήποτε νωρίτερα φοβούµενοι τις συνέπειες. Ένας απ΄ τους µικρότερους της παρέας, που είχε καλύτερη ενηµέρωση των εξελίξεων γύρω απ΄ την εξαφάνιση της γριάς, έσπασε τη γενική αµηχανία σηκώνοντας το χέρι, σαν να ήθελε να πει µάθηµα. - Τι είναι ρε; Μίλα, τον πρόσταξε ένας απ΄ τους µεγάλους. - Τη βρήκαν τη γριά µυλωνού, είπε εκείνος ενώ το βλέµµα του κοιτούσε ολόγυρα φοβούµενος πως θ΄ άρχιζαν να πέφτουν καρπαζιές. - Πότε; - Σήµερα το απόγευµα.

103

Μιχάλης Πιτένης

Βλέποντας όλα τα βλέµµατα να είναι καρφωµένα πάνω του, πήρε θάρρος και συνέχισε. - Τη γύρισε λένε πίσω το φεγγάρι, Ψες το βράδυ… Απλώθηκε και πάλι νεκρική σιγή για µερικά δευτερόλεπτα. - Τέτοια που ήταν, τι να την κάνει ρε! Πέταξε ένας απ΄ τους µεγάλους και αµέσως όλοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. - Να ήταν τουλάχιστον καµιά καλή, καµιά νέα, να την κρατήσει. Ε, Γιώργο; Ο ∆ηµήτρης, τρία µε τέσσερα χρόνια µεγαλύτερος του, τον κοιτούσε στα µάτια, περιµένοντας την αντίδραση του. Χαµογέλασε ευχαριστηµένος. - ∆ίκιο έχεις… Συνέχισαν µε πειράγµατα, ώσπου οι µικρότεροι της παρέας αποχώρησαν µετά τις φωνές που έµπηξαν οι µάνες τους. Μείναν µόνο οι µεγαλύτεροι και ο Γιωργάκης. - Ρε, παιδιά. Τώρα που µείναµε µόνο οι µεγάλοι, τι λέτε, οργανώνουµε µια έφοδο στο νεκροταφείο, πρότεινε ο ∆ηµήτρης. Κανείς δε µίλησε, αλλά όλοι κοιτάζονταν µεταξύ τους. Ο Γιωργάκης πετάχτηκε πάνω. - Εγώ είµαι µαζί σου. Ο ∆ηµήτρης τον κοίταξε καλά, καλά και ύστερα απευθύνθηκε και πάλι στους υπόλοιπους. - Τι έγινε ρε; Ο µόνος άντρας εδώ µέσα είναι ο Γιώργος; - Αφού είναι αυτός ο µόνος άντρας, τότε ας πάει µόνος του, να µας φέρει τη νεκροκεφαλή, φώναξε αγανακτισµένος ο Τάσος. Όλοι συµφώνησαν φωνάζοντας δυνατά. Ο ∆ηµήτρης πήρε παράµερα το Γιώργο και τον αγκάλιασε απ΄ τους ώµους. - Τι θα κάνεις; Πρέπει να πας, αλλιώς ξέρεις… Κούνησε το κεφάλι καθώς ήξερε. Θα του κολλούσαν χίλια µύρια παρατσούκλια που ταιριάζαν µε την κοριτσίστικη συµπεριφορά. ∆εν υπήρχε όµως κανένας λόγος. Ήταν άντρας και µπορούσε να τους το αποδείξει. - Α, και πριν πας, να σου πω και τ΄ άλλο. Έσκυψε µπροστά στο στόµα του ∆ηµήτρη. - Να προσέχεις, γιατί τέτοια ώρα σηκώνεται και βγαίνει απ΄ το πηγάδι της, η γιαγιά Εφραίµενα… Στο άκουσµα του ονόµατος, ένιωσε να κόβονται τα γόνατα του, αλλά ήταν πια αργά για ν΄ αλλάξει την απόφαση του. Αµίλητος, χαιρέτισε µ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού την παρέα και ξεκίνησε. - Εµείς εδώ θα σε καρτερούµε, του φώναξε ο ∆ηµήτρης παρατηρώντας τον όλη την ώρα όρθιος από πίσω. 104

Οι κόρες της Αφροδίτης

Μόλις έστριψε στη γωνία και χάθηκε στη νύχτα, όλοι πετάχτηκαν από κάτω και άρχισαν να χαχανίζουν. - Το ΄χαψε ρε. Το ΄χαψε. Πάµε να τον πάρουµε από πίσω… Ο Γιωργάκης δεν τους άκουσε. Είχε ήδη ξεµακρύνει πολύ και το µόνο που τον απασχολούσε ήταν ποιο δρόµο θ΄ ακολουθούσε για ν΄ αποφύγει να περάσει µπροστά απ΄ το σπίτι της γιαγιάς Εφραίµενας, µε το µεγάλο πηγάδι, που βρισκόταν πολύ κοντά στο νεκροταφείο. Τη γιαγιά Εφραίµενα δεν τη θυµόταν όσο ζούσε, αλλά είχε ακούσει πολλά γι΄ αυτή που ειπώθηκαν κυρίως µετά το θάνατο της. Έχοντας αποµείνει µόνη και έρηµη στον κόσµο, καθώς τα παιδιά της είχαν µεταναστεύσει από χρόνια στην Αµερική, βρήκε ως µόνη της συντροφιά το µεγάλο πηγάδι του κήπου της. Πού την έχανες, πού την έβρισκες όλο γύρω απ΄ το πηγάδι τριγυρνούσε φυλάγοντας το για να µην της πάρουν το νερό οι ξένοι και δε βρουν στάλα τα παιδιά της και τα εγγόνια της σα θα γυρνούσαν απ΄ τα ξένα. Πολλά βράδια την είδαν να αποκοιµιέται γύρω απ΄ το πέτρινο τοιχίο του, κρατώντας το µεταλλικό κουβά στην αγκαλιά της. Αυτό τον κουβά τον είχε πια σαν παιδί της. Τον πρόσεχε, τον περιποιόταν και κάθε φορά που άκουγε να περνάει έξω απ΄ την πόρτα της κάποιος γύφτος γανωµατής, τον φώναζε µέσα για να της τον γανώσει και να γίνει πάλι σαν καινούργιος. Οι γανωµατήδες την είχαν µάθει πια και όλοι φρόντιζαν να περάσουν έξω απ΄ την πόρτα της, φωνάζοντας δυο και τρεις φορές µ΄ όλη τους τη δύναµη µέχρι να τους ακούσει και να τους καλέσει µέσα. Η γειτονιά όλη την αγαπούσε και την πρόσεχε τη γιαγιά Εφραίµενα, καθώς αν δεν της πείραζες τον κουβά και δε ζητούσες να σου δώσει λίγο απ΄ το νερό του πηγαδιού της, ήταν άνθρωπος καλόβολος και εξυπηρετικός. Άσε που ήξερε να ερµηνεύει και τα όνειρα και κάθε µέρα όλο και κάποια γειτόνισσα την επισκεπτόταν, φέρνοντας της είτε λίγο γλυκό είτε λίγη πίτα, για να της πει το όνειρο που είδε το βράδυ. Η γιαγιά τις κάθιζε όλες στα καρεκλάκια που είχε στρωµένα µπροστά στα σκαλιά του σπιτιού της, απέναντι απ΄ το πηγάδι και άκουγε προσεκτικά τις λεπτοµέρειες του ονείρου, κάνοντας κάπου, κάπου κάποιες διευκρινιστικές ερωτήσεις πριν καταλήξει στην ερµηνεία του. Και έβγαιναν όσα προµήνυε εξηγώντας τα όνειρα. Γι΄ αυτό, πολλές γυναίκες ακόµα και από άλλες γειτονιές, ερχόταν να τη βρουν και να τη συµβουλευτούν. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που είχαν µεταναστεύει τα παιδιά της, µα η γιαγιά Εφραίµενα απόκαµε και δεν τους περίµενε άλλο. Οι γειτόνισσες τραβήξαν την πόρτα της αυλής και τη δέσαν µε σύρµα, αφού ασφάλισαν το σπίτι, για να τα βρουν όλα στη θέση τους τα παιδιά της, όπως εκείνη επιθυµούσε. 105

Μιχάλης Πιτένης

Οι πιτσιρικάδες όµως της γειτονιάς, έχοντας πολλές φορές ενισχύσεις και από άλλες γειτονιές, λύσαν το σύρµα, το πετάξαν και βαλθήκαν να εξερευνήσουν τα άδυτα της αυλής και του σπιτιού της γιαγιάς. Θα τα ΄χαν ρηµάξει όλα, αν δεν κυκλοφορούσε η φήµη ως η γιαγιά Εφραίµενα, κάθε βράδυ έφευγε απ΄ το νεκροταφείο που ήταν δύο βήµατα απ΄ το σπίτι της και επέστρεφε για να µετρήσει το νερό στο πηγάδι. Κι αν το έβρισκε λειψό, τότε αλίµονο στον αίτιο. Βουτούσε µέσα στο πηγάδι, το µετρούσε και ύστερα λουσµένη στο φως ανέβαινε σκαρφαλώνοντας απ΄ την αλυσίδα. Η ιστορία αυτή κυκλοφόρησε τόσο πολύ που µέχρι και οι γανωµατήδες συνεννοήθηκαν µεταξύ τους και περνούσαν ένας κάθε βδοµάδα για να της γανώνουν τον κουβά, µη και τον βρει σκουριασµένο και αγριέψει. Τα ΄ξερε όλα αυτά ο Γιώργος καθώς τα ΄χε ακούσει να συζητούνται πολλές φορές τόσο στη δική του αυλή όσο και στις γειτονικές και δεν είχε κανένα λόγο να τα αµφισβητήσει. Όπως δεν υπήρχε λόγος να αµφισβητήσει πως το δύσκολο και επίφοβο έργο που είχε δεχτεί ν΄ αναλάβει έπρεπε να το φέρει σε πέρας. Το ότι µπορεί να είχε πέσει θύµα της κλασικής πλάκας που συνήθιζαν να κάνουν οι µεγαλύτεροι στους µικρότερους, δεν του είχε καν περάσει απ΄ το µυαλό. Το σπίτι της γιαγιάς Εφραίµενας, το απέφυγε κάνοντας έναν ολόκληρο κύκλο. ∆εν µπορούσε όµως ν΄ αποφύγει και το νεκροταφείο που βρισκόταν τώρα ακριβώς µπροστά του και φάνταζε τόσο απειλητικό. Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και του φάνηκε πως τα αστέρια εκείνης της βραδιάς δεν ήταν τίποτα άλλο παρά καντηλάκια αναµµένα σε ανθρώπινα µνήµατα, όπως αυτά που έβλεπε µπροστά του. Έκανε ένα βήµα πίσω, έτοιµος να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια, αλλά υπενθύµισε στον εαυτό του πως οι άντρες δε δειλιάζουν ποτέ. Πήρε µια βαθιά ανάσα και µπήκε. Ο µακρύς διάδροµος του, µε τα ασπρισµένα πεζοδρόµια δεξιά και αριστερά του, οδηγούσε στο σκευοφυλάκιο, στο βάθος. Εκεί ήταν που έπρεπε να φτάσει. Από παντού του ερχόταν στα ρουθούνια η µυρωδιά απ΄ το θυµίαµα και το λιβάνι και στ΄ αυτιά του ο εκνευριστικός επαναλαµβανόµενος ήχος της δεκαοκτούρας, του πουλιού που φώλιαζε στα πεύκα του νεκροταφείου. ∆εν το σκέφτηκε περισσότερο. Πήρε φόρα και άρχισε να τρέχει µ΄ όλη τη δύναµη της ψυχής του. Όσο έτρεχε τόσο µειωνόταν η απόσταση του απ΄ το σκευοφυλάκιο που ξεχώριζε απ΄ τα κεριά που ήταν αναµµένα µέσα στους χώρους του. Τρέχοντας κρατούσε το κεφάλι του ψηλά και δεν πρόσεξε το καλάθι µε τα κόκαλα που βρισκόταν αφηµένο σχεδόν στη µέση του 106

Οι κόρες της Αφροδίτης

διαδρόµου, δίπλα σε µια βρύση. Το παρέσυρε στο πέρασµα του και έχασε την ισορροπία του. Προσγειώθηκε ανάµεσα σε δύο τάφους που τα καντήλια τους τρεµόπαιζαν. Πίστεψε πως του είχε φύγει η ψυχή αλλά βρήκε το κουράγιο και ακουµπώντας τα χέρια του στο χώµα προσπάθησε ν΄ ανασηκωθεί. Το πρώτο πράγµα που είδε ήταν ο µεγάλος άσπρος σταυρός που στόλιζε τον τάφο αριστερά του. Το βλέµµα του αγνόησε το όνοµα και τη χρονολογία και εστίασε στη µικρή ασπρόµαυρη φωτογραφία που βρισκόταν στο µέσον του σταυρού. Η γιαγιά Εφραίµενα! Τρελός από φόβο, απέκτησε δυνάµεις που ούτε ο ίδιος φανταζόταν πως είχε και πήδηξε πάνω απ΄ τον τάφο. Βρέθηκε στο µεγάλο διάδροµο και άρχισε να τρέχει ενώ τα πόδια του κλωτσούσαν µια περίεργη µπάλα που είχε µπλεχτεί ανάµεσα τους. Βγήκε απ΄ το νεκροταφείο και δε σταµάτησε να τρέχει παρά µόνο όταν συνειδητοποίησε πως είχε ξεµακρύνει ήδη αρκετά. Μούσκεµα στον ιδρώτα, έβαλε τα χέρια του στους κροτάφους προσπαθώντας να τους κάνουν να σταµατήσουν. Το κορµί του τρανταζόταν ολόκληρο απ΄ την καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή. Πέρασαν µερικά λεπτά και όταν αισθάνθηκε πως η κατάσταση του είχε αρχίσει να καλυτερεύει γύρισε να δει το µέρος όπου βρισκόταν. Πίσω του ακριβώς ήταν µια ανοιχτή αυλόπορτα. Η µορφή ενός µεγάλου πηγαδιού ξεχώριζε στο βάθος. Σηκώθηκε και µπήκε αναζητώντας ίχνος απ΄ τους νοικοκυραίους. Θα τους ζητούσε λίγο νερό. Προχώρησε στην αυλή αλλά δε βρήκε ψυχή. ∆εν θα πρέπει να υπήρχε και κανένας στο σπίτι γιατί όλα τα παράθυρα του ήταν κλειστά. Κοίταξε καλά, καλά το σπίτι, αλλά αν και του θύµιζε κάτι δεν κατάφερε να θυµηθεί σε ποιόν ανήκε. Αποφάσισε να τραβήξει µόνος του νερό και πλησίασε προς το πηγάδι. Αναζήτησε τον κουβά, αλλά δεν τον βρήκε πουθενά. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε την αλυσίδα που ήταν περασµένη απ΄ το µύλο του πηγαδιού να είναι τεντωµένη. Ο κουβάς ήταν στον πάτο. Άπλωσε το χέρι του προς τα χερούλια του µύλου για να τον γυρίσει αλλά δεν πρόλαβε. Πρώτα ακούστηκε ένας τσιριχτός εκνευριστικός ήχος και ο µύλος άρχισε να γυρίζει µαζεύοντας την αλυσίδα. Ασυναίσθητα γύρισε προς το σπίτι και θυµήθηκε τον ιδιοκτήτη του. Ήταν της γιαγιάς Εφραίµενας και αυτό ήταν το πηγάδι της! ∆εν κατάλαβε πως βρέθηκε έξω, ούτε πως άρχισε να τρέχει. Το µόνο που ένιωσε ήταν πως η µπάλα που είχε κλωτσήσει απ΄ το νεκροταφείο µέχρι εκεί, ξανάµπλεξε στα πόδια του. Την κλώτσησε µε µεγαλύτερη δύναµη αυτή τη φορά και παρά τον οξύ πόνο που ένιωσε στο δεξί του πόδι, συνέχισε να τρέχει.

107

Μιχάλης Πιτένης

Οι δράστες της πλάκας είχαν µόλις φτάσει και πήραν θέσεις, πίσω από µια συστάδα δένδρων, σε απόσταση ασφαλείας απ΄ τα νεκροταφείο αλλά και το σπίτι της γιαγιάς Εφραίµενας, περιµένοντας να δουν τις αντιδράσεις του θύµατος τους, αφού πρώτα εντόπιζαν που ακριβώς βρισκόταν. Τον είδαν να βγαίνει απ΄ το σπίτι και καλύφτηκαν. Η µπάλα, µετά το χτύπηµα του Γιώργου πήρε για λίγο ύψος και προσγειώθηκε µπροστά στα πόδια της παρέας. Ξεπερνώντας την αρχική τους τροµάρα απ΄ τον απρόσκλητο επισκέπτη, πλησίασαν και έσκυψαν για να δουν τι ήταν. - Μια νεκροκεφαλή!, φώναξε πρώτος ο ∆ηµήτρης σκορπώντας τον πανικό και στους υπόλοιπους που τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Έτρεξαν τόσο γρήγορα που σε κάποιο σηµείο του δρόµου προσπέρασαν και αυτό το θύµα τους, που αν και κατάκοπος, συνέχιζε να τρέχει, αλλά µε λιγότερη δύναµη.

108

Οι κόρες της Αφροδίτης

24 Είχε κουφόβραση. Έλιωνε ο τόπος απ΄ τη ζέστη. Σ΄ όλη τη γειτονιά επικρατούσε ησυχία. Τα παιδιά µπορεί να µην κοιµόταν αλλά ήταν όλα µαζεµένα στα σπίτια τους, µαζεµένα σε µια γωνιά για να µη χαλάσουν το µεσηµεριανό ύπνο των γονιών τους που ροχάλιζαν στην κρεβατοκάµαρα µε ανοιχτό το παράθυρο και µισόκλειστα τα παντζούρια, για να δροσίζει λίγο. Μερικοί προτιµούσαν τα δροσερά τους κελάρια για το µεσηµεριανό τους ύπνο, όπου εκεί χρειαζόταν µέχρι και κουβέρτα. Κάποιοι άλλοι που ΄χαν βαρύ ύπνο και δεν ενοχλούνταν απ΄ τα έντοµα επέλεγαν έναν ίσκιο στην αυλή τους και έστρωναν να κοιµηθούν εκεί. Οι νεώτεροι, επέλεγαν τις αυλές ακόµα και για το βραδινό τους ύπνο, στρωµατσάδα κάτω απ΄ τα αστέρια. Ο Γιωργάκης, έχοντας τα βιβλίο του Μαρξ ακουµπισµένο στα πόδια του, είχε αράξει κάτω απ΄ ένα δένδρο της αυλής του που είχε τον πιο παχύ ίσκιο και διάβαζε απορροφηµένος στις σελίδες του. Το τρίξιµο που έκαναν οι µεντεσέδες µιας αυλόπορτας, τράβηξε την προσοχή του. Ανασηκώθηκε λίγο για να δει από πού ερχόταν ο θόρυβος. Ήταν ακόµα νωρίς να ξυπνήσουν. Καταλάβαινε πότε ήταν η ώρα καθώς άκουγε βρύσες ν΄ ανοίγουν και έβλεπε τις νοικοκυρές, άλλες µε λάστιχο και άλλες µε τον κουβά, να βρέχουν το χωµατόδροµο µπροστά στα σπίτια τους για να δροσίσει και να κάτσει η σκόνη. Σε λίγο, έβγαιναν απ΄ τα σπίτια, αγουροξυπνηµένοι και οι άντρες τους, έριχναν µπόλικο νερό στο πρόσωπο τους και περίµεναν να τους σερβίρουν τον καφέ και λίγο καρπούζι, πριν ξαναφύγουν για τις δουλειές τους. Το αυτί του σαν να πήρε φωνές και αφήνοντας το βιβλίο του κάτω, σηκώθηκε για να δει καλύτερα. Ο ∆ηµήτρης, συνοδευόµενος απ΄ τον πατέρα του µόλις είχαν διαβεί την αυλόπορτα του σπιτιού τους. Τον παραξένεψε το ντύσιµο του ∆ηµήτρη. Φορούσε σιδερωµένο µακρύ πανταλόνι και πουκάµισο άσπρο, κουµπωµένο µέχρι πάνω στο γιακά. Τα µαλλιά του ήταν χτενισµένα όλα προς τα πίσω και γυάλιζαν. - Άντε ρε. Προχώρα. Ο πατέρας του τραβούσε µπροστά και ο ∆ηµήτρης µε σκυµµένο κεφάλι ακολουθούσε. Πού πήγαιναν τέτοια ώρα; Επίσκεψη µες το καταµεσήµερο αποκλείεται. Για µεταλαβιά στην εκκλησία, απίθανο γατί αυτό το αναλάµβαναν οι µανάδες και ποτέ οι πατεράδες και ειδικά µες το καταµεσήµερο. Τους είδε να στρίβουν προς τα κάτω, προς της Αναστασίας. Τον έζωσαν τα φίδια. Έκρυψε γρήγορα το βιβλίο και ξεχύθηκε στον άδειο δρόµο. Έφτασε µέχρι τη στροφή τρέχοντας και κατάλαβε πως δεν είχε 109

Μιχάλης Πιτένης

κάνει λάθος. Προς τα εκεί τραβούσαν. ∆εν έπρεπε όµως να τον δουν. επέλεξε άλλη µακρύτερη διαδροµή αλλά µε τον ίδιο προορισµό. Τρέχοντας θα κάλυπτε και µε το παραπάνω τη διαφορά που είχαν. Έφτασε πρώτος και κρύφτηκε σ΄ ένα σπίτι διαγωνίως απέναντι απ΄ της Αναστασίας, απ΄ όπου είχε πεντακάθαρο οπτικό πεδίο. Σε λίγο εµφανίστηκαν πατέρας και γιος. Ο πατέρας έσπρωξε τη µεγάλη αυλόπορτα της Αναστασίας και έκανε να µπει. Ο ∆ηµήτρης κοντοστάθηκε. Μια καρπαζιά του πατέρα του διέλυσε όλες του τις επιφυλάξεις και τον ακολούθησε. Του ΄ρχόταν να σκάσει. Μακάρι να είχε µαγικές δυνάµεις και να διέταζε να γκρεµιστεί αµέσως το Σπίτι, εκεί µπροστά στα µάτια του. Όχι. Καλύτερα να ζητούσε να µαρµαρώσει ο ∆ηµήτρης πριν ανέβει τις σκάλες. Και ο πατέρας του µαζί. Όλοι… Όλοι και όλα να χαθούν, έτσι µε µιας. Τίποτα να µη µείνει. Ξεφύσηξε. Να µη ζει και κείνη η γριά η µυλωνού να τρέξει, να τη βρει, να την παρακαλέσει. Τίποτα, τίποτα δεν τον έσωζε. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τον τοίχο της αυλής, που τον προφύλαγε. - Τι κάνεις εδώ ρε τέτοια ώρα; Άντε σύρε στο σπίτι σου. Ο νοικοκύρης της αυλής στεκόταν από πάνω του αγριεµένος. ∆εν προλάβαινε να του εξηγήσει. Σηκώθηκε σαν ελατήριο και άρχισε να τρέχει. Σε κλάσµατα δευτερολέπτου σκαρφάλωσε στον τοίχο του Σπιτιού. Αν και είχε καιρό να το κάνει, το πέτυχε µε την πρώτη. ∆υσκολεύτηκε όµως να σταθεί πάνω του. Οι πατούσες του δε χωρούσαν στα κενά που υπήρχαν ανάµεσα στις σιδερένιες λόγχες που ήταν πακτωµένες στον τοίχο. Κι όµως έπαιρνε όρκο πως παλιότερα οι πατούσες του δεν είχαν κανένα πρόβληµα. ∆εν είχε όµως καιρό ν΄ ασχοληθεί µ΄ αυτό. Αρπάχτηκε απ΄ την κερασιά και µε γρήγορες κινήσεις κατέβηκε. Βρέθηκε στην αυλή χωρίς να κάνει θόρυβο αλλά είδε πως τα γυµνά του µπράτσα είχαν γδαρθεί. ∆εν τα έδωσε σηµασία και έτρεξε προς την πλευρά της κουζίνας. Παρέσυρε στο διάβα του καρέκλες και ό,τι άλλο βρήκε µπροστά του, µέχρι που τον σταµάτησε το τραπέζι. Πονούσε παντού αλλά αδιαφόρησε. ∆εν την έβλεπε πουθενά και πίστεψε πως τα µηνίγγια του θα σπάσουν. Γύρισε απότοµα για να χωθεί στο διάδροµο και έπεσε πάνω στη Μίνα που τον συγκράτησε. - Ε. Πού το ΄βαλες εσύ; ∆εν είχε καιρό να της εξηγήσει. Καθώς είδε µάλιστα στο διάδροµο τη µορφή του ∆ηµήτρη που χάθηκε σε κλάσµατα δευτερολέπτου ανεβαίνοντας τη σκάλα, προσπάθησε να την πετάξει στο πλάι και να περάσει. 110

Οι κόρες της Αφροδίτης

Το χέρι της Έφης τυλίχτηκε γύρω απ΄ το λαιµό του. Αναγνώρισε πρώτα τη µυρωδιά της και ύστερα γυρίζοντας όλο του το κορµί, σφίχτηκε απάνω της τόσο δυνατά που την πόνεσε. Τον τράβηξε για να καθίσουν στο ντιβανάκι της κουζίνας. Κάθισαν κολληµένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο. - Τι θα κάνω εγώ µ΄ αυτό το παιδί; Μου λες… Η Μίνα κάθισε απέναντι τους και άναψε τσιγάρο. - Κοίτα το. Κοίτα αδυναµία που σου ΄χει! Ρε συ, λες να βρω κι εγώ έναν τέτοιο να του κάνω µάγια! Το γέλιο της θα πρέπει ν΄ ακούστηκε σ΄ όλο το Σπίτι. - Πολλά κέφια βλέπω, της πέταξε η Μπέτυ που µπήκε στην κουζίνα για να φτιάξει καφέ στον πατέρα του ∆ηµήτρη. - Τι έχουµε ρε Μπέτυ; Ξεπαρθένιασµα; - Ναι. Ανέλαβε πάλι η Βενετία. Πόσες παρθενιές έχει πάρει τούτη; - Σάµπως ξέρει κι η ίδια; Πολλές… Η κυρία Αναστασία είχε ειδοποιηθεί από την προηγουµένη απ΄ τον πατέρα του ∆ηµήτρη και τους περίµενε. Φρόντισε να ενηµερώσει και τη Βενετία που θ΄ αναλάµβανε την αποστολή να οδηγήσει στο χώρο των ανδρών το νεαρό. Μπαίνοντας πατέρας και γιος τους άφησε να καθίσουν για λίγα λεπτά, µέχρι να εξοικειωθεί κάπως ο µικρός και ύστερα η Βενετία, αφού µίλησε για λίγο µαζί του, για διάφορα θέµατα, τον πήρε απ΄ το χέρι και τον οδήγησε στο δωµάτιο της. Η επιλογή της Βενετίας δεν ήταν τυχαία. Ήταν η πιο υποµονετική απ΄ τα κορίτσια και η πλέον κατάλληλη για να µη σοκάρει ένα αγόρι στην πρώτη του φορά. Τους έβαζε να καθίσουν δίπλα της, τους µιλούσε τρυφερά στ΄ αυτί και άρχιζε σιγά, σιγά να τους χαϊδεύει µέχρι να εκτιµήσει πως ήταν απολύτως έτοιµοι. Στην περίπτωση, που δεν ήταν καθόλου σπάνια, που ένα αγόρι ενώ ξεκινούσε καλά και µε ορµή, ξέµενε στο δρόµο πολύ πριν την ώρα του, η προσπάθεια άρχιζε και πάλι απ΄ τη Βενετία, µε υποµονή και γλυκό τρόπο. «Κανένα αγόρι δεν έχω χάσει», έλεγε η ίδια και κορδονώταν και εξηγούσε πόσο εύκολο ήταν να πάθει την πλάκα του εκείνη την ώρα και αντί για αγόρι, να καταλήξει στο τρίτο φύλλο. - Άντε µωρέ, εµείς τους φταίµε, ή αυτοί που το ΄χουν από γεννησιµιού τους, αντέτεινε η Μπέµπα µε ειρωνικό ύφος, κάνοντας και τις ανάλογες χειρονοµίες. - Καλά για σένα δεν αµφιβάλλω πως έστειλες πολλούς προς το τρίτο φύλλο, της ανταπέδιδε η Βενετία και έτοιµες ήταν να πιαστούν στα χέρια, αν δεν τις χώριζε το αυστηρό βλέµµα της κυρίας Αναστασίας. 111

Μιχάλης Πιτένης

Ο Γιωργάκης αδιαφορούσε για όσα έλεγαν. Χωµένος στην αγκαλιά της Έφης αισθανόταν ότι πετούσε στα σύννεφα. Μετά µια ώρα περίπου µπήκε στην κουζίνα η Βενετία, αναζητώντας ένα ποτήρι νερό για να ξεδιψάσει. - Τι έγινε; Ολοκληρώθηκε το έργο; - Ναι, αλλά µε παίδεψε τούτος. Πολύ µε παίδεψε… Πριν ολοκληρώσει τη φράση της το βλέµµα της εντόπισε το Γιωργάκη και απευθύνθηκε χαµογελώντας στην Έφη. - Τι έγινε Έφη; Πας να µου φας την ειδικότητα; Η Έφη γέλασε και χαϊδεύοντας τα µαλλιά του Γιωργάκη, της απάντησε: - Αυτός δε νοµίζω πως θα µε παιδέψει πολύ…

112

Οι κόρες της Αφροδίτης

25 Όλη η πιτσιρικαρία της γειτονιάς µαζεύτηκε, µόλις έπεσε το πρώτο σκοτάδι, κάτω απ΄ το γνωστή κολώνα της ∆ΕΗ. Το περιεχόµενο των ανακοινώσεων που είχε να κάνει ο ∆ηµήτρης είχαν γίνει λίγο πολύ γνωστό και περίµεναν απ΄ τον ίδιο για να πληροφορηθούν τα ακριβή γεγονότα. Ο Γιωργάκης έπιασε απ΄ τους πρώτους θέση αν και επέλεξε να καθίσει λίγο πιο πέρα απ΄ τον σκληρό πυρήνα της οµήγυρης. Καθισµένος στο χώµα, αγκαλιάζοντας τα γόνατα του, προσπαθούσε να θυµηθεί αν ο ∆ηµήτρης ήταν όντως µεγαλύτερος του κατά τρία χρόνια ή περισσότερα. Ήξερε βέβαια ότι όταν αυτός θα ξεκινούσε τη δεύτερα Γυµνασίου ο ∆ηµήτρης θα πήγαινε στην πέµπτη. Αυτός όµως δεν ήταν καθόλου ασφαλής τρόπος για να εντοπίσει την ηλικία του καθώς εκείνη την εποχή το να µένει κανείς στην ίδια τάξη, και όχι µόνο για µια ή δύο χρονιές αλλά και περισσότερες, ήταν κάτι φυσιολογικό και πολύ συνηθισµένο. Ο ∆ηµήτρης βλέποντας τους όλους µαζεµένους κάτω απ΄ την κολώνα, έκρινε πως ήταν η ώρα να πλησιάσει. Έφτασε µπροστά στην οµήγυρη και βάζοντας τα χέρια στη µέση, µε τα πόδια ανοιχτά, τους κοίταξε χαµογελώντας. - Λέγε ρε. Το έκανες, ακούστηκε µια φωνή απ΄ το βάθος που εξέφραζε απόλυτα την αγωνία των παραβρισκόµενων. - Το ΄κανα! Χειροκροτήµατα και κραυγές επιδοκιµασίας γέµισαν τον τόπο. Μερικοί βέβαια έσκυψαν τα κεφάλια τους µη µπορώντας να κρύψουν τη ζήλια τους. Μόλις κόπασαν οι ζητωκραυγές, απλώθηκε και πάλι ησυχία καθώς όλοι αδηµονούσαν πια για τις λεπτοµέρειες. Ο ∆ηµήτρης ξέροντας πολύ καλά τι περίµεναν οι άλλοι απ΄ αυτόν, απέφευγε ν΄ ανοίξει το στόµα του, σαν να προσπαθούσε να τους βασανίσει ακόµα περισσότερο, ώσπου κάποιος δεν κρατήθηκε και φώναξε: - Μη τον πιστεύετε ρε. Ψέµατα λέει! Ο ∆ηµήτρης έκρινε πως αν δεν προχωρούσε αµέσως σε λεπτοµέρειες θα έχανε εντελώς το παιχνίδι και µε µια κίνηση του χεριού τους έκανε να σωπάσουν. - Όχι απλώς το έκανα, αλλά της έδωσα και κατάλαβε. Μόλις µπήκαµε µέσα στης Αναστασίας, βλέπω µπροστά µου µια όµορφη, ίσως και η πιο όµορφη που υπάρχει εκεί µέσα. Αυτήνα θέλω, λέω του πατέρα µου και εκείνος συµφώνησε. - Κι ύστερα, κι ύστερα… Η λαχτάρα να µάθουν τις λεπτοµέρειες οδήγησε τους περισσότερους στο να δηµιουργήσουν έναν ασφυχτικό κλοιό γύρω απ΄ το ∆ηµήτρη. - Σιγά ρε. Θα µε σκάσετε. 113

Μιχάλης Πιτένης

Έκαναν ένα βήµα πιο πίσω αλλά εξακολουθούσαν να κρέµονται από τα χείλη του. - Ύστερα που λέτε… Ύστερα, µε πήγε στο δωµάτιο της και… Και εκεί της έδωσα και κατάλαβε. - Σοβαρά; - Ναι ρε. Τέτοιο άντρα, µου λέει, δεν έχω µαταδεί. Ένα επιδοκιµαστικό «Ω, ω, ω» έσκισε την ατµόσφαιρα. - Αφού δεν µ΄ άφηνε να φύγω. Τόσο πολύ. - Και γιατί έφυγες; - Αφού ΄µουνα µε το γέρο µου, ρε ξύπνιε. Τι ήθελες να κάνω; Αλλά της είπα. Θα θανάρθω… - Και θα ξαναπάς. - Φυσικά. Και µη θαρρείτε πως θα µου πάρει και χρήµατα. Για σένα αγόρι µου, µου ΄πε, τζάµπα. Κι όποτε θες… - Ε, ρε τον τυχερό, µακάρισε ένας την τύχη του ∆ηµήτρη, ενώ οι υπόλοιποι κουνούσαν τα κεφάλια τους, άλλοι από θαυµασµό και ζήλια και άλλοι από καχυποψία, καθώς αµφισβητούσαν τα λεγόµενα του. - Και να σας πω και κάτι άλλο ρε; - Τι; - Όταν ξαναπάω, δεν πρόκειται να πάρω την ίδια κι ας είναι όµορφη… - Γιατί; - Θα πάρω µια άλλη, ακόµα πιο όµορφη και νέα. Έφη την ελένε… Κι έχει ένα πράµα λένε. Όλοι θέλουν να το δοκιµάσουν, όλοι! Το άκουσµα και µόνο του ονόµατος, ήταν αρκετό για να διεγείρει όλες τις αισθήσεις του Γιωργάκη που παραµένοντας ακόµα καθισµένος λίγο πιο πέρα, παρακολουθούσε χωρίς να συµµετέχει στις εκδηλώσεις των άλλων, την επίδειξη του ∆ηµήτρη. Σηκώθηκε αργά απ΄ το χώµα, τίναξε το παντελόνι του και ανοίγοντας διάδροµο στην οµήγυρη πλησίασε το ∆ηµήτρη που συνέχιζε την αγόρευση του. Βλέποντας το µικρό να πλησιάζει, ο ∆ηµήτρης του ΄ριξε µια µατιά, αλλά δε θεώρησε σκόπιµο να διακόψει. Έτσι η πρώτη γροθιά που δέχτηκε στο πρόσωπο, τον έκανε να παραπατήσει και να χάσει την ισορροπία του. Ο Γιωργάκης δεν του έδωσε την ευκαιρία να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει. Ρίχτηκε από πάνω του και άρχισε να τον χτυπά ακατάπαυστα µε τις γροθιές του. Ο ∆ηµήτρης όµως γεροδεµένος καθώς ήταν και πιο µεγαλόσωµος απ΄ τον αντίπαλο του, αφού δέχτηκε τα πρώτα χτυπήµατα, κατάφερε ν΄ αντιδράσει.

114

Οι κόρες της Αφροδίτης

Απέκρουσε δύο τρία απ΄ αυτά και αρπάζοντας του τα χέρια, τα ακινητοποίησε. Αµέσως µετά γύρισε µε µια δυνατή απότοµη κίνηση τον αντίπαλο και τον έφερε από κάτω. Η κατάσταση άλλαξε εις βάρος του Γιωργάκη και τα χτυπήµατα, το ένα πίσω απ΄ το άλλο, τα δεχόταν τώρα το δικό του πρόσωπο. Αντιστάθηκε όσο µπορούσε, κλώτσησε τον αέρα προσπαθώντας να ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση, αλλά στάθηκε µάταιο. Η µύτη του έγινε σµπαράλια και το πρόσωπο του βάφτηκε κόκκινο. Βλέποντας την κατάσταση κάποιοι απ΄ τους µεγαλύτερους έπεσαν να τους χωρίσουν. Τους σήκωσαν και τους δύο κρατώντας τους γερά απ΄ τα χέρια. Ο ∆ηµήτρης κοίταξε το Γιωργάκη απορηµένος, µη έχοντας καµιά διάθεση για να δώσει συνέχεια. ∆ε συνέβαινε όµως το ίδιο και µε το µικρό που µόλις ελευθερώθηκε ξαναεπιτέθηκε, ψιθυρίζοντας κάτι που οι άλλοι δεν µπορούσαν να καταλάβουν. - Την Έφη ρε κερατά. Την Έφη. Ο καυγάς ξανάναψε και θα συνεχιζόταν για πολύ ακόµα αν δεν επενέβαιναν οι µεγάλες δυνάµεις. Μερικές µάνες της γειτονιές, ανάµεσα τους και η µάνα του Γιωργάκη, ακούγοντας τον καυγά έτρεξαν να µαζέψουν τους κανακάρηδες τους. Η κυρά Ρούλα µόλις διαπίστωσε πως ένας απ΄ τους συµπλεκόµενους ήταν ο γιος της, έβγαλε µια δυνατή κραυγή. - Άχου. Πώς έγινες έτσι βρε παιδάκι µου; Ο Γιωργάκης και να ήθελε δεν µπορούσε να της απαντήσει καθώς το στόµα του είχε γεµίσει αίµα. Η κυρά Ρούλα στράφηκε προς το ∆ηµήτρη. - ∆ε ντρέπεσαι βρε συ; Κοτζάµ γοµάρι και τα ΄βαλες µε το µικρό παιδί; - Τι να κάνω γω; Αυτός αρχίνησε πρώτος… - Κι εσύ βρε πήγες να το σκοτώσεις; Μικρό παιδί είναι βρε… Πριν προλάβει ο ∆ηµήτρης ν΄ απαντήσει, στον καυγά ενεπλάκη η µάνα του που είχε καταφτάσει κι εκείνη. - Σταµάτα Ρούλα. Αφού σου λέει, ο δικός σου το ξεκίνησε. Τι να κάνει το παιδί; Να κάτσει να της φάει; - Όχι, κι έπρεπε να µου το σκοτώσει. ∆ε βλέπεις πως τον έκανε; Κοίτα χάλι, κοίτα αίµατα! - Να το συµµαζέψεις το γιο σου, να µην τα βάζει άλλη φορά µε µεγαλύτερους. Τ΄ ακούς; Οι µάνες των δύο δραστών είχαν έρθει πολύ κοντά η µια στην άλλη και δεν θ΄ αργούσε να πεταχτεί η σπίθα που θα πυροδοτούσε και το δικό τους καυγά.

115

Μιχάλης Πιτένης

Η επέµβαση των άλλων µητέρων που είχαν φτάσει στο χώρο, λειτούργησε πυροσβεστικά. - Άντε. Συµµαζέψτε τους και τους δύο. Σ΄ έναν καυγά πάντα φταίνε κι οι δύο. Η κυρά Ρούλα άρπαξε πρώτη το Γιωργάκη απ΄ το χέρι και τον τράβηξε προς το σπίτι. Λίγο πριν περάσουν την αυλόπορτα τους, του έριξε µε το χέρι της µια δυνατή στον κώλο. - Άντε. Ευτυχώς Παναγίτσα µου αρχίζουν σε λίγες µέρες τα σχολεία, να συµµαζευτείς να ησυχάσω…

116

Οι κόρες της Αφροδίτης

26 Οι δυσκολίες της δευτέρας γυµνασίου τον απασχολούσαν µέρες πριν ξαναπεράσει τα κατώφλι του σχολείου. Η µάνα του λειτουργώντας ως άλλη Κασσάνδρα είχε φροντίσει να προφητέψει µύρια όσα κακά που τον περίµεναν, µόλις θα χτυπούσε το πρώτο κουδούνι. ∆εν ήξερε πόσο σοβαρά έπρεπε να λάβει τις προφητείες της, αλλά δε µπορούσε και να τις αγνοήσει. Βέβαια η κυρά Ρούλα δε γνώριζε από πρώτο χέρι τις δυσκολίες της δευτέρας τάξης του Γυµνασίου, καθώς µόλις και µετά βίας είχε ολοκληρώσει το ∆ηµοτικό, αλλά αυτό δεν το λάµβανε καν υπ΄ όψιν του ο Γιωργάκης. Και µόνο που η µάνα του είχε κάνει έστω και τις έξη πρώτες τάξεις της εκπαίδευσης, ήταν αρκετό για να καταταγεί µεταξύ των σχετικά µορφωµένων της εποχής, αφού πολλές συµµαθήτριες της κυρά Ρούλας ούτε σπρώχνοντας δεν το είχαν καταφέρει. Θα ήθελε πάρα πολύ να µιλήσει για το θέµα αυτό µε τη µεγαλύτερη αδερφή του, την Κική, αλλά η σχέση τους δεν ευνοούσε τέτοιου είδους συζητήσεις. Η Κική που είχε ολοκληρώσει το Γυµνάσιο εκείνη τη χρονιά, έπεσε µε τα µούτρα στο κέντηµα, το οποίο δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ ούτε στα µαθητικά της χρόνια, προετοιµαζόµενη για τον προορισµό που οι γονείς της είχαν χαράξει γι΄ αυτή και εκείνη είχε αποδεχτεί. Έναν ικανοποιητικό γάµο. Τον ενοχλούσε που η Κική δε φερόταν ποτέ σύµφωνα µε την ηλικία της. Πάντα λιγοµίλητη µπροστά στους µεγάλους, υποταγµένη σε κάθε θέληση και επιθυµία τους, την είδε µόνο λίγες φορές να χαχανίζει και να αστειεύεται µόνο µε κάποιες φιλενάδες της, χωρίς όµως ποτέ, ακόµα και εκείνες τις ώρες ν΄ αφήνει το κέντηµα απ΄ το χέρι της. Βιβλίο δε θυµόταν να κρατάει στο χέρι της, αλλά αυτό δεν την εµπόδιζε να περνάει µε τη µία τις τάξεις και στη συνέχεια να τα παραδίδει στον ξάδελφο τους, το Σάκη για να λιώσουν στα χέρια του ή να πουληθούν, µέχρι να προβιβαστεί επιτέλους απ΄ τη µια τάξη στην άλλη. Πολλές φορές είχε σκεφτεί ν΄ ανοίξει κουβέντα µαζί της και να τη ρωτήσει γιατί το βλέµµα της ήταν θλιµµένο, αλλά όσες και αν προσπάθησε εκείνη απέφυγε να του απαντήσει αλλάζοντας θέµα. ∆εν απέφευγε όµως να τον στολίζει µε παρατηρήσεις και συµβουλές, τις οποίες ο Γιωργάκης βαριόταν αφόρητα, αφού δεν ήταν τίποτα περισσότερο από µια επανάληψη των όσων κατά καιρούς ξεστόµιζε µονότονα και κουραστικά η µητέρα τους. Και πόσο έµοιαζε της κυρά Ρούλας στην όψη! Σχεδόν σ΄ όλα. Στο ντύσιµο, στο περπάτηµα. Μέχρι και στο µαγείρεµα!

117

Μιχάλης Πιτένης

Μόλις η Κική ολοκλήρωσε το Γυµνάσιο και παρά τις προτροπές µιας καθηγήτριας φιλολόγου που της είχε ιδιαίτερη αδυναµία, έκλεισε οριστικά για κείνη το κεφάλαιο µόρφωση. - Μα γιατί κυρία Ρούλα µου; Το κορίτσι έχει δυνατότητες; Γιατί του τις στερείτε, προσπάθησε η φιλόλογος να µεταπείσει τη µητέρα της εκείνο το απόγευµα του Μάη που είχε έρθει να τους επισκεφτεί. - ∆εν έχουµε όµως εµείς, την έκοψε η κυρά Ρούλα. - Μα και δασκάλα να γίνει, έναν µισθό θα τον παίρνει. Και ξέρετε τι είναι σήµερα ένας µισθός για τη γυναίκα… Ποιος άντρας δεν θα τον εκτιµήσει, επέµενε η φιλόλογος. - Και να κοιτάει ξένα παιδιά! ∆ε µας χρειάζεται. Να τελειώσει µε το καλό, να παντρευτεί και να κάνει τα δικά της να τα κοιτάει, έκλεισε οριστικά και αµετάκλητα την κουβέντα η κυρά Ρούλα. Ο Γιωργάκης δεν το χώνεψε αυτό. Επηρεασµένος απ΄ τα βιβλία του πατέρα του που ξεκοκάλιζε, αποφάσισε να πάει να τον βρει και να µιλήσουν σαν άντρες. Επέλεξε το επιπλάδικο για να ν΄ αποφύγει τυχόν διαλυτική παρέµβαση της µάνας του. - Για δεν αφήνεις την Κική µας να σπουδάσει; Αφού είναι καλή… Ο Αστέρης που εκείνη την ώρα έβαζε σηµάδια µε το µολυβάκι του σ΄ ένα ξύλο, χαµογέλασε κάτω απ΄ το µουστάκι του και τράβηξε την τελευταία γραµµή. Έπειτα πέρασε το µολυβάκι πίσω απ΄ το δεξί του αυτί και έκανε νόηµα στο γιο του να τον ακολουθήσει στο βάθος του µαγαζιού. - Πώς να σπουδάσει δηλαδή; - Να γίνει δασκάλα. Τα παίρνει τα γράµµατα και… - ∆ε γίνεται. Έπειτα είπαµε να σπουδάσεις εσύ. ∆ύο παιδιά σε µια οικογένεια δε γίνεται. Είναι πολλά τα έξοδα… - Μη σε νοιάζει. Εγώ κάνω το κουµάντο µου και µαζεύω. - Από πού; Απ΄ τα θελήµατα που κάνεις στης Αναστασίας; - Από εκεί… Ο Αστέρης δεν µπόρεσε να µη γελάσει µε το σοβαρό ύφος που είχε πάρει ο γιος του. - Γιατί γελάς; Έχει κι η Κική δικαιώµατα… - Καλά. Ποιος είπε πως δεν έχει. Αλλά µην ξεχνάς πως είναι κορίτσι κι εσύ παιδί. Αυτή θα βρει το δρόµο της. Θα παντρευτεί… Και που τελειώνει το Γυµνάσιο πολύ είναι. Άλλα κορίτσια ξέρεις από πότε στήνουν το δικό τους νοικοκυριό; Έφυγε φουρκισµένος απ΄ το επιπλάδικο. Αδυνατούσε να χωνέψει τα όσα άκουσε απ΄ το στόµα του πατέρα του. Τράβηξε κατευθείαν για της Αναστασίας. Έπρεπε να µιλήσει στην Έφη. - Κυρία Έφη. - Τι είναι αγόρι µου; - Εσύ τι σπούδασες; 118

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Τίποτα. ∆εν τον ενόχλησε τόσο το γέλιο που συνόδεψε την τελευταία της λέξη, αλλά η ίδια η λέξη. «Τίποτα». Και τα βιβλία; Ο σωρός που ήταν ντανιασµένος δίπλα στο κρεβάτι της; Τα όσα ήταν στοιβαγµένα κάτω απ΄ το κρεβάτι; - Πώς τίποτα; - Ε, καλά. Όχι και τίποτα. Πήγα µέχρι την έκτη δηµοτικού. Το είπε ελπίζοντας πως θα τον εντυπωσιάσει, αλλά µάλλον τον απογοήτευσε περισσότερο. Το κατάλαβε. - Ξέρεις… εµένα µου αρέσαν τα γράµµατα, αλλά… Πού να καταλάβεις; - Η γυναίκα πρέπει να σπουδάζει. Να φέρνει και αυτή το µεροκάµατο της στο σπίτι. Να γίνεται δασκάλα… Έβαλε το χέρι της στο στόµα. - Πω, πω! Ποιος τα λέει αυτά Γιωργάκη; - Τα βιβλία! Αποχώρησε απογοητευµένος. ∆εν ήταν δυνατόν να συνεννοηθεί µε τους µεγάλους. Η Κική ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Γυµνάσιο και ο χρόνος άρχισε να µετρά για κείνη αντίστροφα. Σε λίγο θ΄ άρχιζαν να καταφτάνουν τα πρώτα προξενιά, καθώς και όµορφη κοπέλα ήταν και ο πατέρας της είχε φροντίσει, παρ΄ όλες τις δυσκολίες που πέρασε, να κρατήσει ένα µεγάλο οικόπεδο, σε καλό σηµείο της πόλης, το οποίο θα λειτουργούσε ως βασικό δέλεαρ για τους υποψήφιους γαµπρούς.

119

Μιχάλης Πιτένης

27 - Άκουσε µε τι θα σου πω. Εκείνα τα χρόνια, ήταν πολύ δύσκολα σαν γεννιόσουν κορίτσι. Πόσους δρόµους θαρρείς είχες µπροστά σου και πού να ΄βρεις το κουράγιο να πεις θα κάνω το δικό µου… Η κυρία Έφη έκανε για λίγο παύση παίρνοντας µια βαθιά ανάσα και ύστερα, σαν να άντλησε από µέσα της καινούργια δύναµη, συνέχισε µε δυνατότερη φωνή. - Άκουσε µε. Ο µόνος σίγουρος δρόµος ήταν ο γάµος. Κι αν καλόπεφτες, πάλι καλά. Αν όχι… Κι αυτό ονειρευόταν όλες. Μέχρι και τα κορίτσια που είχαν βρεθεί σε σπίτια σαν και της Αναστασίας. Αυτό µας είπε εκείνο το απόγευµα η Μπέµπα, µα δεν την πιστέψαµε. Λέγαµε όµως και από µέσα µας, «βρε θες να ΄ναι αλήθεια;»… Κόντευαν Χριστούγεννα. Η Μπέµπα περίµενε να φύγει ο κύριος Φωτάκης απ΄ το δωµάτιο της Αναστασίας γιατί ήθελε να της µιλήσει. Αργούσε όµως και κείνη αδηµονούσε. Πλησίασε την πόρτα και έστησε αυτί. Άκουσε γέλια και πνιχτές κραυγές. - Αµάν. ∆ε λέει να χορτάσει µε τίποτα, µουρµούρισε δυνατά και συνέχισε να κόβει βόλτες ανήσυχη. Η ανησυχία της δεν πέρασε απαρατήρητη απ΄ τις υπόλοιπες που κοιτάχτηκαν µεταξύ τους απορηµένες. - Μην ασχολείστε. Θα έχει πάρει πάλι ανάποδες, τις συµβούλεψε η Βενετία και όλες έσπευσαν να συµφωνήσουν µαζί της. Η Μπέµπα όµως δεν ήταν όπως τις άλλες φορές. Η συµπεριφορά της ήταν πολύ αλλαγµένη και αν έφευγε το φτιασίδι κάτω απ΄ τα µάτια της θα µπορούσαν να δουν τους µαύρους κύκλους, που είχαν δηµιουργήσει οι τρεις βραδιές τώρα που έµενε ξάγρυπνη. Την τέταρτη µέρα το αποφάσισε. Σηκώθηκε νωρίς απ΄ το κρεβάτι της, τράβηξε από κάτω της µια παλιά φθαρµένη πάνινη καρό βαλίτσα και άρχισε να µαζεύει τα πράγµατα της. Ό,τι δε χωρούσε στη βαλίτσα το έριξε σ΄ ένα σεντόνι, το τύλιξε και το έδεσε γερά κόµπο. Ήταν έτοιµη. Το µόνο που απέµενε ήταν να µιλήσει µε την Αναστασία, να πάρει την άδεια της και τις χαιρετίσει όλες. Μετά από καµιά ώρα ο κύριος Φωτάκης άνοιξε την πόρτα της Αναστασίας και µε σκυµµένο κεφάλι, πετώντας τες ένα πνιχτό γεια, αποχώρησε. Η Μπέµπα ήταν αδύνατον να περιµένει άλλο. Χωρίς να χτυπήσει µπήκε στο δωµάτιο. Η Αναστασία ξαπλωµένη στο κρεβάτι της, µε µισάνοιχτη τη ρόµπα της, απολάµβανε ένα τσιγάρο. Μόλις είδε τη Μπέµπα ανασηκώθηκε ξαφνιασµένη, έτοιµη να τη βρίσει. ∆εν ήθελε ποτέ να την ενοχλούν τέτοιες ώρες, εκτός και αν ήταν κάτι πολύ σοβαρό που δεν έπαιρνε αναβολή. 120

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η Μπέµπα, για να προλάβει την έκρηξη της κυρίας, κάθισε στο κρεβάτι, µπροστά στα πόδια και άρχισε να της µιλά µε σκυµµένο κεφάλι. - Κυρία πρέπει να φύγω. - Γιατί; Τι έτρεξε πάλι; Κατέβασε τα πόδια της κάτω απ΄ το κρεβάτι και κούµπωσε βιαστικά τα υπόλοιπα κουµπιά της ρόµπας της. Αναζήτησε τις παντόφλες της και πήγε και στάθηκε µπροστά στον καθρέφτη της, προσπαθώντας να ταιριάξει τα ανακατωµένα της µαλλιά. - Πού θες να πας; - Ο Προκόπης. Βρήκε µια καλή δουλειά στη Νάουσα και µου µήνυσε να πάω να τον βρω. Θα µείνουµε µαζί… Άκουσε την είδηση χωρίς να κάνει καµιά γκριµάτσα. Μόνο συνέχισε να φροντίζει τα µαλλιά της. Έσκυψε να πιάσει ένα τσιµπιδάκι και βλέποντας τη Μπέµπα µέσα απ΄ τον καθρέφτη, έτσι όπως ήταν καθισµένη στο κρεβάτι της, µε το κεφάλι πάντα σκυµµένο και τα χέρια της σταυρωµένα µπροστά, σαν το παιδάκι που έκανε κάτι κακό και τώρα εκλιπαρεί να µην το τιµωρήσουν, φαινόταν πως δεν έλεγε την αλήθεια. Συνέχισε να την κοιτάει αµίλητη ώσπου τα βλέµµατα τους διασταυρώθηκαν µέσα απ΄ τον καθρέφτη. ∆εν ήταν η Μπέµπα που ήξερε, αυτή η µαραµένη, σχεδόν γριά, κοπέλα που καθόταν πίσω στο κρεβάτι της. ∆εν είχε καµιά σχέση µ΄ αυτή που κάθε τρεις και λίγο σήκωνε το Σπίτι µε τις φωνές της. Ήταν ένα αδύναµο, τροµαγµένο πλάσµα που ζητούσε κάτι χωρίς να είναι σίγουρο αν το θέλει. Η Μπέµπα δεν ήταν ποτέ απ΄ τα αγαπηµένα της κορίτσια, αλλά τόσα χρόνια στη δούλεψη της τη γνώρισε απ΄ την καλή και απ΄ την ανάποδη. Τα καλά της τα αναγνώριζε, ενώ τα στραβά της τα συγχωρούσε, όσο µπορούσε. Έξω απ΄ τις παραξενιές της, ήταν δουλευταρού και δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχε ξελασπώσει όταν πλάκωναν κατά κύµατα οι φαντάροι. Και οι πελάτες όµως, πιο παλιά την προτιµούσαν καθώς είχε κι αυτήν τους σταθερούς της και ήταν κεφάλαιο για το Σπίτι της. Παλιότερα όµως, γιατί τώρα τελευταία δεν ήταν λίγα τα βράδια που δεν έκανε σεφτέ. Αν δεν υπήρχαν κι οι φαντάροι, ίσως και να περνούσαν εβδοµάδες ολόκληρες χωρίς να µαζέψει ούτε µια µάρκα. Κι αυτό ήταν ένα πρόβληµα για την Αναστασία, όχι τόσο επειδή τα έσοδα της µειώνονταν, αλλά για τις ίδιες τις ισορροπίες που ήθελε να κρατάει µεταξύ των κοριτσιών της. Το µόνο εύκολο ήταν να ξεσπάσει ο καυγάς, αν κάποια κοπέλας, θέλοντας να πικάρει τη Μπέµπα, την τσιγκλούσε θυµίζοντας της πως την έβγαζε κάθε βράδυ στους καναπέδες, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ΄ το άλλο.

121

Μιχάλης Πιτένης

Η θιγµένη θα άρπαζε αµέσως φωτιά και δεν ήταν σίγουρη αν µια δική της φωνή, θα αποκαθιστούσε την τάξη ηρεµώντας την Μπέµπα, κι ας ήξερε πως στο πρόσωπο της, άσχετα αν έβγαζε γλώσσα κάπου, κάπου, φερόταν µε σεβασµό. Όλα αυτά τα ΄χε βάλει πολλές φορές στη ζυγαριά της καθώς σκεφτόταν πως η Μπέµπα τα ΄χε φάει τα ψωµιά της. Το ισοζύγιο βέβαια κάθε φορά της έβγαινε αρνητικό, αλλά και τι να κάνει; Να την πετάξει έξω; Μια ψυχή ήταν κι αυτή… ∆εν είχε διαφύγει βέβαια απ΄ την προσοχή της το γεγονός πως ο Προκόπης είχε πάνω από δύο µήνες να φανεί. Τον πρώτο µήνα, τον άφησε να περάσει έτσι. Όχι όµως και το δεύτερο. Κι είχε τον τρόπο της να µάθει. Στη Μπέµπα φυσικά δεν είπε τίποτα και ζήτησε απ΄ τον πελάτη που της το µαρτύρησε, να µην πει και κείνος, ούτε στην ίδια µα ούτε και σε κανένα απ΄ τα άλλα κορίτσια πως, ο Προκόπης πήρε απόφαση να νοικοκυρευτεί. Γι΄ αυτό είχε λογοδοθεί µε µια κοπέλα απ΄ ένα µακρινό χωριό των που του ΄φερε µια θειά του. «Να, µούτρα για νοικοκύρεµα». Αλλά και τι την ένοιαζε; Μήπως ο πρώτος ήταν ο τελευταίος που ακολουθούσε αυτή την τακτική; Φυσικά και αυτός θα ξαναγυρνούσε κάποτε, ίσως όταν η γυναίκα του έπιανε το πρώτο τους παιδί. Τι να ΄κανε όµως η Μπέµπα, αν της το ΄λεγε; Να τον περιµένει; Μπα, ήταν πολύς χρόνος και βαρύς πόνος ακόµα και για µια κοπέλα σαν τη Μπέµπα που δεν είχε και τίποτα άλλο να περιµένει… Τέλειωσε µε τα µαλλιά της και γύρισε στο κρεβάτι της. Κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε χαµογελώντας: - Στη Νάουσα είπες είναι ο Προκόπης; - Ναι. - Ωραίο µέρος. Και πλούσιο. Και τι δε βγάζει. Θα περάστε καλά εκεί… Έπεσε στην αγκαλιά της, ξεσπώντας σ΄ ένα βουβό κλάµα . - Έλα και µη χασοµεράς. Σύρε να ετοιµάσεις τα πράγµατα σου. - Έτοιµα τα ΄χω. - Ε, τότε να πω να φωνάξουν το ΤΑΞΙ. Να σε πάει µέχρι τα λεωφορεία. Μέχρι να ΄ρθει, θα προλάβεις να χαιρετίσεις τα κορίτσια. Η Μπέµπα έφυγε µε σκυµµένο το κεφάλι. Μέχρι να επιστρέψει µε τα πράγµατα της η Αναστασία είπε να ειδοποιήσουν το ΤΑΞΙ και µάζεψε γύρω της τα κορίτσια. - Η Μπέµπα µας φεύγει! - Για πού, πρόλαβε να ρωτήσει η Μίνα. - Πάει στη Νάουσα. Της µήνυσε ο Προκόπης να πάει να τον βρει… 122

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Ποιος Προκόπης, άρχισε να λέει η Μπέτυ, αλλά δεν κατάφερε να συνεχίσει. Με µια αστραπιαία κίνηση η κυρία Αναστασία της έκλεισε το στόµα και ορµήνεψε τις υπόλοιπες. - Τώρα που θα σας χαιρετίσει, µην ακούσω κιχ, γι΄ αυτό το θέµα. Εντάξει; Μ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού της έδωσαν τη διαβεβαίωση τους. Σε µισή ώρα, είδαν για τελευταία φορά τα πρόσωπο της Μπέµπας, πίσω απ΄ το παράθυρο ενός ΤΑΞΙ. Σε όλες έδωσε την ίδια εικόνα. Ενός πολύ στεναχωρηµένου ανθρώπου. - Ας το καλό. Ακόµα δεν έφυγε η Φαρµάκω και µου έλειψε, σχολίασε η Μίνα, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της. - Εγώ πάντως, έτοιµη ήµουνα να βάλω τα γέλια όταν της ευχόµασταν όλοι µαζί. Θα γελούσα σίγουρα αν της λέγαµε και καλούς απογόνους, είπε η Μπέτυ, αλλά βλέποντας πως οι άλλες δεν έδειξαν και ιδιαίτερη διάθεση να συνεχίσουν την κουβέντα πάνω σ΄ αυτό το θέµα το έκοψε και εκείνη. - Πού λέτε να πηγαίνει, αναρωτήθηκε η Έφη. - Ίσως να αποφάσισε να καταλήξει σαν και την κυρά Κούλα, τη γειτόνισσα, υπέθεσε η Γαλάτεια. Κοιτάχτηκαν για λίγο µεταξύ τους και η µόνη που µίλησε ήταν η Μίνα. - Καιρός της ήταν. Αφού εδώ δεν περνούσε πια η µπογιά της. - Σκάσε, γιατί έτσι θα καταλήξουµε όλες µας µια µέρα, της φώναξε η Μπέτυ και τα µάτια της κόντευαν να πεταχτούν απ΄ τις κόγχες τους. Νεκρική σιγή απλώθηκε. Να σκέφτονταν τη Μπέµπα, ή την κυρά Κούλα, την τύχη της οποίας δεν ήθελε καµιά τους να ΄χει; Η κυρά Κούλα είχε πιάσει ένα δωµατιάκι, στο πίσω µέρος της αυλής, ενός χαµηλού σπιτιού, που νόµιζες πως δεν ήταν χτισµένο πάνω στο χώµα, αλλά πως εκεί είχε φυτρώσει, λίγο πιο πάνω απ΄ το Σπίτι της Αναστασίας. Το σπίτι ανήκε σ΄ ένα απ΄ τους µεγαλοϊδιοκτήτες της πόλης, που το µόνο που λογάριαζε ήταν να πέφτει κανονικά το αλµυρό ενοίκιο που ζητούσε και πάντα στην ώρα του. Κι η Κούλα ήταν καλοπληρωτής, σε αντίθεση µε την οικογένεια που έµεινε στα δύο µπροστινά δωµάτια του σπιτιού, που έκανε ολόκληρο αγώνα να συγκεντρώσει το ενοίκιο µέχρι την πρώτη του µηνός, για ν΄ αποφύγει τις φωνές και το βρίσιµο του ιδιοκτήτη που θα ΄ρχόταν σίγουρα στην ώρα του, απειλώντας τους µε έξωση. Γι΄ αυτό, δεν τόλµησαν καν να διαµαρτυρηθούν που µια ηλικιωµένη ξεπεσµένη πουτάνα, έστησε το δικό της µαγαζί µέσα στην ίδια την αυλή τους, µ΄ έναν τοίχο να τους χωρίζει. 123

Μιχάλης Πιτένης

Σύντοµα όµως διαπίστωσαν πως όχι απλώς δεν είχαν κανένα λόγο να διαµαρτύρονται αλλά αντιθέτως έπρεπε και να είναι ευχαριστηµένοι καθώς η Κούλα τους είδε σα δική της οικογένεια και χωρίς να της το ζητήσουν, άρχισε να τσοντάρει όσο µπορούσε, ενισχύοντας τον πενιχρό οικογενειακό τους προϋπολογισµό. Έτσι έγινε σχεδόν µέλος της οικογένειας και ισότιµη µεταξύ των άλλων γυναικών της γειτονιάς που την καλούσαν πλέον στη συντροφιά που στήναν κάθε απόγευµα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, πότε στην αυλή της µιας και πότε της άλλης. Η Κούλα, εκτός απ΄ το εργόχειρο της όλο και κάποιο βαζάκι µε γλυκό κρατούσε στο χέρι της και όλες είχαν να το λένε για τη µαεστρία που είχε στο δέσιµο του σιροπιού. Την είχαν µάλιστα τόσο αποδεχθεί που όταν πλησίαζε κάποιος πελάτης, µες το µεσηµέρι όταν οι περισσότεροι κοιµόταν, ή όταν σουρούπωνε, και δεν τον είχε πάρει χαµπάρι εκείνη, έβαζαν φωνή: - Μωρή Κούλα. Τρέχα. Σε ζητάνε! Η Κούλα έτρεχε αµέσως και µόλις τελείωνε ξανάπιανε το τσιγκελάκι της και τη θέση της στο χωρατά των γυναικών, σαν να είχε µόλις τραβήξει το φαί απ΄ τη φωτιά, ή είχε σιδερώσει το καθαρό πουκάµισο του άντρα της, που ετοιµαζόταν να βγει έξω. Η πελατεία της Κούλας δεν ήταν βέβαια ό,τι καλύτερο. Όσοι δε γίνονταν δεκτοί στης Αναστασίας και οι µη έχοντες να καλύψουν την σαφώς ακριβότερη µάρκα του Σπιτιού, έβρισκαν εκεί αποκούµπι. Αυτό όµως δεν την πείραζε καθόλου. Το µεροκάµατο να έβγαινε. Το ίδιο δεν πείραζε και την Αναστασία που ποτέ δεν τη θεώρησε ως σοβαρή ανταγωνίστρια. ∆ιαφορετικά, είχε τον τρόπο να πείσει τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να µη τη δεχτεί. - Κρίµα είναι, είπε µόλις πληροφορήθηκε την παρουσία της. Ας βγάλει κι αυτή η έρµη ένα µεροκόµατο, συµπλήρωσε και δεν ασχολήθηκε από εκεί και πέρα ποτέ µαζί της. Αν την Κούλα η Αναστασία δεν την είδε ποτέ σαν ανταγωνίστρια, δε συνέβαινε το ίδιο και µε τους κίναιδους της εποχής, που τους είχε γινάτι και δεν έχανε ευκαιρία να τους το δείχνει.

124

Οι κόρες της Αφροδίτης

28 Αν κάτι χαρακτήριζε τη ζωή του Σάκη απ΄ την ηµέρα που συνειδητοποίησε πως δεν ήθελε να έχει σχέσεις µε γυναίκες, ήταν πώς έπρεπε διαρκώς να κρύβεται. Κάθε βράδυ, σχολνώντας απ΄ το µαγέρικο στο οποίο δούλευε σερβιτόρος, έψαχνε να βρει τη γωνιά για να κρυφτεί περιµένοντας να περάσει ο κατάλληλος που θα έπαιζε το ρόλο του εφήµερου εραστή του. Κοντός και κακοφτιαγµένος καθώς ήταν, µάλλον είχε καταλάβει πολύ καλά πως αποκλείεται να τραβούσε κάποιον εξ αιτίας των εξωτερικών του χαρισµάτων. Γι΄ αυτό φρόντιζε πάντοτε να έχει κάτι να προσφέρει. Το επάγγελµα του, του εξασφάλιζε βέβαια άνετα τα προς το ζειν, αλλά όχι τόσα, όσα χρειαζόταν για να προσφέρει το απαραίτητο δέλεαρ στον επίδοξο εραστή του. Ο ίδιος θα προτιµούσε οπωσδήποτε να εξασφαλίζει τη συντροφιά κάποιου αγοριού, αλλά η επιλογή αυτήν εκτός από πολλά ρίσκα είχε και πολύ ξύλο. Πολλά αγόρια που προσέγγισε έτρεξαν φοβισµένα στους πατεράδες τους ή στα µεγαλύτερα αδέρφια τους και το αποτέλεσµα ήταν το ξυλοφόρτωµα του Σάκη που συνοδευόταν απ΄ την απειλή πως αν ξαναπλησίαζε, τότε θα τον κουβαλούσαν τέσσερις. Αυτό βέβαια δε σήµαινε πως δεν είχε και τις επιτυχίες του στα αγόρια. Κάποια, είτε παρακινούµενα απ΄ τη διάθεση να δοκιµάσουν κάτι το απαγορευµένο, είτε γιατί αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν µε κάποια κοπέλα τις ασυγκράτητες ερωτικές τους ορέξεις, ενέδιδαν στις προτάσεις του Σάκη που αισθανόταν απόλυτα ευτυχής. Υπήρχαν φυσικά και οι περιπτώσεις ορισµένων, που αποζητούσαν τη συντροφιά του. Αυτούς οι άλλοι, που γνώριζαν βεβαίως τις συνήθειες τους, τους αποκαλούσαν κωλοµπαράδες. Ο Σάκης τις περισσότερες φορές γινόταν στόχος διαφόρων πειραγµάτων που πολλά ήταν ιδιαίτερα άγαρµπα και σκληρά. Τότε ανέβαινε το αίµα του στο κεφάλι και δεν έχανε την ευκαιρία να πετάξει τα καρφιά του, ξέροντας πως όλο και κάποιοι θα ενοχληθούν. - Μη µε κολλάτε και πολύ για να µην ανοίξω το στόµα µου. Άντε γιατί πολλοί κρυφοί µαζεύτηκαν σ΄ αυτή την πόλη… Το φόρτε του Σάκη ήταν οι φαντάροι. Αυτούς είχε στο µάτι και είχε βρει τον τρόπο να πετυχαίνει το σκοπό του. Γνωρίζοντας την ώρα που συνήθως άρχιζε η έξοδος τους και πως πολλοί απ΄ αυτούς θα κατηφόριζαν σίγουρα προς της Αναστασίας, έστηνε τις ξόβεργες του, καλυµµένος απ΄ το σκοτάδι και κρυµµένος καλά δίπλα στο µαντρότοιχο του Σπιτιού. Μόλις εµφανιζόταν το πρώτο κύµα των στρατευµένων, σφύριζε για να τραβήξει την προσοχή τους και άρχιζε τα παζάρια, προτάσσοντας ένα πακέτο ΑΡΩΜΑ των δέκα τσιγάρων. 125

Μιχάλης Πιτένης

- Γιατί να πάτε σ΄ αυτές τις βρωµιάρες και να πληρώσετε και από πάνω. Ελάτε σε µένα και έχει και ένα πακέτο ΑΡΩΜΑ για σας. Το παζάρι δε διαρκούσε πολύ καθώς έχοντας πάντα το φόβο της Αναστασίας τους πίεζε να διαλέξουν αµέσως. Αν η πρόταση του γινόταν αποδεκτή, ο Σάκης ζούσε τις µεγάλες του στιγµές, µέσα στο σκοτάδι, λίγο πιο πέρα απ΄ το Σπίτι της Αναστασίας. Τίποτα όµως δεν έµενε κρυφό απ΄ τη µαντάµ που ήξερε να ελέγχει τα του Οίκου της αλλά και πέριξ αυτού πολύ καλά. Μόλις πληροφορήθηκε για την ενέδρα που έστηνε ο Σάκης στους υποψήφιους πελάτες της, έλαβε αµέσως τα µέτρα της. Παραφύλαξε κι εκείνη, λίγο πιο πέρα, σφίγγοντας καλά στο δεξί της χέρι ένα χοντρό σκουπόξυλο. Η κατάλληλη ώρα έφτασε και ο Σάκης µ΄ ένα σφύριγµα έκανε την εµφάνιση του, αρχίζοντας αµέσως τα παζάρια, µε µια παρέα τριών φαντάρων. ∆εν πρόλαβε να δει τίποτα. Ούτε την κυρία Αναστασία που έπεσε πάνω του σαν κεραυνός, ούτε το σκουπόξυλο. Το τελευταίο όµως το ένιωσε τόσο καλά στην πλάτη του που χρειάστηκε να τον µεταφέρουν στο Νοσοκοµείο για να του παρασχεθεί η απαραίτητη βοήθεια. Η Αναστασία τον χτύπησε µε τόσο µένος που το σκουπόξυλο έσπασε στην πλάτη του Σάκη όχι µόνο σε δύο και τέσσερα κοµµάτια, αλλά σε πολλά περισσότερα. - Πω, πω! Αναφώνησε η Βενετία που ανέλαβε το έργο της περισυλλογής των κοµµατιών του σκουπόξυλου απ΄ τον τόπο της µάχης, κοιτάζοντας µε δέος το χοντρό ξύλο που είχε χρησιµοποιήσει η κυρία. - Καλέ θα ξανασηκωθεί τούτος, αναρωτήθηκε χωρίς όµως να τολµήσει να θέσει την ίδια ερώτηση και στην Αναστασία. - Και να σηκωθεί, θα βλέπει στειλιάρι και θα το βάζει στα πόδια. Πού να το ξαναλαχταρίσει, σχολίασε γελώντας δυνατά η Μπέτυ. Ο Σάκης ξανασηκώθηκε. Έστω και αν χρειάστηκαν πολλές µέρες µέχρι να γιάνουν τα τραύµατα του. Και φυσικά συνέχισε. Μετά από λίγο καιρό, µόλις στάθηκε καλά στα πόδια του, ξαναπήρε θέση στην πρώτη σκοτεινή γωνιά που βρήκε µπροστά του, ενώ στο µυαλό του τριγυρνούσαν διάφορες σκέψεις για το πώς θα κατάφερνε να ξαναπλησιάσει στης Αναστασίας, γιατί παρά το θανάσιµο κίνδυνο που αντιµετώπιζε, εκεί θα έβρισκε πιο εύκολα τη δική του πελατεία.

126

Οι κόρες της Αφροδίτης

29 Οι δυσκολίες της δεύτερης τάξης δεν πτόησαν καθόλου το Γιωργάκη. Αντιθέτως η τάξη του φάνηκε πολύ εύκολη. ∆εν µπορούσε όµως να πει το ίδιο και για τη ζωή του στο σχολείο. Το κατάλαβε απ΄ την ηµέρα του αγιασµού πως φέτος τα πράγµατα δεν θα ήταν και τόσο εύκολα για όλους τους µαθητές, βλέποντας για πρώτη φορά το νέο τους Γυµνασιάρχη, τον κ. Ντίνου. Μόλις ο παπάς ολοκλήρωσε το τελετουργικό του αγιασµού, ο γυµναστής έδωσε το παράγγελµα της προσοχής και ο κ. Ντίνος στάθηκε στο µέσον του πλατύ κεφαλόσκαλου, όπου ήταν µαζεµένοι όλοι οι καθηγητές, σταυρώνοντας τα χέρια πίσω απ΄ τη µέση του και απευθύνθηκε µε ύφος αυστηρό προς τους συγκεντρωµένους µαθητές. Οι µεγαλύτεροι, έχοντας και την ανάλογη εµπειρία, χαλάρωσαν πιστεύοντας πως θα ήταν ένα από τα καθιερωµένα κηρύγµατα που γινόταν πάντα στην αρχή της σχολικής χρονιάς. Μόνο τα πρωτάκια, της πρώτης γυµνασίου που µόλις είχαν αλλάξει σχολικό περιβάλλον, παρέµειναν στη στάση που τους είχαν διατάξει. Ο κ. Ντίνου ξερόβηξε πριν αφήσει την τσιριχτή φωνή του να ξεχυθεί σ΄ όλο το προαύλιο, προκαλώντας ένα πραγµατικό σοκ σε όλους. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, οι ψίθυροι που είχαν αρχίσει απ΄ την πλευρά των µεγάλων τάξεων εξαφανίστηκαν και ακόµα και οι πιο ανυπάκουοι έσπευσαν να εκτελέσουν έστω και καθυστερηµένα το παράγγελµα του γυµναστή. Ο νέος Γυµνασιάρχης δεν είπε κάτι το διαφορετικό σε σχέση µε τον προκάτοχο του, ούτε εισήγαγε καινούργιες απαγορεύσεις. Ο τρόπος όµως που τις εκφώνησε, σε ρυθµό υπαγορεύσεως για να γίνουν «απολύτως κατανοητές από άπαντες, ίνα µην έχοµεν στη συνέχεια δικαιολογίες, δεν ήξευρα, δεν ήκουσα καλώς», τις έκανε να ακουστούν τόσο επαχθείς και αποκρουστικές που πάγωσε το αίµα όλων. Μόλις δόθηκε το παράγγελµα «τους ζυγούς λύσατε» και άρχισαν να κατευθύνονται προς τις τάξεις τους, οι πιο παλιοί άρχισαν να σχολιάζουν αµέσως τα λεγόµενα του νέου τους Γυµνασιάρχη που είχε φροντίσει να µην παραλείψει τίποτα. Από το πόσα εκατοστά θα έπρεπε να είναι τα µαλλιά της κεφαλής τους και το ότι ήταν υποχρεωµένοι να φέρουν διαρκώς το πηλήκιο του σχολείου µε την κλασική κουκουβάγια στην προµετωπίδα του, έως την ώρα που επιτρέπεται να κυκλοφορούν µόνοι έξω, χωρίς τη συνοδεία των κηδεµόνων τους και τη σαφή αναφορά πως δεν είχαν κανένα δικαίωµα να παρακολουθούν κινηµατογραφικά έργα και άλλου είδους δηµόσια θεάµατα που τυχόν θα υπήρχαν στην πόλη τους. Τις περισσότερες απαγορεύσεις τις προσπέρασαν σχεδόν όλοι, αλλά εκεί που κόλλησαν ήταν στη χρήση του πηληκίου τους. 127

Μιχάλης Πιτένης

- Ρε σεις, ρώτησε ένας µαθητής της Πέµπτης τους συµµαθητές τους. ∆ηλαδή τώρα δεν θα είµαστε υποχρεωµένοι να φοράµε πάντα το πηλήκιο; Οι άλλοι τον κοίταξαν απορηµένοι και έπειτα άρχισαν να κοιτιούνται µεταξύ τους. - Είπε κάτι τέτοιο, αναρωτήθηκε ένας άλλος. Άκουσε κανένας σας ρε, αν είπε τέτοιο πράµα; Όλοι κούνησαν αρνητικά το κεφάλι. - Πώς δεν το είπε, επέµενε ο πρώτος. Το άκουσα καλά. Είπε πως είµαστε υποχρεωµένοι να φέρουµε το πηλήκιο, όχι και να το φοράµε! - Και τι πάει να πει, να το φέρουµε, έξυσε το κεφάλι του ένας απ΄ την οµήγυρη. - Να. Μπορούµε να το έχουµε και κάτω απ΄ τη µασχάλη και το ίδιο είναι, κατέληξε θριαµβευτικά ο πρώτος. ∆εν πρόλαβε να χαρεί το θρίαµβο του καθώς µια σφαλιάρα που δέχτηκε στο φρεσκοξυρισµένο του σβέρκο απ΄ έναν καθηγητή, τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και παραλίγο να σωριαστεί στην αυλή. - Κράτα το εσύ κάτω απ΄ τη µασχάλη και θα σου πω εγώ. Την πεντάρα δεν τη γλιτώνεις, ακούστηκε η χοντρή φωνή του δράστη της σφαλιάρας, που δεν ήταν άλλος απ΄ το γυµναστή. Άντε στην τάξη σας κωθώνια και µην ακούσω κιχ. Στο Γιωργάκη η ιστορία του πηληκίου δεν άρεσε καθόλου αλλά δεν ήταν αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο απ΄ τη σειρά των απαγορεύσεων που όφειλε να σέβεται κάθε επιµελής και σωστός µαθητής. Ο ίδιος, και επιµελής ήταν και απ΄ τους καλύτερους στην τάξη του και το σχολείο το ευχαριστιόταν µε το παραπάνω. ∆εν µπορούσε όµως να χωρέσει το µυαλό του, τι κακό θα έκανε στη σχολική του πρόοδο, η παρακολούθηση µιας κινηµατογραφικής ταινίας ή µιας θεατρικής παράστασης, αν και το δεύτερο θα µπορούσε να συµβεί µόνο σε σπάνιες και εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κάποιος αθηναϊκός θίασος ερχόταν στην πόλη. Κινηµατογράφο είχε παρακολουθήσει µόνο µια φορά στη ζωή του, το περασµένο καλοκαίρι. Η µάνα του τους έβαλε µε το ζόρι να κοιµηθούν εκείνο το κυριακάτικο µεσηµέρι, για ν΄ αντέξουν, καθώς το βράδυ ο πατέρας τους είχε κανονίσει έξοδο για όλη την οικογένεια. Λούσιµο δεν προέβλεπε το πρόγραµµα καθώς είχαν λουστεί την προηγουµένη. Ο Γιωργάκης δεν έκλεισε µάτι, καθώς δεν ήταν συνηθισµένος σε τέτοιου είδους οικογενειακές δραστηριότητες και δεν µπορούσε να φανταστεί τι θα περιείχε η έξοδος αυτή.

128

Οι κόρες της Αφροδίτης

Μόλις ξύπνησε ο πατέρας του απ΄ το µεσηµεριανό του ύπνο τον πλησίασε την ώρα που απολάµβανε τον απογευµατινό του καφέ. - Πού θα µας πας απόψε; - Σινεµά! Να δεις κι εσύ πως είναι. Πέταξε απ΄ τη χαρά του. ∆εν είχε ξαναπάει στον κινηµατογράφο, απλώς είχε ακούσει για την ύπαρξη του. Γύρω στις οκτώ η κυρά Ρούλα τους έδωσε κάτι για να δειπνήσουν, µην τους κόψει η πείνα στη µέση του έργου και ετοιµάστηκαν. Φόρεσαν όλοι τα καλά τους και µόλις βγήκαν απ΄ την πόρτα της αυλής τους πρόσεξε πως η µητέρα του, η αδερφή του και αυτός φορούσαν σχεδόν τα ίδια παπούτσια. Άσπρα µε µια µαύρη γραµµή που ξεκινούσε απ΄ το κουτουπιέ και έφτανε µέχρι τη µύτη. Πήγε δίπλα στον πατέρα του και παραπονέθηκε. - Θα τα βγάλω. Κοριτσίστικα παπούτσια µου δώσαν. Τον χτύπησε χαϊδευτικά στο σβέρκο γελώντας. - ∆εν είναι ίδια. Τα δικά σου είναι αντρικά. - Αντρικά παπούτσια άσπρα! Κοίτα τα. Ίδια µε της µάνας είναι και της Κικής! Η µάνα του που τον άκουσε πλησίασε προς το µέρος του µε απειλητικές διαθέσεις. - ∆ε λες κι ευχαριστώ. Καινούργια παπούτσια. Ούτε δύο φορές δεν τα έβαλε ο ξάδερφος σου ο Σάκης. Προσέχοντας το αγριεµένο της βλέµµα, κατάλαβε πως δεν τον έπαιρνε να συνεχίσει. ∆εν είχε όµως σκοπό να της κάνει αµαχητί το χατίρι. Μέχρι να φτάσουν στην κεντρική πλατεία, όποια πέτρα βρήκε µπροστά του την κλώτσησε. Η κυρά Ρούλα, φώναξε, τσίριξε, ώσπου απόκανε. - Άστον. ∆ε βλέπεις που τον έπιασε το ανάποδο, προσπάθησε να την καλµάρει ο Αστέρης. - Μωρέ, πώς κάνω και τον πιάνω. Να δει αυτός… ∆ε φτάνει που ξοδεύουν ένα σωρό λεφτά για να τον πάµε σινεµά, δεν εκτιµάει κιόλας… Περιµένοντας τον πατέρα τους να κόψει τα εισιτήρια στο ταµείο, ο Γιωργάκης αφοσιώθηκε στις φωτογραφίες που ήταν αναρτηµένες δεξιά κι αριστερά στην είσοδο και στον τίτλο της ταινίας. «Χτυποκάρδια στα θρανία». Για την πρωταγωνίστρια του έργου, την Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε ακούσει πολλά απ΄ τους πιτσιρικάδες της γειτονιάς, αφού σχεδόν όλοι τους, είτε είχαν δει µια ταινία της, είτε πήγαν και στήθηκαν έξω απ΄ τον κινηµατογράφο για να χαζέψουν τις φωτογραφίες της και να πειστούν αν οι άλλοι τους έλεγαν την αλήθεια για την οµορφιά της. Στάθηκε µπροστά σε µια µεγάλη ασπρόµαυρη φωτογραφία της πρωταγωνίστριας. Χαµογελούσε όλο νάζι, στηρίζοντας µε το αριστερό

129

Μιχάλης Πιτένης

της το πηγούνι της. Καλή του φάνηκε, αλλά όσο την πρόσεχε τόσο διαπίστωνε πως σε τη σύγκριση µε την Έφη, ήταν πολύ κατώτερη της. Προσπάθησε να φανταστεί την Έφη στην ίδια ακριβώς στάση. Με το ίδιο φόρεµα και το ίδιο νάζι. Ουρά θα γινόταν, σκέφτηκε, και µόνο για να θαυµάσουν τη φωτογραφία της. Κι εκείνος που θα ήταν; Πρόσεξε σε διπλανή φωτογραφία το ∆ηµήτρη Παπαµιχαήλ που στεκόταν σοβαρός δίπλα στη Βουγιουκλάκη, µε τα γκρίζα µαλλιά του και το µεταλλικό σκελετό των γυαλιών του. το βλέµµα του αναζήτησε τον πατέρα του και αφού σιγουρεύτηκε πως και τα δικά του µαλλιά κάπως έτσι είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, αποφάσισε να πάρει αυτό το ρόλο. Έτσι, σοβαρός και µε γυαλιστερό κοστούµι, µε γκριζαρισµένους τους κροτάφους του θα στεκόταν δίπλα της και θα την καµάρωνε. Κι ας µαζευόταν χιλιάδες για να τη θαυµάσουν. Τι θα τον πείραζε; Αυτός θα είχε το χέρι του περασµένο πίσω απ΄ τη µέση του, έτσι ώστε να το βλέπουν και να σκάνε απ΄ τη ζήλια τους. Ο πατέρας του τον διέκοψε απ΄ το ονειροπόληµα του, καλώντας τον να τον ακολουθήσει. Μπήκαν. Ο θερινός κινηµατογράφος ήταν ένας µακρύς διάδροµος που περιβάλλονταν από δύο µεγάλους τοίχους, που πάνω τους ήταν απλωµένοι ανθισµένοι κισσοί. Στο βάθος, µια µεγάλη πάνινη άσπρη οθόνη. Ένας πιτσιρικάς περνώντας ανάµεσα απ΄ τις τρεις σειρές πάνινες πολυθρόνες που ήταν απλωµένες µέχρι ένα µέτρο πριν την οθόνη, δρόσιζε τους διαδρόµους µ΄ ένα ποτιστήρι. Μόλις βολεύτηκαν στις πάνινες πολυθρόνες τους ο Αστέρης µοίρασε λιόσπορο που ο Γιωργάκης, νιώθοντας την αγωνία του να ανεβαίνει συνεχώς, άρχισε να καταβροχθίζει ολόκληρο. - Σιγά θα πνιγείς, τον σκούντηξε η κυρά Ρούλα και καθώς γύρισε το κεφάλι του προς την άλλη πλευρά για ν΄ αποφύγει µια πιθανή σφαλιάρα, πάγωσε. Ο κ. ∆ιοικητής έµπαινε κορδωµένος συνοδεύοντας τα δυο παιδιά του. Χαιρέτισε µ΄ ένα σφιχτό χαµόγελο όσους συνάντησε µπροστά του και οδήγησε τα παιδιά δύο σειρές πιο κάτω απ΄ αυτούς. Μόλις τους τακτοποίησε άναψε τσιγάρο και ύστερα γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω επιθεωρώντας το χώρο και τους παραβρισκόµενους. Χωρίς να το καταλάβει ο Γιωργάκης άρχισε να βυθίζεται στο κάθισµα του, µέχρι που δεν έβλεπε πια την οθόνη. Η αντίδραση του δεν ξέφυγε απ΄ τον πατέρα του. Έσκυψε προς το µέρος του και του ψιθύρισε. - Έχεις πάρε δώσε µε την ασφάλεια; Ξαναγύρισε στην προηγούµενη στάση του. - Όχι, αλλά…

130

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Όσο δείχνεις πως τους φοβάσαι, τόσο περισσότερη αξία νοµίζουν πως έχουν. Εντάξει µικρέ; - Εντάξει. Ξαλάφρωσε. ∆εν επρόκειτο ν΄ ασχοληθεί άλλο µε τον κύριο ∆ιοικητή. ∆εν κατάφερε όµως να τηρήσει το λόγο του. Η σφαλιάρα που εισέπραξε ο γιος του κ. ∆ιοικητή απ΄ τον πατέρα του γιατί είχε απλώσει τη σοκολάτα που έτρωγε εκτός απ΄ το πρόσωπο και τα χέρια του και στο πουκάµισο του, ακούστηκε σ΄ όλο τον κινηµατογράφο. Έπνιξε το γέλιο του και στο µυαλό του ξανάρθε µετά από πολύ καιρό η κυρά Ελένη. Την είχε εγκαταλείψει εντελώς. Μήπως έπρεπε να περάσει κάποια στιγµή απ΄ το περίπτερο της; Οι στιγµές που είχε ζήσει ανάµεσα στα πόδια της, ξανάρθαν στο µυαλό του και έκλεισε βιαστικά τα δικά του όταν είδε το βλέµµα του πατέρα του να τον περιεργάζεται. Το σκοτάδι που απλώθηκε αφού ήχησε το κουδούνι της έναρξης, τον έσωσε. Οι φωτεινές ακτίνες που έπεσαν πάνω στην άσπρη οθόνη τον εντυπωσίασαν. Στην αρχή µετέφεραν γράµµατα και έπειτα ανθρώπους που κινούνταν και µιλούσαν. Ακούµπησε τα χέρια του στην µπροστινή πολυθρόνα, παρακολουθώντας µε ανοιχτό το στόµα τους ανθρώπους της οθόνης. ∆εν τον ενδιέφερε τι λέγαν ή τι κάναν. Τον συγκλόνιζε όµως που τους έβλεπε εκεί µπροστά του, ζωντανούς. ∆εν κατάλαβε πότε ήρθε το διάλειµµα. Απορηµένος στράφηκε προς τον πατέρα του για να ρωτήσει γιατί χάθηκαν οι άνθρωποι της οθόνης. ∆εν πρόλαβε. Ο κ. ∆ιοικητής που εγκατέλειψε την αίθουσα σέρνοντας απ΄ το αυτί το µουτζουρωµένο γιο του, τράβηξε την προσοχή του, όπως και των περισσοτέρων θεατών που έσκυψαν τα κεφάλια τους για να κρύψουν το ειρωνικό τους χαµόγελο. Το δεύτερο µέρος του έργου, κύλησε για το Γιωργάκη όπως και το πρώτο. Πολύ γρήγορα. - Σ΄ άρεσε Γιωργάκη, τον ρώτησε ο πατέρας του προτάσσοντας του το χέρι. - Πολύ. Να κάτσω να το δω µια φορά ακόµα; - Έλα. ∆εν είναι για χόρταση. Μετά από λίγες µέρες, περιγράφοντας την πρώτη του αυτή εµπειρία στον κινηµατογράφο στην Έφη, τον άκουγε µε ανοιχτό το στόµα. - ∆εν πήγες ποτέ κυρία Έφη; - Ποτέ. - Θα σε πάω εγώ µια µέρα. Θέλεις; Αντί για απάντηση, τον τράβηξε κοντά της και του έδωσε ένα φιλί στα χείλη. Αν µέχρι τότε πίστευε πως του άρεσε πολύ ο κινηµατογράφος, από εκεί και έπειτα ήταν σίγουρος πως τον λάτρεψε.

131

Μιχάλης Πιτένης

30 Καθισµένη στην άκρη του κρεβατιού της, κρατούσε στην αγκαλιά της το τενεκεδένιο κουτάκι και αφαιρούσε από µέσα, µε ιδιαίτερη σχολαστικότητα, το ξεραµένο γιασεµί. Η Γαλάτεια άνοιξε σιγά την πόρτα και έβαλε µέσα το κεφάλι της. - Να µπω; Της έκανε µε το χέρι να περάσει. Απ΄ το διστακτικό βηµατισµό της κατάλαβε πως εξακολουθούσε να µην έχει ξεπεράσει ακόµα τις τύψεις που ένιωθε για την Έφη. Χωρίς ν΄ αφήσει απ΄ τα χέρια της το κουτάκι, την προσκάλεσε µ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού να καθίσει κοντά της. Κάθισε, σταυρώνοντας τα χέρια της ανάµεσα στα πόδια της. - Καιρό είχες να το πιάσεις; - Καιρό είχες να ΄ρθεις. Η Γαλάτεια προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, αλλά έσκυψε απλώς το κεφάλι. Πολύ θα ήθελε να είχαν µιλήσει για κείνη τη βραδιά µα δεν έβρισκε ούτε το κουράγιο, ούτε τι απαραίτητες λέξεις. Καταλάβαινε πως η φίλη της την είχε συγχωρήσει και η σχέση τους, όσο και αν διαταράχτηκε, εξακολουθούσε να είναι καλά δεµένη. Υπήρχε όµως πάντα µια σκιά ανάµεσα τους, από εκείνη τη νύχτα. Μια σκιά που αφορούσε τη δική της συµπεριφορά και έπρεπε να τη φωτίσει. Θα ΄θελε να το κάνει, για να της φύγει και το βάρος που ένιωθε µέσα της. Πάλεψε πολλές φορές για να ξεκινήσει λέγοντας κάτι, αλλά δεν τα κατάφερε Η Έφη διακριτική όπως πάντα, φερόταν σα να µη συνέβη τίποτα. Και τώρα, το ίδιο έκανε. Άφησε το κουτάκι στο κρεβάτι και γύρισε και την αγκάλιασε. Έµειναν αγκαλιασµένες για πολύ ώρα. Η Έφη δεν άντεξε άλλο τη σιωπή. - Έχεις πάει ποτέ σινεµά; Τραβήχτηκε απορηµένη και την κοίταξε. - Ναι. Μια φορά. - Πώς είναι; Ανασήκωσε τους ώµους. Σκοτάδι. Περισσότερο πάλευα να αποφύγω το χέρι που µου ΄βαζε ο µόρτης που µε συνόδευε, παρά έβλεπα. Ξέσπασαν κι οι δύο σε γέλια. - Γιατί ρωτάς; - Ο µικρός. Ο Γιωργάκης… Μου υποσχέθηκε πως θα µε πάει. Ακούµπησε τρυφερά τα χέρια της στο πρόσωπο της Έφης. - Τι έχουµε φιλενάδα; Βρήκαµε άντρα; - ∆εν ξέρω, αλλά µ΄ αρέσει αυτό το παιδί… - Α, αρχίζουν και σοβαρεύουν τα πράµατα. Έβγαλε τσιγάρο και της το πρόσφερε. Το αρνήθηκε και το έβαλε στα χείλη της. - Είναι άντρας; Θέλω να πω… 132

Οι κόρες της Αφροδίτης

Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο. - Κατάλαβα. ∆εν ξέρω… Εγώ δηλαδή όχι. Ίσως η Βενετία… - Να τη ρωτήσουµε… - Όχι. Είµαι σίγουρη πως όχι ακόµα… - Και τι περιµένεις; - ∆ηλαδή; - Να είναι κρίµα. Ταλαιπωρείται το έρµο… - Μα… - Καλά, θα µου πεις τώρα πως είναι µικρός. Βλακείες… Έτοιµο τον βλέπω… ∆ε συνέχισε την κουβέντα. Γύρισε στο κρεβάτι και ξαναπήρε στα χέρια της το κουτάκι. - Κι ο Σερέτης; Η Γαλάτεια, σαν να αιφνιδιάστηκε. Είχε απορροφηθεί απ΄ τις δικές της σκέψεις. - Τι ο Σερέτης; - Τι γίνεται, θέλω να πω; - Τα ίδια. Το χαβά του αυτός… - Επιµένει, ε; - Κι εκεί που επιµένει, αγριεύει… Μην τα ψάχνεις. Έσβησε το τσιγάρο της νευρικά στο τασάκι που υπήρχε στο κοµοδίνο και σηκώθηκε να φύγει. - Όσο για το µικρό, µην το χασοµεράς… Άκουσε µε… ∆εν πρόλαβε να της απαντήσει καθώς έκλεισε βιαστικά την πόρτα πίσω της. Πλησίασε στο παράθυρο. Μπροστά στην αλάνα, µερικά πιτσιρίκια είχαν στήσει το δικό τους αγώνα, µέσα στη βροχή. Η πάνινη µπάλα τους είχε γίνει ασήκωτη, αλλά αυτά συνέχιζαν απτόητα, λασπωµένα από πάνω µέχρι κάτω. Το µάθηµα που είχαν εκείνη την ώρα δε συγκινούσε το Γιωργάκη. Η Φυσική του φαινόταν πάντα τόσο βαρετή. Τη διάβαζε µόνο από υποχρέωση καθώς ήξερε πως ήταν απ΄ τα βασικά µαθήµατα. Όση ώρα ο καθηγητής παρέδιδε το επόµενο µάθηµα σηµειώνοντας στον πίνακα, έστρεψε το κεφάλι του προς το παράθυρο. Η βροχή είχε δυναµώσει κι ο άνεµος που φυσούσε την πετούσε µε δύναµη στο τζάµι. Άλλοτε µε µεγαλύτερη και άλλοτε µε µικρότερη δύναµη. Απορροφήθηκε εντελώς. Μόνο τον ήχο της βροχής άκουγε. Η απροειδοποίητη είσοδος του κυρίου Γυµνασιάρχη στην τάξη της, διέκοψε το µάθηµα και ανάγκασε όλους τους µαθητές να σηκωθούν σαν ελατήρια απ΄ τις θέσεις τους. Τους ζήτησε να συνεχίσουν κάνοντας νόηµα στους µαθητές να καθίσουν. Ο καθηγητής της φυσικής κοντοστάθηκε για λίγο και έπειτα ξανάπιασε την κιµωλία. 133

Μιχάλης Πιτένης

Ο Γυµνασιάρχης δεν ασχολήθηκε µε τον καθηγητή ούτε µε τους υπόλοιπους µαθητές. Πατώντας στις µύτες και δείχνοντας µε το δάχτυλο στο στόµα προς τους µαθητές ότι δεν έπρεπε να τον προδώσουν κατευθύνθηκε προς το Γιωργάκη που δεν είχε σηκωθεί καν απ΄ τη θέση του, αλλά εξακολουθούσε να χαζεύει προς το παράθυρο. Μόλις του άρπαξε το αριστερό αυτί και του το στριφογύρισε µε δύναµη, αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο που τον έκανε να πεταχτεί πάνω προτάσσοντας τις γροθιές του. - Α, χα. Και αφηρηµένος και πολεµοχαρής ο νεαρός. Τι µέρους του λόγου είναι αυτός κύριε καθηγητά; Ο καθηγητής τα ΄χασε αλλά προσπάθησε να συνηγορήσει υπέρ του µικρού. - Καλό παιδί κύριε Γυµνασιάρχα. Καλό παιδί και καλός µαθητής; - Γι΄ αυτό χαζεύει εν ώρα µαθήµατος και ενώ µπαίνει στην αίθουσα του ο Γυµνασιάρχης γι΄ αυτόν πέρα βρέχει! Έτσι είναι νεαρέ; Ο Γιωργάκης που εξακολουθούσε να υποφέρει απ΄ τον πόνο στο αυτί που βρισκόταν ακόµα στο χέρι του Γυµνασιάρχη, έµεινε για µερικά δευτερόλεπτα αµίλητος. - ∆ε µιλάς; - Ε, ναι. Αφού βρέχει κύριε… Η τάξη ξέσπασε σε ένα δυνατό νευρικό γέλιο που εξόργισε τον κύριο Γυµνασιάρχη. Έστριψε κι άλλο το αυτί του Γιωργάκη που µόρφαζε απ΄ τον πόνο. - Και αυθάδης ο νεαρός. Μόλις κτυπήσει κουδούνι, στο γραφείο µου. Σύµφωνοι κύριε καθηγητά; Ο καθηγητής συµφώνησε και ο Γυµνασιάρχης καθαρίζοντας µε νευρικές κινήσεις τα µανίκια του σακακιού του, αποχώρησε απ΄ την αίθουσα, δίνοντας και το σχετικό παράγγελµα. - Πίσω στο µάθηµα σας οι υπόλοιποι. Ο Γιωργάκης είχε πέσει πάνω στο θρανίο πιάνοντας το αυτί του που έτσουζε και πονούσε. Τον πλησίασε ο καθηγητής. - Τι έκανες ρε ∆ραγώγια; Σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε απορηµένος. ∆εν πρόλαβε να τον ρωτήσει «τι έκανα;». Η σφαλιάρα του καθηγητή τον ανάγκασε να ξανακατεβάσει το κεφάλι του. Απέµεναν µερικά λεπτά µέχρι να κτυπήσει το κουδούνι. Του φάνηκαν τα πιο µαρτυρικά λεπτά της µέχρι τότε ζωής του. Με πόδια που έτρεµαν ανέβηκε µε δυσκολία τα σκαλιά, που συνήθως ήταν παιχνιδάκι γι΄ αυτόν και βρέθηκε στο δεύτερο όροφο, µπροστά στο γραφείο του Γυµνασιάρχη. ∆εν πρόλαβε να κτυπήσει καθώς η πόρτα άνοιξε και βγήκε ο φιλόλογος, ο κύριος Παναγιώτου. - Τι γυρεύεις εδώ ∆ραγώγια; - Με ζήτησε ο κύριος Γυµνασιάρχης. 134

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Γιατί; Τι έκανες; ∆εν µπόρεσε να απαντήσει. Το παράπονο ανέβηκε σαν κόµπος στο λαιµό του και τα µάτια του πνίγηκαν στα δάκρυα. Τον τράβηξε λίγο πιο πέρα και άγγιξε απαλά το κοκκινισµένο του αυτί. - Ποιος το ΄κανε; - Ο κύριος Γυµνασιάρχης. Του χάιδεψε τα µαλλιά. - Πήγαινε και µη φοβάσαι. Να θυµάσαι µόνο κάτι. Όσο κι αν κάνουν το κορµί σου να πονέσει, ποτέ µην τους αφήσεις να εξουσιάσουν το µυαλό σου. Εντάξει; - Εντάξει. Κτύπησε την πόρτα και µπήκε. Ο Γυµνασιάρχης του ΄κανε µε το δάκτυλο να περιµένει εκεί, απέναντι του, µέχρι να τελειώσει µε κάτι χαρτιά που είχε στο γραφείο του. Μόλις τελείωσε, σήκωσε το κεφάλι του και βλέποντας το Γιωργάκη να χαζεύει δεξιά κι αριστερά, αντί να στέκεται προσοχή, σηκώθηκε µαινόµενος απ΄ τη θέση του και όρµησε. Το κουδούνι για µέσα χτύπησε στην ώρα του, αλλά ο Γιωργάκης ήταν αδύνατον να το ακούσει. Τα αυτιά του βούιζαν απ΄ τα χαστούκια και το πρόσωπο του, έκαιγε.

135

Μιχάλης Πιτένης

31 Η είδηση που ήρθε στο σπιτικό του Γιωργάκη λίγες µέρες πριν τα Χριστούγεννα, έθεσε σε συναγερµό όχι µόνο την οικογένεια αλλά και όλο το συγγενολόι. Ο Νικολάκης του Λιόγκα, ζήτησε την Κική. Πρώτος κοινωνός της είδησης έγινε ο Αστέρης που δέχτηκε την επίσκεψη ενός εκ των πλέον γνωστών προξενητάδων της πόλης στο επιπλάδικο του. Ο προξενητής εξέθεσε µε λίγα λόγια το ζωηρό ενδιαφέρον του Νικολάκη Λιόγκα, περιέγραψε µε πολύ ενθουσιασµό τα περιουσιακά του στοιχεία και τη σιγουριά που απέπνεε για τη µέλλουσα νύφη το γεγονός πως προερχόταν από γνωστή οικογένεια νοικοκυραίων που διατηρούσε χρόνια δικό της µπακάλικο και κατέληξε ρωτώντας για το αν ήταν πάντα στις διαθέσεις του Αστέρη να γράψει στο µέλλοντα γαµπρό του το µεγάλο οικόπεδο που είχε στην κατοχή του. - Μωρέ αν τα βρουν αυτοί, ούτε λόγος, τον διαβεβαίωσε ο Αστέρης και συµφώνησαν να του απαντήσει το συντοµότερο δυνατόν, αφού πρώτα το κουβέντιαζε µε τη γυναίκα και την κόρη του. Η Ρούλα στο άκουσµα της είδησης δεν πέταξε απ΄ τη χαρά της. ∆εν την ενοχλούσε που ο γαµπρός δεν ήταν και τόσο καλοφτιαγµένος, «χοντράνθρωπο» θα µπορούσε να τον χαρακτηρίσει κανείς τόσο στην εµφάνιση όσο και στους τρόπους. Της ξίνισε όµως καθώς υπολόγισε πως η διαφορά ηλικίας υπερέβαινε τα είκοσι χρόνια. Αν η πρόταση γινόταν σε άλλη εποχή, ίσως να προσπαθούσε να πείσει τον άντρα της να πει το όχι, και είχε πολλούς τρόπους για να το καταφέρει. Έγινε όµως σε µια συγκυρία που µόνο ευνοϊκή δεν τη θεωρούσε, ούτε για την Κική, ούτε για καµιά άλλη κοπέλα της παντρειάς. Κι αυτό γιατί µόλις την προηγούµενη είχε πληροφορηθεί απ΄ τη φιλενάδα της, την κυρά Ελένη, που λόγω περιπτέρου γινόταν δέκτης πολλών ειδήσεων, πως κι άλλη κοπέλα είχε πέσει θύµα αξιωµατικού και οι γονείς της απελπισµένοι ετοίµαζαν τα πράγµατα της για να τη στείλουν σε συγγενείς της στη Θεσσαλονίκη. Οι αξιωµατικοί, που τότε αφθονούσαν στην πόλη καθώς έδρευε εδώ ένα Σώµα Στρατού που αποτελούνταν από πολυάριθµο στράτευµα, ήταν µια κατηγορία ανδρών που είχε µεγάλη απήχηση και ανάλογες επιτυχίες σε πολλά κορίτσια της παντρειάς, ιδιαίτερα των χαµηλότερων εισοδηµατικά τάξεων. Λίγο η στολή, λίγο το γεγονός πως κατείχαν περίοπτη θέση στην κοινωνία και φυσικά η προοπτική να τις προσφέρουν µια καλύτερη ζωή που δεν θα περιοριζόταν στα στενά όρια της πόλης, έκανε αρκετές να µπουν στον πειρασµό και να συνάψουν σχέσεις µαζί τους.

136

Οι κόρες της Αφροδίτης

Κάποιες σχέσεις έµεναν για πάντα κρυφές, αλλά οι περισσότερες κατέληγαν στην επισηµοποίηση τους µε το δόσιµο κάποιου λόγου ή και τον αρραβώνα. Ελάχιστες όµως κατέληγαν και στο γάµο. Οι αξιωµατικοί αυτοί, που εύκολα προχωρούσαν στην επισηµοποίηση των σχέσεων τους για να έχουν το ελεύθερο να κυκλοφορούν µε την κοπέλα της αρεσκείας τους και να απολαµβάνουν και την οικογενειακή φροντίδα, µόλις έπαιρναν στα χέρια τους τη µετάθεση τους, άφηναν, οι περισσότεροι, στα κρύα του λουτρού, νύφη και συγγενείς και εξαφανίζονταν χωρίς λέξη. Το κτύπηµα ήταν µεγάλο για την παθούσα αλλά και τους δικούς της που σε κάποιες περιπτώσεις εκτός απ΄ την κοινωνική κατακραυγή είχαν ν΄ αντιµετωπίσουν και άλλες πολύ δυσκολότερες καταστάσεις, όπως κάποια εγκυµοσύνη. Η µοναδική διέξοδος ήταν η φυγή της παθούσας που συνήθως κατέληγε σε κάποιους συγγενείς, αν υπήρχαν, σε άλλη πόλη, απ΄ την οποία σπάνια επέστρεφε, αφήνοντας πίσω της οριστικά τη γενέτειρα της και τους δικούς της µε την ανεξίτηλη σφραγίδα της ντροπής. Η Κική φυσικά δεν ήταν απ΄ τις κοπέλες που ξεµάκραιναν απ΄ το σπίτι µόνες ή µε την παρέα άλλων κοριτσιών, αλλά πώς µπορούσε η κυρά Ρούλα να είναι ήσυχη; Ήξερε πώς και πού θα την έβρισκε το κακό; Κορίτσι ήταν και αν ζητούσε την άδεια να βγει έστω µια βόλτα µε τις άλλες κοπέλες, πόσες φορές θα της το αρνιόταν; Και τι; Μ΄ αυτό το άγχος και την αγωνία θα ζούσε πάντα; Θα πέθαινε… Γι΄ αυτό, τα µέτρησε απ΄ δω, τα µέτρησε απ΄ εκεί και παρότρυνε τον άντρα της να πει το ναι. - Γιατί να µην τον πάρει; Νοικοκυραίοι άνθρωποι είναι; Αν φερθεί κι αυτή όπως πρέπει, που θα φερθεί, µια χαρά θα περάσουν! Αµέσως µετά συµφώνησε και η Κική. Μ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού της. Έτσι κι αφού «αυτοί τα βρήκαν» ο Αστέρης ειδοποίησε τον προξενητή πως θα περίµεναν το γαµπρό µαζί µε τους δικούς του και απ΄ το σπίτι. Η συνάντηση καθορίστηκε για τις 22 ∆εκεµβρίου, ηµέρα σηµαδιακή καθώς τότε γιόρταζε η µάνα του γαµπρού. ∆εν ήταν όµως σηµαδιακή µόνο για την οικογένεια ∆ραγώγια που ξεκίνησε πυρετωδώς τις προετοιµασίες για την ολοκλήρωση του προξενιού, αλλά και για το Σπίτι καθώς εκείνη τη µέρα γιόρταζε και η Αναστασία και τα κορίτσια φρόντιζαν πάντα να τιµάνε τη µέρα αυτή την κυρία τους. Στο σπίτι των ∆ραγώγια άρχισαν να πηγαινοέρχονται όλοι οι θηλυκοί εκπρόσωποι απ΄ το σόι της µάνας, βάζοντας ένα χεράκι ή λέγοντας και κάποια ιδέα για τις προετοιµασίες της υποδοχής του γαµπρού. Θείες και ξαδέρφες, κυρίως αυτές που είχαν την ανάλογη 137

Μιχάλης Πιτένης

εµπειρία, ανέλαβαν να συνδράµουν την κυρά Ρούλα, έτσι ώστε να είναι όλα έτοιµα και να µην ντροπιαστεί. Τόσους µεζέδες και τόσα γλυκά δεν είχε ξαναδεί στο σπίτι τους ο Γιωργάκης και ευχήθηκε φωναχτά αυτό να συνέβαινε πιο συχνά, για να εισπράξει µια δυνατή καρπαζιά απ΄ τη µάνα του που του φώναξε: - Θεός φυλάξει. ∆άγκωσε τη γλώσσα σου. Το κλίµα χαράς που επικρατούσε στο σπίτι δεν άγγιζε πάντως ιδιαίτερα το Γιωργάκη που είχε τις δικές του έγνοιες και αυτές δεν ήταν άλλες απ΄ το σχολείο του και το µπλέξιµο του µε τον κύριο Γυµνασιάρχη. Παρ΄ όλη τη σκληρή προσπάθεια που κατέβαλε για να ανταποκρίνεται µε επιτυχία στα µαθήµατα του, κάτι που αναγνώριζαν όλοι οι καθηγητές του επιβραβεύοντας τον ανάλογα, ο κύριος Γυµνασιάρχης επέµενε να βγάζει πάνω του όλη του τη µανία. Κάθε φορά που έπεφτε πάνω του, το χέρι του κινούνταν µε καταπληκτική ταχύτητα αρπάζοντας το δεξί αυτί του µικρού και το άλλο προσγειωνόταν στα µάγουλα του που πλήρωναν τα σπασµένα. Ποια σπασµένα όµως; Σύµφωνα µε τη δική του άποψη, δεν υπήρχαν σπασµένα, αλλά σύµφωνα µε την άποψη του κυρίου Γυµνασιάρχη ήταν πολλά και έπρεπε να πληρώσει για όλα. - ∆υστυχώς δεν είσαι ο µόνος, προσπάθησε να τον παρηγορήσει ο φιλόλογος, ο κύριος Παναγιώτου. ∆ε βλέπεις πως το ίδιο κάνει σχεδόν σε όλα τα παιδιά; Είναι το σύστηµα του τέτοιο… Αυτό ήταν αλήθεια. Ο κύριος Γυµνασιάρχης είχε γίνει ο φόβος και ο τρόµος των περισσοτέρων παιδιών, κυρίως των µικρότερων τάξεων. - Όλοι αυτοί, οι µικροί διάβολοι, χρειάζονται δραστικά µέτρα για να συµµορφώνονται. ∆ιαφορετικά, θα µας καβαλήσουν εις το κεφάλι, συνήθιζε να λέει στο σύλλογο των εκπαιδευτικών του σχολείου, σε κάθε µάζωξη τους. Ό,τι ίσχυε όµως µε τους «µικρούς διαβόλους» δεν ίσχυε µε τους «µεγάλους διαβόλους» του σχολείου, ή τουλάχιστον όχι µε όλους. Στις µεγάλες τάξεις, υπήρχαν µαθητές που είχαν ξεχάσει πότε εισήχθησαν στο Γυµνάσιο και δεν µπορούσαν να προβλέψουν πότε θα αποφοιτούσαν. Κοτζάµ άντρες πια, αν και ήταν το κακό παράδειγµα για τους µικρότερους, δεν φαινόταν ν΄ απασχολούν τον κύριο Γυµνασιάρχη που δεν ασχολούνταν καθόλου µαζί τους. - Τι να ασχοληθώ µ΄ αυτούς, δικαιολογούσε τις σωφρονιστικές επιλογές του. Αυτοί, ούτως ή άλλως, είναι ήδη χαµένοι, για να µην πω κατεστραµένοι… Ορισµένοι καθηγητές όµως άλλα έλεγαν από πίσω. Πως ο κύριος Γυµνασιάρχης δεν τους ακουµπούσε καθώς είχε πικρή εµπειρία απ΄ τη θητεία του στο προηγούµενο σχολείο που υπηρετούσε.

138

Οι κόρες της Αφροδίτης

Εκεί, τόλµησε να τα βάλει µε τους «µεγάλους διαβόλους», αλλά στην ενέδρα που του έστησαν ένα βράδυ, τον έκαναν µαύρο στο ξύλο κα έκτοτε άλλαξε πορεία. Ο Γιωργάκης, που δεν µπορούσε να χωρέσει το µυαλό του τη συµπεριφορά αυτή του κυρίου Γυµνασιάρχη, δεν είπε τίποτα στον πατέρα του. Με την Έφη µοιραζόταν τον πόνο του και σ΄ αυτή εκµυστηρεύτηκε το σχέδιο που είχε καταστρώσει. - Ξέρω που κάθεται. Θα παραφυλάξω ένα βράδυ στο σκοτάδι και θα σου τον κάνω… Άρπαξε τις σφιγµένες του γροθιές και τον τράβηξε στην αγκαλιά της. - Τρελάθηκες; Θα σε πιάσουν οι χωροφυλάκοι και ύστερα; Μαλάκωσε. Ξέσφιξε τις γροθιές του και πέρασε τα χέρια του πίσω απ΄ τους ώµους της. Τα χείλη του ακούµπησαν απαλά το πάνω, γυµνό, µέρος του στήθους της. Στο άκουσµα της λέξης «χωροφυλάκοι» του είχε έρθει προς στιγµήν στο µυαλό ο κύριος ∆ιοικητής, αλλά µε το που απλώθηκε στα ρουθούνια του το άρωµα της, τα ξέχασε όλα. Και τον κύριο Γυµνασιάρχη και τον κύριο ∆ιοικητή. Την έσφιξε δυνατά και έκλεισε τα µάτια του χωρίς να πάρει τα χείλη του απ΄ το στήθος. Ήθελε να προχωρήσει σ΄ όλο της το κορµί. Να την αγγίξει παντού, µε τα χείλη του, µε τα δάχτυλα του… Ένιωσε τη στύση του περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Το χέρι της πρώτα του χάιδεψε τα µαλλιά, ύστερα το πρόσωπο και στη συνέχεια χώθηκε απαλά στη γυµνή του πλάτη, κάτω απ΄ το πουκάµισο και το φανελάκι του. Ο µικρός σφίχτηκε κι άλλο πάνω της πιέζοντας την µ΄ όλη του τη δύναµη, καθώς από µέσα του ξεχύθηκε ασυγκράτητη και καυτή η επιθυµία για κείνη. ∆εν πρόλαβε να τον συγκρατήσει. Τραβήχτηκε σαν ελατήριο από κοντά της και το ΄βαλε στα πόδια. Τι κι αν του φώναξε να γυρίσει κοντά της. Ο µικρός έγινε καπνός µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

139

Μιχάλης Πιτένης

32 Την παραµονή της έλευσης του γαµπρού η κυρά Ρούλα ήταν έτοιµη προς κατάρρευση. Είχαν γίνει όλα όπως πρέπει; Τα γλυκά, οι παραδοσιακοί ζεµατιστοί κουραµπιέδες, είχαν ψηθεί και σιροπιαστοί µε µεγάλη µαεστρία απ΄ τη µεγαλύτερη αδερφή της που τους πετύχαινε από τότε που ήταν κορίτσι και όλες απ΄ την οικογένεια σ΄ αυτήν προσέτρεχαν όταν η περίσταση το καλούσε. Βέβαια η κυρά Ρούλα δε σκόπευε αυτή τη λεπτοµέρεια να την αποκαλύψει στο γαµπρό και τα συµπεθέρια, αλλά θα φρόντιζε, την ώρα που η Κική θα τους πρόσφερε, να πετάξει µε τρόπο πόσο καλά είχε µάθει να τους κάνει απ΄ εκείνη. «Τόσο καλά κυρά συµπεθέρα, που οι δικοί µου µπροστά τους, είναι τίποτα». Ένα τέτοιο αθώο ψεµατάκι επιβαλλόταν σε τέτοιες ώρες. Μήπως η µέλλουσα πεθερά της κόρης της θα καθόταν πάνω απ΄ το κεφάλι της στην κουζίνα για να δει πώς φτιάχνει τους κουραµπιέδες. Αν χρειαζόταν, η αδερφή της να ΄ναι καλά και µια χαρά θα ξεντροπιάζονταν το κορίτσι. Αυτό βέβαια δεν ήταν το µόνο ψέµα που σκόπευε να πει. Και τους µεζέδες που ετοίµαζαν, κεφτεδάκια και τα απαραίτητα γιαπράκια, το κατ΄ εξοχήν χριστουγεννιάτικο φαγητό της πόλης, στην Κική θα τους χρέωνε. Για τα γιαπράκια βέβαια, ήξερε εκ των προτέρων την αντίδραση που θα εισέπραττε απ΄ τη συµπεθέρα. Την ώρα που όλοι θα δοκίµαζαν και θα παινούσαν τη χρυσοχέρα νύφη, εκείνη θα ξίνιζε τα µούτρα, αδιαφορώντας για το αν οι άλλοι την πρόσεχαν, καθώς κάθε νοικοκυρά της πόλης που σέβεται τον εαυτό της, ήταν αδύνατον να δεχτεί πως κάποια άλλη, και δη η µέλλουσα νύφη, θα µπορούσε ποτέ να φτιάξει αυτό το παραδοσιακό φαγητό καλύτερο απ΄ την ίδια. Όλα αυτά έφταναν και µε το παραπάνω, αλλά επειδή η ηµέρα δεν ήταν µια τυχαία, φρόντισε να προµηθευτεί και ένα βάζο µε γλυκό κεράσι απ΄ την άλλη της αδερφή, που το ασφάλισε στο φανάρι του υπογείου. Το φανάρι που δεν ήταν τίποτα άλλο απ΄ ένα τετράγωνο ντουλάπι µε σίτα γύρω, γύρω, που κρεµόταν απ΄ το ταβάνι του υπογείου σε κάθε σπίτι, χρησίµευε για την αποθήκευση τροφίµων που η έκθεση τους, κυρίως το καλοκαίρι, σε υψηλές θερµοκρασίες, µπορούσε να τα αλλοιώσει. Το µεγάλο του επίσης πλεονέκτηµα ήταν πως ασφάλιζε µ΄ ένα µικρό λουκέτο, το κλειδί του οποίου βρισκόταν συνήθως στην ποδιά της νοικοκυράς του σπιτιού, κι έτσι γλίτωνε και τις επιδροµές των παιδιών της οικογένειας. Το γλίτωνε βέβαια ήταν µια λέξη καθώς οι περισσότεροι είχαν βρει τον τρόπο να ανοίγουν το λουκέτο και να βάζουν χέρι στα πολύτιµα αγαθά που ασφάλιζε εκεί η µητέρα τους.

140

Οι κόρες της Αφροδίτης

Απ΄ τον κανόνα αυτό δεν ξέφευγε και ο Γιωργάκης που έχοντας προσέξει το βάζο µε το γλυκό κεράσι φρόντισε να του βάλει χέρι, χωρίς η µάνα του να τον αντιληφθεί. Όταν διαπίστωσε πως το βάζο είχε φτάσει στη µέση, το πρωί της ης 21 ∆εκεµβρίου, η κυρά Ρούλα κόντεψε να λιποθυµήσει και ορκίστηκε πως µόλις ο µικρός επέστρεφε απ΄ το σχολείο θα τον τακτοποιούσε καλά. Φυσικά ο Γιωργάκης δεν ήξερε πως η επιδροµή του είχε γίνει αντιληπτή ούτε τις συνέπειες που θα πλήρωνε γι΄ αυτό. Αλλά και να το ήξερε, ήταν το τελευταίο που θα τον απασχολούσε, καθώς την ίδια ώρα βρισκόταν και πάλι αντιµέτωπος µε την µήνι του κυρίου Γυµνασιάρχη που αυτή τη φορά, ήταν έξαλλος όσο ποτέ άλλοτε. Τι είχε συµβεί όµως; Λίγο πριν ολοκληρωθεί το τέταρτο διάλειµµα εκείνης της µέρας, ο Γιωργάκης βρισκόταν στο µπροστινό προαύλιο του σχολείου που έβλεπε προς την κεντρική πλατεία, όπου βρισκόταν όλα τα εµπορικά καταστήµατα. Κάποια στιγµή το µάτι του ξεχώρισε ένα τσούρµο κορίτσια που το ντύσιµο τους µπορεί να µην ήταν και τόσο φανταχτερό, αν εξαιρούσες το κατακόκκινο παλτό που φορούσε η Μπέτυ, αλλά η εν γένει εµφάνιση τους, έδειχνε από µακριά πως δεν ήταν απ΄ τους συνηθισµένους διαβάτες της κεντρικής πλατείας. Τα βλέµµα του αναζήτησε αµέσως την Έφη και την εντόπισε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Είχε ξεµείνει πιο πίσω απ΄ τις άλλες καθώς χάζευε µια βιτρίνα ενός εµπορικού καταστήµατος. Το σκούρο µωβ παλτό που φορούσε και το οµοιόµορφο σκουφάκι της, ήταν τόσο ταιριαστά πάνω της και τόνιζαν ακόµα περισσότερο την οµορφιά της. Σκέφτηκε να της κάνει νόηµα για να τον δει, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν παρακινδυνευµένο. Τον είδε όµως εκείνη και τρέχοντας, ήρθε προς την κλειστή κεντρική αυλόπορτα του σχολείου. Μέσα στον ενθουσιασµό της δεν πρόσεξε πως σ΄ εκείνο το σηµείο γλιστρούσε, καθώς ο επιστάτης είχε ξεχάσει να ρίξει στάχτη περιµένοντας µάλλον να το κάνει λίγο πριν το τελευταίο κουδούνι, για να µην προλάβει και την καλύψει το χιόνι που έπεφτε αραιό, αλλά ασταµάτητο. Η καρδιά του σφίχτηκε και µια κραυγή ξέφυγε απ΄ τα χείλη του, αλλά ευτυχώς εκείνη πρόλαβε και πιάστηκε απ΄ τα κάγκελα της αυλόπορτας. -Ουφ. Παραλίγο να τσακιστώ. Το κουδούνι χτύπησε για µέσα αλλά ο Γιωργάκης το αγνόησε. Τα γυµνά του χέρια, άγγιξαν τα χέρια της Έφης που είχαν σφίξει γερά τα κάγκελα της αυλόπορτας. - Το κουδούνι. ∆εν θα πας µέσα; - Θα πάω. Τι κάνεις;

141

Μιχάλης Πιτένης

- Καλά είµαι. Αύριο γιορτάζει η κυρία Αναστασία και βγήκαµε όλες µαζί να τις πάρουµε δώρα. Έχει να γίνει ένα γλέντι! Θα ΄ρθεις, δε θα ρθεις; Κόµπιασε λίγο καθώς θυµήθηκε τις προετοιµασίες για την έλευση του γαµπρού, αλλά νιώθοντας τα όµορφα µάτια της, να βουλιάζουν στα δικά του, πώς να της το αρνηθεί; - Θα ΄ρθω. Έσκυψε µπροστά και της άγγιξε απαλά τα χείλη της µε τα δικά του. - Πήγαινε. Θα αργήσεις… Γύρισε να φύγει αλλά κοντοστάθηκε και στράφηκε πάλι προς το µέρος της. - Θα ΄ρθω. Τον χαιρέτησε χαµογελώντας, κουνώντας το δεξί της χέρι. Προχώρησε µε βήµα σταθερό. ∆εν τον ένοιαζε. Ακόµα και αν υπήρχαν συνέπειες, δεν του καιγόταν καρφί. Ανέβηκε το πρώτο σκαλί της κύριας εισόδου του σχολικού κτιρίου, µε σκυµµένο κεφάλι, αλλά χαµογελαστός. Στο δεύτερο το σήκωσε και το χαµόγελο του πάγωσε. Οι συνέπειες δεν θ΄ αργούσαν. Ο κύριος Γυµνασιάρχης, µε ανοιγµένα τα πόδια και τα χέρια στη µέση, χαµογελούσε σαδιστικά. - ∆ραγώγια. Για πέρασε πάνω. Τον είχε δει απ΄ το παράθυρο του γραφείου του, που ο Γιωργάκης, αν και εκ των θαµώνων του γραφείου αυτού, είχε ξεχάσει πως έβλεπε στη µπροστινή αυλή. Τον ακολούθησε χωρίς να φοβάται. Τα χείλη της Έφης τα ένιωθε πάντα πάνω στα δικά του και το άρωµα της είχε προλάβει να ποτίσει τα ρουθούνια του και να διαχυθεί σ΄ όλο του το κορµί. Ο κύριος Γυµνασιάρχης, κλείνοντας την πόρτα του γραφείου πίσω του, άρχισε και το παραλήρηµα του. - Τι βλέπω; Έχουµε αρχίσει πλέον να έχουµε και σχέσεις µε γυναίκας ελευθέρων ηθών! Με πόρνες. ∆ραγώγια αυτό θα σου στοιχίσει ακριβά… ∆εν άκουγε τι του καταµαρτυρούσε, δεν ένιωθε τα κτυπήµατα του που έπεφταν το ένα πίσω απ΄ το άλλο. Η εικόνα της Έφης µε το µωβ παλτό και το οµοιόχρωµο σκουφάκι, ήταν διαρκώς µπρος στα µάτια του! Και πόσο του άρεσε που είχε βάλει λίγο κραγιόν στα µάγουλα της, δίνοντας τους λίγο απ΄ το χρώµα που τους έλειπε! Και πόσο τόνιζε αυτό τα όµορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της! Ευτυχώς, γιατί έτσι που κυκλοφορούσε µες το χιόνι, αν της έφευγε το σκουφάκι απ΄ τα µαλλιά, θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις το πρόσωπο της. Και αυτό το πρόσωπο άξιζε να ξεχωρίζει.

142

Οι κόρες της Αφροδίτης

Ο κύριος Γυµνασιάρχης συνέχιζε ακάθεκτος, αλλά τώρα το βλέµµα του Γιωργάκη περιπλανιόταν έξω απ΄ το παράθυρο, παρακολουθώντας το χιόνι που είχε πυκνώσει. Όταν ο θύτης κουράστηκε να τιµωρεί το θύµα του, το διέταξε να επιστρέψει στην τάξη του, λέγοντας πως θα λάβαινε πολύ σύντοµα γνώση και ο κηδεµών του για το σηµερινό απαράδεκτο επεισόδιο. Ο Γιωργάκης όµως, δεν αποχώρησε, προς µεγάλη έκπληξη του κυρίου Γυµνασιάρχη. Προχώρησε προς το παράθυρο και κόλλησε στο τζάµι το πρόσωπο του. Τι κι αν ωρυόταν από πίσω του ο κ. Ντίνου. Αυτός εστίασε το βλέµµα του στο µεγάλο δρόµο αναζητώντας το µωβ σκουφάκι. ∆ε χρειάστηκε µεγάλη προσπάθεια. Το εντόπισε αµέσως. Αυτό ξεχώριζε µόνο. Ακούµπησε και τα χέρια του στο τζάµι. Μακάρι να είχε τη δύναµη να περάσει από µέσα του. Να πετάξει για λίγο και να προσγειωθεί προς τα εκεί που κινιόταν το µωβ σκουφάκι. Το έχασε. Που πήγε; Να µπήκε σ΄ εκείνο το µαγαζί. Θ΄ αργήσει; Όχι βγήκε. Ο δρόµος ξαναπέκτησε χρώµα. Βάφτηκε όλος µωβ. Τι όµορφα που ήταν!

143

Μιχάλης Πιτένης

33 Το χιόνι έπεφτε πυκνό από νωρίς το απόγευµα. Τα συµπεθέρια και ο γαµπρός, συνοδευόµενοι απ΄ τον προξενητή έφτασαν λίγο µετά τις επτά. - ∆εν κρατιόταν, σχολίασε ο προξενητής µόλις βολεύτηκαν στο σαλόνι της οικογένειας ∆ραγώγια, δείχνοντας µ΄ ένα νεύµα του κεφαλιού το γαµπρό. Η παρουσία του ήταν ίσως περισσότερο επιβεβληµένη σ΄ αυτή τη φάση του προξενιού, καθώς ήταν σίγουρο πως µεταξύ των δύο οικογενειών θα υπήρχε αρκετή αµηχανία και νευρικότητα. Κι αυτό ακριβώς συνέβαινε εκείνη την ώρα. Έτσι ο προξενητής επιστράτευσε όποιο χωρατό είχε στο µυαλό του για να ελαφρύνει την ατµόσφαιρα. Ο συµπέθερος, έδειξε απ΄ την αρχή πως δεν θα ήταν απ΄ αυτούς που θα κυριαρχούσαν στην κουβέντα καθώς τα λόγια του ήταν λίγα και µασηµένα. Η κυρά συµπεθέρα, κρατώντας πάντοτε και µε τα δύο της χέρια σφιχτά την τσάντα της, λες και εκεί µέσα είχε κρύψει ό,τι πιο πολύτιµο διέθετε, δε σταµάτησε στιγµή να περιεργάζεται το σπίτι, ελέγχοντας κάθε λεπτοµέρεια. Σε κάποια στιγµή µάλιστα δε δίστασε ν΄ απλώσει το δείκτη του δεξιού της χεριού στο τραπεζάκι που βρισκόταν ακριβώς δίπλα της, ελέγχοντας αν είχε σκόνη. - Χολέρα, µουρµούρισε η κυρά Ρούλα που δεν ξέφυγε απ΄ το άγρυπνο µάτι της η κίνηση της συµπεθέρας. Λες και δεν έµαθα για του λόγου και θα σου ΄δινα εγώ πάτηµα για να µας σχολιάσεις… Ο γαµπρός, φρεσκοξυρισµένος και µε καλοσιδερωµένο πουκάµισο και γραβάτα, που έδειχναν ξένα πάνω του, λες και τα είχε δανειστεί για την περίσταση, κάθισε δίπλα στον Αστέρη, έχοντας µονίµως ένα χαµόγελο στα χείλη. ∆εν πρόλαβαν καλά, καλά να βολευτούν στις καρέκλες τους όταν έκανε την είσοδο της η Κική, φέρνοντας το δίσκο µε τα ποτήρια του λικέρ. Ο Γιωργάκης τρόµαξε να τη γνωρίσει. Απ΄ το µεσηµέρι την είχε περιλάβει η Καίτη, η κοµµώτρια, και τα αποτελέσµατα της δουλειάς της ήταν ορατά πάνω της. Τα πλούσια µαλλιά της είχαν εξαφανιστεί µέσα στον τεράστιο κώτσο που είχε πίσω απ΄ το κεφάλι της. Τα ρούχα της, σκουρόχρωµα και το πρόσωπο της χλωµό, χωρίς ίχνος περιποίησης απάνω του. Ο Γιωργάκης άνοιξε όσο µπορούσε περισσότερο τα µάτια του για να πειστεί πως αυτή που έβλεπε µπροστά του ήταν η αδερφή του. Αυτή ήταν, δε χωρούσε αµφιβολία. Μόνο που σήµερα έδειχνε τόσο διαφορετική. Έδειχνε µεγάλη… Κοίταξε γύρω του την κυρά συµπεθέρα και τη µάνα του. Αν αφαιρούσες τις ρυτίδες απ΄ τα πρόσωπα τους, έδειχναν πιο γοητευτικές απ΄ τη µέλλουσα νύφη.

144

Οι κόρες της Αφροδίτης

Μόλις η κουβέντα άρχισε σιγά, σιγά να παίρνει τα πάνω της, καθώς είχαν πιάσει το θέµα της ακρίβειας που επικρατούσε στη πόλη και το πόσο είχε δυσκολέψει εξ αιτίας της η ζωή τους, ο Γιωργάκης έκανε να σηκωθεί απ΄ την καρέκλα του. Το άγριο βλέµµα όµως που του ΄ριξε η µάνα του, τον καθήλωσε στη θέση του. Αµέσως µετά η κυρά Ρούλα στράφηκε προς τον άντρα της και του ΄πε µε τρόπο. - Τι τη θες την κουβέντα για την ακρίβεια; Για να µας ζητήσουν και άλλη προίκα; Εκείνος την καθησύχασε µε µια κίνηση του χεριού του και σήκωσε το ποτήρι του συµπαρασύροντας και τους άλλους. Σιγά, σιγά η κουβέντα ελάφρυνε και άρχισαν να σκάνε κάποια χαµόγελα. Τότε βρήκε την ευκαιρία, εκµεταλλευόµενος και την κουβέντα που είχε ανοίξει η µάνα του µε την κυρά συµπεθέρα, και σηκώθηκε απ΄ τη θέση του. Βγαίνοντας στο διάδροµο έπεσε πάνω στην Κική που είχε αρχίσει να µεταφέρει τους µεζέδες. - Κική. - Τι είναι; - Θα βγω έξω… Ανασήκωσε τους ώµους της αδιάφορα. - Αν µε γυρέψει η µάνα… - Ναι… - Πέστης πως πήγα απέναντι στο Γιαννάκη, για να κανονίσω για τα κάλαντα. Η αδερφή του δείχνοντας πως δεν την ενδιέφεραν τα σχέδια του, µπήκε στο σαλόνι προκαλώντας νέο παραλήρηµα ενθουσιασµού απ΄ τον προξενητή που άρχισε να παινεύει τα µεζεδάκια της. Άνοιξε όσο πιο απαλά µπορούσε την εξώπορτα και βγήκε στην αυλή. Τα πόδια του βούλιαξαν στο χιόνι. Πριν περάσει την αυλόπορτα έριξε µια µατιά προς το σαλόνι. Το βλέµµα του πατέρα του στόχευε προς το µέρος του. Περίµενε λίγο και µόλις είδε πως κάτι άλλο τράβηξε την προσοχή του, βγήκε όσο πιο γρήγορα µπορούσε. Έξω στο δρόµο, το χιόνι έφτανε πιο πάνω απ΄ το γόνατο του και περπατούσε µε δυσκολία. ∆εν πτοήθηκε. Έβαλε κάτω το κεφάλι και προχώρησε όσο πιο γρήγορα µπορούσε. Τα φώτα στο Σπίτι δεν είχαν ανάψει όλα, σηµάδι πως δεν είχε αρχίσει ακόµα η κίνηση για τα καλά. Πέρασε γρήγορα τη µεγάλη αυλόπορτα και διασχίζοντας µε δυσκολία την αυλή, όπου δεν ξεχώριζες τίποτα στο κάτασπρο χαλί που την είχε σκεπάσει, κατάφερε να φτάσει µέχρι την πίσω πόρτα. Η Μπέτυ που τον είδε πρώτη, τρόµαξε. - Πω, πω. Σα χιονάνθρωπος έγινες! 145

Μιχάλης Πιτένης

Του έδειξε πως έπρεπε να τινάξει πρώτα έξω το χιόνι και µετά να µπει. Υπάκουσε ενώ προσπαθούσε να διακρίνει απ΄ τη µισάνοιχτη πόρτα την Έφη. Τη διέκρινε να κινείται στο βάθος του διαδρόµου, όπως και τα άλλα κορίτσια που ήταν φανερό πως κάτι προσπαθούσαν να ετοιµάσουν, πριν πλακώσει η πελατεία. Μόλις τον είδε, έτρεξε κοντά του και ένιωσε το ζεστό της φιλί στο παγωµένο του µάγουλο. - Πρέπει να προλάβουµε. Η κυρία δεν ξέρει τίποτα, γι΄ αυτό που της ετοιµάζουµε. Θα βοηθήσεις; - Τι να κάνω; Τον τράβηξε µαζί της. - Έλα µαζί µου… Η τελευταία φάση του προξενιού κράτησε δύο ώρες περίπου. Εκεί, γύρω στις εννιά, και αφού τα δύο συµβαλλόµενα µέρη είχαν δώσει πλέον τα χέρια, τα συµπεθέρια σηκώθηκαν να φύγουν. Ο γαµπρός κοντοστάθηκε λίγο, αλλά τον τράβηξε η µάνα του. - Αµάν. ∆εν ξεκολλάς πια. ∆ική σου θα ΄ναι τώρα πια… Αποχαιρετίστηκαν ανανεώνοντας το ραντεβού για ανήµερα τα Χριστούγεννα. Θα έτρωγαν όλοι µαζί στο σπίτι του γαµπρού για να δείξουν και επισήµως στον κόσµο πως όλα είχαν πάρει το δρόµο τους όπως έπρεπε. - Να δοκιµάσετε και τα δικά µας τα γιαπράκια κυρά συµπεθέρα, είπε ο πατέρας του γαµπρού στην κυρά Ρούλα φεύγοντας, κερδίζοντας το επιδοκιµαστικό βλέµµα της γυναίκας του. Μόλις βγήκαν έξω στο δρόµο, ο προξενητής γύρισε προς τον γαµπρό. - Ε, Νικολάκη. Ευχαριστηµένος; - Και µε το παραπάνω. Αλλά µην χασοµεράτε. Πέρασε η ώρα… - Γιατί; Πού έχεις να πας, ρώτησε η µητέρα του. - Έλα γυναίκα. ∆εν καταλαβαίνεις, παρενέβη ο πατέρας του. Έδωσε λόγο το παιδί απόψε. Να µην πάει να το γλεντήσει ,µε την παρέα; Ο Νικολάκης κοίταξε χαµογελαστός τον πατέρα του. Η κυρά Ρούλα γέµισε το ποτήρι της µε κρασί και έβγαλε τα παπούτσια της που την πέθαιναν από ώρα. - Κική. Ε, Κική. Έλα κούκλα µου να σε καµαρώσω, που σε χάνω… Ο Αστέρης έδειξε µε µια γκριµάτσα πως δε συµφωνούσε. - Τι έπαθες εσύ; - Τι είναι αυτά που λες; Να εδώ, µια γειτονιά πιο πάνω θα πάει. Αµέσως θα τη χάσεις…

146

Οι κόρες της Αφροδίτης

- Μωρέ θα τη χάσω, θα τη χάσω. Αλλά εσύ δεν ξέρεις. Ρώτα µε εµένα που το ΄χα αποκούµπι, δεξί µου χέρι. Κική. Έλα µωρή Κική πού είσαι; Η Κική µπήκε αγέλαστη, σφιγµένη. - Τι είναι; ∆ε σε βλέπω καλά… - Το κεφάλι µου. Μ΄ έχει πεθάνει απ΄ την ώρα που ήρθαν… - Αυτήν η χολέρα η πεθερά σου… Αυτήν, σ΄ έφαγε µε τα µάτια της απ΄ την ώρα που µπήκαν. Εµ , πώς να χωνέψει ότι θα µπει µια τέτοια οµορφιά στο σπίτι τους; Σύρε µανάρι µου και φέρε λίγο το λάδι και ένα ποτήρι νερό για να σε ξεµατιάσω. Η Κική βγήκε και ο Αστέρης βρήκε την ευκαιρία να της κάνει παρατηρήσεις. - Τι είναι αυτά που λες; Φαντάζεσαι ν΄ αρχίσει από τώρα τα µαλώµατα µε την πεθερά της; - Μωρέ ας είναι καλά αυτή µε τον άντρα της και η κάθε µια σπίτι τους… - Στο ίδιο σπίτι θα µείνουν… - Για πόσο; ∆εν είναι δα και καµιά µπεµπέκα η κυρά συµπεθέρα… Η επιστροφή της Κικής διέκοψε τη συζήτηση. Η κυρά Ρούλα την ξεµάτιασε και οι τρεις σταγόνες λαδιού που έριξε στο ποτήρι εξαφανίστηκαν αµέσως. Σήκωσε το ποτήρι και το έδειξε προς τον άντρα της. - Τα βλέπεις; Αµάν το µάτι της. Πήρε λίγο νερό και ράντισε το κεφάλι της Κικής, προσφέροντας της και να πιει. - Σε λίγο θα σου περάσει µανάρι µου. Και εσύ το νου σου. Τον άντρα σου να κοιτάξεις µόνο και σ΄ αυτή γύρνα της τον κώλο. Ο Αστέρης αγανάκτησε. Πριν αρπάξει τη γυναίκα του απ΄ τα µούτρα σηκώθηκε. - Πού πας; - Αει παράτα µε. Η κυρά Ρούλα στράφηκε προς την Κική. - Ο µικρός, ο αχαίρευτος που είναι; - Στο Γιαννάκη πήγε. Κάτι να µιλήσουν για τα κάλαντα. Κούνησε το κεφάλι µε νόηµα, αλλά αµέσως ξαναγύρισε την κουβέντα στα όσα είχαν συµβεί προηγουµένως. - Πάντως, όλα ήταν καλά… Η Αναστασία άκουγε από ώρα πολλά σούρτα φέρτα έξω απ΄ την πόρτα της αλλά δεν έδωσε σηµασία. Η προσοχή της ήταν όλη στραµµένη στο Φωτάκη που βρισκόταν ξαπλωµένος στο κρεβάτι της και άναβε το ένα τσιγάρο πίσω απ΄ το άλλο. Ξάπλωσε µπροστά στα πόδια του και τα πήρε στην αγκαλιά της. - Τι έχεις; 147

Μιχάλης Πιτένης

∆εν απάντησε. Προσπάθησε απλώς να χαµογελάσει. - Για δε µου λες; - Τίποτα. Απλώς σκέφτοµαι. Τα χρόνια περνάνε και δεν µπορώ να σταυρώσω µια δουλειά της προκοπής… - Μη σκάζεις. Άσε µε να βοηθήσω… Έδειξε να θίγεται και πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο. - Μια ζωή θα βοηθάς. Τι σόι άντρας είµαι εγώ… Πήγε από πίσω του και τον αγκάλιασε. - Μια χαρά άντρας. Όλα θα γίνουν. Άσε µε να βοηθήσω κι εγώ… Στράφηκε προς το µέρος της και την αγκάλιασε σφιχτά. - Πάντα εσύ θα βοηθάς. Και πώς θα στα ξεπληρώσω… Έβαλε το δάχτυλο της απαλά πάνω στα χείλη του και τον έκοψε. - ∆ε χρωστάς τίποτα. Έτσι, χαµογέλα, µέρα που είναι… Έδειξε ν΄ απορεί. - Μέρα που είναι… Χτύπησε µε δύναµη την παλάµη του στο κούτελο του. - Φτου. Πάλι ξέχασα τη γιορτή σου… ∆εν τον άφησε να συνεχίσει. Τα χείλη της άρπαξαν αχόρταγα τα δικά του…

148

Οι κόρες της Αφροδίτης

34 Βρισκόταν συνεχώς δίπλα της. Την καµάρωνε που εκείνη φαινόταν να πρωτοστατεί στις ετοιµασίες για την έκπληξη που ετοίµαζαν τα κορίτσια για την Αναστασία. Μόλις την είδε ν΄ ανεβαίνει τις σκάλες, τραβώντας προς το δωµάτιο της, κοντοστάθηκε για λίγο και την ακολούθησε. Οι πρώτοι πελάτες είχαν καταφτάσει ήδη και η Έφη έπρεπε ν΄ αλλάξει. Μπήκε στο δωµάτιο της πετώντας αµέσως από πάνω της τη ρόµπα που φορούσε. Άνοιξε τη ντουλάπα και τράβηξε την κόκκινη καινούργια της ρόµπα. Την κράτησε για λίγο στα χέρια της και ύστερα την άφησε απαλά πάνω στο κρεβάτι. Πήρε λίγο νερό απ΄ το λαβοµάνο που βρισκόταν µπροστά στον καθρέφτη της και έριξε στο πρόσωπο της. Ήταν παγωµένο και µερικές σταγόνες που έπεσαν πάνω στο γυµνό της στέρνο, την έκαναν να ανατριχιάσει. Αναζήτησε την καθαρή πετσέτα που κρεµόταν εκεί δίπλα. Ο Γιωργάκης άπλωσε πρώτος το χέρι του και της την πρόσφερε, χωρίς να ξεκολλήσει τα µάτια του απ΄ το κορµί της. Κρύωνε. Το ρίγος διαπερνούσε τα γυµνά της µπράτσα που δεν τα κάλυπτε η µαύρη εφαρµοστή κοµπινεζόν που φορούσε. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το δεξί της µπράτσο. Αισθάνθηκε το ρίγος της να µεγαλώνει. Η Έφη αγκάλιασε τα µπράτσα της και το χέρι της ακούµπησε το δικό του. Το πήρε µες τη χούφτα της και το έσφιξε δυνατά. Έκλεισε τα µάτια του, προτάσσοντας τα χείλη του και περίµενε. Ετοιµάστηκε να τον φιλήσει αλλά µετάνιωσε. - Μήπως αργήσεις και σε ψάχνει η µάνα σου; ∆εν ήταν ό,τι περίµενε ν΄ ακούσει εκείνη τη στιγµή. Του ΄ρθε να βάλει τα κλάµατα, αλλά συγκρατήθηκε. Πρόσεξε αµέσως το παράπονο που έκανε το σαγόνι του να τρέµει. Φόρεσε γρήγορα τη ρόµπα της και κάθισε στο κρεβάτι, καλώντας τον κοντά της. Κάθισε µε σκυµµένο το κεφάλι και τα χέρια σταυρωµένα ανάµεσα στα πόδια του. Τον αγκάλιασε τρυφερά. - ∆ε θέλω να φύγεις, αλλά να… Νοιάζοµαι µη σε µαλώσουν. Γύρισε προς το µέρος της χαµογελώντας. Το δεξί του χέρι ακούµπησε την κόκκινη ρόµπα που φορούσε. Πώς του άρεσε η αφή της! Του άρεσε ό,τι κι αν φορούσε. Αν τον άφηνε θα µπορούσε να τη χαϊδεύει για ώρες. Θα ξεκινούσε απ΄ τα µακριά της µαλλιά που σκέπαζαν τους ώµους της, θα συνέχιζε µε το πρόσωπο της, το λαιµό της… Θα ΄φτανε µέχρι κάτω και ύστερα πάλι απ΄ την αρχή. Για ώρες… Αρκεί να µπορούσε να το κάνει και ας του επέβαλε η µάνα του όποια τιµωρία ήθελε. 149

Μιχάλης Πιτένης

Τώρα ήταν η Έφη που αισθανόταν αµηχανία. Ήξερε πως αρκούσε µια κίνηση της, αλλά δεν τολµούσε να την κάνει. Κι όµως, το ήθελε τόσο. Στ΄ αυτιά της ήρθαν τα λόγια της Γαλάτειας. «Θα τον ταλαιπωρείς για καιρό ακόµα;». Ήταν έτοιµη να γυρίσει και να τον πάρει στην αγκαλιά της. Να τον κρατήσει σφιχτά. Όσο πιο σφιχτά γινόταν. Οι φωνές που ακούστηκαν απ΄ τον κάτω όροφο, ανέβαλαν αυτή της την επιθυµία. - Πάµε. Άρχισαν χωρίς εµάς. Η κυρία Αναστασία στεκόταν άφωνη στη µέση της µεγάλης σάλας στον κάτω όροφο, κοιτώντας σα χαµένη τα στολίδια που είχαν απλώσει παντού τα κορίτσια της. - Χρόνια πολλά κυρία, φώναξαν αυτές όλες µαζί. Κάποιοι πελάτες χειροκρότησαν, άλλοι την πλησίασαν και της έσφιξαν το χέρι ευχόµενοι «χρόνια πολλά». Η Αναστασία έφερε το δεξί της χέρι στο στόµα της µη ξέροντας τι να πει. Την πλησίασε πρώτη η Μίνα προσφέροντας της ένα κουτί, τυλιγµένο σ΄ ένα γυαλιστερό χαρτί. Της το έδωσε φιλώντας την σταυρωτά. Το άνοιξε. Ήταν ένα υπέροχο µακρύ µάλλινο σάλι, µε κρόσια. Πριν προλάβει να την ευχαριστήσει, ακολούθησαν κι οι άλλες. Άνοιγε ανυπόµονα το ένα δώρο πίσω απ΄ το άλλο, σαν το µικρό παιδί που µόλις βλέπει τα δώρα του δεν µπορεί να συγκρατηθεί. Της άρεσαν όλα. Άνοιξε τα χέρια της και χώρεσαν όλες µέσα στην αγκαλιά της. - Σας ευχαριστώ κορίτσια. Σας ευχαριστώ πολύ… Το βλέµµα της αναζήτησε το Φωτάκη αλλά δεν τον εντόπισε πουθενά. Γύρισε προς την Έφη. - Πήγαινε στην κουζίνα πουλάκι µου. Στο πάνω δεξί ράφι, έχω µερικά µπουκάλια κονιάκ. Φέρε και ποτήρια… Η Μίνα έτρεξε µαζί της. - Θα χρειαστούµε πολλά ποτήρια. Θα το κάψουµε απόψε… Μέχρι να επιστρέψουν η Αναστασία, αναζήτησε µες τα δώρα εκείνο που είχε ξεχωρίσει απ΄ την αρχή. Το δώρο της Γαλάτειας. Ήταν ο δίσκος µε το τραγούδι «Πήρα τη στράτα την κακιά», της Πόλυς Πάνου, που τ΄ αγαπούσε πολύ. Τον πήρε στα χέρια της, τον έβγαλε απ΄ το χαρτί του και άρχιζε να τον χαϊδεύει απαλά µε τα δάχτυλα της. Μέχρι να γυρίσει και να δώσει την εντολή, η Βενετία είχε φέρει κιόλας το πικ- απ. «Κουφαλίτσες. Μπορεί η Γαλάτεια να τον αγόρασε, αλλά όλες ξέρετε πόσο µ΄ αρέσει…». Ο παλιός δίσκος µε το ίδιο τραγούδι είχε λιώσει απ΄ το παίξιµο. Πώς να µην προσέξουν τα κορίτσια πόσο της άρεσε;

150

Οι κόρες της Αφροδίτης

Το κονιάκ που σέρβιραν η Έφη µε τη Μίνα άρχισε ν΄ ανεβάζει κι άλλο το θερµόµετρο της ευθυµίας που επικρατούσε ήδη στο Σπίτι. - Χορέψτε ρε. Τι κάθεστε; Ένας απ΄ τους πελάτες έκανε την αρχή και σε λίγο ακολούθησαν κι άλλοι. «Θέλουµε και άλλα τραγούδια», σκέφτηκε η Αναστασία και ξεκίνησε τρέχοντας προς το δωµάτιο της. Ο Φωτάκης, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο δεν πρόλαβε να τραβηχτεί απ΄ το αυτί της Μπέτυς που έδειχνε να τον ακούει µε προσοχή. ∆ε στάθηκε. Μπήκε στο δωµάτιο της και άρχισε να ξεδιαλέγει τους δίσκους της, ξεχωρίζοντας αυτούς που ταίριαζαν µε την περίσταση. Κάποια στιγµή είδε το είδωλο της, µπροστά στον καθρέφτη. Έµεινε µε το δίσκο που κρατούσε στα χέρια. ∆εν πέρασαν πάνω από µερικά δευτερόλεπτα αλλά της φάνηκαν σα να πέρασαν ώρες. «Τι τα θες; Γέρασες Αναστασία µου. Θα έπρεπε να το περιµένεις…», ψιθύρισε στον καθρέφτη της. ∆ίπλα στο δικό της σχηµατίστηκε και το είδωλο του Φωτάκη. ∆εν ήξερε αν στ΄ αλήθεια είχε χλωµιάσει αλλά σίγουρα έτσι της φάνηκε. Είχε την εικόνα του ανθρώπου που ετοιµαζόταν να πει ένα ψέµα, αλλά δεν ήξερε πώς να το πει. Τον έβγαλε εκείνη από τη δύσκολη θέση. - Τι κάθεσαι; Έξω χαλάει ο κόσµος… - Ξέρεις Αναστασία… - Πάµε. Τον τράβηξε απ΄ το χέρι και βγήκαν. Το γλέντι είχε ανάψει. Η Μπέτυ έστεκε στην απέναντι γωνιά τρώγοντας τα νύχια της. Μόλις τους είδε έµεινε µε το δάχτυλο στο στόµα. ∆εν υπήρχε καµιά αλλαγή στη συµπεριφορά της κυρίας Αναστασίας. Έδειχνε το ίδιο ευδιάθετη και χαµογελούσε καθώς τραβούσε το Φωτάκη απ΄ το χέρι. Μόλις στάθηκε ένας πελάτης δίπλα της, έκανε και εκείνη το ίδιο. Τον τράβηξε απ΄ το χέρι οδηγώντας τον στο χορό. - Άντε παλικάρι µου. Εσύ δε χορεύεις; Το βλέµµα του Φωτάκη καρφώθηκε πάνω της. Ξέσπασε σ΄ ένα προσποιητό τρανταχτό γέλιο και αρπάζοντας το χέρι του καβαλιέρου της, το έβαλε στον πισινό της. Ο Γιωργάκης είχε ενθουσιαστεί απ΄ το όλο κλίµα και ακουµπισµένος σε µια γωνιά χτυπούσε δυνατά παλαµάκια. Ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν τέτοια ώρα στο Σπίτι, αφού συνήθως οι δικές του επισκέψεις γινόταν το µεσηµέρι ή νωρίς το απόγευµα. Στην αρχή αισθανόταν άβολα καθώς έβλεπε όλους αυτούς τους µεγάλους άντρες να αρπάζουν και να χουφτώνουν τα κορίτσια καθώς χόρευαν µαζί τους. Ειδικά όταν κάποιος το επιχειρούσε αυτό στην Έφη, φούντωνε και ήταν έτοιµος να χιµήξει όπως τότε που επιτέθηκε στο ∆ηµητράκη. Ευτυχώς 151

Μιχάλης Πιτένης

όµως εκείνη κατάφερνε να ξεφεύγει απ΄ τα χέρια τους σα χέλι και αµέσως ο µικρός ηρεµούσε. Η Έφη, που δεν έπαψε στιγµή να παρακολουθεί τις αντιδράσεις του µικρού, προσπάθησε κάποιες φορές να τον συµπαρασύρει στο χορό αλλά δεν τα κατάφερε. Τι να χορέψει, αφού δεν ήξερε; Προτιµούσε να παρακολουθεί απ΄ έξω, όχι τόσο για να βλέπει τους άλλους που γλεντούσαν, όσο για να θαυµάζει εκείνη. Να απολαµβάνει το κορµί της που σειόταν ελαφρά, µε χάρη, κάνοντας τον να µένει συνεχώς µε το στόµα ανοιχτό. Πόσο θα ήθελε να άδειαζε ξαφνικά η αίθουσα και να µέναν µόνοι οι δύο τους. Εκείνος και η Έφη. Κι η µουσική να συνεχίζει να παίζει, αλλά εκείνη να χορεύει µόνο για κείνον και µόνο τα δικά του µάτια να την απολαµβάνουν… Τότε ναι, θ΄ ανταποκρινόταν στο κάλεσµα της κι ας µην ήξερε από χορό. Ήταν σίγουρος πως εκείνη θα έβρισκε τον τρόπο να τον οδηγήσει, να τον συµπαρασύρει µαζί της. Κι ο Γιωργάκης θα έκλεινε τα µάτια του απλώνοντας τα χέρια του προς το κορµί της, όπως είδε να κάνουν οι άντρες, χωρίς όµως να τ΄ αγγίζει, προσµένοντας το άρωµα της που θα απελευθέρωνε κάθε σταγόνα ιδρώτα… Η µεγάλη εξώπορτα ανοιγόκλεινε συνεχώς και ο αριθµός των πελατών αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. Η Αναστασία τους υποδεχόταν και τους γέµιζε αµέσως τα ποτήρια. - Χορέψτε λίγο ρε. Μετά αγοράζετε τις µάρκες σας. Έχουµε ώρα… ∆εν θα ΄χε περάσει πάνω από µισή ώρα από τότε που άναψε το γλέντι και στη σάλα µπήκε µια καινούργια παρέα. Η Αναστασία έσπευσε να την υποδεχτεί. Ο ένας απ΄ την παρέα, που ήταν και θαµώνας του Σπιτιού, ανέλαβε τις συστάσεις. - Από δω Αναστασία µου ο Νικολάκης, που απόψε έχασε την ελευθερία του. Λογοδόθηκε! Οι άλλοι της παρέας ενθάρρυναν το Νικολάκη χτυπώντας τον στην πλάτη. - Άντε τυχερέ. Και θα σε περιποιηθεί απόψε η κυρία Αναστασία. Έτσι δεν είναι; Συµφώνησε µαζί τους. - Την καλύτερη. Να ζήσεις παλικάρι µου. Η ώρα η καλή. Σίγουρα κάποιο καλό κορίτσι παίρνεις. - Μόνο; Το καλύτερο! Αλλά και τι παιδί παίρνει κι εκείνο κυρία Αναστασία µου, δεν το ξέρει ακόµα…, συνέχισε ο θαµώνας ενθαρρύνοντας και το Νικολάκη που στεκόταν σαν άγαλµα. Τι είναι ρε; Αφού ξανάρθες. ∆εν πιστεύω να σε πιάσαν οι ντροπές; Ο Νικολάκης που έδειξε να ξεθαρρεύει επιτέλους έσκυψε προς την Αναστασία και της είπε χαµηλόφωνα. - Κυρία, τη µικρή να µου δώσεις. Την Έφη που λένε πως είναι… - Έννοια σου, αυτή θα πάρεις… 152

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η παρέα έγινε ένα µε τους υπόλοιπους και η Αναστασία αναζήτησε την Έφη. Τη βρήκε να στέκεται δίπλα στο Γιωργάκη. Χάιδεψε το µάγουλο του µικρού και έσκυψε προς την Έφη. - Τον εβλέπεις εκείνο µε το µουστάκι στο βάθος, της είπε δείχνοντας µε το δάχτυλο της το Νικολάκη. Η Έφη έγνεψε καταφατικά. - Για σένα ήρθε. Απόψε λογοδόθηκε και ήρθε να το γλεντήσει. Έχε το νου σου… Η Έφη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της χωρίς να προσέξει το Γιωργάκη που είχε µείνει άναυδος. Ήταν σίγουρος πως το δάχτυλο της Αναστασίας είχε δείξει το Νικολάκη και άλλο τόσο σίγουρος πως ο Νικολάκης ήταν ο µέλλων γαµπρός του. Τα µάτια του πετούσαν σπίθες. Άρπαξε απ΄ το µανίκι την Έφη και άρχισε να την τραβολογά. - Τι έπαθες εσύ; - Κυρία Έφη, σε παρακαλώ. Μην πάς µαζί του… - Γιατί τι συµβαίνει; - Μην πας. Σε παρακαλώ. - ∆εν µπορώ. Αν η κυρία πρόσταξε, δεν µπορώ. - Γιατί; Επειδή θα πληρώσει τη µάρκα; - Γι΄ αυτό. Αισθάνθηκε να φεύγει ο κόσµος κάτω απ΄ τα πόδια του. Τον έπιασε πανικός. Τι µπορούσε να κάνει; Σκέφτηκε να πλησιάσει το Νικολάκη και να του ορµήξει. Να οπλίσει τις γροθιές του και να µην σταµατήσει µέχρι να τον ξαπλώσει καταγής. Προσέχοντας όµως καλύτερα τα µπράτσα του αντιπάλου συνειδητοποίησε πως δεν είχε και µεγάλες ελπίδες επιτυχίας. Τι άλλο του έµενε να κάνει; Αν πλήρωνε αυτός τη µάρκα; Στράφηκε πάλι προς την Έφη που χάζευε αυτούς που γλεντούσαν. Την άρπαξε και πάλι απ΄ το µανίκι. - Όποιος πληρώνει τη µάρκα, διατάζει; - Τι είναι αυτά που ρωτάς τώρα, απάντησε εκείνη ενοχληµένη. Η κουβέντα είχε αρχίσει να παίρνει άσχηµη τροπή και δεν ήξερε πώς να την κουµαντάρει. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν λάθος της που κάλεσε το µικρό τέτοια ώρα στο Σπίτι, αλλά εκείνος δεν της επέτρεψε να σκεφτεί τίποτα περισσότερο. Την τράβηξε πιο δυνατά, τόσο που κόντεψε να τη ρίξει κάτω. - Πέσµου. - Ναι. Ευχαριστήθηκες τώρα; Ο µικρός δεν απάντησε. Χωρίς να περιµένει άλλη κουβέντα της ξεχύθηκε προς την κουζίνα και µ΄ ένα πήδηµα βρέθηκε στην αυλή. Χώθηκε ολόκληρος στο χιόνι αλλά αυτό ήταν πολύ µικρό εµπόδιο για να αναχαιτίσει την αποφασιστικότητα που τον είχε κυριεύσει. 153

Μιχάλης Πιτένης

Τα πόδια του βούλιαζαν στο χιόνι αλλά αισθανόταν να πατάει γερά. Στο µυαλό του δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκείνη τη στιγµή εκτός απ΄ τον πήλινο κουµπαρά του. Είχε έρθει η ώρα του και τίποτα πια δεν τον έσωζε…

154

Οι κόρες της Αφροδίτης

35 Μάνα και κόρη συγύρισαν το σπίτι, ενώ ο πατέρας καθισµένος στην κουζίνα δίπλα στη µεγάλη σόµπα που είχε κοκκινίσει έπινε µόνος του κρασί. Τον ενοχλούσε η φασαρία που γινόταν γύρω του απ΄ τις δύο γυναίκες, αλλά απέφυγε να τις ζητήσει να σταµατήσουν. Ήξερε πως δεν θα είχαν απήχηση τα λόγια του καθώς την κυρά Ρούλα την είχε κατακυριεύσει το άγχος µη και δεν προλάβει να ετοιµάσει το σπίτι µέχρι το πρωί. - Πού ξέρεις τι ώρα θα έρθει η πρώτη. Γι΄ αυτό Κική µου να ΄µαστε έτοιµες, γιατί από αύριο ξέρεις τι θα γίνει. Θα αρχίσουν να ΄ρχονται τα σόια για τα σιχαρίκια και δεν πρέπει να ντροπιαστούµε… - Καλά και πρωί, πρωί θα κινήσουν, σχολίασε η Κική ανόρεχτα, µε τον ίδιο τρόπο που βοηθούσε τη µάνα της να εξαφανίσουν κάθε σηµάδι απ΄ την επίσκεψη του συµπεθεριού. - Μπα σε καλό σου. Τι έπαθες µανάρι µου κι είσαι έτσι µαραµένο; Μπας και δε σε πέρασε το µάτι; Κι είναι αργά να πεταγόµουν και στης θειάς σου της Ελευθερίας να σε ξεµατιάσει κι εκείνη… Ανάθεµα το µάτι της. Ανάθεµα το. Πες τρεις φορές το πάτερ ηµών από µέσα σου… - Το είπα… - Καλά. Θα πεταχτώ εγώ το πρωί στην Ελευθερία και θα δεις. Αµέσως θα περάσει… Ο Αστέρης που άκουγε την κουβέντα χωρίς να συµµετέχει, αισθάνθηκε την ανάγκη να φωνάξει της γυναίκας του να το βουλώσει. Γιατί να το κάνει; Μήπως εκείνη ήταν η µόνη ένοχη για την απόφαση που πήραν και για την οποία είχε ήδη µετανιώσει; Όχι βέβαια. Είχε κι αυτός τις ευθύνες του. Σαν άντρας θα µπορούσε να είχε βρει µια δικαιολογία για να µην κακοκαρδίσει µήτε το γαµπρό µήτε τον προξενητή. Ας έλεγε, «ευχαριστούµε πολύ, αλλά είναι µικρή ακόµα». Σα δικαιολογία και µε βάση τη νοοτροπία της εποχής δεν έστεκε, γιατί µπορούσαν να γυρίσουν και να του πουν: «Καλά. Σαν είναι µικρή ακόµα, ετοίµασε της το ράφι και άντε και καλό παράδεισο». Μωρέ δεν πήγαιναν στα κοµµάτια. Τι τον ένοιαζε αυτόν τι θα έλεγαν. «Άµα θέλω ράφι», θα τους έλεγε, «της το κάνω και µόνος µου. Το καλύτερο». Τι τα ΄θελε όµως και τα λογάριαζε πια όλα αυτά. Ό,τι έγινε, έγινε. Μήπως θα άλλαζε και τίποτα; Αλλά να έβλεπε το βλαστάρι του έτσι µαραµένο και ράγιζε η καρδιά του. Έκανε να τη φωνάξει κανά δύο φορές, να ΄ρθει να κάτσει στο πλάι του και να της χαϊδέψει τα µαλλιά. Όπως τότε που ΄ήταν µικρό και όλο 155

Μιχάλης Πιτένης

ανάµεσα στα πόδια του τριγύριζε. Να το πάρει και στην αγκαλιά του. Γιατί όχι. Τι πάει να πει έγινε κοπέλα της παντρειάς; Κι εκείνος τι ήταν; Πατέρας της δεν ήταν; Μην και δεν την αγαπούσε ή δεν ήθελε το καλό της; Να της µιλήσει. Ναι, να της µιλήσει και να της πει. «Το και το κορίτσι µου. Λύγισα ο δόλιος απ΄ το κυνηγητό και τις αναποδιές και φοβήθηκα. Γιατί άµα συνεχιστεί αυτή κατάσταση δεν θα το ΄χα και πολύ να το σκοτώσω εκείνο το ρηµάδι το οικόπεδο. Κι ύστερα, πώς να σε βγάλω στον κόσµο;». Αυτά θα της έλεγε ο Αστέρης. Όσα δεν είπε ποτέ στη Ρούλα που µπορεί να µισοήξερε κάποια απ΄ αυτά που τον απασχολούσαν µα όχι όλη την αλήθεια. ∆εν είχε παράπονο απ΄ τη Ρούλα. Α, όλα κι όλα. Και κείνον φρόντιζε , και τα παιδιά, και το σπίτι και µε το παραπάνω. Είχε βέβαια κι αυτή τα στραβά της, αλλά και ποιος δεν είχε. Και τι ζητούσε η έρµη; Στην ουσία ελάχιστα για την ίδια και τα περισσότερα για τα παιδιά και το σπίτι. Μετρηµένη και δουλευταρού, σηκωνόταν αξηµέρωτα και όλη σχεδόν τη µέρα στο πόδι την έβγαζε. Είχε βέβαια και τις αναποδιές της, ιδιαίτερα όταν της έµπαινε κάτι στο κεφάλι. ∆εν ησύχαζε αν δε γινόταν. Όπως συνέβη το περασµένο καλοκαίρι, όταν άρχισε να τον ζαλίζει µε τα επιχειρήµατα της, προκειµένου ν΄ αποκτήσουν κι αυτοί ηλεκτρικό ψυγείο. «Κοψοµεσιάστηκα πάλι µε τον πάγο», ξεκίνησε την επίθεση της η κυρά Ρούλα και βλέποντας τον άντρα της να δείχνει ενδιαφέρον το προχώρησε. «Ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Να αυτό είναι το µεράκι µου και το µαράζι µου. Όσοι πήραν έχουν να το λένε… Σώθηκαν, σώθηκαν». Ο Αστέρης µόλις άκουσε το αίτηµα, έκανε για λίγο πίσω. Αρχικά, έκανε πως δεν άκουγε. Ήταν αδύνατον όµως να το κάνει για πολύ. Άρχισε να το συζητάει. Όταν πέρασε ο Κοσµάς απ΄ το µαγαζί του για να του δώσει παραγγελία για ράφια, προχώρησε και στο επόµενο στάδιο. - Τόσο θα στοιχίσουν τα ράφια. Για λέγε ρε Κοσµά, πόσο βγαίνει ένα από εκείνα τα ηλεκτρικά ψυγεία που ΄χεις στο µαγαζί σου; - Τι σε νοιάζει ρε Αστέρη. Έλα πάρε και θα τα βρούµε… Το κόστος των ραφιών δεν ισοφάριζε το κόστος του ψυγείου, αλλά απ΄ τη στιγµή που το έφτασε εκεί το πράµα, δε γινόταν να γυρίσει πίσω. Τα βρήκαν, υπέγραψε µηναία γραµµάτια των 100 δραχµών και φώναξε τον κυρ Γιώργο για να φορτώσουν το ψυγείο. Το ψυγείο έτυχε υποδοχής… λαϊκού ήρωα στη γειτονιά καθώς ήταν το πρώτο που έµπαινε σε σπίτι της. Οι παραπάνω έτρεξαν να βάλουν ένα χεράκι, όχι µόνο από καλή διάθεση για βοήθεια, αλλά και γιατί ήθελαν να δουν από κοντά και να ψηλαφίσουν το νέο αυτό αντικείµενο που είχε αρχίσει, σιγά, σιγά, να µπαίνει στη ζωή τους.

156

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η κυρά Ρούλα, το υποδέχτηκε όπως του έπρεπε. Από νωρίς το πρωί, γύρισε το σπίτι ανάποδα καθαρίζοντας κάθε γωνιά του και έβρεξε και το χωµατόδροµο µπροστά στην αυλή τους λίγο πριν φτάσει. Καθώς οι άντρες το κουβαλούσαν, ακολουθούσε µ΄ ένα πανί στο χέρι, για να σκουπίζει από πάνω του τις δαχτυλιές. Μόλις το ψυγείο µπήκε στο σπίτι, έπρεπε να λυθεί ένα σοβαρό πρόβληµα. Πού θα το τοποθετούσαν. - Να το βάλουµε στην κουζίνα, πρότεινε ο Αστέρης. Εκεί άκουσα πως τα βάζουν. Η αντίδραση της κυρά Ρούλας ήταν άµεση. - Τι λες καλέ; Θα το βάλουµε στο σαλόνι για να το βλέπουν όλοι. Αλλιώς γιατί το πήραµε; Έξυσε το κεφάλι του. ∆εν του φαινόταν καλή ιδέα. Τελικά βρέθηκε η χρυσή τοµή. Το ψυγείο τοποθετήθηκε στο χωλ, όπου θα το έβλεπαν όλοι. Και όσοι πήγαιναν προς την κουζίνα και όσοι θα φιλοξενούνταν στο σαλόνι! Έτσι το µηναίο γραµµάτιο των εκατό δραχµών προστέθηκε στα έξοδα που ΄χε ν΄ αντιµετωπίσει ο Αστέρης. Αν ήταν άλλες εποχές, µπορούσε άνετα να το παλέψει. Όχι όµως αυτή την εποχή. Τον τελευταίο καιρό, απ΄ το περασµένο καλοκαίρι, περισσότερο στην ασφάλεια περνούσε τα πρωινά του παρά στο επιπλάδικο. Τον είχε ρηµάξει, τόσο εκείνον όσο και τους άλλους σταµπαρισµένους, αυτός ο ρουφιάνος ο κύριος ∆ιοικητής. «Να περνάτε κάθε πρωί, να σας βλέπουµε» τους είπε ειρωνικά και άφηναν τις δουλειές τους και ξεροστάλιαζαν στο διάδροµο µέχρι να τους φωνάξει, έναν, έναν και να τους επαναλάβει τα ίδια και ίδια. Στο ∆ιοικητή δεν είπαν κουβέντα κι ούτε άφηναν να φανεί η ενόχληση τους, µη δώσουν στο καθίκι τη χαρά πως τον παρακαλάνε κιόλας. Αλλά όσο οι δουλειές πήγαιναν πίσω και τα χρέη της καθηµερινότητας συσσωρεύονταν και απειλούσαν να τους πνίξουν, πήγαν και βρήκαν τον τοπικό βουλευτή της Ενώσεως Κέντρου, που τον είχαν ψηφίσει κιόλας οι περισσότεροι. Αυτός τους υποδέχτηκε µ΄ έναν τυπικό, έως ψυχρό χαιρετισµό, καθώς φαίνεται πως οι συνεργάτες του θα τον είχαν πληροφορήσει πως «τζάµπα χάνεις το χρόνο σου µ΄ αυτούς. Ούτε µας ψήφισαν, ούτε θα µας ψηφίσουν ποτέ…». Άκουσε το πρόβληµα τους και αµέσως ένιψε τας χείρας του. - Τι να κάνω αγαπητοί µου. ∆εν µπορώ να παρέµβω εις το έργο τη αστυνοµίας. - Μα κυρ βουλευτά, είµαστε εµείς ταραχοποιά στοιχεία, νοικοκυραίοι άνθρωποι, ρώτησε ο µανάβης που δυσκολευόταν περισσότερο απ΄ όλους να συγκρατήσει το δίκιο που τον έπνιγε και είχε µετατραπεί εδώ και καιρό σε οργή. 157

Μιχάλης Πιτένης

- Όχι βεβαίως. ∆ηλαδή θέλω να πω, τι να κάνουµε κύριοι. Υποµονή. Βλέπετε, µετά τα γεγονότα του περασµένου Ιουλίου, η χώρα έχει µπει σε µια παρατεταµένη περίοδο ανωµαλίας. Έκοψε απότοµα την τελευταία του φράση και κοιτώντας δεξιά και αριστερά έσκυψε µπροστά και µε συνωµοτικό ύφος τους είπε: - Πολύ φοβούµαι πως τα χειρότερα είναι µπροστά µας. - Τώρα µας έκανες την καρδιά περιβόλι, αναφώνησε ο Αστέρης, κάνοντας νόηµα και στους υπόλοιπους να µη χασοµερούν άλλο το βουλευτή. Γύρισε στο επιπλάδικο και αποφάσισε να ξεχάσει τη µεσηµεριανή ξεκούραση, το καφενείο που πήγαινε κάποιες φορές και την ταβέρνα ελάχιστες. Θα δούλευε σαν το σκυλί για να καλύπτει τις χαµένες ώρες στο διάδροµο της ασφάλειας. Η απόφαση του αυτή ήταν δυστυχώς άνευ αντικειµένου. Όσες παραπάνω ώρες και αν δούλευε ο Αστέρης, πάλι δεν θα έκανε τίποτα αφού τα χειρότερα γι΄ αυτόν είχαν έρθει. Οι παραγγελίες µειώθηκαν αισθητά και δεν είχε καµιά αµφιβολία ως σ΄ αυτό είχε βάλει το χεράκι του και ο κύριος ∆ιοικητής. Αγανάκτησε, εξαγριώθηκε. Στο τέλος απελπίστηκε. Πάνω εκεί τον βρήκε και ο προξενητής. Ο υποψήφιος γαµπρός του, ίσως τελικά να µην ήταν και τόσο µια καλή τύχη για την Κική όσο για κείνον. Βλαστάρι µιας οικογένειας που ποτέ δεν ασχοληθεί µε τίποτα άλλο, εκτός απ΄ τη δουλειά της, ήταν εκ των πρώτων στη λίστα των φιλήσυχων και καλών πολιτών της πόλης. Η συγγένεια µαζί τους, δεν µπορεί, θα επιδρούσε θετικά και για κείνον. «Ευτυχώς που τα συµπεθέρια έκριναν µε βάση την αξία του οικοπέδου και δε µας ζήτησαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονηµάτων», σκέφτηκε χαµογελώντας και άδειασε µονορούφι το τελευταίο ποτήρι κρασί. «Να ΄ναι καλά και τούτο. Έκανε τη δουλειά του. Με χαλάρωσε…». Η κυρά Ρούλα έχοντας τελειώσει το συµµάζεµα έκατσε κοντά του. - Τι συλλογιέσαι; - Η Κική; - Έπεσε. - Κι ο Γιωργάκης; - Αµάν. Τον ξέχασα. Είπε πως θα πάει στο Γιαννάκη απέναντι και ακόµα να φανεί. Πετάχτηκε απ΄ τη θέση της και άνοιξε την πόρτα της κουζίνας έτοιµη να βάλει φωνή στο γιο της. ∆εν πρόλαβε. Ο µικρός, άσπρος απ΄ την κορφή ως τα νύχια, όρµησε µέσα. - Τι έγινες έτσι πάλι; Τρέχα να σκουπιστείς για θα πουντιάσεις, τον άρπαξε απ΄ τα µούτρα.

158

Οι κόρες της Αφροδίτης

Ο Γιωργάκης πήγε κάτι να πει, µα δεν το αποτόλµησε. Αν της έλεγε αυτό που είχε στο στόµα, πως γύρισε για να πάρει κάτι αλλά θα ξαναβγεί, ποιος θα έβλεπε την κυρά Ρούλα και δε θα τη φοβόταν. Προτίµησε να φύγει προς το δωµάτιο του, παρά να ανοίξει τώρα µέτωπο µαζί της. Μπαίνοντας µέσα η Κική που µόλις είχε ξαπλώσει ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της. Τα πλούσια µαλλιά της ήταν και πάλι χυµένα στους ώµους και αυτό του άρεσε. Θύµιζε και πάλι την ηλικία της. - Χιονίζει πολύ έξω; - Πολύ. Η Κική δεν έδειξε διάθεση να συνεχίσει την κουβέντα αλλά ο Γιωργάκης έπρεπε να της µιλήσει. Έκανε να την πλησιάσει αλλά τον πρόλαβε η µάνα του που µπήκε κρατώντας ένα µαγκάνι, όπου σιγόκαιγαν µερικά κάρβουνα. - Σκουπίστηκες καλά; - Ναι. - Βγάλε τα ρούχα σου τώρα και πέσε. Άντε και καλόν ύπνο. Άφησε το µαγκάνι στη µέση του δωµατίου και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Περίµενε µερικά λεπτά και ύστερα πλησίασε την Κική. - Κική. Κοιµάσαι; - Όχι, του απάντησε χωρίς να γυρίσει προς το µέρος του. - Κική. Πρέπει να φύγω, αλλά µη µε µαρτυρήσεις. Ανασηκώθηκε απορηµένη. - Τρελάθηκες; Πού θα πας νυχτιάτικα, µες τα σκοτάδια; - ∆εν µπορώ να σου πω. Κοντά… ∆εν θ΄ αργήσω. - Πάλι εκεί θα πας; Στης µαντάµας; ∆εν της απάντησε. Κάθισε δίπλα της και της έπιασε τρυφερά το χέρι. - Σε παρακαλώ… - Και από πού θα φύγεις; - Απ΄ το παράθυρο. Κι ύστερα κλείστο. - Και πώς θα γυρίσεις; Έξυσε το κεφάλι του. Μόνο τη φυγή του είχε σχεδιάσει, αλλά κάποτε έπρεπε και να επιστρέψει. Τη λύση του την έδωσε η Κική, που άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε το µάγουλο. - Καλά. Σα γυρίσεις, χτύπα να σ΄ ανοίξω. ∆ε θα κοιµάµαι. Μη φύγεις όµως αµέσως. Περίµενε λίγο… - Πόσο. - Μέχρι να πέσουν. - ∆ε γίνεται. Θα… 159

Μιχάλης Πιτένης

Του ΄ρθε να πει, θα µε προλάβει ο Νικολάκης, αλλά κατάλαβε πως δεν ταίριαζε να ξεστοµίσει τέτοια λέξη µπροστά στην Κική. - Καλά, µα να φύγεις ήσυχα. Μη σηκώσεις τη γειτονιά στο ποδάρι… - Σ΄ ευχαριστώ. Κι από µένα ό,τι θέλεις. Χαµογέλασε. Κοίτα ρε πως λάµπουν τα µάτια του µικρού; Πώς φαίνεται ότι φχαριστιέται αυτό που κάνει; Τι να πει και για τα δικά της µάτια. Όσες φορές και αν τα συνάντησε στον καθρέφτη µονίµως θλιµµένα ήταν. ∆εν πρόδιδαν καµιά ευχαρίστηση. «Από µένα ό,τι θέλεις». Η τελευταία φράση του µικρού ήρθε και ξανάρθε στο νου της. Μεγάλη κουβέντα Γιωργάκη, µεγάλη. Μα κι εσύ τι φταις; Στο χέρι σου ήταν, να κάνεις κάτι και δεν το ΄κανες; Εκείνο το βράδυ η Κική σφίχτηκε µέσα της περισσότερο από ποτέ. Τόσο πολύ που κάποια στιγµή ένιωσε πως το κεφάλι της θα έσπαζε. Μόλις αντίκρισε το γαµπρό, της ήρθε να πηδήξει εκείνη απ΄ το παράθυρο. Όσο για την πεθερά της… Ποιος τη λογάριαζε; Μήπως µ΄ εκείνη θα κοιµόταν; Αυτός την ένοιαζε και όλο ερχόταν στο µυαλό του τα άσχηµα δόντια του όπου ξεχώριζε ένα χρυσό. Γι΄ αυτό φαίνεται πως καµάρωνε και όλο χαµογελούσε, για να το δείχνει. Αµ εκείνη η κοιλιά του που ξεχείλιζε απ΄ το παντελόνι του και στηριζόταν απ΄ τα τεράστια ποδάρια του. Λεβεντάνθρωπο, τον ονόµασε ο προξενητής. Χοντράνθρωπο τον έκρινε η Κική. Αλλά τον προξενητή τι τον αφορούσε; Μήπως εκείνος θα κινδύνευε να πέσει πάνω του κάποιο βράδυ η κοιλιά και να τον πλακώσει; Αυτά σκεφτόταν στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι της, γι΄ αυτό είχε διαβεβαιώσει τον αδερφό της πως ό,τι ώρα και να γύριζε δε θα κοιµόταν. Το ίδιο είχε συµβεί και τα προηγούµενα βράδια, απ΄ την ώρα που της ανακοίνωσαν τη µεγάλη τύχη που τη βρήκε. Πάλευε ώρες ολόκληρες µέχρι να την πάρει ο ύπνος το πρωί, µόνο που τότε το ξενύχτι της, είχε άλλη γεύση. Ήταν το ξενύχτι της γλυκιάς προσµονής και της ελπίδας πως ο µέλλων σύζυγος της, θα ήταν ένα παλικάρι όπως της το είχαν περιγράψει. Η ίδια ούτε που τον ήξερε κι ούτε µπορούσε φυσικά και να µάθει καθώς κάτι τέτοιο ήταν ανεπίτρεπτο για ένα κορίτσι σαν και κείνη. Έτσι της ήρθε κατακούτελα όταν τον είδε για πρώτη και µοναδική φορά και τώρα στριφογύριζε στο ίδιο ακόµα κρεβάτι, αλλά µ΄ ένα πλάκωµα στο στήθος και µια αγωνία που έφερνε όλο και περισσότερο προς την απόγνωση. Ξαπλωµένος στο δικό του κρεβάτι ο Γιωργάκης ζούσε τη δική του αγωνία. Είχε περάσει αρκετή ώρα ή έπρεπε να περιµένει λίγο ακόµα; Το µαγκάνι στη µέση του δωµατίου ίσα που έσπαζε κάπως την παγωνιά που υπήρχε στο δωµάτιο, αλλά εκείνος είχε ιδρώσει για τα καλά. Αποφάσισε να µετρήσει ως το δέκα και να σηκωθεί. Απ΄ το εννιά είχε κιόλας βγάλει τα πόδια του απ΄ τα σκεπάσµατα. Πριν σκύψει κάτω, 160

Οι κόρες της Αφροδίτης

απ΄ το κρεβάτι, έριξε µια µατιά προς την Κική. Είχε γυρισµένη την πλάτη προς το µέρος του. Αναζήτησε τον κουµπαρά και τον βρήκε αµέσως εκεί που τον είχε κρύψει, πίσω απ΄ το µέσα µπροστινό πόδι του κρεβατιού, αυτό που βρισκόταν απ΄ την πλευρά του τοίχου. Τον πήρε στα χέρια του και τον κούνησε στ΄ αυτί, προσεκτικά για να µην ακουστεί αν έκανε θόρυβο. Όσο και αν τον κούνησε, δεν ακούστηκε τίποτα. Ένιωσε ανακουφισµένος. Ήταν γεµάτος µέχρι πάνω. Τον έβαλε κάτω απ΄ τον ώµο του και φόρεσε τα σακάκι του. - Πάω, ψιθύρισε στην Κική που σηκώθηκε αµέσως απ΄ το κρεβάτι. - Να προσέχεις. ∆εν ήταν σίγουρη πως ο µικρός την άκουσε, καθώς µε ένα πήδηµα βρέθηκε απ΄ το περβάζι του παραθύρου στη χιονισµένη αυλή.

161

Μιχάλης Πιτένης

36 Το γλέντι συνεχιζόταν αµείωτο, όχι µόνο στη σάλα αλλά και στα δωµάτια όπου άρχισαν ν΄ αποσύρονται σιγά, σιγά οι πελάτες µε τη συνοδεία των κοριτσιών. Η Μπέτυ ήταν αυτή που εκείνη τη βραδιά είχε τη µεγαλύτερη ζήτηση απ΄ όλες. Φρόντισε και η ίδια γι΄ αυτό, δηµιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις την ώρα που χόρευε µε τους πελάτες. Οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της και µέσα σε λίγο χρονικό διάστηµα στη τσέπη της ρόµπας της υπήρχαν ήδη αρκετές µάρκες. Κάθε φορά που την πλησίαζε ο ενδιαφερόµενος, τον άρπαζε απ΄ το χέρι και πριν τον οδηγήσει στο δωµάτιο της, τον περνούσε µπροστά απ΄ το Φωτάκη που αµίλητος και ανέκφραστος έπινε το ένα κονιάκ πίσω απ΄ το άλλο, καθισµένος σε µια γωνιά. Η συµπεριφορά και των δύο δεν πέρασε απαρατήρητη απ΄ την Αναστασία, αλλά η εµπειρία της και η ψυχραιµία που γενικώς τη χαρακτήριζε, την έκαναν να περιοριστεί µόνο σε ρόλο θεατή. Εξάλλου και αύριο µέρα είναι, σκέφτηκε αν και πολύ θα ήθελε εκείνη τη βραδιά να την πετάξει έξω στο χιόνι και αυτήν και τα συµπράγκαλα της. Για το Φωτάκη, δεν υπήρχε καµιά απόφαση ακόµα στο µυαλό της. Μόνο πίκρα που όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και περισσότερη µέσα, αλλά προσπαθούσε να την πνίξει µε το κονιάκ. Η µόνη που δεν είχε ανέβει ακόµα ούτε µια φορά στο δωµάτιο της ήταν η Έφη. Σχεδόν κρυµµένη στο διάδροµο µεταξύ της σάλας και της κουζίνας, παρακολουθούσε πότε το γλέντι και πότε την πόρτα πίσω της. «Γιατί έφυγε έτσι ο µικρός;», «Θα ξανάρθει;», ήταν τα δύο ερωτήµατα που τη βασάνιζαν, αδιαφορώντας αν οι άλλες γέµιζαν τις τσέπες τους µε µάρκες. Το βλέµµα της διασταυρώθηκε µε της Γαλάτειας που καθόταν ακριβώς απέναντι σ΄ έναν καναπέ, έχοντας το Σερέτη στο πλάι της. Εκείνος έδειχνε ευδιάθετος αλλά το βλέµµα της Γαλάτειας ήταν άδειο, ανέκφραστο. Μόνο κάποιες φορές, χαµογελούσε µηχανικά. Ο Γιωργάκης που εµφανίστηκε φουριόζος, ανοίγοντας µε δύναµη την πόρτα της κουζίνας, την τρόµαξε. Πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε, ο µικρός της πρόταξε τις χούφτες του που ήταν γεµάτες κέρµατα και χαρτονοµίσµατα. Την κοίταξε µες τα µάτια και τη ρώτησε: - Πόσο κάνει η µάρκα; Πριν προλάβει να πει ή να κάνει οτιδήποτε, η Βενετία που είχε παρακολουθήσει την κουβέντα, άρπαξε τα χρήµατα απ΄ τις χούφτες του Γιωργάκη. - Περίµενε εδώ. Θα σου φέρω µια εγώ… Στάθηκαν αµήχανοι ο ένας απέναντι απ΄ τον άλλο. Ο µικρός έσταζε καθώς το χιόνι που είχε αποµείνει στα ρούχα του έλιωνε. Η Έφη αισθάνθηκε να στάζει κι εκείνη αλλά απ΄ τον ιδρώτα που έλουζε όλο της το κορµί. Αναζήτησε τις λέξεις για να του πει πως δεν είχε πάει µε 162

Οι κόρες της Αφροδίτης

κανένα. Η Μπέτυ που πέρασε από πίσω τους οδηγώντας στο δωµάτιο της το Νικολάκη, το γαµπρό του µικρού, έδωσε την απάντηση στο µικρό. Ο Γιωργάκης αισθάνθηκε να του φεύγει ένα βάρος. Θέλησε να πέσει πάνω της και να την αγκαλιάσει σφιχτά. ∆εν πρόλαβε. Η Βενετία επέστρεψε κρατώντας τη µάρκα και τα ρέστα του Γιωργάκη. Πίσω της ακολουθούσε η Αναστασία. Η Έφη βλέποντας την κυρία έσκυψε το κεφάλι. - Απόψε είναι η µεγάλη βραδιά, πείραξε πρώτα το µικρό και ύστερα στράφηκε προς την Έφη. Εντάξει. Το γαµπρό τον ανέλαβε η Μπέτυ. Απόψε αυτήν τους αναλαµβάνει όλους… ∆ε µίλησε κανείς. Η Αναστασία ανέλαβε να τους βγάλει απ΄ τη δύσκολη θέση. - Τι θα γίνει; Τη µάρκα την έχετε. Τι περιµένετε; Η Έφη, έχοντας πάντα σκυµµένο το κεφάλι, άρπαξε το µικρό απ΄ το χέρι και ανέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες. Η καρδιά του Γιωργάκη χτυπούσε σαν τρελή. Μόλις βρέθηκαν οι δύο τους στο δωµάτιο, στο ίδιο δωµάτιο που είχαν βρεθεί πάρα πολλές φορές µόνοι τους µέχρι τότε, αισθάνθηκε σα να βρισκόταν σε ξένο χώρο, σε χώρο που έβλεπε για πρώτη φορά. Προχώρησε µε διστακτικά βήµατα µέχρι τη µεγάλη ντουλάπα που βρισκόταν δίπλα απ΄ το κρεβάτι, ακούµπησε πάνω της µε την πλάτη και στάθηκε ακίνητος. Σε θέση προσοχής. Η Έφη έµεινε ακριβώς µπροστά στην κλειστή πόρτα και αυτή ακίνητη, σαν να περίµενε απ΄ το µικρό να κάνει εκείνος την πρώτη κίνηση. Για µερικά δευτερόλεπτα, ίσως και λεπτά, έµειναν ακίνητοι και αµίλητοι σ΄ αυτές τις θέσεις κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ίσια στα µάτια. Πρώτη κατέβασε το βλέµµα η Έφη και ο Γιωργάκης, που τόση ώρα τριγυρνούσαν στο µυαλό του οι διάφορες περιγραφές που είχε ακούσει απ΄ τους µεγαλύτερους γι΄ αυτή τη στιγµή, έκανε την πρώτη κίνηση. Ξεκούµπωσε το παντελόνι του και πέταξε µε γρήγορες κινήσεις το εσώρουχο του. Το πέος του δε βρισκόταν ακόµα στην κατάλληλη στύση. Κατέβασε και ο µικρός το βλέµµα και κόλλησε τα χέρια του στους µηρούς του. Οι παλάµες του έκαιγαν και έσταζαν. Περπάτησε προς το µέρος του µε αργά βήµατα. Έσκυψε, µάζεψε το εσώρουχο του και του το πρόσφερε. - Ντύσου. Όχι έτσι. Ο Γιωργάκης αιφνιδιάστηκε αλλά ανταποκρίθηκε αµέσως, ξαναβάζοντας εσώρουχο και παντελόνι µε νευρικές κινήσεις. Κάθισε στο κρεβάτι και τον κάλεσε κοντά της. Μόλις πήρε τα ιδρωµένα χέρια του στα δικά της, της ήρθε να γελάσει. - Μάλλον θα χρειαστούµε πετσέτα κι οι δύο.

163

Μιχάλης Πιτένης

Πετάχτηκε σαν ελατήριο απ΄ τη θέση του, αναζητώντας πετσέτα. Τον συγκράτησε. - Έλα. ∆ε χρειάζεται. Σκούπισε τα χέρια της απ΄ τη ρόµπα της και τον άφησε να κάνει το ίδιο. Τα χέρια του άρπαξαν τους µηρούς της σαν τανάλιες. Πριν προλάβει να του πει πως την πονάει, τα χέρια του µικρού χαλάρωσαν και άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω. Άνοιξε σιγά, σιγά τη ρόµπα της και τα ένιωσε στα γόνατα της. ∆ε συνέχισαν όµως πιο κάτω. Ο Γιωργάκης τα σήκωσε και τα σκούπισε βιαστικά απ΄ το πουλόβερ του, κοιτάζοντας την απολογητικά στα µάτια. Έπιασε τρυφερά το κεφάλι του µε τα δύο της χέρια και αναζήτησε τα χείλη του. Ανταποκρίθηκαν µε τόση λαχτάρα και δύναµη στο φιλί της που ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Απέσπασε για λίγο τα χείλη της απ΄ τα δικά του και πρόσεξε πως τα χέρια του µικρού είχαν µείνει στον αέρα, µη ξέροντας προς τα πού να πάνε. Ξεκούµπωσε δύο τρία κουµπιά απ΄ τη ρόµπα της και τα οδήγησε στα στήθια της. Τα άγγιξαν απαλά, λες και φοβόταν µη τα σπάσουν. Αναζήτησε και πάλι τα χείλη του. Ανταποκρίθηκε µε µεγαλύτερο πάθος από πριν. Τα χέρια του, ξεθάρρεψαν και πέρασαν µέσα απ΄ το στηθόδεσµο της. Άνοιξε και τα άλλα κουµπιά της ρόµπας της και την άφησε να πέσει πίσω απ΄ την πλάτη της. Ο µικρός τράβηξε τα χέρια του και έγειρε λίγο πίσω το κορµί του. Το βλέµµα του άρχισε να περιεργάζεται µε βουλιµία το σχεδόν γυµνό κορµί της Έφης. Έφερε τα χέρια πίσω της και ξεκούµπωσε το στηθόδεσµο. Το πλούσιο γυµνό της στήθος, έκανε τα µάτια του Γιωργάκη να λάµψουν ακόµα περισσότερο. Ανέβασε το ένα πόδι πάνω στο κρεβάτι και επιχείρησε να βγάλει τη µαύρη κάλτσα. Τότε άπλωσε το χέρι και τη σταµάτησε, χαµηλώνοντας το βλέµµα του. Υπάκουσε και άφησε το χέρι του να κατέβει αργά, νωχελικά, διατρέχοντας όλο το µήκος του ποδιού της. Πρόσεξε τις σταγόνες του ιδρώτα που έτρεχαν απ΄ το λαιµό του µικρού και σκύβοντας προς το µέρος του, του τράβηξε µε µια γρήγορα κίνηση το πουλόβερ. Μέχρι να του αφαιρέσει και το φανελάκι, εκείνος είχε προλάβει να πετάξει παντελόνι και εσώρουχο. Της άρεσε πολύ έτσι που τον είδε ολόγυµνο µπροστά της. Άφησε το χέρι της να απολαύσει για λίγο το λείο στέρνο του Γιωργάκη και ύστερα έβαλε το κεφάλι της στο µαξιλάρι του κρεβατιού ανεβάζοντας πάνω και το άλλο της πόδι. Τα χέρια του µικρού κινήθηκαν επιδέξια αγγίζοντας απαλά τα πόδια της και παίρνοντας και τα δύο στην αγκαλιά του. Απελευθέρωσε το δεξί και άρχισε να του χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το σπέρµα του τινάχτηκε απότοµα φτάνοντας µέχρι

164

Οι κόρες της Αφροδίτης

απέναντι στη ντουλάπα. Ο µικρός έσφιξε τα γόνατα του, σκύβοντας το κεφάλι του. Τον τράβηξε κοντά της. - ∆εν πειράζει, του ψιθύρισε και τα χείλη της κόλλησαν στα δικά του. Μέσα σε πολύ λίγο χρόνο ήταν και πάλι έτοιµος. Τότε έκρινε πως ήταν ώρα να βγάλει και το δικό της εσώρουχο. Ο µικρός αποχαυνωµένος δεν µπορούσε να ξεκολλήσει τα µάτια του από τα γεννητικά της όργανα. Τα χέρια του ήταν και πάλι µετέωρα. Πήρε το δεξί χέρι του και το οδήγησε ανάµεσα στα πόδια της. Ενθουσιάστηκε. Ήταν η πρώτη φορά που το άγγιζε χωρίς την παρεµβολή κάποιου εσώρουχου. Αισθάνθηκε το χέρι του να υγραίνεται, χωρίς να φταίει ο ιδρώτας του αυτή τη φορά και είδε το πρόσωπο της Έφης να γλυκαίνει, όσο ποτέ άλλοτε. Θα µπορούσε να συνεχίσει έτσι για ώρες, αλλά εκείνη δεν του το επέτρεψε. Τον τράβηξε πιο κοντά της και τον οδήγησε γρήγορα µέσα της. Αισθάνθηκε τη ζεστασιά του δικού της κορµιού να εισχωρεί βαθιά µέσα του. Τα χείλη της άγγιζαν κάθε πιθαµή του προσώπου και του λαιµού του και απ΄ το στόµα της έβγαιναν πνιχτοί αναστεναγµοί. Φοβήθηκε µήπως την πονούσε άθελα του. Ανασήκωσε κεφάλι του. - Μήπως σε πονάω κυρία Έφη; - Όχι ρε χαζό. Μ΄ αρέσει… ∆εν ήξερε πόση ώρα πέρασε µέχρι να εκσπερµατώσει. Του φάνηκε όµως σαν να κύλησαν µόλις λίγα δευτερόλεπτα. Λίγα λεπτά πάντως χρειάστηκαν για να ξαναετοιµαστεί και να εισχωρήσει και πάλι µέσα της. Εισχώρησε και τρίτη φορά, ώσπου καταϊδρωµένοι αλλά γεµάτοι από χαρά έπεσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, κοιτώντας χαµογελαστοί το ταβάνι. Η Έφη έσπασε πρώτη τη σιωπή. - Σου άρεσε; - Πολύ… Γύρισε και τον φίλησε τρυφερά στο µέτωπο και φορώντας τη ρόµπα της σηκώθηκε και βγήκε απ΄ το δωµάτιο. Γύρισε γρήγορα κρατώντας στο ένα χέρι της µια κανάτα µε ζεστό νερό και στο άλλο ένα µπουκάλι, γεµάτο µ΄ ένα µωβ υγρό. Το είχε ξαναδεί αυτό το µπουκάλι. Την κοίταξε απορηµένος αλλά πριν προλάβει να τη ρωτήσει οτιδήποτε του ζήτησε να σηκωθεί. Γέµισε µια λεκάνη µε νερό και του την έδωσε να την κρατήσει ακριβώς µπροστά του. Ύστερα γέµισε τις χούφτες της µε το µωβ υγρό απ΄ το µπουκάλι και άλειψε καλά το πέος του, µέσα έξω. Έκλεισε τα µάτια του και απόλαυσε το άρωµα που πληµµύρισε όλο το δωµάτιο. Ήταν το ίδιο άρωµα. Αυτό που είχε µυρίσει πρώτη φορά στο υπόγειο της κυρά Ελένης, αυτό που µύρισε όταν µπήκε για πρώτη

165

Μιχάλης Πιτένης

φορά στο Σπίτι, αυτό που µύριζε πάντα όταν βρισκόταν εκεί µέσα, σ΄ όποιον χώρο και αν βρισκόταν. - Τι είναι αυτό κυρία Έφη, τη ρώτησε σιγάνα ενώ εκείνη συνέχιζε την επάλειψη. - Περµαγκανάντ. Ολοκλήρωσε την επάλειψη και βύθισε το πέος του µες τη λεκάνη µε το νερό. Το ξέπλυνε καλά και αµέσως το σκούπισε µε την πετσέτα. - Έτοιµος. Πήρε τη λεκάνη απ΄ τα χέρια, την ακούµπησε κάτω και του έβαλε µες τη χούφτα του τη µάρκα. - Κράτα την. Για να µε θυµάσαι… Προσπάθησε να προβάλει αντιρρήσεις αλλά δεν πρόλαβε. Του έκλεισε το στόµα ακουµπώντας τα χείλη της απαλά στα δικά της…

166

Οι κόρες της Αφροδίτης

37 Όση ώρα καθόταν απέναντι της, κρατούσε πάντοτε σφιχτά στο δεξί του χέρι αυτή τη µάρκα. Αυτό το µικρό, στρογγυλό σα νόµισµα, σκούρο µπλε πλαστικό αντικείµενο. Κάποιες φορές το άφησε επιδεικτικά µπροστά της, αλλά εκείνη δεν έδειξε να συγκινείται. Ίσως να µην το πρόσεξε. Ίσως πάλι και να µην το αναγνώρισε, έτσι όπως είχε φθαρεί απ΄ τον καιρό και τη χρήση. Γιατί ο Γιώργος, από εκείνη τη βραδιά, δεν αποχωρίστηκε ποτέ του µάρκα. Βρισκόταν συνεχώς σε κάποια απ΄ τις τσέπες του και κάθε λίγο έβαζε το χέρι του για να σιγουρευτεί πως βρισκόταν εκεί. Τον ακολούθησε παντού. Στα µαθητικά του χρόνια και του συµπαραστάθηκε σ΄ όλες τις δύσκολες στιγµές, ιδίως εκείνες που είχαν να κάνουν µε το Γυµνασιάρχη τους τον κ. Ντίνου. Όσο εκείνος ασκούσε το σωφρονιστικό του έργο πάνω του, έβαζε το χέρι στην τσέπη του και την έσφιγγε γερά στη χούφτα, προσπαθώντας ν΄ αντλήσει δύναµη και κουράγιο απ΄ αυτή. Την πήρε µαζί του στα φοιτητικά του χρόνια και έγινε το σηµείο αναφοράς πολλών συµφοιτητών και φίλων του, καθώς έµαθαν πως κάθε φορά που θα καθόταν να παίξει χαρτιά ή τάβλι, η µάρκα θα βρισκόταν εκεί δίπλα του. «Το γούρι του Γιώργου» την ονόµαζαν όλοι, µα εκείνος δεν θα την έλεγε ποτέ έτσι. Απλώς δέχτηκε αναντίρρητα το όνοµα που της έδωσαν οι άλλοι, γιατί δεν ήταν σίγουρος πως θα κατάφερνε ποτέ να τους εξηγήσει την αξία της. Τον συντρόφεψε τα δύσκολα βράδια που πέρασε στα κρατητήρια της ασφάλειας Θεσσαλονίκης, όπου συχνά πυκνά φιλοξενούνταν ως χαρακτηρισµένος αριστερός. Του στάθηκε, όταν όλα συνηγορούσαν πως δεν υπήρχε τρόπος να συνεχίσει τις σπουδές του στη Νοµική καθώς περισσότερο βρισκόταν στα κτίρια της αστυνοµίας απ΄ ό,τι στου πανεπιστηµίου. Άντλησε δύναµη απ΄ αυτή και σε πείσµα όλων πήρε το πτυχίο του, έστω και καθυστερηµένα. Τα χέρια του ίδρωσαν και την άφησε πάλι µπροστά του στο τραπέζι. Η κυρία Έφη άπλωσε τα µακριά της δάχτυλα και τη χάιδεψε. - Την έχεις ακόµα; - Ναι… - Η µάρκα… Μανία της είχε γίνει της Μπέτυς, να µαζέψει όσες περισσότερες µάρκες µπορούσε… Βλέπεις, µ΄ αυτές ήθελε να κάνει δικό της το Φωτάκη, µα δεν πρόλαβε… Η Αναστασία είχε πολλές περισσότερες. Τις είχε όλες δικές της… Σίγουρα θα τις έδινε για να έχει και το Φωτάκη. Όλο δικό της. Σίγουρα…

167

Μιχάλης Πιτένης

Η νέα χρονιά, το 1966, δεν ξεκίνησε µε τον καλύτερο τρόπο για την Αναστασία. Η µαύρη γάτα της που βρέθηκε κρεµασµένη απ΄ την κερασιά το πρωί της 4ης Ιανουαρίου, την έκανε για πρώτη φορά να βάλει τα κλάµατα µπροστά σ΄ όλα τα κορίτσια. Κλείστηκε στο δωµάτιο της και παρακάλεσε τη Βενετία να την ξεκρεµάσει και να τη θάψει κάπου στην αυλή χωρίς να της δείξει το µέρος. Μέχρι αργά το απόγευµα δεν έδωσε σηµεία ζωής, αλλά τότε εµφανίστηκε στην πόρτα της, χλωµή και µε σφιγµένα χαρακτηριστικά. Κάλεσε τη Μπέτυ. Η συζήτηση τους δεν κράτησε πάνω από πέντε λεπτά. Μόλις τελείωσε, η Μπέτυ εκτέλεσε αµέσως τη σαφή και ξεκάθαρη εντολή της. Μάζεψε τα συµπράγκαλα της και άνοιξε την εξώπορτα χωρίς να χαιρετίσει καν τα κορίτσια. Φεύγοντας, της έπεσε µια µάρκα. Τη σήκωσε η Μίνα και έτρεξε να την προλάβει. Ήταν πια αργά. Είχε χαθεί µες το σκοτάδι. Στο Φωτάκη η Αναστασία µίλησε ήρεµα. Εκείνος αρνήθηκε κάθε σχέση µε τη Μπέτυ και τα ΄ριξε όλα σ΄ εκείνη. - Εγώ τίποτα. Εκείνη µπορεί να ήθελε, αλλά εγώ… Ήθελε να τον πιστέψει και τον πίστεψε. ∆ιαφορετικά ίσως να τον πετούσε έξω κι εκείνον µε τον ίδιο τρόπο. - ∆ε µάθαµε ποτέ αν η Μπέτυ, κρέµασε τη γάτα. Την κλωτσούσε πολλές φορές και την έβριζε, σα µπλεκόταν στα πόδια της. Αλλά αν την κρέµασε… Αυτήν κι η ψυχή της… Πολύ στοίχισε όµως αυτό στην κυρία. Πάρα πολύ. Την έβλεπα και καταλάβαινα πως αλλού πατούσε και αλλού βρισκόταν… Η απώλεια της γάτας στοίχισε πολύ στην κυρία Αναστασία που δε θέλησε να πάρει άλλη. Τι κι αν τις κουβαλούσε συνεχώς καινούργια γατιά η Μίνα, το ένα οµορφότερο απ΄ το άλλο. Τα απέρριπτε όλα µε την πρώτη, ώσπου κι η Μίνα κουράστηκε και τα παράτησε. Το κλίµα στο Σπίτι, ήταν φανερό πως είχε αλλάξει. Είχε βαρύνει. Σαν να πλανιόταν κάτι κακό από πάνω του κι οι ένοικοι του το αισθανόταν πολύ καλά, αλλά δεν µπορούσαν να κάνουν και τίποτα. Ο Γιωργάκης δεν κατάλαβε τίποτα, ή µάλλον δεν τον ένοιαζε να καταλάβει. Απ΄ την ηµέρα που ανδρώθηκε ζούσε πια τις µεγάλες του στιγµές και δεν άφηνε τίποτα να σκιάζει την ευτυχία του. Ούτε η ατµόσφαιρα του Σπιτιού της Αναστασίας, ούτε η ατµόσφαιρα στο δικό του σπίτι, µα ούτε και ο φόβος του Γυµνασιάρχη που στοίχειωνε τις µέρες τους ακόµα και στις διακοπές. Ο γάµος της Κικής είχε πια δροµολογηθεί οριστικά και η δεύτερη µέρα του Πάσχα ήταν η ηµεροµηνία που είχαν ορίσει. Έτσι η κυρά Ρούλα µπήκε σ΄ ένα φρενήρη ρυθµό έχοντας το άγχος να τα προλάβει όλα. 168

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η Κική, που είχε αρχίσει σιγά, σιγά να συνηθίζει τη θέα του µέλλοντα συζύγου της, ακολουθούσε απλώς τις εντολές της πειθήνια, αλλά ήταν φανερό πως το έκανε χωρίς όρεξη. Ο Αστέρης, πρόσεχε τις αντιδράσεις της κόρης του αλλά αισθανόταν αδύναµος ν΄ αλλάξει τη µοίρα της, στη διαµόρφωση της οποίας ήξερε πως ήταν αν όχι ο βασικός, σίγουρα ένας εκ των βασικών υπευθύνων, καθώς τα δικά του προβλήµατα τον απασχολούσαν πάντα πολύ έντονα. Βλέποντας πως το επιπλάδικο χάρη στις άοκνες, συντονισµένες και συνεχείς προσπάθειες του κυρίου ∆ιοικητού έφθινε διαρκώς, αναζήτησε κι αλλού µεροκάµατο. Ο φίλος του ο Μιχάλης, ο µανάβης, του πρότεινε να συνεργαστεί µαζί του σε διάφορα παζάρια, άλλων γειτονικών περιοχών, όπου συνήθιζε να πηγαίνει ορισµένες µέρες τη βδοµάδα. - Εκεί τουλάχιστον, δεν έφτασε ακόµα η χάρη του, του εξήγησε ο Μιχάλης και του έδωσε λεπτοµέρειες για τη δουλειά. Φορτώνουµε από βραδύς και ξεκινάµε. Φτάνουµε αξηµέρωτα και όταν µε το καλό ξεπουλήσουµε το εµπόρευµα, κατά το µεσηµέρι, παίρνουµε το δρόµο της επιστροφής. ∆έχτηκε. Έτσι δύο µε τρεις φορές την εβδοµάδα, συµπλήρωνε το εισόδηµα του βοηθώντας στα παζάρια το Μιχάλη. Αυτά που κέρδιζε βέβαια δεν µπορούσαν να ισοφαρίσουν τα όσα έχανε απ΄ την αναδουλειά του επιπλάδικου αλλά όπως συµφώνησε και η κυρά Ρούλα, «καλύτερα απ΄ το τίποτα και απ΄ το κάθεσαι να περιµένεις πότε θα σου κτυπήσουν την πόρτα…». Έτσι βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση και κατάφεραν ν΄ αντιµετωπίσουν τα έξοδα του µελλοντικού γάµου, που καθηµερινά αυξάνονταν. Γιατί η κυρά Ρούλα όσο και αν κατανοούσε πως δεν ήταν καιρός για ανοίγµατα, δεν έστρεχε µε τίποτα να παντρευτεί µια φορά η µοναδική τους κόρη και αυτοί να µην τα κάνουν όλα όπως έπρεπε. Σ΄ αυτό δεν είχε κανένα αντεπιχείρηµα ο Αστέρης και θέλοντας και µη χόρευε στο ρυθµό που η γυναίκα του έδινε. Μόνο κάπου, κάπου της υπενθύµιζε. - Μην ξανοίγεσαι γυναίκα. Με µέτρο. Με µέτρο… Εδώ το ΄χε να του πει, «ποιο µέτρο, που όλα µισά, για να µη σου πω και λιγότερο, τα κάνω», αλλά έδωσε τόπο στην οργή καθώς καταλάβαινε κι εκείνη πως η ατµόσφαιρα στο σπίτι τους παρά ήταν εκρηκτική εκείνο τον καιρό. Ο µόνος που δεν έδειχνε να επηρεάζεται απ΄ την όλη κατάσταση ήταν ο Γιωργάκης. Μες την καλή χαρά συνεχώς, ετοίµαζε καθηµερινά µε µεγάλη επιµέλεια τα µαθήµατα του χωρίς να έχει βοήθεια από κανένα και ξεχνούσε αµέσως µετά το σχόλασµα τις επιθέσεις του κυρίου Γυµνασιάρχη, καθώς πλέον για κείνον είχαν καταντήσει ρουτίνα. Αλλά και ο ίδιος ο Γυµνασιάρχης φαινόταν να είχε βαρεθεί τη διαδικασία 169

Μιχάλης Πιτένης

συµµόρφωσης του Γιωργάκη καθώς στο ρεπερτόριο του είχε προσθέσει και άλλους µαθητές, πάντα των µικρών τάξεων, µε τους οποίους ασχολούνταν καθηµερινά. Ο Γιωργάκης για το µόνο που νοιαζόταν ήταν να τελειώσει τα µαθήµατα του και να περάσει τα µαλλιά του µε µπριγιαντίνη, για να βγει έξω. Αυτό έκανε και εκείνο το απόγευµα που τον σταµάτησε λίγο πριν περάσει την εξώπορτα της κουζίνας, ο πατέρας του. - Για πού το ΄βαλες εσύ ρε; - Έξω. Τελείωσα τα µαθήµατα και πάω να παίξω λίγο… - Και γι΄ αυτό λάδωσες το µαλλί. Για να παίξεις; Αιφνιδιάστηκε. ∆εν περίµενε πως ο πατέρας του θα είχε προσέξει αυτή τη λεπτοµέρεια. Έφερε το χέρι του αµήχανα στο κεφάλι του, αναζητώντας την καλύτερη δικαιολογία. Ο πατέρας του σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Βγήκαν µαζί έξω. - Κάνει πολύ κρύο ακόµα. Πού θα παίξεις; Θα παγώσεις… Ο µικρός έτριψε τα ιδρωµένα χέρια του που άρχισαν να κρυώνουν. - Εκτός και αν πας, κάπου µέσα… Έσκυψε το κεφάλι και το δεξί πόδι του άρχισε να τραβάει γραµµές στο χώµα. Τον έπιασε πίσω απ΄ το σβέρκο και τον τράβηξε κοντά του. - Έµαθα πως παίζεις καλή µπάλα. Ποιο είναι το καλό πόδι; Το δεξί; - Ναι. - Τι κάνεις εκεί που πας; Κατάπιε τη γλώσσα του. Κατάλαβε τι εννοούσε ο πατέρας του, αλλά δεν ήξερε τι ν΄ απαντήσει. - Να προσέχεις και να µην αργείς. Εσύ θέλω να κοιτάς πρώτα τα µαθήµατα σου. Εντάξει; - Εντάξει… Τον άφησε και επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Γιωργάκης έριξε µια κλεφτή µατιά πίσω του και ύστερα βάζοντας το χέρι στην τσέπη, αναζητώντας τη µάρκα, ξεκίνησε. Μόλις την ένιωσε στη χούφτα του, την έσφιξε δυνατά και αισθάνθηκε καλύτερα.

170

Οι κόρες της Αφροδίτης

38 Τη συνεύρεση της µε το µικρό, τουλάχιστον δύο φορές τη βδοµάδα, την αποζητούσε η Έφη. Η τρυφερότητα µε την οποία την άγγιζε, ο τρόπος που την κοιτούσε τα µάτια και η ευγένεια µε την οποία της φερόταν, την έκαναν να ξεχνάει που βρισκόταν και θα ποια θα ήταν η συνέχεια της µέρας της. Οι συναντήσεις τους γινόταν πάντοτε νωρίς το απόγευµα, υπό την ανοχή φυσικά της Αναστασίας, που από τότε που έδιωξε τη Μπέτυ δεν ασχολούνταν µε την ίδια σχολαστικότητα µε τις ενέργειες των κοριτσιών της. Έµοιαζε και ήταν βυθισµένη στο δικό της κόσµο, στον οποίο κανένας δεν επιχείρησε ποτέ να εισχωρήσει. Κάθε φορά που τον περίµενε να φανεί, η αγωνία της κορυφωνόταν και ένας αναστεναγµός ανακούφισης έβγαινε απ΄ τα στήθια της, µόλις άκουγε ένα απαλό χτύπηµα στην πόρτα και έβλεπε το κεφάλι του να ξεπροβάλει χαµογελώντας. Όσες φορές και αν προσπάθησε να του κόψει αυτό το «κυρία Έφη», δεν κατάφερε τίποτα, ώσπου το συνήθισε θεωρώντας το ως µια ακόµα έκφραση τρυφερότητας απ΄ την πλευρά του µικρού. Εν τω µεταξύ ο Γιωργάκης, πολύ σύντοµα ξεπέρασε τη δασκάλα του, και παρά το συνεσταλµένο ύφος µε το οποίο στεκόταν απέναντι της ή καθόταν δίπλα της στο κρεβάτι, όταν τα χείλη τους ενώνονταν γινόταν αχόρταγος σε σηµείο να είναι εκείνη που του ζητούσε πολλές φορές να σταµατήσει, καθώς δεν της είχαν µείνει άλλες αντοχές. Τότε, ξανάπαιρνε το ίδιο συνεσταλµένο ύφος και κατεβάζοντας το κεφάλι ετοιµαζόταν να ζητήσει συγγνώµη. - Χαζέ. ∆εν έκανες τίποτα κακό. Απλώς εγώ κουράστηκα γιατί είµαι γριά µπροστά σου… Θύµωνε και αναζητούσε επιχειρήµατα για να της αποδείξει πόσο άδικο είχε, αλλά συνήθως ξεκινούσε µε το «κυρία Έφη» και εκεί σταµατούσε… Όταν της πρότεινε για πρώτη φορά να τη συνοδεύσει στον κινηµατογράφο, το είπε τόσο γρήγορα και χωρίς να κοµπιάσει καθόλου που η Έφη ήταν σίγουρη πως θα πρέπει να έχει κάνει πολλές πρόβες από πριν. Του απάντησε µ΄ ένα «καλά, θα δούµε…», απογοητεύοντας τον. Τι άλλο όµως να του πει; Πώς το µόνο δρόµο της πόλης που ήξερε καλά ήταν αυτός που οδηγούσε στο γιατρό και λίγο τον κεντρικό δρόµο απ΄ όπου ψώνιζε πάντοτε µε τη συνοδεία των άλλων κοριτσιών; Ή ότι δεν είχε δεχτεί ποτέ να τη συνοδεύσει έξω κανένας άνδρας µέχρι τότε, παρά τις πολλές προτάσεις που είχε δεχτεί και τις προτροπές της κυρίας Αναστασίας να βγει λίγο έξω να ξεσκάσει;

171

Μιχάλης Πιτένης

Κατάλαβε πως µε την άρνηση της γκρέµιζε ένα απ΄ τα µεγάλα όνειρα του µικρού και δεν έδινε στον εαυτό της την ευκαιρία να δει για πρώτη φορά στη ζωή της τι πράµα ήταν αυτό το σινεµά. Ο µικρός απογοητεύτηκε απ΄ την πρώτη άρνηση αλλά δεν πτοήθηκε. Επανήλθε για να εισπράξει και δεύτερη και τρίτη. Ένιωσε απογοητευµένη απ΄ τον ίδιο της τον εαυτό και αναζήτησε τη συµβουλή της Γαλάτειας. Εκείνη, αρχικά αιφνιδιάστηκε και αµέσως µετά ξέσπασε σ΄ ένα δυνατό νευρικό γέλιο που δεν έλεγε να σταµατήσει. Η Έφη ενοχλήθηκε και το ΄δειξε. Προσπαθώντας να σταµατήσει το γέλιο της η Γαλάτεια την πήρε στην αγκαλιά της. - Μπα σε καλό σου φιλενάδα. Μ΄ έκανες και γέλασα… - Εγώ όµως δε γελάω καθόλου… - Καλά, καλά µην µε παρεξηγείς. Το χρειαζόµουν… Έτσι λοιπόν ο πιτσιρικάς! Και γιατί δεν πας; - Την αλήθεια θες; - Ναι. - Φοβάµαι… Της χάιδεψε το µάγουλο. - Κουτό. Να πας. Ξέρεις τι ωραία είναι… - Μα… - Μην το σκέφτεσαι πολύ. Να πας. - Έρχεσαι µαζί µας; Έδειξε να το σκέφτεται. - Πολύ θα το ΄θελα. Αλλά όπως ξέρεις ο Σερέτης παράγινε τσιµπούρι τώρα τελευταία και θα κουβαληθεί κι εκείνος και δε θέλω… - Να µην του το πεις… - Λες; - Ναι. - Καλά, θα δούµε… Η περίσταση απαιτούσε πιο σεµνό και λιγότερο φανταχτερό ντύσιµο απ΄ τις άλλες φορές. ∆ιάλεξαν κι οι δύο ό,τι πιο σεµνό και σκουρόχρωµο είχαν και ετοιµάστηκαν. Η Γαλάτεια, έβγαλε απ΄ την τσάντα της ένα κραγιόν στο χρώµα του κερασιού και αφού πέρασε πρώτα τα χείλη της Έφης ύστερα έβαψε και τα δικά της. - Έτσι µπράβο! Μη µας περάσουν και του κατηχητικού. Η Έφη έριξε πάνω της το µωβ παλτό της και στερέωσε στα µαλλιά της το οµοιόχρωµο σκουφάκι. Πιάστηκαν αγκαζέ και ξεκίνησαν για το ραντεβού τους µε το Γιωργάκη. Θα τους περίµενε στη γωνία, ένα δρόµο πιο πάνω απ΄ το σπίτι. Ακριβώς στις επτά παρά τέταρτο. 172

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η Γαλάτεια έδειχνε ευδιάθετη. Χαµογελούσε και αστειευόταν συνέχεια. Όχι όµως και η Έφη. Η φίλη της ένιωσε το σφίξιµο της. - Μα πώς κάνεις έτσι; Σινεµά πάµε. - ∆ε µου λες Γαλάτεια; - Τι είναι; - Μήπως, µήπως µοιάζουµε για πουτάνες; Την ανάγκασε να σταµατήσει και κόλλησε το πρόσωπο της στο δικό της. - Άκου καλά κοπέλα µου. Αν το πιστεύεις πως µοιάζεις, ναι. Εγώ πάντως δεν το πιστεύω… Μετάνιωσε για την κουβέντα που είπε, αλλά η Γαλάτεια δεν της έδωσε το χρόνο να συνεχίσει την κουβέντα. Την άρπαξε γερά απ΄ το χέρι και την τράβηξε. - Πάµε. Μας περιµένει ο καβαλιέρος µας. Ο καβαλιέρος ήταν στηµένος στη γωνία από τις έξη και µισή. Η αγωνία του µεγάλωνε από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο και πολλές φορές σκέφτηκε ν΄ αρχίσει να κλωτσά τα χαλίκια του δρόµου για να ηρεµήσει. Συγκρατήθηκε. Είχε γυαλίσει µε τόση σχολαστικότητα τα παπούτσια του και θα ήταν κρίµα να τα χαλάσει πριν έρθει η Έφη. Έσκυψε και τα κοίταξε. Σχεδόν καθρεφτιζόταν πάνω τους. ∆εν ήξερε τι ώρα ήταν ακριβώς αλλά ήταν σίγουρος πως είχε περάσει πάνω από µια ώρα. Είχαν περάσει µόλις πέντε λεπτά. Άρχισε να τρώει τα νύχια του. Κι αν δεν έρθει; Κι αν δεν την άφησε η κυρία Αναστασία; ∆ύο νεαροί που περνούσαν απ΄ το δρόµο, τον κοίταξαν από πάνω µέχρι κάτω µε µεγάλη περιέργεια. «Τους εντυπωσίασε φαίνεται η χωρίστρα µου στα µαλλιά» σκέφτηκε και έσκυψε και πάλι το κεφάλι για να δει αν όλες του οι τρίχες ήταν στη θέση τους. Είχε φάει πολύ ώρα µέχρι να τις φτιάξει. Στην προσπάθεια του να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσµα έβαλε πολύ περισσότερη µπριγιαντίνη που άρχισε να στάζει στο πρόσωπο του. Χρειάστηκε πολλές φορές τη βοήθεια της πετσέτας για να το καθαρίσει. - Τι κάνεις εκεί ρε χαµένε, τον πρόγκιξε η Κική που είχε αναλάβει να καλύψει την αποχώρηση του. Καλά που δεν είναι καλοκαίρι, διαφορετικά θα σε παίρναν οι µύγες από πίσω. Ζήτησε τη βοήθεια της και το αποτέλεσµα τον ικανοποίησε απόλυτα. Όταν του άνοιξε το παράθυρο για να πηδήξει στην αυλή, πρόσεξε πως το κεφάλι του γυάλιζε στο µισοσκόταδο, αλλά ευτυχώς πρόλαβε να πνίξει το γέλιο της. Οι δύο κυρίες έφτασαν στον τόπο συνάντησης, αλλά ο Γιωργάκης δεν τις είδε καθώς ήταν απορροφηµένος µε το να καθρεφτίζεται στα παπούτσια του. Η Γαλάτεια δεν κρατήθηκε και του σφύριξε

173

Μιχάλης Πιτένης

επιβραβεύοντας την εµφάνιση του. Η Έφη της έχωσε µια αγκωνιά στα πλευρά αλλά ήταν αργά. Ο Γιωργάκης τρόµαξε και στρέφοντας το βλέµµα του προς το µέρος του, δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε ένα «γεια σας». - Έτοιµος, ρώτησε η Έφη και αν και ήθελε πάρα πολύ να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει, συγκρατήθηκε. Ξεκίνησαν. Οι δύο κοπέλες πιασµένες αγκαζέ και ο Γιωργάκης, στην ίδια ευθεία δίπλα τους, αλλά µισό µέτρο πιο πέρα. - Πού θα πάµε, ρώτησε η Γαλάτεια και ο µικρός άρχισε να εξηγεί ότι θα πήγαιναν στον κινηµατογράφο Άστρον, στο κέντρο της πόλης που έπαιζε µια αισθηµατική κωµωδία µε την Τζένη Καρέζη. - Την έχεις δει, εξέφρασε την απορία της η Γαλάτεια. - Όχι. Αλλά πήγα και είδα τις εικόνες, απάντησε εκείνος σκύβοντας το κεφάλι. Η απρόσµενη για κείνον έλευση της Γαλάτειας τον είχε ενοχλήσει, αλλά προσπαθούσε να µην το δείξει. Όχι πώς δε τη συµπαθούσε, αλλά να. Ήθελε σ΄ αυτή την πρώτη του έξοδο να είναι µόνο οι δύο τους. Προσπάθησε να µην το σκέφτεται. Αφοσιώθηκε στο µωβ σκουφάκι της Έφης που για µια ακόµα φορά διαπίστωνε πως της ταίριαζε τόσο πολύ. Η Γαλάτεια κρυφογελώντας µε το σοβαρό ύφος που είχε πάρει ο µικρός, σκούντηξε την Έφη αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Πρώτη φορά κυκλοφορούσε τέτοια ώρα στην πόλη και αν και δεν υπήρχε και τίποτα το ιδιαίτερο να θαυµάσει, έδειχνε εντυπωσιασµένη. Της φαινόταν όλα διαφορετικά. Σαν να βρισκόταν σε άλλο µέρος. Μέχρι να φτάσουν στο κέντρο, πέρασαν απαρατήρητοι. Το σκοτάδι είχε πυκνώσει και γι΄ αυτό το λόγο άκουσαν την παρέα των ανδρών που προσπέρασαν να διαµαρτύρεται που ο ∆ήµαρχος δεν είχε φροντίσει να τοποθετήσει περισσότερα φωτιστικά σώµατα. Η κατάσταση βελτιώθηκε όταν πλησίασαν στο κέντρο της πόλης. Τα φώτα ήταν περισσότερα όπως και ο κόσµος που κυκλοφορούσε ακόµα. Οι περισσότεροι µαγαζάτορες ετοιµαζόταν να κλείσουν και έκαναν τις σχετικές προετοιµασίες. Ένας απ΄ αυτούς πρόσεξε τη Γαλάτεια και έδειξε πως την αναγνώρισε. Έριξε µια µατιά ολόγυρα του και ύστερα έβγαλε το καπέλο του και έκανε µια ελαφριά υπόκλιση, χαµογελώντας της. Ο Γιωργάκης ασυναίσθητα διεύρυνε και άλλο την απόσταση τους, κάνοντας την πλέον ένα µέτρο περίπου. Η Έφη το πρόσεξε, αλλά δεν το σχολίασε. «Ίσως στη θέση του, να έκανα το ίδιο κι εγώ», σκέφτηκε, αποφεύγοντας ακόµα και να κοιτάξει προς το µέρος του για να µη τον φέρει σε δυσκολότερη θέση.

174

Οι κόρες της Αφροδίτης

Μπήκαν στο δρόµο που βρισκόταν ακριβώς κάτω απ΄ την κεντρική πλατεία. Αν και το κρύο ήταν αρκετό, υπήρχε κόσµος ακόµα. - Εδώ είναι το νυφοπάζαρο, ανέλαβε την ξενάγηση της Έφης η Γαλάτεια. Έρχονται εδώ, παίρνουν µάτι τις κοπέλες και ύστερα έρχονται και βγάζουν τα σπασµένα πάνω µας, κατέληξε ξεσπώντας σ΄ ένα νευρικό γέλιο που προσπάθησε να συγκρατήσει βάζοντας το αριστερό της χέρι στο στόµα. Το βλέµµα της Έφης έπεσε σε µια παρέα νεαρών που είχαν σταθεί στην απέναντι πλευρά και τις παρατηρούσαν. Απ΄ τις αντιδράσεις τους, ήταν φανερό πως αυτές σχολίαζαν. Και µάλιστα δεν το έκαναν µε τον καλύτερο τρόπο. ∆εν ξέφυγαν όµως ούτε απ΄ την προσοχή του Γιωργάκη. Κοντοστάθηκε και έσφιξε τις γροθιές του. Θα ήταν έτοιµος αν έκαναν οποιαδήποτε κίνηση. Την κίνηση όµως την έκαναν οι κοπέλες. Τάχυναν το βήµα τους και βρέθηκαν έξω απ΄ το σινεµά. Ο Γιωργάκης έτρεξε να τις προλάβει. Μπροστά στο ταµείο περίµεναν δύο άτοµα. Ο µικρός έβαλε το χέρι στην τσέπη του και στάθηκε από πίσω τους. - Του έδωσες χρήµατα για τα εισιτήρια, ρώτησε η Γαλάτεια. - Όχι… - Από πού έχει; Κινήθηκε προς το µέρος του αλλά η Γαλάτεια τη σταµάτησε. - Μη τον προσβάλεις. Σίγουρα έκανε το κουµάντο του. Του τα δίνουµε µετά. Ο Γιωργάκης µέτρησε δύο φορές τα χρήµατα που κρατούσε στο χέρι του. Αρχικά είχε υπολογίσει δύο εισιτήρια, αλλά τώρα έπρεπε να πληρώσει τρία. Άπλωσε το χέρι προς τον ταµία. - Τρία εισιτήρια. - Μόνος είσαι, τον κοίταξε καχύποπτα ο ταµίας κάτω απ΄ τα χοντρά του γυαλιά και ανασηκώθηκε λίγο απ΄ τη θέση του. - Όχι… Το βλέµµα του ταµία έπεσε στις κοπέλες, εισπράττοντας ένα χαµόγελο µόνο απ΄ τη Γαλάτεια. Πριν πάρει τα χρήµατα, ξαναρώτησε το µικρό. - Πλατεία ή εξώστη; - Τι είναι καλύτερα; - Πλατεία. - Πλατεία. Έκοψε νευρικά τα εισιτήρια και του τα ΄δωσε. Ο µικρός έκανε νεύµα στις κοπέλες να προχωρήσουν. Πριν περάσουν τις µπορντό κουρτίνες που σκέπαζαν τη διπλή πόρτα της πλατείας, ένας συνοφρυωµένος κύριος τους σταµάτησε, ζητώντας τα εισιτήρια. Την ώρα που άπλωνε το χέρι του προς τον ελεγκτή, έχασε το χρώµα του. ∆ίπλα του, σε µια καρέκλα, καθόταν σταυροπόδι ο κύριος Γυµνασιάρχης. 175

Μιχάλης Πιτένης

Από εκεί και πέρα δε θυµόταν τίποτα. Ούτε πως µπήκε µες την αίθουσα, ούτε σε ποια σειρά κάθισαν, ούτε τι έργο είδαν. Βυθισµένος στην πολυθρόνα του, έσφιγγε τα χέρια του πάνω στο στήθος του, σαν να προσευχόταν και να παρακαλούσε η επόµενη µέρα να µην ερχόταν ποτέ. Η Έφη προσπάθησε να µάθει σε τι οφειλόταν αυτή η σιωπή του και το φοβισµένο ύφος του, αλλά οι καµπάνες που ήχησαν πριν η αίθουσα βυθιστεί στο σκοτάδι και αρχίσει η προβολή, δεν της επέτρεψαν να επιµείνει περισσότερο. Η πρώτη της φορά στο σινεµά ήταν γι΄ αυτή µια µοναδική εµπειρία. Μια εµπειρία που την απόλαυσε και την απορρόφησε τόσο πολύ, ώστε δεν κατάλαβε πότε ο µικρός σηκώθηκε απ΄ τη θέση του και χάθηκε µες το σκοτάδι. Τον αναζήτησε στο δρόµο της επιστροφής, στάθηκε και για πάνω από πέντε λεπτά στο σηµείο όπου είχαν συναντηθεί, αλλά µάταια. Ο Γιωργάκης δεν έδωσε σηµεία ζωής και µε σκυµµένο κεφάλι ακολούθησε τη Γαλάτεια που δείχνοντας πιο ευδιάθετη τραβούσε ήδη για το Σπίτι.

176

Οι κόρες της Αφροδίτης

39 Η πρώτη έξοδος τους, στοίχειωσε µέσα του. Όπως κι η νύχτα που ακολούθησε. Ακόµα και τώρα, µετά από 16 χρόνια, καθώς ξανάρθε στο µυαλό του, αδυνατούσε να κοιτάξει την κυρία Έφη στα µάτια. Κι όµως. Πολλές φορές είχε ευχηθεί να τη συναντήσει. Να πέσει στα πόδια της και να την εκλιπαρήσει για να τον συγχωρέσει που είχε φερθεί τόσο ανόητα. Τόσο εγωιστικά. Αυτό βέβαια δεν το κατάλαβε τότε. Μπορεί ν΄ άρχισε να το συνειδητοποιεί το ίδιο βράδυ, αλλά το χώνεψε καλύτερα όταν πια την έχασε οριστικά και δεν είχε την ευκαιρία να της µιλήσεις. Να της εξηγήσει. Να κλάψει, ζητώντας συγχώρεση και ελπίζοντας πως µ΄ ένα χάδι της, µ΄ ένα φιλί της θα ξερίζωνε το αγκάθι που ένιωθε να έχει φυτρώσει µέσα του και να του πληγώνει τις τόσες ευχάριστες αναµνήσεις που κουβαλούσε από εκείνη. Καθισµένος απέναντι της, έστω και µετά από 16 χρόνια, είχε την ευκαιρία να το κάνει, αλλά δεν έβρισκε τις λέξεις. Μάλλον του έλειπε και το κουράγιο. Τα σχήµατα λόγου, οι πρόβες που είχε κάνει άπειρες φορές, ήταν ως µη γενόµενες. Άβουλος, δειλός, καθόταν απέναντι της εκλιπαρώντας να κάνει εκείνη την αρχή, ελπίζοντας πως θα ΄βρισκε µια της λέξη για να πιαστεί και να βγάλει αυτό που τον βασάνιζε. Η κυρία Έφη όµως έδειχνε σιωπηλή. Αφοσιωµένη στο πακέτο των τσιγάρων που έπαιζε στα δάχτυλα της, το κοιτούσε αµίλητη, αφήνοντας το Γιώργο να βουλιάζει όλο και περισσότερο στην απόγνωση του. Επιστρέφοντας στο σπίτι του εκείνο το βράδυ ο Γιωργάκης, δε σήκωσε το κεφάλι ούτε και όταν χαιρέτησε τους δικούς του που κουβέντιαζαν καθισµένοι στην κουζίνα τους. Φάνηκε σαν να µην τον πρόσεξαν καν, καθώς ήταν απορροφηµένοι µε το θέµα που συζητούσαν. Μπήκε αµέσως στο δωµάτιο του και φορώντας τις πυτζάµες του χώθηκε κάτω απ΄ τα σκεπάσµατα του. Έκλεισε τα µάτια του ελπίζοντας πως θα τον έπαιρνε σε λίγο ο ύπνος, λυτρώνοντας τον απ΄ το µαρτύριο του. Μάταιος κόπος. Η µορφή του κυρίου Γυµνασιάρχη, κυριαρχούσε στο µυαλό του µη αφήνοντας κανένα περιθώριο στην ηρεµία που χρειαζόταν για καταφέρει ν΄ αποκοιµηθεί. Η έλευση της Κικής του ΄δωσε κάποιες ελπίδες, αλλά η αδερφή του δεν έδειξε να έχει ιδιαίτερη διάθεση για κουβέντες. Προσπάθησε να της µιλήσει αλλά ανακάλυψε πως δεν είχε τρόπο να της εξηγήσει αυτό που τον βασάνιζε. Ίσως και να µην την ενδιέφερε καθώς η κουβέντα στην οποία συµµετείχε προηγουµένως, µε τους γονείς της, την είχε αγχώσει υπερβολικά και ήταν αυτή που κυριαρχούσε τώρα στο δικό της µυαλό.

177

Μιχάλης Πιτένης

Ο γαµπρός εκτός απ΄ το οικόπεδο στο οποίο είχαν συµφωνήσει, πρόβαλε τώρα και κάποιες απαιτήσεις µετρητών, αν και του είχε γίνει σαφές πως τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε ούτε προς το παρόν, αλλά ούτε και στο άµεσο µέλλον. Η απειλή να χαλάσει ο αρραβώνας και να µαταιωθεί ο επικείµενος γάµος ήταν πλέον ορατή, αλλά δεν είχαν χαθεί ακόµα όλες οι ελπίδες. Ο λόγος που προκάλεσε αυτή την επιπλέον απαίτηση του γαµπρού, υπήρχε τρόπος να ξεπεραστεί. Ουσιαστικά τον δηµιούργησε η κυρά Ρούλα που έχοντας καθισµένη στο στοµάχι της την κυρά συµπεθέρα και πεθερά της κόρης της, προσπάθησε να βελτιώσει τα πράγµατα για την τελευταία επιχειρώντας να περάσει µε τρόπο στο γαµπρό της την ιδέα να στήσουν οι µελλόνυµφοι ένα δικό τους, ξεχωριστό σπιτικό, µακριά φυσικά απ΄ τη µητέρα του. Το επιχείρηµα που χρησιµοποίησε αφορούσε την καλή οικονοµική του θέση και πως είχε αρχίσει πλέον να γίνεται όλο και περισσότερο της µόδας σε ανθρώπους κάποια κοινωνικής θέσης, να χτίζουν τα δικά τους σπίτια που θα είχαν και όλες τις σύγχρονες ανέσεις. Ο γαµπρός δεν είδε µε άσχηµο µάτι τις σκέψεις της πεθεράς του, γιατί έτσι του τις πλάσαρε, σαν σκέψεις, λέγοντας του πάντα «σκέφτοµαι Νικολάκη µου, µήπως θα ήταν καλύτερα για σένα και τη γυναίκα σου, σα νιόπαντρο και νέο ζευγάρι που είστε…». ∆ε συνέβη όµως το ίδιο και µε τους γονείς του. Πρώτη τσίτωσε η µάνα του και αµέσως ακολούθησε ο πατέρας του που έκανε τους οικονοµικούς υπολογισµούς και αποφάνθηκε. - Να το κάνεις, αλλά να στο πληρώσει ο πεθερός σου. - Πόσα να ζητήσω; - Τόσα και αν χρειαστεί µετά, βάζουµε εµείς τα υπόλοιπα. Αλλιώς κάτσε όπως είσαι και από νύφες… Το µοναστήρι να ΄ναι καλά… Το µοναστήρι µπορεί να ήταν καλά, αλλά στο σπίτι της νύφης χτύπησε συναγερµός. - Μετρητά; Τρελάθηκαν, αναφώνησε ο Αστέρης και ετοιµάστηκε να σκυλοβρίσει τα συµπεθέρια και το γαµπρό, αλλά τον πρόλαβε η κυρά Ρούλα αποκαλύπτοντας του πως η ίδια ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Τη µούντζωσε. - ∆εν ξέρεις ποτέ να το βουλώνεις; - Τι να κάνω; Να έχει αυτή την οχιά η κόρη µας µέσα στα πόδια της… Κατά βάθος συµφωνούσε µε τη γυναίκα του, αλλά ήξερε όµως πως τους όρους τους βάζεις όταν έχεις και τις δυνατότητες να τους υποστηρίξεις. Και αυτοί τέτοιες δυνατότητες δεν είχαν. 178

Οι κόρες της Αφροδίτης

Έτσι άρχισε η προσπάθεια να επανορθώσουν το κακό, στο βαθµό που ήταν εφικτό, προστρέχοντας και στη βοήθεια του προξενητή, ο οποίος έβαλε τις φωνές στην κυρά Ρούλα: - Τι θέλετε και ανακατεύεστε εσείς οι γυναίκες σε τέτοιες δουλειές; ∆ουλειές µε παράδες και θα βρουν άκρη οι γυναίκες; Πού ακούστηκε… Η Κική ήταν η µόνη που δεν ανακατεύτηκε. ∆εν άνοιξε καν το στόµα της. Της άρεσε όµως πολύ η ιδέα ενός καινούργιου σπιτιού, που θα το έστηνε αυτή απ΄ την αρχή. Για την ακρίβεια, την αναζωογόνησε. Της έδωσε το ενδιαφέρον που έλειπε απ΄ τον επικείµενο γάµο της και της δηµιούργησε την ελπίδα πως η ζωή που ανοιγόταν µπροστά της, θα αποκτούσε κάποιο χρώµα, γιατί µέχρι τότε όλα της φαινόταν µαύρα και άραχνα. Το ναυάγιο της ιδέας της κυρά Ρούλας και το διαφαινόµενο ναυάγιο του επικείµενου γάµου, σκόρπισαν απέραντη θλίψη στη νύφη που κινδύνευε πλέον σοβαρά να µείνει ανύµφευτη. Προτιµούσε χίλιες φορές να συνέβαινε το πρώτο, όσο και αν σ΄ αυτήν την ιδέα είχε επενδύσει πολλά δικά της µικρά αλλά σηµαντικά για εκείνη όνειρα, απ΄ το δεύτερο που ίσως σήµαινε και την οριστική παραµονή της στο πατρικό της. Γιατί η Κική γνώριζε πολύ καλά πως η µικρή τους κοινωνία δε σήκωνε εύκολα τέτοια πράγµατα, καταδικάζοντας µετά από κάθε διαλυµένο αρραβώνα, χωρίς κανένα ελαφρυντικό, κυρίως τις κοπέλες, αφού για τους άντρες υπήρχαν χίλιες δύο δικαιολογίες και άπειρα ελαφρυντικά. Για µια κοπέλα όµως, ένας διαλυµένος αρραβώνας µετρούσε αρνητικά στο ιστορικό της, έστω και αν αυτός ήταν λευκός, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν καθώς δεν προέκυπτε από έρωτα αλλά από συνοικέσιο. Οι µελλοντικοί ενδιαφερόµενοι, θα το λάµβαναν πολύ σοβαρά υπ΄ όψιν τους, όχι τόσο γιατί θα είχαν πρόβληµα οι ίδιοι, όσο γιατί γνώριζαν την κοινωνική πίεση που θα δεχόταν καθώς θα φούντωναν τα κουτσοµπολιά αλλά και οι κατά πρόσωπο επικρίσεις, πως επέλεξαν κάποια που παλιά ήταν αρραβωνιασµένη µε τον τάδε, αλλά… Τη λύση στο σοβαρό πρόβληµα που δηµιουργήθηκε ανέλαβε να δώσει ο προξενητής, που πριν λίγο, εκείνο το βράδυ είχε αποχωρήσει απ΄ το σπίτι, µετά από εξαντλητική κουβέντα αρκετής ώρας, κατά τη διάρκεια της οποίας εκείνος κυρίως µιλούσε ορµηνεύοντας τους υπόλοιπους για το πώς έπρεπε να φερθούν κατά τη διάρκεια της πυροσβεστικής προσπάθειας που θα ξεκινούσε. Φυσικά δέχτηκαν άνευ ουδεµίας αντίρρησης τις οδηγίες του προξενητή και φεύγοντας εκείνος η κυρά Ρούλα έσπευσε να ανάψει και το καντήλι στα εικονίσµατα, ζητώντας και τη συνδροµή του Θεού και όλων των Αγίων, για να παν όλα καλά. 179

Μιχάλης Πιτένης

Ο Αστέρης αισθανόταν σαν το λιοντάρι στο κλουβί, αλλά δεν έβλεπε και τι άλλο θα µπορούσε να κάνει. Περιορίστηκε µόνο σε άγριες µατιές προς τη γυναίκα του και απέφυγε εντελώς να κοιτάξει την κόρη του, γιατί, ανεξάρτητα µε ό,τι έλεγε, είχε αρχίσει και τη ντρεπόταν. Η Κική δεν άφησε να φανεί τίποτα. Ούτε καν µια σύσπαση στο πρόσωπο της που θα µπορούσε να αποκαλύψει την ψυχική της διάθεση. Απλώς λίγο µετά την αποχώρηση του προξενητή και αφού πήρε την άδεια των γονιών της, αποσύρθηκε και εκείνη στο δωµάτιο της, αναζητώντας παρηγοριά στα σκεπάσµατα της που τα τράβηξε καλύπτοντας ακόµα και το κεφάλι της. Το πήρε απόφαση ο Γιωργάκης πως δεν µπορούσε να περιµένει καµιά βοήθεια απ΄ την Κική. Ήταν µόνος του. Προσπάθησε να δηµιουργήσει και να επεξεργαστεί διάφορα σενάρια στο µυαλό του για να το πώς θα αντιµετώπιζε καλύτερα την κατάσταση. ∆εν κατάφερε να σκεφτεί ούτε ένα, όσο και αν στριφογύρισε στο κρεβάτι του κάνοντας συνεχώς τις σούστες του να τρίζουν. ∆εν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, αλλά του φαινόταν σαν να είχε µείνει πολλές ώρες στο κρεβάτι, περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Προσπάθησε να σηκωθεί, όσο πιο αθόρυβα γινόταν, αλλά το πόδι του µπλέχτηκε στα σκεπάσµατα και έπεσε δίπλα στο κρεβάτι της Κικής. Ξεσκέπασε το κεφάλι της και του ψιθύρισε: - Για δεν κοιµάσαι; Την κοίταξε σα χαµένος. Ξαφνικά θυµήθηκε την Έφη. Όση ώρα βασανιζόταν µε τα δικά του και µε την επικείµενη τιµωρία που τον περίµενε απ΄ τον κύριο Γυµνασιάρχη, την είχε ξεχάσει εντελώς. Ντράπηκε. Την είχε παρακαλέσει τόσες φορές γι΄ αυτή την έξοδο, την είχε σχεδιάσει µέχρι και την παραµικρή της λεπτοµέρεια, αλλά τελικά κατάφερε να τα κάνει µούσκεµα. Πριν ξεκινήσει απ΄ το σπίτι του, µέτρησε τρεις φορές τα χρήµατα που θα έβαζε στην τσέπη του φροντίζοντας να καλύψει τα δύο εισιτήρια και να υπάρχει περίσσευµα για να µπορέσει να της προσφέρει ένα ΤΑΜΤΑΜ στο διάλειµµα και µια σοκολάτα. Οι σοκολάτες δεν ήξερε αν της άρεσαν, αλλά εκείνος θα την αγόραζε και αν την αρνιόταν θα τη φύλαγε στην τσέπη του για να τη φάει ο ίδιος κάποια άλλη φορά. Από την πλευρά των χρηµάτων είχε πάρει σωστά τα µέτρα του, έχοντας βάλει στην τσέπη του αρκετά, τόσα που κατάφερε να αντιµετωπίσει και την απρόοπτη εµφάνιση της Γαλάτειας, καλύπτοντας και το δικό της εισιτήριο, γιατί δεν ήταν δυνατόν να την προσβάλει ζητώντας της χρήµατα. Αυτή η απροσδόκητη εξέλιξη τον είχε αναγκάσει να κάνει τους νέους υπολογισµούς του καθ΄ οδόν, αλλά βρήκε τελικά τη λύση. Τα χρήµατα έφταναν για τρία εισιτήρια και δύο αναψυκτικά, ΤΑΜ- ΤΑΜ. Θα τα πρόσφερε στις κοπέλες και την εποµένη, όταν

180

Οι κόρες της Αφροδίτης

επισκεπτόταν την Έφη, θα φρόντιζε να έχει µαζί του µια σοκολάτα, έστω και αν αναγκαζόταν να την πάρει βερεσέ απ΄ της κυρά Ελένης. Όταν έφτασαν στον κινηµατογράφο, δεν έβλεπε την ώρα που θα καθόταν δίπλα στην Έφη, έχοντας σχεδιάσει και πώς θα άπλωνε το χέρι του στο σκοτάδι αναζητώντας το δικό της. Θα είχε όµως και το νου του, να σηκωθεί απ΄ τους πρώτους στο διάλειµµα, προτού δηµιουργηθεί µεγάλη ουρά στο κυλικείο, προκειµένου να επιστρέψει µε τα αναψυκτικά. Μετά το τέλος του έργου, στο γυρισµό τους, θα περίµενε µέχρι να µπουν στα σκοτεινά στενά και τότε θα πλησίαζε την Έφη περνώντας το χέρι του πίσω απ΄ τη µέση της. Το να την ακολουθήσει εκείνη την ώρα, περασµένες εννιά στο Σπίτι, ήταν αδύνατον, αλλά θα αρκούνταν στα κρυφά της χάδια και στα πεταχτά φιλιά, που ήλπιζε πως θα του έδινε. Αργότερα, ξαπλωµένος στο κρεβάτι του, θα ανασυνέθετε µία προς µία τις εικόνες των στιγµών που είχαν ζήσει πριν λίγο και θα αποκοιµιόταν µε την αίσθηση πως βρισκόταν δίπλα του, έχοντας τρυπώσει αθόρυβα κάτω απ΄ τα σκεπάσµατα του. Όλα καλά τα είχε σχεδιασµένα στο µυαλό του. Όλα. Μόνο την εµφάνιση αυτού του καταραµένου του Γυµνασιάρχη δεν είχε προβλέψει. Και τώρα, πεσµένος στο πάτωµα, µε ην Κική να τον κοιτάζει απορηµένη, δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον βασάνιζε περισσότερο. Η σίγουρη τιµωρία που τον περίµενε την εποµένη ή που είχε δώσει µια µεγάλη πίκρα στην Έφη, την οποία δεν ήξερε αν ποτέ θα κατάφερνε να του τη συγχωρέσει. Σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Το σκοτάδι ήταν ακόµα πυκνό. Γύρισε προς την Κική και τη ρώτησε. - Τι ώρα είναι; - Κοντεύει δώδεκα. Κοιµήσου, δε θα σηκώνεσαι το πρωί… Επέστρεψε στο κρεβάτι του. Η νύχτα του φάνηκε ατέλειωτη. ∆εν περνούσε µε τίποτα. Το πρωί πράγµατι δε σηκωνόταν απ΄ το κρεβάτι, αλλά όχι γιατί του έλειπε ο ύπνος. ∆εν είχε κλείσει µάτι. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν και έτρεµε ολόκληρος. Η Κική που ανέλαβε να τον ξυπνήσει, διέγνωσε αµέσως πως δεν ήταν για σχολείο εκείνη τη µέρα. Η µητέρα τους συµφώνησε. ∆εν είχε λόγο να µην το κάνει. Ποτέ µέχρι τότε δεν είχε προσπαθήσει, µε κανένα τρόπο, ν΄ αποφύγει το σχολείο. Άρα ήταν πραγµατικά άρρωστος. Μπήκε µόνο για λίγο και έβαλε το χέρι της στο µέτωπο του. Ήταν δροσερό αλλά όλο το κρεβάτι έσταζε απ΄ τον ιδρώτα του µικρού. - Πω, πω. Καλέ αυτός πρέπει να έβραζε όλη τη νύχτα. Γιατί δεν µε ξύπνησες παιδάκι µου;

181

Μιχάλης Πιτένης

Τον σκέπασε καλά και βγήκε για να του ετοιµάσει ένα ζεστό, ενώ φώναξε της Κικής να πάρει στεγνά στρωσίδια για να του αλλάξει τα βρεγµένα. - Θα τον τρίψω και λίγο, ακούστηκε να λέει απ΄ την κουζίνα. Κι αν δούµε πως µέχρι το µεσηµέρι δεν πέφτει ο πυρετός, θα φωνάξω την αδερφή µου, να του κόψει µερικές βεντούζες.

182

Οι κόρες της Αφροδίτης

40 - ∆εν ξέρω αν τα πιστεύεις αυτά. Μήτε κι εγώ τα πίστευα και πολύ κάποτε, µα… Θυµάµαι, σαν τώρα τη Βενετία, κάθε φορά που γελούσαµε µε κείνη την έρµη τη Μίνα και τα αστεία της, που δε σταµατούσαν ποτέ, σταυροκοπιόταν πάντα και έλεγε: « Σε καλό να µας βγουν κορίτσια, σε καλό τόσα γέλια…» Την άρπαζε απ΄ τα µούτρα η Μπέτυ, που δεν τα πίστευε καθόλου. Αλλά να, που ΄χε δίκιο η Βενετία. Τη µόνη φορά που φχαριστήθηκα κι εγώ µε την ψυχή µου, ήταν τότες που µε πήγες σινεµά και… ∆εν ολοκλήρωσε τη φράση της. Πρόσεξε πως συννέφιασε κατεβάζοντας αµέσως το κεφάλι του. Άπλωσε το χέρι της και έσφιξε µέσα του το δικό του. - Αλήθεια, δεν µου ΄πες ποτέ; Γιατί χάθηκες έτσι ξαφνικά; Μήπως ντράπηκες που ΄σουνα µαζί µας; Πετάχτηκε πάνω σα να του κάρφωσαν ένα µαχαίρι στην καρδιά. - Όχι. Πώς σου πέρασε αυτό απ΄ το µυαλό κυρία Έφη; - ∆εν πειράζει. Καταλαβαίνω… Πάντως εγώ είχα την έγνοια σου. Αλλά και συ χάθηκες… Μέρες ολόκληρες. Σκέφτηκα µπας και είχες τίποτα προβλήµατα µε το σχολείο σου… Μήπως σε είδαν και… και να µην µπορώ να βοηθήσω. Έστρεψε το κεφάλι του για να µη δει τα µάτια του. Χρόνια είχε έστω και να δακρύσει. Μα τώρα θα ΄θελε ν΄ αφήσει τα δάκρυα του να κυλήσουν µπρος στα πόδια της. Το χέρι της εξακολουθούσε να σφίγγει το δικό του. - Είχαµε βλέπεις όµως και εµείς τα δικά µας. Ξινό σου λέω µας βγήκε. Ξινό. Μα περισσότερο εκείνης της άµοιρης της Γαλάτειας. Κι αν δεν είχε γελάσει εκείνο το βράδυ, αν δεν είχε φχαριστηθεί. Με την ψυχή της… Αν και κόντευε δέκα η ώρα όταν επέστρεψε η Έφη µε τη Γαλάτεια στο Σπίτι, η ατµόσφαιρα που συνάντησαν όταν µπήκαν στη µεγάλη σάλα, δεν είχε καµιά σχέση µε τη συνηθισµένη. Οι πελάτες που βρισκόταν εκείνη την ώρα, έπιναν αµίλητοι το ποτό τους καθισµένοι στους καναπέδες παρέα µε µερικές κοπέλες. Με το που µπήκαν, τα βλέµµατα όλων καρφώθηκαν πάνω στη Γαλάτεια. Το πρόσεξε και της κόπηκε αµέσως το γέλιο. Έριξε µια γρήγορη µατιά στην Έφη και ξεκίνησε σχεδόν τρέχοντας για το δωµάτιο της. Της έκοψε το δρόµο, ο Νώντας, ο µοναδικός στενός φίλος του Σερέτη. - Γαλάτεια. Έχω να σου πω… Τον οδήγησε προς την κουζίνα. Μόλις βγήκαν η Μίνα έτρεξε προς την Έφη. - Πού πήγατε ρε; Χαλασµός έγινε εδώ… - Τι έγινε; 183

Μιχάλης Πιτένης

- Ήρθε ο Σερέτης µεθυσµένος και τη γύρευε. Σα δε τη βρήκε, χάλασε τον κόσµο. - Μεθυσµένος; Μα αυτός… - Το ξέρω. Λένε ότι δεν µεθάει ποτέ, αλλά σήµερα ήταν χάλια. Άρχισε να φωνάζει και να χαλάει τον κόσµο. Τράβηξε µέχρι και το πιστόλι του. Η Έφη έχασε όλο το χρώµα της. Η καρδιά της άρχισε να κτυπάει σαν τρελή. Έτρεξε προς την κουζίνα, αλλά ακούγοντας τις δυνατές οµιλίες του Νώντα και της Γαλάτειας, δε συνέχισε. Η Γαλάτεια έβγαλε το παλτό της, το δίπλωσε και το πέρασε απ΄ το αριστερό της χέρι. - Τι συµβαίνει Νώντα; - Ο Σερέτης. Τρελάθηκε απόψε σα δε σε βρήκε. Πού ήσουνα; - Έξω. - Σηκωτό τον πήγαµε στο σπίτι. Τύφλα στο µεθύσι. - Είναι καλά; - Καλά. Τον έβαλα στο κρεβάτι του. Να το ξέρεις όµως Γαλάτεια. ∆εν κάνεις καλά. - Τι κάνω; - Τον παιδεύεις… -… - Αύριο φεύγει µε τη Μονάδα του για άσκηση 15 ηµερών. Να σου πω πού, να πας να τον βρεις. Γύρισε να φύγει χωρίς ν΄ απαντήσει. Την πρόλαβε αρπάζοντας την δυνατά απ΄ το µπράτσο. - ∆εν άκουσες τι είπα; - Άκουσα… - Με πονάς… Της άφησε το µπράτσο και η Γαλάτεια παίρνοντας ένα µπουκάλι µε κονιάκ έφυγε για το δωµάτιο της. Μέχρι να την πάρει ο ύπνος κατέβασε ένα ακόµα µπουκάλι. Όσο και αν προσπάθησε να της µιλήσει η Έφη, δε στάθηκε δυνατό. Απ΄ ένα σηµείο και µετά µπέρδευε τόσο πολύ τη γλώσσα της που δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει τι της απαντούσε. Η Γαλάτεια ξύπνησε την άλλη µέρα, νωρίς το απόγευµα, µε βαρύ κεφάλι. Πριν της το ζητήσει, η Έφη της έφτιαξε διπλό πικρό καφέ και κάθισε απέναντι της. Περίµενε λίγο µήπως και της πει κάτι, αλλά αφού δεν άνοιγε εκείνη το στόµα της, αποφάσισε να κάνει την αρχή. - Θα πας να τον βρεις; Ο Νώντας µου ΄γραψε εδώ, σ΄ αυτό το χαρτί, πού θα βρίσκεται η Μονάδα. Να πάρεις το ΤΑΞΙ και να πας. Να ειδοποιήσω; ∆εν της απάντησε. Πήρε το χαρτί στο χέρι της και απέµεινε αµίλητη να το κοιτάει. 184

Οι κόρες της Αφροδίτης

Η κυρία Αναστασία που µπήκε φουριόζα στην κουζίνα µόλις είδε τη Γαλάτεια, έγνεψε µε το χέρι στην Έφη, για να µάθει πως είναι. Σηκώθηκε και πήγε κοντά της. - Αµίλητη. - Άστην και θα συνέλθει. Κι εσύ έλα µαζί µου. Την οδήγησε έξω στο διάδροµο και της έδωσε ακριβείς εντολές για το τι έπρεπε να κάνει και εκείνη, όπως είχε πράξει µε κάθε κοπέλα, καθώς την εποµένη έµπαιναν στην τελευταία εβδοµάδα της αποκριάς και το Σπίτι έπρεπε να στολιστεί. Φέτος η Αναστασία δεν είχε και ιδιαίτερο κέφι, όπως άλλες χρονιές, µα δεν ήταν δυνατόν, µέρες που ήταν, να µη φρόντιζε για τη διασκέδαση των πελατών και των κοριτσιών της. Κάθε χρόνο την περίοδο της αποκριάς, που όλη η πόλη γιόρταζε και ξεφάντωνε, τα γλέντια που γινόταν στο Σπίτι κρατούσαν µέχρι το πρωί και εκατοντάδες πελάτες έκαναν παρέλαση απ΄ τη σάλα και τα δωµάτια του, µέσα σε λίγες ώρες. Οι περισσότεροι τα έδιναν όλο στο χορό και το ποτό που έρεε άφθονο, αλλά υπήρχαν και κάποιοι, όσοι βέβαια είχαν το κουράγιο και τις απαραίτητες δυνάµεις, που συνέχιζαν πάνω στα δωµάτια, χωρίς να πληρώνουν καν την απαραίτητη µάρκα, καθώς αυτή την περίοδο όλα ήταν πιο χαλαρά στο Σπίτι και όλα συγχωρούνταν. Η Αναστασία από τότε που βρέθηκε στην πόλη και ανέλαβε τη διεύθυνση Σπιτιού, θέλησε να ακολουθήσει τα έθιµα της. Βλέποντας πως τις απόκριες όλη η πόλη, για µια βδοµάδα περίπου, µέχρι και το βράδυ της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς γλεντούσε, δηµιουργούσε την ανάλογη ατµόσφαιρα και στο δικό της χώρο. Η ανταπόκριση που βρήκε ήταν µεγάλη. Πάρα πολλοί πελάτες της, αφού πήγαιναν πρώτα στους χορούς που γινόταν σε κάθε κέντρο διασκέδασης της πόλης, ακόµα και στους κινηµατογράφους που µετατρεπόταν για τις ανάγκες των ηµερών σε χώρους διασκέδασης, κατέληγαν έπειτα στης Αναστασίας όπου το γλέντι θα κρατούσε µέχρι την άλλη µέρα το πρωί. Φυσικά αυτό το έκαναν περισσότεροι οι ανύπαντροι καθώς, απ΄ ένα σηµείο και πέρα, βαριόταν να χορεύουν είτε µε τη συνοδεία ανδρών είτε µε τη συνοδεία των αδερφών και των ξαδέρφων που αναγκαστικά συνόδευαν, και δεν έβλεπαν την ώρα να τις γυρίσουν στο σπίτι και να φύγουν, σχεδόν, τρέχοντας για της Αναστασίας. Το ίδιο φυσικά έκαναν και αρκετοί παντρεµένοι που έχοντας βγάλει τη συζυγική υποχρέωση, µόλις έβλεπαν τη συµβία τους να χασµουρηθεί έστω και για λίγο, τη σήκωναν άρον, άρον για το σπίτι, µε το πρόσχηµα ότι δεν υπήρχε λόγος να ταλαιπωρείται άλλο και να υποφέρει, καθώς την άλλη µέρα την περίµεναν και πάλι τόσες δουλειές.

185

Μιχάλης Πιτένης

Η Αναστασία επέβλεψε έτσι ώστε όλα και αυτή τη φορά να ετοιµαστούν όπως ήθελε εκείνη. Προµηθεύτηκαν πολλά µπουκάλια κονιάκ και νταµιτζάνες κρασί, ετοίµασαν τα µεζεδάκια και έστησαν το πικ- απ της στο σάλα, στοιβάζοντας δίπλα του τους δίσκους. Το γλέντι ξεκίνησε και άναψε για τα καλά όταν µια παρέα νεαρών, όρµησε στο Σπίτι και έβαλε αµέσως στο πικ- απ να παίξει το δίσκο «Το δικό σου το µαράζι θα µε φάει µε την Καίτη Γκρέη, την οποία πριν λίγη ώρα άκουγαν ζωντανά στον κινηµατογράφο ΟΛΥΜΠΙΟΝ που την είχε φιλοξενήσει για εκείνη τη βραδιά µαζί µε την ορχήστρα της. Πριν βάλουν όµως το δίσκο στο πικ- απ, φρόντισαν να δείξουν στην Αναστασία την ιδιόχειρη υπογραφή της καλλιτέχνιδας που έφερε στην ετικέτα της, την οποία έβαλε πριν από λίγη ώρα µετά από παράκληση ενός νεαρού της παρέας. - Και πού τη βρήκες εσύ την υπογραφή της, ρώτησε όλο ζήλια η Αναστασία. - Άκου που τη βρήκα. Αφού εδώ ήταν απόψε κυρία Αναστασία. Από εκεί ερχόµαστε. Καλά δεν έµαθες τίποτα εσύ; - Όχι. - Μα το γράψαν οι τοπικές εφηµερίδες… - ∆ε διαβάζω… Κούνησε το κεφάλι της απογοητευµένη, αλλά δεν ήταν η τελευταία απογοήτευση που θα ΄παιρνε εκείνη τη βραδιά, καθώς ένας άλλος νεαρός συµπλήρωσε. - Είπαµε µήπως το ΄ξερες απ΄ το Φωτάκη, γιατί εκεί ήταν και µπροστά, µπροστά… Πριν συνεχίσει, πρόλαβε κάποιος απ΄ την παρέα και του τράβηξε το χέρι. Σώπασε. Η Αναστασία δε χρειάστηκε πάνω από µερικά δευτερόλεπτα για ν΄ αντιδράσει. Σήκωσε το δεξί της χέρι και κροτάλισε µε δύναµη τα δάχτυλα της. - Άντε παιδιά. Βάλτε το δίσκο να χορέψουµε… Ξεκίνησε πρώτη, αλλά ανόρεχτα. Σαν µπήκαν κι οι άλλοι στο χορό, γεµίζοντας όλη τη σάλα, αποχώρησε διακριτικά και κλείστηκε στο δωµάτιο της. ∆εν την ξανάδαν όλο το βράδυ.

186

Οι κόρες της Αφροδίτης

41 Τα τραγούδια, τα γέλια και οι φωνές των περαστικών που γλεντούσαν το καρναβάλι, έφταναν µέχρι το δωµάτιο του, µα ο Γιωργάκης καθηλωµένος στο κρεβάτι του, απ΄ αυτή την ανεξήγητη αρρώστια που «µήτε πυρετό το ΄κανε το παιδί, αλλά και τα πόδια του δεν µπορούσε να σύρει», όπως έλεγε η µάνα του, δεν έλεγε να σηκωθεί ούτε µέχρι το παράθυρο για να δει τι γινόταν έξω. Η µάνα του θορυβηµένη που για πέµπτη µέρα το παιδί έµενε κλεισµένο σπίτι, προσέφυγε στο ξεµάτιασµα, πηγαίνοντας µέχρι και στο πιο αποµακρυσµένο σηµείο της πόλης για να βρει την πλέον κατάλληλη και αποτελεσµατική. Ο πατέρας του όµως δε χρειάστηκε να καταφύγει σε τέτοιου είδους βοήθεια. Η επίσκεψη του φιλολόγου του κ. Παναγιώτου στο επιπλάδικο, το απόγευµα εκείνης της µέρας, του έλυσε κάθε απορία. Ο κ. Παναγιώτου εξήγησε ευγενικά πως η επίσκεψη του οφειλόταν αποκλειστικά και µόνο στο γεγονός πως δεν υπήρχε λόγος να διακόψει ο µικρός το σχολείο, του οποίου ήταν και εκ των καλυτέρων µαθητών, επειδή τον είδε ο κ. Γυµνασιάρχης να πηγαίνει στον κινηµατογράφο. - Ας έρθει αύριο, τόνισε. Θα του επιβληθεί µια πενθήµερη αποβολή και θα συνεχίσει. Εξάλλου, απ΄ όσο κοίταξα, µε επτά, οκτώ µέρες που θα λείψει συνολικά δεν έχει και πρόβληµα απουσιών. Είναι καλός αυτός, θα συνεχίσει µια χαρά… Ο Αστέρης στην αρχή έξυσε το κεφάλι του και πριν προλάβει να ρωτήσει οτιδήποτε, φρόντισε ο κ. Παναγιώτου να τον ενηµερώσει για τη συµπεριφορά του κ. Ντίνου. - Έτσι φέρεται Αστέρη σε όλα τα παιδιά. Γι΄ αυτό δεν πρέπει να πτοείται ο Γιωργάκης και να το βάζει κάτω. Εξάλλου παιδί είναι. ∆εν έκανε δα και κανένα έγκληµα. Ευχαρίστησε πάρα πολύ τον κ. Παναγιώτου και επιστρέφοντας σπίτι, µπήκε αµέσως στο δωµάτιο του, ζητώντας απ΄ τη γυναίκα του να µην τους διακόψει. Κάθισε δίπλα στο µικρό και ακούµπησε το χέρι στο µέτωπο του. Ο µικρός λαγοκοιµόταν µα σαν ένιωσε το χέρι και τη µυρωδιά του ξύλου, πετάχτηκε αµέσως επάνω. - Σχόλασες; - Σχόλασα. Καλύτερα είσαι; - Καλύτερα… - Αύριο θα πας σχολείο. Και θα ΄ρθω κι εγώ µαζί σου. Εντάξει; - Εντάξει… Σηκώθηκε να φύγει, αλλά πριν βγει απ΄ το δωµάτιο γύρισε προς το µικρό. - Έξω γίνεται χαλασµός. Κι έχει και καλό καιρό. Βγες µια βόλτα να ξεσκάσεις… 187

Μιχάλης Πιτένης

∆εν πρόλαβε να τον ευχαριστήσει. Πέταξε τα σκεπάσµατα από πάνω του µε δύναµη. Τα είχε σιχαθεί. Έτρεξε στο παράθυρο, αλλά δεν περνούσε ψυχή απ΄ το δρόµο τους. Όσοι ήταν να περάσουν, πέρασαν. Ήξερε όµως που θα ΄βρισκε κόσµο. Στην κεντρική πλατεία. Εκεί συγκεντρωνόταν όλοι, µασκαρεµένοι ή όχι και από εκεί ξεχύνονταν για τα διάφορα µαγαζιά όπου λίγο αργότερα οι ορχήστρες θα έδιναν το σύνθηµα για χορό. Ντύθηκε γρήγορα και αµέσως αναζήτησε τη µάσκα που του είχε χαρίσει πέρυσι ο ξάδερφος του ο Σάκης. Τη βρήκε στην παλιά ξύλινη ντουλάπα τους. Φόρεσε το πανωφόρι του, την έκρυψε καλά κάτω απ΄ τη µασχάλη του και βγήκε. Στην κουζίνα η µάνα του ήταν σκυµµένη στο νεροχύτη της και ο πατέρας του διάβαζε εφηµερίδα στο τραπέζι. - Θα βγω λίγο, τους φώναξε και έγινε καπνός. - Πού πάει αυτός, σήκωσε το κεφάλι η κυρά Ρούλα και ετοιµάστηκε να του φωνάξει. - Άστον αυτόν, την έκοψε ο Αστέρης. - Μα τώρα ήταν στο κρεβάτι… - Άστον σου λέω. Αναστήθηκε! Κρατώντας σφιχτά τη µάσκα κάτω απ΄ τη µασχάλη πήρε το δρόµο προς την κεντρική πλατεία. Θα περνούσε πρώτα απ΄ εκεί, αφού φρόντιζε πριν φτάσει να φορέσει τη µάσκα για παν ενδεχόµενο, και ύστερα θα κατηφόριζε προς το Σπίτι της Αναστασίας, αναζητώντας την Έφη. Την είχε πεθυµήσει τόσο... Πριν φτάσει στην κεντρική πλατεία, πέρασε µπροστά απ΄ το κέντρο διασκέδασης ΠΑΝΟΡΑΜΑ. Ήταν µισοφωτισµένο. Κόλλησε το πρόσωπο του στο τζάµι, δίπλα απ΄ την ασπρόµαυρη κολληµένη αφίσα που έγραφε πως εκείνο το βράδυ θα γινόταν εκεί ο χορός των ιδιοκτητών φορτηγών και λεωφορείων, και είδε τα γκαρσόνια του να στρώνουν τα τραπεζοµάντηλα και να κάνουν τις τελευταίες ετοιµασίες. Στο βάθος η ορχήστρα έκανε τις δικές της ετοιµασίες. Ο Τούλης, εκ των πλέον φηµισµένων µουσικών της πόλης, καθάριζε το κλαρίνο του και οι άλλοι δίπλα του, τα χάλκινα όργανα τους. Την προσοχή του τράβηξε η Παναγιώτα, µια κυρία που χαιρετούσε πάντα εγκάρδια η µάνα του. Κρέµασε το ακορντεόν της, περνώντας απ΄ τους ώµους της τα λουριά του, και έσκυψε το κεφάλι ανοιγοκλείοντας το µε µεγάλη επιδεξιότητα, καθώς τα λεπτά της δάχτυλα πατούσαν τα πλήκτρα και τα κουµπιά του. Πολύ θα ήθελε να τους ακούσει να παίζουν, γι΄ αυτό σηµείωσε στο µυαλό του να περάσει αργότερα. Απείχε µόλις λίγα µέτρα απ΄ την κεντρική πλατεία και έκρινε πως έπρεπε να λάβει τα µέτρα του και να µασκαρευτεί. Στερέωσε τη µάσκα στο πρόσωπο του και συνέχισε. ∆εν ήταν κι ό,τι καλύτερο, αφού

188

Οι κόρες της Αφροδίτης

αναπαριστούσε ένα άσχηµο πρόσωπο και βρωµούσε. ∆εν είχε όµως επιλογή. ∆εν πρόλαβε να κάνει πάνω από δέκα µέτρα όταν ένιωσε ένα δυνατό χέρι να τον αρπάζει απ΄ τον ώµο. Το όργανο της τάξης που τον εντόπισε, τον ακινητοποίησε και τον έστρεψε προς το µέρος του. - ∆εν ξέρεις ρε ότι φέτος απαγορεύονται οι µάσκες; Πάµε τώρα στο τµήµα. Προσπάθησε να του εξηγήσει πως δεν ήξερε, ότι δεν ήθελε να παρανοµήσει, ότι, ότι… Το όργανο ήταν ανένδοτο. Ήξερε πόσο θα επαινούσε την πράξη του ο κύριος ∆ιοικητής και δεν ήταν διατεθειµένος ν΄ ακούσει τίποτα. Τον έσυρε µέχρι το γραφείο του ∆ιοικητή. Ο Γιωργάκης αισθανόταν πως είχε πεθάνει, αφού αυτό επιθυµούσε πραγµατικά. Μόνο έτσι θα γλίτωνε απ΄ αυτά που τον περίµεναν. Το µυαλό του είχε ζαλιστεί και το πρόσωπο του ∆ιοικητή είχε ταυτιστεί µ΄ αυτό του Γυµνασιάρχη. Ταυτίστηκαν µέχρι και οι φωνές του. Όταν τον άκουσε να µιλάει, νόµιζε πως βρισκόταν στο σχολείο του και ετοιµαζόταν να δεχτεί τη νέα του τιµωρία. Ο ∆ιοικητής καθόταν στην καρέκλα του γραφείου και ακουµπούσε µπροστά µε τους αγκώνες, κρατώντας ένα µολύβι στο χέρι. Μόλις άκουσε τον κτύπο της πόρτας, φώναξε άγρια «έλα» χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Το όργανο µπήκε σέρνοντας το µικρό. Χαιρέτησε χτυπώντας δυνατά το πόδι στο πάτωµα. - Κύριε ∆ιοικητά. - Τι είναι ρε; - Συνέλαβα το νεαρό, να φέρει προσωπίδα. Σήκωσε αργά το κεφάλι του. Τα µάτια του έλαµπαν από ικανοποίηση. - Μπράβο όργανο. Πού; - Πλησίον της κεντρικής πλατείας. - Α, ώστε παρανοµούµε και το κάνουµε και επιδεικτικά. Σηκώθηκε απ΄ το γραφείο του και πλησίασε το Γιωργάκη. Πέρασε µέσα απ΄ τη µάσκα το µολύβι που κρατούσε και µε µια απότοµη κίνηση του αφαίρεσε τη µάσκα. Ο µικρός έσκυψε καλύπτοντας το κεφάλι και το πρόσωπο του µε τα χέρια του. - Βλέπεις όργανο πως αντιδρούν οι ένοχοι; - Το βλέπω κύριε ∆ιοικητά. Ο κ. ∆ιοικητής αδιαφόρησε για την απάντηση του οργάνου. Εξέταζε προσεκτικά το Γιωργάκη. - ∆εν ήξερες νεαρέ ότι απαγορεύεται φέτος η πώληση και η χρήση προσωπίδων για λόγους τάξης, ηθικής και υγείας;

189

Μιχάλης Πιτένης

Ανασήκωσε δειλά το κεφάλι του και πριν απαντήσει, είδε στον απέναντι τοίχο µια µικρή αφίσα που έγραφε ακριβώς αυτό. - Όχι. - ∆εν ήξερες ή έκανες πως δεν ήξερες; - ∆εν ήξερα… Έκανε δύο βήµατα πίσω µέχρι που έφτασε στο γραφείο του. Χωρίς να γυρίσει, αναζήτησε µε το χέρι του ένα ακόµα µολύβι. Το βρήκε και επέστρεψε στο Γιωργάκη. - Να σε πιστέψω; Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. - ∆ώσουµε το χέρι σου. Άπλωσε δειλά το δεξί. Ο κ. ∆ιοικητής το πήρε απαλά στην αριστερή του παλάµη και µε µια γρήγορη κίνηση το άρπαξε απ΄ τον καρπό. Το σήκωσε και πέρασε δεξιά και αριστερά απ΄ το µεσαίο δάκτυλο του χεριού τα µολύβια που κρατούσε στα χέρια του. Κοίταξε το µικρό στα µάτια και χαµογέλασε, σφίγγοντας ταυτόχρονα τα µολύβια στο δάχτυλο του. Έχασε το φως του ο Γιωργάκης και τα γόνατα του λύθηκαν. Τον συγκράτησε ο κ. ∆ιοικητής που συνέχιζε να πιέζει τα µολύβια. - Λέγε. Ήξερες; - … - Λέγε. Η φωνή του τρυπούσε τα αυτιά. Ήθελε ν΄ απαντήσει αλλά οι λέξεις είχαν πνιγεί µέσα στο στόµα του, που είχε ανοίξει χωρίς όµως να βγαίνει φωνή από µέσα του. Τον άφησε και ο µικρός σωριάστηκε στο πάτωµα. - Πάρτον, διέταξε το όργανο ο ∆ιοικητής. Να φύγει, αλλά η προσωπίδα θα κατασχεθεί. Γύρισε προς το γραφείο του ενώ το όργανο έσερνε το Γιωργάκη τραβώντας τον προς τα έξω. - ∆εν µου είπες όργανο, στράφηκε ξανά προς το µέρος του ο ∆ιοικητής. Πώς λένε το µικρό; - ∆ε… ∆ε ρώτησα κύριε ∆ιοικητά, απάντησε εκείνος χαιρετώντας µε µια σπαστική κίνηση, δίνοντας ταυτόχρονα µια κλωτσιά στο µικρό. Ο ∆ιοικητής πρόσεξε πως ο µικρός είχε µισανοίξει τα µάτια του και απευθύνθηκε σ΄ αυτόν. - Πριν σ΄ αφήσω να φύγεις, πώς σε λένε; Ο Γιωργάκης ένιωσε το πιστόλι που είχε κρεµασµένο απ΄ τη θήκη του το όργανο να του πιέζει το αριστερό του αυτί και απάντησε χωρίς να το σκεφτεί. - Πιστόλα.

190

Οι κόρες της Αφροδίτης

Ο ∆ιοικητής έσκυψε και σηµείωσε µε το µολύβι το όνοµα, σ΄ ένα χαρτί που είχε µπροστά. - Καλά Πιστόλα. Σε σηµειώνω και αν σε ξαναδώ… Το όργανο τον άδειασε έξω απ΄ την πόρτα. Ανασηκώθηκε και άρχισε αµέσως να τρέχει.

191

Μιχάλης Πιτένης

42 Ήταν η πρώτη φορά που την ξανάβλεπε από τότε. Η κοινή τους έξοδο για σινεµά ήταν ουσιαστικά και η τελευταία που αντάµωσαν. ∆ε του δόθηκε από τότε η ευκαιρία να της εξηγήσει γιατί τέλειωσε άδοξα, µα ούτε και τώρα µπορούσε. Καθάρισε το βλέµµα του και την κοίταξε ίσια στα µάτια. Τα δικά της ανταποκρίθηκαν αµέσως. Τα ΄νιωσε να βουλιάζουν στα δικά του, όπως τότε, στην αυλόπορτα του σχολείου. Ξανάδε το µωβ σκουφάκι περασµένο στα µαλλιά της. Άνοιξε τις παλάµες του και άπλωσε τα χέρια του προς το µέρος της. Κόλλησε τα δικά της πάνω τους… Ξαλάφρωσε. Ένα βάρος που κουβαλούσε χρόνια µέσα του, είδε να λιώνει εκεί µπροστά του, πάνω στο τραπέζι. Αναµίχθηκε µε τα δάκρυα της κυρίας Έφης που έτρεχαν ασυγκράτητα απ΄ τα µάτια της. Αναζήτησε το σαγόνι της που έτρεµε και το άγγιξε τρυφερά, όπως έκανε πάντα. Άφησε ένα φιλί στην παλάµη του µαζί µε δύο τρία δάκρυα που δεν πρόλαβε να µαζέψει µε το µαντηλάκι που έβγαλε απ΄ την τσάντα της. Σκούπισε µε αργές κινήσεις τα µάτια της. Έπιασε το δαχτυλίδι της και άρχισε να το στριφογυρνάει στο δάχτυλο της. - ∆εν ταίριαξε ποτέ στο δικό µου. Λες κι είχε φτιαχτεί µόνο για το δικό της. Μόνο για τη Γαλάτεια… Με κούρασαν τα δάκρυα. Έλεγα πως κάποια στιγµή θα στερέψουν… Μα κι εγώ µόνο αυτά είχα. Μόνο αυτά… Την Κυριακή της Μεγάλης αποκριάς, όλη η πόλη ξεφάντωνε. Ο Γιωργάκης απέφυγε να βγει ακόµα και µε τους γονείς του στην κεντρική πλατεία το µεσηµέρι όπου γινόταν η µεγάλη παρέλαση αρµάτων και µεταµφιεσµένων. - Έλα, τον παρακίνησε ο πατέρας του. Απ΄ το σχολείο σ΄ απέβαλαν, όχι απ΄ τις απόκριες. Προτίµησε να µείνει για να διαβάσει. Η πενθήµερη αποβολή δεν θα τον άφηνε πίσω και στα µαθήµατα του. Εξάλλου δεν είχε και όρεξη. Το περιστατικό µε τη µάσκα εξακολουθούσε να τον απασχολεί. Με τη µόνη που ήθελε να το µοιραστεί ήταν µε την Έφη. Γι΄ αυτό θα περίµενε να φύγουν οι δικοί του και θα πεταγόταν έστω και για λίγο να τη δει. Οι δικοί του έφυγαν. Άκουγε τη µάνα του µέχρι που βγήκαν στο δρόµο. Κελαηδούσε. Και πώς να µην κελαηδάει. Ο προξενητής είχε κάνει πάλι σωστά τη δουλειά του. Το θέµα λύθηκε όπως ήθελαν τα συµπεθέρια και αµέσως µετά το γάµο η Κική θα µετέφερε τα προικιά της στο πατρικό του άντρα της. Οι απαιτήσεις περί µετρητών είχαν οριστικά αποσυρθεί. Ο Αστέρης είχε έναν πρόσθετο λόγο να είναι χαρούµενος. Όσο και αν θεωρούσε άδικη την πενθήµερη αποβολή που επιβλήθηκε στο γιο του για την επίσκεψη του στο σινεµά, «όπου συνελήφθη υπό του κ. 192

Οι κόρες της Αφροδίτης

Γυµνασιάρχου, αυτοπροσώπως», ήξερε κατά βάθος πως του ήταν αδύνατον να ζητήσει κάτι καλύτερο. Ο ίδιος είχε σταθεί µε αποφασιστικό ύφος απέναντι στο Γυµνασιάρχη, σφίγγοντας γερά στην παλάµη του το χέρι του Γιωργάκη που κρατούσε διαρκώς το κεφάλι του σκυµµένο, µ΄ ένα ελαφρύ τρέµουλο να διατρέχει το κορµί του. Με σταθερή φωνή, του ζήτησε κατ΄ αρχήν το λόγο για τη συµπεριφορά του απέναντι στο γιο του. Ο κ. Ντίνου, αρχικά αιφνιδιάστηκε, καθώς σπανίως οι γονείς πήγαιναν στο σχολείο για να ζητήσουν το λόγο απ΄ τους εκπαιδευτικούς για τη συµπεριφορά τους απέναντι στα παιδιά τους. Το σύνηθες ήταν το αντίθετο, καθώς πολύ συχνά οι γονείς έπρεπε να δεχτούν τις αυστηρές συστάσεις και τις δριµύτατες παρατηρήσεις των καθηγητών, για διάφορους λόγους που είχαν να κάνουν τόσο µε τη συµπεριφορά τους όσο και µε την επίδοση τους στα µαθήµατα. Αυτό βέβαια αφορούσε την πλειοψηφία, τους γονείς που ανήκαν στις χαµηλότερες εισοδηµατικά τάξεις, καθώς η οικονοµική ευµάρεια, προνόµιο ελαχίστων τότε, αποτελούσε την ασφαλιστική δικλείδα και για τα βλαστάρια τους που ακόµα και αν η συµπεριφορά τους ή οι επιδόσεις τους δεν ήταν ό,τι καλύτερο, έχαιραν µιας ιδιότυπης ασυλίας απ΄ την πλευρά των περισσοτέρων καθηγητών, που και πολλές ευκαιρίες ήταν διατεθειµένοι να τους δώσουν και να κάνουν τα στραβά µάτια σε τυχόν παρασπονδίες τους. Ο Γιωργάκης ανήκε φυσικά στην πρώτη κατηγορία, των πολλών, άσχετα αν µε τις δικές του επιδόσεις δικαιούνταν να µπει, µε το σπαθί του, στην κατηγορία των λίγων. Η κοινωνική θέση του Αστέρη, απόρροια και της οικονοµικής του κατάστασης και, κυρίως, η γνωστή σε όλους σχέση του µε την ασφάλεια, έκανε και το γιο του εύκολο στόχο. Αυτό το γνώριζε πολύ καλά ο Αστέρης, γι΄ αυτό, αν και στάθηκε χωρίς κανένα δισταγµό απέναντι στο Γυµνασιάρχη, είχε κατά νου του πως έπρεπε να προσέχει και τα λόγια του. Το βίο και την πολιτεία του, γνώριζε πολύ καλά και ο κ. Ντίνου, καθώς πίστευε πως αυτό ήταν εκ των ουκ άνευ για τη σωστή άσκηση των καθηκόντων του και µετά τον αρχικό αιφνιδιασµό στο µυαλό του άρχισαν να γυρίζουν διάφορες σκέψεις για το πώς θα έπρεπε ν΄ αντιµετωπίσει τον αναιδή αυτό πατέρα που αντί να ζητήσει συγγνώµη, έχοντας το κεφάλι κάτω µιµούµενος το γιο του, στεκόταν απέναντι του µε περίσσιο θράσος. - Κύριε ∆ραγώγια, θα πρέπει να σας πληροφορήσω πως το έργο του εκπαιδευτικού τη σήµερον ηµέρα… - ∆εν ήρθα για να µου κάνετε κι εµένα µάθηµα κύριε Γυµνασιάρχα, τον έκοψε ο Αστέρης κάνοντας τον να κοκκινίσει. Μια απάντηση θέλω. Τι έγκληµα έκανε το παιδί;

193

Μιχάλης Πιτένης

Έρχεται αδιάβαστος; Κάνει φασαρία; Μιλάει άσχηµα στους καθηγητάδες του… - Όχι. Οφείλω να είπω πως, όχι. Αλλά… - Ποιο είναι το έγκληµα του λοιπόν; Ο κ. Γυµνασιάρχης έβγαλε το µαντήλι του απ΄ την τσέπη του σακακιού του και άρχισε να σκουπίζει τον ιδρώτα απ΄ το σβέρκο του, µε νευρικές κινήσεις. - Ξέρετε ότι εθεάθη σε κινηµατογράφο της πόλης, όπου συνελήφθη υπό του κ. Γυµνασιάρχου, αυτοπροσώπως, παρά τη σχετική απαγόρευση που υπάρχει; - Το ξέρω. Λάθος του. Και τώρα; - Και τώρα; Αποφάσισα, δηλαδή ο σύλλογος καθηγητών αποφάσισε, πενθήµερος αποβολή… - Εντάξει. Και µετά γυρνάει κανονικά στα µαθήµατα του; - Κανονικά… Ο Αστέρης πήρε το Γιωργάκη και χωρίς να αποχαιρετίσουν τον κ. Γυµνασιάρχη αποχώρησαν. Βγήκαν απ΄ το σχολείο αµίλητοι. Φτάνοντας στην κεντρική πλατεία ο Αστέρης, στράφηκε προς το µέρος του. - Εντάξει; Κι άλλη φορά να προσέχεις… Ο µικρός του ΄σφιξε δυνατά το χέρι, θέλοντας να του δείξει την ευγνωµοσύνη του. Άνοιξε τα βιβλία του. Αδύνατον να συγκεντρωθεί. Τα έκλεισε και βγήκε στο δρόµο. Ο δρόµος ήταν γεµάτος κόσµο που τραβούσε προς την πλατεία. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση. Φτάνοντας µπροστά στη µεγάλη αυλόπορτα, δεν την πέρασε αυτή τη φορά. Ξανάνιωσε την ανάγκη να σκαρφαλώσει στο µαντρότοιχο και βρέθηκε στο κλαδί της κερασιάς. Το λύγισε για να κατέβει και εκείνη την ώρα άκουσε έναν κρότο, νοµίζοντας πως έσπασε το κλαδί και πως θα έπεφτε στο χώµα. Τίποτα τέτοιο όµως δε συνέβη. Το κλαδί παρέµενε στη θέση του και τον κρατούσε γερά πάνω του. Άκουσε γυναικείες κραυγές µέσα απ΄ το σπίτι και σφίχτηκε πάνω στο κλαδί. Ύστερα το θόρυβο που έκανε η εξώπορτα καθώς κάποιος τη χτύπησε µε δύναµη. Έστρεψε το κεφάλι του προς τα εκεί και είδε το Σερέτη να κατεβαίνει τρικλίζοντας τα σκαλιά. Τροµοκρατήθηκε. Επέστρεψε στο µαντρότοιχο και πήδηξε αµέσως στο κενό. Πάνω στη βιασύνη του το δεξί του πόδι πληγώθηκε από µια σιδερένια λόγχη. ∆ε νοιάστηκε για το τραύµα του, ούτε για το κόκκινο σηµάδι που άφηνε στο χώµα. Έτρεξε µε όλη τη δύναµη του προς το σπίτι του. Η Έφη είδε µόνο το Σερέτη να φεύγει. Η όψη του, της φάνηκε αλλόκοτη. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και όρµησε προς το δωµάτιο της Γαλάτειας. Την είδε απ΄ την µισάνοιχτη πόρτα. Ξαπλωµένη στη µέση 194

Οι κόρες της Αφροδίτης

του κρεβατιού, µε το ένα πόδι της λυγισµένο και το άλλο τεντωµένο. Το ένα χέρι της να φτάνει µέχρι το µαξιλάρι και το άλλο να κρέµεται στο κενό. Πόσο όµορφη ήταν! Και πόσο ήρεµη! Πρόσεξε τον σκούρο κόκκινο λεκέ κάτω απ΄ το αριστερό της στήθος που µεγάλωνε συνεχώς. Έπιασε το µαντήλι που ΄χε στην τσέπη της ρόµπας και την πλησίασε πατώντας στα δάχτυλα, µη την ξυπνήσει. Ακούµπησε προσεκτικά στο κρεβάτι µε το δεξί της γόνατο και έσκυψε από πάνω της. Το µαντήλι της έγινε γρήγορα κι αυτό κόκκινο. - Ώχου µωρέ φιλενάδα, πώς θα τον βγάλουµε τέτοιο λεκέ; Πίσω της η Βενετία άρχισε να τσιρίζει. Τη µιµήθηκαν και οι άλλες κοπέλες που έτρεξαν έχοντας ακούσει τον κρότο του πιστολιού. Η Έφη έµεινε δίπλα στη φίλη της, ακόµα και όταν οι αστυνοµικοί που ήρθαν µαζί µε το γιατρό που την εξέτασε, της έπρεπε να περάσει έξω. - Σουτ, του έκανε µε το δάχτυλο. Θα την ξυπνήσετε. Κάντε σιγότερα. Τελείωσαν µέσα σε λίγα λεπτά. - ∆εν µπορούµε να κάνουµε τίποτα, αποφάνθηκε ο γιατρός και αποχώρησαν. Ξανάµειναν µόνες. Βάλθηκε να της ταιριάσει τα µαλλιά. Να διώξει όλους τους κόµπους από πάνω τους. Τότε πρόσεξε το δαχτυλίδι. Είχε γλιστρήσει απ΄ το δάχτυλο της και βρισκόταν στο πάτωµα. Το πέρασε στο δάχτυλο της. Ύστερα έσκυψε και φίλησε τη Γαλάτεια στα µάγουλα, ψιθυρίζοντας της: - Θα στο φυλάξω φιλενάδα. Θα στο φυλάξω εγώ. Μη σκας… Ο νεκροθάφτης πρόβαλε αντιρρήσεις στην παραγγελία για να ετοιµάσει άσπρο φέρετρο για τη Γαλάτεια. Κάµφθηκε όµως µπροστά στην επιµονή της Αναστασίας. - Ανύπαντρο κορίτσι ήταν βρε. Έτσι κάνουµε εµείς στα µέρη µας, του είπε και µέτρησε το αντίτιµο που αντιστοιχούσε στην τιµή τριών για να κάµψει και τις τελευταίες του αντιρρήσεις. Αδρά πληρώθηκε και ο παπάς που ανέλαβε τη νεκρώσιµη ακολουθία για να πειστεί να την τελέσει ολόκληρη, χωρίς περικοπές. - Αν σκανδαλίζονται οι πιστοί σου παπά, του ΄πε η Αναστασία, να µην περάσουν το κατώφλι της εκκλησίας, όσο θα την ψέλνεις. ∆εν το πέρασαν. Μόνο η Αναστασία και τα κορίτσια της. Ντυµένες όλες στα µαύρα, συνόδεψαν το άσπρο φέρετρο. Η Μίνα δεν το άφησε ασχολίαστο. - Χέστηδες. Τόση χαρά έδωσε. ∆εν µπορούσε να έρθει κανείς; Αν την είχαν γκόµενα, θα καµάρωναν και θα κορδώνονταν. Η Αναστασία της έκανε νόηµα να πάψει. - ∆εν έχεις δάκρυα Μίνα; 195

Μιχάλης Πιτένης

- Έχω… - Κλάψε. Μόνο τα δάκρυα µας έχει… Έσκυψε κάνοντας το σταυρό της και ξέσπασε κι εκείνη, όπως κι άλλες, σ΄ ένα βουβό κλάµα.

196

Οι κόρες της Αφροδίτης

43 Όλως παραδόξως, ο φόνος της Γαλάτειας ήταν σαν να µη συνέβη ποτέ για την κοινωνία της µικρής πόλης. Ίσως επειδή δεν τυπώθηκε ούτε καν κηδειόχαρτο. Στο ληξιαρχείο του ∆ήµου δηλώθηκε κανονικά, αλλά ο ληξίαρχος µόλις είδε το παιδί της τοπικής εφηµερίδας που ήταν επιφορτισµένο να περνάει τακτικά για να σηµειώνει τις γεννήσεις και τους θανάτους, αγαπηµένο ανάγνωσµα των τακτικών αναγνωστών της, του επεσήµανε πως αυτό το θάνατο δεν θα έπρεπε να τον συµπεριλάβει. Το παιδί ανασήκωσε τους ώµους του αδιάφορα και σεβάστηκε την επιθυµία του. Εξάλλου ούτε καν για το φόνο ως γεγονός δεν είχε κάνει καµιά αναφορά η ηµερήσια εφηµερίδα τους. Τις µέρες εκείνες, η πρώτη σελίδα της, όπου φιλοξενούνταν τα τοπικά νέα, ήταν γεµάτη από εντυπώσεις για το φετινό εορτασµό της αποκριάς, που «αν και δεν είχεν την οργάνωσιν της προηγουµένης, εν τούτοις είχε συγκεντρώσει εκατοντάδες επισκεπτών και από άλλας περιοχάς, οίτινες διασκέδασαν µέχρι πρωίας στα διάφορα κέντρα διασκεδάσεως της πόλεως µας». Το γεγονός σχολιάστηκε στις διάφορες παρέες, εκείνων που είχαν κάποια σχέση µε το Σπίτι, αλλά δεν µπήκε ποτέ ως θέµα συζήτησης στη συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών. Κι αν η πόλη συνέχιζε να ζει στους κανονικούς της ρυθµούς, δε συνέβαινε το ίδιο και µε το Σπίτι της Αναστασίας. Τόσο η ίδια όσο και οι κοπέλες της, δεν έβγαλαν τα µαύρα από πάνω τους και αφού έκλεισαν ερµητικά όλες τις πόρτες τους, κλείστηκαν κι οι ίδιες µέσα χωρίς να έχουν διάθεση να δουν ή να µιλήσουν σε άνθρωπο. Ο Σερέτης, αφού πάτησε τη σκανδάλη και είδε το αποτέλεσµα της πράξης του, περιπλανήθηκε για πολύ ώρα στα στενά δροµάκια της πόλης, καταλήγοντας στο τµήµα ασφαλείας, αν και γνώριζε ότι θα έπρεπε να παραδοθεί στην στρατιωτική αστυνοµία. Τον υποδέχτηκε ο κ. ∆ιοικητής αυτοπροσώπως, παραλαµβάνοντας απ΄ το δράστη το όπλο του εγκλήµατος. Άκουσε τη λιτή περιγραφή των γεγονότων απ΄ τον κατάχλωµο και καταβεβληµένο Σερέτη, του πρόσφερε καφέ, έχοντας ειδοποιήσει εν τω µεταξύ την στρατιωτική αστυνοµία, καθώς ήθελε να είναι υπηρεσιακώς απολύτως εν τάξει. Μόλις ήρθε ο καφές, τον πρόσφερε στο Σερέτη που µε δυσκολία τον κράτησε στα τρεµάµενα χέρια του. Τον παρότρυνε να ηρεµήσει τονίζοντας πως αντιλαµβάνεται πλήρως την άσχηµη ψυχική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει και του πρόσφερε τσιγάρο. - Λοιπόν Συνταγµατάρχα µου, τρία παιδιά έχετε; - Ναι. - Και τα µεγαλώνετε µόνος; - Ναι. - Αξιέπαινος. Πραγµατικά αξιέπαινος. 197

Μιχάλης Πιτένης

Ο Σερέτης τον κοίταξε σα χαµένος. - Ειλικρινά σας λέγω. Άνθρωποι σαν και σας, που υπηρετούν µάλιστα την πατρίδα µε αυταπάρνηση, έχετε παρασηµοφορηθεί αν δεν κάνω λάθος για τη δράση σας στο αλβανικό µέτωπο; - Ναι, αλλά τι…, προσπάθησε να διαµαρτυρηθεί ο Σερέτης. - Τι σηµασία έχει θέλετε να πείτε. Μα βέβαια έχει αγαπητέ µου. ∆ιότι έλεγα, πως ένας απ΄ τους στυλοβάτες της κοινωνίας µας, πρέπει και οφείλουµε να το πράττουµε όλοι αυτό, πρέπει να αντιµετωπίζετε µε την µεγαλύτερη δυνατή ευθυκρισία. ∆εν ξέρω αν αντιλαµβάνεστε τι θέλω να είπω. - ∆εν ξέρω… - Εξάλλου η περίπτωσις είναι ξεκάθαρη. Εδώ έχουµε απλώς να κάνουµε µε µια ιερόδουλο, µία… Το κτύπηµα στην πόρτα δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει. Ο υποδιοικητής µπήκε συνοδεύοντας ένα λοχαγό της ελληνικής στρατιωτικής αστυνοµίας. Ο λοχαγός χαιρέτισε τον κ. ∆ιοικητή και στράφηκε χαιρετώντας προς το Σερέτη. - Κύριε Συνταγµατάρχα, θα έρθετε µαζί µας; Ο Σερέτης σηκώθηκε ανόρεχτα και τον ακολούθησε. Μόλις ο κ. ∆ιοικητής έµεινε µόνος σήκωσε το τηλέφωνο. - Τον κ. Επιτελάρχη παρακαλώ. Περίµενε δύο, τρία λεπτά µέχρι να τον συνδέσουν. - Αριστείδη. Καλησπέρα. Όλοι καλά. Ναι µια χαρά... - … - Για το Συνταγµατάρχη Σερέτη σε πήρα. - … - Εξέτασα ήδη την υπόθεση και από τα πρώτα στοιχεία είναι σαφές πως πρόκειται για αυτοάµυνα… - … - Ναι, αυτοάµυνα. Η περί ης ο λόγος, ευρισκόµενη εν βρασµώ ψυχής του πήρε κάποια στιγµή το όπλο, το οποίο κακώς βεβαίως έφερε µαζί του σ΄ ένα τέτοιο σπίτι ο Σερέτης, αλλά λόγω της άσκησης στην οποία ευρισκόταν, καταλαβαίνεις… - … - Ναι, του το πήρε και επιχείρησε να τον πλήξει στρέφοντας του εναντίον του. Πάλεψαν και τα σχετικά… - … - Οπότε είµαστε σύµφωνοι. Όποτε κρίνετε, καλέστε µε να καταθέσω. - … - Φυσικά. Σύµφωνα µε πληροφορίες που περιήλθον στην υπηρεσία µας. Εντάξει… 198

Οι κόρες της Αφροδίτης

- … - Μείνε ήσυχος. Τους χαιρετισµούς µου… Έκλεισε το τηλέφωνο τρίβοντας τα χέρια του. - Ωραία. Αν δεν ξεκολλήσω και τώρα απ΄ αυτή την κωλοπόλη δεν θα ξεκολλήσω ποτέ. Η Αναστασία ήθελε να γίνουν όλα όπως πρέπει. Την τρίτη µέρα µάζεψε τα κορίτσια της και πήγαν και στάθηκαν πάνω απ΄ το υγρό ακόµα µνήµα της Γαλάτειας. Παπά δεν ειδοποίησε καθώς ήξερε ότι εκεί θα τριγύρναγε, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των µαυροφορεµένων γυναικών που καθάριζαν και φρόντιζαν τα µνήµατα των δικών τους. Ο παπάς είδε αµέσως τις µαυροφορεµένες αλλά στην αρχή γύρισε το κεφάλι του αντίθετα. Η Αναστασία έστειλε τη Μίνα να τον φωνάξει. Θα ΄θελε να την αποφύγει, καθώς µόλις τον πλησίασε τα υποτιµητικά βλέµµατα των άλλων γυναικών επικεντρώθηκαν πάνω της, αλλά δεν µπορούσε. Έπειτα ήξερε πως το αντίτιµο για τις υπηρεσίες του θα ήταν µεγάλο και του ήταν αδύνατον να το αγνοήσει. Ολοκλήρωσε την ψαλµωδία του στον τάφο που βρισκόταν και πριν ξεκινήσει προς τον τάφο της Γαλάτειας, στράφηκε προς τις γυναίκες που ήταν µαζεµένες ολόγυρα του και τις είπε. - Μην ξεχνάτε. Και ο Κύριος µας, ο Ιησούς Χριστός, συγχώρεσε τη Μαγδαληνή και της επέτρεψε να του πλύνει τα πόδια… Τα λόγια του δε φάνηκαν να έπεισαν τις γυναίκες που άρχισαν να κουνάνε τα κεφάλια τους και να µουρµουρίζουν πίσω του. Πήγαν και πάλι στη Γαλάτεια στις εννιά. Ο κατασκευαστής του τάφου περίµενε την Αναστασία για να επισφραγίσουν τη συµφωνία τους. Του µέτρησε χωρίς δεύτερη κουβέντα τα χρήµατα που της ζήτησε για να γίνει ένας τάφος αξιοπρεπής. Του έδωσε και άλλα, τονίζοντας του: - Κι όπως είπαµε. Αναλαµβάνεις να βάλεις άνθρωπο να της ανάβει το καντηλάκι, τουλάχιστον για ένα χρόνο. Φτάνουν, δε φτάνουν αυτά; - Ου. Και µε το παραπάνω… Η Έφη απόρησε για την ενέργεια αυτή της Αναστασίας. Θέλησε να της πει, «θα ΄ρχοµαι εγώ κυρία να το ανάβω. Κάθε µέρα… Γιατί να βάλεις ξένο άνθρωπο;». Η απορία της λύθηκε µόλις επέστρεψαν στο Σπίτι. Ο κ. ∆ιοικητής, καθόταν στο υπηρεσιακό του τζιπ και τις περίµενε. Μπήκε µέσα και η Αναστασία ζήτησε να τους αφήσουν µόνους. Ο ∆ιοικητής ήταν λακωνικός και σαφής. - Το Σπίτι κλείνει. Τα µαζεύετε και φεύγετε. Όπως καταλαβαίνεις, εκτός απ΄ την πρόκληση των δηµοσίων ηθών, έχετε προκαλέσει και άλλα κακά. - Εµείς, γιατί… 199

Μιχάλης Πιτένης

- Φεύγετε. Τέρµα. - Πότε; - Χθες. Σχεδόν έπεσε στα γόνατα του. - Λίγες µέρες. Άφησε µας να κάνουµε τα σαράντα της και να φύγουµε. Λίγες µέρες… Το σκέφτηκε για µερικά δευτερόλεπτα. - Την τεσσαρακοστή πρώτη µέρα, φεύγετε. - Ευχαριστώ πολύ. - Α, και που σαι. Μέχρι τότε θα βάλω όργανο για να ελέγχει. Ο Γιωργάκης, παρά την τροµάρα που είχε πάρει εκείνη τη µέρα, ήθελε να ξαναπάει στο Σπίτι. Λαχταρούσε να δει την Έφη, να τη σφίξει στην αγκαλιά του, να την παρηγορήσει. Τον απέτρεψε όµως ο πατέρας του. - Το νου σου. Εκεί δεν ξαναπατάς. Έµαθες τι έγινε; Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. ∆εν ήθελε να παρακούσει την εντολή του πατέρα του, αλλά και πώς να πνίξει την επιθυµία που έτρωγε τις σάρκες του, να τη δει; Στο µυαλό του ερχόταν διαρκώς η εικόνα της βαλαντωµένη στο κλάµα και µάτωνε η ψυχή του. Και τη Γαλάτεια τη σκεφτόταν πολλές φορές. Πονούσε για την απώλεια της, αλλά η Έφη ήταν εκείνη που τον ένοιαζε περισσότερο. Πάλεψε πολλές µέρες µε τον εαυτό του. Είκοσι µέρες µετά το συµβάν δεν άντεξε. Κάνοντας κύκλους, έφτασε κάποια στιγµή κοντά στο Σπίτι. Αρχικά σκέφτηκε ν΄ ανέβει στον µαντρότοιχο αλλά στα αυτιά του ήχησαν και πάλι οι κραυγές των κοριτσιών. Αποφάσισε να πάει κανονικά απ΄ την πόρτα. Περπατώντας σιγά, σιγά, σαν να φοβόταν µην ξυπνήσει κάποιον προχώρησε. Η πόρτα ήταν κλειστή. Την έσπρωξε αλλά δεν κουνήθηκε. Ήταν αµπαρωµένη. ∆εν πρόλαβε να την ξανασπρώξει. Ένα βαρύ χέρι τον άρπαξε απ΄ τον ώµο. - Τι κάνεις εσύ εδώ, ρε, τον ρώτησε το όργανο που ΄χε υπηρεσία. - Εγώ… - Μίλα ρε. - Ψάχνω… Ψάχνω τον αδερφό µου. Μήπως τον είδες; - Τον αδερφό σου! Το όργανο ξέσπασε σ΄ ένα εκνευριστικό γέλιο. - Πόσο χρονών είναι ο αδερφός σου ρε και συχνάζει στα µπορντέλα; Άντε φύγε ρε, µη σε πάω στο τµήµα… Έκανε ολοταχώς προς τα πίσω και στράφηκε για να το βάλει στα πόδια. Πριν στρίψει όµως το βλέµµα του συνάντησε τη µορφή της Έφης που ήταν κολληµένη στο τζάµι του παραθύρου της. Το δεξί της χέρι τον χαιρετούσε. Σήκωσε το δικό του για να της ανταποδώσει το χαιρετισµό, αλλά βλέποντας το όργανο να τον κοιτάει µε άγριες διαθέσεις το ΄βαλε στα πόδια. 200

Οι κόρες της Αφροδίτης

44 - ∆εν µπόρεσα να σε χαιρετίσω κυρία Έφη… Φύγατε και… Του χαµογέλασε. - Μη σκας. Κάποιους ανθρώπους δε χρειάζεται να τους χαιρετίσουµε… Τους κουβαλάµε µέσα µας πάντα. Εκτός και αν… - Όχι. Ποτέ δε βγήκες από µέσα µου. Ποτέ. Πήρε µια βαθιά ανάσα. Το πρόσωπο της φώτισε και τα µάτια της έλαµψαν. Τη δεύτερη µέρα του Πάσχα η κυρά Ρούλα τους σήκωσε όλους αξηµέρωτα. Η ίδια δεν έκλεισε µάτι όλη νύχτα, προσµένοντας µε λαχτάρα τη µεγάλη µέρα του γάµου. Το ίδιο κι η Κική, αλλά για άλλους λόγους. Ο Αστέρης µε το Γιωργάκη ήταν αυτοί που διαµαρτυρήθηκαν για το πρωινό εγερτήριο. Η κυρά Ρούλα δε σήκωνε όµως αντιρρήσεις. Σε λίγο κατέφτασαν και οι συγγενείς. Θείες, ξαδέρφες, παραξαδέρφες, έβαλαν όλες ένα χεράκι στην προετοιµασία της νύφης που δεν έλεγε να σκάσει λίγο το χειλάκι της. Η µεγάλη αδερφή της κυρά Ρούλας,η Σωτηρία, την πήρε παράµερα. - Τι είναι έτσι µαραµένο µωρή αδερφή το κορίτσι σου; - Έχει την αγωνία του. ∆εν καταλαβαίνεις; - Καταλαβαίνω. Σαν και µένα κι αυτό. Θα συνηθίσει όµως, πού θα πάει, θα συνηθίσει…, κούνησε το κεφάλι η Σωτηρία και θυµήθηκε τη µέρα του δικού της γάµου, όταν και εκείνη τα ΄χε βάψει µαύρα ξέροντας πως το ίδιο βράδυ θα κοιµόταν για πρώτη φορά στης πεθεράς της. Ο γάµος είχε οριστεί για τις 12 το µεσηµέρι αλλά από τις 11 ήταν όλα έτοιµα. Μόλις ακούστηκαν τα όργανα έξω στο δρόµο, οι πιο νέες έτρεξαν στα παράθυρα. - Έρχονται, έρχονται… Αµέσως µετά έδωσαν µάχη για το ποια θα πάρει τα σοκολατάκια και τις κανάτες µε το κρασί και βγήκαν µε τα κεράσµατα στα χέρια για να προϋπαντήσουν το γαµπρό, τον κουµπάρο και τους µπράτιµους. Η κουστωδία του γαµπρού, την οποία οδηγούσε πολυπληθής ορχήστρα µε επικεφαλής τον Τούλη που σήκωνε ψηλά το κλαρίνο του φυσώντας το µ΄ όση δύναµη είχε στα πνευµόνια του κάνοντας το όργανο να κελαηδάει, έφτασε µπροστά στο σπίτι της νύφης. Οι κεράστρες τους πρόλαβαν πριν περάσουν το κατώφλι και σε λίγο πιάστηκαν και αυτές στο χορό που στήθηκε µπροστά στην αυλόπορτα. Οι γειτόνοι που είχαν πιάσει θέση από νωρίς σε επίκαιρα σηµεία, τους εξέταζαν όλους, έναν, έναν προσεκτικά, ξεκινώντας απ΄ το γαµπρό και φτάνοντας µέχρι και τον τελευταίο της συνοδείας του. Όλοι όµως 201

Μιχάλης Πιτένης

παίνεσαν τη γαλαντοµία του κουµπάρου, που φαινόταν απ΄ το γεγονός πως επέλεξε µεγάλη ορχήστρα και τον καλύτερο µουσικό της πόλης, τον Τούλη. - Μα τέτοιος γαµπρός, τι κουµπάρο περιµένατε να είχε; Κανένα κατώτερο, σχολίασε µια γειτόνισσα και όλοι συµφώνησαν µαζί της. Μόλις άκουσε τα όργανα η κυρά Ρούλα άρχισε να τρέχει πέρα δώθε σαν τρελή. Μια κοιτούσε αν η νύφη ήταν έτοιµη, µια ταίριαζε τον Αστέρη και το Γιωργάκη που ΄χαν φορέσει κοστούµι και γραβάτα, µια ταιριαζόταν η ίδια. Τα όργανα κτυπούσαν πολύ ώρα απ΄ έξω και ο Αστέρης έκρινε πως ήταν η στιγµή. Πλησίασε την κόρη του που καθόταν στην καρέκλα της στολισµένη, µε τα χέρια της ακουµπισµένα στα γόνατα της. - Είσαι έτοιµη; - Ναι πατέρα. Έσκυψε τη φίλησε στο µάγουλο και της έδωσε το µπράτσο του. Τύλιξε το χέρι της γύρω του και σηκώθηκε παίρνοντας µια βαθιά ανάσα και κάνοντας το σταυρό της. Μέχρι να φτάσουν στην εξώπορτα, τα όργανα είχαν κάνει παύση για λίγο. Μόλις όµως είδαν τη νύφη να προβάλει άρχισαν να παίζουν πιο δυνατά. Ο γαµπρός, ιδρωµένος και ξαναµµένος, βγήκε απ΄ τον κύκλο των ανθρώπων που τον περιέβαλε και ξεκίνησε προς το µέρος της νύφης. Τα όργανα σίγησαν. Μετά από τρία βήµατα κοντοστάθηκε και χρειάστηκε την παρότρυνση του κουµπάρου και των µπράτιµων για να συνεχίσει. Έφτασε µπροστά στον Αστέρη και σκύβοντας ελαφριά, πήρε το δεξί του χέρι και το φίλησε. Εκείνος του πρότεινε το χέρι της νύφης. Το έπιασε άγαρµπα και δίνοντας της δύο σκαστά φιλιά στα µάγουλα, το πέρασε απ΄ το µπράτσο του. Ο Αστέρης τραβήχτηκε πιο πέρα κάνοντας χώρο στον κουµπάρο που κρατώντας δύο κοµµάτια ύφασµα στα χέρια του, ασπάστηκε πρώτα το γαµπρό και έπειτα τη νύφη. Ύστερα, περνώντας από πίσω τους, έριξε το ύφασµα που ήταν σε χρώµα σκούρο µπλε στους ώµους της νύφης και το άλλο, που ήταν ένα κοµµάτι κασµήρι µαύρο µε γκρι ρίγες, στους ώµους του γαµπρούς. Προσέχοντας να µην τους τσιµπήσει µε τις καρφίτσες που είχε τα χέρια του, έπιασε λίγο απ΄ το ύφασµα της νύφης στο σακάκι του γαµπρού και λίγο απ΄ το ύφασµα του γαµπρού στο νυφικό, φωνάζοντας: - Να ΄στε πάντα ενωµένοι. Άντε, να ζήσετε και καλούς απογόνους. Μέσα στο γενικό πανδαιµόνιο που ακολούθησε, τα όργανα ξανάπιασαν δουλειά και τέθηκαν επικεφαλής της ποµπής. Ακολουθούσαν, οι µπράτιµοι, που ξεχώριζαν απ΄ τις άσπρες ποδιές που φορούσαν και απ΄ τις κανάτες µε το κρασί που κρατούσαν στα χέρια 202

Οι κόρες της Αφροδίτης

τους, οι φίλοι του γαµπρού και οι συγγενείς του καθώς και οι συγγενείς της νύφης που χόρευαν µέχρι την εκκλησία. Αµέσως µετά, σε µια ευθεία γραµµή, βάδιζαν, στο κέντρο η νύφη και ο γαµπρός, αριστερά απ΄ το γαµπρό ο κουµπάρος και δεξιά απ΄ τη νύφη οι γονείς της µαζί µε το Γιωργάκη. Ένας πιτσιρικάς που κρατούσε ένα δίσκο µε τα στέφανα, όπου ήταν ριγµένα µερικά κουφέτα, έσπρωξε λίγο τον Αστέρη και πήγε και στάθηκε ανάµεσα σ΄ αυτόν και τη νύφη. Από πίσω πήραν θέση οι υπόλοιποι συγγενείς, οι φίλοι και οι γείτονες που ήταν καλεσµένοι στο γάµο. Η ποµπή βάδιζε µε αργό βήµα καθώς οι µπροστινοί πολλές φορές σταµατούσαν για να χορέψουν φέρνοντας γύρες στο ίδιο σηµείο. Ο Γιωργάκης, κάποια στιγµή, χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στη µέση της ποµπής. Για να πάει µπροστά ήταν αδύνατον. Προτίµησε να πάει µέχρι το τέλος και έπειτα κάνοντας το γύρο να ξαναβρεθεί στη θέση του. Ανοίγοντας δρόµο µε τους αγώνες του ανάµεσα στον κόσµο, τα κατάφερε, όταν η ποµπή έστριβε απ΄ το δρόµο του σπιτιού και έπαιρνε εκείνον που οδηγούσε προς την κεντρική πλατεία. Τότε, τις είδε. Στοιβαγµένες πάνω στην καρότσα ενός φορτηγού, να πιάνονται γερά απ΄ τα παραπέτια της και τα µαλλιά τους να ανεµίζουν στον αέρα. Έµεινε ακίνητος στη θέση του. Ξεχώρισε την Έφη απ΄ το µωβ σκουφάκι που φορούσε στο κεφάλι της. Σήκωσε το χέρι του κάνοντας της νοήµατα. ∆εν τον είδε. Άρχισε να χοροπηδάει για να σηκωθεί όσο ψηλότερα γινόταν. Τίποτα πάλι. Κουράστηκε και απέµεινε λαχανιασµένος στη θέση του να τη βλέπει να ξεµακραίνει. Περίµενε, µέχρι που το µωβ σκουφάκι της, έπαψε να φαίνεται πια. Γύρισε προς τη γαµήλια ποµπή. Ούτε αυτή φαινόταν. Άρχισε να τρέχει µ΄ όλη του τη δύναµη για την προλάβει. Ο κύριος ∆ιοικητής δεν ξέχασε την εντολή του για την τεσσαρακοστή πρώτη µέρα. Μια βδοµάδα νωρίτερα έστειλε το όργανο να το υπενθυµίσει στην Αναστασία. Εκείνη το διαβεβαίωσε πως έτσι και θα γινόταν. Είχαν ετοιµάσει τα πράγµατα τους από βραδίς. Τα κορίτσια δεν είχαν τίποτα άλλο να πάρουν, εκτός απ΄ τα προσωπικά τους αντικείµενα. Τα µάζεψαν και τα κατέβασαν στη µεγάλη σάλα. Βοήθησαν την κυρία Αναστασία να κατεβάσει τις κουρτίνες απ΄ όλα τα παράθυρα, τα κάδρα απ΄ τους τοίχους και να τυλίξει τα έπιπλα. Περασµένες δώδεκα, ήταν όλα έτοιµα. Τις µάζεψε γύρω της. Αδύνατον να βγουν οι λέξεις απ΄ το στόµα της. Έκανε νόηµα στη Βενετία να φέρει ένα µπουκάλι κονιάκ. Γέµισε ολονών τα ποτήρια. Πρόσφερε τσιγάρα και άναψε και η ίδια. Το πρώτο ποτήρι βοήθησε να λυθεί η γλώσσα της. - Κορίτσια, ως εδώ ήταν. Αύριο το πρωί, φεύγουµε όλες… 203

Μιχάλης Πιτένης

Η Μίνα ξέσπασε σε κλάµατα. Την πήρε η Βενετία στην αγκαλιά της. - Είναι δύσκολο για όλες, συνέχισε µε κόπο η κυρία Αναστασία. Σας εύχοµαι καλό δρόµο… ∆εν άντεξε άλλο. Το ποτήρι γλίστρησε απ΄ το χέρι της και ξέσπασε σ΄ ένα γοερό κλάµα. Έγιναν ένα κουβάρι όλες µαζί. Η Έφη δεν άντεχε άλλο αυτή τη µαυρίλα. Κι αν δεν είχε κλάψει σαράντα µέρες τώρα. Θυµήθηκε που είχε βάλει το πακέτο µε το πικ- απ, το άνοιξε και σε λίγο η φωνή της Καίτη Γκρέη αντηχούσε σ΄ όλο το Σπίτι. Οι κοπέλες την κοίταξαν σαστισµένες. Όχι όµως και η Αναστασία. Γέµισε ένα ακόµα ποτήρι µε κονιάκ, το ΄πιε µονορούφι και άρχισε πρώτη το χορό. Λίγο µετά τις 11 όταν µπήκε ο Φωτάκης στο Σπίτι, τις βρήκε να κοιµούνται όλες µαζί στο πάτωµα της µεγάλης σάλας. Ξύπνησε την Αναστασία. - Τι πάθατε; Σηκώθηκε αναµαλλιασµένη. - Τίποτα. Έφερες το φορτηγό; - Έξω περιµένει. - Πέστου να πάει πρώτα τα κορίτσια στα λεωφορεία και έπειτα φορτώνουµε εµείς µε την ησυχία µας. - Άντε γιατί ο αστυνόµος έξω, αρχίζει και αγριεύει… - Καλά πέστου. Θα φύγουµε… Τις βοήθησε όλες, µια, µια, ν΄ ανέβουν στο φορτηγό. Έµεινε µε το χέρι σηκωµένο, ευχόµενη «καλό ταξίδι», µέχρι να χαθούν στο βάθος του δρόµου. Ύστερα γύρισε για να ετοιµάσει έναν καφέ στους δύο αχθοφόρους που ΄χε φέρει µαζί του ο Φωτάκης για να βοηθήσουν. - Εσύ κυρία, δεν θα φύγεις απ΄ εδώ, ρώτησε ο ένας. - Πού να πάω παλικάρι µου, σ΄ αυτή την ηλικία; Εδώ κάπου θα βολευτώ… ∆ε θα χαθώ…

204

Οι κόρες της Αφροδίτης

45 - Σαράντα µέρες. Κύλησαν σα να ΄ταν σαράντα χρόνια… Στην αρχή το πήραµε αψήφιστα. Μα πώς ν΄ αντέξεις τόσες µέρες, χωρίς να σ΄ ανοίγει άνθρωπος την πόρτα; Στην αρχή, µαζευόµαστε, πότε στο δωµάτιο το δικό µου, πότε στης Βενετίας και λέγαµε, λέγαµε… Πόσα όµως να πεις, σαν οι ώρες είναι εκεί καρφωµένες και δεν ξεχωρίζεις σαν είναι νύχτα ή µέρα; Φαντάσµατα τριγυρνούσαµε, χωρίς µιλιά να βγαίνει απ΄ το στόµα µας. Ώσπου, µα έπιπλο ήταν, µα άνθρωπος στο πλάι σου, ένα και το αυτό… Τι το ΄θελε κι εκείνη η βλογηµένη, να ζητήσει τόση διορία; Τι το ΄θελε… Η Αναστασία είχε το σκοπό της ζητώντας αυτή τη διορία των σαράντα, περίπου, ηµερών. Τόσος κόσµος καλός είχε περάσει όλα αυτά τα χρόνια απ΄ το Σπίτι της και τους γνώριζε όλους και απ΄ την καλή και απ΄ την ανάποδη. Και να πεις πως κανένας τους είχε και παράπονο; Όχι. Όλοι ευχαριστηµένοι φεύγαν απ΄ το Σπίτι και όλοι χαµογελαστοί ξαναπερνούσαν την πόρτα του. Τους πήρε µε τη σειρά. Άλλοι την αποφύγαν άκοµψα. Άλλοι µε τρόπο. ∆ύο, τρεις που τη δεχτήκαν σήκωσαν τα χέρια ψηλά. - Αναστασία µου, ξέρεις πόσο σ΄ εκτιµώ και από σένα παράπονο δεν έχω. Μα είναι αδύνατον. Η απόφαση είναι να το κλείσεις. - ∆εν υπάρχει τρόπος; - Κανένας. Έσκυψε το κεφάλι. Πώς να τους πιέσει άλλο; Το σήκωσε αγανακτισµένη όταν άκουσε τις προτάσεις τους. - Για δε διώχνεις µερικά απ΄ τα κορίτσια σου και να κρατήσεις δύο τρεις, τις πιο καλές; Σπίτι θα σου βρούµε και ας είναι και µικρότερο. Πετάχτηκε πάνω σφίγγοντας µε τα δύο της χέρια, την τσάντα της. - Όλες καλές είναι. Απέρριψε την πρόταση ασυζητητί µέχρι που το πήρε απόφαση και άρχισε να κουβεντιάζει µε το Φωτάκη πού θα βολέψει όλα αυτά τα πράγµατα που ΄χε µαζέψει τόσα χρόνια στο Σπίτι. Οικονοµικό πρόβληµα δεν είχε. Όλα τα οικόπεδα που περιέβαλαν το Σπίτι της ανήκαν. Και δεν ήταν τα µόνα. Είχε και σ΄ άλλα σηµεία της πόλης. Κι από µετρητά, άλλο τίποτα. Να φαν κι οι κότες. Φώναξε το Φωτάκη και του έδωσε οδηγίες. - Θα βρεις ένα σπίτι, έτσι κι έτσι. Με µεγάλο υπόγειο, αποθήκη, ό,τι να ΄ναι. Να βάλω όλα τα πράµατα. 205

Μιχάλης Πιτένης

- Να το νοικιάσω; - Όχι να τ΄ αγοράσεις. ∆ε θέλω αφεντάδες πάνω απ΄ το κεφάλι µου. Κατάλαβες; Ο Φωτάκης κατάλαβε και της βρήκε ένα νεόκτιστο σπίτι, όπως το ήθελε, στην άλλη άκρη της πόλης, ψηλά, σ΄ ένα ύψωµα. Το ενέκρινε και η δουλειά έκλεισε αµέσως. Και τα κορίτσια της όµως, δεν τ΄ άφησε έτσι. Μοίρασε ένα µεγάλο ποσό, σε ίσα µέρη, σε όλες. - Για τα πρώτα έξοδα σας. - Μα έχουµε κυρία, διαµαρτυρήθηκε η Βενετία. ∆ε δέχτηκε κουβέντα. Ο Γιωργάκης έµαθε για τη φυγή τους, την ίδια µέρα στο γαµήλιο τραπέζι. Το αυτί του έπιασε κάτι κουβέντες µιας παρέας αντρών που σχολίαζαν τη φυγή της Αναστασίας. Αργά το ίδιο βράδυ, πήγε στο Σπίτι. ∆εν υπήρχε ίχνος ζωής. Η µεγάλη αυλόπορτα του ήταν αµπαρωµένη. Τα παντζούρια του µανταλωµένα. Ερηµιά. Ανέβηκε στο µαντρότοιχο και σκαρφάλωσε στην κερασιά. Μόλις πάτησε στην αυλή, κατατρόµαξε απ΄ ένα θόρυβο που άκουσε. ∆εν ήταν τίποτα. Ήταν το κλαδί που έσπασε κάτω απ΄ το δικό του πόδι. Γλίστρησε πίσω στην κουζίνα. Ψυχή. Πήγε και την επόµενη βραδιά και τη µεθεπόµενη. Την τέταρτη βραδιά συναντήθηκε µ΄ ένα φαντάρο που γυρόφερνε το Σπίτι. Εκείνος του χαµογέλασε και τον πλησίασε. - Έκλεισε, ε; - Ναι. - Κρίµα. Οι κόρες της Αφροδίτης δε µένουν πια εδώ. Την άλλη µέρα το πρωί πήρε ένα µικρό σφυρί απ΄ το επιπλάδικο του πατέρα του και µέρα, µεσηµέρι, σκαρφάλωσε στο µαντρότοιχο. Άρχισε να κτυπά µε δύναµη τις σιδερένιες λόγχες που ήταν σπαρµένες σ΄ όλο το µήκος του. Σταµάτησε όταν τις ισοπέδωσε όλες. Ξανάρθε το ίδιο βράδυ κρατώντας το κουτί µε την πράσινη µπογιά που ΄χε περισσέψει από τότε που η µάνα του έβαψε τα κάγκελα της αυλής τους. Στάθηκε µπροστά στη µεγάλη αυλόπορτα, βούτηξε το πινέλο στη µπογιά και έγραψε. ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟ∆ΙΤΗΣ ∆Ε ΜΕΝΟΥΝ ΠΙΑ Ε∆Ω.

206

Οι κόρες της Αφροδίτης

46 - Πώς πέρασαν δεκάξη χρόνια; Ούτε που το κατάλαβα. Γύρισα τόσα µέρη, µα δεν αξιώθηκα να ΄ρθω ν΄ ανάψω ένα κεράκι στον τάφο της Γαλάτειας. Όλο τ΄ ανέβαλα… Και τώρα… ∆ε βρήκα τίποτα. Μήτε τα κόκαλα της. Άναψα στης Αναστασίας, δύο µαζί… Ούτε και κείνης της έρµης βρήκα τον τάφο. Μόνο ένα κουτί, πεταµένο, µε το όνοµα της ξεθωριασµένο… Καηµένη Αναστασία… Μόνο οι γάτες την πόνεσαν… Και να πεις πως δεν είχε; Το τέλος του Σπιτιού ήταν και το τέλος της Αναστασίας. Κλεισµένη στο νέο της σπιτικό, δε βρισκόταν άνθρωπος να της ανοίξει την πόρτα. Κρεµάστηκε πάνω στο Φωτάκη. Αυτός ήταν για κείνη όλα. Και αγαπητικός και φίλος και συγγενής… Το θάνατο της, τον πληροφορήθηκαν οι γείτονες απ΄ τις γάτες της γειτονιάς που δε ζύγωναν στο άθλιο και ετοιµόρροπο σπιτάκι, όπου µετακόµισε µετά από λίγο καιρό. - Μωρή, τι φεύγουν έτσι οι γάτες απ΄ της µαντάµας, φώναξε µια γειτόνισσα σε µια άλλη; - Λες; - Πόσες µέρες έχεις να τη δεις; - Θα ΄ναι καµιά βδοµάδα… - Σύρε να φωνάξεις τον άντρα σου και να πάµε να δούµε… Η µπόχα τους έφερε λιποθυµία. ∆εν ήταν µόνο το χρονικό διάστηµα που ήταν πάνω από µια βδοµάδα. Ήταν κι οι συνθήκες. Όταν τη χτύπησε το εγκεφαλικό, ο Φωτάκης επέλεξε να τη µεταφέρει σ΄ αυτό το παλιό σπιτάκι που του ανήκε, όπως και όλα όσα ανήκαν παλιά στην Αναστασία. Με επίσηµα χαρτιά πλέον και σφραγίδες. Βρήκε βέβαια µια γυναίκα να την κοιτάει, αλλά και εκείνη βαρέθηκε και τα παράτησε σαν ξέχασε δύο µήνες να την πληρώσει. Οι γειτόνισσες, πρόσφεραν ό,τι µπορούσαν και όποτε µπορούσαν. ∆εν ήταν αρκετό. Εξάλλου η Αναστασία ακόµα και σ΄ αυτή την κατάσταση µε τις γάτες που την περιτριγύριζαν ήθελε να το µοιράζεται. Γι΄ αυτό κι οι γάτες της το ανταπέδωσαν. Έδωσαν σήµα στους τριγύρω της. Τι άλλο να κάνουν; Να βρουν το Φωτάκη; Αυτός έλειπε έξω απ΄ την πόλη. Κάποιοι είπαν πως δε θα γύριζε ποτέ. Οι γείτονες φρόντισαν για όλα. Κάποιοι, µικρά παιδιά είχαν πάρει γερό χαρτζιλίκι απ΄ τα χέρια της σα της ψάλλαν τα κάλαντα. Έγιναν όλα φτωχικά, όπως δεν της έπρεπε. - ∆ε βαριέσαι, σχολίασε ένας απ΄ τους γείτονες. Πήγε που πήγε άκλαφτη, τουλάχιστον δεν έµεινε και άταφη… 207

Μιχάλης Πιτένης

Τα µάτια της κυρίας Έφης, είχε βουλιάξει στα δάκρυα. Πώς να την παρηγορήσει που και τα δικά του είχαν µουσκέψει; - Την έκλαψα την κυρία. Πολύ την έκλαψα. Να ΄ναι καλά εκεί που βρίσκεται… Σκούπισε τα µάτια της και στήριξε τα χέρια της στο τραπέζι. Σηκώθηκε αµίλητη και τράβηξε προς το δωµάτιο της. Βρήκε το µικρό πικ απ που ΄σερνε µαζί της χρόνια και το ΄βαλε να παίζει. Η ζεστή φωνή της Καίτης Γκρέης ξεχύθηκε κάνοντας τον να ανατριχιάσει. «Το δικό σου το µαράζι θα µε φάει…». Ήταν το τραγούδι που λάτρευε η Αναστασία ν΄ ακούει. Αργούσε ακόµα να επιστρέψει. Όταν επέστρεψε φορούσε εκείνη την παλιά κόκκινη ρόµπα. - Κουράστηκα… Γύρισε προς το κρεβάτι της και ξάπλωσε. Ήρθε κοντά της. Κάθισε δίπλα της και το χέρι του άγγιξε τη ρόµπα. Ξεθωριασµένη, ταλαιπωρηµένη, ελάχιστα θύµιζε απ΄ την παλιά της εικόνα. Η αφή της όµως ήταν η ίδια. Σαν να µην είχε περάσει µέρα από πάνω της… Το χέρι του αναζήτησε το δικό της. ∆εν υπήρχε πάνω του κανένα σηµάδι του χρόνου. Ούτε καν το δαχτυλίδι µε τη µεγάλη κόκκινη πέτρα… Και το πρόσωπο της. Λείο και τρυφερό. Ακούµπησε απαλά τα χέλι του στα δικά της. Ανταποκρίθηκαν. Τραβήχτηκε λίγο πίσω και ξεκούµπωσε αργά το πουκάµισο του. Με µια ελαφριά κίνηση του έκανε χώρο δίπλα της. Το πικ- απ σίγησε. Έστρεψε το βλέµµα του και χαµογέλασε µε το γυµνό της στήθος που ξεπρόβαλε στητό µέσα απ΄ τη ρόµπα της. - Κυρία Έφη, το Έφη βγαίνει απ΄ το Αφροδίτη; ∆εν του απάντησε. Άρχισε να ξεκουµπώνει µε τα µακριά της δάχτυλα τη ρόµπα της χαµογελώντας…

ΤΕΛΟΣ

208

Related Documents


More Documents from "Keyser Soze"