To Tetradio Tis Maya.pdf

  • Uploaded by: Keyser Soze
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View To Tetradio Tis Maya.pdf as PDF for free.

More details

  • Words: 135,907
  • Pages: 278
Loading documents preview...
ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΣΕΙΡΑ

3

Το τετράδιο της Μάγια

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

Το τετράδιο της Μάγια Μετάφραση ΛΕΩΝΙ∆ΑΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ

ΩΚΕΑΝΙ∆Α

Στους εφήβους της φυλής µου: Αλεχάντρο, Αντρέα, Νικόλ, Σαµπρίνα, Αριστοτέλη και Αχιλλέα

Τίτλος πρωτοτύπου: Isabel Allende, El cuaderno de Maya 1η έκδοση: Σεπτέµβριος 2012 Μετάφραση από τα ισπανικά: Λεωνίδας Καρατζάς Επιµέλεια - Τυπογραφική διόρθωση: Γιώργος Γιαννούσης  

2011, Isabel Allende 2012, για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Ωκεανίδα ΑΕ ∆ερβενίων 38, 106 81 Αθήνα, τηλ. 210.38.06.137 e-mail: info@ oceanida.gr www.oceanida.gr Ηλεκτρονική στοιχειοθεσία-Σελιδοποίηση: Εκδόσεις «Ωκεανίδα» Εκτύπωση: Μ. Σπύρου & Σία ΑΕ ISBN 978-960-410-660-0

Πες µου τι άλλο θα ’πρεπε να ’χω κάνει; ∆εν πεθαίνουν όλα στο τέλος και µάλιστα πρόωρα; Πες µου τι σκέφτεσαι να την κάνεις τη µία, την άγρια, την πολύτιµη ζωή σου; ΜΑΙΡΗ ΟΛΙΒΕΡ, Η καλοκαιριάτικη µέρα

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης

Πριν από µία εβδοµάδα, στο αεροδρόµιο του Σαν Φρανσίσκο, η γιαγιά µου µε αγκάλιασε χωρίς ούτε ένα δάκρυ και µου επανέλαβε ότι, αν είχα την παραµικρή αυτοεκτίµηση, δεν θα επικοινωνούσα µε κανένα γνωστό µέχρι να βεβαιωθούµε ότι οι διώκτες µου είχαν πάψει να µε αναζητούν. Η Νίνι µου είναι παρανοϊκή, όπως και όλοι οι κάτοικοι της Ανεξάρτητης Λαϊκής ∆ηµοκρατίας του Μπέρκλεϊ, που µονίµως τους κυνηγάνε, πότε η κυβέρνηση και πότε οι εξωγήινοι, αλλά στη δική µου περίπτωση τα λεγόµενά της δεν είχαν ίχνος υπερβολής: όσες προφυλάξεις και να έπαιρνα, θα ήταν λίγες. Μου έδωσε ένα τετράδιο µε εκατό φύλλα για να αρχίσω να κρατάω ηµερολόγιο, όπως έκανα απ’ τα οχτώ µέχρι τα δεκαπέντε µου, δηλαδή µέχρι τότε που η µοίρα µου άλλαξε ρότα. «Θα υπάρχουν στιγµές που θα βαριέσαι θανάσιµα, Μάγια. Εκµεταλλεύσου τες για να καταγράψεις τις µνηµειώδεις βλακείες που διέπραξες, µήπως τελικά καταλάβεις τι έχεις κάνει», µου είπε. Έχω πολλά ηµερολόγια στην κατοχή µου, σφραγισµένα µε φαρδιά κολλητική ταινία. Ο παππούς µου τα φυλούσε κλειδωµένα στο γραφείο του και τώρα τα έχει η Νίνι µου σε µια παπουτσοθήκη κάτω από το κρεβάτι της. Το καινούργιο τετράδιο θα είχε το νούµερο εννιά. Η Νίνι µου πιστεύει ότι θα µου φανούν πολύ χρήσιµα, όταν κάποια στιγµή θα καταλήξω στην ψυχα-

14

15

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νάλυση, γιατί περιέχουν τα κλειδιά για το λύσιµο των κόµπων της προσωπικότητάς µου· αν όµως τα είχε διαβάσει, θα ήξερε ότι περιέχουν ένα σωρό παραµύθια που θα µπορούσαν να µπερδέψουν και τον ίδιο τον Φρόιντ. Κατά βάση, η γιαγιά µου δεν εµπιστεύεται καθόλου τους επαγγελµατίες που χρεώνουν µε την ώρα, αφού δεν τους συµφέρουν τα γρήγορα αποτελέσµατα. Εξαιρεί ωστόσο τους ψυχιάτρους, γιατί ένας απ’ αυτούς τη γλίτωσε απ’ την κατάθλιψη κι απ’ την παγίδα της µαγείας, όταν την έπιασε η µανία να επικοινωνήσει µε το υπερπέραν. Έβαλα το τετράδιο στο σάκο µου για να µην την προσβάλω, χωρίς καµία πρόθεση να το χρησιµοποιήσω. Έλα όµως που εδώ ο χρόνος έχει την ιδιότητα να τεντώνεται σαν λάστιχο και το γράψιµο είναι ένας τρόπος να περνάς τις ώρες… Η πρώτη εβδοµάδα της εξορίας µού φάνηκε αιώνας. Βρίσκοµαι σ’ ένα νησάκι µικρό σαν µια ψείρα στο χάρτη και ζω σε συνθήκες µεσαιωνικές. Μου είναι δύσκολο να γράψω για τη ζωή µου, γιατί δεν µπορώ να διακρίνω τι είναι πραγµατικό και τι φανταστικό· η γυµνή αλήθεια είναι συχνά-πυκνά βαρετή, γι’ αυτό και άθελά µου την αλλάζω ή υπερβάλλω, υποσχέθηκα όµως στον εαυτό µου να καταπολεµήσω αυτό το χούι και στο µέλλον να λέω όσο γίνεται λιγότερες ανακρίβειες. Μ’ ετούτα και µ’ εκείνα, σε µια εποχή όπου ακόµα και οι Ινδιάνοι του Αµαζονίου χρησιµοποιούν υπολογιστές, εγώ κατέληξα να γράφω µε το χέρι. Προχωράω σαν τη χελώνα και τα γράµµατά µου µοιάζουν περισσότερο µε ρωσικά, αφού ούτε εγώ η ίδια δεν καταφέρνω να τα αποκρυπτογραφήσω, υποθέτω όµως ότι σελίδα µε τη σελίδα θα διορθώνονται. Το γράψιµο είναι σαν τη µοτοσικλέτα: δεν την ξεχνάς ακόµα κι αν κάνεις χρόνια να οδηγήσεις. Προσπαθώ να προχωράω

µε χρονολογική σειρά, αφού µια κάποια τάξη είναι απαραίτητη. Μου φάνηκε ότι αυτή η τακτική θα έκανε τα πράγµατα πιο εύκολα, χάνω όµως συνεχώς τον ειρµό, κάνω διάφορες παρεκβάσεις ή µου κατεβαίνει ξαφνικά κάτι σηµαντικό αρκετές σελίδες πιο κάτω και µετά δεν θυµάµαι πού είναι η σωστή του θέση. Η µνήµη µου κινείται σε κύκλους, σε σπείρες ή κάνει κανονικά ακροβατικά. Είµαι η Μάγια Βιδάλ, δεκαεννιά ετών, γένους θηλυκού, εργένισσα, χωρίς φίλο, αφού δεν µου δόθηκαν ποτέ οι κατάλληλες ευκαιρίες, χώρια που είµαι µυγιάγγιχτη. Γεννήθηκα στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, έχω αµερικανικό διαβατήριο και είµαι τώρα προσωρινά πρόσφυγας σ’ ένα νησί στο νότιο µισό της υδρογείου. Με έβγαλαν Μάγια γιατί η Νίνι µου έχει πάθος µε την Ινδία και οι γονείς µου δεν είχαν σκεφτεί κάποιο άλλο όνοµα, αν και είχαν εννέα µήνες στη διάθεσή τους για να το κάνουν. Στα ινδικά η λέξη «µάγια» σηµαίνει «παραίσθηση, όνειρο». Καµία σχέση µε το χαρακτήρα µου. Το όνοµα Αττίλας θα µου ταίριαζε περισσότερο, γιατί, όπου πατήσω το πόδι µου, δεν φυτρώνει ούτε χόρτο. Η ιστορία µου αρχίζει στη Χιλή µε τη γιαγιά µου, τη Νίνι µου, πολύ προτού γεννηθώ, γιατί, αν εκείνη δεν είχε φύγει απ’ την πατρίδα της, δεν θα είχε ερωτευτεί τον παππούλη µου ούτε θα είχε εγκατασταθεί στην Καλιφόρνια, ο πατέρας µου δεν θα είχε γνωρίσει τη µητέρα µου κι εγώ δεν θα ήµουν εγώ, αλλά µια ζωντανή και πολύ διαφορετική Χιλιανή. Πώς είµαι; Ένα κι ογδόντα, πενήντα οχτώ κιλά, όταν παίζω τακτικά µπάλα, και λίγα παραπάνω, όταν δεν προσέχω τι τρώω, µε πόδια µυώδη, χέρια αδέξια, µάτια γκρίζα ή γαλανά, ανάλογα µε την

16

17

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ώρα της ηµέρας, και πιστεύω ότι είµαι ξανθιά, αλλά δεν είµαι σίγουρη, αφού έχω πολλά χρόνια να δω τα φυσικά µου µαλλιά. ∆εν κληρονόµησα την εξωτική κατατοµή της γιαγιάς µου, µε το δέρµα στο χρώµα της ελιάς και τους µαύρους κύκλους κάτω απ’ τα µάτια, που της δίνουν έναν αέρα σοφιστικέ, ή του πατέρα µου, που είχε την εµφάνιση και το τουπέ του ταυροµάχου· δεν µοιάζω ούτε µε τον παππού µου, «τον υπέροχο παππούλη µου», γιατί δυστυχώς δεν είναι βιολογικός µου πρόγονος, αφού είναι ο δεύτερος άντρας της Νίνι µου. Μοιάζω στη µητέρα µου, τουλάχιστον στη σωµατική διάπλαση και στα χρώµατα. ∆εν ήταν πριγκίπισσα της Λαπωνίας, όπως πίστευα προτού λογικευτώ, αλλά ∆ανέζα αεροσυνοδός, την οποία ερωτεύτηκε κάπου στα σύννεφα ο πιλότος πατέρας µου. Ήταν πολύ νέος για γάµο, αλλά του είχε καρφωθεί η ιδέα στο µυαλό ότι αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής του και δεν την άφησε σε χλωρό κλαρί µέχρι που εκείνη βαρέθηκε να αντιστέκεται. Ή ίσως επειδή ήταν ήδη έγκυος. Το γεγονός είναι ότι παντρεύτηκαν και το µετάνιωσαν σε λιγότερο από µία εβδοµάδα, αλλά έµειναν µαζί ώσπου γεννήθηκα εγώ. Μέρες µετά τη γέννησή µου και ενώ ο άντρας της πετούσε κάπου µακριά, η µητέρα µου έφτιαξε τις βαλίτσες της, µε τύλιξε σ’ ένα παλτουδάκι και πήγε µ’ ένα ταξί στο σπίτι των πεθερικών της. Η Νίνι µου ήταν τότε στο Σαν Φρανσίσκο και συµµετείχε στις διαδηλώσεις κατά του Πολέµου του Κόλπου, αλλά ο παππούς µου ήταν εκεί και παρέλαβε εκείνος το µπογαλάκι που του έδωσε η µητέρα µου χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις, προτού γυρίσει στο ταξί που την περίµενε. Η εγγονή ήταν ένα τόσο δα πραγµατάκι που χωρούσε στη µια παλάµη του παππού. Λίγο µετά, η ∆ανέζα έστειλε µε

το ταχυδροµείο τα χαρτιά του διαζυγίου, µαζί µε την παραίτηση από κάθε δικαίωµα πάνω στην κόρη της. Τη µητέρα µου τη λένε Μάρτα Ότερ και τη γνώρισα το καλοκαίρι που έκλεισα τα οχτώ, όταν οι παππούδες µου µε πήγαν στη ∆ανία ειδικά γι’ αυτό το λόγο. Βρίσκοµαι στη Χιλή, τη χώρα της γιαγιάς µου, της Νίδια Βιδάλ, µια χώρα όπου ο ωκεανός τρώει τη γη µπουκιάµπουκιά και κόβει τον κύριο όγκο της Λατινικής Αµερικής σε µικρά νησιά. Και για να είµαι πιο ακριβής, βρίσκοµαι στο νησί Τσιλοέ, κοµµάτι της επαρχίας Λος Λάγος, ανάµεσα στον 41ο και τον 43ο παράλληλο του νοτίου ηµισφαιρίου, ενός αρχιπελάγους περίπου εννέα χιλιάδων τετραγωνικών χιλιοµέτρων, µε περίπου διακόσιες χιλιάδες κατοίκους, που όλοι τους είναι πιο κοντοί από µένα. Στα µαπουντούνγκουν, τη γλώσσα των ντόπιων Ινδιάνων, «τσιλοέ» σηµαίνει χώρα των κάουιλ –πρόκειται για ένα είδος µαυροκέφαλων φωνακλάδικων γλάρων–, θα έπρεπε όµως κανονικά να ονοµάζεται γη του ξύλου και της πατάτας. Εκτός από τo Μεγάλο Νησί, όπου βρίσκονται οι περισσότερες κατοικηµένες περιοχές, υπάρχουν και αρκετά µικρά νησιά, κάµποσα απ’ αυτά ακατοίκητα. Μερικά είναι σαν τα τσαµπιά, τρία-τρία ή τέσσερα-τέσσερα µαζί, και τόσο κοντά µεταξύ τους, που στη φυρονεριά εµφανίζονται ανάµεσά τους λωρίδες γης. Όµως εγώ δεν είχα την καλή τύχη να εγκατασταθώ σε κάποιο από αυτά. Μένω σαράντα πέντε λεπτά µε τη βενζίνα από το κοντινότερο χωριό, κι αυτό µόνο όταν δεν έχει τρικυµία. Το ταξίδι µου απ’ τη βόρεια Καλιφόρνια έως το Τσιλοέ ξεκίνησε µε το θρυλικό κίτρινο Volkswagen της γιαγιάς µου, το οποίο έχει τρακάρει δεκαεφτά φορές από το 1999, αλλά την παλεύει σαν Ferrari. Ξεκίνησα καταχείµωνο,

18

19

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µια µέρα µε άνεµο και βροχή, µε τον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο µουντό σαν µολυβένια ζωγραφιά: λευκό, µαύρο, γκρι. Η γιαγιά µου οδηγούσε µε το συνηθισµένο της στιλ, σαν να εξαρτιόταν απ’ αυτό η ζωή της, γαντζωµένη απ’ το τιµόνι σαν ναυαγός σε σωσίβιο, µε τα µάτια της καρφωµένα σ’ εµένα και όχι στο δρόµο, καθώς προσπαθούσε να µου δώσει τις τελευταίες οδηγίες. Ακόµα δεν µου είχε εξηγήσει πού ακριβώς σκόπευε να µε στείλει. «Στη Χιλή», ήταν το µόνο που µου είχε πει, όταν κατέστρωσε το σχέδιο της εξαφάνισής µου. Μέσα στο αυτοκίνητο µού αποκάλυψε τις λεπτοµέρειες και µού έδωσε και ένα φτηνό τουριστικό οδηγό για να ενηµερωθώ. «Τσιλοέ; Πού είναι αυτό;» τη ρώτησα. «Εδώ µέσα θα βρεις όλες τις απαντήσεις», µου είπε και µου έδειξε το βιβλίο. «Σαν πολύ µακριά µού φαίνεται». «Όσο πιο µακριά πας τόσο καλύτερα. Στο Τσιλοέ έχω ένα φίλο, τον Μανουέλ Αρίας, το µοναδικό πρόσωπο σ’ αυτόν τον κόσµο –εκτός απ’ τον Μάικ Ο’Κέλι βέβαια– απ’ το οποίο θα τολµούσα να ζητήσω να σε κρύψει για έναδυο χρόνια». «Ένα-δυο χρόνια; Τρελάθηκες, Νίνι;» «Άκου να σου πω, κοριτσάκι µου, υπάρχουν στιγµές στη ζωή του ανθρώπου που, ό,τι κι αν κάνει, τα γεγονότα τον παίρνουν από κάτω και δεν τα ελέγχει. Η δική σου περίπτωση είναι µία απ’ αυτές», µου ανακοίνωσε, προσπαθώντας µε τη µύτη κολληµένη στο παρµπρίζ να καταλάβει πού βρίσκεται, προχωρώντας µάλλον στα κουτουρού στο δίκτυο των αυτοκινητοδρόµων. Φτάσαµε στο παρά πέντε στο αεροδρόµιο και αποχαιρετιστήκαµε χωρίς συναισθηµατισµούς. Η τελευταία ει-

κόνα της γιαγιάς µου που κρατάω στο µυαλό µου είναι το Volkswagen της να αποµακρύνεται βήχοντας σαν φυµατικό στη βροχή. Έως το Ντάλας πέρασα κάµποσες ώρες στριµωγµένη ανάµεσα στο φινιστρίνι και σε µια χοντρή που µύριζε καβουρντισµένα αµύγδαλα, και µετά, σε άλλο αεροπλάνο, άλλες δέκα ώρες έως το Σαντιάγο, µε το µάτι γαρίδα και πεθαµένη από την πείνα, περνώντας την ώρα µου είτε διαβάζοντας είτε φέρνοντας στο µυαλό µου το βιβλίο για το Τσιλοέ, το οποίο εξυµνούσε τις αρετές του τοπίου, τις ξύλινες εκκλησίες και την αγροτική ζωή. Τροµοκρατήθηκα όσο δεν έπαιρνε άλλο· ξηµέρωνε η δεύτερη µέρα του 2009, µ’ έναν ουρανό πορτοκαλή πάνω από τις µοβ πλαγιές των Άνδεων, αµετακίνητων, αιώνιων, απέραντων, όταν η φωνή του πιλότου µάς είπε ότι προσγειωνόµαστε. Σε λίγο είδαµε µπροστά µας µια πράσινη κοιλάδα, συστοιχίες οπωροφόρων, αθέριστα χωράφια και πέρα µακριά το Σαντιάγο, την πόλη όπου γεννήθηκαν η γιαγιά µου και ο πατέρας µου, µια πόλη που κρατάει καλά κρυµµένο ένα επτασφράγιστο κοµµάτι της ιστορίας της οικογένειάς µου. Ελάχιστα πράγµατα γνωρίζω για το παρελθόν της γιαγιάς µου, στο οποίο η ίδια αναφέρεται πολύ σπάνια, λες και η ζωή της άρχισε όταν γνωρίστηκε µε τον παππού. Το 1974, στη Χιλή, πέθανε ο πρώτος της σύζυγος, ο Φελίπε Βιδάλ, λίγους µήνες µετά το στρατιωτικό πραξικόπηµα που ανέτρεψε τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε και εγκατέστησε τη δικτατορία στη χώρα. Όταν χήρεψε, αποφάσισε ότι δεν ήθελε να ζήσει κάτω από ένα τόσο βάρβαρο καθεστώς και µετανάστευσε στον Καναδά µε το γιο

20

21

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

της τον Αντρές, τον πατέρα µου. Ούτε αυτός µπόρεσε να προσθέσει πολλά στην ιστορία, αφού θυµάται ελάχιστα πράγµατα από την παιδική του ηλικία, εξακολουθεί όµως να τρέφει µεγάλο σεβασµό για τον πατέρα του, απ’ τον οποίο έχουν µείνει όλες κι όλες τρεις φωτογραφίες. «∆εν πρόκειται να ξαναγυρίσουµε, έτσι;» ρώτησε ο Αντρές µέσα στο αεροπλάνο που τους πήγαινε στον Καναδά. Στην πραγµατικότητα, δεν ήταν ερώτηση, αλλά κατηγορία. Ήταν εννέα χρονών, είχε ωριµάσει απότοµα τους τελευταίους µήνες και ζητούσε εξηγήσεις, αλλά καταλάβαινε ότι η µητέρα του προσπαθούσε να τον προστατεύσει λέγοντάς του µισές αλήθειες και ψέµατα. Είχε αποδεχτεί στωικά την είδηση για την καρδιακή προσβολή του πατέρα του και δεν αντέδρασε όταν έµαθε ότι τον είχαν κηδέψει χωρίς να σκεφτούν ότι ίσως ήθελε κι εκείνος να τον αποχαιρετήσει για τελευταία φορά. Λίγο µετά βρέθηκε στο αεροπλάνο για τον Καναδά. «Φυσικά και θα γυρίσουµε, Αντρές», τον διαβεβαίωσε η µητέρα του, αλλά εκείνος δεν την πίστεψε. Στο Τορόντο τούς υποδέχτηκαν οι εθελοντές της Επιτροπής Υποδοχής Προσφύγων, οι οποίοι τους βρήκαν κατάλληλα ρούχα και τους εγκατέστησαν σε ένα επιπλωµένο διαµέρισµα µε κρεβάτια στρωµένα και γεµάτο ψυγείο. Τις τρεις πρώτες µέρες, όσο διαρκούσαν οι προµήθειες, µητέρα και γιος έµειναν κλειδαµπαρωµένοι στο διαµέρισµα, τρέµοντας απ’ τη µοναξιά, αλλά την τέταρτη µέρα εµφανίστηκε µια κοινωνική λειτουργός, που µιλούσε καλά ισπανικά, και τους ενηµέρωσε για τις παροχές και τα δικαιώµατα που απολάµβαναν όλοι οι κάτοικοι του Καναδά. Το πρώτο που έκαναν ήταν να παρακολουθήσουν εντατικά µαθήµατα αγγλικών και ο νεαρός γράφτηκε στο κα-

τάλληλο σχολείο· µετά η Νίδια βρήκε µια θέση σοφέρ, γιατί της ερχόταν βαρύ να δέχεται την ελεηµοσύνη του κράτους χωρίς να δουλεύει. Ήταν η χειρότερη επιλογή που µπορούσε να κάνει η Νίνι, γιατί, αν τώρα οδηγεί φριχτά, τότε οδηγούσε φριχτότερα. Το σύντοµο καναδικό φθινόπωρο έδωσε τη θέση του σ’ έναν πολικό χειµώνα, εκπληκτικό για τον Αντρές –τώρα είχε βαφτιστεί Άντι και είχε ανακαλύψει ότι πάντα τού άρεσαν οι παγοδροµίες και το σκι–, αλλά ανυπόφορο για τη Νίδια, η οποία δεν κατάφερνε µε τίποτε να ζεσταθεί ούτε να ξεπεράσει τη θλίψη της απώλειας του άντρα της και της χώρας της. Η διάθεσή της δεν βελτιώθηκε µε τον ερχοµό µιας αβέβαιης άνοιξης ούτε µε τα λουλούδια που ξαφνικά µια µέρα εµφανίστηκαν σαν αντικατοπτρισµός εκεί όπου την προηγουµένη δεν υπήρχε παρά σκέτο χιόνι. Ένιωθε ξεριζωµένη και είχε πάντα τη βαλίτσα της έτοιµη, περιµένοντας την ευλογηµένη µέρα που θα επέστρεφε στη Χιλή µόλις θα έπεφτε η δικτατορία, χωρίς να µπορεί να φανταστεί τότε ότι θα υπέµενε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Η Νίδια Βιδάλ έµεινε στο Τορόντο γύρω στα δύο χρόνια µετρώντας τις µέρες και τις ώρες, ώσπου γνώρισε τον Πολ Ντίτσον Β΄, τον παππού µου, καθηγητή του Πανεπιστηµίου του Μπέρκλεϊ, ο οποίος είχε πάει στο Τορόντο για να δώσει µια σειρά διαλέξεων για έναν πλανήτη-φάντασµα, που την ύπαρξή του προσπαθούσε να αποδείξει µε ποιητικούς υπολογισµούς και σάλτα της φαντασίας. Ο παππούς µου ήταν ένας από τους λίγους Αφροαµερικανούς αστρονόµους σε ένα επάγγελµα όπου οι λευκοί είχαν τη συντριπτική πλειοψηφία, πασίγνωστος στον τοµέα του και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Στα νιάτα του είχε περάσει

22

23

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ένα χρόνο στη λίµνη Τουρκάνα της Κένυας, µελετώντας τους αρχαίους µεγαλίθους της περιοχής, και είχε αναπτύξει τη θεωρία, βασισµένη σε αρχαιολογικά ευρήµατα, ότι αυτές οι στήλες από βασάλτη ήταν αστρονοµικά παρατηρητήρια, τα οποία χρησιµοποιούσαν τριακόσια χρόνια προ Χριστού για τον καθορισµό του σεληνιακού ηµερολογίου Μποράνα, βασικού εργαλείου των βοσκών της Αιθιοπίας και της Κένυας. Στην Αφρική έµαθε να παρατηρεί τον ουρανό χωρίς προκαταλήψεις κι έτσι του µπήκαν υποψίες για την ύπαρξη του αόρατου πλανήτη, τον οποίο από τότε αναζητούσε ανώφελα µε τα πιο ισχυρά τηλεσκόπια. Το Πανεπιστήµιο του Τορόντο τον εγκατέστησε σε µια σουίτα για επισκέπτες ακαδηµαϊκούς και του νοίκιασε και ένα αυτοκίνητο µέσω ενός πρακτορείου· έτσι έπεσε στη Νίδια Βιδάλ ο κλήρος να τον συνοδεύει κατά τη διάρκεια της παραµονής του. Μόλις έµαθε ότι η οδηγός του ήταν Χιλιανή, της είπε ότι είχε κάνει ένα διάστηµα στο αστεροσκοπείο της Λα Σίγια της Χιλής, ότι από το νότιο ηµισφαίριο φαίνονται άγνωστοι στο βόρειο αστερισµοί, όπως το Μικρό και το Μεγάλο Νέφος του Μαγγελάνου, και ότι σε ορισµένα µέρη οι νύχτες είναι τόσο καθαρές και το κλίµα τόσο ξηρό, ώστε οι συνθήκες γίνονται ιδανικές για την παρατήρηση του σύµπαντος. Εκεί έγινε η ανακάλυψη ότι οι γαλαξίες είναι διατεταγµένοι σε µορφώµατα παρόµοια µε ιστούς αράχνης. Και τι να πει κανείς για τη σατανική σύµπτωση που ανακάλυψαν, ότι δηλαδή εκείνος έφυγε από τη Χιλή την ίδια µέρα του 1974 που έφυγε κι εκείνη µε το γιο της για τον Καναδά. Μου έχει περάσει η ιδέα ότι ίσως να βρέθηκαν κάποια στιγµή µαζί στο αεροδρόµιο, περιµένοντας ο καθένας την πτήση του χωρίς να γνωρίζονται, αλλά οι ίδι-

οι λένε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον: εκείνος θα είχε σίγουρα προσέξει αυτή την πανέµορφη γυναίκα κι εκείνη επίσης θα τον είχε δει, γιατί ένας µαύρος στη Χιλή εκείνης της εποχής θα τραβούσε οπωσδήποτε την προσοχή, ιδιαίτερα αν ήταν τόσο ψηλός και κοµψός όπως ο παππούς µου. Η Νίδια δεν χρειάστηκε παραπάνω από ένα πρωινό οδήγησης στο Τορόντο, µε τον επιβάτη της στο πίσω κάθισµα, για να καταλάβει ότι διέθετε το σπάνιο συνδυασµό ενός λαµπρού µυαλού µε τη φαντασία ενός οραµατιστή, ενώ του έλειπε παντελώς ο κοινός νους, δηλαδή το δικό της βασικό χαρακτηριστικό. Η γιαγιά µου ποτέ δεν κατάφερε να µου εξηγήσει πώς κατέληξε σ’ αυτό το συµπέρασµα απ’ το τιµόνι ενός αυτοκινήτου και µέσα στην τρέλα της κίνησης, αλλά το γεγονός είναι ότι είχε πέσει διάνα. Ο αστρονόµος ζούσε το ίδιο χαµένος µε τον πλανήτη που έψαχνε να βρει στον ουρανό· µπορούσε να σου υπολογίσει σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο πόσο χρόνο χρειάζεται για να φτάσει στη Σελήνη ένα διαστηµόπλοιο, αν ταξιδεύει µε 28.286 χιλιόµετρα την ώρα, έβρισκε όµως τροµερά περίπλοκη τη χρήση µιας ηλεκτρικής καφετιέρας. Εκείνη είχε χρόνια να νιώσει το ανάλαφρο φτερούγισµα του έρωτα κι εκείνος ο άντρας, πολύ διαφορετικός απ’ όσους είχε γνωρίσει στα τριάντα τρία της χρόνια, την ερέθιζε και τη γοήτευε. Ο παππούς µου, παρότι τροµοκρατηµένος από το γεγονός ότι η σοφερίνα του είχε το θράσος να πιάνει τιµόνι, ένιωθε µια ακατανίκητη έλξη για τη γυναίκα που κρυβόταν κάτω από την ασουλούπωτη στολή του οδηγού µε το απίθανο κασκέτο, σαν αυτό που φοράνε οι αρκουδοκυνηγοί στα δάση. ∆εν ήταν απ’ τους ανθρώπους που ενδίδουν εύκολα σε συναισθηµατικές παρορµήσεις, γι’ αυτό και,

24

25

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

παρ’ όλο που του πέρασε απ’ το µυαλό η ιδέα να της την πέσει, την απέρριψε αµέσως, θεωρώντας ότι το µυαλό του τού έπαιζε άσχηµα παιχνίδια. Αντίθετα, η Νίνι µου, που δεν είχε τίποτε να χάσει, αποφάσισε να πιάσει στα δίχτυα της τον αστρονόµο προτού τελειώσουν οι διαλέξεις του. Της άρεσε το εκπληκτικό µαονένιο χρώµα του, ήθελε να… τον δει ολόκληρο και είχε το προαίσθηµα ότι είχαν πολλά κοινά: εκείνος την αστρονοµία κι εκείνη την αστρολογία, που κατά τη γνώµη της ήταν περίπου το ίδιο πράγµα. Σκεφτόταν ότι οι δυο τους είχαν έρθει από µακριά για να συναντηθούν σ’ αυτό το σηµείο της υδρογείου και της µοίρας, γιατί έτσι ήταν γραµµένο στ’ αστέρια. Και παρ’ όλο που η Νίνι µου ζούσε τότε σε απόλυτη εξάρτηση από το ωροσκόπιό της, δεν τα άφησε όλα στην τύχη. Προτού πάρει την πρωτοβουλία να περάσει σε κατά µέτωπον επίθεση, βεβαιώθηκε ότι ήταν ανύπαντρος, ότι είχε καλό εισόδηµα, ότι ήταν υγιής και µόνο κατά έντεκα χρόνια µεγαλύτερός της, αν και εκ πρώτης όψεως, αν ανήκαν στην ίδια φυλή, εκείνη θα µπορούσε να είναι κόρη του. Πολλά χρόνια µετά, ο παππούς µου µού έλεγε γελώντας ότι, εάν η γιαγιά µου δεν τον είχε βγάλει νοκ άουτ απ’ τον πρώτο κιόλας γύρο, ο µοναδικός του έρωτας θα εξακολουθούσαν να είναι τα αστέρια. Τη δεύτερη µέρα ο καθηγητής κάθισε στο µπροστινό κάθισµα, για να βλέπει καλύτερα την οδηγό του, κι εκείνη έκανε αρκετές αχρείαστες βόλτες στην πόλη, για να του δώσει την ευκαιρία να τη βλέπει µε την άνεσή του. Την ίδια νύχτα, αφού τάισε το γιο της και τον άφησε να κοιµάται στο κρεβάτι του, η Νίδια έβγαλε τη στολή, έκανε ντους, έβαλε κραγιόν στα χείλη και επισκέφτηκε απρόσκλητη το θύµα της µε το πρόσχηµα ότι ήθελε να του επι-

στρέψει ένα ντοσιέ που εκείνος είχε ξεχάσει στο αυτοκίνητο και που θα µπορούσε κάλλιστα να του το δώσει το επόµενο πρωί. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε κάνει κάτι τόσο τολµηρό. Έφτασε στο κτίριο αψηφώντας το παγωµένο αεράκι, ανέβηκε στη σουίτα, σταυροκοπήθηκε για να πάρει θάρρος και χτύπησε την πόρτα. Ήταν νύχτα, µισή ώρα πριν από τα µεσάνυχτα, όταν εισέβαλε οριστικά στη ζωή του Πολ Ντίτσον Β΄. Η Νίνι µου, όσο καιρό είχε µείνει στο Τορόντο, είχε περάσει σε απόλυτη µοναξιά. Τις νύχτες ποθούσε όσο τίποτε άλλο να νιώσει το βάρος ενός αντρικού χεριού στο κορµί της, αλλά έπρεπε να επιβιώσει και να µεγαλώσει το γιο της σε µια χώρα που θα της ήταν πάντα ξένη· δεν είχε χρόνο για ροµαντικά όνειρα. Το κουράγιο που είχε δώσει στον εαυτό της εκείνη τη νύχτα, για να φτάσει έως την πόρτα του αστρονόµου, εξατµίστηκε µόλις εκείνος άνοιξε φορώντας τις πιτζάµες του και µε την όψη ανθρώπου που µόλις τον είχαν ξυπνήσει. Κοιτάχτηκαν για µισό λεπτό χωρίς να ξέρουν τι να πουν ο ένας στον άλλον, γιατί εκείνος δεν την περίµενε κι εκείνη δεν είχε σχέδιο, µέχρι που την κάλεσε να µπει στο δωµάτιο, βλέποντας µε τεράστια έκπληξη πόσο διαφορετική ήταν χωρίς το κασκέτο και τη στολή. Τον εντυπωσίασαν τα κατάµαυρα µαλλιά της, το πρόσωπο µε τα ασύµµετρα χαρακτηριστικά και το κάπως λοξό χαµόγελο, το οποίο µέχρι τότε είχε δει µόνο κλεφτά. Εκείνη την ξάφνιασε η διαφορά µεγέθους µεταξύ τους, την οποία δεν µπορούσε να αντιληφθεί µέσα στο αυτοκίνητο: σηκωµένη στις µύτες των ποδιών, έφτανε µετά βίας µέχρι το στέρνο του γίγαντα. Αµέσως µετά παρατήρησε την

26

27

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κατακλυσµιαία ακαταστασία που επικρατούσε στον περιορισµένο χώρο του δωµατίου και αποφάσισε ότι αυτός ο άντρας τη χρειαζόταν επειγόντως. Ο Πολ Ντίτσον Β΄ είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του µελετώντας την απόκρυφη συµπεριφορά των αστρικών σωµάτων, αλλά ελάχιστα πράγµατα ήξερε για το γυναικείο κορµί και τίποτα για τα καπρίτσια του έρωτα. Ποτέ δεν είχε ερωτευτεί, και η πιο πρόσφατη σχέση του ήταν µια συνάδελφός του από τη σχολή, µε την οποία βλέπονταν δυο φορές το µήνα, µια όµορφη Εβραία, πολύ καλοδιατηρηµένη για τα χρόνια της, που πάντα επέµενε να πληρώνει το µισό λογαριασµό στα εστιατόρια. Η Νίνι µου είχε αγαπήσει µόνο δύο άντρες: τον άντρα της και έναν εραστή, που της είχε κλέψει το µυαλό και την καρδιά πριν από δέκα χρόνια. Ο πρώτος ήταν άτοµο αλλοπαρµένο, αφοσιωµένο στη δουλειά του και την πολιτική δράση. Ταξίδευε ασταµάτητα και ήταν υπερβολικά απασχοληµένος µε άλλα πράγµατα για να µπορέσει να αντιληφθεί τις δικές της ανάγκες. Ο άλλος ήταν µια σχέση που τελείωσε νωρίς. Η Νίδια Βιδάλ και ο Πολ Ντίτσον Β΄ ήταν έτοιµοι για τον έρωτα που θα τους συνέδεε έως το τέλος. Άκουσα πολλές φορές την, ωραιοποιηµένη ίσως, ιστορία του έρωτα των παππούδων µου και έφτασα να την αποµνηµονεύσω λέξη προς λέξη σαν ποίηµα. ∆εν γνωρίζω, φυσικά, µε λεπτοµέρειες όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα πίσω από την κλειστή πόρτα του ξενοδοχείου, αλλά µπορώ να τα φανταστώ, βασισµένη σε όσα ξέρω τώρα και για τους δυο τους. Να υποπτευόταν άραγε ο παππούς µου, όταν άνοιξε την πόρτα του σ’ εκείνη τη Χιλιανή, ότι είχε φτάσει σε ένα µοιραίο σταυροδρόµι και ότι το µονοπάτι

που θα διάλεγε θα σφράγιζε το µέλλον του; Όχι, φυσικά, αυτή η εξέλιξη δεν θα µπορούσε ποτέ να του περάσει απ’ το µυαλό. Και η Νίνι µου; Τη βλέπω να προχωράει σαν υπνοβάτισσα ανάµεσα στα πεταµένα στο πάτωµα ρούχα και στα τασάκια τα γεµάτα µε αποτσίγαρα, να διασχίζει το σαλονάκι, να µπαίνει στην κρεβατοκάµαρα και να κάθεται στο κρεβάτι, αφού η πολυθρόνα και οι καρέκλες ήταν όλες γεµάτες χαρτιά και βιβλία. Εκείνος γονάτισε δίπλα της για να την αγκαλιάσει, κι έτσι θα έµεναν για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να βολευτούν σ’ αυτή την ξαφνική οικειότητα. Μετά εκείνη άρχισε ίσως να πνίγεται απ’ τη ζέστη κι εκείνος τη βοήθησε να απαλλαγεί από το πανωφόρι και τις µπότες της· µετά άρχισαν να χαϊδεύονται διστακτικά, αναγνωριστικά, ψηλαφώντας ο ένας την ψυχή του άλλου, για να βεβαιωθούν ότι δεν έκαναν λάθος. «Μυρίζεις καπνό και γλυκό. Και είσαι γυαλιστερός και σκούρος σαν φώκια», του είπε η Νίνι µου. Πολλές φορές άκουσα αυτή τη φράση απ’ τα χείλη της. Το τελευταίο µέρος της ιστορίας δεν χρειάστηκε να το εφεύρω, αφού µου το αφηγήθηκαν οι ίδιοι. Με εκείνο το πρώτο αγκάλιασµα, η Νίνι µου συµπέρανε ότι είχε γνωρίσει τον αστρονόµο και σε κάποια προηγούµενη ζωή, σε κάποια άλλη εποχή, και ότι αυτό που συνέβαινε τώρα ήταν η επανένωσή τους και ότι τα ζώδιά τους και οι απόκρυφες διαδροµές των ταρό τους ήταν συµπληρωµατικές. «Καλά που είσαι άντρας, Πολ. Για φαντάσου να ήσουν σ’ αυτή τη µετενσάρκωση η µητέρα µου», αναστέναξε εκείνη καθισµένη στα γόνατά του. «Τώρα όµως που δεν είµαι η µητέρα σου, τι θα ’λεγες να παντρευτούµε;» της απάντησε εκείνος. ∆ύο εβδοµάδες αργότερα, εκείνη έφτασε στην Καλι-

28

29

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

φόρνια σέρνοντας µαζί της το γιο της, ο οποίος δεν ήθελε κατά κανέναν τρόπο να ξεριζωθεί για δεύτερη φορά. Της είχαν δώσει µια τρίµηνη βίζα νύφης, αλλά στο τέλος των τριών µηνών ή θα έπρεπε να έχει παντρευτεί ή να εγκαταλείψει τη χώρα. Τελικά παντρεύτηκε.

µε για να ξεµουδιάσουµε και να αγοράσουµε πίτες µε τυρί και θαλασσινά από κάτι γυναίκες που φορούσαν λευκές ρόµπες σαν νοσοκόµες. Το λεωφορείο φορτώθηκε σ’ ένα φέρι για να διασχίσει τη διώρυγα του Τσακάο: µισή ώρα σιωπηλού ταξιδιού πάνω σε µια φωτεινή θάλασσα. Κατέβηκα από το λεωφορείο για να ανέβω στο πλοίο µαζί µε τους υπόλοιπους µουδιασµένους επιβάτες που, όπως εγώ, είχαν περάσει πολλές ώρες στριµωγµένοι στα καθίσµατά τους. Αψηφώντας τον τσουχτερό αέρα, θαυµάσαµε τα σµήνη των χελιδονιών, που ήταν απλωµένα σαν µαντίλια στον ουρανό, και τα δελφίνια µε την άσπρη κοιλιά που συνόδευαν χορεύοντας το πλοίο. Το λεωφορείο µε άφησε στην Ανκούδ του Μεγάλου Νησιού, τη δεύτερη σε µέγεθος πόλη του αρχιπελάγους. Από εκεί έπρεπε να πάρω άλλο λεωφορείο για να πάω µέχρι το χωριό όπου µε περίµενε ο Μανουέλ Αρίας, αλλά ανακάλυψα ότι µου έλειπε το πορτοφόλι. Η Νίνι µου µε είχε προειδοποιήσει για τους Χιλιανούς πορτοφολάδες και τις ταχυδακτυλουργικές ικανότητές τους. Μπορούν να σου κλέψουν και την ψυχή σου ακόµα, µε τη µεγαλύτερη αβρότητα. Ευτυχώς, µου άφησαν τη φωτογραφία του παππού και το διαβατήριό µου, αφού τα είχα σε άλλη τσέπη του σακιδίου µου. Ήµουν µόνη, χωρίς δεκάρα τσακιστή, σε µια άγνωστη χώρα, αλλά, αν κάτι είχα µάθει από τις θλιβερές µου περιπέτειες του περασµένου χρόνου, αυτό ήταν ότι δεν έπρεπε να µε παίρνουν από κάτω οι ασήµαντες αναποδιές όπως αυτή. Σε ένα από τα µικρά µαγαζιά µε είδη λαϊκής τέχνης στην πλατεία, όπου κυρίως πουλούσαν υφάσµατα από το Τσιλοέ, είδα τρεις γυναίκες καθισµένες κυκλικά να πλέκουν και υπέθεσα ότι, αν ήταν σαν τη Νίνι µου, θα µε βοη-

Πέρασα την πρώτη µου µέρα µου στη Χιλή κάνοντας βόλτες στο Σαντιάγο µε το χάρτη στο χέρι, µέσα σε ανυπόφορη ζέστη χωρίς καθόλου υγρασία, προσπαθώντας να σκοτώσω την ώρα µου µέχρι να πάρω το λεωφορείο για το Νότο. Είναι µια πόλη σύγχρονη, χωρίς τίποτε εξωτικό και γραφικό, δεν υπάρχουν Ινδιάνοι µε τοπικές φορεσιές ούτε αποικιακές γειτονιές µε ζωηρά και τολµηρά χρώµατα, όπως είχα δει ταξιδεύοντας µε τους παππούδες µου στη Γουατεµάλα ή στο Μεξικό. Ανέβηκα µε έναν οδοντωτό σιδηρόδροµο έως την κορυφή ενός λόφου, απαραίτητο αξιοθέατο για έναν τουρίστα, και πήρα έτσι µια ιδέα για το µέγεθος της πρωτεύουσας –η οποία φαίνεται να µην τελειώνει πουθενά– και για το νέφος που την καλύπτει σαν µολυσµένη σκόνη. Το βραδάκι πήρα ένα ροδακινί λεωφορείο για το Νότο, για το Τσιλοέ. Προσπάθησα µάταια να κοιµηθώ, έτσι όπως µε νανούριζαν η κίνηση, το γουργούρισµα του µοτέρ και οι ανάσες των άλλων επιβατών, αλλά εγώ ποτέ δεν ήµουν εύκολη στον ύπνο, πόσο µάλλον τότε που είχα ακόµα υπολείµµατα κακής ζωής στις φλέβες µου. Την αυγή κάναµε µια στάση για να πάµε τουαλέτα και να πιούµε έναν καφέ σ’ ένα πανδοχείο, σ’ ένα τοπίο βουκολικό, όλο πράσινους λόφους και αγελάδες, και µετά συνεχίσαµε για αρκετές ώρες, µέχρι που φτάσαµε σε µια πρωτόγονη αποβάθρα. Βγήκα-

30

31

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

θούσαν· οι Χιλιανές τρέχουν αµέσως να βοηθήσουν όποιον βρίσκεται σε δυσκολία, ιδιαίτερα αν είναι ξένος. Με τα σπαστά ισπανικά µου τους εξήγησα το πρόβληµά µου και αµέσως άφησαν τις βελόνες τους και µου πρόσφεραν µια καρέκλα και µια πορτοκαλάδα µε ανθρακικό, ενόσω συζητούσαν την περίπτωσή µου δίνοντας το λόγο η µια στην άλλη για να εκφράσει την άποψή της. Έκαναν διάφορα τηλεφωνήµατα από ένα κινητό και µου εξασφάλισαν τη µετακίνησή µου µ’ έναν ξάδελφο που πήγαινε προς την ίδια κατεύθυνση· θα µπορούσε να µε πάρει σε δυο-τρεις ωρίτσες και δεν το θεωρούσε καθόλου δύσκολο να βγει λίγο απ’ το δρόµο του για να µ’ αφήσει στον προορισµό µου. Εκµεταλλεύτηκα το χρόνο αναµονής για να επισκεφτώ το χωριό και ένα µουσείο των εκκλησιών του Τσιλοέ, τις οποίες είχαν σχεδιάσει οι Ιησουίτες τριακόσια χρόνια πριν και τις είχαν χτίσει καδρόνι-καδρόνι οι κάτοικοι του Τσιλοέ, που είναι επιδέξιοι µαραγκοί και ναυπηγοί. Οι κατασκευές αυτές στέκονται µε τα καδρόνια να θηλυκώνουν µεταξύ τους χωρίς ούτε ένα καρφί, ενώ για σκεπές χρησιµοποιούν ανεστραµµένα πλοιάρια. Βγαίνοντας από το µουσείο βρέθηκα µπροστά σ’ ένα σκύλο µικροµέγαλο, κουτσό, µε σκληρό γκρίζο τρίχωµα και άθλια ουρά, αλλά µε την αξιοπρέπεια ενός ζώου ράτσας. Του έδωσα την πίτα που είχα στο σάκο µου. Την πήρε µε λεπτότητα ανάµεσα στα µεγάλα κίτρινα δόντια του, την άφησε στο έδαφος και µε κοίταξε αφήνοντάς µε να καταλάβω ότι αυτό που του έλειπε δεν ήταν η µάσα, αλλά η παρέα. Η µητριά µου η Σούζαν ήταν εκπαιδεύτρια σκυλιών και µε είχε µάθει να µην αγγίζω ποτέ ένα ζώο προτού εκείνο από µόνο του µε πλησιάσει δείχνοντας ότι νιώθει σίγουρο, αλλά µε τούτο δω παρακάµψαµε το πρωτόκολλο και νιώσαµε άνετα από την

αρχή. Κάναµε µαζί την απαραίτητη περιήγηση και την ώρα που είχαµε συµφωνήσει επέστρεψα ξανά εκεί όπου είχα συναντήσει τις γυναίκες που έπλεκαν. Το σκυλί έµεινε έξω από το µαγαζί ακουµπώντας, για καλό και για κακό, µόνο τη µια πατούσα του στο κατώφλι. Ο ξάδελφος έκανε την εµφάνισή του µια ώρα µετά το ραντεβού µας, µε ένα φορτηγάκι γεµάτο µέχρις επάνω, έχοντας µαζί τη γυναίκα του και ένα βυζανιάρικο µωρό. Ευχαρίστησα τις ευεργέτιδές µου, οι οποίες µου είχαν µάλιστα δανείσει και ένα κινητό για να µπορέσω να έρθω σ’ επαφή µε τον Μανουέλ Αρίας, και αποχαιρέτησα το σκύλο. Όµως εκείνος είχε άλλα σχέδια. Κάθισε στα πόδια µου χτυπώντας το έδαφος µε την ουρά του και χαµογελώντας σαν ύαινα· µου είχε κάνει τη χάρη να µε ξεχωρίσει ανάµεσα στους ανθρώπους και τώρα ήµουν η ευτυχής ευνοούµενή του. Άλλαξα τακτική. «Shoo! Shoo! Fucking dog», φώναξα στα αγγλικά. Εκείνος δεν κούνησε ρούπι, ενώ ο ξάδελφος παρακολουθούσε τη σκηνή κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι. «Μην ανησυχείτε, δεσποινίς, µπορούµε να πάρουµε τον Φάκιν µαζί µας», είπε τελικά. Κι έτσι αυτό το γκριζωπό σκυλί απέκτησε το καινούργιο του όνοµα, ενώ µπορεί στην προηγούµενη ζωή του να λεγόταν Πρίγκιπας. Με µεγάλη δυσκολία χωρέσαµε στο καργαρισµένο όχηµα και µια ώρα αργότερα φτάσαµε στο χωριό, όπου έπρεπε να συναντηθώ µε το φίλο της γιαγιάς µου, µε τον οποίο είχα ραντεβού στην εκκλησία µπροστά στη θάλασσα. Το χωριό, που είχε ιδρυθεί από τους Ισπανούς το 1567, είναι το πιο παλιό του αρχιπελάγους και έχει περίπου δύο

32

33

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

χιλιάδες κατοίκους, αλλά δεν µπορούσα να καταλάβω πού ήταν κρυµµένοι όλοι αυτοί, αφού έβλεπα περισσότερες κότες και πρόβατα παρά ανθρώπους. Περίµενα αρκετή ώρα τον Μανουέλ καθισµένη στα σκαλιά µιας εκκλησίας βαµµένης µε λευκό και γαλάζιο χρώµα, παρέα µε τον Φάκιν και υπό τα διερευνητικά βλέµµατα –από κάποια απόσταση, είναι αλήθεια– τεσσάρων αµίλητων και σοβαρών πιτσιρικάδων. Για εκείνον το µόνο που ήξερα ήταν ότι ήταν φίλος της γιαγιάς µου και ότι είχαν να ιδωθούν από τη δεκαετία του ’70, αλλά είχαν διατηρήσει σποραδικές επαφές, αρχικά δι’ αλληλογραφίας, όπως γινόταν στην προϊστορία της ανθρωπότητας, και µετά µε το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο. Ο Μανουέλ Αρίας εµφανίστηκε τελικά και µε αναγνώρισε από την περιγραφή που του είχε κάνει η Νίνι µου από το τηλέφωνο. Τι να του είπε άραγε; Ότι είµαι ένας οβελίσκος µε µαλλιά βαµµένα σε τέσσερα χρώµατα και µε σκουλαρίκι στη µύτη; Μου άπλωσε το χέρι και µε κοίταξε από πάνω ως κάτω στα γρήγορα, αναλύοντας µε εµβρίθεια τα υπολείµµατα του µπλε βερνικιού στα δαγκωµένα νύχια µου, το τριµµένο τζιν και τις µπότες στρατηλάτη, βαµµένες µε ροζέ σπρέι, που τις είχα πάρει από ένα πρατήριο του Στρατού της Σωτηρίας την εποχή που ζητιάνευα στους δρόµους. «Είµαι ο Μανουέλ Αρίας», µου συστήθηκε εκείνος µιλώντας αγγλικά. «Γεια. Με κυνηγούν το FBI, η Ιντερπόλ και µια συµµορία απ’ το Λας Βέγκας», του είπα αντί για καληµέρα, για να αποφύγω τις οποιεσδήποτε παρεξηγήσεις. «Και εις ανώτερα», απάντησε. «∆εν σκότωσα κανέναν και, για να είµαι ειλικρινής, δεν

νοµίζω ότι θα κάνουν τον κόπο να έρθουν να µε βρουν στον πισινό του κόσµου». «Ευχαριστώ για το κοµπλιµέντο». «Συγγνώµη, δεν είχα σκοπό να κακολογήσω τη χώρα σου. Στην πραγµατικότητα, η περιοχή είναι συµπαθέστατη, έχει αρκετό πράσινο και µπόλικο νερό, αλλά θα πρέπει να λάβουµε υπόψη µας ότι είναι µάλλον µακριά!» «Μακριά από τι;» «Απ’ την Καλιφόρνια, απ’ τον πολιτισµό, απ’ τον υπόλοιπο κόσµο. Και η Νίνι ξέχασε να µου πει ότι κάνει κρύο». «Είναι καλοκαίρι», µε πληροφόρησε. «Καλοκαίρι γεναριάτικα! Πού ακούστηκε κάτι τέτοιο!» «Στο νότιο ηµισφαίριο», µου απάντησε εκείνος µε απόλυτη σοβαρότητα. Άσ’ τα να πάνε, σκέφτηκα, αυτό το άτοµο δεν έχει καθόλου αίσθηση του χιούµορ. Με κάλεσε να πιω µαζί του τσάι, ενόσω περιµέναµε ένα φορτηγό που θα του έφερνε ένα ψυγείο και θα έπρεπε να είχε φτάσει πριν από τρεις ώρες. Μπήκαµε σε ένα σπίτι σηµαδεµένο από ένα λευκό πατσαβούρι προσαρµοσµένο σ’ ένα στειλιάρι, σαν σηµαία απ’ αυτές που σηκώνει κάποιος όταν παραδίδεται στον εχθρό, αλλά εδώ σήµαινε ότι στο σπίτι αυτό πουλούσαν φρέσκο ψωµί. Υπήρχαν τέσσερα τραπέζια ρουστίκ µε πλαστικά τραπεζοµάντιλα και καρέκλες διαφορετικών ειδών, ένας πάγκος και µια στόφα όπου έβραζε ένα τσαγερό µαυρισµένο απ’ την καπνιά. Μια χοντρή γυναίκα µε κολλητικό γέλιο χαιρέτησε τον Μανουέλ Αρίας δίνοντάς του ένα φιλί στο µάγουλο και µετά µε παρατήρησε κάπως αµήχανα προτού αποφασίσει να φιλήσει κι εµένα. «Αµερικάνα;» ρώτησε τον Μανουέλ.

34

35

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

«∆εν φαίνεται;» είπε εκείνος. «Και τι έχει πάθει το κεφάλι της;» είπε εκείνη, δείχνοντας το βαµµένο µαλλί µου. «Έτσι γεννήθηκα», την πληροφόρησα πικαρισµένη. «Η γκρινγκουλίτσα µιλάει τη γλώσσα µας!» είπε εκείνη έκπληκτη. «Μην κάθεσαι όρθια, τώρα αµέσως θα σου φέρω το τσαγάκι σου». Με έπιασε απ’ το µπράτσο και µε κάθισε σχεδόν µε το ζόρι σε µια απ’ τις καρέκλες, ενόσω ο Μανουέλ µού εξηγούσε ότι στη Χιλή «γκρίνγκο» θεωρείται οποιοσδήποτε αγγλόφωνος ξανθός και ότι η λέξη «γκρινγκουλίτσα» είναι χαϊδευτικό.

σαν όσο καλύτερα µπορούσαν το ψυγείο σε κάθετη θέση και µε βοήθησαν να ανεβώ. Το σκυλάκι µε ακολούθησε µε τον αστείο βηµατισµό του· είχε το ένα πόδι κοντύτερο από τα άλλα και περπατούσε λίγο γερτά. «Κι αυτό;» µε ρώτησε ο Μανουέλ. «∆εν είναι δικό µου, µε πήρε στο κατόπι στην Ανκούδ. Μου είπε κάποιος ότι τα χιλιανά σκυλιά είναι πολύ έξυπνα και αυτό εδώ φαίνεται από καλή ράτσα». «Πρέπει να είναι γερµανικός ποιµενικός ανάµεικτος µε φοξ τεριέ. Έχει σώµα µεγάλου σκύλου και πόδια µικρού», αποφάνθηκε ο Μανουέλ. «Αν τον κάνω ένα µπάνιο, θα δεις ότι είναι ωραίο σκυλί». «Και πώς το λένε;» µε ρώτησε. «Fucking dog στα χιλιανά». «∆ηλαδή πώς;» «Φάκιν». «Ελπίζω ότι ο Φάκιν σου θα συµπεριφερθεί σαν κύριος στα γατιά µου. Θα πρέπει να τον δένεις τη νύχτα για να µη βγαίνει και σκοτώνει πρόβατα», µε προειδοποίησε. «∆εν θα χρειαστεί. Θα κοιµάται µαζί µου». Ο Φάκιν στρώθηκε άκρη-άκρη στη βάρκα, µε τη µύτη ανάµεσα στα µπροστινά πόδια του, κι έµεινε εκεί ακίνητος χωρίς να παίρνει τα µάτια του από πάνω µου. ∆εν είναι ιδιαίτερα εκδηλωτικός, αλλά καταλαβαινόµαστε µε τη γλώσσα της χλωρίδας και της πανίδας: την τηλεπαθητική εσπεράντο. Από τον ορίζοντα κυλούσε προς το µέρος µας µια χιονοστιβάδα από τεράστια σύννεφα µε τη συνοδεία ενός παγωµένου ανέµου, αλλά η θάλασσα ήταν ήρεµη. Ο Μανουέλ µού δάνεισε ένα µάλλινο πόντσο και από τη στιγµή εκείνη έπαψε να µου µιλάει, έχοντας συγκεντρωθεί στο

Η χανιτζού µάς έφερε σε πλαστικά ποτήρια τσάι και µια πυραµίδα αχνιστό αρωµατικό ψωµί, που µόλις είχε βγει απ’ το φούρνο, βούτυρο και µέλι, και µετά κάθισε µαζί µας για να σιγουρευτεί ότι θα το φάµε όλο, όπως οφείλαµε. Σύντοµα ακούσαµε το βραχνό ήχο της µηχανής του φορτηγού που προχωρούσε σκουντουφλώντας σ’ αυτόν το γεµάτο λακκούβες χωµατόδροµο, µ’ ένα ψυγείο να τραµπαλίζεται στην καρότσα του. Η γυναίκα βγήκε στην πόρτα, σφύριξε συνθηµατικά κι αµέσως ξεπρόβαλαν κάµποσοι νεαροί, που κατέβασαν το ψυγείο και το πήγαν σηκωτό έως την παραλία, όπου το φόρτωσαν στη βενζινάκατο του Μανουέλ από µια ξύλινη ράµπα. Το σκάφος είχε µήκος οκτώ µέτρα, ήταν φτιαγµένο από φάιµπεργκλας και βαµµένο λευκό, µπλε και κόκκινο, στα χρώµατα δηλαδή της χιλιανής σηµαίας που κυµάτιζε στην πρύµνη, ίδια σχεδόν µε την πολιτειακή σηµαία του Τέξας. Στο πλάι ήταν γραµµένο το όνοµά του: Καουίγια. Έδε-

36

37

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πηδάλιο και στα όργανα πλοήγησης –πυξίδα, GPS, ασύρµατος σε ναυτική συχνότητα και ποιος ξέρει τι άλλο ακόµα–, ενώ εγώ τον παρατηρούσα µε την άκρη του µατιού µου. Η Νίνι µου µού είχε πει ότι ήταν κοινωνιολόγος, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, στο σκάφος του όµως θα µπορούσε να περάσει κανονικά για καπετάνιος: µεσαίο ύψος, λεπτός, δυνατός, χωρίς ίχνος περιττού λίπους, µε το δέρµα ψηµένο από το θαλασσινό αέρα, µε χαρακτηριστικές ρυτίδες, µαλλί ίσιο και κοντό, µάτια στην ίδια γκρίζα απόχρωση µε τα µαλλιά. ∆εν ξέρω να υπολογίζω την ηλικία των µεγάλων ανθρώπων· ετούτος φαίνεται µια χαρά από µακριά, γιατί είναι ακόµα ευκίνητος και δεν έχει το γνωστό καµπούριασµα των γέρων, όµως από κοντά φαίνεται µεγαλύτερος από τη Νίνι µου – εβδοµήντα τόσο, θα έλεγα. Εγώ για τη ζωή του ήµουν κεραυνός εν αιθρία. Θα πρέπει να προσέχω τα βήµατά µου για να µη µετανιώσει που προσφέρθηκε να µε φιλοξενήσει.

στην παραλία. Με έπιασε σύγκρυο. Αυτός θα ήταν από δω και πέρα ο κόσµος µου. Κάµποσος κόσµος κατέβηκε στην παραλία για να µε επιθεωρήσει. Ο Μανουέλ τούς είχε ανακοινώσει ότι θα ερχόταν µια Αµερικάνα να τον βοηθήσει στην έρευνά του· αν αυτοί οι άνθρωποι περίµεναν κάποιο αξιοπρεπές άτοµο, πρέπει να απογοητεύτηκαν, γιατί το µπλουζάκι µε την προσωπογραφία του Οµπάµα, που µου είχε κάνει δώρο τα Χριστούγεννα η Νίνι µου, δεν ήταν αρκετά µακρύ για να σκεπάσει τον αφαλό µου. Το κατέβασµα του ψυγείου, που δεν έπρεπε να γείρει, το ανέλαβαν κάµποσοι εθελοντές, οι οποίοι έπαιρναν κουράγιο απ’ τα ίδια τους τα χάχανα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να κάνουν γρήγορα, γιατί είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ανεβήκαµε στο χωριό σαν κανονική λιτανεία, µπροστά-µπροστά το ψυγείο, µετά ο Μανουέλ κι εγώ, πιο πίσω καµιά δεκαριά φωνακλάδικα πιτσιρίκια και στην ουρά ένα κοπάδι από πολύχρωµα σκυλιά που γάβγιζαν µανιασµένα κατά του Φάκιν, χωρίς όµως να τον πλησιάζουν και πάρα πολύ, γιατί η άκρως περιφρονητική στάση του έδειχνε σαφέστατα ότι όποιος τολµούσε να το κάνει θα το πλήρωνε ακριβά. Φαίνεται ότι ο Φάκιν δεν σκιάζεται εύκολα ούτε και επιτρέπει να του µυρίσουν τον ποπό. Περάσαµε µπροστά από ένα νεκροταφείο, όπου κάµποσες κατσίκες µε τα µαστάρια γεµάτα γάλα έβοσκαν ανάµεσα σε πλαστικά λουλούδια και κουκλόσπιτα που σηµάδευαν τους τάφους, στους οποίους κάποιοι είχαν φέρει ακόµα και έπιπλα, για χρήση από τους νεκρούς. Στο χωριό, τα ξύλινα σπίτια συνδέονταν µεταξύ τους µε ξύλινα γεφυράκια και στον κεντρικό δρόµο, αν µπορεί κανείς να τον ονοµάσει έτσι, είδα βόδια, ποδήλατα, ένα τζιπ

Έπειτα από ταξίδι περίπου µιας ώρας, και αφού προσπεράσαµε διάφορα νησιά που έµοιαζαν ακατοίκητα χωρίς να είναι, ο Μανουέλ Αρίας µού έδειξε ένα ακρωτήριο που από µακριά φαινόταν σαν µια σκούρα κηλίδα, ενώ από κοντά είδα ότι ήταν ένας λόφος στεφανωµένος από µια παραλία µε µαυριδερή άµµο και βράχια, όπου στέγνωναν τέσσερα ξύλινα αναποδογυρισµένα πλοιάρια. Πλεύρισε µια προβλήτα και πέταξε τους κάβους σε κάποιους πιτσιρικάδες που είχαν φτάσει τρέχοντας για να ασφαλίσουν µε επιδέξιες κινήσεις το πλεούµενο στις δέστρες. «Καλώς ήρθες στη µεγαλούπολή µας», είπε ο Μανουέλ, δείχνοντας ένα συγκρότηµα ξύλινων σπιτιών µε ξύλινα υποστυλώµατα

38

39

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µε το έµβληµα των καραµπινιέρων της χιλιανής αστυνοµίας, και τρία-τέσσερα παλιά αυτοκίνητα, που στην Καλιφόρνια θα έµπαιναν κατευθείαν στο αρχαιολογικό µουσείο, αν ήταν λιγότερο τρακαρισµένα. Ο Μανουέλ µού εξήγησε ότι, λόγω του ανώµαλου εδάφους και της αναπόφευκτης λάσπης του χειµώνα, οι βαριές µεταφορές γίνονταν µε βοϊδάµαξες, οι ελαφρές µε µουλάρια και οι άνθρωποι µετακινούνταν είτε έφιπποι είτε µε τα πόδια. Κάποιες ξεφτισµένες επιγραφές σηµάδευαν την ύπαρξη ταπεινών µαγαζιών – ένα φαρµακείο, κάποιες ταβέρνες, δύο εστιατόρια που δεν ήταν τίποτε άλλο από δυο-τρία µεταλλικά τραπέζια µπροστά στο δρόµο µε τα ψαράδικα, κι ένα ίντερνετ καφέ, µε µπαταρίες, γκαζόζες, περιοδικά και διάφορα αναµνηστικά για τους επισκέπτες, που φτάνουν ως εδώ µια φορά την εβδοµάδα, ακολουθώντας προγράµµατα οικοτουρισµού, για να γευτούν το φηµισµένο κουράντο του Τσιλοέ. Το κουράντο θα το περιγράψω αργότερα, γιατί ακόµα δεν το έχω δοκιµάσει. Κάποιοι βγήκαν για να µε δουν επιφυλακτικά και σιωπηρά, ώσπου ένας τύπος κοντός και φαρδύς σαν ντουλάπα αποφάσισε να µε χαιρετήσει. Καθάρισε το χέρι στο παντελόνι του προτού το απλώσει προς το µέρος µου µε ένα χαµόγελο που αποκάλυπτε µια σειρά από χρυσά δόντια. Ήταν ο Αουρέλιο Νιανκουπέλ, απόγονος ενός περίφηµου πειρατή και ίσως ο πιο χρήσιµος άνθρωπος του νησιού, γιατί πουλάει αλκοόλ µε πίστωση, κάνει εξαγωγές δοντιών και διαθέτει ψηφιακή τηλεόραση, την οποία απολαµβάνουν οι ενορίτες όταν υπάρχει ρεύµα. Το µαγαζί του έχει το απολύτως ταιριαστό όνοµα Ταβέρνα του Πεθαµένου λόγω της προνοµιακής θέσης του κοντά στο κοιµητήριο και αποτελεί τη σχεδόν υποχρεωτική επιλο-

γή των ζωντανών που θέλουν να πνίξουν τον πόνο τους έπειτα από κάθε κηδεία. Ο Νιανκουπέλ έγινε µορµόνος θεωρώντας ότι έτσι θα µπορεί να έχει πολλές γυναίκες, αλλά ανακάλυψε πολύ αργά ότι οι µορµόνοι είχαν αποκηρύξει την πολυγαµία έπειτα από µια καινούργια προφητική αποκάλυψη, που, εντελώς συµπτωµατικά, συµφωνούσε απολύτως µε το σύνταγµα των Ηνωµένων Πολιτειών. Έτσι µου τον περιέγραψε ο Μανουέλ Αρίας, ενώ ο περί ου ο λόγος γελούσε ακατάσχετα υπό τα βλέµµατα των περιέργων. Ο Μανουέλ µού σύστησε κι άλλα άτοµα, που τα ονόµατά τους δεν µπόρεσα να συγκρατήσω και που µου φάνηκαν υπερβολικά µεγάλα σε ηλικία για να είναι γονείς όλων αυτών των πιτσιρικάδων· τώρα ξέρω ότι είναι οι παππούδες και ότι η µεσαία γενιά δουλεύει µακριά από το νησί. Την ώρα εκείνη εµφανίστηκε στο δρόµο µε αέρα γόησσας µια γυναίκα γύρω στα πενήντα, γεροδεµένη, όµορφη, µε το µαλλί στο χαρακτηριστικό µπεζ των ξανθών γυναικών που έχουν γκριζάρει, µαζεµένο σε έναν άτσαλο κότσο στο πίσω µέρος του κεφαλιού. Ήταν η Μπλάνκα Σνάκε, διευθύντρια του σχολείου, η θεία Μπλάνκα, όπως τη φώναζαν οι ντόπιοι για να της δείξουν το σεβασµό τους. Φίλησε τον Μανουέλ στο πρόσωπο, όπως συνηθίζεται εδώ, και µε καλωσόρισε επίσηµα εκ µέρους της κοινότητας· αυτό έσπασε αµέσως την αµηχανία που επικρατούσε, και επέτρεψε στους περίεργους να πλησιάσουν λίγο περισσότερο. Η θεία Μπλάνκα µε προσκάλεσε να επισκεφτώ το σχολείο την επόµενη µέρα και έθεσε στη διάθεσή µου τη βιβλιοθήκη, δύο κοµπιούτερ και κάµποσα βιντεοπαιχνίδια, που θα µπορούσα να χρησιµοποιήσω έως τον Μάρτιο, τότε δηλαδή που τα παιδιά επιστρέφουν στα θρανία· από τό-

40

41

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τε και µετά θα υπήρχαν περιορισµοί στο ωράριο. Πρόσθεσε ότι τα Σάββατα παίζονται στο σχολείο οι ίδιες ταινίες που παίζονται στο Σαντιάγο, αλλά δωρεάν. Με βοµβάρδισε µε ερωτήσεις και της αφηγήθηκα εν συντοµία, µε τα πρωτόγονα ισπανικά µου, το διήµερο ταξίδι µου από την Καλιφόρνια και την κλοπή του πορτοφολιού µου, η οποία προκάλεσε ένα κύµα γέλιου στα παιδιά, µέχρι που τους έριξε ένα άγριο βλέµµα η θεία Μπλάνκα και σοβαρεύτηκαν. «Αύριο θα σας µαγειρέψω µύδια µε παρµεζάνα για ν’ αρχίσει να µαθαίνει η γκρινγκουλίτσα τα φαγητά του Τσιλοέ. Θα σας περιµένω γύρω στις εννέα», ανακοίνωσε στον Μανουέλ. Αργότερα έµαθα ότι η εθιµοτυπία του νησιού απαιτούσε να φτάσουµε µε µια ώρα καθυστέρηση. Εδώ οι άνθρωποι τρώνε πάρα πολύ αργά. Τελειώσαµε τη γρήγορη περιήγηση του χωριού, ανεβήκαµε σ’ ένα κάρο που το έσερναν δύο µουλάρια, όπου ήδη είχαν τοποθετήσει το ψυγείο, και ακολουθήσαµε ένα χωµάτινο µονοπάτι που ελάχιστα φαινόταν κάτω από το γρασίδι, µε τον Φάκιν πίσω µας.

φάλι, που πολύ τα εκτιµούσαν στην περιοχή για τη διακοσµητική τους αξία, και στο ξύλο των κυπαρισσιών γκουαλτέκας, που κάποτε αφθονούσαν στην περιοχή, αλλά τώρα σπανίζουν. Τα κυπαρίσσια του Τσιλοέ ζουν παραπάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια και είναι από τα πιο µακρόβια δέντρα του κόσµου, µετά τα µπαοµπάµπ της Αφρικής και τις σεκόγιες της Καλιφόρνιας. Το σπίτι έχει µια κοινόχρηστη σάλα διπλού ύψους, όπου κυλάει η ζωή γύρω από µια στόφα, µαύρη και επιβλητική, που εξυπηρετεί για τη θέρµανση και για το µαγείρεµα. Έχει δύο κρεβατοκάµαρες, µία µεσαίου µεγέθους, στην οποία κοιµάται ο Μανουέλ, µία άλλη πιο µικρή, τη δική µου, και ένα µπάνιο µε νιπτήρα και ντους. ∆εν υπάρχει ούτε µια εσωτερική πόρτα, µόνο ο καµπινές έχει µια ριγέ µάλλινη κουβέρτα στην κάσα για να µην τον βλέπουν οι απέξω. Στο τµήµα της σάλας που αντιστοιχεί, ας πούµε, στην κουζίνα υπάρχει ένα τραπέζι, ένα ντουλάπι κι ένα κασόνι µε καπάκι, όπου φυλάνε τις πατάτες, οι οποίες συνοδεύουν κάθε γεύµα στο Τσιλοέ· απ’ το ταβάνι κρέµονται µατσάκια µε διάφορα βότανα, πλεξούδες σκόρδα και τσίλι, ξερά λουκάνικα και βαριά µαντεµένια κατσαρολικά, ό,τι πρέπει για την πυροστιά. Στο πατάρι, όπου ο Μανουέλ φυλάει το µεγαλύτερο µέρος των βιβλίων του και των αρχείων του, µπορείς να ανέβεις από µια κινητή σκάλα. ∆εν υπάρχουν πουθενά κάδρα ή φωτογραφίες ούτε άλλα διακοσµητικά στοιχεία στους τοίχους, τίποτε προσωπικό, µόνο χάρτες του αρχιπελάγους και ένα ωραίο ναυτικό ρολόι µε µαονένιο πλαίσιο και µπρούντζινους δείκτες, που µοιάζει να έχει διασωθεί από τον Τιτανικό. Έξω ο Μανουέλ έχει φτιάξει ένα αυτοσχέδιο τζακούζι µε ένα τεράστιο ξύλινο βαρέλι. Τα εργαλεία, το ξύλο, το κάρβουνο

Ο Μανουέλ Αρίας µένει γύρω στο ένα µίλι µακριά, δηλαδή χοντρικά ενάµισι χιλιόµετρο απ’ το χωριό, µπροστά ακριβώς από τη θάλασσα, αλλά δεν µπορεί να φτάσει µέχρι την αυλή του µε το πλοιάριο, γιατί η ακτή είναι απότοµη. Το σπίτι του είναι τυπικό δείγµα αρχιτεκτονικής της περιοχής, µου είπε µε αρκετά µεγάλη δόση περηφάνιας στη φωνή. Εµένα µου φάνηκε ίδιο µε όλα τα άλλα του χωριού: πατάει κι αυτό πάνω σε στύλους και είναι ξύλινο, αλλά εκείνος µου εξήγησε ότι η διαφορά βρίσκεται στην ποιότητα των στύλων και στα δοκάρια που ήταν κοµµένα µε το τσεκούρι, στα ακροκέραµα µε το κυκλικό κε-

42

43

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

και τα µπιτόνια της βενζίνης για το σκάφος και τη γεννήτρια τα φυλάει στην παράγκα της αυλής. Το δωµάτιό µου είναι λιτό, όπως και το υπόλοιπο σπίτι· περιέχει ένα στενό κρεβάτι µε µια κουβέρτα στο ίδιο σχέδιο µε την κουρτίνα του απόπατου, µια πολυθρόνα, µια κοµόντα µε τρία συρτάρια, και διάφορα καρφιά στον τοίχο για το κρέµασµα των ρούχων. Αρκετά για τα υπάρχοντά µου, που χωράνε άνετα στο σάκο µου. Μου αρέσει αυτό το αυστηρό και αντρικό περιβάλλον, το µόνο πράγµα που µ’ ενοχλεί είναι η µανία του Μανουέλ Αρίας για την τάξη. Εγώ είµαι πολύ πιο χαλαρή σ’ αυτόν τον τοµέα.

ξύ τους το χώρο. Ο τιγρέ γάτος λέγεται Χαζόγατος, προφανώς γιατί είναι ηλίθιος, και ο άλλος, ο καροτί, λέγεται Γατόσοφος, γιατί η αγαπηµένη του θέση είναι πάνω στον υπολογιστή· ο Μανουέλ ισχυρίζεται ότι ξέρει να διαβάζει. Οι άντρες κατανάλωσαν όλο το σολοµό και το κρασί, αποχαιρετίστηκαν κι έφυγαν. Μου έκανε εντύπωση που ο Μανουέλ δεν έκανε καν προσπάθεια να τους πληρώσει, όπως ακριβώς είχε γίνει και µε τους άλλους, εκείνους που τον είχαν βοηθήσει να µεταφέρει το ψυγείο. Αν και µε έτρωγε η περιέργεια, δεν θεώρησα σωστό να τον ρωτήσω. Περιεργάστηκα το χώρο εργασίας του Μανουέλ. Είχε δύο γραφεία, µια αρχειοθήκη, αρκετά ράφια µε βιβλία, ένα σύγχρονο υπολογιστή µε διπλή οθόνη, φαξ και εκτυπωτή. Υπήρχε ίντερνετ, αλλά εκείνος µου θύµισε ότι καλά θα έκανα να το ξεχάσω, αφού ήθελα να σβήσω εντελώς τα ίχνη µου. Πρόσθεσε µάλιστα, σαν να ήθελε να απολογηθεί, ότι έχει όλη του τη δουλειά αποθηκευµένη σ’ αυτόν τον υπολογιστή και ότι προτιµά να µην τον αγγίζει κανείς. «Τι δουλειά κάνεις;» τον ρώτησα. «Είµαι ανθρωπολόγος». «Ανθρωποφάγος;» «Μελετάω τους ανθρώπους, δεν τους τρώω», µου εξήγησε. «Αστεία το είπα, καλέ. Οι ανθρωπολόγοι δεν έχουν πια αντικείµενο εργασίας. Ακόµα κι ο τελευταίος άγριος αυτής της γης έχει κινητό και τηλεόραση». «Το αντικείµενό µου δεν είναι οι πρωτόγονοι. Γράφω ένα βιβλίο για τη µυθολογία του Τσιλοέ». «Σε πληρώνουν γι’ αυτό;» «Ψίχουλα», µε πληροφόρησε. «Η φτώχεια σου βγάζει µάτι».

Οι άντρες άφησαν το ψυγείο στο κατάλληλο σηµείο, το συνέδεσαν µε το γκάζι και µετά κάθισαν να µοιραστούν δυο-τρία µπουκάλια κρασί και ένα σολοµό που είχε καπνίσει µε ξύλο µηλιάς ο Μανουέλ από την προηγούµενη εβδοµάδα σ’ ένα µεταλλικό βαρελάκι. Αγναντεύοντας τη θάλασσα απ’ το παράθυρο, ήπιαν και έφαγαν σιωπηλοί. Οι µόνες λέξεις που πρόφεραν ήταν µια σειρά από µυστήριες, τελετουργικές προπόσεις: «Στην υγειά µας!» «Σε καλό να βγει!» «Άιντε και του Χριστού τα χρόνια!» «Καλά γηρατειά!» «Να προλάβετε να δείτε την κηδεία µου!» Ο Μανουέλ µού έριχνε λοξές µατιές νιώθοντας άβολα, µέχρι που τον πήρα παράµερα και, για να τον ηρεµήσω, του είπα ότι δεν είχα καµία πρόθεση να εφορµήσω στα µπουκάλια. Σίγουρα τον είχε προϊδεάσει η γιαγιά µου και σκόπευε να κρύψει το αλκοόλ. Όµως αυτό θα ήταν παράλογο. Το πρόβληµα δεν ήταν το αλκοόλ αλλά εγώ η ίδια. Στο µεταξύ, ο Φάκιν και οι γάτοι αναµέτρησαν τις δυνάµεις τους µε πνεύµα συνδιαλλαγής και µοίρασαν µετα-

44

45

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

«∆εν πειράζει. Είµαι λιτοδίαιτος». «∆εν θέλω να σου γίνω βάρος», του είπα. «Θα καλύψεις τα έξοδά σου δουλεύοντας, Μάγια, αυτό συµφωνήσαµε η γιαγιά σου κι εγώ. Μπορείς να µε βοηθήσεις µε το βιβλίο και το Μάρτιο να δουλέψεις µε την Μπλάνκα στο σχολείο». «Σε προειδοποιώ ότι είµαι ξύλο απελέκητο, κοινώς δεν ξέρω πού πάν’ τα τέσσερα». «Τι ξέρεις να κάνεις;» «Ξέρω να φτιάχνω µπισκότα και ψωµί, να κολυµπάω, να παίζω µπάλα και να γράφω ποιήµατα για σαµουράι. Α, ξέχασα! Έχω τροµερό λεξιλόγιο. Είµαι πραγµατικό κινούµενο λεξικό, αλλά στ’ αγγλικά. ∆εν νοµίζω ότι θα σ’ εξυπηρετεί σε τίποτα». «Άσε να δούµε. Αυτό µε τα µπισκότα έχει µέλλον». Προσπάθησε να κρύψει ένα χαµόγελο ή, τουλάχιστον, έτσι µου φάνηκε. «Έχεις γράψει άλλα βιβλία;» τον ρώτησα και χασµουρήθηκα. Η κούραση του µεγάλου ταξιδιού και οι πέντε ώρες διαφορά στην ώρα ανάµεσα στην Καλιφόρνια και τη Χιλή µε βάραιναν σαν σάκος µε πέτρες. «∆εν θα γίνω διάσηµος από δαύτα», είπε δείχνοντάς µου διάφορα βιβλία πάνω στο τραπέζι του: Ο ονειρικός κόσµος των πρωτόγονων της Αυστραλίας, Οι τελετουργίες µύησης των φυλών του Ορινόκο, Η κοσµογονία των Μαπούτσε στη νότια Χιλή. «Η Νίνι µου λέει ότι το Τσιλοέ είναι µαγικό», του είπα. «Ολόκληρος ο κόσµος είναι µαγικός, Μάγια», µου απάντησε.

Ο Μανουέλ Αρίας µε διαβεβαίωσε ότι η ψυχή του σπιτιού του είναι πολύ παλιά. Η Νίνι µου πιστεύει κι εκείνη ότι τα σπίτια έχουν αναµνήσεις και συναισθήµατα, και ότι η ίδια είναι προικισµένη µε το χάρισµα να συλλαµβάνει αυτές τις δονήσεις. Ξέρει, ας πούµε, αν ο αέρας ενός τόπου είναι φορτισµένος από κακή ενέργεια, γιατί στο χώρο αυτό είχε συµβεί κάτι αποτρόπαιο, ή αν η ενέργεια είναι θετική. Η σπιταρόνα της στο Μπέρκλεϊ έχει θετική ψυχή. Όταν θα το πάρουµε πίσω, θα πρέπει να το επισκευάσουµε –δείχνει πια την ηλικία του– και τότε σκέφτοµαι να ζήσω εκεί µέχρι να πεθάνω. Μεγάλωσα σ’ αυτό το σπίτι, στην κορυφή ενός λόφου, µε θέα προς τον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, η οποία θα ήταν εντυπωσιακή αν δεν την έφραζαν δύο θεριεµένα πεύκα. Ο παππούς µου ποτέ δεν επέτρεψε να τα κόψουν, έλεγε ότι τα δέντρα υποφέρουν, όταν τα ακρωτηριάζεις, και ότι επίσης υποφέρει όλη η βλάστηση χίλια µέτρα ολόγυρα, γιατί όλα συνδέονται µεταξύ τους κάτω από το χώµα. Θα ήταν κρίµα να σκοτώσουµε δύο πεύκα για να βλέπουµε µια λεκάνη µε νερό που µπορούµε να τη δούµε κι απ’ τον αυτοκινητόδροµο. Ο Πολ Ντίτσον Α΄ αγόρασε το σπίτι το 1948, την ίδια χρονιά που καταργήθηκαν οι ρατσιστικοί περιορισµοί για την απόκτηση ιδιοκτησίας στο Μπέρκλεϊ. Οι Ντίτσον ήταν η πρώτη έγχρωµη οικογένεια της γειτονιάς και η µοναδική για είκοσι χρόνια – µετά άρχισαν να έρχονται κι άλλες. Το σπίτι, λοιπόν, κατασκευάστηκε το 1885 από ένα µεγαλέµπορο πορτοκαλιών, ο οποίος, πεθαίνοντας, δώρισε την περιουσία του στο πανεπιστήµιο και άφησε την οικογένειά του στους πέντε δρόµους. Έµεινε ακατοίκητο για πολύ καιρό και µετά άρχισε να περνάει από χέρι σε χέρι, χειροτερεύοντας κι από λίγο µε κάθε αλλαγή ιδιοκτή-

46

47

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τη, ώσπου το αγόρασαν οι Ντίτσον και κατάφεραν να το επισκευάσουν γιατί είχε γερό σκελετό και καλοδεµένα µπετά. Μετά το θάνατο των γονιών του, ο παππούς µου αγόρασε το ποσοστό που ανήκε στα αδέλφια του, κι έµεινε µόνος σ’ αυτό το βικτοριανό αποµεινάρι µε τις έξι κρεβατοκάµαρες κι έναν παράταιρο πυργίσκο σαν καµπαναριό, όπου εγκατέστησε το τηλεσκόπιό του. Όταν έφτασαν η Νίδια και ο Άντι Βιδάλ, εκείνος χρησιµοποιούσε µόνο δύο απ’ τα δωµάτια, εκτός από την κουζίνα και το µπάνιο· το υπόλοιπο σπίτι το είχε κλειστό. Η Νίνι µου εισέβαλε σαν ανανεωτικός ανεµοστρόβιλος, πετώντας µπόλικη σαβούρα στα σκουπίδια, καθαρίζοντας και απολυµαίνοντας, µόνο που η µανία της να εξαλείψει την ακαταστασία µοιραία συγκρούστηκε µε το ενδηµικό χάος του άντρα της. Έπειτα από κάµποσους καβγάδες, κατέληξαν στο συµβιβασµό ότι εκείνη µπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε στο σπίτι, υπό την προϋπόθεση ότι θα σεβόταν το γραφείο του άντρα της και τον αστρόπυργο. Η Νίνι µου βολεύτηκε τέλεια στο Μπέρκλεϊ, αυτή τη βρόµικη, ριζοσπαστική και ακραία πόλη µε τις πάµπολλες ανθρώπινες ράτσες και φάτσες, µε περισσότερες διάνοιες και βραβεία Νόµπελ απ’ οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσµο, καταφύγιο κάθε είδους ιδεολογικής παλαβοµάρας, µισαλλόδοξη µέσα στον ιδεοληπτικό καθωσπρεπισµό της. Η Νίνι µου µεταµορφώθηκε. Μέχρι τότε ήταν µια νεαρή χήρα, υπεύθυνη και γεµάτη φρόνηση, που έκανε κάθε προσπάθεια να περνά απαρατήρητη. Στο Μπέρκλεϊ αναδείχτηκε ο πραγµατικός χαρακτήρας της. ∆εν χρειαζόταν πια να µεταµφιέζεται σε σοφέρ, όπως στο Τορόντο, ούτε να υποτάσσεται στην κοινωνική υποκρισία, όπως στη Χιλή. Κανείς δεν τη γνώριζε, µπορούσε να εφεύρει εκ νέου τον

εαυτό της. Υιοθέτησε την αισθητική των χίπις, που κοπροσκύλιαζαν στην Τέλεγκραφ Άβενιου πουλώντας τα µπιχλιµπίδια τους, τυλιγµένοι στις αναθυµιάσεις του λιβανιού και της µαριχουάνας. Άρχισε να φοράει τουνίκες, σανδάλια και χαϊµαλιά απ’ την Ινδία, αλλά απείχε πάρα πολύ από το να γίνει πραγµατική χίπισσα: δούλευε, συντηρούσε ένα σπίτι και µια εγγονή, συµµετείχε στην κοινωνική ζωή κι εγώ, τουλάχιστον, ποτέ δεν την είδα να τραγουδάει µαστουρωµένη ύµνους στα σανσκριτικά. Κινδυνεύοντας να προκαλέσει την αντίδραση των γειτόνων της, που σχεδόν όλοι ήταν συνάδελφοι του συζύγου της κι έµεναν στα παραδοσιακά µουντά σπίτια, γενικώς και αορίστως αγγλικού στιλ, µε τους τοίχους πνιγµένους στον κισσό, η Νίνι µου έβαψε το σπίτι των Ντίτσον µε ψυχεδελικά χρώµατα εµπνευσµένα από την οδό Κάστρο του Σαν Φρανσίσκο, όπου οι οµοφυλόφιλοι είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται και να αναστηλώνουν τα παλιά σπίτια. Οι µοβ και πράσινοι τοίχοι του, τα κίτρινα διαζώµατά του και οι λουλουδάτες γύψινες γιρλάντες σχολιάστηκαν πικρόχολα και προκάλεσαν αρκετά κουτσοµπολιά στο δήµο, µέχρι που το σπίτι φωτογραφήθηκε και δηµοσιεύτηκε σε ένα περιοδικό αρχιτεκτονικής και κατέληξε να γίνει τουριστικό αξιοθέατο της πόλης, οπότε αµέσως το µιµήθηκαν διάφορα πακιστανικά εστιατόρια, παιδικά µαγαζιά και ατελιέ καλλιτεχνών. Η Νίνι µου έβαλε την προσωπική της σφραγίδα και στον εσωτερικό διάκοσµο. Στα βαριά έπιπλα, στα περίτεχνα τεράστια ρολόγια και τα φριχτά κάδρα µε τις χρυσές κορνίζες, που είχε αποκτήσει ο πρώτος Ντίτσον, εκείνη πρόσθεσε τη δική της καλλιτεχνική αύρα: λάµπες µε κρόσσια, φλοκάτες, τουρκικά ντιβάνια και κεντητές κουρ-

48

49

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τίνες. Το δωµάτιό µου, βαµµένο στο χρώµα του µάνγκο, είχε πάνω από το κρεβάτι ουρανό από ινδικό ύφασµα κεντηµένο γύρω-γύρω µε καθρεφτάκια και µ’ ένα φτερωτό δράκοντα να κρέµεται στο κέντρο, ο οποίος θα µπορούσε να αποβεί µοιραίος, αν έπεφτε κάποια στιγµή πάνω µου. Στους τοίχους είχε βάλει φωτογραφίες υποσιτισµένων παιδιών από την Αφρική, για να βλέπω πώς πέθαιναν απ’ την πείνα αυτά τα δυστυχισµένα πλάσµατα κι έτσι να πάψω να έχω ιδιοτροπίες στο φαΐ. Σύµφωνα µε τον παππού µου, ο φτερωτός δράκος και αυτά τα παιδιά της Μπιάφρα ήταν ο λόγος για την αϋπνία και την ανορεξία µου.

στα ισπανικά, πολύ χρήσιµα για την εκµάθηση της γλώσσας, αλλά το διάβασµά τους είναι σκέτη ταλαιπωρία. Ο Μανουέλ µού έδωσε ένα φακό µε µπαταρίες, που προσαρµόζεται στο µέτωπο σαν λάµπα ανθρακωρύχου. Έτσι διαβάζουµε όταν κόβεται το ρεύµα. Ελάχιστα πράγµατα θα µπορούσα να πω για το Τσιλοέ, γιατί δεν έχω βγει σχεδόν καθόλου απ’ αυτό το σπίτι, θα µπορούσα όµως να γεµίσω πολλές σελίδες σχετικά µε τον Μανουέλ Αρίας, τους γάτους και το σκύλο, που τώρα είναι η οικογένειά µου, τη θεία Μπλάνκα, η οποία εµφανίζεται κάθε τρεις και λίγο, µε το πρόσχηµα ότι θέλει να µε επισκεφτεί, αν και είναι προφανές ότι έρχεται για τον Μανουέλ, και τον Χουανίτο Κοράλες, ένα παιδί που έρχεται κι αυτό κάθε µέρα να διαβάσει µαζί µου και να παίξει µε τον Φάκιν. Ο σκύλος είναι πολύ επιλεκτικός όσον αφορά τους ανθρώπους, αλλά µε το παιδί αυτό δεν έχει κανένα πρόβληµα. Χτες γνώρισα τη γιαγιά του Χουανίτο. ∆εν την είχα γνωρίσει έως τώρα γιατί βρισκόταν στο νοσοκοµείο του Κάστρο, της πρωτεύουσας του Τσιλοέ, συνοδεύοντας τον άντρα της, γιατί του είχαν ακρωτηριάσει το πόδι το ∆εκέµβριο και η πληγή δεν έλεγε να κλείσει. Η Εντουβίχις Κοράλες έχει χρώµα κεραµιδί, πρόσωπο χαρούµενο, γεµάτο ρυτίδες, σώµα φαρδύ και πόδια κοντά, είναι, σαν να λέµε, τυπική νησιώτισσα. Έχει µια λεπτή κοτσίδα τυλιγµένη στο κεφάλι και ντύνεται σαν ιεραπόστολος, µε µια χοντροκοµµένη φούστα και παπούτσια ξυλοκόπου. Φαίνεται γύρω στα εξήντα, αλλά δεν είναι παραπάνω από σαράντα πέντε. Εδώ οι άνθρωποι γερνούν γρήγορα και ζουν πολλά χρόνια. Έφτασε µε µια µαντεµένια κατσαρόλα, πιο βαριά κι από κανόνι, που την έβαλε να ζεσταθεί στη στόφα, ενώ µου µιλούσε µε καταιγιστικό ρυθµό, λέγοντας ότι

Το πεπτικό µου σύστηµα άρχισε να υφίσταται την κατά µέτωπο επίθεση των χιλιανών µικροβίων. Τη δεύτερη µέρα µου στο νησί έπεσα στο κρεβάτι σφαδάζοντας από το στοµαχόπονο και εξακολουθώ ακόµα και σήµερα να έχω τρεµούλες και να περνάω ώρες ολόκληρες στο παράθυρο µε µια θερµοφόρα στην κοιλιά. Η γιαγιά µου θα έλεγε ότι δίνω χρόνο στην ψυχή µου να φτάσει στο Τσιλοέ. Πιστεύει ότι τα ταξίδια µε τζετ δεν είναι βολικά, γιατί η ψυχή ταξιδεύει πιο αργά από το σώµα, µένει πίσω και µερικές φορές χάνει τελείως το δρόµο· αυτός πρέπει να είναι ο λόγος για τον οποίο οι πιλότοι, όπως, ας πούµε, ο πατέρας µου, δεν είναι ποτέ εντελώς παρόντες: περιµένουν συνεχώς να προσγειωθεί η ψυχή τους, αλλά εκείνη κάνει βόλτες κάπου στα σύννεφα. Εδώ δεν µπορεί να νοικιάσει κανείς DVD ούτε βιντεοπαιχνίδια και το µοναδικό σινεµά είναι οι ταινίες που παίζονται µια φορά την εβδοµάδα στο σχολείο. Για να διασκεδάζω, δεν έχω παρά µόνο τα παθιασµένα ερωτικά µυθιστορήµατα της Μπλάνκα Σνάκε και βιβλία για το Τσιλοέ

50

51

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

παρουσιαζόταν µπροστά µου µε το δέοντα σεβασµό, ότι ήταν η Εντουβίχις Κοράλες, γειτόνισσα του κυρίου του σπιτιού και βοηθός του στο νοικοκυριό. «Αχ! Τι γλυκιά που είναι αυτή η γκρινγκουλίτσα! Ο Χριστός να τη φυλάει! Ο κύριος σας περίµενε, όπως κι όλο το νησί, και ελπίζω να του αρέσει το κοτόπουλο µε τις πατάτες που του ετοίµασα». Συµπέρανα ότι ο «κύριος» ήταν ο Μανουέλ Αρίας, αν και η Εντουβίχις µιλούσε γι’ αυτόν στο τρίτο πρόσωπο, σαν να ήταν απών. Σ’ εµένα, ωστόσο, η Εντουβίχις µιλάει µε τον ίδιο αυταρχικό τόνο που χρησιµοποιεί η γιαγιά µου. Αυτή η καλή γυναίκα έρχεται και καθαρίζει, παίρνει τα βρόµικα ρούχα και τα επιστρέφει πλυµένα, κόβει ξύλα µ’ ένα τσεκούρι τόσο βαρύ, που εγώ δεν θα µπορούσα καν να το σηκώσω, καλλιεργεί το χωράφι της, περιποιείται την αγελάδα της, κουρεύει πρόβατα και ξέρει να σφάζει γουρούνια, αλλά µου ξεκαθάρισε ότι δεν πηγαίνει για ψάρεµα ούτε µαζεύει θαλασσινά, γιατί την ενοχλεί η αρθρίτιδά της. Λέει ότι ο άντρας της δεν είναι κακός άνθρωπος, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι στο χωριό, αλλά ο διαβήτης τού τσάκισε το ηθικό και, από τότε που έχασε το πόδι του, το µόνο που θέλει είναι να πεθάνει. Από τα πέντε εν ζωή παιδιά της, µένει µόνο ένα στο σπίτι, η Ασουσένα, δεκατριών χρονών, και έχει και τον εγγονό της, τον Χουανίτο, δέκα χρονών, που µοιάζει µικρότερος «γιατί γεννήθηκε αλαφροΐσκιωτος», όπως µου εξήγησε. Αυτό το «αλαφροΐσκιωτος» µπορεί να σηµαίνει ότι είναι πνευµατικά καθυστερηµένος ή ότι είναι όλο θεωρία και καθόλου πράξη· στην περίπτωση του Χουανίτο πρέπει να είναι το δεύτερο, γιατί µόνο χαζός δεν είναι. Η Εντουβίχις ζει απ’ όσα βγάζει το χωράφι της, απ’ αυ-

τό που την πληρώνει ο Μανουέλ για τις υπηρεσίες της κι από τη χρηµατική βοήθεια που της στέλνει µια κόρη, η µητέρα του Χουανίτο, η οποία δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο σολοµού στα νότια του Μεγάλου Νησιού. Στο Τσιλοέ η βιοµηχανική καλλιέργεια του σολοµού ήταν η δεύτερη στον κόσµο, µετά τη νορβηγική, και ανέβασε την οικονοµία της περιοχής, µόλυνε όµως το θαλάσσιο βυθό, κατέστρεψε τους ανεξάρτητους ψαράδες και διέλυσε τις οικογένειες. Τώρα η βιοµηχανία έχει τελειώσει, µου εξήγησε ο Μανουέλ, γιατί στρίµωχναν πολλά ψάρια µέσα στα ενυδρεία και τα µπούκωναν στα αντιβιοτικά, µε αποτέλεσµα, όταν τα χτύπησε πραγµατικά κάποιος ιός, να µην καταφέρουν να τα σώσουν. Υπάρχουν είκοσι χιλιάδες άνεργοι πρώην εργάτες σολοµού, γυναίκες κυρίως, αλλά η κόρη της Εντουβίχις εξακολουθεί να έχει δουλειά. Σε λίγο καθίσαµε γύρω από το τραπέζι. Μόλις ανοίξαµε τον τέντζερη και η µυρωδιά του φαγητού έφτασε στα ρουθούνια µου, θυµήθηκα ξαφνικά την κουζίνα της παιδικής µου ηλικίας στο σπίτι των παππούδων µου και τα µάτια µου γέµισαν δάκρυα από τη νοσταλγία. Το κοτόπουλο της Εντουβίχις ήταν η πρώτη στερεά τροφή που έβαζα στο στόµα µου έπειτα από αρκετές µέρες. Αυτή η αρρώστια µε έκανε να νιώθω πολύ άσχηµα, γιατί δεν µπορούσα να κρύψω ούτε τους εµετούς µου ούτε την ευκοιλιότητα σ’ ένα σπίτι χωρίς πόρτες. Ρώτησα τον Μανουέλ γιατί δεν υπήρχαν πόρτες και µου απάντησε ότι προτιµούσε τους ανοιχτούς χώρους. Με είχαν πειράξει τα µύδια µε την παρµεζάνα και η πίτα της Μπλάνκα Σνάκε, είµαι σίγουρη. Στην αρχή ο Μανουέλ έκανε ότι δεν άκουγε τους ήχους που έβγαιναν από την τουαλέτα, αλλά σύντοµα πήρε είδηση την κατάστασή µου, γιατί είδε ότι δεν µε κρατούσαν τα

52

53

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πόδια µου. Τον άκουσα να µιλάει στο κινητό µε την Μπλάνκα και να της ζητάει οδηγίες και αµέσως βάλθηκε να µου ετοιµάζει λαπάδες, να αλλάζει τα σεντόνια του κρεβατιού µου και να µου φέρνει στο κρεβάτι ζεστό νερό για να πλένοµαι. Με παρακολουθεί µε την άκρη του µατιού του χωρίς να λέει κουβέντα, αλλά ικανοποιεί όλες τις ανάγκες µου και στην παραµικρή µου προσπάθεια να του εκφράσω τις ευχαριστίες µου, αντιδρά µε άναρθρους βρυχηθµούς. Φώναξε και τη Λιλιάνα Τρεβίνιο, τη νοσοκόµα του χωριού, µια γυναίκα νέα, κοντή, γεροδεµένη, µε κολλητικό γέλιο και ατίθασα φριζέ µαλλιά, η οποία µου έδωσε µερικά τεράστια χάπια άνθρακα, µαύρα και τραχιά, πολύ δύσκολα στην κατάποση. Βλέποντας ότι δεν είχαν το παραµικρό αποτέλεσµα, ο Μανουέλ δανείστηκε το καµιονάκι του µανάβικου και µε πήγε µέχρι το χωριό να µε δει γιατρός. Κάθε Πέµπτη περνάει από δω το πλοιάριο της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας, που πηγαίνει από νησί σε νησί. Ο γιατρός έµοιαζε µε αγοράκι δεκατεσσάρων χρονών, µύωπας και άτριχος, αλλά µε το που µε κοίταξε, κατάλαβε αµέσως την κατάστασή µου: «Πάσχετε από χιλιανίτιδα, αυτό που παθαίνουν όλοι οι ξένοι όταν έρχονται στη Χιλή. Τίποτε σοβαρό, µην ανησυχείτε!» είπε και µου έδωσε µερικά χάπια σ’ ένα χαρτονένιο κουτάκι. Η Εντουβίχις µού έφτιαξε κι ένα ζουµί από εκχύλισµα βοτάνων, γιατί δεν εµπιστεύεται τα φάρµακα του φαρµακείου, λέει ότι είναι συνωµοσία των αµερικανικών πολυεθνικών. Ήπια πειθήνια το ζωµό και σιγά-σιγά άρχισα να συνέρχοµαι. Μου αρέσει η Εντουβίχις Κοράλες, µιλάει συνεχώς όπως και η θεία Μπλάνκα· όλοι οι άλλοι είναι σιωπηλοί, σαν µουγκοί.

Στον Χουανίτο Κοράλες, που εκδήλωσε περιέργεια να µάθει για την οικογένειά µου, είπα ότι η µητέρα µου ήταν πριγκίπισσα της Λαπωνίας. Ο Μανουέλ ήταν στο γραφείο του κι εκείνη την ώρα δεν έκανε κανένα σχόλιο, αλλά, όταν έφυγε ο νεαρός, µου εξήγησε ότι η φυλή των Σάµι, των κατοίκων της Λαπωνίας, δεν έχει βασιλιάδες. Ήµασταν καθισµένοι στο τραπέζι, εκείνος µπροστά σε µια γλώσσα µε βούτυρο και κόλιαντρο κι εγώ µπροστά σε µια νερουλή σούπα. Του εξήγησα ότι αυτή η ιστορία για την πριγκίπισσα της Λαπωνίας ήταν µια έµπνευση της γιαγιάς µου, τότε που ήµουν περίπου πέντε ετών και είχα αρχίσει να έχω απορίες για το µυστήριο που τύλιγε τη µητέρα µου. Θυµάµαι ότι ήµασταν στην κουζίνα, το πιο άνετο δωµάτιο του σπιτιού, και ψήναµε τα παξιµάδια της εβδοµάδας για τους αλήτες και τους ναρκοµανείς του Μάικ Ο’Κέλι, του καλύτερου φίλου της γιαγιάς µου, που είχε αναλάβει την υπεράνθρωπη αποστολή να σώσει την παραστρατηµένη νεολαία. Είναι πραγµατικός Ιρλανδός, γεννηµένος στο ∆ουβλίνο, τόσο λευκός και µε µαλλιά τόσο µαύρα και µάτια τόσο γαλανά, ώστε ο παππούς µου τον έβγαλε Χιονάτο, δίνοντάς του το όνοµα εκείνης της χαζής που έτρωγε δηλητηριασµένα µήλα στην ταινία του Ουόλτ Ντίσνεϊ. ∆εν εννοώ βέβαια ότι ο Ο’Κέλι είναι χαζός· κάθε άλλο, θεωρείται µάλιστα πολύ έξυπνος: είναι ο µοναδικός που µπορεί να βάλει φρένο στη λογοδιάρροια της Νίνι µου. Την πριγκίπισσα της Λαπωνίας την είχε βρει σε ένα από τα βιβλία µου. Είχα µια πολύ σοβαρή βιβλιοθήκη, γιατί ο παππούς µου θεωρούσε ότι η κουλτούρα είναι προϊόν ώσµωσης και καλό είναι ν’ αρχίζει κανείς νωρίς, αλλά τα αγαπηµένα µου βιβλία ήταν τα βιβλία µε νεράιδες. Σύµφωνα µε τον παππού µου, τα παιδικά πα-

54

55

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ραµύθια είναι ρατσιστικά, αφού ξέρουµε πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν νεράιδες ούτε στην Μποτσουάνα ούτε στη Γουατεµάλα, αλλά δεν λογόκρινε ποτέ τα διαβάσµατά µου. Το µόνο που έκανε ήταν να εκφράζει τη γνώµη του µε σκοπό να αναπτύξει την κριτική σκέψη µου. Η Νίνι µου, αντίθετα, ποτέ δεν εκτίµησε την κριτική µου σκέψη και συχνά την αποθάρρυνε µε τη δοκιµασµένη µέθοδο της σφαλιάρας. Όταν στον παιδικό σταθµό µε έβαλαν να ζωγραφίσω την οικογένειά µου, τοποθέτησα τους παππούδες µου µε ζωηρά χρώµατα στο κέντρο της σελίδας και πρόσθεσα µια µουντζουρίτσα σε µια άκρη για το «αεροπλάνο του µπαµπά µου» και µια κορόνα στην άλλη άκρη για τη γαλαζοαίµατη µητέρα µου. Και για να µη µείνουν αµφιβολίες σε κανέναν, την επόµενη µέρα τούς πήγα το βιβλίο µου µε την πριγκίπισσα, τυλιγµένη στο βασιλικό µανδύα της, πάνω στην πλάτη µιας λευκής αρκούδας στο εξώφυλλο. Η τάξη µε πήρε αµέσως στο ψιλό. Αργότερα, όταν γύρισα στο σπίτι, έβαλα το βιβλίο στο φούρνο µαζί µε την καλαµποκόπιτα, η οποία ψηνόταν στους διακόσιους πενήντα βαθµούς. Αφού ήρθε κι έφυγε η πυροσβεστική και άρχισε να διαλύεται ο καπνός, η γιαγιά µου µε περιέλαβε µε τις συνηθισµένες της κραυγές, «βροµοκόριτσο του κερατά!», ενώ ο παππούς προσπαθούσε να µε γλιτώσει προτού µου ξεκολλήσει εκείνη το κεφάλι. Κλαίγοντας µε αναφιλητά, εξήγησα στους παππούδες µου ότι στο σχολείο µού είχαν βγάλει το παρατσούκλι «η ορφανή απ’ τη Λαπωνία». Αλλάζοντας απότοµα διάθεση, η Νίνι µου µε έσφιξε στο τροφαντό της στήθος και µε διαβεβαίωσε ότι, όχι, δεν ήµουν ορφανή, αλλά είχα πατέρα και παππούδες, και ότι, αν κάποιος τολµούσε να µε προσβάλει, θα είχε να κάνει µε τη χιλιανή µα-

φία. Αυτή η µαφία αποτελείται από ένα και µόνο µέλος, τον εαυτό της, αλλά ο Μάικ Ο’Κέλι κι εγώ τη φοβόµαστε τόσο πολύ, που τη Νίνι µου τη φωνάζουµε δον Κορλεόνε. Οι παππούδες µε διέγραψαν από τον παιδικό σταθµό και για ένα διάστηµα µου µάθαιναν οι ίδιοι στο σπίτι τις βασικές αρχές της ιχνογραφίας και της κατασκευής σκουληκιών από πλαστελίνη, µέχρι που ο µπαµπάς µου επέστρεψε από ένα ταξίδι και αποφάσισε ότι χρειαζόµουν σωστές σχέσεις µε παιδιά της ηλικίας µου και ότι δεν ήταν κατάλληλη παρέα για µένα οι ναρκοµανείς του Ο’Κέλι, οι αποβλακωµένοι χίπις και οι αδιάλλακτες φεµινίστριες, µε τις οποίες έκανε παρέα η γιαγιά µου. Το καινούργιο σχολείο στεγαζόταν σε δύο παλιά σπίτια ενωµένα µε µια σκεπαστή γέφυρα στο δεύτερο όροφο, µια αρχιτεκτονική καινοτοµία που κρατιόταν στον αέρα από την ίδια την καµπυλότητά της, όπως και οι τρούλοι των καθεδρικών ναών, όπως µου εξήγησε ο παππούς µου, αν και δεν τον είχα ρωτήσει. ∆ίδασκαν µε το ιταλικό σύστηµα πειραµατικής διδασκαλίας, σύµφωνα µε το οποίο οι µαθητές κάναµε ό,τι τραβούσε η όρεξή µας, οι αίθουσες δεν είχαν ούτε έδρες ούτε θρανία κι εµείς καθόµασταν στο πάτωµα, οι δασκάλες δεν φορούσαν ούτε σουτιέν ούτε παπούτσια κι ο καθένας από εµάς µάθαινε µε το δικό του προσωπικό ρυθµό. Ο πατέρας µου θα προτιµούσε ίσως κάτι σαν στρατιωτικό κολέγιο, όµως δεν αµφισβήτησε την απόφαση των παππούδων µου, αφού εκείνοι θα έπρεπε να συνεννοούνται µε τις δασκάλες και να µε βοηθούν στα µαθήµατα. «Αυτό το κορίτσι είναι καθυστερηµένο», αποφάσισε η Νίνι µου, όταν διαπίστωσε πόσο αργά µάθαινα. Το λεξιλόγιό της ήταν γεµάτο από εκφράσεις πολιτικά απαράδεκτες, όπως «καθυστερηµένος», «χοντρός», «κοντο-

56

57

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στούπης», «καµπούρης», «πούστης», «αλητάµπουρας», «σχιστοµάτης» και διάφορες άλλες, τις οποίες ο παππούς µου προσπαθούσε να δικαιολογήσει µε τα περιορισµένα αγγλικά της γυναίκας του. Είναι το µοναδικό άτοµο στο Μπέρκλεϊ που χρησιµοποιεί τη λέξη «νέγρος» αντί για «Αφροαµερικανός». Κατά τον παππού µου, δεν ήµουν πνευµατικά καθυστερηµένη, αλλά εξαιρετικά ευφάνταστη, κάτι όχι και τόσο επικίνδυνο, και ο χρόνος απέδειξε ότι είχε δίκιο, γιατί µόλις έµαθα το αλφάβητο, άρχισα να διαβάζω µετά µανίας και να γεµίζω τετράδια ολόκληρα µε βαρύγδουπα ποιήµατα και µε τη φανταστική ιστορία της ζωής µου, πικρή και θλιβερή. Είχα καταλάβει ότι στη λογοτεχνία η ευτυχία είναι µάλλον άχρηστο πράγµα –χωρίς δυστυχία δεν υπάρχει ιστορία– και απολάµβανα κρυφά το στίγµα της δύστυχης ορφανής, γιατί τα µόνα ορφανά στην εµβέλεια των ραντάρ µου ήταν τα ορφανά των κλασικών ιστοριών, που όλα ζούσαν άθλιες ζωές. Η µητέρα µου, η Μάρτα Ότερ, η απίθανη αυτή πριγκίπισσα της Λαπωνίας, εξαφανίστηκε στις σκανδιναβικές οµίχλες προτού προλάβω να µάθω τη µυρωδιά του κορµιού της. Είχα καµιά δεκαριά φωτογραφίες και ένα δώρο που είχε στείλει µε το ταχυδροµείο στα τέταρτα γενέθλιά µου, µια Σειρήνα καθισµένη πάνω σ’ ένα βράχο µέσα σε µια γυάλινη σφαίρα, που, όταν την κουνούσες, ήταν σαν να χιονίζει. Αυτή η σφαίρα ήταν ο θησαυρός µου µέχρι τα οχτώ µου χρόνια, όταν ξαφνικά έχασε τη συναισθηµατική της αξία, αλλά αυτή είναι µια άλλη ιστορία.

το iPod µου. Πιστεύω ότι µου το βούτηξε ο Χουανίτο Κοράλες. ∆εν ήθελα να δηµιουργήσω προβλήµατα στο καηµένο το παιδί, αλλά αναγκάστηκα να το πω στον Μανουέλ, ο οποίος δεν έδωσε ιδιαίτερη σηµασία στο γεγονός· λέει ότι ο Χουανίτο θα το χρησιµοποιήσει καµιά δυο µέρες και µετά θα το αφήσει εκεί όπου το βρήκε. Έτσι συνηθίζεται στο Τσιλοέ, απ’ ό,τι φαίνεται. Την προηγούµενη Τετάρτη κάποιος µας επέστρεψε ένα τσεκούρι που είχε πάρει χωρίς να ρωτήσει απ’ την ξυλαποθήκη περίπου µια βδοµάδα πριν. Ο Μανουέλ υποπτευόταν ποιος το είχε κάνει, αλλά θα ήταν πολύ µεγάλη προσβολή να το ζητήσει πίσω, γιατί άλλο πράγµα να παίρνεις κάτι δανεικό κι άλλο να κλέβεις. Οι κάτοικοι του Τσιλοέ, απόγονοι άξιων Ινδιάνων και περήφανων Ισπανών, δεν σηκώνουν µύγα στο σπαθί τους. Αυτός που είχε πάρει το τσεκούρι δεν έδωσε καµία εξήγηση, έφερε όµως ένα σάκο πατάτες για δώρο, τον οποίο άφησε στην αυλή προτού καθίσει µε τον Μανουέλ για να πιει τσίτσα από µήλο στο µπαλκόνι, παρακολουθώντας τους γλάρους να κάνουν βόλτες στον ουρανό. Κάτι ανάλογο έγινε και µ’ ένα συγγενή των Κοράλες, ο οποίος δουλεύει στο Μεγάλο Νησί και ήρθε να παντρευτεί λίγο πριν από τα Χριστούγεννα. Ενώ ο Μανουέλ έλειπε στο Σαντιάγο, η Εντουβίχις τού έδωσε το κλειδί του σπιτιού του για να έρθει να πάρει το στερεοφωνικό και να το χρησιµοποιήσει για να διασκεδάσουν οι καλεσµένοι στο γάµο. Όταν γύρισε ο Μανουέλ, ένιωσε τεράστια έκπληξη βλέποντας ότι το στερεοφωνικό του είχε κάνει φτερά, αλλά, αντί να ειδοποιήσει την αστυνοµία, περίµενε υποµονετικά. Στο νησί δεν υπάρχουν σοβαροί κλέφτες και αυτοί που έρχονται απέξω δύσκολα θα µπορούσαν να πάρουν

Είµαι έξαλλη γιατί εξαφανίστηκε το µοναδικό αντικείµενο αξίας που κατέχω, η µουσική του πολιτισµένου κόσµου,

58

59

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κάτι τόσο ογκώδες. Λίγο αργότερα η Εντουβίχις πήρε πίσω αυτό που είχε χρησιµοποιήσει ο συγγενής της και το έφερε µαζί µ’ ένα καλάθι γεµάτο θαλασσινά. Αφού ξαναείδε ο Μανουέλ το στερεοφωνικό του, µάλλον θα ξαναδώ κι εγώ το iPod µου. Ο Μανουέλ προτιµά τη σιωπή, αλλά έχει καταλάβει ότι η σιωπή σ’ αυτό το σπίτι µπορεί να είναι υπερβολική για ένα φυσιολογικό άτοµο και κάνει προσπάθειες να συζητήσει µαζί µου. Απ’ το δωµάτιό µου τον άκουσα να µιλάει µε την Μπλάνκα Σνάκε στην κουζίνα. «Μην είσαι τόσο µουρτζούφλης µε την γκρινγκουλίτσα, Μανουέλ. ∆εν καταλαβαίνεις ότι νιώθει µεγάλη µοναξιά; Πρέπει να της µιλάς», τον συµβούλευε. «Τι να της πω, Μπλάνκα; Είναι σαν εξωγήινη», µουρµούρισε εκείνος, αλλά πρέπει να το ξανασκέφτηκε, γιατί τώρα, αντί να µε σκοτίζει µε επιστηµονικές ιερεµιάδες περί ανθρωπολογίας, όπως έκανε στην αρχή, ψάχνει το παρελθόν µου και έτσι, λίγο-λίγο, αρχίζουµε να συνδέουµε µεταξύ τους διάφορες ιδέες και να γνωριζόµαστε. Τα ισπανικά µου βγαίνουν κουτσά στραβά, σε αντίθεση µε τα αγγλικά του, τα οποία είναι τέλεια, αν και µε κάποια ίχνη αυστραλιανής προφοράς και χιλιανού επιτονισµού. Συµφωνήσαµε ότι πρέπει να κάνω πρακτική, γι’ αυτό και κατά κανόνα προσπαθούµε να µιλάµε ισπανικά, σύντοµα όµως αρχίζουµε να αναµειγνύουµε τις δύο γλώσσες, πολλές φορές και στην ίδια φράση, καταλήγοντας να µιλάµε ένα ισπανοαγγλικό υβρίδιο. Όταν είµαστε εκνευρισµένοι, εκείνος µου µιλάει πολύ καθαρά ισπανικά για να τον καταλαβαίνω κι εγώ αγγλικά της πιάτσας για να τον τροµάζω. Ο Μανουέλ δεν µιλάει για τον εαυτό του. Τα λίγα που ξέρω γι’ αυτόν ή τα έχω µαντέψει ή µου τα έχει αποκα-

λύψει η θεία Μπλάνκα. Υπάρχει κάτι παράξενο στη ζωή του. Το παρελθόν του πρέπει να είναι πολύ πιο ταραγµένο από το δικό µου, γιατί πολλές νύχτες τον ακούω να µουγκρίζει και να παλεύει στον ύπνο του: «Βγάλτε µε από δω! Ε! Βγάλτε µε από δω!». Όλα ακούγονται πίσω από αυτούς τους λεπτούς τοίχους. Η πρώτη µου αντίδραση ήταν να πάω να τον ξυπνήσω, αλλά δεν τολµώ να µπω στο δωµάτιό του· δεν υπάρχουν πόρτες κι αυτό µε υποχρεώνει να είµαι πολύ επιφυλακτική. Οι εφιάλτες του στοιχειώνονται από κακά πνεύµατα, ολόκληρο το σπίτι µοιάζει να γεµίζει µε δαίµονες. Ακόµα και ο Φάκιν τροµάζει και τρέµει απ’ το φόβο του, κολληµένος πάνω µου στο κρεβάτι. Η δουλειά µου για τον Μανουέλ Αρίας δεν θα µπορούσε να είναι ευκολότερη. Αποµαγνητοφωνώ ηχογραφηµένες συνεντεύξεις και καθαρογράφω τις σηµειώσεις του για το βιβλίο. Είναι τόσο τακτικός, ώστε, αν µετακινήσω έστω και ένα ασήµαντο χαρτάκι πάνω στο γραφείο του, χλοµιάζει απ’ τον τρόµο. «Μπορείς να νιώθεις µεγάλη τιµή, Μάγια, γιατί είσαι το πρώτο και µοναδικό άτοµο που του έχω επιτρέψει να πατήσει πόδι στο γραφείο µου. Ελπίζω να µην το µετανιώσω», κατέληξε να µου πει, όταν πέταξα στα σκουπίδια το ηµερολόγιο του προηγούµενου χρόνου. Πήγα και το βρήκα στα σκουπίδια άθικτο, αν εξαιρέσουµε µερικούς λεκέδες από µακαρονάδα, και το κόλλησα πάνω στην οθόνη του υπολογιστή του µε τσίχλα. Έκανε είκοσι έξι ώρες να µου µιλήσει. Το βιβλίο του για τη µυθολογία, τους µάγους και τη µαγεία στο Τσιλοέ µε έχει συναρπάσει τόσο πολύ, που δεν µου κολλάει ύπνος. (Τρόπος του λέγειν δηλαδή· για κάθε

60

61

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

χαζοµάρα που µου συµβαίνει λέω ότι δεν µου κολλάει ύπνος.) ∆εν είµαι προληπτική όπως η Νίνι µου, δέχοµαι όµως ότι ο κόσµος είναι µυστηριώδης και ότι σ’ αυτόν µπορούν να συµβούν τα πάντα. Ο Μανουέλ έχει ένα ολοκληρωµένο κεφάλαιο για την Πλειοψηφία ή την Ορθή Επαρχία, όπως λεγόταν η κυβέρνηση των µάγων, που τους έτρεµαν όλοι σ’ αυτά τα µέρη. Στο δικό µας νησί φηµολογείται ότι οι Μιράντα είναι οικογένεια µάγων και οι άνθρωποι σταυρώνουν τα δάχτυλά τους ή σταυροκοπιούνται όταν περνούν µπροστά απ’ το σπίτι του Ριγοµπέρτο Μιράντα, συγγενή της Εντουβίχις Κοράλες, ψαρά στο επάγγελµα. Το επίθετό του είναι το ίδιο ύποπτο µε την εξωφρενικά καλή του τύχη: ακόµα κι όταν η θάλασσα είναι κατάµαυρη, τα ψάρια είναι σαν να σκοτώνονται για να πέσουν στα δίχτυα του… Άσε που έχει µόνο µία αγελάδα και του γέννησε δίδυµα δύο φορές µέσα σε τρία χρόνια. Λένε ότι, για να πετάει τις νύχτες, ο Ριγοµπέρτο Μιράντα έχει ένα µακούν, δηλαδή κάτι σαν γιλέκο φτιαγµένο από το δέρµα του στήθους ενός πτώµατος, αλλά κανείς δεν το έχει δει. Συνηθίζεται στα µέρη αυτά να αφαιρείται το δέρµα του στήθους των νεκρών µ’ ένα µαχαίρι ή µε µια κοφτερή πέτρα, για να µην ξεπέσουν σε γιλέκα µάγων. Οι µάγοι πετούν, µπορούν να κάνουν ανείπωτο κακό, σκοτώνουν µε τη σκέψη και µεταµορφώνονται σε ζώα, κάτι που δεν µου κάθεται καλά για τον Ριγοµπέρτο Μιράντα, έναν άνθρωπο άτολµο, που φέρνει συχνά καβούρια στον Μανουέλ. Όµως η δική µου γνώµη δεν µετράει, τι είµαι άλλωστε εγώ, µια άσχετη Αµερικανιδούλα. Η Εντουβίχις µε συµβούλευσε, όταν έρχεται ο Ριγοµπέρτο Μιράντα, να σταυρώνω τα δάχτυλά µου προτού τον αφήσω να περάσει την πόρτα, µη τυχόν και κουβαλάει µαζί του κα-

µιά κατάρα. Όποιος δεν έχει υποφέρει από τη µαγεία από πρώτο χέρι τείνει να µην τα πιστεύει αυτά, µόλις όµως του συµβεί κάτι αλλόκοτο, τρέχει αµέσως να βρει κάποια µάτσι, δηλαδή Ινδιάνα µάγισσα-θεραπεύτρια. Ας πούµε, παραδείγµατος χάριν, ότι κάποια οικογένεια ντόπιων αρχίζει να βήχει υπερβολικά· τότε η µάτσι ψάχνει να βρει το βασιλίσκο, ένα µοχθηρό ερπετό γεννηµένο από αβγό φιδιού γονιµοποιηµένο από γέρο κόκορα, που έχει τρυπώσει κάτω από το σπίτι και τις νύχτες ρουφάει τις ανάσες των ανθρώπων που κοιµούνται εκεί. Τις πιο ωραίες ιστορίες όµως τις ακούει κανείς από τους γέρους στα πιο αποµακρυσµένα νησιά του αρχιπελάγους, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν οι ίδιες δοξασίες και τα ίδια ήθη και έθιµα εδώ και αιώνες. Ο Μανουέλ δεν αντλεί τις πληροφορίες του µόνο από τους γέρους, αλλά και από τους δηµοσιογράφους, τους καθηγητές, τους συγγραφείς, τους εµπόρους, όλους αυτούς που κοροϊδεύουν τους µάγους και τη µαγεία, αλλά δεν θα µπορούσαν καν να διανοηθούν να περάσουν τη νύχτα µέσα από ένα νεκροταφείο. Η Μπλάνκα Σνάκε λέει ότι ο πατέρας της, όταν ήταν νέος, γνώριζε την είσοδο του µυθικού σπηλαίου όπου συναντιούνται οι µάγοι, στο ήσυχο χωριό Κικαβί, αλλά το 1960 ένας σεισµός µετακίνησε τη στεριά και τη θάλασσα και από τότε κανείς δεν µπόρεσε να το ξαναβρεί. Φύλακες του σπηλαίου είναι οι ινβούντσε, αποκρουστικά όντα που τα κατασκευάζουν οι µάγοι από το πρωτογέννητο αγόρι κάποιας οικογένειας, που το αρπάζουν προτού βαφτιστεί. Η µέθοδος µεταµόρφωσης του µωρού ινβούντσε είναι τόσο µακάβρια όσο και απίθανη. Του σπάνε ένα πόδι, του το στρίβουν και το περνούν κάτω από το δέρµα της πλάτης, για να µπορεί να µπουσουλάει µόνο µε τρία άκρα

62

63

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

και να είναι αδύνατον να το σκάσει· µετά το περνούν µε µια αλοιφή και το σώµα του γεµίζει µε χοντρές τραγίσιες τρίχες, του χωρίζουν τη γλώσσα στα δύο για να µοιάζει µε γλώσσα φιδιού και το τρέφουν µε σάπιο κρέας νεκρής γυναίκας και γάλα Ινδιάνας. Συγκριτικά, τα ζόµπι µπορεί να θεωρούνται πολύ τυχερά. Αναρωτιέµαι ποιοι αρρωστηµένοι εγκέφαλοι συλλαµβάνουν τέτοιες φριχτές ιστορίες. Η θεωρία του Μανουέλ είναι ότι η Ορθή Επαρχία ή Πλειοψηφία, όπως επίσης ονοµάζεται, ήταν αρχικά πολιτικό σύστηµα. Από το δέκατο όγδοο αιώνα, οι Ινδιάνοι της περιοχής, οι Ουιγίτσε, επαναστάτησαν κατά της ισπανικής εξουσίας και µετά κατά της χιλιανής διοίκησης· υποτίθεται ότι σχηµάτισαν µια κρυφή κυβέρνηση, η οποία αντέγραφε το διοικητικό σύστηµα των Ισπανών και των Ιησουιτών, διαίρεσαν την περιοχή τους σε βασίλεια και όρισαν προέδρους, συµβολαιογράφους, δικαστές κ.λπ. Υπήρχαν δεκατρείς βασικοί µάγοι, οι οποίοι υπάκουαν στο Βασιλιά της Ορθής Επαρχίας, στο Βασιλιά του Πάνω Κόσµου και στο Βασιλιά του Κάτω Κόσµου. Επειδή ήταν απαραίτητο να διαφυλαχθεί το µυστικό και να ελέγχεται ο πληθυσµός, δηµιούργησαν ένα κλίµα µεταφυσικού τρόµου για την Πλειοψηφία και έτσι αυτή η πολιτική στρατηγική κατέληξε να µετατραπεί σε παράδοση µαγείας. Το 1880 συνέλαβαν αρκετά πρόσωπα µε την κατηγορία της µαγείας, τα δίκασαν στην Ανκούδ και τα εκτέλεσαν προσπαθώντας να τσακίσουν τη ραχοκοκαλιά της Πλειοψηφίας, αλλά κανείς δεν µπορεί να διαβεβαιώσει ότι πέτυχαν τον αντικειµενικό τους στόχο. «Πιστεύεις στις µάγισσες;» ρώτησα τον Μανουέλ. «Όχι, αλλά, αν υπάρχουν, µε γεια τους µε χαρά τους, όπως λένε στην Ισπανία».

«Πες µου ναι ή όχι!» «Είναι αδύνατον να επιβεβαιώσεις κάτι αρνητικό, Μάγια, αλλά ηρέµησε, ζω εδώ πολλά χρόνια και η µόνη µάγισσα που έχω γνωρίσει είναι η Μπλάνκα». Η Μπλάνκα δεν πιστεύει τίποτε από αυτά. Μου είπε ότι οι ινβούντσε είναι επινόηση των ιεραποστόλων για να πείσουν τις οικογένειες του Τσιλοέ να βαφτίζουν τα παιδιά τους, αλλά αυτή η ιδέα µού φαίνεται εξαιρετικά παρατραβηγµένη, ακόµα και για τους Ιησουίτες. «Έλαβα ένα εντελώς ακατανόητο µήνυµα από έναν Μάικ Ο’Κέλι», µου ανακοίνωσε κάποια στιγµή ο Μανουέλ. «Ποιος είναι αυτός;» «Α, σου έγραψε ο Χιονάτος! Είναι ένας Ιρλανδός, έµπιστος φίλος της οικογένειάς µας. Πρέπει να είναι ιδέα της Νίνι να επικοινωνεί µαζί µας µέσω εκείνου, για περισσότερη ασφάλεια. Θα µπορούσα ίσως να του απαντήσω;» «Όχι απευθείας, αλλά µπορώ εγώ να του µεταφέρω µήνυµα εκ µέρους σου». «Αυτές οι προφυλάξεις είναι υπερβολικές, Μανουέλ, δεν ξέρω τι να πω…» «Η γιαγιά σου πρέπει να έχει πολύ σοβαρούς λόγους για όλη αυτή τη µυστικοπάθεια». «Η γιαγιά µου και ο Μάικ Ο’Κέλι είναι µέλη της Λέσχης των Παρανόµων και θα πλήρωναν όσο-όσο για να ανακατευτούν σε κάποιο πραγµατικό έγκληµα, αλλά το µόνο που τους επιτρέπεται είναι να παριστάνουν τους παρανόµους». «Τι λέσχη είναι αυτή;» µε ρώτησε ανήσυχος. Του το εξήγησα αρχίζοντας απ’ την αρχή. Η βιβλιοθή-

64

65

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κη της κοµητείας του Μπέρκλεϊ προσέλαβε τη Νίνι µου, έντεκα χρόνια προτού γεννηθώ, για να λέει ιστορίες στα παιδιά, κρατώντας τα απασχοληµένα µετά το σχολείο και µέχρι να σχολάσουν οι γονείς τους απ’ τη δουλειά. Λίγο µετά, εκείνη πρότεινε στη βιβλιοθήκη να κάνουν αναγνώσεις αστυνοµικών ιστοριών για ενηλίκους και η ιδέα της έγινε δεκτή. Τότε ίδρυσε µαζί µε τον Μάικ Ο’Κέλι τη Λέσχη των Παρανόµων, όπως την ονοµάζουν, αν και η βιβλιοθήκη τη διαφηµίζει ως Λέσχη του Αστυνοµικού Μυθιστορήµατος. Την ώρα των παιδικών ιστοριών ήµουν κι εγώ ένα από τα παιδάκια που κρέµονταν απ’ τα χείλη της γιαγιάς µου, και µερικές φορές, όταν δεν είχε σε ποιον να µ’ αφήσει, µε έπαιρνε µαζί της στη βιβλιοθήκη την ώρα των ενηλίκων. Καθισµένη σε µια µαξιλάρα, µε τα πόδια σταυρωµένα σαν να κάνει ασκήσεις γιόγκα, η Νίνι µου ρωτούσε τα παιδιά τι ήθελαν ν’ ακούσουν, κάποιος πρότεινε κάποιο θέµα κι εκείνη αυτοσχεδίαζε σε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα. Τη Νίνι µου πάντα την ενοχλούσε η ιδέα του χάπι εντ στις παιδικές ιστορίες· πιστεύει ότι στη ζωή δεν υπάρχουν φινάλε, αλλά µόνο κατώφλια, ότι ο άνθρωπος πλανιέται από δω κι από κει σκοντάφτοντας και χάνοντας κάθε τόσο τον προσανατολισµό του. Ολες αυτές οι ιστορίες για την επιβράβευση του ήρωα και για την τιµωρία του κακού τής φαίνονται εξαιρετικά περιορισµένες, αλλά, για να κρατήσει τη δουλειά της, έπρεπε να ακολουθεί την παραδοσιακή συνταγή, η µάγισσα δεν µπορεί ατιµωρητί να δηλητηριάζει τη δεσποσύνη ούτε να παντρεύεται στο τέλος τον πρίγκιπα. Η Νίνι µου προτιµάει το κοινό των ενηλίκων, γιατί οι ύπουλες δολοφονίες δεν απαιτούν υποχρεωτικά κάποια ωραία κατάληξη. Είναι πολύ καλά προετοιµασµένη, έχει διαβάσει άπειρες αστυνοµικές εκ-

θέσεις και όλα τα εγχειρίδια της ιατροδικαστικής, και λέει ότι ο Μάικ Ο’Κέλι και η ίδια θα µπορούσαν να διενεργήσουν κανονικές αυτοψίες στο τραπέζι της κουζίνας χωρίς καµία απολύτως δυσκολία. Η Λέσχη των Παρανόµων αποτελείται από µια οµάδα φίλων των αστυνοµικών µυθιστορηµάτων, άτοµα άκακα που στον ελεύθερο χρόνο τους ασχολούνται µε το σχεδιασµό τερατωδών ανθρωποκτονιών. Άρχισε διακριτικά στη βιβλιοθήκη του Μπέρκλεϊ και τώρα, χάρη στο ίντερνετ, έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσµο. Χρηµατοδοτείται αποκλειστικά από τα µέλη, αλλά επειδή οι συγκεντρώσεις τους γίνονται σε δηµόσιο κτίριο, έχουν υψωθεί φωνές διαµαρτυρίας στον ντόπιο Τύπο, οι οποίες υπαινίσσονται ότι εκκολάπτονται εκεί εγκληµατικές πράξεις, και µάλιστα µε τα χρήµατα των φορολογουµένων. «∆εν ξέρω γιατί διαµαρτύρονται. ∆εν είναι καλύτερο να µιλάει κανείς για εγκλήµατα παρά να τα διαπράττει;» είπε η Νίνι στο δήµαρχο, όταν εκείνος την κάλεσε στο γραφείο του για να συζητήσουν το πρόβληµα. Η σχέση της Νίνι µου µε τον Μάικ Ο’Κέλι γεννήθηκε σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο, όπου βρέθηκαν και οι δύο να ξεφυλλίζουν µεταχειρισµένα αστυνοµικά. Εκείνη είχε µόλις παντρευτεί τον παππού µου κι εκείνος σπούδαζε στο πανεπιστήµιο, περπατούσε ακόµα µε τα δυο του πόδια και δεν είχε βάλει ακόµα σκοπό της ζωής του να διορθώσει όλα τα δεινά της κοινωνίας ούτε να αφιερωθεί στη λύτρωση ανηλίκων απ’ τους δρόµους κι απ’ τις φυλακές. Όσο θυµάµαι τον εαυτό µου, η γιαγιά µου έψηνε στο φούρνο παξιµάδια για τα παιδιά του Ο’Κέλι, στην πλειονότητά

66

67

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τους µαύροι και Λατινοαµερικανοί – οι πιο φτωχοί κάτοικοι του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Όταν µεγάλωσα αρκετά και µπόρεσα να ερµηνεύσω κάποια σηµάδια, µάντεψα ότι ο Ιρλανδός ήταν ερωτευµένος µε τη Νίνι µου, αν και ήταν δώδεκα χρόνια µικρότερός της, κι εκείνη ποτέ δεν είχε υποκύψει στον πειρασµό να απιστήσει στον παππού µου. Ανάµεσά τους υπάρχει ένας πλατωνικός έρωτας βγαλµένος κατευθείαν από βικτοριανό µυθιστόρηµα. Ο Μάικ Ο’Κέλι έγινε ευρύτερα γνωστός, όταν γυρίστηκε ένα ντοκιµαντέρ για τη ζωή του. Έφαγε δυο σφαίρες στην πλάτη, γιατί προστάτευε ένα νεαρό µιας συµµορίας, µε αποτέλεσµα να µείνει παράλυτος σε αναπηρικό καροτσάκι, αλλά αυτό δεν τον εµποδίζει να συνεχίζει την αποστολή του. Έχει τη δυνατότητα να κάνει µερικά βήµατα µόνος του µε ένα ορθοπεδικό πι και να οδηγεί ένα ειδικό αυτοκίνητο· έτσι, µπορεί και µετακινείται στις άγριες γειτονιές σώζοντας ψυχές και είναι ο πρώτος που παίρνει µέρος σε όλες τις µαζικές διαµαρτυρίες στο Μπέρκλεϊ και στα πέριξ. Η φιλία του µε τη Νίνι µου δυναµώνει µε κάθε θεότρελη υπόθεση που αγκαλιάζουν µαζί. Με δική τους πρωτοβουλία άρχισαν τα εστιατόρια του Μπέρκλεϊ να µοιράζουν τα φαγητά που περισσεύουν στους ζητιάνους, στους τρελούς και τους ναρκοµανείς της πόλης. Η γιαγιά µου βρήκε ένα τρέιλερ για να τα µεταφέρει κι εκείνος στρατολόγησε εθελοντές για το σερβίρισµα. Το ντοκιµαντέρ έδειξε τους απόκληρους της κοινωνίας να διαλέγουν ανάµεσα σε σούσι, κάρι, γλυκόξινη πάπια και πιάτα για χορτοφάγους. Αρκετοί απ’ αυτούς διαµαρτυρήθηκαν για την ποιότητα του καφέ. Πολύ σύντοµα οι ουρές µεγάλωσαν, γιατί προστέθηκαν σ’ αυτές άτοµα της µεσαίας τάξης, που ήθελαν απλώς να φάνε χωρίς να πληρώσουν, κι άρχισε έτσι

να τσακώνεται η παραδοσιακή πελατεία µε τους εισβολείς, ενώ ο Ο’Κέλι αναγκάστηκε να φέρει τους ανθρώπους του για να βάλουν τάξη, προτού το κάνει η αστυνοµία. Τελικά, το υπουργείο Υγείας απαγόρευσε να µοιράζονται τα αποφάγια, γιατί ένας αλλεργικός παραλίγο να πεθάνει από ταϊλανδέζικη σάλτσα καρύδας. Ο Ιρλανδός και η Νίνι µου συχνά συναντιούνται για τσάι µε κουλουράκια, όπου περνούν την ώρα τους αναλύοντας φρικιαστικά εγκλήµατα. «Πιστεύεις ότι ένα τεµαχισµένο πτώµα µπορεί να διαλυθεί σε αποφρακτικό υγρό;» θα µπορούσε να είναι µια φυσιολογική ερώτηση του Ο’Κέλι. «Εξαρτάται από το µέγεθος των κοµµατιών», θα απαντούσε η Νίνι µου και θα προχωρούσαν στην επαλήθευση βυθίζοντας ένα κιλό µπριζόλες σε tub.o.flo, ενώ εγώ θα κρατούσα σηµειώσεις για τα αποτελέσµατα. «∆εν µε εκπλήσσει καθόλου που συνωµότησαν για να µε κρατήσουν αποκοµµένη απ’ τον υπόλοιπο κόσµο στην άκρη της Γης», διαµαρτυρήθηκα στον Μανουέλ Αρίας. «Απ’ αυτά που µου λες, οι δυο τους είναι πιο επίφοβοι από τους υποτιθέµενους εχθρούς σου, Μάγια», µου απάντησε εκείνος. «Μην υποτιµάς τους εχθρούς µου, Μανουέλ». «Ο παππούς σου είχε κι εκείνος τη συνήθεια να διαλύει µπριζόλες σε tub.o.flo;» «Όχι, ο δικός του τοµέας δεν είχε καµία σχέση µε την παρανοµία, µόνο µε τα αστέρια και τη µουσική. Ήταν η τρίτη γενιά µιας οικογένειας που λάτρευε την κλασική µουσική και την τζαζ». Του εξήγησα ότι ο παππούς µου µε έµαθε να χορεύω µόλις στάθηκα στα δυο µου πόδια, και µου αγόρασε πιάνο στα πέντε µου, γιατί η γιαγιά µου επέµενε ότι ήµουν παιδί θαύ-

68

69

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µα και ότι πολύ σύντοµα θα µε καλούσαν να διαγωνιστώ στην τηλεόραση. Άντεξαν τις φρικτές επιδόσεις µου στα πλήκτρα µέχρι που η καθηγήτρια της µουσικής υπαινίχθηκε ότι η ενέργειά µου θα αναλωνόταν πολύ πιο παραγωγικά σε κάτι που δεν χρειάζεται καλό αυτί. Αµέσως διάλεξα το σόκερ, όπως ονοµάζουν οι Αµερικανοί το ποδόσφαιρο, µια δραστηριότητα που, σύµφωνα µε τη Νίνι µου, αρµόζει µόνο σε ηλιθίους – έντεκα άντρακλες µε κοντά παντελονάκια να κυνηγούν ο ένας τον άλλον για µια πέτσινη σφαίρα. Ο παππούς δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτό το σπορ, γιατί δεν είναι διαδεδοµένο στις Ηνωµένες Πολιτείες, αλλά δεν δίστασε καθόλου να εγκαταλείψει το µπέιζµπολ, του οποίου ήταν φανατικός φίλος, και να εντρυφήσει σε εκατοντάδες παιδικά µατς γυναικείου φουτµπόλ. Μέσω κάποιων συναδέλφων από το αστεροσκοπείο του Σάο Πάολο κατάφερε να µου βρει ένα αυτόγραφο του Πελέ, ο οποίος είχε αποσυρθεί από τα γήπεδα και ζούσε στη Βραζιλία. Απ’ τη δική της την πλευρά, η Νίνι προσπάθησε να µε µάθει να γράφω και να διαβάζω σαν ενήλικας, αφού το πήρε απόφαση ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνω µουσικό φαινόµενο. Με έγραψε µέλος στη βιβλιοθήκη, µε έβαζε να αντιγράφω παραγράφους από κλασικά βιβλία και µε καρπάζωνε, αν µου έβρισκε κάποιο ορθογραφικό λάθος ή αν έφερνα µέτριους βαθµούς στα αγγλικά ή στη λογοτεχνία, στους δύο δηλαδή µοναδικούς τοµείς που την ενδιέφεραν. «Η Νίνι µου ήταν πάντα απότοµη, Μανουέλ, αλλά ο παππούς µου ήταν σαν καραµέλα, ήταν το φως της ζωής µου. Όταν η Μάρτα Ότερ µε παρέδωσε στο σπίτι των παππούδων µου, µε κράτησε εκείνος στην αγκαλιά του µε πολύ µεγάλη προσοχή, γιατί ποτέ του δεν είχε κρατήσει στην αγκαλιά του νεογέννητο. Λέει ότι το κύµα αγάπης που τον

κατέκλυσε για µένα τον µεταµόρφωσε. Έτσι µου το περιέγραψε ο ίδιος και ποτέ δεν αµφέβαλα γι’ αυτή την αγάπη». Όταν αρχίζω να µιλάω για τον παππού µου, δεν έχω σταµατηµό. Εξήγησα στον Μανουέλ ότι στη Νίνι µου οφείλω την αγάπη για τα βιβλία και ένα λεξιλόγιο που δεν είναι και για πέταµα, αλλά στον παππού µου οφείλω όλα τα υπόλοιπα. Η Νίνι µου µε έβαζε να διαβάζω µε το ζόρι, έλεγε ότι «τα γράµµατα ανοίγουν δρόµο µε το αίµα» –ή κάτι ανάλογο, βάρβαρο πάντως–, εκείνος όµως µετέτρεπε τη µελέτη σε παιχνίδι. Ένα απ’ αυτά τα παιχνίδια ήταν να ανοίγω το λεξικό κάπου στην τύχη, να βάζω το δάχτυλο στα τυφλά σε κάποια λέξη και να µαντεύω τη σηµασία της. Παίζαµε επίσης το παιχνίδι των χαζών ερωτήσεων: Γιατί η βροχή πέφτει προς τα κάτω, παππού; Γιατί αν έπεφτε προς τα πάνω, θα σου έκανε µούσκεµα το παντελόνι, Μάγια. Γιατί τα τζάµια είναι διαφανή; Για να µπερδεύουν τις µύγες. Γιατί τα χέρια σου είναι µαύρα από πάνω και ροζέ από κάτω, παππού; Γιατί δεν έφτασε η µπογιά. Κι έτσι συνεχίζαµε µέχρι που η γιαγιά µου έχανε την υποµονή της και άρχιζε να τσιρίζει. Η έντονη παρουσία του παππού µου, µε το σαρκαστικό του χιούµορ, την απέραντη καλοσύνη του, την αγαθοσύνη του, την αγκαλιά του, που ήταν πάντα ανοιχτή, και την τρυφερότητά του, γέµισε την παιδική µου ηλικία. Είχε γέλιο καµπανιστό, που ήταν σαν να γεννιέται µέσα στα έγκατα της γης, να ανεβαίνει απ’ τα πόδια του και να τον συνταράσσει ολόκληρο. «Παππού, ορκίσου ότι δεν θα πεθάνεις ποτέ», του έλεγα τουλάχιστον µια φορά την εβδοµάδα και η απάντησή του ήταν πάντα η ίδια: «Σου τ’ ορκίζοµαι ότι

70

71

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

θα είµαι πάντα µαζί σου». Προσπαθούσε να έρχεται νωρίς από το πανεπιστήµιο και να περνάει ένα διάστηµα µαζί µου προτού πάει στο σπουδαστήριό του µε τα βιβλία αστρονοµίας και τους χάρτες του ουρανού για να ετοιµάσει τα µαθήµατά του, να διορθώσει διαγωνίσµατα, να ερευνήσει, να γράψει. Τον επισκέπτονταν µαθητές και συνάδελφοι και έµεναν µέχρι την αυγή, ανταλλάσσοντας λαµπρές και απίθανες ιδέες, οπότε τους διέκοπτε η Νίνι φορώντας το νυχτικό της και κρατώντας ένα µεγάλο θερµός µε καφέ. «Πήρε να χαράζει, γεροντάκο µου. Ξέχασες µήπως ότι έχεις µάθηµα στις οκτώ;» έλεγε και µοίραζε σ’ όλους καφέ προτού τους ξεπροβοδίσει. Το κυρίαρχο χρώµα στην αύρα του παππού µου ήταν το βιολετί, που του ταίριαζε απόλυτα, γιατί είναι το χρώµα της ευαισθησίας, της σοφίας, του ενστίκτου, της ψυχικής δύναµης, του οράµατος για το µέλλον. Αυτές ήταν οι µοναδικές περιπτώσεις που η Νίνι µου έµπαινε στο γραφείο· αντίθετα, εγώ είχα το ελεύθερο να µπαίνω όποτε ήθελα, διέθετα µάλιστα τη δική µου καρέκλα σε µια γωνιά του τραπεζιού, όπου έκανα τα µαθήµατα του σχολείου µε τη συνοδεία της απαλής τζαζ και της µυρωδιάς του ταµπάκου. Σύµφωνα µε τον παππού µου, το επίσηµο εκπαιδευτικό σύστηµα φρενάρει την ανάπτυξη του νου· τους καθηγητές πρέπει να τους σεβόµαστε, αλλά να µην τους παίρνουµε και πολύ στα σοβαρά. Έλεγε ότι ο Ντα Βίντσι, ο Γαλιλαίος, ο Αϊνστάιν και ο ∆αρβίνος, για να αναφέρουµε µόνο τις τέσσερις µεγαλύτερες διάνοιες του δυτικού πολιτισµού –γιατί υπήρχαν και πολλοί άλλοι, όπως οι φιλόσοφοι και οι µαθηµατικοί των Αράβων, ο Αβικέννας και ο αλ-Χουαρίζµι–, αµφισβήτησαν τις γνώσεις της εποχής τους. Αν είχαν αποδεχτεί τις βλακείες που τους δίδασκαν

οι µεγαλύτεροί τους, δεν θα είχαν εφεύρει και δεν θα είχαν ανακαλύψει τίποτα. «Η εγγονή σου δεν είναι Αβικέννας και, αν δεν στρωθεί να διαβάσει, θα περάσει τη ζωή της ψήνοντας λουκάνικα», του έµπαινε η Νίνι µου. Εγώ όµως είχα άλλα σχέδια, ήθελα να ασχοληθώ µε το ποδόσφαιρο, γιατί οι ποδοσφαιριστές κερδίζουν εκατοµµύρια. «Αυτοί είναι άντρες, χαζοκόριτσο. Ξέρεις καµιά γυναίκα που να κερδίζει εκατοµµύρια;» έλεγε εκνευρισµένη η γιαγιά µου και αµέσως ξεκινούσε το συνηθισµένο της φιλιππικό, πιάνοντας απ’ το χώρο του φεµινισµού και φτάνοντας µέχρι την κοινωνική δικαιοσύνη, για να καταλήξει ότι, αν τελικά έπαιζα ποδόσφαιρο, θα γέµιζαν τα πόδια µου τρίχες. Αργότερα, ο παππούς µου µ’ έπαιρνε παράµερα και µου εξηγούσε ότι τα σπορ δεν προκαλούν τριχοφυΐα. Η τριχοφυΐα οφείλεται στα γονίδια και στις ορµόνες. Τα πρώτα χρόνια κοιµόµουν µε τους παππούδες µου, στην αρχή ανάµεσά τους και µετά σ’ έναν υπνόσακο που τον φυλάγαµε κάτω απ’ το κρεβάτι και που παριστάναµε και οι τρεις ότι δεν υπήρχε. Τη νύχτα ο παππούς µου µε ανέβαζε στον εξώστη του σπιτιού, απ’ όπου µελετούσαµε το άπειρο και σπαρµένο µε φωτάκια ∆ιάστηµα. Έτσι έµαθα να ξεχωρίζω τα γαλαζωπά αστέρια που πλησιάζουν και τα κοκκινωπά που αποµακρύνονται, τα γαλαξιακά πυκνώµατα και τα υπερπυκνώµατα, ακόµα πιο µεγάλες συσσωρεύσεις, που όµοιές τους υπάρχουν εκατοµµύρια. Μου εξηγούσε ότι ο Ήλιος είναι ένα µικρό αστέρι ανάµεσα στα εκατό εκατοµµύρια αστεριών του γαλαξία και ότι σίγουρα υπάρχουν εκατοµµύρια άλλα σύµπαντα πέρα απ’ αυτό που τώρα µπορούµε να αντιληφθούµε. «∆ηλαδή σαν να λέµε, παππού, είµαστε κάτι λιγότερο κι απ’ την ανάσα ενός ψύλλου», ερχόταν το λογικό συµπέρασµα. «∆εν σου φαίνεται

72

73

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

εκπληκτικό, Μάγια, ότι αυτές οι ανάσες των ψύλλων µπορούν και αντιλαµβάνονται το µεγαλείο του σύµπαντος; Ένας αστρονόµος χρειάζεται περισσότερο ποιητική φαντασία παρά κοινό νου, γιατί η υπέροχη πολυπλοκότητα του σύµπαντος δεν µπορεί να µετρηθεί ούτε να εξηγηθεί, µόνο διαισθητικά µπορεί να γίνει αντιληπτή». Μου µιλούσε για τα αέρια και για την αστρική σκόνη που σχηµατίζει υπέροχα νεφελώµατα, πραγµατικά έργα τέχνης, πινελιές µε θεσπέσια χρώµατα στο στερέωµα. Μου έλεγε πώς γεννιούνται και πώς πεθαίνουν τα αστέρια, µου µιλούσε για τις µαύρες τρύπες, για το χώρο και το χρόνο, για το ότι κατά πάσα πιθανότητα όλα αυτά είχαν ξεκινήσει µε το Big Bang, µια φοβερή και τροµερή έκρηξη, και για τα στοιχειώδη σωµατίδια που σχηµάτισαν τα πρώτα πρωτόνια και νετρόνια, και έτσι, µε διαδικασίες όλο και πιο πολύπλοκες, γεννήθηκαν οι γαλαξίες, οι πλανήτες, η ζωή. «Ερχόµαστε απ’ τ’ αστέρια», µου έλεγε. «Το ίδιο λέω κι εγώ», συµφωνούσε η Νίνι µου, εννοώντας βέβαια τα ωροσκόπια. Μετά την επίσκεψη στον αστρόπυργο µε το µαγικό τηλεσκόπιο και αφού µου έδινε να πιω ένα ποτήρι γάλα µε κανέλα και µέλι, µυστικό των αστρονόµων για την ανάπτυξη της διαίσθησης, ο παππούς µου φρόντιζε να βουρτσίσω τα δόντια µου και µετά µ’ έβαζε για ύπνο. Τότε ερχόταν η Νίνι µου και µου έλεγε µια διαφορετική ιστορία κάθε νύχτα, µια ιστορία που έβγαζε απ’ το µυαλό της, κι εγώ προσπαθούσα να την παρατείνω όσο περισσότερο γινόταν, αλλά κάθε φορά έφτανε µοιραία η ώρα που έπρεπε να µ’ αφήσει µόνη. Τότε άρχιζα να µετράω προβατάκια, παρακολουθώντας το ανεπαίσθητο τρεµούλιασµα του δράκοντα που κοιµόταν φτερωτός πάνω απ’ το κεφάλι µου, τα τριξίµατα του πατώµατος, τα βήµατα και τα µυστικά

µουρµουρητά των αόρατων κατοίκων αυτού του µαγεµένου σπιτιού. Η προσπάθειά µου να νικήσω το φόβο ήταν καθαρά ρητορική, γιατί, µόλις έπαιρνε ο ύπνος τους παππούδες µου, γλιστρούσα στο δωµάτιό τους περπατώντας στις µύτες των ποδιών µες στο σκοτάδι, ξετύλιγα τον υπνόσακο σε µια γωνιά κι έπεφτα καθησυχασµένη πια να κοιµηθώ. Επί χρόνια οι παππούδες µου πήγαιναν σε ξενοδοχεία απίθανες ώρες για να κάνουν έρωτα κρυφά. Μόνο τώρα που είµαι πια µεγάλη µπορώ να εκτιµήσω τη θυσία που έκαναν για µένα. Ο Μανουέλ κι εγώ αναλύσαµε το κωδικοποιηµένο µήνυµα που είχε στείλει ο Ο’Κέλι. Τα νέα ήταν καλά. Η κατάσταση στο σπίτι µου ήταν φυσιολογική και οι διώκτες µου δεν είχαν δώσει σηµεία ζωής, αν κι αυτό δεν σήµαινε ότι µε είχαν ξεχάσει. Ο Ιρλανδός δεν το είπε αυτό απευθείας, όπως είναι λογικό µε δεδοµένη την κατάσταση, αλλά µε µια κωδική φράση παρόµοια µ’ εκείνη που χρησιµοποιούσαν οι Ιάπωνες κατά το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο και που µου είχε διδάξει. Έχω ένα µήνα σ’ αυτό το νησί. ∆εν ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να προσαρµοστώ στους αργόσυρτους ρυθµούς του, σ’ αυτή τη νωθρότητα, σ’ αυτή τη µόνιµη απειλή της βροχής, στο αµετάβλητο υδάτινο και συννεφιασµένο τοπίο και στα πράσινα βοσκοτόπια. Όλα παραµένουν αναλλοίωτα, όλα είναι γαλήνια. Οι κάτοικοι του νησιού δεν ξέρουν τι σηµαίνει χρόνος, τα σχέδιά τους εξαρτώνται απ’ το κλίµα κι απ’ τη διάθεση. Πιστεύουν ακράδαντα ότι τα πράγµατα συµβαίνουν όταν είναι να συµβούν. Γιατί, λοιπόν, να κάνουµε σήµερα αυτό που θα µπορούσαµε να κάνουµε αύριο; Ο Μανουέλ Αρίας µε κοροϊδεύει για τις λίστες και

74

75

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

για τα σχέδιά µου, άχρηστα όλα σ’ αυτήν την άχρονη κουλτούρα, εδώ όπου η ώρα και η εβδοµάδα είναι το ίδιο πράγµα· παρά όσα λέει, ο ίδιος τηρεί αυστηρά το πρόγραµµά του και προχωρεί στη συγγραφή του βιβλίου του µε το ρυθµό που έχει ορίσει. Το Τσιλοέ έχει τη δική του φωνή. Στην αρχή δεν έβγαζα απ’ τα αυτιά µου τα ακουστικά, η µουσική ήταν το οξυγόνο µου, όµως τώρα έχω τ’ αυτιά µου τεντωµένα, προσπαθώντας να καταλάβω τα περίπλοκα ισπανικά των γηγενών. Ο Χουανίτο Κοράλες άφησε το iPod εκεί που το είχε βρει, στην τσέπη του σάκου µου, και κανείς απ’ τους δυο µας δεν έκανε λόγο για το περιστατικό. Όµως µέσα στην εβδοµάδα που έκανε να µου το επιστρέψει, συνειδητοποίησα ότι δεν µου έλειπε όσο πίστευα ότι θα µου λείψει. Χωρίς το iPod µπορώ ν’ ακούσω τη φωνή του νησιού: πουλιά, άνεµος, βροχή, τρίξιµο από σανίδες, ρόδες κάρων και µερικές φορές τον ήχο του βιολιού που φέρνει ο άνεµος απ’ το Καλεούτσε, ένα πλοίο-φάντασµα που ταξιδεύει µόνο όταν έχει οµίχλη και η παρουσία του γίνεται αντιληπτή από τη µουσική κι από τα κόκαλα των ναυαγών που τρίζουν, όταν χορεύουνε και τραγουδάνε. Το πλοίο το συνοδεύει ένα δελφίνι που το λένε Καουίγια, το όνοµα που έχει δώσει ο Μανουέλ στο πλοιάριό του. Μερικές φορές νιώθω έντονη την ανάγκη να πιω έστω µια γουλιά βότκα για να αποτίσω φόρο τιµής στο παρελθόν, που µπορεί να ήταν άθλιο, αλλά είχε οµολογουµένως πολύ περισσότερη κίνηση από το παρόν. Πρόκειται για ένα φευγαλέο καπρίτσιο και όχι για τον πανικό της υποχρεωτικής αποχής που είχα νιώσει κάποτε. Είµαι αποφασισµένη να τηρήσω την υπόσχεσή µου: µηδέν αλκοόλ, µηδέν ναρκωτικά, καθόλου τηλέφωνο ή e-mail, και το σί-

γουρο είναι ότι το αντιµετωπίζω µε πολύ λιγότερη ανασφάλεια απ’ ό,τι φανταζόµουν. Μόλις ξεκαθαρίσαµε το σηµείο αυτό, ο Μανουέλ έπαψε να κρύβει τα µπουκάλια µε το κρασί. Του εξήγησα ότι δεν χρειάζεται ν’ αλλάξει συνήθειες εξαιτίας µου, αλκοόλ βρίσκει κανείς παντού και είµαι η ίδια υπεύθυνη για τη νηφαλιότητά µου. Το κατάλαβε και έπαψε τελικά να τον τρώει η αγωνία κάθε φορά που πηγαίνω στην Ταβέρνα του Πεθαµένου για να δω λίγη τηλεόραση ή για να παρακολουθήσω τους ντόπιους να παίζουν τρούκο, ένα αργεντίνικο παιχνίδι µε ισπανική τράπουλα, όπου οι παίκτες απαγγέλλουν αυτοσχέδια στιχάκια σε κάθε γύρο. Μερικές συνήθειες του νησιού, όπως παραδείγµατος χάριν το τρούκο, µε µαγεύουν. Υπάρχουν όµως και άλλες που από κάποια στιγµή και µετά άρχισαν πραγµατικά να µε ενοχλούν. Αν ακούσω το τσουκάο, ένα ωραίο και φωνακλάδικο πουλάκι, να κελαηδάει στ’ αριστερά µου, αυτό σηµαίνει δυστυχία και πρέπει να βγάλω αµέσως ένα ρούχο και να το φορέσω ανάποδα προτού συνεχίσω να περπατάω στον ίδιο δρόµο· αν βγω τη νύχτα, καλό θα είναι να έχω µαζί µου ένα καθαρό µαχαίρι και λίγο αλάτι, γιατί, αν τύχει να δω µπροστά µου ένα µαύρο σκύλο µε κουτσουρεµένο αυτί, τότε αυτός ο σκύλος είναι στην πραγµατικότητα µάγος και, για να απελευθερωθώ, πρέπει να κάνω στον αέρα το σχήµα του σταυρού µε το µαχαίρι και να σκορπίσω γύρω το αλάτι. Η ευκοιλιότητα, που κόντεψε να µε στείλει όταν έφτασα στο Τσιλοέ, δεν ήταν δυσεντερία, γιατί, αν ήταν, θα µου είχε περάσει µε τα αντιβιοτικά του γιατρού. Ήταν µάγια, όπως απέδειξε η Εντουβίχις, όταν µε θεράπευσε µε προσευχές, µε ένα αφέψηµα από µυρτιά, λιναρόσπορο και άνθη λεµονιάς, και µε τις εντριβές που

76

77

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µου έκανε στην κοιλιά µε µια αλοιφή που χρησιµοποιούν για να γυαλίζουν τα µέταλλα. Το παραδοσιακό πιάτο του Τσιλοέ είναι το κουράντο, και στο δικό µας νησί το µαγειρεύουν καλύτερα από κάθε άλλο µέρος. Η ιδέα να προσφέρουν κουράντο στους τουρίστες ήταν πρωτοβουλία του Μανουέλ για να σπάσει την αποµόνωση αυτού του µικρού χωριού, το οποίο σπάνια δεχόταν επισκέπτες, αφού οι Ιησουίτες δεν µας άφησαν κάποια σπουδαία εκκλησία και δεν έχουµε ούτε πιγκουΐνους ούτε φάλαινες, αλλά µόνο κύκνους, φλαµίνγκο και δελφίνια, όλα πολύ συνηθισµένα σ’ αυτές τις περιοχές. Αρχικά ο Μανουέλ διέδωσε ότι εδώ βρίσκεται το σπήλαιο της Πινκόγια και κανείς δεν είχε στοιχεία για να τον διαψεύσει, αφού η ακριβής θέση του σπηλαίου είναι θέµα µεγάλης συζήτησης και τη διεκδικούν αρκετά νησιά. Το σπήλαιο και το κουράντο είναι τώρα οι βασικές ατραξιόν του νησιού. Η βορειοανατολική πλευρά του νησιού είναι βραχώδης και απότοµη, επικίνδυνη για τη ναυσιπλοΐα, αλλά ό,τι πρέπει για ψάρεµα· στην ακτή υπάρχει ένα υποβρύχιο σπήλαιο, που φαίνεται µόνο κατά την ώρα της άµπωτης, τέλειο για βασίλειο της Πινκόγια, ενός απ’ τα ελάχιστα καλόβολα όντα στην τροµακτική µυθολογία του Τσιλοέ, γιατί βοηθάει τους ψαράδες και τους ναυτικούς που βρίσκονται σε κίνδυνο. Είναι µια πανέµορφη κοπέλα µε µακριά µαλλιά, τυλιγµένη στα φύκια, που, όταν χορεύει κοιτάζοντας τη θάλασσα, αυτό σηµαίνει καλή ψαριά, ενώ αν χορεύει στραµµένη προς την ακτή, η ψαριά δεν θα είναι καλή και θα πρέπει να ψάξουν άλλο µέρος για να ρίξουν τα δίχτυα τους. Αφού κανείς δεν την έχει δει, η επόµενη πληροφορία είναι άχρηστη. Αν εµφανιστεί µπροστά σου η Πινκόγια, πρέπει να κλείσεις τα µάτια και να τρέξεις προς την

αντίθετη κατεύθυνση, γιατί γητεύει τους λάγνους και τους παίρνει µαζί της στο βυθό της θάλασσας. Απ’ το χωριό έως το σπήλαιο η πορεία διαρκεί όλο κι όλο είκοσι πέντε λεπτά, αλλά πρέπει να έχεις γερά παπούτσια και καλή διάθεση για να περάσεις το απότοµο και πολλές φορές ανηφορικό µονοπάτι. Στο λόφο υψώνονται µερικές µοναχικές αροκάριες, που δεσπόζουν στο τοπίο, κι απ’ την κορυφή απλώνεται το βουκολικό πανόραµα της θάλασσας, του ουρανού και των ακατοίκητων κοντινών νησιών. Μερικά απ’ αυτά χωρίζονται από κανάλια τόσο στενά, που την ώρα της άµπωτης µπορείς να µιλήσεις µε κάποιον που βρίσκεται στην απέναντι όχθη. Απ’ το λόφο φαίνεται το σπήλαιο σαν τεράστιο ξεδοντιασµένο στόµα. Μπορεί κανείς να κατέβει, αν θέλει, διατρέχοντας όµως τον κίνδυνο να καταγδαρθεί στα βράχια, που είναι γεµάτα από περιττώµατα γλάρων, και να τσακίσει τη σπονδυλική του στήλη αν πέσει. Ή µπορεί, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι ξέρει καλά τα νερά και τους υφάλους, να φτάσει εκεί µε καγιάκ ακολουθώντας την ακτή του νησιού. Χρειάζεται µεγάλη φαντασία για να εκτιµήσει κανείς το υποθαλάσσιο παλάτι της Πινκόγια, γιατί, πέρα απ’ το άνοιγµα της µάγισσας, δεν φαίνεται τίποτα. Στο παρελθόν κάποιοι Γερµανοί τουρίστες προσπάθησαν να µπουν κολυµπώντας, αλλά οι αστυνοµικοί το απαγόρευσαν, γιατί υπάρχουν επικίνδυνα ρεύµατα. ∆εν είναι καθόλου καλό για τη φήµη του νησιού να πνίγονται ξένοι εδώ. Μου είπαν ότι ο Γενάρης και ο Φλεβάρης είναι µήνες ζέστης και ξηρασίας σ’ αυτά τα γεωγραφικά πλάτη, αλλά αυτό το καλοκαίρι πρέπει να είναι απ’ τα πιο περίεργα,

78

79

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γιατί κάθε τρεις και λίγο βρέχει. Οι µέρες όµως είναι µεγάλες, ο ήλιος δεν βιάζεται καθόλου να δύσει. Κάνω µπάνια στη θάλασσα παρά τις προειδοποιήσεις της Εντουβίχις για τα ρεύµατα, για τους σαρκοφάγους σολοµούς που το ’χουν σκάσει απ’ τα κλουβιά, και για τον Μιγιαλόµπο, ένα πλάσµα της µυθολογίας του νησιού, µισό άνθρωπο και µισό σκυλόψαρο, µε χρυσαφένιο τρίχωµα, που µπορεί να µε αρπάξει την ώρα της παλίρροιας. Σ’ αυτόν τον κατάλογο των συµφορών ο Μανουέλ προσθέτει και την υποθερµία· λέει ότι µόνο µια παλαβιάρα Αµερικάνα θα αποτολµούσε να κάνει µπάνιο σ’ αυτά τα παγωµένα νερά χωρίς λαστιχένια στολή δύτη. Στην πραγµατικότητα, δεν έχω δει κανέναν να µπαίνει στο νερό για πλάκα. Το κρύο νερό είναι καλό για την υγεία, µε διαβεβαίωνε η Νίνι µου, όταν χαλούσε ο θερµοσίφωνας στο σπίτι του Μπέρκλεϊ, δηλαδή δυο-τρεις φορές την εβδοµάδα. Την προηγούµενη χρονιά ταλαιπώρησα υπερβολικά το σώµα µου, θα µπορούσα να έχω πεθάνει σαν το σκυλί στ’ αµπέλι· εδώ έχω έρθει για να αναλάβω δυνάµεις και γι’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το θαλάσσιο µπάνιο. Φοβάµαι µόνο µη µου ξαναεµφανιστεί η κυστίτιδα, αλλά µέχρι τώρα πάω καλά. Πήγα σε διάφορα άλλα νησιά και σε χωριά µε τον Μανουέλ, για να µιλήσουµε µε τους γεροντότερους, και ήδη έχω σχηµατίσει µια γενική ιδέα για το αρχιπέλαγος, αν και αποµένει να εξερευνήσω το Νότο. Το Κάστρο είναι η καρδιά του Μεγάλου Νησιού, µε σαράντα χιλιάδες κατοίκους και µεγάλη εµπορική κίνηση. Αυτό το «µεγάλη» είναι λίγο υπερβολικό, αλλά έπειτα από έξι βδοµάδες εδώ, το Κάστρο µού φαίνεται σαν τη Νέα Υόρκη. Η πόλη κρέµεται κυριολεκτικά πάνω από τη θάλασσα, µε πασσαλόσπιτα στην όχθη και ξύλινα σπίτια βαµ-

µένα µε ζωηρά χρώµατα για να ευφραίνεται η ψυχή το χειµώνα που ο ουρανός και το νερό έχουν την ίδια γκριζάδα. Εδώ έχει ο Μανουέλ τον τραπεζικό του λογαριασµό, τον οδοντίατρο και τον κουρέα του, εδώ αγοράζει τα εφόδιά του, παραγγέλνει και παραλαµβάνει βιβλία από το βιβλιοπωλείο. Αν η θάλασσα είναι αγριεµένη και δεν προλάβουµε να επιστρέψουµε στο σπίτι, µένουµε στην πανσιόν µιας Αυστριακής κυρίας, που ο φοβερός πισινός της και το τροµερό της στήθος κάνουν τον Μανουέλ πάντα να κοκκινίζει. Εκεί τρώµε µέχρι σκασµού γουρουνόπουλο και στρούντελ µήλου. Ελάχιστοι Αυστριακοί υπάρχουν σ’ αυτά τα µέρη, αλλά οι Γερµανοί περισσεύουν. Η µεταναστευτική πολιτική αυτής της χώρας ήταν και είναι εξαιρετικά ρατσιστική. Καθόλου Ασιάτες, καθόλου µαύροι ή ινδιάνοι από άλλες περιοχές, µόνο λευκοί Ευρωπαίοι. Ένας πρόεδρος του 19ου αιώνα έφερε Γερµανούς από το Μέλανα ∆ρυµό και τους παραχώρησε καλλιεργήσιµη γη στο Νότο, σε εκτάσεις που δεν ήταν δικές τους, αλλά ανήκαν στους ινδιάνους Μαπούτσε. Ήθελε να βελτιώσει γενετικά τον πληθυσµό και να εµφυσήσουν οι Γερµανοί στους Χιλιανούς αίσθηση ευθύνης, αγάπη για τη δουλειά και πειθαρχία. ∆εν ξέρω αν το σχέδιο του βγήκε όπως το ήθελε, αλλά σε κάθε περίπτωση οι Γερµανοί έβαλαν µε τις προσπάθειές τους στο χάρτη αρκετές επαρχίες του Νότου και τις γέµισαν µε γαλαζοµάτηδες απογόνους. Η οικογένεια της Μπλάνκα Σνάκε κατάγεται απ’ αυτούς. Κάναµε ένα ειδικό ταξίδι για να µε συστήσει ο Μανουέλ στον πατέρα Λουσιάνο Λιόν, ένα φοβερό γέροντα που εί-

80

81

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

χε συλληφθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1973-1989) γιατί έκρυβε καταζητούµενους. Το Βατικανό, έχοντας βαρεθεί να του τραβάει τ’ αυτί, του έκοψε µια σύνταξη και τον έστειλε σε ένα µακρινό χωριουδάκι του Τσιλοέ, αλλά ακόµα κι εδώ ο γεροπολεµιστής δεν παύει να δίνει αφορµές. Όταν έκλεισε τα ογδόντα, ήρθαν για να το γιορτάσουν οι θαυµαστές του απ’ όλα τα νησιά, αλλά και είκοσι λεωφορεία µε πρώην ενορίτες του από το Σαντιάγο· η γιορτή κράτησε δυο µέρες στην πλατεία µπροστά από την εκκλησία, µε ψητά αρνιά και κοτόπουλα, πίτες και ένα αστείρευτο ποτάµι βαρελίσιο κρασί. Εκεί επαναλήφθηκε το θαύµα του πολλαπλασιασµού των ψωµιών, γιατί, παρ’ όλο που ο κόσµος δεν είχε τελειωµό, το φαγητό έφτασε και περίσσεψε. Οι µεθυσµένοι απ’ το Σαντιάγο διανυκτέρευσαν στο νεκροταφείο, αδιαφορώντας για την οδύνη των ψυχών. Το σπιτάκι του παπά το φυλούσε ένας µεγαλόπρεπος κόκορας µε αστραφτερά φτερά, που έκρωζε στην οροφή, κι ένα εντυπωσιακό ακούρευτο πρόβατο, ξαπλωµένο σαν πεθαµένο στο κατώφλι. Αναγκαστήκαµε να µπούµε απ’ την πόρτα της κουζίνας. Το πρόβατο, µε το ταιριαστό όνοµα Μαθουσάλας, έχει γλιτώσει από την κατσαρόλα τόσο πολλά χρόνια, που σχεδόν δεν µπορεί να κουνηθεί απ’ τα γηρατειά. «Τι δουλειά έχεις σ’ αυτά τα µέρη, τόσο µακριά απ’ το σπίτι σου, κορίτσι µου;» ήταν το καλωσόρισµα του πατέρα Λιόν. «Κρύβοµαι απ’ τις Αρχές», του απάντησα σοβαρά κι εκείνος έβαλε τα γέλια. «Έτσι κρυβόµουνα κι εγώ για δεκαέξι χρόνια και, για να είµαι ειλικρινής, νοσταλγώ εκείνους τους καιρούς».

Είναι φίλος του Μανουέλ Αρίας από το 1975, όταν τους εκτόπισαν και τους δύο στο Τσιλοέ. Η τιµωρία του εκτοπισµού είναι πολύ σκληρή, αλλά όχι τόσο σκληρή όσο η εξορία, γιατί ο καταδικασµένος παραµένει τουλάχιστον στη χώρα του, µου εξήγησε. «Μας έστελναν µακριά απ’ τις οικογένειές µας, σε κάποιον αφιλόξενο τόπο, όπου ήµασταν µόνοι, χωρίς χρήµατα και χωρίς δουλειά, µε την αστυνοµία συνεχώς πάνω απ’ το κεφάλι µας. Ο Μανουέλ κι εγώ ήµασταν τυχεροί, γιατί µας έτυχε το Τσιλοέ, κι εδώ ο κόσµος µάς αγκάλιασε. ∆εν θα το πιστέψεις, κοριτσάκι, αλλά ο δον Λίονελ Σνάκε, ο οποίος µισούσε τους αριστερούς πιο πολύ κι απ’ το διάβολο, ήταν εκείνος που µας περιµάζεψε». Σ’ αυτό το σπίτι γνώρισε ο Μανουέλ την Μπλάνκα, την κόρη του µεγαλόψυχου αµφιτρύωνά του. Η Μπλάνκα ήταν λίγο παραπάνω από είκοσι χρονών, αρραβωνιασµένη, και η φήµη για την οµορφιά της κυκλοφορούσε από στόµα σε στόµα προσελκύοντας έναν ολόκληρο στρατό θαυµαστών, οι οποίοι δεν έκαναν πίσω µπροστά στον αρραβωνιαστικό. Ο Μανουέλ έµεινε ένα χρόνο στο Τσιλοέ, βγάζοντας ίσα-ίσα τα προς το ζην, ψαρεύοντας και κάνοντας το µαραγκό, ενώ µελετούσε τη συναρπαστική ιστορία και τη µυθολογία του αρχιπελάγους, χωρίς να φύγει καθόλου απ’ το Κάστρο, όπου έπρεπε να παρουσιάζεται κάθε µέρα στο αστυνοµικό τµήµα και να υπογράφει στο βιβλίο των εκτοπισµένων. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, αγάπησε το νησί· ήθελε να το διατρέξει ολόκληρο, να το µελετήσει, να το περιγράψει. Γι’ αυτό, έχοντας κάνει σχεδόν το γύρο του κόσµου, ήρθε να τελειώσει τις µέρες του εδώ. Αφού έληξε η ποινή του εκτοπισµού του, µπόρεσε να φύγει για την Αυστραλία, µία από τις χώρες που δεχόταν Χιλιανούς πρό-

82

83

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σφυγες, όπου τον περίµενε η γυναίκα του. Ένιωσα µεγάλη έκπληξη ακούγοντας ότι ο Μανουέλ είχε οικογένεια. Ποτέ δεν την είχε αναφέρει. Έµαθα αργότερα ότι παντρεύτηκε δύο φορές, δεν έκανε παιδιά, πήρε διαζύγιο και απ’ τις δύο γυναίκες και ότι καµία απ’ τις δύο δεν ζει στη Χιλή. «Γιατί σε εκτόπισαν, Μανουέλ;» τον ρώτησα. «Οι γαλονάδες έκλεισαν τη Σχολή Κοινωνικών Επιστηµών όπου ήµουν καθηγητής, γιατί τη θεώρησαν άντρο κοµµουνιστών. Έπιασαν κάµποσους καθηγητές και φοιτητές και πολλούς απ’ αυτούς τους σκότωσαν σαν τα σκυλιά». «Έκανες φυλακή;» «Ναι». «Και η Νίνι µου; Ξέρεις αν έκανε κι εκείνη φυλακή;» «Όχι, εκείνη όχι».

θος τις χιλιανές συνήθειές της και εξακολουθεί να συγκινείται µέχρι δακρύων όταν κρεµάει την τρίχρωµη σηµαία στο µπαλκόνι της το Σεπτέµβριο. Φοβάµαι ότι καλλιεργεί στο µυαλό της µια ποιητική εικόνα για τη Χιλή και τρέµει να έρθει αντιµέτωπη µε την πραγµατικότητα, ή µπορεί και να υπάρχει κάτι εδώ που δεν θέλει να θυµάται. Οι παππούδες µου ήταν ταξιδιώτες πεπειραµένοι και πρακτικοί. Στα φωτογραφικά µας άλµπουµ µάς βλέπει κανείς σε εξωτικούς τόπους να φοράµε τα ίδια πάντα ρούχα, κι αυτό γιατί είχαµε µειώσει τις αποσκευές µας στα στοιχειώδη και είχαµε πάντα έτοιµες τις χειραποσκευές, µία για τον καθένα µας, κάτι που µας έδινε τη δυνατότητα να φεύγουµε µέσα σε µισή ώρα, ανάλογα µε την ευκαιρία και τη διάθεσή µας. Μια φορά ο παππούς µου κι εγώ διαβάζαµε για τους γορίλες σε ένα National Geographic, και συγκεκριµένα ότι είναι χορτοφάγοι, άκακοι και µε έντονη την αίσθηση της οικογένειας, και η Νίνι µου, η οποία περνούσε εκείνη την ώρα έξω από το δωµάτιο µ’ ένα βάζο στα χέρια, πέταξε χωρίς να το καλοσκεφτεί ότι θα έπρεπε να πάµε να τους δούµε. «Ωραία ιδέα», απάντησε ο παππούς µου, έπιασε το τηλέφωνο, µίλησε µε τον πατέρα µου, εξασφάλισε τα εισιτήρια και την επόµενη µέρα ταξιδεύαµε για την Ουγκάντα µε τις ήδη έτοιµες βαλιτσούλες µας. Τον παππού µου τον καλούσαν σε σεµινάρια και συνδιασκέψεις και, όποτε µπορούσε, µας έπαιρνε µαζί του, γιατί η Νίνι µου φοβόταν ότι θα µπορούσε να συµβεί κάτι κακό και να µας βρει τον ένα στην Ανατολή και τον άλλο στη ∆ύση. Η Χιλή είναι ένα φρύδι ανάµεσα στον όγκο των Άνδεων και στα απύθµενα βάθη του Ειρηνικού, µε εκατοντάδες ηφαίστεια, κάποια απ’ αυτά µε τη λάβα ακόµα ζεστή, που µπορούν να ξυπνήσουν οποιαδήποτε στιγµή και να βυθίσουν τη γύρω περιοχή στη θάλασσα. Αυτό εξη-

Πώς είναι δυνατόν να ξέρω τόσο λίγα πράγµατα για τη Χιλή; ∆εν τολµώ να ρωτήσω τον Μανουέλ για να µη µε θεωρήσει άσχετη, αλλά άρχισα να το ψάχνω στο ίντερνετ. Χάρη στις δωρεάν πτήσεις που είχε δικαίωµα να κάνει ο πατέρας µου µε την ιδιότητα του πιλότου, οι παππούδες µου ταξίδευαν µαζί µου κάθε φορά που είχαµε διακοπές ή που διαθέταµε λίγο ελεύθερο χρόνο. Ο παππούς µου έφτιαξε έναν κατάλογο µε τόπους που έπρεπε οπωσδήποτε να επισκεφθούµε έπειτα από την Ευρώπη και προτού πεθάνουµε. Έτσι επισκεφθήκαµε τα Νησιά Γκαλάπαγκος, τον Αµαζόνιο, την Καππαδοκία και το Μάτσου Πίτσου, αλλά ποτέ δεν ήρθαµε στη Χιλή, όπως θα ήταν το λογικό. Η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ µέρους της Νίνι µου να επισκεφθεί τη χώρα της είναι ανεξήγητη, γιατί υπερασπίζεται µε πά-

84

85

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γεί γιατί η Χιλιανή γιαγιά µου είναι πάντα προετοιµασµένη για το χειρότερο, ακόµα και για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και περνάει τη ζωή της βυθισµένη σε µια ολοκληρωτική µοιρολατρία, στην οποία τη στηρίζουν κάποιοι καθολικοί άγιοι της επιλογής της και οι φλου συµβουλές του ωροσκοπίου. Εγώ έλειπα πολύ συχνά απ’ το σχολείο, γιατί ταξίδευα µε τους παππούδες µου και γιατί το βαριόµουν· µόνο εξαιτίας των καλών µου βαθµών και της ευελιξίας της ιταλικής µεθόδου δεν µε έδιωχναν. Έπασχα από διάφορες φανταστικές αρρώστιες, πότε σκωληκοειδίτιδα, πότε ηµικρανία, πότε λαρυγγίτιδα, κι αν δεν έπιανε τίποτε απ’ όλα αυτά, ένας κολικός έπειθε και τους πιο δύσπιστους. Τον παππού µου τον ξεγελούσα εύκολα, αλλά η Νίνι µου µε θεράπευε µε πολύ δραστικές µεθόδους, ένα κρύο ντους ή µια κουταλιά µουρουνόλαδο, εκτός αν βόλευε την ίδια να λείψω απ’ το σχολείο, όταν, για παράδειγµα, ήταν να συµµετάσχω σε κάποια διαδήλωση εναντίον κάποιου πολέµου, να κολλήσω αφίσες κατά των εργαστηριακών πειραµάτων σε ζώα ή να αλυσοδεθώ µαζί της σε κάποιο δέντρο για να καταγγείλουµε τα εργοστάσια ξυλείας. Η αποφασιστικότητα µε την οποία ήθελε να µου αναπτύξει την κοινωνική συνείδηση ήταν οµολογουµένως ηρωική. ∆εν έλειψαν οι περιπτώσεις όπου ο παππούς µου αναγκάστηκε να έρθει να µας βγάλει από τα κρατητήρια. Η αστυνοµία του Μπέρκλεϊ είναι ανεκτική, είναι συνηθισµένη να αντιµετωπίζει διαδηλώσεις για τους πιο απίθανους ευγενείς σκοπούς, διάφορους φανατικούς µε καλές προθέσεις, ικανούς να στρατοπεδεύουν επί µήνες σε κάποια δηµόσια πλατεία, φοιτητές αποφασισµένους να καταλάβουν το πανεπιστήµιο για την Παλαιστίνη ή για τα δι-

καιώµατα των γυµνιστών, αφηρηµένες διάνοιες που αγνοούν τα σήµατα της τροχαίας, ζητιάνους που στην προηγούµενη ζωή τους είχαν διδακτορικό µετ’ επαίνων, ναρκοµανείς που ψάχνουν να βρουν τον παράδεισο και, τελικά, οποιονδήποτε ενάρετο, µισαλλόδοξο και µαχητικό πολίτη αυτής της πόλης των εκατό χιλιάδων κατοίκων, όπου όλα επιτρέπονται, αρκεί να γίνονται µε στιλ. Η Νίνι µου και ο Μάικ Ο’Κέλι συχνά ξεχνούν τους καλούς τους τρόπους µέσα στην έξαψη της υπεράσπισης της δικαιοσύνης, αλλά, όταν συλλαµβάνονται, δεν καταλήγουν στριµωγµένοι σε κάποιο κελί, αφού ο ίδιος ο υπαστυνόµος Βάλτσακ πάει και τους αγοράζει καπουτσίνο. Ήµουν δέκα χρονών όταν ο πατέρας µου ξαναπαντρεύτηκε. ∆εν µας είχε παρουσιάσει ποτέ κάποια από τις ερωµένες του και υπερασπιζόταν µε τέτοιο πάθος τα προνόµια της ελευθερίας του, ώστε δεν περιµέναµε ποτέ να την απαρνηθεί. Μια µέρα µάς ανακοίνωσε ότι θα έφερνε µια φίλη να φάει µαζί µας, και ούτε η Νίνι, που επί χρόνια προσπαθούσε παρασκηνιακά να του βρει νύφη, πρόλαβε να ετοιµαστεί για να κάνει καλή εντύπωση στην άγνωστη γυναίκα, ενώ εγώ ήµουν έτοιµη να της βγάλω τα µάτια. Στο σπίτι έπεσε µια ξαφνική φρενίτιδα δραστηριότητας. Η Νίνι µου έκλεισε ένα επαγγελµατικό συνεργείο καθαρισµού, που άφησε τον αέρα του σπιτιού να µυρίζει χλωρίνη και γαρδένιες, και βάλθηκε να φτιάξει µια µαροκινή συνταγή, κοτόπουλο µε κανέλα, που την άφησε για επιδόρπιο. Ο παππούς έφτιαξε µερικά CD µε αγαπηµένα του κοµµάτια για να υπάρχει ατµοσφαιρική µουσική – µουσική οδοντιατρείου κατά τη γνώµη µου.

86

87

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ο πατέρας µου, που είχαµε να τον δούµε γύρω στις δύο εβδοµάδες, το βράδυ που είχαµε συµφωνήσει εµφανίστηκε µε τη Σούζαν, µια ξανθιά, κακοντυµένη φακιδιάρα, πράγµα που µας εξέπληξε, γιατί είχαµε την εντύπωση ότι του άρεσαν οι φανταχτερές τύπισσες, όπως η Μάρτα Ότερ, προτού ακόµα υποκύψει στη µητρότητα και την οικογενειακή ζωή στο Όντενζε. Η Σούζαν µε την απλότητά της αποπλάνησε µέσα σε ελάχιστα λεπτά τους παππούδες µου, δεν ήταν όµως ο δικός µου τύπος· την υποδέχτηκα τόσο άσχηµα, που η Νίνι µου µε βούτηξε απ’ το χέρι και µε τράβηξε στην κουζίνα µε πρόσχηµα ότι έπρεπε να σερβίρω το κοτόπουλο, και µε απείλησε ότι θα µου κάνει τα µάγουλα κόκκινα απ’ τα χαστούκια αν δεν άλλαζα στάση. Μετά το φαγητό ο παππούς µου έκανε το αδιανόητο: Κάλεσε τη Σούζαν στο αστρονοµικό παρατηρητήριο, όπου δεν πήγαινε ποτέ µε κανέναν εκτός από µένα, κι έµειναν εκεί αρκετή ώρα παρατηρώντας τον ουρανό, ενώ η γιαγιά µου κι ο πατέρας µου µε κατσάδιαζαν για τη στάση µου. Μερικούς µήνες αργότερα, ο πατέρας µου και η Σούζαν παντρεύτηκαν µε µια απλή τελετή στην παραλία. Αυτού του είδους οι γάµοι είχαν πάψει να είναι της µόδας εδώ και µια δεκαετία, αλλά αυτό επιθυµούσε η νύφη. Ο παππούς µου θα προτιµούσε κάτι πιο άνετο, αλλά η Νίνι µου ήταν στο στοιχείο της. Την τελετή ανέλαβε ένας φίλος της Σούζαν, ο οποίος πήρε ταχυδροµικώς µια άδεια από την Παγκόσµια Εκκλησία. Με υποχρέωσαν να παραστώ, αλλά αρνήθηκα να δώσω εγώ τα δαχτυλίδια και να ντυθώ παρανυφάκι, όπως ήθελε η γιαγιά µου. Ο πατέρας µου φορούσε ένα λευκό κοστούµι τύπου Μάο, το οποίο δεν ταίριαζε µε την προσωπικότητά του και τις πολιτικές συ-

µπάθειές του, και η Σούζαν φορούσε µια αραχνοΰφαντη πουκαµίσα και ένα στεφάνι από λουλούδια του δάσους, που επίσης ήταν πολύ παλιοµοδίτικο. Οι καλεσµένοι, ξυπόλητοι στην άµµο, µε τα παπούτσια στο χέρι, άντεξαν µισή ώρα οµίχλης και γλυκανάλατων συµβουλών του αυτοσχέδιου παπά. Ακολούθησε δεξίωση στο κλαµπ του ναυτικού οµίλου της ίδιας παραλίας και οι συνδαιτυµόνες χόρεψαν και ήπιαν µέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, ενώ εγώ κλείστηκα στο Volkswagen των παππούδων µου, απ’ όπου έβγαλα τη µύτη µου µόνο όταν ο καλός µου ο Ο’Κέλι έφτασε µε το αναπηρικό του καροτσάκι για να µου φέρει ένα κοµµάτι τούρτα. Οι παππούδες µου ήθελαν να µείνουν οι νιόπαντροι µαζί µας, αφού µας περίσσευε χώρος, αλλά ο πατέρας µου νοίκιασε στην ίδια γειτονιά ένα σπιτάκι που τα τετραγωνικά του δεν ξεπερνούσαν τα τετραγωνικά της κουζίνας της µητέρας του. ∆εν του έφταναν τα χρήµατα για κάτι καλύτερο. Οι πιλότοι δουλεύουν πολύ, κερδίζουν λίγα και είναι µονίµως κουρασµένοι· δεν είναι να τους ζηλεύει κανείς. Μόλις εγκαταστάθηκαν, ο πατέρας µου αποφάσισε ότι έπρεπε να πάω να µείνω µαζί τους και τα καπρίτσια µου ούτε µαλάκωσαν ούτε τρόµαξαν τη Σούζαν, η οποία αρχικά µου είχε φανεί µάλλον του χεριού µου. Ήταν µια γυναίκα ψύχραιµη, µε πάντα ισορροπηµένη διάθεση, πάντα διατεθειµένη να βοηθήσει, αλλά χωρίς τον επιθετικό συναισθηµατισµό της Νίνι µου, η οποία µερικές φορές τροµάζει ακόµα και τους αποδέκτες της συµπόνιας της. Τώρα καταλαβαίνω ότι στη Σούζαν έπεσε το άχαρο καθήκον να αναλάβει ένα µυξιάρικο µεγαλωµένο από γέρους, κακοµαθηµένο και ιδιότροπο, που έτρωγε µόνο λευκές τροφές –ρύζι, ποπκόρν, ψωµί πολυτελείας, µπανάνες– και που

88

89

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τις νύχτες κοιµόταν ελάχιστα. Αντί να µε υποχρεώσει να τρώω µε παραδοσιακές µεθόδους, µου έφτιαχνε στήθος γαλοπούλας µε κρέµα σαντιγί, κουνουπίδι µε παγωτό καρύδας και άλλους τολµηρούς συνδυασµούς, µέχρι που σιγάσιγά πέρασα απ’ το λευκό στο µπεζ –χούµους, κάποια δηµητριακά, καφέ µε γάλα– και από εκεί σε χρώµατα µε µεγαλύτερη προσωπικότητα, όπως κάποιες αποχρώσεις του πράσινου, του πορτοκαλί και του κόκκινου, αρκεί να µην ήταν παντζάρια. Η ίδια δεν µπορούσε να κάνει παιδιά και προσπαθούσε να αντισταθµίσει αυτή την έλλειψη κερδίζοντας την αγάπη µου, αλλά εγώ την αντιµετώπιζα µε το πείσµα µουλαριού. Άφησα τα πράγµατά µου στο σπίτι των παππούδων µου και πήγαινα στο σπίτι του µπαµπά µου µόνο και µόνο για να κοιµηθώ, µ’ ένα τσαντάκι στο χέρι, το ξυπνητήρι µου και το βιβλίο που διάβαζα εκείνη την εποχή. Οι νύχτες ήταν άγρυπνες, έτρεµα σύγκορµη απ’ το φόβο, µε το κεφάλι µου κάτω απ’ τις κουβέρτες. Καθώς ο µπαµπάς δεν θα ανεχόταν την παραµικρή απρέπεια, υιοθέτησα µια στάση αφ’ υψηλού ευγένειας, εµπνευσµένης από τους µπάτλερ των αγγλικών ταινιών.

εκρηκτικούς µηχανισµούς µε την όσφρηση, µια ειδικότητα ιδιαίτερα περιζήτητη µετά το 2001, όταν άρχισε η παράνοια της τροµοκρατίας, µόνο που την εποχή που παντρεύτηκε τον µπαµπά µου ήταν κάτι σαν ζωντανό ανέκδοτο για την άξεστη µπατσαρία, αφού είχαν να βάλουν βόµβα στην Καλιφόρνια από τον καιρό του Νώε. Κάθε ζώο δούλευε µε µόνο έναν αστυνοµικό καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, µε αποτέλεσµα ζώο και άνθρωπος να αλληλοσυµπληρώνονται τόσο καλά, ώστε να µαντεύουν ο ένας τη σκέψη του άλλου. Η Σούζαν ξεχώριζε το πιο ζωηρό κουτάβι από κάθε γέννα και το άτοµο που θα µπορούσε καλύτερα να ταιριάξει µαζί του, κάποιον που να έχει µεγαλώσει µε ζώα. Αν και είχα ορκιστεί να σπάσω τα νεύρα της µητριάς µου, παραδόθηκα αµαχητί µπροστά στον Άλβι, ένα εξάχρονο λαµπραντόρ, πιο έξυπνο και πιο συµπαθητικό κι από τον πιο σένιο άνθρωπο. Η Σούζαν µού έµαθε όσα ξέρω σήµερα για τα ζώα και µου επέτρεπε, παραβαίνοντας ένα βασικό κανόνα του εγχειριδίου οδηγιών, να κοιµάµαι µε τον Άλβι. Έτσι το σκυλί µε βοήθησε να καταπολεµήσω την αϋπνία. Η σιωπηρή παρουσία της µητριάς µου έφτασε να γίνει τόσο φυσική και τόσο απαραίτητη για την οικογένεια, που µου είναι πια αδύνατον να θυµηθώ πώς ήταν η ζωή πριν από εκείνη. Όταν ο µπαµπάς µου ταξίδευε, δηλαδή τον περισσότερο χρόνο, η Σούζαν µού έδινε την άδεια να περνάω τη νύχτα στο µαγικό σπίτι των παππούδων µου, όπου το δωµάτιό µου παρέµενε ανέγγιχτο. Η Σούζαν αγαπούσε πάρα πολύ τον παππού µου, πήγαινε µαζί του στο σινεµά, όπου έβλεπαν σουηδικές ταινίες της δεκαετίας του ’50, µαυρόασπρες, χωρίς υπότιτλους –τους διαλόγους τους φαντάζονταν– ή σε κάτι καταγώγια πνιγµένα στον κα-

Το πραγµατικό µου σπίτι ήταν η φρεσκοβαµµένη σπιταρόνα όπου πήγαινα κάθε µέρα µετά το σχολείο για να κάνω τα µαθήµατά µου και να παίξω, παρακαλώντας να ξεχάσει η Σούζαν να έρθει να µε πάρει µετά τη δουλειά της στο Σαν Φρανσίσκο, αλλά αυτό δεν συνέβη ούτε µια φορά· η µητριά µου είχε παθολογική αίσθηση ευθύνης. Έτσι πέρασε ο πρώτος µήνας, µέχρι που έφερε ένα σκυλί να µείνει µαζί µας. ∆ούλευε στην Αστυνοµική ∆ιεύθυνση του Σαν Φρανσίσκο, όπου εκπαίδευε σκύλους να ανακαλύπτουν

90

91

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πνό για να ακούσουν τζαζ. Μεταχειριζόταν τη Νίνι µου, άτοµο κάθε άλλο παρά εύκολο, µε τον ίδιο τρόπο που εκπαίδευε τα σκυλιά: µε αγάπη και σταθερότητα, τιµωρία και ανταµοιβή. Με γλυκό τρόπο τής έδωσε να καταλάβει ότι την αγαπούσε κι ότι ήταν στη διάθεσή της για ό,τι ήθελε, ενώ ήταν ανυποχώρητη όταν της απαγόρεψε να µπαίνει στο σπίτι της απ’ το παράθυρο για να δει αν ήταν συγυρισµένο ή να πασάρει γλυκά στην εγγονή της· την τιµωρούσε παύοντας να την επισκέπτεται για αρκετές µέρες, ενώ η Νίνι µου την έπνιγε στα δώρα, στις συµβουλές και στα χιλιανά φαγητά, και την επιβράβευε πηγαίνοντάς τη βόλτα στο δάσος, όταν όλα πήγαιναν καλά. Εφάρµοζε το ίδιο σύστηµα µε τον άντρα της και µ’ εµένα. Η καλή µου η µητριά δεν παρενέβαινε στις σχέσεις µου µε τους παππούδες, αν και θα πρέπει να την είχε σοκάρει ο παρανοϊκός τρόπος µε τον οποίο µε µεγάλωναν. Είναι σίγουρο ότι µε είχαν καλοµάθει τροµακτικά, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος των προβληµάτων µου, όπως υποπτεύονταν οι ψυχολόγοι µε τους οποίους ήρθα αντιµέτωπη στην εφηβεία. Η Νίνι µου µε µεγάλωσε µε το χιλιανό τρόπο, άφθονο φαΐ και άφθονη αγάπη, ξεκάθαρους κανόνες και µερικές σφαλιαρίτσες, όχι όµως πολλές. Μια φορά την απείλησα ότι θα πήγαινα στην αστυνοµία να την καταγγείλω για κακοµεταχείριση ανηλίκου, κι εκείνη, αντί για απάντηση, µου έφερε την κουτάλα του φαγητού στο κεφάλι, όπου µου άφησε ένα τεράστιο καρούµπαλο για µέρες. Αυτό µου έκοψε µια κι έξω την οποιαδήποτε τάση για αυθάδεια.

µετέχουν όλοι. Οι προετοιµασίες άρχισαν νωρίς, αφού τα καραβάκια του οικοτουρισµού φτάνουν λίγο πριν απ’ το µεσηµέρι. Οι γυναίκες έκοψαν ντοµάτες, κρεµµύδια, σκόρδα και κόλιαντρο για τη σάλτσα και, ακολουθώντας µια πολύ βαρετή διαδικασία, έφτιαξαν µιλκάο και τσαπαλέλε, κάµποσα βουνά πατάτες, αλεύρι, χοιρινό λίπος και κριτσανιστές γουρουνόπετσες, απαίσιες κατά τη γνώµη µου, ενώ οι άντρες έσκαψαν ένα µεγάλο λάκκο, έστρωσαν τον πάτο του µε πέτρες κι από πάνω άναψαν φωτιά. Όταν τα ξύλα χώνεψαν και οι πέτρες είχαν πυρώσει, έφτασαν και οι τουρίστες. Οι ξεναγοί τούς έδειξαν το χωριό, τους άφησαν για λίγη ώρα ελεύθερους για να αγοράσουν υφάσµατα, κοσµήµατα από οστρακοειδή, µαρµελάδα από µούρτα –έτσι λέγονται τα µύρτιλλα του νησιού–, σπιτικό λικέρ, ξύλινα αναµνηστικά, κρέµα από µύξα σαλιγκαριών για τις ρυτίδες των γηρατειών, κλαράκια λεβάντας, τέλος πάντων τα λίγα που διαθέτει το νησί, και µετά τους µάζεψαν γύρω απ’ αυτή την τρύπα στην παραλία. Οι µαγείρισσες του κουράντο έβαλαν κάτωκάτω πήλινα δοχεία για να µαζέψουν τα ζουµιά, τα οποία, όπως όλοι ξέρουµε, έχουν αφροδισιακές ιδιότητες, και µετά έβαλαν το ένα στρώµα µετά το άλλο τα τσαπαλέλε και το µιλκάο, το χοιρινό, το αρνάκι, το κοτόπουλο, διάφορα θαλασσινά, ψάρια, λαχανικά και άλλες νοστιµιές που δεν πρόλαβα να παρατηρήσω, τα σκέπασαν όλα αυτά µε νοτισµένα λευκά πανιά, τεράστια φύλλα από νάλκα, ένα σάκο που εξείχε από τα χείλη του λάκκου σαν φούστα, κι από πάνω έριξαν άµµο. Το µαγείρεµα κράτησε λίγο παραπάνω από µια ώρα, και όσο τα συστατικά µεταµορφώνονταν απ’ τη ζέστη εκκρίνοντας τις εσωτερικές ουσίες και τις οσµές τους, οι επισκέπτες διασκέδαζαν φωτογραφίζοντας τον καπνό, πίνοντας πίσκο και ακούγοντας τον Μανουέλ Αρίας.

Παραβρέθηκα σ’ ένα κουράντο, το τυπικό φαγητό του Τσιλοέ, φαγητό να φάν’ κι οι κότες, µια τελετή στην οποία συµ-

92

93

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Οι τουρίστες είναι πολλών ειδών: Χιλιανοί της τρίτης ηλικίας, Ευρωπαίοι τουρίστες, Αργεντινοί όλων των ειδών και διάφοροι ξέµπαρκοι νεαροί µε σακίδια. Πού και πού ξεπέφτει κατά δω και κάποια οµάδα Ασιατών ή Αµερικανών, µε χάρτες, ταξιδιωτικούς οδηγούς και βιβλία για τη χλωρίδα και την πανίδα, τα οποία µελετούν µε τροµακτική σοβαρότητα. Όλοι, εκτός από εκείνους µε τα σακίδια, που προτιµούν να φουµάρουν µαριχουάνα πίσω απ’ τους θάµνους, εκµεταλλεύονται την ευκαιρία να ακούσουν ένα συγγραφέα δηµοσιευµένο, κάποιον που είναι ικανός να εξηγήσει τα µυστήρια του αρχιπελάγους στα αγγλικά ή στα ισπανικά, ανάλογα µε την περίπτωση. Ο Μανουέλ δεν είναι πάντα ψείρας· όταν µιλάει για το θέµα που τον ενδιαφέρει, µπορεί να γίνει και διασκεδαστικός, όχι όµως για πολύ. Μιλάει στους επισκέπτες για την ιστορία, για τους θρύλους και τις συνήθειες του Τσιλοέ, και τους προειδοποιεί ότι οι νησιώτες είναι επιφυλακτικοί, αλλά µπορεί κάποιος να τους κερδίσει σιγά-σιγά, δείχνοντάς τους σεβασµό, µε τον ίδιο τρόπο που προσαρµόζεσαι στην παρθένα φύση, στους σκληρούς χειµώνες και στα καπρίτσια της θάλασσας. Αργά. Πολύ αργά. Το Τσιλοέ δεν είναι για βιαστικούς. Οι τουρίστες πηγαίνουν στο Τσιλοέ µε την ιδέα ότι θα γυρίσουν πίσω το χρόνο και τελικά απογοητεύονται από τις πόλεις του Μεγάλου Νησιού. Στο δικό µας νησάκι όµως βρίσκουν ακριβώς αυτό που αναζητούν. Απ’ τη δική µας την πλευρά δεν υπάρχει καµία πρόθεση να τους ξεγελάσουµε, εννοείται, αν και την ηµέρα του κουράντο εµφανίζονται, δήθεν τυχαία, βόδια και πρόβατα κοντά στην παραλία, στην άµµο στεγνώνουν δυσανάλογα πολλά δίχτυα και ασυνήθιστα πολλές βάρκες, ενώ οι νησιώτες φο-

ρούν παλιούς σκούφους και ινδιάνικα πόντσο. Εννοείται ότι από κανενός το µυαλό δεν θα περνούσε η ιδέα να χρησιµοποιήσει το κινητό του µπροστά στους ξένους. Οι ειδικοί ήξεραν ακριβώς πότε θα ήταν έτοιµος ο γαστριµαργικός θησαυρός του λάκκου, οπότε αφαίρεσαν την άµµο µε φτυάρια, σήκωσαν µε µεγάλη προσοχή το σάκο, τα φύλλα της νάλκας και τα λευκά πανιά, κι ο αέρας γέµισε από το θεϊκό άρωµα του κουράντο. Ακολούθησε µια σιωπή γεµάτη προσµονή και αµέσως µετά ένα θερµό χειροκρότηµα. Οι γυναίκες έβγαλαν τους µεζέδες και τους σέρβιραν σε χάρτινα πιάτα µαζί µε ένα ποτηράκι πίσκο, το εθνικό ποτό της Χιλής, που εύκολα µπορεί να βγάλει εκτός µάχης ένα σκληραγωγηµένο Κοζάκο. Στο τέλος, κάποιους απ’ τους τουρίστες τούς πήγαµε σηκωτούς µέχρι τις βάρκες. Στον παππού µου θα άρεσαν αυτή η ζωή, αυτό το τοπίο, αυτή η αφθονία θαλασσινών, αυτό το αργόσυρτο πέρασµα του χρόνου. ∆εν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του να µιλούν για το Τσιλοέ, αλλιώς θα το είχε περιλάβει στον κατάλογο των τόπων που έπρεπε να επισκεφθεί προτού πεθάνει. Πόσο µου λείπει ο παππούς µου! Ήταν σαν ένας τεράστιος αρκούδος, δυνατός, αργοκίνητος και γλυκός, ζεστός σαν πυροστιά, µε τη µυρωδιά του ταµπάκου και της κολόνιας, µε φωνή βαθιά και γέλιο διονυσιακό, µε τεράστια χέρια που ενέπνεαν σιγουριά. Με πήγαινε στα γήπεδα και στην όπερα, απαντούσε στις χιλιάδες ερωτήσεις µου, µου βούρτσιζε τα µαλλιά και χειροκροτούσε τα ατέλειωτα επικά ποιήµατά µου, εµπνευσµένα από τις ταινίες του Κουροσάβα, τις οποίες βλέπαµε µαζί. Ανεβαίναµε στον εξώστη του σπιτιού για να σα-

94

95

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ρώσουµε µε το τηλεσκόπιό του το µαύρο θόλο του ουρανού, αναζητώντας το φευγαλέο πλανήτη του, ένα πράσινο αστέρι που ποτέ δεν µπορούσαµε να εντοπίσουµε. «Υποσχέσου µου ότι πάντα θα αγαπάς τον εαυτό σου όπως σε αγαπάω εγώ, Μάγια», κι εγώ του το υποσχόµουν χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς σήµαινε αυτή η παράξενη φράση. Με αγαπούσε ανεπιφύλακτα, µε αποδεχόταν όπως ήµουν, µε τις αναστολές µου, µε τις µανίες και τα κουσούρια µου, µε χειροκροτούσε παρ’ όλο που δεν το άξιζα, αντίθετα απ’ τη Νίνι µου, που είναι πεπεισµένη ότι δεν πρέπει να επιβραβεύονται οι προσπάθειες των παιδιών, γιατί έτσι συνηθίζουν και µετά η ζωή τους γίνεται κόλαση, όταν κανείς δεν τους χαϊδεύει τ’ αυτιά. Ο παππούς µου µού συγχωρούσε τα πάντα, µε παρηγορούσε, γελούσε όταν γελούσα, ήταν ο καλύτερος φίλος µου, ο συνένοχος κι ο έµπιστός µου, κι εγώ ήµουν η µοναδική του εγγονή, αλλά και η κόρη που δεν έκανε ποτέ. «Πες µου ότι είµαι ο µεγαλύτερος έρωτας της ζωής σου, παππού», του έλεγα, και της γιαγιάς µου της ανέβαινε το αίµα στο κεφάλι. «Είσαι ο µεγαλύτερος έρωτας της ζωής µας, Μάγια», µου απαντούσε εκείνος διπλωµατικά, αλλά εγώ ήµουν εκείνη που προτιµούσε, είµαι σίγουρη· η γιαγιά µου δεν µπορούσε µε τίποτα να µε συναγωνιστεί. Ο παππούς µου αδυνατούσε να επιλέξει ακόµα και τα ρούχα που φορούσε, αυτό το έκανε η Νίνι µου, όταν όµως συµπλήρωσα τα δεκατρία, µε πήγε εκείνος να αγοράσω το πρώτο µου σουτιέν, γιατί παρατήρησε ότι κυκλοφορούσα µ’ ένα µπουφάν κουµπωµένο µέχρι πάνω, και µάλιστα λίγο σκυφτή για να κρύβω το στήθος µου. Ντρεπόµουν τόσο πολύ, που δεν τολµούσα να συζητήσω το θέµα µε τη Νίνι ή µε τη Σούζαν, ενώ δεν είχα απολύτως κανένα πρόβληµα να προβάρω σουτιέν µπροστά στον παππού µου.

Το σπίτι στο Μπέρκλεϊ ήταν ο κόσµος µου. Τα βράδια µε τους παππούδες µου να βλέπω σίριαλ στην τηλεόραση, τις Κυριακές του καλοκαιριού να τρώµε πρωινό στον εξώστη, τις µέρες που ερχόταν ο µπαµπάς να φάµε µαζί, ενώ η Μαρία Κάλλας µάς διασκέδαζε από παλιούς δίσκους βινιλίου, το ξύλινο γραφείο, τα βιβλία, οι µυρωδιές της κουζίνας. Μ’ αυτή τη µικρή οικογένεια πέρασε η πρώτη φάση της ύπαρξής µου χωρίς προβλήµατα άξια λόγου, αλλά στα δεκάξι οι καταστροφικές δυνάµεις της φύσης, όπως τις αποκαλεί η Νίνι µου, µου τάραξαν το αίµα και µου σκότισαν το µυαλό. Έχω στον καρπό του αριστερού µου χεριού ένα τατουάζ µε τη χρονιά που πέθανε ο παππούς µου: 2005. Τον Φεβρουάριο µάθαµε ότι ήταν άρρωστος, τον Αύγουστο τον χάσαµε, τον Σεπτέµβριο συµπλήρωσα τα δεκάξι και η οικογένειά µου έγινε κοµµάτια. Την αξέχαστη µέρα που ο παππούς µου άρχισε να καταρρέει, είχα µείνει κάποιες ώρες παραπάνω στο σχολείο για τις πρόβες ενός θεατρικού –είτε το πιστεύετε είτε όχι, ήταν το Περιµένοντας τον Γκοντό, η καθηγήτρια της θεατρικής αγωγής είχε φιλοδοξίες– και, όταν τελειώσαµε, ξεκίνησα για το σπίτι των παππούδων µου µε τα πόδια. Όταν έφτασα, είχε ήδη σκοτεινιάσει. Μπήκα, αλλά το σπίτι ήταν σκοτεινό και κρύο. Άναψα τα φώτα και άρχισα να φωνάζω, παραξενεµένη από την ακινησία και τη σιωπή, γιατί αυτή κατά κανόνα ήταν η πιο ζωντανή ώρα του σπιτιού, η ώρα που το σπίτι ήταν ζεστό, ακουγόταν µουσική και ο αέρας ήταν διαποτισµένος από τις µυρωδιές των φαγητών που µαγείρευε η Νίνι µου. Την ώρα αυτή ο

96

97

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

παππούς µου ήταν καθισµένος στην πολυθρόνα του γραφείου του και η Νίνι µου µαγείρευε ακούγοντας από το ραδιόφωνο τα νέα, όµως εκείνο το βράδυ τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συνέβαινε. Οι παππούδες µου ήταν στο σαλόνι, καθισµένοι δίπλα-δίπλα στον καναπέ, τον οποίο είχε ταπετσάρει η Νίνι ακολουθώντας τις οδηγίες ενός περιοδικού. Είχαν µικρύνει σωµατικά και για πρώτη φορά παρατήρησα την ηλικία τους, γιατί µέχρι εκείνη τη στιγµή είχαν µείνει για µένα ανέγγιχτοι από τις κακουχίες του χρόνου. Περνούσα µαζί τους τη µια µέρα µετά την άλλη, τον ένα χρόνο µετά τον άλλο, χωρίς να αντιλαµβάνοµαι τις αλλαγές: οι παππούδες µου ήταν αµετάβλητοι και αιώνιοι σαν τα βουνά. ∆εν ξέρω αν µόνο εγώ τους έβλεπα έτσι, µε τα µάτια της ψυχής µου, ή αν είχαν γεράσει ξαφνικά µέσα σε λίγες ώρες. ∆εν είχα επίσης παρατηρήσει ότι τους τελευταίους µήνες ο παππούς µου είχε χάσει πολύ βάρος, τα ρούχα έπλεαν πάνω του, και δίπλα του η Νίνι µου δεν φαινόταν πια τόσο λιανή όπως πρώτα. «Τι τρέχει, παππουλάκια;» ρώτησα και η καρδιά µου έκανε µια τούµπα στο στήθος µου, γιατί, προτού προλάβουν να µου απαντήσουν, το είχα µαντέψει. Η Νίδια Βιδάλ, αυτή η ανίκητη αµαζόνα, ήταν σαν τσακισµένη, µε τα µάτια πρησµένα από το κλάµα. Ο παππούς µού έκανε νόηµα να πάω να καθίσω µαζί τους, µε αγκάλιασε, µε έσφιξε στο στήθος του και µου είπε ότι εδώ και κάµποσο καιρό ένιωθε άσχηµα, τον πονούσε το στοµάχι του, είχαν κάνει διάφορες εξετάσεις και οι γιατροί µόλις είχαν βρει το αίτιο. «Τι έχεις, παππού;» η φράση βγήκε απ’ το στόµα µου σαν κραυγή. «Κάτι στο πάγκρεας», µου είπε κι ο πνιχτός λυγµός της γυναίκας του µου έδωσε να καταλάβω ότι ήταν καρκίνος.

Γύρω στις εννέα ήρθε η Σούζαν να φάει µαζί µας, όπως έκανε συχνά, και µας βρήκε να τρέµουµε σύγκορµοι, αγκαλιασµένοι στον καναπέ. Άναψε το καλοριφέρ, παρήγγειλε πίτσα, πήρε τηλέφωνο τον µπαµπά στο Λονδίνο για να του ανακοινώσει τα µαντάτα και µετά κάθισε µαζί µας κρατώντας το χέρι του πεθερού της µέσα σε απόλυτη σιωπή. Η Νίνι µου εγκατέλειψε κάθε άλλη δραστηριότητα –τη βιβλιοθήκη, τα διηγήµατα, τις διαδηλώσεις, τη Λέσχη των Παρανόµων– για να φροντίσει τον άντρα της κι άφησε να κρυώσει ο φούρνος που, όσο θυµόµουν τον εαυτό µου, ήταν πάντα ζεστός. Ο καρκίνος, αυτός ο ύπουλος εχθρός, επιτέθηκε στον παππού µου χωρίς να δώσει σηµάδια της παρουσίας του παρά µόνο όταν ήταν πολύ αργά. Η Νίνι µου πήγε τον άντρα της στο νοσοκοµείο του Πανεπιστηµίου Τζόρτζταουν, στην Ουάσινγκτον, όπου βρίσκονται οι πιο εξειδικευµένοι γιατροί, αλλά µάταια. Του είπαν ότι δεν είχε κανένα νόηµα να τον χειρουργήσουν κι εκείνος αρνήθηκε να υποβληθεί σε χηµικό βοµβαρδισµό µόνο και µόνο για να παρατείνει τη ζωή του µερικούς µήνες. Μελέτησα την ασθένειά του στο ίντερνετ και στα βιβλία που βρήκα στη βιβλιοθήκη κι έµαθα έτσι ότι από τα σαράντα τρεις χιλιάδες ετήσια περιστατικά στις ΗΠΑ, τα τριάντα εφτά πάνωκάτω καταλήγουν στο θάνατο, γύρω στο 5% των ασθενών ανταποκρίνεται στη θεραπεία, αλλά και γι’ αυτούς ακόµα το µέγιστο προσδόκιµο ζωής είναι τα πέντε χρόνια· εν ολίγοις, µόνο ένα θαύµα θα µπορούσε να σώσει τον παππού µου. Μέσα στην εβδοµάδα που πέρασαν στην Ουάσινγκτον, ο παππούς µου χειροτέρεψε σε τέτοιο βαθµό, που δυσκολευτήκαµε να τον αναγνωρίσουµε, όταν πήγαµε µε τον πατέρα µου και τη Σούζαν να τους προϋπαντήσουµε στο

98

99

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αεροδρόµιο. Είχε αδυνατίσει ακόµα περισσότερο, έσερνε τα πόδια του, είχε καµπουριάσει, τα µάτια του ήταν κίτρινα και το δέρµα του ηµιδιαφανές, σταχτί. Βηµατίζοντας σαν ανάπηρος, έφτασε µέχρι το βανάκι της Σούζαν καταβάλλοντας εµφανώς µεγάλη προσπάθεια και µέσα στο σπίτι δεν του είχε µείνει αρκετή ενέργεια για να µπορέσει να ανέβει τα σκαλιά, γι’ αυτό και αναγκαστήκαµε να του στρώσουµε ένα κρεβάτι στο γραφείο του ισογείου, όπου κοιµόταν µέχρι που έφεραν ένα κανονικό νοσοκοµειακό κρεβάτι. Η Νίνι µου ξάπλωνε µαζί του, κουλουριασµένη δίπλα του, σαν γατούλα.

συµβιβάστηκαν, βλέποντας ότι όλα αυτά τα απίθανα την κρατούσαν απασχοληµένη και τη βοηθούσαν να περνάει τις µέρες της. Τις τελευταίες εβδοµάδες δεν πήγαινα στα µαθήµατα. Εγκαταστάθηκα στη µαγική σπιταρόνα θέλοντας να βοηθήσω τη Νίνι µου, αλλά η δική µου κατάθλιψη ήταν µεγαλύτερη απ’ του παππού µου, µε αποτέλεσµα να πρέπει να µας φροντίζει και τους δύο. Η Σούζαν ήταν η πρώτη που τόλµησε να αναφέρει τη δυνατότητα του ιδρύµατος. «Αυτά είναι για τους ετοιµοθάνατους και ο Πολ δεν πρόκειται να πεθάνει!» είπε αρχικά εξαγριωµένη η Νίνι, αλλά σιγά-σιγά αναγκάστηκε να ενδώσει. Ήρθε στο σπίτι η Κάρολιν, µια εθελόντρια µε γλυκούς τρόπους, πολύ πεπειραµένη, και µας εξήγησε πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση και πώς µπορούσε η οργάνωσή της να µας βοηθήσει αφιλοκερδώς. Θα φρόντιζαν να αισθάνεται άνετα ο ασθενής, θα στήριζαν ψυχολογικά και πνευµατικά εµάς και θα αναλάµβαναν τη γραφειοκρατία των γιατρών και της κηδείας. Ο παππούς µου επέµενε ότι ήθελε να πεθάνει στο σπίτι του. Τα στάδια ακολούθησαν το ένα το άλλο ακριβώς όπως τα είχε προδιαγράψει η Κάρολιν, αλλά µου ήταν αδύνατο να αποδεχτώ τις εξελίξεις, γιατί πίστευα κι εγώ, όπως και η Νίνι µου, βαθιά µέσα µου ότι κάποια θεϊκή παρέµβαση θα άλλαζε την πορεία προς το χαµό. Ο θάνατος αρµόζει σε άλλους, όχι στα αγαπηµένα µας πρόσωπα, πόσο µάλλον στον παππού µου που ήταν το κέντρο της ζωής µου, το βαρίδι που ισορροπούσε τον κόσµο· χωρίς εκείνον δεν θα είχα από πού να κρατηθώ, θα µ’ έριχνε κάτω το πρώτο αεράκι. «Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα πεθάνεις ποτέ, παππού!»

Για να υπερασπιστεί τον άντρα της, η γιαγιά µου ήρθε αντιµέτωπη µε τον Θεό, µε το ίδιο πάθος που έδειχνε για διάφορες χαµένες πολιτικές και ανθρωπιστικές υποθέσεις, αρχικά µε ικεσίες, προσευχές και υποσχέσεις, και µετά µε κατάρες και απειλές ότι θα ασπαστεί την αθεΐα. «Τι θα κερδίσεις πολεµώντας το θάνατο, Νίδια, αφού αργά ή γρήγορα αυτός κερδίζει πάντα;» την κορόιδευε ο παππούς µου. Βλέποντας ότι η παραδοσιακή επιστήµη είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, άρχισε να επιστρατεύει εναλλακτικές θεραπείες, όπως βότανα, κρυστάλλους, βελονισµό, σαµανιστικές τελετές, µηνύµατα από το υπερπέραν και ένα κοριτσάκι απ’ την Τιχουάνα, στιγµατισµένο και θαυµατοποιό. Ο άντρας της ανεχόταν αυτές τις εκκεντρικότητες µε χιούµορ, όπως έκανε πάντα από τότε που την είχε γνωρίσει. Στην αρχή ο πατέρας µου και η Σούζαν προσπάθησαν να προστατέψουν τα γερόντια από τους διάφορους τσαρλατάνους, οι οποίοι µυρίστηκαν ψητό και µαζεύτηκαν σαν τα κοράκια γύρω απ’ τη Νίνι µου, αλλά τελικά

100

101

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

«Όχι, Μάγια, σου είπα ότι θα είµαι πάντα µαζί σου και σκέφτοµαι να κρατήσω την υπόσχεσή µου». Οι εθελοντές του ιδρύµατος εγκατέστησαν το νοσοκοµειακό κρεβάτι µπροστά από τη µεγάλη µπαλκονόπορτα της σάλας, για να µπορεί τις νύχτες ο παππούς µου να φαντάζεται τουλάχιστον ότι τον φωτίζουν τα αστέρια και το φεγγάρι, αφού δεν µπορούσε στην πραγµατικότητα να τα δει πίσω απ’ τα κλαδιά των πεύκων. Του έβαλαν µια βαλβίδα στο στήθος για να διοχετεύουν από κει τα φάρµακα χωρίς να τον τρυπάνε κάθε τόσο, και µας συµβούλευσαν να τον µετακινούµε, να τον πλένουµε και να του αλλάζουµε τα σεντόνια χωρίς να τον σηκώνουµε απ’ το κρεβάτι. Η Κάρολιν ερχόταν και τον έβλεπε συνεχώς, έκανε όλες τις συνεννοήσεις µε το γιατρό, το νοσοκόµο και το φαρµακείο· πολλές φορές µάλιστα πήγαινε κι έπαιρνε η ίδια τα φάρµακα απέξω, όταν έβλεπε ότι κανείς στην οικογένεια δεν είχε το ψυχικό σθένος να το κάνει. Ο Μάικ Ο’Κέλι µάς επισκεπτόταν κι εκείνος τακτικά. Έφτανε µε το ηλεκτρικό αναπηρικό του καροτσάκι, το οποίο οδηγούσε σαν αγωνιστικό αυτοκίνητο. Μερικές φορές τον συνόδευαν κάποιοι µετανοηµένοι συµµορίτες, τους οποίους έστελνε να βγάζουν τα σκουπίδια, να περνούν τον αναπνευστήρα, να σκουπίζουν την αυλή και να κάνουν διάφορες άλλες οικιακές εργασίες, ενόσω εκείνος έπινε το τσάι του µε τη Νίνι στην κουζίνα. Είχαν περάσει µερικούς µήνες τσακωµένοι εξαιτίας µιας διαδήλωσης για τις εκτρώσεις, την οποία ο Ο’Κέλι, ως φανατικός καθολικός, απέρριπτε χωρίς ελαφρυντικά, όµως η αρρώστια του παππού µου τους συµφιλίωσε. Αν και µερικές φορές αυτοί οι δύο βρίσκονται σε εντελώς αντίθετα ιδεολογικά στρατόπεδα, δεν µπορούν να παραµείνουν για πολύ τσακωµένοι,

γιατί αγαπιούνται υπερβολικά κι έχουν πάρα πολλά κοινά στοιχεία. Όποτε ο παππούς µου ήταν ξύπνιος, ο Χιονάτος συζητούσε λίγο µαζί του. ∆εν είχαν αναπτύξει πραγµατική φιλία µεταξύ τους, πιστεύω µάλιστα ότι ο ένας ζήλευε λιγάκι τον άλλον. Μια φορά άκουσα τον Ο’Κέλι να µιλάει στον παππού µου για τον Θεό και θεώρησα υποχρέωσή µου να τον προειδοποιήσω ότι έχανε το χρόνο του, αφού ο παππούς µου ήταν αγνωστικιστής. «Είσαι σίγουρη; Ο Πολ πέρασε µια ζωή ολόκληρη παρατηρώντας τον ουρανό απ’ το τηλεσκόπιο. Πώς είναι δυνατόν να µην είδε τον Θεό;» µου απάντησε, αλλά δεν έκανε καµιά προσπάθεια να σώσει ντε και καλά την ψυχή του παππού µου. Όταν ο γιατρός σύστησε µορφίνη και η Κάρολιν µάς γνωστοποίησε ότι θα είχαµε όση χρειαζόµασταν, γιατί ο ασθενής είχε το δικαίωµα να πεθάνει ανώδυνα και µε αξιοπρέπεια, ο Ο’Κέλι απέφυγε να µας πει την άποψή του σχετικά µε την ευθανασία. Έφτασε κάποια στιγµή η ώρα που τον εγκατέλειψαν εντελώς οι δυνάµεις του και αναγκαστήκαµε να κλείσουµε την πόρτα µας στους φοιτητές και τους φίλους που περνούσαν από το σπίτι να τον επισκεφτούν. Πάντα ήταν κοκέτης και, παρά την αδυναµία του, εξακολουθούσε να τον ενδιαφέρει η εµφάνισή του, παρ’ όλο που τώρα τον βλέπαµε µόνο εµείς. Ζητούσε να τον κρατάµε καθαρό, ξυρισµένο και να αερίζουµε το δωµάτιο, γιατί φοβόταν να µη µας πληγώσει µε την κατάντια του. Τα µάτια του ήταν θαµπά και βυθισµένα στις κόγχες τους, τα χέρια του γαµψά σαν νύχια αρπαχτικού, τα χείλη του σκασµένα, το δέρµα του γεµάτο µώλωπες και σχεδόν κολληµένο στα κόκαλα· ο παπ-

102

103

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πούς µου ήταν ο σκελετός ενός καµένου δέντρου, µπορούσε όµως ακόµα ν’ ακούει µουσική και να θυµάται. «Ανοίξτε το παράθυρο για να µπει η χαρά», µας παρακαλούσε. Μερικές φορές ήταν τόσο καταπονηµένος, που σχεδόν δεν έβγαινε η φωνή του, είχε όµως και καλύτερες στιγµές, οπότε τον σηκώναµε στα µαξιλάρια του κρεβατιού και πιάναµε την κουβέντα µαζί του. Ήθελε να παραδώσει σ’ εµένα τις εµπειρίες και τη σοφία του προτού φύγει. Ούτε στιγµή δεν έχασε τη διαύγειά του. «Φοβάσαι, παππού;» τον ρώτησα κάποτε. «Όχι, αλλά πονάει η ψυχή µου, Μάγια. Θα ήθελα να ζήσω είκοσι χρόνια ακόµα µαζί σας», µου απάντησε. «Τι θα σε περιµένει στην άλλη πλευρά, παππού; Πιστεύεις ότι υπάρχει ζωή µετά το θάνατο;» «Είναι κι αυτό µια πιθανότητα, αλλά δεν έχει αποδειχτεί από κανέναν». «Ούτε η ύπαρξη του πλανήτη σου έχει αποδειχτεί, όµως εσύ πιστεύεις σ’ αυτόν», τον κοντράρισα εγώ κι εκείνος γέλασε ικανοποιηµένος. «Έχεις δίκιο, Μάγια. Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς µόνο ό,τι µπορεί να αποδείξει». «Θυµάσαι τότε που µε ανέβασες στο παρατηρητήριο για να δω έναν κοµήτη, παππού; Εκείνη τη νύχτα είδα τον Θεό. ∆εν υπήρχε φεγγάρι, ο ουρανός ήταν µαύρος και γεµάτος διαµάντια και, όταν κοίταξα απ’ το τηλεσκόπιο, είδα καθαρότατα την ουρά του κοµήτη». «Ξηρός πάγος, αµµωνία, µεθάνιο, σίδηρος, µαγνήσιο και…» «Ήταν το πέπλο µιας νύφης και από πίσω στεκόταν ο Θεός», τον διαβεβαίωσα. «Πώς ήταν;» µε ρώτησε.

«Σαν ένας φωτεινός ιστός αράχνης, παππού. Όλα όσα υπάρχουν συνδέονται µεταξύ τους µε τις τριχούλες αυτού του ιστού. ∆εν µπορώ να σου το εξηγήσω. Όταν θα πεθάνεις, θα πετάξεις σαν κοµήτης κι εγώ θα σ’ ακολουθήσω κρατώντας την ουρά σου». «Θα είµαστε αστρική σκόνη». «Αχ, παππού!» «Μην κλαις, κοριτσάκι µου, γιατί κάνεις κι εµένα να κλαίω και µετά αρχίζει να κλαίει η Νίνι σου κι έτσι κανείς µας δεν θα µπορέσει να παρηγορήσει τον άλλον». Τις τελευταίες µέρες µπορούσε όλο κι όλο να καταπιεί µερικές κουταλίτσες γιαούρτι και να πιει µερικές γουλιές νερό. Είχε σχεδόν σταµατήσει να µιλάει, αλλά είχε πάψει και να παραπονιέται· περνούσε τις ώρες πλέοντας στο ονειρικό ∆ιάστηµα της µορφίνης, κρατηµένος απ’ το χέρι της γυναίκας του ή απ’ το δικό µου. Αµφιβάλλω αν ήξερε πού βρισκόταν, ήξερα όµως ότι µας αγαπούσε. Η Νίνι µου συνέχισε να του λέει ιστορίες έως το τέλος, όταν εκείνος πια είχε πάψει να µας καταλαβαίνει, όµως ο ρυθµός της φωνής της τον νανούριζε. Του έλεγε µια ιστορία για δυο ερωτευµένους που είχαν µετενσαρκωθεί σε διαφορετικές εποχές, ζούσαν διάφορες περιπέτειες, πέθαιναν και επέστρεφαν στη ζωή για να συναντηθούν ξανά σε άλλες ζωές, πάντα µαζί. Εγώ µουρµούριζα προσευχές δικής µου έµπνευσης στην κουζίνα, στο µπάνιο, στον αστρόπυργο, στον κήπο, σε οποιοδήποτε µέρος µπορούσα να κρυφτώ, και παρακαλούσα τον Θεό του Μάικ Ο’Κέλι να µας λυπηθεί, αλλά εκείνος παρέµενε απόµακρος και βουβός. Γέµισα εξανθήµατα, άρχισαν να πέφτουν τα µαλλιά µου κι έτρωγα τα νύχια µου µέχρι που έβγαζαν τα δάχτυλά µου αίµα· η Νίνι µού τύλιγε τα δάχτυλα µε σελοτέιπ και µε υποχρέωνε να κοι-

104

105

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µάµαι µε γάντια. ∆εν µπορούσα να φανταστώ τη ζωή χωρίς τον παππού µου, αλλά δεν µπορούσα επίσης να υποφέρω την αργόσυρτη αγωνία του, οπότε κατέληξα να προσεύχοµαι να πεθάνει σύντοµα και να πάψει να υποφέρει. Αν µου το είχε ζητήσει ο ίδιος, θα του είχα δώσει µεγαλύτερη δόση µορφίνης για να τον βοηθήσω να πεθάνει – ήταν πάρα πολύ εύκολο, αλλά δεν το έκανε ποτέ. Κοιµόµουν µε τα ρούχα στον καναπέ του σαλονιού, µε το ένα µάτι ανοιχτό και τις αισθήσεις µου σε επιφυλακή, κι έτσι κατάλαβα πριν απ’ όλους ότι είχε φτάσει η στιγµή του αποχωρισµού. Έτρεξα να ξυπνήσω τη Νίνι µου, η οποία είχε πάρει ένα υπνωτικό για να ξεκουραστεί λίγο, και πήρα τηλέφωνο τον πατέρα µου και τη Σούζαν, οι οποίοι έφτασαν µέσα σε δέκα λεπτά. Η γιαγιά µου, φορώντας το νυχτικό της, χώθηκε στο κρεβάτι του άντρα της και ακούµπησε το κεφάλι της στο στήθος του, έτσι όπως κοιµόνταν πάντα. Όρθια απ’ την άλλη πλευρά του κρεβατιού του παππού µου, έγειρα κι εγώ πάνω στο στήθος του, που κάποτε ήταν δυνατό και φαρδύ κι έφτανε και για τις δυο µας, τώρα όµως είχε σχεδόν πάψει να ανεβοκατεβαίνει ρυθµικά. Ο παππούς µου ίσα που ανέπνεε και µερικές στιγµές έδειχνε σαν να µην ανασαίνει καθόλου, αλλά εκεί που δεν το περίµενε κανείς, άνοιξε τα µάτια του, κοίταξε τον πατέρα µου και τη Σούζαν που έκλαιγαν αθόρυβα δίπλα στο κρεβάτι, σήκωσε µε δυσκολία το χέρι του και το ακούµπησε στο κεφάλι µου. «Όταν θα ανακαλύψω τον πλανήτη, θα του δώσω το όνοµά σου, Μάγια», ήταν τα τελευταία του λόγια.

γησε µεγάλο πρόβληµα µε τους ψυχολόγους του Όρεγκον, οι οποίοι προσπαθούσαν ντε και καλά να µε κάνουν «να διαχειριστώ τη θλίψη µου», µια χαζοµάρα και µισή δηλαδή. Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, άνθρωποι που πιστεύουν ότι η µια θλίψη µοιάζει µε την άλλη κι ότι υπάρχουν συγκεκριµένες φόρµουλες και χρονικά περιθώρια για τη «διευθέτησή» της. Η στωική φιλοσοφία της Νίνι µου είναι πολύ πιο αποτελεσµατική σ’ αυτές τις περιπτώσεις: «Όταν το µαρτύριο σε καλεί, σφίγγεις τα δόντια», λέει. Ένας τέτοιος πόνος, πόνος της ψυχής, δεν φεύγει µε γιατροσόφια, ψυχολογικά τερτίπια ή διακοπές· ένας τέτοιος πόνος βιώνεται, απλά, βαθιά, χωρίς υπεκφυγές, όπως πρέπει. Θα ήταν πολύ καλύτερα για µένα, αν ακολουθούσα το παράδειγµα της Νίνι µου, αντί να αρνούµαι πεισµατικά ότι υποφέρω και αντί να πνίγω το ουρλιαχτό που µου έσκιζε το στήθος. Στο Όρεγκον µού έδωσαν συνταγές για αντικαταθλιπτικά, τα οποία όµως δεν έπαιρνα, γιατί µε αποβλάκωναν. Με επέβλεπαν, αλλά έµαθα να τους ξεγελάω µε µια τσίχλα που είχα κρυµµένη στο στόµα, όπου κολλούσα το χάπι µε τη γλώσσα, για να το φτύσω λίγα λεπτά αργότερα. Η θλίψη µου ήταν η συντρόφισσά µου, δεν ήθελα να θεραπευτώ απ’ αυτήν σαν να ήταν ένα απλό κρυολόγηµα. Ούτε επιθυµούσα να µοιραστώ τις αναµνήσεις µου µε τους ψυχιάτρους, που είχαν όλοι, βέβαια, καλές προθέσεις, γιατί ό,τι και να τους έλεγα για τον παππού µου, θα ήταν για εκείνους τετριµµένο και µπανάλ. Όµως στο Τσιλοέ δεν περνάει ούτε µια µέρα χωρίς να αφηγηθώ στον Μανουέλ Αρίας κάποια ανάµνηση απ’ τον παππού µου. Ο παππούς µου κι αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ διαφορετικοί µεταξύ τους, αλλά έχουν µια κοινή ιδιότητα: Μοιάζουν και οι δυο µε τεράστιο πλατύφυλλο δέντρο και µαζί τους νιώθω προστατευµένη.

Στα τρία χρόνια που πέρασαν µετά το θάνατο του παππού µου σπάνια µιλούσα για εκείνον. Αυτό µου δηµιούρ-

106

107

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Μόλις είχα µια σπάνια στιγµή επικοινωνίας µε τον Μανουέλ, σαν εκείνες που είχα και µε τον παππού µου. Τον βρήκα στη βεράντα να κοιτάζει τη νύχτα που έπεφτε, και τον ρώτησα τι ακριβώς έκανε εκεί. «Ανασαίνω». «Κι εγώ ανασαίνω. ∆εν εννοούσα αυτό». «Μέχρι τη στιγµή που µε διέκοψες, Μάγια, ανάσαινα, τίποτε άλλο. ∆εν ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να ανασαίνεις χωρίς να σκέφτεσαι». «Αυτό το λένε διαλογισµό. Η Νίνι µου κάνει αυτό ακριβώς, λέει ότι έτσι νιώθει τον παππού µου δίπλα της». «Εσύ τον νιώθεις;» «Παλιότερα όχι, γιατί µέσα µου είχα παγώσει και δεν ένιωθα τίποτε. Τώρα όµως έχω συνεχώς την εντύπωση ότι ο παππούς µου περιφέρεται γύρω µου, πέρα-δώθε, πέραδώθε…» «Τι άλλαξε;» «Μα τα πάντα, Μανουέλ. Πρώτα-πρώτα, είµαι νηφάλια, και επιπλέον εδώ υπάρχει απόλυτη ηρεµία, σιωπή και άπλετος χώρος. Θα ήταν πολύ καλό για µένα να µπορούσα να διαλογιστώ, όπως κάνει η Νίνι µου, δεν µπορώ όµως, σκέφτοµαι συνεχώς, έχω ένα κεφάλι γεµάτο ιδέες. Πιστεύεις ότι αυτό είναι κακό;» «Εξαρτάται απ’ τις ιδέες…» «∆εν είµαι Αβικέννας, όπως λέει η γιαγιά µου, αλλά µου περνούν µερικές φορές καλές ιδέες απ’ το κεφάλι». «Σαν να λέµε;» «Αυτή τη στιγµή δεν θα µπορούσα να σου απαντήσω, αλλά µόλις µου κατέβει κάτι έξυπνο, θα σου το πω. Εσύ σκέφτεσαι υπερβολικά το βιβλίο σου, αλλά δεν σου περισσεύει καµιά σκέψη για πράγµατα πιο ουσιαστικά, όπως

παραδείγµατος χάρη πόσο καταθλιπτική ήταν η ζωή σου προτού έρθω εγώ. Και τι θα απογίνεις όταν φύγω. Άρχισε να σκέφτεσαι την αγάπη, Μανουέλ. Όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται ένα αγαπηµένο πρόσωπο». «Έτσι, ε; Ο δικός σου ποιος είναι;» µε ρώτησε γελώντας. «Εγώ µπορώ να περιµένω, είµαι δεκαεννιά χρονών, στο κάτω-κάτω, κι έχω όλη τη ζωή µπροστά µου· εσύ είσαι ενενήντα και βάλε, και µπορεί να πεθάνεις σε πέντε λεπτά». «Είµαι µόλις εβδοµήντα δύο χρονών, αλλά είναι σίγουρο ότι µπορεί να πεθάνω σε πέντε λεπτά. Αυτός είναι ένας καλός λόγος για να αποφεύγω την αγάπη, δεν θα ήταν καθόλου ευγενικό να αφήσω µια φτωχή γυναίκα χήρα». «Με τέτοια κριτήρια, δικέ µου, την έχεις βάψει!» «Κάθισε εδώ µαζί µου, Μάγια. Ένας γέρος µελλοθάνατος κι ένα ωραίο κοριτσάκι θα καθίσουν εδώ να ανασάνουν µαζί. Εννοείται αν είσαι σε θέση να το βουλώσεις για λίγο». Αυτό ακριβώς κάναµε ώσπου έπεσε η νύχτα. Κι ο παππούς µου ήταν εκεί, µαζί µας. Με το θάνατο του παππού µου έµεινα χωρίς πυξίδα και χωρίς οικογένεια. Ο πατέρας µου ζούσε στον αέρα, τη Σούζαν την έστειλαν στο Ιράκ µαζί µε τον Άλβι για να ξεθάβει βόµβες και η Νίνι µου βάλθηκε να κλαίει τον άντρα της. ∆εν είχαµε καν σκυλιά. Η Σούζαν έφερνε γκαστρωµένες σκύλες στο σπίτι, οι οποίες έµεναν µαζί µας µέχρι να γίνουν τα κουτάβια τους τριών-τεσσάρων µηνών, οπότε τα έπαιρνε για εκπαίδευση· ήταν µεγάλο δράµα όταν συνδεόµουν υπερβολικά µαζί τους. Τα σκυλάκια ήταν τεράστια παρη-

108

109

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γοριά όταν διαλύθηκε η οικογένειά µου. Χωρίς Άλβι και χωρίς κουτάβια δεν είχα µε ποιον να µοιραστώ τον πόνο. Ο πατέρας µου αναζητούσε από δω κι από κει ερωτική παρηγοριά, αφήνοντας πίσω του ευδιάκριτα ίχνη, σαν να ήθελε να το µάθει η Σούζαν. Στα σαράντα ένα του προσπαθούσε να φαίνεται τριάντα, πλήρωνε µια ολόκληρη περιουσία στα κουρεία και τα σινιέ µαγαζιά, έκανε άρση βαρών και καθόταν στη µηχανή µε τις υπεριώδεις για να µαυρίσει. Ήταν πιο ωραίος από ποτέ, τα γκρίζα µαλλιά στους κροτάφους τού έδιναν πριγκιπικό αέρα. Η Σούζαν, αντίθετα, κουρασµένη να ζει περιµένοντας ένα σύζυγο που ποτέ δεν προσγειωνόταν για τα καλά, που ήταν πάντα έτοιµος να το σκάσει ή που µιλούσε στο κινητό µε άλλες γυναίκες, είχε αφεθεί στη φθορά της ηλικίας, είχε παχύνει, ντυνόταν σαν άντρας, µε γυαλιά σαν αυτά που πουλάνε στο σωρό στα περίπτερα. Άδραξε την ευκαιρία να πάει στο Ιράκ για να ξεφύγει απ’ αυτή την ταπεινωτική σχέση. Ο χωρισµός ήταν και για τους δύο µεγάλη ανακούφιση. Οι παππούδες µου είχαν αγαπηθεί σοβαρά. Το πάθος που ξεκίνησε το 1976 ανάµεσα σ’ αυτή τη Χιλιανή εξόριστη, που ζούσε παρέα µε την πάντα έτοιµη βαλίτσα της, και στον Αµερικανό αστρονόµο, που έτυχε να περνάει απ’ το Τορόντο, κρατήθηκε ζωντανό τρεις δεκαετίες. Όταν πέθανε ο παππούς µου, η Νίνι µου έµεινε απαρηγόρητη και σαστισµένη, δεν ήταν πια ο εαυτός της. Έµεινε επίσης και χωρίς εισοδήµατα, γιατί µέσα σε ελάχιστους µήνες τα έξοδα της νοσηλείας είχαν ροκανίσει όλες τις οικονοµίες τους. Υπολόγιζε µόνο στη σύνταξη του άντρα της, αλλά αυτή δεν ήταν αρκετή για να µπορεί να συντηρήσει το ακυβέρνητο πλοίο του σπιτιού της. Χωρίς να µου δώσει ούτε δυο µέρες να προετοιµαστώ, νοίκιασε το σπίτι σ’ έναν έµπορο απ’ την

Ινδία, ο οποίος το γέµισε µε συγγενείς και εµπορεύµατα, κι εκείνη έφυγε κι εγκαταστάθηκε σ’ ένα δωµάτιο πάνω από το γκαράζ του πατέρα µου. Απαλλάχτηκε από τα περισσότερα αντικείµενα που είχε στην κατοχή της, µε εξαίρεση τα ερωτικά σηµειώµατα που της άφηνε ο άντρας της από δω κι από κει όσο ζούσαν µαζί, τα δικά µου σκίτσα, τα ποιήµατα και τα διπλώµατά µου, αλλά και τις φωτογραφίες, αναντίρρητες αποδείξεις της ευτυχίας που είχε µοιραστεί µε τον Πολ Ντίτσον Β΄. Η εγκατάλειψη αυτού του σπιτιού, όπου την είχαν αγαπήσει τόσο έντονα, ήταν ένα δεύτερο πένθος για κείνη. Για µένα ήταν χαριστική βολή, ένιωσα ότι τα είχα πια χάσει όλα. Η Νίνι µου ήταν σε τέτοιο βαθµό απορροφηµένη απ’ τη θλίψη της, που ζούσαµε κάτω απ’ την ίδια στέγη χωρίς να µε βλέπει. Ένα χρόνο πριν ήταν µια γυναίκα νέα, ενεργητική, χαρούµενη και οξυδερκής, µε φριζέ µαλλιά, σαγιονάρες και φαρδιές φούστες, πάντα πρόθυµη να βοηθήσει και να κατεβάσει καινούργιες ιδέες· τώρα ήταν µια ώριµη χήρα µε ραγισµένη καρδιά. Κρατώντας στην αγκαλιά της την τεφροδόχο του άντρα της, µου είπε ότι η καρδιά σπάει όπως και το βάζο: µερικές φορές ραγίζει ύπουλα, άλλες όµως γίνεται θρύψαλα στο πάτωµα. Χωρίς καν να το καταλάβει, εξαφάνισε το χρώµα από τα ρούχα της και κατέληξε στο βαρύ πένθος, έπαψε να βάφεται και πρόσθεσε µονοµιάς δέκα χρόνια στην ηλικία της. Έκοψε τις φιλίες της, συµπεριλαµβανοµένου του Χιονάτου, ο οποίος δεν κατάφερε να ξυπνήσει το ενδιαφέρον της για καµία από τις διαµαρτυρίες του κατά της κυβέρνησης του Μπους, παρά την προοπτική να συλληφθούν, κάτι που κάποτε ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό. Άρχισε να φλερτάρει µε το θάνατο. Ο πατέρας µου πλήρωνε στωικά τους λογαριασµούς της:

110

111

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

για τα υπνωτικά που κατανάλωνε, για τα τρακαρίσµατα του Volkswagen, για τις περιπτώσεις που ξεχνούσε το γκάζι ανοιχτό ή που σκόνταφτε κι έπεφτε στο δρόµο· η πρώτη φορά που πάτησε πόδι ήταν όταν ανακάλυψε ότι είχε σκοπό να ξοδέψει τα ελάχιστα που της είχαν µείνει για να επικοινωνήσει µε τον άντρα της στο υπερπέραν. Την ακολούθησε µέχρι το Όκλαντ, εκεί την έβγαλε σέρνοντας από ένα τρέιλερ βαµµένο µε αστρικά σύµβολα, όπου ένα µέντιουµ κέρδιζε τα προς το ζην αποκαθιστώντας την επαφή ζωντανών µε πεθαµένους, συγγενείς ή ακόµα και ζώα. Η Νίνι µου δέχτηκε να πάει σε ψυχίατρο, ο οποίος την έβλεπε δύο φορές την εβδοµάδα και την µπούκωνε µε χάπια. ∆εν κατάφερε «να διαχειριστεί τη θλίψη της» και συνέχισε να θρηνεί τον παππού µου, αλλά της πέρασε τουλάχιστον η παραλυτική κατάθλιψη, στην οποία είχε βυθιστεί.

κατάθλιψης, και τη συµβούλεψε να µε γράψει σε οµάδες διαχείρισης θλίψης για νέους, αλλά εγώ δεν ήθελα ούτε να το ακούσω. Τις πιο σκοτεινές νύχτες, όταν η απελπισία µου κορυφωνόταν, ένιωθα την παρουσία του παππού µου. Η θλίψη µου τον καλούσε. Η Νίνι µου κοιµόταν τριάντα ολόκληρα χρόνια πάνω στο στέρνο του άντρα της, όπου τη νανούριζε ο σίγουρος ήχος της αναπνοής του· ζούσε άνετα και προστατευµένη µέσα στη ζεστασιά που εξέπεµπε αυτός ο ευγενικός άνθρωπος, που την αγαπούσε παρά τις εκκεντρικότητές της µε τα ωροσκόπια και τη χίπικη εµφάνιση, τον πολιτικό της εξτρεµισµό και την εξωτική της κουζίνα, που ανεχόταν στωικά τις ψυχικές της µεταπτώσεις, τις συναισθηµατικές εκρήξεις και τα ξαφνικά της προαισθήµατα, τα οποία κατά κανόνα άλλαζαν ακόµα και τα καλύτερα σχέδια της οικογένειας. Τώρα που χρειαζόταν περισσότερη στήριξη, ο γιος της δεν ήταν διαθέσιµος και η εγγονή της είχε παλαβώσει εντελώς. Εκεί πάνω εµφανίστηκε ο Μάικ Ο’Κέλι, ο οποίος είχε υποστεί άλλη µία εγχείρηση στην πλάτη και είχε περάσει αρκετές εβδοµάδες σε ένα κέντρο σωµατικής αποκατάστασης. «∆εν µε επισκέφτηκες ούτε µια φορά, Νίδια, δεν µε πήρες ούτε ένα τηλέφωνο», της είπε αντί για χαιρετισµό. Είχε χάσει δέκα κιλά και είχε αφήσει γένια, δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω, φαινόταν πολύ µεγαλύτερος από την ηλικία του και είχε πάψει να µοιάζει µε γιο της Νίνι µου. «Τι µπορώ να κάνω για να µε συγχωρέσεις, Μάικ;» τον ικέτευσε εκείνη, σκυµµένη πάνω από το αναπηρικό του αµαξάκι. «Κάθισε να φτιάξεις παξιµάδια για τα παιδιά», απάντησε εκείνος. Η Νίνι µου κάθισε και τα έψησε µόνη της, γιατί εγώ δήλωσα ότι είχα βαρεθεί τους µετανοηµένους αληταράδες του Χιονάτου και όλες τις άλλες

Σιγά-σιγά η γιαγιά µου άρχισε να βγαίνει απ’ το άντρο της πάνω απ’ το γκαράζ. Ξεπρόβαλε και πάλι στον κόσµο, οπότε έκπληκτη διαπίστωσε ότι στο ενδιάµεσο τίποτα δεν είχε σταµατήσει. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχε σβήσει από την καθηµερινότητά της το όνοµα του Πολ Ντίτσον Β΄, αφού ούτε καν η εγγονή της δεν µιλούσε γι’ αυτόν. Εγώ είχα κουρνιάξει µέσα σ’ ένα καβούκι χελώνας και δεν επέτρεπα να µε πλησιάσει κανείς. Είχα γίνει ένα παράξενο πλάσµα, ατίθασο και µόνιµα συνοφρυωµένο, που δεν απαντούσε όταν του απηύθυναν το λόγο, περνούσε από το σπίτι σαν κοµήτης, δεν βοηθούσε σε τίποτα στις καθηµερινές δουλειές και, στην παραµικρή αναποδιά, το έβαζε στα πόδια χτυπώντας πίσω του τις πόρτες. Ο ψυχίατρος εξήγησε στη Νίνι µου ότι έπασχα από ένα συνδυασµό εφηβείας και

112

113

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σταυροφορίες που δεν µε ενδιέφεραν πια καθόλου. Η Νίνι σήκωσε το χέρι για να µου δώσει το χαστούκι που σίγουρα µου χρειαζόταν, αλλά της άρπαξα τον καρπό του χεριού στον αέρα. «Και να µη σου περάσει ποτέ απ’ το µυαλό ότι µπορείς να µε ξαναχτυπήσεις, γιατί δεν πρόκειται να µε ξαναδείς, έγινα αντιληπτή;» Είχα γίνει αντιληπτή. Αυτό ήταν το σοκ που χρειαζόταν η γιαγιά µου για να σηκωθεί πάλι όρθια και ν’ αρχίσει να περπατάει. Γύρισε στη δουλειά της στη βιβλιοθήκη, αλλά τώρα ήταν ανίκανη να εφεύρει κάτι καινούργιο και απλώς επαναλάµβανε τις ιστορίες του παρελθόντος. Έκανε µεγάλους περιπάτους στο δάσος και άρχισε να συχνάζει στο Κέντρο Ζεν. ∆εν έχει απολύτως κανένα ταλέντο για χαλάρωση, αλλά στην υποχρεωτική ηρεµία του διαλογισµού καλούσε µε το µυαλό της τον παππού µου κι εκείνος ερχόταν, σαν µια γλυκιά παρουσία, και καθόταν στο πλάι της. Μία και µόνη φορά τη συνόδεψα στην κυριακάτικη τελετή του Ζέντο, όπου µε µεγάλη δυσφορία ανέχτηκα µια ατέρµονη φλυαρία για κάτι καλόγερους που σκούπιζαν ένα µοναστήρι, χωρίς να καταλάβω το παραµικρό. Όταν είδα τη Νίνι µου στη θέση του λωτού ανάµεσα σε βουδιστές µε ξυρισµένα κεφάλια και πορτοκαλιές ρόµπες, συνειδητοποίησα πόσο µόνη ένιωθε, αλλά η συµπόνια µου κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Λίγο αργότερα, καθώς πίναµε πράσινο τσάι και τρώγαµε οικολογικά ψωµάκια µε τους υπόλοιπους συµµετέχοντες, είχα επιστρέψει και πάλι στο µίσος µου γι’ αυτήν και στο µίσος µου για όλον τον κόσµο.

ραµική λήκυθο· δεν ανέφερα το όνοµά του σε κανέναν και δεν αποκάλυψα σε κανέναν ότι εµφανιζόταν µπροστά µου. Πήγαινα στο λύκειο του Μπέρκλεϊ, το µοναδικό δηµόσιο λύκειο της πόλης και ένα απ’ τα καλύτερα της χώρας, υπερβολικά µεγάλο, µε τρεις χιλιάδες τετρακόσιους µαθητές: 30% λευκούς, 30% µαύρους και τους υπόλοιπους Λατίνους, Ασιάτες και ανάµεικτους. Την εποχή που πήγαινε ο παππούς µου στο λύκειο του Μπέρκλεϊ το σχολείο έµοιαζε περισσότερο µε θηριοτροφείο, οι διευθυντές έµεναν το πολύ ένα χρόνο και µετά το έβαζαν στα πόδια, εξαντληµένοι απ’ την προσπάθεια, αλλά στη δική µου εποχή τα µαθήµατα ήταν εξαιρετικά· αν και το επίπεδο των µαθητών είχε πολλά σκαµπανεβάσµατα, επικρατούσαν τάξη και καθαριότητα, µε εξαίρεση τις τουαλέτες, οι οποίες προς το τέλος της εργάσιµης µέρας ήταν απολύτως φριχτές. Ο διευθυντής είχε µείνει πέντε χρόνια στη θέση του. Έλεγαν ότι ήταν µάλλον εξωγήινος, γιατί τίποτε δεν τρυπούσε τον παχυδερµισµό του. Είχαµε ζωγραφική, µουσική, θέατρο, σπορ, επιστηµονικά εργαστήρια, γλώσσες, συγκριτική θρησκειολογία, πολιτική, κοινωνικά προγράµµατα, εργαστήρια σε πολλά µαθήµατα και την καλύτερη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, η οποία αφορούσε όλους τους µαθητές, περιλαµβανοµένων των µουσουλµάνων και των φονταµελιστών χριστιανών, οι οποίοι δεν την αποδέχονταν πάντα ευχάριστα. Η Νίνι µου έστειλε µια επιστολή στο The Berkeley Daily Planet προτείνοντας να προστεθεί ένα Ε για τους ερµαφρόδιτους στο όνοµα της οµάδας ΛΓΑTΑ (Λεσβίες, Γκέι, Αµφισεξουαλικοί, Τρανσέξουαλ και Αναποφάσιστοι). Τέτοιου είδους πρωτοβουλίες αναλάµβανε η γιαγιά µου, πρωτοβουλίες που µε τάραζαν, γιατί κατά κανόνα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος, µε αποτέλε-

Κανείς δεν µε είδε να κλαίω από τότε που αποτέφρωσαν τον παππού µου και µας έδωσαν τις στάχτες του σε µια κε-

114

115

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σµα να καταλήγουµε πάντα σε κάποια διαδήλωση µαζί µε τον Μάικ Ο’Κέλι. Πάντα κανόνιζαν να παίρνουν κι εµένα µαζί τους. Το λύκειο του Μπέρκλεϊ προωθούσε συστηµατικά τους διαβαστερούς µαθητές και τους έστελνε κατευθείαν στα πιο καλά πανεπιστήµια, όπως τον παππού µου, ο οποίος έγινε δεκτός µε υποτροφία στο Χάρβαρντ εξαιτίας των εξαιρετικών βαθµών του και των επιδόσεών του στο µπέιζµπολ. Οι µέτριοι απλώς επέπλεαν, προσπαθώντας να περάσουν απαρατήρητοι, και οι αδύνατοι έµεναν κάπου στο δρόµο ή έµπαιναν σε ειδικά προγράµµατα. Οι πιο αντιφατικοί, οι ναρκοµανείς και τα αντικοινωνικά στοιχεία έπαιρναν πόδι: ή τους έδιωχναν ή έφευγαν από µόνοι τους. Τα δύο πρώτα χρόνια ήµουν καλή µαθήτρια και εξαιρετική στα σπορ, αλλά µέσα σε µόνο τρεις µήνες έπιασα πάτο, οι βαθµοί µου έπεσαν κάθετα, τσακωνόµουν συνεχώς, έκλεβα, κάπνιζα µαριχουάνα και κοιµόµουν την ώρα των µαθηµάτων. Ο κύριος Χάρπερ, ο καθηγητής της Ιστορίας, ανησύχησε και µίλησε στον πατέρα µου, ο οποίος δεν µπορούσε να µου κάνει τίποτε άλλο εκτός από µια ηθικοπλαστική διάλεξη και µε παρέπεµψε στο Κέντρο Υγείας, όπου µου έκαναν µερικές ερωτήσεις και, µόλις διαπίστωσαν ότι δεν ήµουν ούτε ανορεξική ούτε είχα προσπαθήσει να αυτοκτονήσω, µε άφησαν στην ησυχία µου.

φετέρια, όπου πήγαιναν µόνο τα σπασικλάκια, δεν ήταν καθόλου cool να σε δουν σ’ αυτήν. Η Νίνι µου ήταν εναντίον των εστιατορίων της περιοχής, που πουλούσαν κατά κανόνα χάµπουργκερ και πίτσες, και επέµενε ότι έπρεπε να πηγαίνω στην καφετέρια, όπου το φαγητό ήταν οργανικό, νόστιµο και φτηνό, αλλά εγώ ποτέ δεν την άκουσα. Οι µαθητές µαζευόµασταν στο Παρκ, σε µια πλατεία της περιοχής, όπου ίσχυε ο νόµος της ζούγκλας, παρότι απείχε µόλις πενήντα µέτρα από την αστυνοµική διεύθυνση. Οι γονείς δεν έπαυαν να διαµαρτύρονται για το όργιο των ναρκωτικών και του χαβαλέ που επικρατούσε στο Παρκ, ο Τύπος δηµοσίευε άρθρα, οι µπάτσοι περνούσαν από εκεί χωρίς να επεµβαίνουν και οι καθηγητές ένιπταν τας χείρας τους, γιατί η περιοχή ήταν έξω από τις αρµοδιότητές τους. Στο Παρκ χωριζόµασταν σε οµάδες, ανάλογα µε την κοινωνική τάξη και το χρώµα της επιδερµίδας µας. Αυτοί που κάπνιζαν µαριχουάνα και αυτοί που έκαναν σκέιτµπορντ είχαν το δικό τους τοµέα, οι λευκοί είχαµε το δικό µας, η λατινική συµµορία µαζευόταν στην περιφέρεια, όπου υπερασπιζόταν την εικονική περιοχή της µε τελετουργικές απειλές, και στο κέντρο όλων αυτών είχαν εξουσία τα βαποράκια των ναρκωτικών. Σε µια γωνιά ήταν στριµωγµένοι οι υπότροφοι από την Υεµένη, οι οποίοι είχαν γίνει πρωτοσέλιδο γιατί τους είχαν επιτεθεί κάτι καλόπαιδα Αφροαµερικανοί µε µπαστούνια του µπέιζµπολ και σουγιάδες. Σε µια άλλη γωνιά ήταν ο Στιούαρτ Πιλ, πάντα µόνος, γιατί έπεισε ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι να περάσει τρέχοντας τη λεωφόρο, οπότε το χτύπησαν δυοτρία αυτοκίνητα· επέζησε, αλλά ανάπηρο και παραµορφωµένο, και ο εµπνευστής της πλάκας το πλήρωσε µε τον εξοστρακισµό του: κανείς ποτέ δεν του απηύθυνε ξανά το

Το λύκειο του Μπέρκλεϊ είναι ανοιχτό σαν φοιτητούπολη, ενσωµατωµένο στο κέντρο της πόλης, όπου µπορούσα εύκολα να χαθώ µέσα στο πλήθος. Άρχισα να την κοπανάω συστηµατικά, έβγαινα για µεσηµεριανό φαγητό και δεν επέστρεφα για τα απογευµατινά µαθήµατα. Είχαµε µια κα-

116

117

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λόγο. Ανάµεσα στους µαθητές κυκλοφορούσαν και οι «πανκ του υπονόµου», µε τα πράσινα µαλλιά και τα τρυπηµένα δέρµατα και τα τατουάζ, οι ζητιάνοι µε τα γεµάτα καροτσάκια τους και τα χοντρά σκυλιά τους, κάµποσοι αλκοολικοί, µια κουρελιασµένη κυρία που έδειχνε στους γύρω τον πισινό της, αλλά και άλλα συνηθισµένα πρόσωπα της πλατείας. Κάποια από τα παιδιά κάπνιζαν, έπιναν αλκοόλ από µπουκάλια της κόκα κόλα, έβαζαν στοιχήµατα, κυκλοφορούσαν µαριχουάνα και χάπια κάτω απ’ τη µύτη της αστυνοµίας, αλλά η µεγάλη πλειονότητα έτρωγε το κολατσιό της και επέστρεφε στο σχολείο, όταν τελείωνε το διάλειµµα των σαράντα πέντε λεπτών. Εγώ δεν ήµουν ανάµεσά τους, πήγαινα στα µαθήµατα µόνο όσο χρειαζόταν για να παρακολουθώ σε γενικές γραµµές την ύλη. Τα βράδια καταλαµβάναµε µαζί µε άλλα παιδιά της ηλικίας µου το κέντρο του Μπέρκλεϊ, πηγαίνοντας από δω κι από κει πάντα σε οµάδες, υπό τα ανήσυχα βλέµµατα των περαστικών και των εµπόρων. Περνούσαµε σέρνοντας τα πόδια µας, µε τα κινητά µας, τα ακουστικά της µουσικής, τα σακίδιά µας, τις τσίχλες µας, τα ξηλωµένα µας µπλουτζίν και τη συνθηµατική µας γλώσσα. Όπως συνέβαινε µε όλους, το µεγάλο µου άγχος ήταν να νιώθω ενταγµένη στην οµάδα και να µε αγαπούν· δεν υπήρχε χειρότερη κατάντια από τον εξοστρακισµό, όπως αυτόν του Στιούαρτ Πιλ. Εκείνη τη χρονιά, στα δεκαέξι µου χρόνια, ένιωθα διαφορετική από τους υπολοίπους, βασανισµένη, επαναστατηµένη και εξαγριωµένη µε τον κόσµο. Είχα πάψει να προσπαθώ να είµαι χαµένη στο κοπάδι, προσπαθούσα τώρα να ξεχωρίσω· µόνο που δεν ήθελα να γίνω αγαπητή, αλλά φόβητρο. Παράτησα τις συνηθισµένες µου

φιλίες, ή µάλλον εκείνες µε παράτησαν, και δηµιούργησα ένα τρίγωνο µε τη Σάρα και την Ντέµπι, τα κορίτσια µε τη χειρότερη φήµη στο σχολείο – υπερβολή βέβαια, αφού στο λύκειο του Μπέρκλεϊ είχαµε και αρκετές παθολογικές περιπτώσεις. Φτιάξαµε το δικό µας αποκλειστικό κλαµπ, γίναµε αδελφοποιτές, λέγαµε η µια στην άλλη ακόµα και τα όνειρά µας, ήµασταν πάντα µαζί ή συνδεδεµένες µέσω των κινητών, µιλούσαµε, µοιραζόµασταν ρούχα, µακιγιάζ, χρήµατα, φαγητό, ναρκωτικά, µας ήταν αδύνατο να συλλάβουµε την ύπαρξή µας ξεχωριστά, η φιλία µας θα κρατούσε µια ζωή και κανείς και τίποτα δεν θα µπορούσε να µπει ανάµεσά µας. Μεταµορφώθηκα και από µέσα και απέξω. Είχα την εντύπωση ότι θα σκάσω, µου περίσσευε κρέας, µου έλειπαν κόκαλα και δέρµα, έβραζε το αίµα µου, δεν µπορούσα να ανεχτώ τον ίδιο µου τον εαυτό. Φοβόµουν ότι θα ξυπνήσω κάποια στιγµή από έναν καφκικό εφιάλτη µεταµορφωµένη σε κατσαρίδα. Επιθεωρούσα τα κουσούρια µου: µεγάλα δόντια, µυώδη πόδια, πεταχτά αυτιά, αχυρέ µαλλιά, κοντή µύτη, πέντε σπυριά, φαγωµένα νύχια, αδέξιο στήσιµο, ασπρουλιάρα, ψηλή κι αδέξια. Ένιωθα απαίσια, αλλά υπήρχαν στιγµές που µπορούσα να µαντέψω τη δύναµη του καινούργιου γυναικείου σώµατός µου, µια δύναµη που δεν ήξερα πώς να κουµαντάρω. Με ενοχλούσε όταν µε κοιτούσαν οι άντρες ή µου κολλούσαν στο δρόµο, όταν οι συµµαθητές µου µε άγγιζαν ή όταν κάποιος καθηγητής ενδιαφερόταν υπερβολικά για τη συµπεριφορά µου ή για τους βαθµούς µου, µε εξαίρεση τον άµεµπτο κύριο Χάρπερ. Το σχολείο δεν είχε γυναικεία οµάδα σόκερ, εγώ έπαιζα σ’ ένα κλαµπ, µέχρι µια φορά που ο προπονητής µε

118

119

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κράτησε να κάνω πους-απς στην αυλή. Όταν έφυγαν όλα τ’ άλλα κορίτσια, µε ακολούθησε στο ντους, µε πασπάτεψε ολόκληρη και, καθώς δεν αντέδρασα καθόλου, θεώρησε ότι µου άρεσε κιόλας. Ντροπιασµένη, το ανέφερα µόνο στη Σάρα και στην Ντέµπι, εξορκίζοντάς τες να το κρατήσουν µυστικό, έπαψα να παίζω και δεν ξαναπάτησα το πόδι µου στο κλαµπ.

νοϊκή ιδέα να επισκεφτεί το Μπέρκλεϊ. Εγώ τότε ήµουν εννέα χρονών, αν θυµάµαι καλά. Οι φίλες µου, λοιπόν, ήταν ο κόσµος µου, µόνο µ’ αυτές µπορούσα να µοιραστώ τις ιδέες µου και τα συναισθήµατά µου, µόνο εκείνες έβλεπαν τα πράγµατα από τη δική µου σκοπιά και µε καταλάβαιναν, κανείς άλλος δεν εκτιµούσε το χιούµορ µας και τα γούστα µας. Τα άλλα παιδιά του λυκείου του Μπέρκλεϊ ήταν κακοµαθηµένα µυξιάρικα, ήµασταν πεπεισµένες ότι κανείς δεν είχε τόσο µπερδεµένες ζωές όσο ήταν οι δικές µας. Με πρόσχηµα τους υποτιθέµενους βιασµούς και τα χτυπήµατα του πατριού της, η Σάρα είχε µετατραπεί σε παθολογική κλέφτρα, ενώ η Ντέµπι κι εγώ ήµασταν σε µόνιµη κατάσταση επιφυλακής, για να την καλύπτουµε και να την προστατεύουµε. Το µόνο σίγουρο είναι ότι η Σάρα ζούσε µόνη µε τη µητέρα της και ποτέ δεν είχε πατριό, αλλά αυτός ο φανταστικός ψυχοπαθής δεν έλειπε ποτέ από τις συζητήσεις µας, σαν να ήταν κανονικός άνθρωπος από σάρκα και οστά. Η φίλη µου έµοιαζε µε ακρίδα, ήταν όλο αγκώνες, γόνατα, αρθρώσεις και άλλα σουβλερά κόκαλα, και κυκλοφορούσε συνεχώς µε διάφορες σακουλίτσες γλυκών, τα οποία έτρωγε σε µια καθισιά και µετά έτρεχε στο µπάνιο κι έβαζε τα δάχτυλά της στο λαιµό για να κάνει εµετό. Ήταν τόσο αδύνατη, που πολύ συχνά λιποθυµούσε και µύριζε θάνατο, ζύγιζε τριάντα εφτά κιλά, οχτώ περισσότερα από το σακίδιο µε τα βιβλία µου. Ο αντικειµενικός της στόχος ήταν να φτάσει τα είκοσι πέντε και να εξαφανιστεί εντελώς. Η άλλη, η Ντέµπι, την οποία πράγµατι χτυπούσαν στο σπίτι και την είχε βιάσει ένας θείος, ήταν φανατική των ταινιών τρόµου κι ένιωθε µια αρρωστηµένη έλξη για ό,τι είχε να κάνει µε το θάνατο και το υπερπέραν: ζόµπι, βου-

Οι αλλαγές στο κορµί και στο χαρακτήρα µου ήταν τόσο απότοµες, σαν γλίστρηµα στον πάγο, ώστε δεν πρόλαβα να καταλάβω ότι το κεφάλι µου έπαιρνε επικίνδυνες στροφές. Άρχισα να προκαλώ τον κίνδυνο σαν υπνωτισµένη· σύντοµα βρέθηκα να ζω διπλή ζωή, έλεγα ψέµατα µε τροµακτική ευχέρεια και συγκρουόµουν µε φωνές και θεαµατικές χειρονοµίες µε τη γιαγιά µου, µοναδική εξουσία στο σπίτι από τότε που η Σούζαν είχε φύγει για τον πόλεµο. Ο πατέρας µου είχε σχεδόν εξαφανιστεί, φαντάζοµαι ότι είχε διπλασιάσει τις ώρες πτήσης του για να αποφεύγει τις συγκρούσεις µαζί µου. Με τη Σάρα και την Ντέµπι ανακάλυψα την πορνογραφία στο ίντερνετ, όπως άλλωστε και όλοι οι άλλοι συµµαθητές µας στο σχολείο, και δοκιµάζαµε τις χειρονοµίες και τις στάσεις των γυναικών της οθόνης, µε αµφίβολα αποτελέσµατα στη δική µου περίπτωση, γιατί ένιωθα γελοία. Η γιαγιά µου άρχισε κάτι να υποπτεύεται και εξαπέλυσε µια µετωπική καµπάνια κατά της βιοµηχανίας του σεξ, η οποία υποβάθµιζε και εκµεταλλευόταν τις γυναίκες· τίποτα καινούργιο δηλαδή, αφού κάποτε µε είχε πάει µαζί µε τον Μάικ Ο’Κέλι σε µια διαδήλωση κατά του περιοδικού Playboy, όταν ο Χιου Χέφνερ είχε την παρα-

120

121

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ντού, δράκουλες και δαιµονισµένους· είχε αγοράσει τον Εξορκιστή, µια παµπάλαια ταινία, και µας έβαζε να τη βλέπουµε κάθε λίγο και λιγάκι, γιατί φοβόταν να τη δει µόνη της. Η Σάρα κι εγώ υιοθετήσαµε το δρακουλιάρικο στιλ της: µαύρο στο µαύρο, ακόµα και τα νύχια βαµµένα µαύρα, χλοµάδα του τάφου, καρφιά παντού, σταυροί και νεκροκεφαλές, και ο ατάραχος κυνισµός των βρικολάκων του Χόλιγουντ. Από εκεί µας βγάλανε το παρατσούκλι: τα βαµπίρ. Οι τρεις µας κάναµε συναγωνισµό κακής συµπεριφοράς. Είχαµε εγκαθιδρύσει ένα σύστηµα πόντων για ατιµώρητες παραβάσεις, δηλαδή την καταστροφή ξένης περιουσίας, το εµπόριο µαριχουάνας, χαπιών έκσταση, LSD και κλεµµένων φαρµάκων, το βάψιµο µε σπρέι των τοίχων του σχολείου, την πλαστογράφηση επιταγών, τις κλεψιές στα µαγαζιά. Σηµειώναµε τα κατορθώµατά µας σε ένα βιβλιαράκι, στο τέλος του µήνα µετρούσαµε τους πόντους και αυτή που κέρδιζε έπαιρνε για βραβείο ένα µπουκάλι βότκα, απ’ την πιο δυνατή και φτηνή, µια πολωνέζικη βότκα, στην οποία θα µπορούσε κανείς να διαλύσει λαδοµπογιά. Οι φίλες µου έλεγαν δήθεν ότι άλλαζαν τους γκόµενους σαν τα πουκάµισα, ότι είχαν κολλήσει διάφορα αφροδίσια κι ότι είχαν κάνει αρκετές εκτρώσεις, και τα θεωρούσαν όλα αυτά παράσηµα ανδρείας, αν και την εποχή που κάναµε παρέα οι τρεις µας δεν µπόρεσα να αντιληφθώ τίποτε απ’ όλα αυτά. Σε σύγκριση µ’ αυτές, η σεµνοτυφία µου είχε αρχίσει να γίνεται ασήκωτη, γι’ αυτό και βιάστηκα να χάσω την παρθενιά µου, και το έκανα µε τον Ρικ Λαρέντο, το χειρότερο γουρούνι του πλανήτη ολόκληρου.

Βολεύτηκα στις συνήθειες του Μανουέλ Αρίας µε ευελιξία και µεγαλοθυµία που θα έκαναν τη γιαγιά µου να απορήσει. Εκείνη συνεχίζει να µε θεωρεί κοριτσόπουλο, δηλαδή κάτι που θα µπορούσε κανείς να το δει και θετικά και αρνητικά, ανάλογα µε το ύφος, σχεδόν πάντα όµως είναι το δεύτερο. ∆εν ξέρει πόσο έχω αλλάξει, έχω γίνει πια σχεδόν γοητευτική. «Η ζωή διδάσκει ότι µε το ξύλο µαθαίνεις», είναι άλλη µια δική της πεποίθηση, που στη δική µου περίπτωση αποδείχτηκε εκατό τοις εκατό σωστή. Στις εφτά το πρωί ο Μανουέλ τροφοδοτεί τη φωτιά της στόφας για να ζεστάνει το νερό του µπάνιου και τις πετσέτες, µετά φτάνει η Εντουβίχις ή η κόρη της, η Ασουσένα, για να µας φτιάξει ένα καταπληκτικό πρωινό µε αβγά από τις κότες της, ψωµί απ’ το φούρνο της και γάλα από την αγελάδα της, αφράτο και χλιαρό. Το γάλα έχει ιδιαίτερη µυρωδιά, η οποία στην αρχή µε απωθούσε, αλλά τώρα µε µαγεύει, µυρωδιά στάβλου, βοσκής και φρέσκιας κοπριάς. Η Εντουβίχις θα ήθελε πολύ να έπαιρνα το πρωινό µου στο κρεβάτι «σαν κανονική δεσποσύνη» –έτσι γίνεται ακόµα στη Χιλή σε κάποια σπίτια όπου υπάρχουν ακόµα «νάνες», όπως αποκαλούν τις καµαριέρες–, αλλά αυτό το κάνω µόνο τις Κυριακές που σηκώνοµαι αργά, γιατί έρχεται ο Χουανίτο, ο εγγονός της, και διαβάζουµε στο κρεβάτι, µε τον Φάκιν στα πόδια µας. Έχουµε φτάσει στα µισά του πρώτου τόµου του Χάρι Πότερ. Το βραδάκι, µόλις τελειώνω τη δουλειά µου µε τον Μανουέλ, κάνω τζόκινγκ ως το χωριό· οι άνθρωποι µε κοιτάζουν παραξενεµένοι και κάθε τόσο µε ρωτούν για πού το ’βαλα τόσο βιαστική. Χρειάζοµαι άσκηση, αλλιώς θα χοντρύνω, τρώω σαν να θέλω να αναπληρώσω όσα δεν έφαγα το χρόνο που πέρασε. Η δίαιτα του νησιού περιέχει

122

123

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

υπερβολικά πολλούς υδατάνθρακες, αλλά δεν βλέπει κανείς χοντρούς ανθρώπους πουθενά, ίσως επειδή καταβάλλουν σωµατική προσπάθεια, αφού εδώ πρέπει κανείς να κινείται πολύ. Η Ασουσένα Κοράλες είναι λίγο παχουλή για τα δεκατρία της χρόνια, αλλά δεν κατάφερα να την πείσω να τρέξει µαζί µου, ντρέπεται, «τι θα πει ο κόσµος», λέει. Αυτό το κοριτσάκι ζει πολύ µοναχική ζωή, γιατί υπάρχουν ελάχιστοι νέοι στο χωριό, µόνο µερικοί ψαράδες, πέντε-έξι αργόσχολοι σαλεµένοι απ’ τη µαριχουάνα και ο νεαρός του ίντερνετ καφέ, όπου ο καφές είναι µόνο νεσκαφέ και το ίντερνετ έρχεται και φεύγει κατά βούληση, κι όπου εγώ προσπαθώ να πηγαίνω όσο γίνεται λιγότερο για να αποφύγω την πρόκληση του ηλεκτρονικού ταχυδροµείου. Τα µόνα πρόσωπα σ’ αυτό το νησί που ζουν αποκοµµένα απ’ τον υπόλοιπο κόσµο είµαστε η δόνα Λουσίντα κι εγώ, εκείνη επειδή είναι γριά κι εγώ επειδή είµαι φυγάς. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού έχουν ένα είδος εξάρτησης από τα κινητά τους κι από τους υπολογιστές του ίντερνετ καφέ. ∆εν πλήττω καθόλου. Αυτό µε εκπλήσσει, γιατί στο παρελθόν βαριόµουν ακόµα και στις ταινίες καταιγιστικής δράσης. Έχω συνηθίσει τις άδειες ώρες, τις µακρόσυρτες µέρες, την τεµπελιά. ∆ιασκεδάζω µε ελάχιστα πράγµατα, τη ρουτίνα της δουλειάς του Μανουέλ, τα άθλια µυθιστορήµατα της θείας Μπλάνκα, τους γείτονες στο νησί και τα παιδιά, που πάνε πάντα µπουλούκια-µπουλούκια χωρίς καµία επίβλεψη. Ο Χουανίτο Κοράλες είναι ο αγαπηµένος µου, µε το αδύνατο σωµατάκι του, το µελαχρινό του κεφαλάκι και τα µαύρα του µάτια που όλα τα βλέπουν µοιάζει µε κουκλάκι. Τον θεωρούν καθυστερηµένο, γιατί µιλάει ελάχιστα, είναι όµως πάρα πολύ πονηρός. Κατάλαβε από πο-

λύ νωρίς ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά που λένε οι άλλοι, γι’ αυτό και δεν λέει τίποτε. Παίζω µπάλα µε τ’ αγόρια, αλλά δεν κατάφερα να πείσω τα κορίτσια να ενδιαφερθούν, ίσως γιατί τα αγόρια αρνούνται να παίξουν µαζί τους, αλλά και γιατί στο νησί δεν έχει δει ποτέ κανείς γυναικεία οµάδα να παίζει ποδόσφαιρο. Η θεία Μπλάνκα κι εγώ αποφασίσαµε ότι αυτό πρέπει να αλλάξει και, µόλις αρχίσουν τα µαθήµατα τον Μάρτιο, οπότε θα έχουµε τα παιδιά µαντρωµένα, θα ασχοληθούµε µε το θέµα. Οι κάτοικοι του χωριού µού έχουν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες τους, τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί οι πόρτες των σπιτιών στο χωριό είναι πάντα ανοιχτές. Καθώς τα ισπανικά µου έχουν βελτιωθεί σηµαντικά, πιάνουµε το λακριντί όποτε µας δοθεί η ευκαιρία. Οι κάτοικοι του Τσιλοέ έχουν πολύ βαριά προφορά και χρησιµοποιούν λέξεις και γραµµατικά φαινόµενα που δεν απαντώνται σε κανένα κείµενο, και κατά τον Μανουέλ προέρχονται από τα παλιά ισπανικά· κι αυτό γιατί το Τσιλοέ έµεινε αποµονωµένο από την υπόλοιπη χώρα για πάρα πολλά χρόνια. Η Χιλή ανεξαρτητοποιήθηκε από την Ισπανία το 1810, αλλά το Τσιλοέ ακολούθησε µόλις το 1826 και ήταν η τελευταία περιοχή του Κώνου του Νότου που απελευθερώθηκε από τους Ισπανούς. Ο Μανουέλ µε είχε προειδοποιήσει ότι οι κάτοικοι του νησιού είναι πολύ καχύποπτοι, αλλά η δική µου εµπειρία δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Μαζί µου είναι εξαιρετικά ανοιχτοί. Με προσκαλούν στα σπίτια τους, καθόµαστε µπροστά στις σόµπες για ψιλοκουβέντα και για µατέ, ένα αφέψηµα από το οµώνυµο χόρτο, πράσινο και πικρό, το οποίο

124

125

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σερβίρεται σε µια κολοκύθα που περνάει από χέρι σε χέρι και πίνουν όλοι απ’ το ίδιο σωληνάκι. Μου µιλούν για τις αρρώστιες τους και για τις αρρώστιες των φυτών, που µπορεί να τις προκαλέσει ο φθόνος του γείτονα. Κάποιες οικογένειες είναι αντικείµενα ευρύτατου κουτσοµπολιού ή ύποπτες για µαγεία· µου είναι αδύνατον να εξηγήσω πώς καταφέρνουν να διατηρούν τέτοιες έχθρες για µεγάλο διάστηµα, αφού είµαστε όλα κι όλα τριακόσια άτοµα και ζούµε σε περιορισµένο χώρο, σαν κοτόπουλα σε κοτέτσι. Κανένα µυστικό δεν µπορεί να φυλαχτεί σ’ αυτή την κοινότητα, που είναι σαν µια µεγάλη οικογένεια, διαιρεµένη, εκδικητική, αλλά υποχρεωµένη να συµβιώνει και να συµπαραστέκεται η µια στην άλλη όταν το απαιτεί η περίσταση. Μιλάµε για τις πατάτες –υπάρχουν εκατό ποικιλίες ή «ποιότητες», πατάτες κόκκινες, µοβ, µαύρες, λευκές, κίτρινες, στρογγυλές, µακρόστενες, πατάτες να δει το µάτι σου–, για τον τρόπο που τις φυτεύουν, πάντα στη χάση του φεγγαριού και ποτέ Κυριακή, για τον τρόπο µε τον οποίο ευχαριστούν τον Θεό όταν τις φυτεύουν κι όταν ξεθάβουν την πρώτη και πώς τους τραγουδάνε όταν κοιµούνται κάτω απ’ τη γη. Η δόνα Λουσίντα, µε τα εκατόν εννιά χρόνια της συµπληρωµένα, κατά τους υπολογισµούς των συγχωριανών της τουλάχιστον, είναι µία από τις τραγουδίστριες που η φωνή τους συνοδεύει τη συγκοµιδή: «Την πατάτα και τα µάτια σου, Τσιλότε, την πατάτα και τα µάτια σου, Τσιλότε, µην έρθουν άλλοι απέξω και στην πάρουνε, Τσιλότε». Γκρινιάζουν για τα εκτροφεία του σολοµού, υπεύθυνα για πολλά κακά, και για την αδιαφορία της κυβέρνησης, η οποία υπόσχεται πολλά και κάνει λίγα, αλλά συµφωνούν όλοι ότι η Μισέλ Μπατσελέτ είναι η κα-

λύτερη πρόεδρος που είχαν ποτέ, παρότι είναι γυναίκα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Ο Μανουέλ απέχει κι αυτός πολύ από την τελειότητα· είναι µονοκόµµατος, απαιτητικός, το στοµάχι του δεν χωνεύει πολλά και του λείπει εντελώς το ποιητικό όραµα για να µπορεί να καταλάβει το σύµπαν και την ανθρώπινη καρδιά, όπως ο παππούς µου, αλλά τον συµπάθησα, δεν µπορώ να το αρνηθώ. Τον αγαπάω όσο και τον Φάκιν, παρ’ όλο που ο Μανουέλ δεν κάνει την παραµικρή προσπάθεια να κερδίσει την εκτίµηση οποιουδήποτε. Το χειρότερο ελάττωµά του είναι η παθολογική µανία του µε την τάξη – αυτό το σπίτι µοιάζει περισσότερο µε στρατόπεδο· µερικές φορές, µάλιστα, αφήνω επίτηδες διάφορα πράγµατα πεταµένα εδώ κι εκεί και άπλυτα πιάτα στην κουζίνα, για να τον µάθω να χαλαρώνει λιγάκι. ∆εν τσακωνόµαστε µε την αυστηρή έννοια της λέξης, έχουµε όµως τις συγκρούσεις µας. Σήµερα, για παράδειγµα, δεν είχα τι να φορέσω, γιατί ξέχασα να πλύνω τα ρούχα µου, και πήρα µερικά δικά του πράγµατα που στέγνωναν δίπλα στη στόφα. Υπέθεσα ότι, αν διάφορα άλλα άτοµα έχουν το δικαίωµα να παίρνουν απ’ αυτό το σπίτι ό,τι τους κάνει κέφι, θα µπορούσα κι εγώ να δανειστώ κάτι που δεν χρησιµοποιεί. «Την επόµενη φορά που θα θελήσεις να φορέσεις δικό µου σορτσάκι, σε παρακαλώ να µου το ζητήσεις πρώτα», µου είπε µε ύφος που δεν µου άρεσε καθόλου. «Καλά, είσαι µανιακός τελικά, Μανουέλ! Θα έλεγε κανείς ότι δεν έχεις άλλο», του απάντησα µε τόνο που ούτε σ’ εκείνον πρέπει να άρεσε. «Εγώ ποτέ δεν παίρνω δικά σου πράγµατα, Μάγια». «Ίσως γιατί δεν έχω δικά µου πράγµατα! Πάρε το µαλακισµένο το παντελόνι σου, δεν το χρειάζοµαι!» είπα κι

126

127

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

άρχισα να ξεκουµπώνω το παντελόνι για να του το δώσω πίσω, αλλά εκείνος µε σταµάτησε κατατροµαγµένος. «Όχι, όχι! Μη! Σου το χαρίζω, Μάγια, δικό σου!» Κι εγώ, µέσα στην ηλιθιότητά µου, έβαλα τα κλάµατα. Εννοείται ότι δεν έκλαιγα γι’ αυτό, ποιος ξέρει γιατί τελικά έκλαιγα, ίσως γιατί περίµενα την περίοδό µου ή γιατί τη νύχτα είχα θυµηθεί το θάνατο του παππού και όλη την ηµέρα την είχα περάσει µέσα σε µια µαυρίλα. Ο παππούς µου θα µε είχε αγκαλιάσει και µέσα σε δύο λεπτά θα γελούσαµε µαζί, αλλά ο Μανουέλ άρχισε να διαγράφει κύκλους µέσα στο δωµάτιο, ξύνοντας το κεφάλι του και κλοτσώντας τα έπιπλα, σαν να µην είχε δει ποτέ στη ζωή του δάκρυα. Τελικά συνέλαβε τη µεγαλοφυή ιδέα να µου φτιάξει ένα νεσκαφέ µε συµπυκνωµένο γάλα· αυτό µε ηρέµησε κάπως και µπορέσαµε να µιλήσουµε. Μου ζήτησε να προσπαθήσω να καταλάβω ότι είχε είκοσι χρόνια να ζήσει κάτω από την ίδια στέγη µε γυναίκα, ότι είχε παγιωµένες συνήθειες, ότι η τάξη είναι σηµαντική σ’ ένα χώρο µικρό σαν αυτό το σπίτι και ότι η συγκατοίκησή µας θα ήταν πολύ πιο εύκολη, αν σεβόµασταν ο ένας τα εσώρουχα του άλλου. Τον καηµένο! «Άκου, Μανουέλ, εγώ ξέρω πολλά από ψυχολογία, γιατί πέρασα πάνω από ένα χρόνο ανάµεσα σε παλαβούς και ψυχολόγους. Έχω µελετήσει την περίπτωσή σου κι έχω να πω ότι αυτό που σε ταλαιπωρεί είναι ο φόβος», του ανακοίνωσα. «Φόβος για τι πράγµα;» ρώτησε και χαµογέλασε. «∆εν ξέρω, αλλά µπορώ να το ψάξω. Άσε µε να σου εξηγήσω, αυτό που έχεις µε την τάξη και µε την περιχαράκωσή σου είναι µια εκδήλωση νεύρωσης. Κοίτα τι σαµατά πήγες και δηµιούργησες για ένα τρισάθλιο παντελόνι·

αντίθετα, δεν ένιωσες την παραµικρή ενόχληση όταν κάποιος άγνωστος δανείστηκε αυθαίρετα το στερεοφωνικό σου συγκρότηµα. Προσπαθείς να τα ελέγχεις όλα, ιδιαίτερα το συναισθηµατικό σου κόσµο, για να νιώθεις σίγουρος, αλλά ακόµα κι οι χαζοί ξέρουν ότι δεν υπάρχει σιγουριά σ’ αυτόν τον κόσµο, Μανουέλ». «Μµµ, κατάλαβα. Για συνέχισε παρακάτω…» «Φαίνεσαι γαλήνιος και απόµακρος, σαν τον Σιντάρτα, αλλά εµένα δεν µε ξεγελάς. Ξέρω ότι από µέσα σου είσαι ένα µάτσο χάλια. Ξέρεις ποιος ήταν ο Σιντάρτα, έτσι; Ο Βούδας». «Ναι, ο Βούδας». «Τι γελάς; Ο κόσµος πιστεύει ότι είσαι σοφός, ότι έχεις φτάσει στην πνευµατική γαλήνη ή κάποια τέτοια βλακεία, τέλος πάντων. Την ηµέρα είσαι η αποθέωση της ισορροπίας και της ηρεµίας, όπως ο Σιντάρτα, αλλά εγώ σε ακούω τις νύχτες, Μανουέλ. Βγάζεις κραυγές και µουγκρητά όταν κοιµάσαι. Κρύβεις κάτι τροµερό και δεν µας το λες». Ως εκεί και µη παρέκει έφτασε η ψυχολογική µας συνεδρία. Φόρεσε το σκούφο και το χιτώνιό του, σφύριξε στον Φάκιν για να τον συνοδεύσει, κι έφυγε για βόλτα, για βαρκάδα ή για να παραπονεθεί για µένα στην Μπλάνκα Σνάκε. Γύρισε πολύ αργά. ∆εν µ’ αρέσει καθόλου να µένω µόνη τις νύχτες στο βασίλειο της νυχτερίδας! Η ηλικία, όπως και τα σύννεφα, είναι κάτι φλου και µεταλλασσόµενο. Μερικές φορές ο Μανουέλ εκπροσωπεί τα χρόνια που έχει ζήσει, αλλά υπάρχουν στιγµές που, ανάλογα µε το φως και µε τη διάθεσή του, µπορώ να διακρί-

128

129

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νω το νεαρό άτοµο που καραδοκεί πίσω απ’ το δέρµα του. Όταν είναι σκυµµένος πάνω από το πληκτρολόγιο και τον φωτίζει το σκληρό γαλάζιο φως του υπολογιστή του, είναι ηλικιωµένος, όταν όµως κουµαντάρει τη λάντζα του, είναι δεν είναι πενήντα. Αρχικά κοιτούσα τις ρυτίδες, τις σακούλες και το κοκκινωπό δέρµα κάτω απ’ τα µάτια, τις φλέβες των χεριών, τα φαγωµένα δόντια, τα κόκαλα του προσώπου, που λες κι είναι σκαλισµένα µε καλέµι, τον πρωινό βήχα και τη βραχνάδα, την κουρασµένη κίνησή του, όταν βγάζει τα γυαλιά και τρίβει τα βλέφαρά του, αλλά τώρα δεν βλέπω πια αυτές τις λεπτοµέρειες, βλέπω µόνο έναν ανδρισµό που απλά δεν είναι κραυγαλέος. Είναι ελκυστικός. Είµαι σίγουρη ότι η Μπλάνκα Σνάκε συµφωνεί µαζί µου, έχω προσέξει τον τρόπο που τον κοιτάζει. Τι είπα τώρα; Ότι ο Μανουέλ είναι ελκυστικός! Θεέ και Κύριε, είναι πιο αρχαίος κι απ’ τις πυραµίδες· η κακιά ζωή στο Λας Βέγκας µού έχει µετατρέψει τον εγκέφαλο σε κουνουπίδι, δεν χωράει άλλη εξήγηση. Σύµφωνα µε τη Νίνι µου, το πιο σέξι τµήµα του κορµιού µιας γυναίκας είναι οι γοφοί, γιατί δείχνουν την αναπαραγωγική της ικανότητα, και στον άντρα το αντίστοιχο είναι τα χέρια, γιατί δείχνουν την ικανότητά του να δουλέψει. ∆εν ξέρω από πού την έβγαλε αυτή τη θεωρία, αλλά παραδέχοµαι ότι τα χέρια του Μανουέλ είναι σέξι. ∆εν είναι µυώδη σαν τα χέρια ενός νέου, αλλά είναι γερά, µε σφιχτούς καρπούς και µεγάλες παλάµες, πράγµα περίεργο για ένα συγγραφέα, είναι χέρια ναυτικού ή οικοδόµου, µε το δέρµα χαρακωµένο και τα νύχια βρόµικα απ’ το γράσο των µοτέρ, απ’ τη βενζίνη, το ξύλο, το χώµα. Αυτά τα χέρια µαζεύουν ντοµάτες και κόλιαντρο ή ξεφλουδίζουν ψάρια µε µεγάλη επιδεξιότητα. Τον παρατηρώ χωρίς να µε

αντιλαµβάνεται, γιατί µε κρατάει σε κάποια απόσταση, πιστεύω ότι µε φοβάται, αλλά τον έχω µελετήσει πίσω απ’ την πλάτη του. Θα ήθελα να αγγίξω τα κοντοκοµµένα µαλλιά του και να χώσω τη µύτη µου στο κοίλωµα που έχει στη βάση του λαιµού του, όλοι το έχουµε, υποθέτω. Πώς να µυρίζει άραγε; ∆εν καπνίζει ούτε φοράει κολόνιες, όπως ο παππούς µου, που η µυρωδιά του ήταν το πρώτο που αντιλαµβανόµουν όταν ερχόταν να µε δει. Τα ρούχα του Μανουέλ µυρίζουν όπως τα δικά µου κι όπως όλα σ’ αυτό το σπίτι: µαλλί, ξύλο, γατιά, καπνό στόφας. Όποτε προσπαθώ να διερευνήσω το παρελθόν ή τα συναισθήµατα του Μανουέλ, παίρνει αµυντική στάση, αλλά η θεία Μπλάνκα µού έχει πει µερικά πράγµατα και έχω ανακαλύψει από µόνη µου κάποια άλλα αρχειοθετώντας τους φακέλους του. Είναι κοινωνιολόγος, επιπλέον ανθρωπολόγος, δεν ξέρω ποια ακριβώς είναι η διαφορά, και υποθέτω ότι αυτό εξηγεί το µεταδοτικό του πάθος για τη µελέτη της κουλτούρας του Τσιλοέ. Μου αρέσει να δουλεύω και να ταξιδεύω σε άλλα νησιά µαζί του, µου αρέσει να µένω στο σπίτι του, µου αρέσει η παρέα του. Μαθαίνω πολλά πράγµατα· όταν έφτασα στο Τσιλοέ, το κεφάλι µου ήταν ένα άδειο σπήλαιο, αλλά ελάχιστο χρόνο µετά την άφιξή µου άρχισε ταχύτατα να γεµίζει. Η Μπλάνκα Σνάκε έχει κι αυτή συνεισφέρει πολλά στην εκπαίδευσή µου. Σ’ αυτό το νησί ο λόγος της είναι νόµος, το κύρος της είναι πολύ µεγαλύτερο από των δύο αστυνοµικών του τοπικού τµήµατος. Από µικρή η Μπλάνκα ήταν εσωτερική σ’ ένα σχολείο καλογραιών· µετά έζησε για ένα διάστηµα στην Ευρώπη και σπούδασε παιδαγωγικά· είναι

130

131

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

χωρισµένη κι έχει δύο κόρες, τη µια στο Σαντιάγο και την άλλη, παντρεµένη µε δυο µωρά, στη Φλόριντα. Στις φωτογραφίες που µου έδειξε, οι κόρες της µοιάζουν µε µοντέλα και τα εγγόνια της µε χερουβείµ. ∆ιηύθυνε ένα λύκειο στο Σαντιάγο και εδώ και κάµποσα χρόνια ζήτησε να µετατεθεί στο Τσιλοέ, γιατί ήθελε να ζήσει στο Κάστρο, κοντά στον πατέρα της, µόνο που τελικά εγκαταστάθηκε σ’ αυτό το ασήµαντο νησάκι. Σύµφωνα µε την Εντουβίχις, η Μπλάνκα είχε καρκίνο στο µαστό και θεραπεύτηκε µε την παρέµβαση µιας µάτσι, αλλά ο Μανουέλ µού εξήγησε ότι η θεραπεία της ήταν µια διπλή µαστεκτοµή σε συνδυασµό µε χηµειοθεραπεία· τώρα βρίσκεται στην ανάρρωση. Μένει πίσω από το σχολείο, στο καλύτερο σπίτι του χωριού, ανακατασκευασµένο και διευρυµένο, που της το αγόρασε ο πατέρας της τοις µετρητοίς. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίνει στο Κάστρο και τον βλέπει. Ο δον Λίονελ Σνάκε θεωρείται σπουδαίο πρόσωπο στο Τσιλοέ και ιδιαίτερα αγαπητό λόγω της γενναιοδωρίας του, η οποία δεν φαίνεται να έχει όρια. «Όσο περισσότερα δίνει ο πατέρας µου τόσο καλύτερα πηγαίνουν οι επενδύσεις του, γι’ αυτό και δεν διστάζω ποτέ να του ζητήσω ό,τι θέλω», µου εξήγησε η Μπλάνκα. Κατά την αγροτική µεταρρύθµιση του 1971, η κυβέρνηση του Αλιέντε εθνικοποίησε τη φάρµα των Σνάκε στο Οσόρνο και την παραχώρησε στους εργάτες που ζούσαν και δούλευαν εκεί επί δεκαετίες. Ο Σνάκε δεν αναλώθηκε στην καλλιέργεια του µίσους ή στο σαµποτάρισµα της κυβέρνησης, όπως πολλοί άλλοι στη δική του κατάσταση, αλλά κοίταξε γύρω του αναζητώντας καινούργιους ορίζοντες και ευκαιρίες. Ένιωθε νέος και µπορούσε ν’ αρχίσει απ’ την αρχή. Μετακόµισε στο Τσιλοέ και έστησε µια επιχείρηση που προ-

µήθευε µε θαλασσινά προϊόντα τα καλύτερα εστιατόρια του Σαντιάγο. Κατάφερε να περάσει αλώβητος από τις πολιτικές και οικονοµικές αναταραχές της εποχής και λίγο αργότερα έκανε το ίδιο µε τον ανταγωνισµό των Ιαπώνων ψαράδων και τη βιοµηχανία του σολοµού. Το 1976, η στρατιωτική κυβέρνηση του έδωσε πίσω τη γη του, αλλά εκείνος την άφησε στους γιους του, ο οποίοι την έβγαλαν από την άθλια κατάσταση στην οποία τη βρήκαν. Ο ίδιος έµεινε στο Τσιλοέ, γιατί είχε ήδη υποστεί το πρώτο από διάφορα καρδιακά επεισόδια κι αποφάσισε ότι η σωτηρία του θα ήταν να υιοθετήσει τους χαλαρούς ρυθµούς των κατοίκων του νησιού. «Στα ογδόντα πέντε µου χρόνια, που δεν τα ’χω ζήσει κι άσχηµα, η καρδιά µου δουλεύει καλύτερα κι από ελβετικό ρολόι», µου είπε ο δον Λίονελ, τον οποίο γνώρισα µια Κυριακή που πήγα να τον επισκεφθώ παρέα µε την Μπλάνκα. Όταν έµαθε ότι εγώ ήµουν η γκρινγκουλίτσα του Μανουέλ Αρίας, ο δον Λίονελ µ’ έσφιξε στη µεγάλη του αγκαλιά. «Πες σ’ αυτόν τον αχάριστο βροµοκοµµουνιστή να έρθει να µε δει, έχει να πατήσει το πόδι του εδώ από την Πρωτοχρονιά, φυλάω για πάρτη του κι ένα καταπληκτικό µπράντι παλιάς εσοδείας». Είναι ένας πατριάρχης ροδαλόςροδαλός, µ’ ένα τεράστιο µουστάκι και τέσσερις λευκές τούφες στο κρανίο· αρκετά παχουλός, καλοπερασάκιας, διαχυτικός, ξεκαρδίζεται στα γέλια µε τα αστεία που λέει ο ίδιος, και το τραπέζι του είναι πάντα στρωµένο για όποιον έρχεται να τον επισκεφθεί. Έτσι φαντάζοµαι τον Μιγιαλόµπο, αυτό το µυθικό ον που αρπάζει κορίτσια και τα παίρνει µαζί του στο βασίλειο της θάλασσας. Ο συγκεκριµένος Μιγιαλόµπο µε το γερµανικό επίθετο θεωρεί τον εαυτό του θύµα των γυναικών γενικά –«δεν µπορώ να αρνηθώ τίποτε σε

132

133

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αυτά τα πετράδια της φύσης!»– και ειδικά της κόρης του, η οποία εκµεταλλεύεται την αδυναµία του δεόντως. «Η Μπλάνκα είναι πολύ πιο απαιτητική από τους άλλους κατοίκους του νησιού, συνεχώς ζητιανεύει για το σχολείο της. Ξέρεις τι ήταν το τελευταίο που µου ζήτησε; Προφυλακτικά! Μόνο αυτό έλειπε σ’ αυτή τη χώρα: προφυλακτικά για τα παιδιά!» µου είπε ξεκαρδισµένος στα γέλια. Ο δον Λίονελ δεν είναι ο µόνος θαυµαστής της Μπλάνκα. Με µία και µόνο νύξη της µαζεύτηκαν πάνω από είκοσι εθελοντές για να βάψουν και να επισκευάσουν το σχολείο· αυτό το λένε στο νησί µίνγκα και σηµαίνει ότι κάµποσα άτοµα δουλεύουν αµισθί σε µια κοινή δουλειά, ξέροντας ότι δεν θα τους λείψει η βοήθεια όταν θα τη χρειαστούν εκείνοι. Είναι ο άγραφος νόµος της αµοιβαιότητας: σήµερα για σένα, αύριο για µένα. Με αυτόν τον τρόπο µαζεύονται οι πατάτες, επισκευάζονται οι σκεπές και µπαλώνονται τα δίχτυα· έτσι µεταφέρθηκε το ψυγείο του Μανουέλ.

ψε το λάκκο του βρίζοντας χυδαία το διευθυντή και τα µέλη της επιτροπής. Ο Ρικ Λαρέντο έδινε πολύ µεγάλο βάρος στην εµφάνισή του, µε τα άψογα λευκά σινιέ παπούτσια του, το αµάνικο πουκάµισο για να φαίνονται τα ποντίκια και τα τατουάζ, το µαλλί κοκαλωµένο σε καρφάκια µε γόµα και τόσο πολλές αλυσίδες και χαϊµαλιά, που, αν περνούσε δίπλα από ένα µαγνήτη, θα κολλούσε και δεν θα µπορούσες να τον ξεκολλήσεις µε τίποτα. Τα τζιν του ήταν τεράστια και έπεφταν κάτω απ’ τη µέση του, περπατούσε σαν χιµπατζής. Ήταν τόσο ασήµαντος, που δεν ενδιαφερόταν για εκείνον ούτε η αστυνοµία ούτε ο Μάικ Ο’Κέλι. Όταν αποφάσισα να επιδιορθώσω το κουσούρι της παρθενιάς µου, έκλεισα ένα ραντεβού µε τον Λαρέντο, χωρίς να του δώσω την οποιαδήποτε εξήγηση, στο άδειο πάρκινγκ ενός σινεµά, µια νεκρή ώρα, πριν από την πρώτη προβολή. Από µακριά τον είδα να βηµατίζει νευρικά µε τον προκλητικό του τρόπο, κρατώντας µε το ένα χέρι τα παντελόνια του, τόσο σακουλιασµένα, που ήταν σαν να φοράει πάνες, και µε το άλλο ένα τσιγάρο, εξιταρισµένος και νευρικός, αλλά όταν πλησίασα, πήρε αµέσως το ύφος της µπλαζέ αδιαφορίας που είναι σχεδόν υποχρεωτικό για τα αρσενικά του τύπου του. Έλιωσε µε τη σόλα του τη γόπα στο έδαφος και µε κοίταξε από πάνω ως κάτω µε µουτσούνα δον Ζουάν. «Τελείωνε, πρέπει να πάρω το λεωφορείο σε δέκα λεπτά», του ανακοίνωσα, κατεβάζοντας τα παντελόνια µου. Το χαµόγελο της υπεροψίας σβήστηκε αµέσως από το πρόσωπό του: περίµενε ίσως κάποια εισαγωγή. «Πάντα µου άρεσες, Μάγια Βιδάλ», είπε. Τουλάχιστον ο κρετίνος ξέρει πώς µε λένε, σκέφτηκα. Ο Λαρέντο µε άρπαξε απ’ το µπράτσο και θέλησε να µε φιλήσει, αλλά έστριψα το πρόσωπό µου αλλού. Αυτό

Ο Ρικ Λαρέντο δεν είχε βγάλει το γυµνάσιο και γυρνούσε στους δρόµους µε διάφορους ύποπτους τύπους, πουλούσε ναρκωτικά σε άλλα αγοράκια, έκλεβε διάφορα ευτελή αντικείµενα και περιφερόταν στο Παρκ τα µεσηµέρια για να συναντάει τους παλιούς συµµαθητές του από το λύκειο του Μπέρκλεϊ. Και, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, τους πάσαρε πράγµατα που είχε σουφρώσει. Αν και ποτέ δεν το είχε παραδεχτεί, πολύ θα ήθελε να ενταχθεί ξανά στο κοπάδι του σχολείου, απ’ το οποίο διώχτηκε επειδή έβαλε την κάννη ενός περιστρόφου στο αυτί του κυρίου Χάρπερ. Πρέπει να το παραδεχτώ, ο καθηγητής φέρθηκε άψογα, ζήτησε µάλιστα να µην τον διώξουν, αλλά ο ίδιος ο Λαρέντο έσκα-

134

135

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

δεν περιλαµβανόταν στα σχέδιά µου και το στόµα του Λαρέντο µύριζε καυσαέριο. Περίµενε να βγάλω το παντελόνι µου, µετά µε κόλλησε στο λιθόστρωτο και το έριξε στα αγκοµαχητά για κάνα δυο λεπτά, καρφώνοντας τα περιδέραια και τα φετίχ του στο στήθος µου, χωρίς να φαντάζεται ότι το έκανε µε µια παρθένα. Όταν τελείωσε, κατέρρευσε πάνω µου σαν ψόφιο ζώο. Τον πέταξα από πάνω µου εξοργισµένη, σκουπίστηκα µε την κιλότα µου, την οποία άφησα στο πάρκινγκ, φόρεσα το παντελόνι µου, πήρα το σακίδιό µου κι έφυγα τρέχοντας. Στο λεωφορείο παρατήρησα το σκούρο λεκέ ανάµεσα στα πόδια µου και τα δάκρυα που είχαν ποτίσει την µπλούζα µου. Την επόµενη µέρα ο Ρικ Λαρέντο είχε στηθεί στο Παρκ µ’ ένα CD ραπ και µια σακουλίτσα µε µαριχουάνα για την «γκοµενίτσα». Ο ταλαίπωρος µου προκαλούσε τον οίκτο και δεν κατάφερα να τον διώξω ρίχνοντάς το στην πλάκα, όπως θα ήταν το φυσιολογικό για ένα βαµπίρ. Κατάφερα να ξεφύγω απ’ την επιτήρηση της Σάρα και της Ντέµπι και του πρότεινα να τον κεράσω παγωτό. Πήγαµε σ’ ένα παγωτατζίδικο, όπου πήρα για τον καθένα µας ένα χωνάκι µε τρεις µπάλες, φιστίκι, βανίλια και ρούµι µε σταφίδες. Καθώς γλείφαµε το παγωτό µας, τον ευχαρίστησα για το ενδιαφέρον που είχε δείξει για µένα και για τη χάρη που µου είχε κάνει στο πάρκινγκ, και προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν θα υπήρχε για εκείνον δεύτερη ευκαιρία, µόνο που το µήνυµα αρνήθηκε να εισχωρήσει στο πιθηκίσιο κρανίο του. Έκανα µήνες να απαλλαγώ από τον Ρικ Λαρέντο, µέχρι που τελικά ένα απρόσµενο ατύχηµα τον έσβησε απ’ τη ζωή µου.

Τα πρωινά έβγαινα απ’ το σπίτι σαν µια συνηθισµένη µαθητριούλα που πήγαινε στο σχολείο της, αλλά στα µισά του δρόµου συναντιόµουν µε τη Σάρα και την Ντέµπι σ’ ένα Στάρµπακς, όπου οι υπάλληλοι µας έδιναν από ένα latte, µε αντάλλαγµα κάποιες ανοµολόγητες «χάρες» που τους κάναµε στις τουαλέτες, µεταµφιεζόµουν σε βαµπίρ και ξαµολιόµουν στην πόλη µέχρι την ώρα της επιστροφής στο σπίτι το βράδυ, όπου έφτανα µε πρόσωπο αµακιγιάριστο και ύφος αρσακειάδας. Η ελευθερία µου κράτησε αρκετούς µήνες, µέχρι που η Νίνι µου σταµάτησε να παίρνει αντικαταθλιπτικά, επέστρεψε στον κόσµο των ζωντανών και αντιλήφθηκε κάποια σηµάδια που έως τότε δεν τα είχε παρατηρήσει, επειδή τα µάτια της ήταν στραµµένα προς τα µέσα: χρήµατα έκαναν φτερά από το πορτοφόλι της, τα ωράριά µου δεν αντιστοιχούσαν σε κανένα γνωστό εκπαιδευτικό πρόγραµµα κι εγώ περιφερόµουν µε ύφος και στάση που έσταζε µαγκιά, είχα γίνει πονηρή και ψεύτρα. Τα ρούχα µου µύριζαν µαριχουάνα και η ανάσα µου ήταν πάντα αρωµατισµένη από ύποπτα χαπάκια µέντας. Ακόµα δεν είχε αντιληφθεί ότι δεν πήγαινα στα µαθήµατα. Ο κύριος Χάρπερ είχε µιλήσει µε τον πατέρα µου κάποια στιγµή, χωρίς προφανές αποτέλεσµα, αλλά δεν του είχε περάσει απ’ το µυαλό να φωνάξει τη γιαγιά µου. Οι προσπάθειες της Νίνι µου να επικοινωνήσει µαζί µου είχαν απέναντί τους την εκκωφαντική µουσική που άκουγα από τ’ ακουστικά µου, το κινητό, τον υπολογιστή και την τηλεόραση. Η Νίνι µου ήθελε την ησυχία της, το πιο βολικό για εκείνην θα ήταν να αγνοήσει τα σηµάδια του κινδύνου και να συνυπάρξει µαζί µου ειρηνικά. Όµως η επιθυµία της να µε προστατεύσει και η παλιά συνήθειά της να ξεδιαλύνει

136

137

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µυστήρια σε αστυνοµικά µυθιστορήµατα την έκαναν ν’ αρχίσει να σκαλίζει. Άρχισε απ’ την ντουλάπα µου κι απ’ τα νούµερα που ήταν καταχωρισµένα στο τηλέφωνό µου. Σε µια σακουλίτσα βρήκε πακέτα µε προφυλακτικά και µια πλαστική θήκη µε δύο κίτρινα χάπια που έγραφαν πάνω Mitsubishi και που δεν της θύµιζαν κανένα γνωστό της φάρµακο. Τα έβαλε χωρίς να το πολυσκεφτεί στο στόµα της και σε δεκαπέντε λεπτά ένιωσε τα συµπτώµατα. Θόλωσαν η µατιά και το µυαλό της, τα δόντια της άρχισαν να παίζουν κλακέτες, τα κόκαλά της έγιναν µαλακά κι αµέσως εξαφανίστηκαν όλες οι στενοχώριες της. Έβαλε ένα δίσκο µουσικής της εποχής της και άρχισε να χορεύει σαν δαιµονισµένη, µετά βγήκε στο δρόµο για να πάρει λίγο αέρα, όπου συνέχισε να χορεύει, βγάζοντας ταυτόχρονα από πάνω της τα ρούχα της. ∆υο-τρεις γείτονες, που την είδαν να πέφτει στο έδαφος, έτρεξαν και κάλυψαν τη γύµνια της µε µια πετσέτα. Ήταν έτοιµοι να καλέσουν τις πρώτες βοήθειες, αλλά εκείνη τη στιγµή κατέφθασα εγώ, αναγνώρισα τα συµπτώµατα και κατάφερα να τους πείσω να την κουβαλήσουµε στο σπίτι. Όσο κι αν πασχίσαµε να τη σηκώσουµε, είχε γίνει βαριά σαν γρανίτης και δεν τα καταφέραµε. Γι’ αυτό κι αναγκαστήκαµε να την πάµε σέρνοντας ως τον καναπέ του σαλονιού. Εξήγησα τότε στους καλούς αυτούς Σαµαρείτες ότι δεν συνέβαινε τίποτε το σοβαρό κι ότι η γιαγιά µου πάθαινε συχνά τέτοιες κρίσεις, αλλά αυτό ήταν κάτι που προτιµούσαµε να µείνει κρυφό απ’ τους γείτονες. Τους πήγα ευγενικά ως την πόρτα, µετά έβαλα να ξαναζεστάνω τον καφέ του πρωινού κι έψαξα να βρω µια κουβέρτα, γιατί η Νίνι µου έτρεµε σαν το φύλλο. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά είχε ξανάψει. Τις επόµενες τρεις ώρες, πότε τη σκέ-

παζα µε την κουβέρτα, πότε της έβαζα στο µέτωπο πανιά βουτηγµένα σε κρύο νερό, ώσπου να ισορροπήσει η θερµοκρασία του σώµατός της. Περάσαµε µια µεγάλη νύχτα. Την επόµενη µέρα η γιαγιά µου είχε την απογοήτευση ενός ηττηµένου µποξέρ, αλλά το µυαλό της ήταν στη θέση του και θυµόταν κάθε λεπτοµέρεια. ∆εν πίστεψε το παραµύθι ότι µια φίλη µού είχε δώσει να φυλάξω αυτά τα χαπάκια κι ότι εγώ δήθεν αγνοούσα ότι ήταν χαπάκια έκσταση. Το κακό τριπάκι τής έδωσε καινούργιες ιδέες και είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να εφαρµόσει στην πραγµατική ζωή όσα είχε µάθει στη Λέσχη των Παρανόµων. Ανακάλυψε άλλα δέκα χαπάκια Mitsubishi εκεί όπου φύλαγα τα παπούτσια µου, και επιβεβαίωσε µέσω του Ο’Κέλι ότι το καθένα κόστιζε το διπλάσιο από το εβδοµαδιαίο χαρτζιλίκι µου. Η γιαγιά µου ήξερε κάποια πράγµατα από υπολογιστές, γιατί τους χρησιµοποιούσε στη βιβλιοθήκη, δεν είχε όµως εξειδικευµένες γνώσεις. Γι’ αυτό κατέφυγε στον Νόρµαν, έναν Αϊνστάιν της τεχνολογίας, καµπούρη και µισότυφλο στα είκοσι έξι του χρόνια, µε τη µύτη του κολληµένη όλο το εικοσιτετράωρο σε κάποιο µόνιτορ, τον οποίο χρησιµοποιούσε ο Μάικ Ο’Κέλι σε ορισµένες περιπτώσεις και όχι πάντα για διαφανείς σκοπούς. Όταν ήθελε να βοηθήσει κάποιο απ’ τα παιδιά του, ο Χιονάτος δεν είχε ποτέ του ενδοιασµούς να παραβιάσει τα ηλεκτρονικά αρχεία δικηγόρων, εφοριακών, δικαστών και αστυνοµικών. Ο Νόρµαν είχε τη δυνατότητα να παραβιάζει ό,τι αφήνει ίχνη στον κυβερνοχώρο, όσο µικρά κι αν είναι αυτά: από τα µυστικά αρχεία του Βατικανού µέχρι τα τσιληµπουρδήµατα

138

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

των µελών του αµερικανικού Κογκρέσου. Χωρίς να βγαίνει απ’ το δωµάτιό του στο σπίτι της µητέρας του, είχε τη δυνατότητα να µετακινεί χρηµατικά ποσά, να µπαίνει σε τραπεζικούς λογαριασµούς και να κάνει κοµπίνες στο χρηµατιστήριο. Ο ίδιος όµως δεν είχε ποτέ εγκληµατικές τάσεις, οπότε οι δραστηριότητές του επιβεβαίωναν απλώς ένα καθαρά θεωρητικό πάθος. Ο Νόρµαν δεν είχε καµία διάθεση να χάσει τον πολύτιµο χρόνο του εξετάζοντας τον υπολογιστή και το κινητό ενός δεκαεξάχρονου νιάνιαρου, έθεσε όµως στη διάθεση της Νίνι µου και του Ο’Κέλι τη χακερίστικη ιδιότητά του και τους έµαθε να παραβιάζουν συνθηµατικά, να διαβάζουν ιδιωτικά µηνύµατα και να κατεβάζουν από τον αιθέρα ό,τι εγώ νόµιζα ότι είχα καταστρέψει. Στο τέλος της εβδοµάδας, αυτό το ντετεκτιβίστικο ζευγάρι µάζεψε αρκετές πληροφορίες που επιβεβαίωναν τους χειρότερους φόβους της Νίνι µου, αφήνοντάς την κατάπληκτη. Η εγγονή της έπινε ό,τι της έπεφτε στα χέρια, από τζιν µέχρι σιρόπι για το βήχα, κάπνιζε µαριχουάνα, πουλούσε κι αγόραζε έκσταση, acid και ηρεµιστικά, έκλεβε πιστωτικές κάρτες και είχε ξεκινήσει µια επιχείρηση που την εµπνεύστηκε από ένα πρόγραµµα της τηλεόρασης, στο οποίο γυναίκες πράκτορες του FBI παρίσταναν τα άπειρα κοριτσάκια για να παγιδεύουν ανώµαλους στο ίντερνετ. Η περιπέτεια ξεκίνησε µε µια αγγελία που εγώ και τα βαµπίρ επιλέξαµε ανάµεσα σε εκατοντάδες άλλες παρόµοιες:

Μπαµπάς ψάχνει κόρη: λευκός επιχειρηµατίας, 54 ετών, µε πατρικά αισθήµατα, ειλικρινής, στοργικός, ψάχνει νεαρή κοπέλα οποιασδήποτε φυλής, µικρόσωµη,

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

139

γλυκιά, χωρίς αναστολές, διατεθειµένη να παίξει το ρόλο της κόρης µε τον µπαµπά της, για αµοιβαία ευχαρίστηση, απλά και ωραία, για µια νύχτα και, αν υπάρξει συνέχεια, µπορώ να είµαι πολύ γενναιόδωρος. Μόνο σοβαρές απαντήσεις, όχι πλάκες ούτε οµοφυλόφιλοι. Απαραίτητη η φωτογραφία. Του στείλαµε µια φωτογραφία της Ντέµπι, της πιο κοντής από τις τρεις µας, στα δεκατρία της να κάνει ποδήλατο και δώσαµε ραντεβού µε τον άνθρωπο αυτόν σ’ ένα ξενοδοχείο του Μπέρκλεϊ, το οποίο γνωρίζαµε καλά, γιατί η Σάρα είχε δουλέψει εκεί το καλοκαίρι. Η Ντέµπι απαλλάχτηκε από τη µαυρίλα και το νεκρικό µακιγιάζ και εµφανίστηκε, έχοντας κατεβάσει ένα ποτήρι αλκοόλ για να πάρει θάρρος, µεταµφιεσµένη σε κοριτσάκι µε σχολική ποδιά, λευκή µπλούζα, σοσονάκια και κορδέλες στα µαλλιά. Ο άντρας αντέδρασε, όταν διαπίστωσε ότι ήταν µεγαλύτερη απ’ ό,τι φαινόταν στη φωτογραφία, αλλά δεν µπορούσε να πει το παραµικρό, αφού κι ο ίδιος ήταν δέκα χρόνια µεγαλύτερος απ’ ό,τι έλεγε στην αγγελία. Εξήγησε στην Ντέµπι ότι ο ρόλος της ήταν να υπακούει κι ο δικός του ρόλος ήταν να της δίνει εντολές και να της επιβάλλει τιµωρίες, χωρίς όµως να θέλει να τη βλάψει, αλλά µόνο να την επαναφέρει στην τάξη, όπως είναι το καθήκον ενός καλού πατέρα. Και ποιο είναι το καθήκον µιας καλής κόρης; Να είναι τρυφερή µε τον µπαµπά της. Πώς σε λένε; ∆εν έχει σηµασία, για µένα θα είσαι η Κάντι. Έλα, Κάντι, κάθισε εδώ, στα γόνατα του µπαµπούλη σου, και πες του αν σήµερα έκανες κακάκια σου, είναι πολύ σηµαντικό, κορούλα µου, είναι η βάση της υγείας. Η Ντέµπι τού είπε ότι διψούσε και παρήγγειλε απ’ το τη-

140

141

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λέφωνο µια γκαζόζα κι ένα σάντουιτς. Ενώ εκείνος περιέγραφε τα πλεονεκτήµατα του κλύσµατος, εκείνη έκανε πως εξέταζε το δωµάτιο µε δήθεν παιδιάστικη περιέργεια πιπιλώντας το δάχτυλο. Στο µεταξύ, η Σάρα κι εγώ περιµέναµε στο φουαγιέ του ξενοδοχείου τα δέκα λεπτά που είχαµε συµφωνήσει κι αµέσως µετά στείλαµε τον Ρικ Λαρέντο, ο οποίος ανέβηκε στο σχετικό πάτωµα και χτύπησε δυνατά την πόρτα. «Room service!» φώναξε ο Λαρέντο, σύµφωνα µε τις οδηγίες που του είχα δώσει. Μόλις του άνοιξαν την πόρτα, µπούκαρε στο δωµάτιο µ’ ένα περίστροφο στο χέρι. Ο Λαρέντο, ο «ψυχάκιας» όπως τον λέγαµε µεταξύ µας, γιατί κοκορευόταν ότι βασάνιζε πουλάκια, είχε τη σωµατική διάπλαση και τα άλλα σηµάδια του συµµορίτη για να µπορεί να επιβληθεί, όµως το όπλο το χρησιµοποιούσε µόνο και µόνο για να στριµώχνει την πελατεία των πιτσιρικάδων, στους οποίους πουλούσε ναρκωτικά, και για να πετύχει την αποβολή του από το λύκειο του Μπέρκλεϊ. Όταν άκουσε το σχέδιό µας για τον εκβιασµό παιδοφίλων, κατατρόµαξε, αφού τέτοιου είδους κατορθώµατα δεν χωρούσαν στο αναιµικό ρεπερτόριό του, ήθελε όµως να εντυπωσιάσει τα βαµπίρ και να παραστήσει το παλικάρι. Προσφέρθηκε να µας βοηθήσει και, για να πάρει θάρρος, κατέφυγε στην τεκίλα και στο κρακ. Όταν άνοιξε την πόρτα του δωµατίου του ξενοδοχείου µε µια κλοτσιά και µπήκε µέσα µε ύφος απειλητικό, µε τα τακούνια των παπουτσιών του να χτυπάνε το πάτωµα, τις αλυσίδες να βροντοκοπάνε στο στήθος του και το περίστροφο κρατηµένο και µε τα δυο του χέρια, όπως είχε δει να κάνουν στο σινεµά, ο εξαπατηµένος µπαµπάκας κατέρρευσε στη µοναδική πολυθρόνα, κουλουριασµένος σαν έµβρυο. Ο Λαρέντο δίστα-

σε, γιατί απ’ τη νευρικότητά του είχε ξεχάσει το επόµενο βήµα, το θυµόταν όµως πάρα πολύ καλά η Ντέµπι. Το πιθανότερο είναι ότι το θύµα τους δεν άκουσε ούτε τα µισά απ’ όσα του είπαν, αφού µυξόκλαιγε απ’ τον τρόµο, µερικές φρασούλες ωστόσο βρήκαν στόχο, όπως παραδείγµατος χάριν «οµοσπονδιακό έγκληµα», «παιδική πορνογραφία», «απόπειρα βιασµού ανήλικης» και «πολλά χρόνια στη φυλακή». Μ’ ένα δωράκι διακοσίων δολαρίων θα µπορούσε όµως να αποφύγει αυτά τα προβλήµατα, του είπαν. Ο τύπος ορκίστηκε σε ό,τι είχε ιερό ότι δεν είχε διακόσια δολάρια κι αυτό εξόργισε τον Λαρέντο, ο οποίος µπορεί και να του έριχνε, αν η Ντέµπι δεν είχε τη φαεινή ιδέα να µε καλέσει στο κινητό. Εγώ ήµουν ο εγκέφαλος της συµµορίας. Εκείνη τη στιγµή χτύπησε την πόρτα ο σερβιτόρος του ξενοδοχείου, που έφερνε την γκαζόζα και το σάντουιτς. Η Ντέµπι πήρε το δίσκο στο κατώφλι της πόρτας και υπέγραψε το λογαριασµό, κρύβοντας το θέαµα ενός ανθρώπου καθισµένου µε τα εσώρουχα σε µια πολυθρόνα και ενός άλλου µε µαύρα δερµάτινα ρούχα, που του είχε βάλει την κάννη ενός πιστολιού στο στόµα. Αµέσως µετά ήρθε η δική µου σειρά να ανεβώ στο δωµάτιο του µπαµπούλη και να αναλάβω την κατάσταση, µε την ηρεµία που µου έδινε ένα τσιγάρο µαριχουάνας. Είπα στον τύπο να ντυθεί και τον διαβεβαίωσα ότι δεν θα συνέβαινε τίποτε αν συνεργαζόταν. Ήπια την γκαζόζα, του έδωσα δυο µπουκιές από το σάντουιτς και µετά τον πρόσταξα να µας ακολουθήσει χωρίς να βγάλει κιχ, αφού δεν τον συνέφερε να δηµιουργήσει σκάνδαλο. Πήρα το δυστυχή αγκαζέ και κατεβήκαµε τέσσερις ορόφους, µε τον Λαρέντο κολληµένο πίσω µας, αφού στο ασανσέρ υπήρχε κίνδυνος να έχουµε άσχηµα συναπαντήµατα. Τον

142

143

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

βάλαµε µε το ζόρι στο Volkswagen της γιαγιάς µου, το οποίο είχα δανειστεί χωρίς να της το ζητήσω και χωρίς να έχω ακόµα άδεια οδήγησης, και τον πήγαµε σε ένα ΑΤΜ, απ’ όπου έβγαλε τα λύτρα της σωτηρίας του. Μας έδωσε τα χαρτονοµίσµατα, µπήκαµε στο αυτοκίνητο και όπου φύγει φύγει. Ο ανθρωπάκος έµεινε στο δρόµο, ανασαίνοντας µε ανακούφιση και, υποθέτω, θεραπευµένος απ’ το βίτσιο του να παίζει τον µπαµπά. Η όλη επιχείρηση κράτησε τριάντα πέντε λεπτά και το κύµα της αδρεναλίνης µέσα µας ήταν το ίδιο καταπληκτικό µε τα πενήντα δολάρια που τσέπωσε ο καθένας µας.

εγώ: το µυαλό», του απάντησα. Μου έβαλε την κάννη του όπλου του στο µέτωπο, αλλά εγώ το παραµέρισα µε το ένα δάχτυλο και αµέσως µετά τα τρία βαµπίρ τού γυρίσαµε την πλάτη και φύγαµε σκασµένες στα γέλια. Έτσι τελείωσε η επικερδής αυτή επιχείρηση µε τους παιδεραστές, αλλά δεν απαλλάχτηκα απ’ τον Λαρέντο, ο οποίος συνέχισε να µε πολιορκεί µε τόσο µεγάλη επιµονή, ώστε έφτασα στο σηµείο να τον µισώ. Σε µια καινούργια επιθεώρηση του δωµατίου µου, η Νίνι βρήκε κι άλλα ναρκωτικά, σακούλες µε χάπια και µια χοντρή χρυσή αλυσίδα, που δεν αναφερόταν σε κανένα από τα µηνύµατα που είχε υποκλέψει. Η Σάρα την είχε βουτήξει απ’ τη µητέρα της και την είχα κρύψει εγώ, ώσπου να βρούµε τρόπο να την πουλήσουµε. Η µητέρα της Σάρα ήταν γενναία πηγή εσόδων για µας, αφού δούλευε σε µια πολυεθνική, κέρδιζε πολλά και της άρεσε να κάνει ψώνια· επιπλέον, ταξίδευε πολύ, επέστρεφε πολύ αργά στο σπίτι, ήταν εύκολο να την κοροϊδέψεις και δεν µπορούσε να καταλάβει αν κάτι της έλειπε. Υπερηφανευόταν ότι ήταν η καλύτερη φίλη της κόρης της κι ότι εκείνη της τα έλεγε όλα, αν και στην πραγµατικότητα δεν µπορούσε καν να υποπτευτεί τι είδους ζωή ζούσε η Σάρα της, δεν είχε καν αντιληφθεί την ανορεξία και την αναιµία της. Μερικές φορές µάς καλούσε στο σπίτι της για να πιούµε µπίρες και να καπνίσουµε µαριχουάνα µαζί της, γιατί έτσι ήταν πολύ πιο ασφαλές παρά να το κάνει κανείς στο δρόµο, όπως έλεγε. Μου ήταν δύσκολο να καταλάβω γιατί η Σάρα διέδιδε το µύθο του άκαρδου πατριού, τη στιγµή που είχε µια τόσο αξιοζήλευτη µάνα· σε σύγκριση µε αυτή την κυρία, η γιαγιά µου ήταν απλώς τέρας.

Αυτό που σόκαρε περισσότερο τη Νίνι µου ήταν η έλλειψη οποιωνδήποτε ενδοιασµών εκ µέρους µου. Στα µηνύµατα που πήγαιναν κι έρχονταν, φτάνοντας µερικές φορές και τα εκατό την ηµέρα, δεν βρήκε ούτε ίχνος τύψεων ή φόβου για τις συνέπειες, µόνο το απύθµενο θράσος ενός αµετανόητου εγκληµατία. Είχαµε ήδη επαναλάβει αυτόν τον εκβιασµό τρεις φορές, αλλά δεν συνεχίσαµε γιατί βαρεθήκαµε τον Ρικ Λαρέντο, το περίστροφό του, την επιµονή του να µ’ ακολουθεί σαν σκυλάκι και τις απειλές του να µε σκοτώσει ή να µας καταγγείλει, αν δεν δεχόµουν να γίνω κοπέλα του. Ήταν ψυχανώµαλο άτοµο, µπορούσε να χάσει την ψυχραιµία του οποιαδήποτε στιγµή και να σκοτώσει κάποιον σε µια κρίση µανίας. Επιπλέον, απαιτούσε να παίρνει µεγαλύτερο ποσοστό απ’ τα κέρδη, γιατί, αν κάτι πήγαινε στραβά, θα τον έχωναν µέσα για πολλά χρόνια, ενώ εµάς θα µας άφηναν ελεύθερες γιατί ήµασταν ανήλικες. «Εγώ έχω το πιο σηµαντικό: το περίστροφο», µας είπε. «Όχι, Ρικ, το πιο σηµαντικό το έχω

144

145

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Η Νίνι µου έχασε ακόµα και τη λίγη ηρεµία που της είχε αποµείνει, πεπεισµένη ότι η εγγονή της θα κατέληγε απόβλητη στα σοκάκια του Μπέρκλεϊ ανάµεσα σε ναρκοµανείς και ζητιάνους ή στη φυλακή, παρέα µε όσα αντικοινωνικά στοιχεία δεν είχε καταφέρει να σώσει ο Χιονάτος. Είχε διαβάσει κάπου ότι ένα µέρος του εγκεφάλου αργεί να εξελιχθεί, γι’ αυτό και οι έφηβοι φέρονται σαν παρανοηµένοι, άρα είναι ανώφελο να προσπαθήσει κανείς να τους βάλει µυαλό. Αποφάσισε ότι ήµουν εγκλωβισµένη στο στάδιο της µαγικής σκέψης, όπως ήταν η ίδια όταν προσπαθούσε να επικοινωνήσει µε το πνεύµα του παππού µου και είχε πέσει στα νύχια του δήθεν µέντιουµ του Όκλαντ. Ο Ο’Κέλι, πιστός φίλος και άνθρωπος της απόλυτης εµπιστοσύνης της, προσπάθησε να την ηρεµήσει µε το επιχείρηµα ότι µε είχε συµπαρασύρει το τσουνάµι των ορµονών, όπως συµβαίνει µε όλους τους εφήβους, αλλά κατά βάση ήµουν καλό κορίτσι και στο τέλος θα σωζόµουν, αρκεί εκείνοι να µπορούσαν να µε προστατεύουν απ’ τον εαυτό µου κι απ’ τους κινδύνους του κόσµου, όσο να κάνει τον κύκλο της η ανελέητη φύση. Η Νίνι µου ήταν σύµφωνη, γιατί τουλάχιστον εγώ δεν ήµουν βουλιµική, όπως η Σάρα, ούτε έκοβα το δέρµα µου µε λεπίδες ξυρίσµατος όπως η Ντέµπι, δεν είχα µείνει έγκυος και δεν είχα αρπάξει ούτε ηπατίτιδα ούτε AIDS. Όλα αυτά αλλά και πολύ περισσότερα είχαν αντιληφθεί ο Χιονάτος και η γιαγιά µου χάρη στις ακρυπτογράφητες ηλεκτρονικές επαφές των βαµπίρ και στη διαβολική ικανότητα του Νόρµαν. Η Νίνι µου ήταν διχασµένη ανάµεσα στην υποχρέωση να τα αποκαλύψει όλα στον πατέρα µου, µε απρόβλεπτες συνέπειες, και στην επιθυµία να µε βοηθήσει διακριτικά, όπως θα της υποδείκνυε ο Μάικ, αλ-

λά δεν έφτασε ποτέ στο σηµείο να αποφασίσει, αφού τα καταιγιστικά γεγονότα την άφησαν στο περιθώριο. Ανάµεσα στα σπουδαία πρόσωπα αυτού του νησιού είναι οι δύο χωροφύλακες –οι ντόπιοι τους αποκαλούν «µπατσόνια»–, ο Λαουρένσιο Κάρκαµο και ο Ουµίλντε Γκαράι, οι οποίοι έχουν αναλάβει την τήρηση της τάξης. Έχω εξαιρετικές σχέσεις µαζί τους, και µάλιστα έχω αναλάβει την εκπαίδευση του σκύλου τους. Παλαιότερα ο κόσµος ελάχιστη συµπάθεια είχε για τους µπάτσους, γιατί συµπεριφέρονταν µε απόλυτη κτηνωδία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, στα είκοσι όµως χρόνια της δηµοκρατίας που µετράει ήδη η χώρα έχουν καταφέρει να ξανακερδίσουν την εµπιστοσύνη και την εκτίµηση των πολιτών. Την εποχή της δικτατορίας, ο Λαουρένσιο Κάρκαµο ήταν µωρό και ο Ουµίλντε Γκαράι δεν είχε ακόµα γεννηθεί. Στις επίσηµες αφίσες της χιλιανής χωροφυλακής οι ένστολοι εµφανίζονται µε τεράστιους γερµανικούς ποιµενικούς, ενώ εµείς εδώ έχουµε όλο κι όλο ένα µικροκαµωµένο µπασταρδάκι που το φωνάζουν Λίβινγκστον, από τον περίφηµο Χιλιανό ποδοσφαιριστή, που τώρα πρέπει να είναι υπέργηρος. Το κουτάβι έχει µόλις συµπληρώσει τους έξι µήνες, ηλικία ιδανική για να αρχίσει η εκπαίδευση, φοβάµαι όµως ότι µ’ εµένα το µόνο που θα µάθει είναι να κάθεται, να δίνει το χεράκι του και να παριστάνει το πεθαµένο. Οι χωροφύλακες µου ζήτησαν να µάθω στο σκυλί να επιτίθεται και να ανακαλύπτει πτώµατα, αλλά το πρώτο απαιτεί επιθετικότητα και το δεύτερο υποµονή, δύο αντίθετα µεταξύ τους χαρακτηριστικά. Υποχρεωµένοι να επιλέξουν, προτίµησαν την αναζήτηση πτωµάτων, γιατί εδώ ο σκύ-

146

147

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λος δεν θα είχε σε ποιον να επιτεθεί, ενώ, αντίθετα, κάθε τόσο χάνονται άνθρωποι στα χαλάσµατα των σεισµών. Η µέθοδος, την οποία ποτέ δεν εφάρµοσα, αλλά διάβασα γι’ αυτήν σ’ ένα εγχειρίδιο οδηγιών, λέει ότι ποτίζεις ένα κουρέλι µε πτωµαΐνη, µια βροµερή ουσία που παράγει η σάρκα σε στάδιο αποσύνθεσης, το δίνεις στο σκυλί να το µυρίσει, µετά το κρύβεις και ζητάς απ’ το ζώο να το ανακαλύψει. «Αυτό µε την πτωµαΐνη θα είναι δύσκολο, κοπέλα µου. ∆εν θα µπορούσαµε να χρησιµοποιήσουµε σάπιο κρέας κοτόπουλου;» πρότεινε ο Ουµίλντε Γκαράι. Όταν όµως το εφαρµόσαµε, ο σκύλος µάς οδήγησε κατευθείαν στην κουζίνα του Αουρέλιο Νιανκουπέλ στην Ταβέρνα του Πεθαµένου. Εξακολουθώ να το παλεύω µε διάφορες αυτοσχέδιες µεθόδους κάτω απ’ το ζηλόφθονο βλέµµα του Φάκιν, στον οποίο γενικά δεν αρέσουν τα άλλα ζώα. Μ’ αυτό το πρόσχηµα, έχω περάσει πολλές ώρες στο τµήµα πίνοντας στιγµιαίο καφέ και ακούγοντας τις συναρπαστικές ιστορίες αυτών των «αφοσιωµένων πατριωτών», όπως οι ίδιοι χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους. Το τµήµα είναι ένα τσιµεντένιο σπιτάκι βαµµένο λευκό και σκούρο πράσινο, στα χρώµατα δηλαδή της αστυνοµίας, µε ένα φράχτη γύρω-γύρω στολισµένο µε σειρές από µύδια. Οι χωροφύλακες µιλάνε ελάχιστα, λένε «αρνητικό» και «θετικό» αντί για «όχι» και «ναι», όπως λένε όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του Τσιλοέ, εγώ είµαι η «κοπέλα» και ο Λίβινγκστον το «λαγωνικό», επίσης αφοσιωµένος πατριώτης. Ο Λαουρένσιο Κάρκαµο, ο αρχαιότερος από τους δύο, είχε κάποτε τοποθετηθεί σε ένα αποµακρυσµένο χωριό της επαρχίας της Έσχατης Ελπίδας, όπου αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει το πόδι ενός πολίτη εγκλωβισµένου στα ερείπια ενός σεισµού. «Μ’ ένα πριόνι

µαραγκού, κοπέλα µου, και χωρίς αναισθησία… δεν είχαµε καν αλκοόλ». Ο Ουµίλντε Γκαράι, που κατά τη γνώµη µου είναι ο καταλληλότερος για συνοδός του Λίβινγκστον, είναι πολύ όµορφος, µοιάζει µ’ εκείνον τον ηθοποιό που έπαιζε στις ταινίες του Ζορό… ρε γαµώτο, να µη θυµάµαι πώς τον λένε… Τον ακολουθεί πάντα ένα τάγµα γυναικών, από τυχαίες τουρίστριες που µένουν µε το στόµα ανοιχτό από το παρουσιαστικό του, µέχρι εργαζόµενα κορίτσια που ταξιδεύουν από τα ηπειρωτικά για να τον δουν, αλλά ο Ουµίλντε Γκαράι είναι διπλά σοβαρός, πρώτα-πρώτα γιατί φοράει στολή και κατά δεύτερο λόγο γιατί είναι προτεστάντης. Ο Μανουέλ µού είχε αφηγηθεί µια ιστορία, ότι ο Γκαράι έσωσε κάποιους ορειβάτες από την Αργεντινή που είχαν χαθεί στις Άλπεις. Τα σωστικά συνεργεία είχαν φτάσει στο σηµείο να εγκαταλείψουν την έρευνα, γιατί τους θεωρούσαν νεκρούς, οπότε παρενέβη ο Γκαράι. Έβαλε µε το µολύβι του µια τελεία στο χάρτη, έστειλαν ένα ελικόπτερο κι εκεί ακριβώς όπου είχε βάλει την τελεία βρήκαν τους ορειβάτες, µισοξυλιασµένους, αλλά ακόµη ζωντανούς. «Μάλιστα, δεσποινίς, η θέση των παρ’ ολίγον θυµάτων από τη γειτονική δηµοκρατία είχε επιτυχώς σηµαδευτεί στο χάρτη Μισελέν», µου απάντησε, όταν τον ρώτησα, και µου έδειξε ένα απόκοµµα εφηµερίδας από το 2007, που ανέφερε την είδηση και είχε και τη φωτογραφία του συνταγµατάρχη που έδωσε την εντολή: «Εάν ο υπαξιωµατικός υπηρεσίας Ουµίλντε Γκαράι Ρανκιλέο µπορεί να βρει νερό στο υπέδαφος, θα µπορεί σίγουρα να βρει πέντε Αργεντινούς στην επιφάνεια», λέει ο συνταγµατάρχης στη συνέντευξη. Μου αποκάλυψε έτσι ότι, όταν οι αστυνοµικοί χρειάζεται να σκάψουν κάποιο πηγάδι σε κάποιο µέρος της χώ-

148

149

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ρας, συµβουλεύονται µέσω ασυρµάτου τον Γκαράι, ο οποίος σηµαδεύει στο χάρτη την ακριβή τοποθεσία και το βάθος όπου θα βρεθεί νερό και µετά στέλνει µια φωτοτυπία του χάρτη µε φαξ. Αυτές τις ιστορίες πρέπει να τις καταγράψω οπωσδήποτε, γιατί κάποια µέρα θα χρησιµεύσουν σαν πρώτη ύλη για τα διηγήµατα της Νίνι µου. Αυτό το ζευγάρι των Χιλιανών χωροφυλάκων µού θυµίζει τον υπαστυνόµο Βάλτσακ του Μπέρκλεϊ: είναι ανεκτικοί στις ανθρώπινες αδυναµίες. Τα δύο κελιά του τµήµατος, ένα για γυναίκες και ένα για άντρες, όπως γράφουν οι ταµπέλες στα κάγκελα, χρησιµοποιούνται κυρίως για τη φιλοξενία µεθυσµένων, όταν βρέχει και δεν υπάρχει τρόπος να τους µεταφέρουν στα σπίτια τους.

βρισκόταν στο σπίτι ήταν η γιαγιά µου, η οποία πρόλαβε να επικοινωνήσει µε τον Μάικ Ο’Κέλι και να τον παρακαλέσει να εντοπίσει τον πατέρα µου, προτού φύγει του σκοτωµού για το νοσοκοµείο. Εγώ το είχα σκάσει τη νύχτα για να πάω σ’ ένα ρέιβ πάρτι σε ένα παλιό εργοστάσιο, όπου µε περίµεναν η Σάρα και η Ντέµπι. ∆εν µπόρεσα να πάρω το Volkswagen, γιατί η Νίνι το είχε τρακάρει για ακόµη µια φορά και ήταν στο συνεργείο, γι’ αυτό και χρησιµοποίησα το παλιό µου ποδήλατο, λίγο σκουριασµένο και µε τα φρένα να µην πιάνουν και τόσο καλά. Τα βαµπίρ γνωρίζαµε το γορίλα της πόρτας, έναν τύπο µε απειλητική όψη και κρανίο κόκορα, που µας επέτρεψε να µπούµε στο νταβαντούρι κάνοντας τα στραβά µάτια για την ηλικία µας. Το εργοστάσιο παλλόταν από την εκκωφαντική µουσική και από την αχαλίνωτη διάθεση του πλήθους, που σαν εξαρθρωµένες µαριονέτες χόρευαν και πηδούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι ήταν σαν καρφωµένοι στο πάτωµα, σε κατάσταση κατατονίας, παρακολουθώντας το ρυθµό µε το κεφάλι. Πιοτό µέχρι αναισθησίας, κάπνισµα όσων ουσιών δεν µπορούσες να βάλεις µε σύριγγα στις φλέβες, συνουσία µ’ όποιον ήταν πιο κοντά, χωρίς κανενός είδους αναστολές – για τέτοιο πράγµα µιλάω. Η µυρωδιά, ο καπνός και η ζέστη είχαν φτάσει σε τέτοια επίπεδα, που χρειάστηκε κάποια στιγµή να βγούµε στο δρόµο για να µπορέσουµε να πάρουµε αέρα. Μόλις έφτασα, έπιασα το ρυθµό µ’ ένα κοκτέιλ δικής µου εµπνεύσεως –τζιν, βότκα, ουίσκι, τεκίλα και κόκα κόλα– και µε µια πίπα µαριχουάνας ανάµεικτη µε κοκαΐνη και µερικές σταγόνες LSD. Το µείγµα µε βάρεσε σαν δυναµίτης. Αµέσως έχασα από το οπτικό µου πεδίο τις φίλες µου, οι οποίες διαλύθηκαν στη φρενίτιδα της µάζας. Χό-

Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής µου, ανάµεσα στα δεκαέξι και τα δεκαεννιά, ήταν τόσο εκρηκτικά, που παραλίγο να προκαλέσουν ανήκεστο βλάβη στη Νίνι µου, η οποία τα συνόψισε σε µια φράση: «Χαίροµαι που ο παππούς σου δεν είναι πια σ’ αυτόν τον κόσµο για να δει σε τι έχεις µεταµορφωθεί, Μάγια». Λίγο έλειψε να της απαντήσω ότι, αν ο παππούς µου ήταν ακόµη σ’ αυτόν τον κόσµο, εγώ δεν θα είχα γίνει αυτό που είµαι, αλλά συγκρατήθηκα εγκαίρως· δεν ήταν σωστό να κατηγορώ εκείνον για τη συµπεριφορά µου. Μια µέρα, τον Νοέµβριο του 2006, δεκατέσσερις µήνες µετά το θάνατο του παππού µου, στις τέσσερις το πρωί, τηλεφώνησαν από το νοσοκοµείο της κοµητείας για να ειδοποιήσουν την οικογένεια Βιδάλ ότι η µικρή Μάγια είχε µεταφερθεί µε νοσοκοµειακό στα Επείγοντα και εκείνη την ώρα βρισκόταν στο θάλαµο του χειρουργείου. Η µόνη που

150

151

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ρεψα µόνη µου, συνέχισα να πίνω, επέτρεψα σε διάφορα αγόρια να µε ψαχουλέψουν… ∆εν θυµάµαι τις λεπτοµέρειες ούτε τι συνέβη µετά. ∆υο µέρες αργότερα, όταν άρχισε να διαλύεται η επίδραση των ηρεµιστικών που µου έδωσαν στο νοσοκοµείο, έµαθα ότι µε είχε χτυπήσει ένα αυτοκίνητο καθώς έβγαινα απ’ το πάρτι, εντελώς µαστουρωµένη, πάνω στο ποδήλατό µου, χωρίς φώτα και χωρίς φρένα. Εκσφενδονίστηκα στον αέρα και προσγειώθηκα αρκετά µέτρα πιο κάτω, πάνω σε µερικούς θάµνους στο πλάι του δρόµου. Προσπαθώντας να µε αποφύγει, ο οδηγός του αυτοκινήτου έπεσε σε µια κολόνα και έπαθε σοβαρή διάσειση.

Όταν η Σάρα και η Ντέµπι αποφάσισαν επιτέλους να µ’ επισκεφθούν –δεν είχαν τολµήσει να ξεµυτίσουν µετά το ατύχηµα–, εκείνη τις πέταξε έξω από το σπίτι µε γλώσσα αγωγιάτη, αλλά την έπιασε ο πόνος για τον Ρικ Λαρέντο, ο οποίος έφτασε στο σπίτι κρατώντας στο χέρι ένα µπουκέτο µε µαραµένες τουλίπες και απαρηγόρητο ύφος. Αρνήθηκα να τον δεχτώ και ανέλαβε εκείνη να ακούσει τα παράπονά του στην κουζίνα για παραπάνω από δύο ώρες. «Αυτό το αγόρι σού στέλνει ένα µήνυµα, Μάγια: ορκίστηκε ότι ποτέ δεν βασάνισε ζώα και σε εξορκίζει να του δώσεις ακόµα µια ευκαιρία», µου είπε µετά. Η γιαγιά µου έχει αδυναµία σε όσους υποφέρουν από αγάπη. «Αν επιστρέψει, Νίνι, πες του ότι ακόµα κι αν ήταν χορτοφάγος κι αν αφιέρωνε τη ζωή του στη σωτηρία των τόνων, δεν θα ήθελα να τον ξαναδώ ποτέ», απάντησα. Τα παυσίπονα και ο φόβος µήπως η Νίνι µου ανακαλύψει όσα είχα κάνει έκαµψαν την αποφασιστικότητά µου και της οµολόγησα τα πάντα έπειτα από αλλεπάλληλες ανακρίσεις, αν και ήδη τα ήξερε όλα, αφού χάρη στα µαθήµατα του Νόρµαν, αυτού του τυφλοπόντικα, δεν είχαν πια µείνει καθόλου µυστικά στη ζωή µου. «∆εν νοµίζω ότι έχεις κακή ψυχή, Μάγια, ούτε ότι είσαι εντελώς ηλίθια, αν και κάνεις ό,τι µπορείς για να αποδείξεις το αντίθετο», αναστέναξε η Νίνι µου. «Πόσες φορές έχουµε µιλήσει για τους κινδύνους των ναρκωτικών; Πώς µπόρεσες να εκβιάσεις, και µάλιστα µε όπλο, αυτούς τους άντρες…» «Ήτανε διεστραµµένοι παιδεραστές, Νίνι. Τους άξιζε να τους πηδήξουµε όρθιους. ∆ηλαδή… δεν εννοώ να τους πηδήξουµε πηδήξουµε, καταλαβαίνεις τώρα…» «Κι εσύ ποια είσαι για να αποδίδεις δικαιοσύνη µε το

Έµεινα δώδεκα µέρες στο νοσοκοµείο, µε ένα χέρι σπασµένο, το σαγόνι µου εξαρθρωµένο και το σώµα γεµάτο εξανθήµατα, γιατί είχα προσγειωθεί πάνω σε µια συστάδα δηλητηριώδους κισσού. Άλλες είκοσι µέρες έµεινα αιχµάλωτη στο σπίτι µου, µε τα κόκαλα γεµάτα λάµες και µπουλόνια, υπό την επιτήρηση της γιαγιάς µου και του Χιονάτου, ο οποίος την αντικαθιστούσε για µερικές ώρες, µήπως και ξεκλέψει καµιά ώρα ύπνο. Η Νίνι µου πίστευε ότι το ατύχηµα ήταν έµπνευση του παππού µου για να µε προστατέψει. «Απόδειξη ότι είσαι ακόµη ζωντανή κι ότι δεν έσπασες κανένα πόδι, γιατί τότε δεν θα µπορούσες να ξαναπαίξεις µπάλα», µου είπε. Κατά βάθος, πιστεύω ότι η γιαγιά µου είχε ευχαριστηθεί, γιατί απαλλάχτηκε από το καθήκον να αποκαλύψει στον πατέρα µου όσα είχε ανακαλύψει για µένα· αυτό το ανέλαβε η αστυνοµία. Η Νίνι µου έλειψε απ’ τη δουλειά εκείνες τις εβδοµάδες και εγκαταστάθηκε δίπλα µου µε ζήλο δεσµοφύλακα.

152

153

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ίδιο σου το χέρι; Ο Μπάτµαν; Θα µπορούσαν να σε σκοτώσουν!» «∆εν µου συνέβη τίποτε, Νίνι…» «Μα πώς είναι δυνατόν να λες ότι δεν σου συνέβη τίποτε! Κοίτα πώς έχεις καταντήσει! Τι θα σε κάνω τώρα, Μάγια;» είπε κι άρχισε να κλαίει βουβά. «Συγχώρεσέ µε, Νίνι. Μην κλαις, σε ικετεύω. Σου τ’ ορκίζοµαι ότι το πήρα το µάθηµά µου. Το ατύχηµα µ’ έκανε να δω τα πράγµατα καθαρά». «∆εν πιστεύω λέξη απ’ όσα λες. Ορκίσου µου στη µνήµη του παππού σου!» Η µετάνοιά µου ήταν γνήσια, είχα πραγµατικά τροµοκρατηθεί, αλλά αυτό δεν βοήθησε σε τίποτα, γιατί µόλις ο γιατρός µού επέτρεψε να σηκωθώ, ο πατέρας µου πήγε και µ’ έγραψε σε µια ακαδηµία του Όρεγκον, όπου φοιτούσαν απροσάρµοστοι έφηβοι. ∆εν τον ακολούθησα µε τη θέλησή µου, αναγκάστηκε να επιστρατεύσει έναν αστυνοµικό φίλο της Σούζαν για να µε ξεκουνήσει µε το ζόρι, ένα γοµάρι µε κεφάλι που έµοιαζε µ’ εκείνα τα αγάλµατα του Νησιού του Πάσχα, που τον βοήθησε σ’ αυτό το κατάπτυστο έργο. Η Νίνι µου κρύφτηκε για να µη δει να µε τραβολογάνε σαν πρόβατο επί σφαγή, ενώ εγώ φώναζα ότι κανείς δεν µ’ αγαπούσε, ότι όλοι µε είχαν απορρίψει, γιατί δεν µε σκότωναν επιτέλους να τελειώνουµε, πριν το κάνω εγώ µόνη µου…

και άλλους που πολύ απλά δεν χωρούσαν πουθενά αλλού. Αποφάσισα να σαµποτάρω οποιαδήποτε απόπειρα αναµόρφωσης, ενώ στο µυαλό µου σχεδίαζα πώς να εκδικηθώ τον πατέρα µου, γιατί µε είχε πάει σ’ αυτό το άντρο των αποβλήτων, τη Νίνι µου, γιατί το είχε επιτρέψει, και τον κόσµο ολόκληρο, γιατί µου είχε γυρίσει την πλάτη. Η αλήθεια είναι ότι κατέληξα εκεί έπειτα από απόφαση της δικαστίνας που ανέλαβε την υπόθεση του ατυχήµατος. Ο Μάικ Ο’Κέλι τη γνώριζε και παρενέβη υπέρ µου µε τόση ευγλωττία, ώστε κατάφερε να τη συγκινήσει· αλλιώς θα είχα καταλήξει σε κάποιο αναµορφωτήριο, αν και ελπίζω όχι στην οµοσπονδιακή φυλακή του Σαν Κουέντιν, όπως µε είχε απειλήσει η γιαγιά µου σε µία από τις κρίσεις της. Τα παραλέει κι αυτή. Μια φορά µάλιστα µε πήγε να δω µια φριχτή ταινία, όπου εκτελούσαν ένα δολοφόνο στο Σαν Κουέντιν. «Για να δεις τι συµβαίνει όταν παραβαίνεις το νόµο, Μάγια. Αρχίζεις κλέβοντας µολύβια στο σχολείο και καταλήγεις στην ηλεκτρική καρέκλα», µε προειδοποίησε στην έξοδο. Από τότε το περιστατικό το αναφέραµε περισσότερο για να γελάσουµε, αλλά αυτή τη φορά µού το επανέλαβε µε απόλυτη σοβαρότητα. Λαµβάνοντας υπόψη τη µικρή µου ηλικία και το ότι δεν είχα ξαναδώσει αφορµές στην αστυνοµία, η δικαστίνα, µια κυρία ασιατικής καταγωγής, βαριά κι ασήκωτη σαν τσουβάλι µε άµµο, µου επέτρεψε να επιλέξω ανάµεσα σ’ ένα πρόγραµµα επανένταξης και σε µια φυλακή ανηλίκων, όπως απαιτούσε ο οδηγός του αυτοκινήτου που µε είχε χτυπήσει· όταν κατάλαβε ότι η ασφάλεια του πατέρα µου δεν είχε πρόθεση να τον ανταµείψει όσο γενναιόδωρα ήλπιζε, ο τύπος θέλησε να µε τιµωρήσει. Η απόφαση δεν ήταν δική µου, αλλά του πατέρα µου, και την πήρε χωρίς

Στην ακαδηµία του Όρεγκον µε κράτησαν αιχµάλωτη ως τις αρχές Ιουνίου του 2008 µαζί µε άλλους πενήντα έξι νέους ανυπότακτους, ναρκοµανείς, µε τάσεις αυτοκτονίας, ανορεξικούς, διπολικούς, απόβλητους των σχολείων, αλλά

154

155

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

να µε ρωτήσει. Ευτυχώς, τα έξοδα τα πλήρωνε το δηµόσιο, αλλιώς η οικογένειά µου θα είχε αναγκαστεί να πουλήσει το σπίτι για να χρηµατοδοτήσει την αναµόρφωσή µου, που κόστιζε εξήντα χιλιάδες δολάρια το χρόνο· οι γονείς κάποιων απ’ τους έγκλειστους νεαρούς έφταναν για επίσκεψη µε ιδιωτικά τζετ. Ο πατέρας µου άκουσε την ετυµηγορία του δικαστηρίου µε ανακούφιση, γιατί η κόρη του τού έκαιγε τα χέρια σαν αναµµένο κάρβουνο και ήθελε να απαλλαγεί από µένα. Με πήγε ως το Όρεγκον, ενώ εγώ χαλούσα τον κόσµο, παρότι είχα καταπιεί τρία Valium, τα οποία δεν είχαν το παραµικρό αποτέλεσµα. Θα χρειαζόταν η διπλή δόση για να πιάσει ένα άτοµο σαν κι εµένα, που µπορούσα να λειτουργώ φυσιολογικά µε ένα κοκτέιλ Vicodin και µεξικανικών µανιταριών στο αίµα. Ο φίλος της Σούζαν και ο πατέρας µου µε έβγαλαν σέρνοντας απ’ το σπίτι, µε πήγαν σηκωτή ως το αεροπλάνο, µετά µε νοικιασµένο αυτοκίνητο µε µετέφεραν από το αεροδρόµιο στη θεραπευτική µονάδα µέσα από έναν ατέλειωτο δασικό αυτοκινητόδροµο. Περίµενα ζουρλοµανδύες και ηλεκτροσόκ, αλλά η ακαδηµία ήταν ένα καλαίσθητο σύνολο από ξύλινες κατασκευές, στη µέση ενός πάρκου. ∆εν έµοιαζε ούτε κατά διάνοια µε άσυλο απροσάρµοστων.

χώριζαν από τους εγκλείστους, που ντύνονταν πιο εκκεντρικά. Με αντιµετώπισαν σαν µια φίλη που είχε πάει εκεί για επίσκεψη και όχι σαν το ξεµαλλιασµένο και στρίγκλικο κοριτσάκι που το είχαν πάει ως εκεί σηκωτό δυο ψωµωµένοι άντρες. «Μπορείς να µε φωνάζεις Άντζι κι αυτός εδώ είναι ο Στιβ. Είµαστε εδώ για να σε βοηθήσουµε, Μάγια. Θα δεις πόσο εύκολο είναι το πρόγραµµα», µου είπε όλο χαρά η γυναίκα. Ξέρασα τα φιστίκια του αεροπλάνου πάνω στο χαλί της. Ο πατέρας µου την προειδοποίησε ότι τίποτε δεν θα ήταν εύκολο µε την κόρη του, αλλά εκείνη είχε το ιστορικό µου επάνω στο γραφείο της και κατά πάσα πιθανότητα είχε δει πολύ χειρότερες περιπτώσεις. «Έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει και ο δρόµος της επιστροφής είναι µεγάλος, κύριε Βιδάλ. Καλύτερα να αποχαιρετήσετε την κόρη σας, η Μάγια βρίσκεται σε καλά χέρια», του είπε. Εκείνος πήγε τρέχοντας ως την πόρτα, µη βλέποντας την ώρα να φύγει, αλλά εγώ τον άρπαξα από το σακάκι του και κρεµάστηκα πάνω του παρακαλώντας τον να µη µ’ αφήσει… σε παρακαλώ, µπαµπά, σε ικετεύω. Η Άντζι και ο Στιβ µε συγκράτησαν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, ενώ ο πατέρας µου και η κεφαλή του Νησιού του Πάσχα έβγαιναν στον αυτοκινητόδροµο. Νικηµένη τελικά από την κούραση, σταµάτησα να αντιστέκοµαι και κατέρρευσα στο πάτωµα κουλουριασµένη σαν σκυλάκι. Εκείνοι µε άφησαν για αρκετή ώρα, καθάρισαν τον εµετό και, όταν σταµάτησα να κλαίω µε λυγµούς και να ρουφάω τη µύτη µου, µου έδωσαν ένα ποτήρι νερό. «∆εν σκοπεύω να µείνω σ’ αυτό το τρελοκοµείο! Θα το σκάσω µε την πρώτη ευκαιρία που θα µου δοθεί!» τους φώναξα µε όση φωνή µου είχε αποµείνει, αλλά δεν πρόβαλα αντίσταση, όταν µε βοήθησαν να σηκωθώ και µου έκαναν µια ξε-

Η διευθύντρια µας δέχτηκε στο γραφείο της µαζί µ’ ένα γενειοφόρο νεαρό, ο οποίος, όπως έµαθα αργότερα, ήταν ένας από τους ψυχολόγους. Έµοιαζαν µε αδέλφια, καθώς είχαν και οι δύο ανοιχτόξανθα µαλλιά µαζεµένα σε αλογοουρά, ξεβαµµένα τζιν, γκρι πουλόβερ και µπότες, τη στολή του προσωπικού της ακαδηµίας, µε την οποία ξε-

156

157

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νάγηση στο ίδρυµα. Έξω η νύχτα ήταν πολύ κρύα, αλλά µέσα το κτίριο ήταν ζεστό και άνετο, µεγάλοι σκεπαστοί διάδροµοι, άφθονοι χώροι, ψηλά ταβάνια µε ορατά δοκάρια, βεράντες µε αχνισµένα τζάµια, µυρωδιά ξύλου, απλότητα. ∆εν υπήρχαν ούτε κάγκελα ούτε λουκέτα. Μου έδειξαν µια καλυµµένη πισίνα, ένα γυµναστήριο, µια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων µε πολυθρόνες, ένα τραπέζι µπιλιάρδου κι ένα µεγάλο τζάκι, όπου έκαιγαν χοντροί κορµοί. Οι εσώκλειστοι ήταν µαζεµένοι σε µια τραπεζαρία µε τραπέζια ρουστίκ στολισµένα µε κλαδάκια λουλουδιών, µια λεπτοµέρεια που δεν πέρασε, από µένα τουλάχιστον, απαρατήρητη, αφού το κλίµα δεν επέτρεπε τέτοιου είδους πολυτέλειες. ∆υο κοντουλές Μεξικανούλες µε πλατιά χαµόγελα και λευκές ποδιές σερβίριζαν πίσω από τον µπουφέ. Το περιβάλλον ήταν οικείο, χαλαρό, πολύβουο. Η υπέροχη µυρωδιά των φασολιών και του ψητού κρέατος αιχµαλώτισε τα ρουθούνια µου, αλλά αρνήθηκα να φάω· δεν είχα κανένα σκοπό να ανακατευτώ µε αυτή την πλέµπα. Η Άντζι πήρε ένα ποτήρι γάλα κι ένα πιατάκι µε µπισκότα και µε οδήγησε στο δωµάτιό µου, ένα χώρο απλό, µε τέσσερα κρεβάτια, έπιπλα από ξανθό ξύλο, πίνακες µε πουλιά και λουλούδια. Μοναδική ένδειξη ότι κάποιος κοιµόταν εκεί ήταν κάποιες οικογενειακές φωτογραφίες στα κοµοδίνα. Ανατρίχιασα στη σκέψη των ανώµαλων που ζούσαν µε µια τέτοια άψογη τάξη. Η βαλίτσα και ο σάκος µου ήταν πάνω σε ένα απ’ τα κρεβάτια, ανοιχτά και τα δύο σαν να φώναζαν ότι είχαν ψαχτεί. Ήθελα να πω στην Άντζι ότι εγώ δεν κοιµόµουν µε άλλους στο ίδιο δωµάτιο, αλλά θυµήθηκα ότι το επόµενο πρωί θα την έκανα από κει, οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να τσακωθώ για µια µόνο νύχτα.

Έβγαλα το παντελόνι µου και τα παπούτσια µου και ξάπλωσα, χωρίς να πλυθώ, κάτω από το διερευνητικό βλέµµα της διευθύντριας. «∆εν έχω τρυπήµατα στα µπράτσα ούτε έχω κόψει φλέβες», της είπα προκλητικά, δείχνοντάς της τα µπράτσα µου. «Χαίροµαι, Μάγια. Καλόν ύπνο», µου απάντησε. Η Άντζι, σαν να µην τρέχει τίποτε, άφησε το γάλα και τα µπισκότα στο τραπεζάκι και βγήκε χωρίς να κλείσει πίσω της την πόρτα. Καταβρόχθισα το ελαφρύ κολατσιό, νοσταλγώντας κάτι πιο ουσιαστικό, αλλά ήµουν εξαντληµένη και σε ελάχιστα λεπτά βυθίστηκα στον ύπνο του θανάτου. Ξύπνησα µε το πρώτο φως της µέρας, που περνούσε µέσα απ’ τις γρίλιες του παραθύρου, πεινασµένη και µπερδεµένη. Βλέποντας στα άλλα κρεβάτια τις σιλουέτες των κοριτσιών που κοιµόνταν, θυµήθηκα πού ήµουν. Ντύθηκα βιαστικά, πήρα το σακίδιό µου και τη ζακέτα µου και βγήκα στις µύτες των ποδιών. ∆ιέσχισα το χολ, άνοιξα µια βαριά πόρτα που έµοιαζε να οδηγεί στον αυλόγυρο, και βρέθηκα σε έναν απ’ τους στεγασµένους διαδρόµους ανάµεσα στα κτίρια. Ο κρύος αέρας µε χτύπησε καταπρόσωπο και µε ανάγκασε να σταµατήσω. Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει πορτοκαλιές αποχρώσεις και η γη ήταν σκεπασµένη από ένα λεπτό στρώµα χιονιού, ο αέρας µύριζε πεύκο και φωτιές του Αϊ-Γιάννη. Λίγο πιο πέρα στεκόταν µια οικογένεια ελαφιών και µε παρατηρούσε αναµετρώντας τον κίνδυνο, µε τα ρουθούνια τους να αχνίζουν και τις ουρές τους να τρεµουλιάζουν. ∆υο ελαφάκια, µε τα στίγµατα των νεογέννητων, ίσα που στέκονταν πάνω στα λεπτά τους ποδαράκια, ενώ η µητέρα τους τα επέβλεπε µε τεντωµένα τ’ αυτιά. Η ελαφίνα κι εγώ κοιταχτήκαµε για µια ατέλειωτη στιγµή, περιµένοντας η µια την αντίδραση της άλλης,

158

159

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ακίνητες, ώσπου µια φωνή πίσω µου έσπασε τη σιωπή, µε αποτέλεσµα τα ελάφια να το σκάσουν µε ελαφρύ καλπασµό. «Έρχονται για να πιουν νερό. Εκτός απ’ αυτά, έρχονται ρακούν, τσακάλια και αρκούδες». Ήταν ο ίδιος γενειοφόρος που µε είχε υποδεχτεί την προηγούµενη µέρα, τυλιγµένος σε ένα µοντγκόµερι χιονοδρόµου, µε µπότες στα πόδια κι έναν πέτσινο σκούφο φοδραρισµένο µε δέρµα. «Ειδωθήκαµε χτες, αλλά δεν ξέρω αν µε θυµάσαι. Είµαι ο Στιβ, ένας από τους ψυχολόγους. Μένουν ακόµα δυο ώρες µέχρι το πρόγευµα, αλλά έχω φτιάξει καφέ για µένα», είπε και άρχισε να περπατάει χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Τον ακολούθησα σαν αυτόµατο ως την αίθουσα αναψυχής, όπου βρισκόταν το τραπέζι του µπιλιάρδου, και τον περίµενα επιφυλακτικά να ανάψει τους κορµούς στο τζάκι µε κοµµάτια εφηµερίδας και να σερβίρει δύο φλιτζάνια καφέ µε γάλα από ένα θερµός. «Το βράδυ έπεσε το πρώτο χιόνι της εποχής», σχολίασε, κάνοντας αέρα στη φωτιά µε το σκούφο του.

νταν µε τους δηµοσιογράφους. Στην Ταβέρνα του Πεθαµένου οι άντρες αναστέναζαν και ξεφυσούσαν µπροστά από την οθόνη και οι γυναίκες, µε σταυρωµένα τα µπράτσα στο στήθος, έφτυναν στο πάτωµα. Και τι δεν θα ’λεγαν γι’ αυτόν το διαγωνισµό η Νίνι µου και οι φεµινίστριες φίλες της! Κέρδισε ένα κοριτσάκι µε βαµµένο ξανθό µαλλί και τουρλωτό νέγρικο πισινό, στην παραλία του Πιτσιλέµου, τρέχα γύρευε τώρα πού µπορεί να είναι αυτή. «Παραλίγο να χάσω τον πατέρα µου απ’ αυτή την ξεκωλιάρα», ήταν το σχόλιο της Μπλάνκα, όταν επέστρεψε απ’ το κάστρο. Έχω αναλάβει να οργανώσω µια παιδική οµάδα ποδοσφαίρου, εύκολη δουλειά, γιατί σ’ αυτή τη χώρα τα παιδιά µαθαίνουν να κλοτσούν την µπάλα µε το που στέκονται για πρώτη φορά στα πόδια τους. Έχω µια επίλεκτη οµάδα, µια αναπληρωµατική και µια γυναικεία, η οποία έχει προκαλέσει κύµατα κακεντρέχειας, αν και κανείς δεν διανοήθηκε να πάει κόντρα, γιατί τότε θα έπρεπε να τα βάλει µε τη θεία Μπλάνκα. Φιλοδοξούµε οι επίλεκτοί µας να συµµετάσχουν στο σχολικό πρωτάθληµα για τη Γιορτή της Ανεξαρτησίας, τον Σεπτέµβριο. Έχουµε µπροστά µας αρκετούς µήνες για να προπονηθούµε, δεν µπορούµε όµως να το κάνουµε χωρίς ποδοσφαιρικά παπούτσια και, αφού καµία οικογένεια δεν µπορεί να αντιµετωπίσει αυτό το έξοδο, η Μπλάνκα κι εγώ αποφασίσαµε να κάνουµε µια επίσκεψη αβροφροσύνης στο δον Λίονελ Σνάκε, ο οποίος είχε µόλις συνέλθει από το σοκ των πισινών της παραλίας. Τον µαλακώσαµε αρχικά µε δύο µπουκάλια εξαιρετικό σπιτικό λικέρ, χρυσό λικέρ, όπως το λένε στην περιοχή λόγω χρώµατος, φτιαγµένο απ’ την ίδια την Μπλάνκα µε ένα αυτοσχέδιο µείγµα από µπράντι, ζάχαρη, ξινόγαλα και µπαχαρικά, και µετά του εξηγήσαµε την ανάγκη να κρα-

Η θεία Μπλάνκα αναγκάστηκε να φύγει για το κάστρο επειγόντως, γιατί ο πατέρας της ένιωσε µια πολύ ανησυχητική ταχυκαρδία, την οποία είχε προκαλέσει η παρέλαση των υπέροχων πισινών στις παραλίες. Η Μπλάνκα λέει ότι ο Μιγιαλόµπο είναι ζωντανός µόνο και µόνο επειδή του φαίνεται πολύ βαρετό το νεκροταφείο. Οι εικόνες που δείχνει η τηλεόραση θα µπορούσαν να αποβούν µοιραίες για έναν άνθρωπο που πάσχει απ’ την καρδιά του: κοριτσάκια µε δυσδιάκριτα τάνγκα να κουνάνε τα κωλαράκια τους µπροστά στις ορδές των ανδρών, οι οποίοι µέσα στον ενθουσιασµό τους εκσφενδόνιζαν µπουκάλια και τσακώνο-

160

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

τάµε τα παιδιά απασχοληµένα µε αθλητικές δραστηριότητες, γιατί έτσι δεν µπλέκουν µε κακές παρέες. Ο δον Λίονελ ήταν απόλυτα σύµφωνος. Απ’ αυτό το σηµείο µέχρι την αναφορά του ποδοσφαίρου δεν χρειάστηκε παρά ένα ακόµα ποτηράκι λικέρ, οπότε µας υποσχέθηκε να µας κάνει δώρο έντεκα ζευγάρια ποδοσφαιρικά παπούτσια στα κατάλληλα νούµερα. Του εξηγήσαµε αµέσως ότι χρειαζόµασταν έντεκα για τους Καλεούτσε, την οµάδα των αγοριών, έντεκα για την Πινκόγια, τη γυναικεία οµάδα, και έξι για τους αναπληρωµατικούς. Όταν τον πληροφορήσαµε για το κόστος, µας έβγαλε έναν φιλιππικό για την οικονοµική κρίση, τα εργοστάσια του σολοµού, την ανεργία, για την κόρη του που ήταν ένα βαρέλι χωρίς πάτο και θα γινόταν αιτία να ξαναπάθει την καρδιά του, ζητώντας του όλο και περισσότερα… Και πού το βρήκαµε εµείς γραµµένο ότι τα ποδοσφαιρικά παπούτσια αποτελούν προτεραιότητα για το κουτσό εκπαιδευτικό σύστηµα αυτής της χώρας! Στο τέλος, σφούγγισε το µέτωπό του, κατέβασε ένα τέταρτο ποτηράκι λικέρ και µας συµπλήρωσε την επιταγή. Την ίδια κιόλας µέρα παραγγείλαµε τα παπούτσια στο Σαντιάγο και µια εβδοµάδα αργότερα πήγαµε να τα παραλάβουµε από το λεωφορείο στην Ανκούδ. Η θεία Μπλάνκα τα φυλάει κλειδωµένα για να µην τα φθείρουν τα παιδιά χρησιµοποιώντας τα κάθε µέρα και ανακοίνωσε ότι, αν κάποιου τα πόδια µεγάλωναν, θα αποκλειόταν απ’ την οµάδα.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Απρίλης, Μάης

Οι επισκευές του σχολείου έχουν τελειώσει. Εδώ καταφεύγει ο κόσµος σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, γιατί είναι το πιο σίγουρο κτίριο, εκτός από την εκκλησία, που ο ξύλινος µισοερειπωµένος σκελετός της κρατιέται όρθιος απ’ τον ίδιο τον Θεό, όπως αποδείχτηκε περίτρανα το 1960, όταν έγινε ο πιο ισχυρός σεισµός που έχει ποτέ καταγραφεί στον κόσµο, 9,5 βαθµών της κλίµακας Ρίχτερ. Σηκώθηκε η θάλασσα να καταπιεί το χωριό, αλλά τα κύµατα σταµάτησαν µπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Στα δέκα λεπτά που κράτησαν οι δονήσεις, συρρικνώθηκαν οι λίµνες, εξαφανίστηκαν νησιά ολόκληρα, άνοιξε η γη και κατάπιε σιδηροδροµικές ράγες, γέφυρες και δρόµους. Η Χιλή τραβάει σαν µαγνήτης τις φυσικές καταστροφές, πληµµύρες, ξηρασίες, ανεµοστρόβιλους, σεισµούς και κύµατα ικανά να φέρουν ένα ολόκληρο πλοίο στο κέντρο της πλατείας του χωριού. Ο κόσµος το αντιµετωπίζει φιλοσοφηµένα, όλα αυτά είναι δοκιµασίες που στέλνει ο Θεός, αρχίζει όµως και νιώθει µεγάλη νευρικότητα όταν περνάει πολύς καιρός χωρίς να συµβεί τίποτε τροµακτικό. Έτσι είναι και η Νίνι µου, πάντα περιµένει ότι θα πέσει ο ουρανός να την πλακώσει. Το σχολείο µας είναι έτοιµο για το επόµενο ξέσπασµα της φύσης· είναι το κοινωνικό κέντρο του νησιού, εδώ κά-

164

165

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νουν τις συνεδριάσεις τους ο κύκλος των γυναικών, η συντεχνία των τεχνιτών και οι Ανώνυµοι Αλκοολικοί, στους οποίους πήγα µια-δυο φορές, γιατί είχα υποσχεθεί στον Μάικ Ο’Κέλι ότι θα το έκανα. ∆ιαπίστωσα όµως ότι ήµουν η µοναδική γυναίκα ανάµεσα σε τέσσερις-πέντε άντρες, οι οποίοι δεν τολµούσαν να µιλήσουν µπροστά µου. Πιστεύω ότι δεν θα µου λείψει, είµαι ήδη τέσσερις µήνες στεγνή. Στο σχολείο βλέπουµε ταινίες, ρυθµίζουµε ασήµαντες διαφορές που δεν αξίζουν την παρέµβαση των χωροφυλάκων, και συζητάµε για δουλειές που πρέπει να γίνουν, όπως σπορά, θερισµός, η τιµή της πατάτας και των θαλασσινών· εδώ κάνει εµβολιασµούς και µιλάει για ζητήµατα υγιεινής η Λιλιάνα Τρεβίνιο, προκαλώντας µάλλον θυµηδία, ιδιαίτερα στις µεγαλύτερες γυναίκες: «Με το παρντόν, δεσποινίς Λιλιάνα, θα µάθετε εσείς εµάς να γιατρεύουµε;» λένε. Οι κυράδες τη διαβεβαιώνουν, και µε το δίκιο τους, ότι τα χαπάκια µέσα στα µπουκαλάκια είναι ύποπτα, κάποιος πλουτίζει απ’ αυτά, γι’ αυτό κι εκείνες προτιµούν τα σπιτικά φάρµακα, που είναι δωρεάν, ή τα σακουλάκια της οµοιοπαθητικής. Στο σχολείο µάς εξήγησαν το αντισυλληπτικό πρόγραµµα της κυβέρνησης, το οποίο κατατρόµαξε αρκετές γιαγιάδες, και εκεί µας µοίρασαν οι αστυνοµικοί προληπτικά οδηγίες για τις ψείρες, µη τυχόν και ξεσπάσει κάποια επιδηµία, όπως συµβαίνει κάθε δυο χρόνια. Και µόνο που τις σκέφτοµαι τις ψείρες, µε τρώει το κεφάλι µου, προτιµώ χίλιες φορές τα τσιµπούρια, αφού παιδεύουν τον Φάκιν και τους γάτους κι όχι την αφεντιά µου. Οι υπολογιστές του σχολείου είναι προϊστορικοί, είναι όµως καλοδιατηρηµένοι και τους χρησιµοποιώ για ό,τι χρειάζοµαι, εκτός βέβαια από το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο. Έχω συνηθίσει να ζω σε απόλυτη αποµόνωση. Σε

ποιον να γράψω άλλωστε, αφού δεν έχω φίλους; Παίρνω νέα της Νίνι µου και του Χιονάτου, που τα γράφουν κωδικοποιηµένα στον Μανουέλ, θα ήθελα όµως πολύ να τους αφηγηθώ τις εντυπώσεις µου από αυτή την παράξενη εξορία· δεν µπορούν να φανταστούν το Τσιλοέ, αυτό το µέρος πρέπει κανείς να το ζήσει για να το πιστέψει. Έµεινα στην ακαδηµία του Όρεγκον περιµένοντας να περάσει λίγο το κρύο για να το σκάσω, αλλά ο χειµώνας σ’ αυτά τα δάση έρχεται για να µείνει, µε την κρυστάλλινη οµορφιά του πάγου και του χιονιού και τους ουρανούς του, µερικές φορές γαλάζιους και ήπιους, άλλες φορές µολυβένιους και γεµάτους οργή. Όταν οι µέρες µεγάλωσαν, ανέβηκε η θερµοκρασία και ξεκίνησαν οι υπαίθριες δραστηριότητες, άρχισα και πάλι να σκέφτοµαι το φευγιό, αλλά τότε ακριβώς έφεραν τις βικούνιες, δύο λυγερά ζώα µε όρθια αυτάκια και µατοτσίνορα νύφης, πανάκριβο δώρο ευγνωµοσύνης του πατέρα ενός από τα παιδιά που είχε αποφοιτήσει την προηγούµενη χρονιά. Η Άντζι µε έβαλε υπεύθυνη για τις βικούνιες, µε το επιχείρηµα ότι κανείς δεν ήταν καταλληλότερος από εµένα για να αναλάβει αυτά τα λεπτεπίλεπτα ζώα, αφού είχα µεγαλώσει µε τα ανιχνευτικά σκυλιά της Σούζαν. Αναγκάστηκα να αναβάλω το φευγιό µου, γιατί οι βικούνιες µε είχαν ανάγκη. Συν τω χρόνω, προσαρµόστηκα στη ρουτίνα των σπορ, της τέχνης και της ψυχοθεραπείας, δεν έκανα όµως φίλους, γιατί το σύστηµα αποθάρρυνε τις φιλίες· στην καλύτερη περίπτωση, οι εσώκλειστοι µπορεί να συµµετείχαµε συνωµοτικά σε κάποιο καψώνι. ∆εν µου έλειπαν η Σάρα και η Ντέµπι, ήταν σαν να είχαν χάσει τη σηµασία τους

166

167

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µε την αλλαγή συνθηκών και περιβάλλοντος. Τις σκεφτόµουν ζηλόφθονα να συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς εµένα και φανταζόµουν ολόκληρο το λύκειο του Μπέρκλεϊ να κουτσοµπολεύει εκείνο το απροσάρµοστο, τη Μάγια Βιδάλ, που την κρατούσαν κλεισµένη στο τρελάδικο. Μπορεί κάποιο άλλο κορίτσι να είχε πάρει τη θέση µου στην τριάδα των βαµπίρ. Στην ακαδηµία έµαθα τη διάλεκτο της ψυχολογίας και την τέχνη της τήρησης κάποιων κανόνων, που δεν ονόµαζαν κανόνες, αλλά συµφωνίες. Στην πρώτη από τις πολλές συµφωνίες που υπέγραψα χωρίς την παραµικρή πρόθεση να εκπληρώσω δεσµεύτηκα, όπως και οι υπόλοιποι µαθητές, να απέχω από το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, τη βία και το σεξ. ∆εν είχα καµία ευκαιρία για τα πρώτα τρία, αλλά οι σύντροφοί µου τα κατάφερναν να καλλιεργούν το τέταρτο, παρά τους συνεχείς ελέγχους των συµβούλων και των ψυχολόγων. Εγώ απείχα. Για να αποφεύγω τα προβλήµατα, ήταν πολύ σηµαντικό να φαίνοµαι φυσιολογική, αν και ο ορισµός του φυσιολογικού είχε διακυµάνσεις. Αν έτρωγα πολύ, υπέφερα από άγχος, αν έτρωγα λίγο, ήµουν ανορεξική· αν προτιµούσα τη µοναξιά, έπασχα από κατάθλιψη, αλλά οποιαδήποτε φιλία προκαλούσε υποψίες· εάν δεν συµµετείχα σε κάποια δραστηριότητα, την υπονόµευα, κι αν συµµετείχα υπερβολικά, ήθελα απλώς να τραβήξω την προσοχή. «Βίτσα γιατί κάνεις κουπί και βίτσα γιατί λουφάρεις» είναι ένα ακόµη απ’ τα σοφά ρητά της γιαγιάς µου. Το πρόγραµµα βασιζόταν σε τρία πολύ συγκεκριµένα ερωτήµατα: ποιος είσαι, τι θες να κάνεις στη ζωή σου και πώς θα το πετύχεις. Όµως οι θεραπευτικές µέθοδοι ήταν πολύ λιγότερο σαφείς. Μια κοπέλα, θύµα βιασµού, την έβαλαν να χορεύει ντυµένη σαν Γαλλίδα υπηρετριούλα

µπροστά στους άλλους µαθητές· ένα νεαρό µε τάσεις αυτοχειρίας τον ανέβασαν στον πύργο επιτήρησης του δάσους, για να δουν αν θα πηδούσε κάτω, κι έναν άλλο µε κλειστοφοβία τον έκλειναν συνεχώς σ’ ένα ντουλάπι. Μας υπέβαλαν σε «επιτίµια» –δηλαδή τελετουργίες καθαρµού– και σε οµαδικές συνεδρίες, όπου έπρεπε να αναβιώνουµε τα τραύµατά µας µε σκοπό να τα ξεπεράσουµε. Εγώ αρνήθηκα να αναβιώσω το θάνατο του παππού µου και οι σύντροφοί µου χρειάστηκε να το κάνουν εκείνοι για µένα, µέχρι που ο ψυχολόγος της βάρδιας αποφάσισε ότι ήµουν θεραπευµένη ή αθεράπευτη, δεν θυµάµαι ποιο απ’ τα δύο. Στις µεγάλες οµαδικές θεραπείες οµολογούσαµε –συµµεριζόµασταν– αναµνήσεις, όνειρα, επιθυµίες, φόβους, προθέσεις, φαντασιώσεις, τα πιο µύχια µυστικά µας. Η απογύµνωση της ψυχής, αυτός ήταν ο στόχος αυτών των µαραθωνίων. Τα κινητά ήταν απαγορευµένα, το τηλέφωνο υπό έλεγχο, η αλληλογραφία, η µουσική, τα βιβλία και οι ταινίες λογοκρίνονταν, µηδέν ηλεκτρονικό ταχυδροµείο και µηδέν απρόσκλητοι επισκέπτες. Τρεις µήνες µετά την είσοδό µου στην ακαδηµία δέχτηκα την πρώτη επίσκεψη της οικογένειάς µου. Ενώ ο πατέρας µου συζητούσε την πρόοδό µου µε την Άντζι, εγώ πήρα τη γιαγιά µου και την πήγα να δει το πάρκο και τις βικούνιες, που τις είχα στολίσει κρεµώντας τους κορδέλες απ’ τ’ αυτιά. Η Νίνι µου µού είχε φέρει µια µικρή πλαστικοποιηµένη φωτογραφία του παππού µου, στην οποία εικονιζόταν µόνος, περίπου τρία χρόνια πριν από το θάνατό του, µε το σοµπρέρο στο κεφάλι και την πίπα στο χέρι, να χαµογελάει στην κάµερα. Τον είχε τραβήξει ο Μάικ

168

169

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ο’Κέλι τα Χριστούγεννα που είχα συµπληρώσει τα δεκατρία, όταν χάρισα στον παππού µου το χαµένο του πλανήτη: µια πράσινη σφαίρα µε εκατό νούµερα επάνω της, που αντιστοιχούσαν σε εκατό χάρτες ή εικόνες τού τι έπρεπε να υπάρχει στον πλανήτη, όπως τα είχαµε φανταστεί µαζί. Το δώρο τού άρεσε πάρα πολύ, γι’ αυτό και χαµογελούσε σαν παιδάκι στη φωτογραφία. «Ο παππούς σου είναι πάντα µαζί σου. Να µην το ξεχνάς αυτό, Μάγια», µου είπε η γιαγιά µου. «Είναι πεθαµένος, Νίνι!» «Ναι, αλλά τον έχεις µέσα σου, αν κι ακόµα δεν το ξέρεις. Στην αρχή ήταν τεράστιος ο πόνος µου, Μάγια, πιστεύοντας ότι τον είχα χάσει για πάντα. Τώρα σχεδόν τον βλέπω ζωντανό µπροστά µου». «Τόσο γρήγορα σου πέρασε ο πόνος; Καλή είσαι εσύ!» της απάντησα ενοχληµένη. «Νιώθω πόνο, αλλά τον έχω αποδεχτεί. Ψυχικά είµαι πολύ καλύτερα». «Τα θερµά µου συγχαρητήρια. Εγώ, όσο περνάει ο καιρός, γίνοµαι όλο και χειρότερα σ’ αυτό το άσυλο των ηλιθίων. Βγάλε µε από δω, Νίνι, προτού τρελαθώ οριστικά και αµετάκλητα». «Μη δραµατοποιείς τα πάντα, Μάγια. Εδώ τα πράγµατα είναι πολύ πιο ευχάριστα απ’ ό,τι πίστευα, υπάρχει κατανόηση και φιλική διάθεση». «Ναι, γιατί εσείς είστε επισκέπτες!» «Θες να µου πεις ότι, όταν δεν είµαστε εδώ, σου φέρονται άσχηµα;» «∆εν µας χτυπάνε, εφαρµόζουν όµως επάνω µας ψυχολογική βία, Νίνι. Μας στερούν το φαγητό και τον ύπνο, γκρεµίζουν τις άµυνές µας και µετά µας κάνουν πλύση εγκεφάλου, µας βάζουν πράγµατα στο κεφάλι».

«Τι πράγµατα;» «Τροµακτικές απειλές σχετικά µε τα ναρκωτικά, τα αφροδίσια, τις φυλακές, τα τρελοκοµεία, τις εκτρώσεις, µας φέρονται σαν να είµαστε ηλίθιοι. Λίγο σου φαίνεται αυτό;» «Κάθε άλλο. Θα πάω να τα πω χύµα σ’ αυτήν την τύπισσα. Πώς είπες τη λένε; Άντζι; Θα της δείξω πόσα απίδια πιάνει ο σάκος!» «Όχι!» φώναξα εγώ προσπαθώντας να τη συγκρατήσω. «Τι εννοείς όχι! Πιστεύεις ότι µπορώ να ανεχθώ να συµπεριφέρονται στην εγγονή µου σαν να είναι κρατούµενη του Γκουαντάναµο;» είπε η χιλιανή µαφία και ξεκίνησε µε αποφασιστικό βήµα για το γραφείο της διευθύντριας. Ελάχιστα λεπτά αργότερα µε φώναξε η Άντζι. «Μάγια, θα σε παρακαλούσα να πεις µπροστά στον µπαµπά σου όσα είπες στη γιαγιά σου». «Τι εννοείτε;» «Ξέρεις για ποιο πράγµα µιλάω», επέµεινε η Άντζι χωρίς να υψώσει τη φωνή. Ο πατέρας µου δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται απ’ όσα άκουσε, απλώς µου θύµισε την απόφαση του δικαστηρίου: αναµορφωτήριο ή φυλακή. Έµεινα στο Όρεγκον. Κατά τη δεύτερη επίσκεψη, δύο µήνες αργότερα, η Νίνι µου ήταν σαν µαγεµένη: επιτέλους είχε ανακτήσει το κοριτσάκι της, είπε, τέρµα το δρακουλιάρικο µακιγιάζ, τέρµα η αγοραία συµπεριφορά, µ’ έβλεπε υγιή και σε φόρµα. Αυτό οφειλόταν στα οχτώ χιλιόµετρα που έτρεχα κάθε µέρα. Μου το επέτρεπαν, γιατί, όσο κι αν έτρεχα, δεν θα έφτανα µακριά. ∆εν υποπτεύονταν ότι έκανα προπόνηση για το φευγιό µου. Το είπα στη Νίνι µου ότι κάναµε πλάκα στους ψυχολόγους και τους θεραπευτές, που ήταν τόσο διαφανείς στις

170

171

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

προθέσεις τους, ώστε ακόµα και οι πιο άπειροι µπορούσαν να τους µανουβράρουν. Όσο για το ακαδηµαϊκό επίπεδο, στο τέλος των σπουδών µας θα µας έδιναν ένα δίπλωµα άγνοιας για να το καδράρουµε στον τοίχο. Είχαµε βαρεθεί να βλέπουµε ντοκιµαντέρ για την υπερθέρµανση των πόλων και για εξερευνητικές αποστολές στο Έβερεστ, ενώ αυτό που θέλαµε εµείς να µάθουµε ήταν τι συµβαίνει στον κόσµο. Η Νίνι µου µε πληροφόρησε ότι δεν συνέβαινε τίποτε άξιο λόγου, µόνο κακές ειδήσεις χωρίς διέξοδο, ο κόσµος πλησίαζε στο τέλος του, αλλά τόσο αργά, που θα άντεχε σίγουρα µέχρι να τελειώσω εγώ το σχολείο. «∆εν βλέπω την ώρα να επιστρέψεις στο σπίτι, Μάγια. Μου έχεις λείψει τροµερά!» είπε αναστενάζοντας και µου χάιδεψε τα µαλλιά, βαµµένα µε διάφορα ανύπαρκτα στη φύση χρώµατα, που η ίδια µου έστελνε ταχυδροµικά. Παρά το ουράνιο τόξο των µαλλιών µου, φαινόµουν διαφορετική σε σύγκριση µε κάποιους από τους συντρόφους µου. Για να αντισταθµίσουν τους αµέτρητους περιορισµούς και να µας δώσουν µια ψεύτικη αίσθηση ελευθερίας, µας επέτρεπαν να πειραµατιζόµαστε µε τα ρούχα και τα κεφάλια µας, ο καθένας σύµφωνα µε τη φαντασία του, δεν µπορούσαµε όµως να προσθέσουµε άλλα τρυπήµατα και άλλα τατουάζ σ’ αυτά που ήδη υπήρχαν. Εγώ είχα ένα χρυσό κρίκο στη µύτη και το τατουάζ µου από το 2005. Ένα αγόρι, που είχε φλερτάρει για ένα διάστηµα µε τους νεοναζί προτού επιλέξει τις µεθαµφεταµίνες, είχε µια σβάστικα αποτυπωµένη µε πυρωµένο σίδερο στο δεξί µπράτσο, ενώ ένας άλλος είχε γραµµένη µε τατουάζ τη λέξη «fuck» στο µέτωπό του. «Είναι δύσκολο παλικάρι, Νίνι. Μας έχουν απαγορεύσει να αναφέρουµε το τατουάζ του. Ο ψυχίατρος λέει ότι µπορεί να πάθει ψυχικό τραύµα».

«Ποιος απ’ όλους είναι, Μάγια;» «Αυτός ο ψηλέας µε τα µαλλιά κουρτίνα πάνω απ’ τα µάτια». Και αµ’ έπος αµ’ έργον, η Νίνι µου τον πλησίασε και του είπε να µην ανησυχεί, γιατί τώρα υπήρχε ένα είδος λέιζερ που µπορούσε να του σβήσει τη λέξη απ’ το µέτωπο. Ο Μανουέλ εκµεταλλεύτηκε το σύντοµο καλοκαίρι για να µαζέψει πληροφορίες, και µετά, τις σκοτεινές ώρες του χειµώνα, σκέφτεται να τελειώσει το βιβλίο για τη µαγεία στο Τσιλοέ. Τα πάµε πολύ καλά, µου αρέσει ο τύπος, αν και εξακολουθεί να µου γκρινιάζει στη χάση και στη φέξη. ∆εν του δίνω σηµασία. Θυµάµαι ότι, όταν τον γνώρισα, µου είχε φανεί περίπου σαν ερηµίτης, αλλά στους µήνες που έχουµε περάσει µαζί ανακάλυψα ότι είναι άτοµο εξαιρετικά κοινωνικό, που όµως ντρέπεται γι’ αυτό· δεν κάνει καµία προσπάθεια να γίνει αρεστός και τροµάζει όταν κάποιος του δείχνει την εύνοιά του. Γι’ αυτό κι εµένα µε φοβάται λιγάκι. ∆ύο από τα προηγούµενα βιβλία του εκδόθηκαν στην Αυστραλία σε µεγάλο σχήµα µε έγχρωµες φωτογραφίες, ενώ αυτό που γράφει τώρα θα εκδοθεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισµού και διάφορων τουριστικών επιχειρήσεων. Οι εκδότες ανέθεσαν την εικονογράφηση σ’ έναν πολύ γνωστό ζωγράφο του Σαντιάγο, ο οποίος θα τα βρει σκούρα όταν θα χρειαστεί να απεικονίσει κάποια από τα τροµακτικά πλάσµατα της µυθολογίας του νησιού. Ελπίζω να έχει κι άλλη δουλειά για µένα ο Μανουέλ, για να µπορώ έτσι να ξεπληρώσω τη φιλοξενία του· αν όχι, θα µείνω χρεωµένη µέχρι να πεθάνω. Το κακό µ’ αυτόν είναι ότι δεν ξέρει να µοιράζει δουλειά· µου αναθέτει τις πιο ευαίσθητες αποστολές και µετά χάνει το χρόνο του αναθεωρώντας τες.

172

173

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Πρέπει να µε θεωρεί περίπου καθυστερηµένη. Και σαν να µην έφταναν όλα αυτά, χρειάστηκε να µου δανείσει και λεφτά, γιατί έφτασα εδώ µε άδειες τσέπες. Με διαβεβαίωσε ότι η γιαγιά µου του έστειλε ένα έµβασµα γι’ αυτό το ποσό, αλλά δεν τον πιστεύω, εκείνη δεν καταφεύγει ποτέ σε τόσο απλές λύσεις. Πιο ταιριαστό µε το χαρακτήρα της θα ήταν να µου στείλει ένα φτυάρι για να ξεθάψω κάποιο θησαυρό. Εδώ υπάρχουν κρυµµένοι θησαυροί από τους παλιούς πειρατές, όλος ο κόσµος το ξέρει. Τη νύχτα του Αγίου Ιωάννη, στις 24 Ιουνίου, εµφανίζονται φωτάκια στις παραλίες, σηµάδι ότι εκεί υπάρχει κάποιο θαµµένο σεντούκι. ∆υστυχώς, τα φώτα µετακινούνται, οπότε οι διάφοροι τυχοδιώκτες χάνουν τα ίχνη των θησαυρών. Μπορεί όµως τα φωτάκια να είναι ένα από τα κόλπα των µάγων. Κανείς ακόµα δεν έχει πλουτίσει σκάβοντας στις παραλίες τη νύχτα του Αϊ-Γιάννη. Ο καιρός έχει αρχίσει να αλλάζει ταχύτατα και η Εντουβίχις µού έπλεξε έναν τυπικό τσιλοΐτικο σκούφο. Η εκατοντάχρονη δόνα Λουσίντα έβαψε το µαλλί του σκούφου µε φυτικά χρώµατα από φλοιούς δέντρων και καρπούς του νησιού. Αυτή η γριούλα είναι η ειδική των ειδικών, κανείς δεν καταφέρνει να πετύχει χρώµατα τόσο ανθεκτικά όσο τα δικά της, διάφορες αποχρώσεις του καφέ, του κόκκινου, του γκρι, του µαύρου, αλλά κι ένα πράσινο της χολής, που εµένα µ’ αρέσει ιδιαίτερα. Με ελάχιστα χρήµατα προµηθεύτηκα ζεστά ρούχα και παπούτσια, γιατί οι ροζέ µπότες µου σάπισαν από την υγρασία. Στη Χιλή δεν υπάρχει άνθρωπος που να µην έχει τα µέσα να ντυθεί αξιοπρεπώς: παντού πουλάνε µεταχειρισµένα ρούχα ή ρούχα από αµερικανικά ή κινεζικά παζάρια, όπου µερικές φορές καταφέρνω να βρω ρούχα στο νούµερό µου.

Έχει αυξηθεί η εκτίµησή µου για την Καουίγια, το πλεούµενο του Μανουέλ, τόσο αδύναµο στην όψη, αλλά τόσο ψυχωµένο. Μας έχει µεταφέρει πολλές φορές χοροπηδώντας πάνω στα κύµατα στον κόλπο της Ανκούδ και µετά, όταν πιάσει για τα καλά ο χειµώνας, θα πηγαίνουµε πιο πολύ προς τα νότια, στον κόλπο του Κορκοβάδο, ακολουθώντας την ακτή του Μεγάλου Νησιού. Η Καουίγια είναι αργή, αλλά σίγουρη σ’ αυτά τα ήρεµα νερά· οι χειρότερες τρικυµίες συµβαίνουν στην ανοιχτή θάλασσα, στον Ειρηνικό. Στα νησιά και τα αποµακρυσµένα χωριά αυτοί που ξέρουν τους θρύλους είναι οι γέροι. Ζουν από την καλλιέργεια των χωραφιών τους, από τα ζώα τους κι από τα ψάρια, σε µικρές κοινότητες, όπου δεν έχει φτάσει ακόµα η φρενίτιδα της προόδου. Ο Μανουέλ κι εγώ ξεκινάµε κατά κανόνα την αυγή και, αν η απόσταση είναι µικρή, προσπαθούµε να επιστρέφουµε προτού σκοτεινιάσει, αν όµως είναι παραπάνω από τρεις ώρες, µένουµε εκεί για ύπνο, γιατί µόνο τα πλοία του στόλου και το Καλεούτσε, το πλοίο-φάντασµα, ταξιδεύουν τη νύχτα. Κατά τους γέρους, ό,τι υπάρχει πάνω στη γη υπάρχει και κάτω απ’ το νερό. Υπάρχουν πόλεις βυθισµένες στη θάλασσα, σε λίµνες, σε ποτάµια… Και εδώ ζουν οι Πιγκουιτσένες, κακόβουλα όντα, ικανά να δηµιουργήσουν ρουφήχτρες και ύπουλα ρεύµατα. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται στα υγρά µέρη, µας προειδοποίησαν, αλλά αυτή είναι µια παντελώς άχρηστη συµβουλή σ’ αυτή τη χώρα της ασταµάτητης βροχής, όπου η υγρασία υπάρχει παντού. Μερικές φορές βρίσκουµε παππούδες διατεθειµένους να αφηγηθούν όσα έχουν δει τα µάτια τους και επιστρέφουµε στο σπίτι µε ένα θησαυρό ηχογραφήσεων, ο οποίος αργότερα µετατρέπεται σε πρόβληµα αποκρυπτο-

174

175

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γράφησης, αφού οι γέροι έχουν τη δική τους διάλεκτο. Στην αρχή της κουβέντας αποφεύγουν το θέµα της µαγείας, αυτά είναι πράγµατα πολύ παλιά, λένε, κανείς πια σήµερα δεν τα πιστεύει· φοβούνται ίσως τα αντίποινα των «µπασµένων», όπως αποκαλούν τους µάγους, ή ίσως δεν θέλουν να ρίξουν νερό στο µύλο της δεισιδαιµονίας, αλλά µε πονηράδα και τσίτσα από µήλο ο Μανουέλ καταφέρνει και βγάζει από µέσα τους τα πραγµατικά τους συναισθήµατα.

νε βράχοι, σαν να περνάνε τεθωρακισµένα σε ώρα µάχης, να εκτροχιάζονται τρένα, να ουρλιάζουν λύκοι, και ξαφνικά µια βουή που ερχόταν απ’ τα έγκατα της γης. «Τρέµει η γη, Μανουέλ!» του είπα, αλλά εκείνος, ατάραχος, διάβαζε µε το φωτάκι του µεταλλουργού στο µέτωπο. «Ο άνεµος είναι, κοριτσάκι· όταν κουνιέται η γη, πέφτουν τα κατσαρολικά». Πάνω εκεί έφτασε η Ασουσένα Κοράλες, στάζοντας ολόκληρη νερό, µ’ ένα πλαστικό πόντσο και ψαράδικες µπότες, και ζήτησε βοήθεια γιατί ο πατέρας της αισθανόταν άσχηµα. Με τη µανία της θύελλας, τα κινητά δεν είχαν σήµα και ήταν αδύνατο να περπατήσει κανείς ως το χωριό. Ο Μανουέλ φόρεσε αδιάβροχο, σκούφο και µπότες, πήρε ένα φανάρι και ετοιµάστηκε να φύγει. Εγώ βγήκα από πίσω του, δεν είχα κανένα σκοπό να µείνω µόνη µε τις νυχτερίδες και τη θύελλα. Το σπίτι των Κοράλες ήταν κοντά, αλλά κάναµε σχεδόν έναν αιώνα να διασχίσουµε αυτή την απόσταση στο σκοτάδι, µουσκεµένοι από τους καταρράχτες του ουρανού, µε τα πόδια βυθισµένα στη λάσπη και τον άνεµο να µας σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάποιες στιγµές είχα την εντύπωση ότι είχαµε χαθεί, αλλά σε λίγο φάνηκε η κιτρινωπή ανταύγεια από το παράθυρο των Κοράλες. Το σπίτι, πιο µικρό απ’ το δικό µας και πολύ πιο κακοπαθηµένο, ίσα που στεκόταν όρθιο, µε τις µπόσικες τάβλες του να κάνουν δαιµονισµένο θόρυβο. Το εσωτερικό όµως ήταν προστατευµένο. Στο φως δυο φαναριών παραφίνης διέκρινα ένα συνονθύλευµα από παλιά έπιπλα, καλάθια µε µαλλί για πλέξιµο, σωρούς από πατάτες, κατσαρόλες, µπόγους, ρούχα να στεγνώνουν σ’ ένα σύρµα, κου-

Μας βρήκε και µια θύελλα φοβερή και τροµερή, που έφτασε µε βήµατα γίγαντα, σαν να είχε βαλθεί να καταπιεί τον κόσµο. Εξαπέλυσε αστραπές, βροντές και έναν παρανοϊκό άνεµο που λυσσοµανούσε σαν να προσπαθούσε να ξεριζώσει το σπίτι και να το στείλει να κολυµπήσει στη βροχή. Μέχρι και οι τρεις νυχτερίδες ξεκόλλησαν απ’ το δοκάρι της οροφής και άρχισαν να περιφέρονται µέσα στη σάλα, ενώ εγώ προσπαθούσα να τις διώξω µε το σκουπόξυλο και ο Χαζόγατος χοροπηδούσε στο τρεµάµενο φως των κεριών προσπαθώντας µάταια να τις αρπάξει. Η γεννήτρια έχει χαλάσει εδώ και κάµποσες µέρες και δεν ξέρουµε πότε θα έρθει ο «µαστροχαλαστής», για την ακρίβεια δεν ξέρουµε καν αν θα έρθει, αφού κανείς δεν τηρεί ωράρια σ’ αυτά τα πλάτη της Γης. Στη Χιλή µαστροχαλαστής ονοµάζεται οποιοσδήποτε είναι ικανός να επισκευάσει κάτι µε µια τανάλια και ένα κοµµάτι σύρµα, αλλά δεν έχουµε τέτοιους σ’ αυτό νησί, οπότε αναγκαζόµαστε να καταφεύγουµε στους απέξω, οι οποίοι σε βάζουν στην αναµονή σαν να είναι υπουργοί της κυβέρνησης. Η βουή της θύελλας ήταν εκκωφαντική, σαν να κατρακυλά-

176

177

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

βάδες για να µαζεύουν τις σταγόνες που έπεφταν από την οροφή, ακόµα και κλουβιά µε κουνέλια και κότες, που δεν µπορούσαν να τ’ αφήσουν έξω µια τέτοια νύχτα. Σε µια γωνιά υπήρχε ένα προσκυνητάρι µε ένα αναµµένο κερί µπροστά σε µια γύψινη Παναγία και µια εικόνα του πατέρα Ουρτάδο, του προστάτη αγίου των Χιλιανών. Οι τοίχοι ήταν στολισµένοι µε ηµερολόγια, καδραρισµένες φωτογραφίες, καρτ ποστάλ και διαφηµίσεις οικολογικού τουρισµού και του Εγχειριδίου καλής διατροφής για άτοµα της τρίτης ηλικίας. Ο Καρµέλο Κοράλες ήταν κάποτε ένας άνθρωπος γεροδεµένος, µαραγκός και κατασκευαστής πλεούµενων, αλλά τον κατέστρεψαν το αλκοόλ και ο διαβήτης, που επί πάρα πολλά χρόνια τού κατέτρωγαν τον οργανισµό. Στην αρχή δεν έδωσε σηµασία στα συµπτώµατα, µετά άρχισε να τον κουράρει η γυναίκα του µε σκόρδα, ωµή πατάτα και ευκάλυπτο, και όταν η Λιλιάνα Τρεβίνιο τον υποχρέωσε να πάει στο νοσοκοµείο του Κάστρου, ήταν ήδη αργά. Κατά την Εντουβίχις, η παρέµβαση των γιατρών τον έκανε χειρότερα. Ο Κοράλες δεν άλλαξε στιλ ζωής, συνέχισε να πίνει και να κακοµεταχειρίζεται την οικογένειά του, ώσπου του έκοψαν το ένα πόδι, τον ∆εκέµβρη του προηγούµενου χρόνου. Τώρα πια δεν µπορεί να κυνηγήσει τα εγγόνια του για να τα βαρέσει µε τη λουρίδα, αλλά η Εντουβίχις εξακολουθεί να κυκλοφορεί µε µελανιές στο πρόσωπο χωρίς κανείς να δίνει σηµασία. Ο Μανουέλ µε συµβούλευσε να µην κάνω καµία νύξη για το θέµα, γιατί θα προκαλούσε µεγάλη ντροπή στην Εντουβίχις. Η οικογενειακή βία αποσιωπάται συστηµατικά σ’ αυτές τις περιοχές. Είχαν µεταφέρει το κρεβάτι του αρρώστου κοντά στην ξυλόσοµπα. Από τις ιστορίες που είχα ακούσει για τον

Καρµέλο Κοράλες, για τους τσακωµούς του, όταν µεθούσε, και για τον τρόπο µε τον οποίο κακοµεταχειριζόταν την οικογένειά του, τον φανταζόµουν σαν ένα φριχτό ανθρωπάριο, όµως στο κρεβάτι είδα έναν αθώο γεράκο, κοκαλιάρη και χωρίς µεγάλη επαφή µε τον περίγυρό του, µε τα βλέφαρα µισόκλειστα και το στόµα ανοιχτό, να ανασαίνει µε ρόγχο µελλοθανάτου. Θεωρούσα ότι στους διαβητικούς χορηγούν πάντα ινσουλίνη, όµως ο Μανουέλ τού έδωσε µερικές κουταλιές µέλι και µ’ αυτό και µε τις προσευχές της Εντουβίχις ο ασθενής φάνηκε να ανακάµπτει. Η Ασουσένα µάς έφτιαξε ένα φλιτζάνι τσάι, το οποίο ήπιαµε βυθισµένοι στη σιωπή, ελπίζοντας ότι θα κόπαζε κάπως η θύελλα. Γύρω στις τέσσερις το πρωί, ο Μανουέλ κι εγώ επιστρέψαµε στο σπίτι µας, που έµοιαζε µε ψυγείο, αφού είχε σβήσει από ώρα η σόµπα. Εκείνος πήγε να φέρει ξύλα, ενώ εγώ άναψα κεριά και ζέστανα νερό και γάλα στην γκαζιέρα. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, είχα αρχίσει να τρέµω, όχι τόσο από το κρύο όσο από την ένταση της νύχτας, τον δαιµονισµένο άνεµο, τις νυχτερίδες, το µελλοθάνατο και κάτι που ένιωσα στο σπίτι των Κοράλες και δεν µπορούσα να το εξηγήσω ούτε στον εαυτό µου, κάτι διαβολικό, όπως το µίσος. Εάν είναι αλήθεια ότι τα σπίτια διαποτίζονται από τις ζωές που έχουν κυλήσει ανάµεσα στους τοίχους τους, στο σπίτι των Κοράλες καιροφυλακτεί το απόλυτο κακό. Ο Μανουέλ άναψε γρήγορα τη φωτιά, βγάλαµε τα υγρά ρούχα µας, φορέσαµε πιτζάµες και µάλλινες κάλτσες, και τυλιχτήκαµε σε τσιλοΐτικες κουβέρτες. Ήπιαµε όρθιοι, αγκαλιά σχεδόν µε τη σόµπα, εκείνος ένα δεύτερο φλι-

178

179

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τζάνι τσάι κι εγώ το γάλα µου. Μετά εκείνος πήγε να επιθεωρήσει τα παντζούρια για να δει αν είχαν πάθει ζηµιές από τον άνεµο, µου ετοίµασε µια θερµοφόρα, την άφησε στο δωµάτιό µου και αποσύρθηκε στο δικό του. Τον άκουσα να πηγαινοέρχεται στο µπάνιο και µετά να ξαπλώνει στο κρεβάτι. Εγώ κάθισα εκεί ακούγοντας τα τελευταία βογκητά της θύελλας, τις βροντές που όλο και αποµακρύνονταν και τον άνεµο που έδειχνε να έχει πια ξεθυµάνει. Έχω αναπτύξει διάφορες στρατηγικές για να νικήσω το φόβο της νύχτας, αλλά καµιά δεν έπιασε ποτέ. Από τότε που έφτασα στο Τσιλοέ, είµαι απόλυτα υγιής και στο σώµα και στο µυαλό, αλλά η αϋπνία µου έχει χειροτερέψει και δεν θέλω να καταφύγω σε υπνωτικά. Ο Μάικ Ο’Κέλι µε προειδοποίησε ότι το τελευταίο που επανέρχεται σε έναν πρώην εθισµένο ναρκοµανή είναι ο κανονικός ύπνος. Τα βράδια αποφεύγω την καφεΐνη και τα διάφορα ερεθιστικά, όπως ταινίες ή βιβλία µε σκηνές βίας, οι οποίες αργότερα έρχονται να µου ταράξουν τη νύχτα. Προτού πέσω για ύπνο, πίνω ένα φλιτζάνι χλιαρό γάλα µε µέλι και κανέλα, το µαγικό φίλτρο που µου έδινε ο παππούς µου όταν ήµουν µικρή, και το ηρεµιστικό µείγµα της Εντουβίχις, τίλιο, σαµπούκα, µέντα και βιολέτα, αλλά ό,τι κι αν κάνω, όσο κι αν αργήσω να πέσω για ύπνο, ακόµα κι αν νιώθω τα βλέφαρά µου ασήκωτα, µου είναι αδύνατον να ξεγελάσω την αϋπνία, είναι ανελέητη. Έχω περάσει πολλές άγρυπνες νύχτες στη ζωή µου, κάποτε µετρούσα προβατάκια, τώρα µετράω κύκνους µε µαύρους λαιµούς ή δελφίνια µε λευκή κοιλιά. Περνάω ώρες ολόκληρες στο σκοτάδι, µέχρι τις δύο-τρεις το πρωί, ακούγοντας την ανάσα του σπιτιού, τον ψίθυρο των φαντασµάτων, τα γρατσουνίσµατα των τεράτων κάτω απ’ το κρεβάτι µου, τρέµοντας για τη ζωή

µου. Μου επιτίθενται οι εχθροί που είχα πάντα: βάσανα, απώλειες, ταπεινώσεις, ενοχές. Όταν ανάβω το φως, είναι σαν να παραδέχοµαι την ήττα µου, αφού δεν πρόκειται να κοιµηθώ για την υπόλοιπη νύχτα, γιατί µε το φως το σπίτι όχι µόνο ανασαίνει, αλλά κινείται κιόλας, πάλλεται, βγάζει εξογκώµατα και πλοκάµια, τα φαντάσµατα αποκτούν ορατά περιγράµµατα, τα τέρατα σηκώνουν κεφάλι. Αυτή θα ήταν µια από εκείνες τις νύχτες χωρίς τέλος, είχα ταραχτεί πάρα πολύ και κόντευε να ξηµερώσει. Ήµουν θαµµένη κάτω από ένα βουνό κουβέρτες, βλέποντας κύκνους να περνούν από µπροστά µου, όταν άκουσα τον Μανουέλ να αγκοµαχάει στον ύπνο του στο διπλανό δωµάτιο, όπως τον είχα ακούσει κι άλλες φορές. Κάτι προκαλεί αυτούς τους εφιάλτες, κάτι σχετικό µε το παρελθόν του και ίσως µε το παρελθόν αυτής της χώρας. Ανακάλυψα κάποια πράγµατα στο ίντερνετ, τα οποία θα µπορούσαν να είναι σηµαντικά, αλλά στην ουσία είναι σαν να προχωράω στα τυφλά ακολουθώντας ελάχιστα αβέβαια ίχνη. Όλα άρχισαν όταν θέλησα να ψάξω το θέµα του πρώτου συζύγου της Νίνι µου, του Φελίπε Βιδάλ, κι από εκεί έγινε ένα γκελ και βρέθηκα στο στρατιωτικό πραξικόπηµα του 1973, το οποίο άλλαξε τη ζωή του Μανουέλ. Βρήκα δυο-τρία άρθρα του Φελίπε Βιδάλ σχετικά µε την Κούβα στη δεκαετία του ’60. Ήταν ένας από τους ελάχιστους Χιλιανούς δηµοσιογράφους που έγραψαν για την επανάσταση, αλλά υπήρχαν και άλλα δικά του ρεπορτάζ από πολλά µέρη στον κόσµο· απ’ ό,τι φαίνεται ταξίδευε συνεχώς. Μερικούς µήνες µετά το πραξικόπηµα, χάθηκε από προσώπου γης. Είναι το τελευταίο πράγµα που µπόρεσα να διαβάσω στο ίντερνετ γι’ αυτόν. Ήταν παντρεµένος και είχε ένα γιο, αλλά τα ονόµατα της γυναίκας και του

180

181

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γιου δεν αναφέρονται πουθενά. Ρώτησα τον Μανουέλ πού ακριβώς είχε γνωρίσει τον Φελίπε Βιδάλ και µου απάντησε στεγνά ότι δεν επιθυµούσε να µιλήσει γι’ αυτό, αλλά έχω την αίσθηση ότι οι ιστορίες αυτών των δύο ανδρών συνδέονται κατά κάποιον τρόπο. Στη Χιλή πολύς κόσµος αρνιόταν να πιστέψει τις βαρβαρότητες που είχε διαπράξει η στρατιωτική χούντα, µέχρι που βγήκαν στην επιφάνεια αποδείξεις στη δεκαετία του ’90. Σύµφωνα µε την Μπλάνκα, κανείς πια δεν µπορεί να αρνηθεί ότι έγιναν εγκλήµατα, υπάρχουν όµως ακόµα πολλοί που τα δικαιολογούν. ∆εν µπορεί κανείς να αναφερθεί σ’ αυτό το θέµα µπροστά στον πατέρα της και στην υπόλοιπη οικογένεια Σνάκε, για τους οποίους το παρελθόν είναι θαµµένο, οι στρατιωτικοί έσωσαν τη χώρα απ’ τον κοµµουνισµό, έβαλαν τάξη, εξαφάνισαν τους αντάρτες και καθιέρωσαν την οικονοµία της ελεύθερης αγοράς, η οποία έφερε ευηµερία και υποχρέωσε τους Χιλιανούς, αργόσχολους εκ φύσεως, να δουλέψουν. Ωµότητες; Στον πόλεµο είναι αναπόφευκτες, κι αυτός ήταν ένας πόλεµος κατά του κοµµουνισµού.

απ’ αυτό–, διασταυρωνόµαστε στο µπάνιο, εκείνος µάλιστα µε είδε µια φορά γυµνή την ώρα που έβγαινα αφηρηµένη απ’ το ντους, αλλά το δωµάτιό του είναι απαγορευµένη περιοχή, όπου χωρίς ιδιαίτερη πρόσκληση µπορούν να µπουν µόνο ο Χαζόγατος κι ο Γατόσοφος. Γιατί το έκανα; Για να τον ξυπνήσω και για να µην υποφέρει άλλο, για να ξεγελάσω την αϋπνία και να κοιµηθώ µαζί του. Κι αυτό, παρότι ήξερα ότι έπαιζα µε τη φωτιά, εκείνος είναι άντρας κι εγώ γυναίκα, κι ας είναι πενήντα δύο χρόνια µεγαλύτερός µου. Μου αρέσει να κοιτάζω τον Μανουέλ, να δανείζοµαι το τριµµένο µπουφάν του, να µυρίζω το σαπούνι του στο µπάνιο, να ακούω τη φωνή του. Μου αρέσει η ειρωνεία του, η σιγουριά του, η σιωπηλή συντροφιά του, µου αρέσει που δεν ξέρει πόσο πολύ τον αγαπάει ο κόσµος. ∆εν νιώθω καµία έλξη γι’ αυτόν, τίποτε τέτοιο, µόνο µια τεράστια συµπάθεια, αδύνατο να την εκφράσω µε λόγια. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν πολλά άτοµα που να µπορώ να πω ότι µου είναι αγαπηµένα: η Νίνι µου, ο πατέρας µου, ο Χιονάτος, δύο που άφησα πίσω µου στο Λας Βέγκας, κανένας στο Όρεγκον, εκτός βέβαια από τις βικούνιες, και κάποιοι που αρχίζω να αγαπώ πολύ σ’ αυτό το νησί. Πλησίασα τον Μανουέλ, χωρίς να προσέχω µην κάνω θόρυβο, χώθηκα στο κρεβάτι του και σφίχτηκα στην πλάτη του µε τα πόδια ανάµεσα στα δικά του και τη µύτη στο λαιµό του. ∆εν κουνήθηκε, αλλά κατάλαβα ότι είχε ξυπνήσει, γιατί µεταµορφώθηκε σ’ ένα κοµµάτι µάρµαρο. «Χαλάρωσε, άνθρωπε, ήρθα για να ανασάνουµε µαζί», ήταν το µόνο που σκέφτηκα να του πω. Μείναµε εκεί, σαν γεροντικό ζευγάρι, χουχουλιάζοντας στη ζέστη κάτω απ’ τις κουβέρτες και στη ζέστη των δύο σωµάτων, ανασαίνοντας

Τι µπορεί να ονειρευόταν ο Μανουέλ εκείνη τη νύχτα; Είχαν παρουσιαστεί ξανά οι εφιάλτες του, εφιάλτες που µε είχαν τροµάξει κι άλλες φορές. Τελικά σηκώθηκα και ψηλαφιστά, τοίχο-τοίχο, πήγα στο δωµάτιό του, όπου έφτανε µια ανταύγεια απ’ τη σόµπα, ίσα-ίσα αρκετή για να διακρίνω τα περιγράµµατα των επίπλων. Ποτέ δεν είχα µπει σ’ αυτό το δωµάτιο. Ζούµε τόσο καιρό µαζί σ’ αυτόν το µικρό χώρο, εκείνος µε είχε συντρέξει όταν υπέφερα από κολίτιδα –δεν υπάρχει τίποτε πιο προσωπικό

182

183

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

βαθιά. Και κοιµήθηκα βαθιά, όπως την εποχή που κοιµόµουν ανάµεσα στους δυο παππούδες µου. Ο Μανουέλ µε ξύπνησε στις οκτώ µ’ ένα φλιτζάνι καφέ και ψηµένο ψωµί. Η θύελλα είχε υποχωρήσει και είχε αφήσει τον αέρα πεντακάθαρο, µε τη φρέσκια µυρωδιά του υγρού ξύλου και του αλατιού. Αυτά που είχαν συµβεί την προηγούµενη νύχτα έµοιαζαν µε κακό όνειρο στο πρωινό φως που έλουζε το σπίτι. Ο Μανουέλ είχε ξυριστεί και το δέρµα του ήταν υγρό. Ήταν ντυµένος µε το συνηθισµένο τρόπο: ασουλούπωτα παντελόνια, πουκάµισο µε στητό γιακά, µπουφάν τριµµένο στους αγκώνες. Μου έδωσε το δίσκο και κάθισε δίπλα µου. «Συγγνώµη. ∆εν µπορούσα να κοιµηθώ κι εσύ έβλεπες εφιάλτες. Υποθέτω ότι ήταν βλακεία εκ µέρους µου να έρθω στο δωµάτιό σου…» του είπα. «Συµφωνώ απολύτως». «Μην παίρνεις το ύφος της αθώας παρθένας, Μανουέλ, δεν έκανα δα και κανένα ανεπανόρθωτο έγκληµα. ∆εν σε βίασα, ούτε κατά διάνοια». «Ευτυχώς», µου απάντησε µε απόλυτη σοβαρότητα. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι προσωπικό;» «Εξαρτάται». «Σε κοιτάζω και, παρ’ όλο που είσαι µεγάλος σε ηλικία, βλέπω έναν άντρα. Όµως εσύ µου συµπεριφέρεσαι όπως συµπεριφέρεσαι στα γατιά σου. ∆εν µε βλέπεις ως γυναίκα, σωστά;» «Εγώ βλέπω εσένα, τη Μάγια. Γι’ αυτό και σε παρακαλώ πολύ να µην ξανατρυπώσεις στο κρεβάτι µου. Ποτέ. Είµαι σαφής;» «Σαφέστατος».

Σ’ αυτό το βουκολικό νησί του Τσιλοέ η ταραγµένη περίοδος της ζωής µου µοιάζει ακατανόητη. ∆εν ξέρω τι ήταν αυτό που µε ερέθιζε εσωτερικά και που παλιά δεν µ’ άφηνε σε ησυχία και µ’ έκανε να πηδάω από το ένα πράγµα στο άλλο, ψάχνοντας πάντα κάτι, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς· δεν µπορώ να θυµηθώ καθαρά τις παρορµήσεις και τα συναισθήµατα των τελευταίων τριών ετών, λες και η Μάγια Βιδάλ εκείνης της εποχής ήταν άλλο πρόσωπο, µια άγνωστη. Το οµολόγησα στον Μανουέλ σε µια από τις σπάνιες συζητήσεις µας για προσωπικά θέµατα, που γίνονται κατά κανόνα όταν είµαστε µόνοι, έξω βρέχει, έχει κοπεί το φως κι εκείνος δεν µπορεί να καταφύγει στα βιβλία του για να γλιτώσει απ’ την πολυλογία µου. Μου είπε ότι η αδρεναλίνη είναι εθιστική, συνηθίζει κανείς να ζει σε µόνιµη ένταση, του είναι αδύνατον να αποφύγει τις δραµατικές καταστάσεις, που στο κάτω-κάτω είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες από την καθηµερινότητα. Πρόσθεσε ότι στην ηλικία µου κανείς δεν επιζητεί την ψυχική ηρεµία, είµαι στην ηλικία της περιπέτειας κι αυτή η εξορία στο Τσιλοέ είναι µια ανάπαυλα και δεν µπορεί να γίνει τρόπος ζωής για κάποια σαν κι εµένα. «Ή, σαν να λέµε, υπαινίσσεσαι ότι όσο πιο γρήγορα φύγω απ’ το σπίτι σου τόσο το καλύτερο, έτσι;» τον ρώτησα. «Τόσο το καλύτερο για σένα, Μάγια, όχι για µένα», µου απάντησε. Τον πιστεύω. Όταν θα φύγω, αυτός ο άνθρωπος θα νιώσει πιο µόνος κι από µαλάκιο. Είναι αλήθεια ότι η αδρεναλίνη είναι εθιστική. Στο Όρεγκον υπήρχαν κάποια παιδιά που τα χαρακτήριζε η µοιρολατρία και που ένιωθαν πολύ άνετα στο χάλι τους. Η ευτυχία είναι σαν το σαπούνι, γλιστράει ανάµεσα στα δάχτυ-

184

185

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λά σου. Απ’ τα προβλήµατα όµως µπορείς να αρπαχτείς, έχουν χερούλια, είναι τραχιά, σκληρά. Στην ακαδηµία ζούσα το δικό µου ρωσικό µυθιστόρηµα: εγώ ήµουν η κακιά, η ακάθαρτη και βλαβερή, εξαπατούσα και πλήγωνα όσους µε αγαπούσαν πιο πολύ, η ζωή µου ήταν χάος και κόλαση. Σ’ αυτό το νησί, αντίθετα, σχεδόν πάντα νιώθω καλή, λες και µαζί µε το τοπίο άλλαξε και το δέρµα µου. Εδώ κανείς δεν γνωρίζει το παρελθόν µου, εκτός απ’ τον Μανουέλ· ο κόσµος µού έχει εµπιστοσύνη, πιστεύει ότι είµαι φοιτήτρια σε διακοπές, που ήρθε να βοηθήσει τον Μανουέλ στη δουλειά του, ένα κοριτσάκι αθώο και αγνό, που κολυµπάει στην παγωµένη θάλασσα και παίζει ποδόσφαιρο σαν άντρας, εν ολίγοις µια χαζοχαρούµενη Αµερικανιδούλα. ∆εν έχω καµία πρόθεση να τους απογοητεύσω. Μερικές φορές, τις ώρες της αϋπνίας, νιώθω τσιµπήµατα ενοχής για όσα έκανα στο παρελθόν, όµως όλα αυτά διαλύονται το πρωί µε τη µυρωδιά του ξύλου στη σόµπα, µε τα νύχια του Φάκιν που µε ξύνει για να τον βγάλω στην αυλή και τον αλλεργικό ξερόβηχα του Μανουέλ, καθώς πηγαίνει στο µπάνιο. Ξυπνάω, χασµουριέµαι, τεντώνοµαι στο κρεβάτι και ανασαίνω ευχαριστηµένη. ∆εν χρειάζεται να πέσω στα γόνατα χτυπώντας µε αλλοφροσύνη το στήθος µου ούτε να πληρώσω τα σφάλµατά µου µε δάκρυα και αίµα. Όπως έλεγε ο παππούς µου, η ζωή είναι ένα χαλί που πλέκεται µέρα µε την ηµέρα µε νήµατα πολλών χρωµάτων, κάποια βαριά και σκούρα, άλλα λεπτά και φωτεινά, το καθένα έχει το ρόλο του. Οι βλακείες που έκανα είναι ήδη πλεγµένες στο χαλί, δεν µπορούν να σβηστούν, αλλά δεν θα τις κουβαλάω στην πλάτη µου µέχρι να πεθάνω. Ό,τι έγινε έγινε· τώρα πρέπει να κοιτάζω µπροστά. Στο Τσιλοέ δεν υπάρχει καύσιµο για τις φλόγες της από-

γνωσης. Σ’ αυτό το σπίτι από κυπαρισσόξυλο η καρδιά γαληνεύει. Τον Ιούνιο του 2008 τελείωσα το πρόγραµµα της ακαδηµίας του Όρεγκον, όπου είχα εγκλωβιστεί για τόσο καιρό. Μέσα σε λίγες µέρες θα µπορούσα να περάσω τη µεγάλη πύλη και το µόνο που θα νοσταλγούσα από αυτό το µέρος θα ήταν οι βικούνιες και ο Στιβ, ο αγαπηµένος σύµβουλος του γυναικείου πληθυσµού. Ήµουν γενικά κι αόριστα ερωτευµένη µαζί του, όπως και τα άλλα κορίτσια, αλλά ήµουν υπερβολικά περήφανη για να το παραδεχτώ. Κάποιες άλλες είχαν καταφέρει να διεισδύσουν κρυφά τη νύχτα στο δωµάτιό του, απ’ όπου εκείνος τις έστελνε πολύ ευγενικά πίσω στα κρεβάτια τους. Ο Στιβ ήταν το ίδιο το πνεύµα της απόρριψης. Επιτέλους, ελευθερία. Μπορούσα να επανενταχθώ στον κόσµο των φυσιολογικών ανθρώπων, να ακούω µουσική µέχρι να µπουχτίσω, να βλέπω ταινίες και να διαβάζω απαγορευµένα βιβλία, ν’ ανοίξω λογαριασµό στο facebook, την τελευταία µόδα στα κοινωνικά δίκτυα, κάτι που όλοι στην ακαδηµία επιθυµούσαµε. Ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπατούσα το πόδι µου στην πολιτεία του Όρεγκον για την υπόλοιπη ζωή µου. Για πρώτη φορά έπειτα από µήνες ξανασκέφτηκα τη Σάρα και την Ντέµπι. Αναρωτιόµουν τι να είχαν απογίνει. Με λίγη τύχη θα είχαν τελειώσει το σχολείο και θα ήταν στο στάδιο της αναζήτησης εργασίας, ήταν όµως απίθανο να έχουν µπει στο πανεπιστήµιο, αφού δεν τους έφτανε το µυαλό για κάτι τέτοιο. Η Ντέµπι δεν τα πήγαινε ποτέ καλά µε τα µαθήµατα και η Σάρα είχε άπειρα προσωπικά προβλήµατα· εάν δεν είχε απαλλαγεί από τη βουλιµία της, σίγουρα τώρα θα ήταν δυο µέτρα κάτω απ’ το χώµα.

186

187

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ένα πρωί η Άντζι µε κάλεσε να πάµε µαζί βόλτα στα πεύκα, κάτι αρκετά ύποπτο, γιατί δεν ταίριαζε µε το στιλ της, και µου ανακοίνωσε πως ήταν ικανοποιηµένη από την πρόοδό µου, πως ό,τι είχα πετύχει το είχα πετύχει µόνη µου και πως η ακαδηµία µε είχε απλώς διευκολύνει και τώρα θα µπορούσα να πάω στο πανεπιστήµιο, παρ’ όλο που ίσως να είχα και κάποια κενά στις γνώσεις µου. «Τι κενά… ωκεανούς ολόκληρους», τη διέκοψα. Ανέχτηκε το απότοµο ύφος µου µε χαµόγελο και µου θύµισε ότι η δική της αποστολή δεν ήταν να παρέχει γνώσεις. Αυτό µπορούσε να το κάνει οποιοδήποτε εκπαιδευτικό ίδρυµα. Αποστολή δική της ήταν κάτι πολύ πιο λεπτό, να δίνει στους νέους τα απαραίτητα συναισθηµατικά εφόδια για να µπορούν να φτάσουν το µέγιστο δυναµικό τους. «Έχεις ωριµάσει, Μάγια, αυτό είναι το πιο σηµαντικό». «Έχεις δίκιο, Άντζι. Στα δεκάξι µου το σχέδιο που είχα για τη ζωή ήταν να παντρευτώ ένα γέρο εκατοµµυριούχο, να τον δηλητηριάσω και να κληρονοµήσω την περιουσία του, ενώ τώρα το σχέδιό µου είναι να ανοίξω ένα εκτροφείο για βικούνιες». Αυτό που είπα δεν της φάνηκε καθόλου χαριτωµένο. Μου πρότεινε, µε διάφορες περιφράσεις, να µείνω στην ακαδηµία ως καθηγήτρια φυσικής αγωγής και βοηθός στο καλλιτεχνικό εργαστήρι για το καλοκαίρι· µετά θα µπορούσα να πάω κατευθείαν στο πανεπιστήµιο τον Σεπτέµβριο. Πρόσθεσε ότι ο πατέρας µου και η Σούζαν είχαν βάλει µπρος το διαζύγιο, όπως ήδη γνωρίζαµε, κι ότι τον πατέρα µου τον είχαν τοποθετήσει σε ένα δροµολόγιο στη Μέση Ανατολή. «Η κατάστασή σου είναι περίπλοκη, Μάγια, γιατί χρειάζεσαι σταθερότητα στο µεταβατικό στάδιο. Εδώ ήσουν

προστατευµένη, στο Μπέρκλεϊ όµως θα σου λείψει το σταθερό υπόβαθρο. ∆εν θα σου κάνει καλό να επιστρέψεις στο ίδιο περιβάλλον». «Θα ζήσω µε τη γιαγιά µου». «Η γιαγιούλα σου δεν είναι πια στην κατάλληλη ηλικία για…» «∆εν την ξέρεις καλά, Άντζι! Έχει πιο πολλή ενέργεια κι απ’ τη Μαντόνα. Και πάψε να τη λες γιαγιούλα, γιατί το παρατσούκλι της είναι δον Κορλεόνε, όπως στο Νονό. Η Νίνι µου µε µεγάλωσε µε χαστούκια, άρα από υπόβαθρο πάω καλά». «Ας µην πιάσουµε τώρα την κουβέντα της γιαγιάς σου, Μάγια. ∆υο-τρεις µήνες ακόµα εδώ µπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για το µέλλον σου. Σκέψου προτού απαντήσεις». Τότε κατάλαβα ότι ο πατέρας µου τα είχε κάνει πλακάκια µαζί της. Εκείνος κι εγώ δεν ήµασταν ποτέ πολύ δεµένοι µεταξύ µας. Όταν ήµουν παιδάκι, ήταν µονίµως απών, τα κανόνιζε έτσι ώστε να είναι πάντα µακριά, αφήνοντας τη Νίνι και τον παππού µου να παλεύουν µαζί µου. Όταν πέθανε ο παππούς µου και τα πράγµατα πήραν άσχηµη τροπή ανάµεσά µας, µε έβαλε εσωτερική στο Όρεγκον και ένιψε τας χείρας του. Τώρα είχε αναλάβει ένα δροµολόγιο στη Μέση Ανατολή, τέλειο για εκείνον. Γιατί µε έφερε στον κόσµο; Θα έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεκτικός στη σχέση του µε την πριγκίπισσα της Λαπωνίας, µε δεδοµένο ότι κανείς από τους δυο τους δεν ήθελε παιδιά. Υποθέτω ότι στην εποχή τους πρέπει να υπήρχαν προφυλακτικά. Όλα αυτά µου πέρασαν σαν αστραπή απ’ το µυαλό και κατέληξα γρήγορα στο συµπέρασµα ότι δεν είχε νόηµα να τον προκαλώ ή να προσπαθώ να συνδιαλαγώ µαζί

188

189

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

του, γιατί είναι αγύριστο κεφάλι, άρα θα έπρεπε να βρω µια άλλη λύση. Ήµουν δεκαοκτώ χρονών και από νοµική άποψη δεν µπορούσε να µε υποχρεώσει να µείνω στην ακαδηµία· γι’ αυτό προσπάθησε να πετύχει τη συνενοχή της Άντζι, που η γνώµη της είχε το βάρος του ειδικού. Εάν αντιστεκόµουν, θα µπορούσαν να το ερµηνεύσουν σαν πρόβληµα συµπεριφοράς και µε την υπογραφή του εσωτερικού ψυχιάτρου να µε κρατήσουν εκεί διά της βίας ή να µε στείλουν σε κάποιο άλλο παρόµοιο πρόγραµµα. ∆έχτηκα την πρόταση της Άντζι µε τόσο µεγάλη προθυµία, ώστε κάποιος λιγότερο σίγουρος για την αυθεντία του θα είχε υποπτευθεί, και άρχισα αµέσως να προετοιµάζοµαι για την καθυστερηµένη φυγή µου.

τα απειλώντας τα γύρω δάση και οι πυροσβέστες ζήτησαν την ενίσχυση ενός αεροσκάφους. Αυτό φούντωσε τη µανιακή ευφορία των παιδιών, τα οποία έτρεχαν σαν παλαβά κάτω από τις στρώσεις του χηµικού ατµού, αγνοώντας παντελώς τις εντολές των Αρχών. Ήταν ένα καταπληκτικό πρωινό. Προτού κρύψει τον ουρανό ο καπνός της πυρκαγιάς, ο αέρας ήταν χλιαρός και διάφανος, ιδανικός για το φευγιό µου. Αρχικά έπρεπε να ασφαλίσω τις βικούνιες, τις οποίες κανείς δεν θυµήθηκε µέσα στη σύγχυση, και έχασα µισή ώρα προσπαθώντας να τις µετακινήσω· τα πόδια τους ήταν σαν δεµένα απ’ το φόβο της φωτιάς και τη µυρωδιά του καµένου ξύλου. Τελικά µου κατέβηκε η ιδέα να βρέξω δύο µπλούζες και να καλύψω µ’ αυτές τα κεφάλια τους, οπότε κατάφερα να τις πάω τραβώντας µέχρι τα γήπεδα του τένις, όπου τις άφησα δεµένες και µε τα κεφάλια καλυµµένα. Μετά πήγα στο δωµάτιό µου, έβαλα τα απολύτως απαραίτητα σε ένα σακίδιο –τη φωτογραφία του παππού µου, κάποια ρούχα, δύο πακέτα ρυζογκοφρέτες για αθλητές κι ένα µπουκάλι νερό–, φόρεσα τα καλύτερα παπούτσια µου κι έτρεξα ως το δάσος. ∆εν ήταν αποτέλεσµα παρόρµησης, περίµενα αυτή την ευκαιρία εδώ και αιώνες, αλλά, όταν έφτασε η στιγµή, έφυγα χωρίς λογικό σχέδιο, χωρίς χαρτιά, χρήµατα ή χάρτη, µε την παρανοϊκή ιδέα ότι θα µπορούσα να εξαφανιστώ για µερικές µέρες προκαλώντας αξέχαστο φόβο στον πατέρα µου. Η Άντζι άργησε σαράντα οχτώ ώρες να καλέσει την οικογένειά µου, γιατί ήταν φυσιολογικό να εξαφανίζονται κάποιοι εσώκλειστοι κατά καιρούς· έφευγαν απ’ το δρόµο, έκαναν οτοστόπ µέχρι το πιο κοντινό χωριό, γύρω στα τριάντα χιλιόµετρα από εκεί, έπαιρναν µια γεύση ελευθε-

Τη δεύτερη βδοµάδα του Ιουνίου, λίγες µέρες µετά τη βόλτα που κάναµε µε την Άντζι στα πεύκα, ένας από τους µαθητές κάπνιζε στο γυµναστήριο και προκάλεσε άθελά του πυρκαγιά. Η ξεχασµένη γόπα έκαψε µια ψάθα κι η φωτιά είχε αρχίσει να γλείφει το ταβάνι, όταν χτύπησε ο συναγερµός. Τίποτα τόσο δραµατικό και διασκεδαστικό δεν είχε συµβεί στην ακαδηµία από τότε που είχε ιδρυθεί. Ενώ οι καθηγητές και οι κηπουροί προσπαθούσαν να συνδέσουν τους πυροσβεστικούς σωλήνες, τα παιδιά εκµεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να ξεχυθούν σ’ ένα όργιο πηδηµάτων και κραυγών, απελευθερώνοντας την ενέργεια που είχε συσσωρευτεί µέσα τους έπειτα από πολλούς µήνες ενδοσκόπησης. Όταν στο τέλος έφτασαν πυροσβέστες και αστυνοµικοί, αντίκρισαν µια απερίγραπτη εικόνα, η οποία επιβεβαίωσε τη γενική ιδέα ότι το σπίτι αυτό ήταν άσυλο φρενοβλαβών. Η φωτιά εξαπλώθηκε ταχύτα-

190

191

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ρίας και µετά επέστρεφαν από µόνοι τους, γιατί δεν είχαν πού να πάνε, ή τους µάζευε η αστυνοµία. Αυτές οι αποδράσεις συνέβαιναν τόσο συχνά, ιδιαίτερα ανάµεσα στους νεοφερµένους, που τις θεωρούσαν και ένδειξη ψυχικής υγείας. Μόνο οι εντελώς άβουλοι και οι καταθλιπτικοί αφήνονταν χωρίς αντίδραση στην αιχµαλωσία. Όταν οι πυροσβέστες επιβεβαίωσαν ότι δεν υπήρχαν θύµατα απ’ τη φωτιά, η απουσία µου δεν προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία, αλλά το επόµενο πρωί, όταν απ’ την έξαψη της φωτιάς δεν έµειναν παρά στάχτες, άρχισαν να µε αναζητούν στο χωριό και οργάνωσαν και περιπόλους για να χτενίσουν τα δάση. Εγώ όµως είχα ήδη πλεονέκτηµα πολλών ωρών.

ψαχούλευαν τους κάδους των σκουπιδιών. Η επικοινωνία µου µε τον παππού µου, εφήµερη σαν αφρός, είχε γνωρίσει πολλά σκαµπανεβάσµατα όσο βρισκόµουν στην ακαδηµία. Τον πρώτο καιρό µετά το θάνατό του µου εµφανιζόταν, είµαι σίγουρη· τον έβλεπα στο κατώφλι µιας πόρτας, στο απέναντι πεζοδρόµιο, πίσω απ’ το τζάµι ενός εστιατορίου. ∆εν µπορείς να τον µπερδέψεις µε άλλον, κανείς, µαύρος ή λευκός, δεν µοιάζει µε τον παππού µου, δεν υπάρχει κανείς τόσο εκλεπτυσµένος και θεατρικός, µε πίπα, χρυσά γυαλιά και καπέλο µπορσαλίνο. Μετά άρχισε η κατηφόρα των ναρκωτικών και του αλκοόλ, θόρυβος και πάλι θόρυβος, περιφερόµουν µε το µυαλό σκοτισµένο και δεν τον ξαναείδα, αλλά σε µερικές περιπτώσεις πιστεύω ότι ήταν κοντά· µπορούσα να νιώσω τα µάτια του καρφωµένα στην πλάτη µου. Σύµφωνα µε τη Νίνι µου, πρέπει να κάθεσαι πολύ ήσυχα, σε απόλυτη σιωπή, σ’ ένα χώρο κενό και καθαρό, χωρίς ρολόγια, για να µπορέσεις να αντιληφθείς τα πνεύµατα. «Πώς να ακούσεις τον παππού σου µ’ αυτά τα ακουστικά που έχεις βιδωµένα στ’ αυτιά σου όλη µέρα;» µου έλεγε. Εκείνη τη νύχτα που πέρασα µόνη στο δάσος δοκίµασα για µια ακόµη φορά τον παράλογο φόβο της αγρύπνιας των παιδικών µου χρόνων και γύρισαν να µου επιτεθούν τα ίδια τέρατα της σπιταρόνας των παππούδων µου. Μόνο η αγκαλιά και η ζέστη ενός άλλου πλάσµατος µε βοηθούσαν να κοιµηθώ, ενός πλάσµατος πιο µεγάλου και πιο δυνατού από εµένα: του παππού µου ή κάποιου µεγαλόσωµου σκύλου. «Παππού, παππού», τον φώναξα, µε την καρδιά να βροντοκοπάει στο στήθος µου. Έκλεισα σφιχτά τα βλέφαρά µου και σκέπασα µε τις παλάµες µου τα αυτιά µου για να µη βλέπω τις κινούµενες σκιές ούτε να ακούω τους

∆εν ξέρω πώς κατάφερα να προσανατολιστώ χωρίς πυξίδα σ’ αυτόν τον ωκεανό των πεύκων και να φτάσω έπειτα από άπειρα ζιγκ-ζαγκ στον πολιτειακό αυτοκινητόδροµο. Είχα τύχη, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Ο µαραθώνιός µου κράτησε ώρες, έφυγα το πρωί, είδα το βράδυ να φτάνει και την ηµέρα να δίνει τη θέση της στη νύχτα. Σταµάτησα καµιά δυο φορές για να πιω νερό και να µασουλήσω τις ρυζογκοφρέτες, µούσκεµα στον ιδρώτα, και συνέχισα να τρέχω ώσπου αναγκάστηκα να σταµατήσω εξαιτίας του σκοταδιού. Κουλουριάστηκα ανάµεσα στις ρίζες ενός δέντρου για να περάσω τη νύχτα, παρακαλώντας τον παππού µου να κρατήσει µακριά µου τις αρκούδες· υπήρχαν πολλές σ’ αυτά τα µέρη και ήταν πολύ τολµηρές, µερικές φορές έφταναν ως την ακαδηµία προσπαθώντας να βρουν νερό, χωρίς να ενοχλούνται καθόλου από το πόσο κοντά έρχονταν στους ανθρώπους. Τις βλέπαµε από τα παράθυρα χωρίς να τολµάει κανείς να τους πάει κόντρα, ενώ εκείνες

192

193

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

απειλητικούς θορύβους. Κάποια στιγµή µε πήρε ο ύπνος, πρέπει όµως να ήταν για πολύ λίγο, και ξύπνησα ξαφνιασµένη από µια λάµψη ανάµεσα στους κορµούς των δέντρων. Άργησα λίγο να καταλάβω πού βρίσκοµαι και να µαντέψω ότι τα φώτα αυτά ανήκαν σε κάποιο όχηµα και ότι βρισκόµουν κοντά σε κάποιο δρόµο· αµέσως πετάχτηκα όρθια βγάζοντας κραυγές ανακούφισης και άρχισα να τρέχω.

αυτό οι ασθενείς τον πληρώνουν µε κότες ή πλεχτά. Κανείς δεν βάζει τιµή στα πράγµατα, όλοι όµως γνωρίζουν τη σωστή αξία και κρατάνε τους λογαριασµούς στη µνήµη τους. Το σύστηµα λειτουργεί µε απόλυτη κοµψότητα, κανείς δεν µιλάει για χρέη, ούτε γι’ αυτά που δίνονται ούτε γι’ αυτά που λαµβάνονται. Όποιος δεν έχει γεννηθεί εδώ δεν µπορεί κατά κανέναν τρόπο να αφοµοιώσει την πολυπλοκότητα και τη λεπτότητα του ανταλλακτικού συστήµατος, εγώ όµως έµαθα να ανταποδίδω τα άπειρα φλιτζάνια του µατέ και του τσαγιού που µου προσφέρουν στο χωριό. Στην αρχή δεν ήξερα πώς να το κάνω, γιατί ποτέ δεν υπήρξα τόσο φτωχή όσο ήµουν τώρα, ούτε καν όταν ζούσα από τη ζητιανιά, αλλά σύντοµα κατάλαβα ότι οι γείτονες θα το έβλεπαν µε πολύ καλό µάτι, αν κρατούσα κάποιες φορές τα παιδιά ή αν βοηθούσα τη δόνα Λουσίντα να βάψει και να κουβαριάσει το µαλλί. Η δόνα Λουσίντα είναι τόσο γριά, που κανείς δε θυµάται πια σε ποια οικογένεια ανήκει, οπότε την προσέχουν εκ περιτροπής· είναι η προ-προ-προγιαγιά του νησιού και εξακολουθεί να είναι δραστήρια ξεδιαλέγοντας πατάτες και πουλώντας µαλλί. ∆εν είναι απαραίτητο να ξεπληρώσεις τη χάρη άµεσα σ’ αυτόν που σου την κάνει, µπορείς να κάνεις καραµπόλα, όπως γίνεται στην περίπτωση της Μπλάνκα και του Μανουέλ και της δικής µου δουλειάς στο σχολείο. Μερικές φορές η καραµπόλα είναι διπλή ή τριπλή: η Λιλιάνα Τρεβίνιο δίνει γλυκοζαµίνη για την αρθρίτιδα στην Εντουβίχις Κοράλες, η οποία πλέκει µάλλινες κάλτσες για τον Μανουέλ Αρίας κι εκείνος κάνει τράµπα τα τεύχη του National Geographic που έχει µε γυναικεία περιοδικά στη βιβλιοθήκη του Κάστρου, τα οποία και δίνει στη Λιλιάνα Τρεβίνιο όταν φέρνει το φάρµακο της Εντουβίχις, κι έτσι

Τα µαθήµατα άρχισαν πριν από κάµποσες εβδοµάδες και τώρα δουλεύω δασκάλα, αλλά άµισθη. Θα ξεπληρώσω τη φιλοξενία του Μανουέλ Αρίας µ’ ένα πολύπλοκο σύστηµα ανταλλαγής. Εγώ θα δουλεύω στο σχολείο και η θεία Μπλάνκα, αντί να µε πληρώνει απευθείας, θα δίνει στον Μανουέλ ξύλα, χαρτί, βενζίνη, χρυσό λικέρ και άλλα τέτοια καλούδια, όπως ταινίες που δεν µπορούν να δείξουν στον κόσµο γιατί δεν έχουν υποτίτλους στα ισπανικά ή γιατί είναι «αποκρουστικές». Τη λογοκρισία δεν την επιβάλλει εκείνη, αλλά µια επιτροπή γειτόνων, για τους οποίους «αποκρουστικές» είναι οι αµερικανικές ταινίες µε υπερβολικά πολύ σεξ. Αυτό το επίθετο δεν εφαρµόζεται για τις χιλιανές ταινίες, όπου οι ηθοποιοί πολύ συχνά αγκαλιάζονται γυµνοί και βγάζουν κραυγές ηδονής χωρίς να ενοχλείται καθόλου το κοινό αυτού του νησιού. Το ανταλλακτικό σύστηµα είναι βασικό στοιχείο της οικονοµίας αυτών των νησιών. Ανταλλάσσονται ψάρια µε πατάτες, ψωµί µε ξύλα, κοτόπουλα µε κουνέλια, ενώ πολλές υπηρεσίες πληρώνονται µε προϊόντα. Ο καλοξυρισµένος γιατρός που περνάει µε τη βενζίνα δεν χρεώνει, γιατί ανήκει στο εθνικό σύστηµα υγείας, ανεξάρτητα όµως απ’

194

195

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

συνεχίζεται ο κύκλος και είναι όλοι ευχαριστηµένοι. Όσο για τη γλυκοζαµίνη, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι η Εντουβίχις την παίρνει µε το ζόρι, για να µην προσβάλει τη νοσοκόµα, αφού όλοι ξέρουν ότι µοναδική θεραπεία για την αρθρίτιδα είναι οι εντριβές µε τσουκνίδες και µε παράλληλα τσιµπήµατα µέλισσας. Με τόσο δραστικά φάρµακα, δεν είναι καθόλου περίεργο που εδώ οι άνθρωποι βγαίνουν τόσο εύκολα εκτός µάχης. Επιπλέον, ο άνεµος και το κρύο βλάπτουν τα κόκαλα και η υγρασία διεισδύει στις κλειδώσεις· το κορµί κουράζεται να µαζεύει πατάτες απ’ τη γη και όστρακα απ’ τη θάλασσα και η καρδιά θλίβεται, γιατί τα παιδιά φεύγουν µακριά. Η τσίτσα και το κρασί πνίγουν για ένα διάστηµα τους καηµούς, αλλά στο τέλος κερδίζει η κούραση. Εδώ η ζωή δεν είναι εύκολη, και για πολλούς ο θάνατος δεν είναι παρά µια πρόσκληση για ξεκούραση.

νής σηµαίας, ενώ όλοι παρατεταγµένοι τραγουδούν το χιλιανό ύµνο –καταγάλανος είναι, Χιλή, ο ουρανός σου, διάφανο το αεράκι που σε χαϊδεύει κ.λπ.– κι αµέσως µετά η θεία Μπλάνκα µάς δίνει τις οδηγίες της ηµέρας. Τις Παρασκευές λέει τα ονόµατα των βραβευµένων και των τιµωρηµένων και µας εξυψώνει το ηθικό µε µια ηθικοπλαστική οµιλία. Εγώ µαθαίνω στα παιδιά τις βάσεις των αγγλικών, της γλώσσας του µέλλοντος, όπως πιστεύει η θεία Μπλάνκα, µε ένα κείµενο του 1952, όπου τα αεροπλάνα έχουν έλικες και οι µητέρες, πάντα ξανθές, µαγειρεύουν φορώντας ψηλά τακούνια. Τους µαθαίνω επίσης να χρησιµοποιούν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, οι οποίοι δουλεύουν χωρίς πρόβληµα όταν υπάρχει ρεύµα, και έχω διοριστεί επίσηµη προπονήτρια ποδοσφαίρου, αν και το καθένα απ’ αυτά τα µυξιάρικα παίζει πολύ καλύτερα από εµένα. Η οµάδα µας των αρρένων διαπνέεται από ολυµπιακών διαστάσεων φιλοδοξίες, γιατί υποσχέθηκα στο δον Λίονελ Σνάκε, όταν µας χάρισε τα παπούτσια, ότι θα κερδίσουµε το σχολικό πρωτάθληµα του Σεπτέµβρη και ότι, άµα χάσουµε, θα κουρευτώ γουλί, κι αυτό θα ήταν µια ανυπόφορη ταπείνωση για τους ποδοσφαιριστές µου. Η γυναικεία οµάδα είναι τρισάθλια και δεν αξίζει καν τον κόπο να την αναφέρω. Οι Καλεούτσε, η οµάδα των αγοριών, απέρριψαν τον Χουανίτο Κοράλες, τον επονοµαζόµενο Νάνο, επειδή είναι ασθενικός, αν και τρέχει σαν λαγός και δεν φοβάται καθόλου τα σουτ. Τα παιδιά τον κοροϊδεύουν και, όποτε µπορούν, τον κοπανάνε κιόλας. Ο πιο παλιός µαθητής είναι ο Πέδρο Πελαντσουγκάι, που έχει µείνει αρκετές φορές στην ίδια τάξη και η γνώµη των πολλών είναι ότι θα έπρεπε να κερδίζει τα προς το ζην ψαρεύοντας µε τους θεί-

Οι µέρες µου έγιναν πολύ πιο ενδιαφέρουσες από τότε που ξεκίνησε το σχολείο. Μέχρι τώρα ήµουν η γκρινγκουλίτσα, αλλά τώρα που διδάσκω τα παιδιά τους έχω γίνει η θεία Γκρίνγκα. Στη Χιλή τα ενήλικα άτοµα παίρνουν αυτοδίκαια τον τίτλο του θείου ή της θείας, ακόµα κι αν δεν τον αξίζουν. Λόγω σεβασµού, θα έπρεπε να αποκαλώ θείο τον Μανουέλ, αλλά όταν έφτασα εδώ, δεν το ήξερα και τώρα είναι πολύ αργά. Αρχίζω να ρίχνω ρίζες σ’ αυτό το νησί, κάτι που δεν θα µπορούσα ποτέ να διανοηθώ. Το χειµώνα µπαίνουµε στην τάξη γύρω στις εννέα το πρωί, ανάλογα µε το φως και τη βροχή. Πηγαίνω στο σχολείο µε τροχαδάκι, µε τη συνοδεία του Φάκιν, ο οποίος µ’ αφήνει στην πόρτα και µετά γυρίζει στο σπίτι, όπου νιώθει προστατευµένος. Η ηµέρα αρχίζει µε την έπαρση της χιλια-

196

197

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ους του, αντί να σπαταλάει τον ελάχιστο εγκέφαλο που έχει µαθαίνοντας νούµερα και γράµµατα τελείως άχρηστα γι’ αυτόν. Είναι Ινδιάνος απ’ τη φυλή των Ουιγίτσε, γεροδεµένος, µελαχρινός, πεισµατάρης και υποµονετικός, ωραίος τύπος, αλλά κανείς δεν τολµάει να του πάει κόντρα, γιατί, όταν κάποια στιγµή χάσει την υποµονή του, ρίχνεται πάνω στους άλλους σαν τρακτέρ. Η θεία Μπλάνκα τού έχει αναθέσει να προστατεύει τον Χουανίτο. «Γιατί εγώ;» ρώτησε εκείνος, κοιτάζοντας τα πόδια του. «Γιατί είσαι ο πιο δυνατός». Στη συνέχεια φώναξε τον Χουανίτο και τον διέταξε να βοηθήσει τον Πέδρο στα µαθήµατά του. «Γιατί εγώ;» ψέλλισε το παιδάκι, το οποίο πολύ σπάνια µιλούσε. «Γιατί είσαι ο πιο έξυπνος». Με αυτή τη σολοµώντεια λύση αντιµετώπισε το πρόβληµα της κακοµεταχείρισης του ενός και των κακών επιδόσεων του άλλου, ενώ ταυτόχρονα δηµιούργησε µια στενή φιλία ανάµεσα στα δυο παιδιά, τα οποία λόγω αµοιβαίας ωφέλειας έγιναν αχώριστα. Το µεσηµέρι βοηθάω στο σερβίρισµα του φαγητού που παρέχει το υπουργείο Παιδείας: κοτόπουλο ή ψάρι, πατάτες, σαλάτα, επιδόρπιο κι ένα ποτήρι γάλα. Η θεία Μπλάνκα λέει ότι για κάποια παιδάκια στη Χιλή αυτό είναι το µοναδικό φαγητό της ηµέρας, αλλά σ’ αυτό το νησί δεν συµβαίνει κάτι τέτοιο· είµαστε φτωχοί, αλλά δεν µας λείπει το φαγητό. Η βάρδια µου τελειώνει µετά το µεσηµεριανό φαγητό· τότε πηγαίνω στο σπίτι για να δουλέψω µε τον Μανουέλ καµιά δυο ώρες και το υπόλοιπο απόγευµα είµαι ελεύθερη. Τις Παρασκευές η θεία Μπλάνκα βραβεύει τους τρεις µαθητές που έχουν επιδείξει την καλύτερη συµπεριφορά κατά τη διάρκεια της εβδοµάδας δίνοντάς τους ένα κίτρινο χαρτάκι µε την υπογραφή της, το οποίο

τους επιτρέπει να κάνουν µπάνιο στο τζακούζι, δηλαδή το ξύλινο βαρέλι µε το ζεστό νερό του θείου Μανουέλ. Στο σπίτι, δίνουµε στα βραβευµένα παιδιά ένα φλιτζάνι κακάο και µπισκότα ψηµένα από µένα, τα βάζουµε να σαπουνιστούν στο ντους και µετά τους επιτρέπουµε να παίξουνε στο τζακούζι µέχρι να σκοτεινιάσει. Εκείνη η νύχτα στο Όρεγκον µε σηµάδεψε ανεξίτηλα. Το έσκασα απ’ την ακαδηµία και έτρεχα όλη την ηµέρα στο δάσος χωρίς σχέδιο, χωρίς άλλη σκέψη στο µυαλό παρά να δηµιουργήσω πρόβληµα στον πατέρα µου και να απελευθερωθώ από τους ψυχολόγους και την οµαδική θεραπεία, είχα σκυλοβαρεθεί τη ζαχαρένια δήθεν φιλικότητά τους και την προσβλητική επιµονή τους να σκαλίζουν το µυαλό µου. Ήθελα να είµαι φυσιολογική, τίποτε παραπάνω. Με ξύπνησε το φευγαλέο πέρασµα ενός οχήµατος και έτρεξα σκοντάφτοντας επάνω σε θάµνους και ρίζες και παραµερίζοντας τα κλαδιά των πεύκων, αλλά όταν τελικά βρήκα µπροστά µου το δρόµο, ο οποίος απείχε λιγότερο από πενήντα µέτρα, τα φώτα είχαν εξαφανιστεί. Το φεγγάρι φώτιζε την κίτρινη γραµµή που διαιρούσε σε δύο ρεύµατα τον αυτοκινητόδροµο. Θεώρησα ότι θα περνούσαν κι άλλα αυτοκίνητα, γιατί ήταν ακόµα πολύ νωρίς, και δεν έκανα λάθος, πολύ σύντοµα άκουσα το θόρυβο ενός ισχυρού µοτέρ και είδα από µακριά τη λάµψη των φαναριών, τα οποία, όταν πλησίασαν, αποκάλυψαν ένα γιγάντιο φορτηγό, που ο κάθε τροχός του είχε το δικό µου ύψος, µε δύο σηµαίες να κυµατίζουν στο σασί του. Πετάχτηκα µπροστά του κάνοντας απελπισµένα νοήµατα και ο οδηγός, κατάπληκτος απ’ αυτό το απρόσµενο θέαµα, φρενάρισε αµέ-

198

199

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σως, αλλά εγώ χρειάστηκε να πεταχτώ στο πλάι µ’ ένα πήδηµα, γιατί η τεράστια µάζα του φορτηγού συνέχισε να κινείται λόγω αδρανείας για περίπου είκοσι µέτρα, προτού σταµατήσει εντελώς. Έτρεξα προς την καµπίνα του οχήµατος. Ο οδηγός έβγαλε απ’ το παραθυράκι το κεφάλι του και µε επιθεώρησε από πάνω ως κάτω µ’ ένα φακό, προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό το κοριτσάκι µπορούσε να είναι η εµπροσθοφυλακή µιας οµάδας ληστών. ∆εν θα ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο σ’ έναν οδηγό. Όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τίποτε ολόγυρα και είδε το µαλλί της µέδουσας µε τις πολύχρωµες τούφες, ηρέµησε. Πρέπει να συµπέρανε ότι ήµουν ένα άκακο πρεζόνι, µια ακόµη µαστουρωµένη ηλίθια. Μου έκανε νόηµα, έβγαλε την ασφάλεια από τη δεξιά πόρτα και µπήκα στην καµπίνα. Τώρα που τον έβλεπα από κοντά, είδα ότι ο οδηγός ήταν τεράστιος σαν το όχηµά του, γεροδεµένος, µε ποντίκια αρσιβαρίστα, αµάνικο πουκάµισο και µια αναιµική αλογοουρά που πρόβαλλε κάτω από το κασκέτο του µπέιζµπολ, καρικατούρα αρσενικού κτήνους, όµως τώρα δεν µπορούσα να κάνω πίσω. Σε αντίθεση µε την απειλητική του εµφάνιση, είχε ένα παιδικό παπουτσάκι που κρεµόταν από τον κεντρικό καθρέφτη µαζί µε δυο-τρεις θρησκευτικού τύπου χαλκοµανίες. «Πηγαίνω για Λας Βέγκας», µε πληροφόρησε. Του είπα ότι εγώ πήγαινα για Καλιφόρνια και πρόσθεσα ότι το Λας Βέγκας ήταν για µένα καλή λύση, γιατί κανείς δεν µε περίµενε στην Καλιφόρνια. Αυτό ήταν το δεύτερο λάθος µου· το πρώτο ήταν ότι µπήκα στο φορτηγό. Η επόµενη ώρα πέρασε µε έναν ηλεκτρισµένο µονόλογο του οδηγού, ο οποίος ξεχείλιζε από ενέργεια σαν να εί-

χε καταπιεί µε τις χούφτες τις αµφεταµίνες. Περνούσε άπειρες ώρες στο τιµόνι και διασκέδαζε επικοινωνώντας µε άλλους οδηγούς, µε τους οποίους αντάλλασσε ανέκδοτα και σχόλια για τον καιρό, την άσφαλτο, το µπέιζµπολ, τα οχήµατά τους και τα εστιατόρια του αυτοκινητοδρόµου, ενώ ταυτόχρονα οι ευαγγελικοί ιεροκήρυκες απειλούσαν απ’ το ραδιόφωνο µε τη ∆ευτέρα Παρουσία. Κάπνιζε ασταµάτητα, ίδρωνε, ξυνόταν, έπινε νερό. Ο αέρας στην καµπίνα ήταν ανυπόφορος. Μου πρόσφερε τηγανητές πατάτες από ένα σακουλάκι που είχε αφηµένο στο κάθισµα και µια κόκα κόλα σε κουτάκι, αλλά δεν ενδιαφέρθηκε να µάθει το όνοµά µου ούτε γιατί βρισκόµουν νυχτιάτικα σ’ έναν έρηµο δρόµο. Αντίθετα, µου µίλησε για τον εαυτό του: Τον έλεγαν Ρόι Φέτζγουικ, ήταν απ’ το Τενεσί και υπηρετούσε στο στρατό, µέχρι που έπαθε κάποιο ατύχηµα και τον έβγαλαν ανίκανο για υπηρεσία. Στο ορθοπεδικό τµήµα ενός νοσοκοµείου, όπου πέρασε αρκετές εβδοµάδες, ανακάλυψε τον Ιησού. Συνέχισε να µιλάει και να παραθέτει αποσπάσµατα απ’ τη Βίβλο, ενώ εγώ προσπαθούσα µάταια να χαλαρώσω έχοντας ακουµπήσει το κεφάλι µου στο παραθυράκι, όσο γινόταν πιο µακριά απ’ το τσιγάρο του· ένιωθα σαν να είχα πάθει κράµπα και στα δυο µου πόδια κι ένα δυσάρεστο γαργαλητό στο δέρµα απ’ όλο αυτό το τρέξιµο που είχα αναγκαστεί να κάνω. Γύρω στα ογδόντα χιλιόµετρα πιο πέρα, ο Φέτζγουικ βγήκε από τον κεντρικό δρόµο και σταµάτησε σ’ ένα µοτέλ. Μια επιγραφή µε γαλάζια γράµµατα και διάφορα καµένα λαµπάκια έδειχνε το όνοµά του. ∆εν υπήρχαν σηµάδια άλλης δραστηριότητας, παρά µια σειρά από δωµάτια, ένα αυ-

200

201

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τόµατο µηχάνηµα που πουλούσε γκαζόζες, ένας θάλαµος τηλεφώνου, ένα φορτηγό και δύο αυτοκίνητα που έµοιαζαν να είναι παρκαρισµένα εκεί απ’ τον καιρό του Νώε. «Οδηγώ απ’ τις έξι το πρωί. Θα περάσουµε τη νύχτα εδώ. Κατέβα», µου ανακοίνωσε συνοπτικά ο Φέτζγουικ. «Προτιµώ να κοιµηθώ στο φορτηγό σας, αν δεν έχετε πρόβληµα», του είπα, µε το σκεπτικό ότι δεν είχα χρήµατα να νοικιάσω δωµάτιο. Ο τύπος πέρασε το χέρι του από πάνω µου και άνοιξε το εσωτερικό ντουλαπάκι απ’ όπου έβγαλε ένα τέταρτο του λίτρου ουίσκι κι ένα ηµιαυτόµατο περίστροφο. Πήρε µια αθλητική τσάντα, κατέβηκε, έκανε το γύρο της καµπίνας, άνοιξε την πόρτα µου και µε πρόσταξε να κατέβω γιατί έτσι θα ’ταν καλύτερα για µένα. «Και οι δύο ξέρουµε γιατί είµαστε εδώ, πουτανίτσα. Ή µήπως σου πέρασε η ιδέα ότι το ταξίδι ήταν δωρεάν;» Τον υπάκουσα ενστικτωδώς, αν και στο µάθηµα της αυτοάµυνας που µας έκαναν στο λύκειο του Μπέρκλεϊ µας είχαν µάθει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το καλύτερο είναι να πέφτεις στο χώµα και να ουρλιάζεις σαν δαιµονισµένη, ποτέ να µη συνεργάζεσαι µε τον επιτιθέµενο. Συνειδητοποίησα ότι ο τύπος κούτσαινε και ήταν πιο κοντός και πιο χοντρός απ’ ό,τι έµοιαζε καθιστός, θα µπορούσα να το σκάσω τρέχοντας κι εκείνος δεν υπήρχε περίπτωση να µε φτάσει, σκέφτηκα όµως το περίστροφο. Ο Φέτζγουικ µάντεψε την πρόθεσή µου, µε άρπαξε γερά από το ένα χέρι και µε πήγε σχεδόν σηκωτή στο παραθυράκι της ρεσεψιόν, το οποίο ήταν προστατευµένο από ένα χοντρό τζάµι και κάγκελα, όπου έβαλε µερικά χαρτονοµίσµατα µέσα από ένα άνοιγµα, πήρε ένα κλειδί και παρήγγειλε ένα κουτί µε έξι µπίρες και µια πίτσα. ∆εν µπόρεσα να δω τον υπάλληλο

ούτε να του κάνω κάποιο νόηµα, γιατί ο φορτηγατζής είχε κανονίσει να βάλει τον τεράστιο όγκο του ανάµεσα σ’ εµένα και το γκισέ. Με τις αρπάγες του τύπου να µου σφίγγουν το µπράτσο, σύρθηκα ως το νούµερο 32, όπου µπήκαµε σ’ ένα δωµάτιο που βρόµαγε υγρασία και µπαγιάτικο καπνό, µ’ ένα διπλό κρεβάτι, ταπετσαρία στον τοίχο, τηλεόραση, µια ηλεκτρική σόµπα και µια συσκευή κλιµατισµού που έφραζε το µοναδικό παράθυρο. Ο Φέτζγουικ µε διέταξε να κλειστώ στο µπάνιο µέχρι να φέρουν τις µπίρες και την πίτσα. Το µπάνιο το αποτελούσαν ένα ντους µε σκουριασµένη µπαταρία, ένας νιπτήρας, µια λεκάνη αµφίβολης καθαριότητας και δύο ταλαιπωρηµένες πετσέτες· δεν είχε σύρτη στην πόρτα, αλλά είχε ένα µικρό άνοιγµα εξαερισµού. Επιθεώρησα το κελί µου µε βλέµµα αγωνίας και κατάλαβα ότι ποτέ δεν είχα βρεθεί σε χειρότερη κατάσταση. Οι προηγούµενες περιπέτειές µου ήταν αστείες σε σύγκριση µ’ αυτή, είχαν συµβεί σε οικείο έδαφος, µε τις φίλες µου, τον Ρικ Λαρέντο να φυλάει τα µπόσικα και τη σιγουριά ότι σε κάποια έκτακτη ανάγκη θα µπορούσα να καταφύγω πάντα στα φουστάνια της γιαγιάς µου. Ο φορτηγατζής πήρε αυτά που είχε ζητήσει, αντάλλαξε µερικές φράσεις µε τον υπάλληλο, έκλεισε την πόρτα και µε φώναξε να φάµε προτού κρυώσει η πίτσα. Εγώ δεν µπορούσα να βάλω τίποτα στο στόµα µου, ήταν σαν να είχα χαλίκια στο λαιµό. Ο Φέτζγουικ δεν επέµεινε. Έψαξε και βρήκε κάτι στην τσάντα του, πήγε στην τουαλέτα, χωρίς να κλείσει την πόρτα, και επέστρεψε στο δωµάτιο µε το φερµουάρ του παντελονιού του ανοιχτό κι ένα πλαστι-

202

203

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κό ποτήρι µ’ ένα δάχτυλο ουίσκι. «Έχεις τρακ; Μ’ αυτό θα νιώσεις καλύτερα», είπε δίνοντάς µου το ποτήρι. Αρνήθηκα µε µια κίνηση του κεφαλιού να το πάρω, µην µπορώντας να µιλήσω, αλλά εκείνος µε άρπαξε απ’ το λαιµό και µου έβαλε το ποτήρι στο στόµα. «Πιες το, σκύλα του κερατά, ή µήπως θες να σου το δώσω µε το ζόρι;» Το κατάπια βήχοντας και µε τα µάτια γεµάτα δάκρυα· πήγαινε πάνω από ένας χρόνος που είχα να βάλω στο στόµα µου αλκοόλ και είχα ξεχάσει πόσο έκαιγε. Ο απαγωγέας µου κάθισε στο κρεβάτι για να δει µια κωµωδία στην τηλεόραση, όπου κατέβασε τις τρεις από τις µπίρες και τα δύο τρίτα της πίτσας γελώντας ανάµεσα στα ρεψίµατά του, έχοντας φαινοµενικά ξεχάσει την ύπαρξή µου, ενώ εγώ περίµενα όρθια σε µια γωνιά, ακουµπισµένη στον τοίχο και ζαλισµένη. Το δωµάτιο κουνιόταν, τα έπιπλα άλλαζαν µορφή, ο τεράστιος όγκος του Φέτζγουικ µπερδευόταν µε τις εικόνες της τηλεόρασης. Τα πόδια µου δεν µε κρατούσαν πια και αναγκάστηκα να καθίσω στο έδαφος, αντιπαλεύοντας την επιθυµία να κλείσω τα µάτια και να αφεθώ στη µοίρα µου. Μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ, αλλά καταλάβαινα ότι µε είχε ναρκώσει· κάτι είχε ρίξει στο ουίσκι. Ο τύπος, έχοντας βαρεθεί την κωµωδία, έσβησε την τηλεόραση και µε πλησίασε για να δει σε τι κατάσταση βρισκόµουν. Τα χοντρά του δάχτυλα µου σήκωσαν το κεφάλι, που είχε γίνει βαρύ σαν πέτρα και ο λαιµός µου πια δεν µπορούσε να το κρατήσει. Η απαίσια ανάσα του µε βρήκε καταπρόσωπο. Ο Φέτζγουικ κάθισε στο κρεβάτι, άπλωσε κοκαΐνη στο κοµοδίνο µε µια πιστωτική κάρτα και ρούφηξε τη λευκή σκόνη ανασαίνοντας βαθιά µε ικανοποίηση. Αµέσως µετά στράφηκε προς εµένα και µε διέταξε να βγάλω τα ρούχα µου, ενώ έξυνε τα αχαµνά του

µε την κάννη του πιστολιού του. Κι επειδή µου ήταν αδύνατο να κουνηθώ, µε σήκωσε απ’ το πάτωµα και µε έγδυσε µε γρήγορες απότοµες κινήσεις. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά το κορµί µου δεν ανταποκρινόταν, προσπάθησα να φωνάξω, αλλά δεν έβγαινε από µέσα µου φωνή. Άρχισα να βυθίζοµαι σ’ έναν πηχτό βάλτο, χωρίς αέρα, να πνίγοµαι, να πεθαίνω. Ήµουν σχεδόν αναίσθητη τις ώρες που ακολούθησαν και δεν ένιωσα το χειρότερο µέρος της ταπείνωσης, αλλά κάποια στιγµή το µυαλό µου επέστρεψε από κάπου µακριά και παρατήρησα τη σκηνή στο βροµερό δωµάτιο του ξενοδοχείου σαν να ήταν σκηνή σε µαυρόασπρη οθόνη: η γυναικεία µορφή ψηλόλιγνη, αδρανής, µε τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά, ο Μινώταυρος να µουγκρίζει χυδαιότητες και να επιτίθεται ξανά και ξανά, οι σκούροι λεκέδες στο σεντόνι, η λουρίδα, το όπλο, το µπουκάλι. Πλέοντας στον αέρα, είδα τελικά τον Φέτζγουικ να καταρρέει εξαντληµένος µπρούµυτα στο κρεβάτι, ικανοποιηµένος, µε τα σάλια να τρέχουν απ’ το στόµα του, και άκουσα αµέσως το ροχαλητό του. Έκανα µια υπεράνθρωπη προσπάθεια να ξυπνήσω και κατάφερα να επιστρέψω στο ταλαιπωρηµένο σώµα µου, αλλά µου ήταν σχεδόν αδύνατο να ανοίξω τα µάτια µου, πόσο µάλλον να αρχίσω να σκέφτοµαι. Να σηκωθώ, να ζητήσω βοήθεια, να το σκάσω, ήταν φράσεις χωρίς νόηµα, που σχηµατίζονταν σαν µπουρµπουλήθρες σαπουνιού, για να εξαφανιστούν στο βαµβάκι του θολωµένου µου µυαλού. Βυθίστηκα για µια ακόµη φορά σ’ ένα ευλογηµένο σκοτάδι. Ξύπνησα στις τρεις παρά δέκα το πρωί, όπως έδειχναν

204

205

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

οι φωτεινοί δείκτες στο ξυπνητήρι, µε το στόµα µου στεγνό, τα χείλη σκασµένα και µε µια δίψα σαν να είχα διασχίσει όλη την έρηµο. Μόλις προσπάθησα να σηκωθώ, συνειδητοποίησα ότι ήµουν ακινητοποιηµένη, γιατί ο Φέτζγουικ είχε δέσει τον αριστερό µου καρπό στο κεφαλάρι του κρεβατιού µ’ ένα ζευγάρι χειροπέδες. Το χέρι µου ήταν πρησµένο και το µπράτσο µου µουδιασµένο, το ίδιο µπράτσο που είχα κάποτε σπάσει σ’ ένα ατύχηµα µε µοτοσικλέτα. Κουνήθηκα προσεκτικά, προσπαθώντας µέσα στο µισοσκόταδο να καταλάβω πού είµαι. Το µοναδικό φως προερχόταν από τη γαλαζωπή ανταύγεια της φωτεινής επιγραφής του µοτέλ, που φιλτραριζόταν από τις βρόµικες κουρτίνες κι από την πράσινη ανταύγεια των δεικτών του ρολογιού. Το τηλέφωνο! Το ανακάλυψα όταν γύρισα να κοιτάξω την ώρα, ήταν δίπλα στο ρολόι, πολύ κοντά. Με το ελεύθερο χέρι µου τράβηξα το σεντόνι και σκούπισα τα πηχτά υγρά απ’ την κοιλιά µου και τα πόδια µου, µετά γύρισα αριστερά και γλίστρησα µε επώδυνη βραδύτητα στο πάτωµα. Το τράβηγµα από τις χειροπέδες στον καρπό µου µ’ έκανε να µουγκρίσω από τον πόνο και το τρίξιµο από τα ελατήρια του κρεβατιού ακούστηκε σαν φρενάρισµα τρένου. Γονατιστή πάνω στο τραχύ χαλί, µε το χέρι µου στριµµένο σε µια απίθανη γωνία, περίµενα τροµοκρατηµένη την αντίδραση του απαγωγέα µου, αλλά πάνω από τον εκκωφαντικό θόρυβο της καρδιάς µου το µόνο που ακουγόταν ήταν το ροχαλητό του. Προτού τολµήσω να σηκώσω το τηλέφωνο, περίµενα πέντε λεπτά για να βεβαιωθώ ότι εκείνος εξακολουθούσε να είναι βυθισµένος στο βαθύ ύπνο του µεθυσιού. Κουλουριάστηκα στο πάτωµα, όσο πιο µακριά µού επέτρεπαν οι χειροπέδες, και σχηµάτισα το 911 για να ζητήσω βοήθεια, πνίγοντας τη

φωνή µου µ’ ένα µαξιλάρι. ∆εν υπήρχε εξωτερική γραµµή. Η συσκευή του δωµατίου επικοινωνούσε µόνο µε τη ρεσεψιόν· για να καλέσω εξωτερικό νούµερο χρειαζόµουν το τηλέφωνο της εισόδου ή κάποιο κινητό, και το κινητό του φορτηγατζή ήταν πέρα από κει που µπορούσα να φτάσω. Σχηµάτισα το νούµερο της ρεσεψιόν και το άκουσα να χτυπάει έντεκα φορές προτού απαντήσει µια αντρική φωνή µε ινδική προφορά. «Με έχουν απαγάγει, βοήθεια, βοήθεια…» ψιθύρισα, αλλά ο υπάλληλος µου έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να µου δώσει τη δυνατότητα να πω κάτι άλλο. Το ξαναπροσπάθησα, µε το ίδιο αποτέλεσµα. Απελπισµένη, έπνιξα τους λυγµούς µου στο βροµερό µαξιλάρι. Πέρασε πάνω από µισή ώρα προτού θυµηθώ το πιστόλι, το οποίο είχε χρησιµοποιήσει ο Φέτζγουικ σαν διεστραµµένο παιχνίδι, κρύο µέταλλο στο στόµα, στο αιδοίο, γεύση αίµατος. Έπρεπε να το βρω, ήταν η µοναδική µου ελπίδα. Για να µπορέσω ν’ ανέβω στο κρεβάτι µε το ένα χέρι δεµένο, αναγκάστηκα να κάνω ακροβατικά τσίρκου και δεν µπόρεσα να αποφύγω το τράνταγµα του στρώµατος µε το βάρος µου. Ο φορτηγατζής έβγαλε µερικούς βρυχηθµούς ταύρου, µου γύρισε την πλάτη και το χέρι του έπεσε πάνω στους γοφούς µου µε το βάρος τούβλου, παραλύοντάς µε, αλλά αµέσως ξανάπιασε το ροχαλητό κι εγώ µπόρεσα να ανασάνω ελεύθερα. Το ρολόι έδειχνε τρεις και είκοσι πέντε, ο χρόνος κυλούσε πολύ αργά, έµεναν ακόµα αρκετές ώρες µέχρι το ξηµέρωµα. Καταλάβαινα ότι περνούσα τις τελευταίες µου στιγµές, ο Φέτζγουικ δεν θα µ’ άφηνε κατά κανέναν τρόπο ζωντανή, µπορούσα να τον αναγνωρίσω και να περιγράψω το όχηµά του και αν δεν

206

207

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µε είχε σκοτώσει ακόµα ήταν γιατί σκόπευε να συνεχίσει να διασκεδάζει µαζί µου. Η ιδέα ότι ήµουν καταδικασµένη, ότι θα πέθαινα δολοφονηµένη κι ότι ποτέ δεν θα έβρισκαν τα αποµεινάρια µου σ’ αυτά τα δάση µού έδωσε ένα απρόσµενο θάρρος. ∆εν είχα τίποτα να χάσω. Έβγαλα το βροµόχερο του Φέτζγουικ απ’ το γοφό µου µε µια απότοµη κίνηση και γύρισα προς το µέρος του. Αµέσως ένιωσα τη µυρωδιά του: ανάσα άγριου θηρίου, ιδρώτας, αλκοόλ, σπέρµα, µπαγιάτικη πίτσα. ∆ιέκρινα το προφίλ του τέρατος, τον τεράστιο θώρακά του, τα φουσκωµένα ποντίκια του µπράτσου του, τα τριχωτά γεννητικά του όργανα, το χοντρό σαν κορµό πόδι του και προσπάθησα να πνίξω τον εµετό που µου ερχόταν στο λαιµό. Με το ελεύθερο χέρι µου άρχισα να ψαχουλεύω κάτω απ’ το µαξιλάρι του ελπίζοντας να βρω το πιστόλι του. Το βρήκα σχεδόν αµέσως, ήταν µέσα στα όρια που µου επέτρεπαν οι χειροπέδες, αλλά ήταν πλακωµένο απ’ το τεράστιο κεφάλι του Φέτζγουικ, ο οποίος πρέπει να είχε πολύ µεγάλη εµπιστοσύνη στη δύναµή του και στην αδυναµία του θύµατός του για να το έχει αφήσει εκεί. Ανάσανα βαθιά, έκλεισα τα µάτια, έπιασα την κάννη µε τα δύο δάχτυλα κι άρχισα να το τραβάω χιλιοστό το χιλιοστό, χωρίς να µετακινώ το µαξιλάρι. Τελικά κατάφερα να βγάλω το πιστόλι, το οποίο αποδείχτηκε βαρύτερο απ’ ό,τι περίµενα, και το κράτησα επάνω στο στήθος µου τρέµοντας ολόκληρη απ’ την προσπάθεια και την αγωνία. Το µόνο όπλο που είχα δει στη ζωή µου ήταν εκείνο του Ρικ Λαρέντο και δεν το είχα ποτέ αγγίξει, αλλά ήξερα να το χρησιµοποιώ, το είχα µάθει απ’ τον κινηµατογράφο. Ακούµπησα το πιστόλι στο κεφάλι του Φέτζγουικ, ήταν ή η δική του ζωή ή η δική µου. Μου ήταν εξαιρετικά δύ-

σκολο να σηκώσω το όπλο µε το ένα µου χέρι µόνο, τρέµοντας απ’ την αγωνία µου, µε το σώµα στραµµένο σε περίεργες γωνίες και νιώθοντας ακόµα αδυναµία απ’ το ναρκωτικό, θα ήταν όµως ένας πυροβολισµός εξ επαφής και δεν ήταν δυνατόν να αστοχήσω. Έβαλα το δάχτυλό µου στη σκανδάλη και δίστασα, τυφλωµένη από τον εκκωφαντικό σφυγµό του αίµατος στις φλέβες µου. Υπολόγισα µε απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν θα είχα άλλη ευκαιρία να το σκάσω από αυτό το θηρίο. Υποχρέωσα τον εαυτό µου να κινήσει το δείκτη του χεριού µου, αισθάνθηκα την αντίσταση της σκανδάλης και δίστασα για µια ακόµη φορά, περιµένοντας να δω τη λάµψη, την ανάδραση του όπλου, τη δαντική έκρηξη των οστών, το αίµα και τα κοµµάτια του εγκεφάλου. «Τώρα, πρέπει να το κάνω τώρα», µουρµούρισα, αλλά µου ήταν αδύνατον. Σφούγγισα τον ιδρώτα που κυλούσε στο πρόσωπό µου και µου θόλωνε το βλέµµα, στέγνωσα το χέρι µου στο σεντόνι και ξανάπιασα το όπλο, έβαλα το δάχτυλο στη σκανδάλη και σηµάδεψα. ∆υο φορές επανέλαβα την κίνηση αυτή χωρίς να µπορέσω να πυροβολήσω. Κοίταξα το ρολόι: τρεισήµισι. Τελικά άφησα το περίστροφο πάνω στο µαξιλάρι, δίπλα στο αυτί του κοιµισµένου δηµίου µου. Γύρισα την πλάτη στον Φέτζγουικ και κουλουριάστηκα, γυµνή, µουδιασµένη, κλαίγοντας απ’ την απογοήτευση για τους ενδοιασµούς µου και απ’ την ανακούφιση, γιατί είχα απαλλαγεί από τη µη αναστρέψιµη φρίκη του φόνου. Το πρωί ο Ρόι Φέτζγουικ ξύπνησε µ’ ένα δυνατό ρέψιµο και τεντώθηκε στο κρεβάτι χωρίς να δείχνει καθόλου µεθυσµένος. Αντίθετα, ήταν οµιλητικός και είχε εξαιρετική

208

209

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

διάθεση. Είδε το περίστροφο πάνω στο µαξιλάρι, το πήρε, το έβαλε στο κεφάλι του και πάτησε τη σκανδάλη. «Μπουµ! ∆εν πιστεύω να πίστεψες ότι ήταν γεµάτο!» είπε βάζοντας τα γέλια. Σηκώθηκε γυµνός, ζυγίζοντας και µε τα δυο του χέρια την πρωινή του στύση, σκέφτηκε για µια στιγµή, αλλά έπνιξε την παρόρµησή του. Έκρυψε το όπλο στην τσάντα του, έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του παντελονιού του, ξεκλείδωσε τις χειροπέδες και µε απελευθέρωσε. «Ξέρεις πόσο µ’ έχουν εξυπηρετήσει αυτές οι χειροπέδες; Οι γυναίκες τρελαίνονται γι’ αυτές. Πώς νιώθεις;» µε ρώτησε χαϊδεύοντάς µου το κεφάλι µε µια πατρική κίνηση. Εγώ δεν µπορούσα ακόµα να πιστέψω ότι ήµουν ζωντανή. Είχα κοιµηθεί δυο-τρεις ώρες σαν αναίσθητη, χωρίς όνειρα. Έτριψα τον καρπό του χεριού µου και το χέρι µου για να επαναφέρω την κυκλοφορία του αίµατος. «Πάµε για πρωινό, αυτό είναι το πιο βασικό γεύµα της ηµέρας. Μ’ ένα καλό πρωινό µπορώ να οδηγήσω είκοσι ώρες», µου ανακοίνωσε από την τουαλέτα, όπου είχε καθίσει µ’ ένα τσιγάρο ανάµεσα στα χείλη. Σε λίγο τον άκουσα να κάνει ντους και να βουρτσίζει τα δόντια του, µετά επέστρεψε στο δωµάτιο, ντύθηκε σιγοτραγουδώντας και ξάπλωσε στο κρεβάτι φορώντας τις καουµπόικες µπότες του, αποµίµηση δέρµατος σαύρας, για να δει τηλεόραση. Κούνησα σιγά-σιγά τα µουδιασµένα µου κόκαλα, σηκώθηκα όρθια µε κινήσεις ετοιµόρροπης γριάς, έφτασα παραπατώντας ως το µπάνιο κι έκλεισα την πόρτα. Το ζεστό ντους έπεσε πάνω µου σαν βάλσαµο. Λούστηκα µε το κοινό σαµπουάν του µοτέλ και έτριψα το κορµί µου µε µανία, προσπαθώντας να σβήσω µε το σαπούνι τα αίσχη της νύχτας. Είχα µελανιές και γδαρσίµατα στα πόδια µου, στα

στήθη και στη µέση µου· ο καρπός και το δεξί µου χέρι είχαν παραµορφωθεί απ’ το πρήξιµο. Ένιωθα ένα γενικό πόνο κι ένα κάψιµο στη µήτρα και στον πρωκτό, ανάµεσα στα πόδια µου έτρεχε ένα ρυάκι αίµατος· έφτιαξα µια σερβιέτα µε χαρτί τουαλέτας, φόρεσα την κιλότα µου και τα υπόλοιπα ρούχα µου. Ο φορτηγατζής έβαλε δυο χάπια στο στόµα του και τα κατάπιε µε µισό µπουκάλι µπίρα, µετά µου πρόσφερε την υπόλοιπη, την τελευταία απ’ όσες είχε αγοράσει, κι άλλα δύο χάπια. «Παρ’ τα, είναι ασπιρίνες, βοηθάνε στο λαµπικάρισµα. Σήµερα θα φτάσουµε στο Λας Βέγκας. Σε συµφέρει να έρθεις µαζί µου, κοριτσάκι, τα κόµιστρα τα έχεις ήδη πληρώσει», µου είπε. Πήρε την τσάντα του, βεβαιώθηκε ότι δεν είχε αφήσει τίποτα πίσω και βγήκε απ’ το δωµάτιο. Τον ακολούθησα, νιώθοντας µεγάλη αδυναµία, ως το φορτηγό. Ο ουρανός είχε µόλις αρχίσει να φωτίζει. Λίγο αργότερα κάναµε στάση σ’ ένα εστιατόριο για περαστικούς ταξιδιώτες, όπου υπήρχαν πολλά άλλα βαριά οχήµατα κι ένα τρέιλερ. Στο εσωτερικό, το άρωµα του χοιρινού λίπους και του καφέ κέντρισε την πείνα µου, είχα φάει όλες κι όλες δύο ρυζογκοφρέτες και µια χούφτα τηγανητές πατάτες µέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Ο οδηγός µπήκε στο εστιατόριο µοιράζοντας χαµόγελα δεξιά κι αριστερά και κάνοντας αστειάκια µε τους άλλους συναδέλφους του, τους οποίους κατά τα φαινόµενα γνώριζε, ανταλλάσσοντας φιλάκια µε την ιδιοκτήτρια και χαιρετώντας µε µασηµένα ισπανικά τους δύο Γουατεµαλέζους που µαγείρευαν. Ζήτησε χυµό πορτοκάλι, αβγά, λουκάνικα, τηγανίτες, ψηµένο ψωµί και καφέ για δύο, ενώ εγώ κοιτούσα µε περιέργεια το µουσαµά του πατώµατος, τους ανεµιστήρες του ταβανιού, το βουναλάκι µε τα τσουρεκά-

210

211

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κια κάτω από ένα γυάλινο σκέπασµα στον πάγκο. Όταν έφεραν το φαγητό, ο Φέτζγουικ µου έπιασε τα δυο χέρια πάνω στο τραπέζι, έσκυψε θεατρικά το κεφάλι κι έκλεισε τα µάτια. «Ευχαριστώ, Κύριε, γι’ αυτό το θρεπτικό γεύµα και γι’ αυτή την όµορφη µέρα. Ευλόγησέ µας, Κύριε, και προστάτεψε το υπόλοιπο ταξίδι µας. Αµήν». Κοίταξα χωρίς καµία ελπίδα τους άντρες που έτρωγαν µε θόρυβο στα άλλα τραπέζια, τη γυναίκα µε το βαµµένο µαλλί και το κουρασµένο ύφος που σέρβιρε καφέ, τους χιλιόχρονους Ινδιάνους που µαγείρευαν αβγά και µπέικον στην κουζίνα. Σε ποιον θα µπορούσα να στραφώ; Τι θα µπορούσα να τους πω; Ότι είχα κάνει οτοστόπ κι ότι είχα ξεπληρώσει την εξυπηρέτηση σ’ ένα µοτέλ, ότι ήµουν ηλίθια και άξιζα την τύχη µου; Έσκυψα το κεφάλι όπως και ο φορτηγατζής και προσευχήθηκα σιωπηρά: «Μη µε εγκαταλείπεις, παππού, φρόντισέ µε». Μετά, καταβρόχθισα µέχρι και το τελευταίο ίχνος του πρωινού µου.

των δρόµων· ακατέργαστη κοκαΐνη και κρακ κυκλοφορούν κυρίως ανάµεσα στους φτωχούς, οι οποίοι εισπνέουν επίσης βενζίνη, κόλλα, διαλυτικό βερνικιού κι άλλα δηλητήρια· για όσους ενδιαφέρονται για την ποικιλία υπάρχουν και παραισθησιογόνα διάφορων τύπων, κοκαΐνη, ηρωίνη και τα παράγωγά τους, αµφεταµίνες κι ένα ολόκληρο µενού από φάρµακα της µαύρης αγοράς, όµως στο δικό µας νησάκι οι επιλογές είναι πολύ λιγότερες, µόνο αλκοόλ για όποιον το επιθυµεί, µαριχουάνα και ακατέργαστη κοκαΐνη για τους νέους. «Πρέπει να έχεις τα µάτια σου δεκατέσσερα µε τα παιδιά, γκρινγκουλίτσα, απαγορεύονται τα ναρκωτικά στο σχολείο», µε ορµήνεψε η Μπλάνκα Σνάκε και προχώρησε εξηγώντας µου πώς να αντιλαµβάνοµαι τα συµπτώµατα στους µαθητές. Πού να ξέρει αυτή ότι εγώ έχω ειδικότητα σ’ αυτόν τον τοµέα. Κάποια στιγµή, καθώς επιβλέπαµε τα παιδιά στο διάλειµµα, η Μπλάνκα σχολίασε ότι η Ασουσένα Κοράλες δεν είχε εµφανιστεί στο µάθηµα και φοβόταν ότι θα παρατούσε τις σπουδές της, όπως και τα µεγαλύτερα αδέλφια της, απ’ τα οποία κανένα δεν τελείωσε το σχολείο. Είπε ακόµα ότι δεν γνώριζε τη µητέρα του Χουανίτο, γιατί εκείνη είχε φύγει όταν η Μπλάνκα έφτασε στο νησί, ήξερε όµως ότι ήταν µια πανέξυπνη κοπέλα, που έµεινε έγκυος στα δεκαπέντε της χρόνια και, όταν έκανε το παιδί, έφυγε ρίχνοντας µαύρη πέτρα πίσω της. Τώρα ζούσε στην Κεγιόν, στα νότια του Μεγάλου Νησιού, όπου υπήρχαν οι περισσότερες καλλιέργειες σολοµού, προτού καταφθάσει ο ιός που σκότωσε τα ψάρια. Την εποχή κατά την οποία ανθούσε το εµπόριο του σολοµού, η Κεγιόν ήταν κάτι σαν το Φαρ Ουέστ, περιοχή για τυχοδιώκτες και µοναχικούς άντρες που έπαιρναν το νόµο στα χέρια τους,

Απ’ τη θέση της στο χάρτη, τόσο µακριά από τις Ηνωµένες Πολιτείες και τόσο κοντά στο πουθενά, η Χιλή βρίσκεται έξω από τη συνηθισµένη διαδροµή του εµπορίου ναρκωτικών, όµως τα ναρκωτικά έχουν φτάσει και εδώ, όπως και στον υπόλοιπο κόσµο. Βλέπει κανείς κάποια παιδιά χαµένα στα σύννεφα· συναπαντήθηκα µε έναν απ’ αυτούς στο φέρι, όταν περνούσα τη διώρυγα του Τσακάο για να φτάσω στο Τσιλοέ, έναν απελπισµένο που ήδη βρισκόταν στο στάδιο των αόρατων όντων, άκουγε φωνές, µιλούσε µόνος του, χειρονοµούσε. Η µαριχουάνα είναι προσβάσιµη σε οποιονδήποτε, είναι πιο κοινή και πιο φτηνή ακόµα κι απ’ τα τσιγάρα, την αγοράζει κανείς στις γωνιές

212

213

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

και για γυναίκες ελαφρών ηθών µε επιχειρηµατικό πνεύµα, ικανές να κερδίσουν µέσα σε µια βδοµάδα όσα κέρδιζε ένας εργάτης µέσα σ’ ένα χρόνο. Οι γυναίκες που είχαν τη µεγαλύτερη ζήτηση ήταν οι Κολοµβιανές, τις οποίες ο Τύπος αποκαλούσε «περιοδεύουσες εργάτριες του σεξ» και οι ευχαριστηµένοι πελάτες «τορνευτούς µελαχρινούς πισινούς». «Η Ασουσένα ήταν καλή µαθήτρια, όπως κι η αδελφή της, αλλά ξαφνικά έγινε ακοινώνητη και άρχισε να αποφεύγει τις παρέες. ∆εν ξέρω τι µπορεί να της συνέβη», µου είπε η θεία Μπλάνκα. «∆εν ήρθε ούτε για τη λάτρα στο σπίτι µας. Τελευταία φορά που την είδα ήταν τη νύχτα της καταιγίδας, όταν ήρθε για να βρει τον Μανουέλ, γιατί ο Καρµέλο Κοράλες ήταν πολύ άρρωστος». «Ο Μανουέλ µού τα είπε. Ο Καρµέλο Κοράλες είχε πάθει κρίση υπογλυκαιµίας, κάτι συνηθισµένο στους µεθύστακες διαβητικούς, αλλά το να του δώσει µέλι ήταν µια πολύ παρακινδυνευµένη απόφαση εκ µέρους του Μανουέλ· θα µπορούσε να τον σκοτώσει. Φαντάσου τι ευθύνη πήρε!» «Έτσι κι αλλιώς, ήταν µισοπεθαµένος, θεία Μπλάνκα. Ο Μανουέλ είναι αξιοθαύµαστα ψύχραιµος. Έχεις προσέξει ότι ποτέ δεν ενοχλείται και ποτέ δεν βιάζεται;» «Είναι απ’ την µπουρµπουλήθρα στον εγκέφαλό του», µε πληροφόρησε η Μπλάνκα. Έµαθα έτσι ότι δέκα χρόνια πριν ανακάλυψαν στον Μανουέλ ένα ανεύρυσµα, που µπορεί να διαρραγεί οποιαδήποτε στιγµή. Και το µαθαίνω µόλις τώρα! Κατά την Μπλάνκα, ο Μανουέλ ήρθε στο Τσιλοέ για να ζήσει τις µέρες που του έµεναν µε πληρότητα σ’ αυτό το υπέροχο

τοπίο, µέσα σε γαλήνη και ηρεµία, κάνοντας αυτό που του αρέσει, γράφοντας και µελετώντας. «Το ανεύρυσµα ισοδυναµεί µε θανατική καταδίκη, αυτό τον έχει κάνει εξαιρετικά παράτολµο, αλλά όχι αδιάφορο. Ο Μανουέλ εκµεταλλεύεται πολύ καλά το χρόνο του, γκρινγκουλίτσα. Ζει στο παρόν, ώρα µε την ώρα, κι έχει συµβιβαστεί πολύ περισσότερο µε την ιδέα του θανάτου απ’ ό,τι εγώ, που επίσης έχω µέσα µου µια ωρολογιακή βόµβα. Κάποιοι άλλοι περνούν χρόνια ολόκληρα διαλογισµού στα µοναστήρια, χωρίς να καταφέρουν να φτάσουν την ψυχική γαλήνη που έχει ο Μανουέλ». «Βλέπω ότι κι εσύ πιστεύεις ότι είναι σαν τον Σιντάρτα». «Ποιον;» «Ξέχνα το». Έχω την εντύπωση ότι ο Μανουέλ Αρίας ποτέ δεν ένιωσε µεγάλο έρωτα, σαν εκείνον των παππούδων µου, γι’ αυτό και του φτάνει να ζει σαν µοναχικός λύκος. Η φυσαλίδα στον εγκέφαλό του τού χρησιµεύει για δικαιολογία για να αποφεύγει τον έρωτα. Είναι δυνατόν να µη βλέπει την Μπλάνκα; «Χριστέ κι απόστολε!» όπως θα έλεγε κι η Εντουβίχις. «Έχω την εντύπωση ότι προσπαθείς να του τα φτιάξεις µε την Μπλάνκα». Αυτός ο διαβρωτικός ροµαντισµός είναι αποτέλεσµα των ροζ µυθιστορηµάτων που διαβάζω τελευταία. Η αναπόφευκτη ερώτηση είναι γιατί ο Μανουέλ δέχτηκε να φιλοξενήσει στο σπίτι του µια τύπισσα σαν κι εµένα, µια άγνωστη, κάποια που ήρθε από άλλο κόσµο, µε ύποπτες συνήθειες και, επιπλέον, καταζητούµενη· πώς είναι δυνατόν η φιλία του µε τη γιαγιά µου, την οποία έχει να δει αρκετές δεκαετίες, να βαραίνει

214

215

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

περισσότερο στη ζυγαριά του απ’ ό,τι η απαραίτητη ηρεµία του. «Ο Μανουέλ ανησυχούσε πολύ που θα ερχόσουν», µου είπε η Μπλάνκα, όταν τη ρώτησα. «Πίστευε ότι θα του έκανες άνω-κάτω τη ζωή, αλλά δεν µπορούσε να αρνηθεί αυτή τη χάρη στη γιαγιά σου, γιατί, όταν τον εξόρισαν το 1975, κάποιος του είχε και του ίδιου προσφέρει καταφύγιο». «Ο πατέρας σου εννοείς». «Ναι. Εκείνη την εποχή ήταν παρακινδυνευµένο να βοηθάς καταζητούµενους της δικτατορίας. Και τον πατέρα µου τον προειδοποίησαν πολλές φορές, έχασε φίλους και συγγενείς, ακόµα και τα αδέλφια µου είχαν ενοχληθεί απ’ αυτό. Ο Λίονελ Σνάκε να δίνει καταφύγιο σ’ έναν κοµµουνιστή! Εκείνος όµως έλεγε ότι, εάν σ’ αυτή τη χώρα δεν µπορεί κάποιος να βοηθάει τον πλησίον του, τότε είναι καλύτερα να ξενιτευτεί. Ο πατέρας µου πίστευε ότι είναι στο απυρόβλητο, έλεγε ότι οι στρατιωτικοί δεν θα τολµήσουν να τον αγγίξουν. Η έπαρση της τάξης του σ’ αυτήν την περίπτωση τον βοήθησε να κάνει κάτι καλό». «Και τώρα ο Μανουέλ ξεπληρώνει το χρέος του στον δον Λίονελ, βοηθώντας εµένα. Ο τσιλοΐτικος νόµος της αµοιβαιότητας µε τη µέθοδο της καραµπόλας». «Ακριβώς». «Οι φόβοι του Μανουέλ σε σχέση µ’ εµένα ήταν απόλυτα δικαιολογηµένοι, θεία Μπλάνκα. Έφτασα σαν ταύρος αποφασισµένος να του σπάσει όλα τα γυαλικά…» «Αυτό όµως του έχει κάνει πάρα πολύ καλό!» µε διέκοψε εκείνη. «Τον βλέπω αλλαγµένο, γκρινγκουλίτσα, είναι πιο χαλαρός από πριν». «Χαλαρός; Αυτός είναι πιο σφιχτός κι από ναυτικό κόµπο. Πιστεύω ότι πάσχει από κατάθλιψη».

«Είναι ο χαρακτήρας του, γκρινγκουλίτσα. ∆εν ήταν ποτέ της κωµωδίας». Ο τόνος της φωνής και το απλανές βλέµµα της Μπλάνκα µού αποκάλυψαν πόσο τον αγαπούσε. Μου αφηγήθηκε ότι ο Μανουέλ ήταν τριάντα εννέα χρονών όταν εξορίστηκε στο Τσιλοέ και έµεινε στο σπίτι του δον Λίονελ Σνάκε. Ήταν ψυχικά τραυµατισµένος από έναν και παραπάνω χρόνο στη φυλακή, από την εξορία, την απώλεια της οικογένειάς του, των φίλων του, της δουλειάς του, των πάντων εν ολίγοις, ενώ για εκείνην ήταν µια εποχή θεσπέσια. Την είχαν εκλέξει βασίλισσα της οµορφιάς και ετοιµαζόταν να παντρευτεί. Η αντίθεση ανάµεσα στους δύο ήταν καταστροφικά σκληρή. Η Μπλάνκα δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τον φιλοξενούµενο του πατέρα της, την τραβούσε όµως το τραγικό και µελαγχολικό του ύφος· σε σύγκριση µ’ αυτόν, οι άλλοι άντρες, περιλαµβανοµένου και του αρραβωνιάρη, της έµοιαζαν ανούσιοι. Τη νύχτα προτού φύγει ο Μανουέλ για την εξορία, την εποχή ακριβώς που οι Σνάκε γιόρταζαν την επιστροφή στην οικογένεια των κρατικοποιηµένων κτηµάτων στο Οσόρνο, εκείνη πήγε στο δωµάτιο του Μανουέλ για να του χαρίσει λίγη ευτυχία, κάτι αξιοµνηµόνευτο, που εκείνος θα µπορούσε να πάρει µαζί του στην Αυστραλία. Η Μπλάνκα είχε ήδη κάνει έρωτα µε τον αρραβωνιαστικό της, έναν πετυχηµένο µηχανικό από πλούσια οικογένεια, µέλος της στρατιωτικής κυβέρνησης, καθολικό, διαµετρικά αντίθετο από τον Μανουέλ και κατάλληλο για µια νέα της τάξης της, αυτό όµως που έζησε µε τον Μανουέλ εκείνη τη νύχτα ήταν πολύ διαφορετικό. Το πρωί τούς βρήκε αγκαλιασµένους και θλιµµένους, σαν δυο ορφανά. «Το δώρο µού το έκανε εκείνος. Ο Μανουέλ µε άλλα-

216

217

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ξε, µου έδωσε µιαν άλλη προοπτική για τον κόσµο. ∆εν µου αφηγήθηκε όσα είχε περάσει, όταν τον είχαν πιάσει, ούτε µιλάει ποτέ γι’ αυτά, ένιωσα όµως τα βασανιστήριά του πάνω στο ίδιο µου το δέρµα. Λίγο αργότερα διέλυσα τη σχέση µε τον αρραβωνιαστικό µου και έφυγα ταξίδι», µου είπε η Μπλάνκα. Στα επόµενα είκοσι χρόνια η Μπλάνκα έπαιρνε τακτικά νέα του, γιατί ο Μανουέλ ποτέ δεν σταµάτησε να γράφει στον δον Λίονελ· έτσι έµαθε για τα διαζύγιά του, την παραµονή του στην Αυστραλία, µετά στην Ισπανία, την επιστροφή του στη Χιλή το 1998. Τότε η ίδια ήταν παντρεµένη, µε δύο κόρες σε εφηβική ηλικία. «Ο γάµος µου παρέπαιε, ο άντρας µου ήταν ένας απ’ αυτούς τους αδιόρθωτους γυναικάδες, φτιαγµένος για να τον υπηρετούν οι γυναίκες. Θα έχεις καταλάβει πόσο φαλλοκρατική είναι αυτή η χώρα, Μάγια. Ο άντρας µου µε παράτησε όταν διαγνώστηκε ο καρκίνος µου· δεν µπορούσε να ανεχτεί την ιδέα ότι θα πλάγιαζε µε µια γυναίκα χωρίς στήθη». «Και τι έγινε ανάµεσα σ’ εσένα και τον Μανουέλ;» «Τίποτα. Ξανασυναντηθήκαµε εδώ στο Τσιλοέ, και οι δύο αρκετά τραυµατισµένοι απ’ τη ζωή». «Τον αγαπάς, έτσι;» «∆εν είναι τόσο απλό…» «Τότε πρέπει να του το πεις», τη διέκοψα. «Αν περιµένεις να πάρει εκείνος την πρωτοβουλία, ζήσε, Μάη µου, να φας τριφύλλι». «Οποιαδήποτε στιγµή µπορεί να υποτροπιάσει ο καρκίνος µου, Μάγια. Κανένας άντρας δεν θέλει να έχει στο πλάι του µια γυναίκα µε τέτοιο πρόβληµα». «Κι οποιαδήποτε στιγµή µπορεί να σκάσει αυτή η κα-

ταραµένη φυσαλίδα του Μανουέλ, θεία Μπλάνκα. ∆εν έχετε χρόνο για χάσιµο». «Μη διανοηθείς να χώσεις τη µύτη σου σ’ αυτό το θέµα! Το τελευταίο που χρειαζόµαστε είναι µια Αµερικάνα προξενήτρα», µε προειδοποίησε αναστατωµένη. Φοβάµαι ότι, αν δεν χώσω τη µύτη µου, θα πεθάνουν από γηρατειά χωρίς να λυθεί το πρόβληµά τους. Λίγο αργότερα, όταν έφτασα στο σπίτι, βρήκα τον Μανουέλ καθισµένο σε µια πολυθρόνα απέναντι απ’ το παράθυρο, να επεξεργάζεται κάποιες σκόρπιες σελίδες, µε ένα φλιτζάνι τσάι επάνω στο τραπέζι, τον Χαζόγατο στα πόδια του και τον Γατόσοφο κουλουριασµένο πάνω στο χειρόγραφο. Το σπίτι µύριζε ζάχαρη, γιατί η Εντουβίχις είχε φτιάξει µαρµελάδα βερίκοκο µε τα τελευταία φρούτα της εποχής. Το γλυκό κρύωνε σε µια σειρά από ανακυκλωµένα βαζάκια διάφορων µεγεθών, έτοιµο για το χειµώνα, όταν τελειώνει η εποχή της αφθονίας και κοιµάται η γη, όπως λέει η ίδια. Ο Μανουέλ µε άκουσε να µπαίνω και µου έκανε µια αφηρηµένη χειρονοµία µε το χέρι, χωρίς όµως να σηκώσει τα µάτια απ’ τα χαρτιά του. Αχ, παππού µου! ∆εν θα µπορούσα να το αντέξω αν συνέβαινε κάτι στον Μανουέλ, φύλαξέ µε να µη µου πεθάνει και αυτός. Τον πλησίασα στις µύτες των ποδιών και τον αγκάλιασα από πίσω – ένα αγκάλιασµα θλιµµένο. Έχασα το φόβο µου για τον Μανουέλ από εκείνη τη νύχτα που µπήκα απρόσκλητη στο κρεβάτι του· τώρα του παίρνω το χέρι, του δίνω φιλιά, τρώω µπουκιές απ’ το πιάτο του –κάτι που τον ενοχλεί ιδιαίτερα–, ακουµπάω το κεφάλι µου στα γόνατά του όταν διαβάζουµε, του ζητάω να µου ξύσει την πλάτη, κι εκείνος, τροµοκρατηµένος, το κάνει. Έχει πάψει να αντιδρά όταν χρησιµοποιώ τα ρούχα του και το κοµπιούτερ του ή όταν

218

219

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

διορθώνω το βιβλίο του – η αλήθεια είναι ότι γράφω καλύτερα από εκείνον. Έχωσα τη µύτη µου στο σκληρό του δέρµα και τα δάκρυά µου έπεσαν πάνω του σαν διαµαντάκια. «Συµβαίνει κάτι;» µε ρώτησε παραξενεµένος. «Συµβαίνει ότι σ’ αγαπάω», του οµολόγησα. «Να λείπουν οι τρυφερότητες, δεσποινίς. Λίγο σεβασµό για την ηλικία µου», µουρµούρισε.

Strip–, την καρδιά του Λας Βέγκας, µ’ ένα χαρτζιλίκι δέκα δολαρίων, γιατί του θύµιζα την κόρη του, όπως µε διαβεβαίωσε, και για να µου το αποδείξει, µου έδειξε στο κινητό του ένα ξανθό πλάσµα περίπου πέντε χρονών. Καθώς έφευγε, µου χάιδεψε το κεφάλι και µε αποχαιρέτησε µε ένα «ο Θεός να σ’ ευλογεί, κορίτσι µου». Συνειδητοποίησα ότι δεν φοβόταν τίποτε κι ότι συνέχιζε µε ήσυχη τη συνείδησή του· αυτή πρέπει να ήταν µια απ’ τις πολλές παρόµοιες συναντήσεις του, για τις οποίες ήταν προετοιµασµένος µε το πιστόλι, τις χειροπέδες, το αλκοόλ και το ναρκωτικό· µέσα σε ελάχιστα λεπτά µε είχε ξεχάσει. Σε κάποια στιγµή του µονολόγου του µου είχε δώσει να καταλάβω ότι υπήρχαν δεκάδες έφηβοι, αγόρια και κορίτσια, σκαστοί απ’ τα σπίτια τους, που προσφέρονταν στους αυτοκινητοδρόµους θυσία στους οδηγούς· ήταν µια κανονική κουλτούρα παιδικής πορνείας. Το µοναδικό θετικό που θα µπορούσα να πω για εκείνον ήταν ότι πήρε προφυλάξεις για να µην κολλήσω κάποια ασθένεια. Προτιµώ να µην ξέρω τις λεπτοµέρειες του τι συνέβη εκείνη τη νύχτα στο µοτέλ, θυµάµαι όµως ότι το πρωί υπήρχαν χρησιµοποιηµένα προφυλακτικά στο πάτωµα. Ήµουν τυχερή, µε βίασε µε προφυλακτικά. Εκείνη την ώρα ο αέρας στο Λας Βέγκας είχε δροσίσει, αλλά η άσφαλτος εξακολουθούσε να διατηρεί την άνυδρη ζέστη των προηγούµενων ωρών. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τις ακραίες καταστάσεις των τελευταίων ωρών, πνιγµένη από τα κραυγαλέα φώτα αυτής της εξωπραγµατικής πόλης, που είχε ξεπηδήσει από την άµµο της ερήµου σαν από κάποιο καπέλο ταχυδακτυλουργού. Στους δρόµους επικρατούσε µια µόνιµη γιορτή: κίνηση, λεωφορεία, λιµουζίνες, µουσική· κό-

Έπειτα απ’ το άφθονο πρωινό µε τον Ρόι Φέτζγουικ, ταξίδεψα µε το φορτηγό του την υπόλοιπη ηµέρα, µε µουσική κάντρι και τους ευαγγελιστές κήρυκες στο ραδιόφωνο και τον ασταµάτητο µονόλογό του, τον οποίο µετά βίας άκουγα, γιατί ήµουν σχεδόν µισοκοιµισµένη από την επίδραση του υπνωτικού κι από την κούραση εκείνης της φριχτής νύχτας. Είχα δυο-τρεις ευκαιρίες να το σκάσω κι εκείνος δεν θα είχε κάνει καµία προσπάθεια να µε συγκρατήσει, είχε χάσει το ενδιαφέρον του για µένα, δεν είχα όµως τις δυνάµεις, ένιωθα το κορµί µου πλαδαρό και το µυαλό µου µπερδεµένο. Κάναµε στάση σ’ ένα βενζινάδικο και, ενώ εκείνος αγόραζε τσιγάρα, πήγα στο µπάνιο. Η φούσκα µου πήγαινε να σπάσει, αλλά είχα ακόµη αίµα. Σκέφτηκα να µείνω στην τουαλέτα µέχρι να φύγει το φορτηγό του Φέτζγουικ, αλλά η κούραση κι ο φόβος να πέσω στα χέρια κάποιου άλλου φιλάνθρωπου µού έβγαλαν αυτή την ιδέα απ’ το µυαλό. Γύρισα µε το κεφάλι σκυµµένο στο όχηµα, κουλουριάστηκα στη γωνιά µου κι έκλεισα τα µάτια. Φτάσαµε στο Λας Βέγκας την ώρα που έπεφτε το βράδυ, ενώ είχα αρχίσει να νιώθω κάπως καλύτερα. Ο Φέτζγουικ µε άφησε στην κεντρική λεωφόρο –στο

220

221

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σµος παντού: γέροι µε κοντά παντελονάκια και χαβανέζικα πουκάµισα, ώριµες γυναίκες µε τεχνητό µαύρισµα, τεξανά καπέλα και µπλουτζίν στολισµένα µε πούλιες, κανονικοί τουρίστες και φτωχαδάκια, πάρα πολλοί παχύσαρκοι. Η απόφασή µου να τιµωρήσω τον πατέρα µου εξακολουθούσε να ισχύει, τον κατηγορούσα για όλες τις ατυχίες µου, ήθελα όµως πάρα πολύ να µιλήσω µε τη γιαγιά µου. Σ’ αυτή την εποχή των κινητών είναι σχεδόν αδύνατον να βρεις τηλέφωνο µε κέρµατα. Στο µοναδικό τηλέφωνο που βρήκα σε καλή κατάσταση η τηλεφωνήτρια ή δεν µπορούσε ή δεν ήθελε να προωθήσει ένα τηλεφώνηµα µε χρέωση του παραλήπτη. Πήγα να χαλάσω το νόµισµα των δέκα δολαρίων σε κέρµατα σ’ ένα ξενοδοχοκαζίνο, ένα απ’ αυτά τα πολυτελέστατα συγκροτήµατα µε φοίνικες φερµένους απ’ την Καραϊβική, ηφαιστειακές εκρήξεις, τεχνητές φωτιές, καταρράκτες χρωµάτων και παραλίες χωρίς θάλασσα. Η επίδειξη της ευτυχίας και της χυδαιότητας περιορίζεται σε ελάχιστα οικοδοµικά τετράγωνα, όπου επίσης αφθονούν τα πορνεία, τα µπαρ, τα χαρτοπαίγνια, οι αίθουσες για µασάζ, τα πορνοσινεµά. Στη µια άκρη της λεωφόρου µπορεί κανείς να παντρευτεί µέσα σε επτά λεπτά σ’ ένα παρεκκλήσι µε φωτεινές καρδιές που αναβοσβήνουν, και στην άλλη άκρη µπορεί να πάρει διαζύγιο εξίσου γρήγορα. Έτσι το περιέγραψα αρκετούς µήνες αργότερα στη γιαγιά µου, αν και η αλήθεια αυτή ήταν µισή, γιατί στο Λας Βέγκας υπάρχουν γειτονιές λεφτάδων µε πλουσιόσπιτα πίσω από ψηλά κάγκελα, συνοικίες της µεσαίας τάξης, όπου οι µητέρες κυκλοφορούν µε τα καροτσάκια των µωρών τους, υποβαθµισµένα προάστια µε ζητιάνους και συµµορίες, υπάρχουν σχολεία, εκκλησίες, µουσεία και πάρκα που τα

είδα µόνο από µακριά, αφού η ζωή µου στην πόλη αυτή ξετυλίχτηκε τη νύχτα. Πήρα τηλέφωνο στο σπίτι που ανήκε στον πατέρα µου και στη Σούζαν, όπου τώρα ζούσε µόνη η Νίνι µου. ∆εν ήξερα αν η Άντζι την είχε ειδοποιήσει για την απουσία µου, αν και είχαν περάσει δύο µέρες από τότε που εξαφανίστηκα από την ακαδηµία. Το τηλέφωνο χτύπησε τέσσερις φορές και ο τηλεφωνητής µού είπε να αφήσω µήνυµα· µετά θυµήθηκα ότι τις Πέµπτες η γιαγιά µου υπηρετεί εθελοντικά στο νοσοκοµείο για τους µελλοθανάτους, ανταποδίδοντας έτσι τη βοήθεια που της είχαν προσφέρει όταν πέθαινε ο παππούς µου. Έκλεισα το τηλέφωνο· δεν υπήρχε περίπτωση να βρω κανέναν µέχρι το επόµενο πρωί. Εκείνη την ηµέρα είχα φάει πολύ νωρίς το πρωί, δεν θέλησα να φάω το µεσηµέρι µε τον Φέτζγουικ, κι έτσι εκείνη την ώρα ένιωθα µια κανονική τρύπα στο στοµάχι µου, αλλά αποφάσισα να κρατήσω τα νοµίσµατά µου για το τηλεφώνηµα. Άρχισα να περπατάω προς την αντίθετη κατεύθυνση από τα φώτα των καζίνων, όσο πιο µακριά γινόταν από το πλήθος, από την εξωπραγµατική λάµψη των φωτεινών επιγραφών, από τον καταιγιστικό θόρυβο της κίνησης. Η εξωπραγµατική πόλη εξαφανίστηκε κι έδωσε τη θέση της σε µια άλλη, σιωπηλή και βαρύθυµη. Προχωρώντας χωρίς στόχο, αποπροσανατολισµένη, έφτασα σ’ ένα υπναλέο σοκάκι, κάθισα σ’ ένα στεγασµένο παγκάκι µιας στάσης λεωφορείου, στηριγµένη στο σακίδιό µου, και προσπάθησα να ξεκουραστώ. Ήµουν τόσο κουρασµένη, που µε πήρε αµέσως ο ύπνος. Ύστερα από λίγο µε ξύπνησε ένας άγνωστος αγγίζο-

222

223

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ντάς µε στον ώµο. «Μπορώ να σας πάω σπίτι σας, ωραία κοιµωµένη;» µε ρώτησε µε φωνή που χρησιµοποιούν για να δαµάζουν άλογα. Ήταν κοντός, πολύ λεπτός, µε καµπουριαστή πλάτη, κουνελίσιο πρόσωπο, µαλλί λιπαρό αχυρέ. «Στο σπίτι µου;» επανέλαβα µπερδεµένη. Μου άπλωσε το χέρι χαµογελώντας και δείχνοντας µια σειρά από διάστικτα δόντια και µου είπε τ’ όνοµά του: Μπράντον Λίµαν. Σ’ εκείνη την πρώτη µας συνάντηση ο Μπράντον Λίµαν ήταν ντυµένος από πάνω ως κάτω στο χακί, πουκάµισο και παντελόνι µε διάφορες τσέπες και παπούτσια µε λαστιχένιες σόλες. Είχε το καθησυχαστικό ύφος ενός φύλακα πάρκου. Τα µεγάλα µανίκια του κάλυπταν τα τατουάζ µε θέµατα από πολεµικές τέχνες και τις µελανιές απ’ τις βελόνες, τις οποίες θα έβλεπα πολύ αργότερα. Ο Λίµαν είχε κάνει δυο φορές φυλακή και τον καταζητούσε η αστυνοµία σε διάφορες πολιτείες, αλλά εκείνος στο Λας Βέγκας ένιωθε ασφαλής, οπότε είχε µετατρέψει την πόλη σε προσωρινή κρυψώνα του. Ήταν κλέφτης, έµπορος ναρκωτικών και ηρωινοµανής, τίποτε δεν τον ξεχώριζε από τους άλλους ανθρώπους του είδους του σ’ αυτή την πόλη. Κυκλοφορούσε ένοπλος για αυτοπροστασία και από συνήθεια, όχι γιατί είχε προδιάθεση στη βία. Και όποτε ήταν απαραίτητο, είχε µαζί του δυο µαντρόσκυλα, τον Τζο Μάρτιν απ’ το Κάνσας και τον Σχιστοµάτη, ένα βλογιοκοµµένο Φιλιππινέζο που είχε γνωρίσει στη φυλακή. Ήταν τριάντα οχτώ χρονών, αλλά έµοιαζε πενήντα. Εκείνη την Πέµπτη έβγαινε απ’ τη σάουνα, µία από τις ελάχιστες απολαύσεις που επέτρεπε στον εαυτό του, όχι λόγω αναχωρητισµού, αλλά επειδή είχε φτάσει σε σηµείο απόλυτης αδιαφορίας για όλα εκτός από τη λευκή του νύφη, το

χιόνι του, τη βασίλισσά του, τη γλυκύτατη άσπρη του. Είχε µόλις ρίξει την ένεσή του και ένιωθε ανανεωµένος και γεµάτος διάθεση να ξεκινήσει το νυχτερινό του γύρο. Από το αυτοκίνητό του, ένα βανάκι που έµοιαζε µε νεκροφόρα, ο Λίµαν µε είχε δει να κοιµάµαι στο παγκάκι του δρόµου. Όπως µου εξήγησε αργότερα, είχε εµπιστοσύνη στο ένστικτό του για το ποιόν των ανθρώπων, κάτι πολύ χρήσιµο στη δουλειά του, κι εγώ του φάνηκα σαν ακατέργαστο διαµάντι. Έκανε το γύρο του τετραγώνου, πέρασε ξανά από µπροστά µου αργά-αργά και επιβεβαίωσε την πρώτη του εντύπωση. Εκτίµησε ότι ήµουν γύρω στα δεκαπέντε, υπερβολικά µικρή για τις προτάσεις του, αλλά δεν ήταν σε θέση να το παίξει επιλεκτικός, γιατί πήγαιναν µήνες που αναζητούσε κάποιαν σαν κι εµένα. Σταµάτησε πενήντα µέτρα από το µέρος όπου καθόµουν, κατέβηκε από τ’ αµάξι, διέταξε τους παρατρεχάµενούς του να εξαφανιστούν µέχρι να τους ξαναφωνάξει, και πλησίασε τη στάση του λεωφορείου. «∆εν έχω φάει ακόµα. Υπάρχει ένα McDonald’s τρία τετράγωνα από δω. Θες να µου κάνεις παρέα; Κερνάω εγώ», µου είπε. Ανέλυσα στα γρήγορα την κατάσταση. Η πρόσφατη εµπειρία µου µε τον Φέτζγουικ µε είχε κάνει εξαιρετικά επιφυλακτική, αλλά αυτός ο αργόσχολος µε στολή εξερευνητή δεν ενέπνεε κανένα φόβο. «Πάµε;» επέµεινε εκείνος. Τον ακολούθησα µε κάποιες επιφυλάξεις, αλλά µόλις στρίψαµε τη γωνία, φάνηκε στο βάθος η επιγραφή του McDonald’s και µου ήταν αδύνατο να αρνηθώ την πρόκληση· πεινούσα σαν λύκος. Καθώς προχωρούσαµε, αρχίσαµε να συζητάµε και του οµολόγησα ότι µόλις είχα φτάσει στην πόλη, ότι ήµουν περα-

224

225

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στική και ότι θα επέστρεφα στην Καλιφόρνια µόλις τηλεφωνούσα στη γιαγιά µου να µου στείλει χρήµατα. «Εγώ θα µπορούσα να σου δανείσω το κινητό µου για να την καλέσεις, αλλά έχει µείνει από µπαταρία», µου είπε ο Λίµαν. «Ευχαριστώ, αλλά δεν µπορώ να της τηλεφωνήσω πριν από αύριο. Σήµερα η γιαγιά µου δεν είναι στο σπίτι».

πνιγώ µε µια πατάτα. «Μόλις τελείωσα το λύκειο και, προτού πάω στο πανεπιστήµιο, ήθελα να επισκεφτώ το Λας Βέγκας, έχασα όµως το πορτοφόλι µου, γι’ αυτό και πρέπει να τηλεφωνήσω στη γιαγιά µου». «Καταλαβαίνω. Και µια και είσαι εδώ, πρέπει οπωσδήποτε να δεις το Λας Βέγκας, είναι µια Ντίσνεϊλαντ για ενηλίκους. Το ήξερες ότι είναι η πόλη που µεγαλώνει µε το µεγαλύτερο ρυθµό στην Αµερική; Όλος ο κόσµος θέλει να έρθει να µείνει εδώ. Μην αλλάζεις τα σχέδιά σου εξαιτίας µιας µικρής αναποδιάς, µείνε για λίγο. Κοίτα, Σάρα, αν το τσεκ της γιαγιάς σου αργήσει να φτάσει, θα µπορούσα να σου δανείσω λίγα χρήµατα εγώ». «Για ποιο λόγο; Αφού δεν µε γνωρίζεις», απάντησα αναστατωµένη. «Γιατί είµαι ωραίος τύπος. Πόσων χρονών είσαι;» «Σε λίγο συµπληρώνω τα δεκαεννιά». «Φαίνεσαι πιο µικρή». «Είναι παραπλανητικό». Εκείνη τη στιγµή µπήκαν δύο αστυνοµικοί στο McDonald’s, ένας νεαρός µε µαύρα γυαλιά, αν και ήταν ήδη νύχτα, και ποντίκια παλαιστή που έδειχναν να θέλουν να σκίσουν τις ραφές της στολής του, κι ένας άλλος γύρω στα σαράντα πέντε, τίποτα το ιδιαίτερο από εµφάνιση. Ενώ ο νεαρός έδινε την παραγγελία στην κοπέλα µε τα τεχνητά νύχια, ο άλλος πλησίασε και χαιρέτησε τον Μπράντον Λίµαν, ο οποίος µας σύστησε: ο φίλος του, ο αστυνόµος Αράνα, κι εγώ, η ανιψιά του απ’ την Αριζόνα, που είχα έρθει επίσκεψη για µερικές µέρες. Ο αστυνοµικός µε επιθεώρησε µε ερευνητικό βλέµµα στα καθαρά µάτια του, είχε ανοιχτό πρόσωπο, απ’ αυτά που χαµογελούν εύκολα, µε δέρµα κεραµιδί από τον ήλιο της ερήµου. «Να τη φροντί-

Στο McDonald’s οι πελάτες ήταν ελάχιστοι και οι υπάλληλοι τρεις, µια µαύρη έφηβη µε τεχνητά νύχια και δύο Λατινοαµερικανοί, ο ένας µε την Παναγία της Γουαδελούπης στο πουκάµισο. Η µυρωδιά του λίπους ξύπνησε την όρεξή µου και σε ελάχιστο χρόνο ένα διπλό χάµπουργκερ µε πατάτες µού ξανάδωσε την αυτοπεποίθησή µου, στύλωσε τα πόδια µου και καθάρισε το µυαλό µου. ∆εν µου φαινόταν πια και τόσο επείγον αυτό το τηλεφώνηµα στη Νίνι µου. «Το Λας Βέγκας µού φαίνεται πολύ διασκεδαστικό», σχολίασα µε το στόµα µου γεµάτο. «Η πόλη της αµαρτίας, έτσι την ονοµάζουν. ∆εν µου έχεις πει ακόµα το όνοµά σου», είπε ο Λίµαν χωρίς να αγγίξει το φαγητό του. «Σάρα Λαρέντο», αυτοσχεδίασα εγώ, για να µη δώσω το πραγµατικό µου όνοµα σ’ έναν άγνωστο. «Τι έπαθε το χέρι σου;» µε ρώτησε, δείχνοντάς µου τον πρησµένο µου καρπό. «Έπεσα». «Μίλησέ µου για τον εαυτό σου, Σάρα. Μήπως το έχεις σκάσει απ’ το σπίτι σου;» «Σαφώς όχι!» φώναξα αναστατωµένη και παραλίγο να

226

227

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ζεις καλά την ανιψιά σου, Λίµαν. Σ’ αυτή την πόλη ένα καλό κορίτσι µπορεί να χαθεί πολύ εύκολα», είπε και πήγε σ’ ένα άλλο τραπέζι µε το συνάδελφό του. «Αν θέλεις, µπορώ να σου δώσω δουλειά για το καλοκαίρι, ώσπου να πας στο πανεπιστήµιο τον Σεπτέµβριο», µου είπε ο Μπράντον Λίµαν. Η διαίσθησή µου άρχισε να βαράει καµπανάκια µπροστά σε τόση γενναιοδωρία, έπρεπε όµως κάπως να βγάλω τη νύχτα και δεν ήµουν υποχρεωµένη να δώσω άµεση απάντηση σ’ αυτό το ξεπουπουλιασµένο πτηνό. Σκέφτηκα ότι πρέπει να ήταν ένας από εκείνους τους µετανοηµένους αλκοολικούς που έχουν βάλει σκοπό της ζωής τους να σώζουν ψυχές, ένας ακόµα Μάικ Ο’Κέλι, αλλά χωρίς ίχνος απ’ το χάρισµα του Ιρλανδού. Θα δω τι θα µου βγάλει η τύχη, αποφάσισα. Στην τουαλέτα πλύθηκα όσο καλύτερα µπορούσα, βεβαιώθηκα ότι η αιµορραγία µου είχε σταµατήσει, έβαλα την αλλαξιά των ρούχων που πάντα είχα στο σακίδιό µου, βούρτσισα τα δόντια µου και ανανεωµένη ετοιµάστηκα να γνωρίσω το Λας Βέγκας µε τον καινούργιο µου φίλο.

ριοχή εµφανώς υποβαθµισµένη, µε άδεια µαγαζιά, σπίτια µισογκρεµισµένα, σκουπίδια παντού, οµάδες νεαρών αργόσχολων στις εισόδους, ένα-δυο ζητιάνους χωµένους µέσα σε βροµερούς υπνόσακους δίπλα από καροτσάκια των σούπερ µάρκετ γεµάτα από σακούλες µε σαβούρα. «Μην ανησυχείς, µαζί µου είσαι ασφαλής, εδώ µε γνωρίζουν οι πάντες», είπε καθησυχαστικά ο Λίµαν, µαντεύοντας ότι η τάση µου ήταν να ανοίξω την πόρτα και να το σκάσω τρέχοντας. «Υπάρχουν και καλύτερες γειτονιές, αλλά σ’ αυτήν εδώ δεν υπάρχουν περίεργοι, γι’ αυτό κι έχω τη βάση µου εδώ». «Τι δουλειά κάνεις;» ρώτησα. «Θα δεις». Σταµατήσαµε µπροστά σ’ ένα τριώροφο µισοερειπωµένο κτίριο, µε σπασµένα τζάµια και τοίχους γεµάτους συνθήµατα. Ο Λίµαν κι εγώ κατεβήκαµε από το αυτοκίνητο και οι συνεταίροι του συνέχισαν µέχρι το πάρκινγκ, στον πίσω δρόµο. Ήταν πολύ αργά για να κάνω πίσω και ακολούθησα πειθήνια τον Λίµαν, για να µη φανώ δύσπιστη, κάτι που θα µπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις ελάχιστα ευνοϊκές για µένα. Με οδήγησε σε µια πλαϊνή πόρτα –η κεντρική ήταν κλεισµένη µε λουκέτο– και βρεθήκαµε σ’ ένα χολ µε όψη απόλυτης εγκατάλειψης, ελάχιστα φωτισµένο από µερικούς γλόµπους που κρέµονταν από ξεχαρβαλωµένα καλώδια. Μου εξήγησε ότι αρχικά το κτίριο ήταν ξενοδοχείο και µετά χωρίστηκε σε διαµερίσµατα, αλλά του έλειπε η φροντίδα, µια εξήγηση που δεν αρκούσε για να περιγράψει την πραγµατικότητα. Ανεβήκαµε δύο ορόφους από µια σκάλα βροµερή και τρισάθλια, όπου σε κάθε όροφο πρόλαβα να δω αρκετές πόρτες µε ξηλωµένους µεντεσέδες, που οδηγούσαν σε κε-

Βγαίνοντας απ’ την τουαλέτα, είδα τον Μπράντον Λίµαν να µιλάει στο κινητό. ∆εν µου είχε πει ότι είχε µείνει από µπαταρία; Τέλος πάντων. Σίγουρα είχα καταλάβει λάθος. Ξεκινήσαµε για το αυτοκίνητό του, όπου µας περίµεναν δύο τύποι µε ύποπτες φάτσες. «Ο Τζο Μάρτιν κι ο Σχιστοµάτης, οι συνεταίροι µου», είπε ο Λίµαν συστήνοντάς τους. Ο Σχιστοµάτης κάθισε στο τιµόνι, ο άλλος δίπλα του, ο Λίµαν κι εγώ στο πίσω κάθισµα. Όσο αποµακρυνόµασταν, άρχισα να ανησυχώ, είχαµε ήδη µπει σε µια πε-

228

229

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νά δωµάτια. ∆εν συναντήσαµε κανέναν στη διαδροµή µας, άκουσα όµως φωνές και γέλια και είδα και µερικές ανθρώπινες σκιές ακίνητες σ’ αυτά τα ανοιχτά δωµάτια. Λίγο αργότερα έµαθα ότι στα δύο κάτω πατώµατα µαζεύονταν ναρκοµανείς για να σνιφάρουν, να κάνουν ενέσεις, να πουλήσουν το κορµί τους, να κάνουν αγοραπωλησίες ουσιών και να πεθάνουν, αλλά κανείς δεν ανέβαινε στον τρίτο όροφο χωρίς άδεια. Η σκάλα που οδηγούσε στον τρίτο όροφο ήταν φραγµένη µε κιγκλίδωµα, το οποίο άνοιξε ο Λίµαν µ’ ένα µηχανισµό που έµοιαζε µε τηλεχειριστήριο, και φτάσαµε σ’ ένα διάδροµο σχετικά καθαρό σε σύγκριση µε το χοιροστάσιο των δύο κάτω ορόφων. Γύρισε το πόµολο µιας µεταλλικής πόρτας και µπήκαµε σ’ ένα διαµέρισµα µε χτισµένα παράθυρα, φωτισµένο από γυµνούς γλόµπους και τη γαλαζωπή ανταύγεια µιας οθόνης. Μία συσκευή κλιµατισµού κρατούσε τη θερµοκρασία σε ανεκτά επίπεδα· µύριζε διαλυτικό µπογιάς και µέντα. Υπήρχε ένας καναπές µε τρεις µαξιλάρες σε καλή κατάσταση, δύο πολυχρησιµοποιηµένα στρώµατα στο πάτωµα, ένα µεγάλο τραπέζι, κάµποσες πολυθρόνες και µια τεράστια σύγχρονη τηλεόραση, απέναντι από την οποία ένα αγοράκι περίπου δώδεκα ετών έτρωγε ποπκόρν ξαπλωµένο στο πάτωµα. «Με άφησες κλειδωµένο εδώ µέσα, κερατά!» φώναξε το αγοράκι χωρίς να ξεκολλήσει τα µάτια του από την οθόνη. «Και;» απάντησε ο Μπράντον Λίµαν. «Αν έπιανε καµία φωτιά, θα ψηνόµουν σαν λουκάνικο!» «Και γιατί να πιάσει φωτιά; Από εδώ ο Φρέντι, µελλοντικός βασιλιάς της ραπ», µου είπε συστήνοντάς µου τον πιτσιρικά. «Φρέντι, χαιρέτησε την κυρία. Θα δουλέψει µαζί µου».

Ο Φρέντι δεν σήκωσε τα µάτια του. Περιέφερα το βλέµµα στο περίεργο αυτό διαµέρισµα, όπου δεν υπήρχαν πολλά έπιπλα, αλλά υπήρχαν διάφοροι απαρχαιωµένοι υπολογιστές και άλλα µηχανήµατα γραφείου στα δωµάτια, διάφορα ανεξήγητα κολλητήρια βουτανίου στην κουζίνα, που έδειχνε να µην έχει χρησιµοποιηθεί ποτέ για µαγείρεµα, κουτιά και µπαούλα κατά µήκος ενός διαδρόµου. Το διαµέρισµα συνδεόταν µε ένα δεύτερο στον ίδιο όροφο από ένα άνοιγµα στον τοίχο, που είχε γίνει κατά πάσα πιθανότητα µε βαριοπούλα. «Εδώ είναι το γραφείο µου κι εκεί κοιµάµαι», µου εξήγησε ο Μπράντον Λίµαν. Περάσαµε σκυφτοί από το άνοιγµα στον τοίχο και µπήκαµε σε µια αίθουσα σχεδόν όµοια µε την προηγούµενη, αλλά χωρίς έπιπλα, επίσης µε κλιµατισµό, τα παράθυρα κλειστά µε τάβλες και αρκετά λουκέτα στην πόρτα που οδηγούσε στον έξω χώρο. «Όπως βλέπεις, δεν έχω οικογένεια», είπε ο αµφιτρύωνάς µου, δείχνοντάς µου µε µια θεατρική κίνηση τον κενό χώρο. Σ’ ένα απ’ τα δωµάτια υπήρχε ένα φαρδύ ξέστρωτο κρεβάτι, σε µια γωνιά ήταν µαζεµένες κούτες και µια βαλίτσα, και µπροστά από το κρεβάτι ήταν τοποθετηµένη άλλη µια τηλεόραση πολυτελείας. Στο διπλανό δωµάτιο, πολύ µικρότερο και εξίσου βρόµικο µε τον υπόλοιπο χώρο, είδα ένα στενό κρεβάτι, µια κοµόντα και δύο κοµοδίνα βαµµένα λευκά, σαν να ήταν προορισµένα για κοριτσάκι. «Αν µείνεις, αυτό θα είναι το δωµάτιό σου», µου είπε ο Μπράντον Λίµαν. «Γιατί είναι φραγµένα τα παράθυρα;» «Για λόγους ασφαλείας, δεν µου αρέσουν οι περίεργοι.

230

231

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Θα σου εξηγήσω ποια θα µπορούσε να είναι η δουλειά σου. Χρειάζοµαι ένα κορίτσι µε καλή εµφάνιση για να πηγαίνει σε ξενοδοχεία και καζίνα πρώτης κατηγορίας. Κάποια σαν κι εσένα, που να µην προκαλεί υποψίες». «Ξενοδοχεία;» «∆εν είναι αυτό που φαντάζεσαι. ∆εν µπορώ να ανταγωνιστώ τις µαφίες της πορνείας. Είναι ένα εµπόριο κτηνώδες και εδώ υπάρχουν περισσότερες πόρνες και ζιγκολό απ’ ό,τι πελάτες. ∆εν πρόκειται για κάτι τέτοιο, εσύ απλώς θα κάνεις τις παραδόσεις εκεί που θα σου υποδεικνύω εγώ». «Τι είδους παραδόσεις;» «Ναρκωτικά. Οι άνθρωποι κάποιας επιφάνειας θέλουν να τους τα πηγαίνουν στο δωµάτιό τους». «Αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο!» «Καθόλου. Οι υπάλληλοι των ξενοδοχείων παίρνουν τη µίζα τους και κάνουν τα στραβά µάτια, τους συµφέρει να κάνουν καλή εντύπωση στους πελάτες. Το µόνο πρόβληµα θα µπορούσε να είναι κάποιος αστυνοµικός του Τµήµατος Ηθών, αλλά δεν έχει εµφανιστεί ποτέ κανένας, σ’ το ορκίζοµαι. Είναι πολύ εύκολη δουλειά και θα βγάζεις καλά λεφτά». «Αρκεί βέβαια να κοιµάµαι και µαζί σου…» «Όχι βέβαια! Πάει καιρός που δεν µε απασχολεί αυτό το ζήτηµα και δεν µπορείς να φανταστείς πόσο έχει απλοποιηθεί η ζωή µου», είπε ο Μπράντον Λίµαν κι έβαλε τα γέλια καλοδιάθετος. «Τώρα πρέπει να βγω. Προσπάθησε να ξεκουραστείς, αύριο µπορούµε να ξεκινήσουµε». «Ήσουν πολύ καλός µαζί µου και δεν θα ήθελα να φανώ αχάριστη, αλλά, κοίτα, δεν πρόκειται να σου κάνω τη δουλειά. Εγώ…»

«Μπορείς ν’ αποφασίσεις αργότερα», µε διέκοψε εκείνος. «Κανείς δεν δουλεύει για µένα µε το ζόρι. Αν θες να φύγεις αύριο, έχεις κάθε δικαίωµα, αλλά προς το παρόν είσαι καλύτερα εδώ απ’ ό,τι στο δρόµο, σωστά δεν τα λέω;» Κάθισα στο κρεβάτι, µε το σακίδιό µου στα γόνατα. Είχα µια γεύση λίπους και κρεµµυδιού στο στόµα, το χάµπουργκερ µού είχε κάτσει σαν κοτρόνα στο στοµάχι, ένιωθα τους µυς µου να πονάνε και τα κόκαλά µου να έχουν µαλακώσει. Πραγµατικά δεν πήγαινε άλλο… Θυµήθηκα τον αγώνα δρόµου που είχα κάνει για να το σκάσω από την ακαδηµία, τη βία της νύχτας στο µοτέλ, τις ώρες που πέρασα µέσα στο φορτηγό θολωµένη από τα υπολείµµατα του ναρκωτικού στο κορµί, και κατάλαβα ότι χρειαζόµουν ξεκούραση. «Αν προτιµάς, µπορείς να έρθεις µαζί µου για να γνωρίσεις το γήπεδό µου, αλλά σε προειδοποιώ ότι η νύχτα θα είναι µεγάλη», µου είπε ο Λίµαν. Μου ήταν αδύνατον να µείνω εκεί µόνη. Τον συνόδεψα έως τις τέσσερις το πρωί από ξενοδοχείο σε καζίνο κι από καζίνο σε ξενοδοχείο του Strip, όπου µοίραζε σακουλάκια σε διάφορα πρόσωπα, πορτιέρηδες, παρκαδόρους, νέους και νέες µε εµφάνιση τουρίστα, οι οποίοι τον περίµεναν στις σκιές. Ο Σχιστοµάτης έµενε στο αυτοκίνητο πίσω απ’ το τιµόνι, ο Τζο Μάρτιν κρατούσε τσίλιες και ο Μπράντον Λίµαν έκανε τη διανοµή· κανείς απ’ τους τρεις δεν έµπαινε στους σχετικούς χώρους, γιατί ήταν σεσηµασµένοι ή τους παρακολουθούσαν, δούλευαν στην ίδια περιοχή πάρα πολύ καιρό. «∆εν µε βολεύει να κάνω αυτή τη δουλειά προσωπικά, αλλά επίσης δεν µε βολεύει να έχω µεσάζοντες, παίρνουν υπερβολικά µεγάλη µίζα και δεν µπορείς να τους έχεις εµπιστοσύνη», µου εξήγησε ο Λίµαν.

232

233

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Κατάλαβα το πλεονέκτηµα που θα είχε αυτός ο τύπος, αν µε προσλάµβανε, αφού εγώ θα διέτρεχα τον κίνδυνο και θα έδειχνα το πρόσωπό µου, χωρίς να παίρνω προµήθεια. Ποιος θα ήταν ο µισθός µου; ∆εν τόλµησα να ρωτήσω. Τελειώνοντας το γύρο µας, επιστρέψαµε στο άθλιο κτίριο, όπου ο Φρέντι, το παιδί που είχα δει νωρίτερα, κοιµόταν σε ένα απ’ τα στρώµατα. Ο Μπράντον Λίµαν ήταν πάντα σαφής και ξεκάθαρος µαζί µου, δεν µπορώ να ισχυριστώ ότι µε κορόιδεψε σε σχέση µε το είδος της δουλειάς και το στιλ ζωής που µου πρόσφερε. Έµεινα µαζί του γνωρίζοντας ακριβώς τι έκανα.

µήνα µετά το στρατιωτικό πραξικόπηµα, διέτρεξε ολόκληρη τη Χιλή απ’ το Βορρά ως το Νότο δολοφονώντας πολιτικούς κρατουµένους. Η φάλαγγα είχε για αρχηγό της κάποιον Αρεγιάνο Σταρκ, ένα στρατηγό που διάλεγε κρατουµένους στην τύχη, τους εκτελούσε χωρίς περιστροφές και µετά τίναζε τα πτώµατα στον αέρα µε δυναµίτη· µια µέθοδος αποτελεσµατική για να επιβάλει τον τρόµο στον αστικό πληθυσµό και στους αναποφάσιστους στρατιώτες. Ο Μανουέλ ποτέ δεν αναφέρεται σ’ αυτή την περίοδο, αλλά βλέποντας να ενδιαφέροµαι εγώ, µου δάνεισε ένα βιβλίο σχετικά µε αυτή την εφιαλτική φάλαγγα, γραµµένο πριν από µερικά χρόνια από την Πατρίσια Βερδούγο, µια γενναία δηµοσιογράφο που διερεύνησε την υπόθεση. «∆εν ξέρω αν θα µπορέσεις να το καταλάβεις, Μάγια, είσαι υπερβολικά νέα και επιπλέον ξένη», µου είπε. «Μη µε υποτιµάς, σύντροφε», αντέτεινα. Ξαφνιάστηκε, γιατί κανείς πια δεν χρησιµοποιεί αυτόν τον όρο, που ήταν στη µόδα την εποχή του Αλιέντε και µετά απαγορεύτηκε από τη δικτατορία. Το επιβεβαίωσα στο ίντερνετ. Έχουν περάσει τριάντα έξι χρόνια από το στρατιωτικό πραξικόπηµα και εδώ και είκοσι χρόνια αυτή η χώρα έχει δηµοκρατικές κυβερνήσεις, παραµένουν όµως ακόµα πληγές σε πάρα πολλές περιπτώσεις, ανοιχτές πληγές. Ο κόσµος µιλάει ελάχιστα για τη δικτατορία, καθώς όσοι υπέφεραν απ’ αυτήν προσπαθούν να την ξεχάσουν και για τους νέους είναι αρχαία ιστορία, αλλά µπορώ ευκολότατα να βρω όσες πληροφορίες χρειάζοµαι, υπάρχουν άπειρες σελίδες στο ίντερνετ και υπάρχουν βιβλία, άρθρα, ντοκιµαντέρ και φωτογραφίες, που έχω δει στο βιβλιοπωλείο του Κάστρου, εκεί όπου ο Μανουέλ αγοράζει τα βιβλία του. Την εποχή τη µελετούν στα πανεπιστήµια και την έχουν αναλύσει

Ο Μανουέλ µε βλέπει να γράφω στο τετράδιό µου µε σχολαστικότητα λογιστή, αλλά ποτέ δεν ρωτάει τι γράφω. Η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ µέρους του έρχεται σε αντίθεση µε τη δική µου περιέργεια: θέλω να µάθω τα πάντα γι’ αυτόν, το παρελθόν του, τους έρωτές του, τους εφιάλτες του, θέλω να µάθω τι νιώθει για την Μπλάνκα Σνάκε. ∆εν µου λέει το παραµικρό, αντίθετα εγώ του λέω σχεδόν τα πάντα, γιατί ξέρει να ακούει και δεν µου δίνει συµβουλές. Θα µπορούσε να διδάξει αυτές τις αρετές στη γιαγιά µου. ∆εν του έχω µιλήσει ακόµα για την επαίσχυντη νύχτα µε τον Ρόι Φέτζγουικ, θα το κάνω όµως κάποια στιγµή. Είναι το είδος του µυστικού που, αν το φυλάς για τον εαυτό σου, τελικά απλώνεται στον εγκέφαλό σου σαν επιδηµία. ∆εν νιώθω ενοχές γι’ αυτό, η ενοχή ανήκει στο βιαστή, νιώθω όµως µεγάλη ντροπή. Χτες ο Μανουέλ µε βρήκε απορροφηµένη µπροστά στον υπολογιστή να διαβάζω για τη «Φάλαγγα του Θανάτου», µια µονάδα του στρατού που τον Οκτώβριο του 1973, ένα

234

235

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

από κάθε δυνατή σκοπιά, αλλά η συζήτηση γι’ αυτά τα πράγµατα θεωρείται µάλλον απρέπεια. Οι Χιλιανοί εξακολουθούν να είναι διαιρεµένοι. Ο πατέρας της Μισέλ Μπατσελέτ, της προέδρου, ταξίαρχος της αεροπορίας, δολοφονήθηκε απ’ τους ίδιους του τους συντρόφους στο στρατό, γιατί δεν θέλησε να συνταχθεί µε το πραξικόπηµα, µετά η ίδια και η µητέρα της φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εξορίστηκαν, εκείνη όµως δεν αναφέρεται ποτέ σε όλα αυτά. Σύµφωνα µε την Μπλάνκα Σνάκε, αυτό το κοµµάτι της χιλιανής ιστορίας είναι ο βόρβορος στο βυθό µιας λίµνης, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τον ανασκαλέψει κανείς και να θολώσει το νερό. Το µοναδικό άτοµο µε το οποίο µπορώ να µιλήσω γι’ αυτά τα πράγµατα είναι η Λιλιάνα Τρεβίνιο, η νοσοκόµα, η οποία θέλει να µε βοηθήσει στην έρευνά µου. Προσφέρθηκε µάλιστα να µε συνοδεύσει στον πατέρα Λουσιάνο Λιόν, ο οποίος έχει γράψει δοκίµια και άρθρα σχετικά µε την καταπίεση της δικτατορίας. Σχεδιάζουµε να τον επισκεφτούµε χωρίς τον Μανουέλ, για να µπορέσουµε να µιλήσουµε πιο ελεύθερα.

πετσέτες στη σόµπα, όταν βλέπει ότι ετοιµάζοµαι να κάνω µπάνιο, µου φέρνει το ποτήρι µου µε το γάλα στο κρεβάτι, µε προσέχει. Τις προάλλες έχασε την ψυχραιµία του για πρώτη φορά από τότε που τον γνωρίζω, γιατί πήγα µε τους ψαράδες να ρίξουµε δίχτυα, κάναµε πολλή ώρα, κάτι η βροχή, κάτι η τρικυµία, και γυρίσαµε πολύ αργά, µουσκεµένοι µέχρι το κόκαλο. Ο Μανουέλ µάς περίµενε στην αποβάθρα µε τον Φάκιν κι έναν από τους χωροφύλακες, τον Λαουρένσιο Κάρκαµο, ο οποίος είχε επικοινωνήσει µε τον ασύρµατο µε το Μεγάλο Νησί και είχε ζητήσει να στείλουν µια βενζίνα του στρατού να µας ψάξει. «Τι θα πω στη γιαγιά σου αν µου πνιγείς;» µου φώναξε ο Μανουέλ έξαλλος, µόλις πάτησα σε στέρεο έδαφος. «Ηρέµησε, άνθρωπε. Ξέρω να προστατεύω τον εαυτό µου», του είπα. «Σίγουρα, γι’ αυτό άλλωστε είσαι εδώ! Επειδή ξέρεις να προστατεύεις τον εαυτό σου!» Στο τζιπ του Λαουρένσιο Κάρκαµο, ο οποίος προθυµοποιήθηκε να µας πάει ως το σπίτι, πήρα το χέρι του Μανουέλ και του εξήγησα ότι είχαµε βγει µε καλή µετεωρολογική πρόγνωση και µε την άδεια του λιµενάρχη· κανείς δεν περίµενε αυτήν την ξαφνική καταιγίδα. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά ο ουρανός και η θάλασσα έγιναν γκρι κι αναγκαστήκαµε να µαζέψουµε τα δίχτυα. Μείναµε στ’ ανοιχτά για δυο-τρεις ώρες γιατί έπεσε η νύχτα και χάσαµε τον προσανατολισµό µας. ∆εν είχαν σήµα τα κινητά, γι’ αυτό και δεν µπόρεσα να τον ειδοποιήσω· ήταν µια άτυχη στιγµή και τίποτε άλλο, δεν διατρέξαµε κίνδυνο, το πλοίο ήταν γερό και οι ψαράδες ξέρουν αυτά τα νερά. Ο Μανουέλ δεν καταδέχτηκε να µε κοιτάξει ούτε έκανε τον κόπο να απαντήσει, δεν αποτράβηξε όµως το χέρι του. Η Εντουβίχις µάς είχε ετοιµάσει σολοµό µε πατάτες

Σιωπή. Αυτό το σπίτι από κυπαρισσόξυλο στο Γκουαλτέκας είναι το σπίτι της µεγάλης σιωπής. Έκανα τέσσερις µήνες να προσαρµοστώ στην εσωστρέφεια του Μανουέλ. Η παρουσία µου πρέπει να είναι µεγάλος µπελάς γι’ αυτόν το µοναχικό άνθρωπο, ειδικά σ’ ένα σπίτι χωρίς πόρτες, όπου η ιδιωτικότητα εξαρτάται από τους καλούς τρόπους. Είναι ευγενικός µαζί µου – µε τον τρόπο του βέβαια. Από τη µια µεριά δεν µου δίνει σηµασία ή απαντάει στις ερωτήσεις µου µονολεκτικά κι από την άλλη µου ζεσταίνει τις

236

237

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στο φούρνο, ευλογία κανονική για µένα, που µε είχε κόψει µεγάλη πείνα, και µε την ιεροτελεστία του τραπεζιού και την οικειότητα της κοινής ρουτίνας τού πέρασε η δυσθυµία. Αφού φάγαµε, καθίσαµε στον ετοιµόρροπο καναπέ, εκείνος για να διαβάσει κι εγώ για να γράψω στο τετράδιό µου, ο καθένας µε µια κούπα καφέ µπροστά του, γλυκό και µε πλούσια κρέµα απ’ το συµπυκνωµένο γάλα. Βροχή, αέρας, γρατσουνίσµατα των κλαδιών στα παράθυρα, ξύλα που τριζοβολάνε στη στόφα, γουργουρητό των γάτων, αυτή είναι τώρα η µουσική µου. Το σπίτι έκλεισε σαν αγκαλιά γύρω από εµάς κι από τα ζώα.

άπλυτα που είχα στο σακίδιό µου, και µετά πέρασα απ’ την τρύπα του τοίχου στο άλλο διαµέρισµα, στο «γραφείο», όπου δεν υπήρχε κανείς. Επικρατούσε µισοσκόταδο, έµπαινε ελάχιστο φως απ’ τα σανίδια του παραθύρου, βρήκα όµως ένα διακόπτη και άναψα το φως. Στο ψυγείο υπήρχαν µόνο µικρά πακέτα σφραγισµένα µε κολλητική ταινία, ένα µπουκάλι κέτσαπ µισογεµάτο και αρκετά ληγµένα και µουχλιασµένα γιαούρτια. Επιθεώρησα τα υπόλοιπα δωµάτια, πιο βρόµικα απ’ το υπόλοιπο διαµέρισµα, χωρίς να τολµάω να αγγίξω οτιδήποτε, και ανακάλυψα κενά µπουκάλια, σύριγγες, βελόνες, λάστιχα, πίπες, καψαλισµένους γυάλινους σωλήνες, ίχνη αίµατος. Τότε κατάλαβα τη χρήση των καµινέτων στην κουζίνα και επιβεβαίωσα ότι βρισκόµουν στο άντρο κάποιων ναρκοµανών και εµπόρων ναρκωτικών. Το πιο σοφό θα ήταν να φύγω από κει το συντοµότερο δυνατόν. Η µεταλλική πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και στο διάδροµο δεν υπήρχε κανείς· ήµουν µόνη στον όροφο, αλλά δεν µπορούσα να φύγω, γιατί η καγκελόπορτα της σκάλας ήταν κλειστή. Επιθεώρησα ξανά το διαµέρισµα από τη µια άκρη ως την άλλη, βλαστηµώντας θεούς και δαίµονες από τα νεύρα µου, χωρίς να µπορέσω να βρω το τηλεχειριστήριο του πλέγµατος ούτε κάποιο τηλέφωνο για να ζητήσω βοήθεια. Μέσα στην απελπισία µου άρχισα να τραβάω τις τάβλες ενός παραθύρου, προσπαθώντας να θυµηθώ σε ποιον όροφο βρισκόµουν, αλλά τις είχαν καρφώσει γερά και δεν κατάφερα να χαλαρώσω ούτε µία. Ήµουν έτοιµη να βάλω τις φωνές, όταν ακούστηκαν οµιλίες και ο µεταλλικός ήχος της καγκελόπορτας στη σκάλα. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα µπήκαν µέσα ο Μπράντον Λίµαν µε τους δύο συνεταίρους του και το παιδί, τον Φρέντι. «Σου

Ήταν ξηµερώµατα όταν επέστρεψα µαζί µε τον Μπράντον Λίµαν από την πρώτη µου γύρα στα καζίνα του Strip. Ήµουν έτοιµη να καταρρεύσω από την κούραση, αλλά, προτού πάω για ύπνο, στήθηκα µπροστά σε µια κάµερα, γιατί χρειαζόταν µια φωτογραφία µου για να… µαγειρέψουµε την καινούργια µου ταυτότητα. Ο Λίµαν είχε µαντέψει ότι δεν µε έλεγαν Σάρα Λαρέντο, αλλά κατά βάθος αδιαφορούσε για το πραγµατικό µου όνοµα. Τελικά κατέληξα στο δωµάτιό µου, όπου ξάπλωσα στο κρεβάτι χωρίς σεντόνια, µε τα ρούχα και τα παπούτσια, αηδιασµένη απ’ αυτό το µαξιλάρι που το φανταζόµουν να χρησιµοποιείται από ανθρώπους µε ύποπτη υγεία. Όταν ξύπνησα, ήταν δέκα η ώρα. Το µπάνιο ήταν το ίδιο αηδιαστικό µε το κρεβάτι, έκανα όµως έτσι κι αλλιώς ντους, τρέµοντας ολόκληρη, αφού δεν υπήρχε ζεστό νερό και από τη συσκευή του κλιµατισµού έβγαινε ένα ρεύµα παγωµένου σιβηρικού αέρα. Φόρεσα τα ίδια ρούχα της προηγούµενης µέρας, ενώ σκεφτόµουν ότι έπρεπε να βρω κάπου να πλύνω τα λίγα

238

239

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αρέσει το κινέζικο φαγητό;» µε ρώτησε ο Λίµαν, αντί να µε χαιρετήσει. Από τον πανικό δεν έβγαινε η φωνή µου, αλλά µόνο ο Φρέντι κατάλαβε την ταραχή µου. «Ούτε εµένα µου αρέσει να µε αφήνουν κλειδωµένο», είπε, κάνοντας ένα φιλικό µορφασµό. Ο Μπράντον Λίµαν µου εξήγησε ότι ήταν µέτρο προστασίας, κανείς δεν έπρεπε να µπει στο διαµέρισµα όσο ήταν ο ίδιος απών, αλλά, εάν αποφάσιζα τελικά να µείνω, θα είχα το δικό µου τηλεχειριστήριο. Οι γορίλες –οι συνεταίροι, όπως προτιµούσαν να ονοµάζουν τους εαυτούς τους– και το παιδί θρονιάστηκαν µπροστά στην τηλεόραση για να φάνε µε ξυλάκια, χωρίς να βγάλουν τα φαγητά απ’ τα χαρτονένια κουτιά τους. Ο Μπράντον Λίµαν κλείστηκε σε ένα από τα δωµάτια και µίλησε µε κάποιον έντονα στο κινητό για πολλή ώρα. Μετά µας ανακοίνωσε ότι σκόπευε να ξεκουραστεί και εξαφανίστηκε µέσα απ’ την τρύπα στο διπλανό διαµέρισµα. Σε λίγο ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης έφυγαν. Έµεινα µόνη µε τον Φρέντι και περάσαµε τις πιο ζεστές ώρες του απογεύµατος βλέποντας τηλεόραση και παίζοντας χαρτιά. Αργότερα, ο Φρέντι αυτοσχεδίασε παριστάνοντας τέλεια το είδωλό του, τον Μάικλ Τζάκσον. Ακριβώς στις πέντε ξαναεµφανίστηκε ο Μπράντον Λίµαν και λίγο µετά ο Φιλιππινέζος έφερε µια άδεια οδήγησης στο όνοµα κάποιας Λόρα Μπάρον, είκοσι δύο ετών, απ’ την Αριζόνα, µε τη φωτογραφία µου. «Αυτή να χρησιµοποιείς όσο βρίσκεσαι εδώ», µου είπε ο Λίµαν. «Ποια είναι αυτή;» ρώτησα, εξετάζοντας την άδεια. «Από αυτή τη στιγµή η Λόρα Μπάρον είσαι εσύ». «Ναι, αλλά εγώ µπορώ να µείνω στο Λας Βέγκας µόνο ως τον Αύγουστο».

«Το ξέρω. ∆εν θα το µετανιώσεις, Λόρα, αυτή η δουλειά είναι πολύ καλή. Εννοείται, βέβαια, ότι κανείς δεν πρέπει να µάθει ότι είσαι εδώ, ούτε η οικογένειά σου ούτε οι φίλοι σου. Κανείς, µε καταλαβαίνεις;» «Ναι». «Θα διαδώσουµε στη γειτονιά ότι είσαι κοπέλα µου, έτσι θα αποφύγουµε τα προβλήµατα. Κανείς δεν θα τολµήσει να σε ακουµπήσει». Ο Λίµαν έδωσε εντολές στους συνεταίρους του να αγοράσουν καινούργιο µαξιλάρι και σεντόνια για το κρεβάτι µου, µετά µε πήγε σε ένα κοµµωτήριο πολυτελείας, στο πατάρι ενός γυµναστηρίου, όπου ένας άντρας µε σκουλαρίκια και παντελόνι φραµπουάζ έβγαλε κάµποσες στριγκές κραυγές αηδίας βλέποντας το ουράνιο τόξο του µαλλιού µου και αποφάνθηκε ότι η ιδανική λύση θα ήταν να το κόψουµε και να το αποχρωµατίσουµε. ∆ύο ώρες αργότερα είδα στον καθρέφτη µια ερµαφρόδιτη Σκανδιναβή µε ψηλόλιγνο λαιµό και ποντικίσια αυτιά. Τα χηµικά προϊόντα του αποχρωµατισµού είχαν κάνει το δέρµα του κεφαλιού µου κατακόκκινο. «Πολύ κοµψό», είπε επιδοκιµαστικά ο Μπράντον Λίµαν και στη συνέχεια µε πήγε για προσκύνηµα απ’ το ένα πολυκατάστηµα στο άλλο στην κεντρική λεωφόρο. Ο τρόπος που αγόραζε ήταν αλλόκοτος: µπαίναµε σ’ ένα µαγαζί, µ’ έβαζε να δοκιµάσω διάφορες τουαλέτες, στο τέλος διάλεγε µόνο µία, πλήρωνε µε χοντρά χαρτονοµίσµατα, έπαιρνε και φύλαγε στην τσέπη του τα ρέστα και µετά πηγαίναµε σε άλλο µαγαζί, όπου έπαιρνε το ίδιο ρούχο που είχα προβάρει στο προηγούµενο µαγαζί και δεν είχαµε αγοράσει. Τον ρώτησα µήπως ήταν πιο

240

241

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πρακτικό να τα πάρουµε όλα από ένα µέρος, αλλά δεν µου απάντησε. Την καινούργια µου γκαρνταρόµπα την αποτελούσαν διάφορα σπορ συνολάκια, τίποτε προκλητικό ή θεαµατικό, ένα απλό µαύρο φόρεµα, πέδιλα καθηµερινά και κάποια άλλα χρυσά µε τακούνια, σύνεργα µακιγιάζ και δύο µεγάλες τσάντες µε τη φίρµα του σχεδιαστή στο πλάι, οι οποίες κόστισαν, σύµφωνα µε τους υπολογισµούς µου, όσο έκανε το Volkswagen της γιαγιάς µου. Ο Λίµαν µε έγραψε στο γυµναστήριό του, στο ίδιο µέρος όπου µου είχαν φτιάξει το µαλλί, και µε συµβούλευσε να το χρησιµοποιώ όσο γίνεται περισσότερο, αφού θα µου περίσσευαν αρκετές ώρες σχόλης µέσα στην ηµέρα. Πλήρωνε µετρητά µε µάτσα δολαρίων τυλιγµένα σε λαστιχάκια, αλλά κανείς δεν φαινόταν να το βρίσκει αυτό περίεργο· απ’ ό,τι κατάλαβα, σ’ αυτή την πόλη τα χαρτονοµίσµατα κυλούσαν σαν το νερό. Συνειδητοποίησα ότι ο Λίµαν πάντα πλήρωνε µε χαρτονοµίσµατα των εκατό δολαρίων, κι ας ήταν η τιµή του αντικειµένου που θα αγόραζε στο ένα δέκατο, αλλά µου ήταν αδύνατον να βρω µια εξήγηση γι’ αυτή την εκκεντρική συµπεριφορά. Στις δέκα τη νύχτα ήταν να κάνω την πρώτη παράδοση. Με άφησαν στο ξενοδοχείο Μάνταλεϊ Μπέι. Σύµφωνα µε τις οδηγίες του Λίµαν, πήγα ως την πισίνα, όπου µε πλησίασε ένα ζευγάρι, το οποίο µε αναγνώρισε από τη φίρµα της τσάντας. Αυτό προφανώς ήταν το αναγνωριστικό σηµάδι που τους είχε δώσει ο Λίµαν. Η γυναίκα, µε πλούσιο φόρεµα παραλίας και κολιέ µε γυάλινες χάντρες, ούτε καν µε κοίταξε, όµως ο άντρας, που φορούσε γκρίζο παντελόνι, λευκό µπλουζάκι και παπούτσια χωρίς κάλτσες, µε χαιρέτησε διά χειραψίας. Μιλήσαµε για ένα-δυο λεπτά

περί ανέµων και υδάτων, τους πάσαρα το εµπόρευµα, παρέλαβα δύο χαρτονοµίσµατα των εκατό δολαρίων διπλωµένα µέσα σ’ ένα τουριστικό φυλλάδιο και είπαµε αντίο. Στον προθάλαµο του ξενοδοχείου κάλεσα απ’ το εσωτερικό τηλέφωνο έναν άλλο πελάτη, ανέβηκα στο δέκατο όροφο, πέρασα κάτω απ’ τη µύτη ενός φρουρού που στεκόταν µπροστά στο ασανσέρ χωρίς να µου ρίξει ούτε µια µατιά, και χτύπησα την πόρτα που µου είχαν πει. Ένας πενηντάρης, ξυπόλητος και µε µπουρνούζι, παραµέρισε για να µπω, παρέλαβε το σακουλάκι, µε πλήρωσε και αµέσως έφυγα. Στην πόρτα διασταυρώθηκα µε ένα όραµα των τροπικών, µία πανέµορφη µιγάδα µε δερµάτινο κορσέ, πολύ κοντή φουστίτσα και µυτερά τακούνια· µάντεψα ότι ήταν «συνοδός», όπως ονοµάζουν σήµερα τις πόρνες πολυτελείας. Κοιταχτήκαµε από πάνω ως κάτω χωρίς να χαιρετιστούµε. Στο τεράστιο χολ του ξενοδοχείου ανάσανα βαθιά, ικανοποιηµένη από την πρώτη µου αποστολή, η οποία τελικά είχε αποδειχτεί πολύ εύκολη. Ο Λίµαν µε περίµενε στο αυτοκίνητο, µε τον Σχιστοµάτη στο τιµόνι, για να µε οδηγήσει σε άλλα ξενοδοχεία. Ως τα µεσάνυχτα είχα µαζέψει πάνω από τέσσερις χιλιάδες δολάρια για το καινούργιο αφεντικό µου. Εκ πρώτης όψεως ο Μπράντον Λίµαν ήταν διαφορετικός από άλλους ναρκοµανείς που γνώρισα εκείνους τους µήνες, άτοµα κατεστραµµένα απ’ τα ναρκωτικά: είχε φυσιολογική όψη, αν και έµοιαζε µη µου άπτου, ζώντας όµως µαζί του κατάλαβα πόσο πραγµατικά άρρωστος ήταν. Έτρωγε λιγότερο κι από σπουργίτι, δεν κρατούσε σχεδόν τίποτα

242

243

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στο στοµάχι του και µερικές φορές έµενε ξαπλωµένος στο κρεβάτι του σε απόλυτη ακινησία, σε βαθµό που να είναι αδύνατο να καταλάβεις αν κοιµόταν, αν είχε λιποθυµήσει ή εάν βρισκόταν στο ρόγχο του θανάτου. Έβγαζε µια ιδιαίτερη αποφορά, ένα µείγµα τσιγάρου, αλκοόλ και κάποιου άλλου τοξικού πράγµατος που θύµιζε λίπασµα. Το µυαλό του είχε αρχίσει να φυραίνει κι ο ίδιος το ήξερε· γι’ αυτό µε κρατούσε δίπλα του, έλεγε ότι εµπιστευόταν περισσότερο τη δική µου µνήµη παρά τη δική του. Ήταν νυκτόβιο ζώο, περνούσε τις ώρες της ηµέρας ξεκουράζοντας το κορµί του στο κλιµατιζόµενο διαµέρισµά του, το απόγευµα πήγαινε στο γυµναστήριο για να του κάνουν µασάζ, σάουνα και ατµόλουτρα, και τη νύχτα έπιανε δουλειά. Συναντιόµασταν στο γυµναστήριο, αλλά ποτέ δεν φτάναµε εκεί µαζί και η συµφωνία ήταν να µην καταλαβαίνει κανείς ότι γνωριζόµαστε· εγώ δεν επιτρεπόταν να µιλάω µε κανέναν, κάτι πάρα πολύ δύσκολο, δεδοµένου ότι πήγαινα εκεί κάθε µέρα και έβλεπα πάντα τα ίδια πρόσωπα. Ο Λίµαν ήταν απαιτητικός σε ό,τι αφορούσε τα δηλητήριά του, όπως έλεγε, µπέρµπον απ’ το πιο ακριβό και ηρωίνη απ’ την πιο καθαρή, την οποία έβαζε στις φλέβες του πέντε µε έξι φορές την ηµέρα, πάντα µε καινούργιες βελόνες. Είχε όσες ποσότητες χρειαζόταν και δεν άλλαζε ποτέ τους ρυθµούς του, ποτέ δεν έπεφτε στην ανυπόφορη απόγνωση της στέρησης, όπως κάποιοι ταλαίπωροι που σέρνονταν µέχρι την πόρτα του στο τελευταίο στάδιο της ανάγκης. Εγώ ήµουν παρούσα στο τελετουργικό της άσπρης κυρίας, µε το κουτάλι, τη φλόγα του κεριού ή του αναπτήρα, τη σύριγγα, το λάστιχο στο µπράτσο ή στο πόδι, θαυµάζοντας την επιδεξιότητά του στο τρύπηµα των κατεστραµµένων φλεβών, που ήταν σχεδόν αόρατες, ακό-

µα και στο υπογάστριο, στο στοµάχι ή στο λαιµό. Εάν έτρεµε πολύ το χέρι του, κατέφευγε στον Φρέντι, γιατί εγώ δεν ήµουν ικανή να τον βοηθήσω, η βελόνα µ’ έκανε κυριολεκτικά να ανατριχιάζω ολόκληρη. Ο Λίµαν ήταν ηρωινοµανής για τόσο πολλά χρόνια, ώστε µπορούσε να ανεχθεί δόσεις που θα είχαν σκοτώσει οποιονδήποτε άλλον. «∆εν σκοτώνει η ηρωίνη, αλλά το στιλ ζωής των ηρωινοµανών, η φτώχεια, ο υποσιτισµός, οι επιµολύνσεις, η βρόµα, οι χρησιµοποιηµένες βελόνες», µου εξήγησε. «Τότε γιατί δεν µ’ αφήνεις να δοκιµάσω;» «Γιατί ένα εξαρτηµένο πρεζόνι δεν µπορεί να µου κάνει τη δουλειά». «Μόνο µια φορά, για να δω πώς είναι…» «Όχι. Να αρκεστείς σ’ αυτά που σου δίνω». Μου έδινε αλκοόλ, µαριχουάνα, παραισθησιογόνα και χάπια, τα οποία κατάπινα στα τυφλά, χωρίς να µ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα το αποτέλεσµα, αρκεί να προκαλούσαν κάποια αλλοίωση της συνείδησής µου, για να µπορώ να ξεφεύγω απ’ την πραγµατικότητα, απ’ τη φωνή της Νίνι που µε καλούσε, απ’ το κορµί µου, απ’ την αγωνία µου για το µέλλον. Τα µοναδικά χάπια που αναγνώριζα ήταν τα υπνωτικά, απ’ το πορτοκαλί τους χρώµα. Αυτές οι ευλογηµένες κάψουλες νικούσαν τη χρόνια αϋπνία µου και µου χάριζαν κάποιες ώρες ξεκούρασης χωρίς όνειρα. Το αφεντικό µού επέτρεπε πού και πού να σνιφάρω µερικές γραµµές κοκαΐνης για να διατηρώ κάποια σπιρτάδα και εγρήγορση στη δουλειά µου, µου απαγόρευε όµως το κρακ, το οποίο δεν το επέτρεπε ούτε στους γορίλες του. Ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης είχαν τους δικούς τους εθισµούς. «Αυτά τα σιχαµερά πράγµατα είναι για βιτσιόζους», έλεγε ο Λίµαν υποτιµητικά. Αν και οι εθισµένοι στο κρακ ήταν οι

244

245

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πιο πιστοί του πελάτες, ήταν ταυτόχρονα αυτοί που µπορούσε να τους ξεζουµίσει µέχρι θανάτου, να τους υποχρεώσει να ληστέψουν και να εκπορνευτούν. Αυτοί, πάλι, δέχονταν οποιαδήποτε ταπείνωση, φτάνει να εξασφάλιζαν την επόµενη δόση. Έχασα το λογαριασµό πόσα απ’ αυτά τα ζόµπι µάς περιέβαλλαν, σκελετοί µε µύξες και έλκη, άτοµα διαταραγµένα που έτρεµαν σύγκορµα, ιδρωµένα, φυλακισµένα στις παραισθήσεις τους, υπνοβάτες που τους κυνηγούσαν φωνές, και σκουλήκια που µπαινόβγαιναν στο σώµα τους απ’ τις διάφορες τρύπες. Ο Φρέντι περνούσε κι εκείνος απ’ αυτό το λούκι, το καηµένο το παιδί, σπάραζε η ψυχή µου να το βλέπω σε ώρες στέρησης. Μερικές φορές τον βοηθούσα να πλησιάζει το καµινέτο στην πίπα και περίµενα µε την ίδια αγωνία που είχε κι εκείνος να διαχωρίσει η φλόγα τους κίτρινους κρυστάλλους µ’ έναν ξερό κρότο και να γεµίσει ο γυάλινος σωλήνας απ’ το µαγικό σύννεφο. Σε τριάντα δευτερόλεπτα ο Φρέντι πετούσε σε άλλον κόσµο. Η ικανοποίηση, το µεγαλείο και η ευφορία κρατούσαν µόνο µερικά λεπτά και µετά επέστρεφε στην αγωνία µιας βαθιάς και απόλυτης αβύσσου, απ’ την οποία µπορούσε να τον βγάλει µόνο η επόµενη δόση. Κάθε φορά χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να συγκρατηθεί και ο Μπράντον Λίµαν, που τον συµπαθούσε, του έδινε ό,τι χρειαζόταν. «Γιατί δεν τον βοηθάµε να αποτοξινωθεί;» ρώτησα τον Λίµαν κάποια στιγµή. «Είναι αργά για τον Φρέντι, το κρακ δεν έχει δρόµο γυρισµού. Γι’ αυτό το λόγο αναγκάστηκα να απαλλαγώ απ’ τα άλλα κορίτσια που δούλευαν για εµένα πριν από σένα», µου απάντησε. Η ερµηνεία που έδωσα ήταν ότι τις είχε διώξει. ∆εν ήξερα ότι σ’ αυτό το περιβάλλον η λέξη «απαλλάσσοµαι» έχει µια σηµασία πολύ πιο αµετάκλητη.

Ήταν αδύνατον να ξεφύγω από την επιτήρηση του Τζο Μάρτιν και του Σχιστοµάτη, οι οποίοι είχαν αναλάβει να µε παρακολουθούν και το έκαναν µε απόλυτη συνέπεια. Ο Σχιστοµάτης, µια αγέλαστη νυφίτσα, δεν µου απηύθυνε ποτέ το λόγο ούτε µε κοιτούσε στα µάτια, ενώ αντίθετα ο Τζο Μάρτιν δεν έκρυβε καθόλου τις προθέσεις του. «∆άνεισέ µου το κορίτσι για µια πίπα, αφεντικό», τον άκουσα να λέει στον Μπράντον Λίµαν κάποια στιγµή. «Αν δεν ήξερα ότι κάνεις πλάκα, θα σου φύτευα τώρα αµέσως µία σφαίρα στο κούτελο για υπερβάλλουσα αυθάδεια», απάντησε εκείνος ψυχρά. Συµπέρανα ότι, όσο ο Λίµαν είχε το πάνω χέρι, αυτοί οι δύο κρετίνοι δεν θα τολµούσαν να µε αγγίξουν. Οι δουλειές αυτής της συµµορίας µόνο κρυφές δεν ήταν, αλλά εγώ δεν θεωρούσα τον Μπράντον Λίµαν εγκληµατία, όπως τον Τζο Μάρτιν και τον Σχιστοµάτη, οι οποίοι, σύµφωνα µε τον Φρέντι, είχαν φορτωθεί αρκετά πτώµατα στην πλάτη τους. Εννοείται ότι ο Λίµαν µπορεί να ήταν κι εκείνος δολοφόνος, ξεγελούσε όµως µε την εµφάνισή του. Σε κάθε περίπτωση, ήταν καλύτερο να µην το ξέρω, όπως κι εκείνος προτιµούσε να µην ξέρει τίποτε σχετικά µ’ εµένα. Για τον αρχηγό, η Λόρα Μπάρον δεν είχε ούτε παρελθόν ούτε µέλλον και τα συναισθήµατά της ήταν αδιάφορα, το µόνο που είχε σηµασία ήταν να υπακούει. Μου εµπιστευόταν ορισµένες πλευρές της δουλειάς του, γιατί φοβόταν µην τις ξεχάσει και θα ήταν απρονοησία εκ µέρους του να κρατάει γραπτές σηµειώσεις. Η δική µου δουλειά ήταν να τις αποµνηµονεύω: πόσα του χρωστούσαν και ποιοι, πού έπρεπε να παραλάβει κάποιο πακέτο, πόσα

246

247

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

έπρεπε να δώσει στους µπάτσους, ποια ήταν η ηµερήσια διάταξη για τη συµµορία. Το αφεντικό ήταν άτοµο εξαιρετικά λιτοδίαιτο, ζούσε σαν καλόγερος, αλλά µαζί µου ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος. ∆εν µου είχε καθορίσει κάποιο συγκεκριµένο µισθό ούτε ποσοστά, µου έδινε χρήµατα από το ανεξάντλητο πάκο του, χωρίς να κρατάει λογαριασµό, σαν να µου δίνει φιλοδωρήµατα, και πλήρωνε ο ίδιος απευθείας τη λέσχη και τα ψώνια µου. Αν ήθελα κάτι παραπάνω, µου το έδινε ασυζητητί, αλλά πολύ σύντοµα σταµάτησα να του ζητάω πράγµατα, αφού δεν χρειαζόµουν τίποτε, χώρια που όποια πράγµατα είχαν κάποια αξία έκαναν µυστηριωδώς φτερά απ’ το διαµέρισµα. Κοιµόµασταν µ’ ένα στενό διάδροµο ανάµεσά µας, τον οποίο δεν έδειξε ποτέ διάθεση να διασχίσει. Μου είχε απαγορεύσει να έχω σχέσεις µε οποιονδήποτε άντρα, για λόγους ασφάλειας. Έλεγε ότι οι γλώσσες των ανθρώπων λύνονται στο κρεβάτι. Στα δεκαέξι µου χρόνια, εκτός από το φιάσκο µε τον Ρικ Λαρέντο, είχα και διάφορες άλλες εµπειρίες µε αγόρια, που µε είχαν πληγώσει και απογοητεύσει. Η πορνογραφία του ίντερνετ, στην οποία είχε πρόσβαση όλος ο κόσµος στο λύκειο του Μπέρκλεϊ, δεν είχε διδάξει τίποτε σ’ αυτά τα παιδιά, που τα χαρακτήριζε µια αλλόκοτη αδεξιότητα· διατηρούσαν µε µεγάλη περηφάνια πολλαπλές σχέσεις, σαν να είχαν εφεύρει οι ίδιοι το σύστηµα, η φράση της µόδας ήταν «φιλία µε ειδικά προνόµια», για µένα όµως ήταν περισσότερο από σαφές ότι αυτά τα ειδικά προνόµια ήταν µόνο για εκείνους. Στην ακαδηµία του Όρεγκον, όπου το περιβάλλον ξεχείλιζε από νεανικές ορµόνες –λέγαµε για πλάκα ότι η τεστοστερόνη στάζει απ’ τους τοίχους–, ήµασταν υποχρεωµένοι να ζούµε πολύ κοντά, αγόρια µε κορί-

τσια, τηρώντας ταυτόχρονα υποχρεωτική σεξουαλική αποχή. Αυτός ο εκρηκτικός συνδυασµός έδινε ανεξάντλητο υλικό στους ψυχολόγους, ιδιαίτερα στην οµαδική θεραπεία. Εµένα δεν µου κακοφαινόταν καθόλου αυτή η «συµφωνία» αναφορικά µε το σεξ, η οποία για άλλους ήταν χειρότερη κι απ’ την αποχή απ’ τα ναρκωτικά, γιατί εκτός απ’ τον Στιβ, τον ψυχολόγο, ο οποίος κατά κανόνα δεν υπέκυπτε στις οποιεσδήποτε προσπάθειες αποπλάνησης, το αντρικό υλικό ήταν αξιοθρήνητο. Στο Λας Βέγκας δεν αντέδρασα στον περιορισµό που µου επέβαλε ο Λίµαν, γιατί η καταστροφική νύχτα που είχα περάσει µε τον Φέτζγουικ ήταν ακόµα ζωντανή στο µυαλό µου. ∆εν ήθελα να µε αγγίξει κανείς. Ο Μπράντον Λίµαν διαβεβαίωνε ότι µπορούσε να ικανοποιήσει οποιοδήποτε καπρίτσιο των πελατών του, από παιδάκια για διεστραµµένους παιδεραστές µέχρι αυτόµατα όπλα για εξτρεµιστές, µόνο που αυτά που έλεγε ήταν περισσότερο στη σφαίρα της έπαρσης παρά στη σφαίρα της πραγµατικότητας: δεν είδα ποτέ τίποτε από αυτά που έλεγε· µόνο κυκλοφορία ναρκωτικών και κλεπταποδοχή, δουλειές ψιλικατζίδικου, δηλαδή, σε σύγκριση µε άλλους που λυµαίνονταν ατιµωρητί την πόλη. Απ’ το διαµέρισµα περνούσαν πόρνες όλων των ειδών, αναζητώντας ναρκωτικά, κάποιες πολυτελείας, όπως έδειχνε η εµφάνισή τους, άλλες στο τελευταίο στάδιο του ξεπεσµού, κάποιες πλήρωναν µετρητά, ενώ άλλες τις έγραφε στο κατάστιχο µε τα βερεσέδια, ενώ µερικές φορές, όταν έλειπε το αφεντικό, ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης εκµεταλλεύονταν τις καλές υπηρεσίες τους. Ο Μπράντον Λίµαν στρογγύλευε

248

249

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τα εισοδήµατά του µε αυτοκίνητα που έκλεβε µια συµµορία ανηλίκων εθισµένων στο κρακ, τα οποία ανακύκλωνε σε ένα µυστικό γκαράζ, τους άλλαζε τα νούµερα και τα πουλούσε σε άλλες πολιτείες. Αυτό επίσης του επέτρεπε να αλλάζει το δικό του κάθε δυο-τρεις εβδοµάδες, κυρίως για να µην µπορούν να τον εντοπίσουν. Όλα αυτά αβγάταιναν το µαγικό πάκο µε τα χαρτονοµίσµατα που κουβαλούσε. «Με αυτή την κότα που κάνει τα χρυσά αβγά θα µπορούσες να έχεις ένα ρετιρέ στην καλύτερη συνοικία της πόλης, αντί γι’ αυτό το καταγώγιο, δικό σου αεροπλάνο, γιοτ κι ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή σου…» του είπα επικριτικά, όταν µια µέρα έσπασαν τα υδραυλικά και γέµισε το διαµέρισµα βροµόνερα, µε αποτέλεσµα να αναγκαστούµε να χρησιµοποιούµε τα µπάνια του γυµναστηρίου. «Τι να το κάνεις το γιοτ στη Νεβάδα;» µε ρώτησε έκπληκτος. «Εγώ δεν ζητάω κανένα γιοτ! Το µόνο που θέλω είναι ένα αξιοπρεπές µπάνιο! Γιατί δεν πάµε σε κάποιο άλλο κτίριο;» «Εδώ µε βολεύει εµένα». «Τότε φέρε έναν υδραυλικό, για τ’ όνοµα του Θεού. Και, µεταξύ µας, θα µπορούσες να αναθέσεις σε κάποιον να καθαρίζει». Έβαλε τα γέλια µέχρι που του ήρθαν δάκρυα στα µάτια. Η ιδέα να χρησιµοποιήσει µια παράνοµη µετανάστρια για να νοικοκυρέψει ένα άντρο παρανόµων και ναρκοµανών τού φάνηκε ξεκαρδιστική. Στην πραγµατικότητα, η καθαριότητα ήταν δουλειά του Φρέντι, αυτός ήταν στην ουσία ο λόγος για τον οποίο έµενε στο διαµέρισµα, όµως το αγόρι περιοριζόταν να βγάζει έξω τα σκουπίδια και να εξα-

φανίζει τα διάφορα πειστήρια καίγοντάς τα µε βενζίνη σ’ ένα βαρέλι της αυλής. Αν κι εγώ δεν έχω το παραµικρό ταλέντο στο νοικοκυριό, µερικές φορές αναγκαζόµουν να βάζω λαστιχένια γάντια και να χρησιµοποιώ τόνους απορρυπαντικού. ∆εν υπήρχε άλλη λύση, αν ήθελα να µείνω εδώ, αλλά ήταν αδύνατον να πολεµήσω τη φθορά και τη βρόµα, οι οποίες απλώνονταν παντού, ανελέητες σαν πανούκλα. Όµως αυτό ένοιαζε µόνο εµένα, οι άλλοι ούτε καν το παρατηρούσαν. Για τον Μπράντον Λίµαν αυτά τα διαµερίσµατα ήταν έτσι κι αλλιώς προσωρινή λύση, θα άλλαζε ζωή µόλις κατάφερνε να υλοποιήσει µια µυστηριώδη δουλειά που είχε στα σκαριά µε τον αδελφό του. Το αφεντικό, όπως του άρεσε να τον φωνάζω, όφειλε πολλά στον αδελφό του, τον Άνταµ, όπως µου εξήγησε. Η οικογένειά του ήταν απ’ την Τζόρτζια. Η µητέρα του τους εγκατέλειψε όταν ήταν µικρά, ο πατέρας του πέθανε στη φυλακή, πιθανότατα δολοφονηµένος, αν και η επίσηµη εκδοχή ήταν η αυτοκτονία, και ο µεγαλύτερος αδελφός του ανέλαβε να τον µεγαλώσει. Ο Άνταµ δεν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του κάποια τίµια δουλειά, αλλά δεν είχε και τραβήγµατα µε το νόµο, όπως ο µικρότερος αδελφός του, ο οποίος στα δεκατρία του είχε ήδη σταµπαριστεί σαν αντικοινωνικό στοιχείο. «Αναγκαστήκαµε να χωριστούµε για να µην κάψω τον Άνταµ µε τα δικά µου προβλήµατα», µου οµολόγησε ο Μπράντον. Με κοινή συµφωνία, αποφάσισαν ότι η Νεβάδα ήταν το ιδανικό περιβάλλον γι’ αυτόν, µε πάνω από εκατόν ογδόντα καζίνα ανοιχτά νύχτα-µέρα, µε χρήµα που αλλάζει χέρια µε ιλιγγιώδη ταχύτητα κι έναν αρκετά µεγάλο και βολικό αριθµό διεφθαρµένων αστυνοµικών.

250

251

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ο Άνταµ έδωσε στον αδελφό του ένα πάκο µε ταυτότητες και διαβατήρια, το καθένα µε διαφορετικό όνοµα, τα οποία θα µπορούσαν να του φανύν πάρα πολύ χρήσιµα, και ένα χρηµατικό ποσό για ν’ αρχίσει τις επιχειρήσεις του. Κανείς απ’ τους δύο δεν χρησιµοποιούσε πιστωτικές κάρτες. Σε µια σπάνια στιγµή χαλαρής συζήτησης, ο Μπράντον Λίµαν µού εξοµολογήθηκε ότι ποτέ δεν είχε παντρευτεί, ότι ο αδελφός του ήταν ο µοναδικός του φίλος και ότι ο ανιψιός του, ο γιος του Άνταµ, ήταν η µοναδική συναισθηµατική αδυναµία του. Μου έδειξε µια φωτογραφία της οικογένειας, στην οποία φαινόταν ο αδελφός, γεροδεµένος και εµφανίσιµος, πολύ διαφορετικός απ’ αυτόν, η παχουλή νύφη του και ο ανιψιός του, ένα αγγελάκι που το έλεγαν Χανκ. Πολλές φορές πήγαµε µαζί να διαλέξουµε ηλεκτρονικά παιχνίδια για τον ανιψιό του, πολύ ακριβά και εντελώς ακατάλληλα για ένα παιδάκι δύο χρονών. Για τους τουρίστες που πήγαιναν στο Λας Βέγκας για να περάσουν ένα χαλαρό Σαββατοκύριακο µακριά απ’ την ανία της δουλειάς και να δοκιµάσουν την τύχη τους στα καζίνα, τα ναρκωτικά ήταν ένα είδος διασκέδασης. Ήταν όµως η µοναδική παρηγοριά για τις πόρνες, τους αστέγους, τους ζητιάνους, τους πορτοφολάδες, τους συµµορίτες και άλλους δυστυχείς που µπαινόβγαιναν στο κτίριο του Λίµαν έτοιµοι να ξεπουλήσουν τα τελευταία ίχνη της ανθρωπιάς τους για µια δόση. Μερικές φορές έφταναν ως εκεί χωρίς µια δεκάρα στην τσέπη και ικέτευαν, ώσπου εκείνος τους έδινε κάτι από λύπηση ή για να τους κρατήσει αγκιστρωµένους. Άλλοι, πάλι, ήταν ήδη αγκαλιασµένοι µε το θάνατο και δεν άξιζε τον κόπο η στήριξή τους: έφτυναν αίµα, πάθαιναν σπασµούς, έχαναν τις αισθήσεις τους. Αυτούς ο Λίµαν έβαζε και τους πέταγαν στο δρόµο.

Κάποιοι θα µου µείνουν αξέχαστοι, όπως ένας νεαρός απ’ την Ιντιάνα, που γλίτωσε ως εκ θαύµατος από µια έκρηξη στο Αφγανιστάν και κατέληξε στο Λας Βέγκας χωρίς να θυµάται ούτε το όνοµά του. «Χάνεις τα πόδια σου και σου δίνουν µετάλλιο, χάνεις το µυαλό σου και δεν σου δίνουν τίποτε», επαναλάµβανε συνεχώς σαν προσευχή ανάµεσα στις ρουφηξιές του κρακ· ή όπως η Μάργκαρετ, µια κοπέλα στην ηλικία µου, που το σώµα της ήταν ήδη τελειωµένο. Πήγε να κλέψει µια απ’ τις στιλάτες τσάντες µου, αλλά την πήρε είδηση ο Φρέντι και καταφέραµε να της την πάρουµε προτού προλάβει να την πουλήσει, γιατί τότε ο Μπράντον Λίµαν θα την έκανε να το πληρώσει πολύ ακριβά. Μια µέρα η Μάργκαρετ έφτασε µαστουρωµένη στον όροφο και, καθώς δεν ήταν κανείς εκεί να τη βοηθήσει, έκοψε τις φλέβες της µ’ ένα κοµµάτι γυαλί. Ο Φρέντι τη βρήκε στο διάδροµο µέσα σε µια λίµνη αίµατος και κανόνισε να τη βγάλουν έξω, να την αφήσουν ένα τετράγωνο πιο πέρα και να ζητήσουν βοήθεια απ’ το τηλέφωνο. Όταν την πήρε το νοσοκοµειακό, ήταν ακόµα ζωντανή, αλλά δεν µάθαµε πού κατέληξε τελικά ούτε την ξαναείδαµε ποτέ. Και πώς θα µπορούσα να ξεχάσω βέβαια τον Φρέντι; Του οφείλω τη ζωή µου. Το αγάπησα σαν αδελφό µου αυτό το παιδάκι που ήταν πάντα ανήσυχο, αδύνατο, κοντούλικο, µε υγρά γυαλιστερά µάτια, µυξιάρικο, σκληρό απέξω και γλυκό από µέσα, που µπορούσε ακόµα να γελάει και να χουχουλιάζει δίπλα µου για να δει τηλεόραση. Εγώ του έδινα βιταµίνες και ασβέστιο για να µεγαλώσει και αγόρασα δυο κατσαρόλες και ένα βιβλίο µε συνταγές για να κάνω σεφτέ στην κουζίνα, µόνο που τα πιάτα µου κατέληγαν τελικά ανέγγιχτα στα σκουπίδια· ο Φρέντι έτρω-

252

253

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γε δυο µπουκιές κι έχανε αµέσως την όρεξή του. Μερικές φορές αρρώσταινε και του ήταν αδύνατο να µετακινηθεί από το στρώµα του, άλλες φορές εξαφανιζόταν για αρκετές µέρες χωρίς να δώσει καµιά εξήγηση. Ο Μπράντον Λίµαν τον προµήθευε µε ναρκωτικά, αλκοόλ, τσιγάρα κι ό,τι άλλο του ζητούσε. «∆εν βλέπεις ότι τον σκοτώνεις;» διαµαρτυρόµουν εγώ. «Είµαι ήδη πεθαµένος, Λόρα, µη νοιάζεσαι», µας διέκοπτε ο Φρέντι, χωρίς ίχνος πικρίας. Κατανάλωνε όποια τοξική ουσία υπήρχε, όποια βροµιά µπορούσε να καταπιεί, να καπνίσει, να σνιφάρει ή να ρίξει στις φλέβες του! Ήταν στην πραγµατικότητα µισοπεθαµένος, είχε όµως τη µουσική στο αίµα του και µπορούσε να βγάλει ρυθµό από ένα κουτάκι µπίρας ή να αυτοσχεδιάσει διάφορες ιστορίες σε ρυθµό ραπ· το όνειρό του ήταν να τον ανακαλύψουν και να γίνει µεγάλος σταρ όπως ο Μάικλ Τζάκσον. «Θα πάµε µαζί στην Καλιφόρνια, Φρέντι. Εκεί θ’ αρχίσεις άλλη ζωή. Ο Μάικ Ο’Κέλι θα σε βοηθήσει, έχει επαναφέρει εκατοντάδες νέους, κάποιους απ’ αυτούς σε πολύ χειρότερη κατάσταση από σένα, τους οποίους, αν τους έβλεπες τώρα, δεν θα πίστευες στα µάτια σου. Και η γιαγιά µου θα σε βοηθήσει, έχει ταλέντο σ’ αυτές τις δουλειές. Θα µείνεις µαζί µας, πώς σου φαίνεται η ιδέα;»

πρώτη φορά που τον είχα δει, σ’ εκείνο το MacDonald’s, ο Μπράντον Λίµαν µε είχε παρουσιάσει σαν την ανιψιά του απ’ την Αριζόνα. Ανήσυχη, γιατί είχα το εµπόρευµα στην τσάντα µου, άρχισα να ψελλίζω διάφορες εξηγήσεις που εκείνος δεν µου είχε ζητήσει. «Είµαι εδώ µόνο για το καλοκαίρι, σύντοµα θα φύγω για το πανεπιστήµιο». «Ποιο πανεπιστήµιο;» µε ρώτησε ο Αράνα και κάθισε δίπλα µου. «∆εν ξέρω ακόµα…» «Μου φαίνεσαι σοβαρή κοπέλα, ο θείος σου πρέπει να είναι περήφανος για σένα. Συγγνώµη αλλά µου διαφεύγει το όνοµά σου…» «Λόρα. Λόρα Μπάρον». «Χαίροµαι που θα πας να σπουδάσεις, Λόρα. Στη δουλειά µου είµαι αναγκασµένος να βλέπω διάφορες τραγικές περιπτώσεις νέων µε πολύ µεγάλο δυναµικό, οι οποίοι χάνονται εντελώς. Να σου παραγγείλω κάτι;» ρώτησε και, προτού προλάβω να πω όχι, ζήτησε ένα κοκτέιλ φρούτων από µια σερβιτόρα µε ρωµαϊκή περιβολή. «Λυπάµαι, αλλά δεν µπορώ να σου κάνω παρέα όπως θα ήθελα, είµαι σε υπηρεσία». «Υπηρεσία στο ξενοδοχείο;» «Είναι µέρος της περιπολίας µου». Μου εξήγησε ότι στο Σίζαρς Πάλας υπήρχαν πέντε πύργοι, τρεις χιλιάδες τριακόσια σαράντα οχτώ δωµάτια, κάποια απ’ αυτά παραπάνω από εκατό τετραγωνικά µέτρα, εννέα εστιατόρια πολυτελείας, ένα πολυκατάστηµα µε τα πιο φίνα µαγαζιά του κόσµου, ένα θέατρο, αποµίµηση του Κολοσσαίου της Ρώµης, µε τέσσερις χιλιάδες διακόσιες ενενήντα έξι θέσεις, όπου έπαιζαν πολύ γνωστά

Μια νύχτα, σε ένα απ’ τα πλουµιστά σαλόνια του Σίζαρς Πάλας, µε τα ρωµαϊκά αγάλµατα και τα σιντριβάνια, καθώς περίµενα έναν πελάτη, συναντήθηκα µε τον αστυνόµο Αράνα. Προσπάθησα να κρυφτώ, αλλά εκείνος µε είχε δει και µε πλησίασε χαµογελαστός και µε το χέρι απλωµένο. Με ρώτησε τι κάνει ο θείος µου. «Ο θείος µου;» επανέλαβα εγώ µπερδεµένη και αµέσως θυµήθηκα ότι την

254

255

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ονόµατα του θεάµατος. Είχα δει το Τσίρκο του Ήλιου; Όχι; Έπρεπε να ζητήσω απ’ το θείο µου να µε πάει, οι παραστάσεις του ήταν ό,τι καλύτερο είχε να δείξει το Λας Βέγκας. Σε λίγο έφτασε η Ρωµαία ψευτοπαρθένα µε ένα πρασινωπό υγρό σ’ ένα ποτήρι και ένα κοµµάτι ανανά στο χείλος. Εγώ µετρούσα τα λεπτά, γιατί απέξω µε περίµεναν ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης µε το ρολόι στο χέρι, ενώ µέσα ο πελάτης µου θα έκανε βόλτες ανάµεσα στις κολόνες και στους καθρέφτες χωρίς να υποπτεύεται ότι ο σύνδεσµός του ήταν η κοπελίτσα που συζητούσε ανέµελα µε έναν ένστολο αστυνοµικό. Τι µπορεί να ήξερε ο Αράνα από τις δραστηριότητες του Μπράντον Λίµαν; Ήπια το φρουτοχυµό, που ήταν υπερβολικά γλυκός για µένα, και τον αποχαιρέτησα µε τόση βιασύνη, ώστε κανονικά θα πρέπει να του µπήκαν υποψίες. Ο αστυνοµικός δεν µου ήταν καθόλου δυσάρεστος, µε κοιτούσε στα µάτια µε έκδηλη ικανοποίηση, έδινε το χέρι σταθερά και η στάση ήταν χαλαρή. Κοιτάζοντάς τον πιο προσεκτικά, τον έβρισκα συµπαθητικό, παρόλο που του περίσσευαν µερικά κιλά· τα λευκά του δόντια έρχονταν σε αντίθεση µε το ηλιοκαµένο δέρµα του και, όταν χαµογελούσε, τα µάτια του µισόκλειναν αφήνοντας δύο λεπτές σχισµές.

µπουκάλι κρασί· εκείνη τον υποχρεώνει να πηγαίνει στο Κάστρο και να βλέπει τον πατέρα της, τον Μιγιαλόµπο, ο οποίος προσβάλλεται εάν δεν τον επισκέπτονται τακτικά· εκείνη ασχολείται µε τα ρούχα, την υγεία και τη διαρρύθµιση του σπιτιού του Μανουέλ, σαν να είχε διοριστεί οικονόµος του. Εγώ είµαι µια παρείσακτη που ήρθε για να τους καταστρέψει τον ιδιωτικό τους χώρο· προτού έρθω εγώ, είχαν τη δυνατότητα να µένουν µόνοι, αλλά τώρα µ’ έχουν πάντα ανάµεσά τους. Είναι πολύ ανεκτικοί αυτοί οι Χιλιανοί, κανείς απ’ τους δύο δεν έχει δείξει να δυσανασχετεί από την παρουσία µου. Πριν από µερικές µέρες φάγαµε στο σπίτι της Μπλάνκα, όπως κάνουµε συχνά, γιατί είναι πολύ πιο φιλόξενο απ’ το δικό µας. Η Μπλάνκα είχε στρώσει στο τραπέζι το καλύτερο τραπεζοµάντιλό της, λινές κεντητές πετσέτες, κεριά κι ένα καλάθι µε ψωµί δεντρολίβανου που της είχα πάει εγώ· ένα τραπέζι απλό και ντελικάτο, όπως τα πάντα επάνω της. Ο Μανουέλ είναι ανίκανος να εκτιµήσει τέτοιου είδους λεπτοµέρειες, που εµένα µ’ αφήνουν µε το στόµα ανοιχτό, γιατί, προτού γνωρίσω αυτή τη γυναίκα, πίστευα ότι η εσωτερική διακόσµηση είναι κάτι που αφορά µόνο τα ξενοδοχεία και τα περιοδικά. Το σπίτι των παππούδων µου έµοιαζε περισσότερο µε γιουσουρούµ, µε ένα σωρό ετερόκλητα έπιπλα και φρικώδη αντικείµενα, τα οποία εξακολουθούσαν να υπάρχουν µε µοναδικό κριτήριο τη χρησιµότητά τους ή το απλό γεγονός ότι κανείς δεν αποφάσιζε να τα πετάξει στα σκουπίδια. Με την Μπλάνκα, η οποία είναι σε θέση να δηµιουργήσει ένα έργο τέχνης µε τρεις γαλάζιες ορτανσίες σ’ ένα γυάλινο δοχείο γεµάτο λεµόνια, έχει αρχίσει να ξυπνάει µέσα µου η αίσθηση του καλού γούστου. Τους άφησα να µαγειρεύουν

Το πρόσωπο που είναι πιο κοντά στον Μανουέλ είναι η Μπλάνκα Σνάκε. Αυτό όµως δεν σηµαίνει και πολλά, γιατί εκείνος δεν έχει ανάγκη κανέναν, ούτε καν την Μπλάνκα, και θα µπορούσε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να αρθρώσει λέξη. Την προσπάθεια διατήρησης της φιλίας τους την κάνει µόνο εκείνη. Εκείνη τον καλεί για φαγητό ή φτάνει απρόσκλητη µε µια κατσαρόλα κι ένα

256

257

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µια σούπα θαλασσινών και βγήκα στον κήπο για να κόψω µαρούλια και βασιλικό, προτού χαθεί το φως της µέρας, αφού τώρα σκοτεινιάζει πιο νωρίς. Μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά µέτρα η Μπλάνκα έχει φυτέψει διάφορα οπωροφόρα και µια ποικιλία λαχανικών, τα οποία φροντίζει προσωπικά· πολύ συχνά τη βλέπω µε το ψάθινο καπέλο και τα γάντια της να δουλεύει στον κήπο. Όταν θα µπει η άνοιξη, θα την παρακαλέσω να µε βοηθήσει να περιποιηθώ το οικόπεδο του Μανουέλ, όπου υπάρχουν µόνο αγριόχορτα και πέτρες. Την ώρα του γλυκού µιλήσαµε για µαγεία –το βιβλίο του Μανουέλ µ’ έχει απορροφήσει εντελώς– και για υπερφυσικά φαινόµενα, στα οποία θα µπορούσα να είµαι αυθεντία, αν έδινα περισσότερη προσοχή σε όσα έλεγε η γιαγιά µου. Τους είπα ότι είχα µεγαλώσει µε τον παππού µου, έναν ορθολογιστή και αγνωστικιστή αστρονόµο, και τη γιαγιά µου, φανατική των ταρό, επίδοξη αστρολόγο, ειδική στην προσωπική αύρα και την ενέργεια, ερµηνεύτρια ονείρων, συλλέκτρια φυλαχτών, κρυστάλλων και ιερών κειµηλίων, για να µη µιλήσουµε για τα πνεύµατα που την περιέβαλλαν. «Η Νίνι µου ποτέ δεν βαριέται, διασκεδάζει κατεβαίνοντας σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και µιλώντας µε τους νεκρούς», σχολίασα. «Ποιους νεκρούς;» µε ρώτησε ο Μανουέλ. «Τον παππού µου και άλλους, όπως ο άγιος Αντώνιος της Πάδουα, ένας άγιος που βρίσκει χαµένα πράγµατα και γαµπρούς για τις ανύπαντρες κοπέλες». «Το σίγουρο είναι ότι η γιαγιά σου χρειάζεται γαµπρό», µου απάντησε. «Τι είναι αυτά που λες! Έχει την ίδια ηλικία µ’ εσένα!»

«Εσύ δεν µου ’πες ότι πρέπει να βρω γυναίκα; Κι αν επιτρέπεται σ’ εµένα να ερωτευτώ, πόσο µάλλον στη Νίδια, που είναι αρκετά χρόνια µικρότερή µου!» «∆ηλαδή, σαν να λέµε, την καλοβλέπεις τη Νίνι µου!» είπα, βάζοντας µε το µυαλό µου ότι θα µπορούσαµε να ζήσουµε οι τρεις µαζί· για µια στιγµή ξέχασα ότι η ιδανική νύφη γι’ αυτόν ήταν η Μπλάνκα. «Αυτό είναι ένα πολύ βιαστικό συµπέρασµα, Μάγια». «Θα πρέπει να την αποσπάσεις απ’ τον Μάικ Ο’Κέλι», τον πληροφόρησα. «Είναι ανάπηρος και Ιρλανδός, αλλά αρκετά ωραίος και διάσηµος». «Άρα µπορεί να της προσφέρει πιο πολλά από µένα», είπε και γέλασε. «Εσύ, θεία Μπλάνκα, τα πιστεύεις αυτά;» τη ρώτησα. «Εγώ, Μάγια, είµαι πρακτικό πνεύµα. Αν θέλω να θεραπεύσω µια µυρµηγκιά, ας πούµε, πάω στο δερµατολόγο, αλλά επιπλέον, επειδή κανείς ποτέ δεν ξέρει, δένω µια τρίχα απ’ το µαλλί µου στο µικρό µου δάχτυλο και κατουράω πίσω από µια βελανιδιά». «Ο Μανουέλ µού είπε ότι είσαι µάγισσα». «Σίγουρα. Μαζευόµαστε όλες οι µάγισσες τις νύχτες µε πανσέληνο. Θες να έρθεις; Η επόµενη σύναξη είναι την Τετάρτη. Θα µπορούσαµε να πάµε µαζί στο Κάστρο να περάσουµε δυο-τρεις µέρες µε τον πατέρα µου και µετά θα σε πάρω µαζί µου στη συνάντηση των µαγισσών». «Συνάντηση µαγισσών! Πειράζει που δεν έχω σκουπόξυλο;» της είπα. «Στη θέση σου θα δεχόµουν, Μάγια», διέκοψε ο Μανουέλ. «Είναι µια ευκαιρία που δεν θα σου παρουσιαστεί δεύτερη φορά. Η Μπλάνκα εµένα δεν µ’ έχει καλέσει ποτέ να παραβρεθώ».

258

259

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

«Είναι κύκλος µόνο για γυναίκες, Μανουέλ. Θα σε έπνιγαν τα οιστρογόνα». «Μου κάνετε πλάκα φυσικά…» είπα. «Μιλάω απολύτως σοβαρά, γκρινγκουλίτσα. ∆εν είναι όµως αυτό που φαντάζεσαι, καµία σχέση µε τη µαγεία του βιβλίου του Μανουέλ, ούτε µπλούζες από δέρµα νεκρού ούτε ινβούντσε. Η οµάδα µας είναι πολύ κλειστή, όπως πρέπει να είναι για να νιώθουµε απόλυτη εµπιστοσύνη η µια στην άλλη. ∆εν δεχόµαστε παρείσακτους, αλλά για σένα θα κάναµε µια εξαίρεση». «Γιατί;» «Μου φαίνεται ότι είσαι αρκετά µόνη και χρειάζεσαι φίλες». Μερικές µέρες αργότερα συνόδευσα την Μπλάνκα στο Κάστρο. Φτάσαµε στο σπίτι του Μιγιαλόµπο την ιερή ώρα του τσαγιού, που οι Χιλιανοί την έχουν αντιγράψει από τους Άγγλους. Η Μπλάνκα κι ο πατέρας της τηρούν µια σταθερή καθηµερινή ρουτίνα, κάτι σαν σκηνή κωµωδίας, αρχικά χαιρετιούνται διαχυτικά σαν να µην είχαν ιδωθεί καθόλου την προηγούµενη εβδοµάδα και να µη µιλούσαν καθηµερινά στο τηλέφωνο· αµέσως εκείνη τον επικρίνει γιατί «κάθε µέρα χοντραίνει όλο και περισσότερο και µέχρι πότε µπορεί να συνεχίσει να καπνίζει και να πίνει, ο µπαµπάς όπου να ’ναι θα τα τινάξει»· εκείνος της απαντάει µε σχόλια για τις γυναίκες που δεν βάφουν τα άσπρα τους µαλλιά και ντύνονται σαν Ρουµάνες προλετάριες· µετά ενηµερώνουν ο ένας τον άλλον για τα κουτσοµπολιά και τις φήµες που κυκλοφορούν· µετά εκείνη του ζητάει άλλο ένα δάνειο κι εκείνος βάζει τις φωνές, ότι έχουν βαλθεί όλοι να τον καταστρέψουν, ότι θα καταλήξει στο πτωχοκοµείο κι ότι πάει, θα κηρύξει πτώχευση, και όλο αυτό κα-

ταλήγει σε µια πεντάλεπτη διαπραγµάτευση για να σφραγίσουν στο τέλος την καινούργια συµφωνία τους µε φιλιά. Εγώ ήδη βρίσκοµαι στο τέταρτο φλιτζάνι τσάι. Το βράδυ, ο Μιγιαλόµπο µάς δάνεισε το αυτοκίνητό του για να πάµε µε την Μπλάνκα στη συγκέντρωση. Περάσαµε µπροστά απ’ τη µητρόπολη µε το διπλό καµπαναριό και τα µεταλλικά πάνελ στην πρόσοψη, κάναµε το γύρο της πλατείας, όπου όλα τα παγκάκια ήταν κατειληµµένα από ερωτευµένα ζευγαράκια, αφήσαµε πίσω µας την παλιά πόλη και µετά τις καινούργιες συνοικίες µε τις απαίσιες τσιµεντένιες πολυκατοικίες, για να καταλήξουµε σε ένα ελικοειδές και απόµερο δροµάκι. Τελικά, η Μπλάνκα πάρκαρε σε µια εσωτερική αυλή, όπου υπήρχαν ήδη αρκετά αυτοκίνητα, και προχωρήσαµε ως το σπίτι από ένα µονοπάτι που µόλις φαινόταν, καθώς φωτιζόταν από ένα µοναδικό φανάρι. Μέσα µάς περίµεναν δέκα νεαρές γυναίκες, ντυµένες µε το χωριάτικο στιλ της Νίνι µου, τουνίκες, φαρδιές φούστες ή φαρδιά βαµβακερά παντελόνια και πόντσο, κι αυτό γιατί έκανε κρύο. Με περίµεναν και µε δέχτηκαν µε το συνηθισµένο χιλιανό αυθορµητισµό που, όταν πρωτοέφτασα στη χώρα, µου δηµιουργούσε άγχος, ενώ τώρα τον περιµένω πώς και πώς. Το σπίτι ήταν επιπλωµένο χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, υπήρχε ένας γέρικος σκύλος καθισµένος επάνω στον καναπέ και διάφορα παιχνίδια σκορπισµένα στο πάτωµα. Η οικοδέσποινα µού εξήγησε ότι τις νύχτες που είχε πανσέληνο τα παιδιά πήγαιναν να κοιµηθούν στο σπίτι της γιαγιάς και ο άντρας της εκµεταλλευόταν την ευκαιρία να πάει να παίξει πόκερ µε τους φίλους του.

260

261

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Βγήκαµε από την κουζίνα σε µια µεγάλη πίσω αυλή, φωτισµένη από λάµπες παραφίνης, όπου υπήρχαν ένας κήπος µε λαχανικά φυτεµένα σε κασόνια, ένα κοτέτσι, δύο κούνιες, µια µεγάλη σκηνή για κάµπινγκ και κάτι άλλο που εκ πρώτης όψεως έµοιαζε µε λοφάκι καλυµµένο µε µουσαµά, αλλά από το κέντρο του υψωνόταν µια λεπτή στήλη καπνού. «Αυτή είναι η ρούκα», µου είπε η οικοδέσποινα. Είχε το κυκλικό σχήµα ενός ιγκλού ή µιας κίβα, και µόνο η οροφή της προεξείχε από την επιφάνεια του εδάφους· η υπόλοιπη ήταν κάτω απ’ τη γη. Την είχαν κατασκευάσει οι άντρες αυτών των γυναικών, οι οποίοι µερικές φορές συµµετείχαν σ’ αυτές τις µαζώξεις, αλλά στις περιπτώσεις αυτές µαζεύονταν όλοι µαζί µέσα στη σκηνή, αφού η ρούκα ήταν αποκλειστικά γυναικείο άδυτο. Ακολουθώντας το παράδειγµα των υπολοίπων, έβγαλα τα ρούχα µου· κάποιες γυµνώθηκαν εντελώς, µερικές άλλες έµειναν µόνο µε την κιλότα. Η Μπλάνκα άναψε ένα µατσάκι χαµοµηλιού για να µας «αποκαθάρει» µε τον µυρωδάτο καπνό, καθώς µπαίναµε έρποντας µέσα από ένα στενό τούνελ. Από µέσα, η ρούκα ήταν ένας κυκλικός θόλος µε διάµετρο γύρω στα τέσσερα µέτρα και περίπου ένα µέτρο και εβδοµήντα στο ψηλότερο σηµείο του. Στο κέντρο έκαιγε µια φωτιά από ξύλα µέσα σε έναν πέτρινο κύκλο και ο καπνός έβγαινε απ’ το µοναδικό άνοιγµα της οροφής, πάνω ακριβώς από τη φλόγα. Κατά µήκος του τοίχου εκτεινόταν ένας πάγκος καλυµµένος µε µάλλινες κουβέρτες, όπου καθίσαµε κυκλικά. Η ζέστη ήταν έντονη, αλλά ανεκτή, ο αέρας µύριζε κάτι οργανικό, µύκητες ή µαγιά, και το λιγοστό φως προερχόταν απ’ τη φωτιά. Υπήρχαν λίγα φρούτα –δαµάσκηνα, αµύγδαλα, σύκα– και δύο µεγάλα τσαγερά µε κρύο τσάι.

Αυτή η οµάδα γυναικών ήταν σαν ένα όραµα βγαλµένο από τις Χίλιες και Μία Νύχτες, ένα χαρέµι από οδαλίσκες. Στο µισοσκόταδο της ρούκα έµοιαζαν µε πανέµορφες µαντόνες της Αναγέννησης, µε τα µακριά µαλλιά τους να πέφτουν λυτά πάνω στο σώµα τους, χαλαρές, ανεπιτήδευτες. Στη Χιλή οι άνθρωποι χωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις, όπως οι κάστες στην Ινδία ή οι φυλές στις Ηνωµένες Πολιτείες, κι εµένα το µάτι µου έχει εκπαιδευτεί να τις ξεχωρίζει, µόνο που αυτές οι γυναίκες µε την ευρωπαϊκή εµφάνιση πρέπει να ανήκαν σε κάποια διαφορετική τάξη από τις άλλες Χιλιανές που είχα γνωρίσει, οι οποίες σε γενικές γραµµές είναι χοντρές, κοντές, µε ινδιάνικα χαρακτηριστικά, πρόωρα γερασµένες από τη δουλειά και τα βάσανα. Μία απ’ αυτές ήταν εφτά ή οχτώ µηνών έγκυος, αν κρίνω από το µέγεθος της κοιλιάς της, και µία άλλη είχε γεννήσει πρόσφατα, τα στήθη της ήταν πρησµένα και είχε µοβ µελανιές γύρω από τις ρώγες. Η Μπλάνκα είχε λύσει τον κότσο και το µαλλί της έπεφτε σγουρό και αχτένιστο σαν αφρός στους ώµους της. Είχε κορµί ώριµο, µε τη φυσικότητα µιας γυναίκας που υπήρξε πάντα όµορφη, αν και δεν είχε στήθη και το στέρνο της ήταν σηµαδεµένο από µια πειρατική ουλή. Η Μπλάνκα χτύπησε ένα καµπανάκι, ακολούθησαν δυο-τρία λεπτά σιωπής για να αυτοσυγκεντρωθούµε και µετά µία απ’ αυτές έκανε επίκληση στην Παντσαµάµα, τη µητέρα Γη, στη µήτρα της οποίας είχαµε συγκεντρωθεί. Οι επόµενες τέσσερις ώρες πέρασαν χωρίς να τις καταλάβω, αργά, περνώντας από χέρι σε χέρι ένα µεγάλο κοχύλι για να µιλήσουµε µε τη σειρά, πίνοντας τσάι και µασώντας φρούτα, να πούµε τι συνέβαινε εκείνη τη στιγµή στη ζωή µας, ποιους πόνους του παρελθόντος κουβαλούσαµε, και να ακούσουµε τις άλλες µε σεβασµό, χωρίς να

262

263

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ρωτάµε ούτε να εκφράζουµε γνώµη. Οι περισσότερες κατάγονταν από άλλες πόλεις της χώρας και είχαν έρθει στα µέρη εκείνα είτε για επαγγελµατικούς λόγους είτε επειδή συνόδευαν τους συζύγους τους. ∆ύο απ’ τις γυναίκες ήταν «θεραπεύτριες», δουλειά τους ήταν να θεραπεύουν µε διάφορα µέσα, βότανα, αρωµατικές εσάνς, ρεφλεξολογία, µαγνητικά πεδία, φως, οµοιοπαθητική, ενεργειακή κίνηση και άλλες µορφές εναλλακτικής ιατρικής, που στη Χιλή είναι πολύ δηµοφιλείς. Εδώ οι άνθρωποι καταφεύγουν στα προϊόντα των φαρµακείων µόνο όταν αποτύχουν όλα τα υπόλοιπα. Μοιράστηκαν τις ιστορίες τους χωρίς ντροπές, µία βρισκόταν στα µαύρα πανιά γιατί είχε πιάσει τον άντρα της στο κρεβάτι µε την καλύτερη φίλη της, µία άλλη δεν µπορούσε ν’ αποφασίσει να εγκαταλείψει ένα βάρβαρο σύζυγο που την κακοµεταχειριζόταν συναισθηµατικά και σωµατικά. Μίλησαν για τα όνειρά τους, για τις αρρώστιες τους, για τους φόβους και τις ελπίδες τους, γέλασαν, κάποιες έκλαψαν και όλες χειροκρότησαν την Μπλάνκα, γιατί οι τελευταίες της εξετάσεις επιβεβαίωσαν ότι ο καρκίνος της βρισκόταν σε άτακτη υποχώρηση. Μια νεαρή, που µόλις είχε πεθάνει η µητέρα της, ζήτησε να τραγουδήσουν για την ψυχή της και µια άλλη, µε συναρπαστική φωνή, άρχισε ένα τραγούδι, στο οποίο σιγοντάρισαν οι υπόλοιπες. Όταν πέρασαν πια τα µεσάνυχτα, η Μπλάνκα πρότεινε να ολοκληρωθεί η συγκέντρωση τιµώντας τους προγόνους µας, οπότε η καθεµία κατονόµασε κάποιον –τη µητέρα που είχε πρόσφατα πεθάνει, µια γιαγιά, µια µητριά– και περιέγραψε την κληρονοµιά που της είχε αφήσει αυτό το πρόσωπο· για κάποια ήταν καλλιτεχνικό ταλέντο, για κάποια άλλη ένα συνταγολόγιο ιατρικής από βότανα, για

την τρίτη αγάπη για την επιστήµη, κι έτσι η καθεµία είπε το δικό της. Εγώ ήµουν η τελευταία και, όταν έφτασε η σειρά µου, κατονόµασα τον παππού µου, αλλά δεν µου έβγαινε η φωνή για να µπορέσω να αφηγηθώ σ’ αυτές τις γυναίκες ποιος ήταν. Μετά ακολούθησε ένα διάστηµα διαλογισµού σε απόλυτη σιωπή, µε τα µάτια κλειστά, για να σκεφτούµε τον πρόγονο που είχαµε επικαλεστεί, να τον ευχαριστήσουµε για τα δώρα του και να τον αποχαιρετήσουµε. Ήµασταν σ’ αυτό το στάδιο, όταν θυµήθηκα τη φράση που µου επαναλάµβανε ο παππούς µου επί χρόνια: «Υποσχέσου µου ότι πάντα θα αγαπάς τον εαυτό σου όπως σε αγαπώ εγώ». Ήταν τόσο ξεκάθαρο το µήνυµα, που ήταν σαν να µου το είχε επαναλάβει ο ίδιος φωναχτά. Με πήραν τα κλάµατα και συνέχισα να κλαίω χύνοντας τη θάλασσα των δακρύων που δεν έχυσα όταν πέθανε. Στο τέλος κυκλοφόρησε από χέρι σε χέρι ένα ξύλινο δοχείο και η καθεµιά µπορούσε, αν ήθελε, να ρίξει µέσα ένα πετραδάκι. Η Μπλάνκα τα µέτρησε και οι πέτρες ήταν όσες και οι γυναίκες µέσα στη ρούκα· ήταν η ψήφος τους. Με είχαν εγκρίνει οµόφωνα κι αυτός ήταν ο µοναδικός τρόπος να γίνω µέλος της οµάδας. Μου έδωσαν συγχαρητήρια και το γιορτάσαµε πίνοντας τσάι. Γύρισα περήφανη στο νησί µας και πληροφόρησα τον Μανουέλ Αρίας ότι στο εξής δεν θα έπρεπε να µε υπολογίζει τις νύχτες που θα είχε πανσέληνο. Η νύχτα µε τις καλές µάγισσες στο Κάστρο µε έκανε να σκεφτώ τις εµπειρίες του προηγούµενου χρόνου. Η ζωή µου είναι πολύ διαφορετική απ’ τις ζωές αυτών των γυναικών και δεν ξέρω αν στο ζεστό περιβάλλον της ρούκα

264

265

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

θα µπορέσω ποτέ να τους αφηγηθώ όλα όσα πέρασα, να τους µιλήσω για τη λύσσα που µε κατέτρωγε κάποτε, για το τι σηµαίνει δίψα για αλκοόλ και ναρκωτικά, για το πώς δεν µπορούσα να µείνω ήσυχη και βουβή. Στην ακαδηµία του Όρεγκον διέγνωσαν ότι έπασχα από «διάσπαση προσοχής», µία απ’ αυτές τις διαγνώσεις που µοιάζουν µε ισόβια δεσµά, µόνο που αυτή η πάθηση ποτέ δεν έκανε την εµφάνισή της όσο ο παππούς µου ζούσε, αλλά δεν υπάρχει ούτε και τώρα. Μπορώ να περιγράψω τα συµπτώµατα του εθισµού, δεν µπορώ όµως να περιγράψω την κτηνώδη του ένταση. Πού βρισκόταν η ψυχή µου όλο αυτό το διάστηµα; Στο Λας Βέγκας υπήρχαν δέντρα, ήλιος, πάρκα, το γέλιο του Φρέντι, βασιλιά της ραπ, παγωτά, κωµωδίες στην τηλεόραση, νεαροί µε ηλιοκαµένα κορµιά και λεµονάδα στην πισίνα του γυµναστηρίου, µουσική και φώτα στην ατέλειωτη νύχτα του Strip, υπήρξαν και ευχάριστες στιγµές, όπως παραδείγµατος χάρη ένας γάµος φίλων του Λίµαν και µια τούρτα γενεθλίων για τον Φρέντι, όµως το µόνο που θυµάµαι είναι η εφήµερη ευτυχία της ένεσης και η κόλαση της αναζήτησης της επόµενης δόσης. Ο κόσµος εκείνης της εποχής αρχίζει να µετατρέπεται σε µια µεγάλη µουντζούρα στη µνήµη µου, αν και δεν έχουν περάσει παρά µόνο µερικοί µήνες από τότε. Η τελετή των γυναικών στη µήτρα την Παντσαµάµα µε συνέδεσε άρρηκτα µε αυτό το Τσιλοέ της φαντασίας και, µε κάποιον περίεργο τρόπο, µε το ίδιο µου το κορµί. Τον προηγούµενο χρόνο ήµουν µια τσακισµένη ύπαρξη, πίστευα ότι η ζωή µου είχε τελειώσει και ότι το κορµί µου είχε αµετάκλητα µαγαριστεί. Τώρα είµαι ολόκληρη και νιώθω σεβασµό για το σώµα µου, σεβασµό που δεν είχα νιώσει ποτέ πριν, όταν ζούσα εξετάζοντας τον εαυτό

µου στον καθρέφτη για να κάνω τον απολογισµό των µειονεκτηµάτων µου. Μου αρέσει έτσι όπως είµαι, δεν θέλω να αλλάξω το παραµικρό. Σ’ αυτό το ευλογηµένο νησί τίποτε δεν τρέφει τις κακές αναµνήσεις, κάνω όµως προσπάθεια να τις καταγράψω σ’ αυτό εδώ το τετράδιο για να µην πάθω τα ίδια µε τον Μανουέλ, που έχει τις αναµνήσεις του κλεισµένες σ’ ένα σπήλαιο και, όταν είναι λιγάκι απρόσεκτος, του ρίχνονται τη νύχτα σαν λυσσασµένα σκυλιά. Σήµερα έβαλα πάνω στο γραφείο του Μανουέλ πέντε λουλούδια απ’ τον κήπο της Μπλάνκα Σνάκε, τα τελευταία της περιόδου, που εκείνος σαφώς δεν πρόκειται να εκτιµήσει, εµένα όµως µου δίνουν µια ήρεµη ευτυχία. Είναι φυσικό να εκστασιάζεσαι µε τα χρώµατα όταν προέρχεσαι από το γκρι. Ο προηγούµενος χρόνος ήταν γκρίζος για µένα. Αυτό το ελάχιστο µπουκετάκι είναι τέλειο: ένα γυάλινο ποτήρι, πέντε λουλούδια, ένα έντοµο, το φως του παραθύρου. Τίποτε άλλο. Έχω δίκιο που δυσκολεύοµαι να θυµηθώ τα σκοτάδια του παρελθόντος. Πόσο πολύ κράτησε η εφηβεία µου! Ένα υπόγειο ταξίδι. Για τον Μπράντον Λίµαν η εµφάνισή µου ήταν πολύ σηµαντικό κοµµάτι της δουλειάς του: έπρεπε να φαίνοµαι αθώα, απλή και δροσερή, σαν τις φωτεινές κοπέλες που δούλευαν στα καζίνα. Έτσι ενέπνεα εµπιστοσύνη και εντασσόµουν στο περιβάλλον. Του άρεσαν τα πολύ κοντά λευκά µαλλιά µου, που µου έδιναν ένα ύφος αρσενικό. Μου φορούσε ένα περίτεχνο ανδρικό ρολόι µε φαρδύ δερµάτινο λουράκι που έκρυβε το τατουάζ στον καρπό, το οποίο αρνήθηκα να σβήσω µε λέιζερ, όπως µου είχε ζητήσει. Στα

266

267

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

καταστήµατα µου ζητούσε να κάνω ατοµική πασαρέλα γι’ αυτόν µε τα ρούχα που είχε επιλέξει και διασκέδαζε µε τις εξεζητηµένες µοντελίστικες πόζες µου. ∆εν είχα παχύνει, παρά τα ετοιµατζίδικα φαγητά που έτρωγα και την έλλειψη άσκησης· είχα πάψει να τρέχω, όπως έκανα κάποτε, γιατί δεν γούσταρα να έχω τον Τζο Μάρτιν και τον Σχιστοµάτη στο κατόπι µου. Αραιά και πού, ο Μπράντον Λίµαν µε πήγαινε σε µια σουίτα ξενοδοχείου στο Strip, παράγγελνε σαµπάνια και µετά µου ζητούσε να γδυθώ µπροστά του αργά, ενώ εκείνος ερωτοτροπούσε µε τη λευκή κυρία του και το ποτήρι του µπέρµπον, χωρίς να µε αγγίζει. Το έκανα διστακτικά στην αρχή, αλλά µετά κατάλαβα ότι ήταν σαν να γδύνοµαι µόνη µου µπροστά στον καθρέφτη, γιατί για το αφεντικό ο ερωτισµός περιοριζόταν στη βελόνα και στο ποτήρι. Μου επαναλάµβανε κάθε τόσο ότι ήµουν πολύ τυχερή που ήµουν µαζί του, άλλες κοπέλες τις εκµεταλλεύονταν σε αίθουσες µασάζ και σε πορνεία, χωρίς να βλέπουν το φως της µέρας και τρώγοντας το ξύλο της χρονιάς τους. Ήξερα πόσες εκατοντάδες χιλιάδες σεξουαλικές σκλάβες υπήρχαν στις Ηνωµένες Πολιτείες; Μερικές απ’ αυτές προέρχονταν απ’ την Ασία κι απ’ τα Βαλκάνια, πάρα πολλές όµως ήταν Αµερικανίδες που τις είχαν απαγάγει απ’ τους δρόµους, απ’ τους σταθµούς του µετρό κι από αεροδρόµια ή έφηβες που το είχαν σκάσει απ’ τα σπίτια τους. Τις κρατούσαν φυλακισµένες και µαστουρωµένες, ήταν υποχρεωµένες να εξυπηρετούν τριάντα ή και παραπάνω πελάτες την ηµέρα και, αν αρνιόνταν, τις βασάνιζαν µε ηλεκτρόδια· αυτές οι δυστυχείς ήταν αόρατες, αναλώσιµες, είχαν µηδέν αξία. Υπήρχαν µέρη εξειδικευµένα στο σαδισµό, όπου οι πελάτες µπορούσαν να βασανίζουν τα κορίτσια

όπως τους έκανε κέφι, να τα µαστιγώνουν, να τα βιάζουν, ακόµα και να τα σκοτώνουν, αρκεί να πλήρωναν το απαραίτητο αντίτιµο. Η πορνεία ήταν πάρα πολύ προσοδοφόρα για τις µαφίες, αλλά ήταν κάτι σαν µηχανή του κιµά για τις γυναίκες, οι οποίες δεν άντεχαν για πολύ και πάντα κατέληγαν άσχηµα. «Αυτά είναι για άκαρδους ανθρώπους, Λόρα, κι εµένα η καρδιά µου είναι τρυφερή», µου έλεγε. «Συµπεριφέρσου καλά και µη µε προδώσεις. Θα λυπηθώ πάρα πολύ, αν καταλήξεις σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον». Αργότερα, όταν άρχισα να συσχετίζω µεταξύ τους διάφορα γεγονότα που αρχικά τα θεωρούσα άσχετα, µε έβαλε σε µεγάλη απορία αυτή η πλευρά των επιχειρήσεων του Μπράντον Λίµαν. Απ’ ό,τι έβλεπα, δεν ήταν ανακατεµένος στην πορνεία, αν εξαιρέσεις βέβαια ότι πουλούσε ναρκωτικά στις πόρνες που του τα ζητούσαν, αλλά είχε διάφορα µυστηριώδη πάρε-δώσε µε νταβατζήδες, που όµως, εντελώς τυχαία, συνδέονταν µε την εξαφάνιση κάποιων κοριτσιών της πελατείας του. Σε αρκετές περιπτώσεις τον είδα µε πολύ µικρά κορίτσια, πρεζόνια τελευταίας εσοδείας, που τα έφερνε µέχρι το κτίριό του µε τους γλυκούς του τρόπους, τους έδινε να δοκιµάσουν ό,τι καλύτερο είχε στο στοκ του, τα εφοδίαζε βερεσέ για καµιά δυο εβδοµάδες και από κάποια µέρα και µετά έπαυαν να δίνουν το «παρών», σαν να είχαν γίνει καπνός. Ο Φρέντι επιβεβαίωσε τις υποψίες µου ότι στο τέλος τις πουλούσε στις µαφίες· έτσι, ο Μπράντον Λίµαν έβγαζε το µερτικό του χωρίς να λερώνει υπερβολικά τα χέρια του. Οι κανόνες του αφεντικού ήταν απλοί και όσο τους τηρούσα από τη δική µου πλευρά, τους τηρούσε και εκείνος

268

269

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

από τη δική του. Πρώτη προϋπόθεση ήταν να αποφεύγω οποιαδήποτε επαφή µε την οικογένειά µου ή οποιοδήποτε πρόσωπο της προηγούµενης ζωής µου, κάτι που αποδείχτηκε εύκολο, αφού η µόνη που νοσταλγούσα ήταν η γιαγιά µου και, αφού σκόπευα να επιστρέψω σύντοµα στην Καλιφόρνια, µπορούσα να περιµένω. Επίσης, δεν µου επέτρεπε να κάνω καινούργιους φίλους, γιατί η παραµικρή αδιακρισία έθετε σε κίνδυνο το εύθραυστο οικοδόµηµα των επιχειρήσεών του, όπως έλεγε. Σε µια περίπτωση, ο Σχιστοµάτης τού είπε ότι µε είχε δει στην πόρτα του γυµναστηρίου να συζητάω µε µια γυναίκα. Ο Λίµαν µε άρπαξε απ’ το λαιµό και µε έριξε στα γόνατα µε απρόσµενη σβελτάδα, γιατί εγώ ήµουν πιο ψηλή και πιο δυνατή απ’ αυτόν. «Ηλίθια! Βλαµµένη!» είπε και µου έριξε δυο χαστούκια κατακόκκινος από θυµό. Εκεί θα έπρεπε να έχω αντιδράσει και να έχω ανοίξει τα µάτια µου, αλλά το µυαλό µου δεν κατάφερε να επεξεργαστεί το περιστατικό· ήταν µια από εκείνες τις µέρες, όλο και πιο συχνές τον τελευταίο καιρό, που δεν µπορούσα να κρατήσω καµιά σκέψη µέσα στο κεφάλι µου. Πέρασε λίγη ώρα και µου παρήγγειλε να βάλω τα καλά µου, γιατί θα πηγαίναµε να φάµε σ’ ένα καινούργιο ιταλικό εστιατόριο· υπέθεσα ότι ήταν ένας τρόπος να µου ζητήσει συγγνώµη. Φόρεσα το µαύρο φόρεµά µου και τα χρυσά παπούτσια µου, αλλά δεν προσπάθησα καν να κρύψω µε µακιγιάζ το πρήξιµο στα χείλια και τις κοκκινίλες στα µάγουλα. Το εστιατόριο ήταν τελικά πολύ πιο ευχάριστο απ’ ό,τι περίµενα: πολύ σύγχρονο, όλο κρύσταλλο, µέταλλο και µαύρους καθρέφτες, ούτε καρό τραπεζοµάντιλα ούτε παλικάρια ντυµένα γονδολιέρηδες. Αφήσαµε τα πιάτα µας σχεδόν ανέγγιχτα, ήπιαµε όµως δύο µπουκάλια Κου-

ιντέσα, απ’ τη σοδειά του 2005, που κόστισαν µια περιουσία, αλλά κατάφεραν να χαλαρώσουν την ατµόσφαιρα ανάµεσά µας. Ο Λίµαν µού εξήγησε ότι βρισκόταν κάτω από µεγάλη πίεση, του είχε παρουσιαστεί µια καταπληκτική ευκαιρία σε µια σπουδαία αλλά επικίνδυνη δουλειά. Εγώ συσχέτισα στο µυαλό µου αυτή τη δουλειά µε ένα πρόσφατο διήµερο ταξίδι που έκανε χωρίς να πει πού πάει και χωρίς να πάρει µαζί του τους γορίλες. «Τώρα, περισσότερο από ποτέ, το παραµικρό στραβοπάτηµα σε θέµατα ασφαλείας µπορεί να είναι µοιραίο, Λόρα», µου είπε. «Μ’ εκείνη τη γυναίκα στο γυµναστήριο µίλησα λιγότερο από πέντε λεπτά για την τάξη της γιόγκα, δεν ξέρω ούτε το όνοµά της, σου τ’ ορκίζοµαι, Μπράντον». «Να µην το ξανακάνεις. Αυτή τη φορά θα το παραβλέψω, εσύ όµως δεν πρέπει να το ξεχάσεις, µε πιάνεις; Πρέπει να έχω εµπιστοσύνη στους ανθρώπους µου, Λόρα. Μ’ εσένα τα πάω καλά, έχεις τουπέ κι αυτό µ’ αρέσει και µαθαίνεις γρήγορα. Μπορούµε να κάνουµε πολλά µαζί». «Σαν να λέµε;» «Θα το µάθεις όταν έρθει η ώρα. Ακόµα είσαι σε δοκιµαστική φάση». Αυτή η περίφηµη ώρα έφτασε τον Σεπτέµβριο. Από τον Ιούνιο ως τον Αύγουστο κυκλοφορούσα µε το κεφάλι κάπου στα σύννεφα. Στο διαµέρισµα δεν είχαµε τρεχούµενο νερό και το ψυγείο ήταν άδειο – από ουσίες όµως άλλο τίποτε. Κι εγώ δεν είχα πάρει είδηση ότι πετούσα σ’ άλλο σύµπαν· κατάπινα τα χάπια µου και κάπνιζα τα τσιγαριλίκια µου µε αυτόµατες κινήσεις που δεν κατέγραφε ο εγκέφαλός µου. Αυτά που κατανάλωνα ήταν ελάχιστα σε σύγκριση µε τους υπόλοιπους γύρω µου, το έκανα περισ-

270

271

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σότερο για πλάκα· µπορούσα να σταµατήσω οποιαδήποτε στιγµή, δεν ήµουν εθισµένη, έτσι πίστευα. Συνήθισα σ’ αυτή την αίσθηση της ανάερης ελαφράδας, στην οµίχλη που µου θόλωνε το µυαλό, στην ανικανότητα να ολοκληρώσω µια σκέψη ή να εκφράσω µια ιδέα, στο να βλέπω να εξαφανίζονται οι λέξεις του τεράστιου λεξιλογίου που είχα µάθει µε τη Νίνι µου. Στις ελάχιστες αναλαµπές µου, θυµόµουν ότι σκοπός µου ήταν να επιστρέψω στην Καλιφόρνια, έλεγα όµως ότι είχα ακόµα καιρό µπροστά µου. Καιρό! Πώς χάνονταν έτσι αυτές οι ώρες; Γλιστρούσαν σαν άµµος ανάµεσα στα δάχτυλά µου, ζούσα σε κατάσταση µόνιµης αναµονής, χωρίς να περιµένω τίποτε, µόνο την επόµενη ηµέρα ολόιδια µε την προηγούµενη, να κάθοµαι µπροστά στην τηλεόραση µαζί µε τον Φρέντι. Μοναδική καθηµερινή µου δουλειά ήταν να ζυγίζω σκονάκια και κρυστάλλους, να µετράω χαπάκια, να σφραγίζω πλαστικά σακουλάκια. Έτσι πέρασε ο Αύγουστος. Το βραδάκι ξυπνούσα ρουφώντας µερικές γραµµές κοκαΐνης κι έφευγα για το γυµναστήριο για να δροσιστώ στην πισίνα. Κοιταζόµουν µε επικριτική διάθεση στους καθρέφτες των αποδυτηρίων, προσπαθώντας να ανακαλύψω σηµάδια από τις καταχρήσεις, αλλά δεν τα έβλεπα πουθενά· κανείς δεν θα µπορούσε να υποπτευτεί το αβυσσαλέο παρελθόν µου και το διφορούµενο παρόν µου. Έµοιαζα µε φοιτήτρια, όπως ακριβώς ήθελε ο Μπράντον Λίµαν. Άλλη µια γραµµή κοκαΐνης, χαπάκια, ένα φλιτζάνι σκέτο καφέ κι ήµουν έτοιµη για τη νυχτερινή αποστολή µου. Ο Μπράντον Λίµαν µπορεί να είχε άλλους διανοµείς την ηµέρα, αλλά εγώ δεν τους είδα ποτέ. Μερικές φορές µε συνόδευε, αλλά όταν έµαθα τη ρουτίνα και ένιωθε σίγουρος, µε έστελνε µόνη µε τους σωµατοφύλακές του.

Με τραβούσαν ο θόρυβος, τα φώτα, τα χρώµατα, η αχαλίνωτη ατµόσφαιρα στα ξενοδοχεία και στα καζίνα, ο πυρετός των παικτών στους κουλοχέρηδες και η πράσινη τσόχα, το «κλικ-κλακ» που έκαναν οι µάρκες στα τραπέζια, τα ψηλά ποτήρια µε τις ορχιδέες και τις χάρτινες οµπρελίτσες. Οι πελάτες µου, πολύ διαφορετικοί από τους άλλους του δρόµου, είχαν την ανεµελιά των ανθρώπων που έχουν εξασφαλισµένη την ατιµωρησία. Αλλά ούτε τα βαποράκια είχαν τίποτε να φοβηθούν, σαν να ίσχυε κάποια µυστική συµφωνία σ’ αυτή την πόλη για την παραβίαση του νόµου χωρίς συνέπειες. Ο Λίµαν είχε κάνει τα κονέ του µε κάποιους αστυνοµικούς, οι οποίοι έπαιρναν τη µίζα τους και τον άφηναν στην ησυχία του. Εγώ δεν τους γνώριζα και ο Λίµαν δεν µου είπε ποτέ τα ονόµατά τους, αλλά ήξερε πόσο και πότε έπρεπε να τους πληρώσει. «Είναι σιχαµερά γουρούνια, βροµεροί και αχόρταγοι, πρέπει να φυλαγόµαστε απ’ αυτούς, γιατί είναι ικανοί για τα πάντα, ενοχοποιούν αθώους φυτεύοντας δήθεν αποδεικτικά στοιχεία, κλέβουν κοσµήµατα και λεφτά στα ντου που κάνουν, κρατάνε τα µισά ναρκωτικά και τα όπλα που κατάσχουν, έχουν αλληλοϋποστήριξη µεταξύ τους. Είναι διεφθαρµένοι, ρατσιστές, ψυχοπαθείς. Αυτοί θα έπρεπε να είναι κλεισµένοι στα µπουντρούµια, όχι εµείς», µου έλεγε το αφεντικό. Οι δυστυχείς που κατέληγαν στο κτίριο ψάχνοντας να βρουν ναρκωτικά ήταν σκλάβοι του εθισµού τους, φτωχοί µέχρι που δεν πάει παραπέρα, µόνοι µε µια µοναξιά που δεν παίρνει θεραπεία· ζούσαν κυνηγηµένοι, δαρµένοι, κρυµµένοι στις υπόγειες τρύπες τους σαν τυφλοπόντικες, εκτεθειµένοι στις αρπάγες του νόµου. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε ατιµωρησία, µόνο βάσανα. Από χρήµα, αλκοόλ και χαπάκια πήγαινα καλά, αρκεί

272

273

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

να ζητούσα, δεν είχα όµως τίποτε άλλο, ούτε οικογένεια ούτε φιλίες ούτε έρωτες, έλειπε ακόµα κι ο ήλιος απ’ τη ζωή µου, αφού ζούσα τη νύχτα σαν ποντικίνα.

των συγγενών και των ασθενών, αλλά ο Λίµαν προχωρούσε τοίχο-τοίχο, κοιτώντας πάνω απ’ τον ώµο του και µε το χέρι µονίµως στην τσέπη, όπου αναπαυόταν το πιστόλι του. Ο Φρέντι βρισκόταν σε ένα δωµάτιο µε τέσσερα κρεβάτια, όλα κατειληµµένα, ακινητοποιηµένος µε λουριά και βαριά διασωληνωµένος· το πρόσωπό του ήταν παραµορφωµένο, είχε σπασµένα κόκαλα και το ένα χέρι κακοποιηµένο σε τέτοιο βαθµό, που είχαν αναγκαστεί να του ακρωτηριάσουν δύο δάχτυλα. Οι κλοτσιές τού είχαν αχρηστέψει το ένα νεφρό και τα ούρα του στο σακουλάκι που κρεµόταν κάτω απ’ το κρεβάτι είχαν χρώµα κεραµιδί. Το αφεντικό µού έδωσε την άδεια να κάνω παρέα στο αγόρι όσες ώρες την ηµέρα ήθελα, αρκεί να έκανα τη δουλειά µου τη νύχτα. Στην αρχή είχαν τον Φρέντι σε καταστολή µε µορφίνη και µετά άρχισαν να του δίνουν µεθαδόνη, γιατί στην κατάσταση που βρισκόταν δεν θα µπορούσε κατά κανέναν τρόπο να ξεπεράσει το σύνδροµο στέρησης, µόνο που η µεθαδόνη δεν ήταν αρκετή. Ήταν απελπισµένος, σφάδαζε σαν παγιδευµένο ζώο στα όρια που του επέτρεπαν τα λουριά του κρεβατιού. Όταν δεν µας έβλεπε το προσωπικό, του περνούσα ενέσεις ηρωίνης στον ορό, όπως µε είχε ορµηνέψει ο Μπράντον Λίµαν. «Αν δεν το κάνεις, θα πεθάνει. Αυτά που του δίνουν εδώ είναι νεράκι για τον Φρέντι», µου είπε.

Μια ∆ευτέρα, ο Φρέντι εξαφανίστηκε απ’ το διαµέρισµα του Μπράντον Λίµαν και δεν ξέραµε τι του είχε συµβεί, µέχρι που συναντηθήκαµε τυχαία την Παρασκευή µε τον αστυνόµο Αράνα, ο οποίος, κάθε φορά που µε έβλεπε, δεν έχανε την ευκαιρία να µου πει µερικά κολακευτικά λόγια. Η κουβέντα ήρθε στον Φρέντι και ο αστυνοµικός µάς είπε παρεµπιπτόντως ότι τον είχαν βρει βαριά τραυµατισµένο. Ο βασιλιάς της ραπ είχε εισχωρήσει απρόσκλητος σε εχθρική ζώνη, όπου µια συµµορία τον είχε κάνει µαύρο στο ξύλο και τον είχε αφήσει σ’ ένα σκουπιδότοπο θεωρώντας τον νεκρό. Ο Αράνα πρόσθεσε, περισσότερο για δική µου πληροφόρηση, ότι η πόλη ήταν χωρισµένη σε τοµείς ελεγχόµενους από διάφορες συµµορίες, και ένας Λατίνος όπως ο Φρέντι, παρ’ όλο που ήταν µιγάς, δεν µπορούσε να πάει να ανακατευτεί µε τους µαύρους. «Ο µικρός έχει διάφορα εντάλµατα που εκκρεµούν εναντίον του, αλλά η φυλακή θα ήταν για εκείνον µοιραία. Ο Φρέντι χρειάζεται βοήθεια», µας είπε ο Αράνα φεύγοντας. Τον Μπράντον Λίµαν δεν τον βόλευε καθόλου να φανεί ότι έχει πάρε-δώσε µε τον Φρέντι, αφού τον είχε βάλει στο στόχαστρό της η αστυνοµία, αλλά πήγαµε µαζί να τον δούµε στο νοσοκοµείο. Ανεβήκαµε στον πέµπτο όροφο και περάσαµε διάφορους διαδρόµους φωτισµένους µε λάµπες φθορισµού, ψάχνοντας να βρούµε το δωµάτιό του, χωρίς κανείς να µας δώσει ιδιαίτερη σηµασία: ήµασταν δύο ακόµη άτοµα στο ατέλειωτο πηγαινέλα του ιατρικού προσωπικού,

Στο νοσοκοµείο γνώρισα µια µαύρη νοσοκόµα µε το υπέροχο όνοµα Ολίµπια Πέτιφορντ, γύρω στα πενήντα, θηριώδη και µε σπηλαιώδη φωνή, που δεν ταίριαζε καθόλου µε τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της. Είχε εφηµερία όταν ανέβασαν τον Φρέντι από το χειρουργείο στον πέµπτο όρο-

274

275

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

φο. «Μου σκίζεται η καρδιά που τον βλέπω τόσο αδύνατο και ανήµπορο, αυτό το παιδάκι θα µπορούσε να είναι εγγονός µου», µου είπε. ∆εν είχα πιάσει φιλίες µε κανέναν από τότε που είχα φτάσει στο Λας Βέγκας, µε εξαίρεση τον Φρέντι, ο οποίος βρισκόταν ήδη µε το ένα πόδι στον τάφο, και αποφάσισα για πρώτη φορά να αψηφήσω τις εντολές του Μπράντον Λίµαν· είχα ανάγκη να µιλήσω µε κάποιον και αυτή η γυναίκα ήταν ακαταµάχητη. Η Ολίµπια µε ρώτησε ποια ήταν η σχέση µου µε τον ασθενή και, για να απλοποιήσω τα πράγµατα, της απάντησα ότι ήµουν αδελφή του. Εκείνη δεν το βρήκε καθόλου περίεργο που ένα κορίτσι άσπρο σαν το γάλα, µε πλατινέ µαλλί και πανάκριβα ρούχα είχε κάποια σχέση µ’ αυτόν το µαυριδερό ηρωινοµανή που είχε µπλεξίµατα και µε την αστυνοµία. Η νοσοκόµα εκµεταλλευόταν τα διαλείµµατά της για να κάθεται δίπλα στο νεαρό και να προσεύχεται. «Ο Φρέντι πρέπει να δεχτεί τον Ιησού στην καρδιά του, ο Ιησούς θα τον σώσει», µε διαβεβαίωσε. Είχε τη δική της εκκλησία στα δυτικά της πόλης και µε κάλεσε σε µια νυχτερινή λειτουργία, αλλά της εξήγησα ότι εκείνη την ώρα δούλευα και το αφεντικό µου ήταν πολύ αυστηρό. «Τότε έλα την Κυριακή, κορίτσι µου. Μετά τη λειτουργία οι Χήρες του Ιησού σερβίρουµε το καλύτερο γεύµα στην πολιτεία της Νεβάδα». Οι Χήρες του Ιησού ήταν µια ολιγάριθµη, αλλά εξαιρετικά δραστήρια οµάδα, η ραχοκοκαλιά της εκκλησίας της. ∆εν ήταν απαραίτητο να είσαι χήρα για να γίνεις µέλος, αρκούσε να έχεις χωρίσει από κάποιον που αγαπούσες. «Εγώ, για παράδειγµα, είµαι στην πραγµατικότητα παντρεµένη, αλλά είχα δυο άντρες που µε παράτησαν κι έναν τρίτο που πέθανε, οπότε τυπικά είµαι χήρα», µου είπε η Ολίµπια. Η κοινωνική λειτουργός που είχε αναλάβει τον Φρέντι

ήταν µια ώριµη γυναίκα, κακοπληρωµένη, µε περισσότερα περιστατικά στο γραφείο της απ’ όσα µπορούσε να διεκπεραιώσει, είχε βαρεθεί τη ζωή της και µετρούσε τις µέρες µέχρι να συνταξιοδοτηθεί. Τα παιδιά περνούσαν από την υπηρεσία της για µικρό χρονικό διάστηµα, ώσπου να τα αναθέσει σε κάποια προσωρινή οικογένεια, από όπου ξαναγύριζαν συνήθως ξαναδαρµένα ή ξαναβιασµένα. Ήρθε να δει τον Φρέντι καµιά δυο φορές και απ’ τις κουβέντες που έκανε µε την Ολίµπια έµαθα το παρελθόν του φίλου µου. Ο Φρέντι ήταν δεκατεσσάρων χρονών και όχι δώδεκα, όπως πίστευα, ούτε δεκαέξι, όπως έλεγε ο ίδιος. Είχε γεννηθεί στη λατινοαµερικάνικη γειτονιά της Νέας Υόρκης από µητέρα ∆οµινικανή και πατέρα άγνωστο. Η µητέρα τον πήρε µαζί της στη Νεβάδα µε το σαράβαλο του εραστή της, ενός Ινδιάνου Παγιούτε, αλκοολικού όπως και η ίδια. Ζούσαν κατασκηνώνοντας από δω κι από κει, µετακινούµενοι αν είχαν λεφτά για βενζίνη και συσσωρεύοντας χρέη και πρόστιµα στο δρόµο τους. Και οι δυο τους εξαφανίστηκαν έπειτα από λίγο απ’ τη Νεβάδα, αλλά κάποιος βρήκε τον Φρέντι, εφτά µηνών, παρατηµένο σ’ ένα βενζινάδικο, υποσιτισµένο και γεµάτο µελανιές. Μεγάλωσε σε άσυλα και σε ανάδοχες οικογένειες, περνώντας απ’ το ένα χέρι στο άλλο· πουθενά δεν µπορούσε να ριζώσει, είχε προβλήµατα συµπεριφοράς και χαρακτήρα, αλλά πήγαινε σχολείο και ήταν καλός µαθητής. Στα εννιά του τον συνέλαβαν για ένοπλη ληστεία, έµεινε για µερικούς µήνες σε ένα αναµορφωτήριο και µετά σβήστηκε απ’ τα ραντάρ της υπηρεσίας και της αστυνοµίας. Η κοινωνική λειτουργός έπρεπε να καταγράψει πώς και

276

277

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πού ζούσε ο Φρέντι τα τελευταία χρόνια, αλλά εκείνος έκανε τον κοιµισµένο ή αρνιόταν να της απαντήσει. Έτρεµε µη τυχόν και τον βάλουν σε πρόγραµµα απεξάρτησης. «∆εν θα την έβγαζα καθαρή ούτε µια µέρα, Λόρα, δεν µπορείς να φανταστείς για τι πράγµα µιλάµε. Απεξάρτηση όχι, τιµωρίες, όσες θέλετε». Ο Μπράντον Λίµαν ήταν απόλυτα σύµφωνος και διατεθειµένος να εµποδίσει µια τέτοια εξέλιξη. Όταν του έβγαλαν τους ορούς και µπόρεσε να φάει στερεά τροφή και να σηκωθεί όρθιος, τον βοηθήσαµε να ντυθεί, τον πήγαµε ως το ασανσέρ, εκµεταλλευόµενοι το πλήθος την ώρα του επισκεπτηρίου, και από εκεί µε βήµα χελώνας ως την πόρτα του νοσοκοµείου, όπου µας περίµενε ο Τζο Μάρτιν µε τη µηχανή αναµµένη. Πάω στοίχηµα ότι η Ολίµπια Πέτιφορντ βρισκόταν στο διάδροµο, αλλά η καλή αυτή γυναίκα έκανε πως δεν µας είδε. Ένας γιατρός που προµήθευε τον Μπράντον Λίµαν µε φάρµακα για τη µαύρη αγορά ερχόταν στο διαµέρισµα να δει τον Φρέντι και µου έµαθε να του αλλάζω τις γάζες του χεριού για να µη µολυνθεί. Σκέφτηκα να εκµεταλλευτώ το γεγονός ότι είχα την ευθύνη του παιδιού για να αρχίσω να του δίνω λιγότερα ναρκωτικά, αλλά δεν άντεχα να τον βλέπω να υποφέρει µε τέτοιο φριχτό τρόπο. Ο Φρέντι ανέλαβε δυνάµεις πολύ γρήγορα, προς µεγάλη έκπληξη του γιατρού, ο οποίος πίστευε ότι θα µείνει στο κρεβάτι για τουλάχιστον δύο µήνες. Σύντοµα άρχισε να παριστάνει τον Μάικλ Τζάκσον µε το χέρι σε νάρθηκα, αλλά στα ούρα του εξακολουθούσε να έχει αίµα. Ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης ανέλαβαν να εκδικηθούν την εχθρική συµµορία, γιατί θεώρησαν ότι δεν ήταν δυνατόν να επιτρέψουν µια τέτοια προσβολή.

Το ξύλο που έφαγε ο Φρέντι στη συνοικία των µαύρων µε επηρέασε πολύ. Στο εξαρθρωµένο σύµπαν του Μπράντον Λίµαν οι άνθρωποι περνούσαν σαν κοµήτες, χωρίς ν’ αφήνουν τίποτα πίσω τους, κάποιοι έφευγαν, κάποιοι κατέληγαν στις φυλακές ή στα νεκροταφεία, αλλά ο Φρέντι δεν ήταν µια απ’ αυτές τις ανώνυµες σκιές, ήταν φίλος µου. Βλέποντάς τον στο νοσοκοµείο να ανασαίνει µε δυσκολία, να σφαδάζει από τους πόνους και µερικές φορές να χάνει τις αισθήσεις του, δεν µπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά µου. Υποθέτω ότι έκλαιγα και για µένα την ίδια. Ένιωθα παγιδευµένη και δεν µπορούσα πια να κοροϊδεύω τον εαυτό µου σχετικά µε τον εθισµό µου, γιατί ήµουν εξαρτηµένη από το αλκοόλ, τα χαπάκια, τη µαριχουάνα, την κοκαΐνη κι από άλλα ναρκωτικά για να µπορώ να βγάλω τη µέρα µου. Ξυπνώντας το πρωί µε τον θηριώδη πονοκέφαλο από το αλκοόλ της προηγούµενης µέρας, αποφάσιζα κάθε φορά να το κόψω, αλλά προτού περάσει µισή ώρα, υπέκυπτα στον πειρασµό να πιω ένα ποτηράκι. Λίγη βότκα, έτσι για να µου φύγει ο πονοκέφαλος, αυτό υποσχόµουν στον εαυτό µου. Ο πονοκέφαλος όµως δεν έφευγε και το µπουκάλι ήταν δίπλα µου και µε καλούσε. ∆εν µπορούσα πια να ξεγελάσω τον εαυτό µου µε την ιδέα ότι έκανα διακοπές, ότι περίµενα να περάσει ο καιρός για να πάω στο πανεπιστήµιο: βρισκόµουν ανάµεσα σε εγκληµατίες. Με την παραµικρή παρασπονδία θα µπορούσα να καταλήξω στο νεκροτοµείο ή, όπως ο Φρέντι, καλωδιωµένη και διασωληνωµένη σε κάποιο νοσοκοµείο. Είχα πανικοβληθεί, αν και απέφευγα να ονοµατίσω το φόβο, αυτό το αιλουροειδές που το ένιωθα συσπειρωµένο στην µπούκα του στοµαχιού µου. Μια επίµονη φωνή µού θύµιζε τον κίνδυνο: «Πώς είναι δυνατόν να µην το βλέ-

278

279

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πεις», µου έλεγε, «γιατί δεν φεύγεις προτού να είναι πολύ αργά, τι περιµένεις για να τηλεφωνήσεις στην οικογένειά σου;» Όµως µια άλλη γκρινιάρικη φωνή απαντούσε ότι κανέναν δεν ενδιέφερε η τύχη µου· αν ο παππούς µου ήταν ζωντανός, θα είχε κινήσει γη και ουρανό για να µε βρει, ο πατέρας µου όµως δεν είχε κάνει τον κόπο. «∆εν µου τηλεφώνησες, γιατί δεν είχες ακόµα υποφέρει αρκετά, Μάγια», µου είπε η Νίνι µου, όταν ειδωθήκαµε ξανά. Πέρασε το χειρότερο κοµµάτι του καλοκαιριού της Νεβάδα µε θερµοκρασίες σαράντα βαθµών και βάλε, αλλά εγώ είχα όλη την ηµέρα κλιµατισµό και έβγαινα µόνο τη νύχτα, οπότε δεν υπέφερα ιδιαίτερα. Οι συνήθειές µου ήταν αµετάβλητες και η δουλειά το ίδιο. ∆εν ήµουν ποτέ µόνη, το γυµναστήριο ήταν το µοναδικό µέρος όπου οι σωµατοφύλακες του Μπράντον Λίµαν µε άφηναν ήσυχη, γιατί, παρ’ όλο που δεν έµπαιναν µαζί µου στα ξενοδοχεία και τα καζίνα, µε περίµεναν απέξω µετρώντας τα λεπτά της ώρας. Εκείνες τις µέρες το αφεντικό είχε µια επίµονη βρογχίτιδα, την οποία ο ίδιος ονόµαζε αλλεργία, και παρατήρησα ότι είχε αδυνατίσει. Στο λίγο χρόνο που τον γνώριζα είχε χάσει µεγάλο µέρος από το δυναµισµό του, το δέρµα στα µπράτσα του κρεµόταν σακουλιασµένο και τα τατουάζ του είχαν χάσει το αρχικό τους σχήµα. Μπορούσες να µετρήσεις τα πλευρά του, είχε ρέψει, είχε µόνιµους µαύρους κύκλους γύρω από τα µάτια και ήταν πάντα κουρασµένος. Ο Τζο Μάρτιν παρατήρησε τα συµπτώµατα πρώτος απ’ όλους και άρχισε να καβαλάει το καλάµι και να αµφισβητεί τις εντολές του, ενώ ο αµίλητος Σχιστοµάτης µπορεί να ήταν σφίγγα, αλλά έκανε σιγόντο στον άλλον πίσω από τις πλάτες του αφεντικού, διακινώντας ναρκωτικά για λογαριασµό

τους και µαγειρεύοντας τους λογαριασµούς. Τα έκαναν όλα αυτά µε τόσο µεγάλη αυτοπεποίθηση, ώστε το σχολιάσαµε µεταξύ µας ο Φρέντι κι εγώ. «Μη βγάλεις άχνα, Λόρα, γιατί θα το πληρώσεις ακριβά, αυτοί οι τύποι δεν συγχωρούν», µε συµβούλευσε το αγόρι. Οι γορίλες µιλούσαν απρόσεκτα µπροστά στον Φρέντι, τον οποίο θεωρούσαν ακίνδυνο, κάτι σαν κλόουν, ένα πρεζόνι µε τηγανισµένο µυαλό· όµως ο εγκέφαλός του λειτουργούσε πολύ καλύτερα απ’ τον εγκέφαλο των υπολοίπων, εγώ δεν είχα καµιά αµφιβολία γι’ αυτό. Προσπαθούσα να πείσω το αγόρι ότι η απεξάρτηση ήταν εφικτή, ότι µπορούσε να πάει στο σχολείο, να κάνει κάτι στο µέλλον, αλλά µου απαντούσε µε τα γνωστά επιχειρήµατα, ότι το σχολείο δεν είχε τίποτε να τον διδάξει, ότι εκείνος τα είχε µάθει όλα στο πανεπιστήµιο της ζωής. Και δεν έχανε ευκαιρία να επαναλάβει τα βαθυστόχαστα αποφθέγµατα του Λίµαν: «Είναι υπερβολικά αργά για µένα». Αρχές Οκτώβρη, ο Λίµαν πήγε στη Γιούτα µε αεροπλάνο και επέστρεψε οδηγώντας ένα Mustang κάµπριο τελευταίο µοντέλο, γαλάζιο µε µια χρυσή λουρίδα στο πλάι και µαύρη ταπετσαρία. Με πληροφόρησε ότι το είχε αγοράσει για τον αδελφό του, ο οποίος, για µυστηριώδεις λόγους, δεν µπορούσε να το αποκτήσει µε δικά του µέσα. Ο Άνταµ, που ζούσε σε απόσταση δώδεκα ωρών µε αυτοκίνητο, θα έστελνε κάποιον να το πάρει έπειτα από µερικές µέρες. Ένα αµάξι αυτής της κατηγορίας δεν θα µπορούσε να µείνει ούτε ένα λεπτό στους δρόµους αυτής της γειτονιάς χωρίς να εξαφανιστεί ή να λεηλατηθεί, οπότε ο Λίµαν το έβαλε αµέσως σε ένα από τα δύο γκαράζ του κτιρίου που είχαν

280

281

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πόρτες ασφαλείας. Τα άλλα ήταν κάτι µεταξύ σπηλαίων και σκουπιδότοπων, καταφύγια για διερχόµενους ναρκοµανείς και παράνοµους εραστές. Κάποιοι άστεγοι έµεναν χρόνια ολόκληρα µέσα σ’ αυτά τα σπήλαια, διεκδικώντας µε νύχια και µε δόντια το τετραγωνικό τους µέτρο από τους αρουραίους και τους άλλους αστέγους. Την επόµενη ηµέρα ο Μπράντον Λίµαν έστειλε τα «συνεταιράκια» του να παραλάβουν ένα φορτίο από το Φορτ Ρούµπι, µία από τις εξακόσιες πόλεις-φαντάσµατα της Νεβάδα, που ήταν το σηµείο συνάντησης µε τον Μεξικανό προµηθευτή του, και, όταν έφυγαν, µου πρότεινε να βγάλουµε για τεστ ντράιβ τη Mustang. Το δυνατό µοτέρ, η µυρωδιά του καινούργιου δέρµατος, ο άνεµος στα µαλλιά, ο ήλιος στο δέρµα, το απέραντο τοπίο που το έκοβε σαν µαχαίρι ο δρόµος, τα βουνά να διαγράφονται µπροστά από ένα χλοµό ασυννέφιαστο ουρανό, όλα ήταν σαν να είχαν συνωµοτήσει για να µε µεθύσουν από ελευθερία. Αυτή η αίσθηση της ελευθερίας ερχόταν σε αντίθεση µε το γεγονός ότι κάθε τόσο περνούσαµε έξω από κάποια οµοσπονδιακή φυλακή. Έκανε πάρα πολλή ζέστη και, παρ’ όλο που είχε περάσει το καλοκαίρι, πολύ σύντοµα ο αέρας έγινε ανυπόφορα ζεστός, οπότε αναγκαστήκαµε να ανεβάσουµε την κουκούλα και να ανάψουµε τον κλιµατισµό. «Ξέρεις ότι ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης µε κλέβουν, έτσι;» µε ρώτησε. Προτίµησα να µην απαντήσω. Το θέµα που είχε θίξει δεν ήταν απ’ αυτά που θα συζητούσε χωρίς να έχει µια συγκεκριµένη πρόταση· αν αρνιόµουν, αυτό θα σήµαινε ότι περπατούσα στα σύννεφα, ενώ αν απαντούσα καταφατικά, θα ήταν σαν να παραδέχοµαι ότι τον είχα προδώσει αποκρύπτοντάς του την αλήθεια.

«Ήταν µοιραίο να συµβεί, αργά ή γρήγορα», πρόσθεσε ο Μπράντον Λίµαν. «∆εν µπορώ να έχω εµπιστοσύνη σε κανέναν». «Μπορείς να έχεις εµπιστοσύνη σ’ εµένα», µουρµούρισα έχοντας την αίσθηση ότι ισορροπούσα στην κόψη του ξυραφιού. «Το ελπίζω. Ο Τζο και ο Σχιστοµάτης δεν είναι παρά δύο βλακόµουτρα. ∆εν θα έβρισκαν πουθενά καλύτερα από µένα και ήµουν ιδιαίτερα γενναιόδωρος µαζί τους». «Τι θα κάνεις;» «Θα τους αντικαταστήσω προτού αντικαταστήσουν εκείνοι εµένα». Κάναµε µερικά χιλιόµετρα στην απόλυτη σιωπή, αλλά εκεί που πίστευα ότι είχαν τελειώσει οι εκµυστηρεύσεις, εκείνος ξανάπιασε την κουβέντα. «Ένας απ’ τους µπάτσους θέλει παραπάνω λεφτά. Αν του τα δώσω, θα θέλει κι άλλα. Τι γνώµη έχεις εσύ, Λόρα;» «Εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά…» Πέρασε άλλο ένα διάστηµα αρκετών χιλιοµέτρων µέσα σε απόλυτη σιωπή. Ο Μπράντον Λίµαν, που είχε αρχίσει να δείχνει συµπτώµατα στέρησης, βγήκε απ’ το δρόµο προσπαθώντας να βρει κάποιο αποµονωµένο σηµείο· βρισκόµασταν όµως σε µια ερηµιά µε κατάξερο χώµα, βράχια, αγκαθωτούς θάµνους και αραιά αγριόχορτα. Κατεβήκαµε από το αυτοκίνητο έχοντας εποπτεία του δρόµου, σκύψαµε πίσω από την ανοιχτή πόρτα και του κράτησα αναµµένο τον αναπτήρα για να ζεστάνει το µείγµα. Σε χρόνο µηδέν βάρεσε την ένεση. Μετά µοιραστήκαµε µια πίπα µαριχουάνας για να πανηγυρίσουµε την πετυχηµένη µας έξοδο· αν σταµατούσε να µας ελέγξει κάποια αστυνοµική

282

283

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

περίπολος, θα έβρισκε ένα παράνοµο όπλο, κοκαΐνη, ηρωίνη, µαριχουάνα, Ντεµερόλ και άλλα χύµα χαπάκια µέσα σε ένα τσαντάκι. «Τα κωλοµπατσόνια θα βρίσκανε και κάτι άλλο, που δεν θα µπορούσαµε µε τίποτε να τους το εξηγήσουµε», πρόσθεσε αινιγµατικά ο Μπράντον Λίµαν και έσκασε στα γέλια. Ήταν τόσο µαστουρωµένος, που χρειάστηκε να οδηγήσω εγώ, αν και η εµπειρία µου στο τιµόνι ήταν ελάχιστη έως µηδενική και το µπονγκ είχε θολώσει το οπτικό µου πεδίο. Μπήκαµε στο Μπίτι, ένα χωριό που έδειχνε ακατοίκητο εκείνη την ώρα του µεσηµεριού, και σταµατήσαµε για φαγητό σε ένα µεξικάνικο πανδοχείο, µε µια ταµπέλα γεµάτη καουµπόηδες, σοµπρέρο και λάσα, αλλά αποδείχτηκε ότι ήταν αυτοσχέδιο καζίνο γεµάτο καπνό. Στο εστιατόριο ο Λίµαν ζήτησε να του φέρουν δύο κοκτέιλ τεκίλα, δύο πιάτα στην τύχη και το πιο ακριβό κόκκινο κρασί του καταλόγου. Έκανα µια προσπάθεια να φάω, ενώ εκείνος άδειαζε το περιεχόµενο του πιάτου του ανοίγοντας µε το πιρούνι δροµάκια στο συνοδευτικό πουρέ. «Ξέρεις τι θα κάνω µε τον Τζο και τον Σχιστοµάτη; Αφού έτσι κι αλλιώς θα δώσω στον µπάτσο αυτά που µου ζητάει, θα του ζητήσω µια µικρή χάρη για να πατσίσουµε». «∆εν καταλαβαίνω». «Αν θέλει µεγαλύτερη προµήθεια, θα πρέπει να ξαποστείλει αυτούς τους δύο, φροντίζοντας να µην ανακατέψει εµένα καθόλου». Έπιασα το µήνυµα και θυµήθηκα τις κοπέλες που είχε χρησιµοποιήσει ο Λίµαν πριν από µένα και που κάποια στιγµή τις είχε… ξαποστείλει. Είδα µε φοβερή καθαρότητα τον γκρεµό που ανοιγόταν µπροστά µου και για µια ακό-

µα φορά σκέφτηκα να το σκάσω, αλλά και πάλι ένιωσα να µε παραλύει η αίσθηση ότι είχα βουτηχτεί σ’ έναν πηχτό χυλό και είχα γίνει αδρανής, άβουλη. ∆εν µπορώ να σκεφτώ, νιώθω το κεφάλι µου γεµάτο πριονίδι, άπειρα χάπια, µαριχουάνα, βότκα, δεν θυµάµαι καν τι απ’ όλα αυτά έχω πάρει σήµερα, πρέπει να καθαρίσω, µουρµούριζα µέσα µου, καθώς έπινα το δεύτερο ποτήρι κρασί µετά την τεκίλα. Ο Μπράντον Λίµαν είχε καθίσει αναγερτός στο κάθισµά του, µε το κεφάλι ακουµπισµένο στην πλάτη του καθίσµατος και τα µάτια µισόκλειστα. Το φως έπεφτε πάνω του απ’ το πλάι, τονίζοντας τα έντονα ζυγωµατικά του και τα βουλιαγµένα µάγουλά του, τους πρασινωπούς κύκλους κάτω απ’ τα µάτια του. Έµοιαζε µε πτώµα. «∆εν πηγαίνουµε σιγά-σιγά;» του είπα, συγκρατώντας µε δυσκολία τον εµετό µου. «Έχω µια δουλίτσα σ’ αυτό το κωλοχώρι προτού φύγουµε. Παράγγειλέ µου έναν καφέ», απάντησε εκείνος. Ο Λίµαν πλήρωσε µετρητά, όπως πάντα, και βγήκαµε από τον κλιµατισµένο αέρα στην ανυπόφορη ζέστη του Μπίτι, που κατά το αφεντικό µου ήταν στην ουσία χώρος απόρριψης ραδιενεργών υλικών και υπήρχε µόνο και µόνο σαν σταθµός για τους τουρίστες που πήγαιναν στην Κοιλάδα του Θανάτου, δέκα λεπτά από κει όπου βρισκόµασταν. Οδήγησε κάνοντας ζιγκ-ζαγκ ώσπου φτάσαµε σε ένα µέρος όπου νοίκιαζαν ατοµικές αποθήκες· ήταν χαµηλές τσιµεντένιες κατασκευές µε σειρές από µεταλλικές πόρτες βαµµένες τιρκουάζ. Πρέπει να είχε ξανάρθει εδώ, γιατί κατευθύνθηκε χωρίς δισταγµό προς µία απ’ τις πόρτες. Μου παρήγγειλε να µείνω στο αυτοκίνητο, ενόσω προ-

284

285

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σπαθούσε να βγάλει άκρη µε τους κωδικούς των βαριών βιοµηχανικών λουκέτων, βλαστηµώντας, γιατί δυσκολευόταν να εστιάσει το βλέµµα του, ενώ εδώ και κάµποσο καιρό έτρεµαν υπερβολικά τα χέρια του. Όταν τελικά κατάφερε να ανοίξει, µου έκανε νόηµα να πλησιάσω. Ο ήλιος φώτισε ένα µικρό δωµάτιο, όπου υπήρχαν µόνο δύο µεγάλα ξύλινα κασόνια. Από το πορτ µπαγκάζ της Mustang έβγαλε έναν αθλητικό σάκο από µαύρο πλαστικό, που έγραφε επάνω του Ελ Πάσο ΤΧ, και µπήκαµε στην αποθήκη, η οποία έβραζε απ’ τη ζέστη. ∆εν µπόρεσα να αποφύγω την τροµακτική σκέψη ότι ο Λίµαν µπορούσε να µε αφήσει θαµµένη ζωντανή σ’ αυτό το εφιαλτικό δωµάτιο. Μ’ έπιασε γερά απ’ το ένα µπράτσο και κάρφωσε τα µάτια του πάνω µου. «Θυµάσαι που σου είπα ότι θα κάναµε σπουδαία πράγµατα µαζί;» «Ναι…» «Έφτασε η ώρα. Ελπίζω να µη µε απογοητεύσεις». Έγνεψα καταφατικά, πανικόβλητη απ’ τον απειλητικό του τόνο κι απ’ το ότι βρισκόµουν µόνη µαζί του σ’ αυτόν το φούρνο χωρίς ψυχή ζώσα γύρω µας. Ο Λίµαν κάθισε στις φτέρνες του, άνοιξε τον αθλητικό σάκο και µου έδειξε το περιεχόµενο. ∆εν κατάλαβα αµέσως ότι αυτά τα πρασινωπά πακέτα ήταν δεσµίδες µε χαρτονοµίσµατα. «∆εν είναι αποτέλεσµα ληστείας και δεν θα λείψουν από κανέναν», µου είπε. «Αυτό είναι ένα πρώτο δείγµα, σύντοµα θα έρθουν κι άλλα. Συνειδητοποιείς το µέγεθος της εµπιστοσύνης που σου δείχνω, έτσι; Είσαι το µοναδικό αξιοπρεπές πρόσωπο που γνωρίζω, εκτός από τον αδελφό µου. Τώρα εσύ κι εγώ είµαστε συνεταιράκια». «Τι πρέπει να κάνω;» µουρµούρισα.

«Τίποτε προς το παρόν, εάν όµως σου δώσω εντολή ή κάτι µου συµβεί, πρέπει να καλέσεις αµέσως τον Άνταµ και να του πεις πού βρίσκεται η τσάντα µε το Ελ Πάσο ΤΧ, καταλαβαίνεις; Επανάλαβε αυτά που σου είπα». «Πρέπει να καλέσω τον αδελφό σου και να του πω πού βρίσκεται η τσάντα του». «Η τσάντα µε το Ελ Πάσο ΤΧ, µην το ξεχνάς αυτό. Έχεις καµιά ερώτηση;» «Πώς θα ανοίξει ο αδελφός σου τα λουκέτα;» «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά!» γάβγισε ο Μπράντον Λίµαν, τόσο βίαια, ώστε µαζεύτηκα περιµένοντας το χαστούκι, αλλά αµέσως ηρέµησε, έκλεισε την τσάντα, την έβαλε πάνω σε ένα απ’ τα δύο κασόνια και φύγαµε. Τα γεγονότα άρχισαν να τρέχουν µε µεγάλη ταχύτητα από τη στιγµή που πήγαµε µε τον Μπράντον Λίµαν να αφήσουµε την τσάντα στην αποθήκη του Μπίτι και αργότερα µου ήταν αδύνατον να τα ταξινοµήσω στο κεφάλι µου, αφού πολλά συνέβαιναν ταυτόχρονα και άλλα συνέβαιναν χωρίς να είµαι εγώ παρούσα, αλλά τα µάθαινα αργότερα. Σε δυο µέρες ο Μπράντον Λίµαν µε πρόσταξε να τον ακολουθήσω µε ένα Acura, απ’ τ’ αµάξια που ανακύκλωνε στο µυστικό γκαράζ, ενώ εκείνος οδηγούσε το Mustang που είχε φέρει απ’ τη Γιούτα για τον αδελφό του. Τον ακολούθησα στον αυτοκινητόδροµο 95 για τρία τέταρτα της ώρας, µε µια ζέστη τροµακτική, µέσα σ’ ένα τοπίο όπου η πραγµατικότητα µπερδευόταν µε το στραφτάλισµα των αντικατοπτρισµών, ως την Μπόλντερ Σίτι, µια πόλη που απουσίαζε από τον πνευµατικό χάρτη του Μπράντον Λίµαν, αφού ήταν µία από τις δύο πόλεις της πολιτείας της

286

287

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Νεβάδα όπου ο τζόγος ήταν παράνοµος. Κάναµε στάση σ’ ένα βενζινάδικο, πιάσαµε µια σκιά και περιµέναµε. Είκοσι λεπτά αργότερα έφτασε ένα αυτοκίνητο µε δύο άνδρες, οπότε ο Μπράντον Λίµαν τούς έδωσε τα κλειδιά της Mustang, πήρε απ’ αυτούς µια βαλιτσούλα µεσαίου µεγέθους και κάθισε δίπλα µου στο Acura. Το Mustang και το άλλο όχηµα αποµακρύνθηκαν προς τα νότια κι εµείς πήραµε το δρόµο της επιστροφής. ∆εν περάσαµε µέσα απ’ το Λας Βέγκας, αλλά συνεχίσαµε ευθεία ως την αποθήκη του Μπίτι, όπου ο Μπράντον Λίµαν επανέλαβε τη διαδικασία του ανοίγµατος των λουκέτων, χωρίς να µε αφήσει να δω το συνδυασµό. Έβαλε την καινούρια τσάντα δίπλα στην προηγούµενη κι έκλεισε την πόρτα. «Μισό εκατοµµύριο δολάρια, Λόρα!» είπε και έτριψε τα χέρια του κατευχαριστηµένος. «Αυτό δεν µ’ αρέσει…» µουρµούρισα οπισθοχωρώντας. «Τι δεν σ’ αρέσει, σκύλα;» Κατάχλοµος µε άρπαξε απ’ τα µπράτσα, αλλά τον αποµάκρυνα µε µια σπρωξιά κλαψουρίζοντας. Αυτός ο ετοιµοθάνατος χτικιάρης, που εύκολα θα µπορούσα να τον κάνω ένα µε το πάτωµα, µου προκαλούσε τρόµο γιατί ήταν ικανός για οτιδήποτε. «Άσε µε!» «Σκέψου, κορίτσι µου», είπε ο Λίµαν µε συµβιβαστικό τόνο. «Θες να συνεχίσεις αυτή τη βροµερή ζωή; Ο αδελφός µου κι εγώ τα έχουµε κανονίσει όλα, θα φύγουµε απ’ αυτή την καταραµένη χώρα κι εσύ θα έρθεις µαζί µας». «Για πού;» «Για τη Βραζιλία. Σε δυο βδοµάδες το πολύ θα βρισκόµαστε σε µια παραλία µε κοκοφοίνικες. ∆εν θα ήθελες να έχεις δικό σου γιοτ;»

«Γιοτ; Τι γιοτ; Εγώ το µόνο που θέλω είναι να γυρίσω στην Καλιφόρνια!» «Ώστε έτσι! Το γαµηµένο πουτανάκι θέλει να γυρίσει στην Καλιφόρνια!» αστειεύτηκε απειλητικά. «Σε παρακαλώ, Μπράντον. ∆εν θα το πω σε κανέναν, σου τ’ ορκίζοµαι, µπορείς ήσυχα κι ωραία να πάρεις την οικογένειά σου και να φύγεις για τη Βραζιλία». Άρχισε να βηµατίζει πάνω-κάτω νευρικά, πατώντας µε δύναµη τα πόδια του στο τσιµέντο, εµφανώς ταραγµένος, ενώ εγώ τον περίµενα λουσµένη στον ιδρώτα δίπλα στο αυτοκίνητο. Προσπαθούσα να καταλάβω ποια σφάλµατα µε είχαν οδηγήσει σ’ αυτή τη χωµάτινη κόλαση και σ’ αυτές τις γεµάτες πράσινα χαρτονοµίσµατα τσάντες. «Σε µέτρησα λάθος, Λόρα, είσαι πιο χαζή απ’ ό,τι υπολόγιζα», είπε τελικά. «Μπορείς να πας όπου διάολο θες, αν αυτή είναι η επιθυµία σου, αλλά για τις επόµενες δύο βδοµάδες θα πρέπει να µε βοηθήσεις. Μπορώ να υπολογίζω σ’ εσένα;» «Σαφώς, Μπράντον, ό,τι πεις εσύ». «Προς το παρόν το µόνο που θέλω από σένα είναι να κρατάς το στόµα σου κλειστό. Όταν θα σου πω, θα πάρεις τηλέφωνο τον Άνταµ. Θυµάσαι τις οδηγίες που σου έδωσα;» «Ναι, θα του τηλεφωνήσω και θα του πω πού είναι οι δύο βαλίτσες». «Όχι! Θα του πεις πού βρίσκονται οι βαλίτσες Ελ Πάσο ΤΧ. Αυτό και τίποτε άλλο. Συνεννοηθήκαµε;» «Ναι, εννοείται, θα του πω ότι οι βαλίτσες Ελ Πάσο ΤΧ είναι εδώ. Μην ανησυχείς». «Και απόλυτη µυστικότητα, Λόρα. Αν σου ξεφύγει έστω και µια λέξη για όλα αυτά, θα το µετανιώσεις πικρά. Θες

288

289

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

να µάθεις ακριβώς τι θα σου συµβεί; Μπορώ να σου περιγράψω τις λεπτοµέρειες». «Σου τ’ ορκίζοµαι, Μπράντον, δεν θα πω σε κανέναν τίποτα».

κια και σφιχτούς τένοντες, ένα σπα µε µενού αλά καρτ για θεραπείες υγείας και οµορφιάς, κοµµωτήριο για ανθρώπους και σκύλους, αλλά και µια σκεπαστή πισίνα, όπου υπολογίζω ότι θα χωρούσε άνετα µια φάλαινα. Το γυµναστήριο το θεωρούσα περίπου γειτονιά µου, είχα ανοιχτή πίστωση και µπορούσα να πάω στο σπα, να κολυµπήσω ή να κάνω γιόγκα όποτε το τραβούσε η όρεξή µου, δηλαδή όλο και πιο αραιά. Τον περισσότερο χρόνο τον περνούσα ξαπλωµένη σε µια σεζλόνγκ µε το µυαλό µου αδειανό. Στα ντουλαπάκια ασφαλείας φύλαγα όλα µου τα υπάρχοντα που είχαν κάποια αξία και που στο διαµέρισµα τα σούφρωναν διάφορα δυστυχισµένα άτοµα, όπως η Μάργκαρετ ή ακόµα κι ο Φρέντι, αν κάτι του έλειπε. Μετά την ταλαιπωρία του Μπίτι, ξέπλυνα την κούραση στο ντους κι απέβαλα τον τρόµο µαζί µε τον ιδρώτα στη σάουνα. Καθαρή και γαλήνια, εξέτασα την κατάστασή µου και δεν τη βρήκα καθόλου τροµακτική, αφού είχα δύο ολόκληρες βδοµάδες, αρκετό διάστηµα για να αποφασίσω ποιο θα ήταν το επόµενο βήµα. Σκέφτηκα ότι οποιαδήποτε απρονοησία εκ µέρους µου θα µπορούσε να έχει µοιραίες συνέπειες, άρα έπρεπε να παραµείνω πιστή στον Μπράντον Λίµαν ώσπου να βρω τον τρόπο να απαλλαγώ απ’ αυτόν. Η ιδέα µιας βραζιλιάνικης πλαζ µε κοκοφοίνικες και παρέα την οικογένειά του µου προκαλούσε ανατριχίλα· έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι µου.

Γυρίσαµε αµίλητοι στο Λας Βέγκας, αλλά εγώ ήταν λες κι άκουγα τις σκέψεις του Μπράντον Λίµαν στο κεφάλι µου σαν νεκρικές καµπάνες: είχε σκοπό να… ξαποστείλει κι εµένα. Ένιωσα την ίδια ναυτία και την ίδια ζαλάδα που είχα νιώσει όταν µε είχε στριµώξει ο Φέτζγουικ στο κρεβάτι εκείνου του βροµερού µοτέλ· έβλεπα την πρασινωπή ανταύγεια του ρολογιού, ένιωθα τη µυρωδιά, τον πόνο, τον τρόµο. Πρέπει να σκεφτώ, πρέπει να σκεφτώ, χρειάζοµαι κάποιο σχέδιο… Όµως πώς θα µπορούσα να σκεφτώ, αφού ήµουν µπουκωµένη στο αλκοόλ και δεν µπορούσα να θυµηθώ καν ποια χάπια είχα πάρει, πόσα και πότε. Φτάσαµε στην πόλη στις τέσσερις το απόγευµα, εξοντωµένοι απ’ την κούραση, µε τα ρούχα κολληµένα πάνω µας απ’ τον ιδρώτα και τη σκόνη, πεθαµένοι στη δίψα. Ο Λίµαν µε άφησε στο γυµναστήριο για να φρεσκαριστώ πριν απ’ τη νυχτερινή εξόρµηση κι εκείνος γύρισε στο διαµέρισµα. Όταν µε αποχαιρέτησε, µου έσφιξε το χέρι και µου είπε να µείνω ήσυχη, γιατί τα είχε όλα υπό έλεγχο. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Το γυµναστήριο δεν είχε την κραυγαλέα πολυτέλεια των ξενοδοχείων του Strip, µε τις µαρµάρινες, γεµάτες γάλα µπανιέρες και τους τυφλούς µασέρ απ’ τη Σανγκάη, αλλά ήταν το πιο µεγάλο και το πιο πλήρες της πόλης, είχε αρκετές αίθουσες άσκησης, διάφορες συσκευές βασανιστηρίων για όσους ήθελαν να έχουν φουσκωµένα ποντί-

Όταν έφτασα στο Τσιλοέ, παραπονιόµουν ότι εδώ δεν συµβαίνει τίποτε, θα πρέπει όµως όλα αυτά να τα πάρω πίσω, γιατί συνέβη κάτι που αξίζει να γραφτεί µε χρυσά γράµµατα και µάλιστα κεφαλαία: ΕΙΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ! Ίσως

290

291

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

να είναι λίγο νωρίς για να πω κάτι τέτοιο, γιατί µου συνέβη πριν από µόλις πέντε µέρες, όµως ο χρόνος δεν σηµαίνει τίποτα σ’ αυτή την περίπτωση, γιατί είµαι απόλυτα σίγουρη για τα συναισθήµατά µου. Πώς θα µπορούσα να µείνω σιωπηλή, αφού πετάω στον έβδοµο ουρανό; Είναι καπριτσιόζος ο άτιµος ο έρωτας, όπως λέει ένα χαζό τραγούδι που µου τραγουδάνε χορωδιακά η Μπλάνκα και ο Μανουέλ γελώντας µαζί µου, από τότε που εµφανίστηκε στον ορίζοντα ο Ντάνιελ. Τι θα την κάνω όλη αυτή την ευτυχία, όλη αυτή την έκρηξη στην καρδιά µου; Αλλά καλύτερα να πάρω τα πράγµατα απ’ την αρχή. Είχαµε πάει µε τον Μανουέλ και την Μπλάνκα στο Μεγάλο Νησί για να δούµε την τιραδούρα ενός σπιτιού, χωρίς να µπορώ να φανταστώ ότι εκεί ξαφνικά και εντελώς τυχαία θα µου συνέβαινε κάτι µαγικό, θα συναντούσα τον άνθρωπο της µοίρας µου, τον Ντάνιελ Γκούντριτς. Η τιραδούρα είναι κάτι µοναδικό στον κόσµο, είµαι σίγουρη. Σηµαίνει τη µεταφορά ενός ολόκληρου στηµένου σπιτιού µέσω θαλάσσης. Φορτώνουν το σπίτι σε δύο πλοιάρια και µετά, όταν πιάσουν στεριά, το µεταφέρουν µε έξι ζευγάρια βόδια µέχρι να το τοποθετήσουν στο επιθυµητό σηµείο. Αν ένας Τσιλοΐτης πάει να µείνει σε άλλο νησί ή ξεραθεί το πηγάδι του και πρέπει να µεταφερθεί µερικά χιλιόµετρα πιο πέρα για να έχει νερό, κουβαλάει µαζί και το σπίτι του, σαν σαλιγκάρι. Εξαιτίας της υγρασίας, τα σπίτια του Τσιλοέ είναι φτιαγµένα από ξύλο, χωρίς τσιµέντο, κι αυτό επιτρέπει τη ρυµούλκησή τους στο νερό και τη µεταφορά τους πάνω σε κορµούς. Η δουλειά γίνεται από µια µίνγκα, οµάδα εθελοντικής εργασίας, στην οποία συµµετέχουν γείτονες, συγγενείς και φίλοι· κάποιοι βάζουν τα πλοιάρια, άλλοι τα βόδια και ο κύριος του σπιτιού βάζει το

ποτό και το φαΐ, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση η µίνγκα ήταν µια απλή παράσταση για τουρίστες, αφού το ίδιο σπιτάκι πηγαινοέρχεται σε νερό και γη εδώ και µήνες, µέχρι να διαλυθεί. Αυτή θα ήταν η τελευταία τιραδούρα ως το επόµενο καλοκαίρι, οπότε θα υπήρχε καινούργιο µετακινούµενο σπίτι. Η κεντρική ιδέα είναι να δείξουν στον κόσµο πόσο θεοπάλαβοι είναι αυτοί οι Τσιλοΐτες και να διασκεδάσουν οι ανυποψίαστοι που καταφθάνουν µε τα λεωφορεία των πρακτορείων. Ανάµεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ντάνιελ. Είχαµε περάσει κάµποσες άνυδρες και ζεστές µέρες, κάτι ασυνήθιστο αυτή την εποχή του χρόνου που είναι πάντα ιδιαίτερα βροχερή. Το τοπίο ήταν διαφορετικό, ποτέ στη ζωή µου δεν είχα δει τόσο γαλάζιο ουρανό, µια τόσο ασηµένια θάλασσα, τόσους λαγούς στα χωράφια, ποτέ δεν είχα ακούσει τόσο χαρούµενο κελάηδισµα πουλιών στα δέντρα. Μου αρέσει η βροχή, ευνοεί την αυτοσυγκέντρωση και τη φιλία, αλλά µε τη λιακάδα µπορεί κανείς να εκτιµήσει καλύτερα την οµορφιά αυτών των νησιών και των καναλιών. Με καλό καιρό µπορώ να κάνω µπάνιο στη θάλασσα χωρίς να µου πέσουν τα δόντια απ’ το παγωµένο νερό και να κάνω και λίγη ηλιοθεραπεία, αν και πολύ προσεκτικά, γιατί εδώ το προστατευτικό στρώµα του όζοντος είναι τόσο λεπτό, που γεννιούνται συνεχώς τυφλά πρόβατα και παραµορφωµένα βατράχια. Αυτά λέει ο κόσµος, εγώ όµως ακόµα δεν έχω δει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Στην παραλία είχαν γίνει όλες οι προετοιµασίες για την τιραδούρα: βόδια, σχοινιά, άλογα, είκοσι άντρες για τη βαριά δουλειά και αρκετές γυναίκες µε καλάθια γεµάτα πίτες, πολλά παιδιά, σκυλιά, τουρίστες, άτοµα της περιοχής που δεν θέλουν µε τίποτε να χάσουν το θέαµα, δύο χωρο-

292

293

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

φύλακες για φόβητρο κατά των πορτοφολάδων και ένας εκπρόσωπος της Εκκλησίας για να ευλογήσει. Το χίλια εφτακόσια τόσο, όταν τα ταξίδια ήταν πολύ δύσκολα και δεν υπήρχαν αρκετοί παπάδες για να καλύψουν όλη την έκταση του κατακερµατισµένου εδάφους του Τσιλοέ, οι Ιησουίτες επινόησαν την καινούργια αρµοδιότητα του πληρεξούσιου της Εκκλησίας, την οποία ασκεί κάποιο άτοµο µε κοινωνική καταξίωση. Αυτός ο πληρεξούσιος αναλαµβάνει τη φύλαξη του ναού, συγκαλεί τους επιτρόπους, διεκπεραιώνει κηδείες, µεταλαβαίνει τον κόσµο, ευλογεί και, σε περιπτώσεις πραγµατικής ανάγκης, µπορεί να βαφτίσει και να παντρέψει. Την ώρα της παλίρροιας σαλπάρισε το σπίτι σαν παλιά καραβέλα, φορτωµένο σε δύο πλοιάρια και βυθισµένο στο νερό ως τα παράθυρα. Στη σκεπή ανέµιζε µια χιλιανή σηµαία περασµένη σ’ έναν ιστό, ενώ δύο πιτσιρίκια είχαν καβαλήσει στη ράχη της στέγης χωρίς σωσίβια. Όταν πλησίασε στην παραλία, η καραβέλα έγινε δεκτή µε δικαιολογηµένες ζητωκραυγές και οι άντρες προχώρησαν στην αγκυροβόλησή της ώσπου να έρθει η άµπωτη. Είχαν υπολογίσει τα διαστήµατα, έτσι ώστε η αναµονή να µην είναι µεγάλη. Ο χρόνος πέρασε σαν νερό µέσα σε µια εορταστική ατµόσφαιρα γεµάτη πίτες, γλυκά, αλκοόλ, κιθάρες, µπάλες κι ένα διαγωνισµό ποιητών εκ του προχείρου, οι οποίοι προκαλούσαν ο ένας τον άλλον απαγγέλλοντας ρυθµικούς στίχους µε διπλό νόηµα και µπόλικα κοσµητικά επίθετα, απ’ όσο τουλάχιστον µπορούσα να καταλάβω. Το χιούµορ είναι το τελευταίο πράγµα που µπορεί κανείς να πιάσει σε µια άλλη γλώσσα κι εγώ έχω πολλά ακόµα να µάθω σ’ αυτόν τον τοµέα. Όταν έφτασε η ώρα, πέρασαν τους κορµούς κάτω απ’ το σπίτι, έζεψαν τα δώδεκα βόδια,

τα έδεσαν στους στύλους του σπιτιού µε σχοινιά και αλυσίδες και άρχισε η γιγάντια προσπάθεια υπό τις επευφηµίες, τις κραυγές και τα χειροκροτήµατα των θεατών και τα σφυρίγµατα των χωροφυλάκων. Τα βόδια έσκυψαν τα κεφάλια, τέντωσαν κάθε µυ του τεράστιου σώµατός τους και µε µια εντολή των αντρών προχώρησαν µπροστά µουγκανίζοντας. Το πρώτο τράβηγµα ήταν ασταθές, αλλά σε χρόνο µηδέν τα ζώα κατάφεραν να συντονίσουν τις δυνάµεις τους και άρχισαν να προχωρούν πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχα φανταστεί, µε τον κόσµο ολόγυρα, κάποιους µπροστά να ανοίγουν το δρόµο στην ποµπή, άλλους στα πλάγια να ενθαρρύνουν και άλλους πίσω απ’ το σπίτι να σπρώχνουν. Φοβερή πλάκα! Τόσο ζόρι µες στην τρελή χαρά! Εγώ έτρεχα ανάµεσα στα παιδιά, βγάζοντας κραυγές ευχαρίστησης, µε τον Φάκιν να µας ακολουθεί χοροπηδώντας και κάνοντας ζιγκ-ζαγκ ανάµεσα στα πόδια των βοδιών. Κάθε είκοσι µε τριάντα µέτρα η τιραδούρα σταµατούσε για να ευθυγραµµίσει τα ζώα, να κυκλοφορήσει µπουκάλια µε κρασί ανάµεσα στους άντρες και να ποζάρει στις κάµερες. Ήταν µια µίνγκα στηµένη για τους τουρίστες, αλλά αυτό δεν ακύρωνε τον αγώνα των ανθρώπων ούτε την ακάµατη ενέργεια των βοδιών. Στο τέλος, όταν το σπίτι τοποθετήθηκε στη θέση του µε την πρόσοψη προς τη θάλασσα, ο πληρεξούσιος το έρανε µε αγιασµό και ο κόσµος άρχισε να διαλύεται. Όταν οι ξένοι µπήκαν στα λεωφορεία τους και οι Τσιλοΐτες µάζεψαν τα βόδια τους, εγώ κάθισα στο γρασίδι για να αναλογιστώ αυτό που είχα δει, βλαστηµώντας την ώρα

294

295

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

και τη στιγµή που δεν είχα πάρει µαζί το τετράδιό µου για να καταγράψω τις λεπτοµέρειες. Εκείνη την ώρα ένιωσα ότι κάποιος µε κοιτούσε και, όταν σήκωσα το βλέµµα, συνάντησα τα µάτια του Ντάνιελ Γκούντριτς, µάτια στρογγυλά, στο χρώµα του ξύλου, τόσο µεγάλα, σαν µάτια πουλαριού. Ένιωσα ένα σπασµό αγωνίας στο στοµάχι, σαν να είχε ζωντανέψει µπροστά µου ένα πρόσωπο του παραµυθιού, κάποιος που είχα γνωρίσει σε άλλη πραγµατικότητα, σε κάποιο έργο ή σε κάποιον πίνακα της Αναγέννησης, απ’ αυτούς που είχα δει στην Ευρώπη µαζί µε τους παππούδες µου. Όποιος κι αν µ’ έβλεπε, θα πίστευε ότι µου έχει στρίψει: στέκεται ξαφνικά µπροστά µου ένας άγνωστος και στ’ αυτιά µου αρχίζω ν’ ακούω κελαηδίσµατα πουλιών· αυτό δεν ισχύει για τη Νίνι µου, βέβαια. Εκείνη θα καταλάβαινε, γιατί το ίδιο έγινε τότε που γνώρισε τον παππού µου στον Καναδά. Τα µάτια του, αυτό ήταν το πρώτο που είδα, µάτια µε νωχελικά βλέφαρα, τσίνορα µακριά και πυκνά, σχεδόν γυναικεία, και φρύδια πυκνά. Πέρασε περίπου ένα λεπτό προτού στρέψω την προσοχή µου στα υπόλοιπα: ψηλός, δυνατός, µε µεγάλο σκελετό, αισθησιακό πρόσωπο, σαρκωµένα χείλη, δέρµα στο χρώµα της καραµέλας. Φορούσε µπότες πεζοπορίας, κουβαλούσε µια βιντεοκάµερα κι ένα µεγάλο σκονισµένο σακίδιο µ’ έναν υπνόσακο τυλιγµένο στην κορυφή. Με χαιρέτησε σε καλά ισπανικά, άφησε το σακίδιο στο έδαφος, κάθισε δίπλα µου και άρχισε να κάνει αέρα µε το σοµπρέρο του· είχε µαλλιά κοντά, µαύρα, µε πολύ πυκνές µπούκλες. Μου άπλωσε το σκούρο χέρι του µε τα µακριά δάχτυλα και µου είπε το όνοµά του – Ντάνιελ Γκούντριτς. Του πρόσφερα το µπουκάλι µε το νερό που κρατούσα και το ήπιε µε τρεις γουλιές, χωρίς να τον νοιάξουν καθόλου τα µικρόβιά µου.

Αρχίσαµε να µιλάµε για την τιραδούρα, την οποία είχε φιλµάρει από διάφορες γωνίες, και του αποκάλυψα το µυστικό ότι ήταν για τους τουρίστες, αλλά αυτό δεν µετρίασε καθόλου τον ενθουσιασµό του. Ήταν απ’ το Σιάτλ και είχε πέντε µήνες που περιφερόταν στη Νότιο Αµερική, χωρίς σχέδια και χωρίς στόχους, σαν αλήτης. Έτσι όρισε τον εαυτό του: αλήτης. Ήθελε να µάθει όσο γινόταν περισσότερα και να εξασκήσει τα ισπανικά που είχε µάθει στα µαθήµατα και από βιβλία γραµµατικής, τόσο διαφορετικά απ’ τη ζωντανή γλώσσα. Τις πρώτες µέρες που βρέθηκε σ’ αυτή τη χώρα δεν καταλάβαινε τίποτα, όπως άλλωστε κι εγώ, γιατί οι Χιλιανοί κουτσουρεύουν τις λέξεις, µιλούν τραγουδιστά και αραδιάζουν τις φράσεις χωρίς διακοπές, τρώνε την τελευταία συλλαβή κάθε λέξης και συρίζουν το σίγµα τους. «Με τόσες µπούρδες που λέει ο κόσµος, είναι καλύτερα να µην καταλαβαίνεις», είναι η γνώµη της θείας Μπλάνκα σχετικά µε τα χιλιανά. Ο Ντάνιελ περιόδευε τώρα στη Χιλή και, προτού φτάσει στο Τσιλοέ, είχε περάσει από την έρηµο Ατακάµα, µε τα νιτρώδη σεληνιακά τοπία της και τους πίδακες βραστού νερού, απ’ το Σαντιάγο και άλλες πόλεις, που λίγο τον ενδιέφεραν, από την περιοχή των δασών, µε τα ηφαίστεια που καπνίζουν και τις λίµνες στο χρώµα του σµαραγδιού. Τώρα σκέφτεται να συνεχίσει το ταξίδι του µέχρι την Παταγονία και τη Γη του Πυρός, για να δει τα φιόρδ και τους παγετώνες. Ο Μανουέλ και η Μπλάνκα, που είχαν πάει για ψώνια στο χωριό, γύρισαν κι έδειξαν διάθεση να µας διακόψουν, αλλά ο Ντάνιελ τούς έκανε καλή εντύπωση και, προς µεγάλη µου ευχαρίστηση, η Μπλάνκα τον κάλεσε να µείνει στο σπίτι της για µερικές µέρες. Του είπε ότι κανείς δεν επιτρέπεται να περάσει απ’ το Τσιλοέ χωρίς να δοκιµάσει

296

297

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ένα πραγµατικό κουράντο και την Πέµπτη θα οργανώναµε ένα στο νησί µας, το τελευταίο της τουριστικής σεζόν, το καλύτερο στο Τσιλοέ, και θα ήταν αµαρτία να το χάσει. Ο Ντάνιελ δεν χρειάστηκε παρακάλια, είχε αρκετό καιρό στη χώρα, ώστε να έχει ήδη συνηθίσει την αυθόρµητη φιλοξενία των Χιλιανών, που είναι πάντα διατεθειµένοι να ανοίξουν τις πόρτες τους σε οποιονδήποτε παραστρατηµένο ξένο βρεθεί µπροστά τους. Πιστεύω ότι δέχτηκε µόνο για µένα, αλλά ο Μανουέλ µε προειδοποίησε να µη βγάζω βιαστικά συµπεράσµατα· λέει ότι ο Ντάνιελ θα ήταν χαζός αν αρνιόταν τη φιλοξενία και το δωρεάν φαγητό.

τησε την άδεια να κάνει ένα ντους, κάτι που του είχε λείψει πάρα πολύ, και να πλύνει µερικά ρούχα, ενώ εγώ πήγα µε βήµα ταχύ στο δικό µας σπίτι για να βρω δυο-τρία µπουκάλια καλό κρασί, που είχε κάνει δώρο στον Μανουέλ ο Μιγιαλόµπο. Έκανα τη διαδροµή σε έντεκα λεπτά, παγκόσµιο ρεκόρ, ήταν σαν να είχα βγάλει φτερά στα πόδια µου. Πλύθηκα, βάφτηκα, έβαλα για πρώτη φορά το µοναδικό µου φόρεµα και γύρισα τρέχοντας µε τα σανδάλια µου και τα µπουκάλια σε µια τσάντα, παρέα µε τον Φάκιν, που έτρεχε δίπλα µου µε τη γλώσσα έξω, σέρνοντας το κουτσό του πόδι. Συνολικά έκανα σαράντα λεπτά και σ’ αυτό το διάστηµα ο Μανουέλ και η Μπλάνκα είχαν φτιάξει µια πρόχειρη σαλάτα και µακαρόνια µε θαλασσινά, αυτά που στην Καλιφόρνια τα λένε tutto mare, ενώ εδώ τα λένε «ζυµαρικά µε υπολείµµατα», γιατί τα µαγειρεύουν µε ό,τι περίσσεψε από το φαγητό της προηγούµενης µέρας. Ο Μανουέλ µε υποδέχτηκε µε σφυρίγµατα θαυµασµού, γιατί µε είχε δει µόνο µε παντελόνια και πρέπει να είχε σχηµατίσει την εντύπωση ότι ήµουν ένα πλάσµα εκ γενετής ατσούµπαλο. Το φόρεµα το αγόρασα σε ένα µαγαζί µε µεταχειρισµένα στο Κάστρο, αλλά είναι σχεδόν καινούργιο και σχετικά τελευταίας µόδας. Ο Ντάνιελ βγήκε απ’ το ντους φρεσκοξυρισµένος και µε το δέρµα να λάµπει σαν γυαλισµένο ξύλο, τόσο όµορφος, που αναγκάστηκα να συγκρατηθώ για να µην τον κοιτάζω συνεχώς. Φορέσαµε τα πόντσο µας για να φάµε στη βεράντα, γιατί την εποχή αυτή ο καιρός έχει ψυχράνει αρκετά. Ο Ντάνιελ έδειξε να εκτιµά ιδιαίτερα τη φιλοξενία, είπε ότι είχε µήνες που ταξίδευε αρκούµενος στα απολύτως απαραίτητα και ότι ήταν αναγκασµένος να κοιµάται σε εξαιρετικά άβολα µέρη ή ακόµα και στο ύπαιθρο. Ήταν

Φύγαµε µε την Καουίγια, τη βενζίνα του Μανουέλ, µε θάλασσα γυαλί και ούριο αεράκι, και φτάσαµε την ώρα που έπρεπε για να δούµε τους κύκνους µε τους µαύρους λαιµούς να πλέουν στο κανάλι, λυγεροί και κοµψοί σαν βενετσιάνικες γόνδολες. Στο φως του δειλινού, το τοπίο φαινόταν πιο ωραίο από ποτέ· ένιωσα περήφανη που ζούσα σ’ αυτόν τον παράδεισο και που µπορούσα να τον δείξω στον Ντάνιελ. Και αυτό ακριβώς έκανα· του τον έδειξα µε µια µεγαλόπρεπη χειρονοµία που αγκάλιαζε ολόκληρο τον ορίζοντα. «Καλώς ήλθες στο νησί της Μάγια Βιδάλ, φίλε», του είπε ο Μανουέλ µε ένα κλείσιµο του µατιού που πρόλαβα να πιάσω. Μπορεί να µου κάνει όση πλάκα θέλει όταν είµαστε µεταξύ µας, αν όµως σκοπεύει να το κάνει µπροστά στον Ντάνιελ, θα το µετανιώσει. Αυτό του είπα µόλις βρεθήκαµε µόνοι. Ανεβήκαµε στο σπίτι της Μπλάνκα, όπου εκείνη κι ο Μανουέλ άρχισαν αµέσως να µαγειρεύουν. Ο Ντάνιελ ζή-

298

299

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ευχάριστη έκπληξη γι’ αυτόν το τραπέζι, το καλό φαγητό µε το ντόπιο κρασί, το θαλασσινό τοπίο, ο ουρανός και οι κύκνοι. Τόσο κοµψός ήταν ο αργός χορός των κύκνων στο βιολετί µετάξι της θάλασσας, που µείναµε εκεί ακίνητοι και τους κοιτούσαµε σιωπηλοί. Άλλη µια οµάδα κύκνων έφτασε απ’ τα ανατολικά σκιάζοντας τις τελευταίες πορτοκαλιές ανταύγειες µε τα µεγάλα τους φτερά, αλλά δεν πλησίασε στην ακτή. Αυτά τα πουλιά, τόσο µεγαλόπρεπα στην εµφάνιση και τόσο βίαια στην καρδιά, λες και είναι φτιαγµένα για να γλιστράνε στο νερό –στην ξηρά µοιάζουν µε αδέξιες, χοντρές χήνες–, ποτέ όµως τόσο συγκλονιστικά όπως όταν απλώνουν τα φτερά τους και πετάνε. Οι τρεις τους άδειασαν εντελώς τα δυο µπουκάλια του Μιγιαλόµπο κι εγώ ήπια τη λεµονάδα µου. ∆εν µου έλειψε καθόλου το κρασί, ήµουν ήδη µισοµεθυσµένη απ’ την παρέα. Μετά το γλυκό –µήλα στο φούρνο µε κρέµα γάλακτος– ο Ντάνιελ ρώτησε µε απόλυτη φυσικότητα αν θέλαµε να µοιραστούµε µαζί του ένα τσιγαριλίκι µαριχουάνας. Μ’ έπιασε σύγκρυο, αυτή η πρόταση δεν θα γινόταν ευχάριστα αποδεκτή απ’ τα γερόντια, αλλά εκείνοι δέχτηκαν και, προς µεγάλη µου έκπληξη, η Μπλάνκα πήγε να φέρει µια πίπα. «Και πού ’σαι, κουβέντα γι’ αυτό στο σχολείο, γκρινγκουλίτσα», µου είπε µε ύφος συνωµοτικό και πρόσθεσε ότι στη χάση και στη φέξη έκαναν τσιγαριλίκια µε τον Μανουέλ. Έµαθα ότι σ’ αυτό το νησί υπάρχουν πολλές οικογένειες που καλλιεργούν µαριχουάνα πρώτης ποιότητας· η καλύτερη είναι της δόνας Λουσίντα, της προγιαγιάς του νησιού, που εδώ και µισό αιώνα την εξάγει σε πολλά άλλα σηµεία του Τσιλοέ. «Η δόνα Λουσίντα τραγουδάει στα φυτά, λέει ότι χρειάζονται κανάκεµα, όπως και οι πατάτες, για να γίνουν καλύτερα, και

αυτή πρέπει να είναι η αλήθεια, γιατί κανείς δεν φτιάχνει τόσο ποιοτικό χόρτο», µας είπε η Μπλάνκα. ∆εν πάω καθόλου καλά, εκατό φορές έχω βρεθεί στην αυλή της δόνας Λουσίντα για να τη βοηθήσω στο βάψιµο του µαλλιού και δεν πρόσεξα τα φυτά! Όπως και να το κάνουµε, βλέποντας την Μπλάνκα και τον Μανουέλ, αυτούς τους παππούδες, να περνάνε από χέρι σε χέρι το µαρκούτσι της πίπας, δεν πίστευα στα µάτια µου. Τράβηξα κι εγώ καµιά δυο τζούρες, ξέρω ότι µπορώ να το κάνω χωρίς να µου γίνει συνήθεια, αλλά δεν τολµάω να δοκιµάσω αλκοόλ. Τουλάχιστον όχι ακόµα, και ίσως ποτέ πια. Στον Μανουέλ και στην Μπλάνκα δεν χρειάστηκε να πω κουβέντα για την εντύπωση που µου προξένησε ο Ντάνιελ· το κατάλαβαν µόλις µε είδαν µε το φόρεµα και το µακιγιάζ, είχαν συνηθίσει µέχρι τώρα να µε βλέπουν ντυµένη σαν προσφυγοπούλα. Η Μπλάνκα, ροµαντική από τη φύση της, ήθελε να µας διευκολύνει, γιατί θα είχαµε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή µας. Ο Μανουέλ, αντίθετα, παρέµεινε στην τετράγωνη λογική του. «Καλά θα κάνεις, προτού πεθάνεις από έρωτα, Μάγια, να διαπιστώσεις πρώτα αν αυτός ο νεαρός πεθαίνει επίσης από έρωτα για σένα ή σκοπεύει να συνεχίσει το ταξίδι του και να σ’ αφήσει µπουκάλα», µε συµβούλευσε. «Αν όλοι οι άνθρωποι ήταν τόσο επιφυλακτικοί, κανείς δεν θα ερωτευόταν, Μανουέλ. ∆εν ζηλεύεις;» «Το αντίθετο, Μάγια, έχουν αναπτερωθεί οι ελπίδες µου. Μπορεί ο Ντάνιελ να σε πάρει µαζί του στο Σιάτλ· είναι η τέλεια πόλη για να κρυφτείς απ’ το FBI και τη µαφία».

300

301

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

«∆ηλαδή µε διώχνεις!» «Όχι, κοριτσάκι µου, γιατί να σε διώξω, αφού είσαι το φως των θλιµµένων γηρατειών µου», είπε µε το σαρκαστικό τόνο που χρησιµοποιεί, όταν θέλει να µε κουρδίσει. «Το µόνο που µε απασχολεί είναι να µην πέσεις µε τα µούτρα σ’ αυτόν τον έρωτα. Ο Ντάνιελ σού έχει µιλήσει καθόλου για τα δικά του συναισθήµατα;» «Ακόµα όχι, αλλά θα το κάνει». «Πολύ σίγουρη µου φαίνεσαι». «Χτύπηµα σαν αυτό δεν µπορεί να είναι µονόπλευρο, Μανουέλ». «Μπα, τέτοιο πράγµα… είναι το συναπάντηµα δύο µοναχικών ψυχών…» «Ακριβώς, αλλά εσένα δεν σου συνέβη ποτέ, γι’ αυτό και κάνεις πλάκα». «Μη µιλάς για πράγµατα που δεν ξέρεις, Μάγια». «Εσύ µιλάς για πράγµατα που δεν ξέρεις!» Ο Ντάνιελ είναι ο πρώτος Αµερικανός της ηλικίας µου που είδα απ’ όταν ήρθα στο Τσιλοέ και ο µοναδικός που είχε κάποιο ενδιαφέρον. Τα χαζοχαρούµενα του σχολείου, τα νευρωτικά του Όρεγκον και τα ξεστρατισµένα του Λας Βέγκας δεν µετράνε. Έχουµε περίπου την ίδια ηλικία, για την ακρίβεια ανακάλυψα ότι εγώ είµαι οχτώ χρόνια µικρότερη, αλλά έχω ζήσει έναν αιώνα περισσότερο και θα µπορούσα άνετα να παραδίδω µαθήµατα ωριµότητας και εµπειρίας. Ένιωσα άνετα µαζί του απ’ την αρχή· έχουµε παρόµοια γούστα στα βιβλία, στον κινηµατογράφο και στη µουσική και γελάµε µε τα ίδια πράγµατα – κι οι δυο µαζί ξέρουµε πάνω από εκατό ανέκδοτα για τρελούς: τα µισά τα έµαθε εκείνος στο πανεπιστήµιο και τα άλλα µισά τα έµαθα εγώ στην ακαδηµία. Κατά τα άλλα, είµαστε πολύ διαφορετικοί.

Ο Ντάνιελ, αµέσως µόλις γεννήθηκε, υιοθετήθηκε από ένα ζευγάρι λευκών µε µεγάλη οικονοµική επιφάνεια. Ήταν άνθρωποι φιλελεύθεροι και καλλιεργηµένοι, άνθρωποι προστατευµένοι κάτω από τη µεγάλη οµπρέλα µιας οµαλής ζωής. Ήταν σχετικά καλός φοιτητής και εξαιρετικός αθλητής, ακολούθησε µετρηµένη ζωή και µπορεί να σχεδιάσει το µέλλον του µε την παράλογη αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που δεν έχει υποφέρει ποτέ στη ζωή του. Είναι υγιής, σίγουρος για τον εαυτό του, κοινωνικός και άνετος· θα ήταν µέχρι και ενοχλητικός χωρίς το διερευνητικό του πνεύµα. Ταξιδεύει θέλοντας να µάθει, κι αυτό τον διαφοροποιεί από τη µάζα των κοινών τουριστών. Αποφασισµένος να ακολουθήσει τα βήµατα του θετού πατέρα του, σπούδασε ιατρική, τέλειωσε την πρακτική του στην ψυχιατρική στα µέσα της προηγούµενης χρονιάς και, όταν θα επιστρέψει στο Σιάτλ, θα έχει σίγουρη δουλειά στην κλινική αποτοξίνωσης του πατέρα του. Τι ειρωνεία, θα µπορούσα να είµαι µία απ’ τις ασθενείς του. Η φυσική ευτυχία του Ντάνιελ, µια ευτυχία χωρίς εξάρσεις, σαν την ευτυχία των γάτων, µε κάνει και ζηλεύω. Στο προσκύνηµά του στη Λατινική Αµερική συνυπήρξε µε άτοµα πολύ διαφορετικά µεταξύ τους: λεφτάδες απ’ το Ακαπούλκο, ψαράδες απ’ την Καραϊβική, ξυλοκόπους απ’ τον Αµαζόνιο, καλλιεργητές κοκαΐνης απ’ τη Βολιβία, Ινδιάνες απ’ το Περού, ακόµα και µέλη συµµοριών, νταβατζήδες, βαποράκια, εγκληµατίες, αστυνοµικούς και διεφθαρµένους στρατιωτικούς. Περνούσε απ’ τη µια περιπέτεια στην άλλη διατηρώντας στο ακέραιο την αθωότητά του. Σ’ εµένα, αντίθετα, όλα όσα έζησα έχουν αφήσει ουλές, γδαρσίµατα, µώλωπες. Αυτός ο άνθρωπος είναι ευνοηµένος απ’ την τύχη, ελπίζω αυτό να µη σταθεί εµπόδιο ανάµεσά µας. Πέρασε την πρώτη νύχτα στο σπίτι της θεί-

302

303

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ας Μπλάνκα, όπου ξεκουράστηκε στα αφράτα παπλώµατα και στα µεταξωτά σεντόνια –είναι ντελικάτο πλάσµα η Μπλάνκα–, αλλά µετά ήρθε να µείνει µαζί µας, γιατί η Μπλάνκα βρήκε ένα πρόσχηµα για να πάει στο Κάστρο και να αφήσει το φιλοξενούµενό της στα χέρια µου. Ο Ντάνιελ έστρωσε τον υπνόσακό του σε µια γωνιά της σάλας και κοιµήθηκε εκεί µαζί µε τα γατιά. Κάθε βράδυ τρώµε αργά, πλατσουρίζουµε στο τζακούζι, συζητάµε, εκείνος µου διηγείται τη ζωή του και τα ταξίδια του, εγώ του δείχνω τους αστερισµούς του Νότου, του µιλάω για το Μπέρκλεϊ και για τους παππούδες µου, του µιλάω και για την ακαδηµία του Όρεγκον, αλλά προς το παρόν έχω αποσιωπήσει την παρένθεση του Λας Βέγκας. ∆εν µπορώ να του µιλήσω γι’ αυτό προτού µε εµπιστευτεί απόλυτα – θα τρόµαζε. Έχω την εντύπωση ότι µέσα στο χρόνο που πέρασε είχα βουτήξει µε το κεφάλι σε έναν κόσµο ζοφερό. Κι ενόσω βρισκόµουν κάτω από τη γη, σαν σπόρος ή σαν βολβός, µια άλλη Μάγια Βιδάλ προσπαθούσε να σκάσει µύτη απ’ το έδαφος· αρχικά βγήκαν λεπτά κλαράκια που αναζητούσαν υγρασία, µετά ρίζες σαν δάχτυλα που έψαχναν να βρουν τροφή, και τελικά ένας πεισµατάρης κορµός και φύλλα που αναζητούσαν απελπισµένα το φως. Τώρα πρέπει να έχω βγάλει λουλούδια, γι’ αυτό και αναγνωρίζω την αγάπη. Εδώ, στη νότια εσχατιά του κόσµου, η βροχή τα κάνει όλα να ανθίζουν.

και ο Μανουέλ µε απάλλαξαν από κάθε ευθύνη όσο βρίσκεται εδώ ο Ντάνιελ. Μιλήσαµε για πολλά πράγµατα, εκείνος όµως δεν µου έχει δώσει ακόµα πάτηµα για να εξοικειωθώ λίγο περισσότερο µαζί του. Είναι πολύ πιο κουµπωµένος από µένα. Με ρώτησε γιατί βρίσκοµαι στο Τσιλοέ και του απάντησα ότι ήρθα για να βοηθήσω τον Μανουέλ στη δουλειά του και για να εξοικειωθώ µε τη χώρα, γιατί η οικογένειά µου έχει χιλιανή καταγωγή, πράγµα που είναι µόνο η µισή αλήθεια. Του έδειξα το χωριό, φιλµάρισε το νεκροταφείο, τα σπίτια µε τους στύλους, το άθλιο και σκονισµένο µουσείο µας, µε τα πέντε εκθέµατά του και τους πίνακες των ξεχασµένων ηρώων, τη δόνα Λουσίντα, που στα εκατόν εννιά της χρόνια εξακολουθεί να γνέθει µαλλί και να καλλιεργεί πατάτες και µαριχουάνα, τους αυτοσχέδιους ποιητές στην Ταβέρνα του Πεθαµένου, τον Αουρέλιο Νιανκουπέλ και τις ιστορίες του για πειρατές και µορµόνους. Ο Μανουέλ Αρίας έχει γοητευτεί, γιατί έχει ένα φιλοξενούµενο που τον προσέχει και τον ακούει γεµάτος θαυµασµό χωρίς να τον κριτικάρει όπως εγώ. Όσο συζητούν οι δυο τους, εγώ µετράω την ώρα που πάει χαµένη µ’ αυτές τις ιστορίες για µάγους και τέρατα· είναι ώρα που θα µπορούσε ο Ντάνιελ να την περάσει πολύ καλύτερα µόνος µαζί µου. Οι εβδοµάδες που του µένουν είναι ελάχιστες και δεν έχει δει ακόµα το νότιο άκρο της ηπείρου και τη Βραζιλία· είναι κρίµα που ξοδεύει τον πολύτιµο χρόνο του µε τον Μανουέλ. ∆εν µπορώ να πω ότι δεν είχαµε ευκαιρίες να έρθουµε πιο κοντά ο ένας στον άλλον, λίγες όµως κατά τη γνώµη µου, και µου έπιασε το χέρι µία µόνο φορά για να µε βοηθήσει να υπερπηδήσω ένα εµπόδιο. Πολύ σπάνια είµαστε µόνοι, γιατί οι κουτσοµπόλες του χω-

Η θεία Μπλάνκα επέστρεψε στο νησί, όµως, παρά τα κεντητά σεντόνια της, ο Ντάνιελ δεν ξαναγύρισε κοντά της, αλλά µένει ακόµα στο σπίτι µας. Καλή ένδειξη αυτή. Είµαστε µαζί όλη την ώρα, γιατί δεν δουλεύω, η Μπλάνκα

304

305

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ριού µάς κατασκοπεύουν και ο Χουανίτο Κοράλες, ο Πέδρο Πελαντσουγκάι και ο Φάκιν µάς ακολουθούν όπου και αν πηγαίνουµε. Οι γιαγιάδες έχουν µαντέψει τα αισθήµατά µου για τον Ντάνιελ και πιστεύω ότι έβγαλαν όλες ένα στεναγµό ανακούφισης, γιατί κυκλοφορούσαν διάφορες παράλογες ιστορίες για µένα και τον Μανουέλ. Στον κόσµο φαίνεται ύποπτο το ότι ζούµε µαζί, κι ας µας χωρίζει ηλικιακά µισός αιώνας. Η Εντουβίχις Κοράλες και άλλες γυναίκες συνωµοτούν για να µου διευκολύνουν το προξενιό, αλλά πρέπει να είναι πιο προσεκτικές, αλλιώς µπορεί να κάνουν το νεαρό απ’ το Σιάτλ να το βάλει στα πόδια έντροµος. Ο Μανουέλ και η Μπλάνκα συνωµοτούν κι εκείνοι. Χτες έγινε τελικά το κουράντο που είχε ανακοινώσει η Μπλάνκα, και ο Ντάνιελ κατάφερε να το φιλµάρει ολόκληρο. Ο κόσµος του χωριού αντιµετωπίζει µε µεγάλη εγκαρδιότητα τους τουρίστες, γιατί αγοράζουν έργα λαϊκής τέχνης και τα τουριστικά πρακτορεία πληρώνουν τα έξοδα του κουράντο, αλλά, όταν φεύγουν, επικρατεί µια γενική αίσθηση ανακούφισης. Τους αναστατώνουν τη ζωή αυτές οι ορδές των ξένων που χώνουν τη µύτη τους αδιάκριτα στα σπίτια τους και τους φωτογραφίζουν σαν να πρόκειται για εξωτικά όντα. Ο Ντάνιελ είναι διαφορετικός, είναι φιλοξενούµενος του Μανουέλ, αυτό του ανοίγει πόρτες και επιπλέον τον βλέπουν µαζί µου, γι’ αυτό και του επιτρέπουν να φιλµάρει ό,τι θέλει, ακόµα και µέσα στα σπίτια τους. Στη συγκεκριµένη εκδήλωση η πλειονότητα των τουριστών ήταν της τρίτης ηλικίας, συνταξιούχοι µε άσπρα µαλλιά από το Σαντιάγο, όλοι πολύ χαρούµενοι, παρά τη δυσκολία που είχαν να περπατήσουν στην άµµο. Έφεραν

µια κιθάρα και τραγούδησαν, όσο µαγειρευόταν το κουράντο, και ήπιαν πίσκο µε τα λίτρα· αυτό βοήθησε στη γενική χαλαρότητα. Ο Ντάνιελ πήρε στα χέρια του την κιθάρα και µας διασκέδασε µε µεξικανικά µπολερό και περουβιανά βαλς, από αυτά που είχε µαζέψει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του· η φωνή του δεν είναι τίποτα το σπουδαίο, αλλά τραγουδάει σωστά και η βεδουίνικη εµφάνισή του µάγεψε τους επισκέπτες. Αφού περιποιηθήκαµε δεόντως τα θαλασσινά, ήπιαµε το ζουµί του κουράντο στα πήλινα δοχεία που µπαίνουν πρώτα-πρώτα πάνω απ’ τις ζεστές πέτρες και συγκεντρώνουν αυτό το νέκταρ. Είναι αδύνατον να περιγράψω τη γεύση αυτού του πυκνόρρευστου υγρού που βγαίνει από τις λιχουδιές της γης και της θάλασσας, τίποτα δεν µπορεί να συγκριθεί µε τη µέθη που προκαλεί· εισβάλλει στις φλέβες σαν καυτό ρυάκι και κάνει την καρδιά να χορεύει τρελά. Έχουν ειπωθεί πολλά αστεία για τις αφροδισιακές του ιδιότητες, οι παππούδες απ’ το Σαντιάγο το συνέκριναν µε το Viagra σκασµένοι στα γέλια. Πρέπει να είναι πράγµατι έτσι, γιατί για πρώτη φορά στη ζωή µου νιώθω έντονη και πιεστική την επιθυµία να κάνω έρωτα µε κάποιον, και πιο συγκεκριµένα µε τον Ντάνιελ. Μπόρεσα να τον παρατηρήσω από κοντά και να εµβαθύνω σ’ αυτό που εκείνος πιστεύει ότι είναι φιλία, ενώ εγώ ξέρω ότι έχει άλλο όνοµα. Είναι περαστικός, όπου να ’ναι θα φύγει, δεν θέλει δεσµεύσεις, µπορεί να µην τον ξαναδώ, αυτή όµως η ιδέα µού είναι τόσο ανυπόφορη, που την έχω απορρίψει. Μπορεί ακόµη και να πεθάνει κανείς από έρωτα. Ο Μανουέλ το λέει για πλάκα, αλλά είναι σίγουρο. Έχει αρχίσει να µαζεύεται µια απίστευτη πίεση στο στήθος µου και, αν δεν βρει σύντοµα διέξοδο, θα σκάσω.

306

307

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Η Μπλάνκα µε συµβουλεύει να πάρω εγώ την πρωτοβουλία, µια συµβουλή που η ίδια δεν εφαρµόζει για τον εαυτό της απέναντι στον Μανουέλ, αλλά δεν τολµάω. Είναι γελοία η κατάσταση, στην ηλικία µου και µε το παρελθόν µου µπορώ άνετα να αντέξω άλλη µία απόρριψη. Μπορώ; Αν µε απορρίψει ο Ντάνιελ, είµαι έτοιµη να πέσω µε το κεφάλι σε µια πισίνα γεµάτη καρχαρίες. ∆εν είµαι καθόλου άσχηµη, απ’ ό,τι λένε όλοι. Γιατί, λοιπόν, δεν µε φιλάει ο Ντάνιελ;

της οµορφιάς τη δεκαετία του ’70 και µερικοί πιστεύουν ότι ενέπνευσε ένα από τα είκοσι ερωτικά ποιήµατα του Πάµπλο Νερούντα, αν και το 1924 που γράφτηκαν η ίδια δεν είχε ακόµα γεννηθεί. Τέτοιες χαζοµάρες επιλέγει να πιστεύει ο κόσµος. Η Μπλάνκα πολύ σπάνια µιλάει για τον καρκίνο της, αλλά πιστεύω ότι ήρθε σ’ αυτό το νησί για να θεραπευτεί απ’ την ασθένεια κι απ’ τη µεγάλη απογοήτευση του διαζυγίου της. Το πιο κοινό θέµα συζήτησης εδώ είναι οι αρρώστιες, αλλά εµένα η κακούργα τύχη µε έριξε πάνω στους µοναδικούς δύο Χιλιανούς µε στωικές απόψεις, που δεν τις αναφέρουν καθόλου, την Μπλάνκα Σνάκε και τον Μανουέλ Αρίας. Οι δυο τους πιστεύουν ακράδαντα ότι η ζωή είναι αρκετά δύσκολη από µόνη της και οι γκρίνιες την κάνουν χειρότερη. Είναι στενοί φίλοι εδώ και πολλά χρόνια, µοιράζονται τα πάντα, εκτός απ’ τα δικά του µυστικά και τη δική της διφορούµενη στάση απέναντι στη δικτατορία. ∆ιασκεδάζουν µαζί, δανείζονται ο ένας τα βιβλία του άλλου, µαγειρεύουν, µερικές φορές τους βρίσκω καθισµένους στη βεράντα να παρακολουθούν βουβοί τον αργό χορό των κύκνων. «Η Μπλάνκα κοιτάζει τον Μανουέλ µε µάτια γεµάτα έρωτα», µου είπε κάποια στιγµή ο Ντάνιελ, άρα δεν είµαι η µόνη που το έχει παρατηρήσει. Εκείνη τη νύχτα, αφού βάλαµε µερικά κούτσουρα στη στόφα και κλείσαµε τις περσίδες, πήγαµε να ξαπλώσουµε, εκείνος στο σάκο του στη σάλα κι εγώ στο δωµάτιό µου. Ήταν ήδη πολύ αργά. Κουλουριασµένη στο κρεβάτι µου, άυπνη, κάτω από τρεις κουβέρτες, µε έναν πράσινο σκούφο στο κεφάλι απ’ το φόβο των νυχτερίδων που, αν πιστέψω την Εντουβίχις, τους αρέσει να αρπάζονται απ’ τα µαλλιά των ανθρώπων, άκουγα πολύ καθαρά τους στεναγµούς των σανίδων του

Από µόνη της η ιδέα ότι έχω αυτόν τον άντρα δίπλα µου µε µεθάει, κι αυτός είναι ένας όρος που χρησιµοποιώ µε µεγάλη προσοχή, γιατί ξέρω πολύ καλά τη σηµασία του, δεν µπορώ όµως να βρω άλλον για να περιγράψω αυτή την αγαλλίαση των αισθήσεων, αυτή την εξάρτηση που τόσο µοιάζει µε τον εθισµό. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι εραστές της όπερας και της λογοτεχνίας, όταν βλέπουν να πλησιάζει ο χωρισµός, ή αυτοκτονούν ή πεθαίνουν από ραγισµένη καρδιά. Υπάρχει µεγαλοσύνη και αξιοπρέπεια στην τραγωδία, γι’ αυτό και είναι πηγή έµπνευσης, εγώ όµως δεν θέλω τραγωδία, όσο κι αν είναι αθάνατη· θέλω µια ευτυχία χωρίς πολλά ταρατατζούµ, µια ευτυχία προσωπική και πολύ διακριτική, για να µην προκαλέσω το φθόνο των θεών, που πάντα είναι τόσο εκδικητικοί. Τι βλακείες λέω! ∆εν υπάρχει κανένα έρεισµα γι’ αυτές τις φαντασιοπληξίες, ο Ντάνιελ µού συµπεριφέρεται µε την ίδια ευγενική συµπάθεια µε την οποία συµπεριφέρεται στην Μπλάνκα, η οποία θα µπορούσε να είναι άνετα µητέρα του. Μπορεί να µην είµαι ο τύπος του. Ή µήπως είναι γκέι; Είπα στον Ντάνιελ ότι η Μπλάνκα υπήρξε βασίλισσα

308

309

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σπιτιού, το τρίξιµο του ξύλου που είχε φουντώσει, το κρώξιµο της κουκουβάγιας στο δέντρο µπροστά από το παράθυρό µου, την κοντινή αναπνοή του Μανουέλ, που τον παίρνει ο ύπνος µε το που ακουµπάει το κεφάλι του στο µαξιλάρι, και το διακριτικό γουργουρητό του Φάκιν. Η σκέψη που κυριαρχούσε στο µυαλό µου ήταν ότι στα είκοσι χρόνια µου µόνο τον Ντάνιελ είχα κοιτάξει µε ερωτικό βλέµµα. Η Μπλάνκα επέµενε ότι ο Ντάνιελ έπρεπε να µείνει άλλη µια βδοµάδα στο Τσιλοέ, για να επισκεφτεί µακρινά χωριά, να περπατήσει στα µονοπάτια των δασών και να δει τα ηφαίστεια. Μετά µπορεί να ταξιδέψει ως την Παταγονία µε το αεροπλάνο ενός φίλου του πατέρα της, ενός πολυεκατοµµυριούχου που αγόρασε το ένα τρίτο του εδάφους του Τσιλοέ και σκέφτεται να βάλει υποψηφιότητα για πρόεδρος της χώρας στις εκλογές του ∆εκέµβρη, εγώ όµως θέλω να µείνει ο Ντάνιελ δίπλα µου, αρκετά µέρη είδε έως τώρα. ∆εν έχει καµία ανάγκη να πάει στην Παταγονία ούτε στη Βραζιλία, µπορεί να πάει κατευθείαν στο Σιάτλ τον Ιούνιο.

Είχαµε πάει µε το καγιάκ στο σπήλαιο της Πινκόγια ντυµένοι γερά, γιατί ήµασταν στα τέλη του Μάη, χωρίς να υποπτευόµαστε τι µας περίµενε στην επιστροφή. Ο ουρανός ήταν τζάµι, η θάλασσα ήρεµη κι ο αέρας πολύ κρύος. Για να πηγαίνω στο σπήλαιο χρησιµοποιώ διαφορετική διαδροµή από αυτή που ακολουθούν οι τουρίστες, πιο επικίνδυνη εξαιτίας των βράχων, αλλά την προτιµώ, γιατί µου επιτρέπει να πλησιάζω περισσότερο τις φώκιες. Αυτό είναι για µένα ένα είδος πνευµατικής εξάσκησης, δεν έχω άλλον όρο για να περιγράψω τις µυστικιστικές εξάρσεις που µου προκαλούν τα φουντωτά µουστάκια της Πινκόγια, όπως βάφτισα τη µουσκεµένη φίλη µου, µια θηλυκή φώκια. Από τους βράχους µάς παρακολουθεί ένας απειλητικός αρσενικός, τον οποίο πρέπει να αποφεύγω, και γύρω στις οχτώ µε δέκα µητέρες µε τα µωρά τους, που λιάζονται ή παίζουν στο νερό ανάµεσα στις ενυδρίδες. Την πρώτη φορά έµεινα ακίνητη µε το καγιάκ µου, χωρίς να πλησιάζω, για να παρατηρήσω από κοντά τις ενυδρίδες, και σε λίγο µία απ’ τις φώκιες άρχισε να κάνει κύκλους γύρω µου. Τα ζώα αυτά είναι δυσκίνητα και αδέξια στην ξηρά, αλλά πολύ χαριτωµένα και σβέλτα στο νερό. Περνούσε κάτω απ’ το καγιάκ σαν τορπίλη και επανεµφανιζόταν στην επιφάνεια, µε τα πειρατικά µουστάκια της και τα στρογγυλά µαύρα µάτια της που µε κοιτούσαν γεµάτα περιέργεια. Με τη µύτη της έδινε σπρωξιές στο καρυδότσουφλό µου, σαν να ήξερε ότι µπορούσε να µε στείλει στον πάτο µε µια της ανάσα, αλλά η στάση της ήταν εµφανώς παιχνιδιάρικη. Αρχίσαµε να ξεθαρρεύουµε σιγά-σιγά. Την επισκεπτόµουν συχνά και, µε το που µε έβλεπε, κολυµπούσε ως το καγιάκ για να µε προϋπαντήσει. Της αρέσει να σαρώνει µε το µουστάκι της το γυµνό µου µπράτσο.

Κανείς δεν µπορεί να µείνει σ’ αυτό το νησί παραπάνω από µερικές µέρες χωρίς να µαθευτούν όλες οι λεπτοµέρειες για το πρόσωπό του, και ήδη όλοι γνωρίζουν ποιος είναι ο Ντάνιελ Γκούντριτς. Οι γείτονες στο χωριό τον αντιµετώπισαν µε ιδιαίτερα µεγάλη συµπάθεια, γιατί τους φαίνεται εξαιρετικά εξωτικός, εκτιµούν το γεγονός ότι µιλάει ισπανικά και υποθέτουν ότι είναι ο αγαπηµένος µου (πού τέτοια τύχη!). Τους εντυπωσίασε επίσης η παρέµβασή του στο περιστατικό µε την Ασουσένα Κοράλες.

310

311

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Αυτές οι στιγµές µε τη φώκια είναι ιερές, νιώθω γι’ αυτήν µια αγάπη τεράστια σαν εγκυκλοπαίδεια, κατά καιρούς µάλιστα µου έρχεται η παλαβή ιδέα να πηδήξω στο νερό και να κάνω τρελίτσες µαζί της. ∆εν θα µπορούσα να δείξω πιο καθαρά την αγάπη µου για τον Ντάνιελ από το να τον πάρω µαζί µου στο σπήλαιο. Η Πινκόγια λιαζόταν στους βράχους και, µόλις µε είδε, πήδηξε στο νερό και ξεκίνησε να µε πλησιάζει, έµεινε όµως σε µια κάποια απόσταση κοιτάζοντας δύσπιστα τον Ντάνιελ. Τελικά επέστρεψε στους βράχους, προσβεβληµένη γιατί πήγα να τη συναντήσω µε κάποιον άγνωστο. Θα χρειαστεί να περάσει πολύς καιρός για να ξανακερδίσω την εκτίµησή της. Όταν επιστρέψαµε στο χωριό, κατά τη µία, ο Χουανίτο και ο Πέδρο µάς περίµεναν γεµάτοι αγωνία στην αποβάθρα για να µας ανακοινώσουν ότι η Ασουσένα είχε πάθει κάτι σαν αιµορραγία στο σπίτι του Μανουέλ, όπου είχε πάει για να του καθαρίσει. Ο Μανουέλ τη βρήκε να κολυµπάει σε µια λίµνη αίµατος και κάλεσε µε το κινητό τους χωροφύλακες, που πήγαν να την παραλάβουν µε το τζιπ. Ο Χουανίτο µάς είπε ότι την είχαν µεταφέρει στο τµήµα κι ότι περίµεναν να φτάσει το νοσοκοµειακό της ακτοφυλακής. Οι χωροφύλακες είχαν εγκαταστήσει την Ασουσένα στο ράντσο του κελιού των γυναικών και ο Ουµίλντε Γκαράι τής έβαζε υγρά πανιά στο µέτωπο, αφού δεν είχε τίποτε πιο αποτελεσµατικό, ενώ ο Λαουρένσιο Κάρκαµο µιλούσε στο τηλέφωνο µε το τµήµα της Γκαλκάουε ζητώντας οδηγίες. Ο Ντάνιελ Γκούντριτς δήλωσε γιατρός, µας παρακάλεσε να βγούµε απ’ το κελί και προχώρησε στην εξέταση της Ασουσένα. ∆έκα λεπτά αργότερα επέστρεψε και µας ανακοίνωσε ότι η κοπέλα ήταν έγκυος, περίπου πέντε

µηνών. «Μα είναι µόλις δεκατριών ετών!», φώναξα, µην µπορώντας να κρατηθώ. ∆εν µπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν να µην το παρατήρησε κανείς, ούτε η Εντουβίχις ούτε η Μπλάνκα ούτε καν η νοσοκόµα. Η Ασουσένα φαινόταν να είναι απλώς παχουλή. Εκείνη τη στιγµή έφτασε το νοσοκοµειακό και οι χωροφύλακες επέτρεψαν στον Ντάνιελ και σ’ εµένα να συνοδεύσουµε την Ασουσένα, η οποία είχε πλαντάξει στο κλάµα απ’ το φόβο. Μπήκαµε µαζί της στα επείγοντα του νοσοκοµείου στο Κάστρο κι εγώ περίµενα στο διάδροµο, ενώ ο Ντάνιελ έδειξε την ιατρική του ταυτότητα και ακολούθησε το φορείο στο εξεταστήριο. Την ίδια νύχτα έγινε επέµβαση στην Ασουσένα και της πήραν το παιδί, το οποίο ήταν ήδη νεκρό. Θα γίνει έρευνα για να διαπιστωθεί αν η αποβολή ήταν εκούσια: αυτή είναι η νοµική διαδικασία σε τέτοιες περιπτώσεις· και αυτό τους φαίνεται πιο σηµαντικό απ’ το να διερευνήσουν τις περιστάσεις κάτω απ’ τις οποίες έµεινε έγκυος ένα κοριτσάκι δεκατριών χρονών. Έτσι λέει τουλάχιστον η Μπλάνκα Σνάκε, έξαλλη απ’ το θυµό, και µε το δίκιο της. Η Ασουσένα Κοράλες αρνείται να πει ποιος την γκάστρωσε και ήδη έχει αρχίσει να κυκλοφορεί η φήµη στο νησί ότι ο βιαστής ήταν ο Τράουκο, ένας µυθικός νάνος ύψους ενός µέτρου, εξοπλισµένος µ’ ένα τσεκούρι, που ζει στις κουφάλες των δέντρων και προστατεύει τα δάση. Μπορεί να στραβώσει τη ραχοκοκαλιά ενός άντρα µόνο µε το βλέµµα και κυνηγάει παρθένες για να τις γκαστρώσει. Πρέπει να ήταν ο Τράουκο, λένε, γιατί βρήκαν κίτρινα περιττώµατα κοντά στο σπίτι των Κοράλες. Η Εντουβίχις αντέδρασε µε περίεργο τρόπο: αρνείται να δει την κόρη της ή να διερευνήσει τις λεπτοµέρειες του

312

313

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

περιστατικού. Ο αλκοολισµός, η οικιακή βία και η αιµοµιξία είναι οι κατάρες του Τσιλοέ, ιδιαίτερα στις πιο αποµονωµένες κοινότητες, και κατά τον Μανουέλ ο µύθος του Τράουκο επινοήθηκε για να συγκαλύπτει τις εγκυµοσύνες των κοριτσιών που τις βιάζουν οι γονείς τους ή τα αδέλφια τους. Μόλις πρόσφατα έµαθα ότι ο Χουανίτο δεν είναι µόνο εγγονός του Καρµέλο Κοράλες, αλλά και γιος του. Η µητέρα του Χουανίτο, που ζει στο Κεγιόν, βιάστηκε από τον Καρµέλο, τον πατέρα της, και έκανε το παιδί στα δεκαπέντε της χρόνια. Η Εντουβίχις το µεγάλωσε σαν να ήταν δικό της, αλλά όλοι στο χωριό γνωρίζουν την αλήθεια. Αναρωτιέµαι πώς είναι δυνατόν ένας κατάκοιτος ετοιµοθάνατος να κακοποιήσει την Ασουσένα. Πρέπει να είχε συµβεί προτού του κόψουν το πόδι.

συζητήσει µε τον πατέρα του και ποιος ξέρει σε ποια συµπεράσµατα θα καταλήξουν αυτοί οι δύο ψυχίατροι, θα µε σταµπάρουν σίγουρα για νευρωτική κι εξαρτηµένη. Μακριά από µένα, ο Ντάνιελ θα χάσει τον ενθουσιασµό του και µπορεί τελικά να αποφασίσει ότι δεν τον συµφέρει καθόλου να µπλεχτεί µε µια τύπισσα σαν κι εµένα. Αχ, γιατί δεν έφυγα µαζί του; Εντάξει, η αλήθεια είναι ότι δεν µου το ζήτησε…

Χτες έφυγε ο Ντάνιελ! Η 29η Μαΐου 2009 θα µείνει στη µνήµη µου ως η δεύτερη πιο θλιβερή µέρα της ζωής µου – η πρώτη ήταν τότε που πέθανε ο παππούς µου. Θα βάλω να µου φτιάξουν ένα τατουάζ µε τον αριθµό 2009 στον καρπό του άλλου χεριού, για να µην τον ξεχάσω ποτέ. ∆ύο ολόκληρες µέρες έκλαιγα ασταµάτητα, ο Μανουέλ λέει ότι θα πάθω αφυδάτωση, ότι ποτέ στη ζωή του δεν έχει δει τόσα δάκρυα κι ότι κανένας άντρας δεν αξίζει τόσο µεγάλο πόνο, ιδιαίτερα τώρα που αυτός ο άντρας πήγαινε στο Σιάτλ κι όχι στον πόλεµο. Αυτά ξέρει, αυτά λέει! Οι χωρισµοί είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι. Στο Σιάτλ πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον ένα εκατοµµύριο κορίτσια πολύ πιο όµορφα και λιγότερο µπερδεµένα από µένα. Τι µ’ έπιασε και του είπα όλες τις λεπτοµέρειες του παρελθόντος µου; Τώρα θα έχει χρόνο να τις αναλύσει, θα µπορέσει να τις

ΧΕΙΜΩΝΑΣ Ιούνης, Ιούλης, Αύγουστος

Αν µε είχαν ρωτήσει πριν από µερικές εβδοµάδες ποια ήταν η πιο ευτυχισµένη περίοδος της ζωής µου, θα είχα απαντήσει ότι ήταν η παιδική µου ηλικία µε τους παππούδες µου στη µαγική σπιταρόνα του Μπέρκλεϊ. Τώρα όµως η απάντησή µου θα ήταν ότι τις πιο ευτυχισµένες µέρες της ζωής µου τις έζησα στα τέλη Μαΐου µε τον Ντάνιελ και, αν δεν επακολουθήσει κάποια καταστροφή, θα τις ξαναζήσω σε κάποιο κοντινό µέλλον. Πέρασα εννέα µέρες µαζί του και τις τρεις απ’ αυτές ήµασταν µόνοι σ’ αυτό το κυπαρισσόσπιτο. Μέσα σ’ αυτό το ελάχιστο διάστηµα ήταν σαν να µισάνοιξε µπροστά µου µια πόρτα και να µε φώτισε ξαφνικά εκτυφλωτικό, σχεδόν ανυπόφορο, το φως του έρωτα. Ο παππούς µου έλεγε ότι ο έρωτας µας κάνει καλούς ανθρώπους. ∆εν έχει σηµασία ποιον αγαπάµε ούτε έχει σηµασία να βρίσκει ο έρωτάς µας ανταπόκριση ή να κρατάει πολύ καιρό. Αρκεί η εµπειρία του έρωτα, αυτή µας µεταµορφώνει. Είναι µεγάλη πρόκληση για µένα να µπορέσω να περιγράψω τις µοναδικές ερωτικές µέρες της ζωής µου. Ο Μανουέλ Αρίας ανακάλυψε ξαφνικά ότι έπρεπε να πάει επειγόντως για τρεις µέρες στο Σαντιάγο για να ρυθµίσει τις λεπτοµέρειες της έκδοσης του βιβλίου του –είπε–, αλλά, σύµφωνα µε την Μπλάνκα, στην πραγµατικότητα πήγε

318

319

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στο γιατρό για να τσεκάρει την µπουρµπουλήθρα στο κρανίο του. Εγώ πάντως πιστεύω ότι έφυγε για να µ’ αφήσει µόνη µε τον Ντάνιελ. Ήµασταν απολύτως µόνοι, γιατί η Εντουβίχις δεν ήρθε να καθαρίσει έπειτα από το σκάνδαλο της εγκυµοσύνης της Ασουσένα, η οποία εξακολουθούσε να είναι στο νοσοκοµείο του Κάστρου, για να αναρρώσει από µια επιµόλυνση, και η Μπλάνκα απαγόρευσε στον Χουανίτο Κοράλες και τον Πέδρο Πελαντσουγκάι να µας ενοχλήσουν. Ήταν τέλη Μαΐου, οι µέρες ήταν µικρές και οι νύχτες µεγάλες και παγωµένες, το κλίµα τέλειο για την ανάπτυξη οικειότητας. Ο Μανουέλ έφυγε το µεσηµέρι και µας άφησε παραγγελία να φτιάξουµε µαρµελάδα από ντοµάτες προτού µουχλιάσουν. Ντοµάτες, ντοµάτες και πάλι ντοµάτες. Ντοµάτες το φθινόπωρο, όπου κι αν κοιτάξεις. Είναι τόσο πολλές αυτές που βγαίνουν στον κήπο της Μπλάνκα και είναι τόσο πολλές αυτές που µας φέρνει για δώρο, που δεν ξέρουµε τι να τις κάνουµε: σάλτσα, πελτέ, λιαστές, κονσέρβα. Η µαρµελάδα είναι µια ακραία λύση, δεν µπορώ να φανταστώ σε ποιον θα µπορούσε να αρέσει. Μαζί µε τον Ντάνιελ ξεφλουδίσαµε κάµποσα κιλά, τα κόψαµε σε κοµµάτια, αφαιρέσαµε τα σπόρια, τα ζυγίσαµε και τα βάλαµε στις γαβάθες· γι’ αυτό χρειαστήκαµε παραπάνω από δυο ώρες, οι οποίες δεν πήγαν τελείως χαµένες, γιατί η µηχανική ασχολία µάς έλυσε τις γλώσσες κι αρχίσαµε να λέµε διάφορα πράγµατα ο ένας στον άλλον. Προσθέσαµε ένα κιλό ζάχαρη για κάθε κιλό πολτού ντοµάτας, προσθέσαµε και λίγο χυµό λεµονιού, βάλαµε το µείγµα στη φωτιά µέχρι που έπηξε, πάνω-κάτω είκοσι λεπτά ανακατεύοντας συνεχώς, και µετά το µοιράσαµε σε σαπουνισµένα µπουκάλια. Βράσαµε τα γεµάτα µπουκάλια για µισή ώρα και

απ’ τη στιγµή που τα σφραγίσαµε ερµητικά ήµασταν έτοιµοι να τα ανταλλάξουµε µε άλλα προϊόντα, όπως το γλυκό κυδώνι της Λιλιάνα Τρεβίνιο και το µαλλί της δόνας Λουσίντα. Όταν τελειώσαµε, στην κουζίνα είχε πέσει πια µισοσκόταδο και το σπίτι είχε πάρει ένα υπέροχο άρωµα ζάχαρης και ξύλου. Εγκατασταθήκαµε µπροστά στην µπαλκονόπορτα και παρακολουθήσαµε τη νύχτα να πέφτει, έχοντας µπροστά µας ένα δίσκο µε ψωµί, µαλακό τυρί, πικάντικα λουκανικάκια σταλµένα από τον δον Λίονελ Σνάκε και καπνιστό ψάρι του Μανουέλ. Ο Ντάνιελ άνοιξε ένα µπουκάλι κόκκινο κρασί, γέµισε ένα ποτήρι και, εκεί που ετοιµαζόταν να γεµίσει και το δεύτερο, τον σταµάτησα, ήταν πια ώρα να του εξηγήσω ακριβώς γιατί δεν έπρεπε να πιω και να του πω ότι εκείνος µπορούσε να πιει όσο ήθελε χωρίς να νοιάζεται για µένα. Του µίλησα γενικότερα για τους εθισµούς µου, χωρίς όµως να αναφερθώ στην απαίσια ζωή του προηγούµενου χρόνου, και του εξήγησα ότι δεν µου λείπει καθόλου το αλκοόλ σε περιπτώσεις που θέλω να πνίξω κάποιον πόνο, µόνο σε στιγµές χαράς και γιορτής, όπως αυτή που περνούσαµε εκείνη τη στιγµή µπροστά στην µπαλκονόπορτα, µπορούσαµε όµως να τσουγκρίσουµε τα ποτήρια µας, εκείνος µε κρασί κι εγώ µε χυµό µήλου. Πιστεύω ότι πρέπει να φυλάγοµαι απ’ το αλκοόλ εφ’ όρου ζωής· είναι πολύ πιο δύσκολο να του αντισταθείς απ’ ό,τι στα ναρκωτικά, γιατί είναι νόµιµο, το βρίσκεις παντού και σου το προσφέρουν όπου κι αν βρεθείς. Αν δεχόµουν να πιω έστω ένα ποτηράκι, θα δηµιουργούσε ρήγµα στη βούλησή µου και θα αντιµετώπιζα πολύ µεγάλη δυσκολία να αρνηθώ το δεύτερο… Από κει µέχρι την άβυσσο του παρελθόντος αρκούν µερικές γουλιές. Είχα τύχη, είπα στον Ντά-

320

321

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νιελ, γιατί στους έξι µήνες που πέρασα στο Λας Βέγκας δεν πρόλαβε να παγιωθεί εντελώς η εξάρτησή µου και, εάν τώρα βρεθώ µπροστά στον πειρασµό, φέρνω στο µυαλό µου τα λόγια του Μάικ Ο’Κέλι, ο οποίος ξέρει πάρα πολύ καλά τη συγκεκριµένη υπόθεση, γιατί είναι ο ίδιος απεξαρτηµένος αλκοολικός, και λέει ότι η εξάρτηση είναι σαν την εγκυµοσύνη: ή την έχεις ή δεν την έχεις, δεν υπάρχουν µέσες καταστάσεις.

όλα αυτά και η µόνη λύση που βρήκα ήταν να αρπάξω το κεφάλι του µε τα δυο µου χέρια και να τον φιλήσω σαν να έπαιζα σε σκηνή τραγικού αποχαιρετισµού. Απ’ αυτό το σηµείο και µετά, το µόνο που έµενε ήταν να λύσω τους κάβους και να ξεκινήσω ένα πλησίστιο ταξίδι σε άγνωστα νερά, πετώντας στη θάλασσα το άχρηστο έρµα των περιπετειών του παρελθόντος. Σ’ ένα διάλειµµα από φιλί σε φιλί, του εξοµολογήθηκα ότι είχα στο παρελθόν σεξουαλικές σχέσεις, αλλά στην πραγµατικότητα δεν είχα κάνει ποτέ έρωτα. «Μπορούσες ποτέ να φανταστείς ότι θα σου συνέβαινε εδώ, στην άκρη του κόσµου;» µε ρώτησε. «Όταν πρωτοήρθα εδώ, είχα την εντύπωση ότι το Τσιλοέ ήταν ο κώλος του κόσµου, Ντάνιελ, τώρα όµως ξέρω ότι είναι το µάτι του γαλαξία», τον πληροφόρησα. Ο ταλαιπωρηµένος καναπές του Μανουέλ δεν προσφερόταν για έρωτα, αφού εδώ κι εκεί προεξείχαν τα ελατήρια, χώρια που ήταν ολόκληρος σκεπασµένος από τις γκρίζες τρίχες του Χαζόγατου και τις πορτοκαλιές του Γατόσοφου, γι’ αυτό και φέραµε κουβέρτες απ’ το δικό µου δωµάτιο και φτιάξαµε ένα πράγµα σαν φωλιά δίπλα ακριβώς απ’ τη σόµπα. «Αν ήξερα ότι υπάρχεις, Ντάνιελ, θα είχα ακούσει τις συµβουλές της γιαγιάς µου και θα είχα προφυλάξει τον εαυτό µου», παραδέχτηκα έτοιµη να απαγγείλω το ροζάριο των σφαλµάτων µου, αλλά το ξέχασα την επόµενη κιόλας στιγµή, γιατί µε την έξαψη που µε είχε πιάσει, ποια σηµασία µπορούσαν να έχουν όλα αυτά. Με απότοµες κινήσεις τού έβγαλα το πουλόβερ και το µακρυµάνικο πουκάµισο κι άρχισα να παλεύω µε τη ζώνη και το φερµουάρ του τζιν –πολύ άβολα τα ρούχα του άντρα!– αλλά εκείνος µου έπιασε τα χέρια και συνέχισε να µε φι-

Τελικά, έπειτα από πολλές περικοκλάδες, ο Ντάνιελ µε φίλησε, πρώτα απαλά, αγγίζοντας ελαφρά τα χείλη µου, και µετά µε µεγαλύτερη βεβαιότητα, µε τα σαρκώδη χείλη του να πιέζουν τα δικά µου και τη γλώσσα του στο στόµα µου. Ένιωσα το ελαφρό άρωµα του κρασιού, τη σταθερότητα των χειλιών του, τη γλυκιά οικειότητα της ανάσας του, τη µυρωδιά του µαλλιού και της ντοµάτας επάνω του, τον ψίθυρο της ανάσας του, τη ζεστή του παλάµη στο σβέρκο µου. Αποµακρύνθηκε και µε κοίταξε µε απορία, τότε µόνο κατάλαβα ότι στεκόµουν ακίνητη σαν κούτσουρο, µε τα χέρια κολληµένα στα πλευρά µου και τα µάτια γλαρά. «Συγγνώµη», είπε, και ξεκόλλησε από πάνω µου. «Όχι! Εγώ πρέπει να ζητήσω συγγνώµη!» είπα αλαφιασµένη, τροµάζοντάς τον. Πώς να του εξηγήσω ότι αυτό στην πραγµατικότητα ήταν το πρώτο µου φιλί, ότι όλα τα προηγούµενα ήταν κάτι άλλο, που δεν είχαν καµία σχέση µε τον έρωτα, ότι εδώ και µια βδοµάδα φανταζόµουν αυτό το συγκεκριµένο φιλί και ότι απ’ την πολλή προσµονή µού είχαν τώρα κοπεί τα πόδια κι ότι πριν από λίγο, απ’ το φόβο ότι µπορεί να µη συνέβαινε ποτέ, ήµουν έτοιµη να βάλω τα κλάµατα. ∆εν ήξερα πώς να του τα πω

322

323

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λάει. «Έχουµε τρεις µέρες, δεν µας κυνηγάει κανείς», είπε. Χάιδεψα το γυµνό του στήθος, τα µπράτσα του, τους ώµους του, καταγράφοντας την άγνωστη τοπογραφία αυτού του κορµιού, τις πεδιάδες και τα βουνά του, θαυµάζοντας το λείο µπρούντζινο δέρµα του, δέρµα αφρικάνικο, την αρχιτεκτονική των µεγάλων οστών του, το εξευγενισµένο σχήµα του κεφαλιού του, φιλώντας το λακκάκι του σαγονιού του, τα σκληρά ζυγωµατικά του, τα νωχελικά του βλέφαρα, τα αθώα του αυτιά, το καρύδι του λαιµού του, το µακρύ διάδροµο του στέρνου του, τις ρώγες του στήθους του, σαν βατόµουρα µικρές και µαβιές. Ξανάρχισα να παλεύω µε τη ζώνη του και ο Ντάνιελ µε ξανασταµάτησε µε το πρόσχηµα ότι ήθελε να µε κοιτάξει. Άρχισε να µε γδύνει, αλλά ήµουνα ντυµένη σαν κρεµµύδι και τα ρούχα µου δεν είχαν τελειωµό: ένα παλιό γιλέκο του Μανουέλ από κασµίρι, µια χειµωνιάτικη φανέλα, από κάτω µια άλλη φανέλα πιο λεπτή, τόσο φθαρµένη, που απ’ το πρόσωπο του Οµπάµα είχε µείνει µόνο µια σκέτη µουντζαλιά, σουτιέν βαµβακερό µε µια τιράντα πιασµένη µε παραµάνα, παντελόνι αγορασµένο µε την Μπλάνκα απ’ το µαγαζί µε τα µεταχειρισµένα, κοντό µέχρι τον αστράγαλο αλλά ζεστό, χοντρό καλσόν και τελικά ένα λευκό, σεµνό κιλοτάκι, κατάλληλο περισσότερο για φοιτήτριες της θεολογικής σχολής, που µου είχε βάλει την τελευταία στιγµή η γιαγιά µου στο σακίδιο του Μπέρκλεϊ. Ο Ντάνιελ µε ξάπλωσε ανάσκελα στη φωλίτσα και ένιωσα στην πλάτη µου να µε γρατζουνάει η άγρια επιφάνεια της τσιλοΐτικης κουβέρτας, ανυπόφορη σε άλλες περιστάσεις αλλά εξαιρετικά αισθησιακή εκείνη τη στιγµή. Με την άκρη της γλώσσας του µε έγλειψε σαν καραµέλα, γαργαλώντας µε σε κάποια σηµεία, ξυπνώντας ποιος ξέ-

ρει ποιο κοιµισµένο τέρας, σχολιάζοντας την αντίθεση του σκούρου δέρµατός του µε τη δική µου γνήσια σκανδιναβική ασπρίλα, που ήταν τώρα ορατή σε όλο της µεγαλείο, σαν νεκρική χλοµάδα, στα µέρη του σώµατός µου που δεν βλέπει ο ήλιος. Έκλεισα τα µάτια µου και αφέθηκα στην ηδονή, ενώ το σώµα µου σφάδαζε κάτω απ’ το άγγιγµα των πειθήνιων και σοφών δαχτύλων, που ήταν σαν να παίζουν πάνω µου βιολί, ανεβάζοντας σιγά-σιγά την ένταση, µέχρι που ξαφνικά ήρθε ο οργασµός, µακρόσυρτος, αργός, επίµονος, και η κραυγή µου αναστάτωσε τον Φάκιν, ο οποίος άρχισε να γρυλίζει δείχνοντας τα δόντια του. «It’s okay, fucking dog», είπα και κούρνιασα στην αγκαλιά του Ντάνιελ, γουργουρίζοντας ευτυχισµένη στη θαλπωρή του κορµιού του και στην ανάµεικτη µυρωδιά των δυο µας. «Τώρα η σειρά µου», του είπα έπειτα από κάµποση ώρα, κι αυτή τη φορά µου επέτρεψε να τον γδύσω και να του κάνω ό,τι τραβούσε πραγµατικά η ψυχή µου. Μείναµε κλεισµένοι στο σπίτι τρεις θρυλικές µέρες, δώρο του Μανουέλ· το χρέος µου σ’ αυτό το γέρο ανθρωποφάγο έχει πάρει τεράστιες και ανησυχητικές διαστάσεις. Είχαµε πολλά να µάθουµε ο ένας στον άλλο, πολλά µυστικά που εκκρεµούσαν ανάµεσά µας και ερωτικές προτιµήσεις που έπρεπε να ανακαλύψουµε. Έπρεπε να µάθουµε να βολεύουµε τα κορµιά µας, να εξερευνήσουµε χαλαρά µε ποιον τρόπο ικανοποιείται ο άλλος και να µάθουµε να κοιµόµαστε µαζί χωρίς να ενοχλούµε ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτό εκείνος δεν είχε καµία πείρα, αλλά εµένα µου ερχόταν αβίαστα, γιατί µεγάλωσα στο κρεβάτι των παππούδων µου. Όταν είµαι κολληµένη στο κορµί κάποιου, δεν χρειάζεται να µετράω προβατάκια, κύκνους ή

324

325

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

δελφίνια, ιδιαίτερα όταν αυτός ο κάποιος είναι µεγαλόσωµος, ζεστός, µυρωδάτος κι όταν ροχαλίζει διακριτικά, έτσι ώστε να ξέρω ότι είναι ζωντανός. Το κρεβάτι µου είναι στενό και, επειδή µας φάνηκε ασέβεια να καταλάβουµε το κρεβάτι του Μανουέλ, φτιάξαµε ένα λόφο από κουβέρτες και µαξιλάρια στο πάτωµα, δίπλα στη σόµπα. Μαγειρεύαµε, µιλούσαµε, κάναµε έρωτα· κοιτάζαµε απ’ το παράθυρο, βγαίναµε στα βράχια, ακούγαµε µουσική, κάναµε έρωτα· πλατσουρίζαµε στο τζακούζι, κουβαλούσαµε ξύλα, διαβάζαµε τα βιβλία του Μανουέλ για το Τσιλοέ, ξανακάναµε έρωτα. Έβρεχε και µας είχε φύγει κάθε διάθεση για βόλτα, η µελαγχολία του τσιλοΐτικου συννεφιασµένου ουρανού είναι ό,τι πρέπει για χουχούλιασµα και ροµαντζάδα. Σ’ αυτή τη µοναδική ευκαιρία που είχα να είµαι µόνη µε τον Ντάνιελ χωρίς παρεµβολές επιχείρησα, µε τη δική του καθοδήγηση, τον έξοχο άθλο να µάθω τις πολλαπλές δυνατότητες των αισθήσεων, την ευχαρίστηση που προσφέρουν τα ανυστερόβουλα χάδια, αυτά που γίνονται µόνο και µόνο για την απόλαυση της επαφής του ενός δέρµατος µε το άλλο. Ένα αντρικό κορµί µπορεί να σε κρατήσει απασχοληµένη για χρόνια, καθώς µαθαίνεις τα ευαίσθητα σηµεία που ερεθίζονται µε το γνωστό τρόπο, άλλα που χρειάζονται διαφορετική προσέγγιση, κάποια που δεν τα αγγίζεις, αλλά αρκεί να τα φυσήξεις· το κάθε πλευρό έχει την ιστορία του, η γυναίκα µπορεί να χαθεί στην παρθένα έκταση της πλάτης, σοφά υπολογισµένης για να αντέχει αγόγγυστα τα βάρη και τους καηµούς, και στους σκληρούς µυς των µπράτσων, που λες και είναι φτιαγµένοι για να στηρίζουν τον κόσµο. Και κάτω απ’ το δέρµα κρύβονται επιθυµίες ανέκφραστες, κρυφοί καηµοί, σηµάδια που δεν

µπορείς να τα δεις ούτε στο µικροσκόπιο. Για τα φιλιά πρέπει να γραφτούν ειδικά εγχειρίδια, φιλιά τρυποκάρυδου, φιλιά ψαριού, άπειρη ποικιλία. Η γλώσσα είναι ένα φιδάκι παράτολµο και αδιάκριτο, και δεν αναφέροµαι µόνο σ’ αυτά που λέει. Η καρδιά και το πέος είναι τα αγαπηµένα µου: θεριά ανήµερα, διαφανή στις προθέσεις τους, ειλικρινή και ευάλωτα, απαγορεύεται η κατάχρησή τους. Τελικά, κατάφερα να πω τα µυστικά µου στον Ντάνιελ. Του µίλησα για τον Ρόι Φέτζγουικ και τον Μπράντον Λίµαν, και εκείνους που τον σκότωσαν, του οµολόγησα ότι είχα κάνει το βαποράκι κι ότι µετά τα έχασα όλα και κατέληξα να ζητιανεύω στους δρόµους, του είπα πόσο πιο επικίνδυνος είναι ο κόσµος για τις γυναίκες, πώς πρέπει να περνάµε έναν έρηµο δρόµο όταν βλέπουµε κάποιον άντρα να έρχεται απ’ την αντίθετη κατεύθυνση κι ότι πρέπει να τους αποφεύγουµε εντελώς όταν είναι πολλοί µαζί, πώς πρέπει να φυλάµε τα νώτα µας, να κοιτάζουµε δεξιά κι αριστερά, να γινόµαστε αόρατες. Τον τελευταίο καιρό που πέρασα στο Λας Βέγκας, όταν πια τα είχα χάσει όλα, προστάτευσα τον εαυτό µου κάνοντας το αγόρι. Με βοήθησε το ότι ήµουν ψηλή κι αδύνατη σαν σανίδα, µε το µαλλί κοµµένο κοντό και ρούχα αντρικά απ’ το Στρατό της Σωτηρίας. Έτσι γλίτωσα παραπάνω από µια φορά, υποθέτω. Ο δρόµος είναι ανελέητος. Του µίλησα για τους βιασµούς που είχα δει και που µόνο στον Μάικ Ο’Κέλι είχα διηγηθεί, ο οποίος έχει γερό στοµάχι για όλα αυτά. Την πρώτη φορά, ένας εφιαλτικός µεθύστακας, ένα ανθρωπάριο που έµοιαζε γεροδεµένο απ’ τα κουρελιάρικα ρούχα που κάλυπταν το σώµα του, ενώ στην πραγµατικότητα πρέπει να ήταν κοκαλιάρης και λιπόσαρκος, άρπαξε ένα κορίτσι σε ένα αδιέξοδο γεµάτο από

326

327

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σκουπίδια µέρα µεσηµέρι. Στο αδιέξοδο έβγαινε η κουζίνα ενός εστιατορίου και δεν ήµουν εγώ η µόνη που σκόπευε να σκαλίσει τα σκουπίδια ψάχνοντας για υπολείµµατα φαγητού και διεκδικώντας τα απ’ τους αλητόγατους. Υπήρχαν και αρουραίοι, τους άκουγες, αλλά δεν µπορούσες να τους δεις. Το κορίτσι, νεαρό πρεζόνι, πεινασµένο, βρόµικο, θα µπορούσα να είµαι εγώ. Ο άντρας την άρπαξε από πίσω, την έριξε µε το πρόσωπο πάνω στο πεζοδρόµιο ανάµεσα στα σκουπίδια και σε ρυάκια βροµερού νερού και µ’ ένα µαχαίρι της έκοψε το παντελόνι στο πλάι. Βρισκόµουν λιγότερο από τρία µέτρα πιο κει, κρυµµένη ανάµεσα σε βουνά από σκουπίδια, και ήταν καθαρά ζήτηµα τύχης το ότι ούρλιαζε εκείνη κι όχι εγώ. Το κορίτσι δεν προσπάθησε καν να αµυνθεί. Σε δυο-τρία λεπτά εκείνος τελείωσε, βόλεψε τα κουρέλια του και αποµακρύνθηκε βήχοντας. Εκείνη την ώρα θα µου ήταν πολύ εύκολο να τον εξουδετερώσω χτυπώντας τον στο κεφάλι µε ένα απ’ τα µπουκάλια που ήταν πεταµένα στο σοκάκι· θα ήταν πολύ εύκολο και η ιδέα µού πέρασε απ’ το µυαλό, αλλά την απέρριψα αµέσως: δεν ήταν δικό µου το πρόβληµα. Κι όταν ο βιαστής είχε πια φύγει, δεν έκανα καν τον κόπο να πλησιάσω και να βοηθήσω την κοπέλα που ήταν ακίνητη στο πεζοδρόµιο. Πέρασα από δίπλα της και έφυγα βιαστικά χωρίς να την κοιτάξω. Τη δεύτερη φορά ήταν δύο νεαροί άντρες, ίσως βαποράκια ή µέλη συµµοριών, και θύµα ήταν µια γυναίκα που είχα δει λίγο πριν στο δρόµο, πολύ αδυνατισµένη, άρρωστη. Ούτε κι εκείνη τη βοήθησα. Την έσυραν κάτω από µια αερογέφυρα γελώντας, κάνοντας πλάκα, ενώ εκείνη αγωνιζόταν µε µανιασµένο πάθος αλλά ανώφελα. Ξαφνικά µε είδε. Τα βλέµµατά µας διασταυρώθηκαν για µια

στιγµή αιώνια, αξέχαστη, αλλά εγώ της γύρισα την πλάτη και το ’βαλα στα πόδια. Εκείνους τους µήνες στο Λας Βέγκας, όπου το χρήµα έρρεε άφθονο, δεν κατάφερα να αποταµιεύσω αρκετά για το ταξίδι µου µε αεροπλάνο στην Καλιφόρνια. Ήταν ήδη πολύ αργά για να σκεφτώ να πάρω τηλέφωνο τη Νίνι µου. Η καλοκαιρινή περιπέτειά µου είχε πάρει εφιαλτικές διαστάσεις και δεν µπορούσα να µπλέξω την αθώα γιαγιά µου στις βροµερές δραστηριότητες του Μπράντον Λίµαν. Ύστερα απ’ τη σάουνα πήγα στην πισίνα του γυµναστηρίου τυλιγµένη σε ένα µπουρνούζι, ζήτησα µια λεµονάδα, στην οποία πρόσθεσα µία τζούρα βότκας απ’ το µπουκαλάκι που πάντα είχα στην τσέπη µου, και πήρα δύο ηρεµιστικά κι άλλο ένα χάπι που δεν ήξερα καν τι ήταν· κατανάλωνα τεράστιες ποσότητες φαρµάκων, όλων των χρωµάτων και όλων των σχηµάτων, και δεν µπορούσα πια να τα ξεχωρίσω µεταξύ τους. Ξάπλωσα σε µία σεζλόνγκ όσο πιο µακριά γινόταν από µια οµάδα παιδιών µε ειδικές ανάγκες που πλατσούριζαν στο νερό µαζί µε τους συνοδούς τους. Υπό άλλες συνθήκες θα είχα παίξει για λίγο µαζί τους, τα είχα άλλωστε δει πάρα πολλές φορές και ήταν τα µοναδικά άτοµα µε τα οποία τολµούσα να κάνω παρέα, γιατί δεν αποτελούσαν κίνδυνο για την ασφάλεια του Μπράντον Λίµαν, αλλά το κεφάλι µου πονούσε και ήθελα επειγόντως να µείνω µόνη. Η ευλογηµένη γαλήνη των χαπιών είχε αρχίσει να απλώνεται µέσα µου, όταν άκουσα το όνοµα «Λόρα Μπάρον» από το µεγάφωνο, κάτι που ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συµβεί. Πίστεψα ότι είχα παρακούσει και δεν κουνή-

328

329

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

θηκα, µέχρι που ακούστηκε δεύτερη ανακοίνωση, οπότε πήγα στο εσωτερικό τηλέφωνο, κάλεσα τη ρεσεψιόν και µε πληροφόρησαν ότι κάποιος µε ζητούσε κι ότι ήταν επείγουσα ανάγκη. Πήγα ως το χώρο υποδοχής, χωρίς παπούτσια και φορώντας µόνο το µπουρνούζι, όπου είδα τον Φρέντι να µε περιµένει σε κατάσταση έντονης ταραχής. Με πήρε απ’ το χέρι και πήγαµε µαζί µέχρι µια γωνιά όπου µου ανακοίνωσε, µε νευρικότητα που δεν µπορούσε να κρύψει, ότι ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης είχαν σκοτώσει τον Μπράντον Λίµαν. «Τον γάζωσαν κανονικά, Λόρα!» «Τι είναι αυτά που λες, Φρέντι;» «Γέµισε ο κόσµος αίµατα, κοµµάτια µυαλού παντού… πρέπει να το σκάσεις, σκοπεύουν να σκοτώσουν κι εσένα!» είπε χωρίς να πάρει ανάσα. «Εµένα; Γιατί εµένα;» «Θα σου εξηγήσω µετά, τώρα πρέπει να φύγουµε τρέχοντας… γρήγορα!» Έτρεξα να ντυθώ, πήρα όσα λεφτά είχα και γύρισα στον Φρέντι, ο οποίος βάδιζε πέρα-δώθε σαν πάνθηρας κάτω απ’ τα αναστατωµένα βλέµµατα των υπαλλήλων της ρεσεψιόν. Βγήκαµε στο δρόµο κι αποµακρυνθήκαµε βιαστικά, προσπαθώντας να µην τραβήξουµε ιδιαίτερα την προσοχή. ∆υο-τρία τετράγωνα πιο κάτω σταµατήσαµε ένα ταξί. Καταλήξαµε σ’ ένα µοτέλ έξω απ’ το Λας Βέγκας, αφού αλλάξαµε ταξί τρεις φορές για να σβήσουµε τα ίχνη µας και για να αγοράσουµε βαφή µαλλιών κι ένα µπουκάλι απ’ το πιο δυνατό και φτηνό τζιν της αγοράς. Στο µοτέλ πλήρωσα για τη νύχτα και κλειστήκαµε σ’ ένα δωµάτιο.

Ενώ έβαφα τα µαλλιά µου µαύρα, ο Φρέντι µού είπε ότι ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης είχαν περάσει ολόκληρη τη µέρα µπαινοβγαίνοντας στο διαµέρισµα και µιλώντας µανιωδώς στα κινητά, χωρίς να δίνουν σηµασία στην παρουσία του. «Το πρωί ένιωθα άσχηµα, Λόρα, ξέρεις µερικές φορές πώς ξυπνάω, αλλά κατάλαβα ότι κάτι έτρεχε µ’ αυτά τα γαµηµένα κτήνη και άρχισα να στήνω αυτί, χωρίς να µετακινούµαι απ’ το µαξιλάρι. Εκείνοι µε ξέχασαν ή νόµιζαν ότι ήµουν µαστουρωµένος». Απ’ τα τηλέφωνα και τις συζητήσεις, ο Φρέντι κατάλαβε τελικά τι συνέβαινε. Οι δυο τους είχαν µάθει ότι ο Μπράντον Λίµαν είχε πληρώσει κάποιον για να τους καθαρίσει, αλλά για κάποιον περίεργο λόγο εκείνος δεν το έκανε, αντίθετα τους έσκασε το παραµύθι και τους συµβούλευσε να απαγάγουν τον Μπράντον Λίµαν και να τον υποχρεώσουν να τους αποκαλύψει πού φύλαγε τα χρήµατά του. Ο Φρέντι είχε την εντύπωση, από τον τόνο σεβασµού που είχαν πάρει ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης, ότι ο µυστηριώδης συνοµιλητής τους ήταν κάποιος που περνούσε ο λόγος του. «∆εν πρόλαβα να ειδοποιήσω τον Μπράντον. ∆εν είχα τηλέφωνο αλλά ούτε και χρόνο», κλαψούρισε το αγόρι. Ο Μπράντον Λίµαν ήταν στην ουσία η οικογένεια του Φρέντι, τον είχε µαζέψει απ’ τους δρόµους, του είχε δώσει στέγη, τροφή και προστασία χωρίς να του θέτει προϋποθέσεις, ποτέ δεν προσπάθησε να τον αλλάξει, τον δεχόταν µε τα ελαττώµατά του και τον χειροκροτούσε για τα αστεία και τις µιµήσεις της ραπ που έκανε. «Αρκετές φορές µ’ έπιασε να τον κλέβω, Λόρα, και ξέρεις τι έκανε αντί να µε τιµωρήσει; Μου έλεγε ότι δεν είχα παρά να του ζητήσω κι εκείνος θα µου έδινε».

330

331

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ο Τζο Μάρτιν στήθηκε και περίµενε τον Λίµαν στο γκαράζ του κτιρίου, όπου εκείνος θα άφηνε το αυτοκίνητο, ενώ ο Σχιστοµάτης περίµενε στο διαµέρισµα. Ο Φρέντι ήταν ξαπλωµένος στη µαξιλάρα παριστάνοντας τον κοιµισµένο κι από κει άκουσε τον Σχιστοµάτη να δέχεται στο κινητό του την ειδοποίηση ότι πλησίαζε το αφεντικό. Ο Φιλιππινέζος κατέβηκε τρέχοντας και ο Φρέντι τον ακολούθησε από κάποια απόσταση. Το Acura µπήκε στο γκαράζ, ο Λίµαν έσβησε τη µηχανή και έκανε να βγει από το όχηµα, αλλά πρόλαβε να δει απ’ τον καθρέφτη τις σκιές των δύο ανδρών που του έφραζαν την έξοδο. Αντέδρασε αστραπιαία, ξέροντας από πείρα ότι δεν µπορούσε να έχει εµπιστοσύνη ούτε στη σκιά του, και µε µια ενστικτώδη κίνηση τράβηξε το όπλο του, έπεσε στο έδαφος και πυροβόλησε χωρίς να ρωτήσει. Όµως ο Μπράντον Λίµαν, πάντα µανιακός της ασφάλειας, δεν γνώριζε το ίδιο του το περίστροφο. Ο Φρέντι ποτέ δεν τον είχε δει να το καθαρίζει ή να ρυθµίζει το στόχαστρο, όπως έκαναν ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης, οι οποίοι µπορούσαν να λύσουν τα πιστόλια τους και να τα συναρµολογήσουν µέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Πυροβολώντας στα τυφλά προς τις σκιές που είδε στο γκαράζ, ο Μπράντον Λίµαν επιτάχυνε το θάνατό του, αν και σίγουρα θα τον είχαν γαζώσει έτσι κι αλλιώς. Οι δύο δολοφόνοι άδειασαν τα όπλα τους πάνω στον αρχηγό τους, που είχε εγκλωβιστεί ανάµεσα στο αυτοκίνητο και στον τοίχο. Ο Φρέντι πρόλαβε να δει τη σφαγή και αµέσως µετά έφυγε τρέχοντας, προτού κατακαθίσει ο θόρυβος και τον ανακαλύψουν. «Γιατί πιστεύεις ότι θέλουν να µε σκοτώσουν; Εγώ δεν έχω καµία σχέση µ’ αυτά, Φρέντι», του είπα.

«Εκείνοι πίστευαν ότι θα ήσουν κι εσύ στο αυτοκίνητο µαζί µε τον Μπράντον. Ήθελαν να σας ξεπαστρέψουν και τους δύο, λένε ότι ξέρεις πιο πολλά απ’ ό,τι πρέπει. Πες µου σε τι έχεις ανακατευτεί, Λόρα!» «Σε τίποτα! ∆εν έχω ιδέα τι θέλουν αυτοί οι τύποι από µένα!» «Είναι σίγουρο ότι ο Τζο κι ο Σχιστοµάτης πήγαν να σε βρουν στο γυµναστήριο, το µοναδικό µέρος όπου θα µπορούσες να είσαι. Πρέπει να φτάσανε εκεί ελάχιστα λεπτά αφότου φύγαµε». «Και τώρα τι θα κάνω, Φρέντι;» «Μείνε εδώ µέχρι να κατεβάσουµε καµιά ιδέα». Ανοίξαµε το µπουκάλι µε το τζιν και ξαπλωµένοι δίπλα-δίπλα στο κρεβάτι ήπιαµε εναλλάξ µέχρι που βυθιστήκαµε σε µια βαριά µέθη που έµοιαζε µε θάνατο. Ξύπνησα πολλές ώρες αργότερα, σ’ ένα άγνωστο σ’ εµένα δωµάτιο, µε την αίσθηση ότι µε είχε πλακώσει κάποιος ελέφαντας κι ότι είχα βελόνες καρφωµένες στα µάτια, χωρίς να θυµάµαι τι ακριβώς είχε συµβεί. Ανασηκώθηκα µε τεράστια προσπάθεια, σωριάστηκα αµέσως στο πάτωµα και σύρθηκα ως το µπάνιο προλαβαίνοντας ίσα-ίσα να φτάσω στη λεκάνη, όπου ξεχύθηκε από µέσα µου ένας χείµαρρος βροµερού εµετού. Έµεινα ξαπλωµένη στο µουσαµά του πατώµατος, τρέµοντας, µε το στόµα κατάπικρο και τα γαµψά νύχια ενός αρπακτικού στα έντερα, ψελλίζοντας ανάµεσα σε κρίσεις αναγούλας «θέλω να πεθάνω, θέλω να πεθάνω». Πολύ αργότερα κατάφερα να ρίξω νερό στο πρόσωπό µου και να πλύνω το στόµα µου, πανικόβλητη απ’ την εικόνα των µαύρων µαλλιών και της νεκρικής χλοµά-

332

333

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

δας του προσώπου που είδα στον καθρέφτη. ∆εν πρόλαβα να φτάσω στο κρεβάτι, σωριάστηκα στο πάτωµα βογκώντας. Λίγο αργότερα ακούστηκαν τρία χτυπήµατα στην πόρτα, που αντήχησαν στ’ αυτιά µου σαν κανονιές, και µια φωνή δήλωσε µε ισπανική προφορά ότι είχε έρθει να καθαρίσει το δωµάτιο. Προχωρώντας τοίχο-τοίχο, έφτασα ως την πόρτα, την άνοιξα όσο χρειαζόταν για να στείλω την καθαρίστρια στο διάολο και να κρεµάσω το καρτελάκι που έλεγε «Μην ενοχλείτε»· µετά έπεσα στα γόνατα. Γύρισα µπουσουλώντας ως το κρεβάτι, έχοντας την προαίσθηση ενός άµεσου και θανάσιµου κινδύνου που µου ήταν αδύνατον να προσδιορίσω. ∆εν µπορούσα να θυµηθώ γιατί βρισκόµουν σ’ αυτό το δωµάτιο, αλλά διαισθανόµουν ότι δεν ήταν ούτε παραίσθηση ούτε εφιάλτης, αλλά κάτι πραγµατικό και τροµακτικό, κάτι που είχε να κάνει µε τον Φρέντι. Μια ατσάλινη µέγκενη µου έσφιγγε τα µηνίγγια, όσο περνούσε η ώρα όλο και πιο πολύ, ενώ εγώ φώναζα τον Φρέντι µε φωνή που µόλις ακουγόταν. Τελικά κουράστηκα να τον φωνάζω και απελπισµένη άρχισα να τον ψάχνω κάτω απ’ το κρεβάτι, µέσα στο ντουλάπι, στο µπάνιο, µήπως και αποφάσισε να αστειευτεί µαζί µου. ∆εν τον βρήκα πουθενά, αλλά ανακάλυψα ότι µου είχε αφήσει ένα σακουλάκι µε κρακ, µια πίπα και έναν αναπτήρα. Τι απλά και ωραία που ήταν όλα! Το κρακ ήταν ο παράδεισος και η καταδίκη του Φρέντι, τον είχα δει να το χρησιµοποιεί κάθε µέρα, αλλά δεν το είχα δοκιµάσει ποτέ, γιατί το απαγόρευε το αφεντικό. Υπάκουη γκόµενα. Γαµώ το κέρατό µου, γαµώ. Τα χέρια µου σχεδόν δεν µε υπάκουαν και ένιωθα τυφλή από τον πόνο του κεφαλιού, αλλά κατάφερα, παρά τις δυσκολίες, να βά-

λω τους κρυστάλλους στη γυάλινη πίπα και να ανάψω τον αναπτήρα, έργο που µου φάνηκε τιτάνιο. Απελπισµένη, ξετρελαµένη, περίµενα άπειρα δευτερόλεπτα µέχρι να ανάψουν οι κρύσταλλοι και να πάρουν το απαλό χρώµα του κεριού, ενώ ο σωλήνας µού έκαιγε τα δάχτυλα και τα χείλη, και επιτέλους οι κύβοι άρχισαν να σκάνε και εισέπνευσα βαθιά µέσα µου το σωτήριο νέφος, το γλυκερό άρωµα της βενζίνης ανακατεµένης µε µέντα, οπότε αµέσως εξαφανίστηκαν όλες οι ενοχλήσεις και τα κακά προαισθήµατα και µε σήκωσε αµέσως στα φτερά της η αισιοδοξία, ανάλαφρη, γεµάτη χάρη, σαν πουλί στον άνεµο. Για λίγη ώρα ένιωσα ευφορία, πίστευα ότι ήµουν ανίκητη, αλλά πολύ σύντοµα προσγειώθηκα ανώµαλα στο µισοσκόταδο αυτού του δωµατίου. Άλλη µία ρουφηξιά απ’ το γυάλινο σωλήνα και µετά ακόµα µία. Πού ήταν ο Φρέντι; Γιατί µε είχε εγκαταλείψει χωρίς να µε αποχαιρετήσει, χωρίς να µου δώσει εξηγήσεις; Μου είχαν µείνει κάποια χρήµατα, οπότε βγήκα µε τρεµάµενο βήµα να αγοράσω άλλο ένα µπουκάλι και µετά γύρισα και κλείστηκα στην κρυψώνα µου. Ανάµεσα στο αλκοόλ και το κρακ έπλεα ακυβέρνητη για δυο µέρες χωρίς να κοιµηθώ, χωρίς να φάω και χωρίς να πλυθώ, βουτηγµένη στον εµετό, αφού δεν ήµουν σε θέση να φτάσω ούτε ως το µπάνιο. Όταν τελείωσαν το αλκοόλ και το ναρκωτικό, άδειασα το περιεχόµενο της τσάντας µου και βρήκα ένα χαρτάκι µε κοκαΐνη, την οποία σνίφαρα αµέσως, και ένα µπουκαλάκι µε τρία υπνωτικά, τα οποία σκέφτηκα να τα πάρω ξεχωριστά για να κρατήσουν περισσότερο. Πήρα δύο και, όταν είδα ότι δεν µου έκαναν τίποτε, πήρα και το τρίτο. ∆εν ήξερα αν είχα κοιµηθεί ή αν είχα πέσει αναίσθητη, οι δείκτες του ρολογιού

334

335

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

έδειχναν νούµερα που δεν σήµαιναν απολύτως τίποτα. Τι µέρα ήταν; Πού βρισκόµουν; ∆εν είχα ιδέα. Άνοιγα τα µάτια µου, ένιωθα να πνίγοµαι, η καρδιά µου ήταν µια ωρολογιακή βόµβα, τικ-τακ τικ-τακ, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, ένιωθα ένα ρεύµα να µε παρασέρνει, τραντάγµατα, ο ρόγχος του θανάτου και µετά το κενό.

νία µου και το φόβο. ∆εν είχα πού να πάω ούτε από ποιον να ζητήσω βοήθεια. Θυµήθηκα ότι είχα υποσχεθεί να τηλεφωνήσω στον αδελφό του Μπράντον Λίµαν, αλλά αυτό µπορούσε να περιµένει, θυµήθηκα και τους θησαυρούς που υπήρχαν στο κτίριο όπου είχα µείνει αυτούς τους µήνες, βουνά ολόκληρα από υπέροχες σκόνες, πολύτιµους κρυστάλλους, τροµερά και φοβερά χάπια, που εγώ τα ξεχώριζα µεταξύ τους, τα ζύγιζα, τα µετρούσα και τα έκλεινα προσεκτικά σε πλαστικά σακουλάκια· εκεί ακόµα κι ο πιο άθλιος άνθρωπος µπορούσε να βρει ένα κοµµάτι ουρανού, όσο µικρό κι αν ήταν αυτό. Όλο και κάτι θα ’βρισκα στα τσιµεντένια σπήλαια των γκαράζ, στα νεκροταφεία του πρώτου και του δεύτερου ορόφου, όλο και κάποιος θα µου έδινε κάτι, για τ’ όνοµα του Θεού· όµως, µε την ελάχιστη διαύγεια που µου είχε µείνει θυµήθηκα ότι το να πλησιάσω σ’ εκείνη τη γειτονιά ισοδυναµούσε µε αυτοκτονία. «Σκέψου, Μάγια, σκέψου», επαναλάµβανα φωναχτά, όπως έκανα κάθε τρεις και λίγο τους τελευταίους µήνες. «Υπάρχουν ναρκωτικά παντού σ’ αυτή τη γαµηµένη πόλη, το µόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να τα αναζητήσεις», κλαψούριζα πηγαίνοντας πάνω-κάτω µπροστά απ’ το µοτέλ σαν πεινασµένο κογιότ, µέχρι που η ανάγκη µού καθάρισε το µυαλό και κατάφερα να σκεφτώ.

Με ξύπνησαν καινούργια χτυπήµατα στην πόρτα και επιτακτικές φωνές, αυτή τη φορά του υπεύθυνου του ξενοδοχείου. Έχωσα το κεφάλι µου κάτω απ’ τα µαξιλάρια, αναζητώντας κάποια ανακούφιση, ίσως άλλη µια µικρή ρουφηξιά απ’ τον ευλογηµένο καπνό, άλλη µια σταγόνα από οτιδήποτε. ∆ύο άντρες άνοιξαν µε τη βία την πόρτα και µπήκαν στο δωµάτιο βρίζοντας και απειλώντας. Έµειναν κόκαλο µπροστά στο θέαµα µιας πανικόβλητης τρελής που µουρµούριζε ακατάληπτες ασυναρτησίες σ’ ένα δωµάτιο που είχε µετατραπεί σε βροµερό στάβλο, αλλά είχαν δει πολλά τα µάτια τους σ’ αυτό το περιθωριακό µοτέλ και µάντεψαν ποιο ακριβώς ήταν το πρόβληµα. Με υποχρέωσαν να ντυθώ, µε σήκωσαν απ’ τα µπράτσα, µε κατέβασαν από τη σκάλα και µε έβγαλαν µε µια σπρωξιά στο δρόµο. Κράτησαν για τον εαυτό τους τα µοναδικά υπάρχοντά µου που είχαν αξία, την πανάκριβη τσάντα και τα γυαλιά ηλίου, αλλά ήταν αρκετά ευγενικοί να µου αφήσουν την άδεια οδήγησης και το πορτοφόλι µου µε τα δύο δολάρια και τα σαράντα σεντς που µου είχαν µείνει. Έξω η ατµόσφαιρα ήταν αποπνικτική και η άσφαλτος, σχεδόν µισολιωµένη, µου ξάναβε τα πόδια µέσα απ’ τα παπούτσια, αλλά δεν µε ενδιέφερε τίποτε. Μοναδική µου επιδίωξη ήταν να βρω κάτι που να κατασιγάσει την αγω-

Έχοντας χάσει το καταφύγιο του ξενοδοχείου, όπου µε είχε αφήσει ο Φρέντι, περπάτησα µέχρι ένα βενζινάδικο, ζήτησα το κλειδί της τουαλέτας και πλύθηκα λίγο. Μετά έκανα οτοστόπ σ’ έναν οδηγό, ο οποίος µε άφησε λίγα τετράγωνα απ’ το γυµναστήριο.

336

337

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Είχα τα κλειδιά των αποδυτηρίων στην τσέπη του παντελονιού µου. Στάθηκα δίπλα στην πόρτα περιµένοντας την ευκαιρία να µπω χωρίς να τραβήξω την προσοχή και, όταν είδα να πλησιάζουν τρία άτοµα συζητώντας, έκανα πως ήµουν στην παρέα τους για κάλυψη. ∆ιέσχισα το χώρο υποδοχής κι έφτασα στη σκάλα, όπου βρέθηκα πρόσωπο µε πρόσωπο µ’ έναν απ’ τους υπαλλήλους, ο οποίος δίστασε προτού µε χαιρετήσει, παραξενεµένος απ’ το χρώµα των µαλλιών µου. Εγώ δεν µιλούσα µε κανέναν στο γυµναστήριο, υποθέτω ότι είχα τη φήµη της καβαληµένης ή της χαζής, αλλά κάποιοι µε γνώριζαν οπτικά και αρκετοί υπάλληλοι γνώριζαν και τ’ όνοµά µου. Ανέβηκα του σκοτωµού ως τα αποδυτήρια και άδειασα το ντουλαπάκι µου στο πάτωµα µε τέτοια µανία, ώστε µια γυναίκα µε ρώτησε αν είχα χάσει κάτι· απ’ το στόµα µου βγήκαν µερικές απανωτές βλαστήµιες, γιατί δεν βρήκα τίποτε για να µε φτιάξει, ενώ εκείνη µε παρακολουθούσε ξεδιάντροπα απ’ τον καθρέφτη. «Τι κοιτάς, κυρά µου;» της φώναξα και την ίδια στιγµή είδα τον εαυτό µου στον καθρέφτη όπως ακριβώς µε έβλεπε εκείνη και µου ήταν αδύνατον να αναγνωρίσω αυτή την τρελή µε τα κατακόκκινα µάτια, µε τους λεκέδες στο δέρµα κι ένα µαύρο ζώο στο κεφάλι. Τα έβαλα όλα όπως-όπως στο ντουλαπάκι, πέταξα στα σκουπίδια τα βρόµικα ρούχα και το κινητό που µου είχε δώσει ο Μπράντον Λίµαν και που το νούµερό του γνώριζαν οι δολοφόνοι, έκανα ένα ντους βιαστικά. Μου κατέβηκε η ιδέα ότι, αν µπορούσα να πουλήσω τη δεύτερη πανάκριβη τσάντα, την οποία είχα ακόµα στη διάθεσή µου, τα λεφτά θα µου έφταναν για να φτιαχτώ για κάµποσες µέρες. Φόρεσα το µαύρο µου φόρεµα, έβαλα µια αλλαξιά σε µια πλαστική σακούλα και δεν έκανα καµία προσπά-

θεια να µακιγιαριστώ, αφού έτρεµα ολόκληρη απ’ την κορφή ως τα νύχια και τα χέρια µου δεν µε υπάκουαν. Η γυναίκα εξακολουθούσε να είναι εκεί, τυλιγµένη σε µια πετσέτα, µε το σεσουάρ στο χέρι, αν και το µαλλί της ήταν ήδη στεγνό, παρακολουθώντας µε, ενώ προφανώς σκεφτόταν αν έπρεπε να καλέσει τους σεκιουριτάδες. Έβαλα το καλό µου χαµόγελο και τη ρώτησα αν ήθελε ν’ αγοράσει την τσάντα µου, της είπα ότι ήταν γνήσια Louis Vuitton και σχεδόν καινούργια, µου είχαν κλέψει το πορτοφόλι και χρειαζόµουν χρήµατα για να επιστρέψω στην Καλιφόρνια. Έκανε ένα µορφασµό περιφρόνησης, αλλά πλησίασε για να εξετάσει την τσάντα, νικηµένη απ’ την απληστία, και µου πρόσφερε εκατό δολάρια. Της έκανα µια προσβλητική χειρονοµία µε το δάχτυλο και έφυγα βιαστική. ∆εν πήγα πολύ µακριά. Απ’ τη σκάλα είχα πανοραµική θέα της ρεσεψιόν και µέσα απ’ τη γυάλινη πόρτα διέκρινα το αυτοκίνητο του Τζο Μάρτιν και του Σχιστοµάτη. Είναι πιθανό να περίµεναν εκεί πολλές ώρες κάθε µέρα, ξέροντας ότι αργά ή γρήγορα θα πήγαινα στο κλαµπ, ή µπορεί κάποιο καρφί να τους είχε ειδοποιήσει ότι είχα έρθει, πράγµα που σήµαινε ότι ένας απ’ τους δύο έπρεπε την ίδια ώρα να µε ψάχνει µέσα στο κτίριο. Κατάφερα να νικήσω τον πανικό µου, ο οποίος µε πάγωσε για µια στιγµή, και οπισθοχώρησα προς το σπα, το οποίο καταλάµβανε µια πτέρυγα του κτιρίου, µε τον Βούδα του, τα αναθήµατα των λουλουδιών, τη µουσική των πουλιών, το άρωµα της βανίλιας και κανάτες νερό µε φετούλες αγγουριού. Οι µασέρ και των δύο φύλων διέφεραν απ’ τους υπoλοίπους γιατί φορούσαν µπουρνούζια τιρκουάζ, ενώ το υπόλοιπο προσωπικό αποτελούσαν κοπέλες σχε-

338

339

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

δόν οµοιόµορφες, µε µπουρνούζια ροζ. Καθώς γνώριζα τις συνήθειες του σπα, γιατί ήταν µία από τις πολυτέλειες που µου επέτρεπε ο Μπράντον Λίµαν, κατάφερα να γλιστρήσω απ’ το διάδροµο χωρίς να µε δουν και να µπω σε ένα απ’ τα δωµατιάκια. Έκλεισα την πόρτα και άναψα το φως. Αυτό σήµαινε ότι ήταν κατειληµµένο. Κανείς δεν έµπαινε όταν το κόκκινο φως ήταν αναµµένο. Επάνω σ’ ένα τραπέζι υπήρχε ένας θερµαντήρας νερού µε φύλλα ευκαλύπτου, επίπεδες πέτρες για το µασάζ και διάφορα φιαλίδια µε καλλυντικά. Άφησα κατά µέρος τις κρέµες και ήπια µε τρεις γουλιές ένα µπουκάλι λοσιόν, αλλά, αν περιείχε αλκοόλ, ήταν ελάχιστο και δεν µε βοήθησε σε τίποτα.

µια πόρτα πιο φαρδιά, την έσπρωξα και βρέθηκα στη σκάλα υπηρεσίας. Το περιβάλλον εκεί ήταν πολύ διαφορετικό από το ευχάριστο σύµπαν του σπα, πλακόστρωτο πάτωµα, τοίχοι από άβαφο τσιµέντο, φως σκληρό, χαρακτηριστική µυρωδιά τσιγάρου και γυναικείες φωνές στο κεφαλόσκαλο του κάτω ορόφου. Περίµενα µια αιωνιότητα κολληµένη στον τοίχο, χωρίς να µπορώ να προχωρήσω ούτε να επιστρέψω στο σπα, και στο τέλος οι γυναίκες τέλειωσαν το τσιγάρο τους και έφυγαν. Σκούπισα την κρέµα από το πρόσωπό µου, άφησα την πετσέτα και το µπουρνούζι σε µια γωνιά και κατέβηκα στα έγκατα του κτιρίου, τα οποία εµείς, τα µέλη του κλαµπ, ποτέ δεν βλέπαµε. Άνοιξα τυχαία µια πόρτα και βρέθηκα σε µια µεγάλη σάλα, µε διάφορες σωληνώσεις νερού και αέρα, όπου ακουγόταν ο βόµβος από πλυντήρια και στεγνωτήρια. Η έξοδος δεν έβγαζε στο δρόµο, όπως ήλπιζα, αλλά στην πισίνα. Γύρισα πίσω και κουλουριάστηκα σε µια γωνιά, πίσω από ένα βουνό χρησιµοποιηµένες πετσέτες, µέσα στον ανυπόφορο θόρυβο και στη ζέστη του πλυντηρίου· δεν µπορούσα να µετακινηθώ από εκεί, προτού ο Τζο Μάρτιν παραδεχτεί την ήττα του και σηκωθεί να φύγει. Περνούσαν τα λεπτά σ’ αυτό το εκκωφαντικό υποβρύχιο και ο βασικός φόβος µην πέσω στα χέρια του Τζο Μάρτιν αντικαταστάθηκε από την αγωνία να βρω κάτι να µε φτιάξει. Είχα να φάω αρκετές µέρες, είχα αφυδατωθεί, µες στο κεφάλι µου είχα έναν ανεµοστρόβιλο και στο στοµάχι κράµπες. Έχασα την αίσθηση των χεριών και των ποδιών µου, έβλεπα µπροστά στα µάτια µου περιστρεφόµενα σπιράλ από χρωµατιστά σηµαδάκια, σαν να είχα παραισθήσεις LSD. Έχασα την αίσθηση του χρόνου, µπορεί να είχε περάσει µία ώρα ή και πολλές, δεν ξέρω αν κοιµήθηκα ή αν

Μέσα στο δωµατιάκι ήµουν ασφαλής, τουλάχιστον για µια ώρα, που ήταν η συνηθισµένη διάρκεια του ραντεβού, αλλά πολύ σύντοµα άρχισα να αγωνιώ µέσα σ’ αυτόν τον κλειστό χώρο, χωρίς παράθυρο, µε µία µόνο έξοδο κι αυτή τη διαπεραστική µυρωδιά οδοντιατρείου που µου γύριζε τα άντερα. ∆εν µπορούσα να µείνω εδώ. Έβαλα πάνω απ’ τα ρούχα µου το µπουρνούζι που ήταν απλωµένο στο κρεβάτι του µασάζ και µια πετσέτα σαν τουρµπάνι στο κεφάλι, πασάλειψα το πρόσωπό µου µ’ ένα παχύ στρώµα λευκής κρέµας και βγήκα στο διάδροµο. Παραλίγο να πάθω συγκοπή: ο Τζο Μάρτιν κουβέντιαζε µε µία απ’ τις υπαλλήλους µε τα ροζ µπουρνούζια. Η παρόρµηση να το βάλω στα πόδια ήταν ακατανίκητη, αλλά συγκρατήθηκα και αποµακρύνθηκα απ’ το διάδροµο όσο πιο ήρεµα µπορούσα, ψάχνοντας την έξοδο του προσωπικού, που δεν πρέπει να ήταν µακριά. Πέρασα µπροστά από διάφορα κλειστά δωµατιάκια, ώσπου βρήκα

340

341

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κάθε τόσο λιποθυµούσα. Υποθέτω ότι µπαινόβγαιναν οι υπάλληλοι για να πλύνουν ρούχα, αλλά δεν µε ανακάλυψαν. Τελικά βγήκα έρποντας από την κρυψώνα µου και µε τεράστια προσπάθεια σηκώθηκα όρθια και άρχισα να περπατάω µε µολυβένια πόδια, ακουµπώντας συνεχώς στον τοίχο και νιώθοντας το κεφάλι µου να γυρίζει. Έξω ήταν ακόµη µέρα, πρέπει να ήταν έξι ή εφτά το βράδυ και η πισίνα ήταν γεµάτη κόσµο. Ήταν η πιο δηµοφιλής ώρα του κλαµπ, τότε που έφταναν µαζικά οι υπάλληλοι γραφείων. Ήταν επίσης η ώρα που ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης έπρεπε να ετοιµαστούν για τις νυχτερινές εξόδους τους, άρα ήταν πολύ πιθανό να έχουν ξεκουµπιστεί. Ξάπλωσα σε µια απ’ τις σεζλόνγκ, µε τη µυρωδιά του χλωρίου στα ρουθούνια, χωρίς να αποτολµήσω να µπω στην πισίνα, γιατί έπρεπε να είµαι έτοιµη να το βάλω στα πόδια σε περίπτωση ανάγκης. Ζήτησα ένα χυµό φρούτων από ένα σερβιτόρο, βλαστηµώντας µέσα µου γιατί σέρβιραν µόνο υγιεινά ποτά χωρίς αλκοόλ, και το χρέωσα στο λογαριασµό µου. Ήπια δυο γουλιές απ’ το πηχτό αυτό υγρό, αλλά µου φάνηκε απαίσιο και το παράτησα. Ήταν ανώφελο να συνεχίσω να χάνω το χρόνο µου εδώ και αποφάσισα να ρισκάρω να περάσω µπροστά από τη ρεσεψιόν, µε την ελπίδα ότι το καρφί που ειδοποίησε τα καθάρµατα δεν είχε την ώρα αυτή βάρδια. Ήµουν τυχερή και βγήκα χωρίς απρόοπτα. Για να φτάσω στο δρόµο έπρεπε να διασχίσω το πάρκινγκ, που εκείνη την ώρα ήταν γεµάτο αυτοκίνητα. Είδα από µακριά ένα µέλος του κλαµπ, έναν καλοφτιαγµένο σαραντάρη, να βάζει την τσάντα του στο πορτµπαγκάζ και πλησίασα κατακόκκινη από ντροπή για να τον ρωτήσω αν είχε χρόνο να µε κεράσει ένα ποτό. ∆εν ξέρω από

πού άντλησα αυτό το θράσος. Έκπληκτος µ’ αυτή τη µετωπική επίθεση, ο άνθρωπος δίστασε για µια στιγµή προσπαθώντας να µε ταξινοµήσει· εάν µε είχε ξαναδεί, σίγουρα δεν µε αναγνώρισε και η εµφάνισή µου δεν ταίριαζε µε την ιδέα που είχε για τις πόρνες. Με εξέτασε από πάνω ως κάτω, ανασήκωσε τους ώµους, µπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε. Είχα κάνει πολλές απερισκεψίες στη σύντοµη ύπαρξή µου, αλλά µέχρι τότε δεν είχα ποτέ ξεφτιλιστεί µ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτό που είχε συµβεί µε τον Φέτζγουικ ήταν απαγωγή και βιασµός. Θα µπορούσε να µε πει κανείς απρόσεκτη, αλλά όχι ξεδιάντροπη. Το τωρινό ήταν διαφορετικό και είχε ένα όνοµα που δεν ήθελα να το οµολογήσω στον εαυτό µου. Αµέσως παρατήρησα έναν άλλον άνδρα, γύρω στα πενήντα ή εξήντα, µε κοιλίτσα, βερµούδα, λευκά πόδια µε γαλάζιες φλέβες, που πήγαινε προς ένα αυτοκίνητο, και τον ακολούθησα. Αυτή τη φορά ήµουν πιο τυχερή… ή µπορεί και λιγότερο τυχερή, δεν ξέρω. Αν µε είχε απορρίψει κι αυτός, µπορεί η ζωή µου να µην είχε στραβώσει τόσο πολύ. Όταν σκέφτοµαι το Λας Βέγκας, µε πιάνει αναγούλα. Ο Μανουέλ µού θυµίζει ότι όλα αυτά συνέβησαν πριν από ελάχιστους µήνες και είναι ακόµα φρέσκα στη µνήµη µου. Με διαβεβαιώνει ότι ο χρόνος βοηθάει στη θεραπεία και κάποια µέρα θα µιλάω γι’ αυτό το επεισόδιο της ζωής µου µε το σαρκασµό που του αξίζει. Έτσι λέει, αλλά δεν ισχύει το ίδιο γι’ αυτόν, αφού ποτέ δεν µιλάει για το παρελθόν του. Εγώ πίστευα ότι είχα συµβιβαστεί µε τα σφάλµατά µου, για να µην πω ότι ήµουν και λίγο περήφανη γι’ αυτά,

342

343

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αφού µ’ έκαναν και πιο δυνατή. Τώρα όµως που γνωρίζω τον Ντάνιελ, πολύ θα ήθελα να έχω ένα παρελθόν λιγότερο ταραγµένο, για να µπορώ να τον αντιµετωπίζω µε αξιοπρέπεια. Εκείνο το κορίτσι που τα έριξε σε έναν κοιλαρά µε φλεβίτιδα στα πόδια στο πάρκινγκ του κλαµπ ήµουν εγώ· εκείνο το κορίτσι που ήταν διατεθειµένο να παραδώσει τον εαυτό του για µια σταγόνα αλκοόλ ήµουν εγώ, τώρα όµως είµαι άλλη. Εδώ, στο Τσιλοέ, µου δίνεται µια δεύτερη ευκαιρία, έχω χίλιες ευκαιρίες παραπάνω, αλλά µερικές φορές µού είναι αδύνατον να φιµώσω τη φωνή της συνείδησής µου που µε κατηγορεί. Εκείνος ο γέρος µε τη βερµούδα ήταν ο πρώτος από κάµποσους άντρες που µε κράτησαν στην επιφάνεια για καµιά δυο βδοµάδες, µέχρι που µου ήταν αδύνατον να συνεχίσω αυτή τη ζωή. Το να πουλάω τον εαυτό µου µ’ αυτόν τον τρόπο ήταν πιο ανυπόφορο από την πείνα και χειρότερο απ’ το µαρτύριο της στέρησης. Ποτέ, ούτε µεθυσµένη ούτε µαστουρωµένη, δεν µπόρεσα να ξεφύγω από το συναίσθηµα του έσχατου ξεπεσµού, πάντα ένιωθα το βλέµµα του παππού µου να µε κοιτάζει, να υποφέρει για µένα. Οι άντρες εκµεταλλεύονταν την ατολµία µου και την έλλειψη πείρας. Σε σύγκριση µε άλλες γυναίκες που έκαναν το ίδιο, ήµουν νέα κι όµορφη, θα µπορούσα να διαχειρίζοµαι τον εαυτό µου καλύτερα, αλλά εγώ παραδινόµουν για µερικές σταγόνες αλκοόλ, µια πρέζα λευκής σκόνης, µια χούφτα κίτρινων κρυστάλλων. Οι πιο αξιοπρεπείς µού επέτρεπαν να πίνω κάτι βιαστικά σ’ ένα µπαρ ή µου πρόσφεραν κοκαΐνη προτού µε ανεβάσουν στο δωµάτιό τους· άλλοι προτιµούσαν να αγοράσουν ένα µπουκάλι και να το κάνουν µαζί µου στο αυτοκίνητο. Κάποιοι άλλοι µου έδιναν δέκα ή είκοσι δολάρια, άλλοι µε πετούσαν στο δρόµο χω-

ρίς να µου δώσουν τίποτε, αφού αγνοούσα ότι έπρεπε πρώτα να εισπράττω, και όταν τελικά το έµαθα, δεν ήµουν πια διατεθειµένη να συνεχίσω σ’ αυτό το δρόµο. Με έναν πελάτη δοκίµασα τελικά την ηρωίνη, κατευθείαν στη φλέβα, και βλαστήµησα τον Μπράντον Λίµαν γιατί µε είχε εµποδίσει να του κάνω παρέα στον παράδεισό του. Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς τη στιγµή που το θεϊκό αυτό υγρό µπαίνει στο αίµα του. Προσπάθησα να πουλήσω τα λίγα που είχα στην κατοχή µου, αλλά δεν υπήρχαν ενδιαφερόµενοι, κατάφερα µόνο να πάρω εξήντα δολάρια για την περίφηµη τσάντα, κι αυτό αφού πρώτα παρακάλεσα σχεδόν γονατιστή µια Βιετναµέζα στην πόρτα ενός κοµµωτηρίου. Άξιζε είκοσι φορές παραπάνω, αλλά θα την είχα δώσει και για τα µισά, τόσο µεγάλη ήταν η ανάγκη µου. ∆εν είχα ξεχάσει το νούµερο τηλεφώνου του Άνταµ Λίµαν ούτε την υπόσχεση που είχα δώσει στον Μπράντον να τον πάρω τηλέφωνο αν κάτι του συνέβαινε, αλλά δεν το έκανα, γιατί σκεφτόµουν να πάω ως το Μπίτι και να κρατήσω για τον εαυτό µου την περιουσία µέσα σ’ εκείνες τις τσάντες. Όµως αυτό το σχέδιο απαιτούσε στρατηγική και καθαρό µυαλό, δύο πράγµατα που µου έλειπαν εντελώς. Λένε ότι έπειτα από µερικούς µήνες ζωής στο δρόµο ο άνθρωπος περιθωριοποιείται οριστικά, γιατί αποκτά τα χαρακτηριστικά του ανέστιου, χάνει την ταυτότητά του και το κοινωνικό του δίκτυο. Στη δική µου περίπτωση αυτό συνέβη πολύ πιο γρήγορα, τρεις εβδοµάδες ήταν αρκετές για να φτάσω στον πάτο. Βυθίστηκα µε τροµακτική ταχύτητα σ’ αυτή την άθλια, βίαιη και µιαρή διάσταση, που υπάρχει παράλληλα µε την κανονική ζωή µιας πόλης, σε έναν κόσµο που τον αποτελούν θύτες και θύµατα, τρε-

344

345

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λοί και πρεζόνια, σε έναν κόσµο χωρίς αλληλεγγύη και συµπόνια, όπου επιβιώνεις τσαλαπατώντας τους άλλους. Ήµουν συνεχώς µαστουρωµένη ή προσπαθούσα να αποκτήσω τα απαραίτητα για να µαστουρωθώ, βροµερή, δύσοσµη και ξεµαλλιασµένη, βυθισµένη όλο και περισσότερο στην τρέλα και την αρρώστια. ∆εν µπορούσα να αντέξω παραπάνω από δύο µπουκιές φαγητό στο στοµάχι µου, έβηχα και ήµουν συνεχώς συναχωµένη, µου ήταν σχεδόν αδύνατο ν’ ανοίξω τα βλέφαρά µου, που ήταν κολληµένα απ’ το πύον, και συχνά-πυκνά λιποθυµούσα. Αρκετά απ’ τα τρυπήµατά µου µολύνθηκαν, τα µπράτσα µου ήταν γεµάτα πληγές και µώλωπες. Περνούσα τις νύχτες περπατώντας απ’ το ένα µέρος στο άλλο, γιατί ήταν πιο σίγουρο απ’ τον ύπνο, και την ηµέρα έψαχνα να βρω κάποιο αχούρι για να κρυφτώ και να ξεκουραστώ.

Ασιατών µε τους Ασιάτες, των λευκών µε τους λευκούς. Ποτέ δεν έµενα πάνω από µερικές ώρες στο ίδιο πόστο. Ήµουν ανίκανη να εκτελέσω ακόµα και τα πιο απλά καθήκοντά µου, όπως να τρέφοµαι ή να πλένοµαι, είχα γίνει όµως εξπέρ στο να βρίσκω αλκοόλ και ναρκωτικά. Είχα πάντοτε τα µάτια µου δεκατέσσερα, ήµουν ένα κυνηγηµένο τσακάλι, οι µετακινήσεις µου ήταν ταχύτατες, δεν µιλούσα µε κανέναν, έβλεπα εχθρούς σε κάθε γωνία. Άρχισα να ακούω φωνές και µερικές φορές έπιανα τον εαυτό µου να απαντάει, αν και ήξερα ότι δεν ήταν πραγµατικές, γιατί είχα δει τα ίδια συµπτώµατα σε αρκετούς από τους θαµώνες του κτιρίου του Μπράντον Λίµαν. Ο Φρέντι τούς αποκαλούσε «αόρατα όντα» και τους έκανε πλάκα, αλλά, όταν αισθανόταν άσχηµα, εκείνα τα όντα αποκτούσαν υλική υπόσταση σαν τα έντοµα, επίσης αόρατα, που συνεχώς τον βασάνιζαν. Όταν έβλεπα κάποιο µαύρο όχηµα σαν εκείνο των διωκτών µου ή κάποιον γνωστό, το έσκαγα προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά δεν έχανα την ελπίδα µου να ξαναδώ τον Φρέντι. Τον σκεφτόµουν µ’ ένα µείγµα ευγνωµοσύνης και πίκρας, αφού δεν καταλάβαινα γιατί είχε εξαφανιστεί, γιατί δεν προσπαθούσε να µε βρει, αφού γνώριζε κάθε γωνιά της πόλης. Τα ναρκωτικά αποκοίµιζαν την πείνα και τα πολλαπλά άλγη του κορµιού, αλλά δεν µπορούσαν να σβήσουν τις κράµπες. Ένιωθα βαριά τα κόκαλά µου και το δέρµα µου µε έτρωγε συνεχώς από τη βρόµα, ενώ εµφανίστηκε ένα περίεργο εξάνθηµα στα πόδια και στην πλάτη µου, το οποίο µάτωνε απ’ το πολύ ξύσιµο. Ξαφνικά θυµόµουν ότι είχα να φάω δυο-τρεις µέρες, οπότε έσερνα τα πόδια µου µέχρι κάποιο καταφύγιο για γυναίκες ή έµπαινα στην ουρά των φτωχών στο Σαν Βισέντε ντε Πολ, όπου πάντα

Έµαθα ότι τα πιο σίγουρα µέρη ήταν τα πιο εµφανή: όταν ζητιανεύεις µ’ ένα πλαστικό ποτήρι στο δρόµο στην είσοδο ενός πολυκαταστήµατος ή µιας εκκλησίας, ξυπνάς τις ενοχές των περαστικών. Κάποιοι µου άφηναν νοµίσµατα, αλλά κανείς δεν µου µιλούσε· η φτώχεια σήµερα είναι όπως η λέπρα παλιά: απωθεί και τροµάζει. Απέφευγα να κυκλοφορώ στους χώρους όπου πήγαινα παλιά, όπως παραδείγµατος χάριν στην κεντρική λεωφόρο, γιατί εκεί σύχναζαν ο Τζο Μάρτιν κι ο Σχιστοµάτης. Οι ζητιάνοι και τα πρεζόνια µαρκάρουν την περιοχή τους όπως τα ζώα και περιορίζονται σε µια ακτίνα µερικών τετραγώνων, αλλά η απόγνωση µε έκανε να εξερευνήσω διάφορες γειτονιές, χωρίς να νοιάζοµαι για τα φυλετικά όρια των µαύρων µε τους µαύρους, των Λατίνων µε τους Λατίνους, των

346

347

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

υπήρχε ένα ζεστό πιάτο φαΐ. Πολύ πιο δύσκολο ήταν να βρω κάπου να κοιµηθώ. Τα βράδια η θερµοκρασία παρέµενε στους είκοσι βαθµούς, αλλά επειδή ήµουν αδυνατισµένη, πέρασα πολλές νύχτες τρέµοντας απ’ το κρύο, µέχρι που µου έδωσαν µια ζακέτα οι άνθρωποι του Στρατού της Σωτηρίας. Αυτή η γενναιόδωρη οργάνωση µε βοήθησε σηµαντικά, καθώς δεν ήταν απαραίτητο να κυκλοφορώ µ’ ένα καροτσάκι του σούπερ µάρκετ γεµάτο σακούλες και καλάθια, όπως άλλοι άστεγοι, γιατί, όταν τα ρούχα µου βροµούσαν υπερβολικά ή άρχιζαν να πλέουν πάνω µου, τα άλλαζα στο Στρατό της Σωτηρίας. Είχα αδυνατίσει αρκετά νούµερα, προεξείχαν τα κόκαλά µου στις κλειδώσεις και στους γοφούς, ενώ τα πόδια µου, που κάποτε ήταν πολύ δυνατά, τώρα τα έβλεπα και λυπόµουν τον εαυτό µου. Για πρώτη φορά µού δόθηκε η ευκαιρία να ζυγιστώ τον ∆εκέµβριο, οπότε ανακάλυψα ότι είχα χάσει δεκατρία κιλά µέσα σε δύο µήνες. Τα δηµόσια λουτρά ήταν άντρα παρανόµων και διεστραµµένων, αλλά δεν υπήρχε άλλη λύση από το να κλείσω τη µύτη µου και να τα χρησιµοποιήσω, αφού δεν είχα πρόσβαση ούτε σε κάποιο µαγαζί ούτε σε κάποιο ξενοδοχείο: αν το δοκίµαζα, θα µε πετούσαν έξω µε τις κλοτσιές. Ούτε είχα πρόσβαση στις τουαλέτες των βενζινάδικων, γιατί οι υπάλληλοι αρνούνταν να µου δώσουν το κλειδί. Έτσι κατέβαινα όλο και πιο γρήγορα τα σκαλιά προς την κόλαση, όπως και τόσα άλλα αποβράσµατα που επιβίωναν στο δρόµο ζητιανεύοντας και ληστεύοντας για µια χούφτα κρακ, λίγη µεθαδόνη ή acid, µια γουλιά από κάτι δυνατό, βαρύ, άγριο. Όσο πιο φτηνό το αλκοόλ τόσο πιο αποτελεσµατικό – ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόµουν. Πέρασα Οκτώβρη και Νοέµβρη στην ίδια κατάσταση· δεν

µπορώ να θυµηθώ καθαρά πώς κατάφερα να επιβιώσω, θυµάµαι όµως πολύ καλά τα σύντοµα διαστήµατα ευφορίας και µετά το αναξιοπρεπές κυνήγι για την επόµενη δόση. Ποτέ δεν κάθισα να φάω σαν άνθρωπος σε τραπέζι. Αν είχα χρήµατα, αγόραζα τάκος, µπουρίτος ή χάµπουργκερ, τα οποία καταβρόχθιζα και αργότερα τα µετέτρεπα σε ρουκέτες ασταµάτητου ξερατού, πεσµένη στα τέσσερα στο δρόµο, µε το στοµάχι στις φλόγες, το στόµα κατάπικρο, τα χείλη σκασµένα και τη µύτη γεµάτη χαραγµατιές, βροµερή και απαίσια· σπασµένο γυαλί, κατσαρίδες, σκουπιδοτενεκέδες, ούτε ένα πρόσωπο στο πλήθος να µου χαµογελάει ούτε ένα χέρι να µε βοηθήσει, ο κόσµος ολόκληρος περιείχε µόνο βαποράκια, πρεζόνια, νταβατζήδες, κλέφτες, δολοφόνους, πουτάνες και τρελούς. Πονούσε όλο µου το κορµί. Το µισούσα αυτό το γαµηµένο κορµί, µισούσα τη γαµηµένη ζωή, µισούσα ότι δεν είχα τη γαµηµένη θέληση να σώσω τον εαυτό µου, µισούσα τη γαµηµένη µου ψυχή, τη γαµηµένη µου µοίρα. Στο Λας Βέγκας πέρασα µέρες ολόκληρες χωρίς να ανταλλάξω ένα χαιρετισµό, χωρίς να µου απευθύνει µία λέξη ή µία χειρονοµία κάποιο άλλο ανθρώπινο ον. Η µοναξιά, αυτή η παγωµένη αρπάγη που µου έσφιγγε το στήθος, µε είχε νικήσει σε τέτοιο βαθµό, ώστε να µη µου περνάει καν απ’ το µυαλό η απλή λύση να πιάσω το τηλέφωνο και να πάρω στο σπίτι µου στο Μπέρκλεϊ. Και θα αρκούσε µόνο αυτό, ένα τηλεφώνηµα· όµως ήδη είχα χάσει κάθε ελπίδα. Στην αρχή, όταν ακόµη µπορούσα να τρέξω, περνούσα απ’ τα καφέ και τα εστιατόρια µε τραπεζάκια στο ύπαιθρο,

348

349

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

όπου κάθονταν οι καπνιστές, κι αν κάποιος είχε αφήσει το πακέτο του στο τραπέζι, γλιστρούσα σαν αστραπή και του το έκλεβα, γιατί µπορούσα να το ανταλλάξω µε κρακ. Έχω χρησιµοποιήσει όλες τις τοξικές ουσίες που υπάρχουν στο δρόµο, εκτός απ’ τον καπνό, αν και η µυρωδιά µού αρέσει, κι αυτό γιατί µου θυµίζει τον παππού µου. Έκλεβα επίσης φρούτα απ’ τις υπαίθριες αγορές ή σοκολάτες απ’ τα περίπτερα του σταθµού, αλλά όπως δεν κατάφερα να αφοµοιώσω σωστά το θλιβερό επάγγελµα της πόρνης, έτσι δεν µπόρεσα να µάθω να κλέβω. Ο Φρέντι ήταν τσακάλι στον τοµέα αυτό, είχε αρχίσει να κλέβει από τότε που φορούσε πάνες, έτσι έλεγε ο ίδιος, και µου έκανε διάφορες επιδείξεις για να µου µάθει τα κόλπα. Μου εξηγούσε ότι οι γυναίκες δεν προσέχουν καθόλου τις τσάντες τους, τις κρεµάνε στις πλάτες των καθισµάτων τους, τις αφήνουν κάτω στα µαγαζιά όσο διαλέγουν ή δοκιµάζουν, τις αφήνουν στο πάτωµα στα κοµµωτήρια, τις περνούν στον ώµο τους µέσα στα λεωφορεία, δηλαδή πηγαίνουν γυρεύοντας για να τους απαλλάξει κάποιος απ’ το πρόβληµα. Ο Φρέντι είχε αόρατα χέρια, µαγικά δάχτυλα και την αθόρυβη χάρη ενός τσιτάχ. «Κοίτα µε καλά, Λόρα, µην πάρεις τα µάτια σου από πάνω µου», µου έλεγε προκαλώντας µε. Μπαίναµε σ’ ένα πολυκατάστηµα, µελετούσε τον κόσµο αναζητώντας το θύµα του, περπατούσε πέρα-δώθε µε το κινητό στο αυτί, παριστάνοντας ότι ήταν απορροφηµένος σε κάποια εριστική συζήτηση, πλησίαζε κάποια αφηρηµένη γυναίκα και της βουτούσε το πορτοφόλι απ’ την τσάντα, χωρίς να παρατηρήσω τίποτε απολύτως ούτε εγώ που το ήξερα, και µετά αποµακρυνόταν ήρεµα, χωρίς να σταµατήσει στιγµή να µιλάει στο τηλέφωνο. Με την ίδια επιδεξιότητα µπορούσε να ανοίξει

την κλειδαριά οποιουδήποτε αυτοκινήτου ή να µπει σε κάποιο πολυκατάστηµα και να βγει σε πέντε λεπτά έχοντας στις τσέπες του δυο-τρία αρώµατα ή ρολόγια. Προσπάθησα να εφαρµόσω τα µαθήµατα του Φρέντι, αλλά µου έλειπε η φυσικότητα, µε εγκατέλειπε η ψυχραιµία µου, ενώ η άθλια εµφάνισή µου µε έκανε αυτοµάτως ύποπτη· µέσα στα µαγαζιά µε παρακολουθούσαν συνεχώς και στο δρόµο οι άνθρωποι αποµακρύνονταν από εµένα, βροµούσα υπόνοµο, είχα τα µαλλιά γλιτσιασµένα και έκφραση απόγνωσης στο πρόσωπο. Στα µέσα του Οκτώβρη άλλαξε ο καιρός, άρχισε να κάνει κρύο τις νύχτες κι εγώ ήµουν άρρωστη, κατουρούσα κάθε τρεις και λίγο µε έντονες καούρες και οξείς πόνους, που περνούσαν µόνο µε τα φάρµακα. Είχα κυστίτιδα. Το κατάλαβα γιατί το είχα πάθει άλλη µια φορά στο παρελθόν, στα δεκάξι µου χρόνια, και ήξερα ότι θεραπεύεται εύκολα µε αντιβιοτικά, αλλά στις Ηνωµένες Πολιτείες είναι πιο δύσκολο να βρεις ένα αντιβιοτικό χωρίς ιατρική συνταγή παρά ένα κιλό κοκαΐνη ή ένα αυτόµατο τελευταίου τύπου. ∆υσκολευόµουν να περπατήσω, να σταθώ όρθια, αλλά δεν τολµούσα να πάω στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκοµείου, γιατί θα µου έκαναν αδιάκριτες ερωτήσεις και υπήρχαν πάντα εκεί φρουροί αστυνοµικοί. Έπρεπε να βρω κάποιο σίγουρο µέρος για να περάσω τις νύχτες µου και αποφάσισα να δοκιµάσω ένα άσυλο αστέγων, µια αποθήκη ανθρώπων χωρίς εξαερισµό, µε σειρές από ράντσα το ένα δίπλα στ’ άλλο, όπου υπήρχαν γύρω στις είκοσι γυναίκες και πολλά παιδιά. Αυτό που µου έκανε εντύπωση ήταν ότι ελάχιστες απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν στο δικό µου χάλι· µόνο µερικές µιλούσαν µόνες τους σαν να το ’χαν χαµένο ή καβγάδιζαν για ψύλλου πήδηµα, οι άλ-

350

351

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λες έµοιαζαν µια χαρά. Αυτές που είχαν παιδιά ήταν πιο αποφασισµένες, δραστήριες, καθαρές, ακόµα και χαρούµενες, ήταν συνεχώς απασχοληµένες µε τα παιδιά τους, ετοίµαζαν τα µπουκάλια µε το γάλα, έπλεναν ρούχα· είδα µια απ’ αυτές να διαβάζει ένα παιδικό βιβλίο στο τετράχρονο κοριτσάκι της, αλλά το κοριτσάκι το ήξερε απέξω και το επαναλάµβανε µαζί µε τη µητέρα του. ∆εν είναι όλοι οι άστεγοι σχιζοφρενείς ή κακοποιοί, όπως πιστεύει ο κόσµος, είναι απλώς φτωχοί, γέροι ή άνεργοι, η πλειονότητά τους γυναίκες µε παιδιά, που τις έχουν εγκαταλείψει ή που το έσκασαν για να αποφύγουν διάφορες µορφές βίας. Στον τοίχο του ασύλου υπήρχε µια αφίσα µε µια φράση που καρφώθηκε στο µυαλό µου για πάντα: «Η ζωή χωρίς αξιοπρέπεια δεν αξίζει τον κόπο». Αξιοπρέπεια; Κατάλαβα ξαφνικά, µε τροµακτική βεβαιότητα, ότι είχα µετατρέψει τον εαυτό µου σε ένα αλκοολικό πρεζόνι. Υποθέτω ότι πρέπει να µου είχαν µείνει κάποια ψήγµατα αξιοπρέπειας θαµµένα ανάµεσα στις στάχτες, αρκετά για να νιώσω µια ταραχή βίαιη σαν γροθιά στο στήθος. Άρχισα να κλαίω µπροστά στην αφίσα και η απόγνωσή µου πρέπει να έβγαζε µάτι, γιατί αµέσως µε πλησίασε µία από τις κοινωνικές λειτουργούς, µε οδήγησε σ’ ένα µικρό γραφείο, µου έδωσε ένα φλιτζάνι κρύο τσάι και µε ρώτησε γλυκά το όνοµά µου, τι ουσίες χρησιµοποιούσα, µε ποια συχνότητα, πότε ήταν η τελευταία φορά, αν είχα περάσει από θεραπεία, αν µπορούσαµε να ειδοποιήσουµε κάποιον. Ήξερα απέξω το τηλέφωνο της γιαγιάς µου, αυτό δεν το είχα ξεχάσει, αλλά αν της τηλεφωνούσα, θα ήταν σαν να τη σκότωνα από πόνο και ντροπή, θα σήµαινε επίσης την υποχρεωτική αποτοξίνωσή µου και την αποχή απ’ τις ουσίες και το αλκοόλ. ∆εν µπορούσα καν να το σκεφτώ.

«Έχεις οικογένεια;» συνέχισε να µε ρωτάει η κοινωνική λειτουργός. Θύµωσα κι άρχισα να ουρλιάζω, όπως συνέβαινε κάθε τρεις και λίγο, χρησιµοποιώντας ακατονόµαστους χαρακτηρισµούς. Εκείνη µου επέτρεψε να ξεθυµάνω, χωρίς να χάσει την ηρεµία της, και µετά µου έδωσε την άδεια να µείνω εκείνη τη νύχτα στο άσυλο, παραβαίνοντας τον κανονισµό, γιατί µία απ’ τις προϋποθέσεις για να γίνεις δεκτός ήταν να µη χρησιµοποιείς αλκοόλ ή ναρκωτικά. Υπήρχαν φρουτοχυµός, γάλα και µπισκότα για τα παιδιά, καφές και τσάι οποιαδήποτε ώρα, µπάνιο, τηλέφωνο και πλυντήρια, άχρηστα για µένα, γιατί δεν είχα παρά µόνο τα ρούχα που φορούσα, είχα χάσει την πλαστική σακούλα µε τα λίγα υπάρχοντά µου. Έµεινα στο ντους πολλή ώρα, ήταν το πρώτο µου έπειτα από πολλές εβδοµάδες, απολαµβάνοντας την επαφή του νερού µε το δέρµα µου, το σαπούνι, τον αφρό στα µαλλιά, το µεθυστικό άρωµα του σαµπουάν. Και µετά φόρεσα τα ίδια βροµερά ρούχα. Κουλουριάστηκα στο ράντσο µου, µουρµουρίζοντας τα ονόµατα της Νίνι µου και του παππού µου, παρακαλώντας τους να έρθουν να µε αγκαλιάσουν, όπως παλιά, να µου πουν ότι όλα θα πήγαιναν καλά, να µην ανησυχώ, εκείνοι θα ξαγρυπνούσαν στο προσκεφάλι µου, νάνι νάνι το µωρό µου, νάνι νάνι, ήλιε της ζωής µου, κοιµήσου, κοµµάτι της καρδιάς µου. Ο ύπνος ήταν πάντα το πρόβληµά µου, από τότε που γεννήθηκα, αλλά κατάφερα να ξεκουραστώ, παρά τον αποπνικτικό αέρα και τα ροχαλητά των γυναικών. Κάποιες απ’ αυτές έβγαζαν κραυγές µέσα στους εφιάλτες τους.

352

353

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

∆ίπλα στο δικό µου ράντσο είχε εγκατασταθεί µια µητέρα µε δυο παιδιά, ένα βυζανιάρικο και ένα υπέροχο κοριτσάκι δύο-τριών ετών. Ήταν µια νεαρή λευκή, µε φακίδες στο πρόσωπο, χοντρούλα, που κατά τα φαινόµενα είχε µείνει άστεγη πριν από ελάχιστο καιρό, γιατί εξακολουθούσε να φαίνεται ότι έχει στόχους, ότι έχει σχέδιο. Όταν διασταυρωθήκαµε στο µπάνιο, µου είχε χαµογελάσει και το κοριτσάκι είχε µείνει να µε κοιτάζει µε τα στρογγυλά γαλάζια µατάκια του και µε είχε ρωτήσει αν είχα σκύλο. «Παλιά εγώ είχα ένα σκυλάκι που το λέγανε Τόνι», µου είπε. Όταν η γυναίκα άλλαξε τις πάνες του µωρού, είδα ένα χαρτονόµισµα των πέντε δολαρίων σε ένα πλευρικό τσεπάκι της τσάντας της και µου ήταν αδύνατο να το βγάλω απ’ το µυαλό µου. Λίγο πριν από την αυγή, όταν επιτέλους επικράτησε ησυχία στον κοιτώνα και η γυναίκα κοιµόταν γαλήνια αγκαλιασµένη µε τα παιδιά της, γλίστρησα µέχρι το ράντσο της, ψαχούλεψα στην τσάντα της και της βούτηξα το πεντοδόλαρο. Μετά γύρισα στο κρεβάτι µου σκυφτή σαν σκύλα µε την ουρά στα σκέλια. Απ’ όλα τα σφάλµατα και τα αµαρτήµατα που έχω διαπράξει στη ζωή µου, αυτό δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό µου. Έκλεψα από µια γυναίκα που είχε µεγαλύτερη ανάγκη από µένα, από µια µητέρα που θα είχε χρησιµοποιήσει αυτό το χαρτονόµισµα για να αγοράσει τροφή για τα παιδιά της. Αυτό δεν συγχωρείται. Χωρίς αξιοπρέπεια διαλύεσαι, χάνεις τον ανθρωπισµό σου, την ψυχή σου. Στις οκτώ το πρωί, έπειτα από έναν καφέ κι ένα ψωµάκι, η ίδια κοινωνική λειτουργός, που µε είχε δει όταν έφτασα, µου έδωσε ένα χαρτάκι µε τα στοιχεία ενός κέντρου αποτοξίνωσης. «Μίλα µε τη Μισέλ, είναι αδελφή µου, θα σε βοηθήσει», µου είπε. Βγήκα στο δρόµο χωρίς να

την ευχαριστήσω και πέταξα το χαρτάκι στα πρώτα σκουπίδια που βρήκα µπροστά µου. Αυτά τα ευλογηµένα πέντε δολάρια µου έφταναν για να πάρω κάτι φτηνό και δραστικό. ∆εν µου χρειαζόταν ο οίκτος καµιάς Μισέλ. Την ίδια µέρα έχασα τη φωτογραφία του παππού µου, εκείνη που µου είχε δώσει η Νίνι µου στην ακαδηµία του Όρεγκον και που πάντα είχα µαζί µου. Το θεώρησα τροµακτικό σηµάδι, ένδειξη ότι ο παππούς µου µε είχε δει να κλέβω αυτά τα πέντε δολάρια, ότι είχε απογοητευτεί από µένα, ότι είχε αποµακρυνθεί κι ότι κανείς πια δεν ξαγρυπνούσε για µένα. Φόβος, αγωνία, να κρυφτώ, να το σκάσω, να ζητιανέψω, όλα στριµωγµένα σ’ έναν ενιαίο εφιάλτη, µέρες και νύχτες ολόιδιες. Μερικές φορές εισβάλλει στη µνήµη µου κάποια σκηνή από εκείνον τον καιρό στο δρόµο, που αναζωπυρώνεται µπροστά µου ξαφνικά και µε κάνει να τρέµω ολόκληρη. Άλλες φορές ξυπνάω κάθιδρη µε εικόνες στο κεφάλι, τόσο ζωντανές, σαν να είναι πραγµατικές. Στο όνειρό µου βλέπω ότι τρέχω γυµνή ουρλιάζοντας, χωρίς να βγαίνει απ’ το στόµα µου φωνή, σ’ ένα λαβύρινθο από στενά σοκάκια που απλώνονται σαν φίδια, κτίρια µε τυφλές πόρτες και τυφλά παράθυρα, χωρίς ψυχή ζώσα για να ζητήσω βοήθεια, µε το κορµί µου στις φλόγες, τα πόδια µατωµένα, χολή στο στόµα, µόνη. Στο Λας Βέγκας πίστευα ότι ήµουν καταδικασµένη σε µια ανίατη µοναξιά που είχε ξεκινήσει µε το θάνατο του παππού µου. Πώς µπορούσα να φανταστώ τότε ότι κάποια µέρα θα βρισκόµουν εδώ, στο νησί Τσιλοέ, αποκοµµένη απ’ τον έξω κόσµο, κρυµµένη, ανάµεσα σε αγνώστους και πολύ µακριά από όλα τα γνωστά µου πράγµατα, χωρίς να νιώθω µοναξιά;

354

355

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Μόλις γνώρισα τον Ντάνιελ, ήθελα να του κάνω καλή εντύπωση, να σβήσω το παρελθόν µου και ν’ αρχίσω απ’ την αρχή σε λευκή σελίδα, να επινοήσω µια καλύτερη εκδοχή του εαυτού µου, όµως στην οικειότητα του µοιρασµένου έρωτα κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό ούτε βολικό. Το πρόσωπο που είµαι σήµερα είναι αποτέλεσµα των εµπειριών που έζησα, συµπεριλαµβανοµένων και των τραγικών λαθών µου. Το γεγονός ότι του τα οµολόγησα όλα ήταν µία εξαιρετική εµπειρία, επιβεβαίωσα τους ισχυρισµούς του Μάικ Ο’Κέλι ότι τα δαιµόνια χάνουν τη δύναµή τους, όταν τα βγάζουµε απ’ τα άντρα όπου κρύβονται και τα κοιτάζουµε καταπρόσωπο στο φως της µέρας· αλλά τώρα δεν είµαι και τόσο σίγουρη ότι θα έπρεπε να το έχω κάνει. Πιστεύω ότι ο Ντάνιελ τρόµαξε απ’ όσα άκουσε, γι’ αυτό και δεν ανταποκρίνεται µε το ίδιο πάθος που νιώθω εγώ, σίγουρα έχει αµφιβολίες για µένα, είναι φυσικό άλλωστε. Μια ιστορία σαν τη δική µου θα µπορούσε να τροµοκρατήσει και την πιο γενναία ψυχή. Είναι επίσης σίγουρο ότι ο ίδιος προκαλούσε τις εκµυστηρεύσεις µου. Ήταν πολύ εύκολο να του αφηγηθώ ακόµα και τα πιο ταπεινωτικά επεισόδια, γιατί µε άκουγε χωρίς να µε κρίνει, υποθέτω ότι αυτό είναι µέρος της εκπαίδευσής του. Αυτό δεν κάνουν άλλωστε οι ψυχίατροι; Ακούν και σιωπούν. Ποτέ δεν µε ρώτησε τι συνέβη, µε ρωτούσε µόνο τι ένιωθα εκείνη τη στιγµή, την ώρα της εξοµολόγησης, κι εγώ του περιέγραφα το ξάναµµα που ένιωθα στο δέρµα, την ταχυπαλµία µου, το βάρος του βράχου που µε πλάκωνε. Μου ζητούσε να µην απορρίπτω αυτές τις αισθήσεις, να τις αποδέχοµαι χωρίς να τις αναλύω, γιατί, αν είχα το σθένος να το κάνω, θα άνοιγαν όλες οι πτυχές της µνήµης µου κάποια στιγµή σαν τα σεντούκια και η ψυχή µου θα απελευθερωνόταν.

«Έχεις υποφέρει πολύ, Μάγια, κι όχι µόνο για όσα σου συνέβησαν στην εφηβεία σου, αλλά επίσης εξαιτίας της εγκατάλειψης στην παιδική σου ηλικία», µου είπε. «Εγκατάλειψης; ∆εν υπάρχει καµία εγκατάλειψη, σε διαβεβαιώνω. ∆εν µπορείς να φανταστείς πόσο µε φρόντιζαν οι παππούδες µου». «Ναι, αλλά η µητέρα κι ο πατέρας σου σ’ εγκατέλειψαν». «Αυτά έλεγαν και οι ψυχίατροι στο Όρεγκον, αλλά οι παππούδες µου…» «Κάποια µέρα θα πρέπει να τα ξαναπεράσεις αυτά στην ψυχανάλυση», µε διέκοψε. «Εσείς οι ψυχίατροι όλα τα λύνετε µε την ψυχανάλυση!» «Είναι ανώφελο να πετάς λάσπη στα ψυχικά τραύµατα, πρέπει να τους δίνεις αέρα για να επουλωθούν και να θρέψουν». «Από ψυχανάλυση στο Όρεγκον, να φάν’ κι οι κότες, Ντάνιελ, αν όµως νοµίζεις ότι αυτό χρειάζοµαι, θα µπορούσες να µε βοηθήσεις». Η απάντησή του ήταν περισσότερο στο πλαίσιο της λογικής παρά του ροµαντισµού. Είπε ότι η λύση του προβλήµατος θα τραβούσε σε µάκρος κι ότι ο ίδιος έπρεπε να φύγει αµέσως, εκτός του ότι στη σχέση του ασθενούς µε τον ψυχίατρό του δεν χωρούσε το σεξ. «Τότε θα ζητήσω απ’ τον παππού µου να µε βοηθήσει». «Καλή ιδέα», είπε και γέλασε. Στο Λας Βέγκας, σ’ εκείνη την περίοδο της καταισχύνης, ο παππούς µου ήρθε να µε δει µόνο µια φορά. Είχα βρει µια ηρωίνη τόσο φτηνή, που θα έπρεπε να είχα υποπτευθεί ότι δεν ήταν και τόσο καθαρή. Είχα ακούσει για πρεζόνια που είχαν δηλητηριαστεί µε τη σαβούρα που πολ-

356

357

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λές φορές χρησιµοποιούσαν τα βαποράκια για να αραιώνουν τα ναρκωτικά, αλλά είχα µεγάλη ανάγκη και δεν µπορούσα να αντισταθώ. Τη σνιφάρισα σε µια αισχρή δηµόσια τουαλέτα. ∆εν είχα σύριγγα για να τη ρίξω στη φλέβα και αυτό ίσως µε έσωσε. Μόλις τη ρούφηξα, ένιωσα κλοτσιές µουλαριού στους κροτάφους µου, η καρδιά µου ανέβηκε στο στόµα και σε λιγότερο από ένα λεπτό ένιωσα σαν να µε είχαν τυλίξει σ’ ένα µαύρο αδιαπέραστο µανδύα, όπου δεν µπορούσα να πάρω ανάσα κι ένιωθα να πνίγοµαι. Κατέρρευσα στο πάτωµα, στα σαράντα εκατοστά ανάµεσα στη λεκάνη και στον τοίχο, επάνω σε χρησιµοποιηµένα χαρτιά, µε τους ατµούς της αµµωνίας στα ρουθούνια. Κατάλαβα κάπου στο βάθος του µυαλού µου ότι πέθαινα και, αντί να τροµοκρατηθώ, ένιωσα µεγάλη ανακούφιση. Κολυµπούσα σ’ ένα µαύρο νερό, όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο χαλαρά, όπως συµβαίνει στα όνειρα, χαρούµενη που έπεφτα απαλά προς τον πάτο αυτής της υγρής αβύσσου που θα έβαζε τέλος στην ντροπή, που θα µε βοηθούσε να το σκάσω, να περάσω στην άλλη πλευρά, να γλιτώσω από τη φάρσα που παρίστανε τη ζωή µου, από τα ψέµατα και τις δικαιολογίες, απ’ αυτό το ανάξιο πλάσµα, το άτιµο και το δειλό πλάσµα που ήµουν εγώ η ίδια, αυτό το πλάσµα που κατηγορούσε τον πατέρα µου, τη γιαγιά µου και το υπόλοιπο σύµπαν για τη δική του βλακεία, αυτή τη δύστυχη που, προτού καλά-καλά κλείσει τα δεκαεννιά, είχε προλάβει να κάψει όλα της τα καράβια και ήταν κατεστραµµένη, παγιδευµένη, χαµένη· αυτόν το σκελετό µε τα εξανθήµατα και τις ψείρες στον οποίο είχα µετατρέψει τον εαυτό µου, αυτήν την άθλια ύπαρξη που πουλούσε το κορµί της για µια σταγόνα αλκοόλ, που έκλεβε από µια

άστεγη µητέρα· ήθελα να γλιτώσω για πάντα από τον Τζο Μάρτιν και τον Σχιστοµάτη, απ’ το κορµί µου, απ’ τη γαµηµένη µου ύπαρξη. Και τότε, εκεί που νόµιζα ότι ήµουν πια φευγάτη, άκουσα από πολύ µακριά την κραυγή «Μάγια, Μάγια, ανάσανε! Ανάσανε! Ανάσανε!» Αµφιταλαντεύτηκα για λίγη ώρα, µπερδεµένη, θέλοντας πάρα πολύ να ξαναλιποθυµήσω για να µη χρειαστεί να πάρω απόφαση, θέλοντας να αποσπαστώ και να εκτοξευτώ σαν τόξο προς το τίποτα, όµως µε έδενε γερά µ’ αυτόν τον κόσµο αυτή η επιτακτική µπάσα φωνή που µε φώναζε. «Ανάσανε, Μάγια!» Ενστικτωδώς άνοιξα το στόµα µου, ρούφηξα αέρα και άρχισα να παίρνω µικρές αγωνιώδεις ανάσες. Λίγο-λίγο, µε εφιαλτική βραδύτητα, επέστρεψα από το τελευταίο όνειρο. ∆εν ήταν κανείς µαζί µου, αλλά στο στενό άνοιγµα ανάµεσα στην πόρτα της τουαλέτας και στο πάτωµα είδα ένα ζευγάρι αντρικά παπούτσια και τα αναγνώρισα. Παππού; Εσύ είσαι, παππού; Καµία απάντηση. Τα αγγλικά µοκασίνια έµειναν στην ίδια θέση για µια στιγµή και µετά αποµακρύνθηκαν αθόρυβα. Έµεινα καθισµένη εκεί, παίρνοντας κοφτές ανάσες, µε τα τρεµάµενα πόδια µου να µη µε υπακούουν, φωνάζοντας «παππού, παππού». Ο Ντάνιελ δεν παραξενεύτηκε καθόλου απ’ το ότι είχε έρθει να µε βρει ο παππούς µου και δεν έκανε καµία προσπάθεια να µου δώσει κάποια λογική εξήγηση γι’ αυτό που είχε συµβεί, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε απ’ τους πολλούς ψυχιάτρους που είχα γνωρίσει. Ούτε µε κοίταξε κοροϊδευτικά, όπως µε κοιτάζει συνήθως ο Μανουέλ Αρίας κάθε φορά που µε πιάνουν τα ψυχονευρωτικά µου, όπως λέει ο ίδιος. Πώς να µην ερωτευτώ τον Ντάνιελ, που εκτός από ωραίος είναι και ευαίσθητος; Αλλά πάνω απ’ όλα εί-

358

359

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ναι ωραίος! Μοιάζει µε τον ∆αβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου, αλλά το χρώµα του είναι πολύ πιο ελκυστικό. Στη Φλωρεντία οι παππούδες µου αγόρασαν ένα αντίγραφο του αγάλµατος σε µινιατούρα. Στο πωλητήριο του µουσείου τούς πρόσφεραν έναν ∆αβίδ µε φύλλο συκής, αλλά εµένα αυτό που µου άρεσε περισσότερο στο άγαλµα ήταν τα γεννητικά του όργανα· δεν είχα ακόµα δει αυτό το µέρος του σώµατος σε πραγµατικό άντρα, µόνο σ’ ένα βιβλίο ανατοµίας του παππού µου. Τέλος πάντων, ξεχάστηκα, επιστρέφω στον Ντάνιελ, ο οποίος πιστεύει ότι τα µισά προβλήµατα του κόσµου θα µπορούσαν να λυθούν, αν ο καθένας από εµάς είχε ένα µεγαλόψυχο παππού αντί για το απαιτητικό υπερεγώ του, κι αυτό γιατί οι καλύτερες αρετές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην αγάπη.

Η ιστορία των Γκούντριτς µπορεί να γίνει εύκολα µυθιστόρηµα. Ο Ντάνιελ ξέρει ότι ο βιολογικός του πατέρας ήταν µαύρος και η µητέρα του λευκή, µόνο που δεν τους έχει γνωρίσει και δεν είχε ποτέ του κανένα ενδιαφέρον να τους µάθει, κι αυτό γιατί λατρεύει την οικογένεια που τον µεγάλωσε. Ο Ρόµπερτ Γκούντριτς, ο θετός του πατέρας, είναι Άγγλος µε τίτλο ευγενείας, αν και δεν τον χρησιµοποιεί, γιατί στις Ηνωµένες Πολιτείες θα τον έπαιρναν στο ψιλό. Και για του λόγου το αληθές, υπάρχει µία έγχρωµη φωτογραφία που δείχνει τον ίδιο να χαιρετάει τη βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ φορώντας διάφορα παράσηµα και µια πορτοκαλιά ζώνη σταυρωτά στο στήθος. Είναι ψυχίατρος διεθνούς φήµης, µε πολλά βιβλία στο ενεργητικό του και τον τίτλο του σερ που του δόθηκε για τα επιστηµονικά επιτεύγµατά του. Ο Άγγλος σερ παντρεύτηκε την Άλις Γουίλκινς, µια νεαρή Αµερικανίδα βιολονίστρια περαστική απ’ το Λονδίνο, και έφυγε µαζί της για τις Ηνωµένες Πολιτείες· το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Σιάτλ, όπου εκείνος άνοιξε δική του κλινική, ενώ εκείνη έγινε µέλος της συµφωνικής ορχήστρας της πόλης. Όταν ανακάλυψαν ότι η Άλις δεν µπορούσε να κάνει παιδιά, έπειτα από τους πρώτους δισταγµούς, υιοθέτησαν τον Ντάνιελ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, χωρίς να το περιµένουν, η Άλις έµεινε έγκυος. Αρχικά νόµιζαν ότι είναι µια απλή υστερική εγκυµοσύνη, αλλά πολύ σύντοµα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν έτσι, οπότε, όταν έφτασε το πλήρωµα του χρόνου, η Άλις έφερε στο φως τη µικρή Φράνσις. Αντί να ζηλέψει επειδή ήρθε στο φως µια ανταγωνίστρια, ο Ντάνιελ προσκολλήθηκε στην αδελφή του µε µια αγάπη απόλυτη και αποκλειστική, η οποία βάθαινε µε το χρόνο και έβρισκε απόλυτη ανταπόκριση απ’ το κοριτσάκι. Ο Ρόµπερτ και η Άλις είχαν και οι δύο µε-

Η ζωή του Ντάνιελ Γκούντριτς ήταν ευλογηµένη σε σχέση µε τη δική µου, αλλά είχε κι εκείνος τα προβλήµατά του. Είναι ένας τύπος πολύ σοβαρός στις προθέσεις του, που ήξερε από µικρός ποιο δρόµο θα ακολουθήσει, σε αντίθεση µ’ εµένα που πηγαίνω όπου φυσάει ο άνεµος. Εκ πρώτης όψεως ξεγελάει µε τη συµπεριφορά του πλουσιόπαιδου και το πανεύκολο χαµόγελό του, το χαµόγελο ενός ανθρώπου που είναι ικανοποιηµένος µε τον εαυτό του και µε τον κόσµο. Αυτό το ύφος της µόνιµης ικανοποίησης είναι περίεργο, γιατί στις ιατρικές σπουδές του, στη νοσοκοµειακή του άσκηση και στα ταξίδια του, µε τα πόδια και µ’ ένα σακίδιο στην πλάτη, πρέπει να έχει δει πολύ µεγάλη φτώχεια και αθλιότητα. Αν δεν είχα κοιµηθεί µαζί του, θα πίστευα ότι είναι άλλος ένας µαθητής του Σιντάρτα, άλλο ένα άτοµο απ’ αυτά που έχουν κόψει τον οµφάλιο λώρο µε τα συναισθήµατά τους, όπως ο Μανουέλ.

360

361

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γάλη αγάπη για την κλασική µουσική, την οποία µετέδωσαν και στα δυο τους παιδιά, µαζί µε το πάθος για τα κόκερ σπάνιελ, που πάντα είχαν στο σπίτι, και για τα ορεινά σπορ, µια αγάπη που τελικά θα πλήρωνε ακριβά η Φράνσις. Ο Ντάνιελ ήταν εννέα χρονών και η αδελφή του πέντε, όταν οι γονείς τους χώρισαν και ο Ρόµπερτ Γκούντριτς πήγε να ζήσει δέκα δρόµους πιο κάτω µε τον Αλφόνς Ζαλέσκι, τον πιανίστα της ορχήστρας όπου έπαιζε η Άλις, έναν ταλαντούχο Πολωνό µε απότοµους τρόπους και κορµί ξυλοκόπου, µαλλί πυκνό και ανυπότακτο κι ένα χιούµορ τραχύ, που ερχόταν σε κραυγαλέα αντίθεση µε τη βρετανική ειρωνεία και τη λεπτότητα του σερ Ρόµπερτ Γκούντριτς. Ο Ντάνιελ και η Φράνσις δέχτηκαν µια ποιητική εξήγηση για τον υποτιθέµενο φίλο του πατέρα τους και έµειναν µε την ιδέα ότι επρόκειτο για κάτι εντελώς προσωρινό, αλλά έχουν περάσει δεκαεννιά χρόνια από τότε και οι δύο άντρες παραµένουν µαζί. Στο µεταξύ η Άλις, έχοντας καταλάβει τη θέση του πρώτου βιολιού της ορχήστρας, συνέχισε να παίζει µε τον Αλφόνς Ζαλέσκι· στην πραγµατικότητα οι δυο τους συµπεριφέρονται σαν καλοί σύντροφοι, γιατί ο Πολωνός ποτέ δεν σκόπευε να της κλέψει τον άντρα, µόνο να τον µοιραστεί. Η Άλις, λοιπόν, έµεινε στο πατρικό σπίτι µε τα µισά έπιπλα και δύο απ’ τα κόκερ σπάνιελ, ενώ ο Ρόµπερτ εγκαταστάθηκε στην ίδια γειτονιά µε τον αγαπηµένο του, σ’ ένα παρόµοιο σπίτι, µε τα υπόλοιπα έπιπλα και τον τρίτο σκύλο. Ο Ντάνιελ και η Φράνσις µεγάλωσαν πηγαίνοντας πέρα-δώθε ανάµεσα στα δύο σπίτια µε τις βαλίτσες τους, µια βδοµάδα στο καθένα. Πήγαιναν πάντα στο ίδιο σχολείο, όπου η κατάσταση των γονιών τους δεν τραβού-

σε την προσοχή, περνούσαν τις γιορτές και τις επετείους και µε τους δύο, και για ένα διάστηµα πίστευαν ότι η πολυπληθής οικογένεια Ζαλέσκι, που ερχόταν απ’ την Ουάσινγκτον και έκανε µαζική επέλαση την ηµέρα των Ευχαριστιών, ήταν ακροβάτες του τσίρκου, γιατί αυτή ήταν µία από τις ιστορίες που είχε εφεύρει ο Αλφόνς για να κερδίσει την εκτίµηση των παιδιών. Θα µπορούσε να έχει αποφύγει τη φασαρία, αφού ο Ντάνιελ και η Φράνσις τον αγαπούσαν ούτως ή άλλως: ήταν για εκείνους κάτι σαν µητέρα. Ο Πολωνός τούς λατρεύει, τους αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι οι πραγµατικοί γονείς τους, και είναι τύπος αλέγρος και ζωντανός, που τους κάνει επιδείξεις φολκλορικών ρωσικών χορών µε τις πιτζάµες και τα παράσηµα του σερ Ρόµπερτ στο λαιµό. Οι Γκούντριτς χώρισαν χωρίς να κάνουν τον κόπο να πάρουν διαζύγιο επίσηµα και κατάφεραν να διατηρήσουν µεταξύ τους µια δυνατή φιλία. Τους ενώνουν τα ίδια ενδιαφέροντα που µοιράζονταν πριν από την εµφάνιση του Αλφόνς Ζαλέσκι, εκτός από την ορειβασία, µε την οποία έπαψαν να ασχολούνται όλοι έπειτα από το ατύχηµα της Φράνσις. Ο Ντάνιελ τελείωσε το λύκειο µε καλούς βαθµούς και στα δεκαεφτά του µπήκε στο πανεπιστήµιο για να σπουδάσει ιατρική, αλλά ήταν τόσο προφανής η ανωριµότητά του, ώστε ο Αλφόνς τον έπεισε να περιµένει ένα χρόνο για να µπορέσει στο µεταξύ να ψηθεί λιγάκι. «Είσαι ακόµα µυξιάρικο, Ντάνιελ, πώς θα γίνεις γιατρός, αν δεν ξέρεις ακόµα να σκουπίζεις τις µύξες σου…» Αψηφώντας τη σθεναρή αντίσταση του Ρόµπερτ και της Άλις, ο Πολωνός τον έστειλε στη Γουατεµάλα σ’ ένα φοιτητικό πρόγραµµα για να γίνει άντρας και να µάθει ισπανικά. Ο Ντάνιελ έµεινε

362

363

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

εννέα µήνες µε µια οικογένεια ντόπιων σ’ ένα χωριό της λίµνης Ατιτλάν, καλλιεργώντας καλαµπόκι και πλέκοντας σκοινιά από σισάλ, χωρίς να στέλνει στο σπίτι νέα του. Επέστρεψε από εκεί µαυρισµένος, µε τα µαλλιά σαν θάµνο αδιαπέραστο, µε ιδέες αντάρτη και µιλώντας φαρσί την ντόπια διάλεκτο. Έπειτα απ’ αυτήν την εµπειρία, οι ιατρικές σπουδές τού φάνηκαν παιχνίδι για µωρά. Το εγκάρδιο αυτό τρίγωνο των Γκούντριτς και Ζαλέσκι θα είχε διαλυθεί όταν ενηλικιώθηκαν τα δύο παιδιά που µεγάλωσαν µαζί, αλλά η φροντίδα της Φράνσις τούς ένωσε περισσότερο κι από πριν. Η Φράνσις εξαρτάται 100% από αυτούς.

απλώς σε κατάσταση αναστολής και ότι, εάν δεν την αποσυνέδεαν, θα ξυπνούσε και το µυαλό της θα ήταν αυτό που έπρεπε να είναι. Η οικογένεια καθόταν δίπλα της και φύλαγε βάρδιες νύχτα µέρα στο νοσοκοµείο, µιλώντας της, χαϊδεύοντάς τη, λέγοντας τ’ όνοµά της, και όταν τελικά άνοιξε τα µάτια της, ένα Σάββατο στις πέντε το πρωί, ήταν µαζί της ο Ντάνιελ. Η Φράνσις δεν µπορούσε να µιλήσει, γιατί της είχαν κάνει τραχειοτοµή, αλλά εκείνος µετέφρασε όσα διάβαζε στα µάτια της κι ανακοίνωσε στον κόσµο ότι η αδελφή του ήταν πολύ ευχαριστηµένη που ζούσε, άρα έπρεπε να εγκαταλείψουν το φιλεύσπλαχνο σχέδιό τους να τη βοηθήσουν να πεθάνει. Είχαν µεγαλώσει µαζί σαν δίδυµα, γνώριζαν ο ένας τον άλλον καλύτερα απ’ ό,τι γνώριζαν τους εαυτούς τους και δεν χρειάζονταν λέξεις για να συνεννοηθούν. Η αιµορραγία δεν έβλαψε τον εγκέφαλο της Φράνσις µε τον τρόπο που φοβούνταν, δηµιούργησε µόνο προσωρινή απώλεια µνήµης, έναν ελαφρύ στραβισµό και απώλεια της ακοής από το ένα αυτί, αλλά ο Ντάνιελ κατάλαβε ότι είχε αλλάξει και κάτι πολύ ριζικό. Έως τότε η αδελφή του ήταν ίδια µε τον πατέρα του, ορθολογίστρια, τετράγωνη, µε κλίση στις επιστήµες και στα µαθηµατικά, αλλά µετά το δυστύχηµα σκέφτεται µε την καρδιά, όπως µου εξήγησε. Λέει ότι η Φράνσις µπορεί να µαντέψει τις προθέσεις και τις ψυχικές διαθέσεις των ανθρώπων, είναι αδύνατον να της κρύψεις κάτι ή να την ξεγελάσεις και έχει ξαφνικές προαισθήσεις τόσο ακριβείς, που ο Αλφόνς Ζαλέσκι την εκπαιδεύει για να µπορέσει να µαντέψει τα πρώτα νούµερα του λόττο. Έχει αναπτυχθεί µε εντυπωσιακό τρόπο η φαντασία της, η δηµιουργικότητα και η διαίσθησή της. «Το µυαλό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον απ’ το κορ-

Πριν από εννέα χρόνια, η Φράνσις Γκούντριτς είχε µια τροµακτική πτώση, όταν όλη η οικογένεια, εκτός από τον Πολωνό, είχε πάει για ορειβασία στη Σιέρα Νεβάδα. Έσπασε πιο πολλά κόκαλα απ’ όσα µπορούσε να µετρήσει ο άνθρωπος και έπειτα από δεκατρείς πολύπλοκες εγχειρήσεις και συνεχή άσκηση έχει καταφέρει ίσα-ίσα να κινείται. Ο Ντάνιελ αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική βλέποντας την αδελφή του τσακισµένη σ’ ένα δωµάτιο της εντατικής και επέλεξε την ψυχιατρική γιατί του το ζήτησε εκείνη. Η κοπέλα έµεινε βυθισµένη σε βαθύ κώµα επί τρεις ολόκληρες εβδοµάδες. Οι γονείς της σκέφτηκαν ακόµη και την αµετάκλητη λύση της αποσύνδεσής της από τον αναπνευστήρα, γιατί είχε πάθει εγκεφαλική αιµορραγία και, σύµφωνα µε τις προγνώσεις των γιατρών, θα παρέµενε φυτό. Όµως ο Αλφόνς Ζαλέσκι δεν το επέτρεψε, γιατί είχε το έντονο προαίσθηµα ότι η Φράνσις βρισκόταν

364

365

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µί, Ντάνιελ. Θα έπρεπε να είσαι ψυχίατρος, όπως ο µπαµπάς, για να διαπιστώσεις γιατί έχω τόσο µεγάλο ενθουσιασµό για τη ζωή, ενώ άλλα άτοµα που είναι υγιή αυτοκτονούν», του είπε η Φράνσις όταν µπόρεσε να µιλήσει. Το ίδιο κουράγιο, που επιστράτευε πριν στα παρακινδυνευµένα σπορ, βοήθησε τη Φράνσις να αντέξει αυτή τη δοκιµασία· έχει υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα ανανήψει. Προς το παρόν η ζωή της αναλώνεται 100% ανάµεσα στη σωµατική ανάκαµψη, η οποία της τρώει πολλές ώρες την ηµέρα, στην έντονη κοινωνική ζωή, που έχει αναπτύξει στο ίντερνετ, και στις σπουδές της· πρόκειται να πάρει πτυχίο φέτος στην ιστορία της τέχνης. Ζει µε την περίεργη οικογένειά της. Οι Γκούντριτς και ο Ζαλέσκι αποφάσισαν ότι θα ήταν πολύ πιο βολικό αν έµεναν όλοι µαζί, άνθρωποι και κόκερ σπάνιελ, τα οποία είχαν αισίως φτάσει τα εφτά, οπότε µετακόµισαν σ’ ένα τεράστιο σπίτι που έπιανε έναν ολόκληρο όροφο, όπου η Φράνσις µπορεί να µετακινηθεί απ’ τη µια άκρη στην άλλη µε το καροτσάκι της µε πολύ µεγάλη ευκολία. Ο Ζαλέσκι παρακολούθησε αρκετά µαθήµατα για να µπορέσει να βοηθήσει τη Φράνσις στις ασκήσεις και ήδη κανείς δεν θυµάται ακριβώς ποια είναι η σχέση ανάµεσα στους Γκούντριτς και στον Πολωνό πιανίστα· δεν έχει σηµασία, είναι τρία ωραία άτοµα που εκτιµούν το ένα το άλλο και φροντίζουν µια κόρη, τρία άτοµα που αγαπούν τη µουσική, τα βιβλία και το θέατρο, κάνουν συλλογή κρασιών και µοιράζονται τα ίδια σκυλιά και τους ίδιους φίλους. Η Φράνσις δεν µπορεί να χτενιστεί ούτε να βουρτσίσει τα δόντια της µόνη, αλλά κουνάει τα δάχτυλά της και χειρίζεται τον υπολογιστή της και έτσι συνδέεται µε το πανεπιστήµιο και τον κόσµο. Μπήκαµε στο ίντερνετ και ο

Ντάνιελ µού έδειξε το facebook της αδελφής του, όπου υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της πριν και µετά το ατύχηµα: ένα κορίτσι µε σκιουρίσιο πρόσωπο µε φακιδούλες, κοκκινοµάλλικο, ντελικάτο και αλέγρο. Στη σελίδα της έχει αρκετά σχόλια, φωτογραφίες και βίντεο από το ταξίδι του Ντάνιελ. «Η Φράνσις κι εγώ είµαστε πολύ διαφορετικοί», µου είπε. «Εµένα µου αρέσει περισσότερο η µοναξιά και η καθιστική ζωή, ενώ εκείνη είναι σκέτος δυναµίτης. Όταν ήταν µικρή, ήθελε να γίνει εξερευνήτρια και το αγαπηµένο της βιβλίο ήταν το Ναυάγια και Σχόλια του Άλβαρ Νούνιες Καβέσα ντε Βάκα, ενός Ισπανού τυχοδιώκτη του 15ου αιώνα. Θα της άρεσε να πάει στις άκρες της Γης, στον πάτο της θάλασσας, στο φεγγάρι. Το ταξίδι µου στη Νότια Αµερική ήταν δική της ιδέα, ήταν κάτι που είχε σχεδιάσει εκείνη, αλλά δεν πρόλαβε να υλοποιήσει. Εγώ έχω αναλάβει να βλέπω µε τα δικά της µάτια, να ακούω µε τα δικά της αυτιά και να φιλµάρω µε την κάµερά της». Φοβόµουν και εξακολουθώ να φοβάµαι ότι ο Ντάνιελ θα τρόµαζε από τις εκµυστηρεύσεις µου και θα µε απέρριπτε ως ανισόρροπη, αλλά ένιωθα υποχρεωµένη να του τα πω όλα, δεν µπορείς ποτέ να στήσεις κάτι σταθερό επάνω στα ψέµατα και στις παραλείψεις. Σύµφωνα µε την Μπλάνκα, µε την οποία έχω συζητήσει το θέµα µέχρι που να µη µε αντέχει άλλο, κάθε άνθρωπος έχει δικαίωµα να έχει µυστικά, και αυτή η µανία που µε χαρακτηρίζει να παρουσιάζω τον εαυτό µου τονίζοντας τα αρνητικά µου στοιχεία είναι µια µορφή υπεροψίας. Κι εγώ το έχω σκεφτεί αυτό. Η υπεροψία βρισκόταν στο ότι ήθελα να πείσω τον εαυτό

366

367

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µου πως ο Ντάνιελ µ’ αγαπάει παρά τα προβλήµατά µου και το παρελθόν µου. Η Νίνι µου έλεγε ότι τα παιδιά και τα εγγόνια τα αγαπάς ανεπιφύλακτα, όχι όµως το σύντροφό σου. Ο Μανουέλ τηρεί σιγήν ιχθύος σχετικά µε το θέµα, αλλά µου χτύπησε καµπανάκι για την απρονοησία να ερωτευτώ έναν άγνωστο από ένα τόσο µακρινό µέρος. Ποια άλλη συµβουλή θα µπορούσε να µου δώσει; Έτσι είναι αυτός: δεν αφήνεται σε συναισθηµατικούς κινδύνους, προτιµάει τη µοναξιά της καλύβας του, όπου νιώθει σίγουρος. Τον Νοέµβρη του προηγούµενου έτους η ζωή µου στο Λας Βέγκας είχε βγει σε τέτοιο βαθµό εκτός ελέγχου και ήµουν τόσο άρρωστη, ώστε να µη θυµάµαι ακριβώς τις λεπτοµέρειες. Κυκλοφορούσα ντυµένη αντρικά, µε την κουκούλα της ζακέτας µου κατεβασµένη µέχρι τα µάτια, το κεφάλι χωµένο στους ώµους, µε γρήγορες κινήσεις, χωρίς να δείχνω σε κανέναν το πρόσωπό µου. Για να ξεκουραστώ ακουµπούσα σε κάποιον τοίχο ή, ακόµη καλύτερα, στριµωχνόµουν ανάµεσα σε δύο τοίχους, κουλουριασµένη, µε ένα σπασµένο µπουκάλι στο χέρι, που στην ανάγκη θα µπορούσα να το χρησιµοποιήσω σαν όπλο για να υπερασπιστώ τον εαυτό µου. Σταµάτησα να ζητάω φαγητό στο άσυλο των γυναικών και άρχισα να πηγαίνω στο αντίστοιχο των αντρών, περίµενα µέχρι να µπω στο τέλος της ουράς, έπαιρνα το πιάτο µου και κατάπινα τη µια µπουκιά µετά την άλλη βιαστικά σε µια γωνία. Ανάµεσα σ’ αυτούς τους άντρες, µια έντονη µατιά θα µπορούσε να ερµηνευτεί σαν επιθετικότητα, µια λέξη παραπάνω ήταν επικίνδυνη, ήταν όντα ανώνυµα, αόρατα, εκτός απ’ τους γέρους, που το ’χαν λίγο χαµένο και κατέφευγαν εκεί χρόνια ολόκληρα· αυτή ήταν η περιοχή τους και κανείς δεν

µπορούσε να το αµφισβητήσει αυτό. Εγώ περνούσα για άλλο ένα νεαρό πρεζόνι απ’ τα πολλά που ξέβραζε εκεί η παλίρροια της ανθρώπινης µιζέριας. Ήταν τόσο προφανής η ευπάθειά µου, ώστε µερικές φορές κάποιος απ’ αυτούς κατάφερνε να ξεθάψει κάποια ίχνη συµπόνιας και µου πετούσε ένα «Hi, buddie!». Εγώ δεν απαντούσα, γιατί η φωνή µου θα µε πρόδιδε. Το ίδιο βαποράκι, που αντάλλασσε τσιγάρα µε κρακ, αγόραζε ηλεκτρονικές συσκευές, CD, DVD, iPods, κινητά τηλέφωνα και βιντεοπαιχνίδια, αλλά δεν ήταν εύκολο να τα βρει κανείς. Για να κλέψεις κάτι τέτοιο, χρειάζεσαι µεγάλη τόλµη και ταχύτητα, κι εγώ δεν είχα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ο Φρέντι µού είχε εξηγήσει τη µέθοδό του. Πρώτα κάνεις µια αναγνωριστική επίσκεψη για να εντοπίσεις τις πιθανές εξόδους και τις κάµερες ασφαλείας· µετά περιµένεις µέχρι να γεµίσει το µαγαζί και οι υπάλληλοι να είναι όλοι απασχοληµένοι, πράγµα που συµβαίνει συνήθως στις εκπτώσεις, στις γιορτές και στις αρχές ή στα τέλη του µηνός, τότε που πληρώνεται ο κόσµος. Αυτό είναι καλό στη θεωρία, αλλά, αν η ανάγκη είναι επιτακτική, δεν µπορείς να περιµένεις τις ιδανικές συνθήκες. Την ηµέρα που µε πέτυχε ο αστυφύλακας Αράνα περνούσα ένα µαρτύριο διαρκείας. ∆εν είχα καταφέρει να βρω τίποτε και για ώρες ολόκληρες ένιωθα φριχτές κράµπες, έτρεµα ολόκληρη απ’ τη στέρηση και είχα διπλωθεί απ’ τον πόνο εξαιτίας της κυστίτιδας, η οποία είχε χειροτερέψει και τα συµπτώµατα υποχωρούσαν µόνο µε ηρωίνη ή µε πολύ ακριβά φάρµακα στη µαύρη αγορά. ∆εν µπορούσα να αντέξω άλλο αυτή την κατάσταση ούτε µια ώρα και έκανα ακριβώς το αντίθετο από αυτό που µε είχε συµβουλεύσει ο Φρέντι. Μπήκα απελπισµένη σ’ ένα κατάστηµα ηλε-

368

369

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κτρονικών που δεν γνώριζα, αλλά είχε ένα µοναδικό πλεονέκτηµα: δεν υπήρχε κανένας ένοπλος φρουρός στην πόρτα, όπως είχαν τα άλλα. Χωρίς να νοιάζοµαι για τους υπαλλήλους ή τις κάµερες, άρχισα να ψάχνω σαν τρελή το τµήµα των παιχνιδιών. Η συµπεριφορά µου και η όψη µου πρέπει να τράβηξαν την προσοχή. Βρήκα τα παιχνίδια, διάλεξα ένα πολεµικό γιαπωνέζικο που άρεσε στον Φρέντι, το έκρυψα κάτω απ’ την µπλούζα µου και κατευθύνθηκα βιαστικά προς την έξοδο. Ο κωδικός ασφαλείας του βιντεοπαιχνιδιού έβαλε σε ενέργεια το συναγερµό, που άρχισε να στριγκλίζει µε το που πέρασα την πόρτα. Βάλθηκα να τρέχω µε πρωτοφανή ενέργεια, αν σκεφτώ την αξιοδάκρυτη κατάσταση στην οποία βρισκόµουν, προτού προλάβουν οι υπάλληλοι να αντιδράσουν. Συνέχισα να τρέχω, αρχικά στη µέση του δρόµου, αποφεύγοντας τα αυτοκίνητα, και µετά από το πεζοδρόµιο, παραµερίζοντας τον κόσµο µε σπρωξιές και χυδαίες βρισιές, µέχρι που κατάλαβα ότι κανείς δεν µε ακολουθούσε. Σταµάτησα ξέπνοη, µ’ ένα κοφτερό µαχαίρι να µου σκίζει τα πνευµόνια, ένα µουντό πόνο στη µέση και στην κύστη, και ένα ζεστό ρυάκι ούρων ανάµεσα στα πόδια, και κάθισα αποκαµωµένη στο πεζοδρόµιο σφίγγοντας στην αγκαλιά µου το γιαπωνέζικο παιχνίδι. Λίγο αργότερα, δύο χέρια βαριά και σταθερά µε έπιασαν απ’ τους ώµους. Όταν γύρισα να κοιτάξω, είδα µπροστά µου δύο καθαρά µάτια σε ένα ηλιοκαµένο πρόσωπο. Ήταν ο αστυφύλακας Αράνα, αλλά δεν τον αναγνώρισα αµέσως, γιατί δεν φορούσε στολή και εγώ δυσκολευόµουν να εστιάσω το βλέµµα µου, αφού ήµουν στα πρόθυρα της λιποθυµίας. Τώρα που το σκέφτοµαι, το βρίσκω εξαιρετικά περίεργο που ο Αράνα δεν µε είχε συναντήσει νωρίτερα.

Ο κόσµος των ζητιάνων, των πορτοφολάδων, των πορνών και των πρεζάκηδων περιορίζεται σε ορισµένες συνοικίες και δρόµους που η αστυνοµία γνωρίζει καλά και επιβλέπει, έτσι όπως επιβλέπει και τα άσυλα των αστέγων, όπου αργά ή γρήγορα θα καταλήξει ο κάθε πεινασµένος. Ηττηµένη, έβγαλα το βιντεοπαιχνίδι απ’ το πουκάµισό µου και του το έδωσα. Ο αστυνοµικός µε σήκωσε απ’ το έδαφος µε το ένα χέρι και χρειάστηκε να µε κρατήσει γερά, γιατί τα πόδια µου λύγιζαν. «Έλα µαζί µου», µου είπε, µε πολύ περισσότερη ευγένεια απ’ αυτή που µπορούσα να περιµένω. «Σε παρακαλώ… µη µε συλλάβεις, σε παρακαλώ…», του είπα κοµπιάζοντας. «∆εν σκοπεύω να σε συλλάβω, ησύχασε». Με πήγε είκοσι µέτρα πιο κάτω, στην Τακερία, ένα µεξικάνικο εστιατόριο, όπου οι σερβιτόροι προσπάθησαν να µου εµποδίσουν την είσοδο βλέποντας την άθλια κατάστασή µου, αλλά υποχώρησαν όταν ο Αράνα τούς έδειξε το σήµα του. Κατέρρευσα σ’ ένα κάθισµα µε το κεφάλι ανάµεσα στα χέρια µου, τρέµοντας ολόκληρη ακατάσχετα. ∆εν ξέρω πώς µε αναγνώρισε ο Αράνα. Με είχε δει ελάχιστες φορές και το ερείπιο που είχε µπροστά του δεν έµοιαζε σε τίποτε µε το υγιές κοριτσάκι που γνώριζε, µε τα πλατινέ ξανθά µαλλιά και τα τελευταία µοντελάκια της µόδας. Κατάλαβε αµέσως ότι αυτό που χρειαζόµουν επειγόντως δεν ήταν φαγητό, οπότε µε σήκωσε και µε πήγε µέχρι το µπάνιο, κρατώντας µε σαν να ήµουν ανάπηρη. Έριξε µια µατιά γύρω του για να βεβαιωθεί ότι ήµασταν µόνοι, µου έβαλε κάτι στο χέρι και µ’ έσπρωξε απαλά στο εσωτερικό, ενώ εκείνος φύλαγε σκοπιά στην πόρτα. Λευκή σκό-

370

371

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νη. Σκούπισα τη µύτη µου µε χαρτί υγείας, αγχωµένη, βιαστική, και σνιφάρισα τη σκόνη που χώθηκε κατευθείαν σαν παγωµένο µαχαίρι στο µέτωπό µου. Αµέσως ένιωσα την έντονη ανακούφιση που γνωρίζει κάθε πρεζόνι, σταµάτησα να τρέµω και να βογκάω, καθάρισε το µυαλό µου. Έβρεξα λίγο το πρόσωπό µου και προσπάθησα να στρώσω κάπως τα µαλλιά µου µε τα δάχτυλα, χωρίς να µπορώ να αναγνωρίσω στον καθρέφτη αυτό το λείψανο µε τα κατακόκκινα µάτια και τις δίχρωµες λιγδερές τούφες. ∆εν µπορούσα να αντέξω την ίδια µου τη µυρωδιά, αλλά δεν είχε νόηµα να πλυθώ, αφού δεν µπορούσα να αλλάξω ρούχα. Απέξω µε περίµενε ο Αράνα µε τα χέρια σταυρωµένα στο στήθος, ακουµπισµένος στον τοίχο. «Πάντα έχω κάτι µαζί µου για επείγουσες περιπτώσεις σαν αυτή», είπε και µου χαµογέλασε, µε τα µάτια του σαν απειροελάχιστες σχισµές. Γυρίσαµε στο τραπέζι και ο αστυνοµικός παρήγγειλε για λογαριασµό µου µια µπίρα, που έπεσε σαν βάλσαµο στο στοµάχι µου, και µε υποχρέωσε να φάω µερικές µπουκιές κοτόπουλο προτού µου δώσει δύο χάπια. Πρέπει να ήταν κάποιο πολύ δυνατό αναλγητικό, γιατί επέµενε ότι δεν έπρεπε να τα πάρω µε άδειο στοµάχι. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχα αναστηθεί. «Όταν σκότωσαν τον Μπράντον Λίµαν, έψαξα να σε βρω για να σου πάρω µια κατάθεση και για να αναγνωρίσεις το πτώµα. Ήταν κάτι καθαρά τυπικό, γιατί δεν χωρούσε καµία αµφιβολία σχετικά µε την ταυτότητά του. Ήταν τυπικό ξεκαθάρισµα λογαριασµών ανάµεσα σε βαποράκια», µου είπε. «Ξέρετε ποιος το έκανε, αστυνόµε;»

«Έχουµε κάποια ιδέα, αλλά δεν έχουµε αποδείξεις. Του φύτεψαν έντεκα σφαίρες και κάµποσοι πρέπει να άκουσαν τους πυροβολισµούς, αλλά κανείς δεν θέλει να συνεργαστεί µε την αστυνοµία. Πίστευα ότι είχες γυρίσει στην οικογένειά σου, Λόρα. Τι έγιναν τα σχέδιά σου να πας στο πανεπιστήµιο; Ποτέ δεν πίστευα ότι θα σε συναντήσω σε τέτοια χάλια». «Φοβήθηκα, αστυνόµε. Όταν έµαθα ότι τον είχαν σκοτώσει, δεν τόλµησα να γυρίσω στο κτίριο και κρύφτηκα. ∆εν µπόρεσα να τηλεφωνήσω στην οικογένειά µου και κατέληξα στους δρόµους». «Και πρεζόνι κατά τα φαινόµενα. Χρειάζεσαι…» «Όχι!» τον διέκοψα. «Στην πραγµατικότητα είµαι πάρα πολύ καλά, αστυνόµε, δεν χρειάζοµαι τίποτα. Θα πάω στο σπιτάκι µου, θα µου στείλουν χρήµατα για το λεωφορείο». «Μου οφείλεις κάποιες εξηγήσεις, Λόρα. Ο υποτιθέµενος θείος σου δεν λεγόταν Μπράντον Λίµαν. ∆εν του ανήκε ούτε κάποιο απ’ τα ονόµατα που βρήκαµε σε πέντε-έξι άδειες οδήγησης που είχε στην κατοχή του. Αναγνωρίστηκε ως Χανκ Τρέβορ, µε δύο καταδίκες φυλάκισης στην Ατλάντα». «Ποτέ δεν µου µίλησε για κάτι τέτοιο». «∆εν σου µίλησε ούτε για τον αδελφό του, τον Άνταµ;» «Αυτόν µπορεί να µου τον ανέφερε κάποια στιγµή, δεν θυµάµαι». Ο αστυνοµικός ζήτησε άλλη µια µπίρα για τον καθένα µας και στη συνέχεια µού είπε ότι ο Άνταµ Τρέβορ ήταν ένας απ’ τους καλύτερους πλαστογράφους στον κόσµο ολόκληρο. Στα δεκαπέντε του άρχισε να δουλεύει σ’ ένα τυπογραφείο στο Σικάγο, όπου έµαθε να χειρίζεται τη µε-

372

373

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λάνη και το χαρτί και µετά ανέπτυξε µια δική του τεχνική για την πλαστογράφηση χαρτονοµισµάτων τόσο τέλειων, ώστε να ξεγελάνε τα ηλεκτρονικά µολύβια και τις υπεριώδεις. Τα πουλούσε για σαράντα µε πενήντα σεντς το δολάριο στις µαφίες της Κίνας, της Ινδίας και των Βαλκανίων, οι οποίες τα ανακάτευαν µε πραγµατικά δολάρια προτού τα ρίξουν στην αγορά. Η πλαστογραφία χαρτονοµισµάτων είναι από τις πιο επικερδείς δουλειές στον κόσµο, αλλά βέβαια απαιτεί απόλυτη µυστικότητα και ψυχραιµία. «Ο Μπράντον Λίµαν, ή για την ακρίβεια Χανκ Τρέβορ, δεν είχε το ταλέντο και την ευφυΐα του αδελφού του, ήταν σε σύγκριση µαζί του µικροαπατεώνας. Το µόνο κοινό ανάµεσά τους ήταν η εγκληµατική τους νοοτροπία. Γιατί να ιδρώνεις κάνοντας κάποια τίµια δουλειά, αφού η παρανοµία είναι πιο αποδοτική και διασκεδαστική; ∆εν µπορείς να πεις ότι έχουν άδικο, έτσι δεν είναι, Λόρα; Σου οµολογώ ότι νιώθω θαυµασµό για τον Άνταµ Τρέβορ, είναι καλλιτέχνης και ποτέ δεν έβλαψε άνθρωπο, µόνο την αµερικανική κυβέρνηση», κατέληξε ο Αράνα. Μου εξήγησε ότι ο βασικός κανόνας ενός πλαστογράφου είναι να µην ξοδεύει τα χρήµατά του, αλλά να τα διαθέτει όσο πιο µακριά γίνεται, χωρίς να αφήνει ίχνη που θα µπορούσαν να οδηγήσουν είτε στον αυτουργό είτε στο τυπογραφείο. Ο Άνταµ Τρέβορ παραβίασε αυτόν τον κανόνα και έδωσε ένα µεγάλο ποσό στον αδελφό του, ο οποίος, αντί να το φυλάξει, όπως σίγουρα έλεγαν οι οδηγίες που είχε πάρει, άρχισε να το ξοδεύει στο Λας Βέγκας. Ο Αράνα πρόσθεσε ότι είχε είκοσι πέντε χρόνια πείρας στην αστυνοµία και ήξερε πολύ καλά µε τι ασχολείται ο Μπράντον Λίµαν και τι ακριβώς έκανα εγώ για εκείνον, αλλά

δεν µας είχε συλλάβει, γιατί τα πρεζόνια σαν εµάς δεν είχαµε καµιά πραγµατική σηµασία· αν έπιαναν κάθε ναρκοµανή και βαποράκι της Νεβάδα, δεν θα είχαν αρκετά κελιά για να τους βάλουν… Ωστόσο, όταν ο Λίµαν άρχισε να κυκλοφορεί πλαστό χρήµα, πέρασε σε άλλη κατηγορία, πολύ πάνω απ’ τα µέτρα του. Μοναδικός λόγος που δεν τον έπιασαν αµέσως ήταν η πιθανότητα να ανακαλύψουν την προέλευση των χαρτονοµισµάτων, χρησιµοποιώντας τον για δόλωµα. «Τον παρακολουθούσα µήνες ολόκληρους, ελπίζοντας να µε οδηγήσει στον Άνταµ Τρέβορ. Φαντάσου, λοιπόν, την απογοήτευσή µου, όταν τον δολοφόνησαν. Εσένα σ’ έψαχνα, γιατί ξέρεις πού φυλούσε ο εραστής σου τα χρήµατα που του έστελνε ο αδελφός του…» «∆εν ήταν εραστής µου!» τον διέκοψα. «∆εν έχει καµία σηµασία. Αυτό που θέλω να µάθω εγώ είναι πού έβαλε τα χρήµατα και πώς θα εντοπίσω τον Άνταµ Τρέβορ». «Αν ήξερα πού είναι τα λεφτά, αστυνόµε, νοµίζεις ότι θα κοιµόµουν στα παγκάκια;» Μια ώρα πριν θα του τα είχα πει όλα χαρτί και καλαµάρι, αλλά το ναρκωτικό, τα χάπια, οι µπίρες και ένα ποτηράκι τεκίλα µε είχαν απαλλάξει προσωρινά από την αγωνία και θυµήθηκα ότι δεν έπρεπε να µπω σ’ αυτό το λούκι. Αγνοούσα αν τα χαρτονοµίσµατα στην αποθήκη του Μπίτι ήταν ψεύτικα, αυθεντικά ή κάτι ανάµεσα, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν µε συνέφερε καθόλου να µε συνδέσει ο Αράνα µ’ εκείνες τις τσάντες. Ο Φρέντι µού έλεγε πάντα ότι η σιωπή είναι χρυσός. Ο Μπράντον Λίµαν είχε πεθάνει µε άγριο τρόπο, οι δολοφόνοι του ήταν ακόµα ελεύθεροι, ο αστυνόµος είχε κάνει λόγο για µαφίες και, αν

374

375

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

έδινα οποιαδήποτε πληροφορία, θα τραβούσα πάνω µου την εκδίκηση του Άνταµ Τρέβορ. «Πώς σας περνάει απ’ το µυαλό ότι ο Μπράντον Λίµαν θα εµπιστευόταν σ’ εµένα κάτι τέτοιο, αστυνόµε; Εγώ ήµουν το παιδί για όλες τις δουλειές. Ο Τζο Μάρτιν κι ο Σχιστοµάτης ήταν οι συνεργάτες του, εκείνοι συµµετείχαν σ’ όσα έκανε και τον συνόδευαν παντού, όχι εγώ». «∆ηλαδή ήταν συνεταιράκια;» «Έτσι πιστεύω, αλλά δεν είµαι σίγουρη, γιατί ο Μπράντον Λίµαν δεν µου αποκάλυπτε τίποτε. ∆εν ήξερα καν ότι τον έλεγαν Χανκ Τρέβορ». «∆ηλαδή ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης ξέρουν πού βρίσκονται τα χρήµατα». «Θα πρέπει να ρωτήσεις τους ίδιους. Τα µοναδικά χρήµατα που έβλεπα εγώ ήταν τα φιλοδωρήµατα που µου έδινε ο Μπράντον Λίµαν». «Κι εκείνα που εισέπραττες για λογαριασµό του στα ξενοδοχεία». Συνέχισε να µε ρωτάει λεπτοµέρειες για το άντρο της παρανοµίας που στεγαζόταν στο κτίριο του Μπράντον Λίµαν, και του απάντησα µε µεγάλη προσοχή, χωρίς να αναφερθώ στον Φρέντι ούτε να του δώσω το παραµικρό στοιχείο σχετικά µε τους σάκους Ελ Πάσο ΤΧ. Προσπάθησα να στρέψω το ενδιαφέρον του στον Τζο Μάρτιν και τον Σχιστοµάτη, πιστεύοντας ότι, αν τους έπιαναν, θα απαλλασσόµουν εγώ απ’ αυτούς, αλλά ο Αράνα δεν έδειξε να ενδιαφέρεται. Είχαµε τελειώσει το φαγητό µας από ώρα, ήταν γύρω στις πέντε το απόγευµα, και στο ταπεινό µεξικάνικο εστιατόριο είχε µείνει µόνο ένας σερβιτόρος που περίµενε εµάς για να κλείσει. Σαν να µην είχε κάνει αρκετά για µένα, ο αστυνόµος Αράνα µού χάρισε δέκα δο-

λάρια και µου άφησε και το νούµερο του κινητού του για να µείνουµε σ’ επαφή και να τον καλέσω, αν βρισκόµουν στα δύσκολα. Με προειδοποίησε ότι δεν έπρεπε να φύγω απ’ την πόλη χωρίς να του το πω και µε συµβούλευσε να φυλάγοµαι, γιατί στο Λας Βέγκας υπήρχαν γειτονιές πολύ επικίνδυνες, ιδιαίτερα τη νύχτα· σαν να µην το ήξερα... Λίγο προτού χωρίσουµε, µου κατέβηκε να τον ρωτήσω γιατί κυκλοφορούσε χωρίς στολή, οπότε µου εξοµολογήθηκε ότι συνεργαζόταν µε το FBI, γιατί η πλαστογραφία χαρτονοµισµάτων είναι οµοσπονδιακό αδίκηµα. Οι προφυλάξεις που έπαιρνα για να κρύβοµαι στο Λας Βέγκας ήταν ανώφελες µπροστά στη ∆ύναµη του Πεπρωµένου, έτσι, µε κεφαλαία γράµµατα, όπως θα έλεγε ο παππούς µου, εννοώντας βέβαια µία από τις αγαπηµένες του όπερες του Βέρντι. Ο παππούς µου δεχόταν την ποιητική ιδέα του πεπρωµένου –ποια άλλη εξήγηση θα µπορούσε να υπάρχει για το ότι συνάντησε τη γυναίκα της ζωής του στο Τορόντο–, αλλά ήταν λιγότερο µοιρολάτρης από τη γιαγιά µου, για την οποία το πεπρωµένο είναι κάτι τόσο σίγουρο και συγκεκριµένο όσο και η κληρονοµικότητα. Και τα δύο, το πεπρωµένο και τα γονίδια δηλαδή, καθορίζουν ποιοι είµαστε κι αυτό δεν µπορεί να αλλάξει· αν ο συνδυασµός είναι ισχυρός, τότε είµαστε αγύριστα κεφάλια, αν όµως δεν είναι έτσι, µπορούµε να ασκήσουµε έναν κάποιο έλεγχο στην ύπαρξή µας, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι ο αστρολογικός µας χάρτης είναι ευνοϊκός. Όπως µου εξηγούσε εκείνη, ερχόµαστε στον κόσµο κρατώντας κάποια χαρτιά στα χέρια και κάνουµε παιχνίδι· µε τα ίδια ακριβώς χαρτιά κάποιοι µπορεί να πάνε άπατοι και κά-

376

377

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ποιοι να διακριθούν. «Είναι ο νόµος της ανταποδοτικότητας, Μάγια. Αν η µοίρα σου είναι να γεννηθείς τυφλή, δεν είσαι ντε και καλά υποχρεωµένη να κάθεσαι στο µετρό και να παίζεις φλάουτο. Μπορείς να αναπτύξεις την αίσθηση της όσφρησης και να γίνεις εκτιµήτρια κρασιών». Τυπικό παράδειγµα της γιαγιάς µου. Σύµφωνα µε τη θεωρία της Νίνι µου, εγώ γεννήθηκα µε προδιάθεση για ναρκωτικά, γύρευε τώρα γιατί, αφού δεν προέρχεται απ’ τα γονίδιά µου – η γιαγιά µου απέχει από κάθε είδους ουσία, ο πατέρας µου πίνει ένα ποτηράκι λευκό κρασί µια φορά στο τόσο και η µητέρα µου, η πριγκίπισσα της Λαπωνίας, µου έκανε άριστη εντύπωση τη µοναδική φορά που την είδα. Ήταν βέβαια έντεκα η ώρα το πρωί κι αυτή την ώρα οι περισσότεροι άνθρωποι είναι λίγοπολύ νηφάλιοι. Εν πάση περιπτώσει, ανάµεσα στα δικά µου χαρτιά υπάρχει και το χαρτί του εθισµού, αλλά µε την κατάλληλη βούληση και µεγάλη δόση εξυπνάδας θα µπορούσα να παίξω µε ιδιοφυή τρόπο, έτσι ώστε να κρατάω τον εαυτό µου υπό έλεγχο. ∆υστυχώς, όµως, η στατιστική είναι απαισιόδοξη, αφού πιο πολλοί είναι οι τυφλοί που γίνονται δοκιµαστές κρασιών παρά οι εθισµένοι που απεξαρτώνται. Αν µάλιστα λάβω υπόψη και διάφορες άλλες τρικλοποδιές που µου έβαλε η µοίρα, όπως, ας πούµε, ότι γνώρισα τον Μπράντον Λίµαν, οι πιθανότητές µου να ζήσω µια κανονική ζωή ήταν ελάχιστες έως µηδενικές, τουλάχιστον πριν από την έγκαιρη παρέµβαση της Ολίµπια Πέτιφορντ. Έτσι το περιέγραψα στη Νίνι κι εκείνη µου απάντησε ότι πολλά κόλπα µπορεί να κάνει κανείς µε τα χαρτιά. Κάτι τέτοιο έκανε κι εκείνη, όταν µε έστειλε σ’ αυτό το νησάκι, το Τσιλοέ: ένα κόλπο της τράπουλας. Την ίδια µέρα που συναντήθηκα µε τον Αράνα, µερι-

κές ώρες αργότερα, ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης µε βρήκαν τελικά µερικά τετράγωνα από το µεξικάνικο εστιατόριο, όπου µε είχε κεράσει ο αστυνόµος. ∆εν είδα το τροµακτικό µαύρο βανάκι ούτε και τους ίδιους να πλησιάζουν, µέχρι που βρέθηκαν από πάνω µου, κι αυτό γιατί είχα ξοδέψει τα δέκα µου δολάρια για να αγοράσω πράµα και είχα φτιαχτεί. Με άρπαξαν ο ένας απ’ τη µια κι ο άλλος απ’ την άλλη και µε πήγαν σηκωτή ως το όχηµα, ενόσω εγώ ούρλιαζα και κλοτσοπατούσα απελπισµένη. Κάποιοι στάθηκαν να θαυµάσουν το θέαµα, αλλά κανείς δεν µπήκε στη µέση, κανείς δεν είναι τρελός για να τα βάλει µε δύο επικίνδυνους γορίλες και µία υστερική ζητιάνα. Προσπάθησα να πηδήξω απ’ το βανάκι στη διάρκεια της διαδροµής, αλλά ο Τζο Μάρτιν µε ακινητοποίησε µε µια κοφτή στο σβέρκο. Με ανέβασαν στο κτίριο που ήδη γνώριζα, την αυλή του Μπράντον Λίµαν, όπου τώρα έκαναν κουµάντο εκείνοι, και παρά τη σκοτούρα µου µπόρεσα να αντιληφθώ ότι η κατάσταση είχε χειροτερέψει κατά πολύ, είχαν πολλαπλασιαστεί τα χυδαία συνθήµατα στους τοίχους, τα σκουπίδια και τα σπασµένα γυαλιά, χώρια που βρόµαγε σκατίλα. Ο ένας απ’ τη µια κι ο άλλος απ’ την άλλη, µε ανέβασαν στον τρίτο όροφο, άνοιξαν το κιγκλίδωµα και µπήκαµε στο διαµέρισµα που ήταν άδειο. «Τώρα θα σε βάλουµε να κελαηδήσεις, µαλακισµένη πουτανίτσα», µε απείλησε ο Τζο Μάρτιν, µε τη µύτη του στα δύο εκατοστά από τη δική µου, ζουλώντας τα στήθη µου µε τις πιθηκίσιες παλάµες του. «Θα µας πεις πού φυλάει ο Λίµαν τα λεφτά, αλλιώς θα σου σπάσω τα κόκαλα ένα-ένα». Εκείνη τη στιγµή χτύπησε το κινητό του Σχιστοµάτη. Μίλησε για λίγο ψιθυριστά και µετά είπε στον Τζο Μάρ-

378

379

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τιν ότι είχαν όσο χρόνο ήθελαν για να µου σπάσουν τα κόκαλα ένα-ένα, τώρα όµως είχαν εντολές να φύγουν γιατί τους περίµεναν. Με φίµωσαν µε µια πατσαβούρα και µε κολλητική ταινία, µε έριξαν σε µια από τις µαξιλάρες, µου έδεσαν τους αστραγάλους και τους καρπούς των χεριών µε καλώδιο και ένωσαν το ένα καλώδιο µε το άλλο, αφήνοντάς µε διπλωµένη προς τα πίσω. Αµέσως µετά έφυγαν, αφού πρώτα µου εξήγησαν για µια ακόµη φορά τι θα µου έκαναν στην επιστροφή τους. Έµεινα µόνη, χωρίς να µπορώ ούτε να φωνάξω ούτε να κινηθώ, µε το καλώδιο να µου κόβει τους αστραγάλους και τους καρπούς των χεριών, το λαιµό µου να πονάει απ’ το χτύπηµα και το κουρέλι στο στόµα να µε πνίγει. Ήµουν τροµοκρατηµένη γι’ αυτό που µε περίµενε στα χέρια αυτών των δολοφόνων, κυρίως όµως γιατί είχε αρχίσει να περνάει η επήρεια του αλκοόλ και των ουσιών. Στο στόµα είχα το πατσαβούρι και µια γλίτσα από τα φαχίτας κοτόπουλου που είχα φάει για µεσηµέρι. Προσπαθούσα απεγνωσµένα να αντιπαλέψω την αναγούλα που µου ανέβαινε απ’ το λαιµό και µπορούσε εύκολα να µε πνίξει.

Σχιστοµάτης, για να τους πω όλα όσα ήθελαν να µάθουν, για να τους πάω εγώ η ίδια στο Μπίτι, για να τους δω να σπάνε τα λουκέτα της αποθήκης µε σφαίρες και µετά να µου φυτεύουν κι εµένα µια σφαίρα στο κεφάλι. Αυτό θα ήταν προτιµότερο από το να πεθάνω δεµένη και ακινητοποιηµένη σαν σφαχτάρι. ∆εν µε ενδιέφεραν καθόλου αυτά τα καταραµένα χαρτονοµίσµατα· γιατί δεν τα είπα όλα στον αστυνόµο Αράνα, γιατί, γιατί; Τώρα, µερικούς µήνες αργότερα στο Τσιλοέ, µε την ηρεµία που φέρνει η απόσταση, καταλαβαίνω ότι αυτός ήταν ο τρόπος µε τον οποίο προσπαθούσαν να µε κάνουν να οµολογήσω, δεν χρειαζόταν καθόλου να µου σπάσουν τα κόκαλα ένα-ένα, το βασανιστήριο της στέρησης ήταν αρκετό. Αυτή ήταν σίγουρα η εντολή που έδωσαν στον Σχιστοµάτη απ’ το κινητό. Έξω ο ήλιος είχε κιόλας δύσει, δεν περνούσε καθόλου φως ανάµεσα στις τάβλες του παραθύρου και µέσα το σκοτάδι ήταν απόλυτο, ενόσω εγώ, όλο και πιο άρρωστη, συνέχιζα να προσεύχοµαι να επιστρέψουν οι δολοφόνοι. Η δύναµη του πεπρωµένου. Αυτός που άναψε το φως κι έσκυψε από πάνω µου δεν ήταν ο Τζο Μάρτιν ούτε ο Σχιστοµάτης, αλλά ο Φρέντι, σε τέτοια κατάσταση αδυναµίας και παράνοιας, που για µια στιγµή δεν τον αναγνώρισα. «Γαµώ το κέρατό µου, Λόρα, γαµώ το κέρατό µου», µουρµούριζε, καθώς προσπαθούσε να βγάλει απ’ το στόµα µου το πατσαβούρι µε τρεµάµενο χέρι. Τελικά τα κατάφερε και µπόρεσα να πάρω µια τεράστια ανάσα, γεµίζοντας τα πνευµόνια µου µε αέρα, ξερνώντας και βήχοντας. Φρέντι, Φρέντι, ευλογηµένος να είσαι, Φρέντι! ∆εν µπορούσε όµως να λύσει τα καλώδια, οι κόµποι είχαν σφίξει πάρα πολύ κι εκείνος είχε µόνο ένα χέρι, απ’ το άλλο του έλειπαν δύο δάχτυλα, άλλωστε ποτέ δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει την

Πόση ώρα έµεινα σ’ αυτή τη µαξιλάρα; ∆εν µπορώ να το ξέρω µε σιγουριά, αλλά µου φάνηκε ότι πέρασαν µέρες ολόκληρες, αν και µπορεί να µην ήταν ούτε µια ώρα. Πολύ σύντοµα άρχισα να τρέµω σύγκορµη και να δαγκώνω το κουρέλι, το οποίο είχε ήδη ποτίσει µε σάλια, για να µην πνιγώ. Με κάθε βίαιη κίνησή µου, χωνόταν λίγο πιο βαθιά το καλώδιο στη σάρκα µου. Ο φόβος και ο πόνος µε εµπόδιζαν να σκεφτώ, ένιωθα να µου τελειώνει ο αέρας κι άρχισα να προσεύχοµαι να γυρίσουν ο Τζο Μάρτιν και ο

380

381

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

παλιά κινητικότητά του µετά τον ξυλοδαρµό του. Πήγε και βρήκε ένα µαχαίρι στην κουζίνα κι άρχισε να παλεύει µε το καλώδιο, ώσπου κατάφερε να το κόψει και, έπειτα από µια ολόκληρη αιωνιότητα, να µε απελευθερώσει. Οι αστράγαλοι και οι καρποί των χεριών µου έτρεχαν αίµα, αλλά αυτό το παρατήρησα αργότερα, γιατί εκείνη τη στιγµή το κυρίαρχο ήταν η αγωνία της στέρησης, το µόνο που µ’ ενδιέφερε ήταν να βρω µια δόση. Ήταν ανώφελο να προσπαθήσω να σηκωθώ, το κορµί µου ολόκληρο τιναζόταν σπασµωδικά χωρίς να έχω τον έλεγχο των άκρων µου. «Γαµώ το κέρατό µου, γαµώ, πρέπει να φύγεις από δω, Λόρα, να φύγεις, γαµώ το», έλεγε το αγόρι σαν να ψέλνει σε εκκλησία. Ο Φρέντι πήγε ξανά στην κουζίνα και γύρισε πίσω µε µια πίπα, ένα καµινέτο και µια χούφτα κρακ. Το άναψε και µου το έβαλε στο στόµα. Εισέπνευσα βαθιά και ένιωσα αµέσως τις δυνάµεις µου να επιστρέφουν, ως ένα βαθµό. «Πώς θα φύγουµε από δω, Φρέντι;» µουρµούρισα· τα δόντια µου έπαιζαν κλακέτες. «Περπατώντας, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Σήκω, Λόρα», απάντησε. Και περπατώντας βγήκαµε µε τον πιο απλό τρόπο, από την κεντρική πόρτα. Ο Φρέντι είχε το τηλεκοντρόλ του κιγκλιδώµατος και κατεβήκαµε από τη σκάλα µες στο σκοτάδι, τοίχο-τοίχο, εκείνος κρατώντας µε απ’ τη µέση κι εγώ στηριγµένη στους ώµους του. Ήταν τόσο µικρόσωµος! Αλλά η γενναία καρδιά του αναπλήρωνε και µε το παραπάνω το εύθραυστο κορµί του. Μπορεί κάποια από τα φαντάσµατα των κάτω ορόφων να µας είδαν και να είπαν στον Τζο Μάρτιν και στον Σχιστοµάτη ότι µε είχε απαγάγει ο Φρέντι – ποτέ δεν θα το µάθω. Αλλά ακόµα κι αν

δεν τους το είπε κανείς, θα πρέπει να το µάντεψαν, ποιος άλλος θα διακινδύνευε τη ζωή του για να µε βοηθήσει; Προχωρήσαµε κάνα δυο τετράγωνα στις σκιές των σπιτιών, παίρνοντας αποστάσεις απ’ το κτίριο. Ο Φρέντι προσπάθησε να σταµατήσει µερικά ταξί, αλλά οι ταξιτζήδες µας έβλεπαν και πατούσαν γκάζι, η εµφάνισή µας πρέπει να ήταν πραγµατικά άθλια. Με πήγε µέχρι µια στάση λεωφορείου και πήραµε το πρώτο που πέρασε, χωρίς να µας νοιάζει πού πάει και χωρίς να δίνουµε σηµασία στους µορφασµούς αηδίας των επιβατών και στις µατιές του οδηγού από τον κεντρικό καθρέφτη. Εγώ βρόµαγα κάτουρο, ήµουν αχτένιστη, είχα µατωµένα σηµάδια στα µπράτσα και τα παπούτσια µου. Θα µπορούσαν να µας υποχρεώσουν να κατέβουµε απ’ το λεωφορείο ή να ειδοποιήσουν την αστυνοµία, αλλά σ’ αυτό σταθήκαµε τυχεροί γιατί δεν το έκαναν. Κατεβήκαµε στην τελευταία στάση, όπου ο Φρέντι µε πήγε σε µια δηµόσια τουαλέτα και µ’ έπλυνε όσο µπορούσε καλύτερα, χωρίς να πετύχει και πολλά πράγµατα γιατί τα ρούχα µου και τα µαλλιά µου ήταν σε άθλια κατάσταση, και µετά πήραµε άλλο λεωφορείο και µετά άλλο κι αρχίσαµε να γυρίζουµε όλο το Λας Βέγκας επί ώρες για να σβήσουµε τα ίχνη µας. Τελικά, ο Φρέντι µε πήγε σε µια συνοικία µαύρων, όπου δεν είχα πατήσει ποτέ το πόδι µου, κακοφωτισµένη, µε τους δρόµους άδειους εκείνη την ώρα, σπίτια ταπεινά ανθρώπων του µεροκάµατου, βεράντες µε ψάθινες πολυθρόνες, αυλές γεµάτες σαβούρα και κουφάρια αυτοκινήτων. Μετά το ξύλο που είχε φάει αυτό το παιδί, επειδή είχε βρεθεί σε µια συνοικία που δεν του ταίριαζε, ήθελε πολύ θάρρος για να µε φέρει µέχρι εδώ, µόνο που ο ίδιος δεν έδειχνε να ανησυχεί, σαν να είχε περάσει απ’ αυτούς τους δρόµους πολλές φορές.

382

383

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Φτάσαµε σ’ ένα σπίτι που σε τίποτε δεν διέφερε από τ’ άλλα, και ο Φρέντι χτύπησε αρκετές φορές το κουδούνι επίµονα. Κάποια στιγµή ακούστηκε µια βροντερή φωνή: «Ποιος χτυπάει τέτοια ώρα;» Άναψε το φως της εισόδου, µισάνοιξε η πόρτα και µας επιθεώρησε ένα µάτι. «Θεέ και Κύριε… εσύ είσαι, Φρέντι;» Ήταν η Ολίµπια Πέτιφορντ µε µια ροζ φουρφουρωτή ρόµπα, η νοσοκόµα που είχε φροντίσει τον Φρέντι στο νοσοκοµείο, όταν τον είχαν χτυπήσει, το γλυκό θωρηκτό, η Μαντόνα των κατατρεγµένων, η υπέροχη γυναίκα που είχε τη δική της εκκλησία µε τις Χήρες του Ιησού. Η Ολίµπια άνοιξε την πόρτα της διάπλατα και µε έκλεισε σε µια αγκαλιά Αφρικανής θεάς. «Καηµένο κοριτσάκι, καηµένο κοριτσάκι». Με σήκωσε στα χέρια και µε πήγε στον καναπέ του σαλονιού της, όπου µε φρόντισε µε την προσοχή που δίνει µια µάνα στο νεογέννητο παιδί της.

να, µια µοναδική σταγόνα από κάτι δυνατό, κάτι που να µε κρατήσει στη ζωή, όταν η τρεµούλα και οι φριχτοί στοµαχόπονοι µε βασάνιζαν και το χταπόδι της αγωνίας µού έσφιγγε τους κροτάφους µε χίλια πλοκάµια, ενώ ίδρωνα κι αγωνιζόµουν και πάλευα προσπαθώντας να το σκάσω, αυτές οι καταπληκτικές Χήρες µε στήριζαν, µε κανάκευαν, µε παρηγορούσαν, προσεύχονταν και τραγουδούσαν για µένα και δεν µε άφηναν µόνη ούτε στιγµή. «Κατέστρεψα τη ζωή µου, δεν µπορώ άλλο, θέλω να πεθάνω», κλαψούρισα κάποια στιγµή, όταν κατάφερα να αρθρώσω κάτι, εκτός από βρισιές, ικεσίες και κατάρες. Η Ολίµπια µε άρπαξε απ’ τους ώµους και µε υποχρέωσε να την κοιτάξω στα µάτια, να συγκεντρώσω το βλέµµα µου, να προσέξω και να την ακούσω. «Ποιος σου είπε ότι θα ήταν εύκολο, κοριτσάκι; Λίγη υποµονή χρειάζεται. Κανείς δεν πεθαίνει απ’ αυτό. Σου απαγορεύω να µιλάς για θάνατο, είναι αµαρτία. Αφέσου στα χέρια του Ιησού και θα ζήσεις µε αξιοπρέπεια τα εβδοµήντα χρόνια που σου αποµένουν». ∆εν ξέρω πώς το κατάφερε –αλλά το κατάφερε– η Ολίµπια Πέτιφορντ να µου βρει ένα αντιβιοτικό, το οποίο εξαφάνισε την ουρολοίµωξή µου, και Valium για να µε βοηθήσει να αντιµετωπίσω τα συµπτώµατα της στέρησης. Φαντάζοµαι θα τα σούφρωσε απ’ το νοσοκοµείο, χωρίς καµία τύψη, αφού είχε σίγουρη την προκαταβολική συγχώρεση του Ιησού. Η κυστίτιδα είχε ανέβει ως τα νεφρά µου, όπως µου εξήγησε, αλλά οι ενέσεις που µου έκανε την ανέστειλαν µέσα σε ελάχιστες µέρες και µου έδωσε κι ένα µπουκαλάκι µε χάπια που έπρεπε να παίρνω για τις επόµενες δύο εβδοµάδες. ∆εν θυµάµαι πόσο καιρό κράτησε η αγωνία της στέρησης, πρέπει να ήταν όλες

Στο σπίτι της Ολίµπια Πέτιφορντ είχα εγκλωβιστεί ολοκληρωτικά στη φρίκη του συνδρόµου στέρησης, που είναι χειρότερη από οποιονδήποτε άλλο σωµατικό πόνο, έτσι λένε τουλάχιστον, αλλά λιγότερο οδυνηρή παρά να νιώθεις άχρηστος ή να πονάς για την απώλεια κάποιου αγαπηµένου προσώπου, όπως ο παππούς µου, ας πούµε. ∆εν τολµώ να σκεφτώ τι θα σήµαινε για µένα να χάσω τον Ντάνιελ… Ο σύζυγος της Ολίµπια, ο Τζερεµάια Πέτιφορντ, ένας πραγµατικός άγγελος, και οι Χήρες του Ιησού, µερικές ώριµες µαύρες κυρίες, υποµονετικές, πεισµατάρες και γενναιόδωρες, έκαναν βάρδιες για να µε στηρίξουν στις χειρότερες στιγµές. Όταν χτυπούσαν τα δόντια µου τόσο πολύ ώστε να µη βγαίνει η φωνή µου για να ζητήσω µια σταγό-

384

385

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κι όλες δύο ή τρεις µέρες, εµένα όµως µου φάνηκαν ολόκληρος µήνας. Έβγαινα σιγά-σιγά απ’ το πηγάδι και κάποια στιγµή έφτασα στην επιφάνεια. Κατάφερα να φάω λίγη σούπα και δηµητριακά µε γάλα. Μπόρεσα µάλιστα να ξεκουραστώ και να κοιµηθώ κάποιες στιγµές· το ρολόι ήταν σαν να µου έπαιζε παιχνίδια και µια ώρα µού φαινόταν σαν βδοµάδα. Οι Χήρες µε µπανιάρισαν, µου έκοψαν τα νύχια και µε καθάρισαν από τις ψείρες, µου περιποιήθηκαν τα µολυσµένα τρυπήµατα απ’ τις βελόνες και τα κοψίµατα απ’ τα καλώδια στους καρπούς και τους αστραγάλους, µου έκαναν εντριβές µε λάδι για µωρά για να µαλακώσουν τα κάκαδα, µου έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσω και µε παρακολουθούσαν για να µην το σκάσω απ’ το παράθυρο και βγω πάλι στη γύρα για ναρκωτικά. Όταν στο τέλος κατάφερα να σηκωθώ όρθια και να περπατήσω χωρίς βοήθεια, µε πήγαν στην εκκλησία τους, µια αποθήκη βαµµένη γαλάζια, όπου έκαναν τις συναντήσεις τους τα επίλεκτα µέλη αυτής της µικρής οµάδας. ∆εν υπήρχαν νέοι, όλοι ήταν Αφροαµερικανοί, η πλειονότητά τους γυναίκες, και πληροφορήθηκα ότι οι ελάχιστοι άντρες που συµµετείχαν δεν ήταν κατ’ ανάγκη χήροι. Ο Τζερεµάια και η Ολίµπια Πέτιφορντ, ντυµένοι µε χλαµύδες από µοβ σατέν µε κίτρινη µπορντούρα, έκαναν µια λειτουργία για να ευχαριστήσουν τον Ιησού εξ ονόµατός µου. Τι θεϊκές φωνές! Τραγουδούσαν µε το σώµα τους ολόκληρο, ισορροπώντας σαν κοκοφοίνικες, µε τα µπράτσα υψωµένα προς τον ουρανό, χαρούµενοι, τόσο χαρούµενοι, που τα τραγούδια τους µε εξάγνισαν.

Η Ολίµπια και ο Τζερεµάια δεν θέλησαν να µάθουν τίποτε σχετικά µ’ εµένα, ούτε καν το όνοµά µου· για να µε δεχτούν ήταν αρκετό το ότι µε είχε πάει ως την πόρτα τους ο Φρέντι. Μάντεψαν ότι το είχα σκάσει από κάτι και προτίµησαν να µη µάθουν από τι, για την περίπτωση που κάποιος θα µπορούσε να τους κάνει ακατάλληλες ερωτήσεις. Προσεύχονταν κάθε µέρα για τον Φρέντι, έκαναν παρακλήσεις στον Ιησού, παρακαλούσαν να δεχτεί την αποτοξίνωση, να δεχτεί βοήθεια και αγάπη, «αλλά µερικές φορές ο Ιησούς αργεί να απαντήσει, κι αυτό γιατί οι παρακλήσεις παραείναι πολλές», µου εξήγησαν. Ούτε κι εµένα µου έφευγε ο Φρέντι απ’ το µυαλό, επειδή φοβόµουν ότι θα µπορούσε να πέσει στα χέρια του Τζο Μάρτιν και του Σχιστοµάτη, αλλά η Ολίµπια είχε εµπιστοσύνη στην ευφυΐα του και στην τροµακτική ικανότητά του να επιβιώνει. Μια βδοµάδα αργότερα, όταν τα συµπτώµατα της µόλυνσης είχαν εξαφανιστεί και µπορούσα να µείνω λίγοπολύ ήρεµη χωρίς Valium, ζήτησα από την Ολίµπια να τηλεφωνήσει στη γιαγιά µου στην Καλιφόρνια, γιατί εµένα δεν µου πήγαινε να το κάνω. Ήταν εφτά το πρωί όταν η Ολίµπια σχηµάτισε στο καντράν το νούµερο που της έδωσα και η Νίνι µου σήκωσε το τηλέφωνο αµέσως, σαν να περίµενε και τους έξι µήνες καθισµένη δίπλα του. «Η εγγονή σας είναι έτοιµη να επιστρέψει στο σπίτι, ελάτε να την παραλάβετε». Έντεκα ώρες αργότερα, ένα κόκκινο βανάκι πάρκαρε µπροστά από το σπίτι των Πέτιφορντ. Η Νίνι µου χτύπησε το κουδούνι µε την ανυποµονησία της αγάπης κι εγώ έπεσα στην αγκαλιά της, υπό τα βλέµµατα συνενοχής των ενοίκων του σπιτιού, αρκετών από τις Χήρες και του Μάικ Ο’Κέλι, ο οποίος έβγαζε εκείνη την ώρα το αναπηρικό του

386

387

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

καροτσάκι από το νοικιασµένο όχηµα. «Ρε, βλαµµένο! Γιατί µας υπέβαλες σ’ αυτό το µαρτύριο; Τι θα σου κόστιζε δηλαδή να µε πάρεις ένα τηλέφωνο για να µάθουµε ότι είσαι ζωντανή;» ήταν ο χαιρετισµός της Νίνι µου, στα ισπανικά και στη διαπασών, όπως µιλάει όταν είναι ιδιαίτερα συγκινηµένη, και αµέσως µετά: «Τα χάλια σου έχεις, Μάγια, αλλά η αύρα σου είναι πράσινη, έχει το χρώµα της ανάνηψης κι αυτό είναι καλό σηµάδι». Η γιαγιά µου ήταν πολύ πιο µικρόσωµη απ’ ό,τι τη θυµόµουν· µέσα σε ελάχιστους µήνες είχε ζαρώσει και οι µπλε κύκλοι κάτω απ’ τα µάτια της, που κάποτε ήταν τόσο αισθησιακοί, τώρα της πρόσθεταν χρόνια. «Ειδοποίησα τον πατέρα σου, έρχεται αύριο απ’ το Ντουµπάι και θα σε περιµένει στο σπίτι», µου είπε, κρατώντας µε σφιχτά από το χέρι και κοιτάζοντάς µε µε µάτια κουκουβάγιας, µη τυχόν και εξαφανιστώ ξανά, αλλά απέφυγε τουλάχιστον να µε πνίξει στις ερωτήσεις. Αµέσως µετά οι Χήρες µάς κάλεσαν στο τραπέζι: ψητό κοτόπουλο, πατάτες τηγανητές, παναρισµένα και τηγανισµένα λαχανικά, τηγανητά πιτάκια – ένα όργιο χοληστερίνης για να γιορτάσω την επανένωση µε την οικογένειά µου.

αυτά– και µετά αποσύρθηκε διακριτικά. Αµέσως µετά τους ενηµέρωσα εν συντοµία σχετικά µε τη ζωή µου από τον Μάιο και µετά, παραλείποντας τη νύχτα µε τον Ρόι Φέτζγουικ στο µοτέλ και την πορνεία, γιατί ήξερα ότι αυτά δεν θα άντεχε να τα ακούσει η Νίνι µου. Όσο τους µιλούσα για τον Μπράντον Λίµαν, ή µάλλον τον Χανκ Τρέβορ, για τα πλαστά χρήµατα, για τους δολοφόνους που µε απήγαγαν και για όλα τα υπόλοιπα, η γιαγιά µου ήταν σαν να κάθεται σε αναµµένα κάρβουνα και µουρµούριζε κάθε τόσο ανάµεσα στα δόντια της «πού πήγες κι έµπλεξες, κορίτσι πράµα!», αλλά τα γαλάζια µάτια του Χιονάτου έλαµπαν σαν φάροι αεροπλάνου. Ήταν ενθουσιασµένος, γιατί είχε βρεθεί επιτέλους στη δίνη µιας πραγµατικής αστυνοµικής υπόθεσης. «Η πλαστογράφηση χαρτονοµισµάτων είναι πολύ σοβαρό αδίκηµα και τιµωρείται πιο αυστηρά κι απ’ τη δολοφονία εκ προθέσεως», µας πληροφόρησε καταχαρούµενος. «Το ίδιο µου είπε κι ο αστυνόµος Αράνα. Το καλύτερο θα ήταν να τον πάρω τηλέφωνο και να του τα οµολογήσω όλα· µου άφησε το νούµερό του», τους πρότεινα. «Μεγαλοφυής ιδέα! Ήσουν που ήσουν γαϊδούρα, τώρα απόγινες!» µου έβαλε τις φωνές η Νίνι. «∆ηλαδή µας λες ότι θες να περάσεις είκοσι χρόνια στο Σαν Κουέντιν ή να καταλήξεις στην ηλεκτρική καρέκλα, χαζοκόριτσο! Άντε τότε, πήγαινε και πες στον µπάτσο σου ότι είσαι συνένοχη». «Ηρέµησε, Νίδια. Το πρώτο είναι να καταστρέψουµε τα στοιχεία, έτσι ώστε να µην µπορούν να συσχετίσουν την εγγονή σου µε τα χρήµατα. Αµέσως µετά θα την πάµε στην Καλιφόρνια χωρίς να αφήσουµε ίχνη του περάσµατός της απ’ το Λας Βέγκας και µετά, όταν θα έχει συνέλ-

Μετά το φαΐ, οι Χήρες του Ιησού µάς αποχαιρέτησαν κι έφυγαν, ενώ εµείς µαζευτήκαµε στη µικρή σάλα, όπου µετά βίας χωρούσε το αναπηρικό καροτσάκι του Μάικ. Η Ολίµπια περιέγραψε περιληπτικά στη Νίνι µου και στον Μάικ την κατάσταση της υγείας µου, συµβουλεύοντάς τους να µε στείλουν σε κάποιο πρόγραµµα αποκατάστασης µόλις θα φτάναµε στην Καλιφόρνια, κάτι που είχε ήδη αποφασίσει από µόνος του ο Μάικ –αυτός κι αν ήξερε απ’

388

389

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

θει, θα φροντίσουµε να εξαφανιστεί· πώς σου φαίνεται σαν ιδέα;» «Και πώς θα το κάνουµε αυτό;» τον ρώτησε εκείνη. «Εδώ όλοι τη γνωρίζουν σαν Λόρα Μπάρον, εκτός απ’ τις Χήρες του Ιησού, έτσι δεν είναι, Μάγια;» «Ούτε οι Χήρες ξέρουν το πραγµατικό µου όνοµα», τους ξεκαθάρισα. «Έξοχα. Θα επιστρέψουµε στην Καλιφόρνια µε το βανάκι που νοικιάσαµε», αποφάσισε ο Μάικ. «Καλή ιδέα, Μάικ», είπε η Νίνι µου, που είχαν αρχίσει κι εκείνης τα µάτια να λάµπουν. «Για το αεροπλάνο η Μάγια χρειάζεται εισιτήριο στο όνοµά της και κάποιο είδος ταυτότητας, αυτό αφήνει ίχνη, αλλά µε το αυτοκίνητο µπορούµε να διασχίσουµε τη χώρα ολόκληρη χωρίς να το καταλάβει κανείς. Μπορούµε να επιστρέψουµε το βανάκι στο Μπέρκλεϊ». Με αυτόν τον απλό και πρακτικό τρόπο τα δύο µέλη της Λέσχης των Παρανόµων οργάνωσαν την έξοδό µου από την Πόλη της Αµαρτίας. Ήταν αργά, ήµασταν κουρασµένοι και έπρεπε να κοιµηθούµε προτού θέσουµε σε εφαρµογή το σχέδιο. Εκείνη τη νύχτα έµεινα στης Ολίµπια, ενώ ο Μάικ και η γιαγιά µου έκλεισαν δωµάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο. Το επόµενο πρωί συναντηθήκαµε ξανά µε τους Πέτιφορντ για πρόγευµα, το οποίο επιµηκύναµε όσο γινόταν, κι αυτό γιατί µας στενοχωρούσε πάρα πολύ ο αποχωρισµός από την ευεργέτιδά µου. Η Νίνι µου, νιώθοντας άπειρη ευγνωµοσύνη για τους Πέτιφορντ, τους πρόσφερε την αµέριστη φιλοξενία της στο Μπέρκλεϊ, «το σπίτι µου είναι σπίτι σας», αλλά για λόγους ασφαλείας δεν θέλησαν να µάθουν ούτε το όνοµα της οικογένειάς µου ούτε τη διεύθυνσή µας. Ωστόσο, όταν ο Μάικ τής είπε ότι είχε σώ-

σει πολλούς νέους σαν τον Φρέντι κι ότι µπορούσε να βοηθήσει το νεαρό, η Ολίµπια δέχτηκε την κάρτα του. «Οι Χήρες του Ιησού θα ψάξουµε να τον βρούµε και θα σας τον φέρουµε, ακόµα και δεµένο», τον διαβεβαίωσε. Αποχαιρέτησα αυτό το αξιοθαύµαστο ζευγάρι µε µια απέραντη αγκαλιά και την υπόσχεση να γυρίσω και να τους ξαναδώ. Η γιαγιά µου, ο Μάικ και εγώ φύγαµε µε το κόκκινο βανάκι προς το Μπίτι και κατά τη διάρκεια της διαδροµής συζητήσαµε τον τρόπο µε τον οποίο θα µπορούσαµε ν’ ανοίξουµε τα λουκέτα. ∆εν έµπαινε ζήτηµα να χρησιµοποιήσουµε δυναµίτη για την πόρτα, όπως πρότεινε η Νίνι µου, γιατί ακόµα κι αν τα καταφέρναµε, η έκρηξη θα τραβούσε κόσµο. Εκτός αυτού, η ωµή βία είναι πάντα το τελευταίο καταφύγιο ενός καλού ντετέκτιβ. Με έβαλαν να τους επαναλάβω δέκα φορές τις λεπτοµέρειες των δύο επισκέψεών µου στην αποθήκη µαζί µε τον Μπράντον Λίµαν. «Ποιο ακριβώς ήταν το µήνυµα που έπρεπε να δώσεις τηλεφωνικά στον αδελφό του;» µε ρώτησε για µια ακόµη φορά η Νίνι µου. «Τη διεύθυνση όπου φύλαγε τους σάκους». «Κι αυτό είναι όλο;» «Όχι! Τώρα που το θυµάµαι, ο Λίµαν επέµενε πολύ ότι έπρεπε να πω στον αδελφό του πού θα έβρισκε τους σάκους µε την επιγραφή Ελ Πάσο ΤΧ». «∆ηλαδή την πόλη Ελ Πάσο του Τέξας;» «Υποθέτω, αλλά δεν είµαι σίγουρη. Ο άλλος σάκος δεν είχε τίποτε χαρακτηριστικό, ήταν µια κοινή βαλίτσα». Οι δύο ερασιτέχνες ντετέκτιβ συµπέραναν ότι ο κωδι-

390

391

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κός των λουκέτων βρισκόταν στο όνοµα, γι’ αυτό και ο Λίµαν είχε τέτοια επιµονή στην ακρίβεια του µηνύµατος. Έκαναν όλα κι όλα τρία λεπτά για να µετατρέψουν τα γράµµατα σε αριθµούς, καταλήγοντας σ’ έναν κωδικό τόσο απλό, που παραξένεψε και τους ίδιους, γιατί περίµεναν κάτι ιδιαίτερα απαιτητικό, που να ανταποκρίνεται στο ύψος των ικανοτήτων τους. Αρκεί να έβλεπε κανείς ένα καντράν τηλεφώνου: τα οχτώ γράµµατα αντιστοιχούσαν σε οχτώ αριθµούς, τέσσερις για κάθε συνδυασµό, 3572 και 7689. Περάσαµε από ένα µαγαζί και αγοράσαµε λαστιχένια γάντια, µία πετσέτα, µία σκούπα, σπίρτα και οινόπνευµα, µετά περάσαµε από ένα χρωµατοπωλείο και πήραµε ένα πλαστικό µπιτόνι κι ένα φτυάρι και µετά από ένα βενζινάδικο, όπου γεµίσαµε το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου και το µπιτόνι. Αµέσως µετά πήγαµε στην αποθήκη, την οποία ευτυχώς θυµόµουν, αφού υπάρχουν πολλές σ’ αυτόν τον τοµέα. Βρήκα τη σχετική πόρτα και η Νίνι µου, φορώντας γάντια, άνοιξε τα λουκέτα µε τη δεύτερη προσπάθεια· ποτέ δεν την έχω δει τόσο ευχαριστηµένη. Μέσα υπήρχαν οι δύο τσάντες, όπως ακριβώς τις είχε αφήσει ο Μπράντον Λίµαν. Τους είπα ότι στις δύο προηγούµενες επισκέψεις µου δεν είχα αγγίξει απολύτως τίποτε, µόνο ο Λίµαν είχε ανοίξει τα λουκέτα, είχε βγάλει τις τσάντες απ’ το αυτοκίνητο και µετά έκλεισε ξανά την αποθήκη, αλλά η Νίνι µου είχε τη γνώµη ότι, εάν τότε ήµουν υπό την επήρεια ναρκωτικών, δεν µπορούσα να είµαι σίγουρη για τίποτε. Ο Μάικ καθάρισε, µε την πετσέτα ποτισµένη στο αλκοόλ, τις επιφάνειες όπου θα µπορούσα να έχω αφήσει δακτυλικά αποτυπώµατα, από την πόρτα προς τα µέσα. Από περιέργεια ρίξαµε µια µατιά µέσα στα µεγάλα κα-

σόνια και είδαµε ότι ήταν γεµάτα µε τουφέκια, πιστόλια και διάφορα πυροµαχικά. Η Νίνι µου ήθελε να φύγουµε από κει οπλισµένοι σαν µισθοφόροι, τώρα που είχαµε χωθεί ως το λαιµό στα άδυτα της παρανοµίας, και ο Χιονάτος βρήκε την ιδέα εκπληκτική, αλλά εγώ δεν τους επέτρεψα. Ο παππούς ποτέ δεν θέλησε να έχει στην κατοχή του όπλο, έλεγε ότι τα οπλίζει ο διάβολος και ότι όποιος έχει όπλο κάποια στιγµή το χρησιµοποιεί και µετά το µετανιώνει πικρά. Η Νίνι µου πίστευε ότι, αν ο άντρας της είχε δικό του όπλο, θα την είχε εκτελέσει εν ψυχρώ, όταν πέταξε στα σκουπίδια τη συλλογή του από παρτιτούρες της όπερας, µόλις µια βδοµάδα µετά το γάµο τους. Και τι δεν θα ’διναν τα µέλη της Λέσχης των Παρανόµων γι’ αυτά τα δύο κασόνια µε τα θανατηφόρα παιχνίδια! Βάλαµε τις τσάντες στο βανάκι, η Νίνι µου σκούπισε το έδαφος για να σβήσει τα σηµάδια των παπουτσιών µας και των ελαστικών του αυτοκινήτου µας, κλείσαµε τα λουκέτα και φύγαµε άοπλοι. Με τις τσάντες στο βανάκι, πήγαµε για ξεκούραση σ’ ένα µοτέλ, αφού πρώτα αγοράσαµε νερό και εφόδια για το ταξίδι, το οποίο θα διαρκούσε γύρω στις δέκα ώρες. Ο Μάικ και η Νίνι µου είχαν φτάσει αεροπορικώς και νοίκιασαν το όχηµα στο αεροδρόµιο του Λας Βέγκας· δεν ήξεραν πόσο µεγάλη, ευθεία και βαρετή είναι η διαδροµή, αλλά τουλάχιστον την εποχή αυτή δεν έβραζε ο τόπος, όπως συµβαίνει κάποιους άλλους µήνες, που η θερµοκρασία ανεβαίνει στους σαράντα και βάλε βαθµούς. Ο Ο’Κέλι πήρε τις τσάντες µε το θησαυρό στο δωµάτιό του κι εγώ µοιράστηκα ένα φαρδύ κρεβάτι σ’ ένα άλλο δωµάτιο µε τη

392

393

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

γιαγιά µου, η οποία µε κρατούσε απ’ το χέρι ολόκληρη τη νύχτα. «∆εν σκοπεύω να το σκάσω, Νίνι, µη φοβάσαι», τη διαβεβαίωσα, λιπόθυµη σχεδόν από την κούραση, αλλά εκείνη δεν µε άφησε στιγµή. Ούτε η µία ούτε η άλλη µπόρεσε να κοιµηθεί αρκετά και εκµεταλλευτήκαµε το χρόνο για να κουβεντιάσουµε· είχαµε πολλά να πούµε. Μου µίλησε για τον πατέρα µου, πόσο τον είχε πειράξει που έφυγα, και µου επανέλαβε ότι ποτέ δεν θα µε συγχωρούσε για τη σιωπή µου επί πέντε ολόκληρους µήνες, µια βδοµάδα και δύο µέρες – τους είχα κάνει τα νεύρα κουρέλια και τους είχα κοµµατιάσει την καρδιά. «Συγγνώµη, Νίνι, δεν το σκέφτηκα…» Στην πραγµατικότητα, δεν µου είχε περάσει καν απ’ το µυαλό, το µόνο που µε απασχολούσε ήταν ο εαυτούλης µου. Τη ρώτησα τι έκαναν η Σάρα και η Ντέµπι και µου είπε ότι είχε πάει στην αποφοίτηση της τάξης µου στο λύκειο του Μπέρκλεϊ, µε ειδική πρόσκληση του κυρίου Χάρπερ, µε τον οποίο είχε πιάσει φιλίες γιατί εκείνος πάντα ενδιαφερόταν να µάθει νέα µου. Η Ντέµπι αποφοίτησε µαζί µε τους υπόλοιπους συµµαθητές µου, αλλά τη Σάρα την είχαν αποβάλει απ’ το σχολείο και ήταν ήδη αρκετούς µήνες σε κάποια κλινική, στο τελευταίο στάδιο της αδυναµίας, έχοντας µετατραπεί στην ουσία σε κινούµενο σκελετό. Μετά την τελετή, η Ντέµπι την πήρε παράµερα και τη ρώτησε για µένα. Φορούσε γαλάζια ρούχα, ήταν καθαρή και οµορφούλα, τίποτα δεν θύµιζε τα δερµάτινα ρούχα µε τα καρφιά ούτε και το δρακουλιάρικο µακιγιάζ, και η Νίνι µου, πικαρισµένη, της ανακοίνωσε ότι είχα παντρευτεί έναν πλούσιο κληρονόµο και είχα πάει να ζήσω στις Μπαχάµες. «Και γιατί, παρακαλώ, να της πω ότι είχες εξαφανιστεί, Μάγια; ∆εν ήθελα να της δώσω αυτή την ευ-

χαρίστηση, ιδιαίτερα ύστερα απ’ όσα σου έκανε αυτό το παλιοθήλυκο», µου δήλωσε ο αµείλικτος δον Κορλεόνε της χιλιανής µαφίας, που δεν συγχωρεί καµία παρασπονδία. Όσο για τον Ρικ Λαρέντο, τον είχαν πιάσει για κάτι ηλίθιο, που µόνο το δικό του λειψό µυαλό θα µπορούσε να συλλάβει: απαγωγή κατοικίδιων ζώων. Η επιχείρηση, πολύ πρόχειρα στηµένη, προέβλεπε την απαγωγή κάποιου κακοµαθηµένου κοπρόσκυλου και µετά την απόσπαση λύτρων από τους ιδιοκτήτες για την επιστροφή του. «Η ιδέα τού κατέβηκε από τις απαγωγές εκατοµµυριούχων στην Κολοµβία, ξέρεις τώρα, από αυτούς τους επαναστάτες, πώς τους λένε; Farc; Τέλος πάντων, κάτι τέτοιο. Μην ανησυχείς όµως, ο Μάικ τον βοηθάει και πολύ σύντοµα θα τον αφήσουν», κατέληξε η γιαγιά µου. Της ξεκαθάρισα ότι δεν θα µε πείραζε καθόλου αν ο Λαρέντο περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στα σίδερα, το αντίθετο µάλιστα: πίστευα ότι η φυλακή ήταν ο χώρος που του αντιστοιχούσε στη γενικότερη τάξη του σύµπαντος. «Μην είσαι τόσο σκληρή, Μάγια, το καηµένο το παιδί ήταν πολύ ερωτευµένο µαζί σου. Όταν θα τον αφήσουν, ο Μάικ θα του βρει δουλειά στην Εταιρεία Προστασίας Ζώων, για να µάθει να σέβεται τα ξένα σκυλάκια. Πώς σου φαίνεται η ιδέα;» Αυτή τη λύση αποκλείεται να την είχε σκεφτεί ο Χιονάτος, πρέπει να ήταν της Νίνι µου. Ο Μάικ µάς τηλεφώνησε από το δωµάτιό του στις τρεις το πρωί, µας µοίρασε µπανάνες και κουλούρια, φορτώσαµε τις λίγες αποσκευές µας στο βανάκι και µισή ώρα αργότερα πήραµε το δρόµο για την Καλιφόρνια, µε τη γιαγιά µου στο τιµόνι. Η νύχτα ήταν κατασκότεινη, ιδανική ώρα για να αποφύγουµε την κίνηση και τα περιπολικά. Εγώ ένιωθα το κεφάλι µου να πέφτει, τα µάτια µου ήταν

394

395

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σαν να τα είχαν πασπαλίσει µε πριονίδι, στο κεφάλι µου χτυπούσαν ταµπούρλα, τα γόνατά µου ήταν από βαµβάκι και θα έδινα ό,τι είχα και δεν είχα για να µπορέσω να κοιµηθώ έναν αιώνα, σαν την πριγκίπισσα του παραµυθιού του Περό. Εκατόν ενενήντα χιλιόµετρα πιο κάτω βγήκαµε απ’ τον εθνικό δρόµο και πήραµε ένα στενό δροµάκι, που το είχε διαλέξει ο Μάικ απ’ το χάρτη µε κριτήριο ότι δεν οδηγούσε πουθενά. Σχεδόν αµέσως βρεθήκαµε σ’ ένα τοπίο σεληνιακό. Έκανε κρύο, αλλά ζεστάθηκα πολύ γρήγορα, καθώς χρειάστηκε να σκάψω στο έδαφος ένα λάκκο, µια δουλειά που δεν µπορούσε να κάνει ο Μάικ από το αναπηρικό του καροτσάκι ή η Νίνι µου µε τα εξήντα έξι χρόνια της, και που ήταν βουνό για ένα µισοκοιµισµένο άτοµο όπως εγώ. Το έδαφος ήταν πετρώδες, η µόνη βλάστηση ήταν αραιή, κατάξερα πουρνάρια, οι δυνάµεις µου ήταν ελάχιστες, ποτέ στη ζωή µου δεν είχα χρησιµοποιήσει φτυάρι και οι οδηγίες του Μάικ και της γιαγιάς µου το µόνο που κατάφερναν να κάνουν ήταν να εντείνουν την αγωνία µου. Μισή ώρα αργότερα το αποτέλεσµα των προσπαθειών µου ήταν µια λακκουβίτσα στο έδαφος και κάµποσες καντήλες στα χέρια µου κάτω απ’ τα γάντια, µε αποτέλεσµα να µην µπορώ να σκάψω άλλο· θέλοντας και µη, τα δύο µέλη της Λέσχης των Παρανόµων δήλωσαν την απόλυτη ικανοποίησή τους. Το κάψιµο µισού εκατοµµυρίου δολαρίων είναι πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι πιστεύαµε, γιατί δεν είχαµε υπολογίσει τον παράγοντα άνεµο, την ενισχυµένη υφή του χαρτιού και την πυκνότητα των δεσµίδων. Έπειτα από διάφορες προσπάθειες, καταλήξαµε σε µια πιο πεζή µέθοδο, βάζαµε χούφτες-χούφτες τα χαρτονοµίσµατα στην τρύπα, τα

βρέχαµε µε βενζίνη, τους βάζαµε φωτιά και αερίζαµε τον καπνό για να µη φαινόµαστε από µακριά, αν και τη νύχτα κάτι τέτοιο ήταν µάλλον απίθανο. «Είσαι σίγουρη ότι όλα αυτά τα χαρτονοµίσµατα είναι πλαστά, Μάγια;» µε ρώτησε η γιαγιά µου. «Πού να ξέρω, Νίνι; Ο αστυνόµος Αράνα είπε ότι συνήθως ανακατεύουν τα πλαστά µε κανονικά χαρτονοµίσµατα». «Θα ήταν κρίµα να κάψουµε κανονικά χαρτονοµίσµατα, µε τόσα έξοδα που έχουµε. Θα µπορούσαµε να φυλάξουµε µερικά για καβάτζα…» πρότεινε εκείνη. «Τρελή είσαι, Νίδια; Αυτό είναι πιο επικίνδυνο κι από νιτρογλυκερίνη», την κοντράρισε ο Μάικ. Συνέχισαν να συζητούν ξαναµµένοι, ενώ εγώ τελείωνα το κάψιµο του περιεχοµένου της πρώτης τσάντας. Άνοιξα τη δεύτερη. Μέσα είδα µόνο τέσσερις δεσµίδες χαρτονοµίσµατα και δύο πακέτα σε µέγεθος βιβλίου τυλιγµένα σε πλαστικό και ασφαλισµένα µε κολλητική ταινία. Κόψαµε την ταινία τραβώντας τη µε τα δόντια, γιατί δεν είχαµε κάποιο κατάλληλο κοπτικό εργαλείο κι έπρεπε να βιαστούµε· είχε αρχίσει να φωτίζει κι από πάνω µας µολυβένια σύννεφα ταξίδευαν βιαστικά σ’ έναν κατακόκκινο ουρανό. Στα πακέτα υπήρχαν τέσσερις µεταλλικές µήτρες για την εκτύπωση χαρτονοµισµάτων των εκατό και των πενήντα δολαρίων. «Αυτό αξίζει ολόκληρη περιουσία!» είπε ο Μάικ. «Αξίζει πολύ περισσότερο από τα χαρτονοµίσµατα που κάψαµε». «Από πού το ξέρεις;» τον ρώτησα. «Όπως σου είπε ο αστυνοµικός, Μάγια, τα χαρτονοµίσµατα του Άνταµ Τρέβορ είναι τόσο καλοφτιαγµένα, ώστε

396

397

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

να είναι πρακτικά αδύνατον να τα ξεχωρίσει κανείς απ’ τα πραγµατικά. Οι διάφορες µαφίες θα πλήρωναν εκατοµµύρια γι’ αυτές τις πλάκες». «∆ηλαδή θα µπορούσαµε να τις πουλήσουµε;» είπε η Νίνι µου ορεξάτη. «Ούτε µε την ισχυρότερη φαντασία, δον Κορλεόνε», την έκοψε ο Μάικ ρίχνοντάς της µια µατιά ίδιο µαχαίρι. «Αυτές δεν καίγονται», διαµαρτυρήθηκα εγώ. «Θα πρέπει ή να τις θάψουµε ή να τις πετάξουµε στη θάλασσα», αποφάσισε εκείνος. «Τι κρίµα, είναι έργα τέχνης», αναστέναξε η Νίνι µου και τις τύλιξε προσεκτικά για να µην τις χαράξει. Ολοκληρώσαµε το κάψιµο της λείας µας, σκεπάσαµε το λάκκο µε χώµα και, προτού φύγουµε, ο Χιονάτος επέµεινε να σηµαδέψουµε το σηµείο. «Για ποιο λόγο;» τον ρώτησα. «Για παν ενδεχόµενο. Έτσι γίνεται στα αστυνοµικά µυθιστορήµατα», µου εξήγησε. Ανέλαβα εγώ να ψάξω να βρω πέτρες και να φτιάξω µια πυραµίδα πάνω απ’ το λάκκο, ενώ η Νίνι µου µετρούσε βήµατα µέχρι τα πιο κοντινά χαρακτηριστικά σηµεία και ο Μάικ έφτιαχνε ένα σχέδιο της περιοχής πάνω σε µία από τις χάρτινες σακούλες. Ήταν σαν να παίζαµε τους πειρατές, αλλά δεν είχα το ψυχικό σθένος να τους κοντράρω. Ολοκληρώσαµε το ταξίδι ως το Μπέρκλεϊ κάνοντας τρεις στάσεις, για να πάµε στην τουαλέτα, για να πιούµε έναν καφέ, να γεµίσουµε το ντεπόζιτο µε βενζίνη και να απαλλαγούµε από τις τσάντες, το φτυάρι, το µπιτόνι και τα γάντια, πετώντας το καθένα σε διαφορετικό κάδο. Η πυρκαγιά των χρωµάτων της χαραυγής είχε δώσει τη θέση της στο λευκό φως της µέρας και είχαµε αρχίσει να ιδρώνουµε στην καυτή ατµόσφαιρα της ερήµου, γιατί ο κλιµατισµός του οχήµατος ήταν

ελαττωµατικός. Η γιαγιά µου δεν θέλησε να µου δώσει το τιµόνι, γιατί πίστευε ότι εξακολουθούσα να έχω το µυαλό σκοτισµένο και τα ανακλαστικά µου σε ύπνωση, οπότε οδήγησε σ’ αυτήν την ατέλειωτη λουρίδα της ασφάλτου ολόκληρη την ηµέρα ως τη νύχτα χωρίς να διαµαρτυρηθεί ούτε µια φορά. «Ας µην ξεχνάµε ότι κάποτε οδηγούσα λιµουζίνες», σχολίασε, εννοώντας την εποχή που γνώρισε τον παππού µου. Ο Ντάνιελ Γκούντριτς µε ρώτησε, όταν του αφηγήθηκα την ιστορία, τι κάναµε µε τις µήτρες. Η Νίνι µου ανέλαβε να τις πετάξει στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο απ’ το φέρι. Θυµάµαι ότι το ψυχιατρικό φλέγµα του Ντάνιελ Γκούντριτς ταρακουνήθηκε σοβαρά, όταν του αφηγήθηκα αυτό το µέρος της ιστορίας µου, απ’ τον Μάιο και µετά. Πώς µπόρεσα να ζήσω αυτήν την αιωνιότητα χωρίς αυτόν; Ο Ντάνιελ µε άκουγε µε το στόµα ανοιχτό κι από την έκφραση του προσώπου του συµπέρανα ότι στη ζωή του ολόκληρη δεν του είχε τύχει ποτέ κάτι τόσο συναρπαστικό όσο οι περιπέτειές µου στο Λας Βέγκας. Μου είπε ότι, όταν θα γύριζε στις Ηνωµένες Πολιτείες, θα ερχόταν σ’ επαφή µε τη Νίνι µου και τον Χιονάτο, αλλά δεν το έχει κάνει ακόµα. «Η γιαγιά σου είναι περίπτωση, Μάγια. Θα γινόταν τέλειο ζευγάρι µε τον Αλφόνς Ζαλέσκι», µου είπε. «Τώρα ξέρεις γιατί ζω εδώ, Ντάνιελ. ∆εν είναι από τουριστικό καπρίτσιο, όπως µπορείς άλλωστε να φανταστείς. Η Νίνι µου και ο Ο’Κέλι αποφάσισαν να µε στείλουν όσο γινόταν πιο µακριά, µέχρι να ξεκαθαρίσει κάπως η κατάσταση, στην οποία έχω µπλέξει. Ο Τζο Μάρτιν και ο Σχι-

398

399

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στοµάτης ψάχνουν να βρουν τα λεφτά, γιατί δεν ξέρουν ότι είναι πλαστά· η αστυνοµία θέλει να συλλάβει τον Άνταµ Τρέβορ κι εκείνος θέλει πίσω τις µήτρες των χαρτονοµισµάτων προτού τις βρει το FBI. Εγώ βρίσκοµαι στο κέντρο όλης αυτής της ιστορίας και, όταν το ανακαλύψουν, θα πέσουν όλοι να µε φάνε». «Η Λόρα Μπάρον, όχι εσύ», µου θύµισε ο Ντάνιελ. «Η αστυνοµία πρέπει να έχει ήδη ανακαλύψει ότι αυτό το πρόσωπο είµαι εγώ. Τα δακτυλικά µου αποτυπώµατα έχουν µείνει σε πολλά σηµεία, στα ντουλαπάκια του γυµναστηρίου, στο κτίριο του Μπράντον Λίµαν, ακόµα και στο σπίτι της Ολίµπια Πέτιφορντ, αν υποθέσουµε ότι έπιασαν τον Φρέντι και τον υποχρέωσαν να µιλήσει, Θεός φυλάξοι βέβαια». «∆εν ανέφερες καθόλου τον Αράνα». «Είναι ωραίος τύπος. Συνεργάζεται µε το FBI, αλλά, όταν µπορούσε να µε συλλάβει, δεν το έκανε, παρ’ όλο που µε υποπτευόταν. Με προστάτευσε. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να ξηλώσει τη βιοµηχανία ψευτοδολαρίων και να συλλάβει τον Άνταµ Τρέβορ. Θα έπαιρνε παράσηµο για κάτι τέτοιο». Ο Ντάνιελ ήταν σύµφωνος µε το σχέδιο να παραµείνω αποµονωµένη για ένα διάστηµα, αλλά δεν του φάνηκε καθόλου επικίνδυνο να αρχίσουµε να αλληλογραφούµε, δεν ήταν ανάγκη, κατά τη γνώµη του, να υπερβάλλουµε στην παράνοια της µανίας καταδίωξης. Άνοιξα ένα λογαριασµό ηλεκτρονικού ταχυδροµείου στο όνοµα του Χουανίτο, [email protected]. Κανείς δεν θα µπορούσε να δει τίποτε το ύποπτο στη σχέση του Ντάνιελ Γκούντριτς από το Σιάτλ µε κάποιο αγοράκι από το Τσιλοέ, έναν απ’ τους πολλούς φίλους που απέκτησε στο ταξίδι και επικοι-

νωνεί µαζί τους τακτικά. Από τότε που έφυγε ο Ντάνιελ χρησιµοποιώ το λογαριασµό αυτόν κάθε µέρα. Ο Μανουέλ δεν εγκρίνει την ιδέα, πιστεύει ότι οι χαφιέδες του FBI και οι χάκερ που τους υπηρετούν είναι κάτι σαν τον Θεό, ότι βρίσκονται παντού και βλέπουν τα πάντα. Ο Χουανίτο Κοράλες είναι ο αδελφός που ήθελα πάντα να έχω, όπως ακριβώς και ο Φρέντι. «Πάρ’ τον µαζί σου στη χώρα σου, γκρινγκουλίτσα, εµένα δεν µε εξυπηρετεί σε τίποτε αυτό το νιάνιαρο», µου είπε µια φορά η Εντουβίχις στ’ αστεία, αλλά ο Χουανίτο το έδεσε κόµπο και τώρα κάνει σχέδια ότι θα ζήσει µαζί µου στο Μπέρκλεϊ. Είναι το µοναδικό πλάσµα στον κόσµο που µε θαυµάζει. «Όταν θα µεγαλώσω, θα σε παντρευτώ, θεία Γκρίνγκα», µου λέει. Είµαστε ήδη στον τρίτο τόµο του Χάρι Πότερ και ονειρεύεται να πάει στο κολέγιο µαγείας Χόγκουαρτς και να αποκτήσει τη δική του ιπτάµενη σκούπα. Είναι περήφανος που µου δάνεισε το όνοµά του για να αποκτήσω το δικό µου ηλεκτρονικό ταχυδροµείο. Φυσικά, ο Ντάνιελ θεώρησε εντελώς παρανοϊκή την ιδέα να κάψουµε τα χρήµατα στην έρηµο, όπου θα µπορούσε να µας πετύχει κάποιο περιπολικό, δεδοµένου ότι ο ενδοπολιτειακός αυτοκινητόδροµος 15 έχει µεγάλη κίνηση φορτηγών και παρακολουθείται και από το έδαφος και από ελικόπτερα. Προτού πάρουν αυτή την απόφαση, ο Χιονάτος και η Νίνι µου εξέτασαν διάφορες εκδοχές, όπως παραδείγµατος χάριν να διαλύσουν τα χαρτονοµίσµατα µε tub.o.flo, όπως είχαν κάνει µια φορά µ’ ένα κιλό µπριζόλες, αλλά όλες αυτές οι λύσεις ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευµένες και καµία δεν είχε την οριστικότητα και τη θεατρικότητα της φωτιάς. Έπειτα από λίγα χρόνια, όταν θα µπορούν να αφηγηθούν την ιστορία χωρίς να συλληφθούν,

400

401

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µια φωτιά στην έρηµο Μοχάβε θα ακούγεται πολύ καλύτερα από ένα υλικό για το ξεβούλωµα αποχετεύσεων.

νονική κατάληψη στις νύχτες και τις µέρες µου: σκέφτοµαι και ονειρεύοµαι µαζί του. Έφυγε, όµως, πολύ γρήγορα, χωρίς να προλάβουµε δυστυχώς να παγιώσουµε οτιδήποτε. Η οικειότητα χρειάζεται χρόνο για να ωριµάσει· µια κοινή ιστορία, ποτάµια δάκρυα, ξεπερασµένα εµπόδια, φωτογραφίες σε κοινό άλµπουµ, είναι ένα έργο παιγµένο σε αργή κίνηση. Εγώ κι ο Ντάνιελ αιωρούµαστε σε έναν εικονικό χώρο κι αυτή η απόσταση µπορεί να καταστρέψει τον έρωτα. Έµεινε στο Τσιλοέ αρκετές µέρες παραπάνω από εκείνες που είχε σχεδιάσει, δεν κατάφερε να φτάσει µέχρι την Παταγονία, έφυγε για τη Βραζιλία µε αεροπλάνο κι από κει κατευθείαν για το Σιάτλ, όπου ήδη εργάζεται στην κλινική του πατέρα του. Στο µεταξύ, εγώ πρέπει να τελειώσω την εξορία µου σ’ αυτό το νησί και, όταν φτάσει η ώρα, υποθέτω ότι θα αποφασίσουµε πού θα συναντηθούµε. Το Σιάτλ είναι καλό µέρος, βρέχει λιγότερο απ’ ό,τι στο Τσιλοέ, αλλά θα προτιµούσα χίλιες φορές να ζω εδώ, δεν θέλω να εγκαταλείψω τον Μανουέλ, την Μπλάνκα, τον Χουανίτο και τον Φάκιν. ∆εν ξέρω αν θα υπήρχε δουλειά για τον Ντάνιελ στο Τσιλοέ. Σύµφωνα µε τον Μανουέλ, οι ψυχίατροι σ’ αυτή τη χώρα πεινάνε, αν και υπάρχουν πιο πολλοί τρελοί κι απ’ το Χόλυγουντ, γιατί οι Χιλιανοί θεωρούν την ευτυχία κιτς και δεν γουστάρουν καθόλου να χαλάνε τα λεφτά τους προσπαθώντας να επιβληθούν στη δυστυχία τους. Ο ίδιος αποτελεί άριστο παράδειγµα, κατά τη γνώµη µου, γιατί αν δεν ήταν Χιλιανός, θα είχε διερευνήσει τα ψυχικά του τραύµατα µε τη βοήθεια κάποιου επαγγελµατία και θα ζούσε κάπως πιο ευχαριστηµένος. Και δεν τα λέω αυτά επειδή είµαι φίλη της ψυχοθεραπείας, πώς θα µπορούσα να είµαι µετά την εµπειρία µου στο Όρεγκον, αλλά µερι-

Προτού γνωρίσω τον Ντάνιελ δεν είχα σκεφτεί ποτέ το αντρικό κορµί ούτε είχα σταθεί για να το µελετήσω, εκτός από τότε που είδα την αξέχαστη µορφή του ∆αβίδ στη Φλωρεντία, πέντε µέτρα και δεκαεφτά εκατοστά µαρµάρινης τελειότητας, αλλά µε ένα πουλάκι αφύσικα µικρών διαστάσεων. Τα αγόρια µε τα οποία έκανα έρωτα δεν έµοιαζαν καθόλου µε τον ∆αβίδ, ήταν βλάκες, άπλυτοι, µακρυµάλληδες και σπυριάρηδες. Πέρασα την εφηβεία µου ερωτευµένη µε κάποιους σταρ του σινεµά, που τα ονόµατά τους δεν τα θυµάµαι καν, κυρίως επειδή η Σάρα και η Ντέµπι ή κάποιες κοπελίτσες απ’ την ακαδηµία του Όρεγκον ήταν επίσης ερωτευµένες, αλλά αυτοί οι ηθοποιοί ήταν το ίδιο άυλοι και ασώµατοι όπως και οι άγιοι της γιαγιάς µου. Είχα αµφιβολίες για το αν ήταν πραγµατικά θνητοί, τόσο λευκά ήταν τα δόντια τους και τόσο τρυφερά έµοιαζαν τα αποτριχωµένα κορµιά τους, µαυρισµένα απ’ τον ήλιο της καλοπέρασης. Εγώ ποτέ δεν θα τους έβλεπα από κοντά, πόσο µάλλον να τους αγγίξω, είχαν φτιαχτεί για την οθόνη και όχι για το γλυκό άγγιγµα του έρωτα. Κανένας απ’ αυτούς δεν χωρούσε στις ερωτικές φαντασιώσεις µου. Όταν ήµουν µικρή, ο παππούς µου µού χάρισε ένα περίτεχνο χαρτονένιο θέατρο µε χάρτινους πρωταγωνιστές, που ο καθένας τους εκπροσωπούσε την µπερδεµένη πλοκή κάποιας όπερας. Οι φανταστικοί µου εραστές, όπως αυτά τα χαρτονένια κουκλάκια, ήταν ηθοποιοί χωρίς ταυτότητα, τους οποίους µετακινούσα εγώ σε κάποια νοερή σκηνή. Τώρα όλοι έχουν αντικατασταθεί από τον Ντάνιελ, ο οποίος έχει κάνει κα-

402

403

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κές φορές όντως βοηθάει, όπως φαίνεται απ’ την περίπτωση της Νίνι µου, όταν χήρεψε. Θα µπορούσε ίσως ο Ντάνιελ να ασχοληθεί µε κάτι άλλο. Γνωρίζω έναν ακαδηµαϊκό απ’ την Οξφόρδη, από εκείνους µε τα καρό σακάκια και τα δερµάτινα µπαλώµατα στους αγκώνες, που ερωτεύτηκε µία Χιλιανή, έµεινε στο Μεγάλο Νησί και τώρα διευθύνει µια τουριστική επιχείρηση. Για να µη µιλήσω για την Αυστριακή µε τα συγκλονιστικά οπίσθια και το στρούντελ της· εκείνη ήταν οδοντίατρος στο Ίνσµπρουκ και τώρα διευθύνει ένα µοτέλ. Με τον Ντάνιελ θα µπορούσαµε να φτιάχνουµε παξιµάδια, δουλειά µε µέλλον, αν πιστέψουµε τον Μανουέλ, ή να οργανώσουµε µια φάρµα µε βικούνιες, όπως έκανα τότε στο Όρεγκον. Στις 29 Μαΐου αποχαιρέτησα τον Ντάνιελ µε προσποιητή ηρεµία, γιατί υπήρχαν διάφοροι περίεργοι στην αποβάθρα –η σχέση µας σχολιαζόταν περισσότερο κι απ’ τις σαπουνόπερες της τηλεόρασης– και δεν ήθελα να γίνω θέαµα γι’ αυτούς τους κουτσοµπόληδες Τσιλοΐτες, όµως όταν βρέθηκα µόνη µε τον Μανουέλ στο σπίτι, έκλαψα µέχρι που κουραστήκαµε και οι δύο. Ο Ντάνιελ ταξίδευε χωρίς υπολογιστή, όταν έφτασε όµως στο Σιάτλ βρήκε γύρω στα πενήντα µηνύµατα από µένα και µου απάντησε, µη φανταστείτε τίποτε το εξαιρετικά ροµαντικό, πρέπει να ήταν ψόφιος στην κούραση. Από τότε και µετά επικοινωνούµε συνεχώς, αποφεύγοντας καθετί που θα µπορούσε να προδώσει την ταυτότητά µου, κι έχουµε έναν κωδικό για τον έρωτα, τον οποίο εκείνος χρησιµοποιεί σφιχτά και µε µέτρο, σύµφωνα µε το χαρακτήρα του, ενώ εγώ κάνω κατάχρηση χωρίς κανένα µέτρο, σύµφωνα µε το δικό µου χαρακτήρα.

Το παρελθόν µου είναι σύντοµο και θα ήθελα να το κρατήσω ζωντανό στο µυαλό µου, δεν εµπιστεύοµαι όµως τα καπρίτσια της µνήµης µου, πρέπει να το καταγράψω προτού αρχίσω να το αλλάζω ή να το λογοκρίνω. Άκουσα στην τηλεόραση ότι κάποιοι Αµερικανοί επιστήµονες ανέπτυξαν ένα καινούργιο φάρµακο που σβήνει τις αναµνήσεις. Σκοπεύουν να το χρησιµοποιήσουν στη θεραπεία ψυχολογικών τραυµάτων, ιδιαίτερα στρατιωτών που επιστρέφουν ψυχικά ράκη απ’ τον πόλεµο. Αυτό το φάρµακο βρίσκεται ακόµα σε πειραµατικό στάδιο, θέλει πολλή επεξεργασία για να µη σβήνει εντελώς τη µνήµη. Αν υποθέσουµε ότι έβρισκα ένα τέτοιο φάρµακο, τι θα επέλεγα να σβήσω απ’ τη µνήµη µου; Τίποτα. Οι κακές εµπειρίες του παρελθόντος είναι µαθήµατα για το µέλλον, και το χειρότερο απ’ όσα µου έχουν συµβεί, ο θάνατος του παππού µου, είναι κάτι που θέλω να το θυµάµαι για πάντα. Στην πλαγιά δίπλα απ’ το σπήλαιο της Πινκόγια είδα τον παππού µου. Ήταν όρθιος στην άκρη του βράχου και ατένιζε τον ορίζοντα, µε το ιταλικό καπέλο του, τα ταξιδιωτικά του ρούχα και το βαλιτσάκι στο χέρι, σαν να είχε έρθει από κάπου µακριά και να προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα έµενε ή θα έφευγε. Στάθηκε εκεί για µια φευγαλέα στιγµή, ενώ εγώ, ακίνητη, κρατώντας την αναπνοή µου για να µην τον τροµάξω, τον καλούσα νοερά· µετά πέρασαν µερικοί γλάροι τσιρίζοντας και η οπτασία χάθηκε. ∆εν το είπα ποτέ σε κανέναν, για να αποφύγω τις ελάχιστα πειστικές εξηγήσεις, αν και εδώ ίσως και να µε πίστευαν. Αν ουρλιάζουν πονεµένες ψυχές στο Κουκάο, αν τον κόλπο της Ανκούδ τον διασχίζει κάθε τόσο ένα πλοίοφάντασµα κι αν οι µάγοι µεταµορφώνονται σε σκυλιά στο Κικαβί, η εµφάνιση στο σπήλαιο της Πινκόγια ενός νε-

404

405

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κρού αστρονόµου είναι απολύτως πιθανή. Μπορεί να µην είναι φάντασµα, αλλά η φαντασία µου να του δίνει σάρκα και οστά στην ατµόσφαιρα, σαν προβολή του κινηµατογράφου. Το Τσιλοέ είναι ιδανικό µέρος για το εκτόπλασµα ενός παππού και τη φαντασία µιας εγγονής. Στον Ντάνιελ µίλησα πολύ για τον παππού µου, όσο ήµασταν µόνοι και µιλούσαµε ο ένας στον άλλον για τη ζωή µας. Του περιέγραψα τα παιδικά µου χρόνια, τα οποία πέρασαν ευτυχισµένα µέσα στο αρχιτεκτονικό έκτρωµα του Μπέρκλεϊ. Οι αναµνήσεις εκείνων των χρόνων και του παθιασµένου έρωτα των παππούδων µου µε κράτησαν όρθια την εποχή της ντροπής. Ο πατέρας µου ελάχιστη επιρροή είχε πάνω µου, γιατί η δουλειά του πιλότου τον κρατούσε περισσότερο καιρό στον αέρα παρά στο στέρεο έδαφος. Προτού παντρευτεί, έµενε στο ίδιο σπίτι µαζί µας, σε δύο δωµάτια του δεύτερου ορόφου, µε ανεξάρτητη είσοδο από µια στενή εξωτερική σκάλα, αλλά τον βλέπαµε ελάχιστα, γιατί, αν δεν πετούσε, βρισκόταν κατά κανόνα στην αγκαλιά κάποιας από εκείνες τις ερωµένες που τον έπαιρναν τηλέφωνο απίθανες ώρες και που ο ίδιος µας τις κρατούσε κρυφές. Τα ωράριά του άλλαζαν κάθε δεύτερη βδοµάδα και στην οικογένειά µας συνηθίσαµε να µην τον περιµένουµε ούτε να του κάνουµε ερωτήσεις. Με µεγάλωσαν οι παππούδες µου, εκείνοι πήγαιναν στις συναντήσεις γονέων στο σχολείο, µε πήγαιναν στον οδοντίατρο, µε βοηθούσαν στα µαθήµατα, µου έµαθαν να δένω τα κορδόνια των παπουτσιών µου, να κάνω ποδήλατο, να χρησιµοποιώ υπολογιστή, µου στέγνωναν τα δάκρυα, γελούσαν µαζί µου· δεν θυµάµαι ούτε µια στιγµή απ’ τα πρώτα δεκαπέντε µου χρόνια που η Νίνι µου κι ο παππούς µου να µην είναι παρόντες, και τώρα, που ο

παππούς µου είναι πεθαµένος, τον νιώθω πιο κοντά από ποτέ, έχει εκπληρώσει και µε το παραπάνω την υπόσχεσή του ότι θα είναι πάντα µαζί µου. Έχουν συµπληρωθεί δύο µήνες από τότε που έφυγε ο Ντάνιελ, δύο µήνες χωρίς να τον δω, δύο µήνες µε την καρδιά κόµπο, δύο µήνες να γράφω σ’ αυτό το τετράδιο πράγµατα που θα έπρεπε να συζητάω µαζί του. Πόσο µου λείπει! Είναι κάτι σαν επιθανάτια αγωνία, σαν θανάσιµη αρρώστια. Τον Μάιο, όταν ο Μανουέλ επέστρεψε απ’ το Σαντιάγο, έκανε πως δεν αντιλήφθηκε ότι το σπίτι ολόκληρο µύριζε φιλιά και ο Φάκιν ήταν ιδιαίτερα νευρικός γιατί δεν ασχολιόµουν µαζί του κι αναγκαζόταν να βγαίνει βόλτες µόνος του, όπως όλα τα κοπρόσκυλα αυτής της χώρας· από αλητόβιο µπασταρδάκι είχε τώρα αξιώσεις σκυλιού του καναπέ. Ο Μανουέλ άφησε τη βαλίτσα του και µας ανακοίνωσε ότι έπρεπε να διευθετήσει ορισµένες υποθέσεις µε την Μπλάνκα Σνάκε κι ότι, επειδή η βροχή ήταν σίγουρη, θα κοιµόταν στο σπίτι της. Εδώ ξέρουν ότι πρόκειται να βρέξει όταν χορεύουν τα δελφίνια κι όταν υπάρχουν «λωρίδες φωτός», όπως ονοµάζουν τις ακτίνες του ήλιου που περνούν µέσα απ’ τα σύννεφα. Απ’ ό,τι ήξερα, ποτέ πριν δεν είχε πάει να κοιµηθεί ο Μανουέλ στο σπίτι της Μπλάνκα. «Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ευχαριστώ», του ψιθύρισα στο αυτί αγκαλιάζοντάς τον για πολλή ώρα, κι ας ήξερα ότι αυτό είναι κάτι που απεχθάνεται. Μου χάρισε άλλη µια νύχτα µε τον Ντάνιελ, που εκείνη την ώρα έβαζε ξύλα στη στόφα για να µαγειρέψει κοτόπουλο µε µουστάρδα και πανσέτα, µια εφεύρεση της αδελφής του, της Φράνσις, η οποία δεν έχει µαγειρέψει ποτέ στη ζωή

406

407

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

της, αλλά µαζεύει βιβλία µαγειρικής κι έχει µετατραπεί σε σεφ δίνοντας συµβουλές από καθέδρας. Εγώ έκανα προσπάθειες να µην κοιτάζω το ναυτικό ρολόι του τοίχου, που κατάπινε βιαστικά το χρόνο που µου απέµενε µαζί του. Στη σύντοµη σελήνη του µέλιτος που περάσαµε, µίλησα στον Ντάνιελ για την κλινική απεξάρτησης του Σαν Φρανσίσκο, όπου έµεινα περίπου ένα µήνα και που πρέπει να µοιάζει πάρα πολύ µε την κλινική του πατέρα του στο Σιάτλ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού των 919 χιλιοµέτρων ανάµεσα στο Λας Βέγκας και στο Μπέρκλεϊ, η γιαγιά µου και ο Μάικ Ο’Κέλι κατέστρωσαν ένα σχέδιο για να εξαφανιστώ απ’ το χάρτη προτού καταφέρουν να µε βρουν οι Αρχές ή οι µαφιόζοι. Είχα ένα χρόνο να δω τον πατέρα µου και δεν µου είχε λείψει καθόλου, τον θεωρούσα υπεύθυνο για όσα µου είχαν συµβεί, όµως η αγανάκτησή µου εξανεµίστηκε, όταν φτάσαµε στο σπίτι µε το κόκκινο βανάκι και τον είδα να µας περιµένει στην πόρτα. Ο πατέρας µου, όπως και η Νίνι, µου φάνηκε πιο λιανός και πιο µικρόσωµος· στους µήνες της απουσίας µου είχε γεράσει κι είχε πάψει πια να είναι ο γόης µε το ύφος του σταρ που θυµόµουν. Με αγκάλιασε σφιχτά, επαναλαµβάνοντας το όνοµά µου µε πρωτόγνωρη για µένα τρυφερότητα. «Νόµιζα ότι σε είχαµε χάσει, κορίτσι µου». Ποτέ δεν είχα δει τον πατέρα µου πραγµατικά συγκινηµένο. Ο Άντι Βιδάλ ήταν η αποθέωση της συγκρότησης, άψογος µέσα στη στολή του πιλότου, απρόσβλητος στα πυρά της ύπαρξης, επιθυµητός στις πιο όµορφες γυναίκες, πολυταξιδεµένος, καλλιεργηµένος, ικανοποιηµένος, υγιής. «Την ευχή µου να ’χεις, την ευχή µου να ’χεις, κόρη µου», έλεγε και ξανάλεγε. Φτάσαµε νύχτα, αλλά εκείνος

είχε προβλέψει πρόγευµα αντί για δείπνο: µους σοκολάτας και γαλλική µπαγκέτα µε κρέµα και µπανάνα, το αγαπηµένο µου φαγητό. Ενώ τρώγαµε, ο Μάικ Ο’Κέλι αναφέρθηκε στο πρόγραµµα απεξάρτησης που του είχε συστήσει η Ολίµπια Πέτιφορντ, και µας επανέλαβε ότι ήταν ο καλύτερος γνωστός τρόπος αντιµετώπισης του εθισµού. Ο πατέρας µου και η Νίνι µου ανατρίχιαζαν σαν να τους έριχναν στην πλάτη ένα παγωµένο ποτήρι νερό κάθε φορά που πρόφερε αυτές τις τροµακτικές λέξεις, «ναρκοµανής», «αλκοολική», εγώ όµως τις είχα ενσωµατώσει στην πραγµατικότητά µου χάρη στις Χήρες του Ιησού, που η τεράστια εµπειρία τους σ’ αυτόν τον τοµέα τούς επέτρεψε να είναι µαζί µου απόλυτα ξεκάθαρες. Ο Μάικ είπε ότι ο εθισµός είναι ένα πονηρό και υποµονετικό τέρας, µε άπειρες εφεδρείες, που πάντα ενεδρεύει και που το πιο ισχυρό επιχείρηµά του είναι ότι το θύµα δεν είναι στην πραγµατικότητα εθισµένο. Συνόψισε τις δυνατότητες που είχαµε στη διάθεσή µας, απ’ το δικό του κέντρο απεξάρτησης, δωρεάν αλλά µόνο µε τα απολύτως στοιχειώδη, µέχρι µια κλινική στο Σαν Φρανσίσκο, που κόστιζε χίλια δολάρια την ηµέρα, την οποία εγώ απέρριψα χωρίς περιστροφές, δεδοµένου ότι δεν µου περίσσευαν τόσα λεφτά. Ο πατέρας µου άκουγε σφίγγοντας γροθιές και δόντια, πολύ χλοµός, και στο τέλος µας ανακοίνωσε ότι θα έβαζε χέρι στις αποταµιεύσεις της σύνταξής του για τη θεραπεία µου. ∆εν υπήρχε τρόπος να τον πείσω για το αντίθετο, παρ’ όλο που ο Μάικ επέµενε ότι το πρόγραµµα της κλινικής ήταν παρόµοιο µε το δικό του, µοναδική διαφορά ήταν οι εγκαταστάσεις και η θέα προς τη θάλασσα. Πέρασα τον ∆εκέµβρη στην κλινική, όπου η γιαπωνέ-

408

409

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ζικη αρχιτεκτονική της έκανε σχεδόν υποχρεωτική τη γαλήνη και το διαλογισµό: ξύλο παντού, µεγάλες µπαλκονόπορτες και βεράντες, άπλετο φως, κήποι µε στενά και διακριτικά µονοπάτια, παγκάκια όπου µπορούσες να καθίσεις κουκουλωµένη και να βλέπεις την οµίχλη, θερµαινόµενη πισίνα. Το πανόραµα του νερού και του δάσους άξιζε τα χίλια δολάρια την ηµέρα. Ήµουν η πιο µικρή από τους τροφίµους, οι άλλοι ήταν άντρες και γυναίκες στα τριάντα ή στα σαράντα τους, όλοι αξιαγάπητοι, που µε χαιρετούσαν στους διαδρόµους ή µε καλούσαν να παίξω µαζί τους σκραµπλ και πινγκ-πονγκ, σαν να είχαµε πάει εκεί για διακοπές. Πέρα απ’ τη µανιώδη κατανάλωση τσιγάρου και καφέ, έµοιαζαν άτοµα φυσιολογικά, κανείς δεν θα µπορούσε να φανταστεί ότι ήταν εθισµένοι. Το πρόγραµµα έµοιαζε µ’ εκείνο της ακαδηµίας του Όρεγκον, περιελάµβανε συζητήσεις, µαθήµατα, οµαδική θεραπεία, την ίδια ορολογία των ψυχολόγων και των συµβούλων που την έχω µάθει πια απέξω κι ανακατωτά, πέρα απ’ τα ∆ώδεκα Βήµατα, την αποχή, την ανάνηψη, τη νηφαλιότητα. Έκανα µια βδοµάδα να συνάψω σχέσεις µε τους άλλους τροφίµους και να νικήσω τη µόνιµη παρόρµησή µου να το σκάσω, αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή και η παραµονή εκεί ήταν εθελοντική. «Αυτά δεν είναι για µένα», έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό µου κατά τη διάρκεια αυτής της εβδοµάδας, αλλά µε κρατούσε το γεγονός ότι ο πατέρας µου είχε επενδύσει τις οικονοµίες του σ’ αυτές τις είκοσι οχτώ µέρες, πληρωµένες προκαταβολικά, και δεν µου πήγαινε να τον απογοητεύσω για µια ακόµη φορά.

Συγκάτοικός µου στο δωµάτιο ήταν η Λορέτα, µια γυναίκα ελκυστική, γύρω στα τριάντα πέντε, παντρεµένη, µητέρα τριών παιδιών, µε δικό της µεσιτικό γραφείο, αλκοολική. «Αυτή είναι η τελευταία µου ευκαιρία. Ο άντρας µου µού ανακοίνωσε ότι, αν δεν σταµατήσω να πίνω, θα µε χωρίσει και θα µου πάρει και τα παιδιά», µου είπε. Τις µέρες του επισκεπτηρίου έρχονταν ο άντρας της µε τα παιδιά, έφερναν ζωγραφιές, λουλούδια και σοκολάτες, έµοιαζαν µε µια ευτυχισµένη οικογένεια. Η Λορέτα µού έδειχνε ξανά και ξανά τα άλµπουµ µε τις φωτογραφίες τους. «Όταν γεννήθηκε ο µεγαλύτερος γιος µου, ο Πάτρικ, µόνο µπίρα και κρασί· διακοπές στη Χαβάη, ντάκιρι και µαρτίνι· Χριστούγεννα του 2002, σαµπάνια και τζιν· επέτειος γάµου το 2005, πλύση στοµάχου και πρόγραµµα απεξάρτησης· πικνίκ στις 4 Ιουλίου, το πρώτο ουίσκι έπειτα από έντεκα στεγνούς µήνες· γενέθλια του 2006, µπίρα, τεκίλα, ρούµι, αµαρέτο». Ήξερε ότι οι τέσσερις εβδοµάδες του προγράµµατος δεν αρκούσαν, θα έπρεπε να µείνει δύο µε τρεις µήνες προτού επιστρέψει στην οικογένειά της. Εκτός από τις ελαφρές συζητήσεις που σκοπό είχαν να µας ανεβάσουν ψυχολογικά, µας µιλούσαν ενηµερωτικά σχετικά µε τον εθισµό και τις συνέπειές του και κάναµε και ιδιαίτερες συναντήσεις µε τους κοινωνικούς λειτουργούς. Τα χίλια δολάρια την ηµέρα µάς έδιναν το δικαίωµα να χρησιµοποιούµε την πισίνα και το γυµναστήριο, να κάνουµε βόλτες στα κοντινά πάρκα, µασάζ και άλλες θεραπείες χαλάρωσης και καλλωπισµού, να παρακολουθούµε µαθήµατα γιόγκα, πιλάτες, διαλογισµού, κηπουρικής και ζωγραφικής, αλλά όσες δραστηριότητες κι αν υπήρχαν, ο καθένας εκεί κουβαλούσε το πρόβληµά του σαν ψόφιο άλογο στους ώµους του, αντί να το αγνοεί. Το δικό µου

410

411

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ψόφιο άλογο ήταν η επιτακτική επιθυµία να φύγω όσο πιο µακριά γινόταν, να το σκάσω απ’ αυτό το µέρος, απ’ την Καλιφόρνια, απ’ τον κόσµο, απ’ τον ίδιο µου τον εαυτό. Η ζωή ήταν πολύ βαριά δουλειά, δεν άξιζε τον κόπο να σηκώνοµαι το πρωί και να βλέπω τις ώρες να σέρνονται χωρίς συγκεκριµένο στόχο. Ξεκούραση. Θάνατος. Να ζω ή να µη ζω, όπως ο Άµλετ. «Μη σκέφτεσαι, Μάγια, προσπάθησε να έχεις µονίµως κάποια απασχόληση. Αυτό το στάδιο του αρνητισµού είναι φυσιολογικό και δεν θ’ αργήσει να περάσει», ήταν η συµβουλή του Μάικ Ο’Κέλι. Για να έχω κάτι να απασχολούµαι, έβαψα το µαλλί µου αρκετές φορές, σοκάροντας κάθε φορά τη Λορέτα. Από το µαύρο που µου είχε κάνει ο Φρέντι τον Σεπτέµβριο έµεναν µόνο µερικές γκρίζες ακρούλες. Περνούσα την ώρα µου βάφοντας διάφορες τούφες σε χρώµατα που υπό κανονικές συνθήκες τα βλέπουµε µόνο σε σηµαίες. Η ψυχολόγος µου χαρακτήριζε την τάση αυτή επιθετικότητα κατά του εαυτού µου, µια µορφή αυτοτιµωρίας· το ίδιο πίστευα κι εγώ για τον καλογερίστικο κότσο της. ∆υο φορές την εβδοµάδα είχαµε συναντήσεις γυναικών µε µια ψυχολόγο που έµοιαζε πολύ µε την Ολίµπια Πέτιφορντ σε όγκο και σε καλοσύνη. Καθόµασταν στο πάτωµα της αίθουσας µε φωτισµό µόνο από κεριά και καθεµιά µας έβαζε κάτι για την κατασκευή ενός βωµού: ένα σταυρό, ένα Βούδα, φωτογραφίες των παιδιών της, ένα λούτρινο αρκουδάκι, ένα σπιτάκι µε στάχτες κάποιου αγαπηµένου, µια βέρα. Στο µισοσκόταδο, σ’ αυτό το γυναικείο περιβάλλον, ήταν πιο εύκολο να µιλήσεις. Οι γυναίκες περιέγραφαν πώς ο εθισµός είχε καταστρέψει τη ζωή τους, πώς είχαν γεµίσει χρέη, πώς τις είχαν εγκαταλείψει οι φίλοι, η οικογένεια ή οι αγαπηµένοι τους, πώς τις βασάνιζε

η ενοχή που είχαν χτυπήσει κάποιον οδηγώντας µεθυσµένες ή που είχαν εγκαταλείψει κάποιο παιδί άρρωστο για να βγουν στη γύρα για ουσίες. Κάποιες απ’ αυτές µιλούσαν για τον ξεπεσµό τους, για τις ταπεινώσεις, τις κλοπές, την πορνεία, κι εγώ τ’ άκουγα όλα αυτά µε την ψυχή µου, γιατί είχα περάσει τα ίδια. Πολλές ήταν υπότροπες, χωρίς ίχνος εµπιστοσύνης στον εαυτό τους, γιατί ήξεραν πόσο φευγαλέα και εφήµερη µπορεί να είναι η νηφαλιότητα. Η πίστη βοηθούσε, µπορούσαν να αφεθούν στα χέρια του Θεού ή κάποιας ανώτερης δύναµης, δεν υπολόγιζαν όµως όλες σ’ αυτό το καταφύγιο. Αυτός ο κύκλος εθισµένων γυναικών, µε τη θλίψη του, ήταν το αντίθετο από τις όµορφες µάγισσες του Τσιλοέ. Στο καλύβι καµιά δεν ντρέπεται, όλα είναι αφθονία και ζωή. Τα Σάββατα και τις Κυριακές κάναµε κοινές συνεδρίες µε την οικογένεια, τραυµατικές αλλά απαραίτητες. Ο πατέρας µου έκανε λογικές ερωτήσεις: τι είναι το κρακ και πώς χρησιµοποιείται, πόσο κοστίζει η ηρωίνη, ποια είναι η επίδραση των παραισθησιογόνων µυκήτων, ποιο είναι το ποσοστό επιτυχίας των Ανώνυµων Αλκοολικών, και οι απαντήσεις που έπαιρνε κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές ήταν. Άλλοι συγγενείς εκδήλωναν την απογοήτευσή τους και τη δυσπιστία τους, είχαν στην πλάτη τους τον εθισµένο για πολλά χρόνια χωρίς να µπορούν να καταλάβουν την επιµονή µε την οποία κατέστρεφε τον εαυτό του και ό,τι καλό τούς τύχαινε. Στη δική µου περίπτωση µόνο αγάπη έβλεπα στα µάτια του πατέρα µου και της Νίνι, ούτε µία λέξη κατηγόριας ή αµφισβήτησης. «Εσύ δεν είσαι σαν αυτούς, Μάγια, γλίστρησες στην άβυσσο, αλλά δεν έπεσες

412

413

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ως τον πάτο», µου είπε η Νίνι µου σε κάποια συνάντηση. Οι προειδοποιήσεις της Ολίµπια και του Μάικ αφορούσαν ακριβώς αυτό: την τάση να νοµίζεις ότι εσύ είσαι καλύτερος απ’ τους άλλους. Η µία µετά την άλλη, η κάθε οικογένεια έµπαινε στο κέντρο του κύκλου και µοιραζόταν τις εµπειρίες µ’ εµάς τους υπολοίπους. Οι σύµβουλοι χειρίζονταν µε µεγάλη επιδεξιότητα αυτούς τους κύκλους εξοµολογήσεων και κατάφερναν να δηµιουργήσουν ένα κουκούλι ασφάλειας, όπου όλοι ήµασταν ίσοι, κανείς δεν είχε διαπράξει προπατορικά αµαρτήµατα. Κανένας δεν έµενε αδιάφορος εκείνες τις στιγµές, όλοι κάποια στιγµή έσπαγαν, µερικές φορές κάποιοι έπεφταν στο πάτωµα κλαίγοντας µε λυγµούς, κι αυτοί οι κάποιοι δεν ήταν πάντα οι εξαρτηµένοι. Βίαιοι γονείς και σύντροφοι, µισητές µανάδες, αιµοµιξίες, οικογενειακός αλκοολισµός, υπήρχαν απ’ όλα. Όταν έφτασε η σειρά της οικογένειάς µου, ο Μάικ Ο’Κέλι πέρασε µαζί µας µε το αναπηρικό του καροτσάκι στο κέντρο και ζήτησε να βάλουν άλλη µία κενή καρέκλα στον κύκλο. Είχα αφηγηθεί στη Νίνι µου πολλά απ’ όσα µου είχαν συµβεί µετά τη φυγή µου από την ακαδηµία, αλλά παρέλειψα αυτό που θα µπορούσε να την τραυµατίσει θανάσιµα· αντίθετα, όταν ο Μάικ ερχόταν να µε επισκεφθεί και ήµουν µόνη µαζί του, του τα έλεγα όλα· αυτόν δεν τον σκανδάλιζε τίποτε. Ο πατέρας µου είπε ότι ήταν πιλότος, ότι είχε µείνει µακριά µου, ότι στη ζωή του είχε δείξει µεγάλη επιπολαιότητα και ότι από καθαρό εγωισµό µε είχε αφήσει να µε µεγαλώσουν οι παππούδες µου, αποφεύγοντας να αναλάβει ο ίδιος το ρόλο του πατέρα, µέχρι που είχα το ατύχηµα µε το ποδήλατο στα δεκάξι µου· µόνο τότε άρχισε να

µου δίνει κάποια σηµασία. ∆εν είχε θυµώσει ούτε είχε χάσει την εµπιστοσύνη του σ’ εµένα, είπε, θα έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι του για να µε βοηθήσει. Η γιαγιά µου περιέγραψε πώς ήµουν παιδί, υγιές και χαρούµενο, τις φαντασιώσεις µου, τα επικά ποιήµατά µου και τις επιδόσεις µου στο ποδόσφαιρο και επανέλαβε πόσο µε αγαπούσε. Τότε ακριβώς µπήκε στην αίθουσα ο παππούς µου όπως ήταν πριν απ’ την αρρώστια του, µεγαλόσωµος, τυλιγµένος στη µυρωδιά του φίνου καπνού, µε τα χρυσά γυαλιά του και το µπορσαλίνο του, κάθισε στην πολυθρόνα που του αντιστοιχούσε και άνοιξε προς το µέρος µου την αγκαλιά του. Ποτέ πριν δεν µου είχε παρουσιαστεί τόσο ζωντανά, κάτι πολύ ασυνήθιστο για µια φαντασίωση. Πεσµένη στα γόνατα µπροστά του, πλάνταξα στο κλάµα, ζήτησα συγγνώµη και αποδέχτηκα ως απόλυτη αρχή ότι κανείς δεν µπορούσε να µε σώσει απ’ τον εαυτό µου, ότι µόνο εγώ ήµουν υπεύθυνη για τη ζωή µου. «∆ώσε µου το χέρι σου, παππού», τον παρακάλεσα και από τότε δεν το έχει αποτραβήξει ακόµα. Τι είδαν οι υπόλοιποι εκεί µέσα; Με είδαν να αγκαλιάζω µια άδεια καρέκλα, αλλά ο Μάικ περίµενε την παρουσία του, γι’ αυτό και είχε ζητήσει το πρόσθετο κάθισµα, και η Νίνι µου αποδέχτηκε την αόρατη παρουσία του σαν κάτι απόλυτα φυσικό. ∆εν θυµάµαι πώς τελείωσε εκείνη η συνεδρία, θυµάµαι µόνο την απίστευτη κούραση που ένιωθα, και ότι η Νίνι µου µε συνόδεψε ως το δωµάτιό µου, ότι µε τη βοήθεια της Λορέτα µε έβαλε στο κρεβάτι µου κι ότι για πρώτη φορά κοιµήθηκα δεκατέσσερις ώρες µονορούφι. Κοιµήθηκα για να αναπληρώσω άπειρες άγρυπνες νύχτες, για να σβήσω τη συσσωρευµένη αναξιοπρέπεια και τον επίµονο φόβο. Ήταν ένας ύπνος επανορθωτικός που δεν

414

415

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

επαναλήφθηκε· η αϋπνία µε περίµενε πίσω απ’ την πόρτα υποµονετικά. Από εκείνη τη στιγµή και µετά αφοσιώθηκα ολοκληρωτικά στο πρόγραµµα και τόλµησα να εξερευνήσω ένα προς ένα τα σκοτεινά σπήλαια του παρελθόντος. Έµπαινα στα τυφλά σε κάποιο απ’ αυτά τα σπήλαια και πάλευα µε δράκοντες, κι εκεί που νόµιζα ότι τους νικούσα, άνοιγε καινούργιο σπήλαιο, ξανά και ξανά, σ’ ένα λαβύρινθο που δεν τελείωνε ποτέ. Αναγκάστηκα να αντιµετωπίσω τα ερωτήµατα της ψυχής µου, η οποία δεν µε είχε εγκαταλείψει, όπως πίστευα, στο Λας Βέγκας, αλλά είχε ναρκωθεί, είχε συρρικνωθεί κατατροµαγµένη. Ποτέ δεν ένιωσα ασφαλής σ’ αυτά τα µαύρα σπήλαια, έχασα όµως το φόβο µπροστά στη µοναξιά και γι’ αυτό τώρα, στην καινούργια µου µοναχική ζωή στο Τσιλοέ, είµαι ικανοποιηµένη. Τι βλακεία είναι αυτή που µόλις έγραψα σ’ αυτή την σελίδα; Στο Τσιλοέ δεν είµαι µόνη. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχα τη συντροφιά που έχω σ’ αυτό το νησί, σ’ αυτό το σπιτάκι, µ’ αυτόν το νευρωτικό κύριο που τον λένε Μανουέλ Αρίας. Όσο παρακολουθούσα το πρόγραµµα απεξάρτησης, η Νίνι µου ανανέωσε το διαβατήριό µου, επικοινώνησε µε τον Μανουέλ και προετοίµασε το ταξίδι µου στη Χιλή. Εάν είχε τα απαραίτητα χρήµατα, θα είχε έρθει µαζί µου προσωπικά για να µε παραδώσει χέρι µε χέρι στο φίλο της στο Τσιλοέ. ∆υο µέρες προτού τελειώσει η θεραπεία, έβαλα τα πράγµατά µου σ’ ένα σακίδιο και, µόλις σκοτείνιασε, έφυγα απ’ την κλινική χωρίς να αποχαιρετήσω κανέναν. Η Νίνι µου µε περίµενε δύο γωνίες πιο κάτω µε το σαραβαλιασµένο Volkswagen της, έτσι όπως είχαµε συµφωνήσει. «Από αυτή τη στιγµή και µετά είσαι καπνός, Μάγια», µου είπε µε συνωµοτικό ύφος. Μου έδωσε µια

άλλη πλαστικοποιηµένη φωτογραφία του παππού µου, σαν εκείνη που είχα χάσει, και µε πήγε µέχρι το αεροδρόµιο του Σαν Φρανσίσκο. Του Μανουέλ τού έχω γίνει εφιάλτης: Πιστεύεις ότι οι άντρες ερωτεύονται τόσο παθιασµένα όσο και οι γυναίκες; O Ντάνιελ θα µπορούσε να έρθει να θαφτεί στο Τσιλοέ για χάρη µου; Σου φαίνοµαι χοντρή, Μανουέλ; Είσαι σίγουρος; Πες µου την αλήθεια! Ο Μανουέλ λέει ότι κανείς δεν µπορεί πια να ανασάνει ελεύθερα σ’ αυτό το σπίτι, ο αέρας έχει ποτιστεί από δάκρυα και γυναικείους στεναγµούς, καυτά πάθη και γελοία σχέδια. Μέχρι και τα ζώα έχουν παραξενέψει, ο Γατόσοφος, που κάποτε ήταν πολύ καθαρός, τώρα έχει πάρει τη συνήθεια να ξερνάει πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή, κι ο Χαζόγατος, που κάποτε το έπαιζε µπλαζέ, τώρα συναγωνίζεσαι για τα χάδια µου µε τον Φάκιν και ξηµερώνεται στο κρεβάτι µου µε τα πόδια του στον αέρα για να του χαϊδέψω την κοιλιά. Κάναµε πολλές συζητήσεις σχετικά µε τον έρωτα, υπερβολικά πολλές, σύµφωνα µε τον Μανουέλ. «∆εν υπάρχει τίποτε πιο βαθύ απ’ την αγάπη», του λέω, ανάµεσα σε άλλες κοινοτοπίες, κι εκείνος, µε την ακαδηµαϊκή του µνήµη, µου πετάει αµέσως ένα στιχάκι του Ντ. Χ. Λόρενς που λέει «ναι, υπάρχει κάτι πιο βαθύ απ’ την αγάπη, η µοναξιά του καθενός, και στο βάθος αυτής της µοναξιάς καίει η πυρκαγιά της γυµνής ζωής» – ή κάτι παρόµοιο· εξαιρετικά καταθλιπτικό πάντως για µένα, τώρα που έχω ανακαλύψει την πυρκαγιά του γυµνού Ντάνιελ. Όταν δεν απαγγέλλει νεκρούς ποιητές, ο Μανουέλ µένει σιωπηλός. Οι κουβέντες µας είναι περισσότερο δικοί µου µονόλογοι,

416

417

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

όπου βγάζω τα απωθηµένα µου σχετικά µε τον Ντάνιελ· δεν αναφέρω καθόλου την Μπλάνκα Σνάκε, γιατί µου το έχει απαγορεύσει εκείνη, αλλά η παρουσία της είναι ζωντανή στην ατµόσφαιρα. Ο Μανουέλ πιστεύει ότι είναι πολύ γέρος για να ερωτευτεί και δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε µια γυναίκα, αλλά εγώ µυρίζοµαι ότι το πρόβληµα είναι η δειλία του· φοβάται να µοιραστεί, να εξαρτηθεί, να υποφέρει, φοβάται ότι ο καρκίνος της Μπλάνκα µπορεί να υποτροπιάσει και να πεθάνει πριν από εκείνον, ή το αντίθετο, φοβάται ότι µπορεί να την αφήσει χήρα ή να πάθει άνοια όσο εκείνη είναι ακόµα νέα, κάτι πολύ πιθανό βέβαια, γιατί η διαφορά ηλικίας ανάµεσά τους είναι µεγάλη. Αν δεν υπήρχε η µακάβρια φουσκαλίτσα στον εγκέφαλό του, ο Μανουέλ σίγουρα θα έφτανε υγιής ως τα ενενήντα. Πώς µπορεί να είναι ο έρωτας ανάµεσα σε δύο ηλικιωµένους; Και εννοώ το σωµατικό µέρος. Θα το… κάνουν άραγε; Όταν έγινα δώδεκα χρονών και άρχισα να κατασκοπεύω τους παππούδες µου, έβαλαν σύρτη στην πόρτα της κρεβατοκάµαράς τους. Ρώτησα τη Νίνι µου τι έκαναν εκεί µέσα κλεισµένοι και µου απάντησε ότι έκαναν προσευχές µε το ροζάριο. Μερικές φορές δίνω συµβουλές στον Μανουέλ, µου είναι αδύνατον να συγκρατηθώ, κι εκείνος τις αντιµετωπίζει µε αφοπλιστική ειρωνεία, όµως ξέρω ότι µ’ ακούει και µαθαίνει. Εδώ και λίγο καιρό έχει αρχίσει να αλλάζει τις καλογερίστικες συνήθειές του, είναι λιγότερο παθιασµένος µε την ιδέα της τάξης και µε προσέχει κάπως περισσότερο, δεν κοκαλώνει, όταν τον αγγίζω, ούτε το σκάει όταν αρχίζω να χοροπηδάω στον ήχο της µουσικής που ακούω µε τ’ ακουστικά µου· πρέπει να αρχίσω να ασκούµαι, αλλιώς θα καταλήξω σαν τις Σαβίνες του Ρούµπενς,

εκείνες τις ξεβράκωτες χοντρούλες που είδα στην πινακοθήκη του Μονάχου. Το µπουρµπούλι στον εγκέφαλό του έχει πάψει να είναι πια µυστικό, αφού δεν µπορεί να µου κρύψει τις ηµικρανίες του ούτε τα επεισόδια της διπλωπίας, όταν βλέπει διπλά τα γράµµατα στη σελίδα και στην οθόνη του υπολογιστή. Όταν ο Ντάνιελ έµαθε για το ανεύρυσµα, µου πρότεινε την κλινική Μάγιο στη Μινεάπολη, την καλύτερη νευροχειρουργική κλινική των ΗΠΑ, και η Μπλάνκα µε διαβεβαίωσε ότι ο πατέρας της θα χρηµατοδοτούσε την εγχείρηση, αλλά ο Μανουέλ δεν ήθελε ούτε καν να γίνεται κουβέντα για το θέµα· ήδη χρωστάει πάρα πολλά στον δον Λίονελ. «Το ίδιο κάνει, είτε χρωστάς ένα είτε χρωστάς δύο, δεν έχει καµία διαφορά», τον κόβει η Μπλάνκα. Τι κρίµα που έκαψα εκείνο το βουνό χαρτονοµίσµατα στην έρηµο Μοχάβε· ψεύτικα ή όχι, θα µπορούσαν να αποδειχθούν πολύ χρήσιµα. Ξανάρχισα να γράφω στο τετράδιό µου, το οποίο είχα εγκαταλείψει για ένα διάστηµα µε τη µανία που µε είχε πιάσει να στέλνω ηλεκτρονικά µηνύµατα στον Ντάνιελ. Μπορώ να του το δώσω όταν θα ξανασυναντηθούµε, έτσι θα µπορέσει να µε γνωρίσει καλύτερα, κι εµένα και την οικογένειά µου. ∆εν µπορώ να του πω όσα θέλω απ’ το email, όπου χωράνε µόνο τα καθηµερινά νέα και δυο-τρεις κουβέντες ερωτικού περιεχοµένου. Ο Μανουέλ µε συµβουλεύει να λογοκρίνω τις παθιασµένες εκρήξεις µου, γιατί πάντα οι άνθρωποι µετανιώνουν για τα ερωτικά γράµµατα που έχουν γράψει, δεν υπάρχει τίποτε πιο επιτηδευµένο και γελοίο, και στη δική µου περίπτωση δεν βρίσκουν ανταπόκριση απ’ τον παραλήπτη. Οι απαντή-

418

419

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σεις του Ντάνιελ είναι στεγνές και σχετικά αραιές. Πρέπει να είναι πολύ απασχοληµένος µε τη δουλειά του στην κλινική ή µπορεί και να έχει πάρει πολύ στα σοβαρά τα µέτρα ασφαλείας που έχει επιβάλει η γιαγιά µου. Προσπαθώ να έχω κάτι να κάνω για να µην αυταναφλεγώ στη σκέψη του Ντάνιελ. Έχουν υπάρξει τέτοιες περιπτώσεις, άνθρωποι που χωρίς εµφανή αιτία αυταναφλέγονται και γίνονται στάχτη. Το σώµα µου είναι σαν ώριµο ροδάκινο, είναι έτοιµο να το γευτεί κάποιος ή αλλιώς να πέσει απ’ το δέντρο, να γίνει πολτός στο χώµα και να το φάνε τα µυρµήγκια. Το πιθανότερο είναι να µου συµβεί το δεύτερο, γιατί ο Ντάνιελ δεν δείχνει σηµάδια ότι θα ήθελε να έρθει να µε γευτεί. Αυτή η καλογερίστικη ζωή µού χαλάει εντελώς τη διάθεση, εκνευρίζοµαι στην παραµικρή αναποδιά, παραδέχοµαι όµως ότι κοιµάµαι καλά, για πρώτη φορά όσο θυµάµαι τον εαυτό µου, και τα όνειρά µου είναι ενδιαφέροντα, αν και δεν είναι όλα ερωτικά όπως θα ήθελα. Από τον απρόσµενο θάνατο του Μάικλ Τζάκσον και µετά, έχω ονειρευτεί πολλές φορές τον Φρέντι. Ο Τζάκσον ήταν το είδωλό του και ο καηµένος ο φίλος µου πρέπει να έχει τώρα βαρύ πένθος. Τι θα απογίνει άραγε; Ο Φρέντι ρισκάρισε τη ζωή του για να σώσει τη δική µου και δεν είχα καν την ευκαιρία να του πω ένα ευχαριστώ. Ως ένα βαθµό, ο Φρέντι µοιάζει µε τον Ντάνιελ, έχει το ίδιο χρώµα, τεράστια µάτια µε µεγάλα τσίνορα, κατσαρά µαλλιά. Αν ο Ντάνιελ έκανε παιδί, θα µπορούσε να είναι σαν τον Φρέντι, αν όµως ήµουν εγώ η µητέρα αυτού του παιδιού, µπορεί να µας έβγαινε Σκανδιναβός. Τα γονίδια της Μάρτα Ότερ είναι πολύ ισχυρά: εγώ δεν έχω πάρει ούτε σταγόνα λατινικού αίµατος. Στις Ηνωµένες

Πολιτείες ο Ντάνιελ θεωρείται µαύρος, αν και έχει ανοιχτόχρωµη επιδερµίδα και θα µπορούσε κάλλιστα να περάσει για Έλληνας ή Άραβας. «Οι νεαροί µαύροι στην Αµερική είναι είδος υπό εξαφάνιση, πάρα πολλοί συλλαµβάνονται ή δολοφονούνται πριν από τα τριάντα τους», µου είπε ο Ντάνιελ όταν µιλήσαµε για το θέµα. Εκείνος µεγάλωσε ανάµεσα σε λευκούς, σε µια φιλελεύθερη πόλη της αµερικανικής δύσης, κυκλοφορεί σε περιβάλλον προνοµιούχων, όπου το χρώµα του δέρµατός του δεν τον εµπόδισε ποτέ και σε τίποτε, η τύχη του όµως θα ήταν πολύ διαφορετική σε άλλα µέρη της χώρας. Η ζωή είναι πολύ πιο εύκολη για τους λευκούς, αυτό το ήξερε και ο παππούς µου. Εκείνος είχε έναν αέρα δύναµης, µε το ένα ενενήντα του και τα εκατόν είκοσι κιλά του, τα γκρίζα του µαλλιά, τα γυαλιά µε το χρυσό σκελετό και τα µόνιµα καπέλα του, τα οποία του έφερνε ο πατέρας µου απ’ την Ιταλία. ∆ίπλα του εγώ ένιωθα ασφαλής από οποιονδήποτε κίνδυνο, κανείς δεν θα τολµούσε να αγγίξει αυτόν τον τροµερό και φοβερό άνθρωπο. Έτσι πίστευα µέχρι το περιστατικό µε τον ποδηλάτη, όταν ήµουν περίπου εφτά χρονών. Το πανεπιστήµιο του Μπάφαλο είχε καλέσει τον παππού µου να δώσει µερικές διαλέξεις. Μέναµε σ’ ένα ξενοδοχείο της οδού Ντέλαγουεαρ, ένα από εκείνα τα παλιά αρχοντικά των εκατοµµυριούχων του περασµένου αιώνα, που σήµερα είναι δηµόσια ή εµπορικά κτίρια. Έκανε κρύο και φύσαγε παγωµένος άνεµος, αλλά του κάθισε στο κεφάλι να πάµε βόλτα σ’ ένα κοντινό πάρκο. Η Νίνι µου κι εγώ περπατούσαµε µερικά βήµατα µπροστά, προσπαθώντας να αποφύγουµε τις λακκούβες µε το νερό, και δεν είδαµε τι ακριβώς συνέβη, ακούσαµε µόνο την κραυγή και το σαµατά που ακολούθησε αµέσως µετά. Πίσω µας ερ-

420

421

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

χόταν ένας νεαρός µε ποδήλατο, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα γλίστρησε σ’ έναν παγωµένο νερόλακκο, έπεσε πάνω στον παππού µου κι αµέσως µετά στο έδαφος. Ο παππούς τραντάχτηκε απ’ το χτύπηµα, έχασε το καπέλο του και του έπεσε η κλειστή οµπρέλα που είχε στο µπράτσο του, αλλά έµεινε όρθιος. Εγώ έτρεξα να πιάσω το καπέλο κι εκείνος έσκυψε για να σηκώσει την οµπρέλα του, ενώ ταυτόχρονα έτεινε το χέρι του στον πεσµένο για να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Μέσα σε µια στιγµή η σκηνή πήρε βίαια χαρακτηριστικά. Ο ποδηλάτης, τροµοκρατηµένος, άρχισε να φωνάζει, σταµάτησε ένα αυτοκίνητο, µετά κάποιο άλλο και σε ελάχιστα λεπτά εµφανίστηκε κι ένα περιπολικό. ∆εν ξέρω από πού έβγαλε ο κόσµος το συµπέρασµα ότι ο παππούς µου είχε προκαλέσει το ατύχηµα κι ότι είχε απειλήσει τον ποδηλάτη µε την οµπρέλα. Χωρίς να ρωτήσουν κάτι άλλο, οι αστυνοµικοί τον κόλλησαν βίαια πάνω στο περιπολικό, τον διέταξαν να σηκώσει ψηλά τα χέρια του, τον υποχρέωσαν να ανοίξει τα πόδια του, τον έψαξαν και του έδεσαν µε χειροπέδες τα χέρια στην πλάτη. Η Νίνι µου παρενέβη σαν λέαινα, αντιµετώπισε τους ένστολους µ’ ένα χείµαρρο εξηγήσεων στα ισπανικά, µοναδική γλώσσα που θυµάται σε ώρες κρίσης, κι όταν θέλησαν να την αποµακρύνουν, άρπαξε τον πιο σωµατώδη απ’ τα πέτα µε τόσο µεγάλη ορµή, ώστε κατάφερε να τον σηκώσει µερικά εκατοστά από το έδαφος, κάτι πραγµατικά αξιοθαύµαστο για ένα άτοµο που ζυγίζει λιγότερο από πενήντα κιλά. Καταλήξαµε στο αστυνοµικό τµήµα, αλλά εδώ δεν ήταν Μπέρκλεϊ, µε τον υπαστυνόµο Βάλτσακ να σου προσφέρει καπουτσίνο. Ο παππούς µου, µε το αίµα να τρέχει από

τη µύτη του κι από ένα κόψιµο πάνω απ’ το φρύδι, προσπάθησε να εξηγήσει τι είχε συµβεί µε τόνο ταπεινό, που ποτέ δεν τον είχαµε ακούσει να χρησιµοποιεί, και ζήτησε ένα τηλέφωνο για να καλέσει το πανεπιστήµιο. Αντί για απάντηση, του είπαν να το βουλώσει, αν δεν ήθελε να τον κλείσουν στη στενή. Όσο για τη Νίνι µου, στην οποία επίσης είχαν περάσει χειροπέδες για να µην επιτεθεί σε κάποιον άλλο, τη διέταξαν να καθίσει σ’ έναν πάγκο όσο συµπλήρωναν ένα ερωτηµατολόγιο. Κανείς δεν έδινε σηµασία σ’ εµένα κι εγώ πήγα και κούρνιασα τρέµοντας δίπλα στη γιαγιά µου. «Πρέπει να κάνεις κάτι, Μάγια», µου ψιθύρισε εκείνη στο αυτί. Απ’ τα µάτια κατάλαβα τι µου ζητούσε. Πήρα µια βαθιά ανάσα για να γεµίσω µε αέρα τα πνευµόνια µου, άφησα µία γοερή κραυγή που αντήχησε στην αίθουσα, κι έπεσα στο έδαφος σαν να είχα πάθει σπασµούς, βγάζοντας αφρούς απ’ το στόµα και µε τα µάτια µου αναποδογυρισµένα. Είχα προσποιηθεί ότι πάθαινα επιληψία τόσες φορές, για να πετύχω διάφορα πράγµατα κατά καιρούς, όπως παραδείγµατος χάρη για να µην πάω στο σχολείο, που θα µπορούσα να παραπλανήσω ακόµα κι έναν νευροχειρουργό, πόσο µάλλον µερικούς αστυνοµικούς του Μπάφαλο. Μας έδωσαν το τηλέφωνο. Με πήγαν µαζί µε τη Νίνι µου µ’ ένα ασθενοφόρο στο νοσοκοµείο, όπου έφτασα έχοντας απολύτως συνέλθει από την κρίση, υπό τα έκπληκτα µάτια της αστυνοµικού που µας επέβλεπε, ενώ το πανεπιστήµιο έστελνε ένα δικηγόρο για να βγάλει τον αστρονόµο απ’ το κελί, όπου έκανε παρέα µε µεθύστακες και πορτοφολάδες. Τη νύχτα ξαναβρεθήκαµε στο ξενοδοχείο, πεθαµένοι απ’ την κούραση. Φάγαµε για βράδυ µόνο ένα πιάτο σούπα και ξαπλώσαµε και οι τρεις στο ίδιο κρεβάτι. Το χτύ-

422

423

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πηµα απ’ το ποδήλατο άφησε χοντρές µελανιές στον παππού µου και οι χειροπέδες τού χάραξαν τους καρπούς των χεριών. Στο σκοτάδι, κουλουριασµένη ανάµεσα στα σώµατά τους σαν σε κουκούλι, τους ρώτησα τι είχε συµβεί. «Τίποτε σοβαρό, Μάγια, κοιµήσου», απάντησε ο παππούς µου. Έµειναν για ένα διάστηµα σιωπηλοί, παριστάνοντας τους κοιµισµένους, ώσπου τελικά µίλησε η Νίνι µου. «Αυτό που συνέβη, Μάγια, είναι ότι ο παππούς σου είναι µαύρος». Και υπήρχε τόση οργή στη φωνή της, ώστε δεν ρώτησα τίποτε άλλο. Αυτό ήταν το πρώτο µου µάθηµα στον τοµέα των φυλετικών διακρίσεων, τις οποίες δεν είχα αντιληφθεί µέχρι τότε και, σύµφωνα µε τον Ντάνιελ Γκούντριτς, κανείς δεν µπορεί να παραβλέψει.

του δεν είχε τίποτε καινούργιο να πει, εκτός αν µπορούσε να προσφέρει µια ερµηνεία της µυθολογίας. Μίλησε µε τους εκδότες του και του έδωσαν διορία τεσσάρων µηνών για να υποβάλει το καινούργιο χειρόγραφο· πρέπει να βιαστούµε. Ο Ντάνιελ συµµετέχει εξ αποστάσεως, γιατί το θέµα τον ενδιαφέρει, και έτσι έχω µια ακόµη δικαιολογία για να διατηρώ συνεχή επαφή µε τον σύµβουλό µας απ’ το Σιάτλ. Ο χειµωνιάτικος καιρός περιορίζει τις δραστηριότητες στο νησί, αλλά πάντα υπάρχει δουλειά: οι κάτοικοι πρέπει να ασχοληθούν µε τα παιδιά και τα ζώα, να µαζέψουν θαλασσινά την ώρα της φυρονεριάς, να επισκευάσουν δίχτυα, να κάνουν προσωρινές επισκευές στα σπίτια που έπαθαν ζηµιές από τις θύελλες, να πλέξουν και να σκοτώνουν την ώρα τους µέχρι τις οχτώ, οπότε οι γυναίκες µαζεύονται για να δουν το σίριαλ και οι άντρες για να πιουν και να παίξουν χαρτιά. Έβρεχε όλη τη βδοµάδα, αυτό το πεισµατάρικο κλάµα του ουρανού του Νότου, και το νερό περνάει µέσα απ’ τα ανοίγµατα των κεραµιδιών που έχουν µετακινηθεί από τις θύελλες του Μάρτη. Βάζουµε δοχεία κάτω από κει που στάζει και τα σφουγγαρόπανα είναι σε ηµερήσια διάταξη για να στεγνώνουµε το πάτωµα. Όταν θα σταµατήσει η βροχή, θα ανέβω στη στέγη, γιατί ο Μανουέλ δεν είναι σε ηλικία για τέτοιες ακροβασίες κι έχουµε πια χάσει την οποιαδήποτε ελπίδα να δούµε απ’ τα µέρη µας το µαστροχαλαστή πριν µπει η άνοιξη. Το µαρτύριο της σταγόνας πρέπει να ενοχλεί τις τρεις νυχτερίδες που κρέµονται µε το κεφάλι κάτω απ’ τα ψηλά δοκάρια, µακριά απ’ το πεδίο δράσης των γάτων. Απεχθάνοµαι αυτούς τους φτερωτούς τυφλούς αρουραίους, γιατί µπορούν να µου ρουφήξουν το αίµα τη νύχτα, αν και ο Μανουέλ µε διαβεβαι-

Ο Μανουέλ κι εγώ ξαναγράφουµε το βιβλίο του. Χρησιµοποιώ πρώτο πληθυντικό πρόσωπο γιατί εκείνος βάζει τις ιδέες κι εγώ τη γραφή, ακόµα και στα ισπανικά γράφω καλύτερα από εκείνον. Η ιδέα µάς κατέβηκε όταν ο Μανουέλ αφηγήθηκε στον Ντάνιελ τους µύθους του Τσιλοέ κι εκείνος, ως καλός ψυχίατρος, πήρε το θέµα και το έκανε φύλλο και φτερό. Είπε ότι οι θεοί εκπροσωπούν διαφορετικές πλευρές της ψυχής και ότι οι µύθοι είναι ιστορίες της δηµιουργίας, της φύσης ή των αρχέγονων παθών του ανθρώπου και συνδέονται άµεσα µε την πραγµατικότητα· οι µύθοι όµως αυτής της περιοχής δίνουν την εντύπωση ότι είναι συνδεδεµένοι µεταξύ τους µε τσίχλα, δεν έχουν καµιά συνοχή. Ο Μανουέλ προβληµατίστηκε σοβαρά, και δυο µέρες αργότερα µου ανακοίνωσε ότι αρκετά είχε γράψει για τους µύθους του Τσιλοέ κι ότι το βιβλίο

424

425

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ώνει ότι δεν έχουν καµία συγγένεια µε τους βρικόλακες της Τρανσιλβανίας. Είµαστε περισσότερο από ποτέ εξαρτηµένοι απ’ τα καυσόξυλα κι από τη µαύρη σιδερένια στόφα, όπου ο βραστήρας είναι πάντα έτοιµος για τσάι ή για µατέ· υπάρχει παντού µια ελαφριά µυρωδιά καπνού, ένα χαρακτηριστικό άρωµα στα ρούχα και στο δέρµα. Η συµβίωση µε τον Μανουέλ είναι ένας ντελικάτος χορός, εγώ γράφω, εκείνος φέρνει ξύλα και µοιραζόµαστε το µαγείρεµα. Για ένα διάστηµα καθαρίζαµε κιόλας, αφού η Εντουβίχις σταµάτησε να έρχεται στο σπίτι µας, αν και έστελνε τον Χουανίτο να πάρει τα βρόµικα ρούχα και τα επέστρεφε πλυµένα, αλλά τώρα ήδη ξανάρχισε να δουλεύει. Έπειτα από την αποβολή της Ασουσένα, η Εντουβίχις δεν µιλούσε σχεδόν καθόλου και δεν έβγαινε στο χωριό παρά µόνο για τα απολύτως απαραίτητα, και µάλιστα χωρίς να πιάνει κουβέντες µε τους ανθρώπους. Ήξερε πολύ καλά τα κουτσοµπολιά που κυκλοφορούσαν σχετικά µε την οικογένειά της· πολλοί κατηγορούσαν την ίδια, γιατί είχε επιτρέψει στον Καρµέλο Κοράλες να βιάσει τις κόρες της, αλλά δεν έλειπαν κι εκείνοι που κατηγορούσαν τις κόρες «γιατί προκαλούσαν τον πατέρα, ο οποίος ήταν µεθύστακας και δεν ήξερε τι έκανε», όπως άκουσα να λένε στην Ταβέρνα του Πεθαµένου. Η Μπλάνκα µού εξήγησε ότι η υποχωρητικότητα της Εντουβίχις στην κακοµεταχείριση του άντρα της είναι πολύ συνηθισµένη σ’ αυτές τις περιπτώσεις και είναι άδικο να την κατηγορούν για συνενοχή, γιατί κι εκείνη, όπως και η υπόλοιπη οικογένειά της, ήταν θύµα. Φοβόταν τον άντρα της και ποτέ δεν µπόρεσε να τον αντιµετωπίσει στα ίσια. «Είναι εύκολο να κρίνεις τους άλλους, όταν δεν έχεις ο ίδιος ανάλογη εµπει-

ρία», κατέληξε η Μπλάνκα. Μ’ έβαλε σε σκέψεις, γιατί εγώ ήµουν απ’ τις πρώτες που επέκρινε σκληρά την Εντουβίχις. Έχοντας µετανιώσει για τη στάση µου, πήγα να τη δω στο σπίτι της. Τη βρήκα σκυφτή πάνω απ’ τη σκάφη να πλένει τα σεντόνια µας µε σταβλίσια ξύστρα και πράσινο σαπούνι. Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και µε κάλεσε να πιούµε «ένα τσαγάκι», χωρίς να µε κοιτάει στα µάτια. Καθίσαµε µπροστά από τη στόφα, ενώ περιµέναµε να βράσει το νερό, και µετά ήπιαµε το τσάι µας σιωπηλές. Ο συµφιλιωτικός χαρακτήρας της επίσκεψής µου ήταν σαφής, θα την έφερνα σε δύσκολη θέση, αν της ζητούσα και τυπικά συγγνώµη, και θα έδειχνε έλλειψη σεβασµού εκ µέρους µου, αν ανέφερα τον Καρµέλο Κοράλες. Ξέραµε και οι δύο γιατί βρισκόµουν εκεί. «Πώς είσαι, δόνα Εντουβίχις;» τη ρώτησα τελικά, όταν είχαµε τελειώσει και το δεύτερο φλιτζάνι τσάι, απ’ το ίδιο πάντα φακελάκι. «Ας τα λέµε καλά. Κι εσύ, κόρη µου;» «Κι εγώ τα ίδια, ευχαριστώ. Και η αγελάδα, είναι καλά;» «Ναι, ναι, αλλά τα ’χει τα χρονάκια της», είπε αναστενάζοντας. «∆ίνει πολύ λίγο γάλα. Όπου να ’ναι θα τινάξει τα πέταλα, λέω εγώ». «Ο Μανουέλ κι εγώ πίνουµε γάλα εβαπορέ». «Χριστός κι Απόστολος! Πες στον κυριούλη σου ότι από αύριο κιόλας ο Χουανίτο θα σας φέρνει γαλατάκι και τυράκι». «Ευχαριστούµε πάρα πολύ, δόνα Εντουβίχις». «Και το σπιτάκι σας δεν πρέπει να σκίζει από καθαριότητα…» «Όχι, δεν είναι αυτό που θα ’πρεπε να είναι, αλλά να µη

426

427

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σε ζαλίζω τώρα µε τα δικά µας τα προβλήµατα», της είπα απολογητικά. «Κάθε άλλο! Εγώ πρέπει να ζητήσω συγγνώµη». «Συγγνώµη για ποιο πράγµα;» «Πες στον κυριούλη σου ότι µπορεί να υπολογίζει σ’ εµένα εκατό τα εκατό». «Όπως πάντα, λοιπόν, δόνα Εντουβίχις!» «Ναι, ναι, γκρινγκουλίτσα, όπως πάντα». Μετά µιλήσαµε για αρρώστιες και για πατάτες, όπως απαιτεί το πρωτόκολλο.

ρες επιτροπές, διαδικασίες κάπως περίπλοκες: οι Χιλιανοί πιστεύουν ακράδαντα ότι οι απλές λύσεις είναι παράνοµες. Η δόνα Λουσίντα συµπλήρωσε τα εκατόν δέκα χρόνια της και τις τελευταίες εβδοµάδες µοιάζει στην όψη µε σκονισµένη πάνινη κούκλα, δεν έχει πια ενέργεια για να πλέκει µαλλί και περνάει τις ώρες της καθιστή κοιτάζοντας προς τη µεριά του θανάτου, έχει αρχίσει όµως να βγάζει καινούργια δόντια. ∆εν θα έχουµε κουράντο ούτε τουρίστες ως την άνοιξη και οι γυναίκες στο µεταξύ πλέκουν και φτιάχνουν διάφορα αντικείµενα, γιατί είναι αµαρτία να κάθονται άπραγες, η τεµπελιά είναι µόνο για τους άντρες. Έχω αρχίσει κι εγώ να µαθαίνω να πλέκω για να µη µε κακοβλέπουν· προς το παρόν, δοκιµαστικά, φτιάχνω κασκόλ, κυρίως για να διορθώνω τα λάθη µου, µε χοντρές βελόνες και χοντρό µαλλί. Ο µισός πληθυσµός του νησιού είναι κρυολογηµένος ή έχει βρογχίτιδα ή αρθρίτιδα, όταν όµως το πλοιάριο του Εθνικού Συστήµατος Υγείας τύχει να καθυστερήσει, η µοναδική που ανησυχεί είναι η Λιλιάνα Τρεβίνιο, γιατί τα έχει µε τον καλοξυρισµένο γιατρό, όπως λένε. Ο κόσµος δεν έχει εµπιστοσύνη σε γιατρούς που δεν χρεώνουν, προτιµάει να χρησιµοποιεί φάρµακα της φύσης και, αν η κατάσταση είναι σοβαρή, καταφεύγει στις µαγικές πρακτικές µιας µάτσι. Ο παπάς, αντίθετα, πάντα έρχεται για την κυριακάτικη λειτουργία, για να µην του κλέψουν την πελατεία οι πεντηκοστιανοί και οι ευαγγελιστές. Κατά τον Μανουέλ, αυτό δεν θα γίνει εύκολα, γιατί στη Χιλή η Καθολική Εκκλησία έχει µεγαλύτερη επιρροή απ’ ό,τι στο ίδιο το Βατικανό. Μου είπε ότι η Χιλή είναι η τελευταία χώρα στον κόσµο που έχει νόµο περί διαζυγίου και ότι είναι τόσο πο-

Αυτά είναι όλα κι όλα τα τελευταία νέα. Ο χειµώνας στο Τσιλοέ είναι κρύος και µεγάλος, αλλά πολύ πιο ανεκτός απ’ τους χειµώνες στο Βορρά του κόσµου: εδώ δεν είσαι υποχρεωµένος να φτυαρίζεις χιόνι ούτε να φοράς δερµάτινα πανωφόρια για να βγεις έξω. Κάνουµε µαθήµατα στο σχολείο, όταν το επιτρέπει το κλίµα, αλλά το τρούκο στην ταβέρνα δεν σταµατάει ποτέ, ακόµα κι όταν ο ουρανός χαράζεται απ’ τις αστραπές. ∆εν λείπουν ποτέ οι πατάτες απ’ τη σούπα, τα ξύλα απ’ τη στόφα και το µατέ απ’ τους φίλους. Μερικές φορές έχουµε ηλεκτρικό, συχνά πυκνά φωτιζόµαστε µε κεριά. Όταν δεν βρέχει, η ποδοσφαιρική οµάδα Καλεούτσε προπονείται σκληρά για το πρωτάθληµα του Σεπτέµβρη· κανενός παιδιού δεν µεγάλωσαν τα πόδια, και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια εξακολουθούν να είναι στο νούµερο που πρέπει. Ο Χουανίτο είναι αναπληρωµατικός και ο Πέδρο Πελαντσουγκάι εκλέχτηκε µε κανονική ψήφο αρχηγός της οµάδας. Σ’ αυτή τη χώρα τα πάντα αποφασίζονται µε δηµοκρατικές διαδικασίες και διορίζοντας διάφο-

428

429

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λύπλοκος, ώστε είναι πολύ πιο εύκολο να σκοτώσεις το σύζυγό σου παρά να τον χωρίσεις, γι’ αυτό και κανείς δεν θέλει να παντρευτεί και η πλειονότητα των παιδιών γεννιέται εκτός γάµου. Για την έκτρωση δεν µιλάει κανείς, είναι λέξη απαγορευµένη, παρ’ όλο που έχει ευρύτατη διάδοση. Οι Χιλιανοί σέβονται τον Πάπα, δεν τον ακούν όµως καθόλου στα σεξουαλικά ζητήµατα και στις συνέπειές τους, γιατί τι µπορεί να ξέρει γι’ αυτά τα πράγµατα ένας άγαµος καλοζωισµένος γεράκος, που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του; Το σίριαλ προχωράει πολύ αργά, ήδη βρίσκεται στο επεισόδιο ενενήντα δύο και η πλοκή δεν έχει κάνει ούτε ένα βήµα µπροστά. Είναι το πιο σηµαντικό γεγονός του νησιού, όλοι υποφέρουν µε τις ταλαιπωρίες των ηρώων, περισσότερο απ’ ό,τι υποφέρουν µε τις δικές τους. Ο Μανουέλ δεν βλέπει τηλεόραση κι εγώ καταλαβαίνω ελάχιστα απ’ αυτά που λένε οι ηθοποιοί και σχεδόν καθόλου την υπόθεση· έχω την εντύπωση ότι µια κάποια Ελίζα την απήγαγε ο θείος της, ο οποίος την ερωτεύτηκε και την έχει κλείσει σε κάποιο µέρος, ενώ η θεία της ψάχνει να τη βρει για να τη σκοτώσει, αντί να σκοτώσει τον άντρα της, όπως θα ήταν το φυσιολογικό. Η φίλη µου η Πινκόγια και η οικογένειά της δεν είναι πια στη σπηλιά· έφυγαν για άλλα νερά και άλλους βράχους, θα επιστρέψουν όµως την επόµενη περίοδο· οι ψαράδες µε διαβεβαίωσαν ότι οι φώκιες είναι πλάσµατα µε παγιωµένες συνήθειες και πάντα επιστρέφουν το καλοκαίρι. Ο Λίβινγκστον, το σκυλί των χωροφυλάκων, έφτασε πια στο οριστικό µπόι του και έχει γίνει πολύγλωσσος: καταλαβαίνει εξίσου καλά οδηγίες στα αγγλικά, στα ισπανικά

και τα τσιλοΐτικα. Εγώ του έµαθα τέσσερα βασικά κόλπα, τα οποία ξέρει κάθε κατοικίδιο ζώο, και τα υπόλοιπα τα έµαθε από µόνος του, σαλαγάει πρόβατα και µεθυσµένους, βρίσκει θηράµατα, όταν τον πηγαίνουν για κυνήγι, σηκώνει τον κόσµο στο πόδι, όταν υπάρχει πυρκαγιά ή πληµµύρα, ανακαλύπτει ναρκωτικά –εκτός απ’ τη µαριχουάνα– και επιτίθεται εικονικά, όταν τον προστάζει ο Ουµίλντε Γκαράι στις επιδείξεις, ενώ στην πραγµατική ζωή είναι πολύ ήπιο σκυλάκι. ∆εν έχει βρει κανένα πτώµα, γιατί δυστυχώς δεν είχαµε κανένα για να βρει, όπως µου είπε ο Γκαράι, βρήκε όµως τον τετράχρονο εγγονό του Αουρέλιο Νιανκουπέλ, ο οποίος είχε χαθεί στο λόφο. Η Σούζαν, η πάλαι ποτέ µητριά µου, θα πλήρωνε χρυσάφι για ένα σκυλί σαν τον Λίβινγκστον. Έλειψα δύο φορές από τη συνάντηση των καλών µαγισσών στο καλύβι, την πρώτη φορά όταν ήταν εδώ ο Ντάνιελ και τη δεύτερη αυτόν το µήνα, γιατί η Μπλάνκα κι εγώ δεν καταφέραµε να πάµε στο Μεγάλο Νησί. Είχαν βγάλει δελτίο θυέλλης και η ακτοφυλακή είχε απαγορεύσει τη ναυσιπλοΐα. Λυπήθηκα πάρα πολύ, γιατί είχαµε σκοπό να ευλογήσουµε το νεογέννητο µιας απ’ αυτές και ήθελα πάρα πολύ να το µυρίσω, µου αρέσουν πολύ τα µωρά που ακόµα δεν µιλάνε. Μου έχει λείψει πάρα πολύ η µηνιαία αυτή συνάντηση των µαγισσών στα άδυτα της Παντσαµάµα µε τις νεαρές γυναίκες, αισθησιακές, υγιείς στο µυαλό και στην καρδιά. Ανάµεσά τους νιώθω αποδεκτή, δεν είµαι η Αµερικανιδούλα, είµαι η Μάγια, είµαι µία απ’ τις µάγισσες, και ανήκω σ’ αυτή τη γη. Όταν πηγαίνουµε στο Κάστρο, κοιµόµαστε ένα-δυο βράδια στου δον Λίονελ Σνάκε, ο οποίος θα ήταν ο µεγάλος µου έρωτας, αν δεν µου είχαν στείλει τα αστέρια τον Ντάνιελ

430

431

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Γκούντριτς. Είναι ακαταµάχητος, όσο και ο µυθικός Μιγιαλόµπο, τεράστιος, κοκκινοπρόσωπος, µουστακαλής, λάγνος. «Λαχείο σού ’τυχε, κουµούνι, να φιλοξενείς στο σπίτι σου αυτήν την καταπληκτική Αµερικανιδούλα!» λέει κάθε φορά που βλέπει τον Μανουέλ Αρίας.

λόγια· αποδόθηκε ωστόσο δικαιοσύνη µε µη αναµενόµενο τρόπο, αφού έπαθε γάγγραινα και το άλλο πόδι του Καρµέλο Κοράλες. Η Εντουβίχις έφυγε για το Κάστρο για να συµπληρώσει τις απαραίτητες αιτήσεις για τον ακρωτηριασµό του δεύτερου ποδιού, αλλά εκείνος έκανε µόνος του ένα ολόκληρο κουτί ενέσεις ινσουλίνης. Όταν επέστρεψε η Εντουβίχις, τον βρήκε σε κώµα και ίσα που πρόλαβε να τον κρατήσει λίγο στα χέρια της προτού πεθάνει µερικά λεπτά αργότερα. Κανείς, ούτε οι χωροφύλακες, δεν µίλησε για αυτοκτονία· κατά γενική οµολογία ο ασθενής πέθανε από φυσικό θάνατο, έτσι µπόρεσαν να τον θάψουν χριστιανικά και να αποφύγουν µια ακόµη ταπείνωση για τη δύστυχη οικογένεια. Τον έθαψαν χωρίς να περιµένουν τον περιοδεύοντα κληρικό, µε µια σύντοµη τελετή στην οποία χοροστάτησε ο πληρεξούσιος της εκκλησίας, ο οποίος επαίνεσε το νεκρό για την ικανότητά του να φτιάχνει καλές βάρκες, µοναδική αρετή που µπόρεσε να βγάλει απ’ το µανίκι του, και παρέπεµψε την ψυχή του στην κρίση του Κυρίου. Παρόντες ήταν ελάχιστοι γείτονες από συµπόνια για την οικογένεια, ανάµεσά τους ο Μανουέλ κι εγώ. Η Μπλάνκα ήταν τόσο θυµωµένη γι’ αυτό που είχε συµβεί στην Ασουσένα, ώστε αρνήθηκε να έρθει στο νεκροταφείο, αλλά αγόρασε στο Κάστρο ένα στεφάνι πλαστικά λουλούδια για τον τάφο. Κανείς απ’ τους γιους του Καρµέλο δεν ήρθε στην κηδεία, ήταν παρών µόνο ο Χουανίτο, φορώντας το κοστούµι της πρώτης κοινωνίας, µικρό για το τωρινό του µπόι, και κρατώντας απ’ το χέρι τη γιαγιά του, η οποία µαυροφορέθηκε απ’ το κεφάλι ως τα νύχια.

Οι έρευνες στην υπόθεση της Ασουσένα Κοράλες δεν κατέληξαν πουθενά λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, δεν υπήρξε καµία ένδειξη ότι η αποβολή είχε προκληθεί σκόπιµα, αυτό το πλεονέκτηµα έχει η έγχυση ζωµού από φύλλα αβοκάντο και µποράντζα. Το κορίτσι δεν το ξαναείδαµε, γιατί πήγε να ζήσει στην Κεγιόν µε τη µεγαλύτερη αδελφή της, τη µητέρα του Χουανίτο, την οποία επίσης δεν γνωρίζω. Κατόπιν εορτής, οι αστυνοµικοί Κάρκαµο και Γκαράι άρχισαν να ερευνούν απ’ τη δική τους πλευρά το θέµα της πατρότητας του νεκρού παιδιού και κατέληξαν σε αυτό που ήξεραν ήδη όλοι, ότι την Ασουσένα βίασε ο ίδιος της ο πατέρας, όπως ακριβώς είχε κάνει και µε τις άλλες κόρες του. Αυτό όµως είναι «ιδιωτική υπόθεση», όπως λένε εδώ, και κανείς δεν θεωρεί ότι έχει δικαίωµα να παρεµβαίνει σε όσα συµβαίνουν πίσω από την πόρτα ενός σπιτιού: τα βρόµικα ρούχα τα πλένουν µέσα στο σπίτι. Οι χωροφύλακες προσπάθησαν να πείσουν την οικογένεια να καταγγείλει το γεγονός, ώστε να µπορέσουν να επέµβουν νοµικά, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ούτε και η Μπλάνκα Σνάκε κατάφερε να πείσει την Ασουσένα ή την Εντουβίχις. Κυκλοφορούσαν ευρύτατα διάφορα κουτσοµπολιά και κατηγορίες, το χωριό ολόκληρο κουβέντιαζε το περιστατικό, αλλά στο τέλος το σκάνδαλο πνίγηκε στα

432

433

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Έφτασε και η γιορτή του Ναζωραίου στο νησί Καγουάτς. Με την ευκαιρία ήρθαν χιλιάδες προσκυνητές, ανάµεσά τους Αργεντινοί και Βραζιλιάνοι, οι περισσότεροι µε µεγάλες µαούνες που χωρούσαν διακόσια ή και τριακόσια άτοµα όρθια, στριµωγµένα το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά και µε ιδιωτικά πλοιάρια. Οι µαούνες διέσχιζαν µε µεγάλο κίνδυνο µια δύσκολη θάλασσα, έχοντας από πάνω τους βαριά απειλητικά σύννεφα, αλλά κανείς δεν ανησυχούσε, γιατί είναι διαδεδοµένη η πίστη ότι ο Ναζωραίος προστατεύει τους προσκυνητές. Αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές, γιατί αρκετά απ’ αυτά τα πλοιάρια βυθίστηκαν στο παρελθόν και κάµποσοι πιστοί πνίγηκαν. Στο Τσιλοέ πνίγονται πολλοί, γιατί κανείς δεν ξέρει να κολυµπάει, εκτός απ’ όσους υπηρετούν στο ναυτικό, οι οποίοι µαθαίνουν υποχρεωτικά. Το οµοίωµα του Χριστού, πολύ θαυµατουργό, αποτελείται από ένα συρµάτινο σκελετό µε ξύλινο κεφάλι και χέρια, φοράει περούκα από ανθρώπινα µαλλιά και έχει γυάλινα µάτια και πονεµένο πρόσωπο, βουτηγµένο στα δάκρυα και στο αίµα. Μια απ’ τις δουλειές του νεωκόρου είναι να περάσει το αίµα από πάνω µε βερνίκι νυχιών πριν από τη λιτανεία. Στο κεφάλι έχει ακάνθινο στεφάνι, το σώµα του καλύπτεται από ένα µοβ χιτώνα και κρατάει βαρύ σταυρό. Ο Μανουέλ έχει γράψει σχετικά µε τον Ναζωραίο ότι έχει ηλικία τριακοσίων ετών και είναι το σύµβολο της πίστης των Τσιλοϊτών. Για εκείνον δεν ήταν κάτι το καινούργιο, αλλά αποφάσισε να έρθει µαζί µου στο Καγουάτς. Για µένα, µεγαλωµένη στο Μπέρκλεϊ, το θέαµα δεν θα µπορούσε να είναι πιο παγανιστικό. Το Καγουάτς έχει έκταση δέκα τετραγωνικά χιλιόµετρα και πληθυσµό πεντακόσιους κατοίκους, όµως στις λι-

τανείες του Γενάρη και του Αυγούστου µαζεύονται χιλιάδες πιστοί· το ναυτικό και η αστυνοµία αναλαµβάνουν την τήρηση της τάξης κατά τη µετακίνηση των πιστών µε τα πλοία και στις τελετές, που κρατούν τέσσερις ηµέρες, οι πιστοί συρρέουν για να εκπληρώσουν τα τάµατα και τις υποσχέσεις τους. Ο Ιησούς Χριστός δεν συγχωρεί όσους δεν πληρώνουν τα χρέη τους για τις χάρες που τους έχουν γίνει. Στις λειτουργίες γεµίζουν µέχρι επάνω τα καλάθια της εκκλησίας µε χρήµατα και κοσµήµατα, οι προσκυνητές πληρώνουν όπως µπορούν, υπάρχουν µάλιστα και κάποιοι που αφήνουν εκεί τα κινητά τους. Πέρασα µεγάλη ταραχή, αρχικά στην Καουίγια, η οποία τραµπαλιζόταν σαν καρυδότσουφλο για ώρες πολλές στο κύµα, σπρωγµένη από έναν προδότη άνεµο, µε τον πατέρα Λιόν να ψέλνει ύµνους στην πρύµνη, και µετά στο νησί, ανάµεσα στους φανατικούς, και τέλος στην επιστροφή, όταν µας επιτέθηκαν οι προσκυνητές για να ανέβουν κι εκείνοι στη λάντζα, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά µεταφορικά µέσα για το πλήθος. Μεταφέραµε έντεκα άτοµα όρθια στην Καουίγια, στριµωγµένα το ένα δίπλα στο άλλο, ανάµεσά τους κάποιους µεθυσµένους και πέντε µωρά κοιµισµένα στις αγκαλιές των µητέρων τους. Πήγα στο Καγουάτς µε έντονο σκεπτικισµό, µόνο και µόνο για να παρακολουθήσω τη γιορτή και να τη φιλµάρω, όπως είχα υποσχεθεί στον Ντάνιελ, αλλά παραδέχοµαι ότι η θρησκευτική ζέση ήταν κολλητική και κατέληξα γονατιστή µπροστά στον Ναζωραίο να τον ευχαριστώ για τα εκπληκτικά νέα που έστειλε η Νίνι µου. Η µανία καταδιώξεως που τη χαρακτηρίζει την κάνει να στέλνει κωδικοποιηµένα µηνύµατα, αλλά επειδή γράφει πολύ και συχνά, µπορώ κατά κανόνα να καταλάβω τι ακριβώς υπονοεί. Το

434

435

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πρώτο νέο είναι ότι πήρε πίσω τελικά τη χρωµατιστή σπιταρόνα όπου είχα περάσει την παιδική µου ηλικία, έπειτα από δικαστικό αγώνα τριών ετών, για να διώξει τον Ινδό έµπορο, ο οποίος ποτέ δεν πλήρωσε νοίκι και οχυρωνόταν πίσω απ’ τους νόµους του Μπέρκλεϊ, οι οποίοι ευνοούν τον ενοικιαστή. Η γιαγιά µου αποφάσισε να το καθαρίσει, να διορθώσει τις πιο κραυγαλέες ατέλειες και να νοικιάζει δωµάτια σε φοιτητές του πανεπιστηµίου. Έτσι θα είναι σε θέση να το συντηρήσει και να ζει και η ίδια σ’ αυτό. Πόσο θα ήθελα να περπατήσω ξανά σ’ αυτά τα καταπληκτικά δωµάτια! Και το δεύτερο νέο, πολύ πιο σηµαντικό, αφορά τον Φρέντι. Η Ολίµπια Πέτιφορντ εµφανίστηκε µια µέρα στο Μπέρκλεϊ µε τη συνοδεία µιας άλλης κυρίας, ανάλογου εκτοπίσµατος µε την ίδια, για να παραδώσει τον Φρέντι στα ικανά χέρια του Μάικ Ο’Κέλι.

µπώ ποτέ στο κρεβάτι του. Κοιµηθήκαµε σαν ναρκωµένοι, µέχρι που απέξω άρχισε το πηγαινέλα των προσκυνητών. ∆εν πεινάσαµε καθόλου, γιατί υπήρχαν άπειροι πάγκοι που σέρβιραν φαγητό, πίτες, λουκάνικα, θαλασσινά, ψητές πατάτες, ολόκληρα αρνιά στη σούβλα, χιλιανά γλυκά και χύµα κρασί µέσα σε αθώα µπουκάλια από γκαζόζες, κι αυτό γιατί οι παπάδες δεν βλέπουν µε καλό µάτι το αλκοόλ στη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών. Οι τουαλέτες, µια σειρά από φορητά κουβούκλια, ήταν ανεπαρκέστατες και, στις λίγες ώρες που χρησιµοποιήθηκαν, η κατάστασή τους ήταν εµετική. Οι άντρες και τα παιδιά ξαλάφρωναν δήθεν κρυφά πίσω απ’ τα δέντρα, αλλά για τις γυναίκες τα πράγµατα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Τη δεύτερη µέρα ο Μανουέλ χρειάστηκε να χρησιµοποιήσει µία από τις τουαλέτες, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο µάγκωσε η πόρτα και έµεινε κλεισµένος µέσα για ώρα. Εγώ που τριγύριζα στους πάγκους µε τα είδη λαϊκής τέχνης και τα διάφορα µπιχλιµπίδια στον περίβολο της εκκλησίας αντιλήφθηκα το πρόβληµα από το σαµατά που έγινε. Πλησίασα από περιέργεια και µόνο, χωρίς να υποπτεύοµαι περί τίνος πρόκειται, και είδα ένα τσούρµο ανθρώπους να τραντάζουν το πλαστικό σπιτάκι µε κίνδυνο να το ανατρέψουν, ενώ από µέσα ο Μανουέλ φώναζε και χτυπούσε τους τοίχους σαν µανιακός. Πολλοί γελούσαν, αλλά εγώ κατάλαβα ότι η αγωνία του Μανουέλ ήταν η αγωνία του ανθρώπου που ένιωθε φυλακισµένος στην ίδια του τη ζωή. Η σύγχυση όσο πήγαινε και µεγάλωνε, ώσπου κάποια στιγµή κάποιος πολυτεχνίτης έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα σουγιά και άρχισε χαλαρά να παλεύει την κλειδαριά. Πέντε λεπτά αργότερα άνοιξε η πόρτα και ο Μανουέλ βγήκε σαν κυνηγηµένος και αµέσως έπεσε

Στο Καγουάτς, ο Μανουέλ κι εγώ µείναµε σε µια σκηνή, αλλά τα πράµατα ήταν στριµωχτά. Θα έπρεπε να είχαν ετοιµαστεί πολύ καλύτερα γι’ αυτήν την εισβολή πιστών, η οποία επαναλαµβάνεται κάθε χρόνο εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα. Την ηµέρα είχε υγρασία και κρύο, αλλά τη νύχτα τα πράγµατα ήταν πολύ χειρότερα. Τρέµαµε σύγκορµοι µέσα στους υπνόσακους, φορώντας όλα µας τα ρούχα, σκούφο, χοντρές κάλτσες και γάντια, ενώ η βροχή µαστίγωνε τον καµβά πάνω απ’ τα κεφάλια µας για να λιµνάσει κάτω απ’ το πλαστικό πάτωµα. Κάποια στιγµή αποφασίσαµε να ενώσουµε τους δύο σάκους και να κοιµηθούµε µαζί. Κόλλησα στην πλάτη του Μανουέλ, σαν σακίδιο, και κανείς απ’ τους δυο µας δεν αναφέρθηκε στη συµφωνία που είχαµε κάνει τον Φεβρουάριο να µην ξανα-

436

437

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στο έδαφος ξερνώντας ακατάσχετα και µε το πρόσωπο κατακόκκινο. Ήδη κανείς δεν γελούσε. Εκεί πάνω πλησίασε ο πατέρας Λιόν και, αφού βοηθήσαµε οι δυο µας τον Μανουέλ να σηκωθεί, τον στηρίξαµε απ’ τα µπράτσα του και κάναµε µερικά αβέβαια βήµατα προς το µέρος της σκηνής. Πλησίασαν τότε δύο χωροφύλακες και ρώτησαν αν ο κύριος ήταν άρρωστος, αν και σίγουρα αυτό που υποπτεύονταν ήταν ότι είχε πιει κάτι παραπάνω, γιατί ήδη εκείνη την ώρα υπήρχαν κάµποσοι µεθυσµένοι που παραπατούσαν. ∆εν ξέρω τι κατάλαβε ο Μανουέλ, αλλά ήταν σαν να είχε εµφανιστεί µπροστά του ο διάβολος, µας έσπρωξε µε µια έκφραση τρόµου στο πρόσωπο, σκόνταψε, έπεσε γονατιστός και βγήκε από µέσα του ένα πρασινωπό κύµα εµετού. Οι χωροφύλακες προσπάθησαν να παρέµβουν, αλλά ο πατέρας Λιόν µπήκε ανάµεσα σ’ αυτούς και στον Μανουέλ µε το κύρος που του έδινε η φήµη του ως αγίου, και τους διαβεβαίωσε ότι ήταν µια απλή δυσπεψία και µπορούσαµε µόνοι µας να κάνουµε καλά τον άρρωστο. Ο παπάς κι εγώ µεταφέραµε τον Μανουέλ στη σκηνή, τον καθαρίσαµε µ’ ένα βρεγµένο πανί και τον αφήσαµε να ξεκουραστεί. Κοιµήθηκε τρεις ώρες συνεχόµενες, µαζεµένος σαν να είχε φάει ξύλο. «Άφησέ τον µόνο του, γκρινγκουλίτσα, και µην του κάνεις ερωτήσεις», µε πρόσταξε ο πατέρας Λιόν προτού φύγει για να εκτελέσει τα καθήκοντά του, αλλά εγώ δεν θέλησα να τον αφήσω, έµεινα στη σκηνή και παρακολουθούσα τον ύπνο του. Στην εξέδρα, µπροστά από την εκκλησία, είχαν τοποθετήσει κάµποσα τραπέζια όπου εγκαταστάθηκαν παπάδες για να κοινωνήσουν τον κόσµο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Μετά ξεκίνησε η λιτανεία, µε το οµοίωµα

του Ιησού να το κουβαλούν στους ώµους τους οι πιστοί, οι οποίοι έψελναν µε στεντόρεια φωνή, ενώ δεκάδες µεταµεληµένοι αµαρτωλοί σέρνονταν γονατιστοί στη λάσπη ή έκαιγαν τα χέρια τους µε λιωµένο κερί ζητώντας φωναχτά συγχώρεση για τα κρίµατά τους. ∆εν κατάφερα να εκπληρώσω την υπόσχεσή µου να κινηµατογραφήσω την τελετή για τον Ντάνιελ, γιατί κατά τη διάρκεια του πολυτάραχου ταξιδιού προς το Καγουάτς µού έπεσε η κάµερα στη θάλασσα· µικρό το κακό, αν λάβω υπόψη µου ότι µιας κυρίας τής έπεσε στη θάλασσα το σκυλάκι της. Κατάφεραν να το βγάλουν απ’ το νερό µισοξυλιασµένο, αλλά ζωντανό. «Άλλο ένα θαύµα του Ναζωραίου», είπε ο Μανουέλ. «Άσε τις ειρωνείες για τη θρησκεία, Μανουέλ, και κοίτα µη µας πνίξεις», του απάντησε ο πατέρας Λιόν. Μια βδοµάδα µετά το προσκύνηµά µας στο Καγουάτς, η Λιλιάνα Τρεβίνιο κι εγώ πήγαµε να δούµε τον πατέρα Λιόν, σε ένα περίεργο ταξίδι γεµάτο µυστικότητα, µη τυχόν και το πάρουν είδηση ο Μανουέλ ή η Μπλάνκα. Οι οποιεσδήποτε εξηγήσεις θα ήταν εξαιρετικά αµήχανες, αφού δεν έχω κανένα δικαίωµα να ανασκαλεύω το παρελθόν του Μανουέλ, πόσο µάλλον πίσω απ’ την πλάτη του. Κίνητρό µου είναι η αγάπη που νιώθω γι’ αυτόν, µια αγάπη που αυξάνεται όσο µένουµε µαζί. Από τότε που έφυγε ο Ντάνιελ και ήρθε ο χειµώνας, περάσαµε πολύ καιρό µαζί σ’ αυτό το χωρίς πόρτες σπίτι, όπου ο χώρος είναι πολύ µικρός για να επιτρέπει οποιοδήποτε µυστικό. Η σχέση µου µε τον Μανουέλ έγινε πιο στενή· επιτέλους, άρχισε να µου έχει εµπιστοσύνη, τώρα έχω εν λευκώ πρόσβαση στα

438

439

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

χαρτιά του, στις σηµειώσεις του, στις ηχογραφήσεις του και στον υπολογιστή του. Η δουλειά µού έδωσε το πρόσχηµα για να ψαχουλέψω στα συρτάρια του. Τον ρώτησα γιατί δεν έχει φωτογραφίες συγγενών ή φίλων και µου εξήγησε ότι ταξίδεψε πολύ, ξεκίνησε απ’ το µηδέν κάµποσες φορές σε αρκετά µέρη του κόσµου και στη διάρκεια αυτής της διαδροµής ξεφορτωνόταν κάθε τόσο το υλικό και συναισθηµατικό φορτίο του· µου είπε επίσης ότι τους ανθρώπους που τον ενδιαφέρουν τους έχει στο µυαλό του, γι’ αυτό και δεν χρειάζεται φωτογραφίες. Στα αρχεία του δεν βρήκα τίποτε σχετικά µε το κοµµάτι του παρελθόντος του που µ’ ενδιαφέρει. Ξέρω ότι έµεινε στη φυλακή για παραπάνω από ένα χρόνο, την εποχή του στρατιωτικού πραξικοπήµατος, ότι εξορίστηκε στο Τσιλοέ και ότι το 1976 έφυγε απ’ τη χώρα· ξέρω για τις γυναίκες του, τα διαζύγιά του, τα βιβλία του, αλλά δεν ξέρω τίποτε για την κλειστοφοβία του ή για τους εφιάλτες του. Κι αν δεν τα ανακαλύψω όλα αυτά, θα µου είναι αδύνατον να τον βοηθήσω και ποτέ δεν θα φτάσω να τον γνωρίσω πραγµατικά. Τα πάω πολύ καλά µε τη Λιλιάνα Τρεβίνιο. Έχει την προσωπικότητα της γιαγιάς µου: δαιµόνια, ιδεαλίστρια, ανυποχώρητη και παθιασµένη, αλλά καθόλου αυταρχική. Κανόνισε να επισκεφτούµε διακριτικά τον πατέρα Λιόν µε το πλοιάριο της Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας, προσκεκληµένες του γιατρού, του αγαπηµένου της, ο οποίος λέγεται Χόρχε Πεδράσα. Φαίνεται πολύ πιο νέος απ’ ό,τι είναι, µόλις συµπλήρωσε τα σαράντα, και δέκα απ’ αυτά τα χρόνια τα έχει ήδη περάσει στο αρχιπέλαγος. Έχει χωρίσει απ’ τη γυναίκα του, παλεύει ακόµα µε την αργή γραφειοκρατία του διαζυγίου κι έχει δύο παιδιά, το ένα µε σύνδροµο Ντάουν. Σκέφτεται να παντρευτεί τη Λιλιάνα µό-

λις απελευθερωθεί οριστικά, αλλά εκείνη δεν βλέπει για ποιο λόγο θα πρέπει να υποστούν την ταλαιπωρία· λέει ότι οι γονείς της έζησαν είκοσι εννέα χρόνια µαζί και έκαναν τρία παιδιά χωρίς χαρτιά. Το ταξίδι κράτησε έναν αιώνα, γιατί το πλοιάριο σταµατούσε σε διάφορα σηµεία στη διαδροµή και, όταν φτάσαµε εκεί όπου έµενε ο πατέρας Λιόν, ήταν ήδη τέσσερις το απόγευµα. Ο Πεδράσα µάς άφησε εκεί και συνέχισε τη συνηθισµένη διαδροµή του, µε την υπόσχεση να µας ξαναπάρει έπειτα από µιάµιση ώρα για να µας πάει στο νησί µας. Ο κόκορας µε τα γυαλιστερά φτερά και το παχουλό αρνί, που είχα δει και πριν, ήταν στη θέση τους και επιτηρούσαν το πλίνθινο σπιτάκι του παπά. Το µέρος µού φάνηκε διαφορετικό στο χειµωνιάτικο φως· ακόµα και τα πλαστικά λουλούδια του νεκροταφείου έµοιαζαν µαραµένα. Μας περίµενε και µας κέρασε τσάι, γλυκά, φρεσκοφουρνισµένο ψωµί, τυρί και ζαµπόν, τα οποία µας σέρβιρε µια γειτόνισσα που τον φροντίζει και τον ελέγχει σαν να ήταν παιδί της. «Φόρα το ποντσίτο σου και πάρε την ασπιρινούλα σου, παππούλη, άντε γιατί δεν είµαι εγώ για να φροντίζω άρρωστους γεράκους», τον πρόσταξε γεµίζοντας τη χιλιανή φράση της µε όσο περισσότερα υποκοριστικά µπορούσε, ενώ εκείνος ρουθούνιζε γκρινιάρικα. Ο παπάς περίµενε µέχρι να µείνουµε µόνοι και µας παρακάλεσε να τελειώσουµε τα γλυκά, γιατί, αν αναγκαζόταν να τα φάει ο ίδιος, µε την ηλικία που έχει, θα του έπεφταν σαν πέτρες στο στοµάχι. Έπρεπε να επιστρέψουµε προτού σκοτεινιάσει και, καθώς είχαµε ελάχιστο χρόνο, µπήκαµε κατευθείαν στο θέµα. «Γιατί δεν ρωτάς τον ίδιο τον Μανουέλ για όσα θες να

440

441

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µάθεις, γκρινγκουλίτσα;» µου πρότεινε ο παπάς ανάµεσα σε δυο γουλιές τσαγιού. «Τον έχω ρωτήσει, πάτερ, αλλά αποφεύγει να απαντήσει». «Τότε πρέπει να σεβαστείς τη σιωπή του, κοπέλα µου». «Συγγνώµη, πάτερ, αλλά δεν ήρθα εδώ για να σας ενοχλήσω από καθαρή περιέργεια. Ο Μανουέλ έχει ψυχικό πρόβληµα και θέλω να τον βοηθήσω». «Ψυχικό πρόβληµα… Τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά, γκρινγκουλίτσα;» µε ρώτησε χαµογελώντας ειρωνικά. «Αρκετά, γιατί έφτασα στο Τσιλοέ µε ψυχικό πρόβληµα και ο Μανουέλ µε δέχτηκε και µε βοήθησε να συνέλθω. Πρέπει να του ανταποδώσω τη χάρη, δεν νοµίζετε;» Ο παπάς µάς µίλησε για το στρατιωτικό πραξικόπηµα, για τη βάρβαρη καταπίεση που ακολούθησε και για τη δουλειά του στην Αποστολική Επιτροπή Αλληλεγγύης, η οποία δεν κράτησε πολύ, γιατί έπιασαν και τον ίδιον. «Εγώ είχα περισσότερη τύχη απ’ τους άλλους, γκρινγκουλίτσα, γιατί ο ίδιος ο καρδινάλιος µε γλίτωσε σε λιγότερο από δυο µέρες, αλλά την εξορία δεν µπόρεσα να την αποφύγω». «Τι έκαναν στους κρατουµένους;» «Εξαρτάται. Μπορούσες να πέσεις στα χέρια της πολιτικής αστυνοµίας, της DINA ή της CNI, της χωροφυλακής ή της υπηρεσίας ασφαλείας κάποιου κλάδου των ενόπλων δυνάµεων. Τον Μανουέλ τον πήγαν πρώτα στο Εθνικό Στάδιο και µετά στη Βίλα Γκριµάλντι». «Γιατί αρνείται ο Μανουέλ να µιλήσει γι’ αυτό;» «Είναι πιθανό να µην το θυµάται, γκρινγκουλίτσα. Μερικές φορές το µυαλό µπλοκάρει τα ιδιαίτερα µεγάλα τραύµατα για να προστατευτεί από την παράνοια και την κα-

τάθλιψη. Κοίτα, θα σου δώσω ένα παράδειγµα που είδα στην Υπηρεσία Αλληλεγγύης. Το 1974 χρειάστηκε να καταγράψω τα στοιχεία ενός ανθρώπου που µόλις τον είχαν αφήσει απ’ το στρατόπεδο συγκεντρώσεως και ήταν ένα σωµατικό και ψυχικό ράκος. Κατέγραψα τη συνοµιλία, όπως κάναµε πάντα. Καταφέραµε να τον βγάλουµε απ’ τη χώρα κι έκανα πολλά χρόνια να τον ξαναδώ. ∆εκαπέντε χρόνια αργότερα πήγα στις Βρυξέλλες και τον αναζήτησα, γιατί ήξερα ότι ζούσε σ’ αυτήν την πόλη και ήθελα να του πάρω συνέντευξη για ένα δοκίµιο που έγραφα για το περιοδικό Μήνυµα των Ιησουιτών. ∆εν µε θυµόταν, αλλά δέχτηκε να συζητήσει µαζί µου. Η δεύτερη ηχογράφηση δεν έµοιαζε καθόλου µε την πρώτη». «Από ποια άποψη;» ρώτησα. «Ο άνθρωπος θυµόταν ότι ήταν κρατούµενος, αλλά τίποτα παραπάνω. Είχε σβήσει απ’ το µυαλό του τόπους, ηµεροµηνίες και λεπτοµέρειες». «Υποθέτω ότι του βάλατε να ακούσει την πρώτη ηχογράφηση». «Όχι, αυτό θα ήταν ανεπίτρεπτα σκληρό. Στην πρώτη ηχογράφηση µου µίλησε για τα βασανιστήρια και τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη. Ο άνθρωπος τα είχε όλα αυτά ξεχάσει για να µπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του µε αξιοπρέπεια. Ο Μανουέλ µπορεί να έκανε κι αυτός το ίδιο». «Αν τα πράγµατα είναι έτσι, αυτό που έχει απωθήσει ο Μανουέλ βγαίνει στους εφιάλτες του», διέκοψε η Λιλιάνα Τρεβίνιο, που µας άκουγε µε µεγάλη προσοχή. «Πρέπει να ανακαλύψω τι του έχει συµβεί, πάτερ, σας παρακαλώ, βοηθήστε µε», παρακάλεσα τον παπά. «Θα πρέπει να πας στο Σαντιάγο, γκρινγκουλίτσα, και

442

443

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

να ψάξεις στις πιο αραχνιασµένες γωνιές. Μπορώ να σε φέρω σ’ επαφή µε κόσµο που θα σε βοηθήσει…» «Θα το κάνω µόλις µπορέσω. Σας είµαι υπόχρεη». «Πάρε µε όποτε θες, κοριτσάκι. Τώρα έχω δικό µου κινητό, δεν έχω όµως ηλεκτρονικό ταχυδροµείο, δεν έχω καταφέρει να ξεδιαλύνω τα µυστήρια των υπολογιστών. Στις τηλεπικοινωνίες έχω µείνει πολύ πίσω». «Εσείς επικοινωνείτε µε τον ουρανό, πάτερ, δεν χρειάζεστε υπολογιστή», του είπε η Λιλιάνα Τρεβίνιο. «Και στον ουρανό ακόµα δουλεύουνε µε facebook, κόρη µου!»

Μου λείπει πάρα πολύ κάποιος έµπιστος άνθρωπος, µια φίλη, κάποιος της ηλικίας µου στον οποίο να µπορώ να βγάλω τα εσώψυχά µου. Η Μπλάνκα βαριέται όλες αυτές τις ατέλειωτες λιτανείες του ανικανοποίητου έρωτα και τον Μανουέλ δεν τολµάω να τον επιβαρύνω υπερβολικά, γιατί τώρα οι πονοκέφαλοί του είναι πιο συχνοί και έντονοι, πέφτει µερικές φορές σαν κεραυνοβοληµένος και δεν υπάρχει κανένα αναλγητικό, καµία κρύα κοµπρέσα, καµία οµοιοπαθητική τεχνική ικανή να τον ανακουφίσει. Για ένα διάστηµα έκανε πως δεν έδινε σηµασία σ’ αυτές τις κρίσεις, αλλά, όταν τον πιέσαµε η Μπλάνκα κι εγώ, κάλεσε το νευρολόγο του και σύντοµα θα πάει στην πρωτεύουσα για να εξετάσουν αυτή την καταραµένη φυσαλίδα. ∆εν υποπτεύεται ότι σκοπεύω να τον συνοδεύσω, χάρη στη γενναιοδωρία του παντοδύναµου Μιγιαλόµπο, ο οποίος µου πλήρωσε το εισιτήριο και µου έδωσε και κάµποσα χρήµατα για χαρτζιλίκι. Οι µέρες που θα περάσω στο Σαντιάγο θα µου χρησιµεύσουν για να βάλω επιτέλους στη θέση τους τα τελευταία κοµµάτια του παζλ που αποτελούν το παρελθόν του Μανουέλ. Θα πρέπει να συµπληρώσω τα στοιχεία µε δεδοµένα από βιβλία κι απ’ το ίντερνετ. Οι πληροφορίες είναι διαθέσιµες, δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να τις βρω, µόνο που ήταν σαν να ξεφλουδίζω κρεµµύδι, λεπτά διαφανή στρώµατα, το ένα µετά το άλλο, που δεν σε αφήνουν να φτάσεις εύκολα στην ψίχα. Επιβεβαίωσα τις καταγγελίες για βασανιστήρια και δολοφονίες, για τις οποίες υπάρχουν άπειρα στοιχεία, αλλά πρέπει να πάω προσωπικά στα µέρη όπου συνέβησαν, αν θέλω να καταλάβω ποτέ τον Μανουέλ. Ελπίζω να µε εξυπηρετήσουν οι επαφές του πατέρα Λιόν. Είναι δύσκολο να µιλήσεις γι’ αυτά τα πράγµατα µε τον

Από τότε που έφυγε ο Ντάνιελ, η ανυποµονησία µου έχει πάρει τον ανήφορο. Έχουν περάσει πάνω από τρεις ατέλειωτοι µήνες και ανησυχώ. Οι παππούδες µου ποτέ δεν χώριζαν, γιατί είχαν πάντα το φόβο ότι µπορεί να µην κατάφερναν να ξαναβρεθούν· φοβάµαι µη συµβεί ακριβώς αυτό στον Ντάνιελ και σ’ εµένα. Έχω αρχίσει να ξεχνάω τη µυρωδιά του, το άγγιγµα των δαχτύλων του, τον ήχο της φωνής του, το βάρος του κορµιού του πάνω µου, και στο µυαλό µου ξεπηδούν λογικές αµφιβολίες, δεν ξέρω αν µ’ αγαπάει, αν σκέφτεται να γυρίσει ή αν η συνάντησή µας δεν ήταν παρά µια ερωτική περιπετειούλα ενός αδιάφορου τουρίστα. Αµφιβολίες και πάλι αµφιβολίες. Μου γράφει, αυτό θα µπορούσε να µε ηρεµήσει, όπως λέει ο Μανουέλ όταν του βγάζω το λάδι στην γκρίνια, αλλά δεν µου γράφει αρκετά και τα µηνύµατά του είναι λακωνικά· δεν ξέρουν όλοι οι άνθρωποι να επικοινωνούν γραπτά όπως εγώ, όχι πως θέλω να το παινευτώ, αλλά δεν κάνει καθόλου λόγο για το αν θέλει να έρθει στη Χιλή, κι αυτό είναι κακό σηµάδι.

444

445

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Μανουέλ και µε άλλους· οι Χιλιανοί είναι επιφυλακτικοί, φοβούνται µήπως σε προσβάλουν, αν εκφράσουν απευθείας τη γνώµη τους, η γλώσσα είναι ένας περίτεχνος χορός ευφηµισµών, η συνήθεια της επιφυλακτικότητας είναι βαθιά ριζωµένη, ενώ κάτω απ’ την επιφάνεια των πραγµάτων υπάρχει πολύ µεγάλη συσσωρευµένη δυσαρέσκεια, την οποία κανείς δεν θέλει να βγάλει προς τα έξω· είναι ένα πράγµα σαν συνολική εθνική ντροπή, για κάποιους γιατί υπέφεραν και για κάποιους άλλους γιατί ωφελήθηκαν απ’ αυτό, για κάποιους γιατί έφυγαν και για άλλους γιατί έµειναν, για κάποιους γιατί έχασαν τους δικούς τους και για άλλους γιατί έκαναν τα στραβά µάτια. Γιατί δεν αναφερόταν ποτέ η Νίνι µου σ’ όλα αυτά; Με µεγάλωσε µιλώντας µου ισπανικά, αν κι εγώ της απαντούσα στα αγγλικά. Με πήγαινε στο κλαµπ των Χιλιανών, στο Μπέρκλεϊ, όπου µαζεύονται Λατινοαµερικανοί, για ν’ ακούσω µουσική, να δω θεατρικά έργα ή ταινίες, και µ’ έβαζε να αποµνηµονεύω ποιήµατα του Πάµπλο Νερούντα, τα οποία µόλις που καταλάβαινα. Από εκείνη γνώρισα τη Χιλή προτού πατήσω το πόδι µου στη χώρα αυτή· µου µιλούσε για απόκρηµνα χιονισµένα βουνά, για κοιµισµένα ηφαίστεια που µερικές φορές ξυπνούν ταρακουνώντας τον κόσµο ολόκληρο, για την ατέλειωτη ακτή του Ειρηνικού µε τα ταραγµένα νερά της και τον αφρό στην κορυφή των κυµάτων, για την έρηµο του Βορρά, ξερή σαν το φεγγάρι, που µερικές φορές ανθίζει σαν πίνακας του Μονέ, και τα ψυχρά δάση, τις διάφανες λίµνες, τα ποτάµια µε τις εύφορες όχθες και τους γαλαζωπούς παγετώνες. Η γιαγιά µου µιλούσε για τη Χιλή µε φωνή ερωτευµένης, δεν έλεγε όµως τίποτε για τον κόσµο και για την ιστορία, σαν να µου µιλούσε για παρθένο έδαφος, ακατοίκητο, για µια χώρα που

γεννήθηκε χτες από µια ηφαιστειακή ανάσα, µια χώρα αµετάβλητη, παγωµένη στο χρόνο και το χώρο. Όταν βρισκόταν µε άλλους Χιλιανούς, η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι και άλλαζε η προφορά της, µου ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω το νόηµα των συζητήσεων. Οι µετανάστες ζουν µε τα µάτια στραµµένα στη µακρινή πατρίδα που άφησαν, αλλά η Νίνι µου ποτέ δεν έκανε προσπάθεια να επισκεφθεί τη Χιλή. Έχει έναν αδελφό στη Γερµανία, µε τον οποίο επικοινωνεί σπάνια, οι γονείς της έχουν πεθάνει και ο µύθος της φυλετικής οικογένειας δεν εφαρµόζεται στην περίπτωσή της. «∆εν έχω τίποτε εκεί κάτω, γιατί να πάω;» µου έλεγε. Θα πρέπει να περιµένω για να τη ρωτήσω πρόσωπο µε πρόσωπο τι συνέβη στον πρώτο της σύζυγο και γιατί έφυγε για τον Καναδά.

ΑΝΟΙΞΗ Σεπτέµβρης, Οκτώβρης, Νοέµβρης κι ένας δραµατικός ∆εκέµβρης

Το νησί έχει µεγάλες χαρές γιατί έχουν έρθει οι γονείς των παιδιών για να γιορτάσουν τη γιορτή της πατρίδας στις αρχές της άνοιξης. Η βροχή του χειµώνα, που στην αρχή µού φαινόταν ποιητική, κατέληξε ανυπόφορη. Κι εγώ πρόκειται να γιορτάσω τα γενέθλιά µου στις είκοσι πέντε του µηνός –είµαι Ζυγός–, θα γίνω είκοσι χρονών, άρα τέρµα η εφηβεία, τι ανακούφιση! Φυσιολογικά το Σαββατοκύριακο έρχονται πάντα κάποιοι νέοι να δουν τις οικογένειές τους, αλλά αυτόν το συγκεκριµένο Σεπτέµβρη έχουν έρθει πάρα πολλοί, τα πλοία ήταν όλα γεµάτα. Έφεραν δώρα για τα παιδιά, που σε πολλές περιπτώσεις είχαν να τα δουν πολλούς µήνες, και χρήµατα για τους παππούδες, για ν’ αγοράσουν ρούχα, αντικείµενα του σπιτιού, καινούργιες στέγες για ν’ αντικαταστήσουν εκείνες που χάλασαν το χειµώνα. Ανάµεσα στους επισκέπτες ήταν και η Λουσία Κοράλες, η µητέρα του Χουανίτο, µια συµπαθητική γυναίκα, γλυκό κορίτσι και πολύ νέα για να έχει γιο έντεκα ετών. Μας είπε ότι η Ασουσένα βρήκε δουλειά καθαρίστριας σε κάποιο ξενοδοχείο της Κεγιόν, δεν θέλει να συνεχίσει το σχολείο και δεν σκέφτεται να επιστρέψει στο νησί µας, για να αποφύγει τα κακόβουλα σχόλια του κόσµου. «Στις περιπτώσεις βιασµού, πάντα ρίχνουν την ευθύνη στο θύµα», µου είπε η Μπλάνκα, επιβεβαιώνοντας όσα είχα ακούσει στην Ταβέρνα του Πεθαµένου.

450

451

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ο Χουανίτο συµπεριφέρεται άτολµα και δύσπιστα απέναντι στη µητέρα του, την οποία γνωρίζει µόνο από φωτογραφίες, γιατί εκείνη τον άφησε στα χέρια της Εντουβίχις, όταν ήταν δύο ή τριών µηνών, και δεν γύρισε για να τον δει όσο ζούσε ο Καρµέλο Κοράλες, αν και συχνά τον έπαιρνε στο τηλέφωνο και πάντα πλήρωνε τα έξοδά του. Το αγοράκι µού είχε µιλήσει για εκείνη πολλές φορές µ’ ένα µείγµα περηφάνιας, γιατί του στέλνει ωραία δώρα, και οργής, γιατί τον άφησε µε τους παππούδες του. Μου τη σύστησε µε τα µάγουλα κατακόκκινα και τα µάτια στραµµένα µόνιµα στο πάτωµα: «Αυτή είναι η Λουσία, η κόρη της γιαγιάς µου», είπε. Μετά του είπα ότι και η δική µου µητέρα έφυγε όταν ήµουν µωρό, και ότι κι εµένα µε µεγάλωσαν οι παππούδες µου, αλλά ήµουν πάρα πολύ τυχερή, τα παιδικά µου χρόνια ήταν ευτυχισµένα και δεν θα τα άλλαζα µε τίποτε. Με κοίταξε για πολλή ώρα µε τα σκούρα µαύρα µάτια του και τότε θυµήθηκα τα σηµάδια των χτυπηµάτων µε τη λουρίδα που είχε στα πόδια του µέχρι πριν από λίγους µήνες, όταν ο Καρµέλο Κοράλες µπορούσε ακόµη να τον φτάσει. Τον αγκάλιασα, γεµάτη θλίψη, γιατί δεν µπορώ να τον προστατέψω απ’ αυτό, αυτά τα σηµάδια θα τον συνοδεύουν σε όλη του τη ζωή. Ο Σεπτέµβρης είναι ο µήνας της Χιλής. Από τον Βορρά ως το Νότο ανεµίζουν σηµαίες, ενώ ακόµα και στα πιο δυσπρόσιτα µέρη στήνονται «φυλλοσκεπές», τέσσερις ξύλινοι στύλοι µε µια σκεπή από κλαδιά ευκαλύπτου, όπου µαζεύεται ο κόσµος για να πιει και να λικνίσει το κορµί του σε λατινοαµερικάνικους ρυθµούς και στο ρυθµό της κουέκα, του εθνικού χορού που µιµείται την ερωτική πολιορκία του κόκορα για την κότα. Φτιάξαµε και εδώ φυλλοσκεπές και είχαµε για φαγητό άφθονες πίτες και ποτά-

µια κρασιού, µπίρας και τσίτσα· οι άντρες κατέληξαν να ροχαλίζουν ξαπλωµένοι στο έδαφος και το βράδυ οι χωροφύλακες και οι γυναίκες τούς έβαλαν στο φορτηγάκι του µανάβικου και τους µοίρασαν στα σπίτια. Κανείς µεθυσµένος δεν συλλαµβάνεται στις 18 και τις 19 Σεπτεµβρίου, εκτός αν βγάλει µαχαίρι. Στην τηλεόραση του Νιανκουπέλ είδα τις στρατιωτικές παρελάσεις στο Σαντιάγο, όπου η πρόεδρος Μισέλ Μπατσελέτ επιθεώρησε τα στρατεύµατα εν µέσω επευφηµιών από το πλήθος, το οποίο τη σέβεται σαν µητέρα· κανείς άλλος πρόεδρος στη Χιλή δεν ήταν τόσο αγαπητός. Πριν από τέσσερα χρόνια, πριν απ’ τις εκλογές, κανείς δεν θα στοιχηµάτιζε σ’ αυτήν, γιατί υποτίθεται ότι οι Χιλιανοί δεν θα ψήφιζαν κατά κανέναν τρόπο µια γυναίκα, πόσο µάλλον σοσιαλίστρια, ανύπαντρη µητέρα και άθεη, αλλά κέρδισε την προεδρία και µαζί µ’ αυτήν κέρδισε και το σεβασµό Μαυριτανών και χριστιανών, όπως λέει ο Μανουέλ, αν και δεν έχω δει κανένα Μαυριτανό στο Τσιλοέ. Οι µέρες ήταν ζεστές κι ο ουρανός καταγάλανος, ο χειµώνας υποχώρησε µπροστά στην έφοδο της πατριωτικής ευφορίας. Με τον ερχοµό της άνοιξης φάνηκαν κάµποσες φώκιες στην περιοχή του σπηλαίου, πιστεύω ότι σύντοµα θα έρθουν να εγκατασταθούν εκεί όπου ήταν και πριν, οπότε θα µπορέσω να ανανεώσω τη φιλία µου µε την Πινκόγια, αν εξακολουθεί να µε θυµάται. Παίρνω το δρόµο για το λόφο προς το σπήλαιο σχεδόν κάθε µέρα, γιατί εκεί έρχεται και µε βρίσκει ο παππούς µου. Η καλύτερη απόδειξη για την παρουσία του είναι ότι ο Φάκιν αγριεύεται και µερικές φορές φεύγει τρέχοντας µε την ουρά στα σκέλια. Είναι µόνο µια θολή σιλουέτα, η γλυκιά µυρωδιά του εγγλέζικου ταµπάκου στον αέρα ή η αίσθηση ότι µε αγκα-

452

453

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λιάζει. Τότε κλείνω τα µάτια και εγκαταλείποµαι στη ζεστασιά και την ασφάλεια αυτού του τεράστιου στέρνου, αυτής της κορµοστασιάς σεΐχη, αυτής της δυνατής αγκαλιάς. Μια φορά τον ρώτησα πού ήταν όταν τον χρειαζόµουν επειγόντως το χρόνο που πέρασε, αλλά δεν χρειάστηκε να περιµένω την απάντησή του, γιατί κατά βάθος την ήξερα: ήταν πάντα µαζί µου. Όσο το αλκοόλ και οι ουσίες είχαν το πάνω χέρι στην ύπαρξή µου, κανείς δεν µπορούσε να µε πλησιάσει, ήµουν κλεισµένη στο καβούκι µου, αλλά όσο µεγάλωνε η απόγνωσή µου τόσο µε σήκωνε ο παππούς µου στα χέρια του. Ποτέ δεν µ’ έχασε απ’ τα µάτια του και, όταν διέτρεξα θανάσιµο κίνδυνο, έχοντας καταρρεύσει σε µια δηµόσια τουαλέτα από µια δόση νοθευµένης ηρωίνης, µε έσωσε εκείνος. Τώρα, χωρίς θορύβους στο κεφάλι, τον αισθάνοµαι πάντα κοντά. Έχοντας να διαλέξω ανάµεσα στη φευγαλέα ευχαρίστηση µιας σταγόνας αλκοόλ και στην ανείπωτη χαρά ενός περιπάτου στο λόφο µε τον παππού, προτιµώ χωρίς αµφιβολία το δεύτερο. Ο παππούς µου βρήκε τελικά το άστρο του. Αυτό το µακρινό νησί, αόρατο στην πυρκαγιά του κόσµου, πράσινο, πάντα πράσινο, είναι ο χαµένος του πλανήτης· αντί να ψάχνει τόσον καιρό τον πλανήτη του στον ουρανό, θα µπορούσε να έχει στρέψει τα βλέµµατά του στο Νότο.

ριξη του µισού πληθυσµού του νησιού µας, που πήγαν εκεί για να υποστηρίξουν ηθικά τους Καλεούτσε, χωρίς να λείψει ούτε η δόνα Λουσίντα, την οποία µεταφέραµε µε το πλοιάριο του Μανουέλ, δεµένη σε µια πολυθρόνα και τυλιγµένη σε κουβέρτες. Ο δον Λίονελ Σνάκε, πιο κόκκινος και φωνακλάς από ποτέ, υποστήριζε τους δικούς µας µε παθιασµένες κραυγές. Ήµασταν µια ανάσα από το τρόπαιο, θα µας έφτανε µια ισοπαλία, αλλά η µοίρα µάς έπαιξε ένα άσχηµο παιχνίδι και την τελευταία στιγµή, τριάντα δευτερόλεπτα προτού σφυρίξει ο διαιτητής τη λήξη του αγώνα, φάγαµε γκολ. Ο Πέδρο Πελαντσουγκάι απέκρουσε ένα σουτ µε το κεφάλι κάτω απ’ τις εκκωφαντικές ζητωκραυγές των οπαδών µας και τα σφυρίγµατα των αντιπάλων, αλλά η κεφαλιά τον άφησε µισοζαλισµένο και, προτού προλάβει να συνέλθει, ήρθε ένας κερατάς και µε τη µύτη του παπουτσιού του έσπρωξε την µπάλα µε την ησυχία του στα δίχτυα. Ήταν σαν να µας χτύπησε κεραυνός, µείναµε παράλυτοι για ένα ατέλειωτο δευτερόλεπτο, προτού ξεσπάσουν οι πολεµικές ιαχές κι αρχίσουν να διασχίζουν τον αιθέρα κουτάκια µπίρας και µπουκάλια γκαζόζας. Ο δον Λίονελ κι εγώ στο παρά τρίχα γλιτώσαµε το εγκεφαλικό. Το ίδιο βράδυ εµφανίστηκα στο σπίτι του για να πληρώσω το χρέος µου. «Ούτε που να το σκέφτεσαι, γκρινγκουλίτσα! Το στοίχηµα ήταν για πλάκα», µε διαβεβαίωσε ο Μιγιαλόµπο, πάντα γαλαντόµος, αλλά, αν κάτι έµαθα στην ταβέρνα του Νιανκουπέλ, είναι ότι τα στοιχήµατα είναι ιερά. Πήγα, λοιπόν, σε ένα ταπεινό κουρείο, απ’ αυτά που έχουν µέσα µόνο τον ιδιοκτήτη, µε µια χιλιανή σηµαία στην πόρτα και µια µοναδική πανάρχαια και µεγαλοπρεπή πολυθρόνα, όπου κάθισα µε µισή καρδιά, γιατί

Ο κόσµος έβγαλε τα µπουφάν του και βγήκε να λιαστεί, αλλά εγώ χρησιµοποιώ ακόµα τον πράσινο µάλλινο σκούφο µου, γιατί χάσαµε στο σχολικό πρωτάθληµα του ποδοσφαίρου. Οι δυστυχείς Καλεούτσε µου, µε σκυµµένα κεφάλια απ’ την ντροπή, ανέλαβαν ολόκληρη την ευθύνη για το κούρεµά µου. Η οµάδα έπαιξε στο Κάστρο µε τη στή-

454

455

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αυτό δεν θα άρεσε καθόλου στον Ντάνιελ Γκούντριτς. Ο κουρέας, πολύ επαγγελµατίας, µου ξύρισε όλο το µαλλί και µου γυάλισε το κρανίο µ’ ένα κοµµάτι σαµουά. Τώρα τ’ αυτιά µου φαίνονται τεράστια, µοιάζουν µε χερούλια ετρουσκικού πιθαριού, και το δέρµα του τριχωτού της κεφαλής έχει σηµάδια διάφορων χρωµάτων, σαν το χάρτη της Αφρικής, απ’ τις φτηνές µπογιές που χρησιµοποιούσα, όπως είπε ο κουρέας. Μου σύστησε εντριβές µε χυµό λεµονιού και χλώριο. Ο σκούφος είναι απαραίτητος, γιατί οι λεκέδες µοιάζουν µε µεταδοτική αρρώστια. Ο δον Λίονελ θεωρεί τον εαυτό του ένοχο και δεν ξέρει πώς να εξιλεωθεί απέναντί µου, αλλά δεν υπάρχει τίποτε να συγχωρήσει, το στοίχηµα είναι στοίχηµα. Ζήτησε απ’ την Μπλάνκα να µου αγοράσει µερικά µοδάτα καπέλα, γιατί µοιάζω µε λεσβία σε χηµειοθεραπεία, όπως µου είπε εντελώς ξεκάθαρα, αλλά ο τσιλοΐτικος σκούφος ταιριάζει καλύτερα µε την προσωπικότητά µου. Σ’ αυτή τη χώρα τα µαλλιά είναι σύµβολο θηλυκότητας και οµορφιάς, οι νεαρές γυναίκες τα έχουν πάντα µακριά και τα φροντίζουν σαν θησαυρό. ∆εν χρειάζεται να µιλήσω για τις κραυγές οίκτου που ακούστηκαν στην καλύβα, όταν εµφανίστηκα φαλακρή σαν εξωγήινη ανάµεσα σ’ αυτές τις πανέµορφες γυναίκες µε τα άφθονα αναγεννησιακά µαλλιά.

ελέω δον Λίονελ Σνάκε. «Ποιος θα µείνει µε τα ζώα;» µε ρώτησε αδύναµα. Του εξήγησα ότι ο Χουανίτο Κοράλες θα έπαιρνε τον Φάκιν στο σπίτι του και θα ερχόταν µια φορά την ηµέρα να ταΐσει τους γάτους: είχα κανονίσει τα πάντα. Τίποτε δεν του είπα για το κλειστό γράµµα που µου είχε δώσει ο ευτραφής Μιγιαλόµπο για να το παραδώσω διακριτικά στο νευρολόγο, ο οποίος τυχαίνει να είναι συγγενής των Σνάκε, αφού είναι παντρεµένος µε µια ξαδέλφη της Μπλάνκα. Τα συγγενολόγια σ’ αυτή τη χώρα είναι σαν τον εκτυφλωτικό ιστό των γαλαξιών του παππού µου. Ο Μανουέλ δεν βρήκε κανένα αντεπιχείρηµα και τελικά αποδέχτηκε το αναγκαίο κακό. Πήγαµε στο Πουέρτο Μοντ, όπου πήραµε την πτήση για το Σαντιάγο. Η διαδροµή, την οποία εγώ είχα κάνει δώδεκα ώρες µε το λεωφορείο, κράτησε όλο κι όλο µια ώρα µε το αεροπλάνο. «Τι σου συµβαίνει, Μανουέλ;» τον ρώτησα καθώς προσγειωνόµασταν στο Σαντιάγο. «Τίποτα». «Πώς τίποτα; ∆εν µου είπες κουβέντα απ’ την ώρα που φύγαµε απ’ το σπίτι. Νιώθεις άσχηµα;» «Όχι». «Άρα µου κρατάς µούτρα». «Η απόφασή σου να έρθεις µαζί µου χωρίς να ζητήσεις τη γνώµη µου παραβιάζει την προσωπική µου ζωή». «Άκου να σου πω, δεν ζήτησα τη γνώµη σου, γιατί θα µου έλεγες όχι. Είναι καλύτερο να ζητήσω συγγνώµη από το να ζητήσω την άδειά σου. Να µε συγχωρεί η χάρη σου!» Αυτό του βούλωσε αµέσως το στόµα και σε λίγο έφτιαξε και η διάθεσή του. Πήγαµε σ’ ένα ξενοδοχειάκι του κέντρου, ο καθένας µας στο δωµάτιό του, γιατί δεν θέλησε

Ο Μανουέλ ετοίµασε µια βαλιτσούλα µε ελάχιστα ρούχα και το χειρόγραφό του, το οποίο σκόπευε να συζητήσει µε τον εκδότη του, και µε κάλεσε στο σαλόνι για να µου δώσει οδηγίες προτού φύγει για το Σαντιάγο. Εγώ εµφανίστηκα εκεί µε το σάκο µου και το εισιτήριο στο χέρι και του ανακοίνωσα ότι θα είχε την απόλαυση της παρέας µου,

456

457

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

να κοιµηθεί µαζί µου, αν και ξέρει πόσο απεχθάνοµαι να κοιµάµαι µόνη, και µετά µε προσκάλεσε να µε κεράσει πίτσα και να πάµε µαζί στο σινεµά να δούµε το Avatar, το οποίο δεν είχε φτάσει ακόµα στο νησί µας και είχα µεγάλη όρεξη να το δω. Ο Μανουέλ, εννοείται, προτιµούσε να δει µια καταθλιπτική ταινία για ένα µετα-αποκαλυπτικό κόσµο σκεπασµένο από στάχτες, που τον διέτρεχαν συµµορίες κανιβάλων, αλλά το θέµα το επιλύσαµε στρίβοντας ένα νόµισµα. Βγήκε κορόνα και κέρδισα εγώ, όπως πάντα. Το κόλπο είναι αλάθητο: κορόνα κερδίζω εγώ, γράµµατα χάνεις εσύ. Φάγαµε ποπκόρν, πίτσα και παγωτά, τρελή γιορτή για µένα, που είχα περάσει µήνες ολόκληρους τρώγοντας φρέσκια και θρεπτική τροφή και µου ’χε λείψει λίγη χοληστερίνη. Ο γιατρός Αρτούρο Πούγκα υπηρετεί τα πρωινά σε ένα νοσοκοµείο για φτωχούς, όπου δέχτηκε τον Μανουέλ, και τα βράδια στο προσωπικό του ιατρείο στη Γερµανική Κλινική, στη συνοικία των λεφτάδων. Χωρίς το µυστηριώδες γράµµα του Μιγιαλόµπο, που του το έστειλα µέσω της ρεσεψιονίστ του πίσω απ’ την πλάτη του Μανουέλ, θα µε είχε πιθανότατα εµποδίσει να παραστώ στην εξέταση. Το γράµµα µού άνοιξε τις πόρτες διάπλατα. Το νοσοκοµείο έµοιαζε µ’ εκείνα που βλέπουµε στις ταινίες για το ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, πανάρχαιο και τεράστιο, ακατάστατο, µε τις σωληνώσεις έξω απ’ τους τοίχους, οξειδωµένα µπάνια, πλακάκια σπασµένα στο πάτωµα και ξεφλουδισµένους τοίχους, αλλά ήταν καθαρό και η περιποίηση άψογη, αν σκεφτεί κανείς τον τεράστιο αριθµό των ασθενών. Περιµέναµε περίπου δύο ώρες σε µια αίθουσα µε σειρές σιδερένια καθίσµατα, µέχρι που φώναξαν το νούµερό µας. Ο δόκτωρ Πούγκα, επικεφαλής του τµήµατος της Νευρο-

λογίας, µας δέχτηκε χαµογελαστός στο ταπεινό γραφείο του, µε το ιστορικό του Μανουέλ και τις ακτινογραφίες στο τραπέζι. «Ποια είναι η σχέση σας µε τον ασθενή, δεσποινίς;» µε ρώτησε. «Είµαι εγγονή του», του απάντησα χωρίς να διστάσω, υπό τα έκπληκτα βλέµµατα του Μανουέλ. Ο Μανουέλ βρίσκεται στη λίστα αναµονής για µια πιθανή εγχείρηση εδώ και δύο χρόνια και ποιος ξέρει πόσα ακόµη θα περάσουν προτού φτάσει η σειρά του, γιατί η περίπτωσή του δεν είναι επείγουσα. Υποτίθεται ότι, αν κατάφερε να ζήσει µε το ανεύρυσµα εβδοµήντα χρόνια, µπορεί να περιµένει µερικά ακόµη. Η εγχείρηση είναι επικίνδυνη και τα χαρακτηριστικά του ανευρύσµατος είναι τέτοια, που θα ήταν καλύτερο να αναβληθεί όσο γίνεται, µε την ελπίδα ότι ο ασθενής θα πεθάνει από κάτι άλλο, όµως επειδή τελευταία έχουν χειροτερέψει οι ηµικρανίες και οι ζαλάδες του Μανουέλ, φαίνεται ότι έφτασε η ώρα της παρέµβασης. Η παραδοσιακή µέθοδος είναι να ανοίξουν το κρανίο µε τρυπανισµό, να διαχωρίσουν τον κρανιακό ιστό, να τοποθετήσουν ένα σφιγκτήρα για να εµποδίσουν τη ροή του αίµατος στο ανεύρυσµα και να ξανακλείσουν την πληγή· η ανάρρωση κρατάει περίπου ένα χρόνο και µπορεί να δηµιουργήσει σοβαρές παρενέργειες. Εν ολίγοις, µια εικόνα ελάχιστα καθησυχαστική. Ωστόσο, στη Γερµανική Κλινική µπορούν να λύσουν το πρόβληµα µε µια τρυπούλα στο πόδι, απ’ όπου περνούν έναν καθετήρα στην αρτηρία, φτάνουν στο ανεύρυσµα ακολουθώντας το φλεβικό σύστηµα και το γεµίζουν εσωτερικά µ’ ένα σύρµα από πλατίνα, το οποίο τυλίγεται σαν κότσος γριάς στο εσωτερικό του ανευρύσµατος. Ο κίνδυνος είναι πολύ µικρότερος. Η παραµο-

458

459

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νή στην κλινική κρατάει τριάντα έξι ώρες και η ανάρρωση ένα µήνα. «Περίτεχνο, απλό και απολύτως έξω απ’ τις οικονοµικές µου δυνατότητες, γιατρέ», είπε ο Μανουέλ. «Μην ανησυχείτε, σενιόρ Αρίας, αυτό ρυθµίζεται. Μπορώ να κάνω την εγχείρηση χωρίς το παραµικρό κόστος. Είναι καινούργια µέθοδος που έµαθα στις Ηνωµένες Πολιτείες, όπου ήδη έχει γίνει ρουτίνα, και πρέπει να εκπαιδεύσω και άλλους χειρουργούς για να δουλέψουν µαζί µου σε οµάδα. Η επέµβαση σ’ εσάς θα είναι στην ουσία παράδοση σε αµφιθέατρο», του εξήγησε ο Πούγκα. «∆ηλαδή, σαν να λέµε, θα βάλετε έναν ατζαµή, µ’ ένα κοµµάτι σύρµα στο χέρι, να το σπρώξει στο κεφάλι του Μανουέλ», τον διέκοψα πανικόβλητη. Ο γιατρός έβαλε τα γέλια και µου έκανε ένα µορφασµό µε νόηµα, οπότε θυµήθηκα το γράµµα και κατάλαβα ότι είχα µπροστά µου µια συνωµοσία του Μιγιαλόµπο, για να πληρώσει την εγχείρηση χωρίς να το µάθει ο Μανουέλ παρά µόνο αργότερα, όταν δεν θα µπορούσε πια να κάνει τίποτε για να το σταµατήσει. Συµφωνώ απόλυτα µε την Μπλάνκα, είτε είσαι µια φορά υποχρεωµένος είτε δύο είναι το ίδιο πράγµα. Και για να µην τα πολυλογώ, ο Μανουέλ µπήκε στη Γερµανική Κλινική, του έκαναν τις απαραίτητες εξετάσεις και την επόµενη µέρα ο γιατρός Πούγκα κι ένας δήθεν µαθητευόµενος έκαναν την επέµβαση µε απόλυτη επιτυχία, όπως µας διαβεβαίωσαν, αν και δεν µπορούν να εγγυηθούν ότι το ανεύρυσµα θα παραµείνει σταθερό. Η Μπλάνκα Σνάκε άφησε στο πόδι της µια αναπληρώτρια και ήρθε αµέσως στο Σαντιάγο µόλις την πήρα τηλέφωνο για να της πω για την εγχείρηση. Έκανε παρέα

στον Μανουέλ σαν µητέρα κατά τη διάρκεια της ηµέρας, ενόσω εγώ έκανα την έρευνά µου. Τη νύχτα, εκείνη πήγε να µείνει στο σπίτι µιας αδελφής της κι εγώ κοιµήθηκα στο θάλαµο του Μανουέλ στη Γερµανική Κλινική, σ’ έναν καναπέ πολύ πιο άνετο απ’ το κρεβάτι µου στο Τσιλοέ. Το φαγητό στην καφετέρια ήταν επίσης πέντε αστέρων. Έκανα το πρώτο ντους µε κλειστή πόρτα έπειτα από πολλούς µήνες, αλλά τώρα που ξέρω κάποια πράγµατα, ποτέ δεν θα προσπαθήσω να ξαναπείσω τον Μανουέλ να βάλει πόρτες στο σπίτι του. Το Σαντιάγο έχει έξι εκατοµµύρια κατοίκους και συνεχίζει να µεγαλώνει προς τα πάνω, σε ένα παραλήρηµα από ουρανοξύστες υπό κατασκευή. Είναι µια πόλη µε λόφους γύρω-γύρω και ψηλά βουνά στεφανωµένα από χιόνι, καθαρή, σε οικονοµική άνθηση, βιαστική, µε καλοδιατηρηµένα πάρκα. Η κυκλοφορία είναι επιθετική, γιατί οι Χιλιανοί, τόσο συµπαθητικοί φαινοµενικά, βγάζουν όλα τους τα απωθηµένα στο τιµόνι. Ανάµεσα στα οχήµατα κυκλοφορούν πλανόδιοι που πουλάνε φρούτα, κεραίες τηλεόρασης, χαρτοµάντιλα και διάφορα µικροαντικείµενα, και σε κάθε φανάρι βλέπεις ακροβάτες που κάνουν διάφορα σάλτα θανάτου για µερικές πενταροδεκάρες. Μας έκανε καλό καιρό, αν και µερικές φορές η µόλυνση της ατµόσφαιρας ήταν τέτοια, που δεν µπορούσαµε να δούµε ούτε το χρώµα του ουρανού. Μια βδοµάδα µετά την επέµβαση επιστρέψαµε µε τον Μανουέλ στο Τσιλοέ, όπου µας περίµεναν τα ζώα. Ο Φάκιν µάς υποδέχτηκε µε µια άθλια χορογραφία χαράς και τα πλευρά του να διαγράφονται µέσα απ’ το δέρµα, γιατί

460

461

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αρνιόταν να φάει όσο λείπαµε, όπως µας εξήγησε ο Χουανίτο καταστενοχωρηµένος. Επιστρέψαµε προτού δώσει ο δόκτωρ Πούγκα κανονικό εξιτήριο στον Μανουέλ, γιατί δεν ήθελε να περάσει την ανάρρωσή του για έναν ολόκληρο µήνα στο σπίτι της αδελφής της Μπλάνκα στο Σαντιάγο, όπου θα ήµασταν βάρος, όπως είπε. Η Μπλάνκα µού ζήτησε να µην κάνω κανένα σχόλιο µπροστά σ’ αυτή την ακροδεξιά οικογένεια σχετικά µε όσα είχαµε ανακαλύψει για το παρελθόν του Μανουέλ, γιατί θα δηµιουργούσα άσχηµη ατµόσφαιρα. Μας δέχτηκαν µε µεγάλη αγάπη και όλοι, ακόµα και τα νεαρά παιδιά της οικογένειας, έθεσαν τον εαυτό τους στη διάθεση του υπό ανάρρωση Μανουέλ για να τον συνοδεύουν στις εξετάσεις και να τον προσέχουν. Μοιράστηκα ένα δωµάτιο µε την Μπλάνκα και είδα µε τα µάτια µου πώς ζουν οι πλούσιοι στις αποµονωµένες συνοικίες τους, µε υπηρέτες, κηπουρούς, πισίνες, σκυλιά ράτσας και τρία αυτοκίνητα στην οικογένεια. Μας έφερναν το πρόγευµα στο κρεβάτι, µας ετοίµαζαν το µπάνιο µε αρωµατικά άλατα, σιδέρωσαν µάλιστα και το τζιν µου. ∆εν είχα ποτέ στη ζωή µου δει κάτι παρόµοιο και µου άρεσε πάρα πολύ· θα µπορούσα πολύ εύκολα να συνηθίσω στον πλούτο. «∆εν είναι πραγµατικά πλούσιοι, Μάγια, δεν έχουν δικό τους αεροπλάνο», αστειεύτηκε ο Μανουέλ όταν του µίλησα γι’ αυτό. «Έχεις νοοτροπία µπατίρη, αυτό είναι το πρόβληµα µε τους αριστερούς», του απάντησα, ενώ σκεφτόµουν τη Νίνι µου και τον Μάικ Ο’Κέλι, φτωχούς εκ πεποιθήσεως. Εγώ δεν είµαι σαν κι αυτούς, η ισότητα και ο σοσιαλισµός εµένα µου φαίνονται πολύ µπανάλ. Στο Σαντιάγο ένιωσα να πνίγοµαι από τη µόλυνση της ατµόσφαιρας, την κυκλοφορία και την απρόσωπη αντιµε-

τώπιση του κόσµου. Στο Τσιλοέ ξέρεις πότε κάποιος έχει έρθει απέξω, γιατί δεν χαιρετάει τους διαβάτες, στο Σαντιάγο, αντίθετα, όποιος χαιρετάει στο δρόµο θεωρείται µάλλον ύποπτος. Στο ασανσέρ της Γερµανικής Κλινικής χαιρετούσα σαν χαζή τους άλλους κι εκείνοι κοιτούσαν µε µεγάλο ενδιαφέρον τον τοίχο, για να µη χρειαστεί να ανταποκριθούν. ∆εν µου άρεσε το Σαντιάγο και δεν έβλεπα την ώρα να επιστρέψω στο νησί µας, όπου η ζωή κυλάει σαν ήρεµο ποτάµι, υπάρχει καθαρός αέρας, γαλήνη και χρόνος για να τελειώνεις τις σκέψεις σου. Η ανάρρωση του Μανουέλ θα πάρει λίγο χρόνο, εξακολουθεί να πονάει το κεφάλι του και να τον εγκαταλείπουν κάθε τόσο οι δυνάµεις του. Οι εντολές του δόκτορα Πούγκα ήταν κατηγορηµατικές, πρέπει να παίρνει µισή ντουζίνα χάπια την ηµέρα, να ξεκουραστεί ως το ∆εκέµβριο, οπότε θα χρειαστεί να επιστρέψει στο Σαντιάγο για να του κάνουν άλλο ένα σκάνερ, να αποφεύγει τη σωµατική καταπόνηση για την υπόλοιπη ζωή του και να ζητάει τη βοήθεια της τύχης ή του Θεού, ανάλογα µε τα πιστεύω του, γιατί το πλατινένιο σύρµα δεν είναι αλάθητο. Σκέφτοµαι ότι δεν θα χάσουµε τίποτε, αν πάρουµε και τη γνώµη µιας µάτσι, ποτέ δεν ξέρεις… Η Μπλάνκα κι εγώ περιµένουµε την κατάλληλη ευκαιρία για να µιλήσουµε µε τον Μανουέλ για όλα αυτά που µας ενδιαφέρουν, αλλά χωρίς να τον πιέσουµε. Προς το παρόν τον φροντίζουµε όσο γίνεται καλύτερα. Μέχρι τώρα ήταν συνηθισµένος στους αυταρχικούς τρόπους της Μπλάνκα και αυτής της Αµερικανιδούλας που φιλοξενεί στο σπίτι του, γι’ αυτό και οι υπερβολικές γλύκες εκ µέρους µας τον τροµάζουν, πιστεύει ότι του κρύβουµε την αλήθεια κι ότι η κατάστασή του είναι πολύ χειρότερη από

462

463

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αυτή που του περιέγραψε ο γιατρός Πούγκα. «Εάν από δω και πέρα µε αντιµετωπίζετε σαν ανάπηρο, προτιµώ να µ’ αφήσετε ήσυχο», γκρινιάζει.

µια χώρα περήφανη για τους δηµοκρατικούς θεσµούς της. Ο Μανουέλ δεν εκτίµησε σωστά τη σοβαρότητα της κατάστασης, οπότε πήγε στο πιο κοντινό τµήµα της αστυνοµίας για να ρωτήσει για τους συναδέλφους του. ∆εν ξαναβγήκε στο δρόµο. Τον πήγαν µε τα µάτια δεµένα στο Εθνικό Στάδιο, το οποίο είχε µετατραπεί σε κέντρο κράτησης. Υπήρχαν ήδη εκεί κάµποσες χιλιάδες κρατούµενοι που είχαν πιαστεί εκείνο το διήµερο. Τους είχαν βασανίσει και τους είχαν αφήσει νηστικούς στις τσιµεντένιες κρύες κερκίδες, όπου περνούσαν τις µέρες τους παρακαλώντας σιωπηλά τον Θεό να µην τους λάχει ο κλήρος να τους πάνε στο νοσηλευτήριο για ανάκριση. Ακούγονταν τις νύχτες οι κραυγές των θυµάτων και ο ήχος από τους πυροβολισµούς των εκτελεστικών αποσπασµάτων. Οι κρατούµενοι δεν είχαν καµία επαφή µε τον έξω κόσµο, καµία επαφή µε την οικογένειά τους, αν και εκείνοι είχαν το δικαίωµα να φέρνουν πακέτα µε φαγητό και ρούχα, µε την ελπίδα ότι οι φύλακες θα τα παραδώσουν στους παραλήπτες. Η γυναίκα του Μανουέλ, που ανήκε στο Κίνηµα Επαναστατικής Αριστεράς, την οµάδα που κυνηγήθηκε περισσότερο απ’ όλες τις άλλες από τη χούντα, το έσκασε αµέσως για την Αργεντινή κι από εκεί για την Ευρώπη· δεν θα ξανάσµιγε µε τον άντρα της παρά µόνο τρία χρόνια αργότερα, όταν και οι δύο βρήκαν καταφύγιο στην Αυστραλία. Από τα σκαλιά του σταδίου περνούσε ένας κουκουλοφόρος, µε το δικό του φορτίο ενοχής και τρόµου, ανάµεσα σε δύο στρατιώτες. Το άτοµο αυτό έδειχνε υποτιθέµενους ενεργούς σοσιαλιστές ή κοµουνιστές, τους οποίους πήγαιναν αµέσως στα έγκατα του κτιρίου για να τους υποβάλουν σε βασανιστήρια ή να τους εκτελέσουν µε συνοπτικές

Με ένα χάρτη κι έναν κατάλογο τόπων και προσώπων που έφτιαξα µε τη βοήθεια του πατέρα Λιόν, µπόρεσα να καταγράψω τη ζωή του Μανουέλ στα κρίσιµα χρόνια ανάµεσα στο στρατιωτικό πραξικόπηµα και στην επιστροφή του από την εξορία. Το 1973 ήταν τριάντα έξι χρονών, ήταν ένας απ’ τους πιο νέους καθηγητές της σχολής Κοινωνικών Επιστηµών, ήταν παντρεµένος και, απ’ ό,τι φαίνεται, ο γάµος είχε τα πάνω του και τα κάτω του. ∆εν ήταν κοµουνιστής, όπως πιστεύει ο Μιγιαλόµπο, ούτε ήταν µέλος κάποιου άλλου πολιτικού κόµµατος, υποστήριζε όµως την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αλιέντε και συµµετείχε στις µεγάλες διαδηλώσεις της εποχής, κάποιες απ’ τις οποίες ήταν υπέρ της κυβέρνησης και κάποιες κατά. Όταν έγινε το στρατιωτικό πραξικόπηµα, στις 11 Σεπτεµβρίου 1973, ηµέρα Τρίτη, η χώρα ήταν διαιρεµένη σε δύο ασυµβίβαστα µεταξύ τους στρατόπεδα, κανείς δεν µπορούσε να παραµείνει ουδέτερος. Σαράντα οχτώ ώρες µετά το πραξικόπηµα, ανακλήθηκε η κατάσταση πολιορκίας που είχε επιβληθεί και ο Μανουέλ γύρισε στη δουλειά του. Βρήκε το πανεπιστήµιο κατειληµµένο από στρατιώτες µε πλήρη πολεµική εξάρτυση, στολές µάχης και τα πρόσωπα µουντζουρωµένα για να µην αναγνωρίζονται, είδε άπειρες τρύπες από σφαίρες στους τοίχους και αίµα στις σκάλες και κάποιος του σφύριξε ότι είχαν συλλάβει όσους φοιτητές και καθηγητές είχαν βρει στο κτίριο. Αυτού του τύπου η βία ήταν κάτι αδιανόητο στη Χιλή,

464

465

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

διαδικασίες. Από σφάλµα ή από φόβο, ο µοιραίος κουκουλοφόρος έδειξε και τον Μανουέλ Αρίας. Μέρα τη µέρα, βήµα το βήµα, παρακολούθησα τη διαδροµή της σταύρωσής του, και στη διάρκεια αυτής της πορείας άγγιξα τις ανεξάλειπτες ουλές που άφησε η δικτατορία στη Χιλή και στην ψυχή του Μανουέλ. Τώρα ξέρω τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια αυτής της χώρας. Καθισµένη σ’ ένα πάρκο απέναντι από τον ποταµό Μαπότσο, όπου τριάντα πέντε χρόνια πριν έπλεαν πτώµατα βασανισµένων, διάβασα την έκθεση της επιτροπής που διερεύνησε τις αγριότητες εκείνης της σκοτεινής εποχής, µια εκτεταµένη περιγραφή βασανισµών και αγριότητας. Ένας παπάς, φίλος του πατέρα Λιόν, µου διευκόλυνε την πρόσβαση στα αρχεία της Αποστολικής Επιτροπής Αλληλεγγύης, µιας οργάνωσης της Καθολικής Εκκλησίας που βοηθούσε τα θύµατα της καταπίεσης και κρατούσε στοιχεία για τους εξαφανισµένους, αψηφώντας τη δικτατορία µέσα από την καρδιά της µητρόπολης. Είδα εκατοντάδες φωτογραφίες κρατουµένων που λες και εξαερώθηκαν χωρίς ν’ αφήσουν κανένα ίχνος, σχεδόν όλοι νέοι, είδα και τις καταγγελίες των γυναικών που ακόµη αναζητούν τα παιδιά τους, τους συζύγους τους, µερικές φορές τα εγγόνια τους.

νοι, ποτέ δεν έµαθε τι ακριβώς ήθελαν να ακούσουν οι δήµιοι, µέχρι που τελικά κατάλαβε ότι δεν είχε καµία σηµασία, γιατί ούτε κι εκείνοι ήξεραν τι ζητούσαν. ∆εν ήταν ανακρίσεις αλλά τιµωρίες για να παγιώσουν ένα βάρβαρο καθεστώς και να ξεριζώσουν οποιαδήποτε υποψία αντίστασης στις τάξεις του πληθυσµού. Το πρόσχηµα ήταν τα κρυφά οπλοστάσια, που υποτίθεται ότι είχε µοιράσει η κυβέρνηση του Αλιέντε στο λαό, αλλά έπειτα από αρκετούς µήνες δεν είχε βρεθεί απολύτως τίποτε ούτε και πίστευε κανείς στην ύπαρξη αυτών των φανταστικών οπλοστασίων. Ο τρόµος παρέλυσε τον κόσµο, ήταν το πιο αποτελεσµατικό µέσο για την επιβολή της ψυχρής τάξης των στρατοπέδων. Ήταν ένα µακροπρόθεσµο σχέδιο για τη ριζική αλλαγή της χώρας. Το χειµώνα του 1974 ο Μανουέλ µεταφέρθηκε σ’ ένα κτίριο στα περίχωρα του Σαντιάγο. Το είχε παραχωρήσει στην εθνική υπηρεσία αντικατασκοπίας, την περιβόητη DINA, η οικογένεια Γκριµάλντι, ιταλικής καταγωγής, µε αντάλλαγµα την απελευθέρωση µιας κόρης τους που είχε συλληφθεί. Η DINA είχε ως έµβληµα µια σιδερένια γροθιά και ήταν υπεύθυνη για άπειρα εγκλήµατα, ακόµα και στο εξωτερικό, όπως τη δολοφονία στο Μπουένος Άιρες του εκτοπισµένου αρχιστράτηγου των ενόπλων δυνάµεων και, στην καρδιά της Ουάσινγκτον, ενός υπουργού του Αλιέντε, σε απόσταση αναπνοής από το Λευκό Οίκο. Η Βίλα Γκριµάλντι µετατράπηκε σε ένα εφιαλτικό κέντρο ανακρίσεων, απ’ όπου πέρασαν τεσσερισήµισι χιλιάδες κρατούµενοι, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Προς το τέλος της βδοµάδας που πέρασα στο Σαντιάγο έκανα και την υποχρεωτική επίσκεψή µου στη Βίλα

Ο Μανουέλ έµεινε την άνοιξη και το φθινόπωρο του 1974 στο Εθνικό Στάδιο και σε άλλα κέντρα κράτησης, όπου ανακρίθηκε τόσο πολλές φορές, που έχασε κι ο ίδιος το µέτρηµα. Οι οµολογίες δεν σήµαιναν τίποτε και κατέληγαν να χαθούν σε κάποιο µατωµένο αρχείο που ενδιέφερε µόνο τους αρουραίους. Όπως και πολλοί άλλοι κρατούµε-

466

467

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Γκριµάλντι, η οποία τώρα δεν είναι πια βίλα, αλλά πάρκο, που το στοιχειώνει η µνήµη όσων χάθηκαν εκεί. Όταν έφτασε αυτή η στιγµή, µου ήταν αδύνατον να πάω µόνη. Η γιαγιά µου πιστεύει ότι οι τόποι σηµαδεύονται ανεξίτηλα από τις ανθρώπινες εµπειρίες κι εγώ δεν ένιωθα αρκετά δυνατή για να αντιµετωπίσω, χωρίς κάποια στήριξη, τη βαρβαρότητα και τον πόνο που έχουν εγκλωβιστεί για πάντα σ’ αυτόν το χώρο. Ζήτησα απ’ την Μπλάνκα Σνάκε, το µοναδικό άτοµο εκτός από τη Λιλιάνα και τον πατέρα Λιόν που ήξερε τι ακριβώς ερευνούσα, να µε συνοδεύσει. Η Μπλάνκα έκανε µια χλιαρή προσπάθεια να µε µεταπείσει, «γιατί να σκαλίζουµε πράγµατα που έγιναν πριν από τόσα χρόνια», αλλά διαισθανόταν ότι εκεί βρισκόταν το κλειδί της ζωής του Μανουέλ Αρίας και η αγάπη της για εκείνον ήταν πιο δυνατή απ’ την απροθυµία της να έρθει αντιµέτωπη µε κάτι που θα προτιµούσε να αγνοήσει. «Τέλος πάντων, γκρινγκουλίτσα, πάµε τώρα αµέσως, προτού µετανιώσω», µου είπε. Η Βίλα Γκριµάλντι ή, µάλλον, το σηµερινό Πάρκο Ειρήνης είναι µια έκταση πνιγµένη στο πράσινο. Λίγα πράγµατα αποµένουν απ’ τα κτίρια που υπήρχαν όταν ήταν εδώ ο Μανουέλ, γιατί τα γκρέµισε η δικτατορία προσπαθώντας να σβήσει τα ίχνη ενός ασυγχώρητου εγκλήµατος. Ωστόσο, οι µπουλντόζες δεν µπόρεσαν να συµπαρασύρουν τα πεισµατάρικα φαντάσµατα ούτε να σβήσουν τις οιµωγές της αγωνίας που ακόµη δονούν τον αέρα. Περπατήσαµε ανάµεσα σε εικόνες, αναµνηστικές πλάκες, µεγάλες τοιχογραφίες µε τα πρόσωπα των νεκρών και των εξαφανισµένων. Ένας ξεναγός µάς εξήγησε τη µεταχείριση που επεφύλασσαν στους φυλακισµένους, τα πιο συνηθισµένα είδη βασανιστηρίων, µε σχηµατικές παραστάσεις ανθρώ-

πινων µορφών κρεµασµένων απ’ τους καρπούς, µε κεφάλια βυθισµένα σε βαρέλια γεµάτα νερό, σιδερένια κρεβάτια όπου διοχέτευαν ηλεκτρικό ρεύµα, γυναίκες που τις βίαζαν σκύλοι, άντρες που σοδοµίζονταν µε σκουπόξυλα. Σ’ έναν πέτρινο τοίχο, ανάµεσα σε διακόσια εξήντα έξι ονόµατα, βρήκα και το όνοµα του Φελίπε Βιδάλ, οπότε ολοκληρώθηκε το παζλ. Ο Μανουέλ Αρίας, καθηγητής, και ο Φελίπε Βιδάλ, δηµοσιογράφος γνωρίστηκαν εδώ, στο κολαστήριο της Βίλας Γκριµάλντι, βασανίστηκαν και οι δύο, αλλά βγήκε µόνο ο ένας ζωντανός. Η Μπλάνκα κι εγώ αποφασίσαµε ότι έπρεπε να κάνουµε µια κουβέντα µε τον Μανουέλ για το παρελθόν του και ήταν πραγµατικά κρίµα που δεν µπορούσε να µας βοηθήσει ο Ντάνιελ, γιατί µια επέµβαση αυτού του τύπου θα δικαιολογούσε και µε το παραπάνω την παρουσία ενός επαγγελµατία, ακόµα κι ενός νέου και άπειρου ψυχιάτρου όπως εκείνος. Η Μπλάνκα υποστηρίζει ότι αυτές οι εµπειρίες του Μανουέλ πρέπει να αντιµετωπιστούν µε την ίδια προσοχή και λεπτότητα που απαιτεί το ανεύρυσµά του, γιατί είναι κλεισµένες µέσα σε µια φυσαλίδα της µνήµης του, που, αν σπάσει ξαφνικά, µπορεί να αποβεί µοιραία. Εκείνη την ηµέρα ο Μανουέλ είχε πάει στο Κάστρο για να βρει κάποια βιβλία και εκµεταλλευτήκαµε την απουσία του για να ετοιµάσουµε το δείπνο, ξέροντας ότι πάντα επιστρέφει µε τη δύση του ήλιου. Βάλθηκα να φτιάξω ψωµί, όπως κάνω συνήθως όταν µε πιάνει η νευρικότητα. Γαληνεύω όταν πλάθω τη ζύµη µε δυνατές κινήσεις, όταν της δίνω µορφή, όταν περιµένω να φουσκώσει το λευκό ωµό καρβέλι κάτω απ’ το λευκό πα-

468

469

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νί και µετά, όταν το φουρνίζω µέχρι να πάρει χρυσαφί χρώµα για να το σερβίρω ζεστό και αχνιστό στους φίλους, µια ευλογηµένη τελετή που απαιτεί άπειρη υποµονή. Η Μπλάνκα µαγείρεψε το απαραίτητο κοτόπουλο µε µουστάρδα και πανσέτα της Φράνσις, το αγαπηµένο πιάτο του Μανουέλ, και ετοίµασε κάστανα µε σιρόπι για επιδόρπιο. Το σπίτι ήταν σαν µια ζεστή φιλόξενη φωλιά, έτσι όπως µύριζε ολόκληρο απ’ το φρεσκοψηµένο ψωµί κι απ’ το φαγητό που σιγόβραζε σε µια πήλινη τσανάκα. Ήταν ένα βράδυ µάλλον κρύο, γαλήνιο, µε γκρίζο ουρανό και χωρίς άνεµο. Σε λίγες µέρες θα έφτανε και η επόµενη πανσέληνος, µε την απαραίτητη σύναξη των Σειρήνων στην καλύβα. Από την επέµβαση του ανευρύσµατος και µετά κάτι έχει αλλάξει ανάµεσα στον Μανουέλ και στην Μπλάνκα, λάµπει η αύρα τους, όπως θα έλεγε η γιαγιά µου, έχουν αυτή την παιχνιδιάρικη λάµψη των νεοφώτιστων. Υπάρχουν κι άλλα σηµάδια, λιγότερο φευγαλέα, όπως τα βλέµµατα συνενοχής, η ανάγκη να αγγίζονται, ο τρόπος µε τον οποίο µαντεύουν ο ένας τις επιθυµίες του άλλου. Απ’ τη µια µεριά χαίροµαι, εκεί άλλωστε ήθελα να σπρώξω τα πράγµατα εδώ και αρκετούς µήνες, κι απ’ την άλλη ανησυχώ για το µέλλον µου. Τι θα γίνω εγώ, όταν θα αποφασίσουν να παραδοθούν ολοκληρωτικά σ’ αυτόν τον έρωτα που τόσα χρόνια αναβάλλουν; Σ’ αυτό το σπίτι δεν χωράµε και οι τρεις µας, το σπίτι της Μπλάνκα θα µας ήταν κι εκείνο στενόχωρο. Τέλος πάντων, ελπίζω ότι µέχρι τότε το µέλλον µου µε τον Ντάνιελ Γκούντριτς θα έχει ξεκαθαρίσει. Ο Μανουέλ έφτασε κουβαλώντας µια τσάντα βιβλία, κάποια απ’ αυτά παραγγελίες στο βιβλιοπωλείο των φίλων

του και τα υπόλοιπα αγγλικά µυθιστορήµατα που είχε στείλει η γιαγιά µου στο ταχυδροµείο του Κάστρου. «Γιορτάζουµε κάτι και δεν το ξέρω;» ρώτησε πιάνοντας τις µυρωδιές στον αέρα. «Γιορτάζουµε τη φιλία. Πώς έχει αλλάξει αυτό το σπίτι από τότε που έφτασε εδώ η γκρινγκουλίτσα!» είπε η Μπλάνκα. «Εννοείς την αυξηµένη ακαταστασία;» «Εννοώ τα λουλούδια, το καλό φαΐ και την παρέα, Μανουέλ. Μην είσαι αχάριστος. Θα σου λείψει πολύ όταν φύγει». «Γιατί, σκέφτεται να φύγει;» «Όχι, Μανουέλ, σκέφτοµαι να παντρευτώ τον Ντάνιελ και να ζήσουµε εδώ µαζί σου µε τα τέσσερα παιδιά που θα κάνουµε», είπα για πλάκα. «Ελπίζω ο αγαπηµένος σου να εγκρίνει το σχέδιό σου», απάντησε εκείνος στον ίδιο τόνο. «Και γιατί όχι; ∆εν έχει κανένα ψεγάδι». «Θα πεθαίνατε απ’ τη βαρεµάρα σ’ αυτόν τον ξεχασµένο βράχο, Μάγια. Οι ξένοι που έρχονται και µένουν εδώ είναι αυτοί που έχουν απογοητευτεί απ’ τον κόσµο. Γιατί να έρθει κάποιος εδώ προτού καν αρχίσει να ζει;» «Εγώ ήρθα για να κρυφτώ και κοίτα πόσα πράγµατα βρήκα, εσάς και τον Ντάνιελ, ασφάλεια, φύση κι ένα χωριό µε τριακόσιους αξιολάτρευτους Τσιλοΐτες. Ακόµα και στον παππού µου αρέσει αυτό το µέρος, τον είδα να κάνει βόλτες στο λόφο». «Ωχ, εσύ κάτι ήπιες!» φώναξε ο Μανουέλ ανήσυχος. «Ούτε σταγόνα, Μανουέλ, το ήξερα ότι δεν θα µε πίστευες, γι’ αυτό και δεν σου το είπα». Ήταν ένα υπέροχο βράδυ κι ήταν όλα σαν να είχαν συ-

470

471

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νωµοτήσει για να κάνουν τις εξοµολογήσεις πιο εύκολες: το ψωµί και το κοτόπουλο, το φεγγάρι που ανέτειλε ανάµεσα στα σύννεφα, η θετική ατµόσφαιρα ανάµεσά µας, η συζήτηση µε τις παλιές ιστορίες και τα καλοπροαίρετα καλαµπούρια. Μου είπαν πώς γνωρίστηκαν, την εντύπωση που είχαν κάνει ο ένας στον άλλον. Ο Μανουέλ είπε ότι, όταν ήταν νέα, η Μπλάνκα ήταν πάρα πολύ όµορφη – όχι πως τώρα δεν είναι· ήταν σαν µια χρυσή Βαλκυρία, µακριά ατέλειωτα πόδια, αστραφτερά µαλλιά και δόντια, ακτινοβολούσε µε τη σιγουριά που της έδινε η οµορφιά της. «Θα έπρεπε κανονικά να τη µισώ, αφού ανήκε στις προνοµιούχες τάξεις, µε νίκησε όµως µε τη γοητεία της, ήταν αδύνατον να µην την αγαπήσεις. Όµως εγώ τότε δεν ήµουν σε κατάσταση για να κατακτήσω οποιαδήποτε γυναίκα, πόσο µάλλον µια απρόσιτη αριστοκράτισσα όπως εκείνη». Για την Μπλάνκα ο Μανουέλ είχε τη γοητεία του απαγορευµένου και του επικίνδυνου, προερχόταν από έναν κόσµο αντίθετο από το δικό της, από ένα άλλο κοινωνικό στρώµα και αντιπροσώπευε τον πολιτικό εχθρό, αν και ήταν διατεθειµένη να κάνει τα στραβά µάτια, εφόσον ήταν φιλοξενούµενος της οικογένειάς της. Εγώ τους µίλησα για το σπίτι µου στο Μπέρκλεϊ, τους εξήγησα το µυστήριο της σκανδιναβικής εµφάνισης και τους περιέγραψα τη µοναδική φορά που είδα τη µητέρα µου. Τους µίλησα για κάµποσα πρόσωπα που γνώρισα στο Λας Βέγκας, όπως µια χοντρή εκατόν ογδόντα κιλά µε χαδιάρικη φωνή, που κέρδιζε τα προς το ζην µε το τηλεφωνικό σεξ, ή ένα ζευγάρι τρανσέξουαλ φίλους του Μπράντον Λίµαν, που παντρεύτηκαν µε κανονική τελετή, ο ένας µε σµόκιν κι ο άλλος µε νυφικό από λευκή οργάντζα.

Φάγαµε χωρίς βιασύνες και µετά καθίσαµε, όπως προέβλεπε το τελετουργικό, και κοιτούσαµε τη νύχτα απ’ το παράθυρο, εκείνοι µε ένα ποτήρι κρασί στο χέρι κι εγώ µε ένα φλιτζάνι τσάι. Η Μπλάνκα καθόταν στον καναπέ κολληµένη επάνω στον Μανουέλ κι εγώ σε µια µαξιλάρα στο πάτωµα µε τον Φάκιν, ο οποίος υποφέρει από σύνδροµο στέρησης από τότε που τον αφήσαµε για να πάµε στο Σαντιάγο. Με ακολουθεί συνέχεια µε το βλέµµα και δεν ξεκολλάει απ’ το πλάι µου, µου έχει σπάσει τα νεύρα. «Έχω την αµυδρή εντύπωση ότι αυτή η γιορτούλα είναι κάτι σαν παγίδα, έτσι;» µουρµούρισε ο Μανουέλ. «Εδώ και κάµποσες µέρες κάτι πλανιέται στην ατµόσφαιρα. Μπείτε στο ψητό, γυναίκες». «Μη µας χαλάς τη στρατηγική, Μανουέλ. Σκεφτόµασταν να µπούµε στο θέµα µε διπλωµατικό τρόπο», είπε η Μπλάνκα. «Τι ακριβώς θέλετε;» «Τίποτα, µόνο να κουβεντιάσουµε». «Για ποιο πράγµα;» Και τότε του είπα ότι εδώ και µήνες έψαχνα να βρω τι του είχε συµβεί έπειτα απ’ το στρατιωτικό πραξικόπηµα, γιατί πίστευα ότι έκρυβε τις αναµνήσεις µέσα του σαν πληγές, στο βάθος της µνήµης του, κι ότι αυτές οι πληγές είχαν κακοφορµίσει. Του ζήτησα συγγνώµη που ανακατεύτηκα, αλλά το κίνητρό µου ήταν η µεγάλη αγάπη που του είχα· ένιωθα µεγάλη λύπη που τον έβλεπα να υποφέρει τις νύχτες, όταν τον βασάνιζαν οι εφιάλτες. Του είπα ότι ο βράχος που κουβαλούσε στην πλάτη του ήταν υπερβολικά βαρύς, τον είχε συνθλίψει, τον είχε κάνει να ζει µισή ζωή, σαν να είχε τελειώσει η ζωή του και να περίµενε µόνο το θάνατο. Είχε κλειστεί τόσο πολύ στον εαυ-

472

473

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τό του, που δεν µπορούσε να νιώσει χαρά ή αγάπη. Πρόσθεσα ότι η Μπλάνκα κι εγώ µπορούσαµε να τον βοηθήσουµε να πετάξει από πάνω του αυτή την πέτρα. Ο Μανουέλ δεν µε διέκοψε, µε άκουγε κατάχλοµος, ανασαίνοντας σαν κουρασµένος σκύλος, κρατώντας την Μπλάνκα απ’ το χέρι, µε τα µάτια κλειστά. «Θες να µάθεις τι ανακάλυψε η γκρινγκουλίτσα µας, Μανουέλ;» τον ρώτησε η Μπλάνκα ψιθυριστά κι εκείνος έκανε ναι µε το κεφάλι, απόλυτα βουβός. Του οµολόγησα ότι στο Σαντιάγο, όσο εκείνος συνερχόταν απ’ την εγχείρηση, είχα ανασκαλέψει τα αρχεία της Αποστολικής Επιτροπής και είχα µιλήσει µε άτοµα που µου είχε συστήσει ο πατέρας Λιόν, δύο δικηγόρους, έναν ιερέα κι έναν από τους συγγραφείς της Έκθεσης Ρέτιγκ, όπου αναγράφονται πάνω από τρεισήµισι χιλιάδες καταγγελίες για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Μία από αυτές τις περιπτώσεις ήταν κι ο Φελίπε Βιδάλ, ο πρώτος σύζυγος της Νίνι µου, αλλά και κάποιος Μανουέλ Αρίας. «∆εν συµµετείχα εγώ σ’ αυτή την έκθεση», είπε ο Μανουέλ µε τρεµάµενη φωνή. «Την περίπτωσή σου την κατήγγειλε ο πατέρας Λιόν. Σ’ εκείνον αφηγήθηκες τις λεπτοµέρειες των δεκατεσσάρων µηνών που έµεινες στη φυλακή, Μανουέλ. Είχες µόλις βγει από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως Τρες Άλαµος και είχες εξοριστεί εδώ, στο Τσιλοέ, όπου έµεινες µε τον πατέρα Λιόν». «∆εν το θυµάµαι αυτό». «Το θυµάται ο παπάς, αλλά δεν µπόρεσε να µου αφηγηθεί τις λεπτοµέρειες, γιατί το θεωρεί µυστικό της εξοµολόγησης· περιορίστηκε, λοιπόν, να µου δείξει το δρόµο.

Η περίπτωση του Φελίπε Βιδάλ καταγγέλθηκε απ’ τη γυναίκα του, τη Νίνι µου, προτού αυτοεξοριστεί». Επανέλαβα στον Μανουέλ όσα είχα ανακαλύψει αυτή την απίστευτη εβδοµάδα στο Σαντιάγο, αλλά και την επίσκεψη που κάναµε µαζί µε την Μπλάνκα στη Βίλα Γκριµάλντι. Το όνοµα του τόπου δεν προκάλεσε καµία αντίδραση στον Μανουέλ, είχε µια αµυδρή ιδέα ότι µπορεί να είχε περάσει από εκεί, αλλά το µπέρδευε στο µυαλό του µε άλλα κέντρα κράτησης. Στα τριάντα τέσσερα χρόνια που είχαν περάσει από τότε εξαφάνισε απ’ τη µνήµη του αυτή την εµπειρία, τη θυµόταν σαν να την είχε διαβάσει σε κάποιο βιβλίο, όχι σαν κάτι προσωπικό, αν και είχε ακόµα ουλές από καψίµατα στο κορµί και δεν µπορούσε να υψώσει τα χέρια του πάνω απ’ τους ώµους του, γιατί του τα είχαν εξαρθρώσει. «∆εν θέλω να µάθω τις λεπτοµέρειες», µας είπε. Η Μπλάνκα τού εξήγησε ότι οι λεπτοµέρειες ήταν φυλαγµένες στο ακέραιο σε κάποιο µέρος µέσα του κι ότι χρειάζεται µεγάλο κουράγιο για να µπορέσει να µπει εκεί, αλλά δεν θα το έκανε µόνος, θα τον συνοδεύαµε εκείνη κι εγώ. ∆εν ήταν τώρα πια κρατούµενος, στο έλεος των δηµίων του, αλλά δεν θα ήταν ποτέ ελεύθερος, αν δεν αντιµετώπιζε κατά µέτωπο τα παθήµατα του παρελθόντος. «Το χειρότερο σου συνέβη στη Βίλα Γκριµάλντι, Μανουέλ. Στο τέλος της επίσκεψής µας, ο ξεναγός µάς πήγε να δούµε τα πρότυπα κελιά. Υπήρχαν κελιά ένα επί δύο, όπου έβαζαν τους φυλακισµένους όρθιους, όλους µαζί στριµωχτά, για µέρες ή και βδοµάδες, τους έβγαζαν µόνο για να τους βασανίσουν ή για την ανάγκη τους». «Ναι, ναι… σε ένα απ’ αυτά τα κελιά ήµουν µαζί µε τον Φελίπε Βιδάλ και µερικούς άλλους. ∆εν µας έδιναν νερό…

474

475

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ήταν ένα κλουβί χωρίς εξαερισµό, κολυµπούσαµε στον ιδρώτα, στο αίµα, στα περιττώµατα», µουρµούρισε ο Μανουέλ διπλωµένος µε το κεφάλι ανάµεσα στα γόνατά του. «Κι υπήρχαν και άλλα κελιά ατοµικά, τάφοι, σκυλόσπιτα… κράµπες, δίψα… βγάλτε µε από δω!» Η Μπλάνκα κι εγώ τον κλείσαµε στην κοινή µας αγκαλιά και τον κρατήσαµε σφιχτά φιλώντας τον, κλαίγοντας µαζί του. Είχαµε δει ένα απ’ αυτά τα κελιά. Παρακάλεσα τον ξεναγό να µε αφήσει να µπω. Μόνο γονατιστή µπορούσα να το κάνω, µέσα έπρεπε να είµαι διπλωµένη, ήταν αδύνατο να σηκωθώ όρθια, αδύνατο ν’ αλλάξω θέση ή να κινηθώ, κι όταν έκλεισαν το πορτάκι, έµεινα στο σκοτάδι, παγιδευµένη. Μου ήταν αδύνατο να αντέξω πάνω από µερικά δευτερόλεπτα κι άρχισα να ουρλιάζω, µέχρι που µ’ έβγαλαν τραβώντας µε απ’ τα µπράτσα. «Οι κρατούµενοι έµεναν θαµµένοι ζωντανοί εβδοµάδες ολόκληρες, µερικές φορές για µήνες. Από εκεί ελάχιστοι έβγαιναν ζωντανοί και όσοι έβγαιναν είχαν χάσει τα λογικά τους», µας είχε πει ο ξεναγός. «Τώρα ξέρουµε πού βρίσκεσαι, όταν έχεις εφιάλτες, Μανουέλ», είπε η Μπλάνκα.

Μανουέλ δεν χωρούσε. Πήραν διαζύγιο όσο πιο γρήγορα µπορούσαν, όπως έκαναν τα περισσότερα ζευγάρια της εξορίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Μανουέλ είχε καλύτερη τύχη από άλλους εξορίστους, γιατί η Αυστραλία είναι φιλόξενη χώρα· εκεί βρήκε δουλειά σχετική µε το επάγγελµά του και µπόρεσε να γράψει δύο βιβλία, ενώ ταυτόχρονα έβρισκε παρηγοριά στο αλκοόλ και σε περαστικές περιπέτειες, αλλά αυτές το µόνο που κατάφερναν ήταν να υπογραµµίζουν την αβυσσαλέα µοναξιά του. Ο δεύτερος γάµος του, µε µια Ισπανίδα µπαλαρίνα που γνώρισε στο Σίδνεϊ, κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο, γιατί ήταν ανίκανος να ανοιχτεί σε οποιονδήποτε ή να εγκαταλειφθεί σε µια ερωτική σχέση, είχε εκρήξεις βίας και κρίσεις πανικού, έβλεπε τον εαυτό του µόνιµα φυλακισµένο στο κελί της βίλας Γκριµάλντι ή γυµνό, δεµένο σ’ ένα µεταλλικό ράντσο, ενώ οι βασανιστές του διοχέτευαν εκεί ηλεκτρικό ρεύµα. Μια µέρα, στο Σίδνεϊ, ο Μανουέλ έπεσε µε τ’ αυτοκίνητο σε µια τσιµεντένια κολόνα, ένα ατύχηµα απίθανο ακόµα και για κάποιον που είχε πιει, όπως διαπίστωσαν οι γιατροί όταν τον εξέτασαν. Έµεινε δεκατρείς µέρες στην εντατική και ένα µήνα σε ακινησία, ενώ οι γιατροί κατέληξαν στο συµπέρασµα ότι είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει. Τον έφεραν σ’ επαφή µε µια διεθνή οργάνωση που βοηθούσε θύµατα βασανιστηρίων. Ένας ψυχίατρος µε πείρα σε υποθέσεις σαν τη δική του τον επισκέφθηκε όσο ήταν ακόµα στο νοσοκοµείο. ∆εν κατάφερε να ξεδιαλύνει τα ψυχικά τραύµατα του ασθενούς, αλλά τον βοήθησε να χειραγωγήσει τις κρίσεις κατάθλιψης και τα επεισόδια βίας και πανικού, να σταµατήσει να πίνει και να συνεχίσει να ζει λίγο-πολύ φυσιολογικά. Ο Μανουέλ θεωρήθηκε θεραπευµένος, χωρίς να δώσει κανείς ιδιαίτερη σηµασία

Τελικά έβγαλαν τον Μανουέλ από τον τάφο του για να κλείσουν σ’ αυτόν κάποιον άλλο φυλακισµένο, βαρέθηκαν να τον βασανίζουν και τον έστειλαν σε άλλα κέντρα κράτησης. Όταν ολοκλήρωσε την εξορία του στο Τσιλοέ, µπόρεσε να φύγει για την Αυστραλία, όπου βρισκόταν η γυναίκα του, η οποία είχε να µάθει νέα του δύο ολόκληρα χρόνια, τον θεωρούσε νεκρό κι είχε ξεκινήσει απ’ την αρχή τη ζωή της, µια ζωή όπου ο ψυχικά τραυµατισµένος

476

477

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στους εφιάλτες ή στον παθολογικό φόβο που έδειχνε να έχει για τα ασανσέρ και για τους κλειστούς χώρους, συνέχισε να παίρνει αντικαταθλιπτικά και η µοναξιά τού έγινε δεύτερη φύση. Όσο µας µιλούσε ο Μανουέλ κόπηκε το φως, όπως συµβαίνει κατά κανόνα στο νησί αυτή την ώρα, και κανείς απ’ τους τρεις µας δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί και ν’ ανάψει κεριά, µείναµε εκεί καθισµένοι στο σκοτάδι, νιώθοντας έναν αόρατο σύνδεσµο ανάµεσά µας. «Συγχώρεσέ µε, Μανουέλ», µουρµούρισε η Μπλάνκα ύστερα από µια µεγάλη σιωπή. «Να σε συγχωρήσω; Μόνο να σε ευχαριστήσω µπορώ», είπε. «Συγχώρεσέ µε γιατί δεν µπορούσα να σε καταλάβω, γιατί ήµουν τυφλή. Κανείς δεν θα µπορούσε να συγχωρήσει τους εγκληµατίες, Μανουέλ, αλλά εσύ θα µπορούσες ίσως να συγχωρήσεις εµένα και την οικογένειά µου. Αµαρτήσαµε από παράλειψη. Αγνοήσαµε τα δεδοµένα, γιατί δεν θέλαµε να είµαστε συνένοχοι. Στη δική µου περίπτωση τα πράγµατα είναι χειρότερα, γιατί εκείνη την εποχή ταξίδευα συνεχώς, ήξερα τι δηµοσίευε ο ξένος Τύπος για την κυβέρνηση του Πινοσέτ. Ψέµατα, έλεγα, είναι κοµουνιστική προπαγάνδα». Ο Μανουέλ την τράβηξε πάνω του και την αγκάλιασε. Σηκώθηκα, έριξα ψαχουλευτά µερικά κούτσουρα στη στόφα κι έψαξα να βρω κεριά, άλλο ένα µπουκάλι κρασί και τσάι. Το σπίτι είχε κρυώσει. Σκέπασα τα πόδια τους µε µια κουβέρτα και κάθισα στον ξεχαρβαλωµένο καναπέ δίπλα απ’ τον Μανουέλ. «Η γιαγιά σου, φαντάζοµαι, σου µίλησε για µας», είπε ο Μανουέλ.

«Μου είπε µόνο ότι ήσασταν φίλοι, τίποτε άλλο. ∆εν µιλάει για κείνη την εποχή, σχεδόν ποτέ δεν ανέφερε τον Φελίπε Βιδάλ». «Τότε, από πού ήξερες ότι είµαι παππούς σου;» «Μα ο παππούς µου ήταν ο…» απάντησα και αποτραβήχτηκα από πάνω του. Η αποκάλυψη ήταν τόσο απρόσµενη, ώστε χρειάστηκα ένα ολόκληρο λεπτό, που µου φάνηκε αιώνας, για να συλλάβω τις προεκτάσεις της. Οι λέξεις άνοιγαν δρόµο µε τσεκουριές µέσα στο θολωµένο µου µυαλό και την µπερδεµένη µου καρδιά, αλλά η σηµασία τους µου διέφευγε. «∆εν καταλαβαίνω…» µουρµούρισα. «Ο Αντρές, ο πατέρας σου, είναι γιος µου», είπε ο Μανουέλ. «∆εν µπορεί. Η Νίνι µου δεν θα είχε κρατήσει τέτοιο µυστικό σαράντα τόσα χρόνια». «Νόµιζα ότι το ήξερες, Μάγια. Σ’ άκουσα να λες στο γιατρό Πούγκα ότι είσαι εγγονή µου». «Για να µ’ αφήσει να µπω µαζί σου στο εξεταστήριο!» Το 1964 η Νίνι µου ήταν γραµµατέας και ο Μανουέλ Αρίας βοηθός ενός καθηγητή της σχολής· ήταν είκοσι δύο χρονών και είχε µόλις παντρευτεί µε τον Φελίπε Βιδάλ, εκείνος ήταν είκοσι εφτά χρονών και είχε ήδη µια υποτροφία στην τσέπη για να κάνει το διδακτορικό του στην κοινωνιολογία στο πανεπιστήµιο της Νέας Υόρκης. Είχαν ερωτευτεί όταν ήταν ακόµα έφηβοι, µετά χάθηκαν για κάµποσα χρόνια και, όταν ξανασυναντήθηκαν τυχαία στην έδρα, ξύπνησε βίαια το παλιό πάθος, πολύ διαφορετικό αυτή τη φορά απ’ το ροµαντικό συναίσθηµα της εφηβείας. Αυτό το πάθος τερµατίστηκε µε επώδυνο τρόπο, όταν εκείνος έφυγε για τη Νέα Υόρκη και αναγκάστηκαν να χωρί-

478

479

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

σουν. Στο µεταξύ, ο Φελίπε Βιδάλ, έχοντας µπει επαγγελµατικά στη δηµοσιογραφία, βρισκόταν στην Κούβα, χωρίς να υποπτεύεται την απιστία της γυναίκας του, γι’ αυτό και ποτέ δεν αµφέβαλλε ότι ο γιος που γεννήθηκε το 1965 ήταν δικός του. ∆εν γνώριζε την ύπαρξη του Μανουέλ Αρίας προτού µοιραστούν εκείνο το καταραµένο κελί, αλλά ο Μανουέλ είχε παρακολουθήσει από µακριά τις δηµοσιογραφικές επιτυχίες του. Ο έρωτας του Μανουέλ και της Νίνι µου πέρασε από διάφορα κύµατα, ξαναζωντάνευε όµως αναπόφευκτα κάθε φορά που συναντιούνταν, µέχρι που εκείνος παντρεύτηκε το 1970, όταν ο Σαλβαδόρ Αλιέντε πήρε την προεδρία και ξέσπασε ο πολιτικός κατακλυσµός, που τρία χρόνια αργότερα θα κορυφωνόταν µε το στρατιωτικό πραξικόπηµα. «Το ξέρει ο πατέρας µου;» ρώτησα τον Μανουέλ. «Αµφιβάλλω. Η Νίδια ένιωθε ένοχη γι’ αυτό που είχε συµβεί ανάµεσά µας και ήταν διατεθειµένη να κρατήσει το µυστικό µε κάθε κόστος· σκοπός της ήταν να το ξεχάσει και να το ξεχάσω κι εγώ. ∆εν το ανέφερε ποτέ πριν απ’ τον ∆εκέµβριο του περασµένου χρόνου, όταν µου έγραψε για σένα». «Τώρα καταλαβαίνω γιατί µε δέχτηκες σ’ αυτό το σπίτι, Μανουέλ». «Απ’ τη σποραδική αλληλογραφία µου µε τη Νίδια έµαθα την ύπαρξή σου, Μάγια. Ήξερα ότι, εφόσον ήσουν κόρη του Αντρές, ήσουν και εγγονή µου, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σηµασία, σκέφτηκα ότι ποτέ δεν θα µου δινόταν η ευκαιρία να σε γνωρίσω». Η στοχαστική και οικεία ατµόσφαιρα που είχε επικρατήσει µέχρι πριν από µερικά λεπτά φορτίστηκε ξαφνικά. Ο Μανουέλ ήταν ο πατέρας του πατέρα µου, είχαµε το

ίδιο αίµα. ∆εν είχαµε δραµατικές αντιδράσεις ούτε αγκαλιάσµατα συγκίνησης ούτε δάκρυα αναγνώρισης, κανέναν κόµπο συγκίνησης στο λαιµό· ένιωσα ξανά την πικρή σκληράδα της κακής εποχής, που δεν την είχα νιώσει µέχρι τότε στο Τσιλοέ. Έσβησαν ξαφνικά οι µήνες της πλάκας, της µελέτης και της συµβίωσης µε τον Μανουέλ· έγινε ξαφνικά ένας άγνωστος και την παράνοµη ερωτική του σχέση µε τη γιαγιά µου την έβρισκα απαράδεκτη. «Θεέ µου, Μανουέλ, γιατί δεν µου τα είχες πει όλα αυτά; Είναι σαν να έχασα επεισόδια στο σίριαλ», είπε η Μπλάνκα αναστενάζοντας. Η φράση της έλυσε τα µάγια και έδιωξε τη µαυρίλα. Κοιταχτήκαµε στην κιτρινωπή ανταύγεια του κεριού, χαµογελάσαµε δειλά και αµέσως µετά βάλαµε τα γέλια, αρχικά διστακτικά και µετά χαχανίζοντας κανονικά, µπροστά στον απόλυτο παραλογισµό αυτής της ιστορίας, γιατί, αν δεν πρόκειται για δωρεά οργάνων ή για κληρονοµιά µιας περιουσίας, δεν έχει καµία σηµασία ποιος είναι ο βιολογικός µου πρόγονος, το µόνο που έχει σηµασία είναι τα συναισθήµατα, τα οποία ανάµεσά µας ευτυχώς υπάρχουν. «Ο παππούς µου είναι αυτός που ήξερα µέχρι τώρα», του επανέλαβα. «Κανείς δεν αµφιβάλλει, Μάγια», µου απάντησε. Από τα µηνύµατα της Νίνι µου, αυτά που γράφει στον Μανουέλ µέσω του Μάικ Ο’Κέλι, έµαθα ότι τον Φρέντι τον βρήκαν λιπόθυµο σ’ ένα δρόµο στο Λας Βέγκας. Ένα νοσοκοµειακό τον µετέφερε στο ίδιο νοσοκοµείο όπου είχα βρεθεί κι εγώ και όπου τον είχε γνωρίσει η Ολίµπια Πέτιφορντ, µια ευτυχής σύµπτωση, την οποία οι Χήρες του

480

481

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ιησού απέδωσαν στη δύναµη της προσευχής. Το αγόρι έµεινε στη µονάδα εντατικής θεραπείας, αναπνέοντας από ένα σωλήνα συνδεδεµένο µε µια θορυβώδη µηχανή, ενώ οι γιατροί προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν µια διπλή πνευµονία, η οποία λίγο έλειψε να τον στείλει άναυλα στον άλλο κόσµο. Μετά αναγκάστηκαν να του αφαιρέσουν το νεφρό που είχε καταστραφεί από τα παλιά χτυπήµατα και να αντιµετωπίσουν τα πολλαπλά προβλήµατα που του είχε προκαλέσει ο τρόπος ζωής του. Τελικά κατέληξε σε ένα κρεβάτι στον όροφο της Ολίµπια. Στο µεταξύ εκείνη έθεσε σε κίνηση τις σωτήριες δυνάµεις του Ιησού και τα δικά της φτωχικά µέσα για να εµποδίσει την υπηρεσία προστασίας ανηλίκων ή τον νόµο να πάρουν στα χέρια τους τον νεαρό. Όταν το παιδί έφτασε να πάρει εξιτήριο, η Ολίµπια Πέτιφορντ είχε ήδη στα χέρια της δικαστική εντολή να αναλάβει τον νεαρό, επικαλούµενη µια φανταστική συγγένεια, κι έτσι τον γλίτωσε απ’ το αναµορφωτήριο ή τη φυλακή. Φαίνεται ότι στην υπόθεση αυτή τη βοήθησε ο αστυνόµος Αράνα, ο οποίος έµαθε ότι είχε µπει στο νοσοκοµείο ένας νεαρός µε τα χαρακτηριστικά του Φρέντι και σε κάποια ελεύθερη ώρα του πήγε να τον δει. Εκεί συγκρούστηκε µε τον απαγορευτικό όγκο της Ολίµπια, η οποία ήταν αποφασισµένη να ελέγξει τη ροή των επισκεπτών στον ασθενή, που βρισκόταν ακόµη χαµένος στο αβέβαιο διάστηµα ανάµεσα στη ζωή και στο θάνατο. Η νοσοκόµα φοβόταν ότι ο Αράνα είχε σκοπό να συλλάβει τον προστατευόµενό της, αλλά εκείνος την έπεισε ότι το µόνο που ήθελε ήταν να µάθει νέα για µια φίλη του, τη Λόρα Μπάρον. Της είπε ότι είχε σκοπό να βοηθήσει τον νεαρό και, καθώς είχαν κοινό σκοπό, η Ολίµπια τον

κάλεσε να πιουν ένα χυµό σε µια καφετέρια και να συζητήσουν. Του εξήγησε ότι στα τέλη του περασµένου έτους ο Φρέντι τής είχε πάει στο σπίτι µια κάποια Λόρα Μπάρον, ναρκοµανή και άρρωστη, κι αµέσως µετά έγινε καπνός. ∆εν άκουσε τίποτε γι’ αυτόν, µέχρι που βγήκε από το χειρουργείο µε µόνο ένα νεφρό και βρέθηκε σε µια αίθουσα του ορόφου της. Όσο για τη Λόρα Μπάρον, το µόνο που µπορούσε να του πει ήταν ότι τη φρόντισε µερικές µέρες και, µόλις η κοπελίτσα ανέλαβε δυνάµεις, έφτασαν κάποιοι συγγενείς και την πήραν, ίσως για κάποιο πρόγραµµα αποτοξίνωσης, όπως τους είχε συµβουλεύσει η ίδια. ∆εν ήξερε πού την πήγαν ούτε είχε κρατήσει το νούµερο του τηλεφώνου που της είχε δώσει το κορίτσι για να καλέσει τη γιαγιά του. Τον Φρέντι καλό θα ήταν να τον αφήσουν στην ησυχία του, είπε στον Αράνα µε τόνο φωνής που δεν σήκωνε κουβέντα, γιατί το αγόρι δεν ήξερε τίποτε γι’ αυτή τη Λόρα Μπάρον. Όταν ο Φρέντι βγήκε απ’ το νοσοκοµείο, έµοιαζε περισσότερο µε σκιάχτρο παρά µε άνθρωπο. Η Ολίµπια Πέτιφορντ τον πήρε σπίτι της και τον εµπιστεύτηκε στις φροντίδες του φοβερού και τροµερού λόχου των Χηρών του Ιησού. Το αγόρι ήταν ήδη δύο µήνες στη στέρηση και η ελάχιστη ενέργεια που διέθετε του έφτανε µόνο για να βλέπει τηλεόραση. Με τα φαγητά, κυρίως τηγανητά, που µαγείρευαν οι Χήρες άρχισε να αναλαµβάνει δυνάµεις και, όταν η Ολίµπια υπολόγισε ότι θα µπορούσε να βγει στο δρόµο και να επιστρέψει στην κόλαση του εθισµού, θυµήθηκε τον κύριο στο αναπηρικό καροτσάκι, που το καρτελάκι του το είχε φυλάξει ανάµεσα στις σελίδες της Βίβλου της, και του τηλεφώνησε. Σήκωσε τις οικονοµίες της απ’ την τράπεζα, έβγαλε τα εισιτήρια και µε µια γυναίκα ακό-

482

483

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µη για συµπαράσταση πήγαν τον Φρέντι στην Καλιφόρνια. Σύµφωνα µε τη Νίνι µου, εµφανίστηκαν ντυµένες µε τα κυριακάτικά τους στο ταπεινό, αποπνιχτικό σπιτάκι του Χιονάτου, δίπλα στη φυλακή των ανηλίκων. Εννοείται ότι εκείνος τις περίµενε. Η ιστορία µε γέµισε ελπίδες γιατί, αν κάποιος σ’ αυτόν τον κόσµο µπορεί να βοηθήσει τον Φρέντι, αυτός είναι ο Μάικ Ο’Κέλι.

χρώµατα και πολύ πιο ατσούµπαλη απ’ ό,τι του την είχα περιγράψει. Τον πύργο των αστεριών τον είχε χρησιµοποιήσει ο ενοικιαστής για να αποθηκεύει εκεί εµπορεύµατα, αλλά ο Μάικ έβαλε κάµποσους θεραπευµένους ναρκοµανείς να ξύσουν τη βρόµα και να βάλουν και πάλι στη θέση του το παλιό τηλεσκόπιο. Η Νίνι µου ισχυρίζεται ότι αυτό ηρέµησε τον παππού µου, ο οποίος έως τότε περιφερόταν µες στο σπίτι σκοντάφτοντας πάνω σε κασόνια και µπόγους απ’ την Ινδία. ∆εν έκανα τον κόπο να της πω ότι ο παππούς µου ήταν στο Τσιλοέ, γιατί τίποτε δεν αποκλείει να βρίσκεται ταυτόχρονα σε διάφορα µέρη. Ο Ντάνιελ πήγε µε τη Νίνι µου να επισκεφθεί τη βιβλιοθήκη, τους παλιούς χίπηδες της οδού Τέλεγκραφ, το καλύτερο εστιατόριο χορτοφαγίας, το Χιλιανό Σύλλογο και, εννοείται, τον Μάικ Ο’Κέλι. «Ο Ιρλανδός είναι ερωτευµένος µε τη γιαγιά σου και νοµίζω ότι κι εκείνη δεν είναι αδιάφορη», µου έγραψε ο Ντάνιελ, εµένα όµως µου είναι δύσκολο να φανταστώ τη γιαγιά µου να παίρνει στα σοβαρά τον Χιονάτο, ο οποίος, σε σύγκριση µε τον παππού µου, είναι φτωχός συγγενής. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο Ο’Κέλι δεν είναι καθόλου άσχηµος, όµως ο οποιοσδήποτε, κι όχι µόνο αυτός, θα έµοιαζε µε φτωχό συγγενή µπροστά στον παππού µου. Στο διαµέρισµα του Μάικ βρισκόταν και ο Φρέντι, ο οποίος πρέπει να άλλαξε πολύ αυτούς τους µήνες, γιατί η περιγραφή του Ντάνιελ δεν ανταποκρίνεται στο αγόρι που µου έσωσε τη ζωή, και µάλιστα δυο φορές. Ο Φρέντι παρακολουθεί το πρόγραµµα αποτοξίνωσης του Μάικ, είναι νηφάλιος και έχει κατά τα φαινόµενα καλή υγεία, έχει πέσει όµως σε βαθιά κατάθλιψη, δεν έχει φίλους, δεν βγαίνει στο δρόµο, δεν θέλει ούτε να σπουδάσει ούτε να δου-

Ο Ντάνιελ Γκούντριτς κι ο πατέρας του παρακολούθησαν ένα συνέδριο ψυχαναλυτών της Σχολής Γιουνγκ στο Σαν Φρανσίσκο, όπου το κεντρικό θέµα ήταν το Κόκκινο Βιβλίο (Liber Novus) του Καρλ Γιουνγκ, το οποίο είχε µόλις εκδοθεί, αφού έµεινε κλειδωµένο σ’ ένα χρηµατοκιβώτιο της Ελβετίας αρκετές δεκαετίες, απαγορευµένο για τα µάτια του κόσµου, τυλιγµένο στο απόλυτο µυστήριο. Ο σερ Ρόµπερτ Γκούντριτς αγόρασε, πληρώνοντας µια περιουσία, ένα αντίγραφο πολυτελείας, ολόιδιο µε το πρωτότυπο, το οποίο θα κληρονοµήσει ο Ντάνιελ. Εκµεταλλευόµενος την ελεύθερη Κυριακή του, ο Ντάνιελ πήγε στο Μπέρκλεϊ να συναντήσει την οικογένειά µου και τους πήγε τις φωτογραφίες της επίσκεψής του στο Τσιλοέ. Ακολουθώντας τη χιλιανή παράδοση, η γιαγιά µου επέµενε να τον φιλοξενήσει εκείνη τη νύχτα στο σπίτι της και τον έβαλε να κοιµηθεί στο δικό µου δωµάτιο, το οποίο είχε ξαναβάψει σε άλλον, πιο παλ τόνο από το κραυγαλέο πορτοκαλί της παιδικής µου ηλικίας και είχε βγάλει το φτερωτό δράκοντα απ’ τον ουρανό και τις σκελετωµένες µορφές των αγίων απ’ τους τοίχους. Ο φιλοξενούµενος έµεινε άναυδος από τη δαιµόνια γιαγιά µου και από τη σπιταρόνα του Μπέρκλεϊ, γεµάτη ρεύµατα και απίθανα

484

485

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λέψει. Ο Ο’Κέλι θεωρεί ότι χρειάζεται χρόνο και πρέπει να έχουµε πίστη ότι θα προχωρήσει µπροστά, γιατί είναι πολύ νέος και έχει καλή καρδιά· αυτό πάντα βοηθάει. Το αγόρι αντέδρασε αδιάφορα, όταν είδε τις φωτογραφίες απ’ το Τσιλοέ κι έµαθε νέα µου· εάν δεν του έλειπαν τα δύο δάχτυλα του ενός χεριού, θα σκεφτόµουν ότι ο Ντάνιελ τον µπέρδεψε µε κάποιον άλλο. Ο πατέρας µου έφτασε το µεσηµέρι της ίδιας Κυριακής από κάποιο αραβικό εµιράτο και έφαγε µε τον Ντάνιελ. Φαντάζοµαι τους τρεις τους στην παµπάλαια κουζίνα του σπιτιού, µε τις λευκές πετσέτες ξεφτισµένες απ’ τη χρήση, την ίδια πράσινη κεραµική κανάτα για το νερό, το µπουκάλι µε το λευκό σοβινιόν Βεραµόντε, το αγαπηµένο του πατέρα µου, και το µυρωδάτο «καλντίγιο ψαριού» της Νίνι µου, µια χιλιανή παραλλαγή του ιταλικού τσιοπίνο και της γαλλικής µπουγιαµπέσας, όπως το περιγράφει η ίδια. Ο φίλος µου κατέληξε στο εσφαλµένο συµπέρασµα ότι ο πατέρας µου είναι πολύ ευσυγκίνητος, γιατί βούρκωσε όταν είδε τις φωτογραφίες µου, κι ότι δεν µοιάζω µε κανέναν στη µικρή µας οικογένεια. Θα έπρεπε να δει τη Μάρτα Ότερ, την πριγκίπισσα της Λαπωνίας. Πέρασε µια εκπληκτική µέρα φιλοξενίας και έφυγε µε την εντύπωση ότι το Μπέρκλεϊ είναι µια χώρα του Τρίτου Κόσµου. Τα πήγε πάρα πολύ καλά µε τη Νίνι µου, αν και το µοναδικό κοινό που έχουν µεταξύ τους είµαι εγώ και η αδυναµία τους για τα παγωτά µε γεύση µέντα. Αφού ζύγισαν τους κινδύνους, οι δυο τους συµφώνησαν να ανταλλάσσουν νέα απ’ το τηλέφωνο, το λιγότερο επικίνδυνο µέσο επικοινωνίας, αρκεί να µην αναφέρουν το όνοµά µου. «Παρακάλεσα τον Ντάνιελ να έρθει στο Τσιλοέ για τα Χριστούγεννα», ανακοίνωσα στον Μανουέλ.

«Για απλή επίσκεψη, για να µείνει ή για να δει εσένα προσωπικά;» µε ρώτησε. «Πού να ξέρω, Μανουέλ!» «Εσύ τι θα προτιµούσες;» «Για να µείνει!» απάντησα χωρίς να διστάσω, εκπλήσσοντάς τον µε τη βεβαιότητά µου. Από τότε που ξεκαθαρίσαµε τη συγγένειά µας, ο Μανουέλ µε κοιτάζει µε βουρκωµένα µάτια και την Παρασκευή µου έφερε σοκολάτες απ’ το Κάστρο. «∆εν είσαι γκόµενός µου, Μανουέλ, και βγάλε απ’ το µυαλό σου την ιδέα ότι θα αντικαταστήσεις τον παππού µου», του είπα. «∆εν θα µου περνούσε καν απ’ το µυαλό, χαζο-Αµερικανίδα», µου απάντησε. Η σχέση µας είναι ίδια µε πριν, καθόλου σωµατικές επαφές και καυστικό χιούµορ, αλλά µου φαίνεται πια άλλος άνθρωπος, κάτι που παρατήρησε και η Μπλάνκα, ελπίζω ο συναισθηµατισµός του να µην τον µετατρέψει σε έναν ακόµη δακρύβρεχτο γεράκο. Στο µεταξύ έχει αλλάξει και η δική τους σχέση. Αρκετές νύχτες τη βδοµάδα ο Μανουέλ κοιµάται στο σπίτι της Μπλάνκα και µε αφήνει µόνη µου, µε µοναδική συντροφιά τις τρεις νυχτερίδες, δυο µανιακούς γάτους κι έναν κουτσό σκύλο. Είχαµε την ευκαιρία να µιλήσουµε για το παρελθόν του, το οποίο τώρα πια δεν είναι ταµπού, όµως εξακολουθώ να µην τολµάω να ανοίξω εγώ καινούργια ζητήµατα· προτιµώ να περιµένω να αναλάβει εκείνος την πρωτοβουλία, πράγµα που συµβαίνει µε αρκετά µεγάλη συχνότητα, γιατί, από τη στιγµή που άνοιξε το δικό του κουτί της Πανδώρας, ο Μανουέλ χρειάζεται ξαλάφρωµα. Έχω σχηµατίσει µια αρκετά ξεκάθαρη εικόνα για την

486

487

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τύχη που είχε ο Φελίπε Βιδάλ, χάρη σε όσα θυµάται ο Μανουέλ και χάρη στη λεπτοµερή αφήγηση της γυναίκας του στην Αποστολική Επιτροπή Αλληλεγγύης, όπου έχουν στα αρχεία τους και δυο-τρία γράµµατα που εκείνος της έγραψε προτού τον συλλάβουν. Παραβιάζοντας κάθε κανόνα ασφάλειας, έγραψα στη Νίνι µου µέσω του Ντάνιελ, ο οποίος φρόντισε να φτάσει σ’ εκείνη το γράµµα, και της ζήτησα εξηγήσεις. Μου απάντησε απ’ το ίδιο κανάλι και µ’ αυτό συµπλήρωσα τις πληροφορίες που µου έλειπαν. Μέσα στο χάος των πρώτων ηµερών µετά το πραξικόπηµα, ο Φελίπε και η Νίδια Βιδάλ πίστεψαν ότι, αν έµεναν στη σκιά, θα µπορούσαν να συνεχίσουν να ζουν φυσιολογικά. Ο Φελίπε Βιδάλ ήταν επικεφαλής ενός πολιτικού προγράµµατος στην τηλεόραση κατά τα τρία χρόνια διακυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε κι αυτό έφτανε και περίσσευε για να θεωρείται ύποπτος από τους στρατιωτικούς· ωστόσο, δεν είχε συλληφθεί. Η Νίδια πίστευε ότι θα αποκαθιστούσαν τη δηµοκρατία πολύ σύντοµα, αλλά εκείνος φοβόταν την επιβολή µιας µακρόχρονης δικτατορίας, γιατί µέσα στα δηµοσιογραφικά του καθήκοντα είχε κάνει πολλά ρεπορτάζ για πολέµους, επαναστάσεις και στρατιωτικά πραξικοπήµατα, και ήξερε ότι η βία, από τη στιγµή που εξαπολύεται, είναι ανεξέλεγκτη. Πριν από το πραξικόπηµα διαισθανόταν ότι η χώρα ολόκληρη καθόταν πάνω σε µια µπαρουταποθήκη και ειδοποίησε γι’ αυτό κρυφά τον πρόεδρο, έπειτα από µια συνέντευξη Τύπου. «Ξέρετε κάτι που δεν ξέρω εγώ, σύντροφε Βιδάλ, ή πρόκειται απλώς για µια διαίσθηση;» τον ρώτησε ο Αλιέντε. «Έχω πιάσει το σφυγµό της χώρας και πιστεύω ότι οι στρατιωτικοί θα ξεσηκωθούν», του απάντησε εκείνος χωρίς περιστροφές. «Η Χιλή έχει µεγάλη δηµοκρατική παράδοση.

Εδώ κανείς δεν παίρνει την εξουσία διά της βίας. Γνωρίζω τη σοβαρότητα της κρίσης, σύντροφε, αλλά έχω εµπιστοσύνη στον αρχηγό των ενόπλων δυνάµεων και στην τιµή των στρατιωτών µας. Ξέρω ότι θα κάνουν το καθήκον τους», είπε ο Αλιέντε µε επίσηµο ύφος, σαν να απευθυνόταν στις µελλοντικές γενιές. Αναφερόταν στο στρατηγό Αουγκούστο Πινοσέτ, τον οποίο είχε ο ίδιος διορίσει πρόσφατα, έναν επαρχιώτη από στρατιωτική οικογένεια, που του τον είχε συστήσει µε τα θερµότερα λόγια ο προκάτοχός του, ο στρατηγός Πρατς, όταν αναγκάστηκε να παραιτηθεί ύστερα από πολιτικές πιέσεις. Ο Βιδάλ ανέφερε επί λέξει αυτόν το διάλογο στη στήλη που είχε σ’ ένα περιοδικό. Εννέα µέρες αργότερα, την Τρίτη 11 Σεπτεµβρίου, άκουσε απ’ το ραδιόφωνο τα τελευταία λόγια του προέδρου, καθώς αποχαιρετούσε το λαό πριν πεθάνει, και το θόρυβο που έκαναν οι βόµβες που χτυπούσαν το µέγαρο Λα Μονέδα, έδρα της προεδρίας. Ετοιµάστηκε για τα χειρότερα. ∆εν πίστευε στο µύθο της πολιτισµένης συµπεριφοράς των Χιλιανών στρατιωτικών, γιατί είχε διαβάσει ιστορία και υπήρχαν άπειρα πειστήρια για το αντίθετο. ∆ιαισθανόταν ότι η καταπίεση θα ήταν εφιαλτική. Η στρατιωτική χούντα κήρυξε κατάσταση πολιορκίας και ένα απ’ τα πρώτα µέτρα που πήρε ήταν η επιβολή αυστηρής λογοκρισίας στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης. ∆εν κυκλοφορούσαν νέα, µόνο φήµες, τις οποίες η επίσηµη προπαγάνδα δεν προσπαθούσε να φιµώσει, αφού τη βόλευε να σπέρνει τον τρόµο. Ο κόσµος µιλούσε για στρατόπεδα συγκεντρώσεως και κέντρα βασανισµού, για χιλιάδες κρατουµένους, εξορισµένους και νεκρούς, για τεθωρακισµένα να ξηλώνουν ολόκληρες εργατικές συνοικίες, για στρατιώτες που τουφεκίζονταν επειδή αρνούνταν να

488

489

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

υπακούσουν, για φυλακισµένους που τους πέταγαν ανοιχτά στη θάλασσα από ελικόπτερα, δεµένους πάνω σε κοµµάτια σιδηροτροχιών, για να βυθιστούν. Ο Φελίπε Βιδάλ είδε τους ετοιµοπόλεµους στρατιώτες, τα τεθωρακισµένα, άκουσε τον εκκωφαντικό θόρυβο των στρατιωτικών οχηµάτων, το βόµβο των ελικοπτέρων και είδε τους στρατιωτικούς να απωθούν τον κόσµο χτυπώντας αλύπητα. Η Νίδια ξήλωσε απ’ τους τοίχους τις αφίσες των προοδευτικών τραγουδιστών και µαζί µε τα βιβλία της, ανάµεσα στα οποία και πολλά αθώα µυθιστορήµατα, πήγε να τα πετάξει στα σκουπίδια, γιατί δεν ήξερε πώς να τα κάψει χωρίς να τραβήξει την προσοχή. Ήταν µια προφύλαξη εντελώς περιττή, αφού υπήρχαν εκατοντάδες άρθρα, ντοκιµαντέρ και ηχογραφήσεις απ’ τη δουλειά του άντρα της, τα οποία ήταν αδύνατον να κρυφτούν. Η ιδέα να λουφάξει κάπου ο Φελίπε ήταν της Νίδια· έτσι θα ήταν πιο ήσυχοι, οπότε του πρότεινε να φύγει για το Νότο, όπου είχε µια θεία. Η δόνα Ιγνάσια ήταν µια υπέργηρη κυρία, εξαιρετικά ιδιόρρυθµη, που επί πενήντα χρόνια δεχόταν στο σπίτι της µελλοθανάτους. Τρεις υπηρέτριες, σχεδόν το ίδιο ηλικιωµένες µ’ εκείνην, τη βοηθούσαν στο θεάρεστο έργο της να συµπαραστέκεται µελλοθάνατους ασθενείς, που δεν µπορούσαν, µέχρι να πεθάνουν, να τους φροντίσουν οι οικείοι τους, συνήθως ηχηρά ονόµατα. Κανείς δεν επισκεπτόταν ποτέ αυτό το µακάβριο σπίτι, µε την εξαίρεση µιας νοσοκόµας και ενός διακόνου, οι οποίοι περνούσαν από εκεί δυο φορές την εβδοµάδα για να µοιράσουν φάρµακα και µεταλήψεις, γιατί όλοι ήξεραν ότι σ’ αυτό το σπίτι οι ψυχές των νεκρών κυκλοφορούσαν ανενόχλητες. Ο Φελίπε Βιδάλ δεν πίστευε, φυσικά, τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά σε ένα του γράµµα πα-

ραδέχτηκε στη γυναίκα του ότι τις νύχτες άλλαζαν από µόνα τους θέσεις τα έπιπλα και του ήταν αδύνατον να κοιµηθεί από τα ανεξήγητα χτυπήµατα και τα τριξίµατα στην οροφή. Την τραπεζαρία τη χρησιµοποιούσαν συχνά για τη νεκρώσιµη ακολουθία και για ολονυχτίες, και υπήρχε και µια ντουλάπα γεµάτη µασέλες, γυαλιά και φάρµακα που άφηναν πίσω τους οι φιλοξενούµενοι προτού αποδηµήσουν εις Κύριον. Η δόνα Ιγνάσια δέχτηκε τον Φελίπε Βιδάλ µε ανοιχτές αγκάλες. ∆εν θυµόταν ποιος ήταν και πίστευε ότι ήταν κάποιος από τους ασθενείς που της είχε στείλει ο Θεός· γι’ αυτό και της προκάλεσε πολύ µεγάλη έκπληξη η απόλυτα υγιής εµφάνισή του. Το σπίτι ήταν ένα αποµεινάρι της αποικιακής εποχής, πλίνθινο µε κόκκινα κεραµίδια, τετραγωνισµένο, µε εσωτερική αυλή. Τα δωµάτια έβλεπαν σε ένα αίθριο, όπου αγωνίζονταν να επιβιώσουν κάµποσα σκονισµένα γεράνια και κυκλοφορούσαν ελεύθερα αρκετές κότες. Τα δοκάρια και οι στύλοι είχαν σκεβρώσει, οι τοίχοι ήταν γεµάτοι ρωγµές, τα παραθυρόφυλλα ξεπατωµένα απ’ την υγρασία και τους σεισµούς· η οροφή έσταζε από διάφορες τρύπες και τα ρεύµατα του αέρα µαζί µε τις ανήσυχες ψυχές κουνούσαν τα αγάλµατα των αγίων που διακοσµούσαν τα δωµάτια. Ήταν ο τέλειος προθάλαµος του θανάτου, παγωµένος, υγρός και σκοτεινός σαν νεκροταφείο, αλλά για τον Φελίπε Βιδάλ ήταν κάτι σαν ξενοδοχείο πολυτελείας. Το δωµάτιο που του έλαχε ήταν µεγάλο όσο ολόκληρο το διαµέρισµά του στο Σαντιάγο, µε µια συλλογή κλασικών βαριών επίπλων, µε µπάρες στα παράθυρα και ταβάνι τόσο ψηλό, ώστε να µπορεί κανείς να θαυµάσει από χαµηλά τους καταθλιπτικούς πίνακες µε τις βιβλικές σκηνές που ήταν κρεµασµένοι υπό κλίση. Το φαγητό αποδείχτηκε εξαιρετικό, γιατί η

490

491

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

θεία ήταν µερακλού και δεν έκανε καµία παραχώρηση στη δίαιτα των µελλοθανάτων. Αυτοί, πάντως, παρέµεναν πολύ ήσυχοι στα κρεβάτια τους, ανασαίνοντας γουργουριστά, χωρίς ν’ αγγίζουν σχεδόν καθόλου τα πιάτα τους. Απ’ αυτό το επαρχιακό καταφύγιο ο Φελίπε προσπάθησε να κινήσει τα νήµατα για να ξεκαθαρίσει την κατάστασή του. Είχε µείνει χωρίς δουλειά, αφού το κανάλι της τηλεόρασης είχε καταληφθεί, το περιοδικό του είχε κλείσει και το κτίριο, στο οποίο στεγαζόταν, είχε καεί συθέµελα. Το πρόσωπό του και η πένα του είχαν ταυτιστεί µε τον Τύπο της Αριστεράς, δεν µπορούσε καν να ονειρευτεί ότι θα συνέχιζε να δουλεύει στον τοµέα του, αλλά είχε κάποιες οικονοµίες στην µπάντα για να ζήσει µερικούς µήνες. Το άµεσο πρόβληµά του ήταν να διαπιστώσει αν ήταν γραµµένος στη µαύρη λίστα και, αν όντως ήταν έτσι τα πράγµατα, να το σκάσει απ’ τη χώρα. Έστελνε κωδικοποιηµένα µηνύµατα και ζητούσε µε τρόπο συµβουλές απ’ το τηλέφωνο, αλλά οι φίλοι του και οι γνωστοί του αρνούνταν να του απαντήσουν ή τον µπέρδευαν µε διάφορες δικαιολογίες. Έπειτα από τρεις µήνες έφτασε να πίνει µισή µπουκάλα ρακή την ηµέρα, παραδοµένος στην κατάθλιψη και την ντροπή γιατί, ενώ άλλοι πάλευαν απ’ την παρανοµία κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, εκείνος έτρωγε σαν πρίγκιπας εις βάρος µιας τρελής γριάς που κάθε τρεις και λίγο ερχόταν να του βάλει θερµόµετρο. Πέθαινε απ’ τη βαρεµάρα. Αρνιόταν να δει τηλεόραση, για να µην ακούει τα διατάγµατα της χούντας και τα στρατιωτικά εµβατήρια, δεν διάβαζε, γιατί τα βιβλία του σπιτιού ήταν του δέκατου ένατου αιώνα, και η µοναδική κοινωνική του δραστηριότητα ήταν το ροζάριο του εσπερινού, το οποίο διάβαζαν οι

νοσοκόµες και η θεία για τις ψυχές των µελλοθανάτων και στο οποίο ήταν υποχρεωµένος να παρίσταται, γιατί ήταν η µοναδική προϋπόθεση που του είχε θέσει η δόνα Ιγνάσια για να τον φιλοξενήσει. Εκείνη την εποχή έγραψε πολλά γράµµατα στη γυναίκα του, λέγοντάς της λεπτοµέρειες για τη ζωή του. ∆ύο απ’ αυτά τα γράµµατα κατάφερα να τα διαβάσω στο αρχείο της Αποστολικής Επιτροπής. Άρχισε να βγαίνει λίγο-λίγο απ’ το σπίτι, στην αρχή ως την πόρτα, µετά ως το φούρνο της γωνίας και το περίπτερο µε τις εφηµερίδες, µετά άρχισε να κάνει βόλτες στην πλατεία και να πηγαίνει στο σινεµά. Συνειδητοποίησε ότι είχε µπει το καλοκαίρι και ο κόσµος ετοιµαζόταν να φύγει για διακοπές σαν να µην τρέχει τίποτε, λες και οι περίπολοι των στρατιωτικών µε τα κράνη και τα γεµάτα όπλα ήταν µέρος του αστικού τοπίου. Πέρασε τα Χριστούγεννα και την αρχή του 1974 χωρισµένος απ’ τη γυναίκα του και το γιο του, αλλά τον Φεβρουάριο, έχοντας ήδη ζήσει πέντε µήνες σαν αρουραίος, χωρίς να έχει δείξει η µυστική αστυνοµία σηµάδια ότι τον αναζητά, υπολόγισε ότι ήταν πια καιρός να γυρίσει στην πρωτεύουσα και να προσπαθήσει να ξανακολλήσει τα σπασµένα κοµµάτια της ζωής του και της οικογένειάς του. Ο Φελίπε Βιδάλ αποχαιρέτησε τη δόνα Ιγνάσια και τις υπηρέτριες, οι οποίες του γέµισαν τη βαλίτσα µε τυριά και γλυκά, κατασυγκινηµένες γιατί ήταν ο πρώτος ασθενής έπειτα από µισό αιώνα που, αντί να πεθάνει, είχε παχύνει εννέα κιλά. Είχε φορέσει φακούς επαφής και είχε κόψει το µαλλί του και το µουστάκι του, ήταν αγνώριστος. Γύρισε στο Σαντιάγο και αποφάσισε ν’ αρχίσει να γράφει τα

492

493

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

αποµνηµονεύµατά του, αφού ακόµη δεν έµπαινε θέµα να αναζητήσει εργασία. Ένα µήνα αργότερα, η γυναίκα του σχόλασε απ’ τη δουλειά της, πέρασε να πάρει το γιο της Αντρές απ’ το σχολείο και ν’ αγοράσει κάτι για βραδινό. Όταν έφτασε στο διαµέρισµα, βρήκε την πόρτα ανοιχτή, µε την κλειδαριά σπασµένη και το γάτο τους ξαπλωµένο στο κατώφλι µε το κεφάλι λιωµένο. Η Νίδια Βιδάλ έκανε το συνηθισµένο γύρο ρωτώντας για τον άντρα της, µαζί µε εκατοντάδες άλλα άτοµα µε την ίδια αγωνία, που έκαναν ουρά µπροστά από τα αστυνοµικά τµήµατα, τις φυλακές, τα κέντρα κράτησης, τα νοσοκοµεία και τα νεκροτοµεία. Ο άντρας της δεν ήταν γραµµένος στη µαύρη λίστα, δεν ήταν γραµµένος πουθενά, δεν είχε ποτέ συλληφθεί, µην τον ψάχνετε, κυρία, σίγουρα το ’σκασε µε κάποια γκόµενα στη Μεντόσα. Αυτό το χωρίς τέλος προσκύνηµα θα είχε τραβήξει χρόνια, αν δεν είχε λάβει ένα µήνυµα. Ο Μανουέλ Αρίας βρισκόταν στη Βίλα Γκριµάλντι, που είχε πρόσφατα µετατραπεί σε φυλακή της DINA, σε ένα απ’ τα κελιά του βασανισµού, όρθιος, κολληµένος δίπλα σε άλλους ακίνητους φυλακισµένους. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Φελίπε Βιδάλ, τον οποίο γνώριζαν οι πάντες από το πρόγραµµα που είχε στην τηλεόραση. Εννοείται ότι ο Βιδάλ δεν µπορούσε να ξέρει ότι ο σύντροφός του στο κελί, ο Μανουέλ Αρίας, ήταν ο πατέρας του Αντρές, του παιδιού που θεωρούσε γιο του. Ύστερα από δύο µέρες πήραν τον Φελίπε Βιδάλ για ανάκριση και δεν γύρισε ποτέ. Οι κρατούµενοι επικοινωνούσαν µεταξύ τους µε χτυπηµατάκια και ξυσίµατα στα ξύλινα διαχωριστικά ανάµεσά τους, έτσι ο Μανουέλ έµαθε ότι ο Βιδάλ είχε πάθει ανακοπή στο ηλεκτρικό κρεβάτι. Το πτώµα του, όπως και

τόσα άλλα, το πέταξαν στη θάλασσα. Το έβαλε σκοπό της ζωής του να έρθει σ’ επαφή µε τη Νίδια και να την ειδοποιήσει. Το λιγότερο που µπορούσε να κάνει γι’ αυτή τη γυναίκα, που τόσο είχε αγαπήσει, ήταν να µην την αφήσει να σπαταλήσει τη ζωή της αναζητώντας τον άντρα της και να την προειδοποιήσει ότι έπρεπε να εξαφανιστεί προτού την εξαφανίσουν οι στρατιωτικοί. Ήταν αδύνατον να στείλει µηνύµατα από τη φυλακή, αλλά από κάποια θαυµατουργή σύµπτωση εκείνες τις µέρες έγινε η πρώτη επίσκεψη του Ερυθρού Σταυρού, γιατί οι καταγγελίες για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων είχαν πια κάνει το γύρο του κόσµου. Αναγκάστηκαν να κρύψουν τους κρατουµένους, να καθαρίσουν τα αίµατα και να ξηλώσουν τα καλώδια απ’ τα ηλεκτρικά κρεβάτια για την επιθεώρηση. Τον Μανουέλ και άλλους, που η κατάστασή τους ήταν καλύτερη, τους περιποιήθηκαν όσο γινόταν, τους έκαναν µπάνιο, τους έδωσαν καθαρά ρούχα και τους παρουσίασαν στους παρατηρητές, µε την προειδοποίηση ότι, αν έβγαζαν άχνα, το µαλλί θα το πλήρωναν οι οικογένειές τους. Ο Μανουέλ εκµεταλλεύτηκε την ευκαιρία αυτή για να στείλει µήνυµα στη Νίδια Βιδάλ µέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που είχε για να ψιθυρίσει δύο φράσεις σε ένα απ’ τα µέλη του Ερυθρού Σταυρού. Η Νίδια έλαβε το µήνυµα, κατάλαβε από ποιον προερχόταν και δεν αµφέβαλε καθόλου ότι ήταν αληθινό. Ήρθε σε επαφή µε ένα γνωστό της Βέλγο ιερέα που δούλευε στην Αποστολική Επιτροπή, κι εκείνος κανόνισε να την πάει µαζί µε το γιο της στην πρεσβεία της Ονδούρας, όπου πέρασαν δύο µήνες περιµένοντας να ωριµάσουν οι συνθήκες για την ασφαλή µεταφορά τους έξω απ’ τη χώρα. Η διπλωµατική αποστολή ήταν ασφυκτικά γεµάτη, µέχρι

494

495

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

και την τελευταία της γωνιά, από περίπου πενήντα άτοµα, άντρες γυναίκες και παιδιά, που κοιµούνταν ξαπλωµένοι στο πάτωµα και κρατούσαν µόνιµα κατειληµµένα τα τρία µπάνια, ενόσω ο πρεσβευτής προσπαθούσε να πετύχει τη µεταφορά των ανθρώπων αυτών σε άλλες χώρες, γιατί η δική του είχε φτάσει στα όριά της και δεν µπορούσε να δεχτεί άλλους πρόσφυγες. Η διαδικασία έµοιαζε ατέλειωτη, αφού κάθε τρεις και λίγο καινούργια θύµατα του καθεστώτος πηδούσαν τον τοίχο απ’ το δρόµο και προσγειώνονταν στην αυλή. Κατάφερε να δεχτεί ο Καναδάς είκοσι απ’ αυτούς, ανάµεσά τους τη Νίδια και τον Αντρές Βιδάλ, νοίκιασε ένα λεωφορείο, του έβαλε διπλωµατικά διακριτικά και δύο σηµαίες της Ονδούρας, και, µε τη συνοδεία του στρατιωτικού του ακολούθου, µετέφερε προσωπικά τους είκοσι εξορίστους στο αεροδρόµιο και µετά στην πόρτα του αεροπλάνου. Η Νίδια ήθελε να χαρίσει στο γιο της µια φυσιολογική ζωή στον Καναδά, χωρίς φόβο, χωρίς µίσος, χωρίς εκδίκηση. ∆εν ήταν µακριά απ’ την αλήθεια αυτό που του είπε, ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή, παρέλειψε όµως τις φρικιαστικές λεπτοµέρειες, αφού ο νεαρός ήταν πάρα πολύ µικρός για να µπορέσει να τις αφοµοιώσει. Περνούσαν τα χρόνια χωρίς να βρει ποτέ την ευκαιρία –ή κάποιον καλό λόγο– για να εξηγήσει στο γιο της τις περιστάσεις που σηµάδεψαν αυτόν το θάνατο, τώρα όµως που είχα εγώ ξεθάψει το παρελθόν, η Νίνι µου πρέπει να το κάνει. Θα πρέπει επίσης να του πει ότι ο Φελίπε Βιδάλ, ο άνθρωπος της φωτογραφίας που πάντα είχε στο κοµοδίνο του, δεν ήταν ο πραγµατικός του πατέρας.

Έφτασε για εµάς ένα πακέτο µε το ταχυδροµείο στην Ταβέρνα του Πεθαµένου και, προτού καν το ανοίξουµε, ξέραµε ποιος το έστελνε, γιατί ερχόταν απ’ το Σιάτλ. Περιείχε το γράµµα που τόσο µου έλειπε, µεγάλο και κατατοπιστικό, αλλά χωρίς την παθιασµένη γλώσσα που θα είχε διώξει όλες µου τις αµφιβολίες για τον Ντάνιελ. Μέσα βρήκαµε και τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει στο Μπέρκλεϊ: τη Νίνι µου µε πολύ καλύτερη εµφάνιση από την περασµένη χρονιά, αφού είχε βάψει τα µαλλιά της, αγκαζέ µε τον πατέρα µου µε τη µεγάλη στολή του πιλότου, πάντα γοητευτικό· ο Μάικ Ο’Κέλι όρθιος, στηριγµένος στο πι του, µε στέρνο και µπράτσα παλαιστή και πόδια ατροφικά απ’ την παράλυση· το µαγικό σπίτι στη σκιά των πεύκων µιας ηλιόλουστης φθινοπωριάτικης µέρας· ο Κόλπος του Σαν Φρανσίσκο διάστικτος από λευκά ιστία. Ο Φρέντι φαινόταν στην άκρη µιας φωτογραφίας, που είχε παρθεί µάλλον στα κλεφτά, για να µην το καταλάβει ο νεαρός. ∆εν φαινόταν σε καµιά από τις άλλες, σαν να απέφευγε σκόπιµα την κάµερα. Αυτό το πλάσµα µε τα νοσταλγικά µάτια, κοκαλιάρικο και θλιµµένο, έµοιαζε µε τα ζόµπι του κτιρίου του Μπράντον Λίµαν. Η υπερνίκηση του εθισµού του θα µπορούσε να κρατήσει χρόνια, αν βέβαια συµβεί ποτέ· στο µεταξύ, υποφέρει. Το πακέτο είχε µέσα κι ένα βιβλίο σχετικά µε τις µαφιόζικες οργανώσεις, που θα το διαβάσω, κι ένα εκτεταµένο ρεπορτάζ από ένα περιοδικό για τον πλέον καταζητούµενο παραχαράκτη δολαρίων στον κόσµο, έναν Αµερικανό σαράντα τεσσάρων χρονών, τον Άνταµ Τρέβορ, τον οποίο συνέλαβαν τον Αύγουστο στο αεροδρόµιο του Μαϊάµι, καθώς προσπαθούσε να επιστρέψει στις Ηνωµένες Πολιτείες µε ψεύτικη ταυτότητα από τη Βραζιλία. Το εί-

496

497

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

χε σκάσει από τη χώρα µε τη γυναίκα του και το γιο του στα µέσα του 2008, ξεγελώντας το FBI και την Ιντερπόλ. Στριµωγµένος σε µια οµοσπονδιακή φυλακή, µε την πιθανότητα να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σ’ ένα κελί, θεώρησε ότι ήταν πιο σκόπιµο να συνεργαστεί µε τις Αρχές, µε αντάλλαγµα τη µείωση της ποινής του. Οι πληροφορίες που έδωσε ο Τρέβορ θα µπορούσαν να οδηγήσουν στο ξήλωµα ενός διεθνούς δικτύου που είχε τη δυνατότητα να παρεµβαίνει στις χρηµατιστηριακές αγορές από τη Γουόλ Στριτ ως το Πεκίνο, έλεγε το άρθρο. Ο Τρέβορ ξεκίνησε τη δουλειά του µε τα πλαστά δολάρια στη νότια πολιτεία της Τζόρτζια και µετά µεταφέρθηκε στο Τέξας, κοντά στα διάτρητα σύνορα µε το Μεξικό. Έστησε τη µηχανή εκτύπωσης χαρτονοµισµάτων στο υπόγειο ενός εργοστασίου παπουτσιών, κλειστού από πολλά χρόνια, σε µια βιοµηχανική ζώνη εξαιρετικά δραστήρια κατά τη διάρκεια της µέρας και νεκρή τη νύχτα, οπότε µπορούσε να µεταφέρει τα υλικά του χωρίς να τραβήξει την προσοχή. Τα χαρτονοµίσµατά του ήταν τέλεια, όπως µε είχε διαβεβαιώσει ο αστυνόµος Αράνα στο Λας Βέγκας, γιατί είχε τη δυνατότητα να προµηθεύεται το ίδιο χαρτί –χωρίς άµυλο– µε τα γνήσια και είχε αναπτύξει µια δική του ευφυέστατη τεχνική για την τοποθέτηση της µεταλλικής µπάρας ασφαλείας· δεν θα µπορούσε να τα ξεχωρίσει από τα γνήσια ούτε κι ο πιο αετονύχης ταµίας. Επιπλέον, σεβαστό µέρος της παραγωγής του ήταν χαρτονοµίσµατα των πενήντα δολαρίων, τα οποία σπανιότατα υποβάλλονται στον ίδιο εξονυχιστικό έλεγχο µε τα χαρτονοµίσµατα µεγαλύτερης ονοµαστικής αξίας. Το περιοδικό επαναλάµβανε αυτό που είχε πει ο Αράνα: τα πλαστά δολάρια τα έστελναν πάντα έξω απ’ τις Ηνωµένες Πολιτείες, όπου διάφορες

εγκληµατικές οργανώσεις τα ανακάτευαν µε πραγµατικά προτού τα θέσουν σε κυκλοφορία. Στην οµολογία του ο Άνταµ Τρέβορ παραδέχτηκε το σφάλµα του να δώσει µισό εκατοµµύριο δολάρια να τα φυλάξει ο αδελφός του στο Λας Βέγκας· εκείνος δολοφονήθηκε προτού προλάβει να του πει πού είχε κρύψει τη λεία. Τίποτε δεν θα είχε ανακαλυφθεί, εάν ο αδελφός του, έµπορος ναρκωτικών µικρού βεληνεκούς, που κυκλοφορούσε µε το ψευδώνυµο Μπράντον Λίµαν, δεν είχε αρχίσει να τα ξοδεύει. Μέσα στον ωκεανό των χρηµάτων που κυκλοφορούν στα καζίνα της Νεβάδα, τα χαρτονοµίσµατα θα είχαν περάσει απαρατήρητα για χρόνια, αλλά ο Μπράντον Λίµαν άρχισε να τα χρησιµοποιεί για να λαδώνει αστυνοµικούς και απ’ αυτήν την άκρη ξεκίνησε το FBI να ξετυλίγει το κουβάρι. Η αστυνοµία του Λας Βέγκας κατάφερε να κρατήσει το σκάνδαλο των λαδωµάτων λίγο-πολύ υπό έλεγχο, κάποια πράγµατα όµως διέρρευσαν στον Τύπο, οπότε αναγκάστηκαν να κάνουν εκκαθαρίσεις σε βάθος για να ηρεµήσει η κοινή γνώµη· έτσι απολύθηκαν αρκετοί διεφθαρµένοι αξιωµατικοί. Ο δηµοσιογράφος τελείωνε την ανταπόκρισή του µε µια παράγραφο που µε τρόµαξε: Μισό εκατοµµύριο πλαστά δολάρια δεν έχουν και µεγάλη σηµασία. Το βασικό είναι να βρεθούν οι πλάκες εκτύπωσης αυτών των χαρτονοµισµάτων, τις οποίες έδωσε προς φύλαξη ο Άνταµ Τρέβορ στον αδελφό του, προτού πέσουν στα χέρια τροµοκρατών ή κάποιων κυβερνήσεων, όπως π.χ. η Βόρεια Κορέα και το Ιράν, που πολύ θα ήθελαν να πληµµυρίσουν την αγορά µε πλαστά δολάρια και να σαµποτάρουν την αµερικανική οικονοµία.

498

499

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Η γιαγιά µου και ο Χιονάτος είναι πεπεισµένοι ότι πια δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή, ακόµη και η παραµικρή λεπτοµέρεια της ζωής του ανθρώπου µπορεί να γίνει γνωστή, κανείς δεν µπορεί να κρυφτεί, γιατί αρκεί να χρησιµοποιήσει µια πιστωτική κάρτα, να πάει στον οδοντίατρο, να πάρει κάποιο τρένο ή κάποιο τηλέφωνο, για να αφήσει ανεξάλειπτα ίχνη. Κι όµως, κάθε χρόνο εξαφανίζονται εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά και ενήλικοι για διάφορους λόγους: απαγωγή, αυτοκτονία, δολοφονία, πνευµατική ασθένεια, ατυχήµατα· υπάρχουν πολλοί που το σκάνε από την ενδοοικογενειακή βία ή απ’ το νόµο, συµµετέχουν σε κάποια θρησκευτική οργάνωση ή ταξιδεύουν µε άλλη ταυτότητα, για να µη µιλήσουµε για τα θύµατα της µαστροπείας ή το δουλεµπόριο του εργατικού δυναµικού. Σύµφωνα µε τον Μανουέλ, στην πραγµατικότητα υπάρχουν 27 εκατοµµύρια σκλάβοι, παρότι η δουλεία έχει τυπικά καταργηθεί σ’ ολόκληρο τον κόσµο. Την προηγούµενη χρονιά ήµουν εγώ ένα από αυτά τα εξαφανισµένα άτοµα και η Νίνι µου δεν κατάφερε να µε βρει, αν και δεν έκανα τίποτε το ιδιαίτερο για να κρυφτώ. Εκείνη και ο Μάικ πιστεύουν ότι η αµερικανική κυβέρνηση, µε πρόσχηµα τον πόλεµο κατά της τροµοκρατίας, παρακολουθεί όλες τις κινήσεις και τις ενέργειές µας, αλλά εγώ προσωπικά αµφιβάλλω αν µπορεί να παρακολουθεί δισεκατοµµύρια ηλεκτρονικά µηνύµατα και τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, ο αιθέρας είναι γεµάτος από λόγια σε εκατοντάδες γλώσσες, θα ήταν αδύνατον να ταξινοµήσει και να αποκρυπτογραφήσει το χάος αυτού του πύργου της Βαβέλ. «Μπορούν να το κάνουν, Μάγια, έχουν την τεχνολογία και εκατοµµύρια ασήµαντους γραφειοκράτες που µοναδική δουλειά τους είναι να µας κατασκοπεύουν. Εάν

πρέπει να φυλάγονται οι αθώοι, κατά µείζονα λόγο πρέπει να φυλάγεσαι εσύ, κάνε µου τη χάρη», επέµεινε η Νίνι µου, όταν αποχαιρετιστήκαµε στο Σαν Φρανσίσκο τον Ιανουάριο. Τελικά, ένας απ’ αυτούς τους αθώους, ο φίλος της ο Νόρµαν, εκείνος ο µανιακός κουµπάκιας που τη βοήθησε να παραβιάσει το ηλεκτρονικό ταχυδροµείο µου και το κινητό µου στο Μπέρκλεϊ, άρχισε για πλάκα να δηµοσιεύει ανέκδοτα για τον Μπιν Λάντεν στο ίντερνετ και πριν από µία εβδοµάδα εµφανίστηκαν δύο πράκτορες του FBI στο σπίτι του για να τον ανακρίνουν. Ο Οµπάµα δεν έχει ξηλώσει το µηχανισµό της ενδοκρατικής κατασκοπίας που είχε στήσει ο προκάτοχός του, γι’ αυτό και οι προφυλάξεις πρέπει να είναι εξίσου ακραίες, υποστηρίζει η γιαγιά µου, και ο Μανουέλ Αρίας συµφωνεί απολύτως. Ο Μανουέλ και η Νίνι µου έχουν το δικό τους κώδικα για να µιλάνε για µένα: το βιβλίο που γράφει είµαι εγώ. Για παράδειγµα, για να δώσει µια ιδέα στη γιαγιά µου σχετικά µε το πώς προσαρµόστηκα στο Τσιλοέ, ο Μανουέλ τής λέει ότι το βιβλίο προχωράει πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίµενε, δεν έχει αντιµετωπίσει κανένα σοβαρό πρόβληµα και οι Τσιλοΐτες, συνήθως κλειστά άτοµα, συνεργάζονται. Η Νίνι µου µπορεί και του γράφει κάπως πιο ελεύθερα, αρκεί να µην το κάνει από τον υπολογιστή της. Έτσι έµαθα ότι ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες του διαζυγίου του πατέρα µου, ότι εκείνος συνεχίζει να κάνει διαδροµές στη Μέση Ανατολή κι ότι η Σούζαν επέστρεψε από το Ιράκ και την τοποθέτησαν στο προσωπικό ασφαλείας του Λευκού Οίκου. Η γιαγιά µου εξακολουθεί να διατηρεί επαφές µαζί της, αφού έχουν γίνει φίλες, παρά τις συγκρούσεις που είχαν στην αρχή, όταν η πεθερά ανακατευόταν υπερβολι-

500

501

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

κά στα προσωπικά της νύφης. Κι εγώ σκοπεύω να γράψω στη Σούζαν µόλις οµαλοποιηθεί η κατάστασή µου. ∆εν θέλω να τη χάσω, ήταν πολύ καλή µαζί µου. Η Νίνι µου συνεχίζει να δουλεύει στη βιβλιοθήκη, να συνοδεύει τους µελλοθανάτους του Ασύλου και να βοηθάει τον Ο’Κέλι. Η Λέσχη των Παρανόµων κατάφερε να γίνει πρωτοσέλιδο, γιατί δύο απ’ τα µέλη της ανακάλυψαν την ταυτότητα ενός κατά συρροήν δολοφόνου στην Οκλαχόµα. Μέσα από µια διαδικασία λογικής απαγωγής κατάφεραν αυτό που η αστυνοµία, µε τις σύγχρονες τεχνικές έρευνας, δεν µπόρεσε να καταφέρει. Αυτή η δηµοσιότητα έφερε βροχή αιτήσεων συµµετοχής στη λέσχη. Η Νίνι µου σκοπεύει να επιβάλει ένα µηνιαίο τέλος στα νέα µέλη, αλλά ο Ο’Κέλι υποστηρίζει ότι έτσι θα πήγαινε περίπατο ο ιδεαλισµός. «Αυτές οι πλάκες του Άνταµ Τρέβορ θα µπορούσαν να δηµιουργήσουν κατακλυσµό στο παγκόσµιο οικονοµικό σύστηµα. Αντίστοιχο µε πυρηνική βόµβα», είπα στον Μανουέλ. «Βρίσκονται στο βυθό του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο». «Γι’ αυτό δεν είµαστε καθόλου σίγουροι, αλλά ακόµα κι αν είναι έτσι, το FBI δεν το ξέρει. Τι θα κάνουµε, Μανουέλ; Εάν πριν µε αναζητούσαν για ένα πακέτο πλαστογραφηµένα δολάρια, τώρα θα έχουν κάθε λόγο να µε ψάχνουν γι’ αυτές τις πλάκες. Θα κινήσουν γη και ουρανό για να µε βρουν».

καθόλου απ’ το σπίτι, δεν έχω βγάλει από πάνω µου τις πιτζάµες, δεν έχω όρεξη να φάω, τσακώνοµαι συνέχεια µε τον Μανουέλ και την Μπλάνκα, µέρες χωρίς παρηγοριά, µέρες φορτωµένες µε βουνά συναισθηµάτων. Ένα δευτερόλεπτο προτού πιάσω το τηλέφωνο εκείνη την καταραµένη Τετάρτη πετούσα στα ουράνια, στο φως και στην ευτυχία, κι αµέσως µετά ήρθε η κάθετη πτώση, σαν πουλί µε τρυπηµένη καρδιά. Έχω περάσει τρεις µέρες εκτός εαυτού, κλαίγοντας γοερά για τις αγάπες µου, τα σφάλµατά µου, τις πίκρες µου, αλλά σήµερα, τελικά, είπα «αρκετά πια!» κι έκανα ένα ντους τόσο σχολαστικό, που κατανάλωσα όλο το νερό της δεξαµενής, έπλυνα τον πόνο µου µε σαπούνι και µετά κάθισα στον ήλιο στον εξώστη και καταβρόχθισα τις φρυγανιές µε µαρµελάδα ντοµάτα που µου έφτιαξε ο Μανουέλ και που είχαν την ευεργετική επίδραση να ξαναβάλουν το µυαλό µου στο κανάλι της λογικής, έπειτα απ’ την ανησυχητική αυτή κρίση ερωτικής παράνοιας. Μπόρεσα να εξετάσω την κατάστασή µου µε κάποια αντικειµενικότητα, αν και ήξερα ότι η ηρεµιστική επενέργεια των φρυγανιών θα ήταν προσωρινή. Έκλαψα πολύ και θα συνεχίσω να κλαίω όσο χρειάζεται, από οίκτο για τον εαυτό µου και από ερωτική πίκα, γιατί ξέρω τι θα συµβεί αν προσπαθήσω να παραστήσω τη γενναία, όπως έκανα όταν πέθανε ο παππούς µου. Επιπλέον, κανείς δεν νοιάζεται αν κλαίω ή αν δεν κλαίω, ο Ντάνιελ δεν το ακούει και ο κόσµος συνεχίζει να γυρίζει γύρω απ’ τον άξονά του, ασυγκίνητος. Ο Ντάνιελ Γκούντριτς µε πληροφόρησε ότι «εκτιµάει τη φιλία µας και θα ήθελε να συνεχίσει να έχει επαφές µαζί µου», ότι είµαι εξαιρετική κοπέλα και µπλα µπλα µπλα· µε λίγα λόγια, ότι δεν µε αγαπάει. ∆εν θα έρθει στο Τσιλοέ τα

Παρασκευή 27 Νοεµβρίου 2009. Τρίτη ηµέρα πένθους. Έχω να πάω στη δουλειά από την Τετάρτη, δεν έχω βγει

502

503

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Χριστούγεννα, αυτή ήταν µια δική µου πρόταση, την οποία δεν έκανε καν τον κόπο να σχολιάσει, έτσι ακριβώς όπως δεν έκανε σχέδια για την επανασύνδεσή µας. Η περιπέτειά µας τον Μάιο ήταν πολύ ροµαντική, θα τη θυµάται για πάντα, λόγια και πάλι λόγια, αλλά εκείνος έχει τη δική του ζωή στο Σιάτλ. Όταν έλαβα αυτό το µήνυµα στην ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected], πίστεψα ότι ήταν παρανόηση, κάποιο µπέρδεµα που οφειλόταν στην απόσταση, τον πήρα τηλέφωνο, για πρώτη φορά, κι ας πάν’ στο διάολο τα µέτρα ασφαλείας της γιαγιάς µου. Κάναµε µια συζήτηση σύντοµη, πολύ επώδυνη, αδύνατο να την επαναλάβω χωρίς να µε πνίξουν η ντροπή και η ταπείνωση, εγώ να παρακαλάω κι εκείνος να αποµακρύνεται. «Είµαι άσχηµη, χαζή και αλκοολική! ∆ίκιο έχει ο Ντάνιελ να µη θέλει καµιά σχέση µαζί µου», κλαψούρισα. «Πολύ ωραία, Μάγια, αυτοµαστιγώσου», µε συµβούλευσε ο Μανουέλ, που είχε καθίσει δίπλα µου µ’ έναν καφέ και τις δικές του φρυγανιές. «Αυτή είναι τελικά η ζωή µου; Να βυθιστώ στα σκοτάδια του Λας Βέγκας, να βγω ζωντανή, να σωθώ εντελώς τυχαία εδώ στο Τσιλοέ, να ερωτευτώ παθιασµένα τον Ντάνιελ κι αµέσως µετά να τον χάσω... Θάνατος, ανάσταση, έρωτας και ξανά θάνατος. Είµαι σκέτη καταστροφή, Μανουέλ». «Κοίτα να δεις, Μάγια, ας µην υπερβάλλουµε, δεν βρισκόµαστε στην όπερα. Έκανες ένα λάθος, αλλά δεν έχεις εσύ την ευθύνη, αυτός ο νεαρός θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στον τρόπο που διαχειρίζεται τα συναισθήµατά του. Τελικά ο ψυχίατρός σου ήταν ένας σκέτος κόπανος». «Κόπανος, αλλά άντρακλας». Χαµογελάσαµε, αλλά αµέσως µετά ξανάβαλα τα κλά-

µατα, εκείνος µου έδωσε µια χαρτοπετσέτα για να φυσήξω τη µύτη µου και µε αγκάλιασε. «Λυπάµαι πολύ για τον υπολογιστή σου, Μανουέλ», µουρµούρισα µε το πρόσωπο χωµένο στο µπουφάν του. «Το βιβλίο µου είναι σώο και αβλαβές, δεν έχασα τίποτε, Μάγια». «Θα σου αγοράσω άλλο κοµπιούτερ, σου το υπόσχοµαι». «Και πώς σκέφτεσαι να το κάνεις αυτό;» «Θα ζητήσω δάνειο απ’ τον Μιγιαλόµπο». «Αυτό κι αν είναι κάτι που δεν πρέπει να κάνεις!» µε προειδοποίησε. «Τότε θα πρέπει να βγάλω στο σφυρί τη µαριχουάνα της δόνας Λουσίντα, έχουν µείνει κάµποσες ρίζες στον κήπο της». Και δεν είναι µόνο ο κατεστραµµένος υπολογιστής που πρέπει να αντικαταστήσω, το καταστροφικό µου αµόκ πήρε σβάρνα τα ράφια των βιβλίων, το ναυτικό ρολόι, τους χάρτες, τα πιάτα, βάζα και άλλα πράγµατα που βρέθηκαν στη διαδροµή της µανίας µου, καθώς τσίριζα σαν χαζοκόριτσο δύο χρονών, στο πιο εκρηκτικό ξέσπασµα της ζωής µου. Οι γάτοι έφυγαν πανικόβλητοι από τα παράθυρα και ο Φάκιν κρύφτηκε τροµοκρατηµένος κάτω από το τραπέζι. Όταν έφτασε ο Μανουέλ, κατά τις εννέα το βράδυ, βρήκε το σπίτι σαν να το είχε χτυπήσει τυφώνας κι εµένα στο πάτωµα τύφλα στο µεθύσι. Αυτό είναι το χειρότερο, αυτό που µε κάνει να ντρέποµαι περισσότερο. Ο Μανουέλ φώναξε την Μπλάνκα, η οποία ήρθε τρέχοντας απ’ το σπίτι της, αν και δεν της επιτρέπει τέτοια πράγµατα η ηλικία της, και µε κοινές προσπάθειες κατάφεραν να µε συνεφέρουν ποτίζοντάς µε κατάπικρο καφέ, να µε σηκώσουν, να µε βάλουν στο κρεβάτι να ξαπλώσω

504

505

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

και να µαζέψουν τα ερείπια. Είχα πιει ένα µπουκάλι κρασί κι ό,τι είχε µείνει από βότκα και λικέρ στην ντουλάπα, ήµουν βουτηγµένη στο αλκοόλ ως το µεδούλι. Άρχισα να πίνω χωρίς να σκέφτοµαι. Εγώ που καυχιόµουν ότι είχα ξεπεράσει τα προβλήµατά µου, που είχα την πολυτέλεια να περιφρονώ τη θεραπεία και τους Ανώνυµους Αλκοολικούς, γιατί είχα όση θέληση χρειαζόταν και στην πραγµατικότητα δεν ήµουν εθισµένη, άρχισα ν’ αδειάζω το ένα µπουκάλι µετά το άλλο, µόλις µε εγκατέλειψε ο εκδροµέας απ’ το Σιάτλ. Παραδέχοµαι ότι το αίτιο ήταν πειστικό, όµως δεν είναι εκεί το θέµα. Ο Μάικ Ο’Κέλι είχε δίκιο: ο εθισµός σού την έχει πάντα στηµένη και, όταν θα βρει ευκαιρία, θα σου ριχτεί. «Πόσο ηλίθια ήµουν, Μανουέλ!» «∆εν υπάρχει καµία ηλιθιότητα εδώ, Μάγια, αυτό που έπαθες ήταν ότι ερωτεύτηκες τον έρωτα». «Πώς;» «Τον Ντάνιελ τον γνωρίζεις ελάχιστα. Ερωτεύτηκες την ευφορία που σου προκαλεί». «Αυτή η ευφορία είναι το µοναδικό που µε ενδιαφέρει, Μανουέλ. ∆εν µπορώ να ζήσω χωρίς τον Ντάνιελ». «Εννοείται ότι µπορείς να ζήσεις χωρίς αυτόν. Αυτός ο νεαρός ήταν το κλειδί που άνοιξε την καρδιά σου. Ο εθισµός στον έρωτα δεν θα σου καταστρέψει ούτε την υγεία ούτε τη ζωή, όπως το κρακ ή η βότκα, πρέπει όµως να µάθεις να ξεχωρίζεις το αντικείµενο του έρωτα, στην προκειµένη περίπτωση τον Ντάνιελ, από την έξαψη που σου προκαλεί το γεγονός ότι η καρδιά σου είναι ορθάνοιχτη». «Για περίµενε µια στιγµή, εσύ τώρα µου µιλάς όπως οι θεραπευτές του Όρεγκον». «Ξέρεις ότι έχω περάσει τη µισή µου ζωή κλεισµένος

στον εαυτό µου σαν στρείδι, Μάγια. Μόνο τώρα αρχίζω να ξανοίγοµαι, αλλά δεν µπορώ να επιλέξω συναισθήµατα. Απ’ το ίδιο άνοιγµα που µπαίνει ο έρωτας τρυπώνει κι ο φόβος. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, αν είσαι σε θέση να αγαπήσεις πολύ, θα υποφέρεις και πολύ». «Θα πεθάνω, Μανουέλ. ∆εν µπορώ να το αντέξω αυτό. Είναι το χειρότερο που µου έχει συµβεί ποτέ!» «Όχι, γκρινγκουλίτσα, είναι µια προσωρινή δυστυχία, η τελευταία τρίχα της ουράς σε σύγκριση µε την τραγωδία που έζησες την προηγούµενη χρονιά. Αυτός ο ταξιδιώτης σού έκανε µεγάλη χάρη, σου έδωσε την ευκαιρία να τα πεις ένα χεράκι µε τον εαυτό σου». «Μακάρι να ’ξερα ποιος είναι ο εαυτός µου, Μανουέλ». «Είσαι όµως σε καλό δρόµο. Πού θα πάει, θα τον ανακαλύψεις». «Εσύ ξέρεις ποιος είναι ο Μανουέλ Αρίας;» «Ακόµα όχι, έκανα όµως τα πρώτα βήµατα. Εσύ είσαι πολύ πιο προχωρηµένη από µένα κι έχεις πολύ περισσότερο χρόνο µπροστά σου απ’ ό,τι εγώ, Μάγια». Ο Μανουέλ και η Μπλάνκα άντεξαν µε υποδειγµατική µεγαλοψυχία την κρίση αυτής της παράλογης Αµερικανιδούλας, όπως µε λένε τώρα τελευταία· ανέχτηκαν µε µεγάλη υποµονή τα κλάµατα, τις αυτοκατηγορίες, την αυτολύπηση και τις ενοχές, αλλά έβαλαν φρένο χωρίς δεύτερη κουβέντα στις βρισιές, στις κατάρες και στις απόπειρες να συνεχίσω να σπάω ξένα πράγµατα, τα οποία στη συγκεκριµένη περίπτωση ανήκαν στον Μανουέλ. ∆ώσαµε µερικά πολύ θορυβώδη µατς, που τα ’χαµε ανάγκη και οι τρεις µας. ∆εν µπορείς να είσαι πάντα Ζεν. Είχαν τη λεπτότη-

506

507

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τα να µην αναφέρουν το µεθύσι µου ούτε το κόστος της ζηµιάς, ξέρουν ότι είµαι διατεθειµένη να υποστώ οποιαδήποτε τιµωρία, αρκεί να µε συγχωρήσουν. Όταν ηρέµησα και είδα τον υπολογιστή στο πάτωµα, η πρώτη µου παρόρµηση ήταν να πέσω στη θάλασσα να πνιγώ. Πώς θα αντίκριζα τον Μανουέλ; Πόσο πρέπει να µε αγαπάει αυτός ο καινούργιος παππούς µου για να µη µε πετάξει στο δρόµο! Αυτό θα είναι το τελευταίο ξέσπασµα της ζωής µου, είµαι είκοσι χρονών και δεν είµαι περήφανη για τίποτε απ’ όσα έχω κάνει. Πρέπει πάση θυσία να βρω έναν καινούργιο υπολογιστή. Η συµβουλή του Μανουέλ να ανοιχτώ στα συναισθήµατα είχε την πρέπουσα απήχηση, γιατί θα µπορούσε να µου την έχει δώσει ο παππούς µου ή ο ίδιος ο Ντάνιελ Γκούντριτς. Αχ! ∆εν µπορώ ούτε να γράψω το όνοµά του χωρίς ν’ αρχίσω να κλαίω! Θα πεθάνω απ’ τον πόνο, ποτέ δεν είχα υποφέρει τόσο στη ζωή µου… Που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί υπέφερα περισσότερο, χίλιες φορές περισσότερο, όταν πέθανε ο παππούς µου. Ο Ντάνιελ δεν είναι ο µόνος που µου ράγισε την καρδιά, όπως λένε τα µεξικανικά τραγούδια που µουρµουρίζει η Νίνι µου. Όταν ήµουν οχτώ χρονών, οι παππούδες µου αποφάσισαν να µε πάνε στη ∆ανία για να κόψουν άπαξ και διά παντός τη µανία µου να διαδίδω ότι ήµουν ορφανή. Το σχέδιο ήταν να µε αφήσουν µε τη µητέρα µου, για να µπορέσουµε έτσι σιγά-σιγά να γνωριστούµε, ενώ εκείνοι θα έκαναν τουρισµό στη Μεσόγειο, και θα µε έπαιρναν δύο βδοµάδες αργότερα για να γυρίσουµε µαζί στην Καλιφόρνια. Αυτή θα ήταν η πρώτη άµεση επαφή µου µε τη Μάρτα Ότερ και, για να της κάνουν καλή εντύπωση, µου γέµισαν τη βαλίτσα µε καινούργια ρούχα και διάφορα συναισθηµατικά δώ-

ρα, όπως ένα κουτάκι µε κάποια απ’ τα παιδικά µου δόντια και µια τούφα απ’ τα µαλλιά µου. Ο πατέρας µου, που αρχικά είχε αντίρρηση για το ταξίδι και υποχώρησε κάτω απ’ τη συντονισµένη πίεση των παππούδων µου και τη δική µου, µας προειδοποίησε ότι αυτό το φετίχ µε τα δόντια και τις τούφες δεν θα γινόταν ευνοϊκά αποδεκτό: οι ∆ανοί δεν µαζεύουν µέρη του σώµατός τους. Αν και είχα διάφορες φωτογραφίες της µητέρας µου, τη φανταζόµουν σαν τις ενυδρίδες στο ενυδρείο του Μοντερέι, αφού αυτό σηµαίνει στα δανέζικα το επίθετό της. Στις φωτογραφίες που µου είχε στείλει κάποια Χριστούγεννα φαινόταν αδύνατη, κοµψή και µε πλατινένια µαλλιά, γι’ αυτό και ένιωσα µια σχετική έκπληξη όταν την είδα στο σπίτι της στο Όντενζε λίγο παχουλή, µε παντελόνια γυµναστικής και µε τα µαλλιά βαµµένα σε µια κοκκινωπή ανταύγεια. Ήταν παντρεµένη και είχε δύο παιδιά. Σύµφωνα µε τον τουριστικό οδηγό που αγόρασε ο παππούς µου στο σταθµό της Κοπεγχάγης, το Όντενζε είναι µια µαγευτική πόλη στο νησί Φιονία, στο κέντρο της ∆ανίας, πατρίδας του περίφηµου συγγραφέα Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, του οποίου τα βιβλία κατείχαν περίοπτη θέση στα ράφια της βιβλιοθήκης µου, δίπλα από την Αστρονοµία για αρχάριους, γιατί άρχιζαν και τα δύο από Α. Αυτό ήταν θέµα συζήτησης ανάµεσά µας, γιατί ο παππούς µου επέµενε στην αλφαβητική σειρά και η Νίνι µου, που εργάζεται στη βιβλιοθήκη του Μπέρκλεϊ, µας διαβεβαίωνε ότι τα βιβλία ταξινοµούνται κατά θέµατα. ∆εν έµαθα ποτέ αν το νησί Φιονία είναι τόσο µαγευτικό όσο µας διαβεβαίωνε ο οδηγός, αφού δεν φτάσαµε ποτέ ως εκεί. Η Μάρτα Ότερ ζούσε σε µια γειτονιά µε ολόιδια σπίτια, µε µερικά τετραγωνικά γρασίδι µπροστά, που το διέκρινε από

508

509

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τα υπόλοιπα µια γύψινη Σειρήνα καθισµένη πάνω σ’ ένα βράχο, ίδια µ’ εκείνη που είχα εγώ µέσα σε µια γυάλινη σφαίρα. Μας άνοιξε την πόρτα µε έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο, σαν να µη θυµόταν ότι η Νίνι µου της είχε γράψει πριν από αρκετούς µήνες για να της ανακοινώσει την επίσκεψή µας, σαν να µην της το είχε επαναλάβει λίγο προτού φύγουµε απ’ την Καλιφόρνια και να µην την είχε πάρει στο τηλέφωνο την προηγούµενη µέρα από την Κοπεγχάγη. Μας χαιρέτησε σφίγγοντάς µας τυπικά το χέρι, µας κάλεσε να µπούµε στο σπίτι και µας σύστησε στους γιους της, τον Χανς και τον Βίλχελµ, τεσσάρων και δύο χρονών αντίστοιχα, δυο παιδάκια τόσο άσπρα, που έλαµπαν µες στο σκοτάδι. Το σπίτι µέσα άστραφτε από καθαριότητα, ήταν απρόσωπο και καταθλιπτικό, στο ίδιο στιλ του δωµατίου µας στο ξενοδοχείο της Κοπεγχάγης, όπου δεν µπορέσαµε να κάνουµε ντους γιατί δεν καταφέραµε να βρούµε τις µπαταρίες του µπάνιου, µόνο λείες µινιµαλιστικές επιφάνειες από λευκό µάρµαρο. Το φαγητό του ξενοδοχείου ήταν το ίδιο λιτό µε τη διακόσµηση και η Νίνι µου, θεωρώντας ότι την έχουν εξαπατήσει, απαίτησε έκπτωση στην τιµή. «Μας χρεώνετε µια περιουσία και δεν έχετε ούτε πολυθρόνες!» διαµαρτυρήθηκε στη ρεσεψιόν, όπου το µόνο που υπήρχε ήταν ένας µεταλλικός πάγκος και µια διακοσµητική σύνθεση ενός γυάλινου σωλήνα µε µια αγκινάρα µέσα. Μοναδική διακόσµηση στο σπίτι της Μάρτα Ότερ ήταν το αντίγραφο ενός πίνακα της βασίλισσας Μαργαρίτας, που δεν ήταν καθόλου άσχηµο· αν η Μαργαρίτα δεν ήταν βασίλισσα, θα είχε κάνει καριέρα ζωγράφου. Καθίσαµε σ’ έναν άβολο καναπέ από γκρι πλαστικό, ο παππούς µου µε τη βαλίτσα µου στα πόδια του, η οποία

φαινόταν τεράστια, και η Νίνι µου κρατώντας µε απ’ το µπράτσο για να µη φύγω τρέχοντας. Τους είχα ζαλίσει το κεφάλι χρόνια ολόκληρα ότι ήθελα να γνωρίσω τη µητέρα µου, εκείνη όµως τη στιγµή ήµουν έτοιµη να το βάλω στα πόδια, τροµοκρατηµένη στην ιδέα ότι θα έπρεπε να µείνω δύο βδοµάδες µ’ αυτήν την άγνωστη γυναίκα κι αυτά τα άχρωµα κουνέλια, τα αδελφάκια µου. Όταν η Μάρτα Ότερ πήγε στην κουζίνα για να ετοιµάσει τον καφέ, ψιθύρισα στον παππού µου ότι, αν µε άφηνε σ’ αυτό το σπίτι, θα αυτοκτονούσα. Εκείνος ψιθύρισε ακριβώς το ίδιο στη γυναίκα του και µέσα σε λιγότερο από τριάντα δευτερόλεπτα συµφώνησαν ότι αυτό το ταξίδι ήταν µεγάλο σφάλµα· θα ήταν πολύ προτιµότερο αν συνέχιζε η εγγονή τους να πιστεύει στο µύθο της πριγκίπισσας της Λαπωνίας για την υπόλοιπη ζωή της. Η Μάρτα Ότερ επέστρεψε µε καφέ σε κάτι απειροελάχιστα φλιτζανάκια χωρίς χερούλι και η ένταση χαλάρωσε λίγο µε το τελετουργικό της ζάχαρης και της κρέµας. Τα κάτασπρα αδέλφια µου εγκαταστάθηκαν µπροστά στην τηλεόραση για να δουν ένα πρόγραµµα σχετικά µε ζώα, χωρίς ήχο για να µην ενοχλούν, ήταν πολύ καλά εκπαιδευµένα, και οι ενήλικοι άρχισαν να συζητούν για µένα σαν να είχα πεθάνει. Η γιαγιά µου έβγαλε απ’ την τσάντα της το οικογενειακό άλµπουµ µε τις φωτογραφίες και άρχισε να εξηγεί στη µητέρα µου τις φωτογραφίες µίαµία: η Μάγια δύο εβδοµάδων γυµνή, στρογγυλοκαθισµένη σε ένα απ’ τα δύο τεράστια χέρια του Πολ Ντίτσον Β΄, η Μάγια τριών ετών ντυµένη Χαβανέζα µε το γιουκαλίλι της, η Μάγια εφτά χρονών να παίζει ποδόσφαιρο. Στο µεταξύ, εγώ µελετούσα µε µεγάλη εµβρίθεια τα κορδόνια των καινούργιων παπουτσιών µου. Η Μάρτα Ότερ σχο-

510

511

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

λίασε ότι έµοιαζα πάρα πολύ µε τον Χανς και τον Βίλχελµ, αν και η µοναδική οµοιότητα βρισκόταν στο ότι ήµασταν και οι τρεις δίποδα θηλαστικά. Πιστεύω ότι η εµφάνισή µου ήταν µια κρυφή ανακούφιση για τη µητέρα µου, αφού δεν έδειχνα καθόλου σηµάδια των λατινοαµερικάνικων γονιδίων του πατέρα µου και σ’ ένα απρόσεκτο µάτι θα µπορούσα να περάσω για Σκανδιναβή. Σαράντα λεπτά αργότερα, που κράτησαν περίπου σαράντα ώρες, ο παππούς µου ζήτησε ένα τηλέφωνο για να καλέσει ταξί κι αµέσως αποχαιρετιστήκαµε χωρίς να αναφέρουµε καθόλου τη βαλίτσα, η οποία ήταν σαν να µεγάλωνε και είχε φτάσει να ζυγίζει όσο κι ένας ελέφαντας. Στην πόρτα, η Μάρτα Ότερ µού έδωσε ένα δειλό φιλί στο µέτωπο και είπε ότι θα ήµασταν σε επαφή και ότι θα ερχόταν στην Καλιφόρνια σε κάνα δυο χρόνια, γιατί ο Χανς και ο Βίλχελµ ήθελαν να γνωρίσουν την Disneyworld. «Αυτό είναι στη Φλόριντα», της εξήγησα. Η Νίνι µου µού έδωσε µια τσιµπιά για να το βουλώσω. Στο ταξί η Νίνι µου είπε χαλαρά ότι η απουσία της µητέρας µου όχι µόνο δεν ήταν δυστύχηµα, αλλά ήταν µάλλον ευλογία, γιατί µεγάλωσα µε όλα µου τα καλά και µε απόλυτη ελευθερία στο µαγικό σπίτι του Μπέρκλεϊ, µε τους χρωµατιστούς του τοίχους και τον αστρονοµικό του πύργο, αντί να µεγαλώσω στο µινιµαλιστικό περιβάλλον µιας ∆ανέζας. Έβγαλα απ’ την τσάντα µου τη γυάλινη σφαίρα µε τη µικρή Σειρήνα και, όταν φτάσαµε στον προορισµό µας, την άφησα στο κάθισµα του ταξί. Μετά την επίσκεψη στη Μάρτα Ότερ πέρασα µήνες µουτρωµένη. Εκείνα τα Χριστούγεννα, για να µε παρηγορήσει, ο Μάικ Ο’Κέλι µού έφερε δώρο ένα καλάθι σκεπασµένο µε ένα καρό τραπεζοµάντιλο. Όταν ξεσκέπασα

το καλάθι, είδα ένα λευκό σκυλάκι να κοιµάται ανέµελο και κουλουριασµένο σαν τσουρεκάκι πάνω σ’ ένα δεύτερο τραπεζοµάντιλο. «Τη λένε Ντέζι, αλλά µπορείς να της αλλάξεις το όνοµα», µου είπε ο Ιρλανδός. Ερωτεύτηκα παράφορα την Ντέζι, γυρνούσα τρέχοντας απ’ το σχολείο για να µη χάσω ούτε ένα λεπτό της συντροφιάς της, ήταν η έµπιστή µου, η φίλη µου, το παιχνιδάκι µου, κοιµόταν στο κρεβάτι µου, έτρωγε απ’ το πιάτο µου και την περιέφερα στην αγκαλιά µου, δεν ζύγιζε ούτε δυο κιλά. Αυτό το ζωάκι είχε την αρετή να µε ηρεµεί και να µε κάνει τόσο ευτυχισµένη, ώστε να ξεχάσω εντελώς τη Μάρτα Ότερ. Στο χρόνο απάνω, η Ντέζι είχε το πρώτο της σεξουαλικό ξύπνηµα, το ένστικτο νίκησε την ατολµία της και την έκανε να βγει στο δρόµο. ∆εν έφτασε πολύ µακριά, τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο στην πρώτη γωνία και την άφησε στον τόπο. Η Νίνι µου, ανήµπορη να µου µεταφέρει η ίδια το νέο, ειδοποίησε τον παππού µου, ο οποίος άφησε τη δουλειά του στο πανεπιστήµιο και ήρθε να µε βρει στο σχολείο. Με κάλεσαν να βγω απ’ την τάξη και, όταν τον είδα να µε περιµένει, κατάλαβα τι είχε συµβεί προτού προλάβει να µου το πει. Η Ντέζι! Την είδα να τρέχει, είδα το αυτοκίνητο, είδα το πεθαµένο σώµα της σκυλίτσας. Ο παππούς µου µε έκλεισε στα τεράστια µπράτσα του, µε έσφιξε στο στήθος του και έκλαψε µαζί µου. Βάλαµε την Ντέζι σ’ ένα κουτί και τη θάψαµε στον κήπο. Η Νίνι µου θέλησε να µου βρει µια άλλη σκυλίτσα, όσο το δυνατόν όµοια µε την Ντέζι, αλλά ο παππούς µου είπε ότι το πρόβληµα δεν ήταν η αντικατάσταση της σκυλίτσας, αλλά το πώς θα µπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν. «∆εν µπορώ, παππού, την αγαπούσα τόσο πολύ!» είπα

512

513

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

απαρηγόρητη ανάµεσα στους λυγµούς µου. «Αυτή η αγάπη βρίσκεται µέσα σου, Μάγια, όχι στην Ντέζι. Μπορείς να τη χαρίσεις σε άλλα ζωάκια και όση σου περισσέψει να τη χαρίσεις σ’ εµένα», µου απάντησε αυτός ο σοφός παππούς. Αυτό το µάθηµα για το πένθος και την αγάπη θα µου φανεί πολύ χρήσιµο τώρα, γιατί το σίγουρο είναι ότι αγαπούσα τον Ντάνιελ πιο πολύ κι απ’ τον εαυτό µου, αλλά όχι όσο τον παππού µου και την Ντέζι.

ειδοποιήσει ότι ο Αράνα είναι έντιµος αστυνοµικός κι ότι µου συµπεριφέρθηκε πάρα πολύ καλά. Η γιαγιά µου τον ρώτησε από πού µε ήξερε και ο Αράνα δεν δυσκολεύτηκε να της εξηγήσει τα πάντα, περήφανος για τη µύτη λαγωνικού που διέθετε, όπως σχολίασε η γιαγιά µου στο µήνυµα που έστειλε στον Μανουέλ. Ο αστυνοµικός ξεκίνησε από το πιο βασικό ίχνος, τον υπολογιστή της αστυνοµίας, όπου ερεύνησε τους καταλόγους των κοριτσιών που είχαν εξαφανιστεί στη χώρα µέσα στο 2008. Θεώρησε περιττό να ελέγξει τα προηγούµενα χρόνια, γιατί, όταν µε γνώρισε, κατάλαβε ότι δεν βρισκόµουν στους δρόµους πολύ καιρό· οι χαµένοι έφηβοι πολύ σύντοµα αποκτούν τη στάµπα της αλητείας που δεν την µπερδεύεις µε τίποτε άλλο. Υπήρχαν δεκάδες κοπέλες στις λίστες, αλλά εκείνος περιορίστηκε σ’ εκείνες που ήταν ανάµεσα στα δεκαπέντε και είκοσι πέντε απ’ τη Νεβάδα και απ’ τις όµορες πολιτείες. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχαν φωτογραφίες, αν και κάποιες δεν ήταν πρόσφατες. Ο ίδιος ήταν καλός φυσιογνωµιστής και µπόρεσε να µειώσει τον αριθµό σε τέσσερις όλες κι όλες, ανάµεσα στις οποίες µία ιδιαίτερα τράβηξε την προσοχή του, καθώς η αναγγελία της εξαφάνισης συνέπιπτε µε την ηµεροµηνία κατά την οποία γνώρισε την υποτιθέµενη ανιψιά του Μπράντον Λίµαν, τον Ιούνιο του 2008. Μελετώντας τη φωτογραφία και τις πληροφορίες, κατέληξε ότι η Μάγια Βιδάλ ήταν αυτή που ζητούσε, έµαθε έτσι το πραγµατικό µου όνοµα, τους γονείς µου και τη διεύθυνση της ακαδηµίας στο Όρεγκον και της οικογένειάς µου στην Καλιφόρνια. Αποδείχτηκε ότι ο πατέρας µου, αντίθετα απ’ ό,τι πίστευα, µε έψαχνε µήνες ολόκληρους και είχε δώσει τα

Κακά νέα, πολύ κακά, βρέχει τους βρεγµένους, όπως λένε εδώ όταν µαζεύονται πολλές δυστυχίες µαζί· πρώτα ο Ντάνιελ και τώρα αυτό. Όπως το φοβόµουν, το FBI βρήκε τα ίχνη µου και ο αστυνόµος Αράνα έφτασε στο Μπέρκλεϊ. Αυτό δεν σηµαίνει ότι θα έρθει και στο Τσιλοέ, όπως λέει ο Μανουέλ για να µε ηρεµήσει, αλλά µ’ έχει πιάσει τρόµος και φόβος, γιατί, αν έκανε τον κόπο να ψάξει να µε βρει από τον Νοέµβριο του περασµένου χρόνου, δεν θα κολλήσει τώρα που εντόπισε την οικογένειά µου. Ο Αράνα εµφανίστηκε στην πόρτα των παππούδων µου, µε πολιτικά ρούχα, αλλά δείχνοντας την αστυνοµική του ταυτότητα. Η Νίνι µου ήταν στην κουζίνα κι ο πατέρας µου τον άφησε να µπει, θεωρώντας ότι ήταν κάτι σχετικό µε τους ναρκοµανείς του Μάικ Ο’Κέλι. Ένιωσε πολύ δυσάρεστη έκπληξη όταν έµαθε ότι ο Αράνα ερευνούσε µια υπόθεση παραχάραξης και ήθελε να κάνει µερικές ερωτήσεις στη Μάγια Βιδάλ, γνωστή και σαν Λόρα Μπάρον· η υπόθεση είχε ουσιαστικά κλείσει, πρόσθεσε, αλλά η κοπέλα βρισκόταν σε κίνδυνο κι εκείνος είχε υποχρέωση να την προστατεύσει. Ο τρόµος που ένιωσαν η Νίνι και ο πατέρας µου θα ήταν πολύ χειρότερος, εάν δεν τους είχα προ-

514

515

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

στοιχεία µου σε όλες τις αστυνοµίες και τα νοσοκοµεία της χώρας. Ο Αράνα έκανε ένα τηλεφώνηµα στην ακαδηµία, µίλησε µε την Άντζι για να πάρει τις λεπτοµέρειες που του έλειπαν, κι έτσι έφτασε στο παλιό σπίτι του παππού µου, όπου οι καινούργιοι ένοικοι του έδωσαν τη διεύθυνση της πολύχρωµης σπιταρόνας των παππούδων µου. «Είναι µεγάλη τύχη που ανέθεσαν την υπόθεση σ’ εµένα κι όχι σε κάποιον άλλον αξιωµατικό, γιατί εγώ είµαι πεπεισµένος ότι η Λόρα ή Μάγια είναι καλό κορίτσι και θέλω να τη βοηθήσω προτού µπερδευτούν τα πράγµατα γι’ αυτήν. Θέλω να αποδείξω ότι η συµµετοχή της στο έγκληµα δεν είχε καµία ιδιαίτερη σηµασία», τους είπε ο αστυνόµος τελειώνοντας την εξήγησή του. Βλέποντας την τόσο συµφιλιωτική στάση του Αράνα, η Νίνι µου τον κάλεσε να καθίσει µαζί τους στο τραπέζι κι ο πατέρας µου άνοιξε το καλύτερο κρασί που είχε στην κάβα του. Ο αστυνοµικός είπε ότι η σούπα ήταν ό,τι έπρεπε εκείνο το µουντό βράδυ του Νοεµβρίου, ήταν ίσως τυπικό πιάτο της χώρας της κυρίας; Είχε παρατηρήσει την ξενική προφορά. Ο πατέρας µου τον πληροφόρησε ότι το πιάτο ήταν χιλιανό όπως και το κρασί και ότι η µητέρα του κι ο ίδιος είχαν γεννηθεί σ’ αυτή τη χώρα. Ο αξιωµατικός ρώτησε αν πήγαιναν συχνά στη Χιλή και ο πατέρας µου του εξήγησε ότι είχαν να πάνε πάνω από τριάντα χρόνια. Η Νίνι µου, ακούγοντας προσεκτικά κάθε λέξη του αστυνοµικού, έριξε κάτω απ’ το τραπέζι µια κλοτσιά στο γιο της, σαν να ήθελε να του πει να µην ξανανοίξει το στόµα του. Όσο λιγότερα ήξερε ο Αράνα για την οικογένεια τόσο καλύτερα. Είχε µυριστεί ένα ψεµατάκι του αστυνόµου και φύλαγε τα ρούχα της για να ’χει τα µισά. Πώς ήταν δυνατόν να έχει κλείσει η υπόθεση, αν δεν έχουν βρει ακό-

µα τα πλαστά χρήµατα και τις πλάκες; Είχε κι εκείνη διαβάσει το ρεπορτάζ του περιοδικού για τον Άνταµ Τρέβορ και είχε µελετήσει επί µήνες τη διεθνή κίνηση των πλαστών χαρτονοµισµάτων, θεωρούσε τον εαυτό της ειδικό στο θέµα και ήξερε πάρα πολύ καλά την εµπορική και στρατηγική αξία των πλακών. Λέγοντας ότι ήθελε να συνεργαστεί µε το νόµο, η Νίνι µου έδωσε στον Αράνα τις πληροφορίες που ο ίδιος θα µπορούσε ευκολότατα να βρει από µόνος του. Του είπε ότι η εγγονή της το είχε σκάσει από την ακαδηµία του Όρεγκον τον Ιούνιο της περασµένης χρονιάς, την έψαξαν µάταια, µέχρι που έλαβαν ένα τηλεφώνηµα από µια εκκλησία του Λας Βέγκας όπου πήγε και την παρέλαβε, καθώς εκείνη την ηµέρα ο πατέρας της Μάγια είχε πτήση. Τη βρήκε σε άθλια κατάσταση, αγνώριστη, έπαθε σοκ όταν είδε το όµορφο, αθλητικό και πανέξυπνο κοριτσάκι της να έχει µετατραπεί σε µια άθλια ναρκοµανή. Σ’ αυτό το σηµείο της αφήγησής της η γιαγιά µου δεν µπορούσε σχεδόν να µιλήσει απ’ τη συγκίνηση και τη θλίψη. Ο πατέρας µου πρόσθεσε ότι έβαλαν την κόρη του σε µια κλινική αποτοξίνωσης στο Σαν Φρανσίσκο, αλλά ελάχιστες µέρες προτού τελειώσει το πρόγραµµα το έσκασε ξανά και δεν είχαν ιδέα πού βρίσκεται αυτή τη στιγµή. Η Μάγια είχε κλείσει τα είκοσι, δεν µπορούσαν να την εµποδίσουν να καταστρέψει τη ζωή της, αν αυτό ήθελε. ∆εν θα µάθω ποτέ αν και πόσο τους πίστεψε ο αστυνόµος Αράνα. «Είναι πολύ σηµαντικό να συναντήσω αµέσως τη Μάγια. Υπάρχουν κάποια εγκληµατικά στοιχεία που σκοπεύουν να της πετάξουν το γάντι», είπε και παρεµπιπτόντως τους ανέφερε την ποινή για όποιον συγκάλυπτε ή συµµετείχε σε κάποιο οµοσπονδιακό έγκληµα. Ο αστυ-

516

517

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

νόµος ήπιε το υπόλοιπο κρασί, τίµησε δεόντως το φλαν που του σέρβιραν µετά, ευχαρίστησε για το δείπνο και, προτού τους αποχαιρετήσει, τους άφησε την κάρτα του, για την περίπτωση που θα µάθαιναν νέα της Μάγια Βιδάλ ή θα θυµούνταν κάποια λεπτοµέρεια χρήσιµη στην έρευνα. «Βρείτε τη, αστυνόµε, σας ικετεύουµε», τον παρακάλεσε η γιαγιά µου στην πόρτα, κρατώντας τον απ’ τα πέτα του σακακιού του µε τα µάγουλα ποτισµένα στα δάκρυα. Μόλις έφυγε ο αστυνοµικός, εκείνη στέγνωσε τα θεατρικά της δάκρυα, φόρεσε το πανωφόρι της, πήρε το γιο της αγκαζέ και τον πήγε µε το σαραβαλάκι της στο διαµέρισµα του Μάικ Ο’Κέλι.

ότι δεν είχε συµµετάσχει στη φυγή µου, όπως είχε κάνει µετά το θάνατο του Μπράντον Λίµαν, όταν µε έβγαλε απ’ το γυµναστήριο ελάχιστη ώρα προτού µε πετύχουν εκείνοι. Από το σπίτι της Ολίµπια ο Φρέντι πήγε µε λεωφορείο σ’ ένα συνοριακό χωριό, όπου είχε ένα φίλο, κι εκεί κατάφερε να επιβιώσει µε µεγάλη δυσκολία για κάµποσο καιρό, µέχρι που η ανάγκη της επιστροφής έγινε ανυπόφορη. Στο Λας Βέγκας γνώριζε τα κατατόπια, ήξερε να κινείται µε τα µάτια κλειστά, ήξερε πού θα µπορούσε να προµηθευτεί πράµα. Είχε την προνοητικότητα να κρατιέται µακριά απ’ τα παλιά του ληµέρια, για να αποφύγει τον Τζο Μάρτιν και τον Σχιστοµάτη, και επιβίωνε διακινώντας ουσίες, κλέβοντας, στην ουσία άστεγος, όλο και πιο άρρωστος, µέχρι που κατέληξε στο νοσοκοµείο και µετά στα χέρια της Ολίµπια Πέτιφορντ. Την εποχή που ο Φρέντι βρισκόταν ακόµη στους δρόµους, τα κορµιά του Τζο Μάρτιν και του Σχιστοµάτη βρέθηκαν σε ένα πυρποληµένο αυτοκίνητο στην έρηµο. Αν ο νεαρός ένιωσε ανακούφιση που είχε απαλλαγεί από τα καθάρµατα, αυτό δεν πρέπει να κράτησε πολύ, γιατί οι φήµες στον κόσµο των ναρκοµανών και των παρανόµων έλεγαν ότι το έγκληµα είχε τα χαρακτηριστικά της αστυνοµικής βεντέτας. Είχαν εµφανιστεί στον Τύπο οι πρώτες ειδήσεις σχετικά µε τη διαφθορά στην αστυνοµική διεύθυνση και η διπλή δολοφονία των συνεργατών του Μπράντον Λίµαν πρέπει να είχε άµεση σχέση µ’ αυτό. Ήταν µια πόλη διαφθοράς και εγκλήµατος, οι µίζες ήταν σε ηµερήσια διάταξη, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση κυκλοφορούσε πλαστό χρήµα και είχε παρέµβει το FBI. Οι διεφθαρµένοι αστυνοµικοί θα προσπαθούσαν να κρύψουν το σκάνδαλο µε κάθε µέσο και τα κορµιά που βρέθηκαν στην

Ο Φρέντι, που από την ώρα που έφτασε στην Καλιφόρνια ήταν βυθισµένος σε µια αδιάφορη σιωπή, ξύπνησε απ’ το λήθαργό του όταν έµαθε ότι ο αστυνόµος Αράνα είχε εµφανιστεί στο Μπέρκλεϊ και έκανε αδιάκριτες ερωτήσεις. Το αγόρι δεν είχε πει τίποτε σχετικά µε τη ζωή του από την ώρα που µε άφησε στα ικανά χέρια της Ολίµπια Πέτιφορντ, τον Νοέµβρη του περασµένου χρόνου, µέχρι την αφαίρεση του νεφρού του, εφτά µήνες αργότερα, αλλά ο φόβος ότι ο Αράνα θα µπορούσε να τον συλλάβει του έλυσε τη γλώσσα. Τους είπε ότι από τότε που µε βοήθησε δεν µπόρεσε να γυρίσει στο κτίριο του Μπράντον Λίµαν, γιατί ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης θα τον είχαν κάνει κοµµατάκια. Με το κτίριο αυτό τον ένωνε ο οµφάλιος λώρος της απόγνωσης, αφού πουθενά αλλού δεν µπορούσε να βρει σε τόσο µεγάλη αφθονία ναρκωτικά, αλλά, αν πλησίαζε προς τα κει, ο κίνδυνος θα ήταν τεράστιος. Σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να πείσει τους δολοφόνους

518

519

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

έρηµο ήταν µια προειδοποίηση για όσους είχαν σκοπό να ανοίξουν τα στόµατά τους περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Οι ένοχοι ήξεραν ότι ο Φρέντι ζούσε µε τον Μπράντον Λίµαν και δεν είχαν κανένα σκοπό να επιτρέψουν σε ένα µαστουρωµένο κωλόπαιδο να τους καταστρέψει, αν και στην πραγµατικότητα δεν µπορούσε να τους αναγνωρίσει, αφού ποτέ δεν τους είχε δει καταπρόσωπο. Ο Μπράντον Λίµαν είχε αναθέσει σε έναν απ’ αυτούς τους αστυνοµικούς να βγάλουν απ’ τη µέση τον Τζο Μάρτιν και τον Σχιστοµάτη, είπε ο Φρέντι, κάτι που συνέπιπτε µε όσα µου είχε εξοµολογηθεί ο Μπράντον στο ταξίδι µας στο Μπίτι, αλλά έκανε τη βλακεία να τους πληρώσει µε πλαστά χαρτονοµίσµατα, θεωρώντας ότι θα κυκλοφορούσαν χωρίς να γίνουν αντιληπτά. Τα πράγµατα πήγαν στραβά, η πλαστότητα ανακαλύφθηκε, οι αστυνοµικοί εκδικήθηκαν αποκαλύπτοντας το σχέδιο στον Τζο Μάρτιν και στον Σχιστοµάτη, και την ίδια κιόλας µέρα εκείνοι σκότωσαν τον Μπράντον Λίµαν. Ο Φρέντι άκουγε όταν οι γκάνγκστερ πήραν οδηγίες απ’ το τηλέφωνο να σκοτώσουν τον Λίµαν· αργότερα κατέληξε στο συµπέρασµα ότι τις οδηγίες αυτές είχε δώσει κάποιος αστυνοµικός. Έχοντας δει το έγκληµα µπροστά στα µάτια του, έτρεξε αµέσως στο γυµναστήριο να µε ειδοποιήσει. Μήνες αργότερα, όταν ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης µε στρίµωξαν στο δρόµο και µε πήγαν στο διαµέρισµα για να αποσπάσουν από µένα οµολογία για το πού βρισκόταν το υπόλοιπο χρήµα, ο Φρέντι µε βοήθησε ξανά. Το αγόρι δεν µε βρήκε δεµένη και φιµωµένη στη µαξιλάρα τυχαία, αλλά γιατί άκουσε τον Τζο Μάρτιν να µιλάει στο κινητό και να λέει αργότερα στον Σχιστοµάτη ότι είχαν εντοπίσει τη Λόρα Μπάρον. Κρύφτηκε στον τρίτο

όροφο, τους είδε να µε φέρνουν στο κτίριο σηκωτή κι αµέσως µετά τους είδε να φεύγουν µόνοι. Περίµενε παραπάνω από µια ώρα χωρίς να µπορεί ν’ αποφασίσει τι να κάνει, µέχρι που τελικά βρήκε το θάρρος να µπει στο διαµέρισµα και να διαπιστώσει τι µου είχε συµβεί. ∆εν ήξερε αν η φωνή στο τηλέφωνο, που είχε δώσει εντολή να σκοτώσουν τον Μπράντον Λίµαν, ήταν η ίδια µ’ εκείνη που αργότερα πληροφόρησε τους δύο δολοφόνους πού µπορούσαν να µε βρουν, και αν αυτή η φωνή αντιστοιχούσε στο διεφθαρµένο αστυνοµικό, στην περίπτωση που ήταν ένας και µοναδικός, αφού θα µπορούσαν να είναι µπόλικοι. Ο Μάικ Ο’Κέλι και η γιαγιά µου δεν έφτασαν στο σηµείο να κατηγορήσουν χωρίς αποδείξεις τον αστυνόµο Αράνα ούτε όµως τον απέκλεισαν απ’ τον κατάλογο των υπόπτων, όπως επίσης δεν τον απέκλειε και ο Φρέντι, γι’ αυτό και τον είχε πιάσει αυτός ο τρόµος. Ο άνθρωπος –ή οι άνθρωποι– που είχε βγάλει απ’ τη µέση τον Τζο Μάρτιν και τον Σχιστοµάτη στην έρηµο θα έκανε το ίδιο και σ’ αυτόν, αν έπεφτε στα χέρια του. Η Νίνι µου είχε το αντεπιχείρηµα ότι, αν ο Αράνα ήταν τόσο κάθαρµα, θα είχε απαλλαγεί απ’ τον Φρέντι στο Λας Βέγκας, αλλά κατά τον Μάικ θα ήταν πολύ δύσκολο να σκοτώσει έναν ασθενή στο νοσοκοµείο ή έναν προστατευόµενο που τον φύλαγαν οι σκληροτράχηλες Χήρες του Ιησού. Ο Μανουέλ πήγε στο Σαντιάγο για να τον εξετάσει ο δόκτωρ Πούγκα, παρέα µε την Μπλάνκα. Στο µεταξύ ο Χουανίτο Κοράλες ήρθε να µείνει µαζί µου στο σπίτι, για να τελειώσουµε οριστικά και αµετάκλητα τον τέταρτο τόµο του Χάρι Πότερ. Είχε περάσει παραπάνω από µια βδο-

520

521

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µάδα από τότε που χώρισα µε τον Ντάνιελ ή, µάλλον, από τότε που µε χώρισε εκείνος, και εξακολουθούσα να µυξοκλαίω, να µην µπορώ να κοιµηθώ τη νύχτα, µε την έντονη αίσθηση ότι µε είχαν δείρει, αλλά είχα καταφέρει να γυρίσω στη δουλειά. Ήταν οι τελευταίες εβδοµάδες του σχολείου πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές και δεν µε έπαιρνε να λείψω. Την Πέµπτη 3 ∆εκεµβρίου πήγα µε τον Χουανίτο να ψωνίσω µαλλί απ’ τη δόνα Λουσίντα, γιατί είχα αποφασίσει να πλέξω για τον Μανουέλ ένα απ’ τα φριχτά µου πουλόβερ. Ήταν το λιγότερο που µπορούσα να κάνω. Είχα πάρει µαζί µου τη δική µας ζυγαριά για να ζυγίσω το µαλλί, ένα απ’ τα πράγµατα που διασώθηκαν από την καταστροφική µανία µου, γιατί η ζυγαριά της γριάς είχε σβησµένα απ’ τον καιρό τα νούµερά της, και της πήρα και µια µηλόπιτα για να της γλυκάνω τη µέρα. Η µηλόπιτα έγινε λιγάκι νιανιά στη διαδροµή, αλλά η γριά θα την εκτιµούσε έτσι κι αλλιώς. Η πόρτα του σπιτιού της είχε σφηνώσει στο σεισµό του 1960 κι από τότε οι επισκέπτες χρησιµοποιούν την πίσω πόρτα, είναι δηλαδή αναγκασµένοι να περάσουν από την αυλή, όπου βρίσκονται τα δενδρύλλια της µαριχουάνας, η φωτιά και τα τσίγκινα δοχεία για το βάψιµο του µαλλιού, µέσα σ’ ένα χάος από ελεύθερες κότες, κουνέλια στα κλουβιά και καµιά δυο κατσίκες, οι οποίες αρχικά έδιναν το γάλα τους για τυρί και τώρα απολαµβάνουν τα γηρατειά τους απαλλαγµένες από κάθε υποχρέωση. Ο Φάκιν µάς ακολουθούσε τρέχοντας δίπλα µας µε τη µύτη στον αέρα, και µε την όσφρησή του κατάλαβε τι είχε συµβεί προτού µπούµε στο σπίτι, οπότε άρχισε να γαβγίζει επίµονα. Πολύ σύντοµα πήραν αµπάριζα τα σκυλιά των γύρω σπιτιών και έπειτα από λίγο αλυχτούσαν τα σκυλιά ολόκληρου του νησιού.

Μέσα στο σπίτι βρήκαµε τη δόνα Λουσίντα, ήδη παγωµένη, καθισµένη στην ψάθινη πολυθρόνα της δίπλα στη σβησµένη σόµπα, µε το κυριακάτικο φόρεµά της, ένα ροζάριο στο χέρι και τα αραιά λευκά µαλλιά της πιασµένα άψογα σε κότσο. Έχοντας προαισθανθεί ότι αυτή ήταν η τελευταία της µέρα σ’ αυτόν τον κόσµο, είχε περιποιηθεί τον εαυτό της, για να µη δηµιουργήσει πολλά προβλήµατα µετά το θάνατό της. Κάθισα στο πάτωµα δίπλα της, ενόσω ο Χουανίτο πήγαινε να ειδοποιήσει τους γείτονες, οι οποίοι έρχονταν ήδη απ’ το δρόµο υποψιασµένοι από τη χορωδία των σκυλιών. Την Παρασκευή κανείς δεν δούλεψε στο νησί εξαιτίας της ολονυχτίας· το Σάββατο πήγαµε όλοι στην κηδεία. Ο θάνατος της εκατοχρονίτισσας δόνας Λουσίντα προκάλεσε ιδιαίτερα µεγάλη αµηχανία, γιατί κανείς δεν φανταζόταν ότι ήταν θνητή. Για την ολονυχτία οι γειτόνισσες µετέφεραν στο σπίτι καρέκλες και το πλήθος άρχισε να προσέρχεται σιγά-σιγά, µέχρι που γέµισε την αυλή και το δρόµο. Έβαλαν τη γριά πάνω στο τραπέζι όπου έτρωγε και ζύγιζε το µαλλί, σ’ ένα κοινό φέρετρο, περιτριγυρισµένο από άφθονα λουλούδια, σε γλάστρες και σε πλαστικά µπουκάλια, τριαντάφυλλα, ορτανσίες, γαρίφαλα, ίριδες. Η ηλικία είχε συρρικνώσει τόσο πολύ τη δόνα Λουσίντα, ώστε το κορµί της καταλάµβανε όλο κι όλο το µισό φέρετρο και το κεφάλι που ακουµπούσε στο µαξιλάρι έµοιαζε µε κεφάλι µωρού. Είχαν βάλει πάνω στο τραπέζι δυοτρία χάλκινα κηροπήγια µε αναµµένα κεριά και δίπλα µια εικόνα του γάµου της, ζωγραφισµένη µε το χέρι, όπου φαινόταν ντυµένη νύφη αγκαζέ µ’ ένα στρατιώτη µε παλαιική στολή, τον πρώτο απ’ τους έξι άντρες της, πριν από ενενήντα τέσσερα χρόνια. Ο πληρεξούσιος της εκκλησίας έδωσε οδηγίες στις γυ-

522

523

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

ναίκες για τις προσευχές και τις παράφωνες ψαλµωδίες, ενώ οι άντρες, καθισµένοι γύρω απ’ τα τραπέζια της αυλής, έπνιγαν τον πόνο τους µε γεµιστό γουρουνόπουλο και µπίρες. Την επόµενη µέρα έφτασε στο νησί ο περιοδεύων παπάς, ένας ιεραπόστολος µε παρατσούκλι Τρεις Παλίρροιες, αφού τα κηρύγµατά του, αν άρχιζαν στην αρχή µιας παλίρροιας, τελείωναν µε το τέλος της τρίτης, ο οποίος έκανε τη λειτουργία σε µια εκκλησία τόσο γεµάτη από κόσµο, καπνό απ’ τα κεριά και φρέσκα λουλούδια του δάσους, που άρχισα να βήχω και να βλέπω οράµατα αγγέλων. Το φέρετρο ήταν µπροστά στην Αγία Τράπεζα, επάνω σε µια µεταλλική βάση, και ήταν καλυµµένο µ’ ένα µαύρο πανί µε ένα λευκό σταυρό στη µέση, είχε δύο κηροπήγια δεξιά κι αριστερά, και έναν νιπτήρα από κάτω «µη τυχόν και σκάσει το πτώµα», όπως µου εξήγησαν. ∆εν ξέρω τι εννοούν µ’ αυτό, ό,τι κι αν είναι όµως, δε θα ήθελα να το δω. Το εκκλησίασµα προσευχήθηκε και τραγούδησε τσιλοΐτικα βαλς στο ρυθµό που έδιναν δύο κιθάρες· µετά ο Τρεις Παλίρροιες πήρε το λόγο και δεν τον άφησε για τα επόµενα εξήντα πέντε λεπτά. Άρχισε επαινώντας τη δόνα Λουσίντα και αµέσως µετά πέρασε σε άλλα θέµατα, µίλησε για πολιτική, για τη βιοµηχανία του σολοµού και για το ποδόσφαιρο, ενώ οι πιστοί προσπαθούσαν να κρατηθούν ξύπνιοι. Ο ιεραπόστολος βρίσκεται στη Χιλή εδώ και πενήντα χρόνια και παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να µιλάει ισπανικά µε ξενική προφορά. Την ώρα της θείας κοινωνίας, πολλοί απ’ το εκκλησίασµα άρχισαν να δακρύζουν, οι υπόλοιποι τους µιµηθήκαµε και στο τέλος έκλαιγαν γοερά ακόµα και οι κιθαρίστες. Όταν τέλειωσε η λειτουργία και χτύπησαν οι καµπάνες πένθιµα, οκτώ άντρες σήκωσαν το φέρετρο, το οποίο δεν

ζύγιζε τίποτε, και βγήκαν µε τελετουργικό βήµα στο δρόµο, ακολουθούµενοι από όλο το λαό, ο οποίος είχε πάρει τα λουλούδια απ’ το παρεκκλήσι. Στο κοιµητήριο, ο ιερέας ευλόγησε για µια ακόµη φορά τη δόνα Λουσίντα και ακριβώς την ώρα που ήταν να την κατεβάσουν στον τάφο, έφτασαν ασθµαίνοντας ο ξυλουργός µε το γιο του κουβαλώντας ένα σπιτάκι για τον τάφο, φτιαγµένο επί τροχάδην, αλλά τέλειο. Επειδή η δόνα Λουσίντα δεν είχε ζωντανούς συγγενείς και το πτώµα το είχαµε ανακαλύψει εγώ και ο Χουανίτο, ο κόσµος πέρασε κι έδωσε σ’ εµάς τα συλλυπητήρια, σφίγγοντάς µας µε επισηµότητα τα χέρια µε τις δικές τους ροζιασµένες απ’ τη δουλειά παλάµες, προτού πάνε µαζικά στην Ταβέρνα του Πεθαµένου για να πνίξουν τον πόνο τους στο χιλιανό κρασί. Ήµουν η τελευταία που έφυγα από το κοιµητήριο, την ώρα που άρχιζε ν’ ανεβαίνει η οµίχλη απ’ τη θάλασσα. Έµεινα πίσω και σκεφτόµουν πόσο µου έλειπαν ο Μανουέλ και η Μπλάνκα εκείνες τις δύο µέρες του πένθους, η δόνα Λουσίντα, τόσο αγαπητή στην κοινότητα… και πόσο λιτή ήταν σε σύγκριση µε τη δική της η κηδεία τού Καρµέλο Κοράλες, αλλά πάνω απ’ όλα σκεφτόµουν τον παππού µου. Η Νίνι µου ήθελε να σκορπίσει τις στάχτες του σε κάποιο βουνό, όσο πιο κοντά γινόταν στον ουρανό, αλλά πέρασαν τέσσερα χρόνια και εξακολουθούν να βρίσκονται στο κεραµικό βάζο πάνω στην κοµόντα της, περιµένοντας. Ανέβηκα απ’ το µονοπάτι του λόφου µέχρι τη σπηλιά της Πινκόγια, ελπίζοντας να ακούσω τον παππού µου στον αέρα και να του ζητήσω την άδεια να µεταφέρω τις στάχτες του σ’ αυτό το νησί, να τις θάψω στο κοιµητήριο απέναντι απ’ τη θάλασσα και να µαρκάρω τον τάφο µε µια µινιατούρα του πύργου των αστεριών, αλλά ο παπ-

524

525

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πούς µου δεν έρχεται όποτε τον φωνάζω, αλλά όποτε θέλει ο ίδιος, κι αυτή τη φορά τον περίµενα µάταια στην κορυφή του λόφου. Έχω γίνει υπερβολικά ευαίσθητη µετά το τέλος του έρωτά µου µε τον Ντάνιελ και βασανίζοµαι από κακά προαισθήµατα. Η παλίρροια ανέβαινε συνεχώς και η οµίχλη γινόταν όλο και πιο πυκνή, αλλά παρ’ όλα αυτά η είσοδος της σπηλιάς φαινόταν από ψηλά· λίγο πιο µακριά, οι φώκιες ήταν ξαπλωµένες σαν ακατέργαστοι όγκοι στα βράχια. Ο περίφηµος βράχος της σπηλιάς δεν είναι στην πραγµατικότητα παρά µια απότοµη κατηφόρα έξι µέτρων, απ’ όπου έχουµε κατεβεί αρκετές φορές µε τον Χουανίτο. Χρειάζεται ευκινησία και τύχη, δεν είναι καθόλου δύσκολο να γλιστρήσεις και να τσακιστείς, γι’ αυτό και απαγορεύουν την κάθοδο στους τουρίστες.

Στο κοιµητήριο πλανιόταν µια ψιλή πάχνη, δίνοντας στη σκηνή το σωστό µελαγχολικό τόνο για τον αποχαιρετισµό της δόνας Λουσίντα, της προ-προγιαγιάς ολόκληρου του χωριού. Μια ώρα αργότερα, στην κορυφή του λόφου, ο κόσµος ήταν τυλιγµένος σε έναν ασπριδερό µανδύα, σαν να ήθελε να µιµηθεί την κατάσταση της ψυχής µου. Ο θυµός, η ντροπή, η απογοήτευση και το κλάµα που µε συντάραξαν όταν έχασα τον Ντάνιελ έδωσαν τη θέση τους σε µια γενική και αόριστη και συνεχώς µεταβαλλόµενη θλίψη, σαν την οµίχλη. Είναι αυτό που λένε ερωτική απογοήτευση και κατά τον Μανουέλ Αρίας είναι η πιο κοινή τραγωδία στην ιστορία της ανθρωπότητας, πρέπει όµως να τη νιώσεις για να καταλάβεις πόσο πονάει. Η οµίχλη είναι ανησυχητική, ποιος ξέρει ποιοι κίνδυνοι κρύβονται δυο µέτρα πιο κει, όπως στα αστυνοµικά µυθιστορήµατα που διαδραµατίζονται στο Λονδίνο και αρέσουν στον Μάικ Ο’Κέλι, όπου ο δολοφόνος υπολογίζει στην προστασία της οµίχλης που ανεβαίνει απ’ τον Τάµεση. Άρχισα να κρυώνω, η υγρασία ξαφνικά να διαπερνάει το πουλόβερ µου και φοβήθηκα λιγάκι, γιατί η µοναξιά ήταν απόλυτη. Ένιωσα µια παρουσία που δεν ήταν ο παππούς µου, αλλά κάτι γενικά και αόριστα απειλητικό, σαν ένα µεγάλο ζώο, αλλά απέκλεισα την πιθανότητα, θεωρώντας ότι είναι άλλο ένα παιχνίδι που µου παίζει η φαντασία, αλλά εκείνη τη στιγµή ο Φάκιν γρύλλισε. Ήταν στα πόδια µου, αγριεµένος, µε τις τρίχες της πλάτης του ορθωµένες, την ουρά τεντωµένη και τους κυνόδοντες γυµνούς. Άκουσα πνιχτά βήµατα. «Ποιος είναι εκεί;» φώναξα. Άκουσα ακόµη δύο βήµατα και ξεχώρισα µια ανθρώπινη σιλουέτα µισοσβησµένη απ’ την οµίχλη. «Κράτα το σκύλο, Μάγια, εγώ είµαι…»

Θα προσπαθήσω να συνοψίσω όσα συνέβησαν εκείνες τις µέρες, όπως µου τα αφηγήθηκαν και τα θυµάµαι, αν και το µυαλό µου λειτουργεί, εξαιτίας του χτυπήµατος, στη µισή του δυναµικότητα. Υπάρχουν ακατανόητες πλευρές στο ατύχηµα, αλλά εδώ κανείς δεν έχει την πρόθεση να ερευνήσει στα σοβαρά. Είχα καθίσει εκεί αρκετή ώρα κοιτάζοντας από ψηλά το τοπίο που το έσβηνε ταχύτατα η οµίχλη· ο ασηµένιος καθρέφτης της θάλασσας, τα βράχια και οι φώκιες είχαν εξαφανιστεί µέσα στο γκρίζο της οµίχλης. Τον ∆εκέµβρη υπάρχουν κάποιες φωτεινές µέρες και κάποιες κρύες, όπως αυτή, µε οµίχλη ή µ’ ένα σχεδόν ανεπαίσθητο ψιλόβροχο, που σε ελάχιστα δευτερόλεπτα µπορεί να µετατραπεί σε µπόρα. Εκείνο το Σάββατο είχε ξηµερώσει µε λαµπρό ήλιο, αλλά στη διάρκεια του πρωινού άρχισε να θαµπώνει.

526

527

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Ήταν ο αστυνόµος Αράνα. Τον αναγνώρισα αµέσως, παρά την οµίχλη και την περίεργη εµφάνισή του, γιατί είχε έρθει µεταµφιεσµένος σε Αµερικανό τουρίστα, µε καρό παντελόνι, κασκέτο του µπέιζµπολ και µια κάµερα κρεµασµένη στον ώµο. Ένιωσα µια τεράστια κούραση, µια παγωµένη ηρεµία: έτσι τελείωνε ένας χρόνος που πέρασα κρυµµένη και κυνηγηµένη, ένας χρόνος αβεβαιότητας. «Καλησπέρα, αστυνόµε, σας περίµενα». «Πώς αυτό;» είπε και πλησίασε. Πού να καθίσω να του εξηγώ όσα είχα συµπεράνει απ’ τα µηνύµατα της Νίνι µου κι εκείνος ήδη γνώριζε! Γιατί να του πω ότι εδώ και αρκετό καιρό ένιωθα κάθε αµετάκλητο βήµα που έκανε προς την κατεύθυνσή µου, υπολογίζοντας πόσο χρόνο θα χρειαζόταν να µε φτάσει, περιµένοντας εναγωνίως αυτή τη στιγµή. Στην επίσκεψη που έκανε στην οικογένειά µου στο Μπέρκλεϊ ανακάλυψε τη χιλιανή καταγωγή µας και µετά πρέπει να επιβεβαίωσε την ηµεροµηνία όπου εγκατέλειψα την κλινική αποτοξίνωσης στο Σαν Φρανσίσκο. Με τις διασυνδέσεις του δεν χρειαζόταν και µεγάλη προσπάθεια για να διαπιστώσει ότι είχα ανανεώσει το διαβατήριό µου και να ψάξει τις λίστες των επιβατών εκείνων των ηµερών στις δύο αεροπορικές εταιρίες που πετάνε στη Χιλή. «Αυτή η χώρα είναι πολύ µεγάλη, αστυνόµε. Πώς κατάφερες να εντοπίσεις το Τσιλοέ;» «Από την πείρα. Τα πας καλά, φαίνεται. Την τελευταία φορά που ήµουν µαζί σου στο Λας Βέγκας ζητιάνευες και σ’ έλεγαν Λόρα Μπάρον». Ο τόνος της φωνής του ήταν συµπαθητικός και καθηµερινός, σαν να ζούσαµε µια φυσιολογική κατάσταση. Μου είπε µε λίγα λόγια ότι, αφού έφαγε µε τη Νίνι µου και τον

πατέρα µου, περίµενε για λίγο στο δρόµο και, όπως ακριβώς υπέθετε, τους είδε να βγαίνουν στα πέντε λεπτά. Μπήκε ευκολότατα στο σπίτι, έκανε µια γενική επιθεώρηση, βρήκε το φάκελο µε τις φωτογραφίες που τους είχε φέρει ο Ντάνιελ Γκούντριτς και επιβεβαίωσε την υποψία του ότι µε είχαν κρύψει κάπου µακριά. Μία απ’ τις φωτογραφίες τού τράβηξε την προσοχή. «Ένα σπίτι που το έσερναν βόδια», τον διέκοψα. «Ακριβώς. Κι εσύ έτρεχες µπροστά απ’ τα βόδια. Βρήκα στην Google τη σηµαία που υπήρχε στην κορυφή του σπιτιού, έγραψα “µεταφορά σπιτιού µε βόδια στη Χιλή” και βγήκε το Τσιλοέ. Υπήρχαν διάφορες φωτογραφίες και τρία βίντεο µιας µεταφοράς στο YouTube. Είναι απίστευτο πόσο εύκολη γίνεται οποιαδήποτε έρευνα µ’ έναν υπολογιστή. Ήρθα σ’ επαφή µε αυτούς που είχαν τραβήξει αυτές τις σκηνές κι έτσι έφτασα σε κάποια Φράνσις Γκούντριτς στο Σιάτλ. Της έστειλα ένα µήνυµα ότι είχα σκοπό να επισκεφθώ το Τσιλοέ και θα της χρωστούσα µεγάλη χάρη, αν µου έδινε οποιεσδήποτε πληροφορίες, συζητήσαµε για λίγο και µου είπε ότι δεν είχε πάει εκείνη στο Τσιλοέ, αλλά ο αδελφός της ο Ντάνιελ, και µου έδωσε την ηλεκτρονική του διεύθυνση και το τηλέφωνο. Ο Ντάνιελ δεν απάντησε σε κανένα απ’ τα µηνύµατά µου, αλλά µπήκα στην ηλεκτρονική σελίδα του και βρήκα το όνοµα αυτού του νησιού, όπου είχε περάσει παραπάνω από µια εβδοµάδα στα τέλη Μαΐου». «∆εν υπήρχε όµως καµία αναφορά του σ’ εµένα, αστυνόµε, την έχω δει κι εγώ αυτή τη σελίδα». «Όχι, αλλά τον είδα µαζί σου σε µια από τις φωτογραφίες που βρήκα στο σπίτι της οικογένειάς σου στο Μπέρκλεϊ».

528

529

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Μέχρι εκείνη τη στιγµή µε γαλήνευε η παράλογη ιδέα ότι ο Αράνα δεν µπορούσε να µε αγγίξει στο Τσιλοέ χωρίς εντολή της Ιντερπόλ ή της χιλιανής αστυνοµίας. Αλλά η περιγραφή της περίπλοκης διαδροµής που είχε ακολουθήσει για να µε φτάσει µε γύρισε στην πραγµατικότητα. Αν είχε κάνει τόσες προσπάθειες για να βρει το καταφύγιό µου, σίγουρα είχε τη δικαιοδοσία να µε συλλάβει. Πόσα ήξερε αυτός ο άνθρωπος; Έκανα ενστικτωδώς λίγο πίσω, αλλά εκείνος µε κράτησε χαλαρά απ’ το µπράτσο και µου επανέλαβε το ίδιο που είχε πει και στην οικογένειά µου, ότι το µόνο που ήθελε ήταν να µε βοηθήσει κι ότι έπρεπε να του έχω εµπιστοσύνη. Η αποστολή του ήταν να βρει τα χρήµατα και τις πλάκες, είπε, αφού το µυστικό τυπογραφείο είχε ξηλωθεί, ο Άνταµ Τρέβορ είχε συλληφθεί και είχε κάθε απαραίτητη πληροφορία για την κυκλοφορία των πλαστών δολαρίων. Εκείνος είχε έρθει στο Τσιλοέ από δική του πρωτοβουλία και από επαγγελµατική υπερηφάνεια, γιατί είχε ο ίδιος προτείνει να κλείσει η υπόθεση. Το FBI δεν είχε ιδέα για µένα ακόµη, αλλά µε προειδοποίησε ότι η µαφία που συνδεόταν µε τον Άνταµ Τρέβορ ήθελε πάρα πολύ να βρει τα ίχνη µου, όπως και η αµερικανική κυβέρνηση. «Θα καταλαβαίνεις βέβαια ότι, αν µπόρεσα να σε βρω εγώ, το ίδιο µπορούν κι εκείνοι», είπε. «Κανείς δεν µπορεί να µε συνδέσει µε όλα αυτά», του είπα προκλητικά, αλλά ο τόνος της φωνής µου πρόδωσε το φόβο µου. «Ασφαλώς και µπορούν. Γιατί νοµίζεις ότι αυτοί οι δύο γορίλες, ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης, σε απήγαγαν στο Λας Βέγκας; Και επί τη ευκαιρία, πολύ θα ήθελα να µάθω πώς τους το έσκασες, όχι µόνο µια φορά, αλλά δύο».

«∆εν ήταν και πολύ έξυπνοι, αστυνόµε». Σε κάτι πρέπει να µου χρησίµευσε ότι µεγάλωσα στην ατµόσφαιρα της Λέσχης των Παρανόµων, µε µια γιαγιά παρανοϊκή και έναν Ιρλανδό που µου δάνειζε τα αστυνοµικά του µυθιστορήµατα και µου µάθαινε την απαγωγική µέθοδο του Σέρλοκ Χολµς. Από πού ήξερε ο αστυνόµος Αράνα ότι ο Τζο Μάρτιν και ο Σχιστοµάτης µε κυνήγησαν µετά το θάνατο του Μπράντον Λίµαν; Ή ότι µε απήγαγαν την ίδια µέρα που εκείνος µε πέτυχε να κλέβω ένα βιντεοπαιχνίδι; Η µόνη εξήγηση ήταν ότι την πρώτη φορά είχε δώσει εκείνος εντολές να σκοτώσουν τον Λίµαν κι εµένα, όταν ανακάλυψε ότι τον είχε λαδώσει µε πλαστά χαρτονοµίσµατα, και τη δεύτερη φορά εκείνος τους κάλεσε απ’ το κινητό του για να τους πει πού θα µε βρουν και πώς θα µου αποσπάσουν την πληροφορία για τα υπόλοιπα χρήµατα. Εκείνη την ηµέρα στο Λας Βέγκας, όταν ο αστυνόµος Αράνα µε πήγε σ’ ένα φτηνό εστιατόριο και µου έδωσε δέκα δολάρια, δεν φορούσε στολή, όπως ακριβώς και όταν επισκέφτηκε την οικογένειά µου ή τώρα στο λόφο. Ο λόγος δεν ήταν ότι συνεργαζόταν µυστικά µε το FBI, όπως είχε πει, αλλά ότι τον είχαν εκπαραθυρώσει από την αστυνοµία για διαφθορά. Ήταν ένας από εκείνους που έπαιρναν µίζες κι έκλειναν συµφωνίες µε τον Μπράντον Λίµαν· είχε διασχίσει το µισό κόσµο για τα λεφτά και όχι εξαιτίας κάποιου νεφελώδους καθήκοντος, πόσο µάλλον για να µε βοηθήσει. Υποθέτω ότι απ’ την έκφραση του προσώπου µου ο Αράνα κατάλαβε ότι είχε πει κάτι παραπάνω από ό,τι έπρεπε και αντέδρασε προτού προλάβω να τρέξω στον κατήφορο. Με άρπαξε µε δυο σιδερένιες παλάµες. «∆εν πιστεύω να σκέφτηκες ότι θα φύγω από δω µε

530

531

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

άδεια χέρια, έτσι;» µου είπε απειλητικά. «Θα µου δώσεις αυτό που ζητάω µε το καλό ή µε το άγριο, θα προτιµούσα όµως να µη σε βλάψω. Θα µπορούσαµε να καταλήξουµε σε µια συµφωνία». «Τι συµφωνία;» τον ρώτησα κατατροµοκρατηµένη. «Τη ζωή σου και την ελευθερία σου. Θα κλείσω την υπόθεση, το όνοµά σου δεν θα εµφανιστεί στην έρευνα και κανείς δεν πρόκειται να σε κυνηγήσει. Επιπλέον, θα σου δώσω το 20% των χρηµάτων. Όπως βλέπεις, είµαι γενναιόδωρος». «Ο Μπράντον Λίµαν φύλαγε δύο τσάντες µε χρήµατα σε µια αποθήκη στο Μπίτι, αστυνόµε. Εγώ τις πήρα και έκαψα το περιεχόµενό τους στην έρηµο Μοχάβε, γιατί φοβόµουν ότι θα µε κατηγορήσουν για συνενοχή. Σας τ’ ορκίζοµαι, αυτή είναι η αλήθεια!» «Με περνάς για ηλίθιο; Τα χρήµατα! Και τις πλάκες;» «Τις πέταξα στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο». «∆εν σε πιστεύω! Πουτάνα του κερατά! Θα σε καθαρίσω!» µου φώναξε τραντάζοντάς µε. «∆εν έχω ούτε τα γαµηµένα λεφτά σου ούτε τις γαµηµένες πλάκες σου!» Ο Φάκιν άρχισε πάλι να γρυλίζει απειλητικά, αλλά ο Αράνα του έριξε µια βίαιη κλοτσιά και τον τίναξε µακριά. Ήταν άντρας µυώδης, εκπαιδευµένος στις πολεµικές τέχνες και συνηθισµένος στις βίαιες καταστάσεις, αλλά κι εγώ δεν είµαι καµιά χτεσινή και δεν κάθισα να τις φάω αδιαµαρτύρητα. Ήξερα ότι σε καµία περίπτωση δεν θα µε άφηνε ζωντανή ο Αράνα. Από παιδί έπαιζα ποδόσφαιρο κι έχω γερά πόδια. Του έριξα µια κλοτσιά στα αχαµνά, αλλά εκείνος πρόβλεψε την κίνησή µου και γύρισε στο πλάι για να την αποφύγει, µε αποτέλεσµα να τον πετύχω στο πόδι. Αν φορού-

σα κανονικά παπούτσια και όχι σανδάλια, θα του είχα σπάσει το κόκαλο, τώρα όµως, µε τη φόρα που είχε το πόδι µου, έσπασα τα δάχτυλα του ποδιού µου κι ο πόνος εισέβαλε στο κρανίο µου σαν γλώσσα φωτιάς. Ο Αράνα εκµεταλλεύτηκε την ευκαιρία, για να µου κόψει την ανάσα µε µια γροθιά στο στοµάχι, µετά βρέθηκε από πάνω µου και δεν θυµάµαι πια τίποτε άλλο, µπορεί να µε ζάλισε µε άλλο χτύπηµα στο πρόσωπο, γιατί η µύτη µου είναι σπασµένη και θα πρέπει να αντικαταστήσω τα δόντια που έχασα. Είδα το θαµπό πρόσωπο του παππού µου µπροστά σ’ ένα λευκό και διάφανο φόντο, τεράστια κοµµάτια λευκής γάζας να ανεµίζουν στο αεράκι, ένα νυφικό, την ουρά ενός κοµήτη. Είµαι νεκρή, σκέφτηκα, ευτυχισµένη, και εγκαταλείφθηκα στην αγαλλίαση που ένιωθα καθώς ανέβαινα µαζί µε τον παππού µου προς τον ουρανό µέσα απ’ το κενό, ανάλαφρη, χαλαρή. Ο Χουανίτο Κοράλες και ο Πέδρο Πελαντσουγκάι διαβεβαιώνουν ότι δεν υπήρχε κανείς µαύρος κύριος µε καπέλο εκεί, λένε ότι ξύπνησα για µια στιγµή, ακριβώς την ώρα που προσπαθούσαν να µε σηκώσουν, αλλά λιποθύµησα ξανά. Συνήλθα απ’ την αναισθησία στο νοσοκοµείο του Κάστρου, µε τον Μανουέλ δίπλα µου, την Μπλάνκα στην άλλη πλευρά και το χωροφύλακα Λαουρένσιο Κάρκαµο στα πόδια του κρεβατιού. «Όταν µπορέσετε, όχι τώρα, κυριούλα, θα ’θελα να µου δώσετε µερικές απαντήσεις σε κάποιες ερωτησούλες, ε, τι λέτε;» ήταν ο εγκάρδιος χαιρετισµός του. ∆εν µπόρεσα να κάνω κάτι τέτοιο παρά δύο µέρες αργότερα, απ’ ό,τι φαίνεται το χτύπηµα µου είχε κάνει σοβαρή ζηµιά.

532

533

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

Η έρευνα των χωροφυλάκων κατέληξε ότι ένας τουρίστας που δεν µιλούσε ισπανικά έφτασε στο νησί µετά την κηδεία της δόνας Λουσίντα, πήγε στην Ταβέρνα του Πεθαµένου, όπου είχε µαζευτεί όλο το νησί, και έδειξε µια φωτογραφία µου στον πρώτο που είδε µπροστά του, τον Χουανίτο Κοράλες. Το αγόρι τού έδειξε το στενό ανηφορικό µονοπάτι του σπηλαίου και ο τουρίστας ξεκίνησε προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Χουανίτο Κοράλες πήγε να βρει το φίλο του, τον Πέδρο Πελαντσουγκάι, και µαζί αποφάσισαν από περιέργεια να τον ακολουθήσουν. Στην κορυφή του λόφου άκουσαν τον Φάκιν να γαβγίζει κι αυτό τους οδήγησε στο σηµείο όπου στεκόµουν µε τον ξένο και έφτασαν ακριβώς την ώρα που έγινε το δυστύχηµα, αν και από την απόσταση και µε την οµίχλη δεν ήταν καθόλου σίγουροι γι’ αυτό που έβλεπαν. Αυτό εξηγούσε ότι έδιναν αντιφατικές λεπτοµέρειες. Απ’ ό,τι είπαν, ο άγνωστος κι εγώ ήµασταν σκυµµένοι στην άκρη του γκρεµού και κοιτάζαµε το σπήλαιο, εκείνος σκόνταψε, εγώ προσπάθησα να τον κρατήσω, χάσαµε την ισορροπία µας και εξαφανιστήκαµε. Από ψηλά, η πυκνή οµίχλη δεν επέτρεπε να δουν πού πέσαµε και, καθώς δεν απαντούσαµε στις φωνές τους, τα δύο παιδιά κατέβηκαν πατώντας στις προεξοχές και στις ρίζες του γκρεµού. Το είχαν κάνει και πριν και η επιφάνεια ήταν λίγο-πολύ στεγνή· αυτό διευκόλυνε την κάθοδό τους, γιατί, όταν είναι η επιφάνεια υγρή, γίνεται εξαιρετικά γλιστερή. Πλησίασαν προσεκτικά, έχοντας το φόβο για τις φώκιες, αλλά οι περισσότερες είχαν πέσει στο νερό, ανάµεσά τους και ο αρσενικός που κατά κανόνα επέβλεπε το χαρέµι του από κάποιο βράχο. Ο Χουανίτο εξήγησε ότι µε βρήκε πεσµένη στη στενή λωρίδα της άµµου ανάµεσα στην είσοδο του σπηλαίου και

στη θάλασσα, και ότι ο άντρας είχε προσγειωθεί επάνω στα βράχια και ήταν µε το µισό σώµα στο νερό. Ο Πέδρο δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι είδε το κορµί του άντρα, τρόµαξε τόσο πολύ που µε είδε γεµάτη αίµατα, ώστε δεν µπορούσε να σκεφτεί, είπε. Προσπάθησε να µε σηκώσει, αλλά ο Χουανίτο θυµήθηκε τα µαθήµατα πρώτων βοηθειών της Λιλιάνα Τρεβίνιο, αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο να µη µε µετακινήσουν και έστειλε τον Πέδρο να φέρει βοήθεια, ενώ εκείνος έµεινε µαζί µου, στηρίζοντάς µε, ανήσυχος γιατί η παλίρροια θα µπορούσε να µας φτάσει. ∆εν του πέρασε καθόλου απ’ το µυαλό η ιδέα να βοηθήσει τον άντρα, συµπέρανε ότι ήταν νεκρός, γιατί κανείς δεν µπορούσε να επιβιώσει από ένα τέτοιο πέσιµο στα βράχια. Ο Πέδρο σκαρφάλωσε σαν πίθηκος τον απότοµο βράχο και έτρεξε ως το τµήµα της χωροφυλακής, όπου δεν βρήκε κανέναν, κι από κει πήγε να σηµάνει συναγερµό στην Ταβέρνα του Πεθαµένου. Σε ελάχιστα λεπτά οργανώθηκε η διάσωση, κάµποσοι άντρες πήγαν ως το λόφο και κάποιος ανακάλυψε και τους χωροφύλακες, οι οποίοι έφτασαν µε το τζιπ τους και ανέλαβαν το συντονισµό της επιχείρησης. ∆εν προσπάθησαν να µε ανεβάσουν µε σχοινιά, όπως πρότειναν κάποιοι που είχαν πιει λίγο παραπάνω, γιατί αιµορραγούσα έντονα. Κάποιος έβγαλε το πουκάµισό του και µου τύλιξαν µ’ αυτό το κεφάλι, ενώ κάποιοι άλλοι έφτιαξαν ένα πρόχειρο φορείο· ταυτόχρονα έφτανε ένα πλοιάριο για βοήθεια, το οποίο άργησε λίγο, γιατί έπρεπε να κάνει το γύρο του µισού νησιού. Άρχισαν να αναζητούν το άλλο θύµα δυο ώρες αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε η προσπάθεια να µε µεταφέρουν, αλλά τότε είχε ήδη σκοτεινιάσει και αναγκάστηκαν να περιµένουν µέχρι την επόµενη µέρα. Η αναφορά των δύο χωροφυλάκων διαφέρει από τις δια-

534

535

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

πιστώσεις της έρευνάς τους και είναι µνηµείο παραλείψεων:

θηκε απ’ το ρεύµα στα ανοιχτά και δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί. Οι υπογράφοντες υπαστυνόµοι παρακαλούν για µια ακόµη φορά να τοποθετηθεί κιγκλίδωµα ασφαλείας στον αποκαλούµενο Γκρεµό της Πινκόγια λόγω της επικινδυνότητας που παρουσιάζει, πριν χάσουν τη ζωή τους και άλλες κυρίες και άλλοι τουρίστες, προξενώντας σοβαρή βλάβη στην τουριστική εικόνα του εν λόγω νησιού.

Οι υπογράφοντες υπαστυνόµοι Λαουρένσιο Κάρκαµο Χιµένες και Ουµίλδε Γκαράι Ρανκιλέο βεβαιώνουν ότι κατά τη χθεσινή ηµέρα, Σάββατο 5 ∆εκεµβρίου 2009, βοήθησαν την Αµερικανίδα υπήκοο Μάγια Βιδάλ, από την Καλιφόρνια, προσωρινή κάτοικο του χωριού µας, η οποία έπεσε στον αποκαλούµενο Γκρεµό της Πινκόγια, στα βορειοανατολικά του νησιού. Η εν λόγω κυρία βρίσκεται την παρούσα στιγµή στο νοσοκοµείο του Κάστρου, όπου µεταφέρθηκε από ελικόπτερο του ναυτικού, το οποίο ζήτησαν οι υποφαινόµενοι και η κατάστασή της περιγράφεται ως σταθερή. Το θύµα του δυστυχήµατος ανακαλύφθηκε από τον εντεκάχρονο ανήλικο Χουάν Κοράλες και τον δεκατετράχρονο Πέδρο Πελαντσουγκάι, κατοίκους του εν λόγω νησιού, οι οποίοι έτυχαν να βρεθούν στον εν λόγω γκρεµό. Κατά τη διεξοδική ανάκριση, οι εν λόγω µάρτυρες είπαν ότι είδαν να πέφτει και άλλο ένα υποτιθέµενο θύµα, ένας επισκέπτης απ’ το εξωτερικό, αρσενικού γένους. Ανακαλύφθηκε µια φωτογραφική µηχανή σε κακή κατάσταση στους βράχους της αποκαλούµενης σπηλιάς της Πινκόγια. Με δεδοµένο ότι η εν λόγω κάµερα ήταν µάρκας Canon, οι υποφαινόµενοι συµπεραίνουν ότι το θύµα ήταν τουρίστας. Χωροφύλακες του Μεγάλου Νησιού ερευνούν την ώρα αυτή την ταυτότητα του εν λόγω ξένου. Οι ανήλικοι Κοράλες και Πελαντσουγκάι πιστεύουν ότι τα δύο θύµατα έπεσαν στον εν λόγω γκρεµό, αλλά, επειδή η ορατότητα ήταν περιορισµένη λόγω οµίχλης, δεν είναι σίγουροι. Η κυρία Μάγια Βιδάλ έπεσε στην άµµο, αλλά ο κύριος τουρίστας έπεσε στα βράχια και πέθανε λόγω πρόσκρουσης. Όταν ανέβηκε η παλίρροια, το σώµα παρασύρ-

Ούτε λέξη για το γεγονός ότι ο ξένος έψαχνε να µε βρει µε µια φωτογραφία µου στο χέρι. Ούτε αναφέρεται το γεγονός ότι ποτέ δεν έχει έρθει στο νησάκι µας τουρίστας από δική του πρωτοβουλία, αφού ελάχιστα πράγµατα υπάρχουν για να δει, αν εξαιρέσουµε το κουράντο· πάντα φτάνουν οµαδικά µέσω των πρακτορείων του οικοτουρισµού. Κι όµως, κανείς δεν αµφισβήτησε την έκθεση των χωροφυλάκων, ίσως γιατί δεν θέλουν περιττές φασαρίες στο νησί. Κάποιοι λένε ότι τον πνιγµένο πρέπει να τον έφαγαν οι σολοµοί και µια απ’ αυτές τις µέρες δεν αποκλείεται να ξεβραστούν τα κόκαλά του γυµνά στην παραλία, ενώ άλλοι είναι πεπεισµένοι ότι τον περιµάζεψε το Καλεούτσε, το πλοίο-φάντασµα, οπότε δεν πρόκειται να βρούµε ούτε το καπέλο του µπέιζµπολ που φορούσε. Οι χωροφύλακες ανέκριναν τα παιδιά στο τµήµα, παρουσία της Λιλιάνα Τρεβίνιο και του Αουρέλιο Νιανκουπέλ, οι οποίοι πήγαν µαζί τους για ηθική υποστήριξη, και µε καµιά δεκαριά νησιώτες µαζεµένους στην αυλή να περιµένουν την ετυµηγορία, µε επικεφαλής την Εντουβίχις Κοράλες, η οποία βγήκε από τη συναισθηµατική τρύπα, όπου είχε χωθεί µετά την αποβολή της Ασουσένα, πέταξε τα µαύρα και έγινε µαχητική αµαζόνα. Τα αγόρια δεν

536

537

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µπόρεσαν να προσθέσουν τίποτε σ’ αυτά που είχαν ήδη δηλώσει. Ο χωροφύλακας Λαουρένσιο Κάρκαµο ήρθε στο νοσοκοµείο για να µου πάρει κατάθεση, αλλά παρέλειψε την υπόθεση της φωτογραφίας, µια λεπτοµέρεια που θα µπορούσε να δηµιουργήσει περιπλοκές στο δυστύχηµα. Την ανάκρισή του έκανε δύο µέρες µετά τα γεγονότα και στο µεταξύ ο Μανουέλ Αρίας µε είχε δασκαλέψει και µε είχε βάλει να µάθω απέξω τη µοναδική απάντηση που έπρεπε να του δώσω: ήµουν σκοτισµένη από το χτύπηµα του κεφαλιού και δεν θυµόµουν το περιστατικό. ∆εν χρειάστηκε όµως να πω ψέµατα, γιατί ο χωροφύλακας δεν µε ρώτησε καν αν γνώριζα τον υποτιθέµενο τουρίστα, το µόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι λεπτοµέρειες του εδάφους και της πτώσης για την υπόθεση του κιγκλιδώµατος ασφαλείας που εδώ και πέντε χρόνια ζητάει απ’ τις Αρχές. «Ο υποφαινόµενος, πιστός υπηρέτης της πατρίδας, είχε ειδοποιήσει τους ανωτέρους του για την επικινδυνότητα της εν λόγω κατωφέρειας, αλλά τι να κάνουµε, κυρία µου, πρέπει πρώτα να πέσει και να σκοτωθεί κάποιος αθώος ξένος, για να δώσουν σηµασία και σ’ εµάς». Σύµφωνα µε τον Μανουέλ, το χωριό ολόκληρο θα αναλάβει να θολώσει τα νερά και να θάψει το περιστατικό του ατυχήµατος για να απαλλάξει τα παιδιά κι εµένα από οποιαδήποτε υποψία. ∆εν θα ήταν η πρώτη φορά που έχοντας να διαλέξουν ανάµεσα στην απλή αλήθεια, η οποία σε µερικές περιπτώσεις δεν ευνοεί κανέναν, και σε µια διακριτική σιωπή, η οποία µπορεί να βοηθήσει δικούς τους ανθρώπους, επιλέγουν το δεύτερο.

τη δική µου εκδοχή των περιστατικών, χωρίς να παραλείψω την πάλη σώµα µε σώµα µε τον Αράνα, αλλά του ορκίστηκα ότι δεν θυµάµαι καθόλου πώς κυλήσαµε και οι δύο στον γκρεµό· τουναντίον, θυµάµαι ότι ήµασταν µακριά από το χείλος. Έχω τριβελίσει χίλιες φορές αυτήν τη σκηνή στο κεφάλι µου, χωρίς να µπορώ να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη. Αφού µε ζάλισε µε τα χτυπήµατά του, ο Αράνα µπορεί να συµπέρανε ότι δεν είχα τις πλάκες και ότι έπρεπε να µε εξαφανίσει, γιατί ήξερα πολλά. Αποφάσισε να µε ρίξει στον γκρεµό, αλλά δεν είµαι καθόλου ελαφριά και πάνω στην προσπάθεια έχασε την ισορροπία του ή ίσως του επιτέθηκε ο Φάκιν από πίσω και έπεσε µαζί µου. Η κλοτσιά πρέπει να ζάλισε το σκύλο για µερικά λεπτά, αλλά ξέρουµε ότι συνήλθε σχεδόν αµέσως, γιατί την προσοχή των παιδιών τράβηξαν τα γαβγίσµατά του. Χωρίς το σώµα του Αράνα, το οποίο θα µπορούσε να δώσει κάποια στοιχεία, ή τη συνεργασία των παιδιών, τα οποία φαίνονται αποφασισµένα να σιωπήσουν, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να απαντηθούν αυτά τα ερωτήµατα. Επίσης, δεν µπορώ να καταλάβω πώς η θάλασσα πήρε µόνο εκείνον, αφού και οι δύο βρισκόµασταν στο ίδιο σηµείο, µπορεί όµως να υποτιµώ τα θαλάσσια ρεύµατα του Τσιλοέ. «∆εν θεωρείς ότι τα παιδιά είχαν κάποια ανάµειξη σ’ αυτό, Μανουέλ;» «Πώς δηλαδή;» «Μπορεί, ας πούµε, να έσυραν το σώµα του Αράνα στο νερό για να το πάρει η θάλασσα». «Και γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;» «Γιατί µπορεί εκείνοι να τον έσπρωξαν στον γκρεµό, όταν είδαν ότι σκόπευε να µε σκοτώσει». «Αυτό να το βγάλεις απ’ το µυαλό σου, Μάγια, και να

Όταν βρεθήκαµε µόνοι µε τον Μανουέλ Αρίας, του είπα

538

539

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

µην το ξαναπείς ούτε για πλάκα, γιατί µπορεί να καταστρέψεις τις ζωές του Χουανίτο και του Πέδρο», µε προειδοποίησε. «Θα ήθελες κάτι τέτοιο;» «Εννοείται πως όχι, Μανουέλ, θα ήταν όµως καλό να ξέρω την αλήθεια». «Η αλήθεια είναι ότι ο παππούς σου σε έσωσε απ’ τον Αράνα κι απ’ το να πέσεις στα βράχια. Αυτή είναι η εξήγηση, µη ρωτάς τίποτε άλλο». Ψάχνουν µέρες τώρα το πτώµα µε συντονισµένες ενέργειες της ακτοφυλακής και του ναυτικού. Έφεραν ελικόπτερα, έστειλαν πλοία, έριξαν δίχτυα και κατέβασαν δύτες στο βυθό, οι οποίοι δεν βρήκαν τον πνιγµένο, αλλά µια µοτοσικλέτα του 1930, γεµάτη όστρακα, σαν σουρεαλιστικό γλυπτό, το οποίο θα αποτελέσει ασφαλώς το πιο αξιοθέατο έκθεµα του µουσείου του νησιού µας. Ο Ουµίλντε Γκαράι εξέτασε την ακτή σπιθαµή προς σπιθαµή µαζί µε τον Λίβινγκστον, χωρίς να βρει κανένα ίχνος του δυστυχισµένου τουρίστα. Υποτίθεται ότι ήταν ένας κάποιος Ντόναλντ Ρίτσαρντς, γιατί ένας Αµερικανός µε αυτό το όνοµα κατέλυσε για δύο νύχτες στο ξενοδοχείο Η Γαλάζια Γαλέρα της Ανκούδ, κοιµήθηκε την πρώτη νύχτα και µετά εξαφανίστηκε. ∆εδοµένου ότι δεν επέστρεψε, ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ο οποίος είχε διαβάσει την είδηση για το δυστύχηµα στον τοπικό Τύπο, υπέθεσε ότι µπορεί να ήταν το ίδιο πρόσωπο και ειδοποίησε τους χωροφύλακες. Στη βαλίτσα βρέθηκαν ρούχα, ένας φωτογραφικός φακός µάρκας Canon κι ένα διαβατήριο στο όνοµα Ντόναλντ Ρίτσαρντς, βγαλµένο στο Φοίνιξ της Αριζόνα το 2009, ολοκαίνουργιο, µε µια µοναδική διεθνή σφραγίδα, αυτή της εισόδου στη Χιλή στις 4 ∆εκεµβρίου, την ηµέρα πριν από το δυστύχηµα. Σύµφωνα µε το έντυπο εισόδου στη χώρα,

σκοπός του ταξιδιού ήταν ο τουρισµός. Αυτός ο Ρίτσαρντς έφτασε στο Σαντιάγο, πήρε αεροπλάνο για το Πουέρτο Μοντ την ίδια µέρα, κοιµήθηκε µια νύχτα στο ξενοδοχείο της Ανκούδ και σχεδίαζε να φύγει το πρωί της µεθεπόµενης µέρας· µια διαδροµή ανεξήγητη, γιατί κανείς δεν ταξιδεύει απ’ την Καλιφόρνια στο Τσιλοέ για να µείνει εκεί τριάντα οχτώ ώρες. Το διαβατήριο επιβεβαιώνει τη θεωρία µου ότι ο Αράνα είχε µπει στο στόχαστρο της αστυνοµίας του Λας Βέγκας και δεν µπορούσε να εγκαταλείψει τις Ηνωµένες Πολιτείες µε το πραγµατικό του όνοµα. Το να βρει ψεύτικο διαβατήριο ήταν πολύ εύκολο γι’ αυτόν. Κανείς από το αµερικανικό προξενικό γραφείο δεν έκανε τον κόπο να έρθει ως το νησί και να ρίξει µια µατιά, αρκέστηκαν στις επίσηµες εκθέσεις της χωροφυλακής. Αν έκαναν τον κόπο να αναζητήσουν την οικογένεια του νεκρού για να την ειδοποιήσουν, σίγουρα δεν θα βρήκαν τίποτε, γιατί ανάµεσα στα τριακόσια εκατοµµύρια κατοίκων των ΗΠΑ πρέπει να υπάρχουν πολλές χιλιάδες µε το συνηθισµένο επίθετο Ρίτσαρντς. ∆εν υπάρχει καµία ορατή σχέση ανάµεσα στον Αράνα και σ’ εµένα. Έµεινα στο νοσοκοµείο ως την Παρασκευή, και το Σάββατο, 12 του µηνός, µε πήγαν στο σπίτι του δον Λίονελ Σνάκε, όπου µε δέχτηκαν περίπου σαν ηρωίδα πολέµου. Ήµουν κατατσακισµένη, µε είκοσι τρία ράµµατα στο δέρµα της κεφαλής και υποχρεωµένη να είµαι ξαπλωµένη ανάσκελα, χωρίς µαξιλάρι και στο µισοσκόταδο, εξαιτίας της διάσεισης. Στο χειρουργείο µού είχαν ξυρίσει το µισό κεφάλι για να µπορέσουν να µε ράψουν, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται το ’χει η µοίρα µου να κυκλοφορώ µε το κεφάλι ξυρισµένο. Από το προηγούµενο κούρεµα του Σεπτεµβρίου

540

541

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

τα µαλλιά µου είχαν βγει τρία εκατοστά κι έτσι ανακάλυψα το φυσικό µου χρώµα, κίτρινο σαν το Volkswagen της γιαγιάς µου. Το πρόσωπό µου ήταν ακόµα πρησµένο, αλλά µε είχε ήδη δει η οδοντίατρος του Μιγιαλόµπο, µια κυρία µε γερµανικό επίθετο, µακρινή συγγενής των Σνάκε. (Υπάρχει άραγε κανείς σ’ αυτή τη χώρα που να µην είναι συγγενής των Σνάκε;) Η οδοντίατρος έδειξε διατεθειµένη να αντικαταστήσει τα σπασµένα µου δόντια. Η γνώµη της ήταν ότι θα ήταν καλύτερα απ’ τα γνήσια και προσφέρθηκε να µου κάνει καθαρισµό των υπολοίπων δωρεάν, σαν φόρο τιµής στον Μιγιαλόµπο, ο οποίος την είχε βοηθήσει να πάρει δάνειο απ’ την τράπεζα. Η ανταλλακτική οικονοµία στην καθαρή της µορφή και η ωφεληµένη ήµουν εγώ. Με εντολή του γιατρού έπρεπε να µείνω στο κρεβάτι σε απόλυτη ησυχία, αλλά οι επισκέψεις ακολουθούσαν η µια την άλλη· έφτασαν οι όµορφες µάγισσες της καλύβας, µια απ’ αυτές µε το µωρό της, η οικογένεια Σνάκε σύσσωµη, φίλοι του Μανουέλ κα της Μπλάνκα, η Λιλιάνα Τρεβίνιο και ο αγαπηµένος της, ο γιατρός Πεδράσα, πολύς κόσµος απ’ το νησί, οι ποδοσφαιριστές µου και ο πατέρας Λουσιάνο Λιόν. «Ήρθα για να σου φέρω την τελευταία µετάληψη, γκρινγκουλίτσα», είπε γελώντας και µου έδωσε ένα πακετάκι σοκολατάκια. Μου διευκρίνισε ότι τώρα το µυστήριο αυτό ονοµάζεται πλέον µετάληψη ασθενών και δεν είναι απαραίτητο να έχει φτάσει κανείς στην επιθανάτια αγωνία για να του το δώσουν. «Τώρα µε καθησυχάσατε, πάτερ», του απάντησα. Εκείνη την Κυριακή παρακολούθησα τις προεδρικές εκλογές απ’ το κρεβάτι µου, µε τον Μιγιαλόµπο καθισµένο στα

πόδια µου, ενθουσιασµένο όσο δεν παίρνει και τύφλα στο µεθύσι, γιατί ο υποψήφιός του, ο συντηρητικός πολυεκατοµµυριούχος Σεµπαστιάν Πινιέρα, µπορεί να κερδίσει· ο Μιγιαλόµπο, για να γιορτάσει το γεγονός, κατανάλωσε µόνος του µια ολόκληρη µποτίλια σαµπάνια. Μου πρόσφερε ένα ποτηράκι και εκµεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να του πω ότι δεν µπορώ να το πιω γιατί είµαι αλκοολική. «Τι κρίµα, γκρινγκουλίτσα! Αυτό είναι χειρότερο κι απ’ το να είσαι χορτοφάγος», φώναξε στενοχωρηµένος. Κανείς από τους υποψηφίους δεν συγκέντρωσε αρκετές ψήφους, οπότε θα γίνει δεύτερος γύρος τον Ιανουάριο, αλλά ο Μιγιαλόµπο µε διαβεβαιώνει ότι ο φίλος του θα κερδίσει σίγουρα. Οι εξηγήσεις του στα πολιτικά ζητήµατα µε µπερδεύουν λιγάκι. Θαυµάζει τη σοσιαλίστρια πρόεδρο Μισέλ Μπατσελέτ γιατί έχει φτιάξει µια καταπληκτική κυβέρνηση και είναι κυρία µε τα όλα της, απεχθάνεται όµως τα κόµµατα της Κεντροαριστεράς, τα οποία κυβερνούν είκοσι χρόνια τώρα, οπότε είναι πια η σειρά της ∆εξιάς να πάρει την εξουσία. Επιπλέον, ο καινούργιος πρόεδρος είναι φίλος του κι αυτό είναι πάρα πολύ σηµαντικό στη Χιλή, όπου τα πάντα ρυθµίζονται µε διασυνδέσεις και συγγενολόγια. Το αποτέλεσµα της ψηφοφορίας απογοήτευσε τον Μανουέλ, µεταξύ άλλων γιατί ο Πινιέρα έκανε την περιουσία του υπό την προστασία της δικτατορίας του Πινοσέτ, αλλά σύµφωνα µε την Μπλάνκα τα πράγµατα δεν θ’ αλλάξουν πολύ. Αυτή η χώρα είναι η πιο αναπτυγµένη οικονοµικά και η πιο σταθερή της Λατινικής Αµερικής και ο καινούργιος πρόεδρος θα ήταν εντελώς ηλίθιος εάν επιχειρούσε να κάνει µεταρρυθµίσεις και καινοτοµίες. Και ο Πινιέρα µόνο χαζός δεν είναι· αντίθετα, είναι ικανός και δαιµόνιος. Ο Μανουέλ πήρε τηλέφωνο τη γιαγιά µου και τον πα-

542

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

τέρα µου για να τους µιλήσει για το ατύχηµά µου, χωρίς να τους ανησυχήσει µε περιττές λεπτοµέρειες σχετικά µε την κατάσταση της υγείας µου, κι εκείνοι αποφάσισαν ότι θα έρθουν να περάσουν τα Χριστούγεννα µαζί µας. Η Νίνι µου έχει αναβάλει παραπάνω απ’ ό,τι πρέπει την επανασύνδεση µε τη χώρα της και ο πατέρας µου σχεδόν δεν τη θυµάται. Είναι πια καιρός να έρθουν. Μπόρεσαν να µιλήσουν µε τον Μανουέλ, χωρίς να µπερδεύονται µε συνθηµατικά και κωδικούς, αφού µε το θάνατο του Αράνα εξαφανίζεται ο κίνδυνος και ήδη δεν είµαι υποχρεωµένη να κρύβοµαι· µπορώ δηλαδή να επιστρέψω στο σπίτι µου, µόλις καταφέρω να σταθώ στα πόδια µου. Είµαι ελεύθερη.

Τελευταίες σελίδες Πριν από ένα χρόνο, την οικογένειά µου την αποτελούσε ένας νεκρός, ο παππούς µου, και τρεις ζωντανοί, η γιαγιά µου, ο πατέρας µου και ο Μάικ Ο’Κέλι, ενώ τώρα διαθέτω µια ολόκληρη φυλή, αν και είµαστε λίγο σκόρπιοι. Έτσι το ερµήνευσα στα αξέχαστα Χριστούγεννα που µόλις περάσαµε στο κυπαρισσόσπιτο χωρίς πόρτες των Γκουαλτέκας. Ήταν η πέµπτη µέρα µου στο νησί µας µετά την ανάρρωσή µου, για µια βδοµάδα, στο σπίτι του Μιγιαλόµπο. Η Νίνι µου και ο πατέρας µου είχαν φτάσει την προηγούµενη µέρα µε τέσσερις βαλίτσες, γιατί τους ζήτησα να µου φέρουν βιβλία, δύο µπάλες ποδοσφαίρου και εκπαιδευτικό υλικό για το σχολείο, DVD µε τις ταινίες του Χάρι Πότερ και άλλα δώρα για τον Χουανίτο και τον Πέδρο, και ένα PC για τον Μανουέλ, που θα τους τα πληρώσω εν καιρώ όπως µπορέσω. Ήθελαν να πάνε σε ξενοδοχείο, λες κι είχαν φτάσει στο Παρίσι· το µόνο που υπάρχει στο νησί είναι ένα εντελώς ανθυγιεινό δωµάτιο πάνω από ένα ψαράδικο. Με αυτό το δεδοµένο, η Νίνι µου κι εγώ κοιµηθήκαµε στο κρεβάτι του Μανουέλ, ο πατέρας µου στο

544

545

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

ΤΟ ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ ΤΗΣ ΜΑΓΙΑ

δικό µου και ο Μανουέλ πήγε να µείνει µε την Μπλάνκα. Με το πρόσχηµα του ατυχήµατος και της υποχρεωτικής ανάπαυσης, δεν µου επιτρέπουν να κάνω τίποτε και µε κανακεύουν σαν βυζανιάρικο. Η όψη µου είναι ακόµα τροµακτική, τα µάτια µελανά, η µύτη σαν µελιτζάνα κι έχω κι ένα τεράστιο σηµάδι στο κρανίο, εκτός απ’ τα σπασµένα δάχτυλα του ποδιού µου και τις µελανιές στο σώµα, οι οποίες έχουν αρχίσει να γίνονται πράσινες· έχω όµως ήδη προσωρινά δόντια. Στο αεροπλάνο, η Νίνι µου είπε στο γιο της την αλήθεια σχετικά µε τον Μανουέλ Αρίας. Με τη ζώνη ασφαλείας να τον σφίγγει, ο πατέρας µου δεν µπορούσε να κάνει σκηνή, πιστεύω όµως ότι δεν θα το συγχωρήσει εύκολα στη µητέρα του ότι τον κράτησε στο σκοτάδι για σαράντα τέσσερα χρόνια. Η συνάντηση του Μανουέλ και του πατέρα µου ήταν πολιτισµένη, έδωσαν τα χέρια, µετά ένα µουδιασµένο και δειλό αγκάλιασµα, χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις. Τι θα µπορούσαν να πουν; Θα πρέπει να γνωριστούν καλύτερα τις µέρες που θα περάσουµε µαζί και, αν υπάρχει κάποια συνάφεια, να καλλιεργήσουν µια φιλία στο µέτρο που το επιτρέπει η απόσταση. Από το Μπέρκλεϊ στο Τσιλοέ η απόσταση είναι σαν να πηγαίνεις απ’ τη Γη στη Σελήνη. Βλέποντάς τους µαζί, συνειδητοποίησα πόσο µοιάζουν: σε τριάντα χρόνια ο πατέρας µου θα είναι ένας ωραίος γεράκος όπως ο Μανουέλ. Η επανασύνδεση της Νίνι µου µε τον Μανουέλ, τον παλιό εραστή της, ήταν κι εκείνη τυπική και χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο: δυο χλιαρά φιλιά στα µάγουλα, όπως κάνουν οι Χιλιανοί, και αυτό ήταν όλο. Η Μπλάνκα Σνάκε τούς παρακολουθούσε άγρυπνη, αν και την είχα προειδοποιήσει ότι η γιαγιά µου είναι πάρα πολύ ξεχασιάρα και σίγουρα δεν

θυµόταν τίποτε από τον παθιασµένο έρωτά της για τον Μανουέλ Αρίας. Η Μπλάνκα και ο Μανουέλ ετοίµασαν το δείπνο των Χριστουγέννων –µόνο αρνάκι, χωρίς σολοµό– και η Νίνι µου στόλισε το σπίτι µε το αναµενόµενο κιτς, χριστουγεννιάτικα φωτάκια και χάρτινες σηµαιούλες που περίσσεψαν από τις πατριωτικές γιορτές. Μας έλειπε πάρα πολύ ο Μάικ Ο’Κέλι, ο οποίος έχει περάσει όλα του τα Χριστούγεννα µε την οικογένειά µου από τότε που γνωρίστηκε µε τη Νίνι µου. Στο τραπέζι διακόπταµε ο ένας τον άλλον κάθε τόσο, για να αφηγηθούµε όλα όσα µας είχαν συµβεί. Γελάσαµε πάρα πολύ και η καλή διάθεση µας έφτασε µέχρι το σηµείο να κάνουµε µια πρόποση για τον Ντάνιελ Γκούντριτς. Η Νίνι µου είχε τη γνώµη ότι, µόλις φύτρωνε ξανά το µαλλί µου, θα έπρεπε να πάω να σπουδάσω στο πανεπιστήµιο του Σιάτλ· έτσι θα µπορούσα να πιάσω στα βρόχια µου αυτόν τον παµπόνηρο χίπη, αλλά ο Μανουέλ και η Μπλάνκα ένιωσαν φρίκη στην ιδέα και µόνο, η οποία τους φαίνεται µοιραία, γιατί έχω πολλά πράγµατα να ξεδιαλύνω µέσα µου προτού επιστρέψω στα βαθιά νερά του έρωτα. «Έτσι πρέπει, αλλά σκέφτοµαι τον Ντάνιελ συνεχώς», τους ανακοίνωσα και παραλίγο να ξαναβάλω τα κλάµατα. «Θα σου περάσει, Μάγια. Οι εραστές ξεχνιούνται σ’ ένα πετάρισµα του µατιού», είπε η Νίνι µου. Ο Μανουέλ πνίγηκε µε µια µπουκιά κοτόπουλο και οι υπόλοιποι µείναµε µε τα πιρούνια µετέωρα. Την ώρα του καφέ ρώτησα για τις πλάκες του Άνταµ Τρέβορ, οι οποίες παραλίγο να µου κοστίσουν τη ζωή. Και όπως είχα υποθέσει, τις έχει ακόµα η Νίνι µου, η οποία σε καµία περίπτωση δεν θα τις πετούσε στη θάλασσα, πόσο µάλλον τώρα µε την παγκόσµια οικονοµική κρίση, που

546

ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ

απειλεί να µας βυθίσει όλους στη φτώχεια. Αν η απογοητευµένη γιαγιά µου δεν το ρίξει στην παραχάραξη χαρτονοµισµάτων ή δεν πουλήσει τις πλάκες σε τίποτε µαφιόζους, θα µου τις αφήσει κληρονοµιά όταν πεθάνει, µαζί µε την πίπα του παππού µου.

Τα βιβλία της Ιζαµπέλ Αλιέντε από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα:

Related Documents


More Documents from "rosarevol"