The Magic Mountain

  • Uploaded by: llouka
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View The Magic Mountain as PDF for free.

More details

  • Words: 345,687
  • Pages: 726
Loading documents preview...
THOMAS ΜΑΝΝ

TO ΜΑΓΙΚΟ ΒΟΥΝΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Πρόλογος και μετάφραση από τα γερμανικά ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ

ΠΡΟΘΕΣΗ Η ιστορία τον Χανς Κάστορπ, που θα διηγηθούμε — όχι για χάρη του (γιατί ο αναγνώστης θα γνωρίσει σ' αυτόν έναν απλό όσο κι ευχάριστο νέο άνθρωπο), παρά για την ίδια την ιστορία, που μας φαίνεται πως αξίζει, και σ' υψηλό βαθμό, μάλιστα, τον κόπο, να τη διηγηθεί κανείς, (σ' ό, τι αφορά στο Χανς Κάστορπ, πρέπει να θυμίσουμε, αλήθεια, πως για τη δική του ιστορία πρόκειται, και πως δε συμβαίνει στον οποιονδήποτε μια οποιαδήποτε ιστορία): η ιστορία αυτή, λοιπόν, πάνε τώρα πολλά χρόνια από τότε που έγινε. Είναι, σαν να λέμε, σκεπασμένη, ολόκληρη κιόλας, από πολύτιμη ιστορική σκουριά, γι' αυτό κι είναι απόλυτη ανάγκη να τη διηγηθούμε κάτω από τη χρονική μορφή τον πιο βαθιού παρελθόντος. Αυτό δε θα 'ταν ζημιά για μια ιστορία, παρά κέρδος μάλλον. Γιατί οι ιστορίες πρέπει να 'ναι παλιές, κι όσο πιο παλιές, θα μπορούσε να πει κανείς, τόσο το καλύτερο γι' αυτές μπροστά στις απαιτήσεις της Ιστορίας και τόσο το καλύτερο για τον αφηγητή, τον όλο μουρμούρες επικαλεστή του παρατατικού. Μα συμβαίνει και με την ιστορία αυτή ό,τι και σήμερα ακόμη, με τους ανθρώπους, πράμα που δε συμβαίνει, ουδέ το πιο ελάχιστο, με τους αφηγητές ιστοριών: είναι πολύ παλιότερη από τα χρόνια της, τα γεράματά της δε μετρούνται με μέρες, μήτε και τα χρόνια που τη βαραίνουν με περιστροφές του ήλιου· κοντολογίς: δε χρωστά, πραγματικά, το βαθμό της παλιοσύνης της στον Χρόνο — μια παρατήρηση που υπαινίσσεται και υποδηλώνει συνάμα την προβληματική και ιδιάζουσα διπλή φύση αυτού του μυστηριώδους στοιχείου. Μα, για να μη συσκοτίσουμε τεχνητά μια ξεκάθαρη κατάσταση πραγμάτων, προσθέτω κι αυτό: το παμπάλαιο παρελθόν της ιστορίας μας προέρχεται από τ' ότι διαδραματίζεται πριν από κάποια στροφή και κάποιο όριο που αναστάτωσε βαθιά τη ζωή και τη συνείδηση… Διαδραματίζεται, ή, για ν' αποφύγω συνειδητά κάθε ενεστώτα, διαδραματιζόταν και διαδραματίστηκε, κάποτε, άλλοτε, κατά τις παλιές εκείνες ημέρες του κόσμου πριν από τον (πρώτο) Μεγάλο Πόλεμο, που με το αρχίνισμά του τόσα και τόσα άρχισαν και που ακόμη καλά-καλά δεν έπαψαν ν' αρχίζουν. Στο παρελθόν, λοιπόν, διαδραματίζεται, κι ας μην είναι και τόσο παλιό αυτό το παρελθόν. Αλλά μη και δεν είναι βαθύτερος, πληρέστερος και θρυλικότερος ο παρελθοντολογικός χαρακτήρας μιας ιστορίας, όσο χρονολογικά «σιμότερά» μας διαδραματίζεται η ιστορία αυτή; Θα μπορούσε, άλλωστε, απ' αυτή ή από κείνη την άποψη, κι από την ίδια τη φύση της, να κρατά λίγο ως πολύ από το θρύλο κι η ιστορία μας. Θα τη διηγηθούμε πλατιά, με ακρίβεια και λεπτομερειακά, γιατί, πότε το ενδιαφέρον μιας ιστορίας, ή κι η πλήξη που μας προκαλεί, εξαρτήθηκε από το χώρο και το χρόνο που απαίτησε; Χωρίς φόβο μπροστά στη μομφή, ότι θα κουράσουμε τον αναγνώστη μας, κλίνουμε περισσότερο προς την άποψη, πως μόνο ό,τι μας δίδεται λεπτομερειακά είναι αληθινά διασκεδαστικό. Δε θα τελειώσει, λοιπόν, ο αφηγητής, την ιστορία του Χανς άψε-σβήσε. Οι εφτά μέρες της εβδομάδας δε θα του αρκέσουν γι' αυτό, ούτε και εφτά μήνες. Το καλύτερο είναι να μην ξεκαθαρίσει από πριν πόσος γήινος χρόνος θα περάσει, ενώ θα τον κρατά περδικλωμένο

στα δίχτυα της. Στο κάτω-κάτω, δε θα βαστάξει δα, με τη βοήθεια του Θεού, κι εφτά χρόνια! Δε μένει, λοιπόν, παρά ν' αρχίσουμε.

1

ΑΦΙΞΗ ΕΝΑΣ νεαρός έφευγε ταξίδι, ολομόναχος, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, από το Αμβούργο, την ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Νταβός-Πλατς της Ελβετίας. Πήγαινε για μια επίσκεψη τριών εβδομάδων. Μα, το ταξίδι, από το Αμβούργο ίσαμε κει πάνω, είναι μακρινό. Πολύ μακρινό, μάλιστα, ανάλογα με το μικρό χρονικό διάστημα που θα κρατούσε η επίσκεψη. Διασχίζεις πολλά και διάφορα μέρη, ορεινά και πεδινά, από τ' οροπέδιο της μεσημβρινής Γερμανίας ίσαμε την παραλία της σουιβικής θάλασσας, όπου, με πλοίο, περνάς, στην κορφή των πηδηχτικών κυμάτων της, τ' απύθμενα, κατά πως τα λόγιαζαν παλιότερα, βαραθρά της. Από κει και πέρα, το ταξίδι, που όλο αυτό το μακρύ διάστημα ακολουθούσε μια ίσια γραμμή, αρχίζει να κομματιάζεται. Σταθμούς να δουν τα μάτια σου και μπερδέματα. Σ' ένα μέρος, Ρόρσαχ το λένε, στην ελβετική περιοχή, ξαναμπιστεύεσαι στο σιδηρόδρομο, δε φτάνεις, όμως, παρά μόνο ίσαμε το Λαντκάρ, έναν μικρό σταθμό πάνω στις Άλπεις, και πάλι είσαι υποχρεωμένος ν' αλλάξεις τρένο. Μπαίνεις σ' έναν στενόγραμμο σιδηρόδρομο, ύστερα από πολύωρη αναμονή σ' ένα μέρος ανεμοδαρμένο και δίχως κανένα θέλγητρο σχεδόν, κι από τη στιγμή που η μικρόσωμη, μα φανερά ασυνήθιστης ελκτικής δύναμης, μηχανή, μπαίνει σε κίνηση, αρχίζει και το ιδιαίτερα περιπετειώδες μέρος του ταξιδιού: ένα απότομο κι απόκρημνο ανηφόρισμα, που δε φαίνεται να 'χει στο νου του να τελειώσει κάποτε. Γιατί, ο σταθμός του Λαντκάρ βρίσκεται σε μέτριο, σχετικά, ακόμα, ύψος. Μα τώρα δα, αλήθεια, σκαρφαλώνεις, για καλά, στα ψηλά βουνά, ακολουθώντας ένα δρόμο γιομάτο βράχους, τραχύτητα κι αγριάδα. Ο Χανς Κάστορπ —αυτό είναι τ' όνομα του νεαρού— βρισκότανε μόνος του, με τον ταξιδιωτικό σάκο του, από δέρμα κροκόδειλου και δώρο του Πρόξενου Τινάππελ, θείου του και κηδεμόνα του —για να σημειώσουμε από τώρα κιόλας και το δικό του όνομα— με το χειμωνιάτικο πανωφόρι του, που κουνιότανε άπαυτα σ' ένα κρεμαστάρι και με το πλέιντ του τυλιγμένο ρολό, σ' ένα μικρό, καπιτοναρισμένο γκρι, διαμέρισμα. Καθότανε πλάι στο κατεβασμένο παράθυρο και, καθώς το απόγεμα γινότανε ολοένα και πιο ψυχρό, είχε ανασηκώσει, σαν παιδί από σπίτι και κανακάρης που ήτανε, το γιακά του ραμμένου σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας, καλοκαιρινού πανωφοριού του με τη μεταξωτή φόδρα. Δίπλα του, πάνω στον καναπέ, υπήρχε ένα χαρτόδετο βιβλίο με τον τίτλο «Ocean steamships», που το άνοιγε, από καιρό σε καιρό, στην αρχή του ταξιδιού του. Μα, τώρα, το βιβλίο κειτότανε εκεί χάμου, παρατημένο, ενώ το πιασμένο ξεπνόησμα της λαχανιασμένης ατμομηχανής μπουχιούρντιζε το δέσιμό του με σταγονίτσες μαύρες από την καρβουνόσκονη. Δυο μέρες ταξιδιού απομακραίνουν τον άνθρωπο —και πολύ περισσότερο το νέο τον άνθρωπο, που δεν έριξε ακόμη, παρά ελάχιστες μόνο, ρίζες, μέσα στη ζωή— από τον καθημερινό κόσμο του, από κάθε τι που θεωρούσε κι ονόμαζε υποχρεώσεις του, ενδιαφέροντά του, έγνοιες του, ελπίδες του και, μάλιστα, πιο πολύ ακόμη απ' όσο θα μπορούσε να φανταστεί, όταν στρογγυλοκαθότανε μέσα στο αμάξι, που τον πήγαινε στο

σιδηροδρομικό σταθμό. Ο χώρος, που με γυρίσματα κι ανεγυρίσματα κι ολοένα φεύγοντας πίσω του, μπαίνει ανάμεσα σ' αυτόν και στον τόπο της καταγωγής του, φανερώνεται να έχει δυνάμεις, που, το πιο συχνά, τις αποδίδει κανείς στο χρόνο. Απ' ώρα σε ώρα, ο χώρος, η απόσταση, επιφέρει τέτοιες εσωτερικές αλλαγές στον άνθρωπο, που πολύ μοιάζουν μ' αυτές που προκαλεί ο χρόνος, μα που, κατά κάποιο τρόπο, τις ξεπερνούν. Φέρνει κι ο χώρος τη λήθη όπως κι ο χρόνος. Μα το κάνει απολυτρώνοντας το πρόσωπο του ανθρώπου από τις συνθήκες του, για να το μεταφέρει σε μια ελεύθερη και πρωτόγονη κατάσταση — δεν υπάρχει, μάλιστα, ούτε ένας σχολαστικός ή φιλισταίος, που να μην τον μεταβάλει, για μιας, σ' ένα είδος τυχοδιώχτη. Ο χρόνος, λένε, φέρνει τη λησμονιά. Μα κι ο αέρας του ανοιχτού ορίζοντα είναι ένα πιοτό επίσης, κι αν το αποτέλεσμά του είναι λιγότερο ριζικό, δε σημαίνει πως, για το λόγο αυτό, είναι και λιγότερο γρήγορο. Το ίδιο δοκίμασε κι ο Χανς Κάστορπ. Δεν είχε καθόλου στο νου του να πάρει ιδιαίτερα στα σοβαρά τούτο το ταξίδι, μπλέκοντας σ' αυτό την εσωτερική ζωή του. Η σκέψη του ήταν να ξεμπερδέψει γρήγορα μαζί του, γιατί έπρεπε να ξεμπερδέψει οπωσδήποτε, να γυρίσει πίσω στον τόπο του, τέτοιος που ήτανε φεύγοντας και να ξαναρχίσει τη ζωή του από το ίδιο κείνο σημείο ακριβώς απ' όπου, για μια στιγμή, χρειάστηκε να την παρατήσει. Χτες ακόμα ήταν ολοκληρωτικά απορροφημένος από το συνηθισμένο κύκλο των σκέψεών του, απασχολημένος με το πιο πρόσφατο παρελθόν του, τις εξετάσεις του, και με το πιο άμεσο μέλλον του, την απαρχή του πρακτικού σταδίου του στους Τούντερ & Βιλμς (Ναυπηγείο, Μηχανουργείο, Λεβητουργείο), και είχε ρίξει, πέρα από τις τρεις προσεχείς εβδομάδες, ένα βλέμμα τόσο ανυπόμονο όσο του επέτρεπε ο χαρακτήρας του. Τώρα, όμως, του φαινόταν, αλήθεια, πως οι περιστάσεις απαιτούσαν όλη την προσοχή του και πως δεν του επιτρεπότανε να τις πάρει αλαφρά. Τούτο δω το συναίσθημα, ότι είχε ανεβεί σε περιοχές όπου ποτέ ως τα τότε δεν είχε πάρει την αναπνοή του κι όπου, καθώς το ήξερε, βασίλευαν όροι ζωής απόλυτα ασυνήθιστοι —ατμόσφαιρα ιδιαίτερα ισχνή κι αραιή— άρχισε να τον ταράζει και να τον γιομίζει με κάποια ανησυχία. Πατρίδα και τάξη δεν είχαν μείνει μονάχα πολύ μακριά πίσω του, μα, προπαντός, οργιές και οργιές κάτω του κι η ανάβασή του δεν έλεγε ακόμη να τελειώσει. Αιωρούμενος ανάμεσα σ' ό,τι είχε αφήσει και στο άγνωστο, αναρωτιότανε τι θα του συνέβαινε εκεί πάνω που πήγαινε. Μη και δεν ήταν, ίσως, συνετό κι ωφέλιμο, τ' ότι, γεννημένος και συνηθισμένος καθώς ήταν ν' αναπνέει κάμποσα μέτρα μόνο ψηλότερα από το επίπεδο της θάλασσας, άφησε να μεταφερθεί, ξαφνικά, τόσο εύκολα, σ' αυτές τις ακραίες περιοχές, χωρίς να περάσει λίγες μέρες πρωτύτερα, τουλάχιστον, σ' ένα χαμηλότερο μέρος, που να συνηθίσει ο οργανισμός του; Ευχότανε να είχε φτάσει κιόλας στο σκοπό του, γιατί, από τη στιγμή που θα έφτανε κανείς εκεί πάνω, συλλογιζότανε ο Χανς Κάστορπ, θα ζούσε όπως οπουδήποτε αλλού, κι όχι όπως τώρα, στο ανέβασμα, που όλα σου θύμιζαν σε ποιες απρόσφορες σφαίρες βρισκόσουν. Γύρισε και κοίταξε έξω, από το παράθυρο: το τρένο σερνότανε μ' ελιγμούς πάνω στο στενό του το πέρασμα. Έβλεπες τα πρώτα βαγόνια, έβλεπες τη μηχανή που, μέσα στο αγκομαχητό της, έφτυνε μάζες-μάζες σκούρους, πράσινους και μαύρους καπνούς, που διαλύονταν γρήγορα. Νερά κελαρύζανε χαμηλά,

προς τη δεξιά μεριά. Αριστερά, πάνω σ' έναν πετρόγκριζο ουρανό, ορθώνονταν, ανάμεσα στους όγκους των βράχων, σκοτεινόχρωμα πεύκα. Θεοσκότεινα φαράγγια έρχονταν, κι όταν ξαναφαινότανε το φως της μέρας, φαρδιά βάραθρα ανοίγονταν με καστέλια στον βυθό τους. Τα βάραθρα ξανακλείνονταν και πάλι ακολουθούσαν καινούρια στενά περάσματα του τραίνου με λείψανα χιονιού στις πλαγιές και στις ράγες του. Σταθμεύσεις μπροστά σε κάτι κακόμοιρα σπιτάκια σταθμών, στάσεις σε κορυφογραμμές όπου το τρένο έπαιρνε την αντίθετη κατεύθυνση, πράμα που σου προξενούσε σύγχυση, γιατί δεν ήξερες πια κατά πού σε πήγαιναν, μήτε και που μπορούσες να εικάσεις τα κύρια σημεία του ορίζοντα για να προσανατολιστείς. Όσο ανέβαινε κανείς τόσο κι ανοίγονταν μεγαλοπρεπείς απόψεις πάνω στην ιεροφαντασμαγορική πύργωση του κορυφόκοσμου των Άλπεων, κι ύστερα χάνονταν πάλι από το θαυμαστικό βλέμμα, με μια καινούρια στροφή, που έκανε το μικρό τρένο. Τώρα πια, είπε με το νου του ο Χανς Κάστορπ, θα είχε αφήσει πίσω του, χαμηλά, τη ζώνη των δέντρων, που έχουνε φυλλώματα, και, το δίχως άλλο, αν δεν έπεφτε έξω, τη ζώνη των ωδικών πουλιών — κι η σκέψη τούτη της παύσης και της φτώχεψης είχε μια τέτοια επίδραση πάνω του, που, νιώθοντας ζαλάδα και μια αλαφριά ναυτία, σκέπασε με το χέρι, για δυο ολόκληρα δευτερόλεπτα, τα μάτια του. Ύστερα, του πέρασε. Και τότε πρόσεξε, πως το ανέβασμα είχε πάρει ένα τέλος πια: το πιο ψηλό σημείο της ανηφορικής γραμμής το είχαν αφήσει πίσω τους. Το τρένο, καθώς βρισκότανε, τώρα, σ' ομαλή κοιλάδα, προχωρούσε πιο ευχάριστα. Η ώρα θα 'τανε κάπου στις οχτώ πια, μ' ακόμη δεν είχε βραδιάσει. Στο βάθος του τοπίου παρουσιάστηκε μια λίμνη· τα νερά της ήσαν γκρίζα και τα δάση των πεύκων σκαρφάλωναν, μαύρα, από τους όχτους της ως απάνω στις πλαγιές του βουνού, που την τριγύριζαν, αραιώνονταν πιο κει και χάνονταν μην αφήνοντας παρά μια ομιχλένια φαλάκρα από βράχο. Το τρένο στάθηκε σ' ένα μικρό σταθμό. Ήταν το χωριό του Νταβός, κατά πως άκουσε ο Χανς Κάστορπ να φωνάζουν έξω. Ένα λεπτό ακόμη και θα φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του. Και, ξαφνικά, άκουσε δίπλα του τη φωνή του Γιόαχιμ Τσίμσεν, την άνετη, αμβουργέζικη φωνή του ξαδέλφου του, να του λέει: — Μέρα, ε, άντε, κατέβα τώρα! Και καθώς κοίταζε έξω, είδε τον ίδιο το Γιόαχιμ να στέκεται κάτω από το παράθυρό του, στο εξωτερικό σκαλοπάτι του βαγονιού, με καφετί ρεγκλάν, ολότελα ξεκαπέλωτο και να μοιάζει τόσο υγιής, όσο δεν ήτανε ποτέ του. Ο Γιόαχιμ γέλασε και ξανάπε: — Έλα, έβγα πια έξω, μην ντρέπεσαι! — Μ' ακόμη δεν έφτασα, είπε αποσβολωμένος ο Χανς Κάστορπ, χωρίς να το κουνήσει ακόμη από τη θέση του. — Μα πώς! έφτασες. Εδώ 'ναι το χωριό. Για να πάει κανείς στο σανατόριο είναι πιο κοντά από δω. Έχω πάρει αμάξι. Άντε, δώσε μου τα πράματά σου. Και, γελώντας, συγχυσμένος, μέσα στην ταραχή της άφιξης και ξαναντάμωσης, ο Χανς Κάστορπ του έδωσε τα γάντια του και το χειμωνιάτικο πανωφόρι του, το τυλιγμένο πλέιντ

του κι ένα μπαστούνι μαζί και την ομπρέλα του και, στο τέλος, και το «Ocean steamships». Ύστερα, έτρεξε στο στενό διάδρομο και πήδησε στην πλατφόρμα του σταθμού, για να χαιρετίσει τον εξάδελφό του πιο ιδιαίτερα κάπως και πιο προσωπικά, να πούμε, πράμα που έγινε δίχως υπερβολές, όπως ταιριάζει ακριβώς ανάμεσα σε ανθρώπους που ξέρουν να φέρνονται ψυχρά και σεμνά. Είναι παράξενο να το πει κανείς, μα από πάντα τους απόφευγαν να μιλούνε ο ένας στον άλλο με τα μικρά τους ονόματα, μόνο και μόνο γιατί φοβόντουσαν μη και δείξουν υπερβολική εγκαρδιότητα. Μα καθώς δεν τους ήτανε δα και βολετό να καλούνται με τα επίθετά τους, περιορίζονταν να μιλούνε στον ενικό. Μια ριζωμένη συνήθεια ανάμεσα σε ξαδέλφια. Ένας άνθρωπος, που φορούσε λιβρέα και γαλονάτο κασκέτο, τους είδε καθώς σφίγγανε τα χέρια γρήγορα-γρήγορα —ο νεαρός Τσίμσεν, μάλιστα, είχε πάρει στρατιωτική στάση— και με κάποια στεναχώρια, κι ύστερα τους πλησίασε για να ζητήσει από τον Χανς Κάστορπ την απόδειξη των αποσκευών του. Ήταν ο θυρωρός του Διεθνούς Σανατορίου Μπέργκχοφ, κι είχε την καλοσύνη να ζητήσει τη μεγάλη βαλίτσα του επισκέπτη από τον σταθμό του Νταβός Πλατς για να τη μεταφέρει αυτός, ενώ οι δυο κύριοι θα πήγαιναν με το αμάξι κατ' ευθείαν για να δειπνήσουν. Ο άνθρωπος χώλαινε φανερά, κι έτσι αυτό 'ταν και το πρώτο που ο Χανς Κάστορπ ρώτησε τον Γιόαχιμ Τσίμσεν: — Είναι ανάπηρος πολέμου; Γιατί κουτσαίνει έτσι; — Ναι, ευχαριστώ! αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ κάπως πικρά. Ανάπηρος πολέμου, ακριβώς! Έχει πάθει το γόνατό του — ή είχε πάθει, τουλάχιστον, γιατί ύστερα χρειάστηκε να του τ' αφαιρέσουν, την επιγονατίδα, δηλαδή. Ο Χανς Κάστορπ σκέφτηκε όσο γρηγορότερα του ήτανε δυνατό. — Α, γι' αυτό! είπε. Και καθώς περπατούσανε ολοένα, σήκωσε το κεφάλι του και στράφηκε πίσω του φευγαλέα. — Εσύ, όμως, δε φαντάζομαι να θες να με κάνεις να πιστέψω πως κάτι έχεις ακόμη, ε; Μοιάζεις, αλήθεια, σαν να φορείς ακόμη την ξιφολόγχη σου και σαν να γύρισες από το πεδίο ασκήσεων. Και κοίταξε λοξά τον εξάδελφό του. Ο Γιόαχιμ ήταν πιο ψηλός και με πιο φαρδύ στήθος απ' αυτόν ένα πρότυπο νεανικής ρώμης και σαν πλασμένος για τη στρατιωτική στολή. Ήταν από κείνους τους πολύ μελαχρινούς τύπους, που δε βγάζει και σπάνια η ξανθιά πατρίδα του, και το δέρμα του, αρκετά σκουρόχρωμο από φυσικού του, είχε πάρει ένα χρώμα σχεδόν μπρούτζινο από την ηλιοθεραπεία. Με τα μεγάλα μαύρα μάτια του και το μικρό, καστανό μουστάκι του πάνω από ένα γιομάτο, καλογραμμένο στόμα, θα ήταν αληθινά όμορφος, αν δεν είχε κάπως υπερβολικά πεταγμένα προς τα έξω αυτιά. Αυτά ήταν ο μοναδικός του καημός κι ο μεγάλος πόνος της ζωής του ίσαμε μια ορισμένη στιγμή. Τώρα είχε άλλες έγνοιες. Ο Χανς Κάστορπ εξακολούθησε: — Θα γυρίσουμε πίσω μαζί, δεν είναι έτσι; Δε βλέπω, αληθινά, κανένα εμπόδιο.

— Μαζί σου; ρώτησε ο ξάδελφος και γύρισε προς το μέρος του τα μεγάλα μάτια του, που πάντα ήταν γλυκά, μα που, τους πέντε μήνες αυτούς, είχανε πάρει μια έκφραση κάπως κουρασμένη, λυπημένη σχεδόν. Μαζί σου; Και πότε μαζί σου; — Μα, σε τρεις εβδομάδες. — Αχ έτσι, από τώρα σκέφτεσαι κιόλας να γυρίσεις πίσω! αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Περίμενε δα και λίγο, μόλις τώρα έφτασες. Τρεις εβδομάδες δεν είναι, χωρίς άλλο, τίποτα για μας εδώ πάνω, μα για σένα, που είσαι σαν επισκέπτης εδώ και θα μείνεις τρεις εβδομάδες όλες κι όλες, για σένα είναι, αλήθεια, πολύς καιρός. Πρώτα-πρώτα θα εγκλιματιστείς δύσκολα, θα δεις, δεν είναι και τόσο εύκολο, όσο νομίζεις ίσως. Κι έπειτα, το κλίμα δεν είναι και το μόνο παράξενο πράμα σε μας εδώ πάνω. Πρόσεξε και θα δεις ένα σωρό καινούρια πράματα εδώ. Κι όσο γι' αυτό που λες για μένα, δεν είναι και τόσο εύκολο, όσο θαρρείς, «να γυρίσω στο σπίτι σε τρεις εβδομάδες» ε; ένας λόγος κι αυτός, μια σκέψη που μόνο εσείς μπορείτε να κάνετε που ζείτε εκεί κάτω. Έχω καλό χρώμα, βέβαια, μα το 'χω από το κάψιμο που προκαλεί η αντανάκλαση του χιονιού, πράμα που δε σημαίνει μεγάλα πράματα, όπως λέει πάντα κι ο Μπέρενς, και στην τελευταία γενική εξέταση μου είπε, πως η δουλειά αυτή θα κρατήσει, στα σίγουρα, μισό χρονάκι ακόμα. — Μισό χρόνο; Είσαι τρελός; φώναξε ο Χανς Κάστορπ. Μπροστά στο κτίριο του σταθμού, που δεν ήτανε μεγαλύτερο από ένα κοινό αμαξοστάσι, πήρανε θέση μέσα στο κίτρινο αμάξι, που τους περίμενε σε μια πλακοστρωμένη πλατεία, κι ενώ τα δυο πυρρότριχα άλογα ξεκινούσαν, ο Χανς Κάστορπ στριφογύριζε αγαναχτισμένος πάνω στο σκληρό ταπετσάρισμα του καναπέ. — Μισό χρόνο; Μα πάει κιόλας μισός χρόνος σχεδόν που βρίσκεσαι εδώ! Δεν έχει, ωστόσο, κάνεις τόσον καιρό…! — Ναι, καιρό, είπε ο Γιόαχιμ, και κούνησε πολλές φορές το κεφάλι, ίσια μπροστά του, χωρίς να δώσει σημασία στην τίμια αγανάχτηση του ξαδέλφου του. Δε μπορείς να φανταστείς πώς φέρνονται εδώ πέρα με τον ανθρώπινο καιρό. Τρεις εβδομάδες είναι σαν μια μέρα μόνο γι' αυτούς. Θα το αντιληφθείς και μόνος σου δα. Όλα αυτά θα τα μάθεις, είπε, και πρόσθεσε: Εδώ πάνω αλλάζει κανείς αντιλήψεις. Ο Χανς Κάστορπ δεν έπαψε να τον κοιτάζει από το πλάι. — Μα έχεις συνέλθει θαυμάσια! είπε, κουνώντας το κεφάλι του. — Ναι, νομίζεις; αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Αλήθεια, έτσι λέω κι εγώ, είπε κι ανασηκώθηκε πιο ψηλά στο κάθισμα, μ' αμέσως ξαναπήρε μια θέση πιο πλαγιαστή. — Πάω καλύτερα, βέβαια, εξήγησε, μα, όσο να 'ναι, δεν είμαι ακόμη εντελώς καλά. Ψηλά, αριστερά, όπου ακουγόταν, παλιότερα, κάτι σαν ρόγχος, ο ήχος είναι ακόμη λίγο τραχύς, μα χαμηλά είναι ακόμη πολύ τραχύς, κι έπειτα, στο δεύτερο μεσοπλεύριο κοίλωμα παρουσιάζονται, επίσης, ακροαστικά. — Εσύ έγινες σοφός! είπε ο Χανς Κάστορπ. — Ναι, μόνο ο Θεός ξέρει την ομορφιά αυτής της σοφίας μου. Ευχαρίστως θα την έχανα

κι ας ξεθεωνόμουνα στο στρατό, απάντησε ο Γιόαχιμ. Μα έχω ακόμη αιμοπτύσεις, είπε μ' ένα σήκωμα των ώμων αδιάφορο κι ερεθισμένο συγχρόνως, ύφος που δεν του πήγαινε καθόλου, κι έδειξε στον ξάδελφό του κάτι που μισοτράβηξε από τη μέσα τσέπη του ρεγκλάν του, κι αμέσως βιάστηκε πάλι να το κρύψει: ένα πλακωτό, καμπυλωτό μπουκάλι από γαλάζιο γυαλί με μεταλλικό στούμπωμα. — Εδώ πάνω, το έχουμε οι πιο πολλοί από μας, είπε. Του έχουμε δώσει κι ένα όνομα, ένα παρατσούκλι, πολύ αστείο. Το τοπίο κοιτάζεις; Αυτό έκανε, πραγματικά, ο Χανς Κάστορπ, και το βεβαίωσε: — Μεγαλειώδες! — Βρίσκεις; ρώτησε ο Γιόαχιμ. Για λίγο διάστημα είχαν ακολουθήσει τον ακανόνιστα τριγυρισμένο από σπίτια δρόμο, που πήγαινε παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή, στη μέση της κοιλάδας. Ύστερα, λοξοδρόμησαν προς τ' αριστερά, πάνω από το στενό πέρασμα του τρένου, περάσανε ένα ρέμα και τώρα τριπόδιζαν ήσυχα σ' έναν πετρώδη αμαξιτό δρόμο προς τις δασωμένες πλαγιές, όπου, σ' ένα ελαφρά προεκταμένο πλάτωμα, με την πρόσοψη στραμμένη κατά τα νοτιοδυτικά, ένα μακρουλό κτίριο, με θολωτό πύργο στην κορφή και με πλήθος εξώστες, που από μακριά το έκαναν να φαίνεται τρύπιο και πορώδες σαν σφουγγάρι, μόλις είχε ανάψει τα πρώτα φώτα του. Το σύθαμπο έπεφτε γρήγορα. Ένα αλαφρό κοκκίνισμα που, μια στιγμή, είχε ζωηρέψει τον ομοιόμορφα σκεπασμένο ουρανό, είχε κιόλας χλομιάσει και στη φύση βασίλευε η άχρωμη εκείνη μεταβατικότητα, η ζωηρή και θλιμμένη, που προηγείται άμεσα του οριστικού πεσίματος της νύχτας. Η κατοικημένη κοιλάδα απλωνότανε μπρος τους, μακρουλή κι ελαφρά καμπυλωτή, φωτισμένη, λίγο ως πολύ, παντού, στα βάθη της όπως και στις δυο πλαγιές της, στη δεξιά πλαγιά, προπαντός, που πετιότανε προς τα έξω και που πάνω της σκάλωναν ταρατσωτά οι οικοδομές. Αριστερά, ανέβαιναν μονοπάτια μέσα από λιβάδια και χάνονταν στην αμβλυμμένη σκοτεινάδα των κωνοφόρων δασών. Οι κλεισούρες των πιο μακρινών βουνών, πίσω από το έμπασμα όπου στένευε η κοιλάδα, είχαν το θαμπό γαλαζωπό χρώμα του σχιστόλιθου. Καθώς είχε σηκωθεί αέρας, η δροσιά του βραδιού γινότανε αισθητή. — Όχι, και να σου πω ειλικρινά; δε βρίσκω να 'ναι και τόσο σπουδαίο, είπε ο Χανς Κάστορπ. Και πού είναι, λοιπόν, οι παγετώνες κι οι λευκές κορυφές κι οι γίγαντες του βουνού; Αυτά που βλέπω, τουλάχιστον, δε μου φαίνονται και πολύ ψηλά. — Ναι, είναι ψηλά, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Βλέπεις παντού σχεδόν τη γραμμή που τελειώνουν τα δέντρα. Σημειώνεται, μάλιστα, με μια καθαρότητα ιδιαίτερα χτυπητή, τα πεύκα σταματούν κι όλα σταματούν έπειτα, δεν υπάρχει τίποτα πια, τίποτα άλλο εκτός από βράχια, όπως βλέπεις και μόνος σου. Εκεί κάτω, από την άλλη μεριά, δεξιά από το Σβάρτσχορν, αυτό το κέρατο εκεί πάνω, βρίσκεις κιόλας έναν παγετώνα. Βλέπεις και κείνη τη γαλανάδα εκεί; Δεν είναι μεγάλος, μα είναι, όσο να πεις, ένας αυθεντικός παγετώνας, ο παγετώνας της Σκαλέττα. Τον Πιτς Μισέλ και τον Τίντσενχορν, μες στο κοίλωμα, δεν μπορείς να τους δεις από δω, είναι σκεπασμένοι κι οι δυο, όλο το χρόνο,

από τα χιόνια. — Από τα αιώνια χιόνια, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Ναι, τα αιώνια, αφού το θες. Μα όλα είναι κιόλας αρκετά ψηλά. Εμείς, όμως, είμαστε φοβερά ψηλά, να σκεφτείς. Χίλια εξακόσια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Έτσι, που τα υψόμετρα δε λογαριάζονται πια για μας εδώ πάνω. — Ναι, τι ανάβαση ήταν αυτή, αλήθεια! Μπορώ να σου πω, ότι ένιωθα φόβο και αγωνία. Χίλια εξακόσια μέτρα! Πέντε χιλιάδες πόδια κοντά, δηλαδή, αν κάνει κανείς το λογαριασμό. Ποτέ, σ' όλη μου τη ζωή δε βρέθηκα τόσο ψηλά! Κι ο Χανς Κάστορπ πήρε, με περιέργεια, μια βαθιά εισπνοή, από τον ξένο αέρα, για να τον δοκιμάσει. Ήταν δροσερός — και τίποτα περισσότερο. Του έλειπε το άρωμα, το περιεχόμενο, η υγρότητα, έμπαινε εύκολα μέσα σου και δεν έλεγε τίποτα στην ψυχή σου. — Έκτακτος! παρατήρησε ευγενικά. — Ναι, είναι ένας φημισμένος αέρας. Το μέρος, άλλωστε, δεν παρουσιάζεται, απόψε, κάτω από την ευνοϊκότερη μέρα του. Είναι φορές που έχει καλύτερη εμφάνιση και προπαντός κάτω από το χιόνι. Στο τέλος, όμως, κουράζεται κανείς. Όλοι εμείς, εδώ πάνω, μπορείς να με πιστέψεις, είμαστε ανείπωτα βαριεστημένοι απ' αυτό τον τόπο, είπε ο Γιόαχιμ, και το στόμα του τραβήχτηκε, για μια στιγμή, από μιαν έκφραση αηδίας, που φαινόταν υπερβολική και δυσκολοσυγκράτητη, και που ούτε κι αυτή του πήγαινε. — Μιλάς πολύ παράξενα, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Μιλώ παράξενα; ρώτησε ο Γιόαχιμ, κάπως ανήσυχα, και γύρισε προς το μέρος του ξαδέλφου του… — Όχι, όχι, με συγχωρείς, έτσι μου φάνηκε, για μια στιγμή μόνο, βιάστηκε να πει ο Χανς Κάστορπ. Μα αν ήθελε να πει αυτό πραγματικά, ήταν εξ αιτίας εκείνης της έκφρασης «εμείς, εδώ πάνω», που είχε χρησιμοποιήσει πέντε-έξι φορές κιόλας ο Γιόαχιμ και που, κατά κάποιο τρόπο, του είχε φανεί βασανιστική και παράξενα γοητευτική. — Το σανατόριό μας βρίσκεται ψηλότερα. Η αγγελία λέει «εκατό», μα δεν είναι παρά μόνο πενήντα. Το σανατόριο που βρίσκεται πιο ψηλά είναι το σανατόριο Σάλτσαλπ, από την άλλη μεριά, δε φαίνεται από δω. Το χειμώνα, επειδή οι δρόμοι δεν είναι πια βατοί, για να κατεβάζουνε τα πτώματά τους από κει πάνω, χρησιμοποιούνε μπαόμπσλαιϋ, κρεμαστά έλκηθρα, δηλαδή… — Τα πτώματά τους; Αχ, έτσι! Μα τι λες εκεί! φώναξε ο Χανς Κάστορπ. Και, ξαφνικά, τον πήρανε τα γέλια, κάτι γέλια δυνατά κι ασυγκράτητα, που τινάζανε το στήθος του και παραμόρφωναν το στεγνωμένο, από το δροσερό άνεμο, πρόσωπό του, μ' έναν οδυνηρό, σχεδόν, μορφασμό. — Με κρεμαστά έλκηθρα! Και μου το λες με την πιο μεγάλη ηρεμία, σαν να μην πρόκειται για τίποτα; Μα εσύ, φίλε μου, έγινες ολότελα κυνικός αυτούς τους πέντε μήνες!

— Καθόλου κυνικός, απάντησε ο Γιόαχιμ, σηκώνοντας τους ώμους του. Και για ποιο λόγο; Αυτό είναι αδιάφορο για τα πτώματα… Κι έπειτα, ξέρεις, δεν είναι και κάτι απίθανο να γίνει κανείς κυνικός σ' εμάς, εδώ πάνω. Ο ίδιος ο Μπέρενς είναι ένας γέρο κυνικός, ένας περίφημος τύπος, μπορώ να σου πω, μια κι ήρθε η κουβέντα, παλιός φοιτητής και μέλος ενός σωματείου, κι αξιόλογος χειρούργος κατά πως φαίνεται, θα σου αρέσει. Κι έπειτα, είναι ακόμα ο Κροκόβσκι, ο βοηθός — κάτι γερό. Στην αγγελία, γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τη δραστηριότητά του. Κάνει ψυχική ανατομία στους ασθενείς. — Τι κάνει είπες; Ψυχική ανατομία; Μ' αυτό 'ναι σιχαμερό! φώναξε ο Χανς Κάστορπ, και τώρα η ευθυμία του έπαιρνε πάλι την απάνω βόλτα. Δεν μπορούσε να την εξουσιάσει πια, η ψυχική ανατομία, ήρθε, τελικά, ν' αποτελειώσει την αυτοκυριαρχία του και γελούσε τόσο δυνατά, που τα δάκρυα τρέχανε κάτω από το χέρι, που, μ' αυτό, σκύβοντας προς τα μπρος, σκέπαζε τα μάτια του. Ο Γιόαχιμ γελούσε κι αυτός μ' όλη του την καρδιά, πράμα που φαινόταν να του κάνει καλό, κι έγινε έτσι ώστε η διάθεση των δυο νέων να είναι εξαίρετη, όταν κατέβηκαν από το αμάξι τους, που, επιτέλους, τους είχε οδηγήσει, από έναν πετρένιο ζιγκζαγκοειδή αμαξιτό δρόμο, μπροστά στην είσοδο του Διεθνούς Σανατορίου Μπέργκχοφ.

ΑΡΙΘΜΟΣ 34 Ακριβώς δεξιά, ανάμεσα στην πόρτα της εισόδου και στον αεριστήρα, βρισκόταν το θυρωρείο, απ' όπου βγήκε να τους υποδεχτεί, ντυμένος με την ίδια γκρίζα λιβρέα του χωλού του Σταθμού, ένας υπηρέτης, τύπος φραντσέζου, που καθότανε μπροστά στο τηλέφωνο, διαβάζοντας εφημερίδες, και τους οδήγησε μέσα από το καλοφωτισμένο χολ, που, στην αριστερή του μεριά, βρίσκονταν τα σαλόνια. Καθώς περνούσανε, ο Χανς Κάστορπ έριξε μια ματιά μέσα, και παρατήρησε ότι ήτανε άδεια. Πού ήταν, λοιπόν, οι οικότροφοι; ζήτησε να μάθει, κι ο ξάδελφός του αποκρίθηκε: — Στην κούρα τους. Αναπαύονται. Εγώ είχα σήμερα άδεια εξόδου, γιατί ήθελα να 'ρθω να σε πάρω. Διαφορετικά, ύστερα από το δείπνο, μένω κι εγώ ξαπλωμένος στο μπαλκόνι. Δε χρειαζόταν πολύ, για να ξαναπάρουν τα γέλια το Χανς Κάστορπ. — Τι; και με νύχτα και με ομίχλη ξαπλώνετε πάντα στο μπαλκόνι; ρώτησε μ' αβέβαιη φωνή… — Ναι, αυτό λέει ο κανονισμός. Από τις οχτώ ως τις δέκα. Μα, πάμε τώρα να δεις την κάμαρά σου και να πλύνεις τα χέρια σου. Μπήκανε στο ασανσέρ κι ο φραντσέζος έβαλε μπρος τον ηλεκτρικό μηχανισμό. Την ώρα που ανέβαιναν, ο Χανς Κάστορπ σκούπιζε τα μάτια του. — Είμαι κατατσακισμένος, διαλυμένος από τα γέλια, είπε, ανασαίνοντας με το στόμα. Μου διηγήθηκες ένα σωρό τρελά πράματα… Μ' αυτό σου για την ψυχική ανατομία ήτανε δα κι αν ήταν, ξεπερνούσε κάθε όριο. Εκτός απ' αυτό, είμαι πραγματικά και λίγο κουρασμένος από το ταξίδι. Το παθαίνεις κι εσύ να παγώνουν τα πόδια σου; Και την ίδια στιγμή καίει το πρόσωπό σου — κάτι καθόλου ευχάριστο. Θα φάμε αμέσως, αλήθεια; Θαρρώ πως πεινώ. Τρώει κανείς καλά, τουλάχιστον, εδώ πάνω, σ' εσάς; Προχώρησαν αθόρυβα, ακολουθώντας το χοντρό ψάθινο χαλί του στενού διαδρόμου. Λάμπες από γαλαχτόχρωμο γυαλί ρίχνανε το πελιδνό τους φως από το ταβάνι. Τα ντουβάρια αστράφτανε, άσπρα και σκληρά, βαμμένα με λαδομπογιά, που σαν να είχαν ρίξει μέσα και βερνίκι. Κάπου έκανε την εμφάνισή της μια νοσοκόμος, με την άσπρη σκούφια της, και με ματογυάλια στην κορφή της μύτης της, που είχε περάσει το κορδόνι τους πίσω από τ' αυτί της. Επρόκειτο, κατά τα φαινόμενα, για προτεστάντισσα αδελφή, χωρίς αληθινή κλίση για το επάγγελμά της, περίεργη και βαριεστημένη κι ανήσυχη από την πολλή πλήξη της. Σε δυο σημεία του διαδρόμου, στο πάτωμα, μπροστά από τις λευκοβερνικωμένες, αριθμημένες πόρτες, υπήρχανε κάτι σφαιρικά δοχεία, μεγάλοι γυάλινοι κώδωνες, κοιλαράδικοι, με κοντά αυτιά, που ο Χανς Κάστορπ ξέχασε, για πρώτη φορά, να ρωτήσει ποια ήταν η σημασία τους. — Έφτασες! είπε ο Γιόαχιμ. Αριθμός τριαντατέσσερα. Δεξιά είναι το δικό μου δωμάτιο κι αριστερά μένει ένα αντρόγυνο Ρώσων — κάπως απρόσεχτο και θορυβώδικο, πρέπει να τ' ομολογήσει κανείς, μα δε γίνεται αλλιώς. Τι λες, λοιπόν; Η πόρτα ήταν διπλή, με κρεμαστάρια για ρούχα στο ενδιάμεσο χώρισμα. Ο Γιόαχιμ άναψε

το φως του ταβανιού και, στο τρεμουλιαστό φως του, παρουσιάστηκε η κάμαρα, χαρούμενη και ειρηνική, με τα λευκά πρακτικά της έπιπλα, με τα, επίσης λευκά, γερά κι ευκολόπλυτα χαλιά της στους τοίχους, με τον κατακάθαρο μουσαμά της στο πάτωμα και με τις λινές κουρτίνες της, που ήταν κεντημένες απλά κι εύθυμα, σύμφωνα με την καλαισθησία της εποχής. Η πόρτα του μπαλκονιού ήταν ανοιχτή. Μπορούσες να δεις τα φώτα της κοιλάδας, ενώ το αυτί σου συλλάβαινε μια μακρινή μουσική χορού. Ο καλός Γιόαχιμ είχε τοποθετήσει μερικά λουλούδια σ' ένα μικρό βάζο, πάνω στο κομοδίνο, ό,τι μπόρεσε να βρει με το δεύτερο φύτρωμα της χλόης, κάμποσα αχίλλεια και δυο-τρεις καμπανέλες, που τα μάζεψε ο ίδιος από την πλαγιά. — Πολύ γοητευτικό, από μέρους σου, είπε ο Χανς Κάστορπ. Τι ωραίο δωμάτιο! Ευχαρίστως θα περνούσε κανείς μερικές εβδομάδες εδώ μέσα. — Προχτές ακόμη πέθανε μια Αμερικάνα σ' αυτό το δωμάτιο, είπε ο Γιόαχιμ. Ο Μπέρενς είχε πει αμέσως, ότι έπρεπε να το ετοιμάσουν πριν έρθεις και πως έτσι θα μπορούσες να 'χεις την κάμαρά σου. Ο αρραβωνιαστικός της βρισκόταν κοντά της, ένας αξιωματικός του αγγλικού ναυτικού, μα δεν έδειξε και μεγάλο θάρρος. Κάθε στιγμή έβγαινε στο διάδρομο για να κλάψει σαν μικρό παιδί. Και μετά πήγαινε κι άλειφε τα μάγουλά του με κολκρεμ, γιατί 'ταν φρεσκοξυρισμένος και τα δάκρυα τον έτσουζαν. Προχτές το βράδυ, η Αμερικάνα είχε πάλι δυο αιμοπτύσεις πολύ δυνατές και τότε τελειώσανε όλα. Μα από χτες το πρωί την είχανε πάρει κιόλας από δω κι ύστερα απ' αυτό έγιναν, φυσικά, ριζικές απολυμάνσεις με φορμόλη — ξέρεις, είναι ό,τι χρειάζεται για τέτοιες δουλειές. Ο Χανς Κάστορπ άκουσε αυτή τη διήγηση με ζωηρή αφηρημάδα. Μ' ανασηκωμένα τα μανίκια του πουκαμίσου του, ορθός μπροστά στο φαρδύ νιπτήρα, που οι νικέλινες βρύσες του απαστράφτανε στο φως του ηλεκτρικού, είναι ζήτημα αν έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στο λευκομεταλλικό κρεβάτι, που ήταν σκεπασμένο με καθαρά σεντόνια. — Απολυμάνσεις; Περίφημα! είπε, δείχνοντας διάθεση για κουβέντα και κάπως εκτός θέματος, καθώς ξέσκυβε από τον νιπτήρα και σφούγγιζε τα χέρια του. Ναι, τη μεθυλαλδεΐδη ούτε και τα πιο ανθεκτικά μικρόβια δε μπορούν να την αντέξουν — H2CO, μα τσούζει στη μύτη, δεν τσούζει; Βασικός όρος, φυσικά, είναι η όσο γίνεται πιο αυστηρή καθαριότητα… Αυτό εννοείται… Το «αυτό εννοείται» το άρθρωσε με κάποια επιτήδευση, τραβώντας τις δυο τελευταίες συλλαβές και θυμίζοντας, έτσι, στον ξάδελφό του, τη συρτή προφορά των καθηγητών του, τον καιρό που ήταν ακόμη φοιτητής, κι ύστερα εξακολούθησε, με μεγάλη ευφράδεια: — Τι ήθελα ακόμη να πω;… Ο αξιωματικός του ναυτικού θα ξυριζόταν, κατά πάσα πιθανότητα, με ξυριστική μηχανή, έτσι υποθέτω, εν πάση περιπτώσει, γιατί μ' αυτά τα πράματα γδέρνεται κανείς πολύ ευκολότερα παρ' όσο μ' ένα καλοακονισμένο ξουράφι — αυτή την πείρα απόχτησα, τουλάχιστον, καθώς ξυρίζομαι πότε με μηχανή και πότε με ξουράφι… Ναι, και το αρμυρό νερό τσούζει, φυσικά, το ερεθισμένο δέρμα. Όσο τώρα για τ' ότι χρησιμοποιεί κολκρέμ, αυτό δε μ' εκπλήσσει καθόλου, αλήθεια, γιατί τη συνήθεια αυτή θα την έχει αποχτήσει από την υπηρεσία του κιόλας…

Κι εξακολουθώντας τη φλυαρία του, είπε πως είχε μαζί του, στη βαλίτσα του, διακόσια Μαρία Μαντσίνι — το αγαπημένο πούρο του, κι ο τελωνειακός έλεγχος είχε γίνει με άνεση, δεν παρουσίασε δυσκολίες — και μετάφερε στον ξάδελφό του τους χαιρετισμούς διαφόρων προσώπων από την πόλη τους. — Δεν έχετε καμιά θέρμανση εδώ; φώναξε ξαφνικά κι έτρεξε στους σωλήνες για να βάλει πάνω τα χέρια του… — Όχι, μας έχουν μάλλον στη δροσιά, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Θα 'πρεπε να 'έρθει άλλου είδους κρύο, για ν' αναφτεί η κεντρική θέρμανση αυγουστιάτικα. — Αυγουστιάτικα; είπε ο Χανς Κάστορπ. Μα είμαι παγωμένος, είμαι τρομερά παγωμένος, στο κορμί τουλάχιστον, γιατί το πρόσωπό μου ζεστάθηκε — να, άγγιξέ με να δεις πώς καίω! Η ιδέα αυτή, ότι ήταν δυνατό να του αγγίξουν στο πρόσωπο, δεν ταίριαζε καθόλου, μα ολωσδιόλου καθόλου με τα φυσικά του Χανς Κάστορπ, και του έκανε οδυνηρή εντύπωση και κείνου του ίδιου. Ο Γιόαχιμ, άλλωστε, δεν έκανε τίποτα, μόνο που περιορίστηκε να πει: — Είναι από τον αέρα και δε θα πει τίποτα. Ο ίδιος ο Μπέρενς έχει μπλαβισμένα μάγουλα όλη τη μέρα. Μερικοί δεν μπορούν να το συνηθίσουν ποτέ. Go on, όμως, διαφορετικά δε θα βρούμε τίποτα να φάμε. Έξω, η νοσοκόμος έκαμε πάλι την εμφάνισή της, παρακολουθώντας τους μ' ένα ύφος μυωπικό και περίεργο. Μα, στο πρώτο πάτωμα, ο Χανς Κάστορπ σταμάτησε απότομα, καθηλωμένος από έναν εντελώς φρικαλέο θόρυβο, που ακουγότανε σε μικρή απόσταση από κει, πίσω από μια στροφή του διαδρόμου — θόρυβο όχι πολύ δυνατό, μα τόσο φανερά αποτρόπαιο, που ο Χανς Κάστορπ έκανε ένα μορφασμό και κοίταξε μ' ορθάνοιχτα μάτια τον ξάδελφό του. Ήταν φανερό, πως δεν επρόκειτο παρά για ένα βήχα — το βήχα ενός άντρα. Μα ήταν ένας βήχας, που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο απ' όσους είχε ακούσει ποτέ ο Χανς Κάστορπ, ναι, ένας τέτοιος βήχας, που, σε σύγκριση μ' αυτόν, κάθε άλλος, απ' όσους είχε ακούσει ποτέ, ήταν η υγιής μαρτυρία μιας σπάνιας ζωτικότητας — ένας βήχας, άλλωστε, δίχως πεποίθηση, δίχως ρυθμό, ακανόνιστος, μα που ηχούσε σαν ένα φριχτά αδύναμο πάφλασμα μες στον πολτό μιας οργανικής αποσύνθεσης. — Ναι, είπε ο Γιόαχιμ, φαίνεται πως δεν πάει καλά. Είναι ένας Αυστριακός ευγενής, ξέρεις, ένας κομψότατος άντρας, σαν γεννημένος για την ανώτατη τάξη. Και τώρα βρίσκεται σ' αυτή την κατάσταση. Μα σέρνεται ακόμη στα πόδια του. Ενώ εξακολουθούσαν το δρόμο τους, ο Χανς Κάστορπ άρχισε να μιλά για τον βήχα του γεννημένου αριστοκράτη: — Πρέπει να 'χεις υπ' όψει σου, είπε, πως ποτέ μου δεν άκουσα τίποτα παρόμοιο, πως είναι κάτι ολότελα καινούριο για μένα. Και πάντα συγκινείται κανείς σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Υπάρχουν πολλά είδη βήχα, ο ξηρός, ο αβίαστος, κι ο αβίαστος είναι πιο ωφέλιμος, όπως γενικά λέγεται, και καλύτερος από το να γαυγίζει κανείς μ' αυτό τον

τρόπο. Όταν, στα νιάτα μου (έτσι είπε: «στα νιάτα μου») είχα κυνάγχη, γαύγιζα σαν λύκος, κι όλοι ήσαν ευχαριστημένοι που έβηχα ελεύθερα, αβίαστα, ακόμη το θυμούμαι. Μα βήχας σαν και τούτος εδώ, δεν ξανακούστηκε, από μένα, τουλάχιστον — δεν πρόκειται καν για βήχα ζωντανό. Δεν είναι ξηρός, μα μήτε κι αβίαστο μπορεί να τον πει κανείς, πολλού γε και δει. Είναι ακριβώς σαν να κοίταζε, συνάμα, κανείς, στο εσωτερικό του ανθρώπου, για να δει τι θέαμα παρουσιάζει, και να μην έβλεπε παρά μόνο λάσπη και μαρμελάδα… — Φτάνει, είπε ο Γιόαχιμ, τον ακούω κάθε μέρα, δεν είναι ανάγκη να μου τον περιγράφεις κι εσύ. Μα ο Χανς Κάστορπ δε μπορούσε να ξεχάσει την εντύπωση που του είχε προξενήσει εκείνος ο βήχας· εβεβαίωσε, επανειλημμένα, πως τον έβλεπε μ' όλες του τις λεπτομέρειες στο εσωτερικό του Αυστριακού αριστοκράτη κι όταν πια μπαίνανε στην τραπεζαρία, τα κουρασμένα από το ταξίδι μάτια του είχανε πάρει μια λάμψη κάπως πυρετώδη.

ΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ήταν φωτισμένο, κομψό, και σ' έκανε να νιώθεις άνεση. Βρισκόταν ακριβώς δεξιά στο χολ, αντικρυστά στα σαλόνια, και, όπως εξήγησε ο Γιόαχιμ, συχναζότανε προπαντός από τους καινουριοφτασμένους ξένους, που έτρωγαν εκτός της κανονισμένης ώρας των γευμάτων, ή από οικότροφους που είχαν επισκέπτες. Μα εκεί γιορτάζονταν, επίσης, επέτειοι και προσεχείς αναχωρήσεις, καθώς και τα ευνοϊκά αποτελέσματα των γενικών εξετάσεων. Κάποτε κάποτε, έκαναν και μεγάλη ζωή στο εστιατόριο, είπε ο Γιόαχιμ, σερβιριζότανε και σαμπάνια μάλιστα. Τη στιγμή εκείνη, όμως, δε βρισκόταν εκεί παρά μια νέα γυναίκα μονάχα, καμιά τριανταριά χρονών απάνω κάτω, που διάβαζε ένα βιβλίο, μα και που σιγοτραγουδούσε, ταυτόχρονα, χτυπώντας ελαφρά, αδιάκοπα, το τραπέζι, με το μεσιανό δάχτυλο του δεξιού της χεριού. Όταν οι δυο νέοι καθίσανε στο τραπέζι που διάλεξαν, η γυναίκα άλλαξε θέση, για να τους γυρίσει την πλάτη. Ήταν μισάνθρωπος, εξήγησε ο Γιόαχιμ, με σιγανή φωνή, και ποτέ της δεν έτρωγε στο εστιατόριο, χωρίς να 'χει κι ένα βιβλίο μαζί της. Είχαν να πουν, πως, από πολύ νέα κοπέλα ακόμα, είχε μπει σε σανατόρια για στηθικά και πως, από τον καιρό κείνο, δεν είχε ξαναζήσει έξω, στον κόσμο. — Μα, τότε, λοιπόν, δεν είσαι παρά ένας μικρο-αρχάριος δίπλα της, με τους πέντε μήνες σου, και το ίδιο θα 'σαι κι όταν συμπληρώσεις τον χρόνο σου, είπε ο Χανς Κάστορπ στον ξάδελφό του. Απάνω σ' αυτό, ο Γιόαχιμ πήρε τον κατάλογο των φαγητών, με κείνο το σήκωμα των ώμων, που ήταν άγνωστο, άλλοτε, σ' αυτόν. Είχαν διαλέξει το τραπέζι που βρισκόταν κάπως ψηλότερα από τ' άλλα, πλάι στο παράθυρο — την πιο ευχάριστη θέση. Είχανε καθίσει, έχοντας φόντο τους την κρεμ κουρτίνα, ο ένας απέναντι στον άλλο, ενώ τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από το φως της επιτραπέζιας λάμπας τους, με το κόκκινο αμπαζούρ. Ο Χανς Κάστορπ ένωσε τα φρεσκοπλυμένα χέρια του και τα έτριψε το ένα με το άλλο, με μια σημασία ευχάριστης αναμονής, όπως συνήθιζε να κάνει, όταν καθότανε στο τραπέζι — κι ίσως-ίσως γιατί οι προγονοί του συνήθιζαν να προσεύχονται πριν από τη σούπα τους. Μια φιλική, χαρούμενα ομιλητική σερβιτόρα, με μαύρο φουστάνι κι άσπρη μπροστοποδιά, με χοντρή μούρη και χρώμα που μαρτυρούσε ατράνταχτη υγεία, τους υπηρετούσε, και, προς μεγάλη ευθυμία της, έδωσε στο Χανς Κάστορπ την πληροφορία, πως, εδώ πέρα, τις σερβιτόρες τις λέγανε «κορίτσια της αίθουσας». Της παράγγειλαν μια μποτίλια Γκρυώ-Λαρόζ, που ο Χανς Κάστορπ την ξανάστειλε πίσω, για να τη φυλάξουν. Το δείπνο ήταν εξαίρετο. Έφαγαν σούπα σπαράγγια, ντομάτες γεμιστές, ένα ψητό με ποικίλο γαρνίρισμα, ένα φαγητό ιδιαίτερα καλομαγειρεμένο, τυρί και φρούτα. Ο Χανς Κάστορπ έφαγε πολύ, μ' όλο που η όρεξή του δεν ήταν και τόσο μεγάλη, όσο νόμιζε στην αρχή. Συνήθιζε, όμως, να τρώει πολύ, κι όταν δεν πείναγε ακόμη, έτσι, μόνο από ένα είδος πρόνοιας για τον εαυτό του. Ο Γιόαχιμ δεν τίμησε, ακριβώς, τα φαγητά. Την είχε βαρεθεί αυτή την κουζίνα, είπε, όπως

είχε δα συμβεί και σ' όλους τους άλλους, εκεί πάνω, και το να τα βάζουνε με το φαγητό ήταν στην ημερησία διάταξη των ασθενών, γιατί, όταν εγκατασταθεί κανείς εδώ, για όλη την αιωνιότητα, και τρεις μέρες… Αντίθετα, ήπιε κρασί μ' ευχαρίστηση και με κάποιο πάθος, μάλιστα, και, πάντα, προσεχτικά αποφεύγοντας τις πολύ αισθηματικές εκφράσεις, εξέφρασε επανειλημμένα την ικανοποίησή του, που είχε κάποιον για ν' ανταλλάξει μερικές λογικές κουβέντες μαζί του. — Ναι, έκανες σπουδαία που ήρθες, είπε, κι η γαλήνια φωνή του ήταν συγκινημένη. Μπορώ να σου πω, μάλιστα, πως αυτό αποτελεί σχεδόν γεγονός για μένα. Είναι μια αλλαγή, οπωσδήποτε, μια διακοπή θέλω να πω, ένα σημάδι στα αιώνια κι ατέρμονα ίδια κι όλο τα ίδια… — Μα ο καιρός θα περνά σχετικά γρήγορα για σας, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Γρήγορα και αργά, όπως θες, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Θέλω να πω, πως δεν περνά καν, δεν υπάρχει κανένας καιρός, κι ούτε κι υπάρχει ζωή — όχι, τίποτα, είπε, κουνώντας το κεφάλι του, και ξαναπήρε το ποτήρι του. Έπινε κι ο Χανς Κάστορπ, μ' όλο που το πρόσωπό του έκαιγε σαν φωτιά. Μα το κορμί του το ένιωθε πάντα παγωμένο και σ' όλα του τα μέλη υπήρχε ένα είδος ιδιαίτερα χαρούμενης ανησυχίας, που τον τυραννούσε και λίγο ταυτόχρονα. Τα λόγια του έφευγαν βιαστικά, η γλώσσα του γλιστρούσε τις πιο πολλές φορές, και με μια χειρονομία ανέμελη ξεπερνούσε, κάθε φορά, το γεγονός. Κι ο Γιόαχιμ, άλλωστε, είχε ζωηρέψει πολύ και το κουβεντολόι τους συνεχίστηκε πολύ πιο ελεύθερο κι εύθυμο από τη στιγμή που η νέα γυναίκα, που σιγοτραγούδαγε και χτυπούσε τα δάχτυλά της στο τραπέζι, σηκώθηκε ξαφνικά κι εξαφανίστηκε από το εστιατόριο. Όσο έτρωγαν, χειρονομούσαν με τα πιρούνια τους, έπαιρναν ύφος σπουδαίο, ενώ το στόμα τους ήταν γιομάτο, γελούσανε, κούναγαν το κεφάλι τους, σήκωναν τους ώμους και πριν ακόμη καταπιούνε καλά-καλά ξανάρχιζαν την κουβέντα. Ο Γιόαχιμ θέλησε να μάθει τα νέα του Αμβούργου και είχε γυρίσει την κουβέντα τους στα κανάλια, που σκοπεύανε να κατασκευάσουν στον Έλβα. — Θ' αφήσουν εποχή, είπε ο Χανς Κάστορπ, θ' αφήσουν εποχή στην εξέλιξη της ναυσιπλοΐας μας, η σημασία των κατασκευών αυτών θα είναι ανυπολόγιστη. Πενήντα εκατομμύρια πρώτη δόση για τ' άμεσα έξοδα, ψηφισμένα στον προϋπολογισμό, και μπορείς να' σαι σίγουρος, πως ξέρουμε τι κάνουμε. Παρά τη σημασία, εξάλλου, που απόδιδε στην κατασκευή των καναλιών του Έλβα, παράτησε αμέσως αυτό το θέμα της συζήτησης και ζήτησε από τον Γιόαχιμ να του πει κι άλλα για τη ζωή που έκαναν «εδώ πάνω» και για τους οικότροφους, πράμα που ο Γιόαχιμ δεν παρέλειψε να κάνει, με πρεμούρα, μάλιστα, γιατί 'ταν ευτυχισμένος που μπορούσε, επιτέλους, να εμπιστευτεί σε κάποιον και ν' ανακουφιστεί. Αρχίζοντας, χρειάστηκε να επαναλάβει την ιστορία με τα πτώματα, που τα κατέβαζαν με το μπαόμπσλαιν και να βεβαιώσει ρητά, γι' άλλη μια φορά, πως αυτό ήταν η καθαρή αλήθεια. Καθώς ξαναπήρανε τα γέλια τον Χανς Κάστορπ, γέλασε κι αυτός, πράμα που τον έκανε να φαίνεται, ότι χαίρεται μ' όλη του την καρδιά, και διηγήθηκε κάθε είδους αστεία πράματα για να δώσει τροφή σ' αυτή τη χαρούμενη διάθεση. Μια κυρία είχε καθίσει στο δικό του τραπέζι,

ονόματι φράου Στερ, αρκετά άρρωστη, άλλωστε, σύζυγος ενός μουσικού από το Κάννσταττ: ήταν το πιο αμόρφωτο πλάσμα, που του έτυχε να συναντήσει ποτέ. Την απολύμανση, λόγου χάρη, την έλεγε αποπλύμανση, σοβαρά φυσικά. Και τον βοηθό Κροκόβσκι άτροπο — χωρίς τρόπους, δηλαδή, σκαιό. Μάλιστα, κι όλ' αυτά έπρεπε να τα καταπίνεις, χωρίς τον παραμικρό μορφασμό. Επί πλέον ήταν και κουτσομπόλα, φιλοκατήγορη, όπως όλοι σχεδόν, εδώ πάνω — και για μια άλλη κυρία, τη φράου Ίλτις, διηγείτο, πως φορούσε έναν «στειροκορσέ», για να μη συλλαμβάνει. — Έτσι είπε; Στειροκορσέ; Πώς της το πληρώνεις; Και μισοπλαγιασμένοι, πεσμένοι προς τα πίσω στις καρέκλες τους, γελάσανε τόσο δυνατά, που τα κορμιά τους άρχισαν να τρέμουν, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν κι οι δυο, στραβοκατάπιανε. Από καιρό σε καιρό, ο Γιόαχιμ μελαγχολούσε και συλλογιζότανε την ατυχία του. — Ναι, τώρα καθόμαστε εδώ και γελούμε, είπε, ενώ το πρόσωπό του εξέφραζε πόνο και, την ίδια στιγμή, τιναζότανε από τα γέλια, κι ωστόσο κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε, απάνω-κάτω, θα φύγω από δω, γιατί όταν ο Μπέρενς λέει: «έξι μήνες ακόμη», ξέρει τι λέει, δε μιλά τ' ανέμου, και πρέπει να καταλαβαίνεις περισσότερα. Μα είναι σκληρό, οπωσδήποτε — πες μου κι ο ίδιος εσύ, δεν το βρίσκεις θλιβερό για μένα; Είχα γραφτεί κιόλας, και τον άλλο μήνα θα έπρεπε να δώσω τις εξετάσεις μου σαν αξιωματικός. Και να που σέρνομαι εδώ μέσα, με το θερμόμετρο στο στόμα, μην κάνοντας τίποτα άλλο, παρά να μετρώ τα μαργαριτάρια αυτής της αγράμματης φράου Στερ και να χάνω τον καιρό μου. Ένας χρόνος έχει τόση σημασία για την ηλικία μας, προπαντός, φέρνει τόσες αλλαγές και πρόοδο στη ζωή εκεί κάτω! Κι εγώ να πρέπει να τελματώνομαι εδώ, σαν σε νερόλακκο — ναι, όπως σ' ένα έλος, που σαπίζουνε τα νερά του, κι ας μην είναι πολύ δυνατή η παρομοίωση. Πράμα παράξενο, σ' απάντηση στα λόγια αυτά, ο Χανς Κάστορπ ερώτησε, αν δεν υπήρχε κανείς τρόπος να 'χουν, εδώ, εγγλέζικη μπίρα, πόρτερ, και καθώς ο ξάδελφός του τον κοίταξε κάπως έκπληκτος, αντιλήφθηκε πως εκείνος ήταν έτοιμος να τον πάρει ο ύπνος — πως, πραγματικά, κοιμότανε κιόλας, σχεδόν. — Μα εσύ κοιμάσαι, είπε ο Γιόαχιμ. Έλα, είναι ώρα να πάμε να πλαγιάσουμε — κι οι δυο μας. — Δεν υπάρχει καθόλου χρόνος εδώ πάνω, είπε ο Χανς Κάστορπ, κι η γλώσσα του ήτανε βαριά. Ακολούθησε, όμως, το Γιόαχιμ, λίγο σκυμμένος και μ' αλύγιστες γάμπες, σαν άνθρωπος που πραγματικά είναι έτοιμος να πέσει από την κούραση, κι ύστερα έκανε μια βίαιη προσπάθεια να επιβληθεί στον εαυτό του, όταν, στο αδύναμα φωτισμένο ακόμα χολ, άκουσε τον εξάδελφό του να λέει: — Να τον ο Κροκόβσκι. Θαρρώ πως πρέπει, όσο να 'ναι, να σε συστήσω. Ο γιατρός Κροκόβσκι καθότανε σ' άπλετο φως, μπροστά στο τζάκι ενός σαλονιού, δίπλα στην ορθάνοιχτη συρτή πόρτα, και διάβαζε μια εφημερίδα. Όταν οι νέοι πήγανε κοντά

του, σηκώθηκε, κι ο Γιόαχιμ, παίρνοντας στρατιωτική στάση, είπε: — Επιτρέψετέ μου, κύριε Δόκτωρ, να σας παρουσιάσω τον εξάδελφό μου Κάστορπ, από το Αμβούργο. Μόλις έφτασε. Ο γιατρός Κροκόβσκι χαιρέτησε τον καινούριο οικότροφο μ' εύθυμη, ζωηρή κι ενθαρρυντική εγκαρδιότητα, σα να 'θελε να πει, πως μαζί του οι επιφυλάξεις περίττευαν, όταν ήσαν μόνοι και πως αυτό που ταίριαζε μεταξύ τους ήταν η χαρούμενη εμπιστοσύνη. Θα 'ταν καμιά τριανταπενταριά χρονών, πάνω-κάτω, με φαρδιούς ώμους, παχύς, πολύ πιο κοντός κι από τους δυο νέους που στέκονταν απέναντί του, έτσι που έπρεπε να λοξεύει κάπως το κεφάλι του για να τους κοιτάζει στα μάτια — κι ακόμα εξαιρετικά χλομός, με μια ωχρότητα διαφανή, φωσφορίζουσα σχεδόν, που η σκοτεινή φλόγα των ματιών του την έκανε πιο έντονη ακόμη, κι ακόμη τα μαύρα φρύδια του κι ένα αρκετά μακρύ μουστάκι, κατάμαυρο επίσης, που, καταλήγοντας σε δυο μύτες, άφηνε να φαίνονται μερικές, λευκές κιόλας, τρίχες. Φορούσε ένα μαύρο, σταυρωτό, λίγο φθαρμένο κιόλας, κουστούμι, μαύρα παπούτσια, πεδιλωτά, με χοντρές κάλτσες από γκρίζο μαλλί κι ένα λαιμοδέτη, που οι δυο άκρες του πέφτανε μαλακά, μ' έναν τέτοιο τρόπο, που ο Χανς Κάστορπ δεν είχε δει, παρά μόνο σ' έναν φωτογράφο στο Ντάντσιχ, κι αυτό έδινε κάτι το καλλιτεχνικό στην εμφάνιση του γιατρού Κροκόβσκι. Γελώντας εγκάρδια, έτσι που τα κιτρινωπά δόντια του φάνηκαν στη μέση του μουστακιού του, τίναξε το χέρι του νέου κι είπε με φωνή βαρύτονου και κάπως ξενικά, προφέροντας συρτά: — Καλώς ορίσατε, κύριε Κάστορπ! Ελπίζω πως θα συνηθίσετε γρήγορα και πως θα αισθάνεστε καλά μεταξύ μας. Έρχεστε σαν άρρωστος εδώ, αν μου επιτρέπετε την ερώτηση; Ήταν ένα συγκινητικό θέαμα να παρατηρεί κανείς τις προσπάθειες, που έκανε ο Χανς Κάστορπ, για να φανεί ευγενικός και να κατανικήσει τη φοβερή νύστα του. Ήταν στεναχωρημένος, που βρισκόταν τόσο λίγο σε φόρμα, και, με τη δύσπιστη περηφάνεια των νέων, νόμιζε πως στο χαμόγελο και στην ενθαρρυντική στάση του βοηθού έβλεπε τα ίχνη μιας, γιομάτης από συγκατάβαση, κοροϊδίας. Αποκρίθηκε, κάνοντας λόγο για τις τρεις εβδομάδες του, υπαινίχτηκε και τις εξετάσεις του και πρόσθεσε πως, δόξα τω Θεώ, ήταν εντελώς καλά. — Αλήθεια; ρώτησε ο γιατρός Κροκόβσκι, κάνοντας το κεφάλι του προς τα μπρος, λοξά, σαν για να κοροϊδέψει, και το χαμόγελό του έγινε πιο έντονο. Μα τότε είστε ένα φαινόμενο, εντελώς άξιο να το μελετήσει κανείς! Γιατί ποτέ δε συνάντησα άνθρωπο απόλυτα καλά. Και σε τι δώσατε εξετάσεις, αν μου επιτρέπετε την ερώτηση; — Είμαι μηχανικός, κύριε Δόκτωρ, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ με σεμνή αξιοπρέπεια. — Α, μηχανικός! Και το χαμόγελο του γιατρού Κροκόβσκι αποτραβήχτηκε, και, για μια στιγμή, σαν να 'χασε κάτι από τη δύναμη και την εγκαρδιότητά του. Ωραία! Δεν έχετε ανάγκη, λοιπόν, από κανενός είδους ιατρική παρακολούθηση, εδώ πέρα, ούτε από φυσική ούτε από ψυχική άποψη; — Όχι, χίλια ευχαριστώ, είπε ο Χανς Κάστορπ, που ήταν έτοιμος να κάμει ένα βήμα προς

τα πίσω. Τη στιγμή κείνη, το χαμόγελο του γιατρού Κροκόβσκι έκανε πάλι θριαμβευτικά την εμφάνισή του κι ενώ τίναζε το χέρι του νέου φώναξε, με δυνατή φωνή: — Ε, λοιπόν, σας εύχομαι καλόν ύπνο, κύριε Κάστορπ — μ' αδιατάραχτη τη συνείδηση της τέλειας υγείας σας! Καλόν ύπνο και εν τω επανιδείν! Απάνω σ' αυτό καληνύχτισε τους δυο νέους και ξανακάθισε στην πολυθρόνα του, για να πάρει πάλι την εφημερίδα του. Στο ασανσέρ δεν υπήρχε υπηρεσία πια κι έτσι ανέβηκαν πάλι τη σκάλα με τα πόδια, σιωπηλοί και κάπως ταραγμένοι, από τη συνάντησή τους με το γιατρό Κροκόβσκι. Ο Γιόαχιμ συνόδεψε το Χανς Κάστορπ ίσαμε τον αριθμό Τριαντατέσσερα, όπου ο χωλός θυρωρός δεν είχε παραλείψει ν' αποθέσει τις αποσκευές του καινουριοφτασμένου και για ένα τέταρτο της ώρας ακόμη φλυάρησαν, ενώ ο Χανς Κάστορπ έβγαζε τις πιτζάμες του από τη βαλίτσα κι ετοίμαζε τα διάφορα μικροπράματα της τουαλέτας του, καπνίζοντας ένα χοντρό, ελαφρό τσιγάρο. Σήμερα δε θα 'φτανε ως το πούρο πια, δίχως άλλο, παρατήρησε, κι αυτό του φάνηκε παράξενο κι αρκετά ασυνήθιστο. — Φαίνεται πως είναι κάποιος, πραγματικά, είπε, και καθώς μιλούσε δεν έπαυε να ξεφυσά τον καπνό που είχε ρουφήξει. Μα έχει τη χλομάδα του κεριού. Και το παπούτσωμά του, μη μου πεις, είναι φοβερό! Αυτές οι γκρίζες κάλτσες κι έπειτα εκείνα τα πέδιλα! Τι λες, σου φάνηκε να προσβλήθηκε στο τέλος; — Είναι κάπως μυγιάγγιχτος, παραδέχτηκε ο Γιόαχιμ. Δε θα 'πρεπε ν' αρνηθείς έτσι απότομα την ιατρική παρακολούθηση, την ψυχική τουλάχιστον. Δε βλέπει ευχαρίστως να του πηγαίνουνε κόντρα. Ούτε κι εγώ χαίρω της ιδιαίτερης ευνοίας του, γιατί δεν του έκανα αρκετές εκμυστηρεύσεις. Μα από καιρό σε καιρό του διηγούμαι, όσο να 'ναι, και κανένα όνειρο, για να βρίσκεται σε δουλειά. — Μα τότε θα του φέρθηκα απότομα, είπε ο Χανς Κάστορπ κατσουφιασμένος, γιατί 'ταν δυσαρεστημένος με τον εαυτό του, που μπόρεσε να πληγώσει κάποιον, ενώ ταυτόχρονα, η κούραση ξανάπεφτε πάνω του με καινουριωμένη δύναμη. — Καληνύχτα, είπε. Είμαι σκοτωμένος από την κούραση. — Θα 'ρθω να σε πάρω στις οχτώ για το πρόγευμα. Ο Χανς Κάστορπ δεν έκανε παρά μια πολύ σύντομη τουαλέτα για τη νύχτα του. Ο ύπνος τον είχε ναρκώσει κιόλας, μόλις έσβησε τη μικρή επιτραπέζια λάμπα του κομοδίνου, μα πάλι αναπήδησε, καθώς θυμήθηκε πως κάποιος είχε πεθάνει, προχτές βράδυ μόλις, στο κρεβάτι του. «Δεν ήταν, χωρίς άλλο, η πρώτη φορά», σκέφτηκε, σάμπως, στη σκέψη αυτή, να υπήρχε κάτι καθησυχαστικό γι' αυτόν. «Γενικά, πρόκειται για ένα νεκροκρέβατο — ένα εντελώς συνηθισμένο νεκροκρέβατο». Κι αποκοιμήθηκε. Μα δεν τον είχε πάρει καλά-καλά ο ύπνος κι αμέσως άρχισε να ονειρεύεται κι

ονειρευότανε χωρίς διακοπή, σχεδόν, ίσαμε την άλλη μέρα το πρωί. Είδε κυρίως τον Γιόαχιμ Τσίμσεν, σε μια θέση παράξενη, σαν στρουφιγμένο να κατεβαίνει από κάτι λοξά σύρματα μέσα σ' ένα κρεμαστό τρένο. Είχε μια χλομάδα φωσφορίζουσα, σαν του γιατρού Κροκόβσκι ακριβώς, και, στο μπροστινό μέρος του μικρού τρένου, καθότανε ο γεννημένος αριστοκράτης, που είχε μια μορφή εξαιρετικά αόριστη, σαν κάποιος που τον άκουσες μόνο να βήχει, κι οδηγούσε. «Μα όλοι εμείς, εδώ πάνω, αδιαφορούμε», είπε ο Γιόαχιμ στη στρουφιγμένη θέση του, κι ύστερα ήταν αυτός, κι όχι πια ο Αυστριακός ευγενής, που άρχισε να βήχει μ' ένα τρόπο φριχτά παφλαστό. Απάνω σ' αυτό ο Χανς Κάστορπ άρχισε να κλαίει με καυτά δάκρυα, και κατάλαβε πως έπρεπε να τρέξει σ' ένα φαρμακείο για ν' αγοράσει κολκρέμ. Μα η φράου Ίλτις στεκόταν στον δρόμο του, με το μυτερό μουσούδι της, και κρατούσε κάτι στο χέρι, που θα ήταν χωρίς αμφιβολία, ο «στειροκορσές» της, μα που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια ξυριστική μηχανή. Τον Χανς Κάστορπ τον πιάσανε τότε φοβερά γέλια κι έτσι έπεσε από τη μια ψυχική κατάσταση στην άλλη, ίσαμε που το πρωί έσκασε πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα του μπαλκονιού του και τον ξύπνησε.

2

Ο ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΚΑΝΗ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΟ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ Ο ΧΑΝΣ Κάστορπ δεν είχε διατηρήσει παρά πολύ ωχρές αναμνήσεις του σπιτιού των γονέων του. Μόλις-μόλις που είχε γνωρίσει τον πατέρα του και τη μητέρα του. Είχαν πεθάνει, κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που είχε χωρίσει τα πέντε από τα εφτά χρόνια του, πρώτα η μητέρα του, μ' έναν τρόπο εντελώς αναπάντεχο, κι ενώ περίμενε γέννα, από έμφραξη των αγγείων, ύστερα από φλόγωση των φλεβών — από εμβολή, καθώς είπε ο γιατρός Χάιντεκιντ, που παράλυσε ακαριαία την καρδιά. Γελούσε, καθισμένη στο κρεβάτι της· είπαν, μάλιστα, πως από τα γέλια είχε πέσει προς τα πίσω, στα μαξιλάρια της — αλλ' αυτό έγινε μόνο γιατί είχε πεθάνει. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του Χανς Έρμαν Κάστορπ, του πατέρα, και καθώς υπεραγαπούσε τη γυναίκα του, μα κι επειδή ούτε κι ο ίδιος αυτός είχε εξαιρετική δύναμη αντοχής, δεν μπόρεσε να συνέλθει πια, ύστερα από τούτο τον κλονισμό. Το μυαλό του ταράχτηκε και πειράχτηκε από τότε. Μέσα στην αφηρημάδα του διέπραξε τέτοια λάθη, που έγιναν αφορμή να υποστεί αισθητές χασούρες ο Οίκος Κάστορπ & Υιός. Τη δεύτερη άνοιξη, που ακολούθησε το θάνατο της γυναίκας του, έπαθε πνευμονία, καθώς είχε εκτεθεί στα ρεύματα του λιμανιού, επιθεωρώντας μια αποθήκη διαμετακομιδής εμπορευμάτων, και, καθώς η αδυνατισμένη καρδιά του δεν ήταν σε θέση ν' αντέξει στον υψηλό πυρετό, πέθανε ύστερα από πέντε μέρες, παρ' όλες τις φροντίδες που του επιδαψίλευσε ο γιατρός Χάιντεκιντ, και πήγε να βρει τη γυναίκα του, ακολουθημένος από μια πολυάριθμη συνοδεία συμπολιτών του, στον οικογενειακό τάφο των Κάστορπ, που βρισκότανε σε όμορφη θέση, στο νεκροταφείο της Αγίας Αικατερίνης, με θέα προς τον Βοτανικό Κήπο. Ο πατέρας του, ο γερουσιαστής, επέζησε του γιου του, λίγο καιρό, είναι η αλήθεια, κι αυτή τη σύντομη περίοδο, ίσαμε το θάνατο του παππού του Χανς Κάστορπ — πέθανε, άλλωστε, από πνευμονία κι αυτός, μα ύστερα από πολλή τυραννία και μακρά αγωνία, γιατί, αντίθετα από το γιο του, ο Χανς Λόρεντς Κάστορπ ήταν μια φύση πολύ ανθεκτική, γερά ριζωμένη στη ζωή — αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, λοιπόν — ενάμιση χρόνο, δηλαδή — ο ορφανεμένος Χανς Κάστορπ το πέρασε στο σπίτι του παππού του: σ' ένα μέγαρο της πλατείας του περιπάτου, χτισμένο στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε στενό οικόπεδο, σύμφωνα με το γούστο του κλασικισμού του Βορρά, φωτεινόχρωμα μπογιατισμένο, με μισούς κίονες και στις δύο πλευρές της κυρίας εισόδου, στη μέση ακριβώς του κατά πέντε σκαλοπάτια υψωμένου ισόγειου και με δυο πατώματα, εχτός από κείνο που βρισκόταν μεταξύ ισογείου και πρώτου πατώματος, που τα παράθυρά του κατέβαιναν ως το πάτωμα, με κιγκλίδες από χυτοσίδηρο. Εδώ, δεν υπήρχανε παρά μόνο αίθουσες υποδοχής, κι η φωτεινόχρωμη τραπεζαρία, εννοείται, διακοσμημένη με στούκο, που τα τρία παράθυρά της, με τις κρασοκόκκινες κουρτίνες, έβλεπαν στον πίσω κηπάκο, κι όπου, κατά το διάστημα των δεκαοχτώ μηνών αυτών, ο παππούς και ο εγγονός έπαιρναν το δείπνο τους, κατά τις τέσσερις η ώρα,

σερβιρισμένοι από τον γέρο Φίτε, που φορούσε κρίκους στ' αυτιά, ασημένια κουμπιά στο φράκο του, την ίδια μπατιστένια γραβάτα μ' αυτήν όπου ήταν χωμένο το ξυρισμένο πηγούνι του οικοδεσπότη και που ο παππούς του μιλούσε με το συ, σε λαϊκή γλώσσα. Κι αυτό, όχι σαν είδος αστείου, γιατί δεν είχε καμιά κλίση προς το χιούμορ — μα εντελώς απλά και γιατί αυτή 'ταν η συνήθειά του με τους ανθρώπους του λαού, εργάτες στις αποθήκες του λιμανιού, ταχυδρόμους, αμαξάδες και υπηρέτες. Ο Χανς Κάστορπ τον άκουε μ' ευχαρίστηση κι άκουε με πολλή ευχαρίστηση επίσης πώς απαντούσε ο Φίτε, σε λαϊκή γλώσσα κι αυτός, σκύβοντας, καθώς σέρβιρε, προς τον κύριό του, για να του μιλήσει στο δεξιό αυτί, που, μ' αυτό, ο γερουσιαστής άκουε πολύ καλύτερα παρ' όσο με το αριστερό. Ο γέρος καταλάβαινε, κουνούσε καταφατικά το κεφάλι του κι εξακολουθούσε να τρώει, πολύ στητός ανάμεσα στη ράχη της από ακαγιού καρέκλας του και στο τραπέζι, μόλις-μόλις σκύβοντας στο πιάτο του, κι ο εγγονός, απέναντι του, κοίταζε σιωπηλά, με βαθιά κι αδαή προσοχή, τις μικρές και προσεχτικές κινήσεις, που, μ' αυτές, τα όμορφα, λευκά, ισχνά και γερασμένα χέρια του παππού, με τα θολωτά και μυτερά νύχια και με τον πράσινο σφραγιδόλιθο στο δεξιό δείχτη, σπρώχνανε στην άκρη του πιρουνιού ένα κομματάκι κρέας, λαχανικού ή πατάτας, για να το φέρουνε στο στόμα του, μ' ένα μικρό γέρσιμο του κεφαλιού. Ο Χανς Κάστορπ κοίταζε και τα δικά του χέρια, τ' αδέξια ακόμα, κι ένιωθε να προπαρασκευάζεται κιόλας απάνω τους η ικανότητα να κρατήσουν, μια μέρα, κάποτε, αργότερα, το μαχαίρι και το πιρούνι, με τον ίδιο τρόπο που τα κρατούσε ο παππούς. Ένα άλλο ζήτημα ήταν, αν θα κατάφερνε ποτέ να χώσει το πηγούνι του σε μια ανάλογη γραβάτα μ' αυτή που γιόμιζε το μεγάλο άνοιγμα του παράξενου γιακά, και που οι μακρουλές μύτες, τούτου δω, αγγίζανε τα μάγουλα του παππού. Γιατί, για να το κατορθώσει αυτό, θα έπρεπε να 'ναι το ίδιο μεγάλος, σαν κι αυτόν, και, σήμερα κιόλας, κανείς εχτός απ' αυτόν το γέρο Φίτε, δε φορούσε πια γιακάδες ή γραβάτες, που να μοιάζουν, έστω και από μακριά, με τούτες εδώ. Κι αυτό ήτανε κρίμα, γιατί ο μικρός Χανς Κάστορπ αγαπούσε εντελώς ιδιαίτερα να βλέπει το πηγούνι του παππού του ακουμπισμένο στον όμορφο εκείνο κόμπο με την απαστράπτουσα λευκότητα. Αργότερα, όταν μεγάλωσε περισσότερο, του άρεσε ακόμα να τα θυμάται. Υπήρχε κάτι σ' αυτά που το επιδοκίμαζε απ' όλο το βάθος της ύπαρξής του. Όταν τέλειωναν το φαγητό τους και τύλιγαν τις πετσέτες τους, για να τις περάσουν στους ασημένιους κρίκους τους — ένα καθήκον, που ο Χανς Κάστορπ δυσκολευότανε, κάπως, να το εκπληρώσει, γιατί 'ταν μεγάλες, σαν το μικρό τραπεζομάντηλο, που στρωνότανε πάνω από το μεγάλο — ο γερουσιαστής σηκωνόταν από την καρέκλα του, που την τραβούσε προς τα πίσω ο Φίτε, και, με συρτό βήμα, περνούσε στο «ιδιαίτερό» του, για να καπνίσει το πούρο του κι όπου, καμιά φορά, τον ακολουθούσε κι ο εγγονός του. Το «ιδιαίτερο» αυτό, όφειλε την ύπαρξή του στο γεγονός, πως η τραπεζαρία έπιανε όλο το φάρδος του σπιτιού, με τρία παράθυρα, έτσι που δεν είχε μείνει χώρος για τρία σαλόνια, όπως συμβαίνει συνήθως σ' αυτού του τύπου τα σπίτια, μα μόνο για δυο, από τα οποία το ένα, κάθετο στην τραπεζαρία, και που δεν είχε παρά ένα μόνο παράθυρο στο

δρόμο, είχε ένα εντελώς δυσανάλογο βάθος. Γι' αυτό το λόγο ακριβώς είχανε κόψει, με χώρισμα, το ένα τέταρτο, περίπου, του μάκρους του, όσο ήταν, δηλαδή, το «ιδιαίτερο» αυτό — ένα δωμάτιο στενό, φωτισμένο από ψηλά μόνο, μισοσκότεινο και στολισμένο μ' ελάχιστα αντικείμενα. Μια εταζέρα, που πάνω της ήταν τοποθετημένο το κουτί με τα πούρα του γερουσιαστή, ένα τραπέζι παιγνιδιού, που το συρτάρι του ήταν γιομάτο από πλήθος ελκυστικά πράματα: χαρτιά του ουίστ, κοκάλινες μάρκες του παιγνιδιού, μια μικρή ξύλινη πλάκα με μικρά κινητά δόντια, για να σημειώνονται οι πόντοι, μια δεύτερη, από σχιστόλιθο αυτή, σαν των μικρών μαθητών, με κομμάτια από κιμωλία, χαρτονένια επιστόμια τσιγάρων και πολλά άλλα. Στη γωνιά, τέλος, μια βιτρίνα σε στυλ ροκοκό, από ξύλο παλισάνδρας, που πίσω από τα τζάμια της κρεμότανε ένα κουρτινάκι, από κίτρινο μεταξωτό. — Παππού, συνέβαινε στο μικρό Χανς Κάστορπ να πει, τρυπωμένος κι αυτός στο «ιδιαίτερο», ενώ σηκωνότανε στις μύτες των ποδιών, για να σιμώσει στο αυτί του γέροπαππού, δείξε μου, σε παρακαλώ, το τάσι του βαπτίσματος. Κι ο παππούς, που είχε ρίξει κιόλας τις άκριες της μακριάς κι από μαλακό ύφασμα ρεντινγκότας του προς τα πίσω κι είχε βγάλει το μικρό ορμαθό τα κλειδιά από την τσέπη του, άνοιγε, λοιπόν, τη βιτρίνα, που, από το εσωτερικό της, έτρεχε κατά το παιδί ένα ιδιαίτερα ευχάριστο και μυστηριώδες άρωμα. Εκεί μέσα βρίσκονταν ένα πλήθος αντικείμενα εκτός χρήσεως και γι' αυτό και πιο δελεαστικά: ένα ζευγάρι στριφτά καντηλέρια, ένα σπασμένο βαρόμετρο με μικρές ξυλόγλυπτες μορφές, ένα άλμπουμ με δαγεροτυπίες, ένα μικρό κασάκι για λικέρ από ξύλο κέδρου, ένας μικρός Τούρκος, που όταν τον άγγιζες ένιωθες ότι ήταν σκληρός κάτω από το πολύχρωμο μεταξωτό κουστούμι του, με μηχανισμό, για να κινείται, στο σώμα του μέσα, που, από χρόνια τώρα, δε λειτουργούσε πια, ένα παλιό μοντέλο καραβιού κι ακόμη, στο βάθος-βάθος, μια ποντικοπαγίδα. Ο παππούς, όμως, έπαιρνε, από ένα μεσαίο ράφι, μια στρογγυλή, έντονα οξειδωμένη ασημένια λεκάνη, που ήταν τοποθετημένη πάνω σ' ένα πιάτο, ασημένιο κι αυτό, κι έδειχνε τα δυο κομμάτια αυτά στο παιδί, κρατώντας χωριστά το ένα από τ' άλλο και στριφογυρίζοντάς τα από δω κι από κει, μ' εξηγήσεις, που πολλές φορές κιόλας είχε δώσει, σχετικές μ' αυτά. Η λεκάνη και το πιάτο δεν ανήκανε, αρχικά, το ένα στο άλλο, όπως εύκολα δα μπορούσε να το καταλάβει κανείς κι όπως για μια ακόμη φορά το ξανάκουγε ο μικρός, μα είχαν ενωθεί από τη χρήση, είπε ο παππούς, πάνε εκατό χρόνια, απάνω-κάτω, από τότε — από τον καιρό, δηλαδή, που αγοράστηκε το μικρό ασημένιο τάσι. Το τάσι ήταν ωραίο, με απλό κι ευγενικό σχήμα, κομμένο σύμφωνα με το αυστηρό γούστο των αρχών του περασμένου αιώνα. Λείο και καθάριο στεκόταν σ' ένα στρογγυλό πόδι κι ήταν επιχρυσωμένο εσωτερικά, μα τα χρόνια δεν είχαν αφήσει από το επιχρύσωμα παρά μια χλωμή, κίτρινη λάμψη. Σαν μοναδικό του στόλισμα, ένα στεφάνι, ανάγλυφο, από ρόδα και δαντελωτά φύλλα, έκανε, τον γύρο των χειλιών του. Όσο για το πιάτο, μπορούσε κανείς να διαβάσει απάνω του, την ηλικία του, που ήταν πολύ πιο μεγάλη. «Χίλια εξακόσια πενήντα», έλεγαν οι πολυξομπλιασμένοι αριθμοί και κάθε είδους ξόμπλια τριγύριζαν τη χρονολογία,

σύμφωνα με την «τελευταία μόδα» της εποχής εκείνης, υπερβολικά αυθαίρετα, με θυρεούς και συμπλεγμένα κοσμήματα, που ήταν μισοάστρα, μισολουλούδια. Μα στη ράχη του πιάτου ήταν χαραγμένα, στικτά, τα ονόματα των αρχηγών της οικογένειας, που, με το πέρασμα του καιρού, είχαν γίνει οι κάτοχοι του πιάτου: είχαν φτάσει κιόλας στους εφτά, και δίπλα στ' όνομα καθενός ήταν κι η χρονολογία που το κληρονόμησε, κι ο παππούς, με την άκρη του δαχτυλιδοστολισμένου δείκτη του, διάβαζε τα ονόματά τους, το ένα ύστερα από το άλλο, στον εγγονό του. Το όνομα του πατέρα του ήταν εκεί, το όνομα του παππού του επίσης και το όνομα του προπάππου του το ίδιο. Κι ύστερα αυτό το προ διπλασιάστηκε και τριπλασιάστηκε και τετραπλασιάστηκε στο στόμα του αφηγητή, και το αγόρι, με το κεφάλι γερμένο κατά το πλάι άκουε με σκεφτικά, ή ρεμβαστικώς άσκεφτα κι ακίνητα μάτια, και με στόμα νυσταγμένο και μαζεμένο, το «προ προ προ προ», αυτό τον σκοτεινό ήχο του τάφου και των περασμένων καιρών, που εξέφραζε, ωστόσο, μια σχέση ευλαβικά κρατημένη ανάμεσα στο παρόν, την ίδια του τη ζωή, και σ' αυτά τα βαθιά θαμμένα πράματα και που του έκανε μια παράξενη εντύπωση: αυτή, δηλαδή, ακριβώς, που εκφραζότανε στο πρόσωπό του. Νόμιζε πως ανάπνεε τον υγρό αέρα κλειστής κάμαρας, κάτι σαν τον αέρα της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης ή της κρύπτης του Αγίου Μιχαήλ, καθώς άκουγε αυτό τον ήχο. Του φαινόταν, ότι ένιωθε την πνοή τόπων, που σε κάνουν να πάρεις μια ορισμένη στάση γιομάτη σεβασμό, με το κεφάλι σκυμμένο και το καπέλο στα χέρια και να περπατάς στα δάχτυλα των ποδιών. Ακόμη, θαρρούσε πως άκουε τη μακρινή και περιφραγμένη σιωπή αυτών των χώρων, με τους τόσο επίσημους ήχους. Θρησκευτικά συναισθήματα ανακατεύονταν στον ήχο των βαριών συλλαβών με σκέψεις για το θάνατο και την ιστορία κι όλ' αυτά φαίνονταν, κατά κάποιο τρόπο, ευεργετικά στο παιδί, ναι, μπορεί μάλιστα και να ζητούσε να δει το τάσι μόνο για χάρη αυτών των συλλαβών, για να τις ακούσει να λέγονται και να τις ξαναλέει. Ύστερα, ο παππούς ξανατοποθετούσε το τάσι στο πιάτο κι έδειχνε στο παιδί την κοιλότητά του τη λεία κι ελαφρά χρυσωμένη, που έλαμπε κάτω από το φως του φεγγίτη. — Σε λίγο θα κλείσουνε οχτώ χρόνια, έλεγε, από τη μέρα που σε κρατήσαμε πάνω από τούτο το τάσι και που έτρεχε σ' αυτό το νερό της βάφτισής σου… Ο καντηλανάφτης Λάσεν του Αγίου Ιακώβου το έχυνε στη χούφτα του καλού μας πάστορα Μπουγκενχάγκεν κι από κει έπεφτε στο κεφάλι σου και κυλούσε στο τάσι. Μα το είχαμε ζεστάνει, για να μη φοβάσαι και κλαις, κι ούτε έκλαψες, πραγματικά, ενώ, αντίθετα, πρωτύτερα έκλαιγες, έτσι που ο Μπουγκενχάγκεν κουράστηκε πολύ για να πει τις ευχές του. Όταν, όμως, ήρθε το νερό, σώπασες, από σεβασμό προς το ιερό μυστήριο, ας ελπίσουμε. Και τις μέρες αυτές συμπληρώνονται σαράντα τέσσερα χρόνια που βαφτίστηκε ο μακαρίτης ο πατέρας σου κι έτρεξε το νερό από το κεφάλι του στο τάσι. Αυτό έγινε εδώ, στο πατρικό σπίτι του, στη διπλανή κάμαρα, μπροστά στο μεσαίο παράθυρο κι ήταν ακόμη ο γέρο πάστορας Χέζεκιντ που τον βάφτισε, ο ίδιος αυτός που παρά λίγο και θα τον τουφεκίζανε οι Γάλλοι στα νιάτα του, γιατί είχε μιλήσει από τον άμβωνα εναντίον των λεηλασιών και των εμπρησμών τους — πάνε πολλά χρόνια πια που τον πήρε κι αυτόν ο Θεός. Μα πριν από εβδομήντα πέντε χρόνια βαφτίζανε εμένα, στη

διπλανή κάμαρα, επίσης, και το δικό μου κεφάλι κρατούσανε πάνω από τούτο δω το τάσι, όπως είναι και γραμμένο στο πιάτο, κι ο πνευματικός έλεγε τα ίδια λόγια που ειπώθηκαν για σένα και για τον πατέρα σου και το ίδιο έπεφτε το ζεστό, καθαρό νερό από τα μαλλιά μου (δεν ήτανε πιο πολλά, τότε, απ' όσα έχω τώρα), στο χρυσό τάσι. Ο μικρός σήκωνε τα μάτια προς το λεπτό πρόσωπο του γέρο παππού, που είχε σκύψει πάλι πάνω από το τάσι, όπως κι εκείνη την πριν πολλά χρόνια περασμένη στιγμή που διηγείτο, και ξανάνιωσε την ίδια εκείνη εντύπωση που είχε αισθανθεί κιόλας, την παράξενη, μισονειρική, μισοαγωνιώδη εντύπωση μιας κινητής ακινησίας, μιας μεταβλητής μονιμότητας, μιας επανάληψης και μιας ιλιγγιώδους μονοτονίας — εντύπωση, που την είχε δοκιμάσει κιόλας σε παλιότερες περιστάσεις και που περίμενε να τον συγκινήσει πάλι και την ευχότανε: γι' αυτήν, εν μέρει, ήθελε να του δείξουνε αυτό το κινητό κι ακίνητο συνάμα οικογενειακό κειμήλιο. Όταν ο νέος αναρωτιόταν αργότερα, εύρισκε πως η εικόνα του παππού του ήτανε χαραγμένη μέσα του πολύ βαθύτερα, πιστότερα και ουσιαστικότερα απ' όσο των γονέων του: πράμα που οφειλότανε, ίσως, σε κάποια συμπάθεια ή σε μια φυσική συγγένεια ολωσδιόλου ιδιαίτερη, γιατί ο εγγονός έμοιαζε στον παππού του, όσο μπορεί να μοιάζει ένας ροδομάγουλος έφηβος μ' έναν ασπρισμένο, ρυτιδωμένο εβδομηντάρη. Μα προπαντός οφειλότανε στ' ότι ο γέρο παππούς υπήρξε αναμφισβήτητα η πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστική φυσιογνωμία κι η πιο γραφική προσωπικότητα της οικογένειας. Για να πούμε την αλήθεια, ο χρόνος είχε αφήσει πίσω του τον τρόπο της ζωής και της σκέψης του παππού του Χανς, πολύ πριν από τον θάνατο του Χανς Λόρεντς Κάστορπ. Υπήρξε ένας κύριος βαθύτατα χριστιανός, μέλος της προτεσταντικής Εκκλησίας, μ' αυστηρά ριζωμένο μέσα του το αίσθημα της παράδοσης, τόσο αποφασισμένος να κρατήσει κλειστή την αριστοκρατική τάξη, την ικανή να κυβερνά την κοινωνία, σαν να είχε ζήσει τον δέκατο τέταρτο αιώνα, τότε που οι χειρώνακτες, νικώντας την πεισματική αντίσταση των ερωτευμένων, με τις παλιές ελευθερίες τους, ευγενών, άρχισαν να κατακτούν έδρες και φωνές μέσα στο συμβούλιο της πόλης, και δύσκολος να δεχτεί τους νεωτερισμούς της εποχής. Η δραστηριότητά του είχε συμπέσει με μια εποχή ραγδαίας εξέλιξης και πολυποίκιλων αλλαγών, με μια εποχή σύντονης προόδου που είχε απαιτήσει μεγάλη τόλμη και πνεύμα θυσίας από τον δημόσιο βίο. Μα μόνο ο Θεός ξέρει, πως δεν οφειλότανε στο γέρο Κάστορπ, αν το πνεύμα των νέων καιρών είχε γιορτάσει τις πολυφημισμένες, λαμπρές νίκες του. Ένιωθε περισσότερο σεβασμό προς τις ασύνετες επεκτάσεις του λιμανιού και τις άλλες ανόσιες αστειότητες και πηθικισμούς των μεγάλων πόλεων. Είχε χαλιναγωγήσει και ηρεμήσει τα πνεύματα παντού, όπου μπόρεσε, κι αν τον είχανε ακούσει, η διοίκηση θα 'ταν, και σήμερα ακόμη, το προκατακλυσμιαίο εκείνο ειδύλλιο, που παρουσίαζαν τα ίδια του τα γραφεία. Αυτή τη φυσιογνωμία παρουσίαζε ο γέρος, όταν ζούσε, μα κι αργότερα ακόμη, στο βλέμμα των συμπολιτών του και μολονότι ο μικρός Χανς Κάστορπ δεν καταλάβαινε τίποτα από τις δημόσιες υποθέσεις, το παιδικό μάτι του, με το στοχαστικό βλέμμα, έκανε, λίγο ως πολύ, τις ίδιες παρατηρήσεις — παρατηρήσεις βουβές και συνεπώς δίχως κριτική,

μα γιομάτες ζωή και, αργότερα ακόμη, σαν συνειδητή ανάμνηση, κράτησαν τον εχθρικό προς κάθε προφορική ανάλυση χαρακτήρα τους, αλλά επιδοκιμαστικό πάντα. Όπως είπαμε κιόλας, η συμπάθεια έπαιζε το ρόλο της, αυτή η στοργή κι η ενδόμυχη συγγένεια που, κάποτε κάποτε, ξεπερνά το μέσο βαθμό. Τα παιδιά και τα εγγόνια κοιτάζουν για να θαυμάσουν, για να μάθουν και ν' αναπτύξουν ό,τι, από κληρονομικότητα, προϋπάρχει ήδη μέσα τους. Ο γερουσιαστής Κάστορπ ήταν αδύνατος και ψηλόκορμος. Τα χρόνια είχαν κυρτώσει τη ράχη του και κάμψει τον σβέρκο του, μα προσπαθούσε να διορθώσει το καμπούριασμα, αντιδρώντας σ' αυτό, και τότε το στόμα του, που τα χείλη του δεν κρατιόντουσαν πια στο ύψος τους από τα δόντια, παρά ακουμπούσανε απ' ευθείας απάνω στα άδεια γούλα (γιατί την οδοντοστοιχία του τη φορούσε μόνο την ώρα του φαγητού), μαζευότανε προς τα μέσα με μιαν αξιοπρέπεια κοπιαστικά κρατημένη, και σ' αυτό, όπως, ίσως, και σε κάποια προσπάθεια να κατανικήσει μια αστάθεια, που άρχιζε, του κεφαλιού, οφειλότανε η απότομη κι αυστηρή στάση και το σήκωμα του πηγουνιού, που τόσο πολύ άρεσαν στο μικρό Χανς Κάστορπ. Είχε ένα κουτί, που το αγαπούσε — ένα μικρό, μακρουλό κουτί από όστρακο μαλαμοκαπνισμένο, όπου έβανε τα κόκκινα μαντήλια του. Μαντήλια, που οι άκρες τους κρέμονταν καμιά φορά από την πίσω τσέπη της ρεντινγκότας του. Αν κι αυτό ήτανε μια αδυναμία κάπως κωμική — ουσιαστικά, ωστόσο, έδινε την εντύπωση ενός προνομίου της προχωρημένης ηλικίας, κάτι σαν ατημελησία, που μπορούν να επιτρέψουνε στον εαυτό τους τα γεράματα και που, είτε συνειδητά και χαμογελώντας, είτε ασύνειδα, σου επέβαλλε το σεβασμό. Και, οπωσδήποτε, αυτή 'ταν η μοναδική αδυναμία, που το οξύ παιδικό βλέμμα του Χανς Κάστορπ μπόρεσε να παρατηρήσει ποτέ στην εμφάνιση του παππού. Μα, τόσο στα μάτια του εφτάχρονου παιδιού, όσο κι αργότερα, στην ανάμνηση του εφήβου, η καθημερινή και γνώριμη εμφάνιση του γέρου δεν ήταν κι η πιο αυθεντική εικόνα του. Στην πραγματικότητα, ήταν διαφορετικός, πολύ πιο όμορφος και πιο αυστηρός ακόμη απ' όσο συνήθως — όπως ακριβώς παριστανότανε σ' έναν πίνακα, σ' ένα πορτραίτο σε φυσικό μέγεθος, που κρεμότανε από πολύ καιρό στο σπίτι των γονέων του παιδιού και που, αργότερα, μετακόμισε κι αυτό μαζί με το μικρό Χανς Κάστορπ στην πλατεία περιπάτου, για να πάρει τη θέση του πάνω από το μεγάλο ερυθρομέταξο καναπέ του σαλονιού. Παρουσίαζε τον Χανς Λόρεντς Κάστορπ με την επίσημη στολή του του συγκλητικού της πόλεως — αυτή την αυστηρή και σοβαρή στολή ενός φευγάτου πια αιώνα, που την είχε διατηρήσει, μέσα από το πέρασμα των καιρών, μια κοινωνία ριψοκίνδυνη κι επιβλητική ταυτόχρονα, και που, ο παππούς, την είχε φυλάξει, για τις επίσημες τελετές, για να συγχέει, με τον τελετουργικό τούτο τρόπο, το παρελθόν με το παρόν, το παρόν με το παρελθόν, και για να επιβεβαιώνει έτσι τη σεβάσμια σιγουριά της εμπορικής υπογραφής του και τη σταθερή συνοχή των πραγμάτων. Εκεί, έβλεπε κανείς, το γερουσιαστή Κάστορπ να στέκεται, σ' ένα κόκκινο πλακόστρωτο, σε μια προοπτική γοτθικών κιόνων και τόξου, ορθόκορμος, με το πηγούνι γερμένο, με το στόμα ζαρωμένο προς τα μέσα, με

τα γαλάζια μάτια του, με το ρεμβαστικό βλέμμα, και τους φουσκωμένους δακρυακούς αδένες, στραμμένα σε κάτι το μακρινό, ντυμένος το περιστερνίδιό του, όμοιο με ιερατικό ρούχο, που κατέβαινε πιο κάτω από τα γόνατα και που, ανοιχτό μπροστά, ήταν στολισμένο με μια φαρδιά γαρνιτούρα από γούνα. Μέσα από φουσκωτά μισομάνικα και γαρνιρισμένα με γούνα, επίσης, βγαίνανε πιο στενά και μακριά μανίκια, από συνηθισμένη τσόχα, ενώ δαντελλένια μανικέτια σκεπάζανε τα χέρια ως τις παλάμες. Οι αδύναμες γάμπες του γέρου ήταν ντυμένες με μαύρες μεταξωτές κάλτσες, και τα πόδια χωμένα μέσα σε γόβες μ' ασημένιες πόρπες. Μα ο λαιμός τριγυριζόταν από μια φαρδιά κολαρίνα, σκληρή και πλισσαρωτή, χαμηλωμένη μπροστά και σηκωμένη στα πλάγια, ενώ, κάτω· απ' αυτή, κατέβαινε ένα πλισσαρωτό φρίλι πάνω στο πουκάμισο. Κάτω από το μπράτσο κρατούσε το αρχαιόπρεπο καπέλο, με το φαρδύ γύρο, που ο τεπές του στένευε προς τα πάνω. Ήταν ένας εξαίρετος πίνακας, ενός ονομαστού καλλιτέχνη, φιλοτεχνημένος καλαίσθητα, στο στυλ των παλιών δασκάλων, γιατί προς αυτούς έκλινε το θέμα, που έφερνε στη μνήμη του θεατή διάφορες ισπανο-ολλανδικές παραστάσεις του τέλους του Μεσαίωνα. Ο μικρός Χανς Κάστορπ τον είχε κοιτάξει πολλές φορές, όχι φυσικά, με τη νοημοσύνη του γνώστη, μα, οπωσδήποτε, με μια ορισμένη, διεισδυτική κατανόηση, κάπως πιο γενικά, να πούμε. Κι αν και δεν είχε δει προσωπικά τον παππού του, έτσι, όπως τον παρίστανε ο μουσαμάς, παρά μια φορά μόνο, σε μια επίσημη πομπή στο Δημαρχείο, και για πολύ ελάχιστη ώρα, κάπως φευγαλέα, μάλιστα, δεν μπορούσε, ωστόσο, να εμποδίσει τον εαυτό του να θεωρεί, όπως είπαμε κιόλας, τον πίνακα αυτό, σαν αληθινή και αυθεντική αναπαράσταση του παππού του, ενώ στον καθημερινό παππού του, να πούμε, δεν έβλεπε παρά ένα είδος προσωρινού και βοηθητικού παππού ατελέστατα προσαρμοσμένου στο ρόλο του. Γιατί, ό,τι υπήρχε διάφορο και παράξενο στην καθημερινή του εμφάνιση, ήταν φανερό, πως οφειλότανε σ' αυτήν την ατελή κι ίσως-ίσως και κάπως αδέξια προσαρμογή, κι ήτανε λείψανα και υπαινιγμοί που δεν είχανε σβήσει ολότελα από τη γνήσια κι αληθινή μορφή του. Και τέτοια ήτανε, λόγου χάρη, το ψηλό κολλάρο και το φαρδύ, λευκό, μεταξωτό μαντήλι του λαιμού, που δεν ήτανε πια της μόδας. Μα ήταν αδύνατο να πεις το ίδιο και για το θαυμάσιο ένδυμα, όσο κι αν υπήρχε εκείνη η σπανιόλικη τραχηλιά, το ίδιο και για το ψηλό καπέλο, με το ασυνήθιστα καμπυλωτό γείσο, που ο παππούς φορούσε στο δρόμο και στο οποίο ανταποκρινότανε, σε μια ανώτερη πραγματικότητα, το φαρδύ κέτσινο καπέλο του πίνακα, καθώς και για τη μακριά πτυχωτή ρεντινγκότα, που η πρωτότυπη και ουσιαστική εικόνα της ήταν, στα μάτια του μικρού Χανς Κάστορπ, η κεντημένη και γαρνιρισμένη με γούνα ρόμπα. Έτσι, συμφώνησε, μ' όλη του την καρδιά, να παρουσιαστεί ο παππούς του σ' όλη του την αυθεντική και τέλεια μεγαλοπρέπεια, τη μέρα που θα τον αποχαιρετούσε για πάντα σ' αυτό τον κόσμο. Αυτό έγινε στη μεγάλη αίθουσα, που είχανε φάει τόσες φορές μαζί, στο τραπέζι, ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο Χανς Λόρεντς Κάστορπ ήτανε ξαπλωμένος, τώρα, στο ασημοκαπνισμένο φέρετρό του, απάνω στην εξέδρα, που ήτανε πνιγμένη από τα στέφανα. Είχε αγωνιστεί εναντίον της πνευμονίας, καιρό και καιρό και πεισματάρικα, αν

και φαινότανε πως δεν ένιωθε πολλή άνεση στη σύγχρονη ζωή, και να που ήτανε τώρα ξαπλωμένος, χωρίς να ξέρει κανένας πώς: σαν νικητής ή σαν νικημένος, μα με μια έκφραση, οπωσδήποτε, αυστηρά ειρηνική και πολύ αλλαγμένη, με τη μύτη πιο σουβλερή, από τον αγώνα, στην πομπική κλίνη του, με το κεφάλι ανασηκωμένο από τα μεταξωτά προσκέφαλα, έτσι που το πηγούνι του αναπαυότανε ευχάριστα μέσα στο τοξωτό κόψιμο της τιμητικής τραχηλιάς, με το κάτω μέρος του κορμιού σκεπασμένο με μια κουβέρτα, που πάνω της είχανε αποθέσει ένα κλαδί φοίνικα, κι ανάμεσα στα μισοσκεπασμένα από τις δαντέλλες των μανικετιών χέρια, που ακουμπούσανε πάνω στην κουβέρτα με τον πιο φυσικό τρόπο, χωρίς ν' αφήνουνε την εντύπωση μιας άψυχης παγερότητας, είχανε τοποθετήσει έναν Εσταυρωμένο από ελεφαντόδοντο, που το βλέμμα του παππού φαινότανε να τον κοιτάζει αδιάκοπα, κάτω από τα κατεβασμένα του βλέφαρα. Ο Χανς Κάστορπ είχε δει πολλές φορές τον παππού του στην αρχή της αρρώστιας του, μα ύστερα δεν τον ξαναείδε πια. Του είχανε απαγορεύσει απόλυτα το θέαμα του αγώνα, που, το μεγαλύτερο μέρος του, άλλωστε, διεξαγότανε τη νύχτα, και μόνο έμμεσα τον αισθάνθηκε ο μικρός, από την αγωνιώδη ατμόσφαιρα του σπιτιού, από τα κόκκινα μάτια του γέρο Φίτε και από τα πήγαινε έλα των γιατρών. Μα το αποτέλεσμα του αγώνα που αντίκρυσε μέσα στην τραπεζαρία θα μπορούσε να συνοψιστεί σε τούτο δω: Πως ο παππούς είχε ξεπεράσει επίσημα την προσωρινή και βοηθητική φυσιογνωμία του και είχε ντυθεί οριστικά την αληθινή και άξια γι' αυτόν μορφή του. Αυτό ήτανε ένα γεγονός που θα έπρεπε να το αναγνωρίσει κανείς, μ' όλο που ο γέρο Φίτε έκλαψε και κούνησε ασταμάτητα το κεφάλι του και μ' όλο που κι ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ έκλαψε, όπως είχε κάμει και μπροστά στο θέαμα της ξαφνικά πεθαμένης μητέρας του, και του πατέρα του, που είχε δει λίγο καιρό αργότερα, το ίδιο ξαπλωμένον, επίσης, αλλ' όχι λιγότερο σιωπηλό και παράξενο. Γιατί 'ταν η τρίτη φορά κιόλας, που, σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα και σε μια ηλικία τόσο νέα, άγγιζε ο θάνατος το πνεύμα και τις αισθήσεις —προ παντός τις αισθήσεις— του μικρού Χανς Κάστορπ. Το θέαμα τούτο κι αυτή η εντύπωση δεν ήταν πια κάτι καινούριο γι' αυτόν, μα, αντίθετα, κάτι πολύ γνώριμο, και όπως και στις δυο προηγούμενες περιστάσεις, δείχτηκε πολύ σοβαρός και πολύ κύριος του εαυτού του, κάθε άλλο παρά έρμαιο των νεύρων του, αν και είχε νιώσει μια φυσική λύπη· το ίδιο δείχτηκε και τούτη δω τη φορά, πάρα πολύ ήρεμος, ίσως κάπως υπερβολικά ήρεμος. Μη γνωρίζοντας την πρακτική σημασία των γεγονότων για τη ζωή του, ή παιδιάτικα αδιάφορος απ' αυτή την άποψη, μες στην εμπιστοσύνη του, πως ο κόσμος θα τον φρόντιζε οπωσδήποτε, είχε δώσει δείγματα, μπροστά σ' αυτά τα φέρετρα, κάποιας ψυχρότητας, το ίδιο παιδιάτικης, και μιας προσοχής συνδεμένης με τα εξωτερικά πράματα, όσο και, στην τρίτη περίσταση, με τα συναισθήματα, κι ενός ύφους γνώστη, πολύπειρου κιόλας, που του έδινε την ιδιαίτερη έκφραση μιας πρώιμης σοφίας (παραβλέποντας τα συχνά δάκρυα, που οφείλονταν στη συγκίνηση ή στην κολλητικότητα των ξένων δακρύων, σαν φυσική αντίδραση). Κατά το διάστημα των τριών ή τεσσάρων μηνών που ακολούθησαν το θάνατο του πατέρα του, είχε ξεχάσει το

θάνατο. Τώρα, τον θυμότανε πάλι κι οι αλλοτινές εντυπώσεις ξαναγύριζαν όπως ήταν ακριβώς, ταυτόσημες κι έντονες, στην ασύγκριτη παραξενιά τους: Αναλυμένες και εκφρασμένες σε λόγια, οι εντυπώσεις αυτές θα παρουσιάζονταν έτσι περίπου: Ο θάνατος ήταν κάτι που προκαλούσε το δέος, κάτι που είχε σημασία και κάποια θλιμμένη ομορφιά, κάτι, δηλαδή, που σχετιζότανε με το πνεύμα, μα ταυτόχρονα ήτανε και κάτι εντελώς διαφορετικό, αντίθετο σχεδόν, κάτι το πολύ φυσικό, το πολύ υλικό, που δε θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει ούτε όμορφο ούτε θλιβερό, κάτι που δεν είχε ούτε σημασία ούτε και προκαλούσε κανένα δέος. Η επίσημη και πνευματική φύση εκφραζόταν από τη μεγαλοπρέπεια του φερέτρου του μακαρίτη, και, πιο καθαρά ακόμη, από τον Εσταυρωμένο που βρισκόταν στα χέρια του πεθαμένου παππού, από τον ευλογούντα Χριστό του Θόρβαλντζεν, που ορθωνόταν στο πάνω μέρος του φερέτρου κι από τα δυο καντηλέρια που στέκονταν από τη μια κι από την άλλη μεριά, και που σ' αυτή τη περίσταση είχανε πάρει, επίσης, έναν ιερατικό χαρακτήρα. Όλη τούτη η τακτοποίηση των πραγμάτων έδινε, σ' ένα-ένα χωριστά, την ακριβή κι ευεργετική έννοιά του σ' αυτή τη σκέψη, όπου ο παππούς είχε βρει για πάντα την αληθινή και οριστική φυσιογνωμία του. Αλλά, εκτός που ο μικρός Χανς Κάστορπ δεν άφησε να το προσέξουν, ακόμη κι αν δεν το ομολόγησε σε κανέναν, όλ' αυτά και προπαντός τα πολλά λουλούδια, κυρίως τα σκορπισμένα παντού πολυάνθεμα, είχανε σκοπό τους να γλυκάνουν την άλλη όψη του θανάτου, που δεν ήταν ούτε όμορφη ούτε αληθινά θλιμμένη, αλλά μάλλον κάπως ανάρμοστη, κάπως ταπεινά σωματική, για να σας κάνουν να την ξεχάσετε ή για να σας εμποδίσουν να τη συνειδητοποιήσετε. Σε τούτη τη δεύτερη φύση του θανάτου οφειλότανε το ότι ο πεθαμένος παππούς έμοιαζε τόσο παράξενος, όχι ακριβώς σαν παππούς, παρά σαν κέρινη κούκλα σε φυσικό μέγεθος, που ο θάνατος την είχε βάλει στη θέση του προσώπου του και που σ' αυτήν αποδίδονταν όλες αυτές οι ευλαβικές και μεγαλοπρεπείς τιμές. Αυτός που κειτόταν εκεί, ή πιο σωστά: αυτό που κειτόταν εκεί, δεν ήταν ο ίδιος ο παππούς, παρά ένα περίβλημα — που, όπως ήξερε ο Χανς Κάστορπ, δεν ήταν από κερί, παρά από την ίδια την ύλη του. Μόνο από ύλη: κι αυτό ήταν ακριβώς το ανάρμοστο και το κάπως θλιβερό — τόσο λίγο θλιβερό όσο θλιβερά είναι τα πράματα που έχουνε σχέση με το σώμα και μόνο με το σώμα. Ο μικρός Χανς Κάστορπ κοίταζε αυτή την κεροκίτρινη, τη λεία και σαν τυρένια ύλη, από την οποία ήταν πλασμένη αυτή η μορφή του θανάτου, με το φυσικό μέγεθος του ανθρώπου, το πρόσωπο και τα χέρια του πρώην παππού. Κείνη τη στιγμή ακριβώς πήγε μια μύγα και κάθισε στο ακίνητο μέτωπο κι άρχισε να κουνά την προβοσκίδα της. Ο γέρο Φίτε την έδιωξε προφυλαχτικά, προσέχοντας να μην αγγίξει το μέτωπο, και μ' ένα ντροπαλό σκοτείνιασμα του προσώπου του, σαν να μην είχε το δικαίωμα και σαν να μην ήθελε να ξέρει τι ακριβώς έκανε κείνη τη στιγμή. Μια έκφραση κοσμιότητας, που, φανερά, οφειλότανε στο γεγονός, πως ο παππούς δεν ήτανε πια παρά ένα σώμα και τίποτα περισσότερο. Μα, ύστερα από ένα κυκλικό πέταγμα, η μύγα πήγε και κάθισε στα δάχτυλα του παππού, πλάι στο φιλντισένιο Εσταυρωμένο. Κι ενώ γινόταν αυτό, ο Χανς Κάστορπ νόμισε, ότι αισθάνθηκε πιο καθαρά από πριν αυτή την αλαφριά, μα παράξενα δριμεία αποφορά που γνώριζε από άλλοτε, και που, στη σύγχυσή του, του θύμισε ένα συμμαθητή

του που υπόφερε από μιαν ενοχλητική αρρώστια και γι' αυτό τον απόφευγαν όλοι κι ότι τα πολυάνθεμα, ανάμεσα στ' άλλα, είχανε τον προορισμό να σκεπάζουνε με το άρωμά τους αυτή την αποφορά, χωρίς να το κατορθώνουν, άλλωστε, παρ' όλη την αφθονία τους και τη δυνατή μυρουδιά τους. Βρέθηκε πολλές φορές μπροστά στο λείψανο: μια φορά μόνος του με το γέρο Φίτε, τη δεύτερη φορά με το μεγάλο θείο του τον Τινάππελ, τον έμπορο κρασιών, και με τους δυο θείους του Τζέιμς και Πέτερ, κι ύστερα, για τρίτη φορά, όταν μια ομάδα λιμενεργάτες, με τα κυριακάτικά τους, ήρθε και στάθηκε για λίγα λεπτά μπροστά στο ανοιχτό φέρετρο για ν' αποχαιρετήσει τον παλιό αρχηγό του Οίκου Κάστορπ & Υιός. Ύστερα, έφτασε η ώρα της κηδείας. Η μεγάλη αίθουσα γιόμισε κόσμο κι ο πάστορας Μπουγκενχάγκεν της εκκλησίας του Αγίου Μιχαήλ, ο ίδιος που είχε βαφτίσει τον Χανς Κάστορπ, έψαλε την νεκρώσιμη ακολουθία, κι ύστερα, στο αμάξι, το πρώτο μιας μακράς, μακράς σειράς που ακολουθούσε τη νεκροφόρο, κουβέντιασε πολύ φιλικά με το μικρό Χανς Κάστορπ. Ύστερα απ' αυτό πήρε τέλος και τούτο το μέρος της ζωής του κι ο Χανς Κάστορπ άλλαξε αμέσως σπίτι και περιβάλλον. Κι αυτό έγινε, για δεύτερη φορά κιόλας, στο σύντομο διάστημα της νεαρής ύπαρξής του.

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΤΙΝΑΠΠΕΛ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΘΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΑΝΣ ΚΑΣΤΟΡΠ ΜΑ ΟΧΙ προς δυστυχία του, γιατί, από τότε κι ύστερα, έμεινε στο σπίτι του Πρόξενου Τινάππελ, που έγινε κηδεμόνας του, και δεν του έλειψε τίποτα: ούτε, σ' ό,τι αφορούσε το πρόσωπό του, βέβαια, ούτε και σ' ό,τι είχε σχέση με την προστασία των άλλων συμφερόντων του, για τα οποία δεν ήξερε τίποτα ακόμη. Γιατί, ο Πρόξενος Τινάππελ, ένας θείος της μακαρίτισσας τής μητέρας του Χανς, διαχειρίστηκε την περιουσία των Κάστορπ, πούλησε τ' ακίνητα, ανάλαβε την εκκαθάριση του Οίκου Κάστορπ & Υιός, Εισαγωγαί - Εξαγωγαί, και ό,τι έβγαλε απ' όλ' αυτά, κάπου τετρακόσιες χιλιάδες μάρκα, που κληρονομούσε ο Χανς Κάστορπ, ο Πρόξενος Τιννάππελ το τοποθέτησε σε σίγουρες αξίες, προαφαιρώντας, άλλωστε, παρά τα στοργικά, συγγενικά του αισθήματα, κάθε τρίμηνο, δύο τα εκατό προμήθεια, για δικό του λογαριασμό. Το σπίτι των Τινάππελ, που βρισκόταν στο βάθος ενός κήπου στο δρόμο του Χάρβεστεχούντ, έβλεπε σε μια χλοησμένη έκταση, απ' όπου έλειπε και το ελάχιστο αγριόχορτο, στις δημόσιες τριανταφυλλιές και στο ποτάμι. Ο Πρόξενος πήγαινε κάθε πρωί στις υποθέσεις του με τα πόδια, αν κι είχε ένα όμορφο αμάξι, για να κινηθεί λίγο, γιατί υπόφερε, κάποτε-κάποτε, από κάποια ελαφρά υπεραιμία στο κεφάλι, και ξαναγύριζε, με τα πόδια επίσης, στις πέντε η ώρα το βράδυ, οπότε και τρώγανε για μεσημέρι στους Τινάππελ κατά τον πιο τελετουργικό τρόπο. Ήταν ένας σημαντικός άνθρωπος, που ντυνότανε πάντα με τα καλύτερα εγγλέζικα υφάσματα, με γαλαζόνερα μάτια κάπως εξώφθαλμα, πίσω από τα χρυσά ματογυάλια του, κόκκινη μύτη και γκρίζα γενειάδα, σαν των θαλασσινών. Στο μικρό, ισχνό δάχτυλο του αριστερού χεριού φορούσε ένα διαμάντι, που έλαμπε σαν φωτιά. Η γυναίκα του ήταν πεθαμένη από καιρό. Είχε δυο γιούς, τον Πέτερ και τον Τζέιμς, που ο ένας ήταν στο ναυτικό και δεν έμενε παρά σπάνια στο πατρικό σπίτι, ενώ ο άλλος εργαζότανε στο κρασεμπόριο του πατέρα του και κάποτε θα κληρονομούσε και τη φίρμα. Το νοικοκυριό το διηύθυνε, από πάρα πολλά χρόνια, τώρα, η Σαλλέεν, κόρη ενός χρυσοχόου από την Αλτόνα, που πάντα φορούσε λευκά, κολλαρισμένα κυψελωτά περιβραχιόνια. Φρόντιζε να υπάρχουνε πάντα, τόσο στο γεύμα όσο και στο δείπνο, πολλά ορεκτικά, γαρίδες και σολομός, χέλια, στήθος χήνας και tomato cetchup μαζί με το ροζμπίφ. Είχε το νου της στους έκτακτους υπηρέτες, όταν ο Πρόξενος Τινάππελ έδινε κανένα δείπνο για Κυρίους, κι αυτή ήταν, επίσης, που χρησίμεψε για μητέρα, όσο βέβαια της ήταν δυνατό, στο μικρό Χανς Κάστορπ. Ο Χανς Κάστορπ μεγάλωσε με την κακοκαιρία, με τον άνεμο και την ομίχλη, μεγάλωσε σ' ένα κίτρινο αδιάβροχο, αν μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι, και γενικά ένιωθε πάρα πολύ καλά. Λίγο αναιμικός, ίσως, χωρίς άλλο, από την αρχή, καθώς είπε κι ο γιατρός Χάιντεκιντ και παράγγειλε να πίνει, στο πρόγευμά του κάθε μέρα μετά το σχολείο, ένα γιομάτο ποτήρι εγγλέζικη μπίρα, πόρτερ — δυνατό πιοτό, καθώς είναι γνωστό, που ο γιατρός Χάιντεκιντ του απόδιδε δυναμωτικές ιδιότητες, για το αίμα, και που πραγματικά καταπράυνε το ζωικό πνεύμα του Χανς Κάστορπ κι αντιδρούσε ευεργετικά ενάντια στην

τάση του να «ονειροπολεί», όπως εκφραζόταν ο θείος του Τινάππελ — να ονειρεύεται, δηλαδή, αποχαυνωμένος, με αδιάκοπα χασμουρητά και χωρίς καν μια στερεή σκέψη. Μα όσο για τ' άλλα ήταν πολύ καλά στην υγεία του και κανονικός — παίκτης του τένις και κωπηλάτης όχι κακός, ακόμη κι αν, αντί να μεταχειρίζεται το κουπί, προτιμούσε να κάθεται, τα καλοκαιρινά βράδια, μπροστά σ' ένα ποτήρι, στον εξώστη του πορθμείου του Ούλενχορστ, για ν' ακούει μουσική και να βλέπει τις φωτισμένες βάρκες που ανάμεσά τους κολυμπούσανε κύκνοι, πάνω στα γιομάτα ανταύγειες νερά. Και όταν τον άκουε κανείς να μιλά: ήρεμα, λογικά, με μονότονη, κάπως βαθιά φωνή και μ' ένα βορεινό τόνο, (αρκούσε, άλλωστε, ένα γρήγορο βλέμμα στην ξανθιά φυσιογνωμία του, με το φίνα κομμένο κεφάλι, που δεν της έλειπαν κάποια ίχνη από περασμένες εποχές κι όπου μια κληρονομική και ασύνειδη έπαρση εκφραζότανε κάτω από τη μορφή μιας κάποιας στυγνής νωθρότητας), κανείς δε μπορούσε ν' αμφιβάλλει, πως ο Χανς Κάστορπ αυτός ήταν, χωρίς άλλο, ένας αυθεντικός και όχι νόθος καρπός εκείνης της γης και πως κρατούσε λαμπρά τη θέση του. Ο ίδιος, αν τον ρωτούσανε απάνω σ' αυτό το σημείο, δε θα δίσταζε ούτε στιγμή να το βεβαιώσει. Την ατμόσφαιρα της μεγάλης θαλασσινής πολιτείας, αυτή τη νοτισμένη ατμόσφαιρα του παγκόσμιου εμπορίου και της άνεσης, που υπήρξε ο ζωογόνος αέρας των προγόνων του, την ανάσαινε με βαθιά ικανοποίηση, επιδοκιμαστικά και μ' ευχαρίστηση. Ανάμεσα στις αναθυμιάσεις του νερού, του κάρβουνου και του κατραμιού, με τη μύτη διαπερασμένη από τις έντονες μυρωδιές των στοιβαγμένων αποικιακών εδώδιμων, έβλεπε στις προκυμαίες του λιμανιού τους πελώριους ατμοκίνητους γερανούς να μιμούνται την ηρεμία, τη νοημοσύνη και τη γιγαντιαία δύναμη των ημερωμένων ελεφάντων, ανασέρνοντας τόννους τσουβάλια, δέματα, κιβώτια, βαρέλια, από τ' αμπάρια των αγκυροβολημένων καραβιών κι αδειάζοντάς τα στα βαγόνια του σιδηροδρόμου και στις φορτηγίδες. Έβλεπε τους εμπόρους, τυλιγμένους σε κίτρινα αδιάβροχα, όπως κι ο ίδιος αυτός, να ξεχύνονται, κατά το μεσημέρι, στο Χρηματιστήριο, όπου παίζανε στρυμωγμένοι ο ένας απάνω στον άλλο, καθώς ήξερε, κι όπου, πολλές φορές, γινότανε να μοιράζει κανείς βιαστικά-βιαστικά προσκλήσεις σ' ένα μεγάλο δείπνο, για να σώσει την εμπορική πίστη του. Έβλεπε (κι εδώ βρισκότανε η περιοχή, που θα τον ενδιέφερε ιδιαίτερα αργότερα) το πλήθος των ναυπηγείων, έβλεπε τα μαμουθόκορμα υπερωκεάνια, για την Ασία και την Αφρική, δεμένα στους χοντρούς κάβους τους, σαν πύργους ψηλά, με προπέλες και τρόπιδες γυμνές, υποστηριγμένα από δοκάρια χοντρά σαν κορμούς δέντρων, στην ξηρά, παραλυμένα από το τερατώδες βάρος τους, και σκεπασμένα από στρατιές νάνων απασχολημένων να ξύνουν, να σφυροκοπούν και να βάφουν. Έβλεπε, κάτω από τα σκεπασμένα αμπάρια, τυλιγμένους σε μια καπνώδη ομίχλη, να ορθώνονται οι σκελετοί των καραβιών που κατασκευάζονταν, έβλεπε τους μηχανικούς με τα σχέδια και τα σημειωματάριά τους στο χέρι να προστάζουνε τους εργάτες, πρόσωπα γνώριμα στο Χανς Κάστορπ από τα πρώτα παιδικά χρόνια του, και που ξυπνούσανε μέσα του αισθήματα σπιτικής άνεσης, αισθήματα που εξαφανίζονταν, όταν του συνέβαινε να φάει, καμιά φορά, την Κυριακή το μεσημέρι, στο περίπτερο του Αλστερ με τον Τζέιμς Τινάππελ ή με τον ξάδελφό του Τσίμσεν —τον Γιόαχιμ Τσίμσεν— κανένα ζεστό μπιφτέκι από

καπνιστό κρέας μ' ένα ποτήρι παλιό πορτό. Κι ύστερα, χωμένος στο βάθος της πολυθρόνας του, να βγάνει με πολύ ζήλο σύννεφα καπνού από το πούρο του. Γιατί ήταν αυθεντικός σε τούτο δω προπαντός: του άρεσε να ζει. Και, παρά την αναιμική και λεπτή εμφάνισή του, ήταν, σαν το βρέφος που χαίρεται μ' όλη του την καρδιά, κολλημένο στο μητρικό στήθος, προσκολλημένος στις έντονες χαρές της ζωής. Σήκωνε άνετα, κι όχι δίχως αξιοπρέπεια, στους ώμους του, τον υψηλό πολιτισμό, που η κυριαρχούσα τάξη αυτής της αστικής δημοκρατίας των εμπόρων κληρονομεί στα παιδιά της. Ήταν τόσο καλολουσμένος, όσο κι ένα μωρό, κι άφηνε να τον ντύνει ο ράφτης, που έχαιρε της εμπιστοσύνης των νεαρών της τάξης του. Τα προσεχτικά μαρκαρισμένα ασπρόρουχα, που βρίσκονταν στα εγγλέζικα συρτάρια του ντουλαπιού του, τα γνοιαζότανε πιστά η Σαλλέεν. Όταν ο Χανς Κάστορπ σπούδαζε έξω, εξακολούθησε να της στέλνει τα ρούχα του, για να τα μπουγαδιάζει και να τ' ανεράβει (γιατί η αρχή του ήταν, πως μόνο στο Αμβούργο ξέρανε να σιδερώνουνε, σ' όλη τη Γερμανία), κι ένα ξεφτισμένο μανικέτι σ' ένα από τα όμορφα χρωματιστά του πουκάμισα μπορούσε να τον κάμει να χάσει ολότελα το κέφι του. Τα χέρια του, αν και το σχήμα τους δεν ήταν ιδιαίτερα αριστοκρατικό, είχανε δροσερό και περιποιημένο δέρμα και στολίζονταν από μια πλατινένια αλυσίδα κι από το δαχτυλίδι του παππού του, και τα δόντια του, που ήταν κάπως μαλακά, και που γι' αυτό τον είχανε κάνει, πολλές φορές, να υποφέρει, ήταν πλουτισμένα με χρυσές κορώνες. Όταν ήταν όρθιος ή όταν βάδιζε, πέταγε προς τα μπρος κάπως την κοιλιά του, κάτι που δεν έδινε την εντύπωση μεγάλης ενεργητικότητας. Μα ο τρόπος που καθότανε στο τραπέζι ήταν αξιοπρόσεχτος. Με τον κορμό πολύ ίσιο, στρεφότανε ευγενικά προς τον γείτονά του, με τον οποίο φλυαρούσε (λογικά, όπως είπαμε κιόλας και μ' έναν βορεινό τόνο στη φωνή), κι οι αγκώνες του αγγίζανε ελαφρά τα ισχία του, ενώ έκοβε τη φτερούγα του κοτόπουλού του ή τραβούσε επιδέξια, με τη βοήθεια του ειδικά προορισμένου γι' αυτή τη δουλειά πιρουνιού, το ρόδινο κρέας από τη δαγκάνα ενός αστακού. Η πρώτη του ανάγκη, μετά το φαγητό, ήταν ένα μπολ μ' αρωματισμένο νερό, για να πλύνει τα δάχτυλά του, η δεύτερη το ρωσικό τσιγάρο, ακοντρολάριστο από το τελωνείο και προμηθευμένο από το λαθρεμπόριο. Το ρωσικό τσιγάρο το ακολουθούσε το πούρο, μια γευστικότατη μάρκα της Βρέμης, ονόματι Μαρία Μαντσίνι, για την οποία θα ξαναγίνει λόγος και πιο κάτω, που το αρωματισμένο της δηλητήριο συμφωνούσε τόσο ικανοποιητικά, αλήθεια, με το δηλητήριο του καφέ. Ο Χανς Κάστορπ προφύλαγε τις προμήθειές του σε καπνό από τις απαίσιες επιδράσεις της κεντρικής θέρμανσης, διατηρώντας τις στην κάβα, όπου κατέβαινε κάθε πρωί για να γιομίσει την πουροθήκη του με τα πούρα της ημέρας και την ταμπακέρα του με τα σχετικά ρωσικά σιγαρέτα. Όπως είναι φανερό, προσπαθούμε να πούμε καθετί που μπορεί να ειπωθεί εναντίον του, μα τον κρίνουμε χωρίς να μεγαλοποιούμε τίποτα και δεν τον παρουσιάζουμε ούτε χειρότερο μήτε καλύτερο απ' όσο ήταν. Ο Χανς Κάστορπ δεν ήταν ούτε ιδιοφυία μήτε ανόητος, κι αν αποφεύγουμε να τον χαρακτηρίσουμε ως «μετριότητα», αυτό το κάνουμε

για λόγους που δεν έχουν να κάνουν ούτε με τη νοημοσύνη του ούτε με το ταπεινό πρόσωπό του, μα από σεβασμό προς τη μοίρα του, στην οποία αποφασίσαμε να δώσουμε μια κάποια σπουδαιότητα περισσότερο από προσωπική. Το μυαλό του ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του Λυκείου, επιστημονικό τμήμα, χωρίς να 'χει ανάγκη να καταβάλει υπέρμετρη προσπάθεια· μα αυτή την προσπάθεια δεν ήτανε σίγουρα διατεθειμένος να την κάνει σε καμιά περίσταση και για τίποτα: λιγότερο από φόβο μη και κουραστεί παρ' όσο γιατί δεν έβλεπε κανένα λόγο να το αποφασίσει, ή, ακριβέστερα ακόμη, κανέναν απόλυτο λόγο. Ακριβώς γι' αυτό δεν τον ονομάζουμε «μετριότητα» — επειδή, δηλαδή, υπόφερε, κατά κάποιο τρόπο, από την έλλειψη αυτών των λόγων. Ο άνθρωπος δε ζει μόνο την προσωπική του ζωή σαν άτομο, μα, συνειδητά ή ασύνειδα, συμμετέχει και στη ζωή της εποχής του και των συγχρόνων του, κι αν ήτανε να θεωρήσει τις γενικές και απρόσωπες βάσεις της ύπαρξής του σαν άμεσα κι αυτονόητα δεδομένα και να 'ναι τόσο μακριά από την ιδέα ν' ασκήσει πάνω τους την κριτική του, όπως ήταν πραγματικά ο αγαθός Χανς Κάστορπ, τότε είναι, σίγουρα, πολύ δυνατό, ότι θα νιώσει την ηθική του διάθεση ακαθόριστα επηρεασμένη από τις ελλείψεις τους. Το άτομο μπορεί ν' αντιμετωπίσει κάθε είδος προσωπικούς σκοπούς, προθέσεις, ελπίδες, προοπτικές κι απ' όλ' αυτά ν' αντλήσει μια ώθηση προς τις μεγάλες προσπάθειες και τη δράση. Μα όταν από το απρόσωπο του περιβάλλοντος του, από την ίδια την εποχή, παρ' όλη την ταραχή της, λείπουν οι σκοποί κι οι ελπίδες, όταν αποκαλύπτεται μυστικά απελπισμένη, απροσανατόλιστη και δίχως διέξοδο, όταν στο ερώτημα, που έχει τεθεί συνειδητά ή ασύνειδα, μα που, τελικά, έχει τεθεί κατά κάποιο τρόπο, σχετικά με την ανώτατη, την περισσότερο κι από προσωπική και πιο άμεση σημασία κάθε προσπάθειας και κάθε δράσης, αντιθέτει τη σιωπή του κενού, αυτή η κατάσταση των πραγμάτων θα παραλύσει ακριβώς τις προσπάθειες ενός ίσιου χαρακτήρα κι αυτή η επίδραση, πέρα από την ψυχή και την ηθική, θ' απλωθεί ως το φυσικό και οργανικό τμήμα του ατόμου. Για να 'ναι διατεθειμένος να καταβάλει μια αξιόλογη προσπάθεια, που να ξεπερνά το μέτρο της κοινής πρακτικής, χωρίς η εποχή να μπορεί να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα «Για ποιο λόγο;» χρειάζεται μια ηθική μοναξιά και αμεσότητα, που είναι σπάνιες κι ηρωικής φύσεως ή μια ιδιαίτερα ρωμαλέα ζωτικότητα. Ο Χανς Κάστορπ δεν ήτανε παρά μια μετριότητα, έστω και με την πιο τιμητική σημασία της λέξης. Όλ' αυτά αναφέρονται όχι μόνο στην εσωτερική στάση του νέου, κατά τα σχολικά χρόνια του, μ' ακόμη και κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, ίσαμε τη μέρα που διάλεξε το αστικό επάγγελμα που θα εξασκούσε. Όσο τώρα για τη σχολική σταδιοδρομία του, μπορούμε να σημειώσουμε, πως χρειάστηκε να κάνει δυο χρόνια σε κάθε τάξη. Μα, γενικά, η καταγωγή του, η κοσμιότητα της συμπεριφοράς του και, τέλος, ένα αξιοσημείωτο, αν όχι παθητικό, ταλέντο στα μαθηματικά, τον βοηθήσανε να ξεπεράσει τις βαθμίδες αυτές κι όταν τέλειωσε και τη μονοετή υπηρεσία του στο στρατό, αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του — στ' αλήθεια αυτή τη φορά πια, γιατί 'χε παραταθεί μια συνηθισμένη, προσωρινή κι αόριστη κατάσταση, κι έτσι θα κέρδιζε και καιρό για να σκεφτεί τι θα 'θελε να γίνει, γιατί ήταν πολύ μακριά από το να το ξέρει ακόμα. Πρώτα-πρώτα, δεν το ήξερε

ακόμα κι όταν, τέλος, αποφασίστηκε (γιατί θα πήγαινε, αλήθεια, σχεδόν πολύ να βεβαιώσουμε πως το αποφάσισε ο ίδιος) αισθάνθηκε, πως θα μπορούσε να γίνει και κάτι άλλο. Ένα πράμα, τουλάχιστον, ήταν αλήθεια: πως τον ευχαριστούσανε, δηλαδή, πάρα πολύ, τα καράβια. Όταν ήταν μικρό παιδί κιόλας, γιόμιζε τις σελίδες των τετραδίων του με σχέδια ψαροκάικων, φορτηγίδων γιομάτων λαχανικά και πεντακάταρτων ιστιοφόρων, και όταν, στα δεκαπέντε χρόνια του, είχε το προνόμιο να του κρατηθεί θέση και να παρασταθεί στο ρίξιμο στη θάλασσα ενός καινούριου ατμόπλοιου της γραμμής, με δυο έλικες, του «Χάνσα» των Μπλομ & Φος, κάθισε κι έφτιαξε μια υδατογραφία, επιτυχημένη κι ακριβή ίσαμε την τελευταία λεπτομέρεια, του λυγερού πλοίου, που ο Πρόξενος Τινάππελ την κρέμασε στο ιδιαίτερο γραφείο του κι όπου το τζαμένιο και διαφανές πράσινο της ταραγμένης θάλασσας ήταν ιδιαίτερα φιλοτεχνημένο με τόση αγάπη κι επιδεξιότητα, που κάποιος είπε στον Πρόξενο Τινάππελ, πως η ακουαρέλα αυτή μαρτυρούσε ταλέντο και πως ο Χανς Κάστορπ θα μπορούσε να γίνει ένας καλός ζωγράφος της θάλασσας — μια κρίση, που ο Πρόξενος δεν έλλειψε να την επαναλάβει ήρεμα στον ανεψιό του. Μα ο Χανς Κάστορπ περιορίστηκε να γελάσει μ' όλη του την καρδιά κι ούτε στιγμή σκέφτηκε να δώσει συνέχεια σ' αυτές τις καλλιτεχνικές τρέλες και σε τέτοιες ψαθοθάνατες ιδέες. — Δεν είσαι ακριβώς πλούσιος, του έλεγε κάποτε, ο θείος του Τινάππελ, τα χρήματά μου θα πάνε μια μέρα στα χέρια του Τζέιμς και του Πέτερ, θα μείνουνε στην επιχείρηση, δηλαδή, κι ο Πέτερ θα παίρνει απλά ένα εισόδημα. Ό,τι σου ανήκει είναι καλά τοποθετημένο και θα σου αποφέρει ένα σίγουρο εισόδημα. Το να ζει κανείς από εισοδήματα δεν είναι, βέβαια, πολύ γελοίο και σήμερα ακόμη, μα να έχει εκατό φορές, τουλάχιστον, μεγαλύτερο εισόδημα από το δικό σου, κι αν θέλεις να γίνεις κάποιος, στην πόλη, και να ζεις όπως έχεις συνηθίσει, πρέπει να προσπαθήσεις να κερδίσεις αρκετά ακόμη. Σκέψου το αυτό, αγόρι μου. Ο Χανς Κάστορπ το σκέφτηκε και κοίταξε να βρει ένα επάγγελμα, που θα του επέτρεπε να 'ναι κάποιος μπροστά στους άλλους και στα ίδια του τα μάτια. Κι όταν το διάλεξε, κάποτε — ύστερα από παρότρυνση του γέρο Βιλμς του Οίκου Τούντερ & Βιλμς, που, ένα Σαββατόβραδο, στο τραπέζι του Ουίστ, είπε στον Πρόξενο Τινάππελ, πως ο Χανς Κάστορπ έπρεπε να σπουδάσει ναυπηγία, αυτό 'ταν μια εξαίρετη ιδέα, και πως θα τον έπαιρνε κοντά του κι έτσι θα μπορούσε να τον επιβλέπει κιόλας — κάθισε και συλλογίστηκε πολύ το επάγγελμά του και βρήκε, πως, χωρίς άλλο, θα 'τανε μια φοβερά περίπλοκη και κοπιαστική δουλειά, μα κι ένα επάγγελμα αξιόλογο, σπουδαίο και μεγαλειώδες, και, οπωσδήποτε, για το ειρηνικό πρόσωπό του, άπειρα προτιμότερο από το επάγγελμα του ξαδέλφου του Γιόαχιμ Τσίμσεν, του γιου της κουνιάδας της μακαρίτισσας της μητέρας του, που ήθελε ναι και καλά να γίνει αξιωματικός. Ο Γιόαχιμ Τσίμσεν δεν είχε, βέβαια, πολύ γερό στήθος, μ' ακριβώς γι' αυτό, η εξάσκηση ενός επαγγέλματος στον ανοιχτό αέρα, που δεν απαιτούσε, χωρίς αμφιβολία, καμιά κλίση, ούτε και προσπάθεια διανοητική, θα του ερχότανε πολύ καλύτερα, καθώς έκρινε ο ίδιος

ο Χανς Κάστορπ, με κάποια περιφρόνηση. Γιατί ένιωθε τον μεγαλύτερο σεβασμό για την εργασία, μ' όλο που, προσωπικά, η εργασία τον κούραζε κάπως. Στο σημείο αυτό, θα ξαναγυρίσουμε σε σκέψεις, που μας τράβηξαν λίγο πιο πριν, και που θα τείνανε σε τούτη δω την υπόθεση: πως μια αλλοίωση της προσωπικής ζωής, από την εποχή, είναι ικανή να επηρεάσει πραγματικά το φυσικό οργανισμό του ανθρώπου. Για ποιο λόγο δε θα σεβότανε, ο Χανς Κάστορπ, την εργασία; Κάτι τέτοιο θα ήτανε αφύσικο. Οι περιστάσεις, τα ίδια τα πράματα, θα του την παρουσίαζαν σαν κάτι υπερβολικά σεβαστό. Στο βάθος, δεν υπήρχε τίποτα σεβαστό, εχτός από την εργασία, αυτή 'ταν η αρχή που υπήρχες ή δεν υπήρχες, ήταν αυτό τούτο το απόλυτο της εποχής — επιβεβαιωνότανε, να πούμε, από μόνη της. Ο σεβασμός του για την εργασία ήταν θρησκευτικής φύσεως, κι απ' όσο ήξερε, αναμφισβήτητος. Τώρα, το αν την αγαπούσε κιόλας, αυτό 'ταν ένα άλλο ζήτημα. Γιατί αυτό του ήταν αδύνατο, όσο βαθύς κι αν ήταν ο σεβασμός του γι' αυτήν, για τον απλούστατο λόγο, άλλωστε, ότι δε θα μπορούσε ποτέ να φτάσει σ' αυτό το σημείο. Μια σύντομη εργασία ερέθιζε τα νεύρα του, τον εξαντλούσε γρήγορα κι ομολογούσε ανοιχτά, πως, γενικά, προτιμούσε τον ελεύθερο καιρό, τον καιρό που δεν κρεμότανε πάνω του κανένα από τα μολυβένια βάρη του μόχθου, ο καιρός που θα 'ταν μπροστά του ελεύθερος κι όχι σπαρμένος εμπόδια, που θα 'πρεπε να τα υπερνικήσει, τρίζοντας τα δόντια. Τούτη δω η αντίφαση στη στάση του, απέναντι της εργασίας, θα χρειαζότανε, γενικά, ανάλυση. Να υποθέσουμε, άραγε, πως το σώμα του, όπως και το πνεύμα του —πρώτα το πνεύμα και μετά πια το σώμα— θα 'ταν πιο πρόθυμα και διαρκέστερα διατεθειμένα, για εργασία, αν, στο βάθος της ψυχής του, όπου ο ίδιος δεν έβλεπε καθαρά, πίστεψε στην εργασία, όπως σε μιαν απόλυτη αξία κι όπως σε μιαν αρχή, που επιβεβαιωνόταν από μόνη της, κι η σκέψη τούτη τον καθησύχαζε; Δε θίγουμε εδώ το ζήτημα, αν ήταν μετριότητα ή κάτι περισσότερο από μετριότητα, ένα ρώτημα στο οποίο δε θέλουμε ν' απαντήσουμε απ' ευθείας. Γιατί δε νομίζουμε, ότι είμαστε ο απολογητής του Χανς Κάστορπ και απλά μόνο κάνουμε την υπόθεση, πως η εργασία μέσα στη ζωή του ενοχλούσε κάπως την ειρηνική ευφροσύνη των Μαρία Μαντσίνι. Στη στρατιωτική υπηρεσία, σ' ό,τι τον αφορά, δε θεωρήθηκε επιδέξιος. Η εσώτερη φύση του την απέκρουε και του έβαζε ένα πλήθος εμπόδια. Αυτό είναι πολύ πιθανό, επίσης, και να οφειλότανε σε κείνο που είχε πει, κάποτε, ο Πρόξενος Τινάππελ, στον ταγματάρχη γιατρό Έμπερντινγκ, που σύχναζε στο σπίτι του δρόμου του Χάρβεστεχούντ, ότι, δηλαδή, ο νεαρός Κάστορπ θεωρούσε την υποχρεωτική θητεία του στο στρατό σαν ένα ενοχλητικό εμπόδιο στις πανεπιστημιακές του σπουδές, που μόλις τις είχε αρχίσει έξω. Το μυαλό του, που δούλευε αργά και ήρεμα, και πολύ περισσότερο αφού, ο Χανς Κάστορπ, διατήρησε, κι έξω από το Αμβούργο ακόμη, την κατευναστική συνήθεια του πόρτερ στο πρόγευμά του, ήταν γιομάτο από αναλυτική γεωμετρία, διαφορικούς υπολογισμούς, μηχανική, επιπεδογραφία και γραφοστατική, υπολόγιζε την εκτόπιση μετά φορτίου και άνευ, την ευστάθεια, τη φόρτωση των αποθηκών του πλοίου, τη μετακέντρωση, κι ας του ξυνοφαινότανε και καμιά φορά. Οι γραμμές του, τα τεχνικά σχέδιά του, δεν ήταν το ίδιο απόλυτα καλά, όπως η ζωγραφική αναπαράσταση του

Χάνσα με τρικυμία, μα όταν ήτανε να υποστηρίξει μια αφηρημένη άποψη, με μια αναπαράσταση πιο αισθητή, να χρωματίσει σκιές με σινική μελάνη και να σύρει εγκάρσιες γραμμές με χρώματα, που να δείχνουν τα υλικά, ο Χανς Κάστορπ ξεπερνούσε σ' επιδεξιότητα όλους τους συμμαθητές του. Όταν γύριζε στο σπίτι, τις διακοπές, πολύ καθαρός, πολύ καλά ντυμένος, μ' ένα μικρό ξανθοκόκκινο μουσάκι στο νυσταλέο του πρόσωπο —πρόσωπο νεαρού πατρικίου— και φανερά μπασμένο στο δρόμο για την κατάκτηση πολύ αξιόλογης θέσης μέσα στη ζωή, ο κόσμος που ασχολείτο με τα κοινά, και που ήταν καλά πληροφορημένος για τις οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις του ενός και του άλλου —κι αυτό κάνουν οι περισσότεροι σ' ένα αυτοκυβερνούμενο αστικό κράτος— ο κόσμος των συμπολιτών του, λοιπόν, τον κοίταζε με περιέργεια κι αναρωτιότανε τι είδους επίσημο ρόλο θα έπαιζε, κάποτε, ο νεαρός Κάστορπ. Είχε παραδόσεις, τ' όνομά του ήταν παλιό και καλό, και μια μέρα, ήταν σχεδόν βέβαιο, το πρόσωπό του θα υπολογιζότανε όσο κι ενός πολιτικού παράγοντα. Τότε θα 'ταν εκλογέας ή εκλεκτός του λαού, και θα νομοθετούσε, θα συμμεριζότανε, στην εξάσκηση του τιμητικού του καθήκοντος, τις φροντίδες της ανώτατης εξουσίας, θ' ανήκε σε μια επιτροπή, των οικονομικών, της διοικήσεως ή και των δημοσίων έργων ίσως, κι η φωνή του θ' ακουγόταν και θα συγκαταλογιζότανε. Μπορεί να 'ταν και κανένας περίεργος να μάθει με ποιο κόμμα θα συντασσότανε κάποτε ο νεαρός Κάστορπ. Τα φαινόμενα μπορεί και ν' απατούσαν, μα, γενικά, έδειχνε πέρα για πέρα, όπως δεν το δείχνει κανείς, πως οι δημοκράτες μπορούσαν να υπολογίζουν απάνω του, μα και η ομοιότητα με τον παππού του ήτανε άλλο τόσο φανερή. Μήπως κρατούσε απ' αυτόν και γινότανε ένα αναχαιτιστικό, συντηρητικό στοιχείο; Πολύ πιθανό, μα και το αντίθετο, επίσης, ήταν το ίδιο πιθανό. Γιατί, αυτός, επιτέλους, ήτανε μηχανικός, βέβαια, ένας μέλλων κατασκευαστής καραβιών, ένας άνθρωπος του διεθνούς εμπορίου και της τεχνικής. Ήταν πολύ πιθανό, λοιπόν, ο Χανς Κάστορπ να πήγαινε με τους Ριζοσπάστες, να γίνει ένας άνθρωπος της δράσης, ένας βέβηλος χαλαστής παλιών οικοδομών και τοπιακών ωραιοτήτων, χωρίς δεσμούς, όπως ένας Ιουδαίος και ανελέητος σαν Αμερικανός, που να προτιμά να σπάζει, χωρίς πολλούς-πολλούς δισταγμούς, παραδόσεις άξια κληρονομημένες και να σπρώχνει το κράτος σε σπαζοτράχηλους πειραματισμούς, παρά ν' αντιμετωπίζει μια συνετή εξέλιξη των δοσμένων και φυσικών όρων της ζωής — και τούτο ακόμη θα μπορούσε να το υποθέσει κανείς. Θα το 'χε μέσα στο αίμα του να συμφωνήσει πως αι Αυτών Σοφολογιότητες, που η διπλή φρουρά του Δημαρχείου παρουσίαζε όπλα μπροστά τους, ξέρανε τα πάντα καλύτερα από τους άλλους, ή θα υποστήριζε τους συμπολίτες του της αντιπολίτευσης; Μες στα γαλάζια μάτια του, κάτω από τα κοκκινόξανθα φρύδια του, δεν μπορούσε κανείς να διαβάσει καμιά απάντηση σ' όλα αυτά τα ρωτήματα, που είχανε θέσει οι περίεργοι συμπολίτες του, μα ούτε κι ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ το ήξερε, γιατί η σελίδα αυτή ήταν ολωσδιόλου άγραφη. Όταν επιχείρησε το ταξίδι αυτό, στο οποίο τον συναντήσαμε, ζούσε τον εικοστό-τρίτο χρόνο της ζωής του. Είχε πίσω του τέσσερα εξάμηνα σπουδών στο Πολυτεχνείο του

Ντάντσιχ κι άλλα τέσσερα που είχε περάσει στις Ανώτερες Τεχνικές Σχολές του Μπραουνσβάιγκ και της Καρλσρούης. Τώρα τελευταία, είχε περάσει τις πρώτες εξετάσεις του, χωρίς λάμψη και χειροκροτήματα, μα πάρα πολύ καλά, κι ετοιμαζόταν να μπει στους Τούντερ & Βιλμς, σαν εθελοντής μηχανικός, για ν' αποχτήσει και την πρακτική του μόρφωση. Μα, στο σημείο αυτό, ο δρόμος του πήρε, στην αρχή, την ακόλουθη κατεύθυνση: Για τις εξετάσεις του χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά κι επίμονα, έτσι, που, επιστρέφοντας σπίτι, φάνηκε πιο πολύ κουρασμένος απ' όσο ταίριαζε στον τύπο του. Ο γιατρός Χάιντεκιντ τον μάλωνε κάθε φορά που τον συναντούσε κι απαιτούσε μια αλλαγή αέρα, δηλαδή: ριζική. Μα όχι αυτή τη φορά στο Νορντέρνεϋ ή στο Βυκ-άουφ-Φαιρ, είπε, κι αν θέλανε τη συμβουλή του, η γνώμη του ήτανε, πως ο Χανς Κάστορπ θα έκανε καλά να περάσει μερικές εβδομάδες σε ψηλό βουνό, πριν πάει στα ναυπηγεία. Θα 'ταν πάρα πολύ καλά, είπε ο Πρόξενος Τινάππελ στον ανεψιό και αναθρεφτό του, μα, τότε, αυτό το καλοκαίρι, οι δρόμοι τους θα χωρίζονταν, γιατί, εκείνον, τον Πρόξενο Τινάππελ, τα τέσσερα άλογα της άμαξάς του δε θα 'τανε αρκετά για να τον ανεβάσουνε σε ψηλά βουνά. Δεν ήταν γι' αυτόν, εκείνος χρειαζότανε μια λογική ατμοσφαιρική πίεση, διαφορετικά θα πάθαινε κανένα ατύχημα. Ας έφευγε, λοιπόν, μόνος του ο Χανς Κάστορπ για τα ψηλά βουνά. Θα 'πρεπε, αλήθεια, να πάει να επισκεφτεί τον Γιόαχιμ Τσίμσεν. Μια φυσικότατη πρόταση. Ο Γιόαχιμ Τσίμσεν ήταν άρρωστος, πραγματικά, όχι άρρωστος σαν τον Χανς Κάστορπ, μ' αληθινά, δυσάρεστα άρρωστος, τους είχε κάνει, μάλιστα, να τρομάξουνε φοβερά. Από πάντα του κρυολογούσε εύκολα και του έμπαινε πυρετός και να που, μια μέρα, έκανε κι αιμοπτύσεις κι ο Γιόαχιμ χρειάστηκε να φύγει βιαστικά για το Νταβός, προς μεγάλη του θλίψη και στεναχώρια, γιατί μόλις που είχε φτάσει στον επιθυμημένο σκοπό του. Για κάμποσα εξάμηνα είχε, σύμφωνα με τη θέληση των δικών του, σπουδάσει νομικά, μα υπακούοντας σε μιαν ακατανίκητη παρόρμηση, άλλαξε γνώμη, παρουσιάστηκε σαν υποψήφιος αξιωματικός κι είχε γίνει κιόλας δεκτός. Και να που καθότανε τώρα, πάνω από πέντε μήνες, στο Διεθνές Σανατόριο Μπέργκχοφ (διευθύνων ιατρός: Αυλικός Σύμβουλος Ντόκτωρ Μπέρενς) κι έπληττε μέχρι θανάτου, όπως έγραφε σε ταχυδρομικά δελτάρια. Αν ήθελε, λοιπόν, ο Χανς Κάστορπ, να κάνει κάτι ελάχιστο για το ίδιο του το καλό, πριν μπει στους Τούντερ & Βιλμς, τίποτα δεν ήταν πιο εύκολο από το να πάει και κει πάνω ακόμα, για να κάνει παρέα και στον καημένο του τον ξάδελφο — πράμα που θα 'ταν εξαιρετικά ευχάριστο τόσο για τον ένα όσο και για τον άλλο. Ήταν κιόλας μες στην καρδιά του καλοκαιριού, όταν αποφάσισε να ταξιδέψει. Οι τελευταίες μέρες του Ιουλίου είχανε έρθει κιόλας. Έφυγε για τρεις εβδομάδες.

3

ΝΤΡΟΠΑΛΟ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΜΑ Ο ΧΑΝΣ Κάστορπ είχε φοβηθεί μη κι ο ύπνος δεν τον άφηνε να σηκωθεί στην ώρα του το πρωί, γιατί 'ταν υπερβολικά κουρασμένος, μα σηκώθηκε πολύ νωρίτερα απ' όσο χρειαζότανε κι έτσι είχε αρκετή ώρα στη διάθεσή του να τηρήσει, με κάθε λεπτομέρεια, τις πρωινές του συνήθειες — συνήθειες εξαιρετικά πολιτισμένου ανθρώπου, που ανάμεσά τους παίζανε τον κύριο ρόλο τους ένας καουτσουκένιος σωλήνας καθώς και μια ξύλινη λεκάνη με πράσινο σαπούνι λεβάντας και η απαραίτητη βούρτσα του — και να συγκεράσει τις υποθέσεις της καθαριότητας και της υγιεινής του σώματος με το ξεμπαλάρισμα των αποσκευών και την τακτοποίησή τους. Όταν, την ώρα που ανεβοκατέβαζε το επαργυρωμένο ξουράφι στα σκεπασμένα μ' αρωματισμένη σαπουνάδα μάγουλά του, θυμήθηκε τα μπερδεμένα όνειρά του, κούνησε το κεφάλι του, χαμογελώντας μ' επιείκεια, για όλες αυτές τις ανοησίες, με τη γαλήνια υπεροχή ενός ανθρώπου που ξυρίζεται στο φως της λογικής. Δεν ένιωθε ακριβώς πέρα για πέρα ξεκούραστος, μα, ωστόσο, δροσερός για την καινούρια μέρα. Καθώς σκούπιζε ακόμη τα χέρια του, βγήκε, με πουδραρισμένα μάγουλα, με σώβρακο από σκωτσέζικο ύφασμα και παντούφλες από κόκκινο μαροκινό, στο μπαλκόνι, που εκτεινόταν σ' όλη την πρόσοψη και δεν κοβότανε παρά από θαμπά, τζαμένια χωρίσματα, σε χωριστά διαμερίσματα, που κάθε ένα αντιστοιχούσε και σ' ένα δωμάτιο. Το πρωί ήταν δροσερό και συννεφιασμένο, σειρές σειρές από σύννεφα, άσπρα και σταχτιά, βάραιναν πάνω στα πιο μακρινά βουνά. Εδώ κι εκεί φαίνονταν κηλίδες ή ραβδώσεις από γαλάζιο ουρανό κι όταν καμιά αχτίνα του ήλιου κατάφερνε να τρυπήσει τα σύννεφα, το χωριό σπίθιζε στο βάθος της κοιλάδας, λευκό πάνω στα σκοτεινά δάση των ελάτων των βουνοπλαγιών. Από κάπου ακουγότανε πρωινή μουσική, από το ίδιο ξενοδοχείο, χωρίς άλλο, που είχανε συναυλία και χτες το βράδυ. Ακούγονταν ακόρντα εκκλησιαστικής μουσικής, που σου 'παιρναν τ' αυτιά, κι ύστερα από ένα διάλειμμα, ακολούθησε ένα εμβατήριο, κι ο Χανς Κάστορπ, που αγαπούσε τη μουσική μ' όλη του την καρδιά, γιατί ενεργούσε πάνω του όπως κι η εγγλέζικη μπίρα, όταν την έπινε νηστικός (τον ηρεμούσε βαθιά, δηλαδή, τον νάρκωνε και του έφερνε υπνηλία), άκουε μ' ευχαρίστηση, γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι, με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια λίγο κόκκινα. Χαμηλά, ελισσότανε ο δρόμος που έφερνε στο Σανατόριο κι απ' όπου είχε έρθει κι ο ίδιος χτες το βράδι. Αστερόμορφες γεντιανές, με κοντούς μίσχους, ορθώνονταν στο νοτισμένο γρασίδι της πλαγιάς. Ένα μέρος της ταράτσας, τριγυρισμένο με κιγκλίδωμα, σχημάτιζε κήπο, όπου υπήρχανε αμμόστρωτοι δρόμοι, παρτέρια με λουλούδια και μια τεχνητή σπηλιά στη ρίζα ενός υπέροχου έλατου. Μια ταράτσα, με λαμαρίνα, όπου ήτανε τοποθετημένες ξαπλωτούρες, έβλεπε κατά τα νότια και δίπλα σ' αυτήν ορθωνότανε ένας ιστός, βαμμένος καφεκόκκινος, που στην κορφή του, υψωνότανε, κάποτε, ξεδιπλώνοντας, μια σημαία φανταστική, πράσινη κι άσπρη, με το έμβλημα της ιατρικής, τη βακτηρία με τα φίδια, στη μέση. Στον κήπο, τριγύριζε μια γυναίκα, μια ηλικιωμένη κυρία με πένθιμη, τραγική μάλιστα, όψη.

Ντυμένη στα ολόμαυρα, μ' ένα μαύρο πέπλο τυλιγμένο γύρω από τα γκριζόμαυρα μαλλιά της, πηγαινορχότανε ακατάπαυτα στα μονοπάτια, μ' ένα γρήγορο και μονότονο βήμα, με λυγισμένα γόνατα, με τα χέρια αλύγιστα κρεμασμένα προς τα μπρος, και κοίταζε ίσια μπροστά της, με τα μαύρα μάτια της, που κάτω τους κρέμονταν οι μαλακές σακουλίτσες εκείνων που κλάψανε πάρα πολύ, στραμμένα προς τα πάνω και με το μέτωπο αυλακωμένο από ρυτίδες. Το γερασμένο της πρόσωπο, που είχε μια μεσογειακή ωχρότητα, με το μεγάλο στόμα το εξαντλημένο από τη θλίψη και ελαφρά τραβηγμένο προς τα κάτω, από τη μια μεριά, θύμισε στο Χανς Κάστορπ το πορτραίτο μιας περίφημης τραγωδού που είχε δει, κάποτε, κι ήταν ένα παράξενο θέαμα να βλέπει, πως η μαυροντυμένη και χλομή γυναίκα, χωρίς, κατά πως φαινότανε, να το καταλαβαίνει κι η ίδια, κανόνιζε τα κουρασμένα της βήματα με το μέτρο της μουσικής του εμβατήριου που ερχόταν από μακριά. Ο Χανς Κάστορπ την κοίταξε με σκεφτική συμπάθεια, από το μπαλκόνι του, και του φάνηκε, πως η θλιβερή αυτή εμφάνιση σαν να σκοτείνιαζε τον πρωινό ήλιο. Μα, την ίδια στιγμή, το αυτί του άρπαξε και κάτι άλλο ακόμη: θορύβους που έρχονταν από την κάμαρα των γειτόνων του, αριστερά —το αντρόγυνο των Ρώσων, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Γιόαχιμ— και π' ούτε κι αυτοί ταιριάζανε περισσότερο με τούτο το φωτεινό και δροσερό πρωινό, μα που μάλλον φαίνονταν να το βρωμίζουνε μ' έναν γλοιώδη τρόπο. Ο Χανς Κάστορπ θυμήθηκε, πως, χτες βράδυ κιόλας, είχε ακούσει κάτι ανάλογο, μα η κούρασή του τον είχε εμποδίσει να το προσέξει. Ήταν ένα πάλεμα συνοδευμένο με πνιχτά γέλια και λαχανιάσματα, που ο σκανδαλώδης χαρακτήρας τους δεν μπορούσε να ξεφύγει πολλή ώρα από τον νέο, μ' όλο που, από πνεύμα καλοκάγαθο, στην αρχή προσπάθησε να δώσει μια αθώα εξήγηση στον εαυτό του. Θα μπορούσε κανείς να δώσει κι άλλα ακόμη ονόματα σ' αυτή την καλοσύνη της καρδιάς, το κάπως άνοστο, λόγου χάρη, όνομα της ψυχικής αγνότητας, ή το όμορφο, σοβαρό όνομα της ντροπαλότητας, ή τα ταπεινωτικά ονόματα του φόβου μπροστά στην αλήθεια και της υπουλότητας, ή ακόμη και τ' όνομα του μυστικιστικού φόβου και του οίκτου. Κάτι απ' όλα αυτά υπήρχε στη στάση, που είχε υιοθετήσει ο Χανς Κάστορπ μπροστά στους θορύβους, που έρχονταν από το γειτονικό δωμάτιο, κι η φυσιογνωμία του το εξέφρασε μ' ένα ντροπαλό σκοτείνιασμα του προσώπου του, σαν να μην όφειλε ούτε ήθελε να ξέρει τίποτα απ' ό,τι άκουε: έκφραση ντροπαλής ευπρέπειας, που, σε μερικές περιστάσεις, συνήθιζε να υιοθετεί. Με τούτη την έκφραση, λοιπόν, πέρασε από το μπαλκόνι στην κάμαρά του, για να μην ακούει πια γεγονότα και κινήσεις, που του φαίνονταν σοβαρές, συγκλονιστικές, μάλιστα, κι ας μεταφράζονταν σε πνιχτά γέλια. Μα μέσα στην κάμαρά, ό,τι συνέβαινε από την άλλη μεριά του τοίχου, γινότανε πιο ευδιάκριτο ακόμη. Ήταν ένα κυνηγητό γύρω από έπιπλα, θα 'λεγε κανείς, μια καρέκλα αναποδογυρίστηκε, κάποιος έπιασε έναν άλλο, δόθηκαν χτυπήματα με την παλάμη πάνω σε γυμνή σάρκα και φιλιά και, τώρα, σ' όλη αυτή την υπόθεση είχανε προστεθεί και τα ακόρντα ενός βαλς — οι μεταχειρισμένες και μελωδικές φράσεις μιας επανάληψης συνόδευαν από μακριά την αόρατη σκηνή. Ο Χανς

Κάστορπ ήταν εκεί, όρθιος με μια πετσέτα στο χέρι και άκουε χωρίς να το θέλει. Και, ξαφνικά, κοκκίνισε κάτω από την πούντρα του, γιατί αυτό που είχε ακούσει πολύ καθαρά να πλησιάζει, γινότανε τώρα, και το παιγνίδι, χωρίς καμιάν αμφιβολία, υψωνότανε τώρα από την περιοχή των ζωικών ενστίκτων. Μνήσθητί μου, Κύριε! σκέφτηκε, γυρίζοντας αλλού, για να τελειώσει την τουαλέτα του, κάνοντας επίτηδες θόρυβο. Στο κάτω-κάτω, αντρόγυνο είναι, Θε μου, κι απάνω σ' αυτό δεν έχουμε να πούμε τίποτα! Μα το πρωί, μέρα-μεσημέρι! να τι είναι αχώνευτο. Κι έχω την εντύπωση πως ούτε και χτες βράδυ είχανε κλείσει εκεχειρία. Γενικά, είναι άρρωστοι, όσο να πει κανείς, αφού βρίσκονται εδώ, ο ένας τους τουλάχιστον, και κάποιο μέτρο δε θα τους έβλαπτε. Μα το πιο σκανδαλώδες είναι, φυσικά, συλλογίστηκε ταραγμένος, πως οι τοίχοι είναι πολύ λεπτοί, έτσι που ακούγονται τα πάντα — μια κατάσταση, δηλαδή, που δεν κρατιέται. Φτηνά χτισίματα, φυσικά, κατά τον πιο αισχρό τρόπο φτηνά! Μη κι ύστερα απ' αυτό θα 'χω την ευκαιρία να δω αυτούς τους ανθρώπους, και να μου τους συστήσουν; Θα 'ταν φοβερά ενοχλητικό… Και στο σημείο αυτό ο Χανς Κάστορπ απόρησε, γιατί 'χε προσέξει πως η κοκκινίλα, που μόλις πριν λίγο είχε σκεπάσει τα φρεσκοξυρισμένα μάγουλά του, δεν ήθελε να φύγει ολότελα, ή, τουλάχιστον, η αίσθηση της ζεστασιάς που την είχε συνοδέψει. Επέμενε και δεν ήταν τίποτα άλλο από τη στεγνή κείνη φλόγα του προσώπου, που τον είχε κάνει να υποφέρει χτες βράδυ και που ο ύπνος τον είχε απαλλάξει απ' αυτήν, μα που είχε ξανάρθει με τούτο το περιστατικό. Το γεγονός αυτό δεν τον διάθεσε ευνοϊκά απέναντι του γειτονικού του αντρόγυνου. Σφίγγοντας τα χείλη, μουρμούρισε κάτι υβριστικό προς το μέρος τους κι έκαμε το λάθος να ξαναδροσίσει το πρόσωπό του μέσα στο νερό, πράμα που επιδείνωσε αισθητά το κακό. Έτσι έγινε ώστε να 'χει αλλοιωθεί η φωνή του από κάποια δυσθυμία, όταν αποκρίθηκε στον εξάδελφό του που, καθώς τον φώναζε, χτυπούσε στον τοίχο. Κι ούτε όταν μπήκε μέσα ο Γιόαχιμ έδωσε ακριβώς την εντύπωση ενός ανθρώπου ξεκούραστου, που χαιρότανε για το καινούριο πρωινό.

ΠΡΟΓΕΥΜΑ — Καλημέρα, είπε ο Γιόαχιμ. Πέρασες, λοιπόν, και την πρώτη νύχτα σου εδώ πάνω. Είσαι ευχαριστημένος; Ήταν έτοιμος για έξω, ντυμένος σπορ, με γεροφτιαγμένα μποτίνια και κρατούσε, ριγμένο στο μπράτσο, το ρεγκλάν του, που στην πλαϊνή τσέπη του διαγραφότανε το πλακωτό μπουκαλάκι. Ούτε και σήμερα φορούσε καπέλο. — Ευχαριστώ, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ, έτσι κι έτσι. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο για την ώρα. Είδα κάπως μπερδεμένα όνειρα κι έπειτα τούτο δω το κτίριο έχει το κακό, πως οι τοίχοι του έχουνε αυτιά κι αυτό 'ναι δυσάρεστο. Ποια είναι, λοιπόν, η γυναίκα με τα μαύρα, στον κήπο; Ο Γιόαχιμ κατάλαβε αμέσως για ποια μιλούσε ο ξάδελφός του. — Αχ, ναι, είναι η Tous les deux, είπε. Όλος ο κόσμος εδώ πάνω σε μας, τη λέει έτσι, γιατί είναι το μόνο πράμα που ακούει κανείς από το στόμα της. Είναι Μεξικανή, βλέπεις, και δεν ξέρει καθόλου γερμανικά, μα ούτε και γαλλικά, εκτός από κάτι λίγες λέξεις μόνο. Πάνε, τώρα, κάπου πέντε βδομάδες που ήρθε, για το μεγαλύτερο γιο της, μια περίπτωση ολωσδιόλου απελπιστική. Ναι, δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ ακόμη. Το έχει παντού, είναι δηλητηριασμένος πέρα για πέρα, θα μπορούσε να πει κανείς, κι ο Μπέρενς λέει πως η περίπτωσή του μοιάζει με τύφο, στο τέλος. Μια κατάσταση φριχτή, οπωσδήποτε, για τους δικούς του. Και να που πριν από δεκαπέντε μέρες ήρθε κι ο μικρότερος γιος εδώ πάνω, γιατί ήθελε να δει τον αδελφό του —ένας ωραιότατος νέος, άλλωστε, όπως κι ο άλλος— κι οι δυο είναι ωραιότατοι νέοι, με φλογερά μάτια, οι κυρίες ξετρελάθηκαν κυριολεκτικά μαζί τους. Ε, λοιπόν, ο μικρότερος είχε κιόλας ένα μικρό βηχουλάκι πριν ανεβεί, μα εκτός απ' αυτό φαινότανε πάρα πολύ καλά. Και να σκεφτείς, πως μόλις έφτασε του μπήκε πυρετός — κι αμέσως 39,5, ο πιο υψηλός πυρετός, εννοείς, κι έπεσε στο κρεβάτι, κι αν σηκωθεί ποτέ, λέει ο Μπέρενς, θα 'χει πιο πολλή τύχη παρά μυαλό. Οπωσδήποτε, λέει, ήτανε πια καιρός ν' ανεβεί εδώ πάνω, ίσα-ίσα που πρόφτασε… Ναι, κι από τότε η μητέρα τριγυρίζει έτσι, όταν δε βρίσκεται κοντά τους, τουλάχιστον, κι όταν της μιλήσει κανείς, δε λέει ποτέ παρά μόνο ένα: Tous-les-deux, γιατί δεν ξέρει να πει τίποτα άλλο και, για την ώρα, δεν υπάρχει κανένας εδώ, που να καταλαβαίνει ισπανικά. — Έτσι, λοιπόν! έκανε ο Χανς Κάστορπ. Αναρωτιέμαι, θα κάνει, άραγε, το ίδιο και μαζί μου, αν τύχει να μας συστήσουν; Θα 'ταν παράξενο, αλήθεια — θα 'ταν, θέλω να πω, κωμικό και πένθιμο συγχρόνως, είπε και τα μάτια του ήταν όπως και χτες: του φαίνονταν φλογισμένα και βαριά, σα να 'χε κλάψει πολύ, κι είχανε πάλι εκείνη τη λάμψη που είχε ανάψει, το προηγούμενο βράδυ, ο πρωτάκουστος βήχας του αυστριακού ευγενή. Του φαινότανε, πως είχε έρθει αποκλειστικά και μόνο για ν' αποκαταστήσει την επαφή της χτεσινής μέρας με τη σημερινή και για να την παραδεχτεί πάλι, κατά κάποιο τρόπο, πράμα που δεν είχε συμβεί αμέσως ύστερα από το ξύπνημά του. Ήταν έτοιμος, άλλωστε, εξήγησε, ενώ έσταζε λίγη λεβάντα στο μαντήλι του, για να το ακουμπήσει ύστερα, στο μέτωπό του και κάτω από τα μάτια του. Αν είσαι σύμφωνος, μπορούμε να πάμε tous-les-

deux για το πρόγευμά μας, αστειεύτηκε με μια αίσθηση υπερβολικής ευεξίας, ανώμαλης σχεδόν, έτσι που ο Γιόαχιμ τον κοίταξε μαλακά και χαμογέλασε παράξενα, μελαγχολικά και κάπως περιπαιχτικά, καθώς του φάνηκε. Το γιατί, τώρα, αυτό ήταν δική του υπόθεση. Όταν πια ο Χανς Κάστορπ βεβαιώθηκε πως είχε να καπνίσει, πήρε μπαστούνι, παλτό και καπέλο, ακόμη και το τελευταίο αυτό, μ' από πείσμα, κατά κάποιο τρόπο, γιατί 'ταν πάρα πολύ σίγουρος για τους τύπους της ζωής του και τις πολιτισμένες του συνήθειες, ώστε να υποταχτεί με τόση ελαφρότητα και για τρεις μικρές εβδομάδες μόνο σε καινούριες και ξένες συνήθειες — κι αφού έγινε κι αυτό, κατέβηκαν τις σκάλες. Ο Γιόαχιμ, καθώς περνούσανε τους διαδρόμους, έδειχνε πότε τη μια πόρτα, πότε την άλλη, ανάφερε τα ονόματα εκείνων που μένανε στα δωμάτια, ονόματα γερμανικά κι άλλα που ηχούσανε πολύ παράξενα, προσθέτοντας σύντομες παρατηρήσεις για τον χαρακτήρα τους ή τη σοβαρότητα της περίπτωσής τους. Συνάντησαν, επίσης, και πρόσωπα που γύριζαν κιόλας από το πρόγευμα, και όταν ο Γιόαχιμ καλημέριζε κάποιον, ο Χανς Κάστορπ έβγαζε ευγενικά το καπέλο του. Ήταν ανυπόμονος και νευρικός, σαν κανείς νεαρός που πρόκειται να τον παρουσιάσουνε σε πολλά άγνωστα πρόσωπα και, την ίδια στιγμή, βασανίζεται από την αίσθηση, πως τα μάτια του είναι ταραγμένα και το πρόσωπό του κόκκινο, πράμα που δεν ήταν, άλλωστε, πέρα για πέρα σωστό, γιατί 'ταν μάλλον ωχρός. — Να σου το πω, πριν το ξεχάσω, είπε ξαφνικά, με κάποια τυφλή βιασύνη. Μπορείς, ευχαρίστως, να με συστήσεις στην κυρία του κήπου, αν παρουσιαστεί ευκαιρία, δε βλέπω τίποτα το ανάρμοστο σ' αυτό. Ας μου πει «Tous-les-deux», μου είναι αδιάφορο, είμαι προετοιμασμένος και ξέρω τι θα θέλει να πει, ώστε να πάρω τη σχετική έκφραση. Μα με το αντρόγυνο των Ρώσων δεν έχω καμιά διάθεση να γνωριστώ, ακούς; Σου το λέω ρητά και κατηγορηματικά. Είναι άνθρωποι ολότελα κακοαναθρεμμένοι, κι αν ακόμη πρέπει να μείνω δίπλα τους επί τρεις εβδομάδες χωρίς να 'ναι δυνατό να το αποφύγω, πάλι δε θέλω, επ' ουδενί λόγο, να τους γνωρίσω. Αυτό 'ναι δικαίωμά μου, και το απαγορεύω με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο… — Πολύ καλά, είπε ο Γιόαχιμ. Σ' ενόχλησαν πολύ λοιπόν; Ναι, η αλήθεια είναι πως είναι κάπως βάρβαροι· με μια λέξη: απολίτιστοι· σου το είχα πει κιόλας. Εκείνος έρχεται πάντα στο τραπέζι με πέτσινο σακάκι — μα ξεφτισμένο, ξεθωριασμένο, δε σου λέω παρά μόνο αυτό, κι απορώ πώς τ' άφησε έτσι ο Μπέρενς. Κι ούτε κι εκείνη είναι από τις πιο νέες, παρ' όλο το καπέλο με τα φτερά που φορεί… Μπορείς να είσαι, άλλωστε, ολότελα ήσυχος, κάθονται πολύ μακριά από μας, στο τραπέζι των Κοινών Ρώσων, γιατί υπάρχει κι ένα τραπέζι των Καλών Ρώσων, όπου δεν κάθονται παρά μόνο οι πιο ευγενικοί Ρώσοι — και δεν υπάρχει περίπτωση να συναντηθείς μαζί τους, εκτός πια αν το θελήσεις ο ίδιος. Έπειτα, δεν είναι καθόλου εύκολο να κάνει κανείς γνωριμίες, κι αυτό από μόνο το γεγονός, πως υπάρχουνε πάρα πολύ ξένοι ανάμεσά μας. Κι ο ίδιος εγώ δε γνώρισα παρά πολύ λίγους όλο αυτό το χρονικό διάστημα που έχω δω πέρα. — Ποιος από τους δυο είναι ο άρρωστος; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Αυτός ή εκείνη; — Αυτός, νομίζω. Ναι, μόνο αυτός, είπε ο Γιόαχιμ, φανερά αφηρημένος, καθώς άφηναν

τα πράματά τους στη γκαρνταρόμπα, μπροστά στην τραπεζαρία. Ύστερα, μπήκανε στη φωτεινή αίθουσα, με την αλαφριά θολωτή οροφή, που βούιζε από φωνές, κουδούνιζε από τα πιατικά κι οι σερβιτόρες πηγαινόρχονταν βιαστικές, κρατώντας κανάτες που αχνίζανε. Στην τραπεζαρία υπήρχανε εφτά τραπέζια, τοποθετημένα, τα πιο πολλά, κατά μήκος και δυο μόνο κατά πλάτος. Ήταν αρκετά μεγάλα τραπέζια, καθένα για δέκα πρόσωπα, μ' όλο που δεν είχανε μπει παντού όλα τα σερβίτσια. Ύστερα από μερικά λοξά βήματα μόνο, στην αίθουσα, κι ο Χανς Κάστορπ βρισκότανε κιόλας στη θέση του. Τον είχαν τοποθετήσει από τη στενή πλευρά του μεσαίου τραπεζιού, ανάμεσα στα δυο εγκάρσια τραπέζια. Ορθός, πίσω από την καρέκλα του, ο Χανς Κάστορπ υποκλίθηκε μ' ευγενική αλυγισιά προς το μέρος των ομοτράπεζών του, καθώς ο Γιόαχιμ έκανε, με κάποια επισημότητα, τις συστάσεις, και μόλις που γύρισε να τους κοιτάξει: κι ακόμα λιγότερο πρόσεξε τα ονόματά τους. Μόνο το όνομα και το πρόσωπο της φράου Σταιρ τράβηξε την προσοχή του και πως είχε ένα κόκκινο πρόσωπο και λιπαρά, σταχτοκίτρινα μαλλιά. Η έκφραση του προσώπου της πρόδινε μιαν άγνοια τόσο επίμονη, που εύκολα εξηγούσε κανείς τα γραμματικά της παραπατήματα. Ύστερα, κάθισε και παρατήρησε επιδοκιμαστικά, πως εδώ πέρα το πρόγευμα σερβιριζόταν μ' όλη τη σοβαρότητα ενός γεύματος. Υπήρχανε μπολ με μαρμελάδα και μέλι, πιατέλες με ρυζόγαλο και χυλό από βρόμη, πιάτα με χτυπητά αυγά και κρύο κρέας. Υπήρχε άφθονο βούτυρο, κάποιος σήκωσε ένα γυάλινο σκέπασμα, πάνω από ένα βουτυρόδρωτο τυρί γραβιέρα, για να κόψει ένα κομμάτι, και μια φρουτιέρα με νωπούς και ξηρούς καρπούς φιγουράριζε στη μέση-μέση του τραπεζιού. Μια σερβιτόρα, ντυμένη μ' άσπρα και μαύρα, ρώτησε τον Χανς Κάστορπ τι επιθυμούσε να πιει: κακάο, καφέ ή τσάι. Ήταν κοντή σαν παιδί, με μακρύ και γέρικο πρόσωπο — μια νάνος! αναγνώρισε με φρίκη. Κοίταξε τον εξάδελφό του, μα καθώς τούτος δω σήκωσε τους ώμους και ζάρωσε τα φρύδια του μ' αδιαφορία, σαν να 'θελε να πει: «Ναι, κι ύστερα;» παραδέχτηκε το γεγονός και παράγγειλε τσάι, μ' ιδιαίτερη ευγένεια, ακριβώς γιατί τον ρωτούσε μια νάνος, κι άρχισε να τρώει ρυζόγαλο, με κανέλλα και ζάχαρη, ενώ τα μάτια του κοίταζαν και τ' άλλα φαγητά που επιθυμούσε να φάει και πλανιόντουσαν πάνω από τους ξένους των εφτά τραπεζιών, τους συνάδελφους και συντρόφους του πεπρωμένου του Γιόαχιμ, που, όλοι, ήταν εσωτερικά άρρωστοι και προγευμάτιζαν φλυαρώντας. Η αίθουσα είχε εκείνο το μοντέρνο γούστο, που ξέρει να δίνει και στην πιο αυστηρή απλότητα μια κάποια φανταστική εντύπωση. Δεν είχε πολύ βάθος, ανάλογα με το μάκρος της, και περιβαλλόταν από ένα είδος διαδρόμου, όπου ορθώνονταν οι μπουφέδες, και που έβλεπε προς τον μέσα χώρο της τραπεζαρίας, με τα μεγάλα τραπέζια, από φαρδιά τόξα. Οι κολώνες των τόξων ήταν ντυμένες, ως τη μέση με ξυλεία από σαντάλ, κι από κει και πάνω ήταν χρωματισμένες λευκές, όπως και το πάνω μέρος των τοίχων και το ταβάνι, και κοσμημένες με πολύχρωμες γραμμές, απλά και εύθυμα σχέδια, που επαναλαμβάνονταν στα τόξα της ανάλαφρα θολωτής οροφής. Πολλά ηλεκτρικά πολύφωτα από λευκό μέταλλο διακοσμούσαν την αίθουσα, συντιθεμένα από τρία μικρά τόξα το ένα πάνω από τ' άλλο, δεμένα σ' έναν χαριτωμένο πλοκό, ενώ στο εσωτερικό

μέρος τους γλόμποι από θαμπό γυαλί έχυναν το φως τους σαν μικρά φεγγάρια. Υπήρχανε τέσσερις τζαμωτές πόρτες: δυο απέναντι στον Χανς Κάστορπ, στην πλευρά του μάκρους, που βλέπανε σε μια βεράντα, μια τρίτη αριστερά, που οδηγούσε στο χολ της εισόδου κι ύστερα εκείνη απ' όπου είχε μπει ο Χανς Κάστορπ, γιατί ο Γιόαχιμ τον είχε πάει εκείνο το πρωί από άλλη σκάλα κι άλλους διαδρόμους. Δεξιά του είχε ένα ασήμαντο πλάσμα, ντυμένο στα μαύρα, χνουδατόχρωμο και με κάπως ζεσταμένα μάγουλα, που φαντάστηκε πως θα 'τανε τίποτα επιδιορθώτρια ή καμιά ράφτρα, απ' αυτές που δουλεύουνε με τη μέρα στα σπίτια — χωρίς άλλο, γιατί δεν έτρωγε παρά μόνο βουτυρωμένο ψωμί με τον καφέ της και γιατί, στη μνήμη του, οι μικρές ράφτρες ήταν αξεχώριστες από τον καφέ με το βουτυρωμένο ψωμί. Αριστερά του, καθότανε μια Εγγλέζα μις, πολύ ηλικιωμένη κι αυτή, πολύ άσκημη, μ' αλύγιστα και παγωμένα δάκτυλα, που διάβαζε καλλιγραφημένα γράμματα, σταλμένα από τη πατρίδα της, χωρίς και να σταματά να πίνει το αιματόχρωμο τσάι της. Δίπλα της καθόταν ο Γιόαχιμ κι ύστερα η φράου Σταιρ, με τη μάλλινη σκωτσέζικη μπλούζα της. Με το μάγουλό της ακουμπισμένο στη γροθιά του δεξιού της χεριού, προσπαθούσε φανερά να παίρνει μιαν όμορφη έκφραση μορφωμένης γυναίκας, καθώς μιλούσε, χωρίς να παύει και να τρώει ταυτόχρονα, ξεσκεπάζοντας τα μακρόστενα δόντια της κάτω από το πάνω χείλος της. Ένας νέος άντρας με λεπτό μουστάκι, που η φυσιογνωμία του έμοιαζε να εκφράζει πως μόνο ο θεός ήξερε τι αηδιαστικό πράμα είχε μέσα στο στόμα του, κάθισε δίπλα της και προγευμάτισε, κρατώντας την πιο τέλεια σιωπή. Έφτασε, όταν ο Χανς Κάστορπ είχε καθίσει κιόλας, χαιρέτησε με το πηγούνι, περπατώντας, και, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει κανέναν, κάθισε, αποκλείοντας με τη στάση του κάθε σύσταση με τον καινούριο οικότροφο. Μπορεί και να 'τανε πολύ άρρωστος, για να δίνει ακόμα σημασία και προσοχή σε τέτοιους εξωτερικούς τύπους ή και για να ενδιαφέρεται, απλούστατα, και το πιο ελάχιστο, για τον περίγυρό του. Ύστερα από ένα λεπτό, κάθισε απέναντί του μια νέα κοπέλα με φωτεινόξανθα μαλλιά, εξαιρετικά αδύνατη, που άδειασε έναν κεσέ γιαούρτι στο πιάτο της, το έφαγε γρήγορα-γρήγορα κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε. Η συζήτηση στο τραπέζι δεν ήτανε ζωηρή. Ο Γιόαχιμ φλυαρούσε πολύ ευγενικά με την φράου Σταιρ, πληροφορήθηκε την κατάστασή της κι έμαθε, προς πολύ καθώς πρέπει λύπη του, ότι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Παραπονιότανε γι' «ατονία». «Είμαι τόσο άτονη!» είπε, σέρνοντας τις συλλαβές και με κακόγουστη επιτήδευση. Μόλις σηκώθηκε είχε 37,3. Πού θ' ανέβαινε το απόγεμα; Η ράφτρα «με τη μέρα» είπε, πως κι εκείνη είχε τον ίδιο πυρετό, μα δήλωσε πακ, αντίθετα, αισθανόταν ταραγμένη, βασανισμένη από μια κρυφή ανησυχία, σα να 'ταν στην παραμονή ενός ιδιαίτερα αποφασιστικού γεγονότος, κάτι που δε συνέβαινε καθόλου στην πραγματικότητα κι απλά επρόκειτο μόνο για μια φυσική ταραχή που δεν προερχότανε καθόλου —κάθε άλλο— από την ψυχή. Ήταν σίγουρο πια, πως δεν ήτανε ράφτρα, γιατί μιλούσε πολύ σωστά και σχεδόν με κάποια παιδεία. Ο Χανς Κάστορπ, άλλωστε, εύρισκε αυτή τη συγκίνηση, ή την ομολογία αυτών των αισθημάτων, κάπως ανάρμοστη, τουλάχιστον, αν όχι και σχεδόν σκανδαλιστική, από ένα πλάσμα τόσο ασήμαντο. Ρώτησε, τη μια μετά την άλλη, τη ράφτρα και τη φράου

Σταιρ, από πότε βρίσκονταν εδώ πάνω (η πρώτη είχε κλείσει κιόλας τους πέντε μήνες στο Σανατόριο κι η δεύτερη τους επτά), κι ύστερα επιστράτευσε τα λίγα αγγλικά του, για να μάθει από τη γειτόνισσά του, δεξιά, τι είδος τσάι έπινε (ένα βραστάρι από καρπούς της αγριοτριανταφυλλιάς) κι αν ήταν καλό, πράμα που εκείνη το βεβαίωσε ορμητικά σχεδόν, κι ύστερα κοίταξε τα πήγαινε-έλα μέσα στην αίθουσα, γιατί το πρόγευμα δεν ήταν όπως τα γεύματα, που δίνονταν σ' αυστηρά ορισμένη ώρα. Είχε κάποιο φόβο πως θα δεχότανε φοβερές και τρομερές εντυπώσεις, μα ένιωσε απογοητευμένος: όλος ο κόσμος, σε τούτη την αίθουσα, φαινότανε γιομάτος κέφι, δεν είχες καθόλου την αίσθηση, ότι βρίσκεσαι σ' ένα μέρος αγωνίας και θλίψης. Ηλιοκαμένοι νεαροί κι από τα δυο φύλα μπαίνανε σιγοτραγουδώντας, φλυαρούσαν με τις σερβιτόρες και τιμούσανε το πρόγευμα με τεράστια όρεξη. Υπήρχαν επίσης, και πιο ηλικιωμένα πρόσωπα, αντρόγυνα, μια ολόκληρη οικογένεια με παιδιά, που μιλούσε ρωσικά, νεαρά, μόλις σχηματισμένα, αγόρια. Οι γυναίκες, όλες σχεδόν, φορούσανε στενές ζακέτες από μαλλί ή μετάξι, sweaters τις λέγανε, άσπρες ή χρωματιστές, με χαμηλούς γιακάδες και πλαϊνές τσέπες, και ήταν ευχάριστο να τις βλέπεις να στέκουνε και να φλυαρούν και με τα δυο χέρια χωμένα σ' αυτές τις τσέπες. Σε πολλά τραπέζια κάνανε το γύρο φωτογραφίες — πρόσφατα τραβηγμένες, χωρίς αμφιβολία, από τους ίδιους. Σ' ένα άλλο τραπέζι ανταλλάζονταν γραμματόσημα. Μιλούσανε για τον καιρό, για το πώς κοιμηθήκανε, τι πυρετό είχανε το πρωί, που βάλανε το θερμόμετρο στο στόμα τους. Οι πιο πολλοί ήταν εύθυμοι — χωρίς ιδιαίτερο λόγο, σίγουρα, παρά μόνο γιατί δεν είχανε άμεσες φροντίδες και γιατί ήσαν πολλοί μαζί. Μερικοί, ειν' αλήθεια, κάθονταν, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια, στο τραπέζι, και κοιτάζανε ίσια μπροστά τους. Τους αφήνανε να κοιτάζουν και δεν ασχολούνταν μαζί τους. Ξαφνικά, ο Χανς Κάστορπ αναπήδησε οργισμένος και προσβλημένος. Είχε χτυπήσει μια πόρτα, η μπροστινή αριστερή πόρτα, που οδηγούσε αμέσως στο χολ — κάποιος την είχε αφήσει να κλείσει μόνη της ή την είχε κλείσει με θόρυβο κι άφησε έναν κρότο, που ο Χανς Κάστορπ δεν μπορούσε να τον υποφέρει, και που τον μισούσε από ανέκαθεν. Μπορεί κι αυτό το μίσος να οφειλότανε στην ανατροφή του, ίσως και στη φυσική ιδιοσυγκρασία του — κοντολογίς, ένιωθε φρίκη για τις πόρτες που χτυπούνε και θα μπορούσε να δείρει οποιονδήποτε που θα χτυπούσε τις πόρτες μπροστά του. Σε τούτη δω την περίπτωση, η πόρτα ήτανε κι από πάνω διακοσμημένη με μικρά τζάμια, πράμα που επιδείνωνε το τίναγμα: ήταν ένας πάταγος κι ένα τρίξιμο μαζί. Πφ! σκέφτηκε μανιασμένος ο Χανς Κάστορπ, τι καταραμένος θόρυβος είν' αυτός! Έπειτα, καθώς η ράφτρα άρχισε να του μιλά εκείνη τη στιγμή, δε βρήκε καιρό να διαπιστώσει ποιος ήταν ο ένοχος. Μα ανάμεσα στα ξανθοκόκκινα φρύδια του φάνηκαν ρυτίδες και το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί δυσάρεστα, καθώς απαντούσε στη ράφτρα. Ο Γιόαχιμ ρώτησε αν οι γιατροί είχανε κιόλας περάσει. Ναι, είχανε κάνει κιόλας τον πρώτο γύρο τους, αποκρίθηκε κάποιος — θα 'χανε βγει από την αίθουσα τη στιγμή ακριβώς που τα δυο ξαδέλφια μπαίνανε μέσα. Τότε, λοιπόν, θα 'φευγαν, δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν, έκρινε ο Γιόαχιμ. Θα παρουσιαζότανε δα ευκαιρία, μέσα στη μέρα, για τις

συστάσεις. Μα παραλίγο να πέσουνε, στην πόρτα, πάνω στον Μπέρενς, που έμπαινε με βιαστικό βήμα, συνοδευμένος από το γιατρό Κροκόβσκι. — Χόπλα, προσοχή, κύριοι! είπε ο Μπέρενς. Θα μπορούσαμε να πάθουμε άσκημη ζημιά κι εσείς κι εμείς. Μιλούσε μ' έναν τονισμό στη φωνή έντονα σαξονικό, ανοίγοντας πολύ το στόμα και μασώντας τις λέξεις. Ώστε έτσι, είστε σεις, λοιπόν, είπε στον Χανς Κάστορπ, που του είχε παρουσιάσει ο Γιόαχιμ, χτυπώντας τις φτέρνες. Χαίρω, χαίρω, λοιπόν! Κι έδωσε στον νέο το χέρι του, που ήταν σαν φτυάρι μεγάλο. Ήταν ένας άντρας οστεώδης, τρία κεφάλια ψηλότερος από το γιατρό Κροκόβσκι, με κατάλευκα μαλλιά κιόλας, με ξεπεταγμένο σβέρκο, με μεγάλα, πεταχτά και ξεκοκκινισμένα από τις πολλές φλεβίτσες γαλανά μάτια, γιομάτα δάκρυα, με ανασηκωτή μύτη κι ένα μουστάκι, που ήταν κομμένο λοξά κι ακολουθούσε, μάλιστα, την ακανόνιστη γραμμή του πάνω χείλους του. Αυτό που είχε πει ο Γιόαχιμ για τα μάγουλά του επιβεβαιώθηκε στην εντέλεια: ήτανε μπλάβα, το κεφάλι του, επίσης, φαινότανε έντονα χρωματισμένο πάνω από την κατάλευκη χειρουργική μπλούζα που φορούσε — μια μακριά μπλούζα, σφιγμένη με ζώνη, που κατέβαινε ίσαμε τα γόνατα και άφηνε να φαίνονται το ριγέ πανταλόνι του κι ένα ζευγάρι κολοσσιαία πόδια, χωμένα σε κίτρινες και κάπως φθαρμένες μπότες με κορδόνια. Κι ο γιατρός Κροκόβσκι επίσης ήταν επαγγελματικά ντυμένος, μόνο που, η δική του μπλούζα, ήτανε μαύρη, από γυαλιστερό ύφασμα, κομμένη στον τύπο του υποκάμισου, με λάστιχα στα μανικέτια, και δεν άφηνε τη χλωμάδα του να φανεί. Κρατούσε το ρόλο του, του βοηθού, και δεν πήρε καθόλου μέρος στις χαιρετούρες, μα κάποια κριτική κλίση του στόματός του αποκάλυπτε, πως η θέση του σαν υφιστάμενου του φαινότανε θαυμαστή. — Ξαδέλφια; ρώτησε ο γιατρός Μπέρενς, ενώ κουνούσε το χέρι του από τον ένα στον άλλο νέο και κοιτάζοντάς τους συνάμα με τα εκχυμώδη γαλάζια μάτια του. Λοιπόν, θα ορκιστεί και τούτος εδώ; ρώτησε τον Γιόαχιμ δείχνοντας τον Χανς Κάστορπ με το κεφάλι. Ποτέ, ε; Για όλο τον κόσμο, ε; Το κατάλαβα αμέσως, αλήθεια —και τώρα μιλούσε απ' ευθείας στον Χανς Κάστορπ— πως έχετε κάτι το πολιτισμένο, το άνετο, κάτι το λιγότερο πολεμικό απ' όσο ο αρχισυμμορίτης αυτός. Θα κάνατε καλύτερο άρρωστο απ' αυτόν, θα έβανα στοίχημα. Το βλέπω με την πρώτη ματιά που θα ρίξω σε κάποιον, αν κάνει καλόν άρρωστο, γιατί χρειάζεται ταλέντο γι' αυτό, χρειάζεται ταλέντο για όλα, και τούτος δω ο Μυρμιδόνας δεν έχει ίχνος ταλέντου. Στο στρατό, δεν ξέρω, μα στο να είναι άρρωστος, καθόλου. Θα το πιστέψετε, πως θέλει όλη την ώρα να φύγει; Πάντα θέλει να φύγει, μου το λέει και μου το ξαναλέει και με βασανίζει και δεν κρατιέται από την ανυπομονησία να πάει να παραστήσει το στρατιώτη εκεί κάτω. Καλέ τι ζήλος είναι αυτός! Δε θέλει να μας χαρίσει ούτε μισό χρόνο. Κι ωστόσο, είναι τόσο όμορφα σε μας εδώ — πείτε το κι ο ίδιος, Τσίμσεν, αν δεν είναι πολύ όμορφα σε μας εδώ πάνω! Ε, λοιπόν, ο κύριος ξάδελφός σας σίγουρα που θα μας εκτιμήσει περισσότερο από σας και θα ξέρει πώς να διασκεδάσει. Δε μας λείπουν ούτε οι κυρίες — έχουμε απόλυτα αξιαγάπητες κυρίες εδώ. Εξωτερικά ιδωμένες, τουλάχιστον, πολλές απ' αυτές είναι πάρα πολύ γοητευτικές. Μα θα πρέπει να προσπαθήσετε να πάρετε λίγο χρώμα, ξέρετε, διαφορετικά οι κυρίες δεν πρόκειται να σας

προσέξουν καθόλου! Πράσινο είναι χωρίς άλλο το χρυσό δέντρο της ζωής, μα σαν χρώμα προσώπου το πράσινο δεν είναι, βέβαια, ολωσδιόλου το σωστό. Τέλεια αναιμικός, φυσικά, είπε πλησιάζοντας χωρίς πολλά-πολλά τον Χανς Κάστορπ και τράβηξε με τον δείχτη και το μεσαίο δάχτυλο τα βλέφαρα του νέου. Φυσικά, τέλεια αναιμικός, όπως σας το έλεγα. Και ξέρετε κάτι; Δεν ήταν και τόσο κουτό από μέρους σας ν' αφήσετε το Αμβούργο σας στην τύχη του για λίγο καιρό. Σ' αυτό το Αμβούργο, άλλωστε, εμείς εδώ πάνω, του οφείλουμε πολλά. Χάρη στο τόσο ευχάριστα υγρό κλίμα του, κάθε χρόνο μας προμηθεύει μια θαυμάσια πελατεία. Μα αν, με τούτη δω την ευκαιρία, μπορώ να σας δώσω μια αφιλόκερδη συμβουλή —ολωσδιόλου sine pecunia, ξέρετε— κάνετε, όσον καιρό θα μείνετε εδώ, ό,τι κάνει ο ξάδελφός σας. Στην περίπτωσή σας, κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα πιο πονηρό, από το να ζήσει για λίγο καιρό σαν να είχε πάθει μιαν αλαφρά tuberculosis pulmonum και να βάλει μέσα του λίγο λεύκωμα. Είναι περίεργο, ακριβώς, με την ανανέωση του λευκώματος σε μας εδώ… Αν και η γενική καύση αυξάνει, το σώμα παράγει λεύκωμα παρ' όλ' αυτά… Ωραία — και κοιμηθήκατε καλά, Τσίμσεν; Εξαίρετα, ε, λοιπόν, δρόμο τώρα, να πάτε να πάρετε τον αέρα σας! Μα όχι περισσότερο από μισή ώρα! Κι ύστερα δοκιμάστε, παρακαλώ πάλι το πούρο με τον υδράργυρο! Πάντα να σημειώνετε όμορφα τον πυρετό σας, Τσίμσεν! Υπηρεσιακά! Με συνείδηση! Το Σάββατο θα δω την καμπύλη! Ας πάρει κι ο κύριος εξάδελφός σας τον πυρετό του. Ποτέ δε βλάπτει. Καλημέρα, κύριοι! Καλή διασκέδαση! Κλμέρα… Κλμέρα… Κι ο γιατρός Κροκόβσκι ξαναπήγε κοντά του, ενώ ο Μπέρενς συνέχιζε τον δρόμο του κουνώντας τα χέρια, με τις παλάμες γυρισμένες εντελώς προς τα μέσα, ρωτώντας δεξιά και αριστερά αν είχανε κοιμηθεί καλά, κάτι που είχε γίνει, πραγματικά, όπως δα το βεβαίωναν όλοι.

ΠΕΙΡΑΓΜΑ. VIATIKUM. Η ΕΥΘΥΜΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΚΟΠΗΚΕ —ΤΡΙΣΧΑΡΙΤΩΜΕΝΟΣ! είπε ο Χανς Κάστορπ, όταν ύστερα από ένα φιλικό χαιρετισμό στον χωλό θυρωρό, που τακτοποιούσε γράμματα στο θυρωρείο του, βγήκανε, περνώντας από τον πυλώνα, στον ανοιχτό αέρα. Ο πυλώνας βρισκόταν στη νοτιοανατολική πλευρά του λευκοχρισμένου κτιρίου, που το κεντρικό μέρος του ξεπερνούσε κατά έναν όροφο τις δυο πτέρυγες, ενώ στην κορφή του υψωνότανε ένας χαμηλός πύργος, με ρολόι, στεγασμένος με μια λαμαρίνα βαμμένη στο χρώμα του σχιστόλιθου. Όταν έβγαινε κανείς από το οίκημα δεν έμπαινε στον περιφραγμένο κήπο, παρά βρισκόταν αμέσως στο ύπαιθρο, αντίκρυ στα γερτά βουνήσια λιβάδια, που ήταν σπαρμένα από μερικά, κοντουλά ή μέτρια στο ύψος, πεύκα, στρουφιγμένα και γερμένα ίσαμε τη γη. Ο δρόμος που πήρανε —ήταν ο μοναδικός, άλλωστε, που φαινότανε, εκτός από τον δρόμο που κατέβαινε κατά την κοιλάδα— περνούσε, ελαφρά ανηφορίζοντας, προς τ' αριστερά, μπροστά από την πλαϊνή πλευρά του σανατόριου, όπου βρίσκονταν οι κουζίνες κι η διαχείριση κι όπου ήτανε τοποθετημένα, κατά μήκος των κιγκλιδωμάτων της σκάλας του υπόγειου, μετάλλινα βαρέλια για τα σκουπίδια, προεκτεινόταν ακόμη, για κάμποσα λεπτά, προς την ίδια κατεύθυνση, πριν διαγράψει μια απότομη στροφή κι ανηφορίσει προς τα δεξιά, σε μια αραιά δασωμένη πλαγιά. Ήταν ένας δρόμος σκληρός, κοκκινόχρωμος, κάπως υγρός ακόμη, που στο μάκρος του, εδώ κι εκεί, συναντήσανε κομμάτια από βράχους. Τα δυο ξαδέλφια δεν ήταν μόνα τους στον περίπατο. Οικότροφοι, που είχανε τελειώσει το πρόγευμά τους αμέσως ύστερα απ' αυτούς, τους ακολουθούσαν κι ολόκληρες ομάδες, που γύριζαν πίσω, έρχονταν σε συνάντησή τους, με το προσεχτικό βήμα εκείνων που κατηφορίζουν. — Τρισχαριτωμένος άνθρωπος! επανάλαβε ο Χανς Κάστορπ. Μιλά τόσο αστεία, που είναι αληθινή ευχαρίστηση να τον ακούς. Το «πούρο με τον υδράργυρο» για το «θερμόμετρο» ήταν εξαίρετο, το κατάλαβα αμέσως… Όσο για μένα, θ' ανάψω ένα αληθινό, με την άδειά σου, είπε, σταματώντας. Δεν κρατιέμαι πια. Από χτες το μεσημέρι δεν κάπνισα τίποτα της ανθρωπιάς. Με συμπαθάς! και τράβηξε από τη δερμάτινη πουροθήκη του, με το ασημένιο μονόγραμμα, ένα Μαρία Μαντσίνι, ένα ωραίο δείγμα από την πάνω πάνω σειρά του κουτιού, πλακωτό από τη μια πλευρά, όπως του άρεσε ιδιαίτερα, έκοψε την άκρη με τη βοήθεια ενός μικρότατου μαχαιριού, που κρεμότανε στην αλυσίδα του ρολογιού του, έτριψε την παλάμη του στο τσακμάκι του για να βγάλει φλόγα, άναψε το μακρουλό και στρογγυλεμένο μπροστά πούρο, και τράβηξε μερικές ρουφηξιές γιομάτες ικανοποιημένο ζήλο. Ωραία! είπε. Και τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε τον περίπατό μας. Μέσα στο ζήλο σου, σαν νεόφυτος εδώ, δε θα καπνίζεις, φυσικά. — Δεν καπνίζω ποτέ, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Γιατί θα 'πρεπε να μάθω να καπνίζω ακριβώς εδώ; — Δεν το καταλαβαίνω αυτό! είπε ο Χανς Κάστορπ. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να μην καπνίζει κανείς! Είναι σαν να στερείται, με κάθε τρόπο, το καλύτερο μέρος της ζωής κι οπωσδήποτε μια υπέροχη ευχαρίστηση. Όταν ξυπνώ, χαίρομαι γιατί ξημέρωσε κιόλας

και θα μπορώ να καπνίσω, κι όταν τρώγω, κάνω την ίδια σκέψη, ναι, μπορώ να πω, πως, γενικά, τρώγω μόνο για να μπορώ να καπνίσω μετά, και θαρρώ πως δε λέω μεγάλες υπερβολές. Μα μια μέρα χωρίς καπνό θα 'ταν για μένα το αποκορύφωμα της ανοστιάς, θα 'ταν μια μέρα απόλυτα αδειανή κι ανούσια, κι αν, το πρωί, θα 'τανε να σκεφτώ: σήμερα δε θα 'χω τίποτα να καπνίσω — θαρρώ πως δε θα 'βρισκα καθόλου το θάρρος να σηκωθώ· αληθινά, θα 'μενα πλαγιασμένος. Βλέπεις, όταν έχεις ένα πούρο που τραβά καλά —φυσικά, που δεν πρέπει να παίρνει αέρα από πουθενά, ούτε και να τραβά άσκημα, πράμα που 'ναι εξοργιστικό σε μεγάλο βαθμό— θέλω να πω: όταν έχεις ένα καλό πούρο, τότε νιώθεις ιδιαίτερα προφυλαγμένος, δεν πρόκειται να σου συμβεί τίποτα. Είναι ακριβώς όπως όταν είσαι ξαπλωμένος στην ακρογιαλιά· είσαι ξαπλωμένος στην ακρογιαλιά, λοιπόν, δεν είναι έτσι; και δε χρειάζεσαι τίποτα πια, ούτε εργασία μήτε διασκέδαση… Δόξα τω Θεώ, σ' ολόκληρο τον κόσμο καπνίζουνε, πουθενά δεν είναι άγνωστος ο καπνός, απ' όσο ξέρω, πουθενά, οπουδήποτε κι αν σ' έριχνε η τύχη. Ακόμη κι οι εξερευνητικές αποστολές, που φεύγουνε για τον πόλο, προβλέπουνε μεγάλες προμήθειες καπνού, για όσο καιρό θα κρατήσει η κουραστική δουλειά τους — πάντα μου ένιωθα συμπάθεια, όταν διάβαζα κάτι τέτοιο. Γιατί μπορεί να του έρθουν κανενός πολύ στραβά — ας υποθέσουμε, πως έφτανα, ο ίδιος εγώ, σ' αξιοθρήνητη κατάσταση… Ε, όσο καιρό θα μπορούσα να 'χω το πούρο μου, θα το υπόφερα, το ξέρω καλά, θα με βοηθούσε να το ξεπεράσω κι αυτό, και τα πάντα. — Οπωσδήποτε είναι ένα είδος ήττας, είπε ο Γιόαχιμ, τ' ό,τι κρέμεσαι τόσο πολύ απ' αυτό. Ο Μπέρενς έχει απόλυτα δίκιο: Είσαι ένας πολιτισμένος — μ' αυτό ήθελε, σίγουρα, να σε παινέσει, μα το γεγονός είναι, πως είσαι ένας αγιάτρευτα πολιτισμένος. Έπειτα, εσύ 'σαι υγιής και μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, είπε και τα μάτια του φάνηκαν κουρασμένα. — Ναι, πολύ υγιής… ίσαμε την αναιμία μου, είπε ο Χανς Κάστορπ. Αρκετή ακριβώς, όπως μου το είπε, για να φαίνομαι πράσινος. Μ' αυτό ακριβώς μου 'κανε και μένα εντύπωση, πως σε σύγκριση με σας, το χρώμα μου είναι πράσινο σχεδόν. Εκεί κάτω, ούτε που το είχα προσέξει. Κι έπειτα, είναι πολύ ευγενικό, επίσης, από μέρους του, να μου δώσει, χωρίς να περιμένει να του τις ζητήσω, τις συμβουλές του κι ολωσδιόλου sine pecunia, όπως είπε κι ο ίδιος. Θα δοκιμάσω να κάνω ευχαρίστως όπως μου σύστησε και να εναρμονίσω απόλυτα τον τρόπο της ζωής μου με τον δικό σου. Τι άλλο θα έκανα, άλλωστε, εδώ πάνω, σε σας, κι έπειτα δεν πρόκειται να με βλάψει το να παραγάγω λίγο λεύκωμα, μ' όλο που βρίσκω την έκφραση αρκετά αποκρουστική, δε νομίζεις; Ο Γιόαχιμ έβηξε μια δυο φορές καθώς περπατούσανε. Η ανηφόρα φαινόταν, ότι τον κούραζε. Όταν ο βήχας τον έπιασε για τρίτη φορά, σταμάτησε ζαρώνοντας τα φρύδια. — Συνέχισε εσύ, είπε. Ο Χανς Κάστορπ βιάστηκε να εξακολουθήσει το δρόμο του και δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Ύστερα, έκοψε κάπως το βήμα του και στο τέλος σταμάτησε σχεδόν, γιατί του φάνηκε πως είχε αφήσει αισθητά πίσω του τον Γιόαχιμ. Μα δεν κοίταξε πίσω του. Ένας όμιλος από οικότροφους και των δυο φύλων έρχονταν προς το μέρος του — τους είχε δει, στη μέση της πλαγιάς, καθώς έρχονταν από τον ίσιο δρόμο, και τώρα

κατηφόριζαν με μεγάλες δρασκελιές, ίσια προς το μέρος του, κι οι φωνές τους, διαφορετικές, μεταξύ τους, ακούγονταν. Ήταν έξι εφτά πρόσωπα διαφορετικής ηλικίας, άλλα πολύ νέα κι άλλα πολύ προχωρημένα, κιόλας, στα χρόνια. Τα κοίταζε, με γερμένο κεφάλι, ενώ συλλογιζότανε τον Γιόαχιμ. Ήταν ξεκαπέλωτα και μαυρισμένα, οι κυρίες με χρωματιστά σουέτερς, οι κύριοι, οι πιο πολλοί, χωρίς παλτά και μάλιστα δίχως μπαστούνια, σαν άνθρωποι που κάνουνε, χωρίς πολλούς πολλούς τύπους, δυο τρία βήματα μπροστά στο σπίτι τους και με τα δυο χέρια στις τσέπες του πανταλονιού τους. Καθώς κατέβαιναν την πλαγιά, πράμα που δεν απαιτεί σοβαρή προσπάθεια, μα, όσο να 'ναι, ένα χαλίνωμα των αλύγιστων γαμπών, για να μη παρασυρθούνε και τρέξουνε ή να κουτρουβαλήσουνε και, κάτι που δεν είναι, γενικά, παρά ένα είδος εγκατάλειψης, το περπάτημά τους είχε κάτι το πεταχτό και το αλαφρό, που μεταδινότανε στα πρόσωπά τους, σ' όλο τους το παρουσιαστικό, έτσι που θα 'θελε κανείς να ανήκει στην παρέα τους. Τώρα πια βρίσκονταν κοντά του. Ο Χανς Κάστορπ κοίταξε προσεχτικά τα πρόσωπά τους. Δεν ήταν όλοι τους μαυρισμένοι από την αντανάκλαση του χιονιού, όχι, δυο κυρίες ξεχώριζαν για την ωχρότητά τους, η μια σαν στέκα αδύνατη και μ' ένα πρόσωπο σαν φιλντισένιο, κι η άλλη πιο κοντή και παχιά, ασκημισμένη από πλήθος φακίδες. Όλη η παρέα τον κοίταζε με το ίδιο τολμηρό χαμόγελο. Μια ψηλή κοπέλα, με πράσινο σουέτερ, με κακοφριζαρισμένα μαλλιά και με βλακώδη, μισάνοιχτα μάτια πέρασε τόσο κοντά από τον Χανς Κάστορπ, που τον άγγιξε σχεδόν με το μπράτσο. Και την ίδια στιγμή σφύριξε… Όχι, αυτό 'ταν παράλογο! Σφύριξε, μα όχι με τα χείλη της, γιατί 'ταν σφιγμένα. Σφύριξε μέσα από το ίδιο το στήθος της, χωρίς να πάψει να τον κοιτάζει με τα βλακώδη, μισόκλειστα μάτια της. Ένα σφύριγμα παράξενα δυσάρεστο, βραχνό, διαπεραστικό και συνάμα βαθύ, παρατεταμένο και που, στο τέλος, έπεφτε κατά έναν τόνο (έτσι, που σ' έκανε να σκεφτείς τη μουσική της πίπιζας, εκείνα τ' ασκιά των χωριάτικων πανηγυριών, που αδειάζουνε και ζαρώνουνε στενάζοντας), σφύριγμα που ξέφυγε με ακατανόητο τρόπο από την κοιλιά της, κι ύστερα τον προσπέρασε με την παρέα της. Ο Χανς Κάστορπ στάθηκε ακίνητος και κοίταζε μακριά. Ύστερα ξαναστράφηκε βιαστικά προς το μέρος της συντροφιάς και, ξαφνικά, κατάλαβε πως αυτό το φριχτό πράμα θα 'τανε κάποιο αστείο, μια προετοιμασμένη φάρσα, γιατί, από την κίνηση των ώμων των νεαρών που απομακρύνονταν, κατάλαβε πως γελούσαν, και μάλιστα, ένας κοντόπαχος νεαρός, με χοντρά χείλη, με τα δυο χέρια στις τσέπες του πανταλονιού και μ' ανασηκωμένο, κάπως ανάρμοστα, τον γιακά της ζακέτας του, στράφηκε ανέμελα πίσω του, τον κοίταξε και γέλασε… Ο Γιόαχιμ ερχότανε. Χαιρέτησε τη συντροφιά, γυρνώντας, κατά την ιπποτική του συνήθεια, ολόκληρος προς το μέρος τους κι ενώνοντας τις φτέρνες των παπουτσιών του με κάποιαν υπόκλιση, κι ύστερα πλησίασε τον ξάδελφό του κοιτάζοντάς τον με τα μαλακά μάτια του. — Τι μούτρα είναι αυτά; ρώτησε. — Σφύριξε! αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Σφύριξε από την κοιλιά της, καθώς περνούσε δίπλα μου. Μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό; — Α! είπε ο Γιόαχιμ, και γέλασε περιφρονητικά. Όχι από την κοιλιά, βλακείες. Ήταν η

Κλέεφελντ, η Ερμίνε Κλέεφελντ, σφυρίζει με τον πνευμοθώρακά της. — Με τι; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Ήταν εξαιρετικά ταραγμένος και δεν ήξερε ακριβώς, αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει, όταν πρόσθεσε: — Δε φαντάζομαι να 'χεις την απαίτηση να καταλαβαίνω τη συνθηματική γλώσσα σας. — Έλα, πάμε, είπε ο Γιόαχιμ. Μπορώ να σου το εξηγήσω δα και περπατώντας. Σα να ρίζωσες, ξαφνικά! Είναι δουλειά της Χειρουργικής, όπως μπορείς να το φανταστείς, μια εγχείρηση που γίνεται συχνά εδώ πάνω. Ο Μπέρενς έχει εξασκηθεί πολύ σ' αυτήν… Όταν ένας πνεύμονας είναι πολύ πειραγμένος, καταλαβαίνεις, μα οι άλλοι είναι γεροί, ή σχετικά γεροί, απαλλάσουνε το άρρωστο μέρος για λίγο καιρό από τη δραστηριότητά του, για να το ξεκουράσουνε. Σου ανοίγουνε, δηλαδή, μια τομή, εδώ, στο πλάι, δεν ξέρω ακριβώς σε ποιο σημείο, μα ο Μπέρενς θεωρείται δάσκαλος σ' αυτού του είδους τις εγχειρίσεις. Κι έπειτα σε φουσκώνουν με αέριο, με άζωτο, ξέρεις, κι ο βλαμμένος πνεύμονας παύει να εργάζεται. Το αέριο, εννοείται, δε μένει πολύ καιρό. Πρέπει ν' ανανεώνεται κάθε δεκαπέντε μέρες περίπου — είναι σαν να γιομίζουνε κανέναν, έτσι πρέπει να το φανταστείς. Κι όταν αυτό συνεχιστεί επί έναν χρόνο, ή περισσότερο, κι αν πάνε όλα καλά, ο πνεύμονας μπορεί να γιατρευτεί, χάρη σ' αυτή την ξεκούραση. Όχι πάντα, εννοείται, κι είναι, μάλιστα, μια αρκετά τυχαία υπόθεση. Μα φαίνεται πως έχουν πετύχει ωραιότατα αποτελέσματα με το μέσο του πνευμοθώρακα. Όλοι αυτοί, που είδες τώρα δα, έχουνε. Κι η φράου Ίλτις ήταν μεταξύ τους, επίσης —εκείνη με τις φακίδες— και η φροϋλάιν Λέβι, η αδύνατη, θυμάσαι, αυτή που έμεινε τόσον καιρό στο κρεβάτι. Είναι μια παρέα, γιατί ένα πράμα σαν τον πνευμοθώρακα φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, φυσικά, και ονομάζονται «Ένωση των Μισών Πνευμόνων» και μ' αυτό τ' όνομα είναι γνωστοί. Μα το σέμνημα της ένωσης είναι η Ερμίνε Κλέεφελντ, γιατί ξέρει να σφυρίζει με τον πνευμοθώρακά της, είναι ένα ιδιαίτερο χάρισμα που έχει μόνο αυτή και κανείς άλλος. Πώς το πέτυχε, είναι κάτι που δε θα μπορούσα να σου πω, ούτε κι η ίδια θα το ξέρει ακριβώς. Μα όταν περπατά γρήγορα, μπορεί να σφυρίζει μέσα της κι αυτό το χρησιμοποιεί, φυσικά, για να τρομάζει τους ανθρώπους, προπαντός τους καινουριοφτασμένους ασθενείς. Πιστεύω, άλλωστε, πως αυτό την κάνει να σπαταλά αέριο γιατί πρέπει να τη φουσκώνουνε κάθε οχτώ. Τώρα, ο Χανς Κάστορπ, γελούσε. Η ταραχή του είχε γυρίσει σ' ευθυμία με τα λόγια του Γιόαχιμ, κι ενώ, βαδίζοντας, σκέπαζε τα μάτια του με το χέρι κι έσκυβε μπροστά, οι ώμοι του κουνιόντουσαν από ένα πνιγμένο και γρήγορο γέλιο. — Είναι γραμμένοι, τουλάχιστον; ρώτησε και κουραζόταν να μιλήσει. Εξ αιτίας του αδιάκοπου γέλιου του η φωνή του αντηχούσε σαν θρηνητική, σαν στεναγμός. Έχουνε καταστατικό; Κρίμα που δεν είσαι μέλος, κι εσύ. Θα μπορούσατε να με δεχθείτε σαν επίτιμο μέλος ή σαν … συμπότη. Θα 'πρεπε να παρακαλέσεις τον Μπέρενς να σε υποβάλει σε μερική αδράνεια. Ίσως και να το μπορούσες να σφυρίζεις κι εσύ, αν κοπίαζες λίγο, στο τέλος θα πρέπει, όσο να 'ναι, να τα καταφέρνει κανείς… Αυτό 'ναι, αλήθεια, το αστειότερο πράμα που άκουσα στη ζωή μου! είπε αφήνοντας έναν βαθύ στεναγμό. Ναι, με συγχωρείς που μιλώ μ' έναν τέτοιο τρόπο γι' αυτό, μα κι οι ίδιοι οι πνευματικοί φίλοι

σου, μοιάζουν να 'χουν την πιο χαρούμενη διάθεση! Πώς περπατούσανε!… Και να σκέφτομαι, πως ήταν η Ένωση των Μισών Πνευμόνων! Σφρρ! μου σφυρίζει — τι τρελός τύπος! Μ' αυτό 'ναι αληθινό θράσος! Γιατί 'τανε τόσο ζωηροί, μπορείς να μου πεις; Ο Γιόαχιμ προσπάθησε να βρει μια απόκριση. Θε μου, είπε, είναι τόσο ελεύθεροι… Θέλω να πω, είναι νέοι άνθρωποι κι ο καιρός δεν έχει σημασία γι' αυτούς, κι έπειτα μπορεί και να πεθάνουνε. Για ποιο λόγο θα 'πρεπε να 'χουνε κατεβασμένα μούτρα; Είναι φορές που σκέφτομαι, πως η αρρώστια κι ο θάνατος δεν είναι γενικά, κάτι σοβαρό, είναι μάλλον ένα είδος σουλάτσο· μόνο στη ζωή, εκεί κάτω, υπάρχει σοβαρότητα. Πιστεύω, πως με τον καιρό θα το καταλάβεις και μόνος σου, αρκεί να μείνεις κάπως περισσότερο εδώ πάνω. — Σίγουρα, είπε ο Χανς Κάστορπ. Είμαι ολότελα βέβαιος γι' αυτό. Νιώθω κιόλας ενδιαφέρον για πολλά πράματα εδώ πάνω κι όταν αρχίζει κανείς να ενδιαφέρεται για κάτι, δεν είναι έτσι; δεν αργεί και να το κατανοήσει… Μα τι έχω πάθει, λοιπόν; Δεν έχει γεύση! είπε και κοίταξε το πούρο του. Όλη την ώρα αυτή αναρωτιέμαι τι μου συμβαίνει και να που βλέπω πως είναι η Μαρία που δε μου αρέσει. Έχει μια γεύση μασημένου χαρτιού, σε βεβαιώ, σα να χάλασε ολότελα το στομάχι μου. Είναι ανεξήγητο! Ειν' αλήθεια, πως το πολυφόρτωσα το πρωί, μ' αυτό δεν είναι λόγος, γιατί όταν τρώει κανένας πολύ, το πούρο έχει συνήθως μια γεύση ιδιαίτερα καλή. Λες να προέρχεται από τ' ότι έκανα ανήσυχο ύπνο; Μπορεί και να 'ναι αυτό που μ' αναστάτωσε. Όχι, πρέπει να το πετάξω, αλήθεια, είπε ύστερα από μια καινούρια δοκιμή. Κάθε ρουφηξιά είναι και μια απογοήτευση. Δεν υπάρχει λόγος να πιέζω τον εαυτό μου. Κι αφού δίστασε ακόμη μια στιγμή, πέταξε το πούρο, κάτω στην πλαγιά, στο δάσος των νοτισμένων ελατιών. — Ξέρεις πού οφείλεται αυτό; ρώτησε. Είμαι βέβαιος πως δεν είναι άσχετο μ' αυτή την καταραμένη φλόγα, που νιώθω στο πρόσωπο, από τη στιγμή που ξύπνησα. Ο διάβολος ξέρει γιατί, μα πάντα έχω την εντύπωση, πως κοκκινίζω από ντροπή. Μήπως είχες την ίδιαν αίσθηση κι εσύ όταν πρωτόρθες; — Ναι, είπε ο Γιόαχιμ. Κι εγώ ένιωθα, στην αρχή, κάπως παράξενα. Μη δίνεις σημασία. Δε σου είπα κιόλας, πως δεν είναι και τόσο εύκολο να εγκλιματιστεί κανείς σε μας; Μα, όλα αυτά, θα κατασταλάξουνε γρήγορα. Κοίτα σε τι όμορφο μέρος, που είναι κείνος ο πάγκος. Ας καθίσουμε λίγο κι ύστερα να γυρίσουμε, πρέπει να πάω στην κούρα μου. Ο δρόμος είχε γίνει ίσιος. Πήγαινε κατά την κατεύθυνση του Νταβός Πλατς, στο ένα τρίτο, απάνω κάτω, του ύψους που έκαναν τον περίπατό τους κι ανάμεσα σε ψηλά, λυγερά, μα γερμένα προς τη μεριά του ανέμου, έλατα, πρόσφερε μιαν άποψη του χωριού λαμπερή, κατάλευκη, μ' ένα έντονο φως. Ο χοντροφτιαγμένος πάγκος, όπου κάθισαν, ακουμπούσε σ' έναν κατακόρυφο βράχο. Κοντά τους κυλούσε ένα ρυάκι μες σ' ανοιχτά, ξύλινα λούκια, γουργουρίζοντας και πλαταγίζοντας κατά την πεδιάδα. Ο Γιόαχιμ θέλησε να μάθει στον ξάδελφό του τα ονόματα των κορυφών των Άλπεων που φαίνονταν να κλείνουνε, προς τα βορινά, την κοιλάδα, δείχνοντάς του τις με τη σιδερένια μύτη του μπαστουνιού του. Μα ο Χανς Κάστορπ δεν τους έριξε παρά ένα γρήγορο

βλέμμα· καθότανε σκύβοντας μπρος του, σχεδίαζε, με τη μύτη του πολυτελούς και μ' ασημένια λαβή μπαστουνιού του, φιγούρες, στον άμμο και ήθελε να μάθει κάτι άλλο. — Τι ήθελα, αλήθεια, να σε ρωτήσω; άρχισε. Λοιπόν, ο άρρωστος της κάμαράς μου είχε πεθάνει όταν έφτασα ακριβώς. Είχατε πολλούς θανάτους από τότε που ήρθες εδώ; — Πολλούς, βέβαια, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Μα όλα αυτά, καταλαβαίνεις, ταχτοποιούνται με πολλή διακριτικότητα, δε μαθαίνουμε τίποτα, παρά αργότερα, τυχαία μόνο. Όλα γίνονται με τη μεγαλύτερη μυστικότητα, όταν πεθαίνει κανείς, από μέριμνα για τους άλλους οικότροφους και προπαντός για τις κυρίες, που θα μπορούσε να τις πιάσει, εύκολα, καμιά νευρική κρίση. Δίπλα σου να πεθαίνει κανείς, δεν το μαθαίνεις. Και το φέρετρο μεταφέρεται πρωί πρωί, την ώρα που κοιμάσαι ακόμη, και μόνο την ώρα του φαγητού, λόγου χάρη, αναρωτιέσαι πού 'ναι κείνος ο άρρωστος. — Χμ! έκανε ο Χανς Κάστορπ, κι εξακολούθησε να σχεδιάζει με το μπαστούνι του. Όλα αυτά, δηλαδή, συμβαίνουν στα παρασκήνια; — Ναι, μπορεί κανείς να το πει κι αυτό. Μα, τώρα πρόσφατα, θα 'ναι… μια στιγμή… θα 'ναι ίσως οχτώ εβδομάδες από τότε… — Μα τότε δε μπορείς να πεις και πρόσφατα, παρατήρησε ο Χανς Κάστορπ, ξερά και προσεχτικά. — Πώς; Τότε, όχι πρόσφατα. Τι λεπτολόγος που είσαι! Απλά μόνο σου είπα έναν αριθμό. Ε, λοιπόν, πάει τώρα λίγος καιρός, που έριξα, ολότελα τυχαία, μια ματιά πίσω από τα παρασκήνια. Ήταν τότε που πήγανε να μεταλάβουνε τη μικρή Χούγιους, μια καθολική, τη Μπάρμπαρα Χούγιους. Όταν πρωτόρθα εδώ στεκόταν ακόμη στα πόδια της κι είχε ένα κέφι τρελό, ορμητικό, ακριβώς σαν ένα χαμίνι δεκαπέντε χρονών. Μα, έπειτα, η κατάστασή της χειροτέρεψε γρήγορα, δεν ξανασηκώθηκε πια, η κάμαρά της βρισκότανε τρία δωμάτια πιο πέρα από τη δική μου, ήρθανε οι δικοί της κι ύστερα ήρθε κι η σειρά του ιερέα. Κι ήρθε την ώρα που όλος ο κόσμος έπαιρνε το τσάι του, το απόγεμα, και δεν υπήρχε άνθρωπος στους διαδρόμους. Να φανταστείς, πως είχα καθυστερήσει κάπου ένα τέταρτο της ώρας, γιατί μ' είχε πάρει ο ύπνος κατά τη μεγάλη κούρα της ανάπαυσης και δεν είχα ακούσει το γκογκ. Την αποφασιστική στιγμή, λοιπόν, δε βρισκόμουν μαζί με τους άλλους. Είχα χαθεί πίσω από τα παρασκήνια, όπως λες, και την ώρα που διασχίζω το διάδρομο, βλέπω τον παπά με το δαντελλένιο του πουκάμισο, μ' ένα σταυρό μπροστά, ένα χρυσό σταυρό με φανάρια, που τον κρατούσε κάποιος, σαν το σείστρο της στρατιωτικής μουσικής. — Δεν είναι παρομοίωση αυτή! παρατήρησε, όχι δίχως κάποια αυστηρότητα, ο Χανς Κάστορπ. — Έτσι μου φάνηκε. Αυτό θυμήθηκα, χωρίς να το θέλω. Μ' άκου μόνο, να δεις. Προχωρούνε, λοιπόν, προς το μέρος μου, ρυθμικά, με γυμναστικό βήμα, τρεις αν δεν κάνω λάθος. Μπροστά εκείνος με τον σταυρό, μετά ο παπάς, με ματογυάλια στη μύτη, κι ύστερα ένας μικρός με θυμιατό. Ο παπάς κρατούσε το ιερό δισκοπότηρο στο στήθος του, το είχε ακάλυπτο, κι έγερνε προς τα μπρος το κεφάλι μ' ένα ύφος εξαιρετικά ταπεινό —

είναι, ξέρεις, το ιερότερο αντικείμενο των καθολικών. — Ακριβώς γι' αυτό, είπε ο Χανς Κάστορπ. Αυτή 'ναι η αιτία, ακριβώς, που με κάνεις κι εκπλήσσομαι, όταν σ' ακούω να μιλάς για σείστρο. — Ναι, ναι, μα περίμενε μόνο ν' ακούσεις. Αν βρισκόσουν εκεί, ούτε κι εσύ θα 'ξερες τι θα σου θύμιζαν όλ' αυτά. Θα 'λεγες, πως έβλεπες όνειρο… — Από ποια άποψη; —Άκουσε να δεις. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πώς θα πρέπει να φερθώ σ' αυτή την περίσταση. Δε φορούσα καπέλο, που θα μπορούσα να το βγάλω. — Βλέπεις τώρα; τον έκοψε γρήγορα, γι' άλλη μια φορά ακόμη, ο Χανς Κάστορπ. Το βλέπεις και μόνος σου, πως πρέπει να φορείς καπέλο. Μου έκανε εντύπωση, φυσικά, όταν είδα, πως δε φοράτε εδώ πέρα. Μα πρέπει να φορεί κανείς, για να μπορεί να το βγάζει στις περιστάσεις που αρμόζει να βγαίνει το καπέλο. Κι ύστερα; — Ακούμπησα στον τοίχο, είπε ο Γιόαχιμ, παίρνοντας ανάλογη στάση, κι έσκυψα ελαφρά, όταν βρέθηκαν κοντά μου. Ήταν ακριβώς απέναντι στην κάμαρα της μικρής Χούγιους, αριθμός 28. Θαρρώ, πως ο ιερέας ευχαριστήθηκε που χαιρέτησα. Ευχαρίστησε πολύ ευγενικά κι έβγαλε τον σκούφο του. Μα την ίδια στιγμή σταματούσαν κιόλας. Το παιδί του χορού, με το θυμιατό, χτυπά την πόρτα κι ύστερα ανοίγει και παραμερίζει, για να περάσει ο παπάς. Και τώρα, φαντάσου το και σκέψου τον τρόμο μου και τα αισθήματά μου! Τη στιγμή που ο παπάς βάνει το πόδι του στο κατώφλι, μέσα από το δωμάτιο ακούγονται κραυγές κι ουρλιαχτά, που ποτέ δε θα 'χεις ακούσει τα όμοιά τους, τρεις, τέσσερις φορές συνέχεια, κι ύστερα κραυγές, που δε σταματάνε στιγμή, κραυγές απ' ορθάνοιχτο στόμα, άααα, ένας θρήνος, μια τρομάρα, απερίγραπτες διαμαρτυρίες μέσα στην κάμαρα κι ανάμεσα σ' όλ' αυτά ακούγονταν και φριχτές ικεσίες, παρακάλια, και, ξαφνικά, οι κραυγές γίνονται υπόκωφες, βαθιές, πνιγμένες, σάμπως, να 'χαν χαθεί κάτω από τη γη ή σα να 'ρχονταν από τα βάθη του υπόγειου οι κραυγές της… Ο Χανς Κάστορπ γύρισε απότομα προς τον ξάδελφό του. — Ποιας, της μικρής Χούγιους; ρώτησε ταραγμένος. Και πώς, γιατί από το υπόγειο; — Είχε χωθεί κάτω από τις κουβέρτες της, είπε ο Γιόαχιμ. Φαντάσου, τώρα, τα αισθήματά μου! Ο πνευματικός στεκότανε στο κατώφλι κι έλεγε καθησυχαστικά λόγια. Θαρρώ πως τον βλέπω ακόμα: μιλώντας, έκανε, κάθε φορά, το κεφάλι του προς τα μπρος και πάλι το τραβούσε πίσω. Εκείνος με τον σταυρό κι ο μικρός με το θυμιατό βρίσκονταν ακόμη ανάμεσα στις δυο πόρτες, στο χωλάκι, να πούμε, που σχηματίζουνε μεταξύ τους, και δε μπορούσαν να μπουν. Κι ανάμεσά τους μπορούσα να έβλεπα την κάμαρα. Είναι μια κάμαρα όπως η δική σου και η δική μου, με το κρεβάτι αριστερά, κολλητό στον τοίχο και στο πάνω μέρος του κρεβατιού στέκονταν άνθρωποι, οι δικοί της, φυσικά, οι γονείς, κι έσκυβαν κι αυτοί πάνω από το κρεβάτι και λέγανε παρηγορητικά λόγια, μα δεν έβλεπες παρά έναν άμορφο όγκο, που παρακαλούσε και διαμαρτυρότανε φριχτά και κλωτσούσε. — Κλωτσούσε, είπες; — Μ' όλη της τη δύναμη. Μ' αυτό δεν της χρησίμευσε σε τίποτα, έπρεπε να τη

μεταλάβουν. Ο ιερέας προχώρησε προς το μέρος της, μπήκανε μέσα κι οι άλλοι δυο, κι η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Μα πρόλαβα κι είδα ακόμη και τούτο δω: το κεφάλι της μικρής Χούγιους βγήκε έξω από τις κουβέρτες, για ένα δευτερόλεπτο, με τα φωτεινόξανθα μαλλιά της ανακατωμένα και κοίταξε κατάματα, μ' ορθάνοιχτα μάτια, τον παπά, με μάτια χλομά, δίχως κανένα απολύτως χρώμα κι ύστερα με άαα και ούουου, εξαφανίστηκε πάλι, κάτω από τα σκεπάσματα. — Και μου το διηγήθηκες σήμερα μόνο; είπε ο Χανς Κάστορπ, ύστερα από κάμποση σιωπή. Δεν καταλαβαίνω πώς δε μου 'κανες λόγο γι' αυτό από χθες βράδυ κιόλας. Μα, θεέ μου, πόση δύναμη θα 'πρεπε να 'χει ακόμα, για να υπερασπίζεται με τέτοιο τρόπο! Χρειάζεται δύναμη γι' αυτό. Δε θα 'πρεπε να καλέσουνε τον παπά, πριν εξασθενίσει πολύ; — Είχε εξασθενίσει πάρα πολύ, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Ναι, θα 'χε κανείς να διηγηθεί ένα σωρό πράματα, η δυσκολία είναι στο ποιο να πρωτοδιαλέξει… Είχε εξασθενίσει πολύ, μόνο ο φόβος της είχε δώσει όλη εκείνη τη δύναμη. Φοβότανε φριχτά, γιατί καταλάβαινε πως θα πέθαινε. Ήταν πολύ μικρή, έτσι που θα πρέπει, γενικά, να τη συγχωρήσει κανείς. Μα υπάρχουνε κι άντρες που φέρνονται με τον ίδιο τρόπο, καμιά φορά, πράμα που είναι, φυσικά, λίγο ανεξήγητο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, άλλωστε, ο Μπέρενς ξέρει πώς να τους μιλήσει, ξέρει να βρίσκει τον σωστό τόνο, σε κάτι τέτοιες περιστάσεις. — Ποιο τόνο; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ, ζαρώνοντας τα φρύδια. — Μην κάνετε δα και τόσα σκέρτσα! αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Έτσι είπε, τουλάχιστον, τελευταία, σ' έναν απ' αυτούς. Το μάθαμε από την αδελφή-προϊσταμένη, που βρισκόταν εκεί και που βοήθησε να κρατήσουνε τον ετοιμοθάνατο. Ήταν ένας απ' αυτούς ακριβώς, που για να πεθάνουν κάνουν μια φοβερή σκηνή και δε θέλουνε να πεθάνουνε για όλο τον κόσμο. Και τότε ο Μπέρενς τον αποπήρε! Μη κάνετε δα και τόσα σκέρτσα, πεθαίνοντας! είπε, κι αμέσως ησύχασε ο άρρωστος και πέθανε απόλυτα ήσυχος. Ο Χανς Κάστορπ χτύπησε το μερί του με το χέρι και ξανακούμπησε στη ράχη του πάγκου, σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό. — Τι να σου πω, αυτό 'ταν, αλήθεια, κάπως βαρύ! φώναξε. Τον αποπαίρνει και δε βρίσκει τίποτε άλλο να του πει παρά: «Μη κάνεις δα και τόσα σκέρτσα»! Σ' έναν ετοιμοθάνατο! Είναι πολύ βαρύ, όσο να πεις! Ένας ετοιμοθάνατος είναι άξιος σεβασμού, κατά κάποιο τρόπο. Δεν πρόκειται απλά για ένα ναι, ή για ένα όχι… Ένας ετοιμοθάνατος είναι, να πούμε ιερός, μου φαίνεται! — Δε σου λέω, πως δεν είναι, είπε ο Γιόαχιμ. Μα όταν φέρνεται κανείς με μια τέτοια δειλία… — Όχι, επέμεινε ο Χανς Κάστορπ, με πείσμα, που δεν ήταν καθόλου ανάλογο με την αντίσταση που του φέρνανε. Ποτέ δε θα πειστώ ότι ένας ετοιμοθάνατος είναι κάτι που αξίζει λιγότερο σεβασμό από τον οποιοδήποτε μπαγαπόντη, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί και γελά και κερδίζει χρήματα και δε στερείται από τίποτα! Όχι, δεν πάει… —κι η φωνή του έγινε παράξενα σιγανή— δεν πάει, δεν πρόκειται απλά για ένα ναι ή για ένα όχι… — και τα λόγια του πνίγηκαν στα γέλια που τον πήρανε, ξαφνικά, κυριαρχώντας τον, τα ίδια

κείνα χθεσινά γέλια — ένα γέλιο που έβγαινε βαθιά από μέσα του, που τίναζε ολάκερο το σώμα του, ένα γέλιο απεριόριστο που του έκλεισε τα μάτια κι έκανε τα δάκρυα ν' αναβλύζουν από τα σφιγμένα του βλέφαρα. — Σστ! έκανε ξαφνικά ο Γιόαχιμ. Ησύχασε! ψιθύρισε, σπρώχνοντας τον σύντροφό του, που γελούσε ασταμάτητα, με τον αγκώνα. Ο Χανς Κάστορπ σήκωσε τα μάτια του, μέσα από τα δάκρυα. Από το αριστερό μέρος του δρόμου ερχότανε κάποιος ξένος, ένας κομψός, μελαχρινός κύριος, με μαύρο μουστάκι ομορφοκομμένο και με πανταλόνι μ' ανοιχτόχρωμα καρρώ, που, όταν πλησίασε, άλλαξε έναν πρωινό χαιρετισμό με τον Γιόαχιμ —ο δικός του ήταν ακριβής και μ' ευχάριστο ήχο— και στάθηκε μπρος του, με σταυρωμένα πόδια, ακουμπώντας στο μπαστούνι του, σε μιαν άνετη στάση.

Ο ΣΑΤΑΝΑΣ Ήταν δύσκολο να προσδιορίσει κανένας την ηλικία του. Θα 'τανε μεταξύ τριάντα ή σαράντα χρονών, γιατί, μ' όλο που το σύνολο του παρουσιαστικού του σου έδινε την εντύπωση της νεότητας, τα μαλλιά του, στους κροτάφους, είχαν αρχίσει ν' ασημώνουνε κιόλας και, λίγο πιο ψηλά, ήταν, φανερά, αραιωμένα: δυο φαλακρές γωνίες από τη μια κι από την άλλη μεριά της χωρίστρας, που διαγραφότανε στην αραιόμαλλη μέση της κεφαλής, έκαναν το μέτωπο να φαίνεται μεγαλύτερο. Τα ρούχα του, αυτό το φαρδύ, ανοιχτοκίτρινο πανταλόνι με τα τετραγωνάκια, καθώς και μια πολύ μακριά ρεντινγκότα από χοντρό ύφασμα, με δυο σειρές κουμπιά και φαρδιά ρεβέρ, ήταν κάθε άλλο παρά κομψά. Επί πλέον, το σκληρό κολάρο του, με τις στρογγυλεμένες γωνίες, φαινότανε κιόλας κάπως τριμμένο στις πτυχές, από το συχνό πλύσιμο, η μαύρη γραβάτα του ήτανε φθαρμένη και δε φαινότανε να φορεί μανικέτια. Έτσι, τουλάχιστον, σαν να κατάλαβε ο Χανς Κάστορπ, από τον μαλακό τρόπο που πέφτανε στο κάτω μέρος τα μανίκια. Παρ' όλ' αυτά, ένιωσε πως βρισκόταν μπροστά σ' έναν κύριο. Η πολιτισμένη έκφραση του προσώπου του, τα ελεύθερα, άνετα φερσίματά του, μαρτυρούσαν, πως ο ξένος θα 'τανε ίσως και κανείς ευγενής, όχι, δεν άφηναν αμφιβολία απάνω σ' αυτό. Τούτο το μίγμα της φτώχειας και της κομψότητας, τα μαύρα μάτια και το μουστάκι με την απαλή καμπύλη, έκαναν αμέσως τον Χανς Κάστορπ να θυμηθεί ορισμένους ξένους μουσικούς που έπαιζαν, εκεί κατά τα Χριστούγεννα, στις αυλές των σπιτιών της πατρίδας του, με τα βελούδινα μάτια τους στραμμένα ψηλά, κι απλώνοντας τα μαλακά καπέλα τους, για να τους ρίξουν νομίσματα των δέκα πφέννιχ από τα παράθυρα. Ένας παίχτης λατέρνας, συλλογίστηκε. Και δεν ένιωσε καθόλου έκπληξη από τ' όνομα που άκουσε, όταν σηκώθηκε ο Γιόαχιμ κι έκανε, με κάποια δειλία, τις συστάσεις: — Ο εξάδελφός μου Κάστορπ, ο κύριος Σετεμπρίνι. Ο Χανς Κάστορπ είχε σηκωθεί, επίσης, για να χαιρετήσει, ενώ το πρόσωπό του εξακολουθούσε να προδίδει την πρόσφατη φαιδρότητά του. Μα ο Ιταλός παρακάλεσε ευγενικά τους δυο νέους να μην ενοχλούνται και τους υποχρέωσε να ξανακαθίσουνε, ενώ ο ίδιος έμεινε όρθιος μπροστά τους στην άνετη στάση του. Χαμογελούσε, όρθιος, κοιτάζοντας τα ξαδέλφια, μα προπαντός τον Χανς Κάστορπ κι αυτό το λεπτό και κάπως κοροϊδευτικό σφίξιμο των ελαφρά ρυτιδωμένων χειλιών του, κάτω από το γιομάτο μουστάκι, εκεί ακριβώς που ανέβαινε η όμορφη καμπύλη του, δημιουργούσε μια ιδιαίτερη εντύπωση, σαν ν' απαιτούσε καθαρότητα πνεύματος και προσοχή, που μέσα σε μια στιγμή εκμηδένισε το Χανς Κάστορπ, έτσι που, τούτος δω, ντράπηκε ξαφνικά. Ο Σετεμπρίνι είπε: — Οι κύριοι, βλέπω, είναι πολύ ευδιάθετοι. Και δεν έχουν άδικο, δεν έχουν άδικο. Το πρωινό είναι εξαίσιο. Ο ουρανός γαλάζιος, ο ήλιος γελά. Και με μια ελαφρά και κομψή κίνηση του μπράτσου του σήκωσε το μικρό, κιτρινωπό χέρι του προς τον ουρανό, ρίχνοντας προς την ίδια κατεύθυνση κι ένα βλέμμα λοξό κι εύθυμο. Θα μπορούσε ακόμα και να ξεχάσει κανείς, πραγματικά, πού βρίσκεται.

Μιλούσε χωρίς ξενικό τόνο και μόνο η ακρίβεια της γλώσσας του θα μπορούσε να κάμει κανέναν να μαντέψει, πως ήταν ξένος. Τα χείλη του σχημάτιζαν τις λέξεις με κάποια ηδονή. Διασκέδαζες, ακούοντάς τον. — Κι ο κύριος είχε ευχάριστο ταξίδι ως εδώ; απευθύνθηκε προς τον Χανς Κάστορπ. Του έχει κοινοποιηθεί ήδη η γνωμάτευση; Θέλω να πω: έλαβεν ήδη χώρα αυτή η σκοτεινή τελετή της πρώτης εξετάσεως; Στο σημείο αυτό θα 'πρεπε να σωπάσει και να περιμένει, αν επιθυμούσε, πραγματικά, να πάρει κάποιαν απάντηση, γιατί 'χε ρωτήσει κι ο Χανς Κάστορπ ετοιμαζότανε ν' απαντήσει. Μα ο ξένος εξακολούθησε αμέσως: — Πήγαν όλα καλά; Από την ιλαρότητά σας —και σώπασε μια στιγμή, ενώ η σύσπαση των χειλιών του έγινε πιο βαθιά— θα μπορούσε ν' αντλήσει κανείς αντιφατικά συμπεράσματα. Πόσους μήνες σας έκοψαν ο Μίνως και ο Ραδάμανθύς μας; Η λέξη «έκοψαν» φαινόταν ιδιαίτερα αστεία στο στόμα του. — Να μαντέψω; Έξι; Η αμέσως-αμέσως εννιά; Δεν είναι δα καθόλου τσιγκούνηδες… Ο Χανς Κάστορπ γέλασε, έκπληκτος, ενώ συνάμα προσπαθούσε να θυμηθεί ποιοι ήταν λοιπόν ο Μίνως και ο Ραδάμανθυς. Αποκρίθηκε: — Μα για ποιο λόγο! Όχι, κάνετε λάθος, κύριες Σεπτεμ… — Σετεμπρίνι, διόρθωσε ο Ιταλός γρήγορα, με ακρίβεια, ενώ υποκλινότανε εύθυμα. — Κύριε Σετεμπρίνι — με συγχωρείτε. Όχι, κάνετε λάθος, λοιπόν. Δεν είμαι καθόλου άρρωστος. Απλά μόνον ήρθα να επισκεφτώ τον ξάδελφό μου Τσίμσεν για δυο τρεις εβδομάδες, και, με την ευκαιρία αυτή, ν' αναπαυθώ λίγο. — Διάβολε! Δεν είσθε, λοιπόν, από τους δικούς μας; Είσθε υγιής, δεν είσθε παρά ένας περαστικός μόνο, όπως ο Οδυσσεύς στο βασίλειο των σκιών; Τι αποκοτιά να κατεβείτε σ' αυτά τα βάθη, που δεν κατοικούνε παρά μάταιοι και ασήμαντοι πεθαμένοι… — Σ' αυτά τα βάθη; Μα, σας παρακαλώ, κύριε Σετεμπρίνι! Χρειάστηκε να κάνω μια ανάβαση πέντε χιλιάδες πόδια περίπου, για ν' ανεβώ ως εσάς! —Έτσι νομίσατε! Σας δίνω το λόγο μου, πως ήταν μια αυταπάτη, είπε ο Ιταλός, με μια αποφασιστική κίνηση του χεριού. Είμαστε πλάσματα που έπεσαν πολύ χαμηλά, δεν είναι αλήθεια, υπολοχαγέ; στράφηκε προς τον Γιόαχιμ, που χάρηκε ειλικρινά γι' αυτό τον τίτλο που του έδιναν, μα προσπάθησε να το κρύψει κι αποκρίθηκε σκεφτικά: — Είμαστε, πραγματικά, κάπως αποκτηνωμένοι. Μα, κάποτε, μπορεί και να συνέλθει κανείς. — Ναι, σας θεωρώ ικανό γι' αυτό: είστε ευπρεπής άνθρωπος εσείς, είπε ο Σετεμπρίνι. Έτσι, έτσι, έτσι, έκανε τρεις φορές, λέγοντας τραχιά το ΤΣ και γυρίζοντας πάλι προς το μέρος του Χανς Κάστορπ. Χτύπησε τη γλώσσα στον ουρανίσκο του, κι ύστερα είπε πάλι τρεις φορές: Κοίτα, κοίτα, κοίτα! τονίζοντας πάλι τραχιά το ΚΙ σαν ιταλικό CI, χωρίς ν' αφήνει από τα μάτια του τον νεόφυτο, έτσι που, στο τέλος, τα μάτια του πήρανε μια σταθερή και τυφλή έκφραση· ύστερα, ζωηρεύοντας πάλι το βλέμμα του, εξακολούθησε:

— Ώστε ήρθατε, λοιπόν, ολότελα με τη θέλησή σας εδώ πάνω, σε μας, που έχουμε πέσει τόσο χαμηλά και που θέλετε να μας δώσετε για λίγο καιρό την ευχαρίστηση της συντροφιάς σας. Πολύ ωραία! Και πόση διορία δώσατε στον εαυτό σας; Δεν είναι ευγενικό, που ρωτώ. Μα θα 'μουν αληθινά περίεργος να μάθω πόσο καιρό ορίζει κανείς, όταν αποφασίζει ο ίδιος κι όχι ο Ραδάμανθυς. — Τρεις εβδομάδες, είπε ο Χανς Κάστορπ, με μια ματαιόδοξη ελαφρότητα, καθώς παρατήρησε πως τον ζήλευαν. — Ο Dio, τρεις εβδομάδες! ακούσατε, υπολοχαγέ; Δεν είναι σχεδόν αυθάδεια να λέει κανείς, πως έρχομαι εδώ για τρεις εβδομάδες κι ύστερα θα φύγω; Εμείς εδώ δε γνωρίζουμε κανένα μέτρο του χρόνου, που να λέγεται εβδομάδα, αν θέλετε να μάθετε, κύριέ μου. Το μικρότερο μέτρο του χρόνου, που έχουμε εδώ, είναι ο μήνας. Υπολογίζουμε χονδρικά το χρόνο — ένα προνόμιο των πεθαμένων κι αυτό. Έχουμε κι άλλα, που όλα είναι της ίδιας ποιότητας. Μπορώ να σας ρωτήσω τι επάγγελμα εξασκείτε εκεί κάτω, στη ζωή, ή, ακριβέστερα, για ποιο επάγγελμα ετοιμάζεστε; Καθώς βλέπετε, δε βάζω κανένα φραγμό στην περιέργειά μας. Η περιέργεια αποτελεί κι αυτή μέρος των προνομίων μας. — Σας παρακαλώ! είπε ο Χανς Κάστορπ. Κι έδωσε την πληροφορία. — Ναυπηγός! Μ' αυτό 'ναι σπουδαίο! φώναξε ο Σετεμπρίνι. Να είστε βέβαιος, πως το βρίσκω αληθινά σπουδαίο, αν και οι δικές μου ικανότητες πάνε προς άλλη κατεύθυνση. — Ο κύριος Σετεμπρίνι είναι λογοτέχνης, είπε ο Γιόαχιμ επεξηγηματικά και κάπως αμήχανα. Έγραψε τη νεκρολογία του Καρντούτσι για τις γερμανικές εφημερίδες… Ο Καρντούτσι, ξέρεις… Και φάνηκε πιο αμήχανος ακόμη, γιατί ο ξάδελφός του τον κοίταζε μ' έκπληξη και σα να 'λεγε: Και τι ξέρεις εσύ για τον Καρντούτσι; Το ίδιο λίγα όσο κι εγώ, θαρρώ. — Ακριβώς, είπε ο Ιταλός, κουνώντας το κεφάλι. Είχα την τιμή να μιλήσω στους συμπατριώτες σας για τη ζωή αυτού του μεγάλου ποιητή κι ελεύθερου στοχαστή, όταν πέθανε. Τον γνώρισα προσωπικά, μπορώ να πω, μάλιστα, πως είμαι οπαδός του. Στη Μπολόνια καθόμουν στα πόδια του. Σ' αυτόν οφείλω όλη μου την καλλιέργεια και την εύθυμη διάθεσή μου. Μα μιλούσαμε για σας. Ένας ναυπηγός! Το ξέρετε πως μεγαλώσατε στα μάτια μου; Μου φαίνεται σα ν' αντιπροσωπεύετε, εκεί που κάθεστε, όλο τον κόσμο της εργασίας και του πρακτικού πνεύματος. — Μα, κύριε Σετεμπρίνι — δεν είμαι παρά ένας σπουδαστής ακόμη που μόλις τώρα βρίσκομαι στην αρχή. — Ασφαλώς, και κάθε αρχή είναι δύσκολη. Γενικά, κάθε εργασία, άξια του ονόματος, είναι δύσκολη, δεν ειν' έτσι; — Ναι, τι διάβολο! είπε ο Χανς Κάστορπ, και τα λόγια του ανάβρυσαν από την καρδιά του. Ο Σετεμπρίνι ζάρωσε αμέσως τα φρύδια του. — Κι επικαλείσθε το διάβολο για να το βεβαιώσετε! Το σαρκωμένο Σατανά; Και το ξέρετε, πως ο μεγάλος μου δάσκαλος του αφιέρωσε έναν ύμνο;

— Με συγχωρείτε, είπε ο Χανς Κάστορπ, στο Διάβολο; — Στον ίδιο. Καμιά φορά τον τραγουδάνε στον τόπο μου, σ' επίσημες περιστάσεις. Ο salute, ο Satana, ο Ribellione, ο forza vindice della Ragione… Ένας υπέροχος ύμνος! Μα δεν είναι πολύ δυνατό να σκεφτήκατε τούτον δω το διάβολο, γιατί βρίσκεται σ' εξαίρετες σχέσεις με την εργασία. Αυτός που θέλατε ν' αναφέρετε και που νιώθει φρίκη για την εργασία, γιατί έχει κάθε λόγο να τη φοβάται, είναι ίσως εκείνος ο άλλος διάβολος, που γι' αυτόν λέγεται, ότι δεν πρέπει να του δίνει κανείς ούτε το μικρό του δάχτυλο… Όλ' αυτά φάνηκαν πολύ παράξενα στον αγαθό Χανς Κάστορπ. Δεν καταλάβαινε ιταλικά και τα υπόλοιπα δεν του φάνηκαν πιο ευκολονόητα. Όλ' αυτά θύμιζαν κυριακάτικο κήρυγμα, μ' όλο που είχαν αρχίσει σ' έναν τόνο ελαφράς κουβέντας, σχεδόν αστειότητας. Κοίταξε τον ξάδελφό του, που κρατούσε χαμηλωμένα τα μάτια, κι ύστερα είπε: — Μα, κύριε Σετεμπρίνι, παίρνετε τις λέξεις πάρα πολύ κατά γράμμα. Ό,τι είπα για το διάβολο δεν ήταν παρά ένα σχήμα λόγου, σας βεβαιώ. — Πρέπει να 'χει πνεύμα κανείς, είπε ο Σετεμπρίνι, κοιτάζοντας στον αέρα μελαγχολικά. Ύστερα, ζωηρεύοντας, ευθυμώντας και γυρίζοντας με χάρη τη συζήτηση, εξακολούθησε: Οπωσδήποτε, από τα λόγια σας έβγαλα το συμπέρασμα, κι όχι άδικα, πως διαλέξατε ένα επάγγελμα τόσο απαιτητικό όσο κι αξιοσέβαστο. Θεέ μου, εγώ είμαι ουμανιστής, ένας homo humanus, δεν καταλαβαίνω τίποτα από τεχνικά ζητήματα, αν μπορεί να τα πει έτσι κανείς, οσοσδήποτε κι αν είναι ο σεβασμός που νιώθω γι' αυτά. Μα φαντάζομαι, πως η θεωρία του επαγγέλματος σας θ' απαιτεί φωτεινό και διαυγές μυαλό κι η εξάσκησή του έναν αληθινό άντρα, δεν είναι έτσι; — Έτσι είναι, χωρίς άλλο, ναι, και δεν μπορώ να συμφωνήσω απόλυτα μαζί σας, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ και προσπαθώντας, άθελά του, να εκφραστεί με κάπως περισσότερη ευφράδεια. Οι απαιτήσεις, σήμερα, είναι πολύ μεγάλες. Αποφεύγει, μάλιστα, κανείς να σκεφτεί ίσαμε ποιο σημείο είναι σκληρές, γιατί θα ριψοκινδύνευε να χάσει το θάρρος του. Όχι, όχι, δεν πρόκειται για κάτι αστείο. Κι όταν δεν είναι κανείς από τους πιο ανθεκτικούς… Η αλήθεια είναι πως δε βρίσκομαι εδώ παρά σαν ένας προσωρινός ξένος, μα δεν είμαι, ωστόσο, από του πιο ανθεκτικούς, και θα 'λεγα ψέματα, αν ισχυριζόμουν, ότι η εργασία μου έρχεται απόλυτα εύκολη. Αντίθετα, με κουράζει αρκετά, πρέπει να το πω. Στο βάθος δεν αισθάνομαι τέλεια υγιής, παρά μόνο όταν δεν κάνω τίποτα… — Τώρα, παραδείγματος χάρη; — Τώρα; Ω, τώρα είμαι τόσο καινούριος ακόμα εδώ πάνω — κάπως ταραγμένος, σκεφτείτε. — Α… ταραγμένος. — Ναι, ούτε και κοιμήθηκα πάρα πολύ καλά, κι έπειτα, το πρώτο μου πρόγευμα παραήτανε πολύ… Είμαι, βέβαια, συνηθισμένος με κανονικό πρόγευμα, μα το σημερινό ήταν, αλήθεια, υπερβολικά πλήρες για μένα, too rich, όπως λένε κι οι Άγγλοι. Με λίγα λόγια, αισθάνομαι λίγο βαρύς, και προπαντός δεν κατάφερα σήμερα το πρωί να ευχαριστηθώ το πούρο μου, σκεφτείτε, λοιπόν! Αυτό δε μου συμβαίνει, να πούμε, ποτέ,

εκτός πια αν είμαι σοβαρά άρρωστος και να τώρα που μου φαίνεται ότι έχει μια γεύση πετσιού. Χρειάστηκε να το πετάξω, δεν υπήρχε λόγος να πιέσω τον εαυτό μου. Είστε καπνιστής, αν μου επιτρέπετε την ερώτηση; Όχι; Τότε δεν μπορείτε να φανταστείτε τι απογοήτευση και πόση δυσαρέσκεια μπορεί να 'ναι για κάποιον, που του άρεσε ιδιαίτερα το κάπνισμα, από τότε που ήτανε νέος, όπως είναι και η δική μου περίπτωση… — Δεν έχω καμιά πείρα σ' αυτή την περιοχή, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, και, μ' αυτή την απειρία, δε θα 'μαι και πολύ καλός σύντροφος. Πολλά ευγενή και νηφάλια πνεύματα ένιωθαν φρίκη για το κάπνισμα. Ούτε και στον Καρντούτσι άρεσε. Μα από τούτη την άποψη θα βρείτε χωρίς άλλο κατανόηση από τον Ραδάμανθυ. Είναι θιασώτης του βίτσιου σας. — Όχι και βίτσιο, κύριε Σετεμπρίνι!… — Γιατί όχι; Πρέπει να ορίζουμε τα πράματα με αλήθεια και δύναμη. Αυτό δυναμώνει και υψώνει τη ζωή. Κι εγώ έχω βίτσια. — Κι ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς είναι, λοιπόν, γνώστης των πούρων; Τι χαριτωμένος άνθρωπος! — Βρίσκετε; Α, κάνατε, λοιπόν, κιόλας, τη γνωριμία του; — Ναι, τώρα, μόλις πριν βγούμε. Μάλιστα, ήταν σχεδόν κάτι σαν εξέταση, μα ολωσδιόλου sine pecunia, ξέρετε. Είδε, από την πρώτη στιγμή, ότι ήμουν αρκετά αναιμικός. Κι ύστερα, με συμβούλεψε ν' ακολουθήσω απολύτως τον τρόπο ζωής του εξαδέλφου μου, να μένω πολλή ώρα ξαπλωμένος στο μπαλκόνι και να παίρνω και τον πυρετό μου, έτσι είπε. — Αλήθεια; φώναξε ο Σετεμπρίνι. Με το καλό, λοιπόν! φώναξε πάλι, γυρίζοντας το πρόσωπο κατά τον ουρανό και γέλασε με γερμένο κεφάλι Πώς είναι, αλήθεια, εκείνη η φράση στην όπερα του δασκάλου σας; Dar Vogelfanger bin ich ja, stets lustig, heisa hopsassa! Αυτό 'ναι πολύ διασκεδαστικό, με λίγα λόγια. Και θ' ακολουθήσετε τη συμβουλή του; Χωρίς αμφιβολία. Και γιατί να μη την ακολουθήσετε; Διαβολάνθρωπος αυτός ο Ραδάμανθυς! Και «πάντα εύθυμος», αληθινά, μ' όλο που, καμιά φορά, το κέφι του είναι βιασμένο. Ρέπει προς τη μελαγχολία. Το βίτσιο — ο καπνός τον κάνει μελαγχολικό — γι' αυτό κι η αξιοσέβαστή μας αδελφή προϊσταμένη κλείδωσε τις προμήθειες και δεν του δίνει παρά τις μικρές καθημερινές μερίδες μόνο. Και, κατά τα φαινόμενα, υποχωρεί στον πειρασμό και την κλέβει, και τότε πέφτει στη μελαγχολία. Με μια λέξη: ψυχή ανώμαλη. Γνωρίσατε κιόλας την προϊσταμένη μας; Όχι; Λάθος! Έχετε άδικο, που δεν επιζητήσατε να τη γνωρίσετε. Κατάγεται από τη γενιά των Βαν Μύλεντοκ, κύριέ μου! Διακρίνεται από την Αφροδίτη των Μεδίκων, από τ' ότι εκεί όπου βρίσκεται το στήθος της θεάς, αυτή συνηθίζει να φορεί ένα σταυρό… — Χα, χα, εξαίρετο! γέλασε ο Χανς Κάστορπ.

— Το μικρό της όνομα είναι Αντριάτικα. — Ναι, φώναξε ο Χανς Κάστορπ. Αυτό 'ναι θαυμάσιο, δεν είναι; Βαν Μύλεντοκ κι ύστερα Αντριάτικα. Έχει έναν ήχο, σα να 'ναι χρόνια και χρόνια που πέθανε. Κάτι μεσαιωνικό, σχεδόν. — Αξιότιμέ μου κύριε, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, εδώ πέρα υπάρχουν ένα σωρό πράματα, που είναι «σχεδόν μεσαιωνικά», όπως σας αρέσει να λέτε. Όσο για μένα προσωπικά, είμαι βέβαιος πως ο Ραδάμανθύς μας δεν ονόμασε, αυτό το απολίθωμα, προϊσταμένη σ' αυτό το παλάτι του τρόμου, παρά μόνο από μια καλλιτεχνική ανάγκη ενότητας ύφους. Γιατί είναι καλλιτέχνης ακριβώς — δεν το ξέρατε; Κάνει ελαιογραφίες. Τι τα θέλετε, μια φορά απαγορευμένο δεν είναι, έτσι; όλοι είναι ελεύθεροι… Η φράου Αντριάτικα λέει, λοιπόν, σ' όποιον θέλει να την ακούσει, μα και στους άλλους, επίσης, πως μια Μύλεντοκ έκανε κατά τα μέσα του δέκατου τρίτου αιώνα, ηγουμένη, σε κάποιο μοναστήρι στη Βόννη του Ρήνου. Δεν είναι δυνατό να γεννήθηκε κι η ίδια πολύ αργότερα από κείνη την εποχή. — Χαχαχά! Σας βρίσκω, όμως, καυστικό, κύριε Σετεμπρίνι. — Καυστικό; Μοχθηρό, θέλετε να πείτε. Ναι, είμαι λίγο μοχθηρός, είπε ο Σετεμπρίνι. Η λύπη μου είναι, πως είμαι υποχρεωμένος να σπαταλώ την κακία μου σε τόσο άθλια πράματα. Ελπίζω να μην έχετε τίποτα εναντίον της κακίας, αγαπητέ μου ναυπηγέ, δεν είναι έτσι; Για μένα δεν είναι παρά το πιο λαμπρό όπλο της λογικής εναντίον των δυνάμεων του σκότους και της ασκήμιας. Η κακία, κύριέ μου, είναι το πνεύμα της κριτικής κι η κριτική είναι η πηγή της προόδου και της διαφωτίσεως. Και την ίδια στιγμή άρχισε να μιλά για τον Πετράρκα, που τον ονόμασε «πατέρα των νέων καιρών». — Είναι ώρα, όμως, να γυρίσουμε για την κούρα μας είπε φρόνιμα ο Γιόαχιμ. Ο λογοτέχνης είχε συνοδέψει τα λόγια του με γοητευτικές χειρονομίες. Τώρα, σταμάτησε αυτή τη μιμική, με μια κίνηση των δάχτυλων προς το μέρος του Γιόαχιμ, και είπε: — Ο υπολοχαγός μας μας καλεί στο καθήκον: πάμε, λοιπόν. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούμε: προς τα δεξιά που οδηγεί στα τείχη του Ντιζ, του δυνατού. Α! ο Βιργίλιος! Κύριοί μου, είναι αξεπέραστος. Σίγουρα, που πιστεύω στην πρόοδο. Μα ο Βιργίλιος διαθέτει επίθετα, που δεν τα έχει κανένας σύγχρονος… Κι ενώ έπαιρναν το δρόμο να επιστρέψουν, άρχισε να τους απαγγέλει λατινικούς στίχους, με ιταλική προφορά, μα σταμάτησε, όταν διασταυρωθήκανε με μια νέα κοπέλα, που θα έμενε στο χωριό, χωρίς άλλο. Πέρασε δίπλα της, χαμογελώντας και σιγοτραγουδώντας μάγκικα: Τ, τ, τ, σύριξε. Αϊ, αϊ, αϊ! Λα, λα, λα! Τρυφερό σκαθαράκι, θέλεις να 'σαι δική μου; Κοιτάξτε, λοιπόν: «Στο βλέμμα της λάμπει ένα κρυμμένο φως», απάγγειλε —μόνο ο Θεός ξέρει, τίνος ήταν ο στίχος— κι έστειλε ένα φιλί στη ράχη της γιομάτης αμηχανία κοπέλας. Είναι σωστός μόρτης, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, και δεν άλλαξε γνώμη, όταν ο Σετεμπρίνι, ύστερα από το ερωτόληπτο φέρσιμό του, ξανάρχισε τις κακογλωσσιές του. Τα είχε ολωσδιόλου ιδιαίτερα με τον δόκτορα Μπέρενς, τον κοροΐδευε για το μέγεθος των

ποδιών του, μιλούσε για τον τίτλο του του Αυλικού Συμβούλου, που τον είχε πάρει από έναν πρίγκηπα που υπόφερε από φυματίωση του εγκεφάλου. Όλος ο τόπος μιλούσε ακόμη για τη σκανδαλώδη ζωή που είχε κάμει αυτός ο πρίγκηπας, μα ο Ραδάμανθυς έκλεισε το ένα μάτι, τα 'κλεισε και τα δυο κι έμεινε Αυλικός Σύμβουλος, απ' την κορφή ως τα νύχια. Αλήθεια, μήπως οι κύριοι γνώριζαν πως ήταν κι ο εφευρέτης της θερινής σαιζόν; Μάλιστα, αυτός κι όχι άλλος. Ας μη στερήσουμε από τον άξιο τον στέφανό του. Παλιότερα, μόνο οι πιο στενοί από τους πιστούς περνούσανε το καλοκαίρι τους σ' αυτή την κοιλάδα. Να, όμως, που ο «ευτράπελός μας» αντιλήφθηκε, με την αδωροδόκητη οξύνοιά του, πως αυτή η δυσάρεστη κατάσταση δεν ήταν παρά ο καρπός μιας πρόληψης. Είχε υψώσει σε δόγμα, πως, σ' ό,τι τουλάχιστον αφορούσε το ίδρυμά του, η θερινή κούρα όχι μόνο επιβαλλόταν, αλλά και ήτανε ιδιαίτερα αποτελεσματική, και σχεδόν απαραίτητη. Κι ήξερε να διαδώσει τη θεωρία του, γράφοντας εκλαϊκευτικά άρθρα και σκορπίζοντάς τα στις εφημερίδες. Από τότε, οι δουλειές πηγαίνουνε το ίδιο καλά χειμώνα και καλοκαίρι. Ιδιοφυία, είπε ο Σετεμπρίνι. In-tu-i-tion! Ύστερα πέρασε από το κόσκινό του όλα τα ιδρύματα της περιοχής κι εγκωμίασε, με πολύ δηκτικό τρόπο, το επιχειρηματικό πνεύμα των ιδιοκτητών τους. Τον καθηγητή Κάφκα, αίφνης… Κάθε χρόνο, την κρίσιμη εποχή που λιώνουν τα χιόνια, όταν πολλοί οικότροφοι ζητούσαν να φύγουν, ο καθηγητής Κάφκα βρισκόταν, απρόβλεπτα, υποχρεωμένος να φύγει ταξίδι για οχτώ μέρες, κι υποσχότανε, πως μόλις επέστρεφε θα έδινε τις σχετικές άδειες. Μα έλειπε οχτώ βδομάδες κι οι δυστυχισμένοι όλο και περίμεναν, ενώ, ας ειπωθεί κι αυτό εντός παρενθέσεως, βλέπανε τους λογαριασμούς τους να μεγαλώνουν αδιάκοπα. Καλούσανε στο Φιούμε, να πούμε, τον Κάφκα, μα ποτέ δεν αποφάσιζε να μπει στο δρόμο, πριν του εξασφαλίσουνε πέντε χιλιάδες γερά ελβετικά φράγκα, και, στο μεταξύ, περνούσανε δεκαπέντε μέρες το λιγότερο. Μια μέρα, φυσικά, ύστερα από την άφιξη του Celebrissimo, πέθαινε ο άρρωστος. Όσο για τον γιατρό Ζάλτσμαν, κατηγορούσε τον καθηγητή Κάφκα, πως δεν κρατούσε αρκετά καθαρές τις σύριγγές του και πως μόλυνε τους αρρώστους του. Έχει βάλει λαστιχένιες ρόδες στο αμάξι του, λέει ο Ζάλτσμαν, για να μη τον ακούνε οι νεκροί του — και σ' αυτό ανταπαντούσε ο Κάφκα, πως στου Ζάλτσμαν επιβάλανε στους αρρώστους «τον ευφραντικόν καρπόν του οινάρου» σε τέτοιες δόσεις, για να κάνουν πιο στρογγυλούς, επίσης, τους λογαριασμούς… που ο κόσμος πέθαινε σαν τις μύγες, όχι από φθίση, μ' από αλκοολισμό… Σε τούτο τον τόνο εξακολούθησε τις διηγήσεις του κι ο Χανς Κάστορπ γελούσε με την καρδιά του και δίχως κακία σε τούτο το χείμαρρο της όλο ευφράδεια κακογλωσσιάς. Η ευγλωττία του Ιταλού ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη, γιατί 'ταν σαφής και ακριβής, δίχως ξενικό τόνο. Οι λέξεις έβγαιναν σταθερές, ελαστικές και σαν ολοκαίνουριες, από τα ευκίνητα χείλη του, χαιρότανε τους λόγιους, ζωντανούς, δηκτικούς τύπους, που χρησιμοποιούσε, ακόμη και τις γραμματικές παραβιάσεις και αλλαγές των λέξεων, με μια ολοφάνερη, μεταδοτική κι εύθυμη ικανοποίηση. Φαινόταν να 'χει ένα πνεύμα πάρα πολύ καθαρό και ξύπνιο, για να λαθέψει, έστω και μια φορά μόνο, στη γλώσσα. — Μιλάτε τόσο αστεία, κύριε Σετεμπρίνι, είπε ο Χανς Κάστορπ, με τόση ζωντάνια… δεν

ξέρω πώς να τ' ονομάσω… — Πλαστικά, ε; αποκρίθηκε ο Ιταλός κι αερίστηκε με το μαντήλι του, μ' όλο που έκανε μάλλον ψύχρα. Αυτή θα 'ναι η λέξη που ζητάτε. Θέλετε να πείτε, πως μιλώ κατά τρόπο πλαστικό. Μα, για σταθείτε! φώναξε. Τι βλέπω; Ιδού οι δυο μας κριτές του Άδη, που βγήκανε περίπατο. Τι θέμα! Οι δυο περιπατητές μόλις άρχιζαν να παίρνουνε πάλι τη στροφή του δρόμου. Να 'τανε το κουβεντολόιμα του Σετεμπρίνι ή ο κατηφορικός δρόμος τους, άραγε; Ή μήπως δεν είχανε, στην πραγματικότητα, απομακρυνθεί τόσο πολύ από το σανατόριο, όσο νόμισε στην αρχή ο Χανς Κάστορπ; Γιατί, ο δρόμος που τον κάνουμε, για πρώτη φορά, είναι πολύ πιο μακρύς από τον ίδιο δρόμο, όταν τον γνωρίσουμε πια — οπωσδήποτε, είχανε επιστρέψει εκπληκτικά γρήγορα. Ο Σετεμπρίνι είχε δίκιο, ναι, εκείνοι οι δυο που ανεβοκατέβαιναν πίσω από το σανατόριο ήτανε οι δυο γιατροί: μπροστά πήγαινε ο δόκτορας Μπέρενς, με την άσπρη του μπλούζα, κουνώντας τα χέρια του σαν κουπιά και πίσω του πήγαινε ο δόκτορας Κροκόβσκι, με μαύρη μπλούζα, κοιτάζοντας γύρω του, μ' ένα ύφος που έδειχνε τη συνείδηση που είχε για την αξία του και τόσο περισσότερο όσο η επαγγελματική συνήθεια τον υποχρέωνε να στέκεται πίσω από τον προϊστάμενό του. — Α! Ο Κροκόβσκι! φώναξε ο Σετεμπρίνι. Κάνει τον περίπατό του και ξέρει όλα τα μυστικά των κυριών μας. Παρακαλείσθε να παρατηρήσετε τον εκλεπτυσμένο συμβολισμό των ρούχων του. Φορεί μαύρα, για να υποδηλώνει, ότι η ιδιαίτερη περιοχή των μελετών του είναι η νύχτα. Ο άνθρωπος αυτός δεν έχει μέσα στο κεφάλι του παρά μια σκέψη μόνο, κι η σκέψη αυτή είναι βρώμικη. Πώς έγινε και δε μιλήσαμε ακόμη γι' αυτόν, ναυπηγέ μου; Τον γνωρίσατε; Ο Χανς Κάστορπ ένευσε πως ναι. — Ε, λοιπόν; Αρχίζω να πιστεύω πως κι αυτός επίσης σας άρεσε. — Αληθινά δεν ξέρω, κύριε Σετεμπρίνι. Δεν τον συνάντησα παρά για πολύ λίγο μόνο. Κι έπειτα δε βιάζομαι και πολύ στις κρίσεις μου. Κοιτάζω πρώτα τους ανθρώπους και σκέφτομαι: Έτσι είσαι, λοιπόν; Πολύ καλά. — Αυτό ναι ανόητο! αποκρίθηκε ο Ιταλός. Πρέπει να κρίνετε! Γι' αυτό σας έδωσε η φύση τα μάτια σας και το μυαλό σας. Πρωτύτερα, είχατε βρει ότι μιλούσα μοχθηρά. Μα αν το κάνω αυτό, μπορεί και να μη το κάνω δίχως κάποια παιδαγωγική πρόθεση. Εμείς οι ουμανιστές έχουμε όλοι μας μια παιδαγωγική φλέβα… Κύριοί μου, η ιστορική σχέση ανάμεσα στον ουμανισμό και την παιδαγωγική εξηγεί και τον ψυχολογικό τους δεσμό. Δεν πρέπει να στερούμε από τους ουμανιστές τον παιδαγωγικό χαρακτήρα τους — και δεν μπορούμε να τους τον στερήσουμε γιατί 'ναι οι μόνοι θεματοφύλακες μιας παράδοσης: της αξιοπρέπειας, δηλαδή, και της ομορφιάς του ανθρώπου. Οι ουμανιστές είχαν αντικαταστήσει, κάποτε, τους ιερείς, που, σ' εποχές ταραγμένες κι αντιανθρώπινες, ιδιοποιούνταν την κατεύθυνση της νεότητας. Από τότε, κύριοι, δεν παρουσιάστηκε, πραγματικά, κανένας καινούριος τύπος παιδαγωγού. Το κλασικό Γυμνάσιο — πείτε με οπισθοδρομικό, ναυπηγέ μου, αλλά κατ' αρχήν, in abstracto, καταλάβετέ με ακριβώς,

παρακαλώ, παραμένω ένας θιασώτης του… Ακόμα και μέσα στο ασανσέρ εξακολούθησε αυτή την ανάπτυξη και δε σώπασε παρά μόνο όταν τα δυο ξαδέλφια βγήκανε στον δεύτερο όροφο. Ο ίδιος ανέβηκε στον τρίτο, όπου κρατούσε ένα μικρό δωμάτιο, που έβλεπε στο πίσω μέρος του οικήματος, καθώς είπε ο Γιόαχιμ. — Δε θα 'χει χρήματα, χωρίς άλλο, ε; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ, που ακολούθησε το Γιόαχιμ. Η κάμαρα του Γιόαχιμ ήταν ακριβώς όμοια με τη δική του. — Όχι, είπε ο Γιόαχιμ, σίγουρα δεν έχει. Ή τουλάχιστον, τόσα ακριβώς όσα χρειάζεται για να πληρώνει την εδώ διαμονή του. Ο πατέρας του ήτανε κιόλας λογοτέχνης, ξέρεις, και, νομίζω, το ίδιο κι ο παππούς του. — Τότε, βέβαια! είπε ο Χανς Κάστορπ. Μα είναι σοβαρά άρρωστος ακριβώς; — Όχι και τόσο επικίνδυνα, απ' όσο ξέρω, μα επίμονα κι όλο επιστρέφει εδώ. Είναι άρρωστος από χρόνια τώρα και, στο μεταξύ, έφυγε και ξαναγύρισε και ξανάφυγε και πάλι χρειάστηκε να γυρίσει γρήγορα στις γραμμές μας. — Ο κακομοίρης! Ενώ φαίνεται τόσο ενθουσιασμένος από τη δουλειά. Είναι, άλλωστε, εξαιρετικά εύγλωττος και περνά με τη μεγαλύτερη ευκολία από το ένα θέμα στο άλλο. Με την κοπέλα φέρθηκε κάπως κυνικά κι αυτό μ' ενόχλησε κείνη τη στιγμή. Μα ό,τι είπε μετά, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, φαινόταν περίφημο, παρ' όλ' αυτά, σαν λόγος σ' επίσημη τελετή. Τον βλέπεις συχνά;

ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΣΚΕΨΗΣ ΜΑ Ο ΓΙΟΑΧΙΜ δεν μπορούσε πια ν' απαντήσει παρά με δυσκολία και μ' έναν ασαφή τρόπο. Είχε βγάλει ένα μικρό θερμόμετρο από μια κόκκινη δερμάτινη θήκη, επενδυμένη με βελούδο, που βρισκότανε πάνω στο τραπέζι του κι είχε βάλει στο στόμα του την κάτω άκρη, με τον υδράργυρο. Το κρατούσε αριστερά, κάτω από τη γλώσσα, έτσι που το γυάλινο αντικείμενο έβγαινε λοξά από το στόμα του. Ύστερα άλλαξε, βάνοντας ρούχα του σπιτιού, παντούφλες και μια αμπεχονοειδή ζακέτα, από το τραπέζι πήρε έναν έντυπο πίνακα, καθώς κι ένα μολύβι, ακόμη ένα βιβλίο, μια γραμματική της ρωσικής γλώσσας — γιατί μελετούσε ρούσικα, επειδή, έλεγε, έλπιζε πως αυτό θα του εξασφάλιζε ορισμένα πλεονεκτήματα στο στρατό— κι έτσι εφοδιασμένος, πήρε θέση στο μπαλκόνι, ξαπλώνοντας σε μια ξαπλωτούρα και σκεπάζοντας ελαφρά τα πόδια του, με μια καμηλό κουβέρτα. Δεν ήταν και τόσο απαραίτητη: κιόλας, το τελευταίο τέταρτο της ώρας, ο σωρός τα σύννεφα γινότανε όλο και πιο λεπτός, κι ο ήλιος τα τρύπησε με μια φλόγα τόσο καλοκαιριάτικη, τόσο εκτυφλωτική, που ο Γιόαχιμ προστάτεψε το κεφάλι του κάτω από μια λευκόλινη ομπρέλα. Την ομπρέλα αυτή, μ' έναν έξυπνο μικρό μηχανισμό, μπορούσε να τη στερεώσει κανείς στη ράχη της ξαπλωτούρας και να τη γέρνει απ' όλες τις μεριές, ανάλογα με την κλίση του ήλιου. Ο Χανς Κάστορπ επαίνεσε αυτή την εφεύρεση. Θέλησε να περιμένει το αποτέλεσμα της θερμομέτρησης, και, στο μεταξύ, κοίταξε πόσο όμορφα ήταν όλα ταχτοποιημένα, εξέτασε και το δερμάτινο σακάκι που κρεμότανε σε μια γωνιά του εξώστη (ο Γιόαχιμ το φορούσε τις μέρες που έκανε κρύο) και, με τους αγκώνες στα κάγκελα, έριξε στον κήπο το βλέμμα του, όπου, η κοινή ταράτσα, ήτανε τώρα γιομάτη ξαπλωμένους οικότροφους που διάβαζαν, έγραφαν ή φλυαρούσαν. Από κει, άλλωστε, δε φαινότανε παρά ένα μέρος μονάχα, πέντε ξαπλωτούρες περίπου. — Μα πόση ώρα πρέπει να το 'χεις στο στόμα σου; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ και στράφηκε. Ο Γιόαχιμ σήκωσε εφτά δάχτυλα. — Μα τα εφτά λεπτά περάσανε κιόλας. Ο Γιόαχιμ έκανε νόημα με το κεφάλι, πως όχι. Λίγο πιο ύστερα, έβγαλε το θερμόμετρο από το στόμα του, το κοίταξε και είπε ταυτόχρονα: — Ναι, όταν έχει κανείς το νου του στην ώρα, περνά πολύ αργά. Μ' αρέσει να παίρνω τον πυρετό μου τέσσερις φορές τη μέρα, γιατί, τη στιγμή αυτή, αλήθεια, καταλαβαίνει κανείς τι είναι στην πραγματικότητα ένα λεπτό ή και εφτά λεπτά, ενώ οι εφτά μέρες της εβδομάδας δε σημαίνουν τίποτα εδώ πάνω, κάτι φρικτό. — Είπες: στην πραγματικότητα. Δεν μπορείς να λες: στην πραγματικότητα, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Καθότανε με το ένα μερί στο κάγκελο και το ασπράδι των ματιών του ήταν κοκκινισμένο. — Ο χρόνος δεν έχει καμιά «πραγματικότητα». Όταν σου φαίνεται μακρύς, είναι μακρύς

κι όταν σου φαίνεται σύντομος, είναι σύντομος, μα ποιο μάκρος ή ποια συντομία έχει, είναι κάτι που δεν το ξέρει κανείς. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος να φιλοσοφεί μα, παρ' όλ' αυτά, ένιωθε την ανάγκη. Ο Γιόαχιμ αντιμίλησε. — Μα γιατί; Όχι. Τον μετρούμε δα. Έχουμε ρολόγια κι ημερολόγια, κι όταν περάσει ένας μήνας, έχει περάσει και για σένα και για μένα και για όλους. — Παρακολούθησέ με, μια στιγμή, είπε ο Χανς Κάστορπ, και σήκωσε το δείχτη του στο ύψος των ταραγμένων ματιών του. Ένα λεπτό είναι, λοιπόν, τόσο μακρύ όσο σου φαίνεται, όταν παίρνεις τον πυρετό σου; — Ένα λεπτό είναι τόσο μακρύ… διαρκεί τόση ώρα, όση ώρα ακριβώς χρειάζεται ο δευτερολεπτοδείχτης για να κάνει έναν ολόκληρο γύρο στην πλάκα του. — Μα χρειάζεται ολότελα διαφορετικό μάκρος ώρας… για το αίσθημά μας! Και πραγματικά… λέω: πραγματικά, επανάλαβε ο Χανς Κάστορπ, πιέζοντας τόσο τον δείχτη του πάνω στη μύτη του, που η άκρη της διπλώθηκε ολότελα, είναι μια κίνηση — μια κίνηση μέσα στο χώρο, δεν είναι έτσι; Στάσου, περίμενε! Μετρούμε, λοιπόν, το χρόνο με το χώρο. Μ' αυτό, επομένως, είναι το ίδιο σαν να θέλαμε να μετρήσουμε το χώρο με τη βοήθεια του χρόνου, πράμα που δε συμβαίνει παρά μόνο σ' ανθρώπους στερημένους επιστημονικού πνεύματος. Από το Αμβούργο στο Νταβός είναι είκοσι ώρες — ναι, με το σιδηρόδρομο. Μα πόσο είναι με τα πόδια; Και με τη σκέψη; Ούτε ένα δευτερόλεπτο. — Δε μου λες, είπε ο Γιόαχιμ, τι έπαθες; Θαρρώ πως έγινες παράξενος εδώ πάνω, σ' εμάς. — Σώπα! Σήμερα νιώθω μεγάλη διαύγεια. Τι είναι ο χρόνος, λοιπόν; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ και ξαναδίπλωσε την άκρη της μύτης του, πιέζοντάς την τόσο δυνατά με το δάχτυλο, που έγινε πελιδνή και δίχως αίμα. Θα μου το πεις, κάποτε; Το χώρο τον αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, με την όραση και με την αφή. Ωραία! Μα ποιες ή ποια από τις αισθήσεις μας αντιλαμβάνεται το χρόνο; Έχεις την καλοσύνη να μου το πεις; Βλέπεις; Να που καθηλώθηκες τώρα. Μα, τότε, πώς θα μπορούσαμε να μετρήσουμε κάτι, που δε θα ξέραμε να ορίσουμε ούτε ένα μόνο χαρακτηριστικό του; Λέμε: ο καιρός περνά. Ωραία, και δεν πάει να περνά! Μα για να τον μετρήσουμε… περίμενε! Για να μπορεί να μετρηθεί θα 'πρεπε να περνά μ' έναν τρόπο ομοιόμορφο, και πού είναι γραμμένο πως έτσι γίνεται; Για τη συνείδησή μας, οπωσδήποτε, δε γίνεται έτσι, το πολύ πολύ να το υποθέτουμε μόνο, για την τάξη, πως έτσι γίνεται, και τα μέτρα μας δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από απλές συμβάσεις, θα μου επιτρέψεις… — Καλά, είπε ο Γιόαχιμ, τότε δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από μια απλή σύμβαση το ότι το θερμόμετρό μου γράφει τέσσερις γραμμές παραπάνω; Μα εξ αιτίας αυτών των πέντε γραμμών πρέπει να κοπροσκυλιάζω εδώ και να μη μπορώ να βρίσκομαι στην υπηρεσία μου — κάτι πραγματικά αηδιαστικό. — 37,5 έχεις; — Άρχισε να κατεβαίνει πάλι.

Κι ο Γιόαχιμ έγραψε τον πυρετό του στην έντυπη πινακίδα του. — Χτες βράδι είχα 38 σχεδόν, ήταν, όμως, εξ αιτίας του ερχομού σου. Σ' όλους αυτούς που περιμένουνε επισκέψεις υψώνεται ο πυρετός. Μα είναι ένα ευεργέτημα, οπωσδήποτε. — Πάω τώρα κι εγώ, είπε ο Χανς Κάστορπ. Έχω ακόμα ένα σωρό σκέψεις για το χρόνο στο κεφάλι μου — πολύ μπερδεμένες, πρέπει να τ' ομολογήσω. Μα δε θέλω να σ' εκνευρίσω μ' αυτές, αφού έχεις, που έχεις, αρκετά δέκατα κιόλας. Θα τα θυμηθώ όλ' αυτά και θα ξαναγυρίσουμε αργότερα στο ίδιο θέμα, μπορεί και μετά το γεύμα. Όταν θα 'ναι ώρα για το γεύμα θα με φωνάξεις, δεν είναι έτσι; Πάω κι εγώ να κάνω την κούρα της ανάπαυσης, μια και δε βλάφτει, δόξα τω Θεώ. Κι απάνω σ' αυτό πέρασε από την άλλη μεριά του γυάλινου χωρίσματος, στο δικό του εξώστη, όπου βρίσκονταν, επίσης, η ξαπλωτούρα και το τραπεζάκι. Πήγε και πήρε από την κάμαρά του, που την είχανε καθαρίσει και ταχτοποιήσει όμορφα, το «Ocean Steamships» και τ' όμορφο, βαθυκόκκινο και πρασινοποίκιλτο, μαλακό πλέιντ του, και ξάπλωσε. Πολύ γρήγορα χρειάστηκε ν' ανοίξει κι αυτός την ομπρέλα του. Μόλις που είχε ξαπλώσει κι η πύρα του ήλιου είχε γίνει ανυπόφορη. Μα ξάπλωνε κανείς κατά τον πιο άνετο τρόπο, πράμα που ο Χανς Κάστορπ το διαπίστωσε αμέσως με ικανοποίηση. Δε θυμόταν να 'χε δει ποτέ τόσο ευχάριστη ξαπλωτούρα. Ο σκελετός είχε ένα σχήμα κάπως περασμένης μόδας — κάτι που δεν ήτανε παρά ζήτημα γούστου, γιατί το κάθισμα φαινότανε ολοκαίνουριο — κι ήταν καμωμένος από λειασμένο ξύλο κοκκινωπού καφέ, και το στρώμα, ντυμένο με λινό κάλυμμα, στην πραγματικότητα δεν ήτανε παρά τρία μαξιλάρια, που πιάνανε, από τα πόδια, ίσαμε πάνω στη ράχη, το σκελετό. Επί πλέον, ένα κορδόνι συγκρατούσε, πίσω από το σβέρκο, ένα προσκέφαλο ούτε πολύ μαλακό ούτε πολύ σκληρό και ντυμένο με κεντητό ύφασμα, που η επίδρασή του πάνω σου ήταν ιδιαίτερα ευεργετική. Ο Χανς Κάστορπ ακούμπησε το μπράτσο του στο ακουμπηστήρι του καθίσματος με τη φαρδιά, ομαλή επιφάνεια, μισόκλεισε τα βλέφαρα και ξεκουράστηκε, χωρίς να ανατρέξει στα «Ocean Steamships», για να σκοτώσει την ώρα του. Ιδωμένο, μέσα από τα τόξα του εξώστη, το σκληρό και φτωχό, μα άπλετα φωτισμένο από τον ήλιο τοπίο, φαινότανε σαν κορνιζωμένος πίνακας. Ο Χανς Κάστορπ το κοίταξε σκεφτικά. Ξαφνικά, θυμήθηκε κάτι και, μες στη σιγή, φώναξε δυνατά: — Ήτανε νάνος, βέβαια, αυτή που μας σερβίρισε στο πρόγευμα, δεν ήταν; — Σστ! έκανε ο Γιόαχιμ. Σιγά. Ναι, ήταν. Κι ύστερα; — Τίποτα, δεν είχαμε, βλέπεις, μιλήσει ακόμα γι' αυτό. Κι ύστερα εξακολούθησε να ονειροπολεί. Ήταν κιόλας στις δέκα όταν ξάπλωσε. Πέρασε μια ώρα. Κι ήταν μια κανονική ώρα: ούτε μακριά, ούτε σύντομη. Όταν πέρασε, μέσα στο οίκημα και στον κήπο αντήχησε χτύπημα γκονγκ, στην αρχή μακριά, ύστερα πολύ κοντά, ύστερα μακριά πάλι. — Το γεύμα, είπε ο Γιόαχιμ, και ακούστηκε που σηκωνότανε. Ο Χανς Κάστορπ, έδωσε κι αυτός τέλος για τούτη τη φορά, στην κούρα της ανάπαυσής

του, και μπήκε στην κάμαρά του για να φέρει τα ρούχα του σε λογαριασμό. Τα δυο ξαδέλφια συναντήθηκαν έξω, στο διάδρομο, και κατεβήκανε μαζί. Ο Χανς Κάστορπ είπε: — Τι θαυμαστά άνετες ξαπλωτούρες είναι αυτές; Αν μπορεί να βρει κανείς εδώ πέρα, θ' αγοράσω μια για το Αμβούργο. Ξαπλώνει κανείς και νομίζει πως βρίσκεται στον παράδεισο. Ή λες να είναι ειδική παραγγελία του Μπέρενς και να κατασκευάστηκαν σύμφωνα με υποδείξεις του; Ο Γιόαχιμ δεν είχε ιδέα. Άφησαν μπαστούνια και πανωφόρια στη γκαρνταρόμπα και μπήκανε, για δεύτερη φορά, στην τραπεζαρία, όπου το γεύμα σερβιριζόταν κιόλας. Όλη η αίθουσα έλαμπε κάτασπρη από το γάλα: μπροστά σε κάθε θέση υπήρχε ένα μεγάλο ποτήρι, που θα χώραγε μισό λίτρο τουλάχιστον. — Όχι, είπε ο Χανς Κάστορπ, όταν ξαναπήρε τη θέση του στην άκρη του τραπεζιού, ανάμεσα στην Εγγλέζα και στη ράφτρα και ξεδίπλωσε υπομονετικά την πετσέτα του, μ' όλο που αισθανόταν ακόμη βαρύ το στομάχι του, από το πρώτο του γεύμα, όχι, είπε, Θεός φυλάξοι, γάλα; Δεν το πίνω καθόλου, γι' αυτή την ώρα, τουλάχιστον, ποτέ! Μήπως υπάρχει, κατά σύμπτωση, πόρτερ; Και μ' ευγένεια, γιομάτη φιλοφροσύνη, έκανε αυτή την ερώτηση στη νάνο. Δεν υπήρχε, δυστυχώς. Μα υποσχέθηκε πως θα έφερνε μπίρα του Κούλμπαχ, και την έφερε πραγματικά. Ήταν μαύρη, παχιά, μ' υπόφαιο αφρό που αντικαταστούσε τέλεια το πόρτερ. Ο Χανς Κάστορπ ήπιε άπληστα. Έφαγε κρύο κρέας με φρυγανιά. Ξανασερβίρανε πόριτζ και πάλι πολύ βούτυρο και φρούτα. Άφησε, τουλάχιστον, τα μάτια του να ξεκουραστούνε πάνω στα φαγητά, ανίκανος καθώς ήτανε ν' αγγίξει τίποτα περισσότερο. Κοίταζε, επίσης, και τους οικότροφους. Το πλήθος άρχισε να μοιράζεται και οι ατομικότητες γίνονταν ανάγλυφες. Το δικό του τραπέζι ήτανε γιομάτο κιόλας, εκτός από τη θέση στην άλλη άκρη του τραπεζιού, απέναντί του, που καθώς έμαθε ήταν «η θέση του γιατρού», γιατί, εφ' όσον τους το επέτρεπαν οι ασχολίες τους, οι γιατροί έτρωγαν με τους αρρώστους τους, αλλάζοντας τραπέζι κάθε φορά. Έτσι, στην άκρη του κάθε τραπεζιού, κρατούσανε πάντα μια θέση για το γιατρό. Σήμερα δεν είχε έρθει κανείς απ' αυτούς. Ακούστηκε, πως ήτανε απασχολημένοι σε κάποια εγχείρηση. Ο νέος με το μουστάκι ξαναμπήκε, έκλινε μια φορά το πηγούνι στο στήθος και κάθισε με σκεφτικό και κλειστό πρόσωπο. Πάλι η νέα κοπέλα, η ξανθιά και λεπτή, καθότανε στη θέση της κι έτρωγε το γιαούρτι της με το κουτάλι, σα να 'τανε το μόνο βρώσιμο που υπήρχε στον κόσμο. Δίπλα της, καθότανε, αυτή τη φορά, μια κοντή, ηλικιωμένη, ζωηρή κυρία, που μιλούσε, επίμονα, σε ρωσική γλώσσα, με τον ήσυχο νέο, ενώ εκείνος την κοίταζε σκεφτικός, μην απαντώντας παρά με κουνήματα του κεφαλιού και μ' εκείνη την έκφραση ενός ανθρώπου που έχει μια άσχημη γεύση στο στόμα. Απέναντί του, στο πλάι της γριάς κυρίας, είχε καθίσει μια άλλη κοπέλα, πολύ όμορφη: χρώμα ανθηρό και πλούσιο στήθος, μαλλιά καστανά και κατσαρωμένα όμορφα, μάτια στρογγυλά, καστανά και παιδικά κι ένα ρουμπίνι στο, επίσης, ωραίο χέρι της. Γελούσε πολύ και μιλούσε ρωσικά, τίποτε άλλο εκτός από ρωσικά. Την έλεγαν

Μαρούσγια, καθώς άκουσε ο Χανς Κάστορπ. Επί πλέον, πρόσεξε, μια στιγμή, πως ο Γιόαχιμ χαμήλωνε τα μάτια μ' αυστηρή έκφραση, κάθε φορά που εκείνη γελούσε και μιλούσε. Ο Σετεμπρίνι μπήκε από την πλαϊνή πόρτα και, χαϊδεύοντας αδιάκοπα το μουστάκι του, πήγε στη θέση του, στην άκρη του τραπεζιού, που ήταν παράλληλα τοποθετημένο με το τραπέζι του Χανς Κάστορπ. Οι ομοτράπεζοι του, μόλις που είχε καθίσει, ξέσπασαν σ' ένα δυνατό γέλιο, θα τους είχε πει καμιά από τις κακίες του, χωρίς άλλο. Ο Χανς Κάστορπ αναγνώρισε, επίσης, τα μέλη της «Ενώσεως των Μισών Πνευμόνων». Η Ερμίνε Κλέεφελντ πήγε μ' ανέκφραστα μάτια στο τραπέζι της, που ήταν από την άλλη πλευρά, δίπλα στην πόρτα της βεράντας, και χαιρέτησε το νεαρό με τ' ανασηκωμένα χείλη, που, το πρωί, είχε σηκώσει τόσο ανάρμοστα το γιακά του πουκαμίσου του. Η φιλντισόχλομη Λέβι κάθισε δίπλα στην παχιά και φακιδοπιτσίλωτη Ίλτις, ανάμεσα σε άγνωστους, στο τραπέζι που ήταν τοποθετημένο λοξά, δεξιά του Χανς Κάστορπ. — Να οι γείτονές σου, είπε ο Γιόαχιμ σιγαλόφωνα στον ξάδελφό του, σκύβοντας προς τα μπρος. Το ζευγάρι πέρασε δίπλα από το Χανς Κάστορπ, πηγαίνοντας προς το τελευταίο τραπέζι, δεξιά, στο τραπέζι των «Κοινών Ρώσων» επομένως, όπου, μια οικογένεια μ' ένα ασκημομούτσουνο αγόρι, καταβρόχθιζε κιόλας τεράστιες ποσότητες πόριτζ. Ο άντρας ήταν λεπτοκαμωμένος κι είχε σταχτιά, ρουφηγμένα μάγουλα. Η αλήθεια ήταν, πως αυτή η πρωινή μπίρα που συνήθως δεν ασκούσε πάνω του παρά μια μέτρια μεθυστική επίδραση, σήμερα είχε ζαλίσει και παραλύσει το Χανς Κάστορπ. Υπόφερε τις συνέπειες, σαν να του 'χανε δώσει καμιά κατακέφαλα. Τα βλέφαρά του ήταν σαν μολύβι βαριά, η γλώσσα του δεν υπάκουε πια ούτε στην πιο απλή σκέψη, όταν, από ευγένεια, δοκίμασε να φλυαρήσει με την Εγγλέζα. Χρειάστηκε, μάλιστα, να κάνει μεγάλη προσπάθεια πάνω του, για να τα καταφέρει να γυρίσει αλλού το βλέμμα του και σ' αυτό προστίθετο κι η ανυπόφορη ζέστα του προσώπου του, που ήταν πάλι το ίδιο δυνατή, όπως και χτες βράδι: τα μάγουλά του του φαίνονταν φουσκωμένα από τη φλόγα, ανάσαινε με κόπο, η καρδιά του χτυπούσε σαν τυλιγμένο σφυρί, κι αν δεν υπόφερε ιδιαίτερα απ' όλ' αυτά, ήταν μόνο και μόνο γιατί το κεφάλι του βρισκόταν στην κατάσταση κείνη που θα ήταν, αν είχε ανασάνει κάμποσες φορές χλωροφόρμιο. Πρόσεξε, σαν μέσα σε όνειρο, πως ο γιατρός Κροκόβσκι έκανε, παρ' όλ' αυτά, την εμφάνισή του στο γεύμα και πως κάθισε στο τραπέζι τους, απέναντί του, και πως επανειλημμένα τον κοίταξε με ιδιαίτερη οξύτητα, χωρίς να πάψει και να κουβεντιάζει ρωσικά με τις κυρίες που κάθονταν δεξιά του, ενώ οι κοπέλες, δηλαδή η ανθηρή Μαρούσγια κι η αδύνατη καταναλώτρια του γιαουρτιού, χαμήλωναν τα μάτια τους μπροστά του, από δουλοπρέπεια και ντροπή. Ο Χανς Κάστορπ, άλλωστε, καθότανε μ' ευπρέπεια, παίζοντας, μάλιστα το μαχαίρι και το πιρούνι του μ' ολωσδιόλου ιδιαίτερη ευχέρεια. Όταν ο ξάδελφός του του έκανε νόημα με το κεφάλι και σηκώθηκε, σηκώθηκε με τη σειρά του κι αυτός, υποκλίθηκε χωρίς να βλέπει προς τους ομοτράπεζούς του και βγήκε με σταθερό βήμα από την τραπεζαρία, ακολουθώντας το Γιόαχιμ.

— Πότε, λοιπόν, θα 'έρθει η ώρα για την προσεχή κούρα της ανάπαυσης; ρώτησε μόλις βγήκανε από το οίκημα. Είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει εδώ πέρα, απ' ό,τι κατάλαβα ως τώρα. Θα 'θελα να 'μουν ξαπλωμένος κιόλας στην εξαίρετη πολυθρόνα μου. Θα πάμε μακριά;

ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΑΡΑΠΑΝΩ Όχι, είπε ο Γιόαχιμ, δεν μπορώ να πάω, άλλωστε, πολύ μακριά. Τούτη δω την ώρα κατεβαίνω συνήθως να κάνω ένα γύρο στο χωριό, κι ίσαμε το Νταβός-Πλατς, όταν έχω καιρό. Βλέπει κανείς τις προθήκες και τον κόσμο και κάνεις ψώνια, όταν χρειάζεσαι κάτι. Πριν από το φαγητό, ξαπλώνουμε ακόμη μια ώρα και μετά, πάλι, ίσαμε τις τέσσερις. Κατέβηκαν στον ήλιο, στο δρόμο απ' όπου είχανε ανεβεί, περάσανε το ρέμα του νερού και τη στενή γραμμή του τρένου, έχοντας μπροστά τους τη δεξιά πλαγιά της κοιλάδας: το «Μικρό Σιαχόρν», τους «Πράσινους Πύργους» και το «Ντόρφμπεργκ», που ο Γιόαχιμ είπε τα ονόματά τους. Εκεί κάτω, από την άλλη πλευρά, σε κάποιο ύψος, βρισκόταν το περιτειχισμένο κοιμητήρι του Νταβός-Ντορφ, κι ο Γιόαχιμ έδειξε πάλι με το μπαστούνι του. Ύστερα, φτάσανε στο μεγάλο δρόμο, που, κάπως ψηλότερα από την κοιλάδα, ακολουθούσε την πλαγιά, κατηφορίζοντας με ταρατσωτούς ανέγυρους. Δεν ήταν να γίνεται λόγος, άλλωστε, για χωριό, δεν είχε παρά μόνο το όνομα. Το είχανε καταβροχθίσει τα θεραπευτήρια, και το σύνολο των σπιτιών, που απλώνονταν όλο και περισσότερο προς το έμπασμα της κοιλάδας, κι είχε το όνομα του «χωριού»1 αποτελούσε μέρος, χωρίς φανερή αλλαγή, του γνωστού σαν Νταβός-Πλατς. Ξενοδοχεία και πανσιόν, όλα ήταν γιομάτα από βεράντες, μπαλκόνια και ταράτσες ανάπαυσης. Μικρά σπίτια, επίσης, που νοικιάζανε δωμάτια, βρίσκονταν εδώ κι εκεί. Κι εδώ, όπως κι εκεί, έβλεπε κανείς καινούρια σπίτια. Σε τόπους-τόπους δεν υπήρχανε πια οικοδομές, κι οι δρόμοι άφηναν ελεύθερο το βλέμμα πάνω στα πράσινα λιβάδια της κοιλάδας… Ο Χανς Κάστορπ, στη ζωηρή ανάγκη που ένιωσε μπροστά σ' αυτό το συνηθισμένο θέλγητρο της ζωής, άναψε πάλι ένα πούρο και, χάρη στη μπίρα που είχε πιει, κατάφερνε πότε-πότε να ξαναβρίσκει την άρρητη ευχαρίστησή του και να ξανανιώθει κάπως το επιθυμημένο άρωμα: σπάνια κι αδύναμα, χωρίς άλλο, και με κάποια νευρική προσπάθεια για να νιώσει κάτι σαν μακρινή προαίσθηση ευχαρίστησης, μέσα στη φριχτή γεύση του πετσιού που εξακολουθούσε να επικρατεί. Ανίκανος να παραιτηθεί μπροστά στην αδυναμία του, αγωνίστηκε κάμποση ώρα για μια ευχαρίστηση, που, πότε ξέφευγε, πότε δεν έκανε την εμφάνισή της, παρά από πολύ μακριά, σαν για να τον κοροϊδέψει, και, τέλος, κουρασμένος κι αηδιασμένος, πέταξε το πούρο του. Παρά την ελαφρά μέθη του, αισθανόταν υποχρεωμένος να εξακολουθήσει τη συζήτηση, μόνο και μόνο από ευγένεια, και προσπάθησε να θυμηθεί όλα κείνα τ' αξιοπρόσεχτα πράματα που ήθελε να πει, το πρωί, για το «χρόνο». Μα φάνηκε πως είχε ξεχάσει τα πάντα και πως στο κεφάλι του δεν υπήρχε πια η παραμικρή σκέψη για το χρόνο. Γι' αυτό άρχισε να μιλά για πράματα που αφορούσαν στο σώμα, μα και τούτο το 'κανε με αρκετά παράξενο τρόπο, άλλωστε. — Πότε θα ξαναμετρήσεις, λοιπόν, τον πυρετό σου; ρώτησε. Ύστερα από το φαγητό; Ναι; Εξαίρετα. Κείνη κει τη στιγμή ο οργανισμός βρίσκεται σ' όλη του τη δραστηριότητα, πράμα που πρέπει να φανεί. Το ότι ο Μπέρενς μου ζήτησε να παίρνω τον πυρετό μου κι

1

Dorf, «Davos Dorf» εδώ.

εγώ, αυτό θα το 'πε γι' αστείο, δε νομίζεις; Ο Σετεμπρίνι γέλασε με την καρδιά του, όταν το άκουσε και πραγματικά, δε θα 'χε καμιά έννοια αν το 'κανα. Έπειτα, δεν έχω θερμόμετρο. — Μπα, έκαμε ο Γιόαχιμ, αυτό θα 'τανε το λιγότερο. Δεν έχεις παρά ν' αγοράσεις ένα. Εδώ πέρα βρίσκει κανείς παντού θερμόμετρα, σ' όλα τα μαγαζιά σχεδόν. — Μα για ποιο λόγο; Όχι, η κούρα της ανάπαυσης, ναι, αυτή μ' αρέσει, και θα την κάνω ευχαρίστως, μα να παίρνω τον πυρετό μου! Αυτό θα πήγαινε πολύ, αλήθεια, για έναν φιλοξενούμενο —προτιμώ να τ' αφήσω σε σας αυτό— σε σας εδώ πάνω. Αν ήξερα μόνο, συνέχισε ο Χανς Κάστορπ, φέρνοντας και τα δυο χέρια πάνω στην καρδιά του, σαν ερωτευμένος, γιατί χτυπά αδιάκοπα η καρδιά μου! Είναι τόσο ανησυχητικό! Το σκέφτομαι αρκετή ώρα κιόλας. Χτυπά κανενός η καρδιά του, βλέπεις, όταν περιμένει κάποια ιδιαίτερη χαρά, ή, αντίθετα, όταν φοβάται για κάτι — όταν, με λίγα λόγια, έχει ταραγμένα αισθήματα, δεν είναι έτσι; Μα όταν η καρδιά χτυπά από δικού της, παράλογα, να πούμε, και σαν να κάνει του κεφαλιού της, αυτό το βρίσκω παράξενα ανησυχητικό, μ' εννοείς βέβαια είναι περίπου σάμπως ν' ακολουθούσε το δρόμο του το κορμί, χωρίς να 'χει την παραμικρή σχέση με την ψυχή, σαν ένα νεκρό σώμα, κατά κάποιο τρόπο, που δε θα 'ταν ακριβώς νεκρό, πραγματικά — κάτι που δεν υπάρχει, βέβαια — μα που, αντίθετα, κάνει μια ζωή απόλυτα δραστήρια κι ανεξάρτητη: του φυτρώνουνε τα μαλλιά και τα νύχια, και από κάθε άλλου είδους άποψη ακόμα, φυσικά και χημικά, να πούμε, βασιλεύει πάνω του η πιο χαρούμενη δραστηριότητα… — Τι είδους εκφράσεις είναι αυτές, που μεταχειρίζεσαι; είπε ο Γιόαχιμ, μ' έναν τόνο συνετά επιπληκτικό. Χαρούμενη δραστηριότητα! Μπορεί και να εκδικιότανε λίγο τον ξάδελφό του, για την παρατήρηση που του είχε κάνει το πρωί, σχετικά με το «σείστρο». — Μα έτσι είναι. Πρόκειται για μια πολύ χαρούμενη δραστηριότητα. Γιατί σου κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Έπειτα, αυτό το είπα έτσι, ολωσδιόλου περαστικά. Δεν ήθελα να πω, παρά τούτο δω: όσο ανησυχητικό και κουραστικό είναι να ζει και να μεγαλοπιάνεται το σώμα, από μόνο του και χωρίς καμιά σχέση με την ψυχή, το ίδιο είναι και για την καρδιά, όταν χτυπά μ' αυτό τον τρόπο, χωρίς αφορμή. Προσπαθεί κανείς να δώσει κάποια εξήγηση σ' αυτό, να το αποδώσει, αίφνης, σε μια ψυχική κατάσταση, σε μια χαρά ή σ' έναν φόβο, που θα το νομιμοποιούσε, κατά κάποιο τρόπο — αυτό, τουλάχιστον, συμβαίνει σε μένα, κι έπειτα, δε μιλώ παρά μόνο για μένα. — Ναι, ναι, είπε ο Γιόαχιμ, στενάζοντας, όλ' αυτά είναι αρκετά, όταν έχει κανείς πυρετό. Τότε, επίσης, βασιλεύει μια «ιδιαίτερα χαρούμενη δραστηριότητα» στο κορμί, για να χρησιμοποιήσω τη δική σου έκφραση, κι είναι πολύ δυνατό, πως όταν βρίσκεται κανείς σε μια τέτοια θέση, αμέσως αρχίζει άθελά του να ζητά μια ψυχική κατάσταση, όπως λες, που θα της έδινε, κατά κάποιο τρόπο, μια λογική έννοια. Μα τώρα μιλούμε για πράματα μάλλον δυσάρεστα, είπε με τρεμουλιαστή φωνή και σώπασε. Ο Χανς Κάστορπ περιορίστηκε να σηκώσει τους ώμους του, ως προς το τελευταίο αυτό,

ακριβώς όπως είχε δει να κάνει το προηγούμενο βράδυ ο Γιόαχιμ. Για μια στιγμή περπάτησαν σιωπηλοί. Ύστερα ο Γιόαχιμ ρώτησε: — Λοιπόν, σου αρέσουν οι άνθρωποι εδώ πάνω; θέλω να πω αυτοί που κάθονται στο τραπέζι μας. Ο Χανς Κάστορπ πήρε μια έκφραση τέλειας παραίτησης. — Θεέ μου, είπε, δε μου φαίνονται και πολύ ενδιαφέροντες. Νομίζω στ' άλλα τραπέζια υπάρχουνε πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι. Μα μπορεί και να 'ναι μια εντύπωση μόνο. Η φράου Σταιρ θα 'πρεπε να λούσει τα μαλλιά της, είναι τόσο λιπαρά! Κι αυτή η Μαζούρκα, ή πώς αλλιώς τη λένε; μου φαίνεται λίγο ανόητη. Δεν παύει ν' ανεβοκατεβάζει το μαντήλι στο στόμα της από τα πολλά χάχανά της. Ο Γιόαχιμ γέλασε δυνατά, για την παραμόρφωση του ονόματος. — Μαζούρκα! Εξαίρετο! φώναξε. Τη λένε Μαρούσγια, με την άδειά σου — είναι το ίδιο απάνω-κάτω όπως το Μαρία. Ναι, είναι, αλήθεια, πολύ θορυβώδης. Κι ωστόσο, θα 'χε κάθε λόγο να 'ναι πιο συγκρατημένη, γιατί 'ναι αρκετά άρρωστη, πραγματικά. — Δε θα το φανταζόταν κανείς, είπε ο Χανς Κάστορπ. Φαίνεται πάρα πολύ καλά στην υγεία της. Οπωσδήποτε, δε θα την έπαιρνε κανείς γι' άρρωστη από φυματίωση. Και προσπάθησε ν' αλλάξει με τον ξάδελφό του ένα πονηρό βλέμμα, μ' ανακάλυψε πως το ηλιοκαμένο πρόσωπο του Γιόαχιμ είχε πάρει ένα λεκιασμένο χρώμα, όπως συμβαίνει με τα μαυρισμένα από τον ήλιο πρόσωπα, όταν αποτραβιέται απ' αυτά το αίμα και πως το στόμα του ήτανε τραβηγμένο μ' έναν τρόπο ιδιαίτερα αξιολύπητο. Η έκφραση αυτή ξύπνησε στο νεαρό Χανς Κάστορπ έναν αόριστο φόβο, που τον έκανε ν' αλλάξει αμέσως θέμα στη συζήτηση και να ρωτήσει γι' άλλα πρόσωπα, προσπαθώντας να ξεχάσει γρήγορα τη Μαρούσγια και το παίξιμο της φυσιογνωμίας του Γιόαχιμ, πράμα άλλωστε, που το πέτυχε περίφημα. Η Εγγλέζα που έπινε το βραστάρι από καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς λεγότανε Μις Ρόμπινσον. Η ράφτρα δεν ήτανε καθόλου ράφτρα, παρά δασκάλα σ' ένα ανώτερο παρθεναγωγείο του Καίνιγκσμπεργκ, και γι' αυτό εκφραζότανε με τόση ακρίβεια. Τ' όνομά της ήτανε φροϋλάιν Έγκελχαρτ. Όσο για τη γηραιά, ζωηρή κυρία, ο Γιόαχιμ, μ' όλο που ήτανε αρκετό καιρό εδώ πάνω, δεν ήξερε, ούτε καν πώς λεγότανε. Μα, οπωσδήποτε, ήτανε θεία της κοπέλας, που έτρωγε το γιαούρτι, και της κρατούσε συντροφιά στο σανατόριο, από την αρχή που είχε έρθει. Μα ο πιο σοβαρά άρρωστος απ' αυτούς που τρώγανε στο τραπέζι τους, ήταν ο Δρ Μπλούμενκολ, Λέο Μπλούμενκολ από την Οντέσσα — εκείνος ο νέος με το μουστάκι και το τόσο σκεφτικό και κλειστό πρόσωπο. Βρισκόταν εδώ τώρα και πολλά χρόνια κιόλας… Τώρα περπατούσανε σ' ένα αληθινό πεζοδρόμιο πολιτείας, ο κεντρικός δρόμος ενός διεθνούς σημείου συναντήσεως, πράμα που το 'βλεπε αμέσως κανείς. Συναντιόντουσαν άρρωστοι ξένοι, που ανεβοκατέβαιναν άσκοπα, νεαροί οι περισσότεροι, οι κύριοι με σπορ κοστούμια και χωρίς καπέλο, οι κυρίες, χωρίς καπέλο επίσης, και μ' άσπρα φορέματα. Άκουγες να μιλούνε εγγλέζικα και ρούσικα. Καταστήματα με κομψές βιτρίνες

διαδέχονταν το ένα τ' άλλο δεξιά και αριστερά κι ο Χανς Κάστορπ, που η περιέργειά του έπρεπε να νικήσει μια φλογερή κούραση, ανάγκαζε τα μάτια του να κοιτάζουν και κάθισε πολλή ώρα μπροστά σ' ένα κατάστημα ανδρικών ειδών, για να βεβαιωθεί, αν η βιτρίνα βρισκόταν σ' όλο το ύψος της. Ύστερα, ήτανε η σειρά μιας ροτόντας, με σκεπασμένο εξώστη, όπου έπαιζε μια ορχήστρα. Εδώ ήταν η λέσχη. Σε πολλά γήπεδα του τένις, το παιγνίδι εξακολουθούσε. Νεαροί μακροπόδαροι και ξυρισμένοι, με φανελένια πανταλόνια φρεσκοσιδερωμένα, με τα μανίκια τραβηγμένα ίσαμε τον αγκώνα, παίζανε, πηδώντας με τα λαστιχένια παπούτσια τους, απέναντι σε νέες ηλιοψημένες κοπέλες, ντυμένες στα λευκά, που, παίρνοντας φόρα, υψώνονταν απότομα μέσα στον ήλιο, για να χτυπήσουν από πολύ ψηλά την κάτασπρη, σαν από κιμωλία, μπάλα. Πάνω στα γήπεδα του τένις, που διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση, σα να 'χανε σκορπίσει αλευρόσκονη. — Δεν παίζεις, βέβαια, δεν είναι έτσι; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. — Δεν επιτρέπεται να παίζω, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Πρέπει να είμαστε ξαπλωμένοι, πάντα ξαπλωμένοι… Ο Σετεμπρίνι λέει πάντα, πως ζούμε οριζόντια, πως είμαστε οριζόντιοι, λέει, κι είναι τόσο άσκημο αστείο αυτό από μέρους του! Αυτοί που παίζουν εδώ είναι πολύ καλά στην υγεία τους, ή και παίζουν μ' όλο που τους είναι απαγορευμένο. Έπειτα, δεν παίζουν πολύ σοβαρά. Παίζουνε πιο πολύ για χάρη του κουστουμιού, παρά γι' αυτό τούτο το παιχνίδι… Και μια που μιλούμε για τ' απαγορευμένα πράματα, υπάρχουνε ακόμη κι άλλα απαγορευμένα παιγνίδια εδώ πέρα, το πόκερ, λόγου χάρη, ξέρεις, και σε κάποιο μικρό ξενοδοχείο τα petits chevaux — σε μας η ποινή που προβλέπεται είναι το διώξιμο από το σανατόριο, κι αυτό είναι το χειρότερο. Κι ωστόσο, υπάρχουν μερικοί που κατεβαίνουνε και μετά το βραδινό έλεγχο κι έρχονται να παίξουν. Ο πρίγκιπας που έδωσε τον τίτλο στον Μπέρενς το έσκαζε κάθε νύχτα. Ο Χανς Κάστορπ μόλις που άκουε. Το στόμα του ήταν ανοιχτό, γιατί, μ' όλο που δεν είχε συνάχι, δε μπορούσε ν' ανασάνει κανονικά, από τη μύτη. Η καρδιά του χτυπούσε άτακτα, πηγαίνοντας αντίστροφα από το ρυθμό της μουσικής, πράμα που του ήταν φοβερά τυραννικό. Και μ' αυτή την αίσθηση της αταξίας και του αντίρρυθμου, άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος, όταν ο Γιόαχιμ του θύμισε, πως ήτανε ώρα να φεύγουν. Διατρέξανε όλο τον δρόμο χωρίς να μιλήσουνε σχεδόν. Ο Χανς Κάστορπ σκόνταψε, μάλιστα, μια δυο φορές, σ' ίσιο δρόμο, και χαμογέλασε με μελαγχολικό ύφος και κουνώντας το κεφάλι του. Ο χωλός θυρωρός τους ανέβασε με το ασανσέρ, στο πάτωμά τους. Χωρίστηκαν μπροστά στο αριθμό 24, μ' ένα σύντομο «εν τω επανιδείν». Ο Χανς Κάστορπ διάσχισε την κάμαρά του και πήγε στο μπαλκόνι, όπου αφέθηκε να πέσει, όπως ήταν, στην ξαπλωτούρα του κι όπου, χωρίς καν να κάνει τον παραμικρό κόπο να ξαπλώσει πιο άνετα, έπεσε σ' έναν βαθύ ύπνο, κουραστικά ζωντανό από τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς του.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΦΥΣΙΚΑ! ΔΕΝ ΗΤΑΝ σε θέση να ξέρει πόση ώρα κράτησε. Όταν ήρθε η στιγμή, το γκονγκ αντήχησε. Μα δεν προσκαλούσε αμέσως για το φαγητό. Θύμιζε μονάχα, πως έπρεπε να ετοιμάζονται. Ο Χανς Κάστορπ το ήξερε κι έτσι έμεινε ξαπλωμένος ακόμα, ίσαμε που η μεταλλική δόνηση μεγάλωσε για δεύτερη φορά κι απομακρύνθηκε. Όταν ο Γιόαχιμ μπήκε στην κάμαρα, για να τον πάρει, ο Χανς Κάστορπ ισχυρίστηκε, πως ήθελε ν' αλλάξει. Μα τώρα πια ο Γιόαχιμ δεν του το επέτρεψε. Σιχαινότανε και περιφρονούσε αυτούς που δεν ήτανε ακριβείς στην ώρα τους. Πως, λοιπόν, θα προόδευε στη θεραπεία του και θα ξαναγινότανε καλά για την υπηρεσία του, αν δεν τηρούσε επακριβώς τις ώρες των γευμάτων του; Είχε φυσικά δίκιο, όταν το 'λεγε αυτό, κι ο Χανς Κάστορπ δεν μπόρεσε παρά να τον κάμει να παρατηρήσει, πως αν αυτός δεν ήτανε άρρωστος, οπωσδήποτε δεν μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια του, από τη νύστα του. Έπλυνε, λοιπόν, γρήγορα τα χέρια του κι ύστερα κατέβηκαν στην τραπεζαρία, για τρίτη φορά κείνη την ημέρα. Οι οικότροφοι χειμάρριζαν στην τραπεζαρία κι από τις δυο εισόδους. Έρχονταν επίσης κι από τις πόρτες της βεράντας, που ήταν ανοιχτές, και σε λίγο κάθονταν όλοι τους γύρω από τα εφτά τραπέζια, σαν να μη τα είχαν αφήσει ποτέ. Αυτή 'ταν τουλάχιστον, η εντύπωση που είχε ο Χανς Κάστορπ — μια ονειρική και στερημένη λογικής εντύπωση, φυσικά, που το σκοτιδιασμένο —για λίγα λεπτά μόνο— μυαλό του, δεν μπόρεσε να την κυνηγήσει και που, ωστόσο, τον έκαμε να νιώσει κάποια ευχαρίστηση. Γιατί, πολλές φορές, όσο κράτησε το φαγητό, προσπάθησε να τη θυμηθεί και κάθε φορά κατόρθωνε ν' απατήσει τέλεια τον εαυτό του. Η γριά, ζωηρή κυρία μιλούσε πάλι την δυσδιάκριτη γλώσσα της στον Δρ Μπλούμενκολ, που καθόταν λοξά, απέναντί της και την άκουγε με την πάντα σκεφτική έκφρασή του. Η αδύνατη ανεψιά της έτρωγε, επιτέλους, και κάτι που δεν ήταν γιαούρτι — την πηχτή κρέμα της βρόμης που οι σερβιτόρες είχαν φέρει σε πιατέλες. Μα δεν έφαγε παρά μερικές κουταλιές. Η όμορφη Μαρούσγια πίεζε το μαντήλι στο στόμα της για να πνίγει το γέλιο της. Η Μις Ρόμπινσον διάβαζε τα ίδια γράμματα, με το στρογγυλό γραφικό χαρακτήρα, που είχε διαβάσει και το πρωί. Έπειτα, δεν ήξερε ούτε μια γερμανική λέξη, κι ούτε και νοιαζότανε καθόλου γι' αυτό. Από ιπποτική αβροφροσύνη, ο Γιόαχιμ της είπε μερικές λέξεις στ' αγγλικά, για τον καιρό που έκανε, στις οποίες εκείνη αποκρίθηκε με μονοσύλλαβα, για να ξαναπέσει ύστερα στη σιωπή της. Όσο τώρα για τη φράου Σταιρ, που φορούσε τη μάλλινη σκωτσέζικη μπλούζα της, το πρωί κείνο είχε υποστεί μια ιατρική επίσκεψη, και μιλούσε γι' αυτή με μια χυδαία επιτήδευση, ζαρώνοντας το πάνω χείλος της, που σκέπαζε τα λαγουδίσια της δόντια. Ψηλά, δεξιά, παραπονιότανε, είχε ακόμη ακροαστικά. Επί πλέον, πίσω από τον αριστερό ώμο, εξακολουθούσε ν' ακούγεται ακόμα κάτι, κι έπρεπε, λοιπόν, να μείνει γι' άλλους πέντε μήνες εδώ, της είχε πει ο «γέρος». Μέσα στη χυδαιότητά της, παρατσούκλιαζε το δόκτορα Μπέρενς «γέρο». Άλλωστε, φαινότανε πολύ αγαναχτισμένη, που ο «γέρος» δεν είχε καθίσει κείνο το βράδι στο τραπέζι τους. Ύστερα από την «τουρνέ» —ήθελε να πει: ύστερα από τον γύρο— σήμερα το μεσημέρι ήταν η σειρά του τραπεζιού τους. Ενώ τώρα ο «γέρος» καθότανε πάλι στο γειτονικό, αριστερά, τραπέζι (ο γιατρός Μπέρενς καθότανε

εκεί, πραγματικά, σταυρώνοντας τα τεράστια χέρια του μπροστά στο πιάτο του). Μα ήταν, φυσικά, το τραπέζι της χοντρής φράου Σάλομον, από το Άμστερνταμ, που ερχότανε κάθε μέρα στο τραπέζι με ντεκολτέ, κι εκεί εύρισκε, φανερά δα, την ευχαρίστησή του ο «γέρος», μ' όλο που αυτή, η φράου Σταιρ, δε μπορούσε να το εξηγήσει, αφού με την ευκαιρία κάθε ιατρικής του επίσκεψης έβλεπε ό,τι ήθελε να δει από τα κρέατα της φράου Σάλομον. Πιο ύστερα, μετάφερε, σ' έναν τόνο ερεθισμένου κουσκουσουριού, πως χθες το βράδυ, στην αίθουσα της ανάπαυσης —που βρισκότανε στη στέγη— είχε σβήσει το φως, κι αυτό για έναν ορισμένο σκοπό, που η φράου Σταιρ τον ονόμασε «πολύ διαφανή». Ο «γέρος» το είχε αντιληφθεί κι είχε κάνει τόσο θόρυβο, που τον άκουσαν σ' όλο το οίκημα. Μα, φυσικά, για μια ακόμη φορά δεν είχε ανακαλύψει τον ένοχο, μ' όλο που δεν ήταν ανάγκη να 'χει κάμει κανείς πανεπιστημιακές σπουδές, για να μαντέψει, πως ήταν εκείνος, ο λοχαγός Μίκλοζις, από το Βουκουρέστι, για τον οποίο ποτέ δεν ήτανε αρκετό σκοτάδι, όταν βρισκότανε με γυναικεία συντροφιά, ένας άνθρωπος που δεν είχε καθόλου και κανενός είδους μόρφωση, μ' όλο που φορούσε κορσέ και που, από ηθικήν άποψη, δεν ήταν παρά ένα θηρίο — ναι, ένα θηρίο επανάλαβέ η φράου Σταιρ, με πνιγμένη φωνή, ενώ ο ιδρώτας ανάβρυζε από το μέτωπό της κι από το πάνω χείλος της. Τι σχέσεις είχε με τη γυναίκα του Γενικού Πρόξενου Βούρμπραντ, από τη Βιέννη, αυτό πια άρχιζε να το μαθαίνει όλο το Νταβός, Ντορφ και Πλατς — και μόλις που μπορούσε κανείς να μιλά για μυστικές σχέσεις. Γιατί, όχι μόνο ο λοχαγός πήγαινε, κάποτε κάποτε, από το πρωί κιόλας, στην κάμαρα της Γενικού Προξένου, κι ας βρισκότανε εκείνη ακόμα στο κρεβάτι, οπότε και παραβρισκότανε, μετά, σ' ολόκληρη την τουαλέτα της, μα και την Τρίτη που πέρασε δεν έφυγε από την κάμαρα της Βούρμπραντ, παρά μόνο στις τέσσερις το πρωί — η νοσοκόμος του νεαρού Φραντς, του 19, ξέρετε, εκείνου, καλέ, που ο πνευμοθώρακάς του απότυχε τώρα τελευταία, τον συνάντησε στο διάδρομο και μέσα στη σαστιμάρα της έκαμε λάθος στην πόρτα, έτσι που βρέθηκε απότομα στην κάμαρα του εισαγγελέως Παραβάν από το Ντόρτμουντ… Στο τέλος, η φράου Σταιρ άρχισε να μιλά επί πολλή ώρα για ένα «κοσμικό κατάστημα», που βρισκότανε στο χωριό κι όπου αγόρασε τ' οδοντόνερό της. Ο Γιόαχιμ κοίταζε σταθερά μέσα στο πιάτο του… Το γεύμα ήταν τόσο μαστορικά ετοιμασμένο, όσο και πολυποίκιλο. Υπολογίζοντας και την θρεπτικότατη σούπα, δεν περιλάβαινε λιγότερα από έξι φαγητά. Ύστερα από το ψάρι, ήρθε ένα κρέας ψητό με γαρνιτούρα, ύστερα ένα ιδιαίτερο πιάτο λαχανικά, πουλερικό ψητό, μετά ένα φαγητό από ζυμαρικά, που δεν ήταν καθόλου κατώτερο σε νοστιμάδα, από το χθεσινοβραδινό και, τέλος, τυρί και φρούτα. Κάθε φαγητό παρουσιαζότανε δυο φορές, πράμα που δε γινόταν ανώφελα. Τα πιάτα γιόμιζαν κι ο κόσμος έτρωγε σ' εφτά τραπέζια — μια λιονταρίσια όρεξη βασίλευε σε κείνη την τραπεζαρία, μια βουλιμία που θα την έβλεπε κανείς μ' ευχαρίστηση, αν ταυτόχρονα δεν έδινε μια εντύπωση ακαθόριστα ανησυχητική, και, μάλιστα, αποκρουστική. Όχι μόνο οι εύθυμοι, που φλυαρούσαν και πετούσανε μεταξύ τους μπαλίτσες από ψωμί, μα κι οι ειρηνικοί κι οι σκυθρωποί, που, από καιρό σε καιρό, ακουμπούσανε το κεφάλι στα χέρια τους και κοίταζαν σταθερά μπροστά τους. Ένας νεαρός, στο διπλανό τραπέζι, αριστερά, γυμνασιόπαιδο, αν έκρινε κανείς από την ηλικία του, που τα μανίκια του του έπεφταν κοντά και που φορούσε χοντρά,

στρογγυλά γυαλιά, έκοβε ό,τι σώριαζε στο πιάτο του μικρά-μικρά κομματάκια και το μετέβαλλε, πριν το φάει, ανακατεύοντάς το, σ' έναν άμορφο χυλό. Ύστερα, έσκυβε κι άρχιζε να το καταβροχθίζει, περνώντας πότε-πότε την πετσέτα του κάτω από τα γυαλιά, για να σκουπίσει τα μάτια του, σφουγγίζοντας, δεν ήξερες τι ακριβώς, δάκρυα ή ιδρώτα. Κατά το διάστημα του κυριότερου γεύματος, συνέβησαν δυο περιστατικά, που ξύπνησαν την προσοχή του Χανς Κάστορπ, όσο του το επέτρεπε η κατάστασή του. Πρώτα-πρώτα, η τζαμωτή πόρτα χτύπησε πάλι — κι αυτό έγινε την ώρα του ψαριού. Ο Χανς Κάστορπ αναπήδησε προσβλημένος και στον πολύ δυνατό θυμό του είπε μέσα του, πως αυτή τη φορά ήταν απόλυτη ανάγκη να δει ποιος ήταν ο ένοχος. Όχι μόνο το σκέφτηκε, μα και το 'φερε ίσαμε την άκρα των χειλιών του, τόσο το είχε πάρει στα σοβαρά. Πρέπει να μάθω, ψιθύρισε με υπερβολική βία, έτσι που η μις Ρόμπινσον κι η δασκάλα γύρισαν και τον κοίταξαν έκπληκτες. Και, ταυτόχρονα, γύρισε τον κορμό του αριστερά, γουρλώνοντας τα κοκκινισμένα μάτια του. Ήταν μια κυρία που διάσχιζε την αίθουσα, μια γυναίκα, μια κοπέλα μάλλον, με μέτριο ανάστημα, που φορούσε άσπρο σουέτερ και χρωματιστή φούστα, και με κοκκινόξανθα μαλλιά τυλιγμένα απλά, σε πλεξούδες, γύρω από το κεφάλι της. Ο Χανς Κάστορπ δεν είδε παρά πολύ λίγα πράματα από το προφίλ της, τίποτα σχεδόν. Περπατούσε αθόρυβα, πράμα που ερχότανε σε παράξενη αντίθεση, με τη θορυβώδη είσοδό της, περπατούσε μ' έναν παράξενο φευγαλέο τρόπο και με το κεφάλι κάπως σκυμμένο προς τα μπρος, πηγαίνοντας κατά το τελευταίο τραπέζι, αριστερά, που ήτανε κάθετο προς την πόρτα της βεράντας, στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων», επομένως, με το ένα χέρι στην τσέπη της εφαρμοστής μάλλινης ζακέτας της, μα σηκώνοντας το άλλο, για να στερεώσει και να διορθώσει τα μαλλιά της, πίσω από το κεφάλι της. Ο Χανς Κάστορπ κοίταξε κείνο το χέρι — είχε πολύ σίγουρο αισθητήριο κι αναπτυγμένη κριτική παρατηρητικότητα για τα χέρια κι είχε τη συνήθεια, μόλις έκανε καμιά καινούρια γνωριμία να ρίχνει το βλέμμα του, πρώτα-πρώτα, απάνω σ' αυτά. Δεν ήταν ακριβώς χέρι κυρίας εκείνο που στερέωνε τα μαλλιά, δεν ήταν ούτε περιποιημένο ούτε εξευγενισμένο, όπως ήταν συνήθως τα γυναικεία χέρια στους κοινωνικούς κύκλους όπου σύχναζε ο νεαρός Χανς Κάστορπ. Ήταν αρκετά φαρδύ, με κοντά δάχτυλα, κι είχε κάτι το παιδικό και το πρωτόγονο, κάτι από το χέρι μιας μαθήτριας. Τα νύχια της, ήταν φανερό, αγνοούσανε το μανικιούρ, κι ήταν κομμένα όπως, απάνω-κάτω, μιας μαθήτριας και το δέρμα φαινότανε κάπως ερεθισμένο στις άκρες, σχεδόν σα να 'χε την κακή συνήθεια να τρώει τα νύχια της, δαγκάνοντάς τα. Αυτό, άλλωστε, ο Χανς Κάστορπ μάλλον που το ένιωσε, από ένα είδος ακαθόριστου αισθήματος, παρά που το είδε με τα μάτια του, γιατί η απόσταση ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Η αργοπορημένη χαιρέτησε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού τους ομοτράπεζούς της και, καθίζοντας, με την πλάτη γυρισμένη στην αίθουσα, πλάι στον γιατρό Κροκόβσκι, που προέδρευε εκεί, έστρεψε, κρατώντας πάντα με το χέρι της τα μαλλιά της, το κεφάλι, πάνω από τον ώμο της, και κοίταξε το κοινό — πράμα που επέτρεψε στον Χανς Κάστορπ να παρατηρήσει γρήγορα, πως είχε στενά μάτια και φαρδιά μήλα των παρειών… Μόλις την είδε, για μια στιγμή, είχε την ελαφρά εντύπωση, πως κάτι

ή κάποιον σαν να του θύμιζε αόριστα. Μια γυναίκα φυσικά! σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ και πάλι ψιθύρισε αυτές τις λέξεις τόσο καθαρά, που η δασκάλα, η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ, κατάλαβε τι έλεγε. Κι η καημένη η γεροντοκόρη χαμογέλασε συγκινημένη. — Είναι η Μαντάμ Σοσά, είπε. Είναι τόσο αμελής! Γοητευτική γυναίκα. Και, την ίδια στιγμή, η χνουδάτη κοκκινίλα της φροϋλάιν Ένγκελχαρτ σκοτείνιασε, κάτι που γινότανε πάντα, όταν άνοιγε το στόμα της. — Γαλλίδα; ρώτησε σοβαρά ο Χανς Κάστορπ. — Όχι, είναι Ρωσίδα, είπε η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ. Ίσως ο σύζυγός της να ήταν Γάλλος ή γαλλικής καταγωγής, δεν ξέρω ακριβώς. — Μήπως είναι εκείνος εκεί; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ, ερεθισμένος ακόμη, κι έδειξε έναν κύριο με πεσμένους ώμους στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων». — Ω, όχι, δεν είναι εδώ, αποκρίθηκε η δασκάλα. Ακόμα δεν ήρθε εδώ πέρα, είναι ολότελα άγνωστος εδώ. — Θα έπρεπε να κλείνει κανονικά την πόρτα! είπε ο Χανς Κάστορπ. Πάντα τις αφήνει και χτυπούν. Δεν είναι τρόπος αυτός! Κι η δασκάλα, που είχε εισπράξει το μάθημα, μ' ένα δειλό χαμόγελο, σα να 'ταν εκείνη η ίδια ο ένοχος, δεν ξανάκανε περισσότερο λόγο για τη Μαντάμ Σοσά. Το δεύτερο περιστατικό ήταν, τ' ότι ο Δρ Μπλούμενκολ σηκώθηκε και βγήκε, για λίγα λεπτά μόλις, από την αίθουσα — και τίποτα περισσότερο. Ξαφνικά, η έκφραση της αηδίας, που ήταν εντυπωμένη στο πρόσωπό του, έγινε πιο έντονη απ' όσο συνήθως, κοίταξε σ' ένα ορισμένο σημείο κι ύστερα, με μια διακριτική κίνηση, έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω και βγήκε. Μα τη στιγμή κείνη η μεγάλη προστυχιά της φράου Σταιρ παρουσιάστηκε κάτω από το πιο σκληρό φως, γιατί, ικανοποιημένη, χωρίς άλλο, που ήξερε ότι ήτανε λιγότερο άρρωστη από τον Μπλούμενκολ, συνόδευσε την έξοδό του με μισολυπημένα, μισοπεριφρονητικά σχόλια. — Τον κακόμοιρο! είπε. Σε λίγο δε θα μπορεί να κατουρά πια. Πάει να μιλήσει με τον Ερρίκο τον Γαλάζιο πάλι. Χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, να καταπνίξει την αποστροφή της, με πεισματερά αγράμματη έκφραση στο πρόσωπο, πρόφερε αυτό τον γελοίο ορισμό: «ο Ερρίκος ο Γαλάζιος», κι ο Χανς Κάστορπ δοκίμασε ένα μίγμα από τρόμο και διάθεση να γελάσει, όταν την άκουσε να λέει αυτά τα λόγια. Ο Δρ Μπλούμενκολ, άλλωστε, ξαναγύρισε ύστερα από λίγα λεπτά, με τον ίδιο διακριτικό τρόπο που είχε βγει, ξαναπήρε τη θέση του και συνέχισε το φαγητό του. Έτρωγε πολύ, επίσης. Έπαιρνε δυο φορές από κάθε φαγητό, χωρίς να βγάνει λέξη από το στόμα του, με την ίδια πάντα σκεφτική και κλειστή έκφραση. Ύστερα, το γεύμα τελείωσε: χάρη σ' ένα επιδέξιο σερβίρισμα —γιατί η νάνος, ιδιαίτερα, ήταν ένα πλάσμα μ' εξαιρετικά γρήγορα πόδια —δεν είχε διαρκέσει παρά μια ώρα γιομάτη. Ο Χανς Κάστορπ, ανασαίνοντας δύσκολα, και χωρίς να ξέρει καλά πώς είχε

ανεβεί, ήτανε πάλι ξαπλωμένος στην εξαίρετη πολυθρόνα του, στο μπαλκόνι, γιατί, ύστερα από το γεύμα, ήταν πάλι κούρα ανάπαυσης ίσαμε την ώρα του τσαγιού — η πιο σοβαρή, μάλιστα, της μέρας κι η πιο αυστηρά επιβεβλημένη. Ήταν ξαπλωμένος ανάμεσα στα δυο θαμπά, γυάλινα χωρίσματα, που τον χωρίζανε από τον Γιόαχιμ το ένα, κι από το αντρόγυνο των Ρώσων το άλλο, μισοναρκωμένος, ανασαίνοντας από το στόμα και με την καρδιά να χτυπά παράξενα. Όταν χρησιμοποίησε το μαντήλι του, το βρήκε κοκκινισμένο από αίμα, μα δεν είχε τη δύναμη να το σκεφτεί, μ' όλο που φοβότανε αρκετά για τον εαυτό του κι αν κι είχε μια φυσική τάση, μάλλον, προς τη, γιομάτη υποχοντρία, φαντασιοπληξία. Είχε ανάψει πάλι ένα Μαρία Μαντσίνι, κι αυτή τη φορά το κάπνισε ως το τέλος, αδιαφορώντας αν το 'βρισκε νόστιμο ή όχι. Νιώθοντας ίλιγγο, μη μπορώντας ν' ανασάνει κι ονειροπολώντας, συλλογίστηκε πόσο παράξενα αισθανότανε εδώ πάνω. Δυο-τρεις φορές, το στήθος του τινάχτηκε από ένα εσωτερικό γέλιο, καθώς θυμήθηκε κείνη τη φρικαλέα έκφραση που χρησιμοποίησε, μέσα στην προστυχιά της, η φράου Σταιρ.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΛΜΠΕΝ Κάτω, στον κήπο, κάποιο φύσημα του αέρα ξεδίπλωνε, πότε-πότε, τη φανταστική σημαία με το ιατρικό έμβλημα. Ο ουρανός είχε σκεπαστεί πάλι μ' έναν τρόπο ομοιόμορφο. Ο ήλιος είχε φύγει κι έκανε κρύο ξανά, σχεδόν παγωνιά. Η κοινή αίθουσα της ανάπαυσης φαινόταν γιομάτη. Εκεί κάτω δεν κυριαρχούσαν παρά μόνο κουβεντολόι και πνιγμένα γέλια. — Κύριε Αλμπέν, σας ικετεύω, πάρτε αυτό το μαχαίρι, βάλτε το στην τσέπη σας, θα συμβεί κανένα ατύχημα μ' αυτό! παραπονέθηκε μια δυνατή, τρεμουλιαστή φωνή κάποιας κυρίας. Και: — Αγαπητέ μου κύριε Αλμπέν, για όνομα του θεού, λυπηθείτε τα νεύρα μας και κρύψετε αυτό το φριχτό, δολοφονικό όργανο, να μην το βλέπουμε, μπήκε στη μέση μια δεύτερη, και τότε ένας ξανθός νεαρός, που καθότανε λοξά, μ' ένα τσιγάρο στο στόμα, στην πρώτηπρώτη ξαπλωτούρα, αποκρίθηκε με θρασύ τόνο: — Για όλο τον κόσμο! Οι κυρίες θα ευαρεστηθούν, βέβαια, να μου επιτρέψουν να παίξω λίγο με το μαχαίρι μου. Ναι φυσικά, είναι ένα μαχαίρι ιδιαίτερα καλοακονισμένο. Το αγόρασα στην Καλκούτα από έναν τυφλό μάγο… Το κατάπινε, κι αμέσως έτρεχε και το ξέθαβε ο μπόυ του πενήντα βήματα μακρύτερα… Θέλετε να το δείτε; Κόβει πολύ καλύτερα κι από ξουράφι. Δεν έχει κανείς παρά μόνο ν' αγγίξει τη λάμα και θα του κόψει τη σάρκα σαν βούτυρο. Μια στιγμή, να το δείτε από πιο κοντά… Όχι, τώρα θα πάω να φέρω το ρεβόλβερ μου! είπε ο κύριος Αλμπέν. Θα σας ενδιαφέρει περισσότερο. Είναι κάτι αληθινά φοβερό. Έχει μια δύναμη, που μπορεί να τρυπήσει και σίδερο… Πάω να το φέρω από την κάμαρά μου. — Κύριε Αλμπέν, κύριε Αλμπέν, μην το κάνετε αυτό! σκλήριξαν πολλές διαπεραστικές φωνές. Μα ο κύριος Αλμπέν είχε βγει κιόλας από την αίθουσα της ανάπαυσης, νεότατος και ξεβιδωμένος, με τριανταφυλλί παιδικό πρόσωπο και με χνουδωτά μάγουλα προς το μέρος των αυτιών. — Κύριε Αλμπέν, φώναξε μια γυναίκα πίσω του, πάρτε καλύτερα το πανωφόρι σας και φορέστε το αυτό για χάρη μου! Δεν είναι ούτε έξι βδομάδες που ήσασταν στο κρεβάτι από πνευμονία και να που κάθεστε έξω χωρίς πανωφόρι, κι ούτε που σκεπάζεστε με τίποτα καν, κι' όλο καπνίζετε! Είναι σαν να βάζετε σε πειρασμό τον Θεό, σας δίνω τον λόγο μου, κύριε Αλμπέν. Μα εκείνος γέλασε σαρκαστικά μόνο, φεύγοντας, και λίγα λεπτά αργότερα είχε επιστρέψει κιόλας με το ρεβόλβερ. Τότε, οι κυρίες άρχισαν να σκληρίζουν πιο ανόητα ακόμη από πριν και μπορούσε ν' ακούσει κανείς που πολλές απ' αυτές έκαναν να πηδήσουν από τις ξαπλωτούρες τους, μα μπερδεύονταν στις κουβέρτες τους κι έπεφταν. — Βλέπετε πόσο μικρό και λαμπερό 'ναι; είπε ο κύριος Αλμπέν. Μα μόνο να τ' ακουμπήσω εδώ και αμέσως… — Καινούργια ουρλιαχτά. — Είναι γιομάτο, φυσικά, εξακολούθησε ο

κύριος Αλμπέν. Σε τούτον δω τον κύλινδρο υπάρχουνε έξι σφαίρες που κάθε μια ανοίγει και μια τρύπα τη φορά… Δεν το αγόρασα, άλλωστε, γι' αστείο, είπε, καθώς παρατήρησε, πως η εντύπωση που έκαναν τα λόγια του αδυνάτιζε. Έχωσε το περίστροφο στη μέσα τσέπη του σακακιού του και ξανακάθισε στην πολυθρόνα του, σταυρώνοντας τις γάμπες, για ν' ανάψει καινούριο τσιγάρο. — Κάθε άλλο παρά γι' αστείο! επανάλαβε κι έσφιξε τα χείλη. — Γιατί, λοιπόν; Γιατί, λοιπόν; ρώτησαν κάτι τρεμουλιαστές, από προαισθήματα γιομάτα αγωνία, φωνές. Φοβερό! φώναξε ξαφνικά, κάποια κυρία, και τότε ο κύριος Αλμπέν κούνησε το κεφάλι-του. — Βλέπω, ότι αρχίζετε να καταλαβαίνετε, είπε. Γι' αυτόν το σκοπό το φυλάσσω, πραγματικά, εξακολούθησε μ' ελαφρότητα, αφού πριν, παρά την πρόσφατη πνευμονία του, είχε ρουφήξει και ξεφυσήσει αρκετό καπνό. Το έχω μαζί μου για κείνη τη μέρα, που θ' αρχίσω να βρίσκω αυτή τη δουλειά υπερβολικά πληκτική και τότε θα 'χω πια την τιμή να σας υποβάλω τα σέβη μου. Το πράμα είναι αρκετά απλό… Το μελέτησα από πολύ κοντά κι έχω συμφωνήσει με τον εαυτό μου, για τον καλύτερο τρόπο που θα πρέπει να ξεκαθαριστεί αυτή η υπόθεση. (Στη λέξη «ξεκαθαριστεί» ακούστηκε μια κραυγή). Ας βάλουμε κατά μέρος την καρδιά… Ο στόχος εκεί δε μου φαίνεται και πολύ πρόσφορος… Και προτιμώ να χτυπήσω τη συνείδηση στο ίδιο το κέντρο της, σφηνώνοντας ένα όμορφο ξένο σωματάκι σ' αυτό το τόσο ενδιαφέρον όργανο… Κι ο κύριος Αλμπέν έδειξε με το δάχτυλο το ξανθό, με τα κοντά κομμένα μαλλιά, το κρανίο του. Θα το ακουμπήσω εδώ. — Ο κύριος Αλμπέν έβγαλε πάλι το νικελωμένο περίστροφο από την τσέπη του και χτύπησε με την κάνη τον κρόταφό του — εδώ, πάνω από την αρτηρία… Χωρίς καθρέφτη, μάλιστα, είναι μια εύκολη υπόθεση… Ικετευτικές διαμαρτυρίες αντήχησαν σε πολλούς τόνους κι ανάμεσά τους ακούστηκε, μάλιστα, κι ένας λυγμός. — Κύριε Αλμπέν, πάρτε το ρεβόλβερ, πάρτε το ρεβόλβερ από τον κρόταφό σας, δεν μπορούμε να το βλέπουμε αυτό! Είστε νέος, κύριε Αλμπέν, θα γίνετε καλά, θα ξαναγυρίσετε στη ζωή και θα είστε πολύ δημοφιλής, έχετε τον λόγο μου. Μα φορέστε, λοιπόν, το παλτό σας, ξαπλώστε, σκεπαστείτε, μην παραμελείτε την κούρα σας! Μη διώξετε πια τον λουτράρη, όταν θα 'έρθει να σας τρίψει μ' οινόπνευμα. Αφήστε πια το τσιγάρο, κύριε Αλμπέν, ακούστε με σας ικετεύουμε, για χάρη της ζωής σας, της νεανικής και πολύτιμης ζωής σας! Μα ο κύριος Αλμπέν ήταν ανένδοτος. — Όχι, όχι, είπε, αφήστε με, εν τάξει, σας ευχαριστώ. Ποτέ δεν αρνήθηκα τίποτα σε μια κυρία, μα καταλαβαίνετε, πως είναι ανώφελο το να θέλω να κρατήσω τον τροχό της μοίρας. Βρίσκομαι εδώ τρία χρόνια τώρα… παραχόρτασα, δεν πάει άλλο πια — δεν το καταλαβαίνετε αυτό; Αθεράπευτος, κυρίες μου — κοιτάξτε με, όπως με βλέπετε εδώ, είμαι αγιάτρευτος — ο ίδιος ο Αυλικός Σύμβουλος δεν το κρύβει παρά μόνο για τον τύπο. Δώστε μου, λοιπόν, τούτη την ελάχιστη ελευθερία, που είναι ο καρπός αυτής της ίδιας μου

της πραγματικότητας! Είναι όπως στο Γυμνάσιο, που, όταν ήτανε βέβαιο πως θα μένατε στην ίδια τάξη δε σας εξέταζαν πια κι ούτε είχατε τίποτα άλλο να κάνετε. Είμαι ώριμος, επιτέλους, γι' αυτή την ευτυχισμένη κατάσταση. Δεν έχω ανάγκη να κάνω τίποτα πια, δε λογαριάζομαι πια, αδιαφορώ για όλα! Θέλετε σοκολάτα; Πάρτε μόνες σας! Όχι, όχι, δε μου τη στερείτε, έχω ένα σωρό στην κάμαρά μου. Έχω μπομπονιέρες, πέντε πλάκες Γκάλα Πέτερ και τέσσερα κιλά σοκολάτα Λιντ — όλ' αυτά μου τα έστειλαν οι κυρίες του Σανατόριου, κατά το διάστημα της πνευμονίας μου… Από κάπου, μια φωνή μπάσου παρακάλεσε να ησυχάσουνε. Ο κύριος Αλμπέν ξέσπασε σ' ένα μικρό γέλιο — ένα κυματιστό, κομματιαστό γέλιο. Ύστερα, στην αίθουσα της ανάπαυσης έγινε ησυχία, τέτοια ησυχία σα να 'χε διαλύσει κάποιο όνειρο ή καμιά οπτασία και τα λόγια που είχανε ειπωθεί ηχούσαν παράξενα και απλώνονταν μέσα στη σιωπή. Ο Χανς Κάστορπ τέντωσε το αυτί του ίσαμε που σώπασαν ολότελα κι αν και του φάνηκε, αόριστα, πως ο κύριος Αλμπέν δεν ήτανε παρά ένας σαχλός, ωστόσο δεν μπόρεσε να μη νιώσει κάποια ζήλεια μαζί του. Ιδιαίτερα εκείνη η παρομοίωση, που είχε χρησιμοποιήσει από τη σχολική ζωή, του είχε κάμει ζωηρή εντύπωση, γιατί κι ο ίδιος αυτός είχε μείνει δυο χρόνια στη δεύτερη τάξη και θυμόταν αρκετά καλά ακόμα εκείνη την κάπως ταπεινωτική, μα κωμική και ευχάριστη, εγκατάλειψη, που τον έκανε σχεδόν να χαρεί, όταν, το τέταρτο τρίμηνο, δεν πατούσε πια στα μαθήματα και γελούσε για «όλη αυτή την ιστορία». Καθώς οι σκέψεις του ήταν σκοτεινές και αόριστες, είναι δύσκολο να τις ορίσει κανείς. Προπαντός, του φαινότανε πως η τιμή προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα, μα πως κι η ντροπή δεν πρόσφερε λιγότερα, πως τα πλεονεκτήματα της τελευταίας, μάλιστα, ήταν απεριόριστα σχεδόν. Κι' όταν, σαν δοκιμαστικά, προσπάθησε να φανταστεί την πνευματική κατάσταση του κυρίου Αλμπέν, και φαντάστηκε τι μπορούσε να σημαίνει το να 'χει λυτρωθεί κανείς από το βάρος της τιμής κι έτσι να χαίρεται για πάντα τ' ανεξερεύνητα πλεονεκτήματα της ντροπής, ένα αίσθημα άγρια γλυκό τρόμαξε τον νέο και, για κάμποσα λεπτά, έκανε την καρδιά του να χτυπά πιο δυνατά ακόμα.

Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΚΑΝΕΙ ΑΤΙΜΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Αργότερα, έχασε τη συνείδηση του τι γινότανε γύρω του. Σύμφωνα με το ρολόι του ήταν στις τρεις και μισή, όταν τον ξύπνησε μια συνομιλία που γινότανε πίσω από το γυάλινο χώρισμα, αριστερά. Ο γιατρός Κροκόβσκι, που έκανε κείνη την ώρα τον γύρο του στους ασθενείς, χωρίς τον Αυλικό Σύμβουλο, μιλούσε ρωσικά με το ανάγωγο αντρόγυνο. Ρωτούσε, κατά πώς φαινότανε, για την κατάσταση του συζύγου και κοίταζε τον πίνακα με την καμπύλη του πυρετού. Ύστερα, όμως, συνέχισε τον γύρο του, όχι κατά μήκος του μπαλκονιού, μα, αποφεύγοντας τον εξώστη του Χανς Κάστορπ, πήγε από το διάδρομο και μπήκε στην κάμαρα του Γιόαχιμ από την πόρτα. Ο Χανς Κάστορπ ενοχλήθηκε κάπως, που τον απόφυγαν και τον παραμέλησαν, μ' όλο που δε θα 'θελε, για όλο τον κόσμο, να βρεθεί μόνος του με το γιατρό Κροκόβσκι. Ήταν πολύ καλά, χωρίς άλλο, και δε λογαριαζότανε — γιατί σε τούτους, εδώ πάνω, συλλογίστηκε, τα πράματα είχανε έτσι, ώστε, να μην παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον και να μην εξετάζεται όποιος είχε την τιμή να 'ναι υγιής, κι αυτό ήταν κάτι που εξόργισε τον νεαρό Κάστορπ. Όταν ο γιατρός Κροκόβσκι έμεινε δυο-τρία λεπτά στου Γιόαχιμ, εξακολούθησε τον γύρο του κατά μήκος του μπαλκονιού, κι ο Χανς Κάστορπ άκουσε τον ξάδελφό του να του λέει, πως ήτανε ώρα να σηκωθούνε και να ετοιμαστούν για το τσάι. — Πολύ καλά, αποκρίθηκε και σηκώθηκε. Μα ένιωσε ζαλάδα που είχε μείνει ξαπλωμένος τόσες ώρες κι ο ύπνος είχε αρχίσει πάλι να κοκκινίζει το πρόσωπό του, μ' όλο που, άλλωστε, ένιωθε μάλλον παγωμένος. Ίσως να μην είχε σκεπαστεί αρκετά ζεστά. Έπλυνε τα μάτια του και τα χέρια του, ταχτοποίησε τα μαλλιά του και τα ρούχα του και συνάντησε τον Γιόαχιμ στον διάδρομο. — Άκουσες αυτόν τον κύριο Αλμπέν; ρώτησε, ενώ κατέβαιναν τη σκάλα. — Φυσικά, είπε ο Γιόαχιμ. Χρειάζεται πειθαρχία αυτός ο άνθρωπος. Ταράζει ολόκληρη την απογευματινή μας ανάπαυση με τη φλυαρία του κι ερεθίζει τις κυρίες, σε τέτοιο βαθμό, που καθυστερεί για πολλές εβδομάδες η θεραπεία τους. Σοβαρή απειθαρχία. Μα ποιος θα πήγαινε να τον καταδώσει; Κι εκτός απ' αυτό κάτι τέτοια λόγια, τις πιο πολλές φορές, είναι ευπρόσδεκτα, σαν διασκέδαση. — Πιστεύεις ότι είναι δυνατό, ρώτησε ο Χανς Κάστορπ, ν' αντιμετωπίζει σοβαρά αυτή την «εύκολη υπόθεση», όπως λέει ο ίδιος, και να σφηνώσει ένα ξένο σώμα στο κρανίο του; — Αχ, βέβαια, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ, δεν είναι κι ολότελα αδύνατο. Κάτι τέτοια συμβαίνουνε, βλέπεις, εδώ. Δυο μήνες πριν έρθω, ένας φοιτητής, που είχε χρόνια άρρωστος εδώ, πήγε και κρεμάστηκε στο δάσος, εκεί κάτω, από την άλλη μεριά, ύστερα από μια γενική εξέταση. Μιλούσανε ακόμη γι' αυτό, τον πρώτο καιρό της διαμονής μου εδώ. Ο Χανς Κάστορπ χασμουρήθηκε νευρικά. — Ναι, δεν αισθάνομαι καλά εδώ πάνω, σε σας, εξήγησε, δεν μπορώ να πω, ότι αισθάνομαι καλά. Είναι πολύ πιθανό να μην μπορέσω να μείνω, ξέρεις, θαρρώ πως πρέπει

να φύγω πίσω — θα μου κρατούσες κακία γι' αυτό; — Να φύγεις; Τι σ' έπιασε; φώναξε ο Γιόαχιμ. Ανοησίες. Τώρα που μόλις έφτασες! Πώς είναι δυνατόν να κρίνεις από την πρώτη μέρα κιόλας; — Θεέ μου, είναι ακόμα, η πρώτη μέρα, λοιπόν; Έχω πέρα για πέρα την εντύπωση, σα να 'χα πάρα πολύ καιρό σε σας, εδώ πάνω. — Μην αρχίσεις πάλι να παραληρείς απάνω στον χρόνο! είπε ο Γιόαχιμ. Αρκετά με ζάλισες σήμερα το πρωί. —Όχι, ησύχασε, τα ξέχασα όλα, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Έπειτα, το μυαλό μου δεν είναι και τόσο καθαρό, αυτή τη στιγμή, πέρασε. Λοιπόν, πάμε για το τσάι τώρα δα; — Ναι, κι ύστερα θα ξαναπάμε ως τον πρωινό πάγκο. — Με τη βοήθεια του Θεού. Μα ας ελπίσουμε πως δε θα ξανασυναντήσουμε τον Σετεμπρίνι. Δεν έχω πια δύναμη σήμερα να πάρω μέρος σε άλλες πνευματώδεις συζητήσεις, προτιμώ να σου το πω από τώρα κιόλας. Στην τραπεζαρία σερβίρονταν όλα τα ζεστά που προβλέπονταν για τούτη την ώρα. Η μις Ρόμπινσον έπινε πάλι το κόκκινο βραστάρι της, από καρπούς αγριοτριανταφυλλιάς, ενώ η ανεψιά έτρωγε πάλι το γιαούρτι της. Υπήρχε, ακόμα, γάλα, τσάι, καφές, σοκολάτα, ναι, ως και ζωμός, και παντού οι οικότροφοι, που, μετά το άφθονο μεσημεριάτικο γεύμα, είχανε περάσει δυο ώρες ξαπλωμένοι, έδειχναν μεγάλη δραστηριότητα στο ν' αλείφουνε με βούτυρο μεγάλες φέτες ψωμί με κορινθιακή σταφίδα. Ο Χανς Κάστορπ είχε σερβιριστεί τσάι και βουτούσε μπισκότα σ' αυτό. Έφαγε, επίσης και λίγη μαρμελάδα. Κοίταξε καλά-καλά, από κοντά, το σταφιδόψωμο, μα τον έπιασε κυριολεκτικά ρίγος, στη σκέψη ότι θα 'τρωγε απ' αυτό. Πάλι ήτανε καθισμένος στη θέση του, στην αίθουσα με την απλά διακοσμημένη οροφή και τα επτά μεγάλα τραπέζια, για τέταρτη φορά. Λίγο πιο ύστερα, κατά τις εφτά, ήταν καθισμένος εκεί, για πέμπτη φορά, κι αυτή τη φορά ήτανε για το βραδινό φαγητό. Το μεταξύ χρονικό διάστημα, που ήταν σύντομο και ασήμαντο, είχε διατεθεί για έναν περίπατο ίσαμε κείνο τον πάγκο, στην πλαγιά του βουνού, πλάι στο ρυάκι — ο δρόμος ήτανε τώρα γιομάτος από πλήθος αρρώστους, έτσι που τα δυο ξαδέλφια έπρεπε να χαιρετούν κάθε τόσο — και, για μια ακόμη κούρα ανάπαυσης, μιάμισης ωρούλας, γρήγορη και, δίχως περιεχόμενο, στο μπαλκόνι. Ο Χανς Κάστορπ ένιωσε πολλές φορές ρίγη κατά την τελευταία τούτη κούρα. Για το βραδινό φαγητό άλλαξε ευσυνείδητα, ρούχα, κι έφαγε ανάμεσα στην μις Ρόμπινσον και τη δασκάλα, χορτόσουπα, κρέας ψητό και της σκάρας με γαρνίρισμα, δυο κομμάτια από ένα γλυκό, που είχε μέσα τα πάντα: ζύμη μακαρονιών, κρέμα βουτύρου, σοκολάτα, πελτέ από φρούτα, αμυγδαλόψυχα, καθώς κι ένα εξαίρετο τυρί με σικαλόψωμο. Παράγγειλε πάλι ένα μπουκάλι μπίρα του Κούλμπαχ. Μα όταν είχε πιει τη μισή, από το μεγάλο ποτήρι του, κατάλαβε καθαρά, πως η θέση του ήτανε στο κρεβάτι. Το κεφάλι του βούιζε, τα βλέφαρά του ήταν μολυβένια, η καρδιά του χτυπούσε σαν μικρό τύμπανο και, για να γίνει πληρέστερο το μαρτύριό του, φαντάστηκε, πως η όμορφη

Μαρούσγια, που, σκυμμένη προς τα μπρος, έκρυβε το πρόσωπό της πίσω από το χέρι της με το ρουμπίνι, τον κοροΐδευε, μ' όλο που εκείνος έκανε σοβαρές προσπάθειες να μη της δώσει καμιά αφορμή. Σαν από πολύ μακριά άκουγε τη φράου Σταιρ να διηγείται κάτι ή να εκφράζει τόσο γελοίες γνώμες, που άρχισε ν' αμφιβάλει, όλο και πιο πολύ ταραγμένος, αν άκουγε ακόμη καλά ή μη και, κατά σύμπτωση, τα λόγια της φράου Σταιρ μεταμορφώνονταν και γίνονταν παραλογισμοί μέσα στο κεφάλι του. Εξηγούσε, πως ήξερε να φτιάχνει είκοσι οχτώ διαφορετικά είδη σάλτσες για ψάρι — είχε το θάρρος να τ' ομολογεί, μ' όλο που ο σύζυγός της την είχε αποτρέψει να κάνει λόγο γι' αυτό. Να μη το λες! της είχε πει. Δε θα σε πιστέψει κανείς, κι αν το πιστέψει θα το βρει γελοίο! Κι ωστόσο εκείνη θα το εξομολογείτο ειλικρινά, σήμερα, πως ήξερε να φτιάχνει είκοσι οχτώ διαφορετικά είδη σάλτσες για ψάρι. Αυτό φάνηκε φοβερό στον καημένο Χανς Κάστορπ. Τρόμαξε, έφερε το χέρι στο μέτωπό του, και ξέχασε να μασήσει και να καταπιεί μια μπουκιά σικαλόψωμο και τσέστερ, που είχε στο στόμα του. Όταν σηκώθηκε από το τραπέζι, το είχε ακόμη στο στόμα του. Βγήκανε από την τζαμωτή πόρτα, αριστερά, αυτή τη μοιραία πόρτα που χτυπούσε πάντα και που οδηγούσε στο χολ. Όλοι σχεδόν οι οικότροφοι πήρανε αυτό τον δρόμο και φάνηκε πως, την ώρα αυτή, ύστερα από το δείπνο, μαζεύονταν όλοι τους στο χολ και στα γειτονικά σαλόνια. Οι περισσότεροι ασθενείς στέκονταν εκεί, σε μικρές συντροφιές, και φλυαρούσαν. Γύρω από δυο τραπέζια, που διπλώνονταν, έπαιζαν, ντόμινο στο ένα, μπριτζ στο άλλο, και δεν έπαιζαν παρά μόνο νέοι κι ανάμεσα σ' αυτούς ο κύριος Αλμπέν κι η Ερμίνε Κλέεφελντ. Εκτός από το παιγνίδι, υπήρχαν, επίσης, για να διασκεδάζουν οι ασθενείς, κάνα-δυο οπτικά μηχανήματα, στο πρώτο σαλόνι: ένα στερεοσκοπικό κουτί, που όταν κοίταζες μέσα, από τους φακούς, έβλεπες τις φωτογραφίες που ήταν τοποθετημένες στο εσωτερικό του, έναν Βενετσιάνο γονδολιέρη, λόγου χάρη, με μια αλύγιστη κι αναιμική πλαστικότητα. Έπειτα, ένα καλειδοσκόπιο, σε σχήμα τηλεσκοπίου, που ακουμπούσες το μάτι σου στον φακό του και κινώντας συγχρόνως αργά έναν οδοντωτό τροχό έβαζες σε κίνηση μια πολύχρωμη φαντασμαγορία, από αστέρια κι αραβικές διακοσμήσεις. Τέλος, ένα κινητό τύμπανο, που έβαζες μέσα του κινηματογραφικές ταινίες κι από τα ανοίγματα που είχε μπορούσες να δεις έναν μυλωνά, που χτυπιότανε μ' ένα καπνοδοκαθαριστή, έναν δάσκαλο που τιμωρούσε έναν μαθητή, έναν ακροβάτη που πηδούσε πάνω σε σκοινί κι ένα ζευγάρι χωριάτες που χόρευαν κάποιο χορό του τόπου τους. Ο Χανς Κάστορπ, με τα χέρια του παγωμένα, απιθωμένα στα γόνατά του, κοίταξε για κάμποση ώρα και στα τρία αυτά μηχανήματα. Στάθηκε λίγη ώρα, επίσης, πλάι στο τραπέζι του μπριτζ, όπου ο αθεράπευτος κύριος Αλμπέν, με μια περιφρονητική έκφραση στα χείλη, μεταχειριζότανε τα χαρτιά με τις ανέμελες κινήσεις κοσμικού τύπου. Σε μια γωνιά του δωματίου καθότανε ο γιατρός Κροκόβσκι, αφοσιωμένος σε μια ζωηρή και εγκάρδια συζήτηση με μια συντροφιά κυριών, που ανάμεσά τους βρίσκονταν η φράου Σταιρ, η φράου Ίλτις και η φροϋλάιν Λέβι. Οι «Καλοί Ρώσοι» είχαν αποτραβηχτεί στο διπλανό σαλονάκι, που δε χωριζότανε από την αίθουσα του παιγνιδιού παρά μόνο με κουρτίνες κι αποτελούσαν ένα είδος απαραβίαστης κλίκας. Εκεί, εκτός από τη Μαντάμ Σοσά, ήταν ένας νωχελής κύριος με ξανθή γενειάδα, στενό

θώρακα και πεταχτά μάτια, μια κοπέλα βαθυμελάχρινη, που είχε έναν τύπο παράξενο και ευτράπελο, με χρυσά σκουλαρίκια και πυκνά ακατάστατα μαλλιά, κι ακόμα ο Δρ Μπλούμενκολ, που είχε συντροφιάσει μαζί τους, καθώς και δυο νεαροί με πεσμένους ώμους. Η Μαντάμ Σοσά φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα με λευκό, δαντελλένιο γιακά. Αποτελούσε το κέντρο του κύκλου, καθισμένη στον καναπέ, πίσω από το στρογγυλό τραπέζι, στο βάθος του μικρού δωματίου, με το πρόσωπο γυρισμένο προς την αίθουσα του παιγνιδιού. Ο Χανς Κάστορπ, που μπορούσε κι έβλεπε την ανάγωγη τούτη κυρία, όχι δίχως κάποια αποδοκιμασία, σκεφτότανε: Μου θυμίζει κάτι, μα δε θα 'ξερα να πω τι… Ένας ψηλός, γύρω στα τριάντα περίπου, που τα μαλλιά του του 'πεφταν, κατά πως φαινότανε, έπαιξε τρεις φορές συνέχεια στο μικρό, καφέ πιάνο, το Γαμήλιο Εμβατήριο από το Όνειρο θερινής νυκτός κι όταν μερικές από τις κυρίες, που ήταν εκεί, τον παρακάλεσαν, άρχισε να παίζει, για τέταρτη φορά, το μελωδικό κομμάτι, αφού πρώτα κοίταξε τη μια μετά την άλλη τις κυρίες, βαθιά και σιωπηλά, μέσα στα μάτια. — Επιτρέπεται να ρωτήσει κανείς για την πολύτιμη υγεία σας, ναυπηγέ μου; ρώτησε ο Σετεμπρίνι, που, με τα χέρια στις τσέπες, περπατούσε ρέμπελα ανάμεσα στους οικότροφους και τώρα είχε πλησιάσει το Χανς Κάστορπ. Φορούσε ακόμα τη γκρίζα ρεντινγκότα του, που ήταν ραμμένη από ένα είδος χοντρού υφάσματος, και το πανταλόνι με τ' ανοιχτόχρωμα τετραγωνάκια. Χαμογέλασε, καθώς μίλησε στον Χανς Κάστορπ, και πάλι, τούτος δω, αισθάνθηκε σαν να καθάριζε το μυαλό του μπροστά σ' αυτά τα χείλια, που κυμάτιζαν με κοροϊδευτική ευγένεια, κάτω από την καμπύλη του μαύρου μουστακιού. Κοίταξε, άλλωστε, τον Ιταλό κάπως ντροπαλά, με άτονα χείλη και κοκκινισμένα μάτια. — Α, εσείς είστε; είπε. Ο κύριος του σημερινού πρωινού περιπάτου, εκεί πάνω, στον πάγκο, που… πλάι στο ρυάκι… Φυσικά που σας αναγνώρισα αμέσως. Θα το πιστέψετε, εξακολούθησε, μ' όλο που καταλάβαινε, βέβαια, πως δε θα 'πρεπε να το πει, πως όταν σας πρωτοείδα σας πήρα για παίχτη λατέρνας; Αυτό 'ταν φυσικά, καθαρή ανοησία, πρόσθεσε, βλέποντας πως ο Σετεμπρίνι του έριξε ένα βλέμμα ψυχρό, εξεταστικό και διαπεραστικό — μια μεγάλη ανοησία, μ' ένα λόγο! Ακόμη δεν κατάλαβα, άλλωστε, για ποιο λόγο… — Μην ανησυχείτε, είναι δίχως σημασία, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, αφού, για ένα λεπτό ακόμη, κοίταξε σιωπηλά τον νέο. Και πώς περάσατε αυτή τη μέρα, την πρώτη της διαμονής σας σ' αυτόν τον ευχάριστο τόπο; — Σας ευχαριστώ πολύ. Απολύτως προοδευτικά, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Οριζοντίως, κατά προτίμηση, όπως σας αρέσει να λέτε κι ο ίδιος. Ο Σετεμπρίνι χαμογέλασε. — Δεν είναι απίθανο να εκφράστηκα έτσι, σε σχετική ευκαιρία, είπε. Ωραία! Και τον βρήκατε διασκεδαστικό αυτό τον τρόπο της ζωής; — Διασκεδαστικό και πληκτικό, όπως θέλετε, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Είναι φορές που δυσκολεύομαι να το ξεχωρίσω, ξέρετε. Δεν έπληξα καθόλου. Έπειτα, εδώ πάνω, σ'

εσάς, βασιλεύει μια εξαιρετική ζωηρότητα. Ακούει και βλέπει κανείς τόσα και τόσα περίεργα και καινούρια πράματα!… Κι ωστόσο, από την άλλη μεριά, έχω την εντύπωση πως δε βρίσκομαι εδώ μια μέρα μονάχα, μ' από χρόνια και χρόνια — σα να 'χα γίνει, ακριβώς, πιο μεγάλος στα χρόνια και πιο έξυπνος… έτσι μου φαίνεται. — Πιο έξυπνος, επίσης; είπε ο Σετεμπρίνι και ζάρωσε τα φρύδια. Θα μου επιτρέψετε μια ερώτηση; Πόσων χρονών είστε ακριβώς; Μα να που, ξαφνικά, ο Χανς Κάστορπ δεν ήξερε πια την ηλικία του! Παρ' όλες τις ανυπόμονες κι απελπισμένες προσπάθειες που έκανε να θυμηθεί, εκείνη τη στιγμή ακριβώς δεν ήξερε πόσων χρονών ήταν. Για να κερδίσει καιρό, επανάλαβε την ερώτηση κι ύστερα είπε: — Εγώ; Πόσων χρονών είμαι; Είμαι είκοσι τεσσάρων χρονών, φυσικά. Σε λίγο θα 'χω κλείσει τα εικοσιπέντε. Με συγχωρείτε, είμαι κουρασμένος, είπε. Και κούραση δεν είναι ακριβώς η λέξη που εκφράζει την κατάστασή μου. Θα την ξέρετε, ίσως: όταν ονειρεύεται κανείς και το ξέρει πως ονειρεύεται και θα 'θελε να ξυπνήσει και δεν μπορεί… την ξέρετε αυτή την κατάσταση, δεν είναι έτσι; Ε, έτσι ακριβώς αισθάνομαι. Θα πρέπει, σίγουρα, να 'χω πυρετό, διαφορετικά δε θα μπορούσα να το εξηγήσω καθόλου αυτό. Φανταστείτε, πως τα πόδια μου είναι παγωμένα ως τα γόνατα. Ένα σχήμα λόγου, βέβαια, γιατί τα γόνατα δεν είναι πια πόδια — με συμπαθάτε, είμαι εξαιρετικά ζαλισμένος, μα κι αυτό δεν είναι για ν' απορεί κανείς, όταν κιόλας σας σφύριξαν πρωί-πρωί… με τον πνευμοθώρακα, κι όταν, αργότερα, ακούσατε τι έλεγε αυτός ο κύριος Αλμπέν, όντας οριζόντια ξαπλωμένος, μάλιστα. Φανταστείτε, πως όλη την ώρα μου φαίνεται, ότι δε θα 'πρεπε να εμπιστεύομαι πια στις πέντε αισθήσεις μου, κι οφείλω να πω, πως αυτό είναι κάτι που μ' ενοχλεί περισσότερο από τη φλόγα του προσώπου μου και την παγωνιά των ποδιών μου. Πείτε μου, ειλικρινά: πιστεύετε ότι είναι δυνατό να ξέρει, η φράου Σταιρ, να φτιάχνει είκοσι οχτώ σάλτσες για ψάρι; Δε θέλω να πω: αν είναι πραγματικά ικανή να τις φτιάχνει —αυτό μου φαίνεται ότι αποκλείεται— μα απλά και μόνο, αν είπε αληθινά κάτι τέτοιο πρωτύτερα, στο τραπέζι, ή αν το φαντάστηκα μόνο ότι τ' άκουσα. Ο Σετεμπρίνι τον κοίταζε. Σα να μην είχε ακούσει τι του είχε πει. Πάλι τα μάτια του ήταν αφηρημένα. Είχανε πάρει μια ακίνητη και τυφλή κατεύθυνση κι είπε, όπως το πρωί, τρεις φορές: έτσι, έτσι, έτσι, και: κοίτα, κοίτα, κοίτα, κοροϊδευτικορεμβατικά και τσιρίζοντας ιταλόφωνα το ΚΙ. — Είκοσι τεσσάρων είπατε; ρώτησε ύστερα… — Όχι, είκοσι οχτώ! είπε ο Χανς Κάστορπ. Είκοσι οχτώ σάλτσες για ψάρι! Όχι σάλτσες, γενικά, μα σάλτσες για ψάρι ειδικά, εδώ 'ναι το τερατώδες! — Ναυπηγέ μου! είπε ο Σετεμπρίνι οργισμένα και συμβουλευτικά. Συνέλθετε κι αφήσετέ με ήσυχο μ' αυτές τις γελοίες ανοησίες. Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτές κι ούτε θέλω να ξέρω. Είκοσι τεσσάρων χρονών είπατε; Χμ… Επιτρέψετέ μου μια ερώτηση ακόμα ή μια ακατάλληλη, αν θέλετε, πρόταση. Καθώς η διαμονή σας εδώ δε σας φαίνεται υποφερτή καθώς δεν αισθάνεστε καλά, εδώ πάνω, σε μας, ούτε από φυσική, ούτε κι από ψυχικήν

άποψη, αν δεν μ' απατούν τα φαινόμενα, τουλάχιστον — τι θα λέγατε αν σας πρότεινα να παραιτηθείτε από το να ενηλικιωθείτε εδώ, αν, με λίγα λόγια, σας έλεγα να ετοιμάζατε, (απόψε κιόλας), τα μπαγκάζια σας, και να πάρετε την πρώτη ταχεία που θα φύγει αύριο το πρωί από δω; — Θέλετε να πείτε, πως θα 'πρεπε να φύγω; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Τη στιγμή ακριβώς που μόλις έφτασα; Μα όχι, πώς θα μπορούσα να κρίνω από την πρώτη μέρα κιόλας; Λέγοντας τα λόγια αυτά, το βλέμμα του έπεσε τυχαία στο διπλανό σαλονάκι κι εκεί είδε την φράου Σοσά, από μπροστά, με τα στενά μάτια και τα φαρδιά μήλα των παρειών. Τι, τι, ποιον μου θυμίζει, λοιπόν; συλλογίστηκε. Μα το μυαλό του, κουρασμένο, παρ' όλες του τις προσπάθειες, δεν μπόρεσε ν' απαντήσει σ' αυτή την ερώτηση. — Δε μου είναι, φυσικά, τόσο εύκολο, να εγκλιματιστώ εδώ πάνω, σε σας, εξακολούθησε. Αυτό, φυσικά, θα 'πρεπε να το είχα προβλέψει κι αν απάνω σ' αυτό τα παρατούσα όλα κι έφευγα μόνο και μόνο γιατί, για κάμποσες μέρες, θα ένιωθα λίγο ζεστός και κάπως ταραγμένος, μου φαίνεται πως θα ντρεπόμουν, ναι, πως θα φαινόμουν δειλός στα ίδια μου τα μάτια κι έπειτα αυτό θα 'ταν ενάντιο σε κάθε λογική — όχι, πείτε κι ο ίδιος εσείς… Μιλούσε, ξαφνικά, με πολλή επιμονή, με άταχτες κινήσεις των ώμων, και σα να 'θελε να κάνει τον Ιταλό ν' αποφασίσει να πάρει πίσω τη συμβουλή του, μ' όλους τους τύπους. — Υποκλίνομαι μπροστά στη λογική, απάντησε ο Σετεμπρίνι. Υποκλίνομαι, εξ άλλου, το ίδιο, μπροστά στο θάρρος. Ό,τι λέτε εξυπακούεται από μόνο του, και θα 'τανε δύσκολο να βρει κανείς κάτι σοβαρό για να το αντιτάξει σ' αυτό. Άλλωστε, είδα πραγματικά πολύ όμορφες περιπτώσεις εγκλιματίσεως. Ήταν, λόγου χάρη, τον περασμένο χρόνο, η φροϋλάιν Κνάιφερ, η Οττίλιε Κνάιφερ, από εξαίρετη οικογένεια, κόρη ενός ανώτερου κρατικού υπαλλήλου. Βρισκόταν εδώ ενάμιση χρόνο τουλάχιστον κι είχε συνηθίσει τόσο πολύ, που, όταν η υγεία της είχε αποκατασταθεί εντελώς —γιατί γίνεται κι αυτό, γιατρεύονται και καμιά φορά εδώ πάνω— δε θέλησε, για όλο τον κόσμο, να φύγει. Παρακάλεσε μ' όλη της την ψυχή τον Αυλικό Σύμβουλο να της επιτρέψει να μείνει ακόμη, δεν μπορούσε κι ούτε ήθελε να γυρίσει σπίτι της, εδώ ένιωθε ευτυχισμένη. Μα καθώς υπήρχε μεγάλη ζήτηση δωματίων κι είχαν απόλυτη ανάγκη της κάμαράς της, οι ικεσίες της πήγανε του κάκου κι ήταν αποφασισμένοι να της δώσουν εξιτήριο γιατί ήταν απόλυτα υγιής. Μπήκε υψηλός πυρετός, λοιπόν, στην Οττίλιε, κι η καμπύλη άρχισε ν' ανεβαίνει κανονικά στην πινακίδα της. Μα την ανακάλυψαν, αλλάζοντας το συνηθισμένο θερμόμετρό της με μια «βουβή αδελφή». Δε μάθατε ακόμα τι 'ναι η «βουβή αδελφή»; Είναι ένα θερμόμετρο χωρίς αριθμούς, που το ελέγχει προσωπικά ο γιατρός, μετρώντας τη στήλη του υδραργύρου και καταγράφοντας ο ίδιος τον πυρετό. Η Οττίλιε, κύριέ μου, είχε 36,9. Η Οττίλιε δεν είχε καθόλου πυρετό. Έκανε τότε μπάνιο στη λίμνη — ήμασταν στις αρχές του Μάη, τη νύχτα έκανε παγωνιά, μα η λίμνη δεν ήτανε παγωμένη ακριβώς, η θερμοκρασία, για να 'μαι ακριβής, ήτανε μερικούς βαθμούς πάνω από το μηδέν. Έμεινε κάμποση ώρα στο νερό για ν' αρπάξει αυτή ή κείνη την αρρώστια — και ποιο 'ταν το αποτέλεσμα; Ήταν και έμεινε υγιής. Έφυγε, απελπισμένη, αναίσθητη στα παρηγορητικά λόγια των γονέων της. Τι θα κάνω εκεί κάτω; φώναζε ολοένα. Η πατρίδα μου είναι δω!

φώναζε. Δεν ξέρω τι απόγινε… Μα θαρρώ πως δε μ' ακούτε, ναυπηγέ μου. Στέκεστε με κόπο στα πόδια σας, αν δε μ' απατούν τα φαινόμενα. Υπολοχαγέ, παραλάβετε τον εξάδελφό σας, είπε γυρίζοντας προς τον Γιόαχιμ, που πλησίαζε. Βάλτε τον στο κρεβάτι. Συνδυάζει τη λογική με το θάρρος, μόνο που απόψε δεν καλοστέκεται στα πόδια του — Κάθε άλλο. Τα κατάλαβα όλα, αλήθεια! διαβεβαίωσε ο Χανς Κάστορπ. Η «βουβή αδελφή» είναι, λοιπόν, μια στήλη υδραργύρου, μόνο που δεν έχει καθόλου αριθμούς — βλέπετε, το εννόησα απόλυτα. Παρ' όλ' αυτά ανέβηκε, στο ασανσέρ, με τον Γιόαχιμ και, συνάμα, με πολλούς άλλους άρρωστους. Η συγκέντρωση είχε τελειώσει για κείνο το βράδι. Χωρίζονταν και ξαναπήγαιναν στους εξώστες και στις ανθούσες της ανάπαυσης για τη βραδινή κούρα. Ο Χανς Κάστορπ συνόδευσε τον ξάδελφό του στην κάμαρά του. Το πάτωμα του διαδρόμου, σκεπασμένο μ' ένα χαλί από καρύδα, διάγραφε κυματιστές κινήσεις κάτω από τα πόδια τους, μ' αυτό δεν τον ενόχλησε υπερβολικά. Κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα του Γιόαχιμ, με τη γιομάτη λουλούδια στόφα —μια παρόμοια πολυθρόνα βρισκότανε και στην κάμαρά του— κι άναψε ένα Μαρία Μαντσίνι. Του βρήκε μια γεύση κόλλας, κάρβουνου κι άλλων πραγμάτων ακόμη, όλες τις γεύσεις εκτός από κείνη που θα 'πρεπε να 'χει. Μα εξακολούθησε, παρ' όλ' αυτά, να το καπνίζει, χωρίς να πάψει να κοιτάζει τον Γιόαχιμ, που ετοιμαζότανε για την κούρα του της ανάπαυσης: να βάνει το αμπεχονοειδές σακάκι του κι από πάνω ένα παλιό παλτό κι ύστερα να βγαίνει έξω, με την επιτραπέζια λάμπα του και τη ρωσική γραμματική του, στο μπαλκόνι, όπου έβαλε την πρίζα της λάμπας και, ξαπλώνοντας στην πολυθρόνα του, με το θερμόμετρο στο στόμα, άρχισε να τυλίγεται, με μια καταπληκτική επιδεξιότητα, μέσα σε δυο κουβέρτες από καμηλό που ήτανε απλωμένες στην ξαπλωτούρα. Ο Χανς Κάστορπ τον είδε μ' ειλικρινή θαυμασμό να εκτελεί αυτές τις επιδέξιες κινήσεις. Ο Γιόαχιμ χτύπησε τις κουβέρτες από τη μια ύστερα από την άλλη, πρώτα το αριστερό πλευρό, περνώντας τις πάνω από τα πόδια, ως ψηλά στις μασκάλες κι ύστερα κι από το δεξί, έτσι που στο τέλος είχε φτιάξει ένα ομαλό και τέλεια ομοιόμορφο παντού πακέτο, απ' όπου δεν έβγαιναν παρά το κεφάλι, τα μπράτσα κι οι ώμοι. — Το κάνεις περίφημα, αλήθεια, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Είναι ζήτημα εξάσκησης, απάντησε ο Γιόαχιμ, ενώ, μιλώντας, έσφιγγε στα δόντια του το θερμόμετρο. Θα μάθεις κι εσύ. Αύριο θα πρέπει, χωρίς άλλο, να προμηθευτούμε δυοτρεις κουβέρτες για σένα. θα μπορείς να τις χρησιμοποιείς κι εκεί κάτω, όταν θα φύγεις από δω, γιατί εδώ, σε μας, είναι απαραίτητες και προπαντός όταν έχουμε υπ' όψει μας πως δεν έχεις γούνινο σακάκι. — Μα δεν έχω καθόλου σκοπό να ξαπλώνω τη νύχτα στο μπαλκόνι, εξήγησε ο Χανς Κάστορπ. Αυτό δε θα το κάνω, σου το λέω αμέσως. Θα μου φαινότανε ολωσδιόλου γελοίο. Όλα έχουν τα όριά τους. Και, οπωσδήποτε, θα πρέπει να δείξω, βέβαια, επιτέλους, πως εδώ πάνω δεν ήρθα παρά σαν επισκέπτης. Θα καθίσω εδώ πέρα λίγο ακόμη, κοντά σου, και θα καπνίσω το πούρο μου, εννοείται. Έχει άθλια γεύση, μα ξέρω πως είναι καλό, κι αυτό θα πρέπει να μου είναι αρκετό, για σήμερα τουλάχιστον. Τώρα, είναι στις εννιά

περίπου — η αλήθεια είναι, δυστυχώς, πως δεν είναι ακόμα στις εννιά. Μα στις εννιά και μισή θα 'ναι, απάνω-κάτω, καλά πια, να πέσει κανείς στο κρεβάτι του. Ένα ρίγος τον έπιασε — ένα ρίγος, κι ύστερα πολλά, απανωτά και γρήγορα. Ο Χανς Κάστορπ αναπήδησε κι έτρεξε στο θερμόμετρο του τοίχου, σα να 'τανε να το τσακώσει επ' αυτοφώρω. Σύμφωνα με το Ρεώμυρο, η θερμοκρασία της κάμαρας έφτανε τους εννέα βαθμούς. Άγγιξε τους σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης και τους βρήκε κρύους και νεκρούς. Μουρμούρισε κάτι ακαθόριστο, που ήθελε να πει, απάνω-κάτω, πως, κι αν ακόμη ήταν Αύγουστος, ήταν αίσχος να μην υπάρχει θέρμανση, γιατί, ό,τι είχε σημασία, δεν ήταν ο μήνας που έγραφε το ημερολόγιο, μα η θερμοκρασία που βασίλευε, κι ήτανε τέτοια που πάγωνε κανείς, σαν αδέσποτος σκύλος. Μα το πρόσωπό του έκαιγε. Ξανακάθισε, σηκώθηκε πάλι, ζήτησε μουρμουρίζοντας, την άδεια να πάρει την κουβέρτα από το κρεβάτι του Γιόαχιμ, και την άπλωσε, καθίζοντας πάλι στην πολυθρόνα, από τη μέση του και κάτω. Έμεινε έτσι καθισμένος, ζεσταμένος και ριγώντας, και βασανιζότανε με την αηδιαστική γεύση του πούρου του. Ένα δυνατό αίσθημα απελπισίας τον πλημμύρισε. Του φάνηκε, πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο άσκημα. Τι αθλιότητα! μουρμούρισε. Μα την ίδια στιγμή αισθάνθηκε, ξαφνικά, ένα ολωσδιόλου παράξενα ξεχειλιστικό αίσθημα χαράς και ελπίδας, και μόλις το δοκίμασε, δεν έμεινε πια εκεί παρά μόνο για να περιμένει αν θα ξανάνιωθε το ίδιο κείνο αίσθημα. Μα δεν το ξανάνιωσε. Δεν ένιωθε παρά μόνο την αδιαθεσία του. Κι έτσι, στο τέλος, ξαναμουρμούρισε στραβίζοντας το στόμα κάτι σαν «Καληνύχτα» και «Πρόσεξε μην ξεπαγιάσεις» και «Θα περάσεις να με πάρεις, βέβαια, πάλι για το πρόγευμα», και πήγε στην κάμαρά του, παραπατώντας, από τον διάδρομο. Καθώς γδυνότανε, σιγοτραγουδούσε από μέσα του, μα όχι από χαρούμενη διάθεση. Μηχανικά, και χωρίς να το σκέφτεται ακριβώς, έκανε την νυχτερινή μικροτουαλέτα του πολιτισμένου ανθρώπου, έχυσε ανοιχτοκόκκινο οδοντόνερο στο ποτήρι του, από το ταξιδιωτικό μπουκαλάκι του κι έκανε μερικές διακριτικές γαργάρες, έπλυνε τα χέρια του, με το μαλακό και καλής ποιότητας σαπούνι του, που μύριζε μενεξέ, κι έβαλε τη μακριά, μπατιστένια νυχτικιά του, που στην τσέπη της ήταν κεντημένα τ' αρχικά Χ.Κ. Ύστερα, πλάγιασε κι έσβησε το φως, αφήνοντας το φλογισμένο και ταραγμένο κεφάλι του να πέσει στο προσκέφαλο, όπου είχε πεθάνει η Αμερικανίδα. Περίμενε, με βεβαιότητα, πως θα τον έπαιρνε αμέσως ο ύπνος, μα φάνηκε πως είχε κάμει λάθος, και τα βλέφαρά του, που μόλις πριν λίγο δεν μπορούσε να τα κρατήσει ανοιχτά — τώρα δε θέλανε επ' ουδενί λόγο να κλείσουνε, μ' ανοίγανε τρέμοντας ανήσυχα, μόλις τα έκλεινε. Δεν είναι ακόμη η ώρα, που κοιμούμαι συνήθως, συλλογίστηκε. Κι έπειτα, είχε πολυξαπλώσει, χωρίς άλλο, όλη κείνη τη μέρα. Εκτός απ' αυτό, έξω χτυπούσανε ένα χαλί — πράμα που, στην πραγματικότητα, δε συνέβαινε, βέβαια, ούτε το πιο ελάχιστο. Ήταν φανερό, πως ήτανε η καρδιά του, που άκουε τους χτύπους της έξω του και σαν μακριά, στο ανοιχτό ύπαιθρο, όπως ακριβώς αν χτυπούσανε έξω ένα χαλί με ψάθινο ξεσκονιστήρι. Μέσα στην κάμαρα δεν είχε σκοτεινιάσει ακόμα εντελώς. Η λάμψη της μικρής λάμπας,

έξω, στους εξώστες του μπαλκονιού, στου Γιόαχιμ και στου αντρόγυνου, του τραπεζιού των «Κοινών Ρώσων», έμπαινε από την ανοιχτή πόρτα του εξώστη του. Κι ενώ ο Χανς Κάστορπ, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά του, ήταν πλαγιασμένος ανάσκελα, μέσα του αναφάνηκε, ξαφνικά, μια εντύπωση, μια ξεχωριστή εντύπωση, ανάμεσα στις άλλες της μέρας, μια παρατήρηση που είχε κάμει και που, από τρόμο κι από ευγένεια, προσπάθησε να την ξεχάσει αμέσως. Κι η εντύπωση αυτή ήταν η έκφραση που είχε πάρει το πρόσωπο του Γιόαχιμ, όταν είχε γίνει λόγος για τη Μαρούσγια και τα σωματικά προτερήματά της — αυτή η ολωσδιόλου παράξενη κι αξιολύπητη παραμόρφωση του στόματός του και κείνη η λεκιασμένη ωχρότητα των ηλιοκαμένων μάγουλών του. Ο Χανς Κάστορπ καταλάβαινε κι αντιλαμβανόταν τι σήμαιναν όλ' αυτά. Το καταλάβαινε και το αντιλαμβανότανε μ' έναν τρόπο τόσο καινούριο, τόσο βαθύ και τόσο ενδόμυχο, που το ξεσκονιστήρι του χαλιού, έξω, έπεφτε πιο γρήγορα πάνω στο χαλί, έτσι, που, οι χτύποι του, σκέπαζαν σχεδόν του ήχους της βραδινής μελωδίας, που έφτανε από το ΝταβόςΠλατς — γιατί πάλι είχανε συναυλία σ' εκείνο το ξενοδοχείο, εκεί κάτω. Μια μελωδία οπερέτας, με συμμετρικές τομές και στροφές ξεπερασμένης μόδας, ερχότανε ίσαμε αυτόν, μέσα από τη νύχτα, κι ο Χανς Κάστορπ τη σφύριζε ψιθυριστά (μπορεί δα να σφυρίζει κανείς και ψιθυριστά), ενώ κρατούσε το ρυθμό, με τα παγωμένα του δάχτυλα, κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμα. Μα αυτός δεν ήτανε, φυσικά, ο καλύτερος τρόπος, για ν' αποκοιμηθεί, κι έπειτα, ο Χανς Κάστορπ δεν ένιωθε τώρα ούτε την παραμικρή διάθεση για ύπνο. Από τη στιγμή που είχε καταλάβει, μ' έναν τόσο καινούριο και τόσο ζωντανό τρόπο, για ποιο λόγο είχε χάσει το χρώμα του ο Γιόαχιμ, ο κόσμος του φαινόταν καινούριος κι αυτό το αίσθημα της ξεχειλιστικής χαράς και της ελπίδας τον συγκλόνιζε βαθιά μέσα του. Κάτι περίμενε ακόμη, άλλωστε, χωρίς ν' αναρωτιέται ακριβώς για το τι ήτανε αυτό. Μα όταν άκουσε, καθώς οι γείτονές του, δεξιά και αριστερά, είχανε τελειώσει την κούρα της βραδινής τους ανάπαυσης για να ξαναγυρίσουν στις κάμαρές τους και ν' ανταλλάξουν την οριζόντια θέση τους στο μπαλκόνι με μια όμοια στην κάμαρα, εξέφρασε, στον εαυτό του, την πεποίθηση, πως το βάρβαρο αντρόγυνο θα έκλεινε ειρήνη κείνο το βράδι. Μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος, συλλογίστηκε. Είμαι παραπάνω κι από σίγουρος, πως απόψε θα κλείσουν ειρήνη! Μα όχι, δεν κλείσανε ειρήνη, κι ο Χανς Κάστορπ δεν το είχε σκεφτεί, αληθινά, ναι, και, για να πούμε την αλήθεια μ' απόλυτη ειλικρίνεια, σ' αυτόν, προσωπικά, θα ήταν αδύνατο να καταλάβει πώς ήτανε δυνατό να κλείσουν ειρήνη απόψε. Ωστόσο, άρχισε ν' αφήνει βουβά επιφωνήματα, που εκφράζανε τη μεγαλύτερη έκπληξη, για ό,τι άκουε. Ανήκουστο! φώναξε δίχως φωνή. Αυτό 'ναι φοβερό! Ποιος θα μπορούσε να το πιστέψει ποτέ; Και στο μεταξύ, τα χείλη του δεν παύανε να σφυρίζουν ψιθυριστά την ξεπερασμένης μόδας μελωδία της οπερέτας, που έφτανε επίμονη ίσαμε αυτόν. Αργότερα, ήρθε κι ο ύπνος. Μα μαζί του ήρθανε κι οι σκοτεινές εικόνες του ονείρου, πιο σκοτεινές ακόμη απ' όσο την περασμένη νύχτα, που τον έκαναν ν' αναπηδά συχνά από φρίκη ή ν' ακολουθεί μια συγκεχυμένη ιδέα. Ονειρεύτηκε, ότι είδε τον γιατρό Μπέρενς με στραβά γόνατα και με κρεμασμένα χέρια, να περπατά στα μονοπάτια του κήπου,

ρυθμίζοντας τα μεγάλα και άχαρα βήματά του, με μια μακρινή μουσική εμβατηρίου. Καθώς ο Αυλικός Σύμβουλος σταμάτησε μπροστά στο Χανς Κάστορπ, φορούσε στρογγυλά ματογυάλια, με χοντρά τζάμια, και τραύλιζε κάτι ξεκάρφωτα λόγια. «Πολιτισμένος, φυσικά», έλεγε και τραβούσε, χωρίς να ζητήσει την άδεια από τον Χανς Κάστορπ, το βλέφαρό του με τον δείχτη και το μεσαίο δάχτυλο του γιγαντιαίου χεριού του. «Ένας πολιτισμένος, το αντιλήφθηκα από την πρώτη στιγμή. Μα όχι δίχως ταλέντο, κάθε άλλο παρά δίχως ταλέντο, για υψηλή γενική καύση! Δε θα τα τσιγκουνευότανε τα χρονάκια, τα ελεύθερα, υπηρεσιακά χρονάκια, εδώ πάνω, σε μας! Ωραία! Και τώρα εμπρός, κύριοι, πηγαίνετε να διασκεδάσετε!» φώναξε, βάνοντας τους δυο πελώριους δείχτες του στο στόμα και σφυρίζοντας τόσο παράξενα αρμονικά, που η δασκάλα κι η μις Ρόμπινσον ήρθαν από διαφορετικές μεριές, σε μικρογραφία, μέσα από τον αέρα, και κάθισαν στους ώμους του, αριστερά και δεξιά, όπως ακριβώς κάθονταν, από δεξιά κι από αριστερά του Χανς Κάστορπ, στην τραπεζαρία. Ύστερα, ο Αυλικός Σύμβουλος έφυγε με πηδηχτό βήμα, μ' εκείνες τις δυο στους ώμους του, ενώ, ταυτόχρονα, περνούσε, κάτω από τα γυαλιά του, μια πετσέτα, για να σκουπίσει τα μάτια του — δεν ήξερε κανείς τι να σφουγγίσει ακριβώς, ιδρώτα ή δάκρυα. Ύστερα, του φάνηκε πως ήτανε στην αυλή του σχολείου, όπου επί τόσα χρόνια έκανε διάλειμμα, ανάμεσα σε δυο μαθήματα και πως ήταν έτοιμος να δανείσει ένα μολύβι στη Μαντάμ Σοσά, που κι εκείνη βρισκόταν εκεί. Του έδωσε ένα κόκκινο κραγιόν, των χειλιών, μισοφθαρμένο και χωμένο σε μια ασημένια θήκη, συσταίνοντας στο Χανς Κάστορπ, με μια φωνή ευχάριστα βραχνή, να της το επιστρέψει, χωρίς άλλο, μετά το μάθημα και καθώς τον κοίταξε, τα στενά, γαλάζια και προς το γκριζοπράσινο, μάτια της, πάνω από τα φαρδιά μήλα των παρειών της, ξύπνησε τόσο βίαια, που θυμότανε ζωηρά κι ήθελε να θυμάται, τώρα, ό,τι αφορούσε σ' εκείνη κι αυτόν. Έβαλε γρήγορα σ' ασφαλισμένο μέρος, για το πρωί, αυτή τη βεβαιότητα, γιατί αισθανότανε πως ο ύπνος και τ' όνειρο τον ξανάπαιρναν στην κυριαρχία τους, κι αμέσως βρέθηκε υποχρεωμένος να ζητήσει ένα καταφύγιο, για ν' αποφύγει το γιατρό Κροκόβσκι, που τον είχε πάρει από πίσω, για να του κάμει ψυχική ανατομία, κάτι που προξενούσε έναν τρελό φόβο στον Χανς Κάστορπ, έναν φόβο αληθινά παράλογο. Έτρεχε να ξεφύγει από το γιατρό, πηδώντας τα γυάλινα χωρίσματα κατά μήκος του μπαλκονιού, πήδησε με κίνδυνο της ζωής του στον κήπο και μες στην απελπισία του, μάλιστα, δοκίμασε να σκαρφαλώσει στον σκούρο ιστό της σημαίας και ξύπνησε ιδρωμένος, τη στιγμή που ο διώχτης του τον είχε αρπάξει από το ένα μπατζάκι του πανταλονιού του. Μα δεν είχε καλά-καλά ηρεμήσει κάπως και τον ξαναπήρε ο ύπνος, οπότε ξετυλίχθηκαν τ' ακόλουθα περιστατικά: Έβανε τα δυνατά του να σπρώξει με τον ώμο του τον Σετεμπρίνι, που στεκόταν εκεί και χαμογελούσε — ευγενικά, ξερά και κοροϊδευτικά, κάτω από το μαύρο, γιομάτο μουστάκι του, εκεί ακριβώς που έκανε προς τα πάνω, με μια ευχάριστη καμπύλη, κι αυτό το χαμόγελο ακριβώς ήταν ό,τι αντιπαθούσε ο Χανς Κάστορπ, σαν μια αδικία που του είχανε κάνει. «Μ' ενοχλείτε!» ακούστηκε να λέει καθαρά. «Πηγαίνετε από δω. Δεν είστε παρά ένας παίχτης λατέρνας κι ενοχλείτε εδώ!»

Μόνο που ο Σετεμπρίνι δεν το κουνούσε από τον τόπο του κι ο Χανς Κάστορπ στεκόταν ακόμη για να σκεφτεί, τι έπρεπε να γίνει μ' αυτόν, όταν, ξαφνικά, του πέρασε μια λαμπρή ιδέα από το μυαλό, για το τι επιβαλλότανε να γίνει, κι ήτανε καιρός πια! Τίποτα ιδιαίτερο ακριβώς, παρά απλά μόνο μια Βουβή Αδελφή, ένα θερμόμετρο, δηλαδή, χωρίς αριθμούς, για κείνους που θέλανε να εξαπατήσουνε. Ύστερα απ' αυτό, ξύπνησε με την ακλόνητη πρόθεση ν' ανακοινώσει, αύριο, στον ξάδελφό του τον Γιόαχιμ, αυτό το εύρημα. Η νύχτα πέρασε ανάμεσα σε τέτοιες περιπέτειες και ανακαλύψεις, όπου η Ερμίνε Κλέεφελντ, επίσης, καθώς κι ο κύριος Αλμπέν κι ο λοχαγός Μίκλοζιτς, που τελευταία τον είχε φέρει στη μπούκα της η φράου Σταιρ κι ήτανε τρυπημένος πέρα για πέρα από το δόρυ που του είχε πετάξει ο εισαγγελεύς Παραβάν, έπαιζαν τον συγκεχυμένο ρόλο τους. Μα ένα ορισμένο όνειρο ο Χανς Κάστορπ τ' ονειρεύτηκε δυο φορές εκείνη τη νύχτα και, μάλιστα, ίδιο κι απαράλλαχτο και τις δυο φορές — την τελευταία φορά, κατά το πρωί. Καθότανε στην αίθουσα με τα εφτά τραπέζια, όταν η τζαμωτή πόρτα έκλεισε με το μεγαλύτερο πάταγο και μπήκε μέσα η Μαντάμ Σοσά, μ' άσπρο σουέτερ, με το ένα χέρι στην τσέπη και το άλλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Αντί, όμως, να πάει στο τραπέζι των Καλών Ρώσων, η ανάγωγη αυτή κυρία κατευθύνθηκε, χωρίς να πει λέξη, προς τον Χανς Κάστορπ και του έδωσε, σιωπηλά, να φιλήσει το χέρι της — μα όχι το πάνω μέρος, παρά την παλάμη, κι ο Χανς Κάστορπ φίλησε το εσωτερικό αυτού του χεριού, αυτού του απεριποίητου χεριού, που ήταν κάπως φαρδύ, που είχε κοντά δάχτυλα και που το δέρμα του ήταν σα φαγωμένο στις άκριες των νυχιών. Πάλι αισθάνθηκε να τον διατρέχει, από την κορφή ως τα νύχια, η αίσθηση εκείνη της άγριας γλυκύτητας, που είχε υψωθεί μέσα του, όταν, δοκιμαστικά, είχε αισθανθεί λυτρωμένος από το βάρος της τιμής και χάρηκε τ' άπειρα πλεονεκτήματα της ντροπής — το ίδιο αισθάνθηκε, και τώρα πάλι, μέσα στ' όνειρό του, αλλ' άπειρα πιο έντονα.

4

ΑΓΟΡΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ Τελείωσε κιόλας το καλοκαίρι σας; ρώτησε ειρωνικά ο Χανς Κάστορπ τον ξάδελφό του, την τρίτη μέρα. Ο καιρός είχε αλλάξει φοβερά. Τη δεύτερη μέρα, που είχε περάσει ολόκληρη εδώ πάνω ο επισκέπτης, έκανε ένα θαυμάσιο καλοκαιρινό καιρό. Ο ουρανός έλαμπε βαθυγάλανος, πάνω από τις λογχωτές κορφές των ελάτων, ενώ το χωριό, στο βάθος της κοιλάδας, σπινθηροβολούσε κάτω από ένα ωμό φως μέσα στη ζέστη, και τα κουδούνια των αγελάδων, που τριγυρίζανε δω κι εκεί, κορφολογούσανε στις πλαγιές την κοντούλα και ζεστή χλόη των λιβαδιών και ζωήρευαν την ατμόσφαιρα με την κάπως στοχαστική τους φαιδρότητα. Από το πρώτο πρόγευμα κιόλας, οι κυρίες είχανε κάμει την εμφάνισή τους με ελαφριές μπλούζες από λινό, μερικές, μάλιστα, με τρυπητά μανίκια, κάτι που δεν πήγαινε το ίδιο σ' όλες — η φράου Σταιρ, λόγου χάρη, δεν έβγαινε κερδισμένη γιατί τα μπράτσα της παραήτανε σφουγγαροειδή και τα διαφανή φορέματα, γενικά, δεν της πήγαιναν. Οι κύριοι του σανατορίου, επίσης, είχανε λάβει υπ' όψει τους, καθένας με τον τρόπο του, την όμορφη εποχή, κι είχαν ντυθεί ανάλογα. Σακάκια από αλπακά και λινά κουστούμια κάνανε την εμφάνισή τους κι ο Γιόαχιμ Τσίμσεν είχε φορέσει ένα πανταλόνι από φιλντισόχρωμη φανέλα, με το μπλε σακάκι του, ένα σύνολο που έδινε στο παράστημά του μιαν αξιοπρέπεια πέρα για πέρα στρατιωτική. Όσο για τον Σετεμπρίνι, είχε εκφράσει, βέβαια, επανειλημμένα την πρόθεσή του, ν' αλλάξει κουστούμι. — Διάβολε! είχε πει, καθώς περπατούσε, μετά το lunch, με τα ξαδέλφια, στους δρόμους του χωριού, πώς καίει ο ήλιος! Τώρα το βλέπω πως θα 'πρεπε να ντυθώ πιο αλαφριά! Μα μ' όλο που το 'πε και το ξανάπε, φορούσε και μετά, όπως και πριν, μια μακριά ρεντινγκότα με μεγάλα πέτα και το καρό πανταλόνι του — αυτή θα 'τανε, χωρίς άλλο, όλη η γκαρνταρόμπα του. Μα, την τρίτη μέρα, θα 'λεγε κανείς πως η φύση είχε παγιδευτεί και πως όλη η τάξη είχε ταραχτεί. Ο Χανς Κάστορπ δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν ύστερα από το κύριο γεύμα της ημέρας και βρίσκονταν κάπου είκοσι λεπτά της ώρας στην κούρα της ανάπαυσης, όταν ο ήλιος κρύφτηκε γρήγορα, άσχημα και τεφρόχροα σύννεφα σκαρφάλωναν στις νοτιοανατολικές βουνοκορφές κι ένας παράξενος άνεμος κρύος και που σας τρυπούσε ως το μεδούλι, σαν να ερχότανε από παγερές κι άγνωστες περιοχές, σάρωσε ξαφνικά την κοιλάδα, χαμήλωσε τη θερμοκρασία κι εγκαινίασε μια καινούρια κατάσταση. — Χιόνι, είπε η φωνή του Γιόαχιμ, πίσω από το γυάλινο χώρισμα. — Τι θέλεις να πεις με το «χιόνι»; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Δε θα εννοείς μ' αυτό, βέβαια, πως θα χιονίσει τώρα! — Και βέβαια, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Αυτό τον άνεμο τον γνωρίζουμε καλά. Όταν έρχεται έχουμε ελκηθροδρομίες. — Ανοησίες! είπε ο Χανς Κάστορπ. Αν δεν κάνω λάθος, δεν έχουμε παρά αρχές

Αυγούστου ακόμα. Μα ο Γιόαχιμ είχε πει αλήθεια — γνώριζε πια πώς είχανε τα πράματα εκεί πάνω. Γιατί, μερικά λεπτά πιο ύστερα, ξέσπασε φοβερή χιονοθύελλα, συνοδευμένη από επανειλημμένες βροντές — μια δίνη τόσο πυκνή, που θα 'λεγε κανείς πως όλα, έξω, είχανε τυλιχτεί σ' ένα λευκό ατμό και δεν μπορούσες πια να διακρίνεις τίποτα σχεδόν από χωριό και κοιλάδα. Εξακολούθησε να χιονίζει ολόκληρο το απόγεμα. Η κεντρική θέρμανση είχε αναφτεί κι ενώ ο Γιόαχιμ είχε ξετρέξει στο γούνινο σακάκι του και δεν άφηνε να ενοχληθεί στην κούρα του, ο Χανς Κάστορπ είχε καταφύγει στο εσωτερικό του δωματίου του, είχε σπρώξει την πολυθρόνα του κοντά στους ζεστούς σωλήνες και, κουνώντας συχνάπυκνά το κεφάλι, κοίταζε αυτό το παράξενο φαινόμενο. Την άλλη μέρα το πρωί δε χιόνιζε πια. Μα, μ' όλο που το θερμόμετρο, έξω, έδειχνε μερικούς βαθμούς πάνω από το μηδέν, έμενε ακόμη πολλά πόδια χιόνι, έτσι που ένα τέλειο χειμωνιάτικο τοπίο απλωνότανε κάτω από τα έκπληκτα μάτια του Χανς Κάστορπ. Είχαν αφήσει πάλι σβημένη την κεντρική θέρμανση. Η θερμοκρασία του δωματίου ήταν έξι βαθμούς πάνω από το μηδέν. — Τέλειωσε κιόλας το καλοκαίρι σας; ρώτησε μ' έναν τόνο πικρής ειρωνείας, ο Χανς Κάστορπ τον ξάδελφό του… — Αυτό δε θα μπορούσε να το βεβαιώσει κάνεις, αποκρίθηκε αντικειμενικά ο Γιόαχιμ. Αν θέλει ο Θεός, θα 'χουμε ακόμη κι άλλες όμορφες καλοκαιριάτικες μέρες. Ακόμη και το Σεπτέμβριο είναι πολύ πιθανό. Μα τα πράματα έχουν έτσι, εδώ πάνω, ώστε οι εποχές δε διαφέρουνε τόσο καθαρά μεταξύ τους, ξέρεις, ανακατεύονται, να πούμε, η μια με την άλλη και δεν κρατούν αυστηρά το ημερολόγιο. Το χειμώνα ο ήλιος είναι συχνά τόσο καυτερός, που ιδρώνει κανείς κι αναγκάζεσαι να βγάλεις το σακάκι σου στον περίπατο, και, το καλοκαίρι, μα το βλέπεις δα και μόνος σου πως μπορεί να 'ναι, κάποτε-κάποτε, το καλοκαίρι εδώ πάνω. Κι έπειτα, το χιόνι — τ' ανακατώνει όλα. Χιονίζει τον Ιανουάριο, μα όχι λιγότερο και το Μάιο, και τον Αύγουστο χιονίζει επίσης, όπως το βλέπεις κι ο ίδιος. Γενικά, μπορεί να πει κανείς, πως δεν περνά μήνας σχεδόν χωρίς να χιονίσει, αυτή 'ναι μια φράση που μπορεί να τη συγκρατήσει κανείς. Με λίγα λόγια, υπάρχουν χειμωνιάτικες μέρες και καλοκαιριάτικες μέρες, ανοιξιάτικες μέρες και φθινοπωρινές μέρες, μα αληθινές εποχές, γενικά, δεν υπάρχουν σε μας, εδώ πάνω. — Ωραία σύγχυση αλήθεια! είπε ο Χανς Κάστορπ. Κατέβηκε με γαλότσες και χειμωνιάτικο πανωφόρι στο χωριό, μαζί με τον ξάδελφό του, ν' αγοράσει κουβέρτες για την κούρα της ανάπαυσης, γιατί 'τανε φανερό, πως μ' έναν τέτοιο καιρό η μικρή ταξιδιωτική κουβέρτα του δε θα του ήτανε αρκετή. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε, αν θ' αποφάσιζε ν' αγοράσει κι ένα γούνινο σακάκι, μα ύστερα παραιτήθηκε απ' αυτή την ιδέα. Ακόμη, και μόνο που το σκέφτηκε, τρόμαξε, κατά κάποιο τρόπο. — Όχι, όχι, είπε, ας περιοριστούμε στις κουβέρτες! Πάντα και θα βρω κάποιο τρόπο να

τις χρησιμοποιήσω εκεί κάτω, και κουβέρτες έχει κανένας παντού, σ' αυτό δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο ούτε το εκπληκτικό. Μα ένα γούνινο σακάκι είναι κάτι κάπως υπερβολικά ειδικό — με καταλαβαίνεις, αν το αγόραζα θα είχα την εντύπωση, ότι θα έμενα οριστικά εδώ και πως θα 'μουν, κατά κάποιο τρόπο, από τους δικούς σας… Με λίγα λόγια, δε θέλω να πω τίποτα περισσότερο, παρά πως δε θ' άξιζε καθόλου τον κόπο ν' αγοράσω ένα γούνινο σακάκι για μερικές εβδομάδες μονάχα. Ο Γιόαχιμ ήταν της ίδιας γνώμης και σ' ένα όμορφο, πλούσιο κατάστημα της αγγλικής συνοικίας έκαναν την απαραίτητη αγορά δυο κουβερτών, από καμηλό, σαν κι αυτές που είχε ο Γιόαχιμ, έναν τύπο ιδιαίτερα μακρύ και φαρδύ, ευχάριστα μαλακό, σε φυσικό χρωματισμό κι έδωσαν εντολή, ότι έπρεπε να σταλούν αμέσως στο σανατόριο: Διεθνές Σανατόριον Μπέργκχοφ, Δωμάτιον αριθμός 34. Ο Χανς Κάστορπ ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, για πρώτη φορά, σήμερα το απόγεμα κιόλας. Αυτό έγινε, φυσικά, ύστερα από το δεύτερο πρόγευμα, γιατί, διαφορετικά, ο κανονισμός της ημέρας δεν πρόσφερε άλλη ευκαιρία, για να κατεβούνε στο χωριό. Τώρα έβρεχε και το χιόνι, στους δρόμους, είχε μεταβληθεί σ' έναν παγωμένο πολτό, που τους πιτσίλιζε. Στον δρόμο της επιστροφής πρόφτασαν τον Σετεμπρίνι, που, κάτω από μιαν ομπρέλα, αν και ξεκαπέλωτος, πήγαινε και κείνος στο σανατόριο. Ο Ιταλός φαινότανε κίτρινος και βρέθηκε να 'ναι σ' ολοφάνερα ελεγειακή διάθεση. Με καθαρά και καλοσχηματισμένα λόγια, παραπονέθηκε για το κρύο και για την υγρασία, που τον κάνανε να υποφέρει τόσο πικρά. Αν, τουλάχιστον, θέρμαιναν! Μ' αυτοί οι άθλιοι δυνάστες άφησαν την κεντρική θέρμανση να σβήσει αμέσως, μόλις έπαψε να χιονίζει — ένας ηλίθιος κανονισμός, ένας σαρκασμός εναντίον κάθε λογικής! Και καθώς ο Χανς Κάστορπ αντιμίλησε, γιατί, υπόθετε, μια μέση θερμοκρασία στα δωμάτια αποτελούσε, χωρίς άλλο, μέρος των βασικών αρχών της κούρας, και πως μ' αυτό τον τρόπο, θα 'θελαν, ίσως, να εμποδίσουν τους αρρώστους ν' αποχτήσουνε μαλθακές συνήθειες, ο Σετεμπρίνι αποκρίθηκε, με τους πιο βίαιους σαρκασμούς. Βέβαια, βέβαια, οι βασικές αρχές της κούρας! Οι ιερές κι απαραβίαστες αρχές της κούρας! Ο Χανς Κάστορπ είχε μιλήσει, πραγματικά, στον τόνο που άρμοζε σ' αυτούς, στον τόνο δηλαδή, της ευσέβειας και της υποταγής. Μόνο που ήταν εκπληκτικό — τ' ότι οι πιο ιερές και απαραβίαστες αρχές ήταν εκείνες ακριβώς που συνδέονταν με τα οικονομικά συμφέροντα των δυναστών — ενώ κλείνανε πρόθυμα τα μάτια, για τις άλλες, που δεν είχαν μια τέτοια ιδιότητα… Κι ενώ τα ξαδέλφια γελούσαν, ο Σετεμπρίνι βάλθηκε να μιλά για τον πεθαμένο πατέρα του, σχετικά με τη ζέστη, που τόσο τη λαχταρούσε. — Ο πατέρας μου, είπε μ' έξαρση και σέρνοντας τις συλλαβές, ο πατέρας μου ήταν ένας λεπτός άνθρωπος — ευαίσθητος και στο σώμα και στην ψυχή! Καθώς αγαπούσε, το χειμώνα, το μικρό, ζεστό γραφειάκι του, και το αγαπούσε με πάθος, έπρεπε πάντα να βασιλεύει, εκεί μέσα, μια θερμοκρασία είκοσι βαθμών Ρεωμύρου, και χρησιμοποιούσε μια μικρή θερμάστρα, που γινότανε κατακόκκινη, κι όταν, τις μέρες που έκανε υγρασία ή τις μέρες που φυσούσε τραμουντάνα, έμπαινες από το χολ του μικρού σπιτιού εκεί μέσα, η ζεστασιά σου τύλιγε τους ώμους σαν χλιαρό πανωφόρι και τα μάτια σου γιόμιζαν

δάκρυα ευτυχίας. Το μικρό δωμάτιο ήταν φορτωμένο βιβλία και χειρόγραφα, πολλά από τα οποία ήσαν εξαιρετικά πολύτιμα κι ανάμεσα σ' αυτούς τους θησαυρούς του πνεύματος, στεκότανε εκείνος, με τη ρόμπα του σπιτιού, από μπλε φανέλα, μπροστά στο στενό γραφείο του, αφοσιωμένος στη λογοτεχνία — λεπτός και μικρόσωμος, μ' ένα όμορφο κεφάλι, μικρότερο από το δικό μου, φανταστείτε! μα με πυκνές τούφες γκρίζο μαλλί στους κροτάφους και μια μύτη μακριά και λεπτή… Τι Ρωμανιστής, κύριοί μου! Ένας από τους πρώτους του καιρού του, ένας γνώστης, όσο λίγοι, της γλώσσας μας, ένας Λατίνος στυλίστας, που σαν αυτόν δεν υπάρχουν πια, ένας uomo letterato, όπως τους ήθελε ο Μποκάτσιο… Από μακριά έρχονταν οι σοφοί, για να συζητήσουν μαζί του, ο ένας από την Απαράντα, από την Κρακοβία ένας άλλος, κι έρχονταν επίτηδες στην Πάντοβα, την πόλη μας, για να του εκδηλώσουν την εκτίμησή τους, κι αυτός τους δεχότανε με φιλική αξιοπρέπεια. Ήταν επίσης κι ένας ξεχωριστός συγγραφέας, όταν, στις ώρες της σκόλης του, έγραφε ιστορίες στην πιο κομψή τοσκάνικη πρόζα — ένας δάσκαλος του idioma gentile, είπε ο Σετεμπρίνι μ' εξαιρετική ευχαρίστηση, κάνοντας τις συλλαβές της μητρικής γλώσσας του να λιώνουνε αργά στη γλώσσα του και γέρνοντας το κεφάλι, πότε από τη μια, και πότε από την άλλη μεριά. Καλλιεργούσε τον κηπάκο του, κατά το παράδειγμα του Βιργιλίου, εξακολούθησε, κι ό,τι έλεγε ήταν υγιές κι όμορφο. Μα ζέστη, έπρεπε να κάνει ζέστη στο μικρό του γραφείο, αλλιώς έτρεμε και μπορούσε να κλάψει από θυμό, γιατί τον άφηναν να παγώνει. Και τώρα, ναυπηγέ μου, και σεις υπολοχαγέ, φανταστείτε τι θα πρέπει να υποφέρω εγώ, ο γιος του πατέρα μου, σ' αυτό τον καταραμένο και βάρβαρο τόπο, που το κορμί τρέμει από το κρύο μες την καρδιά του καλοκαιριού και που ταπεινωτικές εντυπώσεις βασανίζουν αδιάκοπα την ψυχή! Αχ, είναι σκληρό! Τι τύποι όλοι αυτοί, που μας τριγυρίζουν! Εκείνος ο τρελός, ο φαμέγιος του διαβόλου, ο Αυλικός Σύμβουλος. Ο Κροκόβσκι —κι ο Σετεμπρίνι έκανε πως μπέρδευε η γλώσσα του— ο Κροκόβσκι, αυτός ο ξεδιάντροπος δάσκαλος, που με μισεί μόνο και μόνο γιατί η ανθρώπινή μου αξιοπρέπεια μου απαγορεύει να συγκατανεύω στο παπαδίστικο βίτσιο του… Και στο τραπέζι μου… Με τι συντροφιά είμαι αναγκασμένος να τρώγω! Δεξιά μου κάθεται ένας ζυθέμπορος, από την Χάλλη —τ' όνομά του είναι Μάγκνους— μ' ένα μουστάκι που θυμίζει θημωνιά. «Αφήστε με ήσυχο, με τη λογοτεχνία σας!» λέει. «Τι μας προσφέρει; Όμορφους χαρακτήρες! Τι να τους κάνω τους όμορφους χαρακτήρες! Εγώ 'μαι ένας πραχτικός άνθρωπος, και στη ζωή δε συναντάς ποτέ σχεδόν όμορφους χαρακτήρες». Αυτή 'ναι η γνώμη, που 'χει σχηματίσει για τη λογοτεχνία. Ωραίοι χαρακτήρες… ω μάνα του θεού! Η γυναίκα του κάθεται μόνο απέναντί του και χάνει λεύκωμα, ενώ βυθίζεται όλο και πιο πολύ μέσα στη βλακεία. Σου προξενεί λύπη… Χωρίς να 'χουνε συνεννοηθεί μεταξύ τους, ο Γιόαχιμ κι ο Χανς Κάστορπ είχαν την ίδια γνώμη απάνω σ' αυτά τα λόγια: τα βρίσκανε, κατά τρόπο κουραστικό και δυσάρεστο, επαναστατικά, μα και διασκεδαστικά συνάμα και, μάλιστα, διδαχτικά, μες στην εύστροφη και προκλητική εχθροπάθειά τους. Ο Χανς Κάστορπ γέλασε εύθυμα για τη «θημωνιά» καθώς και για τους «ωραίους χαρακτήρες», ή και πιο πολύ για την κωμική απελπισία με την οποία μιλούσε γι' αυτά ο Σετεμπρίνι. Ύστερα, είπε:

— Θεέ μου, ναι, η κοινωνία είναι, χωρίς άλλο, λίγο ανακατεμένη σε κάτι τέτοια ιδρύματα. Δεν μπορεί κανείς να διαλέγει πάντα τους γείτονές του στο τραπέζι — να κάτι που είναι άγνωστο πού θα οδηγήσει, στο τέλος! Στο τραπέζι μας κάθεται επίσης μια τέτοια κυρία… η φράου Σταιρ — φαντάζομαι, πως τη γνωρίζετε… έτσι; Είναι δολοφονικά αγράμματη, αυτό δα πρέπει να τ' ομολογήσει κανείς, κι είναι φορές που δεν ξέρει κανείς ακριβώς πού να κοιτάζει, όταν φλυαρεί. Και, κοντά σ' αυτό, παραπονιέται πολύ για τον πυρετό της και πως αισθάνεται τόση ατονία και, δυστυχώς, δε φαίνεται να 'ναι αυτή η περίπτωσή της. Είναι τόσο παράξενο —άρρωστη και ανόητη— δεν ξέρω αν εκφράζομαι ακριβώς, μα μου φαίνεται ολωσδιόλου παράξενο, το να είναι κανείς ανόητος κι άρρωστος κι από πάνω, όταν αυτά τα δυο πράματα είναι ενωμένα, δεν υπάρχει, σίγουρα, τίποτα θλιβερότερο στον κόσμο. Δεν ξέρει κανείς, καλά-καλά, τι έκφραση πρέπει να πάρει, γιατί, απέναντι σ' έναν άρρωστο, θα 'θελε να δείξει κανείς σεβασμό και σοβαρότητα, δεν είναι έτσι; Η αρρώστια είναι, κατά κάποιο τρόπο, κάτι που αξίζει τον σεβασμό του άλλου, αν μπορώ να εκφρασθώ έτσι. Μα όταν μπαίνει στη μέση κι η βλακεία, με τους «άτροπους» και τα «κοσμικά καταστήματα» και άλλα μαργαριτάρια του ίδιου μεγέθους, αληθινά, δεν ξέρει κανείς πια, αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει, είναι ένα δίλημμα για το ανθρώπινο αίσθημα και πόσο αξιοδάκρυτο, που δε θα μπορούσα να πω! Θέλω να πω, πως αυτά τα δυο δεν πάνε μαζί, δεν ταιριάζουνε, δεν έχει συνηθίσει κανείς να τα φαντάζεται ενωμένα. Φαντάζεται κανείς πως ένας ανόητος άνθρωπος πρέπει να 'ναι υγιής και συνηθισμένος τύπος και πως η αρρώστια πρέπει να κάνει τον άνθρωπο ευγενικό και έξυπνο, να του δίνει προσωπικότητα. Έτσι φαντάζεται συνήθως κανείς τα πράματα. Ή όχι; Προχωρώ ίσως περισσότερο, απ' όσο θα μπορούσα να το αποδείξω, κατάληξε. Μ' αυτό έγινε μόνο γιατί μου πέρασε έτσι, τυχαία, από το μυαλό… Και τα έχασε. Ακόμη κι ο Γιόαχιμ βρισκότανε κάπως σ' αμηχανία, ενώ ο Σετεμπρίνι σώπαινε, με σηκωμένα τα φρύδια, κάνοντας τάχα πως περίμενε από ευγένεια ίσαμε να τελειώσει ο συνομιλητής του. Στην πραγματικότητα δεν περίμενε παρά να τα χάσει ολότελα πρώτα ο Χανς Κάστορπ κι ύστερα ν' απαντήσει εκείνος. — Διάβολε! Αποκαλύψατε φιλοσοφικά χαρίσματα, ναυπηγέ μου, που δεν τα είχα προβλέψει ποτέ. Σύμφωνα με τη θεωρία σας, θα έπρεπε να είστε λιγότερο υγιής απ' όσο φαινόσαστε, γιατί 'ναι φανερό πως έχετε πνεύμα. Μα θα μου επιτρέψετε να σας κάνω να παρατηρήσετε, πως δεν μπορώ να παρακολουθήσω τα συμπεράσματά σας, πως τα αρνούμαι, ναι, πως αντιτίθεμαι σ' αυτά με αληθινή εχθρότητα. Είμαι, όπως με βλέπετε, λίγο μισαλλόδοξος σ' ό,τι αφορά τα πνευματικά ζητήματα και προτιμώ να με πάρουνε για σχολαστικό, παρά να μην πολεμήσω αντιλήψεις, που μου φαίνονται τόσο αξιοκατάκριτες όσο αυτές που μας αναπτύξατε τώρα δα… — Μα, κύριε Σετεμπρίνι… — Μου επιτρέπετε… Ξέρω τι θέλετε να πείτε. Θέλετε να πείτε, πως αυτά δεν τα είχατε σκεφτεί πολύ σοβαρά, πως οι αντιλήψεις που εκφράσατε δεν είναι ακριβώς δικές σας, μα πως, κατά κάποιο τρόπο, δεν πήρατε παρά περαστικά μόνο μια από τις πιθανές αντιλήψεις και που κρέμονται, να πούμε, στον αέρα, για να τη δοκιμάσετε μια φορά, χωρίς

να προσπαθήσετε και να εγγυηθείτε γι' αυτήν. Αυτό ανταποκρίνεται με την ηλικία σας, που της λείπει ακόμα η ανδρική αποφασιστικότητα και της αρέσει να δοκιμάζει προσωρινά, κάθε είδους απόψεις. Placet ecperiri, είπε, τονίζοντας μ' ιταλική προσφορά το c του «placet». Μια εξαίρετη αρχή. Αυτό που με κάνει και τα χάνω δεν είναι παρά μόνο το γεγονός, πως η πείρα σας προσανατολίζεται ακριβώς προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Αμφιβάλλω, αν αυτό γίνεται τυχαία. Φοβούμαι μήπως υπάρχει σε σας μια τάση που θ' απειλούσε να γίνει στοιχείο του χαρακτήρα σας, αν δεν την καταπολεμήσετε εγκαίρως. Γι' αυτό νιώθω υποχρεωμένος να σας αντιλέξω: Μου είπατε, πως η αρρώστια, ενωμένη με τη βλακεία, θα 'ταν το πιο αξιοδάκρυτο πράμα του κόσμου. Μπορώ να συμφωνήσω σ' αυτό. Κι εγώ προτιμώ έναν πνευματώδη άρρωστο από έναν ανόητο φυματικό. Μα η διαμαρτυρία μου υψώνεται, από τη στιγμή που αρχίζετε να βλέπετε την αρρώστια κάτω από τον ίδιο παρονομαστή με κάτι σαν τη βλακεία, σαν ένα σφάλμα ύφους, σαν μια καλαισθητική πλάνη της φύσης και σαν ένα δίλημμα για το ανθρώπινο αίσθημα, όπως σας άρεσε να εκφραστείτε, κι από τη στιγμή που θεωρείτε την αρρώστια για κάτι τόσο ευγενικό και —πώς το 'πατε, αλήθεια!— κάτι που αξίζει το σεβασμό του άλλου, ώστε να μην ταιριάζει ούτε το πιο ελάχιστο με τη βλακεία. Αυτή την έκφραση μεταχειριστήκατε, τουλάχιστον. Ε, λοιπόν, όχι! Η αρρώστια δεν είναι καθόλου ευγενική, ούτε άξια σεβασμού — αυτή τούτη η αντίληψη είναι μια αρρώστια ή προς αυτήν οδηγεί. Ίσως να ξυπνήσω, όσο γίνεται ασφαλέστερα, τη φρίκη σας εναντίον της, λέγοντάς σας, ότι είναι γριά και άσκημη. Κρατά από τις τυραννισμένες, από τις δεισιδαιμονίες, εποχές, που η ιδέα του ανθρώπινου ήταν εκφυλισμένη και δίχως καμιάν αξιοπρέπεια, από εποχές αγωνιώδεις που η αρμονία κι η ευημερία φαίνονταν ύποπτες και διαβολικές, ενώ η αναπηρία ισοδυναμούσε με δελτίον ελευθέρας εισόδου στο βασίλειο του ουρανού. Μα η λογική κι ο αιώνας των φώτων ελάττωσαν αυτές τις σκιές που βάραιναν στην ψυχή της ανθρωπότητας — μα όχι ολότελα, γιατί ο αγώνας κρατά ίσαμε σήμερα ακόμα. Κι αυτός ο αγώνας, κύριέ μου, ονομάζεται εργασία, γήινη εργασία, εργασία για τη γη, για την τιμή και τα συμφέροντα της ανθρωπότητας, και καθημερινά ανανεωμένες σ' αυτό τον αγώνα, οι δυνάμεις αυτές θα ελευθερώσουν ολοκληρωτικά τον άνθρωπο και θα τον οδηγήσουν στους δρόμους της προόδου και του πολιτισμού, προς ένα φως όλο και πιο φωτεινό, πιο απαλό και πιο καθάριο. Διάβολε! συλλογίστηκε ο Χανς Κάστορπ αποσβολωμένος και ντροπιασμένος, αυτό 'ναι σωστή άρια! Πώς την προκάλεσα; Όλ' αυτά μου φαίνονται κάπως στεγνά, άλλωστε. Και τι έπαθε και κοπανά αδιάκοπα για εργασία και εργασία; Όλη την ώρα έχει να κάνει με την εργασία, μ' όλο που δεν έχει τη θέση της εδώ. Και είπε: — Πολύ ωραία, κύριε Σετεμπρίνι. Όλ' αυτά τα λέτε θαυμάσια κι αξίζει να τ' ακούει κανείς από το στόμα σας. Δε θα μπορούσε… δε θα μπορούσε κανείς να εκφραστεί πλαστικότερα, νομίζω. — Υποτροπή, πρόσθεσε ο Σετεμπρίνι, ενώ σήκωνε την ομπρέλα του πάνω από το κεφάλι ενός περαστικού, μια πνευματική υποτροπή στις αντιλήψεις εκείνης της σκοτεινής, τυραννισμένης εποχής — πιστέψτε με, ναυπηγέ μου, είναι αρρώστια — μια

υπερερευνημένη αρρώστια, που η επιστήμη της έχει δώσει ένα πλήθος ονόματα, το ένα παρμένο από τη γλώσσα της αισθητικής και της ψυχολογίας και το άλλο από την πολιτική — σχολικοί όροι που δε μας ενδιαφέρουν εδώ και που μπορείτε να κάνετε τέλεια και δίχως αυτούς. Μα καθώς όλα συνδέονται με τη ζωή του πνεύματος, και το ένα πράμα απορρέει από το άλλο, μια και δεν μπορεί κανείς ν' αφήσει στο διάβολο το δαχτυλάκι του χωρίς ν' αρπάξει όλο το χέρι κι όλο τον άνθρωπο από πάνω… και καθώς, από την άλλη μεριά, μια υγιής αρχή δεν μπορεί ποτέ παρά να παραγάγει μόνο υγιή αποτελέσματα, όποια κι αν είναι αυτή που θα 'βαζε κανείς πρώτη-πρώτη — τότε, και χαράξετέ το στο μυαλό σας, η αρρώστια, μακριά από το να είναι κάτι ευγενικό, κάτι που αξίζει απαραίτητα το σεβασμό μας, για να μπορεί να 'ναι υποφερτά συνδεμένη με τη βλακεία, σημαίνει πολύ περισσότερο εξευτελισμός — ένας οδυνηρός εξευτελισμός, που βλάπτει την ιδέα του ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς σ' ορισμένες περιπτώσεις να τον παραβλέπει και να τον ανεχτεί ακόμα, μα να τον τιμήσει από πνευματικήν άποψη —χαράξετέ το στο μυαλό σας!— αυτό θα ήτανε πλάνη, μια πλάνη, κι η αρχή όλων των πλανών του πνεύματος. Αυτή η γυναίκα, που αναφέρατε —αρνούμαι να θυμηθώ τ' όνομά της— φράου Σταιρ, λοιπόν, ευχαριστώ πολύ — αυτή η γελοία, με λίγα λόγια, γυναίκα — δεν αποτελεί περίπτωση, μου φαίνεται, που να βάζει, όπως είπατε, το ανθρώπινο αίσθημα σε δίλημμα. Είναι άρρωστη και ανόητη — Θεέ μου, είναι η ίδια η αθλιότητα προσωποιημένη, το πράμα είναι απλό δεν έχει κανείς παρά να τη λυπηθεί και να σηκώσει αδιάφορα τους ώμους. Το δίλημμα, κύριέ μου, το τραγικό αρχίζει εκεί που η φύση υπήρξε αρκετά σκληρή, ώστε να σπάσει την αρμονία της προσωπικότατας —ή και να την εμποδίσει από μιας αρχής— συνδέοντας ένα ευγενές και με τη θέληση της ζωής πνεύμα μ' ένα σώμα ανίκανο για τη ζωή. Γνωρίζετε τον Λεοπάρντι, ναυπηγέ μου, ή εσείς, υπολοχαγέ; Ένας δυστυχισμένος ποιητής του τόπου μου, ένας καμπούρης και φιλάσθενος άνθρωπος, μια ψυχή πρωτόγονα μεγάλη, μα αδιάκοπα εξευτελισμένη από την αθλιότητα του κορμιού του και διασυρμένη από τη πιο ταπεινή ειρωνεία — μια ψυχή που τα παράπονά της ξεσκίζουνε την καρδιά. Ακούτε αυτό! Κι ο Σετεμπρίνι άρχισε ν' απαγγέλλει στα ιταλικά, αφήνοντας να λιώνουν στη γλώσσα του οι όμορφες συλλαβές, γέρνοντας το κεφάλι του πότε από δω και πότε από κει και κλείνοντας, πότε-πότε, τα μάτια, χωρίς να τον νοιάζει που οι σύντροφοί του δεν καταλάβαιναν λέξη. Ήταν φανερό, πως προσπαθούσε να χαρεί ο ίδιος το μνημονικό και την προφορά του, μα και για να κάνει τους ακροατές του να τα εκτιμήσουνε. Στο τέλος, είπε: — Μα δεν καταλαβαίνετε, ακούτε χωρίς ν' αντιλαμβάνεστε την οδυνηρή έννοιά του. Ο ανάπηρος Λεοπάρντι, κύριοί μου, καταλάβετέ το καλά αυτό, είχε στερηθεί προπαντός τον έρωτα των γυναικών κι αυτό ήταν κυρίως που τον έκανε ανίκανο να εμποδίσει την πικρία της ψυχής του. Η λάμψη της δόξας και της αρετής ωχριούσε στα μάτια του, η φύση του φαινότανε κακή — είναι κακή, άλλωστε, ανόητη και κακή, σ' αυτό το σημείο του δίνω δίκιο —κι απελπίστηκε— είναι φοβερό να το λέει κανείς — μα απελπίστηκε από την επιστήμη κι από την πρόοδο! Εδώ ναι το τραγικό, ναυπηγέ μου. Εδώ 'χετε το «δίλημμα

για το ανθρώπινο αίσθημα», μα όχι σ' εκείνη κει τη γυναίκα, αρνιέμαι να κουράσω το μνημονικό μου για τ' όνομά της… Μη μου μιλήσετε για «εκπνευμάτωση», που μπορεί να προέλθει από την αρρώστια, για όνομα του Θεού, μην το κάνετε αυτό! Μια ψυχή χωρίς σώμα είναι το ίδιο απάνθρωπη και φριχτή, όσο κι ένα σώμα χωρίς ψυχή, και, άλλωστε, το πρώτο είναι η σπάνια εξαίρεση και το δεύτερο είναι ο κανόνας. Κατά γενικό κανόνα, το κορμί είναι αυτό που φουντώνει, που αποχτά όλη τη ζωή, όλη τη σπουδαιότητα, και χάνεται με τον πιο αποκρουστικό τρόπο. Ένας άνθρωπος, που ζει άρρωστος, δεν είναι παρά μόνο κορμί κι εδώ βρίσκεται το αντιανθρώπινο και το εξευτελιστικό — στις πιο πολλές περιπτώσεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πτώμα… — Κωμικό, είπε ξαφνικά ο Γιόαχιμ, σκύβοντας προς τα μπρος, για να κοιτάξει τον ξάδελφό του, που βάδιζε από το άλλο πλάι του Σετεμπρίνι. Τις προάλλες έλεγες κάτι παρόμοιο κι εσύ. — Ναι; είπε ο Χανς Κάστορπ. Ναι, δεν είναι κι αδύνατο να πέρασε κάτι παρόμοιο από το κεφάλι μου. Ο Σετεμπρίνι δε μίλησε για κάμποσα λεπτά. Ύστερα είπε: — Τόσο το καλύτερο, κύριοί μου. Τόσο το καλύτερο, αν είναι έτσι. Δεν έχω καμιά πρόθεση να σας προτείνω τίποτα πρωτότυπες φιλοσοφίες — δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Αν ο ναυπηγός μας έκανε κιόλας, από τη μεριά του, ανάλογες παρατηρήσεις, αυτό επιβεβαιώνει την υπόθεσή μου, πως είναι ένας πνευματικός ντιλετάντης, πως, σαν όλους τους προικισμένους νέους, δεν κάνει τίποτα άλλο, για την ώρα, παρά να δοκιμάζει όλες τις πιθανές αντιλήψεις. Ένας προικισμένος νέος δεν είναι ένα άγραφο φύλλο, παρά, πολύ περισσότερο, ένα φύλλο, όπου είναι γραμμένα τα πάντα κιόλας, με συμπαθητική μελάνη, τόσο το κακό όσο και το καλό κι είναι δουλειά του παιδαγωγού ν' αποκαλύψει το καλό, μα και να σβήνει με την πρέπουσα αντίδραση το κακό, που θα 'θελε να εκδηλωθεί. Οι κύριοι έκαναν ψώνια; ρώτησε μ' έναν τόνο ελαφρό κι ολότελα διαφορετικό… — Όχι, τίποτα το ιδιαίτερο, είπε ο Χανς Κάστορπ, δηλαδή… — Αγοράσαμε μερικές κουβέρτες για τον ξάδελφό μου, αποκρίθηκε αδιάφορα ο Γιόαχιμ. — Για την κούρα της ανάπαυσης… Μ' αυτό το κυνικό κρύο… Είναι δα να περάσω μαζί σας δυο-τρεις βδομάδες, είπε ο Χανς Κάστορπ γελώντας και χαμηλώνοντας τα μάτια. — Α! Κουβέρτες, η κούρα της ανάπαυσης. Έτσι, έτσι, έτσι. Αϊ, αϊ, αϊ. Στη πραγματικότητα: Placet experiri! επανάλαβε, πάλι με ιταλική προφορά, και τους αποχαιρέτησε, γιατί είχανε μπει πια στο σανατόριο, χαιρέτησαν το χωλό θυρωρό και, στον προθάλαμο, ο Σετεμπρίνι κατευθύνθηκε προς τα σαλόνια, για να διαβάσει τις εφημερίδες πριν από το φαγητό, όπως είπε. Φάνηκε σα να 'θελε να δείξει, ότι αδιαφορούσε για τη δεύτερη κούρα της ανάπαυσης. — Θεός φυλάξοι! είπε ο Χανς Κάστορπ, όταν βρέθηκε με τον Γιόαχιμ στο ασανσέρ. Είναι παιδαγωγός πραγματικά. Η αλήθεια είναι, πως τις προάλλες το είχε πει κιόλας, πως είχε μια τέτοια φλέβα. Μα πρέπει να προσέχει κανείς φοβερά, όταν είναι μαζί του, και να μη λέει ούτε μια λέξη παραπάνω, διαφορετικά αρχίζει τη διδασκαλία. Αξίζει, όμως, να τον ακούει κανείς να μιλά, ξέρει καλά την τέχνη της ομιλίας, κάθε λέξη πηδά στρογγυλή-

στρογγυλή κι ορεχτική από το στόμα του — έτσι που πάντα σκέφτομαι, ακούοντάς τον, τα μικρά, φρέσκα ψωμάκια. Ο Γιόαχιμ γέλασε. — Καλύτερα να μη του το πεις. Θαρρώ πως θ' απογοητευότανε, μαθαίνοντας πως σκέφτεσαι ψωμάκια, όταν ακούς τη διδασκαλία του. — Λες; Ναι, δεν είναι όμως και σίγουρο. Έχω πάντα την εντύπωση, πως δε νοιάζεται μόνο για τη διδασκαλία, ίσως και γι' αυτή, μα δευτερότερα, παρά κυρίως για την ίδια την ομιλία, τόσο όμορφα κάνει τις λέξεις ν' αναπηδούνε και να κυλούν… σαν μπάλες ελαστικές… και μου φαίνεται πως δε θα του ήταν καθόλου δυσάρεστο, να του το πει κανένας αυτό. Ο ζυθοποιός Μάγκνους είναι, χωρίς άλλο, λίγο ανόητος, με τους «ωραίους χαρακτήρες» του, μα ο Σετεμπρίνι θα έπρεπε να μας πει, βέβαια, ποιος είναι ο σκοπός, ποια είναι η σπουδαιότητα της λογοτεχνίας. Δε θέλησα να του το ζητήσω, για να μη μ' αποπάρει, δεν καταλαβαίνω, βέβαια, και πολλά πράματα απ' αυτήν, κι ως τα σήμερα δεν μου είχε τύχει ποτέ να γνωρίσω ένα λογοτέχνη. Μα αν η σημασία της δεν έγκειται στους όμορφους χαρακτήρες, τότε θα πρέπει να 'ναι οι ωραίες φράσεις, αυτή 'ναι η εντύπωσή μου, όταν βρίσκομαι με τον Σετεμπρίνι. Τι λέξεις δε χρησιμοποιεί! Χωρίς να ενοχλείται ούτε στο πιο ελάχιστο, μιλά γι' «αρετή» — παρακαλώ! Ποτέ στη ζωή μου δεν έφερα αυτή τη λέξη στο στόμα μου, ακόμη και στο σχολείο λέγαμε πάντα «θάρρος», όταν διαβάζαμε virtus στα βιβλία. Κάτι συστέλλεται μέσα μου, πρέπει να τ' ομολογήσω. Κι έπειτα, αυτό με κάνει κάπως νευρικό, όταν αγαναχτεί, μ' αυτό τον τρόπο, εναντίον του κρύου και του Μπέρενς και της φράου Μάγκνους ακόμη, που χάνει λεύκωμα, κι εναντίον όλων, με λίγα λόγια. Είναι ένας αντιρρησίας, αυτό το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή. Τα βάζει μ' ό,τι υπάρχει στον κόσμο κι η στάση αυτή έχει κάτι το αμέριμνο, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. — Το λες κιόλας, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ, με στοχαστική ηρεμία. Μα, από μια άλλη άποψη, μαρτυρά επίσης μια έπαρση, που δεν έχει τίποτα το αμέριμνο, αντίθετα μάλιστα. Μου φαίνεται σαν ένας άνθρωπος, που σέβεται τον εαυτό του, ή που σέβεται τον άνθρωπο γενικά, κι είναι κάτι που μ' αρέσει σ' αυτόν, που το βρίσκω πολύ καθώς πρέπει. — Ναι, έχεις δίκιο σ' αυτό, είπε ο Χανς Κάστορπ. Έχει, μάλιστα, κάτι το σοβαρό — πολλές φορές συμβαίνει κανενός να νιώθει ενοχλημένος μόνο γιατί αισθάνεται… ας το πούμε: πως τον ελέγχουνε, κι όχι, φυσικά, επί κακού. Θα με πιστέψεις, πως όλη την ώρα είχα την αίσθηση, ότι δεν ευχαριστήθηκε που αγόρασα κουβέρτες για την κούρα μου, πως αποδοκίμαζε την αγορά μου και πως αυτό τον είχε βάλει σε κάποιαν έγνοια; — Όχι, είπε ο Γιόαχιμ έκπληκτος. Πώς μπορούσε να 'ναι δυνατό κάτι τέτοιο; Δε θα μπορούσα να το φανταστώ. Κι ύστερα έφυγε, με το θερμόμετρο στο στόμα, με το σακάκι και τ' άλλα του πράματα, για την κούρα του, ενώ ο Χανς Κάστορπ άρχιζε κιόλας ν' αλλάζει και να ετοιμάζεται για το μεσημεριανό φαγητό, απ' όπου δεν τον χώριζε παρά μισή ώρα μόνο.

ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΟΤΑΝ ξανανέβηκαν πάνω, ύστερα από το φαγητό, το δέμα με τις κουβέρτες βρισκότανε κιόλας στην κάμαρα του Χανς Κάστορπ, πάνω σε μια καρέκλα και, για πρώτη φορά, τις χρησιμοποίησε κείνη τη μέρα — ο εξασκημένος Γιόαχιμ του δίδαξε την τέχνη να πακεταρίζεται, όπως έκαναν όλοι κι όπως θα μάθαινε κι ο κάθε καινούριος. Απλώνεις τις κουβέρτες, τη μια, την άλλη ύστερα, πάνω στην ξαπλωτούρα, έτσι που να περισσεύουνε αρκετά από τη μεριά των ποδιών. Ύστερα, παίρνεις θέση κι αρχίζεις να φτιάχνεις γύρω σου την εσωτερική κουβέρτα: πρώτα του μάκρους ίσαμε κάτω από τη μασκάλη, περνώντας την πάνω από τα πόδια και σκύβοντας για να πιάσεις τη διπλή άκρη της διπλωμένης κουβέρτας, κι ύστερα από την άλλη μεριά, κι εφαρμόζοντας ακριβώς αυτό το διπλό φτερό στην άκρη της ξαπλωτούρας, αν θέλεις να πετύχεις τη μεγαλύτερη δυνατή κανονικότητα. Μετά κάνεις το ίδιο ακριβώς και με την εξωτερική κουβέρτα — πράμα που είναι κάπως πιο δύσκολο, κι ο Χανς Κάστορπ, σαν αδέξιος νεόφυτος που ήταν, δεν έπαψε ν' αναστενάζει, όση ώρα την έφτιαχνε, πότε ξαπλωμένος, πότε διπλωμένος στα δυο, πιάνοντας την κουβέρτα από κει που τον δίδασκαν. Μόνο μερικοί, ελάχιστοι, παλιοί, είπε ο Γιόαχιμ, ξέρανε, με τρεις σίγουρες κινήσεις μονάχα, να τυλιχτούνε και τις δυο κουβέρτες συγχρόνως, μ' αυτό 'τανε μια σπάνια κι αξιοζήλευτη επιδεξιότητα, που δεν προϋποθέτει μόνο μακριά χρόνια εξάσκησης, μα και φυσικές ικανότητες. Ο Χανς Κάστορπ, αφήνοντας να πέσει προς τα πίσω, με πονεμένη την πλάτη από το σκύψιμο, χρειάστηκε να γελάσει με την τελευταία αυτή φράση, κι ο Γιόαχιμ που δεν κατάλαβε αμέσως πού υπήρχε το κωμικό σ' αυτήν, τον κοίταξε μ' ένα ύφος αβέβαιο, κι ύστερα γέλασε με τη σειρά του. — Ωραία! είπε, όταν ο Χανς Κάστορπ ξαπλώθηκε στην πολυθρόνα του, σαν κυλινδρικός όγκος, και δίχως μέλη, με το μαλακό μαξιλάρι κάτω από τον σβέρκο του, και κουρασμένος απ' όλην αυτή τη γυμναστική. Τώρα, και να κάνει είκοσι βαθμούς κάτω από το μηδέν, πάλι δε θα πάθαινες τίποτα. Και πέρασε πίσω από το γυάλινο χώρισμα, για να πακεταριστεί και ο ίδιος. Αυτό με τους είκοσι βαθμούς που είχε πει ο ξάδελφός του, φάνηκε αρκετά αμφίβολο στον Χανς Κάστορπ, γιατί 'τανε βέβαιο, πως ένιωθε μάλλον κρύο, και πολλές φορές διατρέξανε ρίγη το σώμα του, ενώ κοίταζε κάτω από τα ξύλινα τόξα του εξώστη σ' αυτή την ψιχαλιστή και διαπεραστική υγρασία, που φαινότανε κάθε στιγμή έτοιμη να μεταβληθεί σε χιονοθύελλα. Πόσο παράξενο ήταν, εξ άλλου, πως, παρ' όλη αυτή την υγρασία, τα μάγουλά του ήταν ακόμη στεγνά και φλογισμένα, σα να 'χε καθίσει σε καμιά υπερθερμασμένη κάμαρα! Αισθανόταν ακόμα γελοία κουρασμένος, απ' αυτή τη γυμναστική, με τις κουβέρτες — ναι, αλήθεια, το «Ocean Steamships» έτρεμε μέσα στα χέρια του, μόλις το πλησίαζε στα μάτια του. Όσο να 'ναι, δεν ήταν και τόσο καλά, είπε με το νου του, μα ολότελα αναιμικός, όπως είπε κι ο δόκτορας Μπέρενς, και γι' αυτό, χωρίς άλλο, ένιωθε τόσο τουρτουριάρης. Μα οι δυσάρεστες εντυπώσεις αυτές αποζημιώνονταν από τη μεγάλη άνεση της θέσης του, από τα δυσκολοανάλυτα και σχεδόν μυστηριώδη

προσόντα της ξαπλωτούρας, που ο Χανς Κάστορπ τα είχε εκτιμήσει από την πρώτη δοκιμή του κιόλας και που επιβεβαιώνονταν και πάλι κατά τον ευτυχέστερο τρόπο. Κάτι που οφειλότανε στο καπιτονάρισμα, στην ευνοϊκή κλίση της ράχης, στο ύψος ή στο ακριβές φάρδος των χεριών της ή απλά και στο ίδιο το μαξιλάρι, όπου ακουμπούσε το κεφάλι κανείς. Με λίγα λόγια, κανείς δε θα μπορούσε να εξασφαλίσει με πιο ανθρώπινο τρόπο την άνεση των μελών του, αναπαυόμενος, παρά μόνο μ' αυτή την εξαίρετη ξαπλωτούρα. Κι η ικανοποίηση βασίλεψε, λοιπόν, στην καρδιά του Χανς Κάστορπ, μόνο με τη σκέψη, πως δυο ώρες κενές και σίγουρα κλεισμένες ήταν μπροστά του, οι ώρες της κύριας κούρας, καθιερωμένες από τον κανονισμό της μέρας, που τον επιδοκίμαζε, μ' όλο που δε βρισκόταν εδώ παρά ως επισκέπτης, σαν ένα απόλυτα κατάλληλο μέτρο. Γιατί 'τανε υπομονετική φύση, μπορούσε να κάθεται επί ώρες δίχως καμιά απασχόληση και του άρεσε, το θυμούμαστε, η απραξία, που καμιά θορυβώδης δραστηριότητα δεν την κάνει να ξεχαστεί, δεν την αφανίζει ούτε την ελαττώνει. Στις τέσσερις ήταν η ώρα του τσαγιού με γλυκό και κομπόστα, μετά ένας μικρός περίπατος στον ανοιχτό αέρα, ύστερα πάλι ανάπαυση στην ξαπλωτούρα, στις εφτά το δείπνο, που, όπως όλα τα γεύματα γενικά, έφερνε μαζί του τις διαφωνίες και τ' αξιοθέατά του, που τα περίμενε κανείς με χαρούμενη ανυπομονησία, μετά κάμποσες ματιές στο στερεοσκοπικό κουτί, στο καλειδοσκόπιο και στο κινηματογραφικό τύμπανο… Ο Χανς Κάστορπ ήξερε απ' έξω το πρόγραμμα της μέρας, μ' όλο που θα προχωρούσε πάρα πολύ, αν βεβαίωνε πως είχε «εγκλιματιστεί» κιόλας. Στο βάθος είναι μια παράξενη περιπέτεια ο εγκληματισμός αυτός σ' έναν ξένο τόπο, αυτή η προσαρμογή κι αυτός ο μετασχηματισμός, ο κουραστικός, κάποτε, που τον υπομένουμε μόνο για τον ίδιον αυτό, κατά κάποιο τρόπο, και με τη σταθερή πρόθεση να τον παρατήσουμε, μόλις θα ολοκληρωνόταν, για να ξαναγυρίσουμε στην προηγούμενη κατάστασή μας. Παρεμβάλλουμε αυτά τα είδη της πείρας, σαν παύση, σαν διάλειμμα στην κύρια συνοχή της ζωής και, μάλιστα, με το σκοπό της «αναψυχής», δηλαδή για ν' αλλάξει και ν' ανανεωθεί η λειτουργία του οργανισμού, που διάτρεχε τον κίνδυνο και που ήταν έτοιμος να κακοσυνηθίσει μέσα στην δίχως αρμούς μονοτονία της ζωής, να κουραστεί και να εκνευριστεί. Μα τι στηρίζουν, τότε, αυτή η κούραση κι αυτή η αμβλύτητα, σ' έναν από πάρα πολλά χρόνια αδιάκοπο κανόνα; Και δεν πρόκειται τόσο για κούραση του σώματος και του πνεύματος, που έχουν φθαρεί από τις απαιτήσεις της ζωής (γιατί και μόνο η ανάπαυση θα 'ταν το πιο αποτελεσματικό φάρμακο γι' αυτά), όσο για κάτι πολύ περισσότερο ψυχικό — για το βίωμα του χρόνου. Ένα βίωμα, που απειλεί να χαθεί από μια μονοτονία υπερβολικά αδιάκοπη και που είναι τόσο συγγενικό και συνδεμένο με το αίσθημα της ζωής, που δεν είναι δυνατό να εξασθενίσει το ένα χωρίς να ισοπεδωθεί και να χαθεί και το άλλο. Για τη φύση της ανίας έχουν διαδοθεί διάφορες σφαλερές αντιλήψεις. Πιστεύεται, γενικά, πως το ενδιαφέρον κι η νεωτεριστικότητα του περιεχομένου κάνουν το χρόνο «να περνά», δηλαδή: τον συντομεύουν, ενώ η μονοτονία και το κενό βαραίνουν και μετριάζουν την πορεία του. Μα αυτό δεν είναι πέρα για πέρα ακριβές. Το κενό κι η μονοτονία μεγαλώνουν, χωρίς άλλο, κάποτε, τη στιγμή ή την ώρα και τις κάνουν «πληκτικές», μα συντομεύουν και επιταχύνουν, ίσαμε να τις αφανίσουν

ολότελα σχεδόν, τις μεγάλες και τις πιο μεγάλες ποσότητες του χρόνου. Αντίθετα, ένα πλούσιο και ενδιαφέρον περιεχόμενο είναι, χωρίς άλλο, ικανό να συντομεύσει και να επιταχύνει μια ώρα ή και μια ημέρα ακόμη, μα υπολογίζοντας χονδρικά, δανείζει στην πορεία της ζωής πλάτος, βάρος και στερεότητα, έτσι, που χρόνια πλούσια σε γεγονότα περνούν πιο αργά κι από κείνα τα φτωχά, άδεια κι ελαφρά χρόνια, που σαρώνει ο άνεμος και που πετούν. Αυτό, λοιπόν, που ονομάζουνε «ανία», «πλήξη», είναι, πολύ περισσότερο, μια αρρωστημένη συντόμευση του χρόνου, εξ αιτίας της μονοτονίας: μεγάλα χρονικά διαστήματα, όταν η πορεία τους είναι αδιάκοπα μονότονη, συστέλλονται μ' έναν τέτοιο τρόπο, που τρομάζει θανάσιμα την καρδιά. Όταν μια μέρα μοιάζει μ' όλες, τότε όλες δεν είναι παρά μια μέρα. Και σε μια τέλεια ομοιομορφία κι η πιο μακρά ζωή θα βιωνότανε σαν πολύ σύντομη και θα 'χε περάσει απρόοπτα. Η συνήθεια είναι μια υπνηλία, ή, τουλάχιστον, ένα αδυνάτισμα της συνείδησης του χρόνου κι αν τα χρόνια της νεότητας βιώνονται αργά, μα η μετέπειτα ζωή κυλά πολύ πιο γρήγορα πάντα και βιάζεται, κι αυτό ακόμη οφείλεται στη συνήθεια. Ξέρουμε καλά, πως η παρεμβολή αλλαγών των συνηθειών, ή οι καινούριες συνήθειες, είναι το μόνο μέσον που διαθέτουμε για να κρατηθούμε στη ζωή, για να φρεσκάρουμε την αντίληψή μας του χρόνου, για να πετύχουμε ένα ξανάνιωμα, ένα δυνάμωμα, ένα μετριασμό του βιώματος μας του χρόνου, και, μ' αυτό, ακόμα, την ανανέωση του αισθήματος μας της ζωής, γενικά. Αυτός είναι ο σκοπός της αλλαγής του αέρα ή του τόπου, του ταξιδιού αναψυχής, το ευεργέτημα της αλλαγής και του επεισοδίου. Οι πρώτες μέρες της διαμονής σ' έναν τόπο καινούριο έχουνε νεανικότητα, δηλαδή: δυνατό και μεγάλο βήμα — κι αυτές είναι κάπου έξι μ' οχτώ. Μα, αργότερα, κι όσο «εγκλιματίζεται» κανείς τις νιώθει να συντομεύονται σιγά-σιγά: όποιος κρέμεται από τη ζωή, ή, για να εκφραστούμε καλύτερα, όποιος θα 'θελε να κρεμαστεί από τη ζωή, βλέπει με φρίκη πόσο οι μέρες αρχίζουν να ξαναγίνονται ελαφρές και φευγαλέες. Και η τελευταία εβδομάδα —στις τέσσερις, λόγου χάρη— αποχτά μια ανησυχητική ταχύτητα και παροδικότητα. Είναι αλήθεια, πως το ξανάνιωμα της συνείδησής μας του χρόνου γίνεται αισθητό πέρα απ' αυτή την παρενθετική περίοδο, και παίζει τον ρόλο του ακόμη και μετά την επιστροφή μας στον κανόνα: οι πρώτες μέρες που περνούμε στον τόπο μας, ύστερα απ' αυτή την αλλαγή, φαίνονται, κι αυτές επίσης, καινούριες, μεγάλες και νεανικές, μα μερικές μόνο: γιατί συνηθίζουμε πιο γρήγορα στον κανόνα παρ' όσο στη διακοπή του, και όταν η συνείδησή μας του χρόνου έχει κουραστεί από την ηλικία, ή — σημάδι πρωτογενούς εξασθένισης της ζωής— δεν είχε αναπτυχθεί πολύ, τότε ναρκώνεται πολύ γρήγορα κι ύστερα από είκοσι τέσσερις ώρες κιόλας είναι σα να μην είχαμε φύγει ποτέ και το ταξίδι μας σα να μην ήταν παρά ένα νυχτερινό όνειρο. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν καταχωρηθήκανε εδώ, παρά μόνο γιατί ο νεαρός Χανς Κάστορπ είχε ανάλογες σκέψεις, όταν, ύστερα από μερικές μέρες, είπε στον ξάδελφό του (κοιτάζοντάς τον με μάτια που το ασπράδι τους ήταν χαρακωμένο από κόκκινες φλεβίτσες): — Είναι κωμικό και μένει κωμικό πόσο μακρύς φαίνεται ο χρόνος στην αρχή, όταν βρεθεί κανείς σ' έναν ξένο τόπο. Δηλαδή… Εννοείται πως δε θέλω καθόλου να πω, ότι πλήττω,

κάθε άλλο· μπορώ, μάλιστα, να πω ότι διασκεδάζω βασιλικά. Μα όταν κοιτάζω πίσω μου, αναδρομικά επομένως, μου φαίνεται, αν καταλαβαίνω καλά τον εαυτό μου, ότι βρίσκομαι εδώ, δεν ξέρω από πόσο καιρό, αλλά πολύ, πάντως, κι έχω την εντύπωση, πως από τη στιγμή που ήρθα και που δεν το είχα καταλάβει αμέσως, ότι είχα φτάσει και μου είπες: «Κατέβα, λοιπόν!» —θυμάσαι;— ως τώρα, μου φαίνεται ολόκληρη αιωνιότητα. Αυτό δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση, βέβαια, με τα μέτρα κι ακόμη λιγότερο με τη λογική, δεν είναι παρά καθαρή υπόθεση ευαισθησίας. Θα 'ταν ανόητο, φυσικά, να πω: Νομίζω, ότι βρίσκομαι εδώ δυο μήνες κιόλας — αυτό δε θά 'χε έννοια, βέβαια. Δε μπορώ να πω, γενικά, παρά μόνο: «Από πολύ καιρό». — Ναι, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ, με το θερμόμετρο στο στόμα. Κι εγώ επίσης επωφελούμαι απ' αυτό. Μπορώ, κατά κάποιο τρόπο, να κρέμουμαι από πάνω σου, από τότε που βρίσκεσαι δω. Κι ο Χανς Κάστορπ γέλασε γι' αυτό που είχε πει, τόσο απλά ο Γιόαχιμ, χωρίς εξηγήσεις.

ΑΠΟΠΕΙΡΑΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ Όχι, δεν είχε καθόλου εγκλιματιστεί ακόμη, ούτε σ' ό,τι αφορούσε τη γνώση της ζωής, εδώ πάνω, σ' όλη την ιδιαιτερότητά της — γνώση που θα 'ταν αδύνατο να την αποχτήσει μέσα σε τόσο λίγες μέρες, και που, όπως έλεγε (κι αυτό για να πάει κόντρα στο Γιόαχιμ), ούτε και σε τρεις εβδομάδες, δυστυχώς, θα μπορούσε ν' αποχτήσει — ούτε και σ' ό,τι αφορούσε στην προσαρμογή του οργανισμού του στους τόσο ιδιαίτερους ατμοσφαιρικούς όρους «αυτών εδώ πάνω», γιατί η προσαρμογή αυτή του 'βγαινε ξινή, και, μάλιστα, του φαινότανε, πως δε θα γινόταν ποτέ. Η ομαλή μέρα ήταν με σαφήνεια διαιρεμένη και προβλεπτικά οργανωμένη, γρήγορα έμπαινε κανείς στον ντορό και κέρδιζε τη ρουτίνα, αν προσαρμοζότανε στην κίνησή της. Στο περιθώριο, ωστόσο, της εβδομάδας και των μεγαλύτερων χρονικών ενοτήτων, η μέρα υπάκουε σ' ορισμένες κανονικές μεταβολές, που δεν παρουσιάζονταν παρά σιγά-σιγά, η μια για πρώτη φορά αφού η άλλη είχε επαναληφθεί κιόλας. Και σ' ό,τι επίσης αφορούσε στην καθημερινή αλληλουχία των πραγμάτων και των προσώπων, ο Χανς Κάστορπ είχε να μαθαίνει ακόμη σε κάθε του βήμα, να παρατηρεί από πιο κοντά ό,τι είχε κιόλας δει από μακριά, και να δέχεται το καινούριο με νεανική δεκτικότητα. Εκείνα τα κοιλαράδικα δοχεία, με τους κοντούς λαιμούς, λόγου χάρη, που βρίσκονταν στους διαδρόμους, μπροστά σε κάθε πόρτα και που το βλέμμα του έπεσε πάνω τους από το πρώτο βράδυ του ερχομού του, περιείχανε οξυγόνο — του το εξήγησε ο Γιόαχιμ, όταν τον ρώτησε. Είχανε μέσα καθαρό οξυγόνο, προς έξι φράγκα το μπαλόνι, κι αυτό το ζωογονητικό αέριο προοριζότανε για τους ετοιμοθάνατους για να τους ζωογονεί και να κάνει διαρκέστερες τις δυνάμεις τους — το ανάσαιναν από μια φούσκα. Γιατί, πίσω από τις πόρτες, που μπροστά τους βρίσκονταν τέτοια δοχεία, υπήρχαν ετοιμοθάνατοι ή moribundi, όπως είπε ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς, μια μέρα, που ο Χανς Κάστορπ τον συνάντησε στον πρώτο όροφο. Ο γιατρός, μ' άσπρη μπλούζα και μπλε μάγουλα, βρισκότανε στον διάδρομο και κατέβηκαν μαζί τη σκάλα. — Ιδού, λοιπόν, και σεις, ο αμερόληπτος θεατής! είπε ο Μπέρενς. Τι γίνεστε, λοιπόν; Βρίσκουμε έλεος στα παρατηρητικά μάτια σας; Τιμή μας, τιμή μας. Ναι, η καλοκαιρινή σαιζόν μας έχει αρετές, δεν κατάγεται από κακούς γονείς. Δε λογάριασα δα και πολύ τα έξοδα, για να την κάμω να προοδεύσει λίγο. Μα, όσο να 'ναι, είναι κρίμα, που δε θέλετε να περάσετε τον χειμώνα μαζί μας — γιατί, τι μου είπανε; δε θα περάσετε, λέει, παρά οχτώ βδομάδες μαζί μας; Πώς, τρεις; Μα αυτό δεν είναι παρά μια τυπική επίσκεψη, δεν αξίζει τον κόπο καν να μπαίνει κανείς σε τόσα έξοδα, ε; όπως νομίζετε. Μα είναι κρίμα, αλήθεια, που δε θα περάσετε εδώ τον χειμώνα, γιατί ό,τι αποτελεί την αριστοκρατία, είπε με απίθανα αστεία προφορά, τη διεθνή αριστοκρατία, εκεί κάτω, στο Νταβός Πλατς, δεν έρχεται παρά μόνο για το χειμώνα, και θα 'πρεπε να τη βλέπατε, κάτι θα βγάζατε για τη μόρφωσή σας. Είναι να κυλιέσαι, βλέποντάς τους να πηδούνε στα σκι τους. Κι έπειτα, οι κυρίες, Θεέ και Κύριε, οι κυρίες! Στολισμένες σαν παραδείσια πουλιά, δε σας λέω παρά μόνο αυτό… Μα είναι ώρα να πάω στον moribundus μου, είπε, εδώ, στο 27. Τελευταίο

στάδιο, ξέρετε. Πέντε δωδεκάδες φιάλες οξυγόνο ρούφηξε χτες και σήμερα, ο μεθύστακας. Μα ίσαμε το μεσημέρι θα 'χει πάει κιόλας ad penates. Λοιπόν, αγαπητέ μου Ρώυτερ, είπε μπαίνοντας στο 27, τι θα λέγατε αν σπάζαμε τον λαιμό μιας φιάλης ακόμη;… Και τα λόγια του χάθηκαν πίσω από την πόρτα που ξανάκλεισε. Μα, μέσα σ' εκείνο το λεπτό, ο Χανς Κάστορπ είχε δει, στο βάθος της κάμαρας, πάνω στο προσκέφαλό του, το κερένιο προφίλ ενός νέου με λεπτή γενειάδα, που είχε γυρίσει, αργά, προς την πόρτα, τα μεγάλα μάτια του. Ήταν ο πρώτος moribundus που είχε δει στη ζωή του ο Χανς Κάστορπ, γιατί οι γονείς του και ο παππούς του είχανε πεθάνει, κατά κάποιο τρόπο, πίσω από τις πλάτες του. Με τι αξιοπρέπεια αναπαυότανε πάνω στο προσκέφαλο το κεφάλι του νέου με το μυτερό μούσι! Πόσα δε σήμαινε το βλέμμα των μεγαλωμένων ματιών του, καθώς το 'χε γυρίσει αργά προς την πόρτα! Ο Χανς Κάστορπ, βυθισμένος ολόκληρος ακόμη, σ' αυτή τη φευγαλέα θέα, προσπάθησε, άθελά του, να κάμει τα μάτια του το ίδιο μεγάλα, το ίδιο σημαίνοντα, το ίδιο αργά, όπως ήταν του ετοιμοθάνατου, ενώ εξακολουθούσε να κατεβαίνει τη σκάλα, και με κείνα τα μάτια κοίταξε μια κυρία που, πίσω του, είχε ανοίξει μια πόρτα και που τον προσπέρασε στο κεφαλόσκαλο. Δεν την αναγνώρισε αμέσως, ότι ήτανε η Μαντάμ Σοσά; Χαμογέλασε ελαφρά, καθώς τον είδε να κάνει έτσι τα μάτια του, ύστερα στερέωσε με το χέρι τις πλεξούδες, στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, και κατέβηκε τη σκάλα μπροστά του, χωρίς θόρυβο, ευλύγιστη και γέρνοντας προς τα μπρος λίγο το κεφάλι της. Γνωριμία δεν έκαμε καμιά σχεδόν, εκείνες τις πρώτες μέρες, κι αργότερα το ίδιο, μα και για καιρό ακόμα. Ο κανονισμός της μέρας, στο σύνολό του, δεν ήτανε πρόσφορος. Κι έπειτα, ο Χανς Κάστορπ ήτανε μια φύση επιφυλακτική, αισθανότανε, εδώ πάνω, σαν επισκέπτης και σαν «αμερόληπτος θεατής», όπως είχε πει ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς, κι αρκέστηκε μ' ευχαρίστηση στη συζήτηση και στη συντροφιά του Γιόαχιμ. Είναι αλήθεια, πως η αδελφή, στο διάδρομο, τέντωσε τόση ώρα το λαιμό της προς το μέρος τους, ώστε, ο Γιόαχιμ, που κι άλλοτε κιόλας είχε φλυαρήσει λίγα λεπτά μαζί της, χρειάστηκε να της συστήσει τον ξάδελφό του. Με το κορδόνι των γυαλιών της πίσω από τ' αυτί, δε μιλούσε μόνο μ' επιτήδευση, παρά και με νάζια γιομάτα ταραχή σχεδόν, και με πιο προσεχτική εξέταση σου έδινε την εντύπωση, πως το βασανιστήριο της πλήξης δεν είχε αφήσει απείραχτο το λογικό της. Ήτανε δύσκολο να γλυτώσει κανένας, όταν έπεφτε στα χέρια της, γιατί, βλέποντας να 'ρχεται το τέλος της συνομιλίας, εκδήλωνε έναν αρρωστημένο φόβο κι αμέσως μόλις οι νέοι έκαναν να φύγουν, αρπαζότανε πάνω τους με βιαστικά λόγια και βλέμματα και μ' ένα τόσο απελπισμένο χαμόγελο, που, από οίκτο, σταθήκανε ακόμα λίγο μαζί της. Μίλησε αρκετή ώρα, για τον πατέρα της, που ήταν νομικός και για τον εξάδελφό της, που ήταν γιατρός — μόνο και μόνο για να παρουσιαστεί κάτω από ένα ευνοϊκότερο φως και για να δείξει πως καταγότανε από μορφωμένο περιβάλλον. Όσο για τον άρρωστό της, εκεί κάτω, πίσω από την πόρτα, ήταν ο γιος ενός εργοστασιάρχη κουκλών, από το Κόμπουργκ, που τον έλεγαν Ροτμπάιν, κι ο νεαρός Φριτς έπασχε από φυματίωση των εντέρων. Ήταν σκληρό για κείνους που περιποιόντουσαν τον άρρωστο,

όπως θα το φαντάζονται, βέβαια, κι οι κύριοι, και προπαντός για όποιον καταγότανε από οικογένεια πανεπιστημιακών κι είχε και την λεπτήν ευαισθησία των ανωτέρων τάξεων, αληθινά σκληρό. Ούτε και μπορούσε να του γυρίσει καν την πλάτη… Τελευταία —θα το πιστεύανε οι κύριοι;— είχε επιστρέψει από μια σύντομη έξοδο, μόνο για ν' αγοράσει λίγη οδοντόσκονη, κι είχε βρει τον άρρωστο να κάθεται στο κρεβάτι του, έχοντας μπροστά του ένα ποτήρι παχιά, σκούρα μπίρα, ένα σαλάμι, ένα μεγάλο κομμάτι μαύρο ψωμί κι ένα αγγούρι! Όλα αυτά λιχουδιές του τόπου του, που του τις είχε στείλει η οικογένειά του για να δυναμώσει. Μα την άλλη μέρα, φυσικά, ήταν πιο πολύ πεθαμένος παρά ζωντανός. Ο ίδιος αυτός επιτάχυνε το τέλος του. Μα αυτό θα 'ταν η λύτρωση μόνο για κείνον, βέβαια, όχι και γι' αυτήν — Αδελφή Μπέρτα ήταν, άλλωστε, τ' όνομά της, Αλφρέντα Σίλντκνεχτ, με το αληθινό — γιατί εκείνη θα περιποιότανε μετά άλλους αρρώστους, σ' ένα λίγο ως πολύ προχωρημένο στάδιο, εδώ ή σ' ένα άλλο σανατόριο, αυτή η προοπτική ανοιγότανε μπρος της κι άλλη απ' αυτή δεν υπήρχε. Ναι, είπε ο Χανς Κάστορπ, το επάγγελμά της θα είναι κουραστικό, χωρίς άλλο, μα θα είχε και τις ικανοποιήσεις του, αλήθεια. — Βέβαια, αποκρίθηκε, ικανοποιητικό είναι — ικανοποιητικό, μα πολύ βαρύ. Λοιπόν, περαστικά στον κύριο Ροτμπάιν. Και τα ξαδέλφια έκαναν να φύγουν. Μα τότε αρπάχτηκε πάνω τους με λόγια και βλέμματα, κι ήταν ένας καημός να βλέπεις τι προσπάθειες έκανε για να κρατήσει λίγο περισσότερο τους νέους, έτσι, που θα ήταν σκληρό να μη της δώσουνε λίγη ευχαρίστηση ακόμη. — Κοιμάται, είπε. Δε με χρειάζεται. Έτσι βγήκα κι εγώ για λίγα λεπτά έξω, στον διάδρομο… Κι άρχισε να παραπονιέται για το δόκτορα Μπέρενς και για τον τόνο που της απότεινε το λόγο και που ήτανε υπερβολικά οικείος, όταν έχει κανείς υπ' όψει του την καταγωγή της. Προτιμούσε πολύ περισσότερο το δόκτορα Κροκόβσκι — τον ονόμασε γιομάτον ψυχή. Ύστερα, ξαναγύρισε στον μπαμπά της και στον εξάδελφό της, το μυαλό της δεν πήγαινε πιο πέρα. Μάταια αγωνίστηκε για να κρατήσει, μια στιγμή ακόμη, τα δυο ξαδέλφια, υψώνοντας με δύναμη, ξαφνικά, τη φωνή και αρχίζοντας σχεδόν να κραυγάζει, όταν θελήσανε να φύγουν — τελικά, πετύχανε να της ξεφύγουν και κατέβηκαν. Μα η αδελφή τους ακολούθησε ακόμα λίγο με τα μάτια, σκύβοντας το πάνω μέρος του κορμιού της προς τα μπρος, σα να 'θελε να τους σύρει προς το μέρος της με τα μάτια. Ύστερα, ξέφυγε ένας βαθύς στεναγμός από το στήθος της και ξαναγύρισε πίσω, στον άρρωστό της. Εκτός απ' αυτήν, τις μέρες κείνες ο Χανς Κάστορπ δε γνωρίστηκε παρά μόνο με τη χλωμή, πενθοφορεμένη κυρία, αυτή τη Μεξικανή που είχε δει στον κήπο και που τη λέγανε Tousles-deux. Έγινε, πραγματικά, ν' ακούσει κι ο ίδιος αυτός, από το στόμα της, αυτή την πένθιμη διατύπωση, που είχε γίνει παρατσούκλι της. Μα, καθώς ήταν προετοιμασμένος,

κράτησε μια ευπρεπή στάση και μπόρεσε, μετά, να νιώθει ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Τα ξαδέλφια τη συνάντησαν μπροστά στην κεντρική είσοδο, τη στιγμή που φεύγανε, ύστερα από το πρώτο πρόγευμα, για τον κανονισμένο πρωινό περίπατο. Μ' ένα μαύρο πέπλο, από κασμίρ, στο κεφάλι, με λυγισμένα γόνατα κι ανήσυχα, μεγάλα βήματα, περπατούσε εκεί, ενώ το μαύρο πέπλο, τυλιγμένο γύρω από τα μαλλιά της, που τα διατρέχανε ασημένιες τρίχες, και δεμένο κάτω από το πηγούνι της, υπογράμμιζε τη θαμπή λευκότητα του προσώπου της, που γερνούσε, με το μεγάλο, πικραμένο στόμα. Ο Γιόαχιμ, δίχως καπέλο, όπως συνήθως, τη χαιρέτησε με υπόκλιση κι εκείνη αποκρίθηκε αργά, ενώ οι ρυτίδες του στενού μετώπου της τονίζονταν πιο βαθιές ακόμη. Σταμάτησε, έχοντας δει μια καινούρια φυσιογνωμία, και περίμενε, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, να πλησιάσουνε οι δυο νέοι. Γιατί, κατά πως φαινότανε, το θεωρούσε αναγκαίο ν' ακούσει αν ο ξένος ήξερε την μοίρα της και να δεχτεί τις εκδηλώσεις του. Ο Γιόαχιμ σύστησε τον ξάδελφό του. Άπλωσε στον ξένο, κάτω από τη μαντήλα, το χέρι, ένα αδύνατο, κιτρινωπό χέρι με πολλές φλέβες και στολισμένο δαχτυλίδια, κι εξακολούθησε να τον κοιτάζει, κουνώντας το κεφάλι της. Ύστερα ήρθε κι αυτό: — Tous les de, monsieur, είπε. Tous les de vous savez… — Je le sais, madame, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ υπόκωφα. Et je le regrette beaucoup. Τα μαλακά σακουλάκια κάτω από τα γαγατόμαυρα μάτια της ήταν τόσο μεγάλα και τόσο βαριά, όπως δεν είχε δει σε κανέναν άνθρωπο ακόμη. Ένα ελαφρό, μαραμένο άρωμα έβγαινε από πάνω της. Ένιωσε την καρδιά του να πλημμυρίζει από μια γλυκιά και σοβαρή συγκίνηση. — Merci, είπε, με μια λαρυγγόφωνη προφορά, που ταίριαζε παράξενα μ' αυτή τη ραγισμένη, από τη θλίψη, ύπαρξη κι η μια γωνιά του μεγάλου της στόματος κρεμάστηκε τραγικά, ύστερα ξανατράβηξε το χέρι της, κάτω από τη μαντήλα, έκλινε το κεφάλι και ξανάρχισε να περπατά. Μα ο Χανς Κάστορπ είπε, καθώς ξανάφευγαν: — Το βλέπεις, δε μου έκανε καμιά εντύπωση αυτό, τα έβγαλα πέρα μια χαρά. Πάντα τα βγάζω πέρα πολύ καλά, με τέτοιου είδους ανθρώπους. Νομίζω, πως είμαι από φυσικού μου καμωμένος για να συνδέομαι με τέτοιους ανθρώπους — δε νομίζεις κι εσύ; Πιστεύω, μάλιστα, πως, γενικά, συνεννοούμαι καλύτερα με τους θλιμμένους ανθρώπους, παρ' όσο με τους εύθυμους. Ο Θεός ξέρει πού οφείλεται αυτό, ίσως στο γεγονός, ότι είμαι ορφανός κι ότι έχασα τους γονείς μου από τόσο νωρίς, μα όταν οι άνθρωποι είναι σοβαροί και θλιμμένοι κι υπάρχει στη μέση ο θάνατος, είναι κάτι που δε με στεναχωρεί ιδιαίτερα, ούτε με φέρνει σ' αμηχανία, αισθάνομαι, αντίθετα, στο στοιχείο μου, και καλύτερα, οπωσδήποτε, παρ' όσο όταν είναι πολύ εύθυμοι, πράμα που με θέλγει λιγότερο. Τελευταία, έκανα τούτη δω τη σκέψη: είναι ανοησία, όσο να πεις, από μέρους όλων αυτών εδώ των κυριών να φοβούνται τόσο πολύ τον θάνατο κι ό,τι έχει σχέση μ' αυτόν, ώστε να 'ναι υποχρεωμένος κανείς να τους τα κρύβει όλα και να φέρνουν την Αγία Κοινωνία την ώρα που τρώνε ακριβώς. Όχι, πφ! αυτό 'ναι παιδαριώδες. Δε σου αρέσει να βλέπεις

φέρετρο; Εμένα μ' αρέσει να βλέπω από καιρό σε καιρό. Βρίσκω, ότι ένα φέρετρο είναι ένα έπιπλο σχεδόν όμορφο, ακόμη κι όταν είναι άδειο, μα όταν υπάρχει κάποιος μέσα, βρίσκω, πως αληθινά είναι κάτι επίσημο. Οι κηδείες έχουνε κάτι το εποικοδομητικό — πολλές φορές σκέφτηκα, πως, για περισυλλογή, θα 'πρεπε να πηγαίνει κανείς σε κηδεία, αντί να πηγαίνει στην εκκλησία. Ο κόσμος φορεί όμορφα μαύρα ρούχα και βγάζει το καπέλο του και κοιτάζει στο φέρετρο και φέρνεται με πολλή ευπρέπεια και περισυλλογή και κανείς δεν τολμά να κάνει άσκημα αστεία, όπως συνήθως, στη ζωή. Όταν βρίσκονται σε περισυλλογή, είναι κάτι που μου αρέσει πολύ. Αναρωτήθηκα, πολλές φορές κιόλας, μη και θα 'πρεπε να γινόμουνα πάστορας: νομίζω, πως, απ' ορισμένες απόψεις, αυτό δε θα μου πήγαινε κι άσκημα… Ελπίζω να μην έκανα κανένα λάθος, μιλώντας της γαλλικά! — Όχι, είπε ο Γιόαχιμ. Το Je le regrette beaucoup ήταν πέρα για πέρα σωστό.

ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΥΠΟΠΤΗ! ΟΙ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ μεταβολές της ομαλής μέρας έκαναν την εμφάνισή τους: πρώτα-πρώτα, μια Κυριακή — και, μάλιστα, μια Κυριακή με μουσική κούρας στην ταράτσα, κάτι που γινότανε κάθε δεκαπέντε μέρες, ένα σημάδεμα των δυο εβδομάδων, επομένως, που κατά το διάστημα της δεύτερης είχε έρθει ο Χανς Κάστορπ. Είχε φτάσει μια Τρίτη, κι ήταν, λοιπόν, η πέμπτη του μέρα εδώ, μια μέρα με ανοιξιάτικο χαρακτήρα, ύστερα από κείνη την περιπετειώδη θύελλα και το πισωγύρισμα στο χειμώνα — τρυφερή και δροσερή, με καθαρά σύννεφα στον ανοιχτογάλαζο ουρανό και μ' ένα μέτριο ηλιόφωτο πάνω στις πλαγιές και στην κοιλάδα, που είχανε πάρει πάλι το κανονικό, καλοκαιριάτικο πρασίνισμά τους, μια και το καινούριο χιόνι ήταν καταδικασμένο να λιώσει γρήγορα, αλήθεια. Ήταν φανερό, πως ο καθένας προσπάθησε να τιμήσει την Κυριακή και να διακριθεί. Η διαχείριση κι οι οικότροφοι συναγωνίστηκαν μεταξύ τους σ' αυτή την προσπάθεια. Αμέσως με το πρωινό τσάι, σερβιρίστηκε αμυγδαλόπιτα, σε κάθε θέση υπήρχε ένα μικρό ποτήρι με λίγα λουλούδια, άγρια γαρύφαλλα και, μάλιστα, ρόδα των Άλπεων, που οι κύριοι τα περνούσαν στη μπουτονιέρα τους (ο εισαγγελεύς Παραβάν, από το Ντόρτμουντ, είχε φορέσει, μάλιστα, ένα μαύρο φράκο με κουκιδωτό γιλέκο), οι τουαλέτες των κυριών είχαν το χαρακτήρα αρωματικότητας — η φράου Σοσά έκανε την εμφάνισή της, στο πρόγευμα, με μια κυματιστή δαντελένια πρωινή ρόμπα, με ανοιχτά μανίκια, και, μέσα σ' αυτήν, άρχισε —κλείνοντας με πάταγο τη τζαμωτή πόρτα— ν' αντιμετωπίζει την αίθουσα και να παρουσιάζεται, κατά κάποιο τρόπο, με χάρη, πριν κατευθυνθεί, με συρτά βήματα προς το τραπέζι της. Κι ήταν τόσο όμορφα ντυμένη, που η γειτόνισσα του Χανς Κάστορπ, η δασκάλα από το Καίνιχσμπεργκ, φάνηκε ολωσδιόλου ενθουσιασμένη. Ακόμη και το βάρβαρο αντρόγυνο του τραπεζιού των Κοινών Ρώσων έλαβε υπ' όψει του τη μέρα του Θεού, το ανδρικό μέρος, δηλαδή, αλλάζοντας τη δερμάτινη ζακέτα του μ' ένα είδος κοντού σακακιού και τα κέτσινα υποδήματά του με δερμάτινα παπούτσια. Εκείνη φορούσε και σήμερα, φυσικά, τον γλιτσιασμένο της μπουά από φτερά, μα κάτω απ' αυτόν φαινότανε μια πράσινη μεταξωτή μπλούζα με γιακαδάκι… Ο Χανς Κάστορπ ζάρωσε τα φρύδια, όταν τους διάκρινε, κι άλλαξε χρώμα, κάτι που του συνέβαινε πολύ συχνά εδώ πάνω. Αμέσως ύστερα από το δεύτερο πρόγευμα, άρχισε κι η μουσική της κούρας, στην ταράτσα. Χάλκινα και ξύλινα όργανα όλων των ειδών είχανε ενωθεί εκεί κι έπαιζαν, πότε αυτά, πότε κείνα, διάφορες μελωδίες, κι επίσημες και ζωηρές, ίσαμε την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Όσο θα διαρκούσε η μουσική, η κούρα της ανάπαυσης δεν ήταν αυστηρά υποχρεωτική. Μερικοί, χωρίς άλλο, χαίρονταν από το ύψος του μπαλκονιού τους αυτό το δώρο των αυτιών, ακόμη και στην αίθουσα ανάπαυσης του κήπου ήταν στημένες τρεις-τέσσερις ξαπλωτούρες. Μα οι περισσότεροι από τους οικότροφους ήταν καθισμένοι σε μικρά, λευκά τραπεζάκια, στη σκεπασμένη ταράτσα, ενώ ο κόσμος των νεαρών, που το εύρισκε πάρα πολύ σοβαρό το να κάθεται κανείς σε καρέκλες, καθόταν

στα πέτρινα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στον κήπο και έδειχνε μεγάλη ευθυμία. Ήταν νεαροί άρρωστοι και από τα δυο φύλα, από τους οποίους ο Χανς Κάστορπ γνώριζε τους πιο πολλούς κιόλας από τ' όνομα ή και εξ όψεως. Η Ερμίνε Κλέεφελντ ανήκε σ' αυτούς, καθώς και ο κύριος Αλμπέν, που κυκλοφορούσε ένα μεγάλο λουλουδοστόλιστο κουτί σοκολάτες κι έλεγε σ' όλο τον κόσμο να πάρει, ενώ ο ίδιος δεν έτρωγε, μα κάπνιζε, με πατρικό ύφος, τσιγάρα με χρυσό επιστόμιο. Ακόμα, ο νεαρός με τ' ανασηκωτά χείλη της «Ένωσης των Μισών Πνευμόνων», η φροϋλάιν Λέβι, αδύνατη και κερένια, όπως ήταν, ένας νέος γκριζόξανθος, που άκουγε στ' όνομα Ρασμούσεν και που άφηνε να κρέμονται τα χέρια του σαν πτερύγια χαλαρά, αρμοσμένα στο ύψος του στήθους του, η φράου Σάλομον, από το Άμστερνταμ, μια κυρία εύσωμη, ντυμένη στα κόκκινα, που είχε ανακατευτεί κι αυτή με τους νέους, και που στο μελαχρινούτσικο σβέρκο της δεν έπαυε να προσηλώνει τα μάτια του, καθισμένος τώρα από πίσω της, τυλίγοντας με τα μπράτσα του τα γόνατά του, ο ψηλέας εκείνος με τ' αραιά μαλλιά, που ήξερε να παίζει κομμάτια από το «Όνειρον θερινής νυκτός». Ήταν ακόμη μια κοκκινομαλλούσα δεσποινίς, από την Ελλάδα, μια άλλη κοπέλα άγνωστης προέλευσης, που είχε το προφίλ ενός ταπίρ, ο φαγάς γυμνασιόπαις με τα χοντρά γυαλιά, ένας άλλος δεκαπεντάρης ή δεκαεξάρης νεαρός, που είχε στερεώσει στο μάτι του ένα μονόκλ και που, βήχοντας, έφερνε στο στόμα του το μακρύ νύχι του μικρού του δάχτυλου, όμοιο με κουταλάκι αλατιέρας, αληθινός γάιδαρος, και πολλοί άλλοι ακόμα. Ο νεαρός αυτός, με το μακρύ νύχι, διηγήθηκε σιγά ο Γιόαχιμ, δεν ήταν παρά πολύ ελαφρά άρρωστος, όταν πρωτόρθε — απύρετος, μάλιστα, και μόνο από πρόνοια τον είχε στείλει εδώ πάνω ο πατέρας του, ένας γιατρός, και, σύμφωνα με τη γνώμη του Αυλικού Σύμβουλου, θα έπρεπε να μείνει μόνο τρεις μήνες εδώ. Τώρα, που τέλειωσαν οι τρεις μήνες, είχε από 37,8 ως 38 κι ήταν σοβαρά άρρωστος. Μα είναι αλήθεια, πως ζούσε τόσο τρελά, που θ' άξιζε να τον αρχίσει κανείς στα χαστούκια. Τα ξαδέλφια είχανε δικό τους τραπεζάκι, γιατί ο Χανς Κάστορπ κάπνιζε, πίνοντας τη μελαχρινή μπίρα του, που είχε φέρει μαζί του μετά το πρόγευμα, κι από καιρό σε καιρό κατάφερνε να βρίσκει κάποια μικρή γεύση στο πούρο του. Ναρκωμένος, από την μπίρα κι από τη μουσική, που τον έκανε, όπως πάντα, ν' ανοίγει το στόμα και να γέρνει το κεφάλι, κοίταζε γύρω του, με κοκκινισμένα μάτια, αυτή την ξένοιαστη ζωή της πλαζ, και η συνείδηση, πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι κινδύνευαν μέσα τους αδιάκοπα και χάνονταν γρήγορα, και πως οι πιο πολλοί είχανε ελαφρό πυρετό, αντί να τον ενοχλήσει και το πιο ελάχιστο, τον έκανε ν' αποδίδει, αντίθετα, σ' όλους τους, μεγάλη παραξενιά, ένα είδος πνευματικού θέλγητρου… Στα τραπεζάκια πίνανε γκαζόζα, και στο κεφαλόσκαλο τραβούσανε φωτογραφίες, άλλοι ανταλλάζανε γραμματόσημα και η κοκκινομαλλούσα δεσποινίς από την Ελλάδα έκανε το σκίτσο του κυρίου Ρασμούσεν σ' ένα μπλοκ, μα ύστερα δεν ήθελε να του δείξει το σκίτσο του και, γελώντας μ' όλα τα μεγάλα κι αραιοφυτρωμένα δόντια της, γύρισε από δω, γύρισε από κει, έτσι που τελικά δεν έγινε δυνατό να της πάρει το μπλοκ. Η Ερμίνε Κλέεφελντ καθότανε με μισάνοιχτα μόνο τα μάτια της στο σκαλοπάτι της και κρατούσε το ρυθμό της μουσικής, με μια διπλωμένη

εφημερίδα, ενώ άφηνε τον κύριο Αλμπέν να στερεώνει, στη μπλούζα της, ένα ματσάκι λουλούδια των λιβαδιών, κι ο νεαρός με τ' ανασηκωμένα χείλια, καθισμένος στις φτέρνες του, στα πόδια της φράου Σάλομον, φλυαρούσε μαζί της, τεντώνοντας τον λαιμό του, προς το μέρος της, ενώ, πίσω της, ο πιανίστας με τ' αραιωμένα μαλλιά, κοίταζε αδιάκοπα τον σβέρκο της. Οι γιατροί ήρθανε, επίσης, κι ανακατεύτηκαν με τους οικότροφους, με λευκή μπλούζα ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς και με μαύρη ο γιατρός Κροκόβσκι. Προχώρησαν, κατά μήκος, στη σειρά των τραπέζιών και, μπροστά στον καθένα, ο Αυλικός Σύμβουλος άφηνε κι από ένα εγκάρδιο αστείο του, έτσι που το πέρασμά του χάραζε ένα αυλάκι φαιδρότητας πίσω του, ύστερα κατεβήκανε προς τη νεότητα, που το γυναικείο τμήμα της συγκεντρώθηκε αμέσως γύρω από τον δόκτορα Κροκόβσκι, με κουνήματα και λοξά βλέμματα, ενώ ο Αυλικός Σύμβουλος, για να τιμήσει την Κυριακή, έδειχνε ένα παιχνίδι επιδεξιότητας στους κυρίους, με τα κορδονωτά υποδήματά του: τοποθετούσε το τεράστιο πόδι του σ' ένα από τα πιο ψηλά σκαλοπάτια, έλυνε τα κορδόνια, τα έπιανε μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο με το ένα χέρι, και μπορούσε, χωρίς να βοηθιέται από το άλλο, να τα δένει διασταυρώνοντάς τα με μια τέτοια ταχύτητα, που όλοι απορούσανε και πολλοί απ' αυτούς προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο, αλλά μάταια. Αργότερα έκανε κι ο Σετεμπρίνι την εμφάνισή του στην ταράτσα — ήρθε, ακουμπώντας στο μπαστούνι του, βγαίνοντας από την τραπεζαρία, για μια φορά ακόμη ντυμένος τη ρεντινγκότα του και το κιτρινωπό, με τα καρό, πανταλόνι του, με την ευγενική, ξύπνια και κριτική, έκφρασή του, κοίταξε γύρω του και πλησίασε στο τραπέζι των νέων, λέγοντας: Α, μπράβο! και ζήτησε την άδεια να καθίσει μαζί τους. — Μπίρα, καπνός και μουσική, είπε. Αυτή 'ναι η πατρίδα σας! Βλέπω πως έχετε την αίσθηση της εθνικής ατμόσφαιρας, ναυπηγέ μου. Τώρα βρίσκεστε στο στοιχείο σας, κι αυτό με κάνει και χαίρομαι. Αφήστε με να πάρω ένα μικρό μέρος κι εγώ από την αρμονία της κατάστασής σας! Ο Χανς Κάστορπ συγκεντρώθηκε — το είχε κάνει κιόλας από τη στιγμή που είδε τον Ιταλό να 'ρχεται από μακριά. Είπε: — Μα έρχεστε αργά στο κοντσέρτο, κύριε Σετεμπρίνι. Θα πρέπει να τελειώσει κιόλας σε λίγο. Δε σας αρέσει η μουσική; — Δε μου αρέσει η κατά παραγγελία μουσική, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι. Όχι όταν ακολουθεί το ημερολόγιο, όχι και πολύ όταν μυρίζει φαρμακείο και μου την παραχωρούνε για λόγους υγείας. Αγαπώ λίγο την ελευθερία μου, ή, τουλάχιστον, τα ίχνη της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που διατηρήσαμε ακόμα. Σε τέτοιες περιστάσεις, παρουσιάζομαι σαν επισκέπτης, όπως και σεις, αν και σεις σε μεγέθυνση, σε μας εδώ πάνω: έρχομαι για ένα τέταρτο της ώρας και πάω τον δρόμο μου. Είναι κάτι που μου δίδει μια αυταπάτη ανεξαρτησίας… Δε λέω πως είναι κάτι περισσότερο από αυταπάτη, μα τι τα θέλετε, αφού μου δίνει κάποια ικανοποίηση! Με τον ξάδελφό σας, το πράμα είναι διαφορετικό. Γι' αυτόν είναι υπηρεσία. Δεν είναι αλήθεια, υπολοχαγέ, πως αυτό το βλέπετε σαν ένα μέρος της υπηρεσίας σας; Ω, ξέρω γνωρίζετε το τέχνασμα, για να σώζετε την

υπερηφάνειά σας μέσα στη σκλαβιά. Είναι ένα τέχνασμα, που ταράζει την ψυχή. Κανένας στην Ευρώπη δεν το ανέχεται. Τη μουσική; Δε με ρωτήσατε αν είμαι ένας ερασιτέχνης της μουσικής; Ε, λοιπόν, αν είπατε «ερασιτέχνης» (ο Χανς Κάστορπ δε θυμόταν να είχε εκφραστεί έτσι ακριβώς) η έκφραση δε διαλέχτηκε άσκημα, περιέχει και μια δόση τρυφερής επιπολαιότητας. Καλά, λοιπόν, προχωρώ. Ναι, είμαι ένας ερασιτέχνης της μουσικής —για να μην ειπωθεί πως μ' ενδιαφέρει ιδιαίτερα— όπως, περίπου, ενδιαφέρομαι κι αγαπώ τον λόγο, που είναι ο φορέας του πνεύματος, το εργαλείο, το αστραφτερό υνί της προόδου… Η μουσική… αυτή 'ναι το αδιατύπωτο, το αμφίβολο, το ανεύθυνο, το αδιάφορο. Ίσως μου παρατηρήσετε, πως μπορεί να 'ναι καθαρή, μα κι η φύση μπορεί να 'ναι καθαρή, και το ρυάκι επίσης μπορεί να 'ναι καθαρό, και τι μας βοηθάει αυτό; Δεν είναι η αληθινή καθαρότητα, είναι μια ονειρική καθαρότητα, που δε σημαίνει τίποτα και δε μας υποχρεώνει σε τίποτα, μια καθαρότητα χωρίς συνέπειες, επικίνδυνη επομένως, γιατί σας παρασύρει να επαναπαυθείτε σ' αυτήν… Αφήστε τη μουσική να πάρει μια στάση μεγαλοψυχίας. Ωραία. Θα φλογίσει τα αισθήματά μας. Μα αυτό που έχει σημασία είναι να φλογίσει το μυαλό μας. Η μουσική φαίνεται ότι είναι η ίδια η κίνηση — δε σημαίνει, την υποπτεύομαι επί ησυχασμώ. Αφήστε με να φτάσω εκεί που θέλω: Νιώθω κατά της μουσικής μια πολιτική αντιπάθεια. Στο σημείο αυτό ο Χανς Κάστορπ δεν κρατήθηκε να μη χτυπήσει το χέρι στα γόνατά του και να μη φωνάξει, πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε ακούσει τίποτα παρόμοιο. — Σκεφθείτε το, οπωσδήποτε, είπε ο Σετεμπρίνι, χαμογελώντας. Η μουσική είναι ανεκτίμητη, σαν ένα ανώτερο μέσον να προκληθεί ο ενθουσιασμός, σαν δύναμη που μας παρασύρει προς τα μπρος και πιο ψηλά, όταν βρίσκει το πνεύμα προετοιμασμένο κιόλας να δεχτεί τ' αποτελέσματά της. Μα η λογοτεχνία πρέπει να 'χει το προβάδισμα. Μόνη της, η μουσική είναι επικίνδυνη. Η φυσιογνωμία σας μου το έδειξε, από την πρώτη στιγμή που έφτασα. Ο Χανς Κάστορπ άρχισε να γελά. — Αχ, δεν πρέπει να βλέπετε το πρόσωπό μου, κύριε Σετεμπρίνι. Δε θα το πιστέψετε πόσο με παραμορφώνει ο αέρας εδώ πάνω σε σας. Μου είναι πολύ δυσκολότερο, απ' όσο το φανταζόμουν, να εγκλιματιστώ. — Φοβούμαι πως κάνετε λάθος. — Όχι, για ποιο λόγο; Ο διάβολος ξέρει πόσο κουρασμένος και ζεστός αισθάνομαι ακόμη. — Μου φαίνεται, ωστόσο, πως θα πρέπει να ευγνωμονούμε τη διεύθυνση γι' αυτά τα κοντσέρτα, είπε ο Γιόαχιμ σκεφτικά. Βλέπετε το πράμα από μια ανώτερη σκοπιά, κύριε Σετεμπρίνι, σαν συγγραφέας, να πούμε, και γι' αυτό δεν μπορώ να σας αντιλέξω. Μα, όσο να 'ναι, νομίζω πως θα πρέπει να νιώθει κανείς ευγνωμοσύνη, έστω και γι' αυτή την ελάχιστη μουσική. Δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με τη μουσική, και, έπειτα, τα κομμάτια που παίζουν δεν είναι και τόσο σπουδαία — ούτε κλασικά ούτε μοντέρνα, παρά μια απλή μουσική. Μα είναι

οπωσδήποτε μια αλλαγή, που μας δίνει ευχαρίστηση. Γεμίζει μερικές ώρες, μ' έναν τρόπο εξαιρετικά ευπρεπή, δηλαδή: τις ξεχωρίζει και τις γιομίζει μία-μία, έτσι, που κάτι, τουλάχιστον, θυμάται κανείς απ' αυτές, ενώ εδώ πάνω σπαταλά τις μέρες και τις βδομάδες, μ' έναν τρόπο φριχτό, συνήθως. Ένα κομμάτι της ορχήστρας, βλέπετε, κομμάτι χωρίς απαιτήσεις, διαρκεί, ίσως, εφτά λεπτά, δεν ειν' έτσι; και αυτά τα λεπτά, αποτελούν κάτι καθαυτά, έχουνε αρχή και τέλος, αποσπώνται και είναι, κατά κάποιο τρόπο, εγγυημένα από τη γενική πορεία των πραγμάτων. Έπειτα, και τα ίδια αυτά είναι ξεχωρισμένα από τις τομές, πρώτα-πρώτα, του κομματιού, και σε μέτρα μετά, έτσι που πάντα συμβαίνει κάτι, και κάθε λεπτό παίρνει μια ορισμένη έννοια, από την οποία μπορεί να πιαστεί κανείς, ενώ διαφορετικά… δεν ξέρω, αν σωστά… — Μπράβο! φώναξε ο Σετεμπρίνι. Μπράβο, υπολοχαγέ, ορίσατε θαυμάσια μια αναμφισβήτητα ηθική στιγμή στην ουσία της μουσικής, αυτήν ακριβώς που δανείζει στη ροή του χρόνου, μ' ένα ολωσδιόλου ιδιαίτερα ζωντανό μέτρο, εγρήγορση, πνεύμα και λαμπρότητα. Η μουσική διεγείρει το χρόνο, μας διεγείρει για την πιο ευγενισμένη απόλαυση του χρόνου, διεγείρει…. και γι' αυτό είναι ηθική. Η τέχνη είναι ηθική, εφ' όσον διεγείρει. Μα πώς, αφού κάνει το αντίθετο; Αφού ναρκώνει, αποκοιμίζει, κι αντιμάχεται τη δραστηριότητα και την πρόοδο; Ακόμη κι αυτό το μπορεί η μουσική, ακόμη και ν' ασκεί, στο βάθος, μια επίδραση όπως του οπίου. Μια διαβολική επίδραση, κύριοί μου. Το όπιο είναι του διαβόλου, γιατί φέρνει το λήθαργο, την αδράνεια, τη στασιμότητα, την παθητικότητα, την υποδούλωση… Υπάρχει κάτι το ανησυχαστικό στη μουσική, κύριοί μου. Επιμένω, πως η φύση της είναι δίβουλη. Δε θα προχωρούσα και πολύ μακριά, αν την ονόμαζα πολιτικώς ύποπτη. Εξακολούθησε να μιλά μ' αυτό τον τρόπο και ο Χανς Κάστορπ τον άκουγε, μα δεν κατάφερε να τον παρακολουθήσει πολύ καλά, πρώτα-πρώτα εξ αιτίας της κούρασής του, κι ύστερα γιατί 'ταν αφηρημένος από τα καμώματα και τις χειρονομίες εκείνης της επιπόλαιης νεότητας, που καθόταν στη σκάλα. Έβλεπε καλά; Τι γινόταν εκεί; Η δεσποινίς με το προφίλ του ταπίρ ήταν απασχολημένη να ράβει ένα κουμπί, στο κάτω μέρος του σπορ πανταλονιού του νεαρού με το μονόκλ! Το άσθμα έκανε βαριά και ζεστή την ανάσα του κοριτσιού, ενώ ο νεαρός έβηχε, φέρνοντας στο στόμα του το μακρύ νύχι του, που έμοιαζε με κουταλάκι της αλατιέρας! Ήταν άρρωστοι, βέβαια, κι οι δυο τους, μα η στάση αυτή δε μαρτυρούσε λιγότερο για το είδος των παράξενων συνηθειών, που βασιλεύανε εδώ, ανάμεσα στους νέους. Η μουσική έπαιζε μια πόλκα…

Ο ΧΙΠΠΕ Έτσι αποσπάστηκε ανάγλυφα η Κυριακή. Το απόγεμά της, επί πλέον, σημειώθηκε από περιπάτους με αμάξια, που τους επιχείρησαν διάφορες παρέες οικότροφων: πολλά αμάξια, με δυο άλογα, ανέβηκαν ως απάνω, ύστερα από το τσάι, και σταμάτησαν μπροστά στην κεντρική είσοδο, για να πάρουνε τους οικότροφους, που τα είχανε παραγγείλει — προπαντός Ρώσοι και, μάλιστα, κυρίες. — Οι Ρώσοι πάντα κάνουνε περιπάτους μ' αμάξια, είπε ο Γιόαχιμ στο Χανς Κάστορπ. Στέκονταν μαζί, μπροστά στην είσοδο και για να διασκεδάσουν παρακολουθούσαν τις αναχωρήσεις. — Τώρα πηγαίνουν στο Κλαβαντέλ, ή στη λίμνη, ή στη Φλύελαταλ ή στο μοναστήρι, αυτός είναι ο σκοπός του περιπάτου. Θα μπορούσαμε να κάνουμε και μεις μια μέρα έναν περίπατο όσο θα 'σαι εδώ, αν πρόκειται να σ' ευχαριστήσει. Μα νομίζω, πως, για την ώρα, έχεις να κάνεις αρκετά, για να εγκλιματιστείς και δε χρειάζεται ν' αναλάβεις κι άλλα. Ο Χανς Κάστορπ συμφώνησε. Είχε ένα τσιγάρο στο στόμα και τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του. Μ' αυτό τον τρόπο κοίταζε τη γριά κοντούλα Ρωσίδα κυρία, την τόσο ζωηρή, με την αδύνατη ανεψιά της να παίρνουνε θέση σ' ένα αμάξι, μαζί με δυο άλλες κυρίες: την Μαρούσγια και τη Μαντάμ Σοσά. Τούτη δω είχε βάλει ένα λεπτό παλτό για τη σκόνη, με ζώνη από πίσω, μα δε φορούσε καπέλο. Κάθισε δίπλα στη γριά κυρία, στο βάθος της άμαξας, ενώ οι κοπέλες κάθισαν στην πίσω θέση. Κι οι τέσσερις ήταν εύθυμες και φλυαρούσαν αδιάκοπα στην σαν ξεκοκαλισμένη γλώσσα τους. Μιλούσανε και γελούσανε για την πολύ στενή κουβέρτα της άμαξας, που τη μοιράζονταν με πολύ κόπο, για τους ρούσικους ζαχαρωμένους καρπούς που είχε πάρει μαζί της η θεία, μέσα σ' ένα ξύλινο κουτί, τυλιγμένο σε βάτες και κομμάτια δαντελωτό χαρτί, και που άρχισε να τους προσφέρει κιόλας. Ο Χανς Κάστορπ διάκρινε μ' ενδιαφέρον την υπόκωφη, μες στις άλλες, φωνή της Μαντάμ Σοσά. Όπως πάντα, όταν αυτή η νωχελική γυναίκα παρουσιαζότανε μπρος του, ένιωθε πάλι μέσα του να δυναμώνει εκείνη η αίσθηση της ομοιότητας που είχε προσπαθήσει να βρει, μια στιγμή και που είχε παρουσιαστεί στ' όνειρό του. Μα το γέλιο της Μαρούσγια, η όψη των στρογγυλών και καστανών ματιών της, που κοίταζαν παιδικά πάνω από το μαντήλι που έκρυβε το στόμα της, και πάνω από κείνο το άφθονο στήθος, που δε φαινόταν να μοιάζει καθόλου πως ήταν εσωτερικά άρρωστο, του θύμιζε ακόμη κάτι άλλο συνταρακτικό, που είχε παρατηρήσει τελευταία, και κοίταξε λοξά, προσεχτικά, και χωρίς να κινήσει το κεφάλι, προς το μέρος του Γιόαχιμ. Όχι, δόξα σοι ο Θεός, η φυσιογνωμία του δεν ήταν πια τόσο λεκιασμένη, όσο τις προάλλες, ούτε και τα χείλη τόσο αξιολύπητα τραβηγμένα. Μα κοίταζε τη Μαρούσγια, με μια στάση και μια έκφραση των ματιών, που δεν είχανε τίποτα το στρατιωτικό, που, αντίθετα, φαίνονταν τόσο ταραγμένα και τόσο ξεχασιάρικα από δικού τους, ώστε υποχρεωτικά θα τα ονόμαζες μάτια πολίτη. Άλλωστε, συνήλθε αμέσως σχεδόν κι έριξε ένα βλέμμα γρήγορο προς τη μεριά του Χανς Κάστορπ, που μόλις πρόφτασε να γυρίσει τα μάτια του αλλού, για να κοιτάξει οπουδήποτε, στον αέρα. Την ίδια στιγμή ένιωσε την καρδιά του να χτυπά, χωρίς λόγο, κι

από δικού της, όπως του συνέβαινε εδώ πάνω, το 'θελε δεν το 'θελε. Το υπόλοιπο της Κυριακής δεν πρόσφερε τίποτα το εξαιρετικό, ίσως, ίσως, τα γεύματα που, μια και δε γινότανε να 'ναι πιο άφθονα απ' όσο συνήθως, διακρίνονταν τουλάχιστον για την ιδιαίτερη λεπτότητα των φαγητών. (Στο μεσημεριανό φαγητό υπήρχε ένα chaudfroid από κοτόπουλο, γαρνιρισμένο με καραβίδες και κεράσια κομμένα στα δυο. Με το παγωτό, γλυκά σερβιρισμένα σε μικρά ζαχαρένια καλαθάκια, κι ύστερα φρέσκος ανανάς). Το βράδυ, αφού ήπιε τη μπίρα του, ο Χανς Κάστορπ ένιωσε τα μέλη του πιο εξαντλημένα ακόμη, πιο βαριά και να τρέμουνε περισσότερο απ' όσο τις προηγούμενες μέρες. Κατά τις εννιά, καληνύχτισε τον εξάδελφό του, έσυρε το πάπλωμα ίσαμε κάτω από το πηγούνι του κι αποκοιμήθηκε σαν σκοτωμένος. Μα την άλλη μέρα κιόλας, η πρώτη Δευτέρα, επομένως, που περνούσε ο επισκέπτης εκεί πάνω, έφερε μια νέα περιοδική τροποποίηση του προγράμματος της ημέρας: μια από κείνες τις διαλέξεις, δηλαδή, που έκανε, κάθε δεκαπέντε, ο γιατρός Κροκόβσκι, στην τραπεζαρία, μπροστά σ' όλο το ενηλικιωμένο κοινό, που γνώριζε γερμανικά, κι όχι στο κοινό των ετοιμοθανάτων του Μπέρκχοφ. Επρόκειτο, όπως πληροφόρησε ο Γιόαχιμ τον ξάδελφό του, για μια κανονική σειρά μαθημάτων, ενός είδους επιστημονικής εκλαΐκευσης, με το γενικό τίτλο: Ο έρως ως παθογενής δύναμις. Η διδακτική αυτή αναψυχή γινότανε ύστερα από το δεύτερο πρόγευμα και, όπως τον πληροφόρησε ακόμα ο Γιόαχιμ, δεν επιτρεπόταν ή τουλάχιστον το έβλεπαν με πολλή δυσαρέσκεια, το να απουσιάζει κανείς απ' αυτήν. Επίσης είχε θεωρηθεί σαν εκπληκτική αυθάδεια, που ο Σετεμπρίνι, μ' όλο που γνώριζε τα γερμανικά όσο κανείς, όχι μόνο δεν παραβρέθηκε ποτέ στις διαλέξεις, παρά έκανε εις βάρος τους κι ορισμένες παρατηρήσεις από τις πιο αγενείς. Όσο για τον Χανς Κάστορπ, ήταν αποφασισμένος να πάει, πρώτα-πρώτα, χωρίς άλλο, από ευγένεια, μα κι από μια περιέργεια που δεν κρυβότανε. Πρωτύτερα, ωστόσο, επιχείρησε ακόμα κάτι, πέρα για πέρα αδέξιο και σφαλερό: η φαντασία του τον έσπρωξε να κάνει μόνος του έναν μεγάλο περίπατο, κάτι, δηλαδή, που τον έκαμε να νιώσει πολύ πιο άσκημα απ' όσο θα υπόθετε ποτέ κανείς. — Αυτή τη φορά, προσοχή! ήταν τα πρώτα λόγια του, όταν, το πρωί, μπήκε ο Γιόαχιμ στην κάμαρά του. Βλέπω κιόλας, πως δεν μπορώ να εξακολουθήσω έτσι. Αρκετά έζησα οριζόντια. Το αίμα αποκοιμάται, στο τέλος, μ' αυτό τον κανόνα. Για σένα, φυσικά, είναι κάτι άλλο, εσύ ακολουθείς μια ορισμένη κούρα και δε θέλω να σε σύρω μαζί μου. Μα έχω όρεξη να κάνω, αμέσως μετά το πρόγευμα, έναν καλό περίπατο, αν δε σε πειράζει. Θα πάω όπου με βγάλει η τύχη. Θα πάρω λίγα τρόφιμα μαζί μου για πρόγευμα και θα γίνω ανεξάρτητος. Θα δούμε, αν δε θα 'μαι άλλος άνθρωπος, όταν θα γυρίσω. — Καλά, είπε ο Γιόαχιμ, όταν κατάλαβε πως ο άλλος είχε, στα σοβαρά, αυτή την επιθυμία κι αυτή την πρόθεση. Μα να μη το παρακάνεις, σε συμβουλεύω. Εδώ 'ναι διαφορετικά απ' όσο στον τόπο μας. Και γύρισε, με την ώρα σου, για τη διάλεξη. Στην πραγματικότητα, υπήρχανε κι άλλοι λόγοι, εκτός από τους σωματικούς, που είχανε κάνει το νέο Χανς Κάστορπ να πάρει αυτή την απόφαση. Του φαινόταν, πως το ζεσταμένο κεφάλι του, η άσκημη γεύση που αισθανόταν συχνά πυκνά στο στόμα και οι

παράλογοι χτύποι της καρδιάς του, οφείλονταν πολύ λιγότερο στις δυσκολίες του εγκλιματισμού, παρ' όσο σε πράματα όπως η διαγωγή του ρούσικου αντρόγυνου δίπλα του, τα λόγια που έλεγε στο τραπέζι εκείνη η φράου Σταιρ, η άρρωστη και ανόητη, ο μαλακός βήχας του αυστριακού ευγενή, που άκουγε κάθε μέρα, στους διαδρόμους, τα λόγια του κυρίου Αλμπέν, τις εικασίες του για τις σχέσεις που είχανε μεταξύ τους όλοι κείνοι οι νεαροί άρρωστοι, η έκφραση του προσώπου του Γιόαχιμ, όταν κοίταζε τη Μαρούσγια, και πολλές άλλες παρατηρήσεις που είχε κάνει. Σκεφτόταν πως θα 'ταν καλό να ξεφύγει, μια φορά, από τον μαγικό κύκλο του Μπέργκχοφ, ν' ανασάνει βαθιά τον ελεύθερο αέρα και να κινηθεί λίγο, για να ξέρει, τουλάχιστον, αν θα αισθανότανε κουρασμένος το βράδυ, περί τίνος επρόκειτο. Και αποχωρίστηκε από τον Γιόαχιμ, όταν, ύστερα από το πρόγευμα, ο τελευταίος αυτός, ετοιμάστηκε για τον κανονικά ορισμένο περίπατο, ίσαμε τον πάγκο με το ρυάκι, για ν' ακολουθήσει τον δικό του δρόμο. Ήταν ένα ψυχρό, συννεφιασμένο πρωινό, γύρω στις οχτώμισι πάνω-κάτω. Όπως το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, ο Χανς Κάστορπ ανάπνευσε βαθιά τον καθαρό πρωινό αέρα, αυτή τη δροσερή κι ελαφρά ατμόσφαιρα που έμπαινε μέσα σου αβίαστα, που ήταν χωρίς μυρουδιά υγρασίας χωρίς περιεχόμενο και χωρίς αναμνήσεις… Πέρασε το ρέμα του νερού και τις ράγες του μικρού σιδηρόδρομου, συνάντησε το δρόμο, με τα κατά τρόπο ακανόνιστο χτισμένα σπίτια, από τη μια κι από την άλλη μεριά του, μα τον παράτησε αμέσως και μπήκε σ' ένα μονοπάτι, μέσα από τα λιβάδια, που σκαρφάλωνε λοξά και σχεδόν απότομα, στη δεξιά βουνοπλαγιά. Η ανάβαση αυτή ευχαρίστησε το Χανς Κάστορπ, το στήθος του φούσκωσε, με το χερούλι του μπαστουνιού του έσπρωξε το καπέλο του προς τα πίσω και όταν, φτάνοντας σε κάποιο ύψος και κοιτάζοντας πίσω, διάκρινε μακριά τον καθρέφτη της λίμνης απ' όπου είχε περάσει, όταν ερχόταν με το τρένο, άρχισε να τραγουδά. Τραγουδούσε τα τραγούδια που ήξερε, κάθε είδος αισθηματικά και λαϊκά τραγούδια, όπως τα βρίσκει κανείς μέσα στα βιβλία τραγουδιών των σπουδαστών και των γυμναστικών συλλόγων κι ανάμεσα σ' άλλα ένα τραγούδι, που είχε αυτούς τους στίχους: Οι βάρδοι ας τραγουδούν έρωτα και κρασί μα να επαινούν πιο συχνά την αρετή… Άρχισε να σιγοτραγουδεί και κατάληξε να τραγουδά δυνατά, μ' όλη του τη δύναμη. Η φωνή του —φωνή βαρύτονου— ήταν σκληρή, μα σήμερα την εύρισκε όμορφη και το να τραγουδά τον ενθουσίαζε όλο και πιο πολύ. Όταν πια είχε τραγουδήσει πολύ υψηλά, βάλθηκε να τραγουδά με «τη φωνή της κεφαλής», μα κι η ψεύτικη τούτη φωνή του φάνηκε όμορφη. Όταν η μνήμη του δεν τον βοηθούσε καλά, τα έβγαζε πέρα συνοδεύοντας τη μελωδία μ' οποιαδήποτε λόγια του έρχονταν στο μυαλό ή και με συλλαβές χωρίς έννοια που, κατά τον τρόπο των τραγουδιστών της όπερας, τις πρόφερε προσαρμόζοντάς τις στα χείλη του και βγάζοντας λαρυγγόφωνα τα Ρ. Στο τέλος μάλιστα, κατάληξε ν' αυτοσχεδιάζει τόσο στα λόγια όσο και στη μελωδία και να συνοδεύει τη δημιουργία του με κινήσεις των μπράτσων σαν ηθοποιός. Όπως ήταν πολύ κουραστικό να τραγουδά και ν' ανηφορίζει συνάμα, η ανάσα του γινόταν όλο και πιο γρήγορη και σε λίγο δεν μπορούσε πια ν' ανασάνει σχεδόν. Μα, από ιδεαλισμό, από

αγάπη για την ομορφιά του τραγουδιού, επέμενε, κι αφήνοντας συχνούς στεναγμούς επέμεινε ίσαμε την τελευταία πνοή, ίσαμε που, μην μπορώντας ν' ανασάνει πια, τυφλός, με τους σφυγμούς να χτυπούν γρήγορα-γρήγορα και μη βλέποντας πια παρά ένα πολύχρωμο σπιθοβόλημα, αφέθηκε να πέσει κάτω από ένα χοντρό πεύκο, θύμα, ξαφνικά, ύστερα από έναν τόσο υπερβολικό ενθουσιασμό, μιας οξύτατης κακοκεφιάς και μιας τέτοιας ζαλάδας, που έφτανε στα σύνορα της απελπισίας. Όταν λίγο ως πολύ συνήλθαν τα νεύρα του και σηκώθηκε να συνεχίσει τον περίπατό του, ο σβέρκος του έτρεμε τόσο ζωηρά, που στο πείσμα της νεότητάς του, το κεφάλι του κινιότανε όπως ακριβώς συνέβαινε, άλλοτε, στο γέρο Χανς Λόρεντς Κάστορπ. Ο ίδιος θυμότανε μ' ευχαρίστηση το μακαρίτη τον παππού του και, χωρίς να δοκιμάσει φρίκη γι' αυτή του την ιδιοτροπία, άρχισε ν' απομιμείται τον τρόπο, που είχε ο γέρος, για να καταπολεμά αυτό το τρεμούλιασμα, στηρίζοντας το πηγούνι του. Σκαρφάλωσε μ' ελιγμούς ψηλότερα ακόμη. Τον τράβηξε ο ήχος από κουδούνια αγελάδων και βρήκε και το κοπάδι. Έβοσκε γύρω από μια καλύβα, που η στέγη της ήταν στερεωμένη με πέτρες. Δυο άντρες με γενειάδες έρχονταν προς το μέρος του και χωρίστηκαν τη στιγμή που τους πλησίασε. — Έχε γεια, λοιπόν, και σ' ευχαριστώ! είπε ο ένας στον άλλο, με βαθύ λαρυγγόφωνο τόνο, έβαλε το τσεκούρι του από τον ένα στον άλλον ώμο, κι ύστερα άρχισε να κατηφορίζει, έξω από το δρόμο, με τριζάτα βήματα, ανάμεσα από τα πεύκα, προς την κοιλάδα. Είχε ηχήσει τόσο παράξενα μέσα στη μοναξιά αυτό το «έχε γεια, λοιπόν, και σ' ευχαριστώ», που είχε συγκινήσει, σαν κάτι ονειρικό, το πνεύμα του Χανς Κάστορπ, ζαλισμένο κιόλας από το τραγούδι και την ανάβαση. Το επανάλαβε σιγά, προσπαθώντας να μιμηθεί τον λαρυγγόφωνο και επίσημα αδέξιο τονισμό του βουνίσιου, κι ύστερα ανέβηκε κάμποσο δρόμο ακόμα, πέρα από την καλύβα, γιατί 'χε ακόμη να πάει ίσαμε κει που υπήρχανε δέντρα. Μα, ύστερα από μια ματιά στο ρολόι του, παραιτήθηκε από τον σκοπό του. Πήρε ένα μονοπάτι αριστερά, που, ίσιο, στην αρχή επικλινές ύστερα, οδηγούσε στο χωριό. Ένα δάσος κωνοφόρων δέντρων, με ψηλούς κορμούς, τον υποδέχτηκε και, διασχίζοντάς το, ξανάρχισε να τραγουδά λίγο, με προφύλαξη, είναι η αλήθεια, και μ' όλο που τα γόνατά του τρέμανε στην κατηφοριά μ' έναν τρόπο πιο ανησυχαστικό ακόμη από πρωτύτερα. Μα, βγαίνοντας από το δάσος, σταμάτησε έκπληκτος μπροστά στην εξαίσια σκηνογραφία που προσφερόταν στα μάτια του: ένα τοπίο μικρό, απομονωμένο, με ειρηνική και μεγαλειώδη πλαστικότητα. Μες στη ρηχή και πετρώδη κοίτη του, ένας χείμαρρος κατέβαινε από τη δεξιά πλαγιά, έπεφτε, αφρίζοντας πάνω σε ταρατσωτά φυτρωμένους βράχους κι ύστερα κυλούσε πιο ειρηνικά κατά την κοιλάδα, γραφικά καβαλικεμένος από μια γεφυρούλα, με απλοϊκά πελεκημένα κάγκελα. Το βάθος της κοιλάδας είχε το γαλάζιο χρώμα των καμπανέλων, ενός χαμόδεντρου που φύτρωνε παντού. Πεύκα σοβαρά, γιγαντόκορμα και με συμμετρικούς κορμούς, ορθώνονταν, ξεμοναχιασμένα και σε συστάδες, στο βυθό του φαραγγιού, όπως και στις πλαγιές, και ένα απ' αυτά, στην όχθη του χείμαρρου,

βυθίζοντας, στην πλαγιά, λοξά τις ρίζες του, ορθωνόταν σκυφτό και παράξενο μέσα στην όλη σκηνογραφία. Μια μοναξιά γιομάτη θροΐσματα βασίλευε πάνω απ' αυτό τ' όμορφο κι απομονωμένο μέρος. Από την άλλη μεριά του χείμαρρου, ο Χανς Κάστορπ πρόσεξε έναν πάγκο. Δρασκέλισε το μονοπάτι και κάθισε, για να χαρεί τη θέα του καταρράχτη, και του ευκίνητου αφρού, για να τεντώσει τ' αυτί σ' αυτό το ειδυλλιακά φλύαρο θρόισμα, τ' ομοιόμορφο κι ωστόσο γιομάτο από εσωτερική ποικιλία. Γιατί, ο Χανς Κάστορπ, αγαπούσε το κελάρυσμα του νερού όσο και τη μουσική και, ίσως, περισσότερο ακόμη. Μα μόλις που θα 'χε καθίσει, όσο γινότανε πιο άνετα, τον έπιασε μια αιμορραγία της μύτης τόσο ξαφνική, που δεν κατάφερε να προφυλάξει ολότελα το κουστούμι του. Η αιμορραγία ήταν βίαιη, επίμονη, και τον υποχρέωσε, επί μισή ώρα γιομάτη, να πηγαινοέρχεται αδιάκοπα, ανάμεσα στον πάγκο και στον χείμαρρο, για να μουσκεύει το μαντήλι του, να ρουφά το νερό, και να ξαπλώνει, πάλι, ανάσκελα, στον πάγκο, με το βρεμένο μαντήλι στη μύτη του. Έμεινε έτσι ξαπλωμένος, ίσαμε που το αίμα σταμάτησε, κάποτε, κι έμεινε ακίνητος, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από το κεφάλι του, με διπλωμένα τα γόνατα, κλειστά τα μάτια, τ' αυτιά γιομάτα βομβίσματα, μη νιώθοντας άσκημα, παρά μάλλον καταπραϋμένος από το πολύ αίμα που είχε χάσει και σε μια κατάσταση ζωτικότητας παράξενα ελαττωμένη. Γιατί, όταν εξέπνεε τον αέρα, επί πολλή ώρα δεν ένιωθε πια την ανάγκη να εισπνεύσει καινούριο, μα, με το κορμί ακίνητο, άφηνε ήσυχα την καρδιά του να χτυπά έναν ορισμένο αριθμό φορές, πριν ξαναπάρει ανάσα, νωθρά και τεμπέλικα. Ξαφνικά, βρέθηκε μεταφερμένος σ' εκείνη τη μακρινή ψυχική κατάσταση, που η αφετηρία της ήταν ένα ορισμένο όνειρο, μορφοποιημένο από τις πιο πρόσφατες εντυπώσεις του, και που το είχε δει τώρα και μερικές νύχτες. Μα ένιωσε τόσο έντονα, τόσο τελειωτικά, τόσο, ως την κατάργηση του χώρου και του χρόνου, μεταφερμένος στο Εκεί και στο Άλλοτε, που θα μπορούσε να πει κανείς, πως ένα άψυχο σώμα κειτόταν ψηλά, στον πάγκο, πλάι στο χείμαρρο, ενώ ο αληθινός Χανς Κάστορπ στεκόταν στα πόδια του, πολύ μακριά, σ' ένα χρόνο και σ' ένα περιβάλλον που είχαν περάσει πια, και, μάλιστα, σε μια κατάσταση τολμηρή κι ενθουσιαστική, παρ' όλη του την απλότητα. Ήταν δεκατριών χρονών, μαθητής της τρίτης, ένας νεαρός με κοντά πανταλόνια και κουβέντιαζε στην αυλή του σχολείου του μ' έναν άλλο νεαρό, της ίδιας απάνω-κάτω ηλικίας, μα που πήγαινε σε μια άλλη τάξη — συνομιλία που ο Χανς Κάστορπ είχε αρχίσει αρκετά παράλογα και που τον χαροποιούσε σ' υψηλό βαθμό, μ' όλο που, εξ αιτίας του συγκεκριμένου και σαφώς καθορισμένου της θέματος, δεν μπορούσε να 'ναι παρά πολύ σύντομη. Είχανε διάλειμμα, ανάμεσα στο προτελευταίο και στο τελευταίο μάθημα, ανάμεσα στο μάθημα της Ιστορίας κι εκείνο της Ιχνογραφίας, για την τάξη του Χανς Κάστορπ. Στην αυλή, που ήταν στρωμένη με κόκκινα τούβλα και που χωριζόταν από το δρόμο μ' ένα σανιδένιο τοίχο, που είχε δυο πόρτες, οι μαθητές πηγαινόρχονταν σε σειρές, στέκονταν παρέες-παρέες ή ακουμπούσανε, μισοκαθισμένοι, στις σμαλτωμένες εξοχές του κτιρίου. Οι φωνές βουίζανε. Ένας καθηγητής, με μαλακό καπέλο, επίβλεπε την

κίνηση, τρώγοντας ένα σάντουιτς. Ο μαθητής, που μαζί του μιλούσε ο Χανς Κάστορπ, λεγότανε Χίππε, και το μικρό του όνομα ήτανε Πριμπισλάβ. Περίεργη λεπτομέρεια, το Ρ αυτού του ονόματος προφερότανε X, οδοντόφωνα: έπρεπε να πει Πχιμπισλάβ, κι αυτό το παράξενο όνομα δεν πήγαινε άσχημα με το εξωτερικό του παιδιού, που δεν ήταν πολύ συνηθισμένο, αλλά μάλλον κάπως εξωτικό. Ο Χίππε, γιος ενός ιστορικού και καθηγητή στο Γυμνάσιο, πρότυπο μαθητού επομένως, και πιο προχωρημένος κατά μια τάξη κιόλας από το Χανς Κάστορπ, μ' όλο που ήτανε ελάχιστα μεγαλύτερός του, καταγόταν από το Μέκλενμπουργκ, κι όσο για τον ίδιον αυτόν, ήταν φανερά ο καρπός μιας αρχαίας επιμιξίας των φυλών, ενός κράματος γερμανικού και βεντοσλαυικού αίματος — ή ενός ανάλογου συνδυασμού. Ήταν ξανθός, μάλιστα (τα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά στο στρογγυλό κρανίο του). Μα τα μάτια του, γκριζογάλανα ή γαλανόγκριζα —ένα χρώμα κάπως απροσδιόριστο και αμφίβολο— είχανε ένα ιδιαίτερο σχήμα, στενό και, εξετάζοντάς τα από κοντά, κάπως λοξό, μάλιστα, και, κάτω από τα μάτια, φούσκωναν τα, αρκετά τονισμένα, μήλα των παρειών. Στο σύνολό της, μια φυσιογνωμία που, στην περίπτωσή του, δεν είχε τίποτα το μορφαστικό, που, αντίθετα, δεν ήταν παρά μόνο συμπαθητική, μα που είχε αρκέσει για να του δώσουν οι συμμαθητές του το παρατσούκλι «ο Κερκέζος». Ο Χίππε, άλλωστε, φορούσε κιόλας μακριά πανταλόνια κι ένα σακάκι μπλε, με κουμπιά, που φτάνανε ως τον λαιμό, και τεντωμένο στην πλάτη, που στον γιακά του διάκρινε κανείς λίγη πιτυρίδα. Το γεγονός, όμως, είναι, πως ο Χανς Κάστορπ είχε, από πολύ καιρό τώρα, διακρίνει αυτόν τον Πριμπισλάβ — πως τον είχε διαλέξει μέσα στο γνωστό και άγνωστο πλήθος της αυλής του σχολείου, πως ενδιαφερόταν γι' αυτόν, τον παρακολουθούσε με τα μάτια και, να το πει κανείς; τον θαύμαζε. Οπωσδήποτε, τον κοίταζε μ' ένα ολωσδιόλου ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και στο δρόμο του σχολείου, κιόλας, χαιρότανε που μπορούσε να τον παρατηρεί στις σχέσεις του με τους συμμαθητές του, να τον βλέπει να μιλά ή να γελά και να διακρίνει από μακριά τη φωνή του, που ήταν ευχάριστα υπόκωφη και λίγο βραχνή. Αν πρέπει να υποθέσουμε, πως δεν υπήρχε αρκετός λόγος γι' αυτό το ενδιαφέρον, εκτός, ίσως, αυτό το ειδωλολατρικό όνομα, αυτή η ιδιότητα του μαθητού-πρότυπου (που ήταν, όμως, αδύνατο να ζυγίζει) ή επιτέλους αυτά τα τσερκέζικα μάτια — μάτια που, κάποτε, εχτός από ορισμένα λοξά βλέμματα, που δεν ήταν στραμμένα πουθενά, σκοτείνιαζαν σ' ένα είδος οδυνηρής πεπλωτής νύχτωσης — δεν είναι λιγότερο αλήθεια τ' ότι ο Χανς Κάστορπ, άλλωστε, ελάχιστα γνοιαζότανε να δικαιολογήσει διανοητικά τα αισθήματά του ή και για να τους δώσει ένα όνομα. Γιατί, για φιλία, δεν μπορούσε να γίνει λόγος, βέβαια, αφού δε «γνώριζε» καν τον Χίππε. Μα, πρώτα-πρώτα, δεν τον υποχρέωνε τίποτα να δώσει ένα όνομα στα αισθήματά του, αφού δεν μπορούσε να σκεφτεί, ότι ήτανε δυνατό να εκφραστεί ποτέ αυτό το θέμα — που ούτε ο κατάλληλος ήτανε γι' αυτό, αλλά ούτε και το επιθυμούσε. Και δεύτερο, ένα όνομα, μια λέξη, σημαίνει βέβαια, αν όχι κριτική, τουλάχιστο ορισμό, δηλαδή: ταξινόμηση μέβα στο Γνωστό και στο Συνηθισμένο, ενώ ο Χανς Κάστορπ ήταν διαποτισμένος από την ασύνειδη πεποίθηση, ότι ένα εσωτερικό αγαθό, όπως αυτό, δε θα 'πρεπε ν' αποκτήσει ποτέ την ετικέτα του ορισμού και της

ταξινόμησης. Μα καλά, κακά, όπως κι αν δικαιολογήθηκαν, αυτά τα τόσο μακρινά αισθήματα μιας οποιασδήποτε επικοινωνίας, είχανε, οπωσδήποτε, μια τέτοια ζωτικότητα, που ο Χανς Κάστορπ, τώρα κι έναν χρόνο —τώρα κι έναν χρόνο περίπου, γιατί δεν ήτανε δυνατό να σημειωθεί με ακρίβεια η αρχή τους— τα έτρεφε σιωπηλά, κάτι που μαρτυρούσε, το λιγότερο, για την πιστότητα και τη σταθερότητα του χαρακτήρα του, όταν, μάλιστα, σκεφτεί κανείς, πόση φοβερή ποσότητα χρόνου αντιπροσωπεύει ένας χρόνος σ' αυτή την ηλικία. Οι λέξεις, δυστυχώς, που προσδιορίζουν στοιχεία του χαρακτήρα, έχουν πάντα την ηθική δύναμη μιας κρίσης, είτε με τη σημασία ενός επαίνου, είτε μ' εκείνη μιας μομφής, μ' όλο που έχουν και τις δυο αυτές όψεις. Την «πιστότητα» του Χανς Κάστορπ, που γι' αυτήν, άλλωστε, δεν καυχόταν, την αποτελούσανε, χωρίς να εκφέρουμε κρίση — ένα κάποιο βάρος, η βραδύτητα και το πείσμα των αισθημάτων του, μια ψυχική κατάσταση ουσιαστικά συντηρητική, που έκανε να του φαίνονται οι καταστάσεις και οι περιστάσεις της ζωής τόσο πιο άξιες να τους αφοσιώνεται κανείς και να τις διαιωνίζει, όσο περισσότερο διαρκούσαν. Το ίδιο έκλινε να πιστέψει και στην άπειρη διάρκεια της κατάστασης, που σ' αυτήν βρισκότανε ακριβώς, εκτιμώντας την όλο και πιο πολύ και δεν ήταν καθόλου ανυπόμονος γι' αλλαγή. Έτσι, είχε συνηθίσει με την καρδιά του σ' αυτές τις σιωπηλές και μακρινές σχέσεις με τον Πριμπισλάβ Χίππε και στο βάθος τις θεωρούσε σαν ένα στοιχείο διάρκειας της ύπαρξής του. Αγαπούσε τις ψυχικές καταστάσεις, που του δημιουργούσαν αυτές οι συναντήσεις, την αναμονή να δει αν ο άλλος θα περνούσε σήμερα από δίπλα του, αν θα τον κοίταζε ίσως, τις σιωπηλές και λεπτές ικανοποιήσεις, που το μυστικό τους τον πλημμύριζε, κι ακόμα και τις απογοητεύσεις που προέρχονταν απ' όλ' αυτά και που η μεγαλύτερη ήταν, όταν ο Πριμπισλάβ «απουσίαζε»: και τότε η αυλή του σχολείου ήταν άδεια, η μέρα χωρίς καμιά γεύση, μα η ελπίδα παράμενε. Αυτό κράτησε ένα χρόνο, ίσαμε το αποκορύφωμα της περιπέτειας, μετά κι αυτό κράτησε έναν χρόνο ακόμη, χάρη στη συντηρητική πίστη του Χανς Κάστορπ κι ύστερα σταμάτησε — χωρίς καν να παρατηρήσει περισσότερο το χαλάρωμα και το λύσιμο των δεσμών, που τον έδεναν με τον Πριμπισλάβ Χίππε, απ' όσο το είχε κάμει πριν από τον δεσμό τους. Ύστερα από τη μετάθεση του πατέρα του, ο Πριμπισλάβ έφυγε, επίσης, κι από το Γυμνάσιο κι από την πόλη. Μ' αυτό μόλις-μόλις που το αντιλήφθηκε ο Χανς Κάστορπ — τον είχε ξεχάσει κιόλας. Μπορεί να πει κανείς, πως η εικόνα του «Τσερκέζου» είχε μπει ασυναίσθητα στην ύπαρξή του, βγαίνοντας από μίαν ομίχλη, και πως αποχτούσε όλο και μεγαλύτερη καθαρότητα και αναγλυφικότητα, ίσαμε κείνη τη στιγμή του πλησιάσματος και της πιο έντονης σωματικής παρουσίας, κάποια μέρα, μες στην αυλή του σχολείου — πως για κάμποσο καιρό είχε μείνει έτσι, στο πρώτο επίπεδο, κι ύστερα, σιγά-σιγά, είχε σβήσει κι εξαφανιστεί, χωρίς τη θλίψη των αποχαιρετισμών, μες στις ομίχλες. Μα εκείνη η στιγμή, αυτή η τολμηρή περιπετειώδης κατάσταση, όπου βρέθηκε μεταφερμένος ο Χανς Κάστορπ, αυτή η συνομιλία, μια αληθινή συνομιλία με τον Πριμπισλάβ Χίππε, είχε γίνει κατ' αυτό τον τρόπο: Ήταν η ώρα του μαθήματος της Ιχνογραφίας και ο Χανς Κάστορπ παρατήρησε, πως δεν είχε μολύβι πάνω του. Όλοι οι

συμμαθητές του χρειάζονταν το δικό τους. Μα δε θα μπορούσε ν' απευθυνθεί σ' αυτόν ή σ' εκείνον ανάμεσα στους μαθητές των άλλων τάξεων, που γνώριζε, για να του δανείσουν ένα μολύβι; Απ' όλους, του φάνηκε πως ο Πριμπισλάβ του ήτανε ο πιο γνωστός, αυτόν ένιωθε πιο κοντά του και μ' αυτόν ήταν που, σιωπηλά, είχε τόσο συχνά πάρε-δώσε. Και σε μια χαρούμενη ώθηση της ύπαρξής του, αποφάσισε ν' αρπάξει αυτή την ευκαιρία — έτσι τ' ονόμαζε: ευκαιρία — και να ζητήσει ένα μολύβι από τον Πριμπισλάβ. Το ότι αυτό ήταν ένα αρκετά ιδιότροπο διάβημα, αφού, στην πραγματικότητα, δε γνώριζε καθόλου τον Χίππε, ήτανε κάτι που του διάφευγε, ή που το παραμέριζε, τουλάχιστον, τυφλωμένος από ένα παράξενο θράσος. Και να που, μέσα στη βαβούρα της τουβλόστρωτης αυλής, βρέθηκε, πραγματικά, μπροστά στον Πριμπισλάβ Χίππε, λέγοντάς του: — Με συγχωρείς, μπορείς να μου δανείσεις ένα μολύβι; Κι ο Μπριμπισλάβ τον κοίταξε με τα τσερκέζικα μάτια του, πάνω από τα φουσκωτά μήλα των παρειών του και του μίλησε με τη φωνή του την ευχάριστα βραχνή, χωρίς να εκπλαγεί ή χωρίς να φανεί έκπληκτος, τουλάχιστον. — Ευχαρίστως, είπε. Μα πρέπει να μου το επιστρέψεις, χωρίς άλλο, μετά το μάθημα. Κι έβγαλε το μολύβι από την τσέπη του: έναν ασημένιο μολυβοφόρο μ' έναν κρίκο, που έπρεπε να τον ανεβάσεις, για να βγει, από τη μετάλλινη θήκη του, το κοκκινοβερνικωμένο μολύβι. Εξήγησε τον πολύ απλό μηχανισμό, ενώ τα δυο κεφάλια τους έσκυβαν κοντάκοντά από πάνω. — Μα μην το σπάσεις, είπε ακόμα. Τι ιδέα! Σάμπως ο Χανς Κάστορπ να είχε, κατά τύχη, την πρόθεση να μην επιστρέψει το μολύβι ή να το καταστρέψει. Ύστερα, κοιτάχτηκαν χαμογελώντας κι όπως δεν είχανε πια να πούνε τίποτα, γύρισαν στην αρχή τους ώμους, τις πλάτες μετά, κι έφυγαν. Αυτό ήταν όλο. Μα ο Χανς Κάστορπ ποτέ στη ζωή του δεν ήταν πιο χαρούμενος απ' όσο σ' εκείνο το μάθημα της Ιχνογραφίας, που σχεδίαζε με το μολύβι του Πριμπισλάβ Χίππε — με την προοπτική, επί πλέον, ότι θα το επέστρεφε στον κάτοχό του, πράμα που έβγαινε, φυσικά, από κείνο που είχε προηγηθεί, και που ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ένα γνήσιο συμπληρωματικό δώρο, ελεύθερο κι αυτονόητο. Πήρε την ελευθερία να ξύσει ελαφρά το μολύβι και φύλαξε τρία-τέσσερα αποξύσματα, που έπεσαν, κοκκινοβερνικωμένα, επί έναν ολόκληρο χρόνο σχεδόν, σ' ένα εσωτερικό συρτάρι του γραφείου του — κανένας δε θα υποπτευότανε πόσο μεγάλη σημασία είχανε, αν γινότανε να τα δει. Η επιστροφή του μολυβιού, άλλωστε, έγινε με τον πιο απλό τρόπο, κάτι που ήταν ολωσδιόλου σύμφωνο με το πνεύμα του Χανς Κάστορπ, και για το οποίο, μάλιστα, περηφανευότανε, ολωσδιόλου ιδιαίτερα — χορτασμένος και κακοσυνηθισμένος καθώς ήτανε από τις ιδιαίτερες σχέσεις του με τον Χίππε. — Να το είπε. Ευχαριστώ πολύ. Κι ο Πριμπισλάβ δεν είπε απολύτως τίποτα, παρά μόνο που εξέτασε φευγαλέα τον μηχανισμό του μολυβοφόρου και τον έχωσε στην τσέπη του…

Ύστερα απ' αυτό, δεν ξαναμίλησαν ποτέ πια ο ένας στον άλλο, μα η μοναδική στιγμή είχε φτάσει κιόλας, παρ' όλ' αυτά, χάρη στο επινοητικό μυαλό του Χανς Κάστορπ. Άνοιξε τα μάτια, ταραγμένος από το βάθος της απουσίας του. Θαρρώ, πως ονειρεύτηκα! συλλογίστηκε. Ναι, ήταν ο Πριμπισλάβ. Πάνε χρόνια τώρα, που δεν τον σκέφτηκα. Τι ν' απόγιναν τ' αποξύσματα του μολυβιού; Το γραφείο είναι στη σοφίτα, στο σπίτι του θείου Τινάππελ. θα πρέπει να βρίσκονται ακόμη στο εσωτερικό συρταράκι, κάτω αριστερά. Δεν τα έβγαλα ποτέ από κει. Ποτέ μάλιστα δεν είχα την πρόθεση να τα πετάξω… Ήταν ο Πριμπισλάβ, με σάρκα και οστά. Δε θα πίστευα πως θα τον ξανάβλεπα ποτέ τόσο καθαρά. Πόσο παράξενα της έμοιαζε — αυτής εδώ πάνω! Γι' αυτό, λοιπόν, ενδιαφέρομαι τόσο για τούτη τη γυναίκα; Ή ίσως, επίσης: γι' αυτό ενδιαφερόμουν τόσο πολύ για κείνον; Ανοησίες! Ωραίες ανοησίες! Είναι ώρα να φεύγω, άλλωστε, κι όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ωστόσο, εξακολούθησε να μένει ξαπλωμένος και να σκέφτεται και να θυμάται. Ύστερα σηκώθηκε. — Έχε γεια, λοιπόν, και σ' ευχαριστώ, είπε χαμογελώντας, ενώ τα μάτια του γιόμιζαν δάκρυα. Και θέλησε να ξαναπάρει τον δρόμο του. Μα κάθισε γρήγορα πάλι, με το καπέλο και το μπαστούνι στο χέρι, γιατί αντιλήφθηκε, πως τα γόνατά του δεν τον σήκωναν και τόσο καλά. Οπ-λαα! σκέφτηκε, θαρρώ πως δεν μπορώ να περπατήσω! Κι ωστόσο, πρέπει να βρίσκομαι στις έντεκα ακριβώς στην τραπεζαρία, για τη διάλεξη. Οι περίπατοι εδώ έχουνε τη χάρη τους, μα και τις δυσκολίες τους, καθώς φαίνεται. Ναι, ναι, μα δεν μπορώ να μείνω κι εδώ. Είναι μόνο, πως παράλυσα λίγο, επειδή ξάπλωσα. Με την κίνηση θα καλυτερέψουν τα πράματα. Και δοκίμασε, άλλη μια φορά ακόμη, να σταθεί στα πόδια του και, καθώς έκανε μια σοβαρή προσπάθεια, τα κατάφερε. Παρ' όλ' αυτά, η επιστροφή ήταν αξιοθρήνητη, ύστερα, μάλιστα, από μια τέτοια περήφανη αναχώρηση. Χρειάστηκε να σταθεί πολλές φορές, στην άκρη του δρόμου, για να ξαποστάσει, όταν ένιωθε πως το πρόσωπό του χλόμιαζε, ξαφνικά, και κρύος ιδρώτας μούσκευε το μέτωπό του, ενώ η ακατανόνιστη λειτουργία της καρδιάς του του έκοβε την αναπνοή. Αγωνίστηκε θλιβερά, για να κατεβεί το γιομάτο στροφές κι ανεγυρίσματα μονοπάτι. Μα όταν έφτασε στην κοιλάδα, κοντά στο σανατόριο, ένιωσε καθαρά και ξάστερα, πως δε θα 'χε πια δύναμη να φτάσει μόνος του ίσαμε το Μπέργκχοφ, και καθώς δεν υπήρχε τραμ κι ούτε και παρουσιαζότανε κανένα αγοραίο, παρακάλεσε έναν οδηγό, που το φορτηγό του ήταν γιομάτο άδεια κασόνια, και πήγαινε κατά το χωριό, να τον αφήσει ν' ανεβεί. Πλάτη με πλάτη με τον οδηγό, αφήνοντας τις γάμπες του να κρέμονται έξω από το αμάξι, ενώ οι περαστικοί γύριζαν και τον κοίταζαν μ' ένα ενδιαφέρον γιομάτο έκπληξη, λικνιζόμενος και κουνώντας το κεφάλι στο μισόνπνι του, τρανταγμένος από τα κουνήματα της διαδρομής, εξακολούθησε τον δρόμο του, κατέβηκε πλάι στη σιδηροδρομική γραμμή, έδωσε χρήματα στον οδηγό, χωρίς να δει αν ήταν πολλά ή λίγα, κι ανέβηκε βιαστικά το δρόμο του σανατορίου. — Dépêchez-vous, Monsieur! του είπε ο φραντσέζος θυρωρός. La conférence de Μ. Krokovski vient de commencer.

Πετώντας καπέλο και μπαστούνι στο βεστιάριο, ο Χανς Κάστορπ γλίστρησε με προφυλάξεις γιομάτες βιάση και με τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια του, από τη μισάνοιχτη τζαμωτή πόρτα της τραπεζαρίας, όπου οι οικότροφοι βρίσκονταν καθισμένοι σειρές-σειρές σε καρέκλες, ενώ, δεξιά, προς τη στενή πλευρά, ο γιατρός Κροκόβσκι, με ρεντινγκότα, όρθιος πίσω από ένα τραπέζι σκεπασμένο με τραπεζομάντηλο, και με μια καράφα νερό απάνω, μιλούσε.

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ MIA ΕΛΕΥΘΕΡΗ θέση, σε μια γωνιά πλάι στην πόρτα, ευτυχώς, τράβηξε την προσοχή του. Κάθισε διακριτικά και πήρε ύφος, σαν να καθότανε εκεί από μιας αρχής. Το κοινό, κρεμασμένο, με την προσοχή των πρώτων λεπτών, από τα χείλη του γιατρού Κροκόβσκι, μόλις-μόλις που τον πρόσεξε. Κι αυτό ήταν ευτύχημα, γιατί η όψη του ήταν φοβερή. Το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο σαν πανί, και το κουστούμι του λεκιασμένο από αίμα, έτσι που έμοιαζε με κανέναν φονιά που ερχότανε κατ' ευθείαν από τον τόπο του εγκλήματος. Η κυρία που ήταν καθισμένη μπροστά του, είναι αλήθεια, πως έστρεψε το κεφάλι και τον κοίταξε ερευνητικά, με τα στενά μάτια της. Ήταν η Μαντάμ Σοσά. Την αναγνώρισε, μ' ένα είδος ερεθισμού. Στο διάβολο, άλλη μια φορά! Δε θα τον άφηνε ποτέ ήσυχο, λοιπόν; Είχε νομίσει, πως πέτυχε στο σκοπό του να καθίσει ήσυχα εδώ και να μπορέσει να ξεκουραστεί λίγο και να που είχε πέσει πρόσωπο με πρόσωπο ακριβώς μ' αυτή τη γυναίκα — μια σύμπτωση που, σ' άλλες περιστάσεις, θα τον έκανε να χαρεί ίσως, μα κουρασμένος κι εξαντλημένος καθώς ήταν, τι την ήθελε εκεί μπροστά του; Δεν ήταν παρά τα καινούρια αιτήματα, που είχαν επιβληθεί στην καρδιά του, κι αυτό τον έκανε να μη μπορεί ν' ανασάνει, όση ώρα κράτησε η διάλεξη. Τον είχε κοιτάξει. Τον είχε κοιτάξει, ακριβώς, όπως με τα μάτια του Πριμπισλάβ, είχε κοιτάξει το πρόσωπό του και τους λεκέδες το αίμα στα ρούχα του — αρκετά αδιάκριτα κι επίμονα, άλλωστε, όπως ταίριαζε σε μια γυναίκα, που άφηνε να χτυπούνε οι πόρτες. Πόσο άσκημα καθότανε! Όχι όπως οι γυναίκες στους γνώριμους κύκλους του Χανς Κάστορπ, που, με τον κορμό όρθιο στο κάθισμά τους, γύριζαν το κεφάλι προς το μέρος του κυρίου που καθότανε δίπλα τους στο τραπέζι και του μιλούσανε με την άκρη των χειλιών. Η Μαντάμ Σοσά καθότανε κουβαριασμένη και λοξά, η πλάτη της ήταν στρογγυλή, κρεμούσε τους ώμους της προς τα μπρος κι έσκυβε κι από πάνω και το κεφάλι της, έτσι που ο σπόνδυλος φούσκωνε στον σβέρκο της, μέσα από τον ανοιχτό γιακά της άσπρης της μπλούζας. Κι ο Πριμπισλάβ, επίσης, κρατούσε με τον ίδιο αυτό τρόπο το κεφάλι του. Αλλ' αυτός ήταν ένα πρότυπο μαθητού, που τιμόταν πάρα πολύ γι' αυτό (μ' όλο που δεν οφειλόταν σε τούτο το λόγο ακριβώς, το ότι ο Χανς Κάστορπ δανείστηκε το μολύβι του), ενώ 'ταν φως φανερό, πως ο ανέμελος τρόπος που καθότανε η Μαντάμ Σοσά, το φέρσιμό της με τις πόρτες, η αδιακρισία του βλέμματός της, ήταν αλληλένδετα με την αρρώστια της, βέβαια, κι εξηγούσανε, μάλιστα, και την ασυδοσία της, αυτά τούτα τ' απεριόριστα, μα όχι και τιμητικά πλεονεκτήματα, για τα οποία καυχότανε ο νεαρός κύριος Αλμπέν… Οι σκέψεις του Χανς Κάστορπ ταράχτηκαν, ενώ κοίταζε τη χαλαρή πλάτη της φράου Σοσά, πάψανε να 'ναι σκέψεις κι έγιναν ονειροπόληση, που, μέσα της, η συρτή, βαρύτονη φωνή του γιατρού Κροκόβσκι, έκανε τα Ρ της με την υπόκωφη ηχητικότητα να φτάνουνε σαν από πολύ μακριά. Μα η σιωπή μέσα στην αίθουσα, η βαθιά προσοχή, που φαινόταν να κρατά όλο τον κόσμο γύρω γοητευμένο, επέδρασε πάνω του και τον ξύπνησε κυριολεκτικά από την αόριστη ονειροπόλησή του. Κοίταξε γύρω του… Δίπλα του καθότανε ο πιανίστας, με τ' αραιά μαλλιά, με το κεφάλι χωμένο στον σβέρκο, κι άκουγε μ' ανοιχτό στόμα και σταυρωμένα χέρια. Η δασκάλα, η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ, πιο κει,

είχε άπληστα μάτια και κόκκινες βούλες και στα δυο μάγουλα, φλόγα που την έβλεπε κανείς στα πρόσωπα και των άλλων κυριών. Ο Χανς Κάστορπ την πρόσεξε, επίσης, και στο πρόσωπο της φράου Σάλομον, εκεί κάτω, πλάι στον κύριο Αλμπέν, και στα μάγουλα της γυναίκας του ζυθοποιού, της φράου Μάγκνους, αυτής ακριβώς που έχανε λεύκωμα. Στη φυσιογνωμία της φράου Σταιρ, λίγο πιο μακριά, προς τα πίσω, ζωγραφιζότανε μια τόσο ανίδεη έξαρση, που σου έκανε λύπη να τη βλέπεις, ενώ η φροϋλάιν Λέβι, που είχε το χρώμα του ελεφαντόδοντου, με μισόκλειστα μάτια και με τα χέρια ακουμπισμένα, με τις παλάμες, στα γόνατά της, θα φαινότανε πέρα για πέρα σαν πεθαμένη, αν το στήθος της δεν φουσκωνότανε τόσο δυνατά και τόσο κανονικά, πράμα που θύμισε στο Χανς Κάστορπ μια κερένια γυναικεία μορφή, που είχε δει, άλλοτε, σ' ένα μουσείο και που θα μπορούσε να 'χε έναν μηχανισμό στο στήθος της. Πολλοί οικότροφοι κρατούσαν το χέρι χουφτιαστό στο αυτί, ή τουλάχιστον έκαναν αυτή την κίνηση, κρατώντας υψωμένο το χέρι τους ίσαμε τη μέση του αυτιού τους, σαν να τους την είχε υπαγορεύσει η υπερβολική προσοχή τους. Ο εισαγγελεύς Παραβάν, ένας μελαχρινός άντρας με ρωμαλέο παράστημα, έδινε, μάλιστα, μικρά χτυπήματα με τον δείχτη μέσα στο αυτί του, για να το κάνει ν' ακούει καλύτερα, κι ύστερα το άφηνε πάλι ελεύθερο στο κύμα των λόγων του δόκτορος Κροκόβσκι. Για τι μιλούσε, λοιπόν, ο γιατρός Κροκόβσκι; Ποιες σκέψεις ανάπτυσσε; Ο Χανς Κάστορπ συγκέντρωσε το μυαλό του για ν' αρπάξει το νήμα, πράμα που δεν το πέτυχε αμέσως, γιατί δεν είχε ακούσει την αρχή και, με το να σκέφτεται τη χαλαρή πλάτη της Μαντάμ Σοσά, είχε χάσει τη συνέχεια. Επρόκειτο για μια δύναμη… για κείνη τη δύναμη… με λίγα λόγια, μιλούσε για τη δύναμη του έρωτα. Φυσικά! Το θέμα δηλωνότανε στο γενικό τίτλο του κύκλου των διαλέξεων, και για τι άλλο θα μπορούσε να μιλήσει ο γιατρός Κροκόβσκι, αφού αυτή 'ταν η δική του περιοχή; Είναι αλήθεια, πως ήταν αρκετά παράξενο γι' αυτόν να παραβρεθεί, ξαφνικά, σε μια διάλεξη περί έρωτος, τη στιγμή που ποτέ δεν είχανε χειριστεί μπροστά του άλλα θέματα, εκτός από τ' αντικείμενα των ναυπηγικών κατασκευών. Πώς αποφάσιζαν να χειριστούν, μέρα μεσημέρι και πρωί, μάλιστα, μπροστά σε κυρίες και κυρίους, ένα θέμα τόσο λεπτό και εχέμυθο; Ο γιατρός Κροκόβσκι το χειριζότανε σ' ύφος μισοποιητικό, μισοϊατρικό, μ' από καιρό σε καιρό μ' έναν τόνο παλλόμενο και τραγουδιστικό, που φαινόταν κάπως παράξενος στον Χανς Κάστορπ, μ' όλο που αυτό ακριβώς μπορούσε να εξηγήσει τα ξεκοκκινισμένα μάγουλα των κυριών και τις κινήσεις των κυρίων. Ο ομιλητής, ιδιαίτερα, χρησιμοποιούσε τη λέξη «αγάπη» σε μια έννοια ελαφρά ποικίλη, έτσι που δεν ήξερε κανείς ποτέ τι να υποθέσει κι αν εσήμαινε ένα ευλαβικό συναίσθημα ή ένα σαρκικό πάθος, κάτι που προκαλούσε ένα αίσθημα ναυτίας. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε ακούσει ο Χανς Κάστορπ να προφέρουνε τόσες φορές στη σειρά αυτή τη λέξη, όπως γινόταν εδώ, και σήμερα, κι όταν το συλλογίστηκε του φάνηκε, πως ούτε κι ο ίδιος αυτός την είχε προφέρει ή ακούσει ποτέ από ξένο στόμα. Θα μπορούσε και να 'τανε πλάνη — οπωσδήποτε δεν του φάνηκε πως κέρδιζε αυτή η λέξη με το να επαναλαμβάνεται τόσες φορές. Αντίθετα, οι τρεις ολισθηρές αυτές συλλαβές κατέληξαν, με τον ήχο της γλώσσας και των χειλιών και με τα τρία φωνήεντα, να του γίνουνε, σιγά-σιγά, αληθινά αντιπαθείς και συνδεθήκανε, γι' αυτό, με μια εικόνα όπως του

νερωμένου γάλακτος — κάτι λευκογάλαζο, γλυκαστικό, σε σύγκριση προπαντός μ' όλ' αυτά τα παχυλά που έλεγε ο γιατρός Κροκόβσκι. Γιατί 'τανε φανερό, τουλάχιστον, πως μπορούσε να λέει κανείς τολμηρά πράματα, χωρίς να τρέπει τον κόσμο σε φυγή, αρκεί να το κάνει όπως αυτός. Δεν περιοριζότανε να tezi πράματα σ' όλο τον κόσμο γνωστά, μα που όλος ο κόσμος τα παρατρέχει αποσιωπώντας τα, παρά και να τα φέρνει στην άκρη της γλώσσας του μ' ένα είδος μεθυστικού, ρυθμικού λόγου. Κατάστρεφε αυταπάτες, τιμούσε ανελέητα τη γνώση, δεν άφηνε χώρο για αισθηματική πίστη στην αξιοπρέπεια των γκρίζων μαλλιών και στην αγγελική αγνότητα του ευαίσθητου παιδιού. Εξ άλλου, με τη ρεντινγκότα του φορούσε το χαμηλό, μαλακό κολάρο του και τα σαντάλια του πάνω από γκρίζες κάλτσες, πράμα που έδινε μια εντύπωση πεποίθησης κι ιδεαλισμού, μ' όλο που κι αυτή προκαλούσε λίγο τον τρόμο στο Χανς Κάστορπ. Υποστηρίζοντας, με τη βοήθεια βιβλίων και χωριστών φύλλων, που βρίσκονταν μπροστά του, πάνω στο τραπέζι, τις αναπτύξεις του, με κάθε είδους παραδείγματα και ανέκδοτα, και απαγγέλοντας, μάλιστα, συχνά πυκνά, στίχους, ο γιατρός Κροκόβσκι μίλησε για τρομαχτικές μορφές του έρωτα και για τις εκπληκτικές, οδυνηρές και θλιβερές ποικιλίες της φύσης του και της παντοδυναμίας του. Απ' όλα τα φυσικά ένστικτα, είπε, ήταν το πιο άστατο και το πιο απειλητικό, έρεπε βασικά προς την παρεκτροπή και τις πιο ανήκουστες ανωμαλίες, κι αυτό δε θα 'πρεπε να εκπλήσσει. Γιατί αυτή η ισχυρή ώθηση δεν ήταν καθόλου απλή, ήταν κάτι άπειρα πολυσύνθετο και, μάλιστα, όσο νόμιμο κι αν φαίνεται, γενικά — ήταν κάτι συνθεμένο, εξ ολοκλήρου, από ανωμαλίες. Αλλ' από τη στιγμή που, εξακολούθησε ο γιατρός Κροκόβσκι, από τη στιγμή που, πολύ δικαίως, θ' αρνιότανε κανείς να βγάλει συμπεράσματα από την ανωμαλία των μερών για την ανωμαλία του συνόλου, θα ήταν αναμφισβήτητα αναγκασμένος ν' απασχοληθεί μ' ένα μέρος της νομιμότητας του συνόλου, αν όχι με την πλήρη, για να βγάλει τα συμπεράσματά του απάνω στις ιδιαίτερες ανωμαλίες. Αυτό απαιτούσε η λογική, και παρακάλεσε τους ακροατές του να το συγκρατήσουν. Υπήρχαν ψυχικές αντιστάσεις και μεταμέλειες, ένστικτα ευπρέπειας και τάξης, μιας μορφής που σχεδόν θα 'θελε να την ονομάσει αστική, και που η αντισταθμητή και περιοριστική επιρροή τους δημιουργεί τις μερικές ανωμαλίες σ' ένα κανονικό και χρήσιμο σύνολο — μια συχνή κι αξιοχαιρέτιστη εξέλιξη, παρ' όλ' αυτά, μα που οι συνέπειές της (όπως πρόσθεσε ο γιατρός Κροκόβσκι, κάπως περιφρονητικά) δεν αφορούσαν στο γιατρό και στο στοχαστή. Σε μια άλλη περίπτωση, αντίθετα, η εξέλιξη αυτή ούτε ήθελε ούτε ήτανε να επιτύχει, και ποιος, ρώτησε ο γιατρός Κροκόβσκι, ποιος θα μπορούσε λοιπόν, να πει, αν αυτή δε θα ήταν ίσως η ευγενικότερη, πολυτιμότερη περίπτωση, σχετικά με την ψυχή; Γιατί, σ' αυτή την περίπτωση, μια ιδιαίτερα εξαιρετική κλίση, ένα πάθος που θα ξεπερνούσε τα συνηθισμένα αστικά μέτρα, θα υπήρχε και στις δυο αυτές ομάδες δυνάμεων, τόσο στην ανάγκη του έρωτα, όσο και στ' αντίθετα ένστικτα, που ανάμεσά τους θα έπρεπε να ονομάσουμε ιδιαίτερα την αιδώ και την αηδία. Και, οδηγημένος ως τα ψυχικά βάθη, ο αγώνας αυτός θα εμπόδιζε αυτό το απομονάχιασμα, αυτή την εξασφάλιση και την ηθικοποίηση των αποπλανηθέντων ενστίκτων, που θα οδηγούσαν στη συνηθισμένη αρμονία, στην κανονική ερωτική ζωή. Αυτός ο αγώνας, ανάμεσα στις δυνάμεις της αγνότητας και του έρωτα —γιατί περί

τούτου ακριβώς πρόκειται— πώς θα τέλειωνε; Θα τέλειωνε, φανερά, με τη νίκη της αγνότητας, του φόβου, της ευπρέπειας. Η φύσει ντροπαλή αηδία, μια φοβισμένη ανάγκη γι' αγνότητα, θα συμπίεζαν τον έρωτα, θα τον κρατούσαν δεμένο στα σκοτάδια, δε θ' άφηναν παρά εν μέρει μόνο αυτές τις αόριστες απαιτήσεις να διεισδύσουνε μες στη συνείδηση και να εκδηλωθούνε με τις πράξεις. Μα η νίκη αυτή της αγνότητας δε θα 'ταν παρά μια φαινομενική νίκη, μια πύρρειος νίκη, γιατί η προσταγή του έρωτα δεν αφήνεται να φιμωθεί, δεν αφήνεται να βιαστεί, ο καταπιεσμένος έρωτας δε θα 'ταν νεκρός, θα ζούσε, μέσα από τα βάθη του μυστικού του θα εξακολουθούσε να τείνει προς την εκπλήρωσή του, θα έσπαζε το μαγικό κύκλο της αγνότητας και θα ξαναπαρουσιαζόταν, έστω και κάτω από μίαν αλλοιωμένη και αγνώριστη μορφή… Και ποιες θα 'ταν, λοιπόν η μορφή κι η προσωπίδα, κάτω από τις οποίες θα ξαναπαρουσιαζόταν ο καταπιεσμένος και απωθημένος έρωτας; Έτσι ρώτησε ο δόκτορας Κροκόβσκι και κοίταξε τις σειρές των καθισμάτων, σαν να περίμενε σοβαρά μια απάντηση από τους ακροατές του. Ναι, κι αυτό ακόμα θα έπρεπε να το πει ο ίδιος, ύστερα από τόσα άλλα που είχε πει κιόλας. Κανένας, εκτός απ' αυτόν, δεν το ήξερε, και σίγουρα που θα το 'ξερε ακόμα κι αυτό, το έβλεπες δα στη φυσιογνωμία του. Με τα φλογερά μάτια του, με την κερένια ωχρότητά του και το μαύρο μουστάκι του, με τα καλογερίστικα σαντάλια του, πάνω από τις γκρι κάλτσες του, φαινόταν να συμβολίζει ο ίδιος προσωπικά, τον αγώνα ανάμεσα στην αγνότητα και το πάθος, για το οποίο είχε κάνει λόγο. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η εντύπωση του Χανς Κάστορπ, ενώ, όπως όλος ο κόσμος, περίμενε κι αυτός, με τη μεγαλύτερη ανυπομονησία, να μάθει κάτω από ποια μορφή θα ξαναπαρουσιαζόταν ο απωθημένος έρωτας. Οι γυναίκες μόλις-μόλις που θα τολμούσανε ν' αναπνεύσουν. Ο εισαγγελεύς Παραβάν έβαλε πάλι το δάχτυλο στ' αυτί του και το κούνησε γρήγορα-γρήγορα, ώστε, την αποφασιστική στιγμή, να 'ναι ανοιχτό κι έτοιμο να υποδεχτεί την απάντηση. Ύστερα, ο γιατρός Κροκόβσκι είπε: Κάτω από τη μορφή της αρρώστιας. Το σύμπτωμα της αρρώστιας ήταν μια αλλοιωμένη ερωτική δραστηριότητα και κάθε αρρώστια είναι μεταμορφωμένος έρωτας. Τώρα πια, το είχανε μάθει, μ' όλο που μπορεί και να μην ήξεραν όλοι να το εκτιμήσουν. Ένας στεναγμός διάτρεξε την τραπεζαρία κι ο εισαγγελεύς Παραβάν επιδοκίμασε, με το κεφάλι, έχοντας ένα ύφος που σήμαινε πολλά, ενώ ο γιατρός Κροκόβσκι εξακολούθησε ν' αναπτύσσει τη θεωρία του. Ο Χανς Κάστορπ, από τη μεριά του, χαμήλωσε το κεφάλι, για να σκεφτεί αυτό που είχε ακούσει και ν' αναρωτηθεί, αν το είχε εννοήσει. Μα, αγύμναστος καθώς ήταν σε τέτοιες αποχρώσεις της σκέψης, κι όσο γινότανε πιο ακατάλληλος για συλλογισμό, ύστερα από τον κακότυχο περίπατό του, η προσοχή του ήταν πολύ εύκολο ν' αποσπαστεί κι αυτό έγινε, πράγματι, αμέσως, τραβηγμένη από την πλάτη, που έβλεπε μπροστά του, και το μπράτσο που απλωνότανε προς τα μπρος, που σηκωνόταν και ξαναδιπλωνόταν πίσω, για να στερεώσει, χαμηλά, τα πλεξουδοπλεγμένα μαλλιά, μπροστά στα μάτια ακριβώς του Χανς Κάστορπ. Ήταν βασανιστικό να 'χει τόσο κοντά στα μάτια του αυτό το χέρι: έτσι, ήταν αναγκασμένος να το βλέπει, ήθελε δεν ήθελε, να το μελετά σ' όλες του τις ελλείψεις και τις

ανθρώπινες ιδιότητες, όπως θα το έβλεπε κανείς μέσα από έναν φακό. Όχι, δεν είχε τίποτα απολύτως το αριστοκρατικό, αυτό το κοντόπαχο, σαν μαθήτριας, χέρι, με τα όπως-όπως κομμένα νύχια του. (Δεν ήταν, μάλιστα, σίγουρος κανείς, πως τα νύχια αυτά ήταν κι ολωσδιόλου καθαρά, και, μια φορά, το δέρμα στις άκριες των νυχιών ήταν φαγωμένο, αυτό δεν άφηνε καμιά αμφιβολία). Το στόμα του Χανς Κάστορπ διπλώθηκε, μα τα μάτια του έμειναν κρεμασμένα πάνω από το χέρι της Μαντάμ Σοσά και μια θαμπή μισοανάμνηση πέρασε από το μυαλό του γι' αυτό που είχε πει ο δόκτορας Κροκόβσκι, σχετικά με τις αστικές αντιστάσεις, που αντιτάσσονταν στον έρωτα… Το μπράτσο ήταν πιο όμορφο, αυτό το μαλακό διπλωμένο, πίσω από το κεφάλι, μπράτσο, και που μόλις ήταν ντυμένο, γιατί το ύφασμα του μανικιού ήταν πιο λεπτό απ' όσο της μπλούζας —το λεπτότερο τούλι— έτσι, που το μπράτσο δεν ήταν παρά αιθέρια φωτοπερίχυτο και θα ήταν, χωρίς άλλο, λιγότερο όμορφο δίχως αυτό το ύφασμα. Ήταν τρυφερό και γιομάτο συγχρόνως — και δροσερό, θα 'λεγες. Όσο γι' αυτό το μπράτσο, ήταν φανερό, πως δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για κανενός είδους αστική αντίσταση. Ο Χανς Κάστορπ ονειροπολούσε, με το βλέμμα κρεμασμένο στο μπράτσο της φράου Σοσά. Πώς ντύνονταν οι γυναίκες! Έδειχναν αυτό κι εκείνο, από τον σβέρκο τους ή το στήθος τους κι αγλάιζαν τα μπράτσα τους με διαφανή τούλια… Κι αυτό το έκαναν σ' ολόκληρο τον κόσμο, μόνο για να ερεθίζουν τη νοσταλγική επιθυμία μας. Θεέ μου, η ζωή ήτανε όμορφη! Ήταν όμορφη, χάρη, ακριβώς, σε πράματα τόσο αυτονόητα, όπως το να ντύνονται γοητευτικά οι γυναίκες — γιατί 'ταν αυτονόητο, βέβαια, και τόσο γενικά συνηθισμένο και παραδεγμένο, ώστε να μην το σκέφτεται κανένας καλά-καλά, παρά μόνο να το δέχεται ασύνειδα και χωρίς να δίνει πολλή σημασία. Μα θα 'πρεπε να το σκέφτεται κανείς, έκρινε ο Χανς Κάστορπ, μέσα του, για να χαίρεται αληθινότερα τη ζωή και να καταλαβαίνει, πως τούτο δω ήταν μια οργάνωση σχεδόν φαντασμαγορική, στο βάθος, και που έδινε πολλή ευτυχία. Εννοείται, πως ήταν για έναν ορισμένο σκοπό που οι γυναίκες είχανε το δικαίωμα να ντύνονται μ' αυτό τον ευφρόσυνο και φαντασμαγορικό τρόπο, χωρίς και να παύουν να 'ναι ευπρεπείς. Επρόκειτο, μόνο και μόνο, για την προσεχή γενεά, για την παραγωγή του ανθρωπίνου γένους, βεβαιότατα! Μα όταν η γυναίκα ήταν εσωτερικά άρρωστη, έτσι που να μην είναι καθόλου κατάλληλη για τη μητρότητα — τότε; Είχε καμιά έννοια το να φορά μανίκια από τούλι, ώστε να προκαλεί στους άντρες την περιέργεια για το κορμί της, για το ίδιο αυτό κορμί που ήταν εσωτερικά υπονομευμένο; Αυτό δεν είχε, ήταν φανερό, καμιά έννοια κι αυτό θα 'πρεπε, γενικά, να θεωρείται ανάρμοστο και ν' απαγορεύεται. Γιατί, το να ενδιαφέρεται κανείς για μια άρρωστη γυναίκα, ήταν, στο βάθος, το ίδιο ελάχιστα λογικό για έναν άντρα όσο… Θεέ μου, όσο, παλιότερα, το σιωπηλό ενδιαφέρον, που ένιωθε ο Χανς Κάστορπ για τον Πριμπισλάβ Χίππε. Μια ανόητη σύγκριση, μια κάπως οδυνηρή ανάμνηση. Μα είχε έρθει στο νου του, χωρίς να μπει ο ίδιος στη μέση και δίχως να την προσκαλέσει. Οι ρεμβώδεις σκέψεις του διακόπηκαν, άλλωστε, σ' αυτό το σημείο, κυρίως γιατί η προσοχή του τραβήχτηκε πάλι από τον γιατρό Κροκόβσκι, που είχε υψώσει τη φωνή κατά τρόπο εντυπωσιακό.

Στεκόταν, αλήθεια, εκεί, όρθιος, με τα μπράτσα ανοιγμένα και το κεφάλι σκυμμένο λοξά, πίσω από το μικρό του τραπέζι, και, παρ' όλη τη ρεντινγκότα του, έμοιαζε σχεδόν με τον Κύριο Ιησού Χριστό πάνω στο σταυρό του! Φάνηκε πως, ο γιατρός Κροκόβσκι, τελειώνοντας την ομιλία του, έκανε δραστήρια προπαγάνδα υπέρ της ψυχικής ανατομίας και πως, με τα μπράτσα διάπλατα ανοιγμένα, καλούσε όλο τον κόσμο να πάει σ' αυτόν. Έλθετε προς με, έλεγε μ' άλλα λόγια, οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι! Και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, πως πίστευε ακλόνητα, ότι όλοι, χωρίς εξαίρεση, ήταν κοπιώντες και πεφορτισμένοι. Μίλησε ακόμη για τον κρυφό πόνο, για την αιδώ και τη θλίψη, για τη λυτρωτική επίδραση της ψυχανάλυσης, εγκωμίασε το φωτισμό, με την έρευνα του υποσυνείδητου, κήρυξε την αναμεταμόρφωση της αρρώστιας σε συνειδητό συναίσθημα, απαίτησε την εμπιστοσύνη κι υποσχέθηκε τη θεραπεία. Ύστερα, άφησε να ξαναπέσουν τα μπράτσα του, σήκωσε το κεφάλι, μάζεψε τα έντυπα, που είχε χρησιμοποιήσει κατά τη διάλεξή του, και, στηρίζοντας το πακέτο αυτό, σαν κανένας καθηγητής ακριβώς, με το αριστερό χέρι, στον ώμο του, απομακρύνθηκε, από τον διάδρομο, με το κεφάλι ψηλά. Σηκώθηκαν όλοι, έσπρωξαν τις καρέκλες τους κι άρχισαν να κατευθύνονται αργά προς την ίδια έξοδο, απ' όπου είχε φύγει ο γιατρός. Φαινόταν πως όλοι, με μια κίνηση ομοκεντρική, τρέχανε προς αυτόν, απ' όλες τις μεριές, αθέλητα, όμως, και σάμπως με κοινή συμφωνία. Ο Χανς Κάστορπ έμεινε όρθιος μέσα στην άμπωτι, κρατώντας με το ένα χέρι τη ράχη της καρέκλας του. Δε βρίσκομαι παρά σαν επισκέπτης εδώ, συλλογίστηκε, είμαι πολύ καλά και, δόξα σοι ο Θεός, δεν μπαίνω στον ίδιο λογαριασμό, κι όσο για την προσεχή διάλεξη, δε θα βρίσκομαι καν εδώ. Κοίταξε τη φράου Σοσά, που έβγαινε με συρτό βήμα και με το κεφάλι γερμένο προς τα μπρος. Να ψυχαναλύεται κι εκείνη, άραγε; σκέφτηκε, κι η καρδιά του άρχισε να χτυπά… Στο μεταξύ, δεν είχε προσέξει, πως ο Γιόαχιμ ερχότανε προς το μέρος του, μέσα από τις καρέκλες και τινάχτηκε νευρικά, όταν του μίλησε ο ξάδελφός του. — Ήρθες, όμως, την τελευταία στιγμή, είπε ο Γιόαχιμ. Πήγες μακριά; Πώς σου φάνηκε, λοιπόν; — Ω, ωραία, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Ναι, πήγα αρκετά μακριά. Μα πρέπει να ομολογήσω, πως αυτό μου έκανε λιγότερο καλό απ' όσο περίμενα. Ήταν, χωρίς άλλο, πολύ νωρίς ή μπορεί να μην ενδεικνυότανε και καθόλου. Νομίζω πως, για την ώρα, δεν πρόκειται να το επαναλάβω. Ο Γιόαχιμ δε ρώτησε, αν του είχε αρέσει η διάλεξη, κι ο Χανς Κάστορπ δεν έθιξε καθόλου το ζήτημα. Σαν να 'χανε συμφωνήσει βουβά, δεν κάνανε, ούτε αργότερα, τον παραμικρό υπαινιγμό για τη διάλεξη.

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ, ο ήρωάς μας βρισκόταν, λοιπόν, τώρα και μια εβδομάδα, σ' αυτούς εκεί πάνω, κι επομένως βρήκε στην κάμαρά του, επιστρέφοντας από τον πρωινό του περίπατο, το λογαριασμό της πρώτης εβδομάδας του, μια λογιστική απόδειξη, με σαφήνεια διατυπωμένη, μέσα σ' έναν πρασινωπό φάκελο, με εικονογραφημένη κεφαλίδα (παρουσίαζε το κτίριο του Μπέργκχοφ σαν κάτι μαγευτικό) και στολισμένον ψηλά, στην αριστερή πλευρά, με το πρόγραμμα του σανατορίου, συνοπτικά δοσμένο, τυπωμένο, σε μια στενή στήλη, με τυπογραφικά στοιχεία, όπου η «φυσική θεραπεία κατά τας πλέον προσφάτους αρχάς» ήταν εντελώς ιδιαίτερα υπογραμμισμένη, με μεγαλύτερου οφθαλμού στοιχεία. Όσο για τον ίδιο τον καλλιγραφημένο λογαριασμό, έφτανε μ' αρκετή ακρίβεια στο συνολικό ποσό των 180 φράγκων, και αναλυτικότερα, 12 για διατροφή και την ιατρική επίσκεψη και 8 για το δωμάτιο, τη μέρα· ακόμα, στη στήλη «Φόρος εισόδου» 20 φράγκα και 10 φράγκα για την απολύμανση του δωματίου, ενώ, μικρότερα έξοδα για πλυστικά, μπίρα και το κρασί του πρώτου του δείπνου στο σανατόριο, στρογγύλευαν το ποσό. Ο Χανς Κάστορπ δε βρήκε τίποτα, που να χρειάζεται διόρθωση, όταν εξέτασε τον λογαριασμό μαζί με το Γιόαχιμ. — Ναι, είπε, ιατρική επίσκεψη δε χρειάστηκα, βέβαια, αλλ' αυτό 'ναι δική μου υπόθεση. Υπολογίζεται μαζί με τη διατροφή και δεν μπορώ ν' απαιτήσω ν' αφαιρεθεί, πώς θα 'τανε δυνατό; Εκεί που με κοπανίσανε είναι η απολύμανση. Αδύνατο να χρησιμοποιήθηκε 10 φράγκων H2CO σε αναθυμιάσεις, για να μη με κολλήσει η Αμερικάνα. Γενικά, όμως, οφείλω να πω, ότι είναι μάλλον φτηνά παρά ακριβά, σχετικά μ' όσα προσφέρουν. Κι έτσι πήγανε μαζί, πριν από το δεύτερο πρόγευμα, στη «Διαχείριση», για να εξοφλήσουν αυτό τον λογαριασμό. Η «Διαχείρισις» βρισκότανε στο ισόγειο: όταν, μετά το χολ, ακολουθούσες το διάδρομο, περνώντας δίπλα από τη γκαρνταρόμπα, τις κουζίνες και τα δωμάτια υπηρεσίας, δεν μπορούσες να μη βρεις την πόρτα, πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού διακρινότανε από μια πορσελάνινη επιγραφή. Ο Χανς Κάστορπ έκανε μ' ενδιαφέρον τη γνωριμία του με το εμπορικό κέντρο ενός ιδρύματος επιχειρήσεως. Ήταν ένα αληθινό μικρό λογιστήριο: μια δεσποινίς, δακτυλογράφος, εργαζότανε και τρεις υπάλληλοι έσκυβαν στα γραφεία τους, ενώ, στο γειτονικό δωμάτιο, ένας κύριος που θα 'πρεπε να 'χει τη θέση του προϊστάμενου ή του διευθυντή, εργαζότανε σ' ένα ανοιχτό τώρα, κυλινδρικό γραφείο, μη ρίχνοντας παρά, πάνω από τα ματογυάλια του, ένα ψυχρό και αντικειμενικά εξεταστικό βλέμμα, στους πελάτες. Όση ώρα τους εξυπηρετούσαν, στέλνοντάς τους στο ταμείο, αλλάζοντάς τους ένα χαρτονόμισμα, έβαζαν τα χρήματα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδιναν ρέστα, είχαν μια στάση σοβαρή και σεμνή, ήρεμη, κι ευπειθής, μάλιστα, όπως ταιριάζει σε νέους Γερμανούς, που μεταφέρουν σε κάθε γραφείο και σε κάθε υπηρεσία, που μπαίνουν, τον οφειλόμενο σεβασμό προς τις Αρχές. Μα έξω, πηγαίνοντας να προγευματίσουν, και μέσα στη μέρα, μίλησαν λίγο για την οργάνωση του ιδρύματος Μπέργκχοφ, κι ήταν ο Γιόαχιμ,

που, με την ιδιότητα του πληροφορημένου ιθαγενούς, αποκρινόταν στις ερωτήσεις του Χανς Κάστορπ. Ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς δεν ήταν καθόλου ο ιδιοκτήτης και κάτοχος του ιδρύματος — μ' όλο που, στην αρχή, θα μπορούσε να σχηματίσει κανείς αυτή την εντύπωση. Πάνω απ' αυτόν και πίσω απ' αυτόν στέκονταν αόρατες δυνάμεις, που δεν εκδηλώνονταν σχεδόν παρά μόνο ίσαμε έναν ορισμένο βαθμό, με τη μορφή του γραφείου: ένα εφορευτικό συμβούλιο, μια μετοχική εταιρία, που ευχαρίστως θ' ανήκε κανείς σ' αυτήν, γιατί, κατά την αξιόπιστη βεβαίωση του Γιόαχιμ, παρά τους υψηλούς μισθούς των γιατρών και τις πολύ φιλελεύθερες αρχές της Διαχειρίσεως του ιδρύματος, απέφερε κάθε χρόνο, στα μέλη της, ένα αξιόλογο μέρισμα. Ο Αυλικός Σύμβουλος, λοιπόν, δεν ήταν κανείς ανεξάρτητος άνθρωπος, όχι, δεν ήταν παρά ένας πράκτορας μόνο, ένας υπάλληλος, ένας σύνδεσμος ανώτερων δυνάμεων, ο πρώτος κι ο πιο ψηλά τοποθετημένος, είναι αλήθεια, η ψυχή του ιδρύματος, που ασκούσε αποφασιστική επιρροή σ' όλον αυτό τον οργανισμό, χωρίς να εξαιρεθεί ούτε η ίδια η Διαχείριση, μ' όλο που, σαν διευθύνων ιατρός, απαλλάχτηκε, φυσικά, από κάθε δραστηριότητα, σχετική με το εμπορικό μέρος της επιχειρήσεως. Ο Αυλικός Σύμβουλος καταγόταν από τη νοτιοδυτική Γερμανία, κι ήταν γνωστό πως από πολλά χρόνια κρατούσε αυτή τη θέση, παρά τη διάθεσή του και τα σχέδιά του για τη ζωή, φερμένος εδώ από τη γυναίκα του. Πάνε χρόνια τώρα, που το κοιμητήριο του «χωριού» δέχτηκε ό,τι απόμεινε από τη γυναίκα του — αυτό το γραφικό κοιμητήριο του ΝταβόςΝτορφ, εκεί, ψηλά, στη δεξιά πλαγιά, πιο μακριά, προς τα πίσω, εκεί προς το έμπασμα της κοιλάδας. Ήτανε μια γυναίκα πάρα πολύ όμορφη, αν κι είχε υπερβολικά μεγάλα μάτια κι ήταν κι ασθενική, αν κρίνει κανείς από τις φωτογραφίες που βρίσκονταν παντού στο γραφείο του Αυλικού Συμβούλου, καθώς κι από τις ελαιογραφίες, που οφείλονταν στην ερασιτεχνία του ίδιου και που ήταν κρεμασμένες στους τοίχους. Αφού του έδωσε δυο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη, το ελαφρό, λιωμένο από τον πυρετό κορμί της, μεταφέρθηκε σε τούτα δω τα μέρη και μέσα σε λίγους μήνες κιόλας έσβησε ολότελα. Έλεγαν, πως ο Μπέρενς, που τη λάτρευε σα θεότητα, είχε τόσο πολύ κλονιστεί απ' αυτό το χτύπημα, που για κάμποσο καιρό είχε γίνει μελαγχολικός κι ιδιότροπος και πως τον βλέπανε, εκεί που περπατούσε, στο δρόμο, να γελά πνιγμένα, να κάνει χειρονομίες και να μονολογεί. Έπειτα, δεν ξαναγύρισε πια στον τόπο της καταγωγής του, παρά έμεινε εδώ, στη θέση του, κι αυτό γιατί δεν ήθελε, σίγουρα, ν' απομακρυνθεί από τον τάφο της. Μα ο αποφασιστικός λόγος ήτανε μια άλλη αφορμή, λιγότερο αισθηματική: το ότι και ο ίδιος αυτός είχε αρπάξει κάπως την αρρώστια, κι έτσι, σύμφωνα μ' αυτή τούτη την επιστημονική γνώμη του, η θέση του ήταν, απλούστατα, εδώ. Γι' αυτό κι εγκαταστάθηκε, σαν ένας απ' αυτούς τους γιατρούς, που είναι και σύντροφοι του πόνου των ασθενών τους· που δεν καταπολεμούν την αρρώστια, αποφεύγοντας την επίδρασή της με κάθε ελευθερία κι ανεξαρτησία, μα που φέρνουν μέσα τους τα ίχνη της, περίπτωση ιδιαίτερη, μα όχι σπάνια, και που χωρίς καμιά αμφιβολία, έχει τα πλεονεκτήματά της, όπως έχει και τα ψεγάδια της. Η συντροφικότητα του γιατρού και του άρρωστου πρέπει, χωρίς άλλο,

να επιδοκιμάζεται και μπορεί κανείς να εννοήσει αληθινή πνευματική κυριαρχία, πάνω σε μια δύναμη ασκημένη από κάποιον, που λογαριάζει τον ίδιο τον εαυτό του ανάμεσα στους σκλάβους της; Μπορεί ν' απελευθερώσει αυτός που είναι υποταγμένος ο ίδιος; Ο άρρωστος γιατρός παραμένει κάτι παράδοξο για το απλό αίσθημα, ένα προβληματικό φαινόμενο. Η επιστημονική γνώση του περί της αρρώστιας δεν έχει γίνει μάλλον πιο αόριστη και πιο συγκεχυμένη, ύστερα από την προσωπική πείρα του, παρ' όσο έχει πλουτιστεί και δυναμώσει ηθικά; Δεν αντιμετωπίζει κατάματα την αρρώστια, σαν ένας αντίπαλος, μα βρίσκεται σ' αμηχανία, δεν παίρνει κανένα μέρος συγκεκριμένα. Και μ' όλες τις πρέπουσες επιφυλάξεις, θ' αναρωτιόταν κανείς: κάποιος, που υψώνεται από τον κόσμο της αρρώστιας, ενδιαφέρεται, γενικά, για τη θεραπεία ή απλά για τη συντήρηση των άλλων, στον ίδιο βαθμό και με το ίδιο πνεύμα, όπως ένας άνθρωπος υγιής; Ο Χανς Κάστορπ εξέφρασε μερικές απ' αυτές τις αμφιβολίες και τις σκέψεις, με τον τρόπο του, καθώς κουβέντιαζε με τον Γιόαχιμ για το Μπέργκχοφ και τον διευθύνοντα ιατρό του, μα ο Γιόαχιμ παρατήρησε, αντίθετα, πως δεν ήταν καθόλου γνωστό, αν ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς ήταν άρρωστος και σήμερα ακόμη — χωρίς άλλο, θα ήτανε καλά από χρόνια. Πήγαιναν πολλά χρόνια, τώρα, που είχε αρχίσει να εξασκεί εδώ το επάγγελμά του — για κάμποσο χρονικό διάστημα, στην αρχή, για δικό του λογαριασμό, και γρήγορα απόχτησε φήμη, για το ιδιαίτερα λεπτό αυτί του στη διάγνωση καθώς και για το σίγουρο χέρι του σαν πνευμοτόμος. Μετά, το Μπέργκχοφ εξασφάλισε τη συνεργασία του και τ' όνομα του ιδρύματος είναι στενά συνδεδεμένο πια, τώρα και μια ολόκληρη δεκαετία, με το δικό του… Εντελώς στο βάθος, στην άκρη-άκρη της βορειοδυτικής πτέρυγας του σανατορίου, βρισκότανε το διαμέρισμά του (ο γιατρός Κροκόβσκι δεν έμενε μακριά από κει), κι αυτή η κυρία, που καταγότανε από αρχαία γενιά ευγενών, η αδελφή προϊσταμένη, που τόσο σαρκαστικά μίλησε γι' αυτήν ο Σετεμπρίνι και που ο Χανς Κάστορπ δεν την είχε δει παρά φευγαλέα μονάχα, κρατούσε το μικρό νοικοκυριό του χήρου. Ο Αυλικός Σύμβουλος, άλλωστε, έμενε μόνος του, γιατί ο γιος του σπούδαζε σε Γερμανικά Πανεπιστήμια και η κόρη του είχε κιόλας παντρευτεί με κάποιον εγκαταστημένο στη γαλλική Ελβετία. Ο νέος Μπέρενς ερχόταν, κάποτε, επίσκεψη, για τις διακοπές του, πράμα που είχε γίνει κιόλας μια φορά, από τότε που ο Γιόαχιμ έμενε εδώ, κι είπε πως οι κυρίες του σανατορίου είχαν αναστατωθεί τότε, οι πυρετοί ανεβαίνανε, οι ζήλειες προκαλούσανε διαφωνίες και καυγάδες στις αίθουσες της ανάπαυσης και οι ιδιαίτερες ακροάσεις του γιατρού Κροκόβσκι είχαν γίνει πολύ συχνότερες… Στο βοηθό ιατρό είχαν παραχωρήσει, για τις ιδιαίτερες απασχολήσεις του, ένα ειδικό δωμάτιο, που βρισκόταν, όπως κι η μεγάλη αίθουσα που εξετάζονταν οι ασθενείς, το χημείο, το χειρουργείο κι η ραδιογραφική υπηρεσία, στο άπλετα φωτισμένο υπόγειο της οικοδομής. Μιλούμε για υπόγειο, επειδή η πέτρινη σκάλα που οδηγούσε σ' αυτό, από το ισόγειο, έδινε την εντύπωση, ότι κατέβαινες σ' ένα είδος υπογείου, κάτι που ήταν σχεδόν αυταπάτη. Γιατί, πρώτα-πρώτα, το ισόγειο ήταν τοποθετημένο αρκετά ψηλά, μα, επί πλέον, το Μπέργκχοφ ήταν χτισμένο πάνω στο βουνό, σ' επικλινές οικόπεδο, και τα δωμάτια που αποτελούσαν αυτό το «υπόγειο» έβλεπαν στην πρόσοψη, κι είχαν θέα προς

τον κήπο και την κοιλάδα: μια κατάσταση πραγμάτων, δηλαδή, που αντίφασκε κι επανόρθωνε, κατά κάποιο τρόπο, την εντύπωση και την έννοια της σκάλας. Γιατί, πίστευε κανείς, χωρίς άλλο, πως από τα σκαλοπάτια της κατεβαίνει κάτω από το επίπεδο του εδάφους, μα στην πραγματικότητα, μόλις θα έφτανες κάτω, ξαναβρισκόσουνα στην επιφάνεια της γης ή, το πολύ-πολύ, μερικά πόδια πιο κάτω — εντύπωση που διασκέδασε τον Χανς Κάστορπ, όταν, ένα απόγεμα, που ο ξάδελφός του ήθελε να του κάνει μασάζ ο λουτράρης, το συνόδευσε σ' αυτό τον «υπόγειο» κόσμο. Εκεί κάτω βασίλευε ένας φωτισμός και μια καθαριότητα κλινικής. Όλα ήσαν κάτασπρα κι οι πόρτες λάμπανε λευκομπογιατισμένες επίσης, καθώς και της ιδιαίτερης αίθουσας, φυσικά, του γιατρού Κροκόβσκι, όπου ήταν καρφωμένο, με πινέζες, το επισκεπτήριο του σοφού, και προς την οποία κατέβαιναν δυο σκαλοπάτια από τον διάδρομο, έτσι που αυτό το δωμάτιο, καθώς βρισκότανε πίσω, είχε έναν χαρακτήρα κελιού. Η πόρτα αυτή βρισκότανε δεξιά της σκάλας, στην άκρη του διαδρόμου, κι ο Χανς Κάστορπ την πρόσεχε ιδιαίτερα, ενώ, περιμένοντας το Γιόαχιμ, πηγαινοερχότανε κατά μήκος του διαδρόμου. Άλλωστε, είδε κάποιον να βγαίνει από κει μέσα, μια κυρία, που είχε φτάσει τελευταία, και που δεν ήξερε ακόμη τ' όνομά της, μια κοντή, κομψή γυναίκα με αφέλειες στο μέτωπο και χρυσά σκουλαρίκια. Έσκυψε βαθιά, καθώς ανέβαινε τα σκαλοπάτια, και σήκωσε το φόρεμά της, σφίγγοντας, όλη αυτή την ώρα, μες στο μικρό, στολισμένο με δαχτυλίδια χέρι της, ένα μαντηλάκι πάνω στο στόμα της και κοιτάζοντας στο κενό με μεγάλα, ωχρά και βλοσυρά, μάτια, προχώρησε έτσι κατά τη σκάλα, με μικρά, βιαστικά βήματα, που έκαναν τη φούστα της να θροΐζει, στάθηκε ξαφνικά σα να θυμήθηκε κάτι, ξανάρχισε να περπατά με το πηδηχτό βήμα της, και χάθηκε στον χώρο της σκάλας, πάντα σκυμμένη και χωρίς να πάρει το μαντηλάκι από τα χείλη της. Πίσω απ' αυτήν, όταν άνοιξε η πόρτα, ήταν πολύ πιο σκοτεινά απ' όσο στο λευκό διάδρομο: ο χειρουργικός φωτισμός δεν έφτανε, κατά πως φαινότανε, ίσαμε κει. Ένα ημίφως παραπετασμάτων, ένα βαθύ σούρουπο βασίλευε, έτσι, όπως είδε ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ, μες στο ψυχαναλυτικό εργαστήριο του δόκτορα Κροκόβσκι.

ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥ φαγητού, στη διακοσμημένη τραπεζαρία, ο νεαρός Χανς Κάστορπ ένιωθε κάπως στενάχωρα, από το γεγονός, ότι, ύστερα από κείνο τον περίπατο, που είχε επιχειρήσει με δική του πρωτοβουλία, του είχε μείνει το τρεμούλιασμα του κεφαλιού του παππού του — και το πάθαινε, στο τραπέζι ακριβώς, κανονικά σχεδόν, και τότε δεν υπήρχε τρόπος να το εμποδίσει, του δυσκολευότανε να το κρύψει. Εκτός από το τέχνασμά του, ν' ακουμπά το πηγούνι στο κολάρο του, πράμα που δεν μπορούσε να παραταθεί, βρήκε κι άλλους τρόπους να σκεπάζει την αδυναμία του, κινούσε, λόγου χάρη, όσο μπορούσε περισσότερο, το κεφάλι του, όταν κουβέντιαζε, δεξιά και αριστερά, ή, όταν έφερνε το κουτάλι στο στόμα, ακουμπούσε το δεξί πήχη του χεριού στο τραπέζι, για να στηρίζεται κάπου, ακουμπούσε, μάλιστα, και τους αγκώνες του, στα διαλείμματα, και στήριζε το κεφάλι στο χέρι, μ' όλο που η στάση αυτή ήταν μια γαϊδουριά στα ίδια του τα μάτια, και δεν ήτανε δυνατό να 'ναι ανεχτή, παρά μόνο σ' εκείνον τον κόσμο των αρρώστων, που δε λαβαίνανε υπ' όψει τους την καλή συμπεριφορά. Όλ' αυτά, όμως, ήταν επίπονα, και δε χρειαζόταν πολύ για να γίνουν ολωσδιόλου ανυπόφορα τούτα τα γεύματα, που, διαφορετικά, τόσο τον ευχαριστούσαν, αλήθεια, για τ' αξιοπερίεργά τους και τις εσωτερικές εντάσεις, που του προκαλούσαν. Μα έτσι ήταν τα πράματα —και ο Χανς Κάστορπ το ήξερε, ακριβώς— ότι το αξιομελέτητο αυτό φαινόμενο, που εναντίον του αγωνιζόταν, δεν είχε αποκλειστικά και μόνο φυσική προέλευση, δεν έπρεπε να εξηγηθεί μονάχα από τον εδώ αέρα, και την προσπάθειά του να εγκλιματιστεί, παρά εξέφραζε και μια εσωτερική ταραχή, που οφειλότανε σ' αυτά τ' αξιοπερίεργα ακριβώς και σ' αυτές τις εσωτερικές εντάσεις. Η Μαντάμ Σοσά ερχότανε, πάντα σχεδόν, καθυστερημένη, στο τραπέζι, κι ίσαμε να 'έρθει, ο Χανς Κάστορπ καθότανε και δεν μπορούσε να κρατήσει ήσυχα τα πόδια του, γιατί περίμενε τον πάταγο της τζαμόπορτας, που αναπόφευκτα συνόδευε αυτή την είσοδο, κι ήξερε, πως τη στιγμή κείνη θ' αναπηδούσε και πως θα 'νιωθε να παγώνει το πρόσωπό του, πράμα που, αληθινά, γινότανε κανονικά. Στην αρχή, κάθε φορά, γύριζε με θυμό το κεφάλι του προς τα κει, και συνόδευε την απρόσεχτη αργοπορημένη με μανιώδη βλέμματα, ίσαμε το τραπέζι των Καλών Ρώσων και, μάλιστα, χαμηλόφωνα κι ανάμεσα στα δόντια του μουρμούριζε κάποια βρισιά ή άφηνε κανένα επιφώνημα οργισμένης αποδοκιμασίας. Τώρα, όμως, δεν έκανε τίποτα πια, παρά, το αντίθετο, έσκυβε το κεφάλι πάνω από το πιάτο του, δαγκάνοντας και τα χείλη του ακόμα, ή και γύριζε επίτηδες και μ' εξεζητημένη κίνηση από την άλλη μεριά. Γιατί του φαινόταν, πως ο θυμός δεν του άρμοζε πια, σαν να μην ήτανε πια αρκετά ελεύθερος να κατηγορήσει, παρά πως ήταν, κατά κάποιο τρόπο, συνένοχος σε τούτο το σκάνδαλο, και, ίσαμε ένα σημείο, συνυπεύθυνος απέναντι των άλλων γι' αυτό — με λίγα λόγια ντρεπότανε για τη φράου Σοσά, ντρεπότανε, όμως, ολωσδιόλου προσωπικά, μπροστά στους άλλους, πράμα από το οποίο θα μπορούσε ν' απαλλαχτεί μια χαρά, γιατί κανένας, μέσα σ' εκείνη την αίθουσα δεν έδινε σημασία ούτε στο ελάττωμα της φράου Σοσά ούτε και στην ντροπή του Χανς

Κάστορπ, εκτός ίσως από τη δασκάλα, τη φροϋλάιν Ένγκελχαρτ, που καθότανε δεξιά του. Το φτωχό αυτό πλάσμα είχε καταλάβει, πως, χάρη στην υπερευαισθησία του Χανς Κάστορπ, για τις πόρτες που χτυπούσαν, κάποια συγκινησιακή σχέση είχε δημιουργηθεί, ανάμεσα στο νεαρό γείτονά της στο τραπέζι και την Ρωσίδα, κι ακόμα, πως ο χαρακτήρας της σχέσης αυτής, ενδιέφερε ελάχιστα, αρκεί ότι υπήρχε, και, τέλος, πως η προσποιημένη αδιαφορία του —από έλλειψη ικανότητας και εξάσκησης προσποιότανε πολύ άσχημα— δε σήμαινε εξασθένιση, αλλά δυνάμωμα μάλλον, μια φάση προχωρημένη της σχέσης αυτής. Χωρίς να έχει για τον εαυτό της ούτε αξιώσεις, ούτε ελπίδα, η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ εξέφραζε, μ' ένα σωρό λόγια, τον αφιλοκερδή θαυμασμό της για τη φράου Σοσά, και το παράξενο ήταν, ότι ο Χανς Κάστορπ διάκρινε κι αναγνώρισε πολύ καλά, αν όχι αμέσως, στο τέλος τουλάχιστον, τον επιδιωκόμενο σκοπό της. Ένιωσε κάποια αποστροφή, μάλιστα, χωρίς, όμως, αυτό να τον εμποδίσει κιόλας να εγκαταλείπεται ευχαρίστως στην επίδραση και το θέλγητρο των λόγων της. — Να την! έλεγε η γεροντοκόρη, να την! Δε χρειάζεται να σηκώσει κανείς τα μάτια, να πεισθεί για το ποιος ήταν αυτός που μπήκε. Αυτή είναι φυσικά —και τι εξαίσιο βάδισμα!— ολωσδιόλου σαν γάτα, που γλιστρά κατά το πιάτο με το γάλα. θα ήθελα να ήταν δυνατό ν' αλλάζαμε θέσεις, για να μπορείτε να τη θαυμάζετε τόσο βολικά και άνετα, όσο εγώ. Καταλαβαίνω, φυσικά, πως δε μπορείτε να γυρίζετε όλη την ώρα το κεφάλι σας προς το μέρος της — ένας θεός ξέρει τι θα φανταζόταν, στο τέλος, αν το αντιλαμβανόταν… Τώρα λέει την καλημέρα της στον κόσμο της… θα έπρεπε να κοιτάξετε, είναι τόσο όμορφα να την παρατηρεί κανείς! Όταν χαμογελά και μιλά, όπως αυτή τη στιγμή, έχει ένα λακκάκι στο μάγουλο, όχι όμως πάντα, μονάχα όταν θέλει. Ναι, είναι ένα χαϊδεμένο παιδί αυτή η γυναίκα, ένα κακομαθημένο πλάσμα, γι' αυτό είναι και τόσο νωχελής. Δεν το μπορείς παρά ν' αγαπάς τέτοιους ανθρώπους, θέλεις δε θέλεις. Γιατί όταν σε κάνουν να θυμώνεις, με τη νωθρότητά τους, ο θυμός είναι μια αφορμή παραπάνω να αισθάνεσαι αγάπη γι' αυτούς. Είναι τέτοια ευτυχία, να σε πιάνει ο θυμός και να πρέπει ν' αγαπάς, ωστόσο… Έτσι μουρμούριζε η δασκάλα, πίσω από το χέρι της, χωρίς να την ακούν οι άλλοι, ενώ χνουδάτη κοκκινίλα, πάνω στα γεροντοκορίσια μάγουλά της, θύμιζε την πάνω από το κανονικό θερμοκρασία του σώματός της. Και τα ηδονιστικά λόγια της μπαίνανε ίσαμε το αίμα και το μεδούλι του καημένου Χανς Κάστορπ. Μα κάποια έλλειψη ανεξαρτησίας σ' αυτόν, γινόταν αφορμή να νιώθει την ανάγκη ν' ακούει, από έναν τρίτο, να επιβεβαιώνει, πως η Μαντάμ Σοσά ήταν μια τρισχαριτωμένη γυναίκα, πραγματικά, κι εχτός απ' αυτό, ο νέος επιθυμούσε να τον ενθαρρύνουν απ' έξω για αισθήματα, που η λογική κι η συνείδησή του πρόβαλλαν ενοχλητική αντίσταση. Τούτες δω οι παρατηρήσεις, άλλωστε, ήταν πολύ λίγο πρόσφορες, για συγκεκριμένα πράγματα, γιατί, μ' όλο που είχε τις καλύτερες διαθέσεις στον κόσμο, η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ δεν ήξερε τίποτα το θετικό για την φράου Σοσά, που να μην το ξέρουν κι όλοι οι άλλοι οικότροφοι του σανατορίου. Δεν τη γνώριζε, δεν μπορούσε να καυχηθεί, ότι είχε μαζί της έστω και μια κοινή γνωριμία και το μόνο πράμα που της έδινε κάποιον αέρα,

μπροστά στον Χανς Κάστορπ, ήταν, ότι καταγόταν από το Καίνιχγκσμπεργκ —και, κατά συνέπεια, από έναν τόπο αρκετά κοντινό στα ρωσικά σύνορα— και πως γνώριζε μερικές φράσεις στα ρωσικά — πολύ γλίσχρα πλεονεκτήματα, μα που ο Χανς Κάστορπ ήταν έτοιμος να τα θεωρήσει κάτι σαν μακρινή σχέση με τη φράου Σοσά. — Δε φορεί δαχτυλίδι, είπε, ούτε αρραβώνα, καθώς βλέπω. Πώς συμβαίνει αυτό; Δεν μου είπατε ότι είναι παντρεμένη; Η δασκάλα τα έχασε, σα να την είχαν φέρει σε αδιέξοδο και σα να 'πρεπε να δικαιολογηθεί, τόσο αισθανόταν τον εαυτό της υπεύθυνο, για τη φράου Σοσά, μπροστά στο Χανς Κάστορπ. — Αυτό δεν πρέπει να το παίρνετε και πολύ κατά γράμμα, είπε. Ξέρω από θετική πηγή, ότι είναι παντρεμένη. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Αν θέλει να την αποκαλούν Κυρία, δεν είναι απλά, για να της έχουν μεγαλύτερη υπόληψη, όπως κάνουν μερικές ξένες δεσποινίδες, όταν είναι λίγο ώριμες, παρά και το ξέρουμε όλοι εδώ, γιατί έχει πραγματικά έναν σύζυγο κάπου στη Ρωσία, αυτό 'ναι γνωστό σ' όλο τον τόπο εδώ. Έχει, άλλωστε, άλλο οικογενειακό όνομα, ένα ρωσικό κι όχι γαλλικό, που τελειώνει σε ανοφ ή σε ονκοφ, το άκουσα κιόλας μα το λησμόνησα. Αν θέλετε, το μαθαίνω. Εδώ πέρα υπάρχουν ασφαλώς πολλά πρόσωπα που γνωρίζουνε τ' όνομα. Αρραβώνα; Όχι, δε φορεί, αυτό μου είχε κάνει και μένα εντύπωση. Θεέ μου, μπορεί και να μην της κάνει, μπορεί και να της φαρδαίνει το χέρι. Μα ίσως και να το βρίσκει υπερβολικά αστική συνήθεια, να φορεί αρραβώνα, ένα φαρδύ δαχτυλίδι… όχι, δε θα της έλειπε πια, παρά μόνο το μάτσο τα κλειδιά, για να 'ναι τέλεια νοικοκυρά… Όχι, είναι, σίγουρα, πολύ ελεύθερο πνεύμα, για κάτι τέτοιο… Το ξέρω αυτό, όλες οι Ρωσίδες έχουν κάτι το ελεύθερο στους τρόπους. Εκτός απ' αυτό, ένα τέτοιο δαχτυλίδι έχει κάτι το πραγματικά αντιπαθητικό, το αντιμεθυστικό — δεν είναι σύμβολο υποταγής; Θέλω να πω, ότι δίνει στη γυναίκα έναν χαρακτήρα καλόγριας σχεδόν, την κάνει υποκρίτρια! Δεν απορώ καθόλου, αν κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στη φράου Σοσά… Μια τόσο γοητευτική γυναίκα, στο άνθος της ηλικίας της… Δίχως άλλο, δεν έχει ούτε λόγο ούτε και την επιθυμία να δώσει να καταλάβει, στον οποιονδήποτε άντρα που απλώνει το χέρι της, τους συζυγικούς της δεσμούς… Ύψιστε Θεέ, με τι ζήλο υπεράσπιζε η δασκάλα τη Φράου Σοσά! Ο Χανς Κάστορπ την κοίταξε κατατρομαγμένος στα μάτια, αλλά κείνη υπόμεινε το βλέμμα του μ' ένα είδος άγριας αμηχανίας. Έπειτα, σώπασαν, για λίγο κι οι δυο, να συνέλθουνε. Ο Χανς Κάστορπ έτρωγε και συγκρατούσε την τρεμούλα του κεφαλιού του. Και, κάποτε, είπε: —Κι ο σύζυγος; Δεν απασχολείται καθόλου μαζί της; Δεν έρχεται ποτέ εδώ να την επισκεφτεί; Με τι ασχολείται; — Υπάλληλος. Υπάλληλος της ρωσικής κυβέρνησης, σε κάποια μακρινή διοίκηση, το Νταγκεστάν. Ξέρετε, είναι ολωσδιόλου στην Ανατολή, πέρα από τον Καύκασο. Εκεί τον έστειλαν. Όχι, σας το είπα κιόλας, κανένας δεν τον είδε ποτέ εδώ πέρα. Και όμως, αυτή τη φορά, περνά τον τρίτο μήνα της σ' εμάς εδώ πάνω.

— Δε βρίσκεται εδώ, για πρώτη φορά, λοιπόν; — Ω! όχι. Είναι κιόλας η τρίτη φορά. Και στο μεταξύ, μένει πάλι κάπου αλλού, σε παρόμοια μέρη. — Συμβαίνει το αντίθετο. Εκείνη τον επισκέπτεται, πότε-πότε, όχι συχνά, μια φορά το χρόνο και για λίγο καιρό. Μπορεί να πει κανείς, πως ζουν χωρισμένοι και μόνο που τον επισκέπτεται, από καιρό σε καιρό. — Βέβαια, φυσικά, αφού είναι άρρωστη… — Ασφαλώς είναι άρρωστη. Μα όχι ίσαμε αυτό το βαθμό. Όχι τόσο σοβαρά, για να είναι υποχρεωμένη να ζει πάντα σε σανατόρια και χωρισμένη από τον άντρα της. θα πρέπει να υπάρχουν άλλες αιτίες, γενικότερες. Εδώ υποθέτουν, πως υπάρχουν άλλες αφορμές, μάλλον. Ίσως να μη της αρέσει το Νταγκεστάν, πίσω από τον Καύκασο, σ' ένα μέρος τόσο άγριο και τόσο μακρινό. Αυτό, στο κάτω-κάτω, δεν είναι και για ν' απορεί κανείς. Θα πρέπει, όμως, να φταίει κι ο άντρας της, αν συμβαίνει να μη της αρέσει να μένει κοντά του. Έχει όνομα γαλλικό, είναι όμως Ρώσος υπάλληλος κι αυτού του είδους οι άνθρωποι είναι αρκετά χοντροί, πιστέψτε με. Μου έτυχε να δω έναν. Είχε κάτι σιδερόχρωμα γένια και τόσο κόκκινο πρόσωπο! Είναι πάρα πολύ εύκολοι στη δωροδοκία κι έπειτα, όλοι τους τρελαίνονται για βότκα, το ρακί, ξέρετε… Βάζουν και τους σερβίρουν για τους τύπους, να φάνε κάτι, μερικά μανιτάρια μαρινάτα ή κανένα κομμάτι παλαμίδα, κι αυτό αποκλειστικά για να πιούν, και πίνουν τεράστιες ποσότητες. Κι αυτό το λεν κολατσιό. — Όλο το άδικο το ρίχνετε σ' αυτόν, είπε ο Χανς Κάστορπ. Δεν ξέρουμε, όμως, αν δεν είναι κι εκείνη κάπως υπεύθυνη, που δεν μπορούνε να ζήσουν μαζί. Πρέπει να είναι δίκαιος κανείς. Όταν την κοιτάζω και συλλογίζομαι τούτη δω την ιδιοτροπία της, να χτυπά πίσω της τις πόρτες… Δεν τη θεωρώ ασφαλώς άγγελο, μη μου κρατάτε κακία γι' αυτό, σας παρακαλώ, μα δε θα της είχα εμπιστοσύνη. Δεν είστε, όμως, αμερόληπτη, είστε προκατειλημμένη υπέρ αυτής ίσαμε τ' αυτιά… Έτσι μιλούσε, καμιά φορά. Με πονηριά, που ήταν ξένη στη φύση του, προσποιότανε, ότι πίστευε, πως ο ρομαντικός ενθουσιασμός της φροϋλάιν Ένγκελχαρτ, για τη φράου Σοσά, δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήταν, και που το ήξερε πολύ καλά, παρά πως ο ενθουσιασμός αυτός ήταν απλά και μόνο, ένα γεγονός αυτό καθαυτό αρκετά αστείο, για το οποίο εκείνος, ο Χανς Κάστορπ, ο ανεξάρτητος Χανς Κάστορπ, μπορούσε να πειράζει τη γεροντοκόρη, κρατώντας κάποιαν απόσταση, όπου έβαζε ψυχρότητα και χιούμορ. Κι όπως ήταν βέβαιος, ότι η συνένοχός του θα παραδεχόταν και θ' ανεχόταν αυτό το αναποδογύρισμα των πραγμάτων, που δεν του 'λειπε η αυθάδεια, δεν έχανε και πολλά πράγματα, κάνοντάς το. — Καλημέρα σας, έλεγε. Αναπαυθήκατε καλά; Ελπίζω να ονειρευτήκατε την όμορφη Μίνκα σας… Γιατί κοκκινίζετε, μόλις πουν τ' όνομά της; Τρελαίνεστε γι' αυτήν, ελάτε, μη το αρνιέστε! Κι η δασκάλα, που πραγματικά είχε κοκκινίσει κι έσκυβε βαθιά, πάνω στο φλιτζάνι της, ψιθύριζε, με την άκρη των χειλιών: — Μα όχι, όχι, λοιπόν, κύριε Κάστορπ! Δεν είναι ωραίο, εκ μέρους σας, να με φέρνετε έτσι

σε δύσκολη θέση, με τους υπαινιγμούς σας. Όλος ο κόσμος θ' αντιληφθεί, ότι μιλάμε γι' αυτήν κι ότι μου λέτε πράματα, που με κάνουν να κοκκινίζω… Ήταν παράξενο το παιχνίδι αυτό, που παίζανε τούτοι οι δυο γείτονες του τραπεζιού. Ξέρανε κι οι δυο, πως έλεγαν ψέματα διπλά και τριπλά, πως ο Χανς Κάστορπ δεν πείραζε τη δασκάλα, παρά μόνο για να μπορεί να μιλά για την φράου Σοσά, μα συνάμα εύρισκε και μια νοσηρή κι εκβιασμένη ευχαρίστηση, να χαριεντίζεται με τη γεροντοκόρη, που, από τη δική της μεριά πάλι, ευχαριστιόταν επίσης: πρώτα-πρώτα, από ένστικτο μεσολαβήτριας, κι ύστερα, και για να 'ναι ευχάριστη στο νέο, έδειχνε, αληθινά, πολύ ενθουσιασμό για τη φράου Σοσά και, τέλος, γιατί δοκίμαζε μια φτωχή απόλαυση, να κάνει να την πειράζουνε και να κοκκινίζει. Το ξέρανε κι οι δυο τους αυτό, τόσο για τον εαυτό τους, όσο και για τον άλλο και πως αυτό ήτανε κάτι μπερδεμένο και βρώμικο. Όμως, μ' όλο που ο Χανς Κάστορπ, γενικά, δοκίμαζε μόνον αηδία για κάθε τι μπερδεμένο και βρώμικο και μ' όλο που σ' αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση το αποστρεφότανε, εξακολουθούσε, ωστόσο, να τσαλαβουτά μέσα σ' αυτό το θολό στοιχείο, καθησυχάζοντας τον εαυτό του, με τη σκέψη, πως εδώ πάνω βρισκότανε μόνο για μια επίσκεψη και πως θα έφευγε σύντομα. Έκρινε, με προσποιητή αντικειμενικότητα, σαν γνώστης, τη φυσιογνωμία της «νωχελικής» γυναίκας, κι έλεγε πως, όταν την κοίταζε κανείς κατά πρόσωπο, φαινόταν πολύ πιο όμορφη και πιο νέα παρ' όσο από το πλάι, πως τα μάτια της απείχανε πολύ το ένα από το άλλο και πως ο τρόπος που φερνότανε δεν ήταν ακριβώς εκείνος που έπρεπε, ενώ τα μπράτσα της ήταν, αλήθεια, ωραία και «μ' απαλές γραμμές τορνεμένα». Και λέγοντας όλ' αυτά, προσπαθούσε να κρύψει την τρεμούλα του κεφαλιού του, αλλά διαπίστωνε, όχι μόνο πως η δασκάλα αντιλαμβανότανε τις ανώφελες προσπάθειές του, παρά πρόσεξε, και με την πιο ζωηρή αποστροφή, πως κι εκεινής το κεφάλι έτρεμε. Κοντά σ' όλα αυτά, και μόνο από σκοπιμότητα κι από πονηριά, μάλλον αντίθετη προς τη φύση του, είχε ονομάσει τη φράου Σοσά «όμορφη Μίνκα», γιατί έτσι μπορούσε να εξακολουθεί να ρωτά: — Τη λέω «Μίνκα», μα ποιο είναι τα πραγματικό της όνομα; Θέλω να πω, το μικρό της όνομα. Καθώς τρελαίνεστε γι' αυτή, θα πρέπει, ασφαλώς, να ξέρετε και το μικρό της όνομα. Η δασκάλα σκέφτηκε. — Σταθείτε, το ξέρω, είπε, το άκουσα. Ναι. Δεν τη λένε Τατιάνα; Όχι, δεν ήταν αυτό, κι ούτε Νατάσα. Νατάσα Σοσά; Όχι, δεν είναι αυτό που άκουσα. Μια στιγμή, το βρήκα. Αβντότγια. Αβντότγια τη λένε. Ή κάτι τέτοιο, πάντως. Γιατί είναι βέβαιο, πως δεν τη λένε ούτε Κάτιενκα ούτε Νινότσκα. Πραγματικά, μου διαφεύγει. Μπορώ, όμως, να το πληροφορηθώ εύκολα, αν επιμένετε. Και πραγματικά, την άλλη μέρα ήξερε τ' όνομα. Το είπε στο πρόγευμα, όταν η τζαμωτή πόρτα βρόντηξε. Η φράου Σοσά λεγόταν Κλαούντια. Ο Χανς Κάστορπ δεν κατάλαβε αμέσως. Έβαλε και του το επανάλαβε και του συλλάβισε τ' όνομα πριν το καταλάβει. Έπειτα, το επανάλαβε πολλές φορές, κοιτάζοντας προς το μέρος της φράου Σοσά, με τα αιματόστικτα μάτια του, σα να το δοκίμαζε πάνω της κατά

κάποιο τρόπο. — Κλαούντια, είπε, ναι, μπορεί να έχει αυτό τ' όνομα, της πάει πολύ καλά. Δεν έκρυψε την ευχαρίστηση, που δοκίμασε απ' αυτή την τόσο οικεία πληροφορία και τώρα δεν έλεγε πια παρά μόνο Κλαούντια, όταν σκεφτότανε τη φράου Σοσά. — Η Κλαούντιά σας κάνει μπαλίτσες με ψωμί, θαρρώ; Δεν είναι και πολύ καθώς πρέπει. — Εξαρτάται από κείνον που το κάνει, αποκρίθηκε η δασκάλα. Κι αυτό της Κλαούντια της πηγαίνει. Ναι, το γεύμα μέσα στη σάλα, με τα εφτά τραπέζια, είχε μεγάλη γοητεία για τον Χανς Κάστορπ. Λυπόταν, όταν κάποιο απ' αυτά τελείωνε, μα παρηγοριά του ήταν, πως σύντομα, σε δυόμιση ώρες, θα ξαναβρισκότανε στην ξαπλωτούρα του, κι όταν ξάπλωνε εκεί ήταν σα να μην είχε ποτέ σηκωθεί. Τι άλλο υπήρχε στο μεταξύ; Τίποτα. Ένας μικρός περίπατος ίσαμε το ρυάκι ή την εγγλέζικη συνοικία, λίγη ανάπαυση στην πολυθρόνα. Δεν ήταν μια σοβαρή διακοπή, δεν ήταν ένα εμπόδιο, που άξιζε τον κόπο να το παίρνει κανείς στα σοβαρά. Θα ήταν διαφορετικά, αν μια εργασία, αν έγνοιες και καημοί, παρεμβάλλονταν, έτσι, που να μη μπορούσε τόσο εύκολα να τούς παραμερίσει και να τους παραμελήσει με τη σκέψη του. Αυτό, όμως, δε συνέβαινε στην τόσο έξυπνα και λαμπρά οργανωμένη ζωή του Μπέργκχοφ… Ο Χανς Κάστορπ μπορούσε, όταν σηκωνόταν από το τραπέζι, να χαίρεται αμέσως για το προσεχές γεύμα — όσο τουλάχιστον η λέξη «χαίρομαι» προσδιόριζε ακριβώς εκείνο το είδος της αναμονής, που μ' αυτό έβλεπε να 'ρχεται η καινούρια συνάντησή του με την άρρωστη Κλαούντια Σοσά, και δεν ήταν μια λέξη πολύ ελαφρά, πολύ εύθυμη, πολύ απλή και πολύ κοινή. Είναι δυνατόν, ίσως ο αναγνώστης να αισθάνεται τη διάθεση να βρει πολύ κατάλληλες, για το πρόσωπο του Χανς Κάστορπ και την εσωτερική του ζωή, τέτοιες εκφράσεις, εύθυμες δηλαδή και κοινές. Θυμίζουμε, όμως, ότι, σαν νέος με κρίση και συνείδηση, δεν μπορούσε μόνο να «χαίρεται» που την έβλεπε και που βρισκόταν κοντά στη φράου Σοσά. Ας διαπιστώσουμε κιόλας, πως αυτές τις λέξεις, αν του τις πρότειναν, θα τις απόρριπτε, σηκώνοντας τους ώμους. Ναι, άρχιζε να περιφρονεί ορισμένους τρόπους έκφρασης — κι αυτή 'ναι μια λεπτομέρεια, που αξίζει να σημειωθεί. Πήγαινε κι ερχόταν, ενώ τα μάγουλά του έκαιγαν, και τραγουδούσε δυνατά, τραγουδούσε από μέσα του, γιατί η κατάσταση της ψυχής του ήτανε μουσική κι ευαίσθητη. Σιγοτραγουδούσε ένα μικρό τραγουδάκι, που είχε ακούσει, ο Θεός ξέρει πού, σε καμιά εσπερίδα, ίσως, ή σε καμιά συναυλία για φιλανθρωπικό σκοπό, να το τραγουδεί μια μικρούλα φωνή σοπράνο και το είχε ξαναβρεί στο βάθος της μνήμης του — μια ανοησία γεμάτη τρυφερότητα, που άρχιζε: Πόσο παράξενα με συγκινεί κάποτε, ένας δικός σου λόγος… Κι ήτανε έτοιμος να προσθέσει: Που ερχόταν απ' τα χείλη σου κι έμπαινε στην καρδιά μου…

όταν ξαφνικά σήκωσε τους ώμους του κι είπε: Είναι γελοίο! Και καταδίκασε και παράτησε το επιτηδευμένο τραγουδάκι, σαν τραγούδι περασμένης μόδας, γιομάτο ανόητο αισθηματισμό. Το παράτησε, με μια αυστηρότητα ανάμικτη με μελαγχολία. Ένα τέτοιο παθητικό τραγουδάκι μπορούσε να το χαρεί ο οποιοσδήποτε νεαρός, που θα έδινε την «καρδιά του», όπως λένε συνήθως, και πολύ σωστά κι άγια, καθώς θα είχε ευχάριστες βλέψεις σε κανένα κοριτσόπουλο, που θα είχε την υγεία του, εκεί κάτω, στον κάμπο, και που θ' άφηνε τον εαυτό του σ' αισθήματα θεμιτά, γνωστικά και, στο βάθος, χαρούμενα. Όσο γι' αυτόν και για τη σχέση του με τη Μαντάμ Σοσά —η λέξη «σχέση» είναι δική του, παραιτούμαστε από την ευθύνη της, λοιπόν— δεν μπορούσε να έχει τίποτα το κοινό με μια μελωδία σαν αυτή. Στην ξαπλωτούρα του αισθανόταν τη διάθεση να εκφράσει μια αισθητική κρίση απάνω σ' αυτήν, και να τη χαρακτηρίσει «ανοστιά!» μα άλλαξε γνώμη γιατί τα 'χε κάπως χαμένα, μ' όλο που, για την ώρα, δεν εύρισκε να πει τίποτα άλλο περισσότερο κατάλληλο. Μα ένα πράμα του προκαλούσε ικανοποίηση, όταν ήτανε ξαπλωμένος κι άκουε την καρδιά του να χτυπά, τη σωματική του καρδιά, που χτυπούσε γρήγορα και καθαρά μέσα στη σιωπή — στην κανονισμένη σιωπή που, κατά το διάστημα της κύριας κούρας της ανάπαυσης, βασίλευε σ' όλο το Μπέργκχοφ. Η καρδιά του χτυπούσε επίμονα κι αδιάκριτα, όπως του συνέβαινε πάντα σχεδόν, από τότε που βρισκότανε εδώ πάνω. Ο Χανς Κάστορπ, ωστόσο, της έδινε λιγότερη σημασία απ' όσο τις πρώτες μέρες. Τώρα πια δεν μπορούσε να πει κανείς, πως χτυπούσε από δικού της, χωρίς αιτία και χωρίς σχέση με την ψυχική του κατάσταση. Τούτη δω η σχέση υπήρχε, ή, τουλάχιστον, θα μπορούσε ν' αποκατασταθεί εύκολα. Η έξαψη κι η ενεργητικότητα του σώματος μπορούσε να δικαιολογηθεί εύκολα, με την αντίστοιχη ψυχική κατάσταση. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε παρά να σκεφτεί τη φράου Σοσά και τη σκεφτότανε — για να νιώσει το αίσθημα που αντιστοιχούσε με τους χτύπους της καρδιάς του.

ΑΡΧΗ ΑΓΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΤΗ ΒΑΡΚΑΔΑ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ Ο ΚΑΙΡΟΣ ήτανε εξοργιστικά κακός — απ' αυτή την άποψη ο Χανς Κάστορπ στάθηκε άτυχος, στη σύντομη διαμονή του σε τούτα τα μέρη. Δε χιόνιζε ακριβώς, μα έπεφτε, επί μέρες ολόκληρες, μια βαριά κι άσκημη βροχή, πυκνή ομίχλη γιόμιζε την κοιλάδα και γελοία άφθονες νεροποντές —γιατί, εκτός απ' αυτό, έκανε τόσο κρύο, που αναγκάζονταν ν' ανάβουν τη θέρμανση στην τραπεζαρία— ξεσπούσανε, με απανωτές βροντές. — Κρίμα, είπε ο Γιόαχιμ. Είχα σκεφτεί, πως θα μπορούσαμε να πηγαίναμε μια μέρα στο Σάλτζαλπ ή κάπου αλλού, παίρνοντας μαζί και το πρόγευμά μας. Μα φαίνεται, πως δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Ας ελπίσουμε ότι η τελευταία σου εβδομάδα θα 'ναι καλύτερη. Μα ο Χανς Κάστορπ αποκρίθηκε: — Άφησε. Δεν έχω όρεξη να πάω πουθενά. Η πρώτη μου εκδρομή δεν πήγε και τόσο καλά. Προτιμώ ν' αναπαύομαι, ζώντας μέρα τη μέρα, χωρίς πολλή διασκέδαση. Η διασκέδαση είναι για τους παλιούς. Μα εμένα, με τις τρεις εβδομάδες μου, τι μου χρειάζεται η διασκέδαση; Έτσι ήταν. Αισθανόταν τον εαυτό του απασχολημένο κι απορροφημένο εκεί που ήταν. Αν είχε ελπίδες, η εκπλήρωσή τους, όπως και η απογοήτευση, τον περίμεναν εδώ κι όχι σ' οποιοδήποτε Σάλτζαλπ. Δεν τον τυραννούσε η πλήξη, αντίθετα, άρχιζε να φοβάται, πως το τέλος της διαμονής του θα έφτανε υπερβολικά γρήγορα. Η δεύτερη εβδομάδα κυλούσε, τα δυο τρίτα του χρόνου που του παραχωρούνταν, θα τα είχε ζήσει σύντομα κι όταν θα 'μπαινε η τρίτη, θ' άρχιζε κιόλας να σκέφτεται να ετοιμάσει τα μπαγκάζια του. Η πρώτη ανακαίνιση της αίσθησης του χρόνου είχε περάσει από καιρό. Οι μέρες άρχιζαν κιόλας να πετούν και το έκαναν, μ' όλο που η κάθε μια τους τανυόταν σε μια αναμονή διαρκώς ανανεούμενη και φούσκωνε από συναισθήματα σιωπηρά και κρυφά… Ναι, ο χρόνος είναι ένα παράξενο αίνιγμα. Πώς να το ξεκαθαρίσεις; Μήπως θα χρειαζόταν να ξεχωρίσει κανείς από πιο κοντά τα κρυφά συναισθήματα που επιβράδυναν κι επιτάχυναν με μιας, τη ροή των ημερών για τον Χανς Κάστορπ; Όλος ο κόσμος τα ξέρει. Ήταν συναισθήματα εντελώς συνηθισμένα, στην αισθηματική τους ασημαντότητα, και στην πιο λογική και αισιόδοξη περίπτωση, στην οποία θα μπορούσε να εφαρμοστεί και το άνοστο τραγουδάκι: «Πόσο παράξενα με συγκινεί», δε θα μπορούσαν να εκτυλιχθούν μ' άλλον τρόπο. Ήταν αδύνατο να μην αντιλήφθηκε τίποτα η Μαντάμ Σοσά, από τις κλωστές που δένονταν ανάμεσα σ' ένα άλλο τραπέζι και στο δικό της, και η παράφορη επιθυμία του Χανς Κάστορπ ήταν να το αντιληφθεί, όσο το δυνατό περισσότερο. Την ονομάζουμε επιθυμία παράφορη, γιατί ο Χανς Κάστορπ γνώριζε πολύ καλά τον παράλογο χαρακτήρα της περίπτωσής του. Όποιος όμως φτάσει στο σημείο, όπου είχε φτάσει αυτός ή που θα έφτανε, θα θέλει να μάθει, το άλλο μέρος, την κατάστασή του κι ας μην έχει το πράμα ούτε σειρά ούτε λογική. Έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος. Όταν, λοιπόν, αφού η φράου Σοσά γύρισε δυο τρεις φορές τυχαία, ή από κάποια

μαγνητική επίδραση, προς το τραπέζι εκείνο και την κάθε φορά συναντούσε το βλέμμα του Χανς Κάστορπ, την τέταρτη κοίταξε προμελετημένα και πάλι. Τούτη τη φορά, συνάντησε το βλέμμα του. Την πέμπτη φορά δεν τον έπιασε αμέσως. Δεν ήτανε σ' επιφυλακή. Αισθάνθηκε, όμως, με μιας, πως τον κοίταζε και τα μάτια του αποκρίθηκαν τόσο πρόθυμα, πού εκείνη γύρισε αλλού χαμογελώντας. Αν, όμως, εκείνη, θεωρούσε το φέρσιμό του παιδαριώδες, γελιόταν. Η ανάγκη λεπτότητας, που είχε, ήταν πολύ μεγάλη. Στην έκτη ευκαιρία, όταν μάντεψε, αισθάνθηκε, κάτι, το είπε μέσα του, πως εκείνη κοίταζε προς το μέρος του, έκανε πως βλέπει με επίμονη δυσαρέσκεια μια κυρία σπυριάρα, που είχε πλησιάσει το τραπέζι του για να φλυαρήσει με τη θείτσα και βάσταζε γερά, με σιδερένια θέληση, τουλάχιστον για δυο-τρία λεπτά, και δεν υποχώρησε παρά όταν βεβαιώθηκε, ότι τα τσερκέζικα μάτια, εκεί κάτω, τον είχαν εγκαταλείψει. — Παράξενη κωμωδία, που η φράου Σοσά, όχι μόνο μπορούσε, μα έπρεπε να τη διαβλέψει, για να μπορέσει να σκεφτεί πάνω στη λεπτότητα και στην αυτοκυριαρχία του Χανς Κάστορπ… Έγινε ακόμα και τούτο: ανάμεσα σε δυο σερβιρίσματα, η φράου Σοσά γύρισε και, δίχως να προσέχει, έριξε ένα βλέμμα στην αίθουσα. Ο Χανς Κάστορπ βρέθηκε στη θέση του, τα μάτια τους συναντήθηκαν. Καθώς κοιτάζονται — η άρρωστη μ' ένα βλέμμα κοροϊδευτικό, που τον παραμόνευε αόριστα, ο Χανς Κάστορπ με μια εξημμένη σταθερότητα (έσφιγγε, μάλιστα, τα δόντια, υπομένοντας το βλέμμα της) — η πετσέτα κοντεύει να πέσει της φράου Σοσά και να γλιστρήσει στο πάτωμα, από τα γόνατά της. Μ' ένα νευρικό σκίρτημα απλώνει το χέρι, εκείνος, όμως, αυθόρμητα, μισοανασηκώνεται στην καρέκλα του και θέλει να ορμήσει τυφλά για να τη βοηθήσει, πάνω από οκτώ μέτρα απόσταση και μ' ένα τραπέζι ανάμεσά τους, σα να ήταν καμιά καταστροφή το ότι η πετσέτα θ' άγγιζε το έδαφος… Μερικά εκατοστόμετρα πριν από το πάτωμα, εκείνη κατόρθωσε να την πιάσει. Μα, καθώς έσκυβε, έγερνε λοξά, κρατώντας την άκρη της πετσέτας, με πανικό στον οποίο υποχώρησε και που την αιτία του τη ρίχνει σ' αυτόν, κοιτάζει ακόμη μια φορά προς το μέρος του, βλέπει τη συγκρατούμενη ορμή του, τ' ανασηκωμένα φρύδια του και στρέφεται, χαμογελώντας, μπροστά της. Αυτό το περιστατικό, ο Χανς Κάστορπ το αισθάνθηκε σαν ένα θρίαμβο κι αφέθηκε σ' αυτόν. Μα ο αντίχτυπος δεν άργησε να φανεί, γιατί, για δυο ολόκληρες μέρες, για δέκα γεύματα, δηλαδή, η Μαντάμ Σοσά δε γύρισε πια να κοιτάξει προς την αίθουσα και μάλιστα παραιτήθηκε να «παρουσιάζεται» στο εστιατόριο, όπως το συνήθιζε. Αυτό ήταν σκληρό. Όπως, όμως, όλες αυτές οι αλλαγές στις συνήθειές της αποτείνονταν, δίχως άλλο, σ' αυτόν, υπήρχε, βέβαια, περ' απ' όλα, μια σχέση μεταξύ τους κι ας ήταν μ' έναν τρόπο αρνητικό. Κι αυτό έφτανε. Έβλεπε, ότι ο Γιόαχιμ είχε πάρα πολύ δίκιο, όταν παρατήρησε, πως δεν ήταν καθόλου εύκολο, να πιάσεις γνωριμία εδώ πέρα, με άλλους, εκτός από τους ομοτράπεζούς σου. Γιατί, ύστερα από το γεύμα, στο διάστημα της μοναδικής ώρας που ήταν μια ευκαιρία για ένα είδος κανονικής κοινωνικής ζωής, μα που περιοριζόταν συχνά σε είκοσι λεπτά, η Μαντάμ Σοσά, δίχως εξαίρεση, καθόταν με το συνηθισμένο κύκλο της, με τον κύριο με το στενό στήθος, τον ευτράπελο εκείνο με τα πολύ σγουρά μαλλιά, τον σιωπηλό Δρ.

Μπλούμενκολ και τους νέους, με τους πεσμένους ώμους, στο βάθος του μικρού σαλονιού, που φαινόταν προορισμένο για το τραπέζι των «Καλών Ρώσων». Εκτός απ' αυτό, ο Γιόαχιμ βιαζότανε πάντα να φύγει, για να μη συντομεύει, όπως έλεγε, τη βραδινή κούρα της ανάπαυσής του, κι ίσως, επίσης, και για άλλες αιτίες κούρας, που δεν τις ανάφερε, μα που ο Χανς Κάστορπ τις υποπτευόταν και τις σεβότανε. Τον μεμφθήκαμε για την παραφορά των επιθυμιών του, όποιες όμως κι αν ήταν, δεν ήτανε πάντως κοσμικές σχέσεις, που θα επιθυμούσε να έχει με τη Μαντάμ Σοσά και, κατά βάθος, συμφωνούσε με τις περιστάσεις που τις εμπόδιζαν. Οι τεταμένες κι απροσδιόριστες σχέσεις που είχαν δημιουργήσει τα βλέμματα και οι μανούβρες του, ανάμεσα σ' αυτόν και τη Ρωσίδα, δεν ήταν κοσμικές, δεν επέβαλαν τίποτε και δεν μπορούσαν να της επιβάλλουν τίποτα. Γιατί από μια μεριά, η σχέση τους σήκωνε αρκετή κοινωνική επίκριση, και το γεγονός ότι συνέδεε το χτύπημα της καρδιάς του με τη σκέψη της «Κλαούντια», δεν ήταν καθόλου αρκετό, να ταράζει στον εγγονό του Χανς Λόρεντς Κάστορπ την πεποίθηση, ότι δε μπορούσε να 'χει τίποτα το κοινό μ' αυτή την ξένη, που περνούσε τη ζωή της χωρισμένη από τον άντρα της, δίχως να φορεί αρραβώνα, σ' όλα τα κατάλληλα γι' ασθενείς μέρη, που δε φερόταν όπως έπρεπε, χτυπούσε πίσω της τις πόρτες, έκανε μπαλίτσες με ψωμί κι έτρωγε αναμφισβήτητα τα νύχια της, όταν —ας πούμε: στην πραγματικότητα, δηλαδή έξω από τις κρυφές σχέσεις— βαθιά άβυσσος χώριζε την ύπαρξή της από τη δική του και δε θα μπορούσε ν' αντιμετωπίσει μαζί της καμιά από τις επικρίσεις τις οποίες αυτός θεωρούσε δικαιολογημένες. Ό Χανς Κάστορπ ήταν αρκετά μυαλωμένος, για να μην έχει προσωπική υπερηφάνεια. Μια υπερηφάνεια, όμως, πιο γενική, που είχε τις ρίζες της πιο βαθιά, ήταν γραμμένη στο μέτωπό του και γύρω στα μάτια του, με το κάπως νυσταλέο βλέμμα και μέσα απ' αυτή την υπερηφάνεια έβγαινε τούτο το αίσθημα της υπεροχής, από το οποίο δεν μπορούσε κι ούτε ήθελε ν' απαλλαχτεί, μπροστά σ' ό,τι αντιπροσώπευε η φράου Σοσά, κι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόταν. Πράμα παράξενο: συνειδητοποίησε, με μια ιδιαίτερη ζωηρότητα κι ίσως για πρώτη φορά, τούτο το αίσθημα της υπεροχής, που είχε τις ρίζες της πολύ βαθιά, όταν άκουσε, για πρώτη φορά, τη φράου Σοσά να μιλά γερμανικά. Στεκόταν όρθια, με τα δυο χέρια στις τσέπες της μπλούζας της, ύστερα από το φαγητό, κι είχε πιάσει κουβέντα με μια άλλη άρρωστη, μια παρέα της κούρας της ανάπαυσης ασφαλώς, όταν ο Χανς Κάστορπ, περνώντας, την άκουσε. Έκανε προσπάθειες· προσπάθειες χαριτωμένες, εξ άλλου, για να μιλήσει τη γερμανική γλώσσα, τη μητρική γλώσσα του Χανς Κάστορπ, πράμα που εκείνος το αισθάνθηκε, με μια υπερηφάνεια, που δεν είχε ποτέ δοκιμάσει, μ' όλο που με μιας ένιωσε, πως είχε όλη τη διάθεση να θυσιάσει τούτη την υπερηφάνεια στο θαυμασμό και στην απόλαυση, που του ενέπνεε το γοητευτικό αυτό στραβομίλημα. Με μια λέξη: Ο Χανς Κάστορπ δε θεωρούσε αυτό τον βουβό δεσμό, με τούτο το νωχελικό πλάσμα, που ανήκε σε κείνη τη συντροφιά, παρά σαν μια περιπέτεια, που έχει κανείς κατά τις διακοπές του και που, μπροστά στο δικαστήριο της Λογικής —της ίδιας της λογικής του συνείδησης— δεν μπορούσε καθόλου να περιμένει επιδοκιμασία. Πρώτα-πρώτα, γιατί η Μαντάμ Σοσά ήταν άρρωστη, κουρασμένη, πυρετώδης και φαγωμένη μέσα της — πράμα στενά συνδεμένο, με τον ύποπτο χαρακτήρα ολόκληρης της ύπαρξής της,

καθώς και με τα αισθήματα της συνετής συμπεριφοράς, που ενέπνεαν το Χανς Κάστορπ… Όχι. Το να ζητήσει σοβαρά να κάμει τη γνωριμία της, να μια ιδέα που δεν μπορούσε να του έρθει, κι όσο για τ' άλλα όλα, δε θα τελείωναν καλά ή άσχημα, πριν από μιάμιση βδομάδα, όταν θ' άρχιζε την πρακτική του εξάσκηση στους Τούντερ & Βιλμς. Η αλήθεια ήταν, πως, εν τω μεταξύ, τα πράγματα προχωρούσαν με τέτοιο τρόπο, που είχεν αρχίσει να θεωρεί τις ψυχικές καταστάσεις, τις εντάσεις, τις ικανοποιήσεις και τις απογοητεύσεις, που είχε από τις λεπτές αυτές σχέσεις του με την άρρωστη, σαν το πραγματικό νόημα και το περιεχόμενο της διαμονής του αυτής, στο διάστημα των διακοπών του. Δε ζούσε παρά γι' αυτές, κι απ' αυτές εξαρτιόταν η διάθεσή του, καλή ή κακή, από το πώς αναπτύσσονταν. Οι περιστάσεις ευνοούσαν πολύ την καλλιέργεια αυτών των σχέσεων, γιατί ζούσαν ο ένας κοντά στον άλλο, σ' έναν χώρο περιορισμένο και μ' όλο που η φράου Σοσά έμενε σ' άλλο πάτωμα απ' το δικό του —στο πρώτο— (έκανε, εξ άλλου, την κούρα της ανάπαυσης, όπως το 'μαθε ο Χανς Κάστορπ από τη δασκάλα, σε αίθουσα κοινή, σ' εκείνη ακριβώς που ήταν κάτω από τη στέγη κι όπου ο λοχαγός Μίκλοζις είχε σβήσει, τις προάλλες, το φως), έφτανε το γεγονός και μόνο πως υπάρχουν τα πέντε κοινά γεύματα κι εκτός απ' αυτό, σε κάθε βήμα, απ' το πρωί ως το βράδυ, υπήρχε η πιθανότητα, ακόμα και η αναπόφευκτη ανάγκη, συχνών συναντήσεων. Και τούτο ακόμα, εξ ίσου με όλα τ' άλλα: η έλλειψη έγνοιας και σκοτούρας. Αυτό το εύρισκε περίφημο ο Χανς Κάστορπ, μ' όλο που δοκίμαζε ένα είδος άγχους, που αισθανόταν τον εαυτό του έτσι κλεισμένο, μέσα σε τούτο το περίπου ευνοϊκό των περιστάσεων. Ωστόσο, βοηθούσε κι αυτός, λογάριαζε κι έβαζε το μυαλό του να δουλεύει για τούτο το ζήτημα, να μεγαλώσει τούτη την ευτυχία. Καθώς η φράου Σοσά ερχόταν συνήθως αργά στο τραπέζι, τα βόλεψε, για να τη συναντά, να φτάνει κι αυτός με μια μικρή αργοπορία. Αργούσε για να ντυθεί, δεν ήταν έτοιμος, όταν ερχόταν να τον πάρει ο Γιόαχιμ, άφηνε να προπορεύεται ο εξάδελφός του κι έλεγε πως θα τον ακολουθήσει. Τον συμβούλευε η ίδια του η κατάσταση και περίμενε, για ένα ορισμένο διάστημα, ωσότου φαινόταν ότι έπρεπε, κι ύστερα κατέβαινε στο πρώτο πάτωμα. Όταν έφτανε εκεί, δεν εξακολουθούσε να κατεβαίνει απ' την ίδια σκάλα, αλλά έπαιρνε μια άλλη, διατρέχοντας το διάδρομο σ' όλο το μάκρος του και περνώντας μπροστά από την πόρτα μιας κάμαρας πολύ γνωστής: ήταν ο αριθμός 7. Απ' αυτό τον δρόμο, καθώς προχωρούσε σ' όλο το μάκρος του διαδρόμου, από τη μια σκάλα στην άλλη, έδινε στον εαυτό του, σχεδόν σε κάθε βήμα, μια ευκαιρία. Γιατί την κάθε στιγμή, η εν λόγω πόρτα, μπορούσε ν' ανοίξει. Αυτό έγινε επανειλημμένα. Και με πάταγο κλεινόταν πίσω από την φράου Σοσά, που, κι εκείνη, από τη δική της μεριά, φανερωνόταν και γλιστρούσε αθόρυβα προς τη σκάλα…. Έπειτα, κατέβαινε μπροστά του και βαστούσε με το χέρι τα μαλλιά της ή ο Χανς Κάστορπ περπατούσε μπροστά της κι αισθανόταν το βλέμμα της στη ράχη του, με σκιρτήματα και μουδιάσματα, αλλά και με τη θέληση να μείνει μπροστά της, σαν ν' αγνοούσε την παρουσία της και σαν να ζούσε τελείως ανεξάρτητα την προσωπική του ζωή. Έτσι, έχωνε τα χέρια στις τσέπες

του σακακιού του, στριφογύριζε δίχως λόγο τους ώμους, έβηχε δυνατά, χτυπώντας το στήθος με τη γροθιά του — κι όλ' αυτά για να εκδηλώσει την αδιαφορία του. Κάποτε, έσπρωχνε την πονηριά του ακόμα πιο μακριά. Αφού καθόταν στο τραπέζι, έλεγε μ' ένα ύφος θυμωμένο και στενοχωρημένο στον εξάδελφό του, πασπατεύοντας τις τσέπες του: «Να που ξέχασα το μαντήλι μου. Πρέπει πάλι να τρέχω ίσαμ' εκεί πάνω». Και ξανανέβαινε, για να συναντηθούν η «Κλαούντια» κι αυτός, πράμα που ήταν τελείως διαφορετικό, πολύ πιο επικίνδυνο και είχε πιο μεγάλη γοητεία από το να περπατά μπροστά ή πίσω της. Την πρώτη φορά, που έκανε τούτη τη μανούβρα, εκείνη τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, κάπως από μακριά, μ' ένα βλέμμα γιομάτο αυθάδεια και δίχως συστολή. Όταν, όμως, πλησίασε, γύρισε το βλέμμα της μ' αδιαφορία και πέρασε μ' έναν τέτοιον τρόπο, που το επεισόδιο δεν μπορούσε να 'χει μεγάλη σημασία. Το εναντίον, τη δεύτερη φορά, τον κοίταξε, όχι μονάχα από μακριά, αλλά κι όλη την ώρα. Τον κοίταξε κατά πρόσωπο, μ' ένα ύφος σταθερό και κάπως σκοτεινό, έφτασε μάλιστα να γυρίσει το κεφάλι της προς αυτόν, στο πέρασμά του. Ο κακομοίρης ο Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε το κοίταγμα να τον διαπερνά ως το μεδούλι. Δεν ήταν, όμως, για να τον λυπάται κανείς, αφού δε θα ήθελε και τίποτα άλλο, κι αυτός ο ίδιος τα είχε προετοιμάσει όλα. Αυτή όμως η συνάντηση του έκαμε έκπληξη και την ώρα που συνέβη κι αργότερα, εκ των υστέρων. Γιατί, όταν πέρασε, τότε μόνο αντιλήφθηκε, ακριβώς, πως είχε γίνει. Ποτέ ίσαμε τώρα δεν είχε δει το πρόσωπο της φράου Σοσά τόσο κοντά στο δικό του, τόσο ξεκάθαρα, σ' όλες τις λεπτομέρειες. Μπόρεσε να διακρίνει τα κοντά μαλλάκια, που ξεχώριζαν απ' το πλέξιμο της ξανθής πλεξούδας της, η οποία έδινε λιγάκι προς το πυρρό και μεταλλικό και που απλά ήταν τυλιγμένη γύρω στο κεφάλι. Μόνο μερικές σπιθαμές απόσταση υπήρχε, ανάμεσα στο πρόσωπό του και το δικό της, με το παράξενο σχήμα, που όμως του ήταν από τόσο καιρό οικείο και του άρεσε περισσότερο απ' ο,τιδήποτε άλλο στον κόσμο. Σχήμα εξωτικό και γεμάτο χαρακτήρα (γιατί μόνο ό,τι είναι ξένο μας φαίνεται να 'χει χαρακτήρα) μ' έναν εξωτισμό βορινό και μυστηριώδη, που προκαλούσε την έρευνα ακριβώς γιατί τα σημάδια και οι αναλογίες του δύσκολα προσδιορίζονταν. Μα το πιο χαρακτηριστικό ήταν, δίχως άλλο, τα εξέχοντα μήλα του προσώπου, που ήταν τοποθετημένα πολύ ψηλά. Περιβάλλανε από πολύ κοντά τα μάτια, που ήταν, κατ' εξοχήν, μακριά το ένα από τ' άλλο, βγαλμένα κάπως προς τα έξω και τα έκαναν λίγο λοξά, δίνοντας το εξαίσιο κοίλωμά τους στα μάγουλα, που με τη σειρά τους ήταν σαν να σχημάτιζαν τα πλούσια χείλη, αλαφριά ανασηκωμένα. Όμως προπαντός ήταν τα μάτια — τούτα τα στενά κιρκασιανά μάτια (πάντως αυτή ήταν η εντύπωση του Χανς Κάστορπ) μ' ένα κόψιμο, αληθινά μαγικό, μ' ένα χρώμα γκρίζο προς το μαβί ή μαβί προς το γκρίζο, που ήταν το χρώμα των μακρινών βουνών και που, κάποτε, σ' ένα λοξό κοίταγμα, το οποίο δε χρησίμευε καθόλου για να κοιτάζει, έσβηναν σ' έναν χρωματισμό νυκτερινό, σκοτεινό και σκιερό — τα μάτια της Κλαούντια, που τον είχαν κοιτάξει μ' ένα βλέμμα διαπεραστικό και σκοτεινό, από πολύ κοντά και που με τη θέση, το χρώμα και την έκφρασή τους έμοιαζαν, μ' έναν τρόπο καταπληκτικό και σχεδόν τρομακτικό, με τα μάτια του Πριμπισλάβ Χίππε. «Έμοιαζαν» δεν ήταν καθόλου η σωστή λέξη — ήταν τα ίδια τα μάτια κι επίσης το φάρδος απ' το επάνω μέρος του προσώπου, η μύτη που χωνόταν

βαθιά, όλα, ως τη ροδίζουσα ασπρίλα της επιδερμίδας και το υγιές χρώμα στα μάγουλα, που όμως στην φράου Σοσά δεν έδινε παρά την ψευδαίσθηση της υγείας, και, όπως σ' όλους τους άλλους εδώ, δεν ήταν παρά το επιπόλαιο αποτέλεσμα της κούρας, στον καθαρό αέρα — όλα ήταν όπως του Πριμπισλάβ. Και τούτος ο τελευταίος δεν τον κοίταξε διαφορετικά, όταν συναντήθηκαν στην αυλή του σχολείου. Ήταν να τα χάνεις κυριολεκτικά. Ο Χανς Κάστορπ ήταν ενθουσιασμένος απ' αυτή τη σύμπτωση και μάλιστα, την ίδια ώρα, αισθανόταν κάτι σαν φόβο να σηκώνεται μέσα του, μια αγωνία ίδια με το αίσθημα που δοκίμαζε κλεισμένος έτσι, σε τούτο το «περίπου ευνοϊκό», σ' έναν χώρο στενό. Και τούτο επίσης: το ότι συναντούσε και πάλι τον Πριμπισλάβ, που τον είχε ξεχάσει από καιρό. Το ότι ο παλιός του φίλος τον κοίταζε με τα τσερκέζικά του μάτια, στο πρόσωπο της φράου Σοσά, αυτό του έδινε την αίσθηση, σαν να ήταν κλεισμένος μέσα σε κάτι αναπόφευκτο και μοιραίο, και το νόημα μιας ευδαιμονίας γεμάτης αγωνία. Ήταν, ξαφνικά, κάτι που σου έδινε υποσχέσεις, που σ' ανησυχούσε και φαινόταν απειλητικό κι ο νεαρός Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε πως είχε ανάγκη από βοήθεια. Κινήσεις αόριστες κι ενστικτώδεις εκτελούνταν μέσα του, που θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει σαν ψηλαφήματα, σαν κινήματα που ζητούσαν βοήθεια, μια συμβουλή, ένα στήριγμα. Συλλογίστηκε το ένα ύστερα από τ' άλλο, πολλά πρόσωπα, τα οποία θα ήταν χρήσιμο, ίσως, να σκεφτεί στην ανάγκη. Ήταν, αίφνης, ο Γιόαχιμ, ο καλός και τίμιος Γιόαχιμ, κοντά του, που τα μάτια του, τούτους τους τελευταίους μήνες, είχαν πάρει μίαν έκφραση θλιμμένη και που σήκωνε και, καμιά φορά, τους ώμους, με τούτη την ανέμελη βιαιότητα, που δεν ήταν, άλλοτε, δική του. Ο Γιόαχιμ με τον «Ερρίκο τον Γαλάζιο» του μέσα στην τσέπη, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο, με τον οποίο η φράου Σταιρ μιλούσε γι' αυτό το σκεύος, μ' ένα πρόσωπο, όπου ήταν αποτυπωμένη μια αδιαντροπιά τόσο επίμονη, που ο Χανς Κάστορπ, τρόμαζε κάθε φορά ίσαμε τα βάθη της ψυχής του… Ο τίμιος Γιόαχιμ, λοιπόν, που τόσο πολύ νευρίαζε και τυραννούσε το γιατρό Μπέρενς, για να μπορέσει να ξαναφύγει, για να πάει σε κείνο τον «κάμπο», σε κείνο τον «καμπίσιο τόπο», για τον οποίο εδώ πάνω μιλούσαν μ' έναν ελαφρό, όμως αισθητό τόνο περιφρόνησης, και ν' αναλάβει την υπηρεσία, που τόσο επιθυμούσε. Για να φτάσει πιο γρήγορα εκεί και για να κερδίσει λίγο από τον καιρό που σπαταλούσαν εδώ πάνω τόσο εύκολα, είχε αρχίσει με επιμέλεια κι ευσυνειδησία την υπηρεσία της κούρας. Την έκανε από αγάπη για το σύστημα της δίαιτας, που, επί τέλους, ήταν μια διαταγή, όπως οποιαδήποτε άλλη και το να εκτελεί αυτό το καθήκον ήταν σα να εκτελούσε το καθήκον του στο στρατό. Έτσι, ύστερα από ένα τέταρτο, ο Γιόαχιμ, κάθε βράδυ, βίαζε τον εξάδελφό του ν' αφήσει τη συγκέντρωση για τη βραδινή κούρα κι αυτό ήταν ευτύχημα. Γιατί η στρατιωτική του ακρίβεια ήταν, κατά έναν τρόπο, σαν μια βοήθεια για τον Χανς Κάστορπ, τον πολίτη, που, διαφορετικά, θ' αργοπορούσε ακόμα περισσότερο, με τα μάτια στυλωμένα στο μικρό σαλόνι των Ρώσων. Αν, όμως, ο Γιόαχιμ βιαζόταν τόσο, αυτό οφειλότανε σ' άλλην αιτία, που την αποσιωπούσε, μα που ο Χανς Κάστορπ, όμως, τη γνώριζε πολύ καλά, από τότε που είχε μάθει τόσο καλά να καταλαβαίνει, γιατί το πρόσωπο του Γιόαχιμ χλόμιαζε κι έκανε κοκκινίλες και γιατί το

στόμα του παιδευόταν, ορισμένες στιγμές, μ' έναν μορφασμό, τόσο παράξενα παραπονεμένο. Γιατί κι η Μαρούσγια, κι εκείνη η Μαρούσγια η πάντα γελαστή, που είχε ένα μικρό ρουμπίνι στο δάχτυλο, κι ανάδινε μια μυρωδιά πορτοκαλιού, η Μαρούσγια με το πλούσιο, μα φαγωμένο στήθος, παρευρισκόταν πολύ συχνά σ' αυτές τις συγκεντρώσεις κι ο Χανς Κάστορπ κατάλαβε ότι αυτό το πράμα ήταν που απομάκρυνε τον Γιόαχιμ, γιατί αισθανόταν να τον ελκύει πάρα πολύ και μ' έναν τρόπο πάρα πολύ φοβερό. Ο Γιόαχιμ, κι αυτός επίσης, ήταν πιασμένος, μ' έναν τρόπο πιο στενό, πιο στενάχωρο κι απ' αυτόν τον ίδιο, αφού καθότανε πέντε φορές τη μέρα στο ίδιο τραπέζι με τη Μαρούσγια και το μαντηλάκι της που μύριζε πορτοκάλι; Όπως κι αν είχε το πράμα, ο Γιοάχιμ ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με τον εαυτό του, ώστε να ήταν δυνατό να τον βοηθήσει η παρουσία του μ' αυτόν ή εκείνο τον τρόπο. Η καθημερινή φυγή του ήταν, χωρίς άλλο, προς τιμή του, μα τίποτα λιγότερο από καθησυχαστική για τον Χανς Κάστορπ, και, στιγμές-στιγμές, στον τελευταίο αυτό, φαινότανε, πως το καλό παράδειγμα του Γιόαχιμ, αναφορικά με την ακρίβεια της τήρησης της κούρας του, κι οι πεπειραμένες οδηγίες, που έδινε σχετικά μ' αυτήν, είχαν κάτι το ανησυχητικό. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε παρά μονάχα δυο βδομάδες κει πάνω, μα του φαινόταν πολύ περισσότερο, και ο τρόπος ζωής αυτών των ανθρώπων εδώ, τρόπος, που ο Γιόαχιμ τον τηρούσε, πλάι-πλάι μαζί τους, με τόση επιμέλεια, είχε αρχίσει να παίρνει στα μάτια του κάτι το ανέπαφο, το σχεδόν ιερό και φυσικό, έτσι που η ζωή εκεί κάτω, στον κάμπο, κοιταγμένη από δω, του φαινόταν σχεδόν παράξενη και σαν ανάποδη. Είχε αποκτήσει κιόλας μια ωραία επιδεξιότητα στο χειρισμό των δυο κουβερτών με τις οποίες μεταμορφωνόταν, όταν ο καιρός ήτανε ψυχρός, σ' ένα καλοτυλιγμένο πακέτο και σ' αληθινή μούμια. Λίγο ακόμα και θα 'φτάνε το Γιόαχιμ στην επιτηδειότητα και στη σιγουριά του χεριού, στην τέχνη τού τυλίγματος, σύμφωνα με τους κανόνες, κι ένιωθε έκπληξη σχεδόν στη σκέψη, πως, εκεί κάτω, στον κάμπο, δεν ήξερε κανένας τίποτα από τούτη την τέχνη κι απ' αυτούς τους κανόνες. Ναι, ήταν παράξενο. — Μα την ίδια στιγμή που ο Χανς Κάστορπ ένιωθε έκπληξη, επειδή το εύρισκε παράξενο, αυτή η ανησυχία που τον έκανε να στρέφεται προς τα μέσα του, γυρεύοντας συμβουλή και στήριγμα, τον έπιανε πάλι. Χρειάστηκε να σκεφτεί το γιατρό Μπέρενς και τη sine pecunia συμβουλή του, να ζει ακριβώς όπως οι οικότροφοι, και να παίρνει, μάλιστα, και τον πυρετό του — και τον Σετεμπρίνι που είχε ξεσπάσει σε δυνατά γέλια, όταν άκουσε γι' αυτή τη συμβουλή και που είχε απαγγείλει, ύστερα, κάτι από τον Μαγεμένο αυλό. Ναι, ακόμα κι αυτούς τους δυο σκέφτηκε δοκιμαστικά, για να δει αν αυτό θα τον ανακούφιζε. Ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς είχε δα λευκά μαλλιά, και θα μπορούσε να 'ναι πατέρας του Χανς Κάστορτ. Επί πλέον, ήταν ο Διευθυντής του ιδρύματος, η ανωτάτη αρχή — και πατρική αρχή, επίσης, σκέφτηκε, και στη σκέψη αυτή ο νέος Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε μια ανήσυχη ανάγκη της καρδιάς. Κι ωστόσο, του κάκου δοκίμασε, δεν κατάφερε να σκεφτεί το γιατρό με την εμπιστοσύνη ενός γιου προς τον πατέρα του. Τούτος δω είχε θάψει τη γυναίκα του, είχε δοκιμάσει μια θλίψη που, για κάμποσο χρονικό διάστημα, τον είχε κάνει κάπως

παράξενο, και, μετά, είχε παραμείνει, επειδή τον κρατούσε ο τάφος και γιατί είχε αρρωστήσει λίγο κι εκείνος από την ίδια αρρώστια. Ήταν καλά τώρα; Ήταν αποφασισμένος, με υγειά κρίση και χωρίς διχασμό, να θεραπεύει τους ανθρώπους, για να μπορούν να επιστρέφουνε γρήγορα, εκεί κάτω, στον κάμπο, στις δουλειές τους; Τα μάγουλά του ήταν πάντα μπλαβισμένα και, γενικά, θα 'λεγε κανείς, πως είχε πάντα πυρετό. Μ' αυτό μπορεί να 'ταν αυταπάτη και το χρώμα του προσώπου του να οφειλότανε μόνο στον αέρα: ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ ένιωθε, μέρα παρά μέρα, κάτι σαν στεγνή φλόγα, χωρίς να 'χει πυρετό, όσο μπορούσε να κρίνει, τουλάχιστον, χωρίς θερμόμετρο… Είναι αλήθεια, πως όταν άκουες, κάποτε, τον Αυλικό Σύμβουλο να μιλά, θα μπορούσες να φανταστείς, πως είχε πυρετό. Κάτι δεν ήτανε και πολύ καθαρό στο λεκτικό του. Φαινόταν τόσο πρόσχαρος, τόσο εύθυμος και τόσο ευδιάθετος, μα σ' αυτό ένιωθες, δεν ξέρει κανείς, μα κάτι το παράξενο και το εξημμένο, και προπαντός όταν παρατηρούσες τα μπλαβισμένα του μάγουλα και τα νοτισμένα μάτια του, κάτι που σ' έκανε να σκεφτείς, ότι έκλαιγε ακόμη τη γυναίκα του. Ο Χανς Κάστορπ θυμήθηκε ό,τι είχε πει ο Σετεμπρίνι για τη «μελαγχολία» του και το «βίτσιο» του Αυλικού Συμβούλου, και θυμήθηκε ακόμη πως ο Ιταλός τον είχε ονομάσει «ταραγμένη ψυχή». Αυτό θα μπορούσε να 'ναι κακία ή επιπολαιότητα· μα, παρ' όλ' αυτά το να θυμάται τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, το εύρισκε πολύ λίγο ανακουφιστικό. Αλλά ήτανε ακόμη κι ο ίδιος εκείνος, ο Σετεμπρίνι, αυτός ο αντιρρησίας, αυτός ο χωρατατζής και homo humanus, όπως επονομαζόταν ο ίδιος, που, με πολλά λαστιχένια και πηδηχτά λόγια, τον είχε ψέξει, ότι χαρακτήριζε το σμίξιμο της αρρώστιας και της βλακείας σαν «αντίφαση» και σαν «δίλημμα για το ανθρώπινο αίσθημα». Τι θα 'πρεπε να σκεφτεί γι' αυτόν; Ήταν ωφέλιμο να τον σκέφτεται; Ο Χανς Κάστορπ θυμότανε, χωρίς άλλο, ότι είχε ταραχτεί μέσα σ' εκείνα τα πάρα πολύ ζωντανά όνειρα που γιόμιζαν, εδώ πάνω, τις νύχτες του, από το λεπτό και ξερό χαμόγελο του Ιταλού —αυτό το χαμόγελο, που κυμάτιζε κάτω από την όμορφη καμπύλη του μουστακιού του— και θυμότανε, ότι είχε αποκαλέσει τον Σετεμπρίνι παίχτη λατέρνας κι ότι δοκίμασε να τον διώξει, γιατί ενοχλούσε εδώ. Μα όλ' αυτά είχαν συμβεί στ' όνειρό του και ο Χανς Κάστορπ, όταν δεν κοιμότανε, ήταν ένας άλλος Χανς Κάστορπ, λιγότερο ελεύθερος από το Χανς Κάστορπ του ονείρου. Στην κατάσταση της εγρήγορσης μπορούσε τα πράματα να ήταν διαφορετικά — θα 'κανε καλά, άραγε, να δοκιμάσει να μελετήσει αυτόν τον καινούριο, γι' αυτόν, χαρακτήρα του Σετεμπρίνι, δηλαδή, με το αντιρρητικό και κριτικό πνεύμα του, μ' όλο που η κριτική αυτή ήταν μεμψίμοιρη και φλύαρη; — Μη και δεν είχε παρουσιαστεί σαν παιδαγωγός τις προάλλες; Ήταν πάρα πολύ φανερό, ότι ήθελε ν' ασκήσει κάποια επίδραση κι ο νέος Χανς Κάστορπ επιθυμούσε, μ' όλη του την καρδιά, να επηρεαστεί, πράμα που, φυσικά, δεν εσήμαινε ότι έπρεπε να φτάσει κι ίσαμε το σημείο ν' αφήσει τον Σετεμπρίνι ν' αποφασίσει, για να ετοιμάσει αυτός, ο Χανς Κάστορπ, τα μπαγκάζια του και να φύγει, πριν από την προκαθορισμένη ημερομηνία, όπως του το είχε προτείνει τελευταία και με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα, μάλιστα.

Placet experiri, συλλογίστηκε και χαμογέλασε στον εαυτό του, γιατί ήξερε αρκετά λατινικά, χωρίς, όμως, και να 'χει, γι' αυτό, το δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό του σαν homo humanus. Και λοιπόν, είχε το ένα μάτι του πάνω στο Σετεμπρίνι και άκουγε ευχαρίστως, όχι δίχως κριτική προσοχή, ό,τι έλεγε ο Ιταλός, όταν συναντιόντουσαν στους συνηθισμένους και κανονισμένους, από το πρόγραμμα σχεδόν, περιπάτους τους, ίσαμε το παγκάκι πλάι στο ρυάκι ή ίσαμε το Νταβός Πλατς. Το ίδιο γινόταν, επίσης, και σ' άλλες περιστάσεις — όταν, λόγου χάρη, έχοντας τελειώσει το φαγητό του, ο Σετεμπρίνι σηκωνότανε πρώτος και, με το καρό πανταλόνι του και με μια οδοντογλυφίδα στα χείλη, τριγύριζε στην αίθουσα, με τα εφτά μεγάλα τραπέζια, για να έρθει λίγη ώρα, περιφρονώντας τον κανονισμό και το έθιμο, στο τραπέζι των δυο εξάδελφων. Ο Ιταλός έπαιρνε την ελευθερία να σταθεί εκεί, σταυρώνοντας τους αστραγάλους του, σε μίαν όμορφη στάση, και φλυαρούσε, χειρονομώντας, με την οδοντογλυφίδα του. Ή, πάλι, τραβούσε μια καρέκλα, έπαιρνε θέση σε μια από τις γωνιές του τραπεζιού, ανάμεσα στο Χανς Κάστορπ και τη δασκάλα ή πάλι ανάμεσα στο Χανς Κάστορπ και στη μις Ρόμπινσο από την άλλη μεριά, και κοίταζε τους εννιά ομοτράπεζούς του να τρώνε τα επιδόρπιά τους, που εκείνος είχε αρνηθεί. — Μπορώ να μπω κι εγώ σ' αυτή την ευγενική συντροφιά; έλεγε, κουνώντας το χέρι των δυο εξαδέλφων και χαιρετώντας τους άλλους. Αυτός ο ζυθοποιός, εκεί κάτω… χωρίς να μιλήσω για την απελπιστική θέα της κυρίας ζυθοποιού. Μα αυτός ο κύριος Μάγκνους — μόλις τώρα μας έκανε μια ψυχοκοινωνιολογική διάλεξη. Θα θέλατε να την ακούσετε; «Η αγαπημένη μας Γερμανία είναι ένας μεγάλος στρατώνας, βέβαια, μα κρύβει μέσα του μεγάλη ενέργεια και δε θ' άλλαζα τη σταθερότητα των αρετών μας για την ευγένεια των άλλων. Τι τη χρειάζομαι εγώ την ευγένεια, αν με απατούνε μπρος και πίσω μου;…» Σ' αυτό το ύφος. Έχασα την υπομονή μου. Κι έπειτα, έχω απέναντι μου ένα φτωχό πλάσμα, με ρόδα του κοιμητηρίου στα μάγουλα, μια γεροντοκόρη από την Τρανσυλβανία, που μιλά αδιάκοπα για τον «γαμπρό» της, έναν άνθρωπο για τον οποίο δεν ξέρει κανείς τίποτα κι ούτε θέλει να μάθει. Με λίγα λόγια, δεν το μπορούσα πια και το 'σκασα. — Και γίνατε καπνός, είπε η φράου Σταιρ, αυτό το φαντάζομαι. — Ακριβώς! φώναξε ο Σετεμπρίνι, έγινα καπνός. Βλέπω πως εδώ πέρα φυσάει άλλος άνεμος. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως άραξα σε καλό λιμάνι. Καπνός λοιπόν… Ποιος θα 'ξερε να χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις με τέτοιο τρόπο! Μπορώ να σας ρωτήσω για την πρόοδο της πολυτίμου υγείας σας, φράου Σταιρ; Ήταν τρομαχτικό να βλέπει κανείς το ύφος που έπαιρνε η φράου Σταιρ: — Θεέ μου, είπε, πάντα τα ίδια και τα ίδια, ο κύριος το ξέρει, βέβαια, αυτό. Κάνει κανείς δυο βήματα μπρος και τρία πίσω — να έχετε κάνει υπομονή επί πέντε ολόκληρους μήνες και να σας έρχεται ο γέρος, για να σας βάλει κι άλλον μισό χρόνο. Αχ, αυτό 'ναι πια το μαρτύριο του Ταντάλου. Σπρώχνετε, σπρώχνετε, κι εκεί που νομίζατε, πως φτάσατε απάνω… — Ω, αυτό 'ναι έκτακτο από μέρους σας! Να που δίνετε, επιτέλους, κάποια ποικιλία στον καημένο τον Τάνταλο! Τον κάνατε να σπρώξει, και μια φορά, τον περίφημο βράχο! Αυτό

είναι ακριβώς ό,τι ονομάζω αληθινή καλοσύνη της καρδιάς. Μα τι συμβαίνει; Γύρω σας, Μαντάμ, γίνονται μυστηριώδη πράματα. Ακούονται ιστορίες για διχασμένες προσωπικότητες, γι' αστρικά σώματα… Ίσαμε τώρα δεν τα πίστευα όλ' αυτά, μ' αυτό που συμβαίνει μαζί σας αρχίζει να με ταράζει… — Ο κύριος θέλει, νομίζω, να παίξει μαζί μου. — Καθόλου! Ούτε το σκέφτηκα καν. Καθησυχάσετέ με, πρώτα, για ορισμένες σκοτεινές πλευρές της ύπαρξής σας και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε και για διασκέδαση! Χτες βράδυ, εννιάμιση με δέκα η ώρα, κάνω τον περιπατάκο μου στον κήπο —κοιτάζω στη σειρά τα μπαλκόνια— κι η μικρή ηλεκτρική λάμπα σας φέγγει στο δικό σας, μέσα στο σκοτάδι. Κάνετε την κούρα σας, λοιπόν, σύμφωνα με τις εντολές του καθήκοντος, της λογικής και του κανονισμού. Ιδού η ωραία μας άρρωστη, είπα με το νου μου, που τηρεί πιστά τις εντολές, για να μπορέσει να επιστρέψει το γρηγορότερο στην αγκαλιά του κυρίου Σταιρ. Και τι άκουσα, πριν λίγα λεπτά μόλις; Πως την ίδια ώρα σας είχαν δει στον τσινεματόγκραφο (ο κύριος Σετεμπρίνι πρόφερε ιταλικά τη λέξη, τονίζοντάς την στην προπαραλήγουσα), στον τσινεματόγκραφο του θεραπευτηρίου με τις αψίδες, κι από κει, μετά, στο ζαχαροπλαστείο, με γλυκό κρασί και κάτι γλυκά, και, μάλιστα… Η Σταιρ στριφογύριζε στην καρέκλα της, κακάριζε μέσα στην πετσέτα της, έσπρωχνε με τον αγκώνα τον Γιόαχιμ Τσίμσεν και τον ήσυχο Δρ Μπλούμενκολ, έκλεινε το μάτι κοροϊδευτικά κι εμπιστευτικά και με κάθε δυνατό τρόπο φανέρωνε την κουτοπόνηρη φιλαρέσκειά της. Για να εξαπατά το σανατόριο, συνήθιζε να βγάζει στο μπαλκόνι της τη μικρή ηλεκτρική λάμπα του κομοδίνου της αναμμένη, να το σκάζει κρυφά και να το ρίχνει λίγο έξω, κάτω, στην αγγλική συνοικία. Ο άντρας της την περίμενε στο Κάνστατ. Δεν ήταν η μόνη, άλλωστε, που έκανε αυτή τη ζωή. —… Και, μάλιστα, εξακολούθησε ο Σετεμπρίνι, χαιρόσασταν αυτά τα γλυκά — με συντροφιά τίνος; Με τη συντροφιά του λοχαγού Μίκλοζις, από το Βουκουρέστι! Με βεβαιώνουν πως φορεί κορσέ, μα Θεέ μου τι σημασία μπορεί να 'χει αυτό; Σας εξορκίζω, Μαντάμ, πείτε μου, πού ήσασταν; Έχετε διπλή προσωπικότητα! Οπωσδήποτε, κοιμόσασταν, κι ενώ το γήινο μέρος της ύπαρξής σας έκανε ολομόναχο την κούρα του, το πνευματικό μέρος διασκέδαζε, με τη συντροφιά του λοχαγού Μίκλοζις… — Χι, χι, χι… — Οι κυρίες κι οι κύριοι ξέρουνε την προχθεσινή ιστορία; ρώτησε, χωρίς άλλη μεσολάβηση, ο Ιταλός. Πήρανε κάποιον — τον πήρε ο διάβολος, ή πιο ακριβώς, η κυρία μητέρα του, μια κυρία πολύ ενεργητική, μου άρεσε. Πρόκειται για τον νεαρό Σνέερμαν, τον Άντον Σνέερμαν, που καθόταν εκεί μπροστά, στο τραπέζι της μαντεμουαζέλ Κλέεφελντ — η θέση του είναι κενή, βλέπετε. Δε θ' αργήσει να την πάρει άλλος, όσο γι' αυτό δεν ανησυχώ, μα ο Άντον έφυγε στα φτερά της θύελλας, άψε-σβήσε και πριν το καταλάβει καλά-καλά. Βρισκόταν εδώ τώρα κι ενάμιση χρόνο — με τα δεκάξι χρόνια του. Του είχανε κόψει να μείνει άλλους έξι μήνες. Και τι έγινε; Δεν ξέρω, ποιος πήγε και κάτι ψιθύρισε στο αυτί της Μαντάμ Σνέερμαν, οπωσδήποτε κάτι μυρίστηκε από τη ζωή του γυιόκα της in Baccho et ceteris. Μπαίνει ανειδοποίητα στη σκηνή, μια νοικοκυρά — τρία

κεφάλια ψηλότερή μου, με λευκά μαλλιά και πολύ θυμό, δίνει, χωρίς να πει λέξη, ένα ζευγάρι χαστούκια στον κύριο Άντον, τον αρπάζει από τον γιακά και τον καθίζει στο τρένο. Αν πρόκειται να καταστραφεί, είπε, μπορεί να το κάνει κι εκεί κάτω. Και δρόμο για το σπίτι. Γελάσανε τόσο πολύ που τα γέλια τους ακούστηκαν από μακριά, γιατί ο κ. Σετεμπρίνι ήξερε να διηγείται πολύ κωμικά. Φαινόταν πληροφορημένος ίσαμε το πιο τελευταίο νέο, μ' όλο που παρατηρούσε την κοινή ζωή των ανθρώπων εδώ τόσο κριτικο-ειρωνικά. Γνώριζε τα ονόματα και, περίπου, την κατάσταση και τους όρους ζωής των καινουριοφτασμένων. Ανάφερε, πως εχτές τούτος ή κείνος είχε υποστεί πλευροτομή, και ήξερε, από την καλύτερη πηγή, πως από το ερχόμενο φθινόπωρο δε θα δέχονταν πια ασθενείς, που θα είχανε πάνω από 38,5 πυρετό. Την περασμένη νύχτα, σύμφωνα με τη διήγησή του, το σκυλάκι της κυρίας Καπατσούλια, από τη Μυτιλήνη, είχε καθίσει στο κουμπί του ηλεκτρικού κουδουνιού του κομοδίνου της κυρίας του, πράμα που προκάλεσε πολλά πήγαινε-έλα και φασαρία, και πολύ περισσότερο που είχανε βρει την κυρία Καπατσούλια, όχι μόνη παρά με τη συντροφιά του δικαστικού πάρεδρου Ντύστμουντ από την Φριντριχσχάγκεν. Ακόμα κι ο Δρ Μπούμενκολ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει μ' αυτή την ιστορία, η όμορφη Μαρούσγια λίγο έλειψε να πνιγεί από τα γέλια μες στο μαντήλι της, που μύριζε πορτοκάλι, και η φράου Σταιρ άφησε μια τσιριχτή κραυγή, σφίγγοντας το αριστερό στήθος της και με τα δυο χέρια. Μα όταν ήταν με τα ξαδέλφια μόνο, ο Λοντοβίκο Σετεμπρίνι μιλούσε και για τον εαυτό του και για την καταγωγή του, τόσο στον περίπατο, όσο και επωφελούμενος από τις βραδινές συγκεντρώσεις, ή, ακόμη, και μετά το πρόγευμα, όταν οι πιο πολλοί οικότροφοι είχανε φύγει κιόλας από την τραπεζαρία κι οι τρεις άντρες έμεναν, μια στιγμή ακόμη, στην άκρη του τραπεζιού τους, ενώ οι σερβιτόρες το καθάριζαν κι ο Χανς Κάστορπ κάπνιζε τα Μαρία Μαντσίνι του, που, την τρίτη αυτή βδομάδα, ξανάρχισε να βρίσκει τη γεύση τους. Εξετάζοντάς τα με προσοχή, έκπληκτος, μα διατεθειμένος να υποστεί την επίδρασή τους, άκουε τις διηγήσεις του Ιταλού που του άνοιγαν έναν παράξενο κι ολοκαίνουριο κόσμο. Ο Σετεμπρίνι μιλούσε για τον παππού του, που ήτανε δικηγόρος στο Μιλάνο, μα ταυτόχρονα κι ένας μεγάλος πατριώτης και κάτι σαν ταραχοποιός, ρήτορας και συνεργάτης εφημερίδων, ένας αντιρρησίας κι αυτός, όπως ο εγγονός του, αλλά πιο τολμηρός και σε πιο υψηλό στυλ. Γιατί ενώ ο Λοντοβίκο, καθώς το έδειχνε με πίκρα, έβλεπε τον εαυτό του μειωμένο, με το να σαρκάζει τη ζωή και τους κατοίκους του Διεθνούς Σανατορίου Μπέργκχοφ, με το να ασκεί πάνω τους χλευαστική κριτική, και να διαμαρτύρεται εναντίον τους, εν ονόματι μιας όμορφης και δραστήριας ανθρωπότητας, ο παππούς έβανε σε δουλειά τις κυβερνήσεις, είχε συνωμοτήσει κατά της Αυστρίας και της Ιεράς Συμμαχίας, που είχαν λυγίσει, τότε, τη διαιρεμένη πατρίδα του, κάτω από τον ζυγό μιας βαριάς δουλείας κι υπήρξε ενθουσιώδες μέλος ορισμένων ενώσεων, σκορπισμένων σ' όλη την Ιταλία, ένας carbonaro, όπως τον έλεγε ο Σετεμπρίνι, χαμηλώνοντας απότομα τη φωνή, σάμπως να 'ταν και σήμερα ακόμα επικίνδυνο να κουβεντιάζει κανένας γι' αυτό. Κοντολογίς, ο Γκιουζέπε Σετεμπρίνι αυτός, φαινότανε

στους ακροατές, από τις διηγήσεις του εγγονού του, σα να 'χε περάσει μια ζωή σκοτεινή, παθητική και γοητευτική, σαν εμπνευστής κι αρχηγός συμμορίας και παρ' όλο το σεβασμό που προσπαθούσαν να δείξουν, από ευγένεια, δεν κατάφερναν να σβήσουν μια έκφραση φιλύποπτης αντιπάθειας από τα πρόσωπά τους. Είναι αλήθεια, πως τα γεγονότα που αναφέρονταν ανήκανε σ' ένα αρκετά ιδιαίτερο είδος: ό,τι άκουγαν είχε γίνει πολλά χρόνια πριν, έναν αιώνα σχεδόν — ήταν η ίδια η Ιστορία. Κι ήταν από την Ιστορία, και την Ιστορία των αρχαίων ιδιαίτερα, που τους ήταν θεωρητικά γνώριμη η ουσία όλων αυτών που άκουγαν εδώ, ο ριψοκίνδυνος κι απελπισμένος έρωτας για ελευθερία και το άσβηστο μίσος εναντίον των τυράννων, μ' όλο που ποτέ τους δεν είχαν σκεφτεί, ότι, μια μέρα, θα έρχονταν σε μια τόσο άμεσα ανθρώπινη επαφή με τέτοια αισθήματα. Επί πλέον, αυτό το επαναστατικό πνεύμα κι αυτά τα εμπνευσμένα τεχνάσματα του παππού συνδέονταν, καθώς το έμαθαν, με μια βαθιάν αγάπη της πατρίδας, που ήθελε να την κάμει ελεύθερη κι ενωμένη. Αυτές οι γοητευτικές πράξεις, αλήθεια, υπήρξαν ο καρπός και η απόρροια αυτού του πιο σεβαστού κράματος, κι όσο κι αν φάνηκε παράξενο, σε τούτον ή σ' εκείνον από τους δυο ξαδέλφους, αυτό το κράμα, από επαναστατικό πνεύμα και πατριωτισμό — γιατί 'χανε τη συνήθεια να ταυτίζουνε τον πατριωτισμό, με μια συντηρητική έννοια της τάξης— δε μπορούσαν να μη συμφωνήσουν —καθένας χωριστά— πως κάτω από παρόμοιες περιστάσεις, κι εκείνη την εποχή, η επαναστατικότητα ήταν πραγματικά το αληθινό χρέος του πολίτη και πως η τίμια νομιμότητα κι η άβουλη αδιαφορία θα μπορούσαν να σημαίνουν το ίδιο πράμα για την κοινή υπόθεση. Ο παππούς του Σετεμπρίνι δεν ήταν, άλλωστε, μόνο ένας Ιταλός πατριώτης, μα και συμπολίτης και σύμμαχος όλων των διψασμένων για ελευθερία λαών. Γιατί, ύστερ' από την αποτυχία κάποιας σύμπραξης και μιας απόπειρας πολιτικού πραξικοπήματος, που είχε επιχειρηθεί στο Τουρίνο κι όπου είχε λάβει μέρος με λόγο και πράξη, ξεφεύγοντας παρά τρίχα από τους σμπίρους του πρίγκιπος Μέττερνιχ, είχε χρησιμοποιήσει τα χρόνια της εξορίας του στο να μάχεται και να χύνει το αίμα του στην Ισπανία για το σύνταγμά της και στην Ελλάδα για την ανεξαρτησία του ελληνικού λαού από τον καταθλιπτικό τουρκικό ζυγό. Στην τελευταία τούτη χώρα ήτανε που ήρθε στον κόσμο ο πατέρας του Σετεμπρίνι —γι' αυτό, χωρίς άλλο, έγινε ένας τόσο μεγάλος ουμανιστής κι εραστής της κλασικής αρχαιότητας— γεννημένος, άλλωστε, από μητέρα με γερμανικό αίμα, γιατί ο Γκιουζέπε Σετεμπρίνι είχε παντρευτεί τη νέα κοπέλα στην Ελβετία και την τραβούσε μαζί του σ' όλες τις κατοπινές του περιπέτειες. Αργότερα, αφού είχε ζήσει επί δέκα χρόνια εξόριστος, μπόρεσε να επιστρέψει στον τόπο του κι είχε εγκατασταθεί στο Μιλάνο, σαν δικηγόρος, μα δεν είχε παραιτηθεί από το να καλεί το έθνος του με τον προφορικό και το γραπτό λόγο, σε στίχους και σε πρόζα, στην ελευθερία και στην παλινόρθωση μιας Δημοκρατίας, μόνης και αδιαίρετης, να δέχεται προγράμματα επαναστατικά, με μια ορμή γιομάτη πάθος και δικτατορισμό και να προφητεύει, σ' ένα στυλ σαφές και καθαρό, την ένωση των λυτρωμένων λαών, που θα εξασφάλιζε την παγκόσμια ευτυχία. Μια λεπτομέρεια, που ανάφερε ο Σετεμπρίνι, ο εγγονός, έκαμε ιδιαίτερα ζωηρή εντύπωση στο νεαρό Χανς Κάστορπ: πως ο παππούς του ο Γκιουζέπε, δηλαδή, ήταν, σ' ολόκληρη τη ζωή του, ντυμένος στα μαύρα. Γιατί, έλεγε, φορούσε το πένθος της Ιταλίας, της

δουλωμένης κι απελπισμένης πατρίδας του. Ακούγοντάς το αυτό ο Χανς Κάστορπ, θυμήθηκε τον παππού του, που κι αυτός, επίσης, απ' όσο τον είχε γνωρίσει ο εγγονός του, φορούσε μαύρα ρούχα, μα κάτω από ένα ολωσδιόλου διαφορετικό πνεύμα από κείνο που είχε εμψυχώσει τον παππού του Σετεμπρίνι: θυμήθηκε την ξεπερασμένης μόδας επίσημη στολή, με την οποία ο Χανς Λόρεντς Κάστορπ, που, γενικά, θύμιζε περασμένο καιρό, είχε συναρμοστεί με τους τωρινούς καιρούς, τονίζοντας μ' έναν τρόπο τεχνητό, πόσο λίγο του ταίριαζαν, ίσαμε τη μέρα που, στο φέρετρο, τα ρούχα του είχαν ξαναδώσει επίσημα την αληθινή και κατάλληλη, στον χαρακτήρα του, μορφή του (με την τραχηλιά). Αληθινά, εδώ ήτανε δυο παππούδες βαθύτατα διαφορετικοί! Ο Χανς Κάστορπ το σκεφτότανε αυτό, ενώ τα μάτια του παίρνανε μια σταθερή έκφραση και κουνούσε φρόνιμα το κεφάλι, με τέτοιο τρόπο, που θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει και σαν ένδειξη θαυμασμού για τον Γκιουζέπε Σετεμπρίνι ή και σαν σημάδι της έκπληξής του και της αποδοκιμασίας του. Πρόσεχε πολύ, άλλωστε, να μην καταδικάσει αυτό που του φαινόταν παράξενο κι έμενε στη διαπίστωση και στη σύγκρισή του. Έβλεπε το στενό κεφάλι του γέρου Χανς Λόρεντς να σκύβει πάνω από το ελαφρά χρυσωμένο κοίλωμα του πιάτου του βαπτίσματος —αυτού του προγονικού αντικειμένου, που πήγαινε από πατέρα στο γιο— με στρογγυλεμένο το στόμα, γιατί τα χείλη σχημάτιζαν το προτακτικό μόριο ur (που σημαίνει «προ»), αυτόν το βαρύ κι ευλαβικό ήχο που θύμιζε μέρη επίσημων και σεβάσμιων τελετών. Κι έβλεπε τον Γκιουζέπε Σετεμπρίνι, κουνώντας την τρίχρωμη σημαία με το ένα χέρι και κραδαίνοντας το σπαθί του με το άλλο, και με τα μάτια στραμμένα επικαλεστικά προς τον ουρανό, να ορμά, επί κεφαλής μιας ομάδας υπερασπιστών της ελευθερίας, εναντίον της φάλαγγας του δεσποτισμού. Τόσο η μια, όσο και η άλλη, οι στάσεις αυτές, είχαν, χωρίς άλλο, την ομορφιά τους και την τιμή τους, συλλογιζόταν, και τόσο περισσότερο φροντίζοντας να φανεί δίκαιος, όσο, προσωπικά ή για ένα μέρος του προσώπου του, ένιωθε κάπως προκατειλημμένος. Γιατί ο παππούς Σετεμπρίνι είχε πολεμήσει για πολιτικά δικαιώματα, ενώ όλα τα δικαιώματα ανήκαν, αρχικά, στο δικό του παππού ή, τουλάχιστον, στους προγόνους του, και τους τα είχε αρπάξει ο όχλος, κατά τους τέσσερις τελευταίους αιώνες, με τη βία και με τις όμορφες φράσεις… Και να που κι ο ένας κι ο άλλος ήταν ντυμένοι στα μαύρα, ο παππούς του Βορρά και ο παππούς του Νότου, κι οι δυο με το σκοπό να βάλουνε μια σοβαρή απόσταση και μεταξύ τους κι ανάμεσα σ' αυτούς και στους κακούς τωρινούς καιρούς. Μα ο ένας είχε ενεργήσει έτσι, από οίκτο, προς τιμή του παρελθόντος και από πνεύμα επαναστατικό, προς τιμήν μιας προόδου εχθρικής για κάθε οίκτο. Βέβαια, επρόκειτο για δυο κόσμους ή για δυο σημεία του ορίζοντα, συλλογιζόταν ο Χανς Κάστορπ και βλέποντας, έτσι, τον εαυτό του τοποθετημένο, κατά κάποιο τρόπο, ανάμεσα στους δυο πόλους, ενώ ο κ. Σετεμπρίνι διηγόταν, ρίχνοντας ένα προσεκτικό βλέμμα πότε στον ένα και πότε στον άλλο, και του φάνηκε πως μια τέτοια περιπέτεια του είχε κιόλας συμβεί. Θυμήθηκε ένα μοναχικό περίπατο, με βάρκα, μέσα στο βραδινό σκοτείνιασμα, σε μια λίμνη του Χόλσταϊν, προς το τέλος του καλοκαιριού, τώρα και κάμποσα χρόνια. Ήταν κατά τις εφτά η ώρα, ο ήλιος είχε δύσει κιόλας, ένα φεγγάρι γιομάτο περίπου είχε υψωθεί στην ανατολή, πάνω από τις όχθες που ήταν κατάφυτες από φουντωμένα δεντράκια. Επί δέκα λεπτά, ενώ ο Χανς

Κάστορπ τραβούσε κουπί στα γαλήνια νερά, είχε βασιλέψει ένας αστερισμός του ονείρου, παράξενα ανησυχαστικός. Στη δύση, είχε ξημερώσει εντελώς, με μια μέρα που είχε μια φωτεινότητα διαυγή και γυάλινη. Μα, λίγο να γύριζε το κεφάλι του, έβλεπε μια πανσέληνη νύχτα, μαγική και σαρωμένη από τις νοτερές ομίχλες. Αυτή η παράξενη αντίθεση είχε διαρκέσει ένα τέταρτο της ώρας, πριν θριαμβέψουνε η νύχτα και η σελήνη, και με μια έκπληξη, γιομάτη θάμβος, τα θαμπωμένα και απατημένα μάτια του Χανς Κάστορπ είχαν πάει, από τον ένα φωτισμό και το ένα τοπίο στο άλλο, από τη μέρα στη νύχτα κι από τη νύχτα στη μέρα. Αυτό θυμήθηκε. Ό,τι κι αν ήταν, συλλογίστηκε ακόμη, ο δικηγόρος Σετεμπρίνι, κάνοντας μια τέτοια ζωή κι ακολουθώντας μια τόσο απλωμένη δραστηριότητα, δε θα 'πρεπε να γίνει μεγάλος νομικός. Μα η ίδια η αρχή της νομικής τον είχε εμψυχώσει, όπως τον παρουσίασε ο εγγονός του, από τα πρώτα παιδικά χρόνια του ίσαμε το τέλος της ζωής του. Και μ' όλο που, αυτή τη στιγμή, δεν ήταν ακριβώς πολύ καθαρό το μυαλό του κι ο οργανισμός του ήταν απορροφημένος από τα έξι φαγητά ενός γεύματος του Διεθνούς Σανατορίου Μπέργκχοφ, ο Χανς Κάστορπ προσπάθησε να καταλάβει τι ήθελε να πει ο Σετεμπρίνι, όταν ονόμαζε εκείνη την αρχή «πηγή της ελευθερίας και της προόδου». Με την τελευταία αυτή λέξη, ο Χανς Κάστορπ, ίσαμε κείνη τη στιγμή, εννοούσε κάτι σαν την εξέλιξη των ατμοπλοίων κατά τον δέκατο ένατο αιώνα: κι ανακάλυψε, πως ο Σετεμπρίνι δεν έδινε μικρή σημασία σ' αυτά τα πράματα, όπως κι ο παππούς του. Ο Ιταλός έτρεφε για την πατρίδα των δυο ξαδέλφων τον πιο μεγάλο σεβασμό, χωρίς να ξεχνά, πως της ανήκε κι η εφεύρεση της πυρίτιδας —που είχε τινάξει στον αέρα τους θώρακες του φεουδαλισμού— καθώς κι η τυπογραφία, που σ' αυτήν οφειλόταν η διάδοση των δημοκρατικών ιδεών — δηλαδή: έκανε δυνατή τη διάδοση των δημοκρατικών ιδεών. Εγκωμίαζε, λοιπόν, τη Γερμανία, απ' αυτή την άποψη, μα όταν γινότανε λόγος για το παρελθόν, πίστευε, ότι ο φοίνικας θα 'πρεπε να δοθεί, επάξια, στην ίδια του την πατρίδα, αφού πρώτη αυτή, ενώ οι άλλοι λαοί ζούσαν ακόμα στο λυκόφως των προλήψεων και της δουλείας, είχε υψώσει τη σημασία των φώτων, του πολιτισμού και της ελευθερίας. Αλλ' αν ο Σετεμπρίνι έδειχνε πολλή εκτίμηση στην τεχνική και στην συγκοινωνία, που αποτελούσε και την προσωπική επαγγελματική περιοχή του Χανς Κάστορπ, καθώς είχε κάμει, από την πρώτη του κιόλας συνάντηση με τα ξαδέλφια, δε φαινόταν, ωστόσο, να οφειλότανε σ' αγάπη γι' αυτές τις δυο δυνάμεις, παρά μόνο εξ αιτίας της σημασίας τους απάνω στην ηθική ολοκλήρωση του ανθρώπου — γιατί αυτό ήταν το είδος της σημασίας, που δήλωσε, ότι ήταν ευτυχής να τους αναγνωρίσει. Η τεχνική, υποτάσσοντας όλο και περισσότερο τη φύση, είπε, χάρη στις σχέσεις που δημιουργούσε με την κατασκευή οδικού και τηλεγραφικού δικτύου, και νικώντας τις κλιματολογικές διαφορές, αποδεικνυόταν σαν το ασφαλέστερο μέσον να φέρει σ' επικοινωνία τους λαούς, να ευνοήσει την αμοιβαία τους κατανόηση, να προετοιμάσει μεταξύ τους την ανθρώπινη εξίσωση, να καταστρέψει τις προλήψεις τους και, τέλος, να φέρει την παγκόσμια ενότητα. Η ανθρώπινη ράτσα είχε βγει από τη σκιά, τον φόβο και το μίσος, μα κατευθυνόταν, σ' ένα φωτισμένο δρόμο, σε μια τελική κατάσταση συμπάθειας, εσωτερικής λάμψης, καλοσύνης και ευτυχίας. Και σ' αυτόν το δρόμο η τεχνική ήταν το χρησιμότερο αμάξι. Μα μιλώντας έτσι, ανακάτευε

κατηγορίες, που ο Χανς Κάστορπ ήταν συνηθισμένος να μην αντιμετωπίζει, ίσαμε κείνη τη στιγμή, παρά κάθε μια χωριστά. Τεχνική και ηθική, έλεγε, κι έφτανε ίσαμε το σημείο να μιλά για τον Σωτήρα του Χριστιανισμού, που πρώτος αυτός είχε αποκαλύψει την αρχή της ισότητας και της ενότητας των λαών, κι ύστερα απ' αυτόν η τυπογραφία είχε ευνοήσει πάρα πολύ την εξάπλωσή αυτής της αρχής. Και η Γαλλική Επανάσταση την είχε υψώσει στην αξία ενός νόμου. Για λόγους απροσδιόριστους, όλ' αυτά φάνηκαν στο νεαρό Χανς Κάστορπ πάρα πολύ συγκεχυμένα, μ' όλο που ο κ. Σετεμπρίνι τα συνόψισε με λόγια τόσο σαφή και χτυπητά. Μια μόνη φορά, διηγήθηκε, μια μόνη φορά στη ζωή του, στην αρχή της ώριμης ηλικίας του, ο παππούς του είχε αισθανθεί ολοκληρωτικά ευτυχισμένος: αυτό έγινε στην είδηση της Επανάστασης του Ιουλίου, στο Παρίσι. Με δυνατή φωνή και δημόσια, είχε δηλώσει, πως όλοι οι άνθρωποι θα τοποθετούσαν, μια μέρα, τις τρεις εκείνες ημέρες του Παρισιού πλάι στις έξι ημέρες της Γένεσης. Ο Χανς Κάστορπ, τη στιγμή κείνη, δεν μπόρεσε να μη χτυπήσει το χέρι του στο τραπέζι και να μη νιώσει μια βαθιά έκπληξη. Του φάνηκε, αλήθεια, κάπως υπερβολικό τ' ότι θα 'πρεπε να τοποθετήσουν τις τρεις εκείνες καλοκαιριάτικες μέρες του 1830, κατά τις οποίες οι Παρισινοί είχαν αποχτήσει ένα καινούριο σύνταγμα, πλάι στις έξι μέρες, κατά τις οποίες ο Θεός είχε χωρίσει τη γη από το νερό κι είχε δημιουργήσει τα αιώνια αστέρια, καθώς και τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ψάρια κι όλη τη ζωή. Κι όταν, αργότερα, έμεινε μόνος με τον ξάδελφό του τον Γιόαχιμ, υπογράμμισε, πως αυτό του είχε φανεί υπερβολικά και αληθινά σκανδαλιστικό. Μα ήταν τόσο πολύ διατεθειμένος ν' αφήσει να επηρεαστεί, κυριολεκτικά, που πρόθυμα αφέθηκε σ' αυτή την προσπάθεια. Έτσι, συγκρότησε τη διαμαρτυρία, που η ευσέβεια κι η καλαισθησία του ύψωναν εναντίον των αντιλήψεων του Σετεμπρίνι. Έλεγε με το νου του, πως αυτό που του φαινότανε βλάσφημο μπορούσε να χαρακτηριστεί θράσος και πως αυτό που θεωρούσε κακού γούστου, να ήταν γενναιοψυχία και ευγενής ενθουσιασμός, σε ορισμένες περιστάσεις, τουλάχιστον, όπως όταν, λόγου χάρη, ο παππούς Σετεμπρίνι είχε ονομάσει τα οδοφράγματα «θρόνο του λαού» κι είχε δηλώσει, πως άξιζε «ν' αφιερωθεί η λόγχη του πολίτη στο βωμό της ανθρωπότητας». Ο Χανς Κάστορπ ήξερε για ποιο λόγο άκουε τον κ. Σετεμπρίνι. Το ήξερε όχι κατά τρόπο, που να το εκφράσει καθαρά, μα, όσο να 'ναι, το ήξερε. Κάτι σαν αίσθηση καθήκοντος υπήρχε σ' αυτό, εκτός από κείνη την έλλειψη ευθύνης, που χαρακτηρίζει τις διακοπές του ταξιδιώτη και του επισκέπτη, που δεν επιμένει σε καμιά εντύπωση κι αφήνει τα πράματα να έρχονται μόνα τους, ξέροντας, ότι, αύριο ή μεθαύριο, θ' ανοίξει πάλι τα φτερά του και θα ξαναγυρίσει στη συνηθισμένη τάξη: κάτι, σαν φωνή συνείδησης επομένως, και για να είμαστε πιο ακριβείς, η προσταγή κι η ενόχληση μιας οπωσδήποτε κακής συνείδησης, που τον έσπρωχνε ν' ακούει τον Ιταλό με τις γάμπες τη μια πάνω στην άλλη, βγάζοντας σύννεφα καπνού από το Μαρία Μαντσίνι του, ή, όταν, κι οι τρεις μαζί, επιστρέφανε από την Αγγλική συνοικία στο Μπέργκχοφ. Σύμφωνα με τις απόψεις του Σετεμπρίνι, δυο αρχές αγωνίζονταν, μεταξύ τους, για τον κόσμο: η Δύναμη και το Δίκαιο, η Τυραννία και η Ελευθερία, η Δεισιδαιμονία και η Επιστήμη, η αρχή της συντήρησης κι η αρχή της κίνησης: η Πρόοδος. Θα μπορούσε κανείς

να ονομάσει τη μια ασιατική αρχή και την άλλη ευρωπαϊκή, γιατί η Ευρώπη ήταν η πατρίδα της επανάστασης, της κριτικής και της δραστηριότητας, που μεταμορφώνει, ενώ η ανατολική ήπειρος ενσάρκωνε την ακινησία, την ανάπαυση. Δε θα 'πρεπε καν ν' αναρωτηθεί κανείς, για το ποια από τις δυο δυνάμεις θα νικούσε στο τέλος: η δύναμη, χωρίς άλλο, του Φωτός, της λογικής τελειοποίησης. Γιατί, η ανθρωπότητα έσερνε πίσω της αδιάκοπα όλο και καινούριους λαούς στο λαμπρό δρόμο της, κατακτούσε όλο και περισσότερη γη και στην Ευρώπη την ίδια και, τώρα, άρχιζε να διαπερνά στην Ασία. Μα χρειάζονταν ακόμα πολλά, για να είναι ολόκληρη η νίκη της, και όλοι αυτοί που είχαν δεχτεί το φως μπορούσαν να κάνουν ακόμη μεγάλες κι ευγενικές προσπάθειες, ίσαμε ν' ανατείλει η μέρα που οι μοναρχίες κι οι θρησκείες θα κατέρρεαν ως και στις χώρες εκείνες που, στην πραγματικότητα, δεν είχαν ζήσει ακόμα ούτε τον δέκατο όγδοο αιώνα τους ούτε το 1789 τους. Μα η μέρα αυτή θα ερχότανε, είπε ο Σετεμπρίνι, και χαμογέλασε με λεπτότητα, κάτω από το μουστάκι του — θα ερχότανε, αν όχι πάνω σε φτερούγες περιστεράς, σε φτερά αετού οπωσδήποτε και θ' ανάτελλε σαν αυγή της παγκόσμιας αδελφοσύνης των λαών, κάτω από το σημάδι της Λογικής, της Επιστήμης και του Δικαίου. Θα έφερνε μαζί της την ιερή συμμαχία της Δημοκρατίας των πολιτών, το φωτεινό αντίπαλο εκείνης της τρισκαταραμένης Ιερής Συμμαχίας των Ηγεμόνων και των Ανακτοβουλίων, που ο παππούς Γκιουζέπε υπήρξε ο θανάσιμος εχθρός τους κι ο εκδηλωμένος προσωπικός αντίπαλος — κοντολογίς, η παγκόσμια Δημοκρατία. Μα για να πετύχει αυτός ο σκοπός, πρώτ' απ' όλα ήταν ανάγκη να σβήσει η ασιατική αρχή της δουλείας και της συντηρητικότητας, στην καρδιά και στο ζωτικό νεύρο της άμυνάς της, στη Βιέννη δηλαδή. Η Αυστρία έπρεπε να χτυπηθεί κατακέφαλα και να συντριφτεί, πρώτα-πρώτα για να πληρώσει όσα είχε κάμει στο παρελθόν κι ύστερα για να ετοιμαστεί ο δρόμος στο βασίλειο του δικαίου και της ευτυχίας πάνω στη γη. Αυτή η τελευταία έκφραση κι αυτή η κατάληξη της ρέουσας ευγλωττίας του Σετεμπρίνι δεν ενδιέφερε καθόλου πια τον Χανς Κάστορπ. Αντίθετα, τον δυσαρεστούσε, τον τάραζε οδυνηρά, μάλιστα, σαν προσωπική ή εθνική βρισιά, κάθε φορά που ξαναλεγόταν. Όσο για τον Γιόαχιμ Τσίμσεν, όταν ο Ιταλός έμπαινε σ' αυτά τα νερά, γύριζε το κεφάλι, ζαρώνοντας τα φρύδια κι έπαυε ν' ακούει κι είτε θύμιζε πως ήτανε η ώρα της κούρας είτε προσπαθούσε να γυρίσει αλλού την κουβέντα. Ακόμα κι ο Χανς Κάστορπ δεν ένιωθε, ότι μπορούσε να προσέχει περισσότερο τέτοιες πλάνες — βρίσκονταν, χωρίς άλλο, πέρα από τα όρια των επιδράσεων, που τον συμβούλεψε να υποστεί «δοκιμαστικά» η συνείδησή του — κι ωστόσο επέμενε τόσο πολύ να πλουτιστεί από ξένες πείρες, που, όταν ο Σετεμπρίνι ερχότανε να καθίσει κοντά τους, ή να περπατήσουνε στον ανοιχτό αέρα, προκαλούσε πρώτος αυτός τον Ιταλό να εκφράσει τις ιδέες του. Αυτές οι ιδέες, αυτό το ιδανικό κι αυτές οι επιδιώξεις, παρατηρούσε ο Σετεμπρίνι, ήταν σ' αυτούς οικογενειακή παράδοση, γιατί και οι τρεις τους είχαν αφιερώσει τη ζωή τους και τις δυνάμεις τους: ο παππούς, ο πατέρας και ο εγγονός, καθένας με τον τρόπο του: ο πατέρας όχι λιγότερο απ' όσο ο παππούς Γκιουζέπε, μ' όλο που δεν υπήρξε ένας πολιτικός ταραχοποιός κι ένας μαχητής για την υπόθεση της ελευθερίας, παρά ένας

διακριτικός και λεπτός σοφός, ένας ουμανιστής στο γραφείο του. Μα τι ήταν ο ουμανισμός; Ήταν η αγάπη των ανθρώπων, δεν ήταν τίποτα άλλο, και γι' αυτό, ακόμη κι ο ουμανισμός ήταν πολιτική, μια στάση επαναστατική ενάντια σε καθετί που ρυπαίνει και ατιμάζει την ιδέα του ανθρώπου. Είχαν κατηγορήσει, τον πατέρα του Σετεμπρίνι, ότι δίδει υπερβολική σημασία στη μορφή. Αλλά αυτή τούτη την ωραία μορφή δεν την είχε καλλιεργήσει παρά από σεβασμό για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, σε χτυπητή αντίθεση με το Μεσαίωνα, που δεν είχε μόνο βυθιστεί στην περιφρόνηση του ανθρώπου και στην δεισιδαιμονία παρά και σε μια αισχρή απουσία της μορφής. Και, πριν απ' όλα, είχε αγωνιστεί για την ελευθερία της σκέψης και για τη χαρά της ζωής και είχε υποστηρίξει ότι έπρεπε να παρατήσουν τον ουρανό στους καλόγερους. Ο Προμηθέας! Αυτός ήταν, σύμφωνα μ' αυτόν, ο πρώτος ουμανιστής και δεν αποτελούσε παρά ένα με το Σατανά, που προς τιμή του είχε γράψει τον ύμνο του ο Καρντούτσι… Α! αν τα ξαδέλφια μπορούσαν ν' ακούσουν το γέρο μπολονέζο να κοροϊδεύει και να καταράται τη χριστιανική ευαισθησία των ρομαντικών: τους ιερούς ύμνους του Μαντσόνι, την ποίηση των ίσκιων και του σεληνόφωτος του romanticismo, που την είχε συγκρίνει με τη «χλομή ουράνια καλόγρια τη Luna»! Per Baccho, αυτό ήταν μια ανώτερη χαρά. Και θα έπρεπε να είχαν ακούσει ακόμη τον Καρντούτσι να ερμηνεύει τον Ντάντε. Τον είχε υμνήσει σαν τον πολίτη μιας μεγάλης πολιτείας, που θα είχε αγωνιστεί κατά του ασκητισμού και της άρνησης της ζωής, για τη δύναμη της ενέργειας, που μεταμορφώνει τον κόσμο και τον κάνει καλύτερο. Γιατί δεν ήταν ο αρρωστιάρικος και μυστικιστικός ίσκιος της Βεατρίκης, που ο ποιητής είχε εννοήσει να τιμάται κάτω από το όνομα της Donna gentile e pietosa. Έτσι, αντίθετα, θα είχε ορίσει τη γυναίκα του, που, μέσα στο ποίημα, ενσάρκωνε την αρχή της γνώσης εδώ κάτω και της δραστηριότητας μέσα στη ζωή… Ο Χανς Κάστορπ είχε μάθει, λοιπόν, πολλά πράματα για τον Ντάντε, κι από την καλύτερη πηγή, μάλιστα. Δεν περηφανευόταν πέρα για πέρα, γι' αυτές τις καινούριες γνώσεις, έχοντας υπ' όψει του την ελαφρότητα εκείνου που του χρησίμευε για διερμηνέας. Παρ' όλ' αυτά, άξιζε τον κόπο ν' ακούει, ότι ο Ντάντε υπήρξε ένας δραστήριος μεγαλοαστός. Κι έπειτα, άκουγε ακόμα το Σετεμπρίνι να μιλά για τον εαυτό του και να εξηγεί, πως, στο πρόσωπό του, σ' αυτόν, τον εγγονό, τον Λοντοβίκο, οι τάσεις των άμεσων προγόνων του, η αγωνιστική τάση του πολίτη παππού του κι η ουμανιστική τάση του πατέρα του, είχαν ενωθεί και πως, απ' αυτό τούτο το γεγονός, είχε γίνει ένας λογοτέχνης, ένας ελεύθερος συγγραφέας. Γιατί η Λογοτεχνία, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ένωση του ουμανισμού και της πολιτικής, ένωση που συντελείτο τόσο πιο άνετα όσο ο ουμανισμός ήταν πολιτική καθαυτός κι η πολιτική ουμανισμός. Στο σημείο αυτό, ο Χανς Κάστορπ τέντωσε τ' αυτί και προσπάθησε να το καταλάβει καλά, γιατί έλπιζε, πως έτσι θα μπορούσε να διακρίνει όλη την άγνοια του ζυθοποιού Μάγκνους, και να μάθει ως προς τι η Λογοτεχνία ήταν κάτι άλλο και όχι οι «ωραίοι χαρακτήρες». Ο Σετεμπρίνι ρώτησε, αν οι ακροατές του είχαν ακούσει ποτέ να μιλούν για τον Μπρουνέτο, τον Μπρουνέτο Λατίνι, το δημοτικό γραφέα της Φλωρεντίας, γύρω στα 1250, που είχε γράψει ένα βιβλίο πάνω στις αρετές και τα ελαττώματα των ανθρώπων. Ο

δάσκαλος αυτός ήταν ο πρώτος, που έδωσε στους Φλωρεντινούς μια παιδεία, που τους είχε διδάξει το λόγο καθώς και την τέχνη να κυβερνούν τη δημοκρατία τους σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής. Εδώ είμαστε! Και μίλησε για το λόγο, για τη λατρεία του λόγου, για την ευγλωττία, που την ονόμασε θρίαμβο της ανθρωπότητας. Γιατί ο λόγος ήταν η τιμή του ανθρώπου, και μόνο αυτός έκαμε τη ζωή άξια του ανθρώπου. Όχι μόνο ο ουμανισμός — η ανθρωπότητα γενικότερα, όλη η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η εκτίμηση των ανθρώπων κι η εκτίμηση του ανθρώπου για τον εαυτό του, όλ' αυτά ήταν αξεχώριστα από το λόγο, ήταν συνδεμένα με τη Λογοτεχνία. — Βλέπεις, τώρα; έλεγε αργότερα ο Χανς Κάστορπ στον ξάδελφό του, βλέπεις, τώρα, πως ό,τι έχει σημασία στη Λογοτεχνία είναι οι όμορφες λέξεις; Το είχα καταλάβει αμέσως. Ακόμα κι η πολιτική ήταν συνδεμένη με το λόγο ή, ακριβέστερα, η πολιτική ήταν αποτέλεσμα της σύζευξης, της ένωσης της ανθρωπότητας και της Λογοτεχνίας, γιατί ο όμορφος λόγος καρποφορούσε την όμορφη πράξη. Στη χώρα σας, είχατε, είπε ο Σετεμπρίνι, τώρα και δυο αιώνες, έναν ποιητή, έναν θαυμάσιο γέρο συνομιλητή, που έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην όμορφη γραφή, γιατί πίστευε πως οδηγούσε στο ωραίο ύφος. Θα 'πρεπε να πήγαινε κάπως πιο μακριά ακόμη και να πει, πως το ωραίο ύφος οδηγεί στις ωραίες πράξεις. Το να γράφεις καλά, σημαίνει κιόλας, σχεδόν, πως σκέφτεσαι καλά, κι από κει δεν είσαι πια και πολύ μακριά από το να ενεργείς καλά. Ολόκληρος ο πολιτισμός και η ηθική πλήρωση είναι αποτελέσματα του πνεύματος της Λογοτεχνίας, που είναι η ψυχή της ανθρώπινης αξίας και ταυτόσημη με το πνεύμα της πολιτικής. Ναι, όλ' αυτά δεν είναι παρά ένα πράμα, δεν αποτελούν παρά μια και την ίδια ιδέα και δύναμη και μπορούν να ενωθούν κάτω από ένα μόνο όνομα. Ποιο ήταν αυτό το όνομα; Το όνομα αυτό το αποτελούσαν γνωστές συλλαβές, μα που τα δυο ξαδέλφια δεν είχαν ποτέ σκεφτεί, βέβαια, τη σημασία και το μεγαλείο του. Ήταν η λέξη: Πολιτισμός. Κι αφήνοντας να φύγει η λέξη αυτή από το στόμα του, ο Σετεμπρίνι σήκωσε το μικρό, κιτρινωπό, δεξί χέρι του, σαν κανένας που παίρνει όρκο. Ο νεαρός Χανς Κάστορπ έκρινε, πως όλ' αυτά άξιζαν πάρα πολύ τον κόπο να τ' ακούσει κανείς, μα χωρίς και να πιστέψει, ότι τον υποχρέωναν σ' ο,τιδήποτε, παρά μάλλον υπό τύπον δοκιμής. Παρ' όλ' αυτά, του φαινόταν, πως άξιζαν, όσο να πεις, να τ' ακούσει κανείς, και μ' αυτή τη σημασία εκφράστηκε, κουβεντιάζοντας γι' αυτά, με τον Γιόαχιμ Τσίμσεν, που βρέθηκε να 'χει κείνη τη στιγμή ακριβώς, το θερμόμετρο στο στόμα του, και που δεν μπόρεσε, επομένως, παρά ν' απαντήσει μ' έναν τρόπο, όχι απόλυτα συγκεκριμένο, και που, μετά, ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με το να διαβάζει τον αριθμό που έγραφε το θερμόμετρό του και να τον σημειώνει στην πινακίδα του πυρετού του, ώστε να 'ναι σε θέση να σχηματίσει μια γνώμη απάνω στις απόψεις του Σετεμπρίνι. Έτσι, όπως το είπαμε, ο Χανς Κάστορπ ενδιαφερόταν εξαιρετικά γι' αυτές τις απόψεις και δεχόταν μέσα του αυτές τις γνώσεις, για να τις εξετάσει από κοντά. Κάτι, δηλαδή, που υπογραμμίζει κιόλας πόσο ο ξύπνιος άνθρωπος διακρίνεται από τον συγκεχυμένο ονειροπόλο, όπως ήταν ο Χανς Κάστορπ, όταν έλεγε παίχτη λατέρνας τον κ. Σετεμπρίνι, κατάμουτρά του, προσπαθώντας μ' όλη του τη δύναμη να τον απομακρύνει από δω μέσα,

επειδή «ενοχλούσε». Μα σαν ξύπνιος άνθρωπος, ο Χανς Κάστορπ τον άκουε ευγενικά και προσεχτικά, κι ειλικρινά προσπαθούσε να μετριάσει και να ελαττώσει τις αντιστάσεις, που ορθώνονταν μέσα του, ενάντια στους ορισμούς και στις ανάγκες του Μέντορα. Γιατί δε θ' αρνηθούμε, πως μερικές αντιστάσεις κυριαρχούσαν, πράγματι, στην ψυχή του: αντιστάσεις παλιές, που υπήρχαν μέσα του από ανέκαθεν, κι άλλες ακόμη, που τις είχε γεννήσει η τωρινή του κατάσταση ιδιαίτερα και τα άμεσα ή έμμεσα βιώματά του κοντά σ' αυτούς εδώ πάνω. Τι είναι ο άνθρωπος! Πόσο εύκολα, αλήθεια, εξαπατάται η συνείδησή του! Πώς βρίσκει τον τρόπο να παίρνει για φωνή του καθήκοντος την πρόσκληση του πάθους! Από συναίσθηση του καθήκοντος, από αγάπη προς την ευθύτητα και την ισορροπία, τέντωσε το αυτί του ο Χανς Κάστορπ στα λόγια του κ. Σετεμπρίνι, κι εξέταζε με συγκατάβαση τις απόψεις του για τη Λογική, τη Δημοκρατία και τ' ωραίο ύφος, έτοιμος ν' αφήσει να τον επηρεάσουν. Μα όσο πιο επίμονα εύρισκε, μετά, ότι το έκανε αυτό, τόσο και πιο ελεύθερη διέξοδο έδινε στις σκέψεις του και στις ονειροπολήσεις του, προς μια άλλη κατεύθυνση — προς την αντίθετη, δηλαδή, κατεύθυνση, και για να διατυπώσουμε, από τώρα, όλες τις υποψίες μας κι όλη τη σκέψη μας, θα πούμε, πως δεν είχε ακούσει καν τον κ. Σετεμπρίνι, παρά με τον αποκλειστικό σκοπό ν' αποχτήσει, από τη συνείδησή του, μια άδεια ελευθέρας κινήσεως, που δεν ήθελε να του τη δώσει από την αρχή. Μα τι ή ποιος βρισκότανε, από την αντίθετη, προ τον πατριωτισμό, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη λογοτεχνία, κατεύθυνση, προς την κατεύθυνση κείνη που ο Χανς Κάστορπ πίστευε, ότι θα μπορούσε να οδηγήσει πάλι τις πράξεις του και τις σκέψεις του; Η Κλαούντια Σοσά — νωχελής, σκωληκόβροτη και τσερκεζομάτα. Κι ενώ τη σκεφτότανε, ο Χανς Κάστορπ (η λέξη «σκεφτότανε», άλλωστε, είναι πάρα πολύ στενή για να εκφράσει τον τρόπο του να σκύβει προς αυτήν μέσα του), ήτανε πάλι σαν να βρισκόταν στη βάρκα του, σ' εκείνη τη λίμνη του Χόλσταϊν, και να έστρεφε το θαμπωμένο κι απατημένο μάτι του, από τη τζαμένια μέρα της δυτικής όχθης, προς την πανσέληνη νύχτα, με τις κινούμενες ομίχλες τ' ουρανού της ανατολής.

ΤΟ ΘΕΡΜΟΜΕΤΡΟ Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ του Χανς Κάστορπ έτρεχε από Τρίτη σε Τρίτη, γιατί είχε φτάσει μια Τρίτη. Πήγαιναν κάνα-δυο μέρες, που είχε κανονίσει και τον λογαριασμό της δεύτερης εβδομάδας του — λογαριασμό λογικό, γύρω στα 100 φράγκα, λογικό και φτηνό, μια και δεν υπολόγιζαν ορισμένα ανεκτίμητα πλεονεκτήματα της εδώ διαμονής, ίσως γιατί δεν υπήρχε τρόπος να εκτιμηθούν, ούτε κι ορισμένες προσφορές, που θα μπορούσαν θαυμάσια να τις λογαριάσουν, αν ήθελαν, όπως, λόγου χάρη, το δεκαπενθήμερο κοντσέρτο στην ταράτσα του κήπου κι οι διαλέξεις του δόκτορος Κροκόβσκι — παρά αποκλειστικά και μόνο τη διατροφή με τα πέντε της υπεράφθονα γεύματα, το ενοίκιο του δωματίου, την ιατρική εξέταση (αδιάφορο αν δεν τη χρειαζόσουν) και, γενικά, την ευχάριστη διαμονή. —Δεν είναι πολλά, είναι μάλλον φθηνά, δε μπορείς να 'χεις παράπονο, πως σου παραφουσκώνουν τον λογαριασμό εδώ πάνω, είπε ο επισκέπτης στον εγκαταστημένο. Χρειάζεσαι, λοιπόν, 650 φράγκα, περίπου, το μήνα, για νοίκι και φαγητό, και για την ιατρική περίθαλψη, εννοείται, που κι αυτή συμπεριλαμβάνεται στο λογαριασμό, βέβαια. Ωραία! Υπόθεσε, πως ξοδεύεις ακόμα 30 φράγκα τον μήνα, σε φιλοδωρήματα, αν είσαι όπως πρέπει και σου αρέσει να σε περιστοιχίζουν φιλικά πρόσωπα. Μας κάνουν 680 φράγκα. Ωραία! θα μου πεις, πως είναι κι άλλα έξοδα ακόμα. Πιοτά, λουλούδια, πούρα, πας, καμιά φορά, εκδρομή, κάνεις κανέναν περίπατο με αμάξι, αν θέλεις, κι ύστερα ο παπουτσής κι ο ράφτης, με τους λογαριασμούς τους κι αυτοί, εννοείται. Μα με όλα μαζί δε θα καταφέρεις, όσο κι αν θέλεις, να ξοδέψεις ούτε χίλια φράγκα! Ούτε καν οχτακόσια μάρκα! Δηλαδή, ούτε 10.000 μάρκα το χρόνο. Περισσότερα δεν είναι, οπωσδήποτε. Κι αυτά σ' αρκούνε για να ζήσεις. — Οι θεωρητικοί λογαριασμοί σου είναι σπουδαίοι, μα την αλήθεια, είπε ο Γιόαχιμ. Δεν το 'ξερα, πως τα καταφέρνεις τόσο καλά. Και το βρίσκω, αληθινά, σπουδαίο, εκ μέρους σου, το να κάνεις τόσο γρήγορα τους λογαριασμούς μιας χρονιάς — χωρίς άλλο κάτι έμαθες κιόλας εδώ πάνω, σ' εμάς. Υπολογίζεις πολλά, άλλωστε. Δεν καπνίζω πούρα, ούτε κι έχω καμιά πρόθεση να ράψω κουστούμια εδώ πάνω, ευχαριστώ! — Υπολόγισα πολλά, μάλιστα; είπε κάπως συγχυσμένος ο Χανς Κάστορπ. Μα όπως κι αν του κατέβηκε να βάλει στο λογαριασμό του ξαδέλφου του πούρα και καινούρια κουστούμια — το βέβαιο, πάντως, ήτανε, πως, σχετικά με την ταχύτητά του να καταστρώνει λογαριασμούς απ' έξω, αυτό 'ταν απλά μια αυταπάτη του ξαδέλφου του, για τα φυσικά του χαρίσματα. Γιατί, σ' αυτή την περιοχή, όπως και σ' όλες τις άλλες, ήταν μάλλον αργός και του 'λειπε η φλόγα. Και δεν ήταν καθόλου αυτοσχεδιασμός η γρήγορή του αντίληψη σ' αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση, γιατί, στην πραγματικότητα, ήταν προπαρασκευασμένος, και προπαρασκευασμένος μάλιστα, με χαρτί και μολύβι: ένα βράδυ, την ώρα της κούρας (γιατί κι ο ίδιος αυτός κατάληξε να ξαπλώνει, όπως όλοι οι άλλοι, ύστερα από το βραδινό φαγητό), είχε σηκωθεί, επίτηδες, από την εξαίρετη ξαπλωτούρα του και, υπακούοντας σε μια έμπνευση της στιγμής, κοίταξε να βρει, στην

κάμαρά του, χαρτί και μολύβι για να λογαριάσει. Είχε διαπιστώσει, λοιπόν, ότι ο ξάδελφός του, ή, πιο ακριβώς, ότι, εδώ πάνω, χρειαζόταν κανείς, γενικά και για καθετί, 12.000 φράγκα τον χρόνο, και, για να διασκεδάσει, είχε πειστεί ότι, όσο γι' αυτόν, η ζωή εδώ πάνω, ήταν περισσότερο κι από φτηνή, αφού μπορούσε να θεωρηθεί σαν άνθρωπος μ' ετήσιο εισόδημα 18-19.000 φράγκα. Ο δεύτερος εβδομαδιαίος λογαριασμός του, λοιπόν, είχε κανονιστεί προ τριών ημερών, μ' εξοφλητικές υπογραφές κι ευχαριστήρια, πράμα που εσήμαινε, ότι βρισκόταν κιόλας στα μέσα της τρίτης και προσχεδιασμένα τελευταίας εβδομάδας της διαμονής του εδώ πάνω. Την προσεχή Κυριακή θα παραβρισκόταν σε μια από τις διαλέξεις, τις επίσης δεκαπενθήμερες, του δόκτορα Κροκόβσκι, έτσι έλεγε στον εαυτό του και στον ξάδελφό του, μα την Τρίτη, ή την Τετάρτη, θα ξανάπαιρνε δρόμο και θ' άφηνε τον Γιόαχιμ μόνο του, τον καημένο τον Γιόαχιμ, που, ο Ραδάμανθυς, μόνο ο Θεός ξέρει πόσους μήνες του είχε κόψει ακόμη, και που τα γλυκά και μαύρα μάτια του σκοτείνιαζαν από ένα πέπλο μελαγχολίας, κάθε φορά που γινότανε λόγος για την αναχώρηση του Χανς Κάστορπ. Αναχώρηση, που πλησίαζε πια η ώρα της. Θεέ και Κύριε, πού είχανε πάει αυτές οι διακοπές; Κύλησαν, πέταξαν, έφυγαν! Δε θα 'ξερες, αλήθεια, το πώς! Ωστόσο, τελικά θα 'τανε είκοσι μία μέρες, που θα 'χαν περάσει μαζί, μια μακριά σειρά που, στην αρχή, δεν μπορεί να την αγκαλιάσει κανείς πολύ εύκολα με το βλέμμα. Και να που, ξαφνικά, δεν απόμεναν παρά τρεις ή τέσσερις ασήμαντες μερούλες, ένα αμελητέο υπόλοιπο, επιβαρυμένο το πολύ-πολύ από τις περιοδικές ποικιλίες της συνηθισμένης μέρας, μα κιόλας πολύ απασχολημένες από τη σκέψη των μπαγκαζιών και της αναχώρησης. Τρεις εβδομάδες εδώ πάνω ήταν, γενικά, κάτι ελάχιστο ή και τίποτα. Μη και δεν του το είχανε πει, από την πρώτη μέρα; Η πιο μικρή χρονική ενότητα, εδώ πάνω, ήταν ο μήνας, είχε πει ο Σετεμπρίνι, κι όπως η διαμονή του Χανς Κάστορπ δεν έφτανε τ' όριο τούτου του μεγέθους, δε λογαριαζότανε καν για διαμονή, δεν ήταν, γενικά, παρά μια περαστική επίσκεψη, όπως είχε πει ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς. Να 'ταν, ίσως, επακόλουθο της υψηλής γενικής καύσεως του οργανισμού, που ο καιρός περνούσε τόσο γρήγορα εδώ πάνω; Μια τέτοια ταχύτητα ζωής ήταν, βέβαια, παρηγοριά για τον Γιόαχιμ, μπροστά στους πέντε μήνες που τον περίμεναν ακόμη, στην περίπτωση που θα μένανε πέντε. Μα θα μπορούσαν να είχαν προσέξει καλύτερα τη διάρκεια των τριών αυτών εβδομάδων, όπως γινότανε και με το μέτρημα του πυρετού, που τα εφτά προορισμένα λεπτά γίνονταν μια τόσο σημαντική χρονική περίοδος… Ο Χανς Κάστορπ αισθανότανε αληθινή συμπόνια για τον ξάδελφό του, που στα μάτια του μπορούσες να διαβάσεις τη θλίψη, επειδή, όπου να 'ταν, θα έχανε τον σύντροφό του — αισθανότανε, πράγματι, την πιο μεγάλη συμπόνια, όταν σκεφτότανε, πως ο καημένος ο Γιόαχιμ θα έμενε, από τώρα κι ύστερα, αδιάκοπα δίχως του, ενώ ο ίδιος αυτός θα ζούσε πάλι, εκεί κάτω, στον κάμπο, αφιερώνοντας τη δραστηριότητά του στην υπηρεσία της τεχνικής των μεταφορικών μέσων, που φέρνουν τους λαούς τόσο κοντά τον ένα με τον άλλο. Μια συμπόνια αληθινά φλογερή, οδυνηρή για το στήθος του, κάποτε-κάποτε, τόσο ζωηρή, που καμιά φορά αναρωτιότανε σοβαρά, αν θα 'χε το θάρρος κι αν θα έπαιρνε πάνω του την ευθύνη ν' αφήσει τον Γιόαχιμ μόνο του εδώ πάνω. Τόσο πολύ, λοιπόν, τον έκαιγε, κάποτε-κάποτε,

τούτη η συμπόνια, κι αυτός ήταν ο λόγος, χωρίς άλλο, που τον έκανε και τον ίδιο να μιλά όλο και λιγότερο για την αναχώρησή του: κι ήταν ο Γιόαχιμ που έφερνε τη συζήτηση, από καιρό σε καιρό, σε τούτο το θέμα. Ο Χανς Κάστορπ, όπως το είπαμε, φαινότανε, ίσαμε την τελευταία στιγμή, σαν να μην ήθελε να το σκέφτεται, από έμφυτη διακριτικότητα και ευγένεια. — Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, είπε ο Γιόαχιμ, πως θα 'χεις αναπαυτεί σε μας και πως, κατεβαίνοντας, θα νιώσεις ανανεωμένες τις δυνάμεις σου. — Ναι, θα δώσω παντού τους χαιρετισμούς σου, λοιπόν, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ, και θα τους πω, ότι θα μ' ακολουθήσεις μετά πέντε μήνες. Αν αναπαύθηκα; Ρωτάς αν αναπαύθηκα τούτες δω τις λίγες ημέρες; Ελπίζω, πως ναι. Ακόμα κι ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα πρέπει, βέβαια, να ωφελεί κάπως. Είναι αλήθεια, πως οι εντυπώσεις εδώ είναι τόσο καινούριες, τόσο καινούριες απ' όλες τις απόψεις, πολύ ερεθιστικές μα και πολύ κουραστικές για το πνεύμα και το κορμί. Δεν αισθάνομαι να 'χω τελειώσει ακόμα μαζί τους και να εγκλιματίστηκα, αυτό που αποτελεί, δηλαδή, την πρώτη κατάσταση κάθε αληθινής ανάπαυσης. Η Μαρία είναι δόξα τω Θεώ, πάντα η ίδια, η παλιά, κι είναι τώρα κάμποσες μέρες, που ξαναβρήκα τη συνηθισμένη γεύση της. Μα, από καιρό σε καιρό, το μαντήλι μου εξακολουθεί να κοκκινίζει, όταν το χρησιμοποιώ και δε θα τα καταφέρω πια, μου φαίνεται, να γλυτώσω, πριν φύγω, απ' αυτή την καταραμένη φλόγα που νιώθω στο πρόσωπο, ούτε κι από το παράλογο καρδιοχτύπι μου. Όχι, όχι, για εγκλιματισμό μου δε μπορεί να μιλήσει κανείς, και πώς θα 'τανε δυνατό, ύστερα από ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Θα χρειαζότανε περισσότερος καιρός από τον δικό μου εδώ, για να εγκλιματιστεί κανείς και να τελειώνει με τις εντυπώσεις του. Μόνο ύστερα από τις τρεις βδομάδες αυτές, θα μπορούσε ν' αρχίσει η ανάπαυση κι η παραγωγή λευκώματος στον οργανισμό. Κρίμα! Λέω «κρίμα», γιατί 'ναι σίγουρο λάθος, από μέρους μου, τ' ότι δεν είχα προβλέψει περισσότερο καιρό γι' αυτή τη διαμονή, μια και θα μπορούσα να τον βρω. Έτσι, που έχω ολωσδιόλου την εντύπωση, πως όταν φτάσω στο σπίτι μου, εκεί κάτω, θα 'χω ανάγκη να συνέλθω απ' αυτή την ανάπαυση και πως θα πρέπει να το ρίξω στον ύπνο επί τρεις εβδομάδες, τόσο πολύ μου φαίνεται, κάποτε, πως κουράστηκα εδώ. Και να που σ' όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και τούτο δω το εξοργιστικό συνάχι… Φαινόταν, πραγματικά, ότι ο Χανς Κάστορπ θα γύριζε στην πεδιάδα, μ' ένα συνάχι πρώτης γραμμής. Είχε κρυώσει, κατά πάσα πιθανότητα, κάνοντας κούρα και, μάλιστα, για να δοκιμάσει, άλλη μια φορά, το θάρρος του, κατά τη βραδινή κούρα, που τώρα και μια βδομάδα, περίπου, τη συμμεριζόταν, παρ' όλο που ο καιρός ήταν βροχερός και κρύος, κι έτσι δε φαινόταν, ότι θα γινόταν καλύτερα, πριν από την αναχώρησή του. Μα είχε ακούσει, πως ο καιρός αυτός δε μπορούσε να θεωρηθεί σαν κακός. Η αντίληψη του κακού καιρού δεν υπήρχε εδώ πάνω, κατά κανέναν τρόπο, εδώ δε φοβούνταν κανέναν καιρό, μόλις-μόλις που τον υπολόγιζαν και μ' όλη τη μαλακή ευπείθεια της νεότητας, με την ικανότητα που είχε να προσαρμόζεται στις σκέψεις και στις συνήθειες του περιβάλλοντος, όπου έχει μεταφερθεί ακριβώς, ο Χανς Κάστορπ άρχισε να κάνει δική του αυτή την αδιαφορία. Όταν έβρεχε με τους κουβάδες, δε θα 'πρεπε να νομίζει κανείς, πως ο αέρας

θα 'ταν λιγότερο ξηρός, για τέτοια μικροπράματα. Και πραγματικά, χωρίς άλλο δεν ήτανε, γιατί πάντα έκαιγε το κεφάλι σου, σαν να βρισκόσουν σε υπερθερμασμένο δωμάτιο, ή σα να είχες πιει πολύ κρασί. Όσο για το κρύο, που ήταν αισθητό, θα 'ταν ελάχιστα λογικό να δοκιμάσεις να του ξεφύγεις, καταφεύγοντας στις κάμαρες, γιατί όσο δε χιόνιζε δεν υπήρχε θέρμανση, και δεν ένιωθες καθόλου πιο άνετα, καθισμένος μέσα στην κάμαρα, από το να βρίσκεσαι ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του εξώστη σου, πακεταρισμένος, με χειμωνιάτικο πανωφόρι, και σύμφωνα μ' όλους τους κανόνες της τέχνης, μέσα στις δυο καλές καμηλό κουβέρτες σου. Κάθε άλλο, μάλιστα: η θέση αυτή ήταν κατά πολύ πιο ευχάριστη, ήταν απλούστατα, η ασύγκριτα πιο άνετη κατάσταση, που θυμόταν να αισθάνθηκε ο Χανς Κάστορπ και δεν άφηνε να πλανηθεί στην κρίση του, από το γεγονός, ότι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος των γραμμάτων και carbonaro ονόμαζε, με μοχθηρά υπονοούμενα, τη θέση αυτή «οριζόντια». Το βράδυ, κυρίως, την εύρισκε ευχάριστη, όταν η μικρή λάμπα έφεγγε δίπλα του, στο μονόποδο τραπεζάκι, και, ζεστά τυλιγμένος στις κουβέρτες, ξαναβρίσκοντας γεύση στα Μαρία και απολαμβάνοντας τα δυσκολοπροσδιόριστα πλεονεκτήματα αυτού του τύπου της ξαπλωτούρας, με παγωμένη, είναι αλήθεια, την άκρη της μύτης του, και κρατώντας ένα βιβλίο — πάντα τα Ocean Steamships — ανάμεσα στα ξυλιασμένα και κοκκινισμένα, από το κρύο, χέρια του, κοίταζε κάτω από την αψίδα του μπαλκονιού, πάνω από την κοιλάδα, που σκοτείνιαζε όλο και πιο πολύ, στολισμένη με, εδώ πιο αραιά, πιο πυκνά εκεί, φώτα, απ' όπου κάθε βράδυ σχεδόν, κι επί μια ώρα, το λιγότερο, έφτανε, ως εκεί πάνω, μουσική, ευχάριστα ζαλιστική, από γνωστούς μελωδικούς τόνους: ήταν αποσπάσματα από όπερες, κομμάτια από την Κάρμεν, από τον Τροδατόρε ή από τον Ελεύθερο σκοπευτή, ύστερα, λικνιστικά βαλς, εμβατήρια, που σ' έκαναν να κουνάς ρυθμικά το κεφάλι σου, κι εύθυμες μαζούρκες. Μαζούρκα; Μαρούσγια τη λέγανε ακριβώς την κοπέλα με το μικρό ρουμπίνι, και στο γειτονικό του εξώστη, πίσω από το πυκνό γαλακτώδες, γυάλινο χώρισμα, αναπαυόταν ο Γιόαχιμ — πότε-πότε, ο Χανς Κάστορπ άλλαζε και καμιά προσεγμένη λέξη μαζί του, παίρνοντας τις πιο μεγάλες προφυλάξεις, από σεβασμό για τους άλλους οριζοντιωμένους. Ο Γιόαχιμ, στον εξώστη του, δεν τη χαιρόταν λιγότερο από τον Χανς Κάστορπ, μ' όλο που δεν ήταν μουσικός και δεν ήξερε να παίρνει την ίδια ευχαρίστηση από τα βραδινά κοντσέρτα. Κρίμα γι' αυτόν! Αντί γι' αυτό, διάβαζε μ' ευχαρίστηση τη Ρωσική Γραμματική του. Μα ο Χανς Κάστορπ άφηνε τα Ocean Steamships κάτω από την κουβέρτα του κι άκουε μ' όλη του την καρδιά τη μουσική, βυθιζόταν με συγκατάβαση στο διαφανές βάθος της σύνθεσής της κι ένιωθε μια ευχαρίστηση τόσο εσώτερη σ' αυτό ή σ' εκείνο το χαρακτηριστικά μελωδικό ή εύθυμο εύρημα, που δε θυμόταν παρά μ' εχθρικά αισθήματα τις απόψεις του Σετεμπρίνι για τη μουσική, απόψεις τόσο εξοργιστικές, όπως τούτη δω, λόγου χάρη, πως η μουσική ήταν πολιτικώς ύποπτη — κάτι που, στην πραγματικότητα, ήταν πολύ καλύτερο από την έκφραση του παππού Γκιουζέπε για την Επανάσταση του Ιουλίου και τις έξι μέρες της Γένεσης…. Ο Γιόαχιμ, λοιπόν, δε συμμεριζότανε και τόσο πολύ τη μουσική ευφροσύνη, κι η

αρωματική χαρά του καπνίσματος του ήταν ξένη επίσης. Παρ' όλ' αυτά, όμως, αισθανόταν εξ ίσου άνετα στον εξώστη του, φυλαγμένος και γαληνεμένος. Η μέρα είχε τελειώσει, ήσουνα σίγουρος, πως σήμερα δε θα συνέβαινε τίποτα πια, πως δε θα παρουσιαζόταν καμιά δυνατή συγκίνηση, πως ο μυς της καρδιάς δε θα πλήρωνε φόρο με κανέναν τρόπο. Μα, την ίδια στιγμή, ήσουν βέβαιος, ότι αύριο, όλ' αυτά, μ' όλη την πιθανότητα που προέκυπτε από την περιορισμένη ευνοϊκή και κανονική αυτή κατάσταση των πραγμάτων, θα ξαναγίνονταν και θα ξανάρχιζαν από την αρχή. Κι αυτή η διπλή βεβαιότητα και ασφάλεια ήταν ολωσδιόλου ανακουφιστική, κι ενωμένη με τη μουσική και με τη γεύση, που είχε ξαναβρεθεί, της Μαρίας, έκανε, για το Χανς Κάστορπ, την κούρα της βραδινής ανάπαυσης, να γίνεται μια ευτυχισμένη κατάσταση. Μα, όλ' αυτά, δεν είχαν εμποδίσει, λοιπόν, τον επισκέπτη και νεόφυτο, που δεν είχε ακόμη εγκλιματιστεί, ν' αρπάξει ένα γερό συνάχι σ' αυτή τη βραδινή κούρα (ή όπως κι όπου κι αν το άρπαξε). Ένα σοβαρό κρυολόγημα έκανε το δρόμο του, του πίεζε τις μετωπικές κοιλότητες, οι αμυγδαλές του ήταν ερεθισμένες και τον πονούσαν, ο αέρας δεν έμπαινε μέσα του, όπως συνήθως, περνώντας από το προορισμένο από τη φύση, γι' αυτή τη δουλειά, κανάλι, παρά γλιστρούσε κρύος, με δυσκολία, και προκαλώντας αδιάκοπα προσβολές σπασμωδικού βήχα. Μέσα σε μια νύχτα, η φωνή του είχε πάρει τον τονισμό βαριάς, μπάσας φωνής, σαν ερεθισμένης από δυνατά πιοτά, και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, όλη κείνη τη νύχτα δεν είχε κλείσει μάτι, γιατί μια πνιχτική ξεραΐλα του λάρυγγά του τον έκανε ν' αναπηδά, κάθε λίγο και λιγάκι, στη μαξιλάρι του. — Αυτό 'ναι πολύ εξοργιστικό και σχεδόν βασανιστικό, είπε ο Γιόαχιμ. Τα κρυολογήματα, πρέπει να ξέρεις, εδώ πέρα δεν είναι re..us, δεν τα παραδέχονται, επίσημα δεν τα θεωρούν δικαιολογημένα μ' αυτή τη μεγάλη ξηρασία της ατμόσφαιρας, κι ένας άρρωστος δε θα γινόταν παρά πολύ άσκημα δεκτός, από τον Μπέρενς, αν ήθελε να παρουσιαστεί σαν συναχωμένος. Μα το πράμα είναι, γενικά, διαφορετικό, με σένα. Όπως κι αν το πάρει κανείς, έχεις κάθε δικαίωμα να 'σαι κρυωμένος. Θα 'ταν σπουδαίο, αν καταφέρναμε να σου φύγει αυτό το συνάχι. Εκεί κάτω, έχουν ένα σωρό τεχνάσματα, για να το κόψουν, αμφιβάλλω, όμως, αν θα τους ενδιάφεραν καθόλου εδώ. Εδώ πέρα, το καλύτερο είναι, να μην πέσει κανείς ποτέ άρρωστος, γιατί κανένας δεν γνοιάζεται γι' αυτό. Είναι μια παραδεγμένη αλήθεια κι ας τη μαθαίνεις την τελευταία στιγμή. Όταν έφτασα, υπήρχε μια κυρία εδώ, που όλη τη βδομάδα κρατούσε το αυτί της και παραπονιότανε, ότι πονούσε, και, στο τέλος, την εξέτασε ο Μπέρενς. «Μπορείτε να είστε απόλυτα ήσυχη, δεν είναι φυματιώδους μορφής», της είπε. Κι αυτό ήταν όλο! Ναι, πρέπει να κοιτάξουμε τι 'ναι να γίνει. Θα το πω αύριο το πρωί στον λουτράρη, όταν θα μου 'έρθει. Αυτός είναι ο υπηρεσιακός δρόμος, η ιεραρχική οδός, να πούμε, κι αυτός θα το μεταφέρει παραπέρα, έτσι που, στο τέλος, κάτι θα γίνει με σένα. Αυτά ο Γιόαχιμ — κι η ιεραρχική οδός επιβεβαιώθηκε. Την Παρασκευή κιόλας, μόλις ο Χανς Κάστορπ επέστρεψε από τον πρωινό του περίπατο στην κάμαρά του, η πόρτα του χτύπησε κι επακολούθησε η γνωριμία του με την φροϋλάιν φον Μύλεντονκ ή Προϊσταμένη, όπως την έλεγαν. Ίσαμε κείνη τη στιγμή, δεν είχε δει παρά από μακριά μόνο

αυτό το, εξαιρετικά πολυάσχολο, όπως φαινότανε, πρόσωπο, όταν, βγαίνοντας από την κάμαρα ενός άρρωστου, διάσχιζε τον διάδρομο, για να μπει σε μια άλλη κάμαρα, απέναντι ή μια άλλη φορά, που την είχε δει να κάνει μια φευγαλέα εμφάνιση, στην τραπεζαρία, και τότε είχε ακούσει και την κακαριστή φωνή της. Τώρα, λοιπόν, είχε έρθει η στιγμή, να κάνει και στο δικό του δωμάτιο την επίσκεψή της. Φερμένη από το συνάχι του, χτύπησε μ' ένα κοκκαλιάρικο δάχτυλο, δυνατά και σύντομα, την πόρτα της κάμαράς του και μπήκε —πριν ακόμα της φωνάξει «εμπρός!»— κάνοντας, μια φορά ακόμη, προς τα πίσω, ενώ βρισκότανε κιόλας στο κατώφλι, για να βεβαιωθεί πάλι, από τον αριθμό, ότι δεν είχε κάμει λάθος στην κάμαρα. — Τριάντα τέσσερα, κακάρισε, χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή. Εδώ είναι! Νεαρέ, on me dit que vous avez pris froid, I hear you have caught a cold, Wy kaschetsja, prostudilisj, κρυώσατε, άκουσα; ρώτησε, στο τέλος, γερμανικά. Σε ποια γλώσσα να σας μιλήσω; Ναι, γερμανικά, το βλέπω κιόλας. Α, ναι, η επίσκεψη του νεαρού Τσίμσεν, το βλέπω κιόλας. Πρέπει να πάω στο χειρουργείο. Εκεί 'ναι ένας που τον χλωροφορμούν κι έχει φάει φασόλια σαλάτα. Αν δεν είχε κανείς παντού τα μάτια του… Κι εσείς νεαρέ, ισχυρίζεστε, ότι κρυώσατε εδώ; Ο Χανς Κάστορπ ήταν κατάπληκτος, από τον τρόπο που εκφραζότανε μια ευγενής, ηλικιωμένη κυρία. Ενώ μιλούσε, ξεπερνούσε τα ίδια της τα λόγια, κάνοντας ανήσυχες, στρουφιχτές, λοξόμορφες κινήσεις του κεφαλιού και μυρίζοντας, μ' ανασηκωτή μύτη, τον αέρα, από δω κι από κει, όπως κάνουν τ' αγρίμια στο κλουβί, και κουνούσε το φακιδιάρικο δεξί χέρι της, ελαφρά κλεισμένο και με το μεγάλο δάχτυλο γυρισμένο προς τα πάνω, σαν να ήθελε να πει: «Γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! Μην ακούτε τι λέω, μα μιλάτε ο ίδιος, για να μπορέσω να φύγω». Ήταν μια γυναίκα καμιά σαρανταριά χρονών, με μικρότατο ανάστημα, χωρίς γραμμές, ντυμένη με τη λευκή μπλούζα της αδελφής, μα που ήταν κρατημένη με μια ζώνη κι είχε κι ένα σταυρό, σε χρώμα ρουμπινιού, στο στήθος. Κάτω από το κάλυμμα της αδελφής φαίνονταν κόκκινα κι αραιά μαλλιά. Τα νερογάλαζα και φλογισμένα μάτια της, που είχανε κι από πάνω ένα αρκετά προχωρημένο κριθαράκι, έριχναν φευγαλέα βλέμματα, η μύτη της ήταν ανασηκωτή και το στόμα της είχε κάτι το βατραχίσιο, ενώ, το κάτω χείλος του, που έβγαινε λοξά προς τα έξω, έκανε, καθώς μιλούσε, μια κίνηση φτυαριού. Ο Χανς Κάστορπ, ωστόσο, την κοίταζε μ' όλη τη σεμνή, υπομονετική και γιομάτη εμπιστοσύνη ευπροσηγορία, που του ήταν έμφυτη. — Και τι 'ναι αυτό το κρυολόγημα, λοιπόν, ε; ρώτησε, για δεύτερη φορά, η Προϊσταμένη, προσπαθώντας να δώσει στα μάτια της μια διαπεραστική λάμψη, μα χωρίς να το κατορθώνει, γιατί 'ταν αλλήθωρη. Δε μας αρέσουν αυτού του είδους τα κρυολογήματα. Κρυολογείτε συχνά; Ο ξάδελφός σας δεν κρυολογούσε κι εκείνος συχνά; Πόσων χρονών είστε; Είκοσι τεσσάρων; Είναι η ηλικία που τα παθαίνει αυτά. Και τώρα έρχεστε δω πάνω και κρυολογείτε; Εδώ πάνω, δεν θα έπρεπε να μιλούμε για «κρυολογήματα», αξιότιμε νεαρέ, αυτά 'ναι παραμύθια, από κει κάτου. (Η λέξη «παραμύθια» είχε κάτι το ανατριχιαστικό και το παράτολμο στο στόμα της, έτσι που το πρόφερε, κουνώντας το

κάτω χείλος της, σαν φτυάρι.) Η τραχεία αρτηρία σας είναι ερεθισμένη, απλούστατα. Αρκεί που είδα τα μάτια σας και το κατάλαβα. (Και πάλι έκανε την παράξενη απόπειρα να τον κοιτάξει στα μάτια με διαπεραστικό βλέμμα, χωρίς να το πετυχαίνει τέλεια, άλλωστε.) Μα το συνάχι δεν προέρχεται από το κρύο, οφείλεται σε μόλυνση, όταν ο οργανισμός έχει την προδιάθεση να μολυνθεί, και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να μάθουμε, αν βρισκόμαστε μπροστά σε μίαν αθώα μόλυνση ή σε μια μόλυνση λιγότερο αθώα. Όλα τ' άλλα δεν είναι παρά παραμύθια. (Πάλι αυτά τ' ανατριχιαστικά «παραμύθια»!) Είναι πολύ πιθανό, να 'ναι κάτι ανώδυνο σε σας, είπε, και τον κοίταξε με το προχωρημένο κριθαράκι της, πώς, ο Χανς Κάστορπ δε θα 'ξερε να το πει. Πάρετε τούτο δω το αθώο αντισηπτικό. Μπορεί και να σας κάμει καλό. Και τράβηξε από τη δερμάτινη τσάντα, που κρεμόταν στη ζώνη της, ένα μικρό πακετάκι, που το απόθεσε πάνω στο τραπέζι. Ήταν φορμόλη. — Έπειτα, φαίνεστε ερεθισμένος, σα να είχατε πυρετό. Και δεν έπαυε να τον κοιτάζει κατάματα, μα πάντα μ' ένα βλέμμα κάπως φευγαλέο. — Πήρατε τον πυρετό σας; Έκανε νεύμα πως όχι. — Γιατί όχι; ρώτησε και το κάτω χείλος της, που προεξείχε λοξά, έμεινε μετέωρο. Σώπασε. Ο Χανς Κάστορπ ήταν ακόμη τόσο νέος, που είχε διατηρήσει τη συνήθεια του μαθητή, που στέκεται μπροστά στο θρανίο του, που δεν ξέρει τίποτα και σωπαίνει. — Μήπως, κατά τύχη, δεν παίρνετε ποτέ τον πυρετό σας; — Μάλιστα, κυρία Προϊσταμένη. Όταν έχω πυρετό. — Νεαρέ, τον πυρετό του τον παίρνει κανείς, ακριβώς για να δει αν έχει πυρετό. Και τώρα, σύμφωνα με τη γνώμη σας, δεν έχετε; — Δεν ξέρω ακριβώς, κυρία Προϊστάμενη. Δε μπορώ να το εξακριβώσω απόλυτα. Από τότε που ήρθα εδώ, πάντα ένιωθα κάποια ζέστη και ρίγη. — Αχά! Και πού έχετε το θερμόμετρό σας; — Δεν έχω κανένα μαζί μου, κυρία Προϊσταμένη. Για ποιο λόγο, αφού δε βρίσκομαι εδώ παρά σαν επισκέπτης; Είμαι πολύ καλά. — Παραμύθια! Με φωνάξατε επειδή είστε πολύ καλά; — Όχι, είπε ευγενικά, μα γιατί είμαι λίγο… —… κρυωμένος. Τέτοια κρυολογήματα μας έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένα. Πάρτε! είπε, κι έψαξε πάλι μέσα στην πέτσινη τσάντα της, για να βγάλει δυο δερμάτινες θήκες, μακρουλές, μια μαύρη και μια κόκκινη που τις έβαλε πάνω στο τραπέζι επίσης. Κείνο κει στοιχίζει τριάμισι φράγκα και τούτο δω πέντε. Φυσικά, θα εξυπηρετιόσασταν καλύτερα, παίρνοντας των πέντε φράγκων. Μπορεί να το 'χετε σ' όλη σας τη ζωή, κάθε φορά που θα το χρειάζεστε. Πήρε, χαμογελώντας, την κόκκινη θήκη και την άνοιξε. Φιλάρεσκο σαν κόσμημα, το γυάλινο όργανο ήταν τοποθετημένο σ' ένα κοίλωμα, που ήταν ακριβώς προσαρμοσμένο

στο σχήμα του και καπιτοναρισμένο με κόκκινο βελούδο. Όλοι οι βαθμοί ήταν σημειωμένοι με κόκκινες γραμμές, με μαύρες τα δέκατα. Οι αριθμοί ήταν κόκκινοι και το κάτω μέρος, που τέλειωνε στενεύοντας, ήταν γιομάτο γυαλιστερόν υδράργυρο. Η στήλη ήταν κατεβασμένη και παγωμένη, πολύ πιο κάτω, από τον κανονικό βαθμό της ζωικής θερμοκρασίας. Ο Χανς Κάστορπ ήξερε τι οφειλόταν στο ίδιο τούτο όργανο και στη γοητεία του. — Θα πάρω αυτό, είπε, χωρίς καν να δώσει την παραμικρή προσοχή στο άλλο. Τούτο δω, των πέντε. Μπορώ αμέσως να σας… — Βεβαιότατα! κακάρισε η προϊσταμένη. Προπαντός να μη τσιγκουνευόμαστε, όταν πρόκειται ν' αγοράσουμε κάτι που 'χει τόση σπουδαιότητα! Δε βιάζει, θα σας το περάσουνε στον λογαριασμό. Δώσετέ μου το, πρέπει να το κατεβάσουμε πρώτα ολότελα — έτσι. Και του ξαναπήρε το θερμόμετρο από τα χέρια, το κούνησε πολλές φορές στον αέρα κι έκανε να κατεβεί ο υδράργυρος πιο κάτω ακόμη, ίσαμε πιο κάτω από το 35. — Θ' ανεβεί, θ' ανεβεί ο υδράργυρος, είπε. Πάρετε το απόχτημά σας, λοιπόν. Θα ξέρετε, χωρίς άλλο, τις συνήθειές μας. Κάτω από την αξιότιμη γλώσσα σας, επί επτά λεπτά, τέσσερις φορές τη μέρα, και καλά κλεισμένα τα πολύτιμα χείλη σας. Χαίρετε, νεαρέ! Σας εύχομαι καλά αποτελέσματα. Κι έφυγε από το δωμάτιο. Ο Χανς Κάστορπ, που είχε σκύψει, στεκότανε πλάι στο τραπέζι και κοίταζε την πόρτα, απ' όπου είχε εξαφανιστεί η Προϊσταμένη, και τ' όργανο που του είχε αφήσει. Αυτή 'ταν, λοιπόν, η Προϊσταμένη φον Μύλεντονκ; συλλογίστηκε. Ο Σετεμπρίνι δεν την κάνει γούστο κι είναι αλήθεια, πως έχει τις δυσάρεστες πλευρές της. Το κριθαράκι δεν είναι όμορφο — άλλωστε, δεν το έχει και πάντα, βέβαια. Μα γιατί με λέει όλη την ώρα «νεαρό» και τονίζει κιόλας αυτό το Ρ σαν να 'τανε δεκαπέντε στη σειρά; Μια κάπως παράξενη αφέλεια. Και να που μου πούλησε ένα θερμόμετρο, πάντα θα 'χει κάμποσα στη δερμάτινη τσάντα της. Φαίνεται, πως υπάρχουν παντού εδώ, σ' όλα τα μαγαζιά, ακόμη κι εκεί που δε θα το περίμενε κανείς, το είχε πει ο Γιόαχιμ. Μα δεν είχα ανάγκη να σκοτίσω και πολύ το κεφάλι γι' αυτό, αφού έπεσε μόνο του στα χέρια μου. Έβγαλε το εύθραυστο αντικείμενο από τη θήκη του, το κοίταξε κι ύστερα άρχισε να πηγαινοέρχεται ανήσυχα στην κάμαρά του, κρατώντας το στο χέρι. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα και δυνατά. Στράφηκε κατά την ανοιχτή πόρτα του μπαλκονιού κι έκανε μια κίνηση προς την άλλη του δωματίου, σαν να 'χε νιώσει τον πειρασμό να επισκεφτεί το Γιόαχιμ, μ' αμέσως παραιτήθηκε απ' αυτή τη σκέψη κι έμεινε όρθιος πλάι στο τραπέζι του, βήχοντας, για να δοκιμάσει το χόντρεμα της φωνής του. Κι αμέσως του ήρθε αληθινός βήχας. Ναι, πρέπει να δω, αν το συνάχι μου έφερε πυρετό, είπε, κι έβαλε γρήγορα το θερμόμετρο στο στόμα του, με τη στενή του άκρη κάτω από τη γλώσσα του, έτσι που το γυάλινο όργανο έβγαινε λοξά, ανάμεσα από τα χείλη του, που τα έσφιγγε για να μην αφήσουν να μπει αέρας απ' έξω. Ύστερα κοίταξε το ρολόι του χεριού του. Ήταν δέκα παρά είκοσι τέσσερα λεπτά. Κι άρχισε να περιμένει να περάσουνε τα εφτά λεπτά.

Ούτε ένα δευτερόλεπτο περισσότερο, σκέφτηκε, κι ούτε ένα λιγότερο. Μπορούν να μου έχουν εμπιστοσύνη. Δεν έχουν ανάγκη να μου το αλλάξουν με καμιά «βουβή αδελφή», όπως έκαναν μ' εκείνο το πρόσωπο που ανάφερε ο Σετεμπρίνι, την Οττίλιε Κνάιφερ. Κι άρχισε να περπατά μέσα στην κάμαρα, πιέζοντας το θερμόμετρο κάτω από τη γλώσσα του. Η ώρα σερνόταν σαν χελώνα, τ' ορισμένο χρονικό διάστημα φαινόταν ατέλειωτο. Δυόμιση λεπτά μόνο είχαν περάσει, όταν κοίταξε τους λεπτοδείκτες, από φόβο πως είχε αφήσει να περάσει ένα λεπτό παραπάνω. Έκανε χίλια πράματα, έπιανε το ένα και το άλλο και του άλλαζε θέση, έβγαινε στο μπαλκόνι, προσέχοντας να μη τον δει ο ξάδελφός του, κοίταζε το τοπίο, αυτή την ορεινή κοιλάδα, που είχε γίνει κιόλας στενά γνώριμη στο πνεύμα του μ' όλες τις μορφές της: με τις ακρώρειές της, με τις κορυφογραμμές της και τις βραχώδεις παρυφές της, με την προεκτεινόμενη κλεισούρα του Μπρέμπιχλ, αριστερά, που η ράχη του κατέβαινε λοξά, κατά το χωριό, και που το τραχύ Μάττενβαλντ σκέπαζε το πλευρό του, με τους ορεινούς όγκους, δεξιά, που τα ονόματά τους δεν του ήταν λιγότερο γνώριμα και το Αλτάινβαλντ, που, ιδωμένο από δω, φαινόταν να κλείνει την κοιλάδα προς τα νότια. Κοίταξε προς τα μονοπάτια και τα παρτέρια της ταράτσας του κήπου, τη βραχένια σπηλιά, το έλατο, αφουγκράστηκε το ψιθύρισμα, που ανέβαινε από την αίθουσα της ανάπαυσης και ξαναγύρισε στην κάμαρά του, προσπαθώντας να διορθώσει τη θέση του γυάλινου οργάνου στο στόμα του, και να σύρει ψηλά το μανικέτι του, ύστερα, τραβώντας το μανίκι από τη μασχάλη, γιατί έπεφτε και σκέπαζε το κάτω μέρος του μπράτσου του κι έτσι τον εμπόδιζε να δει το ρολόι του. Μ' αυτά και μ' αυτά, με πολύ κόπο και πολλές προσπάθειες, με σπρωξίματα, τραβήγματα και ποδοσυρσίματα, περάσανε τα έξι λεπτά. Μα καθώς βυθίστηκε τώρα σ' ονειροπολήσεις, ορθός στη μέση της κάμαρας, αφήνοντας ελεύθερες τις σκέψεις του, το τελευταίο λεπτό, που έμενε ακόμη, ξέφυγε απαρατήρητο, με γατίσια αλαφράδα. Μια καινούρια κίνηση του μπράτσου αποκάλυψε τη λαθραία φυγή του κι ήταν κάπως πάρα πολύ αργά, ένα τρίτο του όγδοου λεπτού ανήκε κιόλας στο παρελθόν, όταν, λέγοντας μέσα του, πως δεν είχε πολλή σημασία και πως το αποτέλεσμα, γενικά, δε θα είχε αλλοιωθεί, έβγαλε το θερμόμετρο από το στόμα του και το κοίταξε με ταραγμένα μάτια. Δεν διάκρινε αμέσως πόσο έδειχνε, η λάμψη του υδραργύρου συγχεότανε με τη φωτεινή αντανάκλαση του λεπτού και στρογγυλού γυάλινου περιβλήματος, κι η στήλη φαινότανε πότε ότι είχε ανέβει πολύ ψηλά και πότε σα να μην υπήρχε καθόλου. Πλησίασε το θερμόμετρο στα μάτια του, το γύρισε από δω κι από κει και δε διάκρινε τίποτα. Επιτέλους, ύστερα από ένα ευνοϊκότερο στρίψιμο, η στήλη έγινε ευδιάκριτη, τη συγκράτησε κι έβαλε το μυαλό του να λειτουργήσει γρήγορα. Ο υδράργυρος είχε διογκωθεί πραγματικά, είχε διογκωθεί πολύ, η στήλη είχε ανεβεί αρκετά ψηλά, βρισκότανε αρκετά δέκατα πιο πάνω από το όριο της κανονικής θερμοκρασίας. Ο Χανς Κάστορπ είχε 37,6. Μες στο πρωί, μεταξύ δέκα κι εντεκάμιση 37,6 — ήταν πάρα πολύ, ήταν πυρετός. Πυρετός, σαν επακολούθημα μιας μόλυνσης, για την οποία ο οργανισμός του είχε προδιάθεση — έτσι δεν απόμενε πια, παρά να βρεθεί και το είδος της μόλυνσης. 37,6! Κι

ο ίδιος ο Γιόαχιμ δεν είχε περισσότερο, κανένας εδώ δεν είχε περισσότερο πυρετό, που να μη μένει στο κρεβάτι σαν σοβαρά άρρωστος ή ετοιμοθάνατος, ούτε κι αυτή η Κλέεφελντ με τον πνευμοθώρακά της… ούτε κι η Μαντάμ Σοσά. Φυσικά, στη δική του περίπτωση, δεν ήταν, ίσως, πέρα για πέρα το ίδιο πράμα — ένας απλός γριππώδης πυρετός, όπως έλεγαν εκεί κάτω. Μα δεν μπορούσε να τον διακρίνει κανείς και να κρατήσει τον ένα πυρετό χωριστά από τον άλλο. Ο Χανς Κάστροπ δεν πίστευε, ότι δεν είχε αυτό τον πυρετό, παρά μόνο ύστερα από το κρυολόγημά του, και μετάνιωνε που δεν είχε συμβουλευτεί τον υδράργυρο πιο νωρίς, από την αρχή, όταν του το είχε υποβάλει ο δόκτορας Μπέρενς. Η συμβουλή αυτή ήταν απόλυτα λογική, πράμα που αποδειχνότανε τώρα, κι ο Σετεμπρίνι είχε ολωσδιόλου άδικο, που ξέσπασε σε τόσο δυνατά και κοροϊδευτικά γέλια. Ο Σετεμπρίνι με τη Δημοκρατία του και τ' ωραίο ύφος του! Ο Χανς Κάστορπ περιφρονούσε τη Δημοκρατία και τ' ωραίο ύφος, ενώ εξέταζε πάλι και πάλι την ένδειξη του θερμόμετρου, που η αντανάκλαση του γυαλιού τον είχε κάνει να τη χάσει δυο φορές και που δεν την ξανάβρισκε παρά στρέφοντας και ξαναστρέφοντας τ' όργανο ανάμεσα στα χέρια του. Κι η ένδειξη αυτή ήταν: 37,6 κι αυτό πρωί-πρωί, σχεδόν αξημέρωτα. Η ταραχή του ήταν μεγάλη. Ανεβοκατέβηκε κάμποσες φορές μέσα στην κάμαρα, με το θερμόμετρο στο χέρι, φροντίζοντας να το κρατά οριζόντια, για να μην ταράξει τον υδράργυρο με καμιά κάθετη κίνηση, κι ύστερα το άφησε προσεχτικά στο νιπτήρα, και το πρώτο που έκανε ήταν να πάει στην κούρα του με παλτό και κουβέρτες. Καθισμένος, τυλίχτηκε μέσα στις κουβέρτες του, καθώς είχε μάθει, από τις δυο πλευρές κι από το κάτω μέρος, τη μια πάνω στην άλλη, μ' εξασκημένο χέρι, κι έμεινε ακίνητος, περιμένοντας να 'έρθει η ώρα του δεύτερου προγεύματος, που θα ερχότανε να τον πάρει ο Γιόαχιμ. Από καιρό σε καιρό, χαμογελούσε, κι ήταν σα να 'χε χαμογελάσει σε κάποιον. Κάποτε-κάποτε, το στήθος του φούσκωνε από ένα ρίγος γιομάτο αγωνία κι ένιωθε την ανάγκη να βήξει, μέσα από το γριππιασμένο στήθος του. Ο Γιόαχιμ τον βρήκε ξαπλωμένο ακόμη, όταν, στις έντεκα, αφού είχε αντηχήσει το γκονγκ, μπήκε να τον πάρει να κατεβούν στην τραπεζαρία. — Μπα; έκαμε ερωτηματικά κι έκπληκτος, πλησιάζοντας στην ξαπλωτούρα του. Ο Χανς Κάστορπ σώπασε ακόμη ένα λεπτό και κοίταξε μπροστά του. Ύστερα αποκρίθηκε: — Ναι, το πιο πρόσφατο νέο, λοιπόν, είναι ότι έχω λίγο πυρετό. — Τι σημαίνει αυτό; ρώτησε ο Γιόαχιμ. Μήπως αισθάνεσαι να 'χεις πυρετό; Ο Χανς Κάστορπ τον έκαμε πάλι να περιμένει την απάντησή του, που τη διατύπωσε με κάποια τεμπελιά, με τούτο τον τρόπο: — Πυρετό, αγαπητέ μου, αισθάνομαι ότι έχω τώρα και πολλές μέρες κιόλας, όλο το διάστημα που βρίσκομαι εδώ σχεδόν. Τώρα, όμως, δεν πρόκειται πια για υποκειμενικές εντυπώσεις, παρά για μια ακριβέστατη διαπίστωση. Πήρα τον πυρετό μου.

— Πήρες τον πυρετό σου; Με τι; φώναξε τρομαγμένος ο Γιόαχιμ. — Μ' ένα θερμόμετρο, εννοείται, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ, όχι δίχως κάποιο τόνο κοροϊδίας και στρυφνάδας. Μου πούλησε ένα η Προϊσταμένη. Γιατί λέει, τον κόσμο, όλη την ώρα, «νεαρέ» και «νεαρέ», δεν μπορώ να το καταλάβω. Ευγενικό, μια φορά, δεν είναι. Μα μου πούλησε, με μεγάλη πρεμούρα, ένα εξαίρετο θερμόμετρο, κι αν θέλεις να πειστείς για τον πυρετό που γράφει, βρίσκεται εκεί, πάνω στο κρύσταλλο του νιπτήρα. Ο Γιόαχιμ έκανε μισή στροφή και μπήκε στην κάμαρα. Όταν ξαναγύρισε, είπε με δισταχτικό τόνο: — Ναι, 37 κόμμα 5 1/2. — Τότε, κατέβηκε λίγο, αποκρίθηκε γρήγορα ο Χανς Κάστορπ, πριν λίγο ακόμα ήταν και έξι. — Δε μπορεί καθόλου να πει κανείς, ότι είναι μικρό πράμα, για πρωί, είπε ο Γιόαχιμ. Ωραία έκπληξη! είπε και στάθηκε μπροστά στην ξαπλωτούρα του ξαδέλφου του, όπως ακριβώς μπορεί να σταθεί κανείς μπροστά σε μια «ωραία έκπληξη», με τα μπράτσα ριγμένα στο πλάι και με χαμηλωμένο κεφάλι. — Πρέπει να πέσεις στο κρεβάτι. Ο Χανς Κάστορπ είχε κιόλας μίαν απάντηση έτοιμη! — Δεν καταλαβαίνω, είπε, γιατί θα πρέπει να πλαγιάσω με 37,6, εκεί που εσύ, και τόσοι άλλοι, που δεν έχετε λιγότερο απ' αυτόν, μπορείτε και κυκλοφορείτε ελεύθερα. — Μα είναι εντελώς διαφορετικό αυτό, είπε ο Γιόαχιμ. Σε σένα είναι οξείας μορφής κι άβλαβος. Δεν έχεις παρά γριππώδη πυρετό. — Πρώτα-πρώτα, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ, και χώρισε, μάλιστα, τα λεγόμενά του σε δυο μέρη, σε «πρώτα-πρώτα» και σε «δεύτερον», δεν καταλαβαίνω, πρώτα-πρώτα, γιατί μ' έναν αθώο πυρετό —ας υποθέσουμε, μια στιγμή, πως υπάρχει— γιατί μ' έναν αθώο πυρετό πρέπει να μείνω στο κρεβάτι, κι όχι μ' έναν άλλο πυρετό. Και, δεύτερον, δεν σου είπα κιόλας, πως το κρυολόγημα δεν μου έδωσε περισσότερο πυρετό απ' όσο είχα πρωτύτερα; Ξεκινώ από την αρχή, πως το 37,6 είναι ίσο με το 37,6. Αν εσείς μπορείτε και βγαίνετε, μπορώ κι εγώ. — Μα όταν έφτασα εδώ, χρειάστηκε να μείνω επί τέσσερις εβδομάδες στο κρεβάτι, παρατήρησε ο Γιόαχιμ, και μόνο όταν αποδείχτηκε, πως το κρεβάτι δε χαμήλωνε τον πυρετό, αποφάσισα να σηκωθώ. Ο Χανς Κάστορπ χαμογέλασε. — Ε, λοιπόν; ρώτησε. Υποθέτω πως το δικό σου ήταν διαφορετικό. Μου φαίνεται, ότι αντιφάσκεις. Στην αρχή, κάνεις διάκριση κι ύστερα τ' ανακατεύεις. Αυτά 'ναι παραμύθια… Ο Γιόαχιμ πήρε μια στροφή στα τακούνια του κι όταν ξαναβρέθηκε αντικρυστά με τον ξάδελφό του, φάνηκε πως στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του υπήρχε ακόμη μια σκοτεινή σκιά.

— Όχι, είπε, δεν τ' ανακατεύω, εσύ 'σαι μόνο που 'χεις ταραγμένο το κεφάλι. Θέλω απλά να πω μόνο, ότι είσαι πολύ σοβαρά κρυωμένος, πράμα που γίνεται αισθητό, άλλωστε, από τη φωνή σου, και θα 'πρεπε να πέσεις στο κρεβάτι, για να κόψεις την πρόοδο της αρρώστιας, αφού θέλεις να φύγεις την άλλη εβδομάδα. Μα, αν δε θέλεις —θέλω να πω: αν δε θέλεις να πέσεις στο κρεβάτι— τότε μπορείς και να μη το κάνεις. Δε σου δίνω διαταγές. Οπωσδήποτε, τώρα πρέπει να πάμε στο πρόγευμα. Και γρήγορα, μάλιστα, γιατί η ώρα πέρασε. — Σωστά. Εμπρός! είπε ο Χανς Κάστορπ και πέταξε τις κουβέρτες από πάνω του. Μπήκε στην κάμαρα, για να περάσει τη βούρτσα από τα μαλλιά του και, την ώρα αυτή, ο Γιόαχιμ έριξε μια ματιά ακόμη στο θερμόμετρο, πάνω στον νιπτήρα, πράμα που ο Χανς Κάστορπ το πρόσεξε από μακριά. Ύστερα, έφυγαν σιωπηλοί και ξαναπήρανε, για μια ακόμη φορά, τις θέσεις τους στην τραπεζαρία, που έλαμπε πάντα, τούτη δω την ώρα, κατάλευκη, από το γάλα. Όταν η νάνος έφερε στον Χανς Κάστορπ τη μπίρα του Κούλμπαχ, την αρνήθηκε με μια σοβαρή, αποποιητική έκφραση. Σήμερα, προτιμούσε να μην πιει μπίρα. Δε θα έπινε τίποτα, όχι, ευχαριστώ πολύ, το πολύ-πολύ καμιά γουλιά νερό. Αυτό έκανε αίσθηση γύρω του. Γιατί; Τι ήταν, πάλι, το νέο αυτό! Γιατί όχι μπίρα; Είχε λίγο πυρετό, πέταξε ανέμελα ο Χανς Κάστορπ. 36,7. Μικροπράματα. Μα να που τον απειλούσαν με τους δείχτες τους — αυτό 'ταν πολύ παράξενο. Έπαιρναν ένα ύφος πανούργο, κουνούσαν το κεφάλι, έκλιναν το μάτι κι έφερναν τον δείχτη στο ύψος του αυτιού, σα να 'χανε ακούσει σκανταλιστικά, πικάντικα πράματα για κάποιον, που παρίστανε τον αθώο. — Μπα, μπα, εσείς! Είπε η δασκάλα και κοκκίνισε το χνούδι στα μάγουλά της, ενώ τον απειλούσε, χαμογελώντας. Ωραίες ιστορίες ακούει κανείς, άτακτο παιδί. Γι' άκου, άκου, άκου. —Άι, άι, άι, έκανε κι η φράου Σταιρ και τον απείλησε με το χοντρό, κόκκινο, κομμένο της δάχτυλο, που το κρατούσε κοντά στη μύτη της. Ο κύριος επισκέπτης έχει πυρετό. Μου είστε σεις ένας — πονηρέ, πονηρέ, πονηρέ! Ακόμα κι η θεία, στην άλλη άκρη του τραπεζιού, τον απείλησε με το δάχτυλο, με μια έκφραση πειραχτική και χλιαρή συγχρόνως, όταν το νέο έπεσε πάνω της. Η ωραία Μαρούσγια, που, ίσαμε κείνη τη στιγμή, δεν τον είχε αξιώσει ούτε με την πιο ελάχιστη προσοχή, έσκυψε προς το μέρος του και τον κοίταξε, σφίγγοντας το αρωματισμένο με πορτοκάλι μαντηλάκι της στο στόμα, με τα καστανά, ολοστρόγγυλα μάτια της, απειλώντας τον. Ακόμα κι ο Δρ. Μπλούμενκολ, που η φράου Σταιρ του το πρόφτασε δεν μπόρεσε να μην κάμει την κίνηση όλων των άλλων και μόνο η μις Ρόμπινσον φάνηκε αδιάφορη και κλεισμένη, όπως πάντα. Ο Γιόαχιμ κρατούσε τα μάτια του κατεβασμένα, με πολλή διακριτικότητα. Ο Χανς Κάστορπ, κολακευμένος απ' όλα αυτά τα πειράγματα, θεώρησε, πως έπρεπε να υπερασπιστεί, με σεμνότητα, τον εαυτό του.

— Όχι, όχι, είπε, κάνετε λάθος, η περίπτωσή μου είναι από τις πιο ευχάριστα αθώες, είμαι κρυωμένος, το βλέπετε: τα μάτια μου δακρύζουνε, το στήθος μου βράζει, βήχω τη μισή νύχτα, κι αυτό 'ναι αρκετά δυσάρεστο… Μα εκείνοι δεν τις δέχονταν τις δικαιολογίες αυτές και γελούσαν και με το χέρι του έκαναν νόημα, ότι δεν έπρεπε να επιμένει, φωνάζοντας: — Ναι, ναι, ναι, αυτά 'ναι αστεία, δικαιολογίες, συνάχι, τα ξέρουμε, τα ξέρουμε αυτά! Κι ύστερα, απαίτησαν όλοι τους, με μιας, να παρουσιαστεί ο Χανς Κάστορπ, χωρίς να χάνει καιρό, για εξέταση. Η είδηση τους είχε ζωηρέψει. Ανάμεσα στα εφτά τραπέζια, το δικό τους ήταν το πιο εύθυμο, όσο κράτησε το πρόγευμα. Η φράου Σταιρ, προπαντός, με κατακκόκινο, πεισματάρικο πρόσωπο πάνω από το γιακαδάκι της και με μικρές ραγάδες στα μάγουλα, έδινε δείγματα μιας σχεδόν άγριας ομιλητικότητας κι επεξετάθηκε στη διασκεδαστικότητα του βήχα — ναι, ήταν χωρίς άλλο μια διασκεδαστική και ηδονική κατάσταση, όταν, στο βάθος-βάθος του στήθους το γαργάλισμα μεγαλώνει, και προσπαθεί κανείς να σφίγγεται και να πιέζεται, για να το περιορίσει και να το σταματήσει. Ήταν μια ανάλογη ευχαρίστηση μ' εκείνη που σας δίνει το φτάρνισμα, όταν η διάθεσή σας να φταρνιστείτε γίνεται ακαταμάχητη, έτσι που, με μια έκφραση σαν του μεθυσμένου, κάνετε μερικές βίαιες εισπνοές κι εκπνοές και στο τέλος αφήνεστε με ηδονή, ξεχνώντας όλο τον κόσμο, στην ευτυχία της έκρηξής του. Κι αυτό γίνεται, κάποτε, και δυο και τρεις φορές συνέχεια. Αυτές ήταν χαρές της ζωής, που τις χαιρότανε τζάμπα, κανείς όπως κι η άλλη, λόγου χάρη, την άνοιξη, που ξύνετε τις χιονίστρες σας ώσπου να ματώσουν, όταν αρχίζουν να σας γαργαλάνε τόσο ηδονικά — τις ξύνετε ώσπου να ματώσουν, μ' έναν σκληρό ζήλο, λυσσασμένο κι ευτυχισμένο, κι αν κατά τύχη κοιτάξετε κείνη τη στιγμή στον καθρέφτη, θα δείτε να 'χετε μια διαβολική μάσκα. Με τούτη την ανατριχιαστική επιμονή μιλούσε η αγράμματη Σταιρ, ίσαμε που τέλειωσε το σύντομο, μα πλούσιο, δεύτερο πρόγευμα, και τα δυο ξαδέλφια φύγανε για τον δεύτερο πρωινό τους περίπατο, κατά το Νταβός-Πλατς. Ο Γιόαχιμ ήταν βυθισμένος μέσα του στο δρόμο, κι ο Χανς Κάστορπ ξεφυσούσε από το συνάχι κι έβηχε μέσα από το στήθος του, που έβραζε. Στην επιστροφή, ο Γιόαχιμ είπε: — Σου κάνω μια πρόταση. Σήμερα έχουμε Παρασκευή — αύριο, ύστερα από το φαγητό, κάνω τη μηνιαία μου εξέταση. Δεν είναι μια πλήρης εξέταση, παρά μόνο που ο Μπέρενς μου δίνει κάμποσα χτυπήματα στην πλάτη κι ο Κροκόβσκι κρατά σημειώσεις. Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μου και να ζητήσεις, με την ευκαιρία αυτή, να σ' ακροαστούνε στα γρήγορα. Είναι γελοίο, μ' αν βρισκόσουν στο σπίτι, θα καλούσες, χωρίς άλλο, τον Χάιντεκιντ. Κι εδώ πέρα, που έχουμε δυο ειδικούς, τριγυρίζεις και δεν ξέρεις την κατάστασή σου, ούτε ίσαμε ποιο σημείο είσαι άρρωστος κι αν δε θα 'κανες καλύτερα να πέσεις στο κρεβάτι. — Πολύ καλά, είπε ο Χανς Κάστορπ, όπως θέλεις. Μπορώ, φυσικά, να το κάνω αυτό. Και θα είναι πολύ ενδιαφέρον, μάλιστα, για μένα, να παραβρεθώ κάποτε σε μια εξέταση. Ήταν σύμφωνοι, λοιπόν. Κι όταν έφτασαν πάνω, μπροστά στο Σανατόριο, η τύχη τα

έφερε έτσι, που να συναντήσουνε τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, προσωπικά, και να βρουν μίαν ευνοϊκή ευκαιρία, για να διατυπώσουν την αίτησή τους. — Καλημέρα, κύριοι! είπε. Πάντα στους χορούς; Σας άρεσε ο μεγάλος κόσμος; Γυρίζω, ακριβώς, από μια άνιση μάχη, με μαχαίρι και πριόνι — σοβαρή δουλειά, ξέρετε, πλευροτομή! Παλιότερα, ένα πενήντα τα εκατό, έμεναν στο τραπέζι του χειρουργείου. Μα τώρα τα καταφέρνουμε καλύτερα, μ' όλο που και τώρα ακόμη μας συμβαίνει να μαζεύουμε, καμιά φορά, τα εργαλεία μας, πριν τελειώσουμε, mortis causa. Μπα! τούτος δω ο σημερινός έπαιρνε απ' αστεία: κρατά γερά για την ώρα… Παράξενο, ένας ανθρώπινος θώρακας, ανύπαρκτος σχεδόν. Ασθενικό, ευπρόσβλητο τμήμα, που σου συσκοτίζει το μυαλό… Μπα! Και σεις; Πώς είναι η πολύτιμη υγεία σας; Η ζωή είναι πιο ευχάριστη με συντροφιά, ε, Τσίμσεν, γριά αλεπού; Γιατί κλαίτε, λοιπόν, εσείς, ο περιηγητής; στράφηκε, ξαφνικά, προς τον Χανς Κάστορπ, απαγορεύεται να κλαίει κανείς δημόσια, εδώ πέρα. Είναι ο κανονισμός του ιδρύματος μας αυτός. Αν το έκανε ο καθένας, τι θα γινότανε; — Είναι από το συνάχι μου, Δόκτωρ, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Δεν ξέρω πώς το έπαθα, αλλ' άρπαξα ένα γερό συνάχι. Βήχω και το στήθος μου βράζει. — Έτσι; είπε ο Μπέρενς. Τότε θα 'πρεπε, ίσως, να συμβουλευτείτε κανέναν γιατρό, που να καταλαβαίνει απ' αυτά. Γέλασαν κι οι δυο κι ο Γιόαχιμ αποκρίθηκε, ενώνοντας τα τακούνια. — Αυτό ακριβώς θα κάνουμε, κύριε Σύμβουλε. Αύριο είναι η μέρα μου να μ' εξετάσετε, και θα θέλαμε ακριβώς να σας παρακαλέσουμε να εξετάσετε, συγχρόνως και τον εξάδελφό μου, αν είχατε την καλοσύνη. Για να μάθουμε, αν θα μπορέσει να φύγει την Τρίτη. — Π.ε. είπε ο Μπέρενς. Π.ε.ν.σ.ε. Πολύ ευχαρίστως να σας εξυπηρετήσουμε, θα 'πρεπε ν' αρχίζαμε από κει. Από τη στιγμή που βρίσκεται κανένας εδώ, πρέπει να το κάνει αυτό πάντα. Μα, φυσικά, δε θέλουν να μπαίνουν στον κόπο. Λοιπόν, αύριο, κατά τις δυο, αμέσως μετά το παχνί! — Γιατί έχω ακριβώς και λίγο πυρετό, πρόσθεσε ο Χανς Κάστορπ. — Τι λέτε εκεί! φώναξε ο Μπέρενς. Και για καινούριο μου το λέτε αυτό; Νομίζετε πως δεν έχω μάτια να βλέπω; Και με τον τεράστιο δείχτη του έδειξε και τα δυο αιματόστικτα, νερογάλαζα και δακρυσμένα μάτια του. — Και τι πυρετό έχετε, λοιπόν; Ο Χανς Κάστορπ είπε δειλά τον αριθμό. — Το πρωί; Χμ, όχι και λίγο. Για αρχή, δεν είστε κι απροίκιστος. Ωραία, λοιπόν, αύριο θα σας περιμένω και τους δυο! Η τιμή θα 'ναι δική μου. Ευλογημένη χώνεψη! Και με στραβά γόνατα και σαν κουπιά χέρια άρχισε να κατηφορίζει το δρόμο, ενώ ο

καπνός του πούρου του κυμάτιζε πίσω του σαν σημαία. — Να, λοιπόν, που εκπληρώθηκε κι η επιθυμία σου, είπε ο Χανς Κάστορπ. Καλύτερη συνάντηση δε μπορούσαμε να 'χουμε και να που μπήκα κι εγώ στον χορό! Κι άλλωστε, είναι προβληματικό, αν θα μπορέσει να κάνει τίποτα σ' αυτή την υπόθεση, εχτός ίσως από το να μου παραγγείλει κανένα χυμό γλυκόριζας ή κανένα βραστάρι, μα είναι ευχάριστο, παρ' όλ' αυτά, το να μπορεί να υπολογίζει κανείς σε κάποια ιατρική ανακούφιση, όταν αισθάνεται όπως εγώ. Μα γιατί μιλά πάντα τόσο απίθανα εξεζητημένα; Στην αρχή, αυτό με διασκέδαζε, μα με τον καιρό μου έγινε δυσάρεστο. «Ευλογημένη χώνεψη!» Τι έκφραση! Μπορεί να πει κανείς «Καλή όρεξη!», γιατί το «Καλή όρεξη» είναι μια ποιητική έκφραση, να πούμε, όπως το «καθημερινό ψωμί», και συμφωνεί πέρα για πέρα με το «ευλογημένη». Μα η «χώνεψη» είναι καθαρή φυσιολογία, και το να επικαλείται γι' αυτήν την ευλογία του θεού, είναι αληθινή κοροϊδία. Ούτε και μ' αρέσει πολύ να τον βλέπω να καπνίζει, αυτό 'χει κάτι το ανησυχητικό για μένα, γιατί ξέρω πως δεν του κάνει καλό, πως τον φέρνει στη μελαγχολία. Ο Σετεμπρίνι ισχυρίζεται, πως η ευθυμία του είναι βιασμένη κι ο Σετεμπρίνι είναι κριτικός, ένας άνθρωπος με σίγουρη κρίση, αυτό θα πρέπει να του το αναγνωρίσουμε. Ίσως θα 'πρεπε να κρίνω κάπως περισσότερο κι εγώ και να μη δέχομαι όλα τα πράματα, όπως παρουσιάζονται. Σ' αυτό το σημείο, έχει απόλυτα δίκιο. Μα, κάποτε, συμβαίνει κι αρχίζει κανείς στη μέση κάτι άλλο, που δεν έχει καμιά σχέση με την κριτική, και, τότε, δεν είναι πια να γίνεται λόγος για ηθική αυστηρότητα, κι η Δημοκρατία και το ωραίο ύφος σου φαίνονται, ξαφνικά, ολωσδιόλου ανούσια… Τα λόγια αυτά τα μουρμούρισε χωρίς πειστικότητα, κι ο ίδιος φαινόταν, ότι δεν τα είχε ξεκαθαρίσει απόλυτα μέσα του όλ' αυτά που ήθελε να πει. Ακόμα κι ο ξάδελφός που τον κοίταξε από το πλάι, του είπε: «Εν τω επανιδείν» κι ύστερα τράβηξε ο καθένας για το δωμάτιό του και τον εξώστη του. — Πόσο; ρώτησε ο Γιόαχιμ, ύστερα από κάμποση ώρα, μ' όλο που δεν είχε δει, ότι ο Χανς Κάστορπ είχε συμβουλευτεί πάλι το θερμόμετρό του… Κι ο Χανς Κάστορπ αποκρίθηκε αδιάφορα: — Τίποτα νεότερο! Πραγματικά, μόλις μπήκε στην κάμαρά του, είχε ξαναπάρει από το κρύσταλλο του νιπτήρα τ' ωραίο πρωινό του απόκτημα, κατέβασε τον υδράργυρο από το 37,5 1/2 που είχε τελειώσει το ρόλο του, με κάθετες κινήσεις, και, σαν έμπειρος άρρωστος, ξαναπήρε τη θέση του στην ξαπλωτούρα, για την κούρα της ανάπαυσης, με το γυάλινο πούρο στο στόμα του. Μα, αντίθετα από την υψιπετάμενη προσδοκία του, και μ' όλο που είχε κρατήσει το θερμόμετρο επί οχτώ λεπτά κάτω από τη γλώσσα του, ο υδράργυρος δεν είχε ανεβεί πέρα από κείνο το 37,6 — κάτι που ήταν, άλλωστε, πυρετός, έστω κι αν δεν ήταν υψηλότερος απ' αυτόν που είχε το πρωί. Ύστερα από το γεύμα, η σπιθηριστή στήλη ανέβηκε στους 37,7, το βράδυ κατέβηκε στους 37,5, μ' όλο που ο άρρωστος αισθανότανε πολύ κουρασμένος από τις συγκινήσεις και τ' αξιοπερίεργα της μέρας, το επόμενο πρωί, νωρίς, δε σημείωσε παρά μόνο 37 για ν' ανεβεί πάλι, κατά το μεσημέρι, στον ίδιο βαθμό της προηγούμενης μέρας. Μ' αυτά και μ' αυτά ήρθε η ώρα του κύριου γεύματος της

επομένης και, με το τέλος του, κι η ώρα του rendez-vous. Ο Χανς Κάστορπ θυμήθηκε, αργότερα, πως, την ώρα εκείνου του γεύματος, η Μαντάμ Σοσά φορούσε ένα χρυσοκίτρινο σουέτερ, με μεγάλα κουμπιά και τσέπες με σιρίτια, που ήταν καινούριο —καινούριο, οπωσδήποτε, για τον Χανς Κάστορπ— και πως, αμέσως μόλις μπήκε, καθυστερημένη λίγο, όπως πάντα, έκανε με τον τόσο γνωστό στον Χανς Κάστορπ, τρόπο της, την παρουσίασή της, αντικρύζοντας, για ένα λεπτό, ολόκληρη την αίθουσα. Ύστερα, όπως κάθε μέρα, επί πέντε φορές, γλίστρησε ως το τραπέζι της, κάθισε μ' ευλύγιστες κινήσεις και, φλυαρώντας αδιάκοπα, άρχισε να τρώει: ο Χανς Κάστορπ, όπως κάθε μέρα, μα, με ιδιαίτερη παρατηρητικότητα, ωστόσο, την είδε να κουνά το κεφάλι της μιλώντας, και πάλι πρόσεξε την καμπύλη του σβέρκου της και τη χαλαρή στάση της ράχης της, όταν, πίσω από την πλάτη του Σετεμπρίνι, που ήταν καθισμένος στην άκρη του λοξά τοποθετημένου τραπεζιού, ανάμεσά τους, κοίταξε προς το τραπέζι των «Καλών Ρώσων». Η φράου Σοσά, από τη μεριά της, δε στράφηκε ούτε μια φορά προς την αίθουσα όλη την ώρα του γεύματος. Μα όταν τέλειωσαν τα επιδόρπια και το μεγάλο δρύινο εκκρεμές, στη δεξιά πλευρά της αίθουσας, εκεί που βρισκόταν το τραπέζι των «Κοινών Ρώσων», χτύπησε δυο φορές, προς μεγάλη έκπληξη του, συγκινημένου απ' αυτό το αίνιγμα, Χανς Κάστορπ, γιατί, όσο να 'ναι, έγινε: ενώ το εκκρεμές χτύπησε δυο φορές —μια κι ύστερα άλλη μια— η όμορφη άρρωστη είχε γυρίσει αργά το κεφάλι και ελαφρά τον κορμό. Πάνω από τον ώμο της και φανερά είχε γυρίσει το βλέμμα της, όχι μόνο προς το τραπέζι τους, μα, χωρίς πιθανή αμφιβολία, προσωπικά προς αυτόν, μ' ένα χαμόγελο στα κλειστά χείλη της και στα λοξόστενα, όπως του Πριμπισλάβ, μάτια της, σα να ήθελε να του πει: Λοιπόν; Είναι ώρα. Θα πας; (γιατί όταν μιλάνε τα μάτια, η κουβέντα γίνεται με το συ, έστω κι όταν τα χείλη, δεν έχουν προφέρει ούτε ένα «σας») — κι αυτό 'τανε ένα γεγονός, που είχε ταράξει και τρομάξει τον Χανς Κάστορπ ίσαμε το βάθος της ψυχής του. Μόλις που πίστευε στα μάτια του, και, χαμένος, στην αρχή είχε κοιτάξει κατάματα τη φράου Σοσά, κι ύστερα, σηκώνοντας τα μάτια, πάνω από το μέτωπό της και τα μαλλιά της τα στήλωσε στο κενό. Ήξερε, λοιπόν, πως επρόκειτο να εξεταστεί στις δυο; Έτσι ακριβώς φαινότανε. Κι ωστόσο, ήταν απίθανο σχεδόν, πώς ήταν δυνατό να το ξέρει, αφού ένα μόλις λεπτό πιο πριν αναρωτιόταν, αν θα ειδοποιούσε τον γιατρό Μπέρενς με τον Γιόαχιμ, πως η γρίπη του πήγαινε καλύτερα και θεωρούσε, συνεπώς, περιττή την εξέτασή του! Σκέψη, που τα πλεονεκτήματά της εκμηδενίστηκαν, ξαφνικά, μπροστά σ' αυτό το ερωτηματικό χαμόγελο, για να πάρει το χρώμα της πιο αποκρουστικής πλήξης. Ένα δευτερόλεπτο πιο ύστερα, ο Γιόαχιμ είχε κιόλας αφήσει την πετσέτα του τυλιγμένη πάνω στο τραπέζι, είχε κάμει νόημα, με μια κίνηση των φρυδιών, στον Χανς Κάστορπ, είχε υποκλιθεί μπροστά στους ομοτράπεζούς των κι άφηνε το τραπέζι, ενώ ο Χανς Κάστορπ, παραπαίοντας μέσα του, μ' όλο που το βήμα του ήταν φαινομενικά σταθερό, και με την αίσθηση πως αυτό το βλέμμα κι αυτό το χαμόγελο βάραιναν πάντα απάνω του, έβιασε το βήμα του να φτάσει τον εξάδελφό του και βγήκε από την αίθουσα. Από χθες το πρωί δεν είχαν μιλήσει πια για το σχέδιό τους κι ακόμα κι αυτή τη στιγμή βαδίζανε σιωπηλά, σύμφωνοι. Ο Γιόαχιμ βιαζότανε: η καθορισμένη ώρα είχε περάσει

κιόλας κι ο γιατρός Μπέρενς απαιτούσε ακρίβεια. Ακολούθησαν το διάδρομο του ισογείου, περνώντας μπροστά από τη «Διαχείριση», και κατέβηκαν τη σκάλα, καθαρά στρωμένη με μουσαμαδένιο διάδρομο, που οδηγούσε στο «υπόγειο». Ο Γιόαχιμ χτύπησε την πόρτα, που βρισκόταν αμέσως αντικρυστά στη σκάλα, και που μια πορσελάνινη επιγραφή την παρουσίαζε σαν είσοδο στην αίθουσα της εξέτασης. — Εμπρός! φώναξε ο Μπέρενς, τονίζοντας πιο έντονα την πρώτη συλλαβή. Στεκόταν στη μέση της αίθουσας, με μπλούζα, κρατώντας στο δεξί χέρι του το μαύρο στηθοσκόπιο και χτυπώντας μ' αυτό το μερί του. — Tempo, tempo, είπε και γύρισε το δακρυσμένο βλέμμα του κατά το εκκρεμές. Un poco piu presto, Signori! Δεν είμαστε μόνο στην αποκλειστική διάθεση της Ευγενείας Σας! Ο γιατρός Κροκόβσκι καθότανε σ' ένα διπλό γραφείο, μπροστά στο παράθυρο, χλομός στη μαύρη λουστρινένια μπλούζα του, με τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι, κρατώντας με το ένα χέρι την πέννα, τη γενειάδα του με το άλλο, έχοντας μπροστά του χαρτιά, τον φάκελο του ασθενούς, χωρίς άλλο, και κοίταξε τους καινουριοφτασμένους, με την απροσδιόριστη έκφραση ενός προσώπου, που δεν βρίσκεται εκεί παρά σαν βοηθός. — Μπα, ας δούμε, λοιπόν, πώς τα πάμε, αποκρίθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος στις δικαιολογίες του Γιόαχιμ, και πήρε το φύλλο με την καμπύλη του πυρετού του, από τα χέρια του, για να το κοιτάξει, ενώ ο ασθενής βιάστηκε να γυμνωθεί από τη μέση και πάνω, και να κρεμάσει τα ρούχα, που έβγαλε, στην κρεμάστρα, που βρισκότανε δίπλα στην πόρτα. Με τον Χανς Κάστορπ δεν ασχολήθηκε κανείς. Έμεινε μια στιγμή όρθιος, κοιτάζοντάς τους, κι ύστερα κάθισε σε μια μικρή πολυθρόνα παλαιού τύπου, που τα χέρια της είχανε φούντες, πλάι σ' ένα μικρό τραπέζι, που πάνω του υπήρχε μια καράφα νερό. Βιβλιοθήκες γιομάτες με χοντρά ιατρικά βιβλία και φακέλους στόλιζαν τους τοίχους. Από έπιπλα, εκτός απ' αυτά, δεν υπήρχε παρά μια πολυθρόνα με κινητή ράχη, σκεπασμένη με λευκό μουσαμά, ενώ το μαξιλάρι της ήταν σκεπασμένο με μια πετσέτα από χαρτί. — Κόμμα 7, κόμμα 9, κόμμα 8, είπε ο Μπέρενς, ξεφυλλίζοντας τα εβδομαδιαία δελτία, όπου ο Γιόαχιμ σημείωνε πιστά τον πυρετό του επί πέντε φορές την ημέρα. Ελάτε, αγαπητέ Τσίμσεν, πάντα και λίγο τοξινωμένος, σίγουρα που δε μπορείτε να ισχυριστείτε, ακριβώς, πως γίνατε πιο γερός από τις προάλλες (οι «προάλλες» ήταν τώρα και τέσσερις εβδομάδες). Δεν ξεδηλητηριαστήκατε ακόμα, δεν ξεδηλητηριαστήκατε, όχι, μα αυτό δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε κι είμαστε μάγοι. Ο Γιόαχιμ επιδοκίμασε με το κεφάλι κι οι γυμνοί ώμοι του ρίγησαν, μ' όλο που θα μπορούσε να παρατηρήσει, πως δεν ήταν μόνο μια μέρα, ακριβώς, από την τελευταία φορά που είχε εξεταστεί. — Και πως πάτε, λοιπόν, με τα τσιμπήματα που νιώθατε στον δεξιό λωβό και που ο ήχος του ήταν πιο οξύς πάντα; Καλύτερα; Για ελάτε δω! Να σας χτυπήσουμε άλλη μια φορά ευγενικά; Κι η εξέταση άρχισε.

Ο Σύμβουλος Μπέρενς, μ' ανοιχτά πόδια και προς τα πίσω γερμένος, έχοντας το στηθοσκόπιο κάτω από τα μπράτσα, άρχισε, χτυπώντας πάνω-πάνω στον δεξί ώμο του Γιόαχιμ, με το πίσω μέρος του τεράστιου χεριού του, χρησιμοποιώντας το μεσαίο του δάχτυλο σαν σφυρί, κι ακουμπώντας στο αριστερό. Ύστερα, κατέβηκε κάτω από την ωμοπλάτη και χτύπησε το πλευρό, τη μέση και το κάτω μέρος της πλάτης, κι ύστερα απ' αυτό, ο Γιόαχιμ, που κρατούσε όρθιο το κορμί του, σήκωσε το μπράτσο για να τον χτυπήσει κάτω από τη μασχάλη. Το ίδιο επαναλήφθηκε κι από το αριστερό μέρος κι όταν τέλειωσε κι αυτό, ο γιατρός πρόσταξε: Γυρίστε! για να τον χτυπήσει από μπροστά. Χτύπησε κάτω από το λαιμό ακριβώς, πλάι στο κλειδοκόκκαλο, χτύπησε πάνω και κάτω από το στήθος, πρώτα το δεξί κι ύστερα το αριστερό. Όταν τον χτύπησε αρκετά, τον ακροάστηκε, ακουμπώντας το στηθοσκόπιο στο στήθος και στην πλάτη του Γιόαχιμ, με το ακουστικό στο αυτί, σ' όλα τα μέρη που τον είχε χτυπήσει πρωτύτερα. Την ίδια στιγμή, ο Γιόαχιμ έπρεπε ν' αναπνέει βαθιά ή να βήχει αλλεπάλληλα, κάτι που φαινόταν να τον κουράζει πολύ, γιατί λαχάνιαζε και τα μάτια του δάκρυζαν. Όσο για το γιατρό Μπέρενς, ανάγγελλε ό,τι άκουε εκεί μέσα και το ανάγγελλε με σύντομα και σαφή λόγια στο βοηθό, που καθότανε στο γραφείο κι έγραφε, έτσι που ο Χανς Κάστορπ δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί την επίσκεψη στον ράφτη, όταν ο κομψός κύριος σας παίρνει τα μέτρα για ένα κουστούμι, τοποθετώντας εδώ κι εκεί το μέτρο, γύρω από το σώμα και τα μέλη του πελάτη και υπαγορεύει τα νούμερα στο μαθητευόμενο, που κάθεται, σκύβοντας, και τα σημειώνει. — Βραχύς· ελαττωμένος· υπαγόρευε ο δόκτορας Μπέρενς. Φλυκταινοειδής, είπε, και πάλι: Φλυκταινοειδής, (καλό σημάδι κατά πως φαινότανε). Τραχύς, είπε, κι έκανε ένα μορφασμό. Πολύ τραχύς. Ρόγχος. Κι ο Δρ. Κροκόβσκι τα κατάγραφε όλα, όπως κι ο μαθητευόμενος ράφτης τα νούμερα του αφεντικού του. Ο Χανς Κάστορπ, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, παρακολουθούσε ό,τι γινότανε, βυθισμένος σε μια στοχαστική παρατήρηση του κορμού του Γιόαχιμ, που τα πλευρά του (δόξα τω Θεώ, τα είχε όλα τα πλευρά του ακόμη!) διακρίνονταν κάτω από το τεντωμένο δέρμα, καθώς έπαιρνε βαθιές αναπνοές, κι εξέχανε πάνω από την κοιλότητα του στομαχιού — αυτόν το λυγερό κορμό με το κιτρινωπά μελαχρινό χρώμα, με το μαύρο τρίχωμα στο στέρνο και τα ρωμαλέα, άλλωστε, μπράτσα, που στο ένα φορούσε μια χρυσή αλυσίδα. Αυτά 'ναι μπράτσα, γυμναστή, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, πάντα του άρεσε η φυσική αγωγή, ενώ εγώ αδιαφορούσα γι' αυτήν, κι αυτό εξηγούσε και την αγάπη του προς το στρατιωτικό επάγγελμα. Πάντα του άρεσε ν' ασχολείται με το σώμα του, πολύ περισσότερο από μένα ή, τουλάχιστον, με διαφορετικό τρόπο. Γιατί εγώ ένιωθα πάντα πολίτης κι ενδιαφερόμουνα πολύ περισσότερο να κάνω θερμά λουτρά, να τρώγω καλά και να πίνω πολύ, ενώ εκείνος δε νοιαζότανε παρά πώς να καλλιεργήσει την ευρωστία του. Και να που, μ' έναν ολωσδιόλου διαφορετικό τρόπο, το σώμα του πέρασε σε πρώτο πλάνο, έγινε ανεξάρτητο κι απόχτησε σημασία, εξ αιτίας της αρρώστιας, μάλιστα. Είναι τοξινωμένο και δε θ' αποτοξινωθεί ούτε θα γίνει γερό, όσο και να θέλει ο

καημένος ο Γιόαχιμ να κάνει τον στρατιώτη εκεί κάτω. Για δες, είναι φτιαγμένο μ' έναν τρόπο τέλειο, σαν αληθινός Απόλλων του Μπελβεντέρε, ακόμη κι οι τρίχες. Μα μέσα είναι άρρωστο, κι απ' έξω πολύ ζεστό από την αρρώστια. Γιατί η αρρώστια κάνει τον άνθρωπο να είναι πιο σώμα, τον κάνει να είναι μόνο σώμα… Και καθώς έκανε αυτή τη σκέψη τον έπιασε, ξαφνικά, φόβος κι έριξε ένα γρήγορο κι ερωτηματικό βλέμμα, από το γυμνό πανωκόρμι του Γιόαχιμ, προς τα μεγάλα και γλυκά μάτια του, που η τεχνητή αναπνοή και ο βήχας τα έκαναν να δακρύζουν και που, όσο κράτησε η εξέταση, κοίταζαν με μια θλιμμένη έκφραση, πάνω από το κεφάλι του θεατή, στο κενό. Στο μεταξύ, όμως, ο Σύμβουλος Μπέρενς είχε τελειώσει. — Καλά πάμε, Τσίμσεν, είπε. Όλα πάνε κανονικά, όσο είναι δυνατόν. Την προσεχή φορά (σε τέσσερις εβδομάδες, δηλαδή), σίγουρα θα είναι όλα κάπως καλύτερα… — Πόσον καιρό, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, νομίζετε πως… — Πάλι βιαστικός; Δεν μπορείτε, βέβαια, να φορέσετε το χακί σ' αυτή την προχωρημένη κατάσταση της δηλητηρίασης του οργανισμού σας! Μισό χρονάκι σας είχα πει την τελευταία φορά — αν αυτό σας ευχαριστεί, αρχίστε να μετράτε, από τότε, τον καιρό, μα θεωρήσετέ το σαν το πιο ελάχιστο χρονικό όριο που σας όρισα. Γενικά, δεν είναι κανείς και τόσο άσκημα εδώ, θα μπορούσατε, οπωσδήποτε, να είστε λίγο πιο ευγενής. Δεν είναι καμιά φυλακή εδώ, δεν είναι… κάτεργα της Σιβηρίας!… Ή μήπως θέλετε να πείτε πως το ίδρυμά μας είναι κάτι παρόμοιο; Καλά, καλά, Τσίμσεν! Τελειώσαμε! Ο επόμενος τώρα, αν έχει διάθεση ακόμα! φώναξε και κοίταξε στον αέρα. Απλώνοντας το χέρι, έτεινε συγχρόνως το στηθοσκόπιό του στον Δρ Κροκόβσκι, που σηκώθηκε και το πήρε, για να κάνει στον Γιόαχιμ έναν μικρό έλεγχο βοηθητικού γιατρού. Ο Χανς Κάστορπ, επίσης, είχε αναπηδήσει από την πολυθρόνα του και, με τα μάτια στυλωμένα στο πρόσωπο του Αυλικού Σύμβουλου, που, με τα πόδια ανοιχτά και μ' ανοιχτό στόμα, φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του, βιάστηκε να ετοιμαστεί. Παραβιαζότανε και δεν κατάφερε να βγάλει αμέσως το κουκιδωτό πουκάμισό του, όταν το τράβηξε πάνω από το κεφάλι του. Κι ύστερα βρέθηκε όρθιος, άσπρος, ξανθός και λεπτός, μπροστά στον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς — πιο φίνα κατασκευή από κείνη του Γιόαχιμ Τσίμσεν, πιο πολίτης από τον πιο στρατιώτη ξάδελφό του. Μα ο Αυλικός Σύμβουλος τον άφησε να στέκει, βυθισμένος πάντα στις σκέψεις του. Ο Δρ Κροκόβσκι είχε ξανακαθίσει κιόλας στο γραφείο του κι ο Γιόαχιμ είχε αρχίσει να βάνει πάλι τα ρούχα του, όταν ο Μπέρενς αποφάσισε, επί τέλους, να προσέξει την παρουσία και κείνου του άλλου που «είχε διάθεση». — Αχ, ναι, εδώ είστε και σεις! είπε, άρπαξε τον Χανς Κάστορπ από το πάνω μέρος του μπράτσου με το γιγαντένιο χέρι του, τον έσυρε κοντά του και τον παρατήρησε μ' ένα οξύ βλέμμα. Τον κοίταξε, όχι στο πρόσωπο, όπως συνηθίζεται να κοιτά κανείς έναν άνθρωπο, μα στο σώμα, τον γύρισε όπως γυρίζει ακριβώς κανείς ένα σώμα και παρατήρησε πάλι την πλάτη του. Χμ! έκανε. Εμπρός, ας δούμε, λοιπόν, τι έχετε μέσα σας. Και, όπως πρωτύτερα, άρχισε να χτυπά.

Χτύπησε παντού, όπου είχε χτυπήσει πρωτύτερα και τον Γιόαχιμ, και ξαναχτύπησε επανειλημμένα ορισμένα μέρη. Για κάμποσο χρονικό διάστημα, χτύπησε, για να συγκρίνει, χωρίς άλλο, αλληλοδιάδοχα, ψηλά, πλάι στο κλειδοκόκκαλο, και λίγο πιο χαμηλά. — Ακούτε; ρώτησε, γυρίζοντας προς το μέρος του Δρ Κροκόβσκι. Κι ο Δρ Κροκόβσκι, καθισμένος πέντε μέτρα πιο πέρα, στο γραφείο εργασίας, βεβαίωσε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού, πως άκουε: έκλινε, σοβαρά, το πηγούνι στο στήθος του, έτσι που το μούσι του ακούμπησε εκεί και οι άκρες του διπλωθήκανε. — Αναπνεύστε βαθιά! Βήξτε! πρόσταξε ο Αυλικός Σύμβουλος, που, τώρα, είχε πάρει το στηθοσκόπιο κι ο Χανς Κάστορπ έκανε ό,τι του είπανε επί οχτώ ή δέκα λεπτά, ενώ ο Μπέρενς τον ακροότανε. Δεν έβγαζε λέξη από το στόμα του, παρά μόνο που ακουμπούσε εδώ κι εκεί το στηθοσκόπιο κι άκουγε μ' ιδιαίτερη προσοχή κι επανειλημμένα ορισμένα μέρη, που, πρωτύτερα κιόλας, είχε χτυπήσει πολλές φορές. Ύστερα, άφησε να πέσει το στηθοσκόπιο κάτω από το μπράτσο του, έβαλε τα χέρια πίσω, στην πλάτη του, και κοίταξε στο πάτωμα, ανάμεσα σ' αυτόν και στον Χανς Κάστορπ. — Ναι, Κάστορπ, είπε —κι ήταν η πρώτη φορά που ονόμαζε τον νέο απλά, με το οικογενειακό του όνομα— η υπόθεση έχει ακριβώς proeter-propter, όπως το είχα υποθέσει από την αρχή. Πάντα είχα το βλέμμα μου στραμμένο πάνω σας, Κάστορπ, μπορώ να σας το πω, τώρα. Το πρόσεξα από την αρχή, αμέσως μόλις είχα την τιμή να κάνω τη γνωριμία σας και μ' αρκετή βεβαιότητα είχα μαντέψει, πως, στο βάθος, ήσασταν από τους δικούς μας, και πως στο τέλος θα το καταλαβαίνατε κι ο ίδιος, όπως τόσοι άλλοι, που ήρθαν εδώ για να διασκεδάσουνε μόνο, που κοίταζαν γύρω τους, ζαρώνοντας τη μύτη και που, μια μέρα, μάθανε πως θα έκαναν καλά —κι όχι μόνο «θα έκαναν καλά», καταλάβετέ το αυτό, σας παρακαλώ— να κάνουν εδώ, έξω από κάθε ανώφελη διασκέδαση, κάποια μικρή, περισσότερο ωφέλιμη, διαμονή. Ο Χανς Κάστορπ είχε αλλάξει χρώμα κι ο Γιόαχιμ, που ήταν έτοιμος να κουμπώσει τις τιράντες του, τις παράτησε, όπως ήταν, και άκουε. — Εδώ έχετε έναν τόσο ευγενικό και τόσο συμπαθητικό εξάδελφο, συνέχισε ο Αυλικός Σύμβουλος, με μια κίνηση του κεφαλιού προς το μέρος του Γιόαχιμ κι ενώ ταλαντευόταν στους μεγάλους του δάκτυλους και στις φτέρνες — έναν εξάδελφο που, ελπίζω, θα μπορέσει μια απ' αυτές τις μέρες να πει, πως ήταν άρρωστος. Μα κι αν ακόμη φτάσουμε σ' αυτό το σημείο, ωστόσο δεν θα σημαίνει και πως δεν ήταν, άρρωστος, ο κύριος ομαίματος εξάδελφός σας, κι αυτό ρίχνει a priori, όπως λέει κι ο φιλόσοφος, κάποιο φως και επάνω σας, αγαπητέ Κάστορπ… — Μα δεν είναι παρά εξάδελφός μου εξ αγχιστείας, κύριε Σύμβουλε… — Όχι δα, όχι δα, δε θα θέλετε, βέβαια, ν' αρνηθείτε τον ξάδελφό σας. Εξ αγχιστείας ή όχι, δεν παύει να 'ναι πάντα ομαίματος. Κι από ποια πλευρά; — Της μητέρας μου, κύριε Σύμβουλε. Είναι γιος μιας… — Κι η κυρία μητέρα σας είναι καλά;

— Όχι, έχει πεθάνει. Πέθανε όταν ήμουν ακόμα μικρός. — Ω, κι από τι; — Από αιμορραγία, κύριε Σύμβουλε. — Αιμορραγία; Μπα, πάει πια πολύς καιρός από τότε. Κι ο κύριος πατέρας σας; — Πέθανε από πνευμονία, είπε ο Χανς Κάστορπ, το ίδιο κι ο παππούς μου — πρόσθεσε. — Ώστε έτσι, κι αυτός; Μπα, αρκετά είπαμε για τους ανιόντες σας! Όσο, τώρα, για σας, ήσασταν, χωρίς άλλο, πάντα κάπως αναιμικός, δεν είναι έτσι; Μα ούτε η σωματική ούτε η πνευματική εργασία σας κούραζαν εύκολα, έτσι; Ναι; Και χτυπούσε πάντα η καρδιά σας; Τώρα και λίγο καιρό μόνο; Ωραία, κι εχτός απ' αυτό έχετε, χωρίς άλλο, κι αρκετά έντονη ροπή στον κατάρρουν της αναπνευστικής οδού. Το ξέρετε πως ήσασταν κιόλας, κάποτε, άρρωστος; — Εγώ; — Ναι, αυτός που βλέπω προσωπικά αυτή τη στιγμή. Εννοείτε τη διαφορά; Κι ο Αυλικός Σύμβουλος χτύπησε αλληλοδιάδοχα αριστερά, ψηλά πάνω από το στήθος και λίγο πιο χαμηλά. — Ο ήχος είναι κάπως πιο υπόκωφος εδώ απ' όσο εκεί, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Πολύ καλά, θα 'πρεπε να ειδικευθείτε. Υπάρχει, λοιπόν, μια κατάσβεση κι οι κατασβέσεις οφείλονται σ' ορισμένες εστίες στο αναπνευστικό σύστημα, που έχουν βλαφτεί, αλλά που έχουν κιόλας αποτιτανωθεί, που έχουν κλείσει, αν θέλετε. Είστε ένας παλιός άρρωστος, Κάστορπ, μα δε θέλουμε να κατηγορήσουμε κανέναν, που δεν το μάθατε ποτέ. Η προδιάγνωση είναι δύσκολη, και μάλιστα για τους κυρίους συναδέλφους μας, στην πεδινή χώρα. Δε θέλω καν να πω, ότι έχουμε πιο λεπτή ακοή από κείνους, μ' όλο που η πείρα και η ειδίκευση παίζουνε τεράστιο ρόλο σ' αυτή. Μα είναι ο αέρας που μας βοηθά ν' ακούμε, καταλαβαίνετε, αυτός ο αραιός και ξερός βουνίσιος αέρας. — Έτσι είναι, φυσικά, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Ωραία, Κάστορπ! Και, τώρα, ακούστε με καλά, αγόρι μου. Τώρα θα 'θελα να σας πω μερικά χρυσά λόγια. Αν δεν υπήρχε τίποτα άλλο στην περίπτωσή σας, καταλαβαίνετε, αν δεν υπήρχαν παρά αυτές οι κατασβέσεις κι αυτά τα αποτιτανωμένα σπήλαια στο αναπνευστικό σας σύστημα, κι αυτά τα ξένα ασβεστούχα σώματα, θα σας έστελνα στους Λάρητες και στους Πενάτες σας και δε θα γνοιαζόμουνα ούτε στιγμή περισσότερο για σας, μ' εννοείτε; Μα καθώς τα πράματα είναι διαφορετικά κι ύστερα απ' ό,τι διαπιστώσαμε, άλλωστε, κι αφού βρίσκεστε κιόλας κοντά μας, δεν αξίζει να γυρίσετε πίσω από τώρα κιόλας, Χανς Κάστορπ — θα πρέπει να μείνετε λίγο ακόμα, για να συνέλθετε. Ο Χανς Κάστορπ ένιωσε πάλι το αίμα του να συρρέει στην καρδιά του, που σφυροκοπούσε στο στήθος του κι ο Γιόαχιμ στεκότανε πάντα, με τα χέρια πίσω από την πλάτη και τα μάτια χαμηλωμένα. — Γιατί, εκτός απ' αυτές τις αποτιτανωμένες εστίες, έχουμε ακόμα, ψηλά, κάποιο τραχύ

ήχο, που είναι κιόλας ρόγχος σχεδόν και που, χωρίς καμιά αμφιβολία, οφείλεται σε μια καινούρια εστία — δε θέλω να μιλήσω ακόμη για εστία μολύνσεως, μα πρόκειται, χωρίς άλλο, για υγρή εστία και, αν εξακολουθήσετε την ίδια ζωή στον τόπο σας, εκεί κάτω, αγαπητέ μου, τότε πού σ' είδα πού σε ξέρω, ολόκληρο το πνευμονοκούρελο θα πάει στον διάβολο, ημέραν τινά. Ο Χανς Κάστορπ στεκόταν ακίνητος, το στόμα του, έναν γύρο, έτρεμε παράξενα και πάνω στα πλευρά του διακρίνονταν καθαρά οι σφυγμοί της καρδιάς του. Κοίταξε προς το μέρος του Γιόαχιμ, που δε συνάντησε το βλέμμα του, κι ύστερα πάλι στο πρόσωπο του γιατρού Μπέρενς, με τα μπλάβα του μάγουλα και τα, επίσης, μπλάβα και δακρυσμένα μάτια και με το μικρό μουστάκι που ήταν ψαλιδισμένο μόνο από τη μια μεριά. — Σαν αντικειμενική βεβαίωση, εξακολούθησε ο Μπέρενς, έχουμε τη θερμοκρασία σας: 37,6 στις δέκα το πρωί — κάτι που ανταποκρίνεται, περίπου, με τις ακροαστικές παρατηρήσεις. — Νόμιζα, είπε ο Χανς Κάστορπ, πως ο πυρετός αυτός οφειλόταν αποκλειστικά στο συνάχι μου. — Κι ο κατάρρους, αποκρίθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος, πού οφείλεται; θα σας πω κάτι, Κάστορπ, και προσέξετέ το, γιατί, απ' όσο ξέρω, διαθέτετε αρκετό μυαλό. Λοιπόν, ο αέρας, σε μας εδώ πάνω, είναι καλός εναντίον της αρρώστιας, αυτό το ξέρετε, δεν είναι έτσι; Κι είναι αλήθεια. Μα, συγχρόνως, ο αέρας αυτός είναι το ίδιο καλός και για την αρρώστια, αρχίζει να επιταχύνει την πορεία της, επαναστατεί το κορμί, κάνει τη λανθάνουσα αρρώστια να ξεσπάσει κι ένα ακριβώς από τα ξεσπάσματά της, όχι για κακό, είναι ο κατάρρους σας. Δεν ξέρω, αν εκεί κάτω είχατε νιώσει κιόλας πυρετό, οπωσδήποτε, όμως, τον νιώσατε εδώ, από την πρώτη μέρα, κι όχι μόνο με το συνάχι σας, παρά από πιο πριν, αν μπορώ να σας δώσω τη γνώμη μου. — Ναι, είπε ο Χανς Κάστορπ, ναι, αυτό πιστεύω κι εγώ, πραγματικά. — Τοξινωθήκατε, κατά πάσα πιθανότητα, αμέσως, ισχυρίστηκε ο Αυλικός Σύμβουλος. Πρόκειται, δηλαδή, για τις ευδιάλυτες τοξίνες που παράγουν τα μικρόβια. Προκαλούν μια μεθυστική επίδραση στο κεντρικό σύστημα, μ' εννοείτε, και τότε τα μάγουλά σας παίρνουν το εύθυμο χρώμα τους. Θ' αρχίσετε, πέφτοντας στα πούπουλα, Κάστορπ, και θα δούμε, αν μερικές βδομάδες ανάπαυσης, στο κρεβάτι, σας ξεμεθύσουν. Η συνέχεια θα 'έρθει με την ώρα της. Θα βγάλουμε μια όμορφη φωτογραφία του εσωτερικού κόσμου σας, κάτι που θα σας ευχαριστήσει σίγουρα, γιατί θα ρίξετε μια ματιά στο ίδιο σας το πρόσωπο. Μα προτιμώ να σας το πω αμέσως: μια περίπτωση, όπως η δική σας, δε θεραπεύεται από τη μια μέρα στην άλλη, οι επιτυχίες της ρεκλάμας κι οι θαυματουργές θεραπείες δεν είναι δική μας υπόθεση. Μου δώσατε, από την πρώτη στιγμή, την εντύπωση, πως θα κάνατε έναν ανώτερο άρρωστο, πιο προικισμένον από τούτον εδώ τον στρατηγό των ανταρτών, που θέλει να φύγει κάθε φορά που θ' ανακαλύψει πως έχει μερικά δέκατα λιγότερα. Σα να μην είναι και το Ανάπαυσις! το ίδιο καλό παράγγελμα όπως και το Προσοχή! Η Ανάπαυση είναι το πρώτο καθήκον του πολίτη κι η ανυπομονησία δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να βλάπτει. Προσπαθήστε να μη μ'

απογοητεύσετε, Κάστορπ, και να μη διαψεύσετε τη γνώση μου των ανθρώπων, σας παρακαλώ! Και τώρα εμπρός, πηγαίνετε στα σίδερα! Τιμωρία! Και, με τα λόγια αυτά, ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς έκλεισε τη συζήτηση και κάθισε στο γραφείο του, ώστε, σαν πολυάσχολος άνθρωπος που ήτανε, να χρησιμοποιήσει σε γραφική εργασία το διάλειμμα ίσαμε την επομένη εξέταση. Μα ο Δρ Κροκόβσκι σηκώθηκε από τη θέση του, προχώρησε προς τον Χανς Κάστορπ και, με το κεφάλι λοξά γερμένο προς τα πίσω, έβαλε το αριστερό χέρι του στον ώμο του νέου, κι ενώ χαμογελούσε ενεργητικά, έτσι που τα κιτρινωπά δόντια του φάνηκαν ανάμεσα από τα γένια του, έσφιξε εγκάρδια το δεξί του χέρι.

5

ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥΠΑ ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΗ ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΙΔΟΥ, όμως, που βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα φαινόμενο, για το οποίο κι ο ίδιος ο συγγραφέας θα εκφράσει την απορία του, για να μην παραξενευτεί, υπερβολικά, από δικού του, ο αναγνώστης. Ενώ, δηλαδή, η διήγησή μας για τις τρεις πρώτες εβδομάδες της διαμονής του Χανς Κάστορπ σ' Αυτούς εκεί πάνω (είκοσι μία μέρες της καρδιάς του καλοκαιριού, στις οποίες, σύμφωνα με τις ανθρώπινες προβλέψεις, θα έπρεπε να περιοριστεί αυτή η διαμονή) καταβρόχθισε και χώρους και χρονικά διαστήματα, που η έκτασή τους δικαίωσε, και με το παραπάνω, την ίδια μας, μισοομολογημένη, προσδοκία — δε θα μας χρειαστούν, για τις τρεις επόμενες εβδομάδες της επίσκεψής του σ' αυτό τον τόπο, παρά τόσες γραμμές μόλις και λέξεις και λεπτά, όσες σελίδες, φύλλα, ώρες και μέρες εργασίας είχαν απαιτήσει εκείνες: θα το δούμε, άλλωστε, πως οι τρεις αυτές εβδομάδες θα βρεθούν πίσω μας και θα παραμεριστούν, ώσπου ν' ανοιγοκλείσουμε τα μάτια μας. Αυτό, λοιπόν, θα μπορούσε να εκπλήξει. Κι ωστόσο, είναι απόλυτα κανονικό κι ανταποκρίνεται τόσο στους νόμους της αφήγησης όσο και σ' εκείνους της ακρόασης. Γιατί 'ναι κανονικό κι ανταποκρίνεται σ' αυτούς τους νόμους, ο χρόνος να μας φαίνεται ακριβώς τόσο μακρύς ή τόσο σύντομος, όσο το βίωμά μας απλώνεται ή περιορίζεται, όπως συνέβαινε και στον τόσο απροσδόκητα χτυπημένο από τη μοίρα ήρωα της ιστορίας μας, το νεαρό Χανς Κάστορπ. Και μπορεί να 'ναι χρήσιμο, να προετοιμάσουμε τον αναγνώστη μπροστά στο μυστήριο του χρόνου, επάνω και σ' άλλες απορίες και φαινόμενα, εκτός από τούτο δω, και που θα τα συναντήσει στη συντροφιά μας. Για την ώρα, αρκεί να θυμάται καθένας με πόση ταχύτητα περνά μια σειρά, δηλαδή μια «μακρά» σειρά ημερών, όταν τις περνά κανείς στο κρεβάτι, σαν άρρωστος: είναι η ίδια μέρα που επαναλαμβάνεται αδιάκοπα. Μα καθώς είναι πάντα η ίδια, στο βάθος δεν είναι πολύ σωστό να μιλάει κανείς για «επανάληψη». Θα έπρεπε να μιλά για ταυτότητα, για ένα παρόν ακίνητο ή για αιωνιότητα. Σου φέρνουν τη μεσημεριανή σούπα, όπως σου την έφεραν χτες και θα σου τη φέρουν και αύριο. Και, την ίδια στιγμή, νιώθεις μια πνοή — δεν ξέρεις πώς και από πού. Ιλιγγιάς, ενώ βλέπεις να έρχεται η σούπα, οι μορφές του χρόνου εξαφανίζονται και αυτό που σου αποκαλύπτεται, σαν η αληθινή μορφή της ύπαρξης, είναι ένα σταθερό παρόν, που σου φέρνουν αιώνια τη σούπα. Μα θα ήταν παράδοξο να μιλούμε για πλήξη, σχετικά με την αιωνιότητα. Κι εμείς επιθυμούμε ν' αποφύγουμε τα παράδοξα, προπαντός με τη συντροφιά του ήρωά μας. Ο Χανς Κάστορπ, λοιπόν, βρισκόταν στο κρεβάτι από το απόγεμα του Σαββάτου, αφού ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς, η ανωτάτη αρχή σ' αυτόν τον κόσμο, που βρισκόμαστε κλεισμένοι, είχε βγάλει μια τέτοια απόφαση. Ήταν ξαπλωμένος εκεί, με το μονόγραμμά του στο τσεπάκι της νυχτικιάς του, με τα χέρια ενωμένα πίσω από το κεφάλι, στο καθαρό, λευκό κρεβάτι του, στο κρεβάτι όπου πέθανε η Αμερικανίδα, και πολλά άλλα πρόσωπα, χωρίς άλλο, και κοίταζε με τα απλά, τυραννισμένα από το συνάχι γαλάζια μάτια του, προς το ταβάνι της κάμαρας, σκεπτόμενος την παράξενη θέση του. Δεν μπορούμε να

υποθέσουμε, άλλωστε, πως, χωρίς το συνάχι, τα μάτια του θα κοίταζαν μ' ένα βλέμμα καθαρό, φωτεινό και χωρίς αμφιβολία. Γιατί, ο εσωτερικός κόσμος του, όσο απλός και αν ήταν από φύση του, δεν ήταν πραγματικά καθόλου έτσι, μα, το αντίθετο, πολύ ταραγμένος, συγχυσμένος, όχι απόλυτα ειλικρινής και έρμαιο της αμφιβολίας. Πότε ένα γέλιο τρελό και θριαμβευτικό ανέβαινε από τα βάθη της ύπαρξής του, τίναζε το στήθος του κι έκανε την καρδιά του να μη χτυπά, ενώ μια χαρά άγνωστη και μια ελπίδα άγνωστη επίσης και δίχως μέτρο τον τυραννούσαν, και πότε χλόμιαζε από φρίκη και επαναλάμβανε η καρδιά του, χτυπώντας έντονα, γρήγορα και φτερωτά πάνω στα πλευρά του. Την πρώτη μέρα, ο Γιόαχιμ τον άφησε ήσυχο και απόφυγε κάθε εξήγηση. Φροντίζοντας να τον νοικοκυρέψει, μπήκε κάμποσες φορές στην κάμαρα του άρρωστου, έκανε νεύμα με το κεφάλι στον πλαγιασμένο και ρώτησε, για τον τύπο, αν του έλειπε τίποτα. Του ήταν, άλλωστε, τόσο πιο εύκολο να καταλαβαίνει και να σέβεται το φόβο που ένιωθε ο Χανς Κάστορπ για μια εξήγηση, όσο ότι κι ο ίδιος συμμεριζόταν αυτό το φόβο και που, καθώς το σκεφτόταν, ένιωθε να βρίσκεται σε πολύ πιο δύσκολη θέση από αυτή που βρισκόταν ο ξάδελφός του. Μα, την Κυριακή το πρωί, γυρίζοντας από τον πρωινό του περίπατο, που, όπως άλλοτε, χρειάστηκε να τον κάνει μόνος του, δεν ανάβαλε περισσότερο καιρό τη συζήτηση, που τη θεωρούσε κάτι πιο πολύ κι από απαραίτητη. Στάθηκε όρθιος, πλάι στο κρεβάτι του, και είπε στενάζοντας: — Ναι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τώρα, πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας. Θα σε περιμένουν, χωρίς άλλο, στο σπίτι. — Όχι ακόμα, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. — Όχι, μα τις προσεχείς μέρες, Τετάρτη ή Πέμπτη. — Αχ, είπε ο Χανς Κάστορπ, δε με περιμένουν καθόλου, μια ορισμένη μέρα, ακριβώς. Έχουν άλλα πράματα να κάνουν, αντί να με περιμένουν και να μετρούν τις μέρες, ώσπου να γυρίσω. Όταν γυρίζω, βρίσκομαι εκεί και ο θείος Τινάππελ λέει: Ώστε εδώ είσαι πάλι, λοιπόν! και ο θείος Τζέιμς λέει: Λοιπόν, διασκέδασες; Κι αν δε γυρίσω, τότε περνά καιρός ίσαμε να το αντιληφθούν, όσο γι' αυτό μπορείς να είσαι σίγουρος. Εννοείται, πως θα πρέπει, με τον καιρό, να τους ειδοποιήσει κανείς… — Φαντάζεσαι, είπε ο Γιόαχιμ και αναστέναξε πάλι, πόσο δυσάρεστη μου είναι αυτή η υπόθεση. Τι θα γίνει, τώρα; Φυσικά, αισθάνομαι λίγο υπεύθυνος. Έρχεσαι εδώ, για να μ' επισκεφτείς, σε παρουσιάζω εδώ πάνω, και, ξαφνικά, πέφτεις για καλά στο κρεβάτι και κανένας δεν ξέρει πότε θα μπορέσεις να ξαναφύγεις και ν' αναλάβεις την εργασία σου. Θα καταλαβαίνεις, πως αυτό με στεναχωρεί στον υπέρτατο βαθμό. — Με συγχωρείς! είπε ο Χανς Κάστορπ, με τα χέρια πάντα πίσω από το κεφάλι. Για ποιο λόγο να σκοτίζεσαι έτσι; Αυτό είναι ανόητο. Μήπως ήρθα τυχαία, για να σου κάνω επίσκεψη; Σίγουρα κι αυτό, μα, πρώτα-πρώτα, για να ξεκουραστώ, σύμφωνα με τη συμβουλή του Χάιντεκιντ. Ωραία. Και να που αποδείχτηκε, απλούστατα, πως είχα

περισσότερη ανάγκη ανάπαυσης απ' όσο και κείνος και όλοι εμείς μπορούσαμε να φανταστούμε. Δεν είμαι δα, χωρίς άλλο, κι ο πρώτος, που νόμισε, ότι θα έκανε εδώ μια μικρή ευγενική επίσκεψη και που τα πράγματα του γύρισαν ολωσδιόλου διαφορετικά. Σκέψου, λόγου χάρη, ότι ο δεύτερος γιος της Tous-les-deux έπεσε πιο σοβαρά άρρωστος ακόμα — κι ούτε ξέρω αν ζει ακόμα, γιατί μπορεί και να 'τον κατέβασαν κιόλας την ώρα κανενός γεύματος. Είναι αλήθεια, ότι ήταν έκπληξη για μένα, να μάθω πως είμαι λίγο άρρωστος, και πρέπει να συνηθίσω, πρώτα-πρώτα, να αισθάνομαι εδώ σαν άρρωστος και ακριβώς σαν ένας από του δικούς σας, αντί, όπως τώρα, σαν ένας απλός επισκέπτης. Κι έπειτα, από την άλλη μεριά, οφείλω να σου πω, πως αυτό δεν με εκπλήσσει καθόλου, γιατί ποτέ δεν αισθάνθηκα απόλυτα καλά, κι όταν σκέφτομαι πόσο νέοι πέθαναν οι γονείς μου — από ποιους, λοιπόν, θα μπορούσα να κληρονομήσω μια καλύτερη υγεία; Όταν έχεις μια μικρή ραγισματιά, δεν είναι έτσι; ας είναι και θεραπευμένη τώρα, δεν πρέπει να απατούμαστε γι' αυτό, μπορεί, θαυμάσια, η οικογένειά σου να έχει τάση κάπως σ' αυτή την αρρώστια, ο Μπέρενς, τουλάχιστον, έκανε μια τέτοια παρατήρηση. Όπως κι αν έχουν τα πράματα, να που πλαγιάζω εδώ πέρα, από χτες κιόλας, και συλλογίζομαι πώς ήμουν πάντα και γενικά πώς πέρασε όλη μου η ζωή, ξέρεις, και τις απαιτήσεις της. Πάντα είχα στη φύση μου κάποια ορισμένη σοβαρότητα και αντιπάθεια εναντίον των ρωμαλέων και δυνατών ανθρώπων — ακόμα και τώρα τελευταία, μιλούσαμε γι' αυτό και πως, καμιά φορά, ένιωθα σχεδόν τη διάθεση να γίνω κληρικός, από ενδιαφέρον για τα πένθιμα και εκκλησιαστικά πράματα. Ένα μαύρο ύφασμα, ξέρεις, μ' έναν ασημένιο σταυρό απάνω ή ένα R.I.P… Requiescat in pace, στο βάθος, αυτός είναι ο ωραιότερος λόγος, και μου είναι άπειρα συμπαθητικότερος από το «ζήσε όπως θέλεις», με τη θορυβώδη ευθυμία του. Όλα αυτά, σκέφτομαι, προέρχονται από το ότι και ο ίδιος εγώ έχω μια ραγάδα, και πως, από την αρχή, είχα προδιάθεση για την αρρώστια, που εκδηλώθηκε με τούτη την ευκαιρία. Μα, αν έχουν έτσι τα πράματα, αλήθεια, μπορώ να μιλώ για τύχη, που ανέβηκα εδώ κι ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε να με ακροαστούν. Δεν έχεις ανάγκη να κάνεις απάνω σ' αυτό το παραμικρό παράπονο. Γιατί το άκουσες, βέβαια: αν εξακολουθούσα εκεί κάτω, για λίγον καιρό ακόμα, να κάνω αυτή τη ζωή, μπορούσε κι όλο το πνευμονοκούρελό μου να πάει στο διάβολο. — Αυτό δεν μπορεί να το ξέρει κανείς, είπε ο Γιόαχιμ, αυτό είναι ακριβώς, που δεν μπορεί να ξέρει κανείς. Δεν είχες κι άλλοτε ορισμένα μέρη άρρωστα, που κανένας δεν ασχολήθηκε ποτέ μαζί τους και που γιατρεύτηκαν τέλεια μόνα τους, έτσι που δεν έχεις, τώρα πια, παρά μερικά ασήμαντα σπήλαια; Το ίδιο θα συνέβαινε, χωρίς άλλο, και τώρα, με κείνη την υγρή εστία που έχεις, αν δεν ανέβαινες τυχαία σε μένα… Δεν μπορεί να ξέρει κανείς… — Όχι, τίποτα δεν μπορεί να ξέρει κανείς, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Και γι' αυτό δεν έχει το δικαίωμα να υποθέτει το χειρότερο, για ό,τι αφορά, λόγου χάρη, τη διάρκεια της παραμονής μου εδώ, για την ανάρρωσή μου. Είπες, πως κανένας δεν μπορεί να ξέρει πότε θα μπορέσω να φύγω από δω και να μπω στο ναυπηγείο, μα αυτό το λες με απαισιόδοξη σημασία και βρίσκω πως βιάζεσαι πάρα πολύ, ακριβώς γιατί δεν μπορεί να ξέρει κανείς.

Ο Μπέρενς δεν όρισε προθεσμία, είναι γνωστικός άνθρωπος και δεν του αρέσουν οι χρησμοί. Άλλωστε, ακόμα δεν κάναμε ακτινοσκόπηση και ακτινογραφία, που μόνο αυτές θα επιτρέψουν να βγει ένα αντικειμενικό συμπέρασμα και ποιος ξέρει, αν δεν έρθει, τότε, στο φως κάτι αξιόλογο, κι αν δε θα 'μαι απύρετος πρωτύτερα, κι αν δε μπορέσω να σας αποχαιρετήσω; Νομίζω, πως το καλύτερο είναι να μη δίνουμε, από πολύ νωρίς, σημασία και να μη διηγούμαστε στα σπίτια μας, από μιας αρχής, ιστορίες ληστών, αρκεί να γράφαμε προσεχώς —μπορώ εξ άλλου να γράψω ο ίδιος με το στυλό μου, ανακαθισμένος λίγο— πως κρύωσα και πως τώρα έχω πυρετό και βρίσκομαι στο κρεβάτι και πως, για την ώρα, δεν είμαι σε κατάσταση να ταξιδέψω. Και μετά βλέπουμε. — Αυτό είναι, είπε ο Γιόαχιμ, που μπορούμε να κάνουμε στο μεταξύ, φυσικά, κι έπειτα θα μπορούσαμε, επίσης, να περιμένουμε και για τα υπόλοιπα. — Για τα υπόλοιπα; — Μην είσαι τόσο επιπόλαιος! Χωρίς άλλο, δεν είσαι εφοδιασμένος μ' όσα σου χρειάζονται, παρά μόνο για τρεις εβδομάδες, με τη βαλίτσα σου. Χρειάζεσαι εσώρουχα, γιακάδες και χειμωνιάτικα ρούχα. Κι έχεις ανάγκη κι από παπούτσια. Κι επιτέλους, πρέπει να έρθουνε και χρήματα. — Ναι, είπε ο Χανς Κάστορπ, αν θα τα χρειαστώ όλα αυτά. — Καλά, ας περιμένουμε! Μα θα έπρεπε… όχι, είπε ο Γιόαχιμ, και φανερά ταραγμένος άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει στην κάμαρα, δε θα έπρεπε να έχουμε αυταπάτες. Είναι πάρα πολύς καιρός που βρίσκομαι εδώ, ώστε να ξέρω τι να σκεφτώ, όταν ο Μπέρενς λέει, πως υπάρχει ένα μέρος τραχύ ή σχεδόν ένας ρόγχος… μα, φυσικά, μπορούμε να περιμένουμε… Εκείνη τη μέρα σταμάτησαν σ' αυτό το σημείο, και, αμέσως, οι εβδομαδιαίες κι οι δεκαπενθήμερες ποικιλίες της κανονικής μέρας ξαναπήραν τα δικαιώματά τους: ακόμη και στην τωρινή του κατάσταση, ο Χανς Κάστορπ έπαιρνε μέρος σ' αυτές, αν όχι με το να τις χαίρεται άμεσα, τουλάχιστον, όμως, χάρη στις λεπτομερείς διηγήσεις που του έκανε ο Γιόαχιμ, όταν τον επισκεπτόταν και καθότανε για ένα τέταρτο της ώρας στην άκρη του κρεβατιού του. Ο δίσκος του τσαγιού, που σ' αυτόν του σέρβιραν την Κυριακή το πρωί το πρόγευμά του, ήταν στολισμένος μ' ένα βάζο λουλούδια και δεν είχαν παραλείψει να του στείλουν λίγο από το γλυκό που είχαν σερβίρει, σήμερα, στην τραπεζαρία. Αργότερα, ο κήπος και η ταράτσα ζωντάνεψαν και με κουρντίσματα και κουδουνίσματα κλαρινέτου το δεκαπενθήμερο κοντσέρτο άρχισε, κι όσο κράτησε, ο Γιόαχιμ έμεινε μαζί με τον ξάδελφό του κι άκουε το πρόγραμμα έξω, στον εξώστη, με την πόρτα ανοιχτή, ενώ ο Χανς Κάστορπ, στο κρεβάτι του, τέντωνε το αυτί, μισοκαθισμένος, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και το βλέμμα χαμένο, με μια τρυφερή προσοχή, στα αρμονικά κύματα που ορμούσαν ως εκεί πάνω, όχι χωρίς να σκέφτεται, με κάποιο εσωτερικό σήκωμα των ώμων, τα λόγια του Σετεμπρίνι, για την «πολιτικώς ύποπτη» μουσική.

Έπειτα, όπως το είπαμε κιόλας, ο Γιόαχιμ του διηγείτο τα γεγονότα και όλα τα σχετικά με τις συγκεντρώσεις αυτών των ημερών. Τον ρώτησε, αν την Κυριακή οι κυρίες φορούσαν κομψές τουαλέτες, πρωινά δαντελένια φορέματα ή κάτι αυτού του τύπου (μα έκανε πάρα πολύ κρύο, για πρωινές δαντελένιες ρόμπες), και, ακόμη, αν το απόγεμα υπήρχαν περίπατοι με το αμάξι (πραγματικά υπήρξε ένας: η ένωση των Μισών Πνευμόνων είχε εκδράμει in corpore, για το Κλαβαντέλ), και τη Δευτέρα ζήτησε πληροφορίες για τη διάλεξη του Δρα Κροκόβσκι, όταν γύρισε από κει ο Γιόαχιμ και τον επισκέφτηκε, πριν πάει για την απογευματινή κούρα του. Ο Γιόαχιμ δείχτηκε πολύ λίγο ομιλητικός κι ελάχιστα διατεθειμένος να δώσει λόγο για τη διάλεξη, όπως είχε δα γίνει και στην προηγούμενη, που τα δυο ξαδέλφια απόφυγαν να μιλήσουν καθόλου γι' αυτήν. Μα ο Χανς Κάστορπ επέμενε και ζητούσε λεπτομέρειες. — Πλαγιάζω δω πέρα και τα πληρώνω όλα, είπε. Θέλω κι εγώ να παίρνω τη μερίδα μου απ' ό,τι προσφέρεται. Θυμήθηκε, τη Δευτέρα της προηγούμενης δεκαπενταμερίας, τον περίπατο που είχε επιχειρήσει από μόνος του και που του είχε κάμει τόσο λίγο καλό κι έκανε την περίπου σωστή υπόθεση, πως δεν ήταν απίθανο η εκδρομή κείνη να είχε κάμει το κορμί του να επαναστατήσει, ώστε να ξεσπάσει η λανθάνουσα, μέσα του, ασθένεια. — Μα πώς μιλούνε οι άνθρωποι εδώ! φώναξε. Ο λαϊκός κόσμος, εννοώ — με πόση αξιοπρέπεια, πόσο επίσημα! Νομίζεις, πως ακούς ποίηση, μερικές φορές. «Έχε γεια, λοιπόν, κι ευχαριστώ!» επανάλαβε, και μιμήθηκε τον τονισμό της φωνής του ξυλοκόπου. Έτσι άκουσα στο δάσος και δε θα το ξεχάσω σ' όλη μου τη ζωή. Κάτι τέτοια, ξέρεις, συνδέονται μ' ένα πλήθος άλλες εντυπώσεις και μνήμες και δεν παύει ν' ακούει τον ήχο του, ώσπου κανείς να πεθάνει. Κι ο Κροκόβσκι μίλησε πάλι για τον «έρωτα»; — Αυτό, εννοείται, είπε ο Γιόαχιμ. Για τι άλλο θα μιλούσε, αφού αυτό 'ναι το θέμα του πάντα; — Και τι έλεγε, σήμερα, γι' αυτό; — Αχ, τίποτα το ιδιαίτερο. Ξέρεις δα κι ο ίδιος εσύ, από την προηγούμενη φορά, πώς εκφράζεται. — Μα τι νέο είπε; — Τίποτα το ιδιαίτερα νέο. Ναι, σήμερα ήταν καθαρή χημεία, εξακολούθησε ο Γιόαχιμ με μισή καρδιά. Μίλησε «σχετικά μ' αυτό» για ένα είδος δηλητηρίασης, για την αυτοτοξίνωση του οργανισμού, όπως είπε ο Κροκόβσκι, που οφείλεται στην αποσύνθεση ενός στοιχείου άγνωστου ακόμη, που είναι διασκορπισμένο σ' όλο το σώμα. Και τα παράγωγα αυτής της αποσύνθεσης επιδρούν μεθυστικά σ' ορισμένα κέντρα του νωτιαίου μυαλού, όπως ακριβώς γίνεται και με τη συνηθισμένη χρήση ξένων δηλητηρίων, της μορφίνης ή της κοκαΐνης. — Και τότε αποχτάς εύθυμα μάγουλα! είπε ο Χανς Κάστορπ. Για δες, μα τότε άξιζε να το ακούσει κανείς. Και τι δεν ξέρει, όλα! — Τα 'χει φάει με το κουτάλι. Περίμενε μόνο λίγο, και μια απ' αυτές τις μέρες θα σου ανακαλύψει ακόμη και το άγνωστο αυτό στοιχείο, που

είναι σκορπισμένο σ' όλο το σώμα και τότε θα κατασκευάσει τις ευδιάλυτες τοξίνες, που προκαλούν αυτή τη μεθυστική ενέργεια στο κεντρικό νευρικό σύστημα, έτσι που να μπορεί να μεθά τον κόσμο με τον τρόπο του. Μπορεί και να 'χε φτάσει κανείς παλιότερα ίσαμε αυτό το σημείο. Ακούοντάς το αυτό, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, πως υπάρχει κάτι αληθινό στις ιστορίες, για τα ελιξίρια του έρωτα και γι' άλλα παρόμοια, που συναντά κανείς σε βιβλία με θρύλους… Φεύγεις κιόλας; — Ναι, είπε ο Γιόαχιμ, πρέπει οπωσδήποτε να ξαπλώσω ακόμα λίγο. Η καμπύλη μου άρχισε πάλι να παίρνει τον ανήφορο από χθες. Κι αυτό 'ναι κατόρθωμα της δικής σου υπόθεσης… Έτσι πέρασαν η Κυριακή, η Δευτέρα. Ύστερα, το βράδυ και το πρωί αποτέλεσαν την τρίτη μέρα της διαμονής του Χανς Κάστορπ στα «σίδερα», μια μέρα της εβδομάδας, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, την Τρίτη. Ήταν η μέρα του ερχομού του. Τώρα είχε τρεις ολόκληρες μέρες που βρισκόταν εδώ, κι επιτέλους ένιωσε υποχρεωμένος να γράψει αυτό το γράμμα και να πληροφορήσει τους θείους Τινάππελ, για την τωρινή του κατάσταση, σε γενικές γραμμές, τουλάχιστον. Με το προσκέφαλο στην πλάτη, έγραφε σ' ένα φύλλο επιστολόχαρτου του ιδρύματος, πως η αναχώρησή του από δω, αντίθετα από τα σχέδιά του, θα καθυστερούσε ακόμα. Είπε, πως ήταν στο κρεβάτι, με κρυολόγημα και πυρετό, που ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς, υπερβολικά ευσυνείδητος, όπως ήτανε, βέβαια, δεν το έπαιρνε, όπως φαινότανε, καθόλου ελαφρά, γιατί το συνέδεε με τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Γιατί, από την πρώτη τους συνάντηση, πραγματικά, ο διευθύνων ιατρός τον είχε βρει πολύ αναιμικό, και, γενικά, το χρονικό όριο, που είχε προσδιορίσει αυτός, ο Χανς Κάστορπ, για να συνέλθει, δε θεωρήθηκε αρκετό. Σύντομα θα είχανε περισσότερες λεπτομέρειες. Καλό είναι, έτσι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Δεν υπάρχει ούτε μια λέξη περισσότερη, κι ωστόσο θα μας βοηθήσει, οπωσδήποτε, να κερδίσουμε λίγον καιρό περισσότερο. Έδωσε το γράμμα στον υπηρέτη του πατώματος, που, αποφεύγοντας την κανονική οδό του γραμματοκιβώτιου, έτρεξε να το παραδώσει αμέσως στο χωριό, για το αμέσως επόμενο τρένο, που πρόβλεπε το δρομολόγιο του Σταθμού. Ύστερα απ' αυτό, τα πράματα φάνηκαν ταχτοποιημένα, για τον τυχοδιώχτη μας, και με καθησυχασμένο ηθικό, μ' όλο που ο βήχας κι ο πυρετός του κρυολογήματός του τον βασάνιζαν, άρχισε να ζει, μέρα τη μέρα, αυτή την διαιρεμένη σε πολλά ποικίλα κομματάκια, μέρα, που, στη συνεχή μονοτονία της, δεν κυλούσε ούτε γρήγορα ούτε αργά, όντας πάντα η ίδια. Το πρωί, αφού χτυπούσε την πόρτα πολύ δυνατά, έμπαινε ο μασέρ, ένα υποκείμενο γιομάτο ποντίκια, ονόματι Τούρνχερ, με τα μανίκια του πουκάμισού του τυλιγμένα ρολό στα γιομάτα πολυάριθμες φλέβες μπράτσα του, που εκφραζότανε πολύ δύσκολα, καλούσε τον Χανς Κάστορπ, όπως κι όλους τους άλλους ασθενείς, με το νούμερο της κάμαράς του, και τον έτριβε με οινόπνευμα. Την ώρα που οι άλλοι έπαιρναν κάτω το πρωινό τους, ο Χανς Κάστορπ, ακουμπισμένος στο μαξιλάρι του, έκανε το ίδιο, επίσης, με την όρεξη που προκαλεί μια αλλαγή στον τρόπο της ζωής μας, και μόλις-μόλις ταραζότανε από την πολυάσχολη και συνηθισμένη διακοπή των γιατρών, που, τούτη δω

την ώρα, είχαν κιόλας διατρέξει την τραπεζαρία και συμπλήρωναν με γοργό ρυθμό το γύρο τους στα δωμάτια των κρεβατωμένων ασθενών και των ετοιμοθάνατων. Με το στόμα γιομάτο μαρμελάδα, βεβαίωνε ότι είχε κοιμηθεί καλά, κοίταζε πάνω από τα χείλη του φλιτζανιού του, που, ο Αυλικός Σύμβουλος, με τις γροθιές ακουμπισμένες πάνω στο τραπέζι της μέσης, έριχνε ένα γρήγορο βλέμμα στην πινακίδα του πυρετού, κι απαντούσε αδιάφορα και μ' έναν συρτό τόνο, στην καλημέρα τους, όταν αποχωρούσε. Ύστερα, άναβε ένα τσιγάρο και μόλις έκανε τη σκέψη, πως ο Γιόαχιμ είχε φύγει για το μικρό πρωινό του περίπατο, που δεν τον έκανε παρά μόνο σαν από καθήκον, σαν να εκτελούσε υπηρεσία, τον έβλεπε κιόλας να γυρίζει. Και πάλι φλυαρούσανε για το ένα και τ' άλλο και το διάλειμμα ανάμεσα στα δυο προγεύματα —ο Γιόαχιμ έκανε στο μεταξύ την κούρα του— ήταν τόσο σύντομο, που μόνο ένα αγύριστο κεφάλι ή ένας φτωχός στο μυαλό θα προλάβαιναν να πλήξουνε — ενώ ο Χανς Κάστορπ αντλούσε αρκετή τροφή από τις εντυπώσεις των τριών εβδομάδων, που είχε περάσει εδώ, μελετούσε ακόμα την τωρινή του κατάσταση, κι αναρωτιότανε, για το τι θα γινότανε. Είναι ζήτημα, αν φυλλομέτρησε τους δυο χοντρούς τόμους ενός εικονογραφημένου περιοδικού, που, δανεισμένοι από τη βιβλιοθήκη του σανατόριου, βρίσκονταν τοποθετημένοι στο κομοδίνο του. Το ίδιο γινόταν και την ώρα, που ο Γιόαχιμ έκανε τον δεύτερο περίπατό του ίσαμε το Νταβός-Πλατς: πράμα που κρατούσε μια ωρούλα μόλις. Ύστερα, έμπαινε πάλι στο δωμάτιο του Χανς Κάστορπ, του διηγείτο μερικά πράματα, που του είχανε κάνει εντύπωση στον περίπατό του, έμενε μια στιγμή όρθιος ή καθότανε κοντά στο κρεβάτι του άρρωστου κι ύστερα έφευγε για την κούρα του, πριν από το μεσημεριανό φαγητό. Και πόσο διαρκούσε; Άλλη μια ωρούλα! Μόλις που ένωνες τα χέρια σου πίσω από το κεφάλι σου, μόλις που κοίταζες προς το ταβάνι και συνέχιζες μια σκέψη κι αμέσως αντηχούσε το γκονγκ, που καλούσε όλους τους οικότροφους, όσους δεν ήταν κρεβατωμένοι ή ετοιμοθάνατοι, να ετοιμαστούν για το κύριο γεύμα της ημέρας. Ο Γιόαχιμ κατέβαινε, επίσης, κι ύστερα ερχόταν η «μεσημεριανή σούπα»: ένα απλοϊκά συμβολικό όνομα για ό,τι ερχόταν! Γιατί ο Χανς Κάστορπ δεν έκανε δίαιτα — και γιατί θα έπρεπε να του επιβάλουν να κάνει δίαιτα; Μια δίαιτα άρρωστου, μια δίαιτα ελαφρά, δεν ενδεικνυότανε καθόλου στην περίπτωσή του. Πλάγιαζε εδώ και πλήρωνε ολόκληρη την τιμή, κι ό,τι του σερβίριζαν, κατά την ακίνητη αιωνιότητα εκείνης της ώρας, δεν ήταν μια απλή σούπα, ήταν το πλήρες γεύμα με τα έξι φαγητά του Μπέργκχοφ, χωρίς να λείπει τίποτα και σ' όλες του τις λεπτομέρειες — άφθονο τις καθημερινές, την Κυριακή γιορτινό, συμποσιακό, πασχαλιάτικο, ετοιμασμένο από έναν ευρωπαϊκά δασκαλεμένο αρχιμάγειρα, στην πολυτελή κουζίνα του ιδρύματος. Η σερβιτόρα, που η δουλειά της ήταν να περιποιείται τους κρεβατωμένους ασθενείς, το έφερνε σκεπασμένο κάτω από νικελωμένα καπάκια, σ' ορεκτικότατα σαγάνια. Έσπρωχνε το τραπέζι του άρρωστου, που βρισκόταν εκεί, σαν από σύμπτωση —αυτό το θαύμα της ισορροπίας με το ένα πόδι— πλάι στο κρεβάτι κι ο Χανς Κάστορπ γευμάτιζε, σαν κι εκείνο το γιο του ράφτη, μπροστά στο μαγικό τραπέζι του παραμυθιού. Μόλις που θα 'χε τελειώσει το φαγητό του, γύριζε κιόλας ο Γιόαχιμ, και πριν συναντήσει

τον εξώστη του κι απλωθεί η σιωπή της μεγάλης κούρας στο Μπέργκχοφ, η ώρα πήγαινε κιόλας στις τρεις και μισή σχεδόν. Όχι εντελώς, ίσως. Για να είμαστε ακριβείς, δεν ήταν, χωρίς άλλο, παρά δυο και τέταρτο. Μα δε λογαριάζει κανείς αυτά τα συμπληρωματικά τέταρτα της ώρας, που βρίσκονται έξω από τις στρογγυλές ενότητες, τα παραμερίζει αποφασιστικά κανείς, παντού όπου ο καιρός μετριέται ανοιχτοχέρικα, όπως, λόγου χάρη, στο ταξίδι, που περνάς απέραντες ώρες μέσα στο τρένο, και που κάνει κάθε άλλη αναμονή απέραντη και κενή, όταν ο σκοπός της ζωής φαίνεται να είναι το πώς ν' αφήσει πίσω της περισσότερο χρόνο. Και με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, η διάρκεια της μεγάλης κούρας ελαττωνότανε οριστικά, πάλι, σε μια ώρα — που κι αυτή ελαττωνότανε περισσότερο ακόμα, άλλωστε, προς το τέλος της, σα να έχανε ένα γράμμα κι έμπαινε μια απόστροφος. Η απόστροφος αυτή ήταν ο Δρ Κροκόβσκι. Πραγματικά, ο Δρ. Κροκόβσκι δεν απόφευγε πια τον Χανς Κάστορπ, όταν έκανε τον απογευματινό γύρο του. Τώρα, υπολογιζόταν κι αυτός μαζί με τους άλλους, δεν ήταν πια ένα διάλειμμα, μια χασμωδία, ήταν άρρωστος, τον ρωτούσανε, δεν τον παραμελούσανε πια όπως γινότανε πρωτύτερα, προς μεγάλη του δυσαρέσκεια, κρυφή και περαστική, βέβαια, μα καθημερινή. Η μέρα, που ο γιατρός Κροκόβσκι έκαμε, για πρώτη φορά, την εμφάνισή του στην κάμαρά του ήταν η Δευτέρα. Και λέμε «εμφάνιση», γιατί 'ναι η ακριβής λέξη για την παράξενη εντύπωση και, μάλιστα, την κάπως τρομακτική εντύπωση, από την οποία, ο Χανς Κάστορπ, δεν ήξερε να φυλαχτεί, σ' αυτή την περίπτωση. Είχε αναπαυθεί σ' ένα μισο-(ή τεταρτο-)-ύπνι, όταν ξύπνησε, αναπηδώντας, για να δει, πως ο βοηθός ήταν μέσα στο δωμάτιο, χωρίς να περάσει από την πόρτα, και ότι είχε έρθει σ' αυτόν, απ' έξω. Γιατί ο δρόμος του δεν πήγαινε από τον διάδρομο, μα από τους εξώστες, κι είχε μπει από την ανοιχτή πόρτα του μπαλκονιού, έτσι που, ένας άνθρωπος ζαλισμένος από μιας οποιασδήποτε ποσότητας ύπνο, δε μπορούσε να διώξει από τη φαντασία του, ότι είχε έρθει από τον αέρα. Μ' απ' όπου κι αν είχε έρθει, η απόστροφος της ώρας, είχε σταθεί δίπλα στο κρεβάτι του Χανς Κάστορπ, χλομή και μαυροντυμένη, ευρύστερνη και κοντή, με τη μοιρασμένη σε δυο, στην άκρη, γενειάδα της και δείχνοντας τα κιτρινωπά δόντια της σ' ένα εγκάρδιο χαμόγελο. — Φαίνεστε έκπληκτος, που με βλέπετε, κύριε Κάστορπ, είχε πει με γλυκιά φωνή βαρύτονου, μ' έναν τόνο κάπως προσποιημένο και μ' ένα λαρυγγόφωνο Ρ ελαφρά εξωτικό, που δεν κυλούσε μα που προκαλείτο από ένα δόνισμα μόνο της γλώσσας στο μπροστινό μέρος του ουρανίσκου, πίσω από τα δόντια ακριβώς. Μα εκπληρώ, βλέπετε, ένα ευχάριστο καθήκον, ζητώντας να μάθω, αν πάνε όλα καλά εδώ. Οι σχέσεις σας μαζί μας έχουνε μπει σε μια νέα φάση: από τη μια μέρα στην άλλη, από φιλοξενούμενος που ήσασταν γίνατε ένας σύντροφος (η λέξη «σύντροφος» είχε φοβίσει κάπως τον Χανς Κάστορπ). Ποιος θα το φανταζότανε, το βράδυ που μπόρεσα να σας χαιρετίσω, για πρώτη φορά, και που διορθώσατε την εσφαλμένη εικασία μου —τότε ήταν εσφαλμένη— παρατηρώντας μου ότι ήσασταν απόλυτα υγιής. Νομίζω, πως είχα εκφράσει, πως δεν το έβλεπα έτσι. Δε θέλω να περάσω για περισσότερο οξυδερκής απ' όσο είμαι, δε σκέφτηκα καμιά υγρή εστία, ήθελα απλά να μιλήσω μ' έναν τρόπο πιο γενικό, εξέφρασα τις

αμφιβολίες μου, μόνο για να δω, αν οι λέξεις «άνθρωπος» και «τέλεια υγεία» θα μπορούσαν να πάνε ποτέ μαζί. Κι ακόμα και σήμερα, ύστερα, από την προχθεσινή εξέτασή σας, δεν πιστεύω, αντίθετα από τον αγαπητό κι αξιότιμο προϊστάμενό μου, πως η υγρή εστία αυτή εδώ —και με την άκρη του δάχτυλου άγγιξε τον ώμο του Χανς Κάστορπ— πρέπει να μας ενδιαφέρει κατά πρώτο και κύριο λόγο. Δεν είναι για μένα παρά ένα δευτερεύον φαινόμενο… Το οργανικό μέρος είναι πάντα δευτερότερο… Ο Χανς Κάστορπ είχε ανατριχιάσει. — Κι επομένως, ο κατάρρους σας, για τα δικά μου μάτια, δεν είναι παρά ένα τριτεύον φαινόμενο, είχε προσθέσει ο Δρ Κροκόβσκι, με πολύ αλαφρά καρδιά. Πώς είστε απ' αυτή την άποψη; Η ανάπαυση στο κρεβάτι θα σας ωφελήσει πολύ γρήγορα. Τι πυρετό είχατε σήμερα; Κι ύστερα από την τελευταία τούτη φράση, το πέρασμα του βοηθού είχε πάρει έναν χαρακτήρα αθώας επίσκεψης, όπως γινότανε, άλλωστε, και τις ακόλουθες μέρες. Ο γιατρός Κροκόβσκι ερχόταν στις τέσσερις παρά τέταρτο, καμιά φορά και λίγο νωρίτερα, από το μπαλκόνι, χαιρετούσε τον άρρωστο μ' ενεργητική εγκαρδιότητα, έκανε τις πιο συνηθισμένες ιατρικές ερωτήσεις, έπιανε, από καιρό σε καιρό, καμιά σύντομη συζήτηση, με περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα, έκανε μερικά αστεία στον σύντροφο, και, μ' όλο που όλ' αυτά διατηρούσαν έναν χαρακτήρα κάπως αμφίβολο, κατέληξαν να συνηθίσουν το αμφίβολο, αρκούσε που έμεναν μέσα στα κανονικά του όρια, και ο Χανς Κάστορπ, γρήγορα, δεν εύρισκε να παρατηρήσει τίποτα πια στην τακτική επίσκεψη του Δρα Κροκόβσκι, που αποτελούσε μέρος της κανονικής μέρας, κι απόστροφος στην μακριά ώρα της μεγάλης κούρας του απογεύματος. Ήταν στις τέσσερις, λοιπόν, όταν έφευγε απότομα, από το μπαλκόνι, ο βοηθός. Ξαφνικά, πριν το καταλάβει κανένας, σιγά-σιγά, βρισκότανε στην καρδιά του απογεύματος, που, άλλωστε, χωρίς να αργεί, έγερνε σιγά-σιγά προς το βράδυ: γιατί, η ώρα που έπαιρναν το τσάι τους κάτω και στο δωμάτιο αριθμός 34, ήταν κιόλας στις πέντε σχεδόν κι όταν ο Γιόαχιμ επέστρεφε από την τρίτη υπηρεσιακή βόλτα του και ξαναφαινότανε στην κάμαρα του ξαδέλφου του, ήταν πια, όπου-όπου, στις έξι, έτσι που η κούρα της ανάπαυσης, ίσαμε την ώρα του δείπνου περιοριζότανε πάλι σε μια ώρα — κι η ώρα αυτή ήταν ένας ευκολονίκητος αντίπαλος, φτάνει μόνο να 'χει κανείς κάτι λίγες σκέψεις μες στο κεφάλι του κι ένα ολόκληρο orbis pictus στο κομοδίνο του. Ο Γιόαχιμ τον χαιρετούσε, για να κατεβεί στην τραπεζαρία. Του έφερναν το δείπνο του. Η κοιλάδα πλημμύριζε από σκιές κι ενώ ο Χανς Κάστορπ έτρωγε, το σκοτάδι έμπαινε σχεδόν ορατό μέσα στη λευκή κάμαρα. Όταν τέλειωνε, έμενε ακουμπισμένος στο μαξιλάρι του, μπροστά στο ξεστρωμένο τραπέζι του, και κοίταζε στο σούρουπο που μεγάλωνε γρήγορα, σ' αυτό το σημερινό σούρουπο, που ήταν δύσκολο να το διακρίνεις από το χθεσινό, το προχθεσινό ή το πριν από οκτώ μέρες σούρουπο. Το πρωί δεν είχε καλά-καλά περάσει — κι είχε βραδιάσει κιόλας. Αυτή η κατακερματισμένη και τεχνητά συντομευμένη μέρα είχε θρυμματιστεί και γλιστρήσει ανάμεσα από τα δάχτυλά του, όπως το διαπίστωνε με μια ευχάριστη έκπληξη, κι αν όχι ευχάριστη, διανοητική, οπωσδήποτε,

γιατί δεν ήτανε πια στην ηλικία κείνη που τρομάζει κανείς. Μια μέρα, κάπου δέκα ή δώδεκα μέρες θα 'χαν περάσει από τότε που ο Χανς Κάστορπ βρισκότανε στο κρεβάτι, χτυπήσανε την πόρτα του, αυτή την ώρα, πάνω-κάτω, δηλαδή πριν επιστρέφει ο Γιόαχιμ από το δείπνο και την τακτική, κάθε βράδυ, συγκέντρωση στα σαλόνια, και σ' απάντηση στο ερωτηματικό «Εμπρός!» του Χανς Κάστορπ, παρουσιάστηκε ο Λοντοβίκο Σετεμπρίνι στο κατώφλι, την ίδια στιγμή που ένα εκτυφλωτικό φως διαχεόταν στην κάμαρα. Γιατί, η πρώτη κίνηση που έκανε ο επισκέπτης, πλάι στην ανοιχτή πόρτα, ήταν να γυρίσει τον διακόπτη της πλαφονιέρας, κι ένα φως, ανακλασμένο από τη λευκή οροφή, γιόμισε, τρεμουλιάζοντας, την κάμαρα. Ο Ιταλός ήταν το μόνο πρόσωπο ανάμεσα στους άλλους ασθενείς, για τον οποίο ζήτησε αποκλειστικά και ονομαστικά πληροφορίες ο Χανς Κάστορπ, από τον Γιόαχιμ. Ο Γιόαχιμ δεν παράλειπε, όσες φορές ήταν καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του ξαδέλφου του ή όρθιος δίπλα του —κι αυτό γινότανε δέκα φορές κάθε μέρα— να του διηγείται όλα τα μικροπεριστατικά και τις ποικιλίες της τρέχουσας ζωής του σανατόριου, και όσες φορές ο Χανς Κάστορπ είχε ρωτήσει, οι ερωτήσεις του αυτές είχαν ένα γενικό και απρόσωπο χαρακτήρα. Η περιέργειά του, μοναχός καθώς ήταν, τον έσπρωχνε να ρωτά, αν είχανε έρθει καινούριοι οικότροφοι, ή αν είχε φύγει κανείς από τα γνωστά πρόσωπα. Και φάνηκε να τον καθησύχαζε τ' ότι μόνο η πρώτη περίπτωση είχε συμβεί. Είχε φτάσει ένας «καινούριος», ένας νέος άντρας, με πρασινωπό χρώμα και βαθουλωμένο πρόσωπο, κι είχε πάρει θέση στο τραπέζι της φιλντισόχρωμης Λέβι και της φράου Ίλτις, ακριβώς δεξιά στα δυο ξαδέλφια. Τώρα πια, ο Χανς Κάστορπ θα περίμενε, χωρίς ανυπομονησία, την ευκαιρία να τον δει. Και δεν είχε φύγει κανένας, λοιπόν; Ο Γιόαχιμ έκαμε νόημα πως όχι, χαμηλώνοντας τα μάτια. Μα έπρεπε ν' απαντά πολλές φορές σ' αυτή την ερώτηση, κάθε δυο μέρες ακριβώς, μ' όλο που, στο τέλος, με κάποια ανυπομονησία στη φωνή, προσπάθησε ν' απαντήσει μια για πάντα σ' αυτή, κι είπε πως, απ' όσο ήξερε, κανένας δεν ήτανε για να φύγει και πως ούτε κι έφευγαν τόσο εύκολα από κει μέσα. Όσο τώρα για τον Σετεμπρίνι, ο Χανς Κάστορπ, είχε ζητήσει πληροφορίες προσωπικά γι' αυτόν και θέλησε να μάθει τι «είχε πει γι' αυτό». Για ποιο; Μα πως βρίσκομαι στο κρεβάτι και πως είμαι άρρωστος. Ο Σετεμπρίνι είχε εκφραστεί, πραγματικά, αν και πολύ λιγόλογα. Την ίδια μέρα της εξαφάνισης του Χανς Κάστορπ, είχε ρωτήσει τον Γιόαχιμ, τι είχε γίνει ο ξάδελφός του, και, περιμένοντας, όπως φαινότανε, να μάθει πως ο Χανς Κάστορπ είχε φύγει, στις εξηγήσεις του Γιόαχιμ δεν είχε απαντήσει παρά με δυο ιταλικές λέξεις μόνο: στην αρχή είπε Ecco! κι ύστερα Poveretto! δηλαδή «Για κοίτα!» και «Καημενούλη!» — δεν ήταν ανάγκη να καταλαβαίνει κανείς περισσότερα ιταλικά απ' όσο οι δυο νέοι, για να εννοήσουνε την έννοια αυτών των εκφράσεων. Γιατί poveretto; είχε ρωτήσει ο Χανς Κάστορπ. Κι ο ίδιος δα στρογγυλοκάθεται εδώ πάνω, με τη Λογοτεχνία του, την πλασμένη από Ουμανισμό και Πολιτική και πολύ λίγο μπορεί να κάνει τα γήινα ενδιαφέροντα της ζωής του να πάνε μπροστά. Δε θα 'πρεπε, λοιπόν, να κουράζεται για μένα τόσο αφ' υψηλού, μια και πάντα πιο γρήγορα από την αφεντιά του θα φύγω από δω.

Και να, λοιπόν, που ο κ. Σετεμπρίνι στεκότανε μέσα στην ξαφνικά φωτισμένη κάμαρά του, κι ο Χανς Κάστορπ, που είχε ακουμπήσει στον αγκώνα του και στραφεί, τον κοίταξε, παίζοντας τα μάτια του και κοκκίνισε, αναγνωρίζοντάς τον. Όπως πάντα, ο Σετεμπρίνι φορούσε τη χοντρή ρεντινγκότα του, με τα φαρδιά πέτα, ένα κολάρο κάπως φθαρμένο και το πανταλόνι με τα τετραγωνάκια. Καθώς ερχότανε από το δείπνο, είχε, σύμφωνα με τη συνήθειά του, μια ξύλινη οδοντογλυφίδα ανάμεσα στα χείλη του. Οι γωνιές των χειλιών του, κάτω από το ωραίο κυμάτισμα του μουστακιού, ήταν τεντωμένες από το γνωστό του λεπτό, ψυχρό και κριτικό χαμόγελο. — Καλησπέρα, ναυπηγέ μου! Επιτρέπεται η ανησυχία μας για σας; Αν ναι, τότε χρειάζεται φως — συγχωρήσετε την αυθαιρεσία μου! είπε, ενώ σήκωνε το μικρό χέρι του γιομάτο οίστρο προς το ταβάνι. Στοχαζόσασταν — δε θα 'θελα να σας ενοχλήσω με την παρουσία μου. Η τάση προς τον στοχασμό θα μου ήταν απόλυτα κατανοητή στην περίπτωσή σας, κι όσο για τη φλυαρία, έχετε επιτέλους τον ξάδελφό σας. Έχω, βλέπετε, τέλεια συνείδηση του πόσο σας είμαι περιττός. Ωστόσο, ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, σ' έναν τόσο στενό χώρο, που μπορεί να κατανοήσει κανείς τη συμπάθεια από άνθρωπο σε άνθρωπο, συμπάθεια πνευματική, συμπάθεια της καρδιάς… Πάει μια ολόκληρη εβδομάδα που δε σας βλέπουμε πια. Άρχισα, αληθινά, να φαντάζομαι, πως είχατε ξαναφύγει όταν είδα πως η θέση σας, κάτω, στο ρεφεκτόριο, είχε μείνει κενή. Ο υπολοχαγός μ' έβγαλε από την πλάνη μου, χμ! μου είπε την αλήθεια, που είναι λιγότερο ρόδινη, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, χωρίς να φανώ αγενής… Κοντολογίς, πώς πάτε; Τι έχετε; Πώς αισθάνεστε; Όχι πολύ καταβεβλημένος, ελπίζω! — Εσείς, κύριε Σετεμπρίνι! Αυτή 'ναι αληθινή ευχαρίστηση. Χα, χα, ρεφεκτόριο; Να που αρχίσατε πάλι τ' αστεία σας. Καθίστε, σας παρακαλώ. Δε μ' ενοχλείτε καθόλου. Εδώ πλάγιαζα και ονειροπολούσα — μα και αυτό τ' «ονειροπολούσα» είναι σχεδόν πολύ. Απλά μόνο βαριόμουν ν' ανάψω το φως. Ευχαριστώ πολύ, εγώ, υποκειμενικά, νιώθω τόσο καλά, σα να μην είχα τίποτα. Η ανάπαυση στο κρεβάτι έχει θεραπεύσει σχεδόν το συνάχι μου, μα φαίνεται, πως δεν είναι παρά ένα δευτερεύον φαινόμενο, αν κρίνω απ' ό,τι λεν από δω κι από κει. Ο πυρετός, πραγματικά, δεν είναι πάντα αυτός που θα έπρεπε να ήταν, πότε 37,5, πότε 37,7. Τούτες δω τις μέρες δεν άλλαξε καθόλου. — Παίρνετε κανονικά τη θερμοκρασία σας; — Ναι, έξι φορές τη μέρα, ακριβώς όπως όλοι σας εδώ πάνω. Χα, χα, με συγχωρείτε, ακόμα γελώ που ονομάσατε ρεφεκτόριο την τραπεζαρία μας. Έτσι δεν τη λένε, θαρρώ, στα μοναστήρια; Πραγματικά, υπάρχει κάτι το μοναστηρίσιο εδώ — αν κι η αλήθεια είναι, πως δεν πήγα ποτέ μου σε μοναστήρι, μα έτσι το φαντάζομαι… Ξέρω κιόλας απ' έξω τον «κανόνα» και τον τηρώ με μεγάλη ακρίβεια. — Σαν ευσεβής καλόγερος. Μπορεί να πει κανείς, πως τελειώσατε τη δοκιμασία σας σαν νεόφυτος, ορκιστήκατε. Τα επίσημό μου συγχαρητήρια! Λέτε «η τραπεζαρία μας» κιόλας. Χωρίς να θέλω, άλλωστε, να προσβάλω την ανδρική σας αξιοπρέπεια, μου θυμίζετε μάλλον νεαρά καλόγρια παρά καλόγερο, μικράν τινα νύμφην του Χριστού, κεκαρμένην μόλις, πάναγνη, με τα μεγάλα μάτια του θύματος. Παλιότερα είδα, εδώ ή αλλού, τέτοιους

αμνούς και ποτέ δίχως… ποτέ δίχως κάποια αισθηματικότητα. Α, ναι, ναι, ο κύριος εξάδελφός σας μου τα είπε όλα. Δεν πήγατε, λοιπόν, να σας εξετάσουνε παρά την τελευταία στιγμή. — Γιατί είχα πυρετό. Σας παρακαλώ, κ. Σετεμπρίνι, αν ήμουν εκεί κάτω, μ' ένα τέτοιο κρυολόγημα, δε θ' απευθυνόμουν στο γιατρό μας; Κι εδώ, που είναι κανείς, κατά κάποιο τρόπο, στην πηγή, που υπάρχουν δυο ειδικοί στο Ίδρυμα — θα ήταν πραγματικά κωμικό… — Εννοείται. Και πήρατε κιόλας τη θερμοκρασία σας, πριν σας το επιβάλλουν. Σας το είχαν συμβουλέψει, άλλωστε, αμέσως. Το θερμόμετρο σας το παραχώρησε η Μύλεντονκ; — Παραχώρησε; Μια και το απαιτούσε η ανάγκη, αγόρασα ένα απ' αυτήν. — Καταλαβαίνω. Μια απόλυτα ελεύθερη εμπορική πράξη. Και πόσους μήνες σας έκοψε ο Διευθυντής;… Μα, Θεέ μου, σας είχα κάμει κι άλλοτε την ίδια ερώτηση. Θυμάστε; Μόλις που είχατε φτάσει. Μου απαντήσατε τόσο τολμηρά, τότε… — Φυσικά και το θυμάμαι ακόμα, κ. Σετεμπρίνι. Από τότε έζησα πολλά καινούρια πράματα, αλλ' αυτό το θυμάμαι ακόμα σα να ήταν σήμερα. Ήσασταν τόσο διασκεδαστικός, από την πρώτη μέρα, και μεταμορφώσατε τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς σε κριτή του Άδη… σε Ραδαμή… Όχι, μια στιγμή, κάτι άλλο ήταν… — Ραδάμανθυς; Μπορεί και να τον ονόμασα έτσι, περαστικά. Δε θυμάμαι όλ' αυτά που βγαίνουν από το κεφάλι μου, με τούτη ή με κείνη την ευκαιρία. — Ραδάμανθυς, φυσικά! Ο Μίνως και ο Ραδάμανθυς! Και για τον Καρντούτσι, επίσης, μας μιλήσατε, από την πρώτη φορά… — Με την άδειά σας, αγαπητέ φίλε, τ' όνομα αυτό, ας το αφήσουμε κατά μέρος, για σήμερα. Τ' όνομά του παίρνει αυτή τη στιγμή έναν πολύ παράξενο ήχο στο στόμα σας. — Όπως θέλετε, γέλασε ο Χανς Κάστορπ. Άλλωστε, έμαθα πολλά πράματα από σας για λογαριασμό του. Τη φορά εκείνη, δεν αμφέβαλα για τίποτα και σας αποκρίθηκα, πως είχα έρθει για τρεις βδομάδες. Δεν πρόβλεψα τίποτε άλλο. Η Κλέεφελντ μόλις που με είχε χαιρετίσει σφυρίζοντάς μου με τον πνευμοθώρακά της. Εκείνη την ώρα ήμουν ακόμη έξω φρενών. Μ' από τη στιγμή κείνη κι ύστερα, ένιωθα πως είχα πυρετό, γιατί, δεν είναι έτσι; ο αέρας εδώ πάνω δεν είναι μόνο καλός εναντίον της αρρώστιας, μα κι εξ ίσου καλός για την αρρώστια, γιατί την εκβιάζει να ξεσπάσει, κι αυτό, στο κάτω-κάτω, είναι αναγκαίο, αν θέλει κανείς να θεραπευθεί. — Αυτή 'ναι μια γοητευτική υπόθεση. Σας μίλησε ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς και για κείνη τη Γερμανορωσίδα, που είχαμε δω τον περασμένο χρόνο — όχι, τον προπερασμένο, επί πέντε μήνες; Όχι; Θα 'πρεπε να σας μιλούσε. Μια χαριτωμένη κυρία, γερμανορωσικής καταγωγής, παντρεμένη, νέα μητέρα. Ερχόταν από την Ανατολή, λυμφατική, αναιμική, χωρίς άλλο υπήρχε κάτι πιο σοβαρό. Λοιπόν, κάνει ένα μήνα εδώ κι αρχίζει να παραπονείται πως αισθανόταν άσκημα. Υπομονή μόνο. Περνά ένας δεύτερος μήνας κι εκείνη εξακολουθεί να ισχυρίζεται, πως αντί να νιώθει καλύτερα, πηγαίνει χειρότερα. Της λένε πως, το πώς πηγαίνει, αυτό μόνο ο γιατρός, και κανείς

άλλος, μπορεί να το κρίνει. Το πολύ-πολύ να λέει η ίδια το πώς αισθάνεται — κι αυτό 'χει μικρή σημασία. Για την κατάσταση των πνευμόνων της εκφράζονται ικανοποιητικά. Ωραία, σωπαίνει, κάνει κούρα, και κάθε βδομάδα χάνει βάρος. Τον τέταρτο μήνα, απάνω στην εξέταση, λιποθυμά. Μα δεν έχει σημασία, εξηγεί ο Μπέρενς. Με τον πνεύμονά της είναι αληθινά ικανοποιημένος. Μα όταν, τον πέμπτο μήνα, δεν μπορεί πια να περπατήσει, ειδοποιεί γι' αυτό τον άντρα της, στην Ανατολή, και ο Μπέρενς λαβαίνει ένα γράμμα του — πάνω στον φάκελο έγραφε με χτυπητά γράμματα: Προσωπικόν και Επείγον, το είδα ο ίδιος. Ναι, λέει ο Μπέρενς, τώρα, και σηκώνει του ώμους, μπορεί και να συμβαίνει να μην αντέχει, όπως φαίνεται, αυτό το κλίμα εδώ πάνω. Η γυναίκα έγινε έξω φρενών. Θα έπρεπε να της το είχε πει πρωτύτερα, φωνάζει, πάντα το ένιωθε πως πήγαινε κακήν κακώς εδώ πέρα…! Ας ελπίσουμε, πως κοντά στον άντρα της, στην Ανατολή, θα ξαναβρήκε τις δυνάμεις της. — Έκτακτο! Διηγείστε τόσο όμορφα, κ. Σετεμπρίνι, κάθε λόγος σας είναι αληθινά πλαστικός. Πολλές φορές χρειάστηκε, επίσης, να γελάσω μόνος μου, με την ιστορία εκείνης της κοπέλας, που έκανε μπάνιο στη λίμνη και που χρειάστηκε να της δώσουν τη βουβή αδελφή. Ναι, πολλά συμβαίνουν εδώ! Όλο και κάτι μαθαίνει κανείς. Η δική μου περίπτωση, άλλωστε, βρίσκεται ακόμα σ' ένα πολύ ακαθόριστο στάδιο. Ο Αυλικός Σύμβουλος ισχυρίζεται, είναι αλήθεια, πως μου βρίσκει κάτι τιποτένιο, τις παλιές εστίες που ήταν άρρωστες άλλοτε, χωρίς να το πάρω μυρουδιά, τις άκουσα κι ο ίδιος καθώς με χτυπούσε, και να τώρα που ανακαλύψανε, καθώς φαίνεται, μια καινούρια, δεν ξέρω ακριβώς πού — χα, αυτό το «καινούρια», άλλωστε, ήταν ολωσδιόλου αναπάντεχη έκφραση για μένα. Μα, ως τα τώρα, δεν πρόκειται παρά γι' ακροαστικές παρατηρήσεις, και την απόλυτα σίγουρη διάγνωση δε θα την έχουμε παρά όταν θα ξανασηκωθώ και θα κάνω ακτινοσκόπηση κι ακτινογραφία. Τότε πια, θα ξέρουμε θετικά. — Λέτε; Ξέρετε, πως η φωτογραφική πλάκα δείχνει πολλές φορές κηλίδες, που τις παίρνουνε για σπήλαια, ενώ δεν είναι παρά σκιές και πως εκεί που υπάρχει κάτι συχνά δεν παρουσιάζει κηλίδες; Madonna, η φωτογραφική πλάκα! Εδώ ήτανε ένας νέος νομισματολόγος, που είχε πυρετό. Κι όπως είχε πυρετό, στη φωτογραφική πλάκα του φάνηκαν, πολύ καθαρά, τα σπήλαια. Ισχυρίστηκαν, μάλιστα, πως τα είχανε ακροαστεί! Τον μεταχειρίστηκαν σαν φυματικό κι απάνω σ' αυτό πέθανε. Μα η αυτοψία απόδειξε, πως οι πνεύμονές του δεν είχανε τίποτα και πως πέθανε δεν ξέρει κανείς από τι μικρόβια. — Μπα, μπα, κύριε Σετεμπρίνι, τώρα μου μιλάτε και γι' αυτοψία κιόλας! Όσο να 'ναι, δεν έφτασα ακόμα κι ίσαμε αυτό το σημείο. — Ναυπηγέ μου, είστε χωρατατζής. — Κι εσείς πέρα για πέρα κριτικός και σκεπτικιστής, πρέπει να το παραδεχτείτε! Μια φορά, δεν πιστεύετε στις ακριβείς επιστήμες. Η δική σας δείχνει κηλίδες, λοιπόν; — Ναι, δείχνει μερικές. — Κι είστε αληθινά λίγο άρρωστος; — Ναι, είμαι δυστυχώς αρκετά άρρωστος, αποκρίθηκε ο κ. Σετεμπρίνι και κατέβασε το

κεφάλι. Έγινε κάποια σιωπή, και σ' αυτό το διάλειμμα ο Σετεμπρίνι έβηξε. Ο Χανς Κάστορπ κοίταξε, από κει που ήτανε ξαπλωμένος, τον βυθισμένο στη σιωπή επισκέπτη του. Του φαινότανε, πως με τις δυο απλές αυτές ερωτήσεις του είχε αποτρέψει ολότελα κι είχε βουβάνει καθετί που θα μπορούσε να ειπωθεί, ακόμη και για τη Δημοκρατία και το ωραίο ύφος. Όσο γι' αυτόν, δεν έκανε τίποτα, για να ζωηρέψει τη συζήτηση. Ύστερα από λίγο, ο κ. Σετεμπρίνι ανορθώθηκε πάλι χαμογελώντας. — Για πείτε μου τώρα, ναυπηγέ μου, πώς δέχτηκαν οι δικοί σας την είδηση; — Ποια είδηση, δηλαδή; Για την καθυστέρηση της αναχώρησής μου από δω; Αχ οι δικοί μου, ξέρετε, οι δικοί μου, στο σπίτι, αποτελούνται από τρεις θείους, από το θείο μου, δηλαδή, και τους δυο γιους του, που είναι μάλλον ξαδέλφια μου. Δεν έχω άλλους «δικούς» μου. Έμεινα πολύ μικρός ορφανός από πατέρα και μητέρα. Πώς το δέχτηκαν αυτό; Δεν ξέρουν ακόμα πολλά πράματα, όχι περισσότερα απ' όσα εγώ. Στην αρχή, όταν χρειάστηκε να πέσω στο κρεβάτι, τους έγραψα, ότι έπαθα ένα αρκετά σοβαρό κρυολόγημα κι ότι δεν μπορούσα να διακινδυνέψω το ταξίδι. Και χτες, επειδή πέρασαν αρκετές μέρες, έγραψα πάλι και είπα ότι η γρίπη μου έκαμε το γιατρό Μπέρενς να προσέξει την κατάσταση του στήθους μου και να επιμείνει να παρατείνω τη διαμονή μου, ίσαμε να φανεί καθαρά περί τίνος πρόκειται. Όλ' αυτά, θα τα πληροφορήθηκαν με αρκετή ψυχραιμία. — Και η εργασία σας; Μου μιλήσατε για μια πρακτική εξάσκηση που λογαριάζατε να κάνετε. — Ναι, εθελοντικά. Έγραψα στο ναυπηγείο, πως δε θα μπορέσω να πάω προς το παρόν. Φαντάζεστε, βέβαια, ότι δεν πρόκειται να τους πιάσει απελπισία γι' αυτό. Μπορούν πολύ καλά να τα βγάλουν πέρα και δίχως εθελοντή. — Πολύ καλά. Απ' αυτή την άποψη, είναι όλα, λοιπόν, εν τάξει. Φλεγματικότητα καθ' όλα. Γενικά, στον τόπο σας, οι άνθρωποι είναι φλεγματικοί, δεν είναι έτσι; Μα κι ενεργητικοί. — Ω, ναι, ενεργητικοί επίσης, ναι, πολύ ενεργητικοί, είπε ο Χανς Κάστορπ. Εξέτασε από μακριά, τον χαρακτήρα της ζωής εκεί κάτω και βρήκε, ότι ο συνομιλητής του δεν έπεφτε έξω. Φλεγματικοί κι ενεργητικοί. Αυτό ακριβώς ήταν. — Λοιπόν, εξακολούθησε ο κ. Σετεμπρίνι, αν μείνετε πολύ καιρό, χωρίς άλλο θα κάνουμε τη γνωριμία του κυρίου θείου σας. Γιατί θα έρθει, ασφαλώς, να μάθει για την κατάστασή σας. — Αποκλείεται! φώναξε ο Χανς Κάστορπ. Για κανένα λόγο. Ούτε δέκα άλογα δε θα κατόρθωναν να τον φέρουν ίσαμε εδώ. Ο θείος μου είναι αποπληκτικός, ξέρετε, δεν έχει λαιμό σχεδόν. Όχι. Χρειάζεται κανονική ατμοσφαιρική πίεση, θα ένιωθε πολύ πιο άσχημα από τη Γερμανορωσίδα σας εδώ πάνω. θα μπορούσαν να του συμβούν πολλά δυσάρεστα.

— Μ' απογοητεύετε. Αποπληκτικός, λοιπόν; Σε τι θα χρησίμευαν, τότε, η φλεγματικότητα κι η ενεργητικότητα; Ο κύριος θείος σας είναι, δίχως άλλο, πλούσιος. Κι εσείς, είστε πλούσιος; Ο κόσμος εκεί, σε σας, είναι πλούσιος; Ο Χανς Κάστορπ χαμογέλασε γι' αυτή τη φιλολογική γενίκευση του κ. Σετεμπρίνι και από κει που ήτανε ξαπλωμένος κοίταξε πάλι μακριά, στον γνώριμο κόσμο της πατρίδας του, απ' όπου είχε αποσπαστεί. Θυμόταν, προσπαθούσε να κρίνει αμερόληπτα, η απόσταση τον ενθάρρυνε και του έδινε κι ικανότητα γι' αυτό. Αποκρίθηκε: — Είναι πλούσιοι, ναι — ή δεν είναι καθόλου. Και τόσο το χειρότερο γι' αυτούς που δεν είναι! Εγώ; Δεν είμαι κανένας εκατομμυριούχος. Η περιουσία μου, όμως, είναι σίγουρα τοποθετημένη. Είμαι ανεξάρτητος, έχω για να ζήσω. Μα, ας μη μιλάμε για μένα. Αν είχατε πει: Εκεί κάτω θα πρέπει να είναι κανείς πλούσιος, θα σας επιδοκίμαζα. Γιατί; Υποθέσετε, ότι δεν είστε πλούσιος ή ότι θα παύατε να είστε: δυστυχία σας, τότε! Αυτός, έχει ακόμα χρήματα, λοιπόν; ρωτούν. Κατά λέξη, όπως σας το λέω, και μ' αυτό το ύφος. Το έχω ακούσει συχνά και βλέπω, πως μου έμεινε στη μνήμη. Θα πρέπει, λοιπόν, να μου φάνηκε αρκετά παράξενο, μ' όλο που ήμουν συνηθισμένος να τ' ακούω, αλλιώς δε θα μου έμενε. Τι λέτε σεις; Όχι, δεν πιστεύω, ότι σεις, λόγου χάρη, σαν homo humanus, θα μένατε ευχαριστημένος σε μας. Κι ο ίδιος εγώ, που είμαι από κει, βρίσκω πως δεν είναι ευχάριστο, καθώς το αντιλαμβάνομαι τώρα, μ' όλο που, προσωπικά, δεν υπόφερα απ' αυτό. Κανένας δε θα πήγαινε στο σπίτι κάποιου, που δε θα προσέφερε στα γεύματά του τα καλύτερα και ακριβότερα κρασιά, κι οι κόρες του μένουνε στο ράφι. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Καθώς είμαι εδώ ξαπλωμένος και βλέπω τα πράγματα, από μακριά, μου φαίνονται άσκημα! Τι έκφραση μεταχειριστήκατε — φλεγματικός και ενεργητικός! Καλά, μα τι θα πει αυτό; Αυτό σημαίνει σκληρός, ψυχρός. Και τι σημαίνει σκληρός και ψυχρός; Σημαίνει ανάλγητος. Εκεί κάτω βασιλεύει ένας αέρας αναλγησίας, ασπλαχνιάς. Όταν είναι κανείς ξαπλωμένος και το βλέπει από μακριά, μπορεί να τον πιάσει ρίγος. Ο Σετεμπρίνι άκουε και κουνούσε το κεφάλι. Εξακολούθησε να το κάνει ακόμα κι όταν ο Χανς Κάστορπ έφτασε, προσωρινά, στο τέλος της κριτικής του κι έπαψε να μιλά. Ύστερα ξαναπήρε ανάσα και είπε: — Δε θέλω ν' αρνηθώ τις ιδιαίτερες μορφές, που παίρνει η φυσική σκληρότητα της ζωής στην κοινωνία σας. Αδιάφορο, η μομφή για τη σκληρότητα παραμένει μια μομφή αρκετά συναισθηματική. Δε θα τολμούσατε να την διατυπώσετε επί τόπου, από φόβο μη φανείτε γελοίος. Και, πολύ σωστά, την παρατήσατε σ' αυτούς που βαριούνται τη ζωή. Το γεγονός, ότι τη διατυπώνετε σήμερα, μαρτυρά κάποια αποξένωση, που δε θα ήθελα να τη δω να μεγαλώνει, γιατί, όποιος συνηθίζει να τη διατυπώνει, εύκολα μπορεί να χαθεί για τη ζωή, για τη μορφή της ζωής για την οποία γεννήθηκε. Ξέρετε, ναυπηγέ μου, τι σημαίνει «να είσαι χαμένος για τη ζωή»; Εγώ, το ξέρω, το βλέπω κάθε μέρα, εδώ. Σ' έξι μήνες, το αργότερο, ο νέος που ανεβαίνει εδώ (και δεν υπάρχουν σχεδόν, παρά μόνον νέοι) δεν έχει άλλη σκέψη στο κεφάλι του, παρά το φλερτ και τον πυρετό του. Κι ύστερα από ένα χρόνο, το πιο πολύ, δε θα είναι πια ικανός να εννοήσει μια άλλη, παρά θα θεωρεί «σκληρή» ή, πιο σωστά, λαθεμένη και αγράμματη, κάθε άλλη σκέψη. Σας αρέσουν οι ιστορίες, γι' αυτό θα

σας πω μια. Θα μπορούσα να σας διηγηθώ για κάποιον γιο και σύζυγο, που πέρασε έντεκα μήνες εδώ και που τον γνώρισα. Ήταν λιγάκι μεγαλύτερός σας, νομίζω, μάλιστα, αρκετά. Τον έστειλαν πίσω, σπίτι του, δοκιμαστικά, σαν γιατρεμένο σχεδόν. Γύρισε στην αγκαλιά των δικών του. Δεν ήταν θείοι, ήταν η μάνα κι η γυναίκα του. Όλη τη μέρα έμενε ξαπλωμένος, με το θερμόμετρο στο στόμα και δε νοιαζόταν για τίποτα άλλο. Δεν μπορείτε να το καταλάβετε αυτό, έλεγε. Πρέπει να έχετε ζήσει εκεί πάνω, για να γνωρίσετε πώς πρέπει να 'ναι τα πράγματα. Εδώ κάτω, σας λείπουν οι βασικές αρχές. Τελικά, η μητέρα του του είπε ρητά την απόφασή της: Ξανανέβα εκεί πάνω, δεν κάνεις για τίποτα. Και ξανανέβηκε. Γύρισε στην «πατρίδα» του — θα ξέρετε, βέβαια, πως τ' ονομάζουν «πατρίδα», όταν έχουν ζήσει εδώ. Είχε αποξενωθεί τελείως από τη νεαρή γυναίκα του, της έλειπαν οι «βασικές αρχές», κι εκείνη αποφάσισε να τον στερηθεί. Κατάλαβε, πως στην «πατρίδα» του θα εύρισκε μια σύντροφο, που θα είχε τις ίδιες «βασικές αρχές» και πως θα έμενε εκεί. Ο Χανς Κάστορπ φάνηκε ν' άκουε μόνο με το μισό αυτί. Εξακολουθούσε να κοιτάζει στη φωτεινή καθαρότητα της λευκής κάμαρας, σαν να έβλεπε πολύ μακριά. Γέλασε, κάπως καθυστερημένα, και είπε: — Η «πατρίδα» μας λένε; Να κάτι που είναι, αλήθεια, λίγο αισθηματικό, όπως λέτε. Ναι, ξέρετε αμέτρητες ιστορίες. Σκεφτόμουν ακριβώς αυτό που λέγαμε λίγο πιο πριν, για τη σκληρότητα και την αναλγησία, και που μου πέρασε, πολλές φορές, από το μυαλό τις τελευταίες μέρες αυτές. Πρέπει να είναι κανείς αρκετά χοντρόπετσος, βλέπετε, για να συμφωνεί με τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι, εκεί κάτω, και με τέτοιες ερωτήσεις, όπως: Έχει ακόμη λεφτά; και με το ύφος τους, όταν το λένε αυτό. Γενικά, ποτέ δεν το βρήκα φυσικό, μ' όλο που δεν είμαι ένας homo humanus. — Τώρα μόνο αντιλαμβάνομαι, πως πάντα μου έκανε εντύπωση. Μπορεί και να οφειλότανε στην ασύνειδη προδιάθεσή μου για την αρρώστια — άκουσα κι ο ίδιος τις παλιές εστίες, και να που ο Μπέρενς, διατείνεται, πως μου βρήκε ένα μικροπραματάκι εντελώς πρόσφατο. Αυτό μου φάνηκε εκπληκτικό, στο βάθος, όμως, δεν απόρησα και πολύ. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τον εαυτό μου πάρα πολύ γερό και καθώς οι γονείς μου πεθάνανε πολύ νωρίς, κι έμεινα από μικρό παιδί ορφανός, καταλαβαίνετε… Ο κ. Σετεμπρίνι διάγραφε, με το κεφάλι, τους ώμους και τα χέρια, μια ενιαία κίνηση, που σήμαινε: «Ε, λοιπόν; Κι έπειτα;» εύθυμα κι ευπροσήγορα. — Ναι, είστε συγγραφέας, είπε ο Χανς Κάστορπ. Λογοτέχνης; Τότε θα πρέπει να ξέρετε και να καταλαβαίνετε, πως, κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν μπορεί κανείς να είναι αναίσθητος, και να βρίσκει πολύ φυσική τη σκληρότητα των ανθρώπων, των κοινών ανθρώπων, καταλαβαίνετε, που τριγυρίζουν από δω κι από κει, γελούν, κερδίζουνε χρήματα και γιομίζουνε την κοιλιά τους… Δεν ξέρω, αν σωστά… Ο Σετεμπρίνι ένευσε πως ναι. — Θέλετε να πείτε, άρχισε, ότι η πρόωρη και συχνή επαφή με το θάνατο δημιουργεί την προδιάθεση, για μια πνευματική κατάσταση, που σας καθιστά πιο ευαίσθητο και πιο λεπτό, απέναντι στις σκληρότητες, τις χυδαιότητες και, ας πούμε, τον κυνισμό της

καθημερινής ζωής. — Αυτό ακριβώς φώναξε ο Χανς Κάστορπ, με ειλικρινή ενθουσιασμό. Θαυμάσια εκφρασμένο ως το τέλος, κ. Σετεμπρίνι! Με τον θάνατο! — Το ήξερα πως εσείς, σαν λογοτέχνης… Ο Σετεμπρίνι άπλωσε, τότε, το χέρι προς το μέρος του, σκύβοντας το κεφάλι στο πλάι και κλείνοντας τα μάτια: κίνηση, που διάκοπτε μαλακά, και που παρακαλούσε να τον αφήσουν να συνεχίσει. Έμεινε αρκετά δευτερόλεπτα σ' αυτή τη στάση κι όταν ακόμα είχε σωπάσει ο Χανς Κάστορπ, περιμένοντας, με κάποια αμηχανία, αυτό που θ' ακολουθούσε. Επιτέλους, ο Ιταλός ξανάνοιξε τα μαύρα του μάτια —τα μάτια του παίχτη της λατέρνας— και μίλησε: — Επιτρέψετέ μου, επιτρέψετέ μου, ναυπηγέ μου, να σας πω —και να σας κάμω να το καταλάβετε— πως ο μόνος τρόπος, αλλά κι υγιής κι ευγενής, επίσης —το προσθέτω ρητά αυτό— ο μόνος θρησκευτικός τρόπος, για να θεωρήσει κανείς το θάνατο, είναι να τον συναντά και να τον δοκιμάζει σαν ένα μέρος, σαν ένα συμπλήρωμα, σαν μια προϋπόθεση ιερή της ζωής κι όχι —πράμα που θα ήταν το αντίθετο της υγείας, της ευγένειας, της λογικής και του θρησκευτικού αισθήματος— να τον χωρίζει, κατά κάποιο τρόπο, απ' αυτήν, να τον αντιθέτει, ή να τον χρησιμοποιεί, σαν επιχείρημα εναντίον της. Οι αρχαίοι στόλιζαν τις σαρκοφάγους τους, με σύμβολα της ζωής και της γονιμότητας, ακόμα και με σύμβολα άσεμνα. Στη θρησκεία των αρχαίων, το ιερό, ανακατευόταν συχνά, με το άσεμνο. Οι άνθρωποι αυτοί ήξεραν να τιμούν το θάνατο. Ο θάνατος είναι άξιος σεβασμού, σαν λίκνο της ζωής, σαν πηγή ανανέωσης. Σε αντίθεση, όμως, με τη ζωή και χωρισμένος απ' αυτήν, γίνεται φάντασμα, ένα προσωπείο και χειρότερο ακόμα. Γιατί ο θάνατος, παρμένος σαν ανεξάρτητη πνευματική δύναμη, είναι δύναμη εξαιρετικά διεστραμμένη, που η ύπουλη γοητεία της είναι, αναμφισβήτητα, πολύ ισχυρή και θα ήταν δίχως άλλος, η πιο τρομακτική πλάνη του ανθρώπινου πνεύματος το να τη συμπαθήσει. Στο σημείο αυτό, ο κ. Σετεμπρίνι σώπασε. Σταμάτησε σε τούτη τη γενικότητα και τέλειωσε μ' έναν τόνο πολύ αποφασιστικό. Μιλούσε σοβαρά. Δε σκέφτηκε, όμως, να δώσει και στον συνομιλητή του την ευκαιρία ν' απαντήσει. Στο τέλος είχε χαμηλώσει τη φωνή, ώσπου σταμάτησε αποφασιστικά. Καθόταν με το στόμα κλειστό, τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα γόνατά του, το ένα πόδι με τα καρό πανταλόνια, πάνω στο άλλο και το κοίταζε αυστηρά, καθώς το κουνούσε ελαφρά προς τα πάνω. Ο Χανς Κάστορπ σιωπούσε κι εκείνος, λοιπόν. Ακουμπισμένος στο μαξιλάρι του, γύρισε το κεφάλι κατά τον τοίχο κι έπαιξε ελαφρά τύμπανο, με τις άκρες των δαχτύλων του, στο πάπλωμα. Είχε την εντύπωση, πως του είχαν κάμει κατήχηση, ότι τον είχαν βάλει σε τάξη, πως σχεδόν τον είχαν μαλώσει και στη σιωπή του υπήρχε κάτι σαν παιδιάστικο πείσμα. Η σιωπή του κράτησε αρκετή ώρα. Επί τέλους, ο κ. Σετεμπρίνι σήκωσε το κεφάλι και είπε χαμογελώντας: — Θυμηθείτε, ναυπηγέ μου, ότι είχαμε και μια άλλη φορά κάποιαν ανάλογη συζήτηση, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ήταν κι η ίδια. Φλυαρούσαμε τότε —ήταν νομίζω, σ' έναν

περίπατο— για την αρρώστια και τη βλακεία, που τη συνύπαρξή τους τη θεωρούσατε παράλογη, κι αυτό εξ αιτίας του σεβασμού σας για την αρρώστια. Είχα χαρακτηρίσει, τότε, τον σεβασμό σας αυτό σαν απαίσια κι αλλόκοτη φαντασιοκοπία, που ατιμάζει την ιδέα του ανθρώπου και προς ικανοποίησή μου, φαινόσασταν αρκετά διατεθειμένος να προσέξετε την αντίρρησή μου. Μιλήσαμε, επίσης, για την ουδετερότητα και τη διανοητική αβεβαιότητα της νεότητας, την ελευθερία εκλογής της, την τάση της να πειραματίζεται πάνω σ' όλες τις πιθανές αντιλήψεις και είπαμε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να θεωρούνται όλες αυτές οι εμπειρίες σαν αποτελέσματα τελικά και σοβαρά, που θα έχουν αξία για όλη τη ζωή. Θέλετε να μου επιτρέψετε πάλι —και ο κ. Σετεμπρίνι έσκυψε, χαμογελώντας, προς τα μπρος, στην καρέκλα του, με τα πόδια το ένα δίπλα στο άλλο, στο πάτωμα, με τα χέρια ενωμένα, ανάμεσα στα γόνατα, και με το κεφάλι σκυμμένο, επίσης, λιγάκι λοξά— θέλετε να μου επιτρέψετε, στο μέλλον, να σας προσφέρω κάποια βοήθεια στις τέτοιες εμπειρίες σας και να εξασκήσω επάνω σας μίαν επίδραση ρυθμιστική, να πούμε, αν κατά τύχη σας απειλούσε ο κίνδυνος της ιδεοληψίας; — Μα βέβαια, κ. Σετεμπρίνι! Ο Χανς Κάστορπ βιάστηκε ν' αφήσει την αδιάφορη μισοσυνεσταλμένη, μισοπεισμωμένη στάση του. Έπαψε να παίζει τύμπανο πάνω στο πάπλωμα και γύρισε προς τον επισκέπτη, με μια φιλοφροσύνη, γιομάτη έκπληξη. — Είναι, μάλιστα, πάρα πολύ ευγενικό εκ μέρους σας… Αναρωτιέμαι, αν αληθινά… Δηλαδή, αν σε μένα… — Ολωσδιόλου sine pecunia, ξέρετε, είπε ο Σετεμπρίνι, καθώς σηκωνόταν. Ποιος θέλει να τον τραβούν από το αυτί; Γέλασαν. Άκουσαν που άνοιγε η εξωτερική, από τη διπλή πόρτα, και την ίδια στιγμή το χερούλι της εσωτερικής γύρισε. Ήταν ο Γιόαχιμ, που ερχόταν από τη βραδινή συγκέντρωση. Καθώς αντιλήφθηκε τον Ιταλό, κοκκίνισε κι αυτός, όπως και ο Χανς Κάστορπ πριν από λίγο. Το ηλιοκαμένο πρόσωπό του φάνηκε σα να το σκούρηνε ένα σκίασμα. — Ω, έχεις επίσκεψη, είπε. Πολύ ευχάριστο για σένα. Εμένα με κράτησαν. Μ' ανάγκασαν να παίξω μια παρτίδα μπριτζ, δηλαδή το θεωρούν μπριτζ, είπε, κουνώντας το κεφάλι, αλλ' αυτό ήταν, φυσικά, τελείως άλλο πράμα. Κέρδισα πέντε μάρκα. — Φτάνει μόνο να μην ασκήσει πάνω σου τη γοητεία κανενός βίτσιου, είπε ο Χανς Κάστορπ. Χμ, χμ! Ο κ. Σετεμπρίνι μ' έκαμε να περάσω, στο μεταξύ, ευχάριστα την ώρα… κάτι, άλλωστε, που δεν είναι παρά μια πολύ αδέξια έκφραση. Το πολύ να ταιριάζει στο ψευτομπρίτζ σας. Ο κ. Σετεμπρίνι γιόμισε την ώρα μου με τόσο σημαντικά πράματα!… Οποιοσδήποτε σοβαρός άνθρωπος θα χαλούσε τον κόσμο, για να μη φύγει από δω μέσα. Αλλά για ν' ακούσω ακόμα, αληθινά, πολλές φορές τον κ. Σετεμπρίνι και για να κάνω έτσι, που να με βοηθήσει, σχεδόν θα ευχόμουν να έχω πυρετό επ' αόριστο και να εγκατασταθώ για καλά εδώ πάνω, σε σας… Στο τέλος, θα χρειαστεί να μου δώσετε μια «βουβή αδελφή», για να μ' εμποδίσετε να σας ξεγελώ.

— Σας επαναλαμβάνω, ναυπηγέ μου, ότι είστε ένας χωρατατζής Αποχαιρέτησε με τον πιο ευγενικό τρόπο. Όταν έμεινε μόνος με τον εξάδελφό του, ο Χανς Κάστορπ άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης. — Σωστός παιδαγωγός, είπε. Ένας παιδαγωγός ουμανιστής, αυτό πρέπει να τ' ομολογήσουμε. Δεν παύει να σου κάνει μάθημα, πότε κάτω από τη μορφή του ανέκδοτου και πότε μ' έναν τρόπο αφηρημένο. Και φτάνεις να μιλάς για ένα σωρό πράματα! Ποτέ δε φανταζόμουν, ότι θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τέτοια πράματα, ακόμα και να τα καταλάβει. Και αν τον είχα συναντήσει εκεί κάτω, είναι βέβαιο πως δε θα τα καταλάβαινα, πρόσθεσε. Εκείνη την ώρα ο Γιόαχιμ έμενε λίγο μόνο μαζί του. Θυσίαζε δυο ή τρία τέταρτα της ώρας, από τη βραδινή κούρα του. Καμιά φορά, παίζανε σκάκι πάνω στο δίσκο όπου έτρωγε ο Χανς Κάστορπ. Ο Γιόαχιμ είχε φέρει ένα παιχνίδι, από κάτω, στην κάμαρα του εξαδέλφου του. Αργότερα, έφευγε βιαστικά, με το θερμόμετρο στο στόμα, από το μπαλκόνι, κι ο Χανς Κάστορπ έπαιρνε, επίσης, για τελευταία φορά, τη θερμοκρασία του, ενώ μια ελαφρά μουσική, πότε πιο κοντά, πότε μακρύτερα, ανέβαινε από τη νυχτωμένη κοιλάδα. Στις δέκα, η κούρα ανάπαυσης είχε τελειώσει. Ακουγόταν ο Γιόαχιμ, ακουγόταν το αντρόγυνο του τραπεζιού των «Κοινών Ρώσων»… Κι ο Χανς Κάστορπ γύριζε στο πλάι, περιμένοντας τον ύπνο. Η νύχτα ήταν το πιο δύσκολο χρονικό διάστημα του εικοσιτετράωρου, γιατί ο Χανς Κάστορπ ξυπνούσε συχνά κι έμενε κάποτε ξυπνητός για πολλές ώρες, επειδή η αφύσικη θερμότητα του αίματός του τον εμπόδιζε να κοιμηθεί ή και γιατί η ευχαρίστηση κι η διάθεσή του για ύπνο είχαν διαταραχτεί από την διαρκώς οριζόντια στάση του. Απεναντίας, τις ώρες του ύπνου του τις ζωντάνευαν όνειρα γιομάτα κίνηση, όνειρα που μπορούσε να τα συλλογίζεται ακόμα κι όταν ξυπνούσε. Κι αν, οι πολλαπλές διαιρέσεις της μέρας, την έκαναν πιο σύντομη, η νύχτα, η διάχυτη ομοιομορφία των ωρών της επιδρούσε πάνω του ομοιόμορφα επίσης. Μα όταν, επιτέλους, πλησίαζε το πρωί, του ήταν ευχάριστο να παρατηρεί την κάμαρα που φωτιζόταν σιγά-σιγά και το βαθμιαίο φανέρωμα των αντικειμένων, και να βλέπει τη μέρα, έξω, ν' ανάβει μ' ένα κοκκίνισμα, πότε θολό κι ομιχλώδες και πότε ζωηρό. Και πριν να το καταλάβει κανείς καλά-καλά, ερχότανε πάλι η στιγμή, που ο λουτράρης, χτυπώντας δυνατά την πόρτα, ειδοποιούσε ότι έμπαινε πάλι μπρος ο ημερήσιος κανονισμός. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε πάρει κανένα ημερολόγιο στο ταξίδι του γι' αυτό δεν ήξερε πάντα την ακριβή ημερομηνία. Από καιρό σε καιρό, ρωτούσε τον ξάδελφό του, που κι αυτός, πάνω σε τούτο το ζήτημα, δεν ήταν καλύτερα πληροφορημένος. Ωστόσο, οι Κυριακές, και κυρίως η δεύτερη, κάθε μήνα, που δινόταν η συναυλία, ήταν σημαδιακή και μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος, ότι βρισκόταν στα μέσα του Σεπτεμβρίου. Έξω, στην κοιλάδα, από τότε που ο Χανς Κάστορπ είχε πέσει στο κρεβάτι, το θλιβερό και ψυχρό καιρό είχαν διαδεχθεί ωραίες μέρες του τέλους του καλοκαιριού, αναρίθμητες ωραίες μέρες, μια ολόκληρη σειρά, έτσι που ο Γιόαχιμ έμπαινε κάθε πρωί στου εξαδέλφου του με άσπρο παντελόνι, και τούτος εδώ δεν μπορούσε να συγκρατήσει μια έκφραση αληθινής

λύπης, λύπης της ψυχής και των νέων μυώνων του, στη σκέψη αυτής της θαυμάσιας εποχής. Χαμηλόφωνα, μάλιστα, είχε μιλήσει για «ντροπή», κατηγορώντας τον εαυτό του, που άφηνε να περάσει ένας τόσο ωραίος καιρός. Ύστερα, όμως, για να ησυχάσει, είχε προσθέσει, πως κι αν ακόμα ήταν στο πόδι, πάλι δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί απ' αυτόν, αφού η ίδια η πείρα του του απαγόρευε να δοθεί πολύ, εδώ πάνω, στην κίνηση. Και, τελικά, από την ολάνοιχτη πόρτα του μπαλκονιού, χαιρότανε, παρ' όλα αυτά, ίσαμε ένα σημείο, όλη αυτή την ζεστή ακτινοβολία της υπαίθρου. Μα, προς το τέλος της απομόνωσης αυτής, που του είχαν επιβάλει, ο καιρός άλλαξε και πάλι. Τη νύχτα ήταν ομιχλώδης και ψυχρός, η κοιλάδα χανόταν μέσα σε μια καταιγίδα υγρού χιονιού και η ξερή πνοή της κεντρικής θέρμανσης γέμιζε την κάμαρα. Το ίδιο ήταν και τη μέρα, που ο Χανς Κάστορπ, με την ευκαιρία της πρωινής επίσκεψης των γιατρών, θύμισε στο Σύμβουλο Μπέρενς ότι ήταν ξαπλωμένος τρεις εβδομάδες και ζήτησε την άδεια να σηκωθεί. — Τι διάβολο, τις συμπληρώσατε κιόλας; είπε ο Μπέρενς. Για να δούμε. Πραγματικά, καλά λέτε. Θε μου, πόσο γερνούμε! Μου φαίνεται, άλλωστε, ότι δεν υπάρχει μεγάλη αλλαγή σε σας. Πώς; χθες είχατε κανονική θερμοκρασία; Ναι, ίσαμε τη θερμομέτρηση των έξι, το βράδυ. Καλά, Κάστορπ, δε θέλω να είμαι ανοικονόμητος και θα σας αποδώσω στην ανθρώπινη κοινωνία. Σηκώθητι και περιπάτει, άνθρωπε! Μέσα στα όρια και στα μέτρα, που δόθηκαν, φυσικά! Σε λίγο θα φτιάξουμε και το εσωτερικό πορτραίτο σας. Σημειώστε το! είπε, καθώς έβγαιναν, στον Δρα Κροκόβσκι, δείχνοντας με τον πελώριο αντίχειρά του, τον ώμο του Χανς Κάστορπ και κοιτάζοντας τον χλομό βοηθό, με τα γαλανά, δακρυσμένα κι αιμοτόστιχτα μάτια του. Κι ο Χανς Κάστορπ βγήκε από τα «σίδερα». Με το γιακά του πανωφοριού του ανασηκωμένο και με γαλότσες, συνόδεψε, για πρώτη φορά πάλι, τον ξάδελφό του ως το παγκάκι του ρυακιού και γύρισε πίσω, όχι δίχως να ρωτήσει στον δρόμο, ίσαμε πότε, άραγε, θα τον άφηνε ο Μπέρενς στο κρεβάτι, αν δεν του το θύμιζε ο ίδιος, πως η προθεσμία είχε περάσει; Κι ο Γιόαχιμ, με βλέμμα σκοτεινό και ανοιχτό στόμα, σαν για να πει ένα «αχ» απελπισμένο, διέγραψε στον αέρα την κίνηση του απρόβλεπτου. Πέρασε μια βδομάδα, πριν η προϊστάμενη φον Μύλεντονκ καλέσει τον Χανς Κάστορπ να παρουσιαστεί στο εργαστήριο της ακτινολογίας. Ο ίδιος αυτός δεν ήθελε να βιάσει τα πράγματα. Στο Μπέργκχοφ υπήρχε πολλή δουλειά. Οι γιατροί και το προσωπικό, καθώς φαινόταν, ήταν πολύ απασχολημένοι. Είχαν έρθει καινούριοι οικότροφοι τούτες τις μέρες: δυο Ρώσοι φοιτητές, δασύτριχοι, με κλειστές μαύρες μπλούζες, που δεν άφηναν να φαίνεται ούτε μια γωνιά από άσπρο εσώρουχο. Ένα αντρόγυνο Ολλανδών, που το έβαλαν στο τραπέζι του Σετεμπρίνι. Ένας καμπούρης Μεξικανός, που τρόμαζε τους ομοτράπεζούς του, με φοβερές κρίσεις δύσπνοιας. Σκάλωνε, τότε, μ' ένα πιάσιμο σιδερένιο των μακρουλών χεριών του, στους γείτονές του, άντρα ή γυναίκα, τους βαστούσε σφιχτά, σαν σε μάγγανο, και τους παράσερνε, παρ' όλη την τρομαγμένη αντίστασή τους και τις φωνές τους, που ζητούσαν βοήθεια, στον χώρο του δικού του

άγχους. Με λίγα λόγια, η τραπεζαρία ήταν σχεδόν γιομάτη, μ' όλο που η χειμερινή σαιζόν δεν άρχιζε παρά τον Οκτώβριο. Και η σοβαρότητα της περίπτωσης του Χανς Κάστορπ, ο βαθμός της αρρώστιας του, δεν του έδιναν καν το δικαίωμα ν' απαιτήσει να τον προσέξουν ιδιαίτερα. Η φράου Σταιρ, αίφνης, μ' όλο που ήταν ακαλλιέργητη, ήταν, ασφαλώς, πιο άρρωστη απ' αυτόν, δίχως ν' αναφέρει κανείς και τον Δρα Μπλούμενκολ. Θα έπρεπε να μην έχει κανείς διόλου το αίσθημα της ιεραρχίας και των αποστάσεων, για να μη δείχνει, στη θέση του Χανς Κάστορπ, μια διακριτική επιφυλακτικότητα, και πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού ένα τέτοιο πνεύμα αποτελούσε μέρος των εθίμων του σανατορίου. Οι ελαφρά άρρωστοι δε λογαριάζονταν και πολύ. Σ' αυτό το συμπέρασμα, τουλάχιστον, είχε φτάσει από πολλά που είχε ακούσει. Μιλούσαν με περιφρόνηση γι' αυτούς. Σύμφωνα με την κλίμακα των αξιών, εκεί πάνω, τους κοίταζαν από πάνω ως κάτω. Και δε φέρνονταν έτσι μονάχα οι άρρωστοι, που ήταν μόνο ελαφρά. Κάνοντάς το αυτό, οι τελευταίοι, είναι αλήθεια, πως έτσι έδειχναν απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους την ίδια περιφρόνηση, αλλά έσωζαν την αξιοπρέπειά τους, με το να υποτάσσονται σ' αυτή την κλίμακα αξιών. Κι αυτό είναι ανθρώπινο. Α, αυτός! μπορούσαν να λένε ο ένας για τον άλλο, στο κάτω-κάτω, δεν έχει μεγάλα πράματα, μόλις που έχει το δικαίωμα να βρίσκεται εδώ. Δεν έχει ούτε ένα σπήλαιο καν… Αυτό 'ταν το πνεύμα που κυριαρχούσε — ένα πνεύμα αριστοκρατικό, κατά τον τρόπο του, κι ο Χανς Κάστορπ υποκλινόταν μπροστά σ' αυτό, από έμφυτο σεβασμό προς το νόμο και τους κάθε είδους κανόνες. Κάθε τόπος και ζακόνι, λέει η παροιμία. Δείχνει έλλειψη μόρφωσης ο ταξιδιώτης που κοροϊδεύει έθιμα και αντιλήψεις των λαών, που τον δέχονται, κι ύστερα, υπάρχουν πολλοί τρόποι εκτίμησης των πραγμάτων. Ακόμη και για τον Γιόαχιμ, ο Χανς Κάστορπ ένιωθε κάποιο σεβασμό και κάποια υπόληψη, όχι τόσο γιατί ήτανε πιο παλιός εδώ, κι ο οδηγός του σ' αυτό τον κόσμο, όσο γιατί η περίπτωσή του ήταν αναμφισβήτητα «σοβαρότερη» από τη δική του. Και μια κι είχαν έτσι τα πράματα, δεν ήταν ανεξήγητο το ότι ο καθένας ήθελε να καμαρώνει σχεδόν για την περίπτωσή του και να την υπερβάλλει, αν όχι ολότελα, πάντως να την πλησιάζει. Ακόμη κι ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ, όταν τον ρωτούσαν, στο τραπέζι, πρόσθετε ευχαρίστως μερικά δέκατα σ' αυτά που είχε και, μάλιστα, αισθανόταν πολύ κολακευμένος, όταν τον φοβέριζαν με το δάχτυλο, σαν κάποιον που είναι πολύ πιο πονηρός απ' όσο φαίνεται. Αλλ' όσο και να πρόσθετε στα δέκατά του, δεν έπαυε, για να πούμε όλη την αλήθεια, να είναι ένα πρόσωπο κατώτερης κατηγορίας, έτσι που η υπομονή και η επιφυλακτικότητά του ήταν, ασφαλώς, και η στάση που του επέβαλλε η περίπτωσή του. Είχε ξαναρχίσει, πλάι στον Γιόαχιμ, τον ίδιο τρόπο ζωής των τριών πρώτων εβδομάδων, αυτή τη ζωή που την είχε κιόλας συνηθίσει, τη μονότονη και κανονισμένη με ακρίβεια, που συνεχιζόταν απρόσκοπτα, από την πρώτη του μέρα εκεί πάνω, σαν να μην είχε διακοπεί ποτέ. Γιατί, πραγματικά, η διακοπή εκείνη δε λογαριαζόταν. Με την πρώτη επανεμφάνισή του στο τραπέζι, το αντιλήφθηκε καθαρά. Ο Γιόαχιμ, βέβαια, που ιδιαίτερα πρόσεχε κι έδινε σημασία σε κάτι τέτοια σημαδιακά πράματα, είχε φροντίσει να στολίσει με μερικά λουλούδια τη θέση του αναστημένου. Μα οι ομοτράπεζοί του Χανς Κάστορπ τον χαιρέτησαν, χωρίς καμιά επισημότητα, κι η υποδοχή τους δεν ξεχώριζε από κείνη που

του έκαναν, όταν ο χωρισμός τους είχε κρατήσει όχι τρεις εβδομάδες, μα τρεις ώρες, ή, τουλάχιστον, μόλις που υπήρχε μια ελάχιστη διαφορά. Κι αυτό, όχι από αδιαφορία προς την απλή και συμπαθητική προσωπικότητά του, και γιατί ήταν αποκλειστικά απασχολημένοι με τον εαυτό τους, δηλαδή: με το τόσο ενδιαφέρον σώμα τους, παρά μόνο γιατί δεν είχαν συνειδητοποιήσει το χρονικό διάστημα που είχε περάσει. Κι ο Χανς Κάστορπ μπορούσε, χωρίς δυσκολία, να τους ακολουθήσει σ' αυτό τον δρόμο, γιατί ξανάβρισκε τον εαυτό του, στην άκρη του τραπεζιού του, ανάμεσα στη δασκάλα και στη μις Ρόμπινσον, σα να είχε καθίσει εκεί, για τελευταία φορά, την προηγούμενη βραδιά μόλις. Αλλ' αν, στο ίδιο του το τραπέζι, δεν έδωσαν μεγάλη σημασία στο τέλος της απομόνωσής του — πώς ήταν δυνατό να το προσέξουν στην υπόλοιπη αίθουσα; Ούτε ένας, κυριολεκτικά, δεν τον είχε αντιληφθεί, εκεί μέσα, με μοναδική εξαίρεση τον Σετεμπρίνι, που, όταν τέλειωσε το γεύμα, πλησίασε να τον χαιρετήσει με τον ευχάριστο και φιλικό τρόπο του. Ο Χανς Κάστορπ, είναι αλήθεια, είχε τη γνώμη, πως υπήρχε άλλη μια εξαίρεση, κι εμείς, δεν μπορούμε παρά να του παραχωρήσουμε το δικαίωμα απάνω σ' αυτό. Είχε πειστεί, πως κι η Κλαούντια Σοσά είχε παρατηρήσει την επιστροφή του. Γιατί, αμέσως ύστερα από την είσοδό της, καθυστερημένη όπως πάντα, κι αφού η τζαμόπορτα έκλεισε με πάταγο, το στενό βλέμμα της πέρασε από πάνω του, συνάντησε το δικό του βλέμμα και μόλις κάθισε, γύρισε πάλι προς το μέρος του, πάνω από τον ώμο της, χαμογελώντας — χαμογελώντας, όπως τρεις εβδομάδες πρωτύτερα, πριν πάει για την ιατρική του εξέταση. Και η κίνησή της αυτή ήταν τόσο φανερή, και τόσο ανεπιφύλαχτη — ανεπιφύλαχτη τόσο γι' αυτόν όσο και για όλους τους άλλους οικότροφους— που δεν ήξερε αν έπρεπε να είναι ενθουσιασμένος ή να θεωρήσει την τέτοια στάση της σαν δείγμα περιφρόνησης και να θυμώσει γι' αυτό. Όπως και να ήταν, αισθάνθηκε την καρδιά του να συσπάται κάτω από κείνα τα βλέμματα, που είχαν αρνηθεί τις κοινωνικές συμβάσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο ένας έπρεπε ν' αγνοεί τον άλλο, αφού δεν τους είχαν συστήσει, και που τον τάραζαν μ' έναν τρόπο φανταστικό και μεθυστικό, όπως του φαινόταν, τουλάχιστον. Μα η καρδιά του είχε συσπαστεί, οδυνηρά κιόλας, μόλις χτύπησε η τζαμόπορτα, γιατί αυτή ήτανε η στιγμή που περίμενε, με κομμένη την αναπνοή, από την αρχή που ξαναπήρε τη θέση του στο τραπέζι. Πρέπει να προσθέσουμε εδώ, πως οι εσώτερες σχέσεις του Χανς Κάστορπ με την άρρωστη του τραπεζιού των Καλών Ρώσων, το ενδιαφέρον των αισθήσεών του και του απλοϊκού του πνεύματος για το πρόσωπο αυτό, με το μέτριο ανάστημα, το βήμα που γλιστρούσε απαλά και τα τσερκέζικα μάτια, κοντολογίς: η ερωτοληψία του (ας ριψοκινδυνεύσουμε αυτή τη λέξη, μ' όλο που ανήκει στους «εκεί κάτω», μια λέξη που τη μεταχειρίζεται ο κόσμος της πεδινής χώρας, και που θα μπορούσε να κάνει κανέναν να φανταστεί, ότι το τραγουδάκι: «Πόσο παράξενα με συγκινεί» θα είχε τη θέση του σ' αυτή την περίπτωση) είχε κάνει πολύ μεγάλη πρόοδο, κατά το διάστημα της απομόνωσής του. Η εικόνα της κυμάτιζε μπροστά στα μάτια του, όταν ξυπνούσε νωρίς το πρωί, μες στο δισταχτικά φωτιζόμενο από τη μέρα δωμάτιο, ή το βράδυ, μέσα στο σούρουπο, που

ολοένα πύκνωνε. (Ακόμα και την ώρα που είχε μπει στο δωμάτιο ο Σετεμπρίνι, ανάβοντας ξαφνικά το φως, η εικόνα της κυμάτιζε ολοκάθαρη μπροστά του, γι' αυτό ακριβώς κι ο ερχομός του ουμανιστή είχε κάμει τον Χανς Κάστορπ να κοκκινίσει). Το στόμα της, τα μήλα των παρειών της, που το χρώμα, το σχήμα, η θέση τους κομμάτιαζαν την ψυχή του, τη νωχελική πλάτη της, τον τρόπο που κρατούσε το κεφάλι της, τον σπόνδυλο του σβέρκου της στο άνοιγμα του γιακά της, τα μπράτσα της, που τα έκανε αιθέρια το πιο λεπτό τούλι, αυτά σκεφτότανε όλες τις ώρες της τεμαχισμένης μέρας. Κι αν το κρύψαμε, πως με το μέσο αυτό κυλούσανε τόσο εύκολα οι ώρες του, αυτό έγινε μόνο και μόνο γιατί συμμεριστήκαμε την ανησυχία της συνείδησής του — μια ανησυχία, όμως, ανάκατη με την τρομαχτική ευτυχία όλων αυτών των εικόνων και των οραμάτων. Γιατί, σ' όλα τούτα τα οράματα και τις εικόνες, ανακατευόταν, ταυτόχρονα, κι ένα είδος φόβου, μια αληθινή αγωνία, μια ελπίδα που χανότανε στο άπειρο, ελπίδα ολοκληρωτικά περιπετειώδης κι ατέρμονη, χαρά και αγωνία, αγωνία ακατονόμαστη, μα που, κάποτε, έσφιγγε τόσο απότομα την καρδιά του νέου —την καρδιά του, με την αληθινή, τη φυσιολογική έννοιά της— που έφερνε το ένα του χέρι στην περιοχή αυτού του οργάνου και το άλλο στο μέτωπο (σαν να το έβαζε αντήλιο πάνω από τα μάτια) και ψιθύριζε: — Θεέ μου! Γιατί, πίσω από το μέτωπο, ήταν σκέψεις ή μισές σκέψεις κι αυτές ήταν που δίναν στις εικόνες και τα οράματα αυτά τη φοβερή γλυκύτητά τους, κι αφορούσανε τη νωχέλεια και την αδιακρισία της Μαντάμ Σοσά, την άρρωστη ύπαρξή της, την αίγλη και την έξαρση του κορμιού της, χάρη στην αρρώστια, την ενσάρκωση του φυσικού της, χάρη στην αρρώστια, που κι αυτός, ο Χανς Κάστορπ, θα συμμεριζότανε στο εξής, σύμφωνα με τις αποφάσεις των γιατρών. Πίσω από το μέτωπό του, συλλάμβανε την τυχοδιωκτική ελευθερία, που, μ' αυτήν, η φράου Σοσά, στρέφοντας τον κορμό της και χαμογελώντας του, αψηφούσε την έλλειψη κοινωνικής σχέσης, που υπήρχε μεταξύ τους, μ' έναν τρόπο τέτοιο, σαν να μην ήταν καθόλου κοινωνικά πλάσματα οι δυο τους και σαν να μην ήταν κι εντελώς απαραίτητο να μιλήσουνε μεταξύ τους… ό,τι ακριβώς τον έκανε να τρομάζει: να τρομάζει με τον ίδιο τρόπο, που τρόμαξε, άλλοτε, στην αίθουσα της εξέτασης, όταν σήκωσε βιαστικά το βλέμμα του από το εξαίσιο πανωκόρμι του Γιόαχιμ, ζητώντας τα μάτια του — με τη διαφορά, πως τότε οι αφορμές του τρόμου του ήταν η συμπόνια κι η ανησυχία, ενώ εδώ το πράμα ήταν ολωσδιόλου διαφορετικό. Τώρα, λοιπόν, αυτή η ζωή του Μπέργκχοφ, η τόσο ευνοϊκή και τόσο καλά κανονισμένη μέσα στα περιορισμένα όρια της σκηνής του, ξανάπαιρνε πάλι το μονότονο κύλισμά της. Ο Χανς Κάστορπ, περιμένοντας να 'έρθει η ώρα της ακτινογραφίας του, εξακολουθούσε να τη μοιράζεται με τον καλό Γιόαχιμ, κανονίζοντας τη ζωή του, ώρα με την ώρα, σύμφωνα με τη ζωή του ξαδέλφου του. Και το γειτόνεμα αυτό ήταν αναμφισβήτητα καλό για τον νέο. Γιατί, μ' όλο που δεν ήταν παρά μόνο ένα γειτόνεμα με άρρωστο, υπήρχε, ωστόσο, σ' αυτό, πολλή στρατιωτική πειθαρχία. Μια πειθαρχία, που, από μόνη της, χωρίς αυτό να γίνει αισθητό, είχε φτάσει στο σημείο να βολευτεί στην υπηρεσία της κούρας — σε μια υπηρεσία, δηλαδή, που είχε αντικαταστήσει την εκτέλεση του κανονικού

επαγγελματικού καθήκοντος — κι ο Χανς Κάστορπ δεν ήτανε τόσο ανίκανος, που να μη το αντιληφθεί καθαρά αυτό. Αισθανόταν, όμως, πως, χωρίς άλλο, το γειτόνεμα αυτό επιδρούσε ανασχετικά στην απεριόριστη ψυχική του διάθεση, την χαρακτηριστική στον πολίτη — ίσως, μάλιστα, το παράδειγμα του γείτονά του κι ο έλεγχος που ασκούσε πάνω του, να τον εμπόδιζαν να επιχειρεί ασυλλόγιστες πράξεις. Γιατί έβλεπε, βέβαια, πόσο καρτερικά και καθημερινά υπόφερε ο γενναίος Γιόαχιμ, μια ορισμένη, πιεστική ατμόσφαιρα πορτοκαλιού, όπου υπήρχαν δυο καστανά, στρογγυλά μάτια, ένα μικρό ρουμπίνι, μια ελαφρά περιπαιχτική φαιδρότητα κι ένα εξαιρετικά καλοφτιαγμένο γυναικείο στήθος. Κι η λογική κι η φιλοτιμία που έκαναν το Γιόαχιμ να φοβάται την επίδραση αυτής της ατμόσφαιρας και να την αποφεύγει, συγκινούσαν τον Χανς Κάστορπ, τον συγκρατούσανε μέσα στην τάξη, πειθαρχώντας τον, και τον εμπόδιζαν «να δανειστεί ένα μολύβι», από τη γυναίκα με τα λοξόστενα μάτια. Πράμα, που ήταν έτοιμος κιόλας να κάμει, απ' όσα ξέρουμε, αν δεν υπήρχε η επίδραση αυτού του γειτονέματος. Ο Γιόαχιμ δε μιλούσε ποτέ για τη γελαστή Μαρούσγια, κι αυτό 'ταν κάτι που απαγόρευε στο Χανς Κάστορπ να μιλήσει μαζί του για την Κλαούντια Σοσά. Τον αποζημίωνε, όμως, το διακριτικό κουβεντολόι με τη δασκάλα, που καθότανε δεξιά του, στο τραπέζι, προσπαθούσε να κάμει τη γεροντοκόρη να κοκκινίζει, πειράζοντάς την, σχετικά με την αδυναμία της για την άρρωστη, με τις λυγερές κινήσεις, ενώ, ταυτόχρονα, μιμείτο τη γιομάτη αξιοπρέπεια στάση του παππού του, στο τραπέζι, ακουμπώντας το πηγούνι του στο κολάρο του. Επέμενε, επίσης, για τις προσωπικές σχέσεις της Μαντάμ Σοσά, για την καταγωγή της, τον άντρα της, την ηλικία της, το είδος της περίπτωσής της, αναφορικά με την αρρώστια της. Ήθελε να μάθει, αν είχε παιδιά, λοιπόν; — Μα όχι, βέβαια, δεν είχε. Τι θα τα έκανε τα παιδιά μια γυναίκα σαν αυτή; Κατά πάσα πιθανότητα, της ήταν αυστηρά απαγορευμένο ν' αποχτήσει παιδιά — κι εχτός απ' αυτό: τι είδους παιδιά θα ήτανε αυτά, λοιπόν, κι αν είχε; Ο Χανς Κάστορπ αναγκάστηκε να τη δικαιολογήσει. Μπορεί, μάλιστα, να ήταν κιόλας πολύ αργά, θέλησε να πει, με προσποιητή αδιαφορία. Ήταν φορές, που, όταν την έβλεπες από το πλάι, το πρόσωπο της Μαντάμ Σοσά φαινότανε κάπως τραχύ. Θα τα περνούσε, βέβαια, τα τριάντα, δεν είναι έτσι; — Η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ διαμαρτυρήθηκε έντονα. Τριάντα χρονών η Κλαούντια; Το πολύ-πολύ να την κάνεις είκοσι οχτώ, α πα, πα, κι ούτε. Όσο για το προφίλ της, απαγόρευε στον γείτονά της να λέει κάτι τέτοιο. Το προφίλ της Κλαούντια είχε την πιο τρυφερή νεανικότητα και γλύκα, εκτός που ήταν κι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον προφίλ, φυσικά, κι όχι το προφίλ ενός οποιουδήποτε γερού κοριτσόπουλου. Και, για να τον τιμωρήσει, η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ πρόσθεσε, χωρίς να χάσει καιρό, πως η φράου Σοσά δεχόταν πολύ συχνά επισκέψεις κυρίων κι ιδιαίτερα την επίσκεψη ενός συμπατριώτη της, που έμενε στο Νταβός-Πλατς: τον δεχότανε απόγεμα, στο δωμάτιό της. Το χτύπημα ήταν πετυχημένο. Το πρόσωπο του Χανς Κάστορπ συσπάστηκε, παρ' όλες τις προσπάθειές του, ακόμη κι οι φράσεις που πρόφερε αδιάφορα «Όχι δα!» και «Για φαντάσου μια!…» απαντώντας σ' αυτή την εκμυστήρευση, είχαν κάτι το συσπασμένο. Ανίκανος να πάρει στα ελαφρά την ύπαρξη κείνου του συμπατριώτη, όπως θέλησε να

προσποιηθεί στην αρχή, γύριζε αδιάκοπα την κουβέντα γύρω απ' αυτόν, και τα χείλη του τρέμανε. Ήταν νέος; — Νέος και μ' ωραίο παρουσιαστικό, όπως λένε όλοι, αποκρίθηκε η δασκάλα, γιατί η ίδια δεν είχε προσωπική γνώμη απάνω σ' αυτό, μια και δεν τον είχε δει με τα μάτια της. —Άρρωστος;— Το πολύ-πολύ ελαφρά χτυπημένος! Ήθελε να ελπίζει, είπε σαρκαστικά ο Χανς Κάστορπ, πως σ' αυτόν, τουλάχιστον, θα 'βλεπε κανείς κανένα ασπρόρουχο πάνω του, κι όχι όπως γινότανε με τους άλλους συμπατριώτες του που κάθονταν στο τραπέζι των «Κοινών Ρώσων». Μα και σ' αυτό απάνω, η Ένγκελχαρτ, για να τον τιμωρήσει ακόμα, αποκρίθηκε καταφατικά. Τότε πια παραδέχτηκε, πως αυτό το ζήτημα δεν ήτανε κάτι που θα μπορούσε να το παραβλέψει κανείς, και της ανάθεσε σοβαρά να ζητήσει πληροφορίες για ό,τι είχε σχέση μ' αυτόν τον συμπατριώτη, που επισκεπτότανε τη Μαντάμ Σοσά. Αντί, όμως, να του φέρει πληροφορίες γι' αυτό το ζήτημα, μερικές μέρες αργότερα του έφερε μια πολύ διαφορετική είδηση. Είχε μάθει, ότι ζωγράφιζαν την Κλαούντια Σοσά, ότι έκαναν το πορτραίτο της — και ρώτησε το Χανς Κάστορπ, αν το ήξερε κι αυτός. Αν όχι, μπορούσε οπωσδήποτε να είναι βέβαιος γι' αυτό, γιατί την είδηση τούτη η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ την είχε από σίγουρη πηγή. Πήγαινε κιόλας πολύς καιρός, που επόζαρε, εδώ πέρα, για το πορτραίτο της — και σε ποιον, μάλιστα; Στον Αυλικό Σύμβουλο! Στον κύριο Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, που γι' αυτό το σκοπό τη δεχότανε, καθημερινά σχεδόν, στο ιδιαίτερό του διαμέρισμα. Η είδηση αυτή συγκίνησε το Χανς Κάστορπ πολύ περισσότερο από την προηγούμενη. Άρχισε να κάνει πολλά άσκημα αστεία απάνω σ' αυτό. Ναι, βέβαια, ήταν γνωστό, πως ο Αυλικός Σύμβουλος έκανε ελαιογραφίες — γιατί παραξενευόταν η δασκάλα; αυτό δεν ήτανε απαγορευμένο κι ο καθένας ήτανε ελεύθερος ν' αλωνίζει. Στη γκαρσονιέρα του χηρευάμενου Αυλικού Σύμβουλου, λοιπόν; Ας ελπίσει κανένας, τουλάχιστον, ότι, η φροϋλάιν φον Μύλεντονκ θα παραβρισκόταν εκεί, όσο θα κρατούσε η πόζα. — Αυτή 'ταν πολυάσχολη, πού καιρός! — Μα ούτε κι ο Μπέρενς είχε περισσότερο καιρό στη διάθεσή του, απ' όσο η Προϊσταμένη, είπε ο Χανς Κάστορπ αυστηρά. Μ' όλο, όμως, που φάνηκε πως ό,τι ήτανε να ειπωθεί απάνω σε τούτο το ζήτημα είχε ειπωθεί, ο Χανς Κάστορπ δεν το άφησε να ξεχαστεί και σκοτώθηκε να ρωτά και να ξαναρωτά, για να μάθει περισσότερα γι' αυτό το πορτραίτο και τις διαστάσεις του. Θα ήταν κεφάλι ή ολόκληρη; Πότε τη δεχότανε για την πόζα; Μα η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ, αλήθεια, δεν μπορούσε να του δώσει καμιά πιο συγκεκριμένη απάντηση, απάνω σ' αυτό. Δεν απόμενε, λοιπόν, παρά να κάνει υπομονή, περιμένοντας τ' αποτελέσματα των ερευνών, που θα έκανε η δασκάλα. Ο πυρετός του Χανς Κάστορπ ανέβηκε στα 37,7, όταν έμαθε τούτη την είδηση. Περισσότερο κι από τις επισκέψεις που δεχόταν, τον ανησυχούσαν και τον τάραζαν εκείνες που έκανε η φράου Σοσά. Ο τρόπος με τον οποίο ζούσε η φράου Σοσά, η ιδιαίτερη ζωή της, αυτή καθεαυτή, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, είχε αρχίσει κιόλας να τον κάνει να υποφέρει και ν' ανησυχεί, κι αυτά τα δυο συναισθήματα ήταν φυσικό να ενταθούν, μόλις έφταναν στ' αυτιά του ειδήσεις, με τόσο ανησυχητικό περιεχόμενο. Δεν ήταν αδύνατο, βέβαια, οι σχέσεις του Ρώσου επισκέπτη με τη συμπατριώτισσά του να

ήσαν εντελώς κοινές και αθώες. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, τώρα τελευταία, έδειχνε τάσεις να θεωρεί το αθώο και το λογικό σαν απλά παραμύθια — έτσι, το είχε πάρει σίγουρη απόφαση και παραδεχτεί, πως όλη αυτή η ιστορία, για την ελαιογραφία, δεν ήταν άλλο, παρά μια πρόφαση για σχέσεις, ανάμεσα σ' έναν χήρο, που μιλούσε μια γλώσσα ωμή και σε μια γυναίκα τσερκεζόματη και σιγανο-περπάτητη. Το γούστο, που είχε δείξει ο Αυλικός Σύμβουλος στην εκλογή του μοντέλου του, συμφωνούσε πάρα πολύ με το δικό του, και δεν μπορούσε να του αποδώσει τη λογική εκείνη ψυχραιμία, που δε φαίνονταν να μαρτυρούν τα μελανά μάγουλα και τα δακρυσμένα, αιματόστιχτα μάτια του Αυλικού Συμβούλου. Ένα γεγονός, όμως, που έπεσε στην αντίληψή του, κείνες τις μέρες, τυχαία, είχε επάνω του μίαν επίδραση διαφορετική, μ' όλο που επρόκειτο πάλι για κάτι που επιβεβαίωνε το γούστο του. Στο τραπέζι, που ήταν λοξά τοποθετημένο προς το τραπέζι της φράου Σάλομον και του λαίμαργου μαθητή, με τα γυαλιά, αριστερά στους δυο εξάδελφους και κοντύτερα στην τζαμόπορτα, καθότανε ένας άρρωστος, από το Μανχάιμ, έτσι όπως είχε ακούσει, ο Χανς Κάστορπ, τριάντα χρονών πάνω-κάτω, με αραιά μαλλιά, με δόντια τερηδονιασμένα και με ομιλία συνεσταλμένη — ο ίδιος, που, κάποτε, μετά το δείπνο, έπαιζε πιάνο, και το πιο συχνά, το γαμήλιο εμβατήριο από το Όνειρο θερινής νύχτας. Έλεγαν, πως ήταν πολύ θρήσκος, πράμα καθόλου σπάνιο εδώ πάνω, όπως είχαν εξηγήσει στο Χανς Κάστορπ, και, χωρίς άλλο, ευεξήγητο. Κάθε Κυριακή πήγαινε στη λειτουργία, στο Νταβός-Πλατς, κι όταν έκανε την κούρα του, διάβαζε βιβλία θρησκευτικά, βιβλία που το δέσιμό τους ήταν στολισμένο μ' ένα ιερό δισκοπότηρο ή με κλαδιά από φοίνικα. Κι αυτός, λοιπόν, όπως πρόσεξε μια μέρα ο Χανς Κάστορπ, είχε κρεμάσει τα βλέμματά του πάνω στο ίδιο αντικείμενο, που τα κρεμούσε κι ο ίδιος, δηλαδή: στο λυγερό σώμα της Μαντάμ Σοσά. Κι αυτό μ' έναν τρόπο αδιάκριτο και δειλό συνάμα, σαν σκυλίσιο σχεδόν. Κι αφού τον πρόσεξε, μια φορά, ο Χανς Κάστορπ, δεν μπορούσε πια να εμποδίσει τον εαυτό του να τον προσέχει σε κάθε ευκαιρία παιγνιδιών, ανάμεσα στους άλλους οικότροφους, να στέκεται εκεί, ταραγμένος, κι έχοντάς τα χαμένα, από την παρουσία της τόσο επιθυμητής, μ' όλο που ήταν μολυσμένη, νέας γυναίκας, που καθότανε στο μικρό σαλόνι, πάνω στον καναπέ και φλυαρούσε με τη σγουρόμαλλη Ταμάρα (αυτό ήταν τ' όνομα εκείνου του ευτράπελου κοριτσιού), με τον Δρα Μπλούμενκολ και τους δυο κυρίους, με τους πεσμένους ώμους και τα βαθουλωμένα μάγουλα, του τραπεζιού της. Τον έβλεπε να στρέφει το βλέμμα του αλλού, να προσπαθεί να δείξει, ότι δεν κοίταζε εκεί κι ύστερα να γυρίζει πάλι το κεφάλι του πάνω από τον ώμο του, αλληθωρίζοντας κι ανασηκώνοντας το πάνω χείλος του, με κλαψιάρικη έκφραση. Τον έβλεπε να γίνεται κατάχλομος και να μη σηκώνει τα μάτια του από το πιάτο του κι ύστερα να τα σηκώνει πάλι, παρ' όλα αυτά, και να κοιτάζει άπληστα κατά τη Μαντάμ Σοσά, μόλις η τζαμόπορτα έκλεινε με πάταγο πίσω της κι εκείνη προχωρούσε σερπετά να πάρει τη θέση της στο τραπέζι. Και, πολλές φορές, είδε τον δυστυχισμένο αυτόν, ύστερα από το γεύμα, να σταματά ανάμεσα στην έξοδο και στο τραπέζι των Καλών Ρώσων, για ν' αφήσει να περάσει η φράου Σοσά από δίπλα του και να φάει με τα μάτια, από πολύ κοντά, με τα βαθιά θλιμμένα μάτια του, αυτή την γυναίκα π' ούτε τον λογάριαζε καν.

Η ανακάλυψη αυτή συγκίνησε βαθύτατα το νεαρό Χανς Κάστορπ, μ' όλο που η αξιοθρήνητη κι ενοχλητική επιμονή του νέου αυτού από το Μανχάιμ δεν μπορούσε να του κάνει τόσο εντύπωση, όσο οι ιδιαίτερες σχέσεις της Κλαούντια Σοσά με τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, έναν άνθρωπο που ήταν τόσο φανερά ανώτερος απ' αυτόν, εξ αιτίας της ηλικίας του, της προσωπικότητάς του και της ανώτερης κοινωνικής θέσης του. Η Κλαούντια δεν έδινε την παραμικρή σημασία στο νέο από το Μανχάιμ. Αν συνέβαινε το αντίθετο, το πράμα δε θα ξέφευγε από την προσοχή του Χανς Κάστορπ. Έτσι, δεν ήταν το δυσάρεστο κεντρί της ζήλειας που τον έκανε να συγκινείται σε τούτη δω την περίπτωση. Ένιωθε, ωστόσο, όλα τα αισθήματα που δοκιμάζει ένας άνθρωπος, μεθυσμένος και παρασυρμένος από το πάθος, όταν ανακαλύπτει σ' άλλους την εικόνα των δικών του εξωτερικών εκδηλώσεων. Αισθήματα που δημιουργούν το πιο παράξενο μίγμα αποστροφής και κρυφής αλληλεγγύης. Αδύνατο να εμβαθύνουμε σ' όλα και να τ' αναλύσουμε όλα, αν θέλουμε να προχωρήσουμε. Όπως και να 'ναι, στην κατάσταση που βρισκόταν, το να παρατηρεί το νέο από το Μανχάιμ ήταν για τον καημένο τον Χανς Κάστορπ ένα παραπάνω βάσανο. Έτσι πέρασαν οι οχτώ μέρες ίσαμε την ακτινοσκόπηση του Χανς Κάστορπ. Δεν ήξερε, βέβαια, ότι είχαν περάσει, μα όταν, ένα πρωί, στο πρώτο πρόγευμα, τον ειδοποίησε η Προϊσταμένη (είχε πάλι ένα κριθαράκι, γιατί δεν μπορούσε, βέβαια, να ήταν το ίδιο, και, χωρίς άλλο, το άβλαβο πραματάκι αυτό, μα που την παραμόρφωνε ωστόσο, θα οφειλότανε στην ιδιοσυγκρασία της) να παρουσιαστεί το απόγεμα στο εργαστήριο, ήταν πια φανερό, πως είχαν περάσει, πραγματικά. Μισή ώρα πριν από το τσάι, ο Χανς Κάστορπ έπρεπε να παρουσιαστεί μαζί με τον ξάδελφό του. Γιατί, με την ευκαιρία αυτή, θα ξανάκαναν μια καινούρια ακτινοσκόπηση και για τον Γιόαχιμ — η προηγούμενη θεωρείτο πια παλιωμένη. Συντόμευαν, λοιπόν, κατά μισή ώρα, την απογευματινή κούρα τους και στις τρεις και μισή ακριβώς είχανε κατεβεί κιόλας τη σκάλα, που οδηγούσε στο δήθεν «υπόγειο» και κάθονταν στη μικρή αίθουσα αναμονής, που βρισκόταν μπροστά στην αίθουσα του εργαστηρίου ακτινολογίας — ο Γιόαχιμ πολύ ήσυχος, γιατί δεν πρόβλεπε τίποτα νεότερο κι ο Χανς Κάστορπ σε μια αναμονή γιομάτη αδημονία, αφού ποτέ ίσαμε κείνη την ώρα δεν είχαν κοιτάξει, μ' έναν τέτοιο τρόπο, την εσωτερική ζωή του οργανισμού του. Δεν ήταν μόνοι τους: δυο-τρεις από τους οικότροφους βρίσκονταν κιόλας στην αίθουσα αναμονής και περίμεναν, όταν μπήκανε εκείνοι, έχοντας πάνω στα γόνατά τους εικονογραφημένα περιοδικά, σκισμένα. Εκεί ήτανε κι ένας νεαρός γίγαντας Σουηδός, που στην τραπεζαρία καθότανε στο τραπέζι του Σετεμπρίνι και που, καθώς έλεγαν γι' αυτόν, όταν είχε έρθει, τον Απρίλιο, στο Μπέργκχοφ, ήταν σε τέτοιο σημείο άρρωστος, που μόνο με τη βία σχεδόν είχε γίνει δεχτός στο σανατόριο. Τώρα, όμως, είχε πάρει ογδόντα κιλά κι ήταν να φύγει από το ίδρυμα τέλεια θεραπευμένος. Ήταν και μια γυναίκα, από το τραπέζι των Κοινών Ρώσων, μια μητέρα, βασανισμένη κι η ίδια, με το πιο βασανισμένο ακόμη, μακρουλομύτικο κι άσκημο αγόρι της, που το λέγανε Σάσα. Τούτα δω τα πρόσωπα, λοιπόν, περίμεναν κιόλας, περίμεναν πολύ περισσότερη ώρα, απ' όση τα δυο ξαδέλφια.

Ήταν φανερό, πως προηγούνταν στη σειρά των προσκλήσεων. Κάποια καθυστέρηση, χωρίς άλλο, θα είχε συμβεί στο εργαστήριο ακτινολογίας, κι έτσι έπρεπε να το πάρουν απόφαση, πως θα έπιναν κρύο το τσάι τους. Στο εργαστήριο υπήρχε πολλή δουλειά. Ακουγόταν η φωνή του Αυλικού Σύμβουλου, που έδινε οδηγίες. Θα ήταν στις τρεις και μισή ή και περισσότερο, όταν άνοιξε η πόρτα —την άνοιξε ένας τεχνικός βοηθός, επιφορτισμένος και μ' αυτή τη δουλειά— και πέρασε μέσα κείνος ο τυχερός Σουηδός γίγαντας. Ο προηγούμενος θα είχε φύγει, φαίνεται, από άλλη έξοδο. Η δουλειά, μέσα, πήγαινε τώρα πιο γρήγορα. Σε δέκα λεπτά ακούστηκε ν' απομακρύνεται στο διάδρομο, με ζωηρό βήμα, τελείως καλά, ο Σουηδός —αυτή η φορητή ρεκλάμα του τόπου και του Μπέργκχοφ— και πέρασαν στο εργαστήριο η Ρωσίδα μητέρα με τον Σάσα της. Ο Χανς Κάστορπ, παρατήρησε και πάλι, όπως όταν μπήκε ο Σουηδός, ότι στο εργαστήριο βασίλευε ημίφως, ή μάλλον ένα λιγοστό φως, τεχνητό, όπως και στην αίθουσα της ψυχανάλυσης του Δρα Κροκόβσκι. Τα παράθυρα ήταν σκεπασμένα, το φως της μέρας αποκλεισμένο, και μόνο μερικοί ηλεκτρικοί λαμπτήρες που άναβαν. Μα καθώς έμπαιναν στο εργαστήριο ο Σάσα με τη μητέρα του κι ο Χανς Κάστορπ τους παρακολουθούσε, με τα μάτια, την ίδια στιγμή κείνη, ακριβώς, άνοιξε κι η πόρτα του διαδρόμου και στην αίθουσα αναμονής μπήκε ένας ακόμη ασθενής, κάπως βιαστικός, σα να 'χε καθυστερήσει — κι ο ασθενής αυτός ήταν η Μαντάμ Σοσά. Ήταν η Κλαούντια Σοσά, που βρέθηκε, ξαφνικά, μέσα στο μικρό δωμάτιο. Ο Χανς Κάστορπ την αναγνώρισε, γουρλώνοντας τα μάτια κι αισθάνθηκε καθαρά το αίμα του να φεύγει από το πρόσωπό του και την κάτω μασέλα του να χαλαρώνει, έτσι που παρά λίγο ν' ανοίξει το στόμα του. Η είσοδος της Κλαούντια είχε γίνει μ' ένα τρόπο αναπάντεχο, αιφνιδιαστικό. Βρέθηκε, για μιας, να μοιράζεται το στενό χώρο με τα δυο ξαδέλφια, ενώ πριν ένα λεπτό μόλις δε βρισκόταν ακόμα εκεί. Ο Γιόαχιμ έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στον Χανς Κάστορπ και σαν να μην του ήταν αρκετό, που κατέβασε αμέσως τα μάτια του, πήγε και στο τραπέζι, πήρε μια εικονογραφημένη εφημερίδα, που την είχε αφήσει εκεί, κι έκρυψε το πρόσωπό του πίσω από τ' ανοιγμένα της φύλλα. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε αρκετή ετοιμότητα πνεύματος να κάμει το ίδιο. Τη χλομάδα του την είχε διαδεχτεί, τώρα, μια έντονη κοκκινίλα κι η καρδιά του σφυροκοπούσε. Η φράου Σοσά κάθισε κοντά στην πόρτα του εργαστηρίου, σε μια μικρή πολυθρόνα, στρογγυλωπή και με κοντά και σαν μισά χέρια. Έγειρε προς τα πίσω, ακουμπώντας στη ράχη της πολυθρόνας, σταύρωσε ελαφρά το ένα πόδι πάνω στο άλλο και κοίταζε στο κενό, ενώ τα Πριμπισλάβ μάτια της, που τα γύριζε αλλού νευρικά, ξέροντας πως την παρατηρούν, αλληθώριζαν λίγο. Φορούσε ένα λευκό σουέτερ, πάνω από ένα γαλάζιο φόρεμα, κρατούσε ένα βιβλίο, δανεισμένο από τη βιβλιοθήκη, όπως φαινόταν, και χτυπούσε μαλακά το πάτωμα, με το πόδι που ακουμπούσε σ' αυτό. Ύστερα από ενάμιση λεπτό, άλλαξε στάση, κοίταξε γύρω της, σηκώθηκε με μια έκφραση, σαν να μην ήξερε καλά τι της συνέβαινε, ούτε σε ποιον έπρεπε ν' αποταθεί — κι άρχισε να μιλά. Ρώτησε κάτι, πέταξε μια ερώτηση στο Γιόαχιμ, μ' όλο που εκείνος φαινόταν βυθισμένος στην εικονογραφημένη εφημερίδα του, ενώ ο Χανς Κάστορπ καθόταν εκεί,

χωρίς καμιά απασχόληση. Σχημάτιζε λέξεις μέσα στο στόμα της κι έδινε σ' αυτές τη φωνή που έβγαινε από τον λευκό λαιμό της. Η φωνή της δεν ήταν βαθιά, μα ευχάριστα βραχνή, μ' όλο που είχε μερικούς οξείς τόνους, που ο Χανς Κάστορπ τους γνώριζε — τους γνώριζε από καιρό και τους είχε, μάλιστα, ακούσει από πολύ κοντά, τη μέρα που η φωνή αυτή του είχε πει: «Ευχαρίστως. Πρέπει, όμως, να μου το επιστρέψεις χωρίς άλλο μετά το μάθημα». Η αλήθεια είναι, πως αυτό είχε ειπωθεί, τότε, πιο καθαρά και με περισσότερη άνεση. Τώρα, οι λέξεις έβγαιναν λίγο τραβηγμένες, σπασμένες, αυτή που τις έλεγε δεν είχε κανένα φυσικό δικαίωμα πάνω τους, τις δανειζόταν, όπως ο Χανς Κάστορπ την είχε ακούσει να κάνει, πολλές φορές, και τότε δοκίμαζε ένα αίσθημα υπεροχής, ανάκατο, όμως, με κάποια ταπεινωμένη γοητεία. Με το ένα χέρι στην τσέπη της μάλλινης ζακέτας της και το άλλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού, η φράου Σοσά ρώτησε: —Σας παρακαλώ, ποια ώρα σας έχουν ορίσει; Κι ο Γιόαχιμ, που είχε ρίξει ένα γρήγορο βλέμμα στον ξάδελφό του, αποκρίθηκε, ενώνοντας, εκεί όπου καθόταν, τα τακούνια του. — Στις τρεισήμιση. Ξαναμίλησε: — Σε μένα στις τέσσερις παρά τέταρτο. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Είναι σχεδόν τέσσερις. Μπήκανε μέσα πρόσωπα τώρα, δε μπήκανε; — Ναι, δυο πρόσωπα, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Ήταν πριν από μας. Η υπηρεσία έχει καθυστέρηση. Φαίνεται, πως όλα έμειναν πίσω, κατά μισή ώρα. — Αυτό 'ναι δυσάρεστο, είπε και με μια νευρική κίνηση ψηλάφησε τα μαλλιά της. — Μάλλον, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Κι εμείς περιμένουμε σχεδόν μισή ώρα, τώρα, εδώ πέρα. Μιλούσανε μεταξύ τους κι ο Χανς Κάστορπ άκουε, σαν σε όνειρο. Το να μιλά ο Γιόαχιμ με τη φράου Σοσά ήταν σαν να της μιλούσε ο ίδιος σχεδόν — μ' όλο, που ήταν και λίγο ολωσδιόλου διαφορετικό. Το «μάλλον» είχε προσβάλει τον Χανς Κάστορπ. Η λέξη αυτή του φάνηκε αυθάδης ή, το λιγότερο, εκπληκτικά αδιάφορη, αν είχε κανείς υπ' όψει του πώς είχαν τα πράματα. Αλλά, τέλος πάντων, ο Γιόαχιμ μπορούσε να μιλά έτσι — οπωσδήποτε μπορούσε να μιλά μαζί της, κι ίσως-ίσως και να καμάρωνε μπροστά του, γι' αυτό το τολμηρό «μάλλον»— όπως κι ο ίδιος αυτός, ο Χανς Κάστορπ, είχε κάμει, άλλοτε, το σπουδαίο, μπροστά στο Γιόαχιμ και το Σετεμπρίνι, όταν ο τελευταίος αυτός τον είχε ρωτήσει πόσο καιρό λογάριαζε να μείνει εδώ πάνω κι εκείνος αποκρίθηκε «τρεις βδομάδες». Μίλησε στο Γιόαχιμ, μ' όλο που αυτός κρατούσε την εφημερίδα μπροστά στο πρόσωπό του — χωρίς άλλο γιατί αυτός ήταν ο πιο παλιός από τους δυο τους και τον γνώριζε περισσότερο καιρό εξ όψεως, μα και για τούτη την άλλη αιτία: μαζί του μπορούσε να 'χει κοινωνικές σχέσεις και το ν' ανταλλάσσει δυο λόγια μαζί του, στο πόδι, που τραυλίζονταν ξενικά από μέρους της, ήταν κάτι που είχε τη θέση του κι ούτε και υπήρχε τίποτα το άγριο, το βαθύ, το τρομαχτικό και το μυστηριώδες μεταξύ τους. Αν περίμενε εδώ, μαζί τους, ένα άλλο πρόσωπο, με καστανά μάτια, με ρουμπινένιο δαχτυλίδι και μ'

άρωμα πορτοκαλιού, τότε θα 'πεφτε στο Χανς Κάστορπ ο κλήρος να κουβεντιάσει με κείνο το πρόσωπο και να του πει «μάλλον» — καθώς θα αισθανότανε τον εαυτό του ανεξάρτητο και καθαρό, όπως ένιωθε τώρα ο Γιόαχιμ μπροστά σ' αυτήν. Ασφαλώς, μάλλον δυσάρεστο, αξιότιμος δεσποινίς! θα της έλεγε κι ίσως-ίσως και να 'βγάζε, με μια κίνηση αφελή, το μαντήλι από την τσέπη του σακακιού του, για να ξεμυξιστεί. Σας συμβουλεύω να έχετε υπομονή, και εμείς στην ίδια θέση βρισκόμαστε, θα της έλεγε, κι ο Γιόαχιμ θ' απορούσε για την άνεσή του — μα, κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς και να επιθυμήσει σοβαρά να βρεθεί στη θέση του. Όχι, ούτε κι ο Χανς Κάστορπ ζήλευε το Γιόαχιμ, έτσι όπως είχανε τα πράματα, μ' όλο που αυτός ήταν εκείνος που είχε το δικαίωμα να μιλήσει με τη φράου Σοσά. Την επιδοκίμαζε, που είχε αποταθεί στον ξάδελφό του. Είχε σκεφτεί ιδιαίτερα τούτη την περίπτωση, όταν το έκανε αυτό κι έτσι έδινε να εννοηθεί, ότι είχε συνείδηση της κατάστασης…. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Ύστερα από την ψυχρή υποδοχή, που έκανε ο Γιόαχιμ στη φράου Σοσά και στην οποία ο Χανς Κάστορπ, μάλιστα, είχε διακρίνει μια ελαφρά εχθρότητα εκ μέρους του καλού Γιόαχιμ, προς τη σύντροφο αυτή της αρρώστιας του —εχθρότητα, που τον έκαμε να χαμογελάσει, παρ' όλη τη συγκίνησή του— η «Κλαούντια» προσπάθησε να περπατήσει μέσα στο δωμάτιο. Επειδή, όμως, ο χώρος ήταν ελάχιστος, πήρε κι εκείνη ένα εικονογραφημένο περιοδικό και γύρισε στο κάθισμά της με τα κουτσουρεμένα ακουμπιστήρια. Ο Χανς Κάστορπ καθόταν και την κοίταζε, στηρίζοντας το πηγούνι του, κατά τον τρόπο του παππού του, και μοιάζοντας έτσι, κάπως γελοία, με τον γέροντα. Καθώς η φράου Σοσά είχε σταυρώσει πάλι το ένα πόδι πάνω στο άλλο, το γόνατό της διαγράφηκε κι ακόμα όλη η ωραία γραμμή της γάμπας της, κάτω από το γαλάζιο φόρεμά της. Είχε μέτριο ανάστημα, αλλά στα μάτια του Χανς Κάστορπ το ανάστημά της ήταν άπειρα αρμονικό και ευχάριστο. Είχε, όμως, σχετικώς μακρά πόδια κι οι λαγόνες της δεν ήταν φαρδιές. Δεν κρατούσε το σώμα της προς τα πίσω, μα το έσκυβε μπροστά κι είχε τα μπράτσα σταυρωτά ακουμπισμένα στους μηρούς, τη ράχη στρογγυλεμένη και τους ώμους πεσμένους, έτσι που οι αυχενικοί σπόνδυλοι εξείχανε. Κάτω από το εφαρμοστό σουέτερ της, μάλιστα, διαγραφόταν η σπονδυλική στήλη και το στήθος της, που δεν ήταν πλούσιο και όρθιο, όπως της Μαρούσγιας, αλλά μικρό σαν νέας κοπέλας, έτσι όπως πιεζότανε κι από τις δυο μεριές. Ξαφνικά, ο Χανς Κάστορπ θυμήθηκε, ότι, κι αυτή καθόταν εδώ, περιμένοντας ν' ακτινοσκοπηθεί. Ο Αυλικός Σύμβουλος τη ζωγράφιζε. Απόδιδε την εξωτερική της εμφάνιση σ' ένα μουσαμά μ' ελαιοχρώματα. Τώρα, όμως, στο ημίφως, θα έριχνε πάνω της τις φωτεινές ακτίνες, που θα του αποκάλυπταν το εσωτερικό του σώματος. Και στη σκέψη αυτή ο Χανς Κάστορπ, γύρισε αλλού το κεφάλι του, μ' ένα ύφος ντροπαλά σκυθρωπό και με μια έκφραση διακριτικότητας και συστολής — με την έκφραση ακριβώς που του φαινόταν ότι έπρεπε να πάρει, μπροστά στον ίδιο τον εαυτό του, καθώς έκανε τούτη τη σκέψη. Δεν έμειναν πολλή ώρα κι οι τρεις μαζί στην αίθουσα αναμονής. Στο εργαστήριο δε θα πολυπρόσεξαν ασφαλώς τον Σάσα και τη μητέρα του, καθώς θα βιάζονταν να κερδίσουν την καθυστέρηση. Ο βοηθός με την άσπρη μπλούζα άνοιξε πάλι την πόρτα, ο Γιόαχιμ

πέταξε την εφημερίδα του στο τραπέζι κι ο Χανς Κάστορπ τον ακολούθησε προς την πόρτα, αν κι όχι δίχως κάποιο εσωτερικό δισταγμό. Ιπποτικοί ενδοιασμοί ξυπνούσανε μέσα του μαζί με τον πειρασμό ν' αποτείνει κάποιο ευγενικό λόγο στην φράου Σοσά και να της προσφέρει τη σειρά του. Ίσως, μάλιστα, και να της μιλούσε γαλλικά, αν μπορούσε. Και βιάστηκε να γυρέψει μέσα του τις λέξεις, για να σχηματίσει τη φράση. Μα δεν ήξερε αν καθωσπρεπισμοί σαν αυτόν συνηθίζονταν εδώ κι αν η ορισμένη διαδοχική σειρά δεν ήταν πάνω από οποιαδήποτε φιλοφροσύνη. Ο Γιόαχιμ θα έπρεπε να το ξέρει αυτό και καθώς δεν έδειχνε διάθεση να υποχωρήσει μπροστά στην κυρία, μ' όλο που ο Χανς Κάστορπ τον κοίταζε με ταραχή κι επιμονή, ακολούθησε, τον εξάδελφό του, περνώντας μπροστά από τη φράου Σοσά, που μόλις-μόλις παραμέρισε, για να μην εμποδίσει το πέρασμά του, και μπήκε στο εργαστήριο. Ήταν πολύ απορροφημένος από τα δέκα τελευταία περιπετειώδη λεπτά, που άφηνε πίσω του, για να 'ναι σε θέση να αισθανθεί τον εαυτό του εσωτερικά παρόντα σ' ό,τι συνέβαινε στο ακτινολογικό εργαστήριο, την ώρα που έμπαινε μέσα. Δεν έβλεπε τίποτα παρά κάτι γενικές γραμμές μόνο, μέσα σ' αυτό το τεχνητό μισόφωτο. Άκουγε ακόμα την ελαφρά βραχνή φωνή της φράου Σοσά, όταν έλεγε: «Τι συμβαίνει, λοιπόν;… Μπήκανε μέσα τώρα δα, δε μπήκανε;… Αυτό 'ναι δυσάρεστο…» κι ο ήχος αυτής της φωνής τον έκανε ν' αναριγεί, σαν ένα εξαίσιο γαργάλισμα στην πλάτη. Έβλεπε το γόνατό της, που πάνω του τεζάριζε το ύφασμα του γαλάζιου φορέματος της, έβλεπε τους αυχενικούς σπόνδυλους να εξέχουνε στον σκυμμένο σβέρκο, κάτω από τα κοντά, πυρόξανθα μαλλιά, που σ' εκείνο το μέρος κρέμονταν ελεύθερα, χωρίς να 'χουν μαζευτεί από την πλεξούδα και πάλι ανατρίχιαζε. Είδε τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, που γύριζε την πλάτη του στους καινουριομπασμένους, να στέκεται μπροστά σε μια ντουλάπα ή σε μια καμπίνα, με ράφια, χτισμένη στον τοίχο, και να 'ναι απασχολημένος να κοιτάζει μια μαυριδερή πλάκα, που, με τεντωμένο μπράτσο, την κρατούσε μπροστά στο αχνό φως της λάμπας του ταβανιού. Περνώντας δίπλα του, προχώρησαν στο βάθος του δωματίου, όπου τους πρόφτασε και τους άφησε πίσω του ο τεχνικός βοηθός, κάνοντας τις αναγκαίες προετοιμασίες, για να τους κοιτάξει και να τους εξαποστείλει, με τη σειρά τους. Μύριζε παράξενα εδώ μέσα. Κάτι σαν όζον διάχυτο γιόμιζε την ατμόσφαιρα. Ανάμεσα στα παράθυρα με τις μαύρες κουρτίνες, η καμπίνα χώριζε το εργαστήριο σε δυο άνισα μέρη. Μέσα στο μισοσκόταδο ξεχώριζε κανείς εργαλεία φυσικής, γυάλινους κώδωνες, μαρμάρινους πίνακες με μοχλούς ηλεκτρικού ρεύματος, εργαλεία μετρήσεως, τοποθετημένα όρθια, μα κι ένα κουτί όμοιο με φωτογραφική μηχανή πάνω σ' ένα υπόβαθρο με τροχούς, γυάλινες θετικές πλάκες, σφηνωμένες, στη σειρά, στον τοίχο — δεν ήξερες, αν βρισκόσουν στον σκοτεινό θάλαμο του ατελιέ κανενός φωτογράφου, στο εργαστήριο ενός εφευρέτη ή στο αλχημείο κανενός μάγου. Ο Γιόαχιμ είχε αρχίσει να γυμνώνεται από τη μέση και πάνω, χωρίς να περιμένει να του το πουν. Ο βοηθός, ένας νεαρός Ελβετός, κοντόπαχος και κοκκινομάγουλος, με άσπρη μπλούζα, είπε στον Χανς Κάστορπ να κάνει το ίδιο. Η δουλειά πήγαινε γρήγορα, η σειρά του θα ερχότανε αμέσως… Την ώρα που ο Χανς Κάστορπ έβγανε το σακάκι του, ο

Μπέρενς βγήκε από την καμπίνα, όπου στεκόταν στο καθαυτό δωμάτιο. — Hallo! είπε. Καλώς τους Διόσκουρούς μας! Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης… Όχι, Ιερεμιάδες, παρακαλώ! Μια στιγμή μόνο και θα σας δούμε αμέσως διάφανους και τους δυο. Σαν να μου φαίνεται, πως φοβάστε, Κάστορπ, να μας ανοίξετε τον εσωτερικό κόσμο σας! Μείνετε ήσυχος, όλ' αυτά φαίνονται αισθητικότατα. Είδατε κιόλας την ιδιωτική πινακοθήκη μου; Εδώ την έχω. Και τράβηξε τον Χανς Κάστορπ από το μπράτσο, για να τον φέρει μπροστά στις σειρές τα σκοτεινά γυαλιά κι άναψε ένα φως πίσω τους. Με μιας φωτίστηκαν κι αποκάλυψαν την εικόνα τους. Ο Χανς Κάστορπ αντίκρυσε ένα πλήθος ανθρώπινα μέλη: χέρια, πόδια, επιγονατίδες, άνω και κάτω μηριαία οστά, βραχίονες και μέρη λεκάνης. Μα το στρογγυλό, ζωντανό σχήμα αυτών των μερών του ανθρώπινου σώματος ήταν πολύ αχνό και το περίγραμμά του κάπως αβέβαιο. Κάτι σαν ομίχλη και σαν χλομό φως περιέβαλλε αβέβαια τον καθαρό, σαφέστατο σ' όλες του τις λεπτομέρειες κεντρικό πυρήνα: το σκελετό. — Πολύ ενδιαφέρον, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Οπωσδήποτε ενδιαφέρον! αποκρίθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος. Η πιο χρήσιμη πραγματογνωσία για τους νέους. Ανατομία δια του φωτός, καταλαβαίνετε, ο θρίαμβος των καινούριων χρόνων. Αυτό 'ναι γυναικείο μπράτσο, το αντιλαμβάνεστε, χωρίς άλλο, από την κομψότητά του. Μ' αυτό αγκαλιάζουνε κανέναν, τα χαράματα, καταλαβαίνετε. Και γέλασε, μ' έναν τέτοιο τρόπο, που ανασηκώθηκε από τη μια μεριά μόνο, το πάνω χείλος του, με το κακοψαλιδισμένο μουστάκι. Ο Χανς Κάστορπ στράφηκε προς το μέρος που ακτινοσκοπούσαν το Γιόαχιμ. Αυτό γινότανε μπροστά σ' εκείνη την καμπίνα όπου στεκόταν, πιο πριν, ο Αυλικός Σύμβουλος. Ο Γιόαχιμ είχε ανεβεί πάνω σ' ένα είδος σκαμνί, σαν αυτά που έχουνε οι παπουτσήδες, μπροστά σ' ένα σανίδι, που το αγκάλιαζε με τα μπράτσα του, καθώς πίεζε πάνω του το στήθος του. Κι ο βοηθός διόρθωνε τη στάση του άρρωστου, ζουλώντας τον, σπρώχνοντας προς τα μπρος τον ώμο του Γιόαχιμ και μαλάζοντάς του την πλάτη. Έπειτα, πήγε πίσω από το μηχάνημα, σαν ένας συνηθισμένος φωτογράφος, στηρίχτηκε γερά στα πόδια του, ανοίγοντάς τα, κι έσκυψε για να κρίνει την εικόνα. Εξέφρασε την ικανοποίησή του και κάνοντας πίσω, προς το πλάι, σύστησε στο Γιόαχιμ να πάρει βαθιά ανάσα και να κρατήσει τον αέρα στους πνεύμονές του, ώσπου να τελειώσουν. Το ανοιχτοθώρακο στήθος του Γιόαχιμ φούσκωσε κι ύστερα έμεινε ακίνητο. Την ίδια στιγμή, ο βοηθός κατέβασε στον πίνακα τον μοχλό που έπρεπε. Μέσα σε δυο δευτερόλεπτα, οι φοβερές δυνάμεις, που η έντασή τους ήταν απαραίτητη, για να διαπεραστεί η ύλη, κινήθηκαν: ρεύμα χιλιάδων βολτ, εκατό χιλιάδων βολτ, είχε την εντύπωση, πως θυμότανε ο Χανς Κάστορπ. Μόλις υποτάχτηκαν για έναν ορισμένο σκοπό, οι δυνάμεις αυτές δοκίμασαν να ξεφύγουν από αλλού. Ξέσπασαν σ' ηλεκτρικές εκκενώσεις σαν εκπυρσοκροτήσεις. Στην άκρη ενός μηχανήματος άναψε ένας γαλάζιος σπινθήρας. Μακρουλές αστραπές ανέβηκαν κροταλίζοντας το μήκος του τοίχου. Κάπου ανάφτηκε ένα κόκκινο φως, όμοιο με μάτι και κοίταξε ήσυχο κι απειλητικό στην αίθουσα και μια

φιάλη, πίσω από τη ράχη του Γιόαχιμ, γιόμισε μ' ένα πράσινο υγρό. Ύστερα, όλα ησύχασαν. Τα φωτεινά φαινόμενα εξαφανίστηκαν κι ο Γιόαχιμ άφησε τον αέρα να ξαναβγεί από το στήθος του μ' έναν βαθύ αναστεναγμό. Είχανε τελειώσει. — Ο επόμενος κατάδικος, τώρα! είπε ο Μπέρενς κι έσπρωξε τον Χανς Κάστορπ με τον αγκώνα. Μόνο μην προφασιστείτε κούραση! Θα έχετε ένα αντίτυπο δωρεάν, Κάστορπ. Ύστερα, θα μπορείτε πια να προβάλετε στον τοίχο τα μυστικά του στήθους σας για τα παιδιά και τα εγγόνια σας. Ο Γιόαχιμ κατέβηκε από το σκαμνί. Ο τεχνικός άλλαξε την πλάκα. Ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς προσωπικά, έδειξε, στον πρωτόπειρο με ποιο τρόπο έπρεπε να σταθεί και να κρατηθεί. — Αγκαλιάστε! είπε. Αγκαλιάσετε το σανίδι! Φανταστείτε, πως δεν είναι σανίδι, μα κάτι πιο ευχάριστο! Και πιέσετε πάνω το στήθος σας, σα να ήταν συνδεμένο μαζί του με ηδονικά αισθήματα! Ναι, καλά είναι έτσι! Και, τώρα, βαθιά εισπνοή! Κρατήστε γερά τον αέρα μέσα σας! πρόσταξε. Ένα χαμόγελο, παρακαλώ! Ο Χανς Κάστορπ περίμενε, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα, με τους πνεύμονες γιομάτους αέρα. Στη ράχη του ξέσπασε η καταιγίδα: βρόντησε, άστραψε και καταλάγιασε. Ο φακός είχε κοιτάξει μέσα του. Κατέβηκε ταραγμένος και ζαλισμένος απ' αυτό που του είχε συμβεί, μ' όλο που ο ίδιος αυτός δεν είχε αισθανθεί τίποτα από τη διείσδυση εκείνη μέσα του. — Μπράβο! είπε ο Αυλικός Σύμβουλος. Τώρα, θα κοιτάξουμε κι εμείς. Κι ο Γιόαχιμ, σαν άνθρωπος που τα ήξερε όλ' αυτά, προχώρησε, όπως ήταν, κατά την πόρτα της εξόδου και στάθηκε πλάι σ' ένα στήριγμα, με τη ράχη στο ογκώδες μηχάνημα, που στην κορυφή του υπήρχε ένας γυάλινος λαμπίκος, γιομάτος νερό ίσαμε τη μέση και μ' έναν σωλήνα εξάτμισης, έχοντας μπροστά του, στο ύψος του στήθους, έναν πλαισιωμένο και κινούμενο, πάνω σε δόντια, φυλακτήρα. Αριστερά του, στη μέση ενός μαρμάρινου πίνακα, με μοχλούς, εξείχε ένας κόκκινος λαμπτήρας. Ο Αυλικός Σύμβουλος, καθισμένος καβαλικευτά σ' ένα σκαμνί, μπροστά στον φυλακτήρα, άναψε τον λαμπτήρα. Η λάμπα της οροφής σβήστηκε και μόνο το κόκκινο ρουμπίνι φώτιζε ακόμα τη σκηνή. Ύστερα, ο αλχημιστής το 'σβησε κι αυτό, με μια μικρή κίνηση, και τους τύλιξε το πιο πυκνό σκοτάδι. — Πρώτα-πρώτα, πρέπει να συνηθίσουνε τα μάτια, ακούστηκε να λέει ο Αυλικός Σύμβουλος στα σκοτεινά. Για ν' αρχίσουμε, πρέπει να 'χουμε τεράστιες κόρες, σαν της γάτας, ώστε να δούμε αυτό που θέλουμε να δούμε. Καταλαβαίνετε, βέβαια, πως δε θα μπορέσουμε να δούμε μονομιάς καθαρά, με τα συνηθισμένα στο φως της μέρας μάτια μας. Πρέπει, κατ' αρχήν, να ξεχάσουμε τη φωτεινή μέρα με τις εύθυμες εικόνες της. — Ας το προσπαθήσουμε, λοιπόν, είπε ο Χανς Κάστορπ, που στεκότανε πίσω από τον ώμο του Αυλικού Σύμβουλου, κι έκλεισε τα μάτια, αφού ήταν το ίδιο αν τα 'χε κανένας κλειστά ή ανοιχτά, μια κι ήτανε πιο σκοτεινά κι από νύχτα εκεί μέσα. Είναι φανερό, πως, για να δούμε κάτι, πρέπει να λούσωμε τα μάτια μας με σκοτάδι. Βρίσκω, μάλιστα, σωστό και άγιο, πως πρέπει να συγκεντρώσουμε τον εαυτό μας, πρωτύτερα, σε μια σιωπηλή

προσευχή, να πούμε. Στέκομαι εδώ κι έχω κλεισμένα τα μάτια σε μια κατάσταση ευχάριστης υπνηλίας. Μόνο, τι μυρίζει εδώ μέσα; — Οξυγόνο, είπε ο Αυλικός Σύμβουλος. Αυτό που νιώθετε στον αέρα είναι οξυζενέ. Το ατμοσφαιρικό παράγωγο της καταιγίδας μέσα στην κάμαρα, μ' εννοείτε… Ανοίξτε τα μάτια! είπε. Τώρα αρχίζει η φόρτωση. Ο Χανς Κάστορπ υπάκουσε πρόθυμα. Ακούστηκε η μετατόπιση του μοχλού. Ένα μοτέρ τινάχτηκε και τραγούδησε μανιασμένα σε ψηλούς τόνους, μα γρήγορα κανονίστηκε με την κίνηση ενός άλλου μοχλού. Το πάτωμα κουνιόταν ολόκληρο. Το μικρό κόκκινο φως, μακρουλό και κάθετο κοίταζε με βουβή απειλή. Κάπου έτριξε μια αστραπή. Και, σιγά-σιγά, με μια γαλακτώδη ανταύγεια, σαν παράθυρο που φωτίζεται, πρόβαλε, μέσα από το σκοτάδι, τ' ωχρό τετράγωνο του φωτεινού φυλακτήρα, όπου ο Αυλικός Σύμβουλος καθόταν, καβαλικευτά στο σκαμνί, μπροστά του, μ' ανοιχτά σκέλη, με τις γροθιές ακουμπισμένες στα μεριά και τη μισή μύτη του κολλημένη πάνω στο τζάμι, που έβλεπε στο εσωτερικό ενός ανθρώπινου οργανισμού. — Βλέπετε, αγόρι μου; ρώτησε. Ο Χανς Κάστορπ έσκυψε πάνω από τον ώμο του, μα σήκωσε άλλη μια φορά το κεφάλι προς το μέρος όπου υπόθετε ότι ήταν τα μάτια του Γιόαχιμ, και που το βλέμμα τους θα ήταν γλυκό και λυπημένο, όπως την άλλη φορά, στην εξέταση. —Μου επιτρέπεις, αλήθεια; — Παρακαλώ, παρακαλώ, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ καλόβολα, μέσα στο σκοτάδι. Και στο δόνισμα του πατώματος, στο τρίξιμο και το βούισμα των δυνάμεων που έπαιζαν, ο Χανς Κάστορπ κατασκόπευε σκυμμένος μέσα από το χλομόφεγγο παράθυρο κι έβλεπε το γυμνό σκελετό του Γιόαχιμ Τσίμσεν. Το στηθαίο οστούν μπερδευόταν με τη σπονδυλική στήλη, σε μια σκοτεινή, χονδρώδη κολόνα. Οι μπροστινές σειρές των πλευρών ξεχώριζαν από τις πίσω, που φαίνονταν χλομότερες. Τα κλειδιά των ώμων γύριζαν κυρτωμένα προς τα κάτω, από τη μια κι από την άλλη μεριά, και στο ελαφρό, φωτεινό περίβλημα του σχήματος της σάρκας διαγραφόταν άκαμπτος και σαφής ο σκελετός του ώμου κι η κλείδωση του οστού του βραχίονα. Το κοίλωμα του στήθους ήταν φωτεινό, μα μπορούσε να διακρίνει κανείς ένα πλέγμα από φλέβες, σκοτεινές κηλίδες, ένα μαυριδερό κατσάρωμα. — Εικόνα καθαρή, είπε ο Αυλικός Σύμβουλος. Αυτή 'ναι η πρέπουσα ισχνότητα, της στρατιωτικής νεότητας. Αν είδα κι αν είδα κοιλαράδες εδώ! — αδιαπέραστες, αδύνατο να διακρίνεις τίποτα πίσω από το λίπος τους! θα έπρεπε ν' ανακαλύψει πρώτα κανείς τις ακτίνες, που θα τρυπούσαν ένα τέτοιο στρώμα λίπους… Μα τούτη δω είναι η πιο καθαρή δουλειά. Βλέπετε το διάφραγμα; Κι έδειξε με το δάχτυλο ένα σκοτεινό τόξο που υψωνόταν και χαμήλωνε στο κάτω μέρος του γυαλιού… Βλέπετε αυτό το κύρτωμα εδώ, αριστερά, αυτό το αψίδωμα; Αυτό 'ναι η πλευρίτιδα που είχε, όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. Αναπνεύσετε βαθιά, πρόσταξε. Πιο βαθιά! Πιο βαθιά, λέω! Και το διάφραγμα του Γιόαχιμ υψώθηκε, τρέμοντας, όσο ψηλότερα ήτανε δυνατό, κι αμέσως τα πάνω μέρη του

πνεύμονα φάνηκαν πιο καθαρά, μα ο Αυλικός Σύμβουλος δεν ήταν ικανοποιημένος. Δεν είναι αρκετό! είπε. Βλέπετε τους αδένες; Βλέπετε τις συμφύσεις; Βλέπετε τα σπήλαια εδώ; Από κει βγαίνουν τα δηλητήρια, που του ανεβαίνουν στο κεφάλι. Μα την προσοχή του Χανς Κάστορπ την είχε απορροφήσει ένα είδος σάκου, ένας σκοτεινός όγκος που είχε κάτι το ζωώδες και το άμορφο, που φαινόταν πίσω από την κεντρική κολόνα προς το δεξιό μέρος του θεατή, που φούσκωνε κανονικά και πάλι ξεφούσκωνε, σαν τη μέδουσα, περίπου, που κολυμπά. — Βλέπετε την καρδιά του; ρώτησε ο Αυλικός σύμβουλος, παίρνοντας πάλι το πελώριο χέρι του από το μερί του και δείχνοντας με το δάχτυλο αυτόν το σάκο, που τον ζωντάνευαν οι σφυγμοί του… Θεέ και Κύριε! Ήταν η καρδιά, η τόσο περήφανη καρδιά του Γιόαχιμ, αυτό που έβλεπε τώρα, με τα ίδια του τα μάτια, ο Χανς Κάστορπ. — Βλέπω την καρδιά σου! είπε με πνιγμένη φωνή. — Παρακαλώ, παρακαλώ, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ πάλι, και χωρίς άλλο χαμογελούσε καλόβολα, εκεί πάνω, μέσα στο σκοτάδι. Μα ο Αυλικός Σύμβουλος τους πρόσταξε να σωπάσουνε και ν' αφήσουνε τους αισθηματισμούς. Τώρα μελετούσε τις κηλίδες και τις γραμμές και το μαυριδερό κατσάρωμα στην εσωτερική κοιλότητα του στήθους, ενώ ο σύντροφος, που στεκόταν πάνω από τον ώμο του, δεν κουραζότανε να εξετάζει την εντάφια μορφή και τα οστά του νεκρού του Γιόαχιμ, αυτόν τον απογυμνωμένο σκελετό κι αυτό το ισχναδράχτινο memento. Ο σεβασμός και ο τρόμος τον πλημμύρισαν. — Ναι, ναι, βλέπω, είπε πολλές φορές. Θεέ μου, βλέπω! Είχε ακούσει να μιλάνε για μια γυναίκα, για μια από χρόνια τώρα πεθαμένη συγγένισσά του, από την οικογένεια των Τινάππελ — που ήταν προικισμένη ή καταδικασμένη από ένα βαρύ χάρισμα: να της παρουσιάζονται, σαν σκελετοί, οι άνθρωποι που ήταν να πεθάνουν σε λίγο. Και μ' αυτό τον τρόπο έβλεπε, τώρα, ο Χανς Κάστορπ τον καλό Γιόαχιμ, μ' όλο που τώρα γινότανε με τη βοήθεια της φυσικο-οπτικής επιστήμης, έτσι που το πράμα δεν είχε καμιά τέτοια σημασία και που όλα γίνονταν κανονικά, πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού είχε ζητήσει ρητά την άδεια του ίδιου του Γιόαχιμ. Παρ' όλ' αυτά, αισθάνθηκε μια ξαφνική συμπάθεια, για το μελαγχολικό πεπρωμένο εκείνης της οραματίστριας θείας του. Έντονα συγκινημένος απ' ό,τι έβλεπε, ή, ακριβέστερα ακόμα, από το γεγονός ότι το έβλεπε, αναρωτήθηκε αν αληθινά όλ' αυτά που γίνονταν εδώ μέσα ήταν κανονικά, αν το θέαμα αυτό, μέσα σε τούτο το τρεμουλιαστό και συμπυκνωμένο σκοτάδι, ήταν κάτι νόμιμο. Κι η ανήσυχη ευχαρίστηση της αδιάκριτης περιέργειας ανακατευόταν στο στήθος του μ' αισθήματα συγκίνησης και ευλάβειας. Μα, μερικά λεπτά πιο ύστερα, στεκόταν κι ο ίδιος στην καρδιά της καταιγίδας, πάνω στο υπόβαθρο, ενώ ο Γιόαχιμ έντυνε το ξανακλεισμένο στήθος του. Πάλι ο Αυλικός Σύμβουλος κοίταζε ερευνητικά μέσα από το γαλακτόχρωμο τζάμι. Μα τη φορά τούτη ερευνούσε το εσωτερικό του Χανς Κάστορπ, κι από τα επιφωνήματά του, τις βλαστήμιες

του και τις εκφράσεις του, έβγαζε κανείς το συμπέρασμα, πως ό,τι εύρισκε εκεί μέσα ανταποκρινότανε στις προβλέψεις του. Ύστέρα απ' αυτό, έσπρωξε την ευγένειά του ίσαμε το σημείο να επιτρέψει στον οικότροφο, υποχωρώντας στις επίμονες παρακλήσεις του, να κοιτάξει το ίδιο του το χέρι μέσα από το φωτισμένο τζάμι. Κι ο Χανς Κάστορπ είδε ό,τι θα έπρεπε να περιμένει πως θα 'βλεπε, μα που, γενικά, δεν έγινε για να βλέπεται από τον άνθρωπο και που ούτε είχε σκεφτεί κανείς ποτέ, πως θα του δινόταν η άδεια να δει. Ο Χανς Κάστορπ έριξε μια ματιά στον ίδιο τον τάφο του. Είδε το έργο της μέλλουσας αποσύνθεσης του κορμιού του, προσχεδιασμένο από τη δύναμη του φωτός, τη σάρκα που μέσα της ζούσε, αποσυνθεμένη, σβησμένη, διαλυμένη σε μια ανύπαρκτη ομίχλη, και, στη μέση αυτής της ομίχλης, τον λεπτότατα τορνεμένο σκελετό του δεξιού χεριού του, που γύρω από το παράμεσο δάχτυλό του, κυμάτιζε, μαύρο και μετέωρο, το δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο, που είχε κληρονομήσει από τον παππού του: ένα σκληρό αντικείμενο αυτής της γης, που ο άνθρωπος στολίζει μ' αυτό το, προορισμένο να χαθεί, κορμί του, έτσι που να ξαναγίνει ελεύθερο να πάει να στολίσει μια άλλη σάρκα, για να το φορέσει και τούτη, πριν σαπίσει με τη σειρά της, ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα. Με τα μάτια της προγόνου του εκείνης, από τη μεριά των Τινάππελ, έβλεπε ένα γνώριμο μέλος του κορμιού του: με διαπεραστικά, οραματιστικά μάτια και, για πρώτη φορά, στη ζωή του, κατάλαβε, πως θα πέθαινε. Και την ίδια στιγμή είχε πάρει μια έκφραση, όπως όταν άκουε μουσική — κάπως χαζή, νυσταγμένη κι ευλαβική, με το κεφάλι γερμένο προς τον ώμο και το στόμα μισάνοιχτο. Ο Αυλικός Σύμβουλος είπε: — Φασματικό, ε; Ναι, δεν έχει, αληθινά, κάτι από φάντασμα; Κι ύστερα, υπόταξε τις δυνάμεις. Το πάτωμα έπαψε να δονείται, τα φωτεινά φαινόμενα εξαφανίστηκαν, το μαγικό παράθυρο σκεπάστηκε πάλι από τα σκοτάδια. Το φως της οροφής ανάφτηκε. Κι ενώ ο Χανς Κάστορπ έριχνε πάνω του τα ρούχα του, ο Μπέρενς έδωσε στους νέους μερικές πληροφορίες, σχετικές με τις παρατηρήσεις του, έχοντας υπ' όψει του την άγνοιά τους. Σ' ό,τι αφορούσε στο Χανς Κάστορπ, οι οπτικές διαπιστώσεις είχαν επιβεβαιώσει τις ακροαστικές παρατηρήσεις, με όση ακρίβεια μπορούσε ν' απαιτεί η τιμή της επιστήμης. Είχαν φανεί τόσο οι παλιές όσο και οι καινούριες εστίες, και «ίνες» έβγαιναν από τους βρόγχους και προχωρούσαν βαθιά μες στους πνεύμονες — «ίνες με κόμπους». Ο Χανς Κάστορπ μπορούσε να το ελέγξει και μόνος του στη μικρή πλάκα που, εννοείται, θα του δινότανε μια μέρα απ' αυτές. — Ηρεμία, λοιπόν, υπομονή, ανδρική πειθαρχία, να παίρνετε τον πυρετό σας, να τρώτε, να ξαπλώνετε, να περιμένετε και να πίνετε το τσαγάκι σας. Τους γύρισε την πλάτη. Έφυγαν. Ο Χανς Κάστορπ, πίσω από το Γιόαχιμ, κοίταξε πάνω απ' τον ώμο του, καθώς έφευγαν, να μπαίνει στο εργαστήριο η φράου Σοσά, που την είχε βάλει μέσα ο τεχνικός.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ποια ήταν, γενικά, η εντύπωση του νεαρού Χανς Κάστορπ; Κάπως έτσι, σάμπως οι εφτά εβδομάδες, που, αναμφισβήτητα και σύμφωνα μ' όλα τα φαινόμενα, είχε περάσει μ' Αυτούς εδώ πάνω, να μην ήταν παρά εφτά μέρες μόνο; Ή, αντίθετα, του φάνηκε, πως σ' αυτό τον τόπο είχε ζήσει πολύ, πολύ περισσότερο καιρό απ' όσο συνέβαινε στην πραγματικότητα; Την ερώτηση αυτή την έκανε τόσο στον εαυτό του, από μέσα του, όσο και στον Γιόαχιμ, μα δεν κατάφερε να της δώσει μια πειστική απάντηση. Και το ένα και το άλλο, ήταν, χωρίς άλλο, σωστό: ο χρόνος που είχε περάσει εδώ, όταν τον έφερνε στη μνήμη του, του φαινόταν, ταυτόχρονα, αφύσικα σύντομος κι αφύσικα μακρύς, και μόνο αυτός, που ήταν αληθινά, του ξέφευγε, ωστόσο: η πραγματική του διάρκεια, όταν υποτίθεται, πως ο χρόνος είναι, γενικά, φύση, και πως επιτρέπεται να τον συνδυάσουμε με την έννοια της πραγματικότητας. Οπωσδήποτε, ο Οκτώβριος ήταν στα πρόθυρα, θα έφτανε από τη μια μέρα στην άλλη. Εύκολο πράμα, για το Χανς Κάστορπ, να κάμει το λογαριασμό, κι έπειτα ήταν κι οι συζητήσεις των συναρρώστων του, που, ακούοντάς τις, τραβούσαν την προσοχή του απάνω σ' αυτό το σημείο. — Ξέρετε, πως σε πέντε μέρες θα 'ναι, για μια ακόμη φορά, πρώτη του μηνός; άκουσε την Ερμίνε Κλέεφελντ να λέει σε δυο νεαρούς κυρίους της συντροφιάς της, στο φοιτητή Ρασμούσεν και σ' εκείνον τον χειλά, που τ' όνομά του ήταν Γκαίνσερ. Οι οικότροφοι, ύστερα από το κύριο γεύμα, στέκονταν ανάμεσα στα τραπέζια και στις άχνες των φαγητών και φλυαρούσαν, καθυστερώντας να πάνε για την κούρα της ανάπαυσης. — Πρώτη Οκτωβρίου. Το είδα στο ημερολόγιο της Διαχείρισης. Είναι η δεύτερη που περνώ σ' αυτό τον διασκεδαστικό τόπο. Ωραία, το καλοκαίρι πέρασε, αν είχαμε ποτέ καλοκαίρι. Μας έκλεψαν το καλοκαίρι μας, όπως μας έκλεψαν και τη ζωή μας, γενικά κι απ' όλες τις απόψεις. Και αναστέναξε, με το μισό πνεύμονά της, κουνώντας το κεφάλι και σηκώνοντας προς το ταβάνι τα ομιχλιασμένα, από βλακεία, μάτια της. — Ελάτε, ευθυμήστε, Ρασμούσεν, είπε μετά και τον χτύπησε στον πεσμένο ώμο του. Κάνετέ μας κανένα αστείο! — Δεν ξέρω παρά πολύ λίγα, αποκρίθηκε ο Ρασμούσεν, κι άφησε να κρεμαστούνε τα χέρια του, σαν κουπιά, στο ύψος του στήθους του, κι αυτά που ξέρω δε μου έρχονται, είμαι τόσο κουρασμένος πάντα! — Ούτε σκυλί, είπε ο Γκαίνσερ, ανάμεσα στα δόντια του, δε θα μπορούσε να ζήσει περισσότερο καιρό έτσι. Και γέλασαν, σηκώνοντας τους ώμους. Μα κι ο Σετεμπρίνι, επίσης, βρισκόταν κοντά τους, με την οδοντογλυφίδα ανάμεσα στα δόντια και, βγαίνοντας από την τραπεζαρία, είπε στο Χανς Κάστορπ:

— Μη τους πιστεύετε, ναυπηγέ μου, ποτέ να μη τους πιστεύετε, όταν αγανακτούν. Έτσι κάνουν όλοι, χωρίς εξαίρεση, μ' όλο που αισθάνονται υπερβολικά, σαν να βρίσκονται στα σπίτια τους. Κάνουνε τυχοδιωκτική ζωή κι έχουν την απαίτηση να τους λυπούνται. Πιστεύουν, ότι έχουν δικαίωμα στην πικρία, στην ειρωνεία, στον κυνισμό! «Σ' αυτό το διασκεδαστικό τόπο»! Μη και δεν είναι ένας διασκεδαστικός τόπος; Θέλω να πω, ότι είναι, με την πιο διφορούμενη σημασία της λέξης! Την «έκλεψαν», λέει αυτή η γυναίκα, «σ' αυτό το διασκεδαστικό τόπο της έκλεψαν τη ζωή της»! Μα στείλετέ τη στον κάμπο, κι η ζωή της, εκεί κάτω, δεν υπάρχει αμφιβολία, πως θα την κάνει να προσπαθήσει να ξανανεβεί το γρηγορότερο εδώ πάνω. Α! ναι, η ειρωνεία! Φυλαχτείτε από την ειρωνεία που καλλιεργούν εδώ, ναυπηγέ μου! Φυλαχτείτε, γενικά, απ' αυτή τη στάση του πνεύματος! Όταν η ειρωνεία δεν είναι ευθύ και κλασικό μέσο της τέχνης της ομιλίας, που ουδέ στιγμή να μην μπορεί ν' αφήσει τόπο σε παρεξήγηση σ' ένα υγιές πνεύμα, γίνεται ακολασία, εμπόδιο του πολιτισμού, βρώμικος έρωτας της στασιμότητας, της βλακείας, του βίτσιου. Καθώς η ατμόσφαιρα, όπου ζούμε, είναι, φανερά, πολύ ευνοϊκή για την ανάπτυξη αυτού του φυτού των βούρκων, ελπίζω και πρέπει να φοβούμαι, πως με καταλαβαίνετε. Πραγματικά, τα λόγια του Ιταλού ήταν τέτοια, που πριν έξι εβδομάδες μόλις, αν τα είχε ακούσει στον τόπο του, δε θα 'χαν για το Χανς Κάστορπ παρά έναν ήχο κενό από σημασία. Η διαμονή του, όμως, εδώ, είχε ανοίξει το πνεύμα του στη σημασία της διανοητικής κατανόησης, αν όχι και στη συμπάθεια, πράμα που είναι, ίσως, σημαντικότερο ακόμα. Γιατί, μ' όλο που, στο βάθος της ψυχής του, ήταν ευτυχής που ο Σετεμπρίνι εξακολουθούσε, ύστερα απ' όλ' αυτά, που είχαν συμβεί, να του μιλά όπως του μιλούσε, να τον μορφώνει και να προσπαθεί να τον επηρεάσει, η κρίση του είχε προχωρήσει κιόλας τόσο μακριά, που έκρινε τα λόγια του Ιταλού και τους αρνιόταν, ίσαμε έναν βαθμό τουλάχιστον, την επίνευσή του. Για κοίτα! σκέφτηκε, μιλά για την ειρωνεία όπως περίπου μιλούσε και για τη μουσική. Δε μένει, παρά να τον ακούσω να την χαρακτηρίζει σαν «πολιτικώς ύποπτη» κι αυτή, από τη στιγμή που παύει να 'ναι ευθύ και κλασικό μέσο διδασκαλίας. Μα μια ειρωνεία, που «δεν μπορεί ν' αφήσει τόπο σε παρεξήγηση ούτε μια στιγμή», τι είδους ειρωνεία θα ήταν, λοιπόν, για όνομα του Θεού, και το ρωτώ, αν έχω δικαίωμα να μιλώ κι εγώ. Τότε πια δε θα 'τανε παρά κάτι το ξηρό, ένας δασκαλισμός και τίποτα άλλο. Τέτοια είναι η αχαριστία της νεότητας, που αναπτύσσεται. Δέχεται δώρα για να τα κρίνει μετά και να τα βγάλει σκάρτα. Μα το να εκφράσει την ανυπόταχτη διάθεσή του με λόγια, του φάνηκε οπωσδήποτε πολύ ριψοκίνδυνο. Περιόρισε τις παρατηρήσεις του πάνω στην κρίση του κ. Σετεμπρίνι για την Ερμίνε Κλέεφελντ, που του φάνηκε κρίση άδικη, ή που, για ορισμένους λόγους, ήθελε να δείξει πως του φάνηκε άδικη. — Μα η κοπέλα αυτή είναι άρρωστη, είπε, είναι αληθινά πολύ άρρωστη, κι έχει κάθε λόγο να είναι απελπισμένη. Τι ζητάτε, λοιπόν, απ' αυτή; — Η αρρώστια κι η απελπισία, είπε ο Σετεμπρίνι, δεν είναι συχνά παρά μορφές της

ακολασίας. Κι ο Λεοπάρντι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, που αμφέβαλε κατηγορηματικά για την επιστήμη και την πρόοδο; Κι εσείς ο ίδιος, κύριε παιδαγωγέ, δεν είστε ένας άρρωστος κι εσείς, και δεν ξανανεβαίνετε ολοένα εδώ πάνω; Πολύ λίγο θα ικανοποιούσατε τον Καρντούτσι. Και δυνατά είπε: — Καλός είστε σεις. Η κοπέλα αυτή, από τη μια μέρα στην άλλη μπορεί να φάνε τα μούτρα της χώμα, και το λέτε ακολασία αυτό; Θα 'πρεπε να εξηγόσασταν κάπως καθαρότερα. Αν μου λέγατε: η αρρώστια είναι κάποτε συνέπεια της ακολασίας, δε θα 'ταν απίθανο… — Θα ήταν πολύ πιθανό, τον έκοψε ο Σετεμπρίνι. Μα την πίστη μου, θα σας πείραζε αν επέμενα σ' αυτό; — Ή αν μου λέγατε: η αρρώστια χρησιμεύει, κάποτε, σαν πρόσχημα για παραλυσία, θα μπορούσα και να το παραδεχτώ. — Grazie tanto! — Μα, η αρρώστια, μια μορφή ακολασίας; Δηλαδή: όχι αποτέλεσμα της ακολασίας, μα καθαυτή ακολασία; Δεν είναι παραδοξολογία; — Ω, σας παρακαλώ, ναυπηγέ μου, όχι ταχυδακτυλουργίες! Περιφρονώ τις παραδοξολογίες, τις μισώ! Ας υποθέσουμε, πως ό,τι σας είπα το είπα, επίσης, παραδοξολογώντας και κάτι περισσότερο, μάλιστα. Η παραδοξολογία είναι το δηλητηριώδες άνθος του ησυχασμού, η μαρμαρυγή του αποσυντεθειμένου πνεύματος, η χειρότερη απ' όλες τις ακολασίες! Διαπιστώνω, άλλωστε, πως αναλαμβάνετε, για μια ακόμη φορά, την υπεράσπιση της αρρώστιας… — Όχι, μ' ενδιαφέρει ό,τι λέτε. Μου θυμίζει μερικά απ' αυτά που λέει στις διαλέξεις του της Δευτέρας ο Δρ Κροκόβσκι. Κι αυτός, επίσης, θεωρεί την οργανική ασθένεια σαν δευτερεύον φαινόμενο. — Δεν είναι αγνός ιδεαλιστής. — Τι έχετε εναντίον του; — Ό,τι είπα, ακριβώς. — Έχετε να πείτε τίποτα κακό για την ψυχανάλυση; — Όχι πάντα — και πολύ κακό και πολύ καλό, πότε το ένα και πότε το άλλο, ναυπηγέ μου. — Πώς πρέπει να το καταλάβω αυτό; — Η ψυχανάλυση είναι καλή σαν όργανο της προόδου και του πολιτισμού, καλή εφ' όσον γκρεμίζει ανόητες πεποιθήσεις, διαλύει φυσικές προλήψεις και υπονομεύει την εξουσία. Ωραία. Μ' άλλα λόγια, όταν απελευθερώνει, εξευγενίζει, εξανθρωπίζει και προετοιμάζει τους σκλάβους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή εφ' όσον εμποδίζει την πράξη, προσβάλλει τις ρίζες της ζωής και αδυνατεί να της δώσει μορφή. Η ψυχανάλυση μπορεί

να 'ναι κάτι τόσο ελάχιστα ορεκτικό, όσο ελάχιστα ορεκτικός είναι ο θάνατος, στον οποίο και θέλει ν' ανήκει πραγματικά — συγγενής του τάφου και της βρωμερής ανατομίας καθώς είναι. «Ωραία μουγγρίζεις, λιοντάρι», δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ο Χανς Κάστορπ, όπως συνήθως, όταν ο κ. Σετεμπρίνι εξέφραζε καμιά παιδαγωγική άποψη. Μα περιορίστηκε να πει: — Τελευταία, κάναμε ανατομία δια του φωτός στο υπο-ισόγειό μας. Έτσι, τουλάχιστον, την ονόμασε ο Μπέρενς, όταν μας ακτινοσκόπησε. — Α, τον περάσατε κι αυτό τον σταθμό; Και λοιπόν; — Είδα το σκελετό του χεριού μου, είπε ο Χανς Κάστορπ, προσπαθώντας να προκαλέσει τα συναισθήματα που είχε κινήσει μέσα του εκείνο το θέαμα. Το είδατε κι εσείς το χέρι σας; — Όχι, δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για τον σκελετό μου. Κι η ιατρική διάγνωση; — Είδε ίνες, ίνες με κόμπους. — Διαβολάνθρωπος! — Κάποτε, είχατε ξαναπεί έτσι τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς. Τι εννοείτε μ' αυτό; — Να είστε βέβαιος, πως πρόκειται για διαλεχτό χαρακτηρισμό. — Όχι, είστε άδικος, κ. Σετεμπρίνι. Συμφωνώ πως ο άνθρωπος έχει τα ελαττώματά του. Ο τρόπος που μιλά, με τον καιρό μου έγινε δυσάρεστος και μένα του ίδιου. Έχει, κάποτε, κάτι το βιασμένο, προπαντός όταν θυμάται κανείς, πως είχε το μεγάλο πόνο να χάσει εδώ τη γυναίκα του. Μα ο άνθρωπος αυτός δεν είναι αξιοτίμητος και δεν έχει αξία; Γενικά, είναι ένας ευεργέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας. Τον συνάντησα τελευταία, καθώς έβγαινε από μια εγχείρηση, μια πλευροτομή, μια υπόθεση όπου τα έπαιζε κανείς όλα για όλα. Μου έκανε βαθιά εντύπωση να τον δω να έρχεται από μια εργασία τόσο δύσκολη και τόσο χρήσιμη και που τόσο καλά τη γνωρίζει. Ήταν ακόμη πολύ ταραγμένος και, γι' ανταμοιβή του, κάπνιζε ένα πούρο. Τον ζήλεψα. — Τι ευγενικό από μέρους σας! Μα η διάρκεια της ποινής σας; — Δε μου όρισε κανένα χρονικό διάστημα. — Ούτε κι αυτό 'ναι κακό. Ας ξαπλώσουμε, λοιπόν, ναυπηγέ μου. Ας πάμε στα πόστα μας. Χωρίστηκαν μπροστά στον Αριθμό 34. — Ανεβαίνετε στη στέγη σας, τώρα, κ. Σετεμπρίνι; Θα πρέπει να είναι πιο ευχάριστη η κούρα, με συντροφιά, παρά κατά μόνας. Διασκεδάζετε; Είναι ενδιαφέροντες άνθρωποι αυτοί που κάνετε μαζί τους την κούρα σας; — Ω! δεν υπάρχουν παρά μόνο Πάρθοι και Σκύθες. — Δηλαδή, Ρώσοι; — Και Ρωσίδες, είπε ο κ. Σετεμπρίνι κι η γωνιά των χειλιών του πτυχώθηκε. Αντίο,

ναυπηγέ μου. Αυτό είχε ειπωθεί με σημασία, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ο Χανς Κάστορπ μπήκε ταραγμένος στην κάμαρά του. Ο Σετεμπρίνι ήξερε, λοιπόν; Χωρίς άλλο τον είχε επιβλέψει, σαν καλός παιδαγωγός που ήταν, κι είχε παρακολουθήσει το δρόμο που παίρνανε πάντα τα βλέμματά του. Ο Χανς Κάστορπ εξοργίστηκε με τον Ιταλό, μα και με τον εαυτό του, γιατί, μην ξέροντας ν' αυτοκυριαρχείται, είχε εκτεθεί σ' αυτές τις μπηχτές. Όση ώρα ζητούσε χαρτί και στυλό, για να τα πάρει στην κούρα του —γιατί δεν ήταν πια δυνατό να καθυστερήσει περισσότερο, ήταν ανάγκη να γράψει και το τρίτο γράμμα του— εξακολουθούσε να τα βάνει με τον εαυτό του, μουρμούριζε το 'να και τ' άλλο εναντίον αυτού του φαφλατά και του λογά, που φύτρωνε εκεί που δεν τον έσπερναν, ενώ ο ίδιος ριχνότανε σαλιαρίζοντας στα κορίτσια, στη μέση-μέση του δρόμου. Και δεν είχε πια καμιά διάθεση γι' αλληλογραφία… Αυτός ο λατερνοπαίχτης είχε κυριολεχτικά καταστρέψει το κέφι του με τους υπαινιγμούς του. Μα είχε, οπωσδήποτε, ανάγκη από χειμωνιάτικα ρούχα, χρήματα, ασπρόρουχα, παπούτσια, κοντολογίς απ' όλα αυτό που θα έπαιρνε μαζί του, αν ήξερε πως θα ερχόταν εδώ πάνω όχι μόνο για τρεις βδομάδες, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, μα για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, που θα επεκτεινότανε, χωρίς άλλο, και σ' ένα τμήμα του χειμώνα, αν όχι σ' ολόκληρο το χειμώνα, όταν, μάλιστα, λάβαινε κανένας υπ' όψει του τις αντιλήψεις που είχανε «εδώ πάνω, σε μας», για το χρόνο. Απάνω σ' αυτό, ακριβώς, ήθελε να τους πληροφορήσει, εκεί κάτω. Αυτή τη φορά, ήταν να κάμει σοβαρή δουλειά, θα έπαιζε μ' ανοιχτά χαρτιά, να μην τους κρύβεται πια, πίσω από το δάχτυλό του. Σ' αυτό το πνεύμα τους έγραψε, λοιπόν, ακολουθώντας τη μέθοδο που χρησιμοποιούσε ο Γιόαχιμ: ξαπλώνοντας στην πολυθρόνα του, δηλαδή, κι ακουμπώντας στα γόνατα το χαρτοφύλακά του. Έγραψε σ' ένα επιστολόχαρτο του ιδρύματος, που αρκετή προμήθεια απ' αυτό βρισκόταν στο συρτάρι του τραπεζιού του, στον Τζέιμς Τινάππελ, γιατί κι από τους τρεις θείους του μ' αυτόν ήταν περισσότερο συνδεμένος και τον παρακάλεσε να πληροφορήσει, σχετικά με τα γραφόμενά του, τον πρόξενο. Μίλησε για ένα δυσάρεστο ζήτημα, που είχε παρουσιαστεί, για φόβους που επιβεβαιώθηκαν, για μια ανάγκη, υποδειγμένη από τους γιατρούς, να περάσει εδώ πάνω ένα μέρος του χειμώνα, ίσως και το χειμώνα ολόκληρο, γιατί περιπτώσεις, όπως η δική του, ήταν συχνά πιο επίμονες από άλλες, που φαίνονταν σοβαρότερες, γι' αυτό κι έπρεπε να επέμβει ενεργητικά, για να χτυπηθεί μια και καλή το κακό. Απ' αυτή την άποψη, έγραφε, ήταν αληθινή τύχη και μια ευτυχής συγκυρία τ' ότι είχε ανεβεί, τυχαία, εδώ πάνω, αυτή τη στιγμή, και να πάει να τον ακροαστούν. Διαφορετικά, θ' αγνοούσε επί αρκετό καιρό ακόμα την κατάσταση του κι αργότερα, που το πράμα θα έπεφτε στην αντίληψή του, θα ήταν, σίγουρα, πολύ πιο δυσάρεστο. Όσο αφορούσε, τώρα, στο χρονικό διάστημα που θα κρατούσε η θεραπεία του, δε θα εκπλαγόταν, αν πήγαινε κι όλος ο χειμώνας και πως δύσκολα θα μπορούσε να κατεβεί κάτω γρηγορότερα από τον Γιόαχιμ. Η αντίληψη που είχανε εδώ πάνω για τον χρόνο ήταν ολωσδιόλου διαφορετική απ' αυτή, που εφαρμόζει κανείς, συνήθως, στις διαμονές των διακοπών και στις κούρες της ανάπαυσης. Ο μήνας, εδώ, ήταν, κατά

κάποιο τρόπο, η μικρότερη ενότητα χρόνου και παρμένος χωριστά δεν έπαιζε κανένα ρόλο σχεδόν… Έκανε κρύο, και ο Χανς Κάστορπ έγραφε με παλτό, τυλιγμένος μέσα στις κουβέρτες του, με κοκκινισμένα χέρια. Καμιά φορά, σήκωνε τα μάτια από το χαρτί του, που γιόμιζε σιγάσιγά με λογικές και πειστικές φράσεις, και κοίταζε το γνώριμο τοπίο, που μόλις-μόλις φαινότανε σήμερα. Αυτή τη μακρουλή κοιλάδα με τον όγκο των ωχρών κορυφογραμμών της, μακριά, με το σπαρμένο από φωτεινές κατοικίες βάθος της, που ο ήλιος τις έκανε να λάμπουν, στιγμές-στιγμές, και με τις δασωμένες και λιβαδοσκέπαστες πλαγιές της απ' όπου ακούονταν, πότε-πότε, τα κουδούνια των γελαδιών. Έγραφε όλο και με πιο πολλή άνεση και δεν καταλάβαινε πια, πώς μπόρεσε να σκεφτεί να μη γράψει το γράμμα εξ αιτίας του φαφλατά του Σετεμπρίνι. Γράφοντας, καταλάβαινε και ο ίδιος πως οι εξηγήσεις του ήταν απόλυτα πειστικές και πως, φυσικά, θα εύρισκαν στους θείους του την πιο ολοκληρωτική κατανόηση. Ένας νέος της τάξης του και στην κατάστασή του φρόντιζε τον εαυτό του, όταν το επιβάλανε τα πράματα και χρησιμοποιούσε, γι' αυτό, τις ειδικά πλασμένες για τους ανθρώπους της κοινωνικής τάξης του ανέσεις. Αυτό θα έκανε ακριβώς. Αν είχε γυρίσει στο σπίτι του και ανάφερε όλα τα σχετικά με το ταξίδι του, δε θα παρέλειπαν να τον στείλουνε πίσω ξανά. Ζήτησε να του στείλουνε ό,τι του χρειαζόταν. Παρακάλεσε επίσης να του στέλνουν κανονικά τ' απαραίτητα χρήματα: ένα ποσό από 800 μάρκα το μήνα, θα του επέτρεπε να καλύπτει όλα του τα έξοδα. Υπόγραψε. Να που είχε τελειώσει κι αυτό. Το τρίτο γράμμα του αυτό, για τους εκεί κάτω, ήταν της περίστασης, δεν πληρούσε παρά την ανάγκη μιας στιγμής — όχι σύμφωνα με την αντίληψη του χρόνου, που βασίλευε εκεί κάτω, μα σύμφωνα με τις αντιλήψεις που ισχύανε στο βουνό: σταθεροποιούσε την ελευθερία του Χανς Κάστορπ. Αυτή ήταν η λέξη που μεταχειρίστηκε, όχι ρητά, όχι καν σχηματίζοντας μέσα του τις συλλαβές της, παρά εννοώντας την στην πιο φαρδιά σημασία της, όπως είχε μάθει να το κάνει, κατά το διάστημα της εδώ διαμονής του, μια σημασία που δεν είχε τίποτα το κοινό μ' εκείνη που έδινε ο Σετεμπρίνι σ' αυτή τη λέξη. Κι ένα κύμα ρίγους και συγκίνησης, που γνώριζε κιόλας, πέρασε από πάνω του κι έκανε να τρεμουλιάσει το φουσκωμένο, από ένα στεναγμό, στήθος του. Το αίμα είχε ανεβεί στο κεφάλι του και τα μάγουλά του έκαιγαν. Πήρε το θερμόμετρο από το κομοδίνο του και μέτρησε τον πυρετό του, σα να μην έπρεπε να χάσει την ευκαιρία. Ο υδράργυρος είχε ανεβεί στους 37,8. «Βλέπετε;» σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Και πρόσθεσε τούτο δω το υστερόγραφο: «Το γράμμα αυτό με κούρασε όσο να 'ναι. Αυτή τη στιγμή έχω 37,8. Βλέπω πως πρέπει, αρχίζοντας, να μένω ήσυχος. Να με συγχωρήσετε αν γράφω σπάνια.» Ύστερα, ξάπλωσε και σήκωσε το χέρι του προς τον ουρανό, με την παλάμη προς τα έξω, έτσι όπως το είχε κρατήσει πίσω από το φωτεινό τζάμι. Μα το φως τ' ουρανού άφησε άθικτο το ζωντανό σχήμα του, η λάμψη του, μάλιστα, έκανε την ύλη του πιο σκοτεινή και πιο συμπαγή, και μόνο τα εξωτερικά διαγράμματα φωτίστηκαν από μια κοκκινωπή λάμψη. Ήταν το ζωντανό χέρι, που είχε τη συνήθεια να το κοιτάζει, να το περιποιείται, να το χρησιμοποιεί,

κι όχι κείνος ο ξένος σκελετός, που είχε διακρίνει στο τζάμι — ο αποσυνθετικός τάφος, που είχε δει ανοιχτό, είχε ξανακλείσει.

ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΕΣ ΤΟΥ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ Ο ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ μπήκε, όπως μπαίνουν συνήθως οι καινούριοι μήνες — αρχές, καθαυτές, απόλυτα διακριτικές και σιωπηλές. Παρεισδύουνε, χωρίς τέρατα και σημεία και μ' έναν τρόπο, οπωσδήποτε, που θα ξέφευγε εύκολα της προσοχής, αν δεν αγρυπνούσε αυστηρά πάνω στην τάξη. Ο χρόνος, στην πραγματικότητα, δεν έχει τομές, την αρχή του καινούριου μήνα ή του καινούριου χρόνου, δεν υπάρχουν βροντές και κεραυνοί και τρομπέτες, που να την αναγγέλλουν. Ακόμη και στην αυγή του καινούριου αιώνα, οι άνθρωποι είναι εκείνοι που ρίχνουν κανονιές και χτυπούν τις καμπάνες. Στην περίπτωση του Χανς Κάστορπ, η πρώτη μέρα του Οκτώβρη δεν διάφερε σε τίποτα από την τελευταία μέρα του Σεπτέμβρη. Ο καιρός ήταν το ίδιο ψυχρός και σκυθρωπός, όπως ήταν ίσαμε τότε, κι οι επόμενες μέρες δεν ήταν διαφορετικές. Για την κούρα της ανάπαυσης χρειαζόταν κανείς χειμωνιάτικο πανωφόρι και δυο καμηλό κουβέρτες, όχι μόνο το βράδυ, μ' ακόμα και τη μέρα. Τα δάχτυλα που κρατούσαν το βιβλίο, ήταν νοτισμένα και κοκκαλιασμένα, μ' όλο που τα μάγουλα καίγονταν από μια ξερή φλόγα. Ακόμη κι ο Γιόαχιμ μπήκε στον πειρασμό να μπει στο γούνινο σάκο του, μα παραιτήθηκε απ' αυτή την ιδέα, για να μην αποχτήσει πρόωρα μαλθακές συνήθειες. Ωστόσο, μερικές μέρες αργότερα —ανάμεσα στις αρχές και τα μέσα του μηνός— αλλάξανε όλα και ξέσπασε ένα όψιμο καλοκαίρι, με τέτοια λαμπρότητα, που έμενε κανένας κατάπληκτος. Δεν καυχιόντουσαν άδικα, λοιπόν, σ' αυτούς τους τόπους για τον Οκτώβριο, όπως είχε ακούσει ο Χανς Κάστορπ. Επί δυόμιση ολόκληρες εβδομάδες βασίλεψε η λαμπράδα αυτή τ' ουρανού στο βουνό και στην κοιλάδα, η μια μέρα ξεπερνούσε την άλλη με την καθαρότητα του γαλάζιου της κι ο ήλιος έκαιγε τόσο φλογερός, που όλος ο κόσμος μπήκε στον πειρασμό να ξαναβγάλει τα πιο ελαφρά καλοκαιρινά ρούχα του, μουσελινένια φορέματα οι κυρίες, λινά πανταλόνια οι κύριοι, από κει που τα είχανε κιόλας φυλάξει και, μάλιστα, το μεγάλο, δίχως χέρι, λινό παρασόλι, που το συγκρατούσε κανείς μ' έναν έξυπνο μηχανισμό —ένα κοντάρι με πολλές τρύπες— στο ακουμπηστήρι της ξαπλωτούρας, δεν πρόσφερε, κατά το μεσημέρι, παρά ένα ανεπαρκέστατο καταφύγιο από τη φλόγα του άστρου. — Είναι ωραία που το έζησα αυτό τουλάχιστον, είπε ο Χανς Κάστορπ στον ξάδελφό του. Ήταν φορές, αλήθεια, που ο καιρός ήταν άθλιος. Θα νόμιζε κανείς, γενικά, πως αφήσαμε πίσω μας το χειμώνα και πως τώρα μόνο αρχίζουνε οι όμορφες καλοκαιριάτικες μέρες. Είχε δίκιο. Πολύ λίγα σημάδια δείχνανε την αληθινή εποχή κι αυτά τα σημάδια, μάλιστα, μόλις-μόλις που ήτανε ορατά. Αν παράβλεπε κανείς μερικά σφεντάμια, που κι αυτά φύτρωναν στο Νταβός-Πλατς και που, αποθαρρημένα, από καιρό τώρα, είχαν αφήσει να πέσουν τα φύλλα τους, δεν υπήρχαν εδώ πάνω δέντρα με φύλλα, που η κατάστασή τους να έδινε στο τοπίο τον τύπο της εποχής, και μόνο η ψευτοκλήθρα των Άλπεων, που, μ' όλο που έχει μαλακές βελόνες, είναι φυλλοβόλα κι αυτή, παρουσίαζε τη φθινοπωρινή φαλακρότητα. Τ' άλλα δέντρα που στόλιζαν την περιοχή, είτε ψηλά, είτε ζαρωμένα και κοντά, ήταν κωνοφόρα, πάντα πράσινα, ασφαλισμένα από τον χειμώνα που, καθώς δεν

έχει σαφή όρια, μπορεί ν' απλώνει τις χιονοθύελλές του όλο το χρόνο. Και μόνο μια, κατά πολλούς βαθμούς χαμηλωμένη, σκουριασμένη τονικότητα του δάσους, πρόδινε, παρ' όλη τη φλόγα του θερινού ουρανού, τη χρονιά που προχωρούσε προς το τέλος της. Είναι αλήθεια, πως αν πρόσεχε κανείς καλύτερα, θα 'βλεπε ακόμα λιβαδίσια λουλούδια, που, κι αυτά επίσης, απαντούσανε σ' αυτή την ερώτηση. Δεν υπήρχανε πια εκείνα τα ορχίδια, που στόλιζαν ακόμη τις πλαγιές, τον καιρό που είχε έρθει ο επισκέπτης και το αγριογαρύφαλλο δεν υπήρχε ούτε αυτό πια. Μόνο η γεντιανή και το σκυλοβότανο, με τον κοντό μίσχο, έβλεπε κανείς, που μαρτυρούσαν κάποια εσωτερική δροσιά της επιφανειακά ζεσταμένης ατμόσφαιρας, μια δροσιά που θα μπορούσε να διαπεράσει απότομα, ίσαμε το μεδούλι, τον ξαπλωμένο, κι εξωτερικά ψημένο, επίσης, από τη ζέστη, και να τον κάνει να ριγήσει, σαν το ρίγος που τινάζει τον άρρωστο, που τον ψήνει ο πυρετός. Έτσι, λοιπόν, ο Χανς Κάστορπ δεν κρατούσε μέσα του εκείνη την τάξη, με την οποία ο άνθρωπος, κανονίζοντας το χρόνο του, ελέγχει το κύλισμά του, μοιράζει, υπολογίζει και κατονομάζει τις ενότητές του. Δεν είχε προσέξει τη διακριτική αυγή του δέκατου μήνα. Μόνο ό,τι άγγιζε τις αισθήσεις του τον συγκινούσε, όπως η πύρα του ήλιου με την κρυφή παγερή δροσιά κάτω της και μέσα της — μια εντύπωση που ήταν καινούρια, σ' αυτή την ένταση, γι' αυτόν, και που τον έσπρωχνε σε μια μαγειρική σύγκριση: του θύμισε, σύμφωνα με την έκφραση, που χρησιμοποίησε, λέγοντάς το στο Γιόαχιμ, μια omelette en surprise, με παγωτό κάτω από τη ζεστή κρούστα του χτυπημένου αυγού. Έλεγε συχνά τέτοια πράματα, και τα έλεγε γρήγορα, τρεχάτα και με ταραγμένη φωνή, όπως κάνει ένας άνθρωπος, που καίει το κορμί του, αλλά νιώθει ρίγη. Είναι αλήθεια, πως από καιρό σε καιρό ήταν και σιωπηλός, επίσης, για να μη πούμε: κλεισμένος στον εαυτό του. Κι αυτό, γιατί, η προσοχή του ήταν στραμμένη προς τα έξω, βέβαια, μα μόνο προς ένα σημείο. Όλα τ' άλλα, άνθρωποι και πράγματα, διαλύονταν σε μίαν ομίχλη — μια ομίχλη που υπήρχε στο μυαλό του Χανς Κάστορπ και που ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς κι ο Δρ Κροκόβσκι θα την χαρακτήριζαν, χωρίς αμφιβολία, σαν αποτέλεσμα ευδιάλυτων τοξινών, όπως σκεφτότανε κι ο ίδιος ο ομιχλιασμένος, χωρίς όμως κι η συνείδηση που είχε της κατάστασής του να του έδινε τη δύναμη, ή έστω και την επιθυμία, ν' απελευθερωθεί από τη μέθη του. Γιατί αυτή 'ναι μια μέθη που αρκείται από τον εαυτό της και που τίποτα δεν της φαίνεται λιγότερο επιθυμητό ή περισσότερο αποκρουστικό από τη νηφαλιότητα. Υπερασπίζεται, μάλιστα, εναντίον των εντυπώσεων, που δημιουργούνται αποκλειστικά και μόνο, θα έλεγε κανείς, για να τη διαλύσουν και που δε θέλει να τις δεχτεί, για να την αφήσουν ανέπαφη. Ο Χανς Κάστορπ ήξερε, και το είχε εκφράσει, άλλοτε, πως η φράου Σοσά έχανε, όταν την κοίταζε κανένας προφίλ. Τότε, το πρόσωπό της φαινότανε κάπως σκληρό κι όχι πια τόσο νεανικό. Το αποτέλεσμα; Απόφευγε πια να την ξανακοιτάξει προφίλ· έκλεινε κυριολεκτικά τα μάτια, όταν, από κοντά ή από μακριά, του πρόσφερε αυτή την όψη. Αυτό του έκανε κακό. Γιατί; Η λογική του θα έπρεπε ν' αρπάξει αυτή την ευκαιρία και να τη στρέψει προς όφελός του! Μα τι πάμε να ζητήσουμε τώρα!… Είχε χλομιάσει από ενθουσιασμό, όταν η Κλαούντια, τις θαυμάσιες εκείνες μέρες, έκανε πάλι την εμφάνισή

της, στο δεύτερο πρόγευμα, με την πρωινή, λευκή δαντελένια ρόμπα της, που φορούσε όταν ο καιρός ήτανε ζεστός και που την έκανε τόσο εξαίσια όμορφη — αργοπορημένη, χτυπώντας με πάταγο την τζαμόπορτα πίσω της, χαμογελαστή και με σηκωμένα ελαφρά τα μπράτσα σ' ένα άνισο ύψος — και πάλι είχε σταθεί μια στιγμή, αντικρύζοντας την αίθουσα, για να «παρουσιαστεί»… Μα ήταν ενθουσιασμένος, όχι τόσο γιατί παρουσιαζότανε σ' όλη της την αίγλη, όσο γιατί έτσι είχε το πράμα, και γιατί αυτό δυνάμωνε τη γλυκιά ομίχλη στο κεφάλι του, αυτή τη μέθη που τον ενθουσίαζε και που ζητούσε να δικαιώνεται και να τρέφεται. Ένας γνώστης, με την πνευματική διάθεση του Λοντοβίκο Σετεμπρίνι, μπροστά σε μια τέτοια έλλειψη καλής θέλησης, θα έκανε αμέσως λόγο για ακολασία, για «μια μορφή ακολασίας». Ο Χανς Κάστορπ θυμόταν, καμιά φορά, όλ' αυτά τα λογοτεχνικά πράματα, που είχε πει ο Ιταλός πάνω στην «αρρώστια και την απελπισία», και που τα είχε βρει ακατανόητα, ή που προσποιήθηκε ότι τα εύρισκε ακατανόητα. Έβλεπε την Κλαούντια Σοσά, τη χαλαρή πλάτη της, το γερμένο προς τα μπρος κεφάλι της. Την έβλεπε αδιάκοπα να κατεβαίνει στην τραπεζαρία, με μεγάλη καθυστέρηση πάντα, χωρίς λόγο και δικαιολογία, απλά μόνο από έλλειψη τάξης και ηθικής ενέργειας. Και φαινόταν, πως ακριβώς εξ αιτίας της βασικής αυτής έλλειψης, άφηνε τις πόρτες να κλείνουν μόνες τους πίσω της, μπαίνοντας ή βγαίνοντας, έφτιαχνε μπαλίτσες από ψωμί στο τραπέζι και, ανάλογα με την ευκαιρία, θα έτρωγε και τις άκρες των νυχιών της. Και ένα ανεξήγητο προαίσθημα ανέβαινε μέσα του, πως, αν ήτανε άρρωστη —και ήταν, χωρίς άλλο, άρρωστη, χωρίς ελπίδα σχεδόν, αφού από πολλά χρόνια κιόλας, και πολύ συχνά, έπρεπε να ζει εδώ πάνω— η αρρώστια της ήταν, αν όχι ολότελα, τουλάχιστον ίσαμε ένα αρκετά προχωρημένο σημείο, ηθικής φύσεως και, ακριβώς, όπως το είχε πει ο Σετεμπρίνι, όχι η αιτία ή η συνέπεια της νωχέλειάς της, παρά αυτή τούτη η φύση της. Θυμόταν, επίσης, την περιφρονητική χειρονομία, που έκανε ο ουμανιστής, καθώς αναφέρθηκε σε «Πάρθους και Σκύθες», πριν χωρίσουνε, για να πάει ο καθένας στην κούρα του. Κίνηση περιφρόνησης κι εχθρότητας, φυσική κι αυθόρμητη (δίχως να υπάρχει ανάγκη δικαιολογίας), που ο Χανς Κάστορπ γνώριζε καλά, από άλλοτε, απ' τον καιρό που ο ίδιος αυτός —ένας Κάστορπ, που καθόταν αλύγιστος στο τραπέζι και σιχαινόταν, με την καρδιά του, τον πάταγο που κάνουν οι πόρτες και που δεν έμπαινε στον πειρασμό να τρώει τα νύχια του (κι αυτό, χωρίς άλλο, μόνο για τον εξαιρετικό λόγο, ότι υπήρχαν τα Μαρία Μαντσίνι)— είχε αγαναχτήσει με την κακή ανατροφή της φράου Σοσά και δεν μπόρεσε να μην αισθανθεί κάποιαν υπεροχή, όταν είχε ακούσει την ξένη με τα λοξά μάτια να δοκιμάζει να εκφραστεί στην μητρική του γλώσσα. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, ύστερα από την ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση που βρέθηκε, είχε λυτρωθεί ολότελα απ' αυτό το είδος των εντυπώσεων και θύμωνε περισσότερο, εναντίον αυτού του Ιταλού, που, στην αλαζονεία του, είχε μιλήσει για «Πάρθους και Σκύθες», δίχως καν να εννοεί, μ' αυτό, εκείνους που κάθονταν στο τραπέζι των Κοινών Ρώσων· τους δασύτριχους φοιτητές, δηλαδή, με τ' αόρατα ασπρόρουχα, που συζητούσαν αδιάκοπα στη βάρβαρη γλώσσα τους, τη μόνη που φαίνονταν να γνωρίζουν και που η νωθρότητά

τους σ' έκανε να σκεφτείς έναν θώρακα δίχως πλευρά, σαν εκείνον που ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς είχε, τελευταία, περιγράψει. Ήταν ακριβές, ότι τα έθιμα των ανθρώπων αυτών μπορούσαν να ξυπνήσουν σ' έναν ουμανιστή αισθήματα έντονης αποστροφής. Έτρωγαν με το μαχαίρι τους και λέκιαζαν τα ρούχα τους μ' απερίγραπτο τρόπο. Ο Σετεμπρίνι βεβαίωνε, ότι ένα μέλος της συντροφιάς αυτής, ένας γιατρός αρκετά προχωρημένος στις σπουδές του, δεν είχε ιδέα από λατινικά. Ότι δεν ήξερε, λόγου χάρη, τι ήταν ένα vacuum, και, σύμφωνα με την καθημερινή πείρα του Χανς Κάστορπ, η φράου Σταιρ ασφαλώς δεν έλεγε ψέματα, όταν διηγείτο, στο τραπέζι, ότι το αντρόγυνο του Αριθμού 32, δεχόταν τον λουτράρη, το πρωί, όταν πήγαινε για την εντριβή, ξαπλωμένο στο ίδιο κρεβάτι. Αν όλα αυτά ήταν αλήθεια, η εφταφάνερη διάκριση σε Καλούς και σε Κοινούς δεν ήταν καθόλου άδικη, κι ο Χανς Κάστορπ βεβαίωνε τον εαυτό του, ότι μόνο ένα σήκωμα των ώμων ήταν η απάντηση που άξιζε σε κάποιον προπαγανδιστή της Δημοκρατίας και του ωραίου ύφους, που αλαζονικά και ψύχραιμα —προ παντός ψύχραιμα, μ' όλο που ο ίδιος ήταν νευρικός κι ανυπόμονος— ανακάτευε τους συνδαιτημόνες των δυο τραπεζιών κάτω από ένα κοινό όνομα: Πάρθοι και Σκύθες. Ο νεαρός Χανς Κάστορπ καταλάβαινε πολύ καλά, με ποιο νόημα λεγόταν αυτό. Μη και δεν είχε αρχίσει κι ο ίδιος να διακρίνει τις σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στην αρρώστια της φράου Σοσά και στη νωχέλειά της; Η κατάστασή του, όμως, ήταν τέτοια, όπως την είχε περιγράψει στο Γιόαχιμ: αρχίζει κανείς ν' αγαναχτεί και να θυμώνει και, ξαφνικά, «συμβαίνει κάτι το διαφορετικό» κι όλη η αυστηρότητα πάει περίπατο, οπότε, πολύ δύσκολα δέχεται παιδαγωγικές επιδράσεις δημοκρατικού και ρητορικού είδους. Τι είναι, αναρωτιόμαστε, όταν θέλουμε να σκεφτούμε σαν το Λοντοβίκο Σετεμπρίνι, ποιο είναι αυτό το αινιγματικό γεγονός, που παραλύει κι εμποδίζει την κρίση στον άνθρωπο, που του στερεί το δικαίωμα να εκφέρει τούτη την κρίση ή που τον κάνει μάλλον να πάρει την απόφαση να παραιτηθεί απ' αυτό το δικαίωμα, σε μια παράλογη μέθη; Μα δε ρωτούμε τ' όνομά του, γιατί τ' όνομα αυτό το ξέρει όλος ο κόσμος. Αναρωτιόμαστε για το ηθικό του νόημα και —τ' ομολογούμε ειλικρινά— δεν περιμένουμε απάντηση πολύ ενθουσιώδη σε τούτο το ερώτημα. Στην περίπτωση του Χανς Κάστορπ, το νόημα τούτο εκδηλώθηκε σε τέτοιο σημείο, που όχι μόνο έπαψε να κρίνει, αλλ' άρχισε κι ο ίδιος να δοκιμάζει να ζήσει το είδος της ζωής που τον είχε μαγέψει. Προσπαθούσε ν' αντιληφθεί τα αισθήματα που δοκιμάζει κανείς να κάθεται στο τραπέζι, αφημένος, με τη ράχη να πέφτει και βρήκε πως ήταν μια μεγάλη ανάπαυση για τους μυς της λεκάνης. Ύστερα, δοκίμασε να μην κλείσει προσεκτικά μια πόρτα, απ' όπου έμπαινε, μα να την αφήνει να κλείσει μονάχη της. Και τούτο επίσης του φάνηκε βολικό, όσο και παραδεκτό. Ήταν εξ ίσου εκφραστικό, με το σήκωμα των ώμων, που μ' αυτό τον είχε, κάποτε, υποδεχτεί ο Γιόαχιμ στο σταθμό και που το ξανασυνάντησε τόσο συχνά, σ' Αυτούς εκεί πάνω. Για να μιλήσει κανείς απλά, ο ταξιδιώτης μας ήταν, λοιπόν, τρελά ερωτευμένος με την Κλαούντια Σοσά. Μεταχειριζόμαστε και πάλι τούτη τη λέξη, γιατί πιστεύουμε, ότι διαλύσαμε αρκετά την παρεξήγηση που θα μπορούσε να προκαλέσει. Δεν ήταν, λοιπόν,

μια μελαγχολία τρυφερή κι αισθηματική στο πνεύμα ενός μικρού τραγουδιού, που έκανε την ουσία του έρωτά του. Ήταν μάλλον μια παραλλαγή αρκετά τολμηρή και αόριστη τούτης της παραφροσύνης, που είναι μίγμα ψυχρότητας και θερμότητας, όπως η κατάσταση κάποιου, που έχει πυρετό, ή σαν μια μέρα του Οκτωβρίου σε ψηλές περιοχές. Κι εκείνο που έλειπε ήταν, ακριβώς, ένα στοιχείο στοργής, που θα συνέδεε τα άκρα. Αυτός ο έρωτας ήταν, από τη μια μεριά, κάτι τόσο αυθόρμητο, που έκανε το νέο να χλομιάζει και αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του, για το γόνατο της φράου Σοσά και τη γραμμή του ποδιού της, για τη σαρκική, νωχελή και πλαστική μορφή της, την άπειρα τονισμένη από την αρρώστια: για το σώμα της που είχε γίνει δυο φορές σώμα. Κι ήταν, από την άλλη μεριά, κάτι το πολύ φευγαλέο κι αόριστο, μια σκέψη, όχι, ένα όνειρο — ένα όνειρο τρομακτικό κι ατέλειωτα γοητευτικό ενός νέου, που οι συγκεκριμένες ερωτήσεις του, μ' όλο που τις έκανε ασυνείδητα, δεν είχαν πάρει απ' τον ίδιο τον εαυτό του άλλη απάντηση, εκτός από μια βαθιά σιωπή. Όπως όλος ο κόσμος, διεκδικούμε κι εμείς το δικαίωμα, στη διήγηση που συνεχίζεται εδώ, να παραδοθούμε στις προσωπικές μας σκέψεις και τολμούμε να υποθέσουμε, ότι ο Χανς Κάστορπ δεν θα είχε ξεπεράσει, ίσαμε το σημείο που έχουμε φτάσει, την προθεσμία που είχε ορίσει, αρχικά, στον εαυτό του, για τη διαμονή του εδώ, αν η απλή ψυχή του δεν είχε βρει, στα βάθη του χρόνου, κάποια απάντηση ικανοποιητική, για το νόημα και το σκοπό της υπηρεσίας αυτής, που μας επιβάλανε: να ζούμε. Εκτός απ' αυτό, το ερωτικό πάθος του του επέβαλε όλα τα βάσανα και του έδινε όλες τις χαρές, που η κατάσταση αυτή περιέχει παντού, πάντα και κάτω απ' όλες τις συνθήκες. Περιέχει ένα στοιχείο εξευτελιστικό, όπως κάθε οδύνη και ανταποκρίνεται σ' ένα τέτοιο τράνταγμα του νευρικού συστήματος, που κόβει την αναπνοή και μπορεί να προκαλέσει τα πιο πικρά δάκρυα σ' έναν ενήλικο. Για να μιλήσουμε, εξ ίσου, και για τις χαρές, ας προσθέσουμε μόνο, πως ήταν πολυάριθμες και, μ' όλο που οι αιτίες τους ήταν ασήμαντες, δε σημαίνει πως ήταν και λιγότερο έντονες από την οδύνη. Κάθε στιγμή σχεδόν της μέρας στο Μπέργκχοφ μπορούσε να τις γεννήσει. Λόγου χάρη: τη στιγμή που ο Χανς Κάστορπ είναι έτοιμος να μπει στην τραπεζαρία, βλέπει πίσω του το πλάσμα των ονείρων του. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό από πριν και πάρα πολύ απλό, αυτόν όμως τον ταράζει εσωτερικά τόσο πολύ, ίσαμε το σημείο να του έρθουνε δάκρυα. Τα μάτια τους συναντιούνται από κοντά, τα δικά του κι εκείνα τα γκριζοπράσινα, που το ασιατικό σχήμα τους τον μαγεύει ως το μεδούλι. Έχει χάσει κάθε συνείδηση κι ασυνείδητα κάνει ένα βήμα προς τα πίσω και προς το πλάι, για να της αφήσει το πέρασμα προς την πόρτα. Μ' ένα μισό χαμόγελο κι ένα «Merci», που το προφέρει χαμηλόφωνα, δέχεται τούτη την εκδήλωση μιας απλής ευγένειας και περνά το κατώφλι, μπροστά του. Το ανέμισμα του περάσματός της τον κάνει να νιώθει σαν τρελός από την ευτυχία, που του προκαλεί αυτή η συνάντηση, και γιατί μια λέξη από το στόμα της, το «Merci» που είπε, προοριζόταν αποκλειστικά και προσωπικά γι' αυτόν. Την ακολουθεί, μ' αβέβαιο βήμα διευθύνεται δεξιά, προς το τραπέζι του και καθώς πέφτει στην καρέκλα του, μπορεί να παρατηρήσει, ότι κι η Κλαούντια, επίσης, καθώς πάει να καθίσει, γυρίζει προς το μέρος του και το πρόσωπό της φανερώνει κάποια σκέψη, καθώς του φαίνεται, για τούτη τη συνάντηση

στην πόρτα. Τι απίστευτη περιπέτεια! Τι αγαλλίαση, θρίαμβος, ατέλειωτη χαρά! Όχι, ο Χανς Κάστορπ δε θα 'χε δοκιμάσει αυτή τη μέθη μιας ικανοποίησης αφάνταστης, κοντά σ' ένα οποιοδήποτε γερό κοριτσόπουλο, που, εκεί κάτω, στον κάμπο, με κάθε ευπρέπεια και σιγουριά και με όλες τις πιθανότητες επιτυχίας, θα του είχε δώσει την καρδιά του, όπως έλεγε και κείνο το τραγουδάκι. Με μια πυρετώδη χαρά, χαιρετά τη δασκάλα, που τα είδε όλα και κοκκίνησε, κάτω από το χνούδι της, κι ύστερα ορμά προς την μις Ρόμπινσον κι αρχίζει μια κουβέντα στ' αγγλικά, σε τέτοιο βαθμό στερημένη νοήματος, που η δεσποσύνη, ελάχιστα συνηθισμένη στις εκστάσεις, κάνει λίγο προς τα πίσω ζωηρά και τον κοιτάζει καλά-καλά μ' ένα βλέμμα γιομάτο φόβο. Μια άλλη φορά, την ώρα του γεύματος, οι αχτίδες του λαμπερού ήλιου, που δύει πέφτουν πάνω στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων». Έχουν τραβήξει τα διπλά παραπετάσματα μπροστά στις πόρτες και τα παράθυρα της βεράντας, αλλά, κάπου, έχει μείνει μια χαραμάδα, απ' όπου το κόκκινο φέγγος, ψυχρό μα θαμπωτικό, βρίσκει το δρόμο του, για να πέσει ακριβώς πάνω στο κεφάλι της φράου Σοσά, έτσι που, καθώς κουβεντιάζει, με τον βαθουλομάγουλο συμπατριώτη της, στα δεξιά της, πρέπει να προφυλαχτεί με το χέρι. Είναι αρκετή η ενόχληση, όχι όμως σοβαρή. Κανένας δε νοιάζεται κι η ενδιαφερόμενη μόλις-μόλις που νιώθει αυτή την ενόχληση. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, διατρέχει με το βλέμμα του την αίθουσα. Για μια στιγμή αφήνει τα πράματα όπως είναι και μελετά την κατάσταση. Ακολουθεί την τροχιά της αχτίδας και παρατηρεί το σημείο, απ' όπου μπαίνει μέσα. Είναι το μακρουλό παράθυρο, εκεί πίσω, στη δεξιά γωνία, ανάμεσα σε μια πόρτα της βεράντας και στο τραπέζι των «Κοινών Ρώσων», αρκετά μακριά από τη θέση της φράου Σοσά και σχεδόν εξ ίσου μακριά από τη θέση του Χανς Κάστορπ. Και παίρνει μια απόφαση. Δίχως να πει λέξη, σηκώνεται, με την πετσέτα του στο χέρι, περνά λοξά ανάμεσα στα τραπέζια, μέσα από τη αίθουσα, τραβά με φροντίδα το ένα πάνω στ' άλλο τα κρεμ παραπετάσματα, βεβαιώνεται μ' ένα βλέμμα, πάνω από τον ώμο, ότι το φως της δύσης έχει αποκλειστεί και ότι η φράου Σοσά έχει απαλλαχτεί απ' αυτή την ενόχληση, κι ύστερα, κάνοντας μια προσπάθεια, για να φανεί αδιάφορος, επιστρέφει στη θέση του. Είναι ένας νέος πολύ προσεκτικός, απλούστατα, που κάνει αυτό που πρέπει, αφού δεν πέρασε από κανενός άλλου το μυαλό να το κάνει. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πρόσεξαν την κίνησή του. Μα η φράου Σοσά, που είχε ανακουφιστεί από την ενόχληση, στράφηκε. Κι έμεινε έτσι, ίσαμε που ο Χανς Κάστορπ πήγε πάλι στη θέση του. Καθώς έκανε να καθίσει, κοίταξε πάλι προς το μέρος της, κι εκείνη τον ευχαρίστησε μ' ένα χαμόγελο γιομάτο φιλική έκπληξη: γέρνοντας, δηλαδή, το κεφάλι της προς τα μπρος, αντί να σκύψει. Ο Χανς Κάστορπ έδειξε, πως το δέχτηκε, με μια αλαφριά κλίση του σώματος. Η καρδιά του είχε σταθεί και σαν να είχε πάψει να χτυπά. Και μόνο αργότερα, όταν είχανε όλα περάσει άρχισε πάλι να σφυροκοπά. Τη στιγμή εκείνη ακριβώς, ο Χανς Κάστορπ αντιλήφθηκε, πως ο Γιόαχιμ είχε διακριτικά κατεβασμένα τα μάτια του στο πιάτο του. Επίσης αργά αντιλήφθηκε, ότι η φράου Σταιρ είχε δώσει μια με τον αγκώνα της στο πλευρό του Δρα Μπλούμενκολ και πως το συγκρατημένο γέλιο της, ζητούσε κι από τους άλλους βλέμματα συνενοχής.

Αφηγούμαστε γεγονότα καθημερινά, όμως το καθημερινό γίνεται παράξενο, όταν αναπτύσσεται σε παράξενο έδαφος. Υπήρχαν μεταξύ τους, (γιατί δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε, ίσαμε ποιο βαθμό συμμετείχε κι η ίδια η Μαντάμ Σοσά) τουλάχιστον για τη φαντασία και την ευαισθησία του Χανς Κάστορπ. Μετά το πρόγευμα, κείνες τις όμορφες μέρες, πολλοί από τους οικότροφους συνήθιζαν να πηγαίνουν στην βεράντα, που βρισκόταν μπροστά στην τραπεζαρία, για να σταθούν, μαζεμένοι σε ομίλους, στον ήλιο. Ήταν μια κίνηση και μια εικόνα ανάλογη μ' εκείνη της κυριακάτικης συναυλίας, δυο φορές τον μήνα. Τούτο δω, οι νέοι άνθρωποι, χωρίς καμιά απολύτως απασχόληση, χορτασμένοι από κρεατινά φαγητά και γλυκίσματα κι όλοι μ' ελαφρό πυρετό μόνο, φλυαρούσαν, πειράζονταν και αντάλλαζαν βλέμματα. Η φράου Σάλομον από το Άμστερνταμ, καθότανε δίπλα στα κάγκελα πάντα κι από τη μια μεριά την έσφιγγε, με τα γόνατά του, ο Γκαίνσερ ο χειλάς κι από την άλλη ο Σουηδός γίγαντας, που αν κι ήταν πια εντελώς καλά, παράτεινε ακόμα τη διαμονή του, για μια μικρή, συμπληρωματική κούρα. Η φράου Ίλτις φαινότανε να είναι χήρα γιατί πριν λίγο ακόμα χαιρότανε τη συντροφιά ενός «αρραβωνιαστικού», με ύφος μελαγχολικό και υποταχτικό, πράμα που δεν την εμπόδιζε, όμως, να δέχεται και τις περιποιήσεις του λοχαγού Μίκλοζις, ενός άντρα με γρυπή μύτη, με μουστάκια γυαλισμένα, με στήθος προτεταμένο κι απειλητικά μάτια. Εκεί ήταν οι κυρίες που σύχναζαν στην κοινή αίθουσα της ανάπαυσης, διαφόρων εθνικοτήτων, κι ανάμεσά τους καινούριες φυσιογνωμίες, που είχαν κάμει την εμφάνισή τους ύστερα από την πρώτη Οκτωβρίου μονάχα και που ο Χανς Κάστορπ δεν ήξερε καν τα ονόματά τους, και που ανακατεύονταν με καβαλιέρους του τύπου του κυρίου Αλμπέν. Νέοι δεκαεφτά χρονών, που φορούσαν μονόκλ. Ένας νέος Ολλανδός με γυαλιά, με πρόσωπο ρόδινο και με πάθος μονομανούς για την ανταλλαγή γραμματοσήμων. Πολλοί Έλληνες, που έσταζαν μπριγιαντίνη και μ' αμυγδαλωτά μάτια και που είχαν φανερές διαθέσεις να σφετερίζονται, στο τραπέζι, τα δικαιώματα του άλλου. Δυο γελοίοι κομψευόμενοι, αχώριστοι, που τους είχαν επονομάσει «Μαξ και Μόριτς», και τους θεωρούσαν μεγάλους καταφερτζήδες… Ο καμπούρης Μεξικανός, που η άγνοια των γλωσσών, που αντιπροσωπεύονταν εδώ, τον έκανε να μοιάζει σαν κουφός, έπαιρνε διαρκώς φωτογραφίες τοπίων, σέρνοντας τον τρίποδά του από τη μια άκρα της ταράτσας στην άλλη. Κι ο Αυλικός Σύμβουλος ερχόταν ευχαρίστως, επίσης, κι εδώ, για να δείξει πάλι κείνο το παιγνίδι, που βασιζόταν στη δεξιοτεχνία, με τα κορδόνια των παπουτσιών. Και, κάπου εκεί, κρυβότανε, ολομόναχος, μέσα στο πλήθος, εκείνος ο θρήνος από το Μανχάιμ και τα βαθιά, θλιμμένα μάτια του ακολουθούσαν, προς μεγάλη απέχθεια του Χανς Κάστορπ, μια ορισμένη κατεύθυνση, ξεχωριστή και κρυφή. Για να ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, με τούτο ή κείνο το παράδειγμα, σ' αυτές τις «εντάσεις και τα χαλαρώματα» — σε μια τέτοια περίσταση, ο Χανς Κάστορπ βρέθηκε καθισμένος σε μια βερνικωμένη καρέκλα του κήπου, κουβεντιάζοντας με το Γιόαχιμ, που, παρά την αντίστασή του, τον είχε πιέσει να βγει και να σταθεί με τη ράχη στον τοίχο της οικοδομής, ενώ, μπροστά του, στεκότανε, κοντά στο κάγκελο, καπνίζοντας τσιγάρο και με τη συντροφιά του τραπεζιού της, η φράου Σοσά. Μιλούσε μόνο γι' αυτήν, δηλαδή: μόνο για να τον ακούει αυτή, που του γύριζε την πλάτη… Πρέπει να προσέξετε, πως, στο σημείο

αυτό, αναφέρουμε ένα ορισμένο γεγονός: Του γύριζε την πλάτη, λοιπόν. Μα, καθώς η συζήτηση με το Γιόαχιμ δεν ήταν αρκετή για να τροφοδοτήσει την εξεζητημένη πολυλογία του Χανς Κάστορπ, έκανε κι εκείνος, επίτηδες, μια καινούρια γνωριμία. — Και τη γνωριμία τίνος; Της Ερμίνε Κλέεφελντ — είχε αποτείνει, τυχαία τάχα, το λόγο στη νέα κυρία, της συνέστησε τον εαυτό του και το Γιόαχιμ και της έφερε επίσης μια βερνικωμένη καρέκλα, για να μπορέσει να παίξει καλύτερα, σαν τρίτος, τον ρόλο της. Ήξερε μήπως, τη ρώτησε, με τι διαβολεμένο τρόπο τον είχε τρομάξει τότε, κατά την πρώτη τους συνάντηση, σ' εκείνο τον πρωινό περίπατο; — Ναι, ώστε αυτός ήταν που του είχε ευχηθεί το καλωσόρισες, τότε, μ' ένα τόσο ενθαρρυντικό σφύριγμα! Κι είχε πετύχει το σκοπό της, αυτό της τ' ομολογούσε ευχαρίστως, του φάνηκε σαν να του είχανε δώσει καμιά στο κεφάλι μ' ένα ρόπαλο, δεν είχε παρά να ρωτήσει τον ξάδελφό του. Χα, χα, να σφυρίζει με τον πνευμοθώρακά της και να τρομάζει έτσι τους ανίδεους περιπατητές! Ένα άσκημο παιγνίδι τ' ονόμαζε αυτός, το χαρακτήριζε σαν μια μεγάλη κατάχρηση, οπωσδήποτε, κι είχε όλα τα δίκια με το μέρος του, δεν τα είχε; Ήξερε πόσο είχε οργιστεί, τότε, μαζί της;… Κι ενώ, ο Γιόαχιμ, που γνώριζε πάρα πολύ καλά, πως δεν ήταν παρά ένα όργανο μόνο, εκείνη τη στιγμή, και καθόταν με χαμηλωμένα τα μάτια, κι η Κλέεφελντ, από τα τυφλά και γυρισμένα αλλού βλέμματα του Χανς Κάστορπ, άρχιζε ν' αποχτά την ίδια βεβαιότητα, την τόσο προσβλητική για το πρόσωπό της, ότι, δηλαδή, δε χρησίμευε παρά σαν μέσο για την εξυπηρέτηση ενός ορισμένου σκοπού, ο Χανς Κάστορπ ακκιζόταν, έπαιρνε ένα ύφος επιτηδευμένο, εκφραζότανε μ' έναν τρόπο πολύ προσποιητό και μιλούσε μ' ευχάριστη φωνή, ίσαμε να καταφέρει, επιτέλους, τη φράου Σοσά να γυρίσει να τον κοιτάξει, τώρα ακριβώς που, μιλώντας, προσπαθούσε να φανεί τόσο ξεχωριστός. Και πέτυχε, πραγματικά αυτό που επιδίωκε — μα για μια στιγμή. Γιατί έγινε κι αυτό: τα Πριμπισλάβ μάτια της γλίστρησαν γρήγορα πάνω στον Χανς Κάστορπ, που καθότανε με σταυρωμένα τα πόδια, μα με μια έκφραση τόσο ηθελημένης αδιαφορίας, που θα την έλεγες περιφρόνηση, ναι: ακριβώς περιφρόνηση. Σταμάτησαν, μια στιγμή, φλεγματικά κι ίσωςίσως και μ' ένα εσωτερικό χαμόγελο, στα κόκκινα παπούτσια του και πάλι στραφήκανε αλλού. Μια μεγάλη, μια πολύ μεγάλη δυστυχία! Ο Χανς Κάστορπ εξακολούθησε ακόμα λίγο να μιλά, με πολλή έξαψη κι ύστερα, όταν, βαθιά μέσα του, ξεχώρισε καθαρά τούτο το βλέμμα στα παπούτσια του, σώπασε, στη μέση μιας φράσης σχεδόν, κι έπεσε σ' ατονία. Η Κλέεφελντ, βαρέθηκε κι έφυγε προσβεβλημένη. Ο Γιόαχιμ, όχι δίχως κάποιο θυμό στη φωνή, είπε: — Τώρα πια, μπορούμε να πάμε να κάνουμε την κούρα μας. Κι εκείνος, που του αποκρίθηκε πως ναι, πραγματικά, τώρα, μπορούσανε να πηγαίνουν, ήταν ένας άνθρωπος τσακισμένος και με χλομά χείλη. Για δυο μέρες, ο Χανς Κάστορπ υπόφερε σκληρά απ' αυτό το περιστατικό. Γιατί, στο μεταξύ, δεν είχε συμβεί τίποτα, που να ρίξει βάλσαμο στην καυτερή του πληγή. Γιατί αυτό το βλέμμα; Γιατί αυτή η περιφρόνηση, για όνομα του Θεού και της Αγίας Τριάδας; Τον έπαιρνε για κανέναν υγιή βλάκα, από κει κάτω, που ζητούσε ανώδυνες απολαύσεις; Για

κανέναν αφελή, για κανέναν τυχαίο τύπο, που τριγύριζε και γελούσε, γέμιζε την κοιλιά του και κέρδιζε χρήματα — για κανέναν πρότυπο μαθητή της ζωής, που δεν καταλάβαινε τίποτα άλλο, εχτός από τα βαρετά πλεονεκτήματα της τιμής; Ήταν ένας ασήμαντος επισκέπτης τριών εβδομάδων, που δε μπορούσε να συμμετάσχει στον κόσμο της, ή μη και δεν είχε κι αυτός τις υγρές εστίες του; Δεν είχε μπει κι αυτός στη σειρά, σαν ένας από «Μας εδώ πάνω», με δυο ολόκληρους μήνες πίσω του κιόλας; Κι ο υδράργυρος, χτες το βράδυ ακόμα, δεν είχε ανεβεί ως τα 37,8;… Αλλ' αυτό ήτανε που ολοκλήρωνε το βάσανό του: ο υδράργυρος δεν ανέβαινε πια! Η φοβερή κατάσταση τούτων των ημερών είχε σαν αποτέλεσμα να φέρει την ψυχρότητα, τη νηφαλιότητα και ένα χαλάρωμα της νευρικής έντασης στην ιδιοσυγκρασία του Χανς Κάστορπ, που για να τον ταπεινώσει, εκφραζότανε με θερμοκρασία χαμηλή, μόλις λίγο ψηλότερη, από την φυσιολογική, κι ήταν σκληρό γι' αυτόν να διαπιστώνει, ότι ο πόνος κι ο καημός του δεν έκαναν τίποτα άλλο, παρά να τον απομακρύνουν περισσότερο ακόμα κι από τον τρόπο, που φερόταν και ζούσε η Κλαούντια. Η τρίτη μέρα έφερε τη γλυκιά απολύτρωση, και την έφερε από το πρωί κιόλας, πολύ νωρίς. Ήταν μια θαυμάσια φθινοπωρινή μέρα, ηλιόλουστη και δροσερή, με ασημόγκριζα λιβάδια. Ο ήλιος και το φεγγάρι, που βρισκόταν στη λίγοσή του, ήταν και τα δυο ψηλά, στον καθάριο ουρανό. Τα ξαδέλφια είχαν σηκωθεί νωρίτερα απ' ό,τι συνήθως, για να παρατείνουν, τιμώντας έτσι τούτη την όμορφη μέρα, τον πρωινό τους περίπατο, λιγάκι πιο πέρα από το κανονικό, και να προχωρήσουν κάπως περισσότερο στο μονοπάτι του δάσους, που κοντά του βρισκόταν το παγκάκι, πλάι στο μικρό ρυάκι. Ο Γιόαχιμ, που κι η δίκιά του καμπύλη είχε, ακριβώς, σημειώσει μια ευτυχή κάμψη, ήταν αυτός που είχε προτείνει τούτη την τονωτική παράβαση του κανόνα κι ο Χανς Κάστορπ δεν είχε αρνηθεί. «Είμαστε άνθρωποι γιατρεμένοι, είχε πει, απύρετοι και αποτοξινωμένοι, δηλαδή ώριμοι για εκεί κάτω. Γιατί να μη πάμε να τρέξουμε και να χαρούμε σαν πουλάρια;» Φύγαν λοιπόν, δίχως καπέλο — γιατί, από τότε που ο Χανς Κάστορπ έγινε ένας από αυτούς εδώ πάνω, είχε, θέλοντας και μη, υιοθετήσει και τη συνήθεια που επικρατούσε, να βγαίνει δίχως καπέλο, παρ' όλη τη σταθερότητα, με την οποία αντιστάθηκε στην αρχή, σ' αυτή τη συνήθεια, τηρώντας τις δικές του συνήθειες, ανθρώπου καλοαναθρεμμένου — και κρατώντας τα μπαστούνια τους. Δεν είχαν, όμως, ακόμα ξεπεράσει τον ανήφορο του κοκκινωπού δρόμου, μόλις θα είχαν φτάσει στο σημείο σχεδόν, όπου η Ένωση των Μισών Πνευμόνων είχε συναντήσει, άλλοτε, τον επισκέπτη, όταν παρατήρησαν μπροστά τους, σε κάποια απόσταση, ν' ανεβαίνει, σιγά-σιγά, η φράου Σοσά. Η φράου Σοσά, με άσπρο σουέτερ, με φόρεμα από άσπρη φανέλα και με άσπρα παπούτσια, μάλιστα. Το κοκκινωπά μαλλιά της λούζονταν από τον πρωινό ήλιο. Και πιο σωστά: μόνο ο Χανς Κάστορπ την είχε αναγνωρίσει, ενώ ο Γιόαχιμ δεν πρόσεξε αυτό το γεγονός, παρά μόνο από τη δυσάρεστη εντύπωση, πως τον τραβολογούσαν — αίσθημα που το προκάλεσε το ξαφνικά πιο γρήγορο και φτερωτό βάδισμα του συντρόφου του, αφού πρώτα, απότομα, επιβραδύνθηκε και παραλίγο να σταματήσει ολότελα. Ο Γιόαχιμ βρήκε, πως ήταν ανυπόφορο κι εκνευριστικό να τον παιδεύουν έτσι, η αναπνοή του έγινε πιο συχνή κι έβηξε ελαφρά. Ο Χανς Κάστορ, όμως, που ήξερε πού πήγαινε και που ο οργανισμός του,

φαίνεται, δούλευε περίφημα, λίγο ενδιαφερόταν γι' αυτό. Όταν ο Γιόαχιμ μπήκε στο νόημα, ζάρωσε τα φρύδια, σωπαίνοντας, κι ακολούθησε το βήμα του ξαδέλφου του, γιατί του φαινόταν, πως ήταν αδύνατο να τον αφήσει να προχωρήσει μόνος του. Τ' όμορφο πρωινό έδινε ζωή στο νεαρό Κάστορπ. Εκτός απ' αυτό, με την κατάπτωσή τους, οι ψυχικές του δυνάμεις είχαν ξεκουραστεί κείνες τις μέρες και στο πνεύμα του έλαμπε καθαρά η βεβαιότητα, ότι είχε έρθει η στιγμή που θα λυνόταν το ξόρκι που βάραινε πάνω του. Άνοιξε, λοιπόν, το βήμα, σέρνοντας μαζί του το Γιόαχιμ, που λαχάνιαζε και πρόβαλε κι άλλες αντιστάσεις. Και πριν από τη στροφή του δρόμου, εκεί όπου γινόταν ίσιος κι έστριβε δεξιά, κατά μήκος της δασωμένης πλαγιάς, είχαν φτάσει σχεδόν τη φράου Σοσά. Τότε, ο Χανς Κάστορπ, βράδυνε πάλι το βάδισμά του, για να μη βάλει αμέσως σ' ενέργεια το σχέδιό του, γιατί 'ταν κουρασμένος, πράμα που θα πρόδιδε την πρόθεσή του. Και, πέρα από τη στροφή, ανάμεσα στον κατήφορο και στον ανήφορο του βουνού, ανάμεσα στα πεύκα που είχαν χρώμα σκουριάς και που τα κλαδιά τους τα διαπερνούσαν οι αχτίνες του ήλιου, ω του θαύματος, ο Χανς Κάστορπ, περπατώντας στ' αριστερά του Γιόαχιμ, έφτασε την εξαίσια άρρωστη — και καθώς την προσπερνούσε με ανδρικό βήμα και τη στιγμή ακριβώς που βρισκόταν δεξιά της, με μια κλίση του κεφαλιού, δίχως να βγάλει καπέλο, αφού δεν είχε, και μ' ένα «Καλημέρα σας», που το πρόφερε χαμηλόφωνα, τη χαιρέτησε με σεβασμό (γιατί ακριβώς: με σεβασμό;) και πήρε απ' αυτήν απάντηση. Με μια ευγενική κίνηση του κεφαλιού, δίχως να δείξει έκπληξη, ευχαρίστησε, είπε με τη σειρά της καλημέρα στη γλώσσα του Χανς Κάστορπ, ενώ τα μάτια της χαμογελούσαν — κι όλ' αυτά ήταν κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ κι ευεργετικό, απ' το βλέμμα που είχε ρίξει στα παπούτσια του, ήταν μια ευτυχισμένη σύμπτωση και μια ευχάριστη στροφή προς κάτι ανέλπιστα καλύτερο, που ξεπερνούσε σχεδόν τη δύναμη της κατανόησής του, ήταν η απολύτρωση. Με φτερωτό πόδι, θαμπωμένος από τρελή χαρά, έχοντας κάνει κτήμα του τον χαιρετισμό, το λόγο, το χαμόγελό της, ο Χανς Κάστορπ εξακολούθησε το δρόμο του πλάι στον Γιόαχιμ, που πραγματικά τον έβαζε σε δοκιμασία, γι' αυτό κι εκείνος προχωρούσε σιωπηλός και, με το πρόσωπο γυρισμένο αλλού, κοίταζε κάτω προς την πλαγιά. Ο Κάστορπ του είχε παίξει ένα παιχνίδι, χωρίς άλλο, ένα παράλογο παιχνίδι, που για τα μάτια του Γιόαχιμ ήταν μια προδοσία και μια πονηριά. Ο Χανς Κάστορπ το ήξερε πολύ καλά. Δεν ήταν σαν να 'χε δανειστεί το μολύβι του από κάποιον, που του ήταν τελείως άγνωστος. Το εναντίον, θα ήταν σχεδόν φέρσιμο αγροίκου να περάσει πλάι σε μια γυναίκα, με την οποία ζούσαν, για μήνες τώρα, κάτω απ' την ίδια στέγη, αλύγιστος και δίχως να δείξει κάποια ευγένεια. Και η Κλαούντια δεν είχε πιάσει κουβέντα μαζί του, τις προάλλες, στην αίθουσα αναμονής; Ο Γιόαχιμ δεν είχε, λοιπόν, παρά να σωπάσει. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, καταλάβαινε καλά για ποιο άλλο λόγο σιωπούσε ο σεμνότυφος Γιόαχιμ και περπατούσε με το κεφάλι γυρισμένο, όταν αυτός ήταν τόσο υπερβολικά επιπόλαια ενθουσιασμένος, που πέτυχε το παιχνίδι του. Όχι, στ' αλήθεια, δεν θα μπορούσε να 'ταν ευτυχέστερος ο οποιοσδήποτε εκεί κάτω, που, ήσυχα κι όμορφα, με τις πιο καλές ελπίδες, και με όλο του το κέφι, θα είχε «δώσει την καρδιά του» σ' ένα γεροδεμένο κοριτσόπουλο,

με την πιο μεγάλη επιτυχία. Όχι, ένας τέτοιος άνθρωπος δε θα μπορούσε να είναι τόσο ευτυχής, όσο ήταν τώρα αυτός, για τούτο το μικρό τυχερό, που, σε μια ώρα καλή, είχε αρπάξει και κρύψει στα σίγουρα… Γι' αυτό, ύστερα από κάποια σιωπή, χτύπησε δυνατά τον ώμο του ξαδέλφου του και είπε: — Hallo, Γιόαχιμ, τι έπαθες; Είναι τόσο ωραίος ο καιρός! Αργότερα θα κατεβούμε στο θεραπευτήριο του Νταβός. Χωρίς άλλο θα 'χουν μουσική εκεί, σκέψου το. Ίσως να παίζουν το «Εδώ, μες στην πιστή καρδιά μου είναι κρυμμένο το λουλούδι κείνου του πρωινού», από την «Κάρμεν», ξέρεις, η άρια του Δον Χοσέ. Τι έπαθες και κατέβασες τα μούτρα σου; — Δεν έχω τίποτα, είπε ο Γιόαχιμ. Αλλά φαίνεσαι ξαναμμένος. Φοβούμαι, πως θ' αρχίσει πάλι ν' ανεβαίνει ο πυρετός σου. Αυτό κι έγινε, στο τέλος, πραγματικά. Η ταπεινωτική κατάπτωση του οργανισμού του Χανς Κάστορπ είχε ξεπεραστεί με το χαιρετισμό που είχε ανταλλάξει με την Κλαούντια Σοσά και, για να το πούμε πιο καθαρά: η συνείδηση του γεγονότος αυτού ήταν ό,τι αποτελούσε την ικανοποίησή του. Ναι, ο Γιόαχιμ είχε δίκιο: ο υδράργυρος άρχισε ν' ανεβαίνει. Όταν, γυρίζοντας από τον περίπατό του, ο Χανς Κάστορπ τον συμβουλεύτηκε, ο πυρετός του είχε ανεβεί στο 38.

ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ AΝ ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ υπαινιγμοί του κ. Σετεμπρίνι είχαν θυμώσει τον Χανς Κάστορπ, δεν έπρεπε, ωστόσο, ν' απορεί και δεν είχε το δικαίωμα να κατηγορεί τον ουμανιστή, ότι κατασκόπευε τα αισθήματά του, από παιδαγωγική μανία. Και τυφλός ακόμη να ήταν κανείς θ' αντιλαμβανόταν την κατάστασή του. Αυτός ο ίδιος δεν έκανε τίποτα για να την κρατήσει κρυφή. Ένα είδος υπερηφάνειας και μια ευγενική αφέλεια τον εμπόδιζαν, απλά, να μην δείχνει την καρδιά του, και σ' αυτό, τουλάχιστον, διάφερε —και προς τιμήν του, μάλιστα— από τον ερωτευμένο με τ' αραιά μαλλιά, εκείνον από το Μανχάιμ. Υπενθυμίζουμε κι επαναλαμβάνουμε, πως η κατάσταση, που σ' αυτή βρισκόταν, συνοδεύεται γενικά από μια ανάγκη εκμυστήρευσης σε κάποιον κι από μια τυφλή απασχόληση με τον εαυτό του, από πράγματα δηλαδή τόσο πιο ενοχλητικά για μας τους ψύχραιμους, όσο η υπόθεση αυτή μας φαίνεται ανόητη, παράλογη, και δίχως ελπίδα. Πώς αυτοί οι άνθρωποι τα καταφέρνουν να προδίδονται, είναι δύσκολο να το εξακριβώσει κανείς. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, καθώς φαίνεται, τίποτα να πουν, που να μην τους προδίνει και προπάντων σ' ένα κόσμο, που, καθώς το είχε παρατηρήσει κάποιος με πολλή αμεροληψία, δυο πράματα είχε μόνο στο νου του: πρώτα τον πυρετό και δεύτερον… ακόμα μια φορά τον πυρετό. Δηλαδή, λόγου χάρη, το ζήτημα να μάθουν με ποιον, η κυρία Γενικού Προξένου Βούρμπραντ, από τη Βιέννη, παρηγοριέται, για την αστάθεια του λοχαγού Μίκλοζις, αν με τον γίγαντα Σουηδό, που είχε γιατρευτεί εντελώς ή με τον εισαγγελέα Παραβάν, από το Ντόρτμουντ, ή, τρίτη πιθανότητα, και με τους δυο μαζί. Γιατί, ήταν πασίγνωστο, ότι οι δεσμοί που ένωναν, για πολλούς μήνες, τον Εισαγγελέα με την φράου Σάλομον, από το Άμστερνταμ, είχαν διαλυθεί φιλικά και πως η φράου Σάλομον, ακολουθώντας την τάση της ηλικίας της, είχε στραφεί προς τους πιο νέους και είχε περισυλλέξει, κάτω από τη φτερούγα της, τον Γκαίνσερ, τον χειλά, από το τραπέζι της Κλέεφελντ, ή όπως η φράου Σταιρ το έλεγε, σ' ένα ύφος αρχιγραμματέα της Καγκελαρίας, όχι όμως και δίχως διορατικότητα, «τον είχε απονείμει στον εαυτό της», κι έτσι, ήταν θεμιτό για τον Εισαγγελέα, να συγκρούεται ή να συνεννοείται με το Σουηδό, για την κυρία Γενικού Προξένου. Αυτά, λοιπόν, ήταν τα εκκρεμή ζητήματα που απασχολούσαν τον κόσμο του Μπέργκχοφ κι ιδιαίτερα την πυρέσσουσα νεολαία, ζητήματα στα οποία η περνοδιάβαση του μπαλκονιού (από τα γυάλινα χωρίσματα και τα κάγκελα) έπαιζε, φανερά, ένα σημαντικότατο ρόλο: αυτές τις περνοδιαβάσεις είχανε στον νου τους κι αυτές αποτελούσαν ουσιώδες μέρος της ζωής εκεί πάνω — μα και που το λέμε αυτό, πάλι δεν εκφραστήκαμε ακριβώς. Ο Χανς Κάστορπ, δηλαδή, είχε την ιδιαίτερη εντύπωση, ότι κάποια υπόθεση (σημαντική, βέβαια, που σ' όλο τον κόσμο της παραχωρούν αρκετή σπουδαιότητα και που εκφράζεται μ' έναν τρόπο σοβαρό και αστείο μαζί), σ' αυτό τον τόπο εδώ αποχτούσε έναν τόνο εντελώς ιδιαίτερο και τόσο καινούριο, που —ίσως, εξ αιτίας της σοβαρότητας που της απόδιναν— την έκανε να παρουσιάζεται κάτω από ένα εντελώς νέο φως, αν όχι φοβερή, τουλάχιστον αρκετά τρομακτική, με την καινούρια όψη της. Λέγοντάς το αυτό, αλλάζουμε έκφραση και παρατηρούμε, πως αν συνέβηκε να

μιλήσουμε, ως τώρα, για τις σχέσεις αυτές, μ' έναν τόνο ελαφρό και παιγνιδιάρικο, αυτό έγινε για τους ίδιους εκείνους κρυφούς λόγους, για τους οποίους μεταχειρίζονται, πολλές φορές, τον τόνο αυτό, χωρίς, όμως, και να σημαίνει, ότι πρόκειται για κάτι αστείο κι ασήμαντο. Και σε τούτο τον κόσμο, μάλιστα, όπου βρισκόμαστε, δηλαδή στο Μπέργκχοφ, αυτό θα 'ταν πιο άτοπο ακόμα από οπουδήποτε αλλού. Ο Χανς Κάστορπ πίστευε, πως, όπως κι όλος ο άλλος κόσμος, ήξερε κι αυτός, ίσαμε ένα βαθμό, να τα καταφέρνει σ' αυτή τη σπουδαία υπόθεση, που, τόσες και τόσες φορές, προκαλεί τις ευφυολογίες των άλλων, και, δίχως άλλο, μπορεί και να 'χε δίκιο, που το πίστευε. Μα τώρα μόνο καταλάβαινε, πως, εκεί κάτω, στην πεδιάδα, η πείρα που είχε αποχτήσει απ' αυτή την υπόθεση ήταν εξαιρετικά ανεπαρκής, πως, γενικά, στο ζήτημα αυτό έπρεπε να δηλώσει πλήρη άγνοια, ενώ, εδώ, οι προσωπικές εμπειρίες του, που επανειλημμένα προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε και που, μερικές φορές, του είχαν αποσπάσει το επιφώνημα «Θεέ μου!» τον έκαναν, εσωτερικά τουλάχιστον, ικανό να συλλάβει αυτή την έντονη χροιά του ακατανόητου, του ριψοκίνδυνου και του ανέκφραστου, που έπαιρνε η υπόθεση τούτη γι' αυτούς εδώ πάνω, γενικά, και για κάθε έναν χωριστά. Όχι πως δεν αστειεύονταν κι εδώ, απάνω σ' αυτό. Μα πολύ περισσότερο από όσο εκεί κάτω, ο τόνος αυτός δεν είχε τη θέση του εδώ, είχε κάτι το ασθματικό, κάτι το ασύμφωνο με τα πράματα, κάτι που φανερωνόταν πολύ καθαρά, σαν ένα διάφανο πέπλο, ριγμένο πάνω σε μια κρυμμένη, ή, μάλλον, που δεν κατόρθωναν να κρύψουν, ανάγκη. Ο Χανς Κάστορπ θυμόταν τη χλομάδα και το κοκκίνισμα του Γιόαχιμ όταν, για πρώτη και τελευταία φορά, με τον αθώα κοροϊδευτικό τρόπο που μεταχειρίζονται στον κάμπο, είχε μιλήσει για το πρόσωπο της Μαρούσγιας. Θυμόταν, επίσης, την παγωμένη χλομάδα, που είχε απλωθεί στο δικό του πρόσωπο, όταν είχε απαλλάξει τη φράου Σοσά από το βραδινό ήλιο και θυμήθηκε, ότι πριν και μετά, σε διάφορες περιστάσεις, είχε παρατηρήσει αυτή τη χλομάδα σε πολλά ξένα πρόσωπα: γενικά, σε δυο πρόσωπα με μιας, όπως ακριβώς, τούτες τις τελευταίες μέρες, στα πρόσωπα της φράου Σάλομον και του νεαρού Γκαίνσερ, που τότε πήγαινε να δημιουργηθεί μεταξύ τους αυτό που η φράου Σταιρ διαπίστωνε με τη συνηθισμένη ελευθεροστομία της. Θυμόταν, λέμε, και καταλάβαινε, πως, σε τέτοιες περιστάσεις, θα ήταν όχι μόνο πολύ δύσκολο να μην «προδοθεί» κανείς, μα ακόμα πως μια τέτοια προσπάθεια δε θα ωφελούσε και πολύ. Μ' άλλα λόγια, δεν επρόκειτο μόνο για μια κάποια ειλικρίνεια κι ίσως και κάποια μεγαλοψυχία, παρά και για κάποια ενθάρρυνση, που είχε αντλήσει από την ατμόσφαιρα του χώρου αυτού, κι ο Χανς Κάστορπ δεν είχε καμιά διάθεση ούτε να επιβάλει μια οποιαδήποτε πίεση στα αισθήματά του ούτε και ν' αποκρύψει την κατάστασή του. Αν δεν υπήρχε η δυσκολία της δημιουργίας γνωριμιών, που είχε υποδείξει, από την αρχή, ο Γιόαχιμ — τούτη η δυσκολία είχε κυρίως αιτία το γεγονός, ότι τα ξαδέλφια σχημάτιζαν μια συντροφιά και μια ομάδα σε μικρογραφία, οι δυο τους, και ότι ο Γιόαχιμ, ο στρατιωτικός, που μόνη έγνοια είχε να γιατρευτεί το γρηγορότερο, ήταν κατ' αρχήν αντίθετος σε μια επαφή και σε σχέσεις πιο στενές με τους συντρόφους της αρρώστιας του· ο Χανς Κάστορπ θα είχε βρει την ευκαιρία και θα επωφελούνταν απ' αυτή, για να

διακηρύξει τα αισθήματά του, με αχαλίνωτο αυθορμητισμό. Όπως και να 'ναι, μια βραδιά, ο Γιόαχιμ, την ώρα της συγκέντρωσης στο σαλόνι, έτυχε να τον βρει όρθιο, παρέα με την Ερμίνε Κλέεφελντ, τους δυο γείτονές της στο τραπέζι, τον Γκαίνσερ και τον Ρασμούσεν κι ακόμα με το νέο με το μονόκλ και τα φαγωμένα νύχια, που αυτοσχεδίαζε, με μάτια που δεν έκρυβαν την αφύσικη λάμψη τους και με φωνή συγκινημένη, ένα λόγο πάνω στην ιδιαίτερη κι εξωτική διαμόρφωση των χαρακτηριστικών της φράου Σοσά, ενώ οι ακροατές του αντάλλαζαν βλέμματα, σπρώχνονταν με τον αγκώνα και κρυφογελούσαν. Να κάτι που λυπούσε το Γιόαχιμ. Αυτός, όμως, που προκαλούσε τη θυμηδία, έμενε αναίσθητος, που είχαν ανακαλύψει το αίσθημά του. Αν έμενε κρυμμένος κι απαρατήρητος, πώς θα εκφραζόταν το αίσθημά του; Έτσι μπορούσε να είναι βέβαιος, ότι θα τον καταλάβαιναν όλοι. Η κοροϊδία που συνόδευε τούτη τη συμπάθεια, ήταν το περίσσιο του ψώνιο. Και δεν ήτανε μόνο στο δικό του τραπέζι, μα κι από τα γειτονικά, που τον κοίταζαν εξεταστικά, για ν' απολαύσουν τις χλομάδες και τα κοκκινίσματά του, όταν, αφού άρχιζε το γεύμα, ακουγόταν ο πάταγος της τζαμόπορτας. Και γι' αυτό ακόμα ήταν ευχαριστημένος, γιατί του φαινόταν, πως η μέθη του δυνάμωνε, κατά κάποιο τρόπο, ότι αποχτούσε κάποια αναγνώριση, καθώς κινούσε την προσοχή, ότι αυτή η δημοσιότητα ήταν καμωμένη για να ευνοεί την υπόθεσή του, τις αόριστες και παράλογες ελπίδες του. Κι αυτό τον ενθουσίαζε. Έφτασαν κυριολεκτικά να μαζεύονται για να βλέπουν τι κάνει στην τύφλωσή του. Αυτό συνέβαινε, λόγου χάρη, ύστερα από το πρόγευμα, στην ταράτσα, ή την Κυριακή το απόγευμα, μπροστά στο θυρωρείο, όταν οι οικότροφοι παίρνανε την αλληλογραφία τους, που, τη μέρα κείνη δε μοιραζόταν στα δωμάτια. Λίγοπολύ, όλοι ξέρανε, ότι βρισκόταν εκεί ένας νέος όσο γίνεται εξημμένος και ζαλισμένος, που οι συγκινήσεις του διαβάζονταν στο πρόσωπό του. Εκεί ήτανε, λόγου χάρη, η φράου Σταιρ, η φροϋλάιν Έγκελχαρτ, η Κλέεφελντ, καθώς και η φίλη της που έμοιαζε με ταπίρ, ο αδιόρθωτος κύριος Αλμπέν, ο νέος που το νύχι του έμοιαζε κουτουλάκι αλατιέρας κι ακόμα κι άλλοι της συντροφιάς — ορθοί, με τα χείλη ειρωνικά σφιγμένα, ξεσπάζοντας στα γέλια από τη μύτη και βλέποντάς τον, που, γελαστός, μ' ένα ύφος χαμένο και παθιάρικο, με τα μάτια να λάμπουνε από τη λάμψη που δίνει ο βήχας του αυστριακού αριστοκράτη, κοίταζε προς μια ορισμένη κατεύθυνση… Επιτέλους, ήταν μεγάλη γενναιοφροσύνη από μέρους του Σετεμπρίνι, να πλησιάζει σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις το Χανς Κάστορπ, για να πιάσει κουβέντα μαζί του και να τον ρωτήσει για την υγεία του. Είναι όμως αμφίβολο, αν αυτή η γιομάτη φιλανθρωπία ευρύτητα αντιλήψεων του Σετεμπρίνι συναντούσε ευγνωμοσύνη κι εκτίμηση. Αυτό γινότανε στο ισόγειο, την Κυριακή το απόγευμα, που οι οικότροφοι, σπρώχνονταν μπροστά στο θυρωρείο κι άπλωναν τα χέρια στην αλληλογραφία τους. Ο Γιόαχιμ ήταν κι αυτός εκεί. Ο ξάδελφός του έμενε πίσω και προσπαθούσε —στην ψυχική κατάσταση, που περιγράψαμε— να συλλάβει ένα βλέμμα της Κλαούντια Σοσά, που στεκόταν κοντά του, με τη συντροφιά του τραπεζιού της, περιμένοντας ν' αραιώσει το πλήθος στο θυρωρείο. Αυτή 'ταν μια ώρα που έκανε του οικότροφους ν' ανακατεύονται, μια ώρα ευνοϊκή δηλαδή, που την περίμεναν μ' ανυπομονησία, και, σαν τέτοια, ο νεαρός Χανς Κάστορπ

την εκτιμούσε όσο έπρεπε. Πριν από οκτώ μέρες, στη θυρίδα, είχε αγγίξει τη Μαντάμ Σοσά, από τόσο κοντά, που κι εκείνη τον άγγιξε και με μια γρήγορη κίνηση του κεφαλιού του είχε πει: «Pardon» κι αυτός, με μια πυρετώδη ετοιμότητα, που την ευλόγησε μετά, μπόρεσε ν' απαντήσει: — Pas de quoi, Madame! Τι εύνοια της ζωής, σκεφτόταν, να υπάρχει, απαραίτητα, κάθε Κυριακή απόγευμα, διανομή ταχυδρομείου στο χολ! Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι είχε φάει όλη την εβδομάδα, περιμένοντας να ξανάρθει τούτη η ώρα. Και το να περιμένεις, σημαίνει ότι αισθάνεσαι τη διάρκεια και το παρόν, όχι σαν ένα χάρισμα, μα σαν εμπόδιο. Ν' αρνιέσαι και να καταστρέψεις την ίδια τους την αξία, να τα υπερπηδάς με τη φαντασία. Λένε, πως η αναμονή είναι πάντα μακρόχρονη, είναι όμως, επίσης, και, μάλιστα ακριβέστερα, σύντομη, γιατί κατατρώγει ποσότητες χρόνου, που δεν τις ζει κανείς ούτε τις χρησιμοποιεί. Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι εκείνος που μόνο περιμένει, μοιάζει με φαγά, που το πεπτικό του σύστημα αποδιώχνει την τροφή σε ποσότητες, δίχως να επωφελείται από τη θρεπτική αξία της. Θα μπορούσε να πάει κανείς πιο πέρα ακόμη και να πει: όπως μια τροφή, που δε χωνεύεται, δε δυναμώνει έναν άνθρωπο, έτσι κι ο χρόνος που περνά, όταν κανείς περιμένει, δεν τον κάνει να γερνά. Η αλήθεια, όμως, είναι, πως καθαρή, αμιγής αναμονή, δεν υπάρχει. Η εβδομάδα, λοιπόν, είχε καταφαγωθεί και η κυριακάτικη ώρα του ταχυδρομείου είχε καταφτάσει, σαν να ήταν ακριβώς πάλι εκείνη, η πριν από εφτά μέρες. Εξακολουθούσε να προσφέρει ευνοϊκές περιστάσεις, με τον πιο ερεθιστικό τρόπο. Περιείχε και πρόσφερε, σε κάθε λεπτό, δυνατότητες να δημιουργήσεις κοινωνικές σχέσεις με τη φράου Σοσά. Δυνατότητες, που έσφιγγαν την καρδιά του Χανς Κάστορπ και την έκαναν να χτυπά πιο γρήγορα, χωρίς, ωστόσο, και να τολμά να μεταφέρει τις δυνατότητες αυτές στην περιοχή της πραγματικότητας. Και σ' αυτό αντέτεινε, αλήθεια, ένας συγκρατημός, που από τη μια μεριά ήταν κοινωνικής υφής, κι από την άλλη στρατιωτικής — που οφειλότανε, δηλαδή, ίσαμε ένα σημείο, στην παρουσία του έντιμου Γιόαχιμ και στο αίσθημα της τιμής και του καθήκοντος του ίδιου του Χανς Κάστορπ, μα και, εν μέρει επίσης, στην εντύπωσή του, ότι κοινωνικές σχέσεις με την Κλαούντια Σοσά, συνηθισμένες σχέσεις, που θ' ανάγκαζαν κανέναν να πει «σεις», να υποκλιθεί κι ίσως, μάλιστα, να μιλήσει γαλλικά, δεν ήταν ούτε αναγκαίες ούτε επιθυμητές, δεν θα ήταν ένα πράμα καθώς πρέπει… Στεκότανε και την κοίταζε να μιλά γελώντας, ακριβώς όπως μιλούσε γελώντας ο Πριμπισλάβ Χίππε, άλλοτε, στην αυλή του σχολείου: το στόμα της άνοιγε κάπως φαρδύ και τα λοξά μάτια της, πάνω από τα μήλα τανύονταν σαν χαραμάδες στενές. Δεν επρόκειτο καθόλου για κάτι «όμορφο», ήταν όμως αυτό που ήταν και, για έναν ερωτευμένο, η αισθητική κριτική της λογικής έχει τόσο λίγη σημασία όσο και η ηθική κριτική. — Περιμένετε και σεις ταχυδρομείο, ναυπηγέ μου; Μονάχα ένας οχληρός θα μπορούσε να μιλήσει έτσι. Ο Χανς Κάστορπ σκίρτησε και γύρισε προς τον κ. Σετεμπρίνι, που στεκόταν μπροστά του και χαμογελούσε — το λεπτό, ουμανιστικό χαμόγελό του, που μ' αυτό, άλλοτε, για πρώτη φορά, είχε χαιρετήσει τον

επισκέπτη, κοντά στον πάγκο πλάι στο ρυάκι και, όπως την άλλη φορά, ο Χανς Κάστορπ κοκκίνισε, όταν είδε αυτό το χαμόγελο. Όσο όμως κι αν είχε προσπαθήσει να διώξει στα όνειρά του τον «λατερνοπαίχτη», γιατί «ενοχλούσε εδώ», ο ξυπνητός άνθρωπος είναι πάντα καλύτερος απ' αυτόν που ονειρεύεται κι ο Χανς Κάστορπ είδε αυτό το χαμόγελο, όχι μόνο γιατί τον έκανε να τα χάσει, μα και με το αίσθημα, ότι είχε την ανάγκη του. Κι είπε μ' ευγνωμοσύνη: — Θεέ μου, ταχυδρομείο, κ. Σετεμπρίνι! Δεν είμαι πρεσβευτής! Ίσως να υπάρχει κανένα δελτάριο για κάποιον απ' τους δυο μας. Ο ξάδελφός μου, ακριβώς, πήγε να δει. — Εμένα, ο κουτσός διάβολος εκεί μπροστά, μου έδωσε κιόλας τη μικρή μου αλληλογραφία, είπε ο Σετεμπρίνι. Κι έφερε το χέρι στην άκρη της απαραίτητης ρεντινγκότας του. — Πράματα ενδιαφέροντα, συνέχισε, πράματα αναμφισβήτητης φιλολογικής και κοινωνικής σπουδαιότητας. Πρόκειται για ένα έργο εγκυκλοπαιδικό, που ένα ινστιτούτο ανθρωπιστικών σπουδών μου έκανε την τιμή να με καλέσει να συνεργασθώ… Πάντως, καλή δουλειά. Ο κ. Σετεμπρίνι σταμάτησε. — Και οι υποθέσεις σας; ρώτησε. Πού φτάσατε, λοιπόν; Σε ποιο σημείο, λόγου χάρη, βρίσκεται ο εγκλιματισμός σας; Επί τέλους, δεν είστε και τόσο πολύ καιρό μεταξύ μας, για να μη βρίσκεται το ζήτημά σας στην ημερησία διάταξη. — Ευχαριστώ, κ. Σετεμπρίνι. Πάντα δοκιμάζω κάποιες δυσκολίες, πράμα που απορεί να εξακολουθήσει ως το τέλος. Υπάρχουν κι εκείνοι που δε συνηθίζουν ποτέ, μου είπε ο ξάδελφός μου μόλις ήρθα. Μα συνηθίζει κανείς και στο να μη συνηθίζει… — Περίπλοκη εξέλιξη, γέλασε ο Ιταλός, περίεργος τρόπος προσαρμογής. Η νεότητα, φυσικά, είναι για όλα ικανή. Δεν συνηθίζει, αλλά ριζώνει. — Κι επιτέλους, δεν είμαστε εδώ στα κάτεργα της Σιβηρίας! — Όχι! ω, έχετε προτίμηση για συγκρίσεις με την Ανατολή κι αυτό εξηγείται εύκολα! Η Ασία μας καταβροχθίζει. Παντού, όπου ρίξει κανείς το βλέμμα, πρόσωπα τατάρικα. Κι ο κ. Σετεμπρίνι γύρισε διακριτικά το κεφάλι πάνω από το ώμο. — Τζένγκις-Χαν, είπε, μάτια λύκων της στέπας, χιόνι και ρακί, κνούτο, κρύπτες και χριστιανισμός. Θα έπρεπε να στήσουμε εδώ ένα βωμό της Παλλάδος Αθηνάς — σαν άμυνα. Βλέπετε εκεί μπροστά, έναν απ' αυτούς τους Ιβάν Ιβάνοβιτς, που δε φορούν ασπρόρουχα, πώς μαλώνει με τον εισαγγελέα Παραβάν; Ο καθένας θέλει να πάει μπρος από τον άλλο, για να πάρει την αλληλογραφία του. Δεν ξέρω ποιος από τους δυο έχει δίκιο, αλλά, κατά την γνώμη μου, ο Εισαγγελέας είναι υπό την προστασία της θεάς. Μπορεί να είναι γάιδαρος, μα ξέρει λατινικά, τουλάχιστον. Ο Χανς Κάστορπ γέλασε — πράμα που δεν έκανε ποτέ ο κ. Σετεμπρίνι. Ποτέ δε θα μπορούσε κανείς να τον φανταστεί να γελά εύθυμα. Ποτέ το γέλιο του δεν ξεπερνούσε τη λεπτή και ξηρή πτύχωση στη γωνιά των χειλιών. Κοίταξε το νέο που γελούσε κι ύστερα

τον ρώτησε: — Πήρατε το αρνητικό σας; — Το πήρα, βεβαίωσε ο Χανς Κάστορπ, με ύφος σπουδαίο. Τώρα τελευταία μόλις. Το έχω απάνω μου. Κι έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. — Α, το έχετε στο πορτοφόλι σας. Σαν είδος ταυτότητας, να πούμε, σαν διαβατήριο. Πολύ καλά. Ας το δούμε, λοιπόν. Κι ο κ. Σετεμπρίνι σήκωσε τη μικρή γυάλινη πλάκα, την πλαισιωμένη με μια λουρίδα μαύρο χαρτί, κρατώντας την ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείχτη του αριστερού του χεριού, μπροστά στο φως: μια κίνηση συνηθισμένη, που μπορούσες να δεις συχνά εδώ πάνω. Το πρόσωπό του, με τ' αμυγδαλωτά μαύρα μάτια, μόρφασε ελαφρά, όταν εξέτασε την πένθιμη φωτογραφία, χωρίς να φανεί ακριβώς, αν αυτό ήτανε μια προσπάθεια να δει πιο καθαρά ή κάτι άλλο. — Ναι, ναι, είπε έπειτα. Σας επιστρέφω το διαβατήριό σας. Ευχαριστώ. Και παράδωσε την πλάκα στον ιδιοκτήτη της, από το πλάι, πάνω απ' το μπράτσο του, γυρίζοντας αλλού το κεφάλι. — Είδατε τις αποτετανωμένες ίνες; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Και τους κόμπους; — Ξέρετε, απάντησε σιγά ο Σετεμπρίνι, τι σκέφτομαι για τη σημασία αυτών των προϊόντων. Ξέρετε, επίσης, ότι αυτές οι κηλίδες κι αυτές εδώ μέσα έχουν, ως επί το πλείστον, φυσιολογική προέλευση. Έχω εξετάσει εκατοντάδες κλισέ, που είχαν σχεδόν την όψη του δικού σας και άφηναν, σ' αυτόν που τα έκρινε, κάθε ελευθερία για ν' αποφασίσει αν, ναι ή όχι, αποτελούν αληθινή «ταυτότητα». Μιλώ σαν ερασιτέχνης, αλλά ερασιτέχνης που έχει πείρα χρονών. — Το διαβατήριό σας φαίνεται χειρότερο; — Ναι, λιγότερο ευνοϊκό. Εκτός απ' αυτό, γνωρίζω πως ακόμα κι οι κύριοι αλχημιστές μας δε βασίζουν καμιά διάγνωση πάνω σε τούτο το παιχνιδάκι μόνο. Κι έχετε, λοιπόν, την πρόθεση να περάσετε το χειμώνα μαζί μας; — Θεέ μου, ναι… Αρχίζω να συνηθίζω στη σκέψη πως δε θα φύγω από δω, παρά με τον ξάδελφό μου. — Δηλαδή, αρχίζετε να συνηθίζετε να μη… Το εκφράζετε αυτό με πολύ πνεύμα. Ελπίζω, ότι σας έστειλαν τα πράματά σας — φορέματα ζεστά, γερά παπούτσια. — Όλα, όλα είναι απολύτως εν τάξει, κ. Σετεμπρίνι. Ειδοποίησα τους συγγενείς μου κι η οικονόμος μας μου τα έστειλε όλα επειγόντως. Μπορώ, λοιπόν, να τα βγάλω πέρα. — Αυτό με καθησυχάζει. Μα, για σταθείτε! Έχετε ανάγκη από ένα σάκο, από ένα σάκο γούνινο. —Πού έχουμε το μυαλό μας;— Αυτό το αργοπορημένο καλοκαίρι είναι απατηλό. Από τη μια ώρα στην άλλη μπορεί να βρεθούμε στην καρδιά του χειμώνα. Θα περάσετε εδώ τους πιο ψυχρούς μήνες… — Ναι, ο σάκος που μέσα του ξαπλώνει κανείς, είπε ο Χανς Κάστορπ, είναι βέβαια κάτι

που χρειάζεται. Μου πέρασε κιόλας από το μυαλό κι είπα να κατεβούμε μια απ' αυτές τις μέρες στο Νταβός-Πλατς, με τον ξάδελφό μου, για ν' αγοράσω έναν. Ύστερα, βέβαια, δεν τον χρειάζεται κανείς πια, μα για τέσσερις ως έξι μήνες, αξίζει τον κόπο, βέβαια. — Αξίζει, τον κόπο, ναυπηγέ μου, είπε σιγά ο κ. Σετεμπρίνι, πλησιάζοντας το νέο. Ξέρετε, όμως, ότι είναι τρομαχτικό να σας βλέπει κανείς να παίζετε, σαν ταχυδακτυλουργός, με τα λόγια; Τρομαχτικό, γιατί 'ναι αφύσικο κι είναι και ξένο προς τη φύση σας, γιατί αυτό εξαρτάται μόνο από την ευπείθεια της ηλικίας σας. Αχ, αυτή η υπερβολική ικανότητα προσαρμογής της νεότητας! Η νεότητα είναι η απελπισία των παιδαγωγών, γιατί πριν απ' όλα είναι έτοιμη να δοκιμαστεί σε ό,τι χειρότερο υπάρχει. Μη μιλάτε, νέε μου, όπως ακούτε να μιλούν εδώ, αλλά σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό σας τρόπο ζωής. Εδώ υπάρχει, προ παντός, πολλή Ασία, στον αέρα, γι' αυτό και βράζει από τύπους της μοσχοβίτικης Μογγολίας. Αυτοί οι άνθρωποι… — κι ο Σετεμπρίνι έκανε με το πηγούνι του μια κίνηση προς τα πίσω, πάνω από τον ώμο του. — Μην προσανατολίζεστε εσωτερικά προς αυτούς, μην αφεθείτε να μολυνθείτε από τις αντιλήψεις τους, αντιτάξετε τη δική σας ιδιοσυγκρασία, την ιδιοσυγκρασία που είναι ανώτερη απ' τη δική τους και κρατήστε ιερό αυτό που, από ιδιοσυγκρασία και από καταγωγή, πρέπει να είναι ιερό για σας, το παιδί της Δύσης, της θείας Δύσης, το παιδί του πολιτισμού: θέλω να πω το Χρόνο. Αυτή η διασπάθιση, αυτή η γενναιόδωρη σπατάλη στη χρήση του χρόνου είναι ασιατικού ρυθμού και, δίχως άλλο, αυτή είναι η αιτία, που τα τέκνα της Ανατολής αρέσκονται εδώ. Δεν παρατηρήσατε, πως όταν ένας Ρώσος λέει «τέσσερις ώρες», δεν είναι τίποτα άλλο απ' αυτό που κάποιος από μας εννοεί όταν λέει «μια ώρα»; Αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς, ότι η νωχέλεια αυτών των ανθρώπων μπροστά στο χρόνο, έχει σχέση με την άγρια απεραντοσύνη της χώρας τους. Όπου υπάρχει πολύς χώρος, υπάρχει και πολύς χρόνος, λένε μάλιστα, πως οι Ρώσοι είναι ο λαός που έχει καιρό και μπορεί να περιμένει. Εμείς οι Ευρωπαίοι δεν μπορούμε. Έχουμε τόσο λίγο χρόνο, όσο χώρο έχει η ευγενική μας ήπειρος, η σκαλισμένη με τόση λεπτότητα. Είμαστε αναγκασμένοι να διαχειριζόμαστε τον ένα, όπως και τον άλλο, με ακρίβεια, πρέπει να σκεφτόμαστε το ωφέλιμο, την ωφελιμότητα, ναυπηγέ μου! Πάρτε σα σύμβολα τις μεγάλες μας πόλεις, αυτά τα κέντρα, τις εστίες πολιτισμού, αυτούς τους κρατήρες της σκέψης! Όσο το έδαφος αποκτά αξία, όσο η σπατάλη του χώρου γίνεται κάτι το αδύνατο, ο χρόνος —παρατηρείστε το!— γίνεται κι αυτός εξ ίσου κι ολοένα πιο πολύτιμος. Carpe diem! Ένας μεγαλοαστός το τραγούδησε αυτό. Ο χρόνος είναι δώρο των θεών και τον δάνεισαν στον άνθρωπο, για να τον χρησιμοποιήσει ωφέλιμα, ναυπηγέ μου, στην υπηρεσία και στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Ακόμη και τις τελευταίες αυτές λέξεις —μ' όλο που η γερμανική γλώσσα ήταν ένα εμπόδιο για τη δική του τη μεσογειακή— ο κ. Σετεμπρίνι τις είχε προφέρει μ' έναν τρόπο ευχάριστα ηχηρό, καθαρό, και, μπορεί σχεδόν κανείς να πει, πλαστικό. Ο Χανς Κάστορπ δεν απάντησε, παρά με μια υπόκλιση σύντομη, αλύγιστη, όπως άρμοζε σ' έναν μαθητή, που δέχτηκε ένα μάθημα όμοιο με μομφή. Τι έπρεπε ν' απαντήσει; Αυτή η πολύ προσωπική συνομιλία του κ. Σετεμπρίνι μαζί του, σχεδόν ψιθυριστή, με τη ράχη γυρισμένη σ' όλους

τους άλλους οικότροφους, είχε έναν χαρακτήρα πολύ αντικειμενικό, πολύ λίγο κοσμικό, έμοιαζε πολύ λίγο με μια αληθινή συνομιλία, για να του επιτραπεί να εκφράσει ακόμα και μια επιδοκιμασία. Δεν απαντά κανείς σ' ένα καθηγητή: «Τι ωραία που τα είπατε!» Ο Χανς Κάστορπ, άλλοτε, το είχε πει αυτό επανειλημμένα, σαν για να βαστάξει κάποια ισορροπία, από την άποψη της κοσμικότητας, με τον Σετεμπρίνι. Ο ουμανιστής, όμως, ποτέ δεν είχε μιλήσει με μια επιμονή τόσο διδακτική. Δεν του έμενε, λοιπόν, παρά να δεχτεί την κατσάδα, ζαλισμένος από την τόση ηθική, σαν μαθητής. Μπορούσε, άλλωστε, ν' αντιληφθεί κανείς, από τη έκφραση του κ. Σετεμπρίνι, πως, ακόμα και στη σιωπή, η ενέργεια του πνεύματός του εξακολουθούσε. Στεκόταν πολύ κοντά στο Χανς Κάστορπ, έτσι, μάλιστα, που αυτός χρειάστηκε να τον σπρώξει ελαφρά προς τα πίσω, και τα μαύρα του μάτια φαίνονταν να κρέμονται στο πρόσωπο του νέου — με την τυφλή προσήλωση ενός ανθρώπου απορροφημένου στις σκέψεις του. — Υποφέρετε, ναυπηγέ μου, εξακολούθησε, υποφέρετε σαν ένας αποπλανημένος. Ποιος δε θα το αντιλαμβανόταν, βλέποντας την έκφρασή σας; Η στάση σας όμως, απέναντι στην οδύνη θα έπρεπε να είναι διαγωγή Ευρωπαίου, όχι Ανατολίτη, απ' αυτή τη θηλυπρεπή και νοσηρή Ανατολή, που στέλνει εδώ τόσους αρρώστους… Ο οίκτος και η ατέλειωτη υπομονή, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν το κακό. Δεν μπορεί, δεν πρέπει να 'ναι ο δικός σας! Μιλούσαμε πριν λίγο για το ταχυδρομείο μου… Βλέπετε, εδώ… Ή, ακόμα καλύτερα, ελάτε! Εδώ είναι αδύνατο… Θα φύγουμε από δω, θα μπούμε εκεί, από την άλλη μεριά… Θα σας κάνω εκμυστηρεύσεις, που… Ελάτε! Και, κάνοντας μεταβολή, παράσυρε το Χανς Κάστορπ έξω από το ισόγειο, στο πρώτο σαλόνι, το πιο κοντινό, στην εξώθυρα, που ήταν διαρρυθμισμένο σε αναγνωστήριο και γραφείο και όπου, για την ώρα, δε βρισκόταν κανένας από τους οικότροφους. Κάτω από τον ανοιχτόχρωμο θόλο υπήρχαν σανιδώματα δρύινα. Υπήρχαν βιβλιοθήκες, ένα τραπέζι με καρέκλες τριγύρω, σκεπασμένο μ' εφημερίδες σε τελάρα και γραφεία κάτω από τα τόξα των παραθυριών. Ο κ. Σετεμπρίνι προχώρησε κοντά σ' ένα απ' αυτά τα παράθυρα. Ο Χανς Κάστορπ τον ακολούθησε. Η πόρτα έμεινε ανοιχτή. — Αυτά τα χαρτιά, είπε ο Ιταλός, τραβώντας με βιαστικό χέρι, από την τσέπη της αιώνιας ρεντινγκότας του, που ήταν φουσκωμένη σαν τσάντα, ένα μάτσο, έναν ογκώδη φάκελο, που ήταν κιόλας ανοικτός και το περιεχόμενό του — διάφορα έντυπα, καθώς κι ένα γράμμα — και κάνοντάς τα να γλιστρήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά του, κάτω από τα μάτια του Χανς Κάστορπ — αυτά τα χαρτιά φέρνουν γαλλικά την επικεφαλίδα: «Διεθνής Σύνδεσμος δια την Οργάνωσιν της Προόδου». Μου τα στέλνουν από το Λουγκάνο, όπου βρίσκεται ένα τμήμα του Συνδέσμου. Θέλετε να πληροφορηθείτε τις αρχές και τους σκοπούς του; Θα σας τους εξηγήσω, με δυο λόγια. Ο Σύνδεσμος, για την οργάνωση της Προόδου, από τη θεωρία, για την εξέλιξη του Δαρβίνου, έχει φτάσει σε τούτη τη φιλοσοφική άποψη: ό,τι ο φυσικός και πιο βαθύς προορισμός της ανθρωπότητας, είναι να τελειοποιείται μόνη της. Συμπεραίνει, επίσης, ότι είναι καθήκον του καθενός, που θα ήθελε ν' ανταποκριθεί σ' αυτόν το φυσικό προορισμό, να συνεργαστεί ενεργητικά στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Πολυάριθμοι είναι εκείνοι που απάντησαν σ' αυτή την

έκκληση. Ο αριθμός των μελών του Συνδέσμου, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Τουρκία, ακόμα και στη Γερμανία είναι σημαντικός. Κι εγώ, επίσης, έχω την τιμή να συμπεριλαμβάνομαι, σαν μέλος, στους καταλόγους του Συνδέσμου. Ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων ανωτέρας υφής έχει οργανωθεί, σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους, πρόγραμμα που αγκαλιάζει όλες τις παρούσες δυνατότητες τελειοποιήσεως του ανθρωπίνου οργανισμού. Μελετάται το πρόβλημα της υγείας της φυλής μας, εξετάζονται όλες οι μέθοδοι, για να πολεμηθεί ο εκφυλισμός, που δίχως αμφιβολία, είναι μια ανησυχαστική συνέπεια της αυξανόμενης βιομηχανοποιήσεως. Εκτός απ' αυτό, ο Σύνδεσμος καταβάλλει κάθε φροντίδα για την ίδρυση λαϊκών πανεπιστημίων, για την κατάργηση της πάλης των τάξεων, με όλες τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που μπορούν να συντελέσουν σ' αυτόν το σκοπό. Τέλος, την κατάργηση των συγκρούσεων μεταξύ των λαών, του πολέμου, με την ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου. Το βλέπετε, οι προσπάθειες του Συνδέσμου είναι γενναιόδωρες και ευρύτατες. Πολλά διεθνή περιοδικά μαρτυρούν τη δραστηριότητά του, περιοδικά μηνιαία, που σε τρεις ή τέσσερις γλώσσες, εκθέτουν, μ' έναν τρόπο πολύ ενδιαφέροντα, την ανάπτυξη και τις προόδους της καλλιεργημένης ανθρωπότητας. Πολυάριθμες τοπικές ομάδες έχουν ιδρυθεί σε διάφορες χώρες και θα εξασκήσουν μια εκπολιτιστική και μορφωτική δράση μέσα στο πνεύμα του προοδευτικού ιδεώδους, με βραδινές συγκεντρώσεις για συζήτηση και κυριακάτικες γιορτές. Ο Σύνδεσμος, όμως, προσπαθεί, κυρίως να βοηθήσει, με έντυπο υλικό, τα πολιτικά, προοδευτικά κόμματα όλων των χωρών… Με παρακολουθείτε, ναυπηγέ μου; — Απολύτως! απάντησε ο Χανς Κάστορπ, με υπερβολική ζωηρότητα. Λέγοντας αυτό, είχε την αίσθηση ανθρώπου, που γλιστρά και μόλις κατορθώνει να κρατηθεί στα πόδια του. Ο κ. Σετεμπρίνι φάνηκε ικανοποιημένος. — Υποθέτω, ότι οι προοπτικές, που σας εκθέτω, είναι καινούριες και καταπληκτικές. — Ναι, πρέπει να το ομολογήσω, ότι είναι η πρώτη φορά, που ακούω να μιλούν γι' αυτές τις… αυτές τις προσπάθειες. —Α, γιατί να μην έχετε ακούσει να μιλούν γι' αυτές πιο πριν! Ίσως, όμως, δεν είναι ακόμα πολύ αργά. Λοιπόν, αυτά τα έντυπα… Θέλετε να ξέρετε τι μελετούν; Ακούστε με, λοιπόν! Τούτη την άνοιξη, έγινε στη Βαρκελώνη μια γενική συνέλευση του Συνδέσμου. Γνωρίζετε, ότι αυτή η πόλη μπορεί να περηφανεύεται για τις ιδιαίτερες σχέσεις της με το πολιτικό ιδανικό της προόδου. Το συνέδριο κράτησε μια εβδομάδα, με συμπόσια και τελετές κάθε είδους. Θεέ μου, σκοπός μου ήταν να πάω, είχα την πιο ζωηρή επιθυμία να λάβω μέρος στις συζητήσεις. Μα αυτός ο παλιάνθρωπος ο Αυλικός Σύμβουλος μου το απαγόρεψε, φοβερίζοντάς με, ότι θα πεθάνω και, τι τα θέλετε. Φοβήθηκα τον θάνατο και δεν πήγα. Ήμουν απελπισμένος, όπως το φαντάζεστε, μ' αυτό το παιχνίδι, που μου έπαιζε η ευαίσθητη υγεία μου. Τίποτα δεν είναι πιο οδυνηρό, παρά όταν το ζωώδες, το οργανικό μέρος του εαυτού μας μας εμποδίζει να υπηρετήσουμε τη λογική. Γι' αυτό ακόμα πιο ζωηρή είναι η ικανοποίησή μου, απ' αυτή την επιστολή του γραφείου του Λουγκάνο… Θα είστε περίεργος για το περιεχόμενό της… Το πιστεύω, ευχαρίστως. Ιδού μερικές

πληροφορίες, στα γρήγορα… Ο «Σύνδεσμος για την οργάνωσιν της Προόδου», έχοντας συνείδηση, ότι το έργο του είναι να προετοιμάσει την ευτυχία της ανθρωπότητας, με άλλα λόγια: να καταπολεμήσει και να εξαλείψει τελικά τον ανθρώπινο πόνο, με την κατάλληλη κοινωνική προσπάθεια, έχοντας υπ' όψει του, άλλωστε, ότι το υψηλό αυτό έργο δε μπορεί, ίσως, να επιτελεστεί παρά μόνο με τη βοήθεια της κοινωνιολογικής επιστήμης, που ο τελικός σκοπός της είναι το τέλειο Κράτος — ο Σύνδεσμος, λοιπόν, αποφάσισε, στη Βαρκελώνη, τη δημοσίευση ενός έργου, σε πολλούς τόμους, που θα φέρει τον τίτλο «Κοινωνιολογία του Πόνου» και όπου τα δεινά της ανθρωπότητας, όλες τους οι κατηγορίες και ποικιλίες θα γίνουν το αντικείμενο μιας μελέτης συστηματικής και τελειωτικής. Θα μου αντιτείνετε: σε τι ωφελούν οι κατηγορίες, οι ποικιλίες και τα συστήματα; Σας απαντώ: Τακτοποίηση και διαλογή είναι η απαρχή της κυριαρχίας και ο πιο επικίνδυνος εχθρός είναι ο άγνωστος εχθρός. Πρέπει να βγάλουμε το ανθρώπινο γένος από τον πρωτογονισμό του φόβου και της καρτερικής απάθειας και να τον παρασύρουμε στη φάση της συνειδητής δράσης. Πρέπει να φωτίσουμε τη θρησκεία του, να τον κάνουμε να εννοήσει, πως, όταν, κατ' αρχήν, ανακαλυφθούνε τα αίτια, θα εξαφανιστούν και οι συνέπειες και ότι όλα σχεδόν τα δεινά του ατόμου είναι ασθένεια του κοινωνικού οργανισμού. Ωραία! Αυτός, λοιπόν, είναι ο σκοπός της «κοινωνικής παθολογίας». Σε καμιά εικοσαριά τόμους, σχήματος λεξικού, θα απαριθμήσει και θα μελετήσει όλες τις περιπτώσεις του ανθρώπινου πόνου, που μπορεί να φανταστεί κανείς. Από τον πιο προσωπικό και τον πιο εσωτερικό, ίσαμε τις συγκρούσεις των ομάδων, και τα δεινά που προέρχονται από τις εχθρότητες των τάξεων και τις διεθνείς συγκρούσεις. Με λίγα λόγια, θ' αποκαλύψει τα χημικά στοιχεία, που οι συμμείξεις τους και οι πολυάριθμοι συνδυασμοί τους προσδιορίζουν όλους τους ανθρώπινους πόνους και, έχοντας σαν κανόνα συμπεριφοράς την αξιοπρέπεια και την ευτυχία της ανθρωπότητας, θα της προτείνει τα μέσα και τα μέτρα που ενδείκνυνται, για να εξαλειφθούν οι αιτίες των δεινών αυτών. Ειδικοί, κατατοπισμένοι στον κόσμο της ευρωπαϊκής επιστήμης, θα επωμιστούνε τη σύνταξη αυτής της εγκυκλοπαίδειας των δεινών και το κεντρικό γραφείο, στο Λουγκάνο, θα είναι το σημείο συγκέντρωσης των διαφόρων αυτών άρθρων. Τα μάτια σας με ρωτούν ποια θέση μου δίνεται σε όλ' αυτά, έτσι; Αφήστε με να τελειώσω. Τα γράμματα, επίσης, δεν πρέπει να παραμεληθούν σε τούτο το μεγάλο έργο, ενόσω ακριβώς έχουν ως αντικείμενο τον ανθρώπινο πόνο. Γι' αυτό προβλέψανε έναν τόμο ξεχωριστό, που για να παρηγορήσει και να διδάξει εκείνους που υποφέρουν, πρέπει να μαζέψει και ν' αναλύσει, συνοπτικά, όλα τ' αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που αναφέρονται σ' όλες αυτές τις συγκρούσεις. Κι αυτό είναι το έργο, που, με τούτη δω την επιστολή, εμπιστεύονται στον ταπεινό δούλο σας. — Αφάνταστο, κ. Σετεμπρίνι! Αφού είναι έτσι, αφήστε με να σας συγχαρώ, μ' όλη μου την καρδιά. Να ένα έργο μεγαλειώδες και πραγματικά καμωμένο για σας, όπως πιστεύω. Δεν απορώ καθόλου, που ο Σύλλογος σκέφτηκε εσάς. Και πόσο πρέπει να χαίρεστε, που θα μπορέσετε, τώρα, να βοηθήσετε να καταπολεμηθεί ο ανθρώπινος πόνος! — Είναι μια μακροχρόνια εργασία, είπε ο κ. Σετεμπρίνι, σκεφτικός. Απαιτεί πολλή

περισυλλογή και μελέτη, πρόσθεσε, ενώ το βλέμμα του φαινόταν να χάνεται στο τεράστιο πλήθος των έργων, που έπρεπε να διαβάσει. Πολύ περισσότερο, γιατί τα γράμματα έχουν, σχεδόν πάντα, αντικείμενό τους τον πόνο, και αριστουργήματα δεύτερης και τρίτης σειράς ακόμα ασχολούνται μ' αυτόν, κατά κάποιο τρόπο. Ας είναι, ή μάλλον, τόσο το καλύτερο! Όσο απέραντο κι αν είναι αυτό το έργο, είναι, οπωσδήποτε, από κείνα, που στην ανάγκη, μπορεί κανείς να τα φέρει σε πέρας και σε τούτη ακόμη την καταραμένη διαμονή, μ' όλο που, ελπίζω, ότι δε θ' αναγκαστώ να το τελειώσω εδώ. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο, εξακολούθησε, πλησιάζοντας πάλι το Χανς Κάστορπ και χαμηλώνοντας τη φωνή, ίσαμε που έγινε ψίθυρος, δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για τα καθήκοντα, που η φύση επιβάλλει σε σας, ναυπηγέ μου. Εδώ ήθελα να φτάσω και τούτο ήθελα να σας υπενθυμίσω: Γνωρίζετε, πόσο θαυμάζω το επάγγελμά σας. Καθώς, όμως, είναι ένα επάγγελμα πρακτικό κι όχι διανοητικό, δεν μπορείτε να το εξασκήσετε, αντίθετα από μένα, παρά μόνο στον κάμπο κι εκεί να πολεμήσετε ενεργητικά την οδύνη, με τον τρόπο σας, να υποστηρίξετε την πρόοδο, να χρησιμοποιήσετε το χρόνο σας. Σας έχω μιλήσει για το καθήκον που νομίζω πως έχω να σας υπενθυμίζω. Για να σας αποδώσω πάλι στον εαυτό σας, να αναστηλώσω τις αντιλήψεις σας, που, καθώς φαίνεται, αρχίζουν να μπερδεύονται κάτω από ατμοσφαιρικές επιδράσεις. Σας το τονίζω: κρατήστε τη θέση σας! Να είστε περήφανος και μη χάνεστε ανάμεσα σε ό,τι σας είναι ξένο. Αποφεύγετε αυτό το τέλμα, αυτό το νησί της Κίρκης. Δεν είστε αρκετά Οδυσσέας για να μείνετε σ' αυτό ατιμωρητί. θα περπατήσετε με τα τέσσερα, κιόλας σκύβετε προς τα κάτω άκρα σας, σε λίγο θ' αρχίσετε να γρυλλίζετε… Προσέξετε! Καθώς παρότρυνε ήρεμα το Χανς Κάστορπ, ο ουμανιστής κουνούσε το κεφάλι επίμονα. Σώπασε, με τα μάτια χαμηλωμένα και τα φρύδια σουφρωμένα. Ήταν αδύνατο να του απαντήσει κανείς αστειευόμενος ή με αοριστίες, όπως συνήθιζε να κάνει ο Χανς Κάστορπ και όπως, ακόμα και τούτη τη φορά, σκέφτηκε, μια στιγμή, αν μπορούσε να κάνει. Κι αυτός, όμως, είχε κατεβάσει τα βλέφαρα. Έπειτα, σήκωσε τους ώμους και είπε σιγά: — Τι πρέπει να κάνω; — Αυτό που σας είπα. — Δηλαδή, να ξαναφύγω; Ο κ. Σετεμπρίνι σώπαινε. — Θέλετε να πείτε, πως πρέπει να γυρίσω σπίτι μου; — Σας το συμβούλεψα, από την πρώτη βραδιά, ναυπηγέ μου. — Ναι, και τότε ήμουν ελεύθερος να το κάνω, μ' όλο που το έκρινα παράλογο να τα παρατήσω όλα μόνο και μόνο γιατί ο αέρας εδώ πάνω μ' εκνεύριζε λιγάκι. Από τότε, μπήκε στη μέση κι εκείνη η εξέταση, ύστερα από την οποία ο γιατρός Μπέρενς μου είπε καθαρά, ότι δεν άξιζε τον κόπο να επιστρέψω, γιατί σε λίγο θα ήμουν αναγκασμένος να ξανανεβώ εδώ και πως αν εξακολουθούσα αυτή τη ζωή στον κάμπο, είτε το ήθελα, είτε όχι, όλο το κομμάτι του πνεύμονα θα πήγαινε στο διάβολο. — Το ξέρω, τώρα πια έχετε τη δικαιολογία σας στην τσέπη.

— Ναι, αυτό το λέτε ειρωνικά… φυσικά, μ' αυτή την καλοπροαίρετη ειρωνεία, που δεν προκαλεί παρεξήγηση, που είναι ένα είδος ρητορικό, ευθύ και κλασικό — βλέπετε, θυμούμαι τους δικούς σας όρους. — Μπορείτε, όμως, ν' αναλάβετε την ευθύνη, μπροστά σ' αυτή τη φωτογραφία κι ύστερα από το αποτέλεσμα της ακτινοσκόπησης κι ύστερα από τη διάγνωση του γιατρού, να με συμβουλέψετε να γυρίσω στο σπίτι μου; Ο κ. Σετεμπρίνι δίστασε λίγο. Έπειτα, ανορθώθηκε, άνοιξε τα μάτια του, σκαλώνοντάς τα πάνω στο Χανς Κάστορπ, σταθερά και μαύρα, κι απάντησε, μ' έναν τόνο απ' όπου δεν έλειπε κάποια θεατρική διάθεση και μια προσπάθεια να κάνει εντύπωση: — Ναι, ναυπηγέ μου. Είμαι έτοιμος ν' αναλάβω αυτή την ευθύνη. Κι η στάση του Χανς Κάστορπ, όμως, είχε γίνει τώρα σταθερή. Στεκόταν με τα τακούνια ενωμένα και κοίταζε κατά πρόσωπο τον κ. Σετεμπρίνι. Τούτη τη φορά, ήταν μια μονομαχία. Ο Χανς Κάστορπ αντιστεκόταν. Επιδράσεις πολύ κοντινές τον δυνάμωναν. Εδώ, υπήρχε ένας παιδαγωγός, κι εκεί, πολύ κοντά, μια γυναίκα με λοξά μάτια. Δε ζήτησε καν συγγνώμη, γι' αυτό που θα έλεγε, δεν πρόσθεσε «μη μου θυμώσετε». Απάντησε: —Τότε, είστε πιο φρόνιμος για τον εαυτό σας, παρά για τους άλλους! Εσείς δεν πήγατε στη Βαρκελώνη, στο συνέδριο των προοδευτικών, για να μην παραβείτε την απαγόρευση του γιατρού. Φοβηθήκατε το θάνατο και μείνατε εδώ. Ίσαμε ένα βαθμό, η στάση του κ. Σετεμπρίνι κλονίστηκε αναμφισβήτητα. Όχι χωρίς κόπο, χαμογέλασε κι είπε: — Ξέρω να εκτιμώ μια γρήγορη και ζωηρή απάντηση, ακόμα κι όταν η λογική της προσεγγίζει τη σοφιστεία. Μου είναι αποκρουστικό να συναγωνίζομαι με τον αηδή τρόπο που συνηθίζεται εδώ, αλλιώς, θα σας απαντούσα, ότι είμαι αρκετά πιο άρρωστος από σας. Δυστυχώς, τόσο άρρωστος, που δεν τρέφω πια την ελπίδα, ότι θα εγκαταλείψω ποτέ αυτό το μέρος, για να μπορέσω να επιστρέφω στον κόσμο, παρά μόνο ξεγελώντας τον εαυτό μου, με τεχνάσματα. Τη στιγμή που θα μου φανεί εντελώς άπρεπο πια, να έχω περισσότερο καιρό αυτή την ψευδαίσθηση, θ' αφήσω αυτό το ίδρυμα και θα μείνω, για τις υπόλοιπες μέρες μου, σε μίαν ιδιαίτερη κατοικία, κάπου στην κοιλάδα. Θα είναι θλιβερό, καθώς όμως ο χώρος της εργασίας μου είναι ο πιο ελεύθερος κι ο πιο ιδεώδης, τούτο δε θα μ' εμποδίσει να υπηρετήσω, ως την τελευταία πνοή μου, την ανθρωπότητα και ν' αντιμετωπίσω το πνεύμα της αρρώστιας. Επέσυρα κιόλας την προσοχή σας στη διαφορά που υπάρχει απάνω σ' αυτό μεταξύ μας. Δεν είστε, ναυπηγέ μου, ένας άντρας ολοκληρωμένος, για να προφυλάξετε, εδώ, το καλύτερο μέρος του εαυτού σας. Το είδα από την πρώτη μας συνάντηση. Με κατηγορείτε, που δεν έφυγα για τη Βαρκελώνη. Υπόκυψα στη διαταγή του γιατρού, για να μην αφήσω τον εαυτό μου να πεθάνει πρόωρα. Το έκανα, όμως, αυτό, με τις πιο αυστηρές επιφυλάξεις. Όχι δίχως να αισθανθώ το πνεύμα μου να διαμαρτύρεται περήφανα και οδυνηρά εναντίον της ρητής προσταγής του αξιολύπητου σώματός μου. Είναι αυτή η διαμαρτυρία εξ ίσου ζωηρή μέσα σας, καθώς υπακούετε στις παραγγελίες των δυνάμεων εδώ; Ή υπακούετε, με πολύ ζήλο, μάλλον στο σώμα και στην ολέθρια τάση του;

— Γιατί θυμώνετε με το σώμα; τον έκοψε ο Χανς Κάστορπ και κοίταξε τον Ιταλό με ολάνοιχτα τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που το ασπράδι τους ήταν αιματόστιχτο. Η τρελή τολμηρότητά του του έφερνε ζάλη και το αντιλαμβανόταν. Για τι μίλησα; σκέφτηκε. Να που το πράμα αρχίζει να γίνεται τρομερό. Να που είμαι σε πόλεμο μαζί του και, κατά πως φαίνεται, δε θα τον αφήσω να πει την τελευταία λέξη. Φυσικά, στο τέλος, αυτός θα την πει, αλλά δεν πειράζει, πάντα και κάτι θα κερδίσω. Θα τον κάνω ν' ανάψει. Και συμπλήρωσε την αντίρρησή του: — Δεν είστε ουμανιστής; Πώς μπορείτε να είστε άσχημα διατεθειμένος για το σώμα; Ο Σετεμπρίνι χαμογέλασε, χωρίς δυσκολία αυτή τη φορά, και σίγουρος για τον εαυτό του. — «Τι έχετε να κατηγορήσετε την ψυχανάλυση;» τόνισε, με το κεφάλι γερμένο στον ώμο. «Έχετε να πείτε τίποτα κακό εναντίον της;» Θα με βρίσκετε πάντα έτοιμο να σας δίνω την απάντηση, ναυπηγέ μου, είπε, κάνοντας υπόκλιση και χαιρετώντας, με μια απλωτή κίνηση του χεριού προς το πάτωμα, και προπαντός όταν κάνετε επίδειξη πνεύματος στις αντιλογίες σας. Δε μιλάτε δίχως κομψότητα. Ουμανιστής, ναι, ασφαλώς που είμαι. Ποτέ δε θα με πιάσετε με ασκητικές τάσεις. Επιδοκιμάζω, τιμώ κι αγαπώ το κορμί, όπως επιδοκιμάζω, τιμώ κι αγαπώ τη μορφή, την ομορφιά, την ελευθερία, την ευθυμία και την απόλαυση — καθώς εκπροσωπώ τον «κόσμο», τα συμφέροντα της ζωής, εναντίον της αισθηματικής φυγής από τον κόσμο — τον Κλασικισμό εναντίον του Ρομαντισμού. Πιστεύω, πως η στάση μου δεν επιδέχεται αμφιβολία. Μα υπάρχει μια δύναμη, μια αρχή, που συγκεντρώνει την πιο απόλυτη επιδοκιμασία μου, τον ύψιστο και ύστατο σεβασμό μου και την αγάπη μου, κι αυτή η δύναμη, αυτή η αρχή, είναι το πνεύμα. Όση απέχθεια κι αν αισθάνομαι, βλέποντας ν' αντιτάσσεται στο κορμί δεν ξέρω τι φαντό και φάντασμα του φεγγαρόφωτου, που τ' ονομάζουν «ψυχή», στην αντίθεση μεταξύ σώματος και πνεύματος, το κορμί σημαίνει το Κακό, τη διαβολική αρχή, γιατί το κορμί είναι φύση και η φύση — καθώς την αντιτάσσετε στο πνεύμα, στη λογική, το επαναλαμβάνω αυτό — είναι κακή — μυστικιστική και κακή. «Είστε ουμανιστής;» Οπωσδήποτε είμαι, γιατί 'μαι φίλος του ανθρώπου, όπως ήταν ο Προμηθέας, ένας ερωτευμένος με την ανθρωπότητα και την ευγένειά της. Μα τούτη η ευγένεια βρίσκεται μέσα στο πνεύμα της, στη λογική, και γι' αυτό του κάκου θα υψώσετε την κατηγορία της χριστιανικής φωτοσβεσίας… Ο Χανς Κάστορπ έκανε μια κίνηση, σα να 'θελε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. — Του κάκου θα υψώσετε αυτή την κατηγορία, επέμενε ο Σετεμπρίνι, όταν ο ουμανισμός, με την υπερηφάνεια της ευγενείας του, διδάσκει να αισθανόμαστε την υποταγή του πνεύματος στο κορμί, στη φύση μιας ημέρας, σαν εξευτελισμό, σαν ύβρη. Ξέρετε, πώς μας διασώθηκαν τα λόγια του μεγάλου Πλωτίνου, ότι ντρεπότανε που είχε κορμί; ρώτησε ο Σετεμπρίνι κι απαίτησε τόσο σοβαρά μια απόκριση, που ο Χανς Κάστορπ βρέθηκε υποχρεωμένος ν απαντήσει, πως το άκουε για πρώτη φορά. — Τα λόγια αυτά μας τα διάσωσε ο Πορφύριος. Λόγια παράλογα, αν θέλετε. Μα το παράλογο είναι ό,τι είναι ανδρείο πνευματικά, και, στο βάθος τίποτα δεν μπορεί να 'ναι πιο άθλιο από την ένσταση του παράλογου, εκεί που το πνεύμα, θέλοντας να διασώσει την αξιοπρέπειά του εναντίον της φύσεως, αρνιέται να παραιτηθεί μπροστά της…

Ακούσατε να μιλούν για τον σεισμό της Λισαβώνας; — Όχι — σεισμός; Δε βλέπω εφημερίδες εδώ… — Δε με καταλαβαίνετε καλά. Ας ειπωθεί, εντελώς περαστικά, πως είναι λυπηρό —και χαρακτηριστικό τούτου δω του τόπου— το ότι αμελείτε να διαβάζετε εφημερίδες εδώ. Μα δε με καταλαβαίνετε καλά, το φυσικό φαινόμενο, που γι' αυτό μιλώ, δεν είναι τωρινό, θα 'ναι τώρα κάπου εκατό πενήντα χρόνια που έγινε… — Α, έτσι! Ω, περιμένετε — ναι, σωστά! Διάβασα, πως ο Γκαίτε, τότε, στη Βαϊμάρη, τη νύχτα, στο υπνοδωμάτιό του, είχε πει στον υπηρέτη του… — Α, δεν ήθελα να μιλήσω γι' αυτό, τον έκοψε ο Σετεμπρίνι κλείνοντας τα μάτια και κουνώντας στον αέρα το μικρό, μελαχρινό χέρι του. Άλλωστε, συγχέετε τις καταστροφές. Έχετε υπ' όψει σας τον σεισμό της Μεσσήνης. Μιλώ για τη δόνηση που δοκίμασε τη Λισαβώνα στα 1755. — Με συγχωρείτε. — Ε, λοιπόν, ο Βολταίρος σηκώθηκε εναντίον της. — Δηλαδή… πώς; Πώς σηκώθηκε; — Επαναστάτησε, ναι. Δεν παραδέχτηκε αυτή την άσκημη μοιραιότητα κι αρνήθηκε και το ίδιο το γεγονός — αρνήθηκε να παραιτηθεί μπροστά του. Διαμαρτυρήθηκε εν ονόματι του πνεύματος και της λογικής, εναντίον αυτής της σκανδαλώδους αταξίας της φύσεως, που θύματά της υπήρξαν τα τρία τέταρτα μιας πολιτείας, που ήκμαζε, και εκατομμύρια ανθρωπίνων υπάρξεων… Εκπλήττεστε; χαμογελάτε; Μπορείτε να εκπλήττεστε όσο θέλετε, μα όσο για το χαμόγελο, θα μου επιτρέψετε να σας κατηγορήσω γι' αυτό! Η στάση του Βολταίρου ήταν στάση ενός αληθινού απόγονου εκείνων των παλιών, αυθεντικών Γαλατών, που ρίχνανε τα βέλη τους εναντίον του ουρανού… Βλέπετε, ναυπηγέ μου, αυτό είναι η εχθρότητα του πνεύματος εναντίον της φύσεως, η περήφανη αψηφισιά του απέναντί της, η ευγενής επιμονή του στο δικαίωμα της κριτικής, μπροστά σ' αυτή την κακή και αντιλογική δύναμη. Γιατί η φύση είναι μια δύναμη και είναι δουλοπρεπές να παραδέχεται κανείς αυτή τη δύναμη και να προσαρμόζεται μαζί της… να προσαρμόζεται εσωτερικά μαζί της. Το ίδιο συμβαίνει και μ' αυτό τον ουμανισμό, που δεν αφήνεται να εμπλακεί σε καμιά αντίφαση, που δε γίνεται ένοχος καμιάς υποτροπής στη χριστιανική υποκρισία, όταν αποφασίζει να δει στο κορμί το κακό και την αντίπαλη αρχή. Η αντίφαση, που νομίζετε ότι διακρίνετε, είναι, στο βάθος, πάντα η ίδια. «Τι έχετε να κατηγορήσετε στην ψυχανάλυση;» Δεν την κατηγορώ… όταν αποτελεί έργο διδασκαλίας, απελευθέρωσης και προόδου. Μα της κατηγορώ τα πάντα, όταν φέρνει το εμετικό καρύκευμα του τάφου. Το ίδιο συμβαίνει και με το κορμί. Πρέπει να το τιμούμε και να το υπερασπιζόμαστε, όταν πρόκειται για τη χειραφέτησή του και για την ομορφιά του, για την ελευθερία των αισθήσεων, για την ευτυχία, για την ηδονή. Πρέπει να το περιφρονούμε, όταν αντιστέκεται στην κίνηση προς το φως, σαν αρχή της βαρύτητας και της αδράνειας, να το απεχθανόμαστε, όταν αντιπροσωπεύει την αρχή της αρρώστιας και του θανάτου, όταν το ειδικό πνεύμα του είναι το πνεύμα της ανωμαλίας, το πνεύμα της αποσύνθεσης,

της ασέλγειας και της ντροπής… Ο Σετεμπρίνι είχε πει τα τελευταία αυτά λόγια, όρθιος, πολύ κοντά στο Χανς Κάστορπ, χωρίς τόνο σχεδόν, πολύ γρήγορα και για να τελειώνει. Μα η λύτρωση πλησίαζε, για τον πολιορκημένο Χανς Κάστορπ. Ο Γιόαχιμ μπήκε στο αναγνωστήριο με δυο επιστολικά δελτάρια στο χέρι, ο λόγος του λογοτέχνη κόπηκε στη μέση, και η ευστροφία με την οποία ήξερε να δώσει στο πρόσωπό του μια έκφραση ελαφρά και κοσμική, έκανε μεγάλη εντύπωση στο μαθητή του, αν θα μπορούσαμε, φυσικά, να ονομάσουμε έτσι το Χανς Κάστορπ. — Εδώ είστε, υπολοχαγέ μου! θα ζητάτε, χωρίς άλλο, τον ξάδελφό σας. Με συγχωρείτε. Είχαμε αρχίσει μια συζήτηση, και αν δεν απατώμαι, είχαμε και κάποια μικρή διένεξη, μάλιστα. Δεν είναι κακός συζητητής ο ξάδελφός σας, αρκετά επικίνδυνος αγωνιστής, μάλιστα, στη λογομαχία, όταν τον αγγίζει κανείς σε μερικά ευαίσθητα σημεία του.

HUMANIORA Ο ΧΑΝΣ Κάστορπ κι ο Γιόαχιμ Τσίμσεν, με λευκά πανταλόνια και μπλε σακάκια, κάθονταν στον κήπο, ύστερα από το φαγητό. Ήταν ακόμη μια από κείνες τις τόσο εκθειασμένες ημέρες του Οκτωβρίου, μια μέρα ζεστή και ελαφρά χαρούμενη και πικρή συνάμα, μ' ένα μεσογειακά βαθυγάλαζο ουρανό πάνω από την κοιλάδα, που οι βοσκές της, οι χαραγμένες από δρόμους και κατοικημένες περιοχές, πρασίνιζαν ακόμη εύθυμα στο βάθος της, και που οι σκεπασμένες από τραχιά δάση πλαγιές της σκορπούσαν ήχους από γελαδοκούδουνα — αυτό το ειρηνικό τενεκεδένιο ντιντίνισμα, το απλοϊκά μουσικό, που κυμάτιζε καθαρό και ήμερο μέσα από τον ήσυχο, αραιό και κενό αέρα, βαθαίνοντας τη γιορτινή ατμόσφαιρα, που βασιλεύει σ' αυτές τις υψηλές περιοχές. Τα ξαδέλφια κάθονταν σ' ένα παγκάκι, στην άκρη του κήπου, μπροστά σε μια συστάδα νεαρών ελάτων… Το μέρος αυτό βρισκόταν στη βοριοδυτική άκρη της κλειστής ταράτσας, που, υψωμένη κάπου πενήντα μέτρα πάνω από την κοιλάδα, σχημάτιζε το κρηπίδωμα της ιδιοκτησίας του Μπέργκχοφ. Σώπαιναν. Ο Χανς Κάστορπ κάπνιζε. Τα είχε κρυφά με τον Γιόαχιμ, γιατί, ο τελευταίος αυτός, ύστερα από το γεύμα, δεν ήθελε να πάνε κι αυτοί με τους άλλους στη βεράντα και, παρά τη θέλησή του, τον είχε αναγκάσει να έρθουν στην ηρεμία του κήπου, ώσπου να ξαναπάνε στην κούρα τους. Αυτό ήταν τυραννικό, αλήθεια, από μέρους του Γιόαχιμ. Δεν ήταν δα, στο κάτω-κάτω, και σιαμαίοι αδελφοί! Μπορούσαν και να χωριστούν, αφού οι κλίσεις τους δεν ήταν οι ίδιες. Έπειτα, ο Χανς Κάστορπ δε βρισκόταν εδώ, για να κρατά συντροφιά στο Γιόαχιμ, ένας άρρωστος ήταν κι ο ίδιος. Ήταν μουτρωμένος μαζί του, αλλά παρηγοριόταν, τουλάχιστον, που είχε μαζί του τη Μαρία. Με τα χέρια στις πλαϊνές τσέπες της ζακέτας του και με τα πόδια μέσα στα μαύρα παπούτσια του, απλωμένα μπροστά του, κρατούσε, ανάμεσα στα χείλη του, αφήνοντάς το να κρέμεται ελαφρά, το μακρύ πούρο με το θαμπό γκρίζο χρώμα, που βρισκόταν ακόμη στο πρώτο στάδιο της καύσης —δηλαδή: που δεν είχε ακόμη τινάξει τη στάχτη της κομμένης άκρης του— και ύστερα από το βαρύ φαγητό χαιρόταν αυτό το άρωμα, που το είχε ξαναφέρει, επιτέλους, ολόκληρο στην κατοχή του. Αν ο τρόπος του, να συνηθίζει, σε τούτη τη διαμονή, εδώ, ήταν ότι συνήθιζε στο να μη συνηθίζει — αν κρίνει κανείς από τις χημικές αντιδράσεις του στομαχιού του κι από τα νεύρα των στεγνών μυξωδών ιμένων του, που έφταναν ως το σημείο να αιμορροούν, η αφομοίωση, κατά πώς φαινότανε, είχε, όσο να 'ναι, συντελεστεί: ασυναίσθητα και χωρίς να 'χει παρακολουθήσει αυτή την πρόοδο, με το πέρασμα των ημερών, αυτών των σαράντα πέντε ή σαράντα έξι ημερών, είχε αποκαταστήσει όλη την οργανική ευφροσύνη που αντλούσε απ' αυτό το ερεθιστικό ή αποβλακωτικό φυτό, το επεξεργασμένο με τόση φροντίδα. Χαιρότανε, που είχε ξαναβρεί το αγαθό του. Η ηθική ικανοποίηση δυνάμωνε τη φυσική απόλαυση. Όσο είχε μείνει στο κρεβάτι, είχε οικονομήσει από την προμήθειά του κάπου διακόσια κομμάτια. Έτσι, του έμεναν ακόμη. Αλλά μαζί με τ' ασπρόρουχά του και τα χειμωνιάτικα ρούχα του, η Σαλέεν του είχε στείλει πεντακόσια κομμάτια ακόμη, από το εξαίρετο αυτό εμπόρευμά της Βρέμης, ώστε να είναι εφοδιασμένος για κάθε ενδεχόμενο. Βρίσκονταν μέσα σε ομορφοβαμμένα κουτιά, στολισμένα μ' έναν χάρτη των δύο ημισφαιρίων, με

πολλά μετάλλια και μ' ένα περίπτερο εκθέσεως τριγυρισμένο με σημαίες, που κυμάτιζαν, και διακοσμημένα με χρυσό. Μα εκεί όπου κάθονταν, να τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, που ερχόταν μέσα από τον κήπο. Τη μέρα κείνη είχε φάει κι αυτός στην τραπεζαρία. Τον είχαν δει να κάθεται στο τραπέζι της φράου Σάλομον μ' ενωμένα τα γιγάντια χέρια του μπροστά στο πιάτο του. Ύστερα, θα είχε μείνει, χωρίς άλλο, στη βεράντα, θα είπε μερικά δικά του, θα είχε εκτελέσει, κατά πάσα πιθανότητα, το επιδέξιο εκείνο παιχνίδι του, με τα κορδόνια των παπουτσιών, για κάποιον που δεν το είχε δει ακόμα, και να τον τώρα, που ερχόταν από το αμμοστρωμένο μονοπάτι, με νωχελικό βήμα, χωρίς την επαγγελματική μπλούζα του, φορώντας μια ζακέτα με μικρά καρό, με σκληρό καπέλο, τραβηγμένο προς το σβέρκο κι έχοντας, επίσης, στο στόμα του, ένα πούρο που ήταν πολύ μαύρο κι απ' όπου έβγαζε μεγάλα σύννεφα ασπρουδερού καπνού. Το κεφάλι του και το πρόσωπό του, με τα μελανά και ζεσταμένα μάγουλα, με τη σιμή μύτη, με τα υγρά και γαλάζια μάτια και με το στενό μουστάκι, φαίνονταν μικρά, μπροστά στην ψηλή, ελαφρά σκυμμένη σιλουέτα του και στις τεράστιες διαστάσεις των χεριών του και των ποδιών του. Ήταν νευρικός: αναπήδησε φανερά, διακρίνοντας τα ξαδέλφια και φάνηκε μάλιστα, κάπως συγχυσμένος, που ήταν υποχρεωμένος να πάει κατ' ευθείαν απάνω τους. Τους χαιρέτησε με τον συνηθισμένο τρόπο του, εγκάρδια και με μια από τις συνηθισμένες εκφράσεις του, λέγοντας ένα «Κοίτα, κοίτα, Τιμόθεε!» κι επικαλούμενος την ευλογία του ουρανού πάνω στη χώνεψή τους. Τους παρακάλεσε να μείνουν εκεί που κάθονταν, όταν θέλησαν να σηκωθούν προς τιμήν του. — Μην ενοχλείστε, όχι τόσους τύπους μ' έναν απλό άνθρωπο σαν εμένα. Είναι μια τιμή, που δε μου πάει καθόλου, και πολύ περισσότερο αφού είστε άρρωστοι κι ο ένας κι ο άλλος. Δεν είναι ανάγκη. Δεν μπορεί να πει κανείς τίποτε, μια κι έτσι έχουν τα πράματα. Κι έμεινε όρθιος μπροστά τους, με το τσιγάρο ανάμεσα στο δείχτη και στο μεσαίο δάχτυλο του γιγάντιου δεξιού χεριού του. — Πώς βρίσκετε το αδράχτι της κυρά Νικοτίνης, Κάστορπ; Για να δούμε, είμαι κι εγώ γνώστης κι ερασιτέχνης, ξέρετε. Η στάχτη είναι καλή: τι είδους μελαχρινή καλλονή είναι αυτή; — Μαρία Μαντσίνι, Postre de Banquet της Βρέμης, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Δεν είναι καθόλου ακριβό σχεδόν, δεκαεννιά πφένιχ όλο κι όλο, μα έχει μια φλόγα, όπως δεν τη βρίσκει κανείς συνήθως σε τούτη δω την τιμή. Σουμάτρα-Αβάνα, όπως βλέπετε. Τα συνήθισα αυτά τα πούρα. Είναι ένα χαρμάνι γιομάτο δύναμη και πολύ νόστιμο, μα ελαφρό στη γλώσσα. Του αρέσει να του αφήνουν πολλή ώρα τις στάχτες του, δεν τις τινάζω παραπάνω από δυο φορές. Έχει φυσικά και τις μικρές ιδιοτροπίες του, μα ο έλεγχος του εργοστασίου θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα λεπτομερειακός, γιατί η Μαρία είναι πολύ σταθερή στις αρετές της και τραβά απόλυτα κανονικά. Μπορώ να σας προσφέρω ένα; — Ευχαριστώ, μπορούμε ν' αλλάξουμε. Κι έβγαλαν τις πουροθήκες τους.

— Τούτο δω είναι από ράτσα, είπε ο Αυλικός Σύμβουλος, προσφέροντας τη δική του μάρκα. Έχει χυμώδη και δυνατή ιδιοσυγκρασία, ξέρετε. St-Felix-Brasil, πάντα έμεινα πιστός σ' αυτόν τον τύπο. Αληθινό φάρμακο ενάντια στις έγνοιες, παίρνει φωτιά σαν τσίπουρο, και, προπαντός προς το τέλος, έχει κάτι το εκρηκτικό. Πρέπει να 'χει κανείς κάποια σύνεση στις σχέσεις του μαζί του, δεν μπορείς ν' ανάψεις το ένα πούρο ύστερα από τ' άλλο, αυτό θα ξεπερνούσε τις δυνάμεις του ανθρώπου. Μα προτιμώ μια γερή ρουφηξιά, παρά το φουγάρο μιας ολόκληρης μέρας. Στριφογύρισαν ανάμεσα στα δάχτυλά τους τα δώρα που είχαν ανταλλάξει, εξέτασαν με την ακρίβεια του γνώστη αυτά τα λυγερά σώματα, που με τις λοξές και παράλληλες πλευρές τους, με τις ανάγλυφες ταινίες τους, τις φουσκωτές φλέβες τους, που θα 'λεγε κανείς ότι κινούνταν από κάποιο σφυγμό, τις μικρές ανωμαλίες της επιδερμίδας τους, το παιχνίδι του φωτός πάνω στις επιφάνειες και στις γωνίες τους, είχαν κάτι το σαρκικό και το ζωντανό. Ο Χανς Κάστορπ εξέφρασε τούτη δω την εντύπωση: — Αυτά τα πούρα είναι κάτι το ζωντανό. Αναπνέουν αληθινά. Στο σπίτι μου, είχα την ιδέα να διατηρήσω Μαρία Μαντσίνι σ' ένα αδιάβροχο τενεκεδένιο κουτί, για να τα προφυλάξω από την υγρασία. Θα με πιστέψετε, πως πέθαναν; Μέσα σε μια βδομάδα είχαν πεθάνει κιόλας και χαθεί — δεν ήταν πια παρά αλύγιστα πτώματα! Και αντάλλαξαν την πείρα, που είχε ο καθένας τους σχετικά με τον καλύτερο τρόπο που διατηρούνται τα πούρα και ιδιαίτερα τα πούρα που έρχονται από το εξωτερικό. Ο Αυλικός Σύμβουλος αγαπούσε τα ξένα πούρα και προτιμούσε εντελώς ιδιαίτερα τα βαριά της Αβάνας. Δυστυχώς δεν τα άντεχε, και δυο μικρά του Χένρυ Κλέυ που είχε καπνίσει μέσα σε μια βραδιά, διηγήθηκε, παρά λίγο να τον έστελναν στον τάφο. — Τα είχα καπνίσει με τον καφέ, είπε, το ένα πίσω από το άλλο, χωρίς να προσέξω. Μα μόλις τέλειωσα και το δεύτερο, αμέσως άρχισα να αναρωτιέμαι τι μου συνέβαινε. Αντίθετα από τη συνήθειά μου, ένιωθα εντελώς παράξενα, όπως δεν είχα αισθανθεί ποτέ στη ζωή μου. Το να πάω στο σπίτι δεν ήταν καθόλου μικρό πράμα, σας βεβαιώ, κι όταν κατάφερα να φτάσω, το μόνο που διαπίστωσα ήταν, πως δεν ήμουν καθόλου καλά. Οι γάμπες μου ήταν παγωμένες, ξέρετε, ένας κρύος ιδρώτας σ' όλο μου το κορμί, το πρόσωπό μου άσπρο σαν το πανί, η καρδιά μου σε μια κατάσταση, ένας σφυγμός, πότε σαν κλωστή μόλις ευδιάκριτη και πότε ένας πάταγος, ένας άγριος καλπασμός, καταλαβαίνετε, και το κεφάλι μου σε φοβερή ταραχή… Είχα πειστεί, πως θα χόρευα τον τελευταίο χορό μου. Είπα να χορέψω, γιατί αυτή είναι η λέξη που μου ήρθε τότε και που τη χρειάστηκα για να χαρακτηρίσω την κατάστασή μου. Γιατί, γενικά, ήταν κάτι εξαιρετικά φαιδρό κι αληθινό πανηγύρι, μ' όλο που ένιωθα ένα φριχτό φόβο, ή ακριβέστερα, μ' όλο που δεν ήμουν παρά ένας φόβος από την κορυφή ως τα νύχια. Μα ο φόβος και η ευθυμία δεν είναι κάτι που διώχνεται, γενικά, πράμα που το ξέρει όλος ο κόσμος. Ο νεαρός που θέλει να πάει, για πρώτη φορά, μ' ένα κοριτσόπουλο, φοβάται κι αυτός, το ίδιο και το κοριτσόπουλο. Αυτό, όμως, δεν τους εμποδίζει να λιώνουν από ηδονή. Μα την πίστη μου, κι ο ίδιος εγώ θα έλιωνα σχεδόν: η καρδιά μου χτυπούσε, ήμουν έτοιμος να χορέψω τον τελευταίο μου χορό. Μα η Μύλεντονκ, με τις περιποιήσεις της, μ'

έβγαλε απ' αυτή την κατάσταση. Παγωμένες κομπρέσες, εντριβές με τον τρίφτη, μια ένεση καμφοράς κι έτσι δεν έχασε η Βενετιά βελόνι. Ο Χανς Κάστορπ, καθισμένος εξ αιτίας της ιδιότητάς του, σαν άρρωστος, κοίταζε με μια έκφραση, που μαρτυρούσε τη δραστηριότητα του μυαλού του, τον Μπέρενς, που τα γαλάζια, νοτισμένα μάτια του είχαν γιομίσει δάκρυα, την ώρα που διηγείτο. — Καμιά φορά, ζωγραφίζετε κιόλας, δεν είν' έτσι, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε; ρώτησε, ξαφνικά. Ο Αυλικός Σύμβουλος έκανε κάτι σαν κίνηση προς τα πίσω. — Μπα; Τι θέλετε να πείτε, νεαρέ μου; — Συγγνώμη. Άκουσα να το λένε τυχαία. Το σκέφτηκα εντελώς ξαφνικά αυτή τη στιγμή. — Τότε, λοιπόν, δε θα δοκιμάσω να το αρνηθώ. Όλοι έχουμε τις ανθρώπινες μικροαδυναμίες μας. Ναι, έτσι είναι. Anch'io sono pittore, όπως συνήθιζε να λέει κάποιος Ισπανός. — Τοπία; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ ξερά και συγκαταβατικά. Οι περιστάσεις τον ανάγκαζαν να πάρει αυτόν τον τόνο. — Ό,τι θέλετε, αποκρίθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος με μια κομπορρημοσύνη γιομάτη αμηχανία. Τοπία, νεκρές φύσεις, ζώα — όταν είναι παλικάρι κανείς δεν οπισθοχωρεί μπροστά σε τίποτα. — Όχι προσωπογραφίες; — Και βέβαια, μου συνέβη να κάνω και ένα πορτραίτο. Θέλετε να μου δώσετε καμιά παραγγελία μήπως; — Χα, χα, όχι. Μα θα ήταν πολύ ευγενικό από μέρους σας, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, αν θα θέλατε να μας δείξετε, με την ευκαιρία αυτή, έργα σας. Ακόμη και ο Γιόαχιμ, αφού πρώτα γύρισε και κοίταξε έκπληκτος τον ξάδελφό του, βιάστηκε να βεβαιώσει πως θα ήταν, αλήθεια, πάρα πολύ ευγενικό. Ο Μπέρενς ήταν γοητευμένος, κολακευμένος ως τον ενθουσιασμό. Κοκκίνισε, μάλιστα, από ευχαρίστηση, κι αυτή τη φορά τα μάτια του φάνηκαν πως θα έχυναν τα δάκρυά τους. — Μα ευχαρίστως! φώναξε. Μα με τη μεγαλύτερη plasier. Μα αμέσως, την ίδια στιγμή, αν σας διασκεδάζει! Ελάτε δω, ελάτε μαζί μου, θα σας ψήσω και τούρκικο καφέ στο φτωχικό μου. Και πήρε τους νέους από το μπράτσο, τους τράβηξε από το παγκάκι και τους οδήγησε, κρεμασμένος από τα μπράτσα τους κι ανάμεσα τους, όλο το αμμοστρωμένο μονοπάτι, προς το διαμέρισμά του, που, όπως ήξεραν, βρισκόταν στην κοντινή βορειοδυτική πτέρυγα του Μπέργκχοφ. — Άλλοτε, έκανα κι εγώ ο ίδιος μερικές απόπειρες αυτού του είδους, εξήγησε ο Χανς Κάστορπ. — Τι λέτε! Είστε γερός στο λάδι;

— Όχι, όχι, δεν πήγα πιο πέρα από μερικές ακουαρέλες. Πότε ένα καράβι, πότε ένα κομμάτι θάλασσα, παιδιαρίσματα. Μα μου αρέσει πολύ να βλέπω πίνακες ζωγραφικής, και γι' αυτό πήρα την ελευθερία… Κυρίως ο Γιόαχιμ αισθάνθηκε κάπως καθησυχασμένος, από τούτη την επεξήγηση για την παράξενη περιέργεια του ξαδέλφου του — και γι' αυτόν πραγματικά περισσότερο παρ' όσο για τον Αυλικό Σύμβουλο, θύμισε ο Χανς Κάστορπ τις δικές του καλλιτεχνικές δοκιμές. Έφτασαν: από κείνη κει την πλευρά δεν υπήρχε, όπως στην άλλη, στην κυρία είσοδο, κανένας ωραίος πυλώνας με εντοιχισμένα φώτα. Μερικά στρογγυλά σκαλοπάτια οδηγούσαν στη δρύινη πόρτα της εισόδου, που ο Αυλικός Σύμβουλος την άνοιξε μ' ένα κλειδί από το μεγάλο ορμαθό που είχε μαζί του. Το χέρι του έτρεμε. Ήταν, χωρίς άλλο, εκνευρισμένος. Ένας προθάλαμος διευθετημένος σε γκαρνταρόμπα, τους υποδέχτηκε, όπου ο Μπέρενς κρέμασε το καπέλο του σ' ένα καρφί. Μέσα από ένα μικρό δωμάτιο, που χωριζόταν με μια τζαμόπορτα από το υπόλοιπο διαμέρισμα, φώναξε την υπηρέτρια και της έδωσε οδηγίες. Ύστερα, πέρασε τους ξένους του στο κυρίως διαμέρισμα, με κάθε είδους εγκάρδια και υποχρεωτικά λόγια. Μερικά δωμάτια, που έβλεπαν στην κοιλάδα, επιπλωμένα σ' ένα στυλ κοινά αστικό, δεν επικοινωνούσαν με πόρτες, παρά χωρίζονταν μόνο από κουρτίνες: μια τραπεζαρία σε παλιό γερμανικό στυλ, ένα σαλόνι-δωμάτιο εργασίας, μ' ένα γραφείο που από πάνω του κρέμονταν ένα φοιτητικό καπέλο και δυο παλιά σπαθιά σταυρωμένα, με λινά χαλιά, μ' έναν καναπέ αρμοσμένο σε μια βιβλιοθήκη και, τέλος, ένα καπνιστήριο επιπλωμένο σε τουρκικό στυλ. Παντού κρέμονταν πίνακες, τελάρα του Αυλικού Συμβούλου… Στιλβωμένα κι έτοιμα προς θαυμασμό, τράβηξαν αμέσως απάνω τους τα μάτια των δυο επισκεπτών. Η πεθαμένη γυναίκα του Αυλικού Συμβούλου εικονιζόταν σε πολλά χάντρα: σ' ελαιογραφίες, καθώς και σε μια φωτογραφία πάνω στο γραφείο. Ήταν μια ξανθιά, κάπως αινιγματική γυναίκα, ντυμένη με λεπτά, αέρινα φορέματα, που, με τα χέρια ενωμένα προς τον αριστερό ώμο —όχι σφιγμένα, μα μόνο ενωμένα ίσαμε τις πρώτες αρθρώσεις των δαχτύλων— είχε τα μάτια της είτε στραμμένα προς τον ουρανό ή ολότελα χαμηλωμένα και κρυμμένα κάτω από τα μακριά της τσίνουρα, που φεύγανε λοξά από τα βλέφαρα — μα η πεθαμένη δεν κοίταζε πουθενά, ούτε στους πίνακες, ούτε στη φωτογραφία, καταπρόσωπο το θεατή. Εκτός απ' αυτήν, υπήρχανε κυρίως βουνίσια τοπία: βουνά χιονισμένα ή κάτω από το πράσινο των ελατιών, βουνά στεφανωμένα από κύματα-κύματα ομίχλες και βουνά που το ξερό και μυτερό διάγραμμά τους, η κοντούρα τους, κατά πως λένε οι ζωγράφοι, χαραζότανε κάτω από την επίδραση του Σεγκατίνι, σ' ένα βαθυγάλαζο ουρανό. Υπήρχαν ακόμη ελβετικά σαλέ, γελάδες με προγούλια, που αιωρούνταν σε ηλιοφωτισμένες βοσκές βουνοπλαγιών, ένας πετεινός με φτερά, που το στριμμένο κεφάλι του ανακατευόταν με λαχανικά, βουνίσιοι τύποι, λουλούδια και πολλά άλλα — κι όλα αυτά με κάποιον εύκολο ερασιτεχνισμό, με χρώματα ριγμένα τραχιά, που, πολλές φορές, δίνανε την εντύπωση πως είχαν τοποθετηθεί απ' ευθείας στο μουσαμά από το σωληνάριο, χωρίς τη μεσολάβηση παλέτας και που θα χρειάστηκαν αρκετό καιρό για να στεγνώσουν, κάτι που κι ένας αδαής αντιλαμβανόταν, ότι επρόκειτο για ένα από τα

πιο βασικά και χονδροειδή λάθη της ζωγραφιάς. Όπως σε μια έκθεση ζωγραφικής, έτσι κι εδώ, οι πίνακες γιόμιζαν τους τοίχους κι οι επισκέπτες άρχισαν να περνούν μπροστά τους, κοιτάζοντάς τους, συνοδευμένοι από τον οικοδεσπότη, που τους εξηγούσε, πότε-πότε, τα θέματά του, μα που, τις πιο πολλές φορές, σιωπηλός και με τη ματαιόδοξη ανησυχία του καλλιτέχνη, άφηνε με ηδονή, ν' αναπαύονται τα μάτια του πάνω τους, την ίδια στιγμή με τα μάτια των ξένων του. Το πορτραίτο της Κλαούντια Σοσά ήταν κρεμασμένο στο σαλόνι, πλάι στο παράθυρο, και ο Χανς Κάστορπ το είχε ανακαλύψει μόλις μπήκε, με το κατασκοπευτικό μάτι του, μ' όλο που δεν παρουσίαζε παρά πολύ μακρινή ομοιότητα. Απόφυγε επίτηδες εκείνο το μέρος και κράτησε τους συντρόφους του στην τραπεζαρία, όπου προσποιήθηκε ότι θαύμαζε μια πράσινη άποψη της κοιλάδας του Σέργκι με γαλαζωπούς παγετώνες στο βάθος, κι ύστερα, με πρωτοβουλία του, ξαναγύρισε πρώτα, στο τούρκικο καπνιστήριο, που το εξέτασε, επίσης, από πιο κοντά, με το εγκώμιο πάντα στα χείλη, και μετά πια επισκέφτηκε και τον πρώτο τοίχο του σαλονιού, από τη μεριά της πόρτας, φωνάζοντας και τον Γιόαχιμ, πότε-πότε, να εκφράσει κι αυτός την επιδοκιμασία του. Επιτέλους, στράφηκε και ρώτησε, δείχνοντας μια καλά υπολογισμένη έκπληξη! — Δεν είναι μια γνωστή φυσιογνωμία, θαρρώ, τούτο δω; — Την αναγνωρίσατε; θέλησε να μάθει ο Μπέρενς. — Μα ναι, δε νομίζω πως μπορεί ν' απατηθεί κανείς. Είναι η κυρία του τραπεζιού των «Καλών Ρώσων», βέβαια, μ' εκείνο το γαλλικό όνομα… — Ακριβώς, η Σοσά. Χαίρομαι που βρίσκετε πως της μοιάζει. — Νομίζει κανείς πως θα σας μιλήσει, είπε ψέματα ο Χανς Κάστορπ, λιγότερο από υποκρισία παρ' όσο γιατί, αν όλα γίνονταν κανονικά, δε θα 'ταν δυνατό ν' αναγνωριστεί το μοντέλο — αφού κι ο ίδιος ο Γιόαχιμ ποτέ δε θα μπορούσε να το αναγνωρίσει μόνος του, ο καλός κι έντιμος Γιόαχιμ, που τον είχε εξαπατήσει πάλι ο ξάδελφός του και που, είναι αλήθεια, τώρα μόνο άρχιζε να καταλαβαίνει κι ανακάλυπτε ποια ήταν η αληθινή εξήγηση, ύστερα από την ψεύτικη που είχε δώσει πρωτύτερα ο Χανς Κάστορπ, για το ζωγραφικό ενδιαφέρον του. — Αχ, ναι, είπε σιγά, και παραιτήθηκε από το να βοηθήσει τους άλλους στο κοίταγμα του πίνακα. Ο ξάδελφός του τα είχε καταφέρει να βρει ένα αντιστάθμισμα, που τον είχε κρατήσει μακριά από τη συντροφιά της βεράντας. Ήταν ένα μπούστο μισο-προφίλ, κάπως μικρότερο από το φυσικό μέγεθος, με ανοιχτό γιακά και με ένα σάλι γιομάτο πτυχώσεις, γύρω από τους ώμους και το στήθος, πλαισιωμένο από ένα μαύρο κάδρο και κοσμημένο, στην άκρη του τελάρου, μ' έναν χρυσό πήχη πολύ λεπτό. Η φράου Σοσά παρουσιαζόταν κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερη απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα, όπως γίνεται πάντα στις περιπτώσεις των προσωπογραφιών των φιλοτεχνημένων από ερασιτέχνες, που προσπαθούν ν' αποδώσουν τον χαρακτήρα μιας φυσιογνωμίας. Σ' όλο το πρόσωπο υπήρχε πολύ κόκκινο, η μύτη ήταν κακοσχεδιασμνη, η απόχρωση των μαλλιών δεν ήταν πετυχημένη,

πλησίαζε πάρα πολύ το χρώμα του άχυρου, το στόμα ήταν παραμορφωμένο, η ιδιαίτερη γοητεία της φυσιογνωμίας δεν είχε γίνει αντιληπτή από τον καλλιτέχνη ή, τουλάχιστον, δεν είχε μπορέσει να την αποδώσει, είχε εξαφανιστεί κάτω απ' ό,τι είχε τονίσει περισσότερο ο ζωγράφος. Το σύνολο, μια κακοσκαρωμένη μουτζούρα μάλλον, δεν είχε παρά μακρυνότατη συγγένεια μ' ένα πορτραίτο. Μα ο Χανς Κάστορπ δε φαινόταν να ψιλολογεί για την ομοιότητα της μουτζούρας αυτής με τη φράου Σοσά. Η σχέση που υπήρχε ανάμεσα στο πασαλειμμένο τελάρο και στη φράου Σοσά ήταν αρκετή γι' αυτόν — η προσωπογραφία αυτή όφειλε να παρουσιάζει τη φράου Σοσά, που είχε η ίδια ποζάρει μέσα σ' αυτό το διαμέρισμα. Αυτό ήταν αρκετό. Με συγκίνηση επανάλαβε: — Με σάρκα και οστά! — Μην το λέτε αυτό, αμύνθηκε με σεμνότητα ο Αυλικός Σύμβουλος. Είναι μια χοντροφτιαγμένη δουλειά, δε φαντάζομαι να κατάφερα τίποτα, μ' όλο που πόζαρε είκοσι φορές το λιγότερο. Πώς θέλετε ν' αποδοθεί ένα τόσο συγκεχυμένο πρόσωπο; Τη νομίζει κανείς ευκολοσύλληπτη, με τα υπερβόρεια μήλα της και με τα μάτια της, που είναι σαν σκασίματα σε μπριός. Ναι, πώς να την πιάσεις! Αν μείνεις πιστός στη λεπτομέρεια, καταστρέφεις το σύνολο. Είναι αληθινός γρίφος. Τη γνωρίζετε; Μπορεί και να 'ναι καλύτερα να τη ζωγραφίζει κανείς από μνήμη, μόνο, κι όχι ποζάροντας. Τη γνωρίζετε, λοιπόν; — Ναι, όχι, επιφανειακά μόνο, όπως μπορεί να γνωρίζει κανείς τους ανθρώπους εδώ… — Μα την πίστη μου, η γνωριμία που έχω μαζί της είναι μάλλον εσωτερική. Είμαι αρκετά καλά πληροφορημένος, και για λόγους πάρα πολύ ακριβείς, για την αρτηριακή της πίεση, για το τέντωμα των ιστών της και για την κίνηση της λύμφης της. Η επιφάνεια παρουσιάζει δυσκολίες πολύ μεγαλύτερες. Την είδατε κιόλας πώς περπατά; Η φυσιογνωμία της μοιάζει με το περπάτημά της: αιλουροειδής. Πάρτε, λόγου χάρη, τα μάτια —δε μιλώ για το χρώμα, που, κι αυτό, έχει τους δόλους του— εννοώ την τοποθέτησή τους, το σχήμα τους. Το σκίσιμο των βλεφάρων της, θα μου πείτε, είναι στενό, λοξό. Μα δεν είναι παρά μια εντύπωση μόνο. Αυτό που σας εξαπατά είναι ο επίκανθος, μια ποικιλία που υπάρχει σ' ορισμένες ράτσες και που συνίσταται στ' ότι μια μεμβράνη, που ξεκινά από το ρινικό κύρτωμα αυτών των ανθρώπων, κατεβαίνει από την πτύχωση του βλεφάρου ίσαμε πάνω από την εσωτερική γωνιά του ματιού. Αν τεντώσετε την επιδερμίδα πάνω από τη ρίζα της μύτης, θα 'χετε ένα μάτι όπως τα δικά μας. Είναι μια απάτη, λοιπόν, αρκετά πικάντικη, κι άλλωστε όχι και τόσο τιμητική. Γιατί, όταν τον προσέξουμε από πιο κοντά, θα δούμε ότι ο επίκανθος έχει την προέλευσή του σε μια αταβιστική ατέλεια. — Ώστε, έτσι είναι, λοιπόν! είπε ο Χανς Κάστορπ. Δεν το ήξερα, μα πάντα μου ενδιαφερόμουνα να μάθω τι συμβαίνει ακριβώς μ' αυτού του είδους τα μάτια. — Αυταπάτη, δόλος, βεβαίωσε ο Αυλικός Σύμβουλος. Σχεδιάσετέ τα μόνο λοξά και σκιστά, και θα 'στε χαμένος. Πρέπει να πραγματοποιήσετε τη λοξάδα αυτή κι αυτό το φαινομενικό σκίσιμο με τον ίδιο τρόπο, που τα πραγματοποιεί η φύση, να δημιουργήσετε, κατά κάποιο τρόπο, μια αυταπάτη πάνω στην άλλη αυταπάτη. Κι είναι απαραίτητο,

φυσικά, για να το κατορθώσετε αυτό, να γνωρίζετε την ύπαρξη του επίκανθου. Ποτέ δε βλάπτει να το ξέρει κανένας αυτό. Δείτε αυτό το δέρμα του κορμιού. Το βρίσκετε εύγλωττο; — Πάρα, πάρα πολύ! είπε ο Χανς Κάστορπ, φοβερά εύγλωττος. Τι επιδερμίδα! Νομίζω, πως δε συνάντησα ποτέ τόσο καλά ζωγραφισμένη επιδερμίδα. Θαρρεί κανείς, πως διακρίνει τους πόρους. Και άγγιξε ελαφρά με την ανάποδη του χεριού το ντεκολτέ του πορτραίτου, που ξεχώριζε, πολύ λευκό, από την υπερβολική κοκκινίλα του προσώπου, σαν ένα μέρος του σώματος που δεν είναι ποτέ εκτεθειμένο στον ήλιο, και που σ' έκανε, μ' επιμονή, σκόπιμα ή όχι, να σκεφτείς τη γυμνότητα του εικονιζομένου προσώπου: ένα αποτέλεσμα, οπωσδήποτε, αρκετά χοντρό. Παρ' όλ' αυτά, ο έπαινος του Χανς Κάστορπ ήταν δικαιολογημένος. Η θερμή ακτινοβολία των λευκών επιφανειών αυτού του λεπτού, μα όχι αδύνατου στήθους, που χανόταν μες στο γαλαζωπό ύφασμα της εσάρπας, είχε πολλή φυσικότητα. Ήταν φανερό πως είχε ζωγραφιστεί μ' αίσθημα, και παρ' όλο τον κάπως γλυκερό χαρακτήρα του, ο καλλιτέχνης ήξερε να του δώσει ένα είδος επιστημονικής πραγματικότητας και ζωντανής ακρίβειας. Είχε εξυπηρετηθεί ιδιαίτερα από την ελαφρά κοκκώδη επιφάνεια του μουσαμά, που το πέρασε μ' ελαφρό χρώμα τονίζοντας κυρίως την περιοχή του κλειδοκόκκαλου, που εξείχε περισσότερο, και πέτυχε, με τον μουσαμά και το τονισμένο χρώμα, να δώσει κάτι από την φυσική ανωμαλία της επιφάνειας του δέρματος. Μια εφηλίδα, αριστερά, εκεί που άρχιζε να χωρίζεται το στήθος, δεν είχε αμεληθεί, κι ανάμεσα στις προεξοχές του στήθους θα 'λεγε κανείς ότι διαφαίνονταν ελαφρά γαλαζωπές φλέβες. Θα πίστευες, πως, κάτω από το βλέμμα του θεατή, ένα μόλις ευδιάκριτο ρίγος αισθησιασμού διάτρεχε αυτή τη γυμνή σάρκα — και για να εκφραστούμε πιο τολμηρά: θα πίστευες, πως διακρίνεις την απόπνοια, την αόρατη και ζωντανή άδηλη αναπνοή αυτής της σάρκας, έτσι που, αν ακουμπούσες τα χείλη σου πάνω της, θ' ανάσαινες όχι μόνο τη μυρουδιά του χρώματος και του λινέλαιου, μα και τη μυρουδιά ενός ανθρώπινου κορμιού. Κι όταν το λέμε αυτό, δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο από το ν' αποδίδουμε τις εντυπώσεις του Χανς Κάστορπ. Μα μ' όλο που ήταν ιδιαίτερα διατεθειμένος να δεχτεί τέτοιες εντυπώσεις, ωστόσο θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει, απόλυτα αντικειμενικά, πως το ντεκολτέ της Μαντάμ Σοσά ήταν το πιο πετυχημένο σημείο του πίνακα. Ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς κουνιότανε, με τα χέρια στις τσέπες του πανταλονιού του, στις μύτες και στις πατούσες των ποδιών, κοιτάζοντας αδιάκοπα τα έργα του, μαζί με τους επισκέπτες του. — Αυτό με κάνει και χαίρομαι, αγαπητέ μου συνάδελφε, είπε, με κάνει και χαίρομαι, που το αντιληφθήκατε. Είναι, πραγματικά, πολύ χρήσιμο, και δεν μπορεί να βλάψει το να ξέρει κανείς τι συμβαίνει κάτω από την επιδερμίδα, ώστε να μπορεί να ζωγραφίζει, ταυτόχρονα, κι ό,τι δε φαίνεται: να μην έχει, μ' άλλα λόγια, καθαρά λυρικές σχέσεις με το μοντέλο του. Ας υποθέσουμε, ότι εξασκεί κανείς πάρεργα το επάγγελμα του γιατρού, του φυσιολόγου, του ανατόμου και πως έχει και την κρυφή, μυστική γνώση του σχεδίου. Να

κάτι, που μπορεί να 'χει τα πλεονεκτήματά του, ό,τι κι αν λέγεται. Τούτο δω το δέρμα είναι ζωγραφισμένο επιστημονικά, μπορείτε να διαπιστώσετε με το μικροσκόπιο την οργανική αλήθεια του. Δε βλέπετε μόνο τα στρώματα των μπιμπικιών και των επιθηλίων της επιδερμίδας, μα μπορείτε να φανταστείτε κιόλας, από κάτω, και τους συνδετικούς ιστούς με τους αδένες τους, τα αιμοφόρα αγγεία τους και τα ακροχορδόνιά τους και πιο κάτω το στρώμα του λίπους, το καπιτονάρισμα, καταλαβαίνετε, τη φόδρα, σα να πούμε, που, μ' όλα τα λιπαρά κύτταρά της, ολοκληρώνει τις ωραίες γυναικείες καμπυλότητες. Γιατί, ό,τι ξέρει κανείς κι ό,τι σκέφτεται, την ώρα που ζωγραφίζει, παίζει τον ρόλο του. Αυτό οδηγεί το χέρι σας και φέρνει το αποτέλεσμά του, δε φαίνεται, κι ωστόσο υπάρχει, κι αυτό είναι που κάνει το σύνολο εύγλωττο. Ο Χανς Κάστορπ καιγότανε γι' αυτή τη συζήτηση, το μέτωπό του είχε κοκκινίσει, τα μάτια του μιλούσαν, δεν ήξερε, στην αρχή, τι έπρεπε ν' απαντήσει, γιατί 'χε πάρα πολλά πράματα να πει. Πρώτα-πρώτα, έκανε την πρόταση να τοποθετηθεί ο πίνακας σ' ένα μέρος πιο ευνοϊκό από κείνο τον τοίχο, όπου σκιαζότανε· δεύτερο, ήθελε απολύτως να πει κι αυτός τα δικά του πάνω σ' ό,τι είχε πει ο Αυλικός Σύμβουλος, για τη φύση του δέρματος, η οποία τον ενδιέφερε πάρα πολύ, και, τρίτο, θέλησε να προσπαθήσει να εκφράσει μια γενική και φιλοσοφική σκέψη, που του είχε έρθει και που της έδινε ολωσδιόλου ιδιαίτερη σημασία. — Ναι, ναι! πολύ ωραία, αυτό 'ναι σπουδαίο. Θα ήθελα να πω… Δηλαδή, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, είπατε: «Όχι μόνο καθαρά λυρικές σχέσεις». Θα ήταν καλά, αν εκτός από τη λυρική σχέση —έτσι νόμισα, πως είπατε— εκτός από τις καλλιτεχνικές σχέσεις υπήρχαν ακόμη κι άλλες σχέσεις, με λίγα λόγια, ν' αντικρύζει κανείς τα πράματα κάτω από μίαν άλλη άποψη, κάτω από την ιατρική άποψη, λόγου χάρη. Είναι εξαιρετικά σωστό αυτό— με συγχωρείτε, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε— θέλω να πω, πως είναι τόσο πιο σωστό, όσο δεν πρόκειται, εδώ, στο βάθος, για σχέσεις κι απόψεις διάφορες, μα, για να μιλήσω καθαρά, για μια και μόνη άποψη, ή το πολύ-πολύ για διαφορετικές μορφές, θέλω να πω: αποχρώσεις, δηλαδή: ποικιλίες ενός και του αυτού ενδιαφέροντος, του οποίου η καλλιτεχνική δραστηριότητα δεν είναι αυτή καθαυτή, παρά ένα μέρος και μια έκφραση, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι. Μα, με συγχωρείτε, θα ξεκρεμάσω τον πίνακα, εδώ μέσα δεν έχει καθόλου φως, θα δείτε, θα τον τοποθετήσω εκεί κάτω, στον καναπέ, αν δε βρεθεί πιο κατάλληλο μέρος… Ήθελα να πω: με τι ασχολείται η ιατρική επιστήμη; Φυσικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα από ιατρική, μα, γενικά, δεν έχει σαν αντικείμενό της τον άνθρωπο; Και το δίκαιο, η νομοθεσία, η νομολογία; Πάλι τον άνθρωπο! Κι η μελέτη των γλωσσών, που τις περισσότερες φορές, δεν ξεχωρίζει από την άσκηση του παιδαγωγικού επαγγέλματος; Κι η θεολογία, η σωτηρία των ψυχών, η πνευματική ποιμαντορία; Όλ' αυτά αφορούνε στον άνθρωπο, δεν αποτελούν παρά ποικιλίες ενός και του αυτού ενδιαφέροντος, σημαντικού και… κεφαλαιώδους, δηλαδή: του ενδιαφέροντος, για τον άνθρωπο. Με μια λέξη, είναι ουμανιστικά επαγγέλματα και όταν θέλει να τα μελετήσει κανείς, αρχίζει να μαθαίνει πρώτα απ' όλα τις αρχαίες γλώσσες, δεν είναι έτσι; σαν ένα είδος μύησης στις μορφές, όπως λένε. Εκπλήττεστε, ίσως, που μιλώ γι' αυτό, εγώ που δεν

είμαι παρά ένας ρεαλιστής, ένας τεχνικός. Μα το σκέφτηκα τώρα τελευταία, εκεί που ξάπλωνα: είναι τέλειο, είναι υπέροχο, οπωσδήποτε, να τοποθετεί κανείς στη βάση κάθε είδους ουμανιστικού επαγγέλματος, το μορφικό στοιχείο, την ιδέα της μορφής, της ωραίας μορφής, καταλαβαίνετε; Αυτό δίνει σ' όλ' αυτά ένα χαρακτήρα ευγενή κι αφιλόκερδο κι επί πλέον κάτι σαν αίσθημα και… φιλοφροσύνη — το ενδιαφέρον γίνεται σχεδόν κάτι σαν ερωτική εξομολόγηση… Δηλαδή, εκφράζομαι, χωρίς άλλο, πολύ αδέξια, μα βλέπει κανείς το πνεύμα και την ομορφιά, που, γενικά, πάντα ήταν ένα, που το 'να ήταν μέσα στο άλλο, μ' άλλα λόγια: η επιστήμη κι η τέχνη, και θα συμφωνήσετε, πως η καλλιτεχνική εργασία αποτελεί, αναμφισβήτητα, μέρος τους, σαν πέμπτη δύναμη, κατά κάποιο τρόπο, που δεν είναι άλλο τι από ένα ουμανιστικό επάγγελμα, μια παραλλαγή του ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος, εφ' όσον το αντικείμενό της και ο ουσιώδης σκοπός της είναι, για μια ακόμη φορά, ο άνθρωπος. Είναι αλήθεια, πως τότε που ήμουν νέος, δεν ζωγράφιζα ποτέ, παρά καράβια και θάλασσες, όταν έκανα δοκιμές προς αυτή την κατεύθυνση, μα ό,τι υπάρχει πιο κλασικό στη ζωγραφική, είναι και μένει στα μάτια μου το πορτραίτο, γιατί έχει σαν άμεσο αντικείμενό του τον άνθρωπο, και γι' αυτό ακριβώς σας ρώτησα αμέσως, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, αν κάνατε απόπειρες σ' αυτή την περιοχή… Δε νομίζετε, πως σε τούτο δω το μέρος θα φωτίζεται απείρως καλύτερα; Και οι δυο, τόσο ο Μπέρενς όσο κι ο Γιόαχιμ, τον κοίταζαν, σαν για να τον ρωτήσουνε: δε ντρεπότανε για όλ' αυτά που καθότανε κι έλεγε εκεί; Μα ο Χανς Κάστορπ ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με τον εαυτό του, για να νιώσει και την παραμικρότερη ενόχληση. Κρατούσε το πορτραίτο στον τοίχο, πάνω από τον καναπέ, και περίμενε να του απαντήσουνε, αν δε φωτιζόταν πολύ καλύτερα σ' εκείνο το μέρος. Την ίδια στιγμή η υπηρέτρια έφερε σ' έναν δίσκο ζεστό νερό, ένα καμινέτο που έκαιε οινόπνευμα και φλιτζάνια του καφέ. Ο Αυλικός Σύμβουλος της έκανε νόημα να τα φέρει στο καπνιστήριο και είπε: — Μ' αφού είν' έτσι, τότε θα έπρεπε να ενδιαφέρεστε πολύ περισσότερο, με τη γλυπτική παρά με τη ζωγραφική… Ναι, φυσικά, εδώ έχει πιο πολύ φως, αν νομίζετε πως μπορεί να το αντέξει… Θέλω να πω για την αγαλματοποιία, γιατί αυτή 'ναι που ασχολείται σαφέστερα κι αποκλειστικότερα με τον άνθρωπο, γενικά. Ας έχουμε όμως υπ' όψη μας, πως το νερό δεν εξατμίζεται εντελώς. — Πολύ σωστά, η αγαλματοποιία, είπε ο Χανς Κάστορπ, ενώ περνούσαν στο άλλο δωμάτιο, και ξέχασε να κρεμάσει ή να τοποθετήσει κάπου τον πίνακα, παρά τον πήρε μαζί του και τον έφερε, χωρίς να διστάσει καθόλου, και με σταθερό βήμα, στο συνεχόμενο δωμάτιο. Σίγουρα, μια ελληνική Αφροδίτη, ή ένας από κείνους τους αθλητές, παρουσιάζουν αναμφισβήτητα με περισσότερη καθαρότητα το ουμανιστικό στοιχείο. Στο βάθος, εκεί 'ναι που υπάρχει η πιο αληθινή ανθρωπιστική τέχνη, όταν το σκεφτεί κανείς. — Μα την πίστη μου, όσο για την μικρή Σοσά, παρατήρησε ο Αυλικός Σύμβουλος, αποτελεί, γενικά, μάλλον θέμα για ζωγραφική, μα νομίζω, ότι ο Φειδίας ή εκείνος ο άλλος που τ' όνομά του έχει μια εβραϊκή κατάληξη, θα ζάρωναν τη μύτη μπροστά σ' αυτό το είδος της φυσιογνωμίας… Τι κάνετε κει, λοιπόν; Γιατί περιφέρετε αυτή τη μουντζούρα;

— Ευχαριστώ, θα την ακουμπήσω εδώ, στην καρέκλα, για την ώρα. Μα οι Έλληνες γλύπτες δεν έδιναν πολλή σημασία στο κεφάλι, ό,τι κυρίως τους ενδιέφερε, ήταν το κορμί, εκεί ήταν, ίσως, το γνήσιο ανθρωπιστικό στοιχείο… Και είπατε, αλήθεια, πως η πλαστική του γυναικείου σώματος οφείλεται στο λίπος; — Είναι λίπος! είπε μ' έναν τόνο κατηγορηματικό ο Αυλικός Σύμβουλος, που είχε ανοίξει ένα ερμάρι και είχε βγάλει από κει τ' απαραίτητα για να ετοιμάσει τον καφέ του: έναν τούρκικο μύλο σαν σωλήνα, το μπρίκι, κι ένα διπλό κουτί, για τη ζάχαρη και τον αλεσμένο καφέ. Όλα αυτά τ' αντικείμενα ήταν μπρούντζινα… — Παλμιτίνη, ελαιίνη, στεάτινη, είπε κι έριξε κόκκους καφέ από ένα τενεκεδένιο κουτί στον μύλο, κι ύστερα άρχισε να περιστρέφει το χερούλι. — Τα κάνω, καθώς βλέπετε, όλα μόνος μου, από την αρχή, κι έτσι ο καφές είναι δυο φορές καλύτερος. — Τι νομίζατε, λοιπόν; ότι ήταν πλασμένο από αμβροσία; — Όχι, το ήξερα κιόλας. Θ' άξιζε, όμως, να το ακούσει κανείς, είπε ο Χανς Κάστορπ. Ήταν καθισμένοι στη γωνιά, ανάμεσα στην πόρτα και στο παράθυρο, γύρω από ένα μονόποδο τραπεζάκι από μπαμπού, που πάνω του βρισκόταν ένας μπρούντζινος δίσκος διακοσμημένος με ανατολίτικα σχέδια. Στον δίσκο αυτό τοποθετήθηκε το σερβίτσιο του καφέ, πλάι στα σύνεργα του καπνίσματος. Ο Γιόαχιμ, πλάι στον Μπέρενς, στον καναπέ, που ήταν φορτωμένος με μεταξωτά μαξιλαράκια και ο Χανς Κάστορπ σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, με ρόδες, που πάνω της είχε ακουμπήσει και το πορτραίτο της φράου Σοσά. Ένα πλουμιστό χαλί ήταν απλωμένο κάτω από τα πόδια τους. Ο Αυλικός Σύμβουλος ανακάτεψε πολλή ώρα τον καφέ και τη ζάχαρη στο μπρίκι και το έβαλε να βράσει πάνω από τη φλόγα του καμινέτου. Ο σκοτεινόχρωμος αφρός χύθηκε στα μικρά φλυτζάνια κι αποδείχτηκε, ότι ήταν τόσο γλυκός όσο και δυνατός. — Κι η δική σας, άλλωστε, είπε ο Μπέρενς, κι η δική σας πλαστική, αν μπορεί να μιλήσει κανείς για πλαστική, προκειμένου για το ανδρικό σώμα, είναι από λίπος, φυσικά, αν κι όχι όσο στις γυναίκες. Στους άνδρες το λίπος δεν αποτελεί, γενικά, παρά το ένα εικοστό του βάρους του σώματός τους, ενώ στις γυναίκες αποτελεί το ένα δέκατο έκτο του. Χωρίς τους ελαστικούς ιστούς του δέρματος δεν θα ήμασταν όλοι μας παρά βωλίτες, ξέρετε, μύκητες. Με τον καιρό οι ιστοί χαλαρώνουν και τότε γίνεται αυτό το περίφημο και τόσο ελάχιστα αισθητικό σούφρωμα της επιδερμίδας μας. Οι ιστοί αυτοί είναι φορτωμένοι λίπος και προπαντός στο στήθος και στην κοιλιά της γυναίκας, όπως και στο πάνω μέρος των γλουτών και, γενικά, παντού, όπου βρίσκεται κάτι για την καρδιά και το χέρι… του άρρενος. Ακόμη κι οι πατούσες είναι λιπαρές κι ευερέθιστες. Ο Χανς Κάστορπ στριφογύριζε ανάμεσα στα χέρια του τον σωληνοειδή μύλο. Όπως όλο το σερβίτσιο ήταν, χωρίς άλλο, μάλλον ινδικής ή περσικής προέλευσης, παρ' όσο τουρκικής. Το στυλ των χαραγμένων πάνω στον μπρούτζο σχεδίων, που οι στιλβωμένες επιφάνειές τους ξεχώριζαν από το θαμπό φόντο τους, το μαρτυρούσανε. Ο Χανς Κάστορπ κοίταξε αυτή τη διακόσμηση, χωρίς να συλλάβει αμέσως τα θέματά της. Όταν τα διάκρινε έγινε κατακόκκινος ξαφνικά.

— Ναι, είναι ένα αντικείμενο αποκλειστικά για κυρίους, είπε ο Μπέρενς. Γι' αυτό, ακριβώς, το κλειδώνω. Η νεράιδα που έχω μαγείρισσα θα μπορούσε ν' αλληθωρίσει, βλέποντάς το. Μα δε μου φαίνεται, πως θα μπορούσε να βλάψει και σας — κι έτσι κοιτάξτε το με την ησυχία σας. Μου το έκαμε δώρο μια πελάτισσα, μια Αιγύπτια πριγκίπισσα, που μας έκαμε την τιμή να παραμείνει κοντά μας για ένα χρονάκι. Το θέμα, βλέπετε, επαναλαμβάνεται σ' όλα τα κομμάτια του σερβίτσιου. Πονηρρ, έ; — Ναι, είναι περίεργο, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Χα, όχι, δεν παθαίνω τίποτα, φυσικά, θα μπορούσε, μάλιστα, κανείς, να τους δώσει μια σοβαρή και επίσημη ερμηνεία, αν το ήθελε, μ' όλο που δε θα ταίριαζε ολότελα σ' ένα σερβίτσιο του καφέ. Οι αρχαίοι, μάλιστα, θα μετάφερναν κάτι τέτοιο, ανάλογα με την ευκαιρία, στις σαρκοφάγους τους. Το άσεμνο και το ιερό ήταν ένα και το αυτό, περίπου, για κείνους. — Μα την πίστη μου, όσο για την πριγκίπισσα, θαρρώ πως μάλλον το άσεμνο ήταν το φόρτε της. Διατηρώ, άλλωστε, ακόμα απ' αυτήν εξαίρετα τσιγάρα, κάτι Άλφα Άλφα, που δεν τα προσφέρω παρά μόνο σ' εξαιρετικές περιπτώσεις. Κι έβγαλε από το ερμάρι του μια κούτα με ζωηρά χρώματα, για να προσφέρει στους ξένους του. Ο Γιόαχιμ ευχαρίστησε κι αρνήθηκε, ενώνοντας τα τακούνια του. Ο Χανς Κάστορπ πήρε το τσιγάρο και το κάπνισε. Ήταν ένα τσιγάρο με πάχος και μήκος ασυνήθιστου μεγέθους, διακοσμημένο με μια σφίγγα χρυσοτυπωμένη — και, πραγματικά, κάτι εξαίρετο. — Πείτε μας ακόμα κάτι, λοιπόν, για το δέρμα, παρακάλεσε, θα μας κάνετε αληθινή χάρη, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Είχε τραβήξει πάλι κοντά του το πορτραίτο της φράου Σοσά, το είχε τοποθετήσει στα γόνατά του και το κοίταζε, ακουμπισμένος στη ράχη της πολυθρόνας του, με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη. — Όχι ακριβώς για το στρώμα του λίπους, τώρα ξέρουμε ό,τι χρειάζεται γι' αυτό. Μα για το ανθρώπινο δέρμα, γενικά, που ξέρετε και το ζωγραφίζετε τόσο όμορφα. — Για το δέρμα; Ενδιαφέρεστε για τη φυσιολογία; — Πάρα πολύ! Ναι, πάντα ένιωθα ένα τεράστιο ενδιαφέρον γι' αυτήν. Το ανθρώπινο σώμα, πάντα μ' απασχολούσε ιδιαίτερα. Μερικές φορές αναρωτήθηκα, μάλιστα, μη κι έπρεπε να γίνω γιατρός — απ' ορισμένες απόψεις, πιστεύω πως δε θα μου πήγαινε κι άσκημα. Γιατί, όποιος ενδιαφέρεται για το σώμα, ενδιαφέρεται επίσης και για την αρρώστια, προπαντός γι' αυτήν — δεν είναι αλήθεια; Έπειτα, αυτό δεν αποδείχνει και μεγάλα πράματα, θα μπορούσα ν' αγκαλιάσω εξ ίσου κι άλλα επαγγέλματα. Θα μπορούσα, λόγου χάρη, να γίνω κληρικός. — Όχι δα! — Ναι, ήταν φορές που είχα την περαστική εντύπωση, πως ήμουν προικισμένος γι' αυτό. — Γιατί, λοιπόν, γίνατε ναυπηγός; — Συμπτωματικά. Θαρρώ, πως μάλλον εξωτερικές περιστάσεις αποφασίσανε γι' αυτό.

— Για το δέρμα, λοιπόν; Τι θέλετε, τότε, να σας πω γι' αυτή την επιφάνεια των αισθήσεών σας; Το δέρμα είναι το εξωτερικό μυαλό σας, με καταλαβαίνετε; Και, για να μιλήσω οντογενετικά, έχει την ίδια απολύτως προέλευση με τη μηχανή των ανωτέρων, όπως τα λένε, οργάνων σας, που βρίσκονται μέσα στο κρανίο σας. Το κεντρικό σύστημα, αυτό πρέπει να το ξέρετε, δεν είναι παρά μια εξελιγμένη μορφή της επιδερμίδας, και στα κατώτερα είδη δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στο κεντρικό και στο περιφερειακό σύστημα, τούτα δω τα ζώα ανασαίνουν και γεύονται με το δέρμα, φανταστείτε το αυτό, δεν έχουν άλλες αισθήσεις εκτός από το δέρμα τους — κάτι που θα πρέπει να 'ναι ολωσδιόλου ευχάριστο, αν ερχόταν κανείς στη θέση τους. Αντίθετα, σε υπάρξεις εξαιρετικά διαφοροποιημένες, όπως εσείς κι εγώ, η φιλοδοξία του δέρματος περιορίζεται στην ευαισθησία, γιατί δεν είναι παρά ένα όργανο άμυνας και μεταβίβασης, αλλά που είναι και καταχθόνια προσεκτικό, για καθετί που πλησιάζει από πολύ κοντά το κορμί — τεντώνει μάλιστα, και πάνω από τον εαυτό του μηχανήματα αφής, δηλαδή τις τρίχες, το χνούδι του σώματος, που αποτελείται μόνο από μικρά, σκληρυμένα κύτταρα του δέρματος, κι αυτά του επιτρέπουν να διακρίνει και το πιο ελάχιστο πλησίασμα, πριν καν αγγιχτεί το ίδιο το δέρμα. Κι ας μείνει μεταξύ μας, είναι δυνατό, μάλιστα, ο προστατευτικός κι αμυντικός ρόλος του δέρματος να μη περιορίζεται, απλά και μόνο, σ' ό,τι αφορά στο σώμα… Ξέρετε πώς κοκκινίζετε και πώς χλομιάζετε; — Όχι ακριβώς. — Ναι, πρέπει να σας ομολογήσω, πως ούτε κι εμείς το ξέρουμε εντελώς ακριβώς, όσο αφορά, τουλάχιστον, στο κοκκίνισμα της ντροπής. Το πράμα δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμα απόλυτα, γιατί, ως τώρα, δε μπόρεσαν ν' αποδείξουν την ύπαρξη στ' αγγεία τενόντων, που θα έμπαιναν σε κίνηση από τα αγγειοκινητικά νεύρα. Πώς φουσκώνει το λειρί του πετεινού —ή οποιοδήποτε άλλο παράδειγμα κομπορρημοσύνης θα σας άρεσε να πάρετε— είναι κάτι, να πούμε, μυστηριώδες, προπαντός όταν μπαίνουν στη μέση και φυσικές επιδράσεις. Υποθέτουμε, πως υπάρχουν δεσμοί ανάμεσα στη φαιά ουσία και το αγγειακό κέντρο του εγκεφάλου. Και μ' ορισμένους ερεθισμούς, λοιπόν, όπως, λόγου χάρη, όταν είστε υπερβολικά ντροπαλός, ο δεσμός αυτός μπαίνει σ' ενέργεια και τα αγγειοκινητικά νεύρα ενεργούνε στο πρόσωπο, και τότε τ' αγγεία διαστέλλονται και γιομίζουν, έτσι που αποχτάτε ένα κεφάλι διάνου, φουσκωμένος, όσο παίρνει, από αίμα και δεν μπορείτε να δείτε καθαρά. Αντίθετα, στις άλλες περιπτώσεις —κι ο Θεός ξέρει τι σας περιμένει, κάτι το πάρα πολύ επικίνδυνα ωραίο, αν θέλετε— τα αιμοφόρα αγγεία του δέρματος συστέλλονται και το δέρμα γίνεται ωχρό και ψυχρό και παραμορφώνεται, και τότε φαίνεστε σαν πτώμα, από τη μεγάλη συγκίνηση, με μαυροκυκλιασμένα μάτια και άσπρη μυτερή μύτη. Κι ωστόσο, το συμπαθητικό εξακολουθεί να κάνει την καρδιά σας να χτυπά κανονικά. — Ώστε έτσι γίνεται, λοιπόν! είπε ο Χανς Κάστορπ. — Έτσι, απάνω-κάτω. Είναι αντιδράσεις, ξέρετε. Μα καθώς όλες οι αντιδράσεις και όλες οι αντανακλάσεις έχουν, φυσικά, κάποιο λόγο υπάρξεως, εμείς οι φυσιολόγοι υποθέτουμε σχεδόν, πως ακόμη κι αυτά τα δευτερεύοντα φαινόμενα των φυσικών αντιδράσεων είναι,

στην πραγματικότητα, ηθελημένα μέσα άμυνας, προστατευτικές αντανακλάσεις του σώματος, όπως η ανατριχίλα. — Ούτε κι αυτό, ακριβώς. — Είναι ένας από τους στεατώδεις αδένες, που εκκρίνουν μια λευκωματώδη ουσία, λιπαρή, όχι εντελώς ορεκτική, ξέρετε, μα κρατά το δέρμα ευλύγιστο, για να μη σκάζει και να μη σκίζεται από την ξηρασία και για να 'ναι ευχάριστο στην αφή — δε θα μπορούσε, μάλιστα, να φανταστεί κανείς, ότι θα 'ταν δυνατό ν' αγγίξει ένα ανθρώπινο δέρμα χωρίς χοληστερίνη. Οι στεατώδεις αδένες αυτοί είναι ενισχυμένοι με μικρούς οργανικούς μυώνες, που μπορούν ν' ανορθώνουν τους αδένες κι όταν το κάνουν αυτό σας συμβαίνει ό,τι συνέβη και σ' εκείνο τον νεαρό, που η πριγκίπισσα έχυσε πάνω στο σώμα του έναν κουβά με κωβιούς: το δέρμα σας γίνεται σαν το τρίφτη κι όταν ο ερεθισμός είναι υπερβολικά δυνατός τ' ακροχορδόνια ανορθώνονται επίσης, τα μαλλιά σηκώνονται στο κεφάλι σας κι οι τρίχες στο σώμα σας, όπως στον σκαντζόχοιρο που αμύνεται, και τότε πια μπορείτε να πείτε ότι ξέρετε ν' ανατριχιάζετε. — Ω, εγώ, είπε ο Χανς Κάστορπ, το δοκίμασα αρκετές φορές κιόλας. Φρικιώ πολύ εύκολα και στις πιο διαφορετικές περιστάσεις. Αυτό που με κάνει να εκπλήσσομαι είναι μόνο, πως τα ακροχορδόνια, όπως τα λέτε, ορθώνονται στις πιο ποικίλες περιστάσεις. Όταν τραβούνε, αίφνης, ένα κοντύλι πάνω σ' ένα τζάμι, ανατριχιάζει κανείς και, πάλι, μια μουσική ιδιαίτερα όμορφη σας προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα, κι όταν, με την ευκαιρία της πρώτης μου μετάληψης, μεταλάβαινα, πάλι είχα ανατριχιάσει: τα ρίγη κι η φαγούρα δε λέγανε να σταματήσουν. Είναι παράξενο, οπωσδήποτε, κι αναρωτιέται κανείς, τι είναι αυτό που βάνει σε κίνηση εκείνους του μικρούς μυώνες. — Ναι, είπε ο Μπέρενς, ο ερεθισμός είναι ερεθισμός. Το γιατί του ερεθισμού δεν ενδιαφέρει καθόλου το κορμί. Τ' ακροχορδόνια, μια φορά, σηκώνονται, είτε κωβιοί το προκάλεσαν, είτε τα άχραντα μυστήρια. — Κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, είπε ο Χανς Κάστορπ, και κοίταξε τον πίνακα στα γόνατά του, θα 'θελα να ξαναγυρίσουμε σε κάτι. Πρωτύτερα κάνατε λόγο για εσωτερικά φαινόμενα, για κινήσεις της λύμφης και τέτοια… Τι συμβαίνει μ' αυτό ακριβώς; θα 'θελα πολύ να μάθαινα περισσότερα πράματα απάνω σ' αυτό, σχετικά με την κίνηση της λύμφης, λόγου χάρη, αν είχατε την καλοσύνη, είναι κάτι που μ' ενδιαφέρει πολύ. — Θέλω να το πιστεύω αυτό, αποκρίθηκε ο Μπέρενς. Η λύμφη είναι ό,τι υπάρχει πιο λεπτό, πιο ουσιώδες και πιο τρυφερό σ' ολόκληρη τη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος — υποθέτω, πως θα το υποψιάζεστε αόριστα, για να μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Μιλούνε συχνά για το αίμα και τα μυστήριά του και θεωρούν το αίμα σαν ένα υγρό εντελώς ιδιαίτερο. Μα η λύμφη είναι ο χυμός των χυμών, το απόσταγμα, ξέρετε, ένα αιματώδες γάλα, ένα πιοτό απόλυτα απολαυστικό — ύστερα, μάλιστα, από λιπαρές τροφές έχει την όψη γάλακτος ακριβώς. Κι άρχισε πολύ ζωηρά, με μια γλώσσα απόλυτα παραστατική, να περιγράφει πώς το αίμα, αυτό το υγρό που έχει το χρώμα πορφύρας του θεάτρου, παρασκευάζεται από την

αναπνοή και τη χώνεψη, εμφορτώνεται με αέριο, φορτώνεται με θρεπτικό χυλό, από λίπος, λεύκωμα, σίδηρο, ζάκχαρο και άλατα που, σε μια θερμοκρασία 38 βαθμών, έχει διωχτεί με την αντλία της καρδιάς μέσα από τα αγγεία για να μεταφέρει σ' όλο το σώμα την τροφή, τη ζωική θερμότητα — την ίδια τη ζωή μ' έναν λόγο. Είπε πως το αίμα δεν έφθανε ως τα ίδια τα κύτταρα, μα ότι η πίεση, κάτω από την οποία βρισκόταν, έκανε ν' αναπηδά ένα γαλακτώδες εκχύλισμα από το αίμα, μέσα από τα τοιχώματα των αγγείων, και το φιλτράριζε στους ιστούς, με τέτοιο τρόπο, που εισχωρούσε παντού γιόμιζε κάθε χαραμάδα, φούσκωνε και τέντωνε όλους τους ελαστικούς συνδετικούς ιστούς. Αυτό 'ταν το τέντωμα των ιστών, ο turgor, κι ακόμη, χάρη στον turgor, η λύμφη, αφού είχε την καλοσύνη να περάσει απ' όλα τα κύτταρα και να εξασφαλίσει την τροφή τους, ξαναστελλότανε πίσω στα λυμφατικά αγγεία, στα vasa lymphatica, και χυνόταν στο αίμα κάθε μέρα κάπου ενάμισι λίτρο. Περίγραψε το σύστημα των σωληνώσεων και της αναπνοής των λυμφατικών αγγείων, μίλησε για την γαλακτοφόρο διώρυγα των μαστών, που μάζευε τη λύμφη από τις γάμπες, την κοιλιά και το στήθος, από το ένα μπράτσο και τη μια μεριά της κεφαλής, κι ύστερα κι από τα τρυφερά φιλτρόργανα που ήταν σχηματισμένα σε πολλά μέρη, μες στα λυμφατικά αγγεία, και που λέγονταν λυμφατικοί αδένες και βρίσκονταν στο λαιμό, στις κοιλότητες της μασκάλης, στις αρθρώσεις των αγκώνων, στα γόνατα και σ' άλλα μέρη, όχι λιγότερο ουσιώδη και τρυφερά, του σώματος. — Εκεί μπορεί να δημιουργηθούν όγκοι, εξήγησε ο Μπέρενς, κι από το σημείο αυτό, ακριβώς, ξεκινήσαμε πρωτύτερα. Εξογκώσεις λυμφατικών αγγείων, ας πούμε, στις αρθρώσεις των γονάτων, λόγου χάρη, και των αγκώνων, σαν υδροπικά πρηξίματα εδώ ή εκεί και πάντα έχουν την αιτία τους κι ας μην είναι πάντα υποχρεωτικά όμορφη. Σε μερικές καταστάσεις μπορεί κανείς να φτάσει εύκολα στο σημείο, να υποθέσει μίαν έμφραξη των λυμφατικών αγγείων φυματιώδους προελεύσεως. Ο Χανς Κάστορπ σώπαινε. — Ναι, είπε σιγά, ύστερα από λίγη σιωπή, έτσι είναι. Θα μπορούσα θαυμάσια να γινόμουν γιατρός. Η γαλακτοφόρος διώρυγα. Η λύμφη των γαμπών… Αυτό μ' ενδιαφέρει πολύ. — Τι είναι το σώμα! φώναξε απότομα, ξεσπάζοντας μ' αιφνίδια σφοδρότητα. Τι είναι η σάρκα! Τι είναι το ανθρώπινο κορμί! Από τι αποτελείται; Πείτε το μας αυτό το απόγεμα, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε! Πείτε το μας μια για πάντα και ακριβώς, για να το ξέρουμε! — Από νερό, αποκρίθηκε ο Μπέρενς. Ενδιαφέρεστε, λοιπόν, και για την οργανική χημεία; Από νερό, κατά το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται το ουμανιστικό ανθρώπινο σώμα, ούτε από καλύτερο ούτε από χειρότερο υλικό, απάνω σ' αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να μας εξαπατήσει κανείς, πουλώντας το για χρυσάφι. Η στερεά ουσία του αντιπροσωπεύει μόλις τα εικοσιπέντε στα εκατό, από τα οποία τα είκοσι είναι απλό ασπράδι του αυγού, λευκωματώδεις ουσίες, δηλαδή, αν θέλετε να εκφραστώ με κάπως ευγενικότερους όρους, που αν προσθέσετε σ' αυτές μίαν ελάχιστη ποσότητα από λίπος και άλατα, έχετε το σύνολο σχεδόν. — Μα το ασπράδι του αυγού; Τι είναι αυτό; — Κάθε είδος στοιχείων. Άνθρακας, υδρογόνο, άζωτο, οξυγόνο, θείο. Καμιά φορά και

φώσφορος. Δείχνετε εξαιρετική δίψα για μάθηση, αληθινά. Πολλές από τις λευκωματώδεις ουσίες είναι ενωμένες με υδατάνθρακες, δηλαδή με σταφυλοζάκχαρο και άμυλο. Με την ηλικία, η σάρκα σκληραίνει, πράμα που οφείλεται στο γεγονός, πως η πηχτή πληθαίνει στους συνδετικούς ιστούς, η πηχτή, μια κολλώδης ουσία, καταλαμβάνετε, το σπουδαιότερο μέρος των οστών και του χόνδρου. Τι άλλο να σας πω; Στο πλάσμα των μυώνων έχουμε ένα είδος λευκωματώδους ουσίας, το μυοζινογενές που, όταν πεθαίνει κανείς, πήζει μέσα στις μυϊκές ίνες και προκαλεί την δυσκαμψία του πτώματος. —Τη δυσκαμψία του πτώματος, ναι, είπε ο Χανς Κάστορπ εύθυμα. Πολύ ωραία. Κι ακολουθεί η γενική αποσύνθεση, η ανατομία του τάφου. — Ναι, αυτό εννοείται. Το είπατε όμορφα, άλλωστε. Η υπόθεση από κει και πέρα ακολουθεί το δρόμο της. Διαχεόμαστε κατά κάποιο τρόπο. Για σκεφτείτε, όλο αυτό το νερό. Και τα άλλα συστατικά διατηρούνται πολύ άσκημα, δίχως ζωή, και, σαπίζοντας, αποσυνθέτονται σ' απλούστερες ενώσεις — σ' ενώσεις ανόργανες. — Σήψη, αποσύνθεση, είπε ο Χανς Κάστορπ, μα πρόκειται για καύση, βέβαια, ένωση με το οξυγόνο, απ' όσο ξέρω. — Πάρα πολύ σωστό. Οξείδωση. — Και η ζωή; — Κι αυτή, νεαρέ μου. Επίσης οξείδωση. Η ζωή είναι κυρίως μια καύση του οξυγόνου των λευκωματωδών ουσιών των κυττάρων, σε τούτη την καύση οφείλεται αυτή η όμορφη ζωική θερμότητα, που κάποτε την παραέχει κανείς. Ναι, Ζωή σημαίνει Θάνατος, απάνω σ' αυτό δε χωρεί καμιά ωραιοποίηση — une destruction organique, όπως ονόμασε κάποτε τη ζωή κάποιος Γάλλος, μέσα στην αλαφρομυαλιά του. Άλλωστε, αυτός, ο θάνατος, είναι το άρωμα της ζωής. Όταν νομίζουμε, πως δεν είναι έτσι τα πράματα, θα πει πως η κρίση μας χάλασε. — Κι όταν ενδιαφέρεται κανείς για τη ζωή, είπε ο Χανς Κάστορπ, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον θάνατο. Δεν ειν' έτσι; — Ε, όσο να 'ναι, υπάρχει, τελικά, ένα είδος διαφοράς ανάμεσά τους. Η ζωή είναι τ' ότι, μες στη μεταμόρφωση της ύλης, η μορφή διατηρείται. — Για ποιο λόγο να διατηρείται η μορφή; — Μα αυτό που μου λέτε τώρα δα δεν είναι καθόλου ουμανιστικό. — Η μορφή είναι ete-pe-tete1. — Έχετε, χωρίς άλλο, κάτι το πολύ τολμηρό σήμερα. Κάτι το προκλητικό, αληθινά. Μα τώρα θα σας αφήσω, είπε ο Αυλικός Σύμβουλος. Μελαγχόλησα, είπε, κι άπλωσε το γιγαντένιο χέρι του πάνω από τα μάτια του. Βλέπετε, έτσι με πιάνει, πότε-πότε. Εκεί που πήρα τον καφέ μαζί σας, και το χαιρόμουνα αυτό, να που μ' έπιασε, ξαφνικά πάλι, η 1

Σωστότερα: Etepetete. Γερμανισμός του παρεφθαρμένου γαλλικού être peut être και σημαίνει το παράξενο, το ιδιάζον, το υπερβολικό.

μελαγχολία. Σας παρακαλώ, κύριοί μου, συμπαθήστε με. Ήταν κάτι ξεχωριστό για μένα η συντροφιά σας και μ' ευχαρίστησε πάρα πολύ… Τα ξαδέλφια είχανε σηκωθεί. Λυπόντουσαν, είπανε, που είχαν κρατήσει τόση ώρα τον κύριο Αυλικό Σύμβουλο… Τους βεβαίωνε, πως δεν υπήρχε λόγος να στενοχωριούνται γι' αυτό. Ο Χανς Κάστορπ βιάστηκε να μεταφέρει το πορτραίτο της φράου Σοσά στο γειτονικό δωμάτιο και να το ξανακρεμάσει στη θέση του. Δεν ξαναγύρισαν στον κήπο για να βρούνε πάλι το παγκάκι τους. Ο Μπέρενς τους έδειξε από πού θα βρίσκανε το δρόμο, για να πάνε κατ' ευθείαν στα δωμάτιά τους, συνοδεύοντάς τους ίσαμε την τζαμωτή πόρτα. Ο σβέρκος του φαινόταν να φουσκώνει περισσότερο απ' όσο συνήθως, σ' αυτή την κατάσταση όπου είχε πέσει ξαφνικά, έπαιζε τα δακρυσμένα μάτια του και το λοξό μουστάκι του, που ήτανε στραβοψαλιδισμένο, είχε πάρει μια λυπητερή έκφραση. Την ώρα που ακολουθούσανε τους διάδρομους και τις σκάλες, ο Χανς Κάστορπ είπε: — Θα συμφωνήσεις, πως η ιδέα μου δεν ήταν άσκημη. — Ήταν μια αλλαγή, οπωσδήποτε, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. Και με την ευκαιρία αυτή, μάλιστα, μιλήσατε και για ένα πλήθος πράματα, θα πρέπει να τ' ομολογήσει κανείς. Μόνο που βρήκα πως όλ' αυτά ήταν κάπως άταχτα. Μα είναι ώρα να πάμε, έστω και για είκοσι λεπτά μόνο, στην κούρα μας, πριν από το τσάι. Το βρίσκεις, ίσως, κάπως ete-pe-tete από μέρους μου, που τόσο επιμένω σ' αυτήν — έτσι τολμηρός που έγινες τον τελευταίο καιρό. Μα η αλήθεια είναι, πως εσύ, στο κάτω-κάτω, έχεις λιγότερη ανάγκη από μένα.

ΕΡΕΥΝΕΣ ΕΤΣΙ έφτασε ό,τι έπρεπε να φτάσει κι ό,τι ο Χανς Κάστορπ, πριν λίγο ακόμη, δεν μπορούσε ούτε να ονειρευτεί καν, πως θα το ζούσε εδώ πάνω: ήρθε ο χειμώνας, ο εδώ χειμώνας, που ο Γιόαχιμ τον γνώριζε κιόλας, γιατί ο προηγούμενος βρισκότανε σ' όλη την ακμή του, όταν είχε ανεβεί εδώ πάνω, μα που ο Χανς Κάστορπ τον φοβότανε λίγο, μ' όλο που ήξερε να εφοδιαστεί τέλεια. Ο ξάδελφός του προσπάθησε να τον καθησυχάσει. — Δεν πρέπει να τον φαντάζεσαι και τόσο φοβερό, είπε, δεν είναι δα κι αρκτικός! Δεν κρυώνει κανένας πολύ, χάρη στην ξηρασία της ατμόσφαιρας και στη νηνεμία. Όταν σκεπάζεσαι καλά, μπορείς να μείνεις ως αργά τη νύχτα στο μπαλκόνι, χωρίς να κρυώνεις. Πρόκειται βλέπεις, για την αλλαγή της θερμοκρασίας πάνω από τη ζώνη της ομίχλης· στ' ανώτερα στρώματα είναι πιο ζεστά, άλλοτε δεν το ξέρανε αυτό. Πιο πολύ κρύο κάνει, όταν βρέχει. Μα τώρα πια έχεις το σάκο σου, για να μπαίνεις μέσα, και θερμαίνουν, μάλιστα, και λίγο, όταν το κρύο δυναμώνει πολύ. Έπειτα, δεν ήτανε να γίνεται λόγος για αιφνιδιαστική έφοδο, ο χειμώνας έμπαινε αργά. Στην αρχή, δε φάνηκε να διαφέρει πολύ από πολλές άλλες μέρες, σαν αυτές που είχανε μες στο κατακαλόκαιρο. Για κάμποσες μέρες, φυσούσε ο βοριάς, ο ήλιος χλόμιαζε, η κοιλάδα φαινότανε πιο μικρή και πιο στενή, τα σκηνικά των Άλπεων, πιο κοντινά, πιο σκληρά, φαίνονταν να της φράζουν το έμπασμα. Ύστερα, τα σύννεφα σηκώθηκαν, προχώρησαν από το Πιτς Μισέλ και τον Τίντσενχορν κατά τα νοτιοανατολικά κι η κοιλάδα σκοτείνιασε. Ύστερα, άρχισε να βρέχει άφθονα. Ύστερα, η βροχή βρώμισε, έγινε ασπρουδερόσταχτη, από το χιόνι που ανακατευότανε μαζί της, ίσαμε που την έδιωξε ολότελα και στο τέλος δεν έπεφτε παρά μόνο χιόνι, η κοιλάδα κατακλύστηκε από τους χιονοστρόβιλους και καθώς αυτό κράτησε επί πολύ, κι όπως, στο μεταξύ, η θερμοκρασία είχε κατεβεί αισθητά κι αυτή, το χιόνι δε μπορούσε να λιώσει ολότελα, ήταν βρεγμένο, μα έμεινε. Η κοιλάδα απλωνότανε κάτω από ένα ρούχο λευκό, λεπτό, νοτισμένο και μπαλωμένο, που πάνω του ξεχώριζε ο τραχύς μανδύας των βελονοφόρων, στις μαύρες πλαγιές. Στην τραπεζαρία, οι σωλήνες της θέρμανσης άρχισαν να ζεσταίνονται. Αρχές του Νοεμβρίου ακόμα, εκεί, κατά την εορτή των Αγίων Πάντων, μα το πράμα δεν ήταν καινούριο. Κιόλας τον Αύγουστο είχε κάνει τέτοιο καιρό κι από τότε ξεσυνήθισε κανείς να νομίζει το χιόνι αποκλειστικό προνόμιο του χειμώνα. Αδιάκοπα κι ολάκερη την εποχή, έστω και μακριά, κάποτε, είχες το χιόνι κάτω από τα μάτια σου, γιατί πάντα και κάτι λείψανα, κάτι ίχνη, σπιθοβολούσανε στις χαραμάδες και στις κοιλότητες της βραχένιας αλυσίδας του Ραίτικον, που έμοιαζε να φράζει το έμπασμα της κοιλάδας και πάντα οι πιο μακρινές ορεινές μεγαλειότητες, κατά τον Βορρά, σπιθοβολούσανε το χιόνι τους. Μα, τη φορά τούτη, διαρκέσανε και το 'να και τ' άλλο: το πέσιμο του χιονιού και της θερμοκρασίας. Ο ουρανός βάρυνε χλομόγκριζος και χαμηλός πάνω στην κοιλάδα και διαλυότανε σε νιφάδες, που πέφτανε σιωπηλά κι ασταμάτητα, με μίαν αφθονία υπερβολική και κάπως ανησυχαστική, κι απ' ώρα σε ώρα έκανε πιο δυνατό κρύο. Ήρθε και το πρωί, που ο Χανς Κάστορπ είχε εφτά βαθμούς στην κάμαρά του και την επαύριο

δεν ήταν περισσότεροι από πέντε. Ήταν η παγωνιά: κρατιότανε σ' αυτά τα όρια, μα διαρκούσε. Τη νύχτα έπεφτε η παγωνιά, μα τώρα έκανε ολάκερη τη μέρα παγωνιά, από το πρωί ίσαμε το βράδυ και ταυτόχρονα εξακολουθούσε να χιονίζει, με μικρές διακοπές, για τέταρτη και πέμπτη μέρα κι ύστερα ολόκληρη βδομάδα. Το χιόνι στοιβαζότανε, τώρα, άρχιζε να γίνεται εμπόδιο σχεδόν. Στο μονοπάτι της υπηρεσίας, ίσαμε τον πάγκο με το μικρό ρυάκι, καθώς και στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό, χρειάστηκε ν' ανοίξουνε περάσματα, μα ήταν στενά και δεν υπήρχε τρόπος να παραμερίσει κανείς κι όταν ερχόντουσαν δυο, από διαφορετικές κατευθύνσεις, κάποιος έπρεπε να βουλιάξει ως τα γόνατα, μέσα στα χιόνια των πλευρών του ανοιγμένου μονοπατιού. Ένας οδοστρωτήρας, συρμένος από ένα άλογο, που το τραβούσε ένας άνθρωπος απ' το χαλινάρι, κυλούσε ολάκερη τη μέρα στους δρόμους του χωριού κι ένα κίτρινο έλκηθρο, που είχε την όψη παλιάς ταχυδρομικής άμαξας της Φραγκωνίας, μ' ένα χιονάλετρο μπροστά, που σκάλιζε και παραμέριζε τις λευκές μάζες, έκανε τη συγκοινωνία ανάμεσα στο Νταβός-Πλατς και το βορινό τμήμα του, το γνωστό σαν Νταβός-Ντορφ. Ο κόσμος, ο στενός, ψηλός και χαμένος κόσμος Αυτών εδώ πάνω, φαινότανε τώρα τυλιγμένος σε χοντρά πανωφόρια και γουναρικά και δεν υπήρχε στύλος ή παλούκι, που να μη φορούσε τον άσπρο σκούφο του. Τα σκαλοπάτια του Μπέργκχοφ εξαφανίστηκαν, είχανε μεταμορφωθεί σε μια γερτή επιφάνεια, βαριά μαξιλάρια, με τα πιο αστεία σχήματα, βάραιναν παντού τα κλαδιά των ελατιών και, πότε δω, πότε κει, ο άσπρος όγκος γλιστρούσε, διαλυότανε και σκορπιζόταν σα λευκό σύννεφο ή ομίχλη ανάμεσα στους κορμούς. Τα βουνά, ένα γύρο, ήταν σκεπασμένα με χιόνια, γιομάτα ανωμαλίες στις πιο χαμηλές περιοχές και μαλακά τυλιγμένες οι κορφές, με τα ποικίλα σχήματα, που ξεπερνούσανε τη ζώνη των δέντρων. Ήταν σκοτεινιά. Ο ήλιος δε φαινότανε παρά σαν ωχρή λάμψη, πίσω από ένα πέπλο, μα το χιόνι διάχυνε ένα έμμεσο και απαλό φως, μια γαλακτώδη λάμψη, που ομόρφαινε τον κόσμο και τους ανθρώπους, μ' όλο που οι μύτες ήταν κόκκινες, κάτω από τους λευκούς ή χρωματιστούς μάλλινους σκούφους. Στην τραπεζαρία, με τα εφτά τραπέζια, ο ερχομός αυτός του χειμώνα, της μεγάλης εποχής αυτών των περιοχών, κυριαρχούσε στις κουβέντες των οικοτρόφων. Πολλοί τουρίστες και άνθρωποι των σπορ, λέγανε, είχανε φτάσει και γιόμισαν τα ξενοδοχεία του Πλατς και του Ντορφ. Εκτιμούσαν πολύ το πάχος του χιονιού, που είχε πέσει, εξήντα εκατοστά, κι έλεγαν πως ήταν ιδεώδες για τους παγοδρόμους. Εργάζονταν δραστήρια για το εναέριο τρενάκι, που έφερνε από το Σάλτσαλπ, της άλλης πλευράς του βουνού, στην κοιλάδα, και τις προσεχείς μέρες κιόλας θα εγκαινιαζότανε, αρκεί να μη διάψευδε αυτές τις ελπίδες ο νοτιάς. Χαίρονταν που θα παραβρίσκονταν στην κίνηση των υγιών, των οικότροφων από εκεί κάτω, που θα ξανάρχιζε, στις αθλητικές γιορτές και στις σκιοδρομίες, και λογάριαζαν πως θα παραβρίσκονταν σ' όλ' αυτά, αντίθετα προς την απαγόρευση, παραμελώντας την κούρα της ανάπαυσης και σκάζοντάς το. Εφέτος, θα υπήρχε και κάτι καινούριο, έμαθε ο Χανς Κάστορπ, μια ανακάλυψη του Βορρά, το Σκίγαιρινγκ, μια σκιοδρομία που όσοι έπαιρναν μέρος σ' αυτή σερνόντουσαν από άλογα. Θα 'πρεπε να το σκάσει κανείς, όταν θα γινόταν. — Μιλούσανε ακόμα και για τα Χριστούγεννα.

Για τα Χριστούγεννα; Όχι, ο Χανς Κάστορπ δε τα είχε ακόμα σκεφτεί. Μπόρεσε να πει και να γράψει εύκολα, πως, σύμφωνα με τη γνώμη των γιατρών, θα έπρεπε να περάσει εδώ πάνω το χειμώνα, με τον Γιόαχιμ. Μα τα Χριστούγεννα περιέχονταν σ' αυτόν, όπως αποδειχνότανε τώρα, που θα περνούσε εδώ το χειμώνα, κι αυτό είχε, χωρίς άλλο, κάτι το τρομαχτικό, για το ηθικό του, γιατί, κι όχι μόνο γι' αυτό τον λόγο, ποτέ δεν τα είχε περάσει αλλού, παρά μόνο στον τόπο του, με την οικογένειά του. Μα τότε, Θεέ μου, θα έπρεπε να υποταχτεί σ' αυτό. Δεν ήταν πια παιδί, ο Γιόαχιμ δε φαινόταν καν να το αισθάνεται ιδιαίτερα αυτό κι έδειχνε ότι συνήθισε αγόγγυστα σ' αυτή την ιδέα — και πού, άλλωστε, και κάτω από ποιες συνθήκες, δε γιορτάστηκαν Χριστούγεννα στον κόσμο! Δεν ήτανε ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, λοιπόν. Παρ' όλ' αυτά, του φαινόταν λίγο πρόωρο, να μιλά για τα Χριστούγεννα, πριν από την πρώτη σαρακοστή, κι ίσαμε τότε χρειάζονταν ακόμη έξι ολόκληρες εβδομάδες. Αλλ' αυτές τις υπερπηδούσαν και τις έτρωγαν στην τραπεζαρία — μια εσωτερική μέθοδος, που ο Χανς Κάστορπ την είχε γνωρίσει, κιόλας, για δικό του λογαριασμό, βέβαια, αν και δεν είχε συνηθίσει ακόμη να την ασκεί τόσο τολμηρά, όσο οι σύντροφοι της ζωής του, που ήταν και πιο παλιοί. Τέτοιοι σταθμοί στο πέρασμα του χρόνου, όπως η γιορτή των Χριστουγέννων, τους φαίνονταν ακριβώς κάτι σαν χειρολαβές και μονόζυγα, που μπορεί να τα κρατά κανείς, να κουνιέται και να πετά μ' ευκινησία πάνω από τα κενά διαστήματα. Όλοι είχαν πυρετό, η κυκλοφορία τους επιταχυνόταν, η ζωή του σώματός τους ήταν έντονη και σε διέγερση — μα αυτό, τελικά, μπορεί και να οφειλότανε στ' ότι παρακινούσαν το χρόνο να περνά τόσο γρήγορα και χονδρικά. Δε θ' απορούσε καθόλου, αν θεωρούσανε τα Χριστούγεννα σαν ένα περασμένο γεγονός κιόλας κι άρχιζαν να κουβεντιάζουν αμέσως για Νέο Έτος κι Αποκριές. Μα τόσο επιπόλαιοι κι ανώμαλοι, όχι, δεν ήταν καθόλου στην τραπεζαρία του Μπέργκχοφ. Κολλούσανε στα Χριστούγεννα: μια γιορτή, που έφερνε έγνοιες και σκοτούρες. Συζητούσανε για το δώρο, που, σύμφωνα με την καθιερωμένη συνήθεια του ιδρύματος, θα προσφερόταν από κοινού τη βραδιά των Χριστουγέννων, στο Διευθυντή, τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, και μάζευαν κιόλας τις σχετικές συνδρομές. Τον περασμένο χρόνο του είχανε κάμει δώρο ένα ταξιδιωτικό μπαούλο, όπως έλεγαν εκείνοι, που βρίσκονταν εδώ, πάνω από δώδεκα μήνες. Τη φορά αυτή γινότανε λόγος για ένα χειρουργικό τραπέζι, για έναν οκρίβαντα, σα ζωγράφος που ήταν, για μια γούνα, για μια κουνιστή πολυθρόνα, για ένα φιλντισένιο, ή κάτι τέτοιο, στηθοσκόπιο, κι ο Σετεμπρίνι που τον ρώτησαν, τους πρότεινε μια συνδρομή στο λεξικογραφικό έργο, που είχε τον τίτλο «Κοινωνιολογία του πόνου». Μα ο μοναδικός που συμφώνησε μαζί του ήταν ένας βιβλιοπώλης, που καθότανε, τώρα και λίγο καιρό, στο τραπέζι της Κλέεφελντ. Δεν είχαν κατορθώσει να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η συνεννόηση με τους Ρώσους οικότροφους παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες. Το ποσό μοιράστηκε. Οι Μοσκοβίτες εξήγησαν, ότι εκείνοι θα έκαναν ολωσδιόλου ανεξάρτητα από τους άλλους το δώρο τους στον Μπέρενς. Η φράου Σταιρ, πάλι, έδειχνε, για πολλές μέρες, την πιο μεγάλη ανησυχία, για ένα ποσό δέκα φράγκων, που είχε δώσει απερίσκεπτα για την φράου Ίλτις στη συνεισφορά και που αυτή ξεχνούσε να της το εξοφλήσει. «Ξεχνούσε»! Οι τόνοι με τους οποίους η φράου Σταιρ πρόφερε αυτή τη λέξη,

είχαν διάφορες αποχρώσεις, όλοι όμως ήταν διαλεγμένοι, για να εκφράσουν την πιο βαθιά αμφιβολία γι' αυτό το «ξέχασμα», που φαινόταν να επιμένει, παρ' όλους τους υπαινιγμούς και τις λεπτότερες υπενθυμίσεις, που, όπως βεβαίωνε η φράου Σταιρ, δεν έπαυε να επαναλαμβάνει διαρκώς. Πολλές φορές, η φράου Σταιρ δήλωσε ότι παραιτιότανε και πως θα χάριζε στην φράου Ίλτις εκείνο το ποσόν που της όφειλε. «Πληρώνω, λοιπόν, για μένα και γι' αυτήν», είπε. «Η ντροπή δεν είναι για μένα». Τελικά, όμως, βρήκε έναν τρόπο, που τον ανακοίνωσε στους ομοτράπεζούς της, μέσα στη γενική θυμηδία: έβαλε και της πλήρωσε η Διαχείριση τα δέκα φράγκα και τα πέρασαν στο λογαριασμό της φράου Ίλτις. Έτσι, η αμελής χρεώστρια βρέθηκε γελασμένη, κι έτσι τακτοποιήθηκε, επιτέλους, και τούτη η υπόθεση. Είχε πάψει να χιονίζει. Ένα μέρος τ' ουρανού ξεσκεπάστηκε. Σύννεφα γκρίζα και μαβιά, καθώς είχαν αραιώσει, άφηναν να περνούν τα βλέμματα του ήλιου, που χρωμάτιζαν το τοπίο γαλάζιο. Ύστερα ξεκαθάρισε εντελώς. Ένα κρύο, όλο άπνοια, κυριάρχησε, μια χειμωνιάτικη λαμπρότητα, καθαρή κι επίμονη, στην καρδιά του Νοεμβρίου και το πανόραμα κάτω από τα τόξα του εξώστη, με τα δάση τα φορτωμένα χιόνι, με τα ρείθρα γιομάτα μαλακό χιόνι, με την άσπρη κοιλάδα ηλιόλουστη κάτω από ένα γαλάζιο και ακτινοβόλο ουρανό, ήταν θαυμάσιο. Το κρυστάλλινο σπιθίρισμα, η διαμαντένια ακτινοβολία, βασίλευαν παντού. Τα δάση κάτασπρα και μαύρα, ήταν ακίνητα. Οι περιοχές τ' ουρανού, που βρίσκονταν μακριά από το φεγγάρι, φαίνονταν κεντημένες με άστρα. Σκιές μυτερές, καθαρά διαγραμμένες κι έντονες, που έδειχναν πιο πραγματικές και πιο σημαντικές κι από τα ίδια τ' αντικείμενα, έπεφταν από τα σπίτια, τα δέντρα, και τους τηλεγραφικούς στύλους, πάνω στον κάμπο, που ακτινοβολούσε. Μερικές ώρες, ύστερα από τη δύση του ήλιου, η θερμοκρασία ήταν εφτά ή οχτώ βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ο κόσμος φαινόταν παραδομένος σε μια παγωμένη αγνότητα. Η φυσική του ρυπαρότητα έμοιαζε κρυμμένη και πηγμένη στ' όνειρο μιας φανταστικής, θανατερής μαγείας. Ο Χανς Κάστορπ έμενε, ως πολύ αργά τη νύχτα, στον εξώστη του μπαλκονιού του, πάνω από τη χειμερινή, μαγεμένη κοιλάδα, πολύ περισσότερο από τον Γιόαχιμ, που πήγαινε να κοιμηθεί στις δέκα ή λίγο αργότερα. Είχε σπρώξει την εξαίρετη ξαπλωτούρα του με το μαλακό στρώσιμο και το στρογγυλό μαξιλάρι, που δεχόταν τον σβέρκο του, κοντά στα ξύλινα κάγκελα, όπου απλωνόταν ένα παχύ στρώμα χιόνι. Στο λευκό μονοπόδαρο τραπεζάκι, πλάι του, έκαιγε η μικρή ηλεκτρική λάμπα και δίπλα σε μια στοίβα βιβλίων, βρισκόταν ένα ποτήρι παχύ γάλα, που το σερβίριζαν, για μίαν επί πλέον φορά, στις εννιά η ώρα, στο δωμάτιο όλων των ενοίκων του Μπέργκχοφ κι όπου ο Χανς Κάστορπ έριχνε μια γουλιά κονιάκ, για να μπορεί να το πιει. Ξέτρεχε κιόλας σ' όλα τα διαθέσιμα προστατευτικά μέσα εναντίον του κρύου, χρησιμοποιώντας όλο του τον εξοπλισμό. Ήταν χωμένος ως το στήθος μέσα στο γούνινο σάκο, που είχε αγοράσει εγκαίρως, από ένα ειδικό κατάστημα του Πλατς, και γύρω από τον σάκο τύλιγε, όπως έκαναν όλοι, τις δυο καμηλό κουβέρτες. Εκτός απ' αυτό, πάνω από τα χειμωνιάτικα ρούχα του, φορούσε την κοντή γούνα του, στο κεφάλι έναν μάλλινο σκούφο, στα πόδια παπούτσια από κετσέ

και στα χέρια χοντρά γάντια, ντυμένα από μέσα, μα που, είναι αλήθεια, δεν εμπόδιζαν τα χέρια να μουδιάζουν. Αυτό που τον κρατούσε τόση ώρα έξω, ως τα μεσάνυχτα σχεδόν ή και αργότερα, (πολλή ώρα αφού το αντρόγυνο των «Κοινών Ρώσων» έφευγε από τον εξώστη του) ήταν, βέβαια, ασφαλώς, η μαγεία της χειμωνιάτικης νύχτας, κυρίως γιατί ίσαμε τις έντεκα ενωνόταν μαζί της η μουσική, που, πότε από κοντά, πότε από μακρύτερα, ανέβαινε από την κοιλάδα, μα περισσότερο από τεμπελιά κι από υπερδιέγερση. Και το ένα και το άλλο, ταυτόχρονα, σε μια τέλεια συμφωνία. Δηλαδή, η τεμπελιά κι η κούραση του σώματός του, που εχθρεύονταν κάθε κίνηση και η ταραχή του απορροφημένου μυαλού του, που δεν το άφηναν να ησυχάσει ορισμένες μελέτες, με τις οποίες είχε καταπιαστεί, τελευταία, ο νέος μας. Ο πυρετός τον κούραζε, το κρύο ασκούσε στον οργανισμό του μίαν εξαντλητική επίδραση. Έτρωγε πολύ, επωφελείτο από τα τρομακτικά γεύματα του Μπέργκχοφ, όπου οι ψητές χήνες διαδέχονταν το γαρνιρισμένο ροσμπίφ κι έτρωγε με κείνη την αφύσικη όρεξη, που ήταν κανόνας εδώ, και τον χειμώνα, όπως φαινόταν, πιο πολύ ακόμα απ' όσο το καλοκαίρι. Ταυτόχρονα, τον τυραννούσε μια αδιάκοπη υπνηλία, έτσι που, τις σεληνοφώτιστες τούτες νύχτες, κοιμόταν συχνά πάνω στα βιβλία που έσερνε μαζί του (και που θα τ' απαριθμήσουμε αργότερα), για να εξακολουθήσει, ύστερα από λίγα λεπτά, τις έρευνες που έκανε ασύνειδά του. Το να μιλά ζωηρά — και πιο γρήγορα απ' ό,τι μιλούσε στον κάμπο, δίχως συγκρατημό, μ' έναν τρόπο τολμηρό σχεδόν — να μιλά με τον Γιόαχιμ, γρήγορα, στους περιπάτους που έκαναν μέσα στο χιόνι, τον εξαντλούσε πολύ. Ίλιγγος και τρεμούλα, ένα αίσθημα ζάλης και μέθης τον κατείχαν και το κεφάλι του ζεσταινόταν. Η καμπύλη του πυρετού του είχε ανέβει από την αρχή του χειμώνα κι ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς είχε μιλήσει για ενέσεις, στις οποίες κατάφευγε σε περίπτωση επίμονου πυρετού — ενέσεις που τα δυο τρίτα των οικοτρόφων, κι ανάμεσά τους κι ο Γιόαχιμ, έπρεπε ταχτικά να κάνουν. Τούτη όμως η αυξημένη καύση του σώματός του, σκεφτόταν ο Χανς Κάστορπ, αυτή ακριβώς, σε σχέση με την ανησυχία και την κίνηση του μυαλού του, τον κρατούσε τόσο αργά, μέσα στην απαστράπτουσα, παγωμένη νύχτα, στην ξαπλωτούρα του. Το διάβασμα που τον αιχμαλώτιζε, του υπέβαλε και τέτοιου είδους εξηγήσεις. Διάβαζαν πολύ μέσα στις αίθουσες της κούρας και στα ιδιαίτερα μπαλκόνια του διεθνούς σανατορίου Μπέργκχοφ — κυρίως οι αρχάριοι κι οι οικότροφοι, που βρίσκονταν εκεί για μια σύντομη διαμονή. Γιατί, εκείνοι που ήταν εδώ από πολλούς μήνες ή από πολλά χρόνια, είχαν από καιρό μάθει να καταστρέφουν το χρόνο, ακόμα και δίχως διασκεδάσεις ή απασχολήσεις πνευματικές. Το έλεγαν, μάλιστα, ρητά, ότι ήταν μια αδεξιότητα των αρχαρίων, το να σκαλώνουν, μόνο γι' αυτό τον σκοπό, σ' ένα βιβλίο. Το πολύ-πολύ να 'χουν κανένα πάνω στα γόνατα ή στο τραπεζάκι τους, κι ήταν αρκετό και με το παραπάνω, για να νιώθει κανείς, πως είναι εφοδιασμένος μ' ό,τι μπορούσε να του χρειαστεί. Η βιβλιοθήκη του ιδρύματος, πολύγλωσση και πλούσια σε εικονογραφημένα έργα —συλλογή πληρέστερη, σίγουρα, απ' όσο μιας αίθουσας αναμονής οδοντίατρου— ήταν στη διάθεση όλων. Ανταλλάζονταν μυθιστορήματα, που τα προμηθεύονταν από τη

δανειστική βιβλιοθήκη του Πλατς. Από καιρό σε καιρό, ξεφύτρωνε κανένα βιβλίο, κανένα κείμενο που όλοι το ζητούσαν, που όλοι του απλώνανε το χέρι μ' υποκριτικό φλέγμα, ακόμα κι εκείνοι που είχανε πάψει πια να διαβάζουνε. Τον καιρό όπου βρισκόμαστε, κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι ένα τυπωμένο φυλλάδιο, που το είχε φέρει ο κύριος Αλμπέν κι είχε τον τίτλο «Η τέχνη της γοητείας». Το κείμενο ήταν μεταφρασμένο, κατά γράμμα, από τα γαλλικά κι είχαν κρατήσει, μάλιστα, στη μετάφραση, ως και τη σύνταξη ακόμη αυτής της γλώσσας, πράμα που έδινε στο θέμα του πολλή χάρη κι ένα είδος ερεθιστικής κομψότητας, κι εξέθετε τη φιλοσοφία του φυσικού έρωτα και της ηδονής μ' ένα πνεύμα κοσμικού κι επικούρειου παγανισμού. Η φράου Σταιρ το διάβασε αμέσως και το βρήκε «μεθυστικό». Η φράου Μάγκνους, αυτή που έχανε λεύκωμα, το επιδοκίμασε ανεπιφύλαχτα. Ο άντρας της, ο ζυθοποιός, ισχυρίστηκε πως πάνω σε πολλά σημεία ο ίδιος πολύ ωφελήθηκε από τούτη την ανάγνωση, αλλά εξέφρασε τη λύπη του, που η φράου Μάγκνους το είχε και κείνη διαβάσει, γιατί αυτά τα πράγματα «χαλούν» τις γυναίκες και τις κάνουν να έχουν ιδέες πολύ λίγο σεμνές. Τούτος ο λόγος αύξησε, φυσικά, το ενδιαφέρον που κι άλλοι είχαν βρει σε τούτο το έργο. Ανάμεσα σε δυο κυρίες της κάτω αίθουσας, που είχαν έρθει τον Οκτώβριο, της φράου Ρέντις, συζύγου ενός Πολωνού βιομήχανου και κάποιας χήρας Χέσενφελντ, από το Βερολίνο, που καθεμιά τους ισχυριζότανε ότι εκείνη ήταν που είχε πρωτοζητήσει να πάρει το βιβλίο, έγινε, ύστερα από το δείπνο, μια σκηνή πολύ λίγο καθώς πρέπει, και, για να πούμε, μάλιστα, την αλήθεια, αρκετά απότομη. Μια σκηνή, που ο Χανς Κάστορπ είχε αναγκαστεί να την παρακολουθήσει ολόκληρη, από τον εξώστη του μπαλκονιού του, και που τελείωσε με την υστερική κρίση της μιας από τις δυο κυρίες — ίσως της Ρέντις, αλλά μπορεί εξ ίσου και της Χέσενφελντ — και τη μεταφορά, της άρρωστης από τον θυμό της κυρίας, στην κάμαρά της. Η νεολαία είχε αρπάξει τούτη την πραγματεία πριν από τους ηλικιωμένους. Τη μελέτησαν, ίσαμε ένα σημείο, από κοινού, ύστερα από το δείπνο, σε διάφορα δωμάτια. Ο Χανς Κάστορπ είδε τον νέο — που το νύχι του έμοιαζε με κουταλάκι της αλατιέρας — να τη δίνει στην τραπεζαρία, σε μια νέα, ελαφρά άρρωστη, που είχε έρθει τελευταία, την Φραίντζχεν Όμπερντανκ, μια μικρούλα που είχε τα ξανθά μαλλιά της χτενισμένα σε χωρίστρα, στη μέση, και που την είχε φέρει η μητέρα της. Μπορεί και να υπήρχαν εξαιρέσεις, ίσως να ήταν και οικότροφοι, που, στις ώρες της κούρας, απασχολούνταν με σοβαρές πνευματικές ασχολίες, με κάποια χρήσιμη μελέτη, έστω και για να κρατήσουνε μόνο κάποια επαφή με τη ζωή εκεί κάτω, ή για να δώσουν στο χρόνο κάποιο βάρος, κάποια βαθύτητα, που να μην είναι μόνο καθαρός χρόνος και τίποτα άλλο. Ίσως, εκτός από τον κ. Σετεμπρίνι, που προσπαθούσε να καταργήσει τον πόνο και του αγαθού Γιόαχιμ, με τις ρούσικες γραμματικές του, να υπήρχε ακόμα, εδώ ή εκεί, και κάποιος άλλος με ανάλογη φροντίδα, αν όχι ανάμεσα στους θαμώνες της τραπεζαρίας, πράμα που ήταν αληθινά απίθανο, τουλάχιστον όμως, ανάμεσα σε κείνους που έμεναν στο κρεβάτι ή και στους ετοιμοθάνατους. Ο Χανς Κάστορπ ήθελε να το πιστεύει. Όσο γι' αυτόν, καθώς τα Ocean Steamships δεν του έλεγαν τίποτα πια, είχε παραγγείλει να του στείλουν, μαζί με τα χειμωνιάτικα ρούχα του, μερικά βιβλία σχετικά με το επάγγελμά του, βιβλία τεχνικά, για την κατασκευή των πλοίων. Αυτά τα βιβλία,

όμως, τα παραμέλησε γι' άλλα που ανήκαν σ' έναν τομέα και σε μια σχολή εντελώς διαφορετική, και που τα θέματά τους ενδιάφεραν το νεαρό Χανς Κάστορπ. Ήταν εργασίες πάνω στην Ανατομία, τη Φυσιολογία και τη Βιολογία, γραμμένες σε διάφορες γλώσσες, γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά και του τις είχε στείλει ένας βιβλιοπώλης, κατά τα φαινόμενα, γιατί τις είχε παραγγείλει από δική του πρωτοβουλία, κάποτε, που είχε πάει περίπατο στο Πλατς, δίχως τον Γιόαχιμ, τον οποίο είχαν ειδοποιήσει να πάει για την ένεσή του και για να ζυγιστεί. Ο Γιόαχιμ είδε με έκπληξη αυτά τα βιβλία στα χέρια του εξαδέλφου του. Ήταν ακριβά, όπως όλα τα επιστημονικά βιβλία. Οι τιμές ήταν ακόμη γραμμένες στο μέσα μέρος του δεσίματος ή πάνω στα εξώφυλλα. Ρώτησε για ποιο λόγο, αφού ήθελε να διαβάσει τέτοια βιβλία, δεν τα δανειζότανε από τον γιατρό Μπέρενς, που είχε πλούσια κι εκλεκτή συλλογή. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, απάντησε, ότι ήθελε να τα έχει δικά του. Ότι διαβάζει κανείς πολύ διαφορετικά, όταν το βιβλίο του ανήκει κι εκτός απ' αυτό, του άρεσε να υπογραμμίζει και να σημειώνει διάφορα μέρη με μολύβι. Επί ώρες, ο Γιόαχιμ άκουε στο γειτονικό του εξώστη τον ξάδελφό του να κόβει με τον χαρτοκοπτήρα τα χαρτόδετα βιβλία. Οι τόμοι ήταν βαριοί και δυσκολομεταχείριστοι. Ο Χανς Κάστορπ, ξαπλωμένος, ακουμπούσε την κάτω άκρη τους πάνω στο στήθος ή στο στομάχι του. Το βιβλίο ήταν βαρύ, μα το υπόμενε. Με μισάνοιχτο στόμα, άφηνε τα μάτια του να διατρέχουν τα επιστημονικά κείμενα, που, άδικα σχεδόν, τα φώτιζε το κοκκινωπό φως της λάμπας, κάτω από το αμπαζούρ, γιατί θα μπορούσε κανείς να διαβάζει και στο φως του φεγγαριού. Ακολουθούσε τη σελίδα, γέρνοντας σιγά-σιγά το κεφάλι, ίσαμε που το πηγούνι του ακουμπούσε στο στήθος του, στάση στην οποία ο αναγνώστης έμενε για λίγο, σκεπτόμενος, μισοκοιμισμένος ή σχεδόν μισοκοιμισμένος, πριν ξανασηκώσει το πρόσωπό του στην επόμενη σελίδα. Ακολουθούσε τους βαθιούς στοχασμούς, διαβάζοντας, ενώ το φεγγάρι ακολουθούσε το χαραγμένο δρόμο του, πάνω από την ορεινή κοιλάδα, που λαμποκοπούσε κρυσταλλικά, για την οργανική ύλη, για τις ιδιότητες του πρωτοπλάσματος, αυτής της ευαίσθητης ουσίας, που κρατιέται σε μια παράξενα αιωρούμενη κατάσταση, ανάμεσα στη σύνθεση και την αποσύνθεση, και για την ανάπτυξη των μορφών του, που προέρχονται από πρωταρχικές, μα πάντα παρούσες μορφές. Διάβαζε, έντονα απορροφημένος, για τη ζωή και το ιερό και σκοτεινό της μυστήριο. Τι ήταν η ζωή; Δεν ήταν γνωστό! Ήταν αναμφισβήτητο, ότι είχε συνείδηση του εαυτού της, ότι ήταν ζωή, μα δεν ήξερε τι ήταν. Αναμφισβήτητα, η συνείδηση, σαν ευαισθησία, ξυπνούσε, ως έναν βαθμό, ακόμα και στις πιο κατώτερες μορφές, στις πιο πρωτόγονες, της ύπαρξης. Ήταν αδύνατο να συνδεθεί η πρώτη εμφάνιση συνειδητών φαινομένων μ' ένα οποιοδήποτε σημείο της γενικής ή ατομικής ιστορίας της — να εξαρτηθεί, λόγου χάρη, η συνείδηση της ύπαρξης από ένα νευρικό σύστημα. Οι κατώτερες ζωικές μορφές δεν είχαν νευρικό σύστημα. Ακόμα λιγότερο εγκέφαλο, κι ωστόσο, κανένας δε θα τολμούσε ν' αμφισβητήσει, ότι παρουσίαζαν ανακλαστικά φαινόμενα. Εκτός απ' αυτό, θα μπορούσε κανείς να σταματήσει τη ζωή, την ίδια τη ζωή, κι' όχι μόνο τα νεύρα, τα

ιδιαίτερα αισθησιακά όργανα που τη συνιστούσαν. Θα ήταν δυνατό ν' ανασταλεί η ευαισθησία, από κάθε είδους ζωντανή ύλη, τόσο στο φυτικό βασίλειο, όσο και στο ζωικό. Ήταν δυνατό να ναρκωθούν ωάρια και σπερματοζωάρια με χλωροφόρμιο, με υδροχλώριο ή με μορφίνη. Η συνείδηση του εαυτού της, λοιπόν, ήταν απλή, μια λειτουργία της οργανωμένης προς ζωήν ύλης και, σ' ένα πιο προχωρημένο στάδιο, η λειτουργία αυτή στρεφόταν εναντίον αυτού τούτου του φορέα της, γινόταν τάση εμβάθυνσης κι εξήγησης του φαινομένου, τάση που την είχε προκαλέσει αυτή, τάση γιομάτη ελπίδες κι απελπισία συνάμα, της ζωής να γνωρίσει τον εαυτό της, μια κατάβαση της φύσης στον ίδιο τον εαυτό της, μια, τελικά, μάταιη έρευνα, αφού το πρόβλημα της φύσης δε λύεται με τη γνώση της, αφού η ζωή δεν μπορεί να συλλάβει την τελευταία λέξη του εαυτού της. Τι ήταν η ζωή; Κανένας δεν ήξερε. Κανένας δεν ήξερε, στη φύση, το σημείο απ' όπου η ζωή αναβλύζει, πού ανάβει ο σπινθήρας της. Τίποτα από το σημείο αυτό και πέρα δεν ήταν αυθόρμητο στο χώρο της ζωής. Μα η ίδια η ζωή αναπηδούσε απότομα. Αν ήταν δυνατό να ειπωθεί κάτι, πάνω σ' αυτό το θέμα, ήταν τούτο δω: η σύστασή της πρέπει να ήταν ένα είδος κτίσματος τόσο εξελιγμένο, που, στον άψυχο κόσμο, να μην υπάρχει καμιά συγγενική της, έστω κι από πολύ μακριά, μορφή. Ανάμεσα στην ψευδοπόδο αμοιβάδα και το σπονδυλωτό ζώο, η απόσταση δεν ήταν τόσο σημαντική, συγκριτικά με την απόσταση ανάμεσα στο πιο απλό φαινόμενο της ζωής και σ' αυτή τη φύση, που δεν άξιζε καν να ονομαστεί νεκρή, αφού ήταν ανόργανη. Γιατί ο θάνατος δεν ήταν παρά η λογική άρνηση της ζωής. Ανάμεσα, όμως, στη ζωή και στην άψυχη φύση, ανοιγόταν μια άβυσσος, που η επιστήμη μάταια προσπαθούσε να υπερπηδήσει. Μοχθούσαν να την κλείσουν, με θεωρίες, που αυτή τις κατάπινε, δίχως να χάνει τίποτε από το βάθος και την έκτασή της. Για ν' αποκαταστήσουν ένα δεσμό, αφήσανε να παρασυρθούν στην αντίφαση, υποθέτοντας την ύπαρξη μιας ζώσης ατελούς ύλης, οργανισμών ανόργανων που πύκνωναν από μόνοι τους, στη διάλυση του λευκώματος, όπως οι κρύσταλλοι στο μητρικό νερό — ενώ η οργανική διαφοροποίηση ήταν συνάμα προϋπόθεση κι εκδήλωση κάθε ζωής, κι ενώ δεν υπήρχε ζωντανό πλάσμα που να μη χρωστούσε την ύπαρξή του σε γεννήτορες. Ο θρίαμβος που είχαν γιορτάσει, όταν ψάρεψαν στα βάθη της θάλασσας τον πρωτόγονο γλοιό, κατάντησε να γίνει σύγχυση. Αποδείχτηκε, πως είχαν πάρει κοιτάσματα γύψου για πρωτόπλασμα. Για να μη χρειαστεί, όμως, να σταματήσουν μπροστά σ' ένα θαύμα — γιατί η ζωή, συνθεμένη από τα ίδια στοιχεία και αποσυνθεμένη στα ίδια στοιχεία με την ανόργανη φύση, δίχως ενδιάμεσες μορφές, θα ήταν ένα θαύμα — αναγκάστηκαν να παραδεχτούν μίαν αρχική σύλληψη, δηλαδή: να πιστέψουν, ότι ήταν ένα θαύμα κι αυτό. Εξακολούθησαν, έτσι, να υποθέτουν την ύπαρξη οργανισμών κατώτερων, εκτός από τους γνωστούς, που κι αυτοί πάλι θα είχαν πρόγονους, προσχεδιάσματα της ζωής, πιο πρωτόγονα ακόμα, πρωτόζωα που κανένας δεν θα έβλεπε ποτέ, γιατί η μικρότητά τους ήταν υπερμικροσκοπική και γιατί πριν από την υποτιθέμενη γέννησή τους, θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί η σύνθεση των ενώσεων του λευκώματος… Τι ήταν, λοιπόν, η ζωή; Ήταν θερμότητα, θερμότητα, που παραγόταν από ένα

μορφοποιημένο φαινόμενο, δίχως δική του υπόσταση, ο πυρετός της ύλης που συνοδεύει την εξέλιξη της αδιάκοπης αποσύνθεσης κι ανασύνθεσης των μορίων του λευκώματος, μιας κατασκευής άπειρα πολύπλοκης και άπειρα επινοητικής. Ήταν το Είναι αυτού, που, στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να υπάρχει, αυτού που ταλαντεύεται, σε μια γλυκιά κι οδυνηρή αιώρηση, στο μεταίχμιο του Είναι, σ' αυτή την αέναη και πυρετώδη εξέλιξη της αποσύνθεσης και της ανανέωσης. Δεν ήταν ύλη και δεν ήταν πνεύμα. Ήταν κάτι ανάμεσα στα δυο. Ένα φαινόμενο φερόμενο από την ύλη, σαν το ουράνιο τόξο πάνω στον καταρράκτη και σαν τη φλόγα. Μ' όλο, όμως, που δεν ήταν ύλη, ήταν αισθησιακό ίσαμε την ηδονή κι ίσαμε την αηδία. Η αναισχυντία της φύσης, που γινόταν αυτοσυναίσθητη κι ευαίσθητη απέναντι στον ίδιο τον εαυτό της, η αναιδής μορφή του Είναι. Ήταν μια αυτοαισθανόμενη βροχή, μυστική και ηδυπαθής, μέσα στο αγνό ψύχος του σύμπαντος, μια ασέλγεια, βαθύτερα ηδονική, θρέψης κι έκκρισης, μια πνοή εκκριτική, ανθρακικού οξέως και βλαβερών ουσιών, που η προέλευση και η φύση τους ήταν άγνωστες. Ήταν το βλάστεμα, η ανάπτυξη κι η καρποφορία ενός κάτι φουσκωμένου από νερό, λεύκωμα, άλατα και λίπη, που τ' ονόμαζαν σάρκα και που γινόταν μορφή, εικόνα κι ομορφιά, μα που ήταν η αρχή της ηδονής και της επιθυμίας. Γιατί αυτής της μορφής κι αυτής της ομορφιάς φορέας δεν ήταν το πνεύμα, όπως στα έργα της ποίησης και της μουσικής, ούτε και φερόταν από μια ουσία ουδέτερη, που αισθητοποιεί το πνεύμα μ' έναν τρόπο αθώο, όπως είναι η μορφή κι η ομορφιά των έργων της πλαστικής. Το αντίθετο, την έφερνε και την ανάπτυσσε η ουσία, που ξυπνούσε στην ηδονή μ' έναν τρόπο άγνωστο, από την ίδια την οργανική ουσία, από την ίδια την ύλη, που ζει ενώ αποσυνθέτεται, από την ευωδιασμένη σάρκα. Στα μάτια του Χανς Κάστορπ, που αναπαυόταν πάνω από την αστραφτερή κοιλάδα, μέσα στη θερμότητα του σώματός του, που διατηρείτο χάρη στη γούνα και στο μαλλί, η εικόνα της ζωής φανερωνόταν μέσα στην ψυχρή αυτή νύχτα, φωτισμένη από το φως του νεκρού άστρου. Μπροστά του κυμάτιζε, κάπου, στο διάστημα, μακρινό και με μιας κοντινό στις αισθήσεις του, τούτο το σώμα, άσπρο, μουντό, αποπνέοντας μυρωδιές κι αχνούς, γλοιώδες, με το δέρμα σ' όλη του την ακαθαρσία και τη φυσική του ατέλεια, με λεκέδες, φλύχταινες, με κριτρινισμένα μέρη, με σκασίματα και περιοχές κοκκώδεις και υμενώδεις, κυκλωμένο από τα ρεύματα και τους ευαίσθητους στροβίλους του πρωταρχικού χνουδιού lanugo. Στεκόταν, όχι μέσα στην παγωνιά της άψυχης ύλης, μα μέσα στην ατμώδη σφαίρα του, γιομάτο νωχέλεια, με το κεφάλι στεφανωμένο από κάτι δροσερό, κερατόμορφο, σαρκόχρωμο, που ήταν δημιούργημα του δέρματός του, με τα χέρια δεμένα πίσω στον τράχηλο, και κοίταζε κάτω από τα κατεβασμένα βλέφαρα, προς το μέρος του, με μάτια που μια ποικιλία της κατασκευής του βλεφαρικού δέρματος τα έκανε να φαίνονται λοξά και με μισοανοιγμένα, κάπως ξεπεταμένα χείλη, ακουμπισμένο στο ένα πόδι, έτσι που το κόκκαλο της λαγώνας, που κρατούσε το βάρος, διαγραφότανε κάτω από τη σάρκα, ενώ το γόνατο του άλλου ποδιού, ελαφρά διπλωμένο, άγγιζε το πίσω μέρος του άλλου γόνατος, κι η γάμπα κατέβαινε προς τη γη, χωρίς ν' αφήνει το πόδι να πατά παρά μόνο με τις άκριες των δαχτύλων. Στεκόταν έτσι, γυρίζοντας και χαμογελώντας προς το μέρος του, κι ακουμπώντας μ' όλη του τη χάρη, με τους αγκώνες

προς τα μπρος, μέσα στη συμμετρία των δίδυμων μελών, που το χαρακτήριζαν. Στη δριμεία μυρουδιά του σκοταδιού της μασκάλης αντιστοιχούσε με μυστικό τρίγωνο η νύχτα του κόλπου, όπως αντιστοιχούσε και στα μάτια το επιθηλικό κόκκινο της στοματικής κοιλότητας και, στα πορφυρά άνθη των μαστών, ο προς τα κάτω στραμμένος αφαλός. Κάτω από την ώθηση ενός κεντρικού οργάνου και των κινητηρίων νεύρων, που ξεκινούσαν από τη σπονδυλική στήλη, κινούνταν η κοιλιά κι ο θώρακας, διαστελλόταν και συστελλόταν η πλευροπεριτοναϊκή κοιλότητα, η αναπνοή, ζεσταμένη και νοτισμένη από τους βλεννογόνους του αναπνευστικού σωλήνα, έφευγε από τα χείλη, φορτωμένη με ύλη εκκρίσεων, αφού, πρώτα, μέσα στις κυψελίδες του θώρακα, είχε συνενώσει τ' οξυγόνο της με την αιμοσφαιρίνη του αίματος, για την εσωτερική αναπνοή. Γιατί, ο Χανς Κάστορπ καταλάβαινε, πως το σώμα τούτο, το ζωντανό, με τη μυστηριώδη συμμετρία της θρεμμένης από αίμα κατασκευής του, που τη διατρέχανε νεύρα, φλέβες, αρτηρίες, τριχοειδή φίλτρα, που διαβρεχότανε από λύμφη, που ο εσωτερικός σκελετός του ήταν φτιαγμένος από σωληνωτά, πλατιά, κοντά, βελονωτά οστά, γιομάτα παχύ μεδούλι, τα οποία είχαν στερεώσει την πρωταρχική ουσία τους, τον κυτταρικό μυελό, με τη βοήθεια ασβεστούχων αλάτων και πηχτής, για να τον βαστάξουν, με τις καψούλες και τις γλιστερά αλειμμένες κοιλότητες, τένοντες και χόνδρους των αρθρώσεών του, με τους πάνω από διακόσιους μυώνες του, με τα κεντρικά όργανά του, για την υπηρέτηση της θρέψης του, της αναπνοής του, της αντίληψής του και της έκφρασής του, με τις προστατευτικές μεμβράνες του, με τις ορρώδεις κοιλότητές του, με τους αδένες του για τις ιδιαίτερα πλούσιες εκκρίσεις του, με το δίχτυο των σωλήνων και των ρωγμών της πολύπλοκης εσωτερικής του επιφάνειας, που εκβάλλουνε από τ' ανοίγματα του σώματος στην εξωτερική φύση — πως αυτό το Εγώ ήταν μια ζώσα ενότητα ανώτερου είδους, πολύ απομακρυσμένη από το είδος των πολύ απλών αυτών όντων, που ανάπνεαν, θρέφονταν και —μπορούσες να το πεις— σκέφτονταν μ' όλη την επιφάνεια του σώματός τους, κι όμως πλασμένο από μυριάδες τέτοιους μικροοργανισμούς, που είχαν την αρχή τους σ' έναν μόνο ανάμεσά τους και πολλαπλασιάζονταν τεμαχίζοντας αδιάκοπα τον εαυτό τους και οργανώνονταν και διαφοροποιούνταν κι αναπτύσσονταν χωριστά κι είχαν γίνει η αιτία να γεννηθούν μορφές, που ήταν η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα της αύξησής τους. Το σώμα που κυμάτιζε μπροστά του, αυτό το ξεχωριστό πλάσμα και Εγώ της ζωής, ήταν ένα τεράστιο πλήθος ατόμων, που ανάπνεαν και θρέφονταν, που καθώς αλληλοεξαρτούνταν κι αρμόζονταν, είχαν χάσει σε τέτοιο βαθμό την ιδιαίτερη ύπαρξή τους, την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, είχαν τόσο τέλεια γίνει στοιχεία ανατομικά, που η λειτουργία ορισμένων περιοριζόταν στην αίσθηση του φωτός, του ήχου, της αφής, της θερμότητας, κι άλλα δεν ήξεραν παρά ν' αλλάζουν το σχήμα τους, συστελλόμενα, ή να εκκρίνουν υγρά, κι άλλα πάλι είχαν αναπτυχθεί μόνο για να προστατεύουν, να στηρίζουν και να μεταδίδουν χυμούς, ή ήταν κατάλληλα αποκλειστικά και μόνο για την αναπαραγωγή. Υπήρχαν χαλαρώσεις σ' αυτή την οργανική πολλαπλότητα, που υψωνόταν στη μορφή του Εγώ. Περιπτώσεις, όπου το πλήθος των κατωτέρων ατόμων

μαζεύονταν, μ' έναν τρόπο επιπόλαιο κι αβέβαιο, σε μίαν ενότητα ανώτερης ζωής. Ο στοχαστής μας σκουτουριαζότανε πάνω στο φαινόμενο των κοινωνιών των κυττάρων. Μάθαινε, ότι υπήρχαν ημιοργανισμοί, φύκη, που τα κύτταρά τους βρίσκονταν απομακρυσμένα το ένα από τ' άλλο, σχηματισμοί πολυκύτταροι, που όμως, αν τους ρωτούσαν, δε θα ήξεραν να πουν, αν ήθελαν να θεωρούνται σαν συνοικισμός μονοκυττάρων ατόμων, ή σαν απομονωμένα άτομα, κλεισμένα στον εαυτό τους, που ταλαντεύονταν παράξενα, ανάμεσα στο Εγώ και το Εμείς. Η φύση παρουσίαζε εδώ μια κατάσταση, ανάμεσα στον κοινωνικά εξελιγμένο συνδυασμό άπειρων ατόμων, εντελώς στοιχειωδών, που σχημάτιζαν τους ιστούς και τα όργανα ενός ανώτερου Εγώ, και στην ελεύθερη, ξέχωρη ύπαρξη αυτών των ατόμων: ο πολυκυτταρικός οργανισμός δεν ήταν παρά μια από τις μορφές, όπου φανερωνόταν η κυκλική ανάπτυξη, σύμφωνα με την οποία εκτυλισσόταν η ζωή, και που ήταν η κυκλική πορεία από γέννηση σε γέννηση. Η γονιμοποιός πράξη, η σεξουαλική συγχώνευση δυο κυτταρικών σωμάτων, ήταν η αρχή της κατασκευής κάθε πολλαπλού ατόμου, όπως ακριβώς βρισκόταν και στην αρχή κάθε γενεάς στοιχειωδών και ατομικών πλασμάτων, κι επανερχόταν στον εαυτό της. Γιατί, αυτή η πράξη ήταν σταθερή, επί σειρά γενεών, που δεν είχαν την ανάγκη της για να πολλαπλασιαστούν, καθώς διαιρούνταν διαρκώς, ίσαμε που ήρθε μια στιγμή κι οι απόγονοι, οι γεννημένοι δίχως τη συνδρομή του φύλου, αναγκάζονταν να προσφύγουν πάλι στο ζευγάρωμα κι ο κύκλος ξανάκλεινε. Το πολλαπλό βασίλειο της ζωής είναι το αποτέλεσμα της συγχώνευσης των πυρήνων δυο γεννητικών κυττάρων, ήταν, λοιπόν, η κοινότητα πολλών κυτταρικών ατόμων, σχηματισμένων χωρίς τη συμβολή του φύλου. Αύξησή του ήταν ο πολλαπλασιασμός τους κι ο κύκλος της σύλληψης έκλεινε, όταν τα φυλετικά κύτταρα, στοιχεία που είχαν αναπτυχθεί με μόνο σκοπό την αναπαραγωγή, είχαν συσταθεί μέσα του κι εύρισκαν τον δρόμο για μια σύσμιξη, που δυνάμωνε και πάλι τη ζωή. Μ' έναν τόμο εμβρυολογίας πάνω στο στομάχι, ο νεαρός ερευνητής παρακολουθούσε την ανάπτυξη του οργανισμού, από τη στιγμή που το σπερματοζωάριο —ένα ανάμεσα στα πολυάριθμα σπερματοζωάρια— προχωρώντας, κινώντας τα νημάτια της ουράς του, χτυπούσε με τη μπροστινή άκρη του σώματός του τη μεμβράνη του ωαρίου και εισχωρούσε στην κύστη, που την είχε ετοιμάσει το πρωτόπλασμα, για το σπέρμα. Κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί φάρσα και γελοιογραφία, που να μην είχε επινοήσει η φύση στην παραλλαγή του σταθερού τούτου φαινομένου. Υπήρχαν ζώα, που το αρσενικό τους ήταν ένα ζωντανό παράσιτο, μέσα στο έντερο του θηλυκού. Ήταν άλλα, όπου ο βραχίονας του άρρενος εισχωρούσε στον φάρυγγα του θηλυκού, για ν' αποθέσει το σπόρο του κι έπειτα απ' αυτό, ο βραχίονας, που κοβόταν και τον ξερνούσε το θηλυκό, έφευγε μονάχος του, πάνω στα δάχτυλά του, με τον μοναδικό σκοπό να παραπλανήσει την επιστήμη, που, για πολύ καιρό, τον είχε προσδιορίσει ελληνικά και λατινικά, σαν πλάσμα ζωντανό κι αυτόνομο. Ο Χανς Κάστορπ άκουσε να μαλώνουν οι σχολές των ωαριστών και των σπερματοζωαριστών. Οι πρώτοι ισχυρίζονταν, ότι το ωάριο είναι ένας βάτραχος, ένα σκυλί ή ένας τελειωμένος άνθρωπος και το σπέρμα ο παρακινητής της αύξησής του, ενώ οι άλλοι έβλεπαν στο σπερματοζωάριο, που είχε κεφάλι, βραχίονες και

πόδια, ένα πλάσμα ζωντανό, διαμορφωμένο από πριν, που το ωάριο δεν του χρησίμευε παρά μόνο σαν θρεπτικός αγρός, ώσπου συμφώνησαν ν' αναγνωρίσουν την ίδια αξία στο ωάριο και στο κύτταρο του σπέρματος, σαν καταγόμενα από κύτταρα αναπαραγωγής πρωταρχικώς όμοια. Έβλεπε τον μονοκύτταρο οργανισμό του γονιμοποιημένου ωαρίου να μεταμορφώνεται σε πολυκυτταρικό οργανισμό, αυλακωνόμενο και διαιρούμενο σε τμήματα, έβλεπε τα σώματα των κυττάρων να σχηματίζουν το βλαστήδιο, που επικολλούσε το ένα του τοίχωμα και να γίνεται κοίλωμα, έτοιμο για τη λειτουργία της θρέψης και της χώνεψης. Αυτό 'ταν η πρώτη αρχή του πεπτικού σωλήνα, το πρωταρχικό ζώο, η gastrula, πρωτόγονη μορφή κάθε ζωικής ύπαρξης, θεμελιώδης μορφή κάθε σαρκικής ομορφιάς. Τα δυο επιθηλιακά στρώματά του, το εξωτερικό και το εσωτερικό, φαίνονταν σαν πρωτόγονα όργανα, που με προεξοχές ή εσοχές, δημιουργούσαν τους αδένες, τους ιστούς, τα αισθητήρια όργανα, τα άκρα του σώματος. Μια λουρίδα του εξωτερικού στρώματος του σπέρματος πύκνωνε, αυλακωνόταν σαν υδρορροή, κλεινόταν σαν κανάλι μυελικό, που περνούσε από τη σπονδυλική στήλη και κατάληγε στον εγκέφαλο. Κι όπως ο εμβρυακός κολλοειδής ιστός μεταμορφωνόταν σε ιστό ινώδη, σ' ένα χόνδρο, ενώ τα κύτταρα της πηχτής άρχιζαν να παράγουν, αντί για βλέννα μια ουσία κολλώδη, έβλεπε σε μερικά μέρη τα συνδετικά κύτταρα ν' αντλούν ασβεστούχα άλατα και λιπαρές ουσίες από τους χυμούς, όπου ήταν εμβαπτισμένα και να οστεοποιούνται. Το έμβρυο του ανθρώπου ήταν συμμαζεμένο οκλαδιστικά, με ουρά, μόλις διαφορετικό από του χοίρου, μ' έναν πελώριο πεπτικό κορμό και μ' άκρα ζαρωμένα κι άμορφα, με το ασχημάτιστο σχεδόν πρόσωπο γερμένο πάνω από τη φουσκωμένη κοιλιά, κι η ανάπτυξή του, στα μάτια μιας επιστήμης που οι αψευδείς διαπιστώσεις της ήταν ζοφερές κι ελάχιστα κολακευτικές, δεν παρουσιαζόταν παρά σαν γρήγορη επανάληψη σχηματισμού ενός ζωολογικού είδους. Για ένα χρονικό διάστημα είχε βρογχικούς θύλακες, σαν ψάρι. Φαινόταν νόμιμο ή απαραίτητο να συμπεράνει κανείς, από τα στάδια της ανάπτυξης που διέτρεχε, πως ο τελειωμένος άνθρωπος παρουσίαζε μίαν ελάχιστα ουμανιστική όψη κατά τις πρωτόγονες εποχές. Η επιδερμίδα του ήταν εφοδιασμένη με μυς, που συστέλλονταν, για να προφυλάσσεται από τα έντομα, και σκεπασμένη με άφθονο τρίχωμα. Η έκταση του βλεννογόνου του ήταν τεράστια. Τ' αυτιά του, μακριά το ένα από το άλλο, ευκίνητα, έπαιζαν σημαντικό ρόλο στο παίξιμο της φυσιογνωμίας, ήταν πολύ ικανότερα στο να συλλαμβάνουν τους ήχους από τα τωρινά αυτιά μας. Τα μάτια του, προστατευμένα από ένα τρίτο μεμβρανοειδές βλέφαρο, ήταν τοποθετημένα από το ένα κι από το άλλο μέρος του κεφαλιού, εκτός από το τρίτο, που η αρχή του ήταν ο κονάριος αδένας και που μπορούσε να παρατηρεί το ζενίθ. Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα πολύ μακρύ πεπτικό σωλήνα, πολλούς τραπεζίτες, και φωνητικές χορδές στο λαρύγγι, για να μουγκρίζει. Το αρσενικό είχε τους όρχεις στο εσωτερικό της κοιλιάς του. Η ανατομία απογύμνωνε κι ετοίμαζε, για τα μάτια του ερευνητή μας, τα διάφορα μέρη του ανθρώπινου κορμιού, του έδειχνε τους μυώνες του, τους τένοντές του, τις ίνες του τις επιφανειακές, τις βαθιές και τις κρυμμένες — τους τένοντες των μερών του ποδιού και κυρίως του βραχίονα και του πήχυ. Του δίδασκε τα λατινικά ονόματα, που μ' αυτή, η

ιατρική, τούτη η παραλλαγή του ουμανιστικού πνεύματος, τα είχε ευγενικά και φιλόφρονα διακρίνει και τον έκανε να εισχωρεί ίσαμε το σκελετό, που η σύστασή του του άνοιγε καινούριες προοπτικές πάνω στην ενότητα όλων αυτών που είναι ανθρώπινα, πάνω στη συνάφεια που έχουν όλες οι εξαρτήσεις. Γιατί εδώ —πράμα παράξενο!— βρέθηκε να ξαναγυρίζει στο πραγματικό του επάγγελμα —ή μήπως πρέπει να πούμε: παλιό;— στην επιστημονική δραστηριότητα, που είχε δηλώσει ότι ήταν ο εκπρόσωπός της, φτάνοντας εδώ, στα πρόσωπα που είχε γνωρίσει (στον Δρα Κροκόβσκι, στον κ. Σετεμπρίνι). Για να μάθει κάτι —λίγο τον ενδιάφερε τι— είχε διδαχτεί πολλά πράγματα στα πανεπιστήμια, σχετικά με τη στατική, με τα εύκαμπτα στηρίγματα, με τη χωρητικότητα και την κατασκευή, που θεωρούνταν σαν μια λογική επεξεργασία του μηχανικού υλικού. Θα ήταν, χωρίς άλλο, παιδαριώδες να υποθέσει κανείς, ότι η μηχανική επιστήμη, οι νόμοι της μηχανικής, είχαν εφαρμοστεί στην οργανική φύση, δε μπορούσε, όμως, πάλι και να ισχυριστεί κανείς, ότι τους είχαν αντλήσει απ' αυτή: σ' αυτήν, απλούστατα, εύρισκαν την επιβεβαίωσή τους και την απομίμησή τους. Η αρχή του κοίλου κυλίνδρου αποτελούσε κι αρχή της κατασκευής των μακρών μυελικών οστών, με τέτοιο τρόπο, που το ακριβές μίνιμουμ μιας στερεάς ουσίας ανταποκρινόταν στις στατικές ανάγκες. Ένα σώμα —είχαν διδάξει στον Χανς Κάστορπ— που, ανταποκρινόμενο στις δοσμένες συνθήκες αντίστασης προς την έλξη και την πίεση, ήταν συνθεμένο από μια σιδηροσκευή, καμωμένη από ανθεκτική ύλη, μπορεί να υποβαστάζει το ίδιο βάρος μ' ένα συμπαγές σώμα της ίδιας σύνθεσης. Έτσι, κατά το διάστημα της διαμόρφωσης των μυελικών οστών, μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, πως όσο οστεοποιόταν η επιφάνεια, τα εσωτερικά μέρη γίνονταν μηχανικώς άχρηστα — οι λιπώδεις ουσίες μεταβάλλονταν σε κίτρινο μεδούλι. Το κόκκαλο του μηρού ήταν ένας γερανός, που, στην κατασκευή του, η οργανική φύση, με την κάμψη ενός οστεώδους εξαρτήματος, είχε διαγράψει σχεδόν απόλυτα τις ίδιες καμπύλες έλξεως και πιέσεως, που ο Χανς Κάστορπ θα έπρεπε να χαράξει κανονικά, αν ήταν να σχεδιάσει ένα μηχάνημα με την ίδια φορτικότητα. Το διαπίστωνε με ικανοποίηση, γιατί, στο εξής, θα διατηρούσε με το μηριαίο οστούν ή με την οργανική φύση, γενικά, μια τριπλή σχέση: τη λυρική, την ιατρική και την τεχνική, τόσο ζωηρή ήταν η πνευματική του υπερδιέργεση. Κι οι τρεις αναλογίες αυτές του φαίνονταν, πως δεν αποτελούσαν παρά ένα μόνο στον ανθρώπινο κανόνα. Ήταν οι παραλλαγές μιας και της αυτής έμμονης τάσης των ουμανιστικών ικανοτήτων… Η ενέργεια του πρωτοπλάσματος, ωστόσο, έμενε πάντα τελείως ανεξήγητη. Σαν να ήταν απαγορευμένο, στη ζωή, να εννοήσει τον εαυτό της. Τα περισσότερα βιοχημικά φαινόμενα ήταν, όχι μόνο άγνωστα, μα ακόμη και γνώρισμα της ιδιότητάς τους να ξεφεύγουν από την κατανόηση. Τίποτα σχεδόν δεν ήταν γνωστό για την κατασκευή, τη σύνθεση αυτής της ζωικής μονάδας, που ονομάζουν «κύτταρο». Σε τι ωφελούσε η απαρίθμηση των συστατικών μερών του νεκρού μυώνα; Ο ζωντανός μυς δε μπορούσε να αναλυθεί χημικά. Οι ίδιες αλλοιώσεις κιόλας, που συνακολουθούσαν την ακαμψία του πτώματος, αρκούσαν για ν' αφαιρέσουν κάθε σημασία από αυτά τα πειράματα. Κανένας δεν καταλάβαινε τη λειτουργία της θρέψης, με την αλλαγή της ύλης, κανένας την αρχή της λειτουργίας των νεύρων. Σε ποιες ιδιότητες χρωστούσαν την αίσθηση της γεύσης τα

σχετικά επιθηλίδια; Ποια ήταν τα συστατικά οσφραντικής ύλης, που δημιουργούσαν τους ποικίλους ερεθισμούς ορισμένων αισθητηρίων νεύρων; Τι συνιστούσε, γενικά, την οσμή; Η ειδική οσμή των ζώων και των ανθρώπων είχε την αρχή της στην εξάτμιση ουσιών, που κανένας δε θα μπορούσε να ονομάσει. Η σύνθεση του εκκρινόμενου υγρού, που ονόμαζαν ιδρώτα, δεν ήταν ξεκαθαρισμένη παρά πολύ λίγο. Οι αδένες, που τον εξέκριναν, δημιουργούσαν οσμές, που, δεν υπάρχει αμφιβολία, παίζουν ένα σπουδαίο ρόλο στα θηλαστικά και που, όπως ισχυρίζονταν, η σημασία τους για τον άνθρωπο δεν ήταν γνωστή. Η φυσιολογική λειτουργία των φανερά σημαντικών εκείνων μερών του σώματος παράμενε σκοτεινή. Μπορούσαν να παραμελήσουν τη σκωληκοειδή απόφυση και που, στο κουνέλι, την εύρισκαν γιομάτη μ' ένα χυλό, για τον οποίο δεν μπορούσαν να πουν ούτε πώς έβγαινε από κει ούτε πώς ανανεωνόταν. Αλλά τι συνέβαινε με τη λευκή και φαιά ουσία του εγκεφαλικού μυελού, τι συνέβαινε με το κέντρο της όρασης, που επικοινωνούσε με το οπτικό νεύρο και με τα στρώματα της φαιάς ουσίας της «γέφυρας»; Ο εγκεφαλικός και νωτιαίος μυελός ήταν τόσο ευαίσθητος, που ποτέ δεν υπήρχε ελπίδα να διεισδύσει κανείς στην κατασκευή του. Τι ήταν αυτό, που, κατά το διάστημα του ύπνου, απάλλασσε τη φλοιώδη ουσία από τη δραστηριότητά της; Τι εμπόδιζε το στομάχι να χωνέψει τον εαυτό του, κάτι που, πραγματικά, γινότανε, καμιά φορά, στα πτώματα; Απαντούσαν: η ζωή. Μια ιδιαίτερη ικανότητα αντίστασης του ζωντανού πρωτοπλάσματος. Κι έκαναν, ότι δεν αντιλαμβάνονταν, πως αυτή ήταν μια μυστικιστική εξήγηση. Η θεωρία ενός τόσο κοινού φαινομένου, όπως ο πυρετός, ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Η επιτάχυνση του μεταβολισμού είχε σαν συνέπεια μια δυνατότερη παραγωγή θερμότητας. Αλλά γιατί και η δαπάνη της θερμότητας δεν αύξαινε, επίσης, όπως συνέβαινε σε άλλες περιστάσεις; Η παραλυσία των ιδρωτοποιών αδένων οφειλόταν σε συστολές της επιδερμίδας; Μα μονάχα στα ρίγη του πυρετού μπορούσε να τις παρατηρήσει κανείς, γιατί, εκτός απ' αυτή την περίπτωση, η επιδερμίδα ήταν μάλλον θερμή. Η απότομη ύψωση της θερμοκρασίας έδειχνε, ότι το κεντρικό σύστημα ήταν η έδρα των αιτίων της επιταχύνσεως των εναλλαγών, όπως και κάποιας ιδιότητας της επιδερμίδας, που περιορίζονταν να τη χαρακτηρίζουν αφύσικη, μια και δεν ήξεραν να την εξηγήσουν. Αλλά τι σήμαινε όλη τούτη η άγνοια, μπροστά στην αμηχανία που βρίσκονταν, όταν είχαν να κάνουν με φαινόμενα όπως η μνήμη ή με κείνη την ευρύτερη και καταπληκτικότερη ακόμη μνήμη, που ήταν η μετάδοση των επίκτητων ιδιοτήτων; Ήταν αδύνατο να συλλάβει κανείς, ή και να διαισθανθεί ακόμα, μια μηχανική εξήγηση τούτης της λειτουργίας, που συντελείται από την κυτταρική ουσία. Το σπερματοζωάριο, που μετέδιδε στο ωάριο τις άπειρες και πολυσύνθετες ιδιότητες, που ανήκαν στο είδος και στην ατομικότητα του πατέρα, ήταν ορατό μόνο στο μικροσκόπιο και η πιο ισχυρή μεγέθυνση δεν αρκούσε να το κάνει να φανεί διαφορετικό από ένα σώμα ομοιογενές, κι ούτε επέτρεπε να προσδιοριστεί η καταγωγή του. Γιατί παρουσιαζόταν ταυτόσημο στα πιο διαφορετικά ζώα. Αυτές ήταν προϋποθέσεις οργάνωσης, που επέβαλαν να υποθέτει κανείς, ότι το ίδιο συνέβαινε με το κύτταρο και με το σώμα του ανωτέρου είδους που θα παρήγαγε. Δηλαδή, ότι και το κύτταρο ήταν ένας οργανισμός ανωτέρου είδους κιόλας,

που κι αυτόν τον συνέθεταν ελαχιστότατα ζωντανά σώματα ατομικών ενοτήτων ζωής. Περνούσαν, λοιπόν, από έναν παράγοντα, που τον είχαν θεωρήσει σαν τον ελαχιστότερο, σ' έναν ακόμα πιο απειροελάχιστο. Ήταν υποχρεωμένοι ν' αποσυνθέσουν το στοιχειώδες φαινόμενο, σε στοιχεία ακόμη κατώτερα. Δεν υπήρχε αμφιβολία: όπως στο ζωικό βασίλειο υπήρχαν διάφορα είδη ζώων, έτσι και στον ζωικο-ανθρώπινο οργανισμό υπήρχε ολόκληρο βασίλειο από κύτταρα διαφορετικών ειδών. Και στην οργάνωση του κυττάρου υπήρχε πάλι ένα πολλαπλό ζωικό βασίλειο ζωντανών στοιχειωδών μονάδων, που το μέγεθος τους βρισκόταν πολύ μακριά από το όριο του ορατού, που είχε συλλάβει το μικροσκόπιο — μονάδων, που αύξαιναν μόνες τους, που πολλαπλασιάζονταν μόνες τους, υποταγμένες στο νόμο της αναπαραγωγής μόνο των ομοίων τους, για να υπηρετούν, όλες μαζί, σύμφωνα με την αρχή της κατανομής εργασίας, τη μορφή ζωής, που βρισκόταν τοποθετημένη αμέσως πάνω απ' αυτές. Ήταν οι γόνοι, οι βιοπλάστες, οι βιοφόροι. Ο Χανς Κάστορπ ενθουσιάστηκε, μέσα σε τούτη την παγωμένη νύχτα, που έκανε τη γνωριμία τους κι έμαθε τα ονόματά τους. Καθώς, όμως, βρισκόταν σε υπερδιέγερση, αναρωτήθηκε ποια θα ήταν, άραγε, η στοιχειώδης φύση τους, αν τους εξέταζαν από πολύ κοντά. Καθώς ήσαν φορείς της ζωής, θα έπρεπε να είναι οργανωμένοι, γιατί η ζωή είναι οργάνωση. Αν ήταν, όμως, οργανωμένοι, δεν μπορούσε να είναι και στοιχειώδεις, γιατί ένας οργανισμός δεν είναι στοιχειώδης, είναι πολλαπλός. Ήταν ενότητες ζωής, κάτω από την ενότητα του κυττάρου, που το συνέθεταν οργανικά. Αν ήταν όμως έτσι, παρ' όλη την αφάνταστη ελαχιστότητά τους θα έπρεπε, κι οι ίδιοι αυτοί, να είναι «κατασκευές», και μάλιστα οργανικές «κατασκευές», σαν μορφές της ζωής. Γιατί το νόημα της ζωντανής ενότητας ήταν ταυτόσημο με την αντίληψη του οργανικού συνόλου ενοτήτων, μικροτέρων και κατωτέρων, οργανωμένων ενοτήτων, ζωής μπροστά στην προοπτική μιας ανώτερης ζωής. Εφ' όσον, λοιπόν, διαιρώντας, μπορούσε να συναντήσει κανείς οργανικές ενότητες, που είχαν την ιδιότητα της ζωής, δηλαδή τις ικανότητες αφομοίωσης, ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού, δεν υπήρχε όριο. Εφ' όσον επρόκειτο για ζωντανές ενότητες, δεν μπορούσε παρά να μιλούν λαθεμένα για στοιχειώδεις ενότητες, γιατί η σύλληψη της ενότητας περιέκλειε ad infinitum, σαν συμπέρασμα, μίαν ενότητα υποτελή και συνθετική — και στοιχειώδης ζωή, κάτι, επομένως, που ήταν κιόλας ζωή, μα που ήταν στοιχειώδης ακόμα, δεν υπήρχε. Αλλά, μ' όλο που η λογική δεν παραδεχόταν την ύπαρξή της, μια τέτοια ζωή θα έπρεπε να υπάρχει στο κάτω-κάτω, γιατί η ιδέα της πρωταρχικής γέννησης, μιας ζωής, δηλαδή, που θα προερχόταν από τη μη-ζωή, δεν μπορούσε ν' απορριφθεί, και τούτη η άβυσσος, που του κάκου ζητούσαν να πληρώσουν στην εξωτερική φύση, δηλαδή η άβυσσος, ανάμεσα στη ζωή και την αδράνεια, έπρεπε, κατά κάποιο τρόπο, να πληρωθεί ή να ξεπεραστεί στην οργανική πηγή της φύσης. Αυτή η διαίρεση έπρεπε, δεν ήξερε κανείς πότε, να οδηγήσει σε ενότητες που ήταν βέβαια συνθέσεις, μα που δεν ήταν ακόμη οργανωμένες: ενότητες, που βρίσκονταν ανάμεσα στη ζωή και στη μη-ζωή, ομάδες μορίων που αποτελούσαν τη μετάβαση ανάμεσα στη ζωντανή οργάνωση και την απλή

χημεία. Όταν, όμως, έφτανε κανείς στο χημικό μόριο, πάλι βρισκόταν μπροστά σε μια χαίνουσα άβυσσο, άπειρα πιο μυστηριώδη από την άβυσσο, που βρισκόταν ανάμεσα στην οργανική και την ανόργανη φύση: μπροστά στην άβυσσο, που χώριζε το υλικό από το άυλο. Γιατί το μόριο συντίθεται από άτομα και το άτομο δε μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά μεγάλο στην ελαχιστότητά του, ώστε να χαρακτηριστεί ακόμα και σαν άπειρα απειροελάχιστο. Ήταν μια συμπύκνωση τόσο ελάχιστη, τόσο πολύ μικρή, τόσο πρόωρη και μεταβατική του άυλου, του όχι-ακόμα-υλικού, μα που έμοιαζε κιόλας με την ύλη, δηλαδή με την ενέργεια, που δεν μπορούσε ακόμα κανείς —μόλις το μπορούσε— να τη θεωρήσει κάπως σαν υλική, και θα έπρεπε, πολύ περισσότερο, να τη φανταστεί σαν ένα ακραίο στάδιο μεταξύ του υλικού και του άυλου. Το πρόβλημα μιας πρωταρχικής γέννησης, ακόμα πιο αινιγματικής και πιο τολμηρής, από την αυθόρμητη γέννηση, υπήρχε: εκείνο της καταγωγής της ύλης από το άυλο. Πραγματικά, η άβυσσος, ανάμεσα στην ύλη και την μη ύλη, ζητούσε να πληρωθεί με την ίδια, ίσως και μεγαλύτερη, εμμονή, απ' όσο η άβυσσος, ανάμεσα στην οργανική και την ανόργανη ύλη. Θα έπρεπε, κατ' ανάγκη, να υπάρχει μια χημεία του άυλου, συνδυασμοί άυλοι, απ' όπου είχε προέλθει η ύλη, όπως οι οργανισμοί είχαν προέλθει από ανόργανους συνδυασμούς και τα άτομα θα ήταν πρωτόγονα και μονάδες της ύλης, μιας ουσίας συνάμα υλικής και άυλης. Όταν φτάσουμε, όμως, σ' «αυτό που δεν είναι καν πια μικρό», κάθε μέτρο μας ξεφεύγει. «Εκείνο που δεν ήταν καν πια μικρό» ήταν κιόλας το «απέραντα μεγάλο» σχεδόν. Και το βήμα που έγινε προς το άτομο φανερωνόταν, δίχως υπερβολή, σαν μοιραίο, στον υπέρτατο βαθμό. Γιατί, τη στιγμή που η ύλη είχε φτάσει στο σημείο να διαμελίζεται και να εκλεπτύνεται, ανοιγόταν μπροστά στα μάτια το αστρονομικό σύμπαν. Το άτομο ήταν ένα κοσμικό σύστημα φορτωμένο ενέργεια, μέσα στο οποίο τα σώματα περιστρέφονταν με μια φρενιτιώδη περιστροφή, γύρω από ένα κέντρο, όμοιο με τον ήλιο και που το αλώνι του το διάσχιζαν κομήτες με ταχύτητες μετρημένες σε χρόνια φωτός. Αυτοί οι κομήτες συγκρατούνταν στις παράξενες τροχιές τους από τη δύναμη του κεντρικού σώματος. Ήταν κάπως μια παρομοίωση, ίδια με κείνη που θα μεταχειριζόταν κανείς, αν ονόμαζε το σώμα των πολυκυτταρικών όντων «κυτταρικό Κράτος». Το κέντρο, το Κράτος, η κοινωνική κοινότητα, οργανωμένη με την αρχή της κατανομής της εργασίας, όλα αυτά μπορούσαν, όχι μόνο να συγκριθούν με την οργανική ζωή, αλλά την επαναλάμβαναν ακριβώς. Εξ ίσου επαναλαμβανόταν στα τρίσβαθα της φύσης και αντανακλόταν, ατέλειωτα, το αστρικό σύμπαν, ο μακρόκοσμος, που οι ομάδες, τα σχήματα, τα νεφελώματα και τα σύννεφά του, τα χλομιασμένα από το φεγγάρι, κυμάτιζαν μπροστά στα μάτια του κουκουλωμένου μύστη μας, πάνω από την κοιλάδα που λαμποκοπούσε από χιόνι. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κανείς, ότι ορισμένοι πλανήτες του ατομικού, ηλιακού συστήματος —αυτών των στρατιών, αυτών των γαλαξιών, των ηλιακών συστημάτων, που συνέθεταν την ύλη— ότι το ένα ή τ' άλλο απ' αυτά τα ουράνια σώματα του διαστήματος, βρισκόταν σε μια κατάσταση, ίδια με κείνη που έκανε τη γη έδρα ζωής; Για ένα νέο μύστη, λιγάκι «στα σύννεφα», που δεν του έλειπε πια η πείρα στην περιοχή των απαγορευμένων πραγμάτων, μια τέτοια θεώρηση, όχι μόνο δεν ήταν

παράλογη, αλλά και γοητευτική, σε τέτοιο σημείο, μάλιστα, που να του επιβάλλεται με κάθε λογική αληθοφάνεια. Η «μικρότητα» των αστρικών σωμάτων του διαστήματος θα παρουσιαζόταν σαν μια αντίρρηση ελάχιστα αντικειμενική, γιατί κάθε μέτρο είχε απωλεστεί, ακριβώς τη στιγμή που ο κοσμικός χαρακτήρας των απειροελάχιστων τούτων τμημάτων είχε αποκαλυφτεί κι οι συλλήψεις, εξωτερικές κι εσωτερικές, είχαν κι αυτές χάσει τη στερεότητά τους. Ο κόσμος των ατόμων ήταν ένα «εξωτερικόν», όπως, πολύ πιθανό, το γήινο άστρο που κατοικούμε, αν το θεωρούσε κανείς οργανικά, ήταν ένα βαθύ «εσωτερικό». Στη ρεμβαστική τολμηρότητά του, ένας σοφός δεν είχε φτάσει να μιλήσει για «ζώα του γαλαξία»; Για συμπαντικά τέρατα, που η σάρκα, τα οστά και ο εγκέφαλός τους συνέθεταν ηλιακά συστήματα; Αν ήταν, όμως, έτσι, όπως το σκεφτόταν ο Χανς Κάστορπ, όλα ξανάρχιζαν, τη στιγμή που νόμιζε κανείς πως είχε φτάσει στο τέρμα! Κι ίσως στα τρίσβαθα, στα πιο κρυφά της φύσης του, να 'ταν αυτός ο ίδιος που ξαναβρισκόταν, αυτός, ο νεαρός Χανς Κάστορπ, ακόμα μια φορά, ακόμα εκατό φορές, ζεστά τυλιγμένος σ' έναν εξώστη, με θέα προς το φεγγαρόφωτο μιας παγωμένης νύχτας, στα ψηλά βουνά, και μελετούσε, με τα χέρια μουδιασμένα κι ένα πρόσωπο που έκαιγε, από ενδιαφέρον ουμανιστικό και ιατρικό, τη ζωή του σώματος. Η παθολογική ανατομία, που κρατούσε έναν τόμο της, γερμένο κάτω από το κόκκινο φως της χαμηλής λάμπας, τον πληροφορούσε, μ' ένα εικονογραφημένο κείμενο, για τον χαρακτήρα των παρασιτικών ομάδων, που μπορούν να παρουσιαστούν πάνω στα κύτταρα και για τους μολυσματικούς όγκους. Ήταν σχήματα ιστών —σχήματα ιστών ιδιαίτερα άφθονα— που είχαν προκληθεί από την εισβολή ξένων κυττάρων μέσα σ' έναν οργανισμό, που τους είχε φανεί ιδιαίτερα δεκτικός και που, κατά κάποιο τρόπο —θα έπρεπε, ίσως, να τον ονομάσει κανείς διεστραμμένο— προσέφερε στην ανάπτυξή τους συνθήκες ευνοϊκές. Όχι πως το παράσιτο είχε υπεξαιρέσει την τροφή από τον ιστό που το περιέβαλλε, αλλά, καθώς τρεφόταν, παρήγαγε, όπως κάθε κύτταρο, οργανική ύλη, που φαινόταν καταπληκτικά τοξική και αναπόφευκτα επιζήμια για τα κύτταρα του οργανισμού που το φιλοξενούσε. Είχαν επιτύχει ν' απομονώσουν και να παρουσιάσουν σε συμπυκνωμένη μορφή, τις τοξίνες μερικών μικροοργανισμών κι έμειναν κατάπληκτοι από την ελάχιστη ποσότητα αυτής της ύλης, που ήταν απλά λευκωματοειδής, μα που εισαγόμενη στην κυκλοφορία ενός ζώου, προκαλούσε φαινόμενα δηλητηριάσεως, από τα πιο επικίνδυνα κι έφερναν μια πολύ γρήγορη καταστροφή. Η εξωτερική επιφάνεια αυτής της φθοράς του ιστού, η αντίδραση των κυττάρων ενάντια στους βακίλους, που είχαν εγκατασταθεί ανάμεσά τους, γινόταν ένα σάρκωμα. Σχηματίζονταν κόμποι, στο πάχος ενός σπυριού κεχριού, φτιαγμένοι από κύτταρα γλοιώδη, ανάμεσα και μέσα στα οποία εγκαθίσταντο τα βακτηρίδια. Μερικά κύτταρα, μάλιστα, ήταν εξαιρετικά πλούσια σε πρωτόπλασμα, πελώρια και γιομάτα από ένα πλήθος πυρήνων. Αυτός, όμως, ο ερεθισμός έφερνε μια γρήγορη καταστροφή, γιατί, αμέσως, οι πυρήνες των τερατωδών αυτών κυττάρων άρχιζαν να ζαρώνουν και ν' αποσυντίθενται και το πρωτόπλασμά τους να γίνεται γλοιώδες. Καινούριες γειτονικές ζώνες ιστών προσβάλλονταν απ' αυτή την ξένη επίδραση, φαινόμενα φλόγωσης απλώνονταν και προσέβαλλαν τα γειτονικά αγγεία. Λευκά αιμοσφαιρίδια πλησίαζαν καθώς τα είλκυε η καταστροφή. Η θανάσιμη πήξη

προόδευε. Ωστόσο, τα ευδιάλυτα δηλητήρια των βακτηριδίων, από πολύ καιρό κιόλας είχαν μεθύσει τα νευρικά κέντρα, ο οργανισμός βρισκόταν σε υψηλή θερμοκρασία και με ταραγμένο το στήθος προχωρούσε, να πούμε, τρεκλίζοντας, προς την αποσύνθεσή του. Αυτά για την παθολογία, για την διδαχή της αρρώστιας και για τον τόνο της οδύνης πάνω στο σώμα, που, ταυτόχρονα, ήταν και τόνος ηδονής για το σώμα. Η αρρώστια ήταν η διεστραμμένη μορφή της ζωής. Και η ζωή; Δεν ήταν, άραγε, κι αυτή μια μεταδοτική αρρώστια της ύλης; Κι αυτό που μπορούσε να ονομαστεί πρωταρχική γέννηση, μήπως ήταν αρρώστια, αντίδραση και γονιμοποιός ερεθισμός του άυλου; Το πρώτο βήμα προς το κακό, την ηδονή και το θάνατο, δίχως άλλο, ξεκινούσε από κει που με την πρόκληση ενός ερεθισμού, μιας άγνωστης διήθησης, είχε συντελεστεί η πρώτη εκείνη συμπύκνωση του πνευματικού, εκείνη η παθολογική και άφθονη βλάστηση του ιστού του, που, μισοευχαρίστηση, μισο-άμυνα, είχε αποτελέσει τον πρώτο βαθμό του ουσιώδους, τη μετάβαση από το άυλο στο υλικό. Αυτό 'ταν το προπατορικό αμάρτημα. Η δεύτερη πρωταρχική γέννηση, το πέρασμα από το ανόργανο στο οργανικό, δεν ήταν πια παρά μια επικίνδυνη συνειδητοποίηση του σωματικού, όπως κι η αρρώστια του οργανισμού ήταν μια μεθυσμένη υπερβολή κι ένας διεστραμμένος υπερτονισμός του σωματικού: Η ζωή δεν ήτανε παρά μια πρόοδος στο περιπετειώδες μονοπάτι του ακόλαστου πνεύματος, μια αντανάκλαση της θερμότητας της ύλης, που ξύπνησε στο αίσθημα της αιδούς και που έτσι αποδείχτηκε ότι ήταν επιδεκτική σε τέτοια καλέσματα… Τα βιβλία ήταν στοιβαγμένα πάνω στο μικρό τραπέζι. Ένα ήταν κατά γης, κοντά στην πολυθρόνα, πάνω στην ψάθα του διαδρόμου κι εκείνο που είχε ξεφυλλίσει ο Χανς Κάστορπ τελευταίο, βάραινε πάνω στο στομάχι του, του έκοβε την αναπνοή, χωρίς όμως και να πηγαίνει η διαταγή από τη φαιά του ουσία στους αρμόδιους μυς, για να το πάρουν από κει. Είχε διαβάσει τη σελίδα από πάνω ως κάτω, το πηγούνι του είχε φτάσει στο στήθος του, τα βλέφαρα είχαν κλείσει πάνω στα γαλάζια κι απλοϊκά μάτια του. Έβλεπε την εικόνα της ζωής, τ' ανθούντα μέλη της, την ομορφιά που κουβαλούσε η σάρκα. Είχε κατεβάσει τα χέρια της από τον τράχηλο. Τα μπράτσα της που τ' άνοιγε, και που στη μέσα μεριά τους, ιδιαίτερα κάτω από την λεπτή επιδερμίδα της κλείδωσης του αγκώνα, τα αγγεία, οι δυο διακλαδώσεις από τις μεγάλες φλέβες, ζωγραφίζονταν γαλαζωπές, αυτά τα μπράτσα είχαν μίαν απέραντη γλύκα. Έσκυψε γι' αυτόν, σ' αυτόν, πάνω σ' αυτόν. Αισθάνθηκε την οργανική μυρωδιά της, παρατήρησε τα τινάγματα της καρδιά της που χτυπούσε. Μια εξαίσια θερμότητα αγκάλιασε το λαιμό του και καθώς λιποθυμώντας από την απόλαυση και την αγωνία, ακουμπούσε τα χέρια του πάνω στα μπράτσα της, εκεί που, η επιδερμίδα, τεντωμένη πάνω στον τρισχιδή μυώνα, είχε μια εξαίσια φρεσκάδα, αισθάνθηκε στα χείλη του το υγρό ρούφηγμα του φιλήματός της.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΛΙΓΟ μετά τα Χριστούγεννα, πέθανε ο αυστριακός αριστοκράτης… Μα πριν από το γεγονός αυτό ήταν τα Χριστούγεννα, αυτές οι δυο μέρες γιορτής, ή, πιο σωστά, αν λογάριαζε κανείς και το Ρεβεγιόν, οι τρεις αυτές μέρες, που ο Χανς Κάστορπ είχε δει να πλησιάζουν, κουνώντας το κεφάλι, με κάποιο τρόμο, κι αναρωτώμενος πώς θα περνούσαν. Ύστερα, ήρθαν και τέλειωσαν σαν μέρες συνηθισμένες, μ' ένα πρωί, ένα μεσημέρι, ένα βράδυ, μ' έναν καιρό μέτριο, (είχε ξεπαγώσει λιγάκι) καθόλου διαφορετικές, σαν τις τόσες άλλες όμοιες ημέρες. Εξωτερικά, είχαν κάπως ξεχωρίσει κι όσο κράτησαν είχαν ασκήσει την επιβολή τους πάνω στα μυαλά και στις καρδιές των ανθρώπων. Έπειτα, έγιναν ένα πρόσφατο παρελθόν, και σιγά-σιγά, όλο και πιο μακρινό, αφήνοντας πίσω τους αναμνήσεις, που δεν είχαν τίποτα από την καθημερινή ζωή. Ο γιος του Αυλικού Σύμβουλου, που λεγότανε Κνουτ, ήρθε να περάσει τις διακοπές του κοντά στον πατέρα του κι έμεινε μαζί του στην πτέρυγα του σανατόριου. Ήταν ένα ομορφόπαιδο, που ο σβέρκος του φούσκωνε κιόλας λίγο. Η παρουσία του νέου Μπέρενς ήταν αισθητή στην ατμόσφαιρα. Οι γυναίκες έδειχναν γελαστές, φιλάρεσκες κι εκνευρισμένες, και στις συνομιλίες τους γινότανε λόγος για συναντήσεις με τον Κνουτ, στον κήπο, στο δάσος ή, κάτω, στη συνοικία του Θεραπευτηρίου. Εχτός απ' αυτό κι ο ίδιος είχε επισκέψεις. Μερικοί συμφοιτητές του ανέβηκαν στην κοιλάδα, έξι ή εφτά σπουδαστές, που έπιασαν δωμάτια στο χωριό, έτρωγαν όμως στου γιατρού και τριγυρίζανε παρέα, όλη την περιοχή. Ο Χανς Κάστορπ τους απόφυγε. Απόφευγε αυτούς τους νέους και τους ξέφευγε, όταν έπρεπε, με τον Γιόαχιμ, γιατί δεν ήθελε να τους συναντήσει. Ένας κόσμος χώριζε εκείνον που ανήκε σ' Αυτούς εκεί πάνω, απ' αυτούς τους τραγουδιστές, τους ταξιδευτές, που δεν κάνανε κι άλλο από το να κουνάνε αδιάκοπα τα μπαστούνια τους. Δεν ήθελε τίποτε ν' ακούσει, ούτε να ξέρει γι' αυτούς. Ύστερα, οι περισσότεροί τους φαίνονταν να κατάγονται από τον Βορρά. Μπορεί και να υπήρχαν ανάμεσά τους συμπολίτες του. Συχνά, σκεφτόταν με απέχθεια, την πιθανότητα να έρθει στο Μπέργκχοφ κανείς Αμβουργέζος, πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού ο ίδιος ο Μπέρενς του είχε πει, πως η πόλη αυτή έστελνε πάντα στο ίδρυμα σπουδαία πελατεία. Ίσως να βρίσκονταν μερικοί ανάμεσα στους βαριά άρρωστους ή στους ετοιμοθάνατους που δεν τους έβλεπε κανείς. Μόνο έναν έμπορο έβλεπες, με σκαμμένα μάγουλα, που καθόταν, λίγο καιρό τώρα, στο τραπέζι της φράου Ίλτις και που θα ήτανε ασφαλώς από το Κουξχάφεν. Καθώς σκεφτότανε τούτη τη γειτονιά, ο Χανς Κάστορπ χάρηκε που, εδώ πάνω, δεν ερχότανε κανείς εύκολα, σε πολλή επαφή με τους οικότροφους εκτός από τους ομοτράπεζούς τους. Κι ύστερα, ο τόπος του είχε πολλή έκταση κι ήταν χωρισμένος σε πολύ διαφορετικές ζώνες. Η αδιάφορη παρουσία αυτού του εμπόρου τον καθησύχασε πολύ από τις ανησυχίες που του προκαλούσε η σκέψη, ότι ήταν δυνατό να βρεθούν εδώ πάνω Αμβουργέζοι. Το Ρεβεγιόν των Χριστουγέννων πλησίαζε. Μια ολόκληρη μέρα ακόμη για να 'έρθει. Την επαύριον ήταν εκεί… Έξι γιομάτες εβδομάδες είχαν περάσει, από τη μέρα που ο Χανς

Κάστορπ είχε απορήσει, που μιλούσαν κιόλας για τα Χριστούγεννα. Συνεπώς, τόσον καιρό —αν ήθελε κανείς να τον εκφράσει με αριθμούς— όσο θα είχε βαστάξει η διαμονή του, όπως την είχε προβλέψει στην αρχή, εκτός από τις τρεις άλλες εβδομάδες που είχε περάσει στο κρεβάτι. Κι ωστόσο, οι πρώτες έξι εβδομάδες αυτές του είχαν φανεί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, το πρώτο μέρος κυρίως, καθώς έκρινε τώρα, ενώ ο ίδιος αριθμός σήμερα δεν είχε πια σημασία σχεδόν. Του φαινόταν, πως οι άνθρωποι της τραπεζαρίας είχαν δίκιο να μη του δίνουν σημασία. Έξι εβδομάδες δεν ήταν ούτε όσες είναι οι μέρες της εβδομάδας. Τι ήταν μια απ' αυτές τις εβδομάδες, ένας απ' αυτούς τους μικρούς κύκλους, από τη Δευτέρα ίσαμε την Κυριακή, που πάλι ήταν Δευτέρα; Έφτανε, πάντα, να υπολογίσει κανείς την αξία και τη σημασία της πιο μικρής και πιο κοντινής μονάδας, για να καταλάβει ότι το άθροισμα δεν μπορούσε να δώσει μεγάλα πράματα — το άθροισμα αυτό, που συντομευότανε ακόμα και ζάρωνε κι εκμηδενιζόταν πολύ αισθητά. Τι ήταν μια μέρα, που μετριότανε, λόγου χάρη, από τη στιγμή που καθόταν κανείς στο τραπέζι, για το πρόγευμα, ως την επιστροφή αυτής της στιγμής, ύστερα από είκοσι τέσσερις ώρες; Τίποτα, μ' όλο που ήταν είκοσι τέσσερις ώρες! Και τι ήταν μια ώρα που την περνούσες στην κούρα ανάπαυσης, στον περίπατο, ή σ' ένα γεύμα; (Και μόνο η απαρίθμηση αυτή εξαντλούσε σχεδόν όλες τις δυνατότητες για να περάσει τούτη η μονάδα του χρόνου.) Πάντα, τίποτα! Και το άθροισμα, απ' αυτά τα τίποτα, δεν άξιζε τον κόπο να το παίρνεις στα σοβαρά. Το πράμα δε γινόταν σοβαρό, παρά όταν κατέβαινε κανείς την κλίμακα σε πιο μικρά μέτρα. Αυτές η επτά φορές εξήντα δευτερόλεπτα, που στο διάστημά τους, κρατούσες το θερμόμετρο ανάμεσα στα χείλη, για να μπορέσεις να τραβήξεις τη γραμμή της θερμοκρασίας, είχαν σκληρή ζωή κι ένα βάρος αληθινά ασυνήθιστο. Διαστέλλονταν, ώσπου να σχηματίσουν μια μικρή αιωνιότητα. Είχαν την ικανότητα να παρεμβάλουν περιόδους, με την πιο μεγάλη αντοχή, εναντίον της φυγής και του παιχνιδιού των σκιών του μεγάλου Χρόνου… Η μέρα της γιορτής μόλις τάραξε το συνηθισμένο κανονισμό του χρόνου, για τους κατοίκους του Μπέργκχοφ. Μερικές μέρες πριν, είχαν στήσει δεξιά, στην δεξιά μεριά της τραπεζαρίας, κοντά στο τραπέζι των «Κοινών Ρώσων», ένα λυγερό έλατο, και το άρωμά του, που, μέσα από τη μυρωδιά των άφθονων φαγητών, έφτανε κάποτε σ' εκείνους που έτρωγαν, άναβε ανταύγειες περίσκεψης, στα μάτια μερικών προσώπων, γύρω από τα εφτά τραπέζια. Στο δείπνο της εικοστής τετάρτης Δεκεμβρίου, το έλατο παρουσιάστηκε στολισμένο με χρυσές κλωστές, με σφαίρες από γυαλί, μ' επιχρυσωμένα κουκουνάρια, με μικρά μήλα κρεμασμένα μέσα σε δίχτυα και με κάθε είδους ζαχαρωτά. Τα χρωματιστά κεριά του έκαιγαν όλο το διάστημα του φαγητού και μετά στις κάμαρες των αρρώστων, που ήταν στο κρεβάτι, έλεγαν, πως κι εκεί, είχαν αναφτεί μικρά δέντρα. Καθένας είχε το δικό του. Και το ταχυδρομείο με τα δέματα, μερικές μέρες τώρα, ήταν άφθονο. Ο Γιόαχιμ Τσίμσεν κι ο Χανς Κάστορπ είχαν πάρει κι αυτοί τα πράγματα που τους έστειλαν από τον μακρινό, πεδινό τόπο τους. Δώρα πακεταρισμένα με φροντίδα, που σκορπίστηκαν μέσα στην κάμαρα. Ρούχα διαλεγμένα μ' επιμέλεια, γραβάτες, κομψοτεχνήματα πολυτελείας από δέρμα και νίκελ, καθώς και πολλά Χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα. Καρύδια, μήλα, αμυγδαλόπιτα — προμήθειες, που τα ξαδέλφια κοίταζαν με μάτι αβέβαιο, καθώς

ρωτιόνταν, πότε θα ερχόταν η στιγμή που θα μπορούσαν να τα γευτούν. Η Σαλλέεν είχε φτιάξει το πακέτο του Χανς Κάστορπ, όπως ήξερε αυτή, για να το κάνει καλό. Κι εκείνη είχε ψωνίσει τα δώρα, αφού, με σοβαρότητα, είχε συμβουλευτεί τους θείους. Είχαν βάλει κι ένα γράμμα του Τζέιμς Τιενάππελ, γραμμένο πάνω σε χοντρό χαρτί, μα με γραφομηχανή. Ο θείος μετάδιδε τις ευχές του μεγάλου θείου και τις δικές του, επίσης, για τα Χριστούγεννα και για την υγεία του Χανς Κάστορπ. Με πολύ πρακτικό πνεύμα είχε προσθέσει και τις ευχές του Νέου Έτους, που θα ερχόταν σύντομα, όπως δα είχε κάνει κι ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ, όταν, ξαπλωμένος στην ξαπλωτούρα του, είχε γράψει έγκαιρα, στον πρόξενο Τιενάππελ, το γράμμα του των Χριστουγέννων, καθώς και μια έκθεση για την κατάσταση της υγείας του. Το δέντρο μέσα στην αίθουσα άναβε, ήταν γεμάτο φλόγες, μοσχοβολούσε και συντηρούσε μέσα στις καρδιές και τα πνεύματα τη συνείδηση της ώρας αυτής. Είχαν ντυθεί πιο καλά. Οι κύριοι επίσημα. Έβλεπες τις γυναίκες να φορούν κοσμήματα, που ίσως αγαπημένα χέρια συζύγων να τα είχαν στείλει, απ' τους πεδινούς τόπους τους. Η Κλαούντια Σοσά κι εκείνη είχε αντικαταστήσει τη μάλλινη μπλούζα, που φοριόταν εδώ, με μια πολυτελή τουαλέτα. Το κόψιμό της, όμως, είχε κάτι το αυθαίρετο ή, μάλλον, το εθνικό. Ήταν ένα σύνολο ανοιχτού χρώματος, κεντημένο, με μια χωριάτικη ρωσική ζώνη, ή τουλάχιστον βαλκανική, βουλγάρικη ίσως, στολισμένη με μικρές, χρυσές πούλιες. Οι πολλές πιέτες της έκαναν τη σιλουέτα της κάπως πιο γιομάτη κι ιδιαίτερα λυγερή, και ν' ανταποκρίνεται σ' αυτό που άρεσε ιδιαίτερα στο Σετεμπρίνι να ονομάζει «τατάρικη φυσιογνωμία» της, ή τα μάτια της, «μάτια λύκου της στέπας». Ήταν πολύ εύθυμο το τραπέζι των «Καλών Ρώσων». Από κει πετάχτηκε η πρώτη τάπα της σαμπάνιας κι όλα τ' άλλα τραπέζια, ύστερα, παράγγειλαν με τη σειρά τους κι αυτά. Στο τραπέζι των εξαδέλφων, η θείτσα παράγγειλε για την ανεψιά της και την Μαρούσγια και τους κέρασε όλους. Το μενού ήταν διαλεγμένο. Τελείωσε με γλύκισμα, με τυρί και με πτι φουρ. Το συμπλήρωσαν με καφέ και λικέρ κι από καιρό σε καιρό, ένα κλαδί του έλατου, που έπαιρνε φωτιά και που έπρεπε γρήγορα να το σβήσουν, προκαλούσε και κάποιον πανικό, με υπερβολικά τσιριχτά από το μέρος των κυριών. Ο Σετεμπρίνι, ντυμένος όπως συνήθως, κάθισε μια στιγμή, στο τέλος του δείπνου, πάντα με την οδοντογλυφίδα του, στο τραπέζι των εξαδέλφων. Πείραξε τη φράου Σταιρ και μνημόνευσε με λίγα λόγια τον Γιο του ξυλουργού και Ραβί της ανθρωπότητας, που, σήμερα, αναπαράσταιναν τα γενέθλιά του. Είχε πραγματικά ζήσει; Δεν ήταν θετικά γνωστό. Αλλ' αυτό που γεννήθηκε εκείνο τον καιρό κι είχε αρχίσει την αδιάκοπη νικηφόρα πορεία του, ήταν η ιδέα της αξίας της ατομικής ψυχής και συνάμα η ιδέα της ισότητας, με μια λέξη η ατομιστική δημοκρατία. Μ' αυτό το πνεύμα δέχτηκε ν' αδειάσει το ποτήρι που είχαν βάλει μπροστά του. Η φράου Σταιρ έκρινε τον τρόπο που μ' αυτόν εκφράστηκε ο κ. Σετεμπρίνι, «διφορούμενο και δίχως ψυχή». Σηκώθηκε με διαμαρτυρίες και καθώς είχαν αρχίσει κιόλας να περνούν στο σαλόνι, έκαναν και κείνοι το ίδιο. Η αποψινή συγκέντρωση αποχτούσε σημασία και ζωηρότητα, γιατί θα προσφέρονταν τα δώρα στο γιατρό Μπέρενς, που ήρθε για μισή ώρα με τον Κνουτ και τη φροϋλάιν φον

Μύλεντονκ. Η τελετή έγινε στο σαλόνι, που βρίσκονταν τα οπτικά μηχανήματα. Το δώρο των Ρώσων ήταν ένα αντικείμενο από ασήμι, μια πολύ μεγάλη, στρογγυλή πιατέλα, που στη μέση της είχε σκαλιστεί το μονόγραμμα του γιατρού και που, ήταν φανερό, δεν μπορούσε να χρησιμεύσει σε τίποτα. Στην πολυθρόνα, τουλάχιστον, που είχαν προσφέρει οι άλλοι οικότροφοι, μπορούσε κανείς να ξαπλωθεί, μ' όλο που δεν είχε ούτε σκέπασμα ούτε μαξιλάρι κι ήταν απλά ντυμένη μ' ένα λινό. Η ράχη της όμως ήταν κινητή κι ο Μπέρενς, για να δοκιμάσει κατά πόσο ήταν βολικιά, ξαπλώθηκε ολότελα, με την πιατέλα του κάτω από το μπράτσο, έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να ροχαλίζει, σαν πριονιστήρι, παριστάνοντας τον δράκο Φαφνίρ κοντά στον θησαυρό του. Η ευθυμία ήταν γενική. Η φράου Σοσά γέλασε κι αυτή με τούτη τη σκηνή, τα μάτια της έκαναν πτυχές και το στόμα της έμεινε ανοιχτό — ακριβώς, συλλογίστηκε ο Χανς Κάστορπ, όπως ο Πριμπισλάβ Χίππε, όταν τύχαινε να γελάσει. Αμέσως ύστερα από την αναχώρηση του γιατρού, κάθισαν στα τραπέζια του παιχνιδιού. Η συντροφιά των Ρώσων, όπως πάντα, κάθισε στο μικρό σαλόνι. Μερικοί οικότροφοι στέκονταν όρθιοι, στην τραπεζαρία, γύρω από το δέντρο των Χριστουγέννων. Κοίταζαν πώς έσβηναν τα κεράκια στις μικρές μετάλλινες πιάστρες τους και τραγάνιζαν τις λιχουδιές που ήταν σκαλωμένες στα κλαδιά. Στα τραπέζια, που είχαν κιόλας στρωθεί για το πρωινό, μερικά πρόσωπα, απομονωμένα, κάθονταν μακριά το ένα από τ' άλλο, ακουμπισμένα, καθένα με τον τρόπο του, και σιωπηλά, βυθισμένα στον εαυτό τους. Η πρώτη μέρα των Χριστουγέννων ήταν υγρή και μ' ομίχλη. Ήταν σύννεφα, είπε ο Μπέρενς, που τους τριγύριζαν. Ποτέ δεν υπήρχε ομίχλη εδώ πάνω. Μα, είτε σύννεφα είτε ομίχλη, η υγρασία ήταν διαπεραστική. Το στρωμένο χιόνι ξεπάγωνε στην επιφάνεια, γινότανε πορώδες και γλιστερό. Το πρόσωπο και τα χέρια, την ώρα της κούρας, μούδιαζαν, μ' έναν τρόπο πιο οδυνηρό παρ' όταν έκανε παγωνιά με ήλιο. Η μέρα υπογραμμίστηκε μ' ένα μουσικό βραδινό, μια αληθινή συναυλία, με σειρές από καρέκλες και τυπωμένα προγράμματα, που προσφέρθηκε, σ' Αυτούς εκεί πάνω, από τη διεύθυνση του Μπέργκχοφ. Ήταν ένα ρεσιτάλ τραγουδιού, που δινόταν από μια τραγουδίστρια εγκατεστημένη στο Νταβός, όπου έκανε και την καθηγήτρια της μουσικής. Φορούσε δυο μετάλλια στο ντεκολτέ του βραδινού της φορέματος. Τα μπράτσα της μοιάζανε με μπαστούνια κι η φωνή της που είχε έναν ήχο άτονο, σε πληροφορούσε, μ' ένα τρόπο θλιβερό, για ποιαν αιτία ακριβώς έμενε σε τούτο το μέρος. Τραγούδησε: Φέρνω μαζί μου τον έρωτά μου Παντού. Ο πιανίστας που τη συνόδευε ήταν κι αυτός κάτοικος του Νταβός… Η φράου Σοσά καθόταν στην πρώτη σειρά, επωφελήθηκε όμως από το πρώτο διάλειμμα για ν' αποσυρθεί. Έτσι, ο Χανς Κάστορπ από κείνη τη στιγμή κι ύστερα, μπορούσε να τεντώσει το αυτί, με την καρδιά του ήσυχη, στη μουσική —όσο να ναι, μουσική ήτανε αυτή— παρακολουθώντας το κείμενο των τραγουδιών, που ήταν τυπωμένο στο πρόγραμμα. Για κάμποση ώρα ήρθε κι ο Σετεμπρίνι και κάθισε δίπλα του, κι ύστερα εξαφανίστηκε κι ο Ιταλός, αφού έκανε πρώτα μερικές ελαστικές και πλαστικές παρατηρήσεις πάνω στο υπόκωφο bel canto της τραγουδίστριας, κι αφού εξέφρασε τη σατιρική ικανοποίησή του,

που απόψε είχαν ξαναβρεθεί τόσο πιστά και συμπαθητικά μαζεμένοι. Για να πούμε την αλήθεια, ο Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε ανακουφισμένος, όταν έφυγαν και οι δυο τους, η γυναίκα με τα στενά μάτια κι ο παιδαγωγός, κι έτσι θα μπορούσε πια να δώσει, απερίσπαστος, όλη του την προσοχή στα τραγούδια. Του φάνηκε, πως θα ήταν πάρα πολύ καλό αν σ' ολόκληρο τον κόσμο, ακόμα και κάτω από τις πιο ιδιαίτερες συνθήκες, έκαναν μουσική, χωρίς να εξαιρούνται ούτε κι οι εξερευνητικές αποστολές στους πόλους. Η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων δεν ξεχώριζε σε τίποτα πια από μια Κυριακή ή και από μια συνηθισμένη μέρα, μάλιστα, της εβδομάδας, εκτός ίσως μόνο από την ανώδυνη συνείδηση της παρουσίας της. Κι όταν πέρασε κι αυτή, η εορτή των Χριστουγέννων βρέθηκε μέσα στο παρελθόν — ή, ακριβέστερα, σ' ένα μακρινό μέλλον, στη χρονική απόσταση ενός έτους. Δώδεκα μήνες θα κυλούσαν πάλι, ώσπου να ξανάρθουν, δηλαδή, μόνο εφτά μήνες περισσότεροι, απ' αυτούς που είχε κιόλας περάσει εδώ πάνω ο Χανς Κάστορπ. Αλλά αμέσως ύστερα από τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, και πριν από το Νέο Έτος ακόμα, πέθανε ο Αυστριακός ευγενής. Τα ξαδέλφια το έμαθαν από την Αλφρέντα Σίλντκνεχτ, τη γνωστή ως αδελφή Μπέρτα, τη νοσοκόμο του καημένου του Φριτς Ρότμπαϊν, που τους διηγήθηκε το γεγονός αυτό στο διάδρομο με πολλή διακριτικότητα. Ο Χανς Κάστορπ ένιωσε ζωηρό και επίμονο ενδιαφέρον γι' αυτό, πρώτα-πρώτα γιατί οι εκδηλώσεις της ζωής του Αυστριακού είχαν αποτελέσει μέρος των πρώτων εντυπώσεων που είχε δεχτεί εδώ —εκείνων που, στην αρχή-αρχή, του είχαν προκαλέσει αυτή την αίσθηση της φλόγας στο δέρμα του προσώπου του, κάτι που δεν τον είχε αφήσει από τότε— κι έπειτα, για ηθικούς λόγους. Δηλαδή, θα μπορούσε κανείς να το πει: για πνευματικούς λόγους. Ο Γιόαχιμ έπιασε μεγάλη κουβέντα με την αδελφή, που γαντζώθηκε με πολλή ευγνωμοσύνη πάνω σ' αυτό τον διάλογο και σ' αυτή την ανταλλαγή απόψεων. Ήταν ένα θαύμα, είπε, που ο Ιππότης είχε ζήσει ως τις γιορτές. Από πολύ καιρό δειχνόταν πάρα πολύ καρτερικός, μα κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει, πώς κατάφερνε ν' αναπνέει ως τώρα. Είναι αλήθεια, πως από μέρες δεν διατηρείτο στη ζωή παρά χάρη σε τεράστιες ποσότητες οξυγόνου: μόνο χτες είχε καταναλώσει σαράντα μπαλόνια προς έξι φράγκα το κομμάτι, πράμα που θα πρέπει να στοίχισε ακριβά, όπως θα καταλάβαιναν και οι κύριοι, κι εκτός απ' αυτό έπρεπε να έχει κανείς υπ' όψη του, πως τη γυναίκα του, που στα χέρια της πέθανε, την άφηνε πίσω του χωρίς καθόλου πόρους. Ο Γιόαχιμ κατηγόρησε αυτές τις σπατάλες. Για ποιο λόγο αυτή η πολυέξοδη και τεχνητή παράταση της ζωής, σε μια περίπτωση ολότελα απελπιστική; Δεν ήταν δυνατό, βέβαια, να κατηγορήσει κανείς τον άνθρωπο, επειδή είχε σπαταλήσει ασυλλόγιστα αυτό το ζωογονητικό και πολύτιμο αέριο που του είχαν δώσει — εκείνοι όμως που τον φρόντιζαν θα έπρεπε να φανούν περισσότερο λογικοί και, καλά-καλά να τον αφήσουν ν' ακολουθήσει τον αναπόφευκτο δρόμο του, ανεξάρτητα από τις συμπτώσεις, και για έναν περισσότερο λόγο, αφού συνέτρεχε μια τέτοια κατάσταση. Οι ζωντανοί δεν είχαν κι αυτοί τα δικαιώματά τους; Και τα παρόμοια. Μα ο Χανς Κάστορπ έφερε αντιρρήσεις, με πολλή σφοδρότητα. Κατηγόρησε τον ξάδελφό του, ότι μιλούσε σαν τον Σετεμπρίνι σχεδόν, χωρίς

σεβασμό και ντροπή μπροστά στον πόνο. Ο Αυστριακός ευγενής είχε πεθάνει, στο τέλος, τ' αστεία είχαν τελειώσει λοιπόν, δεν μπορούσε να κάνει κανείς τίποτα περισσότερο από το να δείξει κάποια σοβαρότητα μόνο, κι ένας πεθαμένος είχε δικαίωμα σε κάθε σεβασμό και σε κάθε τιμή, επέμεινε ο Χανς Κάστορπ. Έλπιζε, τουλάχιστον, ότι ο Μπέρενς δε θα είχε σύρει τις φωνές κι ούτε θα είχε αποπάρει, με τον συνηθισμένο, ανίερο τρόπο του, τον άρρωστο στα τελευταία του, δεν ήταν έτσι; Δεν υπήρχε περίπτωση, εξήγησε η Σίλντκνεχτ. Είναι αλήθεια, πως, ο άρρωστος, είχε κάνει, ακόμα και την τελευταία στιγμή, μια μικρή προσπάθεια να φύγει και πως θέλησε να πηδήσει από το κρεβάτι του. Αλλά μια απλή παρατήρηση, για το ανώφελο μιας τέτοιας προσπάθειας, άρκεσε να τον κάνει να παραιτηθεί μια για πάντα. Ο Χανς Κάστορπ χάλασε τον κόσμο, για να δει τον νεκρό, κι αυτό το έκανε από πείσμα εναντίον του συστήματος της απόλυτης μυστικότητας, εγωιστική θέληση του ν' αγνοεί κανείς, να μη βλέπει και να μην ακούει ό,τι αφορούσε τους άλλους, και με την πράξη του αυτή ήθελε να δείξει την αποδοκιμασία του. Στο τραπέζι είχε προσπαθήσει να φέρει τη συζήτηση γύρω απ' αυτό το θάνατο, μα συνάντησε μια εχθρότητα, τόσο ομόφωνη και τόσο πεισματάρικη, απέναντι σε τούτο το θέμα, που τα έχασε, συγχύστηκε και αγανάχτησε. Η φράου Σταιρ δείχτηκε, μάλιστα, σχεδόν χοντρή. Τι σόι μυίγα τον είχε τσιμπήσει και μιλούσε για ένα τέτοιο πράμα, τον ρώτησε, κι αυτή την ανατροφή του δώσανε από το σπίτι του; Ο κανονισμός του ιδρύματος προφύλασσε αυτούς, τους οικότροφους, από κάθε επαφή με κάτι τέτοιες ιστορίες, και να που σου ερχότανε τώρα ένας απ' αυτούς τους νεαρούς για να τις φέρει στη μέση, και πότε; την ώρα του ψητού και πού, μάλιστα, μπροστά στον Δρ Μπλούμενκολ, που, από τη μια μέρα στην άλλη, μπορούσε να 'χει την ίδια τύχη (αυτό το πρόσθεσε με σιγανή φωνή και πίσω από το χέρι της). Αν το ξανάκανε, λυπόταν, αλλά θα ήταν υποχρεωμένη να το αναφέρει στη Διεύθυνση. Ακριβώς ύστερα απ' αυτό ο Χανς Κάστορπ πήρε την απόφαση, κι εξέφρασε αυτή την απόφασή του, ν' αποδώσει, αυτός τουλάχιστον, για δικό του λογαριασμό, τις τελευταίες τιμές σ' αυτόν τον πεθαμένο σύντροφο, με μια επίσκεψη και μια σιωπηλή προσευχή στο νεκρικό του προσκέφαλο, κι είχε πει, μάλιστα, και στον Γιόαχιμ, να κάνει και κείνος το ίδιο. Με την μεσολάβηση της αδελφής Αλφρέντας κατάφεραν να μπουν στην κάμαρα του νεκρού, που βρισκόταν στο πρώτο πάτωμα, κάτω από τα δωμάτιά τους ακριβώς. Τους δέχτηκε η χήρα, μια κοντή, ξανθιά, ταραγμένη γυναίκα, εξαντλημένη από τα ξενύχτια, μ' ένα μαντίλι μπροστά στο στόμα της, με κόκκινη μύτη και μ' ένα χοντρό μάλλινο παλτό, που είχε σηκώσει το γιακά του, γιατί έκανε πολύ κρύο στην κάμαρα. Είχαν κλείσει τη θέρμανση, κι η πόρτα του μπαλκονιού ήταν ανοιχτή. Οι νέοι είπαν με χαμηλή φωνή ό,τι λέει κανείς σε τέτοιες περιστάσεις κι ύστερα, προσκαλεσμένοι πονεμένα, με μια κίνηση του χεριού, διασχίσανε την κάμαρα ίσαμε το κρεβάτι και με βήμα λυγισμένο και αξιοπρεπές, χωρίς να πατούνε στα τακούνια, προχώρησαν και στάθηκαν με σεβασμό μπροστά στο νεκρό, ο καθένας τους με τον τρόπο του: ο Γιόαχιμ στρατιωτικά, χαιρετώντας με μισή κλίση του κορμιού, ο Χανς Κάστορπ με μια στάση εγκαταλειμμένη και χαμένος στις

σκέψεις του, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, το κεφάλι γερμένο στον ώμο και με μίαν έκφραση σαν αυτή που έπαιρνε, όταν άκουγε μουσική. Το κεφάλι του Ιππότη ήταν ακουμπισμένο αρκετά ψηλά, έτσι που το κορμί, αυτός ο μακρύς σκελετός κι αυτός ο περίβολος μιας πολλαπλής ζωής με τα πόδια να φουσκώνουν στην άκρη της κουβέρτας, φαινόταν πιο πλακωτό ακόμα, σαν σανίδα σχεδόν. Ένα στεφάνι λουλούδια ήταν τοποθετημένο στο μέρος που ήταν τα γόνατα και το κλαδί του φοίνικα, που ξέφευγε απ' αυτό, άγγιζε τα μεγάλα κίτρινα και κοκκαλιάρικα χέρια, που ήταν ενωμένα πάνω στο βουλιαγμένο στήθος. Κίτρινα και κοκαλιάρικα ήταν επίσης το πρόσωπο με το φαλακρό κρανίο, η γρυπή μύτη, τα φουσκωτά μήλα των παρειών, και το φουντωτό μουστάκι, με το ξανθοκόκκινο χρώμα, που η πυκνότητά του τόνιζε και βάθαινε πιο πολύ ακόμα το γκρίζο βαθούλωμα στα μάγουλα. Τα μάτια ήταν κλεισμένα μ' ένα τρόπο αφύσικο —θα τα είχαν πιέσει, χρειάστηκε να σκεφτεί ο Χανς Κάστορπ, δεν είχανε κλείσει μόνα τους— κι αυτό τ' ονόμαζαν τελευταία φροντίδα αγάπης, μ' όλο που αυτό γίνεται μάλλον για χάρη των ζωντανών, παρά από αγάπη για τον πεθαμένο. Έπρεπε, άλλωστε, να προλάβουν να το κάνουν αμέσως μετά τον θάνατο, γιατί όταν θα σχηματιζόταν ο μυοζυνογενής στους μυώνες, δεν θα ήταν πια δυνατό. Τώρα ο νεκρός ήταν πλαγιασμένος εκεί, με πιεσμένα τα βλέφαρα, παρουσιάζοντας την εικόνα ενός λαγοκοιμισμένου ανθρώπου. Ο Χανς Κάστορπ στεκόταν πλάι στο κρεβάτι, νιώθοντας ότι βρίσκεται από πολλές απόψεις μέσα στο στοιχείο του, σαν γνώστης και ειδικός, αλλά και μ' ευλάβεια. -—Σα να κοιμάται, είπε από συμπόνια, μ' όλο που υπήρχε μεγάλη διαφορά. Ύστερα, με χαμηλωμένη φωνή, όπως ταίριαζε, άρχισε να κουβεντιάζει με την γυναίκα του Ιππότη, άκουσε για το μαρτύριο του συζύγου της, για τις τελευταίες μέρες του και τις τελευταίες στιγμές του, για τη μεταφορά του νεκρού στην Καρινθία, που θα γινόταν, ύστερα από ερωτήσεις που μαρτυρούσαν τη συμπάθειά του και το μισοϊατρικό, μισοπνευματικό και μισοηθικό ενδιαφέρον του. Η χήρα μιλούσε με τη συρτή, και με τη μύτη, αυστριακή προφορά, αφήνοντας από καιρό σε καιρό και ένα λυγμό και το βρήκε εκπληκτικό, που νέοι άνθρωποι έδειχναν τόσο ενδιαφέρον για τον πόνο του άλλου. Απάνω σ' αυτό, ο Χανς Κάστορπ αποκρίθηκε, πως ο εξάδελφός του κι αυτός ήταν και οι ίδιοι άρρωστοι, πως όσο γι' αυτόν είχε σταθεί πολλές φορές πλάι στα φέρετρα των γονέων του, πως ήταν ορφανός από πατέρα και μητέρα και συνεπώς από πολλά χρόνια τώρα γνώριζε, να πούμε, το θάνατο. Τον ρώτησε ποιο ήταν το επάγγελμά του. Της αποκρίθηκε πως «υπήρξε» μηχανικός-ναυπηγός. Υπήρξε; Ναι, υπήρξε, από την άποψη, ότι τώρα πια που ήταν άρρωστος, δεν ήξερε πόσο καιρό θα έμενε εδώ πάνω και πως η αρρώστια και η διαμονή του ήταν μια σημαντική τομή κι ίσως μάλιστα και μια στροφή της ζωής του, ποτέ δε μπορούσε να ξέρει κανείς. (Ο Γιόαχιμ τον κοίταξε μ' ερωτηματική φρίκη). — Και ο κύριος ξάδελφός σας; — Ήθελε να γίνει στρατιωτικός, εκεί κάτω. Ήταν υποψήφιος αξιωματικός. — Ω! είπε, το στρατιωτικό είναι, φυσικά, ένα επάγγελμα σοβαρό και γενναίο, ένας στρατιωτικός μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να 'έρθει σε πολύ άμεση επαφή με το

θάνατο, και κάνει καλό, χωρίς άλλο να συνηθίζει κανείς από νωρίς στη θέα του. Αποχαιρέτησε τους νέους μ' ευγνωμοσύνη κι έχοντας πάρει μια ευγενική στάση, ειδικά για να εμπνέει το σεβασμό για τη δύσκολη θέση της και για τον υψηλό αριθμό του λογαριασμού του οξυγόνου, που είχε καταναλώσει ο σύζυγός της. Τα ξαδέλφια ξανανέβηκαν στο πάτωμά τους. Ο Χανς Κάστορπ φαινόταν ικανοποιημένος από την επίσκεψη και συγκινημένος από τις εντυπώσεις που δέχτηκε. — Requiescat in pace, είπε. Sit tibi terra levis. Requiem aeternam dona eis. Όταν γίνεται λόγος, βλέπεις, για τον θάνατο, ή μιλά κανείς για νεκρούς, ή σε νεκρούς, τα λατινικά ξαναπαίρνουν τα δικαιώματά τους: είναι η επίσημη γλώσσα σε κάτι τέτοιες περιστάσεις· το βλέπει κανείς, πως ο θάνατος είναι κάτι το ιδιαίτερο. Μα δε μιλά κανείς λατινικά προς τιμή του από ανθρωπιστική ευγένεια ή φιλοφροσύνη, η γλώσσα των νεκρών δεν είναι τα λατινικά του σχολείου, καταλαβαίνεις, έχουν άλλο πνεύμα, το αντίθετο, κατά κάποιο τρόπο. Είναι λατινικά ιερά, μια καλογερίστικη διάλεκτος, ο Μεσαίωνας, ένας ύμνος βαρύς, μονότονος και σαν καταχθόνιος. Στον Σετεμπρίνι δεν θ' άρεσαν καθόλου, δεν είναι αυτό που χρειάζεται σε ουμανιστές, δημοκράτες και παιδαγωγούς, φανερώνουνε ένα άλλο πνεύμα, το άλλο πνεύμα. Ο Σετεμπρίνι νομίζει πως πρέπει να φωτίζουμε τις διαφορετικές τάσεις ή στάσεις του πνεύματος. Υπάρχουν δυο: η ελεύθερη στάση κι η στάση της ευλάβειας. Και οι δυο έχουν τα πλεονεκτήματά τους, μα ό,τι έχω εναντίον της ελεύθερης στάσης, αυτής του Σετεμπρίνι θέλω να πω, είναι ότι ισχυρίζεται πως μόνο εκείνη έχει δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, κι αυτό είναι το υπερβολικό. Κι η άλλη στάση έχει, επίσης, πολλή ανθρώπινη αξιοπρέπεια, είναι καμωμένη από ευπρέπεια, μεγαλοπρέπεια κι ευγενή τελετουργικότητα και, μάλιστα, πολύ περισσότερο παρ' όσο η «ελεύθερη» αν και λογαριάζει ιδιαίτερα την ανθρώπινη αδυναμία και φθαρτότητα κι η σκέψη του θανάτου παίζει σ' αυτήν έναν σημαντικό ρόλο. Θα είδες κιόλας στο θέατρο τον «Ντον Κάρλος», και πώς διαδραματίζονται τα πράγματα στην Ισπανική Αυλή, όταν ο βασιλεύς Φίλιππος κάνει την είσοδό του, ντυμένος στα κατάμαυρα, με τα παράσημα της Καλτσοδέτας και του Χρυσόμαλλου Δέρατος και που βγάζει αργά το καπέλο του, που μοιάζει κιόλας αρκετά με τα δικά μας, τα μελόν; Το βγάζει προς τα πάνω και λέει: «Βάλετε τα καπέλα σας, άρχοντές μου», ή κάτι τέτοιο, μ' ένα ύφος άπειρα μετρημένο, πρέπει να το παραδεχθούμε, δε μπορεί να γίνει λόγος απάνω σ' αυτό γι' αδιαφορία και για παραμέληση εθίμων, το αντίθετο, και τότε λέει η βασίλισσα επίσης: «Στη Γαλλία μου ήταν εντελώς διαφορετικά». Όλα αυτά «φυσικά» εκείνη τα βρίσκει πολύ πειθαρχημένα και περίπλοκα, θα προτιμούσε μια πιο απλή, πιο ανθρώπινη ζωή. Μα τι θα πει ανθρώπινο; Όλα είναι ανθρώπινα. Η ισπανική θεοφοβία κι αυτή η πλευρά του χαρακτήρα τους η ταπεινή κι επίσημη κι αυστηρή συνάμα είναι μια συμπεριφορά γιομάτη αξιοπρέπεια, που ταιριάζει στην ανθρωπότητα, νομίζω, κι από την άλλη μεριά η λέξη «ανθρώπινο» μπορεί να καλύψει όλες τις απειθαρχίες κι όλες τις αμέλειες. — Στο σημείο αυτό, έχεις δίκιο, είπε ο Γιόαχιμ. Ούτε κι εγώ μπορώ να υποφέρω την αδιαφορία για τον κόσμο και την αμέλεια, χρειάζεται πειθαρχία. — Ναι, αυτό το λες σαν στρατιωτικός και συμφωνώ, πως στο στρατό καταλαβαίνουν

απ' αυτά τα πράματα. Η χήρα είχε απόλυτα δίκιο, που είπε, ότι το επάγγελμα του στρατιωτικού έχει κάτι το σοβαρό, το βαρύ, γιατί πρέπει ν' αντιμετωπίζετε πάντα το χειρότερο και να είστε έτοιμοι, όταν θα 'χετε να κάνετε με το θάνατο. Έχετε τη στολή που είναι εφαρμοστή και κατάλληλη κι έχει σκληρό κολάρο, πράμα που σας δίνει παράστημα. Κι έπειτα, έχετε την ιεραρχία σας και την υπακοή κι αποδίδετε ο ένας στον άλλο τιμές με κάθε λεπτομέρεια, ό,τι δηλαδή συμβαίνει με το ισπανικό πνεύμα από θεοφοβία, στο βάθος μου αρέσει πολύ. Το πνεύμα τούτο θα έπρεπε να βασιλεύει περισσότερο ακόμα σε μας τους πολίτες, στα ήθη μας και στη συμπεριφορά μας, θα το προτιμούσα αυτό, νομίζω πως θα πήγαινε. Βρίσκω, πως ο κόσμος και η ζωή είναι καμωμένα για να φορούμε, γενικά, μαύρα ρούχα με μια κολλαριστή τραχηλιά, αντί το σκληρό γιακά σας και οι σχέσεις που θα έχουμε, οι άνθρωποι, μεταξύ μας, να είναι σοβαρές, συγκρατημένες και μ' όλους τους τύπους, σκεπτόμενοι το θάνατο — έτσι μου φαίνεται, θα έπρεπε, θα 'ταν ηθικό. Να άλλη μια πλάνη και φαντασία του Σετεμπρίνι, κι είμαι ευχαριστημένος που το 'φερε η κουβέντα να μιλήσω γι' αυτό. Όχι μόνο φαντάζεται ότι έχει μονοπώλιο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μ' ακόμη και την ηθική, με την «πρακτική δραστηριότητά» του και με τις προοδευτικές κυριακάτικες γιορτές του (σαν να μην είχε ακριβώς κανείς τι άλλο να σκέφτεται τις Κυριακές, παρά μόνο την πρόοδο) και με τη συστηματική του κατάργηση των βασάνων, που γι' αυτό, πάλι, δεν ξέρεις τίποτα, άλλωστε, μα μου μίλησε σχετικά για να με διδάξει, και θέλει, λέει, να τα καταργήσει συστηματικά, με τη βοήθεια ενός Λεξικού. Κι αν αυτό μου φαίνεται ανήθικο ακριβώς — τι γίνεται; Δεν πρόκειται, φυσικά, να πάω να το πω του ίδιου, πάντα μ' αφοπλίζει μ' εκείνο τον πλαστικό τρόπο του να μιλά και μου λέει: «Σας προειδοποιώ, ναυπηγέ μου!» Μα ο καθένας έχει το δικαίωμα να σκέφτεται ό,τι του αρέσει — Μεγαλειότατε, δώσετε ελευθερία σκέψεως! Θα σου πω κάτι, κατάληξε. (Είχανε φτάσει στην κάμαρα του Γιόαχιμ κι ο Γιόαχιμ άρχισε να ετοιμάζεται για να ξαπλώσει), θα σου πω κάτι, που σκέφτηκα. Εδώ πέρα, ζούμε δίπλα-δίπλα μ' ετοιμοθάνατους και με τα χειρότερα βάσανα και θρήνους, κι όχι μόνο κάνουνε έτσι, σαν να μη μας αφορούσε καθόλου, αλλά μας λυπούνται και μας προστατεύουν για να μην έρθουμε ποτέ σ' επαφή μ' όλ' αυτά και να μη βλέπουμε τίποτα, και να δεις, που και τον αυστριακό αριστοκράτη θα τον εξαφανίσουν στα κρυφά πάλι την ώρα που θα τρώμε για μεσημέρι ή για πρόγευμα. Εμένα αυτό μου φαίνεται ανήθικο. Η φράου Σταιρ θύμωσε κιόλας, όταν έκανα υπαινιγμό γι' αυτό τον θάνατο, μ' αυτό το θεωρώ βλακεία κι ας μην έχει και την πιο ελάχιστη καλλιέργεια κι ας πιστεύει πως το «Σιγά, σιγά, και με το μαλακό»1 είναι από μια άρια του «Τανχώυζερ»! όπως της κατέβηκε να πει τις προάλλες στο τραπέζι, ωστόσο θα 'πρεπε να 'χει κάπως ηθικότερα αισθήματα, όπως και οι άλλοι. Αποφάσισα, λοιπόν, ν' ασχοληθώ περισσότερο, από τώρα κι ύστερα, με τους βαριά άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους του σανατόριου, αυτό θα μου κάνει καλό — τούτη δω η επίσκεψή μας μου έκανε, κατά κάποιο τρόπο, καλό. Ο καημένος ο Ρώυτερ, τότε, στο 25, που είδα τις πρώτες μέρες της διαμονής μου, θα 'χει πάει, βέβαια, από καιρό ad penates και θα τον πήρανε στα κρυφά, κι αυτόν — μα τη στιγμή κείνη, που τον είδα, για μια στιγμή, πόσο 1

Ο μεταφραστής είναι αθώος, φυσικά, για τη σύμπτωση: Leise, leise, fromme Weise!

υπερβολικά ανοιγμένα ήταν τα μάτια του! Μα υπάρχουν άλλοι αντίς γι' αυτόν, το σανατόριο είναι γιομάτο, δε σταματούν να 'ρχονται κι η αδελφή Αλφρέντα ή κι η Προϊσταμένη ή κι ο ίδιος ο Μπέρενς, μάλιστα, θα μας βοηθήσουνε πρόθυμα να γνωρίσουμε μερικούς, αυτό μπορεί να γίνει χωρίς δυσκολία. Υπόθεσε, πως είναι τα γενέθλια κάποιου ετοιμοθάνατου και το μαθαίνουμε — πάντα υπάρχει τρόπος να μαθαίνει κανείς αυτά τα πράματα. Ωραία, θα στείλουμε στον άρρωστο — ή στην άρρωστη — στον ή στην, ανάλογα — μια γλάστρα λουλούδια στην κάμαρά του, ένα δώρο από δυο ανώνυμους συντρόφους — με τις καλύτερες ευχές μας και περαστικά — και η λέξη «περαστικά» έχει πάντα τη θέση της για λόγους ευγένειας. Στο τέλος, φυσικά, θα πουν τ' όνομά μας στον ενδιαφερόμενο, κι αυτός, ή αυτή, μες στην αδυναμία του, θα μας πει έναν φιλικό χαιρετισμό από την πόρτα, μπορεί, μάλιστα, και να μας προσκαλέσει, για λίγο, στην κάμαρά του κι έτσι θ' αλλάξουμε ακόμα μερικά ανθρώπινα λόγια μαζί του πριν χαθεί. Έτσι νομίζω. Δε συμφωνείς; Όσο για μένα, θα το κάνω οπωσδήποτε. Ο Γιόαχιμ δε βρήκε, πραγματικά, ν' αντιτάξει, μεγάλα πράματα σε τούτα τα σχέδια. — Είναι αντίθετο στον κανονισμό του ιδρύματος, είπε. Κάνεις ένα είδος επανάστασης, να πούμε. Μα κατ' εξαίρεση κι αφού το επιθυμείς μόνος σου, νομίζω πως ο Μπέρενς θα σου το επιτρέψει, χωρίς άλλο. Μπορείς, άλλωστε, να επικαλεστείς το ενδιαφέρον σου για την ιατρική. — Ναι, είναι κι αυτό, είπε ο Χανς Κάστορπ, γιατί, πραγματικά, τα κίνητρα που του είχαν εμπνεύσει αυτή την επιθυμία ήταν περίπλοκα. Η διαμαρτυρία εναντίον του εγωισμού που βασίλευε εδώ, δεν ήταν παρά ένα από τα κίνητρα αυτά. Ό,τι τον είχε σπρώξει ήταν, επίσης, η ανάγκη του πνεύματός του, να πάρει στα σοβαρά τη ζωή και το θάνατο και να μπορεί να τους τιμά, ανάγκη που έλπιζε ότι θα την ικανοποιούσε και θα την δυνάμωνε πλησιάζοντας τους βαριά ασθενείς και τους ετοιμοθάνατους, για να επανορθώσει τις άπειρες προσβολές στις οποίες ήταν, άλλωστε, εκτεθειμένη αυτή η ανάγκη, σε κάθε βήμα της, κάθε μέρα και κάθε ώρα, πράμα που, μερικές φορές, επικύρωνε με χτυπητό τρόπο, ορισμένες κρίσεις του Σετεμπρίνι. Τα παραδείγματα μας προσφέρονται σε μεγάλη αφθονία. Αν είχαν ρωτήσει τον Χανς Κάστορπ, θα μιλούσε, ίσως, πρώτα-πρώτα, για κείνους από τούς οικότροφους του Μπέργκχοφ που, όπως ομολογούσαν και οι ίδιοι, δεν ήταν άρρωστοι με κανέναν τρόπο, είχανε έρθει απόλυτα με τη θέλησή τους, με το επίσημο πρόσχημα μιας ελαφράς κούρασης, στην πραγματικότητα όμως, μόνο για την ευχαρίστησή τους και πως ζούσαν εδώ, γιατί τους άρεσε ο τρόπος ζωής των ασθενών. Ένα τέτοιο παράδειγμα, αίφνης, ήταν η χήρα Χέσενφελντ, που αναφέραμε κιόλας παρενθετικά, παλιότερα — μια ζωηρή γυναίκα, που το πάθος της ήταν να βάνει στοιχήματα. Στοιχημάτιζε με τους κυρίους, στοιχημάτιζε πάνω σ' όλα και για όλα, στοιχημάτιζε για τον καιρό που θα έκανε, για τα φαγητά που θα σερβίρονταν, για το αποτέλεσμα των γενικών εξετάσεων και για τους μήνες της θεραπείας που θα πρόσθεταν στον κάθε άρρωστο, απάνω σ' ορισμένους champions στις ελκηθροδρομίες, στις παγοδρομίες και στις χιονοδρομίες, πάνω στην πορεία των ερωτικών υποθέσεων, που μπλέκονταν ανάμεσα στους οικότροφους και πάνω σ' εκατό άλλα πράματα ασήμαντα

και αδιάφορα. Στοιχημάτιζε σοκολάτα, σαμπάνια και χαβιάρι, που το έτρωγαν έπειτα, γιορτάζοντας στο εστιατόριο, στοιχημάτιζε χρήματα, εισιτήρια του σινεμά, ακόμη και φιλιά, να δώσει ή να πάρει. Κοντολογίς, μ' αυτό της το πάθος έφερνε πολλή ένταση και ζωή στην τραπεζαρία, και μόνο ο νεαρός Χανς Κάστορπ δεν ήθελε, φυσικά, να πάρει στα σοβαρά αυτά τα παιχνίδια της, παρά τα θεωρούσε κι από πάνω σαν προσβολή στην αξιοπρέπεια αυτού του τόπου του μαρτυρίου. Γιατί, μόνο για να προστατεύσει αυτή την αξιοπρέπεια και να τη σώσει για τα ίδια του τα μάτια, θα προσπαθούσε ειλικρινά, όσο κόπο κι αν ήταν να δοκιμάσει, να το κάνει, ύστερα από μισό χρόνο σχεδόν που είχε περάσει μ' Αυτούς εκεί πάνω. Η πείρα του, που σιγάσιγά μεγάλωνε περισσότερο, από τη ζωή τους, τη δραστηριότητά τους και τις αντιλήψεις τους, που δεν ήταν καθόλου απ' αυτές, που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την καλή του θέληση. Ήταν αίφνης, εκείνοι οι δυο αδύνατοι δανδήδες, δεκαεφτά χρονών ο ένας, δεκαοχτώ ο άλλος, οι «Μαξ και Μόριτς», καθώς τους είχανε βγάλει και που η καθημερινή έξοδός τους για να πιούν ή να παίξουν πόκερ, τροφοδοτούσε πολύ τις συζητήσεις των κυριών. Τελευταία, οχτώ μέρες απάνω-κάτω, δηλαδή, ύστερα από το Νέο Έτος (γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε πως, ενώ εμείς διηγούμαστε, ο χρόνος προχωρεί ασταμάτητα κι ακολουθεί τον σιωπηλό δρόμο του), στο πρόγευμα, διαδόθηκε το νέο, πως, το πρωί, ο λουτράρης είχε βρει και τους δυο νεαρούς αυτούς ξαπλωμένους στα κρεβάτια τους, με το επίσημο ένδυμά τους αγνώριστο από το στραπατσάρισμα. Ο Χανς Κάστορπ γέλασε, επίσης. Μ' αν η καλή του θέληση ντράπηκε απ' αυτό, πόσο περισσότερο θα πρέπει να ντράπηκε από τις περιπέτειες του δικηγόρου Άινχουφ, από το Γιύτερμπογκ, ενός άντρα καμιά σαρανταριά χρονών, με μυτερό μούσι και με χέρια σκεπασμένα κάτω από μαύρες τρίχες, που από κάμποσο καιρό τώρα είχε πάρει τη θέση του Σουηδού (είχε γίνει τελείως καλά) στο τραπέζι του Σετεμπρίνι και που όχι μόνο γύριζε μεθυσμένος κάθε νύχτα, μα και που, τελευταία, δεν είχε γυρίσει καθόλου, παρά τον βρήκαν ξαπλωμένο φαρδύ-πλατύ μέσα στο λιβάδι. Τον θεωρούσανε επικίνδυνα λάγνο και η φράου Σταιρ έδειξε με το δάχτυλο τη νέα γυναίκα — αρραβωνιασμένη, άλλωστε, στην πεδιάδα — που την είδαν μια ορισμένη ώρα να μπαίνει στην κάμαρα του Άινχουφ, φορώντας μονάχα ένα γούνινο παλτό κι από κάτω τίποτα άλλο, εκτός από μια κυλόττα ζέρσεϋ. Ήταν σκανδαλώδες, όχι μόνο εν ονόματι της ηθικής, γενικά, μα σκανδαλώδες και προσβλητικό για τον Χανς Κάστορπ προσωπικά, σχετικά με τις πνευματικές του προσπάθειες. Σ' αυτό, έπρεπε να προστεθεί και τ' ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί τον δικηγόρο, χωρίς να πάει ταυτόχρονα ο νους του στην Φραίντζχεν Όμπερντανκ, αυτό το κοριτσόπουλο με την καλοχαραγμένη χωρίστρα, που είχε φέρει η μητέρα της, μια αξιοπρεπής κυρία από επαρχία, πριν από λίγες βδομάδες ακόμη. Από τότε που είχε έρθει, κι ύστερα από την ιατρική εξέταση, η Φραίντζχεν Όμπερντανκ πιστευόταν, γενικά, πως η περίπτωση της αρρώστιας της ήταν πολύ ελαφρά. Μα είτε γιατί έκανε αφροσύνες, είτε γιατί 'ταν ακριβώς μια από τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες ο αέρας όχι μόνο δεν ήταν και τόσο καλός εναντίον της αρρώστιας της, μα, ήταν, προπαντός, καλός για την αρρώστια της, είτε, ακόμα, γιατί η μικρή είχε μπερδευτεί σ' ερωτοδουλειές κι ερεθισμούς

κάθε είδους, που την είχανε βλάψει: τέσσερις εβδομάδες, ύστερα από τον ερχομό της, συνέβη ώστε, η μικρή, επιστρέφοντας από μια καινούρια εξέταση, και μπαίνοντας στην τραπεζαρία, να πετάξει το μαντιλάκι της στον αέρα και να φωνάξει με καθαρή φωνή. «Ζήτω! πρέπει να μείνω εδώ ένα χρόνο!» — που έκανε την αίθουσα ολόκληρη να ξεσπάσει σ' ομηρικά γέλια. Μα, δεκαπέντε μέρες αργότερα, κυκλοφόρησε η φήμη, πως ο δικηγόρος Άινχουφ είχε φερθεί σαν αχρείος απέναντι της Φραίντζχεν Όμπερντανκ. Ο χαρακτηρισμός, άλλωστε, αυτός, είναι μόνο δικός μας ή, το πολύ-πολύ, και του Χανς Κάστορπ, γιατί εκείνοι που μετάφεραν την είδηση αυτή δεν τη θεωρούσαν αρκετά πρωτάκουστη, ώστε να ξεσπάσουν σε τόσο ζωηρές εκφράσεις. Επί πλέον, έδωσαν να καταλάβουν, σηκώνοντας τους ώμους, πως, γι' αυτές τις δουλειές, χρειάζονταν πάντα δυο, και πως, χωρίς άλλο, δεν είχε γίνει τίποτα δίχως τη συγκατάθεση και την επιθυμία της ίδιας της ενδιαφερόμενης. Αυτή, τουλάχιστον, ήταν η ηθική στάση και τάση της φράου Σταιρ, μπροστά στην υπόθεση αυτή. Η Καρολίνε Σταιρ ήταν τρομερή. Αν υπήρχε κάτι, που να τάραζε τον Χανς Κάστορπ στις τίμιες πνευματικές του προσπάθειες, αυτό 'ταν οι τρόποι κι η φύση, γενικά, αυτής της γυναίκας. Θ' αρκούσαν και μόνο τα συνεχή μαργαριτάρια της. Η ψυχορραγία γινόταν ψυχορωγία στο στόμα της, όταν ήθελε να πει, ότι αυτός ή κείνος δεν έδινε σημασία σ' ό,τι γινότανε γύρω του, τον χαρακτήριζε σαν «αμερόληπτο» κι έλεγε τις πιο τρομαχτικές ανοησίες πάνω στ' αστρονομικά φαινόμενα, που όριζαν μίαν ηλιακή «έκθλιψη». Χαρακτήρισε σαν «καπάτσο» το πολύ χιόνι που έπεφτε και μια μέρα αποσβόλωσε το Σετεμπρίνι, λέγοντάς του, πως εκείνο τον καιρό διάβαζε ένα βιβλίο που είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του ιδρύματος, κι ακριβώς «τον Μπενεντέττο Τσενέλλι στη μετάφραση του Σίλλερ»! Της άρεσε να κάνει υπαινιγμούς, που χτυπούσαν στα νεύρα τον νεαρό Χανς Κάστορπ για την ανοστιά τους και για τη φτήνια των εκφράσεων της μόδας που χρησιμοποιούσε, όπως λόγου χάρη: «Αυτό 'ναι ύψος!» ή: «Δεν μπορείς να φανταστείς!». Και καθώς το «Υπέροχο», με το οποίο η γλώσσα της μόδας είχε αχρηστέψει το «Τέλειο!» και το «Εκπληκτικό!», φαινόταν ολωσδιόλου φθαρμένο, παλιωμένο και χωρίς καμιά νοστιμιά, ρίχτηκε πάνω στην τελευταία μοντέρνα έκφραση, δηλαδή στο: «Είναι φρίκη!» κι από τότε, σοβαρά ή ειρωνικά, εύρισκε πως όλα ήτανε φρίκη — φρίκη το κρύο, φρίκη η λιακάδα, φρίκη το ανέβασμα του πυρετού της, φρίκη το κατέβασμα του πυρετού της, φρίκη το ψητό, πράμα που καταντούσε αηδιαστικό. Σ' αυτό, έπρεπε να προστεθεί κι η αφάνταστη φλυαρία της, που ξεπερνούσε κάθε μέτρο. Έπειτα, όταν διηγείτο, πως η φράου Σάλομον είχε φορέσει σήμερα τ' ακριβότερο δαντελένιο μεσοφόρι της, γιατί θα πήγαινε να εξεταστεί και πως σ' αυτή την περίσταση παρουσιαζότανε πάντα στους γιατρούς με τα καλύτερα εσώρουχά της —αυτό μπορούσε να 'ναι ακριβές, γιατί ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ είχε την εντύπωση, πως η διαδικασία της ιατρικής εξέτασης— ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της ευχαριστούσε τις γυναίκες και πως τη μέρα κείνη στολίζονταν μ' ιδιαίτερη φιλαρέσκεια. Μα τι να πει κανείς, όταν η φράου Σταιρ ισχυριζότανε, πως η φράου Ρέντις, από το Πόζεν, που θεωρούσαν ότι έπασχε από φυματίωση του νωτιαίου μυελού, έπρεπε, μια φορά τη βδομάδα, να πηγαινοέρχεται μέσα στην κάμαρα, επί δέκα λεπτά, ολοτσίτσιδη, μπροστά στον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς; Ο ισχυρισμός αυτός ήταν

τόσο απίθανος όσο κι ανάρμοστος σχεδόν, μα η φράου Σταιρ επέμενε κι ορκιζόταν στα μάτια της, πως έλεγε την αλήθεια — μ' όλο που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εννοήσει το λόγο που η δυστυχισμένη γυναίκα ξόδευε τόσο ζήλο, επιμονή και πείσμα σε τέτοια πράματα, αφού 'χε τόσες και τόσες δικές της έγνοιες για να σκουτουριάζεται. Γιατί, από καιρό σε καιρό, την αναστάτωναν κρίσεις φόβου και δακρύβρεχτης ανησυχίας, που οφείλονταν, κατά πως φαινόταν — στην επιδείνωση της «ατονίας» της, όπως έλεγε, ή στην ύψωση της καμπύλης του πυρετού της, και τότε ερχότανε στο τραπέζι με κλάματα, με τα ξερά και κόκκινα μάγουλά της πνιγμένα στα δάκρυα κι έκλαιγε μέσα στο μαντίλι της, λέγοντας πως ο Μπέρενς είχε αποφασίσει να τη στείλει στο κρεβάτι, μα πως εκείνη ήθελε να μάθει τι είχε πει πίσω της ότι είχε, τι της συνέβαινε, πως ήθελε ν' αντικρύσει κατάματα την αλήθεια. Μια μέρα, προς μεγάλη φρίκη της (κι ήταν η μοναδική φορά, ίσως, που η έκφραση της μόδας «Είναι φρίκη!» θα ταίριαζε στο στόμα της κι ωστόσο δεν τη χρησιμοποίησε καν), είχε προσέξει πως το κάτω μέρος του κρεβατιού της ήταν γυρισμένο προς την πόρτα της εισόδου κι η ανακάλυψη αυτή της έφερε σπασμούς. Δεν κατάλαβαν αμέσως πού οφειλότανε ο τόσος θυμός κι ο τόσος τρόμος της κι ο Χανς Κάστορπ ιδιαίτερα δεν μπορούσε να τον εξηγήσει καθόλου. Ε, και; Για ποιο λόγο; Γιατί δεν έπρεπε να βρίσκεται το κρεβάτι εκεί που βρισκόταν; — Μα, για όνομα του Θεού, δεν καταλαβαίνει, λοιπόν; «Τα πόδια προς τα μπρος!…» Έκανε φοβερή φασαρία, έπρεπε την ίδια κείνη στιγμή να του αλλάξουν θέση, αν και, από τώρα κι ύστερα, το φως θα 'πεφτε στο πρόσωπό της, κάτι που θα της ενοχλούσε τον ύπνο. Όλ' αυτά δεν ήταν σοβαρά, κι ελάχιστα εμπόδιζαν τις πνευματικές επιδιώξεις του Χανς Κάσπορτ. Ένα τρομαχτικό περιστατικό, που συνέβη εκείνο τον καιρό, την ώρα του φαγητού, έκανε μια εντελώς ιδιαίτερα βαθιά εντύπωση στο νέο. Ένας οικότροφος, αρκετά καινούριος ακόμα, ο καθηγητής Ποπώφ, ένας άνθρωπος αδύνατος και σιωπηλός, που τον είχαν τοποθετήσει στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων», με τη μνηστή του, το ίδιο αδύνατη και σιωπηλή, έπαθε, στη μέση του φαγητού, μια δυνατή κρίση επιληψίας, κύλησε στο πάτωμα, πλάι στην καρέκλα του, με κείνη την κραυγή, που συχνά παράστησαν τον χαρακτήρα της σαν δαιμονικό ή εξωανθρώπινο, κι άρχισε να τινάζει, με τους πιο τρομερούς σπασμούς, τα μπράτσα του και τις γάμπες του. Και, το χειρότερο, να έχει σερβιριστεί κείνη τη στιγμή μόλις το ψάρι, και να φοβηθούν, ότι ο Ποπώφ δεν είχε καταπιεί μια μπουκιά παρά, με τους σπασμούς που τον πιάσανε, είχε σταθεί στο λαιμό του και δε μπορούσε ν' ανασάνει. Η αταξία που επακολούθησε ήταν απερίγραπτη. Οι κυρίες, με τη φράου Σταιρ επικεφαλής, αλλά και οι κυρίες Σάλομον, Ρέντις, Χέσενφελντ, Μάγκνους, Ίλτις, Λέβι, κι άλλες, όπως κι αν λέγονταν, δε μείνανε καθόλου πίσω, έπεσαν στις πιο διάφορες καταστάσεις, έτσι που παραλίγο να γίνουνε κι εκείνες Ποπώφ. Οι κραυγές τους ήταν στριγγλίσματα. Δεν έβλεπε κανείς παρά μόνο σπασμωδικά κλεισμένα μάτια, ανοιχτά στόματα και στρουφιγμένα κορμιά. Μια μόνο ανάμεσά τους προτίμησε να λιποθυμήσει σιωπηλά, χωρίς φασαρία. Πολλοί κόντεψαν να πάθουν από ασφυξία, γιατί όλος ο κόσμος είχε αιφνιδιαστεί, από το αναπάντεχο αυτό περιστατικό, απάνω στο φαγητό, τη στιγμή που μασούσε και κατάπινε. Ένα μέρος από τους οικότροφους το 'βαλε στα πόδια απ' όλες τις πόρτες που βρέθηκαν μπροστά του, ακόμη κι από τις πόρτες της ταράτσας,

μ' όλο που έξω έκανε υγρό, τσουχτερό κρύο. Μα το περιστατικό αυτό είχε έναν παράξενο κι απρεπή χαρακτήρα, όσο κι αν ήταν τρομαχτικό, κι αυτό γιατί το συσχέτισαν με την τελευταία διάλεξη του Δρα Κροκόβσκι. Ο ψυχαναλυτής, πραγματικά, στις τελευταίες ομιλίες του, περί του έρωτος ως παθογενούς δυνάμεως, είχε μιλήσει την περασμένη Δευτέρα, για την επιληψία, κι είχε χρησιμοποιήσει, για την αρρώστια αυτή, που η ανθρωπότητα, στις προψυχαναλυτικές εποχές, την είχε δει σαν θεία μαρτυρία, προφητική, δηλαδή, και σαν δαιμονισμό, μισοποιητικές κι ανελέητες εκφράσεις, χαρακτηρίζοντάς την σαν ερωτικό ισοδύναμο και σαν εγκεφαλικό οργασμό, και, με λίγα λόγια, της είχε δώσει μια έννοια κάπως ύποπτη, έτσι, που οι ακροατές του έφτασαν στο σημείο, να εξηγήσουν τη διαγωγή του καθηγητή Ποπώφ, τούτη την προβολή εικόνας της διάλεξης, σαν ένα είδος κραιπαλώδους εξομολογήσεως και μυστηριώδους σκανδάλου. Έτσι, η φυγή των γυναικών, που δε θέλανε να βλέπουν αυτό το θέαμα, εξέφραζε, να πούμε, και κάποια ντροπή. Ο ίδιος ο Αυλικός Σύμβουλος παραβρισκόταν σε κείνο το γεύμα, κι αυτός ήταν που, με την φροϋλάιν φον Μύλεντονκ και μερικούς νέους, από τους χεροδύναμους συντρόφους της τραπεζαρίας, έσυρε τον μελανιασμένο, αφρισμένο, αλύγιστο και παραμορφωμένο εκστασιαζόμενο, όπως ήταν, έξω από την αίθουσα του φαγητού, στο χολ, όπου οι γιατροί, η προϊστάμενη κι άλλα μέλη του προσωπικού, τον είδαν να κρατά, επί πολλή ώρα, στα χέρια του τον αναίσθητο άρρωστο, ίσαμε που τον πήρανε κι από κει, πάνω σε φορείο. Μα λίγη ώρα πιο ύστερα, ο κ. Ποπώφ ξαναέκανε την εμφάνισή του σιωπηλός και χαμογελαστός και κάθισε δίπλα στη μνηστή του, την επίσης σιωπηλή και χαμογελαστή, στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων», για να τελειώσει το φαγητό του, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Ο Χανς Κάστορπ είχε παραβρεθεί σ' αυτό το περιστατικό, μ' όλα τα δείγματα μιας φρίκης γιομάτης σεβασμό, μα στο βάθος —ο Θεός μαζί του!— δεν πήρε και πολύ στα σοβαρά την υπόθεση. Χωρίς άλλο, ο καθηγητής Ποπώφ θα μπορούσε να πνιγεί καταπίνοντας την μπουκιά του ψαριού του, στην πραγματικότητα όμως, δεν είχε πνιγεί, και μόνο που, με τη ασύνειδη μανία του και τον παροξυσμό του, είχε ελκύσει κάπως την προσοχή στα μυστικότερα βάθη του εαυτού του. Τώρα, βρισκότανε πάλι εκεί, ευδιάθετος, τέλειωνε το φαγητό του κι έκανε σαν να μην είχε φερθεί σαν ξεφρενιασμένος μεθύστακας και σαν χασισοπότης, και, χωρίς άλλο, ούτε και που θα το θυμότανε καν. Ακόμη κι η ίδια η εκδήλωση της αρρώστιας του δεν ήτανε τέτοια, που θα μπορούσε να κάνει πιο δυνατό τον σεβασμό που ένιωθε ο Χανς Κάστορπ μπροστά στον πόνο. Κι αυτή, επίσης, πολλαπλασίασε, με τον τρόπο της, τις εντυπώσεις της ελάχιστα σοβαρής επιπολαιότητας, στις οποίες είχε εκτεθεί, χωρίς να το θέλει, εδώ πάνω, και που επιθυμούσε ν' αγωνιστεί εναντίον τους ασχολούμενος περισσότερο, αντίθετα προς τις καθιερωμένες συνήθειες, με τους βαριά άρρωστους και τους ετοιμοθάνατους. Στο πάτωμα όπου έμεναν τα ξαδέλφια, όχι μακριά από τα δωμάτιά τους, ήταν κατάκοιτη μια νέα κοπέλα, Λάιλα Γκέρνγκρος ονόματι, που, σύμφωνα με τις πληροφορίες της αδελφής Αλφρέντας, ήταν ετοιμοθάνατη. Μέσα σε δέκα μέρες είχε τέσσερις δυνατές αιμορραγίες, κι είχαν έρθει οι γονείς της για να την πάρουνε, ίσως, ζωντανή ακόμα. Μ'

αυτό δε φαινότανε δυνατό. Ο Αυλικός Σύμβουλος δήλωσε, πως η κακόμοιρη η μικρή Γκέρνγκρος δεν μπορούσε να μεταφερθεί. Ήταν δεκάξι ή δεκαεφτά χρονών. Ο Χανς Κάστορπ έκρινε, πως η ευκαιρία του δινότανε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, με τη γλάστρα τα λουλούδια και τις ευχές για τα περαστικά. Δεν ήταν, βέβαια, τα γενέθλια της Λάιλα, που, σύμφωνα με τις ανθρώπινες προβλέψεις, δε θα τα ξανάβλεπε πια, γιατί, καθώς κατόρθωσε να μάθει ο Χανς Κάστορπ, η ημερομηνία αυτή δε θα ερχότανε πριν από την άνοιξη. Μα, κατά τη γνώμη του, αυτό δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να τον εμποδίσει να εκδηλώσει τον σεβασμό του και τη συμπόνια του. Όταν, ύστερα από έναν από τους μεσημεριάτικους περιπάτους τους, στο Νταβός, μπήκε με τον ξάδελφό του σ' ένα ανθοπωλείο, που με συγκινημένο στήθος ανάσανε την ατμόσφαιρά του, την υγρή και φορτωμένη με μίαν ευωδιά γης και αρωμάτων, αγόρασε μια μικρή όμορφη γλάστρα ορτανσία, που την έστειλε ανώνυμα στη μικρή ετοιμοθάνατη, «εκ μέρους δυο γειτόνων, με τις καλύτερες ευχές τους για τα γρήγορα περαστικά της». Το έκανε με χαρούμενη προθυμία, ζαλισμένος ευχάριστα από το άρωμα των φυτών και τη χλιαρότητα που επικρατούσε εκεί και που ύστερα από το κρύο έξω, έκανε να δακρύζουν τα μάτια του. Η καρδιά του χτυπούσε κι αισθανόταν όλη την τολμηρότητα, μα και την ευπρέπεια αυτής της περιπέτειας, αυτού του ασήμαντου διαβήματός του, που, κρυφά, του απόδιδε συμβολική σπουδαιότητα. Η Λάιλα Γκέρνγκρος δεν είχε ιδιαίτερη νοσοκόμα, μα την είχαν εμπιστευθεί, απευθείας, στις φροντίδες της φροϋλάιν φον Μύλεντονκ και των γιατρών. Η αδελφή Αλφρέντα μπορούσε να πάει στο δωμάτιό της κι εκείνη είπε στους νέους για την εντύπωση που προξένησε, εκεί, η φιλοφροσύνη τους. Στον περιορισμένο κόσμο, όπου την έκλεινε η κατάστασή της η μικρούλα είχε δοκιμάσει μια ολωσδιόλου παδιάτικη ευχαρίστηση απ' αυτή την ένδειξη φιλίας που προερχόταν από άγνωστούς της. Το φυτό ήταν πλάι στο κρεβάτι της, το χάιδευε με τα μάτια και με τα χέρια. Πρόσεχε να το ποτίζουν. Ακόμα κι όταν την παίδευαν οι χειρότερες κρίσεις του βήχα, τα τυραννισμένα μάτια της έμεναν κρεμασμένα εκεί. Οι γονείς της, ο απόστρατος ταγματάρχης Γκέρνγκρος και η γυναίκα του, είχαν συγκινηθεί κι ευχαριστηθεί κι αυτοί. Δε μπορούσαν ούτε να δοκιμάσουν να μαντέψουν το όνομα των δωρητών, γιατί δεν ήξεραν κανέναν εκεί μέσα, γι' αυτό κι η φροϋλάιν Σίλντκνεχτ, όπως τ' ομολόγησε, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην αποκαλύψει τους ανώνυμους δωρητές, υποδείχνοντας τα ξαδέλφια, και τους έφερνε την πρόσκληση των τριών Γκέρνγκρος να πάνε, για να δεχτούν τις ευχαριστίες τους. Έτσι και οι δυο, την μεθεπομένη, μπήκαν, οδηγημένοι από την αδελφή, πατώντας στις μύτες των ποδιών, στο δωμάτιο του πόνου της Λάιλα. Η ετοιμοθάνατη ήταν ένα πλάσμα ξανθό και τρισχαριτωμένο, με μάτια σαν το χρώμα της μυοσωτίδας. Παρ' όλες τις αιμορραγίες και μια αναπνοή, που την έπαιρνε μ' ένα ανεπαρκέστατο απομεινάρι πνεύμονα, αν και είχε, βέβαια, κάτι το εύθραυστο, δε φαινόταν και σ' εντελώς απελπιστική κατάσταση. Ευχαρίστησε και φλυάρησε μ' ευχάριστη φωνή, μ' όλο που ήταν σβησμένη. Μια ρόδινη λάμψη διαχύθηκε στα μάγουλά της, που δεν έφυγε ως το τέλος. Ο Χανς Κάστορπ, που εξήγησε στους γονείς και στην

άρρωστη την αιτία του φερσίματός του, όπως, βέβαια, κι οι ίδιοι περίμεναν, ζήτησε να δικαιολογηθεί σχεδόν γι' αυτό και μίλησε με φωνή υπόκωφη και συγκινημένη και μ' έναν τρυφερό σεβασμό. Παρά λίγο —πάντως αισθάνθηκε μέσα του αυτή την ανάγκη— να γονατίσει μπροστά σ' αυτό το κρεβάτι, και κράτησε επί πολλή ώρα το χέρι της Λάιλα στο δικό του, μ' όλο που αυτό το ζεστό χεράκι ήταν όχι πια υγρό, μα κυριολεκτικά βρεμένο, γιατί η μικρή ίδρωνε τρομερά. Τόσο, μάλιστα, ίδρωνε, που η σάρκα της θα είχε από πολύν καιρό ξεραθεί και ζαρώσει, αν δεν έπινε άπληστα από τη λεμονάδα, που γιόμιζε μια καράφα πάνω στο κομοδίνο της, για ν' αντισταθμίζει τις εφιδρώσεις. Οι γονείς, μ' όλο τον καημό που είχαν, κράτησαν, σύμφωνα με τους καλούς τρόπους, τη συνομιλία, κάνοντας αδιάκοπα ερωτήσεις πάνω στην υγεία των εξαδέλφων, και σ' άλλα συνηθισμένα πράματα. Ο ταγματάρχης ήταν ένας άντρας με φαρδιούς ώμους, με χαμηλό μέτωπο κι ορθωμένο μουστάκι, ένας Ούνος. Η άγνοιά του πάνω στη νοσηρότητα του οργανισμού και στην ευαισθησία της κορούλας του χτυπούσε αμέσως στο μάτι. Υπεύθυνη φαινόταν μάλλον η γυναίκα του, μια κοντούλα, τύπος καθαρά φυματικός, κι ήταν φανερό πως η συνείδησή της λύγιζε κάτω από τούτο το βάρος. Γιατί, όταν η Λάιλα, ύστερα από δέκα λεπτά, έδειξε σημεία κούρασης, ή, μάλλον, υπερδιέγερσης (το ρόδινο χρώμα πάνω στα μάγουλά της έγινε πιο ζωηρό, ενώ τα μάτια της με το χρώμα της μυοσωτίδας έλαμπαν με μια ασταθή λάμψη) και τα ξαδέλφια, που, μ' ένα βλέμμα, τα ειδοποίησε η αδελφή Αλφρέντα, χαιρέτησαν, η φράου Γκέρνγκρος τους συνόδεψε ίσαμε την πόρτα κι άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό της, πράμα που συγκίνησε παράξενα τον Χανς Κάστορπ. Απ' αυτήν, απ' αυτήν μόνο είχε προέλθει αυτό το κακό, βεβαίωσε τσακισμένη. Μόνο απ' αυτήν μπορούσε να είχε πάρει το καημένο παιδί αυτό το κακό. Ο άντρας της δεν έφταιγε, ήταν τελείως αμέτοχος. Αλλά κι η ίδια, μπορούσε να το βεβαιώσει είχε αρρωστήσει εντελώς περαστικά κι επιπόλαια, για πολύ λίγο καιρό, όταν ήταν νέα κοπέλα. Ύστερα, είχε γλυτώσει απ' αυτό εντελώς. Έτσι την είχαν τουλάχιστον διαβεβαιώσει, γιατί θέλησε να παντρευτεί. Υπήρξε τόσο ευτυχής που παντρεύτηκε κι έζησε. Το είχε κατορθώσει. Εντελώς γιατρεμένη, με αποκαταστημένη υγεία, είχε μπει στη συζυγική ζωή με τον αγαπημένο σύζυγό της, που ήταν γερός σαν δρυς. Κι αυτός πάλι, ποτέ δεν είχε σκεφτεί τέτοιες ιστορίες. Μ' όλο που ήταν, όμως, τόσο καθαρός και δυνατός, δεν μπόρεσε να εμποδίσει το κακό. Στο παιδί τους —αυτό ήταν το φοβερό— το κρυμμένο και λησμονημένο κακό είχε παρουσιαστεί ξανά και δεν μπόρεσε να το τινάξει από πάνω του. Πέθαινε απ' αυτό, ενώ η μάνα το είχε νικήσει κι είχε φτάσει σε μίαν ηλικία, όπου ένιωθε ασφαλισμένη. Πέθαινε το φτωχό της, αγαπημένο παιδί. Οι γιατροί δεν έδιναν πια ελπίδα και μονάχα αυτή ήταν η ένοχη, εξ αιτίας της περασμένης ζωής της. Οι νέοι προσπάθησαν να την εγκαρδιώσουν, είπαν λίγα λόγια για την δυνατότητα μιας στροφής προς το καλύτερο. Η κυρία ταγματάρχου, όμως, δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να κλαίει με λυγμούς και τους ευχαρίστησε πάλι για όλα. Για την ορτανσία και γιατί με την επίσκεψή τους διασκέδασαν το παιδί της και του δώσανε λίγη χαρά. Η φτωχή μικρούλα ήταν ξαπλωμένη εκεί, στο τυράννισμα και στη μοναξιά της, όταν άλλες κοπέλες χαίρονταν τη ζωή και χόρευαν με όμορφα παιδιά, μια επιθυμία που δεν κατάπνιγε η αρρώστια. Της είχαν φέρει μερικές αχτίδες ήλιου — ίσως, Θεέ μου, τις τελευταίες. Η

ορτανσία ήταν κάτι, σαν μια επιτυχία που θα είχε σ' ένα χορό και τούτη η συνομιλία με δυο κομψούς καβαλιέρους, ήταν, για κείνη, σαν ένα μικρό όμορφο φλερτ, πράμα που αυτή, η μητέρα Γκέρνγκρος, είχε πολύ καλά αντιληφθεί. Μα να κάτι που στενοχώρησε τον Χανς Κάστορπ ακόμα πιο πολύ. Η κυρία ταγματάρχου δεν είχε προφέρει τη λέξη «φλερτ σωστά, με τον αγγλικό τρόπο, αλλά με γερμανικό, «φλιρτ», κι αυτό τον εξερέθισε πολύ. Εκτός απ' αυτό δεν ήταν καθόλου ένας κομψός καβαλιέρος, παρά απλά και μόνο είχε επισκεφτεί τη μικρούλα Λάιλα, για να διαμαρτυρηθεί εναντίον του εγωισμού που βασίλευε εδώ μέσα και μ' έναν ηθικό-ιατρικό, να πούμε, σκοπό. Με λίγα λόγια, εκνευρίστηκε για το τέλος που πήρε η υπόθεση, σ' ότι τουλάχιστον αφορούσε τα σχόλια της κυρίας ταγματάρχου. Ήταν, όμως, πολύ συγκινημένος και ζωηρός από την πραγματοποίηση του σχεδίου του. Δυο, κυρίως εντυπώσεις: το άρωμα της γης, που ανάδιδε το ανθοπωλείο, και το υγρό χεράκι της Λάιλα, είχαν κερδίσει την ψυχή του. Και καθώς το πρώτο βήμα είχε γίνει, συμφώνησαν, την ίδια μέρα πάλι, με την αδελφή Αλφρέντα, για μια επίσκεψη στον άρρωστό της Φριτς Ρότμπαϊν, που τόσο φοβερά βαριόταν τη νοσοκόμα του, μ' όλο που δεν του έμενε παρά πολύ λίγος καιρός να ζήσει, εκτός πια αν τα προγνωστικά ήταν λαθεμένα. Ο Γιόαχιμ, τι να κάνει, αναγκάστηκε να συνοδεύσει τον ξάδελφό του, το ανθρωπιστικό πνεύμα του Χανς Κάστορπ και η ζωηρότητά του στάθηκαν πιο δυνατά από την αποστροφή του ξαδέλφου του, που, σιωπώντας μόνο και κατεβάζοντας τα μάτια του, μπορούσε να την εκφράσει, γιατί δεν του ήταν δυνατό, βέβαια, να τη δικαιολογήσει, χωρίς να υστερήσει σε χριστιανικά αισθήματα. Ο Χανς Κάστορπ το αντιλήφθηκε αυτό και το εκμεταλλεύτηκε. Κατάλαβε, δηλαδή, το νόημα αυτής της έλλειψης ενθουσιασμού. Όταν όμως, κάτι τέτοια διαβήματα έδιναν ζωή σ' αυτόν και τον έκαναν ευτυχισμένο, όταν του φαίνονταν ωφέλιμα; Κατάφερε, λοιπόν, να νικήσει τη διακριτική αντίσταση του Γιόαχιμ και συζήτησαν μαζί, αν θα μπορούσαν να στείλουν ή να πάνε λουλούδια στον νεαρό Φριτς Ρότμπαϊν, μ' όλο που ο ετοιμοθάνατος τούτος δεν ήταν γυναίκα. Ο Χανς Κάστορπ επιθυμούσε πολύ να το κάνει. Λουλούδια ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν. Οι ορτανσίες, που ήταν μωβ κι είχαν ωραίο σχήμα, του είχαν αρέσει εξαιρετικά κι έκανε τη σκέψη, πως το φύλο του Ρότμπαϊν αντισταθμιζόταν από την σοβαρότητα της κατάστασής του και δεν ήταν ανάγκη να 'χε τα γενέθλιά του, για να του προσφέρουν λουλούδια. Στους ετοιμοθάνατους, μπορεί κανείς, ακριβώς γιατί είναι ετοιμοθάνατοι, να φέρνεται πάντα όπως στους ανθρώπους που γιορτάζουν τα γενέλθιά τους. Έτσι, ξαναβρέθηκε με τον ξάδελφό του, στη ζεστή και μυρωμένη από γη ατμόσφαιρα του ανθοπωλείου, κι από κει μέσα στο δωμάτιο του κ. Ρότμπαϊν μ' ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα και λευκόια, φρεσκοραντισμένα κι ευωδιαστά. Τους νέους τους οδήγησε πάλι η Αλφρέντα Σίλντκνεχτ, που τους είχε κιόλας αναγγείλει. Ο βαριά άρρωστος, μ' όλο που ήταν μόλις είκοσι χρονών, ήταν κιόλας φαλακρός και με γκρίζα μαλλιά. Το χρώμα του προσώπου του ήταν κέρινο, τα χαρακτηριστικά του φοβερά αδυνατισμένα, είχε μεγάλα χέρια, μεγάλη μύτη και μεγάλα αυτιά. Έδειξε ευγνωμοσύνη, που έφτανε ως τα δάκρυα, γι' αυτή την παρηγοριά και τη διασκέδαση. Κι έκλαψε

πραγματικά, λίγο, από αδυναμία, όταν χαιρέτησε τα δυο ξαδέλφια και πήρε το μπουκέτο. Αλλά πάνω σ' αυτό, άρχισε αμέσως, αν και με μια, σχεδόν ψιθυριστή, φωνή, να μιλά για το εμπόριο των λουλουδιών στην Ευρώπη και για τη διαρκώς αυξανόμενη ανάπτυξή του, για την τόση μεγάλη εξαγωγή που κάνουν η Νίκαια και οι Κάννες, για τα φορτωμένα βαγόνια και για τις αποστολές που έφευγαν από κει, κάθε μέρα, προς όλες τις κατευθύνσεις, για τις αγορές χονδρικής πωλήσεως του Παρισιού και του Βερολίνου και για την τροφοδότηση της Ρωσίας. Γιατί ήταν εμπορευόμενος και τα ενδιαφέροντά του ήταν προσανατολισμένα προς αυτή την κατεύθυνση, για όσο θα ζούσε ακόμα. Ο πατέρας του, βιομήχανος στο Κόμπουργκ, για να τον φορμάρει, τον είχε στείλει στην Αγγλία — έτσι ψιθύριζε— κι εκεί 'ταν που είχε πέσει άρρωστος. Πήραν, όμως, τον πυρετό του για τυφοειδή κι έκανε ανάλογη θεραπεία. Τον υποχρέωσαν, δηλαδή, να κάνει δίαιτα με σούπες νερόβραστες, κι αυτό τον είχε κάνει ν' αδυνατίσει πολύ και μόνο όταν έφτασε εδώ του επέτρεψαν να φάει, κάτι που το έκανε με τον ιδρώτα του προσώπου του, κυριολεκτικά: έτρωγε στο κρεβάτι και προσπάθησε να τραφεί με κάθε τρόπο. Δυστυχώς, ήταν πολύ αργά. Το έντερό του, αλίμονο! είχε προσβληθεί και άδικα του έστελναν από το σπίτι του γλώσσα και χέλι καπνιστό, δε μπορούσε πια να δεχτεί τίποτα. Τώρα, ο πατέρας του είχε ξεκινήσει κιόλας από το Κόμπουργκ, ύστερα από ένα τηλεγράφημα του Μπέρενς. Θα δοκίμαζαν να κάνουν μια αποφασιστική επέμβαση: πλευροτομή. Ήθελαν, οπωσδήποτε, να το δοκιμάσουν κι αυτό, μ' όλο που οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες. Ο Ρότμπαϊν ψιθύριζε πράματα πολύ γνωστικά κι αντιμετώπιζε, επίσης, και το ζήτημα της εγχείρησης από την εμπορική του άποψη: όσο ζούσε, απ' αυτήν την άποψη θα έβλεπε τα πράματα. Το κόστος, ψιθύρισε, μαζί με την αναισθησία του νωτιαίου μυελού, θα έφτανε το ποσό των χιλίων φράγκων, γιατί θα έπρεπε ν' αφαιρέσουν όλο τον θώρακα σχεδόν, εφτά ή οχτώ πλευρά, κι επιτέλους θα έπρεπε να ξέρει κανείς, αν αυτό θα 'τανε μια τοποθέτηση χρημάτων, ίσαμε ένα βαθμό, επικερδής. Ο Μπέρενς τον ενθάρρυνε, αλλ' αυτός, βέβαια, είχε το συμφέρον του, ενώ το δικό του φαινόταν αμφίβολο και δεν μπορούσε να ξέρει κανείς, αν δε θα 'ταν καλύτερα να πεθάνει ήσυχα, με όλα τα πλευρά του. Ήταν δύσκολο να τον συμβουλέψεις. Τα ξαδέλφια είπαν, ότι στην κατάστρωση αυτού του προϋπολογισμού θα έπρεπε να λάβει κανένας υπ' όψει του την εξαιρετική χειρουργική ικανότητα του Αυλικού Συμβούλου. Συμφώνησαν, ότι θα ήταν υπολογίσιμη η γνώμη του γέρο Ρότμπαϊν, που βρισκόταν στο δρόμο, και πως αυτή θα βάρυνε στην απόφαση. Όταν τον αποχαιρέτησαν, ο νεαρός Φριτς έκλαψε πάλι λίγο, και μ' όλο που αυτό 'ταν από αδυναμία, τα δάκρυά του έρχονταν σε παράξενη αντίθεση με την ξερή αντικειμενικότητα της ομιλίας και της σκέψης του. Παρακάλεσε τους κυρίους να επαναλάβουν, αν ήθελαν, την επίσκεψή τους κι εκείνοι το υποσχέθηκαν με προθυμία — μα δεν τους δόθηκε πια καιρός γι' αυτό. Γιατί, καθώς ο εργοστασιάρχης παιγνιδιών έφτασε το ίδιο κείνο βράδυ, είχαν δοκιμάσει την εγχείρηση την επαύριον το πρωί κι έτσι ο νεαρός Φριτς δεν ήταν πια σε θέση να τους δεχτεί. Ύστερα από δυο μέρες, ο Χανς Κάστορπ είδε, καθώς περνούσε από κει, με τον Γιόαχιμ, να ταχτοποιούν το δωμάτιο του Ρότμπαϊν. Η αδελφή Αλφρέντα είχε κιόλας φύγει από το Μπέργκχοφ, γιατί την είχαν στείλει εσπευσμένα σ' ένα άλλο

ίδρυμα, σ' έναν άλλο ετοιμοθάνατο κι αναστενάζοντας, με το κορδόνι των γυαλιών της πίσω από τ' αυτί, είχε πάει κοντά του, αφού αυτή ήταν η μόνη προοπτική που ανοιγόταν μπροστά της. Μια κάμαρη «εγκαταλειμμένη». Μια κάμαρη που ήταν πια ελεύθερη, που την απολύμαιναν, με την διπλή πόρτα ολάνοιχτη και τα έπιπλα στοιβαγμένα το ένα πάνω στ' άλλο. Όπως την έβλεπαν όταν πήγαιναν στην τραπεζαρία, ή όταν έβγαιναν και περνούσαν μπροστά σε μια απ' αυτές· ήταν ένα θέαμα που είχε τη σημασία του, τόσο οικείο, όμως, που σχεδόν δεν επηρέαζε πια τη φαντασία. Ιδίως όταν είχε εγκατασταθεί κανείς σε μια τέτοια κάμαρα, που ήταν «ελεύθερη» πια και κάτω από όμοιες συνθήκες. Που την είχαν, δηλαδή, απολυμάνει κι όπου αισθανόσουν, μετά, πως ήσουν όπως στο σπίτι σου. Κάποτε, το ήξερες ποιος έμενε σ' εκείνον τον αριθμό, κι αυτό σ' έριχνε, οπωσδήποτε, σε σκέψη. Έτσι και κείνη τη μέρα. Το ίδιο συνέβη οχτώ μέρες αργότερα, όταν ο Χανς Κάστορπ, περνώντας, είδε το δωμάτιο της μικρής Γκέρνγκρος στην ίδια κατάσταση. Σε τούτη την τελευταία περίπτωση, άργησε να συλλάβει το νόημα της κίνησης που κυριαρχούσε εκεί μέσα. Σταμάτησε συλλογισμένος κι έκπληκτος, καθώς ο γιατρός Μπέρενς περνούσε τυχαία. — Κάθομαι εδώ και κοιτάζω, είπε ο Χανς Κάστορπ. Καλημέρα, γιατρέ. Η μικρούλα Λάιλα… — Ναι… απάντησε ο Μπέρενς και σήκωσε τους ώμους. Ύστερα από κάμποση σιωπή, που έδωσε σ' αυτή την κίνηση όλη τη σημασία της, πρόσθεσε: — Φροντίσατε πολύ ευγενικά, να της κάνετε έρωτα πριν κλείσει πίσω της η πύλη; Αυτό μου αρέσει σε σας. Μου αρέσει που ενδιαφέρεστε λιγάκι για τα φθισικά σπουργίτια μου, στα κλουβιά τους, εσείς που, σχετικά, είστε γερός. Αυτό 'ναι ένα ωραίο σημείο του χαρακτήρα σας. Όχι, όχι μην το αρνιέστε. Είναι κάτι συμπαθητικό. Θα θέλατε, όταν τύχει, να σας πηγαίνω πότε-πότε και σε μερικά άλλα; Έχω ακόμα πολλών ειδών κοτσύφια στις ξόβεργές τους, αν αυτό σας ενδιαφέρει. Να, τούτη τη στιγμή, ακριβώς, πηγαίνω στην «Παραφουσκωμένη» μου. Με συνοδεύετε; θα σας συστήσω, απλά, σαν ένα συμπονετικό σύντροφο της αρρώστιας. Ο Χανς Κάστορπ είπε, ότι ο Αυλικός Σύμβουλος πρόλαβε την επιθυμία του και του πρότεινε εκείνο ακριβώς για το οποίο θα τον παρακαλούσε. Μ' ευγνωμοσύνη θα χρησιμοποιούσε την άδειά του και θα πήγαινε μαζί με τον γιατρό. Ποια ήταν, όμως, η «Παραφουσκωμένη», και τι σήμαινε αυτό το παρατσούκλι; — Κατά γράμμα, είπε ο Αυλικός Σύμβουλος. Με κυριολεκτική σημασία, όχι μεταφορική. Ρωτήστε την να σας το διηγηθεί μονάχη της. Ύστερα από λίγα βήματα βρίσκονταν μπροστά στο δωμάτιο της «Παραφουσκωμένης». Ο Αυλικός Σύμβουλος πέρασε τη διπλή πόρτα, λέγοντας στον σύντροφό του να περιμένει. Ένα γέλιο και λαχανιασμένα από τη δύσπνοια λόγια, εύθυμα και καθαρά, αντήχησαν μόλις μπήκε ο Μπέρενς στο δωμάτιο που η κλειστή πόρτα δεν τ' άφηνε ν' ακουστούν ξεκάθαρα. Όταν, όμως, ο συμπονετικός επισκέπτης μπήκε, με τη σειρά του, ύστερα από

λίγα λεπτά, το γέλιο αντήχησε και πάλι κι ο Μπέρενς σύστησε τον Χανς Κάστορπ στην ξανθιά και γελαστή νέα γυναίκα, που τον κοίταξε, περίεργα, από το κρεβάτι της. Μ' ένα μαξιλάρι στη ράχη, μισοκαθότανε ταραγμένη και γελούσε αδιάκοπα μ' ένα γέλιο αφριστό, δυνατό κι αργυρόηχο, ενώ προσπαθούσε ν' ανασάνει, αλλά και μ' έξαψη, και σαν να τη γαργαλούσε τούτη η δυσκολία στην αναπνοή. Γέλασε πάλι με τα λόγια του Αυλικού Σύμβουλου, όταν της σύστησε τον επισκέπτη, φώναξε πολλές φορές: «Χαίρετε, ευχαριστώ πολύ και εν τω επανιδείν», όταν έφευγε ο γιατρός, χαιρετώντας τον με το χέρι, έβγαλε έναν δυνατό στεναγμό, γέλασε το ασημένιο γέλιο της, ακούμπησε τα χέρια στο στήθος της που ταραζότανε, κάτω από το μπατιστένιο πουκάμισό της και δεν κατόρθωνε να κρατήσει τα πόδια της ήσυχα. Λεγότανε φράου Τσίμμερμαν. Ο Χανς Κάστορπ τη γνώριζε, αόριστα, εξ όψεως. Καθότανε για μερικές εβδομάδες στο τραπέζι της φράου Σάλομον και του λαίμαργου γυμνασιόπαιδου και πάντα γελούσε πολύ, κι ύστερα εξαφανίστηκε, χωρίς ο νέος να ενδιαφερθεί καθόλου γι' αυτήν. Θα είχε φύγει, υπέθεσε, αν είχε σκεφτεί ποτέ, φυσικά, πάνω στην εξαφάνισή της. Και να που την εύρισκε τώρα εδώ, με τ' όνομα η «Παραφουσκωμένη», περιμένοντας να του το εξηγήσουν. — Χα, χα, χα, έκανε, σαν να τη γαργαλούσαν, με το στήθος ταραγμένο. Πάρα πολύ γουστόζικος άνθρωπος, αυτός ο Μπέρενς, αφάνταστα γουστόζικος και διασκεδαστικός. Μπορεί να σε σκάσει, να σε κάνει ν' αρρωστήσεις από τα γέλια. Καθίστε, λοιπόν, κύριε Κάστεν, κύριε Γκάρστεν ή όπως σας λένε, έχετε τόσο αστείο όνομα! Χα, χα, χι, χι, με συγχωρείτε! Καθίστε σε τούτη την καρέκλα, στα πόδια μου, επιτρέψτε μου όμως να τινάζομαι. Δε μπορώ… αχ… αχ! αναστέναξε, με το στόμα ανοιχτό κι έπειτα γέλασε και πάλι: Δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Ήταν σχεδόν όμορφη, με καθαρά χαρακτηριστικά, κάπως περισσότερο έντονα απ' όσο έπρεπε, μα ευχάριστα κι είχε ένα μικρό προγούλι. Τα χείλη της ήταν μελανά κι η άκρη της μύτης της είχε την ίδια απόχρωση — ασφαλώς γιατί ανάσαινε δύσκολα. Τα χέρια της, που είχαν μια λυμφατική λιγνάδα και που τα δαντελένια μανικέτια της πουκαμίσας της τα έδειχναν όμορφα, δεν μπορούσαν καθώς και τα πόδια της, να μείνουν στιγμή ήσυχα. Είχε λαιμό νέας κοπέλας, με βαθουλώματα πάνω από τις τρυφερές κλειδώσεις των ώμων και το στήθος, κάτω από το λεπτό λινό, καθώς τιναζόταν από το γέλιο και τη δύσκολη αναπνοή, με μια κίνηση ακατάστατη, κομμένη και λαχανιασμένη, φαινόταν λεπτή και νέα. Ο Χανς Κάστορπ αποφάσισε να της στείλει ή και να της φέρει ο ίδιος, κι αυτής, ωραία λουλούδια, ραντισμένα, μοσχομυρισμένα, που να προέρχονται από τους ανθοκαλλιεργητές της Νίκαιας και των Καννών. Κάπως αμήχανος, συμμερίστηκε κι αυτός την ταραγμένη και στενάχωρη ευθυμία της φράου Τσίμμερμαν. — Επισκέπτεστε, λοιπόν, εκείνους που έχουν πολύ πυρετό; ρώτησε. Πόσο ευχάριστο κι ευγενικό είναι από μέρους σας, χα, χα, χα, χα! Φανταστείτε, όμως, πως δεν είμαι καθόλου βαριά άρρωστη. Δηλαδή, δεν ήμουν, τέλος πάντων, τον τελευταίο αυτό καιρό ακόμα. Καθόλου, μα καθόλου… ώσπου, τελευταία, τούτη η ιστορία… Ακούστε, αν αυτό δεν είναι το πιο περίεργο πράμα, που έχετε συναντήσει στη ζωή σας… Και προσπαθώντας να πάρει αναπνοή, ανάμεσα σε τιριλί και τρίλλιες, του διηγήθηκε αυτό

που της συνέβη. Ήταν λίγο μόνο άρρωστη, όταν ανέβηκε εδώ πάνω — αρκετά άρρωστη μολαταύτα, (γιατί αλλιώς δε θ' ανέβαινε). Ίσως, μάλιστα, ούτε καν ελαφρά προσβλημένη, αλλά, τέλος, μάλλον ελαφρά παρά σοβαρά. Ο πνευμοθώρακας, τούτη η πρόσφατη ακόμα κατάκτηση της χειρουργικής, που είχε γνωρίσει μια τόσο γρήγορη επιτυχία, είχε, στην περίπτωσή της, αποδειχτεί θαυμάσιος. Η επέμβαση είχε επιτύχει απόλυτα, η κατάσταση της φράου Τσίμμερμαν είχε καλυτερέψει μ' έναν τρόπο πολύ ικανοποιητικό, ο άντρας της —γιατί ήταν παντρεμένη, μ' όλο που δεν είχε παιδιά— μπορούσε να περιμένει την επιστροφή της σε δυο, τρεις μήνες. Τότε ήταν, που, για να διασκεδάσει, έκανε μια εκδρομή στη Ζυρίχη. Δεν υπήρχε άλλος λόγος γι' αυτό το ταξίδι, παρά η επιθυμία να διασκεδάσει. Πραγματικά είχε διασκεδάσει μ' όλη της την καρδιά, αντιλήφθηκε, όμως, ότι θα είχε ανάγκη να την ξαναφουσκώσουν και ανέθεσε αυτή τη φροντίδα σ' έναν γιατρό εκεί κάτω! Ένα νέο χαριτωμένο και τόσο διασκεδαστικό, χα, χα, χα! χα, χα, χα! Αλλά τι συνέβη; Την φούσκωσε πάρα πολύ! Δεν υπήρχε άλλη λέξη, αυτή το έλεγε όλα. Είχε τις πιο καλές διαθέσεις, αλλά, φαίνεται, δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Με λίγα λόγια: παραφουσκωμένη. Δηλαδή με παλμούς και καρδιακή πίεση —χα, χα, χα, χι, χι, χι— έφτασε εδώ κι αμέσως ο Μπέρενς την έχωσε στο κρεβάτι, με θυμό και βρισίδια. Γιατί, τώρα, ήταν βαριά άρρωστη —όχι ακριβώς με μεγάλο πυρετό, αλλά χαλασμένη, στραπατσαρισμένη— χα, χα, χα. Αλλά τι φάτσα, τι αστεία φάτσα έκανε αυτός; Και καθώς, δείχνοντάς τον με το δάχτυλο, γελούσε τόσο πολύ με το πρόσωπο του Χανς Κάστορπ, ένιωσε πως το μέτωπό του άρχισε να μελανιάζει. Ακόμα πιο γουστόζικος, είπε, ήταν ο Μπέρενς με τη λύσσα και τη χοντροκοπιά του. Από πριν κιόλας γελούσε μαζί του, μόλις αντιλήφθηκε πως την είχαν παραφουσκώσει. «Κινδυνεύετε απολύτως να πεθάνετε», της φώναξε θυμωμένος, δίχως προσοχή κι επιφύλαξη. Τι αγριάνθρωπος! χα, χα, χα, χι, χι, χι. Με συγχωρείτε. Θα μπορούσε ν' αναρωτηθεί κανείς τι έβλεπε στη δήλωση του Αυλικού Σύμβουλου, που την έκανε να γελά, μ' ένα γέλιο τόσο αφριστό. Αν ήταν μόνο η «χοντροκοπιά» του, ή γιατί δεν πίστευε στα λόγια του ή, πάλι, γιατί ακριβώς τα πίστευε —και ασφαλώς αυτό συνέβαινε— εύρισκε, δηλαδή, τρομερά αστείο το πράμα καθαυτό: τον κίνδυνο θανάτου, που διέτρεχε. Ο Χανς Κάστορπ είχε την εντύπωση, πως τούτη δω η τελευταία υπόθεση ήταν κι η πιο σωστή και πως τρίλλιζε και τερέτιζε και γουργούριζε μόνο από παιδιάτικη ελαφρότητα κι από ασύνειδο πουλακίσιο μυαλό. Κι αυτό ο Χανς Κάστορπ δεν της το συγχωρούσε. Παρ' όλ' αυτά, της έστειλε λουλούδια, δεν ξαναείδε, όμως, πια την γελαστή φράου Τσίμμερμαν. Γιατί, αφού για λίγες μέρες ακόμα την κράτησαν στη ζωή με οξυγόνο, πέθανε στην αγκαλιά του συζύγου της, ακριβώς, που τον κάλεσαν τηλεγραφικά — μια χήνα in folio, καθώς πρόσθεσε ο Αυλικός Σύμβουλος, που έδωσε την πληροφορία στον Χανς Κάστορπ. Μα από πιο πριν κιόλας το ερευνητικό και συμπονετικό μυαλό του Χανς Κάστορπ είχε δημιουργήσει, με τη βοήθεια του Αυλικού Σύμβουλου και των νοσοκόμων, καινούριες σχέσεις με τους βαριά άρρωστους του ιδρύματος, κι έπρεπε να τον συνοδεύει κι ο Γιόαχιμ.

Ο Χανς Κάστορπ τον πήρε μαζί του στον γιο της Tous-les-deux, τον δεύτερο, που είχε απομείνει, αφού, πριν λίγο μόλις καιρό, είχαν καθαρίσει κι απολυμάνει με H2CO, το δωμάτιο του άλλου. Πήγαν ύστερα στου Τέντυ, του νέου παιδιού, που είχε έρθει τελευταία, γιατί η περίπτωσή του ήταν πολύ σοβαρή, για να μείνει στο Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο το «Φρειδερίκειον» περισσότερο. Ύστερα, πήγαν σ' έναν υπάλληλο μιας γερμανορωσικής ασφαλιστικής εταιρίας, τον Άντον Κάρλοβιτς Φέργε, έναν μάρτυρα καρτερικό κι ήρεμο. Τέλος, στην άτυχη κι όμως τόσο φιλάρεσκη φράου φον Μάλινκροντ. Δέχτηκε κι αυτή τα λουλούδια, όπως οι προηγούμενοι, και πολλές φορές έτυχε να της ταΐσουν τον χυλό της, μπροστά στον Χανς Κάστορπ και τον Γιόαχιμ… Στο τέλος, απόχτησαν τη φήμη των καλών Σαμαρειτών κι αδελφών του ελέους. Έτσι, μια μέρα, ο Σετεμπρίνι πλησίασε τον Χανς Κάστορπ, μ' αυτά τα λόγια: — Τι διάβολο, ναυπηγέ μου, ακούω να λένε παράξενα πράγματα για τη διαγωγή σας. Αφοσιωθήκατε στην φιλανθρωπία, μήπως; Προσπαθείτε να δικαιωθείτε με καλές πράξεις; — Δεν αξίζει τον κόπο να μιλά κανείς γι' αυτό, κ. Σετεμπρίνι. Ασήμαντα πράγματα. Ο ξάδελφός μου κι εγώ… — Δεν παρατάτε τώρα τον εξάδελφό σας κατά μέρος! Μ' εσάς έχουμε να κάνουμε, μ' όλο που μιλούνε και για τους δυο σας, αυτό είναι σίγουρο. Ο υπολοχαγός είναι άξιος σεβασμού, αλλά αφελής κι η φύση του πνεύματός του είναι τέτοια που δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο, για να μπορεί ν' ανησυχήσει έναν παιδαγωγό. Δε θα με κάνετε να πιστέψω, ότι αυτός διευθύνει τις εξορμήσεις σας. Ο πιο ξεχωριστός από τους δυο σας, αλλά και κείνος που διατρέχει τον μεγαλύτερο κίνδυνο, είστε σεις. Είστε, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, ένα χαϊδεμένο παιδί της ζωής, πρέπει ν' απασχοληθούμε με σας. Εξ άλλου, μου έχετε επιτρέψει ν' ασχολούμαι μαζί σας. — Βέβαια, κ. Σετεμπρίνι, το επέτρεψα, μια για πάντα. Αυτό είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Ένα «χαϊδεμένο παιδί της ζωής», καλά το λέτε. Αχ, αυτοί οι συγγραφείς, και τι δε σοφίζονται! Δεν ξέρω καλά, αν πρέπει να 'μαι περήφανος γι' αυτό τον τίτλο, αλλά καλά το λέτε, πρέπει να συμφωνήσει κανείς. Λοιπόν, να: απασχολούμαι λίγο με τα «παιδιά του θανάτου», αυτό, δίχως άλλο, θέλετε να πείτε. Ενδιαφέρομαι, πού και πού, όταν έχω καιρό, χωρίς αυτό να γίνεται εις βάρος της κούρας μου, για τους βαριά ασθενείς, για τους πιο βαριά ασθενείς, καταλαβαίνετε, για κείνους που δεν είναι εδώ για ευχαρίστησή τους, γι' αυτούς που δε ζούνε γελοία, μα που πεθαίνουν. —Έχει, όμως, γραφεί: Αφήετε τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς, είπε ο Ιταλός. Ο Χανς Κάστορπ σήκωσε τα χέρια και το ύφος που πήρε εξέφραζε, πως πολλά πράματα ήταν γραμμένα κι έτσι ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς το σωστότερο για να το ακολουθήσει. Φυσικά, ο λατερνοπαίχτης είχε προβάλει ένα επιχείρημα οχληρό, πράμα που έπρεπε να το περιμένει. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, μ' όλο που ήταν διατεθειμένος να τον ακούει με μισό αυτί, μ' όλο που εύρισκε πως θα 'ταν καλό να τον ακούει με κάθε επιφύλαξη, και δίχως να υποχρεώνεται σε τίποτα και να δέχεται δοκιμαστικά τούτη την μορφωτική επίδραση, ήταν, ωστόσο, πολύ μακριά από τη σκέψη, πως θα παραιτιότανε για οποιεσδήποτε παιδαγωγικές αντιλήψεις, από τα διαβήματά του, που, πέρα από τη

μαμά Γκέρνγκρος και τον τρόπο της να μιλά για «ευγενικό φλερτάκι», πέρα από την ξηρότητα του καημένου του Ρότμπαϊν και το χαζό τιριλί της «παραφουσκωμένης», του φαίνονταν πάντα και μ' έναν τρόπο απροσδιόριστο, αποτελεσματικά και σημαντικά ωφέλιμα. Ο γιος της Tous-les-deux λεγότανε Λάουρο. Είχε δεχτεί τα λουλούδια, βιολέτες της Νίκαιας, που μύριζαν γη, «εκ μέρους δυο συμπασχόντων συντρόφων, με τις καλύτερες ευχές για την υγεία του» κι όπως η ανωνυμία είχε γίνει πια απλός τύπος κι όλοι ήξεραν από ποιους προέρχονταν τούτα τα δώρα, η ίδια η Tous-les-deux, η χλομή και ντυμένη στα μαύρα μητέρα, από το Μεξικό, πλησίασε τα ξαδέλφια, όταν τα συνάντησε στο διάδρομο, τα ευχαρίστησε και τα προσκάλεσε με λόγια βραχνά, μα κυρίως με λυπημένα νεύματα, να δεχτούν αυτοπροσώπως τις ευχαριστίες του γιου της, de son seul et dernier fils qui allait mourir aussi — πράμα που έγινε αμέσως. Ο Λάουρο αποδείχτηκε να 'ναι ένας νέος καταπληκτικής ομορφιάς, με φλογερά μάτια, μύτη αετώδη, ρουθούνια παλλόμενα και χείλη θαυμάσια, πάνω από τα οποία φύτρωνε ένα μικρό, μαύρο μουστάκι. Πήρε, όμως, ένα τέτοιο καυχησοδραματικό ύφος, που οι επισκέπτες, κι ο Χανς Κάστορπ, αληθινά, όχι λιγότερο από τον Γιόαχιμ Τσίμσεν, χάρηκαν, όταν η πόρτα της κάμαρας του αρρώστου έκλεισε πίσω τους. Γιατί, καθώς η Tous-les-deux, μέσα στο κασμιρένιο σάλι της, με το μαύρο βέλο δεμένο κάτω από το πηγούνι της, με πλάγιες ρυτίδες στο στενό και ζαρωμένο μέτωπό της, με πελώριες σακούλες κάτω από τα μαύρα γαγάτινα μάτια της και με λυγισμένα πόδια, πήγαινε κι ερχότανε μέσα στην κάμαρα, άφηνε να πέφτει με καημό η μια γωνιά από το μεγάλο στόμα της, πλησίαζε από καιρό σε καιρό τους δυο νέους, που κάθονταν στην άκρη του κρεβατιού, για να επαναλάβει την παπαγαλίσια τραγική φράση: Tous les de, vous comprenez, messies… Premièrement l'un et maintenant l'autre — ο ωραίος Λάουρο μακρηγορούσε, στα γαλλικά επίσης, μια ρέουσα, κι ανυπόφορη, για την κομπορρημοσύνη της, φλυαρία, που το περιεχόμενό της ήταν ότι λογάριαζε να πεθάνει σαν ήρως, comme héros, a l'espagnol, όπως ο αδελφός του, de même que son fier jeune frère Fernando που κι αυτός είχε πεθάνει σαν Ισπανός ήρωας έκανε κινήσεις, άνοιγε το πουκάμισό του, για να προτείνει στα χτυπήματα του θανάτου το κίτρινο στήθος του κι εξακολούθησε να φέρνεται έτσι, ίσαμε που τον έπιασε μια κρίση βήχα, που ανέβασε στα χείλη του έναν λεπτό, ρόδινο αφρό, όπου και πνίγηκαν τα μεγάλα του λόγια, και τα ξαδέλφια αποφάσισαν ν' απομακρυνθούν στ' ακροδάχτυλά τους. Δεν κουβέντιασαν για την επίσκεψη στο Λάουρο κι ακόμα και μέσα τους απόφυγαν να κρίνουν τη στάση του. Κι οι δυο αισθάνθηκαν τον εαυτό τους καλύτερα στου Άντον Κάρλοβιτς Φέργε, από την Πετρούπολη, που με το χαρούμενο μουστάκι του και την εξ ίσου χαρούμενη έκφραση του πεταχτού καρυδιού του λαιμού του κειτότανε στο κρεβάτι του και προσπαθούσε, σιγά και δύσκολα, να συνέλθει από την απόπειρα που είχαν κάνει να του βάλουν πνευμοθώρακα, πράμα που, παρά τρίχα, κόντεψε να στοιχίσει τη ζωή στον κ. Φέργε. Είχε πάθει πραγματικά δυνατό κλονισμό, τον Plevrachoc, γνωστό επεισόδιο σε τούτη τη χειρουργική επέμβαση της μόδας. Σ' αυτόν, όμως, ο κλονισμός τούτος παρουσιάστηκε με την εξαιρετικά επικίνδυνη μορφή της ολοκληρωτικής απώλειας των

δυνάμεων και της πιο ανησυχαστικής λιποθυμίας. Κοντολογίς, παρουσιάστηκε τόσο βίαια, που χρειάστηκε να διακόψουν την εγχείρηση και να την αναβάλουν προσωρινά. Τ' αγαθά γκρίζα μάτια του κ. Φέργε διαστέλλονταν και το πρόσωπό του χλόμιαζε κάθε φορά που μιλούσε γι' αυτό το γεγονός και που θα είχε, ασφαλώς, σταθεί τρομερό γι' αυτόν: — Χωρίς αναισθητικό, κύριοί μου! Καλά, εμείς δεν το αντέχουμε, αντίκειται στην περίπτωσή μας, το καταλαβαίνει κανείς και, σαν άνθρωπος λογικός, δέχεται τη μοίρα του καρτερικά. Η τοπική αναισθησία, όμως, δεν εισχωρεί πολύ βαθιά, κύριοί μου. Μονάχα την επιφάνεια της σάρκας μουδιάζει, το αισθάνεται κανείς ότι τον ανοίγουν, μόνο, βέβαια, σαν να τον τσιμπούν και να τον τρίβουν. Είμαι ξαπλωμένος, με το κεφάλι σκεπασμένο, για να μη βλέπω τίποτα, ο βοηθός με βαστά από δεξιά κι η προϊσταμένη από αριστερά. Είναι σα να με πιέζουν και να με τσιμπούν. Ανοίγουν τη σάρκα, που την αναδιπλώνουν με λαβίδες. Μα να που ακούω το γιατρό Μπέρενς να λέει: «Καλά!» και τη στιγμή κείνη, κύριοί μου, αρχίζει να ψαχουλεύει τον πλευρικό υμένα μ' ένα εργαλείο, που δεν είχε μύτη —δεν πρέπει να 'ναι μυτερό για να μην τον τρυπήσει πολύ γρήγορα— ψαχουλεύει κι αναζητεί το κατάλληλο μέρος, για να μπορέσει να τρυπήσει και να βάλει μέσα το αέριο και, καθώς το κάνει αυτό, καθώς γυρίζει το εργαλείο του πάνω στον πλευρικό υμένα μου — κύριοί μου, κύριοί μου! Πάει τελειώνω, τέλειωσα, μου συνέβαινε κάτι το τελείως απερίγραπτο. Τον πλευρικό υμένα, κύριοί μου, δεν πρέπει να τον αγγίξετε. Δε θέλει και δεν μπορεί κατ' ουδένα τρόπο ν' αγγιχτεί. Είναι ένα ταμπού. Τον προστατεύει η σάρκα. Είναι απομονωμένος κι απρόσιτος, μια για πάντα. Και να που τον είχε απογυμνώσει και τον ψαχούλευε. Τότε, κύριοί μου, αισθάνθηκα πως ήμουν άσχημα. Τρομαχτικό, τρομαχτικό, κύριοί μου! Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ, ότι θα ήτανε δυνατό να αισθανθεί κανείς κάτι τόσο φοβερό και τόσο άθλιο κι αποκρουστικό πάνω στη γη, κι όχι μόνο στην Κόλαση!· Λιποθύμησα. Τρεις λιποθυμιές στη σειρά. Μια πράσινη, μια καφετιά και μια βιολετιά. Κι εχτός απ' αυτό, μέσα σε τούτη τη λιποθυμία, βρωμούσε, το plevrachoc χτυπούσε την όσφρησή μου, κύριοί μου, μύριζε υπερβολικά θειούχο υδρογόνο, όπως θα μυρίζει στην κόλαση, και, την ίδια ώρα, ένιωθα τους βολβούς των ματιών μου να γυρίζουν ανάποδα κι άκουγα τον εαυτό μου να γελά, όχι, όμως, όπως γελά ένας άνθρωπος. Ήταν το πιο αισχρό κι απαίσιο γέλιο που άκουσα ποτέ στη ζωή μου. Γιατί, το ν' αφήνεις να σου ψαχουλεύουν έτσι τον πλευρικόν υμένα σου, κύριοί μου, είναι σα να σε γαργαλάν με τον πιο αισχρό τρόπο, τον πιο υπερβολικό κι απάνθρωπο. Αυτό είναι κι όχι άλλο. Αυτή η κολασμένη ντροπή και το μαρτύριο, να τι είναι το plevrachoc που ο Θεός να σας φυλάγει απ' αυτό. Πολλές φορές και πάντα πελιδνός από τη φρίκη, ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε ξαναγύριζε στο βίωμα αυτής της «βρωμοεγχείρησης» κι όλο και φοβότανε την επανάληψή της. Από τα πρώρα λόγια κιόλας είχε φανεί απλός άνθρωπος, που όλα τα «ανώτερα» πράματα του ήταν ξένα. Δεν έπρεπε να ζητάς απ' αυτόν διανόηση κι αισθήματα, όπως κι ο ίδιος δεν είχε καμιά τέτοιαν απαίτηση από τους άλλους. Πέρα απ' αυτό, μιλούσε μ' έναν τρόπο αρκετά ενδιαφέροντα για την περασμένη ζωή του, απ' όπου τον είχε αρπάξει η αρρώστια,

ζωή ενός περιοδεύοντος αντιπροσώπου, στην υπηρεσία μιας ασφαλιστικής εταιρίας κατά της πυρκαγιάς: Από την Πετρούπολη είχε κάνει μακρινές εξορμήσεις σ' όλη τη Ρωσία, προς όλες τις διευθύνσεις. Επισκεπτότανε ασφαλισμένα εργοστάσια κι ο ρόλος του ήταν να κάνει έρευνες, σχετικές με τους διάφορους εμπορικούς οίκους, που βρίσκονταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Γιατί η στατιστική διδάσκει, πως στα εργοστάσια που δεν πάνε καλά οι δουλειές, συμβαίνουν, το πιο συχνά, πυρκαγιές. Γι' αυτό και του είχαν αναθέσει αυτή την αποστολή, να βολιδοσκοπεί με τούτη ή με κείνη την πρόφαση μια επιχείρηση, και να δίνει λογαριασμό στην εταιρία του πάνω στις έρευνές του, έτσι που, με μια ανανέωση της ασφάλειας πιο υψηλή ή με μια ελάττωση του ποσού της ασφάλειας να προληφθούν αισθητές ζημιές. Μίλησε για ταξίδια, στην καρδιά του χειμώνα, μέσα στην απέραντη ρωσική αυτοκρατορία, για νυκτερινές διαδρομές με κρύο τρομαχτικό, ξαπλωμένος κάτω από αρνίσια δέρματα και διηγήθηκε πως, ξυπνώντας, είχε δει να λάμπουν τα μάτια των λύκων πάνω από το χιόνι, σαν άστρα. Είχε μαζί του, στο κιβώτιό του, προμήθειες κατεψυγμένες, σούπα με λάχανα κι άσπρο ψωμί που τα ξεπάγωναν στους σταθμούς, όταν άλλαζαν άλογα, (και το ψωμί, τότε, ήταν τόσο φρέσκο, όσο την πρώτη μέρα). Δεν είχαν ατυχίες, παρά όταν έξαφνα, άλλαζε ο καιρός κι έλιωναν τα χιόνια, γιατί, τότε, η σούπα με το λάχανο, που είχαν πάρει μαζί τους, σε παγωμένα κομμάτια, έλιωνε κι έτρεχε. Ο κ. Φέργε διηγείτο, σταματώντας από καιρό σε καιρό για να παρατηρήσει, αναστενάζοντας, πως όλ' αυτά θα ήταν πολύ ωραία, φτάνει μόνο να μη χρειαστεί να δοκιμάσουν και πάλι απάνω του τον πνευμοθώρακα. Δεν μιλούσε για τίποτα το πιο «υψηλό». Ήταν γεγονότα που τ' άκουε κανείς ευχαρίστως, και προπάντων ο Χανς Κάστορπ που εύρισκε πως τον ωφελούσε ν' ακούει να μιλούν για τη ρωσική αυτοκρατορία και για τους τρόπους ζωής εκεί, για σαμοβάρια και χαβιάρι, για κοζάκους κι εκκλησίες καμωμένες από ξύλο, με τόσα πολλά καμπαναριά, σε σχήμα κρεμμυδιού, που θα έλεγε κανείς πως ήταν φυτείες από μανιτάρια. Παρακαλούσε, επίσης, τον κ. Φέργε να του μιλά για τους κατοίκους αυτής της χώρας, για τον βορινό εξωτισμό τους, που στα μάτια του, γι' αυτό ακριβώς, ήταν γεμάτος περιπέτειες, για το ασιατικό αίμα που έτρεχε μέσα τους, για τα προεξέχοντα μήλα των παρειών τους, για τη φινομογγολική τοποθέτηση των ματιών τους και τ' άκουε όλα αυτά μ' ένα ενδιαφέρον εντελώς ανθρωπολογικό. Έβαλε μάλιστα τον κ. Φέργε να του μιλήσει ρωσικά. Το ανατολικό ιδίωμα ξεπηδούσε γοργό, καθαρό, αγριοπαράξενο κι ακόκαλο από το συμπαθητικό μουστάκι του κι από το όχι λιγότερο καλοκάγαθο πεταχτό καρύδι του. Ο Χανς Κάστορπ εύρισκε τούτη τη διασκέδαση τόσο πιο ευχάριστη, (έτσι είναι, πάντως, φτιαγμένη η νεολαία) όσο γιατί ακριβώς διασκέδαζε σ' έδαφος απαγορευμένο και διδασκόταν συνάμα. Συχνά μπαίνανε για κανένα τέταρτο στου Άντον Κάρλοβιτς Φέργε. Στο μεταξύ, επισκέπτονταν και το νεαρό Τέντυ του «Φρειδερίκειου», έναν κομψό έφηβο δεκατεσσάρων χρονών, ξανθό και λεπτό, που είχε στη διάθεσή του ιδιαίτερη νοσοκόμο και φορούσε μεταξωτή άσπρη πιζάμα, με θηλυκωτήρια από κορδόνι. Ήταν ορφανός και πλούσιος,

όπως τους το 'πε ο ίδιος. Περιμένοντας μια αρκετά σοβαρή εγχείρηση, που θα δοκίμαζαν απάνω του —επρόκειτο να βγάλουν τα σάπια μέρη— άφηνε από καιρό σε καιρό το κρεβάτι του, για μια ώρα, όταν αισθανόταν τον εαυτό του καλύτερα και φορώντας ένα όμορφο κουστούμι σπορ, έπαιρνε μέρος στις συγκεντρώσεις του σαλονιού. Οι κυρίες χαριεντίζονταν ευχαρίστως μαζί του κι αυτός άκουε τις συνομιλίες τους, εκείνη, λόγου χάρη, που αφορούσε τον δικηγόρο Άινχουφ, τη δεσποινίδα με την κυλότα από ζέρσεϋ και τη Φραίντζχεν Όμπερντανκ. Έπειτα, γύριζε στο κρεβάτι. Έτσι ζούσε ο νεαρός Τέντυ, τριγυρισμένος από κομψότητα, μέρα με τη μέρα, αφήνοντας να μαντέψουν πως τούτο ήταν που περίμενε πια, στο εξής, από τη ζωή. Στον αριθμό 50, όμως κειτόταν η φράου φον Μάλλινκροντ, που το μικρό της όνομα ήταν Ναταλίε κι είχε μαύρα μάτια και σκουλαρίκια χρυσά. Ήταν φιλάρεσκη, της άρεσε να στολίζεται κι όμως ο Θεός της είχε στείλει όλες τις αναπηρίες, κι ήταν ένας θηλυκός Λάζαρος και Ιώβ. Ο οργανισμός της φαινόταν πλημμυρισμένος από τοξίνες, έτσι που κι οι πιο απίθανες αρρώστιες πέφταν απάνω της, η μια ύστερα από την άλλη, ή κι όλες μαζί. Ιδιαίτερα προσβλημένο ήταν το δέρμα της. Παρουσίαζε μεγάλα εκζέματα, που της έφερναν φοβερή φαγούρα και που ήταν ανοιχτά, εδώ και κει, ακόμα και στα χείλη, έτσι που δύσκολα μπορούσε να βάλει το κουτάλι στο στόμα της. Εσωτερικές φλογώσεις του πλευρικού υμένα, των νεφρών και των πνευμόνων του περιοστέου, ακόμη και του εγκεφάλου —τούτη η τελευταία της έφερνε λιποθυμίες— διαδέχονταν η μια την άλλη στην φράου φον Μάλλινκροντ κι η αδυναμία της, συνέπεια του πυρετού και των βασάνων της, της έφερνε τέτοιο άγχος, που έφτανε, όταν λόγου χάρη έτρωγε, να μην μπορεί να καταπιεί όπως έπρεπε: η τροφή έμενε σκαλωμένη στο πάνω μέρος του οισοφάγου. Τέλος, η γυναίκα αυτή βρισκόταν σε φριχτή κατάσταση κι εκτός απ' αυτό ήταν ολομόναχη στον κόσμο. Γιατί, αφού εγκατάλειψε τον άντρα της και τα παιδιά της, για την αγάπη κάποιου άλλου ή, ακριβέστερα μάλλον, για ένα μεγάλο παιδί, εγκαταλείφτηκε με τη σειρά της κι αυτή από τον ερωμένο της, καθώς το είπε η ίδια στα δυο ξαδέλφια. Έτσι, βρισκότανε τώρα χωρίς σπιτικό, μ' όλο που δεν της έλειπαν τα χρήματα: ο άντρας της της έδινε. Δίχως περιττή ματαιοδοξία για τούτη τη γενναιοδωρία ή για τον επίμονο έρωτά του, επωφελείτο χωρίς να τον παίρνει η ίδια στα σοβαρά. Και καταλάβαινε, πως δεν ήταν παρά μια φτωχή, ατιμασμένη αμαρτωλή, γι' αυτό κι υπόφερε όλες τις πληγές της, τις αντάξιες του Ιώβ, με μια υπομονή κι επιμονή καταπληκτική, με την πρωτόγονη δύναμη αντοχής της ράτσας της και του φύλου της που κατόρθωνε να θριαμβεύει πάνω στην αγωνία του μελαχρινού κορμιού της. Κατόρθωνε να ταιριάζει όμορφα ακόμα και το δέσιμο με άσπρη γάζα, που έπρεπε να φορεί στο κεφάλι, ίσως για κάποιαν αηδή αιτία. Όλη την ώρα άλλαζε στολίδια. Άρχιζε το πρωινό με κοράλλια και τελείωνε το βράδυ, στολισμένη με μαργαριτάρια. Κατενθουσιάστηκε με τα λουλούδια που της έστειλε ο Χανς Κάστορπ και θεώρησε αυτή την προσφορά περισσότερο σαν φιλοφρόνηση παρά σαν φιλανθρωπία. Προσκάλεσε τους νέους να πάρουν, πλάι στο κρεβάτι της, το τσάι, που εκείνη το έπινε σε μια μικρή «πάπια», με τα δάχτυλα σκεπασμένα ως τις κλειδώσεις, από οπάλια, αμέθυστους και σμαράγδια, δίχως να εξαιρούνται ούτε οι αντίχειρες. Αμέσως, ενώ οι χρυσοί χαλκάδες κουνιόνταν στ' αυτιά της, διηγήθηκε στα ξαδέλφια πώς συνέβησαν τα πράγματα. Τους

μίλησε για τον άντρα της, τόσο αξιοσέβαστο, αλλά βαρετό, για τα παιδιά της εξ ίσου καθώς πρέπει και βαρετά, που είχαν πάρει μόνο από τον πατέρα τους και για τα οποία ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει αισθήματα πολύ θερμά. Τους μίλησε ακόμα και για το μεγάλο παιδί, που είχε φύγει μαζί του και που της άρεσε να επαινεί την ποιητική τρυφερότητά του. Οι γονείς του νέου, όμως, κατόρθωσαν να τον απομακρύνουν, απ' αυτήν, με πονηριά και με τη βία. Ίσως και η αρρώστια που είχε ξεσπάσει, τότε, απότομα και με πολλούς τρόπους, να έκανε το παιδί να σιχαθεί. — Τη σιχαίνεστε και σεις, κύριοι; ρώτησε φιλάρεσκα κι η θηλυκότητά της θριάμβευε ακόμα και πάνω στο έκζεμα που σκέπαζε το μισό πρόσωπό της. Ο Χανς Κάστορπ μόνο περιφρόνηση αισθανόταν για τον μικρό που την είχε σιχαθεί κι εξέφρασε τούτη την εντύπωση, σηκώνοντας τους ώμους. Για ό,τι αφορούσε τον ίδιο, η ανανδρία του ποιητικού εφήβου, τον έσπρωξε να δείξει έναν ζήλο εντελώς διαφορετικό κι επανειλημμένα βρήκε την ευκαιρία να προσφέρει στη δυστυχισμένη φράου φον Μάλλινκροντ μικρές υπηρεσίες νοσοκόμας, που δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη εκπαίδευση. Προσπαθούσε, δηλαδή, να βάλει, προσεκτικά, μέσα στο στόμα της τον μεσημεριανό χυλό, αν τύχαινε να της τον σερβίρουν. Της έδινε να πιει από τη μικρή «πάπια», όταν μια μπουκιά δεν ήθελε να κατέβει ή τη βοηθούσε ν' αλλάξει θέση, στο κρεβάτι της, γιατί μαζί με όλα τ' άλλα βάσανά της, την εμπόδιζε και μια πληγή από εγχείρηση. Όλες αυτές τις ανοιχτοχεριές τις έκανε, πηγαίνοντας στην τραπεζαρία ή γυρίζοντας από έναν περίπατο, συσταίνοντας στον Γιόαχιμ να εξακολουθήσει το δρόμο του, ενώ αυτός θα έριχνε μια ματιά, περνώντας, για να δει πώς πάει ο αριθμός 50. Ένιωθε μια ευτυχισμένη έξαρση του είναι του μ' αυτό, μια χαρά που βασιζότανε στην αίσθηση της ωφελιμότητας και της κρυφής σπουδαιότητας της πράξης του και που, άλλωστε, ανακατευόταν και κάποια κλέφτικη ευχαρίστηση για τον ανεπίληπτο χριστιανικό χαρακτήρα της πράξης του αυτής και του φερσίματός του, ένα τόσο συμπονετικό πραγματικά, γλυκό κι αξιέπαινο, χαρακτήρα, που δε θα μπορούσε να του φέρει σοβαρές αντιρρήσεις καμιά στρατιωτική ή ουμανιστική άποψη. Δε μιλήσαμε ακόμη για την Κάρεν Κάρστεντ, κι όμως ο Χανς Κάστορπ κι ο Γιόαχιμ απασχολήθηκαν μαζί της, κι εντελώς ξεχωριστά, μάλιστα. Ήταν μια ιδιαίτερη, εξωτερική πελάτισσα του γιατρού Μπέρενς, και την είχε συστήσει στη φιλάνθρωπη φροντίδα των εξαδέλφων. Βρισκόταν εδώ πάνω, τέσσερα χρόνια τώρα, δίχως πόρους κι εξαρτιόταν από συγγενείς που ήταν πολύ σκληροί απέναντί της. Την είχαν φέρει εδώ πάνω, άλλοτε, αλλά, με την πρόφαση ότι ήταν οπωσδήποτε καταδικασμένη να πεθάνει, την είχαν πάρει πίσω και δεν την είχαν ξαναστείλει παρά χάρη στη μεσολάβηση του Αυλικού Σύμβουλου. Έμενε στο Ντορφ, σε μια φτηνή πανσιόν, ήταν αδύνατη, δέκα εννιά χρονών, με μαλλιά ίσια και σαν λαδωμένα, με μάτια που προσπαθούσαν δειλά να κρύψουν μια λάμψη που δεν ήταν άσχετη με το πυρετώδες κοκκίνισμα στα μάγουλά της και με φωνή γοητευτική, μα χαρακτηριστικά βραχνή. Έβηχε αδιάκοπα σχεδόν κι οι άκριες όλων, περίπου, των δαχτύλων της, ήταν σκεπασμένες με μπλάστρια, γιατί ήταν ανοιχτά από την αρρώστια. Σ' αυτήν, λοιπόν —υπακούοντας στην παράκληση του γιατρού κι επειδή ήσαν καλά

παιδιά— αφοσιώθηκαν, ιδιαίτερα, τα δυο ξαδέλφια, κι αυτό άρχισε με τα λουλούδια που της έστειλαν. Ύστερα, επισκέφτηκαν τη δυστυχισμένη Κάρεν, στο μικρό μπαλκόνι της, στο Ντορφ, μετά οργάνωσαν και περίπατους οι τρεις μαζί. Πήγαιναν σε αγώνες παγοδρομίας ή σε καμιά ελκηθροδρομία. Γιατί η σαιζόν των χειμερινών σπορ, στην ψηλή κοιλάδα μας, ήταν στις δόξες της κι είχαν οργανώσει μια εβδομάδα για τα πρωταθλήματα. Πολλές φορές, λοιπόν, έπαιρναν τέτοιου είδους αποφάσεις και πήγαιναν σε διασκεδάσεις και θεάματα, που, τα ξαδέλφια, δεν είχαν δώσει ίσαμε τότε, παρά μια τυχαία κι επιπόλαιη προσοχή. Ο Γιόαχιμ, μάλιστα, κρατούσε εχθρική στάση απέναντι σε κάθε είδους διασκεδάσεις. Δε βρισκόταν εδώ γι' αυτές. Δεν είχε έρθει εδώ πάνω για να ζήσει και να βολευτεί με τούτη τη διαμονή, κάνοντάς την ευχάριστη και ποικίλη, μα μόνο για ν' αποτοξινωθεί το γρηγορότερο, και να 'ναι πια σε θέση ν' αναλάβει την υπηρεσία του, εκεί κάτω, υπηρεσία αληθινή, κι όχι αυτήν εδώ, που αφορούσε στη θεραπεία. Τούτη δω αντικαθιστούσε μόνο την άλλη κι ας μη δεχόταν, με κανένα τρόπο, να την αμελήσει. Του ήταν απαγορευμένο να παίρνει ενεργό μέρος στα χειμερινά σπορ και δεν του άρεσε να κάνει τον χαζό. Όσο για τον Χανς Κάστορπ, αισθανόταν τον εαυτό του ενωμένο μ' Αυτούς εκεί πάνω, με μια πολύ στενή κι αυστηρή αλληλεγγύη, ώστε να δείξει και το πιο ελάχιστο ενδιαφέρον ακόμα για τη ζωή των ανθρώπων που θεωρούσαν τούτη δω την κοιλάδα κατάλληλο γήπεδο για σπορ. Η φροντίδα τους, όμως, για την καημένη τη φροϋλάιν Κάρστεντ είχε αλλάξει την κατάσταση κι ο Γιόαχιμ, για να μη φανεί πως υστερεί σε χριστιανικά αισθήματα, δεν μπορούσε να προβάλει καμιά αντίρρηση. Πήγαν και πήραν την άρρωστη από την ταπεινή κατοικία της στο Ντορφ και την οδήγησαν, μ' ένα ηλιόλουστο κρύο, στην εγγλέζικη συνοικία —που την ονόμαζαν έτσι από το Hôtel d' Angleterre— πέρασαν μπροστά από τα πολυτελή καταστήματα του κεντρικού δρόμου, όπου αντηχούσαν τα έλκηθρα κι έκαναν τον περίπατό τους πλούσιοι γλεντζέδες και τεμπέληδες απ' όλον το κόσμο, οικότροφοι του Θεραπευτηρίου και των άλλων μεγάλων ξενοδοχείων, ξεσκούφωτοι, φορώντας κομψά κουστούμια σπορ από υφάσματα διαλεχτά κι ακριβά, με πρόσωπα ηλιοκαμένα από τον ήλιο του χειμώνα και την αντανάκλαση του χιονιού, και πήγαν ως κάτω, ίσαμε το γήπεδο της παγοδρομίας, που βρισκόταν κοντά στο Θεραπευτήριο, στο βάθος της κοιλάδας, και που το καλοκαίρι χρησίμευε για ποδοσφαιρικό γήπεδο. Ακουγότανε μουσική. Η ορχήστρα του Θεραπευτηρίου έδινε κοντσέρτο, στην εξέδρα του ξύλινου περίπτερου, στο επάνω μέρος του ορθογώνιου γηπέδου, που, πίσω του, υψώνονταν τα χιονισμένα βουνά, πάνω στο βαθύ γαλάζιο τ' ουρανού. Μπήκανε, ανοίξανε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος που καθότανε γύρω στο πατινάζ, σε πέτρινα καθίσματα, βρήκανε θέσεις κι άρχισαν να κοιτάζουν. Οι παγοδρόμοι με ρούχα κολλητά πάνω τους, μαγιό μαύρα, κι αμπέχονα θηλυκωτά, γαρνιρισμένα με γούνα, πατινάριζαν, διέγραφαν φιγούρες, πηδούσανε και γύριζαν σε κύκλο. Ένα ζευγάρι βιρτουόζων —ντάμα και καβαλιέρος, επαγγελματίες «εκτός συναγωνισμού»— εκτελώντας κάτι, που μόνο αυτοί στον κόσμο πετύχαιναν, απέσπασαν πολλά χειροκροτήματα, συνοδευμένα από τη μουσική. Κυνηγώντας το ρεκόρ ταχύτητας, έξι νέοι διαφόρων εθνικοτήτων, σκυμμένοι, με τα χέρια στη ράχη, βαστώντας κάποτε ένα μαντίλι στα δόντια τους, έκαναν έξι φορές

το γύρο του μεγάλου ορθογώνιου. Ο ήχος μιας καμπάνας ανακατώθηκε με τη μουσική. Πότε-πότε, το πλήθος ξέσπαζε σε φωνές ενθαρρυντικές και σε χειροκροτήματα. Ήταν ένα πλήθος παρδαλό, αυτό που οι τρεις άρρωστοι, τα δυο ξαδέλφια κι η προστατευομένη τους, ανακάλυπταν γύρω τους. Άγγλοι με σκωτσέζικα κασκέτα κι άσπρα δόντια, μιλούσαν γαλλικά σε κυρίες, που φορούσαν δυνατά αρώματα, ήταν ντυμένες από πάνω ως κάτω με πολύχρωμα μάλλινα και μερικές φορούσαν και πανταλόνια. Αμερικανοί με μικρά κεφάλια, με κολλητά μαλλιά, με την πίπα στο στόμα, φορούσανε γούνες που η σκληρή τρίχα τους ήταν γυρισμένη προς τα έξω. Ρώσοι με γενειάδες, κομψοί, πλούσιοι και βάρβαροι στην όψη κι Ολλανδοί, τύποι μιγάδων, μ' αίμα της Μαλαισίας, κάθονταν ανάμεσα σ' ένα γερμανοελβετικό κοινό, ενώ ένας κόσμος απροσδιόριστος, που μιλούσε γαλλικά, φερμένος από τα Βαλκάνια ή τη Μέση Ανατολή, ένας κόσμος τυχοδιωχτών, που γι' αυτόν ο Χανς Κάστορπ έδειχνε κάποια αδυναμία, ενώ ο Γιόαχιμ τον κατηγορούσε σαν ύποπτο και δίχως χαρακτήρα, ξεχυνόταν παντού. Στο μεταξύ, μερικά παιδιά πήρανε μέρος σε διαγωνισμούς αστείους, σκόνταβαν γύρω στο πατινάζ, με το ένα πόδι σε σκι και τ' άλλο σε πατίνι. Ύστερα, νεαρότατοι καβαλιέροι έσπρωχναν, πάνω στα φτυάρια τους, τις νεαρές ντάμες των. Έτρεξαν με αναμμένα σπαρματσέτα. Εκείνος που θα κρατούσε το δικό του αναμμένο ως το τέλος, θα ήταν ο νικητής. Έπρεπε, καθώς έτρεχαν, να πηδήξουν εμπόδια ή να γεμίσουν με κουτάλες από κασσίτερο, ποτιστήρια με πατάτες. Οι μεγάλοι ήσαν ενθουσιασμένοι. Έδειχναν τα πιο πλούσια, τα πιο γνωστά και τα πιο χαριτωμένα παιδιά. Το κοριτσάκι ενός πολυεκατομμυριούχου Ολλανδού, το γιο ενός Πρώσου πρίγκιπα κι ένα αγοράκι δώδεκα χρονών, που είχε τ' όνομα μιας μάρκας σαμπάνιας, φημισμένης σ' όλο τον κόσμο. Η καημένη η Κάρεν ήταν κι εκείνη ενθουσιασμένη. Από τη χαρά της χτυπούσε τα χέρια της, μ' όλο που τα δάχτυλά της ήταν σκισμένα. Αισθανότανε μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντί τους! Την οδήγησαν και στις ελκηθροδρομίες. Το τέρμα δεν ήταν μακριά ούτε από το Μπέργκχοφ, ούτε από την κατοικία της Κάρεν Κάρστεντ, γιατί η γραμμή, κατεβαίνοντας από το Σάτσαλπ, τελείωνε στο Ντορφ, ανάμεσα στα υψώματα της δυτικής πλαγιάς. Το μικρό περίπτερο του ελέγχου βρισκόταν εκεί. Ειδοποιούσαν τηλεφωνικώς για την αναχώρηση κάθε έλκηθρου. Ανάμεσα στα τοιχώματα από παγωμένο χιόνι, στις στροφές της πίστας που γυάλιζαν με μια λάμψη μεταλλική, τα επίπεδα πλαίσια, φορτωμένα με άντρες και γυναίκες, που ήταν ντυμένοι στ' άσπρο μαλλί κι είχαν εσάρπες με τα χρώματα όλων των εθνών, κατέβαιναν από ψηλά, σε αρκετή απόσταση το ένα από τ' άλλο. Έβλεπε κανείς πρόσωπα κόκκινα και τσιτωμένα, που πάνω τους έπεφτε το χιόνι. Πτώσεις, έλκηθρα που έφευγαν απ' τη γραμμή τους ή αναποδογύριζαν κι άδειαζαν την ομάδα τους πάνω στο χιόνι, τα φωτογραφούσε το πλήθος. Κι εδώ έπαιζε μουσική. Οι θεατές κάθονταν σε μικρές εξέδρες ή προχωρούσαν στο στενό μονοπάτι που είχαν ανοίξει πλάι στην πίστα. Οι θεατές είχαν καταλάβει, επίσης, και τις στενές ξύλινες γεφυρίτσες, που ήταν πάνω από την πίστα και κάτω από τις οποίες περνούσε αστραπιαία, πότε πότε, ένα έλκηθρο. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούσαν και τα πτώματα του σανατορίου, για να τα κατεβάσουν στο νεκροταφείο. Περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα κάτω από το γεφύρι, διέγραφαν τις στροφές, προς τα κάτω — πάντοτε προς τα κάτω, είπε στον εαυτό του ο

Χανς Κάστορπ και, μάλιστα, μίλησε γι' αυτό. Ένα απόγευμα πήρανε την Κάρεν Κάρστεντ στον Κινηματογράφο Βίοσκοπ, αφού τόσο τα χαιρόταν όλα. Μέσα στον βρώμικο αέρα, που τους πείραζε φυσιολογικά και τους τρεις, γιατί ήταν μαθημένοι στην πιο καθαρή ατμόσφαιρα, μέσα σ' αυτόν τον αέρα, που βάραινε πάνω στο στήθος τους και προκαλούσε μια θολή ομίχλη μέσα στα κεφάλια τους, μια ζωή πολλαπλή εκινείτο σπασμωδικά στην οθόνη, μπροστά στα πονεμένα μάτια τους, απότομη, διασκεδαστική και βιαστική, σε μια διαρκή, ζωηρή κίνηση, που αργοπορούσε, δονούμενη μονάχα, για να ξεκινήσει πάλι αμέσως, συνοδευμένη από μια μικρή μουσική, που προσάρμοζε την τωρινή χρονική της τάξη στη φυγή των εικόνων του παρελθόντος και που, παρ' όλα τα περιορισμένα μέσα της, ήξερε να παίζει σε όλους τους τόνους: της επισημότητας, του στόμφου, του πάθους, της αγριότητας και μιας γλυκερής ηδυπάθειας. Ήταν μια ιστορία έρωτα και φόνου, γιομάτη κίνηση, αυτή που είδαν να εκτυλίσσεται μέσα στη σιωπή, στην αυλή ενός δεσπότη της ανατολής: γεγονότα απανωτά, γρήγορα, γιομάτα μεγαλοπρέπεια και γυμνότητα, γεμάτα κυριαρχικές επιθυμίες και θρησκευτική μανία, μέσα στη δουλικότητα, γεμάτα σκληρότητα, ηδονή, ηδονές θανατερές και υποβλητικής βραδύτητας, όπως όταν, λόγου χάρη, ήτανε να εκτιμηθεί, όσο έπρεπε, η μυϊκή διάπλαση των χεριών ενός δήμιου, τέλος, γεγονότα εμπνευσμένα από μια καθημερινή γνώση των κρυφών επιθυμιών του διεθνούς πολιτισμού, που παρακολουθούσε το θάμα. Ο Σετεμπρίνι, σαν άνθρωπος με κρίση, θα είχε, δίχως άλλο, καταδικάσει αυστηρά τούτη την παράσταση, την τόσο λίγο μέσα στο πνεύμα του ουμανισμού. Με μια ειρωνεία τσουχτερή και κλασική, δε θα παράλειπε να καυτηριάσει την κατάχρηση της τεχνικής, της εκμετάλλευσή της για να ζωντανέψουν εικόνες που εξευτέλιζαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτό συλλογιζότανε ο Χανς Κάστορπ και ψιθύριζε διάφορες παρατηρήσεις, απάνω σ' αυτό, στο αυτί του εξαδέλφου του. Αντίθετα, η φράου Σταιρ, που ήταν κι εκείνη εκεί, κι όχι πολύ μακριά τους, φαινόταν εκστατική και το κόκκινο και στενοκέφαλο πρόσωπό της συσπόταν από την απόλαυση. Έτσι, όμως, ήταν κι όλα τα πρόσωπα που έβλεπε κανείς γύρω του. Όταν η τελευταία ζωηρή εικόνα μιας σκηνής έσβηνε κι άναβε το φως στην αίθουσα, το πεδίο των εικόνων φανερωνόταν στο πλήθος ένα άδειο πανί, κι έτσι δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για χειροκροτήματα. Δεν ήταν κανένας εκεί, που θα μπορούσαν να τον καλέσουν και πάλι, από θαυμασμό για την τέχνη του. Οι ηθοποιοί, που είχαν συγκεντρωθεί γι' αυτό το θέαμα, είχαν σκορπιστεί σ' όλους τους ανέμους, από καιρό. Δεν είχαν δει παρά τις σκιές του παιξίματός τους. Εκατομμύρια εικόνων και σύντομα ανοιγοκλεισίματα της μηχανής λήψεως, που είχαν αποσυνθέσει τη δράση τους, συλλέγοντάς την, για να μπορέσουν να την αποκαταστήσουν, σύμφωνα με τη θέλησή τους κι όσο συχνά θα το ήθελαν, σ' ένα ξετύλιγμα γρήγορο και τρεμουλιαστό. Η σιωπή του πλήθους, ύστερα από την αυταπάτη, είχε κάτι το πλαδαρό και το αποκρουστικό. Τα χέρια έμεναν απλωμένα, αδύναμα, μπροστά στο μηδέν. Έτριβε κανείς τα μάτια του, κοίταζε μπροστά του, ντρεπόταν το φως και βιαζόταν να ξαναβρεί το σκοτάδι, για να κοιτάζει και πάλι, και να βλέπει να εκτυλίσσονται πράματα παλιά που ξαναπαρουσιάζονταν, μεταφυτεμένα σ' ένα χρόνο

καινούριο κι ανανεωμένα με το φτιασίδι της μουσικής. Ο δεσπότης έπεσε νεκρός κάτω από φονικό μαχαίρι, μ' ένα ούρλιαγμα του ανοιχτού στόματός του που δεν ακούστηκε. Είδαν, ύστερα, εικόνες απ' όλο τον κόσμο: Τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, με ψηλό καπέλο και με τη μεγάλη ταινία, που χαιρετούσε μέσα από ένα λαντό καθώς του έβγαζαν λόγο. Είδαν τον Αντιβασιλέα των Ινδιών, στο γάμο ενός Μαχαραγιά. Το Γερμανό Διάδοχο, σε μια αυλή των στρατώνων του Πότσνταμ. Είδανε τη ζωή και την κίνηση των κατοίκων ενός χωριού του Νωυμέκλενμπουργκ, μια κοκορομαχία στη Βόρνεο, γυμνούς άγριους, που παίζανε φλογέρα, φυσώντας με τη μύτη, το κυνήγι αγρίων ελεφάντων, μια τελετή στη βασιλική Αυλή του Σιάμ, ένα δρόμο με πορνεία στην Ιαπωνία, που οι γκέισες κάθονταν πίσω από τα ξύλινα καφασωτά κλουβιά των παραθυριών. Είδαν Σαμογέντες, κουκουλωμένους, να διατρέχουν με τα έλκηθρά τους, που τα τραβούσανε τάρανδοι, μια χιονισμένη έρημο στη βόρειο Ασία, Ρώσους προσκυνητές να προσεύχονται στη Χεβρών, έναν Πέρση εγκληματία να ραβδίζεται. Ήταν παρόντες σε όλα αυτά. Ο χώρος είχε εκμηδενιστεί, ο χρόνος είχε γυρίσει προς τα πίσω, το «εκεί κάτω» και το «άλλοτε» μεταμορφώνονταν και τυλίγονταν με μουσική. Μια νέα Μαροκινή, ντυμένη με ριγωτό μετάξι, φορτωμένη με αλυσίδες, κρίκους και πούλιες, με το πλούσιο στήθος της μισογυμνωμένο, σας πλησίαζε άξαφνα σε φυσικό μέγεθος. Είχε φαρδιά ρουθούνια, μάτια γιομάτα ζωώδη ζωή, χαρακτηριστικά ακίνητα. Γελούσε με τ' άσπρα δόντια της, φύλαγε τα μάτια της με το ένα χέρι της, που τα νύχια του φαινόταν πιο ανοιχτόχρωμα από τη σάρκα και με τ' άλλο χαιρετούσε το κοινό. Ζαλισμένος, κοίταζε κανείς το πρόσωπο της γοητευτικής αυτής σκιάς, που τα βλέμματα δεν την άγγιζαν καθόλου και που τα γέλια της κι οι χαριεντισμοί της δεν αφορούσαν καθόλου στο παρόν, παρά βρίσκονταν εκεί κάτω, στο παρελθόν, έτσι που θα ήταν παράλογο να τις απαντήσεις. Η ευχαρίστηση που ένιωθες απ' αυτό, όπως είπαμε, ήταν ανακατωμένη μ' ένα αίσθημα αδυναμίας. Ύστερα, το φάντασμα έσβηνε. Ένα ζωηρό φως πλημμύριζε την οθόνη, η λέξη «Τέλος» είχε προβληθεί, ο κύκλος των παραστάσεων τέλειωνε κι ο κόσμος άδειαζε σιωπηλός το θέατρο, ενώ ένα καινούριο κοινό σπρωχνόταν απ' έξω, επιθυμώντας ν' απολαύσει την επανάληψη αυτού που είχε κιόλας εκτυλιχτεί. Η φράου Σταιρ, που ενώθηκε μαζί τους, έπεισε τα ξαδέλφια, και για χάρη της καημένης της Κάρεν, που, από ευγνωμοσύνη, είχε ενώσει τα χέρια, πήγανε ακόμη και στο ζαχαροπλαστείο του Θεραπευτήριου. Υπήρχε κι εκεί μουσική. Μια μικρή ορχήστρα από μουσικούς, που φορούσανε κόκκινα ρούχα, έπαιζε υπό την διεύθυνση ενός πρώτου βιολιού — κάποιου Τσέχου ή Ουγγαρέζου, που, όρθιος, ανάμεσα στα ζευγάρια των χορευτών, παίδευε τ' όργανό του με παθητικά στρουφίγματα του κορμιού. Μια κοσμική ζωηρότητα κυριαρχούσε γύρω στα τραπέζια. Σέρβιραν σπάνια ποτά. Για να δροσιστούν, τα εξαδέλφια παράγγειλαν για τον εαυτό τους και την προστατευομένη τους πορτοκαλάδες, γιατί η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και σκονισμένη, ενώ η φράου Σταιρ πήρε ένα λικέρ. Αυτή τους βεβαίωσε, πως, τούτη δω την ώρα, η ζωηρότητα δεν είχε φτάσει ακόμα στο κατακόρυφο. Ο χορός, αργότερα, το βράδυ, γινόταν αισθητά πιο ζωηρός.

Πολυάριθμοι οικότροφοι, από διάφορα σανατόρια, κι ανεξάρτητοι άρρωστοι, από τα ξενοδοχεία και το Θεραπευτήριο, μαζεύονταν εδώ, πολύ περισσότεροι απ' αυτούς που ήσαν τώρα, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι, που είχαν περάσει το κατώφλι της αιωνιότητας, χορεύοντας, έχοντας υποκύψει στην τελική αιμορραγία, κι αδειάζοντας το ποτήρι της χαράς της ζωής in dulci jubilo. Το τι η βαθιά άγνοια της φράου Σταιρ καταντούσε αυτό το dulci jubilo, ήταν, πραγματικά, απίθανο. Έπαιρνε την πρώτη λέξη από το μουσικό και ιταλικό λεξιλόγιο του ανδρός της, προφέροντάς το συνεπώς dolce. Κι ένας Θεός ξέρει από πού της ερχόταν η δεύτερη. Τα δυο ξαδέλφια έχωσαν για μιας στο στόμα τους τα καλαμάκια των ποτηριών τους, όταν πέταξε τη λατινικούρα της, μα, της φράου Σταιρ, ούτε και που ίδρωσε, φυσικά, καθόλου το αυτί της. Πολύ περισσότερο, προσπαθούσε, με υπαινιγμούς και πειράγματα, δείχνοντας πεισματικά τα λαγουδίσια δόντια της, να διεισδύσει στην αιτία των σχέσεων των τριών νέων — αιτία που δεν μπορούσε να συλλάβει απόλυτα πειστικά, παρά μόνο από τη μεριά της καημένης της Κάρεν, που, χωρίς άλλο, μπορούσε να την περάσουνε για ελαφρά, έτσι είπε η φράου Σταιρ, μ' αυτό της το φέρσιμο, να τη συνοδεύουνε δυο τόσο λαμπροί καβαλιέροι συγχρόνως. Η περίπτωση της φαινόταν πιο ακατανόητη ακόμα από τη μεριά των δυο εξαδέλφων. Μα παρ' όλη την ανοησία της και την έλλειψη καλλιέργειας, που τη χαρακτήριζε, η γυναικεία διαίσθησή της, τη βοήθησε να σχηματίσει κάποια ιδέα, απάνω σ' αυτό, που ήταν όμως ατελής και πολύ κοινή. Γιατί μάντεψε κι άφησε να εννοηθεί, από τα πειράγματά της, πως ο μόνος κι αληθινός καβαλιέρος ήταν ο Χανς Κάστορπ, ενώ ο νεαρός Τσίμσεν περιοριζόταν να τον παραστέκει, και πως ο Χανς Κάστορπ, που η βαθιά κλίση του για τη φράου Σοσά της ήταν γνωστή, συνόδευε τη δυστυχισμένη Κάρστεντ, παίρνοντάς την σα κάτι υποκατάστατο, μια και, κατά τα φαινόμενα, δε μπορούσε να πλησιάσει καμιά άλλη — μια αντίληψη εντελώς αντάξια της φράου Σταιρ, στερημένη από κάθε ηθικό βάθος κι ανεπαρκέστατη και που έδειχνε κοινότατη διαίσθηση, γι' αυτό κι ο Χανς Κάστορπ δεν της απάντησε παρά μ' ένα βλέμμα κουρασμένο και περιφρονητικό μόνο όταν η φράου Σταιρ την εξέφρασε μ' ένα τόνο ανόητου χλευασμού. Γιατί, οι σχέσεις του με την καημένη την Κάρεν αποτελούσαν, πραγματικά, γι' αυτόν, ένα είδος υποκατάστατου κι ένα συγκεχυμένο και κατάλληλο βοηθητικό τέχνασμα, όπως κι όλες οι άλλες φιλάνθρωπες πράξεις του, που είχαν το ίδιο νόημα γι' αυτόν. Ταυτόχρονα, όμως, οι αγαθές πράξεις του είχαν και τον εντελώς δικό τους σκοπό, κι η ικανοποίηση που αισθανόταν να κάνει την ανάπηρη φον Μάλινκροντ να καταπίνει τον χυλό της, να βάνει τον κ. Φέργε να του περιγράφει το καταχθόνιο plevrachoc ή να βλέπει τη φτωχή Κάρεν να χτυπά από χαρά κι ευγνωμοσύνη τα χέρια της, που ήταν σκεπασμένα με μπλάστρια, αν ήταν κάτι πλάγιο κι έμμεσο, δεν έπαυε ωστόσο να είναι αυθόρμητο και καθαρό. Πήγαζε από μια μορφή πνεύματος, που αντιστεκόταν σ' αυτή που αντιπροσώπευε παιδαγωγικά ο κ. Σετεμπρίνι και που, ο Χανς Κάστορπ πίστευε πως το placet experiri, την χαρακτήριζε επάξια. Το σπιτάκι, όπου έμενε η Κάρεν Κάρστεντ, δεν ήταν και πολύ μακριά από το ποταμάκι και τις ράγες του τρένου, στην άκρη του δρόμου, που οδηγούσε στο Ντορφ, και τα ξαδέλφια μπορούσαν εύκολα να πηγαίνουν να την παίρνουν μαζί τους, ύστερα από το πρώτο πρόγευμα, στον καθιερωμένο περίπατό τους. Έτσι, όταν πηγαίνανε κατά το

Ντορφ, για να βγούνε στον κεντρικό δρόμο, αντικρύζανε το μικρό Σίαχορν και, προς τα δεξιά, τις τρεις κορφές, που λέγονταν Πράσινοι Πύργοι, μα που ήταν σκεπασμένες μ' ένα αστραφτερό και ηλιόλουστο χιόνι και, δεξιότερα ακόμη, την κορυφή του Ντόρφμπεργκ. Στα μισά της πλαγιάς του Ντόρφμπεργκ, βρισκότανε το νεκροταφείο του «Ντορφ», που το περιέβαλλε ένας τοίχος κι απ' όπου η θέα θα ήταν πολύ ωραία, καθώς θ' ανοιγότανε, δίχως άλλο, πάνω στη λίμνη, γι' αυτό θα άξιζε να κάνει κανείς έναν περίπατο προς τα εκεί. Έτσι, ένα ωραίο πρωινό, ανέβηκαν κι οι τρεις τους — όλες οι μέρες ήταν όμορφες, άλλωστε: ήσυχες, ηλιόλουστες, μ' ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα, με μια δροσερή ζέστη και μια απαστράπτουσα λευκότητα. Τα ξαδέλφια —ο ένας κόκκινος σαν κεραμίδι, ο άλλος ηλιοκαμένος— έβγαιναν μόνο με σακάκι, γιατί, κάτω από τον ήλιο που έκαιγε, και το πιο ελαφρό παλτό ενοχλούσε. Ο νεαρός Τσίμσεν, με κουστούμι σπορ και γαλότσες, για το χιόνι, ο Χανς Κάστορπ, μ' όμοιες γαλότσες κι αυτός, αλλά με μακρύ πανταλόνι, γιατί δεν είχε κλίση στις φυσικές ασκήσεις, για να φορεί κοντά. Ήταν οι μέρες ανάμεσα στις αρχές και τα μέσα Φεβρουάριου, του καινούριου χρόνου. Ο αριθμός του έτους είχε αλλάξει, πραγματικά, από τότε που ο Χανς Κάστορπ είχε ανέβει εδώ. Ήταν ένας άλλος αριθμός. Ένας μεγάλος δείχτης του παγκόσμιου ρολογιού είχε προχωρήσει κατά μια χρονική μονάδα, όχι με μια από τις μεγαλύτερες, όχι με μια από κείνες που μετρούν χιλιάδες — λιγοστοί 'ταν εκείνοι που, ζωντανοί σήμερα, θα παραβρίσκονταν σε μια τέτοια αλλαγή. Ούτε μια από κείνες που σημαδεύουν αιώνες, ούτε καν δεκάδες, ασφαλώς όχι. Ο δείχτης, όμως, της χρονιάς, τελευταία, είχε αλλάξει θέση, μ' όλο που ο Χανς Κάστορπ δε βρισκόταν εδώ πάνω ούτε ένα χρόνο. Μόλις λίγο παραπάνω από μισό χρόνο βρισκόταν εδώ πέρα κι ο δείχτης είχε σταματήσει τώρα ακριβώς, όπως σε μερικά μεγάλα ρολόγια, που δεν προχωρούν παρά κάθε πέντε λεπτά, ώσπου να 'έρθει η ώρα ν' αλλάξει πάλι θέση. Ίσαμε τότε, όμως, ο δείχτης των μηνών έπρεπε να προχωρήσει δέκα φορές — περισσότερες φορές απ' ό,τι το είχε κάνει, από τότε που ο Χανς Κάστορπ είχε φτάσει εδώ. Δεν μετρούσε πια τον μήνα Φεβρουάριο, γιατί καθώς είχε αρχίσει, γρήγορα θα έσβηνε, όπως, όταν χαλάς ένα νόμισμα, είναι σα να το έχεις κιόλας ξοδέψει. Πήγαν, λοιπόν, κι οι τρεις, μια μέρα, στο νεκροταφείο του Ντόρφμπεργκ — κι αναφέρουμε κι αυτόν τον περίπατο για να είμαστε πιστοί στη διήγησή μας. Η πρωτοβουλία ήταν του Χανς Κάστορπ κι ο Γιόαχιμ, αν κι είχε στην αρχή αντιρρήσεις, εξ αιτίας της καημένης της Κάρεν, στο τέλος πείστηκε κι αναγνώρισε πως ήταν περιττό να παίζει κανείς το κρυφτούλι μαζί της και να θέλει, με τον τρόπο της φοβιτσιάρας φράου Σταιρ, να την φυλάξει φρόνιμα απ' ο,τιδήποτε θα την έκανε να σκεφτεί την έξοδο. Η Κάρεν Κάρστεντ δεν είχε ακόμη καταληφθεί από τις ψευδαισθήσεις, που ξεγελούν στο τελευταίο στάδιο, ήξερε τι της γινόταν και τι σήμαινε η νέκρωση στις άκρες των δαχτύλων της. Ήξερε, επίσης, ότι οι πολύ λίγο σπλαχνικοί συγγενείς της δε θα 'θελαν ν' ακούσουν για την πολυτέλεια μιας μεταφοράς του φερέτρου της στην πατρίδα και πως ύστερα από την έξοδο, θα της ξεχώριζαν μια ταπεινή θεσούλα εκεί πάνω. Τελικά, μπορούσε κανείς να πει, ότι, από ηθική άποψη, τούτος ο περίπατος ήταν πιο σωστός για κείνην από πολλούς άλλους, όπως, λόγου χάρη, στο σημείο άφιξης των ελκήθρων ή ο κινηματογράφος, χωρίς να λογαριάσει κανείς, πως δεν ήταν παρά ένα δείγμα φιλίας το να επισκεφτεί κανείς, μια φορά, κατά

τύχη, αυτούς εκεί πάνω, αν παραδεχτούμε, βέβαια, ότι δε θα 'θελε να θεωρήσει το νεκροταφείο, απλά, σαν κάτι περίεργο και σαν ένα οποιοδήποτε άλλο μέρος για περίπατο. Ο ένας πίσω από τον άλλο ανέβηκαν σιγά, γιατί ο δρόμος που είχαν ανοίξει, δεν επέτρεπε να περάσουνε δυο. Άφησαν πίσω τους, χαμηλά, τις βίλλες, που ήσαν χτισμένες στην πλαγιά, και καθώς ανέβαιναν είδαν και πάλι ν' αλλάζει θέση και ν' απλώνεται το γνώριμο τοπίο, που τους πρόσφερε τη θέα της χειμωνιάτικης λαμπρότητάς του: Απλωνόταν προς τα βορειοανατολικά, κατά το έμπασμα της κοιλάδας, κι όπως το περίμεναν, η θέα αυτή ανοιγότανε πάνω στη λίμνη, που, ο δίσκος της, τριγυρισμένος με δάση, ήταν παγωμένος και σκεπασμένος με χιόνι. Και, πίσω από την πιο απομακρυσμένη όχθη της, οι πλαγιές των βουνών σα ν' ανταμώνονταν, ενώ απ' αυτές, οι άγνωστες κορφές, σκεπασμένες με χιόνι, ανέβαιναν κλιμακωτά προς το γαλάζιο τ' ουρανού. Κοιτάζανε όρθιοι, μέσα στο χιόνι, μπροστά στην πέτρινη πύλη, που οδηγούσε στο νεκροταφείο κι ύστερα πέρασαν από τη σιδερένια πόρτα, που ήταν αρμοσμένη στην πύλη και γερμένη μόνο. Κι εκεί ήταν καθαρισμένα τα δρομάκια, που οδηγούσανε ανάμεσα από τους χωματοσωρούς, τους τριγυρισμένους με κάγκελα και ντυμένους με χιόνι, ανάμεσα στα καλοκαμωμένα αυτά κρεβάτια, τα τακτοποιημένα με τους πέτρινους ή μετάλλινους σταυρούς και με τα μικρά τους μνημεία στολισμένα με στρογγυλές εικόνες ή επιγραφές. Μα δε φαινόταν ούτε ακουγόταν ψυχή ζωντανή. Η γαλήνη, η απομάκρυνση, η σιωπή του χώρου, φαίνονταν βαθιές και γνώριμες από πολλές απόψεις. Ένας μικρός άγγελος ή ένα πέτρινο αγοράκι, που είχε έναν σκούφο από χιόνι πάνω στο μικρό κεφάλι του και που με το δάχτυλο έκλεινε τα χείλη του, μπορούσε πολύ καλά να συμβολίσει το πνεύμα τούτου του χώρου, θέλω να πω: το πνεύμα της σιωπής που το αισθανόταν κανείς πραγματικά σαν μια αντίθεση και τον αντίποδα της ομιλίας τους, κάπως σαν βουβαμάρα, καθόλου όμως στερημένη νοήματος ή δίχως ζωή. Για τους αρσενικούς επισκέπτες, θα ήταν μια ευκαιρία ν' αποκαλυφθούν, αν είχαν καπέλα, μα δε φορούσαν, ούτε κι ο Χανς Κάστορπ φορούσε, κι έτσι περιορίστηκαν να περπατούν μ' ένα βήμα γεμάτο σεβασμό, φέρνοντας το βάρος του σώματός τους στο πέλμα των ποδιών τους, με μικρές κλίσεις δεξιά κι αριστερά, ο ένας πίσω από τον άλλο και πίσω από την Κάρεν Κάρστεντ, που τους οδηγούσε. Το νεκροταφείο είχε σχήμα ακανόνιστο. Πρώτα εκτεινόταν σαν ένα στενό ορθογώνιο, κατά το νότο κι ύστερα απλωνότανε και προς τις δυο διευθύνσεις σε σχήμα ορθογώνιο πάλι. Ήταν φανερό, πως είχε χρειαστεί επανειλημμένα να το μεγαλώσουν και είχαν προσθέσει κομμάτια από τα γειτονικά χωράφια. Ωστόσο, ο περίβολος φαινόταν και πάλι γεμάτος και, θα μπορούσε να πει κανείς, τόσο πλάι στους τοίχους, όσο και στη μέση, που ήταν οι πιο φτηνές θέσεις. Μόλις έριχνες μια ματιά κι αμέσως αναρωτιόσουν πού θα βρισκόταν τόπος και για έναν καινούριο τάφο μόνο. Οι τρεις επισκέπτες περπάτησαν αρκετή ώρα, διακριτικά, στα στενά δρομάκια, ανάμεσα στους τάφους, σταματώντας εδώ κι εκεί, για να διαβάσουν ένα όνομα, μια ημερομηνία γέννησης και θανάτου. Οι επιτύμβιες πλάκες κι οι σταυροί ήταν δίχως απαιτήσεις και μαρτυρούσαν πως δεν είχαν κάμει έξοδα γι' αυτούς. Όσο για τις επιγραφές, τα ονόματα είχαν τους πιο διαφορετικούς τόπους

προέλευσης, υπήρχανε αγγλικά, ρωσικά ή, γενικά, σλαβικά, υπήρχανε γερμανικά, επίσης πορτογαλικά κι άλλα ακόμα. Μα οι ημερομηνίες μαρτυρούσαν μεγάλη αστάθεια, οι αποστάσεις που χώριζαν τη μια από την άλλη, ήταν χτυπητά μικρές, ο αριθμός των ετών που κυλούσαν ανάμεσα στη γέννηση και στην έξοδο έφτανε παντού γύρω στα είκοσι, κι όχι πολύ περισσότερο, σχεδόν μόνο νιάτα κι ελάχιστη φρόνηση κατοικούσε σε τούτο το συνοικισμό, ένας ανέστιος λαός, που είχε έρθει εδώ απ' όλα τα μέρη του κόσμου και που είχε οριστικά υιοθετήσει την οριζόντια μορφή της ύπαρξης. Κάπου, βαθιά, μέσα στο ασφυκτικό πλήθος των μνημείων, στο εσωτερικό του απλώματος, προς τα μέσα, υπήρχε ένα μικρό κομμάτι ισοπεδωμένης γης, στο μήκος του ανθρώπινου αναστήματος, πατημένο κι ελεύθερο, ανάμεσα σε δυο τάφους, που γύρω από τις στήλες τους κρέμονταν ψεύτικα στέφανα, και, χωρίς να το θέλουν, οι τρεις επισκέπτες στάθηκαν μπροστά του. Σταμάτησαν εκεί, η κοπέλα κάπως πιο μπρος από τους συνοδούς της και διάβαζαν τις τρυφερές επιγραφές της πέτρας. Ο Χανς Κάστορπ, σε μια στάση εγκατάλειψης, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, με το στόμα ανοιχτό και με νυσταγμένα μάτια, ο νεαρός Τσίμσεν σε στάση προσοχής κι όχι μόνο ίσιος, μα σχεδόν γερμένος λίγο προς τα πίσω — κι απάνω σ' αυτό, τα ξαδέλφια, με ταυτόχρονη περιέργεια, κοίταξαν κλεφτά, από το πλάι, την έκφραση του προσώπου της Κάρεν Κάρστεντ. Η κοπέλα, παρ' όλη τη διακριτικότητά τους, το αντιλήφθηκε, και στάθηκε εκεί, συγχυσμένη και ταπεινή, με το κεφάλι γερμένο μπροστά και κάπως λοξά, και χαμογέλασε προσποιητά, φουσκώνοντας τα χείλη της, ενώ έπαιζε τα βλέφαρά της.

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΒΑΛΠΟΥΡΓΗΣ Εφτά μήνες θα κλείσουνε σε λίγες μέρες, από τότε που ο νεαρός Χαν Κάστορπ είχε φτάσει εδώ πάνω, ενώ ο ξάδελφός του ο Γιόαχιμ, που είχε κάνει κιόλας πέντε, όταν ήρθε να τον συναντήσει εκείνος, είχε τώρα δώδεκα πίσω του, επομένως ένα χρονάκι —έναν ολοστρόγγυλο χρόνο— στρογγυλό με την κοσμική έννοια, ότι, από τότε που η μικρή, δυνατή ατμομηχανή τον είχε αποθέσει εδώ, η γη είχε διατρέξει μια φορά ολόκληρη την ηλιακή τροχιά της και είχε ξαναγυρίσει στο σημείο που βρισκόταν τότε. Ήταν Απόκριες. Η Τυρινή ήταν στα πρόθυρα, κι ο Χανς Κάστορπ ρώτησε τον παλιότερο πώς περνούσαν εδώ. — Εξαίσια! Αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, που τα ξαδέλφια τον είχαν συναντήσει, για μια ακόμη φορά, στον πρωινό τους περίπατο. Έκτακτα! αποκρίθηκε. Τόσο εύθυμα όσο και στο Πράτερ, θα δείτε, ναυπηγέ μου. Και θα μας δούνε στο χορό ευγενικούς ιππότες, απάγγειλε κι εξακολούθησε να κακογλωσσεύει με χτυπητά λόγια, συνοδεύοντας τις κακογλωσσιές του με κατάλληλες κινήσεις των χεριών, του κεφαλιού και των ώμων: τι τα θέλετε, ακόμη και σε maison de sante γίνονται, καμιά φορά, χοροί, για τους τρελούς και τους ηλίθιους, καθώς διάβασα — γιατί όχι και δω; Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τους πιο ποικίλους danses macabres, όπως θα το φαντάζεστε, βέβαια. Δυστυχώς, μερικοί καλεσμένοι, που είχαν λάβει μέρος στο χορό της περασμένης χρονιάς, δε θα μπορέσουν να εμφανιστούν αυτή τη φορά, μια κι η γιορτή παίρνει τέλος στις εννέα και μισή η ώρα. — Θέλετε να πείτε… Αχ έτσι, περίφημα! γέλασε ο Χανς Κάστορπ. Είστε ένας χωρατατζής εσείς! Στις 9 1/2 — το άκουσες εσύ; Δηλαδή, πολύ νωρίς ακριβώς, για να μπορέσουν να παρασταθούν στη γιορτή, για μίαν ωρούλα, «μερικοί» από τους καλεσμένους της περασμένης χρονιάς, εννοεί ο κύριος Σετεμπρίνι. Χα, χα, μακάβριο! Πρόκειται, φυσικά, για κείνους που στο μεταξύ αποχαιρέτησαν για πάντα τη «σάρκα» τους. Καταλαβαίνεις το λογοπαίγνιό μου; Μα είμαι περίεργος, οπωσδήποτε, να δω αυτό το χορό. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να γιορτάζουμε, μια χαρά, εδώ, τέτοιου είδους γιορτές και να σημειώνουμε τους σταθμούς με το συνηθισμένο τρόπο, με τομές επομένως, για να μη ζούμε σε μια τέτοια μονοτονία· θα 'ταν πολύ παράξενο. Εκεί που είχαμε Χριστούγεννα και ξέραμε πως υπήρχε Νέο Έτος, να τώρα που μας ήρθε, λοιπόν, κι η τελευταία αποκριά. Μετά θα έχουμε την Κυριακή των Βαΐων, τη Μεγάλη Εβδομάδα, το Πάσχα και την Πεντηκοστή, που πέφτει έξι εβδομάδες αργότερα, κι ύστερα θα 'χει έρθει σχεδόν κιόλας η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, η θερινή ισημερία, καταλαβαίνετε, και προχωρούμε για το φθινόπωρο. — Αλτ! αλτ! αλτ! φώναξε ο Σετεμπρίνι, σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό κι ακουμπώντας την παλάμη του στο μηνίγγι του. Σωπάτε, σας απαγορεύω να ξεχαλινώνεστε με τέτοιο τρόπο. — Με συγχωρείτε, έλεγα αντίθετα… Ο Μπέρενς, άλλωστε, θ' αποφασίσει στο τέλος να μου κάνει ενέσεις για να μ' αποτοξινώσει, γιατί έχω αδιάκοπα τριάντα εφτά και τέσσερα, και πέντε και έξι, ακόμη και εφτά. Δε γίνεται τίποτε απάνω σ' αυτό. Είμαι και μένω ένα

χαϊδεμένο παιδί της ζωής. Είναι αλήθεια, πως δε βρίσκομαι εδώ για μια πολύ μεγάλη περίοδο, ο Ραδάμανθυς δεν μου καθόρισε ποτέ μια ακριβή προθεσμία, λέγει, όμως, πως θα 'ταν ανόητο να διακόψω πρόωρα την κούρα μου, ενώ έχω κιόλας καταναλώσει εδώ πάνω τόσο διάστημα. Και σε τι θα χρησίμευε, άλλωστε, αν μου όριζε προθεσμία; Αυτό δεν θα σήμαινε πολλά πράματα, γιατί, όταν λέει, λόγου χάρη: μισό χρονάκι, αυτό 'ναι πολύ σωστά υπολογισμένο κι έτσι θα πρέπει να περιμένει κανείς λίγο περισσότερο. Αυτό το βλέπω από το παράδειγμα του εξαδέλφου μου, που θα έπρεπε να είναι έτοιμος στις αρχές του μήνα —έτοιμος, με τη σημασία, ότι θα έχει τελειώσει η θεραπεία του— και, την τελευταία φορά, ο Μπέρενς του έκοψε άλλους τέσσερις μήνες ακόμη ίσαμε την πλήρη θεραπεία του — ωραία, κι έπειτα τι θα 'χουμε; Έπειτα θα έχουμε την ηλιακή ισημερία, έτσι είπα, χωρίς να θέλω να σας θυμώσω, κι ύστερα πια θα βαδίσουμε κανονικά για το χειμώνα. Μα για την ώρα, είναι αλήθεια, δε βρισκόμαστε παρά μόνο στις Απόκριες. Στο κάτω-κάτω, όπως το καταλαβαίνετε και σεις, βέβαια, όλα αυτά τα γιορτάζουμε κανονικά, όπως βρίσκονται σημειωμένα, ακριβώς, στο ημερολόγιο. Η φράου Σταιρ έλεγε, πως θα μπορούσε ν' αγοράσει κανείς παιδικές τρομπέτες από το θυρωρείο. Κάτι απολύτως ακριβές. Από το πρώτο πρόγευμα της Τυρινής, που έφτασε άψε-σβήσε, πριν ακόμα βρει κανείς τον καιρό ν' αντιμετωπίσει αυτό το γεγονός, το πρωί κιόλας, ακούστηκαν στην τραπεζαρία κάθε είδους ήχοι πνευστών που ροχάλιζαν και κορνάριζαν. Στο πρόγευμα κιόλας, σερπαντίνες πετάχτηκαν, από το τραπέζι του Γκαίνσερ, του Ρασμούσεν και της Κλέεφελντ, και πολλά πρόσωπα, η Μαρούσγια, λόγου χάρη, με τα στρογγυλά μάτια, φορούσαν χάρτινα καπελάκια, που μπορούσες να τ' αγοράσεις επίσης από τον χωλό θυρωρό. Μα, το βράδυ, μια γιορταστική ζωηρότητα απλώθηκε στην αίθουσα και στα σαλόνια, που στην πορεία της… Για την ώρα δεν έχουμε παρά να μάθουμε σε τι θα εξελισσόταν αυτή η αποκριάτικη νύχτα, χάρη στο επιχειρηματικό πνεύμα του Χανς Κάστορπ. Μα ας μην αφεθούμε να μας βγάλει από τη στοχαστική ηρεμία μας η πρόγνωση αυτή κι ας αποδώσουμε στο χρόνο την τιμή που του αρμόζει, ώστε να μη βιάσουμε τίποτε — ίσως, μάλιστα να σύρουμε σε μάκρος τα γεγονότα, γιατί συμμεριζόμαστε την ηθική στάση του νεαρού Χανς Κάστορπ, που επιβράδυνε τόσο πολύ την είσοδο αυτών των γεγονότων. Το απόγεμα, όλος ο κόσμος είχε πάει στο Νταβός-Πλατς για να δει την κίνηση του καρναβαλιού στους δρόμους. Συνάντησαν πολλούς μασκοφόρους, πιερότους και αρλεκίνους, που κρατούσαν κρόταλα, και ανάμεσα στους πεζούς και στους επίσης μασκοφορεμένους, που κάθονταν στα στολισμένα έλκηθρα, που περνούσανε, ανταλλάσσονταν σερπαντίνες και χαρτοπόλεμος. Ξαναβρέθηκαν όλοι τους γύρω από τα εφτά τραπέζια, για το βραδινό φαγητό, εξαιρετικά ευδιάθετοι, εύθυμοι κι αποφασισμένοι να κρατήσουν το δημόσιο πνεύμα σε κλειστό κύκλο. Τα χάρτινα καπελάκια, τα κρόταλα και οι τρομπέτες του θυρωρού, είχαν εξαντληθεί γρήγορα και ο εισαγγελέας Παραβάν είχε κάνει την αρχή, για μια πληρέστερη μεταμφίεση, βάζοντας ένα κιμονό κυρίας και παίρνοντας μια ψεύτικη πλεξούδα, που, σύμφωνα με τα επιφωνήματα, που ακούστηκαν δυνατά απ' όλες τις μεριές, θα έπρεπε ν' ανήκει στην κυρία Γενικού Προξένου

Βούρμπραντ. Είχε κάμει ακόμη να πέφτουν οι άκριες του μουστακιού του προς τα κάτω, με τη βοήθεια ενός ψαλιδιού του κατσαρώματος, έτσι που έμοιαζε αληθινά μ' έναν Κινέζο. Ούτε κι από την Διαχείριση έλλειψε η εφευρετικότητα. Είχε διακοσμήσει κάθε ένα από τα εφτά τραπέζια μ' ένα χάρτινο φαναράκι, μια χρωματιστή σελήνη, που περιείχε ένα αναμμένο κερί, έτσι που ο Σετεμπρίνι, μπαίνοντας στην τραπεζαρία και περνώντας δίπλα από το τραπέζι του Χανς Κάστορπ, θυμήθηκε κάτι στίχους που ταίριαζαν με τούτη τη φωταγώγηση: Νιώθεις από τη φωταγώγηση αυτή, φαιδρή παρέα πως έχει μαζευτεί, απάγγειλε με λεπτό και ξερό χαμόγελο, ενώ προχωρούσε με νωχέλεια προς τη θέση του, όπου τον υποδέχτηκε ένας μικρός καταιγισμός από μικρές, λεπτές μπαλίτσες γιομάτες αρωματικό υγρό που έσπαζαν πάνω σ' αυτόν που θα πετύχαιναν, λούζοντάς τον με άρωμα. Κοντολογίς, το εορταστικό κέφι ήταν σ' αρκετά υψηλό σημείο, από την αρχή. Τα γέλια κυριαρχούσαν, σερπαντίνες που κρέμονταν από τους πολυέλαιους αιωρούνταν εδώ κι εκεί από τα φυσήματα του αέρα, στη σάλτσα του ψητού κολυμπούσε χαρτοπόλεμος, η νάνος δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της, με ταραγμένο βήμα, φέρνοντας τον πρώτο κουβά με πάγο και το πρώτο μπουκάλι σαμπάνιας. Ανακάτεψαν τη σαμπάνια με κρασί της Βουργουνδίας, αφού ο δικηγόρος Άινχουφ έκανε την αρχή κι όταν, προς το τέλος του φαγητού, σβηστήκανε τα φώτα, έτσι που μόνο τα χάρτινα φαναράκια φωτίζανε την τραπεζαρία, μ' ένα πολύχρωμο μισόφωτο ιταλικής νύχτας, το κέφι είχε ολοκληρωθεί, και στο τραπέζι του Χανς Κάστορπ εκδηλώθηκε ζωηρή ικανοποίηση, όταν ο Σετεμπρίνι έστειλε ένα σημείωμα (το έδωσε σ' αυτήν που καθότανε πιο κοντά του, στη Μαρούσγια, που φορούσε ένα καπελάκι τζόκεϋ από πράσινο μεταξωτό χαρτί), που πάνω του είχε γράψει με μολύβι: Σήμερα, το Βουνό, σκεφτείτε μόνο, Μαγικό τρελά 'ναι κι αν μια φωσφορική, σας έδειχνε το δρόμο, λάμψη, τότε, να την εμπιστευτείτε ολότελα, δεν πρέπει! Ο Δρ. Μπλούμενκολ, που πήγαινε πάλι πολύ άσκημα, μουρμούρισε μ' εκείνη την ιδιαίτερη έκφραση στο πρόσωπο ή στα χείλη, μερικές λέξεις, από τις οποίες θα μπορούσε να μαντέψει κανείς τίνος ήταν αυτοί οι στίχοι. Όσο για τον Χανς Κάστορπ, νόμισε ότι όφειλε να δώσει μια γραπτή απάντηση, που, πραγματικά, δε θα μπορούσε να είναι παρά πολύ ασήμαντη. Στην αρχή, ζήτησε ένα μολύβι στις τσέπες του μα δε βρήκε, ούτε και μπόρεσε να πετύχει κανένα από τον Γιόαχιμ ή από τη δασκάλα. Τα αιματόστικτα μάτια του κοίταξαν ζητώντας βοήθεια αριστερά προς τα πίσω, στη γωνιά της αίθουσας και φάνηκε ότι η φευγαλέα αυτή σκέψη τον ενόχλησε, γιατί του έφερε ιδέες τόσο μακρινές, που χλόμιασε και ξέχασε πέρα για πέρα την αρχική του πρόθεση. Υπήρχαν, άλλωστε, κι άλλοι λόγοι για να χλομιάσει. Η φράου Σοσά, εκεί, αριστερά, είχε κάνει τουαλέτα για το καρναβάλι και φορούσε ένα καινούριο φόρεμα, οπωσδήποτε φόρεμα, που ο Χανς Κάστορπ δεν είχε δει ακόμα πάνω της — από λεπτό ύφασμα

μεταξωτό και σκουρόχρωμο, μαύρο σχεδόν, που, από καιρό σε καιρό, άφηνε χρυσοκαφετιές λάμψεις, με μικρό, στρογγυλό, κοριτσίστικο ντεκολτέ, όχι χαμηλό, ίσα-ίσα που αποκάλυπτε το κλειδοκόκαλο μόνο και, πίσω, τους σπόνδυλους, που φούσκωναν ελαφρά, του τράχηλου, όταν έσκυβε το κεφάλι, μα που άφηνε γυμνά τα μπράτσα της Κλαούντια ίσαμε πάνω στους ώμους —τα μπράτσα της που ήταν τρυφερά και γιομάτα συγχρόνως— ακόμα και δροσερά, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, και που η εξαιρετική τους λευκότητα ξεχώριζε πάνω στο σκουρόχρωμο μετάξι της τουαλέτας της μ' έναν τέτοιο συναρπαστικό τρόπο, που ο Χανς Κάστορπ, κλείνοντας τα μάτια, μουρμούρισε μέσα του: «Θεέ μου!» — Ποτέ, ίσαμε κείνη τη στιγμή, δεν είχε δει αυτό το είδος το κόψιμο σε γυναικείο φόρεμα. Είχε δει πλήθος τουαλέτες χορού, που γύμνωναν το κορμί, επίσημα παραδεγμένες, μάλιστα, πολύ περισσότερο από τούτο δω, χωρίς όμως και να έχουν τον αισθησιασμό του. Έτσι αποδείχτηκε περίτρανα, πόσο είχε κάνει λάθος παλιότερα, ο καημένος Χανς Κάστορπ, υποθέτοντας πως η γοητεία, η παράλογη γοητεία αυτών των μπράτσων, που είχε κάνει τη γνωριμία τους κιόλας μέσα από ένα λεπτότατο τούλι, δεν ήταν ίσως λιγότερο βαθιά δίχως εκείνη την γιομάτη παίδεμα «μεταμόρφωση», καθώς είχε τότε σκεφτεί. Πλάνη! Μοιραία αυταπάτη! Η ολοκληρωτική γυμνότητα, η τονισμένη και θαμπωτική αυτών των εξαίσιων μελών ενός δηλητηριασμένου από την αρρώστια οργανισμού, ήταν ένα γεγονός που παρουσιαζόταν πολύ περισσότερο εντυπωσιακά από την αλλοτινή εκείνη μεταμόρφωση, μια εμφάνιση που δεν μπορούσε κανείς να πει τίποτ' άλλο γι' αυτήν παρά χαμηλώνοντας το κεφάλι και επαναλαμβάνοντας άφωνα: «Θεέ μου!» Λίγο αργότερα έφτασε ένα άλλο χαρτάκι που πάνω του ήταν γραμμένο: Η πλέον ωραία συντροφιά, πλήθος οι δεσποινίδες! Και παλικάρια διαλεχτά που 'χουν πλήθος… ελπίδες! Μπράβο, μπράβο! φωνάξανε. Βρίσκονταν κιόλας στον καφέ, που είχε σερβιριστεί σε μικρά σκουρόχρωμα πήλινα φλυτζάνια, μα και στο λικέρ, όπως η φράου Σταιρ, λόγου χάρη, που το αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι στη ζωή της. Η συντροφιά άρχισε να διαλύεται, να κυκλοφορεί. Επισκέπτονταν ο ένας τον άλλον, άλλαζαν τραπέζια. Ένα μέρος από τους οικότροφους είχε αποτραβηχτεί κιόλας στα σαλόνια, ενώ άλλοι έμεναν καθισμένοι στα τραπέζια τους, εξακολουθώντας να τιμούν τα διάφορα ανακατωμένα κρασιά. Και να που ο Σετεμπρίνι, ήρθε κι ο ίδιος, φέρνοντας και το φλυτζάνι με τον καφέ του και με την οδοντογλυφίδα στα χείλη, και πήρε θέση, σαν επισκέπτης, στη γωνιά του τραπεζιού, ανάμεσα στον Χανς Κάστορπ και τη δασκάλα. — Βουνά του Χαρτς, είπε, γη της αφθονίας και της αθλιότητας! Σας υποσχέθηκα πάρα πολλά, ναυπηγέ μου; Τι μυσταγωγία! Περιμένετε, όμως, δεν είμαστε ακόμη παρά στην αρχή του γλεντιού, ακόμη δε φτάσαμε στην αποκορύφωσή του, χωρίς να μιλούμε και για το τέλος. Σύμφωνα μ' ό,τι ακούει κανείς να λέγεται, θα δούμε ακόμη πολύ περισσότερους

μασκαράδες. Ορισμένα πρόσωπα αποτραβήχτηκαν στα δωμάτιά τους, κι αυτό επιτρέπει να ελπίζουμε πολλά, θα δείτε. Πραγματικά, καινούριοι μεταμφιεσμένοι έκαναν την εμφάνισή τους. Κυρίες με ανδρικά ρούχα, οπερετικά και απίθανα, εξ αιτίας των ξενικών σχημάτων τους, που είχαν φτιάξει με καμένο φελλό μαύρα μουστάκια και γένια στα πρόσωπά τους — κύριοι, ντυμένοι με φορέματα κυριών, που σκόνταβαν μέσα στις μακριές φούστες τους, όπως, λόγου χάρη, ο φοιτητής Ρασμούσεν, που φορούσε μια μαύρη τουαλέτα, σπαρμένη από λίθους γαγάτη, μ' ένα ντεκολτέ που κατέβαινε ως την γιομάτη εξανθήματα πλάτη του και που έκανε αέρα με μια μεγάλη βεντάλια από χαρτί. Παρουσιάστηκε ένας ζητιάνος, που περπατούσε με λυγισμένα τα γόνατα και που στηριζότανε σ' ένα δεκανίκι. Κάποιος είχε φτιάξει ένα κοστούμι πιερότου από άσπρο εσώρουχο κι ένα μπουά γυναικείο από φτερά κι είχε πουδραρίσει με τέτοιο τρόπο το πρόσωπό του, που τα μάτια του είχαν πάρει μίαν παράξενη όψη κι είχε βάψει τα χείλη του μ' ένα αιματόχρωμο ρουζ. Ήταν ο νεαρός, που το νύχι του έμοιαζε με κουταλάκι της αλατιέρας. Ένας Έλληνας, του τραπεζιού των «Κοινών Ρώσων», που είχε πολύ ωραίες γάμπες, έκοβε βόλτες, μ' όλη του τη σοβαρότητα, μ' ένα τρικό εσώβρακο βιολετί, μ' έναν μικρό μανδύα, μια χάρτινη τραχηλιά και μια βακτηρία, σαν Ισπανός άρχοντας ή σαν πρίγκιπας των παραμυθιών. Όλοι αυτοί οι μεταμφιεσμένοι είχαν αυτοσχεδιάσει στα γρήγορα τις αμφιέσεις τους, μετά το φαγητό. Η φράου Σταιρ δε μπόρεσε να κρατηθεί πολλή ώρα στη θέση της. Εξαφανίστηκε, για να ξανακάνει σε λίγη ώρα την εμφάνισή της σαν καθαρίστρια, με ανασηκωμένη φούστα και μανίκια γυρισμένα ίσαμε τον αγκώνα, με τις κορδέλες του χάρτινου σκούφου της δεμένες κάτω από το πηγούνι, οπλισμένη μ' ένα κουβά και μια σκούπα, που άρχισε να τη χρησιμοποιεί, με βρεγμένη την άκρη της, τρυπώνοντας κάτω από τα τραπέζια και περνώντας ανάμεσα από τα πόδια εκείνων που κάθονταν ακόμα. Η γριά Μπάουμπο έρχεται μόνη, απάγγειλε ο Σετεμπρίνι, βλέποντάς την, με καθαρή και πλαστική φωνή. Εκείνη τον άκουσε, τον είπε «ξενικό πετεινό» και του ζήτησε να κρατήσει για τον εαυτό του τις «αισχρολογίες» του, μιλώντας του στον ενικό, σύμφωνα με το πνεύμα της ελευθερίας, που δίνει η Αποκριά. Γιατί, ο τρόπος αυτός της ομιλίας είχε γίνει κιόλας παραδεχτός, γενικά, από την ώρα του φαγητού. Ο Σετεμπρίνι ετοιμαζότανε να της αποκριθεί, όταν διακόπηκε από θόρυβο και γέλια, που έρχονταν από το χολ, και που τράβηξαν την προσοχή όλων αυτών που βρίσκονταν στην τραπεζαρία. Ακολουθούμενες από οικότροφους, που είχανε βγει από τα σαλόνια, κάνανε την είσοδό τους δυο παράξενες φιγούρες, που μόλις θα είχανε τελειώσει, χωρίς άλλο, τη μεταμφίεσή τους. Η μια ήταν ντυμένη σαν αδελφή, μα η μαύρη μπλούζα της ήταν γιομάτη από το λαιμό ως την ούγια, από λευκές ταινίες ραμμένες παράλληλα προς το έδαφος, ταινίες κοντές, που βρίσκονταν πυκνά τοποθετημένες η μια με την άλλη, κι άλλες πιο μακριές από τις πρώτες κι αραιότερα μεταξύ τους, όπως είναι η διάταξη των γραμμών στο θερμόμετρο. Είχε τον δείχτη του αριστερού χεριού στο χλομό στόμα και στο δεξί χέρι κρατούσε ένα φύλλο με την καμπύλη του πυρετού. Η άλλη μάσκα ήταν γαλάζια μέσα στα γαλάζια: με

χείλη και φρύδια βαμμένα γαλάζια, με το πρόσωπο και το λαιμό πασαλειμμένα γαλάζια επίσης, μ' ένα γαλάζιο μάλλινο σκούφο τραβηγμένο ίσαμε τ' αυτιά, με κουστούμι ή μπλούζα από γαλάζιο μονοκόμματο μουσαμά, δεμένη στους αστραγάλους με ταινίες και φουσκωμένη στη μέση του σώματος με τέτοιο τρόπο που να σχηματίζει μια τεράστια, στρογγυλή κοιλιά. Αναγνώρισαν την φράου Ίλτις και τον κύριο Αλμπέν. Κρατούσαν κι οι δυο χαρτονένιες επιγραφές, που πάνω τους μπορούσε να διαβάσει κανείς: «Η Βουβή Αδελφή» και «Ερρίκος ο Γαλάζιος». Μ' ένα είδος κλονισμένου βαδίσματος έκαναν, πλάιπλάι, όλο τον γύρο της αίθουσας. Αυτό θα πει επιτυχία! Τα ξεφωνητά έκαναν το ισόγειο να βουίζει. Η φράου Σταιρ, με τη σκούπα της κάτω από τη μασχάλη, με τα χέρια στα γόνατα, γελούσε χυδαία και χωρίς κανένα μέτρο, μ' όλη της την καρδιά, έχοντας πρόσχημα τον ρόλο της σαν παραδουλεύτρα. Μόνο ο Σετεμπρίνι φαινόταν αναίσθητος. Τα χείλη του, κάτω από τ' όμορφα ψαλιδισμένο μουστάκι, έγιναν εξαιρετικά λεπτά, όταν έριξε ένα γρήγορο βλέμμα πάνω στο τόσο επιδοκιμασμένο μασκοφορεμένο ζευγάρι. Ανάμεσα σ' αυτούς που είχαν γυρίσει από τα σαλόνια, με τον Γαλάζιο και τη Βουβή, βρισκότανε κι η Κλαούντια Σοσά. Με την κατσαρομάλλα Ταμάρα και με τον ομοτράπεζό της, εκείνον με το ρουφηγμένο στήθος, κάποιον Μπουλιζίν, που φορούσε βραδινό ένδυμα, πέρασε δίπλα από το τραπέζι του Χανς Κάστορπ, με το καινούριο της φόρεμα, και διευθύνθηκε λοξά προς το τραπέζι του νεαρού Γκαίνσερ και της Κλέεφελντ, όπου και στάθηκε γελώντας και φλυαρώντας με τα λοξά μάτια της και με τα χέρια πίσω, στην πλάτη, ενώ η παρέα της εξακολούθησε να πηγαίνει πίσω από τις δυο αλληγορικές φιγούρες κι έφυγε από την αίθουσα, ακολουθώντας τις πάντα. Η φράου Σοσά φορούσε ένα αποκριάτικο καπελάκι — δεν ήταν καν αγοραστό κοτιγιόν, μα ένα απ' αυτά που φτιάχνει κανείς για τα παιδιά, διπλώνοντας τριγωνικά ένα άσπρο κομμάτι χαρτί, και που, άλλωστε, φορεμένο λοξά, της πήγαινε εξαίσια. Το μεταξωτό φόρεμά της, με τις σκούρες καφετόχρυσες ανταύγειες, άφηνε ελεύθερα τα πόδια της, κι ήταν άνετα και πλούσια κομμένο πάνω της. Για τα μπράτσα δεν έχουμε να πούμε εδώ τίποτα περισσότερο. Ήταν γυμνά ίσαμε πάνω, στον ώμο. — Κοίταξέ την καλά! άκουσε μια στιγμή, σαν από πολύ μακριά, να λέει ο κ. Σετεμπρίνι, ενώ ακολουθούσε με τα μάτια τη νέα γυναίκα, καθώς συνέχιζε πάλι το δρόμο της προς την τζαμόπορτα, ίσαμε που βγήκε από την τραπεζαρία. Είναι η Λίλιθ. — Ποια; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Ο λογοτέχνης χάρηκε. Αποκρίθηκε: — Η πρώτη γυναίκα του Αδάμ. Έχε το υπ' όψει σου.. Εκτός απ' αυτούς τους δυο, μόνο ο Δρ. Μπλούμενκολ καθότανε ακόμα στην άκρη του τραπεζιού τους. Οι άλλοι οικότροφοι, κι ο Γιόαχιμ, επίσης, είχαν περάσει στα σαλόνια. Ο Χανς Κάστορπ είπε: — Σήμερα ξεχειλίζεις από ποίηση και στίχους. Ποια είναι πάλι αυτή η Λιλλή; Ο Αδάμ είχε παντρευτεί δυο φορές λοιπόν; Δεν είχα ιδέα γι' αυτό…

— Έτσι θέλει ο εβραϊκός θρύλος. Τούτη δω η Λίλιθ έγινε φάντασμα της νύχτας, είναι επικίνδυνη, προπαντός για τους νέους, εξ αιτίας των όμορφων μαλλιών της. — Πφούι, διάβολε! Ένα φάντασμα της νύχτας, μ' όμορφα μαλλιά. Κάτι τέτοιο σου είναι ανυπόφορο, ε; Γι' αυτό έρχεσαι κι ανάβεις το ηλεκτρικό φως, ε; σαν για να ξαναφέρεις τους νέους στον ίσιο δρόμο — γι' αυτό δεν το κάνεις; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ μ' αφάνταστο κέφι. Είχε πιει πολλά κρασιά, ανακατεύοντάς τα. — Ακούστε, ναυπηγέ μου, αφήστε το αυτό, πρόσταξε ο Σετεμπρίνι, ζαρώνοντας τα φρύδια. Χρησιμοποιήστε τον τύπο του δευτέρου πληθυντικού προσώπου, που συνηθίζεται στην πολιτισμένη Δύση, σας παρακαλώ! Είναι κάτι που δε σας πάει καθόλου. — Μα γιατί; Απόκριες έχουμε! Όλοι τον υιοθετήσανε απόψε αυτό τον τρόπο της ομιλίας… Ναι, χάρη σε μια ανήθικη ευχαρίστηση. Ο ενικός, μεταξύ ξένων — προσώπων, δηλαδή, που κανονικά θα έπρεπε να μιλούν μεταξύ τους στον πληθυντικό, είναι μια δυσάρεστη βαρβαρότητα, ένα παιγνίδι με την πρωτόγονη κατάσταση, ένα άσεμνο παιγνίδι που μου προξενεί φρίκη, γιατί, στο βάθος, στρέφεται εναντίον του πολιτισμού κι εναντίον της εξελιγμένης ανθρωπότητας, και, μάλιστα, μ' αναίδεια και ξεδιαντροπιά. Μη φανταστείτε, άλλωστε, πως σας μίλησα στον ενικό. Απλά μόνο απάγγειλα κάποιο χωρίο από ένα αριστούργημα της Εθνικής Λογοτεχνίας σας. Δε χρησιμοποίησα, λοιπόν, παρά μόνο τη γλώσσα της ποίησης. — Το ίδιο κι εγώ. Μιλώ, κατά κάποιο τρόπο, κι εγώ, μια ποιητική γλώσσα — κι αυτό γιατί η στιγμή μου φαίνεται τέτοια ώστε να μιλώ όπως μιλώ. Δεν ισχυρίζομαι καθόλου, πως μου είναι τόσο φυσικό κι εύκολο να σου μιλώ στον ενικό. Κάθε άλλο, μάλιστα, πρέπει να πιέζω τον εαυτό μου γι' αυτό, πρέπει να σκουντώ τον εαυτό μου για να το κάνω, μα το σκούντημα αυτό το δίνω πρόθυμα, το δίνω ευχαρίστως στον εαυτό μου και μ' όλη μου την καρδιά… — Μ' όλη την καρδιά; — Μ' όλη, ναι, μπορείς να με πιστέψεις σ' αυτό. Είμαστε τώρα τόσο καιρό εδώ πάνω μαζί — εφτά μήνες, αν θέλεις να κάνεις λογαριασμό. Αυτό, βέβαια, σύμφωνα με τις αντιλήψεις μας, εδώ πάνω, δεν είναι κάτι πάρα πολύ, μα σύμφωνα με τις αντιλήψεις μας εκεί κάτω, όταν το σκέφτομαι, είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Κι αυτό τον καιρό, βλέπεις, τον έχουμε περάσει μαζί, γιατί η ζωή μας ένωσε εδώ, και βλεπόμασταν κάθε μέρα σχεδόν, είχαμε ενδιαφέρουσες συνομιλίες και, πολλές φορές, πάνω σε θέματα από τα οποία δε θα καταλάβαινα λέξη, αν μου τα έθιγαν εκεί κάτω. Μα εδώ τα πράματα πήγανε καλύτερα. Εδώ έπαιρναν σημασία για μένα και με συγκινούσαν πολύ, έτσι που, κάθε φορά, έβαζα όλη μου την προσοχή, όταν συνομιλούσαμε. Ή, μάλλον, όταν μου εξηγούσες τα πράματα σαν homo humanus, γιατί, μέσα στην απειρία μου, φυσικά δεν είχα ν' αντιτάξω τίποτα σχεδόν κι έτσι πάντα μπορούσα να βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέροντα όλ' αυτά που έλεγες. Χάρη σε σένα έμαθα και κατάλαβα πολλά πράματα. Ας αφήσουμε κατά μέρος τον Καρντούτσι, κι ας πάρουμε όλα τ' άλλα που μου είπες για τη Δημοκρατία και τ' ωραίο ύφος, ή για τον Χρόνο και την πρόοδο της ανθρωπότητας: αν δεν υπήρχε Χρόνος δε θα

μπορούσε να υπάρξει ούτε πρόοδος της ανθρωπότητας, κι ο κόσμος δε θα 'ταν παρά ένας λιμνιασμένος νερόλακκος κι ένα τεμπέλικο τέλμα, τι θα 'ξερα εγώ απ' αυτά, αν δεν ήσουν εσύ; Σ' ονομάζω απλά «εσύ», και δε σου δίνω ένα άλλο όνομα, με συγχωρείς, γιατί δε θα 'ξερα πως να σου μιλήσω — δε θα το μπορούσα. Κάθεσαι εδώ μπροστά μου και σου λέω απλά «εσύ», κι αυτό φτάνει. Δεν είσαι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος που έχει ένα όνομα, είσαι ένας εκπρόσωπος, κύριε Σετεμπρίνι, ένας πρέσβης σε τούτο τον τόπο και δίπλα μου — αυτό είσαι, βεβαίωσε ο Χανς Κάστορπ, και χτύπησε με την παλάμη του στο τραπεζομάντιλο. Και τώρα θέλω να σ' ευχαριστήσω για μια φορά, εξακολούθησε και χτύπησε το ποτήρι του, γιομάτο σαμπάνια και κρασί Βουργουνδίας στο φλιτζανάκι του καφέ του κ. Σετεμπρίνι, σα να τσούγκριζε μαζί του στο ίδιο τραπέζι — θέλω να σ' ευχαριστήσω που, τους εφτά τούτους μήνες, ασχολήθηκες τόσο φιλικά μαζί μου και μου άπλωσες το χέρι, σε μένα, τον νεαρό Mulus, που τόσες καινούριες εντυπώσεις τον είχαν πολιορκήσει, και που προσπάθησες ν' ασκήσεις την αγαθή σου επίδραση πάνω στις ασκήσεις μου και στις εμπειρίες μου, ολωσδιόλου sine pecunia, πότε με τις ιστορίες σου και πότε κάτω από αφηρημένα σχήματα. Αισθάνομαι αληθινά πως έχει έρθει η στιγμή να σ' ευχαριστήσω για όλ' αυτά και να σου ζητήσω συγγνώμη που ήμουν ένας κακός μαθητής, ένα «χαϊδεμένο παιδί της ζωής», όπως είπες. Αυτό με συγκίνησε ζωηρά όταν το είπες, και κάθε φορά που το σκέφτομαι συγκινούμαι πάλι. Ένα χαϊδεμένο παιδί, αυτό ήμουν, χωρίς άλλο, και για σένα και για την παιδαγωγική φλέβα σου, για την οποία μας μίλησες από την πρώτη μέρα — άλλη μια σχέση, δηλαδή, όπως και τόσες άλλες που με δίδαξες, σχέση Ουμανισμού και Παιδαγωγικής — κι αν το έκανα δουλειά θα εύρισκα και πολλές άλλες ακόμα. Με συγχωρείς, λοιπόν, και μη μου κακιώνεις γι' αυτό! Πίνω για σένα, κ. Σέτεμπρίνι, στην υγειά σου! Αδειάζω το ποτήρι μου προς τιμήν των λογοτεχνικών σου προσπαθειών για την κατάργηση των ανθρώπινων πόνων! κατάληξε και, γέρνοντας προς τα πίσω, άδειασε με λίγες μεγάλες γουλιές το ανακατεμένο περιεχόμενο του ποτηριού του κι ύστερα σηκώθηκε. Τώρα θα πάμε να βρούμε και τους άλλους. — Δε μου λέτε, ναυπηγέ μου, τι έχετε στο νου σας να κάνετε; είπε ο Ιταλός, με τα μάτια γιομάτα κατάπληξη, κι άφησε κι αυτός το τραπέζι. Όλ' αυτά μοιάζουνε μ' αποχαιρετισμό… — Όχι, γιατί αποχαιρετισμό; αποκρίθηκε υπεκφεύγοντας ο Χανς Κάστορπ. Και δεν ξέφυγε μόνο μεταφορικά, με τα λόγια, παρά και πραγματικά, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο με το πανωκόρμι του, κι αρπάχτηκε από τη δασκάλα, τη φροϋλάιν Ένγκελχαρτ που ερχόταν κείνη τη στιγμή ακριβώς να τους φωνάξει. Ο Αυλικός Σύμβουλος, στο σαλόνι όπου βρισκόταν το πιάνο, ανάγγειλε η Ένγκελχαρτ, ετοίμαζε ένα αποκριάτικο ποντς ο ίδιος προσωπικά, που το πρόσφερε η Διεύθυνση. Οι κύριοι, είπε, έπρεπε να έρθουν αμέσως, αν επιθυμούσαν να προφτάσουν να πιούνε κανένα ποτήρι. Έτσι, πέρασαν κι εκείνοι απέναντι. Πραγματικά, ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς στεκόταν εκεί, τριγυρισμένος από οικότροφους που άπλωναν μικρά ποτήρια με αυτιά, πλάι στο στρογγυλό τραπέζι της μέσης, που ήταν σκεπασμένο με λευκό τραπεζομάντηλο, και, με μια κουτάλα γιόμιζε τα

ποτήρια τους μ' ένα αχνιστό πιοτό από μια πήλινη λεκάνη. Κι αυτός, επίσης, είχε ποικίλει μ' έναν τρόπο, κάπως αποκριάτικο, τη συνηθισμένη του εμφάνιση, γιατί, εκτός από τη μπλούζα του γιατρού που φορούσε όπως πάντα, μια κι η δουλειά του δεν ήξερε τι θα πει ησυχία, φορούσε ένα αληθινό τούρκικο φέσι, σαν καρμίνι κόκκινο, με μια φούντα μαύρη που κρεμότανε ως πάνω στ' αυτί του, κι αυτά τα δυο πράματα ενωμένα σ' ένα κομμάτι αποτελούσαν γι' αυτόν αρκετό μασκάρεμα. Αρκούσαν για να σπρώξουν στο έπακρο κι ως το αλλόκοτο την αρκετά κιόλας χαρακτηριστική του εμφάνιση. Η μακριά λευκή μπλούζα μεγαλοποιούσε το παράστημα του Αυλικού Συμβούλου. Αν υπολόγιζε κανείς το καμπούριασμα του σβέρκου, καταργώντας το θεωρητικά, για να ορθωθεί η σιλουέτα του σ' όλο της το ύψος, θα φαινόταν ότι είχε ένα υπερφυσικό σχεδόν μέγεθος, με το μικρό κεφάλι του στην κορφή, γιομάτο χρώματα κι εκφραστικά πολύ παράξενο. Το πρόσωπο αυτό, τουλάχιστον, δεν είχε φανεί ποτέ τόσο παράξενο όσο σήμερα, κάτω απ' αυτό το τρελό καπέλωμα. Αυτή η πλατσουκομύτικη φυσιογνωμία, η μελανή κι εξημμένη, που τα γαλάζια μάτια της δάκρυζαν κάτω από τα ξανθά, λευκά σχεδόν, φρύδια, και που το μικρό, φωτεινό μουστάκι της ήταν λοξά ψαλιδισμένο πάνω από το τοξωτό και σαν ανασηκωτό στόμα. Αποφεύγοντας τον ατμό που ξέφευγε στροβιλιστά από τη λεκάνη, έκανε το σκουρόχρωμο υγρό, ένα ζαχαρωμένο ποντς από αράκ, να ρέει, διαγράφοντας μια καμπύλη από την κουτάλα στα ποτήρια, που του απλώνονταν, σκορπώντας συνάμα, αδιάκοπα διάφορα λόγια, με τον παράξενο τρόπο που μιλούσε, έτσι που το σερβίρισμα του πιοτού συνοδευότανε από εκρήξεις γέλιου γύρω από το τραπέζι. — Ο κ. Urian προεδρεύει, εξήγησε σιγά ο Σετεμπρίνι, με μια χειρονομία προς το μέρος του Αυλικού Συμβούλου κι ύστερα αποτραβήχτηκε από το πλευρό του Χανς Κάστορπ. Ακόμα κι ο Δρ Κροκόβσκι ήταν εκεί. Κοντός, παχύς και νευρώδης, με τη μαύρη λουστρινένια μπλούζα του ριγμένη, χωρίς μανίκια, στους ώμους, κάτι που έδινε στο ρούχο αυτό την όψη ντόμινου, κρατούσε το ποτήρι του με το κυρτωμένο χέρι του στο ύψος των ματιών και φλυαρούσε εύθυμα με μια παρέα μασκαρεμένους και των δυο φύλων. Η μουσική άρχισε να παίζει. Η κοπέλα, που το πρόσωπό της έμοιαζε με ταπίρ, έπαιξε βιολί, συνοδευμένη στο πιάνο από τον θρήσκο από το Μανχάιμ, το λάργκο του Χαίντελ κι ύστερα μια σονάτα του Γκριγκ, που είχε έναν χαρακτήρα εθνικό και σαλονίστικο. Χειροκροτήθηκαν μ' ευμένεια, ακόμη κι από τα δυο τραπεζάκια του μπριτζ που τα είχαν ετοιμάσει και που γύρω τους είχαν καθίσει οικότροφοι μασκαρεμένοι κι αμασκάρωτοι, με μποτίλιες τοποθετημένες δίπλα τους μέσα στους κάδους του πάγου. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, ακόμη και στο χολ βρίσκονταν οικότροφοι. Μια συντροφιά, γύρω από το στρογγυλό τραπέζι, που ήταν τοποθετημένη η λεκάνη του ποντς, κοίταζε τον Αυλικό Σύμβουλο, που εξηγούσε ένα παιχνίδι που παιζότανε σε συναναστροφές. Σχεδίαζε, με τα μάτια κλεισμένα, όρθιος και σκυμμένος στο τραπέζι, μα με το κεφάλι προς τα πίσω, για να μπορούν να διαπιστώνουν όλοι πως είχε, πράγματι, κλεισμένα τα μάτια του. Σχεδίαζε, στο πίσω μέρος ενός επισκεπτηρίου, μ' ένα μολύβι στο χέρι, στα τυφλά, μια φιγούρα: ήταν η περιφέρεια ενός γουρουνιού, που το γιγάντιο χέρι του τη σχεδίαζε χωρίς τη βοήθεια των ματιών ενός γουρουνιού ιδωμένου από το πλάι, κάπως συνοπτικά και πιο

σχηματικά από το ζωντανό, μα που, γενικά, ήταν, αναμφισβήτητα, η περιφέρεια ενός μικρού γουρουνιού αυτό που εικόνιζε εκεί, κάτω από τόσο δύσκολους όρους. Ήταν ένα παιχνίδι επιδεξιότητας, και το πετύχαινε απόλυτα. Τα μικρά, σκιστά μάτια τοποθετούνταν εκεί που έπρεπε, κάπως πάρα πολύ κοντά στο μουσούδι, μα, όσο να 'ναι, σχεδόν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και με το μυτερό αυτί, καθώς και με τα μικρά πόδια που κρέμονταν από την στρογγυλή κοιλιά. Και, επεκτείνοντας τη γραμμή της ράχης, η ουρά κατσάρωνε με τον πιο όμορφο τρόπο. «Αχ!» ακούστηκε, όταν τέλειωσε το έργο κι όλοι βιάστηκαν να κάνουν το ίδιο, ελπίζοντας να φτάσουν το δάσκαλο. Μα εκείνοι που θα 'ξεραν να σχεδιάσουν ένα γουρουνάκι, και με τα μάτια ανοιχτά ακόμη, ήσαν πολύ σπάνιοι, κι ακόμα λιγότεροι εκείνοι που θα μπορούσαν να το κάνουν με κλειστά τα μάτια. Και τι εκτρώματα δεν έβλεπε κανείς! Δεν υπήρχε αλληλουχία στις γραμμές και στα χαρακτηριστικά. Το μάτι τοποθετείτο έξω από το κεφάλι, τα πόδια στο εσωτερικό της κοιλιάς, που κι η ίδια έμενε ανοιχτή κι η ουρά κατσάρωνε κάπου στην άκρη χωρίς καμιά οργανική σχέση με την παραμορφωμένη κι αγνώριστη κύρια φιγούρα, σαν ένα ανεξάρτητο στολίδι. Γελούσανε ξεκαρδιστικά, η παρέα αυτή άρχισε να τραβά κι άλλους. Η προσοχή των τραπέζιών του μπριτζ τραβήχτηκε επίσης εκεί κι οι παίχτες πλησίασαν, περίεργοι, κρατώντας τα χαρτιά τους σαν βεντάλιες. Οι γείτονες εκείνου που πειραματιζότανε, επιβλέπανε τα βλέφαρά του για να δουν μην τα 'χει μισοκλεισμένα μόνο, πράμα που μπορούσαν να κάνουν πολλοί μέσα στη συναίσθηση της αδυναμίας τους. Ή πηγαίνανε να πνιγούνε από τα συγκρατημένα γέλια, ενώ, ο άλλος, τυφλός, πολλαπλασίαζε τα λάθη του, και χαλούσανε τον κόσμο γελώντας ξεκαρδιστικά, όταν, αυτός, ανοίγοντας τα μάτια του, κοίταζε το παράλογο έργο του. Μια απατηλή εμπιστοσύνη στο εαυτό τους τους έσπρωχνε όλους να δοκιμάσουνε. Το επισκεπτήριο, μ' όλο που ήταν μεγάλο, γιόμισε σχέδια κι από τις δυο όψεις, έτσι που οι λειψές φιγούρες κάλπαζαν η μια πίσω από την άλλη. Μα ο Αυλικός Σύμβουλος θυσίασε και μια δεύτερη, που την τράβηξε από το πορτοφόλι του, και πάνω της ο εισαγγελεύς Παραβάν, αφού πρώτα συγκεντρώθηκε στον εαυτό του, προσπάθησε να σχεδιάσει το μικρό γουρούνι με μια μόνο γραμμή, με το μοναδικό αποτέλεσμα ότι η αποτυχία του ξεπέρασε κάθε προηγούμενη: το ζωγραφικό θέμα που παρουσίασε, όχι μόνο δεν έμοιαζε σε τίποτα με γουρούνι, μα επί πλέον, ό,τι κι αν ήταν αυτό που παρουσίασε, δεν είχε ούτε την πιο αόριστη ομοιότητα με κάτι. Φωνές, γέλια και συγχαρητήρια παταγώδη! Φέρανε τους καταλόγους των φαγητών από την τραπεζαρία — έτσι που πολλά πρόσωπα, κυρίες και κύριοι, μπορούσαν να σχεδιάζουν ταυτόχρονα και καθένα τους είχε εκείνους που τον επιβλέπανε και τους θεατές του που περίμεναν κι εκείνοι σειρά στο μολύβι. Δεν υπήρχαν παρά τρία μόνο μολύβια, που γίνονταν ανάρπαστα. Ανήκανε στους οικότροφους. Ο Αυλικός Σύμβουλος, αφού έβαλε σε καλό δρόμο το καινούριο παιχνίδι του, εξαφανίστηκε με το βοηθό του. Ο Χανς Κάστορπ, μέσα στο πλήθος, κοίταζε πάνω από τον ώμο του Γιόαχιμ έναν από τους σχεδιαστές, ακουμπώντας με τον αγκώνα του πάνω σ' αυτό τον ώμο, κρατώντας το πηγούνι και με τα πέντε δάχτυλα του ενός χεριού και στηρίζοντας το άλλο χέρι στη μέση του. Μιλούσε και γελούσε. Ήθελε να σχεδιάσει κι αυτός, ζήτησε δυνατά και πέτυχε

το μολύβι, ένα κομματάκι μολυβιού που μόλις-μόλις μπορούσε να το κρατήσει κανείς ανάμεσα στο δείχτη και στο μεγάλο δάχτυλο. Έβρισε αυτό το απολειφάδι, με τα μάτια κλειστά κατά το ταβάνι, έβρισε δυνατά και βλαστήμησε την ανεπάρκεια του μολυβιού, σχεδιάζοντας με γρήγορο χέρι ένα τρομαχτικό τέρας στο χαρτί, που το τέλος του βρέθηκε πάνω στο τραπεζομάντηλο. — Αυτό δεν υπολογίζεται, φώναξε στη μέση των γέλιων που άξιζε το σχέδιό του. Πώς μπορεί κανείς μ' ένα τέτοιο… Πήγαινε στο διάβολο… Και πέταξε το ένοχο απολειφάδι του μολυβιού μέσα στη λεκάνη του ποντς. Ποιος έχει ένα μολύβι όπως πρέπει; Ποιος θα μου δώσει ένα; Πρέπει να δοκιμάσω άλλη μια φορά. Ένα μολύβι, ένα μολύβι! Ποιος έχει ένα μολύβι; φώναξε γυρίζοντας προς όλες τις μεριές, με το αριστερό μπράτσο ακουμπισμένο ακόμα, από τον αγκώνα και κάτω, στο τραπέζι, και κουνώντας στον αέρα το δεξί χέρι του. Δε βρέθηκε κανένα. Τότε στράφηκε και πήγε κατά το διπλανό σαλονάκι κι εξακολουθώντας να ζητά πάντα δυνατά ένα μολύβι, πήγε ίσια προς το μέρος της Κλαούντια Σοσά που, το ήξερε καλά αυτό ο Χανς Κάστορπ, δε στεκότανε μακριά από την κουρτίνα του μικρού σαλονιού και που, από κει, παρακολουθούσε χαμογελώντας την ταραχή γύρω από το τραπέζι του ποντς. Πίσω του άκουσε να του φωνάζουνε δυνατά και σε ξένη γλώσσα: — Eh! Ingegnere! Aspetti! Che cosa fa! Ingegnere! Un po di ragione, sa! Ma e matto questo ragazzo!1 Μα τη φωνή αυτή τη σκέπασε με τη δική του, και τότε φάνηκε ο κ. Σετεμπρίνι, με τα μπράτσα υψωμένα πάνω από το κεφάλι και τα δάχτυλα ανοιγμένα — χειρονομία συνηθισμένη στον τόπο του, που δεν είναι εύκολο να εκφράσουμε τη σημασία της και που συνοδεύτηκε μ' ένα παρατεταμένο «Έεε!» — να εγκαταλείπει το χορό της αποκριάς. Μα ο Χανς Κάστορπ στεκότανε κιόλας στην πλακόστρωτη αυλή του σχολείου του, κοίταζε από κοντά μες στον γαλαζιογκριζοπράσινο επίκανθο αυτών των ματιών, πάνω από τα φουσκωτά μήλα των παρειών κι έλεγε: — Μήπως σου βρίσκεται κανένα μολύβι; Ήταν χλομός σαν νεκρός, τόσο χλομός όσο κι άλλοτε, που έχοντας χάσει τόσο αίμα, είχε επιστρέψει από τον μοναχικό του περίπατο στη διάλεξη. Το νευρικό και αγγειακό σύστημα του προσώπου του έπαιξε, με αποτέλεσμα να βαθουλώσει το στερημένο από αίμα δέρμα, η μύτη να γίνει πιο μυτερή και τα μάτια του να σχηματίσουν, από κάτω, τους μαύρους γύρους ενός πτώματος. Μα το συμπαθητικό νεύρο έκανε την καρδιά του Χανς Κάστορπ να χτυπά σαν τύμπανο, με τέτοιο τρόπο, που δεν ήτανε δυνατό να γίνει σοβαρός λόγος για κανονική αναπνοή και ρίγη διατρέχανε ολόκληρο το κορμί του νέου, έργο των αδένων του σώματός του, που ανορθώθηκαν ταυτόχρονα με τους βολβούς των ακροχορδονίων του. Η γυναίκα με το χάρτινο τρίκωχο τον κοίταξε από πάνω ως κάτω μ' ένα χαμόγελο που 1

Ε! Μηχανικέ! Περίμενε! Τι πάει να κάνει! Μηχανικέ! Λίγη λογική, ξέρετε! Μα είναι τρελό αυτό το παιδί!

δεν πρόδιδε ούτε οίκτο ούτε ανησυχία μπροστά σ' αυτή την αγνώριστη όψη. Το φύλο αυτό δε γνωρίζει κανένα, τέτοιο οίκτο και καμιά τέτοια ανησυχία μπροστά στις φοβερές αλλοιώσεις του πάθους — ενός στοιχείου που, κατά τα φαινόμενα, αισθάνεται σαν να 'ναι στο σπίτι του, πολύ περισσότερο απ' όσο στον άντρα ο οποίος, από φύση του δε νιώθει πολύ άνετα αναπνέοντας μέσα σ' αυτό. Κι η γυναίκα ποτέ δεν το διαπιστώνει απάνω στον άντρα χωρίς χαιρεκακία και πονηριά. Όσο γι' αυτόν, χωρίς άλλο, ούτε ο οίκτος ούτε η ανησυχία ήταν τα αισθήματα που ήθελε να ξυπνήσει μέσα της. — Εγώ; αποκρίθηκε η άρρωστη με τα γυμνά μπράτσα στο «σου» του… Ναι, ίσως. Και, παρ' όλ' αυτά, στο χαμόγελό της και στη φωνή της υπήρχε κάποια από κείνη τη συγκίνηση που νιώθει κανείς, όταν, ύστερα από μακριές άφωνες σχέσεις, προφέρεται ο πρώτος λόγος — μια μοχθηρή συγκίνηση που μπάζει κρυφά όλο αυτό το παρελθόν μέσα στην τωρινή στιγμή. — Είσαι πολύ φιλόδοξος… Έχεις… πολύ… ζήλο, εξακολούθησε με την εξωτική προφορά της, να τον πειράζει, ενώ η φωνή της, ελαφρά υπόκωφη, ευχάριστα βραχνή, τόνιζε την τρίτη συλλαβή της λέξης «φιλόδοξος», κι αυτό 'ταν που την έκανε να φαίνεται εξωτική. Και σκάλισε στη δερμάτινη τσάντα της να βρει το μολύβι, το ζήτησε με τα μάτια και τράβηξε, κάτω από ένα μαντίλι που πρωτοφάνηκε στην ανοιγμένη τσάντα, ένα μικρό ασημένιο μολύβι, λεπτό κι εύθραυστο, ένα αβρό πραματάκι που μόλις θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει κανείς στα σοβαρά. Το αλλοτινό μολύβι, όσο να 'ναι, ήταν πιο εύχρηστο και πιο μολύβι. — Voila, είπε και κράτησε το μικρό μολύβι κάτω από τα μάτια του, ενώ, συγχρόνως, κρατώντας το από τη μύτη, με τον δείχτη και το μεγάλο δάχτυλο, το κουνούσε ελαφρά, από δω κι από κει, μπροστά του. Καθώς του το έδινε και δεν του το έδινε συγχρόνως, έκανε να της το πάρει, σήκωσε, δηλαδή, το χέρι του στο ύψος του μολυβιού, με τα δάχτυλα έτοιμα να το αρπάξουνε, μα χωρίς να το αρπάζουν ολότελα, και από το βάθος των μαυροκυκλιασμένων ματιών του κοίταζε πότε το μικρό, αντικείμενο και πότε το τατάρικο πρόσωπο της Κλαούντια. Τα δίχως αίμα χείλη του ήταν ανοιχτά κι έτσι έμειναν, δεν τα χρησιμοποίησε καν στο μίλημα, όταν είπε: — Βλέπεις, το ήξερα αλήθεια πως θα είχες ένα. — Prenez garde, il est un peu fragile, είπε εκείνη. C'est à visser, tu sais. Κι ενώ τα κεφάλια τους έσκυβαν, του έδειξε τον εντελώς κοινό μηχανισμό του μολυβιού, που η βίδα του, όταν τη γύριζες, έκανε να βγαίνει μια λεπτή μύτη, σαν καρφίτσα, σκληρή χωρίς άλλο, και που μόλις-μόλις θα σημείωνε. Στέκονταν σκύβοντας ο ένας κοντά-κοντά στον άλλο. Καθώς φορούσε επίσημο ένδυμα, το κολλάρο του απόψε ήταν σκληρό, κι έτσι μπορούσε ν' ακουμπά επάνω το πηγούνι του. — Μικρό μα δικό σου,1 είπε, μέτωπο με μέτωπο μαζί της, πάνω από το μολύβι μ' ακίνητα 1

Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η απάντηση της Κλαούντια, ας σημειωθεί πως η γερμανική φράση παίζει συνηχητικά, σα λογοπαίγνιο: Klein aber dein. Σ.τ.Μ.

χείλη, κι η φωνή έβγαινε από μέσα του. — Ω, κάνεις και πνεύμα επίσης, αποκρίθηκε με σύντομο γέλιο, σηκώνοντας το κεφάλι της και παρατώντας του το μολύβι. (Άλλωστε, μόνο ο Θεός ήξερε από πού μπορούσε ν' αντλήσει πνεύμα, γιατί, καθ' όλα τα φαινόμενα, δεν του είχε μείνει ούτε σταγόνα αίμα στο κεφάλι του). Πήγαινε, λοιπόν, βιάσου, σχεδίασε, σχεδίασε, διακρίσου!* Φάνηκε να θέλει ν' απομακρυνθεί κάνοντας πνεύμα και κείνη. — Όχι, εσύ δε σχεδίασες ακόμη. Πρέπει να σχεδιάσεις κι εσύ, της είπε χωρίς να προφέρει το Π, κι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, σαν για να την τραβήξει. — Εγώ; ξανάπε πάλι εκείνη μ' έκπληξη που φάνηκε να έχει σχέση με κάτι άλλο κι όχι με την πρότασή του. Χαμογελαστή, ελαφρά ταραγμένη, στην αρχή έμεινε ακίνητη, κι ύστερα ακολούθησε την κίνηση που έκανε κείνος προς τα πίσω, σα μαγνητισμένη, προς το τραπέζι του ποντς. Μα βρέθηκε πως το ενδιαφέρον του παιγνιδιού είχε εξαντληθεί, πως έσβηνε ολότελα πια. Ήταν κάποιος που σχεδίαζε ακόμη, μα χωρίς θεατές. Τα χαρτονάκια ήταν γεμάτα ορνιθοσκαλίσματα, όλοι είχανε δοκιμάσει την ανικανότητά τους, το τραπέζι είχε εγκαταλειφτεί σχεδόν, πολύ περισσότερο αφού 'χε δημιουργηθεί ένα αντίθετο ρεύμα. Καθώς είχαν παρατηρήσει πως οι γιατροί είχαν φύγει, κάποιος πρότεινε, ξαφνικά, να χορέψουν. Κιόλας μετακινούσανε το τραπέζι της μέσης, τοποθετούσανε φρουρούς στις πόρτες του αναγνωστήριου και του σαλονιού που ήταν το πιάνο, με την εντολή να σταματήσουν το χορό με το πρώτο σινιάλο, αν κατά τύχη, ο «Γέρος», ο Κροκόβσκι ή η Προϊστάμενη ξανάκαναν πουθενά την εμφάνισή τους. Ένας νεαρός Σλάβος έκανε τα δάχτυλά του να τρέξουν πάνω στα πλήκτρα του μικρού πιάνου, πατώντας τα. Έπαιζε με πολλή έκφραση. Τα πρώτα ζευγάρια άρχισαν να στριφογυρίζουν στη μέση ενός κανονικού κύκλου από πολυθρόνες και καρέκλες όπου κάθονταν οι θεατές. Ο Χανς Κάστορπ, με μια κίνηση του χεριού αποχαιρέτησε το τραπέζι που απομακρυνότανε κείνη τη στιγμή ακριβώς: «Το χάσαμε»! Με το πηγούνι έδειξε ελεύθερα καθίσματα που διάκρινε στο μικρό σαλόνι και μια μικρή γωνιά πλάι στις κουρτίνες. Δεν είπε τίποτα, ίσως γιατί η μουσική του φάνηκε πολύ θορυβώδης. Έσπρωξε ένα κάθισμα — μια πολυθρόνα με ξύλινο ερεισίνωτο και ντυμένη με χνουδωτό ύφασμα— για τη φράου Σοσά, προς το μέρος που είχε διακρίνει, μ' ένα παίξιμο της φυσιογνωμίας του και πήρε κι ο ίδιος μια πολυθρόνα από λυγαριά, τριζάτη και θορυβώδη, με στρουφηχτά ακουμπιστήρια. Κάθισε σκυμμένος προς το μέρος της με τα μπράτσα στ' ακουμπιστήρια της πολυθρόνας, με το μολύβι στα χέρια του και με τα πόδια κάτω από το κάθισμα. Είναι αλήθεια πως, όσο γι' αυτήν, ήταν χωμένη πολύ βαθιά στην πολυθρόνα της με το χνουδωτό ύφασμα, έχοντας τα γόνατά της ψηλά, μα σταυρωμένα, ωστόσο, και χόρευε το πόδι της στον αέρα. Πάνω από το μαύρο λουστρινένιο γοβάκι διαγραφότανε ο αστράγαλος μέσα από την μαύρη, επίσης, κάλτσα. Μπροστά τους ήταν καθισμένα άλλα πρόσωπα που σηκώνονταν να χορέψουν κι άφηναν τη θέση τους στους άλλους που είχανε κουραστεί. Ήταν ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα.

— Φορείς καινούριο φόρεμα; της είπε, για να 'χει το δικαίωμα να την κοιτάζει, και την άκουσε ν' απαντά: Καινούριο φόρεμα; Είσαι πληροφορημένος για τις τουαλέτες μου; — Δεν έχω δίκιο; —Ναι. Το έκανα τώρα τελευταία εδώ, στου Λούκασεκ, στο Ντορφ. Έχει πολλή δουλειά με τις κυρίες εδώ πάνω. Σου αρέσει; —Πάρα πολύ, είπε, αγκαλιάζοντας την γι' άλλη μια φορά με το βλέμμα, πριν χαμηλώσει τα μάτια του. Θέλεις να χορέψουμε; πρόσθεσε. — Θα 'θελες εσύ; ρώτησε, με σηκωμένα τα φρύδια και χαμογελώντας. Κι εκείνος αποκρίθηκε: — Θα το ήθελα, αν είχες διάθεση. — Είσαι λιγότερο γενναίος απ' όσο φαντάστηκα πως ήσουν, είπε, και καθώς άρχισε να γελά κοροϊδευτικά, πρόσθεσε: Ο ξάδελφός σου έφυγε. — Ναι, είναι ξάδελφός μου, βεβαίωσε χωρίς να 'ναι απαραίτητο. Πρωτύτερα πρόσεξα πως είχε φύγει. Θα πήγε να πλαγιάσει. — Είναι ένας νέος πολύ ευθύς, πολύ τίμιος, πολύ Γερμανός.1 — Ευθύς; Τίμιος; επανάλαβε. Τα γαλλικά τα καταλαβαίνω καλύτερα απ' όσο τα μιλώ. Θα θέλεις να πεις ότι είναι σχολαστικός. Μας θεωρείς σχολαστικούς εμάς τους Γερμανούς; — Μιλούμε για τον εξάδελφό σας. Μα είναι αλήθεια, ότι είστε κάπως αστοί. Αγαπάτε περισσότερο την τάξη από την ελευθερία, αυτό δα το ξέρει όλη η Ευρώπη. — Αγαπώ… Αγαπώ… Τι σημαίνει αυτό; Από τη λέξη αυτή λείπει ο ορισμός. Ο ένας το 'χει, ο άλλος τ' αγαπά, όπως λέει μια παροιμία μας, βεβαίωσε ο Χανς Κάστορπ. Τούτον δω τον τελευταίο καιρό, εξακολούθησε, σκέφτηκα πολλές φορές πάνω στην ελευθερία. Δηλαδή: άκουσα τόσες φορές αυτή τη λέξη που αναγκάστηκα να τη σκεφτώ. Θα σου το πω στα γαλλικά αυτό που σκέφτηκα. Ό,τι ολόκληρη η Ευρώπη ονομάζει ελευθερία είναι ίσως κάτι σχολαστικό κι αρκετά αστικό, σε σύγκριση με την ανάγκη μας για την τάξη — αυτό 'ναι! — Μπα! Αυτό 'ναι διασκεδαστικό. Τον ξάδελφό σου σκέφτεσαι όταν λες παράξενα πράματα σαν αυτό; — Όχι, είναι, αλήθεια, αγαθή ψυχή, μια φύση απλή και που δεν απειλεί τίποτα, ξέρεις. Μα δεν είναι αστός, είναι στρατιωτικός. — «Που δεν απειλεί τίποτα»; επανάλαβε κείνη με κάποια προσπάθεια. Θέλεις να πεις: μια φύση απόλυτα σταθερή, βέβαιη για τον εαυτό της; Μα είναι σοβαρά άρρωστος ο καημένος ο ξάδελφός σου. — Ποιος σου το είπε; 1

Για λόγους πρακτικούς, επειδή η συνομιλία που ακολουθεί, ίσαμε το τέλος του κεφαλαίου, γίνεται στα γαλλικά, θα τη δώσουμε σε μετάφραση επίσης, καταχωρώντας την με διαφορετικό χρώμα.

— Εδώ πέρα τα ξέρουμε όλα ο ένας για τον άλλο. — Ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς σου το είπε; — Ίσως, δείχνοντάς μου τους πίνακές του. — Δηλαδή: κάνοντας το πορτραίτο σου; — Γιατί όχι; Το βρήκες επιτυχημένο το πορτραίτο μου; — Μα ναι, εξαιρετικά. Ο Μπέρενς απόδωσε με πολλή ακρίβεια το δέρμα σου, ω, αλήθεια, πολύ πιστά. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να ήμουν προσωπογράφος κι εγώ για να 'χω την ευκαιρία να μελετήσω το δέρμα σου όπως αυτός. — Μιλάτε γερμανικά, αν θέλετε! — Ω, μιλώ γερμανικά, μα και γαλλικά. Είναι ένα είδος καλλιτεχνικής και ιατρικής μελέτης — με μια λέξη: πρόκειται για τ' ανθρωπιστικά γράμματα, καταλαβαίνεις. Τι λες, λοιπόν, δε θέλεις να χορέψεις; — Μα όχι, αυτό 'ναι παιδιάστικο. Κρυφά από τους γιατρούς! Μόλις γυρίσει ο Μπέρενς, όλοι τους θα τρέξουνε να καθίσουνε βιαστικά. Θα 'ναι γελοίο. — Τον σέβεσαι; — Ποιον; ρώτησε ξερά και ξενοπρόφερτα. — Τον Μπέρενς. — Μα άντε κι εσύ με τον Μπέρενς σου! Το βλέπεις κι ο ίδιος πως δεν υπάρχει θέση, εδώ, για χορό. Κι έπειτα, πάνω στο χαλί… Θα κοιτάζουμε αυτούς που χορεύουνε. — Ναι, αυτό θα κάνουμε, επιδοκίμασε, κι άρχισε να κοιτάζει καθισμένος δίπλα της, με το πρόσωπό του ωχρό, με τα γαλάζια μάτια του, που είχαν το στοχαστικό βλέμμα του παππού του, τους πήδους των μεταμφιεσμένων, στο σαλόνι, μπροστά τους, κι από την άλλη πλευρά, στη βιβλιοθήκη. Η Βουβή Αδελφή πηδούσε με τον Ερρίκο το Γαλάζιο κι η φράου Σάλομον, μεταμφιεσμένη σε χορευτή, με φράκο και λευκό γιλέκο, με φουσκωτό πλαστρόν, με ζωγραφιστό μουστάκι και μονόκλ, επίσης ζωγραφιστό, στριφογύριζε πάνω στα μικρά λουστρινένια γοβάκια της, με τα ψηλά τακούνια, που βγαίνανε έξω από το μαύρο ανδρικό πανταλόνι, με τον πιερότο, που τα χείλη του λάμπανε από ένα αιματοκόκκινο ρουζ στο πουδραρισμένο κατάλευκο πρόσωπό του και που τα μάτια του μοιάζανε σαν του άσπρου κουνελιού. Ο Έλληνας, με το μικρό μανδύα, κουνούσε τις αρμονικές, χωμένες στο βιολετί τρικό, γάμπες του, γύρω από τον Ρασμούσεν με το μεγάλο ντεκολτέ της μαύρης τουαλέτας του, που στραφτάλιζε από τον γαγάτη. Ο εισαγγελέας με κιμονό, η Γενικού Προξένου Βούρμπραντ κι ο νεαρός Γκαίνσερ χόρευαν κι οι τρεις μαζί, μάλιστα, κρατημένοι αγκαλιά. Κι όσο για την φράου Σταιρ, αυτή χόρευε με τη σκούπα της, που την έσφιγγε πάνω στην καρδιά της και χάιδευε τη φούντα της σαν να 'ταν το ανατριχιασμένο κεφάλι κανενός άντρα. — Αυτό θα κάνουμε, επανάλαβε ο Χανς Κάστορπ, μηχανικά. Μιλούσανε σιγά, και το πιάνο σκέπαζε τη φωνή τους. — Θα μείνουμε καθισμένοι εδώ και θα κοιτάζουμε σαν σε όνειρο, συνέχισε. Είναι σαν

όνειρο για μένα, ξέρεις που είμαστε, έτσι, σαν ένα όνειρο παράξενα βαθύ, γιατί θα πρέπει να κοιμάται κανένας πολύ βαθιά για να ονειρεύεται έτσι… Θέλω να πω: είναι ένα πολύ γνωστό όνειρο, που το ονειρευόμουνα πάντα, μακρύ, αιώνιο, ναι. Να κάθομαι δίπλα σου όπως τώρα, αυτό 'ναι η αιωνιότητα. — Ποιητή! είπε κείνη. Αστός, ουμανιστής και ποιητής — ιδού ο τέλειος Γερμανός, ο όπως πρέπει! — Φοβούμαι πως δεν είμαστε καθόλου και σε τίποτα όπως πρέπει. Από καμιά άποψη. Είμαστε, ίσως, τα χαϊδεμένα παιδιά της ζωής, αυτό, απλά, και τίποτα άλλο. — Όμορφη έκφραση. Πες μου, λοιπόν… Θα 'ταν υπερβολικά δύσκολο να ονειρευτείς αυτό τ' όνειρο νωρίτερα; Ο κύριος άργησε λίγο ν' αποφασίσει ν' απευθύνει τον λόγο στην ταπεινή δούλη του. — Γιατί λόγια; Γιατί να μιλά κανείς; Το να μιλά, το να συζητεί κανείς, είναι κάτι πολύ δημοκρατικό, το παραδέχομαι. Αμφιβάλλω, όμως, αν θα 'τανε κι εξ ίσου ποιητικό. Ένας από τους οικοτρόφους μας, που έγινε λίγο φίλος μου, ο κ. Σετεμπρίνι… — Σου πέταξε κάτι λόγια πρωτύτερα. — Ναι, είναι κάπως πολυλογάς, χωρίς άλλο, αγαπά, μάλιστα, πολύ, ν' απαγγέλει ωραίους στίχους — μα είναι ποιητής ο άνθρωπος αυτός. — Λυπούμαι ειλικρινά που δεν είχα ποτέ την ευχαρίστηση να χάνω τη| γνωριμία αυτού του ιππότου. — Το πιστεύω. — Α! το πιστεύεις; — Πώς; Ήταν μια έκφραση ολωσδιόλου αδιάφορη αυτό που είπα. Εγώ, θα το πρόσεξες, χωρίς άλλο, δε μιλώ καθόλου γαλλικά. Ωστόσο, μαζί σου, προτιμώ αυτή τη γλώσσα από τη δική μου, γιατί, για μένα, το να μιλώ γαλλικά, είναι σα να μιλώ χωρίς να μιλώ, κατά κάποιο τρόπο, χωρίς ευθύνη, ή όπως μιλούμε μες στ' όνειρο. Καταλαβαίνεις; — Περίπου. — Αυτό 'ναι αρκετό… Ο λόγος — τι φτηνοδουλειά! Στην αιωνιότητα, ξέρεις, είναι σαν να σχεδιάζει κανείς ένα μικρό γουρούνι: γέρνεις το κεφάλι προς τα πίσω και κλείνεις τα μάτια. — Δεν είναι κι άσκημο αυτό! Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως νιώθεις σαν στο σπίτι σου στην αιωνιότητα, τη γνωρίζεις κατά βάθος. Πρέπει να ομολογήσω, πως είσαι ένας μικρός ονειροπόλος, αρκετά περίεργος. — Κι έπειτα, αν σου είχα μιλήσει νωρίτερα, θα έπρεπε να σου μιλήσω με το «σας». — Και μήπως έχεις σκοπό να μου μιλάς πάντα με το «συ»; — Μα ναι. Πάντα σου μιλούσα στον ενικό και στον ενικό θα σου μιλώ αιώνια. — Αυτό 'ναι κάπως υπερβολικό, λόγου χάρη. Οπωσδήποτε δε θα 'χεις για πολύ καιρό την ευκαιρία να μου μιλάς με το «συ». Θα φύγω.

Η λέξη χρειάστηκε λίγη ώρα για να μπει στη συνείδησή του. Ύστερα, ο Χανς Κάστορπ αναπήδησε, κοιτάζοντας γύρω του μ' ένα ύφος χαμένο, σαν άνθρωπος που ξύπνησε ξαφνικά. Η συνομιλία τους είχε συνεχιστεί μ' αρκετά αργό ρυθμό, γιατί ο Χανς Κάστορπ μιλούσε δύσκολα τα γαλλικά και σάμπως με κάποιο στοχαστικό δισταγμό. Το πιάνο, που είχε σταματήσει μια στιγμή, αντήχησε πάλι, κι αυτή τη φορά κάτω από τα χέρια του νέου από το Μανχάιμ, που είχε σηκώσει τον νεαρό Σλάβο και πήρε ένα τετράδιο μουσικής. Η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ ήταν καθισμένη δίπλα του και γύριζε τις σελίδες. Ο χορός είχε αραιώσει. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός οικοτρόφων φαίνεται πως θα είχε πάρει την οριζόντια θέση του. Κανείς δεν καθότανε πια μπροστά τους. Στο αναγνωστήριο παίζανε χαρτιά. — Τι πας να κάνεις; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ άγρια. — Θα φύγω, επανάλαβε, χαμογελώντας για την κατάπληξή του, σαν ν' απορούσε γι' αυτήν. — Δεν είναι δυνατό, είπε. Θ' αστειεύεσαι, βέβαια. — Καθόλου. Μιλώ εντελώς σοβαρά. Φεύγω. — Πότε; — Μα, αύριο. Après diner. Ένας τεράστιος κατακλυσμός έγινε μέσα του. Είπε: — Πού πας; — Πολύ μακριά από δω. — Στο Νταγκεστάν; — Λεν είσαι άσκημα πληροφορημένος. Για την ώρα; ίσως… — Έχεις θεραπευθεί, λοιπόν; — Όσο γι' αυτό… όχι. Μα ο Μπέρενς νομίζει, πως, προσωρινά, δεν μπορώ να κάνω μεγάλες προόδους εδώ. Γι' αυτό και θα ριψοκινδυνεύσω μια μικρή αλλαγή του αέρα… — Θα επιστρέψεις, λοιπόν; — Ίσως. Μα πότε, δεν ξέρω καθόλου. Όσο για μένα, ξέρεις, αγαπώ πρώτα απ' όλα την ελευθερία κι ακριβώς την ελευθερία μου να διαλέγω διαμονή. Δεν καταλαβαίνεις καθόλου τι σημαίνει: να σου στερούν την ανεξαρτησία σου. Το 'χει η ράτσα μου, ίσως. — Κι ο σύζυγός σου, στο Νταγκεστάν, σου τη δίνει — την ελευθερία σου; — Μου τη δίνει η αρρώστια. Σε τούτο δω το μέρος βρίσκομαι για τρίτη φορά. Τη φορά αυτή έμεινα ένα χρόνο. Μπορεί και να ξαναγυρίσω. Μα εσύ θα 'χεις φύγει από καιρό κιόλας. — Το πιστεύεις Κλαούντια; — Ξέρεις και το μικρό μου όνομα; Παίρνεις αλήθεια, πολύ στα σοβαρά τ' αποκριάτικα έθιμα! — Ξέρεις, λοιπόν, ίσαμε ποιο σημείο είμαι άρρωστος;

— Και ναι και όχι. Όπως ξέρει κανείς αυτά τα πράματα εδώ πάνω. Έχεις μια μικρή κηλίδα υγρή εκεί μέσα και λίγο πυρετό, δεν είναι έτσι; — Τριάντα εφτά κι οχτώ ή εννιά το απόγεμα, είπε ο Χανς Κάστορπ. Και συ; — Ω, η περίπτωσή μου, ξέρεις, είναι κάπως περίπλοκη… Όχι εντελώς απλή. — Υπάρχει κάτι, σ' αυτόν τον κλάδο των Ανθρωπιστικών Γραμμάτων που λέγεται Ιατρική, είπε ο Χανς Κάστορπ, και που καλείται: φυματιώδης στόμωσις των αγγείων της λύμφης. — Α! κατασκόπευσες, αγαπητέ μου, είναι φανερό. — Και συ… Με συγχωρείς. Άφησέ με να σε ρωτήσω τώρα κάτι, να σε ρωτήσω κάτι επίμονα και στα γερμανικά. Τη μέρα που σηκώθηκα από το τραπέζι για να πάω στην εξέταση, πριν έξι μήνες, είχες γυρίσει προς το μέρος μου, το θυμάσαι; — Τι ερώτηση! Τώρα κι έξι μήνες! — Ήξερες πού πήγαινα; — Βεβαίως, εντελώς τυχαία… — Το ήξερες από τον Μπέρενς; — Πάντα αυτός ο Μπέρενς! — Ω, αναπαράστησε το δέρμα σου με τόση ακρίβεια! Έπειτα, είναι ένας χήρος με φλογερά μάγουλα και που έχει ένα σερβίτσιο του καφέ εξαιρετικά ενδιαφέρον. Νομίζω, πως γνωρίζει το σώμα σου, όχι σαν γιατρός μόνο, μα και σαν ειδήμονας μιας άλλης τάξης των Ανθρωπιστικών Γραμμάτων. — Έχεις, χωρίς άλλο, δίκιο, όταν λες πως μιλάς σαν σε όνειρο, φίλε μου. — Έστω… Άφησέ με να ονειρευτώ πάλι, αφού με ξύπνησες τόσο απότομα μ' αυτή την καμπάνα του συναγερμού της αναχώρησής σου. Εφτά μήνες κάτω από τα μάτια σου… Και τώρα που έκανα πραγματικά τη γνωριμία σου, μου μιλάς γι' αναχώρηση! — Σου επαναλαμβάνω, πως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε νωρίτερα. — Θα το ήθελες; — Εγώ; Δε θα μου ξεφύγεις, μικρέ μου. Πρόκειται για τα ενδιαφέροντά σου, για τα δικά σου. Ήσουν πολύ δειλός για να πλησιάσεις μια γυναίκα, που της μιλάς στ' όνειρό σου, τώρα, ή υπήρχε κάποιος που δε σ' άφηνε; — Σου το είπα. Δεν ήθελα να σου μιλήσω στον πληθυντικό. — Farceur! Απάντησέ μου, λοιπόν — εκείνος ο κύριος που μιλά τόσο όμορφα, τούτος δω ο Ιταλός, που έφυγε από το χορό, — τι σου πέταξε πρωτύτερα; — Δεν άκουσα απολύτως τίποτα. Πολύ λίγο νοιάζομαι γι' αυτόν τον κύριο, όταν σε βλέπουν τα μάτια μου. Μα ξεχνάς. Δε θα 'ταν καθόλου εύκολο να κάνω τη γνωριμία σου μέσα στον κόσμο. Ήταν ακόμη κι ο ξάδελφός μου, που ήμουν πάντα μαζί του και δεν έχει καμιά κλίση προς τις διασκεδάσεις εδώ: Δε σκέφτεται τίποτε άλλο, εκτός από την επιστροφή του στην πεδιάδα, για να γίνει στρατιωτικός.

— Ο κακόμοιρος! Είναι, αλήθεια, πολύ πιο άρρωστος απ' όσο ξέρει. Ο Ιταλός φίλος σου, άλλωστε, ούτε κι αυτός πηγαίνει καλύτερα. — Το λέει κι ο ίδιος. Μα ο ξάδελφός μου… Είναι αλήθεια; Με τρομάζεις. — Είναι πολύ δυνατό να πεθάνει, αν δοκιμάσει να γίνει στρατιωτικός στην πεδιάδα. — Να πεθάνει. Ο θάνατος. Φοβερή λέξη, δεν είναι αλήθεια; Μα είναι παράξενο, η λέξη αυτή δεν μου κάνει σήμερα τόσο τρομερή εντύπωση. Ήταν πολύ συμβατικός ο τρόπος που μίλησα, όταν είπα: «Με τρομάζεις». Η ιδέα του θανάτου δε με τρομάζει. Μ' αφήνει αρκετά ήρεμο. Δε λυπούμαι — ούτε για τον καλό μου το Γιόαχιμ, ούτε για τον εαυτό μου, ακούοντας ότι θα πεθάνει ίσως. Αν είναι αλήθεια, η κατάστασή του μοιάζει πολύ με τη δική μου και δεν το βρίσκω ιδιαίτερα φοβερό. Είναι ετοιμοθάνατος, κι εγώ είμαι ερωτευμένος, ε λοιπόν; — Μίλησες με τον ξάδελφό μου στη μικρή αίθουσα αναμονής του ακτινολογικού εργαστηρίου, το θυμάσαι; — Θυμάμαι λίγο. — Λοιπόν, τη μέρα κείνη, ο Μπέρενς σου έκανε το εσωτερικό πορτραίτο σου; — Μα ναι. — Θεέ μου! Και το έχεις μαζί σου! — Όχι, στην κάμαρά μου. — Α, στην κάμαρά σου! Όσο για το δικό μου, το έχω πάντα στο πορτοφόλι μου. Θέλεις να σου το δείξω; — Χίλια ευχαριστώ. Η περιέργειά μου δεν είναι ακατανίκητη. Θέαμα αθωότατο. — Εγώ είδα το εξωτερικό πορτραίτο σου. Θα προτιμούσα πολύ περισσότερο το εσωτερικό πορτραίτο σου που είναι κλεισμένο στην κάμαρά σου… Άσε με να σε ρωτήσω κάτι άλλο! Μερικές φορές έρχεται να σε δει κάποιος κύριος Ρώσος που μένει στην πόλη. Ποιος είναι; Με ποιο σκοπό έρχεται αυτός ο άνθρωπος; — Είσαι πολύ δυνατός στην κατασκοπεία, τ' ομολογώ. Ε, λοιπόν, απαντώ: ναι, είναι ένας άρρωστος συμπατριώτης μου, ένας φίλος. Έκανα τη γνωριμία του σ' ένα άλλο σανατόριο, πάνε τώρα μερικά χρόνια κιόλας. Οι σχέσεις μας; Αυτές: παίρνουμε μαζί το τσάι μας, καπνίζουμε δυο-τρία τσιγάρα και φλυαρούμε, φιλοσοφούμε, μιλούμε για τον άνθρωπο, για το Θεό, για τη ζωή, για την ηθική, για χίλια πράματα. Αυτή 'ναι η έκθεσή μου. Ικανοποιήθηκες; — Και για ηθική! Και τι λέτε για ηθική, λόγου χάρη; — Για την ηθική; Σ' ενδιαφέρει αυτό; Ε, λοιπόν, μας φαίνεται πως την ηθική θα έπρεπε να τη γυρεύουμε όχι στην αρετή, δηλαδή: στη λογική, στην πειθαρχία, στα καλά ήθη, στην εντιμότητα — αλλά μάλλον στο αντίθετο, θέλω να πω: στην αμαρτία, στο να δινόμαστε στον κίνδυνο, σ' ό,τι είναι βλαβερό, σ' αυτό που μας φθείρει. Μας φαίνεται πως είναι πιο ηθικό να χανόμαστε και, μάλιστα, ν' αφηνόμαστε να καταστραφούμε παρά να φυλαγόμαστε. Οι μεγάλοι ηθικολόγοι δεν ήταν καθόλου ενάρετοι, μα τυχοδιώχτες στο κακό, ανώμαλοι, μεγάλοι αμαρτωλοί, που μας διδάσκουν να υποκλινόμαστε χριστιανικά

μπροστά στην αθλιότητα. Όλ' αυτά δε θα σου αρέσουν καθόλου, δεν είναι έτσι; Δεν αποκρίθηκε. Ήταν καθισμένος ακόμη όπως στην αρχή, με τις γάμπες σταυρωμένες κάτω από το κάθισμα που έτριζε, σκυμμένος μπροστά, προς τη νέα γυναίκα, που καθότανε με το χάρτινο τρίκωχό της, κρατώντας στα χέρια του το μολύβι της — και με τα γαλάζια μάτια του Χανς Λόρεντς Κάστορπ, κοίταζε κατά την αίθουσα που είχε αδειάσει. Οι οικότροφοι είχανε σκορπίσει. Το πιάνο, στη γωνιά του κομμένου τοίχου, απέναντί τους, δεν άφηνε ν' ακούγονται παρά μερικοί ήχοι ελαφροί και ασύνδετοι. Ο άρρωστος από το Μανχάιμ έπαιζε με το ένα χέρι και πλάι του ήταν καθισμένη η δασκάλα και ξεφύλλιζε μια παρτιτούρα, που είχε ακουμπήσει στα γόνατά της. Όταν η συζήτηση ανάμεσα στον Χανς Κάστορπ και στην Κλαούντια Σοσά έσβησε, ο πιανίστας σταμάτησε ολότελα να παίζει κι άφησε να πέσει στα γόνατά του το χέρι που έπαιζε, ενώ η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ εξακολούθησε να κοιτάζει τις νότες της. Τα τέσσερα πρόσωπα που είχανε μείνει μόνο, από τη γιορτή του καρναβαλιού, κάθονταν ακίνητα. Η σιωπή κράτησε αρκετά λεπτά. Αργά, κάτω απ' όλο το βάρος τους, τα κεφάλια του ζευγαριού, πλάι στο πιάνο, φάνηκαν να χαμηλώνουν όλο και πιο πολύ, του άρρωστου από το Μανχάιμ πάνω από τα πλήκτρα και της φροϋλάιν Ένγκελχαρτ πάνω από την παρτιτούρα της. Επιτέλους, κι οι δυο, ταυτόχρονα, σα να 'χαν συνεννοηθεί κρυφά, σηκώθηκαν σιγά και χωρίς να κάνουν θόρυβο, αποφεύγοντας μ' ένα τρόπο, γιομάτο συστολή, να γυρίσουνε το κεφάλι προς την άλλη γωνιά του σαλονιού, παρά κρατώντας το χαμηλωμένο και με τα μπράτσα πεσμένα κι αλύγιστα, ο νέος από το Μανχάιμ κι η φροϋλάιν Ένγκελχαρτ απομακρύνθηκαν μαζί, από την αίθουσα της αλληλογραφίας και το αναγνωστήριο. — Όλος ο κόσμος φεύγει, είπε η φράου Σοσά. Ήταν οι τελευταίοι, είναι αργά πια. Η γιορτή του καρναβαλιού τελείωσε, λοιπόν. Και σήκωσε τα μπράτσα της για να βγάλει και με τα δυο χέρια το χάρτινο τρίκωχο από τα κόκκινα μαλλιά της, που η πλεξούδα τους ήταν τυλιγμένη σαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι της. — Γνωρίζετε τις συνέπειες, κύριε; Μα ο Χανς Κάστορπ αντέτεινε, με τα μάτια κλειστά, χωρίς ν' αλλάξει στάση καθόλου. Αποκρίθηκε: — Ποτέ, Κλαούντια. Ποτέ δε θα σου πω «σεις» ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο, αν μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι. Μα θα το μπορούσε. Ο τύπος αυτός, ν' απευθύνεται κανείς σ' ένα πρόσωπο, που είναι της πολιτισμένης δύσης και του ανθρωπιστικού πολιτισμού, μου φαίνεται υπερβολικά αστικός και σχολαστικός. Στο βάθος, γιατί τύπος; Ο τύπος είναι αυτός τούτος ο σχολαστικισμός! Όλ' αυτά που ορίσατε για την ηθική, εσύ κι ο άρρωστος συμπατριώτης σου — νομίζεις σοβαρά πως μπορούν να μ' εκπλήξουν; Για ποιον ανόητο με περνάς; Πες μου, αλήθεια, τι σκέφτεσαι για μένα; — Είναι ένα θέμα που δε χρειάζεται πολλή σκέψη. Είσαι ένας καθώς πρέπει ανθρωπάκος, από καλή οικογένεια, με νόστιμο παρουσιαστικό, υπάκουος μαθητής των παιδαγωγών

του και που θα γυρίσει γρήγορα στην πεδιάδα, για να ξεχάσει ολοκληρωτικά πως κάποτε μίλησε, εδώ, μες στ' όνειρό του, και για να βοηθήσει να γίνει ο τόπος του μεγάλος και δυνατός, με την τίμια εργασία του στη ναυπηγική. Αυτή 'ναι η εσωτερική φωτογραφία σου, φτιαγμένη χωρίς μηχανή. Τη βρίσκεις σωστή, ελπίζω; — Λείπουν μερικές λεπτομέρειες, που βρήκε ο Μπέρενς. — Α, οι γιατροί πάντα τις βρίσκουν, γνωρίζονται μεταξύ τους. — Μιλάς σαν τον κ. Σετεμπρίνι. Κι ο πυρετός μου; Πού οφείλεται; — Έλα τώρα, είναι ένα επεισόδιο χωρίς συνέπεια, που θα περάσει γρήγορα. — Όχι, Κλαούντια, ξέρεις καλά, πως αυτό που λες τώρα δεν είναι αλήθεια, και το λες χωρίς πεποίθηση, είμαι βέβαιος γι' αυτό. Ο πυρετός του κορμιού μου και το κουραστικό χτύπημα της καρδιάς μου και τα ρίγη των μελών μου είναι το αντίθετο από ένα επεισόδιο, γιατί δεν είναι τίποτα άλλο —και το κάτωχρο πρόσωπό του, με τα χείλη του, που έτρεμαν, έγειρε προς το πρόσωπο της γυναίκας— τίποτα άλλο από τον έρωτά μου για σένα, ναι, απ' αυτό τον έρωτα που με συγκλόνισε, από τη στιγμή που σ' είδαν τα μάτια μου, ή, μάλλον, που αναγνώρισα, όταν σ' αναγνώρισα, εσένα — κι ήταν αυτός, φανερά, που μ' οδήγησε σ' αυτό το μέρος…. — Τι τρέλα! — Ω, ο έρωτας δεν είναι τίποτα, αν δεν είναι τρέλα, κάτι παράλογο, απαγορευμένο και μια περιπέτεια στο κακό. Διαφορετικά είναι μια ευχάριστη κοινοτοπία, καλή για να κάνει κανείς ειρηνικά τραγουδάκια στις πεδιάδες. Μα όσο για τ' ότι σ' αναγνώρισα κι αναγνώρισα τον έρωτά μου για σένα — ναι, είναι αλήθεια, σε γνώριζα κιόλας, παλιά, εσένα και τα εξαίσια λοξά μάτια σου και το στόμα σου και τη φωνή σου, που μου μιλάς — μια φορά κιόλας, όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, σου ζήτησα το μολύβι σου, για να κάνω, επιτέλους, την κοινωνική γνωριμία σου, γιατί σ' αγαπούσα παράλογα, και σ' αυτό οφείλονται, χωρίς άλλο, στον παλιό μου έρωτα για σένα, τα παλιά σημάδια που βρήκε ο Μπέρενς στο κορμί μου και που μαρτυρούν ότι κι άλλοτε ήμουν άρρωστος. Τα δόντια του χτυπούσαν. Είχε τραβήξει το ένα πόδι κάτω από την τριζάτη πολυθρόνα του, ενώ παραληρούσε, και προχωρώντας το σιγά σιγά, με το άλλο γόνατο άγγιξε κιόλας το πάτωμα, έτσι που γονάτιζε μπροστά της, με το κεφάλι σκυμμένο και τρέμοντας μ' όλο του το σώμα. — Σ' αγαπώ, τραύλισε, πάντα σ' αγαπούσα, γιατί 'σαι το Εσύ της ζωής μου, τ' όνειρό μου, η τύχη μου η επιθυμία μου, ο αιώνιος πόθος μου… — Έλα, έλα! του είπε. Αν σ' έβλεπαν οι παιδαγωγοί σου; Μα εκείνος τίναξε το κεφάλι με απελπισία, έχοντας γυρισμένο το πρόσωπο στο χαλί, κι αποκρίθηκε: — Θ' αδιαφορούσα, αδιαφορώ για όλους αυτούς τους Καρντούτσι και την εύγλωττη Δημοκρατία και την ανθρώπινη πρόοδο μέσα στον χρόνο, γιατί σ' αγαπώ! Του χάιδεψε απαλά με το χέρι τα μαλλιά, που ήταν κομμένα κοντά στο σβέρκο.

— Μικρούλη αστέ! είπε. Ωραίε αστέ με τη μικρή υγρή εστία. Είναι αλήθεια πως μ' αγαπάς τόσο; Κι εξηρμένος απ' αυτό το άγγιγμα, πεσμένος και στα δυο γόνατα τώρα, με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω και τα μάτια κλεισμένα, εξακολούθησε να μιλά: — Ω, ο έρωτας, ξέρεις… Το κορμί, ο έρωτας, ο θάνατος, τα τρία αυτά δεν κάνουνε παρά ένα. Γιατί το σώμα είναι η αρρώστια κι η ηδονή κι αυτό 'ναι που γεννά το θάνατο, ναι, είναι σαρκικοί και οι δυο τους, ο έρωτας και ο θάνατος κι αυτή 'ναι η φρίκη τους κι η μεγάλη γοητεία τους! Μα ο θάνατος, καταλαβαίνεις, είναι από το ένα μέρος κάτι κακόφημο, αισχρό, που κάνει κανέναν να κοκκινίζει από ντροπή. Κι από τ' άλλο μέρος είναι μια δύναμη επίσημη και πολύ μεγαλειώδης — πολύ υψηλότερη από τη χαμογελαστή ζωή που κερδίζει λεφτά και παραφουσκώνει την κοιλιά της — πολύ πιο σεβαστή από την πρόοδο που φλυαρεί με τους καιρούς — γιατί 'ναι η ιστορία και η ευγένεια και ο οίκτος και το αιώνιο και το ιερό, που μας κάνει να βγάζουμε το καπέλο και να περπατούμε στις μύτες των ποδιών… Το ίδιο και το κορμί, κι ο έρωτας του κορμιού είναι μια άσεμνη και δυσάρεστη υπόθεση, και το κορμί κοκκινίζει και χλομιάζει στη επιφάνεια από φρίκη και ντροπή του εαυτού του. Μα είναι, επίσης, και μια μεγάλη δόξα, αξιολάτρευτη, θαυμαστή εικόνα της οργανικής ζωής, άγιο θαύμα της μορφής και της ομορφιάς, κι ο έρωτας γι' αυτό, για το ανθρώπινο κορμί, είναι επίσης ένα εξαιρετικά ανθρώπινο ενδιαφέρον και μια δύναμη πιο μορφωτική απ' όλη την παιδαγωγική του κόσμου!… Ω, μαγευτική οργανική ομορφιά που δε συντίθεται ούτε από ελαιοχρώματα ούτε από πέτρα, μ' από ζωντανή και φθαρτή ύλη, γιομάτη από το πυρετικό μυστικό της ζωής και της σήψης! Κοίταξε την εξαίσια συμμετρία του ανθρώπινου οικοδομήματος, οι ώμοι και οι γοφοί και τα πλευρά τακτοποιημένα κατά ζεύγη, κι ο αφαλός στη μέση, στη μαλακότητα της κοιλιάς, και το σκοτεινό φύλο ανάμεσα στις λαγώνες! Κοίτα τις ωμοπλάτες που κινούνται κάτω από το μεταξωτό δέρμα της πλάτης, και το ραχοκόκαλο που κατεβαίνει προς την διπλή και δροσερή αφθονία των γλουτών, και τους μεγάλους κλάδους των αγγείων και των νεύρων που περνούν από τον κορμό στα μέλη από τις μασκάλες, και πώς η διάταξη των μπράτσων ανταποκρίνεται σ' εκείνη των γαμπών. Ω, κι οι περιοχές της εσωτερικής κλείδωσης του αγκώνα και του γόνατου, με την αφθονία των οργανικών λεπτοτήτων τους κάτω από τα σάρκινα μαξιλάρια τους! Τι απέραντη γιορτή να χαϊδεύεις αυτά τα εξαίσια μέρη του ανθρώπινου κορμιού! Γιορτή ως το θάνατο χωρίς παράπονο μετά! Ναι, Θεέ μου, άσε με να νιώσω την ευωδιά του δέρματος της επιγονατίδας σου, που κάτω της η μεγαλοφυής καψούλα της άρθρωσης εκκρίνει το γλιστερό λάδι της! Άσε με ν' αγγίξω λατρευτικά με τα χείλη μου την Arteria Femoralis που χτυπά στο βάθος της λαγώνας και που διαιρείται πιο χαμηλά σε δυο αρτηρίες του αντικνημίου. Άσε με να νιώσω την απόπνοια των πόρων σου και να ψαύσω το χνούδι σου, ανθρώπινη εικόνα από νερό και λεύκωμα, προορισμένη για την ανατομία του τάφου, κι άσε με να χαθώ με τα χείλη μου πάνω στα δικά σου! Δεν άνοιξε τα μάτια αφού μίλησε. Έμεινε έτσι, χωρίς να κινηθεί, με το κεφάλι χωμένο στο σβέρκο, με τα χέρια, που κρατούσαν το μικρό ασημένιο μολύβι, ανοιγμένα, τρέμοντας και

ταλαντευόμενος στα γόνατά του. Του είπε. — Είσαι, πραγματικά, ένας αβρός εραστής που ξέρει να ν' απαιτεί βαθιά, κατά τρόπο γερμανικό. Και του φόρεσε το χάρτινο καπέλο. — Adieu, mon prince Carnaval! Σας προλέγω πως η γραμμή του πυρετού σας θα σημειώσει μίαν άσκημη άνοδο απόψε! Και μ' αυτό, γλίστρησε από την πολυθρόνα της, γλίστρησε πάνω από το χαλί, προς την πόρτα, που στο άνοιγμά της κοντοστάθηκε μισογυρισμένη προς τα πίσω, και σηκώνοντας το ένα γυμνό μπράτσο της, με το χέρι στο πόμολο της κλειδαριάς, του είπε πολύ σιγά, πάνω από τον ώμο της: — Μην ξεχάσετε να μου επιστρέψετε το μολύβι μου. Και βγήκε.

6

ΑΛΛΑΓΕΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ο χρόνος; Ένα μυστήριο, χωρίς πραγματικότητα και παντοδύναμος. Μια προϋπόθεση στον κόσμο των φαινομένων, μια κίνηση, ανακατεμένη και συνδεμένη με την ύπαρξη των σωμάτων στο χώρο και στην κίνησή τους. Αν δεν υπήρχε κίνηση, δε θα υπήρχε χρόνος; Αν δεν υπήρχε χρόνος, δε θα υπήρχε κίνηση; Ερωτήσεις επί ερωτήσεων μόνο! Ο χρόνος είναι μια λειτουργία του χώρου; Ή το αντίθετο; Ή είναι ταυτόσημοι και οι δυο; Δεν έχουμε παρά να ρωτούμε μονάχα! Ο χρόνος είναι ενεργητικός. Έχει ρητή δημιουργικότητα, «παράγει». Τι παράγει λοιπόν; Αλλαγή! Το τώρα δεν είναι το άλλοτε, το εδώ δεν είναι το εκεί, γιατί ανάμεσά τους υπάρχει κίνηση. Μα μια κι η κίνηση, που μ’ αυτή μετριέται ο χρόνος, είναι κυκλική, κλείνει τον εαυτό της, τότε είναι μια κίνηση και μια αλλαγή, που θα μπορούσε κανείς, το ίδιο καλά, να την χαρακτηρίσει σαν ανάπαυση και ακινησία. Γιατί το Άλλοτε επαναλαμβάνεται αδιάκοπα στο Τώρα, το Εκεί στο Εδώ. Ακόμα, μια και δεν μπόρεσαν παρ’ όλες, και τις πιο φοβερές προσπάθειες, που έκαναν, να φανταστούν έναν πεπερασμένο χρόνο κι έναν περιορισμένο Χώρο, έτσι αποφάσισαν να «σκέπτονται» το Χρόνο και το Χώρο σαν αιώνιους και άπειρους, με την ιδέα, κατά τα φαινόμενα, να πετύχουν, αν όχι απόλυτα, τουλάχιστον, όμως, κάτι καλύτερο. Μα με το να ζητούν τη στατικοποίηση του Αιώνιου και του Άπειρου δεν κατάστρεψαν κατά τρόπο λογικό - μαθηματικό κάθε Ορισμένο και Περιορισμένο, δεν τα κατάντησαν ανύπαρκτα, σχετικώς; Είναι δυνατή μια διαδοχή μέσα στο Αιώνιο, μια παράθεση μέσα στο Άπειρο; Πώς να συμφωνήσουν με τις βοηθητικές υποθέσεις, του Αιώνιου και του Άπειρου, έννοιες όπως η απόσταση, η κίνηση, η αλλαγή, ακόμα κι η παρουσία πεπερασμένων σωμάτων στο σύμπαν; Δεν έχεις παρά να ρωτάς ολοένα. Αυτά κι άλλα παρόμοια αναρωτιόταν ο Χανς Κάστορπ μες στο κεφάλι του που, αμέσως με τον ερχομό του εδώ πάνω, είχε δείξει διάθεση για τέτοιες αδιακρισίες και πονηριές και με μια επικίνδυνη, μα έντονη, ευχαρίστηση, που από τότε την πλήρωσε πολύ ακριβά, είχε ασκηθεί ιδιαίτερα, ίσως, σε τέτοια ζητήματα και ξεθαρρευτεί στις ριψοκίνδυνες θεωρίες. Αναρωτιόταν ο ίδιος, ρωτούσε και τον καλό Γιόαχιμ, ρωτούσε και την πυκνά χιονισμένη, από αμνημόνευτους χρόνους, κοιλάδα, μ’ όλο που δεν είχε να περιμένει κι από τους τρεις τόπους αυτούς, τίποτα που να μπορούσε να μοιάζει με απάντηση, κι είναι δύσκολο να πει κανείς από ποιον λιγότερο. Στον εαυτό του έκανε αδιάκοπα τέτοια ερωτήματα γιατί ο ίδιος αυτός δεν ήξερε καμιά απάντηση. Όσο για το Γιόαχιμ, ήταν σχεδόν αδύνατο να συμμεριστεί παρόμοια ενδιαφέροντα, γιατί, καθώς ο Χανς Κάστορπ το είχε πει, ένα βράδυ στα γαλλικά, δε σκεφτότανε τίποτα άλλο παρά να γίνει στρατιώτης στην πεδιάδα κι είχε αποδυθεί, με την ελπίδα, που πότε σίμωνε, πότε τον περιγελούσε κι έσβηνε ξανά στα μακρινά, σ’ έναν αδιάκοπο, πικρό αγώνα που, τώρα τελευταία, είχε δείξει διάθεση να του δώσει ένα τέλος πραξικοπηματικά. Ναι, ο καλός, ο υπομονετικός, ο ταχτικός Γιόαχιμ, ο τόσο ολοκληρωτικά διαποτισμένος από την ιδέα της υπηρεσίας και της πειθαρχίας, υπόκυπτε σ’ αντάρτικους πειρασμούς, διαμαρτυρόταν ενάντια στην «κλίμακα Γκάφκυ», σε τούτο το σύστημα εξέτασης που, σύμφωνα μ’ αυτό, όριζαν κι αριθμούσαν, κάτω στο εργαστήριο, το Λαμπορατόριουμ ή «λαμπόρ», όπως το λέγανε συνήθως, το βαθμό

μόλυνσης ενός ασθενούς από τους βακίλους: ανάλογα με το πόσους ανακάλυπταν, μερικά δείγματα ή αναρίθμητες ποσότητες, στον ιστό, ο αριθμός της κλίμακας Γκάφκυ ήταν λιγότερο ή περισσότερο υψωμένος, κι όλα εξαρτόνταν από τον αριθμό αυτό. Γιατί, ο αριθμός αυτός, εξέφραζε, άσφαλτα, τις πιθανότητες θεραπείας που μπορούσε να ’χει ο κάτοχός του. Το πόσα χρόνια ή μήνες θα έπρεπε να περάσει ο ασθενής μ’ Αυτούς εκεί πάνω, θα καθοριζόταν εύκολα απ’ αυτό τον αριθμό, αρχίζοντας από τη σύντομη, τυπική επίσκεψη των έξι μηνών ίσαμε την ετυμηγορία «ισοβίως» που, αν λογαριαζόταν με τα συνηθισμένα μέτρα του χρόνου, θα μπορούσε, άλλωστε, να ελαττωθεί στο ελάχιστο. Ενάντια σ’ αυτή την κλίμακα, λοιπόν, επαναστάτησε ο Γιόαχιμ. Αρνήθηκε φανερά κάθε πίστη στο κύρος της, όχι ολωσδιόλου φανερά, όχι μπροστά, ακριβώς, στους ανώτερους, αλλά μπροστά στον εξάδελφό του και, μάλιστα στο τραπέζι. — Βαρέθηκα πια, δε θ’ αφήσω να μ’ εξαπατήσουν περισσότερο, είπε δυνατά, και το αίμα ανέβηκε στο βαθιά μελαχρινισμένο πρόσωπό του. Πριν δεκατέσσερις μέρες είχα 2 στην κλίμακα Γκάφκυ, τιποτένια πράματα, δηλαδή, και τις καλύτερες προβλέψεις, και σήμερα 9, ολότελα μολυσμένος, έτσι που δεν είναι να γίνεται λόγος καν για πεδιάδα. Μόνο ο διάβολος θα μπορούσε να καταλάβει πώς συμβαίνουν στους αρρώστους αυτά, είναι κάτι ανυπόφορο, ανυπόφορο… Πάνω στο Σάλτσαλπ είναι ένας ασθενής, ένας Έλληνας χωρικός, που τον στείλανε εδώ από την Αρκαδία, ένας πράκτορας τον έστειλε δω — μια περίπτωση απελπιστική, καλπάζουσα φυματίωση, κάθε μέρα περίμεναν την εκφορά του, κι ο άνθρωπος αυτός δεν παρουσίασε ποτέ βακίλους στα πτύελά του. Αντίθετα, ο χοντρός Βέλγος ταγματάρχης, που έφυγε υγιής, όταν έφτασα εγώ, είχε 10 στην κλίμακα Γκάφκυ, έβραζε κυριολεκτικά ο βάκιλος μέσα του, κι ωστόσο δεν είχε παρά ένα μικρότατο σπήλαιο. Να μου λείπει ο Γκάφκυ! Βάνω τελεία και παύλα και γυρίζω στον τόπο μου, ακόμη κι αν αυτό θα 'ταν ο θάνατός μου! Αυτά λοιπόν, με το Γιόαχιμ. Κι όλοι νιώσανε λυπημένοι, που είδαν αυτόν το νέο, τον τόσο ήρεμο, τόσο λογικό, σε τέτοια ταραχή. Ο Χανς Κάστορπ, ακούγοντας τον Γιόαχιμ ν’ απειλεί πως θα τα παρατήσει όλα, να κατεβεί στην πεδιάδα, δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί κάτι λόγια, που του είχε πει ένας τρίτος, γαλλικά. Μα σώπασε. Γιατί θα μπορούσε να φέρει σαν παράδειγμα στον εξάδελφό του τη δική του υπομονή, όπως το έκανε η φράου Σταιρ, που αληθινά συμβούλευε το Γιόαχιμ να μην εθελοτυφλεί τόσο προσβλητικά για τους άλλους, παρά να το πάρει απόφαση, ταπεινά, και γιατί δεν έπαιρνε σαν πρότυπο την καρτερικότητα που, αυτή, η Καρολίνα, έδειχνε, επιμένοντας να μένει σε τούτο τον τόπο, απαγορεύοντας σταθερά στον εαυτό της να ξαναπάρει τη θέση της, σαν οικοδέσποινα, στο σπίτι της, στο Κάνστατ, για να μπορέσει να ξαναδώσει, κάποτε, στον άντρα της, μια σύζυγο θεραπευμένη εντελώς και για πάντα; Όχι, ο Χανς Κάστορπ δεν τολμούσε να το κάνει αυτό, πολύ λιγότερο μάλιστα, γιατί από το Καρναβάλι κι ύστερα αισθανόταν πολύ άσκημα τη συνείδησή του απέναντι στο Γιόαχιμ, δηλαδή: η συνείδησή του του έλεγε πως ο Γιόαχιμ θα έπρεπε να είχε δει, σ’ ορισμένα πράματα, που γι’ αυτά δε μίλησαν ποτέ, μα που ο Γιόαχιμ, τα ήξερε χωρίς άλλο, κάτι που έμοιαζε με προδοσία, εγκατάλειψη και απιστία, γεγονότα που, πιο ειδικά, σχετίζονταν με δυο στρογγυλά και καστανά μάτια, με

ξεσπάσματα σχεδόν αδικαιολόγητου γέλιου και με κάποιο άρωμα πορτοκαλιού, που την επίδρασή τους δεχότανε πέντε φορές τη μέρα, μα που, μπροστά τους, χαμήλωνε τα μάτια, αυστηρά και ντροπαλά, στο πιάτο του… Ναι, ακόμη και στη βουβή αντίσταση που είχε προβάλει ο Γιόαχιμ στις θεωρίες και στις απόψεις του πάνω στο «Χρόνο», ο Χανς Κάστορπ νόμισε πως διάκρινε κάτι από κείνη τη στρατιωτική ακαμψία που, για τη συνείδησή του, περιείχε και κάποια μομφή εναντίον του. Μα όσο για την κοιλάδα, τη χειμωνιάτικη κοιλάδα, τη σκεπασμένη κάτω από ένα πυκνό στρώμα χιόνι, που ο Χανς Κάστορπ, καθισμένος στη θαυμάσια πολυθρόνα του, της έθετε αυτά τα υπερφυσικά ερωτήματα, οι κορυφές της, τ’ ακροβούνια της, οι παρυφές της και τα καστανοπρασινοκόκκινα δάση της μένανε σιωπηλά μέσα στη διάρκεια, βουβά κι ακίνητα, πότε ακτινοβολώντας στο βαθύ γαλάζιο τ’ ουρανού, πότε τυλιγμένα σ’ ομίχλες μέσα στη σιωπηλή ροή του επίγειου χρόνου, πορφυρωμένα, άλλοτε, κάτω από τον ήλιο που τα εγκατέλειπε κι άλλοτε ανταυγάζοντας μια σκληρή διαμαντένια λάμψη μέσα στη μαγεία του σεληνόφωτου, μα πάντα χιονισμένα, εδώ κι έξι, αχώρετους στη σκέψη, μ’ όλο που είχαν περάσει για μιας, μήνες, κι όλοι οι οικότροφοι δήλωναν πως δεν μπορούσανε πια να βλέπουν το χιόνι, το αποστρέφονταν, έλεγαν πως το καλοκαίρι τους είχε χορτάσει από χιόνι, μα τούτοι δω οι όγκοι το χιόνι κάθε μέρα, κάθε μέρα, αυτοί οι σωροί το χιόνι, αυτά τα στρώματα το χιόνι, αυτό το χιόνι παντού σε δρόμους και πλαγιές, ξεπερνούσε την ανθρώπινη δύναμη, ήταν θανάσιμο για το μυαλό και το ηθικό του ανθρώπου. Κι έβαναν χρωματιστά γυαλιά, πράσινα, κίτρινα και κόκκινα, χωρίς άλλο και για να φυλάγουν τα μάτια τους μ’ ακόμη πιο πολύ για το ηθικό τους. Είχαν περάσει, λοιπόν έξι μήνες κιόλας, που η κοιλάδα και τα βουνά ήταν χιονισμένα; Εφτά, μάλιστα! Ο χρόνος προχωρεί καθώς διηγούμαστε, ο χρόνος μας, ο χρόνος που αφιερώνουμε σ’ αυτή τη διήγηση, μα κι ο βαθιά προγενέστερος χρόνος του Χανς Κάστορπ και των συντρόφων της μοίρας του, εκεί πάνω, στα χιόνια, περνά και φέρνει αλλαγές. Όλα βρίσκονταν στον καλύτερο δρόμο για να εκπληρωθούν, όπως τα προείπε, με λίγα και γρήγορα λόγια, ο Χανς Κάστορπ, τη μέρα του Καρναβαλιού, προς μεγάλη αγανάχτηση του κ. Σετεμπρίνι, καθώς γυρίζανε από το Νταβός Πλατς: όχι ακριβώς, ότι το θερινό ηλιοστάσιο ήταν προ των πυλών, αλλά το Πάσχα είχε περάσει, οπωσδήποτε, από την κατάλευκη κοιλάδα, ο Απρίλης προχωρούσε, η θέα ήταν ελεύθερη προς την Πεντηκοστή, η άνοιξη θα έσκαζε όπου να ’ταν και τα χιόνια θα λιώνανε, δε θα λιώνανε όλα τα χιόνια, όχι στις βουνοκορφές τις νότιες, στις βραχώδεις χαράδρες της οροσειράς του Ραίτικον, στο βορρά, πάντα υπήρχανε χιόνια, χωρίς να λογαριάσει κανείς το χιόνι που έπεφτε κι όλους τους θερινούς μήνες, μα που δε βαστούσε. Το κύλισμα του χρόνου, ωστόσο, υποσχόταν ασφαλώς, σύντομα, κάτι καινούριο κι αποφασιστικό, γιατί, ύστερα από κείνη τη νύχτα της Αποκριάς, που ο Χανς Κάστορπ είχε δανειστεί ένα μολύβι από τη Φράου Σοσά, της το είχε επιστρέψει μετά και, σύμφωνα με την επιθυμία του, πήρε κάτι άλλο σ’ αντάλλαγμα, ένα ενθύμιο που το είχε στην τσέπη του, δεν είχαν περάσει παρά έξι βδομάδες μόνο, οι διπλές, δηλαδή, απ’ όσες σκεφτότανε, αρχικά, να περάσει εδώ πάνω ο Χανς Κάστροπ.

Έξι εβδομάδες, πραγματικά, είχανε περάσει από κείνο το βράδυ που ο Χανς Κάστορπ είχε κάμει τη γνωριμία της Κλαούντια Σοσά κι ανέβηκε στην κάμαρά του πολύ-πολύ αργότερα απ’ όσο ο αυστηρά υπηρεσιακός Γιόαχιμ στη δική του. Έξι εβδομάδες, ύστερα από την επομένη μέρα που είχε φέρει την αναχώρηση της φράου Σοσά, την αναχώρησή, της γι’ αυτή τη φορά, την προσωρινή αναχώρησή της, για το Νταγκεστάν, ολωσδιόλου ανατολικά, πέρα από τον Καύκασο. Το ότι η αναχώρηση αυτή είχε έναν προσωρινό χαρακτήρα, ότι δεν ήταν παρά μια αναχώρηση μόνο γι’ αυτή τη φορά, ότι η φράου Σοσά είχε την πρόθεση να επιστρέψει, ο Χανς Κάστροπ είχε βεβαιωθεί άμεσα και προφορικά γι’ αυτό κι η διαβεβαίωση τούτη δεν του δόθηκε στον ξενόγλωσσο διάλογο, που συμμεριστήκαμε, μα κατά το χρονικό διάστημα που αφήσαμε να περάσει, χωρίς να πούμε λέξη γι’ αυτό, διακόπτοντας την δεμένη με το χρόνο, σειρά της διήγησής μας και μην αφήνοντας παρά μόνο αυτόν να κυριαρχήσει σαν καθαρή διάρκεια. Ο νέος είχε πάρει, οπωσδήποτε, αυτές τις διαβεβαιώσεις και τις παρήγορες υποσχέσεις, πριν ξαναγυρίσει στον αριθμό 34, γιατί, την επαύριο, δεν είχε ανταλλάξει ούτε μια λέξη πια με τη φράου Σοσά, μόλις μάλιστα, που την είχε δει. Την είχε δει δυο φορές, από μακριά: στο μεσημεριανό φαγητό, την ώρα που είχε έρθει, για τελευταία φορά, στο τραπέζι, φορώντας ένα μπλε φόρεμα κι άσπρη ζακέτα μάλλινη, χτυπώντας την πόρτα πίσω της και περπατώντας με το χαριτωμένο, σαν να γλιστρούσε, βήμα της, ενώ η καρδιά του χτυπούσε στο λαιμό του και μόνο η αυστηρή επίβλεψη της φροϋλάιν Ένγκελχαρτ πάνω του τον εμπόδισε να κρύψει το πρόσωπό του στα χέρια του, κι ύστερα, στις τρεις το απόγευμα, την ώρα της αναχώρησής της, που δεν είχε ακριβώς παρασταθεί, μα που την είχε παρακολουθήσει από ένα παράθυρο του διαδρόμου, που έβλεπε πάνω από το δρόμο ακριβώς. Το περιστατικό διαδραματίστηκε όπως, ο Χανς Κάστορπ, κατά τη διαμονή του εδώ πάνω, είχε δει πολλές φορές κιόλας να διαδραματίζεται: το έλκηθρο ή η άμαξα σταματούσε μπροστά στα κάγκελα, αμαξάς κι υπηρέτης φόρτωναν τις αποσκευές, οικότροφοι του σανατόριου, φίλοι εκείνου που ξανάπαιρνε το δρόμο για την πεδιάδα, θεραπευμένος ή όχι, για να ζήσει ή για να πεθάνει ή και, απλά, όσοι άφηναν την υπηρεσία τους για να δοκιμάσουν απάνω τους την επίδραση αυτού του γεγονότος, μαζεύονταν μπροστά στον πυλώνα. Ένας από τους κυρίους της Διευθύνσεως, με ρεντινγκότα, ίσως μάλιστα κι οι ίδιοι οι γιατροί κι έπειτα εκείνος που θα έφευγε, έβγαινε με το πρόσωπο λαμπερό, τις πιο πολλές φορές, χαιρετούσε καλόκαρδα τους περίεργους που τον τριγύριζαν και που έμεναν πίσω, γιομάτος ορμή, τώρα στην αρχή, για την περιπέτεια… Τούτη τη φορά, λοιπόν, ήταν η φράου Σοσά που βγήκε, γελαστή, με τα χέρια γιομάτα λουλούδια. Φορούσε ένα μακρύ, ταξιδιωτικό πανωφόρι, ρικνό και γαρνιρισμένο με γούνα, κι ένα μεγάλο καπέλο. Τη συνόδευε ο κ. Μπουλιζίν, ο σύντροφός της με το ρουφηγμένο στήθος, που θα έκανε μαζί της ένα μέρος του ταξιδιού. Κι εκείνη φαινόταν γιομάτη ζωηρότητα κι ευθυμία, όπως ήταν όποιος έφευγε έστω και μόνο για την προοπτική μιας αλλαγής της ζωής, ανεξάρτητα από το γεγονός, αν έφευγε με την άδεια του γιατρού ή αν διάκοπτε τη διαμονή του από αηδία κι απελπισία, σε βλάβη του, και με τη συνείδηση ανήσυχη. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει, φλυαρούσε αδιάκοπα, ρωσικά,

ασφαλώς, ενώ της τύλιγαν τα πόδια με μια κουβέρτα γούνινη… Δεν είχαν έρθει μονάχα συμπατριώτες ή ομοτράπεζοι της φράου Σοσά, μα και πολλοί άλλοι οικότροφοι βρίσκονταν εκεί: ο γιατρός Κροκόβσκι έδειχνε, μ’ αρρενωπό χαμόγελο, τα κίτρινα δόντια του μέσα στα γένια του, η θεία πρόσφερε, στην ταξιδιώτισσα, κομπόστα, «κομποστούλα», όπως συνήθιζε να λέει, δηλαδή ρούσικη μαρμελάδα. Παραβρισκότανε κι η δασκάλα. Ο νέος από το Μανχάιμ στεκόταν σε κάποια απόσταση, παρακολουθώντας τη σκηνή με το βλέμμα θολό. Τα θλιμμένα μάτια του είχαν γλιστρήσει στο μάκρος της οικοδομής, ανακάλυψα τον Χανς Κάστροπ στο παράθυρο του διαδρόμου και σταμάτησαν ταραγμένα, για μια στιγμή, απάνω του… Ο γιατρός Μπέρενς δεν είχε φανεί. Δίχως άλλο θα είχε αποχαιρετήσει κιόλας την ταξιδιώτισσα μια άλλη ώρα και ιδιαίτερα…. Ύστερα, ανάμεσα στις φωνές και στους χαιρετισμούς όλων αυτών που παρευρίσκονταν εκεί, τ' άλογα έκαναν προς τα μπρος και τα λοξά μάτια της φράου Σοσά, με τη σειρά τους, καθώς η κίνηση του έλκηθρου είχε ρίξει το απάνω μέρος του σώματός της στα μαξιλάρια διέτρεξαν, άλλη μια φορά, χαμογελαστά, την πρόσοψη του Μπέργκχοφ και στο διάστημα ενός ελάχιστου δευτερόλεπτου στάθηκαν πάνω στο πρόσωπο του Χανς Κάστορπ… Κι εκείνος, καθώς έμεινε πίσω, έτρεξε κάτωχρος στην κάμαρά του, στον εξώστη του, για να δει, ακόμα μια φορά, από κει πάνω, το έλκηθρο, που με τα κουδουνίσματά του, είχε γλιστρήσει στο δρόμο του «Ντορφ». Ύστερα, ρίχτηκε σε μια καρέκλα κι έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του το ενθύμιο, το τεκμήριο, που τη φορά τούτη δεν ήταν τίποτα περιτρίμματα σκουροκόκκινα, μα μια μικρή πλάκα, πραγματικά, με στενή κορνίζα. Μια πλάκα από γυαλί που έπρεπε να την κρατά κανείς στο φως για να διακρίνει κάτι: το εσωτερικό πορτραίτο της Κλαούντια, που ήταν δίχως πρόσωπο, μα αποκάλυπτε το λεπτό σκελετό του κορμιού της να περιβάλλεται από τη φασματική διαφάνεια του σχήματος της σάρκας της και των οργάνων του κοιλώματος του στήθους της… Πόσες φορές την είχε αποθαυμάσει και σφίξει πάνω στα χείλη του, όλο το διάστημα του χρόνου, που είχε περάσει από τότε, φέρνοντας αλλαγές! Ο χρόνος, λόγου χάρη, είχε φέρει τη συνήθεια της ζωής, κατά την απουσία της Κλαούντια Σοσά, από την οποία τον χώριζε ο χώρος και πιο γρήγορα απ’ ότι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Ο χρόνος εδώ δεν είχε καμιά ιδιαίτερη υφή και ήταν ειδικά οργανωμένος για να μπορεί να δημιουργήσει τη συνήθεια, ας ήταν κι η συνήθεια του να μη συνηθίζεις. Δεν υπήρχε λόγος πια να περιμένει κανείς το χτύπημα της πόρτας, πίσω από κείνον που θα έμπαινε, στην αρχή των πέντε πλουσιοπάροχων γευμάτων, γιατί δε συνέβαινε πια τίποτα τέτοιο. Εξ άλλου η φράου Σοσά χτυπούσε τώρα τις πόρτες σ’ απέραντη απόσταση από κει, εκδήλωση της ιδιοσυγκρασίας της, που ανακατωνόταν και δενόταν με την αρρώστια της, όπως ο χρόνος δένεται στα σώματα μέσα στο χώρο, η αρρώστια της και τίποτα άλλο..» Αν κι ήταν όμως αόρατη κι απούσα, παρ’ όλ’ αυτά ήταν ταυτόχρονα, αόρατη και παρούσα για το πνεύμα του Χανς Κάστορπ. Ήταν το πνεύμα αυτού του τόπου, που το είχε γνωρίσει κι αποχτήσει σε μια ώρα κακιά, γιομάτη από κακούργα γλύκα, σε μια ώρα που κανένα από τα ήσυχα τραγουδάκια του κάμπου δεν ταίριαζε, και που, από εννιά μήνες τώρα, έφερνε, στην τόσο ερωτευμένη καρδιά του, τη φασματική σιλουέτα του.

Εκείνη την αλησμόνητη ώρα, τα χείλη του που έτρεμαν, είχαν τραυλίσει σε μια ξένη γλώσσα και στη δική του, σχεδόν ασύνειδα, και με πνιγμένη φωνή, πράγματα υπερβολικά: προτάσεις, προσφορές, σχέδια κι αποφάσεις παράλογες που, πολύ σωστά, δεν επιδοκιμάστηκαν. Είχε θελήσει να συνοδέψει το πνεύμα αυτό και πέρα από τον Καύκασο, να το ακολουθήσει, να το περιμένει στον τόπο που θα διάλεγε, που θα ήθελε να μείνει το πνεύμα για να μην το χωριστεί ποτέ πια. Είχε κάνει κι άλλες προτάσεις το ίδιο ανεύθυνες. Κι αυτό που ο απλοϊκός νέος είχε αποκομίσει, από τούτη την ώρα της βαθιάς περιπέτειας, δεν ήταν παρά η σκιά ενός τεκμήριου κι η πιθανότητα που άγγιζε την αληθοφάνεια, ότι η φράου Σοσά θα ξαναρχόταν για μια τέταρτη διαμονή, εδώ, αργά ή γρήγορα, ανάλογα με το τι θ’ αποφάσιζε η αρρώστια που της ξανάδινε την ελευθερία της. Μα είτε αργά είτε γρήγορα, του είχε πει, όταν αποχαιρετιόντουσαν — ο Χανς Κάστορπ, σίγουρα «θα είχε φύγει από καιρό πολύ μακριά». Και το υπεροπτικό νόημα τούτης της προφητείας θα του ήταν ακόμη πιο ανυπόφορο, αν δεν μπορούσε να καταφύγει στη σκέψη, ότι, ορισμένες προφητείες, δεν είναι τέτοιες που να πραγματοποιούνται, μα για να μη πραγματοποιούνται. Σαν να ήθελε κανείς ακριβώς να τις αποτρέψει. Τέτοιου είδους προφήτες περιγελούν το μέλλον, λέγοντάς του πώς θα είναι, για να ντραπεί να πάρει στ’ αλήθεια, ένα τέτοιο πρόσωπο. Κι αν το πνεύμα, στο διάστημα της συνομιλίας που αναφέραμε, κι έξω απ’ αυτήν, τον είχε ονομάσει «ωραίο αστό με τη μικρή υγρή εστία», που ήταν κάτι σαν μετάφραση της έκφρασης του κ. Σετεμπρίνι: «χαϊδεμένο παιδί της ζωής», πολύ δίκαια θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί ποιο στοιχείο απ’ αυτό το μίγμα θα φανερωνόταν πιο δυνατό: ο αστός ή ο άλλος… Κι ακόμα, το πνεύμα δεν είχε λάβει υπ’ όψη του ότι και το ίδιο αυτό είχε φύγει πολλές φορές και ξαναήρθε, και πως κι ο Χανς Κάστορπ, επίσης, θα μπορούσε να ξανάρθει την κατάλληλη στιγμή, μ’ όλο που, στην πραγματικότητα, επέμενε να μένει εδώ, με το σκοπό να μη χρειαστεί να ξανάρθει. Γι’ αυτόν, όπως και για τόσους άλλους, αυτός ήταν ο λόγος της παρουσίας του εδώ. Μια αστεία προφητεία εκείνης της βραδιάς του Καρναβαλιού είχε πραγματοποιηθεί: ο πυρετός του Χανς Κάστορπ έκανε μια άσχημη καμπύλη. Υψώθηκε απότομα κι αυτός τον σημείωσε μ’ επίσημη σοβαρότητα. Ύστερα από ένα ελαφρό πέσιμο, παράμεινε στο ύψος αρκετών βαθμών, μ’ ελαφρούς κυματισμούς, και διατηρήθηκε εκεί, χωρίς διακοπή, πάντα ψηλότερα από τον βαθμό των πυρετών που ήταν συνηθισμένος πρωτύτερα. Ήταν ένας πυρετός αφύσικος, που ο βαθμός και η επιμονή του, κατά το γιατρό Μπέρενς, δεν είχε σχέση με τα τοπικά συμπτώματα. — Είστε πολύ πιο δηλητηριασμένος απ’ όσο θα σας θεωρούσε κανείς άξιο, φιλαράκο μου, είπε. Εμπρός, ας δοκιμάσουμε και σε σας τις ενέσεις! Αυτό θα επιδράσει επάνω σας. Σε τρεις, τέσσερις μήνες θα είστε σαν το ψάρι στο νερό, αν τα πράγματα έρθουν όπως θα ήθελα. Έτσι έγινε, κι ο Χανς Κάστορπ έπρεπε να παρουσιάζεται δυο φορές την εβδομάδα, την Τετάρτη και το Σάββατο, ύστερα από τον πρωινό περίπατο, στο «λαμπόρ» για να του κάνουν την ένεσή του. Κι οι δυο γιατροί κάνανε αυτή τη θεραπεία, με τη σειρά, μα ο Αυλικός Σύμβουλος την έκανε σαν βιρτουόζος, με μιας αδειάζοντας τη σύριγγα, την ίδια ώρα που τρυπούσε. Έτσι,

κάποτε, ο πόνος ήταν διαβολικός και το σημάδι έμενε για καιρό, σκληρό κι έκαιγε. Εκτός απ’ αυτό, η ένεση πρόσβαλλε τη γενική κατάσταση του οργανισμού, τάραζε το νευρικό σύστημα, σαν δυναμικό άθλημα, πράμα που μαρτυρούσε τη δύναμη αυτού του φαρμάκου, που φανερωνότανε, επίσης, με το γεγονός ότι άρχιζε ν’ ανεβάζει αμέσως τον πυρετό. Το είχε προείπει ο Σύμβουλος κι έτσι έγινε, σύμφωνα με τον κανόνα, δίχως να υπάρξει τίποτα ν’ αντιταχτεί στο φαινόμενο που είχε προβλεφθεί. Γρήγορα τέλειωνες, μόλις έφτανε η σειρά σου. Ώσπου να γυρίσεις να δεις, σου είχαν βάλει κιόλας αντιδραστήριο, κάτω από το δέρμα του μηρού ή του μπράτσου. Καμιά φορά όμως όταν ακριβώς ο Αυλικός Σύμβουλος ήταν σε διάθεση και το κέφι του δεν ήταν χαλασμένο από τον καπνό, πιάνανε, παρ’ όλα αυτά, με την ευκαιρία της ένεσης και μια κουβεντούλα, που ο Χανς Κάστορπ κατάφερνε να τη διευθύνει έτσι περίπου: — Κρατώ πάντα μια καλή ανάμνηση, από τον ευχάριστο καφέ, στο σπίτι σας, γιατρέ, πέρυσι, το φθινόπωρο, που τον χαρήκαμε εντελώς τυχαία. Χτες ακόμα ή ήταν πιο πριν; θύμισα το περιστατικό αυτό στον εξάδελφό μου… — Γκάφκυ επτά, είπε ο σύμβουλος. Τελευταίο αποτέλεσμα. Αυτό το παιδί δεν εννοεί, στ’ αλήθεια, να γλυτώσει από το δηλητήριο. Κι εχτός απ’ αυτό, ποτέ δεν με πίεσε και δε μ' ενόχλησε τόσο, όσο τούτο τον τελευταίο καιρό, με τις ιδέες του να φύγει, για να πάει να ζωστεί το σπαθί, και με ιερεμιάδες σαν να έμεινε αιώνες εδώ! Θέλει ναι και καλά να φύγει. Σας το είπε και σας; Θα έπρεπε κάποια μέρα να τον βάλετε μπρος, στα σοβαρά, από δικού σας και με σταθερότητα. Το παλληκάρι αυτό θα τα τινάξει, αν καταπιεί πολύ νωρίς τη χαριτωμένη σας ομίχλη, εκεί πάνω, δεξιά. Αυτοί οι λεβέντες του πολέμου δεν είναι βέβαια υποχρεωμένοι να ’χουν και πολλή κρίση, εσείς, όμως, ο πιο μετρημένος από τους δυο, ο πολίτης, ο καλλιεργημένος αστός, θα έπρεπε να του βάλετε μυαλό, πριν κάνει ανοησίες. — Αυτό κάνω, γιατρέ, απάντησε ο Χανς Κάστορπ, χωρίς να πάψει να διευθύνει τη συνομιλία. Αυτό κάνω, πολύ συχνά, όταν επαναστατεί έτσι, και πιστεύω να λογικευτεί, μα τα παραδείγματα που έχει κανείς μπρος στα μάτια του δεν είναι από τα καλύτερα, κι αυτό ’ναι που τα χαλά όλα. Έχουμε πάντα, βλέπετε, αναχωρήσεις, αναχωρήσεις για τον κάμπο, αυθόρμητες και δίχως αληθινή δικαιολογία κι αυτό ’ναι κάτι που βάζει σε πειρασμό τους αδύνατους χαρακτήρες. Τώρα τελευταία, λόγου χάρη. Ποιος έφυγε τώρα τελευταία; Μια κυρία ακριβώς από το τραπέζι των «Καλών Ρώσων», η φράου Σοσά. Είπαν πως έφυγε για το Νταγκεστάν. Θεέ μου, το Νταγκεστάν, δεν ξέρω το κλίμα, μπορεί να είναι και ορεινό, δεν είμαι και πολύ κατατοπισμένος απάνω σ’ αυτά. Πώς να ζήσετε εκεί, δίχως να έχετε γιατρευτεί, όταν σας λείπουν οι στοιχειώδεις αρχές και κανένας δεν ξέρει τον κανόνα που ακολουθούμε, εδώ, ούτε πως μένουμε ξαπλωμένοι και παίρνουμε κάθε τόσο τον πυρετό μας. Νομίζω, άλλωστε, πως θέλει να ξανάρθει, οπωσδήποτε, μου το είχε πει σε κάποια ευκαιρία. Πώς φτάσαμε, λοιπόν, να μιλούμε γι’ αυτή; Α, ναι, εκείνη τη μέρα σας συναντήσαμε στον κήπο, γιατρέ θυμάστε; δηλαδή εσείς μας συναντήσατε, γιατί καθόμασταν σ’ ένα πάγκο, ξέρω ακόμα ποιον, θα μπορούσα να σας τον δείξω ακριβώς, καθόμασταν εκεί και καπνίζαμε. Θέλω να πω, εγώ κάπνιζα, γιατί ο εξάδελφός μου, πράμα παράξενο, δεν καπνίζει. Καπνίζατε και σεις ακριβώς και προσφέραμε ο ένας

στον άλλο τις μάρκες της προτίμησής μας, τώρα το θυμούμαι, η βραζιλιανή σας ήταν εξαιρετική, μα πρέπει να έχει κανείς τα μάτια του δεκατέσσερα, γιατί μπορεί να του συμβεί κάτι, όπως σε σας, ύστερα από τα δυο πούρα της Χαβάνας, όταν κοντέψατε να χορέψετε τον τελευταίο χορό σας με τρικυμισμένο στήθος καθώς όλα τελειώσανε καλά, μπορεί κανείς πια και ν’ αστειευτεί. Από τα Μαρία Μαντσίνι, παράγγειλα, άλλωστε, πάλι, δυο τρεις εκατοντάδες κομμάτια στη Βρέμη, είμαι αληθινά ικανοποιημένος, νιώθω ιδιαίτερη προτίμηση σ’ αυτή τη μάρκα, μου είναι συμπαθής απ’ όλες τις απόψεις. Η αλήθεια είναι, ότι με τα ταχυδρομικά και το τελωνείο μου έρχονται αρκετά ακριβά κι αν λογαριάζετε να παρατείνετε πολύ καιρό ακόμα την κούρα μου εδώ, είμαι ικανός να υιοθετήσω καμιά άλλη από τις μάρκες των πούρων που έχετε εδώ στις προθήκες βλέπει κανείς πολύ καλά πούρα. Κι ύστερα, μας δείξατε τους πίνακές σας, το θυμούμαι σαν να είναι σήμερα και δοκίμασα μεγάλη ευχαρίστηση. Τα έχασα, στ’ αλήθεια, βλέποντας τι τολμούσατε να δοκιμάσετε στην ελαιογραφία. Ποτέ δε θα είχα αυτό το θάρρος. Δεν είχαμε δει επίσης, και το πορτραίτο της φράου Σοσά, όπου, η επιδερμίδα, αποδίνεται μ’ έναν τρόπο πραγματικά περίφημο; Μπορώ να το πω: έμεινα ενθουσιασμένος. Τότε δε γνώριζα ακόμα το μοντέλο ή μονάχα εξ όψεως κι εξ ακοής. Πριν από πολύ λίγο καιρό, λίγο μόνο πριν φύγει, τελευταία μόλις, πρόφτασα κι έκανα και την προσωπική γνωριμία της. — Τι λέτε εκεί! αποκρίθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος. Το ίδιο ακριβώς είχε απαντήσει (η παρομοίωση επιβάλλεται), όταν ο Χανς Κάστορπ του είχε αναγγείλει, πριν από την πρώτη του ιατρική εξέταση, ότι είχε και λίγο πυρετό. Δεν είπε τίποτα άλλο. — Μα ναι, μα ναι, τη γνώρισα, επέμεινε ο Χανς Κάστορπ. Ξέρω, εκ πείρας, ότι δεν είναι και τόσο εύκολο να κάνεις γνωριμίες εδώ πάνω, αλλ’ ανάμεσα στη φράου Σοσά και σε μένα έγινε κι αυτό τελικά κι είχαμε, μάλιστα, ακόμα και την τελευταία στιγμή, μια συνομιλία που μας… Ο Χανς Κάστορπ εισέπνευσε ανάμεσα από τα δόντια του. — Πφφ, κι έκανε προς τα πίσω. Θ αγγίξατε, χωρίς άλλο, τυχαία, κανένα σημαντικό νεύρο, γιατρέ. Ω, ναι, ναι, πονεί διαβολικά. Ευχαριστώ, λιγάκι μασάζ κάνει καλό… Ναι, μια συνομιλία μας πλησίασε. — Μπα! Λοιπόν; έκανε ο Αυλικός Σύμβουλος. Ρώτησε κουνώντας το κεφάλι με το ύφος κάποιου που περιμένει μια απάντηση γεμάτη εγκώμια και που ο ίδιος βάζει, εκ των προτέρων, στην ερώτηση, την επιβεβαίωση του επαίνου που είχε προβλέψει. — Υποθέτω, ότι τα γαλλικά μου δεν ήταν και τόσο περίφημα, ξέφυγε με τρόπο ο Χανς Κάστορπ. Από πού θα είχα την πείρα τους, στο κάτω κάτω; Αλλά, την κρίσιμη στιγμή, σας περνούν από το κεφάλι ένα σωρό πράματα και, όσο να ’ναι, συνεννοηθήκαμε αρκετά καλά. — Σας πιστεύω. Λοιπόν; έκανε ο Αυλικός Σύμβουλος, επαναλαμβάνοντας την πρόκλησή του. Και πρόσθεσε μόνος του: — Νοστιμούλα, ε;

— Ο Χανς Κάστορπ, κουμπώνοντας το γιακά του, στεκόταν μ' ανοιγμένα τα πόδια και τους αγκώνες και με το κεφάλι σηκωμένο κατά το ταβάνι. — Δεν είναι, επί τέλους, τίποτα το καινούριο, είπε. Δυο πρόσωπα, ή και δυο οικογένειες, ζουν σε μια λουτρόπολη, για εβδομάδες, κάτω από την ίδια στέγη, σε απόσταση. Μια μέρα, γνωρίζονται, εκτιμούνται ειλικρινά και να που βρίσκεται ο ένας από τους δυο έτοιμος να φύγει. Φαντάζομαι, ότι τέτοιου είδους λύπες δημιουργούνται συχνά. Και, σε παρόμοιες περιπτώσεις, θα ήθελε να κρατήσει κανείς τουλάχιστον κάποια επαφή, ν’ ακούει ο ένας νεότερα για τον άλλο, ας είναι κι αλληλογραφώντας. Η φράου Σοσά, όμως… — Ναι, ναι, ασφαλώς δε θέλει; γέλασε εύθυμος ο Αυλικός Σύμβουλος. — Όχι, δε θέλησε ούτε να τ’ ακούσει. Δε γράφει ούτε και σε σας ποτέ από κει που βρίσκεται; — Θεός φυλάξοι! αποκρίθηκε ο Μπέρενς. Να μια ιδέα που δε θα της ερχόταν ποτέ. Πρώτα από τεμπελιά κι ύστερα, πώς θα έγραφε, λοιπόν; Δεν ξέρω να διαβάσω ρωσικά. Στην ανάγκη και με δυσκολία τα μιλώ σπασμένα, μα δε θα μπορούσα να διαβάσω ούτε την παραμικρή λέξη. Ούτε και σεις, δεν είν’ έτσι; Καλά, όσο για τα γαλλικά και τα γερμανικά, η γατούλα μας τα νιαουρίζει, δίχως άλλο, μ’ έναν τρόπο εξαίσιο, μα όσο για να γράψει, θα τα εύρισκε, χωρίς άλλο, μπαστούνια. Η ορθογραφία, αγαπητέ μου φίλε! Όχι, μα πρέπει να παρηγορηθούμε, αγόρι μου. Όλο και ξανάρχεται, από καιρό σε καιρό. Ζήτημα τεχνικής, υπόθεση ιδιοσυγκρασίας, όπως είπαμε. Ο ένας φεύγει κι ύστερα πρέπει πάλι να ξανάρθει, ο άλλος μένει αμέσως για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, που να μην έχει ποτέ πια ανάγκη να ξανάρθει. Αν, όμως, ο εξάδελφός σας φύγει, να του το τονίσετε καλά αυτό, είναι πολύ πιθανό, ότι θα βρίσκεστε ακόμα εδώ, για να παρασταθείτε στην επίσημη επιστροφή του. — Μα πόσο καιρό, λοιπόν, νομίζετε, γιατρέ, ότι εγώ… — Ότι εσείς; Ότι αυτός!… Νομίζω ότι δε θα μείνει εκεί κάτω τόσο καιρό όσο έμεινε εδώ πάνω. Όσο για μένα, αυτό το πιστεύω τίμια. Και θα έχετε την καλοσύνη να του το επαναλάβετε εκ μέρους μου. Τέτοιες ήταν συνήθως αυτές οι συνομιλίες που διεύθυνε με πονηριά ο Χανς Κάστορπ, μ’ όλο που το αποτέλεσμα ήταν ελάχιστο κι αβέβαιο. Γιατί, όσον αφορούσε το χρόνο που έπρεπε να μείνει κανείς, για να παραστεί στην επιστροφή ενός αρρώστου που είχε φύγει πριν της ώρας του, η απάντηση ήταν διφορούμενη. Όσο, τώρα, για τη νεαρή γυναίκα που έλειπε, δεν είχε βγει τίποτα. Ο Χανς Κάστορπ δε θα μάθαινε τίποτα γι’ αυτήν, όσον καιρό το μυστήριο του χώρου και του χρόνου θα τους χώριζε. Εκείνη δε θα έγραφε κι έτσι δε θα του έδινε την ευκαιρία να το κάνει κι αυτός. Για ποιο λόγο, άλλωστε, να φερθεί διαφορετικά, αν το σκεφτόταν κανείς καλά; Δεν ήταν μια πολύ μπουρζουάδικη και σχολαστική ιδέα, εκ μέρους του, να υπαινιχθεί πως θα μπορούσαν ν’ αλληλογραφήσουν, όταν, άλλοτε, είχε αληθινά αισθανθεί, ότι δε χρειαζόταν, ούτε θα έπρεπε καν να το επιθυμεί ακόμα και να μιλήσουν; Κι αυτός, είχε, αλήθεια, «μιλήσει», με το νόημα που δίνει

σ’ αυτή τη λέξη η πολιτισμένη Δύση, εκείνη τη βραδιά του Καρναβαλιού, κοντά της ή μήπως, μάλλον, είχε μιλήσει, σε ξένη γλώσσα, σαν σε όνειρο, μ’ έναν τρόπο όσο πιο λίγο γίνεται πολιτισμένο; Γιατί, λοιπόν, τότε, να γράψει πάνω σ’ επιστολόχαρτα ή σε δελτάρια, σαν αυτά που έστελνε κάποτε κάποτε στο σπίτι του, στην πεδιάδα, για να τους κάνει γνωστά τα ευμετάβλητα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεων; Δεν είχε δίκιο η Κλαούντια να αισθάνεται, πως δε χρειαζόταν να γράψει, χάρη στην ελευθερία κιόλας που της παραχωρούσε η αρρώστια; Να μιλάς, να γράφεις μια υπόθεση ιδιαίτερα ουμανιστική και δημοκρατική, στην πραγματικότητα, υπόθεση του κυρ Μπρουνέττο Λατίνι, που έγραψε κείνο το βιβλίο για τις αρετές και τις κακίες και μόρφωσε του Φλωρεντιανούς, διδάσκοντάς τους πώς να μιλούν και την τέχνη να διοικούν τη Δημοκρατία τους, σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής… Αυτό ξανάφερε τις σκέψεις του Χανς Κάστορπ στον Λοντοβίκο Σετεμπρίνι και κοκκίνισε, όπως είχε κοκκινίσει, άλλοτε, όταν ο συγγραφέας είχε μπει ξαφνικά στο δωμάτιό του, όπου κειτόταν άρρωστος, ανάβοντας απότομα το φως. Ο Χανς Κάστορπ θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολία, να του θέσει τις ερωτήσεις του, εκείνες που αφορούσαν τα υπερφυσικά μυστήρια, ακόμα και σαν πρόκληση και πείραγμα κι όχι με την ελπίδα να πετύχει μια απάντηση από τον ουμανιστή, που δε νοιαζότανε παρά μόνο για τα επίγεια συμφέροντα. Μ’ από τη βραδιά του καρναβαλιού και τη ζωηρή φυγή του Σετεμπρίνι από το σαλόνι της μουσικής είχε δημιουργηθεί ένα είδος απομάκρεμα στις σχέσεις του Χανς Κάστορπ και του Ιταλού, απομάκρεμα, που είχε αιτία την άσκημη συνείδηση του ενός και τη βαθιά απογοήτευση, σαν παιδαγωγού, του άλλου, και που συνέπειά τους ήταν ν’ αποφεύγονται και για ολόκληρες εβδομάδες να μην ανταλλάξουν την παραμικρή λέξη. Ο Χανς Κάστορπ ήταν ακόμα ένα «χαϊδεμένο από τη ζωή παιδί», στα μάτια του κ. Σετεμπρίνι; Όχι, γιατί, δίχως άλλο, τον είχε εγκαταλείψει εκείνος, που ζητούσε την ηθική στη Λογική και στην Αρετή… Κι ο Χανς Κάστορπ ήταν πεισμωμένος με τον κ. Σετεμπρίνι, συνοφρυωνόταν, ανασήκωνε τα χείλη όταν συναντούνταν, ενώ το μαύρο και λαμπερό βλέμμα του κ. Σετεμπρίνι ακουμπούσε απάνω του με βουβή μομφή. Ωστόσο, το επίμονο αυτό πείσμα διαλύθηκε, μόλις ο λογοτέχνης του απότεινε το λόγο, για πρώτη φορά, ύστερα από πολλές εβδομάδες, κι ας ήταν περαστικά και κάτω από τη μορφή μυθολογικών υπαινιγμών, τόσο λεπτών, που μόνο η καλλιέργεια του δυτικού πνεύματος θα μπορούσε να τους ξεμπερδέψει. Αυτό έγινε, ύστερα από το δείπνο. Συναντήθηκαν στο άνοιγμα της τζαμόπορτας, που είχε πάψει να χτυπά. Ανταμώνοντας το νέο κι έχοντας σκοπό να χωριστεί αμέσως απ’ αυτόν, ο Σετεμπρίνι είπε: — Λοιπόν, ναυπηγέ μου, πώς βρήκατε το ρόδι; Ο Χανς Κάστορπ χαμογέλασε, εύθυμος και ταραγμένος. — Δηλαδή…. Τι εννοείτε μ’ αυτό, κ. Σετεμπρίνι; Ρόδια; Μα δε σέρβιραν. Ποτέ στη ζωή μου, δεν… Ναι. Μια μέρα ήπια ένα σιρόπι από ρόδια με νερό Σελτζ. Ήταν πολύ γλυκερό. Ο Ιταλός, που τον είχε προσπεράσει κιόλας, γύρισε το κεφάλι και είπε: — Θεοί και θνητοί επισκέφτηκαν κάποτε το βασίλειο των σκιών και βρήκαν το δρόμο της επιστροφής. Οι κάτοικοι της Κόλασης, όμως, γνωρίζουν πως, όποιος γευτεί τους

καρπούς του βασιλείου τους, τους ανήκει για πάντα. Κι εξακολούθησε το δρόμο του, μ’ εκείνα τα αιώνια πανταλόνια του, με τ’ ανοιχτόχρωμα τετραγωνάκια, αφήνοντας πίσω του το Χανς Κάστορπ, που θα έπρεπε να ’ναι «συντριμμένος» από το νόημα αυτού του λόγου και που, στ’ αλήθεια, ήταν, μ’ όλο που, θυμωμένος και διασκεδάζοντας κιόλας με την υπόθεση, πως μπορούσε να είναι, μουρμούρισε στον εαυτό του: — Λατίνι, Καρντούτσι, Ράτσι Μαούξι Φάλλι, δε με παρατάς ήσυχο! Και την ίδια στιγμή αισθανόταν τον εαυτό του συγκινημένο ευχάριστα από τούτο τον πρώτο λόγο που του απότεινε, γιατί, μ’ όλο το τρόπαιο και το μακάβριο ενθύμιο, που έφερνε πάνω στην καρδιά του, κρεμόταν από τον κ. Σετεμπρίνι, αποζητούσε τη συναναστροφή του κι η σκέψη ότι ο Ιταλός μπορούσε να τον απαρνηθεί και να τον εγκαταλείψει, θα βάραινε στην ψυχή του πιο σκληρά κι από το αίσθημα του μαθητή, που τον κρατούν σ’ απόσταση στο σχολείο, ή εκείνου που θα επωφελείτο απ’ όλα, τα πλεονεκτήματα της ντροπής, όπως ο κύριος Αλμπέν… Ωστόσο, δεν τολμούσε ν’ αποτείνει ο ίδιος το λόγο στον Μέντορά του κι αυτός άφησε πάλι να περάσουν εβδομάδες πριν πλησιάσει να πιάσει κουβέντα με τον ανυπάκουο μαθητή. Αυτό έγινε όταν με τα θαλάσσια κύματα του Χρόνου, τα αιώνια ρυθμικά και μονότονα, ξεβράστηκε στ’ ακρογιάλι το Πάσχα και γιορτάστηκε, στο Μπέργκχοφ, με πάσα ακρίβεια, όπως γιορταζόταν εκεί κάθε σταθμός και τομή, για ν’ αποφεύγεται ένα πολύ ακατάστατο μπέρδεμα. Στο πρώτο πρόγευμα, κάθε οικότροφος βρήκε πλάι στο πιάτο του ένα χρωματιστό αυγό και, στο μεσημεριανό φαγητό, το τραπέζι του συμποσίου ήταν στολισμένο με μικρούς λαγούς από ζάχαρη και σοκολάτα. — Έχετε ταξιδέψει ποτέ στη θάλασσα, υπολοχαγέ, ή εσείς, ναυπηγέ μου; ρώτησε ο Σετεμπρίνι, όταν, ύστερα από το γεύμα, κρατώντας την οδοντογλυφίδα του, πλησίασε στο χολ, στο τραπεζάκι των δυο εξαδέλφων… Όπως οι περισσότεροι απ’ τους οικότροφους, είχαν κι αυτοί συντομέψει, σήμερα, κατά ένα τέταρτο, την απογευματινή κούρα τους, για να εγκατασταθούν εδώ, μπροστά σ’ ένα καφέ κι ένα κονιάκ. — Αυτοί οι μικροί λαγοί κι αυτά τα χρωματιστά αυγά με κάνουν να σκέφτομαι τη ζωή πάνω σ’ ένα από τα μεγάλα ατμόπλοια, μπροστά σ’ ένα άδειο, για πολλές βδομάδες, ορίζοντα, στην αλμυρή έρημο, κάτω από συνθήκες, που οι τέλειες ανέσεις τους δεν κάνουν άλλο παρά να ξεχνάς επιφανειακά μόνο την τερατώδη παραδοξότητα, ενώ στις βαθιές περιοχές της ευαισθησίας, η συνείδηση της παράξενης αυτής κατάστασης εξακολουθεί να σε κατατρώγει, σαν κρυφή αγωνία… Εδώ πέρα ξαναβρίσκω το πνεύμα που μ’ αυτό, πάνω σε μια τέτοια κιβωτό, τηρούν ευλαβικά τις γιορτές της terra ferma. Χαρακτηριστικό των ανθρώπων που ζουν έξω από τον κόσμο, μια αισθηματική ανάμνηση που τη θυμίζει το ημερολόγιο… Στη στεριά θα έχουνε Πάσχα σήμερα, δεν είν’ έτσι; Στη στεριά γιορτάζουνε σήμερα τα γενέθλια του Βασιλιά, και το ίδιο κάνουμε κι εμείς, όσο καλύτερα μπορούμε, άνθρωποι είμαστε δα κι εμείς… Δεν είναι έτσι; Τα ξαδέλφια επιδοκίμασαν. Αλήθεια, έτσι ήταν. Ο Χανς Κάστορπ, συγκινημένος που του απότειναν το λόγο κι επειδή τον κεντούσε η βαριά του συνείδηση, εγκωμίασε την

παρατήρηση αυτή μ όλους τους τόνους, τη βρήκε πνευματώδη, ενδιαφέρουσα, λογοτεχνική και υποστήριξε τα λεγόμενα του κ. Σετεμπρίνι με όλες τις δυνάμεις του. Ασφαλώς και ακριβώς όπως το είχε εκφράσει ο κ. Σετεμπρίνι, τόσο πλαστικά, οι ανέσεις πάνω σ’ ένα μεγάλο ατμόπλοιο έκαναν να ξεχνιούνται οι συνθήκες κι ο ριψοκίνδυνος χαρακτήρας τους και, αν του επιτρεπόταν ν’ αναπτύξει αυτή την ιδέα για λογαριασμό του, υπήρχε μάλιστα μια κάποια επιπολαιότητα και μια πρόκληση σε τούτη την τέλεια άνεση, κάτι παρόμοιο μ’ εκείνο που οι αρχαίοι είχαν ονομάσει ύβριν (ακόμη και τους αρχαίους ανάφερε για να γίνει αρεστός στο συνομιλητή του) ή κάτι, όπως: Είμαι ο βασιλιάς της Βαβυλώνας — μια κατάχρηση, μ’ ένα λόγο. Αλλά η πολυτέλεια, άλλωστε, πάνω σ’ ένα πλοίο ολοκλήρωνε («ολοκλήρωνε!»), οπωσδήποτε, έναν εξ ίσου μεγάλο θρίαμβο του πνεύματος και της ανθρώπινης τιμής. Γιατί, με το να μεταφέρει ο άνθρωπος αυτή την πολυτέλεια και την άνεση πάνω στον αλμυρό αφρό και να τις επιβάλει θαρρετά, έβαζε, κατά κάποιο τρόπο, και το πόδι του πάνω στο σβέρκο των στοιχείων. Κι αυτό συνεπάγεται τη νίκη του ανθρώπινου πολιτισμού πάνω στο χάος, αν του επιτρεπόταν να μεταχειριστεί αυτή την έκφραση. Ο κ. Σετεμπρίνι τον άκουε προσεχτικά, με τα πόδια σταυρωμένα, το ίδιο και τα χέρια, ενώ χάιδευε χαριτωμένα, με την οδοντογλυφίδα του, το ανασηκωμένο μουστάκι του. — Αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί, είπε. Ο άνθρωπος δεν προβάλλει καμιά βεβαίωση γενικού χαρακτήρα, έστω και με την πιο ελάχιστη συνοχή, χωρίς ν’ αποκαλυφθεί ολόκληρος, χωρίς αθέλητά του να βάλει ολόκληρο το Εγώ του σ’ αυτήν, χωρίς να παρουσιάζει σ’ αυτήν, κατά κάποιο τρόπο, με παραβολή, το βασικό θέμα και το κύριο πρόβλημα της ζωής του. Αυτό συμβαίνει και σε σας, ναυπηγέ μου. Τούτο εδώ που είπατε ερχόταν πραγματικά από το βάθος της προσωπικότητάς σας κι αυτό επίσης, εξέφρασε, μ’ ένα τρόπο ποιητικό, τη στιγμιαία θέση της προσωπικότητας αυτής: πρόκειται πάντα για μια κατάσταση εμπειρική… — Placet experiri, είπε ο Χανς Κάστορπ, επιδοκιμάζοντας με το κεφάλι, γελώντας και προφέροντας ιταλικά το c. — Sicuro, αν πρόκειται, κατά σύμπτωση, για το άξιο σεβασμού πάθος να γνωρίσει κανείς τον κόσμο κι όχι γι’ ακολασία. Μιλήσατε για την Ύβριν. Αυτή την έκφραση μεταχειριστήκατε. Η ύβρις όμως, της λογικής, ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις είναι ο υψηλότερος ανθρωπισμός, ακόμα κι αν προκαλεί την εκδίκηση των ζηλόφθονων θεών, όταν per esempio η πολυτελής κιβωτός εξωκείλει ή βουλιάξει αύτανδρος, αυτό ’ναι ένα τέλος από τα πιο έντιμα. H πράξη του Προμηθέα ήταν κι εκείνη μια ύβρις, και το βασάνισμά του στο σκυθικό βράχο είναι για μας το πιο ιερό μαρτύριο. Τι συμβαίνει, όμως, μ’ αυτή την άλλη ύβριν, εκείνη της απώλειας που βρίσκεται στη διεστραμμένη εμπειρία, την καμωμένη από τις δυνάμεις του παραλογισμού κι από τους εχθρούς του ανθρώπινου είδους; Υπάρχει καμιά τιμή σ’ αυτό; Μπορεί να υπάρχει τιμή σε μια τέτοια διαγωγή; Si ο no? Ο Χανς Κάστορπ κούνησε το κουταλάκι του στο μικρό φλιτζάνι, μ’ όλο που ήταν άδειο. — Ναυπηγέ μου, ναυπηγέ μου, είπε ο Ιταλός, κουνώντας το κεφάλι, και το βλέμμα των

μαύρων και σκεφτικών ματιών του έγινε ατενές, δε φοβάστε το στρόβιλο του δεύτερου κύκλου της Κόλασης, που σέρνει και τινάζει τους αμαρτωλούς της σάρκας, τους δυστυχισμένους, που θυσίασαν τη λογική στη λαγνεία; Gran dio! Όταν φαντάζομαι με ποιο τρόπο θ’ αναποδογυριστείτε από την καταχθόνια πνοή, θα μπορούσα να ξαναπέσω ξερός από τη θλίψη, όπως πέφτει ένα πτώμα… Γέλασαν, χαρούμενοι που τον άκουσαν ν’ αστειεύεται και να λέει ποιητικά πράματα. Μα ο Σετεμπρίνι πρόσθεσε: — Το βράδι του Καρναβαλιού, πίνοντας κρασί, θυμάστε, ναυπηγέ μου; Μ αποχαιρετήσατε, κατά κάποιο τρόπο. Ναι, κάτι τέτοιο ήταν. Λοιπόν, σήμερα είναι η σειρά μου. Όπως με βλέπετε εδώ, κύριοί μου, ετοιμάζομαι να σας πω ένα «Έχετε γεια». Εγκαταλείπω το Σανατόριο. Κι οι δυο δείξανε την πιο ζωηρή έκπληξη. — Αδύνατο, δεν είναι παρά ένα αστείο, φώναξε ο Χανς Κάστορπ, όπως είχε φωνάξει και σε μια άλλη περίσταση. Ήταν σχεδόν το ίδιο τρομαγμένος, όπως κι εκείνη τη νύχτα. Ο Σετεμπρίνι, όμως, απάντησε: — Καθόλου. Είναι όπως σας το λέω. Κι εκτός απ’ αυτό, είστε, λίγο ως πολύ, προετοιμασμένος γι’ αυτή την είδηση. Σας είχα δηλώσει, ότι τη στιγμή που θα χανόταν κάθε ελπίδα να επιστρέψω, μέσα σε μια προθεσμία λιγότερο ή περισσότερο σταθερή, στον κόσμο της εργασίας, ήμουν αποφασισμένος να σηκώσω το τσαντίρι μου και να εγκατασταθώ οριστικά κάπου στο χωριό. Τι τα θέλετε; Η στιγμή κείνη έφτασε. Δεν μπορώ να γιατρευτώ, είναι φανερό. Μπορώ να παρατείνω τη ζωή μου, μονάχα εδώ, όμως. Η ετυμηγορία, η τελική ετυμηγορία είναι: «ισόβιος»: ο γιατρός Μπέρενς την απάγγειλε με το κέφι που τον διακρίνει. Ωραία, κι εγώ βγάζω τα συμπεράσματά μου. Νοίκιασα μια κατοικία και τώρα μεταφέρω τα φτωχικά μου πράγματα, τα εργαλεία του φιλολογικού επαγγέλματός μου… Δεν είναι και μακριά από δω. Στο Ντορφ, θα συναντιόμαστε ασφαλώς. Δε θα σας χάσω, μα, σαν συνδαιτυμόνας, έχω την τιμή να σας αποχαιρετήσω. Αυτή ήταν η ανακοίνωση που τους έκανε ο Σετεμπρίνι την Κυριακή του Πάσχα. Τα ξαδέλφια έδειξαν εξαιρετική συγκίνηση. Για πολύ ακόμα και κατ’ επανάληψη είχαν μιλήσει στο φιλόλογο, για την απόφασή του: για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα εξακολουθούσε τη θεραπεία μόνος του, για τη μεταφορά και τη συνέχιση αυτού του μεγάλου εγκυκλοπαιδικού έργου, που είχε αναλάβει: εκείνης της γενικής άποψης πάνω στ’ αριστουργήματα της λογοτεχνίας, από την πλευρά των συγκρούσεων, που προκαλεί ο πόνος, και την εξάλειψή τους. Τέλος, για τη μέλλουσα εγκατάστασή του στο σπίτι ενός εδωδιμοπώλη, ενός «εμπόρου αποικιακών», όπως έλεγε ο κ. Σετεμπρίνι. Ο έμπορος αποικιακών, έλεγε, είχε νοικιάσει το επάνω πάτωμα σ’ ένα ράφτη γυναικείων φορεμάτων, που καταγότανε από τη Βοημία, και που, με τη σειρά του κι αυτός, υπενοικίαζε σ’ άλλους… Αυτές οι συνομιλίες ανήκανε κιόλας στο παρελθόν. Ο καιρός προχωρούσε κι είχε φέρει περισσότερες από μια αλλαγές. Πραγματικά, ο Σετεμπρίνι δεν έμενε πια στο Διεθνές Σανατόριο Μπέργκχοφ, μα στου Λούκασεκ, του ράφτη γυναικείων φορεμάτων. Κι αυτό από μερικές εβδομάδες κιόλας. Η αναχώρησή του έγινε, όχι μ’ έλκηθρο, μα πεζή.

Μ’ ένα πανωφόρι κίτρινο και κοντό, που ο γιακάς και τα μανίκια του είχαν στην άκρη γούνα και συνοδευόμενος από έναν αχθοφόρο, που μετάφερε τις φιλολογικές κι εγκόσμιες αποσκευές του συγγραφέα. Τον είχαν δει ν’ απομακρύνεται, κουνώντας το μπαστούνι του, αφού, κάτω από την τελευταία μεγάλη πόρτα, τσίμπησε, για μια φορά ακόμα, το μάγουλο μιας σερβιτόρας με τη ράχη των δυο δακτύλων του… Ο Απρίλης, το είπαμε, ανήκε κιόλας αρκετά πια, κατά τα τρία τέταρτά του, στη σκιά του παρελθόντος κι όμως ήταν ακόμα βαρύς χειμώνας. Το πρωί, στο δωμάτιο, είχαν μόλις έξι βαθμούς πάνω από το μηδέν. Έξω έκανε ένα κρύο εννιά βαθμών υπό το μηδέν. Το μελάνι πάγωνε τη νύχτα, αν άφηναν το μελανοδοχείο στο μπαλκόνι και γινόταν ένα κομμάτι κάρβουνο. Μα η άνοιξη πλησίαζε, το αισθανόταν κανείς. Την ημέρα, όταν ο ήλιος έλαμπε δυνατά, είχε κανείς κιόλας, μες στον αέρα, εδώ κι εκεί, σαν ένα ελαφρό και πολύ γλυκό προαίσθημα. Η περίοδος που θα έλιωναν τα χιόνια ήταν κοντά κι αυτό έφερνε αδιάκοπες αλλαγές στο Μπέργκχοφ. Τίποτα δεν τις σταματούσε. Ούτε η επιβολή, ούτε η ζωντανή ομιλία του Αυλικού Σύμβουλου, που μαχότανε μέσα στα δωμάτια και στην τραπεζαρία, σε όλες τις ιατρικές εξετάσεις, σε κάθε επίσκεψη και σε κάθε γεύμα, την τρέχουσα πρόληψη για το λιώσιμο του χιονιού. Είχαν έρθει, λοιπόν, ρωτούσε, για να κάνουν χειμερινά σπορ; Ή είχε να κάνει με ασθενείς, με άρρωστους; Τι διάβολο, είχαν ανάγκη από χιόνι, από χιόνι παγωμένο; Δεν ήταν καλή η εποχή που έλιωναν τα χιόνια: Ήταν η πιο ευνοϊκή απ’ όλες! Ήταν αποδεδειγμένο, ότι σ’ εκείνη την εποχή του χρόνου, η αναλογία των ασθενών που ήταν πεσμένοι στο κρεβάτι, στην κοιλάδα, ήταν η μικρότερη. Παντού στον κόσμο, οι κλιματολογικές συνθήκες, για τους στηθικούς, ήταν δυσμενείς σε τούτη την περίοδο, παρ’ όσο εδώ ακριβώς. Οποιοσδήποτε είχε μια στάλα μυαλό έπρεπε να περιμένει και να επωφεληθεί από τις συνθήκες αυτές της θερμοκρασίας, που θα τον ωφελούσαν και στη σκληραγώγηση. Ύστερα πια θα ήταν αυτόματα απρόσβλητος σ’ όλα τα κλίματα του κόσμου, αλλά με τον όρο να περιμένει να γίνει εντελώς καλά και καθεξής. Μα του κάκου μιλούσε ο Αυλικός Σύμβουλος. Η πρόληψη, για τα χιόνια που λιώνουν, ήταν γερά αγκιστρωμένη στα κεφάλια, τα σανατόρια άδειαζαν. Πολύ πιθανόν να ήταν και το πλησίασμα της άνοιξης, που αναδευότανε μέσα στο σώμα των ανθρώπων κι έκανε ανήσυχους κι άπληστους γι’ αλλαγή όσους έμεναν κλεισμένοι μέσα, οπωσδήποτε οι «ετσιθελικές» αναχωρήσεις πολλαπλασιάζονταν ακόμα και στο Μπέργκχοφ, τόσο που να γίνονται ανησυχητικές. Έτσι, η φράου Σάλομον, από το Άμστερνταμ, μ’ όλη την ικανοποίηση που της προσέφεραν οι ιατρικές εξετάσεις κι οι ευκαιρίες που έτσι της δίνονταν να επιδείχνει τα πιο φίνα δαντελένια ασπρόρουχά της, έφυγε, ενάντια σε κάθε κανόνα, δίχως άδεια, όχι γιατί πήγαινε καλύτερα, μα γιατί πήγαινε χειρότερα. Η αρχή της εδώ διαμονής της ήταν κατά πολύ παλιότερη από του Χανς Κάστορπ: πήγαινε πάνω από χρόνος που είχε φτάσει, με μια πάθηση πολύ ελαφρά, για την οποία της είχαν κόψει τρεις μήνες διαμονή. Ύστερα από τέσσερις μήνες, υπόθεσαν πως σε τέσσερις βδομάδες θα είχε ασφαλώς αποκατασταθεί η υγεία της, έξι εβδομάδες όμως αργότερα δε γινόταν πια λόγος για γιατρειά: έπρεπε, της είχαν πει, να μείνει τουλάχιστον τέσσερις μήνες ακόμη. Κι έτσι, είχε συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, μα, στο κάτω-κάτω της γραφής, εδώ πέρα δεν ήταν ούτε

κάτεργο ούτε μεταλλείο της Σιβηρίας. Η φράου Σάλομον είχε μείνει κι έδειχνε τα πιο φίνα ασπρόρουχά της. Όταν, όμως, στην τελευταία ιατρική εξέταση, με τα χιόνια που θα έλιωναν, της παραχώρησαν, συμπληρωματικά, άλλους πέντε μήνες, εξαιτίας ενός σφυρίγματος, αριστερά επάνω, και για κάτι αναμφισβήτητους φάλτσους τόνους, κάτω από τον αριστερό ώμο, έχασε την υπομονή της και με διαμαρτυρίες, βρίζοντας το Ντορφ, το Πλατζ, τον ξακουστό καθαρό αέρα, το Διεθνές Σανατόριο Μπέργκχοφ και τους γιατρούς, έφυγε, για να γυρίσει σπίτι της, στο Άμστερνταμ, στην υγρή και γιομάτη ρεύματα πόλη της. Ήταν λογικό; Ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς σήκωσε τους ώμους, ύψωσε τα χέρια κι ύστερα τ’ άφησε να ξαναπέσουν με θόρυβο πάνω στους μηρούς του. Το φθινόπωρο, το αργότερο, είπε, η φράου Σάλομον θα επέστρεφε και τότε θα ήταν για πάντα. Ο λόγος του θα δικαιωνόταν; Θα δούμε, γιατί είμαστε δεμένοι ακόμα γι’ αρκετό διάστημα επίγειου χρόνου σε τούτο το ευχάριστο μέρος. Η περίπτωση, όμως, Σάλομον δεν ήταν κι η μοναδική στο είδος της. Ο καιρός έφερνε αλλαγές. Πάντα, βέβαια, αυτό έκανε, ποτέ όμως μ’ έναν τρόπο τόσο χτυπητό. Η τραπεζαρία παρουσίαζε χάσματα, κενά, και στα εφτά τραπέζια. Στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων», όπως και στο τραπέζι των «Κοινών Ρώσων», στα τραπέζια του μάκρους, όπως και σ’ εκείνα του πλάτους. Όχι πως θα μπορούσε κανείς απ’ αυτό τούτο το γεγονός ακριβώς να συμπεράνει, τελικά, τον αριθμό των ενοίκων του ιδρύματος. Όπως πάντα, υπήρχαν και αφίξεις. Τα δωμάτια, βέβαια, ήταν πιασμένα, αλλά επρόκειτο για οικότροφους, που εξαιτίας της προχωρημένης κατάστασής τους, στερούνταν την ελευθερία κίνησης. Στην τραπεζαρία, είπαμε, πολλοί από τους ένοικους έλειπαν χάρη σε μια ελευθερία κινήσεων, άλλου είδους, που υπήρχε ακόμα. Μερικοί μάλιστα, όπως ο Δρ. Μπλούμενκολ, που είχε πεθάνει, έλειπαν μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερα βαθύ. Το πρόσωπό του έπαιρνε, ολοένα και πιο πολύ, εκείνη την έκφραση της αηδίας. Ύστερα, για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, είχε πέσει στο κρεβάτι κι έπειτα πέθανε. Κανένας δε θα μπορούσε να πει πότε ακριβώς. Το πράγμα ταχτοποιήθηκε με όλη την προσοχή και την πρέπουσα διακριτικότητα. Ένα χάσμα! Η φράου Σταιρ καθότανε κοντά στο χάσμα και το φοβόταν. Γι’ αυτό μεταφέρθηκε από την άλλη μεριά του τραπεζιού, κοντά στο νεαρό Τσίμσεν, στη θέση της μις Ρόμπινσον που είχε φύγει γιατρεμένη, κι απέναντι στη δασκάλα, που καθόταν στα δεξιά του Χανς Κάστορπ. Αυτός είχε μείνει στη θέση του, σταθερός. Προς το παρόν, ήταν μονάχη από κείνη τη μεριά του τραπεζιού, οι άλλες τρεις θέσεις ήταν ελεύθερες. Ο Ρασμούνσεν, που από μέρα σε μέρα ήταν πιο αποβλακωμένος και πιο κουρασμένος, ήταν κρεβατωμένος και τον θεωρούσαν ετοιμοθάνατο. Και η θεία με την ανεψιά της και τη Μαρούσγια, με το πλούσιο στήθος, είχαν φύγει ταξίδι. Λέμε: «φύγαν ταξίδι», όπως έλεγε όλος ο κόσμος, γιατί η προσεχής επιστροφή τους ήταν κάτι συμφωνημένο. Μόλις θα ’φτανε το φθινόπωρο, θα ξανάρχονταν κι αυτές. Μπορούσε κανείς να τ’ ονομάσει αυτό αναχώρηση; Το θερινό ηλιοστάσιο θα ήταν πολύ κοντά, όταν θα περνούσε η Πεντηκοστή, που πλησίαζε. Και όταν πια θα ερχόταν η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, πολύ γρήγορα θα έρχονταν οι μικρότερες και θα έφτανε κι ο χειμώνας. Τέλος, η θεία και η Μαρούσγια ήταν σαν να επέστρεφαν σχεδόν κιόλας κι αυτό ήταν ευτύχημα, γιατί η γελαστή Μαρούσγια δεν ήταν

καθόλου γιατρεμένη. Η δασκάλα είχε ακούσει να μιλούν για φυματιώδη οιδήματα, που η Μαρούσγια με τα καστανά μάτια, φαίνεται ότι έκλεινε πίσω από το πλούσιο στήθος της κει που είχε χρειαστεί κιόλας να εγχειριστούν επανειλημμένα. Όταν η δασκάλα έκανε λόγο γι’ αυτά, ο Χανς Κάστορπ είχε ρίξει ένα γρήγορο βλέμμα προς το μέρος του Γιόαχιμ, που είχε σκύψει πάνω στο πιάτο του, με το πρόσωπό του γεμάτο χλομές βούλες. Η ζωηρή θείτσα είχε προσφέρει στους ομοτράπεζούς της, δηλαδή στα ξαδέλφια, στη δασκάλα και στη φράου Σταιρ, ένα αποχαιρετιστήριο σουπέ στο εστιατόριο, ένα συμπόσιο όπου σερβιρίστηκε χαβιάρι, σαμπάνια και λικέρ, και που, όση ώρα κράτησε, ο Γιόαχιμ δείχτηκε πολύ ήρεμος, δεν είχε προφέρει παρά ελάχιστα λόγια με άχρωμη φωνή, έτσι που η θείτσα με την καλόκαρδη οικειότητά της, θέλησε να του δώσει θάρρος: του είχε μιλήσει, μάλιστα και στον ενικό, παραμελώντας τους τρόπους της ευγένειας: — Δεν έχει σημασία, πατερούλη, μη χολοσκάς, είπε, πιες, φάε και μίλα, θα γυρίσουμε γρήγορα. Όλοι θα φάμε, θα πιούμε και θα φλυαρήσουμε, χωρίς να σκεφτόμαστε θλιβερά πράγματα, ο Θεός θα φέρει το φθινόπωρο πριν να το σκεφτούμε καν, κρίνε κι ο ίδιος, αν υπάρχει λόγος να λυπάσαι. Την άλλη μέρα το πρωί, είχε μοιράσει, για ενθύμια, παρδαλά κουτιά «κομποστούλα» σ’ όλους σχεδόν τους θαμώνες της τραπεζαρίας κι ύστερα ξεκίνησε για το μικρό ταξίδι με τις δυο κοπέλες… Κι ο Γιόαχιμ, τι γινόταν με τον Γιόαχιμ; Είχε απελευθερωθεί κι ανακουφιστεί από την αναχώρηση τούτη, ή η ψυχή του υπόφερε την οδυνηρή στέρηση, καθισμένος απέναντι σε κείνη τη μεριά του τραπεζιού, που ήταν άδεια; Η ασυνήθιστη κι όλο αντιλογίες ανυπομονησία του, η φοβέρα πως θα επιχειρούσε μια σφαλερή αναχώρηση, αν τον τραβούσαν ακόμη από τη μύτη, είχε αφορμή το ταξίδι της Μαρούσγιας; Ή θα έπρεπε κανείς να συνδέσει το γεγονός ότι, παρ’ όλα αυτά, δεν είχε φύγει ακόμα και πως τέντωνε τ’ αυτί στους ύμνους του Διευθυντή για το λιώσιμο του χιονιού, με κείνο το άλλο γεγονός, ότι η Μαρούσγια με το πλούσιο στήθος δεν είχε φύγει για πάντα, παρά μόνο για ένα μικρό ταξίδι και πως στο τέλος πέντε μικρών κλασμάτων του εδώ χρόνου θα ξαναρχόταν; Στο φέρσιμό του υπήρχε λίγο απ’ όλα. Η κάθε μια απ’ αυτές τις αιτίες έπαιζε και το ρόλο της. Ο Χανς Κάστορπ το υποπτευόταν, χωρίς να μιλά ποτέ γι’ αυτό με το Γιόαχιμ. Απόφευγε να το κάνει με την ίδια αυστηρότητα που απόφευγε κι ο Γιόαχιμ να προφέρει τ’ όνομα μιας άλλης απούσας, που κι εκείνη επίσης είχε φύγει για ένα μικρό ταξίδι. Στο τραπέζι, όμως, του Σετεμπρίνι, ακριβώς στη θέση του Ιταλού, ποιος καθόταν τώρα και λίγο καιρό συντροφιά με τους Ολλανδούς οικότροφους που η όρεξή τους ήταν τόσο τρομερή, ώστε ο καθένας τους έβαζε να του σερβίρουν, εκτός από τα πέντε φαγητά του καθημερινού δείπνου, κι αμέσως πριν από την σούπα, τρία αυγά μάτια; Ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε, αυτός ο ίδιος που είχε περάσει την καταραμένη περιπέτεια του plevrachoc. Μάλιστα, ο κ. Φέργε είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Δίχως καν πνευμονοθώρακα, η κατάστασή του είχε βελτιωθεί σε τέτοιο σημείο, που περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της μέρας στο πόδι και ντυμένος, με το πυκνό αγαθό μουστάκι του και με το φουσκωτό καρύδι στο λαιμό, πάντα συμπαθητικός κι έπαιρνε μέρος στα γεύματα.

Τα ξαδέλφια φλυαρούσαν, κάποτε κάποτε, μαζί του στην τραπεζαρία και στο χολ και τους υποχρεωτικούς περίπατους τους έκαναν επίσης συντροφιά, μαζί του, όταν το έφερνε η τύχη, γιομάτοι στοργή γι’ αυτόν τον αφελή μάρτυρα, που έλεγε καθαρά πως δεν καταλάβαινε τίποτα απολύτως από υψηλά πράματα και που, αφού το έλεγε αυτό, μιλούσε πολύ ευχάριστα για την κατασκευή του καουτσούκ και τις μακρινές περιοχές της ρωσικής αυτοκρατορίας, τη Σαμάρα, τη Γεωργία, καθώς τσαλαβουτούσαν, μες στην ομίχλη, στο χυλό του χιονόνερου. Γιατί, μ’ όλο που μόλις μπορούσε κανείς να περάσει τους δρόμους, ήταν εντελώς ρευστοί κι οι ομίχλες βράζανε. Ο Αυλικός Σύμβουλος, είναι αλήθεια, έλεγε πως δεν ήταν ομίχλη, μα σύννεφα. Αυτό, όμως, κατά τη γνώμη του Χανς Κάστορπ, ήταν σαν να έπαιζε κανείς με τις λέξεις. Η άνοιξη αγωνιζόταν γερά, καθώς μ’ εκατό ξανακυλίσματα μπορούσαν να υποφέρουν τη ζέστη στο μπαλκόνι και στις πολυθρόνες, παρ’ όλα τα ελαφρά φορέματα και την ομπρέλα, και υπήρχαν κυρίες που, από κείνη τη στιγμή πίστευαν πως είχε έρθει κιόλας το καλοκαίρι κι αμέσως μετά το πρόγευμα στολίζονταν με μουσελινένια φορέματα. Δικαιολογούνταν, ίσαμε ένα βαθμό, από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του κλίματος, που ευνοούσε τη σύγχυση με το μετεωρολογικό ανακάτωμα των εποχών. Μα σε τούτη την απερισκεψία υπήρχε πολλή μυωπία κι έλλειψη φαντασίας, αυτή η ανοησία των πλασμάτων που ζούσαν μόνο στο παρόν, ανίκανα να σκεφτούν, ότι μπορεί να ’έρθει και κάτι άλλο και προ παντός μια μεγάλη δίψα γι’ αλλαγές, μια ανυπομονησία που κατατρώγει το χρόνο. Το ημερολόγιο μιλούσε για Μάρτιο. Ήταν άνοιξη, σαν να λέει κανείς καλοκαίρι, κι έβγαζαν από τα μπαούλα τα φορέματα από μουσελίνα, για να παρουσιαστούν και με τούτο το στολισμό, πριν έρθει το φθινόπωρο. Και, κατά κάποιο τρόπο, ερχόταν. Τον Απρίλιο ήρθαν μέρες γκρίζες, κρύες και υγρές, που η ατέλειωτη βροχή τους έγινε χιόνι, ένα χιόνι καινούριο, όλο στροβίλους. Τα δάχτυλα στον εξώστη πάγωσαν. Οι δυο καμηλό κουβέρτες μπήκανε πάλι σ’ ενέργεια. Λίγο ακόμη και θα χρειαζόταν να ξετρέξουν στους γούνινους σάκους τους. Η διεύθυνση αποφάσισε ν’ ανάψει την κεντρική θέρμανση κι όλος ο κόσμος παραπονιόταν πως του στερούσαν την άνοιξή του. Στο τέλος του μήνα υπήρχε παντού ένα παχύ στρώμα χιονιού. Ύστερα, όμως, ήρθε ο Föhne, όπως τον προβλέπανε και τον προαισθάνονταν οι ένοικοι, που τον γνώριζαν, κι ήταν ευαίσθητοι: Η φράου Σταιρ, όπως κι η φροϋλάιν Λέβι, με το φιλντισένιο πρόσωπο, κι όχι λιγότερο η χήρα Χέσενφελντ, τον αισθάνθηκαν με μιας και οι τρεις, πριν ακόμη φανεί και το παραμικρό σύννεφο πάνω από την κορυφή του γρανιτένιου βουνού, κατά τα μεσημβρινά. Τη φράου Χέσενφελντ την πιάσανε αμέσως κρίσεις δακρύων, η Λέβι κρεβατώθηκε και η φράου Σταιρ, δείχνοντας με πεισμωμένο ύφος τα λαγουδίστικα δόντια της, εξέφραζε κάθε τόσο το φόβο της πως θα της ερχόταν αιμορραγία. Γιατί, ο Φαιν, έλεγαν, την ευνοούσε και την προκαλούσε. Βασίλευε ζέστη φοβερή. Σβήνανε τη θέρμανση, το βράδυ άφηναν την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, κι όμως, το πρωί είχαν έντεκα βαθμούς μέσα στη κάμαρα. Το χιόνι έλιωσε, σαν από μαγεία. Έγινε διάφανο, πορώδες και τρύπησε. Κύλησε εκεί που ήταν στοιβαγμένο, κι έμοιαζε να ζαρώνει κάτω από τη γη. Παντού υπήρχε ένα νότισμα, ένα στάξιμο, ένα φιλτράρισμα και

στο δάσος ένα κύλισμα κι ένα πέσιμο και τ’ αναχώματα των δρόμων και τα ωχρά χαλιά των λιβαδιών εξαφανίστηκαν, μ’ όλο που οι όγκοι ήταν πάρα πολύ μεγάλοι, για να μπορέσουν να εξαφανιστούν γρήγορα. Συνέβησαν παράξενα φαινόμενα, εκπλήξεις ανοιξιάτικες, την ώρα των περιπάτων στην κοιλάδα, εκπλήξεις μαγικές, ανίδωτες. Ένα λιβαδίσιο άπλωμα ήταν εκεί, στο δεύτερο πλάνο υψωνόταν ο κώνος του Σβάρτσχορν σκεπασμένος ακόμα ολόκληρος με χιόνι, με τον παγετώνα της Σκαλέττας σκεπασμένο κι αυτόν με χιόνι, μ όλο που το στρώμα ήταν κιόλας λεπτό και αραιό. Αραιά και πού το διακόπτανε ακατάστατα και σκουρόχρωμα εξογκώματα του εδάφους, και παντού ήτανε τρυπημένο από ξερό χόρτο. Μα, καθώς φαινόταν στους περιπατητές, ήταν ένα στρώμα χιονιού αρκετά μπερδεμένο αυτό που απλωνόταν σε τούτο το λιβάδι: μακριά κατά τις δασωμένες πλαγιές ήταν πιο πυκνό, μα εδώ μπροστά, κάτω από τα μάτια αυτών που το παρατηρούσαν, το χειμερινό χόρτο τούτο, το ξερό και ξεθωριασμένο, ήταν ακόμα πιτσιλισμένο, όλο στίγματα, λουλουδισμένο με χιόνι. Το κοίταζαν από πιο κοντά, έσκυβαν απορημένοι. Και δεν ήταν χιόνι, ήταν λουλούδια, χιονάτα, ένα χιόνι λουλουδιών, μικροί κάλυκες με μίσχους κοντούς, άσπρους, μ’ ένα άσπρο προς το γαλαζωπό, ήταν κρόκοι, λόγω τιμής, που ξεπετιόνταν κατά εκατομμύρια από το λιβάδι, όπου έσταζε το νερό, τόσο πυκνοί κρόκοι που τους είχαν, πολύ εύκολα, πάρει για χιόνι, και που, μέσα του, χάνονταν, πραγματικά, μακριά, δίχως μεταλλαγή. Γελούσαν με το λάθος τους, γελούσαν από χαρά μπροστά σ’ αυτό το θαύμα που είχε συμβεί μπρος στα μάτια τους, γι’ αυτή τη χαριτωμένη και δειλή προσαρμογή της οργανικής ζωής που, πρώτη, αποτολμούσε να ξαναπροβάλει. Έκοψαν και εξέτασαν και κοίταξαν τα λεπτά σχήματα των καλύκων, στόλισαν μ' αυτά τις μπουτονιέρες τους, τα πήραν μαζί τους και τα τοποθέτησαν στα νεροπότηρά τους, στις κάμαρές τους. Γιατί, η ανόργανη ακαμψία της κοιλάδας, είχε βαστάξει πολύ, πάρα πολύ, κι ας είχε φανεί σύντομη. Το χιόνι όμως των λουλουδιών σκεπάστηκε με αληθινό χιόνι και το ίδιο έγινε και με τις γαλάζιες σολντανέλες και με τα κίτρινα και κόκκινα ηράνθεμα που ακολούθησαν. Ναι, η άνοιξη δυσκολευόταν ν’ ανοίξει το δρόμο της και να κυριαρχήσει πάνω στο χειμώνα, εδώ πέρα. Δέκα φορές σπρώχτηκε προς τα πίσω, πριν μπορέσει να πατήσει πάνω σε τούτα τα υψώματα, ίσαμε την επόμενη έφοδο του χειμώνα, με τις λευκές καταιγίδες, τον παγωμένο άνεμο και την κεντρική θέρμανση. Στις αρχές του Μάη (γιατί, να που ο μήνας Μάης είχε έρθει κόλας, καθώς μιλούσαμε για λευκόια) στις αρχές του Μάη, λοιπόν, ήταν αληθινό βάσανο να γράφεις, στον εξώστη, ακόμα κι ένα δελτάριο, τόσο μια υγρασία, πραγματικά νοεμβριανή, σου προξενούσε πόνο στα δάχτυλα. Και τα πεντέμισι δέντρα με φύλλα, που βρίσκονταν εκεί γύρω, ήταν γυμνά, όπως είναι τα δέντρα του κάμπου τον Ιανουάριο. Η βροχή βαστούσε για μέρες. Έπεφτε μια εβδομάδα ολόκληρη, και δίχως τις κατευναστικές αρετές του είδους της πολυθρόνας που μεταχειρίζονταν εδώ, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να περάσει κανείς, τόσες ώρες ανάπαυσης, στον ανοιχτό αέρα, μέσα σ’ αυτό τον ατμό από σύννεφα, με το πρόσωπο υγρό και την επιδερμίδα σκληρή. Πραγματικά, όμως, επρόκειτο για βροχή ανοιξιάτικη, κι όσο περισσότερο βαστούσε, τόσο φανερωνότανε

αυτό που ήταν. Όλο το χιόνι σχεδόν έλιωσε κάτω απ’ αυτήν. Δεν υπήρχε πια άσπρο, το πολύ-πολύ εδώ κι εκεί, ένα γκρίζο παγωμένο και βρώμικο και τώρα τα χωράφια άρχιζαν αληθινά να πρασινίζουν. Τι καλοσύνη για το μάτι, τούτη η πράσινη βοσκή, ύστερα από την ατέλειωτη ασπρίλα! Και υπήρχε ακόμα κι ένα άλλο πράσινο, που ξεπερνούσε σε αβρότητα και σε χαριτωμένη απαλάδα το πράσινο του νέου χορταριού. Ήταν οι νέες τούφες απ’ τις βελόνες των λαρίκων. Ο Χανς Κάστορπ, στους κανονισμένους περιπάτους του, σπάνια παράλειπε να τις χαϊδέψει με το χέρι, ή να ψαύσει μ’ αυτές το μάγουλό του, τόσο αβάσταχτα χαϊδευτικές ήταν, στην αβρότητα και τη φρεσκάδα τους. — Θα μπορούσε κανείς να γίνει βοτανολόγος, είπε ο νέος στο σύντροφό του. Στ’ αλήθεια, θα μπορούσε κανείς να παρακινηθεί προς αυτή την επιστήμη, μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση που δοκιμάζει σε τούτο το ξύπνημα της φύσης, ύστερα από ένα χειμώνα σε μας εδώ πάνω. Για κοίτα, μα είναι γεντιανή, φίλε μου, αυτό που βλέπεις εκεί, στο κάτω μέρος της πλαγιάς, και τούτο εδώ είναι ένα είδος κίτρινης βιολέτας που δεν το γνώριζα. Μα εδώ έχουμε νεραγκούλες, που δε συναντώνται αλλού, της οικογένειας των βατραχοειδών, που είναι διπλές· νομίζω, άλλωστε, πως είναι και διγενείς, βλέπεις δα την ποσότητα των στημόνων και το πλήθος των ωοθηκών, έναν ανδρονίτη κι ένα γυναικωνίτη, απ’ ό,τι θυμάμαι. Θαρρώ, πραγματικά, πως θ’ αγοράσω ένα ή δυο βιβλία βοτανικής, για να μορφωθώ κάπως καλύτερα στον τομέα της ζωής και της επιστήμης. Πόσο η ζωή γίνεται ξαφνικά πολυποίκιλη! — Τον Ιούνιο θα είναι πιο όμορφα ακόμη, είπε ο Γιόαχιμ. Η χλωρίδα, άλλωστε, αυτών εδώ των χωραφιών, είναι ξακουστή. Δεν πιστεύω, όμως, ότι θα την περιμένω. Δίχως άλλο από τον Κροκόβσκι το πήρες, να θέλεις να μελετήσεις βοτανική; Από τον Κροκόβσκι; Τι ήθελε να πει; Α, ναι, ήταν που ο γιατρός Κροκόβσκι, στην τελευταία του διάλεξη, θέλησε να περάσει για βοτανολόγος. Γιατί, εκείνοι που θα υπέθεταν, πως οι αλλαγές που έφερνε ο χρόνος θα έφταναν να κάνουν να πάψει ακόμα και τις διαλέξεις του ο γιατρός Κροκόβσκι, γελιόντουσαν ασφαλώς. Κάθε δεκαπέντε μέρες τις έδινε ακριβώς όπως και πριν, με ρεντινγκότα, αν όχι φορώντας σαντάλια στα πόδια, που τα έβαζε μόνο το καλοκαίρι και θα τα φορούσε πάλι σε λίγο, κάθε δεύτερη Δευτέρα, στην τραπεζαρία, όπως και τότε που, ο Χανς Κάστορπ, γιομάτος λεκέδες από αίμα, είχε φτάσει αργά, τις πρώτες του μέρες εδώ πάνω. Για εννιά μήνες, ο ψυχαναλυτής είχε μιλήσει για τον έρωτα και την αρρώστια, ποτέ με μιας και για πολλή ώρα, παρά σε μικρές δόσεις, σε ομιλίες που κρατούσαν μισή ώρα ή τρία τέταρτα, ξεδίπλωνε τους θησαυρούς των γνώσεων και της σκέψης του και καθένας είχε την εντύπωση πως ποτέ δε θ’ αναγκαζόταν να σταματήσει, ότι αυτός θα μπορούσε να εξακολουθήσει έτσι, δίχως τέλος. Ήταν ένα είδος «χίλιες και μια νύχτες» διμηνιαίο, που συνεχιζόταν από τη μια φορά στην άλλη, καλοκαμωμένο, σαν το παραμύθι της Σεχεράντ, που ζητούσε να ευχαριστήσει έναν ηγεμόνα περίεργο και να τον εμποδίσει να κάνει βίαιες πράξεις. Στην δίχως όρια αφθονία του, ο γιατρός Κροκόβσκι σ’ έκανε να θυμάσαι το έργο στο οποίο είχε δανείσει τη συνδρομή του ο Σετεμπρίνι, την Εγκυκλοπαίδεια των πόνων. Και θα μπορούσε να κρίνει

κανείς, για την ποικιλία της αφθονίας αυτής, από το γεγονός πως ο ομιλητής είχε μιλήσει, τελευταία μάλιστα, για τη βοτανική κι ακριβώς, για τα μανιτάρια… Άλλωστε, είχε αλλάξει, ίσως, κάπως, θέμα. Τώρα, γινότανε λόγος μάλλον για τον έρωτα και το θάνατο, πράμα που άφηνε περιθώριο σε πολλές παρατηρήσεις, εν μέρει λεπτότατα ποιητικές και εν μέρει ανελέητα επιστημονικές. Σ’ αυτή την αλληλουχία, λοιπόν, των ιδεών είχε φτάσει ο σοφός, με τον ανατολίτικα συρτό τόνο της φωνής του και με το γλωσσοπρόφερτο Ρ του, στη βοτανική, στα μανιτάρια, δηλαδή, σ’ αυτά τα άφθονα και φανταστικά πλάσματα της σκιάς, της οργανικής ζωής, με τη σαρκώδη φύση, που βρίσκονταν πολύ κοντά στο ζωικό βασίλειο, και που στη σύστασή τους, βρίσκονταν παράγωγα της ζωικής αλλαγής της ύλης, λεύκωμα, γλυκόζη, ζωικό άμυλο, επομένως. Κι ο Δρ Κροκόβσκι είχε μιλήσει για ένα μανιτάρι, περίφημο από την κλασική αρχαιότητα, εξ αφορμής του σχήματός του και των δυνάμεων που του αποδίδαν, ένας μύκητας, που το λατινικό όνομά του συνοδευόταν από το επίθετο impudicus και που το σχήμα του έφερνε στη σκέψη τον έρωτα, μα η μυρουδιά του θύμιζε το θάνατο. Γιατί ’ταν, χωρίς αμφιβολία, μια μυρουδιά πτώματος αυτή που ανάδινε ο impudicus, όταν, από την καμπανόμορφη κορυφή του, έσταζε το κολλώδες υγρό, το πρασινωπό και μυξώδες, που ήταν ο φορέας των σπόρων. Μα οι αγράμματοι θεωρούσαν το μανιτάρι, ακόμη και σήμερα, σαν ερεθιστικό, αφροδισιακό μέσον. Έτσι, κι αυτό ήταν κάπως πολύ δυνατό για τις κυρίες βέβαια, είχε βρει ο εισαγγελέας Παραβάν, που, χάρη στην ηθική υποστήριξη της προπαγάνδας του Αυλικού Συμβούλου, αντιστεκότανε στο λιώσιμο του χιονιού, εδώ πάνω. Κι η φράου Σταιρ, επίσης, που άντεχε με την ίδια δύναμη χαρακτήρος και που στρεφόταν ενάντια σε κάθε πειρασμό σφαλερής αναχώρησης, είχε πει στο τραπέζι, πως ο Κροκόβσκι ήταν, όσο να ’ναι ομπσκούρ, με το κλασικό μανιτάρι του. Ομπσκούρ, είπε η δυστυχισμένη, ντροπιάζοντας την αρρώστια της, μ’ ανήκουστα γλωσσικά λάθη. Μ' αυτό που έκανε προπαντός το Χανς Κάστορπ να εκπλαγεί ήταν πως ο Γιόαχιμ έκανε υπαινιγμό για τον Δρ Κροκόβσκι και τη βοτανική του. Γιατί, γενικά, μιλούσανε τόσο λίγο μεταξύ τους για τον ψυχαναλυτή, όσο και για το πρόσωπο της Κλαούντια Σοσά ή της Μαρούσγιας, δε μιλούσαν γι’ αυτόν, προτιμούσαν ν’ αντιπερνούν σιωπηλά την ύπαρξή του και το έργο του. Μα τώρα, λοιπόν, ο Γιόαχιμ είχε αναφέρει τ’ όνομα του βοηθού, με κακόκεφο τόνο, όπως άλλωστε και η παρατήρησή του πως δε θα περίμενε την πλήρη άνθηση των λιβαδιών, την ίδια κακοκεφιά μαρτυρούσε. Ο καλός Γιόαχιμ φαινόταν να χάνει, σιγά σιγά, την ισορροπία του. Η φωνή του έπαλλε, καθώς μιλούσε, από ερεθισμό, δεν έδειχνε καθόλου πια την ίδια γλυκύτητα και το ίδιο στοχαστικό και μετρημένο μυαλό, όπως άλλοτε. Του έλειπε μήπως το άρωμα του πορτοκαλιού; Τούτη η απάτη της κλίμακας Γκάφκυ τον έσπρωχνε στην απελπισία; Δε θα κατόρθωνε πια να συμφωνήσει με τον εαυτό του και ν’ αποφασίσει, αν θα περίμενε το φθινόπωρο ή αν θα έφευγε παρά την άδεια του γιατρού; Στην πραγματικότητα, ήταν και κάτι άλλο ακόμα αυτό που έδινε τούτο δω το νευρικό τρεμούλιασμα στη φωνή του Γιόαχιμ και τον σχεδόν σαρκαστικό τόνο του υπαινιγμού του, για τη βοτανική ομιλία της περασμένης Δευτέρας. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε ιδέα γι’

αυτό ή μάλλον δεν ήξερε, πως ο Γιόαχιμ ήξερε κάτι γι’ αυτό γιατί ο ίδιος, αυτός ο μέσα σ’ όλα, αυτό το χαϊδεμένο παιδί της ζωής και της παιδαγωγικής, ήξερε πολύ καλά. Κοντολογίς, ο Γιόαχιμ είχε συλλάβει μερικούς ελιγμούς του ξαδέλφου του, τον είχε πιάσει απροσδόκητα ένοχο προδοσίας, σαν αυτή που τον είχε κάμει ένοχο την τελευταία μέρα της Αποκριάς, ένοχο μιας καινούριας απιστίας, επιβαρυμένης από το γεγονός, και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, ότι είχε γίνει συνήθεια στον Κάστορπ. Ο αιώνια μονότονος ρυθμός του Καιρού που περνά, η αμετάβλητη οργάνωση της κανονικής μέρας, της πάντα ίδιας, που έμοιαζε τόσο με τον εαυτό της, ώστε θα μπορούσες να συγχύσεις και ν’ ανακατέψεις τη μια μέρα με την άλλη, την πάντα ταυτόσημη με τον εαυτό της, η τόσο ακίνητη αιωνιότητα, που δύσκολα καταλάβαινε κανείς πως μπορούσε να φέρνει πίσω της αλλαγές, τούτη δω η αμετάβλητη τάξη έφερνε μαζί της, όπως θυμούμαστε όλοι, και το γύρο του Δρ Κροκόβσκι, από τις τρεισήμισι ως τις τέσσερις, το απόγεμα, σ’ όλες τις κάμαρες των ασθενών, στους εξώστες, δηλαδή, κι από ξαπλωτούρα σε ξαπλωτούρα. Πόσες φορές επαναλήφθηκε η κανονική μέρα του Μπέργκχοφ, από τη μακρινή μέρα που ο Χανς Κάστορπ, στην οριζόντια στάση του, είχε θυμώσει που ο βοηθός τον απόφυγε μ’ ένα μεγάλο ανέγυρο και δεν του έδωσε σημασία! Πήγαινε πάρα πολύς καιρός κιόλας που, από επισκέπτης, είχε γίνει ένας σύντροφος. Πολλές φορές, μάλιστα, ο Δρ Κροκόβσκι τον αποκαλούσε μ’ αυτό το όνομα, κατά την επίσκεψη του ελέγχου, μ’ όλο που ο στρατιωτικός αυτός όρος, που πρόφερε το Ρ του μ’ έναν ξενικό τρόπο, μη χτυπώντας παρά μια φορά μόνο τη γλώσσα του στο μπροστινό μέρος του ουρανίσκου, δε συμφωνούσε καθόλου σχεδόν με τη φυσιογνωμία του, όπως έκανε ο Χανς Κάστορπ το Γιόαχιμ να το προσέξει, μα δεν πήγαινε κι άσκημα, ωστόσο, με τους γιομάτους ενεργητικότητα τρόπους του, μια αρρενωπή φαιδρότητα, που υποχρέωνε σε μια χαρούμενη εμπιστοσύνη, όψη που η μελαχρινή χλωμάδα του διάψευδε, είναι αλήθεια, ίσαμε ένα σημείο και που είχε, λοιπόν, όσο να ’ναι ένα χαρακτήρα κάπως αμφίβολο. — Λοιπόν, σύντροφε, τι γίνεται, πώς πάει; έλεγε ο Δρ Κροκόβσκι, καθώς ερχόταν από τον εξώστη του αντρόγυνου των Ρώσων και πλησιάζοντας στο προσκέφαλο του Χανς Κάστορπ. Κι ο τόσο ευχάριστα πλησιασμένος άρρωστος, με τα χέρια ενωμένα στο στήθος, χαμογελούσε πάντα από την αρχή, μ’ ένα ευγενικό και ταραγμένο χαμόγελο γι’ αυτό το αποκρουστικό όνομα, κοιτάζοντας τα κίτρινα δόντια του γιατρού, που φαίνονταν ανάμεσα στα μαύρα γένια του. — Αναπαυθήκατε καλά; εξακολουθούσε ο Δρ Κροκόβσκι. Χαμηλώνει η καμπύλη; Ανεβαίνει σήμερα; Ελάτε τώρα, αυτό δεν έχει σημασία, ώσπου να παντρευτείτε θα ’χουν όλα τακτοποιηθεί. Σας χαιρετώ. Και με τη λέξη αυτή, που είχε, έναν αποκρουστικό τόνο, γιατί την πρόφερε σαν «χαιδετώ», συνέχιζε κιόλας το γύρο του, περνώντας στον εξώστη του Γιόαχιμ, δεν ήταν παρά ένας γύρος, ένα γρήγορο βλέμμα, για να δει αν πήγαιναν όλα καλά και τίποτα περισσότερο. Καμιά φορά, φυσικά, ο Δρ Κροκόβσκι έμενε λίγο περισσότερο, φλυαρούσε, στημένος εκεί,

φαρδύστερνος και πάντα αρρενωπά γελαστός, με το «σύντροφο», για τη βροχή και τον ωραίο καιρό, για τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις, για την πνευματική κατάσταση του άρρωστου, για την καλή ή κακή του διάθεση, για την προσωπική του, επίσης, κατάσταση, για τον ερχομό του εδώ και για τις προοπτικές του, ίσαμε που έλεγε το «σας χαιδετώ» κι εξακολουθούσε το δρόμο του. Κι ο Χανς Κάστορπ, με τα χέρια ενωμένα πίσω από το κεφάλι, γι’ αλλαγή, χαμογελώντας κι αυτός, αποκρινότανε σ’ όλ’ αυτά, μ’ ένα έντονο αίσθημα αποστροφής, αλλ’ αποκρινόταν. Μιλούσανε χαμηλόφωνα. Μ’ όλο που το γυάλινο διάφραγμα δε χώριζε ολότελα τους εξώστες, ο Γιόαχιμ δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα από τη συζήτηση που γινότανε πίσω από το χώρισμα κι εξάλλου μήτε που το επιζητούσε καθόλου. Άκουε τον εξάδελφό του να σηκώνεται από την ξαπλωτούρα του και να μπαίνει με το Δρ Κροκόβσκι στην κάμαρα, για να του δείξει, χωρίς άλλο, τον πίνακα του πυρετού. Κι η συζήτηση εξακολουθούσε εκεί μέσα, για ένα ολόκληρο λεπτό ακόμα, αν έκρινε κανείς από την ώρα που έκανε ο γιατρός, για να περάσει από το διάδρομο και να μπει στο δωμάτιο του Γιόαχιμ. Για τι πράμα μιλούσαν οι «σύντροφοι»; Ο Γιόαχιμ δεν το ρωτούσε. Μα αν κάποιος από μας δεν τον έπαιρνε σαν παράδειγμα κι έκανε αυτή την ερώτηση, θα μπορούσε τότε να προσέξει πόσο πολυάριθμα είναι τα θέματα κι οι προφάσεις για διανοητικές ανταλλαγές, ανάμεσα σ’ άντρες και συντρόφους, που οι αντιλήψεις τους έχουν έναν ιδεαλιστικό χαρακτήρα και που ο ένας τους, παρά την μόρφωσή του, έχει φτάσει στο σημείο να θεωρεί την ύλη σαν το προπατορικό αμάρτημα του πνεύματος, ενώ ο άλλος, σαν γιατρός, είναι συνηθισμένος να διδάσκει τον δευτερεύοντα χαρακτήρα της οργανικής ασθένειας. Πόσες απόψεις, λέμε εμείς, θ’ ανταλλάχτηκαν και θα συζητήθηκαν πάνω στην ύλη, θεωρούμενη σαν παρακμή του άυλου, πάνω στη ζωή σαν ακολασία της ύλης, πάνω στην αρρώστια σαν φθαρμένη μορφή ζωής! Μπορούσε να μιλήσει κανείς, παίρνοντας θέμα από τις τρέχουσες διαλέξεις, για τον έρωτα σαν παθογενή δύναμη, για τη μεταφυσική φύση του ζούδου, για τις «παλιές» και τις «φρέσκιες» εστίες, για τις ευδιάλυτες τοξίνες και τα ερωτικά φίλτρα, για την ερμηνεία του υποσυνείδητου, για τα ευεργετήματα της ψυχανάλυσης, για τη μεταμόρφωση του συμπτώματος, και τι μπορούμε να ξέρουμε εμείς; που περιοριζόμαστε ν’ αποτολμούμε αυτές τις υποθέσεις και τις αποκοτιές, τη στιγμή που το ζήτημα είναι να μάθουμε για τι πράμα ήταν δυνατό να φλυαρούν ο Δρ Κροκόβσκι κι ο νεαρός Χανς Κάστορπ! Εξάλλου δε φλυαρούσανε πια, αυτό πέρασε, δεν είχε κρατήσει παρά πολύ λίγο καιρό, μερικές εβδομάδες μόνο. Στο τέλος, ο Δρ Κροκόβσκι δεν έμενε καθόλου μ’ αυτό τον άρρωστο περισσότερο απ’ όσο με τους άλλους. Στο «Λοιπόν, σύντροφε» και «Σας χαιδετώ» περιοριζότανε τώρα, τις πιο πολλές φορές, η επίσκεψη. Μα, σ’ αντιστάθμισμα, ο Γιόαχιμ είχε κάνει μια άλλη ανακάλυψη, αυτήν ακριβώς που απόδειχνε σαν ένοχο προδοσίας το Χανς Κάστορπ. Την είχε κάνει ολότελα αθέλητα, χωρίς, με τη στρατιωτική του ευθύτητα, να κάνει την παραμικρότερη προσπάθεια να τον κατασκοπεύσει, πρέπει να μας πιστέψετε. Μια Τετάρτη, απλούστατα, κατά το διάστημα της πρώτης κούρας ανάπαυσης, τον είχαν καλέσει στο υπόγειο, για να τον ζυγίσει ο λουτράρης, και τότε ήταν

που είδε το πράμα. Κατέβαινε τη σκάλα, τη σκάλα τη στρωμένη με μουσαμά ακριβώς, που έβγαινε αντικριστά στην πόρτα της αίθουσας της εξέτασης, και που από τη μια κι από την άλλη μεριά της βρίσκονταν τα δυο εργαστήρια της ακτινοσκόπησης, αριστερά το εργαστήριο της οργανικής ακτινοσκόπησης και δεξιά, μετά τη στροφή, το εργαστήριο της ψυχανάλυσης, ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα, με το επισκεπτήριο του γιατρού Κροκόβσκι στην πόρτα. Μα, στα μισά της σκάλας, ο Γιόαχιμ σταμάτησε, γιατί, ο Χανς Κάστορπ, έχοντας τελειώσει με την ένεσή του, άφηνε κείνη τη στιγμή ακριβώς την αίθουσα της εξέτασης. Έκλεισε και με τα δυο χέρια την πόρτα απ’ όπου είχε βγει γρήγορα και, χωρίς να κοιτάξει γύρω του, έστριψε δεξιά, προς την πόρτα που ήταν στερεωμένο το επισκεπτήριο με πινέζες, ώσπου την έφτασε με κάμποσα σιωπηλά βήματα. Χτύπησε σ’ αυτήν, έσκυψε χτυπώντας και σίμωσε τ’ αυτί του στο δάχτυλο που χτυπούσε. Και καθώς το βαρύτονο «Εμπρός!» με το ξενικό Ρ και με τον ρινικό, παραμορφωτικό ήχο ακούστηκε μέσα στο κελί, ο Γιόαχιμ είδε τον ξάδελφό του να εξαφανίζεται στο μισοσκόταδο της ψυχαναλυτικής κρύπτης του Δρ Κροκόβσκι.

ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ ΑΚΟΜΑ Μέρες μακριές, οι πιο μακριές, για να μιλήσουμε μ’ ακρίβεια, σχετικά με τον αριθμό των ηλιακών ωρών τους, γιατί η αστρονομική τους διάρκεια δεν άλλαζε τίποτα στη συντομία τους, ούτε κάθε μιας χωριστά, μήτε και της μονότονης φυγής τους. Η εαρινή ισημερία είχε περάσει τώρα και τρεις μήνες σχεδόν και το ηλιοστάσιο είχε φτάσει. Μα το φυσικό έτος, σ’ εμάς εδώ πάνω, ακολουθούσε, με καθυστέρηση, το ημερολόγιο: μόνο τώρα, αυτές τις εντελώς τελευταίες μέρες, είχε έρθει οριστικά η άνοιξη, μια άνοιξη χωρίς το πιο ελάχιστο καλοκαιρινό βάρος, αρωματική, διαυγής κι ελαφρά, μ’ ένα γαλάζιο ουρανού, που απάστραπτε σαν ασημένιο και με μια λιβαδίσια άνθηση, που έλαμπε πολυποίκιλη. Ο Χανς Κάστορπ ξαναβρήκε στις πλαγιές, τα ίδια λουλούδια από τα οποία ο Γιόαχιμ είχε τοποθετήσει, τόσο ευγενικά, μερικά από τα τελευταία είδη τους, στην κάμαρά του, για να του ευχηθεί το καλωσόρισες: αχίλλεια και καμπανέλες, πράμα που σήμαινε πως γι’ αυτόν η χρονιά είχε κλείσει τον κύκλο της. Μα και τι ποικιλίες της οργανικής ζωής ήταν αυτές, αλήθεια, που ξεπηδούσαν από τη σμαραγδένια χλόη των πλαγιών και των λιβαδιών, σαν άστρα, σαν κύπελα και καμπάνες ή ακανόνιστα σχήματα, που γιόμιζαν την ηλιόλουστη ατμόσφαιρα μ’ ένα ξερό άρωμα! Λυχνίδες κι αγριοπανσέδες σε μεγάλες ποσότητες, λευκάνθεμα, μαργαρίτες, κίτρινες και κόκκινες πριμαβέρες, πιο όμορφες και πιο μεγάλες απ’ όσο πίστευε ο Χανς Κάστορπ, ότι είχε δει ποτέ στη ζωή του, στον κάμπο, αν φυσικά, τις είχε προσέξει εκεί κάτω, κι ακόμα σολντανέλες, με τα μισόκλειστα καμπανάκια τους, γαλάζιες, κόκκινες και ρόδινες, μια σπεσιαλιτέ αυτής της σφαίρας. Έκοψε λίγα απ’ όλα αυτά τα χαριτωμένα πράματα, κουβάλησε μπουκέτα ολόκληρα στην κάμαρά του με σοβαρό σκοπό, όχι τόσο για να στολίσει το δωμάτιό του, όσο για μια σοβαρή επιστημονική μελέτη, που έβαλε στο νου του να κάνει. Προμηθεύτηκε κάμποσα σύνεργα βοτανικής, ένα εγχειρίδιο γενικής βοτανικής, ένα μικρό φτυάρι κατάλληλο για να ξεριζώνει τα φυτά, ένα άλμπουμ για ξεραμένα φυτά κι ένα μεγεθυντικό φακό. Κι ο νέος καταπιανότανε μ’ όλ’ αυτά στον εξώστη του, καλοκαιρινά ντυμένος πάλι, μ’ ένα από τα κουστούμια που είχε φέρει άλλοτε μαζί του εδώ πάνω ακόμη κι αυτό μαρτυρούσε πως η χρονιά είχε συμπληρώσει το γύρο της. Δροσερά λουλούδια βρίσκονταν τοποθετημένα σε πολλά ποτήρια του νερού, πάνω στα έπιπλα της κάμαρας και στο μικρό μονοπόδαρο τραπεζάκι, πλάι στην εξαίρετη πολυθρόνα του εξώστη. Λουλούδια μισομαραμένα, μ’ ακόμη γιομάτα χυμό βρίσκονταν σκορπισμένα πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού και διασπαρμένα στο δάπεδο του εξώστη, ενώ άλλα, προσεχτικά πατηκωμένα ανάμεσα σε φύλλα από στουπόχαρτο, που απορροφούσαν την υγρασία τους, ήταν πιεσμένα κάτω από πέτρες, για να μπορέσει ο Χανς Κάστορπ να τα στερεώσει με κολλητικό χαρτί, κατεργασμένα πια, διαπλατυσμένα και ξερά, στο άλμπουμ του. Ήταν πλαγιασμένος, με τα γόνατα ψηλά και διπλωμένα και, ακόμα, το ένα πάνω στο άλλο κι η ράχη του αναποδογυρισμένου εγχειρίδιου, διάπλατα ανοιγμένου, σχημάτιζε πάνω στο στήθος του κάτι σαν το αέτωμα μιας στέγης, κρατούσε τον παχύ γυάλινο γύρο του μεγεθυντικού φακού ανάμεσα στ' απλά γαλάζια μάτια του

και σ’ ένα λουλούδι, που με το μαχαιράκι της τσέπης είχε χαράξει ένα μέρος της στεφάνης του, για να μπορέσει να μελετήσει καλύτερα το ενδοχείο του και που, κάτω από το δυνατό φακό, καμπύλωνε σε μια παράξενη και σαρκώδη μορφή. Οι ανθήλες σκόρπιζαν εκεί, στην άκρη των ινών τους, την κίτρινη γύρη τους, μέσα από τη σπερματοθήκη βλάσταινε ο αυλακωμένος στύλος κι όταν του έκανες μια τομή, μπορούσες να δεις το λεπτό κανάλι απ’ όπου περνούσαν, φεύγοντας από το κοίλωμα της σπερματοθήκης, τα σπέρματα και τα κύτταρα της γύρης, σε μια ζαχαρωτή έκκριση. Ο Χανς Κάστορπ μέτρησε, εξέτασε και σύγκρινε, μελέτησε την κατασκευή και τη θέση των πετάλων, του κάλυκα και της στεφάνης, των αρσενικών και των θηλυκών οργάνων. Βεβαιώθηκε, πως καθετί που έβλεπε σχετιζότανε με τις σχηματικές και φυσικές απεικονίσεις, διαπίστωνε, με ικανοποίηση, την επιστημονική ακρίβεια, στην κατασκευή των φυτών που γνώριζε, κι ύστερα δοκίμαζε να ορίσει, με τη βοήθεια του Λιννέ, από το μέρος την ομάδα, το είδος, την οικογένεια και το γένος, τα φυτά που δεν ήξερε τ’ όνομά τους. Καθώς είχε πολύ καιρό στη διάθεσή του, έκανε κάποιες προόδους στο βοτανικό σύστημα, με βάση τη συγκριτική μορφολογία. Κάτω από το ξεραμένο φυτό, στο Herbarium, καλλιγράφησε το λατινικό όνομα που του είχε δώσει μ’ αβροφροσύνη η ουμανιστική επιστήμη, πρόσθετε τα χαρακτηριστικά τους και τα έδειχνε στον καλό Γιόαχιμ, που απορούσε για όλ’ αυτά. Το βράδυ παρατηρούσε τους αστερισμούς. Είχε νιώσει ενδιαφέρον για την εξέλιξη της χρονιάς, αυτός που, ωστόσο, είχε περάσει κιόλας καμιά εικοσαριά περιστροφές του ήλιου γύρω από τη γη, χωρίς να γνοιαστεί ποτέ γι’ αυτά τα πράματα. Αν κι οι ίδιοι εμείς μεταχειριστήκαμε εκφράσεις όπως «η εαρινή ισημερία», αυτό έγινε γιατί υπήρχαν στο πνεύμα του και γιατί είχαμε υπ’ όψη μας τις πρόσφατα αποτυχημένες συνήθειές του. Γιατί αυτές ήταν οι ορολογίες, που, από κάμποσο καιρό τώρα, του άρεσε να διαδίδει ένα γύρο του κι έκανε τον ξάδελφό του να εκπλήσσεται, επίσης, για τις γνώσεις του και σ’ αυτόν τον τομέα ακόμη. — Τώρα, ο ήλιος είναι έτοιμος να μπει στον αστερισμό του Καρκίνου, μπορούσε ν’ αρχίσει, αίφνης, την ώρα που έκαναν τον περίπατό τους, το ήξερες αυτό; Είναι ο πρώτος θερινός αστερισμός του Ζωδιακού, καταλαβαίνεις; Τώρα περνούμε πάνω από το Λέοντα και την Παρθένο πηγαίνοντας προς το φθινοπωρινό σημείο, τη μια από τις δυο ισημερίες, κατά το τέλος του Σεπτεμβρίου, όταν ο ήλιος ξαναβρεθεί στον ισημερινό τ’ ουρανού, όπως είχε γίνει και τελευταία, το Μάρτιο, όταν ο ήλιος είχε μπει στον αστερισμό του Κριού. — Μου διέφυγε, είπε σκουντούφλικα ο Γιόαχιμ. Τι κάθεσαι και μου κοπανάς όλα αυτά τα σημεία εκεί; Κριός; Ζωδιακός; — Οπωσδήποτε ζωδιακός, zodiacus. Τα πανάρχαια σημεία του ουρανού, Σκορπιός, Τοξότης, Αιγόκερως, Υδροχόος, κι όπως λέγονται τα υπόλοιπα, πώς να μην ενδιαφερθεί κανείς! Είναι δώδεκα, πράμα που οφείλεις να το ξέρεις, οπωσδήποτε, τρία για κάθε εποχή, τα ανιόντα και τα κατιόντα σημεία, η τροχιά των αστερισμών που ανάμεσά τους περνά ο ήλιος, κάτι μεγαλειώδες, κατά τη γνώμη μου! Φαντάσου πως τα βρήκανε ζωγραφισμένα στην οροφή ενός αιγυπτιακού ναού, ενός ναού της Αφροδίτης, μάλιστα, όχι μακριά από τις Θήβες. Κι οι Χαλδαίοι, επίσης, τα ήξεραν κιόλας, οι Χαλδαίοι, παρακαλώ, αυτός ο

αρχαίος λαός των μάγων, λαός αραβοσιμιτικός, πολύ σοφός στην αστρολογία και στη μαντεία. Αυτοί μελέτησαν κιόλας τη ζώνη τ’ ουρανού, που διατρέχουν οι πλανήτες, και τη διαίρεσαν σ’ αυτά τα δώδεκα σημεία των αστερισμών, την dodekatemoria, όπως μας μεταδόθηκε ακριβώς. Είναι κάτι μεγαλειώδες! Ιδού η ανθρωπότητα! — Η «ανθρωπότητα» τώρα! Όπως λέει ο Σετεμπρίνι. — Ναι, όπως αυτός ή κάπως διαφορετικά. Πρέπει να την παίρνει κανείς όπως είναι, μα είναι μεγαλειώδης. Σκέφτομαι με πολλή συμπάθεια τους Χαλδαίους, όταν είμαι ξαπλωμένος έτσι και κοιτάζω τους πλανήτες, που τους γνώριζαν κιόλας σχεδόν, γιατί δεν τους γνώριζαν όλους, όσο διορατικοί και να ’ταν. Μα αυτούς που δεν ήξεραν, ούτε κι εγώ μπορώ να τους δω. Ο Ουρανός δεν ανακαλύφτηκε παρά μόνο τώρα τελευταία, με το τηλεσκόπιο, πριν εκατόν είκοσι, τόσα χρόνια. — Τελευταία; — Το λέω «τελευταία», με την άδειά σου, σε σύγκριση με τις τρεις χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από την εποχή των Χαλδαίων. Μα όταν είμαι ξαπλωμένος έτσι και κοιτάζω τους πλανήτες, κι αυτές οι τρεις χιλιάδες χρόνια, ακόμα, γίνονται ένα «τελευταία», και σκέφτομαι μ’ οικειότητα τους Χαλδαίους που τους είδαν κι εκείνοι, και που κάτι κατάλαβαν απ’ αυτά τα πράγματα, κι αυτό ’ναι η ανθρωπότητα. — Πολύ καλά, λοιπόν. Έχεις μεγαλειώδεις ιδέες στο κεφάλι σου, σίγουρα. — Εσύ λες «μεγαλειώδεις» κι εγώ λέω «οικείες», μπορεί να τις πει όπως θέλει κανείς. Μα όταν ο ήλιος θα έχει μπει στον αστερισμό του Ζυγού, σε τρεις μήνες περίπου, οι μέρες θα ’χουνε μικρύνει ξανά αρκετά, ώστε η μέρα και η νύχτα να είναι ίσες. Ύστερα μικραίνουνε πάλι ίσαμε τα Χριστούγεννα, αυτό το ξέρεις. Αν θέλεις, όμως μπορείς, παρακαλώ, να σκεφτείς πως, ενώ ο ήλιος περνά ανάμεσα από τους χειμερινούς αστερισμούς, τον Κριό, τον Υδροχόο και τους Ιχθείς, οι μέρες μεγαλώνουνε ξανά κιόλας. Γιατί πλησιάζουν πάλι οι εαρινοί αστερισμοί για τρισχιλιοστή φορά, από την εποχή των Χαλδαίων, κι οι μέρες μεγαλώνουνε πάλι, ίσαμε την επόμενη χρονιά, όταν ξανάρχεται η αρχή του καλοκαιριού. — Αυτό εννοείται! — Όχι, είναι μια αυταπάτη. Το χειμώνα οι μέρες μεγαλώνουν κι όταν φτάνει η πιο μεγάλη, την 21η Ιουνίου, στην αρχή του καλοκαιριού, αρχίζουν κιόλας να μικραίνουν ξανά, γίνονται όλο και πιο μικρές, και προχωρούμε προς το χειμώνα. Το θεωρείς αυτονόητο, μ’ αν το δούμε από μίαν άλλη άποψη κι όχι απ’ αυτή απ’ όπου φαίνεται αυτονόητο, είναι δυνατό να νιώσουμε αμέσως αγωνία και να ετοιμαστούμε να γραπωθούμε απ’ ο,τιδήποτε. Φαίνεται, πως ο Τιλλ 'Ωυλενσπίγκελ’ έφτιαξε έτσι τα πράματα, που η άνοιξη ν’ αρχίζει πραγματικά στην αρχή του χειμώνα, και στην αρχή του καλοκαιριού το φθινόπωρο… Σερνόμαστε από τη μύτη, περιδινούμαστε σ’ έναν κύκλο με προοπτική κάτι που δεν είναι παρά ένα σημείο απόκλισης ξανά… Απόκλισης κυκλικής. Γιατί, όλ’ αυτά τα σημεία απόκλισης, από τα οποία είναι συντιθεμένος ο κύκλος, είναι χωρίς έκταση, το σημείο απόκλισης δεν μπορεί να μετρηθεί, δεν υπάρχει διάρκεια κατεύθυνσης κι η αιωνιότητα δεν είναι «ολόισια, ολόισια», παρά «όλο ελιγμούς».

— Πάψε! — Γιορτή της τροπής του ήλιου! είπε ο Χανς Κάστορπ, θερινό ηλιοστάσιο! Φωτιές τ’ Αι Γιάννη και συρτοί γύρω από τις αναμμένες φλόγες, με πιασμένα χέρια! Δεν το είδα ποτέ, μ’ ακούω πως έτσι έκαναν οι πρωτόγονοι άνθρωποι· έτσι γιόρταζαν την πρώτη νύχτα του καλοκαιριού, που μ’ αυτήν αρχίζει το φθινόπωρο, η ώρα του μεσημεριού κι η αποκορύφωση της χρονιάς, απ’ όπου, η χρονιά, αρχίζει να κατεβαίνει, χορεύουν και στριφογυρίζουν και αλαλάζουν. Για τι αλαλάζουν στην πρωτόγονη απλότητά τους μπορείς να το εννοήσεις αυτό; Γιατί ’ναι τόσο χαρούμενοι; Γιατί τώρα κατεβαίνει προς τα σκοτάδια ή, ίσως, γιατί ως τα τώρα ανέβαινε κι έχει φτάσει η στροφή το αναπόφευκτο σημείο της τροπής του ήλιου, το μεσονύχτιο του καλοκαιριού, η ανώτερη κορυφή του ύψους, μελαγχολική μες στην επηρμένη αποκορύφωση της δύναμής της; Το λέω όπως είναι, με τα λόγια που μου έρχονται. Μια μελαγχολική υπερηφάνεια και μια περήφανη μελαγχολία είναι αυτό που κάνει τους πρωτόγονους ν’ αλαλάζουν και να χορεύουν γύρω από τις φλόγες, το κάνουν από αναμφισβήτητη απελπισία, θα μπορούσες να πεις, για να τιμήσουν την αυταπάτη του κύκλου και την δίχως διάρκεια κατεύθυνσης αιωνιότητα, όπου όλα επαναλαμβάνονται. — Δε θα μπορούσα να το πω, μουρμούρισε ο Γιόαχιμ, μη το αποδίνεις σε μένα, σε παρακαλώ. Μα όλ’ αυτά που σ’ απασχολούν το βράδυ, όταν πλαγιάζεις, είναι αλήθεια, πολύ μακρινά. — Ναι, δεν μπορώ να πω ψέματα, εσύ απασχολείσαι με χρησιμότερα πράματα, όπως με τη ρωσική γραμματική σου. Γρήγορα θα πρέπει, αλήθεια, να μιλάς νεράκι τα ρωσικά, κι αυτό θα ’ναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα για σένα, αν γίνει πόλεμος, Θεός φυλάξοι! — Θεός φυλάξοι; Μιλάς σαν πολίτης. Ο πόλεμος είναι αναγκαίος. Χωρίς πόλεμο ο κόσμος θα σάπιζε γρήγορα, είπε ο Μόλτκε. — Ναι, είναι αλήθεια πως τείνει κάπως σ’ αυτό, και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σου, πρόσθεσε ο Χανς Κάστορπ, κι ήταν έτοιμος να ξαναγυρίσει στους Χαλδαίους, που κι εκείνοι είχαν κάνει πολέμους κι είχαν κατακτήσει τη Βαβυλώνα, μ’ όλο που ήταν Σημίτες και σχεδόν Ιουδαίοι, όταν αντιληφθήκανε, πως δυο περιπατητές, που προχωρούσαν πολύ κοντά, μπροστά τους, γύρισαν το κεφάλι προς το μέρος τους, έχοντας ακούσει τη φωνή τους και ανησυχισμένοι στην ίδια τους συζήτηση. Ήταν στον κεντρικό δρόμο, ανάμεσα στο «Θεραπευτήριο» και στο Ξενοδοχείο «Μπελβεντέρε», κατά την επιστροφή προς το Νταβός Ντορφ. Η κοιλάδα απλωνότανε γιορτινά ντυμένη, με απαλά, φωτεινά και χαρούμενα χρώματα. Το αγέρι ήταν γλυκύτατο. Μια συμφωνία από εύθυμα αρώματα λιβαδολούλουδων γιόμιζε την καθάρια, ξερή κι αυγασμένη από τον ήλιο ατμόσφαιρα. Αναγνώρισαν το Λοντοβίκο Σετεμπρίνι, πλάι σ’ έναν ξένο. Μα φάνηκε πως, όσο γι’ αυτόν, δεν τους γνώρισε ή σαν να μην ήθελε τη συνάντηση, γιατί γύρισε γρήγορα το κεφάλι κι αφοσιώθηκε, χειρονομώντας, στη συζήτησή του με το συνοδό του, προσπαθώντας, μάλιστα να βιάσει το βήμα του. Είναι αλήθεια, πως όταν τα ξαδέλφια τον χαιρέτησαν,

από τα δεξιά του, μ’ εύθυμα κουνήματα του κεφαλιού, προσποιήθηκε τη μεγαλύτερη έκπληξη, με «Sapristi!» και «Διάβολε!», μα τώρα δα φάνηκε σαν να ’θελε να κάνει πιο αργό το βήμα του και ν’ αφήσει τους δυο άλλους να περάσουν μπροστά, πράμα που τούτοι δω δεν κατάλαβαν, δηλαδή δεν το παρατήρησαν, γιατί δεν εύρισκαν κανένα λόγο σ’ αυτό. Ειλικρινά ευχαριστημένοι που τον είχαν συναντήσει πάλι, ύστερα από ένα μακρύ χωρισμό, σταμάτησαν κοντά του και του κούνησαν το χέρι, ρωτώντας για την υγεία του και κοιτάζοντας αδιάκοπα μ’ ευγενική αναμονή το συνοδό του. Έτσι, τον υποχρέωσαν να κάνει αυτό που, κατά τα φαινόμενα, θα προτιμούσε ν’ αποφύγει, μα που τους φαινόταν το φυσικότερο και το πιο ενδεδειγμένο πράμα του κόσμου: να τους συστήσει στο σύντροφό του ακριβώς, πράμα που έγινε, λοιπόν, καθώς ξανάρχισαν να περπατούν με μισοσταματήματα, όταν ο Σετεμπρίνι έδειξε μ’ ένα είδος συστατικής χειρονομίας τους κυρίους, λέγοντας εύθυμα τα ονόματά τους κι αναγκάζοντάς τους, έτσι, να σφίξουν τα χέρια μπροστά στο στήθος του. Αποδείχτηκε, πως ο ξένος, που μπορούσε να ’χει την ίδια ηλικία με το Σετεμπρίνι, ήταν γείτονάς του: ο δεύτερος νοικάρης του Λούκασεκ, του ράφτη κυριών, Νάφτα ονόματι, απ’ όσο κατάλαβαν οι δυο νέοι. Ήταν ένας κοντόσωμος, αδύνατος άντρας, ξυρισμένος και τόσο κοφτερά, θα μπορούσε να πει κανείς: τόσο καυστικά άσκημος, που τα ξαδέλφια απόρησαν αληθινά γι’ αυτό. Όλα ήταν κοφτερά σ’ αυτόν: η κυρτή μύτη, που δέσποζε στο πρόσωπό του, το στόμα με τα λεπτά και σφιγμένα χείλη, τα καμπυλωτά τζάμια των ελαφρών, άλλωστε, γυαλιών του, που προστάτευαν τα φωτεινόγκριζα μάτια του, ακόμη κι η σιωπή που κρατούσε κι απ’ όπου μπορούσε να συμπεράνει κανείς, πως ο λόγος του θα ήταν σαφής και λογικός. Ήταν ξεκαπέλωτος, όπως εξυπακουόταν, και χωρίς παλτό, πολύ κομψά ντυμένος, εξ άλλου: το φανελένιο κουστούμι του, σκούρο μπλε με λευκές ρίγες, ήταν καλοραμμένο και διακριτικά κομμένο στη γραμμή της μόδας, καθώς το διαπίστωνε το δοκιμασμένο βλέμμα, ανθρώπου του κόσμου, των δυο ξαδέλφων, που με τη σειρά τους, άλλωστε, ένιωσαν πάνω τους μια ανάλογη εξέταση από μέρους του κοντόσωμου Νάφτα, μα πιο γρήγορη και πιο διαπεραστική. Αν ο Λοντοβίκο Σετεμπρίνι δεν ήξερε να φορεί τη φθαρμένη ρεντινγκότα του και τα καρό πανταλόνια του με τόση χάρη κι αξιοπρέπεια — η εμφάνισή του θα ήταν δυσάρεστα χτυπητή ανάμεσα στους κομψούς συντρόφους του. Μα ήταν τόσο λιγότερο χτυπητή, όσο τα καρό πανταλόνια του ήταν φρεσκοσιδερωμένα, έτσι που, στο πρώτο βλέμμα, θα μπορούσε να τα πάρει κανείς για καινούρια, δουλειά του σπιτονοικοκύρη του, χωρίς καμιά αμφιβολία, συλλογίστηκαν οι δυο νέοι. Μ αν ο άσκημος Νάφτα ήταν, για την ποιότητα και το μοντέρνο ράψιμο των ρούχων του, πιο κοντά στα ξαδέλφια απ’ όσο ο σύνοικός του, όχι μόνο η πιο προχωρημένη ηλικία του τον πλησίαζε περισσότερο προς τον τελευταίο, παρ’ όσο των δυο εξαδέλφων, μα υπήρχε και κάτι άλλο, που ξεχώριζε πιο εύκολα τα δυο ζευγάρια, κι αυτό ήταν το χρώμα του προσώπου, τ’ ότι, δηλαδή, το ένα ζευγάρι ήταν μελαχρινό και κοκκινισμένο από τον ήλιο, ενώ το άλλο ήταν χλομό. Το πρόσωπο του Γιόαχιμ είχε γίνει πιο μπρούτζινο ακόμη, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και του Χανς Κάστορπ έλαμπε, κοκκινορόδινο, κάτω από τα ξανθά τσουλούφια του. Μα πάνω στη λατινική ωχρότητα του κ. Σετεμπρίνι, που τόσο ευγενικά την υπογράμμιζε το μαύρο

μουστάκι του, το φως του ήλιου δεν είχε ασκήσει καμιά επίδραση κι ο σύντροφός του, μ’ όλο που είχε ξανθά μαλλιά, ήταν γκριζόξανθα άλλωστε, μ’ ένα χρώμα μεταλλικό κι άχρωμο, ίσια και μακριά και χτενισμένα προς τα πίσω, πάνω από το ανοιχτό μέτωπό του είχε επίσης το θαμπόλευκο δέρμα του προσώπου των σταρόχρωμων φυλών. Οι δυο από τους τέσσερις κρατούσαν μπαστούνια περιπάτου, δηλαδή ο Χανς Κάστορπ κι ο Σετεμπρίνι. Γιατί, ο Γιόαχιμ, για λόγους στρατιωτικούς περπατούσε χωρίς αυτό, κι ο Νάφτα, αμέσως μετά τις συστάσεις, ένωσε πάλι τα χέρια του πίσω από την πλάτη. Ήταν μικρά και τρυφερά, καθώς και τα πόδια του που ήταν πολύ κομψά και που ανταποκρίνονταν, άλλωστε, στο όλο του παρουσιαστικό. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που φαινόταν συναχωμένος, ούτε και πως έβηχε μ’ έναν τρόπο κάπως αδύναμο και χωρίς αποτέλεσμα. Ο Σετεμπρίνι είχε ξεπεράσει αμέσως, με χάρη, εκείνη την κάποια στεναχώρια ή κακοκεφιά που είχε εκδηλώσει μόλις αντιλήφθηκε τους δυο νέους. Έδειξε την καλύτερη διάθεση του κόσμου και σύστησε τους τρεις άλλους μεταξύ τους με πολλά αστεία, το Νάφτα, λόγου χάρη, τον χαρακτήρισε σαν princeps scholasticorum. — Η χαρά, είπε, «προέδρευε λαμπρά στην αίθουσα του στήθους του», όπως είχε εκφραστεί ο Αρετίνο. Πράμα που οφειλότανε, πρόσθεσε, στην άνοιξη, που, όσο γι’ αυτόν τον ενθουσίαζε. Οι κύριοι θα ήξεραν, πως πολλά πράματα, σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ πάνω, του πλάκωναν το στήθος, από τις τόσες φορές που είχε εκφράσει την ευχή να τον εγκαταλείψει, για να κατεβεί στην πεδιάδα. Μα δεν μπορεί παρά να εγκωμιάσει την άνοιξη των ψηλών βουνών! μπορούσε να τον συμφιλιώσει περαστικά μ’ όλες τις φρικαλεότητες αυτής της σφαίρας. Της έλειπε ό,τι ζαλιστικό κι ερεθιστικό είχε η άνοιξη της πεδιάδας. Δεν έκανε το αίμα να βράζει! Ούτε νοτισμένα αρώματα, μήτε βαριές αναθυμιάσεις! Παρά μόνο καθαρότητα, ξηρή ατμόσφαιρα, ευθυμία και πικρή χάρη. Όπως ακριβώς του άρεσε, κι αυτό ’ταν υπέροχο! Περπατούσαν κι οι τέσσερις, σε μια γραμμή ακανόνιστη, ο ένας πλάι στον άλλο, όσο γινότανε βολετό, μα πότε ο Σετεμπρίνι έπρεπε να κάνει πιο δεξιά, όταν άλλοι περιπατητές, που γύριζαν πίσω, περνούσανε δίπλα τους, να κατεβαίνει, δηλαδή, στο χαντάκι του δρόμου, και πότε η γραμμή τους έσπαζε από μόνη της από το γεγονός και μόνο πως ο ένας ή ο άλλος έμενε πίσω. Ο Νάφτα, λόγου χάρη, αριστερά, ή ο Χανς Κάστορπ, που είχε πάρει θέση ανάμεσα στον ουμανιστή και στον εξάδελφο Γιόαχιμ. Ο Νάφτα άφηνε κάτι σύντομα γελάκια, με μια φωνή πνιγμένη από το συνάχι, που σ’ έκανε να θυμηθείς τον ήχο ενός ραγισμένου πιάτου, όταν το χτυπάς με το δάχτυλο. Δείχνοντας τον Ιταλό με μια κίνηση του κεφαλιού, είπε με συρτό τόνο: — Ένας οπαδός του Βολτέρου, ένας ορθολογιστής μιλά έτσι; Εξυμνεί τη φύση, γιατί, ακόμη και στις πιο γόνιμες στιγμές της, δε ζαλίζει με μυστικιστικούς ατμούς παρά διατηρεί μια κλασική ξηρότητα. Πώς λέγεται, αλήθεια η υγρασία λατινικά; — Humor, φώναξε ο Σετεμπρίνι, πάνω από τον αριστερό ώμο του, το χιούμορ, στη θεώρηση της φύσεως του καθηγητού μας συνίσταται, στο ότι, όπως η Αγία Αικατερίνη

της Σιένας, θυμάται τις πληγές του Χριστού, όταν βλέπει κόκκινες πριμαβέρες. Ο Νάφτα αποκρίθηκε: — Αυτό θα ’τανε πιο πολύ πνευματώδες παρά χιουμοριστικό. Πράμα όμως, που θα εσήμαινε πως δανείζει στη φύση το πνεύμα του. Κι η φύση έχει ανάγκη από πνεύμα. — Η φύση, είπε ο Σετεμπρίνι, χαμηλώνοντας τη φωνή, κι όχι πιο πάνω από τον ώμο του, μα σαν να την τραβούσε προς τα κάτω, στο μάκρος του ώμου του, η φύση δεν έχει καθόλου ανάγκη από το πνεύμα σας. Η ίδια αυτή είναι πνεύμα. — Δεν πλήττετε με το μονισμό σας; — Α, παραδέχεστε, λοιπόν πως διαιρείτε σε δυο εχθρικά μέρη τον κόσμο από ευχαρίστηση, ξεχωρίζοντάς τον σε Θεό και σε με ζαρωμένα φρύδια, είχε σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα στο χώμα. Ο Νάφτα είχε μιλήσει μ’ ένα κοφτό και κατηγορηματικό τόνο, μ’ όλο που αυτός είχε υπερασπίσει την πιο φαρδιά έννοια της ελευθερίας. Ο τρόπος του, προπαντός, όταν αποκρίθηκε με κείνο το «Λάθος!» χτυπώντας την πρώτη συλλαβή στον ουρανίσκο του, για να της δώσει έμφαση, ήταν αληθινά δυσάρεστος. Ο Σετεμπρίνι του είχε αποκριθεί πότε εύθυμα, πότε βάζοντας μια όμορφη ζεστασιά στα λόγια του και, μάλιστα, όταν του θύμισε τις βασικές αντιλήψεις που είχαν κοινές. Τώρα, ενώ ο Νάφτα σώπαινε, άρχισε να εξηγεί στα ξαδέλφια την ύπαρξη αυτού, του άγνωστου ανταποκρινόμενος έτσι στην ανάγκη που μπορούσε να νιώθουν για ορισμένες επεξηγήσεις, ύστερα από κείνη τη λογομαχία με το Νάφτα. Τούτος δω τον άφηνε να λέει, χωρίς να γνοιάζεται καθόλου γι’ αυτό. Ήταν καθηγητής αρχαίων γλωσσών, στις ανώτερες τάξεις του «Φρειδερίκειου», εξήγησε ο Σετεμπρίνι, που, σύμφωνα με τις ιταλικές συνήθειες, αναφέρθηκε πολύ πομπωδώς στη θέση εκείνου που σύστηνε. Η μοίρα του έμοιαζε με τη δική του, τη μοίρα του Σετεμπρίνι. Η κατάσταση της υγείας του τον είχε οδηγήσει εδώ πάνω, πριν από πέντε χρόνια, πείστηκε πως θα χρειαζότανε να μείνει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εδώ, εγκατάλειψε το σανατόριό του κι εγκαταστάθηκε στου Λουκάσεκ, το ράπτη των κυριών. Το ανώτερο μορφωτικό ίδρυμα του τόπου εδώ ήταν αρκετά προνοητικό, ώστε να εξασφαλίσει τη συνεργασία του διακεκριμένου λατινιστή, που ήταν παλιός μαθητής ενός καθολικού εκπαιδευτήριου… Κοντολογίς, ο Σετεμπρίνι δεν εγκωμίασε και λίγο τον άσκημο Νάφτα, μ’ όλο που, μια στιγμή πιο πριν, είχε μια αφηρημένη λογομαχία μαζί του μια λογομαχία που δε θ’ αργούσε να συνεχιστεί. Ο Σετεμπρίνι, είχε αρχίσει, πραγματικά, κείνη τη στιγμή να δίνει πληροφορίες στον κ. Νάφτα πάνω στους δυο ξαδέλφους, απ’ όπου έγινε φανερό, άλλωστε, πως του είχε κιόλας μιλήσει γι’ αυτούς. Αυτός ήταν, λοιπόν, ο νεαρός μηχανικός των τριών εβδομάδων, που ο Αυλικός Σύμβουλος του είχε βρει μια υγρή εστία, είπε, κι αυτός ήταν η ελπίδα του πρωσικού στρατού, ο υπολοχαγός Τσίμσεν. Και μίλησε για την ανυπομονησία του Γιόαχιμ και για τις προθέσεις του να φύγει από δω, για να προσθέσει, πως αναμφισβήτητα θ’ αδικούσε κανείς το μηχανικό, αν δεν του απόδιδε την ίδια ανυπομονησία να επιστρέψει

στην εργασία του. Ο Νάφτα έκανε έναν μορφασμό κι είπε: — Οι κύριοι έχουν, βλέπω, πολύ εύγλωττο κηδεμόνα. Δε θα ήθελα καθόλου ν’ αμφισβητήσω την πιστότητα με την οποία ερμηνεύει τις σκέψεις σας και τις επιθυμίες σας. Εργασία, εργασία την ίδια στιγμή, παρακαλώ, θα μ’ ονομάσει εχθρό του ανθρώπινου γένους, ένα inimicus humanae naturae, αν τολμήσω να υπενθυμίσω καιρούς, που η φανφάρα, αυτή δε θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα, καιρούς, δηλαδή, που το αντίθετο του ιδανικού του τιμόταν ασύγκριτα περισσότερο. Ο Μπερνάρ ντε Κλαιρβώ δίδαξε μια διαφορετική κλιμάκωση της τελειότητας απ’ αυτή που ονειρεύεται ο κύριος Λοντοβίκο. Θέλετε να μάθετε ποια; Η κατώτατη βαθμίδα της βρίσκεται στο «μύλο», η δεύτερη στον «αγρό», μα η τρίτη και πιο αξιέπαινη, ακούστε προσεχτικά, Σετεμπρίνι! «στην κλίνη της ανάπαυσης». Ο μύλος είναι το σύμβολο της εξωτερικής ζωής, δεν είναι κακοδιαλεγμένο. Ο αγρός σημαίνει την ψυχή του απλού ανθρώπου του λαού, που την επηρεάζει ο ιερέας κι ο πνευματικός οδηγός. Ο βαθμός αυτός είναι κιόλας πολύ πιο άξιος. Μα στο κρεβάτι… — Φτάνει! Ξέρουμε! φώναξε ο Σετεμπρίνι. Ιδού, κύριοί μου, που τώρα θα σας δείξει το σκοπό και τη χρησιμότητα της συζυγικής κλίνης! — Δεν ήξερα πως είστε σεμνότυφος, Λοντοβίκο. Όταν σας βλέπει κανείς να κλείνετε τα μάτια στα κορίτσια… Τι γίνεται, τότε, η ειδωλολατρική αθωότητα; Το κρεβάτι είναι, λοιπόν, ο τόπος όπου ο εραστής ενώνεται με την αγαπημένη του, κι έχει παρθεί σαν σύμβολο της ασκητικής απομάκρυνσης από τον κόσμο και το πλάσμα, που ο σκοπός της είναι η ένωση με το Θεό. — Πφ! Andate, andate! διαμαρτυρήθηκε ο Ιταλός, κλαίοντας σχεδόν. Γελάσανε. Μα, ύστερα, ο Σετεμπρίνι εξακολούθησε μ’ αξιοπρέπεια: — Αχ, όχι, είμαι Ευρωπαίος, ανήκω στη Δύση. Η κλιμάκωσή σας είναι γνήσια Ανατολή. Η Ανατολή νιώθει φρίκη για την ενέργεια. Ο Λάο-Τσε διδάσκει, πως η οκνηρία είναι το επικερδέστερο από καθετί ανάμεσα στον ουρανό και τη γη. Αν όλοι οι άνθρωποι παύανε να ενεργούν στη γη, θα βασίλευαν η ανάπαυση κι η ευτυχία. Αυτή είναι η ένωσή σας. — Τι κάθεστε και μας λέτε εκεί! Κι ο μυστικισμός της Δύσης; Κι ο ησυχασμός, που λογαριάζει το Φενελόν ανάμεσα στους οπαδούς του και που δίδασκε πως κάθε πράξη είναι κι ένα λάθος, γιατί το να θέλει να ενεργεί κανείς είναι σαν να προσβάλλει το Θεό, που εννοεί να ενεργεί μόνο αυτός; Υπογραμμίζω τη θεωρία του Μολίνος. Φαίνεται, ωστόσο, πως η πνευματική δυνατότητα, να βρεθεί η σωτηρία στην ανάπαυση έχει διαδοθεί παγκόσμια στους ανθρώπους. Στο σημείο αυτό μπήκε στη μέση ο Χανς Κάστορπ. Ανακατεύτηκε στη συζήτηση με το θάρρος της αφέλειάς του και παρατήρησε κοιτάζοντας στο κενό: — Ασκητική, απομάκρυνση. Είναι λέξεις που κάτι λένε, κάτι αφήνουν, χωρίς άλλο, να νοηθεί. Εμείς εδώ πάνω, μπορεί να πει κανείς, ζούμε σε μια αρκετά αξιόλογη απομάκρυνση. Είμαστε ξαπλωμένοι στις ιδιαίτερα άνετες ξαπλώστρες μας, σ’ ένα υψόμετρο πάνω από πέντε χιλιάδες πόδια, και κοιτάζουμε, κάτω μας, τον κόσμο και το

πλάσμα και κάνουμε ένα πλήθος σκέψεις. Όταν το σκέφτομαι, κι αν πρέπει να πω την αλήθεια, τότε το κρεβάτι, η ξαπλωτούρα θέλω να πω, μ’ έκανε να σκεφτώ πολύ περισσότερα πράματα απ’ όσο ο μύλος, στην πεδιάδα, όλ’ αυτά τα χρόνια που πέρασαν, πράμα που δεν μπορώ να το αρνηθώ. Ο Σετεμπρίνι τον κοίταξε με τα μαύρα μάτια που έλαμπαν λυπημένα. — Μηχανικέ! είπε στεναχωρημένος, ναυπηγέ μου! Και πήρε το Χανς Κάστορπ από το μπράτσο και τον κράτησε λίγο προς τα πίσω, σαν για να τον πείσει, κατά κάποιο τρόπο, πίσω από την πλάτη του άλλου, κι εντελώς ιδιαίτερα. — Πόσες φορές δε σας είπα, πως καθένας θα έπρεπε να ξέρει τι είναι και να σκέφτεται όπως του αρμόζει. Η υπόθεση της Δύσης είναι, παρ’ όλες τις θεωρίες, η λογική, η ανάλυση, η ενέργεια και η πρόοδος, όχι το κρεβάτι, όπου τεμπελιάζει ο καλόγερος! Ο Νάφτα είχε ακούσει. Μίλησε, στρέφοντας προς το μέρος τους: — Ο καλόγερος; Στους καλόγερους χρωστούμε την καλλιέργεια του ευρωπαϊκού εδάφους! Σ αυτούς χρωστάμε το ότι η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία δε σκεπάστηκαν με παρθένα δάση και τέλματα, παρά μας προσφέρουν σιτάρι, καρπούς και κρασί! Οι μοναχοί, κύριέ μου, δούλεψαν πάρα πολύ. — Ebbe, λοιπόν… — Παρακαλώ. Η εργασία του κληρικού δεν ήταν ούτε αυτοσκοπός, δηλαδή: ένα ναρκωτικό, ούτε κι η πρόθεσή της ήτανε να κάνει το σύμπαν να προοδεύσει ή να ζητήσει εμπορικά πλεονεκτήματα. Ήταν μια αγνά ασκητική γύμναση, ένα μέρος της πειθαρχίας της μετάνοιας, ένα φάρμακο. Αγωνιζότανε εναντίον της σάρκας, σκότωνε τον αισθησιασμό. Είχε επομένως — θα μου επιτρέψετε να το αποδείξω ένα χαρακτήρα απόλυτα αντικοινωνικό. Ήταν αμιγέστατος θρησκευτικός εγωισμός. — Σας είμαι εξαιρετικά ευγνώμων για τις διασαφηνίσεις σας κι είμαι ευτυχής που βλέπω την ευλογία της εργασίας ακόμα κι ενάντια στη θέληση του ανθρώπου. — Ναι, ενάντια στην πρόθεσή του. Σ’ αυτό εδώ δεν παρατηρούμε τίποτα λιγότερο από τη διαφορά ανάμεσα στο χρήσιμο και το ανθρώπινο. — Παρατηρώ, πριν απ’ όλα, με θλίψη, πως ξαναδιαιρείτε κιόλας τον κόσμο σε δυο αρχές. — Λυπούμαι που εκτέθηκα στη δυσαρέσκειά σας, μα πρέπει να διακρίνουμε και να τοποθετούμε τα πράματα και να κρατούμε την ιδέα του homo Dei ελεύθερη από κάθε ακάθαρτο στοιχείο. Εσείς οι Ιταλοί ανακαλύψατε το επάγγελμα της συναλλαγής και τις Τράπεζες, ο Θεός να σας το συγχωρέσει! Μα οι Άγγλοι ανακάλυψαν το οικονομικό δόγμα της κοινωνίας, κι αυτό, το ανθρώπινο πνεύμα δεν θα τους το συγχωρήσει ποτέ. — Ω, το πνεύμα της ανθρωπότητας έχει εμπνεύσει, επίσης και τους μεγάλους οικονομολόγους στοχαστές αυτών των νησιών! — Θέλετε να πείτε κάτι, μηχανικέ μου; Ο Χανς Κάστορπ το αρνήθηκε, μα είπε ωστόσο κι ο Νάφτα καθώς κι ο Σετεμπρίνι τον άκουγαν με κάποια ανυπομονησία: — Τότε θα πρέπει να σας αρέσει το επάγγελμα του εξαδέλφου μου, Νάφτα, και να

καταλαβαίνετε την ανυπομονησία του να το ασκήσει… Όσο για μένα, είμαι ένας πολίτης αθεράπευτος, ο εξάδελφός μου με κατηγορεί αρκετά συχνά γι’ αυτό. Δεν έκανα καν τη στρατιωτική θητεία μου κι είμαι, αληθινά, κιόλας, ένα παιδί της ειρήνης και μάλιστα, κάμποσες φορές έφτασα ίσαμε το σημείο να σκεφτώ, πως θα μπορούσα πέρα για πέρα, να γίνω κληρικός, ρωτήστε τον εξάδελφό μου, πολλές φορές του εξέφρασα κάτι τέτοιο. Μα, αν αφήσω κατά μέρος τις προσωπικές προτιμήσεις μου κι ίσως-ίσως δε χρειάζομαι, ακριβώς, να τις παραμερίσω απόλυτα αισθάνομαι πολλή κατανόηση και συμπάθεια για τη στρατιωτική τάξη. Πρόκειται είν’ αλήθεια, για ένα επάγγελμα διαβολικά αυστηρό, για ένα «ασκητικό», αν θέλετε, επάγγελμα λίγο πριν χρησιμοποιήσατε με πολλή αγάπη αυτή την έκφραση και πάντα θα έχει να περιμένει κανείς, στην εξάσκησή του, να ’χει να κάνει με το θάνατο με τον οποίο, γενικά, ασχολείται, στο βάθος κι η τάξη των κληρικών, με τι άλλο θ’ ασχολείτο, άλλωστε; Σ’ αυτό οφείλει η στρατιωτική τάξη την bienseance της και την ιεραρχία της, την υπακοή της και την ισπανική τιμή της, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, κι είναι αρκετά αδιάφορο, αν φορεί κανείς το σκληρό κολάρο της στρατιωτικής στολής ή την κολαριστή τραχηλιά του κληρικού. Ό,τι έχει σημασία είναι ο «ασκητισμός», όπως τόσο σωστά, εκφραστήκατε πρωτύτερα… Δεν ξέρω αν κατάφερα να σας δώσω να καταλάβετε την πορεία της σκέψης μου… — Πώς, πώς, είπε ο Νάφτα κι έριξε ένα βλέμμα στο Σετεμπρίνι που στριφογύριζε το μπαστούνι του και κοίταζε τον ουρανό. — Και γι’ αυτό κάνω τη σκέψη, εξακολούθησε ο Χανς Κάστορπ, πως οι κλίσεις του εξαδέλφου μου Τσίμσεν θα πρέπει να σας είναι συμπαθείς, ύστερα απ’ όλα αυτά που είπατε. Δε σκέφτομαι καθόλου «θρόνο και βωμό» και τέτοιους συνδυασμούς που, μ’ αυτούς, πολλοί άνθρωποι προσκολλημένοι στην τάξη κι απλά καλοπροαίρετοι, δικαιολογούν κάποτε την αλληλεγγύη. Εννοώ πως η εργασία της τάξης των στρατιωτικών, δηλαδή η υπηρεσία σ’ αυτή την περίπτωση μιλά για υπηρεσία κανείς γίνεται χωρίς κανένα ωφελιμιστικό σκοπό και δεν έχει καμιά σχέση με το οικονομικό δόγμα της κοινωνίας, όπως λέγατε. Γι’ αυτό οι Άγγλοι δεν έχουν παρά λίγους στρατιώτες, μερικούς για τις Ινδίες και μερικούς στη μητρόπολη για τις παρελάσεις… — Είναι άσκοπο να εξακολουθείτε, μηχανικέ μου, τον διέκοψε ο Σετεμπρίνι. Η στρατιωτική ζωή, το λέω χωρίς να θέλω να προσβάλω τον υπολοχαγό μας είναι αναμφισβήτητα ηθική, γιατί ’ναι καθαρά τυπική και χωρίς δικό της περιεχόμενο, ο κατ’ εξοχήν τύπος του στρατιώτη είναι ο μισθοφόρος που στρατεύεται γι’ αυτόν ή για κείνον το σκοπό, κοντολογίς υπήρξαν ο στρατιώτης της ισπανικής αντιμεταρρύθμισης, ο στρατιώτης του στρατού της επανάστασης, ο ναπολεόντειος, ο γαριβαλδινός, υπάρχει ο πρώσος στρατιώτης. Αφήστε με να μιλήσω για το στρατιώτη αφού ξέρω για τι αγωνίζεται! — Τ’ ότι αγωνίζεται, αντείπε ο Νάφτα, παραμένει πάντα ένα φανερό χαρακτηριστικό της τάξης του, ας μην το ξεχνούμε. Είναι δυνατό να μην αρκεί σύμφωνα με σας, στο να κάνει αυτή την τάξη «διανοητικά αμφισβητήσιμη», μα την τοποθετεί σε μια σφαίρα, που ξεφεύγει ολοκληρωτικά από την αστική αντίληψη της ζωής.

— Αυτό που σας αρέσει να ονομάζετε «αστική αντίληψη της ζωής», αποκρίθηκε ο κ. Σετεμπρίνι, με μισό χείλι, ενώ οι γωνιές του στόματός του τεντώνονταν κάτω από το καλοψαλιδισμένο μουστάκι κι ο λαιμός του συστρεφόταν παράξενα, σαν να ξεβιδωνόταν, λοξά και με μικρά τινάγματα, από το κολάρο του — θα ’ναι πάντα έτοιμο ν’ αγωνιστεί, κάτω απ’ οποιαδήποτε μορφή, για τις ιδέες της λογικής, της ηθικής και της νόμιμης επιρροής τους στις νέες ψυχές που ταλαντεύονται. Ακολούθησε κάποια σιωπή. Οι νέοι κοίταζαν μπροστά τους μ’ αμηχανία. Ύστερα από μερικά βήματα, ο Σετεμπρίνι, που είχε ξαναφέρει το λαιμό του στην κανονική θέση του, είπε: — Δεν πρέπει ν’ απορείτε, ο κύριος από δω κι εγώ λογομαχούμε συχνά, μα πάντα πολύ φιλικά και ξεκινώντας από πολλές κοινές αντιλήψεις. Αυτό ήταν ανακουφιστικό. Ήταν ιπποτικό και ανθρώπινο από μέρους του κ. Σετεμπρίνι. Μα ο Γιόαχιμ, που είχε εξίσου καλές προθέσεις και που ήθελε να συνεχιστεί η συζήτηση μ’ ανώδυνο τρόπο, είπε, ωστόσο, σαν να τον έσπρωχνε κάτι σ’ αυτό και σάμπως ενάντια στην ίδια του τη θέληση: — Πριν λίγο, μιλούσαμε, κατά τύχη, για τον πόλεμο, ο εξάδελφός μου κι εγώ, καθώς πηγαίναμε πίσω σας. — Το άκουσα, απάντησε ο Νάφτα. Αυτή τη λέξη άκουσα και γύρισα. Είχατε πολιτική συζήτηση; Συζητούσατε για τη γενική κατάσταση; — Ω, όχι, είπε ο Χανς Κάστορπ. Πώς θα προχωρούσαμε ως εκεί; Στον εξάδελφό μου, από δω, το επάγγελμά του του απαγορεύει ρητά ν’ ασχολείται με την πολιτική κι όσο για μένα, παραιτούμαι πρόθυμα από μια τέτοια ασχολία, γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα απολύτως από πολιτική. Από τότε, μάλιστα που βρίσκομαι εδώ, δεν άνοιξα, ούτε μια φορά, εφημερίδα…. Ο Σετεμπρίνι, όπως το είχε κάμει κιόλας και μια άλλη φορά, παλιότερα, έκρινε την αδιαφορία αυτή αξιόμεμπτη. Φάνηκε τέλεια πληροφορημένος απάνω σ’ όλα τα σημαντικά γεγονότα και τα έκρινε ευνοϊκά, γιατί, σύμφωνα με τη γνώμη του, τα πράματα έπαιρναν μια ωφέλιμη, για τον πολιτισμό, στροφή. Η γενική ατμόσφαιρα της Ευρώπης ήταν διάβροχη από τη σκέψη της ειρήνης κι από σχέδια αφοπλισμού. Η δημοκρατική ιδέα κέρδιζε έδαφος. Βεβαίωσε, ότι κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Νεότουρκοι συμπλήρωναν ακριβώς τις τελευταίες προετοιμασίες τους για ένα πολιτικό κράτος, τι θρίαμβο της ανθρωπότητας! — Φιλελευθερισμός του Ισλάμ, κοροΐδεψε ο Νάφτα. Έκτακτα! Ο φωτισμένος φανατισμός, πολύ ωραία! Αυτό, άλλωστε, σας αφορά, και στράφηκε προς το μέρος του Γιόαχιμ. Αν ο Αβδούλ Χαμίντ πέσει, τέλειωσε κι η επιρροή σας στην Τουρκία κι η Αγγλία θα παίξει το ρόλο της προστάτιδος… Σας συμβουλεύω να πάρετε εντελώς στα σοβαρά τις σχέσεις και τις πληροφορίες του Σετεμπρίνι μας, είπε στα δυο ξαδέλφια, πράμα που ήχησε με κάποια αυθάδεια, γιατί φάνηκε να τους πιστεύει ικανούς να μη πάρουν στα σοβαρά τον κ. Σετεμπρίνι. Στον τόπο του έκαναν λόγο για εξαίρετες σχέσεις με την αγγλική επιτροπεία

των Βαλκανίων. Μα τι θα γίνουν οι όροι της συνθήκης του Ρεβάλ, Λοντοβίκο, αν πετύχουν οι προοδευτικοί Τούρκοι σας; Ο Εδουάρδος ο Έβδομος δε θα θελήσει πια ν’ αφήσει ανοιχτά τα Δαρδανέλια στους Ρώσους κι αν η Αυστρία, παρ’ όλ’ αυτά, αποδυθεί σε μια δραστήρια πολιτική στα Βαλκάνια, τότε… — Καλές προφητείες καταστροφής κάνετε! διαμαρτυρήθηκε ο Σετεμπρίνι. Ο Νικόλαος αγαπά την ειρήνη. Σ' αυτόν χρωστούμε τις συνδιασκέψεις της Χάγης, που αποτελούν πάντα ηθικά γεγονότα πρώτης γραμμής. — Ε, η Ρωσία, ύστερα από τις μικρές αποτυχίες, στην Ανατολή, θα πρέπει ν’ αναπαυθεί λίγο! — Πφ, κύριέ μου! Δε θα ’πρεπε να κοροϊδεύετε την επιθυμία της ανθρωπότητας για κοινωνική τελειοποίηση. Ο λαός που ματαιώνει τέτοιες προσπάθειες θα εκτεθεί, χωρίς καμιά αμφιβολία, σ’ ηθική ανυποληψία. — Για ποιο λόγο θα υπήρχε η πολιτική, αν όχι για να δίνεις στους μεν και στους δε την ευκαιρία να εκθέτονται ηθικά; — Είστε οπαδός του πανγερμανισμού; Ο Ντάφα σήκωσε τους ώμους του, που δεν είχαν εντελώς το ίδιο ύψος. Εχτός από την ασκήμια του, ήταν, χωρίς άλλο, και κάπως ασύμμετρος. Απαξίωσε ν’ απαντήσει. Ο Σετεμπρίνι συμπέρανε: — Είναι κυνικό, οπωσδήποτε, αυτό που είπατε τώρα δα. Στις γενναιόφρονες προσπάθειες, που κάνει η Δημοκρατία, για να επιβληθεί διεθνώς, δε θέλετε να δείτε παρά πολιτικό ξεγέλασμα… — Θα θέλατε, βέβαια, να δω ιδεαλισμό ή ακόμα και θρησκευτικότητα σ’ αυτές; Πρόκειται για τις τελευταίες κι ασθενικές κινήσεις των λειψάνων του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, σ’ ένα καταδικασμένο παγκόσμιο σύστημα. Η καταστροφή είναι να έρθει και πρέπει να έρθει, έρχεται απ’ όλους τους δρόμους και μ’ όλους τους τρόπους. Πάρετε την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας! Η ανάγκη της Αγγλίας, να εξασφαλίσει τη θέση της στις Ινδίες, είναι νόμιμη. Μα οι συνέπειες; Ο Εδουάρδος ξέρει, επίσης, πολύ καλά, όσο εσείς κι εγώ, πως οι κυβερνήτες της Πετρούπολης θα πρέπει ν’ αντεκδικηθούνε για την αποτυχία τους στη Μαντζουρία και πως νιώθουν την πιεστική ανάγκη ν’ αποτραπεί η Επανάσταση. Παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορεί να οδηγήσει τις ρωσικές επεκτατικές τάσεις προς την Ευρώπη και ξυπνά τις κοιμισμένες αντιζηλίες ανάμεσα στην Πετρούπολη και στη Βιέννη. — Α, η Βιέννη! Ενδιαφέρεστε, βλέπω, γι’ αυτό το εμπόδιο, στην πορεία του κόσμου, γιατί, καθώς φαίνεται, στη σκουληκιασμένη αυτοκρατορία, που η Βιέννη είναι η πρωτεύουσά της, αναγνωρίζετε τη μούμια του Αγίου Ρωμαϊκού Κράτους του Γερμανικού έθνους! — Κι εγώ σας βρίσκω ρωσόφιλο, από ουμανιστική συμπάθεια, καθώς φαίνεται, για τον καισαρο-παπισμό. — Ακόμα κι η Δημοκρατία, κύριέ μου, έχει να περιμένει περισσότερα από το Κρεμλίνο παρ’ όσο από το Χόφμπουργκ, κι αυτό ’ναι αίσχος για την πατρίδα του Λούθηρου και του Γουτεμβέργιου….

— Εκτός απ’ αυτό, πρόκειται, χωρίς άλλο, για βλακεία. Μα και τούτη η βλακεία είναι ένα όργανο του μοιραίου… — Αχ, δε με παρατάτε με το μοιραίο σας! Η ανθρώπινη λογική δε χρειάζεται τίποτα άλλο, παρά να θελήσει να γίνει πιο δυνατή από το μοιραίο, και είναι πιο δυνατή! — Ό,τι θέλει κανείς πάντα είναι μόνο η μοίρα του. Κι η κεφαλαιοκρατική Ευρώπη θέλει τη δική της. — Όταν δε μισεί κανείς αρκετά τον πόλεμο, πιστεύει στον ερχομό του! — Η απέχθειά σας είναι λογικά ατελής, όσο δε θα ξεκινά από το ίδιο το Κράτος. — Το εθνικό Κράτος είναι η αρχή τούτου δω του κόσμου που θα θέλατε να τον ταυτίσετε με το διάβολο. Μα ελευθερώστε κι εξισώστε τα έθνη, προστατεύσετε τα μικρά και τα πιο ασθενικά σύνορα… — Τα σύνορα του Μπρέννερ, ξέρω. Η εκκαθάριση της Αυστρίας. Ήθελα να ’ξερα μόνο, πώς λογαριάζετε να την πραγματοποιήσετε, χωρίς πόλεμο… — Και, αληθινά, δεν ξέρω αν θα καταδίκαζα ποτέ τους εθνικούς πολέμους… — Άκουσα καλά;.. — Όχι, πρέπει να βεβαιώσω τα λεγάμενα του κ. Σετεμπρίνι, σ’ αυτό το σημείο, ανακατεύτηκε στη συζήτηση ο Χανς Κάστορπ, που την είχε παρακολουθήσει, περπατώντας και κοιτάζοντας προσεχτικά, με το κεφάλι σκυμμένο, πότε τον ένα και πότε τον άλλο, τους δυο συζητητές. Ο εξάδελφός μου κι εγώ, είχαμε κιόλας το πλεονέκτημα να μιλήσουμε, κάμποσες φορές, γι’ αυτά τα πράματα και γι’ άλλα ανάλογα, με τον κ. Σετεμπρίνι, δηλαδή, φυσικά, τον ακούγαμε ν’ αναπτύσσει και να διασαφηνίζει τις γνώμες του. Κι έτσι, λοιπόν, μπορώ να σας βεβαιώσω (κι ο εξάδελφός μου θα το θυμάται), πως ο κ. Σετεμπρίνι μας μίλησε, περισσότερο από μια φορά, με μεγάλο ενθουσιασμό, για την αρχή της κίνησης και της ανταρσίας και της καλυτέρευσης του κόσμου, που γενικά, δεν είναι μια απόλυτα ειρηνική αρχή, μου φαίνεται, και μας είπε πως η αρχή αυτή θα πρέπει να κάνει ακόμη μεγάλες προσπάθειες, πριν νικήσει παντού και πριν πραγματοποιήσει την ευτυχισμένη παγκόσμια Δημοκρατία. Αυτά ήταν τα λόγια του, μ’ όλο που ήταν, φυσικά, πολύ περισσότερο πλαστικά και λογοτεχνικά απ’ όσο τα δικά μου, πράμα που το καταλαβαίνει και μόνος του κανείς. Μ' αυτό που ξέρω κι αυτό που συγκράτησα, κατά γράμμα, γιατί, με την ιδιότητά μου σαν πεισματάρης πολίτης, μ’ είχε τρομάξει πραγματικά, είναι πως κάποτε, είπε, ότι η μέρα κείνη δε θα ερχότανε σε φτερούγες περιστεράς, μα σε φτερά αετού (αυτά τα φτερά του αετού είναι που με τρόμαξαν, αν θυμούμαι καλά) και πως η Βιέννη θα έπρεπε να χτυπηθεί, αν θέλουμε ν’ ανοιχτεί ο δρόμος προς την ευτυχία. Δεν μπορούμε να πούμε, λοιπόν, πως ο κ. Σετεμπρίνι καταδίκασε τον πόλεμο γενικά. Έχω δίκιο, κ. Σετεμπρίνι; — Περίπου, είπε ο Ιταλός ξερά, κουνώντας το μπαστούνι του κι έχοντας γυρισμένο αλλού το κεφάλι του. — Κακό αυτό, χαμογέλασε άσκημα ο Νάφτα. Να που ο ίδιος ο μαθητής σας σας καταμαρτυρά φιλοπόλεμες τάσεις. Assument pennas ut aquilae.

— Ο ίδιος ο Βολτέρος επιδοκίμασε τον εκπολιτιστικό πόλεμο και τον σύστησε στο Φρειδερίκο το Δεύτερο εναντίον των Τούρκων. — Και, αντίθετα, εκείνος συμμάχησε μαζί τους, χε, χε: Κι έπειτα, η παγκόσμια Δημοκρατία! Απαξιώ να ρωτήσω τι θ’ απογίνει η αρχή της κίνησης και της ανταρσίας, αν πραγματοποιηθούν η ευτυχία κι η ένωση. Τη στιγμή κείνη η ανταρσία θα ήταν έγκλημα. — Ξέρετε τέλεια, όπως κι οι νεαροί κύριοι από δω, ότι πρόκειται για την πρόοδο, που υποτίθεται άπειρη, της ανθρωπότητας… — Μα κάθε κίνηση είναι κυκλική, είπε ο Χανς Κάστορπ. Σε χώρο και χρόνο, αυτό διδάσκουν οι νόμοι της συντήρησης της ύλης καθώς και της περιοδικότητας. Ο εξάδελφός μου κι εγώ, μιλούσαμε γι’ αυτό πρωτύτερα. Μπορεί, λοιπόν, να γίνεται λόγος για πρόοδο, όταν βρίσκεται μπροστά σε μια κλειστή κίνηση χωρίς συνεχή κατεύθυνση; Όταν είμαι ξαπλωμένος το βράδυ και κοιτάζω το Ζωδιακό, τον μισό, δηλαδή, που είναι ορατός, και σκέφτομαι τους αρχαίους σοφούς λαούς… — Θα κάνατε καλύτερα να μη σπαζοκεφαλάτε, ούτε και να ονειροπολείτε, μηχανικέ μου, μα να εμπιστεύεστε αποφασιστικά στα ένστικτα της ηλικίας σας και της ράτσας σας, που πρέπει να σας ωθούνε στη δράση. Ακόμη κι η επιστημονική μόρφωσή σας θα πρέπει να σας κάνει να κλίνετε προς την ιδέα της προόδου. Όταν, σε απροσδιόριστες χρονικές περιόδους, βλέπετε τη ζωή να εξελίσσεται από τον εγχυματικό μικροοργανισμό ίσαμε τον άνθρωπο, δεν μπορείτε ν’ αμφιβάλετε πως υπάρχουν ακόμη άπειρες δυνατότητες τελειοποίησης, ανοιχτές στον άνθρωπο. Μ’ αν στηριχτείτε στα μαθηματικά, θα φέρετε την κυκλική κίνησή σας, από τελειοποίηση σε τελειοποίηση, και θ’ αναζωογονηθείτε στο δόγμα του δεκατοόγδοου αιώνα μας, που, σύμφωνα μ’ αυτό, ο άνθρωπος υπήρξε καλός, ευτυχής και τέλειος, και δεν παραμορφώθηκε και φθάρθηκε παρά μόνο από τις κοινωνικές πλάνες, και για να ξαναγίνει καλός, ευτυχής και τέλειος, με μια κριτική εργασία αναθεώρησης πάνω στην κατασκευή της κοινωνίας, θα… — Ο κ. Σετεμπρίνι παραλείπει να προσθέσει, μπήκε στη μέση ο Νάφτα, πως το ζανζακρουσωικό ειδύλλιο είναι μια αδέξια και ορθολογιστική προσαρμογή του χριστιανικού δόγματος της αρχικής κατάστασης του ανθρώπου, που δεν γνώριζε ούτε αμαρτία μήτε κοινωνία, της θείας καταγωγής του και της στενής ένωσής του με το Θεό, στην οποία πρέπει να επιστρέψει. Μα η αναδημιουργία του βασιλείου του Θεού, ύστερα από τη διάλυση όλων των γήινων μορφών, βρίσκεται σ’ ένα σημείο όπου εφάπτονται η γη και ο ουρανός, το κατανοητό και το ασύλληπτο από τη λογική μας, η σωτηρία είναι μεταφυσική, κι όσο για την παγκόσμια κεφαλαιοκρατική Δημοκρατία σας, αγαπητέ δόκτωρ, είναι πολύ παράξενο να σας ακούω να μιλάτε για «ένστικτο» σχετικά μ’ αυτήν. Το ενστικτώδες είναι ολωσδιόλου προς τη μεριά του εθνικού κι ο ίδιος ο Θεός έχει εμφυτεύσει στους ανθρώπους το φυσικό ένστικτο, που έσπρωξε τους λαούς να χωριστούνε σε διάφορα κράτη. — Ο πόλεμος, φώναξε ο Σετεμπρίνι, ακόμα κι ο πόλεμος, κύριέ μου, χρειάστηκε κιόλας να υπηρετήσει την πρόοδο, όπως θα πρέπει να παραδεχθείτε, αν θυμηθείτε μερικά γεγονότα της προτιμημένης εποχής σας, θέλω να πω: αν θυμηθείτε τις σταυροφορίες! Οι

εκπολιτιστικοί αυτοί πόλεμοι, ευνόησαν, όσο γίνεται ευτυχέστερα, τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των λαών κι ενώσανε την ανθρωπότητα της Δύσης κάτω από το σημείο μιας ιδέας. — Είστε πολύ ανεκτικός απέναντι της ιδέας. Θέλω, λοιπόν, να διορθώσω τα λεγόμενά σας, τόσο πιο ευγενικά όσο γιατί πρέπει να σας μάθω, ότι οι σταυροφορίες, εκτός από την ώθηση που έδωσαν στο εμπόριο, άσκησαν μια επίδραση σε μια κλίμακα καθόλου λιγότερο από διεθνή, παρά, αντίθετα, έδειξαν στους λαούς και να διακρίνονται μεταξύ τους κι ευνόησαν την εξέλιξη της ιδέας του εθνικού Κράτους. — Ακριβέστατο, όσον αφορά τουλάχιστον τις σχέσεις των λαών με τον κλήρο. Ναι, τη στιγμή κείνη το αίσθημα της τιμής του εθνικού Κράτους άρχισε να δυναμώνει εις βάρος της ιεραρχικής έπαρσης… — Κι ωστόσο, αυτό που εσείς ονομάζετε ιεραρχική έπαρση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιδέα της ένωσης των ανθρώπων κάτω από το σημείο του πνεύματος. — Το ξέρουμε δα αυτό το πνεύμα και τα καλά του. — Είναι φανερό πως με την εθνική μανία σας νιώθετε φρίκη για τον αήττητο κοσμοπολιτισμό της Εκκλησίας. Ήθελα μόνο να ’ξερα πώς θα συμφιλιώσετε αυτό το πράμα με τη φρίκη σας μπροστά στον πόλεμο! Η λατρεία σας για το αρχαΐζον Κράτος θα σας κάνει αντάρτη μιας θετικιστικής αντίληψης του Δικαίου, και σαν τέτοιος… — Φτάσαμε στο Δίκαιο τώρα; Στο Δίκαιο των λαών, κύριέ μου, η ιδέα του φυσικού Δικαίου και της παγκόσμιας ανθρώπινης λογικής παραμένει ίσως η πιο ζωντανή… — Μπα, το Δίκαιο των λαών σας, οπωσδήποτε, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ζανζακρουσωική παρεφθαρμένη μορφή του ius divinum, που δεν έχει καμιά δουλειά ούτε με τη φύση μήτε με τη λογική, παρά βασίζεται πάνω στην αποκάλυψη… — Ας μην παίζουμε με τις λέξεις. Καθηγητά! Δεν κάνετε τίποτα άλλο, παρά να ονομάζετε ανεμπόδιστα ius divinum αυτό που εγώ σέβομαι σαν φυσικό Δίκαιο και σαν δίκαιο των λαών. Το ουσιώδες είναι, πως πάνω από τα θετικά Δίκαια των εθνικών Κρατών υψώνεται ένα υπέρτερο Δίκαιο, γενικά παραδεδεγμένο, που αποφασίζει, με δικαστήρια διαιτησίας, απάνω στ’ αμφισβητήσιμα ζητήματα συμφερόντων. — Με δικαστήρια διαιτησίας! Ωραία πράματα ακούω! Μ ένα αστικό δικαστήριο διαιτησίας που αποφασίζει πάνω στα προβλήματα της ζωής, εξακριβώνει το θέλημα του Θεού και καθορίζει την Ιστορία! Ωραία, λοιπόν, όσο για τις φτερούγες της περιστεράς. Και τι γίνονται τα φτερά του αετού; — Η πολιτική αρετή… — Ε, η πολιτική αρετή δεν ξέρει τι θέλει! Εκεί που φωνάζουνε και μάχονται ενάντια στην ελάττωση των γεννήσεων, απαιτούνε και την ελάττωση των εξόδων για τη μόρφωση και την επαγγελματική προπαρασκευή των παιδιών. Κι ωστόσο, νιώθει κανείς πως πνίγεται μέσα στο πλήθος κι όλα τα επαγγέλματα είναι τόσο υπερπληρωμένα, που ο αγώνας, για το καρβέλι είναι πιο τρομαχτικός απ’ όλους τους πολέμους που γίνανε στο παρελθόν. Στάδια και κηπουπόλεις! Βελτίωση της ράτσας! Μα για ποιο λόγο να γίνει ρωμαλεότερη

η ράτσα, αφού η πρόοδος κι ο πολιτισμός δε θέλουν να γίνονται πια πόλεμοι; Ο πόλεμος θα ’ταν το μέσον ενάντια σ’ όλα και για όλα. Για τη βελτίωση της ράτσας και μάλιστα ενάντια στην κρίση των γεννήσεων. — Αστειεύεστε. Όλ’ αυτά που λέτε παύουνε να είναι σοβαρά. Η συζήτησή μας σταματά εδώ και σε κατάλληλη στιγμή. Φτάσαμε, είπε ο Σετεμπρίνι κι έδειξε στα ξαδέλφια, με το μπαστούνι του, το σπιτάκι, που είχανε σταθεί μπροστά στην καγκελόπορτά του. Βρισκότανε κοντά στην είσοδο του Ντορφ, πάνω στο δρόμο, από τον οποίο δε χωριζότανε παρά μόνο μ’ έναν στενό κηπάκο κι ήταν πολύ απλό. Η αγράμπελη, με τις γυμνές ρίζες της, τριγύριζε την πόρτα του σπιτιού κι άπλωνε μια από τις στρουφιγμένες και στηριγμένες στον τοίχο κληματίδες, προς το δεξιό παράθυρο του ισόγειου, παράθυρο που το είχαν κάνει προσθήκη ενός μικρού παντοπωλείου. Το ισόγειο ανήκε στον έμπορο αποικιακών, εξήγησε ο Σετεμπρίνι. Το δωμάτιο του Νάφτα βρισκότανε στο πρώτο πάτωμα, που το κρατούσε ο ράφτης, κι ο ίδιος αυτός έμεινε στη σοφίτα. Ένα ειρηνικό εργαστήριο. Δείχνοντας, ξαφνικά, μια εκπληκτική ευγένεια, ο Νάφτα εξέφρασε την ελπίδα, πως μπορούσαν ν’ ακολουθήσουν κι άλλες συναντήσεις τούτην εδώ. — Ελάτε να μας δείτε, είπε. Θα έλεγα: ελάτε να με δείτε, αν ο Δρ Σετεμπρίνι, από δω, δεν είχε παλιότερα δικαιώματα στη φιλία σας. Ελάτε όποτε θέλετε, μόλις θα νιώσετε την επιθυμία καμιάς μικρής συζήτησης. Εκτιμώ την ανταλλαγή ιδεών με τα νιάτα, ίσως-ίσως να μην είμαι ούτε κι εγώ άμοιρος από κάθε παιδαγωγική παράδοση… Αν ο ex cathedra δάσκαλός μας (κι έδειξε τον Σετεμπρίνι) θέλει να κρατήσει κάθε παιδαγωγική διάθεση και κλίση για τον αστικό ουμανισμό, τότε πια δεν πρέπει να τον αφήσουμε αναπάντητο. Εν τω επανιδείν, λοιπόν! Ο Σετεμπρίνι έφερε δυσκολίες. Υπήρχαν πολλές δυσκολίες, είπε. Οι μέρες του υπολοχαγού εδώ πάνω ήταν μετρημένες κι ο μηχανικός θα διπλασίαζε το ζήλο του στην υπηρεσία της κούρας του, για να πάει να συναντήσει τον εξάδελφό του, όσο γινότανε πιο γρήγορα, στην πεδιάδα. Οι νέοι έδωσαν δίκιο και στους δυο τους, πρώτα στον ένα κι έπειτα στον άλλο. Δεχτήκανε την πρόσκληση του Νάφτα μ’ υποκλίσεις και, μια στιγμή πιο ύστερα, αναγνώρισαν, σαν πολύ σωστές, τις επιφυλάξεις του Σετεμπρίνι, με κουνήματα του κεφαλιού και των ώμων. Έτσι, όλες οι πόρτες έμειναν ανοιχτές. — Πώς τον ονόμασε; ρώτησε ο Γιόαχιμ, όταν ξαναπήρανε τον κορδελιαστό δρόμο, που ανηφόριζε οδηγώντας στο Μπέργκχοφ. — Δάσκαλο ex cathedra, κατάλαβα, είπε ο Χανς Κάστορπ, κι αυτή τη στιγμή ακριβώς το συλλογιζόμουν κι εγώ. Θα ’ναι κανένα αστείο, καθώς φαίνεται. Δίνουν παράξενα παρατσούκλια ο ένας στον άλλο. Ο Σετεμπρίνι ονόμασε princeps scholasticorum τον Νάφτα ούτε κι αυτό ’ταν άσκημο. Οι σχολαστικοί, ήτανε, γενικά, οι σοφοί του Μεσαίωνα, δογματικοί φιλόσοφοι, αν θέλεις. Χμ! Μιλήσανε, άλλωστε, επανειλημμένα για το Μεσαίωνα κι αυτό μ’ έκανε να θυμηθώ, πως ο Σετεμπρίνι μου είχε πει, από την πρώτη

μέρα, πως πολλά πράματα του θύμιζαν Μεσαίωνα, εδώ πάνω, σε μας: το είχε πει για την Αντριάτικα φον Μύλεντονκ, εξ αιτίας του ονόματος της. Και πώς σου φάνηκε αυτός; — Ποιος, ο κοντός; Δε μου άρεσε. Είπε, βέβαια, μερικά πράματα, που μου άρεσαν. Τα δικαστήρια διαιτησίας είναι, φυσικά, μια κρυψίνοια. Μα ο ίδιος αυτός δεν μου αρέσει καθόλου, και σε τι χρησιμεύει να λέει ωραία πράματα, αν ο ίδιος αυτός είναι ένας αμφισβητήσιμος άνθρωπος; Κι είναι αμφισβητήσιμος, πράμα που δεν μπορείς να το αρνηθείς. Και μόνο η ιστορία κείνη του «τόπου της ένωσης» είναι κιόλας αληθινά αμφισβητήσιμη. Κι έπειτα, έχει κι από πάνω εβραϊκή μύτη, για κοίταξέ τον! Τόσο αρρωστιάρικα πρόσωπα δεν έχουν, άλλωστε παρά μόνο οι Σημίτες. Έχεις, αλήθεια, στο νου σου να επισκεφτείς αυτό τον άνθρωπο; — Και φυσικά που θα πάμε να τον επισκεφτούμε, δήλωσε ο Χανς Κάστορπ. Όσο για την αρρωστιάρικη όψη του, δεν είναι παρά ο στρατιωτικός, που μιλά έτσι με το στόμα σου. Μα κι οι Χαλδαίοι είχαν τέτοιες μύτες κι ήσαν διαβολικά μοχθηροί, κι όχι μόνο από το γεγονός ότι ασχολούνταν με τις αποκρυφικές επιστήμες. Ακόμη κι ο Νάφτα, που κάτι έχει από αποκρυφική επιστήμη, δε μ’ ενδιαφέρει λιγότερο. Δε θέλω, άλλωστε να ισχυριστώ, πως διείσδυσα μέσα του από σήμερα κιόλας. Μ’ αν τον βλέπουμε αρκετά συχνά, στο τέλος θα μπορέσουμε, ίσως, να τον καταλάβουμε και δεν είναι αδύνατο κάτι να κερδίσουμε πνευματικά με την ευκαιρία αυτή. — Αχ, εσύ πια όλο και κερδίζεις πνευματικά εδώ πάνω, πότε με τη βιολογία σου, πότε με τη βοτανική σου και πότε με τ' αεικίνητα σημεία του ηλιοστασίου σου. Κι αμέσως από την πρώτη μέρα είχες να κάνεις με το «Χρόνο». Κι ωστόσο, βρισκόμαστε εδώ πάνω για να γίνουμε υγιαίστεροι κι όχι μοχθηρότεροι, υγιαίστεροι κι εντελώς υγιείς, για να μπορέσουν, επιτέλους, να μας αποδώσουν την ελευθερία μας, και να μας ξαναστείλουνε γιατρεμένους στην πεδιάδα. — Στα βουνά κατοικεί μόνο η ελευθερία! τραγούδησε επιπόλαια ο Χανς Κάστορπ. Πες μου, λοιπόν, τι είναι ελευθερία, εξακολούθησε μιλώντας. Ο Νάφτα και ο Σετεμπρίνι, κι αυτοί επίσης λογομάχησαν πρωτύτερα απάνω σ' αυτό και δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν . «Η ελευθερία είναι ο νόμος της ανθρώπινης αγάπης!» λέει ο Σετεμπρίνι κι αυτό θυμίζει τον πρόγονό του, τον carbonaro. Μα όσο θαρραλέος κι αν ήταν ο carbonaro, κι όσο κι αν είναι θαρραλέος ο Σετεμπρίνι μας… — Ναι, άρχισε να γίνεται ανήσυχος, όταν η συζήτηση έφτασε στο προσωπικό θάρρος. — …πιστεύω, αλήθεια, πως κάτι φοβάται που δεν το φοβάται ο μικρόσωμος Νάφτα, καταλαβαίνεις, και πως η ελευθερία του και το θάρρος του είναι αρκετά ete-pe-tete. Λες να είχε το απαιτούμενο θάρρος de se perdre ou meme de se laisser deperir? — Γιατί άρχισες να μιλάς γαλλικά; — Έτσι… Η ατμόσφαιρα εδώ είναι τόσο διεθνιστική, αλήθεια. Δεν ξέρω σε ποιον θ’ άρεσε περισσότερο: στο Σετεμπρίνι, εξαιτίας της παγκόσμιας αστικής Δημοκρατίας του, ή στον Νάφτα με τον ιεραρχικό κοσμοπολιτισμό του. Πρόσεξα πάρα πολύ τα λόγια τους, όπως βλέπεις, μα δεν τα κατάλαβα όλα, βρήκα αντίθετα πως η σύγχυση που έβγαινε απ’ όσα

έλεγαν, ήταν πολύ μεγάλη. — Έτσι είναι πάντα. Πάντα θα βρίσκεις, πως από τα λόγια και τις γνώμες δε βγαίνει παρά μόνο σύγχυση. Δεν σου το είπα; Αυτό που έχει σημασία δεν είναι καθόλου το να ’χει γνώμες κανείς, μα το να ξέρεις αν είναι καλός άνθρωπος. Το καλύτερο είναι να μην έχει κανείς καθόλου γνώμες και να κάνει μόνο τη δουλειά του. — Ναι, εσύ μπορείς να το λες αυτό, σαν στρατιώτης που είσαι και που ζεις μια ζωή καθαρά τυπική. Με μένα το πράμα είναι διαφορετικό, εγώ ’μαι πολίτης, είμαι, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, υπεύθυνος. Κι αυτό με σπρώχνει να βλέπω τόση σύγχυση, όταν ένας που κηρύσσει την παγκόσμια Δημοκρατία κι απορρίπτει βασικά τον πόλεμο, είναι τόσο πατριώτης, ώστε να επικαλείται πάντα τα σύνορα του Μπρέννερ, κι ο άλλος, που θεωρεί το Κράτος σαν έργο του Σατανά και σαλπίζει σ’ όλους τους ορίζοντες την παγκόσμια ενότητα, μια στιγμή πιο ύστερα υπερασπίζεται το δικαίωμα του φυσικού ενστίκτου και κοροϊδεύει τις συνδιασκέψεις της ειρήνης. Λες, άλλωστε, πως εδώ πάνω δε βρισκόμαστε για να κερδίσουμε πνευματικά περισσότερο, παρά για να θεραπευτούμε. Μ’ αυτά τα δυο θα μπορούσε να συνδυάσει κανείς, αγαπητέ μου, κι αν δεν το πιστεύεις αυτό, τότε πια πέφτεις στον δυαδισμό κι αυτό ’ναι πάντα ένα τεράστιο σφάλμα, πράμα που θα ήθελα να σε κάνω να προσέξεις.

ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΣΦΑΛΕΡΗ ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΗ Ο ΧΑΝΣ Κάστορπ ταξινομούσε ένα φυτό στον εξώστη του, που, τώρα, μια κι είχε αρχίσει το αστρονομικό θέρος κι οι μέρες άρχισαν να γίνονται όλο και πιο μικρές, φύτρωνε σε πολλά μέρη: το αχίλλειο ή aquilegia, μια ποικιλία των βατραχοειδών, που φύτρωνε σαν θάμνος, με μακρύ μίσχο, με γαλάζια, μενεξεδόχρωμα καθώς και με καφεκόκκινα λουλούδια και με τριφυλλόμορφα φύλλα αρκετά μεγάλα. Το φυτό φύτρωνε εδώ κι εκεί, σε μεγάλη ποσότητα, μα προπαντός σ’ εκείνη την ειρηνική γωνιά, όπου το είχε δει, πριν ένα χρόνο κοντά, για πρώτη φορά: στο μακρινό εκείνο δασωμένο λαιμό, που βοούσε από το κελάρυσμα του χείμαρρου, με το μονοπάτι και το παγκάκι, όπου είχε τελειώσει ο αλλοτινός εκείνος, ο πρώιμος κι ελάχιστα ωφέλιμος περίπατός του κι όπου πήγαινε από καιρό σε καιρό. Ως εκεί πέρα, δεν ήταν καθόλου μακριά, όταν έκανε κανείς αυτό τον περίπατο μ' έναν τρόπο λιγότερο ριψοκίνδυνο απ’ όσο τον είχε επιχειρήσει ο ίδιος εκείνη την εποχή. Όταν σκαρφάλωνε κανείς ένα μέρος της πλαγιάς, πάνω από το στίβο για πατινάζ του «Ντορφ», έφτανε, στο γραφικό μονοπάτι, που έρποντας μέσα από το δάσος, περνούσε από τα ξύλινα γιοφυράκια του ελκηθρόδρομου, που κατέβαινε από το Σάλτσαλπ, χωρίς ανεγυρίσματα, μελοδραματικά τραγούδια και τα σταματήματα, που προκαλούσε η εξάντληση, σε καμιά εικοσαριά λεπτά. Κι όταν τον Γιόαχιμ τον κρατούσαν στο σανατόριο τα καθήκοντα της υπηρεσίας, μια ιατρική εξέταση, να πούμε, κάποια ακτινοσκόπηση, αφαίμαξη, ένεση ή το απαραίτητο ζύγισμά του, ο Χανς Κάστορπ, αν έκανε καλό καιρό, έφευγε ύστερα από το δεύτερο πρόγευμα, καμιά φορά κι ύστερα από το πρώτο, κι ήταν και φορές που επωφελείτο από τις ώρες ανάμεσα στο τσάι και το βραδινό φαγητό, για να επισκεφτεί το προτιμημένο μέρος του, το ίδιο που τον είχε πιάσει, άλλοτε, εκείνη η φοβερή ρινορραγία, για να καθίσει στο παγκάκι, ν’ ακούσει, με το κεφάλι σκυμμένο, το θόρυβο του χείμαρρου και να κοιτάξει το τοπίο καθώς και το πλήθος αυτά τα γαλάζια αχίλλεια, που ανθίζανε πάλι στο βάθος της μικρής κοιλάδας. Μόνο γι’ αυτό, λοιπόν, πήγαινε ως εκεί; Όχι, καθότανε εκεί, για να ’ναι ολομόναχος, για να θυμηθεί, για ν’ ανακεφαλαιώσει τις εντυπώσεις και τις περιπέτειες τόσων μηνών, και για να σκεφτεί απάνω σ’ όλ’ αυτά. Ήταν πολυάριθμες και ποικίλες, δύσκολο να βάλει σε κάποια τάξη τις εντυπώσεις αυτές, γιατί του φαίνονταν μπερδεμένες και πολύτροπα ανακατεμένες μεταξύ τους, έτσι που το πιο απτό μόλις που μπορούσε να το ξεχωρίσει απ’ ό,τι είχε σκεφτεί, ονειρευτεί ή φανταστεί. Μα όλες είχαν ένα περιπετειώδη χαρακτήρα, σε τέτοιο σημείο που η καρδιά του, ευσυγκίνητη πάντα, όπως ήταν και την πρώτη μέρα που είχε έρθει εδώ πάνω, σταματούσε ξαφνικά και σφυροκοπούσε, όταν τον κατάκλυζε η θύμησή τους. Ή, πάλι, αρκούσε η λογική διαπίστωση πως, το αχίλλειο αυτής της μικρής κοιλάδας, όπου, σε μια στιγμή εξασθενημένης ζωτικότητας του είχε παρουσιαστεί, άλλοτε, ο Πρίμπισλαβ Χίππε, με σάρκα και οστά, δεν άνθιζε πάντα, ως τώρα ακόμη, μα πως ξανάνθισε κιόλας και πως οι «τρεις εβδομάδες» του θα γίνονταν ένας ολόκληρος χρόνος, όπου να ’ταν, για ν’ αναστατωθεί μ’ έναν τόσο παράξενο τρόπο η

ευκολοσυγκίνητη καρδιά του; Έπειτα, δε ρινορραγούσε πια στο παγκάκι του χείμαρρου, όλ’ αυτά είχανε πια περάσει. Ο εγκλιματισμός του, που ο Γιόαχιμ του είχε αναγγείλει από την αρχή, πόσο δύσκολος θα ήτανε και που είχε φανεί πραγματικά δύσκολος, είχε κάνει προόδους. Ύστερα από έντεκα μήνες, μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει σαν τελειωμένο και δεν υπήρχε τίποτα άλλο σχεδόν να ειπωθεί απάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Οι χημικές αντιδράσεις του στομαχιού του είχαν κανονιστεί και προσαρμοστεί, η Μαρία Μαντσίνι είχε ξαναβρεί τη νοστιμιά της, τα νεύρα της ξερής μεμβράνης της πήγαινε καιρός που άφηναν πάλι εύκολα να βγαίνουν τα σύννεφα αυτού του πολύτιμου προϊόντος, που εξακολουθούσε να παραγγέλνει ακόμη και τώρα, στη Βρέμη, όταν η προμήθειά του άγγιζε προς το τέλος της, μ’ όλο που, στις προθήκες του διεθνούς σανατοριότοπου, προσφέρονταν προκλητικότατα πούρα. Μη κι η Μαρία δεν εξασφάλιζε τάχα ένα είδος δεσμού ανάμεσα σ’ αυτόν, που είχε μεταφερθεί τόσο μακριά, και στην πεδιάδα, την παλιά πατρίδα; Μη κι οι σχέσεις αυτές δε συγκρατιόντουσαν και δε διατηρούνταν μ’ αυτό τον τρόπο, πιο αποτελεσματικά, απ’ όσο με τα επιστολικά δελτάρια, λόγου χάρη, που έστελνε από καιρό σε καιρό εκεί κάτω, στους θείους του, και που το χρονικό διάστημα ανάμεσά τους, γινότανε όλο και μεγαλύτερο, καθώς είχε παραδεχτεί τις αντιλήψεις που είχαν Αυτοί εδώ πάνω, για το χρόνο, ώστε ν’ αραιώσει την αποστολή τους; Τις πιο πολλές φορές ήταν κάρτες, γιατί ’ταν πιο νόστιμες, με όμορφες απόψεις της κοιλάδας κάτω από το χιόνι ή κάτω από καλοκαιριάτικες όψεις, κι εχτός απ’ αυτό δεν πρόσφεραν παρ’ ακριβώς τον αναγκαίο χώρο, για να κάνει κανείς γνωστές, στους οικείους του, τις τελευταίες διαγνώσεις των γιατρών, το αποτέλεσμα μιας μηνιαίας ή γενικής ιατρικής εξέτασης, με τους όρους που διατυπώνει κανείς αυτές τις διαγνώσεις, προς χρήση των συγγενών του, για ν’ αναγγείλει, δηλαδή, λόγου χάρη, πως οι γιατροί είχαν διαπιστώσει, τόσο με ακουστικές, όσο και με οπτικές παρατηρήσεις, μια αναμφισβήτητη βελτίωση, μα πως ο άρρωστος δεν είχε αποτοξινωθεί ακόμα απόλυτα και πως ο ελαφρά υψωμένος πυρετός, που είχε πάντα, οφειλότανε σε μερικά μικρά ίχνη, που υπήρχαν ακόμη, μα που θα χάνονταν σίγουρα εντελώς, φτάνει μόνο να έχει κανείς λίγη υπομονή ακόμα, για να μη βρεθεί στην ανάγκη να ξαναγυρίσει, αργότερα, εδώ πάνω. Δεν απευθυνότανε σε κανένα ουμανιστικό κι ευφραδές περιβάλλον, κι οι απαντήσεις που λάβαινε δεν ήταν καθόλου εκτενέστερες. Τις πιο πολλές φορές συνόδευαν τη χρηματική χορηγία, που του στέλνανε από το σπίτι, τα εισοδήματα της κληρονομιάς των δικών του, που, στο νόμισμα τούτου δω του τόπου, γίνονταν τόσο αξιόλογα, ώστε ποτέ δεν έγινε να ’χει εξαντλήσει την προηγούμενη χρηματική αποστολή, όταν λάβαινε την καινούρια, και τις απαντήσεις αυτές τις αποτελούν μερικές δακτυλογραφημένες γραμμές, υπογραμμένες από τον Τζέιμς Τινάππελ, μ’ αναμνήσεις κι ευχές για την υγεία του, από τον πρόξενο, και καμιά φορά, επίσης κι από τον Πέτερ, το ναυτικό. Τώρα τελευταία ο Αυλικός Σύμβουλος είχε πάψει να του κάνει ενέσεις, ανακοίνωσε ο Χανς Κάστορπ στους δικούς του. Δεν ωφελούσανε το νεαρό άρρωστο, του έφερναν πονοκέφαλους, τον έκαναν να χάνει βάρος και του κόβανε την όρεξη, τον κούραζαν, ανέβασαν τη θερμοκρασία του, από την αρχή, και την κράτησαν στο ίδιο υψηλό επίπεδο.

Ο πυρετός έκαιγε, υποκειμενική αίσθηση ξερής ζέστας, κάτω από το ρόδινο δέρμα του, θυμίζοντας πως ο εγκλιματισμός, για τούτον δω το γόνο της πεδιάδας, και του υγρού κλίματός της, συνίστατο, παρ’ όλ’ αυτά, στ’ ότι συνήθιζε στο να μη συνηθίζει, πράμα που ήταν εξ άλλου κι η περίπτωση του ίδιου του Ραδάμανθυ, που δεν έπαψε να έχει μελανά μάγουλα. «Υπάρχουν πολλοί που δε συνηθίζουν ποτέ», είχε πει ο Γιόαχιμ, από την αρχή, κι αυτό φαινόταν πως ήταν κι η περίπτωση του Χανς Κάστορπ. Γιατί, το τρεμούλιασμα του σβέρκου του, που είχε αρχίσει να τον βασανίζει λίγες μέρες ύστερα από τον ερχομό του εδώ πάνω, δεν είχε πάψει επίσης καθόλου, μα τον έπιανε κάθε φορά που περπατούσε ή μιλούσε. Ακόμη κι εδώ πάνω, στο γαλάζιο ανθισμένο μέρος της περιπετειώδους ονειροπόλησής του, η τυραννική σύσπαση τον έπιανε, τόσο μοιραία, που είχε συνηθίσει σχεδόν ν’ ακουμπά το πηγούνι του μ έναν τρόπο άξιο του Χανς Κάστορπ, όχι δίχως να φέρνει περαστικά, σαν πάρεργα, στη θύμησή του, το άσπρο κολάρο του γέροντα, που το διαδεχόταν η τραχηλιά της επίσημης στολής, η χλομόχρυση καμπύλη της λεκάνης του βαπτίσματος, ο σεβαστός εκείνος «προ-προ-προ», ήχος, που μετρούσε τους προπαππούδες του κι άλλες συγγενικές λεπτομέρειες, που τον οδηγούσαν ξανά στις σκέψεις του συμπλέγματος της ζωής του. Ο Πρίμπισλαβ Χίππε δεν παρουσιαζότανε πια με σάρκα και οστά, όπως πριν από έντεκα μήνες. Ο εγκλιματισμός του Χανς Κάστορπ είχε τελειώσει, δεν είχε πια οράματα, το ακίνητο κορμί του δεν ήταν πια ξαπλωμένο στο παγκάκι, ενώ το Εγώ του περιπλανιότανε σε μακρινές περιοχές. Τέτοια περιστατικά δεν του συνέβαιναν πια. Η ζωντανή καθαρότητα εκείνης της ανάμνησης, όταν την έφερνε στη σκέψη του, κρατιότανε σε κανονικά και υγιή όρια. Και με την ευκαιρία αυτή, ο Χανς Κάστορπ έβγαζε μ' ευχαρίστηση από την τσέπη του σακακιού του το γυάλινο ενθύμιο, που φύλαγε σ’ ένα διπλό φάκελο, σφιγμένο, με τη σειρά του, μέσα στο πορτοφόλι του: μια μικρή πλάκα, που όταν την κρατούσε οριζόντια, έστιλβε, μαύρη και δίχως διαφάνεια, μα που, υψωμένη προς το φως τ’ ουρανού, φωτιζόταν και πρόδιδε ουμανιστικά πράματα: τη διαφανή εικόνα του ανθρώπινου σώματος, την κατασκευή των πλευρών, το σχήμα της καρδιάς, το τόξο του διαφράγματος και τους λωβούς των πνευμόνων. Ακόμη, τα οστά του βραχίονα και του κλειδοκόκαλου, κι όλ’ αυτά τυλιγμένα από τ’ ωχρό κι ατμώδες κάλυμμα εκείνης της σάρκας, που ο Χανς Κάστορπ είχε γευτεί αλόγιστα, την τελευταία νύχτα του Καρναβαλιού. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς, που η ευσυγκίνητη καρδιά του σταματούσε κι έβιαζε το ρυθμό της, όταν έβλεπε αυτό το ενθύμιο κι ύστερα συνέχιζε να τ' ανακεφαλαιώνει και να τα ξαναζεί «όλα», ακουμπισμένος στο ακατέργαστο επίκλιντρο του πάγκου, με σταυρωμένα τα χέρια, με το κεφάλι γερμένο προς τον ώμο, ανάμεσα στο μούρμουρο του χείμαρρου κι αντικριστά στ’ ανθισμένα αχίλλεια. Η ύψιστη εικόνα της οργανικής ζωής, η ανθρώπινη μορφή, του παρουσιαζόταν, όπως του είχε παρουσιαστεί κάποια παγερή, γιομάτη αστρικό φως, νύχτα, τον καιρό των σοφών μελετών του, και πολλά ερωτήματα και διαγνώσεις συνδέονταν με την εσωτερική αυτή θέα, για το νεαρό Χανς Κάστορπ, ερωτήματα που ο καλός Γιόαχιμ δεν επιθυμούσε ν’ ασχοληθεί μαζί τους, μα που, εκείνος, σαν πολίτης, είχε αρχίσει να αισθάνεται

υπεύθυνος γι’ αυτά, μ’ όλο που ποτέ δεν του είχαν τεθεί εκεί κάτω, στην πεδιάδα, και που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν τα είχε αντιληφθεί ποτέ, μα εδώ βέβαια, σ’ αυτό το χαμένο σημείο, που έβλεπε κανείς τον κόσμο και το πλάσμα, από ένα ύψος πέντε χιλιάδες πόδια, τα σκεφτότανε, χωρίς άλλο και γιατί το κορμί του ήταν υπερερεθισμένο από αδιάλυτες τοξίνες, που η ξερή θέρμη τους του έκαιγε το πρόσωπο. Απάνω σ’ αυτό, θυμότανε το Σετεμπρίνι, το «λατερνατζή» και παιδαγωγό, που ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Ελλάδα και την ύψιστη αποστολή του ανθρώπου την έβλεπε στην πολιτική, στην ανταρσία και στη ρητορική κι αφιέρωνε το κοντάρι του πολίτη στο βωμό της ανθρωπότητας. Συλλογιζότανε και το σύντροφο Κροκόβσκι, κι αυτό που, από κάμποσο καιρό τώρα, τον απασχολούσε, μαζί με τον ψυχαναλυτή, στη σκοτεινή αίθουσα του εργαστηρίου του τελευταίου. Σκεφτότανε τη διπλή φύση της ψυχανάλυσης, συλλογιζότανε πόσο ευνοϊκή ήταν για τη δράση και την πρόοδο, πόσο συγγένευε με τον τάφο και την ύποπτη ανατομία του. Έφερνε στο νου του τις εικόνες των δυο παππούδων, τον αντάρτη και τον πιστό, που ήσαν ντυμένοι στα μαύρα, για διαφορετικούς λόγους. Παραδινόταν ακόμα σε σκέψεις απάνω σε τόσα πλούσια συμπλέγματα, όπως η Μορφή κι η Ελευθερία, το Πνεύμα και το Κορμί, η Τιμή κι η Ντροπή, ο Χρόνος κι η Αιωνιότητα, κι ένιωθε έναν ακατανίκητο ίλιγγο, που δεν κρατούσε πολύ, στη σκέψη, πως το αχίλλειο άνθιζε πάλι και πως η χρονιά έκλεινε τον κύκλο της. Χρησιμοποιούσε έναν παράξενο όρο, για να χαρακτηρίσει αυτά τα υπεύθυνα εγχειρήματα της σκέψης του, σε κείνο το γραφικό καταφύγιο, όπου απομοναχιαζότανε: τα ονόμαζε Κυβερνάν — χρησιμοποιούσε, δηλαδή, μια λέξη των παιδικών παιχνιδιών του, για να χαρακτηρίσει τούτη τη διασκέδαση που αγαπούσε, μ’ όλο που ήταν συνδεμένη με τον τρόμο, με τον ίλιγγο και με κάθε είδους χτυποκάρδια και που μεγάλωνε τη ζέστα του προσώπου του. Μα δεν το εύρισκε άπρεπο το ότι η προσπάθεια, που ήταν συνδεμένη μ’ αυτό το εγχείρημα, τον υποχρέωνε να στηρίζει το πηγούνι του. Γιατί, η στάση τούτη συμφωνούσε απόλυτα με την αξιοπρέπεια που του δάνειζε εσωτερικά το «κυβερνάν», απέναντι στην ανθρώπινη μορφή που κυμάτιζε μπροστά του. Homo Dei είχε ονομάσει ο άσκημος Νάφτα το ανώτατο πλάσμα, όταν το υπεράσπιζε ενάντια στο αγγλικό δόγμα της κοινωνίας. Τι το εκπληκτικό, λοιπόν, αν ο Χανς Κάστορπ, χάρη στην ευθύνη του σαν πολίτης και στο ενδιαφέρον του για το «κυβερνάν», έκρινε απαραίτητο να επισκεφτεί, με το Γιόαχιμ, τον κοντόσωμο άνθρωπο; Ο Σετεμπρίνι δε φάνηκε καθόλου ενθουσιασμένος, ο Χανς Κάστορπ είχε αρκετή λεπτότητα και ευαισθησία, για να το καταλάβει πέρα για πέρα. Η πρώτη συνάντηση υπήρξε κιόλας πολύ δυσάρεστη στον ουμανιστή, είχε γίνει φανερό, πως προσπάθησε να την εμποδίσει κι είχε θελήσει από παιδαγωγική φρόνηση, να προφυλάξει τους δυο νέους, κι αυτόν, το Χανς Κάστορπ, ιδιαίτερα έτσι σκεφτότανε, τουλάχιστον, αυτό το πανούργο, τρομερό παιδί από κάθε συνάντηση με το Νάφτα, μ’ όλο που ο ίδιος τον έκανε παρέα και συζητούσε μαζί του. Μα έτσι είναι πλασμένοι οι παιδαγωγοί! Οι ίδιοι αυτοί χαίρονται, ό,τι παρουσιάζει ενδιαφέρον, με τη δικαιολογία ότι είναι «μεγάλοι» κι ώριμοι, μα το απαγορεύουν στους νέους κι απαιτούν απ’ αυτούς να μην αισθάνονται «μεγάλοι», για να κάνουν το ίδιο. Ήταν

όμως ευτύχημα, που δεν ήταν καθόλου στο χέρι του λατερνατζή ν’ απαγορεύσει ο,τιδήποτε στο νεαρό Χανς Κάστορπ, ούτε μάλιστα, είχε κάνει και την παραμικρότερη δοκιμή γι’ αυτό. Ο μαθητής του δε χρειάστηκε να κρύψει το παιχνίδι του και να υποκριθεί τον αθώο, για να μην τον εμποδίσει τίποτα να δώσει, μ’ ευγένεια, συνέχεια, στην πρόσκληση του μικρόσωμου Νάφτα, πράμα που δεν παρέλειψε να το κάνει μαζί με τον, θέλοντα μη θέλοντα, Γιόαχιμ, λίγες μέρες ύστερα από τη μεγάλη κούρα ανάπαυσης της, φιγουράριζε η πλάκα με τ’ όνομα του Λούκασεκ, του ράφτη των κυριών. Το πρόσωπο που τους άνοιξε ήταν ένα μισοξετελεμένο αγόρι, που φορούσε ένα είδος λιβρέας, ζακέτα με σιρίτια και γκέτες, ένας υπηρετάκος, με μαλλιά κομμένα κοντά και ροδομάγουλος. Ζήτησαν τον κύριο καθηγητή Νάφτα και, καθώς δεν είχανε μαζί τους τις κάρτες τους, του είπανε τα ονόματά τους, που πήγε να τ’ αναγγείλει στον κύριο Νάφτα, έτσι ακριβώς, χωρίς να χρησιμοποιήσει κανέναν τίτλο. Η πόρτα του δωματίου που βρισκόταν απέναντι στην είσοδο, έβλεπε στο εργαστήριο του ράφτη, όπου ο Λούκασεκ, μ’ όλο που ήταν Κυριακή, καθότανε πάνω σ’ ένα τραπέζι κι έραβε, με τις γάμπες επάνω σ’ άλλο. Ήταν χλομός και φαλακρός. Το μαύρο μουστάκι του κρεμότανε με πικρή έκφραση, κάτω από μια κυρτή και υπερβολικά μεγάλη μύτη, προς τις γωνιές των χειλιών. — Καλημέρα, ευχήθηκε ο Χανς Κάστορπ. — Griitsi, αποκρίθηκε ο ράφτης, σε διάλεκτο, μ’ όλο που τα ελβετικά δε συμφωνούσανε ούτε με τ’ όνομά του μήτε με την εμφάνισή του, πράμα που αντήχησε παράτονα και παράξενα. — Τόση δουλειά; συνέχισε ο Χανς Κάστορπ, κουνώντας το κεφάλι του… Κυριακή έχουμε σήμερα. — Βιαστική δουλειά, αποκρίθηκε λιγόλογα ο Λούκασεκ κι εξακολούθησε το ράψιμό του. — Θα είναι, χωρίς άλλο, κάτι πολύ κομψό, αποτόλμησε ο Χανς Κάστορπ, θα το χρειάζονται βιαστικά για καμιά συγκέντρωση ή κάτι τέτοιο… Ο ράφτης άφησε αναπάντητη, για κάμποση ώρα, αυτή την ερώτηση, ίσαμε να κόψει την κλωστή με τα δόντια του και να ξαναρχίσει το ράψιμο. Ύστερα έκανε ναι, με το κεφάλι. — Θα γίνει ωραίο; ρώτησε πάλι ο Χανς Κάστορπ. Θα του βάλετε μανίκια; — Ναι, μανίκια, είναι για μια γριά, αποκρίθηκε ο Λούκασεκ, με βαριά, βοημική προφορά. Ο γυρισμός του υπηρετάκου έκοψε στη μέση αυτή τη συνομιλία, που γινότανε από το κατώφλι της πόρτας. Ο κ. Νάφτα παρακαλούσε τους κυρίους να περάσουν, ανάγγειλε, κι άνοιξε μια πόρτα στους νέους, δυο-τρία βήματα προς τα δεξιά, παραμερίζοντας κάτι διπλές κουρτίνες. Οι επισκέπτες έγιναν δεκτοί από το Νάφτα, που τους περίμενε με κορδελιαστές παντούφλες, όρθιος, πάνω σ’ ένα χαλί που είχε το πράσινο χρώμα της λειχήνας. Και τα δυο ξαδέλφια ένιωσαν έκπληξη, μπροστά στην πολυτέλεια εκείνου του φωτισμένου, από δυο παράθυρα δωματίου, όπου έγιναν δεκτοί και μάλιστα, θαμπωμένοι από την ίδια τους την έκπληξη. Γιατί η πενιχρότητα του μικρού σπιτιού, της σκάλας του, του αξιολύπητου διαδρόμου του, δε σ’ άφηνε το παραμικρό περιθώριο, να το προβλέψεις

αυτό, κι έδινε, αντίθετα στην κομψότητα του εσωτερικού της κάμαρας του Νάφτα, ένα παραμυθένιο χαρακτήρα, που δεν τον είχε καθόλου, στην πραγματικότητα, και που δεν υπήρχε, σίγουρα, ούτε και για τα μάτια του Χανς Κάστορπ και του Γιόαχιμ Τσίμσεν. Οπωσδήποτε, ήταν όμορφο δωμάτιο, πολυτελές, μάλιστα, κι ακόμα, παρά την ύπαρξη του γραφείου και των βιβλιοθηκών, στην πραγματικότητα, δεν είχε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που έχει η κάμαρα ενός κυρίου. Υπήρχε πάρα πολύ μετάξι εκεί μέσα, κρασοκόκκινο, πορφυρέρυθρο μετάξι: τα παραπετάσματα, που έκρυβαν τις κακές πόρτες, οι κουρτίνες των παραθύρων κι ακόμα τα καλύμματα, σ’ έναν όμιλο έπιπλα, που βρίσκονταν συγκεντρωμένα στον ένα από τους στενούς τοίχους, απέναντι στη δεύτερη πόρτα, μπροστά σ’ έναν τάπητα, που έπιανε ολόκληρο τον τοίχο σχεδόν. Ήταν πολυθρόνες με χέρια μπαρόκ και μικρά μαξιλαράκια στα πλάγια, γύρω από ένα στρογγυλό, μεταλλοκαπνισμένο τραπέζι, που πίσω του βρισκόταν ένας καναπές, στο ίδιο στυλ, φορτωμένος μαξιλαράκια, επίσης, από μεταξωτό βελούδο. Οι βιβλιοθήκες έπιαναν το φάρδος του τοίχου ανάμεσα στις δυο πόρτες. Ήταν όπως το γραφείο ή μάλλον, όπως το θολωτό σεκρεταίρ, που ήταν τοποθετημένο ανάμεσα στα δυο παράθυρα, σκαλισμένες σε ακαγιού με τζαμωτά φύλλα, που πίσω τους ήταν τεντωμένο πράσινο μεταξωτό. Μα στη γωνιά, αριστερά στον όμιλο τις πολυθρόνες, έβλεπε κανείς ένα έργο τέχνης, ένα μεγάλο έγχρωμο ξυλόγλυπτο, τοποθετημένο πάνω σ’ ένα βάθρο, ντυμένο με κόκκινο ύφασμα, κάτι που προκαλούσε τον τρόμο μέσα σας, μια Pieta, απλοϊκή κι εκφραστική ως το γκροτέσκο: η μάνα του Θεού με σκούφο, ζαρωμένα φρύδια και θρηνητικά λοξεμένο τ’ ανοιγμένο στόμα, με τον Βασανισμένο στα γόνατά της, ένα γλυπτό πριμιτιβιστικής τέχνης μ’ αυθαίρετες διαστάσεις, μ’ ανατομία βίαια, μεγαλοποιημένη, που μαρτυρούσε, ωστόσο την αμάθεια του γλύπτη. Το κρεμασμένο κεφάλι τρυπημένο από αγκάθια, το πρόσωπο και τα μέλη βουτηγμένα στο αίμα κι αιμορροούντα, με χοντρά σταφύλια σταγόνες αίμα, πηγμένες στη λαβωματιά του πλευρού και στα στίγματα των χεριών και των ποδιών. Το παράξενο γλυπτικό αυτό έργο έδινε στη βαρυφορτωμένη, από μεταξωτά υφάσματα, κάμαρα, έναν ιδιαίτερο τόνο. Το χρωματιστό, επίσης χαρτί της ταπετσαρίας, που φαινόταν πάνω από τις βιβλιοθήκες και πλάι στα παράθυρα, ήταν φανερό, πως είχε επιλεγεί κι αυτό από τον υπενοικιαστή: το πράσινο των κάθετων γραμμών του ήταν το ίδιο με του μαλακού χαλιού που απλωνότανε πάνω στην κόκκινη μοκέτα. Μόνο το χαμηλό ταβάνι φάνηκε ανεπίδεκτο βοήθειας. Ήταν ψυχρό και ραγισμένο. Μα κι απ’ αυτό κρεμόταν ένα μικρό βενετσιάνικο πολύφωτο. Τα παράθυρα ήταν σκεπασμένα με κρεμ στόρια, που φτάνανε ως το πάτωμα. — Να, λοιπόν, που ξαναβρεθήκαμε, για καμιά μικρή συζήτηση, είπε ο Χανς Κάστορπ, ενώ τα μάτια του προσηλώνονταν μάλλον στο ιερό και τρομαχτικό άγαλμα της γωνιάς του δωματίου, παρά στον ένοικο αυτής της αλλόκοτης κάμαρας, που διαπίστωνε μ’ ευγνωμοσύνη, ότι τα ξαδέλφια είχαν κρατήσει το λόγο τους. Θέλησε να τους οδηγήσει, με μικρές, προσκλητικές κινήσεις του δεξιού του χεριού, προς τις μεταξοντυμένες πολυθρόνες, μα ο Χανς Κάστορπ, σαν μαγνητισμένος, πήγε κατ’ ευθείαν στο ξύλινο άγαλμα και στάθηκε μπροστά του, με τα χέρια ριγμένα στο μήκος του κορμιού του και σκύβοντας το κεφάλι.

— Τι ’ναι αυτό που έχετε εδώ; είπε σιγά. Μα είναι τρομερά καλό. Είδε κανείς ποτέ έναν τέτοιο πόνο; Κάτι παλιό, φυσικά, δεν είναι έτσι; — Δέκατος τέταρτος αιώνας, αποκρίθηκε ο Νάφτα. Ρενανικής προέλευσης, κατά πάσα πιθανότητα. Σας κάνει εντύπωση; — Φοβερά, είπε ο Χανς Κάστορπ. Δεν μπορεί, άλλωστε, παρά να κάνει τεράστια εντύπωση σ’ όποιον το κοιτάζει. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ, ότι κάτι θα μπορούσε να είναι τόσο άσκημο με συγχωρείτε και τόσο ωραίο ταυτόχρονα. — Οι μαρτυρίες ενός κόσμου της ψυχής και της έκφρασης, αποκρίθηκε ο Νάφτα, είναι πάντα άσκημες μπροστά στην Ομορφιά και όμορφες μπροστά στην Ασκήμια, αυτό ’ναι ο κανόνας. Πρόκειται για πνευματική ομορφιά κι όχι για ομορφιά της σάρκας, που είναι απόλυτα ανόητη. Έπειτα, είναι κι αφηρημένη, πρόσθεσε. Η ομορφιά του κορμιού είναι αφηρημένη. Δεν υπάρχει παρά μόνο η εσωτερική ομορφιά, μόνο αυτή έχει πραγματικότητα, η ομορφιά της θρησκευτικής έκφρασης. — Τη διαφοροποίηση αυτή την κάνατε και την εκφράσατε πάρα πολύ σωστά, είπε ο Χανς Κάστορπ. Δέκατος τέταρτος αιώνας, είπατε; επανέλαβε… Χίλια τρακόσια και κάτι; Ναι, πρόκειται για Μεσαίωνα, όπως τον συναντούμε στα βιβλία, αναγνωρίζω, κατά κάποιο τρόπο, την εικόνα που σχημάτισα, τον τελευταίο καιρό, για το Μεσαίωνα. Γενικά, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν, γιατί ’μαι ένας άνθρωπος της τεχνικής προόδου, όσο τουλάχιστον μπορεί να υπολογιστεί η ταπεινότητά μου. Μα, εδώ πάνω, η ιδέα του Μεσαίωνα πέρασε πολλές φορές, σε διάφορες περιστάσεις, από το νου μου. Το οικονομικό δόγμα της κοινωνίας δεν υπήρχε ακόμα τότε, απ’ όσο φαίνεται. Πώς μπορεί, αλήθεια, να λέγεται ο καλλιτέχνης; Ο Νάφτα σήκωσε τους ώμους. — Τι σημασία έχει; είπε. Δε θα ’πρεπε να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτό, αφού ούτε τον καιρό, που είδε το φως τούτο δω το έργο, ενδιαφερόταν κανείς. Το έργο αυτό, δεν έχει οποιονδήποτε εγωκεντρικό Monsieur για δημιουργό του, είναι ανώνυμη και συλλογική δημιουργία. Είναι άλλωστε, πολύ προχωρημένος Μεσαίωνας, εποχή γοτθική, signum mortificationis. Σ’ αυτό δε βρίσκετε τίποτα πια από την τάση της επιμέλειας και του εξωραϊσμού, που μ’ αυτήν πίστευαν ότι έπρεπε να παραστήσουν τον Εσταυρωμένο, κατά τη ρομαντική εποχή ακόμη, καμιά βασιλική κορόνα, κανένα μεγαλειώδη θρίαμβο, πάνω στον κόσμο και στο μαρτύριο του θανάτου. Το παν σ’ αυτό είναι ριζική διακήρυξη του πόνου και της αδυναμίας της σάρκας. Μόνο η γοτθική καλαισθησία, είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξη κι ασκητική. Δε θα ξέρετε, χωρίς άλλο, το έργο του Ιννοκεντίου του Τρίτου, «De miseria humanae conditionis», ένα εξαιρετικά πνευματώδες λογοτεχνικό κομμάτι. Ανήκει στο τέλος του δωδέκατου αιώνα, μα μόνο τούτη δω η τέχνη μπορεί να δώσει μια εικόνα του. — Κύριε Νάφτα, είπε ο Χανς Κάστορπ, ύστερα από ένα στεναγμό, κάθε φράση που υπογραμμίζετε, μιλώντας, μ’ ενδιαφέρει πολύ. Signum mortificationis, δεν είπατε; Θα το προσέξω αυτό. Και πρωτύτερα ακόμη κάνατε λόγο για «ανώνυμη και συλλογική

δημιουργία», κι είναι κάτι που κι αυτό θα έπρεπε, επίσης, να σκεφτώ. Έχετε δυστυχώς δίκιο να υποθέσετε, ότι δε γνωρίζω το έργο εκείνου του πάπα, γιατί υποθέτω πως ο Ιννοκέντιος ο Τρίτος ήτανε πάπας. Εννόησα καλά, ότι είπατε, πως το έργο αυτό είναι πνευματώδες και ασκητικό; Οφείλω να ομολογήσω, ότι δεν είχα φανταστεί ποτέ, πως αυτά τα πράματα ήταν δυνατό να ταιριάζουν, μα όταν το σκέφτομαι, φτάνω στο σημείο να καταλαβαίνω πως ναι, είναι δυνατόν. Οι σκέψεις, φυσικά, πάνω στην ανθρώπινη δυστυχία, δίνουν την ευκαιρία να κάνει κανείς ένα πλήθος αστεία εις βάρος της σάρκας. Μπορεί να βρει κανείς, άραγε, αυτό το έργο στα βιβλιοπωλεία; Επιστρατεύοντας, ίσως, όλα τα λατινικά μου, θα καταφέρω να το διαβάσω; — Το έχω αυτό το βιβλίο, αποκρίθηκε ο Νάφτα, δείχνοντας με το κεφάλι μια από τις βιβλιοθήκες. Είναι στη διάθεσή σας. Μα δεν καθόμαστε; Μπορείτε να βλέπετε την Pieta το ίδιο καλά κι από τον καναπέ. Μα να που έρχεται το τσάι μας… Ήταν ο υπηρετάκος που έφερνε το τσάι, κι επί πλέον ένα όμορφο, ασημοκαπνισμένο πανέρι, όπου βρισκόταν ένα γλυκό κομμένο σε φέτες. Μα πίσω του, από την ανοιχτή πόρτα, ποιος ήταν, λοιπόν, εκείνος που έμπαινε μέσα, με φτερωτό βήμα, με «Sapperlot!» κι «Accidenti»; Ποιος άλλος από τον κ. Σετεμπρίνι, τον ένοικο, μια σκάλα ψηλότερα, που είχε κατεβεί με την πρόθεση να κρατήσει συντροφιά στους κυρίους; Από το παραθυράκι του, είπε, είχε δει τα ξαδέλφια να φτάνουν κι είχε τελειώσει γρήγορα μια από της εγκυκλοπαιδικές σελίδες, που έφευγε κείνη τη στιγμή ακριβώς από την πέννα του, για ν’ αυτοπροσκληθεί με τη σειρά του. Τίποτα δεν ήταν πιο φυσικό, από τον ερχομό του. Η παλιά οικειότητά του με τους ένοικους του Μπέργκχοφ του επέτρεπε να τρέξει σε συνάντησή τους κι ακόμα οι σχέσεις του κι η συναναστροφή του με το Νάφτα ήταν, παρά τις βαθιές διχογνωμίες τους, τις πάρα πολύ ζωηρές, μάλιστα, στενότατες πάντα, έτσι που ο οικοδεσπότης του ευχήθηκε το καλωσόρισες χωρίς στεναχώρια ούτε έκπληξη. Αυτό δεν εμπόδισε το Χανς Κάστορπ να σχηματίσει πολύ καθαρά μια διπλή εντύπωση. Από τη μια, του φάνηκε, πως ο Σετεμπρίνι είχε έρθει αποκλειστικά και μόνο για να μη τους αφήσει, αυτόν και το Γιόαχιμ (ή απλούστατα μόνο αυτόν), ολομόναχους με τον άσκημο κοντόσωμο Νάφτα και για να δημιουργήσει με την παρουσία του ένα παιδαγωγικό αντίβαρο. Από την άλλη, ήταν φανερό, πως άρπαζε ευχαρίστως αυτή την ευκαιρία, ν’ αφήσει, για μια στιγμή, τη σοφίτα του, για τη μεταξοντυμένη κάμαρα του Νάφτα και για να πάρει ένα καλοσερβιρισμένο τσάι. Έτριψε τα κιτρινωπά χέρια του, με τις τριχωτές ράχες, πριν σερβιριστεί, κι έφαγε μ’ αναμφισβήτητη όρεξη, χωρίς να κρύψει την ικανοποίησή του, τις λεπτές φέτες του σοκολατόφλεβου γλυκού. Η συζήτηση εξακολούθησε να κυλά πάνω στην Pieta, γιατί ο Χανς Κάστορπ δεν έπαψε να ’χει προσηλωμένα το βλέμμα και τα λόγια του σ’ αυτό το αντικείμενο, γυρισμένος ολόκληρος προς το μέρος του κ. Σετεμπρίνι, σαν για να τον φέρει σε κριτική επαφή μ’ αυτό το έργο τέχνης, μ’ όλο που ο αποτροπιασμός του ουμανιστή γι’ αυτό το αντικείμενο προδινότανε αρκετά από την έκφραση, με την οποία γύρισε τα οπίσθιά του στο ξύλινο γλυπτό, γιατί καθώς κάθισε είχε γυρίσει τις πλάτες του σ’ αυτή τη γωνιά της κάμαρας. Πάρα πολύ ευγενικός, για να πει ό,τι σκεφτόταν, περιορίστηκε να κριτικάρει τα σφάλματα

στις διαστάσεις και στις φυσικές μορφές του έργου, καθώς και τις ελλείψεις του σε φυσική αλήθεια, που κάθε άλλο παρά συγκινητικές του φαίνονταν, γιατί δεν προέρχονταν από την αδυναμία ενός πρωτόγονου καλλιτέχνη, παρά μαρτυρούσαν μια κακή θέληση, μια βιασμένη εχθρική προς την φύση αρχή, πράμα που ο Νάφτα επιβεβαίωσε με κακία. Σίγουρα, που δε γεννιότανε ζήτημα για τεχνική αδεξιότητα. Ήταν το πνεύμα που απελευθερωνόταν συνειδητά από τη φύση και που, αρνούμενο να της υποταχτεί, κήρυττε τη μυστική περιφρόνησή του για τη σάρκα. Μα όταν ο Σετεμπρίνι εξήγησε, πως ο τρόπος αυτός παραμέλησης της φύσης και της μελέτης της ήταν πολύ λίγο ανθρώπινος κι άρχισε ν’ αντιθέτει στην παράλογη λατρεία του άμορφου, στην οποία είχαν αφοσιωθεί ο μεσαίωνας κι οι εποχές που τον μιμήθηκαν, την ελληνολατινική κληρονομιά, τον κλασικισμό, τη μορφή, την ομορφιά, τη λογική και τη φυσική ευθυμία, που μόνο αυτά είχαν κληθεί να ευνοήσουν την υπόθεση του ανθρώπου, ανακατεύτηκε κι ο Χανς Κάστορπ και ρώτησε τι έπρεπε να σκεφτεί τότε για τα λόγια του Πλωτίνου, που έλεγε, πράμα αποδειγμένο, ότι ντρεπότανε για το κορμί του, και για το Βολτέρο, που εν ονόματι της λογικής είχε επαναστατήσει εναντίον του σκανδαλώδους σεισμού της Λισαβώνας; Παράλογο; Ήταν και παράλογο, μα όταν τα σκεφτεί κανείς καλά όλ’ αυτά, μπορούσε, σύμφωνα με τη γνώμη του, τουλάχιστον, να συμπεράνει ότι το παράλογο ήταν από πνευματική άποψη, εξαιρετικά αξιοτίμητο, και πως η παράλογη εχθρότητα της γοτθικής τέχνης, απέναντι της φύσης, ήταν γενικά, το ίδιο αξιοτίμητη όσο και η στάση του Πλωτίνου και του Βολτέρου, γιατί εξέφραζε την ίδια απολύτρωση από τη μοίρα κι από τα γεγονότα, την ίδια ανυπάκουη υπερηφάνεια, που αρνιέται να υποταχτεί μπροστά στη βλακώδη δύναμη, μπροστά, μ' άλλα λόγια στη φύση… Ο Νάφτα ξέσπασε σ’ ένα γέλιο που θύμιζε, όπως ξανάπαμε κιόλας, τον ήχο ραγισμένου πιάτου και τέλειωσε σε μια κρίση βήχα. Ο Σετεμπρίνι είπε ευγενικά: — Κάνετε κακό στον οικοδεσπότη μας, δείχνοντας τόσο πνεύμα και του εκδηλώνετε πολύ άσκημα την ευγνωμοσύνη σας γι’ αυτό το εξαίρετο γλύκισμα. Η ευγνωμοσύνη σας ενδιαφέρει, άλλωστε; Μ' αυτό θέλω να πω ότι παραδέχομαι, πως η ευγνωμοσύνη συνίσταται στο να κάνει κανείς καλή χρήση των γλυκισμάτων που δέχτηκε… Καθώς ο Χανς Κάστορπ κοκκίνισε ντροπιασμένος, ο Ιταλός πρόσθεσε χαριτωμένα: — Σας γνωρίζουμε σαν χωρατατζή, μηχανικέ μου. Ο τρόπος σας να σαρκάζετε φιλικά το καλό, δε με κάνει καθόλου ν’ αμφιβάλω για την αγάπη σας σ’ αυτό. Ξέρετε, εννοείτε, πως μόνο εκείνη η επανάσταση του πνεύματος ενάντια στη φύση είναι άξια τιμής, που δε βλέπει παρά την αξιοπρέπεια και την ομορφιά του ανθρώπου, κι όχι εκείνη που, αν δεν αποβλέπει να τον ταπεινώσει και να τον ατιμάσει, προς τα κει οδηγείται οπωσδήποτε. Ξέρετε, άλλωστε, σε τι απάνθρωπες φρικαλεότητες, σε ποια αιμοχαρή μισαλλοδοξία έδωσε τόπο η εποχή, που σ’ αυτήν οφείλει την ύπαρξή του τούτο δω το έργο τέχνης, που βρίσκεται πίσω μου. Δε χρειάζομαι τίποτα άλλο, παρά μόνο να σας θυμίσω το φοβερό εκείνο τύπο δικαστή των αιρετικών, την αιματοβαμμένη φυσιογνωμία ενός Κόνραντ φον Μάρμπουργκ και τον καταραμένο του παπά, το λυσσασμένο ενάντια σε καθετί που αντιστεκότανε στη βασιλεία του υπερφυσικού. Κάνετε μεγάλο λάθος, θεωρώντας το

ξίφος και την πυρά σαν όργανα της ανθρώπινης αγάπης… — Που στην υπηρεσία της, αντίθετα, απάντησε ο Νάφτα, εργάστηκε η μηχανή, που χάρη σ’ αυτήν, η Εθνοσυνέλευση καθάρισε τον κόσμο από τους κακούς πολίτες. Όλες οι ποινές της Εκκλησίας, ακόμη κι η πυρά, ακόμη κι ο αφορισμός, επιχειρήθηκαν για να σώσουν την ψυχή από την αιώνια καταδίκη, ενώ για τον εξολοθρευτικό ενθουσιασμό των Ιακωβίνων δε θα μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο. Θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω, πως κάθε ιεροεξεταστική κι αιμοχαρής δικαιοσύνη που δεν απορρέει από την πίστη σ’ ένα Επέκεινα, είναι κτηνώδης ανοησία. Κι όσον αφορά στον εξευτελισμό του ανθρώπου, η ιστορία του εξευτελισμού τούτου συμπίπτει ακριβώς με την ιστορία της εξαχρείωσης του αστικού πνεύματος. Η Αναγέννηση, ο αιώνας του Διαφωτισμού, η φυσική επιστήμη και τα οικονομικά δόγματα του ΙΘ' αιώνα δεν παρέλειψαν τίποτα να διδάξουν, τίποτα απολύτως, που να μην ήταν, κατά κάποιο τρόπο, κατάλληλο να ευνοήσει αυτό τον εξευτελισμό, αρχίζοντας από τη νέα αστρονομία, που το κέντρο του σύμπαντος, τη φημισμένη σκηνή όπου ο Θεός και ο Διάβολος διαφιλονικούσαν για το ποιος θα πάρει στην κατοχή του το πλάσμα, το έκαμε έναν οποιονδήποτε πλανητάκο, δίνοντας, έτσι, προσωρινά, τέλος στη μεγαλειώδη κοσμική θέση του ανθρώπου, που πάνω της βασιζόταν, άλλωστε, εξίσου, κι η ίδια η αστρολογία. — Προσωρινά; Η έκφραση του κ. Σετεμπρίνι, όταν έκανε αυτή την ερώτηση, είχε κι η ίδια κάτι από ένα δικαστή αιρετικών κι από έναν ιεροεξεταστή, που περιμένει τον ομιλητή να εκτεθεί σε λόγια αναμφισβήτητα ένοχα. — Οπωσδήποτε. Για μερικούς αιώνες, βεβαίωσε ψυχρά ο Νάφτα. Αν όλα τα σημάδια δεν είναι απατηλά, επίκειται μια ικανοποίηση της προσβλημένης τιμής του σχολαστικισμού, βρίσκεται κιόλας στο δρόμο. Ο Κοπέρνικος θα νικηθεί από τον Πτολεμαίο. Η ηλιοκεντρική θέση προσκόπτει όλο και πιο πολύ σε μια αντίσταση του πνεύματος, που τα εγχειρήματά του θα οδηγήσουν, χωρίς άλλο, στο σκοπό. Η επιστήμη θα εξαναγκαστεί, από τη φιλοσοφία, να ξαναδώσει στη γη όλο το μεγαλείο που της απόδιδε το θρησκευτικό δόγμα. — Πώς; Πώς; Αντίσταση του πνεύματος; Θα υποχρεωθεί από τη φιλοσοφία; Θα οδηγήσει στο σκοπό; Τι είδος ετσιθελισμού εκφράζεται με τα χείλη σας; Κι η αντιϋποθετική έρευνα της επιστήμης; Η καθαρή γνώση; Κι η αλήθεια, κύριέ μου, που είναι τόσο στενά συνδεμένη με την ελευθερία, και που οι μάρτυρές της, που εσείς θέλετε να τους κάνετε υβριστές της γης, θα μείνουν, αντίθετα, αιώνια στολίσματα τούτου εδώ του άστρου; Ο κ. Σετεμπρίνι είχε ένα τρόπο γιομάτο ενεργητικότητα, να ρωτά. Καθόταν εκεί, ευθυτενής κι άφηνε τα τίμια λόγια του να πέφτουνε πάνω στον κοντόσωμο Νάφτα, υψώνοντας προς το τέλος τόσο έντονα τη φωνή του, που καταλάβαινε καθαρά κανείς, πόσο ήταν βέβαιος ότι η απάντηση του αντίπαλου δε θα μπορούσε να ’ναι τίποτα άλλο από μια σιωπή γιομάτη σύγχυση. Όση ώρα μιλούσε κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του ένα κομμάτι γλύκισμα, μα το άφησε στο πιάτο του, γιατί, μια κι έκανε τέτοιες ερωτήσεις, δεν ήθελε πια να το δαγκώσει.

Ο Νάφτα αποκρίθηκε μ’ ανησυχητική ηρεμία: — Δεν υπάρχει καθαρή γνώση, αγαπητέ φίλε. Η νομιμότητα της θρησκευτικής αντίληψης, για την επιστήμη, που μπορεί να συνοψιστεί στη φράση του Ιερού Αυγουστίνου: «Νομίζω, ότι γνωρίζω», είναι απόλυτα αδιαφιλονίκητη. Η πίστη είναι το όργανο της γνώσης, κι η διάνοια είναι δευτερότερη. Η δίχως λήμματα επιστήμη σας, η αντιϋποθετική όπως λέτε, είναι ένας μύθος. Μια πίστη, μια αντίληψη του κόσμου, μια ιδέα, κοντολογίς: μια θέληση υπάρχει πάντα, κι είναι της Λογικής δουλειά να την ερμηνεύσει και να τη δείξει. Πάντα και σ’ όλες τις περιπτώσεις καταλήγει στο Quod erat demonstrandum. Κιόλας η αντίληψη της απόδειξης περιέχει, από ψυχολογική άποψη, ένα στοιχείο έντονα θεληματικό. Οι μεγάλοι σχολαστικοί του ΙΒ' και του ΙΓ' αιώνα ήταν σύμφωνοι, στην πεποίθησή τους, πως ό,τι ήταν ψεύτικο για τα μάτια της θεολογίας δεν μπορούσε να ’ναι αληθινό για τη φιλοσοφία. Ας αφήσουμε κατά μέρος τη θεολογία, αν θέλετε, μα μια ανθρωπότητα, που δεν αναγνωρίζει, πως στις Φυσικές Επιστήμες δεν μπορεί να ’ναι αληθινό ό,τι είναι ψεύτικο για τη φιλοσοφία, αυτή δεν είναι ανθρωπότητα. Η επιχειρηματολογία του Αγίου Οφφίτσιου κατά του Γαλιλαίου συνοψιζότανε στ’ ότι οι αρχές του ήταν παράλογες φιλοσοφικά. Και δε γίνεται καταρριπτικότερη επιχειρηματολογία απ’ αυτή. — Ε, ε, τα επιχειρήματα του καημένου του μεγάλου Γαλιλαίου μας αποδείχτηκαν στερεότερα. Όχι, ας μιλήσουμε σοβαρά, professore! Απαντήστε μπροστά σ’ αυτούς τους δυο νέους, τους τόσο προσεχτικούς, σ’ αυτή την ερώτηση: Πιστεύετε σε μια αλήθεια, αντικειμενική κι επιστημονική αλήθεια, που ο πιο υψηλός νόμος κάθε ηθικής μας προστάζει ν’ αναζητήσουμε και που οι θρίαμβοί της, πάνω στην αυθεντία, αποτελούν τη δοξασμένη ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος; Ο Χανς Κάστορπ κι ο Γιόαχιμ γύρισαν το κεφάλι τους από το Σετεμπρίνι προς το μέρος του Νάφτα, ο πρώτος πιο γρήγορα από το δεύτερο. Ο Νάφτα αποκρίθηκε: — Ένας τέτοιος θρίαμβος δεν είναι δυνατός, γιατί η αυθεντία είναι ο άνθρωπος, το συμφέρον του, η αξιοπρέπειά του, η σωτηρία του κι ανάμεσα σ’ αυτήν και στην αλήθεια δεν μπορεί να υπάρξει διαφωνία. Συμπίπτουν. — Η αλήθεια θα ’ταν συνεπώς… — Αλήθεια είναι ό,τι ωφελεί τον άνθρωπο. Μέσα του είναι συγκεντρωμένη όλη η φύση, μόνο αυτός δημιουργήθηκε σ’ όλη τη φύση κι όλη η φύση δημιουργήθηκε μόνο γι’ αυτόν. Είναι το μέτρο των πραγμάτων κι η σωτηρία του είναι το κριτήριο της αλήθειας. Μια θεωρητική γνώση, που δε θα σχετιζότανε πραγματικά με την ιδέα της σωτηρίας του ανθρώπου, στερείται τόσο ολοκληρωτικά ενδιαφέροντος, που θα έπρεπε να της αρνηθούμε κάθε αλήθεια και ν’ αρνηθούμε να την παραδεχτούμε. Οι χριστιανικοί αιώνες ήσαν απόλυτα σύμφωνοι, πάνω στην ασημαντότητα της φυσικής επιστήμης σ’ ότι αφορά τον άνθρωπο. Ο Λακτάντιος, που ο Μέγας Κωνσταντίνος τον είχε διαλέξει για δάσκαλο του γιου του, ρώτησε, μάλιστα, ανοιχτά, ποια ευδαιμονία κέρδιζε κανείς από μόνο το γεγονός, πως ήξερε από πού πηγάζει ο Νείλος ή όλ’ αυτά που φλυαρούν οι φυσικοί για τον ουρανό. Απαντήστε του, λοιπόν! Αν προτιμά κανείς την πλατωνική φιλοσοφία περισσότερο από κάθε άλλη, αυτό οφείλεται στο ότι δεν είχε αντικείμενό της τη γνώση της

φύσης, μα τη γνώση του Θεού. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, πως η ανθρωπότητα είναι έτοιμη να επιστρέψει σ’ αυτή την άποψη και ν’ αντιληφθεί, πως το καθήκον της αληθινής επιστήμης δεν είναι να τρέχει πίσω από φθοροποιές γνώσεις, μα να εξαλείφει συστηματικά ό,τι είναι βλαβερό ή κι απλά ασήμαντο, από την άποψη της ιδέας, και μ’ ένα λόγο ν’ αποδείχνει το ένστικτο, το μέτρο και την εκλογή. Είναι παιδαριώδες να πιστεύει κανείς, πως η Εκκλησία ανάλαβε την υπεράσπιση των σκοταδιών ενάντια στο φως. Έχει τρεις φορές δίκιο, όταν δηλώνει ένοχη μια γνώση, που είχε την έπαρση ότι δεν ήταν υποθετική: μια γνώση δηλαδή, που αμελούσε να λάβει υπ’ όψη της το πνευματικό στοιχείο και το τελευταίο τέλος που είναι η σωτηρία. Κι ό,τι βύθισε τον άνθρωπο μέσα στα σκοτάδια και θα τον βυθίζει όλο και πιο πολύ, είναι, αντίθετα, η φυσική επιστήμη, που δεν είναι ούτε υποθετική, ούτε φιλοσοφική. — Διδάσκετε, βλέπω, ένα είδος πραγματισμού, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, που δεν έχετε ανάγκη παρά να τον μεταφέρετε στο πολιτικό πεδίο, για να εννοήσετε όλη του τη βλαβερότητα. Καλό, αληθινό και σωστό δεν είναι παρά μόνο, ό,τι ωφελεί το Κράτος. Η σωτηρία του, η αξιοπρέπειά του η δύναμή του, αυτό είναι το κριτήριο της ηθικής. Ωραία! Αυτό ανοίγει πόρτα και πύλη σ’ όλα τα εγκλήματα, κι όσο για την ανθρώπινη αλήθεια, την ατομική δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία, τόσο το χειρότερο γι’ αυτές! Τότε θα δούνε τι έχουνε να πάθουνε… — Σας συμβουλεύω να χρησιμοποιείτε και λίγη λογική, αποκρίθηκε ο Νάφτα. Ή ο Πτολεμαίος κι ο σχολαστικισμός έχουν δίκιο, κι ο κόσμος είναι πεπερασμένος σε χρόνο και χώρο, οπότε η θεότητα είναι υπέρτερη, ή αντίθεση ανάμεσα στο Θεό και στον κόσμο υφίσταται κι ακόμα κι ο άνθρωπος είναι μια δυαλιστική ύπαρξη: Το πρόβλημα της ψυχής του συνίσταται στην ασυμφωνία μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού, κι ό,τι είναι κοινωνικό παραμένει κάτι δευτερότερο. Μόνο τούτον εδώ τον ατομικισμό, κατά συνέπεια, μπορώ να παραδεχτώ. Ή οι αστρονόμοι σας της Αναγέννησης βρήκανε την αλήθεια και το σύμπαν είναι άπειρο: σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει υπέρτερος κόσμος, δεν υφίσταται δυαλισμός, το επέκεινα αίρεται από το εντεύθεν, ή αντίθεση ανάμεσα στο Θεό και στη φύση εξαφανίζεται και καθώς, σ’ αυτή την υπόθεση, η ανθρώπινη προσωπικότητα δεν είναι πια ο τόπος, όπου αντιμετωπίζονται δυο εχθρικές αρχές, παρά μια και αρμονική, κατά συνέπεια, η εσωτερική ασυμφωνία του ανθρώπου οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην ασυμφωνία των συμφερόντων του ανθρώπου και της συλλογικότητας, κι ο σκοπός του Κράτους, πράμα που είναι απόλυτα ειδωλολατρικό, γίνεται ηθικός κανόνας. Ή το ένα ή το άλλο. — Διαμαρτύρομαι, φώναξε ο Σετεμπρίνι, με τεντωμένα τα μπράτσα κι απλώνοντας έτσι το φλιτζάνι το τσάι του προς το μέρος του οικοδεσπότη. Διαμαρτύρομαι εναντίον αυτού του υπαινιγμού, πως το σύγχρονο Κράτος σημαίνει υποταγή του ατόμου στο Διάβολο. Διαμαρτύρομαι για τρίτη φορά εναντίον αυτής της ενοχλητικής εναλλαγής του πρωσισμού και της γοτθικής αντίδρασης, που θέλετε να μας θέσετε αντιμέτωπούς της. Η Δημοκρατία δεν έχει άλλη έννοια από την έννοια μιας ατομικιστικής επανόρθωσης κάθε κρατικού απολυταρχισμού. Η αλήθεια κι η δικαιοσύνη είναι βασιλικά εμβλήματα της

ατομικής ηθικής και σε περίπτωση ασυμφωνίας κατά του συμφέροντος του Κράτους μπορούν ακόμη να πάρουν και την όψη δυνάμεων εχθρικών προς το Κράτος, ενώ, στην πραγματικότητα, τείνουν σε κάτι πολύ υπέρτερο, κι ας το πούμε: σε κάτι πολύ πιο υπεργήινο από το Κράτος. Η Αναγέννηση θα ήταν η πηγή της ειδωλολατρίας του Κράτους! Τι μπάσταρδη λογική! Οι κατακτήσεις, το λέω τονίζοντας την ετυμολογική έννοια, οι κατακτήσεις της Αναγέννησης και του αιώνα του Διαφωτισμού, κύριέ μου, είναι: η προσωπικότητα, τα δικαιώματα του ανθρώπου, η ελευθερία! Οι ακροατές ανάπνευσαν ανακουφισμένοι, γιατί ’χαν κρατήσει την ανάσα τους όσο κράτησε η μεγάλη απάντηση του κ. Σετεμπρίνι. Ο Χανς Κάστορπ δεν μπόρεσε μάλιστα να μη χτυπήσει με το χέρι στην άκρη του τραπεζιού, αν και κάπως συγκρατημένα. — Θαυμάσια! είπε ανάμεσα στα δόντια του, κι ο Γιόαχιμ φάνηκε, επίσης, πολύ ικανοποιημένος, μ’ όλο που ο πρωσισμός αναφέρθηκε με λόγια όχι και τόσο τιμητικά. Ύστερα, όμως, στραφήκανε κι οι δυο προς το μέρος του αντιπάλου, που είχε θριαμβευτικά κατατροπωθεί, κι ο Χανς Κάστορπ το έκανε με τόση ανυπομονησία, που ακούμπησε τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι και το πηγούνι του στη γροθιά του, όπως απάνω-κάτω το είχε κάνει όταν σχεδίαζε τα γουρουνάκια και κοίταξε προσεχτικά, κι από πολύ κοντά, το πρόσωπο του κ. Νάφτα. Τούτος δω καθότανε ήρεμος και κοφτερός, με τ’ αδύνατα χέρια του πάνω στα γόνατά του. Είπε: — Προσπαθώ να φέρω κάποια λογική στη συζήτησή μας κι εσείς μου αποκρίνεστε με φράσεις γιομάτες μεγαλοψυχία. Το ότι η Αναγέννηση έφερε στον κόσμο όλ’ αυτά που ονομάζονται φιλελευθερισμός, ατομικισμός, ουμανιστικός αστισμός, μου ήταν, έτσι κι έτσι, γνωστό. Μα οι ετυμολογικοί τονισμοί σας μ’ αφήνουν ψυχρό, γιατί η «κατάκτηση», η ηρωική εποχή του ιδανικού σας, πέρασε τώρα και πολλά χρόνια, τα ιδανικά αυτά είναι νεκρά, το πολύ πολύ να ψυχορραγούν σήμερα, κι εκείνοι που θα τους δώσουν τη χαριστική βολή βρίσκονται κιόλας προ των πυλών. Αν δε σφάλω, ονομάζετε τον εαυτό σας επαναστάτη. Μα αν νομίζετε πως το αποτέλεσμα των μελλοντικών επαναστάσεων θα είναι η Ελευθερία, απατάστε. Η αρχή της Ελευθερίας πραγματοποιήθηκε και φθάρθηκε μέσα σε πεντακόσια χρόνια. Μια παιδαγωγική που σήμερα ακόμη, παρουσιάζεται σαν θυγατέρα του αιώνα του Διαφωτισμού και που βλέπει τα παιδευτικά μέσα της, στην κριτική, στην απολύτρωση και στη λατρεία του Εγώ, σε μια καταστροφή των μορφών της ζωής μ’ απόλυτο χαρακτήρα, μια τέτοια παιδαγωγική μπορεί να ’χει, ακόμα και σήμερα, μερικές στιγμιαίες ρητορικές επιτυχίες, μα ο εκπρόθεσμος χαρακτήρας της είναι, για όσους γνωρίζουν, ανώτερος αμφιβολίας. Όλες οι αληθινά μορφωτικές Εταιρίες ήξεραν, από πάντα, για τι πράμα μπορεί, στην πραγματικότητα, ν’ ασχολείται κάθε παιδαγωγική: για την απόλυτη αυθεντία, για μια σιδερένια πειθαρχία, για τη θυσία, την απάρνηση του Εγώ, για την κατανίκηση της προσωπικότητας. Σε τελευταία ανάλυση, το να πιστεύει κανείς πως τα νιάτα βρίσκουνε την ευχαρίστησή τους στην Ελευθερία, αυτό σημαίνει πως τα παραγνωρίζει βασικά. Η βαθύτερη ευχαρίστησή τους είναι η υπακοή. Ο Γιόαχιμ ανακάθισε στην καρέκλα του. Ο Χανς Κάστορπ κοκκίνισε. Ο κ. Σετεμπρίνι

έστριβε ταραγμένος τ’ ωραίο μουστάκι του. — Όχι, εξακολούθησε ο Νάφτα, δεν είναι η απελευθέρωση κι ο μηδενισμός του Εγώ που αποτελούν το μυστικό και το αίτημα της εποχής μου. Ό,τι χρειάζεται, αυτό που ζητά, αυτό που θα έχει, αυτό ’ναι η τρομοκρατία. Την τελευταία τούτη λέξη την είχε προφέρει πιο χαμηλόφωνα από τις προηγούμενες, χωρίς καμιά κίνηση του κορμιού. Μόνο τα τζάμια των γυαλιών του είχανε ρίξει μια λάμψη. Οι τρεις ακροατές του ανατριχιάσανε, ίσαμε που ο Σετεμπρίνι συνήλθε, αμέσως σχεδόν, και χαμογελώντας: — Μου επιτρέπετε να ρωτήσω, έκανε, ποιος ή τι (δεν κάνω, βλέπετε, και τίποτα άλλο από το να ρωτώ, δεν ξέρω καν και τι έχω να σας ρωτήσω), ναι, ποιος ή τι, κατά τη γνώμη σας, είναι ο φορέας αυτής… επαναλαμβάνω με κρύα καρδιά τη λέξη αυτής της τρομοκρατίας. Ο Νάφτα καθόταν ήρεμος, κοφτερός, ενώ τα μάτια του πετούσανε σπίθες. Είπε: — Είμαι στη διάθεσή σας. Δε νομίζω ν’ απατούμαι, υποθέτοντας, ότι είμαστε σύμφωνοι, στο να παραδεχτούμε μια ιδανική, αρχέτυπη κατάσταση της ανθρωπότητας, μια κατάσταση χωρίς κοινωνική οργάνωση και δίχως προσφυγή στη βία, μια άμεση σχέση με το Θεό, όπου δεν υπήρχε ούτε αφέντης μήτε δούλος, ούτε νόμος μήτε τιμωρία, δεν υπήρχε αδικία, σαρκική ένωση, διαφορά τάξεων, καμιά εργασία, καμιά ιδιοκτησία, μα η ισότητα, η αδελφότητα, η ηθική τελειότητα. — Πολύ ωραία. Συμφωνώ, εξήγησε ο Σετεμπρίνι. Συμφωνώ, με την επιφύλαξη της σαρκικής ένωσης, που, καθ’ όλα τα φαινόμενα, πάντα υπήρχε, αφού ο άνθρωπος είναι ένα ανώτερο σπονδυλοφόρο, και δε διαφέρει από τ’ άλλα πλάσματα… — Όπως θέλετε. Διαπιστώνω τη βασική συμφωνία μας, που αφορά στην αρχική παραδεισιακή κατάσταση, τη δίκαιη και κοντινή στο Θεό, που χάθηκε με το προπατορικό αμάρτημα. Νομίζω, πως μπορούμε ακόμα να κάνουμε συντροφιά για κάμποσο δρόμο, οδηγώντας το Κράτος σ’ ένα κοινωνικό συμβόλαιο, που, υπολογίζοντας το αμάρτημα, συνομολογήθηκε για να προστατεύει τον άνθρωπο από την αδικία, και τοποθετώντας σ’ αυτό την πηγή της υπέρτατης δύναμης. —Benissino, φώναξε ο Σετεμπρίνι. Κοινωνικό συμβόλαιο, αυτό ’ναι ο αιώνας των φώτων, αυτό ’ναι ο Ρουσσώ. Δε θα φανταζόμουν… — Παρακαλώ. Στο σημείο αυτό χωρίζονται οι δρόμοι μας. Από το γεγονός, ότι κάθε κυριαρχία και κάθε δύναμη ανήκανε, αρχικά, στο λαό και πως τούτος δω εκχώρησε το δικαίωμά του να νομοθετεί και κάθε δύναμή του στο Κράτος, στον Ηγεμόνα, η σχολή σας συμπέρανε, πριν απ’ όλα, πως ο λαός έχει το δικαίωμα να επαναστατήσει εναντίον της βασιλείας. Εμείς, αντίθετα… Εμείς; σκέφτηκε ζωηρά ο Χανς Κάστορπ. Ποιοι «εμείς»; Πρέπει να ρωτήσω, χωρίς άλλο, αργότερα, το Σετεμπρίνι, να μου πει ποιους εννοεί μ’ αυτό το «εμείς» ο Νάφτα. — Όσο για μας, είπε ο Νάφτα, που δεν είμαστε, ίσως, λιγότερο επαναστατικοί από σας,

πάντα συμπεραίναμε, πως η Εκκλησία είχε το προβάδισμα κι όχι το λαϊκό Κράτος. Γιατί, αν η αθεΐα του Κράτους δεν ήταν γραμμένη στο πρόσωπό του, θ’ αρκούσε να υπενθυμίσουμε το ιστορικό γεγονός, ακριβώς, πως το Κράτος ερείδεται πάνω στη θέληση του λαού και πως δεν έχει, όπως η Εκκλησία, θεία καταγωγή, για ν’ αποδείξουμε πως είναι, αν όχι έργο του Πονηρού, τουλάχιστον, όμως, της ανάγκης και της αμαρτωλής ανεπάρκειας. — Το Κράτος, κύριέ μου… — Ξέρω πώς σκέφτεστε για το εθνικό Κράτος. «Ο έρωτας προς την πατρίδα κι η άπειρη επιθυμία της δόξας είναι πάνω απ’ όλα». Γνήσιος Βιργίλιος, αυτός το λέει. Τον διορθώνετε με κάμποσο φιλελεύθερο ατομικισμό και τ’ ονομάζετε Δημοκρατία. Μ' αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τις βασικές σχέσεις σας με το Κράτος. Είναι φανερό, πως δε σκανταλίζεστε από το γεγονός, ότι η ψυχή του είναι το χρήμα. Ή μήπως θέλετε να το αμφισβητήσετε; Η αρχαιότητα ήταν κεφαλαιοκρατική γιατί ’ταν πολιτειακή. Ο χριστιανικός Μεσαίωνας αντιλήφθηκε καθαρά το σταθερό κεφαλαιοκρατισμό του λαϊκού Κράτους. «Το χρήμα θα είναι ο υπέρτατος άρχοντας», πρόκειται για μια προφητεία του ΙΑ' αιώνα. Θ' αρνηθείτε πως πραγματοποιήθηκε κατά γράμμα και πως η ζωή έγινε ασυγχώρετα δαιμονική εξαιτίας του; — Εσείς έχετε το λόγο, αγαπητέ φίλε. Είμαι ανυπόμονος να κάνω τη γνωριμία του μεγάλου Άγνωστου, που θα φέρει μαζί του την τρομοκρατία. — Κάπως ριψοκίνδυνη περιέργεια, για έναν εκπρόσωπο μιας τάξης της κοινωνίας, που είναι ο φορέας μιας Ελευθερίας, που κατάστρεψε τον κόσμο. Μπορώ το πολύ-πολύ να παραιτηθώ από τις απαντήσεις σας, γιατί γνωρίζω την πολιτική ιδεολογία του αστισμού. Ο σκοπός σας είναι το δημοκρατικό imperium, η τάση της αρχής του εθνικού Κράτους προς το παγκόσμιο, το παγκόσμιο Κράτος. Ο αυτοκράτορας αυτού του imperium; Τον γνωρίζουμε. Η ουτοπία σας είναι φριχτή, κι ωστόσο, στο σημείο αυτό, συναντιόμαστε κατά κάποιο τρόπο. Γιατί η παγκόσμια κεφαλαιοκρατική Δημοκρατία σας, το παγκόσμιο Κράτος, είναι η υπεροχή του λαϊκού Κράτους, και είμαστε σύμφωνοι να πιστέψουμε, πως σε μια τέλεια αρχική κατάσταση της ανθρωπότητας, θ’ ανταποκρίνεται μια τέλεια τελική κατάσταση, που απέχει από την πρώτη όσο και δυο σημεία του ορίζοντα. Από την εποχή του Γρηγορίου του Μεγάλου, του ιδρυτή του Κράτους του Θεού, η Εκκλησία θεώρησε πως ήτανε χρέος της να οδηγήσει τον άνθρωπο κάτω από την κυβέρνηση του Θεού. Ο Πάπας δεν απαίτησε την υπέρτατη αρχή για τον εαυτό του, μα η δικτατορία του, στον τόπο και στη θέση του Θεού, δεν ήταν παρά ένα μέσον να επιτύχει την τελική σωτηρία, μια μορφή μετάβασης από το παγανιστικό Κράτος στο ουράνιο βασίλειο. Μιλήσατε στους διδασκόμενους, από δω, (κι έδειξε με το κεφάλι τα ξαδέλφια) για τις αιματηρές πράξεις της Εκκλησίας και για την τιμωρό μισαλλοδοξία της μ’ έναν τρόπο εντελώς μωρό, γιατί ο θρησκευτικός ζήλος, εννοείται, δεν μπορεί να ’ναι ειρηνικός κι ο Γρηγόριος είχε πει τούτο δω το λόγο: «Καταραμένος να ’ναι ο άνθρωπος, που το ξίφος του δεν στέργει το αίμα!» Το ότι η βία είναι κακή, το ξέρουμε. Μα ο δυαδισμός του καλού και του κακού, του εντεύθεν και του επέκεινα, του πνεύματος και της βίας, θα πρέπει, για να έρθει η βασιλεία

του ουρανού, να κρέμονται περαστικά από μια αρχή, που να ενώνει την άσκηση και τη δύναμη. Αυτό ’ναι ό,τι ονομάζω αναγκαιότητα της τρομοκρατίας. — Ο φορέας! Ο φορέας! Ποιος είναι; — Ρωτάτε; Η ύπαρξη ενός δόγματος της κοινωνίας, που σημαίνει τη νίκη του ανθρώπου πάνω στην οικονομολογία και που οι σκοποί του συμπίπτουν ακριβώς με τις αρχές και τους σκοπούς του χριστιανικού βασιλείου του Θεού, θα ξέφευγε από τον μαντσεστερνισμό1 σας; Οι πατέρες της Εκκλησίας ονόμασαν το «δικό μου» και το «δικό σου» λέξεις φθοροποιές κι είπαν πως η ιδιωτική ιδιοκτησία δεν ήταν παρά σφετερισμός και κλεψιά. Καταδικάσανε την ιδιοκτησία γιατί, σύμφωνα με το φυσικό και θείο Δίκαιο, η γη είναι κοινή σ’ όλους τους ανθρώπους και γιατί, κατά συνέπεια, παράγει τους καρπούς της, για να τους χρησιμοποιούν όλοι γενικά. Διδάξανε, πως μόνο η πλεονεξία, συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος, επικαλείται τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας, και δημιούργησε την ιδιωτική ιδιοκτησία. Ήσαν αρκετά ανθρώπινοι, αρκετά εχθροί του εμπορίου, ώστε να θεωρήσουν κάθε οικονομική δραστηριότητα, γενικά, σαν κίνδυνο για τη σωτηρία της ψυχής, δηλαδή: για την ανθρωπότητα. Μίσησαν το χρήμα και τις χρηματικές υποθέσεις κι ονόμασαν τον κεφαλαιοκρατικό πλούτο προσάναμμα του καταχθόνιου πυρός. Τη βασική αρχή του οικονομικού δόγματος, το ότι, δηλαδή, η τιμή προκύπτει από τις σχέσεις ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση, την περιφρόνησαν μ’ όλη τους την καρδιά και καταδίκασαν τις πράξεις εκείνων που κερδοσκοπούν από τις περιστάσεις, σαν κυνική εκμετάλλευση της ανάγκης του διπλανού μας. Υπήρχε και μια πιο εγκληματική ακόμη εκμετάλλευση γι’ αυτούς: του χρόνου, δηλαδή, το έγκλημα να πληρώνεται κανείς ένα τίμημα ασφάλιστρου, για το απλό πέρασμα του χρόνου, μ’ άλλα λόγια: τόκο, και να καταχράται, προς όφελός του και εις βάρος του διπλανού του, μ’ αυτό τον τρόπο, μια θεία ρύθμιση, κοινή για όλους τους ανθρώπους, το χρόνο. — Benissimo, φώναξε ο Χανς Κάστορπ, που, μέσα στον ενθουσιασμό του, χρησιμοποίησε τον επιδοκιμαστικό λεκτικό τύπο του Σετεμπρίνι. Ο χρόνος, μια θεία ρύθμιση, κοινή για όλους τους ανθρώπους… Αυτό ’ναι κεφαλαιώδες…! — Οπωσδήποτε, εξακολούθησε ο Νάφτα. Αυτά τ’ ανθρώπινα πνεύματα έκριναν αποκρουστική τη σκέψη μιας αυτόματης αύξησης του χρήματος, χαρακτήρισαν σαν τοκογλυφία όλες τις υποθέσεις τοποθετήσεως χρημάτων και κάθε χρηματική επιχείρηση και δήλωσαν πως κάθε πλούσιος ήταν ή κλέφτης ή κληρονόμος κλέφτη. Προχωρούσαν και πιο πέρα ακόμη. Θεώρησαν, όπως ο Θωμάς ο Ακουινάτος, ολόκληρο το εμπόριο, την καθαρά εμπορική υπόθεση, την αγορά και την μεταπώληση για κερδοσκοπία, μα δίχως επεξεργασία και βελτίωση των συναλλαζομένων ειδών, σαν ένα αισχρό επάγγελμα. Δεν είχαν καμιά τάση να υπερτιμήσουν την εργασία αυτή καθαυτή, γιατί η εργασία δεν είναι παρά υπόθεση ηθική κι όχι θρησκευτική, βρίσκεται στην υπηρεσία της ζωής κι όχι στην υπηρεσία του Θεού. Κι από τη στιγμή που θα επρόκειτο μόνο για τη ζωή και για την οικονομία, αξίωσαν ως όρο κάθε οικονομικού πλεονεκτήματος την παραγωγική 1

Manchestertum, νεολογισμός του συγγραφέα, με ρίζα την πόλη του Μάντσεστερ και σημαίνει το οικονομικό δόγμα της Μ. Βρετανίας. Σ.τ.Μ.

δραστηριότητα και το μέτρο της εντιμότητας. Εκτιμούσανε το χωρικό, το βιοτέχνη, όχι τον έμπορο, ούτε το βιομήχανο. Γιατί ήθελαν την παραγωγή να προσαρμόζεται στην ανάγκη κι ένιωθαν φόβο για τη μεγάλη παραγωγή. Τώρα, λοιπόν, όλες αυτές οι αρχές κι η κλίμακα των οικονομικών αξιών αναστήθηκαν ύστερα από αιώνες, στο σύγχρονο κίνημα του Κομμουνισμού. Η συμφωνία είναι πλήρης, ίσαμε και στο αίτημα της υπέρτατης κυριαρχίας, που εκφράζει η διεθνής εργασία εναντίον της διεθνούς εξουσίας του εμπορίου και της χρηματιστικής επιχειρήσεως, το παγκόσμιο προλεταριάτο, που, σήμερα, αντιτάσσει την ανθρωπότητα και τα κριτήρια του βασιλείου του Θεού στην αστική και κεφαλαιοκρατική σαπίλα. Η δικτατορία του προλεταριάτου, αυτό το πολιτικό οικονομικό αίτημα σωτηρίας των καιρών μας, δεν έχει την έννοια μιας κυριαρχίας, για χάρη της κυριαρχίας και για τον αιώνα τον άπαντα, μα την έννοια μιας στιγμιαίας αιώρησης της αντίθεσης μεταξύ πνεύματος και δυνάμεως, κάτω από το στίγμα του σταυρού, την έννοια μιας νίκης πάνω στο γήινο κόσμο, μέσω τής κυριαρχίας του κόσμου, την έννοια της μεταβατικότητας, της υπεροχής, την έννοια του βασιλείου. Το προλεταριάτο ανέλαβε το έργο του Γρηγορίου του Μεγάλου, ο ευσεβής ζήλος του υπάρχει σ’ αυτό και δε θα εμποδίσει το χέρι του, περισσότερο από τον Άγιο, να χύσει αίμα. Το καθήκον του είναι να εγκαθιδρύσει την τρομοκρατία, για τη σωτηρία του κόσμου και για να πετύχει αυτό που ήταν ο σκοπός του Σωτήρος: την δίχως Κράτος και κοινωνικές τάξεις ζωή μέσα στο Θεό. Τέτοια ήταν τα κοφτερά λόγια του Νάφτα. Η μικρή συντροφιά έμεινε σιωπηλή. Οι νέοι κοίταξαν το Σετεμπρίνι. Μόνο αυτός μπορούσε ν’ απαντήσει. Είπε: — Εκπληκτικό. Ομολογώ, βέβαια, ότι είμαι αναστατωμένος, δεν το περίμενα αυτό. Roma locuta. Και πώς! πώς μίλησε! Μπροστά στα μάτια μας εξέτασε ένα ιερατικό saltomortale, αν υπάρχει μια αντίφαση σ’ αυτό το επίθετο, την «αιώρησε στιγμιαία», αχ, ναι! Το επαναλαμβάνω: είναι εκπληκτικό. Νομίζετε, καθηγητά, πως μπορούν να γεννηθούν αντιρρήσεις, αντιρρήσεις απλά και μόνο από την άποψη της λογικής; Πρωτύτερα, προσπαθήσατε να μας κάνετε κατανοητό έναν χριστιανικό ατομικισμό, βασιζόμενο στο δυαδισμό του Θεού και του κόσμου και να μας αποδείξετε το προβάδισμά του μπροστά από κάθε πολιτικά οριζόμενη ηθική. Λίγα λεπτά πιο ύστερα, σπρώξατε το σοσιαλισμό ίσαμε τη δικτατορία και την τρομοκρατία. Πώς τα ταιριάζετε αυτά; — Οι αντιφάσεις, είπε ο Νάφτα, μπορούν να ταιριάζουν. Μόνο τα ημίμετρα και τα μέτρια δεν ταιριάζουν ποτέ. Ο ατομικισμός σας, όπως μου επιτράπηκε να σας κάνω να το παρατηρήσετε πρωτύτερα, είναι ένας μέσος όρος, μια παραχώρηση. Διορθώνει την ειδωλολατρική ηθική του κράτους σας με κάποια δόση χριστιανισμού, με κάποια δόση «ατομικού δικαιώματος», με κάποια δόση της λεγάμενης ελευθερίας, κι αυτό ’ναι όλο κι όλο. Ένας ατομικισμός, αντίθετα, που ξεκινά από την κοσμική, την αστρονομική σπουδαιότητα της ψυχής του ατόμου, ένας όχι κοινωνικός παρά θρησκευτικός ατομικισμός, που βιώνει το ανθρώπινο όχι σαν ασυμφωνία ανάμεσα στο Εγώ και στο Θεό, ανάμεσα στη σάρκα και στο πνεύμα, ένας τέτοιος ατομικισμός συμφωνεί θαυμάσια με την πιο στενή κοινότητα…

— Είναι ανώνυμος και συλλογικός, είπε ο Χανς Κάστορπ. Ο Σετεμπρίνι τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια του. — Εσείς, μηχανικέ, να σωπάσετε! πρόσταξε μ’ αυστηρότητα, που θα έπρεπε να την αποδώσει κανείς στην νευρικότητα και την έντασή του. Να διδάσκεστε, μα να μη φέρνετε καινά δαιμόνια! Αυτό ’ναι μια απάντηση, είπε, γυρίζοντας πάλι προς το μέρος του Νάφτα. Δε με παρηγορεί και πολύ, μα είναι, όσο να ’ναι, μια απάντηση. Ας αντιμετωπίσουμε όλες τις συνέπειες… Μαζί με τη βιομηχανία, ο χριστιανικός κομμουνισμός αρνιέται την τεχνική, τη μηχανική, την πρόοδο. Μαζί μ’ αυτό, που εσείς ονομάζετε εμπόριο, μαζί με το χρήμα και τις χρηματικές υποθέσεις, που η Αρχαιότητα τις τοποθέτησε πολύ ψηλότερα από την αγροκαλλιέργεια και τη βιοτεχνία, αρνιέται την ελευθερία. Γιατί ’ναι φως φανερό, το βλέπει αμέσως κανείς, ότι έτσι, όπως και κατά το Μεσαίωνα, όλες οι ιδιωτικές και δημόσιες σχέσεις θα παραλύσουν, ακόμη δε μου είναι καθόλου εύκολο να το πω κι η προσωπικότητα. Αν μόνο η γη μπορεί να διατρέφει τον άνθρωπο, τότε μόνο αυτή μπορεί να του δίνει και την ελευθερία του. Οι βιοτέχνες κι οι χωρικοί, όσο κι αν είναι άξιοι εκτίμησης, αν δεν έχουνε δική τους γη, γίνονται δούλοι εκείνου που έχει. Και πραγματικά, ως τον πιο προχωρημένο Μεσαίωνα, η μεγάλη μάζα του λαού, ακόμα και στις πόλεις, αποτελείτο από δούλους. Όση ώρα μιλούσατε, μας δώσατε να καταλάβουμε πολλά πράματα, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κι ωστόσο, υπερασπίζεστε μια οικονομική ηθική, που μαζί της συνδέονται η δουλεία κι ο εξευτελισμός της προσωπικότητας. — Ας μιλήσουμε για την αξιοπρέπεια και τον εξευτελισμό, αποκρίθηκε ο Νάφτα. Μα πρώτα-πρώτα, θα ένιωθα πολύ ικανοποιημένος, αν οι αναφορές αυτές σας έφερναν στο σημείο ν’ αντικρίσετε την ελευθερία, όχι τόσο σαν μια όμορφη χειρονομία, όσο σαν πρόβλημα. Διαπιστώνετε, πως η χριστιανική οικονομική ηθική με την ομορφιά και την ανθρωπιά της φέρνει και την ανελευθερία. Εγώ διαπιστώνω, αντίθετα, πως η υπόθεση της Ελευθερίας, η υπόθεση των πόλεων, όπως μπορεί να πει κανείς, μ’ έναν τρόπο πιο διακριτικό, πως η υπόθεση αυτή, οσοδήποτε ηθική κι υψηλή κι αν είναι πάντα, δεν παύει να ’ναι ιστορικά συνδεμένη μ’ έναν αντιανθρώπινο εκφυλισμό της οικονομικής ηθικής, μ’ όλες τις φρίκες του εμπορίου και των χρηματιστικών επιχειρήσεων της εποχής μας, με τη σατανική κυριαρχία του χρήματος, των υποθέσεων. — Απάνω σ’ αυτό πρέπει να παραδεχτώ πως δε σέρνεστε πίσω από αμφιβολίες και αντινομίες, παρά πως ομολογείτε καθαρά και αδίσταχτα, ότι είστε οπαδός της πιο μαύρης αντίδρασης! — Το πρώτο βήμα προς την αληθινή ελευθερία και την αληθινή ανθρωπιά έγκειται στο ξεπέρασμα αυτής της τρεμούλας του φόβου, μπροστά στην ιδέα της «αντίδρασης». — Και τώρα φτάνει! εξήγησε ο Σετεμπρίνι, με μια φωνή που έτρεμε ελαφρά, σπρώχνοντας το φλιτζάνι του και το πιάτο του, που ήταν άδεια, άλλωστε, ενώ σηκωνόταν από τον μεταξοκάλυπτο καναπέ. Φτάνει για σήμερα, αρκετά για μια μέρα, μου φαίνεται. Σας ευχαριστούμε, Καθηγητά μου, για το νοστιμότατο γλύκισμά σας καθώς και για την πνευματοδέστατη συνομιλία. Οι φίλοι του Μπέργκχοφ, από δω, πρέπει να πάνε στην κούρα τους και θα ’θελα, πριν φύγουνε, να τους δείξω το ασκητήριό μου, εκεί πάνω.

Ελάτε, κύριοί μου! Addio padre! Ο αθεόφοβος είχε φτάσει στο σημείο να πει και «padre» το Νάφτα. Ο Χανς Κάστορπ το σημείωσε, ζαρώνοντας τα φρύδια. Άφησαν το Σετεμπρίνι να οργανώσει την αναχώρηση και ν’ αποφασίσει για τα ξαδέλφια, χωρίς να ρωτήσει το Νάφτα, αν ήθελε να πάει μαζί τους. Οι νέοι αποχαιρέτησαν κι ευχαρίστησαν τον οικοδεσπότη, που τους κάλεσε να τον επισκεφτούν πάλι. Έφυγαν με τον Ιταλό, αλλ’ όχι και χωρίς να δανειστεί, ο Χανς Κάστορπ, το έργο «De miseria humanae conditionis», ένα δεμένο, παλιό και σκονισμένο τόμο. Ο πικρομούστακος Λούκασεκ ήτανε καθισμένος ακόμα πάνω στο τραπέζι του, ετοιμάζοντας το φόρεμα με τα μακριά μανίκια της γριάς, όταν περάσανε μπροστά από την πόρτα του, για ν’ ανεβούνε από τη σκάλα, που έμοιαζε μ’ ανεμόσκαλα σχεδόν, στο τελευταίο πάτωμα. Στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου πάτωμα. Ήταν, απλούστατα, η στέγη με τα γυμνά δοκάρια της, με την καλοκαιριάτικη ατμόσφαιρα ενός αχυρώνα, και με τη μυρουδιά του ξερού ξύλου του. Μα ο αχυρώνας αυτός είχε δυο σοφίτες κι ο δημοκρατικός κεφαλαιοκράτης έμενε σ’ αυτές, χρησίμευαν σαν μελετητήριο και υπνοδωμάτιο στον συνεργάτη με τ’ ωραίο πνεύμα της «Κοινωνιολογίας των Πόνων». Τα έδειξε εύθυμα στους νεαρούς φίλους του, ονόμασε το διαμέρισμά του απομοναχιασμένο και διακριτικό, για να τους υποβάλει τις ακριβείς λέξεις, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, πλέκοντας το εγκώμιό του, κάτι που έκαναν, πραγματικά, κοινά σύμφωνοι. Ήταν απόλυτα γοητευτικό, είπαν κι οι δυο τους, ήταν διακριτικό και φιλικό, όπως ακριβώς το είχε πει. Έριξαν ένα βλέμμα στο μικρό υπνοδωμάτιο, που, μπροστά στο κρεβάτι του, απλωνόταν ένας μικρός τάπητας φτιαγμένος από μικρά, ματισμένα κομμάτια, κι ύστερα ξαναγυρίσανε κι εξετάσανε το δωμάτιο εργασίας, που δεν ήταν λιγότερο, από το προηγούμενο, ταχτοποιημένο, εκ των ενώντων, μα που, ταυτόχρονα, έκανε επίδειξη μιας τάξης σχεδόν ψυχρής. Βαριές και παλιάς μόδας καρέκλες, τέσσερις τον αριθμό, με ψάθινες έδρες, ήταν τοποθετημένες, συμμετρικά, από τη μια κι από την άλλη μεριά του τοίχου, κι ο καναπές ήταν ακουμπισμένος, επίσης στον τοίχο, έτσι, που το στρογγυλό τραπέζι, σκεπασμένο από ένα πράσινο τραπεζομάντηλο, που πάνω του ήταν βαλμένη, σαν στόλισμα, να πούμε, ή και, απλούστατα, μόνο για την αθωότατη χρήση της, μια καράφα νερού, καπελωμένη μ’ ένα ποτήρι, κρατούσε τη μέση του δωματίου. Βιβλία, δεμένα κι άδετα, ήταν στημένα, λοξά, το ένα κολλητά στο άλλο, σε μια μικρή εταζέρα και, πλάι στον ανοιγμένο φεγγίτη, ορθωνότανε, πάνω στα ψηλά πόδια του, ένα αλαφρό αναλόγιο, μ’ ένα χαλάκι παχύ, από κετσέ, μπροστά του, τόσο φαρδύ ακριβώς, όσο χρειαζόταν για να σταθεί κανείς πάνω του. Ο Χανς Κάστορπ πήγε και στάθηκε πάνω του, μια στιγμή, σαν για να δοκιμάσει, να πούμε, τη θέση που εργαζότανε ο κ. Σετεμπρίνι, μελετώντας τη Λογοτεχνία, σύμφωνα με το πλάνο της Εγκυκλοπαίδειας, που το αντικείμενό της ήταν οι ανθρώπινοι πόνοι. Ακούμπησε τον αγκώνα του στην κυρτή του επιφάνεια και δήλωσε πως, ναι, πραγματικά, τώρα δα έβλεπε το ίδιο το αναλόγιο του μακαρίτη σοφού, και πως κι οι ψάθινες καρέκλες, το τραπέζι κι αυτή η καράφα του νερού ακόμη προέρχονταν απ’ αυτόν, κάτι πιο πολύ: πως οι ψάθινες καρέκλες ανήκανε, παλιότερα, στον carbonaro παππού κι επίπλωσαν το δικηγορικό γραφείο του στο Μιλάνο. Η πληροφορία ήταν κάτι εντυπωσιακό, πράγματι.

Η φυσιογνωμία των καρεκλών αποχτούσε αυτόματα, στα μάτια των δυο νέων, κάτι το πολιτικό και το επαναστατικό, κι ο Γιόαχιμ σηκώθηκε από την καρέκλα που είχε καθίσει με τόση σιγουριά, για να την κοιτάξει με δυσπιστία και δεν ξανακάθισε πια. Όσο για το Χανς Κάστορπ, ορθός μπροστά στο αναλόγιο του Σετεμπρίνι του πρεσβύτερου, συλλογιζότανε με ποιο τρόπο εργαζόταν σ’ αυτό ο Σετεμπρίνι ο νεότερος, ανακατεύοντας στη Λογοτεχνία την πολιτική του παππού με τον ουμανισμό του πατέρα. Ύστερα, φύγανε πάλι κι οι τρεις από το μικρό, διακριτικό κι απομοναχιασμένο διαμέρισμα. Ο συγγραφέας προσφέρθηκε να συνοδεύσει ως το σανατόριο τα ξαδέλφια. Για κάμποσο δρόμο δεν είπανε τίποτα, μα κι η σιωπή τους αφορούσε το Νάφτα, κι ο Χανς Κάστορπ μπορούσε να περιμένει: ήταν σίγουρος, πως ο κ. Σετεμπρίνι θα μιλούσε για τον σύνοικό του και, μάλιστα, πως μόνο γι’ αυτό το σκοπό τους είχε συνοδεύσει. Δεν είχε κάνει λάθος απάνω σ’ αυτό. Ύστερα από ένα στεναγμό, που φάνηκε να του χρησιμεύει σαν το σημείο απ’ όπου θα έπαιρνε φόρα η κουβέντα του, ο Σετεμπρίνι άρχισε: — Κύριοί μου… θα ήθελα να σας καταστήσω προσεχτικούς. Καθώς ακολούθησε κάποια παύση, ο Χανς Κάστορπ ρώτησε, πάρα πολύ φυσικά, με υποκριτική έκπληξη: — Ως προς τι; Θα μπορούσε, τουλάχιστον, να ρωτήσει: «Ως προς ποιον», μα προτίμησε αυτόν τον απρόσωπο τύπο, για να δείξει πέρα για πέρα την αθωότητά του, μ’ όλο που κι ο ίδιος ο Γιόαχιμ είχε καταλάβει τέλεια. — Ως προς το πρόσωπο, που, πριν λίγο, σας φιλοξενούσε, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, και που σας το γνώρισα παρά τη θέλησή μου. Ξέρετε πολύ καλά πως έτσι το έφερε η τύχη, δεν μπόρεσα να το αποφύγω. Μα τώρα φέρνω την ευθύνη γι’ αυτό, κι αυτό με βαραίνει. Το καθήκον μου είναι να προφυλάξω, τουλάχιστον, τα νιάτα σας, από τους πνευματικούς κινδύνους που διατρέχετε, σχετιζόμενοι μ’ αυτό τον άνθρωπο και να σας παρακαλέσω, εξ άλλου, να κρατήσετε σε συνετά όρια τις σχέσεις που θα έχετε μαζί του. Η μορφή του είναι η Λογική, μα η ουσία του είναι η Σύγχυση. Ναι, η αλήθεια είναι, οπωσδήποτε, ήταν η γνώμη του Χανς Κάστορπ, πως δεν αισθανόταν ολωσδιόλου καλά, ακριβώς, με το Νάφτα, τα λόγια του είχαν φορές φορές κάτι το κάπως παράξενο. Θα ’λεγε σχεδόν κανείς, πως, μια στιγμή θέλησε να βεβαιώσει ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη. Μα, τελικά, πώς θα το μπορούσαν, αυτοί, τα ξαδέλφια, να φανταστούν, ότι θα έπρεπε να ’ναι προσεχτικοί, σχετιζόμενοι με ένα φίλο του κ. Σετεμπρίνι; Μη κι ο ίδιος δεν είχε πει, ότι τον είχαν συναντήσει παρέα μαζί του, δεν έβγαινε περίπατο με τον κ. Νάφτα, και δεν πήγαινε στο δωμάτιό του, να πάρει το τσάι του, χωρίς πολλούς πολλούς τύπους; Αυτό απόδειχνε πως… — Χωρίς άλλο, ναυπηγέ μου, χωρίς άλλο. Η φωνή του κ. Σετεμπρίνι ήταν μαλακή κι όλο παραχώρηση, μ’ όλο που πρόδιδε κάποιο ελαφρό τρεμούλιασμα. Μπορεί να μου παρατηρηθεί αυτό και γι’ αυτό ακριβώς μου το παρατηρείτε και σεις. Ωραία, θα σας εξηγήσω, τότε, ευχαρίστως, τη στάση μου. Ζω κάτω από την ίδια στέγη μ’ αυτόν τον

κύριο, είναι δύσκολο να μη συναντιέμαι μαζί του, ο ένας λόγος φέρνει τον άλλο, κι έτσι γίνεται πάντα μια γνωριμία. Ο κ. Νάφτα είναι ένας άνθρωπος με μυαλό κι αυτό ’ναι σπάνιο. Είναι μια στοχαστική φύση το ίδιο είμαι κι εγώ. Ας με κατηγορήσει όποιος θέλει, μα κάνω χρήση της δυνατότητας που μου προσφέρθηκε, να διασταυρώσω το ξίφος μιας ιδέας μ’ έναν αντίπαλο ίσης δύναμης. Δεν έχω κανέναν άλλον εδώ… Με λίγα λόγια, είναι αλήθεια: πηγαίνω στο δωμάτιό του, έρχεται στο δικό μου, βγαίνουμε και μαζί περίπατο. Λογομαχούμε. Λογομαχούμε μέχρι αίματος, κάθε μέρα σχεδόν, μα πρέπει να ομολογήσω, ότι η γοητεία των σχέσεών μας βασίζεται ακριβώς στην αντινομία, των σκέψεών μας. Έχω ανάγκη προστριβών, οι πεποιθήσεις δε ζουν, όταν δεν έχουν την ευκαιρία να δίνουνε μάχες κι όσο για μένα είμαι σίγουρα καθισμένος πάνω στις δικές μου. Μα πώς θα μπορούσατε να πείτε το ίδιο για τις δικές σας, μηχανικέ μου, ή και εσείς, υπολοχαγέ μου; Δεν είστε οπλισμένοι ενάντια στις πνευματικές πλάνες, ριψοκινδυνεύετε ν’ αφήσετε έκθετα το πνεύμα σας και την ψυχή σας κάτω από την επιρροή αυτών των μισοφανταστικών, μισομοχθηρών στρεψοδικιών. Ναι, ναι, είπε ο Χανς Κάστορπ, χωρίς άλλο, ο εξάδελφός του κι αυτός, ήσαν, λίγο πολύ, φύσεις εκτεθειμένες σε κινδύνους. Αυτή ’ταν η ιστορία των χαϊδεμένων παιδιών της ζωής, πράμα που το καταλάβαινε. Μα σ’ αυτό θα μπορούσε ν’ αντιτάξει κανείς τον Πετράρχη με το έμβλημά του, ο κ. Σετεμπρίνι ήξερε κιόλας τι εννοούσε μ’ αυτό, κι ήταν ενδιαφέρον, οπωσδήποτε, ν’ ακούσει τι έλεγε απάνω σ’ αυτό ο κ. Νάφτα: έπρεπε να ’ναι δίκαιος, αυτό που έλεγε ότι, με τον Κομμουνισμό, ο χρόνος δεν θα έπρεπε να πληρώνεται, για το πέρασμά του, σαν τόκος, ήταν αξιοπαρατήρητο, κι έπειτα ο ίδιος αυτός είχε νιώσει πολύ ενδιαφέρον για μερικές παρατηρήσεις πάνω στην παιδαγωγική, που, χωρίς άλλο, δε θα τις είχε ακούσει ποτέ χωρίς το Νάφτα… Ο κ. Σετεμπρίνι έσφιξε τα χείλη του κι έτσι ο Χανς Κάστορπ βιάστηκε να προσθέσει, πως, ο ίδιος αυτός, απόφευγε, φυσικά, να λάβει θέση και πως απλά είχε βρει ενδιαφέρον αυτό που είχε πει ο Νάφτα για τον χαρακτήρα της νεότητας. — Μα εξηγήστε μου, τώρα, ένα πράμα μόνο, εξακολούθησε. Αυτός ο κύριος Νάφτα και λέω «αυτός ο κύριος», για να δείξω πως δεν αισθάνομαι, κατ’ ανάγκην, κανενός είδους συμπάθεια απέναντί του, αντίθετα, μέσα μου ήμουν εξαιρετικά επιφυλακτικός αδιάκοπα… — Και κάνατε πολύ καλά, φώναξε μ’ ευγνωμοσύνη ο Σετεμπρίνι. — Αυτός ο κύριος Νάφτα μας είπε, λοιπόν, ένα σωρό πράματα εναντίον του χρήματος, την ψυχή του Κράτους, όπως εκφράστηκε ο ίδιος, κι εναντίον της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, γιατί είναι κλεψιά, είπε, και, με λίγα λόγια, εναντίον του κεφαλαιοκρατικού πλούτου, που τον ονόμασε προσάναμμα του καταχθόνιου πυρός αυτή ήταν, θαρρώ, η έκφραση που μεταχειρίστηκε κι εξύμνησε μ’ όλους τους τόνους την σε θάνατο πάνω στην πυρά καταδίκη που συνήθιζε ο Μεσαίωνας. Κι ωστόσο, ο ίδιος αυτός… Με συγχωρείτε, αλλά μου φαίνεται πως οφείλει να… Νιώθει κανείς μια αληθινά παράξενη έκπληξη όταν μπαίνει στο δωμάτιό του… Όλο αυτό το μετάξι… — Ε, ναι, χαμογέλασε ο Σετεμπρίνι, αυτό ’ναι μια χαρακτηριστική τάση των γούστων του.

— … τα ωραία παλιά έπιπλα, θυμήθηκε ο Χανς Κάστορπ, η Pieta του ΙΔ' αιώνα… Το βενετσιάνικο πολύφωτο… ο υπηρετάκος με τη λιβρέα… και το γλύκισμα με τη σοκολάτα ακόμη, που έπαιρνε κανείς όσο ήθελε… Θα όφειλε, αλήθεια, για το ίδιο του το πρόσωπο… — Ο κ. Νάφτα, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, είναι, προσωπικά, τόσο ελάχιστα κεφαλαιοκράτης όσο κι εγώ. — Αλλά; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ… Γιατί στην απάντηση που μου δώσατε υπάρχει κι ένα «αλλά», κ. Σετεμπρίνι. — Ε, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί δεν αφήνουν ποτέ τους διπλανούς τους να πεθάνουν από την πείνα. — Ποιοι «άνθρωποι αυτοί;» — Αυτοί οι πατέρες. — Πατέρες; Πατέρες; — Μα, ναυπηγέ μου, τους Ιησουίτες, εννοώ! Απότομα έγινε κάποια σιωπή. Τα ξαδέλφια δείξανε την πιο μεγάλη έκπληξη. Ο Χανς Κάστορπ φώναξε: — Τι διάβολο, πού στο διάβολο… Ο άνθρωπος αυτός είναι Ιησουίτης, λοιπόν; — Το μαντέψατε, είπε ευγενικά ο κ. Σετεμπρίνι. — Όχι, ποτέ, ποτέ στη ζωή μου δε θα… Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο; Γι’ αυτό, λοιπόν, του δώσατε τον τίτλο του Padre; — Ήταν μια μικρή υπερβολή ευγένειας, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι. Ο κ. Νάφτα δεν είναι πατέρας. Και γι’ αυτό, αν, δηλαδή, για την ώρα, δεν προχώρησε τόσο μακριά, φταίει η αρρώστια. Μα έκανε τη δοκιμασία του σαν νεόφυτος κι απάγγειλε και τους πρώτους όρκους. Η αρρώστια τον ανάγκασε να διακόψει τις θεολογικές μελέτες του. Μετά, υπηρέτησε ακόμα μερικά χρόνια σ’ ένα ίδρυμα του τάγματος, σαν επιτηρητής, δηλαδή, επιμελητής και προγυμναστής νεαρών μαθητών, πράμα που ταίριαζε, άλλωστε, με τις παιδαγωγικές τάσεις του. Κι αυτή την τάση ακολουθεί ακόμα και σήμερα διδάσκοντας λατινικά εδώ, στο «Φρειδερίκειον». Βρίσκεται, εδώ, τώρα και πέντε χρόνια. Δεν είναι πια σίγουρο πως θα μπορέσει να εγκαταλείψει κάποτε αυτό το μέρος. Είναι μέλος του τάγματος, μα και με χαλαρότερους δεσμούς, αν ήταν συνδεμένος μαζί του, πάλι δε θα του έλειπε τίποτα. Σας είπα, πως, όσο γι’ αυτόν, προσωπικά, είναι φτωχός, θέλω να πω ότι δεν έχει τίποτα. Είναι ο κανόνας, βλέπετε, φυσικά! Μα το τάγμα διαθέτει τεράστιο πλούτο και φροντίζει για τους δικούς του, όπως το είδατε δα και μόνοι σας. — Πού στο διάβολο! μουρμούρισε ο Χανς Κάστορπ. Κι εγώ που ούτε καν μπορούσα να φανταστώ πως ήταν δυνατό να υπάρχει στα σοβαρά κάτι τέτοιο! Ένας Ιησουίτης! Ώστε έτσι, λοιπόν!… Μα πείτε μου ένα πράμα: αφού τον φροντίζουν τόσο πολύ και του παρέχουν, γενικά, από κει, ό,τι χρειάζεται, για ποιο λόγο, στο διάβολο, μένει εδώ;… Δε θέλω βέβαια να κατηγορήσω το σπίτι που μένετε, κ. Σετεμπρίνι, είστε πολύ καλά εγκαταστημένος στου Λούκασεκ, το διαμερισματάκι σας είναι τόσο διακριτικό, τόσο

συμπαθητικό. Μα θέλω να πω: αν ο Νάφτα έχει ένα τόσο χοντρό κομπόδεμα στη διάθεσή του, για να χρησιμοποιήσω μια αγοραία έκφραση, γιατί δε μένει σ’ ένα άλλο διαμέρισμα, που να έχει καλύτερη εμφάνιση, με καθώς πρέπει είσοδο και με μεγάλα δωμάτια, σ’ ένα πιο ξεχωριστό σπίτι; Στην υπόθεση αυτή υπάρχει, αλήθεια, κάτι το μυστηριώδες και το τυχοδιωκτικό, με τον τρόπο που είναι εγκαταστημένος σ’ αυτή την τρύπα, τριγυρισμένος απ’ όλο το μετάξι… Ο Σετεμπρίνι σήκωσε τους ώμους. — Λόγοι διακριτικότητας και γούστου, είπε, θα πρέπει να έπαιξαν ρόλο στην εκλογή του. Φαντάζομαι, πως ικανοποιεί την αντικεφαλαιοκρατική του συνείδηση, μένοντας σε μια φτωχική κάμαρα και πως, με τον τρόπο που την κατοικεί, αποζημιώνεται γι’ αυτό. Ακόμη κι η σωφροσύνη θα παίζει το ρόλο της. Δε ρεκλαμάρει κανείς μ’ αφίσες πάνω σ’ όλους τους τοίχους με πόση φροντίδα προβλέπει ο διάβολος τις ανάγκες του. Αντίθετα, διαλέγει μια πρόσοψη αρκετά διακριτική και πίσω της εγκαταλείπεται ελεύθερα στο εκκλησιαστικό γούστο του, για τα μεταξωτά υφάσματα… — Πάρα πολύ παράξενο! είπε ο Χανς Κάστορπ. Αυτό ’ναι, πρέπει να το ομολογήσω, κάτι εντελώς καινούριο για μένα και πολύ γοητευτικό. Όχι, σας οφείλουμε, αληθινά, μεγάλη ευγνωμοσύνη, κ. Σετεμπρίνι, που μας τον γνωρίσατε. Πιστέψτε με, πως θα τον επισκεφτούμε πολλές φορές ακόμη. Αυτό εννοείται. Τέτοιες σχέσεις φαρδαίνουν τον ορίζοντα αναπάντεχα και ανοίγουν τη θέα σ’ έναν κόσμο, που ούτε μπορούσε κανένας να υποψιαστεί την ύπαρξή του. Ένας αληθινός Ιησουίτης! Κι όταν λέω «αληθινός», σκέφτομαι ό,τι περνά αυτή τη στιγμή από το μυαλό μου κι ό,τι θα ήθελα ακόμη να παρατηρήσω. Ρωτώ: Είναι κανονικός, άραγε; Ξέρω καλά τη γνώμη σας, πως τίποτα δεν μπορεί να είναι κανονικό σε κάποιον που χρωστά τους πόρους της ζωής τους στο διάβολο. Μ αυτό που θα ’θελα να πω, βρίσκεται σε τούτη δω την ερώτηση: Είναι κανονικός σαν Ιησουίτης; Αυτό, ακριβώς, περνά τώρα από το μυαλό μου. Είπε πράματα ξέρετε ποια εννοώ πάνω στον Κομμουνισμό και στον ευσεβή ζήλο του προλεταριάτου, που δε θα οπισθοχωρήσει μπροστά στο αίμα, κοντολογίς, πράματα. Δε λέω τίποτα περισσότερο απάνω σ’ αυτό, μα ο παππούς σας, με το κοντάρι του του πολίτη, θα ήταν ένα αθώο αρνάκι, πλάι σ’ όλ’ αυτά, με συγχωρείτε για την έκφραση. Είναι αυτό δυνατό, λοιπόν; Τον επιδοκιμάζουν οι προϊστάμενοί του γι’ αυτά; Είναι κάτι που συμφωνεί με το δόγμα της Ρώμης, που για χάρη του, απ’ όσο ξέρω, τουλάχιστον, δολοπλοκεί το τάγμα των Ιησουιτών σ’ ολόκληρο τον κόσμο; Δεν είναι πώς να πω, μου διαφεύγει η λέξη αιρετικό, ανώμαλο, κάτι όχι σωστό; Να τι σκέφτομαι εξαιτίας του Νάφτα, και πολύ θα ήθελα να ξέρω τη γνώμη σας απάνω σ’ αυτό. Ο Σετεμπρίνι χαμογέλασε: — Απλούστατο. Ο κ. Νάφτα είναι, πραγματικά, πρώτα-Tomasπρώτα, Ιησουίτης κι είναι αληθινά και πέρα για πέρα. Μα, κατά δεύτερο λόγο, είναι ένας πνευματικός άνθρωπος διαφορετικά δε θα επιζητούσα τη συντροφιά του και, σαν τέτοιος, έχει τάσεις προς νέους συνδυασμούς, παραδοχές, συμβιβασμούς και παραλλαγές, σύμφωνες με την εποχή μας. Με είδατε κατάπληκτο από τις θεωρίες του. Ποτέ δε μου είχε ανοιχτεί τόσο απόλυτα.

Χρησιμοποίησα, σαν ερεθιστικό, κατά κάποιο τρόπο, την παρουσία σας, για να τον σπρώξω να πει, γενικά, την τελευταία του λέξη. Ήταν αρκετά κωμικό, αρκετά χοντρό… — Ναι, ναι. Μα γιατί δεν έγινε Padre; Δεν ήταν, βέβαια, η ηλικία που τον εμπόδισε. — Σας το είπα δα λίγο πιο πριν, πως αυτό που τον εμπόδισε, για την ώρα, ήταν η αρρώστια. — Καλά, μα δε νομίζετε πως: αν κατά πρώτο λόγο είναι Ιησουίτης και κατά δεύτερο ένας άνθρωπος με πνεύμα, που τείνει προς νέους συνδυασμούς η δεύτερη τούτη ιδιότητα, η συμπληρωματική, να πούμε, οφείλεται στην αρρώστια; — Τι θέλετε να πείτε μ’ αυτό; — Όχι, όχι, κ. Σετεμπρίνι. Θέλω να πω μόνο: έχει μια υγρή εστία κι αυτό τον εμπόδισε να γίνει Πατέρας. Μα κι οι συνδυασμοί του θα τον εμπόδισαν, χωρίς άλλο, και κατά συνέπεια, οι συνδυασμοί κι η υγρή εστία είναι κατά κάποιο τρόπο, ταυτόσημες. Είναι με τον τρόπο του, κάτι σαν ένα χαϊδεμένο παιδί της ζωής, ένας joli jésuite με μια petite tache humide. Είχαν φτάσει στο σανατόριο. Στην πλατφόρμα, μπροστά στο οίκημα, σταθήκανε για μια ακόμη φορά, πριν χωρίσουνε, σχηματίζοντας ένα μικρό όμιλο, ενώ μερικοί οικότροφοι, που τριγύριζαν εκεί, στον πυλώνα, τους έβλεπαν να μιλούν. Ο κ. Σετεμπρίνι είπε: — Σας καθιστώ, για μια ακόμη φορά, νεαροί μου φίλοι, προσεχτικούς. Δεν μπορώ να σας εμποδίσω να καλλιεργήσετε μια γνωριμία που κάνατε, αν η περιέργειά σας σας σπρώχνει σ’ αυτό. Μα οπλίστε την καρδιά σας και το πνεύμα σας με δυσπιστία, μην παραλείψετε ποτέ ν’ αντιτάξετε την κριτική σας αντίσταση σ’ αυτό τον άνθρωπο. Θα σας τον ορίσω με μια λέξη. Είναι ένας φιλήδονας. Τα πρόσωπα των ξαδέλφων αλλάξανε έκφραση. Ύστερα, ο Χανς Κάστορπ ρώτησε: — Ένας… τι; Με συγχωρείτε, αλλά δεν ανήκει σε Τάγμα; Απ’ όσο ξέρω, δίνουν ορισμένους όρκους κι έπειτα είναι τόσο καχεκτικός, τόσο… φτωχός τω σώματι… — Μιλάτε επιπόλαια, μηχανικέ μου, αποκρίθηκε ο κ. Σετεμπρίνι. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση απολύτως με τη σωματική καχεξία κι όσο για τους όρκους, υπάρχουν επιφυλάξεις και σ’ αυτούς. Μίλησα κάτω από μια πλατύτερη και πνευματικότερη έννοια. Θυμάστε ακόμη τη μέρα που ήρθα και σας είδα στην κάμαρά σας; Πέρασε πάρα πολύ καιρός από τότε. Τότε ακριβώς αρχίζατε την περίοδο που κάνατε στο κρεβάτι. — Φυσικά και το θυμάμαι. Είχατε μπει, το βραδάκι, κι ανάψατε απότομα το φως. Το θυμάμαι σαν… — Ωραία… Τότε, λοιπόν, είχαμε φτάσει, φλυαρώντας, να μιλήσουμε για μερικά πιο υψηλά πράματα, κι ο Θεός να δώσει να ’χουμε κι άλλες συνομιλίες στο μέλλον όπως αυτή. Νομίζω, μάλιστα, πως μιλήσαμε για το θάνατο και για τη ζωή, για τη μεγαλοπρέπεια του θανάτου, από την άποψη ότι είναι μια κατάσταση κι ένα συμπλήρωμα της ζωής, για τη μορφαστική όψη που παίρνει, όταν το πνεύμα κάνει το φοβερό λάθος να τον απομονώνει

σαν αρχή. Κύριοί μου! εξακολούθησε ο κ. Σετεμπρίνι, ενώ άπλωνε, πολύ κοντά προς τους δυο νέους, το δείχτη και το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού, για να συγκεντρώσει την προσοχή τους και σηκώνοντας, με μια παραινετική κίνηση, το δείχτη του δεξιού… Να θυμάστε, πως το πνεύμα είναι υπέρτατο, πως η βούλησή του είναι ελεύθερη, πως αυτό καθορίζει το ηθικό σύμπαν! Αν, δυαλιστικά, απομονώνει το θάνατο, τότε ο θάνατος, από τη βούληση αυτή του πνεύματός του, γίνεται, στην πραγματικότητα, actu, με καταλαβαίνετε, μια δύναμη που, καθαυτή, αντιτίθεται στη ζωή, μια εχθρική αρχή, μια μεγάλη πλάνη κι η αυτοκρατορία της είναι η ηδονή. Και γιατί η ηδονή; θα με ρωτήσετε. Σας απαντώ: γιατί αποδεσμεύει κι απελευθερώνει, γιατί ’ναι η απελευθέρωση από το κακό, μα η σφαλερή, η ανώμαλη απελευθέρωση. Αποσυνθέτει τα ήθη και την ηθική, απελευθερώνει από την πειθαρχία κι από την στάση, κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο απ’ όλα μπροστά στην ηδονή. Αν σας καθιστώ προσεχτικούς, απέναντι σ’ αυτό τον άνθρωπο, που δε σας γνώρισα, κι ο Θεός το ξέρει, παρά με πολύ κρύα καρδιά, αν σας εξορκίζω να περιτειχίσετε την καρδιά σας με τριπλό κριτικό τείχος στις σχέσεις σας και στις συζητήσεις σας μαζί του, αυτό γίνεται μόνο και μόνο γιατί όλες οι σκέψεις του έχουνε ένα χαρακτήρα φιληδονίας, γιατί ’ναι τοποθετημένες κάτω από την προστασία του θανάτου, κάτω από μια δύναμη, δηλαδή, από τις ακόλαστες, όπως σας είπα και άλλοτε, ναυπηγέ μου, θυμούμαι θαυμάσια την έκφρασή μου, θυμούμαι πάντα τις ακριβείς και δυνατές εκφράσεις που βρήκα την ευκαιρία να διατυπώσω μια δύναμη που στρέφεται ενάντια στον πολιτισμό, στην πρόοδο, στην εργασία και στη ζωή και που το ευγενέστερο καθήκον του παιδαγωγού είναι να προστατεύει τις νεαρές ψυχές από τη νοσηρή πνοή της. Κανείς δε μπορούσε να μιλά καλύτερα από τον κ. Σετεμπρίνι, με περισσότερη σαφήνεια και ευγένεια. Ο Χανς Κάστορπ κι ο Γιόαχιμ Τσίμσεν τον ευχαρίστησαν πολύ, για ό,τι τους είπε, τον αποχαιρέτησαν κι ανέβηκαν στα σκαλοπάτια του πυλώνα του Μπέργκχοφ, ενώ ο κ. Σετεμπρίνι ξαναγύρισε στο ουμανιστικό αναλόγιό του, ένα πάτωμα ψηλότερα από το μεταξοντυμένο κελί του Νάφτα. Εδώ μεταφέραμε μόνο την πρώτη επίσκεψη των εξαδέλφων στο σπίτι του Νάφτα. Από τότε την ακολούθησαν και δυο-τρεις άλλες ακόμη, η μια, μάλιστα, χωρίς την παρουσία του Σετεμπρίνι. Κι αυτές, επίσης, τροφοδοτούσανε τις σκέψεις του νεαρού Χανς Κάστορπ, όταν η ανώτερη μορφή, η επιλεγόμενη homo dei παρουσιαζότανε στο εσωτερικό μάτι του, την ώρα που καθότανε στο γαλάζια λουλουδιασμένο καταφύγιό του και «κυβερνούσε».

ΟΞΥΘΥΜΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΛΓΕΙΝΟ Έτσι έφτασε ο Αύγουστος μήνας και ανάμεσα στις πρώτες μέρες του, η επέτειος του ερχομού, σε μας εδώ πάνω, του ήρωά μας, είχε περάσει: ο νεαρός Χανς Κάστορπ την είχε δει να πλησιάζει με κάποια ανησυχία. Αυτός ήταν ο κανόνας, εξάλλου. Σε μας, εδώ πάνω, δεν αγαπούσαν πολύ την επέτειο του ερχομού τους, και τόσο οι οικότροφοι ενός χρόνου, όσο κι οι πολύχρονοι άρρωστοι, απέφευγαν να τη σκέφτονται, κι ενώ, άλλωστε, δεν παρέλειπαν ούτε το πιο ελάχιστο πρόσχημα, για να γιορτάζουνε, πίνοντας ο ένας στην υγεία του άλλου, ενώ πολλαπλασίαζαν τις ευκαιρίες για γενική χαρά, σημαδεύοντας έτσι το ρυθμό και το σφυγμό της χρονιάς, με τη βοήθεια κάθε είδους προσωπικών κι ανώμαλων προφάσεων, κι ενώ τα γενέθλια, οι γενικές εξετάσεις, οι κανονικές, ή όχι, αναχωρήσεις, κι άλλα περιστατικά ακόμη, γιορτάζονταν στο εστιατόριο, με σαμπάνια, τούτη δα η επέτειος ήταν αφιερωμένη στη σιωπή, γλιστρούσανε πάνω της, ξεχνούσανε, μάλιστα, να την προσέξουνε και θα μπορούσε κανείς να πει, σίγουρος πως δε θα ’πεφτε έξω, πως ούτε κι οι συνάρρωστοί του τη θυμόντουσαν με πολλή ακρίβεια. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ότι είχανε υπ’ όψη τους τις υποδιαιρέσεις του Χρόνου, παρατηρούσανε στο ημερολόγιο τη διαδοχή των ημερών, τη φανερή επιστροφή τους. Μα το μέτρημα κι ο υπολογισμός του χρόνου, που για κάθε άτομο, ήταν συνδεμένος με το χώρο, εδώ πάνω, το να μετρά, κανείς συνεπώς, τον προσωπικό και ατομικό χρόνο του, ήταν δουλειά των αρχάριων και των περαστικών ξένων. Οι παλιοί επέμεναν στην απουσία κάθε μέτρου, στην ανεπαίσθητη αιωνιότητα, στη μέρα που ήταν πάντα η ίδια και, καθένας τους, από ευγένεια, υπόθετε και στον άλλον μια επιθυμία που ο ίδιος αυτός επιδοκίμαζε. Θα κρινότανε ολωσδιόλου αδέξιο κι άσκημο το να θύμιζε κανείς σε κάποιον, ότι βρισκόταν εκεί τώρα και τρία χρόνια ακριβώς: τέτοια πράματα δε συνέβαιναν. Ακόμα κι η φράου Σταιρ, όποια ελαττώματα κι αν είχε, άλλωστε, έδειχνε ανατροφή και τακτ απάνω στο ζήτημα αυτό, ποτέ της δε θα ’κανε ένα τέτοιο χοντρό λάθος. Η αρρώστια της κι η πυρετική κατάσταση του κορμιού της, συμμαχούσανε, χωρίς αμφιβολία, με μια μεγάλη αμορφωσιά. Ακόμα τώρα τελευταία είχε μιλήσει για την επιτήδευση των κορυφών των πνευμόνων της κι όταν η συζήτηση είχε γυρίσει πάνω σε ιστορικά περιστατικά, είχε δηλώσει πως οι ιστορικές ημερομηνίες μια φορά δεν ήταν ποτέ το «πολυκράτειο δαχτυλίδι» της, πράμα που προκάλεσε κάποια κατάπληξη σε όσους κάθονταν γύρω της. Μα το να θύμιζε κάπου εκεί, κατά το Φεβρουάριο, στο νεαρό Τσίμσεν, την επέτειο του ερχομού του, αυτό δεν θα το φανταζόταν κανείς, μ όλο που δεν ήταν καθόλου απίθανο να είχε περάσει από τη θύμησή της. Γιατί το δυστυχισμένο κεφάλι της ήταν φυσικά, γιομάτο άχρηστα πράγματα κι ημερομηνίες και της άρεσε να κάνει τους υπολογισμούς που αφορούσαν τους άλλους. Τα καθιερωμένα, όμως, έθιμα την κρατούσαν στη θέση της. Το ίδιο έγινε λοιπόν, και με την επέτειο του Χανς Κάστορπ. Την ώρα του φαγητού, βέβαια δοκίμασε μια φορά να του κλείσει το μάτι μ’ έναν τρόπο γιομάτο σημασία, μα καθώς συνάντησε μια άδεια έκφραση, βιάστηκε να σαλπίσει οπισθοχώρηση. Κι ο Γιόαχιμ, επίσης, δεν είπε τίποτα στον ξάδελφό του, μ’ όλο που σίγουρα θυμήθηκε τη μέρα κείνη, που είχε πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό του «Ντορφ», να υποδεχτεί, τον ερχόμενο για

μια σύντομη επίσκεψη τριών εβδομάδων, εξάδελφό του. Μα ο Γιόαχιμ, ελάχιστα ομιλητικός από φυσικού του, ήταν πολύ λιγότερο φλύαρος, οπωσδήποτε, απ’ όσο είχε γίνει εδώ πάνω ο Χανς Κάστορπ, χωρίς να μιλήσουμε για τους ουμανιστές και τους φλύαρους της παρέας τους, ο Γιόαχιμ, λοιπόν, τούτον δω τον τελευταίο καιρό είχε κρατήσει μια ολωσδιόλου ιδιαίτερη και χτυπητή σιωπή. Δεν εκφραζότανε πια παρά με μονοσύλλαβα, μα πίσω από την έκφραση του προσώπου του κάτι δούλευε. Ήταν φανερό, πως γι' αυτόν, ήταν συνδεμένες άλλες εικόνες με την εικόνα του σταθμού του «Ντορφ» κι όχι ο ερχομός του εξαδέλφου του κι η υποδοχή που του έκανε… Βρισκόταν σε κανονικότατη αλληλογραφία με την πεδινή του πατρίδα. Μέσα του ωρίμαζαν αποφάσεις. Έκανε προετοιμασίες, που πλησίαζαν προς το τέλος τους. Ο Ιούλιος ήταν ζεστός κι ευχάριστος. Μα, με τον ερχομό του καινούριου μήνα, ο καιρός χάλασε, κυριάρχησε μια ψυχρή υγρασία, ένα βροχόχιονο κι ύστερα αποκλειστικό, κάθε άλλο παρά δισυπόστατο, χιόνι, κι ο καιρός αυτός κράτησε, κομμένος από μερικές όμορφες καλοκαιριάτικες μέρες, ίσαμε το τέλος, και περισσότερο ακόμη, του μήνα, ως τα μέσα του Σεπτέμβρη πες. Στην αρχή, τα δωμάτια κρατούσαν ακόμη τη ζέστα της καλοκαιρινής περιόδου, που είχε προηγηθεί κάπου δηλαδή, δέκα βαθμούς θερμοκρασία, πράμα που το θεωρούσαν υποφερτό. Μα σε λίγο άρχισε να κάνει όλο και πιο πολύ κρύο κι ένιωθε κανείς ευχαριστημένος, για το χιόνι που σκέπαζε την κοιλάδα, γιατί η θέα του μόνο η θέα του, γιατί το χαμήλωμα της θερμοκρασίας δε θ’ αρκούσε· γι' αυτό έκανε τη Διαχείριση να πάρει την απόφαση να θερμάνει, πρώτα-πρώτα την τραπεζαρία κι ύστερα και τα δωμάτια, κι όταν γυρίζοντας από την κούρα του και δίχως τις δυο κουβέρτες του πια, άφηνε κανείς τον εξώστη του, μπορούσε να ψηλαφίσει με τα υγρά και κοκαλωμένα χέρια του τους σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης, που η στεγανή πνοή τους έκανε πιο έντονη, φυσικά, την κοκκινίλα των μάγουλών του. Είχε έρθει, λοιπόν, κιόλας ο χειμώνας; Οι αισθήσεις δεν ξέφευγαν απ’ αυτή την εντύπωση κι ήταν πολλοί, πάλι, που παραπονιόντουσαν, ότι «τους είχαν κλέψει το καλοκαίρι τους», μ’ όλο που, βοηθημένοι από φυσικές και τεχνητές περιστάσεις, είχαν κι οι ίδιοι απογυμνωθεί, γενικά, από ένα εσωτερικό σπατάλημα του χρόνου. Η λογική έλεγε, πως είχαν ακόμα μπροστά τους όμορφες φθινοπωριάτικες μέρες. Ίσως, μάλιστα, να έρχονταν και στη σειρά και με τόση θερμή λαμπρότητα, που δε θα ήταν καμιά υπερβολική τιμή, να τους δώσει κανείς τ’ όνομα του καλοκαιριού, με την προϋπόθεση να βγάλει από τη σκέψη του την κιόλας πιο μεγαλωμένη τροχιά του ήλιου και το γρηγορότερο βασίλεμά του. Μα η επίδραση, στην κατάσταση της ψυχής, της θέας αυτού του χειμωνιάτικου τοπίου ήταν πιο δυνατή από κάθε παρόμοια παρηγοριά. Στεκόταν κανείς μπροστά στην κλεισμένη πόρτα του μπαλκονιού του και κοίταζε, εξακολουθητικά, έξω, μ’ αηδία, το στροβίλισμα του χιονιού, ο Γιόαχιμ ήταν αυτός που στεκόταν έτσι, και με σφιγμένη φωνή είπε: — Θ αρχίσει πάλι η ίδια ιστορία, λοιπόν; Ο Χανς Κάστορπ, πίσω του, μέσα στο δωμάτιο, αποκρίθηκε: — Θα ’ταν κάπως νωρίς, δεν μπορεί να ’ναι οριστικό, μα είναι αλήθεια, πως έχει μια θέα φοβερά οριστική. Αν ο χειμώνας είναι το σκοτείνιασμα, το χιόνι, το κρύο κι οι ζεστοί

σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης, τότε έχουμε πάλι χειμώνα, δεν υπάρχει τρόπος να το αρνηθούμε. Κι όταν σκεφτεί κανείς, πως αφήσαμε πίσω μας το χειμώνα και πως μόλις πέρασε το λιώσιμο του χιονιού οπωσδήποτε έτσι μας φαίνεται, δεν είναι αλήθεια, σαν να ’χαμε χτες ακόμα, ακριβώς, άνοιξη; τότε, για μια στιγμή, νιώθει αποκαρδιωμένος, συμφωνώ κι εγώ απάνω σ’ αυτό. Είναι επικίνδυνο για την ανθρώπινη αισιοδοξία, άφησέ με να σου εξηγήσω τι θέλω να πω. Θέλω να πω, ότι ο κόσμος είναι κανονικά οργανωμένος, με τέτοιο τρόπο, που ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ανθρώπου και συμφωνεί με την αισιοδοξία του, πρέπει να το παραδεχτούμε αυτό. Δε θέλω να προχωρήσω τόσο πολύ, ώστε να πω, πως η φυσική τάξη, λόγου χάρη, κι ας το πούμε αμέσως, το μέγεθος της γης, ο χρόνος που χρειάζεται για να περιστραφεί γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον ήλιο, η αλλαγή της μέρας κι οι εποχές της χρονιάς, ο κοσμικός ρυθμός, αν θέλεις, έχουν υπολογιστεί πάνω στις ανάγκες μας, αυτό θα ’ταν χωρίς άλλο, ιταμό και ανόητο, θα ’ταν τελολογία, όπως λένε οι φιλόσοφοι. Μα το πράμα, έχει απλούστατα, έτσι, ώστε η ανάγκη μας και τα γενικά, βασικά, φυσικά γεγονότα, να συμφωνούν, δόξα σοι ο Θεός, μεταξύ τους και λέω δόξα σοι ο Θεός, γιατί ’ναι, αληθινά, μια ευκαιρία να υμνήσει κανείς το Θεό κι όταν, στην πεδιάδα, έρχεται το καλοκαίρι ή ο χειμώνας, τότε, το προηγούμενο καλοκαίρι ή ο προηγούμενος χειμώνας, έχουν περάσει πριν από αρκετό καιρό ακριβώς, έτσι που, το καλοκαίρι ή ο χειμώνας, να μας είναι πάλι ευπρόσδεκτα, κι απάνω σ’ αυτό βασίζεται η αισιοδοξία μας, η χαρά της ζωής. Μα, εδώ πάνω, σε μας, αυτή η τάξη κι αυτή η συμφωνία είναι ταραγμένες, πρώτα-πρώτα, γιατί εδώ πάνω δεν υπάρχουν καθόλου αληθινές εποχές, όπως παρατήρησες και μόνος σου, κάποτε, παρά μόνο καλοκαιριάτικες και χειμωνιάτικες μέρες pele-mele κι ανάκατες, κι εκτός απ’ αυτό γιατί δεν υπάρχει καθόλου χρόνος εδώ, για να ’χει κανείς την αίσθησή του, έτσι που ο καινούριος χειμώνας, όταν έρχεται, να μην είναι καθόλου καινούριος, παρά πάλι ο παλιός. Κι αυτό εξηγεί την ακεφιά σου, καθώς κοιτάζεις από το παράθυρο. — Ευχαριστώ πολύ, είπε ο Γιόαχιμ, και, τώρα που το εξήγησες, θα είσαι, πιστεύω, τόσο ικανοποιημένος, που θα ’σαι κι από πάνω ευχαριστημένος για το πράμα αυτό καθαυτό, ό,τι κι αν είναι… Ε, λοιπόν, όχι! είπε ο Γιόαχιμ. Ως εδώ! είπε. Αυτό ’ναι γουρουνιά. Όλη αυτή η ιστορία είναι μια φριχτή κι αηδιαστική γουρουνιά κι αν εσύ για λογαριασμό σου… Εγώ… Και με γρήγορο βήμα έφυγε από την κάμαρα, χτυπώντας, μάλιστα, και την πόρτα κι αν όλα τα σημάδια δεν ήταν απατηλά, τότε δάκρυα είχαν ανεβεί στα ωραία, γλυκύτατα μάτια του. Ο άλλος έμεινε πίσω, στενοχωρημένος. Δεν είχε πάρει στα σοβαρά μερικές αποφάσεις του εξαδέλφου του, όσο καιρό, ο τελευταίος αυτός, τις φώναζε, σκορπώντας τις από δω κι από κει, απειλητικά. Μα τώρα που κάτι κρυφόκαιε πίσω από τα χαρακτηριστικά του Γιόαχιμ και που φερνότανε, όπως πρωτύτερα, ο Χανς Κάστορπ άρχισε να φοβάται, γιατί καταλάβαινε πως ο στρατιωτικός αυτός ήταν άνθρωπος που μπορούσε να προχωρήσει σε πράξεις, φοβήθηκε, έτσι, που έγινε κάτωχρος, και για τους δυο τους, και για τον ίδιο τον εαυτό του και για τον άλλο. Fort possible qu’ il aille mourir, σκέφτηκε, κι όπως στα

λόγια αυτά βρισκόταν, αναμφισβήτητα, μια σίγουρη πληροφορία από τρίτο χέρι, το βάσανο μιας παλιάς κι ουδέποτε καθησυχασμένης υποψίας ήρθε ν’ ανακατευτεί τώρα με το φόβο του, ενώ σκεφτότανε ακόμη: Είναι δυνατό να μ’ αφήσει μόνο μου εδώ πάνω, εμένα που δεν είχα έρθει, ωστόσο, παρά μόνο για να τον επισκεφτώ; για να προσθέσει: θα ’ταν τρελό και τρομαχτικό, θα ’ταν τόσο τρελό και τρομαχτικό, που νιώθω το πρόσωπό μου να παγώνει και την καρδιά μου να κάνει τα δικά της, γιατί αν μείνω μόνος μου εδώ πάνω κι αυτό θα γίνει, αν φύγει ο Γιόαχιμ, το να φύγω μαζί του αποκλείεται, απλούστατα, και τότε αν γίνει έτσι, αν μείνω, να που η καρδιά μου σταμάτησε ολότελα θα ’ναι για πάντα και για αιώνια, γιατί δε θα μπορέσω να βρω μόνος μου ποτέ, μα ποτέ πια, το δρόμο που οδηγεί στην πεδιάδα… Ως εκεί προχώρησαν οι τρομαχτικές σκέψεις του Χανς Κάστορπ. Ακόμη, κατά το διάστημα του ίδιου εκείνου απογεύματος, έμελλε ν’ αποχτήσει μια βεβαιότητα απάνω στην πορεία των γεγονότων που θα επακολουθούσαν: ο Γιόαχιμ εξηγήθηκε, οι κύβοι ρίχτηκαν, η μάχη δόθηκε κι η απόφαση πάρθηκε. Ύστερα από το τσάι κατέβηκαν στο φωτισμένο υπόγειο, για την ιατρική εξέταση του μηνός. Ήταν αρχές του Σεπτέμβρη. Μπαίνοντας στην ξερή ατμόσφαιρα της αίθουσας των εξετάσεων, βρήκανε τον Δρ Κροκόβσκι, καθισμένο μπροστά στο γραφείο του, ενώ ο Αυλικός Σύμβουλος, με το πρόσωπο βαθιά μελανιασμένο και με τα μπράτσα σταυρωμένα, ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο, κρατώντας με το ένα χέρι το στηθοσκόπιο και χτυπώντας μ’ αυτό τον ώμο του. Χασμουριότανε, κοιτάζοντας κατά το ταβάνι. —Ώρα καλή, παιδιά! είπε κουρασμένα και με διάφορους άλλους τρόπους έδειξε ένα αρκετά πεσμένο ηθικό, μελαγχολία, μια τέλεια υποταγή. Κατά πάσα πιθανότητα θα είχε καπνίσει. Μα είχε και πιο συγκεκριμένες στεναχώριες, που τα ξαδέλφια είχαν ακούσει να γίνεται λόγος γι’ αυτές, περιστατικά του σανατόριου αρκετά γνωστού χαρακτήρα: μια κοπέλα, Άμμυ Ναίλτινγκ ονόματι, που είχε εισαχθεί για πρώτη φορά το περασμένο φθινόπωρο κι είχε σταλεί στο σπίτι της, ύστερα από εννιά μήνες, τον Αύγουστο, σαν γιατρεμένη και που ξαναγύρισε πριν από το τέλος του Σεπτέμβρη, γιατί «δεν αισθανόταν καλά» στον τόπο της, για να ξανασταλεί πίσω στην πεδιάδα τον Φεβρουάριο, σαν θεραπευμένη εντελώς κι αυτή τη φορά, μα που, περί τα μέσα του Ιουλίου, είχε ξαναπάρει τη θέση της στο τραπέζι της φράου 'Ιλτις, αυτή η Άμμυ, λοιπόν, είχε πιαστεί επ’ αυτοφώρω, κατά τη μια η ώρα της νύχτας, μ’ έναν άρρωστο, Πολυπράξιο ονόματι, τον ίδιο κείνο Έλληνα που, το βράδυ του Καρναβαλιού, είχε κάμει αίσθηση για την ομορφιά των μηρών του, ένα νεαρό χημικό, που ο πατέρας του είχε, στον Πειραιά, ένα εργοστάσιο κατασκευής χρωμάτων μέσα στο δωμάτιό της από μια ξετρελαμένη από τη ζήλεια της φίλη, που είχε μπει στην κάμαρα της Άμμυ από τον ίδιο δρόμο που είχε μπει κι ο Πολυπράξιος, περνώντας από το μπαλκόνι, δηλαδή, και που, σπαραγμένη από τον πόνο κι από τον θυμό, στην ανακάλυψη αυτή άφησε τόσο τρομαχτικές κραυγές, έκανε τόσο φοβερή φασαρία, που σήκωσε όλο τον κόσμο στο πόδι, έτσι, ώστε η υπόθεση αυτή προκάλεσε αληθινό σκάνδαλο, αδύνατο να καλυφθεί. Ο Μπέρενς βρέθηκε στην ανάγκη να τους διώξει και τους τρεις από το σανατόριο, τον

Αθηναίο, τη Ναίλτινγκ και τη φίλη τους και τώρα δα συζητούσε ακόμα γι’ αυτή τη δυσάρεστη υπόθεση, με το βοηθό του, που, η Άμμυ, όπως κι η αντίπαλός της, ήταν ανάμεσα στους αρρώστους, που ο Δρ Κροκόβσκι τους έκανε ψυχανάλυση. Κατά τη διάρκεια της ιατρικής εξέτασης των εξαδέλφων, ο Αυλικός Σύμβουλος εξακολούθησε να μιλά γι’ αυτή την υπόθεση, μ’ ένα τόνο μελαγχολίας και υποταγής. Γιατί ’ταν ένας τόσο τέλειος καλλιτέχνης της ακρόασης, που ήταν ικανός να εξερευνά το εσωτερικό ενός ανθρώπου, μιλώντας αδιάκοπα γι’ άλλα πράματα κι υπαγορεύοντας ταυτόχρονα, στο βοηθό του, ό,τι διαπίστωνε. — Ναι, ναι, gentlemen, η καταραμένη libido! είπε. Σε σας, τα πράματα αυτά φαίνονται διασκεδαστικά, ακόμη, φυσικά… Φλυκταινώδης. Μα ένας Διευθυντής Ιδρύματος, όπως εγώ, μπορεί να ’χει γιομάτη τη λάμπα του, πιστέψτε με βαρύηχος — πιστέψτε με αν θέλετε. Τι μπορώ να κάνω κι εγώ, αν η φθίση είναι αχώριστη με ιδιαίτερα έντονες σαρκικές επιθυμίες ελαφρά τραχείς; Δεν είμαι εγώ εκείνος που έφτιαξε αυτά τα πράματα, και να που πριν μάθει κανείς τι συμβαίνει ακριβώς με δαύτα, βγαίνει κι από πάνω, εδώ, κάτω από τον αριστερό ώμο, βραχύς. Υπάρχει η ψυχανάλυση, υπάρχει η εξομολόγηση — ναι, καλή όρεξη. Όσο πιο πολύ εξομολογείται στον ψυχαναλυτή της αυτή η συμμορία, τόσο και πιο φιλήδονη γίνεται. Πλέκω το εγκώμιο των μαθηματικών. Εδώ πέρα πάμε, βλέπω, καλύτερα, τ’ ακροαστικά εξαφανίστηκαν. Η ασχολία με τα μαθηματικά, λέω, είναι το καλύτερο φάρμακο κατά της σαρκικής επιθυμίας. Ο εισαγγελεύς Παραβάν, που έμπαινε κάπως υπερβολικά στον πειρασμό, την καταπολέμησε μ’ αυτό τον τρόπο· τώρα έφτασε στον τετραγωνισμό του κύκλου κι αυτό τον ανακουφίζει πολύ. Μα οι περισσότεροι είναι πολύ ανόητοι ή πολύ τεμπέληδες γι’ αυτό, ο Θεός να τους συγχωρήσει! Φλυκταινώδης. Ξέρω πολύ καλά, βλέπετε, πως οι νέοι, εδώ, χαλούν και διαφθείρονται αρκετά εύκολα και δεν είναι λίγες οι φορές που μου συνέβη να με ρωτήσει κατάμουτρα, ένας οποιοσδήποτε αδελφός ή αρραβωνιαστικός, τι μ’ ενδιέφερε εμένα αυτό. Από τότε δεν είμαι πια παρά μόνο γιατρός, ελαφρά ρογχώδης, πάνω δεξιά. Είχε τελειώσει με το Γιόαχιμ, γλίστρησε το στηθοσκόπιό του στην τσέπη της άσπρης μπλούζας του κι έτριψε και τα δυο μάτια του, με το πελώριο αριστερό χέρι του, όπως συνήθιζε να κάνει, όταν ήταν «σε κατάπτωση» και μελαγχολικός. Μισομηχανικά και με συχνά χασμουρητά, από την κακοκεφιά του, απάγγειλε το μικρό του μάθημα: — Ελάτε, Τσίμσεν, μη χάνετε το κέφι σας! Η αλήθεια είναι, πως δεν πάνε όλα αρκετά καλά, ακριβώς, όπως είναι γραμμένα στο βιβλίο της φυσιολογίας. Οι πνεύμονές σας σφυρίζουν ακόμη εδώ κι εκεί κι ούτε κανονίσατε εντελώς ακόμη τους λογαριασμούς σας με την κλίμακα Γκάφκυ, μ’ όλο που, τον τελευταίο καιρό, προοδεύσατε κατά ένα βαθμό, προς τα κάτω, σε τούτη τη scala, αυτή τη φορά είναι έξι, μα δε σημαίνει πως κι αποτοξινωθήκατε ολότελα. Όταν πρωτοήρθατε εδώ πάνω, ήσασταν πολύ πιο άρρωστος, μπορώ να σας το δώσω γραφτά, κι αν μείνετε ακόμη πέντε-έξι μήνες ξέρετε πως οι καθαρευουσιάνοι λένε τον μήνα «ο μην»; Ομολογώ πως ο μην είναι ευγενικότερος, λεπτότερος, από το «ο μήνας». Αποφάσισα να γίνω καθαρευουσιάνος κι εγώ, έστω και μόνο απάνω σ’ αυτή τη λέξη, και να λέω «μην» κι όχι «μήνας»…

— Κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, άρχισε ο Γιόαχιμ. Στεκόταν, με γυμνό πανωκόρμι, σ’ αυστηρή στάση, με το στήθος προς τα μπρος, μ’ ενωμένες τις φτέρνες, και το πρόσωπό του ήταν το ίδιο πιτσιλισμένο από βούλες, όπως και κείνη τη μέρα που, σε κάποια περίσταση, ο Χανς Κάστορπ είχε προσέξει για πρώτη φορά το χλόμιασμα του μπρουτζόχρωμου προσώπου, του εξαδέλφου του. — Αν κάνετε, εξακολούθησε ο Μπέρενς, βιαστικά, σαν για να προφτάσει το ξέσπασμα του νεαρού Γιόαχιμ, αν κάνετε ακόμα κάπου μισό χρονάκι εδώ την υπηρεσία σας, θα γίνετε ένας τέλειος άντρας, και τότε πια θα μπορέσετε να κυριεύσετε την Κωνσταντινούπολη και σίγουρα που θα σας κάνουν αρχιστράτηγο… Ποιος ξέρει τι θα μωρολουγούσε ακόμη στην, δίχως καμιά εσωτερική αντίσταση, κατάσταση, που βρισκόταν ο Μπέρενς, αν η ατάραχη στάση του Γιόαχιμ κι η φανερή θέλησή του να μιλήσει, και να μιλήσει με θάρρος, δεν τον έκαναν να χάσει τον ειρμό. — Κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, είπε ο νέος, ήθελα να σας κάνω γνωστό, ότι αποφάσισα να φύγω. — Ελάτε τώρα! Θέλετε να γίνετε ταξιδιώτης, λοιπόν; Φανταζόμουν πως, αργότερα, όταν θα ήσασταν τέλεια θεραπευμένος, είχατε σκοπό να γίνετε στρατιωτικός. — Όχι, πρέπει να φύγω τώρα, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Σε οχτώ μέρες. — Δε μου λέτε, άκουσα καλά; Πετάτε το όπλο σας, λοιπόν; Θέλετε να διακόψετε τη θεραπεία σας; Ξέρετε πως αυτό λέγεται λιποταξία; — Όχι, δεν έχω την ίδια γνώμη, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Πρέπει πια να πάω στο σύνταγμά μου. — Μ’ όλο που σας λέω, πως σε μισό χρόνο, δίχως άλλο, θα σας επιτρέψω μόνος μου να φύγετε, μα πως πριν από το μισό τούτο χρόνο δεν μπορώ να σας αποδώσω την ελευθερία σας; Η στάση του Γιόαχιμ γινόταν όλο και πιο πολύ στρατιωτική. Έβαλε μέσα το στομάχι του κι είπε λιγόλογα και με σφιγμένη φωνή: — Βρίσκομαι πάνω οπό ενάμιση χρόνο εδώ πέρα, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Δεν μπορώ να περιμένω περισσότερο. Ο κύριος Αυλικός Σύμβουλος είχε πει στην αρχή: τρεις μήνες. Ύστερα, η θεραπεία μου παρατάθηκε με τρεις και μ’ έξι μήνες σε κάθε γενική εξέταση, κι ωστόσο ακόμα δεν έγινα καλά. — Και φταίω εγώ γι’ αυτό; — Όχι, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Μα δεν μπορώ να περιμένω περισσότερο. Αν δε θέλω να χάσω ολότελα την κατάλληλη στιγμή, τότε δεν πρέπει να περιμένω εδώ, ώσπου να θεραπευτώ εντελώς. Πρέπει να φύγω, από τώρα κιόλας. Χρειάζομαι ακόμα λίγες μέρες, για να φτιάξω τα πράματά μου και για μερικές άλλες ετοιμασίες. — Η οικογένειά σας συμφωνεί σ’ αυτό; — Η μητέρα μου είναι σύμφωνη. Όλα έχουν ταχτοποιηθεί. Την πρώτη Οκτωβρίου μπαίνω σαν υποψήφιος αξιωματικός στο Εβδομηκοστό Έκτο.

— Παρ’ όλους τους κινδύνους; ρώτησε ο Μπέρενς και τον κοίταξε με τα αιματόστιχτα μάτια του. — Όπως νομίζετε, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ, με τρεμάμενα χείλη. — Ε, λοιπόν, πολύ καλά, Τσίμσεν. Ο Αυλικός Σύμβουλος άλλαξε έκφραση, η στάση του χαλαρώθηκε και τέντωσε το χέρι του παντού, ένα γύρο. — Πολύ καλά, Τσίμσεν. Κάνετε όπως νομίζετε. Φύγετε, λοιπόν, και καλό σας ταξίδι! Βλέπω ότι ξέρετε τι θέλετε, παίρνετε το πράμα πάνω σας, δική σας υπόθεση είναι, άλλωστε, κι όχι δική μου, από τη στιγμή που αναλαβαίνετε εσείς την ευθύνη. Καθένας είναι αυτεξούσιος, θα φύγετε χωρίς εγγύηση, δεν ευθύνομαι για τίποτα. Μα ο Θεός να δώσει, όλα να γυρίσουνε προς το καλό. Το επάγγελμα που θα εξασκήσετε θα ’ναι στον καθαρό αέρα της υπαίθρου. Δεν είναι καθόλου αδύνατο να σας ταιριάζει απόλυτα κι έτσι να σας ωφελήσει και να τα βγάλετε πέρα. — Μάλιστα κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. — Ωραία, και σεις, νεαρέ μου, από το κοινό των πολιτών; Φεύγετε μαζί, βέβαια; Τώρα πια ήταν η σειρά του Χανς Κάστορπ ν’ απαντήσει. Στεκόταν εκεί, το ίδιο χλομός, όπως πριν ένα χρόνο, τότε που εξετάστηκε για πρώτη φορά κι έμαθε ότι έπρεπε να μείνει μ’ Αυτούς εκεί πάνω. Στεκόταν ακίνητος πάλι, όπως και τότε, και πάλι μπορούσε να διακρίνει κανείς καθαρά το χτύπημα της καρδιάς του πάνω στα πλευρά του. Είπε: — Θα ήθελα, το ταξίδι μου να εξαρτηθεί από την κρίση σας, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. — Από την κρίση μου; Ωραία. Κι ο Αυλικός Σύμβουλος τον τράβηξε από το μπράτσο προς το μέρος του, τον χτύπησε και τον ακροάστηκε. Δεν υπαγόρεψε τίποτα στον Δρ Κροκόβσκι. Η δουλειά αυτή δεν κράτησε πολύ. Όταν τέλειωσε, είπε: — Μπορείτε να φύγετε. Ο Χανς Κάστορπ τραύλισε: — Δηλαδή… γιατί; Είμαι θεραπευμένος, λοιπόν; — Ναι, είστε καλά τώρα. Την κηλίδα, αριστερά, ψηλά, δεν αξίζει τον κόπο να την αναφέρει κανείς. Η θερμοκρασία σας δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτή την κηλίδα. Πού οφείλεται, δεν μπορώ να σας πω. Υποθέτω, πως δεν έχει μεγάλη σημασία. Κατά τη γνώμη μου, μπορείτε να φύγετε. —Μα… κύριε Αυλικέ Σύμβουλε… Αυτή τη στιγμή δε θα μιλάτε, ίσως, πολύ σοβαρά… — Δε μιλώ σοβαρά; Γιατί λοιπόν; Τι φαντάζεστε, λοιπόν; Θα ’θελα, αλήθεια, να μάθω τι σκέφτεστε για μένα! Για ποιον με παίρνετε; Για κανένα ιδιοκτήτη πανδοχείου; Ήταν μια κρίση μανιασμένου θυμού. Το μελανό χρώμα του προσώπου του Αυλικού Συμβούλου είχε γίνει μενεξελί από το φλογισμένο αίμα που το έβαψε κι η πτυχή των χειλιών του τονίστηκε περισσότερο κάτω από το μικρό μουστάκι, έτσι που, τα πάνω δόντια του, φάνηκαν. Τέντωσε το κεφάλι του προς τα μπρος, σαν ταύρος, και τα μάτια

του, τα πάντα υγρά κι αιματόστιχτα, δακρύσανε. — Σας παρακαλώ! φώναξε. Πρώτα-πρώτα δεν είμαι καθόλου ιδιοκτήτης σε τίποτα! Δεν είμαι παρά ένας υπάλληλος εδώ μέσα! Είμαι γιατρός! Είμαι μόνο γιατρός, με καταλαβαίνετε; Δεν είμαι κανένας μεσίτης! Δεν είμαι κανένας signor Amoroso του Τολέδο στην όμορφη Νάπολη, με καταλαβαίνετε καλά; Είμαι ένας υπηρέτης της πάσχουσας ανθρωπότητας! Κι αν έχετε διαφορετική γνώμη για το πρόσωπό μου, μπορείτε να πάτε κι οι δυο σας στο διάβολο, μπορείτε να πάτε όπου θέλετε να κρεμαστείτε ή να σας φάνε οι σκύλοι, δεν έχετε παρά να διαλέξετε, και καλό κατευόδιο! Εγκατέλειψε με μεγάλες δρασκελιές την κάμαρα, από την πόρτα που άνοιγε στην αίθουσα της ακτινοσκόπησης και κάνοντάς την να χτυπήσει πίσω του. Τα ξαδέλφια, γυρεύοντας συμβουλή, στραφήκανε προς τον Δρ Κροκόβσκι, αλλ’ αυτός ήταν χωμένος μέσα στα χαρτιά του. Βιάστηκαν να ξαναφορέσουνε τα ρούχα τους. Στη σκάλα, ο Χανς Κάστορπ είπε: — Ήταν τρομαχτικό. Τον ξανάδες σ’ αυτή την κατάσταση; — Όχι, ποτέ σ’ αυτή την κατάσταση. Αυτές είναι κρίσεις καισαρικής μανίας, και το μόνο πράμα που μπορεί να κάνει κανένας είναι να τις υπομένει, χωρίς να χάνει την ψυχραιμία του. Η αλήθεια είναι, πως ήταν κιόλας εξαιρετικά ερεθισμένος, από την ιστορία του Πολυπράξιου και της Ναίλτινγκ. Μα πρόσεξες, εξακολούθησε ο Γιόαχιμ, κι ήταν φανερό πως η χαρά ότι είχε κερδίσει την υπόθεσή του ανέβαινε μέσα του, πιέζοντας το στήθος του, πρόσεξες πως ξεφούσκωσε αμέσως και συνθηκολόγησε, όταν κατάλαβε πως μιλούσα σοβαρά; Αρκεί μόνο να φανεί κανείς ενεργητικός και να μην αφήσει να τον κοιμίσουνε. Τώρα έχω ένα είδος άδειας ο ίδιος είπε πως μπορεί και να τα βγάλω πέρα, και σ’ οχτώ μέρες φεύγουμε… σε τρεις εβδομάδες θα ’μαι στο Σύνταγμά μου, πρόσθεσε, διορθώνοντας τη φράση του, αφήνοντας έξω το Χανς Κάστορπ και περιορίζοντας τη χαρούμενη αισιοδοξία του στο ίδιο του το πρόσωπο. Ο Χανς Κάστορπ σώπασε. Δεν είπε τίποτα για την «άδεια» του Γιόαχιμ, ούτε και για την ίδια τη δική του, που και γι’ αυτήν είχε γίνει, οπωσδήποτε, λόγος. Έκαμε την τουαλέτα του, για την κούρα της ανάπαυσης, έβαλε το θερμόμετρο στο στόμα του και με λίγες γρήγορες και σίγουρες κινήσεις, γιομάτες τέλεια τέχνη, εξετέλεσε την καθιερωμένη πρακτική, που γι’ αυτήν, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα στην πεδιάδα, για να τυλιχτεί στις δυο καμηλό κουβέρτες του κι ύστερα έμεινε ακίνητος, ένα αθωότατο δέμα, πάνω στην εξαίρετη ξαπλωτούρα του, μέσα στην παγερή υγρασία εκείνου του πρώιμα φθινοπωριάτικου απογεύματος. Τα φορτωμένα βροχή σύννεφα κρέμονταν χαμηλά, η φανταστική σημαία, κάτω στον κήπο, είχε αφαιρεθεί, λείψανα χιονιού ήταν ακόμη σκαλωμένα στα κλαδιά του έλατου. Από την αίθουσα της ανάπαυσης, στην ταράτσα, όπου είχε αντηχήσει, πριν από πολύ καιρό, για πρώτη φορά, η φωνή του κυρίου Αλμπέν, ανέβαινε ένας ελαφρός θόρυβος από ψιθυρίσματα και κουβέντες, προς τ’ αυτιά του νέου, που έκανε την υπηρεσία του και που τα δάχτυλα και το πρόσωπό του ξύλιασαν γρήγορα από την παγωνιά και την υγρασία.

Το είχε πια συνηθίσει κι ήξερε, ευγνωμονώντας το είδος αυτό της ζωής, το μόνο που μπορούσε ακόμα να φανταστεί, το πλεονέκτημα που είχε, με το να είναι ξαπλωμένος και προφυλαγμένος με τούτο τον τρόπο και με το να μπορεί, έτσι, να συλλογίζεται τα πάντα. Ήταν αποφασισμένο πια, ο Γιόαχιμ θα έφευγε. Ο Ραδάμανθυς του είχε αποδώσει την ελευθερία του, όχι κανονικά, όχι γιατί ’ταν εντελώς καλά, μα μισοεπιδοκιμάζοντας και θαυμάζοντας τη σθεναρότητά του. Θα κατέβαινε με το στενόραγο σιδηρόδρομο ίσαμε το Λαντκάρ, κι ύστερα στο Ρόμανσχορν, μετά θα περνούσε τη φαρδιά, βαθιά λίμνη, που ο ιππότης του ποιήματος είχε περάσει με το άλογό του και θα γύριζε σπίτι του, διασχίζοντας ολόκληρη τη Γερμανία. Εκεί κάτω, θα ζούσε στον κόσμο της πεδιάδας, ανάμεσα σ’ ανθρώπους που δεν είχαν ιδέα από τον τρόπο που θα έπρεπε να ζουν, που δεν ήξεραν τίποτα από θερμόμετρο, από την τέχνη του πακεταρίσματος πάνω σε μια ξαπλωτούρα, από το γούνινο σάκο, από τους τρεις υποχρεωτικούς, καθημερινούς περιπάτους, από… ήταν δύσκολο να πεις, ήταν δύσκολο ν’ απαριθμήσεις όλ’ αυτά που αγνοούσανε εκεί κάτω, μα η ιδέα, πως ο Γιόαχιμ, αφού έζησε περισσότερο από ενάμιση χρόνο εδώ πάνω, θα ζούσε ανάμεσα σε ανίδεους, η ιδέα αυτή, που δεν αφορούσε παρά μόνο το Γιόαχιμ, και που δεν τον αφορούσε, αυτόν, το Χανς Κάστορπ, παρά από πολύ μακριά, και υποθετικά να πούμε, τον τάραξε τόσο, που έκλεισε τα μάτια του κι έκανε μια κίνηση υπεράσπισης με το χέρι του. — Αδύνατο, αδύνατο, μουρμούρισε. Μα, τότε, αφού ήταν αδύνατο, θα εξακολουθούσε, λοιπόν, να ζει, εδώ πάνω, μόνος του και δίχως το Γιόαχιμ; Ναι; Πόσο, για πόσο καιρό; Ίσαμε να του δώσει ο Μπέρενς την άδεια να φύγει σαν απόλυτα υγιής, κι αυτό σοβαρά, όχι όπως σήμερα. Μα, κατ’ αρχήν, εδώ πρόκειται για μια ημερομηνία, που δεν μπορούσε να την προβλέψει κανείς, παρά κάνοντας, όπως το είχε κάνει μια μέρα ο Γιόαχιμ, την κίνηση του απροσδιόριστου και, κατά δεύτερο λόγο, το πράμα αυτό, που τώρα ήταν αδύνατο, θα γινότανε δυνατότερο, τότε; Το αντίθετο, μάλλον, ήταν αληθινό. Κι έπρεπε να το παραδεχτεί τίμια. Ένα βοηθητικό χέρι του είχε απλωθεί, τώρα ακόμα, που αυτό το Αδύνατο δεν ήταν ίσως και τόσο αδύνατο, όσο θα γινόταν αργότερα. Του προσφερότανε μια βοήθεια κι ένας οδηγός, χάρη στην άσκεφτη αναχώρηση του Γιόαχιμ, για να τον οδηγήσει πάλι στην πεδιάδα, που, μόνος του αυτός, κινδύνευε να μην μπορέσει ποτέ πια, στον αιώνα τον άπαντα, να ξαναβρεί το δρόμο που θα τον έφερνε σ’ αυτήν. Η ουμανιστική παιδαγωγική θα τον εξόρκιζε επίμονα ν’ αρπάξει αυτό το χέρι και να δεχτεί αυτό τον οδηγό, αν η ουμανιστική παιδαγωγική μάθαινε ποτέ πως είχε παρουσιαστεί αυτή η ευκαιρία! Μα ο κ. Σετεμπρίνι δεν ήταν παρά μόνο ένας εκπρόσωπος— πραγμάτων και δυνάμεων, αξιάκουστων καθαυτά, μα που δεν υπήρχανε μόνο αυτά, που δεν ήταν απόλυτα. Κι έπειτα, το ίδιο συνέβαινε και με το Γιόαχιμ. Αυτός ήταν στρατιωτικός, μάλιστα. Έφευγε, τη στιγμή σχεδόν που θα γύριζε η Μαρούσγια με το πλούσιο στήθος (όλος ο κόσμος ήξερε, πραγματικά, πως θα γύριζε την πρώτη Οκτωβρίου), ενώ σ’ αυτόν, στον πολίτη Χανς Κάστορπ, η αναχώρηση, στο βάθος και χωρίς πολλά λόγια, του φαινόταν αδύνατη, γιατί έπρεπε να περιμένει την Κλαούντια Σοσά, που κανένας δεν ήξερε τίποτα απολύτως ακόμη

για την επιστροφή της. «Δεν έχω την ίδια γνώμη», είχε πει ο Γιόαχιμ, όταν ο Ραδάμανθυς του είχε μιλήσει για λιποταξία, πράμα που, αναντίρρητα, αναφορικά με το Γιόαχιμ, δεν ήταν παρά ανοησίες και μωρολογίες του Αυλικού Συμβούλου, σε μια στιγμή που το ηθικό του ήταν υπερβολικά πεσμένο. Μα γι’ αυτόν τον πολίτη, τα πράματα ήταν, οπωσδήποτε, διαφορετικά. Γι’ αυτόν (ναι, χωρίς καμιά αμφιβολία, έτσι ήταν! Και, για ν’ απαλλάξει αυτή την αποφασιστική σκέψη, από την αοριστία των αισθημάτων του, είχε ξαπλώσει σήμερα μέσα σ’ αυτή την υγρή παγωνιά) γι’ αυτόν θα ’ταν, αληθινά, λιποταξία το ν’ αρπάξει αυτή την ευκαιρία και να φύγει, με το έτσι θέλω ή σχεδόν με το έτσι θέλω, για την πεδιάδα, μια λιποταξία μπροστά στις ευθύνες που του παρουσιάστηκαν, ενώ έβλεπε την εικόνα εκείνου του ανώτερου πλάσματος που λέγεται Homo Dei, μια προδοσία απέναντι στα καθήκοντά του σαν «κυβερνήτης», τα κουραστικά κι ερεθιστικά, που ξεπερνούσανε τις δυνάμεις του, μα ενθουσιαστικά και παράτολμα, αυτά που τον απασχολούσαν εδώ, στον εξώστη του, και στη γαλάζια λουλουδιασμένη κοιλάδα. Τράβηξε το θερμόμετρο από το στόμα του, τόσο βίαια όσο το είχε κάνει και μια άλλη μέρα κιόλας, τότε που χρησιμοποίησε, για πρώτη φορά, το χαριτωμένο αυτό όργανο, όταν του το πούλησε η αδελφή προϊσταμένη, και το κοίταξε με την ίδια απληστία. Ο υδράργυρος είχε ανεβεί αισθητά, σημείωνε 37,8 σχεδόν και 9. Ο Χανς Κάστορπ πέταξε από πάνω τις κουβέρτες, πήδησε στα πόδια του, έκανε μερικά γρήγορα βήματα μέσα στην κάμαρα, ίσαμε την πόρτα του διαδρόμου και ξαναγύρισε. Ύστερα, ξαναπαίρνοντας την οριζόντια στάση του, φώναξε σιγά τον Γιόαχιμ και τον ρώτησε για τον πυρετό του. — Δεν τον παίρνω πια, αποκρίθηκε ο Γιόαχιμ. — Ε, λοιπόν, εγώ έχω tempus, είπε ο Χανς Κάστορπ, παραμορφώνοντας τη λέξη κατά τον τρόπο της φράου Σταιρ. Μα ο Γιόαχιμ έμεινε σιωπηλός πίσω από το γυάλινο χώρισμα του μπαλκονιού. Δεν είπε τίποτα κι αργότερα, ούτε εκείνη τη μέρα ούτε και την επομένη, μήτε και ρώτησε για τα σχέδια και τις αποφάσεις του εξαδέλφου του, που, έχοντας κανείς υπ’ όψη του το ελάχιστο χρονικό διάστημα που είχε ορίσει, αυτός, ο Γιόαχιμ, στον εαυτό του, ίσαμε τη μέρα της αναχώρησής του, θα έπρεπε να φανερωθούν από δικού τους: από τις πράξεις του εξαδέλφου του ή από την αποχή του απ’ ορισμένες πράξεις. Κι ο Γιόαχιμ τις πληροφορήθηκε με το δεύτερο τούτο τρόπο, από την αποχή, δηλαδή, του εξαδέλφου του από κάθε ενέργεια. Σαν να ’χε ακριβώς προσχωρήσει στον ησυχασμό, που, σύμφωνα μ’ αυτόν, το να ενεργεί κανείς ήταν σαν να προσβάλει το Θεό μια κι ο Θεός κρατά το προνόμιο της ενέργειας μόνο για τον εαυτό του. Όπως κι αν έχει το πράμα, η δραστηριότητα του Χανς Κάστορπ, εκείνες τις μέρες, είχε περιοριστεί σε μια επίσκεψη στον Μπέρενς, σε μια επαναληπτική, να πούμε, συνομιλία μαζί του, που ο Γιόαχιμ την ήξερε, και που ήταν δυνατό να υπολογίσει στα πέντε του μόνο δάχτυλα το πώς έγινε και το πού κατάληξε. Ο εξάδελφός του θα εξήγησε, πως, ο Αυλικός Σύμβουλος, θα του επέτρεπε να δώσει περισσότερη βαρύτητα στις πολυάριθμες παλιότερες συμβουλές του, να περιμένει την πλήρη αποθεραπεία του, για να μην υποχρεωθεί να επιστρέψει αργότερα,

απ’ όσο σ’ έναν λόγο άβουλο, που είχε ειπωθεί σε μια στιγμή κακοκεφιάς. Είχε 37 κι 8, σχεδόν κι 9, πυρετό, δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι του είχε αποδοθεί κανονικά η ελευθερία του κι αν δεν έπρεπε να πάρει τη φράση, που είχε πει τις προάλλες ο Αυλικός Σύμβουλος, σαν αποπομπή, στην οποία, αυτός που μιλούσε, δεν ένιωθε ότι έπρεπε να εκτεθεί, είχε πάρει την απόφαση, ύστερα από ώριμη σκέψη και σε συνειδητή ασυμφωνία με τον εξάδελφό του, είχε πάρει, λοιπόν, την απόφαση να μείνει ακόμα εδώ πάνω και να περιμένει την πλήρη αποτοξίνωσή του. Απάνω σ’ αυτό ο Αυλικός Σύμβουλος θα είχε αποκριθεί περίπου: «Bon και έκτακτα!» και «Χωρίς κακοφανισμό!» και: «Αυτό θα πει να μιλά κανείς σαν λογικός άνθρωπος» και το είχε δει, από την πρώτη στιγμή, πως ο Χανς Κάστορπ είχε περισσότερο ταλέντο, για την αρρώστια, από κείνον το συμμορίτη, τον Χαϊντούγκο, τον… Και τα λοιπά. Έτσι περίπου, θα έγινε, λοιπόν, η συνομιλία του Χανς Κάστορπ με τον Αυλικό Σύμβουλο, σύμφωνα με τις παραπλήσιες εικασίες του Γιόαχιμ. Δεν είπε τίποτα, λοιπόν, μα περιορίστηκε να διαπιστώσει σιωπηλά, πως ο εξάδελφός του δεν ένωσε τις ετοιμασίες του γι’ αναχώρηση με τις δικές του. Ο καλός Γιόαχιμ, άλλωστε, ήταν αρκετά απορροφημένος από τις δικές του σκοτούρες. Αληθινά δεν μπορούσε να γνοιαστεί περισσότερο για την τύχη και την επιμονή του εξαδέλφου του. Μια θύελλα τάραζε το στήθος του, πράμα που το φαντάζεται κανείς. Μόνο που έκανε ωραία, ίσως, που δεν έπαιρνε πια τον πυρετό του, και που, έτσι έλεγε τουλάχιστον, είχε αφήσει τ’ ωραίο του θερμόμετρο να του πέσει από τα χέρια και να σπάσει. Αν τον έπαιρνε θα είχε, ίσως, ανησυχητικές εκπλήξεις, υπερερεθισμένος καθώς ήταν, πότε καίοντας από μια σκοτεινή φλόγα και πότε χλομός από τη χαρά κι από την ανυπομονησία που ένιωθε. Του ήταν αδύνατο πια να μένει ξαπλωμένος. Ο Χανς Κάστορπ τον άκουγε ολόκληρη τη μέρα να πηγαινοέρχεται στην κάμαρά του: κάθε ώρα, τέσσερις φορές τη μέρα, τότε ακριβώς που στο Μπέργκχοφ κυριαρχούσε η οριζόντια στάση. Ενάμιση χρόνο! Και τώρα να κατεβαίνει στην πεδιάδα, στον τόπο του, να παρουσιαστεί αληθινά στο σύνταγμά του, έστω και με μια μισοάδεια μόνο! Αυτό δεν ήταν κατιτί το παραμικρό, από καμιά άποψη, κι ο Χανς Κάστορπ το ένιωθε καλά, ακούοντας τον εξάδελφό του να πηγαινοέρχεται αδιάκοπα στην κάμαρά του. Είχε ζήσει δεκαοχτώ μήνες εδώ πάνω, είχε διατρέξει ολόκληρο τον κύκλο της χρονιάς κι ύστερα κι άλλον μισό πάλι, είχε βαθιά συνηθίσει, ήταν δεμένος σε τούτη την τάξη, σ’ αυτό τον αναλλοίωτο κανόνα της ζωής, που τον είχε τηρήσει εφτά φορές, επί εβδομήντα μέρες, όλες τις εποχές, και να που γύριζε τώρα στον τόπο του, στην ξενιτιά, στους αδαείς! Τι δυσκολίες εγκλιματισμού, που θα τον απειλούσαν εκεί κάτω! Κι ήταν δυνατό ν’ απορήσει κανείς, αν η μεγάλη ταραχή του Γιόαχιμ δεν οφειλότανε μόνο στη χαρά, μα και στην αγωνία, στον πόνο ενός χωρισμού, από πράματα που τόσο βαθιά τα είχε συνηθίσει, ώστε να πηγαινόρχεται αδιάκοπα στην κάμαρά του; Όσο για την Μαρούσγια δε μιλούσε καθόλου εδώ. Μα η χαρά ξεπερνούσε όλα τ’ άλλα. Η καρδιά και το στόμα του καλού Γιόαχιμ ξεχείλιζαν. Δε μιλούσε παρά μόνο για τον εαυτό του, αφήνοντας ήσυχο το μέλλον του εξαδέλφου του.

Έλεγε πόσο θα ήταν όλα καινούρια και φρέσκα, η ζωή, ο ίδιος αυτός, ο χρόνος, κάθε μέρα, κάθε ώρα. Θα είχε ένα σταθερό χρόνο, τ’ αργά και σημαντικά χρόνια της νεότητας. Μιλούσε για τη μητέρα του, θεία εξ αγχιστείας του Χανς Κάστορπ, που είχε τα ίδια γλυκά και μαύρα μάτια, όπως ο Γιόαχιμ, για τη μητέρα του, που δεν την είχε δει όλο κείνο το χρονικό διάστημα της διαμονής του στο βουνό, γιατί, περιμένοντάς τον από μήνα σε μήνα κι από εξάμηνο σ’ εξάμηνο, δεν είχε πάρει ποτέ την απόφαση να επισκεφτεί το γιο της. Μιλούσε μ’ ένα χαμόγελο γιομάτο ενθουσιασμό, για τον όρκο στη σημαία που θα πρόφερε γρήγορα, κι αυτό μπροστά στην ίδια την πολεμική σημαία, που σ’ αυτήν προφερόταν ο στρατιωτικός όρκος, στις πιο επίσημες περιστάσεις. — Μπα; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. Σοβαρά; Στον κοντό; Στο μπαρουτοκαπνισμένο κουρέλι; Ναι, οπωσδήποτε, στο πυροβολικό, μπροστά στο κανόνι, συμβολικά. Τι ρομαντικά έθιμα ήταν αυτά, έκρινε ο πολίτης, αισθηματικά και φανταστικά, θα μπορούσε να πει κανείς. Απάνω σ’ αυτό, ο Γιόαχιμ, περήφανος κι ευτυχισμένος, κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Ρίχτηκε στις ετοιμασίες του, κανόνισε τον τελευταίο λογαριασμό του στη Διαχείριση κι άρχισε να τακτοποιεί τις βαλίτσες του από την παραμονή κιόλας της μέρας που είχε ορίσει στον εαυτό του. Πακετάρισε τα καλοκαιρινά και τα χειμωνιάτικα ρούχα του κι ο υπηρέτης του πατώματος έραψε, σ’ ένα λινό τσουβάλι, το γούνινο σάκο και τις καμηλό κουβέρτες του: ίσως και να μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει στα μεγάλα γυμνάσια. Άρχισε ν’ αποχαιρετά. Έκανε τις αποχαιρετιστήριες επισκέψεις του στο Νάφτα και στο Σετεμπρίνι, μόνος, γιατί ο εξάδελφός του δεν πήγε μαζί του κι ούτε κι έμαθε τίποτα για τις κρίσεις, που είχε διατυπώσει ο Σετεμπρίνι, για την προσεχή αναχώρηση του Γιόαχιμ και για το γεγονός, ότι δε γινότανε λόγος γι’ αναχώρηση του Χανς Κάστορπ, αν είχε πει «Τσου, τσου, τσου» ή «Μπα, μπα!» ή και τα δυο, ή, ακόμα, «Poveretto!» πολύ λίγο τον ενδιέφερε. Ύστερα, ήρθε το τελευταίο βράδυ, πριν από τη μέρα που ο Γιόαχιμ θα εξοφλούσε, για τελευταία φορά, απ’ όλα, από κάθε κούρα ανάπαυσης, κάθε γεύμα, κάθε περίπατο, και που αποχαιρέτησε τους γιατρούς και την αδελφή προϊσταμένη. Και ξημέρωσε και το ίδιο εκείνο πρωινό: ο Γιόαχιμ έκανε την εμφάνισή του στο πρόγευμα, με τα μάτια κόκκινα και παγωμένα τα χέρια, γιατί δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα, μόλις που έφαγε, άλλωστε, κι όταν ο νάνος ανάγγειλε, πως οι αποσκευές είχαν φορτωθεί, πήδησε από την καρέκλα του για ν’ αποχαιρετήσει τους ομοτράπεζούς του. Η φράου Σταιρ έκλαψε, αποχαιρετώντας τον, χύνοντας τα εύκολα και δίχως πίκρα δάκρυα της ακαλλιέργητης γυναίκας, μα πίσω από την πλάτη του Γιόαχιμ, μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού, που έκαμε στη δασκάλα, και κουνώντας εδώ κι εκεί, μ’ ένα μορφασμό το χέρι της, μ’ ανοιγμένα τα δάχτυλα, εξέφρασε, μ’ ένα παίξιμο της φυσιογνωμίας της, από τα πιο αγοραία, τις αμφιβολίες της για τη λογικότητα της αναχώρησής του και για τις πιθανότητες της σωτηρίας του Γιόαχιμ. Ο Χανς Κάστορπ, την είδε, καθώς άδειαζε το φλιτζάνι του όρθιος, για ν’ ακολουθήσει αμέσως τον εξάδελφό του. Χρειάστηκε ακόμη να μοιράσει

φιλοδωρήματα και ν’ απαντήσει στις καθιερωμένες φιλοφρονήσεις του εκπροσώπου της Διαχειρίσεως, που βρισκόταν, όπως πάντα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στον προθάλαμο. Κι όπως πάντα, έτσι και τώρα, ήταν παρόντες και πολλοί οικότροφοι, για να παρασταθούν στην αναχώρηση: η φράου Ίλτις, με το «στειροκορσέ» της, η φροϋλάιν Λέβι, με το φιλντισένιο χρώμα, ο επιληπτικός Ποπώφ, με την αρραβωνιαστικιά του. Με τα μαντήλια τους έκαναν σινιάλα, όταν η άμαξα, φρενάροντας στην πισινή ρόδα, βγήκε έξω από τα κάγκελα. Στο Γιόαχιμ είχαν προσφερθεί τριαντάφυλλα. Φορούσε καπέλο. Ο Χανς Κάστορπ όχι. Το πρωινό ήταν λαμπρό, κι ήταν η πρώτη ηλιόλουστη μέρα ύστερα από τόση κακοκαιρία. Το Σίαχορν, οι Πράσινοι Πύργοι, η κορφή του Ντόρφεμπεργκ, διαγράφονταν, σημεία αναλλοίωτα, πάνω στο γαλάζιο τ’ ουρανού, και τα μάτια του Γιόαχιμ ξεκουράζονταν πάνω τους. Είναι κρίμα σχεδόν, έκρινε ο Χανς Κάστορπ, που ο καιρός έγινε τόσο όμορφος, ίσα-ίσα για το ταξίδι. Στα λόγια αυτά υπήρχε κακία, και μια τελική εντύπωση, αρκετά παρηγορητική, ευκόλυνε το χωρισμό. Απάνω σ’ αυτό, ο Γιόαχιμ παρατήρησε, πως δεν είχε καμιά ανάγκη να του ευκολυνθεί και πως ο καιρός ήταν περίφημος για τα γυμνάσιά του, και πως θα τον χρειαζόταν το ίδιο καλά κι εκεί κάτω. Εξ άλλου, δεν είπανε πολλά πράματα. Είναι αλήθεια, πως για τον καθένα τους χωριστά, καθώς και για τους δυο, δεν υπήρχε τίποτα πια το σπουδαίο να ειπωθεί, έτσι που είχανε τώρα τα πράματα. Εκτός απ’ αυτό, είχανε και το χωλό θυρωρό, που καθόταν μπροστά τους, πλάι στον αμαξά. Καθισμένοι ψηλά, τρανταγμένοι πάνω στα σκληρά μαξιλάρια της άμαξας, είχαν περάσει το μικρό ρέμα και τη στενή σιδηροδρομική γραμμή, κι ακολουθούσαν τον ακανόνιστα μαργελωμένο, από σπίτια, δρόμο, που πήγαινε παράλληλα με τις ράγες του τρένου, κι ύστερα σταμάτησαν στην πλακοστρωμένη πλατεία, μπροστά στο Σταθμό του «Ντορφ», που δεν ήταν παρά σαν ένα είδος αμαξοστάσιο. Ο Χανς Κάστορπ τα αναγνώρισε όλα με φρίκη. Από τη μέρα του ερχομού του σ’ Αυτούς εδώ πάνω, τώρα και δεκατρείς μήνες, την ώρα που άρχιζε να νυχτώνει, δεν είχε ξαναδεί το Σταθμό. — Μα εδώ είχα έρθει, είπε ολότελα περιττά, κι ο Γιόαχιμ του αποκρίθηκε απλά: — Ναι, εδώ. Και πλήρωσε τον αμαξά. Ο δραστήριος χωλός φρόντισε για όλα, για το εισιτήριο, τις αποσκευές. Στέκονταν ο ένας πλάι στον άλλο, στην πλατφόρμα, πλάι σ’ εκείνο το μικρογραφικό τρένο, κοντά στο μικρό, γκριζοταπετσαρισμένο διαμέρισα, όπου ο Γιόαχιμ είχε κρατήσει τη θέση του, με το παλτό του, το τυλιγμένο πλέιντ του και τα τριαντάφυλλά του. — Ε, λοιπόν, πήγαινε να προφέρεις το ρομαντικό όρκο σου, είπε ο Χανς Κάστορπ. Κι ο Γιόαχιμ αποκρίθηκε. — Δε θα ξεχάσω να το κάνω. Τι άλλο ακόμα; Επιφόρτισαν ο ένας τον άλλο με τελευταίους χαιρετισμούς, για κείνους εκεί κάτω, γι’ αυτούς εδώ πάνω. Ύστερα, ο Χανς Κάστορπ δεν έκανε τίποτα άλλο πια,

παρά να χαράζει σχέδια, με το μπαστούνι του, πάνω στην άσφαλτο. Όταν ακούστηκε το κάλεσμα της επιβίβασης των ταξιδιωτών, αναπήδησε, κοίταξε το Γιόαχιμ κι ο Γιόαχιμ αυτόν. Δώσανε τα χέρια κι ο Χανς Κάστορπ χαμογέλασε αόριστα. Τα μάτια του άλλου ήταν σοβαρά και τον κοίταζαν με μια επιμονή, γιομάτη λύπη. — Χανς, είπε. Παντοδύναμε Θεέ! Υπήρχε, λοιπόν, στον κόσμο ακόμη κάτι τόσο βασανιστικό; Είχε πει τον Χανς Κάστορπ με το μικρό του όνομα! Όχι, με το «συ» ή «φίλε μου» κι όπως έκαναν όλη τη ζωή τους, παρά, σπάζοντας όλες τις συνήθειες της αλυγισιάς και της επιφυλακτικότητας, τον έλεγε τώρα, μ' ένα βασανιστικό ξεχείλισμα της καρδιάς του, με το μικρό του όνομα! — Χανς, είπε, κι έσφιξε μ’ επίμονο φόβο το χέρι του εξαδέλφου του, ενώ, τούτος δω, δεν μπορούσε να μην προσέξει, πως ο σβέρκος του Γιόαχιμ, εκνευρισμένος καθώς ήταν, από την αϋπνία κι από τον πυρετό του ταξιδιού, έτρεμε, όπως συνέβαινε και σ’ αυτόν τον ίδιο όταν «κυβερνούσε», Χανς, είπε πιεστικά, μην αργήσεις να μ’ ακολουθήσεις! Ύστερα, πήδησε στο σκαλοπάτι του διαμερίσματος. Η πόρτα κλείστηκε, ακούστηκε ένα σφύριγμα, τα βαγόνια σπρώχτηκαν μεταξύ τους, η μικρή ατμομηχανή τράβηξε και το τρένο άρχισε να φεύγει. Ο ταξιδιώτης κουνούσε από το παράθυρο το καπέλο του, κι ο άλλος, που έμενε πίσω του, πάνω στην πλατφόρμα του μικρού σταθμού, το χέρι του. Στάθηκε εκεί, για πολλή ώρα ακόμη, ολομόναχος, μ’ αναστατωμένη την καρδιά. Ύστερα, ανηφόρισε πάλι, αργά, τον ίδιο εκείνο δρόμο, από τον οποίο, πριν ένα χρόνο και περισσότερο, τον είχε οδηγήσει ο Γιόαχιμ στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ.

ΕΦΟΔΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΗΚΕ Ο ΤΡΟΧΟΣ γυρνούσε. Ο δείχτης προχωρούσε. Η όρχις και το αχίλλειο είχαν πάψει να ανθίζουν, το ίδιο και το αγριογαρύφαλλο. Τα βαθυγάλαζα αστέρια της γεντιανής, το χλομό και δηλητηριώδες κολχικό ξανάκαναν πάλι την εμφάνισή τους στο νοτισμένο γρασίδι και πάνω από τα δάση απλωνότανε μια κοκκινωπή λάμψη. Η φθινοπωρινή ισημερία είχε περάσει, η εορτή των Αγίων Πάντων ήταν στα πρόθυρα και, για τους πιο ασκημένους καταναλωτές του χρόνου, πλησίαζαν κιόλας η πρώτη μέρα της σαρακοστής, η πιο μικρή της χρονιάς, κι η εορτή των Χριστουγέννων. Μα ακόμη έρχονταν, η μια πίσω από την άλλη, ωραίες οκτωβριάτικες μέρες, μέρες σαν κι εκείνες που τα ξαδέλφια είχαν δει να εικονίζονται στις ελαιογραφίες του Αυλικού Σύμβουλου. Από τη μέρα που είχε φύγει ο Γιόαχιμ, ο Χανς Κάστορπ δεν καθότανε πια στο τραπέζι της Σταιρ, στο ίδιο κείνο τραπέζι που ο Δρ Μπλούμενκολ είχε εγκαταλείψει για να πεθάνει κι όπου η Μαρούσγια πνιγότανε, άλλοτε, από μια αδικαιολόγητη ευθυμία, στο αρωματισμένο μ' εσάνς πορτοκαλιού μαντηλάκι της. Καινούριοι οικότροφοι κάθονταν τώρα εκεί, ολωσδιόλου άγνωστοι. Ο φίλος μας, όμως, που είχε κλείσει το δεύτερο μήνα του δεύτερου χρόνου του σ’ Αυτούς εκεί πάνω, είδε να του παραχωρείται από τη Διαχείριση μια καινούρια θέση, σ’ ένα γειτονικό τραπέζι, τοποθετημένο λοξά στο άλλο, πιο κοντά στην αριστερή πόρτα της βεράντας, ανάμεσα στο παλιό του τραπέζι και στο τραπέζι των «καλών Ρώσων», κοντολογίς, στο τραπέζι του Σετεμπρίνι. Ναι, ο Χανς Κάστορπ, καθότανε τώρα στην παλιά θέση του ουμανιστή, πάλι στην άκρη του τραπεζιού, αντικριστά στη θέση του γιατρού, που κρατιότανε κενή πάντα, και στα εφτά τραπέζια, για τον Αυλικό Σύμβουλο και το βοηθό του, τον Famulus του. Σ’ εκείνη, την πάνω άκρη του τραπεζιού, αριστερά από την τιμητική θέση του γιατρού, καθόταν ένας καμπούρης Μεξικανός, ο ερασιτέχνης φωτογράφος, πάνω σ’ ένα σωρό μαξιλάρια, που η έκφραση του προσώπου του έμοιαζε ενός κωφάλαλου, κι αυτό εξ αιτίας της γλωσσικής μοναξιάς που τον τριγύριζε, και δίπλα σ’ αυτόν ήταν τοποθετημένη η γριά Δεσποινίς από την Τρανσυλβανία, που, όπως είχε παραπονεθεί κιόλας ο Σετεμπρίνι, δεν άφηνε άνθρωπο γι’ άνθρωπο να μη τον στριμώξει και ν’ αρχίσει να του μιλά για το γαμπρό της, μ’ όλο που κανένας δεν ήξερε ούτε ήθελε να ξέρει τίποτα γι’ αυτόν τον κύριο. Ένα μικρό μπαστούνι με χερούλι από ασήμι της Τούλα, ακουμπισμένο λοξά, πίσω από το σβέρκο της, που της χρησίμευε και στους υπηρεσιακούς περιπάτους της, τη βοηθούσε, ορισμένες ώρες της μέρας, να κυρτώνει το επίπεδο στήθος της, στα κάγκελα του μπαλκονιού της, κάνοντας αναπνευστικές ασκήσεις. Απέναντί της καθόταν ένας Τσέχος, που τον λέγανε κύριο Βέντσελ, γιατί δεν ήταν κανένας σε θέση να προφέρει το οικογενειακό του όνομα. Ο κ. Σετεμπρίνι, στον καιρό του, το είχε προσπαθήσει, κάμποσες φορές, να προφέρει συνέχεια και με διάφορους τρόπους όλα τα σύμφωνα που αποτελούσαν αυτό το όνομα, όχι, φυσικά, για καλό, παρά μόνο για να δοκιμάσει την ευγενική αδυναμία της λατινομάθειάς του μπροστά σ’ αυτό το άγριο ανακάτωμα από ήχους. Μ’ όλο που ήταν

παχύς σαν ασβός και που διακρινότανε για την αξιοπρόσεχτη όρεξή του, ακόμα κι ανάμεσα σ’ Αυτούς εδώ πάνω, ο Βοημός αυτός, πήγαιναν κιόλας τέσσερα χρόνια που συνεχώς ανάγγελλε πως θα πέθαινε. Κατά τις βραδινές συγκεντρώσεις, έπαιζε, κάποτεκάποτε, σ’ ένα μαντολίνο, στολισμένο με κορδέλες, τραγούδια του τόπου του και διηγείτο για τις φυτείες των ζακχαρούχων κοκκινογουλιών, όπου εργάζονταν εξαιρετικά όμορφες κοπέλες. Πιο κοντά προς το Χανς Κάστορπ, καθόντουσαν, ύστερα, από τη μια κι από την άλλη μεριά του τραπεζιού, ο κύριος και η κυρία Μάγκνους, το αντρόγυνο των ζυθοποιών, από τη Χάλλη. Μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας τύλιγε αυτό το ζευγάρι, γιατί έχαναν κι οι δυο τους ζωτικές θρεπτικές ουσίες, που η αφομοίωσή τους είναι απαραίτητη για τη ζωή, ο κ. Μάγκνους ζάκχαρο κι η φράου Μάγκνους, ιδιαίτερα, φαινόταν να μην έχει την παραμικρή ελπίδα. Από τη γυναίκα αυτή αναδινότανε μια κενότητα πνεύματος, σαν αναθυμίαση υπόγειας κρασαποθήκης κι αντιπροσώπευε, εκφραστικότερα σχεδόν, απ’ όσο συνέβαινε με την ακαλλιέργητη φράου Σταιρ, τη σύνθεση εκείνη της αρρώστιας και της βλακείας, που είχε σκανδαλίσει ηθικά το Χανς Κάστορπ και που, γι’ αυτό, τον είχε αποπάρει ο κ. Σετεμπρίνι. Ο κ. Μάγκνους είχε ένα πνεύμα πιο ξύπνιο και πιο ευέλικτο, μ’ όλο που αυτό δε γινότανε, παρά με τον τρόπο που τόσο είχε ερεθίσει τη λογοτεχνική ανυπομονησία του Σετεμπρίνι. Έπειτα, ήταν και χολερικός και καυγάδιζε, συχνά-πυκνά, με τον κύριο Βέντσελ, απάνω σε πολιτικά θέματα και σ’ άλλα ζητήματα. Γιατί οι εθνικοί πόθοι του Βοημικού τον ερέθιζαν κι ο Τσέχος δήλωνε κι από πάνω πως ήταν οπαδός του αντιαλκοολισμού κι έκρινε με ηθικολογική αυστηρότητα το επάγγελμα του ζυθοποιού, ενώ ο τελευταίος αυτός, με το κεφάλι κατακόκκινο, υπερασπιζότανε τις αναμφισβήτητα υγιεινές ιδιότητες της μπίρας, που τόσο στενά ήταν συνδεδεμένα μαζί της τα εμπορικά του συμφέροντα. Σε κάτι τέτοιες περιστάσεις, ο κ. Σετεμπρίνι έμπαινε στη μέση, με συμφιλιωτικές διαθέσεις. Μα ο Χανς Κάστορπ, που καθόταν τώρα στη θέση του ουμανιστή, ένιωθε πως ήταν λιγότερο επιδέξιος και δεν μπορούσε ν’ αντιποιηθεί αρκετό από το κύρος του, για να τον αναπληρώσει. Προσωπικές σχέσεις δεν είχε παρά με δυο από τους ομοτράπεζούς του: ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε, από την Πετρούπολη, που καθόταν αριστερά του, ήταν ο ένας, αυτός ο υπομονετικός μάρτυρας, που, κάτω από τη φούντα του καφεκόκκινου μουστακιού του, διηγότανε για την κατασκευή των λαστιχένιων παπουτσιών και για τα μακρινά μέρη, για τον πολικό κύκλο, για τον αιώνιο χειμώνα του Βόρειου Ακρωτηρίου και που, από καιρό σε καιρό, έκανε και κανένα μικρό περίπατο συντροφικά με το Χανς Κάστορπ. Μα ο άλλος, που πήγαινε σαν τρίτος μαζί τους, όσο συχνότερα γινότανε βολετό και που είχε τη θέση του στην πάνω άκρη του τραπεζιού, πλάι στον μεξικανό καμπούρη, ήταν ο νέος, από το Μανχάιμ, με τ’ αραιά μαλλιά και τα χαλασμένα δόντια, Βέεζαλ ονόματι, Φέρντιναντ Βέεζαλ, έμπορος το επάγγελμα, αυτός που τα μάτια του κρέμονταν αδιάκοπα, με τόση βασανισμένη επιθυμία, από το χαριτωμένο πρόσωπο της φράου Σοσά και που, ύστερα από το Καρναβάλι, επιζητούσε τη φιλία του Χανς Κάστορπ. Και το έκανε μ’ επιμονή και ταπεινοσύνη, με μια δουλική αφοσίωση, που είχε κάτι το αποκρουστικό και το τρομαχτικό, για τον ενδιαφερόμενο, γιατί καταλάβαινε τη

διφορούμενη σημασία τους, μα που προσπαθούσε να τους ανταποκρίνεται ανθρώπινα. Με το βλέμμα ήρεμο, γιατί ήξερε πως ένα παραμικρό ρυτίδωμα των φρυδιών του θ’ αρκούσε να τρομοκρατήσει το δυστυχισμένο αυτόν και να τον κάνει να ζαρώσει ή να τραπεί σε φυγή, υπόμενε τους δουλοπρεπείς τρόπους του Βέεζαλ, που δεν έχει καμιά ευκαιρία να υποκλιθεί μπροστά του και να του κάνει ένα πλήθος φιλοφρονήσεις, ανεχότανε μάλιστα να του κρατά, από καιρό σε καιρό, το πανωφόρι του στον περίπατο, και το κρατούσε, μετά φόβου Θεού, στο μπράτσο του και τέλος, υπόφερε την κουβέντα του νέου από το Μανχάιμ, που ήταν βασανιστική. Ο Βέεζαλ αρεσκόταν να κάνει ερωτήσεις, όπως τούτη δω, λόγου χάρη: ήθελε να ξέρει, αν ήταν δυνατό και λογικό, το να εξομολογηθεί κανείς τον έρωτά του σε μια γυναίκα που αγαπούσε, μα που η γυναίκα αυτή δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα από σας το να κάνετε μια, δίχως ελπίδα, ερωτική εξομολόγηση, δηλαδή· ποια γνώμη είχαν οι κύριοι γι’ αυτό; Αυτός… όσο γι’ αυτόν… το θεωρούσε κάτι εξαιρετικά σημαντικό και βεβαίωνε, πως μια τέτοια ερωτική εξομολόγηση, που δεν είχε καμιά ελπίδα, ήταν συνδεδεμένη με μια άπειρη ευτυχία. Αν, πραγματικά, η πράξη της εξομολόγησης προκαλούσε την αηδία κι έκρυβε πολλή ταπεινοσύνη, παρ’ όλ’ αυτά, ωστόσο, σας πλησίαζε, έστω και για μια στιγμή μόνο, με το αντικείμενο του έρωτά σας, σας έφερνε σε μια εμπιστευτική κατάσταση στο στοιχείο του ίδιου του πάθους σας, δηλαδή, και μ’ όλο που όλα ήταν χαμένα, φυσικά, το αιώνια χαμένο δεν είχε πληρωθεί και πολύ ακριβά με την απελπισμένη ευτυχία μιας στιγμής. Γιατί η εξομολόγηση είναι ένας τέλειος βιασμός, κι όσο μεγαλύτερη είναι η αηδία που προκαλεί, τόσο είναι μεγαλύτερη κι η ηδονή που σας δίνει… Στο σημείο αυτό, από το πρόσωπο του Χανς Κάστορπ πέρασε μια σκιά, που έκανε το Βέεζαλ να σταματήσει θορυβημένος. Μα το σύννεφο αυτό οφειλότανε πιο πολύ στον αγαθό Φέργε, που, όπως το υπογράμμιζε, συχνά-πυκνά, όλα τα υψηλά και δύσκολα θέματα του ήταν εντελώς ξένα, παρ’ όσο στη σεμνοτυφία και στην αυστηρότητα του ήρωά μας. Καθώς προσπαθούμε πάντα να μην τον παρουσιάσουμε ούτε χειρότερο ούτε καλύτερο απ’ ό,τι είναι, οφείλουμε να διασαφηνίσουμε, πως ο κακόμοιρος Βέεζαλ επέμεινε, ένα βράδυ, για μια εντελώς ιδιαίτερη συνομιλία με το Χανς Κάστορπ, ζητώντας, πολύ διακριτικά, απ’ αυτόν, να του εμπιστευτεί ορισμένες λεπτομέρειες από γεγονότα και πείρες μιας κάποιας αποκριάτικης νύχτας, κι ο Χανς Κάστορπ ικανοποίησε την παράκληση αυτή με μια ήρεμη εύνοια, χωρίς, όμως, κι ο αναγνώστης πρέπει να μας πιστέψει απάνω σ’ αυτό ο χαμηλόφωνος εκείνος διάλογος να είχε τίποτα, που να ελευθερίαζε ή το πρόστυχο. Παρ’ όλ’ αυτά, έχουμε λόγους να τον παραμερίσουμε και να τον αποσιωπήσουμε μπροστά στους αναγνώστες μας, και περιοριζόμαστε να προσθέσουμε, πως, ο Βέεζαλ, από τη μέρα κείνη κι ύστερα, κρατούσε με διπλή αφοσίωση το πανωφόρι του αξιαγάπητου Χανς Κάστορπ. Αυτά, για τους καινούριους ομοτράπεζους του Χανς. Η θέση που βρισκότανε δεξιά του ήταν ελεύθερη. Δεν είχε καταληφθεί παρά περαστικά μόνο, για μερικές μέρες, από έναν επισκέπτη, όπως ήταν κι ο ίδιος αυτός έναν άλλον καιρό, από ένα συγγενή του, από ένα φιλοξενούμενο από την πεδιάδα κι απεσταλμένο των εκεί κάτω, όπως θα μπορούσε να

πει κανείς. Κοντολογίς, από το θείο του Χανς, τον Τζέιμς Τινάππελ. Ήταν σωστή περιπέτεια το να βρεθεί, ξαφνικά, καθισμένος δίπλα του ένας εκπρόσωπος κι απεσταλμένος της πατρίδας του, που είχε ακόμη στο ύφασμα του εγγλέζικου κουστουμιού του πολύ δροσερή την ατμόσφαιρα του Παλιού, του παρωχημένου, της περασμένης ζωής, ενός βαθύτατα θαμμένου «επιφανειακού κόσμου». Μα τα πράματα έπρεπε να φτάσουν ίσαμε αυτό το σημείο. Πήγαινε τώρα πολύς καιρός που ο Χανς Κάστορπ είχε υπολογίσει, σιωπηλά, σε μια τέτοια έφοδο της πεδιάδας κι είχε προβλέψει, μάλιστα, με μεγάλη ακρίβεια, ποιο πρόσωπο θα επιφορτιζόταν μ' αυτήν την αποστολή, πράμα που δεν ήτανε δύσκολο, άλλωστε, να προβλεφθεί, γιατί, ο Πέτερ, ο ναυτικός, δε λογαριαζόταν καθόλου κι ήταν κάτι γνωστό κι αποφασισμένο, πως για το μεγάλο θείο Τινάππελ, τον ίδιο, δε θα ’φταναν ούτε δέκα άλογα, για να τον ανεβάσουνε σε τούτα τα μέρη, που η ατμοσφαιρική πίεσή τους του ενέπνεε κάθε είδους φόβο. Όχι, μόνο ο Τζέιμς ήταν δυνατό να επιφορτιστεί με την έρευνα του απόντος, ο Χανς Κάστορπ, μάλιστα, τον περίμενε από πολύ νωρίτερα. Μα από τότε που ο Γιόαχιμ γύρισε μόνος, και θα χρειάστηκε να δώσει λογαριασμό στον κύκλο της οικογένειας, η στιγμή της επίθεσης είχε φτάσει, έτσι που ο Χανς Κάστορπ δεν εκδήλωσε την παραμικρή έκπληξη, όταν, δεκατέσσερις μέρες ακριβώς ύστερα από την αναχώρηση του Γιόαχιμ, ο θυρωρός του έδωσε ένα τηλεγράφημα, που το άνοιξε χωρίς ν’ αμφιβάλει για τίποτα και που περιεχόμενό του ήταν η είδηση της λίαν προσεχούς αφίξεως του Τζέιμς Τινάππελ, στοπ. Τούτος εδώ, είχε, έλεγε το τηλεγράφημα πάντα, κάποια υπόθεση στην Ελβετία κι είχε αποφασίσει, με την ευκαιρία αυτή, να επιχειρήσει μια μικρή εκδρομή ίσαμε το υψόμετρο του Χανς, κι ανάγγελλε τον ερχομό του για τη μεθεπομένη. Πολύ καλά, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ. Πολύ ωραία, σκέφτηκε. Και πρόσθεσε, μάλιστα, μέσα του, κάτι σαν: Παρακαλώ! Παρακαλώ! Αν είχε ιδέα! είπε πάλι μέσα του, καθώς σκεφτότανε τον ερχόμενο. Με λίγα λόγια δέχτηκε με πολλή ηρεμία την είδηση, τη μετάδωσε, άλλωστε, στον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς και στη Διαχείριση, είπε να κρατήσουνε δωμάτιο· του Γιόαχιμ ήταν ακόμα διαθέσιμο, και τη μεθεπόμενη, κατά την ίδια ώρα περίπου που είχε έρθει κι αυτός άλλοτε, δηλαδή κατά τις οχτώ το βράδυ, είχε σκοτεινιάσει κιόλας, έφυγε με το ίδιο κείνο αμάξι, που είχε συνοδεύσει το Γιόαχιμ, για το Σταθμό του «Ντορφ», να υποδεχτεί τον απεσταλμένο της πεδιάδας, που ερχότανε για να δει, ιδίοις όμμασι, πώς είχαν τα πράματα. Κοκκινοπρόσωπος, δίχως καπέλο, δίχως πανωφόρι, μόνο με το κουστούμι του, στεκότανε κιόλας στην άκρη της πλατφόρμας όταν το μικρό τρένο μπήκε στο Σταθμό, κάτω από το παράθυρο του συγγενούς του, φωνάζοντάς του να κατεβεί, λοιπόν, πια, γιατί ’χε φτάσει. Ο Πρόξενος Τινάππελ ο Τζέιμς ήταν Υποπρόξενος, αντικαθιστούσε το ίδιο αξιότιμα το γέροντα στα επίσημα καθήκοντά του τουρτουριάρικα τυλιγμένος μέσα στο χειμωνιάτικο πανωφόρι του, γιατί, πραγματικά, η οκτωβριάτικη βραδιά ήταν αισθητά παγερή, και δε χρειαζότανε πολύ για να μιλήσει κανείς γι’ αληθινή παγωνιά: σίγουρα που κατά τις πρωινές ώρες θα είχανε παγωνιά, κατέβηκε από το κουπέ του, φάνηκε χαρούμενα έκπληκτος και το έδειξε μ’ όλους τους κάπως λεπτεπίλεπτους κι εξαιρετικά

πολιτισμένους τύπους του Γερμανού της βορειοδυτικής περιοχής, χαιρέτησε τον ανεψιό του, επιμένοντας στην ικανοποίηση που δοκίμαζε βρίσκοντάς του τόσο καλή όψη, απαλλάχτηκε, με το χωλό πορτιέρη, από τη φροντίδα των αποσκευών του και σκαρφάλωσε, με το Χανς Κάστορπ, στο ψηλό και σκληρό κάθισμα της άμαξας. Μπήκανε στο δρόμο κάτω από έναν ουρανό γιομάτο αστέρια, κι ο Χανς Κάστορπ, με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω και το δείχτη του στον αέρα, σχολίαζε, για το θείο κι εξάδελφό, τις ουράνιες σφαίρες, περιέγραφε, με λόγια και χειρονομίες αυτόν ή κείνο το σπινθιρίζοντα αστερισμό κι έλεγε τους πλανήτες με τ’ όνομά τους, ενώ ο άλλος, προσέχοντας περισσότερο το πρόσωπο του συνοδού του απ’ όσο το έναστρο σύμπαν, σκεφτότανε πως όλα τούτα, παρ’ όλ’ αυτά, ήταν πολύ πιθανά και πως δεν ήταν αναγκαστικά τρελός να μιλά τώρα, και τόσο γρήγορα, γι’ αστέρια, ενώ θα μπορούσε να κουβεντιάσει για τόσα άλλα, πιο επείγοντα, ζητήματα. Από πότε γνώριζε λοιπόν, τόσο καλά, αυτές τις μακρινές σφαίρες; ρώτησε το Χανς Κάστορπ, κι ο τελευταίος αυτός αποκρίθηκε, πως όλες αυτές τις γνώσεις τις είχε αποχτήσει κατά τις βραδινές κούρες της ανάπαυσης στο μπαλκόνι του, την άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Πώς; Πλάγιαζε και νυχτιάτικα, λοιπόν στο μπαλκόνι; Ω, ναι. Τι ίδιο θα έκανε κι ο Πρόξενος. Δε θα ’χε, άλλωστε, και τι άλλο να κάνει. — Βέβαια, βέβαια, αυτό εν… νοείται, είπε ο Τζέιμς Τινάππελ, συμφωνώντας και κάπως φοβισμένος. Ο θετός αδελφός του μιλούσε με μια αναλλοίωτη ηρεμία. Χωρίς καπέλο, χωρίς πανωφόρι, καθόταν εκεί, μέσα στη σχεδόν παγερή δροσιά εκείνης της φθινοπωρινής βραδιάς. — Δεν κρυώνεις, καθόλου, λοιπόν; τον ρώτησε ο Τζέιμς, γιατί ο ίδιος αυτός έτρεμε κάτω από το χοντρό ύφασμα του χειμωνιάτικου πανωφοριού του κι η ομιλία του είχε ταυτόχρονα κάτι το βιαστικό και το παραλυμένο, που πρόδιδε πως τα δόντια του είχανε τάση για χτύπημα. — Εμείς εδώ πάνω δεν κρυώνουμε, αποκρίθηκε ήσυχα και λιγόλογα ο Χανς Κάστορπ. Ο Πρόξενος δεν έπαυε να τον παρατηρεί από το πλάι. Ο Χανς Κάστορπ δε ζήτησε πληροφορίες ούτε για τους συγγενείς, ούτε για τους φίλους του εκεί κάτω. Δέχτηκε με ηρεμία, ευχαριστώντας, τα χαιρετίσματα που του μετάδωσε ο Τζέιμς, ακόμη και του Γιόαχιμ, που είχε παρουσιαστεί κιόλας στο Σύνταγμά του και που έλαμπε από περηφάνεια κι ευτυχία, χωρίς να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες για τον τόπο του. Ανήσυχος· από κάτι που δεν ήξερε ακριβώς, χωρίς να μπορεί να πει αν αυτό αναδινότανε από τον ανεψιό κι εξάδελφό του ή αν οφειλότανε στον ίδιον αυτόν, στη φυσική κατάσταση του ταξιδιώτη, ο Τζέιμς κοίταξε γύρω του, χωρίς να διακρίνει μεγάλα πράματα από το τοπίο της ορεινής κοιλάδας κι ανάπνευσε βαθιά τον αέρα, που εκπνέοντάς τον, δήλωσε πως ήταν εξαίρετος. Ναι, βέβαια, αποκρίθηκε ο άλλος, δεν ήταν, άλλωστε, φημισμένος έτσι για το τίποτα. Ο αέρας αυτός είχε πολύ μεγάλες αρετές κι ιδιότητες. Μ' όλο που επίσπευδε τη γενική καύση, το σώμα δημιουργούσε λεύκωμα. Ο αέρας αυτός ήταν ικανός να θεραπεύσει τις ασθένειες που είχε κάθε άνθρωπος σε

λανθάνουσα κατάσταση, άρχιζε, όμως, ευνοώντας τις αισθητά να ξεσπάσουν, και, με μια γενική οργανική ώθηση, προκαλούσε, κατά κάποιο τρόπο, την πανηγυρική ένσκηψή τους. Τον συγχωρούσε, μα, γιατί «πανηγυρική»; Οπωσδήποτε πανηγυρική. Δεν παρατήρησε, λοιπόν, ποτέ πως η ένσκηψη μιας αρρώστιας είχε κάτι το ευχάριστο, κάτι που αποτελούσε ένα είδος απόλαυσης του κορμιού; — Βέβαια, βέβαια, αυτό εν…νοείται…, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο θείος, που το κάτω σαγόνι του έπεφτε, κι ανάγγειλε πως θα μπορούσε να μείνει οχτώ μέρες, δηλαδή: μια εβδομάδα, εφτά μέρες, λοιπόν, μα ίσως και μόνο έξι. Καθώς, μάλιστα, διαπίστωνε, όπως το είχε πει κιόλας, πως, χάρη σε μια διαμονή, που είχε παραταθεί, άλλωστε περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε να περιμένει κανείς, η υγεία του Χανς Κάστορπ είχε πλήρως κι αξιοπαρατήρητα αποκατασταθεί, υπόθετε, ότι ο ανεψιός του θα έφευγε μαζί του και μαζί του θα γύριζε στο Αμβούργο. — Ε, ε, πολυπήρες φόρα, είπε ο Χανς Κάστορπ. Ο θείος Τζέιμς μιλούσε ακριβώς σαν κι αυτούς εκεί κάτω. Δεν είχε παρά να κοιτάξει λίγο γύρω του, να εγκλιματιστεί λίγο, κι οι ιδέες του θ’ αλλάζανε από μόνες τους. Επρόκειτο να πετύχει μια οριστική θεραπεία, τ’ Οριστικό ήταν, ό,τι είχε σημασία και, τελευταία ακόμα, ο Μπέρενς του είχε πει ότι έπρεπε να μείνει άλλους έξι μήνες. Στο σημείο αυτό ο θείος τον αποκάλεσε: — Αγόρι μου. Και τον ρώτησε αν είχε τρελαθεί. — Τρελάθηκες ολότελα, λοιπόν; ρώτησε. Μια διαμονή διακοπών τριών εβδομάδων, που κράτησε δεκαπέντε μήνες και να τώρα που αντιμετώπιζε κι άλλους έξι μήνες ακόμη. Για όνομα του παντοδύναμου Θεού, μπορούσε να ’χει κανείς, λοιπόν, τόσο χρόνο για χάσιμο; Τότε πια ο Χανς Κάστορπ γέλασε ήρεμα και σύντομα, με το κεφάλι υψωμένο προς τ’ άστρα. Ναι, ο χρόνος! Απάνω σ’ αυτό το σημείο, ακριβώς, στον ανθρώπινο χρόνο, ο Τζέιμς θα έπρεπε ν’ αρχίσει να διορθώνει τις αντιλήψεις που είχε φέρει μαζί του, για να ’χει και το δικαίωμα να μιλά. Προς το συμφέρον του Χανς, θα έλεγε, αύριο κιόλας, δυο σοβαρά λογάκια στον Κύριο Αυλικό Σύμβουλο, υποσχέθηκε ο Τινάππελ. — Κάνε το αυτό! είπε ο Χανς Κάστορπ. Θα σου αρέσει. Είναι ένας ενδιαφέρων χαρακτήρας, ενεργητικός και μελαγχολικός ταυτόχρονα. Ύστερα, έδειξε με το χέρι τα φώτα του σανατόριου Σάλτσαλπ και μίλησε, πάρεργα, για τα πτώματα που μεταφέρονταν, τον χειμώνα, με τα έλκηθρα. Οι κύριοι έφαγαν μαζί στο εστιατόριο του Μπέργκχοφ, αφού πρώτα ο Χανς Κάστορπ οδήγησε τον ξένο του στην κάμαρα του Γιόαχιμ, για να φρεσκαριστεί λίγο. Η κάμαρα είχε απολυμανθεί με Η2CO, είπε ο Χανς Κάστορπ, κι είχε απολυμανθεί το ίδιο σοβαρά, σάμπως, αντί μιας ετσιθελικής αναχώρησης, να είχε γίνει όχι μια exodus, μα μια exitus. Κι

όπως ο θείος ζήτησε να μάθει την έννοια της έκφρασης: — Διάλεκτος! είπε ο ανεψιός. Τρόπος εκφράσεως, είπε. Ο Γιόαχιμ λιποτάχτησε, για να παρουσιαστεί στο στρατό. Μα κάνε λίγο γρήγορα, αν θες να προφτάσεις να φας κάτι ζεστό. Και πήρανε θέση, λοιπόν, στο άνετο και θερμασμένο εστιατόριο, σ’ ένα τραπέζι που βρισκόταν κάπως πιο ψηλά από τ’ άλλα. Τους σέρβιρε η νάνος με πολύ ζήλο κι ο Τζέιμς παράγγειλε ένα μπουκάλι κρασί Βουργουνδίας, που τους το έφερε μέσα σ’ ένα πανέρι. Τσουγκρίσανε τα ποτήρια τους κι η γλυκιά φλόγα του κρασιού τους διαπέρασε ολόκληρους. Ο νεότερος μίλησε για τη ζωή εδώ πάνω, για την αλλαγή των εποχών, για διάφορα περιστατικά της τραπεζαρίας, για τον πνευμοθώρακα, εξηγώντας πώς γινότανε κι υπογραμμίζοντας την περίπτωση του αγαθού Φέργε, κι επεκτεινόμενος πάνω στον άσκημο χαρακτήρα του plevrachoc, χωρίς να παραλείψει τις τρεις διαφορετικές λιποθυμίες, που ο κύριος Φέργε ισχυριζότανε ότι είχε πέσει, τη φρεναπάτη της όσφρησης, που είχε παίξει το ρόλο της στο σοκ του και τα γέλια που τον πήρανε καθώς λιποθυμούσε. Δεν κουβέντιαζε παρά μόνο εκείνος. Ο Τζέιμς έφαγε και ήπιε πολύ, όπως συνήθιζε, με μια όρεξη, που η αλλαγή του αέρα και το ταξίδι την είχανε μεγαλώσει περισσότερο ακόμη. Ωστόσο, κάποτε-κάποτε, σταματούσε, έμενε απλά καθισμένος, με το στόμα γιομάτο, ξεχνώντας να μασήσει, με το μαχαίρι και το πιρούνι απιθωμένα στην αμβλεία γωνία του πιάτου του και κοίταζε καλάκαλά το Χανς Κάστορπ, χωρίς ν’ αποστρέφει το κεφάλι του, χωρίς να το καταλαβαίνει κι ο ίδιος, κατά πως φαινότανε, και χωρίς να το παρατηρεί ούτε κι ο Χανς Κάστορπ. Οι φλέβες διαγράφονταν φουσκωμένες στα μελίγγια του Πρόξενου Τινάππελ, που ήταν σκεπασμένα με αραιά, ξανθά μαλλιά. Δεν έγινε λόγος για περιστατικά του τόπου τους, ούτε για προσωπικά κι οικογενειακά ζητήματα, ούτε για την πόλη, ούτε για υποθέσεις, ούτε για τον Οίκο Τούντερ & Βιλμς, Ναυπηγείο, Μηχανουργείο, Λεβητουργείο, που πάντα περίμενε την είσοδο σ’ αυτόν του νέου δόκιμου μηχανικού ναυπηγού, πράμα που, φυσικά, ήταν τόσο μακριά από το να ’ναι η μοναδική έγνοια του, ώστε μπορούσε και ν’ αναρωτηθεί κανείς, αν πράγματι περιμένανε ακόμα την είσοδο εκείνη. Ο Τζέιμς Τινάππελ είχε, χωρίς άλλο, υπαινιχθεί όλα τούτα τα θέματα, την ώρα που ερχόντουσαν με το αμάξι και αργότερα ακόμη, μα είχαν παραμεριστεί και τώρα κείτονταν νεκρά, αφού πρώτα πέσανε πάνω στην ήρεμη, αποφασιστική και φυσική αδιαφορία του Χανς Κάστορπ, μια αδιαφορία που θύμιζε την αναισθησία του, στην παγερή δροσιά της φθινοπωριάτικης βραδιάς και τη φράση του: «Εμείς εδώ πάνω δεν κρυώνουμε», κι ίσως-ίσως γι’ αυτό ακριβώς, τον κοίταζε ο θείος του καλά-καλά, από καιρό σε καιρό. Έγινε λόγος, επίσης, για την αδελφή προϊσταμένη, για τους γιατρούς και για τις διαλέξεις του Δρα Κροκόβσκι. Αν ο Τζέιμς έμενε οχτώ μέρες εδώ πάνω, θα μπορούσε να παρακολουθήσει καμιά απ’ αυτές. Ποιος είχε πει στον ανεψιό, πως ο θείος θα ήτανε διατεθειμένος να παραβρεθεί στη διάλεξη; Κανένας. Μα το θεωρούσε πράμα τελειωμένο, με μια βεβαιότητα τόσο ήρεμη, που ήταν αυτονόητο, ότι και μόνο η σκέψη, πως δε θα

παραβρισκόταν σ’ αυτήν, θα του φαινόταν αναγκαστικά, σαν κάτι αδύνατο, κι ο θείος προσπάθησε να βγάλει από τη μέση κάθε υποψία απάνω σ’ αυτό το ζήτημα μ’ ένα βιαστικό: — Βέβαια, βέβαια, αυτό εν…νοείται… Αυτή περίπου ήταν η δύναμη που, η αόριστη, μα εκβιαστική αίσθησή της, έκανε, ασύνειδά του, τον κ. Τινάππελ να παρατηρεί τον ανεψιό του, αυτή τη στιγμή, ακριβώς μ’ ανοιχτό το στόμα, γιατί ο αναπνευστικός δρόμος της μύτης ήταν φραγμένος, μ’ όλο που ο Πρόξενος, απ’ όσο ήξερε, τουλάχιστον, δεν ήταν καθόλου συναχωμένος. Άκουσε το συγγενή του να μιλά για την αρρώστια, που αποτελούσε εδώ το επίσημο ενδιαφέρον όλου του κόσμου και για τις διαθέσεις που μπορούσε να ’χει κανείς απέναντί της. Πληροφορήθηκε για την ιδιαίτερη περίπτωση του Χανς Κάστορπ, που δεν ήτανε σοβαρή, μα που αργούσε να θεραπευτεί, για το αποτέλεσμα που δημιουργούσαν οι βάκιλοι στα κύτταρα των αναπνευστικών σωλήνων και στις κυψελίδες του πνεύμονα, για το σχηματισμό των πνευμονικών φυμάτων και για την έκκριση των τοξινών, και την αποσύνθεση των κυττάρων και για την αποτιτάνωση, που, γι’ αυτή, το ζήτημα ήταν να μάθει κανείς αν θα σταματούσε σε μια ασβεστούχο απολίθωση, με μια συνεκτική επούλωση ή αν θα εξελισσότανε σε πιο εκτεταμένες εστίες, αν θ’ άνοιγε σπήλαια όλο και πιο βαθιά κι αν θα κατάστρεφε τ’ όργανο. Τον άκουγε να μιλά, για την οξεία και καλπάζουσα μορφή αυτής της εξέλιξης, που μέσα σ’ ελάχιστους μήνες, ή σε λίγες εβδομάδες μονάχα, οδηγούσε στην exitus, τον άκουγε να μιλά για την πνευμοτομή, μια εγχείρηση που ο Αυλικός Σύμβουλος εκτελούσε κατά τρόπο μαστορικό, πραγματικά, για την τομή του πνεύμονα που θα εκτελούσαν αύριο ή οπωσδήποτε σύντομα σε μια βαριά άρρωστη, καινουριοφτασμένη, μια άλλοτε γοητευτικότατη Σκοτσέζα, που είχε πάθει gangraena pulmonum, γάγραινα των πνευμόνων, έτσι που η μαυροπράσινη σήψη άρχισε να προχωρεί συνεχώς και ν’ απλώνεται πάνω της κι ολόκληρη την ημέρα ανάπνεε εξαερωμένο φανικόν οξύ, για να μην τρελαθεί, αηδιάζοντας τον ίδιο τον εαυτό της και, ξαφνικά, ο πρόξενος, χωρίς να το περιμένει και προς μεγάλη του σύγχυση, ξέσπασε στα γέλια. Γέλασε ακούσια, συνήλθε και αυτοκυριαρχήθηκε, με φρίκη σχεδόν, έβηξε και προσπάθησε να λιγοστέψει και να κρύψει με κάθε τρόπο αυτή την παράλογη ευθυμία, καθησυχασμένος πάλι και διαπιστώνοντας ταυτόχρονα, πως ο Χανς Κάστορπ δεν έδινε την παραμικρότερη σημασία σ’ ένα περιστατικό, που δεν μπορούσε να του είχε διαφύγει, μα που το παράβλεπε με μια αδιαφορία, που δεν οφειλότανε ούτε σ’ έλλειψη διακριτικότητας ούτε σ’ έλλειψη ευγένειας, μα που φαινόταν ότι ήτανε γνήσια αδιαφορία, μια ανοχή βασισμένη σε μια ανησυχητική αναισθησία, σάμπως να είχε ξεμάθει, από πολύ καιρό, τώρα, να εκπλήσσεται μπροστά σε κάτι τέτοια περιστατικά. Μα είτε γιατί ο Πρόξενος θέλησε να δώσει στην έκρηξη της ιλαρότητάς του μια λογική και δικαιολογημένη επίφαση, είτε και για κάποιο άλλο λόγο, επιχείρησε, ξαφνικά, μια συζήτηση «μεταξύ ανδρών» και, με φουσκωμένες τις φλέβες, άρχισε να μιλά για κάποια τραγουδίστρια του καμπαρέ, ένα ολότελα τρελό θηλυκό, που τραγουδούσε τώρα στο Σαιντ Πάουλι και που τα χαρίσματά της και το ταπεραμέντο της (τα οποία περίγραψε στον ανεψιό του) είχαν αναστατώσει

τον ανδρικό κόσμο της πόλης τους. Η γλώσσα του κολλούσε στο στόμα του, καθώς διηγείτο αυτές τις ιστορίες, μα δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί, γιατί η γεμάτη απάθεια ανοχή του κοντινού του επεκτεινότανε, κατά πως φαινότανε, και σ’ αυτό το φαινόμενο. Ωστόσο, σιγά-σιγά, κατέληξε να νιώσει τόσο καθαρά την απέραντη κούραση του ταξιδιού, που, κατά τις δεκάμιση, πρότεινε ν’ ανεβούνε για ύπνο. Κι όσο γι’ αυτόν, δεν υπήρξε παρά μέτρια ικανοποιημένος, από το γεγονός, ότι συναντήσανε, ακόμα, στο χολ, τον Δρα Κροκόβσκι, που τόσος λόγος έγινε επανειλημμένα στις κουβέντες του με τον ανεψιό του γι’ αυτόν. Διάβαζε μια εφημερίδα στην πόρτα ενός σαλονιού κι ο Χανς Κάστορπ του τον σύστησε. Σ’ απάντηση στα ενεργητικά κι εύθυμα λόγια, που του απηύθυνε ο γιατρός, ο Πρόξενος δεν ήξερε σχεδόν ν’ απαντήσει παρά: — Βέβαια, βέβαια, αυτό εν… νοείται. Κι ένιωσε ευτυχισμένος, όταν ο Χανς Κάστορπ, έχοντάς του αναγγείλει, πως θα πήγαινε να τον πάρει την άλλη μέρα το πρωί στις οχτώ, για το πρώτο πρόγευμα, πέρασε στην απολυμασμένη κάμαρα του Γιόαχιμ, από το μπαλκόνι, που ήταν το δωμάτιό του κι όπου, με το συνηθισμένο βραδινό πούρο του, μπόρεσε, επιτέλους, να πέσει στο κρεβάτι του λιποτάχτη. Και μάλιστα, κάτι λίγο ακόμη, για να βάλει φωτιά, γιατί με δυο ρουφηξιές μόνο καπνό, τον είχε πάρει κιόλας ο ύπνος, με το πούρο αναμμένο ανάμεσα στα χείλη του, Ο Τζέιμς Τινάππελ, που ο Χανς Κάστορπ τον έλεγε πότε θείο Τζέιμς και πότε σκέτα Τζέιμς, ήταν ένας ορθόκορμος κύριος καμιά σαρανταριά χρονών, που φορούσε πάντα εγγλέζικα υφάσματα κι ασπρόρουχα, που είχανε τη δροσιά πετάλων λουλουδιών, με αραιά, κίτρινα, καναρινόχρωμα μαλλιά, με γαλάζια μάτια που δεν απείχαν πολύ το ένα από τ’ άλλο, μ’ αχυρόχρωμο μουστάκι, ψαλιδισμένο και μισοξυρισμένο, και με τέλεια περιποιημένα χέρια. Σύζυγος και πατέρας, από κάμποσα χρόνια τώρα, χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψει, γι’ αυτό, την ευρύχωρη βίλλα του γέροντα Πρόξενου στο δρόμο του Χάρβεστεχουντ, παντρεμένος με μια κοπέλα του κόσμου του, που ήταν το ίδιο πολιτισμένη και λεπτή, όπως αυτός, που μιλούσε την ίδια ελαφρά, γρήγορη κι έξυπνα ευγενική γλώσσα, όπως αυτός, ήταν εκεί κάτω, ένας ενεργητικότατος άνθρωπος των υποθέσεων, προσεχτικός και ψυχρά ρεαλιστής, παρ’ όλη του την κομψότητα. Μα σ’ ένα περιβάλλον, όπου βασίλευαν άλλα ήθη, σ’ ένα ταξίδι, λόγου χάρη, στη Νότια Γερμανία, ο χαρακτήρας του αποχτούσε κάτι το φιλοφρονητικό και τ’ ορμητικό, μια ευγενική κι εσπευσμένη συγκαταβατικότητα ν’ αρνηθεί τον εαυτό του, που δεν μαρτυρούσε έλλειψη πίστης στην ίδια του την καλλιέργεια, παρά μάλλον τη συνείδηση που είχε τον ορίων αυτής της πίστης, καθώς και την επιθυμία που αισθανόταν να διορθώσει την αριστοκρατική ιδιαιτερότητά του και να μην αφήνει να φαίνεται η έκπληξή του, ακόμη κι ανάμεσα σε μορφές ζωής που τις εύρισκε απίστευτες. «Βέβαια, βέβαια, αυτό εν… νοείται!» βιαζόταν να λέει, για να μη σκεφτεί κανείς, ότι ήταν μεν ευγενικός μα με περιορισμένο μυαλό. Εδώ πάνω, είχε έρθει, φυσικά, με μια αποστολή, καθορισμένη και διακριτική, με την πρόθεση, δηλαδή και το καθήκον, να διορθώσει ενεργητικά την κατάσταση, να «ξεπαγώσει» τον νεαρό συγγενή του, που τόσο είχε καθυστερήσει εδώ πέρα, όπως εκφραζότανε μέσα του ο ίδιος, και να

τον ξαναφέρει στο μαντρί και ήξερε, βέβαια, ότι θα έπρεπε να κινηθεί σε ξένο έδαφος. Και να που, από την πρώτη στιγμή, είχε αισθανθεί, πως εδώ πάνω τον είχαν υποδεχθεί, ένας άλλος κόσμος και μια ιδιάζουσα σφαίρα, με τις καθιερωμένες από το χρόνο συνήθειές τους, που όχι μόνο δεν υπόκυπταν μπροστά στη δική του σιγουριά, μα που τον κυριαρχούσαν σε τέτοιο σημείο, ώστε η ενεργητικότητά του, ανθρώπου των υποθέσεων, ερχότανε σ’ άμεση σύγκρουση με την καλή ανατροφή σε μια σύγκρουση από τις πιο σοβαρές, γιατί στην καινούρια αυτή σφαίρα υπήρχε μια δύναμη που τον πίεζε, που αληθινά τον στενοχωρούσε. Αυτό ακριβώς είχε προβλέψει ο Χανς Κάστορπ, όταν αποκρίθηκε, μέσα του, στο τηλεγράφημα του Πρόξενου μ’ ένα: «Παρακαλώ, παρακαλώ!» Μα δεν πρέπει να φανταστεί κανείς, πως είχε εκμεταλλευτεί συνειδητά τη δύναμη του χαρακτήρα του περιβάλλοντός του εναντίον του θείου του. Πήγαινε πάρα πολύς καιρός, που αποτελούσε μέρος αυτού του κόσμου, και δεν ήταν αυτός που χρησιμοποιούσε τούτη τη δύναμη εναντίον του αρχομένου χειρών αδίκων, μα το αντίθετο· έτσι, που όλα έγιναν με την πιο φυσική απλότητα, από τη στιγμή που ένα πρώτο προαίσθημα, για την ματαιότητα της αποστολής του, (προαίσθημα που αναδινότανε από το πρόσωπο του ανεψιού του), άγγιξε αόριστα τον Πρόξενο, ίσαμε το τέλος της περιπέτειας που, ο Χανς Κάστορπ, είναι η αλήθεια, δεν μπόρεσε να μη το συνοδεύσει μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Το πρώτο πρωινό, ύστερα από το πρόγευμα, κατά τη διάρκεια του οποίου ο παλιός παρουσίασε τον καινουριοφτασμένο στον κύκλο της συντροφιάς του τραπεζιού, ο Τινάππελ έμαθε από το στόμα του Αυλικού Σύμβουλου Μπέρενς, που, ψηλός και πολύχρωμος, συνοδευμένος από το χλομό βοηθό του, είχε μπει στην αίθουσα, λάμνοντας με τα χέρια του, για να τη διατρέξει με την πρωινή ερώτηση της ρητορικής του: «Κοιμηθήκατε όμορφα;» έμαθε λέμε, όχι μόνο πως ήταν μια εξαίρετη ιδέα του να έρθει να κρατήσει λίγη συντροφιά στο μοναχικό ανεψιό του, μ’ ακόμη και πως είχε κάνει ωραιότατα, για το προσωπικό του συμφέρον, γιατί, καθ’ όλα τα φαινόμενα, ήταν ολότελα αναιμικός. Αναιμικός, αυτός, ο Τινάππελ; Ε, ναι, βέβαια, αυτός! είπε ο Μπέρενς και με τον δείχτη του χαμήλωσε το κάτω βλέφαρο του Πρόξενου. Σ’ υψηλό βαθμό! είπε. Ο κύριος θείος θα έκανε πάρα πολύ καλά να εγκατασταθεί όσο μπορούσε πιο άνετα για μερικές εβδομάδες, φαρδύς πλατύς στο μπαλκόνι του και παίρνοντας απ’ όλες τις απόψεις τον ανεψιό του σαν παράδειγμα. Στην κατάστασή του, δεν μπορεί να κάνει κανένας τίποτα καλύτερο, από το να ζήσει, για λίγο χρονικό διάστημα, με τέτοιο τρόπο, σαν να ’χε μια ελαφρά tuberculosis pulmonum, που, άλλωστε, είχε όλος ο κόσμος. — Βέβαια, βέβαια, εν… νοείται, είπε γρήγορα ο Πρόξενος και κοίταξε, για μια στιγμή ακόμα, ανοίγοντας μ’ ευγενικό ζήλο το στόμα, το γιατρό, που απομακρυνόταν, με γερμένο σβέρκο και κουνώντας σαν κουπιά τα χέρια του, ενώ ο ανεψιός του καθότανε δίπλα του απαθής και αναίσθητος. Ύστερα, έκαναν τον περίπατο αναψυχής ίσαμε το μικρό πάγκο, δίπλα στο ρυάκι, κι ο

Τζέιμς Τινάππελ πέρασε την πρώτη ώρα της κούρας του, καθοδηγημένος από το Χανς Κάστορπ, που, εκτός από την ταξιδιωτική κουβέρτα με την οποία ήταν εφοδιασμένος ο θείος του, του δάνεισε και μια από τις καμηλό κουβέρτες του· ο ίδιος έκρινε πως του έφτανε μια κουβέρτα, μ' αυτόν τον όμορφο, φθινοπωριάτικο καιρό και του έδειξε, με ακρίβεια, κίνηση προς κίνηση, την από παράδοση γνωστή τέχνη να τυλίγεται κανένας με δαύτες. Μάλιστα, αφού ο Πρόξενος είχε κιόλας προσεχτικά πακεταριστεί και τυλιχτεί γύρω-γύρω, σαν μούμια, τον ξετύλιξε ολόκληρο, άλλη μια φορά, για να ξανακάνει, μόνος του πια, όλη αυτή τη δουλειά, ενώ ο καθηγητής περιορίστηκε στο να διορθώνει τα λάθη του, κι έπειτα του έδειξε πώς να στερεώνει την ομπρέλα στην ξαπλωτούρα και πώς να τη χειρίζεται για να αποφεύγει τον ήλιο. Ο Πρόξενος αστειευότανε. Το πνεύμα της πεδιάδας ήταν ακόμα πολύ δυνατό μέσα του και κορόιδευε ό,τι μάθαινε καθώς είχε κοροϊδέψει και τον υπηρεσιακό περίπατο ύστερα από το πρόγευμα. Μα όταν είδε το ήρεμο κι ανεξιχνίαστο χαμόγελο, με το οποίο δεχότανε ο ανεψιός του αυτά τα αστεία, κι όπου ζωγραφιζότανε ολόκληρη η κλειστή αυτοπεποίθηση τούτης δω της ιδιαίτερης ηθικής σφαίρας, τότε ένιωσε πως φοβότανε, φοβήθηκε για την ενεργητικότητά του, σαν άνθρωπος των υποθέσεων, κι αποφάσισε να προκαλέσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα μια αποφασιστική συνομιλία με τον Αυλικό Σύμβουλο, σχετική με την περίπτωση του ανεψιού του, ίσως μάλιστα το ίδιο εκείνο απόγεμα, τώρα που θα μπορούσε ακόμη, που ήταν ακόμα καιρός, να τη φέρει σε πέρας, με τις δυνάμεις και το πνεύμα που είχε φέρει από κει κάτω. Γιατί ένιωθε ότι κατέρρεαν μέσα του, ότι το πνεύμα τούτου δω του τόπου συμμαχούσε επικίνδυνα, εναντίον του, με την καλή του ανατροφή. Ένιωθε ακόμα, πως ο Αυλικός Σύμβουλος τον είχε, ολότελα περιττά, συμβουλέψει, να υποταχτεί, εξ αιτίας της αναιμίας του, στον τρόπο ζωής των αρρώστων: αυτό ήτανε δα αυτονόητο, φαινόταν ότι δεν μπορούσε να διακρίνει, από την αρχή κιόλας, ίσαμε ποιο βαθμό δημιουργούσαν αυτή τη φαινομενικότητα των πραγμάτων η ηρεμία κι η ατάραχη σιγουριά του Χανς Κάστορπ, ή ίσαμε ποιο βαθμό υπήρχε, πραγματικά, καθαυτή, τούτη δω η έλλειψη δυνατότητας. Τίποτα δεν μπορούσε να ’ναι φυσικότερο, από το ν’ ακολουθήσει την πρώτη κούρα της ανάπαυσης, το δεύτερο, πλουσιότερο πρόγευμα, απ’ όπου απόρρεε, κατά τον εμφανέστερο τρόπο, ο περίπατος ίσαμε το «Πλατς», ύστερα από τον οποίο ο Χανς Κάστορπ φάσκιωσε πάλι το θείο του. Τον φάσκιωσε, αυτό ’ταν η κυριολεξία. Και, κάτω από το φθινοπωρινό ήλιο, σε μια ξαπλωτούρα, που η άνεσή της ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση, άξια, δηλαδή, να υμνηθεί, τον άφησε ξαπλωμένο, όπως ξάπλωνε ο ίδιος αυτός, ίσαμε που το χτύπημα του γκονγκ τους κάλεσε σ’ ένα γεύμα στην τραπεζαρία, που ήτανε πρώτης τάξεως και τόσο πλούσιο, ώστε, η γενική κούρα, που ακολούθησε, αποτελούσε αναγκαιότητα, μπροστά στην οποία υποκλινόταν κανείς από προσωπική πεποίθηση. Κι αυτό συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο, ίσαμε το φοβερά άφθονο δείπνο κι ίσαμε τη βραδινή συγκέντρωση στο σαλόνι, γύρω από τα οπτικά όργανα. Δε θα υπήρχε τίποτα απολύτως ν’ αντιλέξει κανείς σε μια χρησιμοποίηση του χρόνου, που επιβαλλότανε με τόση πειστική λογική κι ούτε που θα υπήρχε λαβή σ’

αντιρρήσεις, αν οι κριτικές ικανότητες του Πρόξενου δεν είχαν ελαττωθεί, από μια κατάσταση που δεν ήθελε να την ονομάσει, ακριβώς κακοδιαθεσία, μα που ήταν κούραση και ερεθισμός ανακατωμένα, συνάμα, μ’ αισθήσεις ζέστης και κρύου. Για να γίνει η ανήσυχα επιθυμημένη συνομιλία με τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, έπρεπε ν’ ακολουθηθεί η υπηρεσιακή οδός: Ο Χανς Κάστορπ έδωσε την παραγγελία στο λουτράρη κι ο τελευταίος αυτός τη μετέφερε στην αδελφή προϊσταμένη, που ο Πρόξενος Τινάππελ έκανε, με την ευκαιρία αυτή, την ιδιαίτερη γνωριμία της, με τούτο δω τον τρόπο: έκανε την εμφάνισή της στο μπαλκόνι του, όπου τον βρήκε ξαπλωμένο και που, με τους παράξενους τρόπους της, έβαλε σε πολύ μεγάλη δοκιμασία την ευγένεια του Πρόξενου, που πλάγιαζε ολότελα ανυπεράσπιστος, κάτω από τις τυλιγμένες κουβέρτες του. Ο «αξιότιμος νεαρός», έμαθε, ότι θα έπρεπε να ευαρεστηθεί να περιμένει μερικές μέρες, γιατί ο Αυλικός Σύμβουλος ήταν απασχολημένος: εγχειρήσεις, γενικές εξετάσεις… Η πάσχουσα ανθρωπότης ερχότανε πρώτα, σύμφωνα με τις αρχές του Χριστιανισμού, και καθώς ο «νεαρός» υπόθετε, ότι ήταν πολύ καλά στην υγεία του, τότε θα έπρεπε, βέβαια, να συνηθίσει στην ιδέα, ότι δεν ήταν, εδώ μέσα, ο αριθμός Ένα, μα να καθίσει εκεί που καθότανε και να περιμένει ίσαμε να έρθει η σειρά του. Άλλο ζήτημα, τώρα, αν σκεφτότανε να ζητήσει να τον εξετάσει ο γιατρός, πράμα που δε θα της φαινόταν, εκείνης, της Αντριάτικα, καθόλου εκπληκτικό, δε χρειαζόταν παρά να τον κοιτάξει κανείς, να, έτσι ακριβώς, μέσα στα μάτια, για ν’ αντιληφθεί αμέσως πως δεν ήταν με τα καλά του! Ήταν ταραγμένα, αβέβαια, τα μάτια του, κι έτσι, όπως τον έβλεπε τώρα δα, ξαπλωμένον μπροστά της, φαινότανε καθαρά πως δεν ήταν όλα απολύτως εντάξει σε δαύτον, πως δεν ήτανε όλα πολύ σαφή, κοντολογίς πως, εκείνης, της Αντριάτικα, δεν της φαινότανε να ’ναι στα καλά του. Μα όχι, δεν πρέπει να παρεξηγήσει την έννοια των λόγων της! Επρόκειτο λοιπόν, κατάληξε, για μια αίτηση ιατρικής εξέτασης ή για καμιά συνομιλία προσωπικού χαρακτήρος; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έπρεπε να περιμένει ίσαμε να ξημερώσει και για κείνον. Ο Αυλικός Σύμβουλος δεν είχε καιρό, παρά πολύ σπάνια, ν’ αφιερώνει σε προσωπικές συνομιλίες. Κοντολογίς, όλα πήγανε διαφορετικά απ’ ό,τι είχε φανταστεί ο Τζέιμς κι η συνομιλία με την Προϊσταμένη κλόνισε αισθητά την ισορροπία του. Εξαιρετικά πολιτισμένος για να πει, μ’ αγένεια, στον ανεψιό του, που η ατάραχη ηρεμία του μαρτυρούσε, πως ήταν απόλυτα σύμφωνος με τις καθιερωμένες συνήθειες, του τόπου, πόσο φοβερή του φαινότανε αυτή η γυναίκα, δεν τόλμησε παρά, πολύ φρόνιμα, την παρατήρηση, πως η αδελφή προϊσταμένη ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια κυρία πολύ πρωτότυπη, πράμα που ο Χανς Κάστορπ το μισοδέχτηκε, αφού έριξε πρώτα στον αέρα ένα αόριστο ερωτηματικό βλέμμα. Με τη σειρά του, ρώτησε, επίσης, αν η φον Μύλεντονκ είχε πουλήσει κανένα θερμόμετρο στο θείο του. — Όχι· σε μένα; Είναι στον κλάδο της αυτό; ρώτησε ο θείος. Μα το χειρότερο ήταν, όπως μπορούσε κανείς να το διαβάσει καθαρά στο πρόσωπο του ανεψιού του, πως δε θα εκπλαγόταν καθόλου, αν είχε συμβεί πραγματικά ό,τι είχε

υποθέσει. «Εμείς εδώ πάνω δεν κρυώνουμε», διαβαζόταν σ’ εκείνο το πρόσωπο. Μα ο Πρόξενος κρύωνε, κρύωνε αδιάκοπα, μ’ όλο που το κεφάλι του έκαιγε, και σκέφτηκε, πως, αν, πραγματικά, η Προϊσταμένη του πρόσφερε κανένα θερμόμετρο, θα το αρνιότανε σίγουρα, μα πως, χωρίς άλλο, θα είχε άδικο τότε, γιατί σαν πολιτισμένος άνθρωπος που ήταν, δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσει το θερμόμετρο άλλου προσώπου, του ανεψιού του λόγου χάρη. Έτσι περάσανε μερικές μέρες, τέσσερις-πέντε. Η ζωή του απεσταλμένου κυλούσε πάνω σε ξυλοπόδαρα, πάνω σε ξυλοπόδαρα, που του είχαν βάλει άλλοι, κι από τα οποία του φαινόταν αδύνατο ν’ απομακρυνθεί. Ο Πρόξενος αποχτούσε πείρες, δεχόταν εντυπώσεις, που δε θέλουμε να τις κατασκοπεύσουμε περισσότερο. Μια μέρα, στην κάμαρα του Χανς Κάστορπ, πήρε, πάνω από το κομοδίνο του, μια μικρή, μαύρη, γυάλινη πλάκα, που, ανάμεσα σ’ άλλα προσωπικά αντικείμενα με τα οποία ο ένοικός της είχε διακοσμήσει το πεντακάθαρο δωμάτιό του, ήταν τοποθετημένη πάνω σ’ ένα μικρό, σκαλισμένο οκρίβαντα και που, όταν τη γύριζε κανείς προς το φως, αντιλαμβανόταν πως ήταν το αρνητικό μιας φωτογραφίας. — Τι πράμα είναι αυτό; ρώτησε ο θείος, κοιτάζοντάς τη… Η ερώτηση ήταν δικαιολογημένη! Το πορτραίτο ήταν δίχως κεφάλι, ήταν ο σκελετός ενός ανθρώπινου θώρακα, μέσα σ’ ένα ομιχλώδες περικάλυμμα από σάρκα, ένας γυναικείος θώρακας, άλλωστε, όπως φαινότανε καθαρά. — Αυτό; Ένα souvenir, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Απάνω σ’ αυτό ο θείος είπε: — Pardon! Ξανατοποθέτησε την πλάκα στο μικρό της οκρίβαντα κι απομακρύνθηκε γρήγορα. Τούτο δω το περιστατικό δεν αποτελεί παρά ένα παράδειγμα μόνο από τις πείρες και τις εντυπώσεις αυτών των τεσσάρων-πέντε ημερών. Παρακολούθησε, επίσης, μια διάλεξη του Δρα Κροκόβσκι, γιατί δεν μπορούσε, καλά-καλά, ούτε να σκεφτεί κανείς να την παραβλέψει. Όσο για την ιδιαίτερη συνομιλία, που είχε ζητήσει από τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς, ικανοποιήθηκε μόνο την έκτη μέρα. Τον ειδοποίησαν και κατέβηκε, ύστερα από το πρόγευμα, στο υπόγειο, κι ήταν αποφασισμένος ν’ ανταλλάξει μερικά σοβαρά λόγια μ’ αυτό τον άνθρωπο, σχετικά με τον ανεψιό του και με τον καιρό που έχανε εδώ πάνω. Όταν ξανανέβηκε, ρώτησε με μισή φωνή: — Ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράμα; Μα ήταν φανερό, πως, αναμφισβήτητα, κι ο Χανς Κάστορπ είχε κιόλας ακούσει τέτοια πράματα, γι’ αυτό δεν του έκανε πια ούτε κρύο ούτε ζέστη, κι έτσι, ο Πρόξενος, κατάπιε την απορία του και στις δίχως ανυπομονησία ερωτήσεις, που του έκανε ο ανεψιός, δεν αποκρινότανε παρά μ’ ένα: — Τίποτα, τίποτα. Μ’ από τη στιγμή κείνη κι ύστερα εκδήλωσε μια καινούρια του συνήθεια: να κοιτάζει,

δηλαδή, λοξά, κάπου προς το πάνω, με ζαρωμένα φρύδια και μαζεμένα, στρογγυλεμένα χείλη, κι ύστερα να γυρίζει απότομα το κεφάλι και να προσηλώνει το βλέμμα του προς την αντίθετη κατεύθυνση… Η συνομιλία με τον Μπέρενς είχε ακολουθήσει, κι αυτή επίσης, ένα διαφορετικό δρόμο από κείνον που είχε προβλέψει ο Πρόξενος; Είχε, με την εξέλιξή της, γίνει λόγος, όχι μόνο για το Χανς Κάστορπ, μα και για κείνον τον ίδιο, το Τζέιμς Τινάππελ, ώστε η συνομιλία να χάσει τον χαρακτήρα της προσωπικής συνέντευξης που είχε ζητήσει; Αυτό, τουλάχιστον, υποπτευόταν κανείς από τη στάση του. Ο Πρόξενος φαινόταν κακοδιάθετος, φλυαρούσε πολύ, γελούσε χωρίς λόγο κι έδινε μια σπρωξιά με τη γροθιά του στους γοφούς τ' ανεψιού του φωνάζοντας: — Άντε, γεροντοπαλλήκαρο! Από καιρό σε καιρό, το βλέμμα του προσηλωνότανε απότομα εδώ κι εκεί. Μα τα μάτια του ακολουθούσαν κι ακριβέστερες κατευθύνσεις, τόσο στο τραπέζι όσο και στους υποχρεωτικούς περιπάτους, καθώς και στις βραδινές συγκεντρώσεις. Στην αρχή, ο Πρόξενος, δεν είχε δώσει καμιά ιδιαίτερη προσοχή σε κάποια φράου Ρέντις, σύζυγο ενός Πολωνού βιομήχανου, που καθότανε στο τραπέζι της προσωρινά φευγάτης φράου Σάλομον και του λαίμαργου μαθητή με τα στρογγυλά ματογυάλια. Και, στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μόνο μια κυρία της κοινής αίθουσας της ανάπαυσης όπως οποιαδήποτε άλλη, μια κοντούλα και γιοματούτσικη καστανή, όχι από τις νεότερες, άλλωστε, λίγο γκριζόμαλλη κιόλας, μα μ’ ένα γοητευτικότατο διπλό πηγούνι και με μαύρα, ζωηρά μάτια. Με κανένα τρόπο δε θα μπορούσε να συγκριθεί, από την άποψη της ανατροφής, με την φράου Προξένου Τινάππελ, εκεί κάτω, στην πεδιάδα. Μα, την Κυριακή το βράδυ ύστερα από το δείπνο, στο χολ, ο Πρόξενος, χάρη σ’ ένα μαύρο φόρεμα με παγιέτες, και μεγάλο ντεκολτέ, είχε ανακαλύψει, πως η φράου Ρέντις είχε στήθος, ένα γυναικείο στήθος θαμπόλευκο, σφιγμένο πάρα πολύ από την κάτοχό του, στο κορσάζο του και που το χώρισμά του φαινότανε πολύ χαμηλά, κι η ανακάλυψη αυτή είχε αναστατώσει κι ενθουσιάσει αυτόν τον ραφιναρισμένο κι ώριμο άνδρα, ίσαμε τα κατάβαθα της ψυχής του, σάμπως το πράμα τούτο, να ήτανε κάτι απόλυτα καινούριο, ανήκουστο, κάτι που ούτε μπορούσε να το υποψιαστεί κανείς. Προσπάθησε κι έκαμε τη γνωριμία της φράου Ρέντις, κουβέντιασε πολλή ώρα μαζί της, στην αρχή όρθιοι, καθισμένοι μετά, κι ύστερα πήγε για ύπνο σιγοτραγουδώντας. Την άλλη μέρα, η φράου Ρέντις δε φορούσε πια μαύρο φόρεμα με παγιέτες, παρά ένα άλλο με κλειστό γιακά. Μα ο Πρόξενος ήξερε πια αυτό που ήξερε κι έμεινε πιστός στις εντυπώσεις του. Προσπαθούσε να συναντά την κυρία στους κανονισμένους περιπάτους, για να περπατά δίπλα της, φλυαρώντας, και στραμμένος προς αυτήν μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερα χαριτωμένο και γοητευτικό. Στο τραπέζι, έπινε στην υγεία της, κι αυτή ανταπαντούσε, κάνοντας να λάμπουν, σ’ ένα χαμόγελο, οι χρυσές κάψουλες, που σκέπαζαν πολλά δόντια της, και, σε μια συζήτηση με τον ανεψιό του, εξήγησε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως ήταν μια «θεία γυναίκα» κι ύστερα ξαναβάλθηκε πάλι να σιγοτραγουδά. Όλ’ αυτά ο Χανς Κάστορπ τα παρακολουθούσε με μια ήρεμη επιείκεια και σαν να ’πρεπε να ’ναι έτσι κι όχι αλλιώς. Μ’ αυτό δε φαινόταν να στερεώνει και τόσο καλά το κύρος του

πιο ηλικιωμένου συγγενούς του, ούτε και ταίριαζε, να πούμε, πέρα για πέρα, με την αποστολή του Πρόξενου. Το γεύμα, τότε που η φράου Ρέντις τον χαιρέτησε σηκώνοντας το ποτήρι της κι αυτό δυο φορές, πρώτα την ώρα του ψαριού κι ύστερα με το σορμπέ, το μελίκρατο ήταν το ίδιο, που ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς είχε καθίσει στο τραπέζι του Χανς Κάστορπ και του επισκέπτη του πάντα, αλήθεια καθότανε, με τη σειρά, και στα εφτά τραπέζια, και παντού, στην πάνω μεριά του τραπεζιού, υπήρχε το σερβίτσιο του, περιμένοντάς τον. Έχοντας δεμένα τα γιγάντια χέρια του πάνω στο πιάτο του, καθότανε εκεί, μ’ ανατριχιασμένο το μουστάκι του, ανάμεσα στον κύριο Βέεζαλ και στο Μεξικανό, τον καμπούρη, με τον οποίο μιλούσε ισπανικά γιατί ήξερε όλες τις γλώσσες, ακόμη και τούρκικα κι ουγγαρέζικα και είδε με τα δακρυσμένα, γαλάζια μάτια του, τα αιματόστιχτα, τον Πρόξενο Τινάππελ να χαιρετά, σηκώνοντας το ποτήρι του με το μπορντό, τη φράου Ρέντις, πάνω από το τραπέζι. Αργότερα, κατά το διάστημα του γεύματος, ο Αυλικός Σύμβουλος έκανε μια μικρή διάλεξη, ενθαρρυμένος σ’ αυτό από τον Τζέιμς, που πάνω απ’ όλο το μάκρος του τραπεζιού, του έκανε ολωσδιόλου απρόβλεπτα την ερώτηση πώς γινόταν όταν σάπιζε ο άνθρωπος. Ο Αυλικός Σύμβουλος, είπε, ότι είχε μελετήσει, φυσικά, ό,τι αφορούσε το ανθρώπινο κορμί· το σώμα είπε, ήταν η ειδικότητά του, αν μπορούσε να εκφραστεί έτσι, και θα μπορούσε, λοιπόν, να διηγηθεί τι γινότανε, όταν σάπιζε το κορμί: — Πρώτα απ’ όλα σκάζει η κοιλιά σας, αποκρίθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος, ακουμπώντας στους αγκώνες του και σκύβοντας πάνω από τα ενωμένα χέρια του. Είστε πλαγιασμένος εκεί, πάντα στα ροκανίδια και τα πριονίδια σας, και τα αέρια, καταλαβαίνετε, ανεβαίνουν, σας φουσκώνουνε, όπως ακριβώς φουσκώνουνε με αέρα κάτι παλιόπαιδα τα βατράχια — στο τέλος δεν είστε τίποτα άλλο παρά ένα αληθινό μπαλόνι, κι έπειτα, καθώς η κοιλιά σας δεν μπορεί ν’ αντέξει περισσότερο την πίεση, σκάζει. Πατατράκ, κι ανακουφίζεστε αισθητά, κάνετε όπως ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, όταν έπεσε από το κλαδί του: αδειάζεστε. Ν-ναι, κι ύστερα απ’ αυτό ξαναγίνεστε εντελώς κατάλληλος για συντροφιά. Αν σας το επιτρέπανε, θα μπορούσατε να ξαναγυρίσετε να επισκεφθείτε τους δικούς σας, που είχατε αφήσει πίσω σας, χωρίς να τους σκανταλίσετε ιδιαίτερα. Αυτό θα πει, πως έχει πάψει κανείς να βρωμά. Αν, μετά, βγει κανείς στον αέρα, θα είναι, οπωσδήποτε, ακόμα, ένας άνθρωπος πέρα για πέρα καθώς πρέπει, όπως οι πολίτες του Παλέρμο, που είναι κρεμασμένοι στους υπόγειους διαδρόμους των Καπουτσίνων, μπροστά στην Πόρτα Νουόβα. Είναι κρεμασμένοι εκεί, ξεροί και κομψοί, και χαίρονται τη γενική εκτίμηση. Αυτό που έχει σημασία, είναι το να πάψει κανείς να βρωμά. — Εν… νοείται! είπε ο Πρόξενος. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Και την άλλη μέρα το πρωί είχε εξαφανιστεί Δεν ήταν πια εκεί, είχε φύγει με το πρώτοπρώτο τρένο κιόλας, για την πεδιάδα, όχι, φυσικά, χωρίς να ’χει κανονίσει τα πάντα: Ποιος θα μπορούσε να υποθέσει το αντίθετο; Είχε κανονίσει το λογαριασμό του και πληρώσει το χρέος του για την ιατρική εξέταση που είχε γίνει. Πάρα πολύ διακριτικά, χωρίς να του ξεφύγει κανείς προδοτικός λόγος στο συγγενή του, είχε ετοιμάσει τις δυο βαλίτσες του αυτό θα είχε γίνει, χωρίς άλλο, το βράδυ, ή κατά τις πρωινές ώρες, που δε

θα ’χε ξημερώσει ακόμη κι όταν ο Χανς Κάστορπ, μπήκε στην κάμαρα του θείου του, το πρωί, κατά την ώρα του προγεύματος, τη βρήκε άδεια. Στάθηκε με σταυρωμένα τα χέρια και είπε: — Μπα, μπα! Ένα μελαγχολικό χαμόγελο διαγράφηκε στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. — Α, έτσι, λοιπόν! είπε και κούνησε το κεφάλι του. Να, λοιπόν, που κάποιος είχε πάρει πόδι από δω μέσα. Σε μια στιγμή, με σιωπηλή βιασύνη, σαν να ’ταν να επωφεληθεί από μια στιγμή αποφασιστικότητας και προπαντός να μη χαθεί κείνη η στιγμή, είχε ρίξει όπως όπως τα πράματά του στις βαλίτσες του κι έφυγε: μόνος, χωρίς να τον κατευοδώσει κανένας, χωρίς καν να φέρει σε πέρας την άξια αποστολή του, μα πάρα πολύ ευτυχής που μπορούσε να ξεφύγει ακόμα σώος και υγιής: ένας αστός που λιποταχτούσε προς τη σημαία της πεδιάδας. Καλό ταξίδι, λοιπόν, θείε Τζέιμς! Ο Χανς Κάστορπ δεν άφησε κανένα ν’ αντιληφθεί, πως δεν ήξερε τίποτα από την, τόσο προσεχή, αναχώρηση της συγγενικής του επίσκεψης και προπαντός ο χωλός θυρωρός, που είχε συνοδεύσει τον Πρόξενο ίσαμε το Σταθμό. Από τη λίμνη της Κωνσταντίας έλαβε ένα ταχυδρομικό δελτάριο, που τον πληροφορούσε, ότι ο θείος Τζέιμς είχε πάρει ένα τηλεγράφημα, που τον καλούσε υπερεπειγόντως, για υποθέσεις του, στο Αμβούργο και δε θέλησε να ταράξει τον ύπνο του ανεψιού του. Τυπικό ψέμα. «Καλή διαμονή και εν τω επανιδείν!» Ήταν κοροϊδία; Μα τότε ήταν μια κοροϊδία πολύ βιασμένη, έκρινε ο Χανς Κάστορπ, γιατί, ο θείος, σίγουρα που δεν είχε σκεφτεί να κοροϊδέψει και ν’ αστειευτεί, όταν σηκωνότανε να φύγει εσπευσμένα, παρά θα είχε κρίνει μόνος του, θα είχε σκεφτεί, χλομός από τρόμο, πως, αν, ύστερα από διαμονή μιας εβδομάδας εδώ πάνω ξαναγύριζε στην πεδιάδα, για κάμποσο καιρό, εκεί κάτω, θα είχε την εντύπωση, πως ήταν σφάλμα, ελάχιστα φυσικό κι ανεπίτρεπτο το να μην κάμει ύστερα από το πρόγευμά του, έναν περίπατο και να μην ξαπλωθεί οριζόντια, στον ανοιχτό αέρα, τυλιγμένος, σύμφωνα με το έθιμο Αυτών εκεί πάνω, στις κουβέρτες του, παρά, αντίς γι’ αυτό, να επιστρέψει στο γραφείο του. Κι αυτή η τρομαχτική διαπίστωση υπήρξε ο άμεσος λόγος της φυγής του. Μ’ αυτό τον τρόπο πήρε τέλος η προσπάθεια της κοιλάδας να ξαναπάρει πίσω το Χανς Κάστορπ, που της είχε ξεφύγει. Ο νέος δεν το απόκρυψε από τον εαυτό του πως η ολοκληρωτική ήττα που είχε προβλέψει, ήταν αποφασιστικής σημασίας, για τις σχέσεις του με τους ανθρώπους εκεί κάτω. Αυτό σήμαινε, πως η πεδιάδα παραιτιότανε απ’ αυτόν, κουνώντας τους ώμους της. Γι’ αυτόν, όμως, εσήμαινε την πλήρη ελευθερία, που, σιγά σιγά, είχε πάψει να κάνει την καρδιά του να τρέμει.

OPERATIONES SPIRITUALES Ο ΛΕΟ Νάφτα καταγότανε από μια μικρή πόλη που βρισκότανε κοντά στα σύνορα της Γαλικίας και της Βολυνίας. Ο πατέρας του, για τον οποίο μιλούσε μ’ εκτίμηση, ο Νάφτα, φαινότανε να έχει συνείδηση του ότι είχε αρκετά απομακρυνθεί από το παλιό περιβάλλον του, ώστε να μπορεί να το κρίνει μ’ ευμένεια, υπήρξε, εκεί πέρα, schochet, δηλαδή λειτουργικός σφαγέας. Και πόσο διάφερε τούτο το επάγγελμα, από το επάγγελμα του χριστιανού σφαγέα, που ήταν έμπορος και χειρώνακτας! Δε συνέβαινε, όμως, το ίδιο και με τον πατέρα του Λέο, τούτος δω ήταν υπάλληλος και, μάλιστα, υπάλληλος, που η υπηρεσία του είχε ιερατικό χαρακτήρα. Διαλεγμένος από το Ραββίνο, για τις θεοφοβούμενες ικανότητές του, εξουσιοδοτημένος απ’ αυτόν να σκοτώνει τα ζώα σύμφωνα με το μωσαϊκό νόμο κι ακολουθώντας τον κανονισμό του Ταλμούδ, ο Ελία Νάφτα, που τα γαλάζια μάτια του είχαν, αν πιστέψει κανείς το πορτραίτο που του χάραζε ο γιος του, μια αστρική ακτινοβολία κι ήταν γιομάτα από μια ήρεμη πνευματικότητα, είχε μέσα του, πράμα που αναδινόταν απ’ όλη του την ύπαρξη, κάτι το ιερατικό, που θύμιζε πως, στους αρχαίους καιρούς, το σφάξιμο των ζώων ήταν δουλειά του ιερατείου. Όταν ο Λέο, ή Λάιμπ, όπως τον φώναζαν, όταν ήταν παιδί, μπόρεσε να δει τον πατέρα του να εκπληρεί τα λειτουργικά του καθήκοντα, με τη βοήθεια ενός πελώριου υπηρέτη, ενός νέου με αθλητικό, ιουδαϊκό παράστημα, που δίπλα του ο λεπτοκαμωμένος Ελία, με την ξανθιά γενειάδα του, φαινόταν πιο λεπτοκαμωμένος ακόμα και πιο εύθραυστος, όταν τον είδε να κραδαίνει το μεγάλο χασαπομάχαιρό του εναντίον του δεμένου και φιμωμένου, αλλ’ όχι ζαλισμένου ζώου, και να του δίνει μια βαθιά μαχαιριά στην περιοχή των αυχενικών σπονδύλων, ενώ ο υπηρέτης μάζευε το αχνιστό αίμα, που ανάβρυζε μέσα σε γαβάθες, που δεν αργούσαν να γιομίσουν, το αγόρι κοίταζε το θέαμα αυτό μ’ εκείνο το παιδικό βλέμμα, που μπορεί, πέρα από τα αισθητά φαινόμενα, να εισδύει ως το ουσιαστικό, μ’ ένα βλέμμα, τέλος, που ανήκε, χωρίς αμφιβολία, στο γιο του Ελία με τ’ αστρικά μάτια. Ήξερε, πως οι χριστιανοί σφαγείς πίστευαν, ότι έπρεπε να ζαλίσουν τα ζώα τους μ’ ένα χτύπημα ρόπαλου ή τσεκουριού, στο κεφάλι, πριν τα σφάξουν, και αυτό το έκαναν για να μην υποφέρουν πολύ τα σφαχτάρια, ενώ ο πατέρας του, μ’ όλο που ήταν πολύ πιο λεπτός και πιο σοφός απ’ αυτούς τους αγροίκους χειρώνακτες, μ’ όλο που είχε αστρικά μάτια, όσο κανένας από δαύτους, ενεργούσε σύμφωνα με το νόμο, όταν κατέβαζε το μαχαίρι του στο αζάλιστο ζώο αφήνοντάς το να χάσει το αίμα του, ίσαμε που στράγγιζε από το κορμί του. Ο νεαρός Λάιμπ αισθανότανε, πως η μέθοδος αυτών των χοντροκέφαλων χριστιανών σφαγέων είχε καθοριστεί από ένα είδος νωχελικής κι ανόσιας καλοσύνης, που δεν ήταν άξια της οφειλόμενης, σ’ αυτή την ιερή πράξη, τιμής, όσο ήταν η τελετουργική σκληρότητα του πατέρα του. Κάτι πιο πολύ: η έννοια της θεοσέβειας είχε συνδεθεί, μέσα του, με την ιδέα της σκληρότητας, ενώ στη φαντασία του, το θέαμα κι η μυρουδιά του αίματος που ανάβρυζε, ήταν συνδεδεμένα με την έννοια του ιερού. Γιατί καταλάβαινε, πως ο πατέρας του δεν είχε διαλέξει αυτό το, αιμοχαρές επάγγελμα, σπρωγμένος από το ίδιο κείνο ταπεινό και σκληρό ένστικτο που είχε ωθήσει σ’ αυτό τους νέους και ρωμαλέους χριστιανούς, παρά μόνο για λόγους θρησκευτικούς — παρά τη

φυσική του λεπτότητα και, κατά κάποιο τρόπο, μέσα στην έννοια που εσήμαιναν τ’ αστρικά μάτια του. Ο Ελία Νάφτα ήταν, πραγματικά, ένας ονειροπόλος κι ένας στοχαστής, όχι μόνο ένας εξερευνητής της Θόρα, μα κι ένας κριτικός των Γραφών, που τα δόγματά τους συζητούσε με το Ραββίνο, λογομαχώντας αρκετά συχνά μαζί του. Στον τόπο του, και μάλιστα όχι μόνο οι ομόδοξοί του, τον θεωρούσανε σαν κάτι ιδιαίτερο, σαν έναν που ήξερε περισσότερα απ’ οποιονδήποτε άλλον, εν μέρει εξαιτίας της ευσέβειάς του κι εν μέρει μ’ έναν τρόπο που μπορούσε και να μην ήταν ολότελα κανονικός και που, οπωσδήποτε, δεν ανταποκρινότανε στη συνηθισμένη τάξη των πραγμάτων. Υπήρχε σ’ αυτόν κάτι το ανώμαλο, που ιδίαζε στους αιρετικούς, κάτι από έναν έμπιστο του Θεού, από έναν ΒάαλΣεμ ή από έναν Ζάντικ, από έναν θαυματουργό, δηλαδή, και πολύ περισσότερο, αφού, μια μέρα θεράπευσε μια γυναίκα, που είχε πάθει ακατάσχετη αιμορραγία και μια άλλη φορά, θεράπευσε ένα αγοράκι, που υπόφερε από σπασμούς, κι αυτό μόνο με αίμα και με εδάφια της Γραφής. Αλλά τούτο το φωτοστέφανο, ακριβώς, μιας θεοσέβειας κάπως ριψοκίνδυνης, που η μυρουδιά του αίματος έπαιζε το ρόλο της σ’ αυτήν, στάθηκε κι η αφορμή του χαμού του. Γιατί, με την ευκαιρία ενός λαϊκού κινήματος κι ενός μανιακού πανικού, που είχε προκληθεί από την ανεξήγητη δολοφονία δυο χριστιανόπαιδων, ο Ελία Νάφτα χάθηκε μ’ έναν τρομαχτικό θάνατο: βρέθηκε σταυρωμένος, με καρφιά, στην πόρτα του σπιτιού του, που του είχανε βάλει φωτιά κι ύστερα πια απ’ αυτό, η γυναίκα του, μ’ όλο που ήτανε φθισική και κατάκοιτη, εγκατέλειψε τη μικρή πολιτεία, παίρνοντας το γιο της Λάιμπ και τα τέσσερα αδέλφια του, ενώ κραύγαζε κι οδυρότανε, σηκώνοντας τα μπράτσα της προς τον ουρανό. Όχι ολότελα στερημένη από πόρους, χάρη στην προβλεπτικότητα του Ελία Νάφτα, η δοκιμασμένη οικογένεια είχε βρει άσυλο, σε μια μικρή πόλη του Φόραρλμπεργκ, όπου η κυρία Νάφτα πέτυχε να προσληφθεί σ' ένα νηματουργείο, μια θέση που την κράτησε όσο της το επιτρέψανε οι δυνάμεις της, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά της πήγαιναν στο δημοτικό σχολείο του τόπου. Μα αν τα μαθήματα αυτού του σχολείου ήταν αρκετά για την ιδιοσυγκρασία και τις ανάγκες των αδελφιών του Λέο Νάφτα, δε συνέβαινε όμως το ίδιο και για το μεγαλύτερο. Από τη μητέρα του είχε πάρει το σπέρμα της φθίσης, αλλ’ από τον πατέρα του, εκτός από το μικρό ανάστημα, είχε κληρονομήσει μια εξαιρετική νοημοσύνη, πνευματικά χαρίσματα, που δεν άργησαν να συμμαχήσουν με πιο φιλόδοξα σχέδια και με μια αλγεινή νοσταλγία αριστοκρατικότερων μορφών της ζωής, που του εμπνεύσανε μια παθιάρικη ανάγκη, να υψωθεί πιο πάνω από τους προγόνους του, σε σφαίρες που βρίσκονταν ψηλότερα από τον κόσμο της καταγωγής του. Εκτός από το σχολείο, ο δεκατετράχρονος ή δεκαπεντάχρονος έφηβος είχε μορφώσει το πνεύμα του, ανυπόμονα και δίχως συνέχεια, με τη βοήθεια βιβλίων, που μπορούσε να προμηθεύεται και που τροφοδοτούσανε τη διάνοιά του. Στοχαζότανε και μιλούσε, για πράματα, που έκαναν την άρρωστη μητέρα του να σκύβει το κεφάλι βαθιά, ανάμεσα στους ώμους της, και να σηκώνει τα ξέσαρκα μπράτσα της προς τον ουρανό. Με τη συμπεριφορά του και με τις απαντήσεις του, τράβηξε, κατά τη διδασκαλία των θρησκευτικών, την προσοχή του

Ραββίνου της περιφέρειας, ενός θεοφοβούμενου και σοφού ανθρώπου, που τον έκανε ιδιαίτερο μαθητή του και που ικανοποίησε τις ανάγκες του της μορφής, μαθαίνοντάς του εβραϊκά κι ελληνολατινικά, καθώς και τις λογικές, εισάγοντάς τον στα μαθηματικά. Μα η αφοσίωση του καλού ανθρώπου έμελλε ν' ανταμειφθεί πολύ άσκημα. Δεν άργησε να καταλάβει, πως είχε ζεστάνει ένα φίδι στον κόρφο του. Όπως άλλοτε, ανάμεσα στον Ελία Νάφτα, και στον Ραββίνο του, το ίδιο έγινε και τώρα. Δε συμφωνούσανε πια, ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο παρουσιάστηκαν θρησκευτικές και φιλοσοφικές προστριβές, που με τον καιρό, γίνονταν όλο και πιο σοβαρές, κι ο νομοταγής σοφός των Γραφών υπόφερε πολύ από την διανοητική ανταρσία, από την τάση προς την κριτική και το σκεπτικισμό, από το αντιρρητικό πνεύμα κι από την ακονισμένη διαλεκτική του νεαρού Λέο. Σ' αυτό προστέθηκε και το γεγονός, ότι η νοημοσύνη και το αντάρτικο πνεύμα του Λέο κατέληξαν να πάρουν ένα χαρακτήρα ολωσδιόλου επαναστατικό: η γνωριμία του με το γιο ενός σοσιαλδημοκράτη, μέλους του Ράιχσταγκ και με τον ίδιο το δημαγωγό αυτό, είχε προσανατολίσει το πνεύμα του προς την πολιτική κι είχε κατευθύνει τ’ ορθολογιστικό πάθος του προς μια έννοια εχθρική απέναντι της κοινωνίας. Εκφραζότανε με τέτοιο τρόπο, έλεγε τέτοια λόγια, που έκαναν να ορθώνονται οι τρίχες στην κεφαλή του αγαθού ταλμουδιστή, του αφοσιωμένου στο νόμο του Θεού και της πολιτείας και που, τελικά, δώσανε τη χαριστική βολή στις σχέσεις ανάμεσα στο μαθητή και στο δάσκαλο. Κοντολογίς, τα πράματα είχανε φτάσει στο σημείο ν’ αναθεματιστεί ο Λέο Νάφτα και να διωχτεί, για πάντα, από το γραφείο του Ραββίνου, κι αυτό την εποχή, ακριβώς, που η μητέρα του, η Ραχήλ Νάφτα, ήταν ετοιμοθάνατη. Την ίδια εκείνη εποχή, επίσης, λίγο πιο ύστερα από το θάνατο της μητέρας του, ο Λέο Νάφτα είχε κάμει τη γνωριμία του πατρός Ουντερπέρτινγκερ. Ο δεκαεξάχρονος έφηβος καθότανε, μόνος του, σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, του Μαργκαρέτενκοπφ, όπως το λέγανε, που βρισκότανε σ’ ένα ύψωμα, στα δυτικά της μικρής κωμόπολης, στην όχθη του Ιλλ, απ’ όπου χαιρόταν κανείς μια εκτεταμένη κι ευχάριστη άποψη της κοιλάδας του Ρήνου, καθότανε εκεί, λοιπόν, χαμένος σε πικρές και θλιβερές σκέψεις, για τη μοίρα του και το μέλλον του, όταν, ένας καθηγητής του ιησουιτικού εκπαιδευτηρίου «Το πρωινό άστρο», που έκανε τον περίπατό του στο πάρκο, πήγε και κάθισε δίπλα του, έβγαλε το καπέλο του και το απόθεσε πλάι του, στο παγκάκι, σταύρωσε τα χέρια του κάτω από το ράσο του κοσμικού κληρικού και, αφού διάβασε κάμποση ώρα στη Σύνοψή του, άρχισε μια συνομιλία, που συνεχίστηκε με πολλή ζωηρότητα και που έμελλε ν’ αποφασίσει για τη μοίρα του Λέο Νάφτα. Ο Ιησουίτης, ένας άντρας με πείρα, μ’ εξαίρετη μόρφωση, παιδαγωγός από πάθος, γνώστης και αλιέας ανθρώπων, άκουσε με προσοχή τις πρώτες σαρκαστικές και με σαφήνεια αρθρωμένες φράσεις, με τις οποίες ο μικροσκοπικός νεαρός Εβραίος αποκρίθηκε στις ερωτήσεις του. Μια οξύτατη κι ανήσυχη πνευματικότητα ανάβρυζε απ’ όλη την ύπαρξη του νεαρού Νάφτα και, εισδύοντας περισσότερο μέσα του, ο Ιησουίτης έπεσε πάνω σε μια μόρφωση και σε μια κομψότητα σκέψης, που η παραμελημένη εμφάνιση του νέου την έκανε να φαίνεται πιο εκπληκτική ακόμη. Μιλήσανε για τον Καρλ Μαρξ, που ο Λέο Νάφτα είχε διαβάσει το «Κεφάλαιό» του σε μια

λαϊκή έκδοση κι απ’ αυτόν περάσανε στον Έγελο, που τον είχε διαβάσει αρκετά ή που είχε διαβάσει αρκετά γι’ αυτόν, ώστε να μπορεί να διατυπώσει μερικές χτυπητές παρατηρήσεις και είτε από μια γενική τάση του προς το παράδοξο, είτε από πρόθεση ευγένειας, ονόμασε τον Έγελο στοχαστή του Καθολικισμού. Κι όταν ο Πατήρ, χαμογελώντας, ρώτησε σε τι απάνω μπορούσε να στηρίζει μια τέτοια κρίση, αφού ο Έγελος, με την ιδιότητά του ως πρώτος φιλόσοφος του Κράτους, θα έπρεπε να θεωρείται σαν ουσιαστικά και ειδικά προτεστάντης, αποκρίθηκε, πως ο ορισμός ακριβώς «φιλόσοφος του Κράτους» επιβεβαίωνε, πού είχε στηριχτεί αν όχι, φυσικά, από θρησκευτική άποψη, οπωσδήποτε, όμως, από εκκλησιαστικοδογματική, όταν έκανε λόγο για τον Καθολικισμό του Εγέλου. Γιατί (στο Νάφτα άρεσε εντελώς ιδιαίτερα αυτός ο συσχετισμός, κι έπαιρνε κάτι το θριαμβευτικό και το ανελέητο στα χείλη του, ενώ τα μάτια του λάμπανε, πίσω από τα γυαλιά του, κάθε φορά που μπορούσε να τον βάλει, έστω και με τη βία, σε μια φράση), γιατί η έννοια της πολιτικής ήταν ψυχολογικά συνδεμένη με την έννοια του καθολικισμού, αποτελούσαν μια κατηγορία, που αγκάλιαζε καθετί το αντικειμενικό, το πραγματοποιήσιμο, το ενεργητικό, το δραστικό και το εποικοδομητικό. Σ’ αυτή την κατηγορία ανατασσότανε ο ευσεβισμός, ο προτεσταντισμός, που δεν ήταν άλλο τι από ένα αποτέλεσμα του μυστικισμού. Στον ιησουιτισμό, πρόσθεσε, γινόταν φανερός ο πολιτικο-παιδαγωγικός χαρακτήρας του Καθολικισμού. Την τέχνη της πολιτικής και της παιδείας την είχε θεωρήσει πάντα, πραγματικά, σαν δική του περιοχή αυτό το Τάγμα. Κι ανάφερε ακόμα και τον Γκαίτε που, βυθίζοντας τις ρίζες του στον ευσεβισμό κι αναμφισβήτητα προτεστάντης, είχε μια πλευρά καθαρά καθολική, χάρη στον αντικειμενισμό του και στην αντίληψή του για την πράξη. Είχε πάρει το μέρος της εξομολόγησης και, σαν παιδαγωγός, υπήρξε ένας Ιησουίτης σχεδόν. Ο Νάφτα μπορεί να τα είχε πει όλα αυτά, επειδή τα πίστευε ή γιατί τα εύρισκε πνευματώδη ή και γιατί ήθελε ν’ αρέσει στον συζητητή του, σαν φουκαριάρης που πρέπει να ’ναι γαλίφης και που υπολογίζει τι μπορεί να του σταθεί χρήσιμο και τι να τον βλάψει: ο Ιησουίτης, άλλωστε, ενδιαφερότανε πολύ λιγότερο για την ειλικρίνεια των λόγων του απ’ όσο για την ευφυΐα που μαρτυρούσαν κι η συζήτηση εξακολούθησε. Ο Πατήρ δεν άργησε να μάθει τους όρους της προσωπικής κατάστασης του Λέο, κι η συνάντηση τέλειωσε, με μια πρόσκληση, που έκανε ο Ουντερπέρτινγκερ στο Λέο, να πάει να τον δει στο εκπαιδευτήριο. Μ’ αυτό τον τρόπο μπόρεσε ο Νάφτα να πατήσει το πόδι του στο «Stella Matutina», που η επιστημονική του ατμόσφαιρα και το υψηλό κοινωνικό του επίπεδο είχαν ερεθίσει από πολύ καιρό πριν τη φαντασία του και τη νοσταλγία του. Κάτι πιο πολύ: χάρη σ’ αυτή τη στροφή των πραγμάτων, είχε εξασφαλίσει έναν καινούριο δάσκαλο και προστάτη, με πιο καλές διαθέσεις από τον προηγούμενο, στο να ενθαρρύνει και να εκτιμά τη φύση του, ένα δάσκαλο που η φυσικά ψυχρή καλοσύνη του οφειλότανε στην πείρα του, από τη ζωή, και στου οποίου το περιβάλλον αισθανότανε την πιο φλογερή επιθυμία να διεισδύσει. Όπως πολλοί πνευματικά προικισμένοι Ιουδαίοι, το ίδιο κι ο Νάφτα, ήταν, από ένστικτο, επαναστάτης κι αριστοκράτης συνάμα. Σοσιαλιστής, και ταυτόχρονα, κυριαρχημένος

από τ’ όνειρο, να συμμεριστεί ευγενικές και ξεχωριστές μορφές ζωής, αποκλειστικές και πειθαρχημένες. Η πρώτη έκφραση, που του απόσπασε η παρουσία ενός καθολικού θεολόγου, μ’ όλο που παρουσιάστηκε σαν μια γνήσια συγκριτική ανάλυση, ήτανε μια ερωτική εξομολόγηση για την Εκκλησία της Ρώμης, που την εκτιμούσε σαν μια δύναμη ευγενική και πνευματική, ταυτόχρονα, δηλαδή: αντιϋλιστική, αντιπραγματική κι αντικοσμική, και, κατά συνέπεια, επαναστατική. Κι ο θαυμασμός αυτός ήταν ειλικρινής και πήγαζε από το βάθος της ύπαρξής του, γιατί, καθώς το εξήγησε ο ίδιος, ο Ιουδαϊσμός, χάρη στο σοσιαλισμό του και στο πολιτικό πνεύμα του, ήταν άπειρα πλησιέστερος προς την σφαίρα του Καθολικισμού, απ’ όσο προς τον Προτεσταντισμό, με τον ατομισμό του και τη μυστικιστική υποκειμενικότητά του, έτσι που ο προσηλυτισμός ενός Εβραίου στον Καθολικισμό αποτελούσε μια πνευματική εξέλιξη πολύ πιο άνετη, παρ’ όσο ενός προτεστάντη. Έχοντάς τα χαλάσει με τον ποιμένα της κοινότητας της πρώτης θρησκείας του, ορφανός κι εγκαταλειμμένος, κι επί πλέον ανυπόμονος, ν’ αναπνεύσει έναν καθαρότερο αέρα, να γνωρίσει μορφές ζωής, που τα χαρίσματά τους του έδιναν όλα τα δικαιώματα σ’ αυτές, ο Λέο Νάφτα, που από καιρό τώρα, είχε φτάσει στην ενηλικίωσή του, ήταν τόσο ανυπόμονα έτοιμος να περάσει το κατώφλι της καινούριας ομολογίας πίστης, ώστε εκείνος «που τον ανακάλυψε» αντιλήφθηκε, ότι δε χρειαζότανε να καταβάλει μεγάλο κόπο για να κερδίσει αυτό το εξαιρετικό μυαλό, για τη θρησκεία του. Πριν ακόμα δεχτεί το μυστήριο του βαπτίσματος, ο Λέο, με την παρότρυνση του Ουντερπέρτινγκερ, είχε βρει στο «Stella» ένα προσωρινό άσυλο και την υλική και πνευματική τροφή του. Και μεταφέρθηκε εκεί εγκαταλείποντας, με την μεγαλύτερη ψυχική γαλήνη και με την αναισθησία του πνευματικού αριστοκράτη, τα μικρότερα αδέρφια του, στη δημόσια περίθαλψη των φτωχών και στην τύχη που άξιζαν τα μέτρια χαρίσματά τους. Το εκπαιδευτήριο κι η περιοχή του ήταν εκτεταμένα, τα κτίριά του, μάλιστα, μπορούσαν να χωρέσουν κάπου τετρακόσιους τόσους εσωτερικούς μαθητές. Το σύνολο περιλάμβανε δάση και λιβάδια, μισή δωδεκάδα γήπεδα παιγνιδιού, υποστατικά, στάβλους για εκατοντάδες γελάδια. Το εκπαιδευτήριο ήταν ταυτόχρονα, οικοτροφείο, πρότυπη ιδιοκτησία, αθλητική ακαδημία, φυτώριο σοφών και ιερό των Μουσών, γιατί αδιάκοπα παίζονταν θέατρο και μουσική. Η ζωή εκεί μέσα ήταν ζωή αρχόντων και, συνάμα, ασκητών. Με την πειθαρχία και με την κομψότητα, που βασίλευαν σ’ αυτή τη ζωή, με τη διακριτική ευθυμία και με την πνευματικότητά της, με τη λεπτομερειακή οργάνωσή της και με την ακρίβειά της στη χρήση του χρόνου, κολάκευε τα βαθύτερα ένστικτα του Λέο Νάφτα. Ήταν άπειρα ευτυχισμένος. Έπαιρνε τα εξαίρετα γεύματά του, σε μια μεγάλη τραπεζαρία, που η σιωπή ήταν ο κανόνας της, όπως άλλωστε και στους διαδρόμους του ιδρύματος, και που, στη μέση-μέση της, πάνω σε μια ψηλή έδρα καθόταν ένας νέος επιμελητής κι επιτηρούσε τους μαθητές, που έτρωγαν, διαβάζοντάς τους δυνατά. Ο ζήλος του για μελέτη ήταν φλογερός και, παρά την αδυναμία του, έκανε κάθε προσπάθεια για να κρατήσει τη θέση του, το απόγεμα, στ’ αθλητικά παιγνίδια. Η ευλάβεια με την οποία άκουγε κάθε πρωί την πρώτη λειτουργία και που έπαιρνε μέρος, την Κυριακή, στη μεγάλη

λειτουργία έκαναν του πατέρες - παιδαγωγούς να χαίρονται πολύ. Η στάση του κι οι τρόποι του δεν τους ικανοποιούσαν λιγότερο. Τις γιορτές, το απόγευμα, αφού έτρωγε κι έπινε κρασί, πήγαινε να κάνει τον περίπατό του με γκριζοπράσινη στολή και σκληρό κολάρο, με ριγωτό πανταλόνι και κασκέτο. Αισθανότανε, με μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, καταγοητευμένος, μπροστά σ’ όλα αυτά που χαιρότανε, σχετικά με την καταγωγή του, τον πρόσφατο χριστιανισμό του και με την προσωπική του κατάσταση, γενικά. Κανείς δε φαινόταν να ξέρει, ότι κατείχε θέση υπότροφου μέσα στο ίδρυμα. Ο κανονισμός του οίκου απόστρεφε την προσοχή των συντρόφων του, από το γεγονός, πως δεν είχε οικογένεια ούτε σπίτι. Δεν επιτρεπόταν σε κανένα να δέχεται πακέτα με τρόφιμα και λιχουδιές απ’ έξω. Αν, παρ’ όλ' αυτά, ερχότανε κανένα δέμα, μοιραζότανε σ’ όλους κι έπαιρνε, φυσικά, κι ο Λέο το μερίδιό του. Ο κοσμοπολιτισμός του εκπαιδευτηρίου εμπόδιζε να φανεί, μ’ έναν τρόπο χτυπητό, η εβραίικη καταγωγή του νεαρού Νάφτα. Εκεί μέσα υπήρχανε νέοι από το εξωτερικό, Πορτογάλοι της Νότιας Αμερικής, που φαίνονταν «ιουδαϊκότεροι» απ’ αυτόν, ώστε η έννοια της ράτσας περνούσε απαρατήρητη. Ο πρίγκιπας από την Αιθιοπία, που είχε γίνει δεχτός τον ίδιο καιρό με το Νάφτα, ήταν, μάλιστα, ένας ολόσγουρος μαυριτανικός τύπος, μα πολύ διακριτικός, ωστόσο. Στην τάξη της ρητορικής, ο Λέο έκανε γνωστή την επιθυμία του, να σπουδάσει Θεολογία, για να μπορέσει να μπει, αργότερα, στο Τάγμα, αν τον θεωρούσαν άξιο. Αυτό ’χε, σαν αποτέλεσμα, να μεταφέρουν την υποτροφία του από το «Δεύτερο Οικοτροφείο», που τα έξοδα κι ο τρόπος ζωής του ήταν κατώτερα, στο «Πρώτο». Τώρα, στο τραπέζι, σερβιριζόταν από υπηρέτες, και το υπνοδωμάτιό του γειτόνευε με το δωμάτιο ενός σιλεσιανού κόμητα φον Χάρμπουβαλ ουντ Σαμαρέ, από τη μια, κι από την άλλη, μ’ ενός μαρκήσιου ντι Ρανγκόνι Σαντακρότσε, από την Μοδένα. Πέτυχε λαμπρά στις εξετάσεις του και πιστός στην απόφασή του, εγκατέλειψε τη μαθητική ζωή του Εκπαιδευτηρίου, για τη ζωή του νεόφυτου μοναχού, στη γειτονική Τίζις, για μια ζωή υπηρετικής ταπείνωσης, σιωπηλής πειθαρχίας και θρησκευτικού βίου, που του έδινε πνευματικές ηδονές, οι οποίες διατηρούσαν ίχνη από τις αλλοτινές φανατικές αντιλήψεις του. Στο μεταξύ, όμως, η υγεία του δεν πήγαινε καθόλου καλά και μάλιστα, λιγότερο άμεσα από τη σκληρότητα της ζωής του δόκιμου που δεν άφηνε σ’ ανάπαυση το κορμί, παρ’ όσο εξαιτίας της εσωτερικής ζωής του. Παρ’ όλη την οξυδέρκεια και την επιτηδειότητά τους, οι παιδαγωγικές πρακτικές, που ο Λέο ήταν το αντικείμενό τους, έρχονταν σ’ αντίθεση με τις προσωπικές διαθέσεις του και, ταυτόχρονα, τις στόμωναν. Κατά τις πνευματικές εργασίες, στις οποίες αφιέρωνε τις μέρες του κι ακόμα ένα μέρος από τις νύχτες του, όλο το διάστημα αυτών των ερευνών, των ασκήσεων και των παρατηρήσεων ενός πνεύματος μοχθηρής και γιομάτης πάθος στρεψοδικίας μπερδευόταν ανάμεσα σε χίλιες δυσκολίες, αντιρρήσεις και λογομαχίες. Ήταν η απελπισία αν και, ταυτόχρονα, η μεγάλη ελπίδα των πνευματικών οδηγών του, που καθημερινά τους έκανε να νιώθουν όλες τις φωτιές της κόλασης, με τη διαλεκτική μανία του και με την έλλειψη κάθε ασφάλειας, που τον χαρακτήριζε. «Ad haec quid tu?» ρωτούσε πίσω από τα γυαλιά του,

που πετούσαν σπίθες. Και στο στριμωγμένο Πατέρα δεν απόμενε άλλη διέξοδος, παρά να τον εξορκίσει να προστρέξει στην προσευχή, για να βρει την ψυχική του γαλήνη ut in aliquem gradum quietis in anima perveniat. Μόνο που αυτή η «γαλήνη» δεν ήταν άλλο, όταν την εύρισκε κανείς, παρά μια ολοκληρωτική άμβλυνση της προσωπικής ζωής και σας μετέβαλε σ’ ένα απλό εργαλείο, ένα πνευματικό κοιμητήριο, που ο αδελφός Νάφτα μπορούσε να μελετήσει τ’ ανησυχαστικά εξωτερικά σημάδια του, σε πολλές φυσιογνωμίες, που το βλέμμα τους ήταν άδειο, του περίγυρού του, και που ο ίδιος δε θα το εύρισκέ ποτέ, παρά μόνο με το σωματικό του ερείπωμα. Η υψηλή πνευματική στάθμη των προϊσταμένων του μεταφραζότανε, στο γεγονός, ότι οι επιφυλάξεις κι οι παρατηρήσεις αυτές δε βλάπτανε την εκτίμηση που έχαιρε από μέρος τους. Ο Πάτερ Ηγούμενος, ο ίδιος, τον κάλεσε, στο τέλος του δεύτερου χρόνου της δοκιμασίας του, μίλησε μαζί του και συγκατατέθηκε να γίνει δεκτός στο Τάγμα. Κι ο νεαρός Σχολαστικός, που είχε δεχτεί τέσσερις κατώτερες χειροτονίες, κι ακριβώς του Θυρωρού, του Λειτουργικού Υπηρέτη, του Αναγνώστη και του Εξορκιστή κι είχε δώσει τους «απλούς» όρκους και που, από τώρα κι ύστερα, ανήκε οριστικά στο κοινόβιο, έφυγε για το κολλέγιο του Φάλκενμπουργκ της Ολλανδίας, για ν’ αρχίσει τις θεολογικές σπουδές του. Την εποχή εκείνη ήταν είκοσι χρονών, και τρία χρόνια αργότερα, κάτω από την επίδραση ενός επικίνδυνου κλίματος και των διανοητικών προσπαθειών του, η κληρονομική αρρώστια του είχε κάμει τέτοιες προόδους, που δε θα μπορούσε να επιμένει περισσότερο παρά μόνο με κίνδυνο της ζωής του. Μια δυνατή αιμόπτυσή του θορύβησε τους ανωτέρους του, κι αφού, για πολλές εβδομάδες, πάλεψε μεταξύ ζωής και θανάτου, τον ξανάστειλαν πίσω, μόλις αποκαταστάθηκε η υγεία του. Στο ίδιο εκείνο εκπαιδευτήριο, που είχε κάνει μαθητής, βρήκε μια θέση επιμελητή, επιτηρητή των εσωτερικών μαθητών και καθηγητή της κλασικής φιλολογίας και της φιλοσοφίας. Η προεξάσκηση τούτη, άλλωστε, ήταν μέσα στον Κανονισμό, μόνο που ύστερα από λίγα χρόνια οι δόκιμοι έπρεπε να επιστρέψουν στο Κολλέγιο, για να συνεχίσουν τις θεολογικές σπουδές τους και να συμπληρώσουν τα εφτά χρόνια σπουδών, που απαιτούνταν. Αυτό, όμως, δε στάθηκε δυνατό για το Νάφτα. Εξακολουθούσε να είναι άρρωστος. Ο γιατρός κι οι προϊστάμενοί του έκριναν πως η υπηρεσία σ’ αυτό το μέρος, στο ύπαιθρο, με μαθητές κι αγροτικές ασχολίες, του ταίριαζαν περισσότερο, για την ώρα, εξαιτίας της υγείας του. Πήρε, βέβαια, τον πρώτο ανώτερο βαθμό και του δόθηκε το δικαίωμα να ψάλλει την Επιστολή στην επίσημη λειτουργία της Κυριακής, δικαίωμα που δεν το άσκησε, άλλωστε, πρώτα πρώτα γιατί δεν είχε την παραμικρότερη ιδέα από μουσική και δεύτερο, γιατί το εξαιρετικά αρρωστιάρικο σπάσιμο της φωνής του τον έκανε ολότελα αδέξιο στην ψαλμωδία. Δεν ξεπέρασε το βαθμό του υποδιάκονου, δεν έγινε ούτε διάκος ούτε παπάς. Και καθώς ξανάρχισαν οι αιμοπτύσεις κι ο πυρετός του δεν έλεγε να πέσει, χρειάστηκε να υποβληθεί σε μια περισσότερο μακρόχρονη θεραπεία, μ’ έξοδα του Τάγματος. Έτσι, διάλεξε το Νταβός, κι η διαμονή του εδώ πάνω διάτρεχε ήδη τον έκτο χρόνο της. Μόλις, άλλωστε, που θα μπορούσε κανείς να τ’ ονομάσει θεραπεία. Είχε γίνει μια κατάσταση απαραίτητη,

για τη σωτηρία της ζωής του. Αναγκαιότητα που είχε γίνει λιγότερο κοπιαστική, χάρη στη δραστηριότητά του, σαν Καθηγητή των Λατινικών, στο Γυμνάσιο με τους άρρωστους μαθητές… Όλ’ αυτά τα πράματα κι άλλες, περισσότερες κι ακριβέστερες λεπτομέρειες, ο Χανς Κάστορπ τα έμαθε, κατά τις συνομιλίες τους, από το στόμα του ίδιου του Νάφτα, όταν τον επισκεπτότανε στο μεταξοντυμένο κελί του, μόνος του ή και με τη συντροφιά των γειτόνων του, στο τραπέζι του Μπέργκχοφ, το Φέργε και το Βέεζαλ, που τους είχε συστήσει στο Νάφτα. Ή κι όταν συνέβαινε, να τον συναντήσει, κατά τον περίπατό του, οπότε γυρίζανε μαζί προς το «Ντορφ», και τα έμαθε τυχαία, αποσπασματικά ή με μορφή σχετικών μ’ άλλα πράματα διηγήσεων κι όχι μόνο τα εύρισκε, προσωπικά αυτός, εξαιρετικά περίεργα, αλλά παρακινούσε το Φέργε και το Βέεζαλ να τα βρίσκουν το ίδιο κι εκείνοι, πράμα που δεν παρέλειπαν, άλλωστε, να το κάνουν: ο πρώτος, φυσικά, διευκρινίζοντας πως όλα τα υψηλά πράματα του ήταν ξένα (γιατί το βίωμα του plevrachoc ήταν το μόνο που τον είχε βγάλει έξω από τις πιο κοινές ανθρώπινες συνθήκες) κι ο δεύτερος, αντίθετα, από μια φανερή συμπάθεια για την τυχερή σταδιοδρομία ενός ανθρώπου, που ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, και στην οποία, η αρρώστια, που την είχαν κοινή, είχε βάλει ένα εμπόδιο, για να σταματήσει την ανυπολόγιστη ορμή της. Όσο για το Χανς Κάστορπ, το σταμάτημα τούτο τον λυπούσε και σκεφτότανε με υπερηφάνεια και πολλή έγνοια τον φιλότιμο Γιόαχιμ που, με μια ηρωική προσπάθεια, είχε ξεσκίσει τα δυνατά δίχτυα της πολυλογίας του Ραδάμανθυ κι είχε πετάξει προς τη σημαία του, που ο Χανς Κάστορπ, φανταζόταν ότι θα είχε αρπαχτεί από τον κοντό της υψώνοντας τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού, για ν’ απαγγείλει τον όρκο πίστεως. Κι ο Νάφτα, επίσης, είχε ορκιστεί σε μια σημαία κι αυτός επίσης είχε μπει κάτω από την προστασία της, όπως εκφραζότανε ο ίδιος, όταν μιλούσε στον Χανς Κάστορπ για τον κανόνα του Τάγματός του. Μα, κατά πως έδειχναν τα πράματα, με τις ιδέες του και με τις ιδιαίτερες συσχετίσεις του, της έμενε λιγότερο πιστός απ’ όσο ο Γιόαχιμ στη δική του, ενώ, ο Χανς Κάστορπ, όταν τέντωσε το αυτί του, πολίτης αυτός και παιδί της ειρήνης, στο cidevant ή μελλοντικό Ιησουίτη, αισθανόταν να δυναμώνει η γνώμη του, πως καθένας απ’ αυτούς του δυο, ο Γιόαχιμ και ο Νάφτα, δηλαδή, θα έπρεπε να νιώθει συμπάθεια, για την κατάσταση και το επάγγελμα του άλλου και να το θεωρεί σαν συγγενικό με το δικό του. Γιατί και τα δυο τούτα λειτουργήματα δεν ήταν παρά στρατιωτικές καταστάσεις, τόσο το ένα όσο και το άλλο, κι αυτό από πολλές απόψεις: τόσο από την άποψη της υπακοής όσο κι από την άποψη της ισπανικής τιμής. Τούτη δω η τελευταία, προπαντός, βασίλευε στο Τάγμα του Νάφτα, ένα Τάγμα, άλλωστε, που είχε ισπανική προέλευση και που ο Κανόνας των πνευματικών του ασκήσεων, ένα είδος αντιστροφής εκείνου που ο Φρειδερίκος της Πρωσίας είχε επιβάλει, αργότερα, στο πεζικό του, είχε συνταχθεί, κατ’ αρχήν, στην ισπανική γλώσσα, πράμα που έκανε το Νάφτα, συχνά πυκνά, να μεταχειρίζεται ισπανικές εκφράσεις στις διηγήσεις του και στις πληροφορίες που έδινε. Έτσι, λόγου χάρη, μιλούσε για τις dos banderas, τις «δυο σημαίες», που γύρω τους συγκεντρώνονταν οι δυο στρατιές, εν όψει της μεγάλης μάχης: η στρατιά της Κόλασης κι

η στρατιά της Εκκλησίας. Η μια στην περιοχή της Ιερουσαλήμ, όπου διοικούσε ο Χριστός, ο capitán general όλων των δικαίων, κι η άλλη, στην πεδιάδα της Βαβυλωνίας, όπου ο Εωσφόρος ήταν ο caudillo της ή ο αρχισυμμορίτης… Μη και το Εκπαιδευτήριο «Πρωινό Άστρο» δεν ήταν μια αληθινή σχολή δοκίμων, που οι μαθητές της, χωρισμένοι σε «μοίρες», έπρεπε να τηρήσουν έντιμα μια εκκλησιαστικοστρατιωτική bienseance, ένα συνδυασμό από «σκληρό κολάρο» και «ισπανική τραχηλιά», αν μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι; Η ιδέα της τιμής και της ευγένειας, που έπαιζε ένα ρόλο τόσο λαμπρό, στο επάγγελμα του Γιόαχιμ, πόσο πειστικά, σκεφτόταν ο Χανς Κάστορπ, έκανε την εμφάνισή της, επίσης, στο λειτούργημα εκείνο, όπου ο Νάφτα είχε κάνει μια τόσο σύντομη, δυστυχώς, σταδιοδρομία, εξαιτίας της αρρώστιας του! Αν τον άκουγε κανείς, το Τάγμα αυτό δεν το αποτελούσανε παρά εξαιρετικά φιλόδοξοι αξιωματούχοι, που, ό,τι τους εμψύχωνε, δεν ήταν παρά μόνο η σκέψη πώς να διακριθούνε στην υπηρεσία τους. (Insignes esse, λεγόταν λατινικά). Σύμφωνα με το δόγμα και τον κανονισμό του ιδρυτή και πρώτου γενικού διοικητή του, του Ισπανού Ιγνάτιου Λογιόλα, έκαναν περισσότερα, απέδιδαν σπουδαιότατη υπηρεσία, απ’ όλους αυτούς, που δεν ενεργούσαν παρά μόνο σύμφωνα με την υγιή λογική τους. Κάτι πιο πολύ: επιτελούσαν το έργο τους, ex superogatione, πολύ πιο πέρα από το καθήκον τους, όχι μόνο αντιστεκόμενοι στην ανταρσία της σάρκας (rebellioni carnis), πράμα που δεν ήταν, γενικά, τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που έκανε κάθε υγιής και λογικός άνθρωπος, μα αντιμαχόμενοι κάθε τάση προς τον αισθηματισμό, τη φιλοτιμία και την αγάπη της ζωής και σε πράματα ακόμη που έχουν επιτραπεί σ’ όλους. Γιατί, το να ενεργείς κατά του εχθρού, agere contra, το να επιτίθεσαι, συνεπώς, ήταν περισσότερο τιμητικό, από το να περιορίζεσαι στην υπεράσπισή σου (resistere). Να εξασθενείς και να τσακίζεις τον εχθρό! έλεγε ο κανονισμός της αγωνιστικής υπηρεσίας, κι ο συγγραφέας του, ο Ισπανός Λογιόλα, ήταν για μια φορά ακόμα, απόλυτα σύμφωνος με τον capitan general του Γιόαχιμ, το Φρειδερίκο της Πρωσίας και τον πολεμικό κανόνα του: «Επίθεση! Επίθεση!» «Ξεβράκωμα του εχθρού!» «Attaquez done toujours!». Μα αυτό που πριν από κάθε τι άλλο, ήταν κοινό στον κόσμο του Νάφτα και σ’ εκείνον του Γιόαχιμ, ήταν η σχέση τους με το αίμα και το αξίωμά τους, πως κανενός το χέρι δεν έπρεπε να διστάσει μπροστά στο αίμα: σ’ αυτό κυρίως συμφωνούσαν απόλυτα σαν κόσμοι, τάξεις και καταστάσεις κι ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον, για ένα παιδί της ειρήνης, ν’ ακούει το Νάφτα να μιλά για τύπους αγωνιστών μοναχών του Μεσαίωνα, που ασκητές, ως την εξάντληση κι ωστόσο άπληστοι για κατακτήσεις, δεν είχαν αποστέρξει το αίμα, όταν ήταν για τη συντόμευση της έλευσης του Κράτους του Θεού και για την εδραίωση του Υπερφυσικού, επί της γης. Για μαχητικότατους εκκλησιαστικούς λειτουργούς, που έκριναν πιο άξιο, γι’ αυτούς, το θάνατο στη μάχη εναντίον των απίστων, από το θάνατο στο κρεβάτι τους και που θεωρούσαν πως το να σκοτωθείς ή να σκοτώσεις, για χάρη του Χριστού, δεν ήταν καθόλου αμαρτία, παρά αντίθετα, η υπέρτατη δόξα. Ήταν ευτύχημα, που ο Σετεμπρίνι δεν ήταν εκεί ν’ ακούσει αυτά τα λόγια! Ο «οργανοπαίχτης» δε θα παράλειπε να τον κόψει, αρχίζοντας να βαρά πάλι την τρομπέτα

της ειρήνης. Υπήρχε, βέβαια, και στο δικό του πρόγραμμα ο ιερός εθνικός και εκπολιτιστικός πόλεμος, εναντίον της Βιέννης, ένας πόλεμος που δεν τον αρνιόταν ολότελα, ενώ ο Νάφτα απόπαιρνε αμέσως αυτό το πάθος κι αυτή την αδυναμία, με σαρκασμούς και περιφρόνηση. Κάθε φορά, τουλάχιστον, που ο Ιταλός ζεσταινόταν εκφράζοντας τέτοια αισθήματα, ο Νάφτα έκανε επίδειξη χριστιανικού κοσμοπολιτισμού και πότε έλεγε πως όλες οι χώρες ήταν πατρίδα του, πότε πως δεν είχε καθόλου πατρίδα κι επαναλάμβανε, μ’ ένα σκληριστικό τόνο, το λόγο ενός αξιωματούχου του Τάγματος, Νίκελ ονόματι, πως η αγάπη προς την πατρίδα ήταν «μια πανώλης κι ο βέβαιος θάνατος της χριστιανικής αγάπης». Εννοείται, πως ο Νάφτα αποκαλούσε πανώλη την αγάπη προς την πατρίδα, για χάρη του ασκητισμού γιατί και τι δεν ήθελε να πει κάτω από τούτη τη λέξη, υπήρχε τίποτα, που να μην εναντιωνόταν, κατά τη γνώμη του, στον ασκητισμό και στη βασιλεία του Θεού; Όχι μόνο η αφοσίωση στην οικογένεια και στην πατρίδα, μα ακόμη κι η αφοσίωση στην υγεία και στη ζωή: τούτη δω την αφοσίωση ακριβώς κατηγορούσε στον ουμανιστή, όταν ο τελευταίος αυτός κήρυττε την ειρήνη και την ανθρώπινη ευτυχία. Τον κατηγορούσε, καυγαδίστικα, ότι αγαπά τη σάρκα από amor carnalis, ότι αγαπούσε τις σωματικές ανέσεις, amor commodorum corporis, και του πετούσε κατάμουτρα, πως ήταν φιλισταιϊκή ασέβεια, το να δίνει κανείς την παραμικρότερη σημασία στη ζωή και στην υγεία. Αυτό ειπώθηκε, σε μια μεγάλη λογομαχία, απάνω στην υγεία και στην αρρώστια, που έγινε, μια μέρα, πολύ κοντά κιόλας στα Χριστούγεννα, κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στα χιόνια, ως το «Πλατς», και στην επιστροφή κι όλοι πήρανε μέρος σ’ αυτήν, καθένας με τη διαφορετική άποψή του: ο Σετεμπρίνι, ο Νάφτα, ο Χανς Κάστορπ, ο Φέργε κι ο Βέεζαλ, όλοι μ’ ελαφρό πυρετό, ζαλισμένοι κι ερεθισμένοι συνάμα από το περπάτημα και τη ζωηρή συζήτηση, μέσα στο παγερό κρύο εκείνων των βουνών, κι όλοι τινάζονταν από ρίγη αδιάκοπα, και είτε έπαιζαν έναν ενεργητικό ρόλο, όπως ο Νάφτα κι ο Σετεμπρίνι, είτε παθητικό, που περιοριζόταν, τις πιο πολλές φορές, σε σύντομες επεμβάσεις, όλοι παίρνανε μέρος σ’ αυτήν μ’ ένα ζήλο, τόσο φλογερό, που ξεχνώντας καθετί, σταματούσαν, συχνά-πυκνά, σχηματίζοντας έναν όμιλο βαθιά απορροφημένο, που χειρονομούσε και μιλούσε δυνατά κι ανάκατα κι έφραζε το πέρασμα, χωρίς ν’ ασχολείται με τους ξένους που ήταν αναγκασμένοι να κάνουν ανέγυρο, για να περάσουν, εφ’ όσον, τουλάχιστον, κι οι τελευταίοι αυτοί, δε σταματούσαν, εξίσου, για να τεντώσουνε μ’ έκπληξη το αυτί τους στις δίχως αρχή και τέλος φλυαρίες τους. Η συζήτηση είχε αρχίσει από την Κάρεν Κάρστεντ, από την καημενούλα την Κάρεν, με τα πληγιασμένα ακροδάχτυλα, που είχε πεθάνει τώρα τελευταία. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε μάθει τίποτα από την ξαφνική επιδείνωση της κατάστασής της, ούτε και για την exitus της. Διαφορετικά θα είχε παρασταθεί πρόθυμα, σαν σύντροφος, στην ταφή της, και πολύ περισσότερο αφού ομολογούσε το ενδιαφέρον του για τις κηδείες, γενικά. Μα η συνηθισμένη διακριτικότητα τον έκανε να μάθει με πολλή καθυστέρηση την αναχώρηση της Κάρεν και πως είχε μπει κιόλας στον κήπο του μικρού αγγέλου, με το λοξά φορεμένο χιονένιο σκουφάκι του, για να πάρει μια στάση οριστικά οριζόντια. Requiem aeternam…

Αφιέρωσε μερικά φιλικά λόγια στη μνήμη της κι αυτό έκανε τον κ. Σετεμπρίνι να εκφραστεί κοροϊδευτικά για την ελεήμονα δραστηριότητα του Χανς Κάστορπ, για τις επισκέψεις στη Λάιλα Γκέρνγκρος, στον εμπορευόμενο Ρότμπαϊν, στην «παραφουσκωμένη» φράου Τσίμερμαν, στον καυχησιάρη γιο της Tous les deux και στην πολυβασανισμένη Ναταλίε φον Μάλινκροντ και να κοροϊδέψει ακόμη τ’ ακριβά λουλούδια, που με την προσφορά τους, είχε εκφράσει το σεβασμό του προς την δυστυχισμένη όσο και γελοία αυτή συμμορία. Ο Χανς Κάστορπ, απάνω σ’ αυτό, τον έκανε να προσέξει, πως όλοι αυτοί που τους είχε εκφράσει τη συμπάθειά του μ’ αυτόν τον τρόπο, είχαν, αλήθεια, εκτός από τη φράου Μάλινγκροντ και το μικρό Τέντυ, πεθάνει και ο κ. Σετεμπρίνι ρώτησε, αν αυτό, κατά τύχη, συνέβαινε να τους κάνει πιο άξιους σεβασμού. Μα δεν υπήρχε κάτι, αντέτεινε ο Χανς Κάστορπ, που λεγόταν χριστιανικός σεβασμός μπροστά στην αλλότρια θλίψη; Και τότε, πριν ακόμα προφτάσει ο Σετεμπρίνι να τον ανακαλέσει στην τάξη, ο Νάφτα άρχισε να μιλά για τις ευλαβικές υπερβολές της ευεργεσίας, που είχε γνωρίσει ο Μεσαίωνας, για εκπληκτικές περιπτώσεις φανατισμού κι έξαρσης στην περίθαλψη των αρρώστων: θυγατέρες βασιλιάδων είχαν φιλήσει τις πυορροούσες πληγές λεπρών κι είχαν εκτεθεί στον κίνδυνο να κολλήσουν λέπρα, ονόμαζαν ύστερα, ρόδα τους τα έλκη που σχηματίζονταν πάνω στα κορμιά τους, είχαν πιει νερό που είχανε πλυθεί διαπυημένοι άρρωστοι κι έπειτα δήλωναν πως ποτέ δεν είχανε γευθεί τίποτα τόσο καλό. Ο Σετεμπρίνι έκανε σαν να ’θελε να ξεράσει. Αυτό που του αναστάτωνε το στομάχι, είπε, ήταν λιγότερο ό,τι φυσικά αηδιαστικό υπήρχε σ’ αυτές τις εικόνες και τις παραστάσεις και περισσότερο ο τερατώδης παραλογισμός που μαρτυρούσε μια τέτοια αντίληψη της ενεργητικής αγάπης προς τον πλησίον. Κι ύστερα, ανόρθωσε το κορμί του, σε μια στάση ήρεμης αξιοπρέπειας, κι άρχισε να μιλά για τις προοδευμένες σύγχρονες μορφές της ανθρωπιστικής ευεργεσίας, για τη νίκη που πέτυχαν πάνω στις μεταδοτικές ασθένειες, κι έκανε λόγο για την Υγιεινή, για τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και τις μεγάλες κατακτήσεις της ιατρικής επιστήμης, αντιθέτοντάς τις στις φοβερές πλάνες που είχε εκθέσει ο Νάφτα. Αλλά, όλ’ αυτά τα αξιότιμα αστικά πράματα, αποκρίθηκε ο Νάφτα, δε θα ’χαν παρά ελάχιστη χρησιμότητα στους αιώνες στους οποίους είχε αναφερθεί: θα είχαν χρησιμεύσει τόσο λίγο στους ασθενείς και δυστυχισμένους, όσο και στους υγιείς κι ευτυχισμένους, που θα δείχνονταν φιλάνθρωποι λιγότερο από οίκτο παρ’ όσο για τη σωτηρία της ψυχής τους. Γιατί, μια κοινωνική μεταρρύθμιση, που θα πετύχαινε, θα είχε στερήσει τούτους δω από το πιο σπουδαίο μέσο δικαιολόγησής τους και τους άλλους από την ιερή κατάστασή τους. Γι’ αυτό κι η διαρκής διατήρηση της φτώχειας και της αρρώστιας ήταν μες στα συμφέροντα και των δυο μερών κι η αντίληψη αυτή δε θα έχανε τίποτα, από τη δυνατότητά της, όσο καιρό θα ’ναι δυνατόν να διατηρήσει τη γνήσια θρησκευτική άποψή της. Μια βρωμερή άποψη, δήλωσε ο Σετεμπρίνι, και μια αντίληψη που δεν ήθελε να ξεπέσει στο σημείο να συζητήσει τη μωρία της. Γιατί η ιδέα της «ιερής φτώχειας», όπως κι αυτό, που

ελάχιστα προσωπικά, είχε επαναλάβει ο μηχανικός, για «τον χριστιανικό σεβασμό μπροστά στη δυστυχία», δεν ήταν παρά αστειότης, γνήσια αυταπάτη, απατηλή διαίσθηση, ένα ψυχολογικό λάθος. Ο οίκτος που έδειχνε ο υγιής στον άρρωστο και που τον έσπρωχνε ως το σεβασμό, γιατί δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ’ταν δυνατό να υποφέρει παρόμοια βάσανα, αν του τύχαιναν, ο οίκτος αυτός ήταν εξαιρετικά υπερβολικός, δεν είχε καμιά σχέση με τον άρρωστο, κι ήταν το αποτέλεσμα μιας πλάνης της λογικής και της φαντασίας· ήταν σαν ν’ απόδιδε, ο υγιής, στον άρρωστο, το δικό του τρόπο ζωής, φανταζόμενος πως ο άρρωστος ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ένας υγιής που είχε να υποφέρει τα βάσανα ενός αρρώστου, κι αυτό ’ταν μια τέλεια παρεξήγηση. Ο άρρωστος ήταν, πραγματικά, ένας άρρωστος, με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την αλλοιωμένη ευαισθησία ενός αρρώστου. Η αρρώστια φθείρει κι αλλοιώνει κιόλας τον άνθρωπό της με τέτοιο τρόπο που τον κάνει να προσαρμόζεται σ’ αυτήν, κι έτσι έχουμε φαινόμενα ατροφικής ευαισθησίας, καταστάσεις ασυναισθησίας, ευεργετικές αμνησίες, κάθε είδος πνευματικές και ηθικές υπεκφυγές και τεχνάσματα, που ο υγιής, μέσα στην αφέλειά του, ξεχνά να τους δώσει προσοχή, δεν τα λογαριάζει. Ήθελαν άλλο, καλύτερο παράδειγμα, απ’ αυτό που έδινε όλο τούτο το σκυλολόι των στηθικών, που έβλεπε κανείς, εδώ πάνω, με την ελαφρότητά τους, τη βλακεία τους και την ακολασία τους, με την έλλειψη κάθε είδους βιασύνης, που έδειχναν, ν’ αποκατασταθεί η υγεία τους; Και με λίγα λόγια, αν ο υγιής, που έδινε δείγματα αυτού του γιομάτου σεβασμό οίκτου, ήταν άρρωστος ο ίδιος κι όχι πια υγιής, θα καταλάβαινε πως, πραγματικά, η αρρώστια είναι μια κατάσταση ιδιαίτερη, μα κάθε άλλο παρά άξια σεβασμού και πως την πήρε υπερβολικά στα σοβαρά. Στο σημείο αυτό, ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε διαμαρτυρήθηκε κι ανάλαβε την υπεράσπιση του plevrachoc εναντίον των δυσφημήσεων και της περιφρόνησης, που εξέφραζε ο κ. Σετεμπρίνι. Τι, πώς, παραπήρε στα σοβαρά το plevrachoc του; τότε, ευχαριστούμε πολύ, και τότε, έπρεπε να παρακαλέσει! («Ευχαριστώ πολύ. Παρακαλώ, παρακαλώ!»). Και το μεγάλο καρύδι του, στο λαιμό, καθώς και το φαιδρό μουστάκι του ανέβαιναν και κατέβαιναν κι ο Φέργε επαναστατούσε, που καταφρονούσαν τα όσα είχε τραβήξει, άλλοτε. Δεν ήταν παρά ένας απλός αντιπρόσωπος Ασφαλιστικής Εταιρείας κι όλα τα υψηλά πράματα του ήτανε ξένα, ακόμη και τούτη δω η συζήτηση ξεπερνούσε κιόλας κατά πολύ τον πνευματικό του ορίζοντα. Αλλ’ αν ο κύριος Σετεμπρίνι ήθελε, κατά τύχη, να συμπεριλάβει και το plevrachoc σ’ όσα είχε πει πρωτύτερα —αυτή την κόλαση του γαργαλητού με κείνη τη φριχτή θειάφινη βρώμα της και τις τρεις λιποθυμίες, που κάθε μια είχε και το διαφορετικό χρώμα της— ήταν υποχρεωμένος να διαμαρτυρηθεί και να πει ευχαριστώ πολύ και παρακαλώ! Γιατί, σε τούτη δω την περίπτωση, δεν ήτανε να γίνεται καθόλου λόγος για ατροφισμούς ευαισθησίας, ευεργετικές αμνησίες και πλάνες της φαντασίας, μα επρόκειτο για την πιο μεγάλη και την πιο αηδιαστική βρώμα που υπήρχε κάτω από τον ήλιο, κι όποιος δεν είχε αποχτήσει την πείρα της, όπως αυτός, ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε, δεν μπορούσε να ’χει ενός τέτοιου αίσχους την παραμικρότερη…

Ε, ναι, ναι, λοιπόν! έκανε ο Σετεμπρίνι. Το ατύχημα του κυρίου Φέργε γίνεται όλο και πιο μεγαλειώδες, όσο περνά ο καιρός, και στο τέλος θα το φορεί γύρω από το κεφάλι του, σαν φωτοστέφανο. Όσο για δαύτον, το Λοντοβίκο Σετεμπρίνι, σεβότανε πολύ λίγο τους άρρωστους, που ισχυρίζονταν ότι είχανε δικαίωμα στον αλλότριο θαυμασμό. Ο ίδιος αυτός ήταν άρρωστος κι όχι ελαφρά μάλιστα, μα χωρίς καμία επιτήδευση, έτεινε να ντρέπεται μάλλον γι’ αυτό, να ντρέπεται για την αρρώστια του, δηλαδή. Έπειτα, αυτός μιλούσε κατά τρόπο απρόσωπο, φιλοσοφικό κι αυτό που είχε παρατηρήσει σχετικά με τις διαφορές ανάμεσα στο χαρακτήρα και στα αισθήματα του αρρώστου και σ’ εκείνα ενός ανθρώπου υγιούς, ήταν απόλυτα βασισμένα, έφτανε να σκεφτούν μόνο οι Κύριοι τις διανοητικές παθήσεις, τις φρεναπάτες, λόγου χάρη. Αν ένας από τους τωρινούς συνοδούς του, ο μηχανικός να πούμε, ή ο κύριος Βέεζαλ, αντιλαμβανότανε, απόψε, μέσα στο μισοσκόταδο του σούρουπου, το μακαρίτη κύριο πατέρα του, σε μια γωνιά της κάμαράς του, να τον κοιτάζει και να του μιλά, αυτό θα ’ταν, για τον εν λόγω κύριο, κάτι αληθινά φοβερό, κάτι που θα τον αναστάτωνε και θα τον κατατάραζε στον πιο μεγάλο βαθμό, κάτι τέλος, που θα τον έκανε ν’ αμφιβάλει για τα λογικά του, για τις αισθήσεις του, και ν’ αποφασίσει να το βάλει αμέσως στα πόδια, εγκαταλείποντας την κάμαρά του, για να τρέξει να του περιποιηθούνε τα νεύρα του. Δεν είχε δίκιο; Ή μήπως όχι; Μα το αστείο ήταν ακριβώς τούτο δω: πως αυτό δεν μπορούσε, οπωσδήποτε, να συμβεί στους κυρίους από δω, αφού ήσαν υγιείς τω πνεύματι. Αν τους συνέβαινε κάτι τέτοιο, δε θα ’τανε πια υγιείς, μα άρρωστοι, και δε θα φέρνονταν πια όπως φέρνεται ένας υγιής άνθρωπος, δηλαδή τρομάζοντας και βάζοντάς το στα πόδια, παρά θα δέχονταν αυτό το φάντασμα, σαν να ’ταν κάτι πέρα για πέρα κανονικό και θ’ άρχιζαν να κουβεντιάζουν μαζί του όπως γινόταν ακριβώς με τους φρενοβλαβείς. Η πίστη, πως η φρεναπάτη αποτελούσε ένα θέμα υγιούς τρόμου, για τους φρενοβλαβείς, τούτη δω η πίστη ήταν ακριβώς η πλάνη της φαντασίας, στην οποία εξετίθετο ο μη ασθενής. Ο κ. Σετεμπρίνι μιλούσε μ’ έναν τρόπο πολύ αστείο και πλαστικό, για το μακαρίτη πατέρα των συνοδών του, στη γωνία του δωματίου τους. Όλοι αναγκάστηκαν να γελάσουν, ακόμα κι ο Φέργε, μ’ όλο που ένιωθε πληγωμένος από την περιφρόνηση που έδειχναν για την καταχθόνια περιπέτειά του. Όσο για τον ουμανιστή, αυτός επωφελήθηκε από τούτο το ζωήρεμα της διάθεσης των συντρόφων του για να σχολιάσει και να αιτιολογήσει περισσότερο τη μικρή σημασία που έδινε σ’ αυτούς που είχαν φρεναπάτες και γενικά, σ’ όλους τους pazzi: αυτοί οι άνθρωποι, είχε τη γνώμη, μπορούσαν να κάνουν ένα σωρό πράματα και, πολλές φορές, ήταν στο χέρι τους να χαλιναγωγήσουν την παραφροσύνη τους, όπως μπόρεσε να διαπιστώσει κι ο ίδιος σ’ επισκέψεις που είχε κάνει σε άσυλα ανιάτων. Γιατί, όταν ένας γιατρός ή ένας ξένος παρουσιαζότανε στο κατώφλι της πόρτας, ο φρενοβλαβής σταματούσε, το πιο συχνά, τους μορφασμούς του, τα λόγια του και τις χειρονομίες του και καθότανε πολύ καθώς πρέπει, όση ώρα ήξερε πως τον παρατηρούσανε, για να ξαναρχίσει μετά, τα δικά του. Παραφροσύνη, σήμαινε, λοιπόν, αναμφισβήτητα, σε πολλές περιπτώσεις, μια εγκατάλειψη του εαυτού μας, από την άποψη, πως η εγκατάλειψη αυτή χρησίμευε, σε ασθενικές φύσεις, σαν ένα είδος καταφύγιου, για να γλυτώσουν από μια μεγάλη θλίψη ή από ένα χτύπημα της μοίρας,

που οι άνθρωποι αυτοί έκριναν, ότι δεν ήταν ικανοί να το αντέξουν μ’ όλη τη διαύγεια του νου τους. Μα όλος ο κόσμος θα μπορούσε να ισχυριστεί το ίδιο, κι ο ίδιος ο Σετεμπρίνι, είχε κιόλας ξαναφέρει, έστω και περαστικά, στα λογικά τους, πολλούς τρελούς, μ’ ένα βλέμμα του μόνο κι αντιτάσσοντας στα παραληρήματά τους, μια στάση ανελέητα λογική. Ο Νάφτα γέλασε σαρκαστικά, ενώ ο Χανς Κάστορπ διαβεβαίωσε πως πίστευε κατά γράμμα, όσα είχε πει ο κύριος Σετεμπρίνι. Όταν φανταζότανε πώς θα χαμογέλασε, ο κ. Σετεμπρίνι, κάτω από το μουστάκι του, και πώς θα κοίταξε μέσα στα μάτια του ασθενούς τω πνεύματι, με μια τόσο άκαμπτη λογική, καταλάβαινε πάρα πολύ καλά, ότι ο φτωχός διάβολος θα χρειάστηκε να μαζέψει όλο το νου του, για να τιμήσει την διαύγεια, μ’ όλο που φυσικά, θα ’χε νιώσει τον ερχομό του κυρίου Σετεμπρίνι σαν μια εξαιρετικά δυσάρεστη ενόχληση… Μα κι ο Νάφτα είχε επισκεφτεί άσυλα ανιάτων και θυμόταν, ότι πέρασε από την πτέρυγα των μανιακών, όπου του παρουσιάστηκαν τέτοιες σκηνές και εικόνες, που μπροστά τους, Θεέ μου, το γιομάτο λογική βλέμμα κι η σωτήρια επιρροή του κυρίου Σετεμπρίνι δε θα χρησίμευαν, χωρίς άλλο, σε τίποτα: δαντικές σκηνές, αλλόκοτες εικόνες αγωνίας και μαρτυρίου: οι ολόγυμνοι τρελοί, ανακούρκουδα καθισμένοι στο ψυχρό μπάνιο τους, σ’ όλες τις στάσεις της ψυχικής αγωνίας και του αποκτηνωτικού τρόμου, άλλοι να ουρλιάζουν από το μεγάλο τους μαρτύριο, κι άλλοι, με σηκωμένα τα μπράτσα κι ορθάνοιχτο στόμα, ν’ αφήνουνε γέλια, όπου ανακατεύονταν όλα τα στοιχεία της κόλασης… — Αχά! έκανε ο Φέργε και ζήτησε την άδεια να θυμίσει τα γέλια που του είχανε ξεφύγει, όταν λιποθυμούσε. Και, τότε, με λίγα λόγια, η ανελέητη παιδαγωγική του κ. Σετεμπρίνι χρειάστηκε να πάει περίπατο, μπροστά στα πρόσωπα της πτέρυγας των μανιακών. Μπροστά σ’ αυτό, το ρίγος ενός θρησκευτικού δέους θα ’ταν, οπωσδήποτε, μια πιο ανθρώπινη αντίδραση από κείνες τις ψηλομύτικες ηθικολογίες της λογικής, που ο διαυγέστατος ιππότης του ήλιου και τοποτηρητής τού Σολομώντος αρεσκόταν ν’ αντιτάσσει στην παραφροσύνη. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε καθόλου καιρό ν’ ασχοληθεί με τους τίτλους, που ο Νάφτα είχε αποδώσει πάλι στον κ. Σετεμπρίνι. Υποσχέθηκε μόνο, φευγαλέα, στον εαυτό του, να εξετάσει, κατά βάθος τα πράματα, με την πρώτη ευκαιρία. Για την ώρα, όμως, η συζήτηση, που συνεχιζόταν, απορροφούσε όλη την προσοχή του Χανς Κάστορπ. Κι αυτό, γιατί, ο Νάφτα, τη στιγμή κείνη ακριβώς σχολίαζε με πολλή τραχύτητα τις γενικές τάσεις, που χαρακτήριζαν τον ουμανιστή, ν’ αποδίδει, κατ’ αρχήν, όλες τις τιμές στην υγεία και ν’ ατιμάζει και να ταπεινώνει, όσο μπορούσε, την αρρώστια, άποψη που μαρτυρούσε, φυσικά, μια αξιοπαρατήρητη και σχεδόν αξιέπαινη αφιλοκέρδεια, δεδομένου ότι ο κ. Σετεμπρίνι ήταν ο ίδιος άρρωστος. Μα η στάση του, που η εξαιρετική αξιοπρέπειά της δε σήμαινε ότι δε βασιζότανε πάνω σε μια πλάνη, ήταν το αποτέλεσμα μιας εκτίμησης κι ενός σεβασμού απέναντι του σώματος, που δε θα ’χαν καμιά δικαιολογία παρά μόνο αν το κορμί βρισκόταν στην πρωταρχική, κοντύτερα στο Θεό, κατάστασή του, αντί να βρίσκεται σε μια κατάσταση εξευτελισμού — in statu

degradations. Γιατί, πλασμένο αθάνατο, έπεσε, ύστερα από την αλλοίωση της φύσης του, με το προπατορικό αμάρτημα, στη διαστροφή και στη βδελυρία, έγινε θνητό και φθαρτό, δεν ήταν τίποτα περισσότερο πια από μια φυλακή κι αναγκαστική τιμωρία της ψυχής, ικανό το πολύ-πολύ να ξυπνά το συναίσθημα της ντροπής και της σύγχυσης, pudoris et confusionis sensum, κατά πως έλεγε ο Άγιος Ιγνάτιος. Αυτό το συναίσθημα, φώναξε ο Χανς Κάστορπ, εξέφρασε προφανώς κι ο ανθρωπιστής Πλωτίνος. Μα ο κ. Σετεμπρίνι, ρίχνοντας το χέρι του έξω από την άρθρωση του ώμου και πάνω από το κεφάλι, τον πρόσταξε να μη συγχέει τις απόψεις και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να περιοριστεί στο ν’ ακούει μονάχα. Στο μεταξύ, ο Νάφτα μιλούσε για το σεβασμό που έδειχνε ο Μεσαίωνας στην αθλιότητα του κορμιού, με την επιδοκιμασία που έδινε η θρησκεία στο σαρκικό βασανιστήριο. Γιατί, τα έλκη του κορμιού δεν έκαναν μόνο φανερή την πτώση του, παρά κι ανταποκρινόταν στη φαρμακερή διαστροφή της ψυχής μ’ έναν τρόπο εποικοδομητικό κι ικανοποιητικό πνευματικά, ενώ η ομορφιά του κορμιού ήταν ένα φαινόμενο απατηλό και προσβλητικό, για τη συνείδηση, τέτοιο που έσπρωχνε κανέναν ίσαμε το σημείο να ταπεινωθεί βαθιά μπροστά στην αναπηρία. Quis me liberabit de corpore mortis hujus? Ποιος θα με απελευθερώσει από το κορμί αυτού του νεκρού; Αυτή ’ταν η φωνή του πνεύματος, που δεν ήταν παρά η αιώνια φωνή της αληθινής ανθρωπότητας. Όχι, ήταν μια νυχτερινή φωνή, σύμφωνα με τη συγκινημένα προοδευτική γνώμη του κ. Σετεμπρίνι, η φωνή ενός κόσμου, που ο ήλιος της λογικής και της ανθρωπότητας δεν είχε ακόμη φωτίσει. Αυτός, βέβαια, είχε διατηρήσει, μ’ όλο που ο ίδιος, προσωπικά, σαν οργανισμός, ήταν τοξινωμένος, ένα πνεύμα αρκετά υγιές κι όχι μολυσμένο, για ν’ αντικρούσει όμορφα τον κληρικό Νάφτα, πάνω στο ζήτημα του ανθρώπινου κορμιού και για να σπάσει κέφι για την ψυχή. Έσπρωξε την κρίση του, ίσαμε το σημείο να εξυμνήσει το ανθρώπινο σώμα σαν αληθινό ναό του Θεού, κι αυτό έκανε το Νάφτα να πει, πως το σκήνωμα αυτό δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά η αυλαία που μας χώριζε από την αιωνιότητα, πράμα που είχε πάλι σαν αποτέλεσμα να του απαγορεύσει ρητά ο Σετεμπρίνι να χρησιμοποιεί τη λέξη «ανθρωπότητα» και τράβα κορδέλα. Με παγωμένα πρόσωπα, από το κρύο, ξεκαπέλωτοι, περπατώντας με τις γαλότσες τους, πότε στο τραχιά τριζοβολιστό και πασπαλισμένο με στάχτη υπερβολικά ψηλό, και πότε οργώνοντας με τα πόδια τους το συμπαγές και μαλακό χιόνι, το στοιβαγμένο στα πλάγια, ο Σετεμπρίνι, με χειμωνιάτικο πανωφόρι, που ο γιακάς του και τα μανικέτια του, από καστορένιο δέρμα, φαίνονταν κρουσταλλιασμένα εδώ κι εκεί, καθώς είχε φθαρεί η τρίχα τους, αλλά που το φορούσε με την άνεση του αληθινά κομψού ανθρώπου, ο Νάφτα σ’ ένα μαύρο μανδύα, εντελώς κλειστό, που του κατέβαινε ως τα πόδια και που, ντουμπλαρισμένος ολόκληρος από γούνα, δεν άφηνε να φαίνεται τίποτα απ’ αυτόν, λογομαχούσανε με την πιο παθιάρικη ζέση γι’ αυτές τις αρχές και πολλές φορές γινότανε να μην απευθύνεται ο ένας προς τον άλλο, μα στρεφότανε προς τον Χανς Κάστορπ, στον οποίο, ο ομιλητής, εξηγούσε την άποψή του και δείχνοντας τον αντίπαλό του πότε με το

κεφάλι και πότε με το δάχτυλο. Περπατούσε ανάμεσα στους δυο αντίπαλους, γυρίζοντας το κεφάλι από τη μια μεριά και από την άλλη μετά, και πότε επιδοκίμαζε τον ένα πότε τον άλλο, ή, σταματώντας, μ’ όλο το κορμί ριγμένο λοξά προς τα πίσω και χειρονομώντας με το γαντοφορεμένο, από δέρμα κατσικιού, χέρι του, έκανε μια προσωπική παρατήρηση, ολότελα ανεπαρκή, εννοείται, ενώ ο Φέργε κι ο Βέεζαλ στριφογύριζαν γύρω από τους τρεις τους, πότε ξεπερνώντας τους και πότε μένοντας πίσω, ή περπατούσαν στην ίδια γραμμή, ίσαμε που οι άλλοι περαστικοί έσπαζαν την ευθυγράμμισή τους. Κάτω από την επίδραση των παρατηρήσεών τους, η συνομιλία γλίστρησε σε πιο διακριτικά θέματα κι έφερε γρήγορα, αλληλοδιάδοχα και ξυπνώντας το ενδιαφέρον, που ολοένα μεγάλωνε, όλων τους, στα προβλήματα της αποτέφρωσης των νεκρών, της σωματικής ποινής, των βασανιστηρίων και της ποινής του θανάτου. Αυτός που έφερε επί τάπητος τη σωματική ποινή ήταν ο Φέρντιναντ Βέεζαλ, κι η υποκίνηση αυτή συμφωνούσε πέρα για πέρα με τη φυσιογνωμία του, κατά πως εύρισκε ο Χανς Κάστορπ. Δεν αισθάνθηκαν έκπληξη, που ο κ. Σετεμπρίνι αναλύθηκε σ’ υψηλά λόγια κι επικαλέστηκε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ενάντια στο τόσο αξιόμεμπτο αυτό, από παιδαγωγική άποψη, θέσπισμα του Ποινικού Δικαίου. Ούτε κι απόρησαν περισσότερο, μ’ όλο που ταράχτηκαν, μπροστά σ’ ένα τόσο σκοτεινό θράσος, όταν ο Νάφτα δήλωσε πως ήταν υπέρ του ξυλοδαρμού. Σύμφωνα με τη γνώμη του, ήταν παράλογο να μωρολογεί κανείς, στο σημείο αυτό, σχετικά με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, γιατί η αληθινή αξιοπρέπεια ερείδεται στο πνεύμα κι όχι στη σάρκα, και καθώς η ανθρώπινη ψυχή έτεινε υπερβολικά στο ν’ αντλεί όλη της τη χαρά της ζωής από το σώμα, τα βάσανα που του επιβάλλανε ήταν ένα εξαιρετικά αξιοσύστατο μέσον, για να χαλάσει κανείς την ευχαρίστηση των αισθήσεων και για να τη μεταφέρει, κατά κάποιο τρόπο, από τη σάρκα στο πνεύμα, για να κυριαρχήσει πάλι, το τελευταίο αυτό, επάνω της. Το να θεωρείται σαν κάτι ιδιαίτερα ταπεινωτικό για τον άνθρωπο, η σωματική ποινή, αυτό ’ταν μια κατηγορία εντελώς παράλογη. Η Αγία Ελισάβετ μαστιγωνόταν, ίσαμε που το αίμα έτρεχε από πάνω της, από τον εξομολογητή της, τον Κόνραντ φον Μάρμπουργκ· «η ψυχή της», σύμφωνα με το θρύλο «καταγοητευόταν», έτσι που έφτανε «ως τον τρίτο Χορό», κι η ίδια αυτή, η Αγία Ελισάβετ, έσπαζε στο ξύλο, με ραβδιά, μια φτωχή γριούλα, που από την πολλή της νύστα δεν πήγαινε να εξομολογηθεί. Ήταν δυνατό να μπορεί κανείς να ονομάσει απάνθρωπους ή βάρβαρους τους ραβδισμούς, στους οποίους παραδίδονταν μεταξύ τους τα μέλη ορισμένων εκκλησιαστικών ταγμάτων και αιρέσεων και γενικά, τα πρόσωπα που αισθάνονται βαθιά, για να δυναμώσουνε μέσα τους την αρχή του πνεύματος; Η ιδέα πως η απαγόρευση, δια νόμου, της σωματικής ποινής, σε τόπους που θεωρούνται προχωρημένοι σε πολιτισμό, αποτελούσε μια πρόοδο, ήταν μια πεποίθηση, η οποία, με το να ’ναι ακλόνητη, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να φαίνεται κωμική. Έπρεπε, τουλάχιστον, να παραδεχτεί κανείς, ήταν η γνώμη του Χανς Κάστορπ, ότι στην αντίθεση τούτη σάρκας και πνεύματος, η σάρκα ενσάρκωνε, χωρίς καμιά αμφιβολία, την αρχή του Κακού, τη διαβολική… «Ενσάρκωνε», χα-χα-χα! ενσάρκωνε, λοιπόν, μια κι η σάρκα ήταν φυσικά φύση «φυσικά φύση»! δεν ήταν άσκημο, ούτε κι αυτό κι αφού η φύση,

στην αντινομία της προς το πνεύμα, ήταν σύμφωνα με τη λογική, κακή, μυστικιστικά κακή, θα μπορούσε να πει κανείς, αν αποτολμούσε να κάνει αυτή την παρατήρηση, στηριζόμενος στην καλλιέργειά του και στις γνώσεις του. Από τη στιγμή που θα παραδεχτούμε αυτή την άποψη, θα ’ταν πολύ λογικό να φερθούμε με συνέπεια στο κορμί, δηλαδή: να του επιβάλουμε τα μέσα της πειθαρχίας του, που θα μπορούσαμε εξίσου, να θεωρήσουμε σαν από μυστικιστική άποψη, κακά, αν γι’ άλλη μια φορά, αποτολμούσε κανείς μια προσωπική παρατήρηση. Κι ίσως, αν ο κύριος Σετεμπρίνι είχε δίπλα του μια Αγία Ελισάβετ, όταν η αδυναμία του σώματός του τον εμπόδισε να πάει στο προοδευτικό συνέδριο της Βαρκελώνης… Γελάσανε και καθώς ο ουμανιστής έκανε να διαμαρτυρηθεί, ο Χανς Κάστορπ διηγήθηκε γρήγορα για το ξύλο που είχε φάει κι ο ίδιος, άλλοτε: στο Γυμνάσιο, όπου πήγαινε, η ποινή αυτή συνηθιζότανε, λίγο ως πολύ, στις μικρότερες τάξεις, τους χτυπούσανε με το χάρακα, και μ’ όλο που οι δάσκαλοι, για ορισμένους κοινωνικούς λόγους, δεν είχαν απλώσει το χέρι απάνω του, δέχτηκε, ωστόσο, μια μέρα, ένα γερό μπερντάχι, από έναν πιο δυνατό συμμαθητή του, από ένα ψηλό παλιόπαιδο, με τον ευλύγιστο χάρακα, ψηλά στις γάμπες και στα μαλακά του, που ήταν σκεπασμένα με τα κοντά πανταλονάκια του μόνο, κι αυτό τον είχε κάμει να δοκιμάσει ένα φριχτό, αναθεματισμένο πόνο, αξέχαστο, αληθινά μυστικιστικό. Τα δάκρυα, μπροστά στη λύσσα του και στην απελπισία του, είχανε τρέξει με λυγμούς γιομάτους ντροπή, κι ο Χανς Κάστορπ, διάβασε αργότερα, πως στις φυλακές, οι χειρότεροι κατάδικοι, κι οι πιο ρωμαλέοι κλαίγανε, σαν μωρά παιδιά, όταν τους τιμωρούσανε με ξυλοδαρμό. Ενώ, ο κ. Σετεμπρίνι έκρυβε το πρόσωπό του και με τα δυο χέρια του, που ήτανε χωμένα κάτω από πολύ φθαρμένα δερμάτινα γάντια, ο Νάφτα ρώτησε, με μια ψυχραιμία κρατικού υπαλλήλου, πώς αλλιώς θα μπορούσε να σωφρονίσει κανείς ανυπότακτους κακούργους, αν όχι με μπαστούνι και ρόπαλο, που άλλωστε, είχανε πέρα για πέρα τη θέση τους, σε μια φυλακή κι ανταποκρίνονταν απόλυτα σ’ αυτή. Μια ανθρωπιστική φυλακή δεν ήταν παρά ένα αισθητικό ημίμετρο, μια παρεξήγηση, κι ο κ. Σετεμπρίνι, μ’ όλο που ήταν ένας ρήτορας ερωτευμένος με τις όμορφες φράσεις, στο βάθος δεν καταλάβαινε τίποτα από ομορφιά. Όσο για την παιδαγωγική, αν άκουγε κανένας τον Νάφτα, η αντίληψη περί ανθρώπινης αξιοπρέπειας εκείνων που ήθελαν να καταργηθούν οι σωματικές ποινές, βασιζότανε στον φιλελεύθερο ατομικισμό της αστικής και ουμανιστικής εποχής, σ’ ένα φωτισμένο απολυταρχισμό του Εγώ, που πήγαινε να σβήσει και να παραχωρήσει τη θέση του σε καινούριες κοινωνικές και λιγότερο μαμμόθρεφτες ιδέες, σε ιδέες συναρμογής και υποταγής, καταναγκασμού και υπακοής, που δε φθείρονται χωρίς ιερή σκληρότητα και που θα έκαναν κανένα ν’ αντικρίσει με καινούριο βλέμμα την ποινή του πτώματός μας. Απ’ όπου και η φράση: πτωματική πειθαρχία, perinde ac cadaver — κάγχασε ο Σετεμπρίνι, και καθώς ο Νάφτα παρατήρησε, πως μια κι ο Θεός παράδιδε το κορμί μας για τιμωρία, στο αποτρόπαιο αίσχος της σήψης, στο κάτω-κάτω δε θα ’τανε και κανένα έγκλημα καθοσίωσης, αν το ίδιο αυτό σώμα δεχότανε κάποτε και κάμποσες βουρδουλιές, φτάσανε

ξαφνικά, και στην αποτέφρωση των πτωμάτων. Ο Σετεμπρίνι την εξύμνησε. Ήταν δυνατό, είπε εύθυμα, να διορθωθεί αυτό το αίσχος. Λόγοι αναγκαιότητας και ταυτόχρονα, ιδεαλιστικά κίνητρα είχαν κάνει την ανθρωπότητα να το διορθώσει. Και δήλωσε, πως έπαιρνε μέρος στις ετοιμασίες ενός διεθνούς συνεδρίου για την αποτέφρωση των νεκρών, που θα γινότανε κατά πάσα πιθανότητα, στη Σουηδία. Υπήρχε ένα σχέδιο να εκτεθεί ένα πρότυπο κρεματόριο, κατασκευασμένο σύμφωνα με τα συμπεράσματα που αντλήθηκαν ύστερα απ’ όλα τα πειράματα που έγιναν ως τα σήμερα, καθώς κι ένα μαυσωλείο και μπορούσε να ελπίζει κανείς, πως το συνέδριο αυτό θ’ ασκούσε μεγάλη κι ενθαρρυντική επίδραση. Τι παμπάλαιη και αλλόκοτη διαδικασία που αποτελούσε, σήμερα, η κηδεία του νεκρού, κι όταν, μάλιστα, έχει κανένας υπ’ όψη του τους όρους της σύγχρονης ζωής! Την έκταση των πολιτειών! Το σπρώξιμο των χώρων της ανάπαυσης, καθώς σημαίνουν, ετυμολογικά, τα κοιμητήρια, προς τις εξωτερικές, περιφερειακές ζώνες των πόλεων! Τις τιμές των οικοπέδων! Το γελοίο χαρακτήρα της επικήδειας πομπής, εξαιτίας της ανάγκης της να χρησιμοποιεί σύγχρονα μεταφορικά μέσα! Σ όλα αυτά τα πράματα, ο Σετεμπρίνι διάπρεπε, κάνοντας μυαλωμένες παρατηρήσεις. Κοροΐδεψε τον τύπο του απαρηγόρητου χήρου, που πήγαινε, κάθε μέρα, σε προσκύνημα, στον τάφο της προσφιλούς του νεκρής, για να κουβεντιάσει επί τόπου μαζί της. Για ένα τέτοιο ειδύλλιο θα έπρεπε να διαθέσει το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής του, δηλαδή το χρόνο και σ’ άφθονη ποσότητα, μάλιστα κι έπειτα, το πλήθος της δουλειάς ενός σύγχρονου κεντρικού νεκροταφείου, δε θα τον άφηνε αγιάτρευτο από την υπεραισθηματικότητα της παράδοσης. Η καταστροφή του πτώματος με τη φωτιά, να μια αληθινή γνώση, υγιεινή κι αξιοπρεπής, ηρωική μάλιστα, σε σύγκριση με την εγκατάλειψή του στη θλιβερή αποσύνθεση και στην αφομοίωση με τη βοήθεια κατώτερων οργανισμών! Ναι, ακόμη και το συναίσθημα εύρισκε πιο άνετα το λογαριασμό του σ’ αυτή την καινούρια μέθοδο που ανταποκρίνεται στην ανάγκη της διάρκειας, που νιώθει ο άνθρωπος. Γιατί, αυτά που καταστρέφονταν από τη φωτιά, ήταν τα μεταβλητά μέρη του κορμιού, που κι όταν ζούσε ακόμα, ανανεώνονταν από την τροφή. Αντίθετα, αυτά που λάβαιναν το μικρότερο μέρος σε τούτο το ρεύμα και που συνόδευαν τον άνθρωπο, χωρίς ν’ αλλοιώνονται σχεδόν, κατά τη διάρκεια της εφηβικής του ζωής, ήταν τα ίδια, επίσης, που αντιστέκονταν στη φωτιά, σχημάτιζαν τις στάχτες, και, μαζεύοντάς τις, οι επιζώντες διατηρούσαν το πιο άφθαρτο μέρος του μεταστάντος. — Πολύ ωραίο, είπε ο Νάφτα. Ω, αυτό ’ταν πολύ, πολύ σπουδαίο. Το πιο άφθαρτο μέρος του ανθρώπου, οι στάχτες! — Α, ο Νάφτα, συνέχισε ο Σετεμπρίνι, σχεδίαζε φυσικά, να κρατήσει την ανθρωπότητα στην αντορθολογική στάση της, μπροστά στα βιολογικά γεγονότα κι επιβεβαίωνε την πρωτόγονη θρησκευτική αντίληψη, για την οποία ο θάνατος ήταν ένα τρομαχτικό φάντασμα, που προκαλούσε τόσο μυστηριώδη ρίγη, ώστε απαγορευότανε να κατευθύνει κανένας το βλέμμα της καθαρής λογικής πάνω σ’ αυτό το φαινόμενο. Τι βαρβαρότητα! Ο τρόμος μπροστά στο θάνατο, έφτανε από πολύ μακρινές εποχές του πολιτισμού, όταν ο βίαιος θάνατος ήταν ο κανόνας κι ο τρομαχτικός χαρακτήρας που είχε, πραγματικά, ήταν

συνδεμένος, από πάρα πολλά χρόνια, στον αισθηματικό κόσμο του ανθρώπου, με την ιδέα του θανάτου, γενικά. Μα σιγά-σιγά, χάρη στη γενική επιστημονική εξέλιξη της υγιεινής και χάρη στις προόδους της προσωπικής ασφάλειας, ο φυσικός θάνατος γινόταν ο κανόνας, και για το σύγχρονο εργάτη, η σκέψη μιας αιώνιας ανάπαυσης, ύστερα από μια ομαλή εξασθένηση των δυνάμεών του, δεν είχε πια τίποτα το τρομαχτικό, μα αντίθετα, φαινόταν κανονικός και μάλιστα, επιθυμητός. Όχι, ο θάνατος δεν ήταν ούτε φάντασμα ούτε μυστήριο. Ήταν ένα φαινόμενο απλό, λογικό, ψυχολογικά αναγκαίο κι επιθυμητό. Η πέρα από τα λογικά όρια εμμονή στη θεώρηση του θανάτου, τι άλλο ήταν, άλλωστε, παρά μια λεηλασία της ζωής; Γι’ αυτό το λόγο, ακριβώς, σχεδιάζανε να τελειοποιήσουν το πρότυπο κρεματόριο και το μαυσωλείο, την αίθουσα του θανάτου, δηλαδή, να την αντικαταστήσουν κατά κάποιο τρόπο, με μια αίθουσα ζωής, όπου η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική και η ποίηση θα συμμαχούσαν για ν’ αποστρέψουν τη σκέψη του επιζώντος από το βίωμα του θανάτου, από μια έντονη οδύνη κι από ένα παθητικό πένθος, προς τ’ αγαθά της ζωής… — Μόνο, όσο γίνεται πιο σύντομα, κοροΐδεψε ο Νάφτα. Για να μη σπρώξει κανείς πολύ μακριά τη λατρεία του θανάτου, για να μην πάει πολύ μακριά στο σεβασμό του μπροστά σ’ ένα γεγονός τόσο απλό, που χωρίς αυτό, δε θα υπήρχε, πραγματικά, ούτε αρχιτεκτονική, ούτε ζωγραφική, ούτε γλυπτική, ούτε μουσική, ούτε ποίηση καν. — Λιποταχτεί, για να πάει στη σημαία του, είπε ο Χανς Κάστορπ, ρεμβαστικά. — Το ακατανόητο της παρατήρησής σας, μηχανικέ μου, του αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, αφήνει ωστόσο, να διαφανεί ο αξιόμεμπτος χαρακτήρας της. Το βίωμα του θανάτου πρέπει, σε τελευταία ανάλυση, να ’ναι βίωμα ζωής, διαφορετικά δε θα πρόκειται παρά για μια ιστορία βρυκολάκων. — Θα εικονίσουν στην αίθουσα της ζωής κι άσεμνα σύμβολα, όπως γινόταν και σε μερικές αρχαίες σαρκοφάγους; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ, μ’ όλη του τη σοβαρότητα. — Θα υπήρχε τροφή, οπωσδήποτε, και για τις πέντε αισθήσεις, βεβαίωσε ο Νάφτα. Σε μάρμαρο κι ελαιογραφίες, το κλασικό γούστο θα εξέθετε πομπωδώς αυτό το πλασμένο από αμαρτήματα ανθρώπινο κορμί, που θα έσωζαν από την αποσύνθεση, πράμα που δεν είχε τίποτα το εκπληκτικό, αφού από μεγάλη τρυφερότητα γι’ αυτό, δεν ήθελαν πια να το αφήνουν να το μαστιγώνουν.. Στο σημείο αυτό μπήκε στη μέση ο Βέεζαλ κι οδήγησε τη συζήτηση στα βασανιστήρια, πράμα που ταίριαζε απόλυτα με την έκφραση του προσώπου του, σκέφτηκε πάλι ο Χανς Κάστορπ. Τι γνώμη είχαν οι κύριοι για την ανάκριση, με τη βοήθεια των σωματικών βασανιστηρίων; Εκείνος, ο Φέρναντιν Βέεζαλ, δεν είχε παραλείψει ποτέ, με τις ευκαιρίες που του παρουσιάζονταν, κατά τα εμπορικά ταξίδια του, να επισκέπτεται, στα κέντρα παλαιότερου πολιτισμού, τα ιδιαίτερα εκείνα μέρη, που χρησιμοποιούσαν αυτή τη μέθοδο, για να ερευνήσουν τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Μ αυτό τον τρόπο, γνώρισε τις αίθουσες βασανιστηρίων της Νυρεμβέργης και του Ρέγκενσμπουργκ, γιατί από ενδιαφέρον καθαρά

μορφωτικό, τις είχε επισκεφτεί και μελετήσει από κοντά. Πραγματικά, στις αίθουσες αυτές, για χάρη της ψυχής είχαν φερθεί κατά κάποιο τρόπο ελάχιστα λεπτό προς το σώμα, χρησιμοποιώντας τους πιο ευφάνταστους τρόπους. Κι ούτε μια κραυγή ακουγόταν εκεί μέσα. Το αχλάδι ήταν χωμένο στο ανοιγμένο στόμα, το περίφημο αχλάδι που δεν ήταν, βέβαια, λιχουδιά, κι η σιωπή κυριαρχούσε μέσα στην αίθουσα, μια σιωπή όσο γινόταν πιο τέλεια… — Porcheria, μουρμούρισε ο Σετεμπρίνι. Ο Φέργε είπε πως, ναι, καλό ήτανε, σίγουρα, το αχλάδι, καλή κι η όσο γινότανε πιο τέλεια σιωπή, μα όσο να ’ναι, δεν ξέρανε να εφεύρουνε τίποτα πιο αποκρουστικό από το να σας πασπατεύουνε τον πλευρικό υμένα. Κι αυτό του το ’καναν μόνο και μόνο για να τον θεραπεύσουνε. Άκουσον! — Η στεγνωμένη ψυχή κι η προσβλημένη δικαιοσύνη δε δικαιολογούσαν λιγότερο μια περαστική ασπλαχνία. Εκτός απ’ αυτό, το βασανιστήριο δεν ήταν παρά ένα αποτέλεσμα της ορθολογιστικής προόδου. Ο Νάφτα, σίγουρα που δε θα ’τανε με τα σωστά του. Μα πώς, τα ’χε τετρακόσια! ο κύριος Σετεμπρίνι ήταν ένα ωραίο πνεύμα, μα η ιστορία της διαδικασίας, κατά τον Μεσαίωνα, δεν ήταν χωρίς άλλο, αυτή τη στιγμή, πολύ πρόχειρη στη μνήμη του. Η διαδικασία είχε, πράγματι, ορθολογιστεί προοδευτικά και με τέτοιο τρόπο που ο Θεός αποκλείστηκε σιγά-σιγά από τη δικονομία κι αντικαταστάθηκε από βασικά λογικές σκέψεις. Η κρίση του Θεού είχε πέσει σε αχρηστία, γιατί έπρεπε να ’χει κανείς υπ’ όψη του, πως νικητής έβγαινε ο πιο δυνατός, ακόμη κι όταν είχε άδικο. Άνθρωποι του τύπου του κυρίου Σετεμπρίνι, σκεπτικιστές, κριτικοί, είχαν κάνει αυτή την παρατήρηση κι είχαν πετύχει, ώστε η ανάκριση, που δεν υπολόγιζε την επέμβαση του Θεού υπέρ της αλήθειας, μα που έτεινε να πετύχει από τον κατηγορούμενο την ομολογία της αλήθειας, ν’ αντικαταστήσει τον παλιό, πρωτόγονο τρόπο απόδοσης δικαιοσύνης. Καμιά καταδίκη ποτέ, χωρίς ομολογία! Ακόμα και σήμερα ήταν αρκετό, ν’ ακούσει κανείς γύρω του, τι λέει ο λαός: το ένστικτο, αυτό ήταν βαθιά ριζωμένο μέσα του· όσο αλληλένδετη κι αν ήταν η αλυσίδα των αποδείξεων, η καταδίκη λογιζόταν αθέμιτη, όταν δεν υπήρχε ομολογία του κατηγορούμενου. Πώς να την πετύχουν; Πώς να καθοριστεί η αλήθεια, πέρα από τα φαινόμενα, πέρα από τις απλές υποψίες; Πώς να τρυπώσει κανείς μες στο μυαλό, μες στην καρδιά ενός ανθρώπου, που την έκρυβε, που αρνιόταν να την αφήσει να φανεί ελεύθερη; Όταν το πνεύμα ήταν ανυπότακτο, δεν έμενε άλλη διέξοδος παρά ν’ απευθυνθούνε στο σώμα, που ήταν πάντα ευπρόσβλητο. Το βασανιστήριο, σαν μέσο για να πετύχουνε την απαραίτητη ομολογία, ήταν μια απαίτηση της λογικής. Αλλ’ αυτός που είχε επικαλεστεί και προστρέξει στην ομολογία ήταν ο κύριος Σετεμπρίνι, κι ο ίδιος, κατά συνέπεια, ήταν κι ο εφευρέτης του βασανιστηρίου. Ο ουμανιστής παρακάλεσε τους κυρίους συνοδούς του να μην πιστεύουνε τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Δεν ήταν παρά διαβολικές αστειότητες. Αν είχαν γίνει όλ’ αυτά, με τον τρόπο που ισχυριζότανε ο κύριος Νάφτα, αν η λογική, πραγματικά, είχε εφεύρει τούτο το τρομαχτικό πράμα, αυτό ’τανε κάτι, που το πολύ-πολύ, ν’ απόδειχνε, πως η λογική είχε πάντα ανάγκη

να στηρίζεται και να φωτίζεται και πόσο λίγο δίκιο είχαν οι λάτρες του φυσικού ενστίκτου, να φοβούνται ότι ήταν δυνατό ποτέ να μη συμβαίνουν όλα τα πράματα και τόσο λογικά σε τούτη τη γη. Μα ο αξιότιμος αντίπαλός του πλανιότανε, χωρίς άλλο· την αποτρόπαιη αυτή δικαιοσύνη δεν ήταν δυνατό να την έχει εμπνεύσει η λογική, για τον απλούστατο λόγο, πως θεμελιωνότανε πάνω στην πίστη της Κόλασης. Δεν είχε κανείς παρά να ρίξει ένα βλέμμα στα Μουσεία και τις αίθουσες βασανιστηρίων, για να πειστεί, πως όλοι εκείνοι οι τρόποι χρησιμοποίησης των λαβίδων, των τσιμπίδων, των κοκκινισμένων στη φωτιά σίδερων, των τροχών και των στροφίγγων δεν ήταν τίποτα άλλο παρά οι ολοφάνερες διέξοδοι μιας παιδιάτικης και τυφλωμένης φαντασίας, από την επιθυμία της να μιμηθεί ευλαβικά ό,τι γινότανε στους τόπους της αιώνιας τιμωρίας, στο υπερπέραν. Έπειτα, μ’ αυτό τον τρόπο πιστεύανε, μάλιστα, ότι βοηθούσανε τον κακούργο! Είχαν παραδεχτεί, πως κι η αλγούσα ψυχή επιθυμούσε την ομολογία και πως μόνο η σάρκα του, στην αρχή του κακού, αντιστεκόταν στη θέλησή της. Έτσι, που νόμιζαν κι από πάνω, ότι του αποδίδανε θεάρεστη υπηρεσία, τσακίζοντας τη σάρκα του με τα βασανιστήρια. Πλάνες ασκητών… Μη κι οι αρχαίοι Ρωμαίοι δεν είχαν υποπέσει, επίσης, στην ίδια πλάνη; Οι Ρωμαίοι; Μερικοί. Παρ’ όλ’ αυτά κι εκείνοι επίσης γνώρισαν το βασανιστήριο σαν διαδικαστικό μέσον. Λογική αμηχανία… Ο Χανς Κάστορπ προσπάθησε να ξεγλιστρήσει, φέρνοντας στη μέση, από δικού του, και σάμπως να ήταν σε θέση να διευθύνει μια παρόμοια συζήτηση, το πρόβλημα της θανατικής ποινής. Το βασανιστήριο είχε καταργηθεί, μ' όλο’ που οι ανακριτές πάντα είχαν τον τρόπο τους να υποτάξουν τους κατηγορούμενους. Μα η θανατική ποινή έμοιαζε αθάνατη, φαινόταν σαν να μη μπορούσαν να κάνουν δίχως της οι άνθρωποι. Κι οι πιο πολιτισμένοι λαοί τη διατηρούσαν. Οι Γάλλοι είχαν αποχτήσει πολύ άσκημη πείρα από τις εξορίες, σε νησιά, των καταδίκων τους. Δεν ήξερε κανένας, αλήθεια, πώς να φερθεί σ ανθρωποειδή πλάσματα, εκτός από το να τα κοντύνει κατά ένα κεφάλι. Δεν ήσαν καθόλου «ανθρωποειδή πλάσματα», τον διόρθωσε ο κ. Σετεμπρίνι. Ήσαν άνθρωποι όπως αυτός, ο μηχανικός, κι ο ίδιος ο Σετεμπρίνι. Απλά μόνο τους έλειπε η θέληση κι ήσαν τα θύματα μιας γιομάτης σφάλματα, στην οργάνωσή της, κοινωνίας. Και διηγήθηκε, για ένα μεγάλο εγκληματία, για έναν επανειλημμένα δολοφόνο, ο οποίος παρουσίαζε τον τύπο που οι εισαγγελείς, στα κατηγορητήριά τους, είχαν τη συνήθεια να ονομάζουν «κτηνώδη» κι «ανθρωπόμορφο τέρας». Ο άνθρωπος αυτός, λοιπόν, είχε γιομίσει τον τοίχο του κελιού του με στίχους. Κι οι στίχοι αυτοί δεν ήταν καθόλου κακοί, ήταν, μάλιστα, πολύ καλύτεροι από κείνους που συνέβαινε να φτιάχνουνε οι εισαγγελείς. — Αυτό έριχνε ένα ιδιαίτερο φως στην τέχνη, αποκρίθηκε ο Νάφτα. Μα, εκτός απ’ αυτό, δεν άξιζε τον κόπο ιδιαίτερης προσοχής. Ο Χανς Κάστορπ περίμενε, πως ο κ. Νάφτα θα δηλωνόταν οπαδός της θανατικής ποινής. Ο κύριος Νάφτα, είπε, ήταν, χωρίς άλλο, το ίδιο επαναστατικός, όσο κι ο κύριος Σετεμπρίνι, μα ήταν συντηρητικά επαναστάτης, ένας επαναστάτης του συντηρητισμού.

Ο κόσμος, χαμογέλασε ο κ. Σετεμπρίνι, πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, θα περνούσε στην τάξη της μέρας, πάνω απ’ αυτή την επανάσταση της ανθρώπινης αντίδρασης. Ο κύριος Νάφτα προτιμούσε να υποπτεύεται την τέχνη, από το ν’ αναγνωρίσει, πως η τέχνη μπορούσε ν’ αποδώσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως και στο πιο ανάξιο, σύμφωνα με την τρέχουσα ηθική, άνθρωπο. Ήταν αδύνατο, μ έναν τέτοιο φανατισμό, να κερδίσει τους νέους που ζητούσαν το φως. Είχε ιδρυθεί μια Διεθνής Ένωση, που ο σκοπός της ήταν η κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις πολιτισμένες χώρες. Ο κ. Σετεμπρίνι, είχε την τιμή να αποτελεί μέλος της. Ακόμη δεν είχαν εκλέξει το μέρος που θα συνερχόταν το προσεχές συνέδριο, μα η ανθρωπότητα μπορούσε να είναι σίγουρη, ότι οι ομιλητές, που θα ακούγονταν σε αυτό το συνέδριο, θα ήταν οπλισμένοι με πλούσια επιχειρήματα. Και επικαλέστηκε τα επιχειρήματα, που ανάμεσά τους, ήταν και κείνο της δυνατότητας, η οποία υπήρχε πάντα, μιας δικαστικής πλάνης και μιας νόμιμης δολοφονίας, επίσης, καθώς και την ελπίδα που υπήρχε πάντα για τη βελτίωση του εγκληματία. Υπογράμμισε, μάλιστα, και τη φράση: «Η εκδίκηση είναι δική μου» και δήλωσε, επίσης, πως το Κράτος, αν η βελτίωση του ανθρώπου το ενδιαφέρει περισσότερο από τη βία, δεν μπορούσε ν ανταποδώσει το κακό με κακό κι απόρριπτε την ιδέα της «τιμωρίας», αφού, βασισμένος σ’ έναν επιστημονικό ντετερμινισμό, είχε χτυπήσει την ιδέα της «ενοχής». Ύστερα απ’ αυτό, «οι νέοι που ζητούσαν φως», χρειάστηκε να δουν το Νάφτα να σπάζει το λαιμό, αλληλοδιάδοχα, όλων εκείνων των επιχειρημάτων. Χλεύασε το φόβο του να χύσει αίμα κανείς και το σεβασμό που έδειχνε ο φιλάνθρωπος απέναντι στην ανθρώπινη ζωή. Βεβαίωσε, πως ο σεβασμός της ατομικής ζωής ανήκε στις πιο ταπεινές και στις πιο φιλισταιικές εποχές, μα πως, σε οσοδήποτε ελάχιστα παθητικές καταστάσεις, που σημασία θα είχε και μια μονάχα ιδέα, η οποία θα ξεπερνούσε εκείνη της «ασφάλειας», μια ιδέα απρόσωπη και, κατά συνέπεια, υπερατομική, κι αυτή ’ταν η μόνη άξια του ανθρώπου κατάσταση και, συνεπώς, κανονική, από μια ανώτερη άποψη, η ατομική ζωή όχι μόνο θα θυσιαζόταν αδίσταχτα για τον ανώτερο σκοπό, μα και θα εξετίθετο πρόθυμα κι αδίσταχτα από το ίδιο το άτομο. Η φιλανθρωπία του κυρίου αντιπάλου του, είπε, έτεινε, στο ν’ αφαιρέσει από τη ζωή όλους τους βαρείς και θανάσιμα αυστηρούς τόνους της, έτεινε στον ευνουχισμό της ζωής, ακόμη και με τον ντετερμινισμό της λεγόμενης επιστήμης του. Η αλήθεια ήταν, λοιπόν, πως όχι μόνο η ιδέα της ενοχής δεν ήταν δυνατό να χαθεί με τον ντετερμινισμό, μ’ ακόμη πως, έτσι, η ιδέα αυτή φαινόταν πιο βαριά και πιο τρομαχτική. Όχι κι άσχημα. Μη κι επιθυμούσε, κατά τύχη, λοιπόν, το άτυχο θύμα της κοινωνίας να αισθάνεται σοβαρά ένοχο και να βαδίζει, μ’ όλη του την ευχαρίστηση προς τη λαιμητόμο; Οπωσδήποτε! Ο εγκληματίας ήταν διάβροχος από το έγκλημά του, όπως ήταν κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί ’ταν τέτοιος που ήταν και δεν μπορούσε ούτε ήθελε να ’ναι διαφορετικός, κι αυτό ακριβώς ήταν το λάθος του. Ο κ. Νάφτα μετέφερε την ενοχή και την ωφέλεια από την περιοχή της εμπειρίας στην περιοχή της μεταφυσικής. Είναι αλήθεια, πως, στην πράξη, στην ενέργεια, κυριαρχούσε ο προσδιορισμός· στο σημείο αυτό δεν υπήρχε αυτεξούσιο· υπήρχε, όμως, για την ύπαρξη. Ο άνθρωπος ήταν και έμεινε ό,τι είχε

θελήσει να είναι, ίσαμε τον εκμηδενισμό του. Είχε σκοτώσει, και πρόθυμα μάλιστα, «για τη ζωή του», και, κατά συνέπεια, πλήρωνε, όχι και πολύ ακριβά, με τη ζωή του. Ας πέθαινε, μια και με τον θάνατό του θα εξιλεωνότανε και ταυτόχρονα, θα του δινόταν η βαθύτατη ηδονή. Η βαθύτατη ηδονή; Η βαθύτατη. Δάγκωσε τα χείλη του. Ο Χανς Κάστορπ έβηξε. Ο Βέεζαλ άφησε να κρεμαστεί η κάτω μασέλα του. Ο κ. Φέργε αναστέναξε. Ο Σετεμπρίνι παρατήρησε ευγενικά: — Το βλέπει κανείς, πως υπάρχει ένας τρόπος να γενικεύεται κάτι που χρωματίζει προσωπικά το ζήτημα. Έχετε διάθεση να σκοτώσετε; — Αυτό δε σας αφορά. Μα αν το έκανα, θα γελούσα μπροστά σε μια ουμανιστίζουσα αμάθεια, που θα ’χε τη διάθεση να με ταΐζει φακές, ίσαμε να έρθει το φυσικό τέλος μου. Δεν έχει καμιά, μα καμιά έννοια, το να επιζήσει ο δολοφόνος του δολοφονημένου. Θα συμμεριστούν ενώπιος ενωπίω, όπως δε συμβαίνει σε δυο πλάσματα παρά μόνο σε μια άλλη μοναδική κι ανάλογη περίπτωση, που το ένα ενεργεί και το άλλο υπομένει — ένα μυστήριο, που θα τους ενώσει για πάντα. Οι μοίρες τους είναι αχώριστες. Ο Σετεμπρίνι ομολόγησε ψυχρά, πως του έλειπε το όργανο για έναν τέτοιο μυστικισμό του θανάτου και του εγκλήματος και πως δε λυπόταν καθόλου γι’ αυτό. Δεν είχε τίποτα ν’ αντιλέξει στα θρησκευτικά χαρίσματα του κυρίου Νάφτα, τα οποία ξεπερνούσανε, χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία, τα δικά του, διαπίστωνε, όμως, πως δεν τον φθονούσε καθόλου γι’ αυτό. Μια ακατανίκητη ανάγκη καθαριότητας τον απομάκρυνε από έναν κόσμο, όπου, αυτός ο σεβασμός μπροστά στη δυστυχία, για τον οποίο ένας νεαρός, που ζητούσε να γνωρίσει, είχε κάμει λόγο λίγο πρωτύτερα, κυριαρχούσε, κατά πώς φαινότανε, όχι μόνο από φυσική, μα κι από ηθική άποψη, από έναν κόσμο, με λίγα λόγια, όπου η αρετή, η λογική και η υγεία δε λογαριάζονταν για τίποτα, μα όπου τα ελαττώματα κι η αρρώστια χαίρονταν τη μεγαλύτερη εκτίμηση. Ο Νάφτα βεβαίωσε, πως πραγματικά, η αρετή και η υγεία δεν αποτελούσαν καθόλου θρησκευτικές καταστάσεις. Κερδήθηκαν πάρα πολλά, είπε, όταν έγινε φανερό, πως η θρησκεία δεν είχε καμιά απολύτως σχέση, τίποτα το κοινό, με τη λογική και την ηθική. Γιατί, πρόσθεσε, δεν είχε καμιά σχέση με τη ζωή. Η ζωή στηριζόταν πάνω σε όρους και κατηγορίες, που ανήκανε, κατά ένα μέρος στη θεωρία της γνώσης και, κατά το υπόλοιπο, στην περιοχή της ηθικής. Τα πρώτα ονομάζονταν χρόνος, χώρος, αιτιότητα, τα δεύτερα ηθική και λογική. Όλ’ αυτά τα πράματα δεν ήταν μόνο ξένα κι αδιάφορα στο θρησκευτικό Είναι, μα του ήτανε κι εχθρικά. Γιατί αυτά, ακριβώς, σχημάτιζαν τη ζωή, τη λεγάμενη υγεία, τον τρόπο, δηλαδή, του να είναι κανείς φιλισταίος και κατ’ ουσίαν αστός, έναν τρόπο που ο θρησκευτικός κόσμος ήταν το απόλυτο αντίθετό του ακριβώς, και μάλιστα, το απόλυτα αντίθετό του πνευματικά. Εκείνος, ο Νάφτα, δεν ήθελε, άλλωστε, ν’ αρνηθεί, μ’ έναν τρόπο απόλυτο, στον κόσμο της ζωής την δυνατότητα να γεννήσει το πνεύμα. Υπήρχε τρόπος να ’ναι αστή, η ζωή κι όχι στερημένη αγοραίου μεγαλείου, μια φιλισταιική

μεγαλειότητα, που θα μπορούσε και να την κρίνει κανείς άξια σεβασμού, υπό τον όρο να θυμάται, πως, στην τετραγωνισμένη και συμπαγή αξιοπρέπειά της, με τα χέρια στην πλάτη και με φουσκωμένο στήθος, ήταν η ενσαρκωμένη ασέβεια. Ο Χανς Κάστορπ σήκωσε το δείχτη, όπως στο σχολείο. Δεν ήθελε ν’ αντικρούσει καμιά γνώμη, είπε, μα ήταν φανερό, πως εδώ επρόκειτο για πρόοδο, για ανθρώπινη πρόοδο και συνεπώς, ίσαμε ένα ορισμένο σημείο, για πολιτική και για κοινοβουλευτική δημοκρατία και για τον πολιτισμό της πολιτισμένης Δύσης. Κι ήθελε μόνο να πει, πως η διαφορά ή αν ο κύριος Νάφτα επέμενε απόλυτα σ’ αυτή, η αντίθεση, ανάμεσα στη ζωή και στη θρησκεία, έπρεπε να οδηγηθεί σ’ αντίθεση ανάμεσα στο χρόνο και στην αιωνιότητα. Γιατί, η πρόοδος δε λάβαινε χώρα παρά μόνο μέσα στο χρόνο. Στην αιωνιότητα δεν υπήρχε πρόοδος, ούτε και πολιτική, μήτε ρητορική. Εκεί πέρα, ακουμπούσε κανείς, κατά κάποιο τρόπο, το κεφάλι του στον ώμο του θεού κι έκλεινε τα μάτια. Αυτή ’ταν η διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στη θρησκεία και στην ηθική, ακαθόριστα εκφρασμένη. Ο πρωτόγονος τρόπος που εκφραζόταν, είπε ο Σετεμπρίνι, ήταν λιγότερο ανησυχητικός, από το φόβο του ν’ αντικρούσει τις γνώμες του άλλου κι από την τάση του να κάνει παραχωρήσεις στο διάβολο. Μπα! Μα πήγαινε τώρα χρόνος και παραπάνω, που είχανε κουβεντιάσει για το διάβολο, ο κ. Σετεμπρίνι κι αυτός, ο Χανς Κάστορπ. «Ο Satana, ο Ribellione!». Σε ποιο διάβολο είχε κάνει, αλήθεια, παραχωρήσεις; Στο διάβολο της ανταρσίας, της εργασίας και της κριτικής ή μήπως στον άλλο; Ήταν αλήθεια, εξαιρετικά, θανάσιμα επικίνδυνο, να ’χεις ένα διάβολο δεξιά σου κι έναν άλλο αριστερά, πώς διάβολο να τα ’βγάζε πέρα, λοιπόν; Δεν ήταν τρόπος αυτός, είπε ο Νάφτα, να χαρακτηρίζει κανείς την κατάσταση, όπως ήθελε να τη βλέπει ο κύριος Σετεμπρίνι. Ό,τι ήταν αποφασιστικό στην αντίληψη του κόσμου του, ήταν πως έκανε το Θεό και το Σατανά δυο πρόσωπα ή δυο διαφορετικές αρχές και πως τοποθετούσε «τη ζωή», όπως ακριβώς κι ο Μεσαίωνας, ανάμεσά τους, σαν αντικείμενο της διαμάχης τους. Στην πραγματικότητα, όμως δεν αποτελούσαν παρά ένα κι ήσαν από συμφώνου αντίθετοι προς τη ζωή, προς την αστική ζωή, προς την ηθική, τη λογική, την αρετή, όπως κι η θρησκευτική αρχή, που από κοινού αντιπροσώπευαν. — Τι αηδιαστική ανακατωσούρα είναι αυτή che guazzabuglio proprio stomachevole! φώναξε ο Σετεμπρίνι. Το καλό και το κακό, η αγιότητα και το έγκλημα, όλα ανακατωμένα! Δίχως την ικανότητα ν’ απορριφτεί ό,τι είναι απορρίψιμο! Ήξερε, λοιπόν, ο κύριος Νάφτα, τι αρνιότανε συνεχώς, συγχέοντας το Θεό και το Διάβολο, μπροστά σε τούτους δω τους νέους, κι αρνούμενος την ηθική αρχή, εν ονόματι αυτής της αποκρουστικής δυαλικότητας; Αρνιότανε την αξία, όλη την κλίμακα των αξιών, ήταν φοβερό να το λέει κανείς. Ωραία, τότε δεν υπήρχε, λοιπόν, ούτε καλό ούτε κακό, δεν υπήρχε παρά το ηθικά ανοργάνωτο σύμπαν! Δεν υπήρχε ούτε και το άτομο στην κριτική του αξιότητα, δεν υπήρχε παρά αυτή η κοινότητα, που απορροφούσε κι ισοπέδωνε τα πάντα, ο μυστικιστικός εκμηδενισμός σ’ αυτήν! Το άτομο… Το ότι ο κύριος Σετεμπρίνι δήλωνε, για μια ακόμη φορά, ότι ήταν ατομικιστής, έπρεπε να γνωρίζει τη διαφορά, ανάμεσα σε ηθικότητα και μακαριότητα, κάτι δηλαδή, που κάθε

άλλο ήταν παρά η περίπτωση του κυρίου Μονιστού και Φωτισμένου μας! Εκεί που τη ζωή τη θεωρούσαν, ανόητα, σαν αυτοσκοπό κι εκεί που δεν ανησυχούσαν καθόλου, για μια ιδέα και για ένα σκοπό, που έπρεπε να ξεπεραστούν, βασίλευε μια ηθική κοινωνία, μια ηθική σπονδυλωτών, μα όχι ο ατομικισμός, ο οποίος δεν εύρισκε τη θέση του παρά αποκλειστικά και μόνο στην περιοχή του θρησκευτικού και του μυστικιστικού, στο λεγόμενο «ηθικά ανοργάνωτο σύμπαν». Τι ήταν και τι ζητούσε, λοιπόν, η ηθική του κυρίου Σετεμπρίνι; Ήταν συνδεμένη με τη ζωή, άρα μόνο χρήσιμη, άρα αντιηρωική σ’ αξιοθρήνητο βαθμό. Δεν υπήρχε, παρά για να κάνει κανέναν να φτάνει ως τα γεράματα κι ευτυχή, πλούσιο κι υγιή, μια κουκίδα. Κι αυτόν το φιλισταιισμό της εργασίας τον θεωρούσαν ηθική! Όσο γι’ αυτόν, το Νάφτα, ας του επιτρέπανε να επαναλάβει, ότι την ηθική τούτη εκείνος την χαρακτήριζε σαν διεφθαρμένη αστική αντίληψη της ζωής. Ο Σετεμπρίνι προσπάθησε να τον κάμει να κατεβάσει κάπως τον τόνο του, μα κι η δική του φωνή έπαλλε από πάθος, όταν βρήκε, ότι ήταν ανυπόφορο τ’ ότι ο κύριος Νάφτα μιλούσε αδιάκοπα για «αστική αντίληψη της ζωής», μόνο ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο, μ’ έναν τόνο αριστοκρατικά περιφρονητικό, σάμπως το αντίθετο κι όλοι ήξεραν, βέβαια, τι ’ταν το αντίθετο της ζωής να ήταν κατά τύχη, κάτι το καθωσπρεπικότερο. Νέοι διαπληκτισμοί, καινούριες αφορμές για λογομαχία! Τώρα είχανε φτάσει στον καθωσπρεπισμό, στο ζήτημα της αριστοκρατικότητας. Ο Χανς Κάστορπ, ζεσταμένος κι εξαντλημένος από το κρύο κι από το πλήθος των προβλημάτων, αβέβαιος, μάλιστα, για το ευνόητο ή για τον πυρετώδη, παράτολμο χαρακτήρα των ίδιων των λόγων του, εξομολογήθηκε, με παραλυμένα χείλη, πως από πάντα του φανταζόταν το θάνατο με ισπανική, κολαριστή τραχηλιά ή, οπωσδήποτε, με μικρή, να πούμε, στολή, με τσακισμένες τις γωνιές του κολάρου, ενώ, αντίθετα, τη Ζωή τη φανταζότανε μ’ ένα συνηθισμένο, μικρό κολάρο της εποχής μας… Τρόμαξε, όμως, κι ο ίδιος με τα όνειρα και τη μέθη που έμπαιναν στα λεγόμενά του, κάνοντάς τα να μην έχουν τη θέση τους σε μια συζήτηση, και βεβαίωσε πως δεν ήθελε να πει αυτό. Μα δε συνέβαινε να υπάρχουν άνθρωποι, που δεν μπορούσε κανείς να τους φανταστεί νεκρούς, και, μάλιστα, ακριβώς γιατί ’ταν πέρα για πέρα συνηθισμένοι άνθρωποι; Πράμα που σήμαινε: φαίνονταν έτσι πλασμένοι για τη ζωή, που νομίζατε πως δε θα μπορούσαν να πεθάνουν ποτέ, πως δεν ήταν άξιοι να δεχτούν τη χειροτονία, την καθαγίαση του θανάτου. Ο κ. Σετεμπρίνι εξέφρασε την ελπίδα, πως δεν έκανε λάθος, υποθέτοντας, ότι ο Χανς Κάστορπ τα έλεγε όλ’ αυτά μόνο και μόνο για να προκαλέσει αντιλογίες. Ο νεαρός φίλος του θα τον εύρισκε πάντα διατεθειμένο να τον συντρέξει, όταν θα βρισκόταν κάτω από την επιρροή τέτοιων πειρασμών. «Πλασμένοι για τη ζωή» είπε; Και χρησιμοποιούσε την έκφραση αυτή, με μια έννοια σχετλιαστική; «Άξιοι για τη ζωή»! Μ’ αυτή την έκφραση έπρεπε ν’ αντικαταστήσει την άλλη, και τότε οι ιδέες του θα δένονταν μεταξύ τους με μια αληθινή κι όμορφη τάξη. «Αξιότητα για τη ζωή»: κι αμέσως, με τον πιο φυσικό και τον πιο νόμιμο συνειρμό, θ’ αναπηδούσε η ιδέα της αξιότητας γι’ αγάπη, της τόσο στενά συγγενικής με την πρώτη, έτσι που θα μπορούσε να πει κανείς, πως μόνο αυτός που ήταν

αληθινά άξιος της ζωής, ήταν επίσης, κι άξιος της αγάπης. Μα, κι οι δυο ιδιότητες αυτές ενωμένες, το να είναι, δηλαδή, κανείς άξιος της ζωής κι άξιος της αγάπης, αποτελούσαν την ανθρώπινη ευγένεια, τον καθώς πρέπει άνθρωπο. Ο Χανς Κάστορπ το βρήκε γοητευτικό κι απόλυτα ενδιαφέρον. Ο κύριος Σετεμπρίνι, είπε, τον είχε κερδίσει εντελώς με την πλαστική θεωρία του. Γιατί μπορούσε να λέει κανείς ό,τι ήθελε — έτσι θα μπορούσαν να ειπωθούν και μερικά πράματα, όπως, λόγου χάρη, ότι η αρρώστια ήταν μια υψηλότερη κατάσταση της ζωής και συνεπώς, είχε κάτι το επίσημο αλλ’ ένα πράμα ήταν σίγουρο, οπωσδήποτε: τ’ ότι η αρρώστια έκανε πιο έντονο το σωματικό στοιχείο, πως ξαναγύριζε τον άνθρωπο πέρα για πέρα στο κορμί του και πως, επομένως, έφθειρε την ανθρώπινη αξιότητα, ίσαμε το σημείο να την εκμηδενίσει και να καταντήσει τον άνθρωπο μόνο κορμί. Η αρρώστια ήταν, λοιπόν, αντιανθρώπινη. Η αρρώστια είναι σ’ ύψιστο βαθμό ανθρώπινη, αντείπε την ίδια στιγμή ο Νάφτα, γιατί το να είσαι άνθρωπος σημαίνει ότι είσαι άρρωστος. Ο άνθρωπος είναι, πράγματι, ουσιαστικά άρρωστος, το γεγονός ακριβώς, ότι ήταν άρρωστος, ήταν αυτό ακριβώς που τον έκανε να ’ναι άνθρωπος, κι όποιος ήθελε να τον γιατρέψει, να τον παρασύρει να κλείσει ειρήνη με τη φύση, «να επιστρέψει πίσω, στη φύση» (ενώ, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν υπήρξε φυσικός), ό,τι εκφράζανε σήμερα, προφητικά, απάνω σ’ αυτό, οι διάφοροι αναγεννητές, ωμοζωιστές, φυσιοζωιστές, γυμνιστές και καθ’ εξής, κάθε είδος Ρουσσώ, επομένως, δε ζητούσε άλλο τι παρά την απανθρώπισή του και την κτηνοποίησή του… Ανθρωπιά; Ευγένεια; Το πνεύμα ήταν αυτό που διάκρινε τον άνθρωπο, αυτό το αποφασιστικά χωρισμένο από τη φύση πλάσμα, και που ένιωθε καθαρά, ότι ήταν αντίθετο προς αυτήν και προς κάθε μορφή της οργανικής ζωής. Στο πνεύμα, λοιπόν, στην αρρώστια, οφειλόταν η ευγένεια κι η ανθρώπινη αξιότητα. Με λίγα λόγια, τόσο είναι πιο άνθρωπος κανείς, όσο είναι πιο άρρωστος και το πνεύμα της αρρώστιας είναι πιο ανθρώπινο από το πνεύμα της υγείας. Ήταν να ξενίζεται κανείς, που κάποιος, ο οποίος έκανε τον φιλάνθρωπο, έκλεινε τα μάτια μπροστά σε τέτοιες αλήθειες, βασικές για την ανθρωπότητα. Ο κύριος Σετεμπρίνι δεν έπαιρνε όρκο, παρά μόνο για την πρόοδο. Σάμπως η πρόοδος, αν υπήρχε, βέβαια, να μην οφειλότανε αποκλειστικά στην αρρώστια: στο πνεύμα, δηλαδή, που δεν ήταν άλλο τι από την ίδια την αρρώστια. Και σάμπως όλοι οι υγιείς να μην είχαν ζήσει πάντα από τις νίκες τους εναντίον της αρρώστιας! Υπήρχαν άνθρωποι, που είχαν συνειδητά κι ηθελημένα βυθιστεί μέσα στην αρρώστια και στην παραφροσύνη, για να κατακτήσουν, προς χάρη της ανθρωπότητας, γνώσεις που θα γίνονταν υγεία, αφού κατακτήθηκαν από την αρρώστια και που η απόκτηση κι η χρήση τους, ύστερα από κείνη την ηρωική θυσία, δε θα εξαρτιόταν πια, για καιρό, από την αρρώστια και την παραφροσύνη. Αυτός ήταν ο αληθινός σταυρικός θάνατος… Αα! σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, αδιόρθωτε Ιησουίτη μου, με τους συσχετισμούς σου και με την ερμηνεία σου, τώρα, του σταυρικού θανάτου! Είναι φανερό πια για ποιο λόγο δεν έγινες Πάτερ joli jésuite a la petite tache humide! Βρυχήσου, λοιπόν, λιόντα μου! στράφηκε, μέσα του, προς τον κ. Σετεμπρίνι. Κι ο κ. Σετεμπρίνι «βρυχήθηκε», δηλώνοντας πως όλ’ αυτά που είχε υποστηρίξει ο κύριος

Νάφτα δεν ήτανε παρά ονειροφαντασίες, φλυαρίες και σύγχυση. — Πείτε το, λοιπόν, φώναξε στον αντίπαλό του, πείτε το, λοιπόν, μ’ όλη την ευθύνη σας σαν παιδαγωγός, πείτε το ειλικρινά, μπροστά σε τούτα δω τα νιάτα, που τώρα δα μορφώνονται, πως το πνεύμα είναι αρρώστια. Με ωραίο τρόπο, αλήθεια, θα τους δώσετε θάρρος ν’ ακολουθήσουν το δρόμο του πνεύματος, και θα τους εμφυσήσετε πίστη! Δηλώστε, εξ άλλου, αν μπορείτε, πως η αρρώστια κι ο θάνατος έχουν ευγένεια, και πως η υγεία κι η ζωή είναι αγοραίες αυτή ’ναι η πιο σίγουρη μέθοδος για να ενθαρρύνετε το μαθητή να υπηρετήσει την ανθρωπότητα! Dawero, e criminoso! Και, σαν αληθινός ιππότης, ανάλαβε να υπερασπίσει την ευγένεια της υγείας και της ζωής, εκείνη την ευγένεια που έδινε η φύση και που δεν είχε ανάγκη ν’ ανησυχεί, ότι της έλειπε το πνεύμα. Η μορφή! έλεγε ο Σετεμπρίνι, κι ο Νάφτα έλεγε μ’ έμφαση: Ο Λόγος! Μα ο άλλος, που δεν ήθελε να ξέρει τίποτα περί Λόγου, έλεγε «η λογική!» ενώ ο άνθρωπος του Λόγου υπερασπιζότανε το «πάθος». Μπερδεμένα πράματα, δηλαδή. «Το πράγμα», έλεγε ο ένας, κι άλλος: «Το Εγώ!» Τελικά, έγινε, μάλιστα, λόγος περί «Τέχνης», από τη μια μεριά και περί «κριτικής» από την άλλη, και πάλι από την αρχή, περί «φύσεως» και «πνεύματος» και ποιο από τα δυο ήταν η ευγενεστέρα αρχή, και για «το αριστοκρατικό πρόβλημα». Κι ωστόσο, τίποτα δεν τοποθετείτο, ούτε φωτιζόταν μεταξύ τους, κι όχι μόνο αντιστέκονταν όλα, μα και γιατί όλα συγχέονται μεταξύ τους γιατί όχι μόνο αντιλογούσαν ο ένας με τον άλλο, οι συζητητές, παρά επίσης, αντιφάσκανε και με τον εαυτό τους. Ο Σετεμπρίνι είχε πλέξει επανειλημμένα το εγκώμιο της κριτικής, ενώ τώρα έκανε το αντίθετο: εγκωμίαζε δηλαδή, την Τέχνη, σαν την ευγενέστερη αρχή. Κι ενώ ο Νάφτα, περισσότερο από μια φορά είχε παρουσιαστεί σαν υπερασπιστής του «φυσικού ενστίκτου», εναντίον του Σετεμπρίνι, που χαρακτήριζε τη φύση σαν «βλακώδη δύναμη», σαν ένα κτηνώδες γεγονός και σαν τυφλή μοίρα, που μπροστά της η λογική κι η ανθρώπινη περηφάνεια δεν είχαν κανένα δικαίωμα να παραιτηθούν, τώρα στρεφότανε προς τη μεριά του πνεύματος και της «αρρώστιας», όπου μπορούσε να βρει κανείς ευγένεια κι ανθρωπιά, ενώ ο άλλος έκανε το δικηγόρο της φύσης και της υγιούς ευγένειάς της, χωρίς να θυμάται και την αναγκαιότητα ν’ απολυτρώνεται ο άνθρωπος, απ’ αυτήν. Η συζήτηση για «το πράγμα» και για «το Εγώ» δεν ήταν λιγότερο θορυβώδης, μα εδώ, η σύγχυση που ήταν παντού, άλλωστε η ίδια, γινόταν εντελώς αθεράπευτη, κι αυτό ίσαμε το σημείο να μην ξέρει κανένας πια ποιος από κείνους τους δυο ήταν, στην πραγματικότητα, ο Ευσεβής και ποιος ο Ελεύθερος. Ο Νάφτα απαγόρεψε με τραχύτητα στον κ. Σετεμπρίνι να λέγεται «ατομικιστής», γιατί αρνιότανε την αντίθεση Θεού και φύσης· με το πρόβλημα του ανθρώπου, με τη δυσαρμονία της προσωπικότητας δεν εννοούσε παρά τα ιδιαίτερα και τα γενικά συμφέροντα κι έτσι ήταν τοποθετημένος στην περιοχή της αστικής ηθικής, που συνδεόταν με τη ζωή, κι έχοντας τη ζωή για σκοπό, έτεινε, χωρίς κανένα ηρωισμό, προς τον ωφελιμισμό, και στο λόγο υπάρξεως του Κράτους ανακάλυπτε τον ηθικό νόμο, ενώ, αυτός, ο Νάφτα, γνωρίζοντας τέλεια ότι το πρόβλημα του ανθρώπου βρισκότανε στη δυσαρμονία ανάμεσα στο πραγματικό και το υπερφυσικό, εκπροσωπούσε τον αληθινό

ατομικισμό, το μυστικιστικό ατομικισμό και στην πραγματικότητα, ήταν ο άνθρωπος της ελευθερίας και του εγώ. Μ’ αν ήταν έτσι, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, τι γινότανε τότε, με την «ανωνυμία και την κοινότητα», για να μη σημειώσουμε, σαν παράδειγμα, παρά μια μόνο αντίφαση; Και τι γίνονταν, εξάλλου, οι χτυπητές εκείνες παρατηρήσεις, που είχε κάνει κατά τη συνομιλία του με τον Πάτερ Ουντερπέρτινγκερ, για τον «Καθολικισμό» του φιλοσόφου του Κράτους Έγελου, για τους εσωτερικούς δεσμούς των εννοιών της «Πολιτικής» και του «Καθολικισμού» και για την κατηγορία του αντικειμενικού, που αποτελούσαν ενωμένες; Η τέχνη της πολιτικής κι η παιδεία δεν ήταν πάντα η ιδιαίτερη περιοχή της δραστηριότητας του Τάγματος, στο οποίο ανήκε ο Νάφτα; Και τι παιδεία! Ο κ. Σετεμπρίνι ήταν, σίγουρα, ένας ένθερμος παιδαγωγός, ένθερμος ως το ενοχλητικό και το φορτικό, μ’ από την άποψη της ασκητικής κι αντεγωιστικής αντικειμενικότητας, οι αρχές του δεν μπορούσαν, με κανένα τρόπο, ν’ ανταγωνιστούν με τις αρχές του Νάφτα. Απόλυτη επιταγή! Σιδερένια πειθαρχία! Κατασταλτικότητα! Υπακοή! Η τρομοκρατία! Αυτό μπορούσε και να ’ναι άξιο τιμής, βέβαια, μα η σημασία που έδινε στην κριτική αξιότητα του ατόμου ήταν ελάχιστη. Ήταν ο κανονισμός ασκήσεων του Φρειδερίκου της Πρωσίας και του Ισπανού Λογιόλα, ένας κανονισμός ευσεβής κι αυστηρός μέχρι αίματος, που, σχετικά μ’ αυτόν, συνέβαινε ν’ αναρωτιέται κανείς, πώς, γενικά, το μπόρεσε ο Νάφτα να καταλήξει σ’ αυτό το αιμοχαρές απόλυτο, αφού είχε ομολογήσει, ότι δεν πίστευε σε καμιά καθαρή γνώση και σε καμιά, δίχως υπόθεση, επιστήμη, κοντολογίς πως δεν πίστευε στην αλήθεια, στην αντικειμενική, επιστημονική αλήθεια, που η αποκάλυψή της, σύμφωνα με το Λοντοβίκο Σετεμπρίνι, ήταν ο υπέρτατος νόμος κάθε ανθρώπινης ηθικής. Αυτό ’ταν ευσεβές κι αυστηρό από μέρους του κ. Σετεμπρίνι, ενώ φαινόταν ότι ο Νάφτα αφηνότανε νωχελικά να ξαναφέρει την αλήθεια στον άνθρωπο και να εξηγεί πως η αλήθεια ήταν ό,τι του ταίριαζε καλύτερα! Μη και δεν ήταν μια αστική αντίληψη κι ένας φιλισταιικός ωφελιμισμός το να εξαρτά μ’ ένα τέτοιο τρόπο την αλήθεια από το συμφέρον του ανθρώπου; Αυτό, μια φορά, εξετάζοντάς το από πιο κοντά, δεν ήτανε σιδερένια αντικειμενικότητα, είχε μέσα του πιο πολλή ελευθερία κι υποκειμενικότητα, απ’ όσο θα ήθελε ο Λέο Νάφτα — μ’ όλο που ήταν «Πολιτική», φυσικά, κατά μια άποψη, εντελώς όμοια με την διατύπωση του κ. Σετεμπρίνι: ελευθερία ήταν ο νόμος της ανθρώπινης αγάπης. Κι αυτό σήμαινε, φανερά, ότι η ελευθερία ήταν αναπόσπαστη από τον άνθρωπο, όπως ακριβώς κι ο ίδιος ο Νάφτα έδενε την αλήθεια με τον άνθρωπο. Κάτι που μαρτυρούσε πιο πολύ ευσέβεια παρά ελευθερία, μα τότε, τι γινότανε τούτη η διαφορά, όταν υιοθετούσε κανείς τέτοιους ορισμούς; Αχ, αυτός ο κύριος Σετεμπρίνι! Δεν ήταν του κάκου ένας λογοτέχνης, ο εγγονός, δηλαδή, ενός πολιτικού κι ο γιος ενός ουμανιστή. Τον απασχολούσαν γενναία η κριτική κι οι ωραίες χειραφετήσεις και σιγοτραγουδούσε στα κοριτσόπουλα, όταν τα συναντούσε στο δρόμο, ενώ ο τραχύς, κοντός Νάφτα, ήταν δεμένος μ’ αυστηρούς όρκους. Κι ωστόσο, ο τελευταίος αυτός ήταν ένας ακόλαστος, από την πολλή ανεξαρτησία, ενώ ο άλλος ήταν ένας μανιακός εραστής της αρετής, αν θέλετε. Ο κ. Σετεμπρίνι φοβότανε το απόλυτο πνεύμα κι ήθελε, πάση θυσία, να ταυτίσει το πνεύμα με τη δημοκρατική πρόοδο, τρομαγμένος από τη θρησκευτική ακολασία του

στρατιωτικού Νάφτα, που ανακάτωνε το Θεό και το Διάβολο, την αγιότητα με το έγκλημα, την ιδιοφυία και την αρρώστια και που δεν αναγνώριζε καμιά κλίμακα αξιών, καμιά λογική κρίση, καμιά βούληση. Ποιος να ήταν, λοιπόν, ο ελεύθερος, άραγε, και ποιος ο ευσεβής; Τι ’ταν αυτό που καθόριζε την αληθινή κατάσταση και την αληθινή θέση του ανθρώπου; Ο εκμηδενισμός, τάχα, μες στην κοινότητα, που απορροφούσε κι ισοπέδωνε καθετί και που ήταν, ταυτόχρονα, ακόλαστη κι ασκητική, ή μήπως το «κριτικό υποκείμενο» που μέσα του βρίσκονταν, σε διαμάχη η ελαφρότητα κι η ενάρετη αυστηρότητα του αστού; Αχ, οι αρχές και οι απόψεις βρίσκονταν αδιάκοπα σε διαμάχη, δεν υπήρχε έλλειψη σ’ εσωτερικές αντιφάσεις κι ο πολίτης μας έπρεπε να πάρει πάνω του την τόσο δύσκολη ευθύνη, όχι μόνο να διαλέξει ανάμεσα στ’ αντίθετα, μ’ ακόμη και να τα κρατήσει καθαρά και ταχτοποιημένα, σαν μαγειρέματα, έτσι, που ο πειρασμός να ριχτεί, με το κεφάλι μπροστά, στο «ηθικά ανοργάνωτο σύμπαν» του Νάφτα, ήταν μεγάλος. Ήταν το γενικό διασταύρωμα και πεδίκλωμα, η μεγάλη σύγχυση, κι ο Χανς Κάστορπ είχε την ιδέα, πως οι αντίπαλοι θα 'ταν λιγότερο ερεθισμένοι αν, κατά τη λογομαχία τους, η σύγχυση αυτή δε βάραινε την ψυχή τους. Είχαν ανεβεί όλοι μαζί ως το Μπέργκχοφ, κι ύστερα, οι τρεις οικότροφοι, ξανασυνόδεψαν τους δυο άλλους ίσαμε μπροστά στο σπιτάκι τους, κι εκεί σταμάτησαν όρθιοι, για πολλή ώρα ακόμη, μέσα στο χιόνι, ενώ ο Νάφτα κι ο Σετεμπρίνι καυγάδιζαν πάντα, σαν καλοί παιδαγωγοί που ήσαν, όπως το ήξερε καλά ο Χανς Κάστορπ, για να βοηθήσουνε την πνευματική διαμόρφωση των νιάτων, που ζητούσαν το φως. Όλ’ αυτά ήταν θέματα πάρα πολύ υψηλά για τον κ. Φέργε, όπως έδωσε πολλές φορές να το καταλάβουν, κι ο Βέεζαλ έδειχνε πολύ λίγο ενδιαφέρον, από τη στιγμή που δε γινότανε πια λόγος για ξυλοδαρμούς και σωματικά βασανιστήρια. Ο Χανς Κάστορπ, με το κεφάλι σκυμμένο, σκάλιζε το χιόνι με το μπαστούνι του και συλλογιζότανε τη μεγάλη σύγχυση. Επιτέλους, χωρίστηκαν. Δεν ήταν δυνατό να μένουν αιώνια όρθιοι κι η συζήτηση ήταν απεριόριστη. Οι τρεις οικότροφοι του Μπέργκχοφ ξαναγύρισαν στο σανατόριο, κι οι δυο αντίπαλοι παιδαγωγοί χρειάστηκε να μπούνε μαζί στο σπιτάκι τους, ο ένας για να πάει στο μεταξοντυμένο κελί του κι ο άλλος στην ουμανιστική καμαρούλα του, με το αναλόγιο και την καράφα του νερού. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, πήγε στον εξώστη του, στο μπαλκόνι, με τ’ αυτιά γιομάτα από το βρούχο κι από το κροτάλισμα των όπλων των δυο στρατιών, που, έχοντας ξεκινήσει από την Ιερουσαλήμ η μια, από τη Βαβυλώνα η άλλη, κάτω από τις dos banderas, είχαν συναντηθεί στο συγχυσμένο ανακάτωμα της μάχης.

ΧΙΟΝΙ Πέντε φορές, κάθε μέρα, εκείνοι που καθόντουσαν στα εφτά τραπέζια της τραπεζαρίας του Μπέργκχοφ εκφράζανε μια ομόθυμη δυσαρέσκεια για τον καιρό που έκανε αυτός ο χειμώνας. Είχαν τη γνώμη, ότι ξεπλήρωνε πολύ ελλιπώς τα καθήκοντά του, σαν χειμώνας ψηλών βουνών, πως δεν προμήθευε τα μετεωρολογικά μέσα θεραπείας, στα οποία όφειλε, τούτη δω η σφαίρα, τη φήμη της, στο βαθμό που εγγυόντουσαν οι ρεκλάμες της, που οι παλιοί, τα είχαν συνηθίσει κι οι καινούριοι περίμεναν πως θα εύρισκαν. Σημειώνονταν σοβαρές ελλείψεις του ήλιου, ελαττώσεις της ηλιακής ακτινοβολίας αυτής της σημαντικής μεσίτρας της θεραπείας, που, δίχως τη βοήθειά της, η θεραπεία καθυστερούσε αναπόφευκτα… κι ό,τι κι αν σκεφτόταν ο κ. Σετεμπρίνι, σχετικά με την ειλικρίνεια, με την οποία οι φιλοξενούμενοι του βουνού εργάζονταν για τη θεραπεία τους κι εύχονταν την επιστροφή τους στην πεδιάδα — οι τελευταίοι τούτοι απαιτούσαν, οπωσδήποτε, ό,τι νόμιζαν πως τους όφειλε το βουνό, το ήθελαν για τα χρήματα που ξόδευαν, γι’ αυτά που πλήρωναν οι γονείς τους κι οι σύζυγοί τους, και μουρμούριζαν, στις κουβέντες τους στο τραπέζι, στο ασανσέρ και στο χολ. Ακόμα κι η γενική Διεύθυνση καταλάβαινε θαυμάσια, πως σ’ εκείνη απόμενε πια να διορθώσει αυτή την κατάσταση και να την αποζημιώσει με άλλα πλεονεκτήματα. Έτσι αποχτήθηκε κι ένα τρίτο μηχάνημα για «τεχνητή ηλιοθεραπεία», γιατί τα δυο άλλα μηχανήματα, που υπήρχανε κιόλας, δεν αρκούσανε πια σ’ όλους εκείνους που ήθελαν να μαυρίσουν και να πάρουνε το μπρούτζινο χρώμα, με τον ηλεκτρισμό, χρώμα που πήγαινε πολύ στις νέες κοπέλες και στις γυναίκες κι έδινε στους άντρες, παρά την οριζοντιωμένη ζωή τους, μια εξαίρετη αθλητική και κατακτητική όψη. Η όψη αυτή, μάλιστα, είχε και τα πραγματικά της πλεονεκτήματα. Οι γυναίκες, μ’ όλο που ήξεραν απόλυτα την τεχνητή προέλευση και τον πλαστό χαρακτήρα αυτού του ανδρισμού, ήταν πάρα πολύ ανόητες ή πάρα πολύ πανούργες, πάρα πολύ επιρρεπείς προς την αυταπάτη, ώστε ν’ αφήνονται να μεθούν και να γοητεύονται απ’ αυτή την οφθαλμαπάτη. — Θεέ μου, έλεγε η φράου Σαίνφελντ, μια κοκκινομάλλα και κοκκινομάτα άρρωστη, από το Βερολίνο, το βράδυ, στο χολ, σ’ ένα μακροπόδαρο και ρουφηχτόστηθο ιππότη, που στο επισκεπτήριό του, τιτλοφορείτο Aviateur diplômé et enseigne de la marine allemande, που είχε πνευμοθώρακα και που, εξάλλου, παρουσιαζότανε με σμόκιν στο μεσημεριανό φαγητό, για να παρατήσει το επίσημο τούτο ένδυμα, το βράδυ στην κάμαρά του, βεβαιώνοντας πως αυτό ήτανε ένα ναυτικό έθιμο, Θεέ μου, έλεγε, κοιτάζοντας λαίμαργα τον enseigne, τι ωραίο χρώμα που πήρε με τον τεχνητό ήλιο! Μοιάζει με κυνηγό αετών, αυτός ο διάβολος. — Το νου σας, ξανθούλα! της ψιθύρισε στ' αυτί, μέσα στο ασανσέρ, έτσι που η «ξανθούλα» ανατρίχιασε ολόκληρη, θα πρέπει να μου πληρώσετε το μαργιόλικο παιγνίδι των ματιών σας! Κι ο διάβολος και κυνηγός των αετών βρήκε το δρόμο, που οδηγούσε προς την ξανθούλα, από τους γυάλινους μεσότοιχους του μπαλκονιού.

Ωστόσο, χρειάζονταν πολλά, ώστε να θεωρηθεί, σαν αληθινή αποζημίωση της ελαττωματικότητας του ήλιου εκείνης της χρονιάς, η τεχνητή ηλιοθεραπεία. Δυο-τρεις όμορφες ηλιόλουστες μέρες το μήνα μέρες που στραφτάλιζαν, αλήθεια, μ ένα βαθύ, βελούδινο γαλάζιο, πίσω από τις λευκές κορυφές, με διαμάντινα σπιθηρίσματα και με ένα υπερβολικά ζεστό κάψιμο στο σβέρκο και στα πρόσωπα των ανθρώπων, διαλύοντας το σταχτερό χρώμα της ομίχλης και τα πυκνά πέπλα της, δυο ή τρεις τέτοιες μέρες, ύστερα από εβδομάδες, ήταν κάτι πάρα πολύ λίγο για την ψυχική κατάσταση ανθρώπων, που η μοίρα τους δικαιολογούσε τη μεγάλη ανάγκη τους για παρηγοριά και που, μέσα τους, υπολόγιζαν σε μια συμφωνία, η οποία, σε αντάλλαγμα των απαρνημένων διασκεδάσεων, των ευχαριστήσεων και αστείων της πεδινής ανθρώπινης ζωής, τους εγγυόταν μια ακίνητη, βέβαια ζωή, εύκολη όμως κι ευχάριστη, ξέγνοιαστη ως το σημείο να καταργήσουνε το χρόνο κι ευνοημένη από κάθε άποψη. Δε βοηθούσε και πολύ τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς το να θυμίζει πόσο, ακόμα και κάτω από τέτοιους όρους, η ζωή του Μπέργκχοφ, ήταν μακριά από τη διαμονή σε ένα μεταλλείο της Σιβηρίας, και με ποια πλεονεκτήματα ο αέρας αυτών εδώ των βουνών, αραιός κι ελαφρός καθώς ήταν, καθαρός αιθέρας να πούμε, φτωχός σε γήινα στοιχεία, σε κακά ή καλά στοιχεία, προφύλασσε τους φιλοξενουμένους του, ακόμη και δίχως ήλιο, από τον καπνό κι από τις αναθυμιάσεις της πεδιάδας. Η κακοκεφιά διαδιδόταν κι οι διαμαρτυρίες πολλαπλασιάζονταν, οι απειλές ετσιθελικών αναχωρήσεων βρίσκονταν σε ημερησία διάταξη και συνέβαινε να πραγματοποιούνται κιόλας, παρά το παράδειγμα της πρόσφατης και θλιβερής επιστροφής της φράου Σάλομον, που η περίπτωσή της, όταν είχε πρωτορθεί, δεν ήταν καθόλου σοβαρή, μ’ όλο που βελτιωνότανε πάρα πολύ αργά, μα που, ύστερα από την ετσιθελική τελευταία διαμονή της ασθενούς στα ρεύματα του αέρα και στην υγρασία του Άμστερνταμ, είχε γίνει αθεράπευτη. Αντί για ήλιο, ωστόσο, υπήρχε χιόνι, χιόνι άφθονο, πολύ, σε μεγάλες ποσότητες, όγκοι χιονιών, τόσο φοβεροί, που ο Χανς Κάστορπ, δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του. Ο προηγούμενος χειμώνας, παρ’ όλ' αυτά, δεν είχε μείνει πίσω απ’ αυτή την άποψη, μα η παραγωγή του ήταν ελάχιστη, σε σύγκριση με την παραγωγή του εφετινού. Με την τερατώδη, ανυπολόγιστη ποσότητά του, συντελούσε στο να σας κάνει να συνειδητοποιήσετε τον επικίνδυνο κι εκκεντρικό χαρακτήρα τούτου δω του τόπου. Χιόνιζε από μέρα σε μέρα κι ολόκληρες τις νύχτες: ένα χιόνι λεπτό, χωρίς στροβίλους, μα χιόνιζε. Τα λίγα βατά μονοπάτια μοιάζανε με βαθουλωμένους δρόμους, χωμένους ανάμεσα σε χιονένια τείχη, πιο ψηλά απ’ όσο ένα ανθρώπινο μπόι κι από τις δυο πλευρές, με αλαβάστρινες πλάκες, ευχάριστες στη θέα, στραφταλιστές, κρυστάλλινες και κοκκώδεις και που οι οικότροφοι του Μπέργκχοφ τις χρησιμοποιούσανε για να γράφουνε και να σχεδιάζουνε πάνω τους κάθε είδος ειδήσεις, αστεία και τσουχτερούς υπαινιγμούς. Μα ακόμη κι ανάμεσα απ’ αυτά τα κρουσταλλιασμένα αναχώματα, περπατούσε κανείς πάνω σ’ ένα αρκετά αξιόλογο στρώμα χιονιού, μ’ όλο που το είχε σκάψει πολύ βαθιά, και, ξαφνικά, το πόδι σας συναντούσε ορισμένα κινητά μέρη και τρύπες, και τότε βούλιαζε, και βούλιαζε εύκολα, ως το γόνατο: έπρεπε να προσέχει κανείς να μη σπάσει, απρόβλεπτα, κανένα πόδι. Τα παγκάκια είχανε χαθεί, βυθιστεί μέσα στο χιόνι· ίσως, μόνο,

να ξεπρόβαλλε ακόμα, εδώ κι εκεί, κανένα κομματάκι από τη ράχη τους, έχοντας μείνει αχώνευτο από τον απέραντο λευκό τάφο. Χαμηλά, στο χωριό, το επίπεδο των δρόμων είχε τόσο παράξενα αλλοιωθεί, που τα δωμάτια στο ισόγειο των σπιτιών είχαν γίνει υπόγεια, όπου κατέβαινε κανείς από σκαλοπάτια σκαλισμένα στο χιόνι του δρόμου. Κι εξακολουθούσε να χιονίζει, πάνω στους σωριασμένους όγκους του πεσμένου κιόλας χιονιού, κάθε μέρα, όλη μέρα, σιωπηλά και με μέτριο κρύο, δέκα, δεκαπέντε βαθμούς κάτω από το μηδέν, που δε σας τρυπούσε ως το μεδούλι — το νιώθατε ελάχιστα, σαν να ήτανε ούτε πέντε, ούτε δυο καν, βαθμούς, κρύο, κι αυτό γιατί δε φυσούσε κι εξαιτίας της ξηρασίας του αέρα. Το πρωί έκανε πολλή σκοτεινιά. Προγευμάτιζαν, με το τεχνητό φως των σεληνόμορφων πολύφωτων, στην αίθουσα με τους εύθυμα χρωματισμένους θόλους. Έξω ήταν το σκυθρωπό Τίποτα, ο κόσμος, βυθισμένος σε λευκότεφρο μπαμπάκι, που πιεζότανε πάνω στα τζάμια, σαν πακεταρισμένος μέσα στην άχνη των χιονιών και στην καταχνιά. Το βουνό αόρατο, το πολύ-πολύ να διακρινότανε από καιρό σε καιρό κάτι από τα πιο κοντινά έλατα: ένα κάτι που ορθωνόταν εκεί φορτωμένο χιόνι και χανότανε γρήγορα μέσα στην πύκνια της αχλής, και, πότε πότε, ένα πεύκο, που ξεφορτωνόταν από το υπερβολικό βάρος του, σκορπίζοντας στο τεφρό της ομίχλης, ένα λευκό σκόνισμα. Κατά τις δέκα η ώρα έκανε την εμφάνισή του ο ήλιος, σαν ένας καπνός αδύναμα φωτισμένος, πάνω από το βουνό του, για να φέρει μια χλομή φασματική ζωή, μια ωχρή αντανάκλαση του αισθητού κόσμου στο Τίποτα του δυσκολογνώριστου τοπίου. Μα όλα μένανε διαλυμένα σε μια φασματική χλομάδα κι αβρότητα, απαλλαγμένα από κάθε γραμμή, που το μάτι θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει με βεβαιότητα. Το διάγραμμα των κορυφών χανόταν, ομιχλιαζόταν, ανελυότανε σε καπνό. Οι πελιδνά φωτισμένες επιφάνειες του χιονιού, που η μια διαδεχότανε, πίσω και πάνω, την άλλη, κλιμακωτά, οδηγούσαν το βλέμμα στο άμορφο. Και τότε, κυμάτιζε ένα φωτισμένο σύννεφο, καπνόμορφο, μακρουλό, χωρίς ν’ αλλάζει το σχήμα του, μπροστά σ’ έναν τοίχο από βράχια. Κατά το μεσημέρι, ο ήλιος, μισοξετρυπωμένος, έκανε κάποια προσπάθεια να διαλύσει την καταχνιά μες το γαλάζιο. Μα τα κατάφερνε πολύ δύσκολα, μ’ όλο που στιγμιαία, παρουσιαζότανε κάποια υποψία γαλάζιου ουρανού και που το λίγο αυτό φως ήταν αρκετό, για να κάνει το παραμορφωμένο, από τούτη την περιπέτεια του χιονιού, τοπίο, να σπινθηροβολεί μ’ αδαμάντινες αντανακλάσεις. Αυτή την ώρα, περίπου, έπαυε γενικά να χιονίζει, σαν για να επιτρέψει, ακριβώς, να φανεί μια συνολική άποψη του αποτελέσματος που είχε επιτευχθεί· κι οι σπάνιες μέρες, με τον διαλειμματικό ήλιο, όταν το στροβίλισμα κατάπαυε κι η πολύ κοντινή αθρακιά τ’ ουρανού προσπαθούσε να λιώσει την αβρή κι αγνή επιφάνεια του καινούριου χιονιού, φαίνονταν ότι ακολουθούσαν κι εκείνες τον ίδιο σκοπό. Η θέα του κόσμου ήταν παραμυθένια, παιδαριώδης και κωμική. Τα πυκνά μαξιλαράκια, τα νιφαδωτά, τα σαν φρεσκοχτυπημένα, που ακουμπούσανε στα κλαδιά των δέντρων, οι καμπούρες του εδάφους, που κάτω τους κρύβονταν ερπικά δέντρα ή αγκωνάρια, η ανακούρκουδη, βουλιαγμένη και κωμικά μεταλλαγμένη θέα του τοπίου, δημιουργούσε έναν κόσμο ξωτικών, γελοίο στην όψη και βγαλμένο από κανένα

βιβλίο παραμυθιών για νεράιδες. Μα αν η κοντινή σκηνή, όπου κινιότανε δύσκολα κανείς, έπαιρνε μια όψη φανταστική κι αλλόκοτη, το πιο μακρινό βάθος, η κλιμακωτή αρχιτεκτονική των χιονισμένων Άλπεων, ξυπνούσε εντυπώσεις μεγαλείου και ιερότητας. Το απόγευμα, από τις δυο ως τις τέσσερις, ο Χανς Κάστορπ βρισκόταν πλαγιασμένος στο μπαλκόνι και καλοπακεταρισμένος, με το σβέρκο ακουμπισμένο στο μαξιλαράκι της εξαίρετης ξαπλωτούρας του, που δεν ήταν ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ χαμηλό, κοίταζε, πάνω από το χιονοκαπιτοναρισμένο κάγκελο, το δάσος και το βουνό. Το δάσος των πεύκων, με το μαυροπράσινο χρώμα, χιονοσκέπαστο, σκαρφάλωνε τις πλαγιές. Το έδαφος, ανάμεσα στα δέντρα, ήταν κι εκείνο καπιτοναρισμένο με χιόνι. Πιο πάνω, υψωνόταν η βράχινη κορυφή, με το σταχτί ξασπρισμένο χρώμα της, μ’ απέραντες χιονισμένες εκτάσεις που τις έκοβαν, εδώ κι εκεί, μερικά πιο σκουρόχρωμα βράχια και βουνοκορφές, που χάνονταν μαλακά μέσα στην ομίχλη. Χιόνιζε απαλά. Όλα, όλο και πιο πολύ, σιγά σιγά, ομίχλιαζαν, εξαφανίζονταν. Το βλέμμα, καθώς κινιότανε μέσα σ’ ένα μπαμπακένιο Τίποτα, έρεπε εύκολα προς τον ύπνο. Ένα ρίγος συνόδευε τη νύστα τούτη, μα ύστερα δεν υπήρχε γνησιότερος ύπνος από κείνο τον ύπνο μέσα στο παγερό κρύο, που καμιά ασύνειδη αίσθηση του βάρους της οργανικής ζωής δεν τάραζε την ανονειρευτότητά του, γιατί η εισπνοή του αραιού αέρα, του ασύστατου και δίχως μυρουδιά, δε βάραινε περισσότερο τον οργανισμό, απ’ όσο βάραινε η έλλειψη εισπνοής έναν πεθαμένο. Όταν τον ξυπνούσαν, το βουνό είχε κιόλας ολότελα χαθεί μέσα στην καταχνιά του χιονιού, απ’ όπου δε φαινότανε πια, παρά από καιρό σε καιρό και για ελάχιστα λεπτά, κάμποσες λεπτομέρειές του μονάχα, μια κορυφή, καμιά μύτη βράχου, για να τυλιχτούν, αμέσως σχεδόν ξανά, μέσα στα λευκά πέπλα της άχνης. Αυτό το σιωπηλό παιγνίδι των φαντασμάτων ήταν από τα πιο διασκεδαστικά. Έπρεπε να συγκεντρωθείς, εντείνοντας απόλυτα την προσοχή σου, για να συλλάβεις αυτή τη φαντασμαγορία των πέπλων στις μυστικές μεταμορφώσεις της. Άγρια και μεγάλη, αποκαλυπτόταν, ελευθερωμένη από την ομίχλη, μια αλυσίδα από βράχους, που δε φαινόταν ούτε η κορυφή μήτε οι πρόποδές της. Μ’ αν κι ελάχιστα μόνο την άφηνες από τα μάτια σου, χανόταν αμέσως. Καμιά φορά, ξαπολύονταν χιονοθύελλες, που εμπόδιζαν ολότελα το ξάπλωμα στον εξώστη, γιατί το στροβιλιστό χιόνι πλημμύριζε και το μπαλκόνι ακόμα, σκεπάζοντας τα πάντα, και το πάτωμα και τα έπιπλα, μ’ ένα πυκνό στρώμα. Κι αυτό, για το λόγο ότι υπήρχαν και καταιγίδες σε τούτη την ορεινή κοιλάδα, την τριγυρισμένη από βουνά. Αυτή, η τόσο δίχως συστατικά, ατμόσφαιρα, ταραζόταν από κενά αέρος, και γιόμιζε από ένα τέτοιο μυρμήκισμα νιφάδων, που δεν έβλεπες ούτε ένα βήμα μπροστά σου. Ρούφουλες με τέτοια δύναμη, που σου κοβότανε η αναπνοή, δίνανε στο χιόνι μια άγρια κίνηση, στροβιλιστή και λοξή, το κυνηγούσαν από κάτω προς τα πάνω, από το βάθος της κοιλάδας προς τον ουρανό, και το έσπρωχναν σ’ έναν τρελό χορό. Αυτό, δεν ήτανε πια πέσιμο χιονιού, ήταν ένα χάος από λευκό σκοτάδι, κάτι τερατώδες, παράξενη υπερβολή μιας περιοχής έξω από τη ζώνη του μέτρου κι όπου μόνο ο σπίνος του χιονιού, που έκανε κατά σμήνη ολόκληρα, ξαφνικά, την εμφάνισή του, μπορούσε να προσανατολιστεί.

Μα ο Χανς Κάστορπ αγαπούσε αυτή τη ζωή στα χιόνια. Εύρισκε πως συγγένευε, από πολλές απόψεις, με τη ζωή στις θαλασσινές ακτές: η πανάρχαιη μονοτονία του τοπίου ήταν κοινή και στις δυο αυτές σφαίρες. Το χιόνι, αυτή η βαθιά, νιφαδωτή κι άσπιλη σκόνη του χιονιού, έπαιζε εδώ πάνω τον ίδιο εντελώς ρόλο που έπαιζε, εκεί κάτω, η άμμος, με την κιτρινωπή ασπρίλα. Το ίδιο καθαρή ήταν η επαφή με τα δυο. Από τα παπούτσια σου κι από τα ρούχα σου μπορούσες να τινάξεις τη λευκή και κρύα τούτη σκόνη, όπως εκεί κάτω, τη σκόνη της πέτρας και του κοχυλιού του βυθού της θάλασσας, χωρίς ν’ αφήσει ίχνη απάνω σου. Και το περπάτημα μέσα στο χιόνι ήταν το ίδιο κουραστικό, όπως ένας περίπατος στην αμμουδιά, όταν τουλάχιστον, η φλόγα του ήλιου είχε λιώσει την επιφάνειά του κι η νύχτα αναλάβαινε το κρουστάλιασμά του. Τότε βάδιζες πιο ελαφρά και πιο ευχάριστα, όσο και στην ισοπεδωμένη άμμο, τη στέρεη, τη ραντισμένη από νερό κι ελαστική, στην παρυφή της θάλασσας. Αλλ’ αυτή τη χρονιά έπεσε πάρα πολύ χιόνι, σε τέτοιους όγκους, που περιόριζαν για όλους, εκτός από τους χιονοδρόμους, τις δυνατότητες να κινούνται στον ανοιχτό αέρα. Τα χιονάροτρα δουλεύαν αδιάκοπα. Μα κουράζονταν πολύ να ελευθερώσουνε τα πιο πολυσύχναστα μονοπάτια και το μεγάλο δρόμο που πήγαινε στο Σταθμό, έτσι, ώστε οι σπάνιοι δρόμοι που ήτανε χρησιμοποιήσιμοι και που αμέσως κατέληγαν σ’ ένα αδιέξοδο, συχνάζονταν πολύ από υγιείς και αρρώστους, από ντόπιους κι οικότροφους των διεθνών ξενοδοχείων. Εκείνοι που οδηγούσαν έλκηθρα, κυρίες ή κύριοι, σκόνταβαν στις γάμπες των πεζών, ριγμένοι προς τα πίσω, με τα πόδια μπροστά κι άφηναν προειδοποιητικές κραυγές, που ο τόνος τους μαρτυρούσε πόσο διαποτισμένοι ήσαν από τη σημασία του αθλήματός τους, γλιστρούσανε με τα μικρά, παιδικά έλκηθρά τους κατά μήκος των πλαγιών, ανακατεύονταν μεταξύ τους, κάνανε στροφή και ξεπέζευαν, για να ξανανεβούν, μόλις φτάνανε χαμηλά, σέρνοντας από το σκοινί το μικρό παιγνίδι τους, που ήταν τόσο της μόδας. Απ’ αυτούς τους περίπατους ο Χανς Κάστορπ ήτανε πια ως το λαιμό, τους είχε παραβαρεθεί. Δεν είχε παρά δυο επιθυμίες: η πιο δυνατή ήταν να είναι μόνος με τις σκέψεις του και τις ονειροπολήσεις του, επιθυμία που ο εξώστης του, στο μπαλκόνι, θα του είχε, ίσως, αν και κάπως επιπόλαια, επιτρέψει να την πραγματοποιήσει. Όσο για την άλλη, συνδεότανε με την πρώτη: ήταν η ανάγκη που ένιωθε να έρθει σε πιο στενή και πιο ελεύθερη επαφή με το ερημωμένο, εξ αιτίας του χιονιού, βουνό, για το οποίο είχε αρχίσει να αισθάνεται συμπάθεια, κι η επιθυμία αυτή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί όσο καιρό θα ήτανε ένας πεζός άοπλος και δίχως φτερά. Γιατί θα βρισκόταν αμέσως βουλιαγμένος, ως το στήθος, μέσα σ’ εκείνη τη λευκότητα, αν δοκίμαζε να προχωρήσει πιο πέρα από τα συνηθισμένα μονοπάτια, τα σκαλισμένα με φτυάρια, και που από την αρχή, είχε γνωρίσει, κιόλας, παντού, το τέρμα τους. Ο Χανς Κάστορπ, αποφάσισε μια μέρα, λοιπόν, ν’ αγοράσει χιονοπέδιλα, για το δεύτερο χειμώνα, που περνούσε εδώ πάνω, και να μάθει να τα χρησιμοποιεί, ως το σημείο τουλάχιστον, που απαιτούσε η πραγματική ανάγκη που ένιωθε. Δεν ήταν φίλαθλος. Δεν ήταν ποτέ, εξαιτίας των φυσικών διαθέσεων, που του λείπανε. Δεν προσποιόταν άλλωστε,

ότι ήταν, όπως ήταν η περίπτωση πολλών από τους οικότροφους του Μπέργκχοφ, που για να συμμορφωθούν με τα ήθη του τόπου και της μόδας, φερνόντουσαν ανόητα, προπαντός οι γυναίκες, η Ερμίνε Κλέεφελντ, λόγου χάρη, η οποία μ’ όλο που η αναπνευστική δυσκολία έκανε την άκρη της μύτης της και τα χείλη της να ’ναι αδιάκοπα μελανιασμένα, αγαπούσε να κατεβαίνει στο lunch με μάλλινα παντελόνια και που, ύστερα από το φαγητό, ξαπλωνότανε, μ’ αυτή την περιβολή, ανοίγοντας τα γόνατά της, σε μια πολυθρόνα από λυγαριά, στο χολ, μ έναν τρόπο αρκετά ανάρμοστο. Αν ο Χανς Κάστορπ ζητούσε την άδεια του Αυλικού Συμβούλου, για το ασυνήθιστο σχέδιό του, ήταν σίγουρο, πως θα έπεφτε πάνω στην άρνησή του. Ο αθλητισμός απαγορευόταν απόλυτα στην κοινότητα των αρρώστων, τόσο στο Μπέργκχοφ όπως και παντού αλλού, σε παρόμοια ιδρύματα. Γιατί, η ατμόσφαιρα που φαινομενικά, εισχωρούσε τόσο εύκολα στους πνεύμονες, επέβαλε στους μυώνες της καρδιάς αξιόλογες προσπάθειες. Και σε ό,τι αφορούσε στον Χανς Κάστορπ, η νωχελική του παρατήρηση, πάνω στη «συνήθεια του να μη συνηθίζει», δεν είχε χάσει ποτέ την αξία της γι' αυτόν κι η πυρετική τάση, που ο Ραδάμανθυς απόδιδε σε μια υγρή κηλίδα, επέμενε πάντα με πολύ πείσμα. Διαφορετικά, τι άλλη δουλειά θα είχε δω πάνω; Η επιθυμία του και η πρόθεσή του ήταν αντιφατικές, λοιπόν, και δεν είχαν τον τόπο τους. Μα έπρεπε να προσπαθήσει κανείς να τον καταλάβει καλά. Αυτό που τον κέντριζε, δεν ήταν η φιλοδοξία να γίνει ίσος κι όμοιος με τους κενόδοξους της ζωής της υπαίθρου, ούτε η φιλαρέσκεια να μοιάσει με τους φίλαθλους, που θα είχαν, αν το ζητούσε η μόδα, μεταφέρει τον ίδιο επηρμένο ζήλο, σε μια αποπνιχτική κάμαρα, για να το ρίξουνε στο χαρτοπαίγνιο. Αισθανόταν, απόλυτα, μέλος μιας άλλης κοινότητας, πολύ λιγότερο ελεύθερης από τον λαουτζίκο των περιηγητών, και από μια φαρδύτερη και νεότερη άποψη, ακόμα, εξαιτίας μιας κάποιας αξιοπρέπειας, που κρατούσε τον άλλο σε απόσταση και που επέβαλε τον συγκρατημό, είχε το συναίσθημα πως δεν ήταν ολωσδιόλου δική του υπόθεση το να φέρνεται με ελαφρότητα, όπως τούτοι δω οι άνθρωποι και να στροβιλίζεται στο χιόνι σαν κανένας ανόητος. Δεν είχε στο νου του κρυφά σκασίματα, είχε βέβαια την πρόθεση να κρατήσει το μέτρο κι ο Ραδάμανθυς θα μπορούσε θαυμάσια να του το επιτρέψει. Μα καθώς ο νέος πρόβλεπε πως θα του το απαγόρευαν, όσο να ναι, εν ονόματι του γενικού κανονισμού, ο Χανς Κάστορπ αποφάσισε να ενεργήσει πίσω από τις πλάτες του Αυλικού Σύμβουλου Μπέρενς. Με την πρώτη ευκαιρία, που παρουσιάστηκε, μίλησε στον κ. Σετεμπρίνι για το σχέδιό του. Ο κ. Σετεμπρίνι παρά λίγο να τον φιλήσει από τη χαρά του. — Μα ναι, μα ναι, βέβαια, ναυπηγέ μου, για όνομα του Θεού, κάνετέ το αυτό! Μη ρωτήσετε κανένα και κάνετέ το, ο καλός σας Άγγελος σας το ψιθύρισε αυτό! Κάνετέ το αμέσως, πριν σας εγκαταλείψει πάλι αυτή η σωτήρια επιθυμία! Έρχομαι μαζί σας, θα σας συνοδέψω στο κατάστημα και βάζοντας το πόδι μας εκεί μέσα, θ αγοράσουμε μαζί τα ευλογημένα αυτά σύνεργα! Ακόμη και στα βουνά θα σας συνόδευα, θα έτρεχα μαζί σας, με φτερωτά παπούτσια στα πόδια, σαν τον Ερμή, μα δεν μου επιτρέπεται… Δεν επιτρέπεται! θα το έκανα κιόλας, αν «δεν μου επιτρεπότανε» μόνο, μα δεν το μπορώ, είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Αντίθετα, εσείς… δε θα σας βλάψει εσάς, καθόλου μάλιστα, αν

είστε λογικός και δεν το παρατραβήξετε. Μα τι λέω, κι αν ακόμη σας έβλαπτε λίγο, δεν παύει ωστόσο να 'ναι πάντα ο καλός σας Άγγελος, που… Δε λέω τίποτα περισσότερο. Τι εξαίρετη ιδέα! Πάνε δυο χρόνια που βρίσκεστε εδώ κι είστε ακόμα ικανός να έχετε τέτοιες εμπνεύσεις αχ όχι, είστε από καλή πάστα εσείς, δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανένας για σας. Μπράβο, μπράβο. Εκεί πάνω θα πατήσετε στο σβέρκο του πρίγκιπά σας των σκιών. Θ αγοράσετε αυτά τα σκι, θα πείτε να τα στείλουνε σε μένα ή στου Λούκασεκ ή στον παντοπώλη μου, στο ισόγειο, στο σπιτάκι μας, και θα έρχεστε να τα παίρνετε από κει για να εξασκείστε και να γλιστράτε στα χιόνια… Έτσι ακριβώς κι έγινε. Κάτω από τα μάτια του κ. Σετεμπρίνι, που παρίστανε το δύσκολο ειδήμονα, μ’ όλο που δεν είχε ιδέα από αθλητισμό, ο Χανς Κάστορπ έκανε, σ’ ένα ειδικό κατάστημα του μεγάλου δρόμου, την αγορά ενός ζευγαριού όμορφων σκι, από καλό ξύλο μελιάς, βερνικωμένο ανοιχτό καφέ, με θαυμάσιους ιμάντες και με καμπυλωτές τις μπροστινές αιχμές. Αγόρασε, επίσης μπαστούνια, με σιδερένιες μύτες και δίσκους, και δεν αφέθηκε να μεταπειστεί παρά τα πήρε όλα ο ίδιος μαζί του, πάνω στον ώμο του, ίσαμε το σπιτάκι του Σετεμπρίνι, όπου και συνεννοήθηκε αμέσως, με τον «έμπορο αποικιακών», σχετικά με το φύλαγμα των όμορφων εκείνων πραγμάτων. Έχοντας πάρει κιόλας μαθήματα, με το να ’χει παρατηρήσει προσεχτικά και επανειλημμένα τους χιονοδρόμους, ο Χανς Κάστορπ άρχισε, μόνος του, μακριά από τα πολυσύχναστα γήπεδα ασκήσεων, να κάνει καλά κακά, τη μαθητεία του, σε μια πλαγιά, ασύχναστη σχεδόν, όχι μακριά από το διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ και από καιρό σε καιρό, ο κ. Σετεμπρίνι τον παρακολουθούσε, από κάποια απόσταση, ακουμπισμένος στο μπαστούνι του, σταυρώνοντας με χάρη τις γάμπες του και χαιρετώντας με πολλά μπράβο τις προόδους του νεαρού φίλου του. Όλα πήγαιναν καλά, όταν, ο Χανς Κάστορπ, κατεβαίνοντας τη στροφή του καθορισμένου δρόμου, που πήγαινε προς το «Ντορφ», για ν’ αφήσει τα σκι του στον παντοπώλη, συνάντησε μια μέρα, τον Αυλικό Σύμβουλο. Ο Μπέρενς δεν τον αναγνώρισε, μολονότι ήτανε μέρα μεσημέρι, κι ο μαθητευόμενος χιονοδρόμος παρά λίγο και θα ’πεφτε πάνω του. Ο Αυλικός Σύμβουλος τυλίχτηκε σ’ ένα σύννεφο καπνού του πούρου του και πέρασε. Ο Χανς Κάστορπ έμαθε, πως γρήγορα αποχτά κανείς την τεχνική, που τόσο αισθάνεται μέσα του τη βαθιά ανάγκη της. Δεν ισχυριζόταν ότι είχε γίνει ένας δεξιοτέχνης. Αυτό που χρειαζότανε το έμαθε στο διάστημα λίγων ημερών, χωρίς έξαψη και δίχως λαχάνιασμα. Φρόντιζε να κρατά κοντά κοντά τα πόδια του, κατά πώς έπρεπε, και ν’ αφήνει παράλληλες γραμμές πίσω του, έμαθε πώς χρησιμοποιείται το μπαστούνι, κατά την εκκίνηση, για να δοθεί η κατεύθυνση, έμαθε να υπερπηδά, με τα μπράτσα σηκωμένα, μικρά εμπόδια, μικρά υψώματα, ανεβοκατεβαίνοντας, σαν καράβι σε ταραγμένη θάλασσα, κι από την εικοστή δοκιμή του κι ύστερα δεν έπεφτε πια, όταν τρέχοντας ολοταχώς, φρενάριζε στο μακρινό τέρμα, με τη μια γάμπα τεντωμένη προς τα μπρος και διπλώνοντας το γόνατο της άλλης. Σιγά σιγά άπλωνε τον κύκλο των ασκήσεων του. Μια μέρα, ο κ. Σετεμπρίνι τον είδε να χάνεται σε μια ασπριδερή ομίχλη, του φώναξε ανάμεσα από τις κοιλεμένες φούχτες του μια συμβουλή, να ’ναι προσεχτικός, κι ύστερα γύρισε στο

σπίτι του, ικανοποιημένος, σαν παιδαγωγός. Ήταν όμορφα στο χειμωνιάτικο βουνό, όχι όμορφα μ’ έναν τρόπο γλυκό κι ευχάριστο, παρά έτσι, όπως είναι όμορφα στην άγρια ερημιά της Βορινής Θάλασσας, όταν φυσά δυνατός πουνέντες, χωρίς πάταγο από βροντές, μάλιστα, μα σε νεκρική σιγή, που ξυπνούσε συναισθήματα ολωσδιόλου συγγενικά με το δέος. Τα μακριά εύστροφα πατούμενα του Χανς Κάστορπ, τον έφερναν προς διάφορες κατευθύνσεις: κατά μήκος της αριστερής πλαγιάς, προς το Κλαβαντέλ, ή προς τα δεξιά, μπροστά από το Φράουενκιρχ και το Γκλάρις, που πίσω τους διαγραφότανε, μέσα στην καταχνιά, η σκιά του όγκου του Άμζελφλου, ακόμη και στην κοιλάδα του Ντίσμα, ή πίσω από το Μπέργκχοφ, ανεβαίνοντας προς τη διεύθυνση του δασωμένου Ζέεχορν, που μόνο η χιονισμένη κορυφή του υψωνότανε πάνω από το όριο των δέντρων, κι από το δάσος της Ντρουζάτσα, που πίσω της διακρινότανε η ωχρή σιλουέτα της οροσειράς του Ραίτικον, σκεπασμένη με πυκνό χιόνι. Έμπαινε, επίσης, μαζί με το ξύλινο όχημά του, στο εναέριο τρενάκι και μεταφερότανε στο Σάτσαλπ, και κει πάνω, σε δυο χιλιάδες μέτρα υψόμετρο, σκιοδρομούσε ειρηνικά, σε κατηφορικές και καθρεφτιστικές επιφάνειες χιονόσκονης, που, όταν καθάριζε λίγο ο καιρός, πρόσφεραν μια εκτεταμένη κι υπέροχη άποψη του τοπίου των περιπετειών του. Χαιρότανε την κατάκτησή του, που αντιστάθμιζε την αδυναμία του και που ξεπερνούσε όλα σχεδόν τα εμπόδια. Τον τριγύριζε με την επιθυμημένη μοναξιά, με την πιο βαθιά μοναξιά που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, με μια μοναξιά που γιόμιζε την καρδιά μ’ αισθήματα απομάκρυνσης από τους ανθρώπους και με κριτική διάθεση. Εκεί πάνω, είχε λόγου χάρη, από τη μια του μεριά, ένα λαιμό με έλατα, μες στην καταχνιά του χιονιού, και από την άλλη, μια ανηφορική πλαγιά, όλο βράχια, με φοβερούς, κυκλώπειους, θολωτούς και καμπουρωτούς όγκους χιονιού, που σχημάτιζαν σπηλιές και σκούφιες… Η σιωπή, όταν σταματούσε για να μην ακούει το θόρυβο, που έκανε ο ίδιος, ήταν απόλυτη και τέλεια, μια μπαμπακένια απουσία ήχων, άγνωστη, που δεν την είχες συναντήσει ποτέ και που δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Καμιά πνοή δεν πασπάτευε τα δέντρα, ούτε μια φωνή πουλιού. Ήταν η αιώνια σιγή, η σιγή της αρχής του κόσμου, εκείνη η σιωπή που ακρουμαζόταν ο Χανς Κάστορπ, όταν στεκόταν όρθιος με αυτό τον τρόπο, ακουμπισμένος στο μπαστούνι του, με το κεφάλι γερμένο στον ώμο και με το στόμα ανοιχτό. Κι απαλά, απαλά, αδιάκοπα, το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει, να πέφτει ήσυχα, χωρίς θόρυβο. Όχι, τούτος δω ο κόσμος, μ αυτή την ανεξιχνίαστη σιωπή του, δεν είχε τίποτα το φιλόξενο. Ανεχότανε τον επισκέπτη του, που ερχότανε με τόση αποκοτιά και κίνδυνο της ζωής του, μα δεν τον υποδεχότανε, γενικά, υπόμενε την παρείσδυσή του και την παρουσία του, με έναν τρόπο ελάχιστα καθησυχαστικό, χωρίς να αποκρίνεται σε τίποτα, κι έδινε την εντύπωση του βουβού, απειλητικού στοιχείου, όχι καν της εχθρότητας, παρά μιας δολοφονικής αδιαφορίας, που ανάβρυζε από μέσα του. Το παιδί του πολιτισμού, μακρινό και ξένο, από καταγωγή, προς την άγρια φύση, είναι πιο ευαίσθητο μπροστά στο μεγαλείο της, απ' όσο ο τραχύς γιος της, που έπρεπε να αναμετράται μαζί της από τα

παιδικάτα του, έχοντας μαζί της μια οικειότητα χυδαία, ήρεμη, δίχως υποψία έξαρσης. Ο τελευταίος αυτός δεν είχε ιδέα καν από το θρησκευτικό δέος, με το οποίο, ο άλλος, ζαρώνοντας τα φρύδια του, αντιμετωπίζει τη φύση, ένα δέος που επιδρά σ όλες τις ιδιαίτερες σχέσεις του μαζί της και διατηρεί, αδιάκοπα, στην ψυχή του ένα είδος θρησκευτικής ταραχής και μια ανήσυχη συγκίνηση. Ο Χανς Κάστορπ, μες στην καμηλό ζακέτα του, με τα μακριά μανίκια, τις μαλακές περικνημίδες του και τα πολυτελή χιονοπέδιλά του, αισθανόταν ότι ήταν εξαιρετικά ριψοκίνδυνο το ν’ ακρουμάζεται έτσι, αυτή την αιώνια σιωπή της άγριας φύσης και σιωπηλά δολοφονική του χειμώνα, και το αίσθημα της ανακούφισης που δοκίμαζε, όταν κατά την επιστροφή του, παρουσιάζονταν, μέσα από την πεπλοφορεμένη ατμόσφαιρα, οι πρώτες ανθρώπινες κατοικίες, τον έκανε ν’ αποχτά συνείδηση της προηγούμενης πνευματικής του κατάστασης και τον πληροφορούσε πως, για πολλές ώρες, ένας μυστικός και ιερός τρόμος είχε βασιλέψει στην ψυχή του. Στο Συλτ, είχε σταθεί, με λευκό πανταλόνι, βέβαιος, κομψός και με την εκτίμηση του κόσμου, στην άκρη φοβερών σκοπέλων, σάμπως μπροστά σ’ ένα κλουβί λιονταριού, που πίσω από τα κάγκελά του, το άγριο θηρίο δείχνει το ανοιχτό στόμα του, με τα τρομερά δόντια. Ύστερα, είχε κολυμπήσει, ενώ ένας φύλακας της ακτής τον προειδοποιούσε, σφυρίζοντας με το κόρνο του, για τον κίνδυνο εκείνων, που μ’ αποκοτιά δοκιμάζανε να ξεπεράσουνε το πρώτο κύμα, έστω και για να πλησιάσουνε μόνο την απειλητική φουσκοθαλασσιά. Και το τελευταίο ξεδίπλωμα του νερού, που έπεφτε από την κορυφή του κύματος σαν καταρράχτης, σου άγγιζε ακόμη το σβέρκο, σαν πατούσες αγριμιού. Από κει κάτω είχε κιόλας γνωρίσει ο νέος την ενθουσιαστική ευτυχία ελαφρών ερωτικών επαφών, με δυνάμεις, που το γιομάτο αγκάλιασμά τους θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Μ’ αυτό που δεν είχε δοκιμάσει ήταν η τάση να σπρώξει αυτή τη μεθυστική επαφή με τη δολοφονική φύση ίσαμε τ’ όριο του ολοκληρωτικού αγκαλιάσματος, η επιθυμία να ριψοκινδυνέψει, αδύναμος θνητός, αν και οπλισμένος και αρκετά προικισμένος, από τον πολιτισμό, να προχωρήσει τόσο πολύ στο τεράστιο και τρομερό, ή, τουλάχιστον, να πάψει πια να το αποφεύγει τόσο καιρό, και σε τούτη την περιπέτεια, ν’ αποτολμήσει ν’ αγγίξει την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή που θα ’χε ξεπεραστεί κάθε όριο και που δεν θα επρόκειτο πια γι’ αφρό και για ένα ελαφρό άγγιγμα πατούσας αγριμιού, παρά γι’ αυτό τούτο το κύμα, το στόμα του αγριμιού, τη θάλασσα. Με μια λέξη: ο Χανς Κάστορπ είχε θάρρος εδώ πάνω, αν, με το θάρρος μπροστά στα στοιχεία της φύσης, πρέπει να εννοούμε, όχι μια ψυχραιμία που κερδήθηκε μπροστά τους, μα ένα συνειδητό δώρο του εαυτού μας και μια νίκη, που την πέτυχε η συμπάθειά μας γι’ αυτά, πάνω στο φόβο του θανάτου. — Συμπάθεια; Οπωσδήποτε, ο Χανς Κάστορπ αισθανότανε, μες στο στενό, πολιτισμένο στήθος του, συμπάθεια για τα στοιχεία της φύσης, και σ’ αυτή τη συμπάθεια οφειλόταν η καινούρια συνείδηση, για την ίδια του την αξιότητα, που την είχε αποχτήσει, παρακολουθώντας τους τυπίσκους, που τριγύριζαν, με τα μικροσκοπικά έλκηθρα της μόδας, καθώς και το συναίσθημα πως, εκείνου, του Χανς Κάστορπ, του ταίριαζε κι ήτανε

πιο αξιοπόθητη γι’ αυτόν, μια πιο βαθιά και πιο μεγάλη μοναξιά, λιγότερο ξενοδοχειακά άνετη από κείνη που του πρόσφερε ο εξώστης της κάμαράς του, στο μπαλκόνι Μπέργκχοφ. Από κει πάνω είχε κοιτάξει τις βυθισμένες, μέσα στην καταχνιά κορυφές, το χορό της χιονοθύελλας, κι ένιωθε ντροπή, ως τα κατάβαθα της ψυχής του, μένοντας ένας απλός θεατής, μ’ ανοιχτό το στόμα, πάνω από το καταφύγιο της άνεσής του. Γι’ αυτό το λόγο, κι όχι από τη φίλαθλη οίηση ούτε κι από αυθόρμητη, χαρούμενη διάθεση του κορμιού του, είχε μάθει να τρέχει με χιονοπέδιλα. Αν και δεν ένιωθε σ’ ασφάλεια, εκεί πάνω, μέσα στο μεγαλείο και στη νεκρική σιωπή εκείνου του τοπίου κι αυτό το παιδί του πολιτισμού δεν ένιωθε καθόλου άνετα, πραγματικά, το πνεύμα του κι οι αισθήσεις του είχαν κάμει κιόλας, παλιότερα, τη γνωριμία του πελώριου και του τρομερού. Μια συνομιλία, με το Νάφτα και το Σετεμπρίνι, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικότερη· οδηγούσε, το ίδιο έξω από τα γνωστά μονοπάτια και προς τους πιο σοβαρούς κινδύνους· κι αν μπορεί να γίνεται λόγος για συμπάθεια του Χανς Κάστορπ, προς τη μεγάλη αγριάδα του χειμώνα, αυτό οφείλεται στ’ ότι αισθανότανε, παρά τον ευλαβή τρόμο του, πως το τοπίο αυτό ήταν ο διάκοσμος που του ταίριαζε περισσότερο, για να ωριμάσουν τα συμπλέγματα της σκέψης του, πως αυτή ’ταν η πιο ενδεδειγμένη διαμονή για κάποιον, που χωρίς να ξέρει καλά καλά πώς έφτασε σ’ αυτό το σημείο, είχε κουραστεί από το «κυβέρνημα» σκέψεων, που αφορούσαν στην κατάσταση και στη θέση του Homo Dei. Εδώ, δεν υπήρχε άνθρωπος να προειδοποιήσει τον άφρονα για τον κίνδυνο που διάτρεχε, σφυρίζοντας με το κόρνο του, αν φυσικά, δεν ήταν ο κ. Σετεμπρίνι ο άνθρωπος αυτός, όταν μέσα στο κόρνο που είχε σχηματίσει, κοιλαίνοντας τις φούχτες του, είχε φωνάξει στο Χανς Κάστορπ, που απομακρυνόταν, να ’ναι προσεχτικός. Αλλ’ αυτός ήταν γιομάτος θάρρος και συμπάθεια, δεν έδινε περισσότερη σημασία, στις συμβουλές που φώναζαν πίσω του, απ’ όση είχε δώσει στη συμβουλή που είχε αντηχήσει στ’ αυτιά του, κάποια νύχτα καρναβαλιού: Eh, ingegnere, un po’ di ragione, sa! Αχ ναι, παιδαγωγέ Σατανά, με την ragione σου και τη ribellione σου, σκέφτηκε. Άλλωστε, σ’ αγαπώ πολύ. Ας είσαι φαφλατάς και λατερνατζής είσαι γιομάτος καλές προθέσεις, από τις καλύτερες προθέσεις, και σ’ αγαπώ πιο πολύ από τον τραχύ, κοντό Ιησουίτη και τρομοκράτη, τον ανόσιο δούλο του ξυλοδαρμού, με τα γυαλάκια του, που πετούν αστραπές, μ’ όλο που πάντα σχεδόν έχει δίκιο, όταν καυγαδίζετε, όταν συνερίζεστε, σαν παιδαγωγοί, τη φτωχή ψυχή μου, όπως συνερίζονταν τον άνθρωπο, κατά τον Μεσαίωνα, ο Θεός και ο Διάβολος… Με τις γάμπες χιονισμένες, σκαρφάλωνε, ακουμπώντας στα μπαστούνια του, κάποιο κατάλευκο ύψωμα, που οι σεντονόμορφες εκτάσεις του ανέβαιναν, ταρατσωτά, όλο και πιο ψηλά, οδηγώντας δεν ξέρει κανείς πού· φαινότανε, πως δεν οδηγούσαν πουθενά. Το πιο πάνω μέρος τους χανότανε μέσα στον ουρανό, που ήταν το ίδιο λευκός κι ομιχλώδης, όπως αυτά, και που δεν ήξερε κανείς από πού άρχιζε. Καμιά κορυφή, καμιά κορυφογραμμή δεν ήταν ορατή, ήταν προς το καταχνιασμένο Τίποτα που προχωρούσε ο Χανς Κάστορπ, και καθώς πίσω του, επίσης, ο κόσμος, η κατοικημένη από ανθρώπους κοιλάδα, δεν αργούσε ν’ αποκλειστεί από το βλέμμα του, καθώς κανένας ήχος δεν έφτανε

πια από κει κάτω, η μοναξιά του, η απομόνωσή του, γινόταν, πριν το σκεφτεί καν, τόσο βαθιές, όσο θα μπορούσε να το έχει επιθυμήσει, βαθιές ως τον τρόμο, που είναι η προϋπόθεση του θάρρους. Praeterit figura hujus mundi, είπε μέσα του, σε λατινικά, που τους έλειπε ολότελα το ουμανιστικό πνεύμα, μια έκφραση που την όφειλε στο Νάφτα. Σταμάτησε και στράφηκε γύρω του. Παντού, πουθενά ένα γύρο του, δεν’ έβλεπε τίποτα πια, εκτός από μερικές μικροσκοπικές νιφάδες, που από τη λευκότητα του ύψους, έπεφταν στη λευκότητα του εδάφους κι η σιωπή, γύρω, παντού, ήταν μεγαλειώδης και απαθής. Ενώ το βλέμμα του συναντούσε παντού το κατάλευκο κενό, που τον τύφλωνε, αισθάνθηκε την καρδιά του να χτυπά, αναστατωμένη από την ανάβαση, αυτόν τον μυώνα της καρδιάς, που είχε μισοδεί, μ’ ένα εγκληματικό ίσως, θράσος, τη ζωώδη μορφή του και το μηχανισμό του, ανάμεσα στις τριζοβολιστές αστραπές του ακτινοσκοπικού εργαστηρίου. Και τον έπιασε ένα είδος συγκίνησης, μια απλοϊκή κι ευλαβική συμπάθεια, για την καρδιά του, την ανθρώπινη καρδιά που χτυπά, τόσο μόνη εδώ πάνω, σ’ αυτό το παγωμένο κενό, με το πρόβλημα και το αίνιγμά της. Σιγά σιγά, προχώρησε πιο ψηλά, κατά τον ουρανό. Καμιά φορά, βύθιζε το πάνω μέρος του μπαστουνιού του στο χιόνι κι έβλεπε ν’ αναπηδά, όταν το τραβούσε έξω, κάτι σαν γαλάζιο φως, στο βάθος της τρύπας, που ακολουθούσε και το μπαστούνι του. Αυτό τον διασκέδαζε. Μπορούσε να στέκεται εκεί, για πολλή ώρα, και να προκαλεί πάλι και πάλι αυτό το μικρό, οπτικό φαινόμενο. Ήταν ένα παράξενο και τρυφερό φως των βουνών και των βυθών, γαλαζοπράσινο, φωτεινό σαν πάγος κι ωστόσο σκιώδες, μυστηριακά γοητευτικό. Του θύμιζε το φως και το χρώμα που είχαν κάποια μάτια, μάτια λοξά, με μοιραίο βλέμμα, που ο κ. Σετεμπρίνι τα είχε χαρακτηρίσει περιφρονητικά, από ουμανιστική άποψη, σαν «τατάρικες σχισμάδες» και σαν «φώτα λύκων της στέπας», μάτια που τα είχε κοιτάξει έναν άλλον καιρό και που τα είχε αναπόφευκτα ξανασυναντήσει: τα μάτια του Πρίμπισλαβ Χίππε και της Κλαούντια Σοσά. «Ευχαρίστως», είπε χαμηλόφωνα μέσα στη σιωπή. «Μα μη μου το σπάσετε. Il est a visser, tu sais.» Και στη σκέψη του, άκουσε πίσω του γιομάτες ευφράδεια παρακλήσεις, να ’ναι λογικός. Δεξιά του, σε κάποια απόσταση, το δάσος χανότανε μέσα στην ομίχλη. Στράφηκε προς αυτή την κατεύθυνση, για να ’χει ένα γήινο στόχο μπροστά του κι όχι ένα λευκό ανηφόρισμα, και ξαφνικά, γλίστρησε, χωρίς να ’χει δει, για όλο τον κόσμο, ότι ερχόταν ένα κατηφόρισμα του εδάφους. Η εκτυφλωτική μονοτονία τον εμπόδισε ν’ αναγνωρίσει τη μορφή του εδάφους. Δεν έβλεπε τίποτα. Όλα σβήνονταν κάτω από τα μάτια του. Εμπόδια ολωσδιόλου απρόβλεπτα παρουσιάζονταν. Εγκαταλείφτηκε στην πλαγιά του βουνού, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει με το βλέμμα, το βαθμό της κλίσης της. Το δάσος, που τον είχε προσελκύσει, βρισκότανε πέρα από το λαιμό, απ’ όπου είχε κατέβει, χωρίς να το καταλάβει. Το έδαφός του, σκεπασμένο από μαλακό χιόνι, έκλινε προς τη μεριά του βουνού, όπως κατάλαβε, όταν ακολούθησε, για λίγο, εκείνη την κατεύθυνση. Κατηφόρισε. Οι πλαγιές, από τη μια κι από την άλλη μεριά, υψώνονταν όλο και περισσότερο· το ρυτίδωμα του εδάφους φαινόταν να οδηγεί, σαν ανασκαμμένος

δρόμος, προς τα σπλάχνα του βουνού. Ύστερα, οι μπροστινές μύτες του οχήματός του ανορθώθηκαν πάλι· το έδαφος ανηφόριζε, σε λίγο δεν υπήρχε πια πλαϊνό τοίχωμα γι’ ανέβασμα. Η δίχως δρόμο πορεία του Χανς Κάστορπ έφερνε πάλι, από μια ανοικτή έκταση των βουνών, προς τον ουρανό. Από τη μια μεριά, πίσω και κάτω του, είδε το δάσος των ελατιών, κατευθύνθηκε προς τα κει κι έφτασε, μ’ ένα γρήγορο κατέβασμα, στα φορτωμένα χιόνι έλατα, που διαταγμένα γωνιακά, προχωρούσαν σαν εμπροσθοφυλακή του δάσους, και χάνονταν πιο χαμηλά, μέσα στην ομίχλη, στην ελεύθερη έκταση. Σταμάτησε κάτω από τα κλαδιά τους, να ξαποστάσει, ανάβοντας ένα τσιγάρο, με την ψυχή πάντα λίγο σφιγμένη, σ’ ένταση και σ’ αγωνία, από τη βαθύτατη σιωπή κι από τη ριψοκίνδυνη εκείνη μοναξιά, μα περήφανος, που τις είχε κατακτήσει, με το θάρρος του, έχοντας συνείδηση των δικαιωμάτων, που του έδινε η αξιοσύνη του απάνω σ’ αυτό το τοπίο. Ήταν απόγευμα, κατά τις τρεις. Είχε μπει στο δρόμο, αμέσως μετά το φαγητό, αποφασισμένος να χάσει ένα μέρος από τη μεγάλη κούρα ανάπαυσης και το δείπνο και με την πρόθεση να έχει γυρίσει πίσω, πριν από το πέσιμο της νύχτας. Ένιωθε ευτυχισμένος στη σκέψη, ότι είχε ακόμη μπροστά του πολλές ώρες, για να τριγυρίζει, ελεύθερα, ανάμεσα σ’ αυτά τα μεγαλειώδη μέρη. Είχε λίγη σοκολάτα στις τσέπες της φόρμας του κι ένα μικρό μπουκάλι πορτό. Μόλις που μπορούσε να διακρίνει πού βρισκόταν ο ήλιος, τόσο η ομίχλη ήταν πυκνή γύρω του. Προς τα πίσω, από τη μεριά της κοιλάδας, τα σύννεφα που έρχονταν από τη γωνιά των βουνών, που δεν φαίνονταν πια, σκοτείνιαζαν, η ομίχλη πύκνωνε όλο και πιο πολύ χαμηλά. Έμοιαζε με χιόνι, φαινόταν πως έπρεπε να περιμένει κανείς πιο πολύ χιόνι, για ν’ ανταποκριθεί σε κάποια επείγουσα ανάγκη, πως έπρεπε να περιμένει μια αληθινή χιονοθύελλα. Και, πραγματικά, οι μικρές σιωπηλές νιφάδες έπεφταν κιόλας άφθονες. Ο Χανς Κάστορπ προχώρησε, για να μαζέψει κάμποσες πάνω στο μανίκι του και να τις κοιτάξει, με το εξασκημένο μάτι του ερασιτέχνη φυσιοδίφη. Έμοιαζαν με μικροσκοπικά, άμορφα κουρέλια, μα πολλές φορές είχε τοποθετήσει όμοιές τους κάτω από τον εξαίρετο φακό του και ήξερε τέλεια από τι πολύτιμα κι ακριβά πετράδια αποτελούνταν, από κοσμήματα, αστέρια, διαμαντένιες αγκράφες, που κι ο πιο επιδέξιος κοσμηματοπώλης δε θα ’ξερε να συνθέσει πιο πλούσια και πιο μικροσκοπικά απ’ αυτά. Αυτή η αλαφριά και νιφαδωτή λευκή σκόνη, που οι όγκοι της βάραιναν το δάσος και σκέπαζαν την έκταση, που, πάνωθέ της τον έφερναν τα ξύλινα χιονοπέδιλά του, ήταν πραγματικά, πολύ διαφορετική από την άμμο της θάλασσας του τόπου του, που του είχε θυμίσει. Ήταν γνωστό, αλήθεια, πως δεν ήταν πέτρινοι κόκκοι αυτοί που την συνθέτανε τούτη τη σκόνη, μα εκατομμύρια ψιχάλες νερού, συγκεντρωμένες σ’ ένα ομοιόμορφο και κρυσταλλικό πλήθος, ψιχάλες ανόργανης σύστασης, απ’ όπου αναπηδούσε το ζωικό πλάσμα, το σώμα των φυτών και του ανθρώπου κι ανάμεσα σ’ αυτά τα εκατομμύρια μαγικά αστέρια, μες στην ιερή, αδιαπέραστη λαμπρότητά τους, την αόρατη και καθόλου προορισμένη για το ανθρώπινο μάτι, δεν υπήρχε ούτε ένα που να μοιάζει με άλλο. Ήταν άπειρη η εφευρετική φλόγα στη μεταμόρφωση και στην αβρή εξέλιξη ενός μόνο και του αυτού βασικού

θέματος, το εξάγωνο με πλευρές και με ίσες γωνιές ήταν αυτό που κυριαρχούσε, πρώτα απ’ όλα. Αλλά, στα ίδια αυτά, σε καθένα από τα κρύα αυτά δείγματα, υπήρχε απόλυτη συμμετρία και παγερή κανονικότητα κι αυτό ακριβώς ήταν το ανησυχαστικό, το αντιοργανικό και το εχθρικό προς τη ζωή. Ήταν υπερβολικά κανονικά, ενώ η οργανική σύσταση δεν ήταν ποτέ σ’ αυτό το βαθμό, η ζωή απόκρουε μια ακρίβεια τόσο μεγάλη, κρίνοντάς την θανάσιμη, ήταν αυτό τούτο το μυστικό του θανάτου, κι ο Χανς Κάστορπ πίστευε, ότι καταλάβαινε για ποιο λόγο οι κατασκευαστές ναών της αρχαιότητας είχαν, επίτηδες και κρυφά προβλέψει ορισμένες παραβάσεις στη συμμετρία της διάταξης των κιονοστοιχιών τους. Χρησιμοποίησε τα μπαστούνια του για την εκκίνηση, γλίστρησε με τα χιονοπέδιλά του, και κατηφόρισε κατά μήκος της παρυφής του δάσους, πάνω στο πυκνό στρώμα του χιονιού της βουνοπλαγιάς, προς την ομίχλη. Αφέθηκε να τον παρασέρνει η ίδια του η ταχύτητα και η κλίση του εδάφους, ανεβοκατεβαίνοντας, σαν καράβι, πάντα, σε τρικυμισμένη θάλασσα, κι εξακολουθούσε να περιπλανιέται, χωρίς σκοπό και δίχως βιάση, μέσα από τη νεκρή έκταση, που με τις κυματιστές επιφάνειές της, με την ξερή βλάστησή της, που την αποτελούσανε μεγάλες κηλίδες από έλατα, με τον ορίζοντά της, που τον ορίζανε απαλά υψώματα του εδάφους, έμοιαζε τόσο παράξενα με τοπίο απέραντης αμμούδας. Ο Χανς Κάστορπ κούνησε το κεφάλι με ικανοποίηση, όταν σταμάτησε κι εντρύφησε σε κείνη την ομοιότητα. Και τη ζέστη του προσώπου του, την τάση του να ριγεί, το παράξενο και μεθυστικό κράμα τούτο, από υπερδιέγερση και κούραση, που δοκίμαζε, τα υπέμενε με συμπάθεια, γιατί όλ’ αυτά τον έκαναν να θυμάται, με οικειότητα τις γνώριμες εντυπώσεις που του είχε αφήσει, επίσης, ο θαλασσινός αέρας, που μαστίγωνε τα νεύρα του και που, κι αυτός επίσης, ήταν διαποτισμένος από υπνωτικά στοιχεία. Αποχτούσε με ικανοποίηση, συνείδηση της φτερωτής ανεξαρτησίας του, της ελεύθερης περιπλάνησής του. Μπροστά του δεν υπήρχε κανένας δρόμος, που να ήταν υποχρεωμένος να τον ακολουθήσει, δεν υπήρχε ούτε πίσω του, για να τον ξαναοδηγήσει εκεί, απ’ όπου είχε έρθει. Στην αρχή, υπήρχανε στύλοι, παλούκια, χωρομετρικοί πάσσαλοι, φυτεμένοι στο χιόνι, μα ο Χανς Κάστορπ δεν άργησε ν’ απολυτρωθεί, σκόπιμα, από την κηδεμονία τους, γιατί όλ’ αυτά, του θύμιζαν τον άνθρωπο με το κόρνο, και του φαίνονταν ν’ ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες σχέσεις του με τη μεγάλη, την άγρια μοναξιά του χειμώνα. Πίσω από τις βραχώδεις προεξοχές του εδάφους, τις σκεπασμένες από χιόνι, που ανάμεσά τους περνούσε, πότε στρέφοντας δεξιά και πότε αριστερά, απλώνονταν μια επικλινής έκταση, ύστερα μια έκταση οριζόντια κι ύστερα το ψηλό βουνό, που οι λαιμοί κι οι κορυφογραμμές του, μαλακά καπιτοναρισμένες, φαίνονταν ευάλωτες κι όλο πειρασμό. Ναι, ο πειρασμός του μακρινού και του ύψους και της μοναξιάς, που ανοιγότανε πάντα από την αρχή, ήταν δυνατός μες στην καρδιά ταυ Χανς Κάστορπ και με κίνδυνο να καθυστερήσει την επιστροφή του, προχωρούσε όλο πιο βαθιά, μέσα στην άγρια σιωπή, μέσα στο τρομερό Τίποτα, μέσα σ’ ό,τι δεν προμηνούσε τίποτα καλό —χωρίς να γνοιάζεται που, στο μεταξύ, η υπερδιέγερση κι η αγωνία που ένιωθε, είχαν μεταβληθεί σ’

αληθινό φόβο, μπροστά στη θέα του πρόωρου σκοτεινιάσματος τ’ ουρανού, που ολοένα μεγάλωνε κι απλωνότανε, σαν τεφροί πέπλοι, πάνω από τον τόπο. Ο φόβος αυτός τον έκανε να καταλάβει, πως ίσαμ’ εκείνη τη στιγμή, είχε κρυφά προσπαθήσει να χάσει ακόμη και τον προσανατολισμό του και να ξεχάσει προς ποια κατεύθυνση βρίσκονταν η κοιλάδα και το χωριό, και το είχε πετύχει τόσο τέλεια, όσο θα ήταν δυνατό να το είχε ευχηθεί. Εξ άλλου, μπορούσε να σκεφτεί, πως αν έπαιρνε αμέσως το δρόμο του γυρισμού και πως αν κατέβαινε πάντα, ίσια γραμμή, θα έφτανε γρήγορα στην κοιλάδα, αν όχι στο Μπέργκχοφ, ακριβώς. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα έφτανε πάρα πολύ νωρίς, δε θα είχε χρησιμοποιήσει όλο τον καιρό του, ενώ αν τον έπιανε η χιονοθύελλα, ήταν, πραγματικά, πολύ πιθανό, πως δε θα ξανάβρισκε πια το δρόμο της επιστροφής. Αρνήθηκε, όμως να γυρίσει πρόωρα, όσο κι αν τον βάραινε ο φόβος, το ειλικρινές δέος του μπροστά στα στοιχεία της φύσης. Δε βρισκόταν καθόλου εκεί πάνω, για να φερθεί σαν φίλαθλος. Γιατί ο φίλαθλος αγωνίζεται εναντίον των στοιχείων, όσο χρονικό διάστημα αισθάνεται ότι μπορεί να τα βγάλει πέρα μαζί τους. Έχει πολλή σωφροσύνη κι είναι φρόνιμο το να υποκύπτει κανείς σ’ αυτά. Μα ό,τι συνέβαινε στην ψυχή του Χανς Κάστορπ, δεν ήταν δυνατό να προσδιοριστεί παρά μόνο από μια λέξη: πείσμα! Κι αν και η λέξη αυτή περιέχει αξιόμεμπτα συναισθήματα, κι αν ακόμη ή προπαντός κι αν — η επίμεμπτη έννοια, που σημαίνει είναι συνδεδεμένη μ’ ένα ειλικρινή φόβο, μπορεί ωστόσο, να εννοήσει κανείς, όσο λίγο ανθρώπινα κι αν το συλλογιστεί, πως στα κατάβαθα της ψυχής ενός νέου κι ενός ανθρώπου, που έζησε για χρόνια, με τον τρόπο που έζησε ο ήρωάς μας, πολλά πράματα μαζεύονται και συσσωρεύονται μέσα του, που σήμερα είτε αύριο, όπως έγινε και με το Χανς Κάστορπ, το μηχανικό ναυπηγό, θα «ξεσπάσουν» σ’ ένα αυθόρμητο «Μπα!» ή σ’ ένα «Δε με παρατάς!», γιομάτα από πικρή ανυπομονησία, κοντολογίς, μεταφράζονται σ’ ένα πείσμα και μια άρνηση, αντίθετα προς τη λογική σωφροσύνη. Κι έτσι εξακολούθησε, λοιπόν, να τρέχει με τις μακριές παντούφλες του, γλιστρώντας κατά μήκος αυτής της πλαγιάς κι ύστερα ξανανέβηκε στον επόμενο λοφίσκο, όπου ορθωνόταν, σε κάποια απόσταση, ένα ξύλινο σπιτάκι, αχυρώνας ή σταύλος, με τη στέγη φορτωμένη από κομμάτια βράχων, στραμμένη προς το επόμενο βουνό που η ράχη του ήταν αναδεντρωμένη από ελάτια και που πίσω του πυργώνονταν απανωτές βουνοκορφές, μέσα στην ομίχλη. Ορθωνόταν απότομο μπροστά του, σαν τοίχος, σπαρμένο από κάμποσες συστάδες ελατιών, μα λοξοδρομώντας προς τα δεξιά, μπορούσε κανείς να παρακάμψει το μισό, από μια μέτρια ανηφοριά, για να περάσει πίσω του και να δει τι ακολουθούσε μετά. Σε τούτη την εξερεύνηση, λοιπόν, αφοσιώθηκε ο Χανς Κάστορπ, αφού, μπροστά στο χωράφι του ξύλινου σπιτιού, χρειάστηκε να κατεβεί σ’ ένα βαθύτερο κοίλωμα του εδάφους, που η πλαγιά του έγερνε από τα δεξιά προς τα αριστερά. Μόλις είχε αρχίσει να ξαναπαίρνει την ανηφόρα, όταν, όπως ακριβώς μπορούσε να προβλέψει κανείς, ξέσπασε η χιονοθύελλα και το πέσιμο του χιονιού, για καλά. Κοντολογίς, η χιονοθύελλα ήταν εκεί, που από πολλή ώρα πριν, απειλούσε, αν μπορεί να μιλήσει κανείς γι’ «απειλή», αναφορικά μ’ αυτά τα τυφλά κι αδαή στοιχεία, που δεν έχουν καμιά τάση να μας εκμηδενίσουν, πράμα που συγκριτικά, ήταν παρηγορητικό σχετικά,

μα που οι συνέπειες της δράσης τους ήταν αδιάφορες, κατά τον εξοργιστικότερο τρόπο. Μπα, μπα! σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, και στάθηκε, όταν το πρώτο φύσημα του ανέμου πέρασε μέσα από τους πυκνούς στροβίλους του χιονιού και τον έφτασε. Τι αέρας είναι αυτός! Σε περονιάζει ως το μεδούλι! Κι αληθινά. Ο άνεμος εκείνος ήταν ολωσδιόλου αποκρουστικός: το τρομερό κρύο που βασίλευε κάπου είκοσι βαθμοί υπό το μηδέν δεν ήταν ανεπαίσθητο και δεν φαινόταν μαλακό, παρά μόνο όταν ο δίχως υγρασία αέρας ήταν ήρεμος κι ακίνητος, όπως συνήθως· μα μόλις τον τάραζε ένα φύσημα ανέμου, σας πετσόκοβε τη σάρκα σαν μαχαιριές κι όταν ήταν, όπως τώρα δα, γιατί το πρώτο φύσημα του ανέμου, που είχε σαρώσει το χιόνι, δεν ήταν παρά ένας πρόδρομος, εφτά γούνες δε θα έφταναν για να προφυλάξουν τα κόκαλά σας, από τη θανάσιμη και παγερή φρίκη, κι ο Χανς Κάστορπ δε φορούσε εφτά γούνες παρά μόνο μια καμηλό ζακέτα, που σ’ άλλες περιστάσεις, θα του αρκούσε μια χαρά και που μάλιστα, θα τον έκανε και να νιώθει ζέστα, με την πιο ελάχιστη εμφάνιση του ήλιου. Η πνοή του ανέμου, άλλωστε, τον χτυπούσε από το πλάι και στην πλάτη, έτσι που δεν ήταν αξιοσύστατο να γυρίσει και να τη δέχεται καταπρόσωπο. Και καθώς η σκέψη αυτή ανακατεύτηκε με το πείσμα του και μ’ ένα αποφασιστικό «Μπα!» της ψυχής του, ο μωρός νεαρός εξακολούθησε να προχωρεί πάντα, ανάμεσα στ’ αραιοφυτρωμένα έλατα, για να φτάσει στην άλλη πλευρά του βουνού, όπου είχε επιχειρήσει να σκαρφαλώσει. Μ’ αυτό πια δεν ήτανε καθόλου διασκέδαση, γιατί δεν μπορούσες να δεις τίποτα, εξαιτίας του χορού των νιφάδων, που χωρίς να φαίνεται το πέσιμό τους, γιόμιζαν όλο το χώρο με το πυκνό πλήθος των στροβιλισμάτων τους. Τα παγερά κύματα που τρυπούσανε αυτούς τους στροβίλους, έκαναν τ’ αυτιά να καίνε με δυνατό πόνο, παρέλυαν τα μέλη και μαργώνανε τα χέρια, έτσι που δεν ήξερε πια κανείς αν κρατούσε ακόμη τ’ οπλισμένο μπαστούνι του ή όχι. Το χιόνι τρύπωνε, από πίσω, κάτω από το γιακά του, έλιωνε κατά μήκος της πλάτης του, καθότανε πάνω στους ώμους του και σκέπαζε το δεξί του πλευρό. Του φάνηκε, πως θα καρφωνόταν εκεί, σαν κανένας χιονάνθρωπος, κρατώντας στο χέρι το αλύγιστο μπαστούνι του. Η κατάστασή του ήταν ανυπόφορη παρά τους σχετικά ευνοϊκούς όρους: λίγο μόνο αν στρεφότανε θα ’ταν πολύ χειρότερα. Κι ωστόσο, ο δρόμος της επιστροφής φαινόταν σαν μια δύσκολη δουλειά, που το καλύτερο θα ’ταν να τη βάλει αμέσως μπροστά, χωρίς καμιά αργοπορία. Στάθηκε, λοιπόν, σήκωσε τους ώμους του με θυμό και πήρε στροφή με τα χιονοπέδιλά του. Ο αντίθετος άνεμος του έκοψε αμέσως την αναπνοή, έτσι που ξανάκανε άλλη μια φορά αυτόν τον περίπλοκο μισό κύκλο, για να πάρει ανάσα, πριν αντιμετωπίσει πάλι, καλύτερα προετοιμασμένος, τον απαθή εχθρό. Με το κεφάλι σκυμμένο και κανονίζοντας, προσεχτικά, να κρατά την αναπνοή του, κατόρθωνε να ξεκινήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση, έκπληκτος, μ’ όλο που περίμενε να ’ναι χειρότερα τα πράματα, για τη δυσκολία της πορείας, που οφειλότανε προπαντός στ’ ότι δεν μπορούσε να πάρει την αναπνοή του. Κάθε λίγο και λιγάκι ήταν υποχρεωμένος να σταματά, πρώτα πρώτα για να ξαναπάρει ανάσα, προφυλαγμένος από τη χιονοθύελλα κι από το φύσημα του ανέμου

κι έπειτα, γιατί καθώς έσκυβε το κεφάλι του και μισόκλεινε τα μάτια του, δεν έβλεπε τίποτα μέσα σ’ αυτή την κατάλευκη σκοτεινιά, κι έπρεπε να προσέχει να μην πέσει πάνω σε δέντρα κι ανάμεσα στα εμπόδια απ’ όπου περνούσε. Οι νιφάδες πετούσανε σε μεγάλες ποσότητες στο πρόσωπό του κι εκεί λιώνανε, έτσι που το δέρμα του πάγωνε. Πετούσανε μέσα στο στόμα του, όπου έλιωναν, με μια αδύνατη νερένια γεύση, πετούσανε πάνω στα βλέφαρά του, που έκλειναν σπασμωδικά, νότιζαν τα μάτια του και του κόβανε την όραση, που άλλωστε, δε θα του χρησίμευε και σε τίποτα, γιατί τ’ ορατό πεδίο ήταν σκεπασμένο μ’ ένα πολύ πυκνό παραπέτασμα κι όλη κείνη η εκτυφλωτική λευκότητα παρέλυε, οπωσδήποτε, την αίσθηση της όρασης. Το βλέμμα του έπεφτε μέσα στο κατάλευκο και στροβιλιζόμενο Τίποτα, κάθε φορά που έκανε κάποια προσπάθεια να κοιτάξει. Από καιρό σε καιρό μονάχα κάτι φαντάσματα: ένας θάμνος από κοντακιανά βελονόδεντρα, η ακαθόριστη σιλουέτα του αχυρώνα, που είχε περάσει δίπλα του. Τον άφησε πίσω του και προσπάθησε να βρει το δρόμο της επιστροφής προς την κοιλάδα, πέρα από το μικρό λόφο, που στην κορφή του ορθωνότανε το μικρό ξύλινο σπιτάκι. Μα δεν υπήρχε κανένας δρόμος. Το να κρατήσει μια κατεύθυνση, την παραπλήσια κατεύθυνση του σανατόριου και της κοιλάδας, ήταν πιο πολύ ζήτημα τύχης παρά νοημοσύνης, γιατί αν κατάφερνες να δεις το χέρι σου, σηκώνοντάς το μπροστά στα μάτια σου, δε θα πει πως μπορούσες να δεις και τις μύτες των χιονοπέδιλών σου. Μα κι αν ακόμη κατάφερνες να τις διακρίνεις κι αυτές, δεν ήταν, οπωσδήποτε, λιγότερο εξαιρετικά δύσκολο να προχωρήσεις, από το πλήθος τα εμπόδια, που έβγαιναν το ένα πίσω από το άλλο μπροστά σου: με το πρόσωπο γιομάτο χιόνι, ο ενάντιος άνεμος σου έκοβε την αναπνοή, δε σ’ άφηνε ούτε να εισπνεύσεις ούτε να εκπνεύσεις και σ’ υποχρέωνε κάθε στιγμή να στρέφεις πίσω το κεφάλι σου για να πάρεις ανάσα. Αναρωτιέται κανείς, ποιος θα ’τανε δυνατό να τα καταφέρει, να προχωρήσει κάτω από τέτοιους όρους. Όσο για το Χανς Κάστορπ, και δε θα γινότανε διαφορετικά, μ’ έναν οποιοδήποτε άλλο, δυνατότερο του σταματούσε, λαχάνιαζε, έπαιζε τα βλέφαρά του για να πέσει το λιωμένο χιόνι, που καθότανε σε σταγόνες νερού στα ματοτσίνουρά του, τιναζότανε για να πέσει ο θώρακας του χιονιού, που είχε απλωθεί πάνω του κι είχε το συναίσθημα, πως ήταν παράλογη οίηση το να επιμένει να προχωρήσει κάτω από παρόμοιους όρους. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Χανς Κάστορπ προχώρησε, δηλαδή: μετατοπιζόταν απλά. Μα μετατοπιζότανε χρήσιμα, μετατοπιζότανε προς τη σωστή κατεύθυνση, και δε θα ’ταν λιγότερο επικίνδυνο, γι’ αυτόν, να σταθεί εκεί όπου βρισκόταν (αλλ’ αυτό φαινόταν, οπωσδήποτε, χωρίς καμιά πρακτική σημασία); να τι θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί κανείς. Η θεωρητική αληθοφάνεια, μάλιστα, έκλινε, προς την αντίθετη έννοια και παίρνοντας το ζήτημα πρακτικά, ο Χανς Κάστορπ δεν άργησε να καταλάβει, πως σαν να μη πήγαιναν όλα καλά με το έδαφος, που είχε κάτω από τα πόδια του, σαν να μην είχε ακολουθήσει το σωστό δρόμο, δηλαδή: το μικρό λόφο, που τον είχε ανεβεί με πολλή κούραση από το βαθύ κοίλωμα του εδάφους και που θα έπρεπε, πάση θυσία, να ξανανεβεί, από την αρχή. Το ομαλό έδαφος ήταν πολύ σύντομο, το σκαρφάλωνε κιόλας. Κατά πως φαινόταν, η θύελλα, που ερχόταν από τα νοτιοδυτικά, από το έμπασμα της κοιλάδας, τον είχε

αποστρέψει από το δρόμο του, με τη μανιασμένη, αντίθετη πίεσή της. Ένα λαθεμένο προχώρημα, λοιπόν, τον εξαντλούσε από κάμποση ώρα τώρα. Στα τυφλά, τυλιγμένος από μια στροβιλίζουσα κατάλευκη νύχτα, προχωρούσε, με πολύ κόπο, όλο και πιο βαθιά μέσα σ’ αυτή την γιομάτη αδιαφορία απειλή. — Δουλειά κι αυτή! είπε, ανάμεσα στα δόντια του, και σταμάτησε. Δεν εκφράστηκε με πιο παθητικό τρόπο, μ’ όλο που μια στιγμή, είχε την αίσθηση, πως ένα παγερό χέρι απλωνότανε πάνω στην καρδιά του, κι η καρδιά του αναπήδησε κι ύστερα χτύπησε πάνω στα πλευρά του, με τόσο γρήγορα χτυπήματα, όσο και τη μέρα που ο Ραδάμανθυς είχε ανακαλύψει εκείνη τη μικρή υγρή εστία στους πνεύμονές του. Γιατί καταλάβαινε, ότι δεν είχε το δικαίωμα να προφέρει μεγάλα λόγια και να κάνει θεαματικές χειρονομίες, αφού αυτός ήταν που είχε ξαπολύσει το πείσμα του και πως ό,τι ανησυχαστικό παρουσίαζε τώρα η κατάσταση δεν οφειλότανε παρά σ’ εκείνον τον ίδιο αποκλειστικά. «Όχι κι άσχημα», είπε κι αισθάνθηκε πως τα χαρακτηριστικά του, οι μυώνες που κυβερνούσαν την έκφραση του προσώπου του, δεν υπάκουαν πια στην ψυχή και δεν ήταν πια ικανοί να εκφράσουνε τίποτα, ούτε φόβο ούτε θυμό ούτε περιφρόνηση, γιατί ’τανε παγωμένοι. «Και τώρα; Να κατεβώ από δω, που λοξεύει και να προχωρήσω ίσια μπροστά, πάντα ενάντια στον άνεμο ακριβώς. Μ’ αυτό, πιο εύκολα μπορεί να το λέει κανείς, παρά να το κάνει», εξακολούθησε, λαχανιάζοντας και κόβοντας στη μέση τις λέξεις, στην πραγματικότητα, όμως, μιλώντας χαμηλόφωνα και ξαναμπαίνοντας στον δίχως δρόμο, δρόμο. «Ωστόσο, κάτι πρέπει να γίνει, δεν μπορώ να κάθομαι εδώ και να περιμένω, διαφορετικά σε λίγο θα ’χω σκεπαστεί απ’ αυτά τα εξάγωνα κι άμορφα πλήθη των νιφάδων, κι αν ερχόταν ο Σετεμπρίνι, με το μικρό κόρνο των χεριών του, γυρεύοντάς με, θα μ’ εύρισκε ανακούρκουδα καθισμένο εδώ χάμου, με γυαλένια μάτια κι ένα χιονένιο σκούφο τοποθετημένο λοξά στο κεφάλι μου…» Διαπίστωσε πως μιλούσε μόνος του και με έναν τρόπο αρκετά παράξενο. Το απαγόρεψε στον εαυτό του λοιπόν, αλλά ξανάρχισε, μ’ όλο που τα χείλη του ήσαν τόσο βαριά, που αρνιόντουσαν να τον υπηρετήσουν και μιλούσε δίχως χειλόφωνα σύμφωνα, πράμα που του θύμισε μια κατάσταση, αρκετά παλιά κιόλας, και μια περίσταση που είχε γίνει το ίδιο. «Σώπα, λοιπόν και προσπάθησε να προχωρήσεις», είπε, και πρόσθεσε: «Μου φαίνεται πως παραμιλάς και πως δεν είσαι πια ολωσδιόλου με τα σωστά σου. Τα πράματα δεν πάνε, λοιπόν, καθόλου καλά, από μια ορισμένη άποψη». Μόνο που, (τ’ ότι τα πράματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά από την άποψη της τύχης που είχε, για να γλυτώσει), ήταν μια απλή κριτική διαπίστωση, που σαν να την είχε κάμει ένα ξένο, αμερόληπτο, αν και γιομάτο έγνοια, πρόσωπο. Όσο για το φυσικό μέρος του, έκλινε πάρα πολύ να εγκαταλειφτεί σ’ αυτή τη σύγχυση, που ήθελε να κάμει κατοχή πάνω του, με την ολοένα και πιο μεγάλη κούραση, αλλά συνειδητοποιούσε τούτη την τάση του και στεκότανε να τη συλλογιστεί. «Πρόκειται για τον αλλοιωμένο τρόπο, του να βιώνει κανείς τα πράματα ενός που τον έπιασε χιονοθύελλα και που δεν μπορεί να ξαναβρεί πια το δρόμο του», σκέφτηκε, προχωρώντας με πολύ κόπο, και πρόφερε ασύνδετες φράσεις, χωρίς να παίρνει ανάσα, αποφεύγοντας, από διακριτικότητα, σαφέστερες εκφράσεις.

«Όποιος τ’ ακούει μετά, φαντάζεται πως είναι τρομερό, ξεχνά όμως πως η αρρώστια κι η κατάστασή μου είναι, κατά κάποιο τρόπο μια αρρώστια διαμορφώνει έτσι τον άνθρωπό της, που να μπορεί να συνεννοείται μαζί του. Υπάρχουν, βεβαιότατα, φαινόμενα ελαττωμένης ευαισθησίας, ευεργετικές αμνησίες, φυσικά τεχνάσματα… Μα πρέπει να τα καταπολεμά κανείς, γιατί ’ναι διπρόσωπα, είναι δίβουλα σε υπέρτατο βαθμό. Η εκτίμησή τους εξαρτάται από την άποψη του καθενός. Είναι ωφέλιμα κι ευεργετικά, όταν ο δρόμος της επιστροφής έχει χαθεί πια, μα είναι πολύ βλαβερά κι επικίνδυνα όσο μικρή κι αν είναι η πιθανότητα που υπάρχει, να ξαναβρεί κανένας το δρόμο του, όπως συμβαίνει με μένα, που δεν το σκέφτομαι, που μες στην καρδιά μου με τους ορμητικούς χτύπους, δεν το σκέφτομαι καθόλου, ν’ αφήσω να με σκεπάσει αυτή η ανόητα κανονική κρυσταλλομετρία… Πραγματικά, είχε κιόλας συνέλθει αισθητά και καταπολεμούσε ένα αρχίνισμα σύγχυσης των λογικών του μ’ έναν τρόπο καθαυτό συγχυσμένο και πυρετώδη. Δεν τρόμαξε, ως θα όφειλε, σαν άνθρωπος υγιής, να τρομάξει όταν αντιλήφθηκε ότι είχε ξεστρατίσει πάλι από το ομαλό έδαφος: αυτή τη φορά, κατά πως φαινότανε, προς την άλλη μεριά, προς τα κει που χαμήλωνε ο μικρός λόφος. Κι αυτό, γιατί αφέθηκε να γλιστρήσει, έχοντας τον άνεμο να τον χτυπά από το πλάι, κι αν και, για την ώρα δε θα ’πρεπε να το κάμει, αυτό του είχε φανεί πιο πρόσφορο. «Καλά πάμε», συλλογίστηκε. «Θα ξαναπάρω τη σωστή κατεύθυνση χαμηλότερα». Κι αυτό έκανε, ή πίστεψε πως έκανε ή δεν το πίστεψε ούτε κι ο ίδιος· ή (πράμα που είναι ανησυχαστικότερο ακόμη), άρχιζε να του είναι αδιάφορο αν το έκανε ή αν δεν το έκανε. Αυτά ’τανε τα δίβουλα αποτελέσματα, που δεν τα καταπολεμούσε παρά ανόρεκτα. Το μίγμα κείνο της κούρασης και της συγκίνησης, που αποτελούσε τη συνήθη γνώριμη κατάσταση ενός ξένου, που ο εγκλιματισμός του συνίστατο στο να συνηθίζει να μη συνηθίζει, είχε εκδηλωθεί τόσο καθαρά, που δεν μπορούσε να γίνεται λόγος πια καταπολέμησης, μ’ ένα λογικό βάσταγμα, των δίβουλων αποτελεσμάτων αυτών. Αφηρημένος και ζαλισμένος, έτρεμε από το μεθύσι κι από την υπερδιέγερση, όπως περίπου του συνέβαινε, ύστερα από μια συζήτησή του με το Νάφτα και το Σετεμπρίνι, αλλ’ άπειρα πιο έντονα. Κι έτσι του συνέβη να δικαιολογήσει την οκνηρία του, στην αντίσταση που αντίτασσε σ’ αυτά τα υπνωτικά αποτελέσματα, με μεθυστικές αναμνήσεις ορισμένων συζητήσεων, και παρά την περιφρονητική του αντίσταση εναντίον της ιδέας ν’ αφεθεί να τον σκεπάσουνε οι άμορφοι κι εξαγωνικοί όγκοι, τραύλιζε κάτι μέσα του, που η έννοια του ή η έλλειψη έννοιας του ήταν τούτη δω: το συναίσθημα του καθήκοντος, που τον υποχρέωνε να καταπολεμήσει τις ύποπτες αμνησίες αυτές, δεν ήταν παρά απλή ηθική, δηλαδή: μια αισχρή αστική αντίληψη της ύπαρξης κι ένας ασεβής φιλισταιισμός. Η επιθυμία κι ο πειρασμός, να ξαπλωθεί και να ξεκουραστεί πάνω στο χιόνι, πολιορκούσανε το πνεύμα του με τούτη δω τη μορφή: έλεγε μέσα του, πως ήταν το ίδιο και τώρα, όπως σε μια αμμοθύελλα στην έρημο, που οι Άραβες έπεφταν με το πρόσωπό τους χαμηλωμένο στη γη και τραβώντας τα μπουρνούζια τους πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο το γεγονός, ότι δεν είχε τραβήξει μια καμηλό ζακέτα ως πάνω από το κεφάλι του, του

φαινόταν η πιο αξιόλογη αντιλογία σ’ ένα τέτοιο φέρσιμο, μ’ όλο που δεν ήταν πια παιδί και που, από πολλές διηγήσεις, ήξερε μ’ αρκετή ακρίβεια, το πώς μπορεί να πεθάνει κανείς από την παγωνιά. Ύστερα από μια εκκίνηση, με μέτρια ταχύτητα, σε μια μάλλον ομαλή επιφάνεια, άρχισε ν’ ανεβαίνει πάλι, κι η πλαγιά ήτανε αρκετά απότομη. Μπορεί και να μην είχε πάρει σφαλερή κατεύθυνση, γιατί ο δρόμος που οδηγούσε στην κοιλάδα θα ’πρεπε ν’ ανηφορίζει, επίσης, μέρη μέρη, κι όσο για τον άνεμο, θα ’χε, χωρίς άλλο, στραφεί αρκετά ιδιότροπα, γιατί ο Χανς Κάστορπ τον είχε πάλι στην πλάτη κι αυτό ’τανε ένα πλεονέκτημα, φυσικά. Να ’τανε το φύσημα του ανέμου που τον έκανε να καμπουριάζει ή μήπως αυτή η απότομη πλαγιά, η λευκά και μαλακά πεπλοφορεμένη, από τη σουρουπώνουσα χιονοθύελλα, ασκούσε ένα είδος μαγνητικής έλξης στο σώμα του; Δε θα ’χε κανείς παρά να υποκύψει σε τούτη την έλξη, να της εγκαταλειφτεί κι ο πειρασμός ήταν μεγάλος, τόσο μεγάλος, επικίνδυνος, τυπικός, όσο τον παρουσίαζαν και τα βιβλία. Μα η επίγνωση αυτή δεν αφαιρούσε τίποτα, ωστόσο, από την ζωντανή και παρούσα της δύναμη. Η έλξη αυτή ισχυριζόταν ότι είχε ατομικά δικαιώματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει να την τοποθετήσουν ανάμεσα στα γενικά δεδομένα της εμπειρίας, δεν ήθελε να το παραδεχτεί, δήλωνε πως ήταν μοναδική κι ασύγκριτη στην επιμονή της, χωρίς, φυσικά, να μπορεί ν’ αρνηθεί, πως ήταν μια έμπνευση που απόρρεε από μια ορισμένη πλευρά, μια υποβολή που προερχόταν από ένα πλάσμα ντυμένο με ισπανόμαυρα ρούχα, με μια στρογγυλή και πλισσαρωτή τραχηλιά χιονένιας λευκότητας, που με την ιδέα του και την κυριότερη παράστασή του συνδέονταν κάθε είδους σκοτεινές, ιησουίτικες, κοφτερές κι εχθρικές, για την ανθρωπότητα εντυπώσεις, κάθε είδος αναμνήσεις σωματικών βασανιστηρίων και ξυλοδαρμών — πράματα, που ο κ. Σετεμπρίνι ένιωθε φρίκη γι’ αυτά, μα που δεν κατάφερνε, ωστόσο, παρά να γίνεται γελοίος, απέναντί τους, με τη λατέρνα του και με την ragione του… Μα ο Χανς Κάστορπ φέρθηκε γενναία κι αντιστάθηκε να υποκύψει στον πειρασμό. Δεν έβλεπε τίποτα, αγωνιζόταν και προχωρούσε. Χρήσιμοι ή όχι, μια φορά έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του και κινιότανε στο πείσμα των στενάχωρων περικνημίδων του, ενώ η παγερή θύελλα βάραινε, όλο και πιο πολύ, τα μέλη του. Καθώς η ανηφόρα γινόταν εξαιρετικά απότομη, στράφηκε λοξά, χωρίς να το καλοκαταλάβει κι έτσι ακολούθησε για κάμποση ώρα την πλαγιά. Το ν’ ανοίξει τα παραλυμένα του βλέφαρα, ήταν μια προσπάθεια που είχε δοκιμάσει κιόλας το ανώφελό της, πράμα που δεν τον ενθάρρυνε να το επαναλάβει. Ωστόσο, από καιρό σε καιρό διάκρινε και κάτι έλατα που σιμώνανε, ένα ρυάκι ή κανένα χαντάκι που η μαυρίλα του διαγραφόταν ανάμεσα από τα αμβλυμμένα από το στρώμα του χιονιού, χείλια του. Κι όταν, για ν’ αλλάξει, κατέβηκε πάλι μια πλαγιά, αντιμετωπίζοντας, άλλωστε, για μια ακόμη φορά τον άνεμο, διάκρινε μπροστά του, σε κάμποση απόσταση, να κυματίζει ελεύθερα, σαρωμένος, κατά κάποιο τρόπο, από τους ακαθόριστους πέπλους της χιονοθύελλας, ο ίσκιος μιας ανθρώπινης κατοικίας. Ευπρόσδεκτο, ανακουφιστικό θέαμα! Είχε μοχθήσει γενναία, παρ’ όλα τα εμπόδια, ίσαμε να ξαναντικρίσει ανθρώπινες κατασκευές, που τον προειδοποιούσαν, πως η κατοικημένη

κοιλάδα θα ’ταν εκεί κοντά. Μπορεί και να βρίσκονταν άνθρωποι εκεί μέσα, ίσως να μπορούσε κανείς να πάει κοντά τους και να περιμένει ίσαμε να σταματήσει η καταιγίδα, και σε περίπτωση ανάγκης να προμηθευτεί ένα σύντροφο ή έναν οδηγό, αν η φυσική σκοτεινιά έπεφτε στο μεταξύ. Βάδισε προς αυτό το σχεδόν χιμαιρικό Κάτι, που συχνά πυκνά, χανότανε μες στο σκοτείνιασμα της θύελλας. Χρειάστηκε ακόμη να κάμει μια εξαντλητική ανάβαση, ενάντια στον άνεμο, για να φτάσει κι όταν έφτασε εκεί, πείστηκε μ’ αισθήματα ανταρσίας, έκπληξης, φρίκης και ιλίγγου, πως η ανθρώπινη εκείνη κατοικία δεν ήταν παρά το γνωστότατο ξύλινο σπιτάκι, ο αχυρώνας, με τη φορτωμένη, από κομμάτια βράχων στέγη, όπου είχε φτάσει ύστερα από κάθε είδος ανεγυρίσματα και σπατάλη τόσων γενναίων προσπαθειών. Άει, στο διάβολο! Βαριές βρισιές κύλησαν από τα μαργωμένα αλύγιστα χείλη του Χανς Κάστορπ, που δεν άφηναν τους χειλόφωνους ήχους. Για να προσανατολιστεί, έκανε μια βόλτα γύρω από την καλύβα, με τη βοήθεια του μπαστουνιού του, και διαπίστωσε, πως είχε ανεβεί ως εκεί από το πίσω μέρος και πως, επομένως, επί μια ολόκληρη ώρα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, είχε παραδοθεί στην πιο γνήσια και πιο άχρηστη ανοησία. Μα έτσι, είχανε τα πράματα, έτσι το γράφανε όλα τα βιβλία. Γύριζες κυκλικά, ξεθεωνόσουν από την κούραση και φανταζόσουν, ότι προχωρείς, ενώ στην πραγματικότητα, δε διάγραφες παρά μερικούς μεγάλους κι ηλίθιους ανέγυρους, που σε ξανάφερναν στο σημείο απ’ όπου είχες ξεκινήσει, όπως ακριβώς κι η απατηλή πορεία της χρονιάς. Να πώς παραπλανιότανε κανείς, να πώς δεν έφτανες σπίτι σου ποτέ. Ο Χανς Κάστορπ αναγνώρισε το γνωστό φαινόμενο, με κάποια ικανοποίηση, αν και με φρίκη, και χτύπησε τα μεριά του από θυμό και κατάπληξη, γιατί το Γενικό είχε αναπαραχθεί, με τόση ακρίβεια, στην ιδιαίτερη, ατομική και τωρινή περίπτωσή του. Το έρημο αγροτόσπιτο ήταν απροσπέλαστο, η πόρτα ήταν κλεισμένη, δεν μπορούσες να μπεις μέσα από πουθενά. Ο Χανς Κάστορπ αποφάσισε, ωστόσο, να μείνει εκεί, για την ώρα, γιατί ο γύρος της στέγης έδινε κάπως την αυταπάτη του καταφύγιου, κι η ίδια η στέγη, από τη μεριά που ήτανε στραμμένη κατά το βουνό, κι όπου είχε καταφύγει ο Χανς Κάστορπ, πρόσφερε, πραγματικά, κάποια προστασία, από τη χιονοθύελλα, όταν ακουμπούσε κανείς τον ώμο του απάνω στον χοντροξυλουργημένο τοίχο, γιατί, εξαιτίας του μάκρους των χιονοπέδιλων, δεν ήταν δυνατό ν’ ακουμπήσει με την πλάτη. Έμεινε όρθιος, ακουμπισμένος με το πλάι, αφού βύθισε το μπαστούνι του, δίπλα του στο χιόνι, με τα χέρια στις τσέπες, με σηκωμένο το γιακά της καμηλό ζακέτας του, ισορροπώντας στη μια γάμπα του, κι άφησε, με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι του, που γύριζε, στον ξύλινο τοίχο, μη κοιτάζοντας, παρά, από καιρό σε καιρό, πάνω από τον ώμο του, πέρα από το χαράδρωμα, κατά τη βραχώδη πλευρά, απέναντι, που διακρινότανε, πότε πότε, αόριστα μέσα από τα μαγνάδια του χιονιού. Η κατάστασή του ήταν, ανάλογα υποφερτή. «Στην ανάγκη, θα μπορούσα να μείνω έτσι κι όλη τη νύχτα», είπε μέσα του. «Φτάνει μόνο ν’ αλλάζω πόδι, από καιρό σε καιρό, σαν να πλαγιάζω, να πούμε, από τ’ άλλο πλευρό, και φυσικά που θα κινιέμαι λίγο, στο μεταξύ, πράμα απαραίτητο, άλλωστε. Ας είμαι και

μαργωμένος εξωτερικά, έχω όσο να ’ναι, μαζέψει αρκετή εσωτερική θερμότητα, με την κίνηση που έκανα, ανεβαίνοντας κι η εκδρομή μου δε στάθηκε, λοιπόν, ολωσδιόλου άχρηστη, μ’ όλο που χάθηκα και που το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω έναν κύκλο γύρω από την καλύβα… «Χάθηκα»… Τι έκφραση είναι αυτή που χρησιμοποίησα, λοιπόν; Δε χρειαζόταν καθόλου, δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που μου συνέβη, τη χρησιμοποίησα εντελώς αφηρημένα, γιατί ακόμη δεν καθάρισε το κεφάλι μου. Κι ωστόσο, από μια άποψη, η λέξη είναι σωστή… Είναι ευτύχημα, που μπορώ και αντέχω ακόμη, γιατί αυτή η θύελλα, αυτή η χιονοθύελλα, αυτή η χαοτική, από τους χιονοστρόβιλους, θύελλα, μπορεί να κρατήσει, μια χαρά, ίσαμε αύριο το πρωί, μα κι αν δεν κρατήσει, παρά ίσαμε να πέσει η νύχτα, πάλι το πράμα θα ’ναι αρκετά σοβαρό, γιατί τη νύχτα, ο κίνδυνος να χαθεί κανείς είναι το ίδιο μεγάλος, όσο και μέσα στη χιονοθύελλα… Θα ’πρεπε να ’χε, μάλιστα, νυχτώσει κιόλας, θα ’ναι στις έξι περίπου, τόσο καιρό μου φαίνεται ότι έχασα στριφογυρίζοντας στο ίδιο μέρος. Τι ώρα να ’ναι, άραγε; Και κοίταξε το ρολόι του, μ’ όλο που με τ’ αλύγιστα και νεκρά δάχτυλά του δεν του ήταν καθόλου εύκολο να το ξεθάψει από τα ρούχα του το χρυσό ρολόι του, με το καπάκι και με το μονόγραμμά του, που τικ-τακ-ούσε ζωντανό και πιστό στο καθήκον του, εδώ, σ’ αυτή την ερημωμένη μοναξιά, μοιάζοντας με την καρδιά του σ’ αυτό, με την ανθρώπινη καρδιά, την τόσο συγκινητική, στην οργανική ζεστασιά της κάμαρας του στήθους του… Ήταν στις τέσσερις και μισή. Τι διάβολο, τόσο θα πρέπει να ήτανε περίπου κιόλας, όταν ξέσπασε η χιονοθύελλα. Να πιστέψει πως η περιπλάνησή του δεν είχε κρατήσει ούτε ένα τέταρτο καλά καλά; «Ο χρόνος μου φάνηκε μακρύς», σκέφτηκε. «Είναι πληκτικό το να χάνεται κανείς, όπως φαίνεται. Μα στις πέντε ή στις πεντέμισι νυχτώνει εντελώς, αυτό ’ναι γεγονός. Η θύελλα θα σταματήσει, άραγε, πρωτύτερα, αρκετά νωρίς, ώστε ν’ αποφύγω να χαθώ πάλι; Στο μεταξύ όμως, θα μπορούσα να πιώ μια γουλιά πορτό, για να συστηλώσω τις δυνάμεις μου». Είχε μαζί του αυτό το ερασιτεχνικό ποτό, μόνο και μόνο, γιατί το έβρισκες στο Μπέργκχοφ, σε πλακωτά μπουκάλια, και γιατί το πουλούσαν σ’ όσους πήγαιναν καμιά εκδρομή, χωρίς να σκεφτούν, είναι αλήθεια, εκείνους που παρά τον κανονισμό του ιδρύματος, θα χάνανε το δρόμο τους στο βουνό, από το χιόνι και το κρύο και που θα περίμεναν τη νύχτα κάτω από παρόμοιους όρους. Αν το πνεύμα του ήταν διαυγέστερο, θα έπρεπε να σκεφτεί, πως από την άποψη της τύχης του γυρισμού, ήταν το πιο λαθεμένο πράμα σχεδόν, που θα μπορούσε να είχε πάρει μαζί του. Κι αυτό το σκέφτηκε, επίσης, αφού κατέβασε κάμποσες γουλιές, που επενέργησαν μ’ έναν τέτοιο τρόπο μέσα του, απόλυτα όμοιο μ’ εκείνον της μπίρας του Κούλμμπαχ, τη βραδιά της πρώτης μέρας του εδώ πάνω, όταν με γελοία και δίχως αυτοκυριαρχία κουβεντολογήματα για σάλτσες ψαριών και άλλα παρόμοια είχε σκανδαλίσει το Σετεμπρίνι, τον κύριο Λουντοβίκο, τον παιδαγωγό, που με το βλέμμα του εξόρκιζε τους τρελούς να λογικευθούνε και που ο Χανς Κάστορπ, άκουγε, τώρα ακριβώς, το ευχάριστο κάλεσμα του κόρνου του, μέσα από τους αέρες, σημείο πως ο ευφραδής παιδαγωγός

πλησίαζε με βιαστικά βήματα, για να βγάλει από την τρελή αυτή κατάσταση τον αγαπημένο μαθητή, το χαϊδεμένο παιδί της ζωής και για να τον ξαναπάρει πίσω… Πράμα που φυσικά, ήταν παράλογο και δεν οφειλότανε παρά στην μπίρα του Κούλμμπαχ, που είχε πιει κατά λάθος. Γιατί, πρώτα πρώτα, ο κ. Σετεμπρίνι δεν είχε καθόλου κόρνο, δεν είχε παρά τη λατέρνα του, που τη στήριζε σ’ ένα ξύλινο πόδι και που συνόδευε τη μελωδία της, σηκώνοντας προς τα παράθυρα των σπιτιών τα ουμανιστικά μάτια του, και, δεύτερο, δεν ήξερε και δεν πρόσεξε απολύτως τίποτα απ’ ό,τι συνέβαινε, αφού δεν έμενε πια στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ, μα στου Λούκασεκ, του ράφτη των κυριών, στη μικρή σοφίτα του, με την καράφα του νερού, πάνω από το μεταξοντυμένο κελί του Νάφτα και δεν είχε πια το δικαίωμα ούτε τον τρόπο να επεμβαίνει, όπως άλλοτε, τη νύχτα του καρναβαλιού, όταν ο Χανς Κάστορπ είχε βρεθεί σε μια θέση το ίδιο τρελή και σοβαρή, τότε που επέστρεφε στην ασθενή Κλαούντια Σοσά το μολύβι της, το ασημένιο μολύβι της, το μολύβι του Πρίμπισλαβ Χίππε… Τι συνέβαινε, άλλωστε, με τη «θέση» του; Για να βρίσκεται σε μια θέση, έπρεπε να ’ναι κάπου «θεσμένος», κι όχι όρθιος, για ν’ αποχτήσει η λέξη τη σωστή και ιδιάζουσα έννοια της, αντί να παίρνει μια έννοια καθαρά μεταφυσική. Η οριζόντια θέση, να ποια κατάσταση άρμοζε σ’ ένα παλιό μέλος Εκείνων εδώ πάνω. Δεν ήταν, μήπως, συνηθισμένος να ξαπλώνει στον ανοιχτό αέρα, έβρεχε χιόνιζε, μα νύχτα, μα μέρα; Κι ετοιμάστηκε, σαν να ’θελε να πλαγιάσει, όταν, η συνείδηση τον διαπέρασε απότομα, τον άρπαξε, να πούμε, από το γιακά και τον κράτησε στα πόδια του, πως τα μωρολογήματα της σκέψης του, πάνω στη «θέση», θα έπρεπε να μπούνε, επίσης, στον ίδιο λογαριασμό με τη μπίρα του Κούλμμπαχ και πως δεν αναπηδούσαν παρά μόνο από την απρόσωπη επιθυμία του, που τα βιβλία τη θεωρούσαν σαν τυπικά επικίνδυνη, να πλαγιάσει και να κοιμηθεί, μια επιθυμία, που προκαλούσε να τον γοητεύσει με σοφίσματα και λογοπαίγνια. «Έκανα μια αδεξιότητα» αναγνώρισε. Δεν έπρεπε να πάρω αυτό το πορτό, οι λίγες αυτές γουλιές, που ήπια, βάρυναν πολύ το κεφάλι μου, μου πέφτει, να πούμε στο στήθος μου κι οι σκέψεις μου δεν είναι πια παρά μόνο αμφίβολα παραληρήματα κι αστειότητες, που δεν πρέπει να τους έχω καμιά εμπιστοσύνη. Και δεν είναι αμφίβολες μόνο οι σκέψεις που περνούν από το κεφάλι μου, μ’ ακόμη κι οι κριτικές παρατηρήσεις που κάνω απάνω σ’ αυτές, κι αυτό ’ναι το κακό. «Son crayon!» Δηλαδή το crayon ΤΗΣ, κι όχι το δικό του, σ’ αυτή την περίπτωση, και λέει κανείς «son» γιατί το «crayon» είναι αρσενικού γένους, όλα τ’ άλλα δε είναι παρά αστειότητες. Δεν ξέρω καλά-καλά, μάλιστα, για ποιο λόγο επιμένω απάνω σ’ αυτό. Ενώ, λόγου χάρη, θα έπρεπε ν’ ανησυχώ πολύ περισσότερο για το γεγονός ότι η αριστερή γάμπα μου, που πάνω της στηρίζομαι, θυμίζει, κατά κάποιο τρόπο, πολύ χτυπητό μάλιστα, το ξύλινο πόδι της λατέρνας του Σετεμπρίνι, που πάντα κάνει προς τα μπρος το γόνατό του, στο πλακόστρωτο, όταν πλησιάζει σ’ ένα παράθυρο κι απλώνει το βελούδινο καπέλο του, για να του ρίξει ένα νόμισμα από ψηλά, το κοριτσάκι. Και την ίδια στιγμή, αισθάνομαι σαν να με τραβούν άυλα χέρια πάνω στο χιόνι, για να με κάνουν να πλαγιάσω. Κι αυτό μόνο με την κίνηση μπορώ να το θεραπεύσω. Πρέπει να

κινηθώ, για να τιμωρηθώ, που ήπια μπίρα του Κούλμμπαχ και για να κάνω πιο ευλύγιστη την ξύλινη γάμπα μου». Με μια κίνηση του ώμου, αποσπάστηκε από τον τοίχο. Μα μόλις απομακρύνθηκε από τον αχυρώνα, μόλις έκανε ένα βήμα προς τα μπρος, ο άνεμος, σαν να τον χτύπησε με δρεπάνι, τον ξανάσπρωξε προς το καταφύγιο του τοίχου. Αυτή ’τανε, χωρίς αμφιβολία, η ενδεδειγμένη διαμονή, στην οποία έπρεπε ν’ αρκεστεί, για την ώρα. Είχε την ικανότητα ν’ ακουμπήσει, για ν’ αλλάξει θέση, στον αριστερό ώμο, στηριγμένος στο δεξί πόδι του, κινώντας και λίγο το άλλο για να το ζωογονήσει. «Μ έναν τέτοιο καιρό», σκέφτηκε, «οι άνθρωποι κάθονται στα σπίτια τους. Χρειάζεται κανείς, βέβαια, και κάποια αλλαγή, μα δεν πρέπει να γυρεύει το καινούριο ούτε και να εκτίθεται στον άνεμο. Μείνε τώρα ήσυχος κι άφησε να πέσει το κεφάλι στο στήθος σου, μια κι είναι τόσο βαρύ. Ο τοίχος είναι καλός, ένας ξύλινος τοίχος και σαν ν’ αναδίνει κάποια ζεστασιά, αν, φυσικά, μπορεί να γίνει λόγος για ζεστασιά εδώ πάνω. Μια διακριτική, φυσική ζεστασιά. Μπορεί και να μην είναι παρά η φαντασία μου, μπορεί και να ’ναι κάτι ολωσδιόλου υποκειμενικό… Αχ, όλ’ αυτά τα δέντρα! Ω, αυτό το ζωντανό κλίμα των ζωντανών ανθρώπων! Τι άρωμα!.. Ήταν ένα πάρκο που βρισκόταν από κάτω του, κάτω από το μπαλκόνι στο οποίο στεκότανε, χωρίς αμφιβολία, ένα μεγάλο, μεγαλόπρεπα πρασινισμένο πάρκο, με φυλλωμένα δέντρα, φτελιές, πλατάνια, οξιές, σφεντάμια, σημύδες, μ’ ελαφρά παραλλαγμένο τον χρωματισμό των δροσερών, γυαλιστερών φυλλωμάτων τους, που οι φούντες τους ταράζονταν από ένα απαλότατο θρόισμα. Φυσούσε ένας γλυκύτατος, νοτισμένος κι αρωματισμένος από τα δέντρα και τα λουλούδια, άνεμος. Ξέσπασε μια ραγδαία, ζεστή μπόρα και πέρασε πάλι, μα η βροχή ήταν φωτισμένη, γιομάτη διαφάνεια. Ως πάνω ψηλά, στον ουρανό, ο αέρας φαινόταν πλημμυρισμένος από σταλαγματιές αστραφτερού νερού. Τι ωραία που ήταν, τι ωραία! η πνοή της πατρίδας, το άρωμα κι η αφθονία της πεδιάδας, ύστερα από μια τόσο μακρόχρονη στέρησή τους! Ο αέρας ήταν γιομάτος από τραγούδια πουλιών, γιομάτος από ήχους φλάουτων, γλυκούς και τρυφερούς κι εσωτερικούς, από τερετίσματα, τριγμούς, χτυπήματα φτερών και γουργουρίσματα περιστεριών, χωρίς να φαίνεται ποτέ ούτε ένα απ’ όλ αυτά τα πουλιά. Ο Χανς Κάστορπ χαμογέλασε, παίρνοντας την αναπνοή του μ’ ευγνωμοσύνη. Μα, στο μεταξύ, όλα γινόντουσαν πιο όμορφα. Ένα ουράνιο τόξο τεντώθηκε λοξά πάνω από το τοπίο, ολόκληρο και καθαρό, μια αγνή λάμψη από υγρό φως, μ’ όλα του τα χρώματα, που λιπαρά σαν το λάδι, τρέχανε πάνω στην πυκνή και αστραφτερή πρασινάδα. Ήταν κάτι, αληθινά, σαν μουσική, σαν ήχοι άρπας ανάκατοι με ήχους από φλάουτα και βιολιά. Το γαλάζιο και το μενεξελί προπαντός ρυακίζανε θαυμάσια. Όλα έλιωναν μαγικά εκεί μέσα, όλα σβήνονταν σ’ αυτό, μεταμορφώνονταν, ξεδιπλώνονταν όλο και πιο καινούρια, όλο και πιο όμορφα. Ήταν όπως εκείνη τη μέρα, πριν από πολλά χρόνια, που στον Χανς Κάστορπ δόθηκε η άδεια ν’ ακούσει έναν περίφημο σε όλο τον κόσμο τραγουδιστή, ένα Ιταλό τενόρο, που το λαρύγγι του, το γιομάτο τέχνη και δύναμη, εύφρανε τις καρδιές των ανθρώπων. Είχε κρατηθεί σε ψηλές νότες, που ήταν όμορφες από την αρχή κιόλας. Μόνο

που, σιγά σιγά, από στιγμή σε στιγμή, η παθητική αυτή αρμονία είχε ανοιχτεί κι απλωθεί κυματίζοντας, είχε λάμψει από ένα φως όλο και πιο ακτινοβόλο. Το ένα πέπλο, ύστερα από το άλλο, που στην αρχή, δεν τα είχε διακρίνει κανείς, είχαν πέσει, να πούμε, υπήρχε ένα τελευταίο ακόμη, που φανταζόσουν, στο τέλος θ’ αποκάλυπτε το υπέρτατο φως, το πιο αγνό, κι ύστερα ένα εντελώς τελευταίο πέπλο ακόμη, κι ύστερα ένα άλλο, υπέρτατο, που άφησε να φανεί μια τέτοια δαψίλεια φωτός και λάμψης λουσμένης στα δάκρυα, έτσι, που όταν από το πλήθος υψώθηκε ένας υπόκωφος βόμβος αγαλλίασης, που αντήχησε σαν αντίρρηση ή σαν αντίφαση, ο μικρός Χανς Κάστορπ είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Το ίδιο γινότανε και τώρα με το τοπίο του, που μεταμορφωνόταν, μετασχηματιζόταν σιγά σιγά. Το γαλάζιο πλημμύριζε τα πάντα… Τα πελιδνά πέπλα της βροχής έπεφταν: μια θάλασσα φάνηκε, μια θάλασσα, ήταν η θάλασσα του Νότου, βαθυ-βαθυγάλαζη, απαστράπτουσα από ασημένια φώτα, ένας θαυμάσιος κόλπος, αλαφριά ανοιχτός από τη μια μεριά, μισοκυκλωμένος από οροσειρές όλο και πιο θαμπά γαλανίζουσες, σπαρμένος νησιά όπου ξεπηδούσανε φοίνικες κι όπου, ανάμεσα στα δάση των κυπαρισσιών, απαστράπτανε κατάλευκα σπιτάκια. Ω, ω, φτάνει, όχι άλλο πια, όχι άλλο, δεν ωφελούσε σε τίποτα, απολύτως σε τίποτα. Τι πράμα ήταν μια μακαριότητα από φως, από βαθιά ουράνια καθαρότητα, από δροσιά ηλιολουσμένων νερών; Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε δει τίποτα παρόμοιο. Μόλις που είχε ακραγγίξει το Νότο, με την ευκαιρία των σύντομων ταξιδιών, που έκανε κατά τις διακοπές, γνώριζε την τραχιά, χλομή θάλασσα κι ήταν δεμένος μαζί της με παιδιάτικα κι αόριστα αισθήματα, μα ποτέ δεν είχε πάει ως τη Μεσόγειο, ως τη Νάπολη, ως τη Σικελία, ή ως την Ελλάδα, λόγου χάρη. Ωστόσο θυμότανε. Ναι, πράμα παράξενο, όλ’ αυτά τα ξανάβλεπε, τ’ αναγνώριζε. «Αχ, ναι, έτσι είναι!» φώναξε μια φωνή μέσα του, σαν να ’χε από πάντα του, μέσα στην καρδιά του και χωρίς να το ξέρει, αυτή τη γαλάζια ευτυχία του ήλιου, που ανοιγότανε τώρα δα, εκεί δα, μπροστά του, μυστική και σαν κρύβοντάς την από τον ίδιο τον εαυτό του: Κι αυτό το «από πάντα του» ήταν φαρδύ, άπειρα φαρδύ, σαν την ανοιχτή θάλασσα, αριστερά του, εκεί που ο ουρανός χρωματιζόταν από μια τρυφερή, ανεπαίσθητη απόχρωση μενεξέ. Ο ορίζοντας βρισκόταν ψηλά, η έκταση φαινόταν ν’ ανεβαίνει, πράμα που οφειλόταν στο γεγονός, ότι ο Χανς Κάστορπ έβλεπε τον κόλπο από ψηλά, από κάποιο ύψος: Τα βουνά προχωρούσαν ακρωτηριακά, θαμνοδασωμένα, μπαίνοντας μέσα στη θάλασσα, πισωδρομώντας ημικυκλικά, από το κέντρο του τοπίου, που έβλεπε, ίσαμε το μέρος όπου ήτανε καθισμένος και πιο πέρα ακόμη. Καθότανε σε μια βραχώδη ακτή, πάνω σε πέτρες ζεσταμένες από τον ήλιο. Μπροστά του κατηφόριζε το ακρογιάλι, γιομάτο βρύο και πέτρες, με κλιμακωτά βράχια, και σκεπασμένο από θάμνους, ως την ίσια αμμουδιά, που τα χαλίκια, ανάμεσα σε καλαμιές, σχημάτιζαν γαλαζωπούς όρμους, λιμανάκια και μικρές λιμνοθάλασσες. Κι αυτό το ηλιόλουστο μέρος, κι αυτές οι ευκολόβατες, καλλιτεχνικές ακτές, κι αυτοί οι γελαστοί όρμοι, οι τριγυρισμένοι από σκοπέλους, καθώς κι η θάλασσα, ως πέρα, στα νησιά, που πηγαινοέρχονταν οι βάρκες, όλα ήταν κατοικημένα: Άνθρωποι, παιδιά του ήλιου και της θάλασσας, κινιόντουσαν και ξαπόσταζαν εκεί, παντού, εύθυμοι

και λογικοί, όμορφη, γιομάτη νιάτα ανθρωπότητα, τόσο ευχάριστη να τη βλέπει κανείς, που ολόκληρη η καρδιά του Χανς Κάστορπ φούσκωνε οδυνηρά και γιομάτη αγάπη στο θέαμά της. Έφηβοι παίζανε με άλογα, τρέχανε, κρατώντας τα χαλινάρια, πλάι στα ζώα που χρεμέτιζαν και τίναζαν το κεφάλι, τραβούσανε τ’ ατίθασα άλογα από τα μακριά χαλινάρια τους ή, καβαλώντας τα δίχως σέλα, χτυπώντας τις γυμνές φτέρνες τους στα πλευρά των υποζυγίων τους, τα οδηγούσανε μέσα στη θάλασσα, ενώ οι μυώνες της ράχης τους παίζανε στον ήλιο κάτω από το μπρούτζινο δέρμα τους και τα καλέσματα που ανταλλάζανε μεταξύ τους ή που απευθύνανε στα ζώα τους, ηχούσανε μαγικά, από μια οποιαδήποτε αιτία. Στην άκρη ενός κόλπου, που η ακτή καθρεφτιζότανε μέσα στα νερά, σαν να ’τανε βουνήσια λίμνη, και που προχωρούσε πολύ βαθιά, μέσα στην ξηρά, χορεύανε νέες κοπέλες. Μια απ’ αυτές, που τα μαλλιά της τα είχε μαζέψει πάνω από το σβέρκο της σε κοτσίδα, κι είχαν μια ιδιαίτερη χάρη, καθότανε σ’ ένα κοίλωμα της γης κι έπαιζε φλογέρα, με τα μάτια προσηλωμένα, πάνω από τα ευκίνητα δάχτυλά της, στις συντρόφισσές της, που, με μακριά κυματιστά φορέματα, η μια χωριστά από την άλλη, με μπράτσα ανοιγμένα και χαμογελαστές, ή και κατά ζευγάρια, με τους κροτάφους χαριτωμένα ενωμένους, χορεύανε, ενώ πίσω από την πλάτη εκείνης που έπαιζε τη φλογέρα, πίσω απ’ αυτή τη λευκή, μακριά, αβρή πλάτη, που οι κινήσεις των μπράτσων της την έκαναν να κυματίζει, ήταν καθισμένες άλλες κοπέλες, ή στέκονταν κρατημένες από τη μέση, και κοίταζαν, μιλώντας ειρηνικά. Πιο κει, νέα παλικάρια γυμνάζονταν στο τόξο. Ήταν ένα ευτυχισμένο και φιλικό θέαμα, να βλέπεις τους μεγαλύτερους να διδάσκουνε τους αδέξιους έφηβους, με τις μπουκλωτές κόμες, τον τρόπο που έπρεπε να τεντώνουνε τη νευρή, ακουμπώντας πάνω της το βέλος, να τους βλέπεις να σημαδεύουνε με τους μαθητές τους και να τους κρατούνε, όταν το τίναγμα του φευγάτου βέλους τους έκανε να χάνουνε την ισορροπία τους, γελώντας. Άλλοι ψαρεύανε. Ήταν ξαπλωμένοι με την κοιλιά, πάνω στους πλακωτούς βράχους της ακρογιαλιάς και κρατούσανε τη βυθισμένη μέσα στη θάλασσα πετονιά τους, φλυαρώντας ήσυχα, με το κεφάλι γυρισμένο προς το μέρος του γείτονά τους, που με το κορμί ξαπλωμένο σε μια λοξή στάση, πετούσε μακριά το αγκίστρι του. Άλλοι, πάλι, ήταν απασχολημένοι με το σπρώξιμο στη θάλασσα μιας ψηλής βάρκας, με κατάρτι και πανιά κι αντένες, σπρώχνοντας και καμπουριάζοντας το κορμί από την προσπάθεια. Παιδιά παίζανε κι αλαλάζανε, εκεί που έσπαζαν τα κύματα. Μια νέα γυναίκα, ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά, κοιτάζοντας προς τα πίσω, σήκωνε με το ένα χέρι το λουλουδάτο φουστάνι της ως ψηλά, στα στήθια της, ενώ άπλωνε το άλλο πάνω της, προς ένα φρούτο με φύλλα, που ένας άντρας με στενά γοφιά, ορθός πάνω από το κεφάλι της, έκανε να της το δώσει χωρίς να της το δίνει, παίζοντας με το τεντωμένο χέρι της. Άλλοι ακουμπούσανε σε βραχένια κοιλώματα, κι άλλοι κοντοστέκονταν, στην άκρη των βράχων, δισταχτικοί, σταυρώνοντας τα μπράτσα και με τα χέρια στους ώμους, δοκιμάζοντας με την άκρη του ποδιού τη δροσεράδα των νερών. Ζευγάρια περπατούσανε στο μάκρος της ακρογιαλιάς και το στόμα του παλικαριού ήταν κοντά κοντά στο αυτί της νέας κοπέλας που συνόδευε. Κατσίκια, με μακριά μαλλιά, πηδούσανε από βράχο σε βράχο, φρουρημένα από ένα νεαρό βοσκό, που στεκότανε

πάνω σ’ ένα μικρό ύψωμα, με το ένα χέρι πάνω στο γοφό κι ακουμπώντας, με το άλλο, πάνω στη μακριά αγκλίτσα του, ενώ ένα μικρό καπέλο μ’ ανασηκωμένο γύρο, στο πίσω μέρος, σκέπαζε τα καστανά, σγουρά τσουλούφια του. «Τι γοητευτικό θέαμα!» σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ μ’ όλη του την καρδιά. «Ένα απόλυτα ευχάριστο θέαμα, που σε κατακτά αμέσως! Πόσο είναι ωραίοι, υγιείς κι έξυπνοι κι ευτυχισμένοι! Και δεν είναι μόνο καλοφτιαγμένοι μα κι έξυπνοι και φυσικά αξιαγάπητοι. Αυτό είναι ακριβώς ό,τι με συγκινεί περισσότερο σ’ αυτούς και με κάνει να τους ερωτεύομαι: το πνεύμα κι η αίσθηση, που είναι αχώριστα στη φύση τους, θα μπορούσα να πω, ότι χαρακτηρίζουν και τον τρόπο, που είναι ενωμένοι μεταξύ τους, της συμβίωσής τους, δηλαδή». Εννοούσε εκείνη τη μεγάλη φιλικότητα μεταξύ τους και το σεβασμό που έδειχναν για όλους, αυτοί οι άνθρωποι του ήλιου, στις σχέσεις τους: έναν ελαφρό και κάτω από ένα χαμόγελο κρυμμένο, σεβασμό, που έδειχναν ο ένας για τον άλλο, ασυναίσθητα σχεδόν κι ωστόσο με τη δύναμη και την πειστικότητα μιας ιδέας που είχε γίνει σάρκα, ενός πνευματικού δεσμού που ήταν φανερό, τους συνέδεε όλους. Μια αξιοπρέπεια και μάλιστα, σοβαρότητα, που εκδηλωνότανε σε χαρούμενη διάθεση και που τους οδηγούσε στις πράξεις τους και στην αποχή τους από πράξεις, σαν πνευματική κι ανέκφραστη επήρεια μιας σοβαρότητας καθόλου σκυθρωπής και μιας λογικής ευλάβειας, μ’ όλο που δεν της έλειπε ολότελα κάποια τελετουργική επισημότητα. Κι αυτό, γιατί εκεί κάτω, σε μια στρογγυλή, και πρασινισμένη από το βρύο, πέτρα, καθότανε μια νεαρή μητέρα, που είχε κατεβάσει από τον ώμο της το σκουρόχρωμο φόρεμά της και δρόσιζε τη δίψα του μωρού της. Κι όποιος περνούσε από κοντά της τη χαιρετούσε, μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο, που συγκέντρωνε ό,τι έμενε τόσο εκφραστικά ανέκφραστο στο γενικό φέρσιμο αυτών των ανθρώπων: οι νέοι στρέφοντας προς τη μητέρα και σταυρώνοντας ελαφρά, γρήγορα και σαν για τον τύπο, τα μπράτσα στο στήθος τους και γέρνοντας το κεφάλι με ένα χαμόγελο, κι οι κοπέλες με μια σκιώδη υπόκλιση, όμοια με την κίνηση εκείνου που περνά μπροστά από το βωμό. Μα ταυτόχρονα, της ένευαν εγκάρδια, χαρούμενα και ζωηρά με το κεφάλι, κι αυτό το μίγμα από τυπικό σεβασμό και χαρούμενη φιλικότητα, καθώς κι η ράθυμη εκείνη γλυκύτητα, με την οποία η μητέρα, που βοηθούσε το μωρό της να βυζαίνει άνετα, ακουμπώντας το δείχτη της στον μαστό της, σήκωνε τα μάτια κι ευχαριστούσε μ’ ένα χαμόγελο εκείνη που της υπόβαλε τα σεβάσματά της, καταγοήτευσαν το Χανς Κάστορπ. Δεν κουραζότανε να κοιτάζει κι ωστόσο αναρωτιότανε, μ’ αγωνία, αν είχε το δικαίωμα να κοιτάζει, αν το γεγονός ότι παρακολουθούσε αυτή την ηλιόλουστη και πολιτισμένη ευτυχία, δεν ήταν αξιόμεμπτο γι’ αυτόν, που αισθανότανε γυμνός από ευγένεια, άσκημος και αγροίκος. Σαν να μην είχε να διστάσει κανείς. Ένας ωραίος έφηβος, που τα μακριά του μαλλιά, χτενισμένα λοξά, περνούσαν ελαφρά από το μέτωπό του και πέφτανε στον κρόταφό του, στεκότανε, κάτω ακριβώς από κει που ήταν καθισμένος εκείνος, με σταυρωμένα τα μπράτσα στο στήθος του, παράμερα από τους συντρόφους του, ούτε θλιμμένος ούτε σκυθρωπός, μα απλά μόνο παράμερα από τους άλλους. Ο έφηβος τον αντιλήφθηκε,

σήκωσε το βλέμμα του προς τη μεριά του, και τα μάτια του πέρασαν από το Χανς Κάστορπ στις εικόνες της αμμουδιάς και πάλι ξαναγυρίσανε πάνω στο Χανς Κάστορπ. Μα ξαφνικά, κοίταξε πάνω από το κεφάλι του, μακριά, κι αμέσως το χαμόγελο της αδελφικής και χαριτωμένης ευγένειας, που ήταν κοινό σ’ όλους, χάθηκε από τ’ όμορφο, το παιδικό σχεδόν, πρόσωπό του, με τις αυστηρές γραμμές, χωρίς να ζαρώσει τα φρύδια του. Στη φυσιογνωμία του φάνηκε σοβαρότητα, μια σοβαρότητα πέτρας, δίχως έκφραση, ανεξιχνίαστη, κάτι το κλειστό και το νεκρικό, που έκανε τον μόλις καθησυχασμένο Χανς Κάστορπ να νιώσει έναν ελαφρό τρόμο, όχι όμως, και δίχως να προαισθανθεί αόριστα τη σημασία του. Κι εκείνος, επίσης, έστρεψε προς τα πίσω το κεφάλι του και κοίταξε… Μεγάλοι κίονες, δίχως υπόβαθρα, καμωμένοι από κυλινδρικούς σπονδύλους, που στα σημεία συναρμογής τους φύτρωνε βρύο, ορθώνονταν πίσω του, κίονες των προπυλαίων ενός ναού, που είχε καθίσει στα σκαλοπάτια του. Σηκώθηκε, με βαριά την καρδιά, ανέβηκε τα σκαλοπάτια λοξά, μπήκε μέσα στα βαθιά προπύλαια, κι εξακολούθησε να προχωρεί, ακολουθώντας ένα δρόμο στρωμένο με μεγάλες πλάκες, που τον έβγαλε γρήγορα μπροστά σε νέα προπύλαια. Τα διάσχισε κι αυτά, και να που είχε τώρα μπροστά του, το ναό, τεράστιο, σταχτοπρασινισμένο από τον καιρό, μ’ απότομα σκαλοπάτια και φαρδιά μετόπη, που στηριζόταν πάνω στα κιονόκρανα των δυνατών κιόνων, των κοντόπαχων σχεδόν, μα που λέπταιναν προς τα πάνω, και που, στους αρμούς τους, εξείχε λοξά, κάπου κάπου, ένας μετακινημένος, στρογγυλεμένος σπόνδυλος. Με κόπο, ξετρέχοντας στα χέρια του κι αναστενάζοντας, γιατί η καρδιά του σφιγγόταν όλο και πιο πολύ, ο Χανς Κάστορπ σκαρφάλωσε τα ψηλά σκαλοπάτια κι έφτασε στο δάσος των κιόνων. Ήταν πολύ βαθύ, προχώρησε περιπλανώμενος ανάμεσά τους, όπως ανάμεσα στους κορμούς ενός δάσους από οξιές, ενώ επίτηδες, δεν πήγαινε στο κέντρο, κι αυτό προσπαθούσε ν’ αποφύγει. Μα πάντα σ’ αυτό γύριζε, πάλι και πάλι, και τελικά, βρέθηκε στο σημείο εκείνο όπου οι κιονοστοιχίες προχωρούσαν αραιωμένες, μπροστά σ’ ένα άγαλμα, που το αποτελούσανε δυο πέτρινες γυναικείες μορφές, πάνω σ’ υπόβαθρο. Μητέρα και Κόρη, καθώς φαινόταν: η μια, καθισμένη, πιο ηλικιωμένη, πιο αξιοπρεπής, πανάγαθη και θεϊκή, αλλά με αλγώδη φρύδια πάνω από τ’ άναστρα, κενά μάτια της, με πτυχωτό χιτώνα και με τα κυματιστά μαλλιά, μαλλιά Δέσποινας, σκεπασμένα με πέπλο. Η άλλη όρθια, αγκαλιασμένη μητρικά από την πρώτη, μ’ ένα πρόσωπο στρογγυλό, νέας κοπέλας, και με τα μπράτσα και τα χέρια ενωμένα και κρυμμένα στις πτυχές του πέπλου της. Καθώς ο Χανς Κάστορπ κοίταζε το άγαλμα, η καρδιά του, για σκοτεινούς λόγους, γινότανε πιο βαριά, αγωνιούσε περισσότερο, βασανιζόταν από προαισθήματα. Μόλις που τόλμησε κι ωστόσο ήταν απαραίτητο, να κάμει το γύρο του αγάλματος, για να προχωρήσει, πίσω απ’ αυτό, στη δεύτερη, διπλή κιονοστοιχία. Η μετάλλινη πόρτα του θυσιαστηρίου ήταν ανοιχτή και τα γόνατα του καημένου του Χανς Κάστορπ λυγίσανε μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε το βλέμμα του. Δυο γυναίκες, με γκρίζα μαλλιά, μισόγυμνες, με κρεμασμένα στήθη, που οι ρώγες τους ήτανε μακριές, σαν δάχτυλα, επιδίδονταν, εκεί μέσα, ανάμεσα στις φλόγες της εστίας, σ’

αποτρόπαιες μαγείες. Πάνω από ένα μαξιλαράκι ξέσκιζαν ένα μικρό παιδί, το ξεσκίζανε σ’ άγρια σιωπή, με τα χέρια τους ο Χανς Κάστορπ είδε τα λεπτά, ξανθά μαλλιά του βουτηγμένα στο αίμά και τρώγανε τα κομμάτια του, κάνοντας να τσαχαλίζουν τα μικρά, τραγανά κόκκαλα στο στόμα τους, ενώ το αίμα έτρεχε από τα φριχτά χείλη τους. Ένα παγερό ρίγος έκανε το Χανς Κάστορπ να μην μπορεί να κινηθεί από κει που στεκότανε. Θέλησε να κρύψει τα μάτια του, με τα χέρια του, μα δεν το μπόρεσε. Θέλησε να το βάλει στα πόδια, μα δεν το κατόρθωσε. Και καθώς οι δυο φριχτές εκείνες γυναίκες τον είχαν αντιληφθεί κιόλας, ενώ έκαναν την απαίσια δουλειά τους, κούνησαν προς το μέρος του τις ματωμένες γροθιές τους και τον βρίσανε δίχως φωνή, μα με τη μεγαλύτερη χυδαιότητα, άσεμνα και, μάλιστα, στη λαϊκή διάλεχτο της ιδιαίτερης πατρίδας του Χανς Κάστορπ. Ένιωθε πάρα πολύ άσκημα, τόσο άσκημα, όσο δεν είχε νιώσει ποτέ. Θέλησε απελπισμένα να φύγει από κείνο το μέρος και τόσο, που κάνοντας αυτή την προσπάθεια, έπεσε πλάι στον κίονα κι όταν συνήλθε είχε ακόμη στ’ αυτιά του εκείνο το απαίσιο, το φριχτά κραυγαστικό ψιθύρισμά τους, γαντζωμένος στον αχυρώνα του, μέσα στο χιόνι, πλαγιασμένος στο ένα του μπράτσο κι ακουμπώντας σ’ αυτό το κεφάλι του, και με απλωμένα τα πόδια του, μέσα στα χιονοπέδιλα πάντα. Ωστόσο, δεν ήταν ακόμη ένα αληθινό ξύπνημα. Ανοιγόκλεινε μόνο τα μάτια του, ανακουφισμένος, που είχε γλυτώσει από κείνες τις φριχτές μέγαιρες, μα δεν αντιλαμβανότανε καθαρά ούτε και πολυγνοιαζότανε γι’ αυτό αν ήταν ακουμπισμένος σε μια κολόνα ναού ή σ’ έναν αχυρώνα, και τ’ όνειρό του συνεχίστηκε, κατά κάποιο τρόπο, όχι πια με εικόνες και παραστάσεις, μα με σκέψεις, μ’ έναν τρόπο όχι λιγότερο τολμηρό και παράξενο. «Μου φάνηκε, πως ήταν όνειρο», μωρολόγησε μέσα του. «Ένα όνειρο πέρα για πέρα γοητευτικό και τρομερό. Στο βάθος, όλη τούτη την ώρα το ήξερα αυτό, κι όλα αυτά τα δημιούργησα μόνος μου, το πάρκο με τα πολλά φυλλώματα και τ’ όμορφο νότισμα, καθώς κι αυτό που ακολούθησε ύστερα, το όμορφο όπως και το άσκημο, το ήξερα από την αρχή σχεδόν. Μα πώς μπορεί να ξέρει και να δημιουργεί κανείς κάτι τόσο γοητευτικό και τρομερό; Πού βρήκα αυτόν τον όμορφο κόλπο, τον γιομάτο νησάκια κι έπειτα τον περίβολο του ναού εκείνου που μ’ οδήγησαν τα βλέμματα αυτού του όμορφου εφήβου, που στεκόταν παράμερα από τους άλλους; Έχω την εντύπωση ότι δεν ονειρευόμαστε μόνο με την ψυχή μας, παρά και ανώνυμα κι από κοινού, αν και καθένας, βέβαια, με τον τρόπο του. Η μεγάλη ψυχή, που δεν είσαι παρά ένα ψιχίο της, ονειρεύεται μέσω σου, με τον τρόπο σου, πράματα που, κρυφά, τα ονειρεύεται πάντα από την αρχή τα νιάτα της, την ελπίδα της, την ευτυχία της και την ειρήνη της… και το αιμοχαρές δείπνο της. Να που πλαγιάζω ακόμη πλάι στην κολόνα μου κι ακόμη έχω στο σώμα μου τ’ αληθινά ίχνη του ονείρου μου, το παγερό ρίγος που με διάτρεξε μπροστά στο αιμοχαρές δείπνο, ακόμη και τη χαρά της καρδιάς, τη χαρά που δοκίμασα μπροστά στην ευτυχία και τα ευλαβικά ήθη της λευκής ανθρωπότητας. Ξαναποχτώ, το βεβαιώνω, ξαναποχτώ το δικαίωμα να ’μαι ξαπλωμένος εδώ και να ονειρεύομαι τέτοια πράματα. Έμαθα πολλά από Αυτούς εδώ πάνω, σχετικά με τον παραλογισμό και τη λογική. Χάθηκα, με το Νάφτα και το

Σετεμπρίνι, στα πιο επικίνδυνα βουνά. Ξέρω καθετί που αφορά στον άνθρωπο. Εξέτασα τη σάρκα του και το αίμα του, επέστρεψα στην άρρωστη Κλαούντια το μολύβι του Πρίμπισλαβ Χίππε. Μα όποιος γνωρίζει το κορμί, γνωρίζει τη ζωή, γνωρίζει το θάνατο. Και δεν είναι μόνο αυτό, το πολύ πολύ να ’ναι μόνο η αρχή, αν το εξετάσει κανείς από την άποψη της παιδαγωγικής. Πρέπει να προστεθεί σ’ αυτό κι η άλλη όψη του, η αντίθετη. Γιατί όλο το ενδιαφέρον που νιώθουμε για το θάνατο και την αρρώστια δεν είναι παρά μια μορφή του ενδιαφέροντος που αισθανόμαστε για τη ζωή, όπως το αποδείχνει, άλλωστε, η ανθρωπιστική ιδιότητα της ιατρικής, που απευθύνεται με ευγενέστατα λατινικά προς τη ζωή και προς την αρρώστια και που δεν είναι παρά μια ποικιλία αυτής της μοναδικής, αυτής της μεγάλης και πιεστικής φροντίδας, που θα ήθελα να την ονομάσω, μ’ όλη μου τη συμπάθεια, με το αληθινό της όνομα: δεν είναι παρά το χαϊδεμένο παιδί της ζωής, ο άνθρωπος, η κατάστασή του κι η πολιτεία του… Δεν είναι λίγα όσα ξέρω γι’ αυτόν, έμαθα πολλά απ’ Αυτούς εδώ πάνω, ανέβηκα πολύ πιο ψηλά από την πεδιάδα, ίσαμε το σημείο, μάλιστα, να μην μπορώ, σχεδόν, να πάρω την αναπνοή μου. Μα από το υπόβαθρο του κίονά μου είδα κάτι, που δε μου φαίνεται κι άσκημο… Ονειρεύτηκα την κατάσταση του ανθρώπου και την ευγενή, νοήμονα κι ευσεβή κοινότητά του, που, πίσω από τις πλάτες της, εκτυλίσσεται μέσα στο ναό, το φριχτό, αιμοχαρές δείπνο. Πόσο ευγενείς κι αξιαγάπητοι ήσαν μεταξύ τους οι άνθρωποι του ήλιου, έστω και μ’ αυτή την αποτρόπαιη σκηνή στο βάθος! Θα ’ταν λεπτό κι εξαιρετικά ευγενικό, το συμπέρασμα που θ’ αντλούσαν απ’ αυτήν! Το θέλω μες στην ψυχή μου να μείνω μαζί τους κι όχι με το Νάφτα, ούτε με το Σετεμπρίνι άλλωστε. Κι οι δυο είναι φλύαροι. Ο ένας είναι αισθησιακός κι ανώμαλος κι ο άλλος δεν ξέρει παρά να κοπανά αδιάκοπα το κόρνο της λογικής και φαντάζεται πως μ’ αυτό μπορεί να συνεφέρει και τους τρελούς. Τι έλλειψη γούστου! Πρόκειται για πρωτόπειρο πνεύμα και για καθαρή ηθική, γι’ ασέβεια, δηλαδή, πράμα αυτονόητο. Μα ούτε και με το μέρος του κοντού Νάφτα πηγαίνω και με τη θρησκεία του, που δεν είναι παρά μια guazzabuglio Θεού και Διαβόλου, Καλού και Κακού, καλή μόνο για να σπρώξει το άτομο να πέσει με το κεφάλι μπροστά, που να εξαφανιστεί μυστικιστικά μέσα στο σύμπαν! Αχ, αυτοί οι δυο παιδαγωγοί! Οι καυγάδες τους κι οι ασυμφωνίες τους δεν είναι καθαυτό παρά μια guazzabuglio κι ένας συγκεχυμένος πάταγος μάχης, που όποιος έχει ελεύθερο μυαλό κι ευλαβική καρδιά δεν αφήνεται να τον ζαλίσει. Και κείνο το πρόβλημα της αριστοκρατίας, με την ευγένειά τους! Ζωή ή θάνατος, αρρώστια, υγεία, πνεύμα και φύση. Αποτελούν αντιθέσεις; Ρωτώ: είναι προβλήματα αυτά; Όχι, δεν είναι προβλήματα, ούτε είναι καν πρόβλημα το πρόβλημα της ευγένειάς τους. Ο παραλογισμός του θανάτου υπάρχει στη ζωή, δεν θα υπήρχε ζωή δίχως του κι η θέση του Homo Dei βρίσκεται στη μέση, μεταξύ παραλογισμού και λογικής όπως κι η πολιτεία του βρίσκεται ανάμεσα στη μυστικιστική κοινότητα και στον κούφιο ατομικισμό. Να τι βλέπω εγώ από τον κίονά μου. Σ’ αυτή τη θέση, χρειάζεται να ’χεις λεπτές, ευγενικές και φιλικές σχέσεις με τον εαυτό σου, γιατί μόνο αυτός είναι ευγενής, κι όχι οι αντιθέσεις. Ο άνθρωπος είναι ο κύριος των αντιθέσεων, υπάρχουν χάρη σ’ αυτόν κι επομένως είναι πιο ευγενής απ’ αυτές. Πιο ευγενής από τον θάνατο, πάρα πολύ ευγενής για το θάνατο, αυτό ’ναι η ελευθερία του μυαλού του. Πιο ευγενής από τη ζωή, πάρα πολύ ευγενής για

τη ζωή, αυτή ’ναι η ευλάβεια της καρδιάς του. Να που έφτιαξα μια ριμάδα, ένα ποιητικό όνειρο για τον άνθρωπο. Θέλω να το θυμούμαι αυτό. Θέλω να ’μαι καλός. Δε θέλω να παραχωρήσω στο θάνατο κανένα δικαίωμα πάνω στις σκέψεις μου! Γιατί αυτό ’ναι που συνιστά την καλοσύνη και την αγάπη προς τον πλησίον, και τίποτα άλλο. Ο θάνατος είναι μια μεγάλη δύναμη. Όταν τον πλησιάζει κανείς αποκαλύπτεται και περπατά με ρυθμικό βήμα στις μύτες των ποδιών του. Φορεί την τελετουργική τραχηλιά του παρελθόντος και ντυνόμαστε σοβαρά και στα ολόμαυρα, για να τον τιμήσουμε. Η λογική είναι ανόητη μπροστά στο Θάνατο, γιατί δεν είναι παρά μόνο αρετή, ενώ ο θάνατος είναι η ελευθερία, ο παραλογισμός, το άμορφο και η ηδονή. Η ηδονή, λέει τ’ όνειρό μου, κι όχι ο έρωτας… θάνατος κι Έρωτας, ριμάρουν άσκημα, κακόγουστα, λαθεμένα! Ο Έρωτας αντιμετωπίζει το θάνατο, μόνο ο Έρωτας, κι όχι η Λογική, είναι πιο δυνατός από τον Θάνατο. Μόνο αυτός, κι όχι η Λογική εμπνέει αγαθές σκέψεις. Ακόμη κι η μορφή είναι πλασμένη μόνο από αγάπη και καλοσύνη: η μορφή κι ο πολιτισμός μιας έξυπνης και φιλικής κοινότητας και μιας άμορφης ανθρώπινης πολιτείας με το σιωπηλό αιμοχαρές δείπνο στο βάθος. Ω, τόσο πειστικά ειδώθηκε τ’ όνειρο και τόσο καλά «κυβερνήθηκε»! Θα σκεφτώ απάνω σ’ αυτό. Θέλω να κρατήσω μες στην καρδιά μου, την πίστη μου στο Θάνατο, μα θέλω να θυμούμαι καλά, πως το να μείνει κανένας πιστός στο Θάνατο και στο παρελθόν, δεν είναι παρά ένα ελάττωμα, σκοτεινή και αντιανθρώπινη ηδονή, όταν κυβερνά τη σκέψη μας και τις πράξεις μας. Ο άνθρωπος δεν πρέπει ν’ αφήσει, για χάρη της καλοσύνης και της αγάπης, το Θάνατο να κυριαρχήσει στις σκέψεις του. Και, με τη σκέψη τούτη, ας ξυπνήσω… Γιατί ακολούθησα τ’ όνειρό μου ως την άκρη. Από καιρό τώρα ζητούσα αυτό το λόγο: στο μέρος που μου εμφανίστηκε ο Πρίμπισλαβ Χίππε, στον εξώστη μου και παντού. Οι αναζητήσεις μου με παρέσυραν, μετά, στα χιονοσκεπασμένα βουνά. Μα να που τον έχω τώρα στο χέρι. Το όνειρό μου μου τον φανέρωσε καθαρά, έτσι που τον έμαθα για πάντα. Ναι, είμαι καταγοητευμένος γι’ αυτό και σαν να με ζέστανε. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά και ξέρω γιατί. Δε χτυπά μόνο για φυσικούς λόγους, δε χτυπά με τον τρόπο που εξακολουθούν να μεγαλώνουν τα νύχια του πτώματος, χτυπά ανθρώπινα κι αισθάνεται αληθινά ευτυχισμένη. Ο λόγος αυτός του ονείρου είναι ένα φίλτρο, καλύτερο κι από το πορτό κι από τη μπίρα, τρέχει μέσα στις φλέβες μου σαν τον έρωτα και τη ζωή, για να ξεφύγω από τον ύπνο μου κι από τ’ όνειρό μου, που ξέρω, φυσικά, πως βάζουν σε σοβαρό κίνδυνο τη νεανική ζωή μου… Ανοιχτά! Τα μάτια ανοιχτά! Είναι μέλη σου, τα δικά σου μέλη, αυτά τα πόδια εκεί, μέσα στο χιόνι! Μάζεψέ τα σήκω! Για δες! Ο καιρός έφτιαξε!» Το λύσιμο των δεσμών που τον σφίγγανε και που προσπαθούσανε να τον κρατήσουν στη γη ήταν φοβερά δύσκολο. Μα η προσπάθεια που ήξερε εκείνος να καταβάλλει ήταν πολύ δυνατότερη. Ο Χανς Κάστορπ ακούμπησε στον έναν αγκώνα, τέντωσε ενεργητικά τα γόνατα, ακούμπησε τα χέρια του στο χιόνι κι ανορθώθηκε. Έκανε κάμποσα πηδηματάκια επί τόπου, μαζί με τα χιονοπέδιλά του, χτύπησε με τα μπράτσα του τα πλευρά του, και τίναξε τους ώμους, ενώ ταυτόχρονα έριχνε ζωηρά και περίεργα βλέμματα εδώ κι εκεί, ένα γύρο, και προς τον ουρανό, όπου ανάμεσα από τα λεπτά πέπλα των γκριζογάλανων πέπλων, που γλιστρούσαν απαλά και που φανέρωναν το στενό δρεπάνι της σελήνης,

φαινόταν ένα πελιδνό γαλάζιο. Αλαφρό σούρουπο. Ούτε θύελλα, ούτε πέσιμο χιονιού! Η βραχώδης πλαγιά απέναντι, με τ’ αραιά έλατα στη ράχη της, φαινόταν ολόκληρη και καθαρά, να ξεκουράζεται γαλήνια. Η σκιά ανέβαινε ως τα μισά της. Το άλλο μισό ήταν ροδοφωτισμένο απαλά. Τι συνέβαινε, λοιπόν, και πώς τα πήγαινε ο κόσμος; Κι ο Χανς Κάστορπ είχε περάσει τη νύχτα στα χιόνια, χωρίς να πεθάνει από το κρύο κατά πως γράφανε τα βιβλία; Κανένα από τα μέλη του δεν ήταν νεκρό, κανένα δεν έσπασε με ξερό κρότο, καθώς πηδούσε εκεί χάμου, τιναζότανε και χτυπιότανε, ενώ ταυτόχρονα, μ’ ό,τι κι αν έκανε, προσπαθούσε να σκεφτεί την κατάστασή του. Τ’ αυτιά του, οι άκρες των δαχτύλων του, τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών του, ήταν μαργωμένα, χωρίς αμφιβολία, τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι του είχε συμβεί πολλές φορές κιόλας, όταν έμενε ξαπλωμένος στον εξώστη του. Κατάφερε να βγάλει το ρολόι του. Δούλευε. Δεν είχε σταματήσει, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ο κάτοχός του ξεχνούσε να το κουρντίσει. Δεν έδειχνε ακόμη ούτε την πέμπτη απογευματινή, ούτε από μακριά καν. Ήταν παραδώδεκα, παραδεκατρία, πες. Εκπληκτικό! Ήταν δυνατό, λοιπόν, να μην ήτανε ξαπλωμένος, εδώ στο χιόνι, παρά μόνο δέκα λεπτά ή κάτι λίγο περισσότερο και να έκανε για τον εαυτό του τόσες ευτυχισμένες και τρομαχτικές εικόνες και τόσες παράτολμες σκέψεις, ενώ η χιονοθύελλα κι ο άνεμος έσβηναν το ίδιο γρήγορα, όσο κι όταν ξεσπάζανε; Κι έπειτα είχε αναμφισβήτητα τύχη, από την άποψη της επιστροφής. Γιατί τα όνειρα και οι μύθοι του είχανε αλλάξει δυο φορές, έτσι που είχε αναπηδήσει, εμψυχωμένος ξαφνικά, πρώτα από φρίκη, κι ύστερα από χαρά. Φαινόταν πως η ζωή είχε αγαθές προθέσεις απέναντι στο χαϊδεμένο και παραπλανημένο παιδί της. Ό,τι κι αν ήταν, είτε πρωί είτε απόγευμα (μα χωρίς καμιά αμφιβολία ήταν απόγευμα, απάνω στο πρώτο σουρούπωμα της βραδιάς), δεν υπήρχε τίποτα στις περιστάσεις ούτε στην προσωπική κατάσταση του Χανς Κάστορπ, που θα τον εμπόδιζε να επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Αυτό κι έκανε πραγματικά. Ορμητικά, πετώντας σαν πουλί, να πούμε, κατηφόρισε κατά την κοιλάδα, που τα φώτα της λάμπανε κιόλας, όταν έφτασε, μ’ όλο που τα λείψανα μιας διατηρημένης από το χιόνι μέρας θα του αρκούσαν απόλυτα. Κατέβηκε από το Μπρέμενμπουλ, ακολουθώντας την παρυφή του Μάτενβαλντ κι έφτασε κατά τις πεντέμιση στο «Ντορφ», όπου απόθεσε τ’ αθλητικά σύνεργά του στον παντοπώλη, ξεκουράστηκε στη σοφίτα του κ. Σετεμπρίνι και του έκανε τον απολογισμό της χιονοθύελλας που τον είχε πιάσει. Ο ουμανιστής φάνηκε φοβερά αναστατωμένος. Πέταξε το χέρι πάνω από το κεφάλι του, μάλωσε πολύ έντονα και μ’ ενεργητικότητα τον άφρονα, που είχε διατρέξει έναν τέτοιο κίνδυνο κι άναψε, μην παύοντας να μιλά, το καμινέτο, που άφηνε μικρές εκπυρσοκροτήσεις, για να ετοιμάσει καφέ στον εξαντλημένο νεαρό φίλο του, έναν καφέ, που η δύναμή του εμπόδισε το Χανς Κάστορπ να κοιμηθεί στην καρέκλα του. Η εξαιρετικά πολιτισμένη ατμόσφαιρα του Μπέργκχοφ τον τριγύριζε μια ώρα αργότερα, με τη χαϊδευτική της πνοή. Στο δείπνο έδειξε μεγάλη όρεξη. Ό,τι είχε ονειρευτεί, άρχιζε να ωχριά. Το βράδυ μάλιστα, δεν καταλάβαινε πια καλά καλά ό,τι είχε σκεφτεί.

ΣΑΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑΙΟΣ Ο ΧΑΝΣ Κάστορπ δεν έπαψε να δέχεται σύντομες ειδήσεις από τον εξάδελφό του, στην αρχή καλές, ενθαρρυντικές, ύστερα λιγότερο ευνοϊκές, τελικά ειδήσεις που κρύβανε άσκημα κάτι το πολύ θλιβερό. Η σειρά των ταχυδρομικών δελταρίων άρχισε με τη χαρούμενη αγγελία, που αφορούσε στην άφιξη του Γιόαχιμ στο σύνταγμά του και στη ρομαντική τελετή, κατά την οποία, όπως εκφράστηκε ο Χανς Κάστορπ στην καρτ ποστάλ, που έστειλε, σ’ απάντηση στον εξάδελφό του, είχε δώσει τον όρκο της φτώχειας, της αγνείας και της υπακοής. Κι οι ειδήσεις από την πεδιάδα εξακολούθησαν να έρχονται ευχάριστες, καλόκεφα γραμμένες στο λιγόλογο χώρο των επιστολικών δελταρίων: οι σταθμοί μιας εύκολης κι ευνοημένης σταδιοδρομίας, που την έκανε πιο εύκολη ακόμα η γιομάτη πάθος αφοσίωσή του προς το επάγγελμα κι η συμπάθεια που του έδειχναν οι ανώτεροί του, περιγράφηκαν σύντομα, συνοδευμένοι με χαιρετίσματα και μ’ ευχές για την υγεία του εξάδελφου Κάστορπ. Καθώς ο Γιόαχιμ είχε περάσει κάμποσα εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο, τον απάλλαξαν από τα μαθήματα της Σχολής Πολέμου κι εξαιρέθηκε από την υπηρεσία του ευέλπιδος. Το Νέο Έτος, καθώς είχε ονομαστεί υπαξιωματικός, έστειλε μια φωτογραφία του, που τον παρουσίαζε με τα γαλόνια του. Κάθε μια από τις σύντομες διηγήσεις του ακτινοβολούσε από τη γοητεία, που ένιωθε, υποκύπτοντας στο πνεύμα μιας σιδερένιας πειθαρχίας, αποσκληρεμένης από το συναίσθημα της τιμής, αλλά που λάβαινε υπ’ όψη της, όσο να ’ναι, μ’ έναν τρόπο τσουχτερά χιουμοριστικό, την ανθρώπινη αδυναμία. Έγραφε ανέκδοτα για τη ρομαντική λόξα της συμπεριφοράς του επιλοχία του, απένταντί του, ένα γεροστρατιώτη γκρινιάρη και φανατικό, που παρ’ όλ’ αυτά, σ’ εκείνον, το Γιόαχιμ, τον νεαρό υφιστάμενο, που έπεφτε όλο σε σφάλματα, έβλεπε τον ιερότατο αυριανό προϊστάμενο, και, πραγματικά, ο Γιόαχιμ είχε γίνει κιόλας δεχτός στη Λέσχη Αξιωματικών. Ήταν κάτι γελοίο και άγριο συνάμα. Ύστερα, έφτασε και το δελτάριο, που ανέφερε, ότι είχε επιτραπεί στο Γιόαχιμ να δώσει τις εξετάσεις του γι’ αξιωματικός. Στις αρχές του Απριλίου ο εξάδελφος Γιόαχιμ είχε ονομαστεί ανθυπολοχαγός. Δεν υπήρχε, καθ’ όλα τα φαινόμενα, πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, δεν υπήρχε άνθρωπος, που η φύση κι οι επιθυμίες του θα μπορούσαν ν’ αντλήσουν αγνότερη ικανοποίηση από τούτη τη μορφή της ζωής. Μ ένα είδος ντροπαλής απόλαυσης, διηγήθηκε πως, μέσα στ’ ολοκαίνουριο μεγαλείο του, πέρασε για πρώτη φορά μπροστά από το Δημαρχείο και με μια κίνηση του χεριού, πρόσταξε «ανάπαυση» στο φρουρό, που είχε σταθεί κλαρίνο προς τιμήν του. Έγραψε για μικροστενοχώριες κι ικανοποιήσεις της υπηρεσίας, για λαμπρούς και συμπαθητικούς συναδέλφους του, για την πανούργα πιστότητα της ορντινάντσας του, για κωμικά περιστατικά κατά τις ασκήσεις και την ώρα της θεωρίας, των επιθεωρήσεων και των συσσιτίων. Έκανε λόγο, επίσης, αλλ’ εντελώς περαστικά, και για κοσμικά περιστατικά, για επισκέψεις, δείπνα, χορούς. Ποτέ, όμως, για την υγεία του. Κι αυτό, ως τις αρχές του καλοκαιριού. Τότε ανάγγειλε, ότι ήταν κρεβατωμένος, πως, δυστυχώς, χρειάστηκε ν’ αναφέρει ότι ήταν ασθενής: γρίπη, υπόθεση, δηλαδή, λίγων

ημερών. Στις αρχές Ιουλίου, ξανάρχισε την υπηρεσία του, μα, περί τα μέσα του ίδιου μήνα, είχε «καταπέσει» πάλι, παραπονιόταν φριχτά για την κακοτυχία του και δεν μπόρεσε να κρύψει το φόβο του, ότι δε θα μπορούσε να βρίσκεται στη θέση του, κατά τα Μεγάλα Γυμνάσια, στις αρχές του Αυγούστου, που με τόση χαρούμενη ανυπομονησία τα περίμενε. Όλ’ αυτά ήταν ανοησίες! Τον Ιούλιο ήταν απόλυτα καλά κι εξακολουθούσε να ’ναι επί εβδομάδες ακόμη, ίσαμε που χρειάστηκε να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση, εξέταση που οι καταραμένες ταλαντεύσεις της θερμοκρασίας του την είχανε κάνει απαραίτητη, και που όλα εξαρτιόνταν απ’ αυτήν. Απάνω στο αποτέλεσμα αυτής της εξέτασης, ο Χανς Κάστορπ δεν είχε ειδήσεις για πολύ καιρό, κι όταν τις πήρε δεν ήταν από μέρους του Γιόαχιμ, είτε γιατί δεν ήταν σε κατάσταση να το κάνει, είτε και γιατί ντρεπόταν, μ’ από τη μητέρα του, την κυρία Τσίμσεν. Ειδήσεις, που είχανε σταλεί τηλεγραφικά. Του ανάγγελλε, πως ο Γιόαχιμ είχε πάρει άδεια μερικών εβδομάδων, που είχε θεωρηθεί απαραίτητη. Του σύστηναν διαμονή σε ψηλό βουνό και του επιβάλαν άμεση αναχώρηση. Παρακαλούσε να κρατήσει δυο κάμαρες. Απάντηση πληρωμένη. Υπογραφή: θεία Λουίζε. Ο Χανς Κάστορπ διάτρεξε αυτό το άγγελμα, στον εξώστη του, στο μπαλκόνι, κατά τα τέλη Ιουλίου, και το διάβασε και πάλι το ξαναδιάβασε. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι του, κι όχι μόνο το κεφάλι του, μα όλο το πανωκόρμι του κι είπε ανάμεσα στα δόντια του: — Τσ, τσ, τσ! Για δες, για δες, για δες!… Ο Γιόαχιμ ξανάρχεται! Και ξαφνικά γιόμισε από χαρά. Μα αμέσως, σχεδόν, ηρέμησε και σκέφτηκε: «Χμ, σοβαρή είδηση. Θα μπορούσε, μάλιστα να την χαρακτηρίσει κανείς και για όμορφη είδηση. Διάβολε, τόσο γρήγορα ώριμος κιόλας για την «πατρίδα»! Η μητέρα έρχεται μαζί (είπε «η μητέρα», κι όχι «η θεία Λουίζε», και τούτο γιατί το αίσθημα της συγγένειας και των οικογενειακών σχέσεων είχε ατονήσει μέσα του, ίσαμε το σημείο να αισθάνεται ξένος σχεδόν) — που σήμαινε, πως τα πράγματα σοβάρεψαν. Κι ακριβώς πριν από τα Μεγάλα Γυμνάσια, που τόσο φλογερά επιθυμούσε να λάβει μέρος σ’ αυτά, ο καλός, ο αγαπητός Γιόαχιμ! Χμ, χμ! Σ' όλ’ αυτά υπάρχει μια μεγάλη δόση προστυχιάς, μιας σαρκαστικής προστυχιάς, μάλιστα, ιδού ένα αντιιδεαλιστικό γεγονός. Το κορμί θριαμβεύει, γυρεύει κάτι άλλο απ’ αυτό που ζητά η ψυχή, και τελικά, επιβάλλεται, προς μεγάλη σύγχυση των υψιπετών, που διδάσκουν ότι είναι υποταγμένο στην ψυχή. Φαίνεται, πως δεν ξέρουν τι λένε, γιατί αν είχανε δίκιο, αυτό θα ’ρίχνε ένα αμφίβολο φως στην ψυχή, σε μια περίπτωση, όπως τούτη δω. Sapienti sat, ξέρω εγώ τι λέω. Γιατί, το ζήτημα που θέτω εγώ, είναι το να ξέρει κανείς ίσαμε ποιο σημείο αποτελεί σφάλμα το ν’ αντιθέτουμε το σώμα στην ψυχή κι ίσαμε ποιο σημείο, αντίθετα, συμφωνούν και «τα ψήνουνε» μεταξύ τους, να μια ιδέα, που δεν περνά, ευτυχώς, από το κεφάλι των υψιπετών μας. Ποιος θα μπορούσε, καλέ μου Γιόαχιμ, να σε μεμφθεί ποτέ ή να κατηγορήσει τον εξαίρετο ζήλο σου; Οι προθέσεις σου είναι τίμιες, μα σε τι χρησιμεύει η εντιμότητα, ρωτώ εγώ, όταν η ψυχή και το κορμί συμφωνούνε, πέρα για πέρα; Θα ’ταν δυνατό να ξεχάσεις ορισμένα δροσιστικά αρώματα, ένα φουσκωτό στήθος κι ένα αδικαιολόγητο γέλιο, που σε περιμένουν στο τραπέζι της φράου Σταιρ;…»

«Ο Γιόαχιμ ξανάρχεται», είπε μέσα του πάλι, κι αναπήδησε από τη χαρά του. «Έρχεται σε κακή κατάσταση, χωρίς άλλο, μα θα ’μαστε πάλι μαζί, εδώ πάνω, ζώντας πλάι πλάι, δε θα βρίσκομαι πια εδώ ολότελα παραδομένος στον εαυτό μου. Αυτό ’ναι έκτακτο. Τα πράματα, βέβαια, δε θα ’ναι, ακριβώς, όπως ήταν άλλοτε. Η κάμαρά του είναι κιόλας κατειλημμένη. Η Μίσσες Μακντόναλντ βήχει τώρα εκεί μέσα, με τον άηχο τρόπο της κι έχει, φυσικά, πάλι τη φωτογραφία του μικρού γιου της, πλάι της, πάνω στο τραπεζάκι ή μέσα στα χέρια της. Μα βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, κι αν η κάμαρα δεν έχει παραχωρηθεί από πριν κιόλας, τότε… Προσωρινά θε μείνει, σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Το 28 είναι ελεύθερο, απ’ όσο ξέρω. Πάω αμέσως κιόλας στη Διαχείριση κι ακριβώς στον Μπέρενς. Να μια είδηση, θλιβερή από μια άποψη και περίφημη από μια άλλη, αλλ’ οπωσδήποτε μια φοβερή είδηση! Θα περιμένω μόνο τον «σύντροφο» που θα πρέπει να περάσει, όπου να ’ναι, γιατί ’ναι κιόλας τρεισήμισι. Θα ’θελα να τον ρωτήσω, αν και σ’ αυτή την περίπτωση επιμένει, ότι το σωματικό στοιχείο πρέπει να θεωρείται δευτερότερο… Πριν από την ώρα του τσαγιού ακόμα πήγε στο γραφείο της Διαχείρισης. Το εν λόγω δωμάτιο, που βρισκόταν στον ίδιο διάδρομο με το δικό του, ήταν διαθέσιμο. Ακόμη και για την κυρία Τσίμσεν, θα βρίσκαν ένα άλλο, στο μεταξύ. Από τη Διαχείριση έτρεξε στον Μπέρενς. Τον βρήκε στο «λαμπό», μ’ ένα πούρο στο χέρι και να κρατά, με το άλλο, ένα δοκιμαστικό, γυάλινο σωλήνα, με περιεχόμενο αμφιβόλου χρώματος. — Κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, ξέρετε, κάτι; άρχισε ο Χανς Κάστορπ… — Ναι, πως η οργή δεν περνά, αποκρίθηκε ο πνευμοτόμος. Κοίτα αυτόν τον Ρόξενχάιμ από την Ουτρέχτη, είπε κι έδειξε με το πούρο του το γυαλί. Γκάφκυ δέκα. Και να ’χουμε και τον εργοστασιάρχη Σμιτς, να σου ’ρχεται να ουρλιάζει και να παραπονιέται, πως ο Ρόζενχάιμ έκανε αιμόπτυση στον περίπατο, με Γκάφκυ δέκα. Και ότι οφείλω να τον κατσαδιάσω. Μ’ αν τον κατσαδιάσω, θα φτάσει στα άκρα, γιατί ’ναι τρελά ευερέθιστος και κρατά και τρία δωμάτια με την οικογένειά του. Δε μπορώ να τον πετάξω έξω από την πόρτα, διαφορετικά θα ’χω να κάνω με τη Γενική Διεύθυνση. Βλέπετε, λοιπόν, σε τι φασαρίες βρίσκεται μπλεγμένος κανείς, κάθε στιγμή, κι ας θέλει να τραβήξει το δρόμο του ήσυχος και δίχως παράπονα. — Ανόητη ιστορία! είπε ο Χανς Κάστορπ, με την κατανόηση του οικείου και του παλιού. Τους γνωρίζω αυτούς του κυρίους. Ο Σμιτς είναι φοβερά διακριτικός και δραστήριος, ενώ ο Ρόζενχάιμ είναι αρκετά ζεμανφουτίστας. Μα ίσως και να ’χουνε άλλες αιτίες προστριβής μεταξύ τους, ολότελα διαφορετικές απ’ αυτές που αφορούν στην υγιεινή, έτσι μου φαίνεται, τουλάχιστον. Ο Σμιτς και ο Ρόζενχάιμ είναι φίλοι, κι οι δυο, της Δόνα Περέθ, από τη Βαρκελώνη, που κάθεται στο τραπέζι της Κλέεφελντ, κι εκεί πρέπει να ζητήσει κανείς την προέλευση αυτού του καυγά. Θα σας συμβούλευα, να υπενθυμίσετε, μ’ έναν γενικό τρόπο, τη σχετική απαγόρευση και να τους κλείσετε το μάτι. — Φυσικά που το κλείνω. Δεν παύω παρά να το κλείνω όλη την ώρα κι από το πολύ κλείσε κλείσε που κάνω στο μάτι μου έπαθα σχεδόν βλεφαρόπλασμα. Του λόγου σας,

όμως, γιατί ήρθατε εδώ; Κι ο Χανς Κάστορπ ανάγγειλε τη θλιβερή και ταυτόχρονα, περίφημη είδησή του. Όχι πως ο Αυλικός Σύμβουλος θα εκπλαγόταν γι’ αυτό. Αυτό δε θα συνέβαινε σε καμιά περίπτωση, μα και για έναν άλλο λόγο ακόμα: επειδή ο Χανς Κάστορπ, ερωτώμενος ή κι από μόνος του, τον κρατούσε ενήμερο σχετικά με την υγεία του Γιόαχιμ κι είχε κιόλας πληροφορήσει τον Μπέρενς από τον περασμένο Μάιο, πως ο εξάδελφός τους ήταν κρεβατωμένος. — Α! α! έκανε ο Μπέρενς. Ε, λοιπόν, και τι σας είχα πει; Τι σας είχα πει και σ’ αυτόν και σε σας, κατά γράμμα, όχι μια και δυο και δέκα και εκατό φορές; Τα βλέπετε, τώρα! Επί εννιά μήνες έκανε αυτό που ήθελε και ζούσε στον παράδεισό του! Μα σ’ έναν παράδεισο, που δεν είναι ολότελα αποτοξινωμένος, δεν υπάρχει σωτηρία, κι αυτό δεν το πίστευε ο δραπέτης μας, όταν του το φώναζε ο γέρο Μπέρενς. Μα πάντα πρέπει να τον πιστεύουνε το γέρο Μπέρενς, διαφορετικά την παθαίνουνε κι όταν βάζουν μυαλό είναι πολύ αργά πια. Να που τα κατάφερε, λοιπόν, να γίνει ανθυπολοχαγός, απάνω σ’ αυτό δεν έχω να πω τίποτα. Ουδείς φθόνος. Μα σε τι του χρησίμεψε αυτό; Ο Θεός ξέρει τις καρδιές μας, δε νοιάζεται ούτε για σειρά ούτε για την τάξη μας, όλοι στεκόμαστε ολόγυμνοι μπροστά του, είτε στρατάρχες είμαστε είτε απλοί φαντάροι… Άρχισε να χάνει πάλι την καλή διάθεσή του, έτριψε τα μάτια του με το πελώριο χέρι του, που ανάμεσα στα δάχτυλά του κρατούσε πούρο, και παρακάλεσε το Χανς Κάστορπ να μη τον κρατήσει περισσότερο τούτη δω τη φορά. Εύκολα θα βρισκόταν ένα «γιατάκι» για τον Τσίμσεν, κι όταν θα έφτανε τον επιφόρτιζε να βάλει τον εξάδελφό του να πέσει αμέσως στο κρεβάτι, χωρίς καθυστέρηση. Όσο γι’ αυτόν, τον Μπέρενς, δεν παραπονιότανε ποτέ για τίποτα και σε κανέναν, άνοιγε πατρικά την αγκαλιά του κι ήταν έτοιμος να σφάξει και το μόσχο τον σιτευτό, για τον άσωτο υιό. Ο Χανς Κάστορπ τηλεγράφησε. Διηγήθηκε δεξιά και αριστερά, πως ο εξάδελφός του θα γύριζε πίσω κι όλοι εκείνοι που γνώριζαν το Γιόαχιμ λυπήθηκαν και χάρηκαν, με ειλικρινή λύπη κι ειλικρινή χαρά, γιατί ο ευπροσήγορος και ιπποτικός χαρακτήρας του Γιόαχιμ είχε κερδίσει τη γενική συμπάθεια και η κρίση ή η ανέκφραστη γνώμη πολλών ασθενών ήταν, πως ο Γιόαχιμ ήταν ο καλύτερος απ’ όλους εκεί πάνω. Δεν έχουμε κανέναν ιδιαίτερα υπ’ όψη μας, πιστεύουμε, όμως, πως περισσότεροι από ένας δοκίμασαν μια κάποια ικανοποίηση, μαθαίνοντας ότι ο Γιόαχιμ θα ξαναγύριζε από το στρατό για να ξαναπάρει την οριζόντια θέση του και πως παρά την προσπάθειά του ν’ αλλάξει, πάλι θα γινόταν από «τους δικούς μας». Είναι γνωστό, πως η φράου Σταιρ το είχε προβλέψει από την αρχή. Βρέθηκε δικαιωμένη, λοιπόν, στο χυδαίο σκεπτικισμό που είχε εκδηλώσει τη μέρα της αναχώρησης του Γιόαχιμ, για την πεδιάδα, και δεν παράλειψε, μάλιστα, να καυχηθεί γι' αυτό. — Κακό, κακό! έκανε. Είχε καταλάβει αμέσως, πως τα πράματα θα πήγαιναν άσκημα, κι ήθελε μόνο να ελπίζει, πως ο Τσίμσεν δε θα τα έκανε να πάνε χειρότερα με την επιπολαιότης του (ω τη χυδαία,

ω την αγράμματη!) Καλύτερα ήτανε, λοιπόν, όσο να ’ναι, να μείνει κανένας στο μαντρί, όπως είχε κάνει εκείνη, μ’ όλο που είχε κι εκείνη τα ενδιαφέροντά της, φυσικά… φυσικά… (και τράβηξε τη φωνή της με σημασία) στην πεδιάδα, και για την ακρίβεια, στο Κάνστατ, ένα σύζυγο και δυο παιδιά, αλλά τι θέλετε, εκείνη, η Καρολίνε Σταιρ, ήξερε ν’ αυτοκυριαρχεί στον εαυτό της (ω την αγράμματη, ω το απήλωτο στόμα!)… Ούτε ο Γιόαχιμ ούτε η κυρία Τσίμσεν έδωσαν πια ειδήσεις τους. Ο Χανς Κάστορπ δεν έμαθε τίποτα σχετικά με την ώρα και τη μέρα της άφιξής τους. Γι’ αυτό το λόγο, ακριβώς, δεν τους περίμενε στο Σταθμό, παρά τρεις μέρες ύστερα από την αποστολή του τηλεγραφήματος του Χανς, βρίσκονταν απλούστατα εκεί, κι ο ανθυπολοχαγός Γιόαχιμ έκανε την εμφάνισή του, μ’ ένα ταραγμένο χαμόγελο, πλάι στην υπηρεσιακή ξαπλωτούρα του ξαδέλφου του. Αυτό έγινε την ώρα που άρχιζε η βραδινή κούρα της ανάπαυσης. Τους είχε φέρει το ίδιο τρένο, που είχε οδηγήσει εδώ πάνω και το Χανς Κάστορπ, πριν χρόνια, ούτε σύντομα ούτε μακριά, μα δίχως διάρκεια, οπωσδήποτε, πλουσιότατα σε γεγονότα κι ωστόσο μηδαμινά κι ανύπαρκτα. Ακόμα κι η εποχή ήταν η ίδια, ακριβώς η ίδια, μάλιστα: μια από τις πρώτες πρώτες μέρες του Αυγούστου. Ο Γιόαχιμ, λοιπόν, όπως είπαμε, μπήκε χαρούμενα ναι, για την ώρα έδειχνε μια ταραχή αναμφισβήτητα χαρούμενη στην κάμαρα του Χανς Κάστορπ, ή μάλλον, πέρασε από την κάμαρα που την είχε διατρέξει με γυμνασιακό βήμα, στο μπαλκόνι, και χαιρέτησε τον εξάδελφό του, γελώντας, ανασαίνοντας γρήγορα, βγάζοντας αχνούς και ζαλισμένος. Είχε κάμει πάλι το μακρινό ταξίδι, περνώντας από διάφορα μέρη, ακόμη κι από τη λίμνη που έμοιαζε με θάλασσα, κι ύστερα, ανεβαίνοντας στενά μονοπάτια ως απάνω και να που βρισκόταν πάλι εδώ πάνω, και στεκόταν εδώ, σαν να μην είχε φύγει ποτέ, καλωσορισμένος από το μισοσηκωμένο, από την οριζόντια στάση του, συγγενή του, με «Μπα, μπα»! και με «Αδύνατο!». Το χρώμα του ήταν ζωηρό, είτε από τη ζωή που είχε κάμει στο ύπαιθρο, είτε από τις συνέπειες του ταξιδιού. Κατ’ ευθείαν, χωρίς καν να επισκεφτεί πρώτα την κάμαρά του, είχε τρέξει στον Αριθμό 34, για να χαιρετήσει το σύντροφο των παλιών ημερών του, που είχανε ξαναγυρίσει, ενώ η μητέρα του ήταν απασχολημένη, κάνοντας κάποια τουαλέτα, ύστερα από το ταξίδι. Λογάριαζαν να δειπνήσουνε σε δέκα λεπτά, στο εστιατόριο, φυσικά, κι ο Χανς Κάστορπ θα μπορούσε, βέβαια, να ξαναφάει μαζί του ή τουλάχιστον, να πιει ένα δαχτυλάκι κρασί. Κι ο Γιόαχιμ έσυρε τον ξάδελφό του ως τον Αριθμό 28, όπου έγινε ό,τι είχε συμβεί και τη βραδιά του ερχομού του Χανς Κάστορπ, αλλά αυτή τη φορά, το ανάποδο: Ο Γιόαχιμ, φλυαρώντας πυρετωδώς, έπλυνε τα χέρια του στον πεντακάθαρο νιπτήρα κι ο Χανς Κάστορπ τον κοίταζε, έκπληκτος άλλωστε, και κατά κάποιο τρόπο, απογοητευμένος, βλέποντας τον ξάδελφό του με πολιτικά. Η στρατιωτική του ιδιότητα δεν προδιδόταν από τίποτα, σ’ όλο του το παρουσιαστικό. Όλον αυτό το καιρό τον φανταζότανε σαν αξιωματικό με στολή, και να τώρα που βρισκόταν εδώ, μες το γκρίζο κουστούμι του, σαν οποιοσδήποτε άλλος. Ο Γιόαχιμ γέλασε και το βρήκε απλοϊκό. Α, όχι, τη στολή του την είχε αφήσει εκεί κάτω. Ο Χανς Κάστορπ όφειλε να ξέρει, πως η στολή ήταν κάτι ιδιαίτερο. Δεν πήγαινε κανείς

όπου να ’ναι με στολή. — Αχ, έτσι! Ευχαριστώ πολύ για την πληροφορία, είπε ο Χανς Κάστορπ. Μα ο Γιόαχιμ δε φαινόταν να έχει συνείδηση της προσβλητικής σημασίας, που μπορούσε να δώσει κανείς στην εξήγησή του, παρά ζήτησε πληροφορίες για πρόσωπα και πράγματα του Μπέργκχοφ, όχι μόνο δίχως την παραμικρότερη έπαρση, μ’ ακόμη και μ’ όλη την γιομάτη ενδιαφέρον συγκίνηση εκείνου που γυρίζει πίσω. Ύστερα, η κυρία Τσίμσεν φάνηκε στην πόρτα και χαιρέτησε τον ανεψιό της, με τον τύπο που διαλέγουνε πολλοί άνθρωποι σε κάτι τέτοιες ευκαιρίες, σαν να ’τανε, δηλαδή, χαρούμενα έκπληκτη, που τον εύρισκε εδώ· μια έκφραση, που σκιαζόταν από ένα είδος μελαγχολίας, από την κούραση κι από την άφωνη λύπη της για το Γιόαχιμ, και κατέβηκαν στο εστιατόριο. Η Λουίζε Τσίμσεν είχε τα ίδια όμορφα, μαύρα και γλυκά, μάτια, του Γιόαχιμ. Τα επίσης μαύρα, αλλά έντονα ανακατωμένα με λευκές τρίχες, μαλλιά της, κρατιόντουσαν από ένα, αόρατο σχεδόν δίχτυ, πράμα που ταίριαζε απόλυτα με τη φύση της, τη στοχαστική, τη φιλικά συγκρατημένη, και γλυκά διακριτική, και που παρά τη φανερά απλοϊκή πνευματικότητά της, της έδιδε μια ευχάριστη αξιοπρέπεια. Ήταν φανερό και ο Χανς Κάστορπ δεν απόρησε ούτε και γι’ αυτό, πως δεν καταλάβαινε τη χαρούμενη διάθεση του Γιόαχιμ, τη γρήγορη αναπνοή του και τη βιασύνη της κουβέντας του, φαινόμενα που έρχονταν σ’ αντίθεση, χωρίς άλλο, με τη στάση που θα κρατούσε εκεί κάτω και που, πραγματικά, δεν ταίριαζαν απόλυτα με την τωρινή του κατάσταση. Και φαινότανε, κατά κάποιο τρόπο, σκανδαλισμένη… Ο γυρισμός αυτός της φαινόταν θλιβερός και νόμιζε πως έπρεπε να πάρει και την ανάλογη στάση, για να μην αποτελεί παραφωνία η συμπεριφορά της. Δεν μπορούσε να κάμει δικές της τις συγκινήσεις του Γιόαχιμ, τις ταραγμένες συγκινήσεις της επιστροφής, που μέσα σε μια στιγμή, παράσερναν σ’ ένα κύμα μέθης, ό,τι τους αντιστεκότανε, και που το γεγονός ότι αναπνέει πάλι αυτόν τον αέρα, τον ασύγκριτα ελαφρό, τον δίχως συστατικά και ξηρό αέρα μας, εδώ πάνω, τις έκανε πιο έντονες ακόμη. Οι συγκινήσεις αυτές της φαίνονταν ανεξήγητες. «Φτωχό μου αγόρι!» σκεφτότανε, κοιτάζοντας αδιάκοπα το φτωχό της αγόρι να παραδίδεται, με τον ξάδελφό του, σε μια ξεχειλιστική χαρά, να ξυπνά χίλιες όσες αναμνήσεις, να κάνει χίλιες τόσες ερωτήσεις, και να γελά για τις απαντήσεις που του δίνανε, πέφτοντας στη ράχη της καρέκλας του. — Μα, παιδιά! είπε πολλές φορές. Κι αυτό που είπε στο τέλος θα έπρεπε να φέρει πιο πολλή ευθυμία, μα είχε έναν τόνο έκπληξης και σχεδόν μομφής: — Αληθινά, Γιόαχιμ, πάει καιρός που δε σε είδα έτσι. Θα ’λεγε κανείς, πως θα έπρεπε να ξανάρθουμε εδώ, για να γίνεις ξανά όπως τη μέρα που πήρες την προαγωγή σου. Απάνω σ’ αυτό, φυσικά, η ευθυμία του Γιόαχιμ πήγε περίπατο. Η καλοκεφιά του έπεσε, πήρε πάλι συνείδηση της κατάστασής του, σώπασε, δεν άγγιξε καν τα επιδόρπια, μ’ όλο που ήταν ένα ορεκτικότατο σουφλέ με σοκολάτα και σαντιγί, (ο Χανς Κάστορπ, αντίθετα,

το τίμησε αρκετά, μ’ όλο που είχε περάσει μια ώρα μόνο που είχε φάει το πλουσιότατο δείπνο του) και, στο τέλος, ούτε που σήκωνε πια τα μάτια του, κι αυτό γιατί, κατά πως φαινόταν, ήταν γιομάτα δάκρυα. Σίγουρα, που δεν είχε καθόλου μια τέτοια πρόφαση η κυρία Τσίμσεν. Μάλλον γιατί νόμιζε, ότι το επιβάλαν οι συνθήκες, είχε θελήσει να πετύχει κάποια μεγαλύτερη σοβαρότητα και μέτρο, αγνοώντας πως καθετί το μέτριο, το χλιαρό, η μέση κατάσταση, ήταν ξένο σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και πως μόνο στα δυο αντίθετα άκρα θα μπορούσε να περιορίσει κανείς την εκλογή του. Όταν είδε το γιο της τόσο λυπημένο, παρά λίγο να την πάρουν και την ίδια τα δάκρυα κι ένιωθε ευγνωμοσύνη απέναντι του ανεψιού της, για τις προσπάθειες που έκανε, να ξαναευθυμήσει πάλι τον συντριμμένο Γιόαχιμ. Όσο για τους οικότροφους, είπε, ο Γιόαχιμ, θα εύρισκε πολλές αλλαγές κι όχι λίγους κανούριους, μα όσο για τ’ άλλα, τα πράματα είχαν ακολουθήσει το συνηθισμένο δρόμο τους, όλον αυτό τον καιρό που έλειψε. Πήγαινε πολύς καιρός που είχε επιστρέψει η θείτσα και η παρέα της. Οι κυρίες αυτές, κάθονταν, όπως πάντα, στο τραπέζι της φράου Σταιρ. Η Μαρούσγια γελούσε πολύ και μ’ όλη της την καρδιά. Ο Γιόαχιμ σώπαινε, η κυρία Τσίμσεν, αντίθετα, με τα λόγια αυτά, βρέθηκε να θυμηθεί κάποια συνάντηση και τους χαιρετισμούς που έπρεπε να μεταβιβάσει, πριν το ξεχάσει, τη συνάντηση με μια κυρία όχι κι ασυμπαθή, μ’ όλο που ταξίδευε μόνη, και που η γραμμή των φρυδιών της ήταν κάπως υπερβολικά κανονική. Την είχαν συναντήσει στο Μόναχο, όπου είχαν περάσει μια μέρα, ανάμεσα σε δυο αλλαγές νυκτερινών τρένων, και στο εστιατόριο, πλησίασε στο τραπέζι τους, για να χαιρετήσει το Γιόαχιμ. Μια πρώην ασθενής στο ίδιο σανατόριο, μήπως ήθελε, αλήθεια, να τη βοηθήσει ο Γιόαχιμ; Της διάφευγε τ’ όνομα… — Φράου Σοσά, είπε σιγά ο Γιόαχιμ. Έμενε για την ώρα, σ’ ένα σανατόριο στο Αλγκαίου και σχεδίαζε να πάει στην Ισπανία, για να περάσει εκεί το φθινόπωρο. Το χειμώνα θα επέστρεφε κατά πάσα πιθανότητα εδώ. Πολλούς χαιρετισμούς από μέρους της. Ο Χανς Κάστορπ δεν ήταν πια παιδί, κυριαρχούσε τα εγκεφαλικά νεύρα του, που θα μπορούσαν να κάνουν το πρόσωπό του να ωχριάσει ή να κοκκινίσει. Είπε: — Αχ, αυτή ’ταν λοιπόν; Για κοίτα! Ξαναγύρισε, λοιπόν, από τα βάθη του Καυκάσου; Και σκοπεύει να πάει στην Ισπανία; Η κυρία είχε ονομάσει ένα μέρος στα Πυρηναία. — Ωραία ή τουλάχιστον, γοητευτική γυναίκα. Ευχάριστη φωνή, ευχάριστοι τρόποι. Μα ελεύθερη, νωχελική συμπεριφορά, είπε η κυρία Τσίμσεν. Μας μίλησε πολύ απλά σαν σε παλιούς φίλους, μας ρωτούσε, φλυάρησε μαζί μας, σαν να ήμασταν χρόνια γνωστοί, αν και ο Γιόαχιμ, καθώς ακούω, δεν είχε κάνει ποτέ τη γνωριμία της από κοντά. Παράξενο! — Είναι η Ανατολή, βλέπετε, κι η αρρώστια, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Αυτά τα δυο δε θα έπρεπε να τα κρίνει κανείς, σύμφωνα με τα ουμανιστικά μέτρα. Θα ’τανε σφάλμα. Και τώρα να σκέφτεται, πως η φράου Σοσά σχεδίαζε να πάει στην

Ισπανία! Χμ! Η Ισπανία βρισκότανε στην αντίθετη μεριά, το ίδιο μακριά από το ουμανιστικό κέντρο, όχι από τη μαλακή, παρά από τη σκληρή μεριά. Η Ισπανία… Δηλαδή όχι η έλλειψη μορφής, μα η υπερβολή της μορφής, ο θάνατος σαν τύπος, όχι η διάλυση του θανάτου, μα η αυστηρότητα του θανάτου, μαύρη, επίσημη κι αιμοχαρής, η Ιερά Εξέταση, η κολλαριστή, πλισσαρωτή τραχηλιά, ο Λογιόλα, το Εσκοριάλ… Θα ’χε ενδιαφέρον το να ξέρει κανείς πώς θα φανεί η Ισπανία στη φράου Σοσά. Εκεί πέρα θα έχανε, χωρίς άλλο, τη συνήθεια να χτυπά τις πόρτες κι ίσως ίσως και να κερδίσει κάποια ανθρώπινη ισορροπία, ανάμεσα στα δυο εξωουμανιστικά στρατόπεδα. Μα όταν η Ανατολή πάει στην Ισπανία μπορεί και να βγει, σαν αποτέλεσμα, καμιά άγρια τρομοκρατία… Όχι, δεν είχε κοκκινίσει ούτε χλομιάσει, μα η συγκίνηση που του είχαν προκαλέσει αυτές οι αναπάντεχες ειδήσεις για την φράου Σοσά, μεταφράστηκε σε λόγια που δεν μπορούσαν να προκαλέσουν άλλη απάντηση, εκτός από μια στενόχωρη σιωπή. Ο Γιόαχιμ ήταν λιγότερο τρομαγμένος. Ήξερε κιόλας από παλιά, εδώ πάνω, το τι και τι δεν κατέβαζε το κεφάλι του εξαδέλφου του. Μα στα μάτια της κυρίας Τσίμσεν εικονίστηκε η πιο μεγάλη κατάπληξη. Δε θα φερνότανε διαφορετικά, αν ο Χανς Κάστορπ συνέβαινε να προφέρει και τα πιο χοντρά, τα πιο ανάρμοστα λόγια, κι ύστερα από κάποια κουραστική σιωπή σηκώθηκε από το τραπέζι, με μερικές λέξεις, που ο μοναδικός προορισμός τους ήτανε να δώσουν ένα τέλος σ’ αυτή την ενοχλητική κατάσταση. Πριν χωρίσουν ο Χανς Κάστορπ τους μετάδωσε τις εντολές του Αυλικού Συμβούλου, ότι ο Γιόαχιμ, δηλαδή, έπρεπε να μείνει, οπωσδήποτε, στο κρεβάτι, αύριο, ίσαμε να τον ακροαστεί. Για το μετά, βλέποντας και κάνοντας. Ύστερα, οι τρεις συγγενείς πλάγιασαν γρήγορα, στις ανοιχτές, στη δροσιά της θερινής εκείνης νύχτας των ψηλών βουνών, κάμαρές τους, καθένας με τις σκέψεις τους κι ο Χανς Κάστορπ με την προοπτική της επιστροφής της φράου Σοσά, που μπορούσε να ελπίζει σε μισό χρόνο ακόμα. Κι έτσι, λοιπόν, ο καημένος ο Γιόαχιμ είχε γυρίσει πάλι στην «πατρίδα», για μια μικρή συμπληρωματική θεραπεία, που είχε θεωρηθεί απαραίτητη. Την έκφραση αυτή της «συμπληρωματικής θεραπείας» την είχαν χρησιμοποιήσει, χωρίς άλλο, εκεί κάτω στην πεδιάδα, και τώρα τη χρησιμοποιούσανε κι εδώ πάνω. Ο ίδιος ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς υιοθέτησε αυτή την έκφραση, μ’ όλο που επέβαλε, αρχικά, στο Γιόαχιμ να μείνει τέσσερις εβδομάδες στο κρεβάτι. Ήταν αναγκαίες, για να τον προφυλάξει από πιο σοβαρά πράματα, για να τον βοηθήσει να εγκλιματιστεί πάλι και για να κανονιστεί κάπως το ανεβοκατέβασμα της θερμοκρασίας του. Ήξερε, άλλωστε, ν’ αποφύγει να δώσει μια ορισμένη προθεσμία στη διάρκεια της μικρής συμπληρωματικής θεραπείας. Η κυρία Τσίμσεν, λογική, μυαλωμέμη, δίχως να βαυκαλίζεται καθόλου από υπερβολικές ελπίδες, πρότεινε, μακριά από το δωμάτιο του Γιόαχιμ, το φθινόπωρο, το μήνα Οκτώβριο, λόγου χάρη, σαν ενδεχόμενη ημερομηνία αναχώρησης κι ο Μπέρενς την επιδοκίμασε. Δήλωσε, τουλάχιστον, πως εκείνη κει τη στιγμή θα είχαν προχωρήσει πιο πολύ από σήμερα. Της έκανε, άλλωστε, εξαιρετική εντύπωση. Ήταν ιπποτικότατος, την αποκαλούσε «ευγενική Κυρία», κοιτάζοντάς την ειλικρινά, με τα γιομάτα δάκρυα, αιματόστιχτα μάτια του και

χρησιμοποιούσε τόσο καλά το παραστατικό λεξιλόγιο των Γερμανών φοιτητών, που μ’ όλη τη λύπη της, στο τέλος δεν μπόρεσε παρά να γελάσει. — Βρίσκεται στα καλύτερα χέρια, είπε και ξανάφυγε για το Αμβούργο, οχτώ μέρες ύστερα από τον ερχομό της, αφού δεν μπορούσε να γίνει σοβαρός λόγος για δικές της φροντίδες, πολύ περισσότερο, μάλιστα, αφού ο Γιόαχιμ είχε κοντά του έναν συγγενή, για να του κρατά συντροφιά. — Χαίρε, λοιπόν: θα μείνεις ως το φθινόπωρο μόνο, είπε ο Χανς Κάστορπ, όταν βρέθηκε καθισμένος στον Αριθμό 28, στο κρεβάτι του εξαδέλφου του. Ο γέρος ανάλαβε, όσο να ’ναι, μια υποχρέωση, ίσαμε ένα βαθμό. Μπορείς να επιμένεις και να υπολογίζεις σ’ αυτό. Ο Οκτώβριος, είναι κατάλληλη εποχή. Το μήνα αυτό φεύγουνε πολλοί για την Ισπανία, και συ θα επιστρέψεις στην bandera σου, για να διακριθείς… Η καθημερινή του απασχόληση ήταν να παρηγορεί το Γιόαχιμ, προπαντός γιατί είχε χάσει, ερχόμενος εδώ, τα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια, που άρχιζαν αυτές τις μέρες του Αυγούστου, και τούτο γιατί αυτό ’ταν που δεν μπορούσε να χωνέψει ο Γιόαχιμ, συνηθίζοντας στην ιδέα του, κι έδειχνε αληθινή περιφρόνηση, για την καταραμένη αδυναμία, στην οποία είχε υποκύψει την τελευταία στιγμή. — Rebellio carnis είπε ο Χανς Κάστορπ. Τι μπορείς να κάνεις απάνω σ’ αυτό; Κι ο πιο γενναίος αξιωματικός δεν μπορεί να κάμει τίποτα, κάτι ήξερε δα σχετικά κι ο Άγιος Αντώνιος. Μα, για όνομα του Θεού, Μεγάλα Γυμνάσια γίνονται κάθε έτος, κι έπειτα ξέρεις δα το χρόνο τούτου δω του τόπου. Δεν είναι καν χρόνος, δεν έλειψες κι αρκετό καιρό για να μην μπορείς να ξαναμπείς στο ρυθμό του, κι ίσαμε να κινήσεις το χέρι σου η συμπληρωματική θεραπεία θα έχει κιόλας περάσει. Οπωσδήποτε, η αίσθηση του χρόνου, είχε ξανακαινουριώσει, αρκετά έντονα στο Γιόαχιμ, με τη διαμονή του στην πεδιάδα, ώστε να μη φοβάται όσο να ’ναι, μπροστά σ’ αυτές τις τέσσερις εβδομάδες, που τον περίμεναν. Ωστόσο, απ’ όλες τις μεριές, καθένας έβανε τα δυνατά του να τον βοηθήσει να τις ξεπεράσει. Η συμπάθεια που του έδειχναν όλοι, γενικά, για τον τόσο αξιοπρεπή χαρακτήρα του, μεταφραζότανε σ’ επισκέψεις, που έρχονταν τόσο από κοντά όσο κι από μακριά, να τον δούν: Ήρθε κι ο Σετεμπρίνι, γιομάτος συμπάθεια, δείχτηκε χαριτωμένος, και καθώς αποκαλούσε, πάντα του, το Γιόαχιμ, υπολοχαγό, τώρα τον προβίβασε και του έδωσε τον τίτλο του capitano. Ακόμη κι ο Νάφτα ήρθε να επισκεφτεί τον άρρωστο κι όλες οι παλιές γνωριμίες του σανατόριου έκαναν σιγά σιγά, την εμφάνισή τους, επωφελούμενες από κανένα ελεύθερο τεταρτάκι της ώρας, ανάμεσα στις κούρες της ανάπαυσης, για να καθίσουνε στην άκρη του κρεβατιού του, να επαναλάβουνε την έκφραση «μικρή συμπληρωματική κούρα» και για να διηγηθούνε τα πάθη τους: οι κυρίες Σταιρ, Λέβις, Ίλιτς και Κλέεφελντ, οι κύριοι Φέργε, Βέεζαλ και μερικοί άλλοι. Μερικοί επισκέπτες, μάλιστα, του έφεραν και λουλούδια. Όταν οι τέσσερις εβδομάδες περάσαν, ο Γιόαχιμ σηκώθηκε από το κρεβάτι, γιατί ο πυρετός του είχε πέσει αρκετά, ώστε να μπορεί να πηγαινοέρχεται, και ξαναπήρε τη θέση του στη τραπεζαρία, πλάι στον ξάδελφό του, ανάμεσα στο Χανς Κάστορπ και στη σύζυγο του ζυθοποιού, τη φράου Μάγκνους, απέναντι στον κύριο Μάγκνους, στη γωνία

του τραπεζιού και στην ίδια θέση, μάλιστα, που είχε καθίσει ο θείος Τζέιμς και αργότερα, η κυρία Τσίμσεν, για κάμποσες μέρες. Έτσι, οι δυο νέοι άρχισαν να ζουν πάλι δίπλα δίπλα, όπως άλλοτε. Μάλιστα, ακόμη και για ν’ αναστηθεί τελειότερα η παλιότερη κατάσταση, ο Γιόαχιμ ξανάκανε κατοχή της παλιάς του κάμαρας, όταν πια η Μίσσες Μακντόναλντ είχε αφήσει την τελευταία πνοή της, κρατώντας τη φωτογραφία του μικρού αγοριού της στα χέρια της, πλάι στην κάμαρα, ως γνωστόν, του Χανς Κάστορπ, αφού βέβαια, την απολύμαναν, προσεχτικά, με H2CO. Στην πραγματικότητα, και από συναισθηματική άποψη, τα πράγματα είχανε έρθει μ’ έναν τέτοιο τρόπο τώρα, ώστε να ’ναι ο Γιόαχιμ αυτός που ζούσε πλάι στο Χανς Κάστορπ κι όχι πια ο Χανς Κάστορπ πλάι στον ξάδελφό του. Τώρα, ο παλιός ήταν ο Χανς Κάστορπ και τη ζωή του Χανς Κάστορπ συμμεριζότανε προσωρινά και σαν επισκέπτης, να πούμε, ο Γιόαχιμ. Γιατί, ο Γιόαχιμ, προσπαθούσε να κρατήσει μ’ αυστηρή σταθερότητα την ορισμένη προθεσμία, ως τον Οκτώβριο, μ’ όλο που μερικά μέρη του νευρικού κεντρικού του συστήματος, δεν αποφάσιζαν ν’ ακολουθήσουν μια διαγωγή, που να συμφωνεί με τον ουμανιστικό κανόνα και που το δέρμα του έμενε ζεστό και ξερό. Ξανάρχισαν επίσης τις επισκέψεις τους στου Σετεμπρίνι και στου Νάφτα, καθώς και τους περιπάτους τους μ’ αυτούς τους δυο ανθρώπους που τους συνέδεε ο ανταγωνισμός τους. Όταν ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε κι ο Φέρντιναντ Βέεζαλ παίρνανε μέρος σ’ αυτούς, πράγμα που γινόταν συχνά, ήταν έξι, όλοι μαζί. Κι οι δυο αντίπαλοι, στην περιοχή του πνεύματος, εξακολουθούσανε τότε τις μονομαχίες τους, που δε θα μπορούσαμε να τις αναφέρουμε εδώ μ’ ενέργεια, χωρίς τον κίνδυνο να χαθούμε σ’ έναν απελπιστικό δαίδαλο, όπως ακριβώς το παθαίναν και οι ίδιοι καθημερινά, μπροστά σ’ ένα αρκετά πολυάριθμο κοινό, αν και ο Χανς Κάστορπ έτεινε να θεωρεί τη φτωχή ψυχή του σαν την κύρια διεκδίκηση των διαλεκτικών συζητήσεών τους. Από το Νάφτα είχε μάθει, ότι ο Σετεμπρίνι ήταν μασόνος, πράγμα που του είχε κάμει μια εντύπωση καθόλου λιγότερο ζωηρή από την εκμηστήρευση του Ιταλού για τις σχέσεις του Νάφτα με τους Ιησουίτες και για τη προέλευση των πόρων της ζωής του. Αισθάνθηκε έκπληξη πάλι, μαθαίνοντας ότι υπήρχαν, αληθινά, ακόμη, τόσο φανταστικά πράματα και ρώτησε μ’ επιμονή τον τρομοκράτη, για την καταγωγή και τον χαρακτήρα αυτής της περίεργης μύησης, που θα γιόρταζε σε κάμποσα χρόνια τη διακοσιετηρίδα της. Αν ο Σετεμπρίνι μιλούσε για την πνευματική φύση του Νάφτα, πίσω από τις πλάτες του συγκατοίκου του, επιστήνοντας κατά τρόπο παθητικό, την προσοχή του ακροατή του εναντίον της, σάμπως ενάντια σε κάτι διαβολικό, ο Νάφτα, πίσω από τις πλάτες του άλλου, κοροΐδευε, αντίθετα, εγκάρδια και χωρίς έμφαση, τον κόσμο που εκπροσωπούσε ο Σετεμπρίνι, δίνοντας στον άλλο να καταλάβει, πως όλ’ αυτά ήταν πράματα πεπαλαιωμένα και καθυστερημένα: κι αυτός ακόμα ο χτεσινός αστικός φιλελευθερισμός, που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα αξιοθρήνητο φάντασμα του πνεύματος, μα που εγκαταλειπότανε στην κωμική ψευδαίσθηση, ότι εμψυχωνόταν από μια επαναστατική ζωή. Έλεγε: — Τι τα θέλετε, ο παππούς του ήταν carbonaro, που θα πει: καρβουνιάρης. Απ’ αυτόν κληρονόμησε τούτη δω τη φλογερή πίστη στη Λογική, στην Ελευθερία, στην Πρόοδο της

Ανθρωπότητας κι όλες αυτές τις σκοροφαγωμένες βαλίτσες, τις γιομάτες από την ιδεολογία των κλασικοαστικών αρετών… Αυτό που μπερδεύει τον κόσμο, βλέπετε, είναι η δυσαναλογία ανάμεσα στην ταχύτητα του πνεύματος και στη βλακεία, στη βραδύνοια, στην απίστευτη οκνηρία και στη δύναμη της αδράνειας της ύλης. Πρέπει να συμφωνήσει κανείς, πως η δυσαναλογία αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει σαν δικαιολογία σ’ ένα πνεύμα που αδιαφορεί για την πραγματικότητα, γιατί ’ναι κανόνας, ότι τα σπέρματα που προκαλούν τις επαναστάσεις της πραγματικότητας του φέρνουν αηδία, από χρόνια τώρα. Και πράγματι, το ζωντανό πνεύμα αηδιάζει πιο πολύ το νεκρό πνεύμα παρ’ όσο τους βασάλτες που, στο κάτω κάτω, δεν έχουν την έπαρση, ότι είναι πνεύμα και ζωή. Τέτοιοι βασάλτες, λείψανα παλιών πραγματικοτήτων, που το πνεύμα του άφησε τόσο πολύ πίσω του, ώστε ν’ αρνιέται εντελώς να συνδέει μαζί τους την αντίληψη του πραγματικού, διατηρούνται από την αδράνεια κι από τη βαριά και νεκρική επιμονή τους κι εμποδίζουν, δυστυχώς, τις καθυστερημένες ιδέες ν’ αντιληφθούν ίσαμε ποιο σημείο είναι καθυστερημένες. Εκφράζομαι μ’ έναν τρόπο γενικό, εσείς όμως, θα μπορέσετε να εφαρμόσετε αυτές τις γενικότητες σε κάθε ουμανιστικό φιλελευθερισμό, που νομίζει πάντα ότι βρίσκεται σε μια ηρωική κατάσταση μπροστά στο δεσποτισμό και στην αυθεντία. Κι αυτό, χωρίς να κάνουμε λόγο για τις καταστροφές, αλλοίμονο, με τις οποίες θα ήθελε ν’ αποδείξει ότι ζει, γι’ αυτούς τους καθυστερημένους και θορυβώδεις θριάμβους, που ετοιμάζει και που ονειρεύεται, ότι θα γιορτάσει μια μέρα! Και μόνο μ’ αυτή τη σκέψη θα μπορούσε να πεθάνει από πλήξη το ζωντανό πνεύμα, αν δεν ήξερε, πως στην πραγματικότητα, μόνο αυτός θα ’βγαινε νικητής και ωφελημένος από τέτοιες καταστροφές, που συμφιλιώνει μέσα του τα στοιχεία του παρελθόντος με τα πιο απώτερα στοιχεία του μέλλοντος, για μια αληθινή επανάσταση… Πώς πάει ο εξάδελφός σας, Χανς Κάστορπ; Το ξέρετε ότι αισθάνομαι μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτόν. — Ευχαριστώ, κύριε, Νάφτα. Νομίζω πως όλος ο κόσμος τον συμπαθεί είναι τόσο αληθινά καλό παιδί… Κι ο κύριος Σετεμπρίνι, επίσης, τον αγαπά πολύ, μ’ όλο που, φυσικά, θ’ αποδοκιμάζει μια κάποια τρομοκρατία που υπάρχει στο επάγγελμα του Γιόαχιμ. Μα τι είπατε, είναι αδελφός της Τεκτονικής Στοάς; Για κοιτάτε! Αυτό με κάνει σκεφτικό, ομολογώ. Είναι κάτι που ρίχνει καινούριο φως στο πρόσωπό του και μου εξηγεί ένα σωρό πράγματα. Κάνει με τα πόδια του ορθή γωνία και σφίγγει μ’ ιδιαίτερο τρόπο το χέρι του άλλου, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία; Δεν παρατήρησα τίποτα τέτοιο… — Φαντάζομαι, πως ο καλός τρισήμαδος αδελφός μας έχει ξεπεράσει πια το στάδιο αυτών των παιδαριοτήτων. Υποθέτω, πως η τελετουργία των Στοών θα προσαρμόστηκε αρκετά δύσκολα με τη στέγνια του αστικού πνεύματος αυτών των καιρών. Το παλιό τυπικό θα τους κάνεις να ντρέπονται, σαν τσαρλατανισμός, που δεν έχει τη θέση του, όχι κι εντελώς άδικα, γιατί, στο κάτω κάτω, θα ’ταν αληθινά ανάρμοστο να μασκαρέψεις τον άθεο δημοκρατισμό σε Μυστήριο. Δεν ξέρω με τι τρομοκρατικά πράγματα βάλανε σε δοκιμασία τη σταθερότητα του κυρίου Σετεμπρίνι, αν τον οδήγησαν, με δεμένα τα μάτια, μέσα από κάθε είδους διαδρόμους κι αν τον έκαναν να περιμένει, κάτω από σκοτεινούς θόλους, πριν ανοιχτεί μπροστά του η στοά, γιομάτη φώτα και φωτεινά παιγνίδια κι

αντανακλάσεις, αν τον κατήχησαν επίσημα κι αν απείλησαν το γυμνό στήθος του σπαθιά, μπροστά σε μια νεκροκεφαλή και τρία φώτα. Θα έπρεπε να ρωτούσατε τον ίδιο, φοβούμαι, όμως, πως θα τον βρίσκατε ελάχιστα ομιλητικό, γιατί κι αν όλ’ αυτά έγιναν ακόμη μ’ έναν αστικότερο τρόπο, οπωσδήποτε δε θα παράλειψε να δώσει τον όρκο της σιωπής. — Να δώσει όρκο; Τον όρκο της σιωπής; Μ’ αλήθεια, λοιπόν; — Αληθέστατα. Έδωσε τον όρκο της σιωπής και της υπακοής. — Ακόμη και της υπακοής; Ακούστε, κύριε Καθηγητά! Αν είναι έτσι, μου φαίνεται πως δεν θα ’χε πια λόγο να σκανδαλίζεται για την τρομοκρατία και τον ενθουσιασμό που χαρακτηρίζουν το επάγγελμα του εξαδέλφου μου. Σιωπή και υπακοή! Ποτέ δε θα πίστευα, πως ένας άνθρωπος, τόσο φιλελεύθερος, όσο ο Σετεμπρίνι, θα μπορούσε να υποταχτεί σε τόσο ισπανικούς όρους και όρκους. Μυρίζομαι, αλήθεια, κάτι το στρατοκρατικό και το ιησουίτικο στον τεκτονισμό. — Μυρίζεστε πολύ σωστά, αποκρίθηκε ο Νάφτα. Το μαγικό ραβδί σας αναπηδά και χτυπά. Η ιδέα της ένωσης είναι, γενικά, αξεχώριστη από την ιδέα του απόλυτου. Επομένως, είναι τρομοκρατική, δηλαδή: αντιφιλελεύθερη. Ελαφρύνει την ατομική συνείδηση και εν ονόματι του απόλυτου σκοπού, αγιάζει όλα τα μέσα, ακόμη και τα πιο αιμοχαρή, ακόμη και το έγκλημα. Υπάρχουν λόγοι να υποθέτει κανείς, πως στις τεκτονικές στοές η ένωση των αδελφών ήταν συμβολικά σφραγισμένη με αίμα. Μια ένωση δεν είναι ποτέ θεωρητική, είναι πάντα κι από την ίδια τη φύση της, κατ’ απόλυτη έννοια, διοργανωτική. Δε θα ξέρετε, χωρίς άλλο, πως ο ιδρυτής του τάγματος των Φωτισμένων, που λίγο έλειψε, για κάμποσο χρονικό διάστημα, να συγχυστεί με το μασονισμό, ήταν παλιό μέλος της Εταιρίας του Ιησού… — Όχι, όλ αυτά είναι καινούρια πράματα, φυσικά για μένα. — Ο Άνταμ Βάισχάουπτ οργάνωσε αυτή τη μυστική, ουμανιστική εταιρία, ακριβώς, σύμφωνα με το πρότυπο του Τάγματος των Ιησουιτών. Ο ίδιος αυτός ήταν φραμασόνος κι οι πιο σεβαστοί αδελφοί της Στοάς εκείνου του καιρού ήταν Φωτισμένοι. Μιλώ για το δεύτερο ήμισυ του ΙΗ' αιώνα, που ο Σετεμπρίνι δε δίστασε να σας το χαρακτηρίσει σαν μια εποχή παρακμής του σωματείου του. Μα στην πραγματικότητα, ήταν η εποχή της μεγαλύτερης ακμής του, όπως άλλωστε, κι όλων των μυστικών εταιριών, η εποχή που ο ελευθεροτεκτονισμός είχε αναζωογονηθεί, πραγματικά, από μια ανώτερη ζωή, από μια ζωή, από την οποία, τον καθάρισαν πάλι αργότερα, άνθρωποι του είδους του φιλανθρώπου μας, που αν ζούσε την εποχή κείνη, θα τον κατηγορούσε για ιησουιτισμό και σκοταδισμό. — Κι υπήρχε λόγος γι’ αυτό; — Ναι, αν θέλετε. Το αγοραίο «ελεύθερο πνεύμα» θα είχε τους λόγους του να τον κρίνει έτσι. Ήταν η εποχή που οι Πατέρες μας προσπαθούσαν ν’ αναζωογονήσουν την εταιρία, με μια καθολικιστική και ιερατική ζωή και που στο Κλερμόν, στη Γαλλία, ήκμασε μια ιησουιτικομασονική Στοά. Εκτός απ’ αυτό, ήταν η εποχή που ο Ερυθροσταυρισμός είχε

διεισδύσει στις Στοές, ένα πολύ αξιόλογο αδελφάτο, που μπορείτε να το έχετε υπ’ όψη σας, συνένωνε σκοπούς καθαρά ορθολογιστικούς, προοδευτικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς, σε μια παράξενη σχέση, με απόκρυφες επιστήμες της Ανατολής, με την ιδανική κι αραβική σοφία και τη μαγική Φυσική. Η μεταρρύθμιση κι η ανόρθωση πολλών μασονικών Στοών συμπληρώθηκαν τότε με την έννοια της αυστηρής τήρησης του κανόνα, με μια καθαρά αντορθολογική και μυστηριώδη, μαγική κι αλχημιστική έννοια, που οι σκωτικοί βαθμοί του μασονισμού της οφείλουν την ύπαρξή τους, βαθμοί του Τάγματος των Ιπποτών, που τους πρόσθεσαν στην παλιά στρατιωτική ιεραρχία, με τους μαθητευόμενους, τους συντρόφους και τους δασκάλους, βαθμοί των μεγάλων δασκάλων, που είχαν ένα χαρακτήρα ιερατικό σχεδόν και που ήταν διαποτισμένοι από τα ερυθροσταυρικά ιπποτικά τάγματα του Μεσαίωνα, κι ιδιαίτερα στων Ιπποτών του Τάγματος της Ιερουσαλήμ, ξέρετε εκείνων που έδιναν στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων έναν όρκο φτώχειας, αγνείας και υπακοής. Ακόμη και σήμερα, ένας από τους πιο μεγάλους βαθμούς της τεκτονικής ιεραρχίας είναι ο τίτλος του «Μεγάλου Δουκός της Ιερουσαλήμ». — Όλα αυτά είναι καινούρια για μένα, κύριε Νάφτα! Με κάνετε να ανακαλύπτω τα νήματα του καλού μας Σετεμπρίνι… «Μέγας Δουξ της Ιερουσαλήμ»… δεν είναι κι άσκημο. Θα έπρεπε, μόλις παρουσιαστεί ευκαιρία, να τον αποκαλέσετε έτσι, σαν αστείο, να πούμε. Τις προάλλες σας είχε αποκαλέσει «Doctor angelicus» κάτι που σηκώνει αντεκδίκηση. — Ω, υπάρχουν κι αρκετοί άλλοι τίτλοι, το ίδιο σημαντικοί, για τους ανώτερους βαθμούς και τους Ιππότες του Τάγματος της Ιερουσαλήμ και της Αυστηρής Τήρησης του Κανόνα. Έχουμε, να πούμε, τον Τέλειο Δάσκαλο, έναν Ιππότη της Ανατολής, ένα Μέγα Ιερέα κι ο τριακοστός πρώτος βαθμός, μάλιστα, έχει τον τίτλο του «Υψηλότατου Πρίγκιπα του Βασιλικού Μυστηρίου». Προσέξατε, πως όλα αυτά τα ονόματα προδίδουν σχέσεις με το μυστικισμό της Ανατολής; Η επανεμφάνιση του Ιππότη του Τάγματος της Ιερουσαλήμ δε σημαίνει τίποτα άλλο, παρά την επανάληψη παρόμοιων σχέσεων, την επιβολή σπερμάτων του αντορθολογισμού σ’ ένα σύμπαν προοδευτικών, λογικών και ωφελιμιστικών ιδεών. Ο μασονισμός κέρδισε απ’ αυτές μια καινούρια χάρη και μια νέα λάμψη, που εξηγούν την επιτυχία που είχε εκείνο τον καιρό. Προσέλκυσε όλα τα κουρασμένα, εξαιτίας του ουμανιστικού, διαφωτισμένου και ξελαγαρισμένου ορθολογισμού του αιώνα, στοιχεία, που ήταν άπληστα για πιο δυνατά φίλτρα της ζωής. Η επιτυχία του Τάγματος ήταν τέτοια, που οι φιλισταίοι παραπονιόνταν ότι αποξένωνε τους άντρες από την οικιακή ευτυχία και τη θηλυκή αξιοπρέπεια. — Αφού είναι έτσι, κύριε καθηγητά, καταλαβαίνει κανείς για ποιο λόγο δε θυμάται ευχαρίστως ο κύριος Σετεμπρίνι την εποχή εκείνη της ακμής του Τάγματός του. — Όχι, δε θυμάται ευχαρίστως ότι υπήρξε εποχή που το Τάγμα του είχε προκαλέσει όλη την αντιπάθεια που τρέφουν συνήθως ο φιλελευθερισμός, ο αθεϊσμός κι η λογική των Εγκυκλοπαιδιστών κατά του συμπλέγματος της Εκκλησίας, του Καθολικισμού, του μοναχικού βίου και του Μεσαίωνα. Ακούσατε ότι οι τέκτονες θα μπορούσαν να κατηγορηθούν επί σκοταδισμώ… — Γιατί; Θα ήθελα να μου λέγατε πώς έγινε αυτό.

— Θα σας το πω. Η αυστηρή τήρηση του κανόνα σήμαινε το ίδιο ακριβώς με την εμβάθυνση και την επέκταση των παραδόσεων του Τάγματος, καθώς και με μια τοποθέτηση της ιστορικής καταγωγής του στον κόσμο των μυστηρίων, στο επιλεγόμενο σκοτάδι του Μεσαίωνα. Οι μεγάλοι βαθμοφόροι της Στοάς είχαν μυηθεί στην physica mystica, ήταν φορείς μιας μαγικής φυσικής επιστήμης, ήταν γενικά, προπαντός, μεγάλοι αλχημιστές… — Τώρα πρέπει να κάνω μια μεγάλη προσπάθεια για να θυμηθώ τι σημαίνει ακριβώς η λέξη «αλχημεία». Αλχημεία δεν είναι το να φτιάχνει κανείς χρυσάφι, ο φιλοσοφικός λίθος, aurum potabile…. — Ναι, χωρίς άλλο, με τη λαϊκή της έννοια. Μα σ’ ένα κάπως σοφότερο λεξιλόγιο, η λέξη αυτή σημαίνει Κάθαρση, Μετατροπή, Μετουσίωση σε μια ανώτερη μορφή, βελτίωση επομένως, ο lapis philosophorum, ο ανδρόγυνος καρπός του θείου και του υδραργύρου, η res bina, η διγενής prima materia, δεν ήταν τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, παρά η αρχή της μετατροπής, της εξέλιξης προς μια ανώτερη μορφή, από εξωτερικές επιδράσεις, μια μαγική παιδαγωγική, αν θέλετε. Ο Χανς Κάστορπ δεν είπε τίποτα. Κοίταζε μόνο στον αέρα, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά του. — Η κρύπτη κυρίως, εξακολούθησε ο Νάφτα, ήταν ένα σύμβολο της αλχημιστικής μετατροπής. — Ο τάφος; — Ναι, ο τόπος της αποσύνθεσης. Είναι η βασική αρχή κάθε ερμητισμού. Ο τάφος δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σκεύος, το προσεχτικά φυλαγμένο κρυστάλλινο μέρος, όπου η ύλη ωθείται ίσαμε την τελευταία της μεταμόρφωση κι ως την ύστατη κάθαρσή της. — «Ερμητισμός»! Ωραία το είπατε αυτό, κύριε Νάφτα. Μ' αρέσει. «Ερμητισμός»! Είναι μια αληθινή λέξη μαγείας, με αόριστα μακρινές ενώσεις ιδεών. Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να σκέφτομαι πάντα τις γυάλες, που η οικονόμος μας στο Αμβούργο τη λένε Σαλέεν, δίχως φράου ή φροϋλάιν μπροστά, απλά Σαλέεν διατηρεί στο κελάρι της, σειρά σειρά, πάνω στα ράφια, κάτι γυάλες ερμητικά κλεισμένες. Βρίσκονται εκεί, στην αράδα, επί μήνες και χρόνια κι όταν ανοίγεται καμιά, ανάλογα με τις ανάγκες του σπιτιού, το περιεχόμενό της είναι ολωσδιόλου φρέσκο και ανέπαφο. Οι μήνες, τα χρόνια, δεν μπόρεσαν να το πειράξουν καθόλου, μπορεί να φαγωθεί όπως βρεθεί. Είναι αλήθεια, πως εδώ, δεν πρόκειται καθόλου για χημεία ούτε για κάθαρση, μα απλά μόνο, για συντήρηση. Και το μαγικό σ’ αυτό είναι, πως η συντήρηση τούτη γλυτώνει από την επίδραση του χρόνου. Η συντηρημένη τροφή ήταν ερμητικά χωρισμένη απ’ αυτόν, ο χρόνος περνούσε δίπλα της, αλλ’ εκείνη δεν είχε κανένα χρόνο, έμενε έξω απ’ αυτόν, μέσα στη γυάλα της, πάνω στο ράφι. Πάει λοιπόν κι αυτό, με τις συντηρημένες τροφές! Δεν άντλησα και μεγάλα πράματα από τη θύμησή τους. Με συγχωρείτε γι’ αυτό. Νομίζω πως θέλατε να μου πείτε περισσότερα. — Μόνο αν το επιθυμείτε. Ο μαθητευόμενος πρέπει να είναι άπληστος για γνώση και

άφοβος, για να μιλήσω στο στυλ του αντικείμενου της ομιλίας μας. Ο τάφος υπήρξε πάντα το κύριο σύμβολο της συνομολογημένης ένωσης. Ο μαθητευόμενος, ο νεαρός που επιθυμεί να μυηθεί στη γνώση, οφείλει ν’ αποδείξει το θάρρος του μπροστά στους τρόμους του τάφου. Σύμφωνα με το έθιμο του Τάγματος, ο νέος πρέπει να οδηγηθεί, υπό τύπον δοκιμασίας σ’ αυτόν και να μείνει σ’ αυτόν, για να βγει μετά, πάλι οδηγημένος από το χέρι ενός άγνωστου αδελφού. Από τον τάφο κατάγονται όλοι αυτοί οι διάδρομοι κι οι σκοτεινοί θόλοι που θα πρέπει να διασχίσει ο νεόφυτος, το μαύρο παραπέτασμα της στοάς της Αυστηρής Τήρησης κι η λατρεία του φερέτρου που έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο στην τελετουργία της χειροτονίας και της συγκέντρωσης. Ο δρόμος του μυστηρίου και του εξαγνισμού ήταν τριγυρισμένος από κινδύνους. Οδηγούσε μέσα από αγωνίες, μέσα από το βασίλειο της σήψης, κι ο μαθητευόμενος, ο νεόφυτος, είναι τα άπληστα για θαύματα της ζωής νιάτα, τ’ ανυπόμονα να ευνοηθούν από ικανότητα δαιμονικών βιωμάτων, οδηγημένα από μασκοφορεμένους που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο σκιές του Μυστηρίου. — Σας ευχαριστώ πολύ, Καθηγητά Νάφτα. Περίφημα. Αυτό ’ναι, λοιπόν, η ερμητική παιδαγωγική! Δε βλάπτει που άκουσα κάποτε κάτι κι από σας. — Πολύ λιγότερο, αφού πρόκειται για μια εισαγωγή σε έσχατα πράματα, στην απόλυτη ομολογία του Υπερφυσικού, στο σκοπό δηλαδή. Η αλχημιστική τήρηση του κανόνα της Τεκτονικής Στοάς, οδήγησε κατά τις επόμενες δεκαετίες πολλά ευγενικά κι ανήσυχα πνεύματα σ’ αυτό το σκοπό, δεν είναι ανάγκη να σας τον ονομάσω, γιατί δεν είναι δυνατό να σας διέφυγε, πως η ακολουθία των ανώτερων σκωτικών βαθμών δεν είναι παρά ένα ισοδύναμο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, πως η αλχημιστική σοφία του μασονικού δασκάλου τελειώνει μες στο Μυστήριο της μεταμόρφωσης και πως οι μυστικές κατευθύνσεις που έδωσε η Στοά στους μυημένους της, ξαναβρίσκονται το ίδιο πειστικά στην εκκλησιαστική μύηση, καθώς και τα συμβολικά παιγνίδια της μασονικής τελετουργίας στο λειτουργικό κι αρχιτεκτονικό συμβολισμό της Αγίας Καθολικής Εκκλησίας μας. — Α, έτσι! — Παρακαλώ, δεν είναι μόνο αυτό. Μου επιτρέψατε κιόλας να παρατηρήσω, πως η αναγωγή του χαρακτήρα της Τεκτονικής Στοάς, στο αξιοσέβαστο σωματείο των κτιστών, δεν είναι παρά μια απλή ιστορική ερμηνεία. Η Αυστηρή Τήρηση, τουλάχιστον, της έδωσε πολύ βαθύτερα ανθρώπινα μυστήρια της Εκκλησίας μας, σαφείς σχέσεις με τις αποκρυφικές τελετές και τις ιερές υπερβολές της πιο παλιάς ανθρωπότητας… Κι έχω υπ’ όψη μου, σ’ ό,τι αφορά στην Εκκλησία, τα συσσίτια και το μυστικό δείπνο, τη βρώση του σώματος και του αίματος, με τα οποία αντιστοιχούν, στη Στοά… — Μια στιγμή. Μια στιγμή, αν έχετε την καλοσύνη να μου επιτρέψετε να κάνω μια παρατήρηση. Στη ζωή μιας κλειστής κοινότητας, του εξαδέλφου μου, θέλω να πω, υπάρχουν επίσης, συσσίτια. Μου μίλησε πολλές φορές γι’ αυτά, στις επιστολές του. Φυσικά, εκτός αν πιει κανείς λίγο περισσότερο, τα πάντα γίνονται πολύ καθώς πρέπει σ’ αυτά, δεν προχωρούν καν ως εκεί που φτάνουν οι φοιτητικές συνεστιάσεις…

— …με τα οποία αντιστοιχούν, στη Στοά, η λατρεία του τάφου και του φερέτρου, μα σας είχα επιστήσει, κιόλας, λίγο πιο πριν την προσοχή σας πάνω σ’ αυτό. Και στις δυο περιπτώσεις αυτές πρόκειται για ένα συμβολισμό του Έσχατου και του Ύψιστου, για στοιχεία μιας οργιαστικής πρωτόγονης θρησκευτικότητας, νυκτερινών και μανιακών θυσιών, προς τιμήν του Τελευτάν και του Γίγνεσθαι, του Θανάτου, της Μεταμόρφωσης και της Ανάστασης… Θα θυμάστε πως τα μυστήρια της Ίσιδος, όπως και τα ελευσίνια, γιορτάζονταν νύχτα και σε σκοτεινά σπήλαια. Ε, λοιπόν, υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη πολλές αιγυπτιακές αναμνήσεις στον τεκτονισμό και πολλές μυστικές εταιρίες αυτονομάστηκαν ελευσίνιες ενώσεις. Υπήρξαν εορτές του μασονισμού, εορτές των ελευσινίων μυστηρίων και των αφροδισίων μυστικών, κατά τις οποίες, τελικά, έπαιξε το ρόλο της κι η γυναίκα, εορτές των ρόδων, που τις υπαινίσσονταν τα τρία γαλάζια ρόδα της μπροστέλας του τέκτονα και που, καθώς φαίνεται, θα τέλειωναν σε βακχικά όργια… — Μπα, μπα, τι ακούω, καθηγητά Νάφτα; Κι όλα αυτά είναι ελευθεροτεκτονισμός; Και μ’ όλα αυτά θα πρέπει να φανταστώ το φίλο μας Σετεμπρίνι, ένα τόσο λαγαρό μυαλό… — Θα ήσασταν εξαιρετικά άδικος απέναντί του! Όχι, ο Σετεμπρίνι δεν ξέρει τίποτα πια απ’ όλ’ αυτά. Δε σας είπα, πως η Στοά είχε απαλλαχτεί, από τους όμοιούς του, από κάθε στοιχείο ανώτερης ζωής; Έχει ουμανιστικοποιηθεί, εκμοντερνιστεί, Θεέ μου! Ξαναγύρισε, απ’ αυτού του είδους τις πλάνες, στον Ωφελισμό, στη Λογική και στην Πρόοδο, στον αγώνα εναντίον των Ηγεμόνων και του Κλήρου, κοντολογίς σε μια κοινωνική αντίληψη της ευτυχίας. Εκεί μέσα συζητούν πάλι για τη φύση, την αρετή, το μέτρο και την πατρίδα. Μ' ένα λόγο, πρόκειται για την misère bourgeoise, οργανωμένη λέσχη… — Κρίμα! Κρίμα, στις εορτές των ρόδων! Θα ρωτήσω το Σετεμπρίνι αν, αληθινά, δεν ξέρει τίποτα απ’ όλ’ αυτά. — Τον εντιμότατο Ιππότη του Αλφαδιού, κάγχασε ο Νάφτα. Πρέπει να ’χετε υπ’ όψη σας, πως δεν του ήταν και τόσο εύκολο να γίνει δεχτός στην οικοδομή του ναού της ανθρωπότητας, γιατί ’ναι φτωχός, σαν ποντικός της εκκλησίας, και δε ζητούν τόσο μια υψηλή καλλιέργεια, μια ουμανιστική μόρφωση, παρακαλώ, όσο μια αρκετή περιουσία, για να μπορεί να πληρώνει τα δικαιώματα εισδοχής και τις ετήσιες συνεισφορές, που δεν είναι καθόλου αμελητέα ποσά. Μόρφωση και περιουσία, αυτός είναι ο μπουρζουά! Αυτά είναι τα θεμέλια της παγκόσμιας φιλελεύθερης δημοκρατίας! — Οπωσδήποτε, γέλασε ο Χανς Κάστορπ. Τη βλέπουμε καθαρά μπροστά μας. — Ωστόσο, πρόσθεσε ο Νάφτα, ύστερα από κάμποση σιωπή, θα ήθελα να σας συμβουλέψω, να μην πάρετε πάρα πολύ ελαφρά αυτό τον άνθρωπο και την υπόθεσή του, θα ήθελα, μάλιστα, να προσπαθήσω, μια και μιλούμε τώρα δα γι’ αυτόν, να σας επιστήσω εντελώς ιδιαίτερα την προσοχή σας. Το ξεπερασμένο δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο να σημαίνει ό,τι και το αβλαβές. Η στενομυαλιά δε χρειάζεται να ’ναι και αθώα, άδολη. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν ρίξει πολύ νερό στο κρασί τους, που άλλοτε ήταν πολύ δυνατό, μα η ιδέα της ένωσης, καθαυτή παραμένει αρκετά δυνατή, για να υπομείνει το πολύ νέρωμα. Διατηρεί λείψανα ενός γόνιμου μυστικού κι ελάχιστα μπορεί ν’ αμφιβάλει κανείς, τόσο για τ’ ότι, οι Στοές, έχουν βάλει το χέρι τους στο παγκόσμιο παιγνίδι, όσο και για τ’

ότι μπορεί να δει να κρύβονται, πίσω από τις πλάτες του αξιαγάπητου αυτού κυρίου Σετεμπρίνι, περισσότερες απ’ όσο θα μπορούσε να φανταστεί κι ο ίδιος, δυνάμεις, που ο φίλος μας, είναι ο συγγενής κι ο απόστολός τους… — Ο απόστολος; — Ναι, ένας προσηλυτιστής, ένας αλιέας ψυχών. «Και τι είδους απόστολος είσαι του λόγου σου;» σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, κι είπε δυνατά: — Ευχαριστώ, Καθηγητά Νάφτα. Σας είμαι ειλικρινά υποχρεωμένος, για τη νύξη σας και τη συμβουλή σας. Ξέρετε κάτι; Θα ανεβώ ένα πάτωμα ψηλότερα, όσο μπορεί να γίνει, φυσικά, λόγος, για δεύτερο πάτωμα σ’ ένα τέτοιο σπίτι, και θα προσπαθήσω να πιάσω το σφυγμό αυτού του νηφάλιου αδελφού της Στοάς. Ένας μαθητευόμενος πρέπει να ’ναι άπληστος για γνώση και άφοβος… Και προσεχτικός, φυσικά… Με τους αποστόλους, είναι αυτονόητο, η φρόνηση επιβάλλεται. Μπορούσε να κουβεντιάσει άφοβα και με το Σετεμπρίνι, επίσης, για να μεγαλώσει τη μόρφωσή του, γιατί τούτος δω, δεν είχε να κατηγορήσει σε τίποτα τον κύριο Νάφτα, αναφορικά με την εχεμύθεια του τελευταίου, κι ούτε έδειχνε, άλλωστε, ότι είχε την παραμικρή έγνοια να παρουσιάσει, σαν μυστήριο, τις σχέσεις του μ’ εκείνη την αρμονική κοινότητα στην οποίαν ανήκε. Η «Rivista della Massoneria Italiana» βρισκόταν ανοιγμένη πάνω στο τραπέζι του. Ο Χανς Κάστορπ ούτε και που την είχε καλά καλά προσέξει ίσαμε κείνη τη στιγμή. Κι όταν, φωτισμένος από το Νάφτα, έφερε τη συζήτηση προς τη βασιλική τέχνη, σάμπως οι σχέσεις του Σετεμπρίνι με τον Ελευθεροτεκτονισμό να μη σήκωναν ούτε και την πιο ελάχιστη σκιά αμφιβολίας, δε συνάντησε παρά μια προσποιητή επιφυλακτικότητα. Θα υπήρχαν, χωρίς άλλο, σημεία, πάνω στα οποία ο λογοτέχνης δεν άφηνε ελεύθερο τον εαυτό του και που, σχετικά μ’ αυτά, κρατούσε κλεισμένα τα χείλη του με κάποια επιδεικτικότητα. Κατά πως φαινότανε, θα ήταν δεμένος μ’ εκείνες τις τρομοκρατικές υποσχέσεις, που ο Νάφτα είχε κάνει λόγο γι’ αυτές: μικρομυστικότητες, που δεν επεκτείνονταν παρά μόνο στις εξωτερικές συνήθειες των μυημένων και στην ίδια τη θέση που κατείχε σ’ αυτή την παράξενη οργάνωση. Μα όσο για τ’ άλλα, μιλούσε πάρα πολύ και χάραξε, για τον περίεργο, ένα σημαντικό πίνακα της έκτασης του σωματείου του, που εκπροσωπευόταν σ’ όλο τον κόσμο σχεδόν, από είκοσι χιλιάδες περίπου στοές και πεντακόσιες μεγάλες στοές, και που απλωνόταν ίσαμε και σε πολιτισμούς όπως της Αϊτής και της Δημοκρατίας των νέγρων της Λιβερίας. Δεν ήξερε, επίσης, και λίγα διάφορα μεγάλα ονόματα, που οι φορείς τους υπήρξαν, ή που ήταν και σήμερα, φραμασόνοι, ονόμασε το Βολταίρο, το Λαφαγιέτ και το Ναπολέοντα, το Φρανκλίνο και τον Ουάσινγκτον, το Ματσίνι και το Γαριβάλδη, και μάλιστα, ανάμεσα στους ζωντανούς, τον ίδιο τον βασιλιά της Αγγλίας. Εκτός απ’ αυτούς, απαρίθμησε ένα μεγάλο αριθμό ανδρών που είχαν στα χέρια τους τις τύχες των ευρωπαϊκών κρατών, μέλη κυβερνήσεων και κοινοβουλίων. Ο Χανς Κάστορπ εκδήλωσε το σεβασμό του, μα καμιά έκπληξη. Το ίδιο συνέβαινε, είπε, και με τις φοιτητικές ενώσεις. Κι αυτές, επίσης προσέγγιζαν τους φοιτητές, μεταξύ τους,

για όλη τους τη ζωή κι ήξεραν να εξυπηρετούν όσους ανήκαν σ’ αυτές. Και, μάλιστα, όταν κάποιος τύχαινε να μην είναι μέλος καμιάς ένωσης, πολύ δύσκολα πετύχαινε να μπει σε κάποια ιεραρχική υπηρεσία. Γι’ αυτό μπορεί και να μην ήταν ολότελα συνετό, από μέρους του κυρίου Σετεμπρίνι, τ’ ότι περηφανευότανε για τις σχέσεις αυτών των μεγάλων ονομάτων και κατόχων υψηλών θέσεων, με το μασονισμό. Γιατί, τότε, θα έπρεπε να παραδεχτεί κανείς αντίθετα, πως αν πράγματι ήταν πιασμένες από τέκτονες όλες αυτές οι σημαντικές θέσεις, αυτό δεν απόδειχνε, γενικά, παρά μόνο πως η δύναμη του μασονισμού είχε βάλει σίγουρα το χεράκι της στο παγκόσμιο παιγνίδι, περισσότερο απ’ όσο θα ’θελε να ομολογήσει, ειλικρινά, ο κύριος Σετεμπρίνι. Ο Σετεμπρίνι χαμογέλασε. Αερίστηκε, μάλιστα, με το τεύχος της «Massoneria», που κρατούσε στα χέρια του. Φανταζόταν, μήπως, ότι του στήνανε παγίδα; ρώτησε. Ήθελαν μήπως να τον παρασύρουν σε ασύνετες εκμυστηρεύσεις, πάνω στον πολιτικό χαρακτήρα, πάνω στο ουσιαστικά πολιτικό πνεύμα της Στοάς; — Ανώφελη κατεργαριά, μηχανικέ μου! Παραδεχόμαστε την πολιτική ανοιχτά, χωρίς καμιά επιφύλαξη. Δε δίνουμε την παραμικρή σημασία στο μίσος, που μερικοί ανόητοι είναι εγκατεστημένοι στη χώρα σας, μηχανικέ μου, και πουθενά αλλού σχεδόν συνδέουν μ’ αυτή τη λέξη και με τούτο τον τίτλο. Ο φιλάνθρωπος δεν μπορεί καν να παραδεχτεί τη διαφορά μεταξύ της πολιτικής και της μη πολιτικής. Δεν υπάρχει μη πολιτική. Όλα είναι πολιτική. — Πέρα για πέρα; — Ξέρω καλά, πως υπάρχουν άνθρωποι, που θεωρούνε καλό το να επισύρουν την προσοχή πάνω στην αρχικά απολιτική φύση της ελευθεροτεκτονικής σκέψης. Μα οι άνθρωποι αυτοί παίζουν με τις λέξεις και χαράζουνε σύνορα, που είναι πια καιρός να παραδεχτούμε ότι είναι φανταστικά και ανόητα. Πρώτα πρώτα, οι ισπανικές στοές, τουλάχιστον, είχαν από την αρχή κιόλας, έναν πολιτικό χρωματισμό… — Το φαντάζομαι. — Φαντάζεστε πολύ λίγα πράματα, μηχανικέ μου. Μη νομίζετε, ότι μπορείτε να φαντάζεστε πολλά πράματα από μόνος σας. Μα προσπαθήστε μάλλον ν’ αφομοιώσετε και να χρησιμοποιήσετε, σας παρακαλώ για το ίδιο σας το συμφέρον, όπως και για το συμφέρον του τόπου σας και της Ευρώπης ό,τι θα προσπαθήσω να σας βάλω στο κεφάλι, κατά δεύτερο λόγο. Secundo, πραγματικά, η μασονική ιδέα δεν υπήρξε ποτέ απολιτική, σε καμιά εποχή, δεν της ήταν δυνατό να είναι τέτοια κι αν πίστεψε ότι ήταν, έκανε λάθος, απλούστατα, πάνω στην ίδια τη φύση της. Τι είμαστε; χτίστες κι εργάτες είμαστε που δουλεύουνε σε μια οικοδομή. Όλοι ακολουθούν ένα και μοναδικό σκοπό, το καλύτερο μέρος του συνόλου είναι ο βασικός νόμος της αδελφοσύνης. Ποιο είναι αυτό το καλύτερο μέρος και ποια ’ναι αυτή η οικοδομή; Το κοινωνικό οικοδόμημα μεθοδικά κατασκευασμένο, η τελειοποίηση της ανθρωπότητας, η νέα Ιερουσαλήμ. Τι δουλειά ’χει, για όνομα του Θεού, μέσα σ’ αυτά, η πολιτική και η μη πολιτική; Το κοινωνικό πρόβλημα, το πρόβλημα της ίδιας της συνύπαρξης καθαυτής είναι πολιτική, πέρα για πέρα πολιτική, αποκλειστικά πολιτική. Οποιοσδήποτε, λοιπόν, αφιερώνεται σ’ αυτό το πρόβλημα κι

όποιος θα προσπαθούσε να ξεφύγει απ’ αυτό δεν θ’ άξιζε τ’ όνομα του ανθρώπου — ανήκει στην πολιτική, στην εσωτερική όπως και στην εξωτερική πολιτική, και καταλαβαίνει πως η τέχνη του ελευθεροτέκτονα είναι η τέχνη του κυβερνάν… — Του κυβερνάν… — Πως ο φωτισμένος ελευθεροτεκτονισμός γνώρισε το βαθμό της αντιβασιλείας… — Πολύ, ωραία, κύριε Σετεμπρίνι. Η τέχνη του κυβερνάν! ο βαθμός της αντιβασιλείας! αυτό μ’ αρέσει. Μα πείτε μου ένα πράμα: Είστε χριστιανοί, όλοι εσείς, που ανήκετε στο μασονισμό; — Perche! — Με συγχωρείτε, αλλιώς ήθελα να κάνω αυτή την ερώτηση, πιο γενικά και πιο απλά. Πιστεύετε στο Θεό; — Θα σας απαντήσω. Γιατί μου κάνετε αυτή την ερώτηση; — Δεν ήθελα να σας πειράξω, πρωτύτερα, μα υπάρχει βλέπετε, μια βιβλική ιστορία, όπου κάποιος προσπαθεί να πειράξει τον Κύριο, παρουσιάζοντάς του ένα ρωμαϊκό νόμισμα και σαν απάντηση δέχεται, πως πρέπει ν’ αποδώσουμε στον Αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον Αυτοκράτορα και στο Θεό ό,τι είναι του Θεού. Μου φαίνεται πως ο τρόπος αυτός, να ξεχωρίζουμε τα πράματα, μας δίδει και τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην πολιτική και στη μη πολιτική. Αν υπάρχει Θεός, υπάρχει κι αυτή η διαφορά. Οι φραμασόνοι πιστεύουνε στο Θεό; — Είμαι υποχρεωμένος να σας απαντήσω. Μιλάτε για μια ένωση που γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί, μα που προς μεγάλη θλίψη όλων των αγαθών ανθρώπων, δεν υπάρχει ακόμα. Η παγκόσμια ένωση των ελεύθερων τεκτόνων δεν υπάρχει. Αν πραγματοποιείτο, κι επαναλαμβάνω, πως εργάζομαι με σιωπηλή αφοσίωση σ’ αυτό το μεγάλο έργο, η θρησκευτική ομολογία της, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα ενοποιείτο επίσης και θα εκφραζότανε ως εξής: écrasez l'infâme! — Υποχρεωτικά; Δε θα ’ταν ανεχτό. — Δε μου φαίνεστε να είστε αρκετά ώριμος, μηχανικέ μου, για να μπορέσετε να συζητήσετε το πρόβλημα της ανοχής. Μα όσο να ’ναι, προσπαθήστε να εννοήσετε, ότι η ανοχή γίνεται έγκλημα, όταν αφορά στο κακό. — Ο Θεός θα ’ταν, λοιπόν, το κακό; — Η μεταφυσική είναι το κακό. Γιατί δεν είναι καλή για τίποτα άλλο, παρά μόνο για ν’ αποκοιμίζει την ενεργητικότητα που πρέπει να ’χουμε, για την οικοδόμηση του ναού της κοινωνίας. Κι αυτό έκανε κιόλας, πριν από έναν αιώνα κοντά, περίπου, δίνοντας το παράδειγμα, η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας, όταν έσβηνε τ’ όνομα του Θεού, απ’ όλες τις νομοθετικές πράξεις. Κι εμείς οι Ιταλοί ακολουθήσαμε το παράδειγμά της…. — Πόσο είναι καθολικιστικό! — Νομίζετε …. — Πόσο ιδιαίτερα καθολικιστικό είναι το να διαγράφεται με μια μονοκοντυλιά ο Θεός!

— Θέλετε να πείτε… — Τίποτα το αξιάκουστο, κύριε Σετεμπρίνι. Μη δίνετε ιδιαίτερη σημασία στη φλυαρία μου! Αυτή τη στιγμή μόνο μου πέρασε από το νου, πως ο αθεϊσμός ήταν φοβερά καθολικιστικός και πως δε διαγράψανε το Θεό παρά για να μπορούν ν’ ανήκουν περισσότερο ακόμη στον Καθολικισμό. Αν ο κύριος Σετεμπρίνι έμεινε ατάραχος, ύστερα από τα λόγια που άκουσε, αυτό δεν το έκανε, κατά πάσα πιθανότητα, παρά μόνο από παιδαγωγική μέθοδο. Ύστερα, λοιπόν, από τη σιωπή που έκρινε απαραίτητο να περάσει, αποκρίθηκε: — Δεν έχω καμιά απολύτως επιθυμία, μηχανικέ μου, να σας εξαπατήσω ή να σας πληγώσω στον Προτεσταντισμό σας. Μιλούσαμε για την ανοχή… Είναι περιττό να υπογραμμίσω, πως απέναντι στον Προτεσταντισμό δείχνω κάτι πιο πολύ από ανοχή, αισθάνομαι βαθύ θαυμασμό για τον ιστορικό ρόλο του, κατά του στραγγαλισμού της συνειδήσεως. Η εφεύρεση της τυπογραφίας κι η Μεταρρύθμιση είναι και παραμένουν οι πιο υψηλές αξίες της κεντρικής Ευρώπης, για την υπόθεση της ανθρωπότητας. Αυτό ’ναι εκτός πάσης αμφιβολίας. Μα ύστερα απ’ αυτό που είπατε, τώρα δα μόλις, δεν αμφιβάλλω, πως θα μ’ εννοούσατε ακριβώς, αν σας έκανα να προσέξετε, πως αυτό δεν είναι παρά η μια μόνο όψη του ζητήματος και πως υπάρχει και δεύτερη. Ο Προτεσταντισμός περιέχει στοιχεία…. Η ίδια η προσωπικότητα του μεταρρυθμιστού σας είχε στοιχεία… Εννοώ στοιχεία ησυχασμού και υπνωτικής βύθισης, που δεν είναι ευρωπαϊκά, που είναι ξένα και εχθρικά προς το νόμο της ζωής σε τούτη δω τη δραστήρια ήπειρο. Κοιτάξτε τον, αλήθεια, αυτόν το Λούθηρο! Προσέξτε τα πορτραίτα του, όσα έχουμε αυτά της νεότητάς του, και τα άλλα, εκείνα της ώριμης ηλικίας του! Τι κρανίο είναι αυτό, τι ζυγωματικά, είναι αυτά και κείνη η παράξενη θέση των ματιών του! Μα όλ’ αυτά είναι Ασία, φίλε μου! Δε θα εκπλαγόμουν, δε θα εκπλαγόμουν καθόλου, αν έπαιζε το ρόλο του σ’ όλ’ αυτά κανένα βαντοσλαβοσαρματικό στοιχείο κι αν ή ποιος θα μπορούσε να το αρνηθεί; φοβερή, άλλωστε, προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου εσήμαινε πως ο ένας από τους τόσο επικίνδυνα ισορροπημένους δίσκους της ζυγαριάς του τόπου σας είχε μοιραία φορτωθεί μ’ ένα φοβερό βάρος: ο ανατολικός, που ως τις μέρες μας κάνει το δυτικό δίσκο να αιωρείται προς τον ουρανό… Από το ουμανιστικό αναλόγιό του, πλάι στο φεγγίτη, όπου στεκόταν ίσαμε κείνη τη στιγμή, ο κύριος Σετεμπρίνι πλησίασε στο στρογγυλό τραπέζι, με την καράφα του νερού, και προς το μέρος του μαθητή του, που ήταν καθισμένος στον κολλητά με τον τοίχο καναπέ, χωρίς ν’ ακουμπά με την πλάτη, παρά έχοντας τους αγκώνες στα γόνατά του, στήριζε το πηγούνι του με το χέρι. — Caro! είπε ο κύριος Σετεμπρίνι, Caro amico! Θα πρέπει να παρθούν αποφάσεις, αποφάσεις ανυπολόγιστης αξίας, για την ευτυχία και το μέλλον της Ευρώπης, και θα πρέπει να τις πάρει ο τόπος σας, θα πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα στην ψυχή του. Τοποθετημένος ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, θα πρέπει να εκλέξει οριστικά και με πλήρη συνείδηση ανάμεσα στους δυο κόσμους, που συνερίζονται το χαρακτήρα του, θα πρέπει ν’ αποφασίσει. Είσαστε νέος, θα πάρετε μέρος σ’ αυτή την απόφαση, θα

κληθείτε ν’ ασκήσετε την επιρροή σας απάνω στον τόπο σας. Ας ευλογήσουμε, λοιπόν, τη μοίρα που σας οδήγησε σε τούτα δω τα φοβερά μέρη, μα που ταυτόχρονα μου δίνει την ευκαιρία ν’ ασκήσω κάποια επίδραση στην εύπλαστη νιότη σας, με το λόγο μου, που δεν του λείπει ολότελα η πείρα, που δεν είναι ολωσδιόλου δίχως δύναμη και να σας κάνω να νιώσετε τις ευθύνες που έχετε, που έχει ο τόπος σας στα μάτια του πολιτισμού… Ο Χανς Κάστορπ καθότανε, κρατώντας το πηγούνι του μέσα, στη φούχτα του. Κοίταζε έξω, από το φεγγίτη, και στα γαλάζια, απλοϊκά μάτια του, μπορούσε να διαβάσει κανείς την αντίσταση της σκέψης του. Δεν είπε τίποτα. — Σωπαίνετε, μίλησε συγκινημένος ο Σετεμπρίνι. Εσείς κι ο τόπος σας αφήνετε μια σιωπή γιομάτη επιφύλαξη να πλανιέται πάνω σ’ αυτά τα πράματα, που η έλλειψη διαφάνειάς της δεν επιτρέπει να εκφράσει κανείς καμιά κρίση για το βάθος της. Δεν αγαπάτε το λόγο, ή δεν ξέρετε πώς να τον χειριστείτε, ή τον κρατάτε ιερό μ’ έναν τρόπο ελάχιστα μεταδοτικό, κι ο αρθρωμένος κόσμος δεν ξέρει ούτε μαθαίνει, πού βρίσκεται, μαζί σας. Είναι επικίνδυνο, φίλε μου. Η γλώσσα είναι αυτός τούτος ο πολιτισμός… Μα η βουβαμάρα απομονώνει. Υποψιάζεται κανείς, πως θα δοκιμάσετε να σπάσετε τη μοναξιά σας με πράξεις. Θα βάλετε τον ξάδελφό σας Τζιάκομο (ο κ. Σετεμπρίνι, για μεγαλύτερη ευκολία του συνήθιζε να λέει το Γιόαχιμ «Τζιάκομο»), να προχωρήσει έξω από τη σιωπή σας «και δυο με δυνατά χτυπήματα θα ρίξει κάτω κι οι άλλοι θα το βάλουνε στα πόδια», όπως λέει κι ο ποιητής. Καθώς ο Χανς Κάστορπ άρχισε να γελά, ο κύριος Σετεμπρίνι χαμογέλασε επίσης, ικανοποιημένος, για την ώρα, τουλάχιστον, από το αποτέλεσμα αυτό που είχαν προκαλέσει τα πλαστικά λόγια του. — Ωραία, ας γελάσουμε! είπε. Θα με βρείτε να είμαι πάντα στη διάθεσή σας για ευθυμία. «Το γέλιο είναι μια ακτινοβολία της ψυχής», λέει ένας αρχαίος. Ξεφύγαμε, επίσης, από το θέμα μας, σε πράγματα που όπως παραδέχομαι, είναι συνδεμένα με τις δυσκολίες που συναντούν οι προπαρασκευαστικές εργασίες μας για μια παγκόσμια μασονική ένωση, σε δυσκολίες που η προτεσταντική Ευρώπη, ακριβώς, ορθώνει μπροστά μας… Κι ο κύριος Σετεμπρίνι εξακολουθούσε να μιλά μ ενθουσιασμό, για την ιδέα αυτής της παγκόσμιας ένωσης, που είχε γεννηθεί στην Ουγγαρία και που η πραγματοποίησή της, την οποία μπορούσε να ελπίζει κανείς, θα έδινε στον ελευθεροτεκτονισμό μια δύναμη, που θα ήταν αποφασιστική για την τύχη του κόσμου. Έδειξε, εντελώς περαστικά, επιστολές που είχε λάβει από ξένες εξοχότητες της Στοάς, πάνω σ αυτό το ζήτημα, ένα αυτόγραφο του Ελβετού μεγάλου δασκάλου, του Quartier la Tente, του τριακοστού τρίτου βαθμού και σχολίασε το σχέδιο που είχαν να κάνουν την εσπεράντο, αυτό το τεχνητό γλωσσικό ιδίωμα, διεθνή γλώσσα του Τεκτονισμού. Ο ζήλος του υψώθηκε στη σφαίρα της υψηλής πολιτικής, έκανε το γύρο της Ευρώπης και ζύγισε τις πιθανότητες της επαναστατικής δημοκρατικής σκέψης, στην ίδια του την πατρίδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Ισχυρίστηκε επίσης, ότι διατηρούσε αλληλογραφία με πρόσωπα τοποθετημένα επί κεφαλής της μεγάλης Στοάς του τελευταίου αυτού βασιλείου, όπου τα πράματα πλησίαζαν, χωρίς καμιά αμφιβολία, σε μια αποφασιστική περίοδο. Ο Χανς Κάστορπ δεν

είχε παρά να τον θυμηθεί, να θυμηθεί τι του έλεγε τώρα, όταν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, τα γεγονότα θα τον δικαίωναν εκεί κάτω! Ο Χανς Κάστορπ υποσχέθηκε ότι θα το έκανε. Πρέπει να παρατηρήσουμε, πως οι μασονικές συζητήσεις αυτές είχαν γίνει ανάμεσα στο μαθητή και σε κάθε ένα, χωριστά, από τους δυο μέντορές του, κατά το χρονικό διάστημα που είχε προηγηθεί της επιστροφής του Γιόαχιμ σ’ Αυτούς εκεί πάνω. Η συζήτηση στην οποία φτάνουμε τώρα, έγινε ύστερα από την επιστροφή του και μπροστά του, εννιά εβδομάδες μετά τον ερχομό του, στις αρχές του Οκτωβρίου κι ο Χανς Κάστορπ κράτησε την ανάμνηση αυτής της συντροφιάς, κάτω από το φθινοπωριάτικο ήλιο, μπροστά στο «Θεραπευτήριο» του Πλατς, με τα αναψυκτικά πάνω στο τραπέζι, γιατί ο Γιόαχιμ του προξένησε, εκείνη τη μέρα, μια κρυφή ανησυχία, με φαινόμενα και συμπτώματα που συνήθως δεν αποτελούν αντικείμενα ανησυχίας και συγκεκριμένα πόνους στο λάρυγγα και βράχνιασμα, αθώες ενοχλήσεις, επομένως, μα που στο νεαρό Κάστορπ, φάνηκαν κάτω από ένα φως κάπως παράξενο, θα μπορούσε να πει κανείς, που νόμιζε πως αναπηδούσε από το βάθος των ματιών του Γιόαχιμ, αυτών των ματιών που πάντα ήσαν γλυκά, και τόσο γλυκά μεγάλα, μα που κείνη κει τη μέρα ακριβώς κι όχι πριν απ’ αυτήν, είχαν μεγαλώσει και βαθύνει, κατά τρόπο ακαθόριστο, με μια έκφραση ρεμβαστική και πρέπει να προσθέσουμε αυτή την παράξενη λέξη — απειλητική, πλάι σ’ αυτή τη σιωπηλή εσωτερική λάμψη που αναφέραμε κιόλας και θα έκανε λάθος κανείς αν έλεγε πως δεν είχε αρέσει στο Χανς Κάστορπ, το αντίθετο, μάλιστα, του άρεσε παρά πολύ, μόνο που, παρ’ όλ’ αυτά, του προξενούσε μεγάλη ανησυχία. Και με λίγα λόγια, δεν είναι δυνατόν να μιλά διαφορετικά κανείς γι’ αυτές τις εντυπώσεις παρά μ’ έναν τρόπο συγκεχυμένο, σύμφωνα με το χαρακτήρα του. Όσο τώρα, για τη συζήτηση, τη λογομαχία μια λογομαχία, φυσικά ανάμεσα στο Νάφτα και το Σετεμπρίνι, ήταν κάτι ιδιαίτερο και δεν έμοιαζε, παρά από πολύ μακριά, με τις παράξενες εκείνες προσωπικές συνομιλίες τους με το Χανς Κάστορπ, απάνω στον ελευθεροτεκτονισμό. Εκτός από τα δυο ξαδέλφια, παραβρίσκονταν, επίσης, κι ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε κι ο Φέρντιναντ Βέεζαλ, κι όλοι έδειχναν τεράστιο ενδιαφέρον, μ’ όλο που δε βρίσκονταν όλοι στο ύψος του θέματος, ο κύριος Φέργε, λόγου χάρη, υπογράμμισε ρητά πως δεν ήταν. Μα μια φιλονικία, που διεξάγεται μ’ έναν τρόπο, σάμπως η ίδια η ζωή να 'ταν το διεκδικούμενο αντικείμενό της, και συνάμα, με πνεύμα και κέφι, σαν να ΜΗΝ επρόκειτο για τη ζωή παρά για ένα κομψό στοίχημα, και τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας όλων των λογομαχιών μεταξύ Σετεμπρίνι και Νάφτα μια παρόμοια φιλονικία, λοιπόν, είναι φυσικά, απόλυτα ενδιαφέρουσα καθαυτή, ακόμη και γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν μεγάλα πράματα και που μόνο αόριστα μπορούν να υπολογίσουν την έκτασή της. Ως και ακροατές, ολότελα ξένοι, που κάθονταν τυχαία στα κοντινά τραπεζάκια, τέντωναν το αυτί τους στη συζήτηση, με σηκωμένα φρύδια, αιχμαλωτισμένοι από το πάθος και από τη χάρη του διαλόγου. Ήταν, όπως είπαμε, μπροστά στο «Θεραπευτήριο», το απόγεμα, ύστερα από το τσάι. Οι τέσσερις οικότροφοι του Μπέργκχοφ είχαν συναντήσει εκεί το Σετεμπρίνι και κατά

σύμπτωση, ενώθηκε μαζί τους κι ο Λέο Νάφτα. Κάθονταν όλοι τους γύρω από ένα σιδερένιο τραπεζάκι, μπροστά σ’ αναψυκτικά, άνισο και βερμούτ. Ο Νάφτα που δειπνούσε εδώ, είχε παραγγείλει γλυκά και κρασί, πράμα που ήταν φανερό, αποτελούσε ανάμνηση της ζωής του, σαν νεόφυτος. Ο Γιόαχιμ, δρόσιζε συχνά πυκνά τον άρρωστο λάρυγγά του, με φυσικό χυμό λεμονιού, πολύ δυνατό και πολύ ξινό, γιατί έκανε τους ιστούς να συστέλλονται, πράμα που τον ανακούφιζε λίγο. Όσο για το Σετεμπρίνι, έπινε απλούστατα, ζαχαρωμένο νερό, μα με καλαμάκι και με τέτοιο ορεκτικό κι όμορφο τρόπο, σαν να γευότανε το πιο ακριβό δροσιστικό. Αστειεύτηκε: — Τι ακούω, μηχανικέ μου; Τι είναι αυτή η φήμη που έφτασε ως τ’ αυτιά μου; Η Βεατρίκη σας ξανάρχεται; Η οδηγός σας μέσα κι από τις εννιά σφαίρες των κύκλων του Παραδείσου; Ε, λοιπόν, θέλω να ελπίζω πως παρ’ όλ’ αυτά, δε θ’ αποστέρξετε ολότελα το φιλικό χέρι του Βιργιλίου σας! Ο Εκκλησιαστής μας, από δω, θα σας επιβεβαιώσει πως ο κόσμος του medio evo δεν θα είναι πλήρης, αν λείψει από τον φραγκισκανικό μυστικισμό κι ο αντίθετος πόλος, της θωμιστικής γνώσης. Γελάσανε για την τόσο σχολαστική αστειότητα και κοιτάξανε το Χανς Κάστορπ, που γελώντας επίσης, σήκωσε το ποτήρι του με το βερμούτ, για να πιει στην υγεία του «Βιργιλίου του». Δύσκολα όμως θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, τι ανεξάντλητη ασυμφωνία ιδεών θα ξεκινούσε κατά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, από αυτά τα αθώα, αν και εξεζητημένα λόγια του κυρίου Σετεμπρίνι. Γιατί, ο Νάφτα, έχοντας προκληθεί, κατά κάποιο τρόπο, πέρασε αμέσως στην επίθεση, βάζοντάς τα με τον Λατίνο ποιητή, που ο Σετεμπρίνι, όπως ήταν αρκετά γνωστό, τον λάτρευε κυριολεκτικά, σαν θεό, ίσαμε το σημείο να τον τοποθετεί πιο πάνω κι από τον Όμηρο, ενώ ο Νάφτα είχε κιόλας, περισσότερο από μια φορά, εκφράσει την πιο συντριπτική περιφρόνηση απέναντί του, όπως κι απέναντι ολόκληρης της λατινικής ποίησης, γενικά, κι άρπαξε πάλι, με μοχθηρία κι ετοιμότητα, την ευκαιρία που του προσφερόταν. Ήταν μια προκατάληψη του Μεγάλου Ντάντε, είπε το να περιβάλλει, με τόση επισημότητα, αυτόν τον μετριότατο στιχοπλόκο και να του δώσει, στο ποίημά του, έναν τόσο υψηλό ρόλο, μ’ όλο που ο κύριος Λοντοβίκο έδινε, χωρίς αμφιβολία, υπερβολικά μασονική σημασία σ' αυτό το ρόλο. Τι είχε λοιπόν, το ιδιαίτερο αυτός ο δαφνοστεφής αυλικός και παπουτσογλείφτης του ιουλιανού οίκου, αυτός ο μητροπολιτικός λογοτέχνης και πομπορήτορας, ο στερημένος κι από την πιο ελάχιστη δημιουργική σπίθα, που η ψυχή του, αν είχε ψυχή, βέβαια, ήταν από δεύτερο χέρι, οπωσδήποτε, και που δεν ήταν καθόλου ποιητής, παρά ένας Γάλλος με πουδραρισμένη περούκα της εποχής του Αυγούστου; Ο κύριος Σετεμπρίνι δεν αμφέβαλε, πως ο αξιότιμος αντίμαχός τους ήξερε το μέσο και τον τρόπο να συμβιβάσει την περιφρόνησή του προς την περίοδο της πιο υψηλής ακμής του ρωμαϊκού πολιτισμού, με την υπηρεσία του, σαν καθηγητής των Λατινικών. Του φαινόταν, όμως απαραίτητο, να επισύρει την προσοχή του κυρίου Νάφτα, στην πιο σοβαρή αντίφαση, που έπεφτε, εκφράζοντας παρόμοιες κρίσεις, γιατί τον έφερναν σ’ αντίθεση με τους αγαπημένους του αιώνες, οι οποίοι, όχι μόνο δεν είχαν περιφρονήσει το Βιργίλιο, παρά, επί πλέον, είχαν αποδώσει δικαιοσύνη, αρκετά απλοϊκά, σίγουρα, στο

μεγαλείο του, θεωρώντας τον μάγο, γιομάτο από τη δύναμη της σοφίας. Ολωσδιόλου του κάκου, αποκρίθηκε ο Νάφτα, καλούσε ο κύριος Σετεμπρίνι, σε βοήθειά του, την αφέλεια της νεαράς και νικηφόρας εκείνης εποχής, που είχε αποδείξει τη δημιουργική δύναμή της ακόμη και στη δαιμονοποίηση αυτού, που προκαλούσε την απορία της. Οι δογματικοί, άλλωστε, της νεαράς Εκκλησίας δεν κουράζονταν να εφιστούν την προσοχή εναντίον των ψευδολογιών των φιλοσόφων και των ποιητών της αρχαιότητας και, ιδιαίτερα εναντίον του αίσχους του ηδονιστικού ρητορισμού του Βιργιλίου, και σήμερα, που πάλι έγερνε προς τον τάφο της μια εποχή, και που θαμποχάραζε μια προλεταριακή αυγή, η ώρα ήταν αληθινά ευνοϊκή να συμμεριστούμε τα αισθήματά τους! Έτσι, ο κύριος Λοντοβίκο, λοιπόν, για να του απαντήσει και σ’ αυτό, μπορούσε να είναι βέβαιος ότι εκείνος, ο Νάφτα, αφοσιωνόταν, στο κάπως αστικό επάγγελμά του, μ’ όλη την αρμόζουσα reservatio mentalis και πως δεν συμμεριζότανε, δίχως ειρωνεία, ένα κλασικό ρητορικό εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο κι ο μεγαλύτερος αισιόδοξος δεν μπορούσε να δώσει, οπωσδήποτε, παρά μερικές δεκαετηρίδες ζωής ακόμη. — Τους μελετήσατε, φώναξε ο Σετεμπρίνι, τους μελετήσατε, με τον ιδρώτα του προσώπου σας, αυτούς τους παλιούς ποιητές και φιλόσοφους και δοκιμάσατε να κάνετε δικιά σας την πολύτιμη κληρονομιά τους, με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιήσατε τα υλικά των αρχαίων οικοδομών, για να χτίσετε τις εκκλησίες και τα μοναστήρια σας, τους τόπους της προσευχής σας! Γιατί το καταλάβατε πάρα πολύ καλά, πως δε θα ήσασταν ικανοί να δημιουργήσετε μια καινούρια μορφή τέχνης, με τις ίδιες σας τις δυνάμεις της προλεταριακής σας ψυχής κι είχατε ελπίσει, ότι θα μπορούσατε να χτυπήσετε την αρχαιότητα με τα ίδια σας τα όπλα. Έτσι θα γίνει πάλι, έτσι θα γίνεται πάντα! Το αγράμματο προλεταριάτο σας θα πρέπει να πάει στο σχολείο αυτού που εσείς θα θέλατε να περιφρονείτε και να πείσετε και τους άλλους να το περιφρονούν. Γιατί, χωρίς μόρφωση, δε θα μπορούσατε να επιβληθείτε στην ανθρωπότητα και δεν υπάρχει παρά μια και μοναδική μόρφωση: αυτή που εσείς την ονομάζετε αστική καλλιέργεια! Ζήτημα δεκαετιών το τέλος του ουμανιστικού εκπαιδευτικού συστήματος; Μόνο η ευγένεια εμπόδιζε τον κύριο Σετεμπρίνι να γελάσει αμέριμνα και κοροϊδευτικά. Μια Ευρώπη, που ήξερε ν’ αξιοποιεί την αιώνια κληρονομιά της, θα περνούσε, μ’ όλη τη γαλήνη της συνείδησής της, στην ημερήσια διάταξη της κλασικής λογικής, περιφρονώντας τις προλεταριακές Αποκαλύψεις, που τόσο άρεσε σε μερικούς μερικούς να οραματίζονται. Μα για τούτη την ημερησία διάταξη, ακριβώς, αποκρίθηκε ο Νάφτα, με δηκτικό τόνο, δε φαινόταν να ξέρει και πολλά πράματα ο κύριος Σετεμπρίνι. Γιατί, το πρόβλημα, που ο αντίμαχός του θεωρούσε καλό να ταμπουρώνεται πίσω του, βρισκότανε στην ημερησία διάταξη: αν, δηλαδή η μεσογειακή κλασικό ουμανιστική παράδοση ήταν υπόθεση ολόκληρης της ανθρωπότητας κι επομένως κάτι ανθρώπινα αιώνιο, ή αν δεν ήταν, οπωσδήποτε, παρά μια μόνο μορφή του πνεύματος κι εξάρτημα μιας εποχής, της αστικοφιλελεύθερης εποχής, κι αν θα εξαφανιζότανε κι εκείνη μαζί της. Το πρόβλημα αυτό ήταν υπόθεση της Ιστορίας να το λύσει, μα στο μεταξύ, ο κύριος Σετεμπρίνι θα έκανε

καλά να μην αφήνει τον εαυτό του να βαυκαλίζεται με την ψεύτικη βεβαιότητα, πως η λύση αυτή θα μπορούσε να ήταν ευνοϊκή για την άποψη του λατινικού συντηριτισμού του. Ήταν μια ολωσδιόλου ιδιαίτερη αδιαντροπιά του κοντού Νάφτα, το ν’ αποκαλέσει τον κύριο Σετεμπρίνι, το δηλωμένο θεράποντα της προόδου, «συντηρητικό». Όλοι το αισθάνθηκαν αυτό και μ ιδιαίτερη πίκρα, φυσικά, εκείνος που τον είχε πετύχει αυτό το βέλος και που έστριβε ερεθισμένα το ανατριχιαστικό μουστάκι του, καθώς ζητούσε μια απάντηση, κι αφήνοντας έτσι τον καιρό στον εχθρό του ν’ αρχίσει καινούριες επιθέσεις εναντίον του ιδανικού της κλασικής καλλιέργειας, εναντίον του ρητορικολογοτεχνικού πνεύματος και του χαρακτήρα της σχολής και της παιδαγωγικής της Ευρώπης, κι εναντίον της γραμματοφορμαλιστικής υποχοντρίας του, που δεν ήταν παρά ένα εξάρτημα αναρχίας της αστικής τάξης, μα που για το λαό, από χρόνια τώρα, δεν αποτελούσε παρά ένα αντικείμενο κοροϊδίας. Ναι, δεν υποπτευόταν κανείς, ίσαμε ποιο σημείο κοροΐδευε ο λαός τους διδακτορικούς τίτλους μας και τον πανεπιστημιακό μανδαρινισμό μας και την υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση, αυτό τ’ όργανο της αστικής δικτατορίας των τάξεων, που το χρησιμοποιούσαν με την ψευδαίσθηση πως η μόρφωση του λαού ήταν η νερωμένη επιστημονική καλλιέργεια. Ο λαός, ήξερε, από πολλά χρόνια τώρα, πως δεν έπρεπε να ζητήσει στους πληρωμένους λειτουργούς, μα αλλού, να βρει την καλλιέργεια και την εκπαίδευση, που χρειαζότανε στον αγώνα του εναντίον της σκωληκόβρωτης βασιλείας της μπουρζουαζίας, κι ακόμη και τα σπουργίτια το σφυρίζανε πάνω στις στέγες, πως ο σχολικός τύπος μας, που δεν είναι άλλο τι από το μοναστηριακό σχολείο του Μεσαίωνα, στην εξέλιξή του, αποτελούσε έναν αναχρονισμό και μια γελοία παλιατσαρία, πως κανένας στο κόσμο δεν όφειλε πια τη λεγόμενη καλλιέργειά του στο σχολείο και πως μια διδασκαλία ελεύθερη και κατανοητή απ’ όλους, με δημόσιες διαλέξεις, μ’ εκθέσεις και με κινηματογραφικές ταινίες θα ήταν απείρως ανώτερη από κάθε σχολική διδασκαλία. Στο μίγμα, από επανάσταση και σκοταδισμό, που σερβίριζε ο Νάφτα στους ακροατές του, του αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι, ο σκοταδισμός επικρατούσε μ’ έναν τρόπο ελάχιστα ορεκτικό. Η ικανοποίηση, που δοκίμαζε, βρίσκοντας το Νάφτα τόσο περίφροντι να μορφώσει το λαό, ήταν κάπως ριψοκίνδυνη, γιατί φοβόταν μη κι υπερισχύσει σ’ αυτόν η ενστικτώδης τάση του να βυθίσει το λαό και τον κόσμο στα σκοτάδια του αναλφαβητισμού. Ο Νάφτα χαμογέλασε. Ο αναλφαβητισμός; Ώρα ήταν να πίστευε, πως τώρα δα είχε προφέρει μια αληθινά τρομαχτική λέξη, να πείστηκε ότι είχε δείξει την κεφαλή της Γοργόνας και πως όλος ο κόσμος θα έχανε το χρώμα του, κατά πως ταιριάζει, από την τρομάρα του. Εκείνος, ο Νάφτα, λυπόταν που όφειλε να δώσει στον αντίπαλό του μια απογοήτευση, πληροφορώντας τον πως ο τρόμος των ουμανιστών μπροστά στην ιδέα του αναλφαβητισμού, του έκανε, απλούστατα, μεγάλη ευχαρίστηση. Έπρεπε να ’ναι λογοτέχνης της Αναγέννησης, ένας άνθρωπος του Secento, ένας οπαδός του Μαρίνι, ένας παλιάτσος του estilo culto, για ν’ αποδώσει στους κανόνες ανάγνωσης και της γραφής μια τόσο υπερβολική παιδαγωγική σημασία, ίσαμε που να φαντάζεται ότι παντού, εκεί

που θα έλειπε αυτή η γνώση, θα έπρεπε να βασιλεύει, ναι και καλά, η νύχτα του πνεύματος. Ξεχνούσε, λοιπόν, ο κύριος Σετεμπρίνι, πως ο πιο μεγάλος ποιητής του Μεσαίωνα, ο Βόλφραμ φον Έσενμπαχ, ήταν αγράμματος; Την εποχή εκείνη θεωρούσαν ντροπή, στη Γερμανία, να στέλνουνε στο σχολείο ένα παιδί, που δεν ήθελε να γίνει κληρικός, κι αυτή η αριστοκρατικό λαϊκή περιφρόνηση προς τις τέχνες του λόγου υπήρξε πάντα απόδειξη αληθινής ευγένειας, ενώ ο λογοτέχνης, αυτός ο αληθινός γιος του ανθρωπισμού και του αστισμού, ήξερε χωρίς αμφιβολία, να βαδίζει και να γράφει, πράμα που δεν ήξεραν ή που ήξεραν πολύ άσχημα, ο ευπατρίδης, ο πολεμιστής και ο λαός, μα εκτός απ’ αυτό, ούτε ήξερε τίποτα ούτε εννοούσε τίποτα, για όλο τον κόσμο δεν ήταν παρά ένας λατινόγλωσσος χωρατατζής, που χειριζότανε το λόγο και που παρατούσε τη ζωή στους τίμιους ανθρώπους, γι’ αυτό, χωρίς άλλο και φούσκωνε και την ίδια την πολιτική με φρέσκο αέρα, με ρητορισμούς, δηλαδή, και όμορφη λογοτεχνία, πράμα που στη γλώσσα του κόμματος, ονομάστηκε ριζοσπαστισμός και δημοκρατία, και τα λοιπά και τα λοιπά. Απάνω σ’ αυτό, άρχισε την επίθεσή του ο κύριος Σετεμπρίνι. Με πολύ μεγάλη αποκοτιά, φώναξε, ανάπτυξε ο αντίπαλός του το γούστο του, για την ένθερμη βαρβαρότητα ορισμένων εποχών, κοροϊδεύοντας την αγάπη για τη λογοτεχνική μορφή, που χωρίς αυτή δε θα ’ταν οπωσδήποτε, δυνατή ούτε και νοητή, καμιά ανθρωπότητα, οπωσδήποτε όχι, και ποτέ των ποτέ! Ευγένεια; Μόνο ένας που μισούσε το ανθρώπινο γένος μπορούσε να βαφτίζει μ’ αυτό το όνομα την απουσία του λόγου, τον αγροίκο και βουβό ματεραλισμό. Πολύ περισσότερο ευγενική ήταν μια και μοναδική αριστοκρατική πολυτέλεια, η generosita, που συνίσταται στο να δίνουμε στη μορφή μια δική της ανθρώπινη αξία, σαν τέχνη για την τέχνη, αυτή η κληρονομιά του ελληνολατινικού πολιτισμού, που οι ουμανιστές, οι uomini letterati, είχαν, ξαναδώσει στο ρωμανικό κόσμο, τουλάχιστον, και που υπήρξε η πηγή κάθε ευρύτερου και ουσιαστικότερου ιδεαλισμού, ακόμη και του πολιτικού. — Μάλιστα κύριέ μου! Αυτό που θα θέλατε να διασύρετε, αποχωρίζοντας το λόγο από τη ζωή, δεν είναι άλλο από μια υψηλή ενότητα μέσα στο διάδημα της Ομορφιάς, και το από ποια μεριά θα βρεθούν τα υψηλόφρονα νιάτα, σε μια λογομαχία, ανάμεσα στη Λογοτεχνία και στη Βαρβαρότητα, είναι κάτι που δε μ’ ανησυχεί καθόλου. Ο Χανς Κάστορπ, που δεν είχε δώσει στη συζήτηση παρά μια κάπως αφηρημένη προσοχή, γιατί το πρόσωπο του πολεμιστή, που ήταν μπροστά και που αντιπροσώπευε την αληθινή ευγένεια, ή, ακριβέστερα, η καινούρια έκφραση των ματιών του, τον απασχολούσε, αναπήδησε, γιατί αισθάνθηκε ότι τον ανακαλούσαν και τον ανακάτευαν στην υπόθεση τα τελευταία λόγια του κυρίου Σετεμπρίνι, μα ύστερα πήρε μια έκφραση, όπως εκείνη τη μέρα που ο Σετεμπρίνι θέλησε να τον υποχρεώσει επίσημα να διαλέξει ανάμεσα «στην Ανατολή και στη Δύση»: μια έκφραση, λοιπόν, γιομάτη, επιφυλακτικότητα κι ανυποταξία, και σώπασε. Τούτοι δω οι δυο φτάνανε στα άκρα, σαν να ’ταν απαραίτητο, όταν ήθελε να λογομαχήσει κανείς, και τσακώνονταν με λύσσα για δυο αντίθετα άκρα, ενώ εκείνου, του

Χανς Κάστορπ, του φαινόταν, αλήθεια, πως κάπου εκεί, ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο αμόνιαστα και που δεν μπορούσαν να υποφέρουν το ένα το άλλο, πράματα, ανάμεσα σ’ αυτόν το ρητορικό ουμανισμό και σ’ αυτή την αναλφάβητη βαρβαρότητα, θα έπρεπε να βρίσκεται κάτι που θα μπορούσε να το θίξει κανείς μ’ ένα πνεύμα συνδιαλλαγής, σαν αληθινά ανθρώπινο. Αλλά ο Χανς Κάστορπ δεν εξέφρασε τη σκέψη του, για να μην ερεθίσει περισσότερο τα δυο πνεύματα, και γιομάτος επιφυλάξεις, εξακολουθούσε να τους κοιτάζει να κονταροχτυπιούνται όλο και πιο πολύ μεταξύ τους και ν’ αλληλοβοηθούνται μέσα στην εχθρότητά τους, από τη στιγμή που ο Σετεμπρίνι είχε ξεκινήσει τη συζήτηση, με το μικρό εκείνο αστείο του, πάνω στον λατίνο Βιργίλιο. Ο κύριος Σετεμπρίνι υπερασπιζότανε πάντα το λόγο, τον κουνούσε απειλητικά στον αέρα, τον έκανε να θριαμβεύει. Μπήκε στη μέση φρουρός κι υπέρμαχος του λογοτεχνικού δαιμόνιου κι εξύμνησε την ιστορία των γραμμάτων, από τη στιγμή που για πρώτη φορά, ένας άνθρωπος, θέλοντας να δώσει διάρκεια στη γνώση του και στα αισθήματά του, είχε χαράξει λέξεις πάνω σε μια πέτρα. Μίλησε για τον αιγυπτιακό θεό Θοτ, που είχε ταυτιστεί με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο του Ελληνισμού και που είχε τιμηθεί σαν ο εφευρέτης της γραφής, ο προστάτης των βιβλιοθηκών κι ο εμψυχωτής όλων των πνευματικών προσπαθειών. Έκλεινε το γόνυ, με το λόγο, μπροστά σ’ αυτόν τον Τρισμέγιστο, τον ουμανιστή Ερμή, το δάσκαλο της παλαίστρας, σ’ αυτόν που η ανθρωπότητα του όφειλε το πολύτιμο δώρο της λογοτεχνικής έκφρασης και της αγωνιστικής ρητορικής, σπρώχνοντας, έτσι, το Χανς Κάστορπ, να κάμει τούτη δω την παρατήρηση: Τότε, αυτός ο θεός, που γεννήθηκε στην Αίγυπτο, υπήρξε χωρίς άλλο, ένας πολιτικός κι είχε παίξει, ουσιαστικά, τον ίδιο ρόλο με τον κυρ Μπρουνέττο Λατίνι, που είχε δώσει, ειδικότερα, την παιδεία στους Φλωρεντινούς και που τους είχε διδάξει την τέχνη του λόγου καθώς και την τέχνη να κυβερνούν τη Δημοκρατία τους, σύμφωνα με τους κανόνες της πολιτικής… Απάνω σ’ αυτό, ο Νάφτα αποκρίθηκε πως ο κύριος Σετεμπρίνι είχε κάμει ένα μικρό λάθος και πως είχε δώσει ένα υπερβολικά κολακευτικό πορτραίτο του Θοτ του Τρισμέγιστου. Γιατί ο Θοτ ήταν μάλλον πιθηκοειδής θεότητα της σελήνης και των ψυχών, ένας πίθηκος μ’ ένα μισοφέγγαρο πάνω στο κεφάλι του και με τ’ όνομα του Ερμή, πρώτα πρώτα και κύρια, ένας θεός του θανάτου και των νεκρών: ο ψυχοδαμαστής και ψυχοπομπός, που κιόλας, κατά τις τελευταίες περιόδους της αρχαιότητας, τον είχαν μεταμορφώσει σ’ έναν μάγο και που ο καβαλλιστικός Μεσαίωνας τον έκαμε πατέρα του ερμητικού αλχημισμού. Τι, τι; Στη σκέψη του Χανς και στο εργαστήριο της φαντασίας του όλα είχανε ανακατωθεί. Εκεί ’ταν ο Θάνατος, τυλιγμένος στο γαλάζιο μανδύα του κι ήταν ένας ουμανιστής ρήτορας. Όταν κοίταζε κανείς από πιο κοντά τον παιδαγωγό θεό της λογοτεχνίας και φίλο των ανθρώπων, έβλεπε έναν πίθηκο καθισμένο ανακούρκουδα, που είχε στο μέτωπό του τα σημάδια της νύχτας και της μαγείας… Έκανε αρνητικά νεύματα με το χέρι κι ύστερα σκέπαζε τα μάτια του. Μα μες στα σκοτάδια όπου είχε καταφύγει, στη σύγχυσή του, αντήχησε η φωνή του Σετεμπρίνι, που εξακολουθούσε να εγκωμιάζει τη λογοτεχνία.

Όχι μόνο το θεωρητικό, μα και το ενεργητικό μεγαλείο, επίσης, φώναξε, υπήρξε πάντα δεμένο μαζί της. Κι ονόμασε τον Αλέξανδρο, τον Καίσαρα, τον Ναπολέοντα, ονόμασε τον Φρειδερίκο της Πρωσίας κι άλλους ήρωες, ακόμα και το Λασάλ και το Μόλτκε. Δεν αφέθηκε να ξεφύγει από το θέμα του, όταν ο Νάφτα θέλησε να τον παρασύρει στην Κίνα, όπου βασίλευε η πιο γελοία θεοποίηση του αλφάβητου κι όπου γινότανε κανείς αρχιστράτηγος, μόνο γιατί ήξερε να χαράσσει σαράντα χιλιάδες ιερόγλυφα με σινική μελάνη, πράμα που ανταποκρινόταν απόλυτα στην πνευματική κατάσταση ενός ουμανιστή! Εκείνος, ο Νάφτα, ήξερε πάρα πολύ καλά, πως δεν επρόκειτο για σχεδιάσματα με σινική μελάνι, παρά για τη λογοτεχνία, θεωρημένη σαν ώθηση, που δόθηκε στην ανθρωπότητα, για το πνεύμα της (κακόμοιρε χλευαστή!) που δεν ήταν παρά αυτό τούτο το πνεύμα, το θαύμα της ένωσης σ’ ένα, της ανάλυσης και της μορφής. Αυτή ’ταν που ξυπνούσε τη διάνοια για καθετί ανθρώπινο, αυτή προσπαθούσε να κινήσει και να εκμηδενίσει τις ανόητες πεποιθήσεις και προλήψεις, αυτή εξάγνιζε, ευγένιζε και βελτίωνε το ανθρώπινο γένος. Δημιουργώντας τον πιο άκρο ηθικό εξευγενισμό και την πιο λεπτή ευαισθησία, μυούσε τους ανθρώπους, χωρίς να τους φανατίζει καθόλου, στην αμφιβολία, στη δικαιοσύνη, στην επιείκεια. Η αγνιστική κι αγιαστική επίδραση της λογοτεχνίας, η καταστροφή των παθών από τη γνώση και το λόγο, η λογοτεχνία σαν δρόμος προς την κατανόηση, προς τη συγγνώμη και προς την αγάπη, η λυτρωτική δύναμη της γλώσσας, το λογοτεχνικό πνεύμα, σαν το ευγενέστερο φαινόμενο του ανθρώπινου πνεύματος, γενικά, ο λογοτέχνης, σαν τέλειος άνθρωπος, σαν άγιος σ’ αυτό τον τόνο της έξαρσης υψώθηκε το απολογητικό εγκώμιο του κυρίου Σετεμπρίνι. Αχ, μα ούτε κι ο αντίμαχός του έχασε τη φωνή του. Ήξερε να κόψει στη μέση τους αγγελικούς χαιρετισμούς, με καυστικές, φανταχτερές παρατηρήσεις, παίρνοντας το μέρος του συντηρητισμού και της ζωής εναντίον του πνεύματος της αποσύνθεσης, που κρυβόταν πίσω από κείνη την αγγελική υποκρισία. Η θαυματουργή ένωση, που είχε κάνει τη φωνή του κυρίου Σετεμπρίνι να τρεμουλιάσει από συγκίνηση, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά απάτη και πλάνη της φαντασίας, γιατί η μορφή, που το λογοτεχνικό πνεύμα καυχώταν, ότι την συνένωνε με την αρχή της έρευνας και της ανάλυσης, δεν ήταν παρά μια φαινομενική κι απατηλή μορφή, δεν ήταν μια αυθεντική, φυσική μορφή, που είχε αναπτυχθεί ομαλά, δεν ήταν μια ζωντανή μορφή. Ο επιλεγόμενος αναμορφωτής του κόσμου, είχε φέρει χωρίς άλλο, στα χείλη του τις λέξεις του εξαγνισμού και της εξαγίασης, μα στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά ένας ευνουχισμός και μια αφαίμαξη της ζωής. Το πνεύμα, μάλιστα, ο ζήλος του θεωρητικού, βεβηλώνουν τη ζωή, κι αυτός που θα ’θελε να καταστρέψει τα πάθη ήθελε το μηδέν, το καθαρό μηδέν· καθαρό, οπωσδήποτε, αφού καθαρό είναι το μόνο επίθετο που, το πολύ πολύ, μπορείς ν’ αποδώσεις στο μηδέν. Μα σ’ αυτό ακριβώς, ο κύριος Σετεμπρίνι, ο λογοτέχνης, θα έδειχνε, βέβαια, τι ήταν, δηλαδή σαν άνθρωπος της προόδου, του φιλελευθερισμού και της αστικής επανάστασης. Γιατί η πρόοδος ήταν καθαρός νιχιλισμός κι ο φιλελεύθερος πολίτης ήταν ακριβώς ο άνθρωπος του μηδενός και του διαβόλου, αρνιότανε και το Θεό, μάλιστα, το συντηρητικό και θετικιστικό απόλυτο, ορκιζόμενος στο διαβολικό αντι-απόλυτο και πιστεύοντας ακόμη τον εαυτό του σαν πρότυπο ευλάβειας, με το θανάσιμο φιλειρηνισμό του. Μα δεν ήταν

καθόλου ευσεβής, ήταν, αντίθετα, ένας προδότης στη ζωή, που στην Ιερά Εξέτασή της μπροστά και στο Μυστικό Δικαστήριό της έπρεπε να συρθεί et cetera. Με τέτοιες αιχμές κατάφερε ο Νάφτα να δώσει μια διαβολική μορφή στο αποθεωτικό εγκώμιο του λόγου και να παρουσιαστεί κι ο ίδιος σαν την ενσάρκωση της αληθινά αυστηρής αγάπης και του συντηρητικού πνεύματος, έτσι που απλά και καθαρά, ξαναγινόταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς πού ήταν ο Θεός και πού ο Διάβολος, πού ήταν ο Θάνατος και πού η Ζωή. Πρέπει να πιστέψει κανείς στο λόγο μας, ότι ο αντίπαλός του ήταν αρκετά σε θέση να του απαντήσει: κι αυτή η απάντηση που ήταν αξιόλογη, χρωστούσε και μια δεύτερη, που δεν ήταν λιγότερο καλή, και το πράμα συνεχίστηκε για κάμποσο ακόμη μ’ αυτό τον τρόπο, ίσαμε που η συζήτηση ξαναγύρισε σε προβλήματα, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω. Μα ο Χανς Κάστορπ δεν άκουσε περισσότερα, γιατί ο Γιόαχιμ είχε πει, στο μεταξύ, πως είχε την πολύ σαφή εντύπωση ότι άρπαξε κρυολόγημα και πως δεν ήξερε καλά καλά τι έπρεπε να κάμει, αφού τα κρυολογήματα δεν ήταν regus εδώ. Οι λογομάχοι δεν είχαν δώσει καμιά σημασία σε αυτά τα λόγια μα ο Χανς Κάστορπ, όπως είπαμε κιόλας, δεν άφηνε από το ανήσυχο βλέμμα του τον εξάδελφό του κι αποτραβήχτηκε, με τον Γιόαχιμ, στη μέση μιας ανταπάντησης, αφήνοντας να δει, αν το υπόλοιπο κοινό, που του αποτελούσανε ο Φέργε και ο Βέεζαλ, θα έδινε αρκετή παιδαγωγική ώθηση για να συνεχιστεί η συζήτηση. Στο δρόμο της επιστροφής προς το Μπέργκχοφ, βρέθηκαν σύμφωνοι, πως αναφορικά με τα κρυολογήματα και τους λαιμόπονους, θα έπρεπε ν' ακολουθηθεί η ιεραρχική οδός· δηλαδή: να επιφορτισθεί ο λουτράρης να ειδοποιήσει την αδελφή Προϊσταμένη κι ύστερα απ’ αυτό κάτι θα κατάφερναν, όσο να 'ναι, για τον άρρωστο. Έτσι έκαναν, κι έκαναν καλά. Το βράδυ αμέσως μετά το δείπνο, χτύπησε η πόρτα του Γιόαχιμ, ενώ ο Χανς Κάστορπ βρισκότανε, κατά σύμπτωση, στην κάμαρα του εξαδέλφου του, κι η Αντριάτικα έκαμε την εμφάνισή της, ρωτώντας με την τσιριχτή φωνή της, να πληροφορηθεί τις επιθυμίες και τα παράπονα του νεαρού αξιωματικού. — Λαιμόπονος; Κρυολόγημα; επανάλαβε. Τι παράξενα πράματα είναι αυτά που λέτε; Κι επιχείρησε να κοιτάξει τον άρρωστο με διαπεραστικό μάτι, χωρίς τα μάτια τους να καταφέρουν να συναντηθούνε ποτέ, πράμα για το οποίο ο Γιόαχιμ ήταν ολοκληρωτικά αθώος: μόνο το βλέμμα της Προϊσταμένης αντιστεκότανε πεισματάρικα σ’ αυτό. Μα τότε, για ποιο λόγο προσπαθούσε όλη την ώρα, όλο κι από την αρχή, να κάνει κάτι τέτοιο, αφού η πείρα της είχε αποδείξει πως της ήταν αδύνατο να το καταφέρει; Με τη βοήθεια ενός είδους μετάλλινου κόκαλου των παπουτσιών, που ανάσυρε από την τσάντα της ζώνης της, κοίταξε το εσωτερικό του λαιμού του άρρωστου, ενώ ο Χανς Κάστορπ, για να της κάνει φως, είχε πλησιάσει τη μικρή επιτραπέζια λάμπα, παίρνοντάς την από το κομοδίνο. Μην παύοντας να κοιτάζει, σηκωμένη στις μύτες των ποδιών, τις αμυγδαλιές του Γιόαχιμ, τον ρώτησε:

— Δε μου λέτε, αξιότιμε νεαρέ μου, μήπως στραβοκατάπιατε ποτέ; Τι ν’ απαντήσει κανείς σ’ αυτό; Όσο κράτησε η εξέταση δεν υπήρχε καν τρόπος να της δοθεί μια απάντηση. Μ’ ακόμη κι όταν τέλειωσε, όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία. Στη ζωή, φυσικά, είχε καταπιεί μια δυο φορές, τρώγοντας και πίνοντας. Μ’ αυτή ’ταν η τύχη όλων των ανθρώπων και χωρίς άλλο, δεν ήταν αυτό που ήθελε να πει, κάνοντας αυτή την ερώτηση. Ο Γιόαχιμ είπε: — Γιατί; Δε θυμόταν να του είχε συμβεί τελευταία. — Καλά, λοιπόν! έκανε εκείνη. Δεν ήταν παρά μια ιδέα μόνο που της είχε περάσει από το κεφάλι. Ναι, τότε θα είχε κρυολογήσει, είπε, προς μεγάλη έκπληξη των δυο ξαδέλφων, αφού η λέξη «κρυολόγημα» ήταν συνήθως απαγορευμένη στο ίδρυμα. Για να γίνει δυνατό να εξεταστεί καλύτερα ο λαιμός του, θα έκαναν καλά, ίσως, να ξετρέξουν στο λαρυγγοσκόπιο του Αυλικού Συμβούλου. Φεύγοντας, άφησε φορμαμίντ καθώς κι έναν επίδεσμο και γκουταπέρκα, για να κάνει κομπρέσες τη νύχτα. Κι ο Γιόαχιμ χρησιμοποίησε και το ’να και τ’ άλλο, ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι είχε ανακουφιστεί αισθητά, χάρη σ’ αυτά τα επιθέματα, κι εξακολούθησε να χρησιμοποιεί, και τόσο περισσότερο, όσο το κρυολόγημά του δεν έλεγε να υποχωρήσει, παρ’ όλη την περιποίηση που του γινότανε. Τις ακόλουθες μέρες, μάλιστα, έγινε πιο αισθητό, μ’ όλο που οι πόνοι στο λαιμό ήταν φορές που εξαφανίζονταν ολότελα. Έπειτα, το κρυολόγημά του ήταν καθαρά φανταστικό. Η διάγνωση βρέθηκε να συμφωνεί ακριβώς με το αποτέλεσμα των εξετάσεων του Αυλικού Συμβούλου, που είχε κρατήσει τον αξιαγάπητο Γιόαχιμ, για μια μικρή συμπληρωματική θεραπεία, πριν ξαναμπορέσει να τρέξει κάτω από τη σημαία του. Το τέλος του Οκτωβρίου είχε περάσει με πολλή διακριτικότητα. Κανένας δεν έβγαλε λέξη απάνω σ αυτό, ούτε ο Αυλικός Σύμβουλος ούτε τα ξαδέλφια μεταξύ τους: σιωπηλοί και με χαμηλωμένα μάτια, ξεπέρασαν αυτή την ημερομηνία. Σύμφωνα μ’ ό,τι είχε υπαγορέψει ο Μπέρενς στο βοηθό του, τον ειδήμονα στην ψυχολογία, κατά τη συνηθισμένη εξέταση, που γινότανε κάθε μήνα, και σύμφωνα μ’ αυτό που έδειχνε η φωτογραφική πλάκα, ήταν περισσότερο κι από φως φανερό, πως αν, άλλοτε, μπορούσε να γίνει λόγος και για μια τέτοια ετσιθελική αναχώρηση, τούτη δω τη φορά έπρεπε να επιμένει, με σιδερένια πειθαρχία, να κάνει την υπηρεσία, που θα του επιβάλλανε, ίσαμε ν’ αποχτήσει πέρα για πέρα την υγεία του. Και τότε, μόνο τότε, θα μπορούσε ν’ αναλάβει πάλι την υπηρεσία του, στην πεδιάδα, και να τηρήσει τον όρκο του αξιωματικού, που είχε δώσει. Τέτοιο ήταν το σύνθημα που πάνω του είχαν μείνει, σιωπηλά, απόλυτα σύμφωνοι και οι δυο. Μα, στην πραγματικότητα, κανείς μεταξύ τους δεν ήταν απόλυτα βέβαιος, πως ο άλλος πίστευε αληθινά σ’ αυτή την εξήγηση κι όταν χαμήλωνε τα μάτια του ο ένας μπροστά στον άλλο, ήταν από τη συνείδηση αυτής της αμφιβολίας κι αυτό δε συνέβαινε ποτέ, παρά μόνο όταν τα μάτια τους είχαν συναντηθεί πρωτύτερα. Αυτό, όμως γινότανε συχνά, ύστερα από κείνη τη συζήτηση πάνω στη λογοτεχνία, κατά την οποία ο Χανς

Κάστορπ είχε διακρίνει, για πρώτη φορά, αυτή την καινούρια λάμψη στο βάθος των ματιών του Γιόαχιμ, καθώς και την παράξενα «απειλητική» έκφρασή τους. Αυτό συνέβη, ακριβώς, κάποτε, στο τραπέζι: όταν ο Γιόαχιμ, δηλαδή, βραχνιασμένος πάντα, κατάπιε απότομα και βίαια και δεν μπόρεσε να ξαναπάρει εύκολα την αναπνοή του. Τότε, κι ενώ ο Γιόαχιμ λαχάνιαζε πίσω από την πετσέτα του, κι η φράου Μάγκνους, η γειτόνισσά του στο τραπέζι, σύμφωνα με την παλιά πρακτική, του χτυπούσε την πλάτη, τα μάτια τους συναντήθηκαν μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που τάραξε και τρόμαξε το Χανς Κάστορπ, περισσότερο κι από το Γιόαχιμ, που είχε πάθει εκείνο το ατύχημα και που θα μπορούσε να συμβεί, φυσικά, σ’ οποιονδήποτε. Ύστερα, ο Γιόαχιμ, έκλεισε τα δικά του με το πρόσωπο κρυμμένο στην πετσέτα του, άφησε τους ομοτράπεζούς του και την τραπεζαρία, για να τελειώσει με το βήχα του έξω. Χαμογελώντας, αν κι ακόμα ελαφρά ωχρός, ξαναγύρισε ύστερα από δέκα λεπτά, με μια λέξη συγγνώμης στα χείλη του, εξαιτίας της ενοχλήσεως που είχε προξενήσει στους άλλους. Όπως πρωτύτερα, ξαναπήρε μέρος στο φοβερά πλούσιο γεύμα και μετά, το επεισόδιο ξεχάστηκε ολότελα, χωρίς να γίνει η παραμικρή παρατήρηση, σαν ένα εντελώς κοινό γεγονός. Όταν όμως, μερικές μέρες αργότερα, και τούτη δω τη φορά δεν ήταν πια στο δείπνο, μα στο εξίσου πλούσιο πρόγευμα, ξανασυνέβη το ίδιο, χωρίς άλλωστε να ’χουνε συναντηθεί τα μάτια τους, των δυο ξαδέλφων, τουλάχιστον, γιατί ο Χανς Κάστορπ, σκυμμένος στο πιάτο του, εξακολούθησε να τρώει φαινομενικά αδιάφορος. Χρειάστηκε, ωστόσο, όσο να 'ναι, να πει δυο τρία λόγια απάνω σ’ αυτό το θέμα, όταν τελείωσε το φαγητό, κι ο Γιόαχιμ βλαστήμησε αυτή την καταραμένη μέγαιρα, τη Μύλεντονκ, που με τη γελοία ερώτησή της του είχε βάλει ψύλλους στ’ αυτιά και του το είχε υποβάλει, που ο διάβολος να την πάρει τη μάγισσα! Ναι, ήταν φανερό πως δεν επρόκειτο παρά μόνο για υποβολή, είπε ο Χανς Κάστορπ. Ήταν διασκεδαστικό να το διαπιστώσει κανείς, μέσα στη δυσαρέσκεια που τους προκαλούσε. Κι ο Γιόαχιμ, τώρα που είχε πει το πράμα με το όνομά του, από τότε κι ύστερα υπερασπιζότανε τον εαυτό του, με επιτυχία, εναντίον αυτής της μαγείας, ήταν προσεχτικός στο τραπέζι και δεν κατάπινε συχνότερα απ’ όσο καταπίνουν οι άνθρωποι που δεν είναι μαγεμένοι: αυτό δεν ξανασυνέβη παρά εννιά ή δέκα μέρες αργότερα, οπότε γενικά, δεν μπορούσε να πει κανείς τίποτα πάλι. Παρ’ όλ’ αυτά, τον καλέσανε να πάει στο Ραδάμανθυ, έξω από το κανονικό πρόγραμμα εξετάσεων. Η Προϊσταμένη τον είχε προδώσει και δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, τον είχε κάμει πολύ καλά. Γιατί, μια κι υπήρχε λαρυγγοσκόπιο στο ίδρυμα, το επίμονο αυτό βράχνιασμα, που ώρες ώρες καταντούσε να γίνεται αληθινή αφωνία, καθώς κι εκείνοι οι λαιμόπονοι που ξαναπαρουσιάζονταν μόλις ο Γιόαχιμ αμελούσε να μαλακώνει το λάρυγγά του με καταπότια που κατέβαζαν περισσότερο σάλιο, φαίνονταν να ’ναι αρκετά πειστικοί λόγοι, για να βγει από το ντουλάπι αυτό το έξυπνα επινοημένο όργανο, χωρίς να υπολογίζουμε αν ο Γιόαχιμ δεν κατάπινε πια με κανονικά διαλείμματα κι αυτό χάρη μόνο στις προφυλάξεις που έπαιρνε τρώγοντας, έτσι που, στα γεύματα, τελείωνε κανονικά, σχεδόν πάντα καθυστερημένα, σχετικά με τους ομοτράπεζούς του.

Ο Αυλικός Σύμβουλος, λοιπόν, καθρέφτισε, αντανάκλασε και κοίταξε βαθιά και για πολλή ώρα μέσα στο λαρύγγι του Γιόαχιμ, κι ύστερα απ’ αυτό, ο άρρωστος έτρεξε αμέσως στον εξώστη του Χανς Κάστορπ που τον είχε παρακαλέσει ιδιαίτερα, για να δώσει στον τελευταίο αυτόν τις σχετικές, με την επίσκεψή του στον Μπέρενς, πληροφορίες. Η εξέταση ήταν αληθινά κουραστική και γαργαλιστική, διηγήθηκε μισοψιθυριστά, γιατί ’ταν ακριβώς η κυριότερη κούρα ανάπαυσης κι η σιωπή βασίλευε παντού, και στο τέλος, ο Μπέρενς μωρολογούσε ένα σωρό πράματα, για μια ερεθισμένη κατάσταση κι είπε πως θα έπρεπε ν' αρχίσουνε να κάνουνε, κάθε μέρα καθετηριάσεις, θ’ άρχιζαν από αύριο το πρωί κιόλας το καυτηρίασμα, μόνο που έπρεπε να ετοιμαστεί πρώτα το φάρμακο. Ερεθισμός και καυτηριάσεις, λοιπόν. Ο Χανς Κάστορπ, με το κεφάλι γιομάτο συσχετισμούς ιδεών, που προχωρούσαν μακριά και που αναφέρονταν σε πολύ άσχετα πρόσωπα, όπως στο χωλό θυρωρό και σ’ εκείνη την κυρία που κρατούσε ολόκληρη την εβδομάδα το αυτί της και που κατάφεραν να την καθησυχάσουν ολότελα, είχε κι άλλες ερωτήσεις ακόμα στην άκρη των χειλιών του, μα δεν αποφάσισε να τις ξεστομίσει, παίρνοντας την απόφαση, ωστόσο, να τις κάμει στον Αυλικό Σύμβουλο, μόλις θα γινότανε δυνατό να βρεθεί μόνος μαζί του. Στο μεταξύ, περιορίστηκε να εκφράσει μπροστά στο Γιόαχιμ την ικανοποίησή του, που αυτή η μικροενόχληση του λαιμού του είχε μπει τώρα κάτω από έλεγχο και που ο ίδιος ο Αυλικός Σύμβουλος είχε πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Ήταν σπουδαίος τύπος, αλήθεια, και δε θ’ αμελούσε να ταχτοποιήσει τα πράματα. Ο Γιόαχιμ επιδοκίμασε τα λόγια του ξαδέλφου του με το κεφάλι, χωρίς να τον κοιτάξει κι ύστερα του γύρισε τις πλάτες για να περάσει στο δικό του εξώστη. Τι συνέβαινε με τον αξιαγάπητο Γιόαχιμ; Τούτες δω τις τελευταίες μέρες το βλέμμα του είχε γίνει αβέβαιο και δειλό. Τελευταία ακόμη, η προϊσταμένη Μύλεντονκ, μέσα στην απόπειρά της να διεισδύσει μέσα του, είχε πέσει πάνω στο γλυκό και σκοτεινό βλέμμα του. Μ’ αν έβανε στο νου της να ξαναδοκιμάσει την τύχη της, αληθινά δε θα μπορούσε να πει κανείς πως θα ’ταν δυνατό πια να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όπως κι αν είχε, όμως το πράμα, ο Γιόαχιμ απόφυγε τέτοιες συναντήσεις κι όταν παρ’ όλ’ αυτά, συνέβαιναν (γιατί ο Χανς Κάστορπ τον κοίταζε συχνά), αμέσως έχανε κανένας την άνεσή του. Στενοχωρημένος, ο Χανς Κάστορπ έμεινε στον εξώστη του, ενοχλημένος από τον πειρασμό να τρέξει να ρωτήσει αμέσως το Διευθυντή. Μα δεν ήταν δυνατό, γιατί ο Γιόαχιμ θα τον άκουγε να σηκώνεται κι έπρεπε, λοιπόν, ν’ αναβάλει αυτό το σχέδιο και να περιμένει να συναντήσει τον Μπέρενς μέσα στο απόγευμα. Μα δεν τον πέτυχε. Παράξενο! Δεν τα κατάφερε απόλυτα να πετύχει τον Αυλικό Σύμβουλο, ούτε εκείνο το ίδιο βράδυ, ούτε και τις δυο επόμενες μέρες. Ο Γιόαχιμ, φυσικά, τον εμπόδιζε κάπως στις κινήσεις του, μια και δεν έπρεπε να τον αφήσει να καταλάβει τίποτα, αλλ’ αυτό ωστόσο, δεν αρκούσε να εξηγήσει, για ποιο λόγο δεν μπορούσε ο Χανς Κάστορπ να φέρει σε πέρας αυτή τη συνάντηση και δεν εύρισκε τρόπο να τσακώσει το Ραδάμανθυ. Ο Χανς Κάστορπ τον ζητούσε και ρωτούσε γι’ αυτόν σ’ όλο το ίδρυμα, τον έστελναν εκεί που θα ’ταν βέβαιο να τον συναντήσει, μα δεν τον εύρισκε ποτέ. Ο Μπέρενς

παρακάθισε, όπως συνήθως, σ’ ένα γεύμα, μα βρέθηκε καθισμένος αρκετά μακριά, στο τραπέζι των «κοινών Ρώσων», και πάλι το έσκασε πριν από τα επιδόρπια. Ο Χανς Κάστορπ νόμισε, πολλές φορές, ότι τον είχε αρπάξει από ένα κουμπί, τον είδε στη σκάλα και στους διαδρόμους, να συνομιλεί με τον Κροκόβσκι, με την Προϊσταμένη, μ’ έναν άρρωστο, και τον παραμόνεψε. Μα μόλις γύριζε αλλού τα μάτια του, ο Μπέρενς είχε εξαφανιστεί κιόλας. Το σχέδιό του δεν πέτυχε παρά μόνο την τέταρτη μέρα. Από το ύψος του μπαλκονιού του είδε στον κήπο εκείνον που έπαιρνε από πίσω, απασχολημένο να δίνει εντολές στον κηπουρό. Πέταξε γρήγορα από πάνω του την κουβέρτα και κατέβηκε τέσσερα τέσσερα τα σκαλοπάτια. Με γερμένο, καμπυλωμένο τον σβέρκο, ο Αυλικός Σύμβουλος έλαμνε κατά το διαμέρισμά του. Ο Χανς Κάστορπ τον πήρε από πίσω τρέχοντας και τόλμησε να τον φωνάξει, μα δεν ακούστηκε. Στο τέλος, με κομμένη αναπνοή, πέτυχε να σταματήσει τον άνθρωπό του. — Τι γυρεύετε εσείς εδώ πέρα; τον επιτίμησε ο Αυλικός Σύμβουλος, κοιτάζοντάς τον κυριαρχικά, με τα δακρυσμένα μάτια του. Πρέπει μήπως να σας δώσω ένα ιδιαίτερο αντίγραφο του κανονισμού του ιδρύματος; Απ’ όσο ξέρω, τουλάχιστον, τώρα είναι η ώρα της κούρας. Ούτε η καμπύλη σας ούτε η πλάκα σας δε σας δίνουν ιδιαίτερο δικαίωμα να παριστάνετε το μεγάλο κύριο. Θα πρέπει να στήσω κάπου εδώ ένα σκιάχτρο, που ν’ απειλεί να σουβλίσει τους αρρώστους που κυκλοφορούν ελεύθερα στον κήπο, από τις δυο ως τις τέσσερις! Τι θέλετε αλήθεια; — Κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, είναι απόλυτη ανάγκη να σας μιλήσω μια στιγμή! — Το μυρίστηκα, από κάμποσες μέρες τώρα, πως κάτι τέτοιο είχατε βάλει στο κεφάλι σας. Με παίρνετε από πίσω, σαν να ’μουν ακριβώς η γυναίκα των ονείρων σας. Τι με θέλετε; — Με συγχωρείτε, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, μα δεν πρόκειται παρά μόνο για το ζήτημα του εξαδέλφου μου! Τώρα του κάνουν καθετηριάσεις… Είμαι βέβαιος, πως όλα γίνονται για το καλύτερο. Νομίζετε πως πρόκειται για κάτι αθώο; Μόνο αυτό ήθελα να σας ρωτήσω, απλούστατα. — Πάντα θέλετε να ’ναι όλα αθώα, Κάστορπ, έτσι είστε πλασμένος. Είστε μάλιστα, πολύ ικανός ν’ ασχολείστε ακόμη και με πράματα που δεν είναι εντελώς αθώα, μα φέρνεστε μαζί τους σαν να ’ταν έτσι κι όχι αλλιώς και μ’ αυτό τον τρόπο πιστεύετε ότι αρέσετε σε Θεό κι ανθρώπους. Είστε ένα είδος φοβητσιάρη κι υποκριτή, αγόρι μου, κι όταν ο ξάδελφός σας σας ονομάζει «πολίτη», δεν είναι παρά ένας υπερβολικός ευφημισμός. — Μπορεί να ’ναι κι έτσι, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Οι αδυναμίες, φυσικά, του χαρακτήρα μου είναι φανερές. Μα ακριβώς επειδή δεν πρόκειται, τούτη δω τη στιγμή γι’ αυτές, ήθελα, από τρεις μέρες τώρα, να σας ρωτήσω απλά… — Αν σας χρυσώνω το χάπι κι αν σας δίνω να πιείτε νερωμένο κρασί. Θέλετε να με στεναχωρήσετε και να με βασανίσετε, για να σας ενθαρρύνω στην καταραμένη υποκρισία σας, και για να μπορέσετε να κοιμηθείτε μ’ ήσυχη τη συνείδησή σας, την ώρα που άλλοι

αγρυπνούνε μέσα στην καταιγίδα. — Μα κύριε Αυλικέ Σύμβουλε, είστε υπερβολικά αυστηρός μαζί μου. Θα ήθελα, αντίθετα… — Ναι, η αυστηρότητα δεν είναι ακριβώς, σίγουρα, η υπόθεσή σας. Ο ξάδελφός σας είναι ένας πολύ διαφορετικός τύπος, είναι από άλλη πάστα αυτός, όχι από τη δική σας. Εκείνος ξέρει, έχει πείρα. Εκείνος ξέρει σιωπώντας, μ’ εννοείτε; Δε γαντζώνεται από το σακάκι των άλλων, για ν’ ακούσει ένα σωρό φλυαρίες και παρηγοριές. Αυτός ξέρει τι έκανε και τι ριψοκινδύνευσε, κι είναι πρότυπο ανδρός που εννοεί να κρατηθεί στο ύψος του και να μη λυγίσει, κι αυτό ’ναι μια αντρίκια τέχνη, μα που δεν αποτελεί, δυστυχώς, υπόθεση δίποδων φαινομένων όπως εσείς. Μα σας το λέω, Κάστορπ, αν κάνετε σκηνές εδώ χάμω κι αφήσετε κραυγές κι αν αφεθείτε στα αισθήματά σας του «πολίτη» θα σας διώξω από το σανατόριο. Γιατί οι άνδρες εδώ πέρα, θέλουν να είναι μεταξύ ανδρών, με καταλαβαίνετε; Ο Χάνς Κάστροπ δεν είπε τίποτα. Κι αυτός επίσης γιόμιζε τώρα βούλες, όταν άλλαζε χρώμα. Ήταν πάρα πολύ μαυρισμένος, μπρούτζινος, ώστε να χλομιάσει ολότελα. Στο τέλος κι ενώ τα χείλη του τρέμανε, είπε: — Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Τώρα πια ξέρω αρκετά, γιατί υποθέτω που δεν θα μου μιλούσατε τόσο… — πως να πω τόσο επίσημα, αν η περίπτωση του Γιόαχιμ δεν ήταν σοβαρή. Έπειτα, δεν έχω, καμιά τάση να δημιουργώ σκηνές και να ουρλιάζω, με κρίνετε άσκημα, κύριε Αυλικέ Σύμβουλε. Κι αν πρόκειται να δειχτεί κανείς διακριτικός, θα ξέρω να κρατήσω τη θέση μου, αυτό νομίζω ότι μπορώ να σας το βεβαιώσω. — Αγαπάτε, χωρίς άλλο, πολύ τον ξάδελφό σας, Χανς Κάστορπ, δεν είναι έτσι; ρώτησε ο Αυλικός Σύμβουλος, πιάνοντας ξαφνικά το χέρι του νέου και κοιτάζοντάς τον από πάνω ως κάτω με τα γαλάζια και δακρυσμένα μάτια του, που τα βλέφαρά τους ήταν μελανιασμένα… — Τι θέλετε να σας απαντήσω σ’ αυτό κύριε Αυλικέ Σύμβουλε; Έναν τόσο πολύ στενό συγγενή μου, τόσο καλό φίλο, το σύντροφό μου εδώ πάνω. Ο Χανς Κάστορπ άφησε ένα μικρό λυγμό κι ακούμπησε το πόδι του με τη μύτη, γυρίζοντας το τακούνι προς τα έξω. Ο Αυλικός Σύμβουλος βιάστηκε ν’ αφήσει το χέρι του. — Καλά, λοιπόν, προσπαθήστε να είστε καλός μαζί του γι’ αυτές τις έξι ή οχτώ εβδομάδες ακόμη, είπε. Αφεθείτε στη φυσική αγάπη σας για το αθώο, αυτό θα του είναι πιο ευχάριστο, χωρίς άλλο. Κι έπειτα είμαι κι εγώ εδώ, είμαι εδώ για να ταχτοποιήσω το πράμα όσο γίνεται πιο όμορφα και πιο άνετα. — Λάρυγξ, δεν είναι έτσι; είπε ο Χανς Κάστορπ, κάνοντας ένα νεύμα με το κεφάλι στον Αυλικό Σύμβουλο. — Laryngea, βεβαίωσε ο Μπέρενς. Γρήγορη καταστροφή. Κι ο βλεννώδης υμένας του φάρυγγος είναι, κι αυτός επίσης, σε πολύ άσκημη κατάσταση. Είναι πιθανόν, οι κραυγές

με τα προστάγματα, που έδινε στο σύνταγμά του, να δημιούργησαν ένα locus minoris resistentiae εκεί. Μα πάντα πρέπει να περιμένουμε τέτοιους αντιπερισπασμούς. Ελάχιστες πιθανότητες, αγόρι μου. Δηλαδή καμιά, για να πούμε απόλυτα την αλήθεια. Μα φυσικά, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ό,τι είναι καλό κι ακριβό. — Η μητέρα… είπε ο Χανς Κάστορπ. — Αργότερα, αργότερα. Δε βιάζει ακόμη. Προσπαθήστε με διακριτικότητα και προσοχή, να το μάθει σιγά σιγά, όχι αμέσως. Και τώρα, αδειάστε μου τη γωνιά, διαφορετικά θα το καταλάβαινε και θα του ήταν πάρα πολύ δυσάρεστο τ’ ότι κουβεντιάζουν έτσι γι’ αυτόν, πίσω από τις πλάτες του. Ο Γιόαχιμ κατέβαινε κάθε μέρα για τις καθετηριάσεις. Ήταν ένα ωραίο φθινόπωρο. Με παντελόνι από άσπρη φανέλα, κάτω από το μπλε σακάκι του, έφτανε συχνά καθυστερημένος, στα γεύματα, επιστρέφοντας από τη θεραπεία του, διακριτικός και αρρενωπός, χαιρετούσε σύντομα, μ’ έναν τρόπο αξιαγάπητο, ευγενικά κι ανδρικά, ζητώντας συγνώμη που δεν είχε έρθει στην ώρα του κι έπαιρνε θέση για το φαγητό, που τώρα του ετοίμαζαν ιδιαίτερα, γιατί δε θα κατάφερνε πια να παρακολουθήσει τους άλλους στον κατάλογο των φαγητών, που προσφέρονταν συνήθως, χωρίς να ριψοκινδυνεύσει να στραβοκαταπιεί. Του σερβίριζαν σούπες, χυλούς και ζωμούς. Οι ομοτράπεζοι του αντιλήφθηκαν γρήγορα την κατάσταση. Απαντούσανε στον χαιρετισμό του με ευγένεια κι ιδιαίτερη προθυμία, αποκαλώντας τον «υπολοχαγό». Κατά την απουσία του, ρωτούσανε το Χανς Κάστορπ κι έρχονταν κι από άλλα τραπέζια, επίσης, για να τον ρωτήσουν. Πήγε κι η φράου Σταιρ, στρουφίζοντας τα χέρια της και κλαψουρίζοντας, σαν συνοικιακό γύναιο. Μα ο Χανς Κάστορπ δεν αποκρινότανε, παρά με μονοσύλλαβα, αναγνώριζε τη σοβαρότητα της περίπτωσης, αλλ’ αρνήθηκε, ίσαμε ένα ορισμένο σημείο, την ιδιαίτερη σοβαρότητά της, κι αυτό έκανε έντιμα, με το συναίσθημα ότι δεν είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψει πρόωρα το Γιόαχιμ. Έκαναν, όπως πάντα, μαζί τον περίπατό τους, διανύανε τρεις φορές τη μέρα την κανονισμένη απόσταση, που ο Αυλικός Σύμβουλος την είχε ορίσει με πολλή ακρίβεια στο Γιόαχιμ, για ν’ αποφεύγει άσκοπο σπατάλη των δυνάμεών του. Ο Χανς Κάστορπ βάδιζε, έχοντας δεξιά τον ξάδελφό του. Παλιότερα, περπατούσανε ή έτσι η αλλιώς, όπως τους ερχότανε βολικά ή όπως τύχαινε, μα τώρα, ο Χανς Κάστορπ πήγαινε κατά προτίμηση από την αριστερή πλευρά του Γιόαχιμ. Δε μιλούσαν πολύ, δε λέγανε παρά μόνο τα λόγια, που έφερνε στα χείλη τους η ομαλή μέρα του Μπέργκχοφ, και τίποτα περισσότερο. Πάνω στο θέμα, που έμενε μετέωρο μεταξύ τους, δεν υπήρχε τίποτα να ειπωθεί και προπαντός, ανάμεσα σ’ ανθρώπους που έρεπαν προς την αιδημοσύνη και που δε λέει ο ένας στον άλλο το μικρό του όνομα, παρά μόνο σ’ εξαιρετικές περιστάσεις. Ωστόσο, η ανάγκη να εκφράσει τα αισθήματά του ήταν, στιγμές στιγμές, που μεγάλωνε μέσα στο στήθος του πολίτη Χανς Κάστορπ κι η καρδιά του ήταν έτοιμη να ξεχειλίσει. Μα ήταν αδύνατο. Αυτό που τον είχε οδυνηρά και με πολλή ταραχή πλημμυρίσει, ξανάπεφτε γρήγορα μέσα του κι έμενε άφωνος. Ο Γιόαχιμ περπατούσε δίπλα του, με το κεφάλι σκυμμένο. Κοίταζε χάμου, σαν κάτι να

ζητούσε στο χώμα. Ήταν τόσο παράξενο: περπατούσε εδώ, καλός και γερός, ολόκληρος κι όμορφος, χαιρετούσε τους περαστικούς, με το ιπποτικό τρόπο του, ήταν σε όλα του όπως πάντα, κι ανήκε στη γη. Όλοι της ανήκουμε, βέβαια, όλους θα μας πάρει, αργά ή γρήγορα. Μα τόσο νέος, με τόσο καλή και χαρούμενη θέληση να υπηρετήσει κάτω από τη σημαία, είναι πικρό αλήθεια, να τον πάρει πίσω σ’ ένα τόσο μικρό διάστημα. Πιο πικρό και πιο ακατανόητο, για έναν Χανς Κάστορπ, που ξέρει και που περπατά δίπλα του, παρ’ όσο για τον ίδιο τον άνθρωπο της γης, το γεωργό, που η σιωπηλή του διακριτική γνώση του είναι γενικά, περισσότερο ακαδημαϊκής φύσεως, και που, στο βάθος, η γη δεν έχει γι’ αυτόν παρά έναν αδυνατισμένο χαρακτήρα πραγματικότητας και σαν να ’ναι μια υπόθεση, που τον αφορά λιγότερο απ’ όσο τους άλλους. Κι αληθινά, ο θάνατός μας είναι, περισσότερο ακόμη, υπόθεση των ζωντανών παρ’ όσο δική μας. Γιατί, είτε θέλουμε να το θυμηθούμε, είτε όχι, τούτος δω ο λόγος του χωρατατζή σοφού έχει, οπωσδήποτε, την αξία του για την ψυχή, ότι δηλαδή, όσο υπάρχουμε, δεν υπάρχει θάνατος, κι όταν υπάρχει θάνατος δεν υπάρχουμε εμείς. Επομένως, ανάμεσα στο θάνατο και σε μας δεν υπάρχει πραγματική σχέση. Ο θάνατος είναι κάτι που δε μας αφορά καθόλου, που αφορά πάντως μόνο τον κόσμο και τη φύση, κι αυτό ακριβώς, γιατί όλα τα πλάσματα τον αντιμετωπίζουν με πολλή γαλήνη, με αδιαφορία, μ’ έλλειψη ευθύνης κι εγωιστική αθωότητα. Ο Χανς Κάστορπ βρήκε πολλή απ’ αυτή την αθωότητα και την έλλειψη ευθύνης στο χαρακτήρα του Γιόαχιμ, κατά τις εβδομάδες αυτές, και κατάλαβε πως ο εξάδελφός του ήξερε, χωρίς άλλο, μα πως γι’ αυτό, δεν του ήταν δύσκολο να κρατήσει, απάνω σ’ αυτή τη γνώση, μια αρμόζουσα σιωπή, γιατί οι εσωτερικές σχέσεις του με τούτη τη γνώση ήταν ακόμη μακρινές και θεωρητικές, ή πως, εφ’ όσον θα μπορούσαν να λογαριαστούν πρακτικά, είχαν κανονιστεί και καθοριστεί, από μια υγιή συνείδηση του πεπρωμένου, μια πνευματική κατάσταση, που τόσο λίγο παραδεχότανε να σχολιάσει αυτή τη γνώση, όσο κι άλλες ανάρμοστες λειτουργίες, που τις γνωρίζει η ζωή και που, μέσα απ’ αυτές ορίζεται η ζωή, μα που δεν την εμποδίζουν να κρατά όλη την ευπρέπειά της. Έτσι, περπατούσαν λοιπόν, πλάι πλάι, και σωπαίνανε πάνω σε πολύ φυσικά πράματα, γιατί θα τους ήταν δυσάρεστο να τα θίξουν. Ακόμη και τα παράπονα του Γιόαχιμ, που στην αρχή, τα είχε εκφράσει με ζωηρότητα και θυμό, σχετικά με τη λύπη του που θα έχανε τα Μεγάλα Γυμνάσια και τη στρατιωτική υπηρεσία, γενικά, είχαν αποσιωπηθεί. Μα γιατί, αντίς αυτό, και παρ’ όλη του την αθωότητα, η έκφραση μιας ανήσυχης δειλίας ξανάκανε κάθε τόσο την εμφάνισή της στα γλυκύτατα μάτια του, κι αυτή η αβεβαιότητα που θα έδινε, χωρίς άλλο, τη νίκη στην Προϊσταμένη, αν ξαναδοκίμαζε την προσπάθειά της; Ήταν μήπως γιατί ήξερε πως τα μάγουλά του βαθούλωναν και μεγάλωναν τα μάτια του; Γιατί ’ταν φανερό, πως αυτό γινότανε κείνες κει τις εβδομάδες, πολύ περισσότερο απ’ όσο ήταν τον πρώτο καιρό της επιστροφής του από την πεδιάδα, και το μελαχρινό πρόσωπό του αποχτούσε, μέρα με τη μέρα, το χρώμα της κιτρινάδας του πετσιού. Σαν να ’χε λόγους να ντρέπεται και να περιφρονεί τον εαυτό του, σ’ ένα περιβάλλον που, όπως κι ο κύριος Αλμπέν, δε γνοιαζότανε για τίποτα άλλο, παρά πώς να χαίρεται τ’ άπειρα πλεονεκτήματα της ντροπής. Μπροστά σε τι και σε ποιον, λοιπόν, χαμήλωνε και κρυβότανε το τόσο

ειλικρινές, άλλοτε βλέμμα του; Πόση παράξενη είναι αυτή η ντροπαλότητα του πλάσματος, μπροστά στη ζωή, που καταφεύγει σ’ ένα κρυφό μέρος, για να πεθάνει, βέβαιο πως δεν μπορεί να περιμένει από την εξωτερική φύση κανένα σεβασμό και κανένα οίκτο, μπροστά στον πόνο του και στο θάνατό του — κι όχι άδικα πεπεισμένο απάνω σ’ αυτό, αφού τα σμήνη των αποδημητικών πουλιών, όχι μόνο δε σέβονται τους άρρωστους συντρόφους τους, μα τους διώχνουν κιόλας, θυμωμένα και περιφρονητικά, με δυνατά ραμφίσματα. Τέτοια είναι η φύση, συνήθως. Μα την καρδιά του Χανς Κάστορπ τη φούσκωναν ένας οίκτος και μια αγάπη βαθύτατα ανθρώπινα, όταν έβλεπε αυτή την ενστικτώδη ντροπαλότητα στα μάτια του καημένου του Γιόαχιμ. Περπατούσε αριστερά του, και το έκανε επίτηδες. Κι όπως ο Γιόαχιμ άρχιζε να μη τον σηκώνουν όπως πρώτα τα πόδια του, τον κρατούσε βοηθητικά όταν ήτανε, λόγου χάρη, ν’ ανεβεί τη μικρή πλαγιά του λιβαδιού, αφήνοντας παράμερα τη φυσική αλυγισιά του και βάζοντας, το μπράτσο του στους ώμους του εξαδέλφου του. Και, μάλιστα, ούτε που τραβούσε πια το μπράτσο του από τους ώμους του Γιόαχιμ, ίσαμε τη στιγμή, που τούτος εδώ, τον τίναζε, με κάποιο ερεθισμό, λέγοντας: — Δε μ’ αφήνεις; Βλέποντάς μας κανείς να περπατούμε έτσι, θα μας έπαιρνε για μεθυσμένους. Ήρθε όμως στιγμή, που το ανήσυχο βλέμμα του Γιόαχιμ, φάνηκε στο Χανς Κάστορπ διαφορετικό, κι αυτό ’γινε τη μέρα που προστάζανε το Γιόαχιμ να πέσει στο κρεβάτι, στις αρχές Νοεμβρίου. Το χιόνι ήταν πυκνό. Κείνη κει τη στιγμή, πραγματικά, του είχε γίνει πάρα πολύ δύσκολο ν’ αγγίξει ακόμα και τη σούπα και το χυλό, γιατί στραβοκατάπινε σε κάθε δεύτερη κουταλιά. Ενδεικνυότανε το κατάπιωμα μιας αποκλειστικά υγρής τροφής και ταυτόχρονα, ο Μπέρενς πρόσταξε συνεχή ανάπαυση στο κρεβάτι, για να μη χάνει άδικα τις δυνάμεις του ο άρρωστος. Ήταν, λοιπόν, την παραμονή της μέρας που ο Γιόαχιμ έπεσε στο κρεβάτι, το τελευταίο βράδυ που στεκόταν στα πόδια του και που ο Χανς Κάστορπ τον βρήκε… τον βρήκε να κουβεντιάζει με τη Μαρούσγια, με τη Μαρούσγια που γελούσε χωρίς αιτία, τη Μαρούσγια με το μουσκεμένο σ’ άρωμα πορτοκαλιού, μαντηλάκι και με το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο στήθος. Αυτό έγινε μετά το δείπνο, κατά τη βραδινή συγκέντρωση, στον προθάλαμο. Ο Χανς Κάστορπ είχε μείνει κάμποση ώρα στο σαλόνι της μουσικής και βγήκε για να συναντήσει το Γιόαχιμ. Τον βρήκε να στέκεται μπροστά στην πορσελάνινη θερμάστρα, πλάι στο κάθισμα της Μαρούσγια. Ήταν καθισμένη σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Ο Γιόαχιμ, με το αριστερό χέρι ακουμπισμένο στο πάνω μέρος της ράχης, την κρατούσε γερμένη προς τα πίσω, έτσι που η Μαρούσγια, από την πλαγιαστή θέση της, τον κοίταζε με τα καστανά και στρογγυλά μάτια της, μέσα στο πρόσωπο που αυτός έσκυβε από πάνω της, μιλώντας της σιγά και με κομμένες λέξεις, ενώ εκείνη σήκωνε τους ώμους της, χαμογελώντας από καιρό σε καιρό, μ’ αψήφιστη ζωηρότητα. Ο Χανς Κάστορπ βιάστηκε να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, όχι χωρίς να προσέξει πως κι άλλοι οικότροφοι ακόμη παρακολουθούσαν την εξέλιξη της σκηνής, μ’ ευχάριστο μάτι, απαρατήρητοι από το Γιόαχιμ, ή, τουλάχιστον, χωρίς ο Γιόαχιμ, να θέλει να τους δώσει

καμιά ιδιαίτερη προσοχή. Και το θέαμα τούτο δω: ο Γιόαχιμ παραδομένος σ’ ανεπιφύλακτη συνομιλία, με την φουσκωτόστηθη Μαρούσγια, που τόσο καιρό καθότανε στο τραπέζι της, χωρίς ν’ ανταλλάξει ούτε μια λέξη μαζί της και που μπροστά στο πρόσωπο και στην ύπαρξή της χαμήλωνε πάντα τα μάτια, με μια αυστηρή έκφραση, λογική και τίμια ταυτόχρονα, μ’ όλο που το πρόσωπό του χλόμιαζε κι έκανε βούλες όταν γινότανε λόγος γι’ αυτήν, το θέαμα αυτό αναστάτωσε το Χανς Κάστορπ περισσότερο απ’ όλα τα σημάδια εξασθένισης, που είχε παρατηρήσει τις τελευταίες αυτές βδομάδες στον ξάδελφό του. «Ναι, είναι χαμένος», συλλογίστηκε και κάθισε σιωπηλός στο σαλόνι της μουσικής για ν’ αφήσει στο Γιόαχιμ τον καιρό να πάρει, εκεί στο χολ, ό,τι είχε να του δώσει τούτο δω το τελευταίο βράδυ της όρθιας ζωής του. Από τότε κι ύστερα, ο Γιόαχιμ πήρε οριστικά την οριζόντια θέση, κι ο Χανς Κάστορπ το ανάγγειλε στη Λουίζε Τσίμσεν. Της έγραψε, ξαπλωμένος στην εξαίρετη ξαπλωτούρα του, ότι στις προηγούμενες ειδήσεις του έπρεπε να προσθέσει τώρα, πως ο Γιόαχιμ, είχε πέσει στο κρεβάτι, και πως, χωρίς να ’χει πει τίποτα, μπορούσε κανείς να διαβάσει στα μάτια του την επιθυμία να είχε κοντά τη μητέρα του, και πως ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς υποστήριζε ένθερμα αυτή την ανέκφραστη επιθυμία. Κι αυτό επίσης, το πρόσθεσε με λεπτότητα και σαφήνεια. Δεν ήταν θαύμα λοιπόν, που η κυρία Τσίμσεν, ύστερα από τις πληροφορίες αυτές, πήρε τα ταχύτερα μέσα συγκοινωνίας για να τρέξει κοντά στο γιο της: τρεις μέρες ύστερα από την αποστολή αυτού του γράμματος, του τόσο ανθρώπινα συναγερμικού, είχε φτάσει κιόλας. Ο Χανς Κάστορπ κατέβηκε μ’ έλκηθρο στο μικρό σταθμό του «Ντορφ», για να την παραλάβει, μέσα στη χιονοθύελλα, και ορθός στην πλατφόρμα, ετοίμασε το πρόσωπό του, πριν φτάσει ακόμη το μικρό τρενάκι, για να μην τρομάξει αμέσως τη μητέρα, μα και δίχως, η τελευταία αυτή, να διαβάσει στο βλέμμα του κανενός είδους ψεύτικη ευθυμία. Πόσες φορές, αλήθεια, θα είχανε γίνει κιόλας τέτοιες συναντήσεις, πόσες φορές θα όρμησαν ο ένας απάνω στον άλλο, κι αυτός που κατέβαινε από το τρένο θα ’χε κοιτάξει ερευνητικά, μ’ αγωνία κι επιμονή, τα βλέμματα εκείνου που τον υποδεχότανε! Η κυρία Τσίμσεν έδινε την εντύπωση ότι είχε έρθει στο Νταβός με τα πόδια, από το Αμβούργο. Με φλογισμένο το πρόσωπο, έσφιξε το πρόσωπο του Χανς Κάστορπ πάνω στο στήθος της, κοιτάζοντας γύρω της, σαν φοβισμένη κι έκανε βιαστικές ερωτήσεις και σαν μυστικές, στις οποίες αυτός αποκρίθηκε, ευχαριστώντας την που είχε έρθει τόσο γρήγορα, έκανε περίφημα, και πόση χαρά θα έδινε στο Γιόαχιμ! Ναι, δυστυχώς είχε ξαναπέσει στο κρεβάτι, μέχρι νεοτέρας διαταγής, κι αυτό εξαιτίας της υγρής τροφής, που φυσικά δεν άφηνε ανεπηρέαστη τη γενική κατάσταση των δυνάμεών του. Μα σε περίπτωση ανάγκης, υπήρχαν ακόμη κι άλλα μέσα, όπως λόγου χάρη, η τεχνητή διατροφή, θα έκρινε, άλλωστε, κι η ίδια, βλέποντας την κατάσταση. Την είδε. Και πλάι της, την είδε κι ο Χανς Κάστορπ. Ίσαμε κείνη τη στιγμή, οι αλλαγές που είχανε συντελεστεί κατά τις τελευταίες εβδομάδες αυτές, στη φυσιογνωμία του Γιόαχιμ,

δεν ήταν γι’ αυτόν, τόσο φανερές, οι νέοι δεν έχουν ποτέ αρκετά καλό μάτι για τέτοια πράματα. Μα τώρα, πλάι στη μητέρα, που είχε έρθει απ’ έξω, τον έβλεπε κατά κάποιο τρόπο, με τα μάτια της, όπως δεν τον είχε δει από πολύ καιρό τώρα, κι αναγνώρισε, καθαρά και ξάστερα, αυτό που χωρίς καμιά αμφιβολία, αναγνώρισε κι εκείνη, μα που κι από τους τρεις τους ο Γιόαχιμ ήξερε, σίγουρα, καλύτερα, δηλαδή: πως ήταν ετοιμοθάνατος. Κράτησε το χέρι της κυρίας Τσίμσεν στα δικά του, που ήταν το ίδιο κίτρινα κι άσαρκα όσο και το πρόσωπό του, από το οποίο, σαν επακόλουθο της γενικής αδυναμίας του, τ’ αυτιά του, η μικρή αυτή στεναχώρια των όμορφων χρόνων του, πετάγονταν πιο αισθητά απ’ όσο άλλοτε, και σαν να ζούσαν μια χωριστή, δική τους ζωή. Μα εκτός απ’ αυτό το ελάττωμα, το πρόσωπό του έμοιαζε να ’χει ομορφύνει, μάλλον, μ’ έναν ανδρικό τρόπο, παρ’ όλα τα ίχνη του πόνου, και χάρη στην έκφραση της αυστηρότητας και της σοβαρότητας, καθώς επίσης, και της περηφάνειας που το σφράγιζε αν και τα χείλη του, με το μικρό μαύρο μουστάκι από πάνω, φαίνονταν τώρα υπερβολικά γιομάτα, με τις σκιές των βαθουλωμένων μάγουλών του. Δυο πτυχές είχαν χαραχτεί στο κιτρινωπό δέρμα του μετώπου του, ανάμεσα στα μάτια, που μ’ όλο που ήταν βαθιά χωμένα στις οστεώδεις κόγχες τους, ήταν όσο ποτέ όμορφα και μεγάλα κι ο Χανς Κάστορπ μπορούσε να κοιτάζει μ’ ευχαρίστηση μέσα τους. Γιατί, από τότε που ο Γιόαχιμ είχε πέσει στο κρεβάτι, κάθε ταραχή, κάθε ανησυχία και κάθε αβεβαιότητα είχαν εξαφανιστεί απ’ αυτά, και μόνο κείνη η λάμψη, που είχε δει άλλοτε, ο Χανς Κάστορπ, φαινότανε πάντα στα γαλήνια και σκοτεινά βάθη τους. Είναι αλήθεια, πως φαινόταν επίσης, κι εκείνη η «απειλή». Δε χαμογέλασε, παίρνοντας το χέρι της μητέρας του και ψιθυρίζοντάς της μια καλημέρα κι ένα καλωσόρισμα. Δεν είχε χαμογελάσει ούτε κι όταν την είδε να μπαίνει, κι αυτή η ακινησία κι η έλλειψη κάθε αλλοίωσης της έκφρασής του, τα έλεγε όλα. Η Λουίζε Τσίμσεν ήταν μια θαρραλέα γυναίκα. Δεν άφησε ελεύθερο τον πόνο της αντικρίζοντας το αγαπημένο παιδί της. Στωική, συγκροτώντας τον εαυτό της, όπως το μόλις μόλις ορατό δίχτυ που συγκρατούσε τα μαλλιά της, φλεγματική κι ενεργητική, όπως ήταν οι άνθρωποι του τόπου της, κατά πως είπαμε κιόλας κάπου αλλού, πήρε τη φροντίδα του Γιόαχιμ στα χέρια της, σαν κεντρισμένη από την όψη του ν αποδυθεί σε μητρικό αγώνα κι εμψυχωμένη από την πίστη, πως αν υπήρχε ακόμα κάτι για να σωθεί, μόνο η δύναμή της κι η άγρυπνη προσοχή της θα κατόρθωναν. Δεν ήταν, φυσικά, για τη δική της την άνεση, παρά μόνο γιατί οι περιστάσεις το επιβάλλανε που δέχτηκε, μερικές μέρες αργότερα, να φέρουνε μια νοσοκόμα, για τον βαριά άρρωστο. Ήταν η αδελφή Μπέρτα, η Αλφρέντα Σίλντκνεχτ, στην πραγματικότητα, που έκανε την εμφάνισή της με τη μαύρη βαλίτσα της στο προσκέφαλο του Γιόαχιμ. Μα ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα την άφησε να κάνει μεγάλα πράματα η γιομάτη ζήλεια ενεργητικότητα της κυρίας Τσίμσεν, κι η αδελφή Μπέρτα είχε αρκετό καιρό να στέκεται στο διάδρομο και να παραφυλά περίεργα, με το κορδόνι των γυαλιών της περασμένο πίσω από τ’ αυτιά. Η προτεστάντισσα αδελφή ήτανε μια πεζή ψυχή. Μόνη της, στο δωμάτιο, με το Χανς Κάστορπ και με τον άρρωστο, που δεν κοιμόταν καθόλου, παρά αναπαυότανε με την

πλάτη, έχοντας ανοιχτά τα μάτια του, ήταν ικανή να πει: — Ούτε που θα μπορούσα ποτέ μου να ονειρευτώ, πως θα με φώναζαν να περιποιηθώ ένα από τους κυρίους, στο θάνατό του. Ο Χανς Κάστορπ, κατατρομαγμένος της έδειξε τη γροθιά του με μια άγρια έκφραση, μα εκείνη ούτε που κατάλαβε καλά καλά τι ζητούσε απ’ αυτήν, πολύ μακριά καθώς ήτανε, και με το δίκιο της, από τη σκέψη, ότι έπρεπε να ’ναι προσεχτική, στα λόγια της, για το Γιόαχιμ, και πάρα πολύ δεμένη με την πραγματικότητα, καθώς ήταν, δεν μπορούσε να υποθέσει, ότι κάποιος και, κατά έναν περισσότερο λόγο, ο κυρίως ενδιαφερόμενος, ήταν δυνατό να βαυκαλίζεται από αυταπάτες πάνω στο χαρακτήρα και στο αποτέλεσμα αυτής της περίπτωσης. — Πάρτε, είπε, χύνοντας κολόνια σ’ ένα μαντήλι και κρατώντας το κάτω από τη μύτη του Γιόαχιμ, νιώστε ακόμη λίγη ευχαρίστηση, κύριε υπολοχαγέ! Και θα ’ταν, πραγματικά, ελάχιστα λογικό, κείνο τον καιρό, το να θέλει κανείς να εξαπατήσει το Γιόαχιμ, εκτός πια αν αυτό το έκανε για ν’ ασκήσει κάποια τονωτική επίδραση πάνω του, όπως έκρινε η κυρία Τσίμσεν, όταν του έλεγε δυνατά και συγκινημένα, ότι θα γινόταν καλά. Γιατί δυο πράματα ήσαν φανερά, και κανένας δεν μπορούσε να κάνει λάθος σ’ αυτό: πρώτα πρώτα, πως ο Γιόαχιμ πήγαινε προς το θάνατο απόλυτα συνειδητά, και δεύτερο, πως το έκανε έχοντας κλείσει ειρήνη με τον εαυτό του κι ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Μόνο την τελευταία εβδομάδα, τέλη Νοεμβρίου, όταν η αδυναμία της καρδιάς έγινε αισθητή, λησμονιόταν επί ώρες ολόκληρες, κυκλωμένος από έναν πέπλο παρηγορητικών ελπίδων, για την κατάστασή του. Τότε μίλησε για την προσεχή επιστροφή του στο Σύνταγμα και το ρόλο που θα έπαιζε στα Μεγάλα Γυμνάσια, τα οποία νόμιζε ότι συνεχίζονταν ακόμη. Κείνη τη στιγμή, ακριβώς, αρνήθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς να δώσει ελπίδες στους δικούς του και δήλωσε, πως το τέλος δεν ήτανε πια παρά ζήτημα ωρών. Είναι ένα φαινόμενο, τόσο μελαγχολικό όσο και μοιραίο, η επιλήσμον κι εύπιστη αυταπάτη αυτή στην οποία πέφτουν ακόμη κι οι πιο ανδρικές ψυχές, κατά την περίοδο εκείνη που η καταστρεπτική πορεία της αρρώστιας πλησιάζει, πραγματικά, στο τέλος της, ένα φαινόμενο απρόσωπο, κανονικό και πιο δυνατό από κάθε ατομική συνείδηση, όσο κι ο πειρασμός του ύπνου, που γοητεύει τον άνθρωπο, που πεθαίνει από την παγωνιά ή που στριφογυρίζει κυκλικά μέσα στη χιονοθύελλα, ξαναγυρίζοντας στο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Ο Χανς Κάστορπ, που η λύπη κι ο σπαραγμός της καρδιάς του δεν τον εμπόδιζαν να παρατηρεί αυτό το φαινόμενο μ’ αντικειμενικότητα, το συνέδεε με σκέψεις, αδέξια εκφρασμένες, αν και σαφείς, στις συζητήσεις του με το Νάφτα και το Σετεμπρίνι, όταν τους μιλούσε για την κατάσταση του ξαδέλφου του, κι επέσυρε τη μομφή του τελευταίου αυτού, καθώς είπε πως η τρέχουσα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, η φιλοσοφική ευπιστία κι η εμπιστοσύνη στο καλό, ήταν απόδειξη υγείας, ενώ η απαισιοδοξία κι η σοβαρότητα στον κόσμο θα ’ταν ένα δείγμα αρρώστιας, ήταν φανερό ότι στηριζότανε σε μια πλάνη. Διαφορετικά, η τελική κι απελπιστική κατάσταση δε θα μπορούσε να ευνοεί μια ανησυχητική αισιοδοξία, που πλάι της, η σκοτεινή διάθεση, η

οποία είχε προηγηθεί, φαινόταν σαν εκδήλωση υγιούς και εύρωστης ζωής. Ήταν σε θέση, δόξα τω Θεώ, να πληροφορήσει τους συμπάσχοντες φίλους του, πως ο Ραδάμανθυς άφησε να υπάρχει μια ελπίδα, ακόμη και σε τούτη την απελπιστική κατάσταση, προφητεύοντας, παρά την νεότητα του Γιόαχιμ, μια γλυκιά και δίχως πόνους exitus. — Μια ειδυλλιακή υπόθεση της καρδιάς, αξιότιμη κυρία μου! είπε, κρατώντας το χέρι της Λουίζε Τσίμσεν στα δυο πελώρια χέρια του που έμοιαζαν με φτυάρια και κοιτάζοντάς την με τα δακρυσμένα, αιματόστικτα, γαλάζια μάτια του. Μ’ ευχαριστεί, μ’ ευχαριστεί πάρα πολύ που μπαίνει στη μέση η καρδιά, αν μπορώ να πω και που δεν θα ’χει ανάγκη να περιμένει το πρήξιμο της γλώσσας κι άλλα άσκημα πράματα. Η καρδιά υποχωρεί γρήγορα, τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν, τόσο το καλύτερο για μας, μπορούμε να κάνουμε ακέραιο το χρέος μας, με την ένεση της καμφοράς, χωρίς μεγάλο κίνδυνο να τον εκθέσουμε ακόμη σε παρατεταμένες περιπλοκές. Στο τέλος, θα κοιμηθεί πολύ και θα δει ευχάριστα όνειρα, αυτό νομίζω ότι μπορώ να σας το υποσχεθώ, και αν στο τέλος, συμβεί να κοιμηθεί, ακριβώς, θα έχει ένα σύντομο θάνατο, οπωσδήποτε, και ανώδυνο, πράμα που άλλωστε θα του ήταν αρκετά αδιάφορο, πιστέψτε με. Στο βάθος πάντα σχεδόν έτσι γίνεται. Τον γνωρίζω το θάνατο, είμαι ένας από τους πιο παλιούς υπαλλήλους του, πιστέψτε με: τον υπερεκτιμούμε. Μπορώ να σας το πω: δεν είναι τίποτα σχεδόν. Γιατί, καθετί που σ’ ορισμένες περιστάσεις, προηγείται αυτής της στιγμής, σ’ ό,τι αφορά τις ενοχλήσεις, δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε απόλυτα, ότι αποτελεί μέρος του θανάτου, αντίθετα, είναι ό,τι πιο ζωντανό υπάρχει και το μόνο που μπορεί να οδηγήσει πάλι στη ζωή και στη γιατρειά. Μα όσο για το θάνατο, κανένας, που θα γύριζε πίσω, δε θα ήξερε να μας πει κάτι, που ν’ άξιζε τον κόπο, γιατί δεν τον είδε. Από σκοτάδια βγαίνουμε και σε σκοτάδια επιστρέφουμε. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο στιγμές υπάρχουν βιωμένα πράματα, μα δε ζούμε ούτε την αρχή ούτε το τέλος, ούτε τη γέννηση ούτε το θάνατο, δεν έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, σαν γεγονότα δεν αποκαλύπτουν παρά μόνο την περιοχή του αντικειμενικού. Έτσι είναι. Τέτοιος ήταν ο τρόπος που παρηγορούσε ο Αυλικός Σύμβουλος. Ας ελπίσουμε ότι έκανε λίγο καλό στη λογική κυρία Τσίμσεν, κι οι διαβεβαιώσεις του επαληθεύτηκαν, πραγματικά, αρκετά τέλεια. Ο Γιόαχιμ, αδυνατισμένος, κοιμήθηκε πολλές ώρες, κατά τις τελευταίες μέρες του, ονειρεύτηκε, επίσης, ό,τι θα του ήταν ευχάριστο να ονειρευτεί, δηλαδή υποθέτουμε, πως στα όνειρά του θα είδε την πεδιάδα και τη στρατιωτική ζωή. Κι όταν ξυπνούσε και τον ρωτούσαν πώς ένιωθε, απαντούσε πάντα, αν και κάπως αόριστα, ότι αισθανόταν καλά κι ευτυχής, μ' όλο που δεν είχε πια σφυγμούς κι ούτε ένιωθε πια το τσίμπημα της ένεσης, που του έκαναν: το κορμί του ήταν αναίσθητο, μπορούσες να το κάψεις να το τσιμπήσεις, μ’ αυτό δε θ’ αφορούσε πια τον καλό Γιόαχιμ. Παρ’ όλ' αυτά, ύστερα από τον ερχομό της μητέρας του, είχαν συντελεστεί πάνω του κι άλλες και μεγάλες μάλιστα, αλλαγές. Καθώς του είχε γίνει κουραστικό να ξυρίζεται κι είχε πάψει να το κάνει, από οχτώ δέκα μέρες τώρα, και τα γένια του ήταν δυνατά, το κέρινο πρόσωπό του, με τα γλυκύτατα μάτια, είχε κορνιζωθεί από ένα πυκνό μαύρο γένι, από τη γενειάδα ενός πολεμιστή, όπως την αφήνουν να μεγαλώνει οι στρατιώτες στον πόλεμο

και που σύμφωνα με τη γνώμη όλων, του έδινε, άλλωστε, μια ανδρική ομορφιά. Ναι, ο Γιόαχιμ, ο νεαρός Γιόαχιμ, είχε γίνει, απότομα, ώριμος άντρας, εξαιτίας αυτής της γενειάδας και χωρίς άλλο, όχι μόνο εξαιτίας της. Ζούσε γρήγορα, σαν ένας μηχανισμός ρολογιού που χάλασε, έφτανε και ξεπερνούσε τις ηλικίες που δεν του είχε δοθεί να φτάσει μέσα στο χρόνο και τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες, είχε γίνει ένας γέρος. Η αδυναμία της καρδιάς προκαλούσε ένα πρήξιμο του προσώπου, που έδωσε στο Χανς Κάστορπ την εντύπωση, ότι ο θάνατος θα έπρεπε να 'ναι, τουλάχιστον, μια πολύ κοπιαστική προσπάθεια, αν κι ο Γιόαχιμ, χάρη σε πολλά σκοτεινιάσματα κι εκλείψεις της συνείδησης, δε φάνηκε να το ’χε αντιληφθεί. Μα το πρήξιμο αυτό χτύπησε προπαντός τα χείλη, κι η στέγνια ή η εξασθένιση του εσωτερικού του στόματος συντελούσε, φανερά, στο να κάνει το Γιόαχιμ να μουρμουρίζει, σαν γέρος. Η ενόχληση αυτή τον ερέθιζε. — Αν δεν ήταν αυτό, έλεγε τραυλίζοντας, όλα θα ’ταν καλύτερα, μα είναι καταραμένη ενόχληση. Τι εννοούσε, όταν έλεγε «όλα θα ’ταν καλύτερα», δεν ήταν πέρα για πέρα καθαρό. Η τάση της κατάστασής του προς το διφορούμενο, φαινότανε μ’ ένα τρόπο πολύ χτυπητό. Περισσότερο από μια φορά, είπε πράματα που είχαν διπλή έννοια. Φαινόταν ότι ήξερε κι ότι δεν ήξερε, και κάποτε, εξήγησε φανερά τιναγμένος από μια αίσθηση εκμηδενισμού, με μια κίνηση του κεφαλιού και με κάποια συντριβή, πως «ποτέ δεν ήτανε τόσο άσκημα». Ύστερα, η στάση του έγινε μακρινή, αυστηρά απρόσιτη σχεδόν, όχι σχεδόν, αγενής. Δεν άφηνε πια κανένα να τον πλησιάσει με παραμύθια κι όμορφες παρηγοριές, δεν αποκρινότανε πια, κοίταζε μπροστά του αποξενωμένα. Προπαντός, ύστερα από το νεαρό πάστορα, που είχε φωνάξει η Λουίζε Τσίμσεν και που, προς λύπη του Χανς Κάστορπ, δε φορούσε κολλαριστή τραχηλιά, μα έναν απλό μικρό γιακά, για να προσευχηθεί μαζί του. Από τότε, η στάση του πήρε ένα χαρακτήρα υπαλληλικοϋπηρεσιακό και δεν εξέφραζε πια την επιθυμία, παρά κάτω από τη μορφή σύντομων διαταγών. Στις έξι η ώρα, το απόγευμα, άρχισε να κάνει παράξενα πράματα: με το δεξί χέρι του, που τον καρπό του τύλιγε η χρυσή αλυσίδα της ταυτότητας, χάιδεψε πολλές φορές το γοφό του πάνω από τα κλινοσκεπάσματα, σηκώνοντάς το λίγο όταν το τραβούσε προς τα πίσω, πάνω στην κουβέρτα, με μια κίνηση ξυστή και τριφτή, σαν να παράσερνε ή να μάζευε κάτι. Στις επτά η ώρα πέθανε, η Αλφρέντα Σίλντκνεχτ βρισκόταν στο διάδρομο, μόνο η μητέρα κι ο εξάδελφος ήσαν μπροστά. Είχε κυλήσει στο κρεβάτι του και πρόσταξε σύντομα να τον ανασηκώσουν. Ενώ η κυρία Τσίμσεν, αγκαλιάζοντας τους ώμους του γιου της, εκτελούσε τη διαταγή αυτή, είπε με κάποια βιάση, πως έπρεπε να συντάξει και να υποβάλει αμέσως μια αίτηση, για παράταση της αδείας του, και καθώς το έλεγε αυτό, συντελέστηκε ο «γρήγορος θάνατος», παρακολουθούμενος με περισυλλογή από το Χανς Κάστορπ, κάτω από το φως της μικρής επιτραπέζιας λάμπας, με το κόκκινο αμπαζούρ. Το μάτι του γύρισε προς τα πάνω, το ασύνειδο τέντωμα των χαρακτηριστικών του χάθηκε, τ’ οδυνηρό πρήξιμο των χειλιών του υποχώρησε απότομα κι η άφωνη

φυσιογνωμία του Γιόαχιμ, ξαναβρήκε την ομορφιά της πρωτοανδρικής νεότητάς του. Έτσι πέθανε ο Γιόαχιμ. Καθώς η Λουίζε Τσίμσεν είχε γυρίσει το πρόσωπό της κλαίγοντας με λυγμούς, ο Χανς Κάστορπ ήταν αυτός, που με την άκρη του μεσαίου δάχτυλου έκλεισε τα βλέφαρα εκείνου π' ούτε ανάσαινε ούτε κινιότανε πια, κι αυτός ήταν επίσης, που του ένωσε τα χέρια πάνω στην κουβέρτα. Ύστερα σηκώθηκε κι αυτός κι έκλαψε κι άφησε να τρέξουν στα μάγουλά του τα δάκρυα, που τόσο είχαν κάψει τον αξιωματικό του Αγγλικού Ναυτικού, αυτό το διαυγές υγρό, που κυλά σ’ όλο τον κόσμο τόσο άφθονα, τόσο πικρά και τόσο συχνά, ίσαμε το σημείο να δώσουνε στη γήινη κοιλάδα ένα ποιητικό όνομα. Αυτό το ασβεστούχο, υφάρμυρο παράγωγο των αδένων, που η νευρική αναστάτωση ενός διαπεραστικού, έντονου πόνου, φυσικού καθώς και ψυχικού πόνου, κάνει ν’ αναβρύζει από το κορμί μας. Ο Χανς Κάστορπ ήξερε, επίσης, ότι αυτό το υγρό, περιείχε ακόμη γλοιό και λεύκωμα. Ήρθε ο Αυλικός σύμβουλος, ειδοποιημένος από την αδελφή Μπέρτα. Μισή ώρα νωρίτερα βρισκόταν ακόμα εκεί κι είχε κάμει στον άρρωστο μια ένεση καμφοράς. Δεν είχε χάσει παρά μόνο τη στιγμή του γρήγορου θανάτου… — Ναι! τον είχε μέσα του, είπε απλά, καθώς ανορθωνότανε και ξεκολλώντας το στηθοσκόπιό του από το σιωπηλό στήθος του Γιόαχιμ. Κι έσφιξε τα χέρια των συγγενών, ενώ τους κουνούσε με νόημα το κεφάλι του. Ύστερα, έμεινε μια στιγμή ακόμη μαζί τους, κοιτάζοντας το ακίνητο πρόσωπο του Γιόαχιμ, που το κύκλωνε το πολεμικό γένι του. — Άσκεφτα νιάτα, άσκεφτο παλικάρι, είπε πάνω από τον ώμο του, δείχνοντας με το κεφάλι εκείνον που βρισκότανε στο κρεβάτι. Θέλησε να εκβιάσει τα πράματα, καταλαβαίνετε, όλα ήταν, φυσικά, καταναγκασμός και βία, με την υπηρεσία του εκεί κάτω, κάνοντας την υπηρεσία του είχε πυρετό οπωσδήποτε, και παρ’ όλ’ αυτά! Το πεδίον της τιμής, καταλαβαίνετε μας το έσκασε, για να πάει στο πεδίον της τιμής ο λιποτάχτης. Μα η τιμή γι’ αυτόν ήταν ο θάνατος, κι ο θάνατος μπορείτε ν’ αντιστρέφετε όπως σας αρέσει τα πράματα ο θάνατος είπε, οπωσδήποτε, τώρα: «έχω την τιμή!» Άσκεφτα νιάτα, άσκεφτο παλικάρι! Κι έφυγε, ψηλός και σκυμμένος, με πεταμένο προς τα πάνω, το σβέρκο. Η μεταφορά του Γιόαχιμ στην πατρίδα του ήταν κάτι αποφασισμένο και το ίδρυμα Μπέργκχοφ φρόντιζε για καθετί που ήταν αναγκαίο και που φαινόταν, άλλωστε, καλό κι ότι άρμοζε. Η μητέρα κι ο ξάδελφος δεν είχαν ν’ ανησυχήσουν για τίποτα. Την άλλη μέρα, μες στο μεταξωτό του πουκάμισο, με τα μανικέτια, ανάμεσα στα σκορπισμένα πάνω στην κουβέρτα λουλούδια, ξαποστάζοντας σ’ ένα θαμπό χιονόφως, ο Γιόαχιμ είχε γίνει πιο όμορφος ακόμη από όσο ήταν αμέσως ύστερα από το θάνατό του. Κάθε ίχνος προσπάθειας είχε εξαφανιστεί τώρα, από το πρόσωπό του. Όταν πάγωσε, ξαναπήρε την αγνότερη σιωπηλή μορφή. Τα μαύρα κι ελαφρά σγουρά μαλλιά του έπεφταν σ’ ένα ακίνητο και πελιδνό μέτωπο, που φαινόταν πλασμένο από μια ύλη ευγενική και λεπτή, μια ύλη μεταξύ κεριού και μαρμάρου, και ανάμεσα στα γένια, που κι

αυτά κατσαρώνανε, κυμάτιζαν τα χείλη, γιομάτα κι υπερήφανα. Ένα αρχαίο κράνος θα ταίριαζε σ’ αυτό το κεφάλι, όπως παρατήρησαν πολλοί επισκέπτες που είχαν έρθει ν’ αποχαιρετήσουν το Γιόαχιμ. Η φράου Σταιρ έκλαψε κατανυκτικά στη θέα εκείνου που είχε γίνει ο αλλοτινός Γιόαχιμ. Ένας ήρωας! Ένας ήρωας! φώναξε πολλές φορές, και δήλωσε πως έπρεπε χωρίς άλλο να παίξουνε (ω, την αγράμματη!) την… Erotika του Μπετόβεν στον τάφο του. — Σωπάστε λοιπόν! της σφύριξε δίπλα της, ο Σετεμπρίνι. Βρέθηκε μαζί με το Νάφτα, την ίδια στιγμή μ’ εκείνη μέσα στην κάμαρα κι ήταν φανερά συγκινημένος. Έδειξε και με τα δυο χέρια του το Γιόαχιμ στους παριστάμενους επισκέπτες, καλώντας τους σε κατάνυξη. — Un giovanotto tanto simpatico, tanto stimabile! φώναξε επανειλημμένα. Ο Νάφτα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του, χωρίς ν’ αφήσει τη μαζεμένη στάση του και δίχως να κοιτάξει τον Ιταλό, να μην πει σιγαλόφωνα και δηκτικά: — Είμαι ευτυχής, που βλέπω πως, εκτός από την ελευθερία και την πρόοδο, υπάρχουν και σοβαρότερα πράματα που σας συγκινούν. Ο Σετεμπρίνι το φύλαξε. Μπορεί και να είχε συνείδηση της υπεροχής, που είχε η θέση του Νάφτα πάνω στη δική του, μια προσωρινή, οπωσδήποτε, υπεροχή, που δεν οφειλότανε παρά μόνο στα ίδια τα γεγονότα. Ίσως να ’ταν αυτή η προσωρινή υπεροχή του αντίπαλου, που τον έκανε να προσπαθήσει να ισορροπήσει τη λύπη του και που τον άφηνε τώρα σιωπηλό, ακόμα κι όταν, μετά, ο Λέο Νάφτα, επωφελούμενος από τα περαστικά πλεονεκτήματα που του έδινε η θέση του, παρατηρούσε κοφτά κι αποφθεγματικά: — Η πλάνη των λογοτεχνών συνίσταται στην πίστη τους, πως μόνο το πνεύμα δίνει την ευπρέπεια. Αλλά μάλλον το αντίθετο είναι αληθινό. Μόνο εκεί που δεν υπάρχει καθόλου πνεύμα, υπάρχει ευπρέπεια… «Μπα», σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, «να άλλος ένας χρησμός της Πυθίας! Αν έσφιγγε κανένας τα χείλη του, μετά τη διατύπωσή του, θα μπορούσε να προκαλέσει το δέος για την ώρα, τουλάχιστον…». Το απόγευμα ήρθε το μολυβένιο φέρετρο. Ένας άνθρωπος, που είχε έρθει μαζί του, έδωσε να καταλάβουν πως ήταν δική του δουλειά και κανενός άλλου, να τοποθετήσει το Γιόαχιμ σ’ αυτό το πολυτελές κιβούρι, το σκαλισμένο με χαλκάδες και κεφαλές λιονταριών. Ήταν ένας συγγενής του επιχειρηματία του Γραφείου Κηδειών, που είχαν καλέσει, ντυμένος στα μαύρα, μ’ ένα είδος κοντής ρεντιγκότας, μ’ έναν αρραβώνα στο πληβείο χέρι του, που ο κίτρινος κύκλος του σαν να είχε φυτρώσει πάνω πάνω στη σάρκα του, τόσο πολύ τον είχε σκεπάσει το δέρμα του δαχτύλου του. Θα ’λεγε κανείς, πως από το επίσημο ένδυμά του αναδινότανε μια μυρουδιά πτώματος, πράμα, ωστόσο, που δεν ήτανε παρά προκατάληψη. Ωστόσο, ο άνθρωπος αυτός είχε την έπαρση του ειδικού κι είπε πως όλη η εργασία του έπρεπε να συντελεστεί στα παρασκήνια και πως δεν άρμοζε να εκθέτει κανείς στα βλέμματα των επιζώντων παρά μόνο ευλαβείς κι εποικοδομητικές εικόνες,

πράμα που ξύπνησε τη δυσπιστία του Χανς Κάστορπ και δεν ανταποκρίθηκε καθόλου στα σχέδιά του. Υποχρέωσε, χωρίς αμφιβολία, την κυρία Τσίμσεν ν’ αποτραβηχτεί, μα ο ίδιος δεν αφέθηκε να παραπεισθεί από κανενός είδους φιλοφρονήσεις, παρά έμεινε και βοήθησε κι ο ίδιος με τα χέρια του: έπιασε το πτώμα από τους ώμους και βοήθησε να μεταφερθεί από το κρεβάτι στο φέρετρο, που πάνω στο σεντόνι του και στο προσκέφαλο με τα σιρίτια ξαπλώθηκε το σκήνωμα του Γιόαχιμ, ψηλά και επίσημα, ανάμεσα στις λαμπάδες που είχε τοποθετήσει ο οίκος Μπέργκχοφ. Μα την άλλη μέρα, ωστόσο, παρουσιάστηκε ένα φαινόμενο, που έκανε το Χανς Κάστορπ ν’ αποφασίσει ν’ αποχωριστεί και ν’ αποσπαστεί, μέσα του, από το σκήνωμα εκείνο, ώστε να εγκαταλείψει, πραγματικά, το πεδίο ελεύθερο στον επαγγελματία, στο χυδαίο φύλακα της ευλάβειας. Ο Γιόαχιμ, δηλαδή, που η έκφρασή του ως εκείνη την ώρα, ήταν τόσο σοβαρή κι άξια σεβασμού, είχε αρχίσει να χαμογελά, μες στην πολεμική γενειάδα του, κι ο Χανς Κάστορπ δεν έκρυψε από τον εαυτό του, ότι το χαμόγελο εκείνο σ’ έσπρωχνε προς τη διαφθορά, γιόμιζε την καρδιά του μ’ αισθήματα ξαφνικής βιασύνης. Κι έτσι, Θεέ μου, ένιωσε, γενικά, ευτυχής, όταν ήρθαν να πάρουν το φέρετρο, οπότε χρειάστηκε να το κλείσουν και να το βιδώσουν. Παρατώντας τη συνηθισμένη εσωτερική αλυγισιά του, ο Χανς Κάστορπ έψαυσε ελαφρά με τα χείλη του, αποχαιρετιστικά, το παγωμένο απολιθωμένο μέτωπο του αλλοτινού του Γιόαχιμ, και παρ’ όλη τη δυσπιστία που ένιωθε απέναντι του ανθρώπου των παρασκηνίων, έφυγε πειθήνια από το δωμάτιο, μαζί με τη Λουίζε Τσίμσεν. Αφήνουμε να πέσει η αυλαία στην προτελευταία πράξη. Μα ενώ κατεβαίνει θροΐζοντας, ας πάμε κι εμείς, με τη σκέψη μας, στο Χανς Κάστορπ, που έμεινε στο ψηλό βουνό, να κοιτάζει μακριά, τεντώνοντας το αυτί, προς ένα υγρό κοιμητήριο της πεδιάδας, όπου ένα ξίφος σπιθίζει και κατεβαίνει, αντηχούνε προστάγματα κι ακούγεται μια τριπλή ομοβροντία, τρεις ηρωικοί χαιρετισμοί πάνω από το τάφο της πρόρριζα κομμένης στρατιωτικής σταδιοδρομίας του Γιόαχιμ Τσίμσεν.

7

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΥΔΙΑ ΜΠΟΡΕΙ κανείς να διηγηθεί το χρόνο, τον ίδιο το χρόνο, σαν χρόνο και καθαυτό χρόνο; Αληθινά, όχι, θα ήτανε μια τρελή επιχείρηση. Ένα διήγημα που θα έλεγε: «Ο Χρόνος κύλησε, πέρασε, πέταξε, ακολούθησε το ρεύμα του» και τα παρόμοια ποτέ δε θα μπορούσε να τ’ ονομάσει διήγημα ένας υγιής, στο μυαλό, άνθρωπος. Θα ’ταν περίπου, σαν να ’χε κανείς την παράξενη ιδέα να παίζει για μια ώρα την ίδια και την αυτή νότα κι αυτό να επιμένει πως ήταν μουσική. Γιατί, η διήγηση μοιάζει με τη μουσική στ’ ότι πληρώνει το χρόνο, τον «γιομίζει ευπρεπώς», τον «διαιρεί» και κάνει ώστε «κάτι ετοιμάζεται μ’ αυτόν» και «κάτι συμβαίνει μ’ αυτόν», για να υπογραμμίσουμε με το μελαγχολικό σεβασμό που οφείλει κανείς στα λόγια των μεταστάντων, εκφράσεις γνώριμες στο μακαρίτη Γιόαχιμ, λόγια που αντήχησαν πάει τώρα πάρα πολύ καιρός, από τότε και δεν είμαστε βέβαιοι πως ο αναγνώστης θυμάται καθαρά πριν πόσο καιρό ακριβώς. Ο χρόνος είναι το στοιχείο της διήγησης, όπως είναι και το στοιχείο της ζωής: κι είναι αναπόσπαστα δεμένος μαζί της όπως και με τα σώματα μέσα στο χώρο. Ο χρόνος είναι, επίσης το στοιχείο της μουσικής, που μετρά και διαιρεί το χρόνο, τον κάνει, ταυτόχρονα, πολύτιμο κι ευχάριστο: σ’ αυτό συγγενεύει, όπως είπαμε, με τη διήγηση, που και τούτη (και μ’ ένα ολωσδιόλου διαφορετικό τρόπο, από την άμεση και χτυπητή παρουσία ενός πλαστικού έργου, που δεν είναι δεμένο με το χρόνο, παρ’ όσο και το σώμα), μόνο σαν μια διαδοχή, σαν μια εξέλιξη, δηλαδή, κι όχι αλλιώς, μπορεί να δοθεί κι έχει ανάγκη να ξετρέχει στο χρόνο, ακόμη κι αν προσπαθούσε να ’ναι πάντα παρούσα, τωρινή, κάθε λεπτό. Αυτά είναι πράματα εφταφάνερα. Μα τ’ ότι, στο σημείο αυτό, υπάρχει μια διαφορά, ανάμεσα στη διήγηση και στη μουσική, είναι το ίδιο φανερό. Το στοιχείο της διάρκειας της μουσικής είναι ένα μόνο: ένα απόσπασμα του ανθρώπινου χρόνου της γης, όπου ξεχύνεται για να το ευγενίσει και να το εξυψώσει ανείπωτα. Αντίθετα, η διήγηση περιέχει δυο διαφορετικούς χρόνους: πρώτα πρώτα τον ίδιο της χρόνο, την μουσικοπραγματική της διάρκεια που καθορίζει τη ροή και την ύπαρξή της, και κατά δεύτερο λόγο, το χρόνο του περιεχομένου της, που είναι προοπτικός, και μάλιστα, με τόσο διαφορετικό όγκο, ώστε ο φανταστικός χρόνος της διήγησης μπορεί σχεδόν, όχι, όχι σχεδόν, αλλ’ απόλυτα, να συμπέσει με τη μουσική της διάρκεια ή και ν’ απομακρυνθεί άπειρα απ’ αυτήν. Υπάρχει ένα μουσικό κομμάτι, που λέγεται «Βαλς των πέντε λεπτών» και που διαρκεί πέντε λεπτά, σ’ αυτό και σε τίποτα άλλο συνίσταται η σχέση του με το χρόνο. Μα μια και η διήγηση, που η δράση της θα διαρκούσε πέντε λεπτά, θα μπορούσε, καθαυτή, ν’ απλωθεί σε μια περίοδο χίλιες φορές μακρύτερη, αρκεί τα πέντε λεπτά αυτά να πληρωθούν μ’ εξαιρετική ευσυνειδησία. Και θα μπορούσε, παρ’ όλ’ αυτά, να μοιάζει πάρα πολύ σύντομη, αν και σχετικά με το φανταστικό χρόνο της, υπήρξε πολύ μακριά. Από την άλλη μεριά, είναι δυνατό, ο χρόνος του περιεχομένου της διήγησης, να ξεπερνά άπειρα την ίδια διάρκεια, που το παρουσιάζει εν συντομία, και λέμε «εν συντομία» για να υποδηλώσουμε ένα απατηλό, ή, για να μιλήσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια, ένα νοσηρό στοιχείο, που εκδηλώνεται, φανερά, στ’ ότι η διήγηση, ακριβώς, κάνει χρήση μιας ερμητικής γοητείας

και μιας υπερβολικής προοπτικής, που θυμίζουν ορισμένες ανώμαλες και, καθ’ όλα τα φαινόμενα, προσανατολισμένες προς το υπερφυσικό, περιπτώσεις της πραγματικής πείρας. Υπάρχουν ημερολόγια οπιοκαπνιστών, που μαρτυρούν, πως ο ναρκωμένος, κατά τη σύντομη διάρκεια της μεταφοράς του, είχε δει όνειρα που απλώνονταν πάνω σε δέκα, σε τριάντα και σ’ εξήντα χρόνια, μάλιστα, ή που ξεπερνούσαν, ακόμη, όλα τα δυνατά όρια μιας ανθρώπινης χρονικής εμπειρίας, όνειρα, λοιπόν, που η φανταστική έκταση του χρόνου τους ξεπερνούσε την ίδια τους τη διάρκεια, κατά τρόπο απίθανα δυνατό, και στα οποία κυριαρχούσε μια απίστευτη συντόμευση των βιωμάτων του χρόνου, κι οι παραστάσεις ορμούσαν με τέτοια διαδοχή, που θα πίστευε κανείς, όπως εκφράζεται ένας χασισοπότης, πως από το μέτωπο του μεθυσμένου «είχαν βγάλει κάτι σαν το ελατήριο ενός σπασμένου ρολογιού». Όμοια, λοιπόν, με τον τρόπο τούτων εδώ των τεχνητών ονείρων, μπορεί να χειριστεί κι ένα διήγημα το χρόνο, να τον χειριστεί όμοια, αν το μπορεί. Μα καθώς μπορεί να τον «χειριστεί», είναι φανερό, λοιπόν, πως ο χρόνος που είναι το στοιχείο της αφήγησης, μπορεί εξίσου να γίνει και το αντικείμενό της. Κι αν θα πήγαινε πολύ να πει κανείς, ότι θα μπορούσε «να διηγηθεί το χρόνο», ωστόσο, το να θέλει να μιλήσει κανείς περί χρόνου, είναι φανερό, πως δεν είναι και τόσο παράλογο εγχείρημα, όσο πήγε να μας φανεί στην αρχή, με έναν τέτοιο τρόπο που στο χαρακτηριστικό «μυθιστόρημα του χρόνου», θα μπορούσε ν’ αποδώσει κανείς μια ιδιαίτερα ονειρική διπλή έννοια. Είναι γεγονός, πως δε ρίξαμε στη μέση το ζήτημα, του αν μπορεί κανείς να διηγηθεί το χρόνο, παρά μόνο για να ομολογήσουμε, ότι αυτή ’ταν η πρόθεσή μας, όταν καταπιαστήκαμε με τούτο δω το μυθιστόρημα. Κι αν ρωτήσαμε, περαστικά, αν αυτοί που είναι συγκεντρωμένοι γύρω μας, θυμούνται καθαρά ακόμη, πόσος καιρός πέρασε ίσαμε την τωρινή στιγμή, από τότε που ο μακαρίτης, στο μεταξύ, αξιαγάπητος Γιόαχιμ, είχε ρίξει μέσα στη συζήτηση αυτή την παρατήρηση, σχετικά με τη μουσική και το χρόνο (παρατήρηση, άλλωστε, που μαρτυρά μια κάποια πρόσβαση της ύπαρξής του προς την αλχημεία, αφού οι τέτοιου είδους παρατηρήσεις δεν ανταποκρίνονταν, γενικά, με την αγαθή φύση του), δε θα θυμώναμε καθόλου, αν μαθαίναμε πως, τούτη δω τη στιγμή, δεν είναι κανείς, που να το θυμάται ακριβώς. Δε θα θυμώναμε γι’ αυτό, θα ευχαριστιόμασταν, μάλιστα, για τον απλούστατο λόγο, ότι το ενδιαφέρον μας βρίσκεται, φυσικά, στη γενική συμμετοχή στα βιώματα του ήρωά μας κι ότι αυτός, ο Χανς Κάστορπ, στο σημείο αυτό, δεν ήταν καθόλου βέβαιος, και μάλιστα πήγαινε πάρα πολύς καιρός που δεν ήτανε πια βέβαιος. Αυτό αποτελεί μέρος του μυθιστορήματός του, ενός μυθιστορήματος του χρόνου, ή για το χρόνο ή μιας εποχής, κι έτσι κι αλλιώς, κι όπως ή απ’ όπου το πάρει κανείς. Πόσο καιρό αλήθεια είχε ζήσει ο Γιόαχιμ με το Χανς Κάστορπ, ίσαμε την ετσιθελική αναχώρησή του; Πόσο καιρό είχε ζήσει μαζί του, συνολικά; Πότε, σύμφωνα με το ημερολόγιο, είχε γίνει η πρώτη εκείνη ετσιθελική αναχώρηση; Πόσο καιρό είχε λείψει ο Γιόαχιμ; Πότε ξαναγύρισε; Πόσο καιρό ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ βρισκόταν εδώ, ίσαμε που ξαναγύρισε ο Γιόαχιμ, κι ίσαμε να βγει έξω από το χρόνο; Πόσο καιρό, για ν’ αφήσουμε κατά μέρος το Γιόαχιμ, ήταν απούσα η φράου Σοσά;

Από πότε, πόσο καιρό τώρα, βρισκόταν πάλι εδώ (γιατί ήταν πάλι εδώ) και πόσο γήινο καιρό είχε ζήσει ο Χανς Κάστορπ στο Μπέργκχοφ, ίσαμε που γύρισε πίσω η Κλαούντια Σοσά; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα, υποθέτοντας πως κάποιος θα του τα είχε θέσει, πράμα που κανένας δεν είχε κάνει, άλλωστε, ούτε κι ο ίδιος αυτός στον εαυτό του, γιατί φοβότανε, βέβαια, να το κάνει, ο Χανς Κάστορπ δε θα ήξερε ν’ απαντήσει κι ο ίδιος, παρά, τυμπανίζοντας με τις άκριες των δαχτύλων του στο μέτωπό του, δε θα ’ξερε να πει, ακριβώς, ένα φαινόμενο, όχι λιγότερο ανησυχητικό από κείνη την περασμένη ανικανότητά του, να πει δηλαδή, ακριβώς, την ηλικία του στον κύριο Σετεμπρίνι. Μια επιδείνωση, μάλιστα της ανικανότητας, γιατί τώρα, στα σοβαρά και για πάντα δεν ήξερε πια πόσων χρονών ήταν! Αυτό μπορεί να φαίνεται παράξενο, μα κάθε άλλο πολλού γε και δει! παρά ανήκουστο ή απίθανο, γιατί σ’ ορισμένες περιπτώσεις, είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί σ’ οποιονδήποτε από μας κι οποιαδήποτε ώρα: αν οι περιπτώσεις αυτές πραγματοποιούνταν, τίποτα δε θα μπορούσε να μας εμποδίσει να χάσουμε κάθε συνείδηση της πορείας του χρόνου, και συνεπώς, της ηλικίας μας. Το φαινόμενο τούτο είναι δυνατό, αφού δεν κατέχουμε κανένα εσωτερικό όργανο, για να διακρίνουμε το χρόνο, αφού είμαστε ανίκανοι, επομένως, από μια απόλυτη άποψη, να καθορίσουμε το χρόνο, από δικού μας μόνο και χωρίς τη βοήθεια εξωτερικών δεικτών, με μια παραπλήσια ακρίβεια. Θαμμένοι μεταλλωρύχοι που είχαν στερηθεί κάθε δυνατότητα παρατήρησης της διαδοχής της μέρας και της νύχτας, όταν κατάφεραν να τους σώσουν, υπολόγισαν το χρονικό διάστημα, που είχανε μείνει στα σκοτάδια, μεταξύ ελπίδας, κι απελπισίας, σε τρεις μέρες, κι αυτοί ’χανε μείνει θαμμένοι δέκα ολόκληρες μέρες. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς, πως μέσα στην αγωνία τους, ο χρόνος θα έπρεπε να τους φανεί απέραντος, κι ωστόσο είχε ελαττωθεί κατά το ένα τρίτο, τουλάχιστον, της αντικειμενικής του διάρκειας. Φαίνεται, λοιπόν, πως σ’ εξαιρετικές περιστάσεις, η ανθρώπινη αδυναμία τείνει να ζει το χρόνο μάλλον συντομεύοντάς τον παρά μακραίνοντάς τον. Τώρα, κανείς δεν αμφισβητεί, βέβαια, πως ο Χανς Κάστορπ δε θα δοκίμαζε, αν το είχε θελήσει, καμιά πραγματική δυσκολία, να γλυτώσει απ’ αυτή την αβεβαιότητα, μ’ έναν υπολογισμό, όπως κι ο ίδιος ο αναγνώστης θα μπορούσε δα να το κάνει, δίχως κόπο στην περίπτωση εκείνη, τουλάχιστον, που το υγιές πνεύμα του απεχθάνεται τη σύγχυση. Όσο για το Χανς Κάστορπ, ούτε κι αυτός θα αισθανότανε ίσως, ιδιαίτερα καλά μ’ αυτή την κατάσταση, μα δε φρόντιζε να κάνει την παραμικρή προσπάθεια, για να γλυτώσει από τούτη τη σύγχυση, υπολογίζοντας τη διάρκεια της διαμονής του σ’ Αυτούς εκεί πάνω. Αυτό που τον εμπόδιζε, ήταν μια ανησυχία της συνείδησής του — μ’ όλο που, φανερά, το να μην προσέχει κανένας το χρόνο είναι η χειρότερη έλλειψη συνείδησης. Δεν ξέρουμε, αν θα έπρεπε να θεωρήσουμε ελαφρυντικό, γι’ αυτόν, τ’ ότι οι περιστάσεις ευνοούσαν εντελώς ιδιαίτερα την έλλειψη καλής θέλησης από μέρους του, σε περίπτωση που δε θα ’θελε κανείς, φυσικά, να μιλήσει καθαρά και ξάστερα, για την κακή του θέληση. Όταν η φράου Σοσά είχε πια επιστρέψει (εντελώς διαφορετικά, βέβαια, απ’ ότι είχε φανταστεί ο Χανς Κάστορπ αυτή την επιστροφή, μα όσο γι’ αυτό, θα γίνει λόγος πιο

κάτω), η σαρακοστή των Χριστουγέννων είχε κιόλας, για μια ακόμη φορά, περάσει κι η πιο μικρή μέρα της χρονιάς, η αρχή του χειμώνα, επομένως, μιλώντας στη γλώσσα της Αστρονομίας, ήταν πολύ κοντά. Στην πραγματικότητα όμως, αν παράβλεπε κανείς τις θεωρητικές διαιρέσεις κι αν δε λάβαινε υπ’ όψη του παρά μόνο το χιόνι και το κρύο, ο χειμώνας είχε κιόλας έρθει τώρα και αρκετό, μόνο ο θεός ξέρει πόσο ακριβώς, καιρό. Τούτος δω ο χειμώνας, μάλιστα, δε θα είχε διακοπεί παρά, ολωσδιόλου περαστικά, από φλογερές καλοκαιριάτικες μέρες, μ’ ένα γαλάζιο τόσο υπερβολικά βαθύ, που καταντούσε μαύρο πια, από καλοκαιριάτικες μέρες, που έρχονταν μες στην καρδιά του χειμώνα, έφτανε να ξεχάσεις λίγο μόνο το χιόνι, γιατί γενικά, έπεφτε και χιόνι όλους τους καλοκαιριάτικους μήνες. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε μιλήσει ο Χανς Κάστορπ με το μακαρίτη Γιόαχιμ γι’ αυτή τη μεγάλη σύγχυση, που μπέρδευε τις εποχές μεταξύ τους, που τις ανακάτωνε, που στερούσε τη χρονιά από τις διαιρέσεις της και την έκανε σύντομη, με τη βραδύτητά της, ή μακριά, με τη γρηγοράδα της, έτσι που, σύμφωνα με μια κουβέντα του Γιόαχιμ, ειπωμένη με αηδία, τώρα και πάρα πολύ καιρό, από τότε, δεν μπορούσε πια να γίνεται καθόλου λόγος για χρόνο εδώ πάνω. Αυτό που στην πραγματικότητα, ήταν ανακατωμένο και μπερδεμένο, σ’ αυτή τη μεγάλη σύγχυση, ήταν οι εντυπώσεις ή οι διαδοχικές συνειδήσεις ενός «Ακόμα» κι ενός «Πάλι κιόλας», ένα από τα πιο συγκεχυμένα, τα πιο διαστρεβλωμένα και τα πιο γοητευτικά βιώματα, γενικά, κι ένα βίωμα, επί πλέον, που είχε κάμει το Χανς Κάστορπ, από την πρώτη του κιόλας μέρα εδώ πάνω, να νιώσει μια ανήθικη κλίση: ακριβώς, κατά τα πέντε εκείνα φοβερά γεύματα, μες στη χαρούμενα βαμμένη τραπεζαρία, όπου τον είχε πιάσει ένας πρώτος ίλιγγος τέτοιου είδους, σχετικά αθώος, ακόμα τότε. Από τότε, τούτη δω η αυταπάτη των αισθήσεων και του πνεύματος είχε πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο χρόνος ακόμη κι όταν η υποκειμενική αίσθησή του έχει εξασθενίσει ή χαθεί, έχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, εφ’ όσον είναι ενεργητικός ή δημιουργεί αλλαγές. Είναι πρόβλημα για επαγγελματίες στοχαστές και μόνο από νεανική ιταμότητα αποτόλμησε να το θέσει μια μέρα στον εαυτό του, ο Χανς Κάστορπ, το να ξέρεις, αν η ερμητικά κλεισμένη γυάλα, με τη συντηρημένη τροφή, που βρισκόταν στα ράφια της Σαλέεν, στο σπίτι του, εκεί κάτω, βρισκόταν εκτός χρόνου. Μα ξέρουμε, ότι ο χρόνος επιτελεί το έργο του ακόμη και πάνω στον κοιμισμένο. Ένας γιατρός πιστοποίησε την περίπτωση ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, που κοιμήθηκε μια μέρα, και δεν ξύπνησε παρά ύστερα από δεκατρία χρόνια: δεν έμεινε δωδεκάχρονο κοριτσόπουλο, παρά ξύπνησε νέα γυναίκα, έχοντας αναπτυχθεί στο μεταξύ. Πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά! Ο πεθαμένος είναι πεθαμένος κι έχει ξεπεράσει το καιρικό, έχει πολύ χρόνο, δηλαδή: δεν έχει καθόλου, προσωπικά μιλώντας. Αυτό δεν εμποδίζει να φυτρώνουν ακόμη τα νύχια του και τα μαλλιά του και γενικά να… Μα δε θέλουμε να θυμίσουμε την ιπποτική έκφραση που χρησιμοποίησε μια μέρα ο Γιόαχιμ, σχετικά μ’ αυτό, και που ο Χανς Κάστορπ είχε δυσανασχετήσει, τότε, σαν άνθρωπος της πεδιάδας που ήταν ακόμη… Ακόμη και τα δικά μου μαλλιά και τα νύχια μεγάλωναν και μεγάλωναν γρήγορα, κατά πως φαινόταν, γιατί βρισκότανε συχνά πυκνά καθισμένος, τυλιγμένος με την φαρδιά, λευκή πετσέτα, σε μια από τις πολυθρόνες του κουρέα, στον κεντρικό δρόμο του

«Ντορφ», για να του κόψουνε τα μαλλιά, γιατί είχαν κρεμαστεί πάλι καινούρια τσουλούφια στ’ αυτιά του, καθόταν, γενικά, πάντα εκεί ή μάλλον, όταν καθότανε και φλυαρούσε με τον επιδέξιο και γαλίφη υπάλληλο, που έκανε τη δουλειά του, αφού ο χρόνος είχε κάμει τη δική του ή όταν στεκόταν πλάι στην πόρτα του μπαλκονιού του κι έφτιαχνε τα νύχια του, με ψαλιδάκια και λίμες, που τα είχε πάρει από τ’ ωραίο βελουδένιο του νεσεσέρ, αισθανόταν, ξαφνικά, μ’ ένα είδος φρίκης, όπου ανακατευότανε μια περίεργη ευχαρίστηση, εκείνο τον ίλιγγο: έναν ίλιγγο που μπέρδευε τη ζάλη με την ψευδαίσθηση, τον ίλιγγο να μη ξεχωρίζει πια το «Ακόμα» και το «Πάλι», που το ανακάτωμα κι η εξαφάνισή τους δίνουν το πέρα από το χρόνο Πάντα και Αιώνιο. Πολλές φορές, ως τώρα, βεβαιώσαμε πως δε θέλουμε να τον παρουσιάσουμε καλύτερον, αλλ’ ούτε και χειρότερο απ’ ότι είναι, κι έτσι, λοιπόν, δε θ’ αποσιωπήσουμε πως συχνά πυκνά, προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από την αξιόμεμπτη αρέσκειά του, απέναντι ορισμένων τέτοιων μυστικιστικών πειρασμών, που τους προκαλούσε ολωσδιόλου συνειδητά κι εκ προθέσεως, μάλιστα, κάνοντας αντίθετες προσπάθειες. Μπορούσε να μείνει καθισμένος, με το ρολόι στα χέρια του το πλακωτό, το λείο, χρυσό ρολόι της τσέπης, που είχε ακόμα το καπάκι του, με το χαραγμένο πάνω του μονόγραμμά του, ν’ ανοίξει πηδηχτά, και να κοιτάξει, σκύβοντας πάνω από την πορσελάνινη πλάκα, με τις δυο σειρές, μια κόκκινη και μια μαύρη, αραβικούς αριθμούς, γύρω γύρω, που πάνω της, οι δυο χρυσοί δείχτες, λεπτά και προσεχτικά αρμοσμένοι, απείχανε ο ένας από τον άλλο, κι όπου ο λεπτότατος δείχτης των δευτερολέπτων έκανε το γύρο του, μ’ εκείνο το πολυάσχολο τικτάκισμά του, στο μικρό, ιδιαίτερο κύκλο του. Ο Χανς Κάστορπ δεν τον άφηνε από τα μάτια του, κάμποσα λεπτά, για ν’ αναχαιτίσει και να προσπαθήσει ν’ αρπάξει το χρόνο από την ουρά. Μα ο μικρότατος δείχτης τριπόδιζε, ακολουθώντας το δρόμο του, χωρίς να δίνει σημασία στους αριθμούς όπου έφτανε, άγγιζε, ξεπερνούσε, ξεπερνούσε κατά πολύ, πλησίαζε και ξανάφτανε. Ήταν αναίσθητος στα σημάδια, στις χαραματιές, στις υποδιαιρέσεις. Θα 'πρεπε να σταματά μια στιγμή στις εξήντα ή, τουλάχιστον, να δίνει διαφορετικά ένα ελάχιστο σημαδάκι πως κάτι συντελέστηκε εδώ. Μα από τον τρόπο που βιαζότανε να ξεπεράσει αυτό το σημαδάκι, όπως κι οποιοδήποτε άλλο ασημείωτο αριθμό, καταλάβαινε κανείς πως όλοι οι αριθμοί κι οι υποδιαιρέσεις του δρόμου του του είχαν υποβληθεί μόνο και πως δεν έκανε άλλο τι από το να προχωρεί, να προχωρεί… Έτσι, έκρυβε λοιπόν, κι ο Χανς Κάστορπ το ρολόι στην τσέπη του γιλέκου του κι άφηνε το χρόνο στην τύχη του. Πώς να κάνουμε κατανοητές στους άξιους πάσης τιμής πεδινούς τις μεταλλαγές αυτές, που συντελούνταν στην εσωτερική οικονομία του νεαρού ήρωά μας; Η κλίμακα των ιλιγγιωδών αυτών ταυτοτήτων μεγάλωνε. Αν με κάποια επιείκεια, δεν ήταν εύκολο ν’ αποσπάσουμε ένα Τώρα από ένα χτες, και από ένα προχτές, από ένα αντιπροχτές, που έμοιαζε μαζί του, όπως μοιάζει ένα αυγό μ’ ένα άλλο, τότε μπορούσε κανείς να τείνει πιο πολύ και να ’ναι πιο ικανός στο να συγχέει το παρόν του μ’ ένα άλλο παρόν, που υπήρξε παρόν πριν από ένα μήνα, ένα χρόνο, και να τα χάνει και τα δυο, το τωρινό παρόν και το χτεσινό παρόν, στο Πάντα. Μα εφ’ όσον θα ’χε σαφή συνείδηση του Ακόμα και του

Πάλι και του Μελλοντικού, θα μπορούσε να τείνει προς την επέκταση της έννοιας των σχετικών, με το Χτες και το Αύριο, όρων, με τους οποίους καθορίζεται το Σήμερα και ξεχωρίζει το Παρελθόν και το Μέλλον, κι ακόμα, να τείνει στο να εφαρμόζει τις λέξεις αυτές σε μακρύτερες περιόδους. Δε θα ’ταν δύσκολο να υποθέσει κανείς όντα, σε μικρότερους πλανήτες, ίσως, που να χρησιμοποιούν ένα μικρογραφικό χρόνο και που, για τη «σύντομη» ζωή τους, το ευκίνητο τριπόδισμα του δευτερολεπτοδείκτη μας θα είχε όλη τη βραδύτητα της ώρας που περνά. Μα το ίδιο θα μπορούσε, επίσης να φανταστεί όντα, που με το χώρο τους θα ’ταν δεμένος ένας χρόνος μιας τεράστιας έκτασης, έτσι που οι αντιλήψεις του «μόλις τώρα» και του «σε λίγο», του Χτες και του Αύριο, θα ’παιρναν, στα βιώματά τους, μια σημασία άπειρα εκτεταμένη. Αυτό θα ’τανε, λέμε εμείς, όχι μόνο δυνατό, παρά, από την άποψη ενός υποφερτού σχετικισμού και σύμφωνα με την παροιμία: «Κάθε τόπος και τα έθιμά του», και θεμιτό, ομαλό κι άξιο κάθε σεβασμού. Μα τι να σκεφτεί κανείς, για ένα γέννημα και θρέμμα της γης και που, επί πλέον, βρίσκεται σε μια ηλικία τέτοια, για την οποία, μια μέρα, ολόκληρη εβδομάδα, ένας μήνας, ένα εξάμηνο, θα έπρεπε να παίζουν ακόμα ένα σημαντικό ρόλο και φέρνουν τόσες αλλαγές και πρόοδο στη ζωή; τι να σκεφτεί, αλήθεια κανείς, για ένα γιο της γης, που, μια μέρα, θ’ αποχτούσε την κακή συνήθεια, ή θα υπόκυπτε, πότε πότε, στην ευχαρίστηση, να λέει Χτες και Αύριο, εκεί που θα έπρεπε να πει «πριν ένα χρόνο» και «τον ερχόμενο χρόνο»; Εδώ ’χουμε να κάνουμε, χωρίς καμιά αμφιβολία, με «πλάνη και σύγχυση», ώστε κι η πιο ζωηρή ανησυχία θα ’ταν απόλυτα δικαιολογημένη. Υπάρχουν στη γη, συρροές περιστάσεων, τοπιακές καταστάσεις (αν μπορεί να μιλήσει κανείς για «τοπίο» στην περίπτωση που μας απασχολεί), που μέσα τους, δημιουργούνται μια τέτοια σύγχυση και μια τέτοια εξαφάνιση των αποσκευών στο χρόνο και στο χώρο, και μάλιστα, μ’ έναν τρόπο τόσο φυσικό και δικαιολογημένο σχεδόν, ώστε να προχωρούν, προοδευτικά, ίσαμε μια ιλιγγιώδη αδιαφορία, έτσι που ένα βύθισμα, σ’ αυτή τη μαγεία, θα μπορούσε να γίνει παραδεχτό, κατά τις ώρες των ετήσιων διακοπών μας, τουλάχιστον. Με το τελευταίο αυτό, υπαινισσόμαστε τον περίπατο στην ακρογιαλιά, μια κατάσταση, που ο Χανς Κάστορπ τη θυμότανε με τη μεγαλύτερη συμπάθεια όπως ξέρουμε κιόλας, πως ξανάβρισκε μ’ ευχαρίστηση κι ευγνωμοσύνη, στη ζωή του στα χιόνια, την ανάμνηση των μεγάλων αμμούδων του τόπου του. Ελπίζουμε, πως η πείρα κι οι αναμνήσεις του αναγνώστη μας δε θα μας αφήνουν στα κρύα του λουτρού, όταν θα ανακαλούμε στη μνήμη του τη θαυμάσια κείνη μοναξιά… Περπατάς και περπατάς… ποτέ δε θα μπορέσεις να επιστρέψεις εγκαίρως στο σπίτι σου, από έναν τέτοιο περίπατο, γιατί ο χρόνος κι εσύ χάσατε ο ένας τον άλλο. Ω θάλασσα, καθόμαστε μακριά σου, καθώς διηγούμαστε και στρέφουμε κατά σένα τις σκέψεις μας, την αγάπη μας, καλώντας σε δυνατά και με τ’ όνομά σου, και είσαι πάντα παρούσα στη διήγησή μας, καθώς ήσουνα πάντα, σιωπηλά, κι όπως θα ’σαι πάντα… Βουερή ερημιά, ωχρά ανοιχτόγκριζη, απλωμένη, γιομάτη πικρό νότισμα που αφήνει μια αρμυρή γεύση στα χείλη μας. Περπατούσε, περπατούσε σ’ αλαφριά λαστιχένια γη, σπαρμένη φύκια και

μικρά κοχύλια, με τ’ αυτιά τυλιγμένα από άνεμο, απ’ αυτόν τον μεγάλο άνεμο, το φαρδύ κι απαλό άνεμο, που ελεύθερα κι ανυπόταχτα και δίχως δολιότητα διατρέχει το διάστημα και που ζαλίζει απαλά το κεφάλι μας, βαδίζουμε και βλέπουμε τις αφρισμένες γλώσσες της θάλασσας, που τις βγάνει έξω και πάλι τις τραβά και πάλι τις βγάνει έξω και τις απλώνει, για να γλείψει τα πόδια μας. Η φουσκοθαλασσιά κοχλάζει, κύμα πάνω στο κύμα σηκώνεται, με ένα καθάριο, υπόκωφο βουητό και θροΐζει πώς θροΐζει το μετάξι πάνω στο ισοπεδωμένο περιγιάλι, κι εδώ κι εκεί και πιο έξω, πάνω στους σκοπέλους, κι αυτός ο ακαθόριστος, γενικός, μαλακά κελαρυστός ήχος, απαλλάσσει τ’ αυτί μας από κάθε άλλη φωνή του κόσμου. Βαθιά επάρκεια, συνειδητή λησμονιά… Ας κλείσουμε, αλήθεια, τα μάτια μας, ας κρυφτούμε από την αιωνιότητα! Όχι, όχι, κοίτα, εκεί στην αφρισμένη γκριζοπράσινη έκταση, που χάνεται με μεγάλες περιστολές ως τον ορίζοντα, εκεί ’ναι ένα πανί. Εκεί; τι Εκεί είναι αυτό; Πόσο μακριά; Πόσο κοντά; Δεν το ξέρεις. Με ιλιγγιώδη τρόπο ξεφεύγει από την κρίση σου. Για να πεις, πόσο μακριά από την ακτή είναι αυτό το καράβι, θα έπρεπε να ξέρεις πόσο μεγάλο είναι το ίδιο σαν σώμα. Μικρό και κοντινό ή μεγάλο και μακρινό; Το βλέμμα σου τσακίζεται, μέσα στην άγνοια, γιατί δεν έχεις κανένα όργανο κι αίσθηση που να σου γνωρίζει το χώρο… Περπατούμε, περπατούμε, πόση ώρα περπατούμε κιόλας; Πόσο δρόμο κάναμε; Η ερώτησή μας θα μείνει μόνο ερώτηση. Τίποτα δεν αλλάζει στο βήμα μας, το εκεί είναι όπως το εδώ, το πριν όπως το τώρα κι όπως το μετά. Η ανυπολόγιστη μονοτονία του χώρου πνίγει το χρόνο, η κίνηση από σημείο σε σημείο δεν είναι πια κίνηση, όταν βασιλεύει το ίδιο και το ίδιο, κι όπου η κίνηση δεν είναι πια κίνηση, δεν υπάρχει χρόνος. Οι σοφοί του Μεσαίωνα ισχυρίζονταν, ότι ο χρόνος είναι μια ψευδαίσθηση, ότι η πορεία του, που κάνει το αποτέλεσμα να διαδέχεται την αιτία του, δεν οφειλόταν παρά στη φύση των αισθήσεών μας και πως η αληθινή κατάσταση των πραγμάτων ήταν ένα αμετακίνητο τώρα. Περπάτησε στην ακρογιαλιά ποτέ ο σοφός, που συνέλαβε πρώτος τούτη δω τη σκέψη, νιώθοντας πάνω στα χείλη του την αλαφριά πικρίλα της αιωνιότητας; Ό,τι κι αν έγινε, επαναλαμβάνουμε, οπωσδήποτε, πως εδώ μιλούμε για σχολικές διακοπές, για φαντασίες μιας σκόλης της ζωής, που διαποτίζουν τόσο γρήγορα το ηθικό πνεύμα ενός ανθρώπου, όσο κι η ανάπαυση στη ζεστή άμμο, που δίνει υγεία στο σώμα. Το ν’ ασκείς κριτική πάνω στα μέσα και στις μορφές της ανθρώπινης γνώσης, το να θέτεις σ’ αμφιβολία το ίδιο το κύρος τους, θα ’ταν μια παράλογη μεροληψία, άτιμη και μισητή, αν ποτέ συνδεότανε μαζί τους μια έννοια διαφορετική από τη δική σου επιθυμία, να καθορίζεις στη λογική όρια, που δε θα τα ξεπεράσει, χωρίς να θεωρηθεί ένοχη, ότι παραμελεί το ιδιαίτερο λειτούργημά της. Δεν μπορούμε παρά να αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη απέναντι σ’ έναν άνθρωπο, όπως ο κύριος Σετεμπρίνι, που παρουσίασε στο νεαρό, η μοίρα του οποίου μας απασχολεί, και που, ευκαιρίας δοθείσης, τον είχε ονομάσει, πάρα πολύ όμορφα, «τρομερό παιδί της ζωής», που του είχε παρουσιάσει, λοιπόν, και με μια ενεργητικότητα ολωσδιόλου παιδαγωγική, τη Μεταφυσική σαν το «Κακό». Και τιμούσε όσο μπορούσε καλύτερα τη μνήμη ενός αγαπημένου νεκρού, λέγοντας πως η έννοια, ο σκοπός και ο στόχος της

κριτικής αρχής δεν μπορεί και δεν πρέπει να ’ναι, παρά ένα: η ιδέα του χρέους, το χρέος να ζήσουμε. Κι ακόμα: αν η νομοθετική σοφία χάραξε, με την κριτική, όρια στη λογική, έστησε όμως, επίσης, σε τούτα τα όρια τη σημαία της ζωής, και δήλωσε πως είναι στρατιωτικό καθήκον του ανθρώπου να υπηρετήσει κάτω από τούτη τη σημαία. Μη και θα ’πρεπε να το συγχωρήσουμε στο νεαρό Χανς Κάστορπ, και να υποθέσουμε πως είχε καθηλωθεί εκεί, στην κακή διαχείριση του χρόνου και στο επικίνδυνο παιχνίδι του με την αιωνιότητα, μόνο και μόνο γιατί κάποιος μελαγχολικός φαφλατάς είχε ονομάσει «υπερβολικό ζήλο» του ξαδέλφου του, του στρατιωτικού, αυτό που τον είχε παρασύρει σε μια θανάσιμη έξοδο;

ΜΑΪΝΧΕΕΡ ΠΗΠΕΡΚΟΡΝ Ο ΜΑΪΝΧΕΕΡ Πήπερκορν, ένας ηλικιωμένος Ολλανδός, ήταν τώρα και κάμποσο καιρό, οικότροφος του οίκου Μπέργκχοφ, που με πάρα πολύ δίκιο, έφερνε στις ρεκλάμες του το επίθετο «διεθνές». Η κάπως χρωματισμένη εθνικότητα του Πήπερκορν, γιατί ’ταν ένας Ολλανδός των αποικιών, κάτοικος της Ιάβας και καφεκαλιεργητής δε θ’ αρκούσε στο να μας κάνει να πάρουμε την απόφαση να τον μπάσουμε, αυτόν, τον Πήτερ Πήπερκορν (έτσι λεγόταν, έτσι αυτονομαζότανε, «τώρα, ο Πήτερ Πήπερκορν θα ευφρανθεί με μια ρακή», συνήθιζε να λέει), δε θα μας αρκούσε, λέμε, ώστε ν’ αποφασίσουμε να μπάσουμε το πρόσωπό του, την ενδέκατη ώρα, στην ιστορία μας… Γιατί, Θεέ μου μεγαλοδύναμε, τι ποικιλία χρωμάτων κι αποχρώσεων ήταν αυτή που παρουσίαζε κιόλας η κοινωνία του εξαίρετου ιδρύματος, που ο Αυλικός Σύμβουλος Δόκτωρ Μπέρενς εξασφάλιζε την ιατρική του διεύθυνση, με την γόνιμη πολυγλωσσία του! Δεν ήταν αρκετό, που τελευταία ακόμα, βρισκόταν εδώ πάνω μια Αιγύπτια πριγκίπισσα, η ίδια εκείνη που είχε προσφέρει, άλλοτε στον Αυλικό Σύμβουλο, το αξιοπρόσεχτο εκείνο σερβίτσιο του καφέ και τα τσιγάρα με τη Σφίγγα, ένα αισθηματικό πλάσμα, με δάχτυλα γιομάτα δαχτυλίδια και κιτρινίλες από τη νικοτίνη, με μαλλιά κομμένα κοντά και που έξω από τα κυριότερα γεύματα, στα οποία παραβρισκότανε με παριζιάνικες τουαλέτες, έκανε τον περίπατο της μ' ανδρικά ρούχα και σιδερωμένα πανταλόνια. Έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον, άλλωστε, για τον ανδρικό κόσμο κι όλη την εύνοια, μια εύνοια νωχελική και βίαιη ταυτόχρονα, τη συγκέντρωνε μια εβραία από τη Ρουμανία, που ονομαζότανε νέτα σκέτα φράου Λαντάουερ, παρά το γεγονός, ότι ο Εισαγγελεύς Παραβάν κρέμασε τα μαθηματικά του στον κόκορα, προς χάριν της Αυτής Υψηλότητος και μέσα στην ερωτική φλόγα του, ήταν έτοιμος να κάμει ακόμα και τον κουτό. Δεν ήταν, λοιπόν, αρκετή η προσωπική παρουσία της, γιατί υπήρχε ακόμη στη μικρή ακολουθία της κι ένας ευνουχισμένος νέγρος, ένας άρρωστος, αδύνατος άνθρωπος, μα που παρά το βασικό του ελάττωμα, το οποίο κοροΐδευε μ’ όλη της την καρδιά η Καρολίνε Σταιρ, φαινόταν να ’ναι αγκιστρωμένος στη ζωή περισσότερο από τον καθένα κι ήταν απαρηγόρητος, για την εικόνα που παρουσίαζε η πλάκα του εσωτερικού του, όταν ραδιογραφήσανε το μαύρο κορμί του…. Σε σύγκριση, με κάτι τέτοιες εμφανίσεις, ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν, λοιπόν, μπορούσε να δώσει την εντύπωση ολότελα άχρωμου. Κι αν και το κεφάλαιο αυτό της διήγησής μας θα μπορούσε να έχει, όπως ένα προηγούμενο, τον τίτλο «Και κάποιος άλλος ακόμα», ωστόσο, δεν είναι λόγος ν’ ανησυχήσει κανείς, επειδή στο σημείο αυτό κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή ένας καινούριος πρόξενος πνευματικής και παιδαγωγικής σύγχυσης. Όχι, ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν δεν ήταν καθόλου άνθρωπος που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μια διανοητική ταραχή. Ήταν ένας ολωσδιόλου διαφορετικός άνθρωπος, καθώς θ’ αντιληφθούμε, άλλωστε. Το πώς τώρα, το πρόσωπό του προξένησε, παρ’ όλ' αυτά, μια κατάσταση υπερβολικής ταραχής στον ήρωά μας, αυτό είναι κάτι που ο αναγνώστης μας θα το εννοήσει, όταν θα ξέρει τα αμέσως παρακάτω:

Ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν έφτασε στο σταθμό του «Ντορφ», με το ίδιο βραδινό τρένο, που είχε φτάσει κι η Μαντάμ Σοσά, κι έφτασε με το ίδιο, επίσης έλκηθρο, στο Μπέργκχοφ, όπου και δείπνησε στο εστιατόριο με τη συντροφιά της. Ήταν κάτι περισσότερο από μια ταυτόχρονη άφιξη: ήταν μια συντροφική άφιξη, κι η συντροφικότητα αυτή, που βρήκε την επαλήθευσή της, λόγου χάρη, στο γεγονός, ότι ο Μαϊνχέερ τοποθετήθηκε στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων», πλάι στη νέα γυναίκα κι αντικριστά στη θέση του γιατρού, εκεί που μια άλλη φορά, ο καθηγητής Ποπώφ είχε παραδοθεί σε άγριες και διφορούμενες επιδείξεις, αυτή η συντροφικότητα, ακριβώς, τάραξε τον καλό μας Χανς Κάστορπ, που δεν είχε προβλέψει τίποτα τέτοιο. Ο Αυλικός Σύμβουλος του είχε αναγγείλει, με τον τρόπο του, τη μέρα και την ώρα της επιστροφής της Κλαούντια. — Βλέπετε, Κάστορπ, γεροντονιέ μου; είπε. Η υπομονή κι η καρτερικότητα ανταμείβονται. Μεθαύριο το βράδυ, η γατούλα μας θα γλιστρήσει πάλι ανάμεσά μας, μου το ανάγγειλε τηλεγραφικά. Μα τ’ ότι η φράου Σοσά δε θα ερχότανε μόνη, αυτό δεν το είχε υπαινιχτεί καν, μπορεί γιατί ο ίδιος εκείνος δεν είχε ιδέα, πως η Κλαούντια κι ο Πήπερκορν θα έρχονταν μαζί και θα ’ταν μια συντροφιά, έκανε, τουλάχιστον, τον έκπληκτο, όταν τη μέρα της συντροφικής αυτής άφιξης, ο Χανς Κάστορπ του ζήτησε, κατά κάποιο τρόπο, το λόγο. —Πώς θα μπορούσα να ξέρω, ώστε να σας το πω, πού το ψάρεψε πάλι αυτό το νούμερο; εξήγησε. Θα πρόκειται για καμιά συνάντηση του ταξιδιού της στα Πυρηναία, υποθέτω. Ναι, θα πρέπει, βέβαια, να συνηθίσετε στην ιδέα της παρουσίας του, απογοητευμένε Ερωτιδέα μου, δε γίνεται διαφορετικά. Στενή φιλία, καταλαβαίνετε. Κατά πως φαίνεται έχουνε, μάλιστα, και κοινό βαλάντιο. Ο άνθρωπος αυτός απ’ ό,τι ακούω, είναι φοβερά πλούσιος. Ένας βασιλιάς του καφέ, που αποτραβήχτηκε πια από το εμπόριο, θα πρέπει να ξέρετε. Έχει μαζί του ένα Μαλαίο καμαριέρη και κάνει μια ζωή εξαιρετικά πολυδάπανη. Έπειτα, χωρίς άλλο, δεν έρχεται απλά και μόνο για το κέφι του, εδώ πάνω, γιατί, εκτός μια έμφραξη των αγγείων, αλκοολικής προελεύσεως, φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα πυρετό με διαλείψεις, καταλαβαίνετε, επίμονο, σκληροτράχηλο. Θα πρέπει να ’χετε υπομονή μαζί του. — Παρακαλώ, παρακαλώ, είπε ο Χανς Κάστορπ αφ’ υψηλού. «Και συ;» σκέφτηκε. «Πώς νιώθεις του λόγου σου; Δεν είσαι ολωσδιόλου αμέτοχος κι εσύ, αλήθεια, φτάνει μόνο να θυμηθεί κανείς τα παλιά, αν δε μ’ απατήσανε τα φαινόμενα, μπλαβομάγουλε χήρε, με τις ρεαλιστικές ελαιογραφίες σου. Τα λόγια σου έχουνε πολλή χαιρεκακία, απέναντί μου, καθώς μου φαίνεται, κι ωστόσο είμαστε σύντροφοι στη δυστυχία, κατά κάποιο τρόπο, εξαιτίας του Πήπερκορν. — Περίεργος τύπος, αληθινά πρωτότυπος άνθρωπος, είπε με μια απλωτή χειρονομία που σήμαινε το Μαϊνχέερ. Ρωμαλέος κι ασθενικής κράσεως, αυτή την εντύπωση κάνει, αυτή την εντύπωση σχημάτισα εγώ, τουλάχιστον, στο πρόγευμα. Ρωμαλέος και συγχρόνως καχεκτικός, θαρρώ πως μ’ αυτά τα επίθετα πρέπει να τον χαρακτηρίσει κανείς, μ’ όλο που συνήθως, αντιφάσκουνε μεταξύ τους. Είναι, χωρίς άλλο ψηλός, κι ευρύστερνος και του αρέσει να τεντώνεται με τα χέρια χωμένα στις πλαϊνές τσέπες του πανταλονιού του, είναι

κομμένες κάθετα, παρατήρησα, όχι λοξά, όπως σε σας και σε μένα και γενικά, στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, κι όταν στέκεται εκεί και μιλά με τον ουρανίσκο, όπως κάνουν όλοι οι Ολλανδοί, έχει αναμφισβήτητα, κάτι το πολύ ρωμαλέο. Μα η γενειάδα του είναι αραιή, μακριά αλλά αραιή, έτσι, που νομίζει κανείς, πως θα μπορούσε να μετρήσει τις τρίχες της, και τα μάτια του είναι μικρά και χλομά, σχεδόν άχρωμα, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα, και δεν ωφελεί σε τίποτα, που προσπαθεί αδιάκοπα να τα γουρλώνει, γι’ αυτό κι έκανε κείνες τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, που ανεβαίνουνε πρώτα το μάκρος των κροτάφων κι ύστερα διασχίζουν, οριζόντια, το μέτωπό του, ξέρετε, που γύρω του κρέμονται τα μακριά, αραιά όμως, άσπρα του μαλλιά, τα μάτια του μένουν, παρ’ όλ’ αυτά, μικρά και χλομά, όσο κι αν τα γουρλώνει… Και το κλειστό γιλέκο του, του δίνει ένα ύφος κληρικού, μ’ όλο που η ρεντινγκότα του έχει όλ’ αυτά τα καρό. Αυτή την εντύπωση μου έδωσε σήμερα το πρωί. — Βλέπω, ότι τον βάλατε κάτω από το μικροσκόπιο, αποκρίθηκε ο Μπέρενς και πως παρατηρήσατε καλά-καλά τον άνθρωπό μας στις λεπτομέρειές του, πράμα που το βρίσκω λογικό, γιατί θα πρέπει, βέβαια, να συνηθίσετε την παρουσία του. — Ναι, αυτό θα κάνουμε, βέβαια, είπε ο Χανς Κάστορπ. Του αφήσαμε τη φροντίδα να χαράξει το παραπλήσιο σκίτσο της φυσιογνωμίας του νέου, απρόσμενου ξένου του Μπέργκχοφ, κι εδώ που τα λέμε, δεν τα κατάφερε κι άσκημα. Είναι, μάλιστα, πιθανόν, πως ούτε κι εμείς θα τον πετυχαίναμε αισθητά καλύτερο. Είναι αλήθεια, πως το παρατηρητήριό του ήταν από τα πιο ευνοϊκά. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι, κατά την απουσία της Κλαούντια, είχε αλλάξει τραπέζι και τώρα καθότανε πάρα πολύ κοντά στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων», κι όπως το δικό του ήταν παράλληλο με το τελευταίο αυτό, με τη μόνη διαφορά ότι τούτο δω βρισκότανε πιο κοντά στην πόρτα της βεράντας κι ο Χανς Κάστορπ, καθώς κι ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν, κρατούσαν τις στενές πλευρές των τραπέζιών, που βρίσκονταν προς το μέσα μέρος της αίθουσας, ήσαν κατά κάποιο τρόπο, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, ο Χανς Κάστορπ κάπως πιο πίσω από τον Ολλανδό, πράμα που διευκόλυνε μια διακριτική παρακολούθηση, ενώ είχε μπροστά του, λοξά, θεατή κατά τα τρία τέταρτά της, τη φράου Σοσά. Θα έπρεπε, ίσως, να συμπληρώσουμε το γιομάτο χαρίσματα σκίτσο του, προσθέτοντας πως το πάνω χείλος του Πήπερκορν ήταν ξυρισμένο, πως η μύτη του ήταν μεγάλη και σαρκώδης, πως το στόμα του ήταν μεγάλο επίσης, με ακανόνιστο σχήμα χειλιών, σαν να ’τανε σκισμένα. Επί πλέον, τα χέρια του ήσαν, χωρίς άλλο, αρκετά φαρδιά, μα με μακριά, μυτερά νύχια, και τα χρησιμοποιούσε αδιάκοπα, καθώς μιλούσε, γιατί μιλούσε ασταμάτητα σχεδόν, χωρίς ο Χανς Κάστορπ, να συλλαμβάνει καθαρά την έννοια των όσων έλεγε, κάνοντας εξεζητημένες χειρονομίες, που κρατούσαν μετέωρη την προσοχή του άλλου, τις λεπτά υπαινιγματικές, ευγενικές, ακριβείς πολιτισμένες χειρονομίες ενός διευθυντή ορχήστρας, διπλώνοντας το δείχτη του, για να σχηματίσει έναν κύκλο με το μεγάλο δάχτυλο ή με τη φούχτα του χεριού του φαρδιού, αλλά με μυτερά νύχια, που τεντωνόταν προστατευτικό, κατευναστικό, απαιτώντας ησυχία και προσοχή, για ν’

απογοητεύσει αμέσως αυτή τη χαμογελαστή προσοχή, που είχε επιτύχει, με την ακατανοησία των τόσο έντονα προετοιμασμένων λόγων του, ή, αν όχι να την απογοητεύσει, αλήθεια, να τη μεταβάλει, τουλάχιστον, σε μια φαιδρή έκπληξη. Γιατί, η δύναμη, η λεπτότητα κι η πολλά σημαίνουσα σπουδαιότητα αυτής της προετοιμασίας, αποζημίωναν πλουσιοπάροχα τα ελαττωματικά λόγια, ήταν χειρονομίες που ικανοποιούσαν από μόνες τους, διασκέδαζαν, χόρταιναν, μάλιστα, τους ακροατές. Ήταν φορές που ούτε καν προφέρονταν αυτά τα λόγια. Ακουμπούσε απαλά το χέρι του στον πήχη του αριστερού γείτονά του, ενός νεαρού Βούλγαρου σοφού, ή της Μαντάμ Σοσά, δεξιά του, ύστερα σήκωνε αυτό το χέρι, λοξά, απαιτώντας ησυχία και προσοχή γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να πει, και, ζαρώνοντας τα φρύδια του, ώστε οι ρυτίδες που σχημάτιζαν μια ορθή γωνία ανάμεσα στο μέτωπό του και στις εξωτερικές γωνιές των ματιών του, βαθαίναν όπως σε μάσκα, κοίταζε πάνω στο τραπεζομάντηλο, προς το μέρος εκείνου που είχε ακουμπήσει στο χέρι του, ενώ τα μεγάλα, σκισμένα χείλη του φαίνονταν έτοιμα να διατυπώσουν πράματα, που είχανε τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Μα ύστερα από ένα λεπτό άφηνε την ανάσα του να ξεφουσκώνει το στήθος του, παραιτείτο από το να μιλήσει και μ’ ένα νεύμα του φαινότανε να προστάζει κάτι σαν «Ανάπαυση!» Χωρίς να ’χει πει τίποτα, ξαναγύριζε στον καφέ του, που τον παράγγελνε εξαιρετικά δυνατό κι ετοιμασμένο στο δικό του στραγγιστήρι. Αφού τον έπινε, τα πράγματα γίνονταν ως εξής: Με το χέρι ανακαλούσε στη συζήτηση, κι έκανε ησυχία, με τον τρόπο που ο διευθυντής ορχήστρας χαμηλώνει κι ηρεμεί την αταξία του κουρντίσματος των οργάνων και συγκεντρώνει την προσοχή των μουσικών του, με μια επιτακτική και λεπτή κίνηση, πριν από την Εισαγωγή. Το μεγάλο κεφάλι του, που το τύλιγαν κατάλευκα, τσουλούφια με τα χλομά μάτια και τις φοβερές ρυτίδες του μετώπου, με τη μακριά γενειάδα και το γυμνό κι οδυνηρό στόμα, προκαλούσε, φανερά, μια τέτοια εντύπωση, που όλος ο κόσμος υποτασσόταν στη χειρονομία του. Όλοι σώπαιναν, τον κοίταζαν χαμογελώντας, περίμεναν, κι εδώ κι εκεί όλο και κάποιος θα του έκανε ένα νόημα με το κεφάλι, χαμογελώντας του ενθαρρυντικά. Κι ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν έλεγε, με κάπως σιγανή φωνή: — Κυρίες και Κύριοι… Καλά. Όλα καλά. Ενν ττάξει. Θέλετε ωστόσο ν’ αντιμετωπίσετε και ούτε στιγμή να μη χάσετε, ώστε… Μ’ απάνω σ’ αυτό το σημείο, τσιμουδιά! Ό,τι έχω να πω, είναι λιγότερο αυτό απ’ όσο, προπαντός και κατ’ αρχήν, τούτο δω, ότι είμαστε υποχρεωμένοι ότι το πιο απαραβίαστο — το επαναλαμβάνω, και τονίζω όσο είναι δυνατό αυτή την έκφραση ότι το απαραβίαστο αίτημά μας έχει τεθεί… Όχι! Όχι, έτσι, Κυρίες και Κύριοί μου! Όχι έτσι, ώστε εγώ κάπως να… Τι μεγάλο σφάλμα θα ’ταν να σκεφτεί κανείς, ότι εγώ… Ενν ττάξει, Κυρίες μου και Κύριοί μου! Απόλυτα εν τάξει. Ξέρω ότι είμαστε σύμφωνοι σ’ όλα αυτά, κι έτσι, λοιπόν: στην υπόθεση! Δεν είχε πει τίποτα. Μα το κεφάλι του φαινόταν τόσο αναμφισβήτητα σημαντικό, το παίξιμο των χαρακτηριστικών της φυσιογνωμίας του κι οι κινήσεις των χεριών του ήταν τόσο αποφασιστικές, τόσο επίμονες και τόσο εκφραστικές, που όλοι, ακόμα κι ο Χανς Κάστορπ, που άκουγε, πίστευαν πως είχαν ακούσει πάρα πολύ σημαντικά πράγματα.

Ενώ καταλάβαιναν πέρα για πέρα, πως δεν τους είχε ειπωθεί τίποτα, πραγματικά, ωστόσο δεν είχαν την εντύπωση κανενός κενού. Να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η εντύπωση ενός κουφού; Μπορεί και να λυπόταν βαθιά, γιατί κρίνοντας από την έκφραση του ομιλητή, θα νόμιζε πως η ομιλία του ήταν διαφορετική και θα φανταζόταν, πως η αναπηρία του τον είχε κάμει να χάσει κάτι εξαιρετικά πολύτιμο. Τέτοιοι άνθρωποι πάντα έχουν μια τάση προς τη δυσπιστία και την πίκρα. Αντίθετα, ένα νεαρός Κινέζος, καθισμένος στην άλλη άκρη του τραπεζιού, που δεν καταλάβαινε παρά πολύ λίγα γερμανικά και που δεν είχε εννοήσει τίποτα, μα που άκουσε κι είδε, έδειξε, την χαρούμενη ικανοποίησή του με το επιφώνημα: «Very well!» κι έφτασε στο σημείο να χειροκροτήσει κιόλας. Κι ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν έφτασε «στην υπόθεση». Ανασηκώθηκε, τέντωσε το φαρδύ στήθος του, κούμπωσε την ρεντιγκότα του με τα καρό, πάνω από το κλειστό γελέκο του, και το λευκό κεφάλι του ήταν αληθινά βασιλικό. Έκαμε νεύμα σε μια σερβιτόρα ήταν η νάνος και μ’ όλο που τούτη δω ήταν πάρα πολύ απασχολημένη, υπάκουσε αμέσως στην αυταρχική χειρονομία του και παρουσιάστηκε, κρατώντας τη γαλατιέρα και την καφετιέρα, πλάι στην καρέκλα του. Ούτε και τούτη δω παραμέλησε, χαμογελώντας μ’ όλο το τεράστιο γερασμένο της πρόσωπο, να του κάμει ένα ενθαρρυντικό νεύμα, που της το υπόβαλε το χλομό βλέμμα του, κάτω από τις βαθιές ρυτίδες και το υψωμένο χέρι του, που ο δείχτης του ενωνόταν κυκλικά με το μεγάλο δάχτυλο, ενώ τ 'άλλα τρία δάχτυλα ήταν υποταγμένα κάτω από τις μυτερές λόγχες των νυχιών του. — Καλά, παιδί μου, είπε. Όλα πάνε πέρα για πέρα καλά ως τα τώρα. Είστε κοντή, και τι με πειράζει εμένα αν είστε κοντή; Αντίθετα! Βλέπω ένα πλεονέκτημα σ’ αυτό, ευχαριστώ το Θεό, που είστε όπως είστε, και χάρη στο μικρό σας ανάστημα, τόσο χαρακτηριστικό… Καλά λοιπόν, φτάνει ως εδώ! Κι αυτό, επίσης, που επιθυμώ από σας, είναι μικρό, μικρό και χαρακτηριστικό. Πρώτα απ’ όλα, όμως πως σας λένε; Κάτι τραύλισε, χαμογελώντας κι ύστερα είπε, πως τ όνομά της ήταν Εμερντία. — Έκτακτα! φώναξε ο Πήπερκορν, πέφτοντας στη ράχη της καρέκλας του κι απλώνοντας τα χέρια του προς τη νάνο. Κι αυτό το φώναξε, μ’ έναν τέτοιο τόνο, σαν να ’θελε να πει: «Μα τότε τι θέλετε λοιπόν; Όλα είναι θαυμάσια!» — Παιδί μου, εξακολούθησε, πολύ σοβαρά και σχεδόν μ’ αυστηρότητα, αυτό ξεπερνά όλες τις ελπίδες μου. Εμερντία! — Το προφέρετε με σεμνότητα, μ’ αυτό το όνομα… και σχετικά με το πρόσωπό σας… με λίγα λόγια, αυτό ανοίγει τις πόρτες στις ωραιότερες δυνατότητες. Αξίζει τον κόπο, χωρίς άλλο, να το αγαπήσει κανείς και να το βάλει μέσα στην καρδιά του… για να… με το χαϊδευτικό τύπο του, θα μπορούσε κανείς να σας λέει Ρεντία, μα και το Εμούλα θα ’ταν το ίδιο ζεστό για την ώρα θα μείνω αδίστακτα στο Εμούλα. Λοιπόν, Εμούλα, παιδί μου, άκουσέ με καλά: λίγο ψωμί, αγάπη μου. Αλτ! Στάσου! Να μην εισχωρήσει καμιά παρεξήγηση μεταξύ μας. Βλέπω στο σχετικά μεγάλο

πρόσωπό σου, πως αυτός ο κίνδυνος… Ψωμί, Ρεντιούλα, μα όχι ψημένο ψωμί ψωμί να δούνε τα μάτια σου σαν κι αυτό, στο τραπέζι μας, κάθε μορφής και τύπου. Ζεστό, θερμό ψωμί, άγγελέ μου. Ψωμί του Θεού, καθαρό ψωμί, Εμερεντιούλα μου, κι αυτό μόνο και μόνο για να ευφρανθούμε. Δεν είμαι βέβαιος αν η έννοια αυτής της λέξης… υποθέτω πως μπορώ να την αντικαταστήσω με τούτη δω: «Καρδιοτονωτικό», για να μη διατρέξουμε πάλι τον κίνδυνο να της δώσει κανείς μια έννοια κοινή κι επιπόλαιη… Ενν ττάξει, Ρεντία. Ενν ττάξει και σύμφωνοι. Μάλλον με την έννοια του καθήκοντός μας και της ιερής μας υποχρέωσης… Λόγου χάρη, της ηθικής υποχρέωσης που μ’ αναγκάζει να κάνω πέτρα την καρδιά μου απέναντι στο χαρακτηριστικό σου ανάστημα… Μια ρακή, αγαπημένη μου! Για να χαρούμε, ήθελα να πω. Κουμαρόρακη, Εμερούλα, κουμαρόρακη. Βιάσου και φέρε μου μια. — Μια καθαρή ρακή, επανάλαβε η νάνος, που στριφογύρισε πάνω στα τακούνια της με την πρόθεση ν’ απαλλαχτεί από την κανάτα με το γάλα και την καφετιέρα της, που τα παράτησε στο τραπέζι του Χανς Κάστορπ, πλάι στο σερβίτσιο του, γιατί δεν ήθελε να ενοχλήσει τον κύριο Πήπερκορν. Έτρεξε με τα τέσσερα κι η παραγγελία εκτελέστηκε αμέσως. Το ποτήρι ήταν τόσο γιομάτο, που το «ψωμί» ξεχείλιζε κι έτρεξε από παντού μουσκεύοντας την πετσέτα. Ο Πήπερκορν πήρε το ποτήρι ανάμεσα στον αντίχειρα και το μεσαίο του δάχτυλο και το σήκωσε στο φως. — Έτσι, λοιπόν, δήλωσε, ο Πήτερ Πήπερκορν ευφραίνεται μ’ ένα δαχτυλάκι ρακή! και την κατέβασε αφού πρώτα την πιπίλησε λίγο. Τώρα, είπε, σας βλέπω όλους με δυναμωμένο μάτι. Και πήρε από το τραπεζομάντηλο το χέρι της φράου Σοσά, το έφερε στα χείλη του, κι ύστερα το άφησε πάλι, αφού ακούμπησε πρώτα για ένα λεπτό το δικό του, στο χέρι της νέας γυναίκας. Ένας παράξενος άνθρωπος, μια προσωπικότητα επιβλητική, αν και κάπως δύσκολο να την καταλάβει κανείς… Η κοινωνία του Μπέργκχοφ έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Έλεγαν πως είχε αποτραβηχτεί τελευταία από το εμπόριο των αποικιακών ειδών και πως είχε επενδύσει τα χρήματά του. Μιλούσανε για το πολυτελέστατο μέγαρό του στη Χάγη και για τη βίλα του στο Σέβενινγκ. Η φράου Σταιρ τον ονόμαζε «Μαγνήτη του χρήματος» (Μεγιστάνα, ήθελε να πει η φοβερή, Magnata!) κι υπαινισσότανε το μαργαριταρένιο κολιέ, που φορούσε η Μαντάμ Σοσά με τη βραδινή τουαλέτα της, από τότε που γύρισε, και που σύμφωνα με τη γνώμη της Καρολίνε, δύσκολα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένδειξη ιπποτικής χειρονομίας του υπερκαυκασιανού συζύγου της, παρά προερχόταν από το «κοινό βαλάντιο». Και ταυτόχρονα έκλεινε το μάτι κι έδειχνε, με μια κίνηση του κεφαλιού το Χανς Κάστορπ, κάνοντας μια κωμική γκριμάτσα· κρεμούσε, δηλαδή, τα χείλη της και παίρνοντας έτσι, ένα μουτρωμένο ύφος, για να κοροϊδέψει την ατυχία του, κι όλ’ αυτά, γιατί ούτε η αρρώστια της ούτε τα βάσανά της της είχαν δώσει και την πιο ελάχιστη ευγένεια.

Εκείνος, κρατούσε τη θέση του. Διόρθωσε, μάλιστα, και το λάθος της καλής κυρίας, όχι δίχως πνεύμα. Η γλώσσα της είχε γλιστρήσει, είπε. Μα η έκφραση δεν ήταν καθόλου άσκημη, γιατί ο Πήπερκορν είχε πραγματικά, κάτι που ασκούσε μια… μαγνητική δύναμη. Αποκρίθηκε, μάλιστα, μ’ αρκετά υποκριτική αδιαφορία στη φροϋλάιν Ένγκελχαρτ, τη δασκάλα, όταν κοκκινίζοντας ελαφρά, χαμογελώντας λοξά και χωρίς να τον κοιτάξει, τον ρώτησε αν του άρεσε ο καινούριος οικότροφος. Ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν ήταν μια «σβησμένη προσωπικότητα», είπε, μια προσωπικότητα, βέβαια, μα σβησμένη. Η ακρίβεια αυτού του χαρακτηρισμού έδειχνε την αντικειμενικότητά του κι επομένως την ηρεμία του. Έτσι έκανε τη δασκάλα να χάσει το πλεονέκτημα που νόμιζε ότι είχε απέναντί του. Όσο για τον Φέρντιναντ Βέεζαλ και το μορφαστικό υπαινιγμό του για τις αναπάντεχες περιστάσεις, κάτω από τις οποίες είχε επιστρέψει η φράου Σοσά, ο Χανς Κάστορπ του απόδειξε, ότι υπάρχουν βλέμματα, που η ακριβής έννοιά τους δεν είναι καθόλου κατώτερη από τα πιο σαφή λόγια. «Αξιολύπητε τυπίσκε!» έλεγε κείνο το βλέμμα, που αναμέτρησε τον άρρωστο από το Μανχάιμ, κι αυτό δίχως να υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να παρερμηνευτεί η σημασία του. Κι ο Βέεζαλ κατάλαβε αυτό το βλέμμα, το φύλαξε μέσα του, το επιδοκίμασε, μάλιστα, κουνώντας το κεφάλι και δείχνοντας τα χαλασμένα δόντια του. Μα από το περιστατικό αυτό κι ύστερα αρνήθηκε, ωστόσο, να κρατά πια στους περιπάτους με το Νάφτα, το Σετεμπρίνι και το Φέργε, το παλτό του Χανς Κάστορπ. Μα, για όνομα του Θεού, ο Χανς Κάστορπ μπορούσε δα να το σηκώνει κι ο ίδιος, το προτιμούσε, μάλιστα, που ήρθαν έτσι τα πράματα, και μόνο από ευγένεια άφηνε να του το κρατά, πότε-πότε, ο φτωχός αυτός διάβολος. Μα κανείς από μας δεν είναι δυνατό ν’ απατηθεί: ο Χανς Κάστορπ είχε σκληρά πληγωθεί, στην πραγματικότητα, απ’ αυτά τα τόσο απρόβλεπτα γεγονότα που γκρέμιζαν όλες τις εσωτερικές προετοιμασίες του για τη στιγμή που θα ξανάβλεπε το αντικείμενο της αποκριάτικης περιπέτειάς του. Και πιο ακριβώς: έκαναν αχρείαστες τις προετοιμασίες αυτές, κι αυτό ’ταν το πιο ταπεινωτικό. Τα σχέδια του Χανς Κάστορπ ήταν από τα πιο λεπτά και τα πιο μυαλωμένα. Βρισκόταν μακριά από κάθε χοντρό φέρσιμο. Δεν είχε σκεφτεί, λόγου χάρη, να πάει να περιμένει την Κλαούντια στο Σταθμό του «Ντορφ», μ’ όλο που ήξερε τη μέρα και την ώρα που θα ερχόταν, κι ήταν μια καλή τύχη, που παραμέρισε, από την πρώτη-πρώτη στιγμή, αυτή τη σκέψη! Μα το ζήτημα είχε τεθεί μ’ έναν τρόπο εντελώς γενικό: το να ξέρει κανείς, δηλαδή, αν μια γυναίκα που η αρρώστια της έδινε τόσο μεγάλη ελευθερία, θα ’θελε να πιστέψει στην πραγματικότητα των φανταστικών γεγονότων μιας μακρινής νύχτας ονείρου, αποκριάς και συνομιλίας σε μια ξένη γλώσσα κι αν θα επιθυμούσε να της την θυμίσουν. Όχι, όχι έλλειψη διακριτικότητας, όχι αδέξια προσχήματα. Ακόμη κι αν υποθέταμε πως οι σχέσεις του με την άρρωστη, με τα σκιστά μάτια, είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της λογικής και του δυτικού πολιτισμού, πάλι δε θα ταίριαζε λιγότερο να κρατήσουμε για τον τύπο τους κανόνες του πιο τέλειου πολιτισμού, και για την ώρα, να υποκριθούμε ότι ξεχάσαμε. Ένας χαιρετισμός ανθρώπου του κόσμου, από το ένα τραπέζι στο άλλο, για την αρχή. Τίποτα περισσότερο! Αργότερα, όταν θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία, μια

κοσμική επίσκεψη για να ρωτήσουμε, μ’ έναν αλαφρό τόνο, την κατάσταση της άρρωστης, κι έπειτα, την άλλη μέρα… Και θα ξανάβρισκαν, αληθινά ο ένας τον άλλο, όταν θα ερχόταν η ώρα. Κι αυτό θα ’τανε σαν μια ανταμοιβή στον ιπποτισμό του. Μα, όπως ειπώθηκε, η ευγενική τούτη στάση φάνηκε σαθρή, από μόνο το γεγονός ότι του είχαν στερήσει την ελευθερία της βούλησής του και μαζί μ’ αυτήν, όλα τα κέρδη που θ’ αποκόμιζε. Η παρουσία του Μαϊνχέερ Πήπερκορν απόκλειε πέρα για πέρα κάθε δυνατότητα τακτικής, που ΔΕΝ θα στηριζότανε πάνω σε μια άκρα επιφυλακτικότητα. Το βράδυ της άφιξής τους, ο Χανς Κάστορπ είχε δει από τον εξώστη του, το έλκηθρο ν’ ανηφορίζει τη στροφή του δρόμου, πλάι στον αμαξά να κάθεται ο Μαλαίος καμαριέρης, ένας κίτρινος κοντακιανός άντρας, με γούνινο γιακά στο πανωφόρι του και με σκληρό καπέλο και στο βάθος, να κάθεται ο ξένος, με το καπέλο του, χαμηλωμένο μπροστά και την Κλαούντια δίπλα του. Κείνη κει τη νύχτα, ο Χανς Κάστορπ, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί καθόλου, και το πρωί, δε χρειάστηκε να καταβάλει την παραμικρή προσπάθεια, για να μάθει τ’ όνομα αυτού του ενοχλητικού συνταξιδιώτη και τ’ ολότελα αναπάντεχο και τελειωτικό, την είδηση πως κι οι δυο αυτοί είχαν πιάσει, στο πρώτο πάτωμα, πολυτελή και συνεχόμενα διαμερίσματα. Ύστερα, ήρθε η ώρα του πρώτου προγεύματος, κι όντας στη θέση του από τους πρώτους πρώτους, περίμενε, κάτωχρος, τη τζαμωτή πόρτα να χτυπήσει με πάταγο. Μα ούτε η πόρτα χτύπησε ούτε τα τζάμια της έτριξαν. Η είσοδος της Κλαούντια έγινε απόλυτα ήσυχη, γιατί πίσω απ' αυτήν, ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν είχε ξανακλείσει την πόρτα με κάθε διακριτικότητα, όπως κάθε άνθρωπος που έχει αγωγή. Ψηλός, ευρύστερνος, με φαρδύ, ανοιχτό μέτωπο, με το δυνατό κεφάλι του κυκλωμένο από τα λευκά τσουλούφια των μαλλιών του, ακολούθησε, βήμα το βήμα, τη συνταξιδιώτισσά του, που, με το συνηθισμένο γατίσιο περπάτημά της και τεντώνοντας προς τα μπρος το κεφάλι, είχε πλησιάσει στο τραπέζι της. Ναι, ήταν εκείνη, η ίδια κι απαράλαχτη! Αντίθετα από τα σχέδιά του και ξεχνώντας τα πάντα, ο Χανς Κάστορπ την αγκάλιασε με ένα βλέμμα που πρόδιδε την αϋπνία του. Ναι, ήταν τα ίδια εκείνα ξανθοκόκκινα μαλλιά που ήξερε ο Χανς Κάστορπ, κάθε άλλο παρά με ιδιαίτερη τέχνη χτενισμένα, μα απλά μόνο τυλιγμένα, σε μια απέριττη κοτσίδα, γύρω από το κεφάλι της. Ήταν τα ίδια εκείνα μάτια, «φώτα λύκου της στέπας», η καμπύλη του τράχηλου, τα χείλη της, που έμοιαζαν πιο γιομάτα απ' όσο ήταν πραγματικά κι αυτό, μόνο γιατί τα τονισμένα ζυγωματικά της έδιναν μια εράσμια καμπύλη στα μάγουλά της… Η Κλαούντια! σκέφτηκε ανατριχιάζοντας — και κοίταξε τον απρόσμενο σύντροφο, όχι δίχως να ρίξει προς τα πίσω το κεφάλι του, σημείο σαρκαστικού πείσματος, μπροστά στη μεγαλοπρεπή όψη αυτής της μάσκας, όχι δίχως να προσπαθήσει με όλη του την καρδιά, να σπάσει κέφι, για τη σιγουριά του τωρινού ιδιοκτήτη, που ένα ορισμένο παρελθόν την έκανε αρκετά αμφίβολη: ένα ορισμένο παρελθόν, πράγματι, όχι σκοτεινά ακαθόριστο, όπως μερικές ελαιογραφίες κάποιου ερασιτέχνη που κατάφεραν να τον κάνουν, τον ίδιο αυτόν, ν’ ανησυχήσει… Η φράου Σοσά είχε διατηρήσει, επίσης, τα ίδια παλιά της φερσίματα: ν’ αντικρίζει χαμογελώντας, όλη την αίθουσα, πριν καθίσει, να παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο, στη συντροφιά, κι ο Πήπερκορν τη βοηθούσε σ’ αυτό, αφήνοντας να τελειώσει η μικρή τούτη τελετή, όρθιος από πίσω της, για να πάρει τη θέση του, μετά, στην άκρη του

τραπεζιού, πλάι στην Κλαούντια. Δε γινότανε πια ζήτημα «χαιρετισμού, ανθρώπου του κόσμου», από το ένα τραπέζι στο άλλο. Την ώρα της «παρουσίασης», το βλέμμα της Κλαούντια είχε γλιστρήσει στο πρόσωπο του Χανς Κάστορπ, όπως και σ’ όλα τ' άλλα πρόσωπα της συντροφιάς, για να χαθεί στο βάθος της αίθουσας. Το ίδιο έγινε και κατά τις ακόλουθες συναντήσεις στην τραπεζαρία. Κι ύστερα από κάθε γεύμα που περνούσε χωρίς να συναντηθούνε τα μάτια τους, παρά με μια τυφλή κι αφηρημένη αδιαφορία από μέρους της Κλαούντια Σοσά, ο χαιρετισμός του ανθρώπου του κόσμου γινότανε όλο και περισσότερο αδύνατος. Κατά τη σύντομη βραδινή συγκέντρωση, οι συνταξιδιώτες έμειναν στο μικρό σαλόνι: κάθονταν ο ένας πλάι στον άλλο, στον καναπέ, ανάμεσα στους ομοτράπεζούς τους κι ο Πήπερκορν, που το μεγαλοπρεπές, ολοκόκκινο πρόσωπό του χτυπούσε πολύ έντονα πάνω στην τσουλουφωτή λευκότητα των μαλλιών του και της γενειάδας του, άδειαζε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί, που είχε παραγγείλει την ώρα του βραδινού φαγητού. Γιατί, σε κάθε ένα από τα κύρια γεύματα έπινε ένα μπουκάλι, μα κι ενάμιση και δυο κρασί, χωρίς να μιλήσουμε και το «ψωμί», με το οποίο άρχιζε και το πρόγευμά του. Ο ηγεμονικός αυτός άνθρωπος είχε κατά τα φαινόμενα, μεγάλη ανάγκη από δυναμωτικά. Το δυναμωτικό αυτό το έπαιρνε, επίσης, και με τη μορφή ενός εξαιρετικά δυνατού καφέ, που έπινε πολλές φορές τη μέρα, όχι το πρωί μόνο νωρίς νωρίς, μα και το απόγευμα. Τον έπινε σε μεγάλο φλιτζάνι, τόσο μετά όσο και κατά το γεύμα, μαζί με το κρασί. Τόσο ο καφές, όσο και το κρασί, άκουσε ο Χανς Κάστορπ από τον ίδιο, ήταν κατά του πυρετού, χωρίς να λογαριάσουμε και την ευφραντική τους ενέργεια, εξαίρετα κατά του κακοήθους πυρετού του που, από τη δεύτερη μέρα κιόλας του ερχομού του, στο Μπέργκχοφ, τον κράτησε επί πολλές ώρες στην κρεβατοκάμαρά του. Τεταρταίο πυρετό, τον είχε ονομάσει ο Αυλικός Σύμβουλος, γιατί έπιανε τον Ολλανδό κάθε τέσσερις μέρες περίπου: στην αρχή σαν χτύπημα των δοντιών, ύστερα σαν δυνατή θέρμη, και μετά, σαν έντονη εφίδρωση. Ένα από τα επακόλουθα της αρρώστιας του θα ήταν κι η διόγκωση της σπλήνας του.

VINGT ET UN [ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ] Έτσι πέρασε κάμποσος καιρός, δηλαδή, εβδομάδες, τρεις ή τέσσερις τουλάχιστον, αν τις υπολογίσουμε, γιατί δεν μπορούμε με κανένα τρόπο, να εμπιστευθούμε στην κρίση του Χανς Κάστορπ και στην αίσθηση, που είχε, του χρόνου. Γλίστρησαν χωρίς να φέρουν καινούριες αλλαγές και συδαύλισαν στον ήρωά μας ένα θυμό, που του είχε γίνει συνήθεια με τον καιρό, εναντίον ορισμένων απρόβλεπτων γεγονότων, τα οποία του είχαν επιβάλει μια ανώφελη επιφυλακτικότητα. Εναντίον του γεγονότος, να πούμε, που αυτονομαζόταν Πήτερ Πήπερκορν, όταν ευφραινόταν ένα δάχτυλο ρακή, εναντίον της ενοχλητικής παρουσίας αυτού του ηγεμονικού, επιβλητικού και ακατανόητου ανθρώπου, του ενοχλητικού, πραγματικά, μ’ έναν πολύ προκλητικότερο τρόπο, απ’ όσο «ενοχλητικός» ήταν άλλοτε εδώ, ο κύριος Σετεμπρίνι. Ρυτίδες δυσαρέσκειας κι ερεθισμού σχεδιάζονταν λοξά, ανάμεσα στα φρύδια του Χανς Κάστορπ και κάτω απ’ αυτές τις ρυτίδες παρατηρούσε, πέντε φορές τη μέρα, εκείνη που είχε επιστρέψει, ευτυχισμένος, παρ’ όλ’ αυτά, μόνο και μόνο γιατί μπορούσε να τη βλέπει, και γιομάτος περιφρόνηση για μια μεγαλοδύναμη παρουσία που δεν υποψιαζόταν πόσο αμφίβολο ήταν το παρελθόν της συντρόφισσάς της. Μα, ένα βράδυ καθώς συνέβαινε, κάποτε κάποτε, έτσι δίχως κανένα ιδιαίτερο λόγο, κατά την κανονική συγκέντρωση στο χολ και στα σαλόνια, κυριάρχησε μια μεγαλύτερη, από το συνηθισμένο ζωηρότητα. Είχαν ακούσει μουσική, κάτι τσιγγάνικες μελωδίες παιγμένες με κέφι, από ένα Ουγγαρέζο φοιτητή κι ύστερα απ’ αυτό, ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς, που είχε κάνει επίσης την εμφάνισή του, μαζί με το γιατρό Κροκόβσκι, για ένα τεταρτάκι της ώρας, είχε βάλει έναν οικότροφο να παίξει στο πιάνο τη μελωδία του «Χορού των Προσκυνητών», ενώ ο ίδιος αυτός, περνούσε πάνω από τα οξύφωνα πλήκτρα του πιάνου, μια βούρτσα, παρωδώντας, έτσι τη συνοδεία βιολιού. Αιτία για γέλια. Στη μέση των ζωηρών χειροκροτημάτων που ακολούθησαν την εκτέλεση του κομματιού, κουνώντας το κεφάλι του μ’ ευμένεια, σαν έκπληκτος κι αυτός για την ίδια την ευθυμία του, ο Αυλικός Σύμβουλος έφυγε από το σαλόνι της μουσικής. Μα η συγκέντρωση παρατάθηκε. Εξακολούθησαν να παίζουν μουσική, χωρίς η μουσική αυτή ν’ απαιτεί μια περισσότερο συγκεντρωμένη προσοχή, κάθισαν στα τραπέζια, για καμιά παρτίδα ντόμινο ή μπριτζ, παραγγείλανε πιοτά. Άλλοι διασκεδάζανε με τα οπτικά παιχνίδια κι άλλοι αστειεύονταν μεταξύ τους, εδώ κι εκεί. Τα μέλη της συντροφιάς του τραπεζιού των «Καλών Ρώσων» είχαν ανακατευτεί, επίσης με διάφορες παρέες του χολ και του σαλονιού της μουσικής. Έβλεπες τον Μαϊνχέερ Πήπερκορν να πηγαίνει πότε εδώ, πότε εκεί, δεν μπορούσες να τον χάσεις από τα μάτια σου, το μεγαλοπρεπές κεφάλι του δέσποζε στον περίγυρό του, θριάμβευε με τη βασιλική κι επιβλητική δύναμή του, και αν εκείνοι που τον τριγύριζαν δεν είχαν τραβηχτεί, κατ’ αρχήν, παρά από τη φήμη του πλούτου του, αυτό που τους συγκρατούσε τώρα κοντά του, ήταν αποκλειστικά και μόνο η αναμφισβήτητη προσωπικότητά του. Στέκονταν εκεί χαμογελαστοί, τον επιδοκιμάζανε με κινήσεις του κεφαλιού, τον ενθαρρύνανε, ξεχνούσαν τον εαυτό τους. Γοητευμένοι από το χλομό μάτι του, κάτω από τις βαθιές ρυτίδες του μετώπου του, κρεμασμένοι από την επιμονή των

πολιτισμένων κινήσεων των χεριών του, με τα μακριά μυτερά νύχια, και χωρίς να δοκιμάζουν την παραμικρή απογοήτευση, μπροστά στο ακατανόητο κουρέλιασμα, στην αοριστία και στην αληθινή αχρηστία των λόγων που ακολουθούσαν. Αν, τη βραδιά κείνη, ψάχναμε να δούμε το Χανς Κάστορπ, θα τον βρίσκαμε στο αναγνωστήριο κι αίθουσα αλληλογραφίας και συγκέντρωσης, όπου άλλοτε, (το «Άλλοτε» αυτό είναι ακαθόριστο, ούτε ο αφηγητής, ούτε ο ήρωας, ούτε ο αναγνώστης δε θα ’ταν πια πέρα για πέρα σε θέση να καθορίσουν πριν πόσο καιρό ακριβώς ήταν το «Άλλοτε»), του είχαν κάνει σημαντικές εκμυστηρεύσεις, σχετικά με την οργάνωση της προόδου της Ανθρωπότητας. Στο αναγνωστήριο ένιωθε, αλήθεια, κανείς πιο ήσυχος. Ελάχιστα πρόσωπα μόνο βρίσκονταν εκεί μέσα μαζί του. Κάποιος έγραφε κάτω από μια κρεμαστή ηλεκτρική λάμπα, σ’ ένα από τα διπλά γραφεία. Μια κυρία, με δυο ζευγάρια ματογυάλια, στερεωμένα στη μύτη της, ξεφύλλιζε, πλάι στη βιβλιοθήκη, έναν εικονογραφημένο τόμο. Ο Χανς Κάστορπ καθότανε πλάι στη μεγάλη, αψιδωτή μεσόπορτα, που ήταν πάντα ανοιχτή και με μακριά ριντό κι έβγαζε στο σαλόνι της μουσικής, με την πλάτη προς την πόρτα, στο κάθισμα που βρέθηκε εκεί, μια καρέκλα Renaissance, ντυμένη με χοντρό βελούδο, για όποιον τον ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, με ψηλή κι ορθή ράχη, χωρίς ακουμπιστήρια. Ο νέος άντρας κρατούσε την εφημερίδα του, όπως την κρατά κανείς για να διαβάσει, μα δε διάβαζε. Αντίθετα, σκύβοντας το κεφάλι, άκουε τη μουσική που έφτανε ίσαμε αυτόν μέσα από το θόρυβο των ομιλιών, ενώ τα σκούρα φρύδια του μαρτυρούσανε πως και τούτο ακόμη δεν το έκανε παρά με αφηρημένο αυτί και πως οι σκέψεις του ακολουθούσανε λιγότερο μουσικούς δρόμους. Ακολουθούσανε δρόμους γιομάτους από τ’ αγκάθια της απογοήτευσης που του είχανε προξενήσει γεγονότα τα οποία σαρκάζανε τη μακροχρόνια καρτερία ενός νέου και που τώρα, στο τέλος της, του απεδείκνυαν πόσο μωρός ήταν, δρόμους γιομάτους από πικρές, εσωτερικές επαναστάσεις. Κι ήταν στιγμές, που έφτανε στο σημείο να πετάξει, πάνω σ’ εκείνη την κάθε άλλο παρά άνετη καρέκλα, που βρέθηκε, κατά τύχη, εκεί πέρα, την εφημερίδα του, να περάσει αυτή την πόρτα και την πόρτα που έβγαζε στον προθάλαμο και να εγκαταλείψει αυτή την αποτυχημένη συναναστροφή, για την παγερή μοναξιά του μπαλκονιού του, εκείνη τη μοναξιά που δεν είχε χώρο παρά μόνο για δυο: γι’ αυτόν και τη Μαρία Μαντσίνι του. — Κι ο ξάδελφός σας, Monsieur; ρώτησε πίσω του, πάνω από το κεφάλι του, μια φωνή. Ήταν μια φωνή γιομάτη μαγεία, για το αυτί του, που οπωσδήποτε, δεν ήταν πλασμένο παρά μόνο για να βρίσκει άπειρα ευχάριστο αυτόν το μουντό, και κάπως βραχνό, πάντα, ήχο της — αυτή τούτη η ιδέα της ευφροσύνης, σπρωγμένη ως τα μη περαιτέρω, ήταν η φωνή που πριν από πάρα πολύ καιρό, είχε πει: «Ευχαρίστως. Μα μη το σπάσεις», ήταν μια ακατανίκητη φωνή, μια μοιραία φωνή κι αν δεν έκανε λάθος, ζητούσε πληροφορίες για το Γιόαχιμ. Άφησε να χαμηλώσει αργά η εφημερίδα του και σήκωσε λίγο το πρόσωπό του, έτσι που το κεφάλι του δε βρέθηκε ακουμπισμένο, ψηλότερα, παρά ίσαμε το σημείο μονάχα, που ο τραχηλικός σπόνδυλος συνάντησε την ορθή ράχη της καρέκλας Renaissance. Έκλεισε, μάλιστα, λίγο τα μάτια του, μα τ’ άνοιξε πάλι αμέσως, για να τα σηκώσει λοξά προς τα

πάνω, προς την κατεύθυνση που είχε δώσει στο βλέμμα του η θέση του κεφαλιού του, οπουδήποτε, στο κενό. Ο καλός, ο αγαπητός Χανς Κάστορπ! Θα ’λεγε κανείς, πως η έκφρασή του ήταν σχεδόν η έκφραση ενός οραματιστή ή κανενός υπνοβάτη. Δεν ήταν, λοιπόν, καθόλου βέβαιος, ότι εκείνη στεκόταν ακόμη πίσω του, όταν, ύστερα από αρκετή ώρα, με μια παράξενη καθυστέρηση και χαμηλόφωνα, αποκρίθηκε: — Πέθανε. Υπηρέτησε κάτω στην πεδιάδα και πέθανε. Ο ίδιος αυτός πρόσεξε, πως η πρώτη λέξη που έπεσε πάλι μεταξύ τους, μ’ έναν ιδιαίτερο τόνο, μιλούσε για θάνατο. Ταυτόχρονα, παρατήρησε, πως επειδή δεν είχε πολλή εμπιστοσύνη στις γνώσεις της πάνω στη γλώσσα του, χρησιμοποιούσε εύκολες εκφράσεις, δύσκολο να χωρέσουν τη συμπάθεια που ανακαλούνταν να εκφράσουν, όταν, πίσω, κι από πάνω του, είπε: — Θεέ μου! Τι κρίμα! Εντελώς νεκρός και θαμμένος; Από πότε; — Τώρα και κάμποσο καιρό. Η μητέρα του τον πήρε μαζί της. Ένα πολεμικό γένι είχε φυτρώσει στο πηγούνι του. Τρεις ομοβροντίες τον αποχαιρέτησαν τιμητικά στον τάφο του. — Τις άξιζε. Ήταν πολύ γενναίος. Πολύ πιο γενναίος από άλλους, από μερικούς άλλους. — Ναι, ήταν γενναίος. Ο Ραδάμανθυς είχε πάντα να κάνει με τον υπερβολικό ζήλο του. Μα το σώμα του δεν ήθελε να ξέρει τίποτα από αυτά. Rebellio camis, το λένε οι Ιησουίτες. Πάντα ένιωθε ιδιαίτερη κλίση, για ό,τι σχετιζότανε με το κορμί, μ’ από καλή, αξιοπρεπή άποψη. Μα το κορμί του, που είχε αφήσει τον Εξευτελιστή να μπει μέσα του, κοροΐδευε τον υπερβολικό ζήλο του πνεύματος. Είναι πιο ηθικό, άλλωστε, το να χάνεται και ν’ αυτοκαταστρέφεται κανείς, από το να προφυλάγεται. — Βλέπω καλά, πως δεν πάψατε να είστε ένας ακαμάτης φιλόσοφος. Ραδάμανθυς; Ποιος είναι πάλι αυτός; — Ο Μπέρενς. Ο Σετεμπρίνι τον λέει έτσι. — Α, ο Σετεμπρίνι, ξέρω. Είναι εκείνος ο Ιταλός που… Δε μου άρεσε. Δεν ήταν πολύ ανθρώπινος. (Η φωνή πρόφερε τη λέξη «ανθρώπινος» με συρτό τόνο, νωχελικό και μ’ ένα είδος ρεμβαστικής οκνηρίας). Ήταν ψηλομύτης, (η λέξη πιο συρτή στην τρίτη συλλαβή, σαν ύυ) δεν είναι πια εδώ; Είμαι κουτή. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το: Ραδάμανθυς. — Κάτι ουμανιστικό. Ο Σετεμπρίνι δε μένει πια εδώ. Τούτον δω το τελευταίο καιρό φιλοσοφήσαμε πολύ, εκείνος, ο Νάφτα κι εγώ. — Ποιος είναι ο Νάφτα; — Ο ανταγωνιστής του. — Αν είναι ανταγωνιστής του, θα ’θελα να κάνω τη γνωριμία του… Μα δε σας είχα πει, ότι θα πέθαινε ο ξάδελφός σας, αν δοκίμαζε να πάει στο στρατό, στην πεδιάδα; — Ναι, το ήξερες. — Τι σας πιάνει! Παρατεταμένη σιωπή. Δεν πήρε τίποτα πίσω απ’ ό,τι της είχε πει. Περίμενε, με τον

τραχηλικό σπόνδυλο πάνω στη σκληρή ράχη της καρέκλας και μ ένα βλέμμα οπτασιαστή, να ξανακούσει τη φωνή, αναρωτώμενος πάλι, αν εκείνη ήταν ακόμη πίσω του, φοβούμενος μη κι η ακαθόριστη μουσική, που έφτανε από τη γειτονική αίθουσα, είχε σκεπάσει τα βήματά της, καθώς θ’ απομακρύνονταν. Επιτέλους, την άκουσε πάλι. — Κι ο κύριος δεν πήγε καν στην κηδεία του εξαδέλφου του; Αποκρίθηκε: — Όχι, τον αποχαιρέτησα εδώ, πριν τον σκεπάσουν, γιατί ’χε αρχίσει να χαμογελά. Δεν μπορείς να φανταστείς, πόσο κρύο ήταν το μέτωπό του. — Πάλι! Τι τρόπος είναι αυτός, να μιλά κανείς σε μια κυρία που δεν την γνωρίζει καλά καλά! — Πρέπει να μιλώ ουμανιστικά κι όχι ανθρώπινα; Χωρίς να το θέλει, είχε προφέρει κι εκείνος, με τη σειρά του, αυτή τη λέξη, με συρτό και νυσταγμένο τόνο, όπως περίπου κάποιος που αποτραβιέται από μια συντροφιά και χασμουριέται. — Quelle blague! Μένατε πάντα εδώ; — Ναι. Περίμενα. — Τι; — Εσένα. Ένα γέλιο ακούστηκε πάνω από το κεφάλι του, που ξέσπασε ταυτόχρονα με τη λέξη «Τρελέ!» — Εμένα! Δε θα σ’ άφησαν να φύγεις. — Κι όμως! Ο Μπέρενς θα μ’ άφηνε μια μέρα να φύγω, σ’ ένα ξέσπασμα θυμού, μ’ αυτό δε θα γινόταν απόλυτα με την άδειά του. Γιατί, εκτός από τα παλιά, αλλοτινά ίχνη, της εποχής που σπούδαζα, ξέρεις, υπάρχει ακόμη κι η ανοιχτή πληγή, που βρήκε ο Μπέρενς και που μου φέρνει τον πυρετό. — Ακόμη έχεις πυρετό; — Ναι, όλο και κάμποσος. Πάντα σχεδόν. Με διαλείψεις. Μα δεν πρόκειται για τεταρταίο. — Des allusions? Δεν αποκρίθηκε. Πάνω από τ’ οπτασιακό βλέμμα του, τα φρύδια του ζάρωσαν μ’ ένα ύφος σκοτεινό. Ύστερα από ένα λεπτό, ρώτησε: — Και που ήσουν εσύ; Ένα χέρι χτύπησε στην άκρη της καρέκλας. — Mais c’ est un sauvage! Πού ήμουν; Παντού. Στη Μόσκα, (η φωνή είπε Μουόσκα, με το συρτό τονισμό, ανάλογο μ’ εκείνον όταν πρόφερε τη λέξη «ανθρώπινος»), στο Βακού, σε γερμανικές λουτροπόλεις, στην Ισπανία. — Ω, στην Ισπανία. Πώς ήταν; — Έτσι, κι έτσι. Ταξιδεύει κανείς άσκημα εκεί. Οι άνθρωποι είναι μισομαύροι. Η Καστίλλια

είναι πολύ ξερή και σκληρή. Το Κρεμλίνο είναι ωραιότερο από κείνο το παλάτι που είναι εκεί, στους πρόποδες του βουνού…. — Το Εσκοριάλ. — Ναι, τα ανάκτορα του Φιλίππου. Ένα απάνθρωπο ανάκτορο. Μου άρεσε πολύ αυτός ο λαϊκός χορός της Καταλονίας, η sardana, που τον συνόδευαν μ’ έναν άσκαυλο. Χόρεψα κι η ίδια μαζί τους. Όλοι δίνουν ο ένας στον άλλο το χέρι και χορεύουνε κυκλικά. Όλη η πλατεία είναι γιομάτη κόσμο. C’est charmant. Είναι ανθρώπινο. Αγόρασα ένα μικρό γαλάζιο σκούφο, σαν κι αυτούς που φορούν εκεί πέρα όλοι οι άνδρες και τα μικρά αγόρια, μοιάζει πάρα πολύ με φέσι, boina τον λένε. Τον φορώ όταν κάνω την κούρα της ανάπαυσης, μα και σ’ άλλες ευκαιρίες. Ο κύριος θα κρίνει μόνος του αν μου πηγαίνει. — Ποιος κύριος; — Που κάθεται εδώ, στην καρέκλα. — Ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν, νόμισα. — Εκείνος το έκρινε κιόλας. Λέει πως μου πάει εξαίσια. — Το είπε αυτό; Κατάφερε να το πει; Τελείωσε ολόκληρη τη φράση του, ώστε να μπορεί να τον καταλάβει κανείς; — Α, φαίνεται, πως είμαστε κακόκεφοι. Θέλουμε να είμαστε κακοί, δηκτικοί. Επιζητούμε να κοροϊδέψουμε ανθρώπους, που είναι πιο μεγάλοι, πιο καλοί και πιο ανθρώπινοι από μας και κοντά σ’ αυτούς son ami bavard de la Méditerranée, son maitre et grand parleur… Μα δε θα επιτρέψω, τους δικούς μου φίλους να τους… — Έχεις ακόμα την εσωτερική μου φωτογραφία; διάκοψε τη Φωνή μ’ έναν τόνο γιομάτο μελαγχολία. Εκείνη γέλασε. — Θα πρέπει να ψάξω, καμιά μέρα, να τη βρω. — Τη δική σου την έχω πάντα μαζί μου. Εκτός απ’ αυτό, έχω ένα μικρό οκρίβαντα στο κομοδίνο μου, που τη βάζω απάνω τη νύχτα και…. Δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση του. Ο Πήπερκορν στεκόταν μπροστά του. Ο Ολλανδός αναζητούσε τη συνταξιδιώτισσά του. Είχε περάσει από τα μακριά παραπετάσματα κι είχε σταθεί μπροστά στην καρέκλα εκείνου, που μαζί του την είδε να φλυαρεί, και τώρα στεκόταν εκεί, σαν πύργος, τόσο κοντά στα πόδια του Χανς Κάστορπ, που ο τελευταίος αυτός, κατάλαβε, πως στο πείσμα της υπνοβασίας του, τώρα πια έπρεπε να σηκωθεί και να ’ναι ευγενής. Του έκανε κόπο να σηκωθεί από την καρέκλα του και να σταθεί ανάμεσα σε κείνους του δυο χρειάστηκε, παρ’ όλ’ αυτά, να σηκωθεί, κάνοντας ένα βήμα προς το πλάι, έτσι που τα πρόσωπα του δράματος βρέθηκαν να σχηματίζουν ένα τρίγωνο, με την καρέκλα τοποθετημένη στη μέση τους. Η φράου Σοσά αρκέστηκε στις συμβάσεις της πολιτισμένης Δύσης, παρουσιάζοντας τους δυο «κυρίους» μεταξύ τους. Ένας παλιός φίλος, είπε, μιλώντας για το Χανς Κάστορπ, ένας φίλος μιας προηγούμενης διαμονής της εδώ. Η ύπαρξη του κυρίου Πήπερκορν δεν

χρειαζότανε κανένα σχόλιο. Είπε απλά τ’ όνομά του, κι ο Ολλανδός, με το χλομό μάτι γυρισμένο προς το νέο, κάτω από το αραβούργημα των στοχαστικών ρυτίδων του μετώπου και των κροτάφων του, άπλωσε το χέρι του, που το πάνω μέρος του ήταν πιτσιλισμένο από φακίδες. «Χέρι καπετάνιου», σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, «αν παραβλέπει κανείς τα μυτερά νύχια». Για πρώτη φορά βρισκόταν κάτω από την επήρεια της ρωμαλέας προσωπικότητας του Πήπερκορν («προσωπικότητα», πάντα σκεφτόταν αυτή τη λέξη μπροστά του. Αμέσως μπορούσες να καταλάβεις τι ήταν, τι σήμαινε «προσωπικότητα», όταν τον έβλεπες, και μάλιστα, κάτι περισσότερο ακόμη: ήσουνα πεπεισμένος απόλυτα, πως μια προσωπικότητα δεν μπορούσε να ’χει διαφορετική εμφάνιση από αυτήν του Μαϊνχέερ Πήπερκορν) και η εύθραυστη νεότητά του ένιωσε να πιέζεται πολύ, κάτω από το βάρος αυτού του ευρύστερνου, κοκκινοπρόσωπου και λευκομάλλη εξηντάρη, με τ’ οδυνηρά σκισμένο στόμα και τα μακριά γένια, που κρέμονταν μακρόστενα πάνω στο κληρικόμορφο κλειστό γιλέκο του. Ο Πήπερκορν, άλλωστε, ήταν η ενσαρκωμένη ευγένεια. — Κύριέ μου, είπε, χαίρομαι πάρα πολύ. Όχι, επιτρέψετέ μου, απολύτως! Κάνω απόψε τη γνωριμία σας, τη γνωριμία ενός νέου, που εμπνέει εμπιστοσύνη, την κάνω με πλήρη συνείδηση, κύριέ μου, είμαι απόλυτα παρών στην υπόθεση. Μου αρέσετε, κύριε μου, εγώ παρακαλώ! Εν τάξει. Μου κάνετε. Δεν υπήρχε καμιά αντίρρηση. Οι πολιτισμένες χειρονομίες του ήταν πέρα για πέρα ρητές και ακαταμάχητες. Ο Χανς Κάστορπ του άρεσε. Κι ο Πήπερκορν άντλησε συμπεράσματα απ’ αυτό, που τα εξέφρασε με υπαινιγμούς και που στο στόμα της συνταξιδιώτισσάς του βρίσκανε την πιο χαριτωμένη βοήθεια των επιβεβαιώσεών τους. — Παιδί μου, είπε όλα καλά. Μα πόσο θα ’ταν παρακαλώ να με καταλάβετε καλά. Η ζωή είναι σύντομη, η ικανότητά μας ν’ ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της, είναι έτσι που… Αυτά ’ναι γεγονότα, παιδί μου. Νόμοι. A-δυσ-όπητοι. Με λίγα λόγια, παιδί μου, με λίγα λόγια και καλά. Κράτησε πολλή ώρα την εκφραστική χειρονομία του που καλούσε να παρθεί μια απόφαση, παραιτούμενος από κάθε ευθύνη στην περίπτωση που παρά την πρότασή του, θα γινότανε κανένα σοβαρό λάθος. Ήταν φανερό, πως η φράου Σοσά είχε μάθει να διακρίνει τις ακριβείς επιθυμίες του μόνο από τα μισόλογά του. Είπε: — Γιατί όχι; θα μπορούσαμε να μείνουμε ακόμα λίγο μαζί, να παίξουμε ίσως, κανένα μικρό παιγνίδι και να πιούμε ένα μπουκάλι κρασί. Τι περιμένετε; στράφηκε προς το μέρος του Χανς Κάστορπ. Κινηθείτε! Δε θα μείνουμε οι τρεις μας, πρέπει να ’χουμε συντροφιά! Ποιος βρίσκεται ακόμη στο σαλόνι; Καλέστε όποιον πετύχετε! Φέρτε μερικούς φίλους από τα μπαλκόνια. Να καλέσουμε και το Δρα Τινγκ Φου, του τραπεζιού μας. Ο Πήπερκορν έτριψε τα χέρια του.

— Απολύτως, είπε. Τέλεια. Εξαίρετα. Βιαστείτε, νεαρέ φίλε μου! Υπακούστε! Θα σχηματίσουμε έναν κύκλο. Θα παίξουμε και θα φάμε και θα πιούμε. Θα νιώσουμε, πως εμείς… Απόλυτα, νεαρέ μου! Ο Χανς Κάστορπ ανέβηκε με το ασανσέρ στο δεύτερο πάτωμα. Χτύπησε στην πόρτα του Α.Κ. Φέργε που, με τη σειρά του, πήγε να βρει τον Φέρντιναντ Βέεζαλ και τον κύριο Αλμπέν, στις ξαπλωτούρες τους, στην κάτω κοινή αίθουσα της ανάπαυσης. Στο χολ είχαν βρει τον εισαγγελέα Παραβάν και το ζεύγος Μάγκνους, στο σαλόνι την φράου Σταιρ και την Ερμίνε Κλέεφελντ. Έστησαν ένα μεγάλο τραπέζι του παιγνιδιού κάτω από το πολύφωτο της μέσης και το τριγύρισαν με καθίσματα και μονοπόδαρα τραπεζάκια. Ο Μαϊνχέερ χαιρετούσε κάθε έναν από τους προσκαλεσμένους, που παρουσιάζονταν, με ένα βλέμμα χλομό κι ευγενικό, κάτω από το αραβούργημα του στοχαστικού και ρυτιδωμένου μετώπου του. Κάθισαν συνολικά δώδεκα πρόσωπα, ο Χανς Κάστορπ ανάμεσα στον μεγαλοπρεπή καλεστή και στην Κλαούντια Σοσά. Προμηθεύτηκαν τράπουλα και μάρκες, γιατί ’χαν μείνει σύμφωνοι να παίξουν μια παρτίδα Vingt et un, κι ο Πήπερκορν παράγγειλε, με τον επιβλητικό τρόπο του, στη νάνο, που την είχαν φωνάξει, κρασί, άσπρο Challis του 1906, τρία μπουκάλια για την ώρα, καθώς και μερικά ζαχαρωτά, ό,τι ήταν τρόπος να βρεθεί από ξερούς καρπούς του νότου και φρουί γκλασέ. Ο τρόπος που έτριβε τα χέρια του καθώς υποδεχόταν αυτά τα ωραία πράματα που του σερβίριζαν, μαρτυρούσε τη ζωηρή του ικανοποίηση, και με την επιβλητική ακατανοησία των λόγων του προσπαθούσε να εκφράσει τα αισθήματά του, πράμα που το πετύχαινε τέλεια, μια κι όλοι βρίσκονταν κάτω από την επιρροή της προσωπικότητάς του. Ακουμπούσε τα χέρια του στους πήχες των γειτόνων του, σήκωνε το μυτερό νύχι του κι απαιτούσε και πετύχαινε, μ’ απόλυτη επιτυχία, την προσοχή όλων για το αστραφτερό χρώμα του κρασιού στα ποτήρια, για τη ζάχαρη που ίδρωναν οι σταφίδες της Μαλάγας, για ένα είδος μπατόν σαλέ, που τα εύρισκε θεία, καταπνίγοντας στο σπέρμα της, κάθε αντίρρηση, που θα μπορούσε να υψωθεί εναντίον του ενεργητικού λόγου του, με μια από τις επιβλητικές, πολιτισμένες κινήσεις των χεριών του. Ανάλαβε να κάνει πρώτος την μπάνκα. Μα σε λίγο την παραχώρησε στον κύριο Αλμπέν, γιατί αν τον εννοούσαν καλά, η δουλειά αυτή χαλούσε την ευχαρίστηση που ένιωθε να κινείται ελεύθερα. Η τύχη, ήταν φανερό, τον ενδιέφερε ελάχιστα. Έπαιζαν ψιλοπράματα, κατά τη γνώμη του. Με πρότασή του είχαν ορίσει τη μικρότερη μίζα σε μισό φράγκο, μ’ αυτό ’ταν πολύ για τους πιο πολλούς παίκτες. Ο εισαγγελεύς Παραβάν, καθώς και η φράου Σταιρ, κοκκίνιζαν και χλόμιαζαν αλληλοδιάδοχα κι η τελευταία, προπαντός, βασανιζόταν από φοβερά τυραννικούς αγώνες, που ξέσπαζαν μέσα της, όταν γεννιότανε ζήτημα, αν έπρεπε να σταματήσει στο δεκαοχτώ ή να ζητήσει κι άλλο χαρτί. Άφηνε διαπεραστικές κραυγές, όταν ο κύριος Αλμπέν, με την ηρεμία του χαρτοπαίχτη, της έδινε και τ’ άλλο χαρτί που, η άθροισή του μ’ αυτά που κρατούσε στα χέρια της, έκανε να γκρεμίζονται οι αυθάδεις υπολογισμοί της, κι ο Πήπερκορν γελούσε τότε με την καρδιά του. — Φωνάξτε, φωνάξτε, Madame έλεγε. Είναι ένας ήχος διαπεραστικός, γιομάτος ζωή κι έρχεται από τα πιο βαθιά… Πιείτε, ευφράνετε πάλι την καρδιά σας…

Και της έβανε κρασί, έβανε και στο γείτονά του, έβανε και στο ποτήρι του, και παράγγειλε άλλα τρία μπουκάλια κι ήπιε στην υγεία του Βέεζαλ και της εσωτερικά ερημωμένης φράου Μάγκνους, γιατί τόσο ο πρώτος όσο κι η δεύτερη, φαινόταν να ’χουν ιδιαίτερη ανάγκη αναζωογόνησης. Γρήγορα, το κρασί, θαυμάσιο πραγματικά, χρωμάτισε τα πρόσωπα, εκτός από το πρόσωπο του Δρα Τινγκ Φου, που έμενε αμετάβλητα κίτρινο, με τις ποντικίσιες κόρες των ματιών του, που ήτανε μαύρα σαν γαγάτης, και που με μια ξεδιάντροπη τύχη, ριψοκινδύνευε αρκετά μεγάλες μίζες. Οι άλλοι δεν ήθελαν να μείνουνε πίσω. Ο εισαγγελέας Παραβάν, με το βλέμμα πνιγμένο, προκάλεσε τη μοίρα, βάνοντας δέκα φράγκα στο χαρτί του ανοίγματός του, ένα χαρτί που υποσχόταν ελάχιστα πράγματα, υπερθεμάτισε μετά, χλομιάζοντας και κέρδισε τα διπλά απ’ ό,τι είχε βάλει, γιατί ο κύριος Αλμπέν, έχοντας πολύ άσκημα εμπιστοσύνη σ’ έναν άσσο που κρατούσε τους άφησε όλους να διπλασιάσουνε τις μίζες του. Ήταν συγκινήσεις που δεν περιορίζονταν μόνο στο πρόσωπο εκείνου που τις προκαλούσε. Όλος ο κύκλος τις συμμεριζόταν, ακόμη κι ο κύριος Αλμπέν, που συναγωνιζόταν, στην ψυχρή σύνεση, με τους κρουπιέρηδες των καζίνο του Μόντε Κάρλο, με τους οποίους ισχυριζόταν ότι ήταν παλιοί γνώριμοι, δεν κυριαρχούσε, παρά με πολύ κόπο, τον πυρετό του. Ο Χανς Κάστορπ έπαιζε χοντρό παιχνίδι, επίσης, καθώς κι η Κλέεφελντ κι η φράου Σοσά. Ύστερα, πέρασαν στους «Γύρους», έπαιξαν «Σεμέν ντε φερ», «Θεία μου, θεία μου» και την επικίνδυνη «Différence». Αλαλαγμοί και εκρήξεις απελπισίας, ξεσπάσματα θυμού και κρίσεων υστερικών γέλιων, που τα προκαλούσαν ο ερεθισμός που η απίθανη τύχη ασκούσε στα νεύρα, διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο, κι όλα ήσαν αυθεντικά και σοβαρά, δε θα συνέβαινε διαφορετικά, αν επρόκειτο για γεγονότα της πραγματικής ζωής. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο, αποκλειστικά και προπαντός το παιγνίδι, που προκαλούσε σ’ όλο τον κύκλο αυτή την ψυχική ένταση, αυτό το αναψοκοκκίνισμα των προσώπων, αυτή τη διαστολή των λαμπερών ματιών ή αυτό που θα μπορούσε να τ’ ονομάσει κανείς προσπάθεια και που έκανε τη μικρή συντροφιά να κρατά την αναπνοή της, και να συγκεντρώσει οδυνηρά σχεδόν, την προσοχή της. Στην πραγματικότητα, όλ’ αυτά οφείλονταν στην επίδραση μιας κυριαρχικής φύσης που βρισκόταν ανάμεσα στην συντροφιά, στην «προσωπικότητα», που ήταν μεταξύ τους, στην προσωπικότητα του Μαϊνχέερ Πήπερκορν που κρατούσε τη διεύθυνση στο πλούσιο σε κινήσεις χέρι του και που τους ανάγκαζε όλους να βρίσκονται κάτω από τη μαγεία της ώρας, με το θέαμα της μεγαλόπρεπης φυσιογνωμίας του, με το χλομό βλέμμα του κάτω από τις μνημειώδεις πτυχές του μετώπου του, με την ομιλία του, και την επιμονή της μιμικής του. Τι έλεγε; Πράματα υπερβολικά συγκεχυμένα και που γίνονταν πιο ακατανόητα, όσο έπινε περισσότερο. Μα κρέμονταν από τα χείλη του, κοιτάζαν με προσήλωση, χαμογελώντας και σηκώνοντας τα φρύδια τους, τον κύκλο που σχημάτιζαν το μεγάλο δάχτυλο κι ο δείχτης του και που από πάνω του ορθώνονταν, σαν ξίφη, τ’ άλλα δάχτυλα, ενώ στο ηγεμονικό πρόσωπό του γινότανε μια εκφραστική εργασία και, χωρίς ν’ αντιστέκονται, υπόκυπταν σε μια αισθηματική δουλειά που ξεπερνούσε κατά πολύ το μέτρο του πάθους, για το οποίο θεωρούσαν συνήθως ικανό τον εαυτό τους οι άνθρωποι εκείνοι. Η δουλειά αυτή ξεπερνούσε τις δυνάμεις μερικών. Η φράου Μάγκνους, τουλάχιστον, δεν τα 'βγαζε

πέρα. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει, αρνήθηκε όμως με πείσμα, να πάει στο δωμάτιό της και περιορίστηκε να ξαπλωθεί σε μια chaise longue, όπου της έβαλαν μια βρεγμένη πετσέτα στο πρόσωπο κι απ’ όπου ξαναγύρισε κοντά στους άλλους, αφού αναπαύτηκε λίγο. Ο Πήπερκορν θέλησε να εξηγήσει τη λιποθυμία της και την απόδωσε σ’ ανεπάρκεια θρέψεως. Με λόγια σημαίνουσας ακαταληψίας και υψώνοντας το δείχτη του, είπε αρκετά απάνω σ’ αυτό. Έπρεπε να τρώει κανείς, να τρώει κανονικά, για να μπορεί ν’ αντιστέκεται ο οργανισμός του, αυτό έδωσε να καταλάβουν, και παράγγειλε κάτι για να εστιάσει τους καλεσμένους του, για να τους δυναμώσει, μάλλον, και να μη λιποθυμούν, ένα αντίδειπνο, κρέας, σάντουιτς, καπνιστή γλώσσα, στήθος χήνας, λουκάνικα και ζαμπόν, πιάτα γιομάτα απ’ όμορφα πράγματα, που, γαρνιρισμένα με κοχύλια από φρέσκο βούτυρο, ραπανάκια και μαϊντανό, μοιάζανε με παρτέρια λουλουδιών. Μα, μ’ όλο που τα τίμησαν, παρά το δείπνο, απ’ όπου μόλις είχαν σηκωθεί και που η αφθονία του ήταν εκτός αμφιβολίας, ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν δήλωσε, ύστερα από μερικές μπουκιές, πως όλ’ αυτά δεν ήταν παρά «βρωμοπράματα» κι αυτό, μ’ ένα θυμό, που μαρτυρούσε πόσο οι ξαφνικές αλλαγές της κυριαρχικής φύσης του ήταν απρόβλεπτες κι ανησυχητικές. Έγινε χολερικός, μάλιστα, μόνο γιατί κάποιος σκέφτηκε να υπερασπίσει το αντίδειπνο. Το δυνατό κεφάλι του φούσκωνε σαν κεφάλι λιονταριού, και με τη γροθιά του χτύπησε πάνω στο τραπέζι, δηλώνοντας πως όλ’ αυτά δεν ήταν παρά αναθεματισμένες παλιατσαρίες, οπότε όλοι σωπάσανε, με αμηχανία, αφού γενικά, ο καλεστής και φιλοξενητής είχε στο κάτω κάτω, το δικαίωμα να κρίνει ό,τι προσέφερε. Έπειτα, όσο παράξενο κι αν μπορούσε να φανεί, ο θυμός αυτός ταίριαζε απόλυτα με τη φυσιογνωμία του κυρίου Πήπερκορν, καθώς χρειάστηκε ν’ αναγνωρίσει ο Χανς Κάστορπ. Δεν τον παραμόρφωνε καθόλου, δεν τον μίκραινε, είχες την εντύπωση, κι ας φαινόταν παράξενο, πως κανένας τους δε θα τολμούσε να σκεφτεί να συσχετίσει αυτό το θυμό με τις ποσότητες κρασιού που είχανε πιει. Φάνηκε τόσο μεγάλος και τόσο ηγεμονικός, που όλοι σκύψανε το κεφάλι και κανένας δεν έκανε πια την αποκοτιά να ξαναπάρει, έστω και μια μπουκιά μόνο, από τα πιάτα με το κρέας. Η φράου Σοσά ήταν εκείνη που ηρέμησε τον συνταξιδιώτη της. Χάιδεψε το φαρδύ καπετανίστικο χέρι, που ύστερα από τη γροθιά, είχε απομείνει απλωμένο πάνω στο τραπέζι, και του είπε γαλίφικα, πως θα μπορούσαν δα να παραγγείλουν θαυμάσια κάτι άλλο, ένα ζεστό φαγητό, λόγου χάρη, αν ήθελε κι αν υπήρχε ακόμη, βέβαια, τρόπος να το πετύχουν από τον αρχιμάγειρα. — Παιδί μου, είπε, καλά. Και χωρίς καμιά προσπάθεια, με όλη του την αξιοπρέπεια, ο φοβερός θυμός του άλλαξε σε μια μέτρια κατάσταση, φιλώντας το χέρι της Κλαούντια. Επιθυμούσε ομελέτες για τον εαυτό του και τους δικούς του -— μια καλή ομελέτα με χόρτα, για να μπορέσει κανείς να επαρκέσει στις απαιτήσεις της ώρας. Και, ταυτόχρονα με την παραγγελία, έστειλε ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων στην κουζίνα, για ν’ αποφασίσει το προσωπικό να ξαναρχίσει τη δουλειά του, επειδή η ώρα ήταν αρκετά περασμένη, διακόπτοντας την ανάπαυσή του.

Είχε ξαναβρεί, άλλωστε, πέρα για πέρα, την καλή του διάθεση, όταν η αχνιστή ομελέτα έκανε την εμφάνισή της, σερβιρισμένη σε πολλά πιάτα, καναρινίσια κίτρινη και πρασινοσυννέφιαστη, σκορπίζοντας μέσα στο σαλόνι της μουσικής μια ζεστή και γλυκερή μυρουδιά, από αυγά και βούτυρο. Τίμησαν το φαγητό, ταυτόχρονα με τον Πήπερκορν και κάτω από την επίβλεψή του, γιατί μ’ ακατάληπτα λόγια κι αυταρχικές χειρονομίες, τους ανάγκασε όλους, και καθέναν χωριστά, να χαρούνε προσεχτικά, με ζέση δηλαδή, αυτό το εξαίσιο δώρο του Θεού. Παράγγειλε ολλανδέζικο τζιν για όλη την συντροφιά και τους υποχρέωσε όλους να γευτούνε, με περισυλλογή, αυτό το καθαρό υγρό, που ανάδινε ένα υγιές άρωμα σιταριού κι είχε μια μακρινή ανάμνηση κέδρου. Ο Χανς Κάστορπ κάπνιζε. Ακόμη κι η φράου Σοσά κάπνιζε τσιγάρα με χαρτονένιο επιστόμιο, που έπαιρνε από μια ρούσικη κεχριμπαρένια ταμπακιέρα, διακοσμημένη με μια τρόικα, και που για την άνεσή της, την είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι κι ο Πήπερκορν δεν κατηγορούσε τους γείτονές του που παραδίνονταν σε τούτη την ευχαρίστηση, μα ο ίδιος δεν κάπνιζε, δεν κάπνιζε ποτέ. Αν τον καταλάβαιναν καλά, η χρήση του καπνού, σύμφωνα με αυτόν, έδινε χαρές πάρα πολύ λεπτές, στις οποίες δεν μπορούσε κανείς να παραδοθεί παρά εις βάρος της μεγαλειότητας των απλών δώρων της ζωής, αυτών των δώρων κι αυτών των απαιτήσεων, που μόλις μόλις θα επαρκούσε η ευαισθησία μας να τις αναμετρήσει. — Νεαρέ μου, είπε στο Χανς Κάστορπ, μαγεύοντάς τον με το χλομό βλέμμα του και με την πολιτισμένη κίνηση των χεριών του, νεαρέ μου, το Απλό! Το Ιερό! Καλά, με καταλαβαίνετε. Ένα μπουκάλι κρασί, ένα πιάτο με αχνιστή ομελέτα, μια δυνατή ρακή, αν τα γευτούμε αυτά και τα χαρούμε μια φορά μόνο, αν χορτάσουμε μ’ αυτά, ικανοποιούμε, αλήθεια.. Απολύτως, κύριέ μου. Εν τάξει! Γνώρισα πρόσωπα, άνδρες και γυναίκες, που ήσαν κοκαϊνομανείς, χασισοπότες, μορφινομανείς καλά, αγαπητέ μου φίλε! Τέλεια! Θα μπορούσατε, βέβαια! Δεν πρέπει να κρίνουμε κανένα. Μα απ’ αυτό, που θα ’πρεπε να ’ναι το καλό παράδειγμα, το Απλό, το Μεγάλο, το Θεϊκό, οι άνθρωποι εκείνοι ήσαν απολύτως… Εντάξει φίλε μου. Καταδικασμένοι. Χαλασμένοι. Είχαν μείνει ανικανοποίητοι! Μάλιστα, νεαρέ μου, όποιο κι αν είναι τ’ όνομά σας… Καλά το έμαθα, το ξέχασα, όχι στην κοκαΐνη, όχι στο όπιο, όχι στο βίτσιο, ναι, όχι, δεν είναι το ελάττωμα που συνιστά το ελάττωμα. Το αμάρτημα, που δεν μπορεί να συγχωρεθεί, είναι… Σταμάτησε. Γυρισμένος, ψηλός, κι ευρύστερνος, προς το μέρος του γείτονά του, έμεινε έτσι, σωπαίνοντας έντονα εκφραστικά, ώστε σας ανάγκαζε να καταλάβετε, με τον υψωμένο δείχτη του, με το ακανόνιστα σκισμένο στόμα του, κάτω από το γυμνό και κόκκινο, και λίγο πληγωμένο από το ξύρισμα, πάνω χείλος, με τις ευκίνητες πτυχές του γυμνού μετώπου του, που το στεφάνωναν κατάλευκα τσουλούφια, και που ήταν οδυνηρά συσπασμένο, με τα μικρά χλομά μάτια του, που ήταν ανοιγμένα από κάτι σαν φρίκη, όπως φάνηκε στο Χανς Κάστορπ, μπροστά στη σκέψη του κρίματος, αυτού του μεγάλου αμαρτήματος, αυτής της ασυγχώρητης ανεπάρκειας, που είχε υπαινιχτεί και που τη φρίκη της πρόσταζε, σιωπηλά, τον συζητητή του ν’ αναμετρήσει μ’ όλη τη δύναμη της γοητείας, που ανάδιδε η ηγεμονική φύση του… Μια αφηρημένη φρίκη, σκέφτηκε ο Χανς

Κάστορπ, μα και κάτι, επίσης σαν προσωπικός τρόμος, που αφορούσε στον ίδιο, σ’ αυτόν τον ηγεμονικό άνθρωπο, ένας φόβος, επομένως, όχι φόβος μικρός κι ασήμαντος, μα κάτι σαν πανικός φαινότανε τη στιγμή κείνη ν’ αναπηδά από το βάθος της ύπαρξής του κι ο Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε σεβασμό γι’ αυτόν, παρ’ όλους τους λόγους που θα μπορούσε να ’χει, ώστε να τρέφει ακόμα εχθρικά αισθήματα απέναντι στο μεγαλοπρεπή συνταξιδιώτη της φράου Σοσά, κάνοντας τούτη την παρατήρηση. Χαμήλωσε τα μάτια και κούνησε το κεφάλι, για να δώσει στον σεβαστό γείτονά του την ικανοποίηση, ότι τον είχε καταλάβει. — Αυτό ’ναι αλήθεια, χωρίς άλλο, είπε. Μπορεί να ’ναι ένα αμάρτημα κι ένα δείγμα ανεπάρκειας το ν’ αρέσκεται κανείς σ’ εξεζητημένες τεχνητές ηδονές και να μην ικανοποιείται από τ’ απλά και φυσικά δώρα της ζωής, που είναι μεγάλα και ιερά. Αυτή ’ναι η γνώμη σας, αν σας εννόησα καλά, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, κι αν κι αυτή η ιδέα δεν μου είχε περάσει ακόμα από το μυαλό, μπορώ να σας ομολογήσω πως την παραδέχομαι απόλυτα, αυτή τη στιγμή, που με κάνατε να το προσέξω. Νομίζω, εξ άλλου, πως πολύ σπάνια θα συμβαίνει ν’ αναγνωρίζει κανείς την αξία αυτών των υγιών και απλών πλεονεκτημάτων της ζωής. Οι πιο πολλοί άνθρωποι είναι σίγουρα πάρα πολύ χαλασμένοι μέσα τους, ώστε να ’ναι σε θέση να τους αφοσιωθούν απόλυτα. Έτσι είναι χωρίς άλλο. Ο φοβερός Ολλανδός φάνηκε πολύ ικανοποιημένος. — Νεαρέ μου, είπε τέλεια. Μου επιτρέπετε, ούτε λέξη παραπάνω. Σας παρακαλώ να πιείτε μαζί μου, ν’ αδειάσουμε τα ποτήρια μας ως τον πάτο και μάλιστα, μπράτσο με μπράτσο, αδελφοποιητά. Αυτό δε σημαίνει ότι σας προτείνω να μιλούμε στον ενικό, αδελφικά, ήμουν, σχεδόν δηλαδή, στο σημείο να το κάνω, μια σκέφτηκα πως αυτό θα ’ταν κάπως βιαστικό. Πολύ πιθανό, να σας το επιτρέψω σε προσεχέστατο καιρό, έχετέ το υπ’ όψη σας. Μ’ αν επιθυμείτε κι επιμένετε, ώστε αμέσως… Ο Χανς Κάστορπ δήλωσε πως ήταν απόλυτα σύμφωνος και πως άφηνε στον Πήπερκορν την ελευθερία να εκλέξει αυτός τη μέρα που θα νόμιζε πως… — Καλά, αγόρι μου. Καλά, σύντροφε. Ανεπάρκεια καλά. Καλά και τρομαχτικά. Ελάχιστα ευσυνείδητοι, πολύ καλά. Τα δώρα όχι καλά. Απαιτήσεις! Οι ιερές, θηλυκές απαιτήσεις της ζωής, από την τιμή κι από την ανδρική δύναμη… — Ο Χανς Κάστορπ χρειάστηκε, ξαφνικά ν’ αναγνωρίσει πως ο Πήπερκορν ήταν ολωσδιόλου μεθυσμένος. Μα και το ίδιο μεθύσι του δεν ήταν ούτε χυδαίο ούτε ταπεινωτικό, δεν ήταν μια κατάσταση ατιμωτική, συγχεότανε με τη μεγαλοπρέπεια της φύσης του σ’ ένα μεγαλειώδες φαινόμενο, που απαιτούσε το σεβασμό. Κι ο Βάκχος, επίσης, συλλογίστηκε ο Χανς Κάστορπ, ακουμπούσε, στο μεθύσι του, πάνω στους ενθουσιώδεις συντρόφους του, χωρίς να χάνει τίποτα από τη θεία φύση του, και γενικά, αυτό που είχε σημασία ήταν το να ξέρει κανείς ποιος ήταν ο μεθυσμένος, μια προσωπικότητα ή ένας υφαντής. Φυλάχτηκε ως τα πιο μυστικά βάθη του να μη χάσει, για όλο τον κόσμο, τίποτα από τον σεβασμό που ένιωθε απέναντι σ’ αυτόν τον καταθλιπτικό συνταξιδιώτη, που οι πολιτισμένες κινήσεις των χεριών του είχαν

παραλύσει και που η γλώσσα του τραύλιζε. — Αδελφέ μου, είπε ο Πήπερκορν, ρίχνοντας προς τα πίσω το δυνατό σώμα του, παραδομένος σ’ ελεύθερο και γιομάτο περηφάνεια μεθύσι, με το μπράτσο απλωμένο πάνω στο τραπέζι, που το χτυπούσε ελαφρά με τη μαλακά σφιγμένη γροθιά του — θα σας μιλήσω με το συ, σε προσεχές μέλλον… σε λίαν προσεχές μέλλον, αν και η σκέψη ακόμα… καλά. Εν τάξει. Η ζωή… νεαρέ μου… είναι μια γυναίκα, μια ξαπλωμένη γυναίκα, με σμιχτά φυτρωμένα στήθη και μεγάλα, με μαλακιά και λεία κοιλιά, ανάμεσα σε μεγάλους, φουσκωτούς γλουτούς, με λεπτά μπράτσα και τορνευτά μεριά και μισόκλειστα μάτια, που μες στην εξαίσια και κοροϊδευτική προκλητικότητά της απαιτεί τη μεγαλύτερη φλογερότητά μας, όλη την ένταση της ανδρικής ευχαρίστησής μας, που αντιστέκεται ή που μένει αδιάφορη μπροστά της, αδιάφορη, νεαρέ μου, αδιάφορη, καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό; Η ήττα του αισθήματος μπροστά στη ζωή, είναι η ανεπάρκεια, για την οποία δεν υπάρχει χάρη, δεν υπάρχει έλεος κι αξία, μα που είναι ανελέητα και σαρδονικά καταδικασμένη, ξοφλημένη, νεαρέ μου, και υβρισμένη… Η ντροπή κι ο εξευτελισμός είναι λέξεις ωχρές γι’ αυτό το ερείπιο και γι’ αυτή τη χρεωκοπία, γι’ αυτή τη φριχτή μορφή. Είναι το τέλος, η καταχθόνια απελπισία, η δύση του κόσμου… Μιλώντας, ο Ολλανδός έριχνε όλο και πιο πολύ το δυνατό σώμα του προς τα πίσω, ενώ το βασιλικό κεφάλι του έγερνε πάνω στο στήθος του, σα να τον έπαιρνε ο ύπνος. Μα, στις τελευταίες λέξεις, ανατινάχτηκε απότομα κι έδωσε ένα υπόκωφο χτύπημα με τη χαλαρωμένη γροθιά του πάνω στο τραπέζι, έτσι που ο εύθραυστος Χανς Κάστορπ, έχοντας γίνει νευρικός από το παιγνίδι και το κρασί, αναπήδησε και κοίταξε τον Ισχυρό με τρομαγμένο σεβασμό. «Η δύση του κόσμου», πόσο ταιριάζουν με το πρόσωπό του αυτές οι λέξεις! Ο Χανς Κάστορπ δε θυμότανε να τις είχε ακούσει ποτέ ειπωμένες από άλλον, παρά μόνο στο μάθημα των θρησκευτικών κι αυτό δεν ήταν τυχαίο, συλλογίστηκε, γιατί σε ποιον, ανάμεσα σ’ όλους αυτούς που γνώριζε, θα μπορούσε να ταιριάζει αυτή η βροντερή έκφραση, ποιος θα 'χε το «μέγεθος» για να εκφράσει κάτι τέτοιο; Ο κοντός Νάφτα θα μπορούσε, χωρίς άλλο, να τη χρησιμοποιήσει, αν παρουσιαζόταν ευκαιρία. Μα θα 'ταν σφετερισμός και φλυαρία στο στόμα του, ενώ στο στόμα του Πήπερκορν η κεραυνοβόλα αυτή έκφραση έπαιρνε όλη την εκρηκτική δύναμή της, που έπαλε σαν ήχος τρομπέτας, κοντολογίς όλο το βιβλικό μεγαλείο της. «Θεέ μου είναι προσωπικότητα!» αισθάνθηκε για εκατοστή φορά. «Έπεσα πάνω σε μια προσωπικότητα κι είναι ο συνταξιδιώτης της Κλαούντια!». Αρκετά σκοτισμένος κι ο ίδιος, στριφογύριζε πάνω στο τραπέζι το ποτήρι του, με το άλλο χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και μισοκλείνοντας το ένα μάτι του, εξαιτίας του τσιγάρου που κρατούσε στη γωνιά των χειλιών του. Δε θα 'πρεπε ίσως να μη μιλήσει πια, αφού ειπώθηκαν τέτοια κεραυνοβόλα λόγια από μια αυθεντική προσωπικότητα; Για ποιο λόγο να κάμει ν’ ακουστεί πάλι η ξερή φωνή του; Μα συνηθισμένος στη συζήτηση από τους δημοκρατικούς παιδαγωγούς του κι οι δυο ήσαν δημοκρατικές φύσεις, μ’ όλο που ο ένας το απαγόρευε στον εαυτό του αφέθηκε να παρασυρθεί σ’ ένα από τα εμπνευσμένα σχολιάσματά του. Είπε:

— Οι παρατηρήσεις σας, Μαϊνχέερ Πήπερκορν (τι είδους έκφραση ήταν πάλι αυτή: «παρατηρήσεις»! Κάνει κανένας «παρατηρήσεις», για το τέλος του κόσμου;) οι παρατηρήσεις σας οδηγούνε τη σκέψη μου στο συμπέρασμα, απάνω σ’ αυτό, για το οποίο μόλις πιο πριν ακόμα μείναμε σύμφωνοι, σχετικά με το ελάττωμα, πως είναι, δηλαδή, μια ύβρις που έγινε στα απλά και όπως λέτε, ιερά δώρα της ζωής, ή, όπως θα προτιμούσα να πω, στα κλασικά δώρα, στα δώρα ενός μεγάλου «μεγέθους», κατά κάποιο τρόπο, το να προτιμούμε τα εκλεπτυσμένα και καθυστερημένα δώρα, τις εξεζητημένες ηδονές, στις οποίες, «παραδίδεται» κανείς, όπως εκφράστηκε πρωτύτερα κάποιος από τους δυο μας, ενώ «αφιερώνεται» στ’ άλλα ή τους «προσφέρεται». Στο σημείο αυτό, όμως, μου φαίνεται, θα μπορούσε να βρει κανείς τη δικαιολογία, με συγχωρείτε, μα είμαι μια φύση που γυρεύει παντού μια δικαιολογία, μ’ όλο που η δικαιολογία δεν έχει κανένα ορισμένο «μέγεθος», όπως αισθάνομαι καθαρά, τη δικαιολογία, λοιπόν του βίτσιου, του ελαττώματος, και για το λόγο, ακριβώς, ότι οφείλεται σε μια ανεπάρκεια, όπως λέτε. Είπατε πράματα τέτοιου «μεγέθους», για τη φρίκη της ανεπάρκειας, που με συγκινήσατε ειλικρινά. Πιστεύω, όμως, πως ο άνθρωπος που έχει βίτσια, δε δείχνεται ολωσδιόλου αναίσθητος γι’ αυτή τη φρίκη, παρά, αντίθετα, τη δικαιώνει απόλυτα, κατά τούτο: ότι αυτό που τον σπρώχνει προς το ελάττωμα, το βίτσιο, είναι η αδυναμία του ακριβώς να αισθανθεί τα κλασικά δώρα της ζωής, πράμα που δεν είναι, ή που δε χρειάζεται να ’ναι κανενός είδους ύβρις προς τη ζωή, μια που η κατάσταση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί, θαυμάσια, επίσης, σαν ένας προς τη ζωή οφειλόμενος σεβασμός, και πολύ περισσότερο, εφ’ όσον οι εκλεπτυσμένες περιέργειες, τα raffinements, αποτελούν, γενικά, μέσα μέθης και έξαρσης, stimulantia, όπως λένε, που βοηθούν και τονώνουν την ευαισθησία, έτσι που παρ’ όλ’ αυτά, ο σκοπός τους κι η έννοιά τους είναι ζωή, η αγάπη της αίσθησης, η ανάγκη τους να θεραπεύσουν την ανεπάρκειά τους προς αίσθηση…. Θέλω να πω… Τι ’τανε αυτά που έψαλλε εκεί πέρα; Δεν ήταν άραγε αρκετή κιόλας δημοκρατική ξεδιαντροπιά, το να πει «κάποιος από τους δυο μας», τη στιγμή που επρόκειτο για μια προσωπικότητα και για λόγου του; Αντλούσε το θάρρος, λοιπόν, να δείχνεται τόσο αυθάδης, απ’ ορισμένα γεγονότα που έριχναν αμφίβολο φως πάνω σ’ ορισμένα δικαιώματα του τωρινού «ιδιοκτήτη»; Ποια μύγα τον είχε τσιμπήσει, λοιπόν, ώστε ν’ αποφασίσει να καταπιαστεί κι από πάνω μ’ αυτή την ξεδιάντροπη, επίσης, ανάλυση του «βίτσιου«; Τώρα πια έπρεπε να δει πώς θα τα ’βγάζε πέρα, γιατί ’τανε φως φανάρι, ότι είχε προκαλέσει μια φοβερή θύελλα. Την ώρα που ο προσκαλεσμένος του μιλούσε, ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν είχε μείνει στην ίδια θέση, ακουμπώντας στη ράχη της καρέκλας του και με το κεφάλι σκυμμένο, έτσι, που θα μπορούσε και ν’ αμφιβάλει κανείς, αν όλα αυτά που έλεγε ο Χανς Κάστορπ είχανε φτάσει στην συνείδησή του, πραγματικά. Σιγά σιγά, όμως, κι ενώ ο νέος ταραζόταν, άρχισε ν’ ανασηκώνεται όλο και πιο ψηλά στην καρέκλα του, ίσαμε που βρήκε όλο το ύψος του, ενώ ταυτόχρονα, το βασιλικό κεφάλι του φούσκωνε λιονταρίσια, μουγκρίζοντας, τα αραβουργήματα του μετώπου του υψώνονταν και τεντώνονταν και τα μικρά μάτια του διαστέλλονταν, φορτωμένα από χλομή απειλή. Μια κρίση θυμού, που δίπλα της, εκείνη

που τον είχε πιάσει πρωτύτερα δεν ήταν παρά μια πολύ αλαφριά δυσαρέσκεια, άρχιζε να διαγράφεται. Το κάτω χείλος του Μαϊνχέερ Πήπερκορν σφίχτηκε με το πάνω, σε μια έκφραση φοβερού μορφασμού, έτσι που οι γωνιές των χειλιών χαμήλωσαν και το πηγούνι σπρώχτηκε προς τα έξω, ενώ το δεξί μπράτσο του υψωνόταν αργά, από το τραπέζι, ίσαμε το ύψος του κεφαλιού του και πιο πάνω ακόμη, κι η γροθιά του σφιγγότανε, παίρνοντας μεγαλοπρεπή φόρα, για να συντρίψει μ’ ένα μόνο χτύπημα, αυτόν τον φλύαρο δημοκράτη, που τρομαγμένος και, ταυτόχρονα, ριψοκίνδυνα ευχαριστημένος απ’ αυτή την εικόνα ενός βασιλικού κι εκφραστικού θυμού που ξεδιπλωνόταν μπροστά του, με πολλή δυσκολία κατάφερε να κρύψει το φόβο του και την επιθυμία του να το βάλει αμέσως στα πόδια. Και, βιαστικά βιαστικά, για να προφτάσει, είπε: — Εκφράστηκα πολύ άσκημα, φυσικά. Όλ’ αυτά είναι ζήτημα «μεγέθους» και τίποτα περισσότερο. Δεν μπορεί κανείς να ονομάσει βίτσιο, κάτι που έχει «μέγεθος». Το βίτσιο δεν είχε «μέγεθος» ποτέ. Τα raffinements δεν έχουν κανένα. Μα η ανθρώπινη ανάγκη για αίσθηση, από τους πιο πρωτόγονους καιρούς, είχε στη διάθεσή της ένα βοηθητικό μέσο, για να μεθά και να ενθουσιάζεται, που κι αυτό ανήκει στα κλασικά δώρα της ζωής και που έχει επομένως, ένα φάρμακο μεγάλου «μεγέθους», αν μπορώ να εκφραστώ έτσι, δηλαδή το κρασί ένα δώρο των θεών προς τους ανθρώπους, όπως τ’ ονόμασαν οι παλαιοί ουμανιστικοί λαοί, η φιλάνθρωπη εφεύρεση ενός θεού που μ’ αυτήν, είναι συνδεμένος, μάλιστα, θα μου επιτρέψετε να θυμίσω, ο εξευγενισμός του ανθρώπου. Γιατί, δε λένε μήπως, πως χάρη στην τέχνη που φυτεύεται το κλήμα και που πατιέται το σταφύλι, άφησε ο άνθρωπος την άγρια κατάστασή του, προχωρώντας προς την εξημέρωση των ηθών, τον πολιτισμό δηλαδή; Κι ακόμη και σήμερα οι λαοί, που στον τόπο τους, φυτρώνει αμπέλι, δε θεωρούνται, κι από τους άλλους κι από τον εαυτό τους, περισσότερο εξευγενισμένοι απ’ αυτούς που δε βγάζουν κρασί, τους Κιμμερίους, να πούμε; Κι αυτό ’ναι κάτι που αξίζει πραγματικά, να το προσέξει εντελώς ιδιαίτερα κανείς. Γιατί, αυτό σημαίνει, πως ο πολιτισμός δεν είναι καθόλου υπόθεση της λογικής και της γιομάτης διαύγεια νηφαλιότητας του μυαλού, παρά πολύ περισσότερο, του ενθουσιασμού, της μέθης και της ευφραινόμενης αίσθησης, αυτή δεν είναι η γνώμη σας στο σημείο αυτό, αν μου επιτρέπετε να σας κάνω την ερώτηση; Καλέ τι πανούργος που σου είναι αυτός ο Χανς Κάστορπ! Ή «ένας χωρατατζής», όπως ο κύριος Σετεμπρίνι, με συγγραφική λεπτότητα, τον είχε χαρακτηρίσει. Απρόσεχτος και μάλιστα, αυθάδης στις σχέσεις του με προσωπικότητες, αλλ’ όχι λιγότερο επιδέξιος, όταν επρόκειτο να ξεμπερδέψει από κει που είχε μπλεχτεί! Να, λοιπόν, που κατ’ αρχήν και κει που καθότανε πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα κι αναγκασμένος ν’ αυτοσχεδιάζει, είχε καταφέρει να σώσει την τιμή του πιοτού, με τον ευσχημότερο τρόπο και που μετά, ολωσδιόλου παρενθετικά, είχε μιλήσει για την «εξημέρωση των ηθών», τον ευγενισμό του ανθρώπου και τον πολιτισμό, πράματα, δηλαδή, που η τρομαχτική προηγούμενη στάση του Πήπερκορν δεν μαρτυρούσε καθόλου. Και τέλος, είχε χαλαρώσει αυτή τη στάση και την είχε κάνει να φανεί άτοπη, κάνοντας μια τέτοια ερώτηση, που στρίμωχνε μεγαλόπρεπα, επίσης, το μεγαλοπρεπή συνταξιδιώτη, ώστε να είναι αδύνατο πια ν’

απαντήσει με υψωμένη γροθιά. Ο Ολλανδός μετρίασε, πραγματικά, τη στάση της προκατακλυσμικής οργής του, το μπράτσο του χαμήλωσε σιγά σιγά πάνω στο τραπέζι και το λιονταρίσιο κεφάλι του ξεφούσκωσε. «Έχεις τύχη!» μπορούσε να διαβάσει κανείς στο πρόσωπό του, που δεν ήταν πια απειλητικό παρά είχε μια έκφραση συνδιαλλαχτική, που έδινε τόπο στην οργή. Η θύελλα υποχωρούσε, και επί πλέον, η φράου Σοσά ανακατεύτηκε στη συζήτηση ελκύοντας την προσοχή του συνταξιδιώτη της πάνω στη συντροφιά, που είχε χάσει ολωσδιόλου το κέφι της. — Παραμελείτε του καλεσμένους σας, αγαπητέ μου φίλε, του είπε γαλλικά. Αφοσιωθήκατε αποκλειστικά στον κύριο, με τον οποίο έχετε, χωρίς άλλο, να κανονίσετε σημαντικές υποθέσεις. Μα στο μεταξύ, το παιγνίδι σταμάτησε σχεδόν και φοβούμαι μη κι οι καλεσμένοι σας άρχισαν να πλήττουν. Πολλοί ήταν έτοιμοι να τους πάρει ο ύπνος. Θέλετε μήπως να τελειώσει η βραδιά; Ο Πήπερκορν στράφηκε αμέσως προς τη συντροφιά. Η φράου Σοσά είχε δίκιο: η αθυμία, ο λήθαργος, ο μαρασμός είχαν κερδίσει έδαφος, οι καλεσμένοι έκαναν τα δικά τους σαν μαθητές δίχως επίβλεψη. Πολλοί ήταν, πραγματικά έτοιμοι να κοιμηθούν του καλού καιρού. Ο Πήπερκορν ξαναπήρε αμέσως στα χέρια του τα παρατημένα χαλινάρια. — Κυρίες και κύριοι, φώναξε, με σηκωμένο το δείχτη κι αυτό το λογχωτά μυτερό δάχτυλο ήταν σαν σπαθί ή σημαία, που έδινε σινιάλο, κι η πρόσκλησή του σαν το «Ας μ’ ακολουθήσει όποιος δεν είναι δειλός!» του αρχηγού, που σταματά την αρχή μιας υποχώρησης. Κι η επέμβαση, επίσης, της προσωπικότητάς του, τους ζωογόνησε την ίδια στιγμή. Ανακαθίσανε στις καρέκλες τους, τα κουρασμένα τους πρόσωπα ζωήρεψαν, και του απάντησαν κουνώντας το κεφάλι τους και χαμογελώντας στο χλομό βλέμμα του δυνατού καλεστή, που τους κοίταζε κάτω από τις γραμμές του, σαν ειδώλου, μετώπου του. Τους γοήτευσε όλους και τους ανακάλεσε πάλι στην υπηρεσία τους, ενώνοντας τη λόγχη του δείχτη μ’ εκείνη του μεγάλου δάχτυλου κι ορθώνοντας τ’ άλλα δάχτυλα σ’ όλο το ύψος των μακρών νυχιών τους. Άπλωσε το καπετανίστικο χέρι του, με μια προστατευτική χειρονομία και σαν για να υψώσει ένα φράγμα στο κύμα, κι από τα χείλη του με τ’ οδυνηρό σκίσιμο, ξέφυγαν λόγια, που η ορμητική αοριστία τους, άσκησε, χάρη στη βοήθεια της προσωπικότητάς του, την πιο δυνατή επίδραση στα πνεύματά τους. — Κυρίες και Κύριοι, καλά, πολύ καλά. Η σαρξ, Κυρίες μου και Κύριοί μου, είναι βέβαια… Εν τάξει. Όχι, μου επιτρέπετε «ασθενής», έτσι λέει η Αγία Γραφή. «Ασθενής», δηλαδή: έχει τάση να… στις απαιτήσεις… Μα επικαλούμαι… Με λίγα λόγια και καλά. Κυρίες μου και Κύριοί μου, επι κα λού μαι. Θα μου πείτε: ο ύπνος. Καλά, Κυρίες μου και Κύριοί μου, τέλεια, έκτακτα. Αγαπώ και τιμώ τον ύπνο. Σέβομαι τη βαθιά, γλυκιά κι ευφραντική ηδονή του. Ο ύπνος ανήκει στα πως είπατε, νεαρέ μου; στα κλασικά δώρα της ζωής, στα πρώτα; στα εντελώς πρώτα παρακαλώ στα καλύτερα, Κυρίες μου και Κύριοί μου. Θα θέλατε, ωστόσο, να παρατηρήσετε και να θυμηθείτε: τη Γεθσημανή; «Και έλαβεν μεθ’ εαυτού τον Πέτρον και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου και λέγει αυτοίς: Μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μετ’ εμού». Θυμάστε; «Και έρχεται προς αυτούς και ευρίσκει αυτούς κοιμωμένους και λέγει προς τον Πέτρον: Δεν ηδυνήθητε μίαν ώραν αγρυπνήσαι μετ’ εμού;» Δυνατό, Κυρίες μου

και Κύριοί μου. Συγκλονιστικό. Συγκινητικό. «Και επιστρέψας εύρεν αυτούς πάλιν κοιμωμένους, ότι οι οφθαλμοί αυτών ήσαν βεβαρημένοι. Και λέγει αυτοίς: Αλλοίμονον, κοιμάσθε, λοιπόν, και αναπαύεστε; Ιδού, ήλθεν η ώρα…» Συγκλονιστικό, συγκινητικό, Κυρίες μου και Κύριοί μου. Πραγματικά, όλοι ήσαν συγκινημένοι, ταραγμένοι ως το βάθος της ψυχής τους και ντροπιασμένοι. Είχε ενώσει τα χέρια μπροστά στο στήθος του, πάνω στη στενή γενειάδα του, κι είχε χαμηλώσει λοξά το κεφάλι. Το χλομό βλέμμα του ήταν σπασμένο σχεδόν, ενώ, την ίδια στιγμή, η ερημική και θανάσιμη εκείνη θλίψη είχε ανεβεί στα μάτια του. Η φράου Σταιρ άφησε λυγμούς. Η φράου Μάγκνους έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό. Ο εισαγγελεύς Παραβάν υποχρεώθηκε, σαν εκπρόσωπος των καλεσμένων, να πούμε, κι ένα είδος επιτρόπου της κοινωνίας, ν’ απευθύνει χαμηλόφωνα μερικά λόγια προς τον αξιότιμο φιλοξενητή τους, για να τον διαβεβαιώσει για τη βαθιά πίστη κι υπακοή όλων. Επρόκειτο για παρεξήγηση. Ήταν ολωσδιόλου ξεκούραστοι και ζωηροί, εύθυμοι, χαρούμενοι και δικοί του με όλη τους την καρδιά. Ήταν μια γιορταστική βραδιά τόσο όμορφη, τόσο εξαιρετική, όλοι τον καταλάβαιναν και τον επιδοκίμαζαν και κανένας τους δε σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή, να κάμει χρήση του αγαθού αυτού, αυτού του κλασικού δώρου της ζωής, που είναι ο ύπνος. Ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν μπορούσε να υπολογίζει στους προσκεκλημένους του, σ’ όλους μαζί και στον καθένα χωριστά. — Τέλεια! Έκτακτα! φώναξε ο Πήπερκορν κι ανακάθισε πάλι στην καρέκλα του. Τα χέρια του χωρίστηκαν κι υψώθηκαν, ανοίγοντας ίσια κι απλωτά, με τις φούχτες προς τα έξω, σαν για καμιά ειδωλολατρική προσευχή. Η μεγαλειώδης φυσιογνωμία του που πριν μια στιγμή ακόμη, είχε εμψυχωθεί από ένα γοτθικό άλγος, άνθισε φουσκωτή κι εύθυμη. Ένα μικρό, μάλιστα, συβαρίτικο λακκάκι σχεδιάστηκε στο μάγουλό του. — Ιδού, ήλθεν η ώρα είπε. Και ζήτησε τον κατάλογο, στερέωσε τα ταρταρούγινα ματογυάλια του που η αψιδωτή ένωσή τους ανέβαινε στο μέτωπό του και παράγγειλε σαμπάνια, τρία μπουκάλια Μουμ & Σια, Cordon rouge, très sec. Επί πλέον petits fours, νοστιμότατες μικρό λιχουδιές, σε σχήμα κώνου, πασπαλισμένες με χρωματιστή ζάχαρη, που είχαν τον πιο τρυφερό χαρακτήρα μπισκότου, γιομισμένες με κρέμα σοκολάτας και φιστικιού και σερβιρισμένες σε μικρότατες πετσετούλες από δαντελωτό χαρτί. Η φράου Σταιρ έγλειφε και τα δάχτυλά της. Ο κύριος Αλμπέν λευτέρωσε, με την αμέλεια του γνώστη, το πρώτο πώμα από το μετάλλινο δικτυωτό του κλουβιού του, έσυρε το μανιταρόμορφο πώμα από τον χρωματιστό γιακά του, μ’ ένα κλακάρισμα παιδικού πιστολιού και το έκανε να πηδήσει ως το ταβάνι, κι ύστερα, σύμφωνα με την κομψή παράδοση, τύλιξε το μπουκάλι με μια πετσέτα για να βάλει τους αφρούς του κρασιού στα ποτήρια. Ο ευγενής αφρός μούσκεψε το τραπεζομάντηλο του μικρού μονοπόδαρου τραπεζιού. Τσουγκρίσανε τα ποτήρια τους κι άδειασαν μονορούφι το πρώτο, ηλεκτρίζοντας το στομάχι τους μ’ εκείνο το δροσερό κι αρωματισμένο τσούξιμο. Τα μάτια γυάλιζαν. Είχανε διακόψει το παιχνίδι, χωρίς να κριθεί αναγκαίο να ταχτοποιήσουνε τα χαρτιά και τα χρήματα. Η συντροφιά εγκαταλειπότανε σε μια γλυκύτατη τεμπελιά, ακολουθώντας μια φλυαρία δίχως συνέχεια, που τα στοιχεία

της τα προμήθευε, στον καθένα, μια κατάσταση αισθηματικής παραφυάδας. Λόγια που, στην πρωταρχική τους κατάσταση, είχαν προαγγείλει μια μεγάλη ομορφιά, μα που, ζητώντας την έκφρασή τους, ξεφτούσανε σ’ ένα είδος αποσπασματικού και βαριού παραμιλητού, μισοαδιάκριτου και μισοακατανόητου, που θα σκανδάλιζε κάθε νηφάλιο άνθρωπο, αν υπήρχε ή αν ερχόταν, μα που οι ενδιαφερόμενοι το υπόμεναν άκοπα, γιατί όλοι αφήνονταν να λικνίζονται από την ίδια κατάσταση ανευθυνότητας. Κι η ίδια η φράου Μάγκνους είχε κατακόκκινα αυτιά και βεβαίωνε πως ένιωθε τη ζωή να την πλημμυρίζει μέσα της, πράμα που δε φάνηκε να δίνει χαρά στον κύριο Μάγκνους. Η Ερμίνε Κλέεφελντ ακουμπούσε στον ώμο του κυρίου Αλμπέν, απλώνοντάς του το ποτήρι της, για να της βάλει να πιει κι ο Πήπερκορν, διευθύνοντας το βακχικό όργιο με μυτερές χειρονομίες, είχε το νου του στην εισαγωγή και στην αδιάκοπη ανανέωση των παρακαταθηκών των εφοδίων. Μετά τη σαμπάνια, παράγγειλε καφέ, Moca double, που τον συνόδευε πάλι με «ψωμί» και λικέρ, abricots brandy, chartreuse, crème de vanille και maraschino για τις κυρίες. Μετά σερβιρίστηκαν φιλέτα ψαριού μαρινάτα και μπίρα μαζί, έπειτα τσάι, τόσο κινέζικο όσο και χαμόμηλο, για κείνους που θα προτιμούσαν να μην επιμείνουν στη σαμπάνια και στα λικέρ, ή να ξαναγυρίσουν στο αυστηρό κρασί, όπως ο ίδιος ο Μαϊνχέερ, που μετά τα μεσάνυχτα, το είχε γυρίσει, με την φράου Σοσά και το Χανς Κάστορπ, σ’ ένα κόκκινο ελβετικό κρασί, απλό και τσουχτερό, αδειάζοντας μ’ αληθινή δίψα το ένα ποτήρι πίσω από το άλλο. Στη μια μετά τα μεσάνυχτα, η γιορτή συνεχιζόταν ακόμη, συγκρατημένη, εν μέρει, από ένα μεθύσι σαν μολύβι βαρύ, εν μέρει, από την παράξενη ευχαρίστηση που ένιωθαν, χάνοντας μ’ έναν τέτοιο τρόπο την πολύτιμη νυκτερινή τους ανάπαυση κι εν μέρει, από την επίδραση που ασκούσε πάνω τους η προσωπικότητα του Πήπερκορν ή ακόμα και για να μην ακολουθήσουν το αξιόμεμπτο παράδειγμα του Αγίου Πέτρου και των δικών του, μη θέλοντας κανείς απ’ αυτούς να γίνει ένοχος παρόμοιας αδυναμίας. Και για να μιλήσουμε γενικά, οι γυναίκες φαίνονταν ν’ απειλούνται λιγότερο απ’ αυτή την άποψη. Γιατί ενώ οι άντρες, κόκκινοι ή χλομοί, άπλωναν τα πόδια τους κάτω από το τραπέζι και φούσκωναν τα μάγουλά τους, πίνοντας όλο και πιο σπάνια, μ’ έναν τρόπο ολωσδιόλου μηχανικό, οι γυναίκες δείχνονταν πιο ενεργητικές. Η Ερμίνε Κλέεφελντ, με τους γυμνούς αγκώνες ακουμπισμένους πάνω στο τραπέζι και με τα μάγουλα ανάμεσα στα χέρια της, έδειχνε γελώντας, στον Τινγκ Φου, που κακάριζε, τα μπροστινά δόντια της, ενώ η φράου Σταιρ, με το πηγούνι μπασμένο προς τα μέσα, φλερτάριζε πάνω από το γερμένο ώμο της τον εισαγγελέα Παραβάν, προσπαθώντας να τον ξαναφέρει στη ζωή. Με τη φράου Μάγκνους τα πράματα είχαν έρθει μ’ ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να βρεθεί καθισμένη στα γόνατα του κυρίου Αλμπέν και να του τραβά τους λοβούς και των δυο του αυτιών, πράμα που φαινόταν ότι ανακούφιζε μάλλον τον κύριο Μάγκνους. Ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε παρακλήθηκε να διηγηθεί την ιστορία του plevrachoc του, μα η γλώσσα του κολλούσε σε τέτοιο σημείο, που δεν έγινε δυνατό να τα βγάλει πέρα κι ομολόγησε τίμια την αδυναμία του, πράμα που έκανε τους άλλους να πάρουνε πάλι την απόφαση να το ξαναρίξουνε στο πιοτό. Ο Βέεζαλ άρχισε ξαφνικά να κλαίει με πύρινα

δάκρυα, που είχαν αναπηδήσει από τα βάθη της απόγνωσής του, μιας απόγνωσης, που η γλώσσα του δεν ήταν πια σε κατάσταση να κάμει τους συνανθρώπους του να την καταλάβουνε. Ωστόσο, οι συνάνθρωποί του κατάφεραν να ορθοποδήσουνε το ηθικό του με καφέ και κονιάκ. Τότε ήταν, που με τους αναστεναγμούς του, με το ρυτιδωμένο και τρεμουλιαστό πηγούνι του, απ' όπου σταλάζανε τα δάκρυα, ξύπνησε το ενδιαφέρον του Πήπερκορν, απέναντί του, και μ’ υψωμένο το δείχτη και ζαρώνοντας το αραβούργημα των φρυδιών του, προσέλκυσε τη γενική προσοχή πάνω στην κατάσταση του Βέεζαλ. — Αυτό ’ναι, είπε. Μ’ αυτό ’ναι, αλήθεια Όχι, επιτρέψετέ μου: Ιερό! Σκούπισέ του το πηγούνι, παιδί μου, πάρε την πετσέτα μου! Ή καλύτερα ακόμα, όχι, άφησέ το! Κι ο ίδιος αυτός δε θέλει. Κυρίες μου και Κύριοί μου, ιερό! Ιερό απ’ όλες τις απόψεις, τόσο από τη χριστιανική, όσο και από την ειδωλολατρική! Ένα πρωτογονικό φαινόμενο! Ένα φαινόμενο από τα πιο πρώτα από τα πιο μεγάλα Όχι, όχι, αυτό ’ναι. Απάνω σε τούτο το «Αυτό ’ναι» και στο «Μ' αυτό ’ναι, αλήθεια», ήταν όλα κι όλα τα επεξηγηματικά λόγια, με τα οποία συνόδευσε την επέμβασή του, κάτω από πολλές ακριβέστατες χειρονομίες, ευγενικές πάντα, αν και κάπως γελοιογραφικά χρωματισμένες. Είχε έναν ολότελα δικό του τρόπο να ενώνει κυκλικά το διπλωμένο δείχτη του με το μεγάλο δάχτυλο, να τα κρατά πάνω από τ’ αυτί του και ν’ αποστρέφει το κεφάλι του, λοξά κι ειρωνικά, πράμα που ξυπνούσε αισθήματα, σαν αυτά που θα προκαλούσε ο σεβάσμιος ιερέας μιας ξένης λατρείας, που μαζεύοντας τα ιερατικά του άμφια, θ’ άρχιζε να χορεύει με παράξενη χάρη μπροστά στο ιερό βήμα. Ύστερα, άνετα καθισμένος σε μια μεγαλοπρεπή στάση, κρατώντας τη ράχη της καρέκλας του διπλανού του, τους ανάγκασε όλους, προς μεγάλη τους έκπληξη, να βυθιστούνε σε μια ζωηρή και συναρπαστική επίκληση του πρωιού, ενός παγωμένου και σκυθρωπού χειμωνιάτικου πρωιού, όταν το κιτρινωπό φως της μικρής λάμπας του κομοδίνου μας αντανακλάται στο τζάμι του παραθυριού, ανάμεσα στ’ απογυμνωμένα κλαδιά που ορθώνονται έξω, σε μια παγωμένη και πρωινή καταχνιά, σκληρή σαν το κρώξιμο του κόρακα… Με τους υπαινιγμούς του, κατάφερε να κάνει τόσο δυνατή αυτή την παγερή εμφάνιση της μέρας, που όλοι νιώσανε ρίγη, και τόσο περισσότερο, αφού τους θύμισε ακόμα και το παγωμένο νερό που έχυνε κανείς, πρωί πρωί, στο σβέρκο του, με το σφουγγάρι και που τ’ ονόμασε ιερό. Δεν ήταν παρά μια απλή παρέκβαση, μια παραδειγματική διδασκαλία που τραβούσε την προσοχή πάνω στα πράγματα της ζωής, ένας φανταστικός αυτοσχεδιασμός, που τον παρατήρησε γρήγορα, για να ξαναγυρίσει, μ’ αισθηματική επιμονή σ’ εκείνη τη νυκτερινή ώρα που κυλούσε μέσα σε μια γιορταστική ατμόσφαιρα. Δείχτηκε ερωτευμένος μ’ όλες τις γυναίκες της συντροφιάς, χωρίς εκλογή ούτε προτίμηση και δίχως να δίνει την παραμικρότερη προσοχή στο πρόσωπο. Έκανε τέτοιες προτάσεις στη νάνο, που το τεράστιο και γερασμένο πρόσωπο αυτού του ανάπηρου πλάσματος χαράχτηκε από μορφαστικές ρυτίδες. Έκανε τέτοιας ολκής ευγένειες στη φράου Σταιρ, που η γυναίκα αυτή, χυδαία από φυσικού της, έπαιξε πιο πολύ ακόμα, απ’ όσο το συνήθιζε, τους ώμους της κι έσπρωξε τα γιομάτα επιτήδευση σκέρτσα της ως την τρέλα. Παρακάλεσε την Ερμίνε Κλέεφελντ να του δώσει ένα φιλί, στο μεγάλο σκισμένο στόμα του και φλερτάρισε ακόμη

και με τη δυστυχισμένη φράου Μάγκνους, κι όλ’ αυτά, παρ’ όλη την τρυφερή αφοσίωσή του απέναντι της συνταξιδιώτισσάς του, που το χέρι της έφερνε συχνά πυκνά και μ’ ιπποτικό ζήλο στο στόμα του. — Το κρασί, είπε. Οι γυναίκες… Αυτό ’ναι Μ' αυτό ’ναι, αλήθεια Μου επιτρέπετε Η ημέρα της Κρίσης… η Γεθσημανή… Κατά τις δυο η ώρα, ακούστηκε η είδηση πως ο «γέρος» ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς, δηλαδή ερχότανε βιαστικός στα σαλόνια. Την ίδια στιγμή ξέσπασε ένας φοβερός πανικός ανάμεσα στους κουρασμένους οικότροφους. Οι καρέκλες κι οι σαμπανιέρες, μαζί με τα παγάκια τους, αναποδογυρίστηκαν κι οι καλεσμένοι το ’βαλαν στα πόδια από τη βιβλιοθήκη. Ο Πήπερκορν, που τον είχε πιάσει ένας αυτοκρατορικός θυμός, βλέποντας να διαλύεται τόσο απότομα το συμπόσιό του, χτύπησε τη γροθιά του κι ονόμασε τους φυγάδες «δειλούς σκλάβους», μα ο Χανς Κάστορπ κι η φράου Σοσά κατάφεραν, παρ’ όλ’ αυτά, να τον μαλακώσουν, ίσαμε ένα σημείο, με τη σκέψη πως η συγκέντρωση αυτή, που είχε κρατήσει κάπου έξι ώρες, θα έπρεπε οπωσδήποτε, να πάρει κάποτε, ένα τέλος. Έστησε, επίσης, αυτί σε μια υπενθύμιση της ιερής ευφροσύνης του ύπνου κι έτσι δέχτηκε να τον οδηγήσουνε στο κρεβάτι του. — Πιάσε με, παιδί μου! πιάσε με και συ από την άλλη μεριά, νεαρέ μου! είπε στη φράου Σοσά και στο Χανς Κάστορπ. Έτσι, λοιπόν, ανακράτησαν κι οι δυο αυτοί το βαρύ σώμα του, όταν σηκώθηκε από την καρέκλα του, του δώσανε τα μπράτσα τους να στηριχτεί και κρεμασμένος απάνω τους, περπάτησε με μεγάλα βήματα, με το δυνατό κεφάλι του γερμένο στον ώμο του και σπρώχνοντας πότε τον ένα, πότε τον άλλο, τους δυο οδηγούς του, με τα ταλαντέματα των βημάτων του, πήρε το δρόμο, για να πάει, ν’ αναπαυτεί. Στο βάθος, ήταν χωρίς άλλο, μια βασιλική πολυτέλεια, ένα είδος υψηλής ευαρέσκειας, το να τον οδηγούν και να τον ανακρατούν μ’ αυτό τον τρόπο. Αν ήταν ανάγκη, θα μπορούσε πέρα από κάθε αμφιβολία, να περπατήσει και μόνος του, δίχως βοήθεια. Μ απόστεργε αυτή την προσπάθεια, που θα ’ταν δυνατό, το πολύ πολύ, να σημαίνει, ότι ήθελε να κρύψει από το κοινό τη μέθη του, στη στιγμή που όχι μόνο δεν κοκκίνιζε γι’ αυτήν, παρά και του άρεσε να την επιδείχνει με παράξενη μεγαλοπρέπεια και διασκέδαζε βασιλικά με το να σπρώχνει, παραπατώντας, δεξιά κι αριστερά, τους υποχρεωτικούς οδηγούς του. Ο ίδιος αυτός είπε, τρεκλίζοντας: — Παιδιά μου Ανοησίες. Δεν είναι κανείς, φυσικά, καθόλου Αν αυτή τη στιγμή θα βλέπατε Γελοίο… — Γελοίο! βεβαίωσε ο Χανς Κάστορπ. Μα δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία! Δίνουμε στο κλασικό δώρο της ζωής, ό,τι του ανήκει, με το ν’ αφηνόμαστε να παραπατούμε ελεύθερα προς τιμήν του! Αντίθετα, σοβαρά… Είμαι, κι εγώ επίσης, κάπως πιωμένος, μα παρά τη λεγόμενη μέθη μου, έχω σαφή συνείδηση, πως τούτη δω τη στιγμή έχω την εξαιρετική τιμή να οδηγώ στο κρεβάτι μια δυνατή προσωπικότητα. Όσο κι αν είναι μικρή απάνω μου η επίδραση του πιοτού, που σχετικά με το «μέγεθος», ούτε συγκρίνομαι καν… — Πολύ καλά μικρέ φλύαρε! είπε ο Πήπερκορν και παραπατώντας, τον έσπρωξε πάνω

στα κάγκελα της σκάλας, παρασέρνοντας μαζί του τη φράου Σοσά. Η είδηση του ερχομού του Αυλικού Σύμβουλου, ήταν κατά πάσα πιθανότητα ένας ψεύτικος συναγερμός. Ίσως, η νάνος, κουρασμένη πια καθώς ήταν, να την είχε μεταδώσει για να δώσει ένα τέλος στη συγκέντρωση. Κι ο Πήπερκορν σταμάτησε και θέλησε να ξαναγυρίσει πίσω, για να συνεχίσει να πίνει. Μα τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, οι δυο οδηγοί του, τον έκαναν, ν’ αλλάξει ιδέα κι έτσι αφέθηκε πάλι να τον οδηγήσουν ίσαμε το τέλος. Ο Μαλαίος καμαριέρης, αυτός ο κοντακιανός ανθρωπάκος με την άσπρη γραβάτα και τα μαύρα μεταξωτά παπούτσια, περίμενε τον κύριό του στο διάδρομο, μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος, και τον υποδέχτηκε μ’ ένα χαιρετισμό, βάζοντας το χέρι στο στήθος του. — Φιληθείτε, πρόσταξε ο Πήπερκορν. Φίλησε αυτή τη γοητευτική γυναίκα στο μέτωπο, νεαρέ μου, σαν επιστέγασμα της βραδιάς μας! είπε στο Χανς Κάστορπ. Δε θα ’χει καμιά αντίρρηση και θα σου ανταποδώσει το φιλί σου. Κάνε το αυτό στην υγεία μου και με την άδειά μου, είπε. Μα ο Χανς Κάστορπ το αρνήθηκε. — Όχι, Μεγαλειότατε! είπε. Με συγχωρείτε, δεν πάει. Ο Πήπερκορν, ακουμπώντας πάνω στον καμαριέρη του, ζάρωσε το αραβούργημα των φρυδιών του και θέλησε να μάθει για ποιο λόγο δεν πήγαινε. — Γιατί δεν μπορώ ν’ ανταλλάζω φιλιά στο μέτωπο με την συνταξιδιώτισσά σας, είπε ο Χανς Κάστορπ. Σας εύχομαι καλόν ύπνο! Όχι, αυτό θα ’ταν μια καθαρή ανοησία, από κάθε άποψη. Και καθώς η φράου Σοσά κατευθυνόταν επίσης προς την πόρτα της κάμαράς της, ο Πήπερκορν άφησε τον ανυπόταχτο νέο ν’ απομακρυνθεί, παρακολουθώντας τον, οπωσδήποτε, ένα ολόκληρο ακόμη λεπτό με τα μάτια, πάνω από τον ώμο του κι από τον ώμο του Μαλαίου του, με ζαρωμένα φρύδια, έκπληκτος από τούτη την απείθεια, που η ηγεμονική φύση του δεν ήταν συνηθισμένη να συναντά.

ΜΑΪΝΧΕΕΡ ΠΗΠΕΡΚΟΡΝ (Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ) Ο ΜΑΪΝΧΕΕΡ Πήπερκορν έμεινε στον οίκο Μπέργκχοφ όλο κείνο το χειμώνα τους υπόλοιπους μήνες, δηλαδή κι ως την άνοιξη, έτσι που στο τέλος, έφτασαν να κάνουν όλοι μαζί μια αξιοθύμητη εκδρομή (ακόμη κι ο Σετεμπρίνι κι ο Νάφτα πήρανε μέρος σ’ αυτήν) στην κοιλάδα της Φλυέλα, ως τον καταρράχτη… «Έτσι που, στο τέλος…» Ύστερα απ’ αυτό, δεν έμεινε άλλο, λοιπόν; Όχι, όχι πολύ καιρό. Έφυγε, λοιπόν; Ναι και όχι. Ναι και όχι; Μην κάνετε το μυστηριώδη, παρακαλώ. Μπορούμε να κρατήσουμε την ηρεμία μας. Ακόμη κι ο Ανθυπολοχαγός Τσίμσεν πέθανε, χωρίς να μιλήσουμε για τόσους και τόσους άλλους χορευτές του θανάτου, λιγότερο αξιοσέβαστους. Ο ακατάληπτος Πήπερκορν πήγε, λοιπόν, από τον κακοήθη πυρετό του; Όχι, όχι από τον πυρετό του. Μα γιατί τόση ανυπομονησία; Είναι ένας απαράβατος νόμος της ζωής και της αφήγησης να μη συμβαίνουν όλα ταυτόχρονα, και θα έπρεπε, οπωσδήποτε, να σεβόμαστε τις μορφές της ανθρώπινης γνώσης, που οφείλουμε στο Θεό! Ας αποδώσουμε, τουλάχιστον, στο χρόνο τις τιμές που ο χαρακτήρας της ιστορίας μας μας επιτρέπει ακόμη να του αποδώσουμε! Είναι και κάτι ελάχιστο, άλλωστε, προχωρούμε όλο και πιο κουραστικά, ή, αν φαίνεται πολύ ηχηρό, ας πούμε τότε σιγά σιγά. Ένας μικρός λεπτοδείκτης μετρά το χρόνο μας, τριποδίζοντας, σάμπως να μετρούσε δευτερόλεπτα, δείχνοντας μόνο ο Θεός ξέρει τι, κάθε φορά που, ψύχραιμα κι ασταμάτητα, ξεπερνά το κορυφαίο σημείο του. Πάνε χρόνια τώρα, που βρισκόμαστε εδώ πάνω, όσο γι’ αυτό, είναι βέβαιο, νιώθουμε ίλιγγο, κάνουμε τεχνητά όνειρα δίχως χασίς και όπιο, το δικαστήριο των ηθών θα μας καταδικάσει, κι ωστόσο, σ’ αυτό το φοβερό ομίχλιασμα αντιτάσσουμε, επίτηδες, πολλή διαύγεια σκέψης και λογική οξύτητα. Δεν είναι τυχαίο, θα πρέπει να μας το αναγνωρίσει κανείς, αντί να μας περιβάλλουν εξαιρετικά ακατάληπτοι Πήπερκορν, κι αυτό μας σπρώχνει, είναι αλήθεια, σε μια σύγκριση, που από πολλές απόψεις και ιδιαίτερα από την άποψη του «μεγέθους», θα έφερνε σε πλεονεκτική θέση τούτο δω το αργοπορημένο μπασμένο πρόσωπο, όπως γινότανε, τουλάχιστον, στη σκέψη του Χανς Κάστορπ, όταν ήταν ξαπλωμένος στον εξώστη του κι αναγκαζόταν ν’ αναγνωρίσει πως οι δυο υπερευφραδείς παιδαγωγοί, που μοίραζαν μεταξύ τους τη φτωχή του ψυχή, μίκραιναν μπροστά στον Πήτερ Πήπερκορν έτσι, που έμπαινε στον πειρασμό να τους χαρακτηρίσει, όπως είχε ονομάσει τον ίδιον αυτόν ο Ολλανδός, με κοροϊδευτική επιείκεια, σαν «μικρούς φλύαρους», κι έκρινε ότι ήταν ευτύχημα που η ερμητική παιδαγωγική τον έφερε, ακόμη, σ’ επαφή με μια τόσο δυνατή προσωπικότητα. Το ότι αυτή η προσωπικότητα ανακατεύτηκε στα σχέδιά του, σαν συνταξιδιώτης της Κλαούντια Σοσά και σαν τεράστιο εμπόδιο επομένως, αυτό ήταν ένα άλλο ζήτημα, που

δεν τάραζε το Χανς Κάστορπ στις αξιολογικές κρίσεις του. Το επαναλαμβάνουμε, πως δεν άφησε ν’ αντιστραφεί η ειλικρινής εκτίμησή του κι η κάποτε τολμηρή συμπάθειά του για έναν τέτοιον άνθρωπο «μεγέθους», μόνο και μόνο επειδή ο τελευταίος αυτός είχε κοινό βαλάντιο με την γυναίκα, από την οποία ο Χανς Κάστορπ, είχε δανειστεί ένα μολύβι τη νύχτα του καρναβαλιού. Δεν ήταν του χαρακτήρα του, κι όταν το λέμε αυτό, παραδεχόμαστε απόλυτα, πως περισσότερο από ένα πρόσωπα, στον κύκλο μας, θα σκανταλίστηκαν από μια τέτοια «έλλειψη ταπεραμέντου» και θα προτιμούσαν να 'χε αποφύγει και να ’χε μισήσει τον Πήπερκορν και μέσα του τουλάχιστον, να μιλά, όπως για έναν ξεμωραμένο γάιδαρο κι έναν σαλιάρη μεθύστακα, αντί να τον επισκέπτεται, όταν κρεβατωνόταν, από τον τεταρταίο πυρετό του, να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του, να φλυαρεί μαζί του η «φλυαρία» αναφέρεται φυσικά, αποκλειστικά στα λόγια του Χανς Κάστορπ κι όχι στις μεγαλοπρεπείς ακαταληψίες του Πήπερκορν και να εκτίθεται στην επίδραση αυτής της προσωπικότητας, με την περιέργεια του περιηγητή, που θέλει να μορφωθεί. Αυτό, όμως, το έκανε, κι είμαστε υποχρεωμένοι να το αναφέρουμε, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, ότι ήταν δυνατό να θυμηθεί κάποιος τη σχετική περίπτωση του Φέρντιναντ Βέεζαλ, που έφτασε στο σημείο να σηκώνει, στον περίπατο, το πανωφόρι του Χανς Κάστορπ. Η ανάμνηση αυτή, όμως, δεν αποδείχνει τίποτα. Ο ήρωάς μας δεν ήταν Βέεζαλ. Οι αφορμές της απόγνωσης του τελευταίου δεν ήταν δική του δουλειά. Γενικά, δεν ήταν «ήρωας» δηλαδή: δεν άφηνε να καθορίζονται οι σχέσεις του με το ανδρικό φύλο μέσω της γυναίκας. Πιστοί στην αρχή μας, να μη τον παρουσιάσουμε καλύτερο ή χειρότερο απ’ όσο ήταν, διαπιστώνουμε, ότι αρνιόταν απλούστατα όχι συνειδητά κι επίτηδες, μα πέρα για πέρα μ’ αφέλεια ν’ αφεθεί ν’ αποτραπεί, εξαιτίας ρομαντικών επιδράσεων, από τη δικαιοσύνη που εννοούσε ν’ αποδίδει στο ίδιο του το φύλο, κι από την ιδέα του για τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσε ν’ αντλήσει απ’ αυτή τη συναναστροφή, για την μόρφωσή του. Αυτό μπορεί να μην αρέσει στις γυναίκες. Νομίζουμε πως είμαστε σε θέση να ξέρουμε ότι η φράου Σοσά εξοργίστηκε, χωρίς να το θέλει, απ’ αυτή την κατάσταση. Αυτή ή εκείνη η αιχμηρή παρατήρηση που άφησε να της ξεφύγει και που δε θα παραλείψουμε να τη σημειώσουμε, τον έκανε να το υποθέσει, μα ίσως κι αυτή του η ιδιότητα να ’ταν εκείνη που τον έκαμε τόσο κατάλληλο για να γίνει το διαφιλονικούμενο αντικείμενο των παιδαγωγών. Ο Πήτερ Πήπερκορν ήταν συχνά πυκνά άρρωστος. Δε θα εκπλαγεί κανείς αν μάθει, λοιπόν, πως την επαύριον της πρώτης εκείνης βραδιάς, που είχε αφιερωθεί στα χαρτιά και στη σαμπάνια, ήταν πάλι πολύ άρρωστος. Όλοι σχεδόν οι καλεσμένοι εκείνης της τόσο πολύωρης και κουραστικής εσπερίδας ήταν άρρωστοι, χωρίς να εξαιρέσουμε ούτε το Χανς Κάστορπ, που είχε ένα δυνατό πονοκέφαλο, μα που δεν άφησε να μεταπειστεί και να μην επισκεφτεί τον φιλοξενητή του της περασμένης βραδιάς. Είπε στο Μαλαίο, που τον βρήκε στο διάδρομο του πρώτου πατώματος, να τον αναγγείλει, και τον κάλεσαν να περάσει μέσα. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο του Ολλανδού, από ένα σαλόνι, που το χώριζε από το σαλόνι της φράου Σοσά και βρήκε πως αυτό που το διάκρινε από το μεσαίο τύπο των δωματίων

του Μπέργκχοφ ήταν οι διαστάσεις του κι η κομψότητα της επίπλωσης. Έβλεπες, να πούμε, μεταξοκάλυπτα φωτέιγ και τραπέζια με στριφτά πόδια. Ένα χοντρό χαλί σκέπαζε το παρκέτο και τα κρεβάτια δεν ήταν πια από το είδος των συνηθισμένων νεκροκρέβατων, παρά ήσαν πολυτελέστατα: από λειασμένο κερόξυλο, με χάλκινες διακοσμήσεις κι είχαν ένα κοινό ουρανό — δίχως παραπετάσματα, δεν ήταν παρά ένας μικρός θόλος, που τα ένωνε ομπρελωτά. Ο Πήπερκορν ήταν ξαπλωμένος στο ένα από τα δυο κρεβάτια, πάνω στην κοντή, ροδινομέταξη κουβέρτα βρίσκονταν βιβλία, επιστολές κι εφημερίδες, και διάβαζε, με τη βοήθεια των ψηλότοξων γυαλιών του, τον «Telegraaf». Πάνω στην καρέκλα που βρισκότανε δίπλα του, ήταν αποθεμένο ένα σερβίτσιο του καφέ και πλάι σε μπουκαλάκια με φάρμακα, πάνω στο τραπεζάκι της νύχτας, ένα μισοαδειασμένο μπουκάλι κόκκινο κρασί, το ελβετικό τσουχτερό κρασί, που έπιναν την προηγούμενη βραδιά. Προς κρυφή έκπληξη του Χανς Κάστορπ, ο Ολλανδός δε φορούσε άσπρη νυχτικιά, παρά μια μάλλινη πουκαμίσα με μακριά μανίκια, χωρίς γιακά, αλλ’ ανοιχτή γύρω στο λαιμό και με κουμπιά στα μανικέτια, που κολλούσε στους φαρδιούς ώμους και στο δυνατό στήθος του γέροντα. Η ανθρώπινη μεγαλοπρέπεια του κεφαλιού του, πάνω στο προσκέφαλο, ήταν πιο χτυπητή ακόμη, υψωμένη πέρα από την αστική σφαίρα, με τούτη τη φορεσιά, που έδινε στη φυσιογνωμία του ένα χαρακτήρα μισά λαϊκό, εργατικό, μισά αιώνιο, μνημειακό. — Απολύτως νεαρέ μου, είπε πιάνοντας τα ταρταρούγινα γυαλιά του από το τόξο τους κι αποθέτοντάς τα. Παρακαλώ, τίποτα. Αντίθετα. Κι ο Χανς Κάστορπ κάθισε κοντά του κι έκρυψε τη γιομάτη συμπάθεια έκπληξή του (μα δεν ήταν μάλλον ένας αληθινός θαυμασμός αυτό που τον υποχρέωνε να αισθάνεται η ευθύτητά του;) κάτω από μια φιλική και ζωηρή φλυαρία, που ο Πήπερκορν τη σιγοντάριζε με τη μεγαλειώδη ακαταληψία των λόγων του και τις επίμονες χειρονομίες του. Ο Ολλανδός δεν είχε καλή όψη, φαινότανε κίτρινος, άρρωστος και καταβλημένος. Κατά τις πρωινές ώρες του είχε έρθει μια δυνατή κρίση πυρετού κι η κούραση που είχε, σαν επακόλουθο, ο πυρετός αυτός έσμιγε με τα επακόλουθα του χθεσινοβραδινού μεθυσιού. — Χθες βράδυ το παρακάναμε, είπε. Όχι, μου επιτρέπετε, το παρατραβήξαμε! Είσθε ακόμα, καλά, μια και δεν έχει σημασία Μόνο που, στα χρόνια μου και στην επικίνδυνή μου κατάσταση.. Παιδί μου, στράφηκε με τρυφερή, αλλ’ αποφασιστική αυστηρότητα προς την φράου Σοσά, που έμπαινε κείνη τη στιγμή ακριβώς από το σαλόνι, όλα καλά, μα σας ξαναλέω, πως θα ’ταν καλύτερα να προσέχουμε, θα ’πρεπε να μ’ εμποδίζει κανείς… Κάτι σαν θύελλα αυτοκρατορικής οργής αναγγελλόταν στα χαρακτηριστικά του προσώπου του και στη φωνή του. Μα δε χρειαζόταν παρά να φανταστεί μόνο, κανείς, τι είδους θύελλα θα ξεσπούσε, αν αποφάσιζε πραγματικά κανείς να τον εμποδίσει, στα σοβαρά, να πιει, ώστε ν’ αναμετρήσει όλο τον παραλογισμό και την αδικία του παραπόνου του. Τέτοιες όμως ασυνέπειες, αποτελούσανε μέρος του μεγαλείου, χωρίς άλλο. Επίσης κι η συνταξιδιώτισσά του δεν έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο Χανς Κάστορπ, που είχε σηκωθεί, χαιρετώντας τον, χωρίς να του δώσει, άλλωστε, το χέρι της, παρά

καλώντας τον μόνο μ’ ένα χαμόγελο και με νεύματα του κεφαλιού να μείνει καθισμένος και να μην ενοχληθεί «καθόλου», «μα καθόλου δα», στο tête-à-tête του με το Μαϊνχέερ Πήπερκορν… Καταπιάστηκε με κάθε είδους πράματα, μέσα στην κάμαρα, έδωσε στον καμαριέρη διαταγή να πάρει από κει το δίσκο με το σερβίτσιο του προγεύματος, εξαφανίστηκε μια στιγμή, έκαμε πάλι την εμφάνισή της στις μύτες των ποδιών, για να πάρει, ελάχιστη ώρα μόνο, μέρος στη συζήτηση και αν θέλουμε, μάλιστα, ν’ αποδώσουμε την ακαθόριστη εντύπωση του Χανς Κάστορπ, για να την επιβλέπει κάπως. Φυσικά! Μπόρεσε να ξαναγυρίσει πίσω στον οίκο Μπέργκχοφ, συνδεμένη με μια προσωπικότητα μεγάλου «μεγέθους». Μ’ από τη στιγμή που εκείνος, που την είχε περιμένει τόσα χρόνια εδώ πάνω, έδειχνε, σαν άνδρας προς άνδρα, όλο τον οφειλόμενο σ’ αυτή την προσωπικότητα σεβασμό, εκδήλωνε κάποια ανησυχία και μάλιστα, κάποια δυσαρέσκεια μ’ εκείνα της τα «καθόλου» και «μα καθόλου δα». Ο Χανς Κάστορπ χαμογέλασε γι’ αυτό, σκύβοντας πάνω από τα γόνατά του, για να κρύψει το χαμόγελό του, ενώ ταυτόχρονα φλογιζόταν από εσωτερική χαρά. Ο Πήπερκορν του έβαλε ένα ποτήρι κρασί, από τη μποτίλια που βρισκότανε πάνω στο τραπεζάκι της νύχτας. Σε κάτι τέτοιες καταστάσεις, είπε ο Ολλανδός, το καλύτερο που θα είχε να κάνει κανείς, ήταν να ξαναπάρει και να συνεχίσει τα πράματα από το σημείο που τα είχε διακόψει την προηγούμενη με το μεταλλικό νερό. Ήπιε, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους, στην υγεία του Χανς Κάστορπ, και τούτος εδώ καθώς έπινε, κοίταζε το καπετανίστικο χέρι, με τις φακίδες και τα μακριά, μυτερά νύχια, που ήταν σφιγμένο στους καρπούς, από το κούμπωμα της μάλλινης πουκαμίσας, να σηκώνει το ποτήρι, ν’ αγγίζει την άκρη του με τα μεγάλα και σκισμένα χείλη του και το κρασί να κυλά κατά μήκος αυτού του εργατικού ή μνημειακού λαιμού, που ανεβοκατέβαινε. Ύστερα, κουβέντιασαν ακόμη για το φάρμακο που βρισκόταν αποθεμένο στο τραπεζάκι της νύχτας, γι’ αυτό το σκουρόχρωμο υγρό, από το οποίο ο Πήπερκορν κατάπιε μια ολόκληρη κουταλιά, που του την έδωσε η φράου Σοσά, αφού του το θύμισε πρώτα. Ήταν ένα αντιπυρετικό, που βάση του ήταν η κινίνη. Ο Πήπερκορν έδωσε λίγο στον επισκέπτη του, να δοκιμάσει, για να εκτιμήσει τη χαρακτηριστική, πικρό αρωματική γεύση του παρασκευάσματος, κι ύστερα είπε πολλά, για να εξυμνήσει την κινίνη, που ήταν ευεργετική όχι μόνο γιατί κατάστρεφε τα σπέρματα κι ασκούσε σωτήρια επίδραση στη φυσική θερμότητα, μα και γιατί θα έπρεπε να εκτιμηθεί ακόμα σαν τονωτική: ελάττωνε το χάσιμο του λευκώματος, ευνοούσε την κατάσταση της θρέψης, κοντολογίς ήταν ένα ευφραντικό πιοτό, ένα αληθινό φάρμακο, που ξεξυπνούσε, δυνάμωνε και ζωογονούσε, ένα ζαλιστικό μέσο, άλλωστε, επίσης. Θα μπορούσε εύκολα κανείς να πιει κανένα δαχτυλάκι απ’ αυτό, είπε, ενώ αστειευότανε με ένα μεγαλοπρεπή τρόπο, όπως χθες το βράδυ, με τα δάχτυλα και με το κεφάλι, μοιάζοντας πάλι με έναν ειδωλολάτρη ιερέα που χόρευε. Ναι, ναι, θαυμάσια ύλη αυτός ο αντιπυρετικός φλοιός. Δεν πήγαιναν, άλλωστε, ούτε τρεις αιώνες καλά καλά, που τον γνώριζε η φαρμακολογία του αιώνα μας και δεν ήταν ούτε ένας αιώνας σωστός, που η χημεία είχε ανακαλύψει την καλιώδη ουσία στην οποία όφειλε

τις αρετές του. Που είχε ανακαλυφτεί, δηλαδή, η κινίνη, ανακαλυφτεί και, ίσαμε ένα ορισμένο σημείο, αναλυθεί. Γιατί η χημεία δεν μπορούσε να ισχυριστεί, πως είχε διασαφηνίσει απόλυτα τη σύσταση αυτού του φαρμάκου, ούτε και πως θα ήταν ικανή να το κατασκευάσει εργαστηριακά. Η φαρμακολογία μας έκανε, άλλωστε, καλά να μην επαίρεται υπερβολικά για τις γνώσεις της, γιατί το ίδιο συνέβαινε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις: Γνώριζε το ένα και το άλλο για το Δυναμισμό, για τις ενέργειες της ύλης, μα το ζήτημα, που θα έπρεπε ακριβώς να αποδώσει αυτές τις ενέργειες, την έφερνε συχνά πυκνά, σε μεγάλη αμηχανία. Ο νεαρός δεν είχε παρά να μελετήσει τοξικολογία, αλήθεια, πάνω στις στοιχειώδεις ιδιότητες που καθόριζαν τις ενέργειες των λεγόμενων τοξικών υλών, δεν υπήρχε κανείς που να είναι σε θέση να δώσει πληροφορίες! Υπήρχαν, λόγου χάρη, τα δηλητήρια των όφεων, που για αυτά δεν ήταν τίποτα άλλο γνωστό, εκτός από το ότι οι ζωτικές εκκρίσεις αυτές ανήκαν απλά, στη σειρά των ενώσεων του λευκώματος, που τις αποτελούσαν διάφορα λευκωματώδη σώματα, τα οποία όμως, δεν προξενούσαν κεραυνοβόλα αποτελέσματα, παρά μόνο χάρη σε αυτή την καθορισμένη δηλαδή, κάθε άλλο παρά καθορισμένη σύστασή τους: Μεταφερμένα στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλούσαν αποτελέσματα, που μόνο ν’ απορεί μπορούσε κανένας γι’ αυτά, μια και δεν ήταν συνηθισμένος να συσχετίζει το λεύκωμα με το δηλητήριο. Μα, με τον κόσμο της ύλης, είπε ο Πήπερκορν, ενώ έφερνε μπροστά στο ανασηκωμένο, από το προσκέφαλο, κεφάλι του, με τα χλομά μάτια και το αραβούργημα του μετώπου του, τον κύκλο της ακρίβειας και τις λόγχες των δάχτυλων του, με τον κόσμο της ύλης, είχαν έτσι τα πράματα, ώστε όλες οι ουσίες να περιέχουνε ταυτόχρονα τη ζωή και το θάνατο: Όλες ήσαν, ταυτόχρονα, γιατρικά και δηλητήρια, η φαρμακολογία κι η τοξικολογία ήταν ένα και το αυτό πράγμα, μπορούσες να γιατρέψεις με δηλητήρια κι αυτό που θεωρούσες σαν φορέα ζωής ήταν δυνατό να σκοτώνει, κάτω απ’ ορισμένες καταστάσεις, μ’ ένα και μόνο σπασμό και σε διάστημα ενός δευτερολέπτου. Μίλησε, με πολλή επιμονή, και μ’ ασυνήθιστη σαφήνεια, για φάρμακα και για δηλητήρια, κι ο Χανς Κάστορπ τον άκουγε, σκυμμένος, κουνώντας το κεφάλι, λιγότερο απορροφημένος από το περιεχόμενο των λόγων του, που φαινόταν να τα ’χε στην καρδιά του, παρ’ όσο από την ίδια τη σιωπηλή μελέτη που έκανε, πάνω στις εκδηλώσεις της προσωπικότητάς του, που σε τελευταία ανάλυση, ήταν το ίδιο ανεξήγητες όσο και τ’ αποτελέσματα του δηλητηρίου των φιδιών. Το σπουδαίο και σημαντικό στον κόσμο της ύλης ήταν ο δυναμισμός, το παν ήταν δυναμισμός, είπε ο Πήπερκορν, όλα τ’ άλλα τα είχε πραγματοποιήσει αυτός. Κι η κίνηση επίσης, ήταν ένα φάρμακο δηλητήριο, πιο δυνατό από κάθε άλλο. Τέσσερα γραμμάρια κινίνης έκαναν τ’ αυτιά σας να βουίζουνε, σας έφερναν ίλιγγο, σας έκοβαν την αναπνοή, σας ενοχλούσαν την όραση, σαν την ατροπίνη, σας μεθούσαν όπως το οινόπνευμα, κι οι εργάτες που δούλευαν στα εργοστάσια της κινίνης είχαν κατακόκκινα μάτια, πρησμένα χείλη κι υπόφεραν από εξανθήματα. Κι άρχισε να μιλά για την κινχόνα, την κίνα των παρθένων δασών των Κορδιλλιέρων, όπου ήταν η πατρίδα αυτού του δέντρου, σε τρεις χιλιάδες μέτρα ύψος από τη θάλασσα, κι απ’ όπου είχανε μεταφέρει το φλοιό του στην Ισπανία, σε μια εποχή τόσο πρόσφατη, σχεδόν, με τ’ όνομα «ιησούιτόσκονη», αυτόν το φλοιό, που οι ιθαγενείς της Νότιας Αμερικής

γνώριζαν, από πάρα πολλά χρόνια πριν, τις θαυμαστές ιδιότητές του. Περιέγραφε τις τεράστιες φυτείες της κινχόνας, που είχε η κυβέρνηση της Ολλανδίας στην Ιάβα κι απ’ όπου κάθε χρόνο φορτώνονταν στα καράβια εκατομμύρια λίτρες απ’ αυτούς τους κοκκινωπούς φλοιούς, που μοιάζανε της κανέλλας, για το Άμστερνταμ και για το Λονδίνο… Οι φλοιοί, και γενικά, οι ίνες των φλοιών των δασικών φυτών, από την επιδερμίδα ως τη βλεννώδη, ασχημάτιστη φλούδα, το cambium, περιείχανε, είπε ο Πήπερκορν, πάντα σχεδόν, εξαιρετικά δυναμικές ιδιότητες, τόσο για το καλό όσο και για το κακό. Οι έγχρωμοι λαοί ήσαν πολύ ανώτεροι από τους δικούς μας, σχετικά με τη γνώση των φαρμακευτικών υλών. Σε πολλά νησιά, ανατολικά της Νέας Γουινέας, τα παλικάρια ήξεραν να φτιάχνουν ένα ερωτικό φίλτρο, από τη φλούδα κάποιου δέντρου, που θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, κανένα δηλητηριώδες δέντρο, όπως η antiaris toxicaria της Ιάβας, η οποία, όπως γινότανε και με τη manzanilla της Νοτίου Αμερικής και των Αντιλλών, δηλητηρίαζε με τις αναθυμιάσεις της την ατμόσφαιρα γύρω της και ζάλιζε θανάσιμα τους ανθρώπους και τα ζώα. Κοπάνιζαν, λοιπόν, το φλοιό αυτού του δέντρου, κι ύστερα ανακάτευαν τη σκόνη που πετύχαιναν, μ’ αυτό τον τρόπο, μ’ απόξυσμα από κοκοκάρυδα, τύλιγαν το μίγμα σ’ ένα φύλλο και το βράζανε. Ύστερα, ραντίζανε μ’ αυτό το υγρό, τη σκληρή, στο πρόσωπο, την ώρα που κοιμότανε, κι αμέσως την έπιανε σφοδρός έρωτας γι’ αυτόν που την είχε ραντίσει. Καμιά φορά, ήταν ο φλοιός της ρίζας που είχε τη δύναμη, όπως συνέβαινε μ ένα αναρριχητικό φυτό του Μαλαϊκού Αρχιπελάγους, που λέγεται strychnos Tieute, κι από τον οποίο οι Ιθαγενείς παρασκεύαζαν, προσθέτοντάς του δηλητήριο φιδιού, την Upas radscha, ένα δηλητήριο, που μπασμένο στην κυκλοφορία του αίματος, με ένα βέλος, λόγου χάρη, προκαλούσε ακαριαία θάνατο, χωρίς να 'ναι σε θέση κανένας να πει στο νεαρό Χανς Κάστορπ πώς γινόταν αυτό. Ήταν γνωστό, μόνο, πως η Upas, σχετικά με το δυναμισμό της, ήταν εφάμιλλη της στρυχνίνης, κι ο Πήπερκορν, που είχε πάψει ν’ ανασηκώνεται στο κρεβάτι του και που, από καιρό σε καιρό, έφερνε, με το κάπως τρεμουλιαστό καπετανίστικο χέρι του, το ποτήρι με το κρασί στα σκισμένα χείλη του, για να πιει, διψασμένα, μεγάλες γουλιές, διηγήθηκε για το στρύχνο της ακτής του Κορομαντέλ, που οι κιτρινοπορτοκαλόχρωμοι κόκκοι του περιείχανε την πιο δυναμική απ’ όλες τις καλιώδεις ουσίες, τη στυχνίνη, διηγήθηκε, με ψιθυριστά σιγανή φωνή και με σηκωμένα φρύδια για τα τεφρόγκριζα κλαδιά, για το εξαιρετικά γυαλιστερό φύλλωμα και τα κιτρινοπράσινα λουλούδια αυτού του φυτού, μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που ο Χανς Κάστορπ είχε μπροστά στα μάτια του τη θλιβερή και μαζί υστερικά παρδαλή εικόνα ενός δέντρου, έτσι που, γενικά, άρχισε να μην αισθάνεται και πολύ καλά. Η φράου Σοσά ανακατεύτηκε τη στιγμή κείνη ξανά στη συζήτηση, κάνοντας την παρατήρηση πως αυτό κούραζε τον Πήπερκορν και θα του έφερνε πάλι πυρετό. Όσο κι αν τη λυπούσε, που διάκοπτε την κουβέντα, έπρεπε, ωστόσο, να παρακαλέσει το Χανς Κάστορπ να σταματήσουν εκεί, για σήμερα. Ο Χανς Κάστορπ υπάκουσε, φυσικά, μα πολλές φορές ακόμη, ύστερα από μια κρίση τεταρταίου πυρετού, κατά τους μήνες που ακολούθησαν, κάθισε στο κρεβάτι του

ηγεμονικού εκείνου ανθρώπου, ενώ η φράου Σοσά, επιβλέποντας διακριτικά τη συνομιλία ή παίρνοντας μέρος σ’ αυτήν, πηγαινοερχότανε. Μα ακόμη και τις μέρες που ο Πήπερκορν δεν είχε πυρετό, ο Χανς Κάστορπ πέρασε πάρα πολλές ώρες μαζί του και με τη στολισμένη μαργαριτάρια συνταξιδιώτισσά του. Γιατί, όταν ο Ολλανδός δεν ήταν κρεβατωμένος, ήταν σπάνιο να μη συγκεντρώσει, μετά το δείπνο, μια μικρή συντροφιά από τους οικότροφους του Μπέργκχοφ, για παιγνίδι, κρασί και κάθε είδος άλλα ευφραντικά πράματα, είτε στο σαλόνι, είτε στο εστιατόριο, κι ο Χανς Κάστορπ είχε τη συνηθισμένη θέση του πάντα ανάμεσα στη νωχελική γυναίκα και στο μεγαλοπρεπή άνδρα. Έκαναν, επίσης, μαζί και καμιά εκδρομή στο ύπαιθρο, πήγαιναν περίπατους, στους οποίους παίρνανε μέρος κι οι κύριοι Φέργε και Βέεζαλ και αργότερα ο Σετεμπρίνι κι ο Νάφτα, οι δυο πνευματικοί αντίπαλοι, που δεν ήταν δυνατό να παραλείψει κανείς να τους συναντήσει, κι ο Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε αληθινά ευτυχισμένος που μπόρεσε να τους παρουσιάσει στο Μαϊνχέερ Πήπερκορν, καθώς και στην Κλαούντια Σοσά, χωρίς να γνοιαστεί ολωσδιόλου να μάθει αν η παρουσίαση αυτή κι αυτές οι σχέσεις θα ήταν η όχι, ευχάριστες στους δυο ανταγωνιστές, και με την κρυφή πεποίθηση, ότι είχαν ανάγκη ενός παιδαγωγικού αντικειμένου και πως θα προτιμούσαν να κάνουν καλή υποδοχή στους ανεπιθύμητους συντρόφους του, παρά να παραιτηθούν από το να λογομαχούνε μπροστά του. Δεν απατήθηκε, πραγματικά, στη διαίσθησή του, ότι τα μέλη του παρδαλού φιλικού κύκλου του θα συνήθιζαν, τουλάχιστον, στο να μη συνηθίζουν ο ένας στον άλλο: υπήρχαν, εννοείται, μεταξύ τους, εντάσεις, ελλείψεις προσαρμογής, ακόμη και μια εχθρότητα κι απορούμε κι οι ίδιοι, πώς τα κατάφερε ο ασήμαντος ήρωάς μας να τους μαζέψει όλους αυτούς γύρω του, κι αυτό το εξηγούμε, μ’ ένα είδος ευτράπελης και ζωηρής ευπροσηγορίας της φύσης του, που τον έκανε να τα βρίσκει όλα «αξιάκουστα», και που θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς συνδετική φύση, από την άποψη, πως όχι μόνο γιατί συνδεόταν με τα πιο διαφορετικά πρόσωπα και προσωπικότητες, μα ακόμη και πως τα πρόσωπα αυτά, συνδέονταν ίσαμε έναν ορισμένο βαθμό, και μεταξύ τους. Εκπληκτικά συμπλέγματα αμοιβαίων σχέσεων! Νιώθουμε τον πειρασμό να δείξουμε, για μια στιγμή, τα μπερδεμένα νήματά τους, όπως τα έβλεπε ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ, κατά τη διάρκεια εκείνων των περιπάτων, μ’ ένα μάτι κοροϊδευτικό και καλοσυνάτο. Εκεί ’ταν ο δυστυχής Βέεζαλ, που καιγόταν από τον πόθο του για την φράου Σοσά και κολάκευε ταπεινά τον Πήπερκορν, και το Χανς Κάστορπ, τον ένα εξαιτίας της τωρινής κυριαρχίας του και τον άλλο για χάρη του παρελθόντος του. Εκεί ’ταν κι η ίδια η φράου Σοσά, η άρρωστη ταξιδιώτισσα, με το νωχελικό και χαριτωμένο περπάτημα, η σκλάβα του Πήπερκορν κι αυτό χωρίς άλλο, από πεποίθηση, μ’ όλο που ήταν κάπως ανήσυχη και κρυφά αγαναχτισμένη, βλέποντας τον ιππότη μιας μακρινής αποκριάτικης νύχτας να ’χει αποχτήσει μια τέτοια οικειότητα με τον αφέντη κι ιδιοκτήτη της. Ο ερεθισμός αυτός δε θύμιζε εκείνον που εκδηλωνότανε στις σχέσεις της με το Σετεμπρίνι; Με αυτόν τον όμορφο ρήτορα και ουμανιστή, που δεν μπορούσε να υποφέρει και που τον έκρινε σαν αλαζόνα κι αντιανθρώπινο; Με το φίλο και παιδαγωγό του νεαρού Χανς Κάστορπ, που

ευχαρίστως θα τον ρωτούσε τι του είχε πει τόσο καταφρονετικά, σ’ εκείνη τη μεσογειακή γλώσσα, που την καταλάβαινε τόσο λίγο όσο κι αυτός τη δική της, με τη μόνη διαφορά πως εκείνη ένιωθε λιγότερο σίγουρη περιφρόνηση για τη γλώσσα του, απ’ όσο αυτός για τα ρούσικα; Ο φίλος του Χανς Κάστορπ, αυτού του τόσο ιπποτικού νεαρού Γερμανού, αυτού του όμορφου μικρού αστού, από καλή οικογένεια, με την υγρή εστία, που κάτι του είχε φωνάξει θυμωμένα, όταν τούτος εδώ είχε πάρει πια την απόφαση, εκείνη τη μακρινή νύχτα, να την πλησιάσει; Ο Χανς Κάστορπ, ερωτευμένος «ως τ’ αυτιά», όπως συνηθίζουν να λένε, όχι με την κοροϊδευτική έννοια της έκφρασης, μα όπως αγαπά κανείς, όταν η αγάπη αυτή είναι απαγορευμένη και παράλογη και δεν υπάρχει τρόπος να τραγουδήσει, γι’ αυτό, μικρά ήρεμα τραγουδάκια της πεδιάδας, θλιβερά ερωτευμένος και γι’ αυτό, εξαρτημένος, υποταγμένος, πονεμένος και σκλαβωμένος, κι ωστόσο ήταν ένας άνθρωπος, που μπορούσε και μέσα στη σκλαβιά του ακόμη να διατηρήσει αρκετή πανουργία, ώστε να ’ναι σε θέση να καταλάβει, πέρα για πέρα, την αξία που ήταν δυνατό, παρ’ όλ’ αυτά, να ’χει και να κρατήσει η αφοσίωσή του στα γοητευτικά, τατάρικα μάτια της άρρωστης, με το γατίσιο περπάτημα: μια αξία που καθώς σκεφτόταν ο ίδιος ο Χανς Κάστορπ, μέσα σ’ όλη την οδυνηρή υποταγή του, μπορούσε να ελκύσει την προσοχή της απάνω της, η στάση του κυρίου Σετεμπρίνι, απέναντι της, μια στάση που επιβεβαίωνε, ανοιχτά τις υποψίες της, γιατί ο Σετεμπρίνι την είχε κρατήσει σε τόση απόσταση, όσο μπορούσε να το επιτρέψει η ουμανιστική ευγένεια. Μα το χειρότερο, ή για τα μάτια του Χανς Κάστορπ, το πλεονέκτημα ήταν πως ούτε και στις σχέσεις της με το Λέο Νάφτα, που τόσες ελπίδες είχε στηρίξει επάνω τους, βρήκε την αποζημίωση εκείνη που περίμενε. Σ’ αυτόν, χωρίς άλλο, δε συναντούσε εκείνη τη ριζική άρνηση που της αντίτασσε ο κύριος Λοντοβίκο κι η κατάσταση ήταν ευνοϊκότερη στη συζήτηση: καμιά φορά μιλούσαν οι δυο τους, η Κλαούντια κι ο κοντός, τραχύς άνθρωπος, για βιβλία ή για προβλήματα της πολιτικής φιλοσοφίας, που τους άρεσε να τα χειρίζονται μ’ ένα πνεύμα εξτρεμιστικό. Κι ο Χανς Κάστορπ έπαιρνε μέρος στις συζητήσεις τους αυτές, πάντα πιστός. Μα κάποια αριστοκρατική επιφυλακτικότητα στη φιλόφρονη προθυμία που της έδειχνε ο ξιπασμένος Νάφτα, όπως κάνουν δα όλοι οι νεόπλουτοι κι οι ξιπασμένοι, δεν ήταν δυνατό παρά να την πρόσεξε. Η ισπανική τρομοκρατία του Λέο Νάφτα, συμφωνούσε στο βάθος, ελάχιστα με την πορτοβροντώδη περιπλανούμενη ανθρωπότητα, της φράου Σοσά. Και σ’ αυτό έπρεπε να προστεθεί ακόμη, σαν τελευταίο και πιο λεπτό στοιχείο, μια ελαφρά, δύσκολα αισθητή εχθρότητα απέναντί της, που την ένιωθε με ολότελα γυναικεία όσφρηση, να πνέει προς το μέρος της κι από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές, του Σετεμπρίνι και του Νάφτα, (όπως, άλλωστε, την ένιωθε και ο ίδιος ο καβαλιέρος της, της αποκριάτικης εκείνης νύχτας) και που οφειλότανε στις σχέσεις που είχαν κι οι δυο εκείνοι μ’ αυτόν το Χανς Κάστορπ: η άσκημη διάθεση του δασκάλου απέναντι της γυναίκας, σαν στοιχείο ενόχλησης και ταραχής, να ποια ήταν η κρυφή και αρχική εχθρότητα, που πλησίαζε τον ένα προς τον άλλο τους δυο αντίπαλους, κι αυτό γιατί η ασυμφωνία τους είχε εξουδετερωθεί από τα κοινά παιδαγωγικά τους αισθήματα. Δεν υπήρχε, επίσης, λίγη απ’ αυτή την εχθρότητα στη στάση που είχαν υιοθετήσει οι δυο εκείνοι διαλεκτικοί απέναντι του Πήτερ Πήπερκορν; Ο Χανς Κάστορπ πίστευε ότι το είχε

προσέξει, ίσως γιατί το είχε με πολλή πανουργία, προβλέψει και γιατί, γενικά, ήταν αρκετά ανυπόμονος να συνενώσει το βασιλικό τραυλό του και τους δυο «κυβερνητικούς συμβούλους» του, όπως εκφραζότανε, κάποτε κάποτε, αστειευόμενος, και να μελετήσει το αποτέλεσμα αυτής της αντιμετώπισης. Ο Μαϊνχέερ, έξω, φαινότανε λιγότερο μεγαλοπρεπής απ’ όσο σε κλειστό χώρο. Το φαρδύ κέτσινο καπέλο του, που το κατέβαζε χαμηλά στο μέτωπό του, έκρυβε τα μακριά λευκά τσουλούφια του, σκέπαζε τα βαθιά σχέδια του μετώπου του, μίκραινε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα ζάρωνε κατά κάποιο τρόπο, αφαιρούσε, μάλιστα, τη μεγαλοπρέπεια της μύτης του, που κοκκίνιζε κι από πάνω. Εκτός απ’ αυτό, ήταν πιο επιβλητικός, όταν έμενε ακίνητος, παρ’ όσο όταν περπατούσε: είχε τη συνήθεια να ρίχνει σε κάθε ένα από τα μικρά βήματά του, όλο το βάρος του κορμιού του, ως πάνω, με το κεφάλι μαζί, προς το μέρος του ποδιού, που έβαζε μπρος, πράμα που θύμιζε πιο πολύ έναν αγαθό γεροντάκο απ’ όσο έναν βασιλιά. Τέλος, δεν περπατούσε μ’ όλο το ύψος του, παρά μαζευόταν ολόκληρος. Ωστόσο, ξεπερνούσε κατά ένα ολόκληρο κεφάλι, τόσο τον κύριο Λοντοβίκο, όσο και τον κοντό Νάφτα και το γεγονός τούτο δεν ήταν το μοναδικό, που έκανε την παρουσία του να βαραίνει τόσο πολύ, τόσο ολοκληρωτικά πολύ, πάνω στην ύπαρξη των δυο πολιτικών, όπως πολύ παραστατικά το είχε προβλέψει ο Χανς Κάστορπ. Ήταν μια καταπίεση, μια ταπείνωση, ένα ζημίωμα, το αποτέλεσμα που έβγαινε από την επιβλημένη αυτή σύγκριση, ένα αποτέλεσμα αισθητό στον πονηρό παρατηρητή, μα εξ ίσου αισθητό, χωρίς άλλο, και στους ενδιαφερόμενους, τόσο στους δυο ισχνούς Υπερευφραδείς όσο και στο μεγαλειώδη Τραυλό. Ο Πήπερκορν φερνόταν στο Νάφτα και το Σετεμπρίνι μ’ άκρα ευγένεια και προσοχή, μ’ ένα σεβασμό που ο Χανς Κάστορπ θα τον χαρακτήριζε ειρωνικό, αν το σαφέστατο συναίσθημα, πως η στάση αυτή δεν ταίριαζε με την ιδέα ενός ανθρώπου μεγάλου «μεγέθους» δεν τον εμπόδιζε. Οι βασιλιάδες δε γνωρίζουν την ειρωνεία, ούτε κι από την άποψη μιας άμεσης και κλασικής ρητορικής μεθόδου κι ακόμη λιγότερο από μια περισσότερο περίπλοκη άποψη. Ήταν πιο πολύ, λοιπόν, μια κοροϊδία λεπτή και μεγαλειώδης, ταυτόχρονα, αυτό που κάτω από μια φαινομενική και κάπως υπερτονισμένη σοβαρότητα, χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του Ολλανδού απέναντι των φίλων του Χανς. — Ναι… ναι… ναι…! μπορούσε να πει μια χαρά, απειλώντας τους με το δάχτυλο και γυρίζοντας αλλού το κεφάλι, με τα χείλη του, που χαμογελούσαν κοροϊδευτικά. Αυτό ’ναι… Αυτό ’ναι… Κυρίες μου και Κύριοί μου, επισύρω την προσοχή σας… Cerebrum, cerebral, καταλαβαίνετε! Όχι… όχι, τέλεια, εξαιρετικά, αυτό ’ναι, μια και φαίνεται, αλήθεια, λοιπόν…. — Κι εκείνοι εκδικούνταν, ανταλλάζοντας βλέμματα μεταξύ τους, που αφού συναντιόνταν, υψώνονταν απελπισμένα στον ουρανό ή αναζητούσανε τα μάτια του Χανς Κάστορπ. Μ’ αυτός γύριζε αλλού το κεφάλι του ή έκανε πως δεν καταλάβαινε. Συνέβη όμως, ώστε ο κύριος Σετεμπρίνι να ζητήσει απ’ ευθείας το λόγο από το μαθητή του, εκδηλώνοντας έτσι την παιδαγωγική ανησυχία του.

— Μα για όνομα του Θεού, μηχανικέ μου, δεν είναι παρά ένας ξεμωραμένος γέρος! Τι το εξαιρετικό του βρίσκετε; Μπορεί να σας ωφελήσει σ’ ο,τιδήποτε; Δεν καταλαβαίνω πια. Όλα θα ’ταν καθαρά χωρίς να ’ναι κι ιδιαίτερα επαινετά αν τον ανεχόσασταν απλά, αν δεν τον ψωνίζατε παρά μόνο για την συντροφιά εκείνης που είναι η τωρινή ερωμένη του. Μα είναι αδύνατο να μην καταλαβαίνετε, ότι ασχολείστε πιο πολύ μαζί του σχεδόν παρ’ όσο μαζί της. Σας παρακαλώ, βοηθήσετέ με να καταλάβω. Ο Χανς Κάστορπ έβαλε τα γέλια. — Απολύτως! είπε. Τέλεια! Μια φορά, έτσι, έτσι είναι επιτρέψετέ μου. Καλά! πολύ καλά! Και προσπάθησε να μιμηθεί και τις χειρονομίες του Πήπερκορν. — Ναι, ναι, εξακολούθησε να γελά. Αυτό το βρίσκετε ανόητο, κύριε Σετεμπρίνι, κι οπωσδήποτε είναι πολύ λίγο σαφές, πράμα που στα μάτια σας, είναι σίγουρα χειρότερο κι από ανόητο. Α, η βλακεία! Υπάρχουν τόσα διαφορετικά είδη βλακείας! Κι η νοημοσύνη δεν είναι από τα καλύτερα…. Ε! Θαρρώ πως τώρα δα διατύπωσα κάτι, μια λέξη, μια mot. Πώς σας φαίνεται; Σας αρέσει; — Πάρα πολύ. Περιμένω ανυπόμονα τον πρώτο τόμο των αποφθεγμάτων σας. Ίσως, να ’ναι ακόμη καιρός να σας παρακαλέσω να έχετε υπ’ όψη σας μερικές σκέψεις, που κάναμε μια μέρα, για τον επικίνδυνο, σχετικά με τον άνθρωπο, χαρακτήρα, που παρουσιάζει η παραδοξολογία. — Δε θα το ξεχάσω, κύριε Σετεμπρίνι. Χωρίς άλλο, δε θα το ξεχάσω. Όχι, δεν επιδιώκω καθόλου την παραδοξολογία, με τη mot μου. Ήθελα απλά να σας δείξω ποιες δυσκολίες δοκιμάζει κανείς, όταν θέλει να ξεχωρίσει τη βλακεία από τη νοημοσύνη. Είναι τόσο δύσκολο να τις ξεχωρίσεις, συγχέονται τόσο πολύ μεταξύ τους… Ξέρω καλά, πως μισείτε το μυστικιστικό guazzabuglio κι είστε με τος μέρος της Αξίας, της Κρίσης, της κρίσης της αξίας και σας δίνω δίκιο, πέρα για πέρα, γι’ αυτό. Μα το να διακρίνεις τη βλακεία από τη νοημοσύνη, αυτό ’ναι ένα τέλειο μυστήριο, φορές φορές, και παρ’ όλ’ αυτά, θα πρέπει να ’χει κανείς το δικαίωμα ν’ ασχολείται με μυστήρια, με την προϋπόθεση, φυσικά, πως θα έχει την ειλικρινή επιθυμία να διεισδύσει μέσα τους κατά το μέτρο του δυνατού. Θα σας κάνω μια ερώτηση, θα σας ρωτήσω κάτι: Μπορείτε ν’ αρνηθείτε πως μας βάνει όλους στην τσέπη του, όλους, όσοι κι αν είμαστε; Εκφράζομαι χυδαία και παρ’ όλ’ αυτά, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, δεν μπορείτε να το αρνηθείτε. Μας βάζει όλους στην τσέπη του και παίρνει και από κάπου, δεν ξέρω από πού, το δικαίωμα να μας κοροϊδεύει. Από πού; Πώς; Για ποιο λόγο; Όχι, φυσικά, εξαιτίας της εμβρίθειάς του. Παραδέχομαι πως δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για εμβρίθεια. Είναι, χωρίς άλλο, περισσότερο ένας άνθρωπος με πολύ ασυναρτησία κι ευαισθησία, η ευαισθησία είναι ακριβώς η τρελάρα του με συγχωρείτε για την πρόστυχη αυτή έκφραση! Λέω, λοιπόν: δεν είναι εξαιτίας της εμβρίθειάς του, που μας βάνει στην τσέπη του, δεν είναι εξαιτίας λόγων, που φανερώνουνε πνεύμα, θα διαμαρτυρόσασταν και πραγματικά, δεν είναι γι’ αυτό. Μα ούτε κι είναι για σωματικούς λόγους! Δεν είναι εξαιτίας των καπετανίστικων ώμων του, ούτε εξαιτίας μιας μυϊκής κι αγοραίας ρώμης, ούτε γιατί θα μπορούσε να μας βάλει κάτω, οποιονδήποτε από μας, με μια γροθιά μόνο. Ποτέ δε σκέφτεται αυτό που θα ’ταν ικανός να κάνει κι όταν

συμβεί να το σκεφτεί, αρκούν μερικά πολιτισμένα λόγια για να τον ηρεμήσουν… Δεν πρόκειται, λοιπόν, για σωματικούς λόγους. Κι ωστόσο, χωρίς καμιά αμφιβολία, το κορμί παίζει ένα ρόλο σ’ όλ’ αυτά, όχι από την άποψη της μυϊκής ρώμης, επαναλαμβάνω, μ’ από μια άλλη άποψη, από μια μυστικιστική άποψη η υπόθεση γίνεται μυστικιστική, από τη στιγμή που το σωματικό παίζει ένα ρόλο σ’ αυτή και το σωματικό στοιχείο γίνεται στοιχείο πνευματικό, κι αντίθετα, έτσι που δεν ξεχωρίζει πια κανείς το ένα από το άλλο, κι η βλακεία κι η εμβρίθεια δεν ξεχωρίζονται μεταξύ τους, μα η ενέργεια, ο δυναμισμός, παραμένει και θα μπούμε στην τσέπη του. Και δεν έχουμε παρά μόνο μια λέξη για να το εκφράσουμε αυτό, λέμε: προσωπικότητα. Και δε χρησιμοποιούμε άδικά αυτή τη λέξη, όλοι είμαστε προσωπικότητες ηθικές και νομικές ή ό,τι άλλο θέλετε. Μα δεν είναι αυτό που θέλω να πω. Θέλω να πω για ένα μυστήριο που βρίσκεται πέρα από την εμβρίθεια και τη βλακεία και που θα πρέπει ν’ ασχολείται κανείς μαζί του, είτε για να διεισδύσει μέσα του κατά το μέτρο του δυνατού, είτε ακόμη και για την ίδια του τη μόρφωση. Κι αν εσείς είστε με το μέρος των θετικών αξιών, η προσωπικότητα, σε τελευταία ανάλυση, δεν αποτελεί παρά μια θετική αξία, πιο θετική από τη βλακεία κι από την εξυπνάδα, σ’ υπέρτατο βαθμό θετική, απόλυτα θετική, όπως η ζωή, κοντολογίς: μια αξία της ζωής και φτιαγμένη απόλυτα για να ενδιαφερόμαστε γι’ αυτήν. Αυτό νόμιζα πως όφειλα να σας πω, σαν απάντηση στο θέμα της βλακείας, που θίξατε. Πήγαινε κάμποσος καιρός, που ο Χανς Κάστορπ δεν ταραζόταν ούτε και μπερδευότανε πια, κάνοντας τέτοιες ανακοινώσεις και δεν έμενε πια στη μέση. Έλεγε το μέρος του ίσαμε το τέλος, άφηνε να πέσει η φωνή του, έβαζε τελεία και παύλα και πήγαινε το δρόμο τους σαν άνδρας, μ’ όλο που κοκκίνιζε ακόμη και που, μυστικά, ένιωθε κάποιο φόβο μπροστά στην κριτική σιωπή, που θ’ ακολουθούσε τα λόγια του και που, όσο κρατούσε αυτή η σιωπή, του άφηναν τον καιρό να ντραπεί για όσα είχε πει. Ο κύριος Σετεμπρίνι, λοιπόν, άφησε να παρατραβήξει αυτή η σιωπή, κι ύστερα είπε: — Αρνείστε ότι επιδιώκετε, οπωσδήποτε, τις παραδοξολογίες. Μα ξέρετε, πολύ καλά, πως ούτε και σε μένα αρέσει, οπωσδήποτε, να σας βλέπω να τρέχετε πίσω από τα μυστήρια. Κάνοντας την προσωπικότητα ένα μυστήριο, διατρέχετε τον κίνδυνο να κλίνετε προς την ειδωλολατρία. Σέβεστε μια μάσκα. Βλέπετε μυστικισμό εκεί που δεν υπάρχει παρά φενακισμός, απάτη. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια από αυτές τις κούφιες, ψεύτικες μορφές, που αρέσει στο δαίμονα του σωματικό φυσιογνωμικού να μας περιπαίζει καμιά φορά. Συχνάσατε ποτέ σε κύκλους ηθοποιών; Δε γνωρίζετε αυτά τα κεφάλια των μίμων, που συνενώνουν τα χαρακτηριστικά του Ιουλίου Καίσαρος, του Γκαίτε και του Μπετόβεν και που οι ευτυχισμένοι κάτοχοί τους, από τη στιγμή που θ’ ανοίξουν το στόμα τους αποδείχνονται οι πιο τιποτένιοι που ζήσανε ποτέ κάτω από τον ήλιο; — Καλά, ένα παιγνίδι της φύσης, είπε ο Χανς Κάστορπ. Μα δεν είναι μόνο ένα παιγνίδι της φύσης, δεν είναι μια χλεύη. Γιατί, μια και οι άνθρωποι αυτοί είναι ηθοποιοί, θα πρέπει να έχουν ταλέντο, και το ταλέντο είναι ανώτερο από την εξυπνάδα κι από τη βλακεία, κι αυτό επίσης μια αξία της ζωής. Κι ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν, επίσης, έχει ταλέντο, κι ας λέτε εσείς, και χάρη στο ταλέντο του, μας βάνει όλους στην τσέπη του. Στήστε σε μια γωνιά

ενός δωματίου τον κύριο Νάφτα και βάλετέ τον να κάνει μια διάλεξη, που να έχει το πιο μεγάλο ενδιαφέρον, για το Γρηγόριο το Μέγα και για το Κράτος του Θεού, και στην άλλη γωνία του δωματίου στέκεται ο Πήπερκορν, με το παράξενο στόμα του και τα ζαρωμένα φρύδια του, που δε λέει παρά: «Απολύτως! Επιτρέψετέ μου Εν τάξει! —» Θα δείτε, πως ο κόσμος θα τριγυρίσει τον Πήπερκορν, όλος ο κόσμος, χωρίς εξαίρεση κι ο Νάφτα θα μείνει ολομόναχος με την εξυπνάδα του και με τη βασιλεία του Θεού του, αν κι εκφράζεται με μια σαφήνεια, που σας διαπερνά ως το μεδούλι. — Δεν ντρέπεστε να λατρεύετε έτσι την επιτυχία; ρώτησε ο κύριος Σετεμπρίνι. Mundus vult decipi. Δεν απαιτώ καθόλου να τριγυρίσουνε τον κύριο Νάφτα. Είναι ένα επιζήμιο πνεύμα, αποπλανητικό. Μα φτάνω ακόμη και στο σημείο να πάρω το μέρος του μπροστά στη φανταστική σκηνή που περιγράφετε και που φαίνεστε να επιδοκιμάζετε μ’ αξιόμεμπτο τρόπο. Περιφρονήστε, λοιπόν, τη σαφήνεια, την ακρίβεια, τη λογική, την ανθρώπινη και διαρθρωμένη γλώσσα! Περιφρονήστε τα για να τιμήσετε οποιαδήποτε ακατάληπτη μωρολογία κι αισθηματικό τσαρλατανισμό — κι ο διάβολος σας έχει οπωσδήποτε… — Μα σας βεβαιώ, πως ξέρει να μιλά μ’ ένα κατανοητότατο τρόπο, όταν ζεσταίνεται, είπε ο Χανς Κάστορπ. Τελευταία ακόμα, μου μίλησε, σε κάποια ευκαιρία, για δυναμικά φάρμακα και δηλητηριώδη δέντρα της Ασίας, και μου είπε τόσο ενδιαφέροντα πράματα, που στο τέλος, άρχισα να νιώθω ανήσυχος το ενδιαφέρον είναι πάντα κάπως ανησυχητικό κι από την άλλη μεριά δεν ήταν πάλι και τόσο ενδιαφέροντα αυτά καθαυτά, όσο γιατί ήταν αναπόσπαστα από την επίδραση που ασκεί η προσωπικότητά του: η προσωπικότητά του τα έκανε να ’ναι, ταυτόχρονα, ανησυχαστικά κι ενδιαφέροντα… — Γνωρίζουμε, φυσικά, την αδυναμία σας για τ’ ασιατικά πράματα. Είναι αλήθεια πως εγώ μια φορά δεν μπορώ να σας προμηθέψω θαύματα σαν κι αυτά, αποκρίθηκε ο κύριος Σετεμπρίνι, με τόση πίκρα, που ο Χανς Κάστορπ βιάστηκε να δηλώσει πως τα πλεονεκτήματα που χρωστούσε στη συναναστροφή και στη διδασκαλία του κυρίου Σετεμπρίνι ήταν ολότελα διαφορετική υπόθεση και πως κανείς δεν σκεφτότανε να κάνει συγκρίσεις, που θ’ αδικούσαν και τη μια και την άλλη πλευρά. Μα ο Ιταλός έκανε πως περιφρονούσε αυτή την ευγένεια. Εξακολούθησε: — Οπωσδήποτε, θα μου επιτρέψετε, μηχανικέ μου, να θαυμάσω την αντικειμενικότητά σας και τον πνευματικό ησυχασμό σας. Θα συμφωνήσετε και σεις, πως φτάνει στο γελοίο. Γιατί τα πράματα, όπως παρουσιάζονται… Αυτός ο χοντρονούσης σας πήρε τη Βεατρίκη σας, και λέω τα πράματα με τα ονόματά τους… Κι εσείς; Αυτό ’ναι δίχως προηγούμενο. — Διαφορές ιδιοσυγκρασίας, κύριε Σετεμπρίνι. Διαφορές ράτσας, όσο για την ιπποτική ευγένεια και τη φλόγα του αίματος. Εσείς, φυσικά, σαν άνθρωπος του Νότου, θα ξετρέχατε στο δηλητήριο και στο στιλέτο, ή οπωσδήποτε, θα δίνανε στην περιπέτεια έναν χαρακτήρα κοινωνικό παθητικό, κοντολογίς: θα φερνόσασταν σαν κόκορας. Αυτό θα ’ταν, σίγουρα, πολύ ανδρικό, κοινωνικό-ανδρικό κι ερωτιάρικο. Με μένα, όμως, τα πράματα είναι κάπως διαφορετικά. Δεν είμαι αρσενικός, ίσαμε το σημείο να μη βλέπω

στον αντίπαλο, παρά μόνο τον ερωτευμένο αρσενικό της ίδιας γυναίκας, δεν είμαι καθόλου, ίσως, τέτοιος αρσενικός, μα είναι σίγουρο, πως δεν είμαι, οπωσδήποτε, με τον τρόπο που, χωρίς να το θέλω, τον ονομάζω «κοινωνικό», δίχως να ξέρω κι εγώ για ποιο λόγο. Αναρωτιέμαι, μέσα μου, αν έχω να του κατηγορήσω τίποτα. Μου έκανε μήπως, συνειδητά του, κανένα οποιοδήποτε, άδικο; Γιατί μια προσβολή θα πρέπει να ’ναι καμωμένη με πρόθεση, διαφορετικά δεν είναι πια προσβολή. Κι όσο τώρα για το «άδικο», θα έπρεπε να τα βάλω μαζί ΤΗΣ, μα ούτε και γι’ αυτό θα είχα πάλι κανένα δίκιο, κανένα απολύτως κι ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά στον Πήπερκορν. Γιατί, πρώτα-πρώτα, αυτός είναι μια προσωπικότητα, πράμα που έχει σημασία για τις γυναίκες, και δεύτερο, δεν είναι ένας πολίτης όπως εγώ, παρά ένα είδος στρατιωτικού, όπως ο ξάδελφός μου, έχει δηλαδή, un point d’ honneur, μια έντιμη λόξα, κι αυτό ’ναι το αίσθημα, η ζωή… Λέω ανοησίες, μα προτιμώ να μωρολογώ κάπως και ταυτόχρονα, να μισοεκφράζω κάτι δύσκολο, παρά να λέω πάντα τις ίδιες αναμάρτητες και παραδοσιακές κοινοτυπίες. Αυτό μπορεί και να ’ναι κάτι σαν ένα στρατιωτικό στοιχείο στο χαρακτήρα μου, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι… — Πείτε το, πείτε το, επιδοκίμασε ο κύριος Σετεμπρίνι. Αυτό θα ’ταν, οπωσδήποτε, ένα στοιχείο χαρακτήρα, που θα έπρεπε να το επαινέσει κανείς. Το θάρρος του «γνώθι σε αυτόν» και του να εκφράζουμε τον εαυτό μας είναι η λογοτεχνία, είναι ουμανισμός… Με τα λόγια αυτά χώρισαν, υποφερτά, ο ένας από τον άλλο. Ο κύριος Σετεμπρίνι είχε δώσει στο τέλος της συζήτησης μια συμφιλιωτική στροφή κι είχε εξαίρετους λόγους να το κάμει. Η θέση του, πραγματικά, δεν ήταν απρόσβλητη και δε θα ’τανε φρόνιμο, από μέρους του, να σπρώξει υπερβολικά μακριά την αυστηρότητά του. Μια συνομιλία, που έφερνε στη ζηλοτυπία, ήταν ένα κάπως γλιστερό έδαφος για δαύτον. Σε μια ορισμένη στιγμή, θα μπορούσε ν’ αποκριθεί, πως από την άποψη της παιδαγωγικής φλέβας του, οι σχέσεις του με τον ανδρισμό δεν ήταν επίσης απόλυτα κοινωνικό κοκορίστικου είδους, γι’ αυτό κι ο μεγαλοδύναμος Πήπερκορν ενοχλούσε τον κύκλο του, όπως έκαναν κι ο Νάφτα κι η φράου Σοσά. Και στο τέλος, δεν μπορούσε να ελπίζει, ότι θ’ απάλλασσε το μαθητή του από την επίδραση της φυσικής υπεροχής μιας προσωπικότητας, από την οποία δύσκολα θα ξέφευγε κι ο ίδιος αυτός, όσο κι ο αντίπαλός του στις διανοητικές κονταρομαχίες. Τα βγάζανε πέρα πολύ καλύτερα, όταν η συζήτηση έφερνε σ’ υψηλά θέματα, όταν λογομαχούσαν κι αιχμαλώτιζαν την προσοχή των περιπατητών, με τις κομψές και γιομάτες πάθος, συνάμα, συζητήσεις τους, τις ακαδημαϊκές, μα καμωμένες με έναν τέτοιο τόνο, σαν να επρόκειτο για ζητήματα μιας καυτής επικαιρότητας και ζωτικής σπουδαιότητας, συζητήσεις, που όλα τα σπασμένα τους τα πλήρωναν μόνοι τους σχεδόν, γιατί όσο κρατούσαν, το «μεγάλο μέγεθος», που βρισκόταν μπροστά, ήταν κατά κάποιο τρόπο, εξουδετερωμένο, γιατί δεν μπορούσε να πάρει μέρος, παρά μόνο μ’ επιφωνήματα έκπληξης, ζαρώματα των φρυδιών και σκοτεινές και κοροϊδευτικές ακατανοησίες. Μα ακόμη και κάτω απ’ αυτούς τους όρους ασκούσε μια πίεση πάνω τους, έριχνε τον ίσκιο του στη συζήτησή τους, μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που σαν να έχανε τη λάμψη της. Τη νόθευε, όλο και κάποιο εμπόδιο θα της έβανε, μ’ έναν τρόπο σ’ όλους αισθητό κι ίσως ασύνειδο,

ή και συνειδητό, αλλ’ ίσαμε ένα ορισμένο σημείο μονάχα. Τρόπο, που δεν ευνοούσε καμιά από τις δυο μεριές και που έκανε τη λογομαχία να χάνει την κεφαλαιώδη σημασία της και μάλιστα, διστάζουμε να το πούμε να φαίνεται σαν μάταιη. Ή πάλι: η λεπτή λογομαχία, σπρωγμένη ως τα έσχατα, αναφερόταν κρυφά, μ' έναν τρόπο υποχθόνιο κι αόριστο, στο «μέγεθος», που βάδιζε δίπλα τους κι ο μαγνητισμός του εξασθένιζε την ορμή της. Δε θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις διαφορετικά αυτό το μυστηριώδες κι εξαιρετικά δυσάρεστο για τους δυο αντιπάλους φαινόμενο. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι, πως αν δεν ήταν εκεί ο Πήπερκορν, θα ήταν αναγκασμένος κανείς να πάρει θέση μ’ έναν πολύ σαφέστερο τρόπο, πηγαίνοντας, λόγου χάρη, από τη μεριά του Λέο Νάφτα, που υπερασπιζότανε τον επαναστατικό χαρακτήρα της Εκκλησίας εναντίον του κυρίου Σετεμπρίνι, που η θέση του ήταν, ότι σ’ αυτή την ιστορική δύναμη δεν ήθελε να δει παρά την προστάτρια των σκοτεινών δυνάμεων, του συντηρητισμού, και που ισχυριζόταν ότι όλες οι ευνοϊκές, για τη ζωή και το μέλλον, τάσεις, οι δυνάμεις της επανάστασης και της ανανέωσης, ήταν αποτελέσματα φωτισμένων, επιστημονικών και προοδευτικών αρχών της δοξασμένης εποχής της αναγέννησης του αρχαίου πολιτισμού, κι επέμενε σ’ αυτή την ομολογία πίστης, με μια όμορφη έξαρση τόσο των λόγων του όσο και των χειρονομιών του. Μ έναν τόνο ψυχρό και τραχύ, ο Νάφτα κατάφερε, τότε, να δείξει και το έδειξε με μια εκτυφλωτική πειστικότητα πως η Εκκλησία, ενσάρκωση της αρχής του θρησκευτικού ασκητισμού, βρίσκεται, κατ’ ουσίαν, πολύ μακριά, από το να θέλει να είναι η σκέπη και το στήριγμα αυτού που θέλει να παραμείνει, του ανθρώπινου πολιτισμού, επομένως, των νομικών παραγγελμάτων του Κράτους, μα αντίθετα, πάντα υπήρχε, ανεξίτηλα γραμμένη στη σημαία της, η πιο ριζοσπαστική επαναστατική αρχή, η πιο ολοκληρωμένη αναστάτωση και πως, γενικά, ό,τι νομίζει κανείς πως είναι άξιο να διατηρηθεί, ό,τι οι αδύναμοι, οι δειλοί, οι συντηρητικοί, οι αστοί προσπάθησαν να διατηρήσουν το Κράτος και την Οικογένεια, την Τέχνη και τις βέβηλες Επιστήμες πάντα βρισκόταν σ’ αντίθεση, συνειδητή ή ασύνειδη, με τη θρησκευτική ιδέα, με την Εκκλησία που η αρχική τάση της, κι ο αμετάβλητος σκοπός της είναι η διάλυση όλων των καιρικών τάξεων κι η αναδιοργάνωση της κοινωνίας σύμφωνα με το πρότυπο του ιδανικού κομμουνιστικού βασιλείου του Θεού. Μετά, πήρε το λόγο ο κύριος Σετεμπρίνι και, Θεέ και Κύριε, δεν του ’κανε κι άσκημη χρήση. Μια τέτοια σύγχυση της επαναστατικής, εωσφορικής ιδέας, με τη γενική επανάσταση όλων των κακών ενστίκτων, ήταν αξιοδάκρυτη. Αυτό που συνιστούσε το νεωτεριστικό πνεύμα της Εκκλησίας για σειρά αιώνων, ήταν το κυνήγημα της γόνιμης σκέψης με την Ιερά Εξέταση, το στραγγάλισμά της, το πνίξιμό της μες στον καπνό των πυρών της και να που, σήμερα, δήλωνε, με το στόμα των εκπροσώπων της, πως ήταν επαναστατική κι ισχυριζότανε, πως ο σκοπός της ήταν ν’ αντικαταστήσει την Ελευθερία, τον Πολιτισμό και τη Δημοκρατία με τη δικτατορία της πλεμπάγιας και με τη σοβαρότητα. Ε! αυτό δα ήταν, αληθινά, ένα εκπληκτικό παράδειγμα αντιφατικής συνέπειας συνεπούς αντίφασης…

Ο Νάφτα παρατήρησε πως ο αντίπαλός του δεν έπαυε ούτε στιγμή να πέφτει σ’ ανάλογες αντιφάσεις. Ήταν δημοκράτης, αν τον πιστέψουμε, δηλαδή, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κι ωστόσο εκφραζότανε μ’ έναν τρόπο που δεν έδειχνε καμιά πίστη στην ισότητα, ούτε και μαρτυρούσε συμπάθεια για το λαό. Φανέρωνε, αντίθετα, επιμονή σε μια αριστοκρατική κι αξιόμεμπτη έπαρση, όταν χαρακτήριζε σαν «πλεμπάγια» το παγκόσμιο προλεταριάτο κι έλεγε πως προοριζόταν για μια προσωρινή δικτατορία. Μα εκεί που δειχνότανε δημοκράτης ήταν απέναντι της Εκκλησίας, η οποία πραγματικά, έπρεπε να συμφωνήσει μ’ υπερηφάνεια σ’ αυτό, ήταν η ευγενέστατη δύναμη της ιστορίας της ανθρωπότητας — ευγενής από μια υπέρτατη και πιο υψηλή άποψη, από την άποψη του πνεύματος. Γιατί, το ασκητικό πνεύμα αν μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει έναν τέτοιο πλεονασμό το πνεύμα της άρνησης και της εκμηδένισης του κόσμου ήταν η κατ’ εξοχήν ευγένεια, η αριστοκρατική αρχή σ’ αγνή κατάσταση. Δεν ήταν δυνατό να γίνει λαϊκή κι η Εκκλησία υπήρξε, από ανέκαθεν, κατά βάθος, αντιλαϊκή. Λίγο μόνο αν είχε ερευνήσει τη Λογοτεχνία, πάνω στα ζητήματα του πολιτισμού του Μεσαίωνα, ο κύριος Σετεμπρίνι θα ’χε ανακαλύψει τη βίαιη αντιπάθεια, που ο λαός ο λαός στην ευρύτερη σημασία του ένιωθε απέναντι στην εκκλησιαστική κατάσταση. Θα συναντούσε, λόγου χάρη, μερικές φυσιογνωμίες καλόγερων, φανταστικές απεικονίσεις λαϊκών ποιητών, που είχαν κιόλας αντιτάξει, μ’ έναν τρόπο υπερβολικά λουθηρανικό, το κρασί, τη γυναίκα και το τραγούδι, στην ιδέα του ασκητισμού. Όλα τα ένστικτα του βέβηλου ηρωισμού, όλο το πολεμικό πνεύμα κι όλη η αυλική ποίηση υπήρξαν, λίγο ως πολύ και σαν από συμφώνου, αντίθετα στη θρησκευτική ιδέα και μετά, στην ιεραρχία. Γιατί, όλ’ αυτά ήταν ο «κόσμος» και το πληβείο πνεύμα, σε σύγκριση με την πνευματική ευγένεια, που εκπροσωπούσε η Εκκλησία. Ο κύριος Σετεμπρίνι ευχαρίστησε τον αντίπαλό του για την ευγένειά του, που θέλησε να φρεσκάρει τη μνήμη του. Το πρόσωπο του μοναχού Ιλαζάν, στον «Κήπο των Ρόδων» ήταν πραγματικά, νοστιμότατο μπροστά στον τώρα δα εξυμνημένο αριστοκρατισμό του τάφου κι αν κι εκείνος δεν ήταν οπαδός του Γερμανού μεταρρυθμιστή, τον οποίο είχε υπαινιχθεί, πρωτύτερα μόλις, ο αντίμαχός του, θα τον εύρισκε, ωστόσο, έτοιμο να υπερασπιστεί ένθερμα όλο το δημοκρατικό ατομικισμό, που υπήρχε σ’ αυτή την ίδια την βάση της διδασκαλίας του Λουθήρου εναντίον κάθε μορφής πνευματικού φεουδαλισμού και μονοπώλησης της προσωπικότητας. — Έι! φώναξε ο Νάφτα, εντελώς ξαφνικά. Ο αντίμαχός του ήθελε μήπως να υπαινιχθεί, πως η Εκκλησία ήταν ελάχιστα δημοκρατική, πως δεν είχε την αίσθηση της αξίας, που είχε η ανθρώπινη προσωπικότητα; Και τι να έκανε, τότε, την τόσο ανθρώπινη έλλειψη προκατάληψης του κανονικού δικαίου που ενώ το ρωμαϊκό δίκαιο εξαρτούσε την άσκηση του δικαιώματος από την κρατική ιδιοκτησία του πολίτη, ενώ το γερμανικό δίκαιο την είχε συνδέσει με την εθνικότητα και με την προσωπική ελευθερία, δεν είχε αξιώσει παρά την εξάρτηση από την κοινότητα της Εκκλησίας κι από την πίστη στο δόγμα, που είχε απαλλαχτεί απ’ όλες τις κοινωνικές και δημόσιες αντιλήψεις, κι είχε δηλώσει πως οι σκλάβοι, οι αιχμάλωτοι πολέμου κι οι δούλοι

ήσαν ικανοί να κληρονομήσουν; Η διαβεβαίωση αυτή, τον έκανε να προσέξει ο Σετεμπρίνι με δηκτική φωνή, δε θα είχε διατηρηθεί, βέβαια, δίχως την οπισθοβουλία της προαφαίρεσης του «κανονικού φόρου» από κάθε κληρονομιά. Μίλησε ακόμα για «κληρική δημαγωγία», απόδωσε σε μια βούληση δύναμης απογυμνωμένης από τύψεις συνειδήσεως, το γεγονός, πως η Εκκλησία έφερε στην επιφάνεια τον κάτω κόσμο, μόλις οι θεοί απέτρεψαν το πρόσωπό τους από πάνω της, κι εκτός απ’ αυτό, βεβαίωσε, εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο την Εκκλησία ήταν, κατά πως φαινόταν η ποσότητα των ψυχών κι όχι η ποιότητα, πράμα που έκανε κανένα να συμπεραίνει, πως έπασχε από βαθύτατη έλλειψη πνευματικής ευγένειας. Έλειπε η ευγένεια από την Εκκλησία; Ο Νάφτα επέσυρε, λοιπόν, την προσοχή του κυρίου Σετεμπρίνι πάνω στον άκαμπτο αριστοκρατισμό από τον οποίο εμπνεόταν η αρχή της κληρονομιάς της ατίμωσης: μεταβίβαση ενός σοβαρού σφάλματος στους απόγονους, που μιλώντας από δημοκρατική άποψη, ήταν αθώοι, ωστόσο. Το όνειδος που σ’ ολόκληρη τη ζωή τους, βάραινε, λόγου χάρη, τους νόθους τους στερούσε από κάθε δικαίωμα. Ο Ιταλός, όμως, τον παρακάλεσε να μην επιμένει, γιατί τ’ ανθρώπινα αισθήματά του επαναστατούσαν εναντίον μιας τέτοιας κατάστασης των πραγμάτων κι ακόμη γιατί είχε κουραστεί από τις τόσες και τόσες υπεκφυγές του και πως στα τεχνάσματα της απολογητικής του αντιπάλου του, αναγνώριζε την απόλυτα καταχθόνια και διαβολική λατρεία του μηδενός, που ήθελε ν’ αποκαλείται πνεύμα, και που ισχυριζόταν ότι έκανε την ομολογημένη αντιλαϊκότητα της αστικής αρχής κάτι το νόμιμο και το ιερό. Στο σημείο αυτό, ο Νάφτα ζήτησε από τον κύριο Σετεμπρίνι την άδεια να λιγωθεί στα γέλια. Ακούς, να μιλά για νιχιλισμό της Εκκλησίας! Για νιχιλισμό του πιο ρεαλιστικού κυβερνητικού συστήματος, στην ιστορία του κόσμου! Ποτέ, λοιπόν, δεν είχε αγγίξει η πνοή της ανθρώπινης ειρωνείας τον κύριο Σετεμπρίνι, η ειρωνεία αυτή, με την οποία έκανε αδιάκοπες παραχωρήσεις στη σάρκα η Εκκλησία, κρύβοντας κάτω από μια σοφή επιείκεια τις ύστατες συνέπειες της αρχής της κι αφήνοντας να βασιλέψει το πνεύμα, σαν μια ρυθμίστρια ενέργεια, χωρίς να χτυπά πολύ δυνατά τη φύση; Ούτε είχε ακούσει να μιλούνε, λοιπόν, γι’ αυτή τη λεπτή αντίληψη της «άφεσης αμαρτιών», που έφτασε ακόμη να γίνει κι ένα μυστήριο, το μυστήριο του γάμου, που δεν ήταν καθόλου ένα θετικό αγαθό, όπως τα άλλα μυστήρια, αλλ’ απλά μια άμυνα κατά του αμαρτήματος, αποφασισμένη για να μετριάσει την απληστία των αισθήσεων και την ακολασία, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που η ασκητική αρχή, το ιδανικό της αγνότητας, είχε διασωθεί σ’ αυτό χωρίς να χτυπηθεί η σάρκα με μια λιγότερο διπλωματική σκληρότητα; Πώς ήταν δυνατό να μην ξεσηκωθεί ο κύριος Σετεμπρίνι, εναντίον αυτής της αποκρουστικής αντίληψης «πολιτικής», της σκοπιμότητας, εναντίον αυτής της χειρονομίας μιας γιομάτης αυθάδεια επιείκειας και ιταμής σύνεσης, που το πνεύμα ή αυτό που παρουσιαζότανε σαν πνεύμα είχε το θράσος να κάμει απέναντι στον υποτιθέμενο ένοχο, αντίπαλό του, και να φερθεί «πολιτικά» ενώ στην πραγματικότητα, δεν είχε καμιά ανάγκη απ’ αυτή τη δηλητηριώδη επιείκεια, κι εναντίον αυτής της καταραμένης διαρχίας μιας αντίληψης του κόσμου, που μετέβαλε το σύμπαν σε πυκνοκατοικημένη αποικία

δαιμόνων, τόσο τη ζωή όσο και το ιταμό αντίθετό του, το πνεύμα: γιατί, αν η ζωή ήταν το κακό, και το πνεύμα επίσης, σαν καθαρή άρνηση, έπρεπε να είναι το ίδιο! Και στο σημείο αυτό, ο κύριος Σετεμπρίνι έσπασε ένα δόρυ, για χάρη της αθωότητας της ηδονής πράμα που έκανε τον Χανς Κάστορπ να θυμηθεί τη μικρή σοφίτα του ουμανιστή, με το αναλόγιό του, τις ψάθινες καρέκλες του και την καράφα του νερού ενώ ο Νάφτα, βεβαιώνοντας πως δεν υπήρχε ηδονή χωρίς αμάρτημα και πως η φύση είχε κάθε λόγο να μην έχει ήσυχη την συνείδησή της μπροστά στο πνεύμα, καθόρισε την πολιτική της Εκκλησίας και την επιείκεια του πνεύματος σαν «αγάπη», για ν’ ανασκευάσει το νιχιλισμό της ασκητικής αρχής, (κι ο Χανς Κάστορπ έκρινε πως η λέξη «αγάπη» θα συμφωνούσε πάρα πολύ δύσκολα με το τραχύ και ξερακιανό παρουσιαστικό του κοντού Νάφτα….) Κι η συζήτηση συνεχίστηκε μ’ αυτό τον τρόπο: ξέρουμε κιόλας το παιχνίδι, το ήξερε κι ο Χανς Κάστορπ. Όπως αυτός, στήσαμε κι εμείς μια στιγμή το αυτί μας για να παρατηρήσουμε το θέαμα που παρουσίαζε ένα από αυτά τα περιπατητικά κονταροχτυπήματα, στον ίσκιο της «προσωπικότητας», που συνόδευε τους περιπατητές και πως η παρουσία αυτή έκανε τη συζήτηση να χαμηλώνει κρυφά. Το πράμα ερχόταν έτσι, ώστε μια κρυφή αναγκαιότητα να υπολογίσουν αυτή την παρουσία έσβηνε τη σπίθα που, από καιρό σε καιρό, ξεπηδούσε δημιουργώντας εκείνο το αίσθημα της αποθάρρυνσης, που μας πιάνει, όταν κοπεί το ηλεκτρικό ρεύμα. Καλά! Έτσι, ήταν τα πράγματα. Δεν υπήρχανε πια σπιθίσματα στους αντίθετους, δεν υπήρχε αστραπή, κανένα ρεύμα. Η παρουσία αυτή, που το πνεύμα υπολόγιζε να την εξουδετερώσει, εξουδετέρωνε, αντίθετα, το πνεύμα. Κι ο Χανς Κάστορπ το αντιλαμβανόταν αυτό μ’ έκπληξη και περιέργεια. Επανάσταση και συντηρητισμός! Και κοίταζαν τον Πήπερκορν. Τον έβλεπαν να περπατά, όχι και τόσο μεγαλοπρεπής, με το κάπως κλονισμένο βήμα του και με το βαθιά κατεβασμένο στο μέτωπο καπέλο του. Έβλεπαν τα μεγάλα χείλη του, τ’ ακανόνιστα σκισμένα, και τον άκουγαν να λέει, δείχνοντας, αστεία, με το κεφάλι, τους δυο συζητητές: — Ναι ναι ναι! Carebrum, cerebral, καταλαβαίνετε! Αυτό ’ναι Μια και φαίνεται, αλήθεια λοιπόν… Και, ξαφνικά δεν υπήρχε πια ρεύμα. Στράφηκαν αλλού, ξετρέξανε σε πιο αποτελεσματικά μάγια, φτάσανε στο «αριστοκρατικό πρόβλημα», στη λαϊκότητα και στην ευγένεια. Καμιά σπίθα! Ως δια μαγείας, η συζήτηση έπαιρνε προσωπικό τόνο. Ο Χανς Κάστορπ έβλεπε τον συνταξιδιώτη της Κλαούντια ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, κάτω από την τριανταφυλλιά μεταξωτή κουβερτούλα, με την πλεχτή, δίχως γιακά πουκαμίσα του, ηλικιωμένο μισοεργάτη, ή μισοαυτοκρατορική προτομή, κι ύστερα από κάμποσα τινάγματα το σύρμα της λογομαχίας έσπαζε. Πιο μεγάλη ένταση! Άρνηση και λατρεία του μηδενός, από τη μια μεριά, αιώνια επιβεβαίωση κι αγάπη του πνεύματος για τη ζωή, από την άλλη. Τι γινόταν το σύρμα, η αστραπή και το ρεύμα, όταν κοίταζαν το Μαϊνχέερ, πράμα που γινότανε άφευκτα, εξαιτίας ενός μυστικού θέλγητρου; Κοντολογίς, υστερούσαν, κι αυτό ’ταν σύμφωνα με το λόγο του Χανς, ούτε λίγο ούτε πολύ, ένα μυστήριο. Για το βιβλίο των

αποφθεγμάτων του μπορούσε να σημειώσει, πως ένα μυστήριο δεν εκφράζεται παρά με τα πιο απλά λόγια ή παραμένει ανέκφραστο. Για να εκφράσει, ωστόσο, κανείς αυτόν, για τον οποίο πρόκειται, θα μπορούσε το πολύ-πολύ να πει, απλούστατα, ότι ο Πήτερ Πήπερκορν, με τη βασιλική και ρυτιδωμένη μάσκα του, με το παραμορφωμένο από έναν πικρό μορφασμό στόμα του ήταν το υπέρ και κατά, πως τόσο ο ένας όσο και ο άλλος φαίνονταν να συμφωνούν και να διαφωνούν μέσα τους, όταν τον κοίταζαν: αυτό και κείνο, το ένα και τ’ άλλο. Ναι, αυτός ο ανόητος γέροντας, αυτό το κυρίαρχο μηδενικό! Παραλυούσε το νεύρο της λογομαχίας κι όχι κουρελιάζοντας τα πράματα, με στριφνούς ελιγμούς, όπως ο Νάφτα. Δεν ήταν αμφίβολος, όπως ο τελευταίος αυτός, ήταν κι αυτός, δηλαδή, μα μ’ έναν άλλο, διαφορετικό τρόπο, μ’ έναν τρόπο θετικό, αυτό το κλονούμενο μυστήριο που, καθ’ όλα τα φαινόμενα, δεν ήταν μόνο πέρα από τη βλακεία και την εξυπνάδα, ούτε μόνο πέρα από τις τόσες άλλες αντιθέσεις, που επικαλούνταν ο Σετεμπρίνι κι ο Νάφτα μόνο και μόνο για να πετύχουν την υψηλή, απαραίτητη ένταση, για τον παιδαγωγικό σκοπό. Η προσωπικότητα, φαινόταν, δεν ήταν παιδαγωγική κι ωστόσο τι εύρημα που ήταν, αλήθεια, για κάποιον που ταξίδευε, για να μορφωθεί! Πόσο παράξενο ήταν να παρατηρείς αυτή τη διφορούμενη έκφραση ενός βασιλιά, όταν οι λογομάχοι έφτασαν στο σημείο να μιλήσουν για γάμο και γι’ αμαρτία, για το μυστήριο της άφεσης των αμαρτιών και για την αθωότητα της ηδονής! Έσκυψε το κεφάλι του πάνω στον ώμο του και στο στήθος του, τα αλγεινά χείλη του ανοίξανε, το κουρασμένο και θρηνητικό στόμα του στράβωσε, τα ρουθούνια τεντώθηκαν και φουσκώσανε, σαν να υπόφερε, οι χαρακιές του μετώπου του ανέβηκαν και τα μάτια τ ου μεγάλωσαν μ’ ένα ωχρό, πονεμένο βλέμμα. Μια εικόνα πικρίας! Και να που, την ίδια στιγμή, η έκφραση αυτή του μάρτυρα έγινε ασελγής. Το λοξό γέρσιμο του κεφαλιού έγινε πονηρό, τ’ ακόμα ανοιγμένα χείλη χαμογέλασαν ξεδιάντροπα, το συβαρίτικο λακκάκι, που παρατηρήσαμε σ’ άλλες περιστάσεις, ξαναφάνηκε στο μάγουλό του, ο ειδωλολάτρης και χορευτής ιερέας βρέθηκε και πάλι εδώ, κι ενώ το κεφάλι έδειχνε κοροϊδευτικά προς την κατεύθυνση των διανοουμένων, ακούστηκε να λέει: — Έι, ναι, ναι, ναι τέλεια. Αυτό ’ναι Αυτό ’ναι Αυτό φαίνεται, βέβαια Το μυστήριο της ηδονής, καταλαβαίνετε — · · · Ωστόσο, όπως το είπαμε, οι ταπεινωμένοι φίλοι και δάσκαλοι του Χανς Κάστορπ, ήταν ακόμη σε μια κατάσταση σχετικά ευνοϊκή, όταν μπορούσαν να φιλονικούν. Τότε βρίσκονταν στο στοιχείο τους, ενώ ο «άνθρωπος μεγάλου μεγέθους» δε βρισκόταν στο δικό του, κι ακόμη δεν μπορούσε να είναι βέβαιος κανείς, για το ρόλο που έπαιζε σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μα η κατάσταση ήταν πέρα για πέρα μειονεκτική γι’ αυτούς, όταν δεν επρόκειτο πια για πνεύμα, λόγο και spiritus, μα για γήινα και πρακτικά πράματα, κοντολογίς: για ζητήματα κι αντικείμενα που αναδείχνουν τις μεγαλειώδεις φύσεις. Τότε, όλα τελειώνανε γι’ αυτούς, σβήνονταν μέσα στη σκιά, γίνονταν ασήμαντοι, κι ο Πήπερκορν κρατούσε το σκήπτρο, όριζε, αποφάσιζε, διοικούσε, κανόνιζε, πρόσταζε… Τι το εκπληκτικό, που επιζητούσε αυτή την κατάσταση και να ξαναφέρει τα πράματα εδώ, βγάζοντάς τα από τη λογομαχία; Υπόφερε όση ώρα κρατούσε, ή, τουλάχιστον, όταν

κρατούσε πολλή ώρα. Μα δεν υπόφερε από ματαιοδοξία, ο Χανς Κάστορπ ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Η ματαιοδοξία δεν έχει «μέγεθος» και το μεγαλείο δεν είναι ματαιόδοξο. Όχι, η δίψα γι' απτές πραγματικότητες που είχε ο Πήπερκορν, οφειλότανε σ’ άλλα πράματα, στο «φόβο» του, για να το πούμε πολύ απλά και με χοντρές γραμμές, σ’ αυτό το ζήλο της υποχρεώσεως και σ’ αυτή την τίμια λόξα που είχε επικαλεστεί ο Χανς Κάστορπ, στη συζήτησή του με τον κύριο Σετεμπρίνι και που είχε θελήσει να παρουσιάσει σαν ένα χαρακτηριστικό κάπως στρατιωτικό. — Κύριοί μου, είπε ο Ολλανδός, σηκώνοντας το καπετανίστικο χέρι του με τα μυτερά νύχια, σε μια εξορκιστική και κατευναστική κίνηση. Καλά, Κύριοί μου, τέλεια, έκτακτα! Ο ασκητισμός η Επιείκεια η Ηδονή των αισθήσεων θα ήθελα αυτό… Απολύτως! Εξαιρετικά σπουδαίο! Εξαιρετικά συζητήσιμο! Επιτρέψατέ μου μόνο… Φοβούμαι μη και γινόμαστε ένοχοι ενός σοβαρού…. Χάνουμε, Κυρίες και Κύριοι, χάνουμε αδικαιολόγητα τα πιο ιερά… Ανάσανε βαθιά και συνέχισε: Τον αέρα αυτό, Κυρίες και Κύριοι, τον αέρα αυτό, που αναγγέλλει τον Φαίεν και που ανασαίνουμε σήμερα, το γιομάτο από λεπτό ανοιξιάτικο άρωμα και φορτωμένο από προαισθήματα κι αναμνήσεις, δε θα 'πρεπε να τον εισπνέουμε για να τον εκπνέουμε σαν… Σας παρακαλώ πάρα πολύ: δε θα 'πρεπε να το κάνουμε αυτό. Είναι μια ύβρις. Μόνο σ’ αυτόν θα 'πρεπε ν’ αφιερώσουμε όλη μας την… ω, όλη μας την πιο υψηλή, την τωρινή μας πνευματική… Εν τάξει, Κυρίες και Κύριοί μου…! Και μόνο για να υμνήσουμε άξια τις αρετές του θα έπρεπε, απ’ αυτό το στήθος… Διακόπτομαι, Κυρίες και Κύριοί μου. Διακόπτομαι προς τιμήν αυτού του… Στάθηκε εκεί που βρέθηκε, μένοντας πίσω με τον ίσκιο του καπέλου του ριγμένο στα μάτια του κι όλοι ακολουθήσανε το παράδειγμά του. — Επισύρω την προσοχή σας, είπε, προς εκεί ψηλά, εκεί, σ’ εκείνο το μεγάλο ύψος, σ’ αυτό το μαύρο σημάδι που στριφογυρίζει εκεί ψηλά, πάνω σ’ εκείνο το εξαιρετικά γαλάζιο, που γυρίζει στο μαύρο σχεδόν… Είναι ένα αρπαχτικό πουλί, ένα μεγάλο αρπαχτικό πουλί. Είναι, αν δεν με… Κύριοι, και σεις, παιδί μου, είναι ένας αετός. Επισύρω αποφασιστικά την προσοχή σας πάνω του. Κοιτάξτε! Δεν είναι ούτε γεράκι ούτε γύπας, αν ήσασταν τόσο πρεσβύτες, όσο γίνομαι εγώ, προχωρώντας στα… Ναι, βέβαια παιδί μου, όσο προχωρώ στα… ναι, βέβαια, παιδί μου, προχωρώ. Τα μαλλιά μου είναι άσπρα, βέβαια. Θα βλέπατε το ίδιο καθαρά, όπως κι εγώ, το κυκλικό σχήμα των φτερούγων του. Ένας αετός, Κυρίες και Κύριοι, ένας αυτοκρατορικός αετός. Στριφογυρίζει από πάνω μας, στο γαλάζιο, πλανάται, χωρίς να κινεί καν τις φτερούγες του, σ’ ένα μεγαλειώδες ύψος και με τα δυνατά, διαπεραστικά μάτια του, κάτω από τις πεταγμένες προς τα έξω κόγχες, κατασκοπεύει σίγουρα…. Ο αετός, Κυρίες και Κύριοι, το πουλί του Διός, ο βασιλιάς του είδους του, το λιοντάρι των αιθέρων! Έχει μια στολή από φτερά κι ένα χαλύβδινο ράμφος, που μόνο στην άκρη του είναι απότομα καμπυλωμένο. Τα νύχια του έχουν ανήκουστη δύναμη, νύχια γυρισμένα προς τα μέσα. Τα μπροστινά σχηματίζουν μια σιδερένια ζώνη με τα πίσω, που είναι μακρουλά. Να, έτσι! Και με το καπετανίστικο χέρι του, με τα μυτερά νύχια, προσπάθησε να παραστήσει τα νύχια του αετού.

— Ε κουμπάρε, τι στριφογυρίζεις και κατασκοπεύεις εκεί; στράφηκε προς το πουλί. Χύμηξε, κόψε του το κεφάλι, βγάλε του τα μάτια, με το χαλύβδινο ράμφος σου, ξέσκισέ του την κοιλιά κείνου του πλάσματος του Θεού που θωρείς… Τέλεια! Εν τάξει! Τα νύχια σου ας βυθιστούνε στα σπλάχνα του κι ας τρέξει από το ράμφος σου το αίμα…. Ήτανε σ’ έξαρση, δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον πια, από μέρους των περιπατητών, για τις αντινομίες του Νάφτα και του Σετεμπρίνι. Έπειτα, η εμφάνιση του αετού, χωρίς κατ’ ανάγκη να μιλούνε γι’ αυτήν, εξακολούθησε να επηρεάζει τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες που ακολούθησαν, κάτω από τη διεύθυνση του Μαϊνχέερ. Γύρισαν πίσω, ήπιανε κι έφαγαν, σε μια ώρα εντελώς ακατάλληλη, μα με μια όρεξη που την ερέθιζε μυστικά η ανάμνηση το αετού. Ευφράνθηκαν κι ευωχήθηκαν, όπως κάνανε συχνά πυκνά, ακόμη κι έξω από το Μπέργκχοφ, ύστερα από παρότρυνση του Μαϊνχέερ, παντού όπου να ήτανε, στο «Πλατς», στο «Ντορφ» σ’ ένα πανδοχείο στο Γκλάρις ή στο Κλόστερς, όπου πηγαίνανε με το μικρό τρένο, σαν εκδρομή. Γεύονταν, κάτω από τη διεύθυνση του Πήπερκορν, τα κλασικά δώρα της ζωής, καφέ με καϊμάκι, χωριάτικο ψωμί ή φρέσκο τυρί, συνοδευμένο μ ένα εξαίρετο βούτυρο των Άλπεων, με ζεστά κάστανα και κόκκινο κρασί του Βέτλιν, όσο ορεγόταν η καρδιά τους. Κι ο Πήπερκορν συνόδευε τ αυτοσχέδια τούτα γεύματα, με μεγαλειώδη ακατανόητα λόγια, ή προσκαλούσε τον Άντον Κάρλοβιτς Φέργε να μιλήσει, αυτόν το γενναίο μάρτυρα, που όλα τα υψηλά θέματα του ήταν ξένα, μα που ήξερε να μιλά, όπως έπρεπε, για την κατεργασία των λαστιχένιων παπουτσιών στη Ρωσία: στη μάζα του καουτσούκ ανακάτευαν θειάφι και άλλες ύλες, κι όταν τα παπούτσια ήταν έτοιμα πια και γυαλισμένα, τα «θειάφωναν», στο φούρνο, σε μια θερμοκρασία πάνω από εκατό βαθμούς. Μιλούσε, επίσης, για τον πολικό κύκλο, για τα εμπορικά ταξίδια που τον είχαν οδηγήσει, πολλές φορές, ακόμη και στις αρκτικές περιοχές, καθώς και για τον ήλιο του μεσονυκτίου και για τον αιώνιο χειμώνα, στο Βόρειο Ακρωτήριο. Εκεί πέρα, έλεγε, κάτω από το μουστάκι του, που έπεφτε, κι ενώ το καρύδι του λαιμού του ανεβοκατέβαινε, το επιβατικό ατμόπλοιο της γραμμής του είχε φανεί μικροσκοπικό μπροστά στους φοβερούς βράχους και στα γκριζοατσάλινα νερά της θάλασσας. Και στον ουρανό φαίνονταν ζώνες από κίτρινο φως, αυτό ήταν το βόρειο σέλας. Κι όλα του φαίνονταν φαντασμαγορικά, εκεί πέρα, του Άντον Κάρλοβιτς, όλο το τοπίο, ακόμη κι ο εαυτός του. Αυτά για το κύριο Φέργε, τον μόνο σ’ αυτή τη μικρή συντροφιά, που ήταν ολότελα ξένος στις αμοιβαίες σχέσεις των συντρόφων του. Μα όσο για αυτές τις σχέσεις ακριβώς, πρέπει να πούμε πως τις μέρες εκείνες έγιναν δυο σύντομες, δυο παράξενες ιδιαίτερες συνομιλίες του πολύ λίγο ηρωικού ήρωά μας, με την Κλαούντια Σοσά και τον συνταξιδιώτη της. Εντελώς ιδιαίτερα με τον καθένα τους: με την Κλαούντια στο χολ, μετά το δείπνο, ενώ η «ενόχληση» βρισκότανε στο κρεβάτι, υποφέροντας από τον τεταρταίο της, κι η δεύτερη, ένα απόγεμα, στο υπνοδωμάτιο του Μαϊνχέερ. Το χολ, το βράδυ αυτό, ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Η συνηθισμένη βραδινή συγκέντρωση υπήρξε σύντομη κι ομαλή, οι οικότροφοι είχαν αποσυρθεί νωρίς στους εξώστες τους, στα μπαλκόνια, για τη βραδινή τους κούρα, αν δεν το είχανε σκάσει,

φυσικά, για να πάνε εκεί κάτω, στον εξωτερικό κόσμο, να χορέψουνε και να παίξουνε χαρτιά. Μόνο μια λάμπα έκαιγε κάπου, στο ταβάνι του νεκρωμένου χώρου, και τα γειτονικά σαλόνια δεν ήταν καθόλου περισσότερο φωτισμένα. Μα ο Χανς Κάστορπ ήξερε πως η φράου Σοσά, που είχε δειπνήσει χωρίς τον αφέντη της, δεν είχε ανεβεί ακόμα στο πρώτο, πως έμενε μόνη στο αναγνωστήριο, γράφοντας και γι’ αυτό ακριβώς είχε καθυστερήσει κι ο ίδιος ν’ ανεβεί στον εξώστη του. Είχε μείνει καθισμένος στο βάθος του χολ, που βρισκότανε κατά ένα φαρδύ σκαλοπάτι ψηλότερα και χωριζόταν από το κεντρικό μέρος του με μερικούς λευκούς κίονες, επενδυμένους με ξυλεία. Καθόταν μπροστά στην πορσελάνινη θερμάστρα, σε μα κουνιστή πολυθρόνα, σαν κι εκείνη όπου κουνιόταν η Μαρούσγια, το βράδυ που ο Γιόαχιμ είχε τη μοναδική συνομιλία του μαζί της και κάπνιζε ένα τσιγάρο, όπως ταίριαζε, άλλωστε, εκείνη την ώρα. Ερχόταν, άκουσε τα βήματά της και το θρόισμα του φουστανιού της πίσω του, στάθηκε δίπλα του, ενώ αεριζότανε μ’ ένα γράμμα, που το κρατούσε από τη μια γωνιά του φακέλου του, και είπε με τη φωνή της του Πρίμπισλαβ: — Ο θυρωρός έφυγε. Δώστε μου, λοιπόν, ένα timbre poste! Κείνο το βράδυ φορούσε ένα ελαφρό, σκουρόχρωμο μεταξωτό φόρεμα, με στρογγυλό ντεκολτέ και μανίκια μπουφάν, που κούμπωναν εφαρμοστά στους καρπούς. Το φόρεμα αυτό του άρεσε. Φορούσε το μαργαριταρένιο περιδέραιο, που στραφτάλιζε, με μια χλομή λάμψη, μέσα στο μισοσκόταδο. Σήκωσε τα μάτια του στο τσερκέζικο πρόσωπό της, κι επανέλαβε: — Timbre? Δεν έχω. — Πώς, κανένα; Tant pis pour vous! Δεν είστε σε θέση να εξυπηρετήσετε μια κυρία; Έσφιξε τα χείλη της και σήκωσε τους ώμους. — Αυτό μ’ απογοητεύει, συνέχισε. Νόμιζα, ότι θα ήσασταν, τουλάχιστον, θετικός και προνοητικός. Φαντάστηκα πως θα 'χατε, σε καμιά από τις θήκες του πορτοφολιού σας, μικρές σειρές απ’ όλα τα είδη, τακτοποιημένα ανάλογα με τις τιμές. — Όχι, προς τι; είπε. Δε γράφω ποτέ επιστολές. Σε ποιον θα 'γραφα; Πολύ σπάνια να γράψω κανένα επιστολικό δελτάριο, μα κι αυτό έχει τυπωμένο πάνω του το γραμματόσημο που χρειάζεται. Σε ποιον θα έγραφα γράμματα; Δεν έχω κανένα. Δεν έχω καθόλου πια σχέσεις με την πεδιάδα, έχω χάσει κάθε επαφή. Έχουμε ένα τραγούδι, στα βιβλία των λαϊκών τραγουδιών του τόπου μου, που λέει: Είμαι χαμένος για τον κόσμο. Το ίδιο συμβαίνει και με μένα. — Μπα! Τότε, δώστε μου, τουλάχιστον ένα τσιγάρο, χαμένη ψυχή, είπε καθίζοντας απέναντι του, πλάι στη θερμάστρα, σ’ έναν πάγκο, μ’ ένα λινό μαξιλαράκι πάνω, σταυρώνοντας τις γάμπες της κι απλώνοντας το χέρι. Ελπίζω να μη σας λείπουνε και τα τσιγάρα. Και πήρε με μια νωχελική κίνηση, χωρίς να τον ευχαριστήσει, ένα τσιγάρο από την

ασημένια ταμπακιέρα, που της άπλωνε, ανάβοντάς το στο μικρό αναπτήρα, που εκείνος είχε πλησιάσει στο σκυμμένο της πρόσωπο. Σε αυτό το συρτό «δώστε μου, τουλάχιστον», και στο δίχως ευχαριστώ πάρσιμο του τσιγάρου, υπήρχε πολλή από τη νωχέλεια της κακοσυνηθισμένης, παραχαϊδεμένης γυναίκας. Έπαιρνε ακόμη τη σημασία μιας ανθρώπινης επικοινωνίας, ή, ακριβέστερα ακόμη, «αμοιβαία εξάρτηση» μιας ολότελα φυσικής απλότητας, του άγριου και γλυκού μαζί πάρε δώσε. Κριτίκαρε την κίνησή της μ’ ερωτευμένη επιμονή. Ύστερα της αποκρίθηκε: — Ναι, ποτέ! Αυτά, τουλάχιστον, δε μου λείπουν ποτέ! Πώς θα τα ’βγαζε κανείς πέρα εδώ πάνω, αν του έλειπε το κάπνισμα; Δεν είναι έτσι; Αυτό τ’ ονομάζουνε πάθος. Πρέπει όμως να σας ομολογήσω ειλικρινά, πως δεν είμαι καθόλου παθιάρης, έχω όμως κι εγώ τα πάθη μου. Πάθη φλεγματικά. — Αυτό με καθησυχάζει σε μεγάλο βαθμό, είπε, ξεφυσώντας ταυτόχρονα τον καπνό που είχε ρουφήξει, το ν’ ακούω, εννοώ, πως δεν είστε παθιάρης. Πώς θα ήσασταν, άλλωστε; Δε θα ήσασταν πια ο εαυτός σας. Πάθος σημαίνει: το να ζει κανείς για την ίδια τη ζωή. Μα είναι γνωστό, πως εσείς ζείτε, όχι για τη ζωή, μα για το βίωμα. Πάθος σημαίνει λησμονιά του εαυτού μας. Μα εσείς δεν ενδιαφέρεστε παρά πώς να πλουτίσετε σε βιώματα. C’est ca. Δεν υποψιάζεστε, πως αυτό ’ναι τερατώδης εγωισμός και πως μια μέρα θα γίνετε αληθινός εχθρός της ανθρωπότητας. — Μπα, μπα! Αμέσως αμέσως εχθρός της ανθρωπότητας; Τι γενικότητες είναι αυτές που λες, Κλαούντια; Τι είναι αυτό το ορισμένο και προσωπικό, που έχεις στο νου σου, όταν λες πως δεν ενδιαφερόμαστε για την ίδια τη ζωή, παρά για ό,τι μας δίνει ή της παίρνουμε και για να πλουτήσουμε τα βιώματα; Εσείς οι γυναίκες δεν ηθικολογείτε συνήθως στο βρόντο. Ω, η ηθική! αυτό ’ναι μάλλον ένα θέμα για λογομαχία ανάμεσα στους Σετεμπρίνι και Νάφτα. Ανήκει κι αυτή στην περιοχή της μεγάλης σύγχυσης. Το αν ζει κανείς μόνο για τον εαυτό του ή για τη ζωή καθαυτή, αυτό ’ναι κάτι που δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος ούτε κι άλλος κανείς μπορεί να το ξέρει, ακριβώς και σίγουρα, θέλω να πω, πως δεν υπάρχουν ακριβή όρια ανάμεσα σε τούτα τα δυο. Υπάρχουν εγωιστικές θυσίες κι εγωισμοί γιομάτοι αφοσίωση… Νομίζω, πως συμβαίνει κι εδώ όπως και με την αγάπη. Είναι ανήθικο, χωρίς άλλο, που δεν μπορώ να δώσω ιδιαίτερη σημασία σ’ ό,τι μου λες σχετικά με την ηθική και που είμαι πρώτα απ’ όλα ευτυχισμένος μόνο γιατί είμαστε πάλι μαζί, όπως δεν ήμασταν παρά μια φορά μόνο, ως τώρα, και ποτέ πια από τότε που ξαναγύρισες πίσω. Και που μπορώ να σου πω, πόσο ωραία σου πάνε αυτά τα μανίκια, που σφίγγουν, τους καρπούς σου κι αυτό το λεπτό, μεταξωτό ύφασμα, που κυματίζει γύρω από τα μπράτσα σου, που τα γνωρίζω… — Φεύγω. — Μη φεύγεις σε παρακαλώ. Δεν πρόκειται να ξεχάσω τις περιστάσεις, και τις προσωπικότητες. — Αυτά, τουλάχιστον, θα ’πρεπε να περιμένει κανείς από έναν άνθρωπο δίχως πάθος. — Ναι, το βλέπεις! Κοροϊδεύεις και μαλώνεις, όταν… Και θέλεις να φύγεις, όταν…

— Παρακαλείται κανείς να μιλά μ' έναν τρόπο λιγότερο κομματιαστό, όταν θέλει να τον καταλαβαίνει ο άλλος. — Δε θα μ’ αφήσεις, λοιπόν, να επωφεληθώ λίγο από την ικανότητά σου να συμπληρώνεις τις ατέλειωτες φράσεις; Είναι άδικο, θα ’λεγα, αν δεν καταλάβαινα, πως η δικαιοσύνη δεν έχει καμιά σχέση μ’ όλ’ αυτά. — Ω, όχι, η δικαιοσύνη είναι ένα φλεγματικό πάθος ολότελα διαφορετικό δηλαδή, απ’ ό,τι συμβαίνει με τη ζήλεια, που κάνει τους φλεγματικούς να γελοιοποιούνται στα σίγουρα. — Βλέπεις; Γελοιοποιούνται! Πρέπει να μου αναγνωρίσεις, λοιπόν, το φλέγμα μου. Σου το ξαναλέω: Πώς θα τα ’βγαζα πέρα δίχως αυτό; Πώς θα υπόμενα, λόγου χάρη, να περιμένω; — Παρακαλώ; — Να σε περιμένω. — Voyons, mon ami. Δε θέλω να συζητήσω περισσότερο για τον τύπο που, μ’ ένα κάπως τρελό πείσμα, χρησιμοποιείτε, όταν μου μιλάτε. Στο τέλος θα κουραστείτε, βέβαια. Και γενικά, ούτε μ’ αρέσει ν’ ακκίζομαι, ούτε είμαι καμιά ευερέθιστη αστή… — Όχι, γιατί ’σαι άρρωστη. Η αρρώστια σου δίνει όλη την ελευθερία σου. Σε κάνει… Μια στιγμή, μου ήρθε μια λέξη στο νου που δεν τη χρησιμοποίησα ποτέ. Σε κάνει δαιμονική, μεγαλοφυή. — Θα μιλήσουμε μια άλλη φορά για τη μεγαλοφυία. Δεν είναι αυτό που ήθελα να πω. Ζητώ κάτι. Δε θα προσπαθήσετε να ισχυριστείτε, πώς κάτι έκανα ώστε να περιμένετε αν περιμένατε πράγματι πως σας ενθάρρυνα σ’ αυτό, ή και πως σας το επέτρεψα ακόμη. Θα με διαβεβαιώσετε αμέσως ρητά και κατηγορηματικά, πως έγινε το αντίθετο ακριβώς… — Ευχαρίστως, Κλαούντια, βέβαια. Δε μ’ υποχρέωσες καθόλου να σε περιμένω. Περίμενα από μόνος μου, γιατί εγώ το ’θελα. Καταλαβαίνω απόλυτα πως δίνεις σημασία σ’ αυτό… — Ακόμη κι η ομολογία σας έχει κάποια αυθάδεια. Είστε αυθάδης, άλλωστε, μόνο ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο. Όχι μόνο στις σχέσεις σας μαζί μου, μα και σ’ άλλες περιπτώσεις, επίσης. Ακόμη κι ο θαυμασμός σας, η υποταγή σας έχουν κάποια αυθάδεια. Νομίζετε, πως δεν το βλέπω; Δε θα ’πρεπε, μάλιστα, να σας μιλώ καθόλου, μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο, μ’ ακόμη και για το λόγο, ότι τολμάτε να μιλάτε γι’ αναμονή. Είναι αδικαιολόγητο, που βρίσκεστε ακόμη εδώ. Έπρεπε να βρίσκεστε, τώρα και καιρό, στην εργασία σας, sur le chantier, ή δεν ξέρω που… — Τώρα δα μιλάς χωρίς καμιά μεγαλοφυία και σύμφωνα με τις συμβατικότητες, Κλαούντια. Ένας τρόπος του λέγειν κι αυτός, βέβαια… Δεν μπορεί να το σκέφτεσαι περισσότερο απ’ όσο ο Σετεμπρίνι. Έτσι το είπες, απλά, δεν μπορώ να το πάρω στα σοβαρά. Δε θα φύγω ετσιθελικά από δω, σαν τον καημένο τον ξάδελφό μου, που όπως το είχες πει από πριν, πέθανε, αφού δοκίμασε να κάμει την υπηρεσία του στην πεδιάδα, και που ήξερε κι ο ίδιος καλά, πως θα πέθαινε, μα προτίμησε, βλέπεις, να πεθάνει παρά να εξακολουθήσει εδώ την υπηρεσία της κούρας. Καλά, αυτός ήτανε γεννημένος για στρατιώτης. Μα εγώ δεν είμαι στρατιώτης. Εγώ ’μαι πολίτης, για μένα θα ’τανε αληθινή

λιποταξία, αν έκανα το ίδιο κι αν ήθελα πάση θυσία, παρά την απαγόρευση του Ραδάμανθυ, να υπηρετήσω στην πεδιάδα την πρόοδο και να κάνω μια χρήσιμη δουλειά. Αυτό θα 'ταν η πιο μεγάλη απιστία απέναντι της αρρώστιας και της μεγαλοφυίας, κι απέναντι του έρωτά μου για σένα, που ακόμη έχω τις παλιές και τις πρόσφατες πληγές του μέσα μου, κι απέναντι των μπράτσων σου, που τα γνωρίζω, αν και παραδέχομαι πως δεν τα γνώρισα παρά σ’ ένα όνειρο μόνο, κατά τη διάρκεια ενός μεγαλοφυούς ονείρου, έτσι που δεν αναπηδά απ’ αυτό, εννοείται, καμιά υποχρέωση για σένα, ούτε και κανείς περιορισμός της ελευθερίας σου… Εκείνη γέλασε, με το τσιγάρο στα χείλη και τα τσερκέζικα μάτια της πτυχώθηκαν. Ακουμπισμένη στη boiserie, με τα χέρια πάνω στον πάγκο, και με τις γάμπες απάνω σ’ άλλο, άρχισε να χορεύει το πόδι της μες στο μαύρο λουστρινένιο γοβάκι. — Quelle générosité! Oh la la, vraiment, έτσι ακριβώς φανταζόμουν πάντα μου έναν homme de génie, φτωχέ μου μικρούλη! — Άστα αυτά, Κλαούντια. Από γεννησιμιού μου, φυσικά, είμαι τόσο λίγο μεγαλοφυής όσο και άνθρωπος «μεγάλου μεγέθους». Είναι φανερό, Θεέ μου! Μα μόνο κατά τύχη, αυτό ονομάζω: τύχη μεταφέρθηκα τόσο ψηλά, σ’ αυτές τις δαιμονικές περιοχές… Κοντολογίς, αγνοείς, χωρίς άλλο, ότι υπάρχει κάτι σαν την αλχημικο-ερμητική παιδαγωγική, η μετουσίωση σ’ ένα ανώτερο είδος, η ανύψωση, επομένως, αν θέλεις να με καταλάβεις καλά. Μα ένα σώμα, φυσικά, που δείχνεται ικανό, για μια τέτοια εξέλιξη, θα έπρεπε να έχει, όσο να ’ναι, κατ’ αρχήν, μερικές δικές του ιδιότητες. Κι αυτό που εγώ είχα μέσα μου, είναι, το ξέρω ακριβώς η εξοικείωσή μου, από πάρα πολλά χρόνια πριν, με την αρρώστια και το θάνατο κι ακόμη τ’ ότι, από μικρό παιδί ακόμη, είχα την τρέλα να δανειστώ ένα μολύβι, όπως ακριβώς, τη νύχτα του Καρναβαλιού. Μα ο παράλογος έρωτας είναι μεγαλοφυής, δαιμονικός, γιατί, ο θάνατος, ξέρεις, είναι η δαιμονική αρχή, η res bina, ο lapis philosophorum, κι είναι, επίσης, η παιδαγωγική αρχή, γιατί η αγάπη γι’ αυτή την αρχή οδηγεί στην αγάπη της ζωής και του ανθρώπου. Έτσι είναι: αυτό το ανακάλυψα στον εξώστη του μπαλκονιού μου κι είμαι ενθουσιασμένος, που μπορώ να σου το πω. Υπάρχουν δυο δρόμοι που οδηγούν στη ζωή. Ο ένας είναι ο συνηθισμένος δρόμος, ο ίσιος και τίμιος. Ο άλλος είναι επικίνδυνος, παίρνει το δρόμο του θανάτου, κι αυτός είναι ο δρόμος του δαίμονα, του πνεύματος, της μεγαλοφυίας. — Είσαι ένας τρελός φιλόσοφος, είπε. Δε θέλω να ισχυριστώ πως τα καταλαβαίνω όλα αυτά που υπάρχουν στις στρουφιγμένες γερμανικές σκέψεις σου, αλλά αυτό που λες μου φαίνεται ανθρώπινο, κι είσαι καλό παιδί, χωρίς άλλο. Κι έπειτα, φέρθηκες en philosophe, κι αυτό θα πρέπει να σου το αναγνωρίσω. — Υπερβολικά en philosophe, για το γούστο σου, δεν είν’ έτσι, Κλαούντια; — Άφησε τις αυθάδειες! Καταντά κουραστικό. Ήταν ανόητο να περιμένεις και δε σου είχα δώσει την άδεια. Μα δε μου κρατάς κακία που περίμενες μάταια; — Ήταν λίγο σκληρό ξέρεις, Κλαούντια, ακόμη και για έναν άνθρωπο με φλεγματικά πάθη. Σκληρό για μένα και σκληρό εκ μέρους σου που γύρισες πίσω μαζί του, γιατί

φυσικά, το ήξερες από τον Μπέρενς, πως βρισκόμουν εδώ και πως σε περίμενα. Μα δε σου είπα, πως θεωρούσα τη νύχτα μας σαν μια νύχτα ονείρου και πως γι’ αυτό, αναγνώριζα όλη την ελευθερία σου; Στο κάτω κάτω, δεν περίμενα μάταια, γιατί πάλι βρίσκεσαι εδώ, καθόμαστε ο ένας κοντά στον άλλο, όπως άλλοτε, ακούω τη θαυμάσια τραχύτητα της φωνής σου, την τόσον καιρό, από τότε, γνώριμη στο αυτί μου και κάτω απ’ αυτό το μεταξωτό μπουφάν είναι τα μπράτσα σου, που τα γνωρίζω, όσο κι ο συνταξιδιώτης σου που αναπαύεται από τον πυρετό του, εκεί πάνω, ο μέγας Πήπερκορν που σου χάρισε αυτά τα μαργαριτάρια… — Και που μαζί του συνεννοείσαι τόσο καλά, για τον πλουτισμό της προσωπικότητάς σου… — Δεν πρέπει να μου κακιώνεις, Κλαούντια. Ο Σετεμπρίνι με μάλωσε για τον ίδιο λόγο, μα δεν είναι παρά μια κοινωνική πρόληψη. Κερδίζω, κάνοντας παρέα μ’ αυτό τον άνθρωπο: είναι προσωπικότητα. Είναι αλήθεια, πως είναι ηλικιωμένος, θα το καταλάβαινα, ωστόσο αν σαν γυναίκα, τον αγαπούσες άπειρα. Τον αγαπάς πολύ, λοιπόν; — Η φιλοσοφία σου, μικρέ Γερμανέ Χανς, αξίζει κάθε σεβασμό, είπε εκείνη, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Δεν το βρίσκω ανθρώπινο να σου μιλώ για την αγάπη μου γι’ αυτόν. — Μα γιατί όχι, Κλαούντια; Νομίζω, πως η ανθρωπιά αρχίζει εκεί ακριβώς που οι δίχως μεγαλοφυία άνθρωποι, φαντάζονται ότι σταματά. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, ήσυχα γι’ αυτόν. Τον αγαπάς με πάθος; — Έσκυψε μπροστά, για να πετάξει το αποτσίγαρό της στη θερμάστρα κι έμεινε εκεί καθισμένη, με σταυρωμένα χέρια. — Με αγαπά, είπε, κι η αγάπη του με κάνει περήφανη, ευγνώμονα κι αφοσιωμένη σ’ αυτόν. Θα πρέπει να το καταλάβεις αυτό, διαφορετικά δε θα ’σουν άξιος της φιλίας που σου δείχνει… Η ευαισθησία του μ’ ανάγκασε να τον ακολουθήσω και να τον υπηρετώ. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς; Κρίνε και μόνος σου! Νομίζεις ότι είναι δυνατό ν’ αντισταθεί κανείς στην ευαισθησία του; — Αδύνατο! βεβαίωσε ο Χανς Κάστορπ. Όχι, αυτό αποκλειότανε, φυσικά. Πώς θα μπορούσε μια γυναίκα να παραβλέψει την ευαισθησία του, την αγωνία του για την ευαισθησία αυτή και να τον εγκαταλείψει, να πούμε, στη Γεθσημανή;… — Δεν είσαι κουτός, είπε, και τα σκιστά μάτια της στάθηκαν ακίνητα και ρεμβαστικά. Μπορείς να εννοείς. Η αγωνία για την ευαισθησία… — Δε χρειάζεται να μπορεί κανείς να εννοεί, για να καταλάβει, πως έπρεπε να τον ακολουθήσεις, αν και ή μάλλον επειδή η αγάπη του πρέπει να ’χει κάτι το πολύ αγωνιώδες. — C’ est exact… Αγωνιώδες. Έχει κανείς πολλές ανησυχίες μαζί του, πολλές δυσκολίες… Είχε πάρει το χέρι του κι έπαιζε χωρίς να το προσέχει με τους φάλαγγες του, μα ξαφνικά, σήκωσε τα μάτια, ζαρώνοντας τα φρύδια, και ρώτησε:

— Μια στιγμή! Δεν είναι πρόστυχο να μιλούμε γι’ αυτόν, όπως κάνουμε τώρα δα; — Και βέβαια, όχι, Κλαούντια. Όχι, κάθε άλλο. Δεν είναι, χωρίς άλλο, παρά μόνο ανθρώπινο. Η λέξη αυτή σου αρέσει, την προφέρεις μ’ έναν συρτό τόνο, πάντα την άκουγα με ενδιαφέρον από το στόμα σου. Ο ξάδελφός μου ο Γιόαχιμ, δεν την αγαπούσε, για λόγους στρατιωτικούς. Έλεγε, πως η λέξη αυτή σήμαινε οκνηρία, αδιαφορία, κι αν της δώσουμε αυτή την ερμηνεία, θεωρώντας την σαν ένα guazzabuglio μιας ανοχής δίχως όρια, αναγνωρίζω πως ο ίδιος εγώ θα μπορούσα να διατυπώσω μερικές αντιρρήσεις. Μα όταν έχει τη σημασία της ελευθερίας, του δαιμόνιου και της καλοσύνης, είναι κάτι μεγάλο, που μπορούμε να το επικαλούμαστε άνετα, για να υπερασπίσουμε τη συνομιλία μας αυτή, τη σχετική με τον Πήπερκορν και τις ανησυχίες και τις δυσκολίες που σου προξενεί. Προέρχονται, φυσικά, από την τίμια λόξα του, από το φόβο του μπροστά στην ανεπάρκεια προς αίσθηση, στην έλλειψη αρκετής ευαισθησίας, ένας φόβος που τον κάνει ν’ αγαπά ίσαμε αυτό το σημείο τις κλασικές πηγές της ζωής κι ό,τι ευφραίνει, μπορούμε να μιλούμε γι’ αυτά μ’ όλο μας το σεβασμό, γιατί όλα, όλα σ’ αυτόν είναι μεγάλου «μεγέθους», μεγαλειώδους και βασιλικού. Και δεν ταπεινωνόμαστε ούτε τον ταπεινώνουμε, μιλώντας ανθρώπινα για όλ’ αυτά. — Δεν πρόκειται για μας, είπε, κι είχε σταυρώσει πάλι τα μπράτσα της. Δε θα ’τανε γυναίκα, η γυναίκα που δε θα δεχότανε και να ταπεινωθεί ακόμη για χάρη ενός άνδρα, ενός άνδρα «μεγέθους», όπως λες, που ζει μέσα στην ευαισθησία και στην αγωνία γι’ αυτή την ευαισθησία. — Οπωσδήποτε, Κλαούντια. Το είπες πάρα πολύ καλά. Ακόμη κι η ταπείνωση αποκτά «μέγεθος» στο τέλος, κι η γυναίκα μπορεί να μιλά από το ύψος της ταπείνωσής της σ’ εκείνους που δεν έχουν βασιλικό «μέγεθος», με τόση περιφρόνηση, όση είχες βάλει προηγουμένως, στον τόνο της φωνής σου, όταν σχετικά με τα γραμματόσημα μου είπες: «Θα έπρεπε να είστε, τουλάχιστον θετικός και προνοητικός.» — Είσαι τόσο μυγιάγγιχτος, λοιπόν; Ξέχασέ το. Ας στείλουμε στο διάβολο αυτού τους είδους τις υπερευαισθησίες, σύμφωνοι; Κι εγώ φάνηκα, επίσης, μερικές φορές μυγιάγγιχτη, θέλω να σου τ’ ομολογήσω αυτό, μια και καθόμαστε απόψε τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Εξοργίστηκα με τη φλεγματικότητά σου και γιατί τα πηγαίνεις τόσο καλά μαζί του μόνο και μόνο για χάρη των εγωιστικών βιωμάτων σου. Κι ωστόσο, αυτό μ’ ευχαριστεί κι ένιωθα ευγνωμοσύνη απέναντί σου, που του έδειξες αυτό το σεβασμό… Υπήρχε πολλή εντιμότητα στη στάση σου και μ’ όλο που δεν της έλειπε κάποια αυθάδεια, στο τέλος χρειάστηκε να τη λάβω υπ’ όψη μου… — Αυτό ’ταν πολύ ευγενικό από μέρους σου. Τον Κοίταξε. — Φαίνεται πως είσαι αδιόρθωτος. Θα σου το πω: είσαι ένας πονηρός νέος. Δεν ξέρω αν έχεις πνεύμα. Μα ξέρω πως είσαι, σίγουρα, γιομάτος πονηριά. Καλά, μπορεί και να το συνηθίσει κανείς, άλλωστε. Μπορεί, μάλιστα να νιώθει και φιλία για σένα. Θέλεις να ’μαστε καλοί φίλοι και να κλείσουμε μια συμμαχία υπέρ αυτού, όπως άλλοι κλείνουν,

καμιά φορά, συμμαχίες εναντίον κάποιου; Μου δίνεις το χέρι σου γι’ αυτό; Είναι, φορέςφορές, που φοβούμαι… Καμιά φορά φοβούμαι να ’μαι μόνη, να αισθάνομαι μόνη μέσα μου, tu sais… Είναι κάτι αγωνιώδες… Καμιά φορά φοβούμαι μήπως όλ’ αυτά τελειώσουν άσκημα μαζί του… Τρέμω, κάποτε… Θα ’θελα τόσο πολύ να ’χω έναν άνδρα κοντά μου… Επιτέλους, αν θες να μάθεις, ίσως και να ’ναι γι’ αυτό που ξαναγύρισα εδώ μαζί του… Κάθονταν ακουμπώντας τα γόνατά τους, εκείνος καθισμένος στην κουνιστή πολυθρόνα και σκυμμένος προς τα μπρος κι εκείνη στο μικρό πάγκο. Προφέροντας την τελευταία φράση, κολλητά στο πρόσωπό του σχεδόν, είχε σφίξει το χέρι του. Της είπε: — Κοντά μου; Ω, πόσο ωραίο είναι αυτό! Ω, Κλαούντια, είναι τόσο αναπάντεχο! Ήρθες κοντά μου, μαζί του; Κι ύστερα λες πως ήμουν ανόητος να περιμένω, πως το είχα κάνει δίχως άδεια και μάταια; Θα ’ταν αδέξιο, σε μεγάλο βαθμό, από μέρους μου, να μην εκτιμήσω την προσφορά της φιλίας σου της φιλίας γι’ αυτόν με σένα… Απάνω σ’ αυτό, τον φίλησε στο στόμα. Ήταν ένα φιλί ρούσικο, ένα φιλί απ’ αυτά που ανταλλάζουνε σ’ αυτή την απέραντη, την όλο ψυχή χώρα, κατά τις μεγάλες γιορτές του Χριστιανισμού, σαν ένα είδος καθιέρωσης της αγάπης. Μα, καθώς ήσαν ένας νέος άνδρας ιδιαίτερα «πονηρός» και μια εξαίσια νέα γυναίκα, με γατίσιο περπάτημα, εκείνοι οι δυο που το αντάλλαζαν, θυμούμαστε, χωρίς να το θέλουμε, τον αδέξιο, μα κάπως αμφίβολο, τρόπο με τον οποίο μιλούσε για τον έρωτα ο Δρ Κροκόβσκι, με μια έννοια ελαφρά αναποφάσιστη, έτσι που κανένας δεν ήξερε ποτέ με βεβαιότητα αν αυτή ’ταν ένα ευλαβικό συναίσθημα ή κάτι το σαρκικό και το παθιασμένο. Τον μιμούμαστε, ή ο Χανς Κάστορπ κι η Κλαούντια Σοσά τον μιμήθηκαν σ’ εκείνο το ρούσικο φιλί τους; Μα τι θα ’λεγε ο αναγνώστης, αν αρνιόμασταν απλούστατα να προχωρήσουμε ίσαμε το βάθος αυτής της ερώτησης; Κατά τη γνώμη μας, θα ’τανε μια καλή ανάλυση, μα και για να επαναλάβουμε την έκφραση του Χανς Κάστορπ, «αδέξιο σε μεγάλο βαθμό» κι εχθρικό προς τη ζωή, μάλιστα, το να θέλει να διακρίνει κανείς καθαρά, στα ερωτικά πράματα, πού τελειώνει η ευλάβεια κι αρχίζει το πάθος, και το αντίθετο. Τι σημαίνει εδώ «καθαρά»; Τι σημαίνει «αβέβαιο» και «αμφίβολο»; Δε θα κρύψουμε, πως εμείς κοροϊδεύουμε ειλικρινά τις διακρίσεις αυτές. Δε θα ’τανε καλό κι άγιο, αν δεν είχε η γλώσσα παρά μια λέξη μόνο, για όλ’ αυτά, που μπορεί να εννοεί κανείς από το πιο ευλαβικό συναίσθημα ίσαμε την επιθυμία της σάρκας; Το αμφίβολο αυτό, με τις δυο έννοιές του, έχει λοιπόν, μια και μόνη σημασία, μια και μόνη έννοια, γιατί η αγάπη δεν μπορεί να ’ναι ασάρκωτη και στην πιο υψηλή ευλάβειά της ούτε ασεβής και στην πιο μεγάλη σαρκικότητά της, πάντα είναι η ίδια, ο εαυτός της, σαν άπληστη χαρά της ζωής ή σαν υπέρτατο πάθος, είναι η συμπάθεια για το οργανικό, το συγκινητικό και ασελγές αγκάλιασμα αυτού που είναι προορισμένο για την αποσύνθεση, υπάρχει οίκτος ακόμη και στο αξιοθαύμαστο ή στο πιο τρομακτικό πάθος. Αναποφάσιστη έννοια; Ε, λοιπόν, ας αφήσουμε αναποφάσιστη την έννοια της λέξης «αγάπη». Η αναποφασιστικότητα αυτή είναι η ζωή κι η ανθρωπότητα, και θα ’ταν σαν να δείχναμε αρκετά απελπιστική έλλειψη πονηριάς, αν ανησυχούσαμε για δαύτη.

Ενώ, λοιπόν, τα χείλη του Χανς Κάστορπ και της Κλαούντια Σοσά συναντούνται, μ’ αυτό τον τρόπο, σ’ ένα ρούσικο φιλί, εμείς σβήνουμε τα φώτα του μικρού μας θεάτρου γι’ αλλαγή σκηνής. Γιατί τώρα πρόκειται να γίνει λόγος για τη δεύτερη από τις δυο συνομιλίες, σύμφωνα με την υπόσχεση που δώσαμε, κι αφού πρώτα ανάψουνε τα φώτα. Ανάβουμε το τριπλό φως μιας ανοιξιάτικης μέρας που κοντεύει να τελειώσει, την εποχή που λιώνουνε τα χιόνια: και βλέπουμε τον ήρωά μας, σε μια θέση που είχε γίνει συνήθεια γι’ αυτόν, καθισμένο στο κρεβάτι του μεγάλου Πήπερκορν, δηλαδή, και σε συνομιλία γιομάτη σεβασμό και φιλία μαζί του. Ύστερα από το τσάι, στις τέσσερις η ώρα, στην τραπεζαρία, που η φράου Σοσά το πήρε μόνη της, όπως, επίσης, και τα τρία προηγούμενα γεύματα, για να επιχειρήσει, αμέσως μετά, μια shopping βόλτα, κάτω στο «Πλατς», ο Χανς Κάστορπ είπε να τον αναγγείλουνε στον Ολλανδό, για μια από κείνες τις επισκέψεις του στον άρρωστο, που του είχανε γίνει συνήθεια, τόσο για να του δείξει την εκτίμησή του όσο και για να χαρεί κι ο ίδιος τη συντροφιά της προσωπικότητάς του, κοντολογίς για ζωηρά αναποφάσιστους λόγους. Ο Πήπερκορν παράτησε τον «Telegraaf», πέταξε τα ταρταρούγινα γυαλιά του πάνω στην εφημερίδα, αφού τα τράβηξε από τη μύτη του, πιάνοντάς τα από το τόξο τους κι έδωσε στον επισκέπτη το καπετανίστικο χέρι του, ενώ τα φαρδιά, σκισμένα χείλη του κινιόνταν αόριστα, με μια αλγεινή έκφραση. Όπως συνήθως, κοντά του υπήρχε το κόκκινο κρασί και καφές. Το σερβίτσιο του καφέ ήταν ακουμπισμένο πάνω στην καρέκλα, που είχε σκούρους λεκέδες από τη χρήση που της έκαναν: Ο Μαϊνχέερ είχε πάρει τον απογευματινό καφέ του, δυνατό και ζεστό, με ζάχαρη και κρέμα, κι είχε ιδρώσει. Το πρόσωπό του, τριγυρισμένο από τ’ άσπρα τσουλούφια του, είχε κοκκινήσει και μικρές σταγόνες μαργάρωναν στο μέτωπό του και πάνω από τα χείλη του. — Ιδρώνω λίγο, είπε. Καλώς ήλθατε, νεαρέ μου! Αντίθετα. Καθίστε! Είναι σημάδι αδυναμίας, όταν αμέσως αφού πιώ κάτι ζεστό… Θέλετε να με… Πολύ σωστά. —Το μαντίλι. Ευχαριστώ πολύ. Το κοκκίνισμα, άλλωστε, του προσώπου του υποχωρούσε, σιγά σιγά, παραχωρώντας τη θέση του στην κιτρινωπή χλομάδα, που σκέπαζε συνήθως το πρόσωπο του ηγεμονικού αυτού ανθρώπου, ύστερα από κάθε κρίση του πυρετού του. Ο τεταρταίος πυρετός του ήταν δυνατός εκείνο το απόγευμα και στις τρεις φάσεις του, την ψυχρή, την καυτερή και την υγρή, και τα μικρά, χλομά μάτια του Πήπερκορν είχαν ένα βλέμμα κουρασμένο, κάτω από το αραβούργημα του αγαλματένιου μετώπου του. Είπε: — Είναι… Απολύτως, νεαρέ μου. Θα ήθελα ακριβώς τη λέξη «εκτιμητέο» Απολύτως. Είναι πολύ φιλικό από μέρους σας να… έναν άρρωστο γέροντα… — Να επισκέπτομαι; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ… Μα όχι, Μαϊνχέερ Πήπερκορν. Εγώ είμαι αυτός που θα πρέπει να σας ευγνωμονεί πάρα πολύ, που μπορώ να κάθομαι λίγη ώρα εδώ. Κερδίζω δα ασύγκριτα περισσότερα πράματα, από τη συντροφιά σας, παρ’ όσο εσείς· δεν έρχομαι, βλέπετε, και σας τ’ ομολογώ, παρά για λόγους εγωιστικούς. Και τι είδους παράξενος κι ανακριβής χαρακτηρισμός είναι αυτός για το πρόσωπό σας, «ένας

άρρωστος γέροντας». Δεν υπάρχει άνθρωπος, που θα μπορούσε να μαντέψει ότι πρόκειται για σας. Α, όχι, είναι μια απόλυτα ψεύτικη εικόνα. — Καλά, καλά, αποκρίθηκε ο Μαϊνχέερ κι έκλεισε, για λίγα δευτερόλεπτα τα μάτια του, με το βασιλικό κεφάλι του ριγμένο πίσω, στα μαξιλάρια, μ’ ανυψωμένο κάπως το πηγούνι και με τα μακρόνυχα δάκτυλά του ενωμένα στο φαρδύ, αυτοκρατορικό στήθος του, που σχεδιαζότανε κάτω από τη μάλλινη πουκαμίσα. — Καλά, νεαρέ μου, ή μάλλον, έχετε καλές προθέσεις, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Ήταν ευχάριστα χτες το απόγεμα μάλιστα, χτες το απόγεμα ακόμα, σ’ εκείνο το φιλόξενο μέρος ξέχασα τ’ όνομά του που φάγαμε το νοστιμότατο κείνο σαλαμολουκάνικο με τ’ αυγά και κείνο το υγιεινό, χωριάτικο κρασί… — Ήταν θαυμάσια, βεβαίωσε ο Χανς Κάστορπ. Χαρήκαμε κάτι απαγορευμένο σχεδόν, ο αρχιμάγειρας του Μπέργκχοφ θα προσβαλλότανε και με το δίκιο του, αν το ’βλεπε, με λίγα λόγια, όλοι, δίχως εξαίρεση, το απολαύσαμε. Ήταν σαλάμι εκλεκτό, αυθεντικό, ο κύριος Σετεμπρίνι είχε συγκινηθεί πολύ γι’ αυτό, το έτρωγε σα να λέμε, με βρεμένα μάτια. Γιατί 'ναι πατριώτης, όπως θα ξέρετε, ένας πατριώτης δημοκράτης. Αφιέρωσε το σπαθί του, σαν πολίτης, στο βωμό της ανθρωπότητας, για να μην πληρώνει πια, μελλοντικά, τελωνειακούς δασμούς, στο σαλάμι, στα σύνορα του Μπρέννερ. — Αυτό δεν έχει σημασία, δήλωσε ο Πήπερκορν. Είναι ένας άνδρας ιπποτικός κι εύθυμα ομιλητικός, ένας ιππότης, αν και δεν έχει το πλεονέκτημα ν’ αλλάζει συχνά κουστούμι. — Δεν αλλάζει ποτέ, είπε ο Χανς Κάστορπ. Ποτέ δεν είχε αυτό το πλεονέκτημα. Τον γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια κι είμαστε συνδεμένοι με παλιά φιλία, ενδιαφέρθηκε, δηλαδή, για μένα, μ’ έναν τρόπο που τον ευγνωμονώ πολύ γι’ αυτό, βρίσκοντας ότι ήμουν «ένα χαϊδεμένο παιδί της ζωής» πρόκειται για μια έκφραση, που χρησιμοποιούμε μεταξύ μας, και που η σημασία της δεν είναι πολύ σαφής και προσπάθησε ν’ ασκήσει μια αγαθή επίδραση στα ελαττώματά μου. Μα ποτέ δεν τον είδα με άλλα ρούχα, χειμώνα ή καλοκαίρι, παρά μ’ αυτά τα πανταλόνια με τα τετραγωνάκια και μ’ αυτή την ξεφτισμένη ρεντινγκότα. Φορεί, άλλωστε, τα παλιά ρούχα του μ’ αξιοπρόσεχτη κομψότητα, πέρα για πέρα σαν ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, κι απάνω σ’ αυτό συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Είναι ένας θρίαμβος πάνω στη φτώχεια, ο τρόπος αυτός που φορεί τα ρούχα του, κι όσο για μένα, προτιμώ αυτή τη φτώχεια, από την κομψότητα του κοντού Νάφτα, που ποτέ δεν μου φάνηκε και τόσο καθολική. Είναι, μάλιστα, μια κομψότητα του διαβόλου κι οι πόροι του είναι σκοτεινής προελεύσεως, είμαι, βλέπετε, κάπως πληροφορημένος απάνω στην κατάστασή του. — Ένας καθώς πρέπει άνθρωπος, επανάλαβε ο Πήπερκορν, χωρίς να σταθεί πάνω στην παρατήρηση για το Νάφτα, μ’ όλο που δεν είναι επιτρέψετέ μου αυτή την επιφύλαξη απαλλαγμένος απόλυτα από προκαταλήψεις. Η Madame, η συνταξιδιώτισσά μου, δεν τον εκτιμά ιδιαίτερα, όπως θα πρέπει, κατά πάσα πιθανότητα, ν’ αντιληφθήκατε. Εκφράζεται, χωρίς συμπάθεια, για λογαριασμό του, κι αυτό, πιθανώς, γιατί η στάση που κρατά απέναντί της, προϋποθέτει ορισμένες προκαταλήψεις. Ούτε λέξη, νεαρέ μου. Είμαι πολύ μακριά από το να θέλω, σ’ ό,τι αφορά τον κύριο Σετεμπρίνι και τα φιλικά σας αισθήματα

απέναντι του, να… Εν τάξει! Δε σκέφτομαι να ισχυριστώ, ότι είχε ποτέ, σχετικά με την ευγένεια που οφείλει ένας κύριος σε μια κυρία… Τέλεια, αγαπητέ μου φίλε, δίχως καμιά απολύτως μομφή! Μα υπάρχει, όσο να ’ναι, ένα όριο, μια επιφύλαξη, μια ορισμένη recusation που την διάθεση της Madame, απέναντι του, την ανθρώπινη σ’ ένα υψηλό βαθμό, την… — Κάνει κατανοητή. Ευκολοεξήγητη. Τη δικαιολογεί απόλυτα. Με συγχωρείτε, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, που τελειώνω ο ίδιος τη φράση σας. Μπορώ να ριψοκινδυνέψω αυτό, γιατί ξέρω καλά, ότι συμφωνώ απόλυτα μαζί σας. Προπαντός, όταν έχει κανένας υπ' όψη του, πόσο οι γυναίκες θα χαμογελάσετε ακούοντάς με να μιλώ, στην ηλικία μου, μ' έναν τρόπο τόσο γενικό, για τις γυναίκες πόσο οι γυναίκες, στη στάση που κρατούν απέναντι στον άνδρα, εξαρτώνται από τη στάση που κρατά ο άνδρας απέναντι τους. Και δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό απάνω σ’ αυτό. Οι γυναίκες, έτσι θα ’θελα να διατυπώσω αυτή τη σκέψη, είναι πλάσματα που αντιδρούν χωρίς πρωτοβουλία δική τους, νωχελικά, με τη σημασία της παθητικότητας… Αφήστε με, σας παρακαλώ, αν και κάπως κουραστικός, να σας αναπτύξω αυτή την άποψη, μ’ έναν κάπως πληρέστερο τρόπο. Η γυναίκα, απ’ όσο μπόρεσα να την καταλάβω, θεωρεί τον εαυτό της, στις ερωτικές υποθέσεις, κατ’ αρχήν, σαν ένα αντικείμενο. Αφήνει να την πλησιάζουν, δεν εκλέγει ελεύθερα, δε γίνεται το υποκείμενο του έρωτα, το υποκείμενο που διαλέγει, παρά μόνο αφού πρώτα αποτέλεσε το αντικείμενο της εκλογής του άνδρα, αφού πρώτα ο άνδρας έκανε την εκλογή του, μα κι ακόμη και κείνη κει τη στιγμή, θα μου επιτρέψετε να το προσθέσω αυτό, η ελεύθερη εκλογή της υποθέτοντας μόνο, πως δε θα πρόκειται για καμιά υπερβολικά λυπημένη ανδρική ψυχή, μα κι αυτό ακόμα δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν αυστηρός όρος η ελεύθερη εκλογή της, λοιπόν, είναι πολύ περιορισμένη κι ελαττωμένη, από μόνο το γεγονός, πως η ίδια αυτή υπήρξε αντικείμενο εκλογής, θεέ μου, όλα αυτά που κάθομαι και λέω δω χάμου, θα ’ναι κοινοτυπίες, χωρίς άλλο, μα όταν είναι νέος κανείς, όλα του φαίνονται, φυσικά, καινούρια, πάρα πολύ καινούρια κι εκπληκτικά. Ρωτάτε μια γυναίκα: «Τον αγαπάς, λοιπόν;» και «Μ’ αγαπά τόσο!» απαντά εκείνη, σηκώνοντας ή χαμηλώνοντας τα μάτια της. Φανταστείτε μια τέτοια απάντηση στο στόμα ενός από μας — με συμπαθάτε που σας βάνω και σας στο χορό. Μπορεί να υπάρχουνε κι άνδρες, που θ’ αποκρίνονταν έτσι, μ’ αυτοί είναι νέτα σκέτα γελοίοι, παντουφλοήρωες του έρωτα, για να εκφραστώ επιγραμματικά. Θα ’θελα να ήξερα τι πιστεύει για τον εαυτό της η γυναίκα, όταν δίνει μια τέτοια απάντηση. Νομίζει, ότι οφείλει απεριόριστη αφοσίωση στον άνδρα, στον άνδρα που δίνει σ’ ένα τόσο κατώτερο πλάσμα, όπως είναι η γυναίκα, τη χάρη του έρωτά του, ή βλέπει στον έρωτα που νιώθει ο άνδρας για το πρόσωπό της, ένα σημάδι αλάνθαστο της τελειότητάς της; Την ερώτηση αυτή την έκανα κάμποσες φορές στον εαυτό μου, κατά τις ώρες της κούρας μου στον εξώστη. — Αιώνιες αλήθειες, κλασικά γεγονότα! Με το αδέξιο λογίδριό σας θίγετε, νεαρέ μου, ιερά αισθήματα, αποκρίθηκε ο Πήπερκορν. Ο άνδρας μεθά από την επιθυμία του, η γυναίκα απαιτεί και περιμένει να μεθύσει από την επιθυμία του άντρα. Από κει προέρχεται η υποχρέωσή μας προς την αίσθηση. Από κει κι η φριχτή ντροπή της αναισθησίας, της

αδυναμίας του άνδρα, ενός άνδρα, να ξυπνήσει την επιθυμία της γυναίκας. Θα πάρετε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μαζί μου; Πίνω. Διψώ. Πρέπει ν’ αντικατασταθούν τα υγρά, που σπαταλήθηκαν, σήμερα, με την εφίδρωση, γιατί ’ταν σημαντική, αν δε θέλω να πάθω πλήρη αφυδάτωση. — Σας ευχαριστώ πολύ, Μαϊνχέερ Πήπερκορν. Είν’ αλήθεια, πως δεν είναι η ώρα μου, μα θα πιώ ευχαρίστως μια γουλιά στην υγεία σας. — Ε, λοιπόν, πάρτε το ποτήρι, δεν υπάρχει παρά ένα μόνο του κρασιού. Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου με το νεροπότηρο. Φαντάζομαι, πως δε θα ’ναι προσβολή γι’ αυτό το πικάντικο κρασάκι, αν το πιώ σ’ ένα δοχείο τόσο ταπεινό. Κέρασε, βοηθούμενος από τον επισκέπτη του, μ’ ένα καπετανίστικο χέρι, που έτρεμε ελαφρά, κι άδειασε, διψασμένα, το κόκκινο κρασί του δίχως πόδι, ποτηριού του, στο αγαλματένιο λαρύγγι του, σα να ’τανε ακριβώς σκέτο νερό. — Ευφραίνει, είπε. Δεν πίνετε άλλο; Τότε θα μου επιτρέψετε να κεράσω τον εαυτό μου μια φορά ακόμα… Καθώς έβαζε, για δεύτερη φορά, κρασί στο ποτήρι του, έχυσε λίγο. Το σεντόνι, που ήτανε γυρισμένο πάνω από την κουβέρτα, λεκιάστηκε από κόκκινες στάμπες. — Επαναλαμβάνω, είπε, με σηκωμένο δάχτυλο, ενώ το ποτήρι με το κρασί έτρεμε στο άλλο του χέρι, επαναλαμβάνω: γι’ αυτό το λόγο έχουμε υποχρέωση, θρησκευτική υποχρέωση, να αισθανόμαστε. Η αίσθησή μας, η ευαισθησία μας, καταλαβαίνετε, είναι η δύναμη του άνδρα που ξυπνά τη ζωή. Η ζωή κοιμάται. Πρέπει να την ξυπνήσουν για τους μεθυσμένους γάμους με τον θεϊκό αισθησιασμό. Γιατί ο αισθησιασμός είναι θεϊκός, νεαρέ μου. Ο άνθρωπος είναι θεϊκός, όσο αισθάνεται. Αυτός είναι η αίσθηση του Θεού. Ο Θεός τον δημιούργησε, για να αισθάνεται μ’ αυτόν, μέσα απ’ αυτόν. Ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο το όργανο που μέσα απ’ αυτό ο Θεός τελεί τους γάμους του με την ξυπνημένη και μεθυσμένη ζωή. Αν του λείπει η ευαισθησία, του λείπει ο Θεός, κι αυτό ’ναι η ήττα της ανδρικής δύναμης του Θεού, είναι μια κοσμική καταστροφή, ένας αφάνταστος τρόμος… Ήπιε. — Επιτρέψτε μου να σας απαλλάξω από το ποτήρι σας, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, είπε ο Χανς Κάστορπ. Παρακολουθώ το συλλογισμό σας προς μεγάλο μου όφελος. Αναπτύσσετε μια θεολογική θεωρία, με την οποία αποδίδετε στον άνθρωπο ένα εξαιρετικά τιμητικό θρησκευτικό καθήκον, αν και κάπως μονόπλευρο. Υπάρχει, αν μου επιτρέπετε να κάνω μια παρατήρηση απάνω σ’ αυτό, στον τρόπο που βλέπετε τα πράματα, μια αυστηρή ηθική, ριγκορισμός, όπως λένε, που είναι αρκετά αγωνιώδης, με συγχωρείτε! Κάθε θρησκευτική αυστηρότητα είναι αγωνιώδης, φυσικά, γι’ ανθρώπους μετριοτέρου «μεγέθους». Δε σκέφτομαι να σας διορθώσω, μα θα 'θελα να ξαναγυρίσω σ’ αυτό που είπατε, για ορισμένες «προκαταλήψεις», που σύμφωνα με τις παρατηρήσεις σας, θα είχε ο κύριος Σετεμπρίνι απέναντι της κυρίας συνταξιδιώτισσάς σας. Πάει καιρός που γνωρίζω τον κύριο Σετεμπρίνι, πάρα πολύς καιρός, μέρες και χρόνια από τότε. Και μπορώ

να σας βεβαιώσω, πως οι προκαταλήψεις του, αν και εφ’ όσον έχει πραγματικά, δεν έχουν καθόλου μικροπρεπή και μικροαστικό χαρακτήρα. Θα ’ταν γελοίο και να το σκεφτεί κανείς. Στην περίπτωσή του, δεν πρόκειται παρά για προκαταλήψεις μεγάλου «μεγέθους», κι επομένως έχουν έναν απρόσωπο χαρακτήρα, είναι γενικές παιδαγωγικές αρχές, που εξαιτίας τους, ο κύριος Σετεμπρίνι, για να σας τ’ ομολογήσω ανοιχτά, μ’ ονόμασε «χαϊδεμένο παιδί της ζωής»… Μα αυτό θα μας πήγαινε πολύ μακριά. Είναι ζήτημα πάρα πολύ εκτεταμένο που δε θα μπορούσα να το συνοψίσω σε δυο λέξεις… — Και σεις την αγαπάτε την κυρία; ρώτησε ξαφνικά ο Μαϊνχέερ. Και γύρισε προς τον επισκέπτη του το βασιλικό πρόσωπό του με το θρηνητικά σκισμένο στόμα του και τα μικρά χλομά μάτια, κάτω από το αραβούργημα των πτυχών του μετώπου του… Ο Χανς Κάστορπ φοβήθηκε. Τραύλισε: — Αν εγώ… Δηλαδή… Σέβομαι, φυσικά, την κυρία Σοσά υπό την ιδιότητά της σαν… — Παρακαλώ! είπε ο Πήπερκορν, απλώνοντας το χέρι του σαν για να πιέσει με τη συγκρατημένη και πολιτισμένη χειρονομία του, την απάντηση του Χανς Κάστορπ. Αφήστε με, εξακολούθησε, αφού μ’ αυτό τον τρόπο, σαν να ’χε κάμει θέση σ’ ό,τι είχε πει, αφήστε με να επαναλάβω, πως δεν έχω κανένα απολύτως σκοπό να κατηγορήσω τον Ιταλό κύριο, ότι έσφαλε ποτέ στους κανόνες της ευγένειας. Την κατηγορία αυτή δεν τη στρέφω εναντίον κανενός, κανενός. Μα ένα πράμα μου κάνει εντύπωση… Τη στιγμή αυτή χαίρομαι, μάλλον… Καλά, νεαρέ μου. Πέρα για πέρα καλά και ωραία. Χαίρομαι, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, πως αυτό μου είναι αληθινά ευχάριστο. Κι ωστόσο, λέω με το νου μου.. Κοντολογίς, σκέφτομαι: Γνωρίζετε την κυρία περισσότερο καιρό απ’ όσο εγώ. Συμμεριστήκατε κιόλας την προηγούμενη διαμονή της σ’ αυτό το μέρος. Επί πλέον είναι μια γυναίκα γιομάτη γοητεία κι εγώ δεν είμαι παρά ένας άρρωστος γέρος. Πώς γίνεται… Καθώς είμαι κρεβατωμένος, κατέβηκε σήμερα το απόγεμα μόνη και δίχως σύντροφο, για να κάνει ψώνια εκεί κάτω, στο χωριό. Δεν είναι δυστύχημα. Όχι, ασφαλώς όχι. Μα δε θα ’ταν αναμφισβήτητο πως… Να το αποδώσω στην επίδραση των πως το είπατε πρωτύτερα; των παιδαγωγικών αρχών του σινιόρ Σετεμπρίνι, τ’ ότι δεν ακολουθήσατε την ιπποτική ορμή… την τάση… Σας παρακαλώ πολύ να με καταλάβετε κατά γράμμα… — Κατά γράμμα, Μαϊνχέερ Πήπερκορν. Ω, όχι! Μα καθόλου. Κάνω πάντα ό,τι περνά από το δικό μου κεφάλι. Αντίθετα, ο κύριος Σετεμπρίνι, μ’ έχει, μάλιστα… Βλέπω, με λύπη μου, πως χύθηκε κρασί στο σεντόνι σας, Μαϊνχέερ Πήπερκορν. Δε θα ’πρεπε να… Συνηθίζουμε να ρίχνουμε αλάτι απάνω στους λεκέδες, όταν είναι φρέσκοι… — Δεν έχει σημασία, είπε ο Πήπερκορν, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον επισκέπτη του. Ο Χανς Κάστορπ χλόμιασε. — Τα πράματα, είπε με βιασμένο χαμόγελο, είναι εδώ πάνω, κάπως διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Το πνεύμα που βασιλεύει σ’ αυτό τον τόπο, θα ήθελα να πω, δεν είναι το συμβατικό. Την προτεραιότητα την έχει ο άρρωστος, άνδρας ή γυναίκα. Οι κανόνες του ιπποτισμού έρχονται μετά. Είστε απλά περαστικά αδιάθετος, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, μια

αδιαθεσία οξείας μορφής, μια αδιαθεσία πρόσκαιρη. Η συνταξιδιώτισσά σας είναι, σχετικά, πολύ καλά. Πιστεύω, λοιπόν, ότι κινούμαι απόλυτα μέσα στο πνεύμα της Κυρίας, αντιπροσωπεύοντάς την κάπως, κοντά σας, όση ώρα θα λείπει αν, φυσικά, μπορεί να γίνει λόγος γι’ αντιπροσώπευση εδώ, χα, χα! αντί να σας αντιπροσωπεύσω κοντά της και να της προτείνω να τη συνοδεύσω ως το χωριό. Και με ποιο δικαίωμα θα επέβαλα στη συνταξιδιώτισσά σας τις υπηρεσίες μου, ως θεράπων ιππότης; Για να το κάνω αυτό, δεν έχω ούτε τίτλους ούτε εξουσιοδότηση. Οφείλω να πω, ότι έχω πολλή αίσθηση των θετικών αναλογιών του δικαιώματος. Κοντολογίς, βρίσκω τη στάση μου ορθή, ανταποκρίνεται στη γενική κατάσταση, ανταποκρίνεται ειδικά στα ειλικρινή αισθήματα που νιώθω για το πρόσωπό σας, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, και πιστεύω, λοιπόν, ότι έδωσα μια καθησυχαστική απάντηση στην ερώτησή σας γιατί ’ταν ερώτηση, βέβαια, αυτή που μου κάνατε. — Μια απάντηση, πολύ ευχάριστη, αποκρίθηκε ο Πήπερκορν. Στήνω το αυτί μ’ αθέλητη ευχαρίστηση στα ευκίνητα λογάκια σας, νεαρέ μου. Υπερπηδούν όλα τα εμπόδια και δίνουν στα πράματα μια όμορφη όψη. Μα καθησυχαστική; Όχι. Η απάντησή σας δε με καθησυχάζει εντελώς με συγχωρείτε, αν σας προξενώ μια απογοήτευση μ’ αυτό. «Ριγκοριστής», αγαπητέ μου φίλε, αυτή τη λέξη χρησιμοποιήσατε πρωτύτερα, μιλώντας για ορισμένες αντιλήψεις που εξέφρασα. Μα και στα λόγια σας, επίσης, υπάρχει κάποιος ριγκορισμός, κάτι το αυστηρό και το βιασμένο, που δε μου φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στη φύση σας, μ’ όλο που έκανα κιόλας ανάλογες παρατηρήσεις, πάνω στη συμπεριφορά σας. Είναι το ίδιο βιασμένο ύφος, που έχετε, απέναντι της Κυρίας, κατά τις συνομιλίες μας, και τους κοινούς περιπάτους μας ύφος που δεν το ’χετε απέναντι κανενός άλλου και για το οποίο μου οφείλετε κάποια εξήγηση. Είναι ένα καθήκον, είναι μια υποχρέωση, νεαρέ μου. Δεν απατούμαι. Η παρατήρηση μου επιβεβαιώθηκε πάρα πολλές φορές, κι είναι απίθανο να μη την έκαναν κι άλλοι, με τη διαφορά, πως οι άλλοι αυτοί παρατηρητές κατέχουν, κατά πάσα πιθανότητα, την εξήγηση του φαινομένου. Μ’ όλο που ήταν εξαντλημένος από τον πυρετό, ο Μαϊνχέερ μιλούσε κείνο το απόγεμα, σ’ ένα στυλ απόλυτα ακριβές και κλειστό. Καμιά ακατανοησία. Μισοκαθισμένος στο κρεβάτι του, με τους φοβερούς ώμους και το μεγαλειώδες κεφάλι του στραμμένο προς το μέρος του επισκέπτη του, είχε το ένα του μπράτσο απλωμένο πάνω στην κουβέρτα του κρεβατιού, και το καπετανίστικο χέρι του, με τις φακίδες, που στεκόταν ορθό, στην άκρη του μάλλινου μανικετιού του, ενώ το στόμα του άρθρωνε λέξεις τόσο οξείς, κι ακριβείς, και μάλιστα, πλαστικές, όσο θα μπορούσε να το ’χε ευχηθεί ο κύριος Σετεμπρίνι, κυλώντας τα ρ, σε λέξεις όπως η «παρατήρηση», ο «ριγκορισμός» κι η «συμπεριφορά». — Χαμογελάτε, εξακολούθησε. Γυρίζετε το κεφάλι σας από δω κι από κει, καμυώντας τα μάτια. Φαίνεστε σαν να σκαλίζετε άδικα το μυαλό σας, κι ωστόσο δεν υπάρχει ούτε σκιά αμφιβολία, πως ξέρετε τι θέλω να πω και για τι πρόκειται. Δεν ισχυρίζομαι, πως δε μιλάτε, κάποτε κάποτε, και στην Κυρία ή πως δε θεωρείτε απαραίτητο να της απαντήσετε, όταν το απαιτεί η συζήτηση. Μα επαναλαμβάνω, πως αυτό γίνεται με κάποιο εξαναγκασμό του εαυτού σας, βιασμένα, και πιο ακριβώς: με υπεκφυγές, με προφάσεις μιας ορισμένης

μορφής. Όσο για σας, έχει κανείς την εντύπωση πως πρόκειται για κανένα στοίχημα, πως βάλατε με την Κυρία ένα γιάντες και πως, σύμφωνα με τους όρους μιας συμφωνίας του παιγνιδιού, δεν έχετε το δικαίωμα να της απευθύνετε άμεσα το λόγο. Αποφεύγετε κανονικά και δίχως εξαίρεση ν’ απευθυνθείτε σ’ αυτήν, να της πείτε το «σας». — Αλλά, Μαϊνχέερ Πήπερκορν…Τι είδους, γιάντες… — Επιτρέψτε μου να επισύρω την προσοχή σας πάνω σ’ ένα γεγονός, που το γνωρίζετε, χωρίς άλλο, συνειδητά, αυτή τη στιγμή: ότι χλομιάσατε ως τα χείλη. Ο Χανς Κάστορπ δε σήκωσε τα μάτια. Σκυμμένος προς τα μπρος, κοίταζε προσεχτικά τον κόκκινο λεκέ του σεντονιού. «Έπρεπε να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο» σκέφτηκε. «Εδώ ’θελε να φτάσει. Νομίζω, πως έκανα ο ίδιος εγώ ό,τι εξαρτιόταν από μένα, για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο. Ίσαμε ένα βαθμό, έτεινα σχεδόν κι ο ίδιος σ’ αυτό, τώρα το καταλαβαίνω. Χλόμιασα, αλήθεια, τόσο πολύ; Είναι πολύ πιθανό, γιατί τώρα φτάσαμε στο λύγισμα και στο σπάσιμο. Δεν ξέρει κανείς τι θα συμβεί. Μπορώ να λέω ακόμα ψέματα; Πολύ πιθανό, μα δεν το θέλω καθόλου. Ας επιμένω, για την ώρα, σ’ αυτό το λεκέ το αίμα, σ’ αυτόν το λεκέ του κρασιού πάνω στο σεντόνι». Από πάνω του, ο άλλος σώπαινε, επίσης. Η σιωπή κράτησε δυο-τρία λεπτά, σου έδινε να καταλάβεις πόση έκταση μπορούσαν να πάρουν οι μικροσκοπικές αυτές ενότητες του χρόνου σε τέτοιες περιστάσεις. Ο Πήτερ Πήπερκορν ήταν αυτός που άνοιξε πάλι τη συνομιλία. — Ήταν εκείνο το βράδυ, που είχα τη χαρά να κάνω τη γνωριμία σας, άρχισε με τραγουδιστό τόνο κι άφησε τη φωνή, στο τέλος, να πέσει, σαν να μην ήταν παρά η πρώτη φράση μιας μακριάς ιστορίας. Είχαμε οργανώσει μια μικρή γιορτή, ήπιαμε και φάγαμε και σε μια χαρούμενη ψυχική κατάσταση, σε μια κατάσταση ανθρώπινης ευθυμίας κι εγκατάλειψης πήραμε το δρόμο για τα κρεβάτια μας αλαμπρατσέτα, σε μια ώρα προχωρημένη, ύστερα από τα μεσάνυχτα. Τότε έγινε, λοιπόν, εδώ, μπροστά στην πόρτα μου, καθώς χωριζόμασταν, να μου έρθει η ιδέα να σας πω ν’ αγγίξετε με τα χείλη σας το μέτωπο της γυναίκας, που σας είχε γνωρίσει σε μένα, σαν έναν καλό, αλλοτινό φίλο, και να της αφήσω τη φροντίδα ν’ ανταποκριθεί, μπροστά μου, σ’ αυτή την γιορταστική κι εύθυμη κίνηση, σαν ένα σημάδι του γιορτάσιμου της ώρας. Αποκρούσατε, χωρίς πολλά πολλά λόγια, την πρότασή μου, και την αποκρούσατε, λέγοντας πως το βρίσκατε παράλογο ν’ ανταλλάζετε φιλήματα στο μέτωπο, με την συνταξιδιώτισσά μου. Δε θ’ αμφισβητήσετε, βέβαια, ότι αυτό ’τανε μια εξήγηση κιόλας, που και τούτη θα χρειαζότανε μια άλλη εξήγηση, που μου χρωστάτε, ίσαμε τώρα. Έχετε διάθεση να μου ξοφλήσετε, τώρα, αυτό το χρέος; «Α! Το πρόσεξες και συ, επίσης αυτό;» σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ κι αφοσιώθηκε με πιο πολλή προσοχή ακόμα στους λεκέδες του κρασιού, ξύνοντας έναν απ’ αυτούς με την καμπουρωμένη άκρη του μεσαίου δάχτυλου. «Στο βάθος, το είχα επιθυμήσει, πραγματικά, κείνη κει τη μέρα, να το αντιλαμβανόσουνα, διαφορετικά δε θα το είχα πει αυτό. Μα τώρα

τι θα συμβεί; Η καρδιά μου χτυπά πολύ δυνατά. Θα παραβρεθούμε, άραγε, μπροστά σε μια κρίση αυτοκρατορικής οργής πρώτης τάξεως; Μήπως και θα ’κανα καλά, αν έριχνα καμιά ματιά στη γροθιά σου, που κατά πάσα πιθανότητα, υψώνεται κιόλας από πάνω μου; Χωρίς άλλο, τώρα δα βρίσκομαι σε μια πολύ παράξενη κατάσταση, κι από τις πιο κρίσιμες». Ξαφνικά, ένιωσε το χέρι του Πήπερκορν να πιάνει το δεξί του από τον αρμό. «Τώρα με πιάνει από το δεξί χέρι» σκέφτηκε. «Μπα, σε καλό σου, είμαι γελοίος έτσι που κάθομαι δω, σαν βρεμένο σκυλί. Μήπως έφταιξα σε τίποτα, απέναντί του; Για όλο τον κόσμο! Πρώτα πρώτα, αν υπάρχει ένας που να έχει το δικαίωμα να παραπονιέται, αυτός είναι ο σύζυγος, στο Νταγκεστάν. Ύστερα, ο Τάδε, κι ο Δείνα. Κι ύστερα εγώ. Κι αυτός, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει κανένα δικαίωμα να παραπονιέται. Μα, τότε, για ποιο λόγο χτυπά η καρδιά μου; Είναι καιρός πια να ανορθωθώ και να κοιτάξω ειλικρινά, και με σεβασμό επίσης, το βασιλικό πρόσωπό του.» Έτσι κι έκανε. Η ηγεμονική όψη ήταν κίτρινη, τα μάτια έριχναν ένα πελιδνό βλέμμα, κάτω από τις στρουφιγμένες γραμμές του μετώπου, η έκφραση των σκισμένων χειλιών ήταν πικρή. Διάβασαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, ο μεγαλειώδης γέροντας κι ο ασήμαντος νεαρός, ενώ ο ένας εξακολουθούσε να κρατά τον αρμό του άλλου. Επιτέλους, ο Πήπερκορν είπε σιγά: — Ήσασταν ο εραστής της Κλαούντια, κατά την προηγούμενη διαμονή της εδώ; Ο Χανς Κάστορπ άφησε, άλλη μια φορά ακόμη, να πέσει το κεφάλι του, μα το ξανασήκωσε αμέσως κι είπε, αφού πήρε βαθιά αναπνοή: — Μαϊνχέερ Πήπερκορν! Θα με δυσαρεστούσε, στον πιο υψηλό βαθμό, να σας πω ψέματα και προσπαθώ να το αποφύγω όσο είναι δυνατόν. Δεν είναι εύκολο. Θα καυχόμουν, αν βεβαίωνα τη διαπίστωσή σας, και θα ’λεγα ψέματα, αν τη διάψευδα. Έτσι πρέπει να το καταλάβετε. Έζησα πολύ καιρό, πάρα πολύ καιρό σε τούτο δω το σπίτι με την Κλαούντια με συγχωρείτε με την τωρινή συνταξιδιώτισσά σας, χωρίς να έχουμε γνωριστεί από κοντά. Οι σχέσεις μας δεν είχαν τίποτα το κοινωνικό, ή τουλάχιστον, οι σχέσεις μου μαζί της, που, η αρχή τους, είναι βυθισμένη στο σκοτάδι. Στη σκέψη μου, δεν είχα μιλήσει ποτέ στην Κλαούντια παρά με το «συ», και το ίδιο έγινε και στην πραγματικότητα. Γιατί, το βράδυ κείνο που υπερπήδησα ορισμένα παιδαγωγικά δεσμά, για τα οποία έγινε πρωτύτερα κάποιος λόγος, και που την πλησίασα μ’ ένα πρόσχημα, που μου το είχαν εμπνεύσει μακρινές αναμνήσεις ήταν μια βραδιά με μάσκες, ένα βράδυ Αποκριάς, ένα βράδυ δίχως ευθύνη, ένα βράδυ που ο ενικός κυριαρχούσε παντού, και που, κατά τη διάρκειά του, το «συ» είχε πάρει όλη τη σημασία του, μ’ έναν τρόπο ανεύθυνο και ονειρικό. Μα ήταν ταυτόχρονα κι η παραμονή της αναχώρησης της Κλαούντια. — Όλη τη σημασία του, ξανάπε ο Πήπερκορν. Το είπατε πολύ όμορφα αυτό, πολύ… Άφησε το χέρι του Χανς Κάστορπ κι άρχισε να τρίβει με τις παλάμες των μακροδάχτυλων καπετανίστικων χεριών του και τις δυο πλευρές του προσώπου του, τα τόξα των φρυδιών, τα μάγουλα και το πηγούνι. Ύστερα, ένωσε τα χέρια πάνω στο λεκιασμένο, από

το κρασί, σεντόνι κι έγειρε στην αντίθετη από κείνη που καθόταν ο επισκέπτης του μεριά, έτσι που θα ’λεγε κανείς ότι απόστρεφε το πρόσωπό του απ’ αυτόν. — Σας απάντησα όσο γινόταν ακριβέστερα, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, είπε ο Χανς Κάστορπ, και κουράστηκα συνειδητά για να μην πω λίγα ούτε πολλά. Αυτό που προπαντός χρειαζόμουν, ήταν να σας κάνω να προσέξετε, πως είστε ελεύθερος, κατά κάποιο τρόπο, να λάβετε υπ’ όψη σας ή όχι, εκείνη τη βραδιά που ήταν αφιερωμένη στο «συ» και στην αναχώρηση, πως ήτανε μια βραδιά που βρισκόταν έξω από κάθε τάξη κι έξω κι από το ημερολόγιο σχεδόν, ένα hors d’ œuvre να πούμε, μια συμπληρωματική βραδιά, ένα βράδυ, δίσεκτης χρονιάς, η 29 Φεβρουάριου και πως δε θα ’λεγα, επομένως, παρά ένα μισό ψέμα, αν είχα αρνηθεί τη διαπίστωσή σας. Ο Πήπερκορν δεν αποκρίθηκε. — Προτίμησα, συνέχισε ο Χανς Κάστορπ, ύστερα από κάποια σιωπή, προτίμησα να σας πω την αλήθεια, με κίνδυνο να χάσω την ευμένειά σας, πράμα που, για να μιλήσω απόλυτα ειλικρινά, θα ’ταν για μένα ένας αισθητός χαμός, κι ας το πω κι αυτό: ένα χτύπημα, ένα σκληρό χτύπημα, που θα μπορούσε να το συγκρίνει κανείς με το χτύπημα που ήταν για μένα ο ερχομός της Κλαούντια Σοσά, καθώς δεν ήρθε μόνη της, παρά σαν συνταξιδιώτισσά σας. Διέτρεξα αυτό τον κίνδυνο γιατί, από καιρό τώρα, η επιθυμία μου ήταν να ξεκαθαριστούν όλα μεταξύ μας ανάμεσα σε σας, για τον οποίο νιώθω αισθήματα βαθύτατου σεβασμού, και μένα αυτό μου είχε φανεί πιο όμορφο και πιο ανθρώπινο ξέρετε πώς προφέρει η Κλαούντια αυτή τη λέξη με την τόσο θαυμαστά θαμπή φωνή της, σέρνοντάς την τόσο γλυκά από την σιωπή ή την υποκρισία κι απ’ αυτή την άποψη αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση, όταν, πρωτύτερα, το διαπιστώσατε αυτό. Καμιά απάντηση. — Και κάτι άλλο ακόμα, Μαϊνχέερ Πήπερκορν. Υπάρχει ακόμα κάτι που με έκανε να επιθυμήσω να μπορέσω να σας πω την αλήθεια: Είναι η προσωπική πείρα, που απόχτησα, μιας εξοργιστικής αβεβαιότητας και μισο-υποθέσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Τώρα ξέρετε πια με ποιον πέρασε, έζησε και έκλεισε ας πούμε έκλεισε μια εικοστή ενάτη Φεβρουάριου, πριν παγιωθεί μεταξύ σας η απόλυτα θετική κατάσταση του δικαιώματος, που μπροστά της θα ήταν καθαρή τρέλα το να μην υποκλιθεί κανείς. Όσο για μένα, δεν μπόρεσα να αποχτήσω ποτέ μια παρόμοια βεβαιότητα, μ' όλο που καταλάβαινα, πέρα για πέρα, πως όποιος βρισκότανε σε μια παρόμοια θέση έπρεπε, γενικά, να αντιμετωπίζει, να έχει υπ' όψη του κι ακόμα και να παραδεχτεί, την περίπτωση, ότι ήτανε πολύ δυνατό να είχε και προκατόχους, και μ' όλο που ήξερα, επίσης, ότι ο Αυλικός Σύμβουλος Μπέρενς θα το ξέρετε ίσως, πως είναι ερασιτέχνης ζωγράφος, της είχε κάνει, ύστερα από πολλές πόζες, ένα αξιόλογο πορτραίτο, που απόδιδε τους πόρους της επιδερμίδας με έναν τέτοιο ρεαλισμό, που, μεταξύ μας, δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Η ιστορία αυτή μου είχε δώσει πολλή ταραχή και πολλές στεναχώριες, κι ακόμη σκαλίζω το μυαλό μου για αυτή την υπόθεση. — Την αγαπάτε ακόμη; ρώτησε ο Πήπερκορν, χωρίς ν αλλάξει θέση, δηλαδή: με γυρισμένο αλλού το πρόσωπο…

Το μεγάλο δωμάτιο βυθιζόταν όλο και πιο πολύ στο σύθαμπο. — Με συγχωρείτε, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ, μα τα αισθήματά μου για σας, αισθήματα του πιο μεγάλου σεβασμού και θαυμασμού, θα μ’ έκαναν να φαίνομαι ελάχιστα ευπρεπής, αν σας μιλούσα για τα αισθήματά μου απέναντι της συνταξιδιώτισσάς σας. — Και τα συμμερίζεται, ρώτησε ο Πήπερκορν μ’ ήσυχη φωνή, αυτά τα αισθήματα και σήμερα ακόμη; — Δε λέω, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ, δε λέω πως τα συμμερίστηκε ποτέ. Αυτό ’ναι ελάχιστα πιθανό. Την κατάσταση αυτή τη θίξαμε πρωτύτερα θεωρητικά, όταν μιλήσαμε για τις αντιδράσεις της γυναικείας φύσης. Δεν υπάρχουν, φυσικά, μεγάλα πράματα επάνω μου για ν’ αγαπήσει. Τι «μέγεθος» έχω, λοιπόν; Κρίνετε και μόνος σας. Αν παρουσιάζεται τυχαία μια… μια… εικοστή ενάτη Φεβρουάριου, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός, πως η γυναίκα μπορεί να αφεθεί να γοητευθεί από την εκλογή που έκανε ο άνδρας μ’ αυτήν… Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω, πως έχω την εντύπωση, ότι θα καυχόμουν κι ότι θα μου έλειπε το καλό γούστο, αν μιλούσα για τον εαυτό μου, όπως θα μιλούσα για έναν «άνδρα»… Αντίθετα, η Κλαούντια είναι, χωρίς άλλο, μια γυναίκα. — Ακολούθησε το αίσθημά της, μουρμούρισε ο Πήπερκορν, με τα σκισμένα χείλη του. — Όπως έκανε και στην περίπτωσή σας, με πολύ περισσότερη υπακοή, είπε ο Χανς Κάστορπ, και όπως, κατά πάσα πιθανότητα, το είχε κάνει κιόλας και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Πάνω σ’ αυτό το σημείο δε θα μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία, για οποιονδήποτε, που βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση… — Μια στιγμή! έκαμε ο Πήπερκορν, πάντα γυρισμένος από την άλλη μεριά, μα με μια ομαλή κίνηση του χεριού προς τον συνομιλητή του. Δεν είναι πρόστυχο που μιλούμε έτσι γι’ αυτήν; — Και βέβαια όχι, Μαϊνχέερ Πήπερκορν. Όχι, απάνω σ’ αυτό νομίζω, ότι μπορώ να σας καθησυχάσω απόλυτα. Μιλούμε γι’ ανθρώπινα πράματα δα, η λέξη «ανθρώπινα» με την έννοια της ελευθερίας και της «δαιμονικότητας» με συγχωρείτε γι’ αυτή την κάπως εξεζητημένη λέξη, μα τη χρησιμοποίησα τώρα τελευταία ακόμη, για πρώτη φορά, επειδή μου χρειάστηκε. — Καλά, συνεχίστε! πρόσταζε σιγά ο Πήπερκορν. Κι ο Χανς Κάστορπ, επίσης, μίλησε σιγά, καθισμένος στην άκρη της καρέκλας του, κολλητά στο κρεβάτι, σκυμμένος προς τον βασιλικό γέροντα, με τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά του. — Γιατί ’ναι ένα δαιμονικό πλάσμα, είπε, κι ο σύζυγος, που βρίσκεται πέρα από τον Καύκασο θα ξέρετε, χωρίς άλλο, πως έχει ένα σύζυγο, πέρα από τον Καύκασο, στο Νταγκεστάν της δίνει αυτή τη δαιμονική ελευθερία, είτε από βλακεία, είτε από εξυπνάδα, δεν ξέρω το παλικάρι. Οπωσδήποτε, κάνει καλά να της δίνει αυτή την ελευθερία, γιατί στο δαιμόνιο της αρρώστιας της το χρωστά που είναι έτσι, κι όποιος βρίσκεται σε μια

παρόμοια θέση, θα κάνει καλά ν’ ακολουθήσει το παράδειγμά του και να μη παραπονιέται ούτε για το παρελθόν ούτε για το μέλλον…. — Δεν παραπονιέστε; ρώτησε ο Πήπερκορν και γύρισε το πρόσωπό του προς το μέρος του… Φαινόταν πελιδνός στο μισοσκόταδο. Τα μάτια του ήταν πολύ πιο χλομά και το μεγάλο σκισμένο στόμα του ήταν μισάνοιχτο, σαν το στόμα τραγικής μάσκας. — Δε σκέφτηκα, αποκρίθηκε ταπεινά ο Χανς Κάστορπ, πως θα μπορούσε να πρόκειται για μένα. Τα λόγια μου έχουν σκοπό να σας κάνουν να μην παραπονιέστε εσείς, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, και να μη μου στερήσετε την εύνοιά σας, για πράματα που έγιναν στο παρελθόν. Αυτό σκεφτόμουνα πρωτύτερα. — Ωστόσο, είπε ο Πήπερκορν, θα σας προξένησα, ένα δυνατό πόνο, χωρίς να ξέρω, — Αν αυτό ’ναι μια ερώτηση, είπε ο Χανς Κάστορπ, κι απαντήσω καταφατικά, δε σημαίνει οπωσδήποτε και με κανένα τρόπο, πως δεν εκτιμώ το τεράστιο κέρδος, που είχα γνωρίζοντάς σας, γιατί το κέρδος αυτό είναι αξεχώριστα συνδεδεμένο μ’ αυτή την απογοήτευση. — Σας ευχαριστώ, νεαρέ μου, σας ευχαριστώ. Εκτιμώ τη φιλοφροσύνη αυτών που λέτε. Μα αν παραβλέπαμε τις προσωπικές σχέσεις μας… — Είναι δύσκολο να το κάνω, είπε ο Χανς Κάστορπ, και δε θα μπορούσα να τις παραβλέψω, απαντώντας καταφατικά, χωρίς καμιά έπαρση, στην ερώτησή σας. Γιατί το γεγονός, ότι η Κλαούντια ξαναγύρισε συντροφευμένη από μια προσωπικότητα του δικού σας αναστήματος δεν ήταν δυνατό, φυσικά, παρά να μεγαλώσει και να κάνει πιο σοβαρό το κακό, που θα προέκυπτε, για μένα, σε περίπτωση που θα ’χε επιστρέψει συντροφευμένη από έναν άλλο άνδρα. Αυτό μου προξένησε πολύ πόνο, που τον νιώθω ακόμη και σήμερα, δεν το αρνούμαι, κι επίτηδες κρατήθηκα, όσο μου ήταν δυνατό, από τη θετική πλευρά της υπόθεσης, δηλαδή: στον ειλικρινή σεβασμό μου για σας, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, πράμα που δεν έγινε, άλλωστε, δίχως κάποια κακία για τη συνταξιδιώτισσά σας. Γιατί στις γυναίκες δεν αρέσει πολύ το να τα πηγαίνουν καλά οι εραστές τους. — Πραγματικά… είπε ο Πήπερκορν, κι έκρυψε ένα χαμόγελο, περνώντας φουχτιαστά το χέρι του από το στόμα του και το πηγούνι του, σα να φοβότανε μη και τον έβλεπε η φράου Σοσά, να χαμογελά. Ο Χανς Κάστορπ χαμογέλασε διακριτικά, επίσης, κι ύστερα κι ο ένας κι ο άλλος κούνησαν τα κεφάλια τους, απόλυτα σύμφωνοι. — Η μικρή αυτή εκδίκηση, εξακολούθησε ο Χανς Κάστορπ, ήταν γενικά, ένα είδος προστασίας για μένα, γιατί αν μπορώ να υπολογιστώ, είχα πραγματικά, κάποιο δικαίωμα να παραπονιούμαι, όχι με την Κλαούντια, ούτε και με σας, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, μα με τη ζωή μου, και με τη μοίρα μου. Κι αφού έχω την τιμή να χαίρω της εμπιστοσύνης σας κι η ώρα αυτή του σούρουπου είναι απ’ όλες τις απόψεις τόσο μοναδική, θέλω να σας μιλήσω λίγο γι’ αυτές, έστω και με υπαινιγμούς. — Σας παρακαλώ! είπε ευγενικά ο Πήπερκορν, κι απάνω σ’ αυτό ο Χανς Κάστορπ

εξακολούθησε: — Εδώ πάνω βρίσκομαι τώρα και πολύ καιρό, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, πάνε μέρες και χρόνια από τότε, πόσα χρόνια, δεν ξέρω ακριβώς, μα είναι χρόνια ζωής, γι’ αυτό μίλησα για «ζωή» και θα μιλήσω και για τη «μοίρα», επίσης, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Ο ξάδελφός μου, στον οποίο ήθελα να κάνω μια μικρή επίσκεψη εδώ, ένας στρατιωτικός γιομάτος γενναίες και τίμιες προθέσεις, πράμα που δεν του χρησίμευσε σε τίποτα, πέθανε, μου τον πήρανε, κι εγώ βρίσκομαι πάντα, εδώ πάνω. Δεν ήμουν στρατιωτικός, είχα ένα επάγγελμα ιδιώτη, όπως θα ξέρετε, ίσως. Ένα μόνιμο και λογικό επάγγελμα, που συντελεί, καθώς φαίνεται, στη διεθνή αλληλεγγύη, μα ποτέ δεν το αγάπησα ιδιαίτερα, σας το εξομολογούμαι, κι αυτό για λόγους που δεν μπορώ να πω γι' αυτούς παρά μόνο ότι παραμένουν σκοτεινοί: Σχετίζονται με τις αρχές των αισθημάτων μου για την συνταξιδιώτισσά σας την ονομάζω επίτηδες έτσι, για να τονίσω, πως δε σκέφτομαι καθόλου να κλονίσω τα θετικά δικαιώματά σας με τα αισθήματά μου για την Κλαούντια Σοσά και με τον ενικό μας, που δεν τον αρνήθηκα ποτέ, από τότε που μ’ αντίκρισαν για πρώτη φορά τα μάτια της, και μου τα προξένησαν όλα, μου τα προξένησαν παράλογα όλα, καταλαβαίνετε. Για χάρη της, κι αψηφώντας το Σετεμπρίνι, υποτάχτηκα στην αρχή της αφροσύνης, στη δαιμονιακή αρχή της αρρώστιας, στην οποία ήμουν, είναι αλήθεια, από πάντα μου υποταγμένος, και παράμεινα εδώ, δεν ξέρω πια από πότε ακριβώς. Γιατί ξέχασα τα πάντα κι έκοψα τους δεσμούς μου με καθετί, με τους συγγενείς μου και με το επάγγελμά μου στην πεδιάδα, και με όλες τις ελπίδες μου. Κι όταν η Κλαούντια Σοσά έφυγε, την περίμενα, δεν έπαψα να την περιμένω εδώ, έτσι που χάθηκα οριστικά για την πεδιάδα και που, για τα μάτια των κατοίκων της, είμαι, σαν να πούμε, νεκρός. Αυτό σκεφτόμουν, όταν έκανα λόγο για «μοίρα» και γι’ αυτό επέτρεψα στον εαυτό μου, τον υπαινιγμό ότι είχα, γενικά, το δικαίωμα να παραπονούμαι, για τη θέση μου και για το καταπατημένο δικαίωμά μου. Μου συνέβη να διαβάσω κάποτε μια ιστορία όχι, την είδα στο Θέατρο, ενός γενναίου παλικαριού, ήταν, άλλωστε, στρατιωτικός, όπως ο ξάδελφός μου, που είχε να κάνει με μια γοητευτική τσιγγάνα, ήταν γοητευτική, μ’ ένα λουλούδι στο αυτί της, ένα άγριο, μοιραίο θηλυκό, και που τα κατάφερε έτσι, ώστε να πέσει σε τρελό έρωτα για δαύτην, ίσαμε το σημείο να εκτροχιαστεί ολότελα, να της προσφέρει τα πάντα, να λιποταχτήσει, να γίνει λαθρέμπορας και ν’ ατιμαστεί από κάθε άποψη. Όταν εκείνος είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο, η τσιγγάνα τον βαρέθηκε κι έφυγε με έναν Matador, μια συντριπτική προσωπικότητα που είχε μια θαυμαστή φωνή, βαρύτονου. Κι όλ’ αυτά τελειώσανε έτσι: ο στρατιωτικός, άσπρος σαν κιμωλία και με το πουκάμισο ανοιγμένο στο στήθος, τη μαχαίρωσε μπροστά στην αρένα, πράμα που το είχε, άλλωστε, προκαλέσει πραγματικά εκείνη. Η ιστορία αυτή δεν έχει καμιά σχέση σχεδόν μ’ ό,τι είπα. Μα τότε, για ποιο λόγο τη θυμήθηκα; Όταν ο Χανς Κάστορπ μίλησε για «μαχαίρωμα», ο Μαϊνχέερ άλλαξε ελαφρά τη στάση του στο κρεβάτι. Είχε τραβηχτεί κάπως προς τα πίσω, γυρίζοντας απότομα το πρόσωπό του κατά τη μεριά του επισκέπτη του και κοιτάζοντάς τον στα μάτια μ’ ερωτηματικό ύφος. Ύστερα, ανασηκώθηκε, ακούμπησε στον αγκώνα του κι είπε:

— Άκουσα, νεαρέ μου, και τώρα ξέρω πια. Επιτρέψτε μου, να σας δώσω μια τίμια εξήγηση απάνω σ’ όλ’ αυτά που μου είπατε. Αν τα μαλλιά μου δεν ήταν λευκά κι αν δεν ήμουν εξουθενωμένος από αυτό τον κακοήθη πυρετό, θα με βλέπατε έτοιμο να σας δώσω ικανοποίηση, σαν άνδρας προς άνδρα, με το όπλο στο χέρι, για το άδικο που σας έκανα, χωρίς να το ξέρω και ταυτόχρονα, για αυτό που σας έκανε η συνταξιδιώτισσά μου και το οποίο πρέπει να σας δώσω, επίσης, λογαριασμό. Τέλεια, κύριέ μου θα με βλέπατε έτοιμο. Μα έχοντας υπ’ όψη μας την τωρινή κατάσταση των πραγμάτων, θα μου επιτρέψετε να σας υποβάλω μια άλλη πρόταση. Τούτη δω: Θυμάμαι μια στιγμή ενθουσιασμού, στην αρχή αρχή των σχέσεών μας θυμάμαι, λοιπόν, μ’ όλο που είχα τιμήσει υπερβολικά τη μποτίλια μια στιγμή που, ευχάριστα συγκινημένος από τον χαρακτήρα σας, ήμουν έτοιμος να σας προτείνω να μιλούμε αδελφικά με το συ, μα πως αμέσως αισθάνθηκα πως αυτό ήτανε κάπως πρόωρο. Καλά σήμερα αναφέρομαι σ’ αυτή τη στιγμή, ξαναγυρίζω σ’ αυτήν και δηλώνω, πως ο χρόνος που είχαμε αντιμετωπίσει ότι έπρεπε να περάσει, πέρασε. Νεαρέ μου, είμαστε αδέλφια, δηλώνω πως είμαστε. Κάνατε λόγο για έναν ενικό, που είχε πάρει όλη τη σημασία της λέξης. Κι ο δικός μας επίσης, θα έχει όλη την πληρότητα της σημασίας του, τη σημασία μιας μεγάλης αδελφικότητας στο αίσθημα. Την ικανοποίηση, που η ηλικία και η αρρώστια μ’ εμποδίζουν να σας δώσω με τα όπλα, σας την προσφέρω κάτω απ’ αυτή τη μορφή, σας την προσφέρω με τη σημασία μιας σύναψης αδελφικής συμμαχίας, σαν αυτές που συνάπτουνε, κάποτε, στον κόσμο, εναντίον ενός τρίτου, μα που εμείς θα τη συνάψουμε με την έννοια ενός κοινού αισθήματος για κάποιον. Πάρτε το ποτήρι σας, νεαρέ μου, ενώ εγώ θα πάρω το νεροπότηρό μου, χωρίς να θέλω να προσβάλω καθόλου μ’ αυτό την αξία του πικάντικου αυτού κρασιού. Και το ελαφρά τρεμουλιαστό καπετανίστικο χέρι του, γιόμισε τα ποτήρια, βοηθημένος από το Χανς Κάστορπ, που ήταν γιομάτος σεβασμό κι αναστατωμένος. — Πάρτε, επανέλαβε ο Πήπερκορν. Περάστε σταυρωτά το μπράτσο σας μέσα από το δικό μου και πιείτε. Αδειάστε το ποτήρι σας. Τέλεια, νεαρέ μου. Εντάξει. Ιδού και το χέρι μου. Είσαι ευχαριστημένος; — Ούτε να λέγεται καν, Μαϊνχέερ Πήπερκορν είπε ο Χανς Κάστορπ, που δυσκολεύτηκε κάπως ν’ αδειάσει το ποτήρι του μονορούφι και που σκούπιζε τα γόνατά του με το μαντήλι του, γιατί ’χαν στάξει κάμποσες σταγόνες κρασί. Θα έλεγα, μάλλον, πως είμαι άπειρα ευτυχής και πως δεν καταλαβαίνω ακόμα πώς μπόρεσα να τιμηθώ με μια τέτοια εύνοια. Για να μιλήσω ειλικρινά, μου φαίνεται σαν να ονειρεύομαι. Είναι τεράστια τιμή για μένα δεν ξέρω πώς μπόρεσα να γίνω άξιός της, μ’ έναν τρόπο απόλυτα παθητικό, οπωσδήποτε, κι όχι αλλιώς, και δεν είναι για να απορήσει κανείς αν, για να κάνω αρχή, μου φαίνεται κάπως τολμηρό να χρησιμοποιήσω αυτό τον καινούριο τύπο. Μπροστά στην Κλαούντια, προπαντός, που, με τη γυναικεία ιδιότητά της, θα μπορούσε, βέβαια, να μην είναι ολότελα σύμφωνη με την τακτοποίηση αυτή… — Αυτό ’ναι δική μου δουλειά, αποκρίθηκε ο Πήπερκορν, κι όλα τα άλλα δεν είναι παρά υπόθεση εξάσκησης και συνήθειας! και τώρα νεαρέ μου, πήγαινε. Άφησέ με, γιε μου. Σκοτεινιάζει, το βράδυ, έπεσε από ώρα, η φίλη μας μπορεί να γυρίσει, από στιγμή σε

στιγμή, και θα ήταν καλύτερα, ίσως, να μη συναντηθείτε τώρα. — Γεια σου, Μαϊνχέερ Πήπερκορν, είπε ο Χανς Κάστορπ και σηκώθηκε. Βλέπετε, κατανικώ τη δικαιολογημένη δειλία μου κι εξασκούμαι σ’ αυτόν τον τρελά παράτολμο τύπο. Ναι, νύχτωσε, αλήθεια. Φαντάζομαι, πως αν ο κύριος Σετεμπρίνι έμπαινε αυτή τη στιγμή θα άναβε το φως για να μπουν μαζί του στο δωμάτιο η λογική κι η κοινωνικότητα, έχει κι αυτός τις αδυναμίες του. Αύριο λοιπόν! Φεύγω χαρούμενος και περήφανος, όπως δε θα το ονειρευόμουν ποτέ! Περαστικά! Τώρα θα έχεις μπροστά σου τρεις απύρετες μέρες, που θα σας φτάσουν να ικανοποιήσετε όλες τις απαιτήσεις σας. Κι αυτό με ευχαριστεί σα να ήμουν ΕΣΥ. Καληνύχτα.

ΜΑΪΝΧΕΕΡ ΠΗΠΕΡΚΟΡΝ (ΤΕΛΟΣ) ΕΝΑΣ καταρράχτης αποτελεί πάντα γοητευτικό σκοπό εκδρομής και δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε πώς, ο Χανς Κάστορπ, που πάντα ένιωθε ιδιαίτερη κλίση για το νερό που πέφτει, δεν είχε επισκεφτεί ακόμα το γραφικό καταρράχτη, στο δάσος της κοιλάδας της Φλυέλα. Για την εποχή της συμβίωσής του με τον Γιόαχιμ θα πρέπει να τον συγχωρήσουμε και να τον δικαιολογήσουμε, εξαιτίας της αυστηρής υπηρεσιακότητας του εξαδέλφου του, που δεν είχε ζήσει εδώ πάνω για την ευχαρίστησή του και που, χωρίς να χάνει ποτέ μπροστά από τα μάτια του τον ακριβή σκοπό της διαμονής του, είχε περιορίσει τον κύκλο της ορατότητάς του στο άμεσο περιβάλλον του Μπέργκχοφ. Κι ύστερα από το θάνατό του, ωστόσο, οι σχέσεις του Χανς Κάστορπ, με το εδώ τοπίο, αν παραβλέπουμε τους χιονοδρομικούς περιπάτους του, είχαν διατηρήσει το χαρακτήρα μιας συντηρητικής μονοτονίας, που η αντίθεσή της με την έκταση της εσωτερικής πείρας του και των «κυβερνητικών» καθηκόντων του, δεν ήτανε δίχως γοητεία για τον ήρωά μας. Επιδοκίμασε, ωστόσο, με ζωηρότητα το σχέδιο που αντιμετώπιζε ο μικρός αυτός φιλικός, εφταπρόσωπος κύκλος (υπολογίζοντας και τον ίδιο), που αποτελούσε τον πιο άμεσο περίγυρό του, ενός μικρού περίπατου με άμαξα, ίσαμε κείνο το τόσο φημισμένο μέρος. Είχε φτάσει ο Μάιος, ο μήνας της ευτυχίας, αν πιστέψει κανείς, τ’ ανόητα τραγουδάκια της πεδιάδας, ένας μήνας αρκετά δροσερός και δίχως γλύκα, εδώ πάνω, σ’ αυτές τις κορυφές. Το λιώσιμο του χιονιού μπορούσε, τουλάχιστον, να θεωρηθεί σαν τετελεσμένο γεγονός. Το χιόνι είχε πέσει, χωρίς άλλο, πολλές φορές, τούτες δω τις μέρες, χοντρές χοντρές νιφάδες, μα δεν είχε μείνει τίποτα απ’ αυτό, παρά λίγη υγρασία μονάχα. Οι συμπαγείς όγκοι του χειμώνα είχανε λιώσει και χαθεί, ίσαμε τα τελευταία τους λείψανα. Η πράσινη βατότητα του κόσμου ήταν σαν ένας πειρασμός για κάθε μεγαλεπήβολη διάθεση. Έπειτα, οι σχέσεις της συντροφιάς είχαν υποφέρει από την αρρώστια του αρχηγού της, του μεγαλοπρεπούς Πήτερ Πήπερκορν, κατά τις τελευταίες εβδομάδες, που ο κακοήθης τροπικός πυρετός του δεν έλεγε να υποχωρήσει ούτε κάτω από την ευεργετική ενέργεια του εξαίρετου κλίματος ούτε στα αντίδοτα ενός τόσο αξιόλογου γιατρού, σαν τον Αυλικό Σύμβουλο Μπέρενς. Είχε μείνει αρκετό καιρό στο κρεβάτι, κι όχι μόνο τις μέρες που ο τεταρταίος πυρετός ασκούσε, με πολλή σκληρότητα, τα δικαιώματά του. Η σπλήνα και το συκώτι τον έβαναν σε μεγάλους μπελάδες, όπως το εμπιστεύτηκε ιδιαίτερα, ο Αυλικός Σύμβουλος, σ’ εκείνους που βρίσκονταν κοντά στον ασθενή. Ούτε και το στομάχι του ήταν απόλυτα σε κλασική κατάσταση, κι ο Μπέρενς δεν παράλειψε να υπαινιχθεί τους κινδύνους μιας χρόνιας εξασθένησης, που διάτρεχε, κάτω απ’ αυτούς τους όρους, ακόμη και μια φύση τόσο δυνατή. Όλες τις εβδομάδες αυτές, ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν δεν είχε προεδρεύσει παρά σ’ ένα νυχτερινό φαγοπότι μονάχα και του είχαν απαγορεύσει και τους περιπάτους επίσης, κι έτσι δεν είχε βγει, εκτός από μια φορά μόνο, μα κι ο περίπατος αυτός ήταν πολύ σύντομος. Εξάλλου, ο Χανς Κάστορπ επιδοκίμαζε, πράμα, που, παρακαλώ, ας μείνει μεταξύ μας,

αυτό το χαλάρωμα των σχέσεων της κλίκας τους, από μια ορισμένη άποψη, σαν μια ανακούφιση, γιατί βρισκότανε σε αμηχανία. Γιατί η αδέλφωση με τον συνταξιδιώτη της φράου Σοσά τον είχε φέρει σ’ αμηχανία. Πραγματικά, στις κοινές συνομιλίες τους, ένιωθε να ’ναι το ίδιο «βιασμένος», όλο «υπεκφυγές» και, σαν να επρόκειτο για κανένα γιάντες, απόφευγε ορισμένους τύπους, όπως ακριβώς έκανε και στην περίπτωση της Κλαούντια. Απόφευγε, με παράξενους ελιγμούς, ν’ απευθυνθεί άμεσα στον Πήπερκορν κάθε φορά που δεν υπήρχε τρόπος να φάει εκείνο το «συ». Ήταν το ίδιο δίλημμα, ή το αντίθετο από κείνο που βάραινε τη συνομιλία του με την Κλαούντια, όταν βρίσκονταν μπροστά κι άλλα πρόσωπα ή και μόνο ο κύριος και αφέντης της και που, χάρη στην ικανοποίηση που του είχε δώσει ο τελευταίος, είχε μεγαλώσει πιο πολύ ακόμα, ίσαμε το σημείο να νιώθει διπλή αμηχανία. Έτσι, λοιπόν, το σχέδιο μιας εκδρομής στον καταρράχτη της Φλυέλα, βρισκότανε στην ημερήσια διάταξη, ο ίδιος ο Πήπερκορν είχε καθορίσει το σκοπό κι αισθανότανε πολύ χαρούμενος, μπροστά σε τούτη την επιχείρηση. Ήταν η τρίτη μέρα, ύστερα από μια κρίση του τεταρταίου πυρετού του. Ο Μαϊνχέερ έκαμε γνωστό, πως λογάριαζε να επωφεληθεί απ’ αυτήν. Χωρίς άλλο, δε θα έκανε την εμφάνισή του στα πρώτα γεύματα στην τραπεζαρία, παρά, όπως γινότανε πολύ συχνά από κάμποσο καιρό τώρα, θα τον σερβίριζαν μόνο του με την φράου Σοσά, στο σαλόνι του. Μα, από το πρώτο πρόγευμα κιόλας, ο χωλός θυρωρός είχε μεταδώσει στον Χανς Κάστορπ την εντολή να είναι έτοιμος για έναν περίπατο μια ώρα μετά το μεσημεριανό φαγητό, να κάμει γνωστή την παραγγελία αυτή στους κυρίους Φέργε και Βέεζαλ, να ειδοποιήσει, εξάλλου, τους κυρίους Σετεμπρίνι και Νάφτα πως θα περνούσαν να τους πάρουν και να παραγγείλει να ’ρθουνε δυο αμάξια, για τρεις ώρες. Την ορισμένη ώρα, συναντηθήκανε μπροστά στη μεγάλη πόρτα του οίκου Μπέργκχοφ. Ο Χανς Κάστορπ, ο Φέργε κι ο Βέεζαλ περίμεναν τις Εξοχότητές τους να κατεβούν από τα ηγεμονικά διαμερίσματά τους και στο μεταξύ διασκεδάζανε χαϊδεύοντας τ’ άλογα, που, με τα μαύρα κρεμαστά χείλη τους, τα υγρά και φαρδιά, έπαιρναν κομματάκια ζάχαρη από τα χέρια τους. Οι συνταξιδιώτες δε φάνηκαν στο κεφαλόσκαλο, παρά με κάποια καθυστέρηση. Ο Πήπερκορν, που το βασιλικό κεφάλι του είχε γίνει πιο στενό, χαιρέτησε, ορθός πλάι στην Κλαούντια, μέσα σ’ ένα μακρύ και κάπως παλιό ριχτό πανωφόρι, βγάζοντας το μαλακό και στρογγυλό καπέλο του, και τα χείλη του άρθρωσαν ένα γενικό, που δεν ακούστηκε, καλημέρα. Ύστερα, άλλαξε μια χειραψία με κάθε ένα από τους τρεις κυρίους, που είχανε προχωρήσει να υποδεχτούνε το ζεύγος, ίσαμε την κάτω μεριά της σκάλας. — Νεαρέ μου, είπε στο Χανς Κάστορπ βάζοντας το αριστερό χέρι του στον ώμο του, … πώς είσαι, γιέ μου; — Θερμά ευχαριστώ! Ελπίζω να είστε επίσης καλά κι οι δυο σας, αποκρίθηκε εκείνος. — Ο ήλιος έλαμπε, ήταν μια όμορφη, καθαρή μέρα, μα έκαναν καλά, οπωσδήποτε, που είχανε φορέσει τα ελαφρά πανωφόρια τους: στο αμάξι θα κρύωναν, χωρίς άλλο. Επίσης κι η Μαντάμ Σοσά φορούσε ένα ζεστό παλτό, με ζώνη, από ένα χνουδωτό ύφασμα με

μεγάλα τετράγωνα και, μάλιστα, μια μικρή γούνα γύρω από τους ώμους. Είχε χαμηλώσει, στα πλάγια, το μπορ του κέτσινου καπέλου της, που της πήγαινε εξαίσια, έτσι που οι πιο πολλοί από τους συντρόφους της ένιωσαν κάτι σαν πόνο, βλέποντάς την, εκτός από το Φέργε, το μοναδικό που δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Κι η ιδιότητά του αυτή είχε σαν συνέπεια τ’ ό,τι, κατά το προσωρινό μοίρασμα των θέσεων, ίσαμε το «Ντορφ», όπου θα έπαιρναν τους υπόλοιπους καλεσμένους της εκδρομής, του δόθηκε η θέση της πρώτης άμαξας, απέναντι του Μαϊνχέερ και της Μαντάμ, ενώ ο Χανς Κάστορπ, όχι όμως, και δίχως να δει ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο στα χείλη της Κλαούντια, ανέβηκε με το Φέρντιναντ Βέεζαλ στο δεύτερο αμάξι. Το λεπτό πρόσωπο του Μαλαίου καμαριέρη έπαιρνε, επίσης, μέρος στην εκδρομή. Παρουσιάστηκε πίσω από τους κυρίους του μ’ ένα ογκώδες πανέρι, που από το σκέπασμά του ξέφευγαν δυο λαιμοί μπουκαλιών, και που το τοποθέτησε κάτω από το πίσω κάθισμα του πρώτου λαντό και μόλις σταύρωσε στο στήθος τα μπράτσα του, πλάι στον αμαξά, δόθηκε το σινιάλο στ’ άλογα και, μ’ όλα τα φρένα σφιγμένα, τ’ αμάξια κατηφόρισαν στον ανεγύριστο δρόμο. Ο Βέεζαλ είχε προσέξει, επίσης, το χαμόγελο της φράου Σοσά και δείχνοντας τα χαλασμένα δόντια του, μίλησε γι’ αυτό, με τούτο δω τον τρόπο στο συνεκδρομέα του: — Είδατε, είπε, που σας κοροΐδεψε, επειδή υποχρεωθήκατε ν’ ανεβείτε στο ίδιο αμάξι με μένα; Ναι, ναι, ο βλαμμένος δεν πρέπει να γνοιάζεται για την χλεύη. Σας εξοργίζει και σας θυμώνει τόσο πολύ, λοιπόν, το να κάθεστε δίπλα μου; — Συνέλθετε, Βέεζαλ, και μη μιλάτε τόσο ταπεινωτικά, τον αποπήρε ο Χανς Κάστορπ. Οι γυναίκες χαμογελούν με την παραμικρότερη ευκαιρία, μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση του χαμόγελου. Δε χρησιμεύει σε τίποτα να σκοτίζεται αδιάκοπα κανείς απάνω σ’ αυτό. Για ποιο λόγο ταπεινώνεστε πάντα, μ’ αυτό τον τρόπο; Έχετε, όπως όλοι μας, τα προτερήματα και τα ελαττώματά σας. Παίζετε, λόγου χάρη, πολύ όμορφα το «Όνειρον θερινής νυχτός», πράμα που δεν μπορεί να κάνει ο καθένας, θα πρέπει να μας το ξαναπαίξετε μια απ’ αυτές τις μέρες. — Ναι, αποκρίθηκε ο δυστυχισμένος, μου μιλάτε από το ύψος του μεγαλείου σας, και δεν ξέρετε πόση αδιαντροπιά βρίσκεται στα παρηγορητικά λόγια σας, ούτε και πως με ταπεινώνετε περισσότερο, μιλώντας μου όπως μου μιλάτε. Σας είναι εύκολο να μιλάτε και να παρηγορείτε, από το ύψος της έδρας σας, γιατί αν είστε σήμερα σε μια κατάσταση κάπως γελοία, είχατε, ωστόσο, παρ’ όλ’ αυτά, τη σειρά σας κι ανεβήκατε στον έβδομο ουρανό. Θεέ μου, παντοδύναμε, νιώσατε κάτω από τα χέρια σας τα μπράτσα της και τον τράχηλό της, κι όλ’ αυτά, Θεέ μου παντοδύναμε, όλ’ αυτά μου καίνε το λαιμό και την καρδιά, όταν σκέφτομαι, και σεις κοιτάζετε, μπορείτε να κοιτάζετε αφ’ υψηλού, με πλήρη συνείδηση των όσων χαρήκατε, τα μαρτύριά μου… — Δεν είναι όμορφος τρόπος, ο τρόπος που εκφράζεστε, Βέεζαλ. Είναι μάλιστα, αποκρουστικός σ’ ύψιστο βαθμό, δεν έχω ανάγκη να σας το κρύψω, αφού με κατηγορείτε γι’ αδιάντροπο, κι είναι πιθανό, ότι το κάνετε επίτηδες να γίνεστε αποκρουστικός. Προσπαθείτε, αληθινά, να προκαλείτε την αηδία και δεν παύετε να βασανίζεστε. Είστε, πραγματικά λοιπόν, τόσο τρελά ερωτευμένος μαζί της;

— Φριχτά! αποκρίθηκε ο Βέεζαλ, κουνώντας το κεφάλι του. Δεν είναι δυνατό να πω τα βάσανα που τραβώ, στη δίψα μου και στον πόθο μου γι’ αυτήν, θα ’θελα να μπορούσα να πω, ότι αυτό θα ’ναι ο θάνατός μου, μα δεν μπορεί ούτε να ζήσει ούτε να πεθάνει κανείς απ’ αυτό. Όσο έλειπε, τα πράματα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν καλύτερα, σιγά σιγά την έχανα από τα μάτια. Μα από τότε που ξαναγύρισε εδώ και που τη βλέπω κάθε μέρα μπροστά μου, είναι φορές που με πιάνει, σε σημείο να δαγκώνω τα μπράτσα μου, να χειρονομώ στο κενό και να μην ξέρω πια τι να κάνω. Δε θα ’πρεπε να υπάρχει αυτό, μα δεν μπορεί κανείς και να ευχηθεί να μην υπάρχει. Όταν σας πιάνει, δεν μπορείτε να ευχηθείτε να μην υπήρχε, θα ’ταν σαν να θέλετε να χάσετε την ίδια σας τη ζωή, που έχει γίνει ένα μ’ αυτό, και δεν το μπορείτε: σε τι θα χρησίμευε το να πεθάνει κανείς; Μετά, ναι, ευχαρίστως! Στα μπράτσα της, ω, ναι, ευχαρίστως να πεθάνει κανείς! Αλλά πριν, είναι ηλίθιο, γιατί η ζωή είναι ο πόθος, και ο πόθος είναι η ζωή, και δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του εαυτού του, αυτό ’ναι το θεοκατάρατο μαρτύριο. Κι όταν λέω «θεοκατάρατο» δεν είναι παρά ένας τρόπος του λέγειν, το λέω σαν να ’μουν ένας άλλος, ούτε κι εγώ δεν μπορώ να το σκέφτομαι. Υπάρχουν τόσα μαρτύρια, κι όποιος υπομένει ένα μαρτύριο θέλει να λυτρωθεί απ’ αυτό, να ποιος είναι ο σκοπός του. Μα κανείς δεν μπορεί να λυτρωθεί από το μαρτύριο του σαρκικού πόθου, παρά μόνο, αν τον χορτάσει, δεν υπάρχει άλλος τρόπος, δεν μπορεί να υπάρχει, για όλο τον κόσμο. Έτσι είναι, κι όταν δεν σας πιάνει, σκέφτεστε διαφορετικά, μα όταν σας πιάσει, καταλαβαίνετε τον Ιησού Χριστό και τα δάκρυα κυλούνε στα μάτια σας. Θεέ του ουρανού! τι παράξενο πράμα η σάρκα μας να γυρεύει έτσι τη σάρκα, μόνο και μόνο γιατί δεν είναι δική μας, απλά μόνο γιατί ανήκει σε μια ξένη ψυχή! Πόσο παράξενο ’ναι, κι όταν το βλέπει κανείς από πιο κοντά, πόσο ελάχιστο, κατά βάθος, στη ντροπαλή οικειότητά του. Θα μπορούσε κανένας να πει: αφού δε ζητά τίποτα περισσότερο, ας του το δώσουμε, για όνομα του Θεού! Γιατί, τι ζητώ, Κάστορπ; Θέλω μήπως να τη σκοτώσω; Θέλω μήπως να πιώ το αίμα της; Δε θέλω παρά να τη χαϊδέψω μονάχα! Κάστορπ, αγαπητέ Κάστορπ, με συγχωρείτε που κλαίομαι με αυτό τον τρόπο, μα δε θα μπορούσε, για όνομα του Θεού, να μου δοθεί; Υπάρχει, αλήθεια, κάτι πιο υψηλό σ’ αυτό που ζητώ, δεν είμαι κτήνος, στο κάτω κάτω, είμαι κι εγώ, παρ’ όλ αυτά, με τον τρόπο μου, ένας άνθρωπος! Ο σαρκικός πόθος πάει προς όλες τις κατευθύνσεις, δεν είναι δεμένος, δεν είναι στερεωμένος σε ένα μέρος, γι' αυτό και τον ονομάζουμε κτηνώδη. Μα όταν είναι προσηλωμένος σε ένα ανθρώπινο πρόσωπο, τα χείλη μας μιλούνε για έρωτα. Δεν ποθώ μόνο τον κορμό της, ούτε τη σάρκινη κούκλα του κορμιού της, γιατί αν το πρόσωπό της ήταν ελάχιστα μόνο διαφορετικό, θα έπαυα ίσως να την ποθώ ολόκληρη, και πραγματικά, φαίνεται πως αγαπώ τη ψυχή της και πως την αγαπώ με την ψυχή μου. Γιατί η αγάπη για ένα πρόσωπο είναι η αγάπη της ψυχής… — Τι σας πιάνει, λοιπόν, Βέεζαλ; Είστε εκτός εαυτού και μόνο ο Θεός ξέρει τι είναι αυτά που κοπανάτε τώρα δα… — Μα από την άλλη μεριά, το κακό βρίσκεται στο σημείο αυτό ακριβώς, εξακολούθησε ο δυστυχισμένος, το κακό ναι, ακριβώς, ότι έχει μια ψυχή, ότι σαν ανθρώπινο πλάσμα

που είναι, έχει μια ψυχή κι ένα σώμα μονάχα. Γιατί η ψυχή της δε θέλει να ξέρει τίποτα για τη δική μου και το σώμα της επομένως, τίποτα για το σώμα μου. Τι θλίψη, πόση δυστυχία! Κι αυτός είναι ο λόγος, που ο πόθος μου είναι καταδικασμένος στο αίσχος και το κορμί μου σε αιώνιο μαρτύριο. Γιατί δε θέλει να ξέρει τίποτα για μένα, ούτε με το κορμί ούτε με την ψυχή; Δεν είμαι, λοιπόν, άνθρωπος εγώ; Ένας αποκρουστικός άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος; Είμαι άνθρωπος στον πιο υψηλό βαθμό, σας τ’ ορκίζομαι, θα ’μουν ικανός για κατορθώματα δίχως προηγούμενο, αν μου άνοιγε το βασίλειο των απολαύσεων των μπράτσων της, που είναι τόσο όμορφα μόνο γιατί αποτελούν μέρος του προσώπου της ψυχής της. Θα της έδινα όλες τις ηδονές του κόσμου, Κάστορπ, αν ήταν υπόθεση σωμάτων κι όχι προσώπων, αν δεν υπήρχε η καταραμένη ψυχή της, που δε θέλει να με ξέρει, μα που δίχως της δε θα ποθούσα, ίσως, το κορμί της. Αυτό ’ναι η φλογερή κόλαση όλων των διαβόλων και γι’ αυτό τυραννιούμαι αιώνια…. — Βέεζαλ, πσσστ! πιο σιγά, μπα! Ο αμαξάς σας πήρε μυρουδιά, για όνομα του Θεού! Επίτηδες δε γυρίζει το κεφάλι του, μ’ από την πλάτη του βλέπω πως ακούει. — Ναι, ναι, ακούει και καταλαβαίνει, Κάστορπ! Να πάλι, αυτή η βρωμερή ιστορία με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και τα μυστικά της ψιψιρίσματα! Αν μιλούσα για παλιγγενεσία ή για.. υδροστατική, δε θα καταλάβαινε τίποτα, δε θ’ άκουγε και δε θα ενδιαφερόταν καθόλου, γιατί δε θα ’τανε λαϊκό. Μα η πιο υψηλή, η πιο σπουδαία κι η πιο τρομακτικά κρυφή υπόθεση της σάρκας μας και της ψυχής μας, το βλέπετε, είναι ταυτόχρονα το λαϊκότερο πράμα, όλος ο κόσμος το καταλαβαίνει και μπορεί να κοροϊδεύει αυτόν που τον πιάνει και που η μέρα του είναι ένα μαρτύριο ασέλγειας, κι η νύχτα του μια κόλαση ντροπής. Κάστορπ, αγαπητέ Κάστορπ, αφήστε με να κλαυτώ λίγο, γιατί, για σκεφτείτε λίγο μόνο τις νύχτες μου! Κάθε νύχτα την ονειρεύομαι αχ, και τι δεν ονειρεύομε απ’ αυτήν, ο λαιμός μου και το στομάχι μου καίνε, όταν το σκέφτομαι! Κι όλα αυτά τελειώνουν πάντα με χαστούκια, μου δίνει χαστούκια ή με φτύνει κατάμουτρα, με το πρόσωπο της ψυχής της συσπασμένο από αηδία, με φτύνει, και τη στιγμή κείνη ξυπνώ, λουσμένος στον ιδρώτα, από ντροπή κι ηδονή… — Ε, λοιπόν, Βέεζαλ, τώρα θα προσπαθήσετε να σωπάσετε και να κρατήσετε τη γλώσσα σας, ίσαμε να φτάσουμε στο παντοπωλείο και ν’ ανεβεί κάποιος από μας. Σας το προτείνω και σας το προστάζω. Δε θέλω να σας πληγώσω και συμφωνώ πως βρίσκεστε σε δυσάρεστη κατάσταση, μα στον τόπο μας διηγούνται την ιστορία κάποιου, που τιμωρήθηκε με τούτο δω τον τρόπο: όταν μιλούσε, βγαίνανε φίδια και βατράχια από το στόμα του, με κάθε λέξη ένα φίδι ή ένας βάτραχος. Η ιστορία δε λέει πώς ή αν κατάφερνε να γλυτώσει, μα πάντα υπόθετα πως στο τέλος θα το ’χε βουλώσει. — Μα είναι μια αληθινή ανάγκη, είπε ο Βέεζαλ, μ’ έναν τόνο αξιολύπητο, είναι μια ανάγκη του ανθρώπου, αγαπητέ μου Κάστορπ, να μιλά και ν’ ανακουφίζει την καρδιά του, όταν βρίσκεται σε μια τόσο κακή κατάσταση. — Είναι, μάλιστα, ένα δικαίωμα του ανθρώπου, Βέεζαλ, αν θέλετε. Μα, κατά τη γνώμη μου, υπάρχουνε δικαιώματα, που θα ’κανε κανένας καλύτερα να μη τα ασκεί. — Σωπάσανε, λοιπόν, καθώς το είχε αποφασίσει ο Χανς Κάστορπ, κι άλλωστε, σε λίγο

βρίσκονταν κιόλας μπροστά στο σπιτάκι του εμπόρου των αποικιακών, που το στόλιζε η αγράμπελη. Ο Νάφτα κι ο Σετεμπρίνι βρίσκονταν κιόλας στο δρόμο, ο ένας μέσα στο κουρασμένο παλτό του, με τη γούνα στο γιακά και στα μανικέτια, κι ο άλλος μ’ ένα ελαφρό ασπροκίτρινο πανωφόρι, που θύμιζε όλες τις μόδες και που του έδινε ένα ύφος δανδή. Έκαναν σινιάλα, χαιρετιόντουσαν, καθώς τ’ αμάξια κάνανε στροφή κι οι κύριοι ανέβαιναν: ο Νάφτα σαν τέταρτος στο πρώτο λαντό, δίπλα στο Φέργε, κι ο Σετεμπρίνι, με θαυμάσιο κέφι κι εύθυμα, πικάντικα αστεία, ανέβηκε παρέα με το Χανς Κάστορπ και το Βέεζαλ. Ο τελευταίος αυτός του παραχώρησε, εξάλλου, τη θέση του στο βάθος της άμαξας, κι ο κύριος Σετεμπρίνι την έπιασε, παίρνοντας τη στάση και το ύφος περιπατητή του corso, μ’ αριστοκρατική νωχέλεια. Εξύμνησε την τέρψη του περιπάτου με αμάξι, αυτής της κίνησης του σώματος που χαίρεται ξεκούραστα, μέσα σ’ έναν αδιάκοπα εναλλασσόμενο διάκοσμο. Έδειξε στο Χανς Κάστορπ στοργικά, πατρικά αισθήματα κι έδωκε, μάλιστα κι ένα μπατσάκι στο μάγουλο του Βέεζαλ, καλώντας τον να ξεχάσει το αντιπαθητικό Εγώ, για να θαυμάσει αυτόν το φωτεινό κόσμο κι έδειξε με το δεξί χέρι του, κάτω από το φθαρμένο γάντι. Κάμανε ένα θαυμάσιο περίπατο. Τα άλογα, και τα τέσσερα με λευκά χαλινάρια, ζωηρά, με στιλπνό τρίχωμα και καλοταϊσμένα, τριπόδιζαν, με σταθερό βήμα, σε καλό δρόμο, που δεν είχε ακόμα γιομίσει σκόνες. Κομμάτια βράχων, που στις χαραμάδες τους φύτρωναν χλόη και λουλούδια, τους πλησίαζαν από καιρό σε καιρό, τηλεγραφικοί στύλοι κυνηγούσαν ο ένας τον άλλο, δάση που σκαρφάλωναν στις πλαγιές, χαριτωμένες καμπύλες σχεδιάζονταν στον αέρα, που βάραιναν όσο προχωρούσανε. Κρατούσαν την περιέργεια αδιάκοπα, κι οι βουνοσειρές, σκεπασμένες χιόνι εδώ κι εκεί, εξακολουθούσαν να υποφώσκουν στον ορίζοντα και κάτω από τον άπλετο ακόμη ήλιο. Σε λίγο, είχανε χάσει από τα μάτια τους το γνώριμο τοπίο της κοιλάδας, κι η μετατόπιση του καθημερινού τοπίου επιδρούσε στο πνεύμα των εκδρομέων αληθινά ανακουφιστικά. Ύστερα από κάμποση ώρα, σταμάτησαν στην παρυφή του δάσους. Από το σημείο αυτό θέλησαν να συνεχίσουν τον περίπατο με τα πόδια και να φτάσουνε στο σκοπό, έναν σκοπό που τον διάκριναν, τώρα και λίγη ώρα, αν και πολύ αμυδρά και χωρίς να τον συνειδητοποιήσουν αμέσως. Όλοι συλλάμβαναν έναν μακρινό θόρυβο, ένα βόμβισμα, ένα βουητό, κι ένα μούγγρισμα, που στιγμές στιγμές, χανότανε πάλι, μα που οι εκδρομείς καλούσαν ο ένας τον άλλο να στήσουν το αυτί και πάλι τον άκουγαν και πάντα έφτανε, ακίνητος, στ' αυτιά τους. — Για την ώρα, είπε ο Σετεμπρίνι, που είχε έρθει πολλές φορές ως εδώ, ο θόρυβος μέσα στον αέρα είναι αρκετά δειλός. Μα επί τόπου, αυτή την εποχή, είναι πολύ άγριος. Δε θ’ ακουγόμαστε πια μεταξύ μας. Μπήκανε μέσα στο δάσος, λοιπόν, από ένα μονοπάτι χαμένο κάτω από τα υγρά βελονόφυλλα. Μπροστά, ο Πήτερ Πήπερκορν, ακουμπισμένος στο μπράτσο της συντρόφισσάς του, με το μαύρο καπέλο του κατεβασμένο χαμηλά και με το βήμα κάπως αβέβαιο. Στη μέση ο Χανς Κάστορπ, δίχως καπέλο, όπως κι όλοι οι άλλοι κύριοι, με τα χέρια στις τσέπες του, με το κεφάλι γερμένο, κοιτάζοντας γύρω του, χωρίς να παύει να

σφυρίζει ελαφρά. Μετά ο Νάφτα κι ο Σετεμπρίνι κι ύστερα ο Φέργε κι ο Βέεζαλ, και τέλος, ο Μαλαίος ολομόναχος, κρατώντας το πανέρι με τα τρόφιμα. Μιλούσανε για το δάσος. Το δάσος δεν ήταν όπως τα άλλα. Πρόσφερε μια γραφική θέα, παράξενη, εξωτική σχεδόν, μα, οπωσδήποτε πένθιμη. Ξεχείλιζε από ένα είδος χνουδωτής λειχήνας κι ήταν ολόκληρο στρωμένο, ολόκληρο σκεπασμένο απ’ αυτήν. Ο κετσωτός ιστός του παρασιτικού φυτού κρεμότανε, σε μακριές, άχρωμες γενειάδες, από τα καπιτοναρισμένα και γιομισμένα, από τούτα τα χνουδωτά δίχτυα, κλαδιά. Δεν έβλεπες πια τα βελονόφυλλα, σχεδόν, δεν έβλεπες παρά μόνο γιρλάντες λειχήνας, κι αυτό παραμόρφωνε βαριά και παράξενα το δάσος και του έδινε μια αρρωστιάρικη και μαγεμένη όψη. Το δάσος δεν ένιωθε καλά, υπόφερε από μια υλομανή ψώρα, που απειλούσε να το πνίξει, τέτοια ήταν η γενική γνώμη, ενώ ο μικρός όμιλος προχωρούσε στο σκεπασμένο, από βελονόφυλλα μονοπάτι, έχοντας στ’ αυτιά του το θόρυβο του καταρράχτη, που όλο και τον πλησίαζε, τον πάταγο εκείνο και σφύριγμα, που γινόταν, σιγά σιγά, με αληθινή βροντή και που φαινόταν ότι θα επιβεβαίωνε, ό,τι είχε πει πρωτύτερα ο Σετεμπρίνι. Μια στροφή του μονοπατιού άφησε ελεύθερο το βλέμμα πάνω σε μια βραχώδη και δασωμένη χαράδρα, όπου έπεφτε ο καταρράχτης και την δρασκέλιζε ένα γιοφύρι, και την ίδια στιγμή που την είδαν ο θόρυβος φάνηκε να δυνάμωσε: ήταν ένας καταχθόνιος πάταγος. Οι όγκοι του νερού έπεφταν κάθετα, σ’ ένα μόνο καταρράχτη, που ήταν εφτά ή οχτώ μέτρα ψηλός τουλάχιστον κι αρκετά φαρδύς, κι ύστερα κατέβαιναν τους βράχους. Χτυπιόντουσαν μ’ έναν ξεφρενιασμένο θόρυβο, όπου φαίνονταν ν’ ανακατεύονται όλοι οι ήχοι κι όλοι οι πιθανοί τονισμοί, ο βρόντος του κεραυνού και το σφύριγμα, ο μυκηθμός, το ούρλιασμα, η φανφάρα, το τρίξιμο, το ντιντίνισμα, το βουητό κι ο ήχος της καμπάνας. Αληθινά, κουφαινόταν σχεδόν κανείς. Οι επισκέπτες είχαν πλησιάσει στο γλιστερό βράχο και κοίταζαν, μπουχιουρντισμένοι από μια νοτισμένη πνοή, τυλιγμένοι σε μια νερένια άχνη, με τ’ αυτιά γιομάτα και σαν καπιτοναρισμένα από πάταγο, ανταλλάζοντας συνάμα βλέμματα κουνώντας τα κεφάλια τους μ’ ένα δειλό χαμόγελο, αυτό το θέαμα, αυτή τη συνεχή καταστροφή, την καμωμένη από αφρό και πάταγο, που το συγχυσμένο κι υπερβολικό βούισμά της τους ζάλιζε, τους φόβιζε και τους προκαλούσε ακουστικές ψευδαισθήσεις. Νόμιζε κανείς, ότι άκουγε πίσω του, κι απ’ όλες τις μεριές, κραυγές συναγερμού κι απειλές, τρομπέτες κι ανθρώπινες σκληριξιές. Μαζεμένοι πίσω από τον Μαϊνχέερ Πήπερκορν, η φράου Σοσά βρισκόταν ανάμεσα στους πέντε κυρίους, κοίταζαν μαζί του εκείνο το τεράστιο κύμα, που έπεφτε αδιάκοπα. Δε διακρίνανε το πρόσωπό του, μα τον είδαν που έβγαλε το καπέλο του, ελευθερώνοντας με σεβασμό το κατάλευκο κεφάλι του και που γιόμιζε το στήθος του με δροσερό αέρα. Μιλούσαν ο ένας στον άλλο, με βλέμματα και νοήματα, γιατί τα λόγια, κι αν ακόμα λεγόντουσαν στ’ αυτί, θα πνίγονταν από το βρούχισμα της νερόπτωσης. Τα χείλη τους σχημάτιζαν λόγια έκπληξης και θαυμασμού, που δε γίνονταν ακουστά. Ο Χανς Κάστορπ, ο Σετεμπρίνι κι ο Φέργε, συμφώνησαν με νεύματα του κεφαλιού να σκαρφαλώσουνε το ύψος του φαραγγιού, που στο βάθος του βρίσκονταν, να φτάσουνε στο πιο πάνω γιοφύρι και να κοιτάξουνε τα νερά από κείνη την άποψη. Δεν ήτανε δύσκολο. Μια απότομη

σκάλα, με στενά, σκαλισμένα στο βράχο σκαλοπάτια, οδηγούσε σ’ ένα ψηλότερο πλάτωμα του δάσους. Την ανέβηκαν, ο ένας πίσω από τον άλλο, πάτησαν το πόδι τους στο γιοφύρι και, από τη μέση της κρεμασμένης, πάνω από την καμπύλη του καταρράχτη, γέφυρας, ακουμπώντας στο καγκέλωμά της, έκαναν σινιάλα στους φίλους τους, χαμηλά. Ύστερα, περάσανε το γιοφύρι, κατέβηκαν, με κάποιο κόπο, από την άλλη πλευρά, και ξαναπαρουσιάστηκαν μπροστά σ’ εκείνους που είχανε μείνει πίσω, πέρα από το χείμαρρο, που, πιο κάτω, τον δρασκέλιζε, επίσης, ένα δεύτερο γιοφυράκι. Η ανταλλαγή των νευμάτων αφορούσε τώρα το φαγητό. Πολλά μέλη της συντροφιάς έκριναν, πως έπρεπε ν’ απομακρυνθούν από τη θορυβώδη ζώνη, για να μπορέσουν να χαρούν αυτό το γεύμα στον ανοιχτό αέρα, όχι σαν κουφοί και βουβοί, μα μ’ ελεύθερη ακοή και λυμένη γλώσσα. Οπωσδήποτε, έπρεπε να 'χουν υπ’ όψη τους, πως ο Πήπερκορν είχε διαφορετική γνώμη. Τίναξε το κεφάλι, έδειξε πολλές φορές με το δείχτη το βάθος του φαραγγιού και τα σκισμένα χείλη του, που ανοίχτηκαν με προσπάθεια, άρθρωσαν ένα: — Εδώ! Τι έπρεπε να γίνει, λοιπόν; Στα κυβερνητικά αυτά ζητήματα ήταν ο κύριος κι ο αρχηγός. Το βάρος της προσωπικότητάς του θα υπερίσχυε, για να παρθεί η απόφαση, ακόμη και στην περίπτωση κείνη, που θα ’ταν ο οργανωτής κι ο εμπνευστής, καθώς πάντα της επιχείρησης. Το «μέγεθος» αυτό υπήρξε πάντα τυραννικό, καταπιεστικό, αυτοκρατορικό, κι έμεινε ως το τέλος. Ο Μαϊνχέερ ήθελε να φάει μπροστά στον καταρράχτη, μέσα στο θόρυβο της βροντής, τέτοιο ήταν το ηγεμονικό πείσμα του κι όποιος δεν ήθελε να στερηθεί το γεύμα του, έπρεπε να κάτσει εκεί που καθόταν. Οι πιο πολλοί ήσαν δυσαρεστημένοι. Ο κύριος Σετεμπρίνι, που είδε να εξανεμίζεται κάθε δυνατότητα ανθρώπινης ανταλλαγής, μιας φλυαρίας ή μιας δημοκρατικής και καλοαρθρωμένης λογομαχίας, σήκωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι του, σε μια κίνηση απελπισίας κι υποταγής. Ο Μαλαίος βιάστηκε να εκτελέσει τις διαταγές του κυρίου του. Υπήρχαν και δυο καρέκλες «πλιάν» που τις στήσανε στο βραχένιο τοίχωμα του φαραγγιού, για τον Μαϊνχέερ και τη Μαντάμ. Ύστερα, άπλωσε στα πόδια τους, πάνω σ’ ένα τραπεζομάντηλο, το περιεχόμενο του πανεριού: φλιτζάνια του καφέ και ποτήρια, thermos, ζυμαρικά και κρασί. Βιάστηκαν να μοιραστούνε τα τρόφιμα κι ύστερα καθίσανε πάνω σε βράχους και στα κάγκελα του μικρού γιοφυριού, κρατώντας στο χέρι τους το φλιτζάνι με το ζεστό καφέ και το πιάτο με τα γλυκίσματα στα γόνατά τους κι έφαγαν σιωπηλοί, μέσα στον πάταγο του καταρράχτη. Ο Πήπερκορν, με σηκωμένο το γιακά του πανωφοριού του, με το καπέλο του αποθεμένο κατάχαμα, δίπλα του, έπινε πορτό σ’ ένα ασημένιο κύπελλο, κοσμημένο με το μονόγραμμά του, που το γέμισε και το άδειασε επανειλημμένα. Και, ξαφνικά, άρχισε να μιλά. Περίεργος άνθρωπος! Ήταν αδύνατο να άκουε, κι ο ίδιος ακόμα, τη φωνή του, και για έναν παραπάνω λόγο, οι άλλοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ούτε μια συλλαβή απ’ αυτά που έκανε να ακουστούν χωρίς ν’ ακούονται. Μα ύψωνε το δείκτη, άπλωνε το αριστερό μπράτσο κρατώντας το κύπελλο με το δεξί χέρι, σήκωνε λοξά την παλάμη του κι έβλεπαν το βασιλικό πρόσωπό του, που κινιόταν από τα λόγια, και το στόμα του άρθρωνε λέξεις, που δεν είχαν κανέναν ήχο, σαν να 'χανε προφερθεί σ’ ένα χώρο κενό

από αέρα. Όλοι σκέφτηκαν, πως θα παραιτιόταν γρήγορα απ’ αυτή την ανώφελη προσπάθεια, που την κοίταζαν μ’ ένα στενοχωρημένο χαμόγελο, αλλ’ εξακολουθούσε να μιλά με γοητευτικές κινήσεις του αριστερού χεριού, που εκβιάζανε την προσοχή των θεατών του, παρά το εκκωφαντικιό βουητό, πηγαίνοντας τα μικρά, χλομά και κουρασμένα μάτια του, μα διασταλμένα με προσπάθεια, κάτω από τις ζαρωμένες πτυχές του μετώπου του, πότε στον έναν και πότε στον άλλο, έτσι, που αυτός που δεχόταν το βλέμμα του, ήταν κάθε φορά υποχρεωμένος να κινεί επιδοκιμαστικά το κεφάλι του, με σηκωμένα τα φρύδια κι ανοιχτό στόμα, βάνοντας το ένα χέρι χουφτωτό στ’ αυτί του, σαν να ’τανε δυνατό να διορθώσει, κατά κάποιο τρόπο, μια κατάσταση τόσο απελπιστική. Και να που έφτασε ίσαμε το σημείο να σηκωθεί! Με το κύπελλο στο χέρι, μες στο φθαρμένο ταξιδιωτικό πανωφόρι του, που του είχε σηκώσει το γιακά και που του έφτανε ίσαμε τα πόδια σχεδόν, χωρίς καπέλο, με το ψηλό, ρυτιδωμένο, σαν ειδώλου, μέτωπό του στεφανωμένο από τα τσουλούφια των κατάλευκων μαλλιών του, στάθηκε κολλητά στο βράχο, και το πρόσωπό του ζωήρεψε, όταν, με μια σοφή κίνηση, έπλεξε τον κύκλο με τα δάχτυλά του, για να συνοδεύσει την άφωνη κι ακαθόριστη ομιλία του με το κυριαρχικό σημάδι της ακρίβειας. Από τις χειρονομίες του αναγνώριζαν και στα χείλη του διάβαζαν μερικές λέξεις που είχανε συνηθίσει ν’ ακούνε από το στόμα του. Τέλεια!» και «Εν τάξει!» τίποτα περισσότερο. Έβλεπαν το κεφάλι του να σκύβει, μια πικρία έσκιζε τα χείλη του, δεν ήταν πια παρά η εικόνα του πόνου. Ύστερα, είδαν ν’ ανθίζει πάνω στα μάγουλά του το μόρτικο, συβαρίτικο λακκάκι κι είχαν την ψευδαίσθηση πως τώρα δα χόρευε, πιάνοντας ανασηκωτά από μπρος τα ιερά άμφιά του, ήταν πάλι ο ακόλαστος ειδωλολάτρης ιερέας. Σήκωσε το κύπελλό του, διαγράφοντας μισό κύκλο μπροστά στα μάτια των καλεσμένων του και το άδειασε με δυο τρεις ρουφηξιές, ως τον πάτο, αναποδογυρίζοντάς το πάνω από τα χείλη του. Ύστερα, τεντώνοντας το μπράτσο, άπλωσε το ασημένιο σκεύος στο Μαλαίο του, που το πήρε, με το χέρι πάνω στο στήθος του, χαιρετιστικά, κι έδωσε το σινιάλο της αναχώρησης. Όλοι υποκλιθήκανε μπροστά του, για να τον ευχαριστήσουν, έτοιμοι να συμμορφωθούνε στην προσταγή του. Εκείνοι που κάθονταν στη γη πηδήσανε στα πόδια τους κι εκείνοι που ακουμπούσανε στα κάγκελα της μικρής γέφυρας σηκώθηκαν. Ο λεπτός Γιαβανέζος, με σκληρό καπέλο και με πανωφόρι, με γούνινο γιακά, μάζεψε τ’ απομεινάρια του φαγητού και τα πιατάκια. Με την ίδια τάξη στο βάδισμα, όπως είχανε έρθει, ξαναγύρισαν από το υγρό και βελονοσκέπαστο μονοπάτι, μέσα από το αγνώριστο, εξ αιτίας της λειχήνας, δάσος, στο μέρος του δρόμου, όπου περίμεναν τα αμάξια. Ο Χανς Κάστορπ πήρε θέση τούτη δω τη φορά με τον κύριο και τη σύντροφό του. Είχε καθίσει απέναντι στο ζευγάρι, πλάι στον εξαίρετο Φέργε, που τα ψηλά πράματα του ήταν ολωσδιόλου ξένα. Δε μίλησαν, σχεδόν, σ’ όλο το δρόμο της επιστροφής. Ο Μαϊνχέερ καθόταν εκεί, με τα χέρια αποθεμένα πάνω στο πλέιντ, που σκέπαζε τα γόνατά του, και τα γόνατα της Κλαούντια, κι άφηνε να κρέμεται η κάτω μασέλα του. Ο Σετεμπρίνι κι ο Νάφτα κατέβηκαν κι αποχαιρέτησαν, πριν το αμάξι περάσει τις ράγες και το μικρό ρέμα. Ο Βέεζαλ έμεινε μόνος στο δεύτερο αμάξι, για να ξανανεβεί το δρόμο του Μπέργκχοφ.

Ύστερα χωρίστηκαν μπροστά στον πυλώνα. Ο ύπνος του Χανς Κάστορπ ήταν, άραγε, κείνη τη νύχτα ιδιαίτερα ελαφρός και φευγαλέος, ύστερα από έναν, οποιονδήποτε εσωτερικό συναγερμό, για τον οποίο η ψυχή του δεν ήξερε τίποτα, έτσι, που, χάρη σ’ αυτόν, είχε αρκέσει η πιο ελαφρά παρέκκλιση από τη συνηθισμένη νυχτερινή γαλήνη του Μπέργκχοφ, μια τόσο πνιγμένη ανησυχία, που μόλις μόλις μπορούσε να τη διακρίνει κανείς, από ένα πολύ μακρινό περπάτημα, ώστε να τον ξυπνήσει ολότελα και να τον κάμει ν’ ανακαθίσει στα μαξιλάρια του; Είχε ξυπνήσει, πραγματικά, λίγη ώρα πριν χτυπήσουν την πόρτα του, πράμα που έγινε λίγο πιο ύστερα από τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. Αποκρίθηκε αμέσως, καθόλου νυσταγμένος, με όλη την ενεργητικότητα και την ετοιμότητα του μυαλού του. Ήταν η δυνατή κι αβέβαιη φωνή μιας νοσοκόμας, που εργαζόταν στο ίδρυμα, και τον παρακαλούσε, από μέρους της φράου Σοσά, να κατεβεί αμέσως στο πρώτο. Αποκρίθηκε με όλη του την ενεργητικότητα, πως ερχότανε, πήδησε από το κρεβάτι του, πέρασε, γρήγορα γρήγορα, τα ρούχα του, έστρωσε τα μαλλιά του με το χέρι του και κατέβηκε, χωρίς βιάση και δίχως αργοπορία, αβέβαιος περισσότερο για το Τι παρά για το Πώς της ώρας. Βρήκε την πόρτα του σαλονιού του Πήπερκορν ορθάνοιχτη καθώς και την πόρτα του υπνοδωματίου του Ολλανδού, και σε άπλετο φωτισμό. Εκεί βρίσκονταν οι δυο γιατροί, η προϊσταμένη Μύλεντονκ, η φράου Σοσά κι ο Μαλαίος καμαριέρης. Ο τελευταίος αυτός δεν ήταν ντυμένος, όπως συνήθως, παρά φορούσε ένα είδος εθνικού κουστουμιού, μια μπλούζα με φαρδιές ραβδώσεις και μακριά, άπλετα μανίκια, μια παρδαλή ρόμπα αντί για πανταλόνια κι έναν κωνικό σκούφο από κίτρινο ύφασμα στο κεφάλι. Εξάλλου, πάνω στο στήθος του είχε κρεμασμένα φυλαχτά. Στεκόταν ακίνητος, με σταυρωμένα τα μπράτσα, αριστερά στο πάνω μέρος του κρεβατιού όπου ήταν ξαπλωμένος ο Μαϊνχέερ Πήπερκορν, ανάσκελα και με τα χέρια απλωμένα. Ο Χανς Κάστορπ, κατάχλομος, διάτρεξε μπαίνοντας, ολόκληρη τη σκηνή, με τα μάτια. Η φράου Σοσά του γύριζε την πλάτη. Ήταν καθισμένη σ’ ένα χαμηλό φωτέιγ, στα πόδια του κρεβατιού, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στη ρόδινη κουβέρτα, με το πηγούνι στο χέρι της, σκαλίζοντας με τα δάχτυλα το κάτω χείλος της και κοίταζε το πρόσωπο του συνταξιδιώτη της. — Σπέρα, αγόρι μου, είπε ο Μπέρενς, που μιλούσε χαμηλόφωνα με τον Δρ Κροκόβσκι και την Προϊσταμένη, και κούνησε το κεφάλι μελαγχολικά, στρουφίζοντας το μικρό μουστάκι. Ήτανε με άσπρη μπλούζα, το στηθοσκόπιο έβγαινε από την τσέπη του και φορούσε κεντημένες παντούφλες. Δε γίνεται τίποτα! πρόσθεσε χαμηλόφωνα. Τελειωμένη δουλειά. Πλησιάστε, λοιπόν. Ρίξτε ένα βλέμμα εκεί πάνω, σαν γνώστης που είστε, και θα συμφωνήστε, πως είχαν προβλέψει, ευσυνείδητα κάθε ιατρική επέμβαση. Ο Χανς Κάστορπ πλησίασε στο κρεβάτι, στις μύτες των ποδιών. Τα μάτια του Μαλαίου παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση, τον ακολουθούσαν χωρίς ο ιθαγενής να γυρίσει το κεφάλι του, έτσι που φάνηκε το ασπράδι των ματιών του. Μ’ ένα λοξό βλέμμα, διαπίστωσε πως η φράου Σοσά δεν ασχολιόταν μαζί του, κι έμεινε όρθιος, σε μια χαρακτηριστική στάση, στηριγμένος στο ένα πόδι, μ’ απλωμένα τα χέρια στην κοιλιά, με το κεφάλι λοξά σκυμμένο, σκεφτικός και γιομάτος σεβασμό.

Ο Πήπερκορν ήταν πλαγιασμένος, κάτω από την τριανταφυλλιά μεταξωτή κουβέρτα του, με τη μάλλινη πουκαμίσα του, όπως τον είχε δει τόσες φορές ο Χανς Κάστορπ. Τα χέρια του ήταν πρησμένα και μελανιασμένα, μαύρα σχεδόν, έτσι ήταν και μερικά μέρη του προσώπου του, πράμα που τον παραμόρφωνε αισθητά, αν και τα βασιλικά χαρακτηριστικά του δεν είχαν αλλάξει. Το αραβούργημα του ψηλού, σαν ειδώλου, μετώπου του, στεφανωμένο από τα λευκά του τσουλούφια, τέσσερις ή πέντε οριζόντιες ρυτίδες που κατέβαιναν σ’ ορθή γωνία κι από τους δυο κροτάφους του, χαραγμένες από την καθημερινή ένταση μιας ολόκληρης ζωής, φαινόταν έντονα, ακόμη και τώρα που γαλήνευε, πάνω από τα κλεισμένα βλέφαρα. Τα χείλη, με το πικρό σκίσιμο, ήταν μισάνοιχτα. Το μελάνιασμα μαρτυρούσε ένα απότομο σταμάτημα, ένα βίαιο αποπληκτικό σταμάτημα των ζωτικών λειτουργιών. Ο Χανς Κάστορπ έμεινε μια στιγμή σε περισυλλογή, αναρωτούμενος για το τι και το πώς. Δίσταζε ν’ αλλάξει στάση, περιμένοντας, πως η «χήρα» θα του απηύθυνε το λόγο. Καθώς, όμως, δεν το έκανε, αποφάσισε να μη την ενοχλήσει και ξαναγύρισε στους άλλους που στέκονταν πίσω του. Ο Αυλικός Σύμβουλος έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι κατά τη διεύθυνση του σαλονιού. Ο Χανς Κάστορπ τον ακολούθησε. — Suicidium; ρώτησε χαμηλόφωνα, με επαγγελματική ηρεμία. — Μα την πίστη μου! αποκρίθηκε ο Μπέρενς, κάνοντας μια αποδιωκτική χειρονομία και πρόσθεσε: Πέρα για πέρα! Στον υπερθετικό. Είδατε ποτέ αυτό το ευγενικό πραγματάκι; ρώτησε, βγάζοντας από την τσέπη της μπλούζας του ένα άμορφο κουτί, απ’ όπου τράβηξε ένα μικροσκοπικό αντικείμενο, που το έδειξε στο νέο. Εγώ όχι, μα αξίζει να το δει κανείς. Ποτέ δεν τα ξέρει όλα κανείς. Καπριτσιόζικο κι αποτελεσματικό. Του το τράβηξα από το χέρι. Προσοχή! Αν πέσει καμιά στάλα στην επιδερμίδα σας, κινδυνεύετε να πάθετε εγκαύματα. Ο Χανς Κάστορπ στριφογύριζε στα δάχτυλά του το μυστηριώδες αντικείμενο. Ήταν από ατσάλι, φίλντισι, χρυσάφι και καουτσούκ, κι είχε πολύ παράξενη όψη. Έβλεπε κανείς δυο αιχμές, σαν πιρουνιού, καμπυλωμένες και πολύ μυτερές, από ατσάλι, που, ίσαμε ένα βαθμό, ήταν αρμοσμένες σ’ ένα μεσαίο μέρος ελαφρά κυματιστό, από φίλντισι ενισχυμένο με χρυσάφι, και το σύνολο τελείωνε σ’ ένα είδος φούσκας από σκληρό καουτσούκ. — Τι ’ναι αυτό; ρώτησε. — Αυτό, αποκρίθηκε ο Μπέρενς, είναι μια σύριγγα ενέσεων. Ή, από μια άλλη άποψη, ένας μηχανισμός που αναπαριστάνει τα δόντια του όφι του διοπτροφόρου. Καταλαβαίνετε; Σαν να μη καταλαβαίνετε, είπε, καθώς ο Χανς Κάστορπ, αποσβολωμένος, δεν άφηνε από τα μάτια του το παράξενο όργανο. Ιδού τα δόντια. Δεν είναι εντελώς συμπαγή, διασχίζονται από έναν τριχοειδή σωλήνα, από ένα λεπτότατο κανάλι, που μπορείτε να δείτε καθαρά το στόμιό του, εδώ στο μπροστινό μέρος, λίγο πιο πάνω από τις αιχμές. Οι μικροί σωλήνες αυτοί, είναι ανοιχτοί, φυσικά, και στην άλλη άκρη τους και συγκοινωνούν με το άνοιγμα της καουτσουκένιας σφαίρας, που είναι ένα σώμα με το μεσαίο φιλντισένιο κομμάτι. Όταν είναι να δαγκώσουν, τα δόντια πάνε ελαφρά προς τα πίσω και πιέζουνε λίγο τη δεξαμενή που τροφοδοτεί τα κανάλια, έτσι ώστε τη

στιγμή ακριβώς που τα δόντια μπαίνουν στη σάρκα, η δόση περνά στην κυκλοφορία του αίματος. Το πράμα φαίνεται πολύ απλό, όταν βλέπει κανείς το αντικείμενο. Μα χρειάστηκε σκέψη για να φτιαχτεί. Χωρίς άλλο θα το κατασκευάσανε σύμφωνα με δικές του υποδείξεις. — Σίγουρα, είπε ο Χανς Κάστορπ. — Η δόση δεν μπορεί να ’ταν πολύ μεγάλη, εξακολούθησε ο Αυλικός Σύμβουλος. Η ποσότητα θα αντικαταστάθηκε από… — Το δυναμισμό, συμπλήρωσε ο Χανς Κάστορπ. — Ε, λοιπόν, ναι. Το τι είναι θα το ανακαλύψουμε, βέβαια. Μπορεί να περιμένει κανείς με κάποια περιέργεια το αποτέλεσμα της ανάλυσης. Αυτό θα μας δώσει, χωρίς καμιά αμφιβολία, την ευκαιρία να μάθουμε κάτι ακόμα. Στοιχηματίζετε, πως το ξωτικό μας, ο υπηρέτης εκεί πίσω, που έβαλε απόψε τα καλά του, θα μπορούσε να μας δώσει ακριβέστερες πληροφορίες; Υποθέτω, πως είναι ένα μίγμα ζωικών και φυτικών δηλητηρίων, το καλύτερο, από τα καλά, οπωσδήποτε, γιατί η ενέργεια θα ’ταν κεραυνοβόλος. Όλα δείχνουν πως αυτό του έκοψε άμεσα την αναπνοή: παράλυση του αναπνευστικού κέντρου, καταλαβαίνετε; Ασφυξία ταχύτατη, χωρίς προσπάθειες, ούτε πόνο, κατά πάσα πιθανότητα. — Ο θεός να δώσοι! είπε ευλαβικά ο Χανς Κάστορπ. Μ ένα στεναγμό, επέστρεψε το ανησυχαστικό μικρό αντικείμενο στον Αυλικό Σύμβουλο και ξαναγύρισε στο υπνοδωμάτιο. Αυτή τη φορά, βρήκε μονάχα τη φράου Σοσά, και τον Μαλαίο. Η Κλαούντια σήκωσε τώρα το κεφάλι προς το μέρος του νέου, όταν ξαναπήγε κοντά στο κρεβάτι. — Είχατε το δικαίωμα να σας καλέσουν, είπε. — Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, είπε. Κι έχετε δίκιο. Μιλούσαμε με το «συ». Ντρέπομαι ως το βάθος της ψυχής μου, που κοκκίνιζα, γι’ αυτό, μπροστά στους άλλους και που χρησιμοποιούσα υπεκφυγές. Ήσασταν κοντά του τις τελευταίες στιγμές; — Ο υπηρέτης με ειδοποίησε, όταν είχαν όλα τελειώσει, αποκρίθηκε εκείνη. — Ήταν τέτοιου «μεγέθους» άρχισε πάλι ο Χανς Κάστορπ, που θεωρούσε την ανεπάρκεια της αίσθησης μπροστά στη ζωή σαν κοσμική καταστροφή και σαν ντροπή του Θεού. Γιατί έβλεπε τον εαυτό του σαν νυμφικό όργανο του Θεού, θα το ξέρετε. Ήταν μια βασιλική τρέλα… Όταν είναι κανείς συγκινημένος, έχει το θάρρος να χρησιμοποιεί εκφράσεις, που φαίνονται χοντρές κι ασεβείς, μα που είναι πιο επίσημες από αυτές που παραχωρεί η περισυλλογή. — C est une abdication, είπε. Γνώριζε την τρέλα μας; — Δεν μπόρεσα να το αρνηθώ, Κλαούντια. Το είχε μαντέψει, τότε, που αρνήθηκα να σας φιλήσω στο μέτωπο, μπροστά του. Η παρουσία του αυτή τη στιγμή είναι περισσότερο συμβολική από πραγματική, μα θέλετε να μου επιτρέψετε να το κάνω τώρα;

Με μια σύντομη κίνηση σήκωσε το μέτωπό της προς το μέρος τους, με μάτια κλεισμένα, σαν να ’κανε ένα μικρό νεύμα. Άγγιξε, με τα χείλη του, το μέτωπό της. Τα ζωώδη καστανά μάτια του Μαλαίου παρακολούθησαν τη σκηνή, γυρισμένα προς το μέρος του, μ’ έναν τέτοιο τρόπο που δείχνανε το ασπράδι τους.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗ ΑΣ ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ, μια ακόμη φορά, τη φωνή του Αυλικού Σύμβουλου Μπέρενς ας τον ακούσουμε καλά! Είναι, ίσως, η τελευταία φορά που θα τον ακούσουμε. Κι η ίδια η ιστορία αυτή θα τελειώσει. Ο πιο μακρύς χρόνος της έχει περάσει, ή μάλλον: ο χρόνος του περιεχομένου της πήρε τέτοια φόρα, που δεν υπάρχει πια τρόπος να τον σταματήσει. Ακόμα κι η μουσική της διάρκεια πλησιάζει προς το τέλος της, έτσι, που δεν θα ’χουμε ίσως, πια την ευκαιρία να ξανακούσουμε την εύθυμη φωνή και τον παροιμιακό χαρακτήρα της γλώσσας του Ραδάμανθυ. Έλεγε στο Χανς Κάστορπ: — Κάστορπ, γεροντονιέ μου, πλήττετε. Πάει να σας φύγει η μασέλα από το άνοιγμα που της κάνετε! Το βλέπω κάθε μέρα, η ακεφιά είναι γραμμένη στο μέτωπό σας. Είστε ένας τύπος blase, Κάστορπ, σας παραχαϊδέψανε και σας χαλάσανε οι αισθήσεις, κι αν δεν σας προσφέρουν κάθε μέρα κι ένα νεωτερισμό πρώτης γραμμής, γογγύζετε και ξινίζετε τα μούτρα, ολάκερη την εποχή των ισχνών αγελάδων. Έχω δίκιο ή έχω άδικο; Ο Χανς Κάστορπ σώπαινε κι η στάση αυτή μαρτυρούσε, πως, πραγματικά, μέσα του θα είχε πέσει πολλή σκοτεινιά. — Έχω δίκιο όπως πάντα, αποκρίθηκε ο Μπέρενς στον εαυτό του. Και πριν σκορπίσετε εδώ το δηλητήριο της δυσαρέσκειας πολίτη στασιαστή, θα δείτε, πως δεν είστε καθόλου εγκαταλειμμένος από Θεό κι ανθρώπους, μα πως οι Αρχές έχουνε τα μάτια τους πάνω σας, πως δεν σας άφησαν από τα μάτια τους, αγαπητέ μου, και πως γυρεύουν αδιάκοπα καινούριους τρόπους, για να σας διασκεδάζουν. Κι ο γέρο Μπέρενς, είναι πάντα εδώ. Και τώρα, ας αφήσουμε τα αστεία, αγόρι μου! Μου ήρθε η ιδέα, για την υπόθεσή σας, μόνο ο Θεός ξέρει αν πέρασα άυπνες νύχτες, ίσαμε να βρω κάτι για σας! Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς ακόμα και για επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, και το γεγονός είναι, πως περιμένω πολλά από την ιδέα μου, δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, την αποτοξίνωσή σας και θριαμβευτική σας αναχώρηση σε μια ημερομηνία ανυποψίαστα κοντινή. — Γουρλώνετε τα μάτια σας, βλέπω, εξακολούθησε, ύστερα από κάμποση υπολογισμένη σιωπή, μ’ όλο που ο Χανς Κάστορπ δεν είχε ανοίξει τα μάτια του καν, παρά τον κοίταζε μ’ ένα ύφος αρκετά νυσταγμένο κι αφηρημένο, και δεν υποψιάζεστε τι θέλει να πει ο γέρο Μπέρενς. Ακούστε, λοιπόν, τι εννοώ ακριβώς. Υπάρχει κάτι που δεν πάει καλά σε σας, πράμα που δεν θα ξέφυγε από την αξιότιμη αντίληψή σας. Δεν πάει καλά, από την άποψη, πως τα φαινόμενα της τοξίνωσής σας δεν ανταποκρίνονται πια, από πολύ καιρό τώρα, με την τοπική σας κατάσταση, που έχει αναμφισβήτητα βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό, κι όλ' αυτά δεν είναι πράματα, που τα σκέφτηκα μόλις χτες. Εδώ έχουμε την τελευταία πλάκα σας. Ας πλησιάσουμε λίγο, στο φως, αυτό το μαγικό αντικείμενο. Βλέπετε; Ο χειρότερος μικρολόγος και απαισιόδοξος, όπως λέει πάντα ο αυτοκρατορικός κύριός μας, δε θα ’βρίσκε πια ν’ ανακαλύψει μεγάλα πράματα εδώ. Πολλές εστίες έχουν απορροφηθεί ολότελα, το σπήλαιο περιορίστηκε κι ορίστηκε σαφέστερα, πράμα που σοφός καθώς είστε, δε θα το αγνοείτε αποτελεί ένδειξη ίασης. Η κατάσταση αυτή των πραγμάτων δεν

εξηγεί καλά την ανωμαλία της θερμοκρασίας σας, αγόρι μου. Κι ο γιατρός βλέπει, πως είναι υποχρεωμένος ν’ αναζητήσει αλλού τις αιτίες. Η κίνηση του κεφαλιού του Χανς Κάστορπ εξέφρασε ευγενική περιέργεια και τίποτα περισσότερο. — Θα σκεφτείτε, φυσικά, Κάστορπ, ότι ο γέρο Μπέρενς θα πρέπει να συμφωνήσει, πως η θεραπεία ήταν ελλιπής. Μα θα 'χατε σκοπεύσει το σκύλο σας, κι όχι το λαγό, και δε θα ήσασταν στο ύψος ούτε της κατάστασης ούτε του γέρο Μπέρενς. Η θεραπεία σας δεν ήταν ελλιπής, αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορεί και να μην ήταν υπερβολικά μονόπλευρη. Η πιθανότητα αυτή μ’ έκανε να σκεφτώ, πως τα συμπτώματά σας δεν οδηγούν αποκλειστικά στην tuberculosis και κατέληξα σ’ αυτό, για τον λόγο, πως, σήμερα πραγματικά, δε βλέπω τίποτα σε σας, που να μας υποχρεώνει να τα εξηγήσουμε έτσι. Οι ανωμαλίες σας θα πρέπει να οφείλονται σε κάτι άλλο. Κατά τη γνώμη μου, έχετε κόκκους. — Σύμφωνα με τη βαβιά μου πεποίθηση, επανάλαβε ο Αυλικός Σύμβουλος, τονίζοντας τη βεβαίωσή του, αφού πρώτα συνέλαβε ένα κούνημα της κεφαλής, από τη μεριά του Χανς Κάστορπ, έχετε streptos, πράμα που δεν είναι, άλλωστε λόγος να τρομοκρατηθείτε. (Όσο για τρομοκράτηση δεν ήτανε δυνατό να γίνεται ο παραμικρότερος λόγος. Η φυσιογνωμία του Χανς Κάστορπ εξέφραζε μάλλον ένα είδος ειρωνικής αναγνώρισης, που οφειλότανε είτε στην οξυδέρκεια, που ανακάλυπτε στον εαυτό του, είτε στην καινούρια εκτίμηση, που του έδειχνε υποθετικά, ο Αυλικός Σύμβουλος). — Δεν υπάρχει, που λέτε, σ’ αυτό κανένας λόγος, για πανικό, ξανάρχισε ο ίδιος, παραλλάζοντας τα ενθαρρυντικά λόγια του. Κόκκους έχει όλος ο κόσμος. Streptos έχει κάθε γάιδαρος. Δεν υπάρχει λόγος, λοιπόν, ώστε να καυχιέστε γι’ αυτούς. Τώρα τελευταία, μάλιστα, μάθαμε, πως μπορεί κανένας θαυμάσια να 'χει στρεπτόκοκκους στο αίμα και να μη δείχνει κανένα ορατό σύμπτωμα μόλυνσης. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ αυτό το γεγονός, που πολλοί από τους συναδέλφους μας αγνοούν ακόμη, πως το αίμα, δηλαδή, μπορεί να περιέχει φύματα χωρίς καμιά απολύτως συνέπεια. Δεν είμαστε, μάλιστα, μακριά από την υπόθεση, ότι η φυματίωση θα μπορούσε και να μην είναι παρά μια ασθένεια του αίματος. Αυτό ο Χανς Κάστορπ το βρήκε αληθινά αξιοπρόσεχτο. — Επομένως, όταν λέω: streptos, άρχισε πάλι ο Μπέρενς, δεν πρέπει, εννοείται, να φαντάζεστε τη γνωστή εικόνα μιας σοβαρής αρρώστιας. Η βακτηριολογική ανάλυση του αίματος θα δείξει, αν αυτά τα μικρά σώματα της αρμοδιότητάς μου έχουν αληθινά εγκατασταθεί μέσα σας. Μα μόνο η θεραπεία με στρεπτοδαμαλισμό υπάρχει περίπτωση να την αντιμετωπίσουμε κι αυτήν, αν έχουν έτσι τα πράγματα θα μας πει, αν οι κόκκοι είναι, πραγματικά, η αφορμή της πυρετικής σας κατάστασης. Αυτός είναι ο δρόμος που θα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε, αγαπητέ φίλε, και όπως σας το είπα κιόλας, προεξοφλώ ένα αποτέλεσμα ολωσδιόλου αναπάντεχο. Η φυματίωση μπορεί να σέρνεται σ’ ατέρμονο μάκρος, καμία φορά, συμβαίνει όμως επίσης, και να θεραπεύεται ταχύτατα, κάποτε, κι αν αληθινά αντιδράσετε σ’ αυτές τις ενέσεις, μέσα σε έξι εβδομάδες θα νιώθετε σαν το

ψάρι μέσα στο νερό, τι λέτε για αυτό; Ο γέρο Μπέρενς, βρίσκεται στη σκοπιά ε; — Για την ώρα, δεν είναι παρά, μόνο υπόθεση, είπε νυσταγμένα ο Χανς Κάστορπ. — Μια υπόθεση, που μπορεί να επαληθευτεί, μια υπόθεση πολύ γόνιμη, αποκρίθηκε ο Αυλικός Σύμβουλος. Θα καταλάβετε, ίσαμε ποιο σημείο είναι γόνιμη, όταν θα δείτε τους κόκκους να μεγαλώνουν στις καλλιέργειές μας. Αύριο το απόγευμα, Κάστορπ, θ’ αρχίσουμε τα τρυπήματα, θα σας ματώσουμε σύμφωνα μ’ όλους τους κανόνες της τέχνης των μπαρμπέρηδων στα χωριά, πράμα που, καθαυτό, είναι αστείο και δεν μπορεί παρά να έχει τα πιο ευχάριστα αποτελέσματα, πάνω στο σώμα και στην ψυχή… Ο Χανς Κάστορπ δήλωσε ότι ήταν έτοιμος για αυτή τη διασκέδαση κι ευχαρίστησε τον Αυλικό Σύμβουλο, για το ιδιαίτερό του ενδιαφέρον. Με το κεφάλι σκυμμένο στον ώμο, παρακολούθησε, με το βλέμμα, τον Αυλικό Σύμβουλο, που απομακρυνόταν. Η επέμβαση του διευθυντή είχε γίνει απάνω στην κρίσιμη στιγμή ακριβώς. Ο Ραδάμανθυς είχε ερμηνεύσει αρκετά σωστά το παιγνίδι της φυσιογνωμίας και την πνευματική κατάσταση του οικότροφου του Μπέργκχοφ, κι είχε ορίσει και το καινούριο του πείραμα το είχε ορίσει επίτηδες, μάλιστα, κι άλλωστε δεν έκρυψε καθόλου, για ποιο λόγο το έκανε αυτό όπου είχε φτάσει, από κάμποσο καιρό τώρα, καθώς μπορούσε να το συμπεράνει κανείς κι από τη φυσιογνωμία του, που θύμιζε με πολύ ακρίβεια εκείνη που είχε ο μακαρίτης Γιόαχιμ, όταν ζυμώθηκαν μέσα του ορισμένες άγριες αποφάσεις και πείσματα. Έχουμε να πούμε κάτι πιο πολύ. Όχι μόνο αυτός, ο Χανς Κάστορπ, φαινότανε να ’χει φτάσει σ’ ένα τέτοιο νεκρό σημείο, μα του φαινόταν, πως το ίδιο συνέβαινε μ’ όλο τον κόσμο, μ’ όλα, με «το σύνολο», ή μάλλον: του φαινόταν ιδιαίτερα δύσκολο το να διακρίνει, εδώ, το Ειδικό από το Γενικό. Ύστερα από το εκκεντρικό τέλος των σχέσεών του, με κάποια προσωπικότητα, ύστερα από τις κάθε είδους, ανησυχίες, που είχε προξενήσει, στο Μπέργκχοφ, το τέλος αυτό, από τότε που η Κλαούντια Σοσά είχε εγκαταλείψει ξανά το κοινόβιο Αυτών εκεί πάνω, ύστερα από το χαίρε που είχαν ανταλλάξει, στον τραγικό ίσκιο μιας μεγάλης παραίτησης, από το σεβασμό προς τον μεταστάντα, η νέα γυναίκα κι ο αδελφοποιτός του αφέντη και κυρίου της, ύστερα από τη στροφή αυτή, λοιπόν, στο νέο φάνηκε πως σαν κάτι να χώλαινε στον κόσμο και στη ζωή. Σαν να χειροτέρευαν όλα, σιγά σιγά. Και τότε τον έπιασε ένα άγχος, που ολοένα μεγάλωνε μέσα του. Σαν να ’χε αρπάξει την εξουσία ένας δαίμονας, που, από πολύ καιρό κιόλας, είχε ασκήσει τη σημαντική επιρροή του, μα που τώρα ερχόταν ν’ ανακηρύξει ανοιχτά την απεριόριστη κυριαρχία του, εμπνέοντας ένα μυστηριώδη τρόμο και υποβάλλοντας σκέψεις φυγής, ένας δαίμονας, που τ’ όνομά του ήταν: Αποβλάκωση. Θα ειπωθεί, ίσως πως ο αφηγητής το έριξε στο ρομαντισμό, από τη στιγμή που συσχετίζει τη λέξη «αποβλάκωση» με τη δαιμονική αρχή και βεβαιώνει, πως ο καρπός της σχέσης αυτής είναι ένας μυστικιστικός τρόμος. Κι ωστόσο, δε λέμε παραμύθια. Μένουμε πιστά προσκολλημένοι στην προσωπική ιστορία του απλοϊκού μας ήρωα, μια περιπέτεια που τη γνωρίσαμε, είναι αλήθεια, μ’ έναν τρόπο που ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και που αποδείχνει πως η αποβλάκωση μπορεί, σ’ ορισμένες περιστάσεις, να πάρει αυτό το χαρακτήρα και να εμπνεύσει τέτοια αισθήματα.

Ο Χανς Κάστορπ κοίταζε γύρω του… Δεν έβλεπε, παρά πράματα πένθιμα, ανησυχαστικά και ήξερε αυτό που γνώριζε: τη ζωή εκτός χρόνου, την ξένοιαστη και στερημένη από ελπίδα ζωή, τη ζωή σαν ακολασία δραστήρια τελματωμένη, τη νεκρή ζωή. Η ζωή αυτή ήταν δραστήρια, με το δικό της τρόπο. Ασχολίες κάθε είδους την παράπλεαν. Μα από καιρό σε καιρό, η μια απ’ αυτές εκφυλιζότανε σε μια μανιακή μόδα, που όλος ο κόσμος της αφιερωνότανε με φανατισμό. Με αυτό τον τρόπο οι φωτογραφίες των ερασιτεχνών είχαν κρατήσει πάντα μια σημαντική θέση στον κόσμο του Μπέργκχοφ. Δυο φορές κιόλας γιατί, όταν έμενε κανείς αρκετό καιρό εδώ πάνω, μπορούσε να δει να επαναλαμβάνονται οι τέτοιες επιδημίες, το πάθος αυτό είχε γίνει επί εβδομάδες και μήνες η γενική τρέλα, έτσι, που δεν υπήρχε κανείς, που, μ’ ανήσυχη έκφραση, με το κεφάλι σκυμμένο σε μια μηχανή ακουμπισμένη στο στομάχι του, να μη σκοπεύει κάτι, ο,τιδήποτε, κι οι φωτογραφίες στην τραπεζαρία ήταν ένα ρεύμα, που δεν έλεγε να τελειώσει. Από καιρό, ο σκοτεινός θάλαμος, που ήταν στη διάθεση των οικοτρόφων, δεν επαρκούσε πια στις ανάγκες τους. Σκέπαζαν, λοιπόν, τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες με μαύρες κουρτίνες κι εμφάνιζαν τα φιλμ στο κόκκινο φως, σε χημικά μπάνια, ώσπου παρά λίγο να βάλουν φωτιά στο σανατόριο και να γίνει στάχτη ο Βούλγαρος φοιτητής, που καθότανε στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων». Ύστερα απ’ αυτό, η Διεύθυνση απαγόρευσε τις ασκήσεις αυτές μέσα στα δωμάτια. Άλλωστε, δεν άργησαν να χάσουν το ενδιαφέρον τους για τις απλές φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες με το μαγνήσιο κι οι φωτογραφίες με χρώματα, μπήκανε στη μέση. Τραβούσαν και ξανατραβούσαν πορτραίτα προσώπων που, ξαφνιασμένα από τη λάμψη του μαγνήσιου, με τα μάτια ακίνητα και τα πρόσωπα πελιδνά και συσπασμένα, έμοιαζαν με πτώματα δολοφονημένα, που τα είχανε στήσει εκεί ορθά και μ’ ανοιχτά μάτια. Κι ο Χανς Κάστορπ φύλαγε μια πλάκα κορνιζωμένη σε χαρτόνι που, όταν την κοίταζε στο φως, τον έδειχνε ανάμεσα στη φράου Σταιρ και τη φροϋλάιν Λέβι, με το χρώμα του φίλντισι, που η πρώτη φορούσε ένα ουρανί κι η δεύτερη ένα χτυπητό κόκκινο σουέτερ, με μπρούτζινο πρόσωπο κι ανάμεσα σε βουτυράνθια φορούσε κι ένα στην μπουτονιέρα του, με φόντο ένα λιβάδι, που είχε το πράσινο χρώμα του δηλητήριου. Ήταν ακόμη η μανία της συλλογής γραμματοσήμων, που περιορισμένη, όλες τις εποχές, σε μερικούς οικότροφους, ερχόταν καιρός, που γινόταν η γενική τρέλα. Όλος ο κόσμος, κολλούσε, αντάλλαζε, εμπορευότανε. Γράφονταν συνδρομητές, σε φιλοτελικά περιοδικά, αλληλογραφούσαν με ειδικούς οίκους όλων των χωρών, με εταιρίες και ερασιτέχνες, αφιέρωναν σημαντικά κι απίθανα, κάποτε, ποσά, για την αγορά σπάνιων γραμματοσήμων κι αυτή ήταν, μάλιστα, η περίπτωση οικότροφων, που η κατάσταση της περιουσίας τους δεν τους επέτρεπε, παρά πολύ δύσκολα, να μείνουν επί μήνες και χρόνια σ’ αυτό το πολυτελές ίδρυμα. Η επιδημία αυτή κράτησε, ώσπου ένας άλλος σνομπισμός ήρθε να πάρει τη θέση του, και που ζητούσε απ’ όλο τον κόσμο, να καταβροχθίζει, αδιάκοπα, ποσότητες σοκολάτας, με τις πιο διαφορετικές μάρκες. Όλος ο κόσμος είχε καφετιά χείλη και τα ορεκτικότερα κατασκευάσματα της κουζίνας του Μπέργκχοφ δεν ήταν πια, για να εκτιμηθούν από

στομάχια, που τα είχαν φουσκώσει και μπουχτίσει η Μίλκα με καρύδι, η Chocolat a la crème d’ amandes, οι Marquis Napolitains κι οι χρυσοπασπαλισμένες Γατόγλωσσες. Το σχεδίασμα του γουρουνόπουλου, που γινόταν με δεμένα μάτια, διασκέδαση, που καθιερώθηκε ένα αποκριάτικο βράδυ, από το διευθυντή, και που δε λησμονήθηκε, έκτοτε έφερε στη μόδα γεωμετρικά παιχνίδια, στα οποία, κατά καιρούς, αφιερώθηκε η διανοητική προσπάθεια όλων των οικότροφων του Μπέργκχοφ ακόμη και των μελλοθανάτων, που τα παιγνίδια αυτά, υπήρξαν, συχνά, η τελευταία σκέψη τους κι οι ύστατες εκδηλώσεις της ενεργητικότητάς τους. Επί βδομάδες ολόκληρες, το διεθνές σανατόριο βρισκόταν κάτω από το στίγμα μιας φιγούρας περίπλοκης, που την αποτελούσαν όχι λιγότεροι από οχτώ μεγάλοι και μικροί κύκλοι και πολλά τρίγωνα το ένα μέσα στο άλλο. Το παιγνίδι ήτανε, να σχεδιαστεί η φιγούρα αυτή μονοκοντυλιάς, με μια συνεχή γραμμή. Μα η μεγαλύτερη μαστοριά ήτανε, να κάνεις αυτή τη δουλειά με δεμένα μάτια, πράμα που, παραβλέποντας μερικά ασήμαντα λάθη αισθητικά, το πέτυχε μόνο ο εισαγγελέας Παραβάν, ο οποίος ήταν, άλλωστε, κι ιδιαίτερα βαριά χτυπημένος, από τούτη τη μανία της ακρίβειας. Ξέρουμε ήδη, πως είχε αφιερωθεί στα μαθηματικά. Το μάθαμε, κάποτε, από το στόμα του ίδιου του Αυλικού Συμβούλου και γνωρίζουμε, επίσης, τη χρηστοήθη καταγωγή αυτής της μανίας, που τα καταπραϋντικά αποτελέσματά της ακούσαμε να τα εξυμνούνε. Στόμωνε το κεντρί της σάρκας, κι αν είχε μιμηθεί το παράδειγμα του Εισαγγελέα όλος ο κόσμος, ορισμένα προφυλακτικά μέτρα, που χρειάστηκε να πάρουνε τελευταία, θα ήταν, χωρίς αμφιβολία, περιττά. Τα μέτρα αυτά ήταν κυρίως, το κλείσιμο όλων των περασμάτων των μπαλκονιών, ανάμεσα στο κάγκελο και τα γυάλινα χωρίσματα, με μικρές πόρτες, που ο λουτράρης έπαιρνε το κλειδί τους, για τη νύχτα, μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. Από τότε, τα δωμάτια του πρώτου πατώματος, που έβλεπαν στη βεράντα, είχαν γίνει περιζήτητα, γιατί ’τανε δυνατό, έχοντας υπερπηδήσει κανείς το κάγκελο, να πάει από εξώστη σε εξώστη, περνώντας πάνω από τη γυάλινη στέγη της βεράντας. Μ’ αν επρόκειτο μόνο για τον Εισαγγελέα, τότε, χωρίς άλλο, δε θα υπήρχε καμιά ανάγκη να ξετρέξουνε σ’ αυτή την καινούρια πειθαρχία. Ο επικίνδυνος πειρασμός, στον οποίο είχε εκθέσει τον Παραβάν η εμφάνιση κάποιας Φατμά, από την Αίγυπτο, είχε ξεπεραστεί από αρκετό καιρό τώρα, κι αυτός ήταν ο τελευταίος που είχε ταράξει τις αισθήσεις του. Με διπλό ζήλο ξανάπεσε στην αγκαλιά της θεάς, με τα φωτεινά μάτια, που ο Αυλικός Σύμβουλος είχε εξυμνήσει την καταπραϋντική δύναμή της, με λόγια τόσο εποικοδομητικά, και το πρόβλημα, που, μέρα και νύχτα, απασχολούσε τη σκέψη του, το πρόβλημα στο οποίο μετάφερε την επιμονή του και την αθλητική ισχυρογνωμοσύνη, που είχε σπαταλήσει άλλοτε, και το πρόβλημα αυτό δεν ήταν άλλο από τον τετραγωνισμό του κύκλου. Ο ξετοπισμένος υπάλληλος είχε αποχτήσει, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, την πεποίθηση, που οι αποδείξεις με τις οποίες η Επιστήμη ισχυριζόταν, ότι η κατασκευή αυτή ήταν αδύνατη, δεν ήταν στέρεες και πως η Θεία Πρόνοια δεν τον είχε απομακρύνει από την κατώτερη ανθρωπότητα του κόσμου των ζωντανών και δεν τον είχε μεταφέρει σ’ Αυτούς εδώ πάνω, παρά μόνο γιατί τον είχε διαλέξει, για να μεταφέρει, εκείνος και κανείς

άλλος, τον υπέροχο αυτό σκοπό στην περιοχή των γήινων πιθανοτήτων. Σε αυτό έβλεπε την αποστολή του. Χάραζε κύκλους κι έκανε υπολογισμούς, παντού, όπου βρισκόταν, και σκέπαζε απίστευτες ποσότητες χαρτιού με σχέδια, γράμματα, αριθμούς, αλγεβρικά σύμβολα κι η μπρούτζινη φυσιογνωμία του, η φυσιογνωμία ενός ανθρώπου, φαινομενικά, απόλυτα καλά στην υγεία του, είχε την απούσα και πεισματωμένη έκφραση του μανιακού. Αναρωτιόταν, αν η ανθρωπότητα, από την εποχή του Αρχιμήδη, δεν είχε περιπλέξει, ανώφελα, τη λύση του προβλήματος, κι αν η λύση αυτή δεν ήταν, στην πραγματικότητα, ολωσδιόλου απλή. Πώς; δεν μπορούσε κανείς να κάνει ευθεία την καμπύλη; Δεν μπορούσε να αλλάξει κάθε ευθεία γραμμή σε κύκλο; Κι ήταν φορές, που ο Παραβάν πίστευε, ότι βρισκόταν πολύ κοντά σε μια αποκάλυψη. Τον έβλεπες συχνά, το βράδυ, πολύ αργά, καθισμένο στο τραπέζι του, στην άδεια και κακοφωτισμένη τραπεζαρία, να κρατά ένα σύρμα στα χέρια του, να το τραβά για να το ισιώσει κι ύστερα να το καμπυλώνει και πάλι να το ισιώνει. Μετά, ακουμπώντας με τους αγκώνες του, χανότανε σε μια πικρή ονειροπόληση: Ο Αυλικός Σύμβουλος τον ενθάρρυνε, κάποτε κάποτε, μες στη μελαγχολία που του έδινε πάντα το πολύ κάπνισμα και δεν έπαυε να τον σπρώχνει συστηματικά σ’ αυτό. Ο δυστυχισμένος απευθύνθηκε επίσης στο Χανς Κάστορπ, μια πρώτη φορά, κι ύστερα ξανά, γιατί 'χε συναντήσει σ’ αυτόν μια φιλική συμπάθεια, για το μυστήριο του κύκλου. Ο Χανς Κάστορπ, όμως, παρ’ όλη την ευπροσηγορία του, έδειχνε λιγότερο ενδιαφέρον για το τετραγωνισμό του κύκλου, παρ’ όσο για το συνομιλητή του. Είπε, πως επρόκειτο για φενακισμό, απάτη, συμβούλεψε τον εισαγγελέα Παραβάν να μην ερεθίζεται πολύ σοβαρά σ’ αυτή του την επιδίωξη και του μίλησε για τα χωρίς έκταση σημεία κλίσεων και αποκλίσεων, που αποτελούσαν τον κύκλο, από την αρχή του, που δεν υπήρχε, ίσαμε το τέλος του, που ούτε κι αυτό υπήρχε, κι όλα αυτά του τα είπε, με μια αφοσίωση τόσο ήρεμη, που άσκησε, έστω και προσωρινά, μια κατευναστική επίδραση πάνω στον Εισαγγελέα. Μερικοί οικότροφοι του Μπέργκχοφ μελετούσαν την εσπεράντο και διασκέδαζαν μιλώντας λίγο, στο τραπέζι, σ’ αυτό το τεχνητό ιδίωμα. Ο Χανς Κάστορπ τους κοίταζε με σκοτεινό ύφος, κρίνοντας, άλλωστε, στο εσωτερικό του δικαστήριο, πως δεν ήταν οι χειρότεροι. Υπήρχε λόγου χάρη, από κάμποσο καιρό τώρα, ένας όμιλος Άγγλων, που είχαν φέρει τούτο δω το παιγνίδι της συναναστροφής: ο ένας απ’ αυτούς που έπαιρναν μέρος, έκανε στο διπλανό του αυτήν εδώ την ερώτηση: Did you ever see the devil with a night cap on? Κι ο άλλος απαντούσε: No! I never saw the devil with a night cap on, κι ύστερα έκανε στον επόμενο την ίδια ερώτηση κι έτσι καθ’ εξής, ο ένας μετά τον άλλο. Ήταν τρομακτικό! Μα ο φτωχός Χανς Κάστορπ ένιωθε πιο άσχημα ακόμα μπροστά στους μανιακούς της πασιέντσας, που μπορούσες να τους δεις παντού, σ’ όλο το σπίτι κι όλες τις ώρες της μέρας. Γιατί το πάθος αυτής της απορρόφησης είχε εκδηλωθεί πρόσφατα σ’ ένα σημείο που είχε κυριολεκτικά πλημμυρίσει όλο το σπίτι, κι ο Χανς Κάστορπ είχε τόσους περισσότερους λόγους να νιώθει φρίκη γι’ αυτό, όσο γιατί ο ίδιος είχε πέσει θύμα του κι ίσως ίσως το πιο σοβαρά χτυπημένο απ’ αυτή την επιδημία. Κι η

πασιέντσα που τον είχε μαγέψει ήταν η λεγάμενη «των δέκα»: τοποθετούσες τέσσερες σειρές από τέσσερα χαρτιά κι ύστερα έβαζες καινούρια χαρτιά πάνω στ’ άλλα, ανά δύο, όταν έδιναν τον αριθμό δέκα, ως το τέλος της τράπουλας, που ερχόταν, όταν έπεφταν κατ’ ευχήν οι φιγούρες, οι οποίες διαφορετικά, μπορούσαν ν’ αφήσουν το παιγνίδι στη μέση. Δύσκολα μπορεί να παραδεχτεί κανείς, ότι είναι δυνατόν να ερεθιστεί, ως το απόλυτο μάγεμα, η ψυχή, από τόσο απλές κινήσεις. Ωστόσο, ο Χανς Κάστορπ, όμοιος με τόσους άλλους, δοκίμαζε αυτή την τύχη. Παραδομένος στις ιδιοτροπίες του δαίμονα των χαρτιών, έριχνε πασιέντσες παντού και κάθε ώρα της μέρας, τη νύχτα κάτω από τ’ άστρα, το πρωί με τις πιτζάμες του, στο τραπέζι κι ακόμα και στα όνειρά του. Ριγούσε από τη δροσιά ή την παγωνιά, μα συνέχιζε, έτσι, που η επίσκεψη του κυρίου Σετεμπρίνι, μια μέρα, τον «ενόχλησε», αλλά αυτό συνιστούσε δα πάντα, από μιας αρχής, την αποστολή του… — Accidente! είπε ο επισκέπτης. Ρίχνετε τα χαρτιά, μηχανικέ μου; — Όχι ακριβώς, αποκρίθηκε ο Χανς Κάστορπ. Απλά τα ρίχνω, συζητώντας με την παράλογη τύχη. Το άστατο καπρίτσιο της με βάνει σ’ αμηχανία: πότε είναι ευγενικότατα υποχρεωτική και πότε απίστευτα επαναστατική. Σήμερα το πρωί, μόλις σηκώθηκα, πέτυχα τρεις φορές συνέχεια, που αποτελεί ρεκόρ. Μα θα με πιστέψετε, αν σας πω, πως τώρα δα είναι η τριακοστή δεύτερη φορά που τα ρίχνω, χωρίς να πετύχω να φτάσω ούτε στη μέση του παιχνιδιού καν; Ο κύριος Σετεμπρίνι τον κοίταξε, όπως είχε κάνει τόσες φορές κιόλας, μέσα στα τρία χρονάκια αυτά, μ’ ένα μαύρο βλέμμα, λυπημένο. — Μου φαίνεστε απασχολημένος, οπωσδήποτε, είπε. Θαρρώ, πως δεν πρόκειται να βρω εδώ πέρα μια ανακούφιση στις στεναχώριες μου κι ένα βάλσαμο στο εσωτερικό δίλημμα που με βασανίζει. — Δίλημμα; επανάλαβε ο Χανς Κάστορπ και σκέπασε δυο χαρτιά. — Η παγκόσμια κατάσταση μ’ ανησυχεί, αναστέναξε ο φραμασόνος. Η βαλκανική συνεννόηση θα πραγματοποιηθεί, μηχανικέ μου, όλες μου οι πληροφορίες αυτό λένε. Η Ρωσία εργάζεται πυρετωδώς προς αυτή την κατεύθυνση κι η αιχμή της ένωσης είναι στραμμένη κατά της αυστροουγγρικής μοναρχίας, που χωρίς την καταστροφή της, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κανένα σημείο του ρωσικού προγράμματος. Καταλαβαίνετε τώρα τις τύψεις μου; Μισώ τη Βιέννη, μ’ όλη μου την καρδιά, το ξέρετε. Μα είναι λόγος αυτός, για να δώσω στο σαρματικό δεσποτισμό το στήριγμα της ψυχής μου, τη στιγμή που είναι έτοιμος να βάλει φωτιά στην ευγενέστατη ήπειρό μας; Από την άλλη μεριά, μια διπλωματική συνεργασία, έστω και προσωρινή, του τόπου μου με την Αυστρία, με χτύπησε σαν ατίμωση. Είναι τύψεις συνειδήσεως που… — Εφτά και τρία, είπε ο Χανς Κάστορπ. Οχτώ και δυο. Δέκα. Πέντε και πέντε. Μα όλα πάνε καλά. Μου φέρατε τύχη, κύριε Σετεμπρίνι. Ο Ιταλός σώπασε. Ο Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε τα μαύρα του μάτια πάνω του, το βαθιά λυπημένο βλέμμα της λογικής και της ηθικής έννοιας, μα εξακολούθησε για μια στιγμή ακόμη να σκεπάζει τα φύλλα, πριν ακουμπήσει το μάγουλό του στο χέρι του και σηκώσει

τα μάτια του προς το Μέντορά του, που στεκόταν μπροστά του, για να τον κοιτάξει με την αυθάδη και ψεύτικα αθώα έκφραση ενός μικρού μόρτη. — Τα μάτια σας, είπε αυτός, προσπαθούνε, του κάκου, να κρύψουν ότι ξέρετε πολύ καλά πού φτάσατε. — Placet experiri, ήταν η αυθάδης απάντηση του Χανς Κάστορπ κι ο κύριος Σετεμπρίνι τον άφησε κι έφυγε. Ο νέος, όταν έμεινε μόνος, για κάμποση ώρα δεν άλλαξε στάση, παρά καθόταν εκεί, στο τραπέζι της μέσης του κατάλευκου δωματίου του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, χωρίς να ρίξει άλλη πασιέντσα. Στο βάθος του εαυτού του ένιωσε φρίκη, μπροστά σ’ αυτή τη δυσοίωνη και αβέβαιη κατάσταση που έβλεπε τον κόσμο, μπροστά στο μορφαστικό χαμόγελο εκείνου του δαίμονα κι εκείνου του πιθηκόμορφου θεού, που κάτω από την άμυαλη κι αχαλίνωτη εξουσία του έβλεπε τον εαυτό του και που το όνομά του ήταν: Η μεγάλη Αποβλάκωση. Όνομα σοβαρό κι αποκαλυπτικό, φτιαγμένο ακριβώς για να εμπνέει ένα κρυφό άγχος. Ο Χανς Κάστορπ καθότανε και με τις φούχτες του έτριβε το μέτωπό του και την περιοχή της καρδιάς. Φοβότανε, του φαινότανε πως «όλ' αυτά» δεν μπορούσανε να 'χουνε καλό τέλος, πως όλ’ αυτά θε τέλειωναν με μια καταστροφή, από μια επανάσταση της υπομονετικής φύσης, από μια θύελλα, από μια καταιγίδα που θα τα καθάριζε όλα, που θα διάλυε τη γοητεία που βάραινε στον κόσμο, που θα παράσερνε τη ζωή πέρα από το «νεκρό σημείο» και πως την υποκριτική περίοδο θ’ ακολουθούσε μια φοβερή Δευτέρα Παρουσία. Είχε επιθυμήσει να φύγει, το είπαμε κιόλας, κι ήταν μια τύχη που οι Αρχές δεν τον άφηναν από τα μάτια τους κι έτσι είχαν διαβάσει την αλήθεια στην έκφρασή του και φρόντισαν να τον διασκεδάσουν με καινούριες και γόνιμες υποθέσεις. Η ανώτατη αρχή είχε δηλώσει εύθυμα, πως βρισκόταν στα ίχνη των αληθινών αιτίων της ανώμαλης θερμοκρασίας του Χανς Κάστορπ. Αιτίες που, αν πιστέψουμε την επιστημονική αυτή μαρτυρία, θα ’ταν τόσο εύκολο να διορθωθούν, ώστε η γιατρειά κι η αναχώρηση για την πεδιάδα φαίνονταν πολύ κοντινές. Η καρδιά του νέου χτυπούσε, γιομάτος καθώς ήταν από διάφορες εντυπώσεις, όταν άπλωσε το χέρι του, για να του πάρουν το αίμα. Καμυώντας τα μάτια και χλομιάζοντας ελαφρά, θαύμασε το εξαίσιο ρουμπινί χρώμα του ζωτικού χυμού του, που ανέβηκε και γιόμισε τη σύριγγα. Ο ίδιος ο Αυλικός Σύμβουλος, βοηθημένος από τον Δρ Κροκόβσκι και μια νοσοκόμο, έκανε αυτή τη μικρή επέμβαση που η έκτασή της ήταν τόσο μεγάλη. Ύστερα απ’ αυτό, πέρασε μια σειρά ημερών, που μέσα στον Χανς Κάστορπ κυριάρχησε η επιθυμία να μάθει, αν το αίμα που πάρθηκε κι αναλύθηκε έξω από το σώμα του, θ’ αξιοποιόταν κάτω από τα μάτια της επιστήμης. Φυσικά, δεν είχε ακόμη τον καιρό να ευδοκιμήσει, άρχισε ο Αυλικός Σύμβουλος. Δυστυχώς, ως τα τώρα δεν είχε ανακαλύψει τίποτα ακόμα, είπε αργότερα. Μα ήρθε το πρωί που, την ώρα του προγεύματος, πλησίασε το Χανς Κάστορπ, που τώρα καθότανε στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων», στο πάνω μέρος, εκεί που προέδρευε, άλλοτε, κάποια

υψηλή προσωπικότητα στενά συνδεμένη μαζί του, και του ανάγγειλε, με πολλά συγχαρητήρια, πως ο στρεπτόκοκκος είχε, επιτέλους, ανακαλυφτεί, χωρίς αμφιβολία, σε μια από τις καλλιέργειές του. Τώρα ήτανε πρόβλημα υπολογισμού πιθανοτήτων το ν’ αποδειχτεί, αν τα φαινόμενα της τοξίνωσης έπρεπε ν’ αποδοθούν στ’ αναμφισβήτητα μικρά φύματα ή στους στρεπτόκοκκους που είχαν βρει, σε μια αναλογία, άλλωστε, επίσης μέτρια. Αυτός, ο Μπέρενς, προσφερόταν να εξετάσει το πράμα από πιο κοντά. Η καλλιέργεια δεν είχε πάρει ακόμα όλη την ανάπτυξη, του την έδειξε στο «λαμπό»: ήταν μια κόκκινη πηχτή από αίμα, που πάνω της διακρίνονταν μικρά γκρίζα κουκιδάκια. Ήταν οι κόκκοι. (Μα κι ο τελευταίος βλάκας έχει κόκκους και φυμάτια, κι αν δεν παρουσίαζε τα συμπτώματα, δε θα υπήρχε περίπτωση να δώσει και την πιο ελάχιστη σημασία σ’ αυτή τη διαπίστωση). Χωρισμένο από το Χανς Κάστορπ, κάτω από τα μάτια της Επιστήμης, το παρμένο αίμα του νέου εξακολουθούσε ν’ αξιοποιείται. Ήρθε και το πρωί, που ο Αυλικός Σύμβουλος ανάγγειλε με λόγια μιας στερεότυπης συγκίνησης: οι κόκκοι είχαν αναπτυχθεί όχι μόνο σε μια από τις καλλιέργειες, μα σ’ όλες και σε μεγάλες ποσότητες. Δεν ήταν βέβαιο, πως όλοι ήσαν στρεπτόκοκκοι. Μα ήταν περισσότερο κι από πιθανό, πως τα φαινόμενα τοξίνωσης οφείλονταν σ’ αυτούς, αν και δε θα μπορούσε να ξέρει κανείς ακριβώς τι θα ’πρεπε ν’ αποδώσει στη φυματίωση, από την οποία δεν ήταν άλλωστε, πέρα για πέρα θεραπευμένος. Ποιο συμπέρασμα ν’ αντλήσει απ’ αυτό; Έναν αυτοεμβολιασμό στρεπτόκοκκων. Προγνωστικά; Εξαιρετικά ευνοϊκά. Τόσο περισσότερο, αφού το πείραμα δεν περιέκλειε κανένα κίνδυνο, δεν μπορούσε να τον βλάψει με κανέναν τρόπο. Γιατί ο ορρός είχε παρθεί από το ίδιο το αίμα του Χανς Κάστορπ, έτσι που η ένεση δε θα έμπαζε στο σώμα του κανένα στοιχείο αρρώστιας, που δε θα βρισκόταν κιόλας εκεί. Η χειρότερη περίπτωση; Να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα, με τη θεραπεία αυτή. Αποτέλεσμα Μηδέν. Μ’ αν ο άρρωστος θα έπρεπε να μείνει οπωσδήποτε εδώ, μπορούσε να το ονομάσουνε αυτό σοβαρή περίπτωση; Καθόλου, βέβαια, ο Χανς Κάστορπ δεν ήθελε να φτάσει ως εκεί κι υποτάχτηκε στη θεραπεία, μ’ όλο που την έκρινε γελοία κι ατιμωτική. Οι δαμαλισμοί αυτοί, με το ίδιο του το αίμα, του φαίνονταν μια φριχτά δυσάρεστη διασκέδαση, ένα είδος αισχρής αιμομιξίας με τον εαυτό του, στείρα κι ανώφελη. Έτσι έκρινε μες την αγράμματη υποχοντρία του. Δεν είχε δίκιο παρά μόνο σχετικά με την ωφέλειά της και, μάλιστα, ένα δίκιο απόλυτο κι ανεπιφύλακτο. Η διασκέδαση κράτησε βδομάδες. Καμιά φορά, φαινόταν σαν να τον έβλαπτε, πράμα που δεν μπορούσε παρά να ’ναι πλάνη, φορές φορές φαινόταν πως τον ωφελούσε, μα κι αυτό ’τανε πλάνη, όπως έδειξε η συνέχεια. Το αποτέλεσμα υπήρξε Μηδέν, χωρίς να βιαστούν, άλλωστε να το χαρακτηρίσουν και να το δηλώσουν σαν τέτοιο. Η επιχείρηση βούλιαξε σε κινητή άμμο κι ο Χανς Κάστορπ εξακολούθησε να ρίχνει πασιέντσες, ενώπιος ενωπίω με το δαίμονα, που η απόλυτη βασιλεία του στις αισθήσεις του, έμελλε να βρει ένα βίαιο τέλος, γιομάτο τρόμο.

ΔΙΑΨΙΛΕΙΑ ΕΥΦΩΝΙΩΝ Ποιο απόκτημα και ποια καινοτομία του Μπέργκχοφ θα λύτρωνε τον παλιό φίλο μας από τη μανία των χαρτιών, για να τον ρίξει στην αγκαλιά ενός άλλου, ευγενικότερου πάθους, αν και, γενικά, όχι λιγότερο παράξενου; Αυτό ακριβώς σκοπεύουμε να διηγηθούμε, γιομάτοι από τις μυστικές γοητείες του θέματός μας κι ειλικρινά ανυπόμονοι να τις μεταδώσουμε στον αναγνώστη μας. Επρόκειτο για ένα συμπλήρωμα στα παιγνίδια της συναναστροφής του μεγάλου σαλονιού, που το φαντάστηκε και το αποφάσισε η κομητεία του οίκου Μπέργκχοφ, και που θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε, όμως, και να το χαρακτηρίσουμε σαν γενναιόδωρο από μέρους της. Να ’ταν, λοιπόν, κάποιο ευφυές παιχνίδι, σαν το στερεοσκόπιο ή το καλειδοσκόπιο ή σαν το κινηματογραφικό τύμπανο; Ναι και όχι. Γιατί, πρώτα πρώτα, δεν πρόκειται για οπτικό μηχάνημα, αλλά γι’ ακουστικό, αυτό που βρήκαν ένα βράδυ, στο σαλόνι, προς έκπληξη όλων τους, στο σαλόνι της μουσικής. Κι επί πλέον, γιατί δεν μπορούσες να το συγκρίνεις ως προς το είδος, την τάξη και την αξία, μ’ αυτά τα εύκολα παιχνιδάκια. Ήταν ένα κέρας της Αμάλθειας που έδινε ευδαιμονικές καλλιτεχνικές χαρές στους μελαγχολικούς. Ήταν ένα μουσικό όργανο, ένας φωνογράφος. Ο πρώτος μας φόβος είναι μη κι η λέξη αυτή παρθεί σαν μια ανάξια και παράκαιρη έννοια και μήπως θυμίσει μια ιδέα που ανταποκρίνεται στη μορφή του πεπαλαιωμένου και του ξεπερασμένου αυτού που σκεφτόμαστε, κι όχι στο αληθινό αντικείμενο που οι ακούραστες δοκιμές μιας τεχνικής αφιερωμένης στις Μούσες τ’ οδήγησαν στον ευγενέστερο βαθμό τελειότητας. Ναι, φίλοι μου. Δεν ήταν αυτό το πανάθλιο κουτί, με τη μανιβέλα, που άλλοτε, καπελωμένο από το δίσκο και τη βελόνα και υψωμένο παραμορφωτικά από κείνο το χωνί της τρομπέτας, γιόμιζε, πάνω από ένα τραπέζι πανδοχείου, τα δίχως καμιά έπαρση αυτιά του κοσμάκη, με μυκηθμούς, σαν να ’βγαιναν από τη μύτη. Το θαμπόμαυρο κουτί, που κάπως πιο βαθύ παρά φαρδύ, συνδεμένο μ’ ένα μεταξωτό κορδόνι με ηλεκτρικό ρεύμα, στεκότανε με σεμνή διακριτικότητα πάνω σ’ ένα μικρό έπιπλο, με ράφια, δεν είχε τίποτα το κοινό μ’ εκείνο το χοντροφτιαγμένο, προκατακλυσμιαίο μηχάνημα. Άνοιγες το καπάκι κι αντίκριζες ένα μικρό, νοικοκυρεμένο θαύμα, πνιγμένο στο νίκελ και στην πράσινη τσόχα, μ’ ένα μηχανισμό μπροστά, δεξιά, που μπορούσες να κανονίζεις την ταχύτητα, ενώ στο αριστερό μέρος, ήταν το ελατήριο, που έβαζες μπρος ή σταματούσες την κίνηση. Μπορούσες, επίσης, ν’ ανοίξεις τα φύλλα της πόρτας, που βρισκόταν στην μπροστινή πλευρά του μηχανήματος και διάκρινες ένα είδος γρίλιας, σχηματισμένης από βαμμένα σανιδάκια, τοποθετημένα λοξά. — Τελευταίο μοντέλο, είπε ο Αυλικός Σύμβουλος, που είχε μπει ταυτόχρονα με τους οικότροφους. Τελευταίο απόκτημα, παιδιά μου. Το καλύτερο του είδους. Μιλούσε αστεία και με κέφι, σαν κανένας πραματευτής, που διαλαλεί το εμπόρευμά του. — Δεν είναι μηχάνημα αυτό, όργανο είναι, ένα Στραντιβάριους, ένα Γκουαρνέρι. Έχει θαυμάσιες αρετές απόδοσης του ήχου. Polyhymnia, λέγεται η μάρκα του, μπορείτε δα να διαβάσετε και μόνοι σας την επιγραφή, στο μέσα μέρος του καπακιού. Κατασκευασμένο

στη Γερμανία, ξέρετε. Τα καλύτερα του κόσμου στο είδος τους, στη Γερμανία θα τα βρεις. Η αληθινή μουσική, κάτω από τη σύγχρονη και μηχανική της μορφή. Η γερμανική ψυχή up to date. Κι εδώ 'ναι η δισκοθήκη, πρόσθεσε, δείχνοντας ένα μικρό ντουλάπι με τα άλμπουμ. Σας παραδίδω όλη αυτή τη μαγεία, για την ευχαρίστησή σας, επικαλούμαι όμως την προστασία του κοινού. Θέλετε να δώσουμε μια μικρή συναυλία, υπό τύπον δοκιμής, να πούμε; Οι άρρωστοι τον παρακάλεσαν επίμονα κι ο Μπέρενς πήρε ένα από τα μαγικά βιβλία, τα άφωνα μα γιομάτα ουσία, γύρισε τις βαριές σελίδες, τράβηξε ένα δίσκο από το χαρτονένιο φάκελό του, που το στρογγυλό κόψιμό του, στη μέση, άφηνε να φαίνονται οι χρωματιστοί τίτλοι, και τον τοποθέτησε στον φωνόγραφο. Με μια κίνηση του χεριού, έφερε το κορδόνι σ’ επαφή με το ρεύμα, περίμενε δυο δευτερόλεπτα, ίσαμε να πάρει την κανονική του ταχύτητα το μηχάνημα και κατέβασε, προσεχτικά, τη μικρή αιχμή της ατσάλινης βελόνας, στην άκρη του δίσκου. Ακούστηκε ένα μικρό, μουντό γρατσούνισμα. Ο Αυλικός Σύμβουλος κατέβασε, ύστερα το καπάκι και, την ίδια στιγμή, από την ανοιγμένη πόρτα του οργάνου, ξέσπασε μια τρέλα ορχήστρας, μια χαρούμενη μελωδία, θορυβώδης και βιαστική, τα πρώτα πηδηχτά μέτρα μιας ουβερτούρας του Όφφενμπαχ. Με ανοιχτά στόματα, άκουγαν όλοι, χαμογελώντας. Δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους, τόσο καθαροί και φυσικοί ήσαν οι ήχοι. Δεν ήταν φυσικά, εντελώς σαν να ’παίζε μια αληθινή ορχήστρα, όπως έπαιξε άλλωστε, μια άλλη φορά στο ίδιο αυτό σαλόνι. Η προοπτική του ήχου είχε περιοριστεί, αν και το σώμα του, κατά τα άλλα, δεν είχε αλλοιωθεί. Θα πίστευε κανείς αν επιτρέπεται να κάνεις, για ένα φαινόμενο της ακοής, μια σύγκριση, παρμένη από την περιοχή της όρασης θα πίστευε κανένας, λοιπόν, ότι βλέπει έναν πίνακα με τηλεσκόπιο, έτσι που να φαίνεται απομακρυσμένος και πιο μικρός, χωρίς να χάνει όμως, τίποτα από την καθαρότητα του σχεδίου και τη φωτεινότητα των χρωμάτων του. Όταν τέλειωσε ο δίσκος, η κίνησή του σταμάτησε αυτομάτως. Αυτό ήταν όλο. Χειροκροτήσανε μ’ όλη την καρδιά τους. Ζήτησαν κι άλλο δίσκο και τον είχαν. Μια αντρική φωνή ξεχύθηκε από το κουτί, μια αντρική φωνή, ζεστή μαζί και δυνατή, με συνοδεία ορχήστρας. Ήταν ένας διάσημος Ιταλός βαρύτονος το καταπληκτικό όργανο εξαντλούσε όλες του τις δυνατότητες κι ούτε λόγος για αλλοίωση του ήχου. Αν κάποιος καθόταν στο διπλανό δωμάτιο και δεν έβλεπε το φωνογράφο, θα είχε την εντύπωση ότι ο καλλιτέχνης βρισκόταν στο σαλόνι και τραγουδούσε, με τις νότες στο χέρι. Τραγουδούσε στη γλώσσα του μια aria du bravura Eh, il barbiere! «Di qualita, di qualita! Figaro qua, Figaro la, Figaro, Figaro!» Οι ακροατές ξεράθηκαν στα γέλια με το falsetto parlando του και το κοντράστο ανάμεσα στη βαθιά φωνή και στην επιδεξιότητα της γλώσσας να αποδίνει τα λόγια. Ακολούθησε ο φιλόμουσος που θαύμασε την τέχνη της έκφρασης και την τεχνική της αναπνοής του καλλιτέχνη. Ήταν ακαταμάχητος, ένας βιρτουόζος της da capo ιταλικής σχολής, θα πρέπει τώρα να προχωρεί μπροστά προς τα φώτα της ράμπας, με ανασηκωμένο το χέρι του καθώς κρατάει την τελευταία νότα πριν το φινάλε, έτσι που το ακροατήριο, ξεσπά αυθόρμητα σ’ ένα ζωηρό χειροκρότημα, πριν ακόμα σταματήσει ο τραγουδιστής. Ήταν

κάτι πέρα από λόγια. Ακολούθησε ένα γαλλικό κόρνο που έπαιξε θαυμάσια, παραλλαγές πάνω σ’ ένα λαϊκό τραγούδι. Από μια σοπράνο, ακούστηκε με μια μεγαλύτερη δροσιά και ακρίβεια το εξαίρετο staccato και οι τρίλιες μιας μελωδίας από την Traviata. Το πνεύμα ενός βιολονίστα παγκόσμιας φήμης, έπαιζε, θαρρείς πίσω από πέπλα, μια ρομάντσα του Ρουμπινστάιν ενώ η συνοδεία του πιάνου ακουγόταν υποτονική και ψυχρή. Το θαυμαστό κουτί τρανταζόταν: ξεχύνονταν μελωδικές κωδωνοκρουσίες, ρευστές μελωδίες άρπας, τρομπέτες και ντραμς. Στο τέλος παίχτηκαν δίσκοι χορού. Υπήρχαν κιόλας μερικά δείγματα από τα πιο πρόσφατα, αυτού του ξένου χορού, που ήταν σύμφωνος με το εξωτικό γούστο μιας ταβέρνας του λιμανιού: το τανγκό, καλεσμένο μόνο και μόνο για να κάνει το βιεννέζικο βαλς ένα χορό των παππούδων μας. Δυο ζευγάρια, που γνώριζαν τα χορευτικά βήματα της μόδας, τα εκτελέσανε πάνω στο χαλί. Ο Μπέρενς είχε αποσυρθεί αφού παράγγειλε να μη χρησιμοποιούν παρά μια φορά μόνο κάθε βελόνα και να προσέχουν τους δίσκους σαν να κρατούσαν στα χέρια τους «φρέσκα αυγά». Ο Χανς Κάστορπ ανέλαβε το μηχάνημα. Γιατί αυτός ακριβώς; Είχε γίνει ολωσδιόλου μόνο του. Σύντομα και χαμηλόφωνα, είχε διώξει εκείνους που μετά την αποχώρηση του Αυλικού Συμβούλου, έδειξαν διάθεση να ασχοληθούν με την αλλαγή της βελόνας και των δίσκων, να βάνουν μπρος ή να κόβουν το ρεύμα. «Αφήστε, θα το κάνω εγώ!» είχε πει, απομακρύνοντάς τους και αδιάφοροι, του είχαν παραχωρήσει τη θέση, πρώτα πρώτα γιατί φαινόταν να καταλαβαίνει περισσότερα από φωνογράφους απ' όσο εκείνοι, κι έπειτα γιατί πολύ λίγο γνοιάζονταν να γίνουνε χρήσιμοι στην πηγή της ευχαρίστησης, αντί να διασκεδάζουνε πιο άνετα και δίχως ευθύνες, όση ώρα θα τους έκανε κέφι. Δε συνέβαινε όμως, το ίδιο και με το Χανς Κάστορπ. Όταν ο Αυλικός Σύμβουλος παρουσίασε το καινούριο απόχτημα, είχε μείνει ήσυχος στο βάθος του δωματίου, χωρίς να γελάσει, χωρίς να χειροκροτήσει, μα παρακολουθώντας κάθε κομμάτι με συγκρατημένη ένταση, χτυπώντας, κατά τη συνήθειά του, ένα από τα φρύδια του με δυο δάχτυλα. Με κάποια ταραχή είχε αλλάξει θέση πολλές φορές, πήγε στη βιβλιοθήκη για ν’ ακούσει από πιο μακριά και, με τα χέρια στην πλάτη, με απορροφημένη έκφραση, κατέληξε να σταθεί πλάι στον Μπέρενς, με τα μάτια στο κουτί και παρατηρώντας τον εύκολο χειρισμό του φωνόγραφου. Κάτι έλεγε μέσα του: «Αλτ! Προσοχή! Η εποχή! Ήρθε σε μένα.» Η ακριβέστερη προαίσθηση ενός πάθους ενός ενθουσιασμού και μιας μελλοντικής αγάπης τον ζωήρευε. Ο νεαρός της πεδιάδας, που το βέλος του Έρωτα τον χτύπησε στην καρδιά, με το πρώτο βλέμμα που του έριξε μια νέα κοπέλα, δε νιώθει διαφορετικά απ’ αυτόν. Σε λίγο, η ζήλεια υπαγορεύει τις πράξεις του Χανς Κάστορπ. Κοινή ιδιοκτησία; Η νωχελική περιέργεια δεν έχει ούτε το δικαίωμα ούτε τη δύναμη της κατοχής. «Αφήστε, θα το κάνω εγώ», λέει ανάμεσα στα δόντια του κι όλοι συμμορφώνονται. Χόρεψαν λίγο ακόμη, ζήτησαν ένα τραγούδι, μια διωδία όπερας, τη βαρκαρόλα από «Τα παραμύθια του Χόφμαν» που γοήτευσε τ’ αυτιά τους κι όταν ξανάκλεισε το καπάκι, έφυγαν, επιπόλαια ερεθισμένοι και φλυαρώντας, για την κούρα

τους ή για το κρεβάτι τους. Αυτό ακριβώς περίμενε κι εκείνος. Τα ’χαν αφήσει όλα, καράβι να κινήσει: τα άλμπουμ και τα κουτιά με τις βελόνες ανοιχτά, οι δίσκοι σκορπισμένοι. Σαν τα μούτρα τους! Έκανε πως τους ακολουθούσε τάχα, μα στη σκάλα τους παράτησε, γύρισε στο σαλόνι, έκλεισε όλες τις πόρτες κι έμεινε εκεί μέσα κλεισμένος τη μισή νύχτα, απορροφημένος βαθιά. Εξοικειώθηκε με το καινούριο απόχτημα και εξέταζε με απόλαυση και ανενόχλητος τους δίσκους που βρίσκονταν στα βαριά άλμπουμ. Υπήρχαν δώδεκα, σε δυο μεγέθη και το καθένα περιείχε δώδεκα δίσκους, πολλοί από τους στρογγυλούς μαύρους δίσκους ήταν γραμμένοι και από τις δυο πλευρές, όχι μονάχα σαν συνέχεια ενός μουσικού κομματιού, αλλά γιατί πολλοί είχαν δυο εγγραφές. Εδώ είχε έναν κόσμο να κατακτήσει, αρκετά μεγάλο, ώστε να είναι δύσκολο έργο και μόνο να τους κάνει μια επιθεώρηση, και χώρια που τον ζάλιζε η προσπάθεια: Όμως ήταν ένας κόσμος γεμάτος ωραίες πιθανότητες. Άκουσε κάπου είκοσι με τριάντα δίσκους. Χρησιμοποιούσε ένα είδος βελόνας που περνούσε μαλακά πάνω στο δίσκο και χαμήλωνε την ένταση του ήχου έτσι ώστε η δραστηριότητά του να μην ταράζει την ησυχία της νύχτας. Ωστόσο, οι είκοσι ή οι τριάντα ήταν μόλις το ένα όγδοο από τον πλούτο που περίμενε να τον απολαύσουν. Ε, γι’ απόψε θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος κοιτάζοντας τους τίτλους κι ακούγοντας από καμιά φορά και κάποιο δίσκο. Στο μάτι ήταν όλοι όμοιοι, εκτός από την χρωματιστή ετικέτα στο κέντρο του κάθε δίσκου, όλοι οι δίσκοι ήταν γεμάτοι κύκλους που όσο πλησίαζαν προς το κέντρο γίνονταν μικρότεροι. Αλλά αυτές οι φίνες γραμμές ήταν που κρατούσαν εκείνη τη φανταστική μουσική, τις καλύτερες εμπνεύσεις από όλες τις περιοχές της τέχνης, στις καλύτερες εγγραφές. Υπήρχαν πολλές εισαγωγές και συμφωνίες, παιγμένες από περίφημες ορχήστρες, που οι δίσκοι σημείωναν τα ονόματα των διευθυντών τους. Μετά, μια μακριά σειρά από μελωδίες τραγουδημένες με συνοδεία πιάνου, από τραγουδιστές της μεγάλης όπερας, που άλλες ήσαν συνειδητά έργα, βγαλμένα από μια προσωπική τέχνη και άλλες απλά λαϊκά τραγούδια, που μερικά απ’ αυτά, ανήκανε και στο πρώτο είδος, από την άποψη ότι ήσαν μεν λαϊκές μελωδίες, αλλά σε διασκευή, κι άλλα που ήσαν έργα σοφής, προσωπικής τέχνης, αλλά εμπνευσμένα, σύμφωνα με το πνεύμα και την καρδιά του λαού κι είχαν μια βαθιά κι αυθεντική ευλάβεια. Τούτα δω τα τελευταία, λοιπόν, ήταν τεχνητά λαϊκά τραγούδια, αν μπορεί να πει κανείς, χωρίς να θέλουμε να ελαττώσουμε την εσωτερική φλόγα τους με το επίθετο «τεχνητά». Ανάμεσα σ’ αυτά, υπήρχε κι ένα, ιδιαίτερα, που ο Χανς Κάστορπ το ήξερε, από τότε που ήταν παιδί και που τώρα του αφιέρωνε μια αγάπη γιομάτη από μυστηριώδεις σχέσεις και που γι’ αυτές θα μιλήσουμε αργότερα. Τι υπήρχε ακόμα, ή πιο ακριβώς, και τι δεν υπήρχε; Άπειρες όπερες. Μια διεθνής χορωδία. Μουσική δωματίου με κουαρτέτα και τρίο, σόλο βιολί, βιολοντσέλο, φλάουτο, πιάνο. Τέλος, δίσκοι μουσικής χορού, που απαιτούσανε πιο σκληρή βελόνα. Ο Χανς Κάστορπ τους κοίταζε και τους ταξινομούσε. Με φλογισμένο κεφάλι, πήγε να πλαγιάσει τόσο αργά, όσο ήταν και κείνη τη νύχτα που είχε οργανώσει το πρώτο του συμπόσιο ο Πήπερκορν με τη χαρούμενη κι αδελφική μνήμη

κι από τις δυο ως τις εφτά το πρωί ονειρεύτηκε το μαγικό κουτί. Πρωί-πρωί, πριν από το πρόγευμα ακόμα, είχε κατεβεί στο σαλόνι, και με τα χέρια ενωμένα, καθισμένος σε μια καρέκλα, άκουε έναν υπέροχο βαρύτονο που τραγουδούσε με συνοδεία άρπας: «Blick ich Umber in diesem edlen kreise». Η άρπα ακουγόταν πολύ φυσική, δεν αλλοιωνόταν καθόλου ο ήχος που ξεχυνόταν και συνόδευε την έναρθρη ανθρώπινη φωνή ήταν απλά, καταπληκτική! Και δεν μπορούσε να υπάρχει στη γη τίποτα πιο τρυφερό από τον επόμενο αριθμό που διάλεξε: ένα ντουέτο από μια σύγχρονη ιταλική όπερα, μια απλή αισθηματική υπόθεση, ανάμεσα σε δυο πλάσματα. Τον ένα ρόλο κρατούσε ο παγκόσμιας φήμης τενόρος που τ’ όνομά του βρισκόταν σε πολλούς δίσκους των άλμπουμ και τον άλλο ρόλο μια φωνή σοπράνο καθαρή σαν κρύσταλλο και γλυκιά. Τίποτα πιο χαριτωμένο από το «Da mi il braccio, mia piccina» εκεινού και την απλή και μελωδική απάντηση εκείνης. Ο Χανς Κάστορπ αναπήδησε, όταν ανοίχτηκε η πόρτα πίσω του. Ήταν ο Αυλικός Σύμβουλος, που ερχόταν να δει: μες στην υπηρεσιακή μπλούζα του γιατρού με το στηθοσκόπιο να ξεπροβάλει από την τσέπη του, έμεινε μια στιγμή όρθιος, με το χέρι στο πόμολο της πόρτας και χαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού τον αλχημιστή. Τούτος δω, αποκρίθηκε πάνω από τον ώμο του κι ύστερα απ’ αυτό το πρόσωπο του διευθυντή, με τα μελανά του μάγουλα και το μικρό μουστάκι του, χάθηκε πίσω από την πόρτα, ξανακλείνοντάς την κι ο Χανς Κάστορπ αφοσιώθηκε πάλι στο πάθος του. Αργότερα, μετά το μεσημεριανό και βραδινό φαγητό, το ακροατήριό του άλλαξε εκτός κι αν λογαριάσουμε και τον ίδιο ανάμεσα στο ακροατήριο και όχι σαν τον άνθρωπο που προσφέρει ψυχαγωγία. Ο ίδιος έκλινε προς τη δεύτερη άποψη. Και το κοινό του Μπέργκχοφ συμφωνούσε μαζί του, ως τέτοιο σημείο, ώστε από το πρώτο βράδυ συμφώνησαν στον αυτοδιορισμό του σαν φύλακα του φωνόγραφου. Εκείνοι ούτε που νοιάζονταν. Εκτός από την περαστική ειδωλολατρία τους για τον τενόρο που τον θεώρησαν μεγάλο και εξυμνούσαν τη φωνή του εκδηλώνοντας μεγαλοφώνως τον ενθουσιασμό τους, δεν έτρεφαν καμιά ιδιαίτερη αγάπη για το μηχάνημα και ήταν ικανοποιημένοι να ’χε το μπελά του κάποιος που το ήθελε. Πολύ σύντομα, λοιπόν, ο φωνογράφος βρήκε τον αναγνωρισμένο απ’ όλους, χειριστή του. Οι τίτλοι των δίσκων καταγράφηκαν στα εσώφυλλα των άλμπουμ, ώστε να βρίσκονται εύκολα, και το κλειδί του ντουλαπιού, όπου έμπαιναν δίσκοι και βελόνες, βρέθηκε, απλούστατα, στην τσέπη του Χανς Κάστορπ, έτσι που έπρεπε να τον φωνάξουν όταν ήθελαν ν’ ακούσουν μουσική. Ήταν μια παγιωμένη κατάσταση. Η καλύτερη ώρα του ήταν αργά, το βράδυ, ύστερα από τις μεταδείπνιες συγκεντρώσεις. Γύριζε πίσω κρυφά κι άκουγε μουσική ως βαθιά τη νύχτα. Δε φοβόταν μήπως ταράξει τον ύπνο του σπιτιού, γιατί υπήρχαν οι πόρτες. Οι πόρτες των σαλονιών κι η πόρτα του φωνογράφου. Υπήρχε κι ο ίδιος ο ύπνος. Ο Χανς Κάστορπ ήταν μόνος του ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, μ’ όλο εκείνο το μικρό θαύμα στη διάθεσή του. Τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες που άκουγε, δεν τους έβλεπε, η ανθρώπινη μορφή τους ήταν στην Αμερική, στο Μιλάνο, στη Βιέννη, στην Πετρούπολη, μπορούσε να μένει εκεί που ήτανε, γιατί ό,τι είχε ο Χανς Κάστορπ απ’ αυτούς ήταν το καλύτερο του

εαυτού τους, η φωνή τους. Ανάμεσα στους δίσκους υπήρχαν οι προτιμημένοι του, που δεν κουραζότανε ποτέ να τους ακούει… Ήταν, λόγου χάρη, η «Αΐντα», το τελευταίο μέρος της· μετά, για να ξεκουράζεται κάπως από την έκστασή του, ακολουθούσε ένα μικρό γαλλικό συμφωνικό πρελούδιο, που τον έκανε να ονειρεύεται ένα ηλιολουσμένο λιβάδι και τον εαυτό του ξαπλωμένο ανάμεσα στα λουλούδια. Το τρίτο, ήταν ένα γαλλικό έργο επίσης, η «Κάρμεν», που ο Χανς Κάστορπ την είχε δει κι ακούσει πολλές φορές, και που πάει αρκετός καιρός κιόλας, την είχε υπαινιχθεί σε μια συνομιλία του αποφασιστικής σημασίας με μια προσωπικότητα… La fleur que tu m’avais jetée… Τι ωραία που το έλεγε αυτό ο Χοσέ! Πάντα τον άκουγε με ιδιαίτερη συμπάθεια αυτό το δίσκο. Όχι για τα λόγια, γιατί δεν άξιζαν μεγάλα πράματα, μα για την ικετευτική έκφραση των συναισθημάτων, κι ο Χανς Κάστορπ συγκινείτο σ’ υψηλό βαθμό πάντα… Είμαστε πολύ λίγο υπεύθυνοι, αν κι ο επόμενος δίσκος ήταν γαλλικός. Αυτή τη φορά επρόκειτο για μια προσευχή από το «Φάουστ» του Γκουνώ. Κάποιος έκανε την εμφάνισή του, κάποιος αρχισυμπαθητικός που λεγότανε Βαλεντίνο, μα που ο Χανς Κάστορπ τον ονόμαζε διαφορετικά μέσα του, του έδινε ένα μελαγχολικό όνομα και πιο γνώριμο που ταύτιζε εκείνον που το ’χε, το Βαλεντίνο και τη φωνή που έβγαινε μέσα από το κουτί. Ο Βαλεντίνο, που ο Χανς Κάστορπ τον ταύτιζε μ’ ένα άλλο πρόσωπο, ήταν στρατιωτικός… Ο δίσκος αυτός, δεν παρουσίαζε άλλο ενδιαφέρον. Νομίζουμε, όμως, ότι οφείλαμε ν’ ασχοληθούμε σύντομα μαζί του γιατί ο Χανς Κάστορπ είχε πολύ ζωηρή προτίμηση σ’ αυτόν, μα και γιατί, σε μια άλλη περίσταση, αρκετά παράξενη, θα παίξει ακόμη κάποιο ρόλο. Για την ώρα φτάνουμε σ’ έναν πέμπτο και τελευταίο δίσκο από κείνη τη μικρή εκλογή, ένα κομμάτι που δεν έχει, είναι αλήθεια, τίποτα το γαλλικό πια και που είναι, μάλιστα, ιδιαίτερα κι ειδικότερα γερμανικό. Δεν πρόκειται για τρίο ή για ντούο ή για σόλο όπερας, μα για ένα τραγούδι, ένα από κείνα τα αριστουργηματικά lieder που αντλήθηκαν από το λαϊκό βάθος και που οφείλουν ακριβώς την πνευματικότητά τους και την ιδιαίτερη ανθρωπιά τους, σ’ αυτή τη διπλή προέλευση… Γιατί τόσα ανεγυρίσματα; Ήταν η «Φλαμουριά» του Σούμπερτ. Τι σήμαινε, αλήθεια, αυτό το τραγούδι, για το Χανς Κάστορπ; Θα το παρουσιάσουμε έτσι: κάτι πνευματικό, δηλαδή: κάτι, που έχει μια σημασία, είναι «σημαντικό», ακριβώς, γιατί ξεπερνά την άμεση έννοιά του, εκφράζει και εκθέτει κάτι που έχει ένα γενικότερο πνευματικό στόχο, έναν ολόκληρο κόσμο αισθημάτων και σκέψεων, που βρήκαν σ’ αυτό, το λίγο ως πολύ, τέλειο σύμβολό τους, πράμα που δίνει, ακριβώς, και το μέτρο της σημαντικότητάς του. Ακόμη κι η αγάπη που ένιωθε κανείς για ένα τέτοιο αντικείμενο είναι καθαυτή «σημαντική». Μας πληροφορεί γι’ αυτόν που δοκιμάζει τούτο το αίσθημα, χαρακτηρίζει τις σχέσεις του με τα ουσιώδη πράγματα, με τον κόσμο, που το «κάτι» αυτό συμβολίζει, και που συνειδητά ή ασύνειδα, αγαπιέται μέσα απ’ αυτό το «κάτι». Θα μας πιστέψει κανείς, αν πούμε, ότι ο απλοϊκός ήρωάς μας, ύστερα από τόσα χρονάκια ερμηνευτικής και παιδαγωγικής εξέλιξης, μπήκε αρκετά βαθιά στη ζωή του πνεύματος, ώστε ν’ αποχτήσει συνείδηση της «σημασίας» της κλίσης του και του αντικειμένου της

κλίσης του; Βεβαιώνουμε και το διηγούμαστε πως έτσι ήταν. Τούτο δω το τραγούδι εσήμαινε πολλά γι’ αυτόν, έναν ολόκληρο κόσμο, έναν κόσμο που θα τον αγαπούσε, χωρίς αμφιβολία, γιατί διαφορετικά, δε θα ’ταν τόσο προσκολλημένος στο αντικείμενο που τον συμβόλιζε. Μετρούμε τα λόγια μας, όταν προσθέτουμε ίσως μ’ έναν τρόπο κάπως σκοτεινό πως το πεπρωμένο του θα ήταν διαφορετικό, αν η ψυχή του δεν ήταν εντελώς ιδιαίτερα προσιτή στις γοητείες της αισθηματικής σφαίρας και γενικά, της πνευματικής στάσης που συνόψιζε αυτό το τραγούδι, με μια τόσο μυστηριώδη φλόγα. Αλλ’ αυτό το πεπρωμένο ακριβώς, είχε προκαλέσει αισθήσεις, περιπέτειες, ανακαλύψεις, είχε θέσει μέσα του προβλήματα «κυβέρνησης», που τον είχαν ωριμάσει, για μια κριτική γιομάτη προαισθήματα και που την άσκησε πάνω σ’ αυτό τον κόσμο, στο σύμβολο αυτού του κόσμου, του άξιου, παρ’ όλ’ αυτά, όλου του θαυμασμού, πάνω σ’ αυτή την αγάπη, που ήταν η δική του: βιώματα που είχαν γίνει ακριβώς, για να θέσουν σ’ αμφιβολία αυτά τα πράματα. Μα θα έπρεπε, αληθινά, να μην έχουμε ιδέα από ερωτικά πράματα, για να υποθέσουμε, πως παρόμοιες αμφιβολίες θα μπορούσαν να βλάψουν την αγάπη. Την κάνουν, αντίθετα, να ριζώνει. Αυτές είναι που προσθέτουν στην αγάπη το κεντρί του πάθους, έτσι που θα μπορούσαμε, αληθινά, να ορίσουμε το πάθος σαν μια αγάπη που αμφιβάλλει. Τι συνιστούσε, λοιπόν, τις αμφιβολίες της συνείδησης και της «κυβέρνησης» του Χανς Κάστορπ, αναφορικά με τη νομιμότητα της αγάπης του, για το γοητευτικό αυτό τραγούδι και για τον κόσμο του; Ποιος ήταν αυτός ο κόσμος που ανοιγότανε πίσω του και που, σύμφωνα με την υπόνοια της συνείδησής του, θα ’πρεπε να ’ναι ο κόσμος ενός απαγορευμένου έρωτα; Ήταν ο Θάνατος. Μ’ αυτό ’τανε δα καθαρή τρέλα! Τι, ένα τόσο θαυμάσιο τραγούδι! Ένα γνήσιο αριστούργημα βγαλμένο μέσα από τα μύχια και τα πιο ιερά της λαϊκής ψυχής, ένας ανεκτίμητος θησαυρός, η αρχέτυπη εικόνα του εσώτερου, αυτή τούτη η αξιοπρέπεια της αγάπης! Τι πρόστυχη συκοφαντία! Ε, ναι, ναι, ήταν αληθινά ωραίο, έτσι έπρεπε να μιλήσει, χωρίς άλλο, κάθε τίμιος άνθρωπος. Κι ωστόσο, πίσω απ’ αυτό το αξιολάτρευτο έργο, ορθώνεται ο θάνατος. Ό θάνατος είχε σχέσεις μ’ αυτό το τραγούδι, που μπορούσε να το αγαπά κανείς, όχι δίχως να καταλαβαίνει, αόριστα, πως μια τέτοια αγάπη ήταν ίσαμε ένα σημείο, απαγορευμένη. Στη δική του, αρχική φύση, μπορούσε να μην έχει καμιά συμπάθεια για το θάνατο, παρά αντίθετα κάτι το πολύ λαϊκό και το πολύ ζωντανό. Μα η συμπάθεια που ένιωθε το πνεύμα γι’ αυτό, ήταν συμπάθεια για το θάνατο. Την αγνή ευλάβεια, την αφέλεια της αρχής του, δεν τα συζητούσε καν. Μα, από κει κι ύστερα, έρχονταν οι συνέπειες των σκοταδιών. Τι ’ταν αυτά που έλεγε εκεί! Δε θ’ άφηνε να τον μεταπείθετε. Συνέπειες των σκοταδιών. Σκοτεινές συνέπειες. Ένα πνεύμα άνομου και μισάνθρωπου, με ισπανικά μαύρα ρούχα, με τη στρογγυλή τραχηλιά κι ηδονή αντί γι’ αγάπη σαν συνέπεια αυτής της ευλάβειας, με το τόσο ειλικρινές βλέμμα. Πραγματικά, ο λογοτέχνης Σετεμπρίνι δεν ήταν ο άνθρωπος, ακριβώς, της απόλυτης

εμπιστοσύνης του, μα θυμόταν μερικές διδασκαλίες, που ο διαυγής Μέντοράς του του είχε κάμει, άλλοτε, πάει πολύς καιρός από τότε, στις αρχές της ερμητικής σταδιοδρομίας του, πάνω στην «αναδρομική τάση», την πνευματική «αναδρομική τάση» προς ορισμένους κόσμους κι έκρινε καλό να προσαρμόσει, με προφύλαξη, αυτό το μάθημα στο αντικείμενό του. Ο κύριος Σετεμπρίνι είχε χαρακτηρίσει αυτή την τάση σαν «αρρώστια», η αντίληψη καθαυτή του κόσμου κι οι εποχές του πνεύματος που αφορούσαν στην «αναδρομική τάση» θα έπρεπε, τότε, να φαίνονται «νοσηρές» στην παιδαγωγική του αίσθηση. Μα πώς γινόταν αυτό; Το λατρευτό νοσταλγικό τραγούδι του Χανς Κάστορπ, η αισθηματική σφαίρα του τραγουδιού κι η αγάπη του γι’ αυτή τη σφαίρα ήταν, λοιπόν, «νοσηρές»; Ούτε να λέγεται καν! Ήταν ό,τι πιο ειρηνικό και πιο υγιεινό υπάρχει. Μα ήταν ένας καρπός, που φρέσκος και γιομάτος υγεία, αυτή τη στιγμή, ή σχεδόν αυτή, είχε εξαιρετική τάση προς την αποσύνθεση, τη σήψη, και αγνότατο δρόσισμα της ψυχής, όταν το γευόσουν πάνω στην ώρα του, σκόρπιζε μια στιγμή πιο ύστερα, τη σήψη και την καταστροφή στα σπλάχνα της ανθρωπότητας που τον χαιρόταν. Ήταν ένας καρπός της Ζωής, γεννημένος από το θάνατο και θανάσιμος. Ήταν ένα θαύμα της ψυχής, το πιο υψηλό ίσως, από την άποψη μιας ασύνειδης ομορφιάς κι ευλογημένο απ’ αυτήν, μα για σοβαρούς λόγους, κοιταγμένο με δυσπιστία, από το μάτι οποιουδήποτε που αγαπούσε την οργανική ζωή κι είχε συνείδηση της ευθύνης του. Ήταν ένα αντικείμενο, που σύμφωνα με την απόφαση της συνείδησης, έπρεπε να παραιτηθούμε απ’ αυτό. Ναι, παραίτηση κι αυτοκυριαρχία, αυτό μπορούσε να ’ναι η φύση της νίκης πάνω σ’ αυτή την αγάπη, σ’ αυτή τη μαγεία της ψυχής με τις σκοτεινές συνέπειες! Οι σκέψεις του Χανς Κάστορπ ή οι φορτωμένες από προαισθήματα μισοσκέψεις του, πετούσαν, ενώ, μέσα στη νύχτα και στη μοναξιά καθότανε μπροστά στο στολισμένο φέρετρο με τη μουσική κι οι σκέψεις αυτές πετούσαν πιο ψηλά, πέρα από τη λογική του, ήταν αλχημιστικά μετουσιωμένες σκέψεις. Ω, ήταν δυνατή, η μαγεία της ψυχής! Όλοι εμείς είμαστε τέκνα της και θα μπορούσαμε να κάνουμε μεγάλα πράματα πάνω στη γη, υπηρετώντας την. Δε θα χρειαζότανε πια δαιμόνιο, μόνο περισσότερο ταλέντο απ’ αυτό που είχε ο συνθέτης της «Φλαμουριάς», για να δώσει, σαν καλλιτέχνης της μαγείας της ψυχής, γιγάντιες διαστάσεις, σ’ αυτό το τραγούδι και να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Ίσως και να γινόταν δυνατό, μάλιστα, να θεμελιωθούνε βασίλεια πάνω του, γήινα, πολύ γήινα βασίλεια, πολύ στέρεα, χαρούμενα για πρόοδο, μα καθόλου, καθόλου άρρωστα από νοσταλγία, όπου το τραγούδι θα καταντούσε σε μουσική ηλεκτρικού γραμμοφώνου. Μα ο καλύτερος γιος θα ’ταν παρ’ όλ αυτά, εκείνος που ξόδεψε τη ζωή του αυτοκυριαρχούμενος και πέθανε έχοντας στα χείλη του την καινούρια λέξη της αγάπης, που δεν ήξερε ακόμη να προφέρει. Άξιζε τόσο να πεθάνει κανείς για το μαγικό τραγούδι! Μα όποιος πέθανε γι’ αυτό, στην πραγματικότητα δεν πέθανε πια γι’ αυτό κι ήταν ένας ήρωας, μόνο γιατί στο βάθος, είχε πεθάνει κιόλας για το καινούριο, για τον καινούριο λόγο της αγάπης και του μέλλοντος που αναπηδούσε από την καρδιά του… Αυτοί ’ταν λοιπόν, οι δίσκοι που προτιμούσε ο Χανς Κάστορπ.

ΥΠΕΡΤΑΤΕΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ ΟΙ ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ του Έντιν Κροκόβσκι είχαν πάρει, κατά τα σύντομα αυτά χρόνια, έναν απρόβλεπτο προσανατολισμό. Πάντοτε, οι αναζητήσεις του, που αναφέρονταν στην ανάλυση των αισθημάτων και τη ζωή των ονείρων, είχαν σφραγιστεί μ’ ένα χαρακτήρα υπόγειο και σκοτεινό. Αλλά, εδώ και λίγο καιρό, με μια στροφή μόλις αισθητή στο κοινό, είχαν προσανατολιστεί στην έννοια των μυστηρίων της μαγείας και οι δεκαπενθήμερες ομιλίες του, στην τραπεζαρία η κυριότερη διασκέδαση του σπιτιού το καμάρι του προγράμματος αυτές οι ομιλίες, που γίνονταν με ρεντινγκότα και σανδάλια, σ’ ένα τραπέζι σκεπασμένο μ’ ένα στρωσίδι, σ’ έναν τόνο συρτό κι εξωτικό, μπροστά στο προσεκτικό κοινό του Μπέργκχοφ δεν είχαν πια για θέμα την ερωτική δραστηριότητα, στην κατάσταση της προνύμφης και τη νέα μεταμόρφωση της ασθένειας στο συνειδητοποιημένο αίσθημα, αλλά τις απόκρυφες παραδοξότητες του υπνωτισμού και της υπνοβασίας, τα τηλεπαθητικά φαινόμενα, τα αποκαλυπτικά όνειρα και τη δεύτερη όραση, τα θαύματα της υστερίας κι αυτά τα σχόλια διεύρυναν το φιλοσοφικό ορίζοντα, ως το σημείο, που στα μάτια των ακροατών εμφανίζονταν αινίγματα τέτοια, όπως οι σχέσεις της ύλης και του πνεύματος — το ίδιο το αίνιγμα της ζωής που φαινόταν ότι είχε περισσότερα ενδεχόμενα να λυθεί από τον ανησυχητικό δρόμο της αρρώστιας, παρ’ όσο από τον δρόμο της υγείας. Αναφέρουμε αυτά τα γεγονότα γιατί πιστεύουμε ότι έχουμε καθήκον, να φέρουμε σε σύγχυση τους επιπόλαιους, που ισχυρίζονταν ότι ο Δρ Κροκόβσκι είχε αφοσιωθεί στα προβλήματα του αποκρυφισμού για να προφυλάξει τις διαλέξεις του από τη μονοτονία και συνεπώς και δίχως άλλο, για να εξάψει την περιέργεια. Αυτά έλεγαν οι κακόγλωσσοι που συναντά κανείς παντού. Είναι αλήθεια, ότι στις ομιλίες της Δευτέρας, οι κύριοι τέντωναν τ’ αυτιά τους με περισσότερο κέφι απ' ό,τι συνήθως, για ν’ ακούσουν, καλύτερα και η φροϋλάιν Λέβι έμοιαζε ίσως, περισσότερο από άλλοτε, με κέρινο ομοίωμα, που θα ’κρυβε στο στήθος του ένα ελατήριο. Αλλά αυτά τ’ αποτελέσματα ήταν εξίσου νόμιμα όσο κι η ανάπτυξη που ’χαν πάρει οι ιδέες του σοφού, και που μπορούσε να υπερασπιστεί, όχι μονάχα τη λογική ευθύτητά της, αλλά και τον αναπόφευκτο χαρακτήρα της. Προς αυτές τις σκοτεινές κι εκτεταμένες περιοχές της ανθρώπινης ψυχής είχε πάντα στρέψει τις προσπάθειές του, προς αυτές τις περιοχές που ορίζουν, συνοπτικά, με τη λέξη του υποσυνείδητου, αν και καλύτερα θα ’καναν να μιλούν για μια υπερσυνείδηση, αφού απ’ αυτές τις σφαίρες προέρχεται, κάποτε μια γνώση που ξεπερνά τη συνείδηση του ατόμου και υποβάλλει τη σκέψη ότι πιθανόν να υπάρχουν δεσμοί και σχέσεις ανάμεσα στις κατώτερες και σκοτεινές περιοχές της ατομικής ψυχής και μίας παγκόσμιας και παντογνώστριας ψυχής. Το πεδίο, λοιπόν, του υποσυνείδητου, «απόκρυφο» στην κυριολεξία της λέξης, θα ήταν επίσης απόκρυφο, στην πιο περιορισμένη σημασία αυτής της λέξης, και θα ήταν μια από τις πηγές απ’ όπου ξεπηδούν τα φαινόμενα, που καλά ή κακά, ονομάζουν έτσι. Δεν ήταν μόνο αυτό! Όποιος θεωρεί το οργανικό σύμπτωμα της αρρώστιας σαν το αποτέλεσμα

απορημένων αισθημάτων, έξω από τη συνειδητή ζωή της ψυχής, που μετατρέπονται σε υστερικά φαινόμενα, αναγνωρίζει απ’ αυτό και μόνο τη δημιουργική δύναμη των ψυχικών δυνάμεων στο πεδίο της ύλης, μια δύναμη που είναι υποχρεωμένος κανείς να θεωρήσει σαν τη δεύτερη πηγή των μαγικών φαινομένων. Ιδεαλιστής του παθολογικού, για να μην πούμε ιδεαλιστής παθολογικός, θα δει να βρίσκεται στο σημείο απ’ όπου ξεκινούν οι συλλογισμοί, που καταλήγουν αλάνθαστα στο πρόβλημα του όντος γενικά, δηλαδή στο πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ πνεύματος και ύλης. Ο υλιστής, παιδί μιας φιλοσοφίας της καθαρής δύναμης, θα επιμείνει να εξηγήσει το πνεύμα, σαν το φωσφορώδες παράγωγο της ύλης. Ο ιδεαλιστής, απεναντίας, αναχωρώντας από την αρχή της δημιουργικής υστερίας, θα κλίνει και δεν θ’ αργήσει να λύσει, κατά μια έννοια εντελώς αντίθετη, το πρόβλημα της προτεραιότητας. Με μια λέξη, πρόκειται για την παλιά διαφωνία, περί του τι υπήρξε πρώτα: η κότα ή το αυγό. Αυτή η διαφωνία, που βρίσκεται τόσο παράδοξα μπερδεμένη, απ’ αυτό το διπλό γεγονός, ότι δεν γίνεται να φανταστείς ούτε ένα αυγό, που δεν το γέννησε μια κότα, ούτε μια κότα που δεν βγήκε από το αυγό, που η ύπαρξή της το απαιτεί. Αυτά, λοιπόν, ήταν τα ζητήματα που σχολίαζε από λίγο καιρό, ο γιατρός Κροκόβσκι, στις διαλέξεις του. Κατάληξε εκεί, από μια οργανική ανάπτυξη, νόμιμη και λογική, δεν επιμένουμε σ’ αυτό πολύ και θα προσθέσουμε, επί πλέον, ότι είχε μπει μέσα σ’ αυτού του είδους τις θεωρίες πολύ προτού η εμφάνιση της Έλλεν Μπραντ τις κάμει να περάσουν στο εμπειρικό και πειραματικό πεδίο. Ποια ήταν η Έλεν Μπραντ; Παρ’ ολίγο να ξεχάσουμε, ότι οι ακροατές μας την αγνοούν, ενώ τ’ όνομά της σας είναι φυσικά οικείο. Ποια ήταν; Με την πρώτη ματιά σχεδόν καμιά! Ένα αξιαγάπητο παιδί, δεκαεννιά χρονών, που λεγόταν Έλλυ, με μαλλιά ξανθά σαν το λινάρι, μια Δανέζα που δεν ήταν καν από την Κοπεγχάγη, αλλά που καταγόταν, απλούστατα, από την Οντένση της Φιονίας, όπου ο πατέρας της έκανε εμπόριο βουτύρου. Η ίδια είχε μπει στην πρακτική ζωή. Πριν από λίγα χρόνια κιόλας, είχε καθίσει, υπάλληλος του επαρχιακού υποκαταστήματος μιας τράπεζας της πρωτεύουσας, σε ένα περιστροφικό κάθισμα, μπροστά σε χοντρά βιβλία, μ’ ένα μανίκι από σατέν περασμένο στο δεξί της χέρι πράγμα που της είχε προκαλέσει δέκατα. Η περίπτωση δεν ήταν σοβαρή και κάθε άλλο μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτη, αν και η Έλλυ ήταν πραγματικά ντελικάτη και φαινομενικά αναιμική, κι ακόμη αναμφισβήτητα συμπαθητική, ώστε ευχαρίστως να περνάει κανείς το χέρι του πάνω στα ξανθά της μαλλιά, πράμα που ο Αυλικός Σύμβουλος δεν παράλειπε ποτέ, όταν μιλούσε στην κοπέλα, στην τραπεζαρία. Ανάδινε μια δροσιά του βορρά, μια κρυστάλλινη αγνότητα, μια ατμόσφαιρα παιδική και παρθενική, ολότελα χαριτωμένη, όπως και το ανοιχτό και καθαρό βλέμμα των γαλάζιων παιδικών ματιών της και η ομιλία της που ήταν διαπεραστική, διαυγής και ευγενική κάτι γερμανικά λίγο αδέξια, με μικρά τυπικά λάθη στην προφορά. Τα χαρακτηριστικά της δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο. Το σαγόνι της ήταν λίγο κοντό. Καθόταν στο τραπέζι της Ερμίνε Κλέεφελντ, που ήταν η συνοδός της. Αυτή, λοιπόν, η μικρή κοπέλα, η Έλλυ Μπραντ, αυτή η αξιολάτρευτη νεαρή

ποδηλατίστρια και υπολογίσιμη Δανέζα, βρισκόταν κάτω από τέτοιες συνθήκες, που κανείς ποτέ δεν μπορούσε να υποπτευθεί, βλέποντας για πρώτη ή για δεύτερη φορά, τη φωτεινή παρουσία της, μα που λίγες βδομάδες ύστερα από τον ερχομό της εδώ, άρχισαν να φανερώνονται και που η προσπάθεια του γιατρού Κροκόβσκι στάθηκε να τις αποκαλύψει σ’ όλη τους την παραδοξότητα. Τα παιγνίδια της συναναστροφής, στις βραδινές συγκεντρώσεις, τράβηξαν κατά πρώτο, την προσοχή του επιστήμονα. Ασκούνταν στα αινίγματα, ύστερα έψαχναν να βρουν κρυμμένα αντικείμενα, με τη βοήθεια του πιάνου, που έπαιζε δυνατότερα όσο πλησίαζε κανείς τον κρυψώνα, χαμηλότερα όταν απομακρυνόταν. Και κατέληξαν, μάλιστα, ν’ απαιτήσουν από κείνον που κατά τη συζήτηση, όφειλε να περιμένει μπροστά στην πόρτα, να εκτελέσει, με ακρίβεια, μερικές περίπλοκες πράξεις, παραδείγματος χάρη, ν’ αλλάξει τα δαχτυλίδια σε δυο πρόσωπα, να προσκαλέσει κάποιον, με τρεις υποκλίσεις, να χορέψει, να πάρει ένα ορισμένο βιβλίο απ’ τη βιβλιοθήκη, για να το δώσει σ’ αυτό ή σ’ εκείνο το πρόσωπο και ούτω καθ’ εξής. Εκείνο που είναι αξιοπαρατήρητο είναι, ότι τέτοιου είδους παιχνίδια δεν ήταν μέχρι τώρα στις συνήθειες του Μπέργκχοφ. Δεν μπόρεσαν, εκ των υστέρων, να βρουν ποιος είχε δώσει την ιδέα. Βεβαίως δεν ήταν η Έλλυ. Εντούτοις, δεν κατέληξαν σ’ αυτά, παρά μονάχα κατά την παρουσία της. Αυτοί που έπαιρναν μέρος στα παιχνίδια ήταν όλοι σχεδόν παλιές γνωριμίες, κι ανάμεσά τους βρισκόταν ο Χανς Κάστορπ δείχνονταν περισσότερο ή λιγότερο αδέξιοι, ή ολότελα ανίκανοι. Αλλά η ικανότητα της Έλλυ Μπραν φανερώθηκε καταπληκτική, παράδοξη, άτοπη. Η σίγουρη εξυπνάδα της στην αναζήτηση των κρυψώνων, που χαιρετιζόταν με χειροκροτήματα και γέλια θαυμασμού, φάνηκε εύκολη. Αλλ’ άρχισαν να σωπαίνουν έκπληκτοι, όταν έφτανε στις περίπλοκες πράξεις. Ευθύς ως έμπαινε, εκτελούσε όλα όσα της είχαν μυστικά ορίσει, μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς, μάλιστα, να ’χει ανάγκη της μουσικής. Αναζητούσε στην τραπεζαρία μια πρέζα αλάτι, την σκόρπιζε στο κεφάλι του εισαγγελέα Παραβάν, τον έπαιρνε ύστερα από το χέρι και τον οδηγούσε στο πιάνο, όπου, με τον δείχτη του έπαιζε την αρχή του τραγουδιού «Ένα πουλί πέταξε». Ύστερα τον ξανάφερνε στη θέση του, του έκανε μια υπόκλιση, έπαιρνε ένα σκαμνί και καθόταν στα πόδια του, ακριβώς όπως το είχαν σκεφτεί, με μεγάλη δόση φαντασίας. Είχε ακούσει, λοιπόν! Κοκκίνισε εκείνη. Με αληθινή ανακούφιση, βλέποντάς την συγχυσμένη, άρχισαν να τη μαλώνουν εν χορώ, όταν βεβαίωσε: Όχι, όχι, καθόλου, δεν συνέβαινε αυτό που σκέφτηκαν. Δεν είχε ακούσει ούτε απ’ έξω, ούτε πίσω από την πόρτα, όχι, βέβαια! Ούτε απ’ έξω; Ούτε πίσω από την πόρτα; — Ω, όχι, με συγχωρείτε! Άκουγε εδώ ακριβώς, μέσα στην αίθουσα, μόλις έμπαινε. Δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό της να μην το κάμει. Δεν μπορούσε να εμποδίσει τον εαυτό της; Μέσα στην αίθουσα;

Κάτι της το σφύριξε, είπε. Της ψιθύριζαν τι έπρεπε να κάνει, σιγανά, αλλά πολύ καθαρά και ευδιάκριτα. Ήταν, προφανώς, μια ομολογία. Η Έλλυ, κατά μια έννοια, είχε τη συνείδηση, ότι είχε κάνει ένα σφάλμα, ότι είχε κοροϊδέψει. Όφειλε να είχε πει, ότι δεν ήτανε για ένα τέτοιο παιχνίδι συνηθισμένη, γιατί της τα σφύριζαν όλα. Ένα αγώνισμα χάνει’ κάθε έννοια, όταν ο ένας από τους συναγωνιζόμενους κατέχει πλεονεκτήματα υπερφυσικά. Στην αθλητική σημασία του παιχνιδιού, η Έλλεν ήταν αποκλεισμένη, ξεμοναχιασμένη, ως το σημείο που περισσότεροι από ένας ένιωσαν στην πλάτη ανατριχίλες, ακούγοντας την ομολογία της. Πολλές φωνές συγχρόνως ζήτησαν το γιατρό Κροκόβσκι. Έτρεξαν να τον βρουν και ήρθε: Κοντόχοντρος, μ’ ένα καλοκάγαθο χαμόγελο, μπαίνοντας αμέσως στο νόημα, εμπνέοντας, με όλο του το παρουσιαστικό, την εύθυμη εμπιστοσύνη. Του ανάφεραν, λαχανιάζοντας, ότι είχαν συμβεί πράματα τελείως αφύσικα, ότι μια ενορατική είχε παρουσιαστεί, μια νέα κοπέλα που άκουγε φωνές. Μπα, μπα! Ε, κι έπειτα; Ησυχάστε, φίλοι μου! θα δούμε. Ήταν της δικαιοδοσίας του κι έδαφός του, κινητό και βαλτώδες για όλους, αλλ’ εκείνος προχωρούσε πάνω του με μια συμπάθεια σταθερή. Έκανε ερωτήσεις κι έβαλε να του διηγηθούν το πράμα. «Μπα, μπα! Ώστε, έτσι λοιπόν, αυτά έχουμε, αλήθεια, παιδί μου;» Και καθώς όλοι το ’καναν ευχαρίστως, ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι της μικρής. Το πράμα ήταν για πολλούς λόγους αξιοπερίεργο, αλλά δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία να φοβηθεί κανείς. Βύθισε τα σκούρα κι εξωτικά του μάτια στο γαλάζιο των ματιών της Έλλεν Μπραντ, χαϊδεύοντάς την ήσυχα με το χέρι, από τον ώμο ως τον αγκώνα. Η κοπέλα ανταποκρινόταν στο κοίταγμά του, μ’ ένα βλέμμα ολοένα και πιο ευλαβές, που υψωνόταν, δηλαδή, όλο και περισσότερο προς αυτόν, γιατί το κεφάλι της έγερνε αργά προς το στήθος και τον ώμο. Όταν τα μάτια της άρχισαν ν’ αναστρέφονται, ο επιστήμονας έκανε μπροστά στο πρόσωπο του κοριτσιού μια κίνηση με το χέρι, δηλώνοντας αμέσως, έπειτα, ότι όλα πήγαιναν καλά και στέλνοντας την παρέα, που βρισκόταν σ’ έξαψη, να κάνει τη βραδινή της κούρα, εκτός από την Έλλυ Μπραντ, με την οποία ήθελε να «κουβεντιάσει» ακόμα μια στιγμή. Να κουβεντιάσει! Φαντάζεται κανείς πού θα κατάληγε αυτό. Κανείς δεν ένιωσε ευχάριστα, όταν ο εύθυμος σύντροφος Κροκόβσκι πρόφερε αυτή τη λέξη. Όλοι ένιωσαν να τους διατρέχει, ως τα μύχια τους, ένα ρίγος, ακόμη κι ο Χανς Κάστορπ, όταν έφτασε με μεγάλη καθυστέρηση στην περίφημη ξαπλωτούρα του και θυμήθηκε πως εξαφανίστηκε το έδαφος, κάτω από τα πόδια του, με τ’ άπρεπα κατορθώματα της Έλλυ και την αμήχανη εξήγηση που είχε δώσει η μικρή σ’ αυτά, ένιωσε μια κακοδιαθεσία, μια φυσική αγωνία, και μια ελαφριά ναυτία τον είχε καταλάβει. Δεν είχε ποτέ δοκιμάσει ένα σεισμό, αλλά ομολογούσε, ότι ανάλογες εντυπώσεις φόβου θα ήταν συνδεδεμένες μ’ αυτόν, χωρίς να λογαριάσουμε την περιέργεια, που οι μοιραίες ικανότητες της Έλλυ Μπράντ του είχαν ξέχωρα εμπνεύσει: μια περιέργεια, που περιέπλεκε το αίσθημα της ματαιοδοξίας του, της συνείδησης, δηλαδή, ότι η περιοχή προς την οποία προχωρούσε η μικρή ψηλαφιστά, ήταν απρόσιτη στη λογική και το ζήτημα, επομένως, να γνωρίσει, αν ήταν απλά ματαιόδοξη, ή γενικά, αν ήταν μια ένοχη, πράγμα που δεν την εμπόδιζε,

άλλωστε, να παραμένει αυτό που είναι: Με άλλα λόγια, περιέργεια. Ο Χανς Κάστορπ είχε, όπως όλος ο κόσμος, ακούσει αρκετά πράγματα για τα απόκρυφα ή υπερφυσικά φαινόμενα. Αναφέραμε, άλλωστε, κάποια γριά θεία του, που ο θλιβερός θρύλος της είχε φτάσει ως αυτόν. Αλλά ποτέ ο κόσμος αυτός, που την ύπαρξή του διαβεβαίωνε, με μια ανιδιοτέλεια θεωρητική, δεν του είχε παρουσιαστεί από τόσο κοντά. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε ποτέ πειραματιστεί σ’ αυτά τα πεδία, και η αντιπάθειά του για τέτοιου είδους πειράματα, επανάσταση του γούστου του, επανάσταση αισθητική, επανάσταση από ανθρώπινη αλαζονεία αν μπορούσε να χρησιμοποιήσουμε εκφράσεις με τέτοιες αξιώσεις, μιλώντας για τον ήρωά μας, τον τόσο απόλυτα απαλλαγμένο από αξιώσεις ισοδυναμούσε σχεδόν με την περιέργεια που του είχαν ξυπνήσει. Προαισθανόταν, προαισθανόταν καθαρά και ξάστερα, ότι αυτά τα πειράματα, όποια και να ’ταν η τροπή που θα ’παιρναν, δεν μπορεί ποτέ, παρά να ήταν κακού γούστου, ακατανόητα και ανάξια του ανθρώπου. Εντούτοις, φλεγόταν να επιδοθεί σε αυτά. Καταλάβαινε, ότι η εναλλαγή «ματαιόδοξη ή ένοχη», που σαν εναλλαγή ήταν ήδη αρκετά δυσάρεστη, στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου μια εναλλαγή, γιατί αυτοί οι δυο όροι συνέπιπταν και ο σκεπτικισμός της λογικής δεν ήταν παρά μια μορφή υπέρ ηθική αυτής της απαγόρευσης. Αλλά το placet experiri, δανεισμένο από ένα πρόσωπο, που χωρίς αμφιβολία, θ’ αποδοκίμαζε τέτοιες απόπειρες, με την πιο πλαστική ορολογία, έμενε γαντζωμένο στο πνεύμα του Χανς Κάστορπ. Η αντίληψή του της ηθικής συνέπιπτε με την περιέργειά του, προσαρμοζόταν, χωρίς άλλο, πάντοτε μαζί της, με την απεριόριστη περιέργεια όποιου ταξιδεύει, για να μορφώσει το πνεύμα του και η οποία, όταν προσέγγιζε το μυστήριο της προσωπικότητας, δε βρισκόταν πολύ απομακρυσμένη από το πεδίο που ανοιγόταν τώρα. Κι η περιέργεια αυτή έπαιρνε τη μορφή στρατιωτικής αξίας, μη αποφεύγοντας τ’ απαγορευμένα πράματα, όταν παρουσιάζονταν. Ο Χανς Κάστορπ αποφάσισε, λοιπόν, να μείνει στη θέση του και να μην απομακρυνθεί, αν επρόκειτο να καταπιαστούν με την Έλλυ Μπραντ, για καινούριες περιπέτειες. Ο γιατρός Κροκόβσκι είχε απαγορεύσει, αυστηρά, να επιδοθούν, στο εξής, χωρίς την παρουσία του, σε πειραματισμούς πάνω στα μυστικά χαρίσματα της δεσποινίδας Μπραντ. Είχε επιτάξει την κοπελίτσα, για την επιστήμη, είχε μαζί της συνεδριάσεις στο εργαστήριό του της ψυχανάλυσης. Φαίνεται την υπνώτιζε, προσπαθούσε, ν’ αναπτύξει τις λανθάνουσες ικανότητές της, να τις πειθαρχήσει, να εξερευνήσει την προηγούμενη ψυχική της ζωή. Η Ερμίνε Κλέεφελντ, η μητρική φίλη και συνοδός της κοπέλας του μετάδινε, άλλωστε, όσα μάθαινε, υπό εχεμύθειαν: κάθε είδους πράγματα, που μετάδινε, με την ίδια εχεμύθεια σ’ όλο το σπίτι κι ως τη θυρίδα του θυρωρού. Έμαθε π.χ. ότι το πρόσωπο ή το πράγμα, που είχε ψιθυρίσει στη μικρή κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει, ονομαζόταν Χόλγκερ. Ήταν, ο έφηβος Χόλγκερ, ένα πνεύμα που της ήταν οικείο, ένας νεκρός, ένα πλάσμα αιθέριο, κάτι σαν φύλακας άγγελος της μικρής Έλλεν. Αυτός, λοιπόν, είχε προδώσει την ιδέα για την πρέζα το αλάτι και τον δείχτη του Παραβάν; — Ναι, τ’ αόρατα χείλη του είχαν ψαύσει το αυτί της Έλλεν, το είχαν ελαφρά γαργαλίσει,

και κάνοντάς την σχεδόν να χαμογελάσει, της είχαν ψιθυρίσει το μυστικό. — Χωρίς άλλο, θα της ήταν πολύ ευχάριστο, άλλοτε, να της σφυράνε τα μαθήματά της στο σχολείο όταν δεν τα ’χε ετοιμάσει; Σε αυτή την ερώτηση, η Έλλεν δεν απάντησε. Ίσως δεν ήταν επιτραμένο στο Χόλγκερ, είπε αργότερα. Του ήταν απαγορευμένο ν’ ανακατεύεται με πράγματα τόσο σοβαρά, και δίχως άλλο κι ο ίδιος δεν θα ήξερε τα μαθήματά του. Έγινε γνωστό ακόμη, ότι η Έλλεν είχε, από την πιο τρυφερή ηλικία της, και κατά διαστήματα περισσότερο ή λιγότερο μεγάλα, ορατές, ή αόρατες εμφανίσεις τι σήμαινε: αόρατες εμφανίσεις; Αυτό παραδείγματος χάρη: κοπέλα δεκάξι χρονών, καθόταν, μια μέρα, μόνη στο σαλόνι του σπιτιού των γονέων της, μπροστά σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι, μ’ ένα εργόχειρο, απόγευμα, και πλάι της πάνω στο χαλί, ήταν ξαπλωμένο το σκυλί του πατέρα της, η Φρέγια. Το τραπέζι ήταν σκεπασμένο μ’ ένα πολύχρωμο κάλυμμα, ένα απ’ αυτά τα τούρκικα σάλια, όπως τα φοράνε οι γερόντισσες, διπλωμένο σε μύτες. Ήταν απλωμένο διαγωνίως στο τραπέζι, με τις άκρες μόλις να εξέχουν. Και, ξαφνικά, η Έλλεν είδε, ότι η άκρη, αντίκρυ της, είχε τυλιχτεί αργά, ήσυχα, προσεχτικά και κανονικά, είχε τυλιχτεί, μέχρι τη μέση του τραπεζιού, έτσι που το ρολό είχε φτάσει να γίνει αρκετά μακρύ, κι ενώ συνέβαινε αυτό, η Φρέγια αναπηδούσε με μανία, με τα μπροστινά αλύγιστα και τις τρίχες ορθωμένες, είχε σηκωθεί στα πισινά της πόδια, ύστερα όρμησε ουρλιάζοντας, στο γειτονικό δωμάτιο, κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ κι επί έναν ολόκληρο χρόνο δεν κατόρθωσαν πια να την κάνουν να μπει στο σαλόνι. — Ήταν ο Χόλγκερ, που είχε τυλίξει το σάλι; ρώτησε η φροϋλάιν Κλέεφελντ. Η μικρή Μπραντ δεν το γνώριζε. — Και τι σκεφτήκατε, όταν έγινε αυτό; Αλλά καθώς ήταν απολύτως αδύνατο να σκεφτεί ο,τιδήποτε πάνω σ’ αυτό, η Έλλεν δεν είχε σκεφτεί τίποτα το ιδιαίτερο. Μίλησε γι’ αυτό στους γονείς της; Όχι. Παράξενο. Αν και δεν υπήρχε τίποτε το ιδιαίτερο να σκεφτεί απάνω σ’ αυτό, η Έλλεν είχε, εντούτοις, το αίσθημα, ότι σ’ αυτή την περίπτωση, όπως και σ’ άλλες περιστάσεις ανάλογες, έπρεπε να κρατήσει σιωπή και να το θεωρήσει σαν το ζηλότυπο μυστικό της, για το οποίο συστελλόταν. Ήταν βαρύ να κρατηθεί, αυτό το μυστικό; Όχι, ιδιαίτερα βαρύ. Τι μπορούσε να βαρύνει ένα κάλυμμα, που τυλιγόταν; Αλλά κάτι άλλο την είχε βαρύνει περισσότερο. Αυτό, λόγου χάρη: Ήτανε μια χρονιά, πάντα στο σπίτι των γονιών της, στην Οντένση. Είχε βγει, πολύ πρωί, από την κάμαρά της, που βρισκόταν στο ισόγειο και ήθελε να περάσει από το χολ και ν’ ανεβεί τη σκάλα και να πάει στην τραπεζαρία να ετοιμάσει τον καφέ, όπως συνήθιζε, πριν έλθουν οι γονείς της. Είχε φτάσει στο κεφαλόσκαλο, στη στροφή της σκάλας, οπότε, πάνω σ’ αυτό το κεφαλόσκαλο, στην άκρη του, εντελώς πάνω στα σκαλιά, είχε δει με σάρκα και οστά, τη μεγάλη της αδελφή, που ήταν παντρεμένη στην Αμερική. Είχε εμφανιστεί ντυμένη μ’ ένα λευκό φόρεμα και παράξενο, φορούσε στο κεφάλι της ένα στεφάνι από νυμφαίες. Τα χέρια της ήταν ενωμένα στον ώμο της κι έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι. «Πώς, Σοφία, εσύ 'σαι;» φώναξε η Έλλεν, απολιθωμένη μισο-χαρούμενη, μισοφοβισμένη. Η Σοφία σήκωσε άλλη μια φορά το κεφάλι, και μετά έσβησε. Είχε γίνει

διάφανη. Σε λίγο δεν ήταν αντιληπτή, παρ’ όσο είναι ένα ρεύμα θερμού αέρος και τελικά καθόλου, έτσι που ο δρόμος ήταν ελεύθερος για την Έλλεν. Αλλά κατόπιν είχαν μάθει ότι την ίδια ώρα η αδελφή της Σοφία είχε πεθάνει, στη Νέα Υερσέη, από καρδιά. Αυτό, επιτέλους, έκρινε ο Χανς Κάστορπ, όταν η Κλέεφελντ του διηγήθηκε την περιπέτεια, είχε μια κάποια έννοια, μπορούσε να δικαιολογηθεί. Εδώ η εμφάνιση, κει πέρα ο θάνατος. Μπορούσε κανείς τουλάχιστον, να διακρίνει μια κάποια σχέση ανάμεσα στα δυο. Και δέχτηκε να πάρει μέρος σε μια πνευματική συνεδρίαση, σε μια παρτίδα περιστρεφόμενων ποτηριών, που είχε αποφασιστεί να οργανώσουν, από ανυπομονησία και παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις του γιατρού Κροκόβσκι. Μόνο μερικά πρόσωπα είχαν γίνει δεκτά, για τη συνεδρίαση που γινόταν στο δωμάτιο της Ερμίνε Κλέεφελντ: Εκτός από τη φιλοξενούσα, το Χανς Κάστορπ και τη μικρή Μπραντ, δε θα ήταν άλλοι, εκτός από τις κυρίες Σταιρ και Λέβι, καθώς και τον κύριο Αλμπέν, τον Τσέχο Βέντσελ και το γιατρό Τινγκ Φου. Το βράδυ μόλις χτύπησε δέκα, μαζεύτηκαν μυστικά κι επιθεώρησαν ψιθυριστά τις προετοιμασίες της Ερμίνε. Σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι μέτριου μεγέθους, στη μέση του δωματίου, ήταν τοποθετημένο ένα ποτήρι με πόδι, ανεστραμμένο. Στην άκρη του τραπεζιού, κατά διαστήματα κανονικά, ήταν βαλμένες κοκάλινες μάρκες, που χρησίμευαν, συνήθως, για το παιχνίδι, και πάνω τους ήταν σχεδιασμένα, με το μελάνι, τα είκοσι τέσσερα γράμματα του αλφαβήτου. Η Ερμίνε Κλέεφελντ άρχισε να σερβίρει το τσάι, που έγινε δεκτό μ’ ευγνωμοσύνη, γιατί, παρά το ακίνδυνο και παιδαριώδες της επιχειρήσεως, οι κυρίες Σταιρ και Λέβι παραπονούνταν ότι τα άκρα τους ήταν παγωμένα κι ότι είχαν ταχυπαλμία. Αφού ζεστάθηκαν, πήραν θέση γύρω από το μικρό τραπέζι, κάτω από ένα φωτισμό ρόδινο και συσκοτισμένο· η φιλοξενούσα, για να δημιουργήσει μια κατάλληλη ατμόσφαιρα, είχε σβήσει την πλαφονιέρα κι είχε αφήσει μόνο τη μικρή σκεπασμένη λάμπα της νύχτας. Καθένας ακουμπούσε ελαφρά, ένα δάχτυλο του δεξιού του χεριού, στο πόδι του ποτηριού. Έτσι ήταν ο κανονισμός. Περίμεναν τη στιγμή που το ποτήρι θ’ άρχιζε να μετακινείται. Αυτό μπορούσε να γίνει εύκολα γιατί το τραπέζι ήταν γυαλιστερό, η άκρη του ποτηριού λεία και η πίεση, που ασκούσαν τα τρεμουλιαστά δάχτυλα, όσο ελαφρά και να ’ταν η επαφή, θ’ αρκούσε τελικά με το να ’ναι φυσικά άνιση, εδώ πιο κάθετη, εκεί πιο πλάγια, να μετακινήσουν το ποτήρι. Στην περιφέρεια του πεδίου του, θα συναντούσε γράμματα, κι αν αυτά που θα σκουντούσε συνέθεταν λέξεις και είχαν έννοια, θα ήταν ένα φαινόμενο αρκετά περίπλοκο, ένα μίγμα από συνειδητά στοιχεία, ημισυνείδητα, κι εντελώς ασυνείδητα, καθορισμένα από τη θέληση ορισμένων από τους συμμετέχοντες είτε ομολογούσαν είτε όχι την παρεμβολή τους και στη σκοτεινή συμβολή και τη μυστική συνενοχή μιας υποχθόνιας συνεργασίας όλων, προς το σκοπό αποτελέσματος φαινομενικά παράδοξου, αποτελέσματος, στο οποίο οι σκοτεινές αδυναμίες του καθενός θα έπαιρναν περισσότερο ή λιγότερο μέρος, και χωρίς αμφιβολία, εκείνης της χαριτωμένης μικρής Έλλυ. Αυτό όλοι το ’ξέραν, κατά βάθος, από την αρχή, και ο Χανς Κάστορπ, κατά τον τρόπο του, πήγε να τους το πει, ενώ περίμεναν, καθισμένοι σε κύκλο, με τα δάχτυλα τρεμουλιαστά. Και πραγματικά, τα παγωμένα άκρα και οι παλμοί αυτών

των κυριών, καθώς και η βιασμένη ευθυμία των κυρίων, προερχόταν και μόνο από τ’ ότι το γνώριζαν, από τ’ ότι είχαν συγκεντρωθεί, μες στη σιωπή της νύχτας, με το σκοπό να επιδοθούν σ’ ένα βρώμικο παιχνίδι, με τη φύση τους, να ερευνήσουν με έμφοβη περιέργεια άγνωστες περιοχές του Εγώ τους, και βρίσκονταν σ’ αναμονή αυτών των εμφανίσεων ή αυτών των κατά το ήμισυ πραγματικοτήτων, που τις ονομάζουν μαγικές. Μονάχα για να δοθεί στο πείραμα ένα κάποιο σχήμα, είχε γίνει δεκτό, ότι τα πνεύματα των μεταστάντων θ’ απευθύνονταν στη συγκέντρωση με το μέσα του ποτηριού. Ο κύριος Αλμπέν προσφέρθηκε να πάρει το λόγο και να διαπραγματευθεί με τα πνεύματα, που θα μπορούσαν ν’ αποκριθούν στην επίκληση, γιατί, κι άλλοτε, είχε παρακαθίσει σε πνευματικές συνεδριάσεις. Περισσότερο από είκοσι λεπτά πέρασαν. Τα θέματα της συζητήσεως εξαντλούνταν, η πρώτη ένταση χαλάρωνε. Υποστήριζαν το δεξί αγκώνα με το αριστερό χέρι. Ο Τσέχος Βέντσελ ήταν έτοιμος ν’ αποκοιμηθεί. Η Έλλεν Μπραντ, με το μικρό της δαχτυλάκι ελαφρά ακουμπισμένο, είχε στυλωμένο το ανοιχτό και καθαρό παιδικό βλέμμα της πάνω από τα κοντινά αντικείμενα, στο φέγγος του μικρού κομοδίνου. Ξαφνικά, το ποτήρι κυμάνθηκε και ξέφυγε από τα χέρια των καθισμένων γύρω από το τραπέζι. Με δυσκολία το παρακολούθησαν με το δάχτυλο. Γλίστρησε ως την άκρη του τραπεζιού, την ακολούθησε για λίγο κι ύστερα ξαναγύρισε, ίσια τη γραμμή, σχεδόν ως το κέντρο. Εκεί αναπήδησε ακόμη μια φορά, κι ύστερα στάθηκε ήσυχο. Ο τρόμος όλων ήταν ανάμικτος με χαρά και ανησυχία με μια φωνή παραπονετική, η φράου Σταιρ είπε πως προτιμούσε να σταματήσει αυτού, αλλά της δήλωσαν ότι θα ’πρεπε να το ’χε αποφασίσει ενωρίτερα κι ότι δεν είχε παρά να κάτσει ήσυχα. Τα πράγματα φαίνονταν να ευωδούνται. Ορίστηκε, ότι για να λέει ναι ή όχι το ποτήρι, δεν είχε ανάγκη να προσκρούει σε γράμματα, αλλά θα μπορούσε να περιοριστεί σ’ έναν ή δυο χτύπους. — Είναι εδώ κανένα πνεύμα; ρώτησε ο κύριος Αλμπέν, με σοβαρότητα, κοιτάζοντας πάνω από τα κεφάλια, στο κενό. Ένας δισταγμός. Ύστερα το ποτήρι χτύπησε μια φορά κι απάντησε ναι. — Πώς ονομάζεται; 'ρώτησε ο κύριος Αλμπέν, μ’ ένα ύφος σχεδόν τραχύ, υπογραμμίζοντας την ενεργητικότητα των λόγων του μ’ ένα σήκωμα του κεφαλιού. Το ποτήρι μετακινήθηκε. Έτρεξε αποφασιστικά και ελικοειδώς, από το ένα κοκκαλάκι στο άλλο, επιστρέφοντας πάντα κατά διαστήματα στο κέντρο του τραπεζιού. Συνάντησε το χ, το ο, το λ, και φάνηκε εξαντλημένο, αλλά ανάλαβε, συνάντησε ακόμη το γ, το κ, το ε, και το ρ. Το είχαν λιγάκι υποπτευθεί. Ήταν ο Χόλγκερ ο ίδιος, το πνεύμα Χόλγκερ, που είχε μάθει την ιστορία της πρέζας του αλατιού κτλ… μα που είχε αποφύγει ν’ ανακατευτεί με τα σχολικά θέματα. Ήταν εκεί πλανιότανε στον αέρα, τριγύριζε το μικρό μας κύκλο. Τι θα τον έκαναν; Ένα είδος αποβλάκωσης επικρατούσε. Συσκέφτηκαν χαμηλόφωνα και πρόχειρα, για να ξέρουν τι έπρεπε να ρωτήσουν. Ο κύριος Αλμπέν αποφάσισε να ρωτήσει ποιο ήταν το επάγγελμα και οι ασχολίες του Χόλγκερ, όταν ζούσε… Έκανε την ερώτηση αυτή, όπως

και προηγουμένως, σ’ έναν τόνο ανακριτικό, αυστηρά, συνοφρυωμένα. Το ποτήρι για μια στιγμή σώπασε. Έπειτα, ταλαντευόμενο και σκουντουφλώντας, διευθύνθηκε στο π. Τι θα φανέρωνε αυτό; Η ανυπομονησία ήταν μεγάλη. Ο Δρ Τινγκ Φου, μ’ ένα πνιγμένο γέλιο, εξέφρασε το φόβο μήπως ο Χόλγκερ ήταν πυροσβέστης. Η φράου Σταιρ ξέσπασε σε ένα υστερικό γέλιο, χωρίς να διακόψει την εργασία του ποτηριού, που κουδουνίζοντας και χωλαίνοντας, γλίστρησε στο ο, στο ι, στο η, στο τ, άγγιξε για δεύτερη φορά το η, και τελικά στο ς. Είχε συλλαβίσει τη λέξη «ποιητής». Διάβολε, ο Χόλγκερ ήταν ποιητής; Εντελώς περιττά και σαν από περηφάνεια, το ποτήρι χτύπησε μια, επιβεβαιώνοντας μ’ ένα χτύπημα. Ένας λυρικός ποιητής; ρώτησε η Κλέεφελντ, προφέροντας το λ μ’ ένα πλατάγισμα όπως παρατήρησε μ’ αδημονία ο Χανς Κάστορπ… Αλλά ο Χόλγκερ δε φαινόταν διατεθειμένος για τέτοιες ακρίβειες. Δεν έδωσε καινούριες απαντήσεις. Περιορίστηκε να επαναλάβει την προηγούμενη, συλλαβίζοντάς την ακόμη μια φορά, γρήγορα, με σαφήνεια και διαύγεια. Καλά, καλά, ώστε ποιητής! Η αμηχανία μεγάλωσε, μια παράξενη αμηχανία, που προερχόταν από το γεγονός, ότι αυτές οι συνταρακτικές δηλώσεις, που απέρρεαν από τις σκοτεινές περιοχές της εσωτερικής ζωής του καθενός, άγγιζαν, αν και μ’ έναν απατηλό τρόπο, την εξωτερική πραγματικότητα. Θέλησαν τότε να μάθουν, αν ο Χόλγκερ αισθανόταν ευτυχής σ’ αυτή την κατάσταση! Το ποτήρι, χτύπησε με περίσκεψη τη λέξη «καρτερικός». Α! ναι, καρτερικός. Φυσικά, δε θα το διανοούνταν από μόνοι τους, αλλά αφού το ποτήρι συλλάβιζε αυτή τη λέξη, το βρήκαν αληθοφανές κι εύστοχο. Κι από πότε ο Χόλγκερ βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση της καρτερίας; Και πάλι συνέβη κάτι, που κανείς δεν το είχε σκεφτεί, κάτι που έμοιαζε και λέγεται σε όνειρο. «Ταχεία διάρκεια» Πολύ καλά. θα μπορούσε να πει κανείς εξίσου καλά «διαρκούσα ταχύτης», ήταν ένας χρησμός εγγαστρίμυθου ποιητή, που ερχόταν από τον εξωτερικό κόσμο. Ο Χανς Κάστορπ προπάντων τον έκρινε εξαιρετικό. Μια διάρκεια ταχεία, ήταν το στοιχείο του χρόνου στο οποίο ζούσε ο Χόλγκερ. Φυσικά, όφειλε ν’ απαντήσει μ’ ένα χρησμό, χωρίς αμφιβολία είχε ξεμάθει τα λόγια και τα μέτρα της γήινης συγκέντρωσης. Τι θα τον ρωτούσαν ακόμη; Η Λέβι ομολόγησε την περιέργειά της να μάθει ποια ήταν, ή ποια υπήρξε η μορφή του Χόλγκερ. Ήταν ένας ωραίος νέος; Ρωτήστε τον μόνη σας, διάταξε ο κύριος Αλμπέν, που έκρινε ανάξιά του μια τέτοια περιέργεια. Κι η φροϋλάιν Λέβι ρώτησε, λοιπόν, στον ενικό εάν το πνεύμα του Χόλγκερ είχε ξανθά σγουρά μαλλιά. — Ωραία σγουρά, σκούρα, σκούρα, απάντησε το ποτήρι, συλλαβίζοντας καθαρά, κατ’ επανάληψη, τη λέξη «σκούρα». Μια χαρούμενη ζωηρότητα βασίλευε στον κύκλο. Οι κυρίες δείχνονταν φανερά ερωτευμένες. Έστειλαν φιλιά, λοξά προς το ταβάνι. Ο Δρ Τινγκ Φου είπε, γελώντας με κακεντρέχεια, ότι ο Μίστερ Χόλγκερ θα ήταν λοιπόν πολύ ματαιόδοξος. Αλλά να που το ποτήρι, ξαφνικά, τρελάθηκε από θυμό. Έτρεχε πάνω στο τραπέζι, προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν μανιασμένο ύστερα αναποδογυρίστηκε και κατρακύλησε στα γόνατα της φράου Σταιρ, που χλομιασμένη θανάσιμα, με τα χέρια ανοιγμένα, το κοίταζε. Με πολλές προφυλάξεις και συγγνώμες το ξανάφεραν στη θέση του. Μάλωσαν τον

Κινέζο. Πώς επέτρεψε στον εαυτό του τέτοιες παρατηρήσεις; Να σε τι σε εξέθετε η αυθάδεια. Αλλά τι να κάνουν, αν ο Χόλγκερ ήταν θυμωμένος, αν είχε φύγει, κι αν θ’ αρνιόταν του λοιπού να προφέρει την παραμικρή λέξη; Επέμειναν με λόγια πειστικά προς το ποτήρι. Δε θα ’θελε να συγκατατεθεί να συνθέσει ένα ποίημα; Δεν υπήρξε ποιητής, προτού πετάξει στην ταχεία διάρκεια; Α πώς ήθελαν όλοι να μάθουν ένα ποίημα, που να το είχε συνθέσει! Θα το χαίρονταν από καρδιάς. Και να που το ποτήρι απάντησε: Ναι. Πραγματικά… αυτό το χτύπημα έμοιαζε συγκαταβατικό και συμφιλιωτικό. Και τότε το πνεύμα Χόλγκερ άρχισε να συνθέτει. Συνέθεσε, χωρίς να σκέπτεται, με την περίπλοκη αυτή συσκευή, ο Θεός ξέρει πόσες ώρες! Φαινόταν πως δε θα σώπαινε πια ποτέ. Ήταν ένα ποίημα εντελώς καταπληκτικό, που το εγγαστρίμυθο πνεύμα άφηνε ν’ ακούγεται, ενώ οι γύρω του το επαναλάμβαναν με θαυμασμό. Ήταν κάτι μαγικό, χωρίς όρια, όπως η θάλασσα για την οποία προπάντων γινόταν λόγος: Εκτεταμένες προσχώσεις κατά μάκρος της στενής ακτής, του στρογγυλεμένου όρμου της χώρας των νησιών με τις απότομες αμμουδιές. Ω! δείτε πώς χρωματίζεται η πράσινη απεραντοσύνη και χάνεται μέσα στο αιώνιο, εκεί, όπου, κάτω από φαρδιές λουρίδες ομίχλης, σ’ ένα άλικο ταραγμένο από γαλακτώδεις ανταύγειες, ο καλοκαιριάτικος ήλιος αργοπορεί τη δύση του. Κανένα στόμα δε θα μπορούσε να πει πότε, ούτε πώς η αργυρή και κινητή πάνω στο νερό ανταύγεια, μεταλλάζει σαν μια καθαρή λάμψη φιλντισένια, σ’ ένα ανείπωτο παιχνιδισμό χρωμάτων. Η ωχρή λάμψη, η πολύχρωμη κι οπάλινη του πολύτιμου πετραδιού της σελήνης, που σκεπάζει τα πάντα… Αλίμονο: Μυστικά, όπως αναδύθηκε, η ειρηνική μαγεία έσβησε. Η θάλασσα ήταν κοιμισμένη. Αλλά τ’ ανάλαφρα ίχνη της αναχώρησης του ήλιου παραμένουν. Ως τα βαθύτερα της νύχτας δε θα είναι σκοτεινά. Ένα φασματικό ημίφως βασιλεύει μέσα στον πευκώνα, στις αμμουδιές και κάνει τη λευκή άμμο του βυθού να λάμπει σαν το χιόνι. Απατηλό χειμωνιάτικο δάσος, μέσα στη σιωπή, που διασχίζει με τριγμούς το βαρύ πέταγμα μιας κουκουβάγιας. Γίνε η διαμονή μας, για την ώρα! Το βήμα τόσο μαλακό, η νύχτα τόσο υψηλή και τρυφερή! Και αργά, κει κάτω, αναπνέει η θάλασσα και ψιθυρίζει, καθώς τεντώνεται μες στο όνειρο. Ποθείς να την ξαναδείς; Πλησίασε, λοιπόν, απ’ τις θαμπές πλαγιές τις αμμουδερές, κι ανέβα βουλιάζοντας μέσα σ’ αυτό το μαλακό πράμα, που κυλάει δροσερά μες στα παπούτσια σου. Τραχύ και πυκνό, το έδαφος κατεβαίνει σε μια πλαγιά απότομη, ως τα χαλίκια της ακτής και τ’ απομεινάρια από το φως ακόμη συχνάζουν τις παρυφές της έκτασης, που γίνεται αδιόρατη… Κάθισε εκεί πάνω, στην αμμουδιά! Τι θανάσιμη δροσεράδα, τι απαλοσύνη, από μετάξι κι από αλεύρι! Ρέει μέσα στο κλειστό σου χέρι, σ’ ένα λεπτό κι άχρωμο κρουνό, και σχηματίζει ένα μικρό σωρό. Αναγνωρίζεις αυτή τη ροή; είναι η σιωπηλή φυγή, ανάμεσα από τη στενή δίοδο της αμμοδόχης, του σοβαρού κι εύθραυστου οργάνου, που στολίζει το κελί του ερημίτη. Ένα ανοιχτό βιβλίο, ένα, κρανίο και στο πλαίσιο το λεπτοκαμωμένο, η λεπτή γυάλινη κλεψύδρα, όπου ολίγη άμμος, δανεισμένη απ’ την αιωνιότητα, ακολουθεί τη μυστηριώδη και ιερή πορεία της, εκφράζοντας το χρόνο….

Έτσι, το πνεύμα του Χόλγκερ κατέληξε στο λυρικό αυτοσχεδίασμά του, από παράξενους συνειρμούς ιδεών, από τη θάλασσα της πατρίδας του, σ’ έναν ερημίτη και στο όργανο της θεώρησής του. Με λόγια μιας τόλμης ονειροπόλου, που καταπλήξαν υπερβολικά την ομήγυρη, μίλησε ακόμη για πλήθος πράματα ανθρώπινα και θεία, συλλαβίζοντάς τα γράμμα προς γράμμα. Μόλις πρόφτασαν να χειροκροτήσουν γοητευμένοι, κι είχε θίξει κιόλας ελικοειδώς χίλια άλλα θέματα χωρίς να σταματά. Στο τέλος, από μια ώρα τώρα, δε βλέπανε πουθενά την κατάληξη αυτών των ανεξάντλητων ποιητικών διαχύσεων, που πραγματεύονταν για τις οδύνες του τοκετού και του πρώτου φιλήματος των εραστών, για το στέμμα της οδύνης και για την πατρική ζωή του πλάσματος, χάνονταν στους καιρούς, στις χώρες και στα αστρικά διαστήματα, υπαινίχθηκαν μάλιστα τους Χαλδαίους και το Ζωδιακό κύκλο και σίγουρα θα είχαν κρατήσει ολόκληρη τη νύχτα, αν οι επικαλούμενοι δεν έβγαζαν, τελικά, τα δάχτυλά τους από το ποτήρι και δε δήλωναν, με τις ζωηρότερες ευχαριστίες, στο Χόλγκερ, ότι αρκούσε γι’ αυτή την ημέρα, ότι δεν μπορούσε κανείς να υποπτευθεί πόσο υπέροχα ήταν όλα αυτά κι ότι θα λυπούνταν αιώνια, που δεν είχε κρατήσει κανείς σημείωση κι έτσι το ποίημα θα έπεφτε, χωρίς άλλο, στη λήθη, είχε κιόλας ξεχαστεί κι αυτό, από μια έλλειψη συνεκτικότητας, συνηθισμένης στα όνειρα. Την προσεχή φορά δε θα παρέλειπαν να προσκαλέσουν εγκαίρως ένα γραμματέα και θα διαπίστωναν την εντύπωση που θα μπορούσε να προξενήσει το ποίημα απαγγελμένο ανάλογα. Αλλά για την ώρα, και προτού ο Χόλγκερ ξαναβυθιστεί στην καρτερία της ταχείας διάρκειας, θα ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του, αν ήθελε ν’ απαντήσει σε μια ορισμένη ερώτηση, δεν ήξεραν ακόμη ποια. Τον παρακαλούσαν, πρώτα πρώτα, να πει, αν ήταν κατ’ αρχήν διατεθειμένος να έχει την εξαιρετική καλοσύνη ν’ απαντήσει σε πρώτη ευκαιρία. «Μάλιστα» ήταν η απάντηση. Αλλά να, που βρέθηκαν σε αμηχανία: Τι να ρωτούσαν; Ήταν, όπως στα παραμύθια, όταν η νεράιδα ή ο νάνος σας επιτρέπουν να θέσετε μια ερώτηση και κινδυνεύετε να σπαταλήσετε άδικα αυτή την πολύτιμη δυνατότητα. Επιθυμούσαν να μάθουν πολλά πράγματα, και το να διαλέξουν ήταν μια ευθύνη. Καθώς κανείς δεν κατόρθωνε να πάρει μια απόφαση, ο Χανς Κάστορπ, με το ’να δάχτυλο πάνω στο ποτήρι και με το αριστερό μάγουλο ακουμπισμένο στη γροθιά του, είπε ότι επιθυμούσε να μάθει πόσο καιρό θα διαρκούσε η διαμονή του εδώ, διαμονή στην οποία είχε παραχωρήσει αρχικά τη διάρκεια των τριών εβδομάδων. Ωραία, αφού δεν εύρισκαν τίποτα καλύτερο, ρώτησαν το πνεύμα, ν’ απαντήσει σ’ αυτή την πρώτη ερώτηση, αντλώντας μέσα από την πληρότητα των γνώσεών του. Ύστερα από κάποιο δισταγμό, το ποτήρι χτύπησε στο τραπέζι. Έγραψε κάτι αρκετά παράξενο που φαινόταν άσχετο με την ερώτηση, και που δεν φαινόταν δυνατό να εξηγηθεί. Συλλάβισε τη λέξη «πήγαινε» και έπειτα τις λέξεις «δια μέσου», και δεν ήξεραν τι να συμπεράνουν, όταν μίλησε ακόμη για το δωμάτιο του Χανς Κάστορπ, έτσι θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς την απάντηση σαν μια διαταγή, δοσμένη σ’ εκείνον που είχε θέσει την ερώτηση, να διασχίσει την κάμαρά του. Να διασχίσει την κάμαρά του; Να διασχίσει τον αριθμό 34; Τι σήμαινε, αυτό; Ενώ στέκονταν εκεί, συζητώντας και κουνώντας το κεφάλι, ένα τρομερό

χτύπημα γροθιάς τράνταξε ξαφνικά την πόρτα. Όλοι κοκάλωσαν. Ήταν μια ξαφνική έφοδος; Ο Δρ Κροκόβσκι ήρθε να διακόψει την απαγορευμένη συνεδρίαση; Κοιτάζονταν, συγχυσμένοι, περίμεναν να δουν να εμφανίζεται ο απατημένος γιατρός. Αλλά την ίδια στιγμή ένα δεύτερο χτύπημα στη μέση του τραπεζιού, επίσης με τη γροθιά, σαν για να γίνει αντιληπτό, ότι ούτε το πρώτο χτύπημα επίσης ήταν απ’ έξω, αλλά, μέσα από την κάμαρα. Θα ήταν ένα άσχημο αστείο του κυρίου Αλμπέν! Αρνήθηκε, δίνοντας το λόγο της τιμής, ότι κανείς ανάμεσά τους δεν είχε δώσει αυτό το χτύπημα. Ήταν, λοιπόν, ο Χόλγκερ; Κοίταζαν την Έλλυ, που η ήρεμη στάση της είχε κάνει όλους, συγχρόνως, ν’ απορήσουν. Ήταν καθισμένη, ακουμπισμένη στη ράχη του καθίσματός της, με τα χέρια αφημένα, τις άκρες των δαχτύλων στην άκρη του τραπεζιού, το κεφάλι γερμένο στον ώμο, τα φρύδια ανασηκωμένα, αλλά τα μικρά και στενά χείλη της ελαφρά διεσταλμένα από ένα χαμόγελο, που είχε συγχρόνως κάτι το πονηρό, το ύποπτο και το αθώο μαζί, και με τα γαλάζια παιδικά μάτια της, που δεν έβλεπαν τίποτα, κοιτούσε λοξά στο κενό. Της μίλησαν, χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Την ίδια στιγμή, η μικρή λάμπα του κομοδίνου έσβησε. Έσβησε; Η φράου Σταιρ, που δεν μπορούσε κανείς πια να τη συγκρατήσει, άρχισε να ξεφωνίζει, γιατί είχε ακούσει το ελατήριο του διακόπτη. Το φως δεν έσβησε μόνο του, έσβησε από ένα ξένο χέρι. Μήπως ήταν το χέρι του Χόλγκερ; Είχε δειχτεί ως τώρα τόσο μαλακός, τόσο πειθαρχημένος και τόσο ποιητικός! Αλλά να που η φύση τον έστρεφε στην αχρειότητα και την ταραχή. Ποιος μπορούσε να ’ναι βέβαιος, ότι ένα χέρι που χτύπαγε γροθιές στην πόρτα και τα έπιπλα και που είχε την αυθάδεια να σβήσει το φως, δε θα ’πιανε επίσης, και κανέναν από το λαιμό; Μες στο σκοτάδι ζήτησαν τα σπίρτα, ένα φακό της τσέπης. Η Λέβι ξεφώνισε, ότι της τράβηξαν, στο μέτωπο, τα μαλλιά. Ξετρελαμένη από το φόβο της, η φράου Σταιρ, δεν ντρεπόταν να προσεύχεται δυνατά: «Πάτερ ημών…» φώναζε «ακόμη μια φορά βοήθησόν μας…» και κλαίγοντας επικαλέστηκε τον Κύριο να θελήσει να πέμψει τη θεία χάρη με τη δικαιοσύνη του, αν και είχαν βάλει σε πειρασμό την Κόλαση. Αυτός που έκανε τη λογική σκέψη να γυρίσει το διακόπτη, ώστε να φωτιστεί αμέσως το δωμάτιο, ήταν ο Τινγκ Φου. Ενώ διαπίστωσαν, ότι η λάμπα του κομοδίνου δεν είχε, πράγματι καν σβήσει τυχαία, ότι είχε σβηστεί κι ότι για να ξανανάψει, δε χρειαζόταν παρά να επαναληφθεί η χειρονομία, που είχε εκτελεστεί με απόκρυφα μέσα, ο Χανς Κάστορπ δοκίμασε προσωπικά μια έκπληξη, βλέποντας τον εαυτό του αντικείμενο των σκοτεινών παιδαριωδών που συνέβαιναν εδώ. Πάνω στα γόνατά του βρήκε ένα ελαφρό αντικείμενο, το souvenir που είχε άλλοτε τρομάξει το θείο του, όταν το είχε βρει στο κομοδίνο του ανεψιού του: Η γυάλινη πλάκα που έδειχνε το εσωτερικό της Κλαούντια Σοσά, και που ο Χανς Κάστορπ, όσον αφορά στον εαυτό του, δε το είχε μπάσει σ’ αυτό το δωμάτιο. Το έβαλε ανάμεσα στο πορτοφόλι του χωρίς να δημιουργήσει τον παραμικρό θόρυβο, γύρω απ’ αυτό το φαινόμενο. Ήταν απασχολημένος με την Έλλεν Μπραντ, που βρισκόταν πάντα καθισμένη στη θέση της, στη στάση που περιγράψαμε, με το βλέμμα τυφλό, με μια έκφραση παράξενα επιτηδευμένη. Ο κύριος

Αλμπέν φύσηξε στο πρόσωπό της και μιμήθηκε τη μικρή χειρονομία, με την οποία ο Δρ Κροκόβσκι την άγγιζε, οπότε αμέσως συνήλθε, και — αναρωτιέται κανείς γιατί, άρχισε να κλαίει. Τη χάιδεψαν, την παρηγόρησαν, τη φίλησαν στο μέτωπο και την έστειλαν να κοιμηθεί. Η φροϋλάιν Λέβι δήλωσε, ότι ήταν έτοιμη να περάσει τη νύχτα με τη φράου Σταιρ, γιατί η δυστυχισμένη είχε φοβηθεί τόσο, ώστε να μην τολμά πια να πάει στο κρεβάτι της. Ο Χανς Κάστορπ, με την πλάκα του στην τσέπη του σακακιού, δεν έφερε αντίρρηση, όταν οι άλλοι άντρες πρότειναν να τελειώσουν τη βραδιά, που διακόπηκε, πηγαίνοντας να πιούνε κανένα ποτηράκι, στην κάμαρα του κυρίου Αλμπέν, γιατί εύρισκε ότι τα γεγονότα αυτού του είδους ασκούσαν μια επίδραση, όχι στην καρδιά ή το πνεύμα, αλλά στα νεύρα του στομαχιού, τόσο παρατεταμένη, σαν τους ίλιγγους και τη ναυτία που σε πιάνει στη θάλασσα και που την αισθάνεται κανείς ακόμη επί ώρες ολόκληρες, πάνω στο σταθερό έδαφος. Για την ώρα, η περιέργειά του είχε ξεδιψάσει. Το ποίημα του Χόλγκερ δεν του είχε φανεί άσκημο, αλλ’ εντούτοις είχε τόσο σαφές το αίσθημα της ματαιοδοξίας και της έλλειψης γούστου, σ’ όλ’ αυτά, που έκρινε ότι ήταν καλύτερα ν’ αρκεστεί σ’ αυτούς τους λίγους σπινθήρες απ’ την καταχθόνια φλόγα, που τον είχε αγγίξει. Ο κύριος Σετεμπρίνι, όπως το φαντάζεται κανείς, τον συμβούλεψε το ίδιο, οπότε ο Χανς Κάστορπ του μίλησε για τα πειράματά του. — Αυτό μας έλειπε, αναφώνησε. Ω, αθλιότης των αθλιοτήτων. Και δήλωσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι η μικρή Έλλυ ήταν μια αγύρτισσα του χειρίστου είδους. Ο μαθητής του δεν είπε ούτε ναι, ούτε όχι. Δήλωσε, σηκώνοντας τους ώμους, ότι δεν είχαν κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στο πραγματικό και το διφορούμενο κι επομένως δεν μπορούσε, επίσης, να γίνει λόγος γι’ αγυρτεία. Ίσως ανάμεσα στα δυο, να μην υπήρχαν σαφή σύνορα. Ίσως υπήρχε μετάβαση, από το ένα στο άλλο, διάφορες διαβαθμίσεις του πραγματικού στο κέντρο μιας φύσης άφωνης και ουδέτερης, διαβαθμίσεις του πραγματικού, που αντιστέκονται σε κάθε κρίση, που συνεπιφέρει αναγκαστικά μια ηθική αξιολόγηση. Τι ιδέα είχε ο κύριος Σετεμπρίνι για τη λέξη «φαντασμαγορία», γι’ αυτή την κατάσταση, όπου στοιχεία ονειρικά και στοιχεία του πραγματικού συνέθεταν ένα μίγμα, που ήταν λιγότερο παράδοξο, στη φύση, απ’ ό,τι στις τραχιές καθημερινές μας σκέψεις; Το μυστήριο της ζωής ήταν πραγματικά ακαταμέτρητο: τι το εκπληκτικό, επομένως, αν κάποτε, αναδύονται φαντασμογορίες που… Και ούτω καθεξής, κατά τον αξιαγάπητο και συμφιλιωτικό και αρκετά χαλαρό και μαλακό τρόπο του ήρωά μας. Ο κύριος Σετεμπρίνι, του έπλυνε το κεφάλι όπως έπρεπε, κατόρθωσε πραγματικά να ζωηρέψει, στιγμιαία, τη συνείδηση του Χανς Κάστορπ, και πέτυχε κάτι, σαν υπόσχεση, να μην πάρει πια μέρος σε παρόμοια αίσχη. «Σεβαστείτε τον άνθρωπο που είναι μέσα σας, μηχανικέ μου! ζήτησε. Εμπιστευθείτε στη διαυγή ανθρώπινη σκέψη, αποστραφείτε αυτούς τους σπασμούς του μυαλού, αυτό το βόρβορο του πνεύματος. Φαντασμαγορία; Μυστήριο της ζωής; Caro mio! εκεί που το ηθικό θάρρος, να εκλέξεις και να διακρίνεις ανάμεσα στην απάτη και την αλήθεια, εξασθενίζει, έχει κανείς εξοφλήσει με τη ζωή, γενικά, με την κρίση, με την αξία, με την πράξη, που ανορθώνει, και η πορεία προς την

αποσύνθεση, τον ηθικό σκεπτικισμό, έχει αρχίσει το τρομερό έργο της. Ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πραγμάτων, είπε ακόμη. Το δικαίωμά του ν’ αποφαίνεται, για το καλό και το κακό, για την αλήθεια και την απατηλή φαινομενικότητα, είναι απαράγραπτο, και δυστυχία σε κείνον που θα τολμούσε να θελήσει να τον αποστρέψει από την πίστη σ’ αυτό το δημιουργικό δικαίωμα! Καλύτερα να έπεφτε να πνιγεί, με μια μυλόπετρα στο λαιμό, στο πιο βαθύ πηγάδι! Ο Χανς Κάστορπ επιδοκίμασε με το κεφάλι κι άρχισε, πραγματικά, ν’ απέχει απ’ αυτά τα πειράματα. Έμαθε, ότι ο γιατρός Κροκόβσκι οργάνωνε, στο υπόγειο εργαστήριό του, συνεδριάσεις, με την Έλλεν Μπραντ, στις οποίες γίνονταν δεκτές μερικές ευνοούμενες της πανσιόν. Αλλά αρνήθηκε, με αδιαφορία, την πρόσκληση που του έγινε, πράμα που δεν τον εμπόδισε, φυσικά, να μάθει μερικά πράγματα, από το στόμα των παρευρεθέντων και του γιατρού Κροκόβσκι σχετικά με την επιτυχία που είχαν. Εκδηλώσεις δυνάμεων, σαν εκείνες που είχαν παραχθεί στο δωμάτιο της Ερμίνε Κλέεφελντ, αθέλητα και βάναυσα χτυπήματα στο τραπέζι και στον τοίχο, σβήσιμο των φώτων κι άλλες πιο σημαντικές εκδηλώσεις δοκιμάστηκαν κι ασκήθηκαν κατά τις συγκεντρώσεις αυτές, με τρόπο συστηματικό και μ’ όλες τις δυνατές εγγυήσεις της γνησιότητας, αφού ο σύντροφος Κροκόβσκι υπνώτιζε την Έλλυ μ’ όλους τους κανόνες της τέχνης και την μετέφερε σε μια κατάσταση ονείρου, ξυπνητού ονείρου, σ’ εγρήγορση. Είχε αποδειχτεί, ότι μια μουσική συνοδεία ευκόλυνε αυτές τις ασκήσεις κι έτσι ο φωνόγραφος είχε αλλάξει θέση αυτά τα βράδια, επιταγμένος από το μαγικό κύκλο. Και καθώς ο Τσέχος Βέντσελ, ο οποίος εγγυόταν, σ’ αυτές τις περιστάσεις τη χρησιμοποίηση του οργάνου, ήταν ένας καλός μουσικός, που δε θα το στραπατσάριζε και δε θα το κατάστρεφε, ο Χανς Κάστορπ μπορούσε, χωρίς ν’ ανησυχεί, να του εμπιστευθεί το φωνόγραφο. Είχε στη διάθεση των πνευματιστών, γι’ αυτή την ιδιαίτερη χρήση, ένα ειδικό άλμπουμ με δίσκους, όπου είχε συγκεντρώσει κάθε είδος σκοπούς ελαφρούς, χορούς, μικρές εισαγωγές και άλλα, που ήταν ό,τι έπρεπε, αφού η Έλλυ δεν απαιτούσε καθόλου υψηλότερους τόνους. Και μ’ αυτή τη συνοδεία, ανάφεραν στο Χανς Κάστορπ, ήταν που πέταξε ένα μαντίλι μόνο του, ή μάλλον ανυψώθηκε από ένα «χέρι», κρυμμένο μες στις πτυχές του, που το καλάθι των χαρτιών του γιατρού σηκώθηκε ως το ταβάνι, που το εκκρεμές ενός ρολογιού σταμάτησε και ξανάρχισε να δουλεύει μόνο του, που ένα κουδουνάκι χτύπησε, κι άλλες συγκεχυμένες ανοησίες αυτού του είδους. Ο διευθύνων τα πειράματα σοφός είχε το πλεονέκτημα, να μπορεί να τους δίνει ελληνικά ονόματα, που είχαν μια επιστημονική και πολύ επιβλητική έκφραση. Αυτά ήταν, εξήγησε, στις διαλέξεις τους και στις προσωπικές του συνομιλίες, φαινόμενα «τηλεκινητικά» κι ο γιατρός τα τοποθετούσε σε μια κατηγορία φαινομένων, που η επιστήμη τα είχε βαφτίσει με το όνομα των υλοποιήσεων, και προς τα οποία έτειναν οι προσπάθειές του, στις δοκιμές που επιδίνονταν πάνω στην Έλλεν Μπραντ. Στη γλώσσα του, επρόκειτο για βιοψυχικές προβολές των συμπλεγμάτων του υποσυνείδητου στο αντικειμενικό, για διαδικασία, που η πηγή της έπρεπε ν’ αναζητηθεί στη μεσαζοντική ιδιοσυγκρασία, στην κατάσταση της υπνοβασίας, και που μπορούσαν

να θεωρηθούν σαν εικόνες ονείρου αντικειμενοποιημένες, ως προς το ότι εκδηλωνόταν σ’ αυτές μια ιδεοπλαστική ικανότητα της φύσης, μια ικανότητα της σκέψης να έλκει, κάτω από ορισμένες συνθήκες την ύλη και να επενδύεται με αυτή, μια εφήμερη πραγματικότητα. Αυτή η ύλη ελευθερωνόταν από το σώμα του μεσάζοντος, για να πάρει, έξω απ’ αυτό, και πρόσκαιρα, τις βιολογικές και ζωντανές μορφές των άκρων, των χεριών, που εκτελούσαν ακριβώς αυτές τις ασήμαντες και καταπληκτικές πράξεις που μάρτυρές του υπήρξαν στο χημικό εργαστήριο του γιατρού Κροκόβσκι. Υπό ορισμένες συνθήκες γίνονταν μάλιστα αυτά τα μέλη ορατά και ψηλαφητά! Το σχήμα τους διατηρούνταν μέσα στην παραφίνη και το γύψο. Αλλά, υπό άλλες συνθήκες, προχωρούσαν ακόμη πιο πολύ. Κεφάλια, ατομικοποιημένα πρόσωπα ανθρώπινα, πλήρη φαντάσματα, πραγματοποιούνταν μπροστά στα μάτια εκείνων που επιδίδονταν στα πειράματα, μάλιστα έρχονταν και σ’ ορισμένες σχέσεις μαζί τους, κι εδώ η διδασκαλία του γιατρού Κροκόβσκι φαινόταν να διχάζεται, να στραβίζει και να παίρνει έναν ασταθή και διφορούμενο χαρακτήρα, ανάλογο με κείνον που είχαν τα σαλιαρίσματά του για τον «έρωτα». Γιατί, από δω και πέρα δεν υπήρχε τρόπος ν’ αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις και να τηρήσει περισσότερο μια επιστημονική ανεξαρτησία μπροστά στις υποκειμενικές αισθήσεις του μεσάζοντος και των παθητικών βοηθών του, αντανακλώμενες στο πραγματικό. Από δω και πέρα, τουλάχιστον, κατά ένα μέρος, οντότητες προερχόμενες απ’ έξω και από το υπερπέραν ανακατεύονταν στα παιχνίδια. Επρόκειτο, ίσως αλλά δεν το ομολογούσαν εντελώς για όντα όχι βιώσιμα, για πλάσματα που επωφελούνταν, από την αμφίβολη και μυστική εύνοια της στιγμής, για να επιστρέψουν μέσα στην ύλη και να εκδηλωθούν σ’ εκείνους που τα καλούσαν, με μια λέξη, επρόκειτο για την επίκληση των πνευμάτων των νεκρών. Εκεί, λοιπόν, ήτανε να καταλήξει η εργασία που εκτελούσε ο σύντροφος Κροκόβσκι με την ομάδα του. Κοντόχοντρος, χαμογελώντας εγκάρδια, εμπνέοντας μια χαρούμενη εμπιστοσύνη, καταγινόταν σ’ αυτό με επιμέλεια. Όλο το κοντόχοντρο υποκείμενό του αισθανόταν εντελώς άνετα μέσα στο γλοιώδες, στο ύποπτο, στο υπανθρώπινο κι επομένως ήταν ένας καλός οδηγός σ’ αυτές τις περιοχές, ακόμη και γι’ ανθρώπους άτολμους και γεμάτους αμφιβολίες. Έτσι, η επιτυχία φαινόταν να του χαμογελά, χάρη στα εξαιρετικά χαρίσματα της Έλλεν Μπραντ, που καταγινόταν να τ’ αναπτύξει και να τα εκπαιδεύσει. Υλοποιημένα χέρια είχαν αγγίξει ορισμένα παρόντα πρόσωπα. Ο Εισαγγελέας Παραβάν είχε δεχτεί, από το υπερβατικό, έναν καλό μπάτσο και είχε δώσει άφεση, μ’ επιστημονική ιλαρότητα, έσπρωξε μάλιστα την περιέργειά του ως το σημείο να τείνει και το άλλο μάγουλο, χωρίς επιφύλαξη για τις ιδιότητές του ως ανθρώπου του κόσμου, ως δικαστικού και ηλικιωμένου κυρίου, που θα τον έκαναν να πάρει μια στάση εντελώς διαφορετική, αν το χτύπημα ήταν ζώσης προελεύσεως. Ο Α.Κ. Φέργε, αυτός ο απλοϊκός μάρτυρας, για τον οποίο όλα τα υψηλά πράγματα ήταν ξένα, είχε κρατήσει μια μέρα, μέσα στο ίδιο του το χέρι, το χέρι ενός από τα πνεύματα αυτά και μπόρεσε να βεβαιωθεί, για την ακρίβεια και την πληρότητα του σχήματός του. Αμέσως μετά, το μέλος αυτό του ξέφυγε, μ’ έναν τρόπο που δεν είναι δυνατό να περιγράψουμε ακριβώς, αν και έμεινε μέσα στα όριο του σεβασμού. Χρειάστηκε αρκετός καιρός σχεδόν δυόμισι μήνες,

ανά δυο συνεδριάσεις την εβδομάδα προτού ένα χέρι, προερχόμενο απ’ αυτό το υπερπέραν, φωτισμένο με μια κοκκινωπή λάμψη, από μια μικρή λάμπα, σκεπασμένη με κόκκινο χαρτί το χέρι ενός νέου, όπως φαινόταν να παρουσιαστεί σ’ όλα τα βλέμματα, ψηλαφώντας πάνω στο τραπέζι και ν’ αφήσει τα ίχνη του μέσα σ’ ένα πήλινο βάζο, γεμάτο αλεύρι. Αλλ’ αυτό δε συνέβη παρά οχτώ μέρες αργότερα, όταν ένας όμιλος από τους συνεργάτες του Κροκόβσκι, ο κύριος Αλμπέν, η φράου Σταιρ, οι Μάγκνους, μ’ όλα τα σημάδια ενός ενθουσιασμού γεμάτου μορφασμούς, και μιας πυρετώδους έκστασης, παρουσιάστηκαν κατά τα μεσάνυχτα, στον εξώστη του Χανς Κάστορπ κι ενώ αυτός νύσταζε, μέσα στο κρύο, που δάγκωνε, του έλεγαν και του ξανάλεγαν, ότι ο Χόλκγερ της Έλλυ, είχε φανερωθεί, ότι το κεφάλι του παρουσιάστηκε πάνω από τον ώμο της υπνοβάτιδας, κι ότι πραγματικά είχε «ωραία κατσαρά μαλλιά» και μια μελαγχολία αξέχαστη, προτού εξαφανιστεί. Πώς, σκέφτηκε ο Χανς Κάστορπ, συμβιβαζόταν αυτός ο ευγενικός πόνος με τη διαγωγή αυτού του Χόλκγερ, με τις κοινότυπες παιδαριωδίες του και αυτές τις επιπόλαιες κακοήθειες, του μπάτσου, λόγου χάρη, του στερημένου μελαγχολίας, που είχε εισπράξει ο Εισαγγελέας; Φανερά, δεν έπρεπε ν’ απαιτήσει κανείς εδώ, μια τέλεια λογική στον χαρακτήρα. Ίσως να βρίσκονταν μπροστά σε μια ψυχική κατάσταση, ανάλογη με κείνη του μικρού καμπούρη του τραγουδιού και της μελαγχολικής κακίας του που είχε χαμογελάσει με μια αξιοδάκρυτη γλυκύτητα. Οι θαυμαστές του Χόλκγερ δε φαίνονταν να τα σκέπτονται όλ’ αυτά. Εκείνο που είχαν καημό, ήταν να κάνουν τον Χανς Κάστορπ να παραιτηθεί από την αποχή του. Έπρεπε τώρα, που όλα πήγαιναν τόσο καλά. Γιατί η Έλλυ είχε υποσχεθεί στον ύπνο της να κάνει να εμφανισθεί, την επομένη φορά, αδιάφορο ποιος θα παραβρισκόταν στη συνεδρίαση, όποιον νεκρό θ’ απαιτούσε η παρέα. Οποιονδήποτε; Ο Χανς Κάστορπ ήταν, μολαταύτα, επιφυλακτικός. Αλλά το γεγονός ότι μπορεί να ήταν «οποιοσδήποτε νεκρός», τον απασχολούσε εντούτοις, ως το σημείο που μέσα στις τρεις μέρες που ακολούθησαν, ν’ αλλάξει απόφαση. Για να πούμε την αλήθεια εντελώς, δεν του χρειάστηκαν τρεις μέρες, αλλά λίγα δευτερόλεπτα. Η αλλαγή στο πνεύμα του έγινε την ώρα τη μοναχική, που ξανάβαλε ακόμη μια φορά, στην αίθουσα της μουσικής, κάποιο δίσκο, όπου βρισκόταν αποτυπωμένη η υπερσυμπαθητική προσωπικότητα του Βαλεντίνο, ενώ καθισμένος στην καρέκλα του, άκουγε αυτή την προσευχή του γενναίου, που αποχαιρετούσε και που βιαζόταν ν' αναχωρήσει για το πεδίο της τιμής και τραγουδούσε: Και με φωνάζει ο Θεός στον ουρανό, θα γέρνω προστατευτικά να σε κοιτάζω από κει πάνω, Ω Μαργαρίτα! Τότε, όπως συνέβαινε κάθε φορά που άκουγε αυτό το τραγούδι, μια συγκίνηση, που ορισμένες δυνατότητες την έκαναν σήμερα ισχυρότερη και τη συμπύκνωναν σε επιθυμία, ανασήκωσε το στήθος του Χανς Κάστορπ και σκέφτηκε: «Είτε είναι ένοχο και άσκοπο, είτε όχι, θα ήταν συγκινητικά παράδοξο, και μια περιπέτεια επιθυμητή. Και, έτσι που τον ξέρω, δε θα μου κρατήσει κάκια για τόσο μικρό πράγμα.» Και θυμήθηκε το αδιάφορο και

φιλελεύθερο «Παρακαλώ, παρακαλώ!» που είχε, άλλοτε, πάρει σαν απάντηση στην αίθουσα των ακτινοσκοπήσεων, όταν είχε νομίσει ότι έπρεπε να ζητήσει την άδεια για κάποιες αδιακρισίες οπτικές. Την επομένη το πρωί, ανάγγειλε ότι θα έπαιρνε μέρος στη συνεδρίαση, που προβλεπόταν για το βράδυ, και μισή ώρα μετά το δείπνο, συνάντησε τους άλλους, που φλυαρώντας χωρίς αδημονία, σαν άνθρωποι συνηθισμένοι στο υπερφυσικό, κατέβηκαν στο υπόγειο. Δεν ήταν παρά απόμαχοι εγκαταστημένοι από καιρό στο ίδρυμα, σαν το Δρα Τινγκ Φου και τον Τσέχο Βέντσελ, που τους συνάντησε στη σκάλα και έπειτα στο γραφείο του γιατρού Κροκόβσκι: μ’ άλλα λόγια οι κ.κ. Φέργε, Βέεζαλ και Εισαγγελέας, οι κυρίες Λέβι και Κλέεφελντ, χωρίς να κάνουμε λόγο για κείνους που του είχαν αναγγείλει την εμφάνιση του κεφαλιού του Χόλγκερ και της Έλλυ Μπραντ, του μέντιουμ. Η παιδούλα του Βορρά βρισκόταν κιόλας υπό την επιτήρηση του γιατρού, όταν ο Χανς Κάστορπ διάσχισε την πόρτα που είχε καρφωμένο ένα επισκεπτήριο. Πλάι στον Κροκόβσκι, που φορώντας τη μαύρη μπλούζα της δουλειάς του, της στεκόταν πατρικά, περίμενε τους επισκέπτες στο κάτω μέρος της σκάλας που κατέβαινε από την επιφάνεια του υπόγειου στο διαμέρισμα του παριστάμενου και τους χαιρετούσε μαζί του. Από παντού, αυτές οι ανταλλαγές των χαιρετισμών, είχαν μια εύθυμη και ξένοιαστη εγκαρδιότητα. Έμοιαζαν να θέλουν, από παντού, ν’ απομακρύνουν κάθε κατάθλιψη και κάθε επισημότητα. Έλεγαν τούτο και τ' άλλο, δυνατά και διασταύρωναν, χαριεντιζόμενοι, τις κουβέντες τους, δείχνοντας, με κάθε τρόπο τη ζεστασιά τους. Ανάμεσα στα γένια του Κροκόβσκι, τα κίτρινα δόντια του φανερώνονταν σε κάθε στιγμή, με ορισμένες εγκάρδιες και καθησυχαστικές εκφράσεις, ενώ επαναλάμβανε το χαιρετισμό του, «Σας χαιγετώ» και φανερώθηκαν, προπάντων όταν ευχήθηκε το καλώς όρισες στο Χανς Κάστορπ, που ήταν σιωπηλός και η έκφρασή του έμοιαζε διατακτική. «Κουράγιο φίλε μου!» έμοιαζε να λέει το κούνημα του κεφαλιού του γιατρού, ενώ έσφιγγε το χέρι του νέου, σχεδόν με τραχύτητα: «Γιατί μας κάνετε μούτρα: Εδώ δεν υπάρχει ούτε υπουλότης, ούτε θρησκοληψία. Μονάχα κέφι αντρίκιο, για μια έρευνα επιστημονική, χωρίς προκαταλήψεις». Με την προσέγγιση αυτής της παντομίμας, ο άλλος δεν αισθάνθηκε περισσότερη άνεση. Όταν είχε πάρει την απόφασή του, τον είδαμε να επικαλείται την ανάμνηση του εργαστηρίου των ακτινοσκοπήσεων. Αλλ’ αυτός ο συνδυασμός των ιδεών δεν άρκεσε να χαρακτηρίσει την ψυχική του κατάσταση. Αυτή η τελευταία του θύμιζε περισσότερο το παράξενο κι αξέχαστο ανακάτωμα νευρικότητας, τόλμης, περιέργειας, περιφρόνησης και θέρμης, που τον βασάνιζε πριν από πολλά χρόνια, όταν, λιγάκι μεθυσμένος, πήγε για πρώτη φορά, με φίλους του, σ’ ένα κλειστό σπίτι της συνοικίας του Αγίου Παύλου. Καθώς είχανε έρθει όλοι τους, ο γιατρός Κροκόβσκι αποσύρθηκε στο γειτονικό δωμάτιο, με δυο παριστάμενους που αυτή τη φορά ήταν η φράου Μάγκνους και η φροϋλάιν Λέβι, με τη φιλντισένια επιδερμίδα για να κάνει έρευνα στο μέντιουμ, ενώ ο Χανς Κάστορπ περίμενε, μαζί με τους εννιά άλλους προσκαλεσμένους, το τέλος αυτής της διαδικασίας, που επαναλαμβανόταν τακτικά και πάντοτε χωρίς αποτέλεσμα, με μια αυστηρότητα επιστημονική, στο γραφείο της δουλειάς και των συμβουλίων του γιατρού. Το μέρος του

ήταν οικείο, από τις ώρες που είχε περάσει εδώ, επί κάμποσο καιρό, φλυαρώντας με τον ψυχαναλυτή, χωρίς να το ξέρει ο Γιόαχιμ. Ήταν όπως όλα τα ιατρικά γραφεία, με το τραπέζι του, την πολυθρόνα με την αψιδωτή ράχη και την πολυθρόνα την προορισμένη για τον άρρωστο, αριστερά πίσω από το παράθυρο, με τη βιβλιοθήκη του από τη μια κι από την άλλη μεριά της πλάγιας πόρτας, με τη μουσαμαδένια ξαπλωτούρα, τοποθετημένη λοξά, στη δεξιά μεριά του δωματίου και χωρισμένη από το γραφείο, μ’ ένα πολύφυλλο παραβάν, τη βιτρίνα του με τα εργαλεία στην ίδια γωνιά, την προτομή του Ιπποκράτη σε μι άλλη γωνιά, και την «Ανατομία» του Ρέμπραντ, σε χαλκογραφία, πάνω από τη γκαζιέρα, στο δεξιό τοίχο. Αλλά μπορούσε να διαπιστώσει κανείς μερικές αλλαγές, για έναν ορισμένο σκοπό. Το στρογγυλό τραπέζι από μαόνι, που συνήθως, τριγυρισμένο από καρέκλες, είχε τη θέση του στο κέντρο του δωματίου, κάτω από το ηλεκτρικό πολύφωτο, στη μέση του κόκκινου τάπητα, που σκέπαζε σχεδόν όλο το πάτωμα, ήταν τραβηγμένο προς την αριστερή γωνιά, εκεί όπου βρισκόταν η γύψινη προτομή. Και, σ’ ένα σημείο παράξενο, εντελώς κοντά στη σόμπα, που ήταν αναμμένη κι έβγαζε μια ξηρή ζέστη, βρισκόταν ένα στρογγυλό τραπεζάκι, σκεπασμένο μ’ ένα ελαφρό κάλυμμα, που πάνω του ήταν μια μικρή λάμπα σκεπασμένη με κόκκινο, κι επί πλέον ένα δεύτερο γλομπόνι, τυλιγμένο επίσης με ύφασμα κόκκινο κι άσπρο. Στο τραπεζάκι και πλάι του βρίσκονταν ακόμη μερικά αντικείμενα πολύ γνωστά: το κουδουνάκι ή ακριβέστερα, δυο κουδουνάκια διαφορετικής κατασκευής. Ένα κουδούνι με χτυπητήρι κι ένα σήμαντρο. Επί πλέον, το πιάτο με το αλεύρι και το καλάθι των χαρτιών. Καμιά δωδεκαριά καρέκλες και πολυθρόνες, διαφορετικού τύπου, ήταν γύρω από το τραπέζι, σε ημικύκλιο, που η μια άκρη του βρισκόταν στο τραπέζι της ξαπλωτούρας και η άλλη σχεδόν στη μέση του δωματίου, κάτω από το πολύφωτο. Εκεί, κοντά στο τελευταίο κάθισμα, σχεδόν στη μισή απόσταση από την μεσόπορτα, είχαν τοποθετήσει το φωνόγραφο. Το άλμπουμ με τις πλάκες ήταν βαλμένο πάνω σε μια καρέκλα. Αυτή ήταν η τάξη που ’χαν προβλέψει. Δεν είχαν ακόμα ανάψει τις κόκκινες λάμπες. Το πολύφωτο σκόρπιζε ένα λευκό κι εκθαμβωτικό φως. Το παράθυρο, προς το οποίο ήταν στραμμένη η στενή πλευρά του γραφείου, κρυβόταν από ένα σκοτεινό παραπέτασμα κι ακόμα είχαν τραβήξει, μπροστά του, μια κουρτίνα κρεμ, στολισμένη με δαντέλες. Μετά από δέκα λεπτά, ο γιατρός βγήκε από το εργαστήριο με τις τρεις κυρίες. Η εμφάνιση της μικρής Έλλυ ήταν αλλαγμένη. Δε φορούσε πια τα ρούχα της αλλά κάτι σαν κουστούμι συνεδριάσεως, ένα είδος νυχτικιάς από άσπρη μουσελίνα, που συγκρατιότανε γύρω από τη μέση της μ’ ένα κορδόνι κι άφηνε έξω τα λεπτά της μπράτσα. Καθώς το κοριτσίστικο στήθος της διαγραφόταν κάτω απ’ αυτό το φόρεμα απαλά και χωρίς στηθόδεσμο, έμοιαζε σαν να ήταν ντυμένη ελάχιστα κάτω απ’ αυτό. Τη χαιρέτησαν με ζωηρότητα. «Γειά σου, Έλλυ! Τι χαριτωμένη! Σωστή νεράιδα! Βάλε τα δυνατά σου, αγγελούδι μου.» Χαμογέλασε γι’ αυτά τ’ αναφωνητά και για τη φορεσιά της, που ήξερε ότι της πήγαινε. «Προκαταρκτικός έλεγχος αρνητικός», ανάγγειλε ο γιατρός Κροκόβσκι. «Αρχίζουμε, λοιπόν, σύντροφοι!» πρόσθεσε, με την εξωτική προφορά του, καθώς η γλώσσα άγγιζε τον ουρανίσκο του μια φορά, και ο Χανς Κάστορπ, δυσάρεστα

επηρεασμένος απ’ την τελευταία αυτή λέξη, ετοιμαζόταν να πάρει μια οποιαδήποτε θέση, όπως και οι άλλοι, που με κουβεντολόι και χτυπήματα στους ώμους, άρχιζαν να πιάνουν τις καρέκλες τις τοποθετημένες ημικυκλικά, οπόταν ο γιατρός απευθύνθηκε προσωπικά σ’ αυτόν: — Σε σας, φίλε μου, (φίλε μου!) είπε, που βρίσκεστε σαν προσκεκλημένος ή ως δόκιμος μεταξύ μας, θα ήθελα να παραχωρήσω, απόψε, ιδιαίτερα δικαιώματα. Σας επιφορτίζω να ελέγχετε το μέντιουμ. Ο έλεγχος γίνεται ως εξής… Και παρακάλεσε το νεαρό άνδρα, να πάει από τη μεριά του ημικύκλιου, που γειτόνευε με την ξαπλωτούρα και το παραβάν, όπου η Έλλυ, με το κεφάλι στραμμένο περισσότερο προς την πόρτα της εισόδου, με τα σκαλοπάτια, παρά προς το κέντρο του δωματίου, είχε καθίσει σε μια συνηθισμένη ψάθινη πολυθρόνα. Κάθισε σε μια παρόμοια πολυθρόνα, απέναντί της, και πήρε τα χέρια της, σφίγγοντας τα δυο γόνατα της κοπέλας ανάμεσα στα δικά του. — Μιμηθείτε με, διάταξε, κι έβαλε τον Χανς Κάστορπ να καθίσει στη θέση του. Θα συμφωνήσετε, ότι η απομόνωση είναι τέλεια. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, θα σας βοηθήσουν. «Φροϋλάιν Κλέεφελντ, μπορώ να σας παρακαλέσω;» Και η νέα γυναίκα, σπρωγμένη από μια τόσο εξωτική ευγένεια, ενώθηκε με τον όμιλο, συγκροτώντας με τα δυο χέρια της τις εύθραυστες κλειδώσεις των χεριών της Έλλυ. Δεν ήταν πάντα δυνατό, για το Χανς Κάστορπ, ν’ αποφεύγει να κοιτάξει στο θαυμαστά παιδικό πρόσωπο, τόσο κοντά στο δικό του, της νεαρής κοπέλας, που κρατούσε τόσο σφιχτά αιχμαλωτισμένη. Τα μάτια τους συναντιούνταν, αλλά της Έλλυ λόξευαν και χαμήλωναν, πότε πότε, εκφράζοντας μια ντροπή, που η κατάσταση εξηγούσε απόλυτα, και, σύγχρονα, χαμογελούσε λιγάκι προσποιημένα, με το κεφάλι λοξά και τα χείλη ελαφρά διεσταλμένα, όπως είχε συμβεί και τότε, με τη συνεδρίαση του ποτηριού. Άλλωστε, αυτό το νάζι θύμισε, στον επιτηρητή της μια άλλη πιο μακρινή ανάμνηση. Έτσι, απάνω κάτω, του ήρθε στο μυαλό, η Κάρεν Κάρστεντ είχε μειδιάσει, όταν στάθηκαν, μαζί με το Γιόαχιμ, κοντά στο μνήμα, που δεν είχε ανοιχτεί ακόμα, του Νεκροταφείου του «Ντορφ»… Είχαν καθίσει σε ημικύκλιο. Ήταν δεκατρία πρόσωπα, χωρίς να λογαριάσουμε τον Τσέχο Βέντσελ, που συνήθιζε ν’ αφοσιώνεται στο όργανο της Πολύμνιας, κι ο οποίος, αφού ετοίμασε τη συσκευή, στην πλάτη των θεατών, που κάθονταν στη μέση του δωματίου, κάθισε κι αυτός σ’ ένα σκαμνάκι. Είχε επίσης την κιθάρα του, στο πλάι. Κάτω από το πολύφωτο, εκεί που σταματούσε η σειρά οι πολυθρόνες, εγκαταστάθηκε ο γιατρός Κροκόβσκι, αφού άναψε τις δυο κόκκινες λάμπες κι έσβησε την πλαφονιέρα. Ένα ελαφρά κοκκινωπό σκοτάδι βασίλευε, τώρα, στο δωμάτιο, που οι περιοχές κι οι γωνιές οι πιο μακρινές δεν ήταν πια καθόλου προσιτές στο βλέμμα. Με δυο λόγια, μόνο το πάνω του τραπεζιού και το άμεσο περιβάλλον φωτιζόταν αμυδρά από μια κοκκινωπή ανταύγεια. Για λίγα λεπτά, μόλις που διέκρινε κανείς τους πλαϊνούς του. Πολύ σιγά, τα μάτια συνήθιζαν στο σκοτάδι και μάθαιναν να επωφελούνται από το φως, που τους είχε παραχωρηθεί και που το ενίσχυε, κατά κάποιον τρόπο, κι η λάμψη του τζακιού.

Ο γιατρός αφιέρωσε λίγα λόγια γι’ αυτό το φωτισμό κι ελεεινολόγησε την ανεπάρκειά του, από άποψη επιστημονική. Έπρεπε ν’ αποφύγει κανείς να τα ερμηνεύσει, σαν έναν τρόπο, για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα, σαν μια κοροϊδία. Δυστυχώς, για την ώρα, παρά την καλή του θέληση, δεν μπόρεσαν να οργανώσουν έναν καλύτερο φωτισμό. Η φύση των δυνάμεων που λογαριάζονταν εδώ και που επρόκειτο να μελετηθούν, ήταν τέτοια, που δεν μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν, ούτε ν’ ασκήσουν μια ενέργεια, αποτελεσματική στο λευκό φως. Ήταν ένας όρος, που έπρεπε προσωρινά, να λογαριαστεί. Ο Χανς Κάστορπ εκδήλωσε την ικανοποίησή του. Το σκοτάδι ωφελούσε. Μετρίαζε την παραδοξότητα της κατάστασης, γενικά. Επιπλέον για να δικαιολογήσει το σκοτάδι, θυμήθηκε εκείνο, στο οποίο ήταν μ’ ευλάβεια αφοσιωμένοι στην αίθουσα των ακτινοσκοπήσεων, και που για να «δουν» μέσα του, είχαν λούσει τα μάτια τους με φως. Το μέντιουμ, εξακολούθησε ο γιατρός Κροκόβσκι, συνεχίζοντας την εισαγωγή του, που ήταν εντελώς φανερό, απευθυνόταν ιδιαίτερα στο Χανς Κάστορπ, δε χρειαζόταν πια να το κοιμίσει αυτός, ο γιατρός. Καθώς το έβλεπε κι ο ίδιος ο Κάστορπ, έπεφτε μόνο του σε μια κατάσταση καταληψίας και μόλις αυτό συνέβαινε, το πνεύμα φύλακάς της, ο περίφημος Χόλγκερ, μιλούσε μέσα απ’ αυτή κι έτσι έπρεπε σ’ αυτόν, κι όχι σ’ αυτήν να εκφράσει κανείς την επιθυμία του. Άλλωστε, ήταν μια πλάνη, που μπορούσε να προκαλέσει αποτυχίες, το να πιστέψει, πως έπρεπε να συγκεντρώσει, με τη θέληση και τη δύναμή του τις σκέψεις του στο φαινόμενο που τον περίμενε. Αντίθετα, μια μισοαφηρημένη προσοχή και μια αμέριμνη φλυαρία ήταν ό,τι ενδεικνυόταν. Αυτό που κυρίως παράγγειλε στο Χανς Κάστορπ ήταν να ’χει αδιάκοπα το νου του στις ακρότητες του μέντιουμ. — Να σχηματιστεί η αλυσίδα! κατάληξε ο Δρ Κροκόβσκι, πράμα που έκαναν, γελώντας, όταν μες στο σκοτάδι, δεν εύρισκαν αμέσως τα χέρια των διπλανών τους. Ο Δρ Τινγκ Φου, γείτονας της Ερμίνε Κλέεφελντ, έβαλε το δεξί χέρι του στον ώμο της νέας γυναίκας κι άπλωσε το αριστερό στον κύριο Βέεζαλ, που ερχόταν μετά. Πλάι στο γιατρό ήταν καθισμένοι ο κύριος και η φράου Μάγκνους, στους οποίους ενώθηκε ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε, που αν ο Χανς Κάστορπ δε γελιόταν, κρατούσε στο δεξί του χέρι το χέρι της φιλντισόχρωμης φροϋλάιν Λέβι, και καθ’ εξής. — Μουσική! πρόσταξε ο Δρ Κροκόβσκι. Κι ο Τσέχος, πίσω από το γιατρό και τους γείτονές του, έβαλε σε κίνηση το μηχάνημα και τοποθέτησε τη βελόνα. Ας μιλούμε! διέταξε πάλι ο Κροκόβσκι, ενώ αντηχούσαν τα πρώτα μέτρα μιας ουβερτούρας του Μιλλαίκερ. Και υπάκουα, προσπάθησαν ν’ αρχίσουνε μια συζήτηση, χωρίς τίποτα το αξιοσημείωτο, για την κατάσταση του χιονιού αυτό το χειμώνα, για τα φαγητά του τελευταίου γεύματος, για καμιά άφιξη, για μια ομαλή ή ετσιθελική αναχώρηση, συνομιλία, που μισοσκεπασμένη από τη μουσική, σταματούσε και ξαναδενόταν και συνεχιζόταν ολωσδιόλου πλασματικά. Έτσι περάσανε κάμποσα λεπτά. Ο δίσκος δεν είχε ακόμα τελειώσει, όταν η Έλλυ αναπήδησε βίαια. Ένα τρεμούλιασμα τη διάτρεξε ολόκληρη, αναστέναξε, το πάνω μέρος του κορμιού της έσκυψε μπροστά, έτσι που το μέτωπό της άγγιξε το μέτωπο του Χανς Κάστορπ και την ίδια στιγμή τα μπράτσα

της άρχισαν, μαζί με τα μπράτσα εκείνου που την επέβλεπε, να κάνουν παράξενες κινήσεις μπρος πίσω σαν κάτι να έσερνε. — Αγωνία! ανάγγειλε η πεπειραμένη Ερμίνε Κλέεφελντ. Η μουσική σώπασε. Η συνομιλία διακόπηκε. Μέσα στην απότομα πεσμένη σιωπή, ακούστηκε η ελαφρά και συρτή βαρύτονη φωνή του γιατρού να ρωτά.: — Ήρθε ο Χόλγκερ; — Η Έλλυ άρχισε να τρέμει ξανά. Τρέκλιζε πάνω στην καρέκλα της. Ύστερα, ο Χανς Κάστορπ ένιωσε πως τα χέρια της έσφιξαν δυνατά και γρήγορα τα δικά του. — Μου σφίγγει τα χέρια, ανάγγειλε. — Εκείνος, διόρθωσε ο γιατρός. Εκείνος σας τα έσφιξε. Ήρθε, λοιπόν. Σε χαιρετούμε, Χόλγκερ, εξακολούθησε με κατάνυξη. Σε καλωσορίζουμε, μ’ όλη μας την καρδιά, σύντροφε! Κι άφησέ με να σου το θυμίσω. Την τελευταία φορά που ήσουν μαζί μας, μας υποσχέθηκες να καλέσεις οποιονδήποτε μεταστάντα σου λέγαμε, έστω κι έναν αδελφό ή αδελφή, και να κάνεις να εμφανιστεί μπροστά στα θνητά μάτια μας. Είσαι διατεθειμένος και νιώθεις ότι μπορείς να εκπληρώσεις σήμερα την υπόσχεσή σου; Η Έλλυ αναρρίγησε πάλι. Αναστέναξε και δίστασε ν’ απαντήσει. Έφερε αργά τα χέρια της στο μέτωπό της, καθώς και του γείτονά της και τ’ άφησε μια στιγμή εκεί. Ύστερα, ψιθύρισε κολλητά στο αυτί του Κάστορπ ένα ζεστό: Ναι! Το φύσημα αυτής της λέξης στο αυτί του προξένησε στον ήρωά μας, το γαργάλισμα εκείνο της επιδερμίδας, που λένε συνήθως ανατρίχιασμα, και που ο Αυλικός Σύμβουλος του είχε εξηγήσει, μια μέρα, την προέλευσή του. Μιλούμε για ένα γαργάλισμα, για να διακρίνουμε την καθαρά φυσική εντύπωση από την αντίδραση της ψυχής. Γιατί δεν μπορούσε να γίνει λόγος για φρίκη, προκειμένου γι’ αυτόν. Ό,τι σκεφτόταν ήταν, πάνω κάτω, τούτο δω: «Μωρέ τούτη δω ’ναι πολύ βιαστική!» Μα την ίδια στιγμή αισθάνθηκε συγκινημένος, δηλαδή: αναστατωμένος. Ήταν ένα συναίσθημα, που οφειλόταν σε μια ταραχή, που την είχε προκαλέσει το απατηλό γεγονός, ότι μια νέα κοπέλα, που κρατούσε τα χέρια της, είχε σφυρίξει ένα «ναι» στο αυτί του. — Είπε «ναι», μετάφερε και ντράπηκε. — Ωραία λοιπόν, Χόλγκερ, είπε ο Δρ Κροκόβσκι. Έχουμε το λόγο σου. Όλοι έχουμε εμπιστοσύνη, ότι θα κάμεις τίμια ό,τι περνά από το χέρι σου. Θα σου πούμε αμέσως το όνομα του αγαπητού προσώπου που επιθυμούμε να φανερωθεί. Σύντροφοι, απευθύνθηκε στη συντροφιά, μιλήστε! Ποιος από σας θέλει να εκπληρώσει μια επιθυμία του; Τίνος το φίλο θα μας φέρει ο Χόλγκερ; Ακολούθησε σιωπή. Καθένας περίμενε, πως θα μιλούσε ο διπλανός του. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν αναρωτηθεί, τις τελευταίες αυτές μέρες, πού και σε ποιον θα στρεφόταν η σκέψη τους. Μα το να κάνεις να γυρίσουν πίσω οι νεκροί, το να εύχεσαι, δηλαδή την επιστροφή τους, ήταν οπωσδήποτε, κάτι περίπλοκο και λεπτό. Στο βάθος, για να το πούμε ειλικρινά, δεν ήταν δυνατό να το ευχόταν κανείς. Αν το έκανε, θα ’τανε πλάνη. Η επιθυμία αυτή ήταν το ίδιο δύσκολη, όσο κι η πραγματοποίησή της.

Και θα ’βλεπαν, αν η φύση θα καταργούσε, έστω και μια φορά, την απιθανότητα αυτή. Κι αυτό που ονομάζουμε πόνο, δεν είναι ίσως, τόσο η λύπη που δοκιμάζουμε από την απιθανότητα να δούμε τους νεκρούς μας να επιστρέφουνε, όσο η ίδια μας η αδυναμία να το ευχηθούμε. Να τι αισθάνονταν όλοι, αόριστα, αν κι εδώ δεν επρόκειτο για μια σοβαρή και πρακτική επιστροφή της ζωής, παρά για μια καθαρά αισθητική και θεατρική εμφάνιση, κατά την οποία θα βλέπαν απλά το νεκρό, κι η περίπτωση ήτανε, επομένως ανώδυνη, ωστόσο φοβόντουσαν να δούνε το πρόσωπο εκείνου που σκέφτονταν και καθένας τους παραχωρούσε πρόθυμα στον γείτονά του το δικαίωμα της έκφρασης μιας ευχής. Ακόμη κι ο Χανς Κάστορπ, μ’ όλο που νόμισε ότι άκουσε το καλοπροαίρετο και φιλελεύθερο «Παρακαλώ! Παρακαλώ!» μέσα από τη νύχτα, συγκρατήθηκε και την τελευταία στιγμή, ήταν αρκετά διατεθειμένος ν’ αφήσει σ’ έναν άλλον το προβάδισμα. Μα καθώς αυτό κράτησε πάρα πολλή ώρα, είπε, γυρίζοντας το κεφάλι προς τον γιατρό Κροκόβσκι, με πνιγμένη φωνή: — Θα ’θελα να δω τον μακαρίτη εξάδελφό μου Γιόαχιμ Τσίμσεν. Αυτό ’τανε μια απολύτρωση για όλους. Απ’ όλους τους παρόντες, μόνο ο Τινγκ Φου, ο Τσέχος Βέντσελ και το μέντιουμ δεν είχαν γνωρίσει, προσωπικά, εκείνον που θέλανε να καλέσουνε. Οι άλλοι, ο Φέργε, ο Βέεζαλ, ο κύριος Αλμπέν, ο Εισαγγελέας, ο κύριος Μάγκνους, η φράου Σταιρ, η φροϋλάιν Λέβι κι η Ερμίνε Κλέεφελντ εκδήλωσαν με δυνατή και χαρούμενη φωνή την επιδοκιμασία τους κι ο Δρ Κροκόβσκι, μάλιστα, έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, που έδειχνε ικανοποίηση, αν και οι σχέσεις του με το Γιόαχιμ υπήρξαν πάντα ψυχρές, γιατί ο Γιόαχιμ, είχε δειχτεί ελάχιστα υπάκουος, σχετικά με την ψυχανάλυση. — Πολύ καλά, είπε ο γιατρός. Άκουσες, Χόλγκερ; Αυτός που σου είπαμε σου ήταν άγνωστος στη ζωή. Τον αναγνωρίζεις στο πέρα από τα πράγματα κι είσαι έτοιμος να τον οδηγήσεις κοντά μας; Μεγάλη αναμονή. Η υπνωτισμένη κουνήθηκε, αναστέναξε και ρίγησε. Φαινόταν σαν ν’ αναζητούσε, σαν να πάλευε. Πέφτοντας από τη μια κι από την άλλη μεριά, ψιθύριζε ακατάληπτα λόγια, πότε στο αυτί του Χανς Κάστορπ και πότε στης Κλέεφελντ. Επιτέλους, ο Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε το σφίξιμο των χεριών, που σήμαινε «ναι», το ανάγγειλε και… — Πολύ καλά, φώναξε ο Δρ Κροκόβσκι. Επί το έργον, Χόλγκερ! Μουσική! φώναξε. Ας μιλούμε! Και ξαναθύμισε τι έπρεπε να κάνουν, για να πετύχουν ό,τι ήθελαν, να μη συγκεντρώσουν δηλαδή, τη σκέψη τους και να μη φαντάζονται βιασμένα αυτόν που περίμεναν, παρά να προσέχουν αόριστα και χαλαρά. Και τώρα, ακολούθησαν οι πιο παράξενες ώρες που είχε ζήσει, ως τότε ο ήρωάς μας και μ' όλο που η συνέχεια των πεπρωμένων του δε μας είναι απόλυτα γνωστή, μ’ όλο που θα τον χάσουμε από μπροστά μας σ’ ένα ορισμένο σημείο της ιστορίας μας, νιώθουμε τον πειρασμό να υποθέσουμε, πως ήταν κι οι πιο παράξενες ώρες που έζησε ποτέ.

Υπήρξαν ώρες, πιότερο από δυο, το λέμε από τώρα, συμπεριλαμβάνοντας και μια σύντομη διακοπή του «έργου» του Χόλγκερ ή, ακριβέστερα ακόμη, της μικρής Έλλυ, που άρχιζε τώρα, αυτού του έργου που σύρθηκε φοβερά σε μάκρος, έτσι που είχαν φτάσει στο σημείο ν’ αμφιβάλουν, αν θα πετύχαιναν αποτέλεσμα και που, εξ άλλου, από καθαρό οίκτο, ένιωθαν αρκετά συχνά τον πειρασμό να το συντομέψουν, παραιτούμενοι από το να φτάσουνε κάπου, γιατί φαινόταν πως ξεπερνούσε, που σου ’κανε λύπη, τις εύθραυστες δυνάμεις στις οποίες είχε ανατεθεί. Εμείς οι άνδρες, όταν δεν αποφεύγουμε το ανθρώπινο, όλοι δοκιμάσαμε σε κάποια περίσταση αυτόν τον ανυπόφορο οίκτο, που γελοίο πράμα, κανείς δεν τον παραδέχεται, και που πιθανώς, δεν έχει καθόλου τη θέση αυτό το αγαναχτισμένο «αρκεί πια!» που μας ξεφεύγει, αν και δεν αρκεί, όταν είναι απαραίτητο να φτάσει κάπου κανείς. Καταλαβαίνει κανείς, βέβαια, πως μιλούμε από την άποψη του συζύγου και πατέρα, για τον τοκετό, γιατί μ’ αυτόν έμοιαζε η αγωνία της Έλλυ, πραγματικά, μ’ ένα τόσο χτυπητό κι αναμφισβήτητο τρόπο, που κι όσοι δεν τον είχαν γνωρίσει ακόμη, σαν λεχώνες ή πατέρες, θα το καταλάβαιναν. Αυτή ’ταν η περίπτωση του νεαρού Χανς Κάστορπ, που αφού ούτε κι αυτός δα δεν είχε αποτραβηχτεί από τη ζωή, έμαθε να γνωρίζει κάτω απ’ αυτή την όψη τούτη δω τη γιομάτη οργανικό μυστικισμό πράξη. Και κάτω από τι όψη! Και με τι σκοπό! Και με ποιους όρους! Δεν είναι δυνατό, παρά να χαρακτηρίσουμε σαν σκανδαλώδη τον χαρακτήρα και τις λεπτομέρειες αυτής της κάμαρας του τοκετού, κάτω από το κόκκινο φως, τόσο για ό,τι αφορά το νεανικό πρόσωπο της λεχούς, μέσα στα κυματιστά νυχτικά της και τα γυμνά μπράτσα της, όσο και για τις άλλες περιπτώσεις, την εξακολουθητική ελαφρά μουσική του γραμμοφώνου, το φτιαχτό κουβεντολόγημα, που προσπαθούσε, το ημικύκλιο αυτό, να κρατήσει ζωηρό, ύστερα από διαταγή, τις χαρούμενες ενθαρρύνσεις που απευθύνονται αδιάκοπα στην υπνωτισμένη: «Εμπρός, Χόλγκερ! Θάρρος! Θα τα καταφέρεις! Προσπάθησε λίγο, Χόλγκερ, λίγο ακόμη, και θα τα καταφέρεις! Και δε δεχόμαστε εδώ, με κανένα τρόπο, το ρόλο του «συζύγου» αν μπορούμε να θεωρήσουμε το Χανς Κάστορπ, που είχε εκφράσει την ευχή, σαν το σύζυγο που κρατούσε τα γόνατα της μητέρας, ανάμεσα στα δικά του, που κρατούσε επίσης τα χέρια της στα χέρια του, αυτά τα χέρια που ήταν τόσο υγρά όσο ήταν, άλλοτε, τα χέρια της μικρής Λάιλα Γκέρνγκρος, έτσι που έπρεπε ν’ ανανεώνει αδιάκοπα το σφίξιμό του, για να μη του ξεφύγουν. Κι αυτό, γιατί το καμίνι του γκαζιού, που βρισκόταν πίσω από την πλάτη του κοριτσιού, έβγαζε πολλή θερμότητα. Μυστικισμός κι ιεροτελεστία; Ω, όχι, κάνανε θόρυβο και φέρνονταν χωρίς λεπτότητα μες στο μισοσκόταδο, που τα μάτια το είχανε συνηθίσει, σιγά σιγά, ώστε γρήγορα ν’ αγκαλιάσουν όλη την αίθουσα. Η μουσική, οι φωνές, θύμιζαν τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο στρατός της σωτηρίας, για να ηλεκτρίσει το ακροατήριό του, και το θύμιζαν ακόμη και σ’ αυτούς, που όπως ο Χανς Κάστορπ, δεν είχαν παραβρεθεί ποτέ σε μια θρησκευτική γιορτή αυτών των χαρούμενων φανατικών. Η σκηνή φαινότανε μυστικιστική, μυστηριώδης, ευλαβική, όχι από την άποψη της φαντασμαγορίας, παρά, αποκλειστικά, από τη φυσική, την οργανική άποψη, και είπαμε κιόλας, χάρη στη γνώριμη πατρότητα, ποια άλλη εικόνα θύμιζε. Όπως ακριβώς οι ωδίνες, το ίδιο κι οι προσπάθειες της Έλλυ παρουσιάζονταν περιοδικά κι όταν ησύχαζε ήταν πεσμένη στη ράχη της

καρέκλας της, σε μια κατάσταση του ασύνειδου, που ο Δρ Κροκόβσκι χαρακτήριζε σαν «βαθιά αγωνία». Ύστερα, αναπηδούσε πάλι, αναστέναζε, έπεφτε από τη μια κι από την άλλη μεριά, έσπρωχνε αυτούς που την επιβλέπανε, πάλευε μαζί τους, ψιθύριζε λόγια φλογερά και ακατάληπτα στ’ αυτιά τους, φαινόταν σαν κάτι να θέλει να βγάλει από μέσα της, πέφτοντας προς το πλάι έτριζε τα δόντια της κι έφτασε, ως το σημείο, να δαγκώσει και το μανίκι του Χανς Κάστορπ. Αυτό κράτησε μια ώρα και περισσότερο. Ύστερα, ο πρόεδρος της συγκέντρωσης έκρινε, πως ένα διάλειμμα, θα ’τανε για το γενικό συμφέρον. Ο Τσέχος Βέντσελ, που, για ν’ αλλάξει, έχει αφήσει, για το τέλος, το γραμμόφωνο κι είχε κάνει την κιθάρα του ν’ αντηχήσει επιδέξια, παράτησε το όργανό του. Στενάζοντας, λύσανε τα χέρια τους. Ο Δρ Κροκόβσκι προχώρησε προς τον τοίχο για ν’ ανάψει το πολύφωτο. Η άσπρη λάμψη αναπήδησε εκτυφλωτική κι όλα τα μάτια, συνηθισμένα στο σκοτάδι, παίξανε ηλίθια. Η Έλλυ κοιμότανε, σκυμμένη προς τα μπρος, με το πρόσωπο απάνω στα γόνατά της, σχεδόν. Την έβλεπαν παράξενα δραστήρια, να κάνει μερικές κινήσεις, που φαίνονταν γνώριμες και φυσικές στους άλλους, μα που, ο Χανς Κάστορπ, παρατήρησε με προσοχή κι έκπληξη: για μερικά λεπτά, το φουχτιαστό χέρι της πηγαινόρθε πάνω στους γοφούς της, μπρος πίσω, σηκώνοντάς το λίγο, όταν το τραβούσε προς το μέρος της, με μια κίνηση ξυστή και τριφτή, σαν να παράσερνε ή σαν να μάζευε κάτι. Ύστερα, με πολλά σκιρτήματα, συνήλθε, ανοιγόκλεισε, επίσης ηλίθια και νυσταγμένα τα μάτια της στο δυνατό φως, και χαμογέλασε. Χαμογέλασε με μια κάπως μακρινή φιλαρέσκεια. Ο οίκτος που είχανε δοκιμάσει, για την αγωνία της, ήταν σα να ’χε πάει άδικα. Δε φαινόταν ιδιαίτερα εξαντλημένη. Καθότανε στην πολυθρόνα των ασθενών, πίσω από το γραφείο, που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο, ανάμεσα σ’ αυτό και στο παραβάν, που κύκλωνε την πολυθρόνα. Είχε τοποθετήσει με τέτοιο τρόπο την καρέκλα της, που να μπορεί ν’ ακουμπά το μπράτσο της στο τραπέζι, και κοίταζε μπροστά της, μέσα στην κάμαρα. Έμεινε έτσι, να τη χαϊδεύουν τα συγκινημένα βλέμματά τους, να τη χαιρετούν πότε πότε, μ’ ένα ενθαρρυντικό κούνημα του κεφαλιού, σιωπηλή, σε όλο κείνο το διάλειμμα, που κράτησε δεκαπέντε λεπτά. Ήταν ένα αληθινό διάλειμμα ήρεμο και γιομάτο από τη γλυκιά ικανοποίηση της δουλειάς που είχε γίνει. Οι τσιγαροθήκες των κυρίων τρίξανε. Κάπνιζαν άνετα, σε παρέες κι όλες οι συντροφιές συζητούσαν για το χαρακτήρα της συγκέντρωσης. Χρειαζόταν πολλά, για ν’ απελπιστεί κανείς να επιτύχει ένα αποτέλεσμα. Υπήρχαν ενδείξεις καμωμένες ακριβώς για να παραμερίσουν μια τέτοια αποθάρρυνση. Εκείνοι που βρίσκονταν στην άλλη άκρη του ημικύκλιου, κοντά στο γιατρό, συμφωνούσαν, ότι είχαν, πολλές φορές, και καθαρά, αισθανθεί, τη δροσερή εκείνη πνοή, που, όταν ετοιμάζονταν φαινόμενα, έφευγε από το πρόσωπο του μέντιουμ προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Άλλοι ισχυρίζονταν, ότι είχαν παρατηρήσει φωτεινά φαινόμενα, άσπρες βούλες, κινούμενες συμπυκνώσεις δυνάμεων, που είχαν, παρουσιαστεί επανειλημμένα μπροστά στο παραβάν. Κοντολογίς, δεν έπρεπε να χαλαρωθεί η προσπάθεια. Όχι, μικροψυχίες! Ο Χόλγκερ είχε δώσει το λόγο του και δεν είχαν κανένα λόγο ν’ αμφιβάλουν γι’ αυτόν.

Ο Δρ Κροκόβσκι έδωσε το σύνθημα της επανάληψης. Ο ίδιος αυτός οδήγησε την Έλλυ στην έδρα του μαρτυρίου της, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά, ενώ οι άλλοι ξανάπαιρναν τις θέσεις τους. Όλα έγιναν πάλι όπως την προηγούμενη φορά. Ο Χανς Κάστορπ ζήτησε, βέβαια, να τον αντικαταστήσουν, στο ρόλο του της επίβλεψης, μα ο πρόεδρος αντιτάχτηκε σ’ αυτό. Είχε σημασία, είπε ο γιατρός Κροκόβσκι, να δοθεί σ’ αυτόν, που είχε εκφράσει την επιθυμία, η άμεση υλική εγγύηση, πως κάθε δόλια μεταχείριση του μέντιουμ ήταν πρακτικά αδύνατη. Ο Χανς Κάστορπ, ξαναπήρε λοιπόν, την παράξενη θέση του απέναντι στην Έλλυ, το φως έγινε κόκκινο σκοτεινό κι η μουσική ξανάρχισε. Ύστερα, από λίγα λεπτά, η Έλλη, αναπήδησε πάλι, έκανε τις ίδιες κινήσεις σαν κάτι να μάζευε κι αυτή τη φορά ήταν ο ίδιος, ο Χανς Κάστορπ, εκείνος που ανάγγειλε την «αγωνία». Ο σκανδαλώδης τοκετός συνεχίστηκε. Πόσο τρομαχτικά δύσκολα προχωρούσε! Σαν να μην ήθελε να προχωρήσει, το μπορούσε, όμως; Τι τρέλα! Πού βρέθηκε εδώ η μητρότητα; το λευτέρωμα πώς κι από τι; «Βοήθεια! Βοήθεια!» αναστέναζε το παιδί, ενώ οι πόνοι του απειλούσαν να εκφυλιστούν, σ’ εκείνη την επικίνδυνη κρίση, που οι σοφοί μάμοι ονομάζουν εκλαμψία, πότε πότε, φώναζε το γιατρό και τον παρακαλούσε να βάλει πάνω της τα χέρια του, κι εκείνος το έκανε πρόθυμα κι ενθαρρύνοντάς την με φαιδρά λόγια. Ο μαγνητισμός, αν πράγματι υπήρχε κάτι τέτοιο, την δυνάμωνε στη συνέχιση των προσπαθειών της. Έτσι κύλισε η δεύτερη ώρα, ενώ πότε η κιθάρα τρεμούλιαζε τους ήχους της, πότε το γραμμόφωνο έριχνε τις μελωδίες του άλμπουμ της ελαφράς μουσικής, μέσα στο δωμάτιο, που τα μάτια είχανε συνηθίσει πάλι το φωτισμό του, ξεσυνηθίζοντας το δυνατό φως του πολύφωτου. Τότε ήταν που συνέβη κάτι, και που το είχε προκαλέσει ο Χανς Κάστορπ. Υπόβαλε μια πρόταση, εκδήλωσε την επιθυμία και τη σκέψη, που τις είχε από την αρχή και που θα έπρεπε, βέβαια, να τις διατυπώσει νωρίτερα. Με το πρόσωπο μέσα στα χέρια της, που τα κρατούσαν, η Έλλυ ήταν σε «βαθιά αγωνία» κι ο κύριος Βέντσελ ήταν έτοιμος ν’ αλλάξει δίσκο ή να τον γυρίσει από την άλλη όψη, όταν ο φίλος μας είπε, αποφασιστικά, πως είχε να κάνει μια πρόταση, δίχως σημασία, άλλωστε. Νόμιζε, ωστόσο, πως η αποδοχή της μπορεί και να ’χε κάποια ωφελιμότητα. Υπήρχε εκεί… ή, ακριβέστερα: η συλλογή των δίσκων του ιδρύματος περιείχε ένα κομμάτι από το «Φάουστ» του Γκουνώ, την προσευχή του Βαλεντίνο, μ’ έναν βαρύτονο και ορχήστρα. Ήταν πολύ υποβλητικός. Είχε τη γνώμη πως θα ’πρεπε να δοκιμάσουν μ’ αυτόν το δίσκο. — Και γιατί αυτό; ρώτησε ο γιατρός μέσα στο κόκκινο μισοσκόταδο. — Υπόθεση ατμόσφαιρας, υπόθεση ευαισθησίας, αποκρίθηκε ο νέος. Το πνεύμα αυτού του κομματιού είναι εντελώς ιδιαίτερο. Μπορούσαν να δοκιμάσουν. Κατά τη γνώμη του, δεν ήταν αδύνατο, με το πνεύμα και το χαρακτήρα αυτού του κομματιού, να συντομεύσουν την πορεία του έργου τους. — Ο δίσκος είναι δω; ρώτησε ο γιατρός. Όχι, δεν ήταν εδώ. Μα ο Χανς Κάστορπ θα μπορούσε να τον βρει εύκολα. — Τι λέτε τώρα! Ο Κροκόβσκι απέκλεισε αμέσως αυτή την πρόταση: πώς; Ο Χανς

Κάστορπ ήθελε να πάει και να έρθει; Κι ύστερα να ξαναρχίσει από κει που σταμάτησε; Ήταν η έλλειψη πείρας που μιλούσε με το στόμα του. Όχι, ήταν απλούστατα αδύνατο. Όλα θα καταστρέφονταν, και θα ’πρεπε ν’ αρχίσουνε πάλι από την αρχή. Η φροντίδα του, για την επιστημονική ακρίβεια, του απαγόρευε να παραδεχτεί τα πήγαινε έλα. Η πόρτα ήταν κλεισμένη. Το κλειδί το είχε αυτός, ο γιατρός, στην τσέπη του, έπρεπε… Μιλούσε ακόμη όταν ο Τσέχος, όρθιος πλάι στο γραμμόφωνο, μπήκε στη μέση: — Ο δίσκος είναι εδώ. — Εδώ; ρώτησε ο Χανς Κάστορπ. — Ναι, εδώ, Μαργαρίτα. Η προσευχή του Βαλεντίνο. Παρακαλώ. — Είχε βρεθεί τυχαία στο άλμπουμ της ελαφράς μουσικής, κι όχι στο πράσινο άλμπουμ αριθ. 11, που ήταν η κανονική θέση του. Συμπτωματικά, εξαιρετικά, από αμέλεια, ο δίσκος βρισκότανε ανάμεσα στα «Κομμάτια διάφορα». Δεν είχαν παρά να τον παίξουνε. Τι είπε ο Χανς Κάστορπ γι’ αυτό; Τίποτα. Ο γιατρός ήταν αυτός που είπε: «Τόσο το καλύτερο», και πολλές φωνές επαναλάβανε την ίδια φράση. Η βελόνα έτριξε, το καπάκι κατέβηκε. Κι η ανδρική φωνή άρχισε, ανάμεσα στ’ ακόρντα του χορικού: Μια και τώρα είναι να φύγω… Δε μιλούσε κανείς. Αφουγκράζονταν. Μόλις άρχισε το τραγούδι, οι προσπάθειες της Έλλυ αλλάξανε χαρακτήρα. Είχε αναπηδήσει, έτρεμε, αναστέναζε, έκανε τις ίδιες κινήσεις, σαν κάτι να έσερνε, και πάλι έφερνε τα υγρά και γλιστερά χέρια της στο μέτωπό της. Ο δίσκος γύριζε. Έφτασε η ενδιάμεση στροφή, με τον αλλαγμένο ρυθμό, το μέρος της μάχης και του πολέμου, τολμηρό, ευλαβικό και γαλλικό. Ακολούθησε το τέλος, η επανάληψη της αρχής, συνοδευμένη από την ορχήστρα, με δυνατή ηχητικότητα: Κύριε των ουρανών, εισάκουσε την προσευχή μου… Ο Χανς Κάστορπ, είχε πολλή δουλειά με την Έλλυ. Έσκυβε, ανάσαινε τον αέρα βαθιά, μαζευόταν αφήνοντας μακρούς στεναγμούς, κι ύστερα έμεινε ακίνητη. Ανήσυχος, έσκυψε πάνω της όταν άκουσε τη φράου Σταιρ να λέει με πιπιστή, κλαψουριστή φωνή: — Ο Τσίμ σεν! Δε σηκώθηκε πάνω. Στο στόμα του ένιωσε μια πικρή γεύση. Άκουσε μια άλλη φωνή, βαθιά και ψυχρή, ν’ απαντά: — Τον βλέπω από ώρα. Ο δίσκος τέλειωνε. Είχε αντηχήσει και το τελευταίο ακόρντο των χάλκινων. Μα κανείς δε σταμάτησε το μηχάνημα. Γρατσουνίζοντας στο κενό, η βελόνα εξακολουθούσε να γυρίζει στη μέση του δίσκου. Τότε ο Χανς Κάστορπ σήκωσε το κεφάλι και χωρίς ν’ αναζητήσουν, τα μάτια του πήρανε τη σωστή κατεύθυνση. Μέσα στην κάμαρα υπήρχε ένας παραπάνω, απ’ όσοι ήσαν πρωτύτερα. Εκεί κάτω, παράμερα από τη συντροφιά, στο τελευταίο βάθος, που οι αχτίνες του κόκκινου φωτός χάνονταν μέσα στη νύχτα σχεδόν, έτσι που τα μάτια το διαπερνούσανε δύσκολα, ανάμεσα στη μακριά πλευρά του γραφείου και στο παραβάν, πάνω στην πολυθρόνα, τη

γυρισμένη προς την κάμαρα, όπου είχε αναπαυθεί η Έλλυ την ώρα της διακοπής, ήταν καθισμένος ο Γιόαχιμ. Ήταν ο Γιόαχιμ με τις γιομάτες σκιά λακουβίτσες των παρειών του, με το πολεμικό γένι των τελευταίων ημερών του, που ανάμεσά τους κυμάτιζαν τα τόσο γιομάτα και περήφανα χείλη του. Ήταν ακουμπισμένος προς τα πίσω κι είχε σταυρωμένα, απάνω στ' άλλο, τα πόδια του. Στο ισχνό πρόσωπό του διάκρινες, μ’ όλο που ένα πηλήκιο έριχνε τον ίσκιο του, τη σφραγίδα του πόνου, καθώς και την έκφραση της σοβαρότητας και της αυστηρότητας, που του είχε δώσει τόση ανδρική ομορφιά. Δυο ρυτίδες χαράκωναν το μέτωπό του, ανάμεσα στα μάτια του που ήταν βαθιά χωμένα στις οστεώδεις κόγχες τους, αλλ’ αυτό δεν αφαιρούσε τίποτα από τη γλυκύτητα εκείνων των μεγάλων κι όμορφων σκοτεινών ματιών, που ήτανε γυρισμένα ήρεμα και με φιλική ερωτηματικότητα, προς τη μεριά, αποκλειστικά και μόνο, του Χανς Κάστορπ. Η μικρή, αλλοτινή στενοχώρια του, τα πεταχτά αυτιά του, φαίνονταν κάτω από το πηλήκιο, κάτω απ’ αυτό το πηλήκιο που τους ήτανε άγνωστο. Ο εξάδελφος Γιόαχιμ, δε φορούσε πολιτικά. Το ξίφος του φαινόταν ακουμπισμένο στο σταυρωμένο πόδι του, είχε τη λαβή του στο χέρι και νόμιζε κανείς πως διάκρινε κάτι σαν την πέτσινη θήκη ενός ρεβόλβερ, στη ζώνη του. Μα δεν ήταν αληθινή στολή αυτή που φορούσε. Δε διάκρινε κανείς πάνω της τίποτα το λαμπερό, ούτε το φανταχτερό, είχε χαμηλό γιακά και τσέπες στα πλάγια και, κάπου, αρκετά χαμηλά, διάκρινε κανείς έναν σταυρό. Τα πόδια του Γιόαχιμ φαίνονταν μεγάλα κι οι γάμπες του πολύ αδύνατες, τυλιγμένες μέσα σε γκέτες, μ’ έναν τρόπο περισσότερο αθλητικό παρά στρατιωτικό. Και τι ’ταν αυτό το πηλήκιο που φορούσε; Θα ’λεγε κανείς, πως ο Γιόαχιμ είχε βάλει μια γαβάθα στο κεφάλι του και την είχε στερεώσει κάτω από το πηγούνι του, μ’ έναν τελαμώνα. Μα το καπέλωμα αυτό έδινε την εντύπωση του παλιού και του πολεμικού κι ήταν γοητευτικό κι αλλόκοτο. Ο Χανς Κάστορπ αισθάνθηκε την ανάσα της Έλλεν Μπραντ στα χέρια του. Δίπλα του άκουσε την αναπνοή της Ερμίνε Κλέεφελντ, που γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Δεν ακουγότανε τίποτα άλλο από το αδιάκοπο γρατσούνισμα της βελόνας πάνω στο δίσκο που εξακολουθούσε να γυρίζει, χωρίς να σκεφτεί να τον σταματήσει κανείς. Δε γύρισε να δει κανέναν από τους συντρόφους του. Σκυμμένος προς τα μπρος, πάνω από τα χέρια του, με το κεφάλι στα γόνατά του, κοίταζε σταθερά, μέσα από το κόκκινο μισοσκόταδο, τον καθισμένο στην πολυθρόνα επισκέπτη. Μια στιγμή του φάνηκε πως το στομάχι του έκανε ν’ αναστατωθεί. Το λαρύγγι του μαζεύτηκε κι άφησε μέσα του πέντε έξι σπασμωδικούς και πύρινους λυγμούς. «Συγχώρεσέ με!» ψιθύρισε, μέσα του πάλι, ύστερα τα μάτια του πλημμύρισαν, έτσι που δεν είδε τίποτα πια. Άκουσε να του ψιθυρίζουν: — Μιλήστε του! Άκουσε τη βαρύτονη φωνή του γιατρού Κροκόβσκι να τον καλεί επίσημα κι εύθυμα με τ’ όνομά του και να επαναλαμβάνει το κάλεσμα. Αντί, όμως, ν’ απαντήσει, τράβηξε τα χέρια του κάτω από το πρόσωπο της Έλλυ και σηκώθηκε. Πάλι ο γιατρός Κροκόβσκι πρόφερε τ’ όνομά του, κι αυτή τη φορά μ’ ένα τόνο αυστηρής

αδημονίας. Μα ο Χανς Κάστορπ, με λίγα βήματα, είχε φτάσει στην πόρτα της εισόδου και με μια γρήγορη κίνηση γύρισε το διακόπτη και φώτισε άπλετα, με λευκό φως το δωμάτιο. Η Έλλυ Μπραντ αναπήδησε μ’ ένα βίαιο κλονισμό και χτυπιότανε μέσα στα χέρια της Ερμίνε Κλέεφελντ. Η πολυθρόνα ήταν άδεια. Ο Χανς Κάστορπ, προχώρησε προς τον Κροκόβσκι, που διαμαρτυρότανε σηκωμένος. Θέλησε να μιλήσει, μα κανένας ήχος φωνής δε βγήκε από τα χείλη του. Με μια απότομη κίνηση της κεφαλής, άπλωσε το χέρι του. Όταν πήρε το κλειδί, κίνησε πολλές φορές απειλητικά το κεφάλι του στο γιατρό, έκανε μισή στροφή και βγήκε από το δωμάτιο.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΕΘΙΣΜΟΣ ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ τα χρονάκια, ένα καινούριο πνεύμα άρχισε να βασιλεύει στον οίκο Μπέργκχοφ. Ο Χανς Κάστορπ υποψιάστηκε, ότι ήτανε δουλειά του δαίμονα, που το κακό όνομά του αναφέραμε πιο μπροστά. Με την περιέργεια και την αφηρημάδα του ταξιδιώτη που δε γνοιάζεται παρά πώς να μορφωθεί, είχε μελετήσει αυτό το δαίμονα, είχε βρει, μάλιστα, στον εαυτό του, ανησυχητικές ικανότητες, στο να λαβαίνει μεγάλο μέρος στην τερατώδη λατρεία, που του αφιέρωνε ο περίγυρός του. Η ιδιοσυγκρασία του τον απότρεπε από το να θυσιαστεί στο πνεύμα που θα βασίλευε στο εξής, αφού υπήρχε από πάντα, άλλωστε, εδώ κι εκεί, σαν σπέρμα και σαν συμπτώματα. Παρατήρησε, ωστόσο, με φρίκη, πως κι αυτός υπόκυπτε, επίσης, μόλις ξεχνιότανε λίγο, στο ύφος, στα λόγια και στη συμπεριφορά, σε μια φθορά, που κανένας από τους γύρω του δε μπορούσε ν’ αποφύγει. Τι συνέβαινε λοιπόν; Τι υπήρχε στον αέρα; Ένα φιλόνικο πνεύμα. Μια κρίση ερεθισμού. Μια ανυπομονησία δίχως όνομα. Μια γενική τάση για φαρμακερές λογομαχίες, για ξεσπάσματα λύσσας, ακόμη και για συμπλοκές, για ερχομούς στα χέρια. Λυσσασμένοι καυγάδες, σκληριές δίχως μέτρο κι αιτία, ξεσπάζανε κάθε μέρα ανάμεσα σ’ άτομα ή σ’ ομάδες ολόκληρες και το χαρακτηριστικό των κρίσεων αυτών ήταν, πως εκείνοι που δεν είχανε πάρει μέρος, αντί να νιώσουν ότι έπρεπε να μείνουνε μακριά, εξαιτίας της κατάστασης των θυμωμένων, ή να κατευνάσουν τους καυγάδες, παίρναν, αντίθετα, κι εκείνοι ενεργό και συμπαθητικό μέρος κι αφήνονταν να στροβιλιστούνε στην ίδια δίνη. Γίνονταν πελιδνοί και έτρεμαν ολόκληροι. Τα μάτια τους έλαμπαν από θυμό, τα στόματα στράβωναν από το πάθος. Ζηλεύανε στους ενεργητικούς ακριβώς το δικαίωμα και το πρόσχημα που είχαν να ουρλιάζουνε. Μια αινιγματώδης επιθυμία να τους μιμηθούνε βασάνιζε την ψυχή και το κορμί, κι όποιος δεν είχε τη δύναμη να καταφύγει στη μοναξιά, θα τον έπαιρνε αναπόφευκτα ο στρόβιλος. Οι περιττές διαφωνίες, οι αλληλοκατηγορίες, μπροστά σε συμφιλιωτές, που κι οι ίδιοι αυτοί, παρασύρονταν με τρομακτική ευκολία σε μια χυδαιότητα γιομάτη ουρλιαχτά, πολλαπλασιάζονταν στο Μπέργκχοφ, κι εκείνοι που έβγαιναν έξω, με το πνεύμα κάπως ήρεμο, δεν μπορούσαν να ξέρουν σε τι κατάσταση θα γύριζαν. Μια παλιά ασθενής του τραπεζιού των «Καλών Ρώσων», μια νέα γυναίκα που καταγόταν από την επαρχία του Μινσκ, πολύ κομψή και αρκετά ελαφρά χτυπημένη από την αρρώστια δεν της είχαν «κόψει» παρά μόνο τρεις μήνες κατέβηκε, μια μέρα στο χωριό, για να ψωνίσει από ένα γαλλικό κατάστημα, που ήταν ειδικό στις μπλούζες. Μα θύμωσε τόσο πολύ με την πωλήτρια, που γύρισε φοβερά ταραγμένη πίσω, έπαθε μια κεραυνοβόλο αιμόπτυση κι από τότε ήταν πια αθεράπευτη. Κάλεσαν τον άνδρα της μόνο και μόνο για να του αναγγείλουν, ότι ήταν καταδικασμένη να μείνει εδώ πάνω για πάντα. Αυτό ’ταν ένα παράδειγμα, από κείνα που συνέβαιναν. Με κρύα καρδιά θα σημειώσουμε μερικά απ’ αυτά. Μπορεί να υπάρχουν μερικοί από τους αναγνώστες μας, που να θυμούνται ακόμα εκείνο το γυμνασιόπαιδο ή παλιό γυμνασιόπαιδο, με τα στρογγυλά γυαλιά, του τραπεζιού της φράου Σάλομον, εκείνο το ελάχιστο πλάσμα, που είχε τη

συνήθεια να μεταμορφώνει τα φαγητά στο πιάτο του σ’ ένα είδος χυλού και να τα καταβροχθίζει, πεσμένος ολόκληρος πάνω στο τραπέζι, σκουπίζοντας πότε πότε με την πετσέτα του τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του. Όλο τον καιρό αυτό, είχε ζήσει έτσι, πάντα γυμνασιόπαιδο ή παλιό γυμνασιόπαιδο, έτρωγε και σκούπιζε, δεν ήξερες ακριβώς, δάκρυα από τα μάτια του ή τη θαμπάδα των γυαλιών του, χωρίς να δώσει ποτέ αφορμή να τον προσέξουν ιδιαίτερα. Μα, τελευταία, ένα ωραίο πρωί, κατά το πρώτο πρόγευμα, τον έπιασε μια αναπάντεχη κρίση θυμού, που τράβηξε πάνω του τη γενική προσοχή κι έκανε ολόκληρη την τραπεζαρία να σηκωθεί στο πόδι. Ακούστηκε θόρυβος στο τραπέζι που καθότανε. Κατάχλομος, ούρλιαζε, γυρισμένος προς τη νάνο, που στεκότανε δίπλα του. — Λέτε ψέματα, φώναξε με σκληριχτική φωνή. Το τσάι είναι κρύο. Το τσάι που μου φέρατε είναι παγωμένο, δεν το θέλω, πιείτε το η ίδια, λοιπόν, πριν πείτε ψέματα, και τότε θα μου πείτε, αν δεν είναι ένα χλιαρό νερόπλυμα κι αν μπορεί να το πιει ένας καθώς πρέπει άνθρωπος. Πώς τολμάτε να μου σερβίρετε παγωμένο τσάι, πώς μπόρεσε να περάσει από το μυαλό σας, ότι ήταν δυνατό να μου παρουσιάσετε αυτό το χλιαρό αίσχος, με την παραμικρή ελπίδα να με δείτε να το πλησιάζω στα χείλη μου; Δε θα πιώ! ούρλιαξε, κι άρχισε να χτυπά και με τις γροθιές πάνω στο τραπέζι, κάνοντας να ντιντινίζουνε τα ποτήρια και να χορεύουνε τα πιατικά που βρίσκονταν εκεί. Θέλω τσάι ζεστό, τσάι καυτό, είναι δικαίωμά μου μπροστά σε θεό κι ανθρώπους. Δεν το θέλω, θέλω τσάι καυτό, θα σκάσω αν καταπιώ και μια γουλιά. Καταραμένο εξάμβλωμα… ούρλιαξε ξαφνικά με τσιριχτή φωνή, πετώντας κατά κάποιο τρόπο, τα χαλινάρια, που είχε ακόμα κρατήσει κι αφήνοντας τον εαυτό του να παρασυρθεί με ενθουσιασμό, ίσαμε την άκρα ελευθερία της μανιακής τρέλας. Σήκωσε τις γροθιές εναντίον της Εμερεντία και της έδειξε κυριολεκτικά τα δόντια. Άφριζε! Ύστερα, εξακολούθησε να σφυροκοπά το τραπέζι, να χτυπά τα πόδια και να ουρλιάζει «θέλω», «δε θέλω», ενώ η αίθουσα πρόσφερε το συνηθισμένο θέαμα. Μια φοβερή συμπάθεια εκδηλώθηκε προς το μέρος του ξεφρενιασμένου γυμνασιόπαιδου. Πολλά πρόσωπα είχαν πηδήσει πάνω και τον κοίταζαν, σφίγγοντας κι αυτοί τις γροθιές τους και τρίζοντας τα δόντια, ενώ τα μάτια τους πετούσανε σπίθες. Άλλοι πάλι, μένανε καθισμένοι στις θέσεις τους, χλομοί, με χαμηλωμένα μάτια, και τρέμανε. Κι έμειναν ακόμα σ’ αυτή την κατάσταση, πολλή ώρα μετά, αφού έφεραν άλλο τσάι στον παλιό γυμνασιόπαιδα, που εξαντλημένος, δεν είχε πια διάθεση να το πιει. Τι ’ταν αυτό; Στο κοινόβιο του Μπέργκχοφ είχε εισαχθεί ένας πρώην έμπορος, καμιά τριανταριά χρονών, άρρωστος από πολλά χρόνια πριν και που δεν είχε αφήσει σανατόριο για σανατόριο να μην το γυρίσει. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δηλωμένος εχθρός των Εβραίων, ένας αντισημίτης κι αυτό από αρχή και κάνοντάς το σαν ένα είδος σπορ, μ’ ένα χαρούμενο πείσμα. Η αντιπολιτευτική αυτή στάση, που είχε δανειστεί τυχαία, ήταν η υπερηφάνεια και το περιεχόμενο της ζωής του. Ήταν έμπορος, δεν ήτανε πια, δεν ήτανε τίποτα άλλο πια στον κόσμο, μα είχε μείνει εχθρός των Εβραίων. Ήταν πολύ σοβαρά άρρωστος, είχε ένα βήχα πολύ δύσκολο και ανάμεσα σε δυο κρίσεις βήχα, σαν να ’τανε

να πετάξει έξω, φταρνιστικά, τον πνεύμονά του, μ’ έναν ήχο σύντομο, οξύ, μοναχικό, ανησυχητικό. Μια φορά, όμως, δεν ήταν Εβραίος, κι αυτό ’ταν ό,τι πιο θετικό είχε. Τ’ όνομά του ήταν Βίντεμαν, ένα όνομα χριστιανικό, δεν ήταν ένα βρώμικο όνομα. Ήταν συνδρομητής σ’ ένα περιοδικό, που είχε τον τίτλο: «Ο πυρσός των Αρίων», και να πώς μιλούσε πάνω κάτω: — Φτάνω στο σανατόριο X, στη Β… Είμαι έτοιμος να ξαπλώσω στην αίθουσα ανάπαυσης. Και τι βλέπω, αριστερά μου, σε μια ξαπλωτούρα; Τον κύριο Χιρς. Ποιος είναι ξαπλωμένος δεξιά μου; Ο κύριος Βολφ! Έφυγα αμέσως πάλι, φυσικά…. Και τα λοιπά. Δε σου ’λειπε, βλέπεις, παρά μόνο αυτό, συλλογίστηκε ο Χανς Κάστορπ μ’ αντιπάθεια. Ο Βίντεμαν είχε ένα μυωπικό κι υποψιάρικο βλέμμα. Θα ’λεγε, αλήθεια, κανείς, και χωρίς αυτό να ’ναι μια εικόνα, πως είχε πάνω στη μύτη μια φούντα, που προς το μέρος της, αλληθώριζε με κακία και που πέρα απ’ αυτή δεν έβλεπε τίποτα πια. Η σφαλερή ιδέα, που τον καβαλούσε, του είχε γίνει ένα είδος ευερέθιστης δυσπιστίας, μια αδιάκοπη μανία καταδιώξεως, που τον έκανε να βγάζει στα φόρα κάθε κρυφή ή μασκαρεμένη βρωμιά, που μπορούσε να βρίσκεται στους κοντινούς του και να τους εκθέτει στο αίσχος. Καυγάδιζε, υποπτευόταν όλο τον κόσμο, κι έφτυνε αδιάκοπα. Κοντολογίς, περνούσε τις μέρες του, εκθέτοντας κάθε ζωντανό πλάσμα, που δεν είχε το μόνο πλεονέκτημα, για το οποίο μπορούσε να επαίρεται ο ίδιος. Η εσωτερική κατάσταση, λοιπόν, σ’ αυτό τον τόπο, που με την περιγραφή της καταπιαστήκαμε τώρα, επιβάρυνε εξαιρετικά την αρρώστια αυτού του ανθρώπου. Και καθώς δεν ήτανε δυνατό να μη συναντήσει, κι εδώ πάνω ακόμη, πλάσματα μολυσμένα από τούτη την έλλειψη, από την οποία, εκείνος, ο Βίντεμαν, ήταν ολωσδιόλου αποτοξινωμένος, αυτή η γενική κατάσταση, λοιπόν, οδήγησε σε μια αξιοδάκρυτη σκηνή, που ο Χανς Κάστορπ αναγκάστηκε να την παρακολουθήσει ολόκληρη, γιατί ’χε παραβρεθεί σ’ αυτή και που θα μας χρησιμεύσει σαν ένα καινούριο παράδειγμα αυτού που επιδιώκουμε να περιγράφουμε. Γιατί υπήρχε εκεί πέρα κι ένας άλλος: στον άνθρωπο αυτό δεν υπήρχε τίποτα για να το ξεμασκαρέψει, η περίπτωσή του ήταν σαν το καθαρό νερό διαυγής. Ο άνθρωπος αυτός λεγότανε Ζόνενχιάιν (ηλιόφως), και καθώς δεν ήτανε δυνατό να ’χει κανείς αποκρουστικότερο όνομα, το πρόσωπο του Ζόνενχιάιν, από την πρώτη μέρα κιόλας, υπήρξε η κρεμασμένη, μπροστά στη μύτη του Βίντεμαν, φούντα, που προς το μέρος της αλληθώριζε με μοχθηρή μυωπία και προς την οποία άπλωνε το χέρι, λιγότερο για να την κυνηγήσει παρ’ όσο για να τη χορέψει, κι αυτό για να ερεθιστεί περισσότερο ακόμα. Ο Ζόνενχιάιν, εμπορευόμενος όπως κι ο άλλος, ήταν κι αυτός επίσης, σοβαρά άρρωστος και νοσηρά μυγιάγγιχτος. Ευγενής, αξιαγάπητος άνθρωπος, καθόλου ανόητος, και μάλιστα, εύθυμος από τη φύση του, μισούσε, αμοιβαία, το Βίντεμαν, εξαιτίας των καυγάδων του και των υπαινιγμών του, που τον έριχναν άρρωστο στο κρεβάτι, και ένα απόγεμα, όλος ο κόσμος έτρεξε στον προθάλαμο, γιατί ο Βίντεμαν και ο Ζόνενχιάιν είχαν

αρπαχτεί από τα μαλλιά, με μια κτηνώδη, αχαλίνωτη βία. Ήταν ένα θλιβερό κι αηδιαστικό θέαμα. Χτυπιόντουσαν, σαν χαμίνια, μα με μια απελπισία εφήβων, που τους έσπρωχνε σ’ ακρότητες. Γρατσούνιζαν τα πρόσωπά τους, αρπάζονταν από τις μύτες και τους λαιμούς, γρονθοκοπώντας ο ένας τον άλλο, πιανόντουσαν και κυλούσανε κατάχαμα, έρμαια μιας μαύρης οργής, φτυνόντουσαν, δίνανε κλωτσιές, σπρώχνονταν, τραβούσε ο ένας τα μαλλιά του άλλου κι άφριζαν. Υπάλληλοι της Διαχείρισης, που είχανε τρέξει απάνω, τους χώρισαν με μεγάλο κόπο. Ο Βίντεμαν φτύνοντας και ματώνοντας, με το πρόσωπο αποβλακωμένο από το θυμό, παρουσίαζε το περίεργο φαινόμενο των σηκωμένων μαλλιών. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε δει ποτέ κάτι παρόμοιο και δεν πίστευε, ότι ήτανε δυνατό. Τα μαλλιά του κυρίου Βίντεμαν ήταν σηκωμένα στο κεφάλι του, ίσια κι αλύγιστα και σ’ αυτή την κατάσταση απομακρύνθηκε τρέχοντας, ενώ τον κύριο Ζόνενχιάιν, που το ένα του μάτι είχε χαθεί σ’ ένα φοβερό μελάνιασμα κι είχε μια ματωμένη τρύπα ανάμεσα στα μαύρα και σγουρά μαλλιά, που στεφάνωναν το κεφάλι του, τον οδήγησαν στο γραφείο, όπου έπεσε πάνω σε μια καρέκλα κι έκλαψε πικρά μέσα στα χέρια του. Ιδού, λοιπόν, τι είχε συμβεί ανάμεσα στους Βίντεμαν και Ζόνενχιάιν. Όλοι εκείνοι που τους είχανε δει, έτρεμαν επί ώρες. Μπροστά σε μια τέτοια αθλιότητα, αποτελεί πραγματικά, ευεργέτημα για μας, τ’ ότι μπορούμε να διηγηθούμε μια αληθινή υπόθεση τιμής, που διαδραματίστηκε, επίσης, την ίδια εκείνη περίοδο και που άξιζε, αλήθεια, από τον τίτλο ως το γελοίο, χάρη στην τυπική επισημότητα, με την οποία έγινε. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε παραβρεθεί στις διάφορες φάσεις αυτής της υπόθεσης, μα έμαθε τη δραματική και μπερδεμένη πορεία της, από στοιχεία, δηλώσεις και πρακτικά που μοιράστηκαν σ’ αντίγραφα, όχι μόνο στο Μπέργκχοφ, στο χωριό, στο θεραπευτήριο και στον τόπο, μ’ ακόμη και στο εξωτερικό και στην Αμερική ακόμη και που ανακοινώθηκαν, μάλιστα, σε πρόσωπα, φανερά ανίκανα να δοκιμάσουν γι’ αυτήν και τη σκιά ενός ενδιαφέροντος. Ήταν μια πολωνική υπόθεση, μια υπόθεση τιμής, που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον όμιλο των Πολωνών, που είχε σχηματιστεί τελευταία στο Μπέργκχοφ, μιας μικροσκοπικής αποικίας, που καθότανε στο τραπέζι των «Καλών Ρώσων». (Ο Χανς Κάστορπ, ας σημειώσουμε, παρενθετικά, δεν καθότανε πια σ’ αυτό το τραπέζι. Με τον καιρό είχε αλλάξει, με τη σειρά, τα τραπέζια της Ερμίνε Κλέεφελντ, έπειτα της φράου Σάλομον και τέλος, της φροϋλάιν Λέβι). Η συντροφιά αυτή είχε ένα τόσο κομψό και κοσμικό λούστρο, που έφτανε ένα ζάρωμα φρυδιών, για να τα περιμένει κανείς όλα: μεταξύ τους ήταν ένα ζευγάρι, μια δεσποινίς που είχε στενές φιλικές σχέσεις μ’ έναν από τους κυρίους κι άλλοι άνθρωποι του κόσμου. Τα ονόματά τους ήταν: φον Ζουτάβσκι, Σιεσζύνσκι, φον Ροζίνσκι, Μιχαέλ Λοντυγκόβσκι, Λέο φον Αζαραπετιάν κι άλλα ακόμη. Στο εστιατόριο του Μπέργκχοφ, απάνω στη σαμπάνια, ένας κάποιος Ζαπόλ, λοιπόν, παρουσία δυο άλλων κυρίων, είχε εκφράσει ορισμένους υπαινιγμούς, που δεν είναι δυνατόν να μεταφέρουμε εδώ, σχετικά με την σύζυγο του κυρίου φον Ζουτάβσκι καθώς και για τη φίλη του κυρίου Λοντυγκόβσκι, τη δεσποινίδα Κριλώφ. Επακολούθησαν διαβήματα, πράξεις και διατυπώσεις, που σχετίζονταν με τα κείμενα τα οποία μοιράσανε και στείλανε παντού. Ο Χανς Κάστορπ διάβασε:

«Δήλωσις μεταφρασθείσα από το πολωνικόν πρωτότυπον. Την 27 Μαρτίου 19… ο Κύριος Στανισλάβ φον Ζουτάβσκι απευθυνείς προς του Κυρίους Κυρίους Δρ Αντόνι Σιεσζύνσκι και Στεφάν φον Ροζίνσκι παρακάλεσεν αυτούς όπως επισκεφθώσι εν ονόματί του τον Κύριο Καζιμίρ Ζαπόλ και ζητήσουν ικανοποίησιν παρ’ αυτού συμφώνως προς τον κώδικα της τιμής δια «βαρείας ύβρεις και δυσφημήσεις» των οποίων ο Κύριος Καζιμίρ Ζαπόλ είναι ένοχος απέναντι της Κυρίας Ζαντβίγκα φον Ζουτάβσκα εκφράσας αυτάς κατά την διάρκειαν συνομιλίας του μετά των Κυρίων Ζανούς Τεοφίλ Λενάρ και Λέο φον Αζαραπετιάν. »Πληροφορηθείς εμμέσως τα της εν λόγω συνομιλίας περί τα τέλη Νοεμβρίου, ο Κύριος φον Ζουτάβσκι προέβη πάραυτα εις τας αναγκαίας ενεργείας, ίνα βεβαιωθή απολύτως επί της καταστάσεως των γεγονότων και της φύσεως των ύβρεων των οποίων υπήρξεν αντικείμενον. Χθες, 27 Μαρτίου 19…, της δυσφημήσεως και της εξυβρίσεως αποδειχθεισών δια στόματος του Κυρίου Λέο φον Αζαραπετιάν, αυτόπτου μάρτυρος της συζητήσεως κατά την οποίαν προεφέρθησαν οι δυσφημιστικοί και εξυβριστικοί λόγοι, ο Κύριος Στανισλάβ φον Ζουτάβσκι έκρινεν εύθετον ν’ απευθυνθεί εις τους υπογεγραμμένους και εξουσιοδοτήση αυτούς όπως προβώσι αύθις εις τας κατά τον κώδικα της τιμής ενεργείας κατά του Κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ. »Οι υπογεγραμμένοι δηλώνουν τα κάτωθι: 1) Δυνάμει πρακτικού εκδοθέντος εξ ενός των μερών την 9 Απριλίου 19… το οποίον πρακτικόν συνετάχθη εις Λέμπεργκ υπό των Κυρίων Κυρίων Συτζεστάβ Ζουγκούλσκι και Τανταίους Καντίι εις την υπόθεσιν του Κυρίου Λαντισλάβ Γκοντουλέκζνυ κατά του Κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ· προσέτι, κατόπιν της δηλώσεως του από 18 Ιουνίου 19… κώδικος της τιμής συνταχθείσης εις Λέμπεργκ εις την αυτήν υπόθεσιν, τα οποία αμφότερα έγγραφα συμφωνούν πλήρως επί της διαπιστώσεως ότι ο Κύριος Καζιμίρ Ζαπόλ, κατόπιν των επανειλημμένων του αθετήσεων των νόμων της τιμής, δεν δύναται πλέον να θεωρείται ως τζέντλεμαν. »2) οι υπογεγραμμένοι αντλούν τα επιβαλλόμενα εκ των ως άνω βεβαιωθέντων γεγονότων συμπεράσματα και διαπιστώνουν ότι ο Κύριος Καζιμίρ Ζαπόλ δεν θα ηδύνατο πλέον επ’ ουδενί λόγω να παράσχη ικανοποίησιν δια τα πράξεις του. »3) Οι υπογεγραμμένοι το κατ’ αυτούς, εκτιμώσιν ως απαράδεκτον την υποκίνησιν ενεργειών δι’ υπόθεσιν τιμής εναντίον ανδρός εστερημένου τιμής, όπως και την επέμβασιν εις τοιαύτας ενεργείας. »Ένεκα της καταστάσεως αυτής των πραγμάτων, οι υπογεγραμμένοι επισύρουν την προσοχήν του Κυρίου Στανισλάβ φον Ζουτάβσκι επί του γεγονότος του ματαίου της υποκινήσεως ενεργειών δι’ υπόθεσιν τιμής κατά του Κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ, και συμβουλεύουν αυτόν όπως εγκαλέσει τον τελευταίον αυτόν εις την δικαιοσύνην, ίνα εμποδίση πρόσωπον το οποίον δεν δύναται πλέον να δώση ικανοποίησιν, ως ο Κύριος Καζιμίρ Ζαπόλ, να γίνη πρόξενος νέων ζημιών εις αυτόν. (Χρονολογείται και υπογράφεται:) Δρ Αντόνι Σιεσζύνσκι, Στεφάν φον Ροζίνσκι».

Ο Χανς Κάστορπ διάβασε ακόμη: «Πρωτόκολλον» των μαρτύρων του περιστατικού μεταξύ των Κυρίων Κυρίων Στανισλάβ φον Ζουτάβσκι και Μιχαέλ Λοντυγκόβσκι αφ’ ενός και των Κυρίων Κυρίων Καζιμίρ Ζαπόλ και Ζανούς Τεοφίλ Λενά αφ’ ετέρου, επισυμβάντος εις το μπαρ της Λέσχης του Ντ., την 2 Απριλίου 19… μεταξύ 7.30 και 7.45 εσπερινής ώρας. »Επειδή ο Κύριος Στανισλάβ φον Ζουτάβσκι δυνάμει της δηλώσεως των εκπροσώπων αυτού Κυρίων Κυρίων Δρ Αντόνι Σιεσζύνσκι και Στεφάν φον Ροζίνσκι εις την υπόθεσιν του Κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ της 28 Μαρτίου 19… έφθασε κατόπιν ωρίμου σκέψεως ως την πεποίθησιν ότι αι συστηθείσαι εις αυτόν δικαστικαί προσφυγαί κατά του Κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ δεν θα ηδύναντο ν’ αποτελέσουν αρκετήν ικανοποίησιν της βαρείας εξυβρίσεως και δυσφημίσεως της συζύγου αυτού Ζαντβίγκα, »1) επειδή δεδικαιολογημένως αμφιβάλλει τις δια την κατά την δεδομένην ώραν εμφάνισιν του Κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ προ του δικαστηρίου και αι περαιτέρω εγκλήσεις κατ’ αυτού ήθελον γίνει ουχί μόνον δυσχερείς, λόγω της ιδιότητός του ως υπηκόου του Αστριακού Κράτους, αλλά αδύνατοι πράγματι, »2) επειδή, εξάλλου, μια καταδικαστική απόφασις, της δικαιοσύνης κατά του Κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ δεν θα ηδύνατο ν’ αποπλύνει την προσβολήν δια την οποίας ο Κύριος Καζιμίρ Ζαπόλ επεχείρησε ν’ ατιμάση συκοφαντικώς το όνομα και τον οίκον του Κυρίου Στανισλάβ φον Ζουτάβσκι και της συζύγου του Ζαντβίγκα, »ο Κύριος Στανισλάβ φον Ζουτάβσκι εξέλεξε την οδόν την πλέον άμεσον και, συμφώνως προς την πεποίθησίν του και τα δεδομένα των περιστάσεων, την πλέον κατάλληλον, πληροφορηθείς εμμέσως ότι ο Κύριος Καζιμίρ Ζαπόλ προετίθετο να επισκεφθή το προαναφερθέν μέρος εκείνην την ημέραν, » και την 2 Απριλίου 19…, μεταξύ 7.30 και 7.45 εσπερινής ώρας, παρουσία της συζύγου του Ζαντβίγκα και των Κυρίων Κυρίων Μιχαέλ Λοντυγκόβσκι και Ινιάς φον Μέλλιν, ερράπισεν επανειλημμένως τον Κύριον Καζιμίρ Ζαπόλ, ο οποίος, μετά του Κυρίου Ζανούς Τεοφίλ Λενάρ και δυο αγνώστων γυναικών, κατηνάλωνεν οινοπνευματώδη ποτά εις το Αμέρικαν μπαρ της ως άνω λέσχης. » Αμέσως κατόπιν ο Κύριος Μιχαέλ Λοντυγκόβσκι ερράπισεν τον Κύριον Καζιμίρ Ζαπόλ, προσθέτων συγχρόνως ότι τον ερράπιζεν δια τας ύβρεις τα οποίας είχεν εκστομίσει κατά της δεσπινίδος Κριλώφ και αυτού του ιδίου. » Ευθύς μετά ο Κύριος Μιχαέλ Λοντυγκόβσκι ερράπισεν τον Ζανούς Τεοφίλ Λενάρ δια την προσγενομένην αδικίαν εκ μέρους του εις τον Κύριον και την Κυρίαν φον Ζουτάβσκι, κατόπιν του οποίου, ο Κύριος φον Ζουτάβσκι, χωρίς να χάσει ούτε μίαν στιγμήν, ερράπισεν επανειλημμένως τον Κύριον Ζανούς Τεοφίλ Λενάρ δια τα βρωμεράς συκοφαντίας αυτού εναντίον της συζύγου του και της δεσποινίδος Κριλώφ. » Οι Κύριοι Καζιμίρ Ζαπόλ και Ζανούς Τεοφίλ Λενάρ παρέμειναν απολύτως παθητικοί κατά την διάρκειαν του ως άνω περιστατικού. (Χρονολογείται και υπογράφεται:) Μιχαέλ

Λοντυγκόσκι, Ινιάς φον Μέλλιν.» Η γενική εσωτερική κατάσταση δεν επέτρεψε στο Χανς Κάστορπ να γελάσει γι’ αυτή τη βροχή των επίσημων χαστουκιών, όπως θα έκανε, χωρίς άλλο, μια άλλη εποχή. Έτρεμε διαβάζοντας κι ο αψεγάδιαστος σωφρονισμός των μεν, αλλά κι η αχρεία και άτονη ατίμωση των δε, όπως παρουσιαζόταν στα μάτια του αναγνώστη των εγγράφων αυτών, τον συγκίνησαν βαθιά, με την αντίθεσή τους, την όχι και τόσο έντονη, αλλά εντυπωσιακή, οπωσδήποτε. Το ίδιο σκεφτόταν όλος ο κόσμος. Δεξιά κι αριστερά μελετούσαν, με πάθος, την πολωνική υπόθεση τιμής και τη σχολίαζαν, σφίγγοντας τα δόντια. Μια απάντηση του κυρίου Καζιμίρ Ζαπόλ, σ’ ένα φύλλο χαρτί, ψύχρανε κάπως τα πνεύματα. Ο Ζαπόλ είχε να κατηγορήσει τον φον Ζουτάβσκι, πως γνώριζε τέλεια, ότι αυτός, ο Καζιμίρ Ζαπόλ, είχε κακοχαρακτηριστεί, άλλοτε, στο Λέμπεργκ, από έναν τυχαίο και οιηματία ουτιδανό και πως όλα τα διαβήματα που είχε επιχειρήσει ο φον Ζουτάβσκι δεν ήτανε παρά μια κωμωδία, γιατί ήξερε, εκ των προτέρων, πως δε θα χρειαζόταν να χτυπηθεί. Εξάλλου, ο φον Ζουτάβσκι, αν είχε αρνηθεί να τον πάει στα δικαστήρια, αυτό το ’κανε γιατί ’χε, βέβαια, τους λόγους του, όλος ο κόσμος ήξερε δα, όπως κι ο ίδιος γνώριζε τέλεια, πως η γυναίκα του η Ζαντβίγκα τον είχε στολίσει μ’ ολόκληρη συλλογή κέρατα, πράμα που ο Ζαπόλ κολακευόταν, ότι θα μπορούσε να το αποδείξει άνετα στο δικαστήριο, όπου κι η κατάθεση της δεσποινίδος Κριλώφ, δε θα ’ταν λιγότερο εποικοδομητική. Επί πλέον, δεν είχε αποδειχθεί, πως, όσο αφορούσε τον ίδιο αυτόν το Ζαπόλ, δε θα δεχόταν να δώσει ικανοποίηση, δε συνέβαινε, όμως το ίδιο και με το σύντροφο της εγκληματικής επίθεσης, που ο φον Ζουτάβσκι δεν τον πήρε μαζί του, παρά μόνο για να μη διατρέξει κανέναν κίνδυνο ο ίδιος. Όσο για το ρόλο που είχε παίξει, ο κύριος Αζαραπετιάν, σ’ όλη αυτή την υπόθεση, καλύτερα να μην ανοίξει το στόμα του. Μα σ’ ό,τι αφορούσε στη σκηνή στο Αμέρικαν μπαρ της Λέσχης, θα έπρεπε, ίσως να σημειωθεί, ότι αυτός, ο Ζαπόλ, ήταν ένας άνθρωπος μάλλον ασθενικής κράσεως, μολονότι θα μπορούσε να δώσει αρκετά γρήγορα και ζωηρά και, κάποτε, πνευματοδέστατα, την απάντηση. Ο φον Ζουτάβσκι, λοιπόν, συνοδευόμενος από τους φίλους του και τη Ζουτάβσκα που, σημειωτέον, ήταν μια γυναίκα εξαιρετικά ρωμαλέα, κι έχαιρε μιας υπεροχής τόσο μεγαλύτερης όσο οι δυο νέες κοπέλες, που συντρόφευαν εκείνον και το Λενάρ, ήσαν πλάσματα, αναμφισβήτητα εύθυμα, βέβαια, μα και τόσο φοβιτσιάρες, όσο κι οι κότες. Κι ακόμα, για ν’ αποφευχθεί η τρομερή φασαρία και το δημόσιο σκάνδαλο, υποχρέωσε το Λενάρ, που θέλησε να υπερασπιστεί, να καθίσει ήσυχος και να υπομείνει αυτές τις περαστικές κοσμικές επαφές με τους Κυρίους Κυρίους φον Ζουτάβσκι και φον Λοντυγκόβσκι, και πολύ περισσότερο αφού δεν ήσαν οδυνηροί κι αφού οι παρακαθήμενοί τους τα είχαν περάσει για φιλικά αστεία. Έτσι υπερασπιζόταν τον εαυτό του ο Ζαπόλ, που φυσικά, δεν είχε να σώσει μεγάλα πράματα. Οι ανασκευές του δεν καταφέραν να κλονίσουν, παρά πολύ επιπόλαια μόνο, την ωραία αντίθεση, ανάμεσα στην τιμή και στη δειλία, όπως έβγαινε από τις δηλώσεις της αντίπαλης πλευράς, και περισσότερο ακόμα, αφού δεν διάθετε τα τεχνικά μέσα, που χρησιμοποίησε η πλευρά φον Ζουτάβσκι, για να διαδώσει την άποψή της, ενώ ο ίδιος δεν

μπόρεσε να μοιράσει παρά μερικά δακτυλογραφημένα αντίγραφα της απάντησής του. Αντίθετα, τα έγγραφα που σημειώσαμε, φτάσανε σ’ όλο τον κόσμο, και όπως είπαμε, τα λάβανε κι άνθρωποι ολότελα ξένοι σ’ αυτή την υπόθεση, όπως λόγου χάρη, ο Σετεμπρίνι κι ο Νάφτα. Ο Χανς Κάστορπ είδε τα ντοκουμέντα, αυτά στα χέρια των φίλων του και παρατήρησε, προς μεγάλη του έκπληξη, πως κι εκείνοι επίσης τα μελετούσανε, με μια έκφραση των προσώπων τους συγκεντρωμένη και παράξενα απορροφημένη. Είχε ελπίσει, πως ο κύριος Σετεμπρίνι, τουλάχιστον, θα διατύπωνε, σχετικά μ’ αυτά, μερικές εύθυμες αστειότητες, για τις οποίες, ο ίδιος αυτός δεν εύρισκε μέσα του τη δύναμη, μια συνέπεια κι αυτή της γενικής εσωτερικής κατάστασης. Μα η επιδημία, που είχε ενσκήψει, χτύπησε και το καθαρό μυαλό του φραμασόνου, με μια δύναμη που του αφαιρούσε κάθε διάθεση για γέλιο και το έκανε σοβαρά προσιτό στους ερεθισμούς και στα μαστιγώματα αυτής της υπόθεσης των χαστουκιών. Έπειτα, η κατάσταση της υγείας του, που χειροτέρευε, αργά, μα κανονικά, με περαστικές κι απογοητευτικές βελτιώσεις, τον έκανε σκυθρωπό, αυτόν, τον άνθρωπο της ζωής. Και καταριότανε την κατάστασή του, ντρεπόταν γι’ αυτήν και περιφρονούσε μανιακά τον εαυτό του, πράμα, όμως που δεν τον εμπόδιζε, την εποχή κείνη, να πέφτει στο κρεβάτι κάθε δυο τρεις μέρες. Ο Νάφτα, ο συγκάτοικος κι αντίπαλος του Σετεμπρίνι, δεν πήγαινε καθόλου καλύτερα. Στον οργανισμό του, έκανε προόδους η αρρώστια αυτή, που υπήρξε η φυσική αιτία ή μήπως πρέπει να πούμε: το πρόσχημα; της διακοπής της σταδιοδρομίας του, στο Τάγμα, κι ούτε το ύψος ούτε ο αέρας, όπου ζούσε, δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την εξέλιξη του κακού. Κι αυτός επίσης, έμενε συχνά στο κρεβάτι. Το ράγισμα της φωνής του γινόταν πιο αισθητό, όταν μιλούσε, κι όσο ανέβαινε ο πυρετός του δειχνότανε πιο τραχύς και πιο δηκτικός. Οι ιδεολογικές αυτές αντιστάσεις εναντίον της αρρώστιας και του Θανάτου, που η συντριβή της φύσης από τις ύπουλες δυνάμεις αυτές ήταν τόσο οδυνηρή, για την καρδιά του κυρίου Σετεμπρίνι, θα ’σαν ξένες για τον κοντό Νάφτα, κι έτσι δεχόταν, λοιπόν, την επιδείνωση της κατάστασης του οργανισμού του, όχι με θλίψη, μα μ’ έναν εύθυμο σαρκασμό, με μια μαχητικότητα δίχως προηγούμενο, με μια ανάγκη κριτικής, με την πνευματική άρνηση κι ανατροπή, που ερέθιζαν επικίνδυνα τη μελαγχολία του άλλου και κέντριζαν καθημερινά τους πνευματικούς καυγάδες τους. Ο Χανς Κάστορπ, φυσικά, δεν μπορούσε να μιλήσει, παρά μόνο γι’ αυτούς που είχε παρακολουθήσει. Μα ήταν περίπου σίγουρος, πως δεν είχε χάσει καμιά, κι είχε το συναίσθημα, πως η παρουσία του, το αντικείμενο του παιδαγωγικού ζήλου τους, ήταν αναγκαία για να ξεκινήσουν ενδιαφέρουσες λογομαχίες. Κι αν δε φειδότανε, στον κύριο Σετεμπρίνι, τη θλίψη, που ένιωθε ο Ιταλός, ακούοντάς τον να δηλώνει, ότι εύρισκε ενδιαφέρουσες τις μοχθηρίες του Νάφτα, έπρεπε ωστόσο, να συμφωνήσει πως τούτες εδώ, τελικά, φτάνανε στο σημείο, να ξεπεράσουν κάθε μέτρο και, όχι σπάνια, τα όρια ενός υγιεινού πνεύματος. Ο άρρωστος αυτός δεν είχε τη δύναμη ή την καλή θέληση, να υψωθεί πάνω από την αρρώστια, κι έβλεπε, τον κόσμο κάτω από το σημείο του κακού. Προς μεγάλο θυμό του κ. Σετεμπρίνι, που με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα υποχρέωνε το μαθητή του να εγκαταλείψει το δωμάτιο ή θα του είχε βουλώσει τ’ αυτιά, δήλωσε, πως

η ύλη ήταν ένα είδος πολύ χοντροειδέστερο, για να μπορέσει να ενσαρκωθεί σ’ αυτή το πνεύμα. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν τρέλα. Σε τι θα κατάληγε κανείς; Σ ένα μορφασμό! Το πρακτικό αποτέλεσμα της τόσο ρεκλαμαρισμένης Γαλλικής Επανάστασης, ήταν το αστικό καπιταλιστικό κράτος ένα ωραίο φιλοδώρημα, που με την ελπίδα καλυτέρεψής του, το μετάτρεψαν σε παγκόσμιο βδέλυγμα. Η παγκόσμια δημοκρατία, θα ήταν η ευτυχία, σίγουρα! Πρόοδος; Αχ, επρόκειτο για τον περίφημο ασθενή, που άλλαζε αδιάκοπα θέση, ελπίζοντας ότι έτσι θα 'βρισκε κάποια ανακούφιση. Η ανομολόγητη, μα κρυφά διαδομένη γενικά, επιθυμία για πόλεμο, ήταν η έκφρασή του. Θα ερχόταν αυτός ο πόλεμος κι αυτό θα ’ταν καλό, μ όλο που θα 'φερνε κάτι διαφορετικό από κείνο που προβλέπανε οι δημιουργοί του. Ο Νάφτα περιφρονούσε το αστικό κράτος που μεριμνούσε για την ασφάλειά του. Άρπαξε την ευκαιρία που του δινότανε, να εκφράσει την άποψή του πάνω σ' αυτό το θέμα, μια φθινοπωριάτικη μέρα που περπατούσαν στο μεγάλο δρόμο και που καθώς είχε αρχίσει να βρέχει, όλος ο κόσμος, σαν ύστερα από πρόσταγμα άνοιξε ομπρέλες πάνω από τα κεφάλια του. Αυτό του ήταν ένα σύμβολο της δειλίας και της κοινής μαλθακότητας, που ήταν το αποτέλεσμα του πολιτισμού. Ένα περιστατικό, όπως το ναυάγιο του Τιτανικού, ενεργούσε ατταβιστικά, μα ταυτόχρονα, ήταν κι αληθινά παρηγορητικό. Την ίδια στιγμή, δυνατές κραυγές ζητούσαν μεγαλύτερη ασφάλεια στα μέσα μεταφοράς. Με ένα γενικό τρόπο εκδηλωνόταν η μεγαλύτερη αγανάκτηση μόλις κάτι απειλούσε την ασφάλεια. Αυτό ήταν θλιβερό και μες στην φιλάνθρωπη αδυναμία του, συμφωνούσε απόλυτα με τη θηριώδη αγριότητα και την ατιμία του οικονομικού πεδίου μάχης που συνιστούσε το αστικό κράτος. Πόλεμο, πόλεμο! Συμφωνούσε σ αυτό κι αυτή η γενική ανυπομονησία για πόλεμο, του φαινόταν, συγκριτικά, άξια κάθε τιμής. Μα μόλις ο κ. Σετεμπρίνι έμπασε στην κουβέντα τη λέξη «δικαιοσύνη» και συνέστεινε την υψηλή αυτή αρχή σαν ένα προληπτικό μέσο κατά των εσωτερικών και εξωτερικών πολιτικών καταστροφών, φαινόταν πως ο Νάφτα, που πρόσφατα ακόμη είχε κρίνει ότι το πνεύμα ήταν πολύ αγνό για να μπορέσει κανείς ποτέ να του δώσει μια γήινη μορφή, έθετε σε αμφιβολία κι αυτό το ίδιο το πνεύμα και προσπαθούσε να το διαβάλει. Δικαιοσύνη! Ήταν σαν ιδέα άξια θαυμασμού; Ήταν μια ανώτερη αρχή; Είχε θεία προέλευση; Ο Θεός και η φύση ήταν άδικοι, είχαν τους ευνοουμένους τους, ενεργούσαν κατ' εκλογήν, έδιναν στον έναν επικίνδυνα δικαιώματα και προετοίμαζαν στον άλλο μια εύκολη και κοινή τύχη. Κι ο προικισμένος με θέληση, άνθρωπος; Στα μάτια του η δικαιοσύνη ήταν από τη μια μεριά, μια αδυναμία που παρέλυε, ήταν αυτή τούτη η αμφιβολία και από την άλλη, ήταν μια φανφάρα που καλούσε τον άνθρωπο σε άσκεφτες πράξεις. Για να μείνει ο άνθρωπος σε μια ηθική περιοχή, έπρεπε αδιάκοπα να διορθώνει τη «δικαιοσύνη» μ’ αυτή την έννοια και να διορθώνεται απ’ τη «δικαιοσύνη» με κείνη την έννοια; Άλλωστε, ήταν κανείς «δίκαιος» σύμφωνα με τη μια ή την άλλη αρχή. Όλα τ’ άλλα δεν ήταν παρά φιλευλευθερισμός και δεν υπήρχε κανένας πια που να ποντάρει σ’ αυτή την παγίδα. Η δικαιοσύνη δεν ήταν, εννοείται, παρά μια κούφια λέξη της αστικής ρητορικής και πριν περάσει στη δράση, έπρεπε πριν απ’ όλα να ξέρει για ποια δικαιοσύνη μιλούσε κανείς: γι’ αυτήν που ήθελε να παραχωρήσει στον καθένα ό,τι του ανήκε ή γι’ αυτήν που ήθελε να δώσει το ίδιο πράγμα σε όλους;

Διαλέξαμε στην τύχη ένα παράδειγμα απ’ αυτές τις αδιέξοδες συζητήσεις, για να δείξουμε πως ο Νάφτα δοκίμασε να ταράξει κάθε λογική. Μα ήταν ακόμη χειρότερο, όταν άρχιζαν να μιλούν για την επιστήμη, στην οποία δεν πίστευε. Δεν πίστευε σ’ αυτήν έλεγε, γιατί ο άνθρωπος ήταν απόλυτα ελεύθερος να πιστεύει ή να μην πιστεύει σ’ αυτήν. Ήταν μια πίστη όπως όλες οι άλλες μα πιο ανόητη και πιο βλαβερή από κάθε άλλη κι η ίδια η λέξη «επιστήμη» ήταν η έκφραση του πιο ανόητου ρεαλισμού που δεν ντρεπόταν να δέχεται ή να κυκλοφορεί σαν μετρητό χρήμα, τις άπειρα αμφίβολες αντανακλάσεις των αντικειμένων μες στην ανθρώπινη διάνοια και ν’ αντλεί απ’ αυτήν τον πιο θλιβερό και τον πιο στερημένο πνεύματος, δογματισμό που εντύπωσαν ποτέ στο ανθρώπινο γένος. Η ιδέα ενός υλικού κόσμου που υπάρχει καθαυτός, δεν ήταν η γελοιοδέστερη όλων των αντιφάσεων; Αλλά η σύγχρονη φυσική επιστήμη σαν δόγμα, βασιζόταν αποκλειστικά πάνω σ’ αυτή τη μεταφυσική υπόθεση, που οι δικές μας μορφές της γνώσης, το διάστημα, ο χρόνος και το αιτιατό, μορφές όπου εκτυλισσόταν ο φαινομενικός κόσμος — είναι πραγματικές καταστάσεις οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα αν τις γνωρίζουμε. Αυτή η μονιστική θέση ήταν μια προσβολή στο πνεύμα. Διάστημα, χρόνος, αιτιατό, στη γλώσσα του μονισμού, εξέλιξη. Εδώ υπήρχε το κεντρικό δόγμα μιας ελεύθερα σκεπτόμενης, αθεϊστικής, νοθευμένης θρησκείας που εξαιτίας της θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει το πρώτο βιβλίο του Μωϋσή και να εναντιωθεί στο καθαρό φως της γνώσης, χάρη ενός γελοιοποιημένου μύθου, θαρρείς και ο Χαίκελ ήταν παρών στη δημιουργία. Εμπειρισμός! Ήταν η θεωρία της κοσμικής ατμόσφαιρας βασισμένη σε ακριβή γνώση; Αυτό το ωραίο μαθηματικό αστείο ότι το άτομο είναι το μικρότερο και αδιαίρετο κομμάτι της ύλης έχει αποδειχθεί; Η θεωρία της απεραντοσύνης του χρόνου και του διαστήματος ήταν βασισμένη στην εμπειρία; Ο καθένας που διαθέτει κοινό νου, θα γελάσει με τη θεωρία του αιώνιου και την πραγματικότητα του χρόνου και του διαστήματος και θα μπορούσε να φτάσει στο συμπέρασμα του τίποτα, δηλαδή στην άποψη ότι ρεαλισμός είναι ο δικός σας αληθινός μηδενισμός. Πώς; Πολύ απλά. Αφού η αναφορά στο άπειρο, όποιο μέγεθος κι αν του δίνεται ισοδυναμεί με το μηδέν. Δε μετριέται το άπειρο, στην αιωνιότητα δεν υπάρχει ούτε διάρκεια, ούτε αλλαγή. Αφού στο άπειρο του διαστήματος, όλη η απόσταση, μαθηματικά ισούται με μηδέν, δεν είναι δυνατόν δυο σημεία να βρίσκονται κοντά το ένα στ’ άλλο, για να μην αναφέρουμε σώματα ή κίνηση. Ο Νάφτα έκανε αυτή τη δήλωση για να καταδείξει την άγνοια της μαθηματικής επιστήμης που μας έδωσε σαν απόλυτη γνώση την αστρονομική της αγυρτεία, τις αερολογίες της γύρω από το σύμπαν. Η δύστυχη ανθρωπότητα, που με τη μάταιη συγκέντρωση ασήμαντων αριθμών, έχει παρασυρθεί σε ένα συμπέρασμα που αποδείχνει την ασημαντότητά της, μια και δε γίνεται λόγος για σπουδαιότητα! Θα ήταν ανεκτό αν η ανθρώπινη λογική και γνώση περιοριστούν σε τούτο τον κόσμο και μέσα στη σφαίρα, και χρησιμοποιήσουν σαν πραγματική την εμπειρία τους σχετικά με τον υποκειμενικό στόχο. Αλλ’ ας προχωρήσουν πέρα απ’ αυτό, ας συγκρουστούν με το αίνιγμα της αιωνιότητας και ας ανακαλύψουν αυτά που λέγονται, κοσμογονία και κοσμολογία και δεν είναι καθόλου αστεία, η αλαζονεία έχει φτάσει στο κατακόρυφο.

Τι βλαστήμια, να μετράς την «απόσταση» ενός αστεριού από τη γη με τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα ή με έτη φωτός και να φαντάζεσαι ότι με μια τέτοια παράθεση αριθμών, το ανθρώπινο πνεύμα απόκτησε μια γνώση για την ουσία του απείρου και της αιωνιότητας, το οποίον άπειρο δεν έχει καμιά σχέση με μέγεθος, ούτε η αιωνιότητα με διάρκεια ή απόσταση στο χρόνο. Δεν έχει τίποτα κοινό με την φυσική επιστήμη, αφού καταργούν αυτό που ονομάζουμε φύση! Αλήθεια, προτιμούσε χίλιες φορές την αφέλεια ενός παιδιού που πιστεύει ότι τ’ αστέρια είναι τρύπες πάνω στην τέντα τ’ ουρανού και μέσα απ’ αυτές λάμπει το αιώνιο φως, παρά την ψεύτικη, την παράλογη, αλαζονική βλακεία της μονιστικής επιστήμης πάνω στο θέμα του «σύμπαντος». Ο Σετεμπρίνι τον ρώτησε αν οι απόψεις του για τ’ αστέρια ήταν προσωπική του πίστη. Απάντησε ότι στο σημείο αυτό, διατηρούσε για τον εαυτό του την ελευθερία και την απλή νοημοσύνη της αμφιβολίας. Απ’ αυτό μπορούσε κανείς ν’ αντιληφθεί τι καταλάβαινε από ελευθερία και πού μπορούσε να οδηγήσει η αντίληψη αυτή. Ο κ. Σετεμπρίνι φοβόταν μήπως ο Χανς Κάστορπ έβρισκε αξιόλογα τα όσα άκουγε! Το κακόβουλο πνεύμα του Νάφτα καιροφυλαχτούσε να διακρίνει τις αδυναμίες των εξαντλημένων από τη φύση δυνάμεων της προόδου και να καταδικάσει σαν παράλογους τους πρωτοπόρους των ανθρώπινων μεταπτώσεων και τους τηρητές των κανόνων. Οι αεροπόροι, είπε, οι περισσότεροι ήταν κακόμοιροι και ανάξιοι εμπιστοσύνης και πάνω απ’ όλα, φοβερά δεισιδαίμονες. Κουβαλάνε μαζί τους μασκότ, γουρουνάκια και κοράκια και άλλα τέτοια, έφτυναν τρεις φορές σε διαφορετικές κατευθύνσεις, φορούσαν τα γάντια των τυχερών ιπτάμενων. Πώς μπορεί ένας τέτοιος πρωτόγονος παραλογισμός να συμβιβαστεί με την ιδέα του σύμπαντος όπου στηριζόταν το επάγγελμά τους; Οι αντιθέσεις τον διασκέδαζαν, τις γλεντούσε. Όμως, τέτοιες παραθέσεις κακοβουλίας του Νάφτα δεν έχουν τέλος, ας τις αφήσουμε λοιπόν, για να διηγηθούμε μια πιο πραγματική ιστορία. Ένα απόγευμα του Φεβρουάριου, αυτοί οι κύριοι οργάνωσαν μια εκδρομή στο Μονστάιν, κάπου μιάμιση ώρα με έλκηθρα, από το χωριό. Την παρέα την αποτελούσαν οι Νάφτα και Σετεμπρίνι, Χανς Κάστορπ, Φέργε και Βέεζαλ και θα πήγαιναν με δυο έλκηθρα, που το καθένα θα το τραβούσε ένα άλογο. Ο Χανς Κάστορπ με τον ουμανιστή, ο Νάφτα με το Φέργε και το Βέεζαλ, ο τελευταίος κάθισε μπροστά με τον αμαξά. Ξεκίνησαν κατά τις τρεις από το παντοπωλείο, ντυμένοι ζεστά. Η φιλική μουσική που έστελναν οι καμπάνες, ακουγόταν τόσο ευχάριστα στην ασάλευτη, χιονισμένη ατμόσφαιρα. Πήραν το δρόμο δεξιά που περνούσε από το Φράουνκιρτς και το Γκλάρις και τραβούσε στα νότια. Σύννεφα γεμάτα βροχή έτρεχαν προς την ίδια κατεύθυνση και σε λίγο, το μόνο γαλάζιο άνοιγμα στον ουρανό, είχε μείνει πίσω τους, πάνω από το Rhätikon. Το κρύο ήταν τσουχτερό, τα βουνά κρυμμένα στην ομίχλη. Ο δρόμος ένα στενό φρύδι χωρίς προστατευτικό κιγκλίδωμα, ανάμεσα στην άβυσσο και στο κάθετο του βουνού, ανέβαινε απότομα για το ελατόδασος. Προχωρούσαν θαρρείς και πήγαιναν με τα πόδια. Συντροφιές που κατέβαιναν γλιστρώντας στην πλαγιά, αναγκάζονταν να κατέβουν από τ’ αμάξια όταν συναντιόνταν. Καμιά φορά, σε στροφή του δρόμου, έφταναν ως εκεί οι

ήχοι κάποιας καμπάνας. Έλκηθρα, το ένα πίσω από τ’ άλλο ζύγωναν και χρειαζόταν κάποια ικανότητα να περάσουν το στενό μονοπάτι. Πλησιάζοντας στον προορισμό τους, απλώθηκε μπροστά τους υπέροχο, το βραχώδες Ζουγκενστράσσε. Ξεκουκουλώθηκαν και κατέβηκαν μπροστά στο μικρό πανδοχείο του Μοστάιν Κουρχάους κι από κει ανέβηκαν με τα πόδια τα λίγα σκαλοπάτια για ν’ απολαύσουν, νοτιοδυτικά, τη θέα προς το Στούλσεγκρατ. Το γιγάντιο τείχος, τρεις χιλιάδες μέτρα ύψος, ήταν τυλιγμένο στους υδρατμούς. Μονάχα ένα σουβλερό δόντι, ξέφευγε την ομίχλη και πεταγόταν περήφανο προς τον ουρανό, η κορυφή Βάλχαλαν, μακρινή κι αέρινη και τρομερά απρόσιτη. Ο Χανς Κάστορπ τη θαύμαζε και παρέσυρε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Ήταν αυτός, που με το δέοντα σεβασμό, το χαρακτήρισε απρόσιτο και έδωσε στον κ. Σετεμπρίνι την ευκαιρία να πει ότι ειδικά αυτός ο βράχος ήταν πολυσύχναστος. Και γενικά, λίγα ήταν τα μέρη όπου ο άνθρωπος δεν είχε πατήσει. Αυτό πήγαινε πολύ, αποκρίθηκε ο Νάφτα, και αναφέρθηκε στο Έβερεστ, που ως σήμερα είχε παγερά αρνηθεί να υποχωρήσει στην ενόχληση του ανθρώπου και φαινόταν να επιμένει σ’ αυτό. Ο ουμανιστής δεν είχε τι να πει. Επέστρεψαν στο Κουρχάους όπου δίπλα στα δικά τους, είχαν σταματήσει κι άλλα έλκηθρα. Μπορούσε κανείς να παραμείνει εδώ. Στο πάνω πάτωμα βρισκόταν η τραπεζαρία επιπλωμένη χωριάτικα κι η ζέστη ήταν πολύ ευχάριστη. Παράγγειλαν κάτι να τσιμπήσουν, στη γυναίκα του πανδοχείου. Καφέ, μέλι, άσπρο ψωμί και «αχλαδόψωμο», είδος γλυκίσματος, η σπεσιαλιτέ τους. Στους αμαξάδες έξω, έστειλαν κόκκινο κρασί. Στα άλλα τραπέζια κάθονταν Ελβετοί και Ολλανδοί. Με χαρά θα μπορούσαμε να σας διηγηθούμε ότι οι φίλοι μας, αφού ζεστάθηκαν και απόλαυσαν το ζεστό καφέ, άρχισαν τη συζήτηση. Ωστόσο, αυτό δε θα ήταν σωστό. Γιατί η συζήτηση μετά τις πρώτες κουβέντες, πήρε τη μορφή μονόλογου από το Νάφτα, αλλά και σαν μονόλογος, είχε έναν τρόπο προσβλητικό από την άποψη της κοινωνικότητας. Ο πρώην Ιησουίτης, γύρισε τη ράχη στον κύριο Σετεμπρίνι και στους άλλους δυο κυρίους και απευθυνόταν στο Χανς Κάστορπ, με πολλή καταδεχτικότητα. Θα ήταν δύσκολο να δώσουμε ένα χαρακτηρισμό στο θέμα αυτής της συζήτησης, όπου ο Χανς Κάστορπ άκουγε και κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι σαν για να δείξει ότι συμφωνεί. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επρόκειτο για μια μοναδική συζήτηση, αλλά μάλλον κινούνταν χαλαρά στο χώρο της διανόησης. Γενικά αναφερόταν, με κάποιο άχαρο σχόλιο, στη διφορούμενη φύση των πνευματικών φαινομένων της ζωής, στις ασταθείς απόψεις και στην αμφισβητούμενη χρησιμότητα των μεγάλων αφηρημένων ιδεών, πάνω στις οποίες έχει βασιστεί ο άνθρωπος καταδείχνοντας με ποιο φανταχτερό ρούχο εμφανίζεται το Απόλυτο σε τούτη τη γη. Οπωσδήποτε, μπορούμε να πάρουμε σαν πυρήνα αυτής της συζήτησης, το πρόβλημα της ελευθερίας, που το χειριζόταν με κάποια σύγχυση. Μιλούσε, ανάμεσα στ' άλλα, για το κίνημα του Ρομαντισμού, στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και τη φανταστική διπλή σημασία του, υποστηρίζοντας ότι πριν απ’ αυτό, οι ιδέες της αντίδρασης και της επανάστασης είχαν υποβαθμιστεί από την άποψη ότι δεν είχαν ενσωματωθεί σε μια νέα

και υψηλότερη ιδέα. Γιατί βέβαια, ήταν πολύ αφηρημένο να προσπαθείς να συνεχίσεις την ιδέα της επανάστασης μόνο με την εξέλιξη και την ανοδική πορεία του Διαφωτισμού. Το κίνημα του Ρομαντισμού στην Ευρώπη, υπήρξε κυρίως ένα απελευθερωτικό κίνημα, αντικλασικό, αντιακαδημαϊκό κατευθύνθηκε εναντίον του γαλλικού κλασικισμού, την παλιά σχολή της λογικής που τους υποστηρικτές της τους αποκαλούσαν χλευαστικά, «πουδραρισμένες περούκες». Ο Νάφτα άρχισε με τους απελευθερωτικούς πολέμους, μίλησε για τους ενθουσιασμούς του Φίχτε για ένα ξέφρενο λαϊκό ξεσήκωμα εναντίον της αφόρητης τυραννίας, η οποία δυστυχώς, ε! ε!, αντιπροσωπευόταν από την ελευθερία, δηλαδή πρέπει να πει κανείς τις ιδέες της επανάστασης. Ήταν πολύ κωμικό, ο λαός τραγουδώντας δυνατά, ξεχύθηκε να γκρεμίσει την επαναστατική τυραννία, προς όφελος της αντιδραστικής, ηγεμονικής εξουσίας — και όλ’ αυτά, στο όνομα της ελευθερίας. Ο νεαρός ακροατής, θα αντιλήφθηκε τη διαφορά ή καλύτερα την αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία του εξωτερικού και εκείνη του εσωτερικού και θα πρόσεξε τη λεπτή ερώτηση, ποια δουλειά ήταν μεγαλύτερη, ε! ε!, και συμβιβαζόταν λιγότερο με την τιμή ενός έθνους. Η ελευθερία, ήταν πραγματικά μια ιδέα περισσότερο ρομαντική παρά προοδευτική. Όπως ο ρομαντισμός περιόριζε αναπόφευκτα τον ανθρώπινο αυθορμητισμό και ο παράφορος ατομικισμός και στα δυο αυτά, είχε τα ίδια κατασταλτικά αποτελέσματα. Η ατομικιστική δίψα για ελευθερία είχε δημιουργήσει την ιστορική και ρομαντική λατρεία του εθνικισμού, ο οποίος είχε πολεμικό χαρακτήρα και τον οποίο, θεωρούσε ολέθριο ο ανθρωπιστικός φιλελευθερισμός, αν και ο τελευταίος εγκωμίαζε τον ατομικισμό για τελείως διαφορετικούς λόγους. Ο ατομικισμός ήταν μεσαιωνικός ρομαντισμός ως προς τη συμπαντική σπουδαιότητα του ανθρώπινου όντος, από το οποίο έβγαινε συμπερασματικά η θεωρία για την αθανασία της ψυχής, η γεωμετρική θεωρία και η αστρολογία. Από την άλλη μεριά ο ατομικισμός ήταν μια άποψη του φιλελεύθερου ανθρωπισμού, ο οποίος έκλινε προς την αναρχία και οπωσδήποτε δεν είχε την πρόθεση να προσφέρει τον πολύτιμο ατομικισμό, στο θυσιαστήριο της συλλογικότητας. Αυτός ήταν ο ατομικισμός, το ένα ή το άλλο, η ίδια η λέξη εκφράζει πολύ καλά τα πράγματα. Πρέπει να παραδεχτεί κανείς, ότι η υπερβολή της ελευθερίας δημιούργησε τους πιο λαμπρούς εχθρούς της ελευθερίας, τους πιο πνευματώδεις αγωνιστές του παρελθόντος, που στάθηκαν εναντίον της καταστρεπτικής προόδου. Ο Νάφτα απάγγειλε Arndt, ο οποίος αναθεμάτιζε τον εκβιομηχανισμό και δόξαζε την τάξη των ευγενών και Goerres, συγγραφέα του Χριστιανικού Μυστικισμού. Ίσως ο ακροατής του να ρωτούσε τι σχέση είχε ο μυστικισμός με την ελευθερία; Μήπως δεν υπήρξε αντισχολαστικός, αντιδογματικός, αντιθρησκευτικός; Ήταν υποχρεωμένος κανείς να αναγνωρίσει την Ιεραρχία σαν μια φιλελεύθερη δύναμη γιατί ήταν αντίθετη στην απόλυτη μοναρχία. Αλλά ο μυστικισμός στα τέλη του Μεσαίωνα είχε δείξει το φιλελεύθερο χαρακτήρα του, σαν πρωτοπόρος της Μεταρρύθμισης της Μεταρρύθμισης, ε! ε! που με τη σειρά της, υπήρξε ένας μπερδεμένος ιστός της ελευθερίας και της αντίδρασης του Μεσαίωνα. Ω, ναι, ο Λούθηρος είχε το πλεονέκτημα να επιδεικνύει ζωηρά και σκληρά τον

προβληματικό χαρακτήρα της ίδιας της πράξης, της πράξης γενικά. Γνώριζε ο ακροατής του Νάφτα τι ήταν πράξη; Πράξη ήταν για παράδειγμα, η δολοφονία του συμβούλου Kotzebue από τον Sand σπουδαστή της Θεολογίας και μέλος της Burschenschaft. Ποιος, για να μιλήσουμε τη γλώσσα της εγκληματολογίας, όπλισε το χέρι του Sand; Φυσικά ο ενθουσιασμός του για ελευθερία. Αλλά αν το δούμε από κοντά, ήταν ο φανατισμός του για την ηθική και το μίσος του εναντίον μιας μάταιης αντίθεσης στο εθνικιστικό πνεύμα. Ο Kotzebue εργαζόταν για τους Ρώσους, στην υπηρεσία της Ιερής Συμμαχίας και για το λόγο αυτό, η σφαίρα στου Sand, ρίχτηκε για την ελευθερία, πράγμα που δεν απέκλειε την πιθανότητα, στο στενό περιβάλλον του να υπήρχαν αρκετοί Ιησουίτες. Με λίγα λόγια, ό,τι κι αν ήταν η «πράξη», αποτελούσε ένα φτωχό τρόπο για να κάνεις κατανοητά τα νοήματά σου και επίσης, πολύ λίγα πρόσφερε στη διευκρίνηση των πνευματικών προβλημάτων. — Μπορώ να μάθω, παρακαλώ, πότε θα πάψετε, επιτέλους να λέτε τέτοιες απρέπειες; Ο κύριος Σετεμπρίνι είχε κάνει αυτή την ερώτηση μ’ έναν τρόπο κάπως τραχύ κι ασυνήθιστο. Καθότανε απλά, κι έπαιζε τύμπανο με τα δάχτυλά του, στο τραπέζι ή βασάνιζε το μουστάκι του. Δείγμα ανυπομονησίας. Μα είχε χάσει πια την υπομονή του. Ανορθώθηκε, χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα, πολύ ωχρός, κι αντιμετώπισε έτσι, με το μαύρο, λαμπερό μάτι του τον εχθρό, που είχε στραφεί προς το μέρος του με προσποιητή έκπληξη. — Τι τρόπος είναι αυτός που σας αρέσει να εκφράζεστε; ήταν η ερώτηση που του έκανε ο Νάφτα, αντί γι’ απάντηση. — Αυτός που μ’ αρέσει, είπε ο Ιταλός, και κατάπιε το σάλιο του. Αυτός που μ’ αρέσει, να σας δώσω να καταλάβετε, ότι είμαι αποφασισμένος να σας εμποδίσω να ταλαιπωρείτε τ’ ανυπεράσπιστα νιάτα με τις απρέπειές σας! — Κύριε! Σας προσκαλώ να προσέξετε τα λόγια σας. — Δε χρειάζομαι τέτοιες προσκλήσεις, Κύριε! Συνήθως προσέχω πάντα τα λόγια μου κι αυτά που λέω ανταποκρίνονται ακριβώς με τις περιστάσεις, όταν λέω πως ο τρόπος σας, που βάζετε σε αμηχανία μια δισταχτική, από τη φύση της, νεότητα, που προσπαθείτε να τη γοητεύσετε και να τη διαφθείρετε ηθικά, είναι μια ατιμία, που δε θα μπορούσε να τιμωρηθεί αρκετά μονάχα με λόγια… Προφέροντας τη λέξη ατιμία, ο Σετεμπρίνι χτύπησε την παλάμη του στο τραπέζι και έχοντας τραβήξει προς τα πίσω την καρέκλα του, σηκώθηκε τελικά όρθιος, πράμα που ανάγκασε και τους υπόλοιπους να σηκωθούν: το Χανς Κάστορπ, τον αντίπαλό του, το Φέργε και το Βέεζαλ. Ήσαν κι οι πέντε χλομοί, τα μάτια τους είχαν διασταλεί και το στόμα τους έτρεμε. Οι τρεις αφιλοκερδείς φίλοι τους δε θα ’πρεπε να δοκιμάσουν να επέμβουν, συμφιλιωτικά; Τη δοκιμή αυτή δεν την έκαναν. Η γενική εσωτερική κατάσταση τους εμπόδιζε να το κάνουν. Έμεναν όρθιοι κι έτρεμαν και χωρίς να το θέλουν, τα χέρια τους σφίγγονταν σε γροθιές. Ακόμα και ο Άντον Κάρλοβιτς Φέργε, που το είχε δηλώσει όλα τα υψηλά πράματα του ήταν ξένα, κατάλαβε ή, μάλλον, παρασυρόμενος από την εσωτερική του κατάσταση (το μουστάκι του ανεβοκατέβαινε βίαια) άφησε απλά τα πράματα ν’

ακολουθήσουν το δρόμο τους. Όλοι ήταν σιωπηλοί κι έτσι ακούστηκε καθαρά το τρίξιμο των δοντιών του Νάφτα. Αυτό ’ταν για το Χανς Κάστορπ ένα ανάλογο βίωμα, με κείνο των ανορθωμένων μαλλιών του Βίντεμαν. Νόμισε, πως ήταν ένας τρόπος έκφρασης κι αυτός, ανάμεσα στους δυο παιδαγωγούς του, τουλάχιστον, και πως στην πραγματικότητα, θα περνούσε όπως και τόσες άλλες βίαιες λογομαχίες μεταξύ τους. Μα να που ο Νάφτα έτριζε τα δόντια του, μέσα στη σιωπή. Ήταν ένας ήχος φοβερά δυσάρεστος, άγριος και παράτολμος, μα που ήταν, επίσης, άλλο τόσο, σημάδι μιας σίγουρης και τρομερής αυτοκυριαρχίας, γιατί αντί να φωνάξει, είπε σιγά, με ένα είδος λαχανιασμένου μισόγελου. — Ατιμία; Τιμωρία; Οι ενάρετοι γάιδαροι γίνονται κακοί; Η παιδαγωγική αστυνομία του πολιτισμού θα ξιφουλκήσει; Αυτό 'ναι μια καλή αρχή. Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους. Κι η «τιμωρία» επίσης. Ελπίζω πως οι αστικές αρχές σας δε σας εμποδίζουν να ξέρετε τι μου οφείλετε, γιατί αν ήταν έτσι, θα ήμουν υποχρεωμένος να θέσω αυτές τις αρχές σε δοκιμασία με μέσα που… Θα δεχτείτε ειδήσεις μου. — Και θα βρείτε να μιλήσετε, κύριε, φώναξε ο Σετεμπρίνι πίσω από το Νάφτα που άφηνε το τραπέζι κι έφευγε με γρήγορα βήματα. Ύστερα, αφέθηκε να πέσει στην καρέκλα του σφίγγοντας την καρδιά του και με τα δυο χέρια του. — Distruttore! cane arrabbiato! bisogna ammazzarlo! φώναξε χωρίς να πάρει αναπνοή. Οι άλλοι έμεναν πάντα όρθιοι γύρω από το τραπέζι. Το μουστάκι του Φέργε εξακολουθούσε ν’ ανεβοκατεβαίνει. Ο Βέεζαλ είχε στραβώσει την κάτω του μασέλα. Ο Χανς Κάστορπ ακούμπησε το πηγούνι του, όπως έκανε ο παππούς του, γιατί ο σβέρκος του έτρεμε. — Σας κάλεσε σε μονομαχία, είπε ο Χανς Κάστορπ με σφιγμένη την καρδιά. — Πραγματικά, αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι κι έριξε ένα βλέμμα σ’ αυτόν που στεκόταν πλάι του, για να ξαναγυρίσει αμέσως και ν ακουμπήσει το κεφάλι στο χέρι του. — Θα δεχτείτε; θέλησε να μάθει ο Βέεζαλ. — Ρωτάτε; αποκρίθηκε ο Σετεμπρίνι και τον κοίταξε κι αυτός μια στιγμή… Κύριοι, εξακολούθησε, έχοντας συνέλθει εντελώς, λυπούμαι για όλ' αυτά, μα κάθε άνθρωπος πρέπει να περιμένει και τέτοια περιστατικά από τη ζωή. Αποδοκιμάζω, θεωρητικά, τη μονομαχία, θέλω να πηγαίνω σύμφωνα με το νόμο. Μα στην πρακτική ζωή, τα πράματα αλλάζουν. Κι υπάρχουν καταστάσεις που… αντιθέσεις που… Κοντολογίς, είμαι στη διάθεση αυτού του κυρίου. Είμαι ευτυχής που γυμνάστηκα λίγο στην ξιφασκία, όταν ήμουν νέος, μερικές ώρες άσκησης και τώρα δε θα με βλάψουν. Ας πηγαίνουμε! Θα πρέπει να περιμένουμε, για τη ασυνέχεια. Υποθέτω, πως ο κύριος αυτός έδωσε κιόλας διαταγή να ζεύξουνε τ’ άλογό του. Κατά την επιστροφή, κι αργότερα ακόμα, ο Χανς Κάστορπ είχε στιγμές, που ένιωθε να τον πιάνει ίλιγγος μπροστά στην ανησυχαστική παραξενιά αυτού που αναγγελλόταν και προπαντός, όταν φάνηκε πως ο Νάφτα δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για ξίφος και πως

επέμενε ν’ απαιτεί μονομαχία με δυο πιστόλια, και πως πραγματικά, την εκλογή του όπλου θα την έκανε αυτός, αφού σύμφωνα με τον Κώδικα της τιμής, ήταν ο προσβλημένος. Πρέπει να πούμε, πως ο νεαρός μας ήρωας πέρασε από τέτοιες στιγμές, που πέτυχε να ξεπεράσει, ίσαμε ένα ορισμένο σημείο, το πνεύμα των διχτύων, όπου είχαν όλοι πιαστεί, κι έκανε τη σκέψη, πως όλα αυτά ήταν τρέλα που έπρεπε να την αποφύγει. — Να υπήρχε αληθινή προσβολή, τουλάχιστον! φώναξε στη συνομιλία του με τους Σετεμπρίνι, Φέργε και Βέεζαλ, που ο Νάφτα τον είχε πάρει μάρτυρά του κι αυτός έκανε τις διαπραγματεύσεις, ανάμεσα στα δυο μέρη. Μια αδικία αστικού και κοινωνικού χαρακτήρα! Αν ο ένας είχε διασύρει στη λάσπη το έντιμο όνομα του άλλου, αν επρόκειτο για μια γυναίκα ή δεν ξέρω για ποια άλλη ανάλογη και απτή μοιραιότητα της ζωής, όπου δε χωρεί διαιτησία. Ε, σε τέτοιες περιπτώσεις η μονομαχία είναι η τελευταία διέξοδος, κι όταν ικανοποιηθεί κανείς και το πράμα περάσει, με κάποια τακτοποίηση, και μπορεί να ειπωθεί ότι «οι αντίπαλοι χώρισαν συμφιλιωμένοι», τότε μπορούμε να πούμε, πως η μονομαχία είναι μια έξυπνη εφεύρεση, σωτήρια και χρήσιμη σ’ ορισμένες πολύπλοκες υποθέσεις. Μα τι έκανε; Δε θέλω καθόλου ν’ αναλάβω την υπεράσπισή του, ρωτώ μόνο σε τι σας πρόσβαλε; Ανάτρεψε τις κατηγορίες. Έχει, όπως εκφράζεται, απογυμνώσει ορισμένες ιδέες από την ακαδημαϊκή αξία τους. Γι' αυτό προσβληθήκατε… Ας παραδεχτούμε πως είχατε δίκιο… — Ας παραδεχτούμε; επανάλαβε ο κύριος Σετεμπρίνι και τον κοίταξε καταπρόσωπα… — Όχι, έστω, είχατε δίκιο! Σας πρόσβαλε μ’ αυτό. Πρόκειται για πράματα αφηρημένα, για πράματα του πνεύματος. Μπορεί κανείς να προσβληθεί για πνευματικά ζητήματα, μα δεν είναι προσωπικές προσβολές. Το ίδιο κι εσείς, όταν μιλήσατε για «ατιμία» και για τιμωρία, δεν ήταν βρισιά, προσβολή που αντανακλούσε στο πρόσωπό του. Εκφραστήκατε συμβολικά κι οι εκφράσεις σας μείνανε στην περιοχή του πνεύματος, που δεν έχει τίποτα το κοινό με την προσωπική περιοχή, που μόνη αυτή μπορεί να δεχτεί κάτι σαν προσβολή. Το πνεύμα δεν μπορεί να ’ναι ποτέ προσωπικό, αυτός είναι ο προσδιορισμός κι η ερμηνεία του αξιώματος, γι’ αυτό… — Απατάστε, φίλε μου, αποκρίθηκε ο κ. Σετεμπρίνι, με κλεισμένα μάτια. Απατάστε, πρώτα πρώτα, υποθέτοντας, πως τα πράματα του πνεύματος δεν μπορούν να πάρουν έναν χαρακτήρα προσωπικό. Δε θα ’πρεπε να το σκεφτείτε αυτό, είπε, και χαμογέλασε παράξενα, ευγενικά και πονεμένα. Μα σφάλετε, προπαντός στην εκτίμησή σας του πνεύματος, γενικά, που πιστεύετε καθώς φαίνεται ότι είναι πολύ αδύνατο, να γεννά διαφωνίες και πάθη, που να ’χουνε την τραχύτητα αυτών που γεννά η πραγματική ζωή και που δεν αφήνουν άλλη διέξοδο από τα όπλα. All incontro! Το αφηρημένο στοιχείο, το ιδανικό, είναι ταυτόχρονα και το απόλυτο, είναι επομένως ιδιαίτερα αυστηρό και περιέχει πολύ αμεσότερες και ριζικότερες πιθανότητες απ’ όσο το μίσος, απόλυτη κι αδιάλλακτη αντίθεση, που δεν την έχει η κοινωνική ζωή. Απορείτε που οδηγεί, μάλιστα, πιο άμεσα και πιο ανελέητα, απ’ όσο η τελευταία αυτή, στην αντίθεση μεταξύ του Εσύ και του Εγώ, σε μια κατάσταση ακραία αληθινά, στη μονομαχία να πούμε; Η μονομαχία, φίλε μου, δεν είναι «έθιμο», όπως κάθε άλλο. Είναι η τελευταία διέξοδος, η επιστροφή στην

πρωτόγονη κατάσταση, που μόλις μόλις έχει παραδεχτεί ορισμένους κανόνες ιπποτικού χαρακτήρος, που είναι πολύ επιπόλαιοι. Η ουσία αυτής της κατάστασης είναι το καθαρά πρωτόγονο στοιχείο της, το σώμα προς σώμα, κι είναι δουλειά του καθενός να ’ναι πάντα έτοιμος, για μια τέτοια κατάσταση, όσο απομακρυσμένος κι αν είναι από τη φύση. Μπορεί κανείς να εκτίθεται κάθε μέρα σ’ αυτήν. Όποιος, λοιπόν, δεν είναι ικανός να υπερασπίζεται την ιδέα, πληρώνοντας με τον εαυτό του, με το μπράτσο του, με το αίμα του, δεν είναι άξιος του εαυτού του, κι αυτό που ’χει σημασία είναι το πώς να παραμείνει άντρας κανείς, μ’ όση πνευματικότητα κι αν έχει. Να, λοιπόν, που ο Χανς Κάστορπ είχε πάρει το μάθημά του. Τι ν’ απαντήσει κανείς; Σώπασε, παραδομένος σε μια καταθλιπτική ονειροπόληση. Τα λόγια του κυρίου Σετεμπρίνι φαίνονταν ήρεμα και λογικά, κι ωστόσο σαν να μην είχαν τη θέση τους, κι ελάχιστα φυσικά, στα χείλη του. Οι σκέψεις του δεν ήταν σκέψεις του, όπως άλλωστε, κι η ιδέα της παράξενης μάχης, δεν ήταν δική του, αλλά τη δέχτηκε από τον τρομοκράτη, τον κοντό Νάφτα. Ήταν η έκφραση της ταραχής, του ερεθισμού που προκαλούσε η γενική κατάσταση και που η ωραία πνευματική διαύγεια και νοημοσύνη του κυρίου Σετεμπρίνι είχε γίνει ο σκλάβος και το όργανο. Πώς το πνεύμα, αφού ήταν αυστηρό, οδηγούσε ανελέητα στην κτηνώδη λύση της μονομαχίας; Ο Χανς Κάστορπ επαναστατούσε εναντίον μιας τέτοιας αντίληψης ή προσπαθούσε να το κάμει, για ν’ ανακαλύψει, με φρίκη του, πως ούτε κι αυτός δεν το μπορούσε. Και μέσα του, επίσης, υπήρχε η ηθική καχεξία. Ούτε κι αυτός θα μπορούσε ν’ απολυτρωθεί. Μια πνοή φοβερή κι αποφασιστική τον έφτανε από κείνη την περιοχή της μνήμης του, που ο Βίντεμαν κι ο Ζόνενχιάιν κυλιόντουσαν χάμω, πάνω στην κτηνώδη απελπιστική πάλη τους, και καταλάβαινε, ανατριχιάζοντας, πως στο τέλος όλων δεν έμενε παρά το κορμί, τα νύχια, τα δόντια. Μα ναι, μα ναι, έπρεπε να χτυπηθούν, βέβαια, γιατί έτσι μπορούσε κανείς, τουλάχιστον, να προφυλάξει αυτή τη μείωση της φυσικής κατάστασης μ’ έναν ιπποτικό κώδικα… Κι ο Χανς Κάστορπ πρόσφερε στο Σετεμπρίνι τις υπηρεσίες του σαν μάρτυρας. Η προσφορά του αποκλείστηκε. Όχι, αυτό δε γινότανε δεν μπορούσε να γίνει αυτό, του αποκρίθηκαν πρώτα ο κύριος Σετεμπρίνι, μ’ ένα χαμόγελο που ήταν λεπτό και πονεμένο και κατά δεύτερο και τρίτο λόγο, κι αφού σκεφτήκανε λίγο, ο Φέργε κι ο Βέεζαλ, που κι εκείνοι βρήκαν, χωρίς να δικαιολογήσουν τον τρόπο που βλέπανε το πράμα, πως δεν ήταν δυνατό να πάρει μέρος σ’ αυτή τη μονομαχία ο Χανς Κάστορπ. Θα μπορούσε ίσως, να παρασταθεί σαν διαιτητής, γιατί η παρουσία ενός αμερόληπτου μάρτυρα αποτελούσε μέρος επίσης σύμφωνα με το έθιμο, των ιπποτικών παραχωρήσεων στην κτηνωδία. Ακόμη κι ο Νάφτα εκφράστηκε έτσι, με το στόμα του μάρτυρά του Βέεζαλ κι ο Χανς Κάστορπ δήλωσε, ότι ήταν ικανοποιημένος. Μάρτυρας ή διαιτητής, ό,τι κι αν ήταν, είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει τη διεξαγωγή του αγώνα, πράμα που του φάνηκε να ’ναι μια σκληρή αναγκαιότητα. Γιατί ο Νάφτα ήταν εκτός εαυτού κι οι προτάσεις του ξεπερνούσανε κάθε μέτρο. Ζήτησε πέντε βήματα απόσταση και σε περίπτωση ανάγκης να ρίξουν τρεις φορές. Το βράδυ του καυγά, μάλιστα, παράγγειλε αυτή την τρέλα με το Βέεζαλ, που είχε γίνει κυριολεκτικά η

φωνή του κυρίου του κι ο αντιπρόσωπος των άγριων συμφερόντων του, κι επέμενε, με πολύ πείσμα, ν’ αξιώσει κι άλλους όρους, μισά διαταγμένος, μισά από δικού του. Ο Σετεμπρίνι, φυσικά, δε βρήκε ν’ αντείπει τίποτα, μα ο Φέργε, σαν δεύτερος, κι ο αμερόληπτος Χανς Κάστορπ, τα βρήκανε υπερβολικά κι ο τελευταίος, μάλιστα, φέρθηκε αρκετά χοντρά του κακομοίρη του Βέεζαλ. Δεν ντρεπόταν, ρώτησε ο Χανς Κάστορπ, να κατεβάζει όλες αυτές τις παραφροσύνες, τη στιγμή που επρόκειτο για μια μονομαχία απόλυτα αφηρημένη, που δε βασιζότανε σε καμιά προσωπική βρισιά; Το ζήτημα, με τα περίστροφα, ήταν κιόλας αρκετά πρόστυχο, αλλ’ έστω, μ’ αυτές οι δολοφονικές λεπτομέρειες κι από πάνω; Ήταν αληθινά το τέλος κάθε ίχνους τιμής! Και δεν ακουμπούσανε στο στήθος τους μια και καλή τα όπλα τους ο ένας στον άλλο να ξεμπερδεύουνε; Για να ήταν εκείνος, ο Βέεζαλ, και τότε θα μας έλεγε πώς θα του φαίνονταν τα πέντε μέτρα, αλλιώς δεν εξηγιόταν πώς άνοιγε το στόμα του τόσο εύκολα κι έλεγε όλ’ αυτά τα φανταστικά πράματα. Ο Βέεζαλ κούνησε τους ώμους του, δείχνοντας, χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα του, πως βρισκόταν μπροστά σε μια περίπτωση ολωσδιόλου εξαιρετική, κι αφόπλισε, κατά κάποιο τρόπο, το αντίπαλο μέρος, που τον είχε ξεχάσει κιόλας. Ωστόσο, κατά τα πηγαινοερχόματα της επομένης, πέτυχαν, πρώτα απ’ όλα να περιορίσουν τις σφαίρες σε μια μόνο, κι ύστερα να κανονίσουν το ζήτημα της απόστασης, με τέτοιο τρόπο, ώστε οι αντίπαλοι να τοποθετηθούνε σ’ απόσταση δεκαπέντε βημάτων ο ένας από τον άλλον και να ’χουν το δικαίωμα να προχωρήσουν κατά πέντε βήματα πιο μπρος, πριν τραβήξουν. Μα κι αυτό δεν το πέτυχαν παρά μόνο αφού οι αντίπαλοι το αντάλλαξαν με έναν άλλον όρο: ότι δε θα γινότανε πια άλλη προσπάθεια συμφιλιώσεων των αντιπάλων. Εξάλλου, δεν είχαν πιστόλια. Ο κύριος Αλμπέν είχε. Εκτός από το μικρό γυαλιστερό ρεβόλβερ, που μ’ αυτό του άρεσε να τρομάζει τις κυρίες, είχε ακόμα κι ένα ζευγάρι κοινά πιστόλια, βελγικής προελεύσεως, που φυλάγονταν σε μια κοινή θήκη: αυτόματα μπράουνιγκ, με λαβές από σκούρο ξύλο. Ο Χανς Κάστορπ τα είχε δει, μια μέρα, στο δωμάτιο του νεαρού φαρσέρ και παρά τις προσωπικές πεποιθήσεις του, προσφέρθηκε να τα δανειστεί απ’ αυτόν. Έτσι κι έγινε, χωρίς να κρύψει το σκοπό αυτού του διαβήματος, μα επικαλούμενος τη διακριτικότητά του στο λόγο της τιμής του, που ο κύριος Αλμπέν του τον έδωσε πολύ εύκολα, δείχνοντάς του επίσης και τη χρήση τους. Όλ αυτά χρειάστηκαν καιρό, κι έτσι κύλησαν δυο μέρες και τρεις νύχτες, πριν από τη συνάντηση. Ο τόπος της συνάντησης προτάθηκε από το Χανς Κάστορπ. Ήταν το γραφικό κείνο μέρος, που το καλοκαίρι ήταν πλημμυρισμένο στα γαλάζια λουλούδια, εκεί που του άρεσε ν’ απομονώνεται για να «κυβερνά» τις ονειροπολήσεις του. Μόνο την παραμονή, αργά, πληροφορήθηκε ο Χανς Κάστορπ, που ήταν πολύ ταραγμένος, ότι ήταν απαραίτητο να υπάρχει κι ένας γιατρός στο πεδίο της τιμής. Συμφωνήσανε, με το Φέργε, πως το ζήτημα, στο σημείο αυτό, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να λυθεί. Ο Ραδάμανθυς υπήρξε, χωρίς άλλο, μέλος μιας φοιτητικής ένωσης, μα ήταν αδύνατο να ζητήσουνε τη συνδρομή του διευθυντή του Ιδρύματος, για μια πράξη τόσο αθέμιτη και πολύ περισσότερο, αφού επρόκειτο γι’ ασθενείς. Γενικά, οι πιθανότητες να

βρούνε γιατρό εδώ, που θα 'ταν έτοιμος να παρασταθεί σε δυο βαριά χτυπημένους, σε μονομαχία, με πιστόλια, άρρωστους, ήταν ελάχιστες. Όσο για τον Κροκόβσκι, δεν ήταν καν βέβαιο, αν αυτό το εξημμένο κεφάλι θα 'ταν σε θέση να δέσει μια πληγή. Ο Βέεζαλ, που τον συμβουλεύτηκαν, ανάγγειλε, πως ο Νάφτα είχε εκφραστεί κιόλας απάνω σ’ αυτό, κι η έννοια των λόγων του ήταν, πως δεν ήθελε γιατρό. Δεν πήγαινε στο πεδίο της τιμής, για να του δέσουν τις πληγές του, μα για να χτυπηθεί, και σοβαρά, μάλιστα. Το τι θα ήθελε μετά, του ήταν αδιάφορο και θα τακτοποιότανε μόνο του. Αυτό έμοιαζε με δυσοίωνη δήλωση, μα ο Χανς Κάστορπ προσπάθησε να την εξηγήσει σαν βεβαιότητα του Νάφτα, πως δεν επρόκειτο να χτυπηθεί, ώστε, προσωπικά αυτός, να 'χει ανάγκη γιατρού. Κι ο Σετεμπρίνι δεν είχε μηνύσει, επίσης με το Φέργε, που είχε πάει αμέσως να τον συμβουλευτεί σχετικά, πως το ζήτημα αυτό δεν τον ενδιέφερε; Αλλ’ ούτε κι ήταν ολότελα παράλογο, να ελπίζει κανείς, πως οι αντίπαλοι μπορεί να ’ταν σύμφωνοι, καθένας χωριστά και κρυφά να μη χυθεί αίμα. Είχαν κοιμηθεί δυο νύχτες κιόλας, ύστερα από τη ρήξη, και θα κοιμούνταν και μια τρίτη ακόμη. Κι ο ύπνος ψυχραίνει, καθαρίζει το μυαλό. Πρωί πρωί, με το πιστόλι στο χέρι, κανένας από τους αντίπαλους δε θα ’ταν πια ο άνθρωπος που ήταν το βράδυ του καυγά. Θα κινιόντουσαν το πολύ πολύ μηχανικά και σπρωγμένα από το αίσθημα της τιμής, όχι σύμφωνα με τη θέλησή τους, όχι από ευχαρίστηση και πεποίθηση. Ο Χανς Κάστορπ δεν είχε άδικο στις σκέψεις του, είχε δίκιο, μα μ’ έναν τρόπο, που δε θα μπορούσε να τον φανταστεί ποτέ, ούτε να τον ονειρευτεί καν. Είχε απόλυτα δίκιο αναφορικά με τον κύριο Σετεμπρίνι. Μα αν είχε υποπτευθεί την έννοια των λόγων του Λέο Νάφτα, θα είχε αλλάξει τα σχέδιά του, πριν από την αποφασιστική στιγμή, ή και κατά την αποφασιστική στιγμή — τίποτε δε θα μπορούσε, ωστόσο, ν’ αλλάξει απ’ ό,τι ήτανε να συμβεί. Στις εφτά ο ήλιος ήταν ακόμη μακριά από το να ροδίσει πάνω από τα βουνά, και την ώρα που ο Χανς Κάστορπ εγκατάλειπε το Μπέργκχοφ, ύστερα από μια ανήσυχη νύχτα, για να πάει στο συμφωνημένο μέρος, η μέρα φαινότανε γιομάτη άχνες και καπνούς. Υπηρέτριες, που καθάριζαν το χολ, τον κοίταξαν έκπληκτες. Η μεγάλη πόρτα ήταν κιόλας ανοιχτή. Ο Φέργε κι ο Βέεζαλ, δίχως άλλο, μαζί ή χωριστά, είχαν φύγει κιόλας, ο ένας για να πάει να πάρει το Σετεμπρίνι κι ο άλλος για να συνοδεύσει το Νάφτα στο πεδίο της τιμής. Εκείνος ο Χανς Κάστορπ, πήγαινε μόνος του, γιατί η ιδιότητά του, σαν διαιτητής, δεν του επέτρεπε να ενωθεί με κανένα από τ’ αντίπαλα μέρη. Περπατούσε μηχανικά και κάτω από την πίεση των περιστάσεων. Ήταν φυσικά, μια αναγκαιότητα γι’ αυτόν το να παρασταθεί στη συνάντηση. Ήταν αδύνατο να μείνει μακριά και να περιμένει το αποτέλεσμα στο κρεβάτι: πρώτα πρώτα, γιατί… (μα το πρώτο αυτό σημείο δεν το ανάπτυξε), και δεύτερο γιατί δεν ήτανε δυνατό ν’ αφήσουν τα πράματα ν’ ακολουθήσουνε την πορεία τους. Δόξα τω Θεώ, ακόμα δεν είχε συμβεί τίποτα σοβαρό, ούτε κι ήταν ανάγκη να συμβεί τίποτα τέτοιο, ήταν απίθανο, μάλιστα. Το μόνο σοβαρό, που τελικά, θα είχε γίνει, είναι το αξημέρωτο σήκωμά τους, και το ξεπόρτισμά τους νηστικοί, μέσα στην παγωνιά. Σε λίγο, λοιπόν, κάτω από την επίδραση τη δική του,

του Χανς Κάστορπ, τα πράματα θα 'παιρναν μια ευνοϊκή κι ευτυχισμένη στροφή, μ’ έναν τρόπο απρόβλεπτο ακόμα, που καλύτερα να μην προσπαθήσει να τον μαντέψει κανείς, αφού η πείρα δίδασκε, πως ακόμη και τα πιο ασήμαντα γεγονότα έρχονται διαφορετικά απ’ ότι τα είχες προβλέψει. Ωστόσο, ήταν το πιο δυσάρεστο πρωί, απ’ όσα μπορούσε να θυμηθεί. Χωρίς σωματική ρώμη και κουρασμένος από την αϋπνία, ο Χανς Κάστορπ δεν μπορούσε να εμποδίσει το νευρικό χτύπημα των δοντιών του, κι ακόμη και στα κατάβαθα της ύπαρξής του ένιωθε δυσπιστία μπροστά στις καθησυχαστικές σκέψεις τους. Οι καιροί ήτανε τόσο παράξενοι! Η κυρία του Μινσκ, που ο θυμός της την είχε καταστρέψει, το μανιακό γυμνασιόπαιδο, ο Βίντεμαν και Ζόνενχιάιν, η υπόθεση των πολωνικών χαστουκιών περνούσαν αδιάκοπα από τη σκέψη του. Δεν μπορούσε να φανταστεί, πως μπροστά του, κάτω από τα μάτια του, θα μπορούσαν να χτυπήσουν ο ένας τον άλλο και να κυλιστούνε στα αίματα. Μα όταν σκεφτόταν τους Βίντεμαν και Ζόνενχιάιν, περιφρονούσε και τον εαυτό του και τις ιδέες του και κρύωνε μέσα στο ντουμπλαρισμένο με γούνα πανωφόρι του, ενώ, παρ’ όλα αυτά, μια κάποια συνείδηση του εξαιρετικού και παθητικού χαρακτήρα της κατάστασης, μαζί με τα δυναμωτικά στοιχεία του πρωινού αέρα, τον έκαναν να νιώθει έξαρση και τον εμψύχωναν. Καθώς περπατούσε γρήγορα, δεν άργησε να συναντήσει το Σετεμπρίνι με το Φέργε. Ο τελευταίος αυτός κρατούσε στο ένα χέρι του, κάτω από την πελερίνα, την κασετίνα με τα πιστόλια. Ο Χανς Κάστορπ δεν δίστασε να πάει μαζί τους και μόλις που θα ’χε βρεθεί κοντά τους, διάκρινε επίσης και τους Νάφτα και Βέεζαλ που πήγαιναν λίγο πιο μπρος. — Κρύο πρωινό, δεκαοχτώ βαθμοί υπό, τουλάχιστον, είπε, τρόμαξε κι ο ίδιος για την επιπολαιότητα των λόγων του, και πρόσθεσε: Είμαι πεπεισμένος, κύριοι… Οι άλλοι δε μίλησαν. Ο Φέργε άφηνε το συμπαθητικό μουστάκι του ν’ ανεβοκατεβαίνει. Ύστερα από μια στιγμή, ο Σετεμπρίνι σταμάτησε, πήρε το χέρι του Χανς Κάστορπ στο χέρι του, έβαλε ακόμη και το άλλο του χέρι από πάνω και είπε: — Δε θα σκοτώσω, φίλε μου. Δε θα το κάνω. Θα εκτεθώ στη σφαίρα του, αυτό είναι όλο κι όλο ό,τι απαιτεί από μένα η τιμή. Μα δε θα σκοτώσω εμπιστευθείτε σε μένα. Άφησε το χέρι του κι εξακολούθησε να βαδίζει. Ο Χανς Κάστορπ ήταν βαθιά συγκινημένος, μα ύστερα από μερικά βήματα είπε: — Είναι πολύ μεγαλόψυχο, από μέρους σας, κύριε Σετεμπρίνι, μ’ από τ’ άλλο μέρος… Αν και από μέρους του… Ο κύριος Σετεμπρίνι περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι του. Και καθώς ο Χανς Κάστορπ σκεφτότανε πως, αν δεν τραβούσε ο ένας, δύσκολα θ’ αποφάσιζε ο άλλος να μη κάμει το ίδιο, έκρινε πως όλα αναγγέλλονταν να πάνε καλά και πως οι υποθέσεις του άρχιζαν να επιβεβαιώνονται. Η καρδιά του αλάφρωσε. Περάσανε το γεφυράκι, που δρασκέλιζε τη χαράδρα, (το καλοκαίρι ήταν χείμαρρος, μα τώρα ήταν παγωμένη και σιωπηλή) κι είχανε φτάσει πια στον προορισμό τους. Ο Νάφτα κι ο Βέεζαλ πηγαινοέρχονταν μέσα στα χιόνια, μπροστά στο γνωστό πάγκο, που ήταν

φορτωμένος με λευκά μαξιλάρια από χιόνι. Ο Νάφτα κάπνιζε τσιγάρο κι ο Χανς Κάστορπ αναρωτήθηκε, αν είχε όρεξη να τον μιμηθεί, μα δεν ένιωσε την παραμικρότερη επιθυμία: — Καλημέρα, κύριοι, είπε με καθαρή φωνή, επιθυμώντας να μπάσει ένα φυσικό τόνο από μιας αρχής στη συνάντηση. Μα δεν πέτυχε τίποτα, γιατί δεν του αποκρίθηκε κανείς. Οι χαιρετισμοί που ανταλλάχτηκαν ήταν βουβές υποκλίσεις, τόσο αλύγιστες που ήταν αόρατες σχεδόν. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένος να τακτοποιήσει τα πράματα, κι άρχισε με ζωηρότητα: — Κύριοι, είμαι πεπεισμένος… — Θα αναπτύξετε, μια άλλη φορά τις πεποιθήσεις σας, τον έκοψε ψυχρά ο Νάφτα. Τα όπλα, παρακαλώ πρόσθεσε με την ίδια περήφανη στάση. Κι ο Χανς Κάστορπ, αποσβολωμένος, είδε το Φέργε να τραβά το μοιραίο κουτί κάτω από τον μανδύα του, και το Βέεζαλ να πλησιάζει και να παίρνει το ένα από τα δυο πιστόλια και να το δίνει στο Νάφτα. Ο Σετεμπρίνι δέχτηκε το άλλο, από το χέρι του Φέργε. Ύστερα, χρειάστηκε ν’ απομακρυνθούν μεταξύ τους κατά πως τους παρακάλεσε χαμηλόφωνα ο Φέργε, κι άρχισε να μετρά τις αποστάσεις και να τις σημαδεύει: το εξωτερικό όριο, χαράζοντας μικρές γραμμές με το τακούνι, στο χιόνι, και τα εσωτερικά όρια, με δυο μπαστούνια, το δικό του και του Σετεμπρίνι. Τι έκανε κει ο αγαθός μάρτυρας; Ο Χανς Κάστορπ δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν γιομάτος καλές προθέσεις. Ωστόσο, τι τρέλα τον είχε πιάσει κι έκανε όλες αυτές τις ετοιμασίες; Ο Νάφτα, που είχε πετάξει το γούνινο παλτό του στα χιόνια, έτσι που φαινόταν η λούτρινη επένδυσή του, στάθηκε, με το πιστόλι στο χέρι, στο ένα εξωτερικό όριο, μόλις χαράχτηκε και πριν ακόμα ο Φέργε χαράξει το άλλο. Όταν τέλειωσε, ο Σετεμπρίνι πήρε με τη σειρά του τη θέση του, αφήνοντας ανοιχτό το γαρνιρισμένο, με φθαρμένη γούνα, παλτό του. Ο Χανς Κάστορπ, τίναξε από πάνω του το λήθαργο, που τον είχε πιάσει, και προχώρησε γρήγορα προς τους άλλους: — Κύριοι, είπε, γιομάτος αγωνία, μη βιάζεστε! Είναι χρέος μου, παρ’ όλ αυτά… — Σωπάστε! φώναξε ο Νάφτα τραχιά. Απαιτώ να δοθεί το σινιάλο. Μα κανένας δεν το έδινε. Ναι, κάτι έπρεπε να ειπωθεί, ένα: «Έτοιμοι!», μα κανείς δεν είχε σκεφτεί πως ήταν δουλειά του διαιτητή να διατυπώνει αυτή τη φοβερή πρόσκληση. Ο Χανς Κάστορπ έμεινε άφωνος, και κανείς δεν αποφάσισε να τον αντικαταστήσει. — Αρχίζουμε, δήλωσε ο Νάφτα. Προχωρήστε, κύριε και τραβήχτε! φώναξε στον αντίπαλό του κι άρχισε να προχωρεί ο ίδιος, με τεντωμένο το μπράτσο και το πιστόλι στραμμένο προς τον Σετεμπρίνι, στο ύψος του στήθους, απίστευτο θέαμα! Ο Σετεμπρίνι έκανε το ίδιο. Στο τρίτο βήμα ο άλλος, χωρίς να τραβήξει, είχε φτάσει κιόλας στο μπαστούνι σήκωσε πολύ ψηλά το πιστόλι του και πάτησε τη σκανδάλη. Ο ξερός κρότος ξύπνησε μια πολυποίκιλη ηχώ, έτσι που ο Χανς Κάστορπ σκέφτηκε, πως θα ανησυχούσαν τον κόσμο. — Τραβήξατε στον αέρα, είπε ο Νάφτα, κυριαρχώντας στον εαυτό του και

χαμηλώνοντας το όπλο του. Ο Σετεμπρίνι απάντησε: — Τραβώ όπου μ' αρέσει. — Θα τραβήξετε και δεύτερη φορά. — Δεν το 'χω σκοπό. Η σειρά σας τώρα. Ο Σετεμπρίνι, με το κεφάλι σηκωμένο, κοιτάζοντας κατά τον ουρανό στεκόταν κάπως λοξά. — Δειλέ! φώναξε ο Νάφτα. Και ξαφνικά, σήκωσε το πιστόλι του μ’ έναν τρόπο που δεν είχε καμία σχέση με τη μονομαχία και φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του. Όλοι έμειναν ακίνητοι. Ο Σετεμπρίνι, πετώντας μακριά το όπλο του, έσκυψε πρώτος στον αντίπαλό του. — Infelice, φώναξε. Che cosa fai, per l'amor di Dio! Ο Χανς Κάστορπ τον βοήθησε να γυρίσουνε το κορμί. Είδαν τη μαύρη και κόκκινη τρύπα στον κρόταφο. Είδαν ένα πρόσωπο που το καλύτερο που θα ’χαν να κάνουν ήταν να το σκεπάσουν με το μεταξωτό μαντήλι που η άκρη του έβγαινε από τη μικρή τσέπη του σακακιού του Νάφτα.

Η ΒΡΟΝΤΗ Εφτά χρόνια έμεινε ο Χανς Κάστορπ σ’ Αυτούς εκεί πάνω. Δεν είναι ένας στρογγυλός αριθμός για οπαδούς του δεκαδικού συστήματος, κι όμως είναι ένας καλός αριθμός, ευμεταχείριστος με τον τρόπο του, ένα μυθικό ζωγραφικό σώμα του χρόνου, θα μπορούσε να πει κανείς, πιο ικανοποιητικός για την ψυχή από μισή δωδεκάδα, λόγου χάρη. Είχε πάρει τα γεύματά του και στα εφτά τραπέζια της αίθουσας του φαγητού, ένα χρόνο περίπου στο καθένα. Τελικά, βρέθηκε καθισμένος στο τραπέζι των «Κοινών Ρώσων», με δυο Αρμένηδες, δυο Φινλανδούς, έναν από τη Μπουχάρα κι έναν Κούρδο. Καθόταν εκεί, με μια γενειάδα, που είχε αφήσει να φυτρώσει, ένα μικρό γενάκι, που είχε την ξανθάδα του άχυρου, με αρκετά ακαθόριστο σχήμα, που είμαστε υποχρεωμένοι να το θεωρήσουμε σαν τεκμήριο μιας κάποιας φιλοσοφικής αδιαφορίας, ως προς την εξωτερική του εμφάνιση. Πρέπει, μάλιστα, να πάμε ακόμα πιο πέρα και να συνδέσουμε αυτή την τάση της ατημελησίας του προσώπου του, με μια ανάλογη τάση, που εκδήλωνε ο εξωτερικός κόσμος απέναντί του. Οι Αρχές είχαν πάψει να σοφίζονται διασκεδάσεις για χάρη του. Εκτός από την πρωινή ερώτηση, που αφορούσε στον ύπνο του, αν είχε κοιμηθεί «ωραία» ερώτηση γνήσιας ρητορικής και που, άλλωστε, γινότανε συλλογικά, κατά κάποιο τρόπο ο Αυλικός Σύμβουλος δεν του απηύθυνε πια πολύ συχνά το λόγο κι η Αντριάτικα φον Μύλεντοκ (είχε ένα πολύ ώριμο κριθαράκι κατά την εν λόγω εποχή) δεν το έκανε ούτε κάθε δυο τρεις μέρες. Κι αν προσέξουμε τα πράματα, από πιο κοντά, θα δούμε πως αυτό δεν συνέβαινε παρά πολύ σπάνια, ή ποτέ. Τον άφηναν ήσυχο, σαν έναν μαθητή, πάνω κάτω, που χαίρεται το ιδιαίτερα διασκεδαστικό προνόμιο, να μη τον ρωτάνε πια, να μην έχει να κάνει τίποτα πια, γιατί ’ναι βέβαιο, πως θα μείνει στην ίδια τάξη και γιατί κανένας δεν ασχολείται πια μαζί του. Οργιαστική μορφή ελευθερίας, προσθέτουμε, καθώς αναρωτιόμαστε κι οι ίδιοι, εντελώς ιδιαίτερα, αν είναι δυνατό να υπάρχει μια ελευθερία διαφορετικής μορφής και διαφορετικού είδους. Όπως κι αν έχουν τα πράματα, εδώ ’τανε κάποιος, που οι Αρχές δε χρειαζόταν πια να τον επιβλέπουν, γιατί ’ταν βέβαιο, πως κανένα πείσμα, καμιά ανατρεπτική απόφαση δε θα ωριμάζανε πια στο στήθος του, ένας άνθρωπος σίγουρος κι οριστικά εγκλιματισμένος, που από χρόνια τώρα δε θα ’ξερε πια πού να πάει, που δεν ήτανε πια ικανός και να συλλάβει έστω την ιδέα μιας επιστροφής στην πεδιάδα… Μια κάποια αμεριμνησία, για τον ίδιο τον εαυτό του, δεν έδειχνε κιόλας το γεγονός, ότι τον είχαν τοποθετήσει στο τραπέζι των Κοινών Ρώσων; Λέγοντάς το αυτό, δεν εννοούμε ότι έχουμε πρόθεση να κάνουμε και την παραμικρότερη κριτική, πάνω στο εν λόγω τραπέζι! Ανάμεσα στα εφτά τραπέζια δεν υπήρχε καμιά χειροπιαστή διαφορά. Ήταν μια δημοκρατία τιμητικών τραπέζιών, για να εκφραστούμε τολμηρά. Τα ίδια υπεράφθονα γεύματα σερβιρίζονταν και στα εφτά τραπέζια. Ακόμα κι ο Ραδάμανθυς ένωνε τα τεράστια χέρια του, κάποτε — κάποτε, πάνω στο πιάτο του, κι εκεί πέρα, όταν ερχόταν η σειρά του τραπεζιού αυτού. Κι οι αντιπρόσωποι των διαφόρων φυλών, που έτρωγαν εκεί, ήταν έντιμα μέλη της ανθρώπινης κοινωνίας, κι ας μην εννοούσαν λατινικά κι ας μην τρώγανε μ’ υπερβολικά χαριτωμένους τρόπους.

Ο χρόνος, που δεν ήταν από το είδος του χρόνου που μετρούν τα ρολόγια των σταθμών ρολόγια, δηλαδή, που οι δείχτες τους προχωρούν, με τίναγμα, από πεντάλεπτο σε πεντάλεπτο, αλλά πιο πολύ ο χρόνος των μικρότατων ρολογιών, που η κίνηση των δειχτών τους παραμένει αόρατη, ή της χλόης που κανένα μάτι δεν τη βλέπει ν’ αυξαίνει, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι φυτρώνει αδιάκοπα, ο χρόνος, μια γραμμή συνθεμένη από σημεία δίχως έκταση (και, χωρίς άλλο, ο Νάφτα, που είχε βρει έναν τόσο τραγικό θάνατο, θα ρωτούσε πώς, σημεία δίχως έκταση, θα μπορούσαν να σχηματίσουν μια γραμμή) ο χρόνος, λοιπόν, είχε εξακολουθήσει με τον ερπυστικό, αόρατο, μυστικό, κι ωστόσο δραστήριο τρόπο του, να φέρνει μαζί του αλλαγές. Ο μικρός Τέντυ, για να μη σημειώσουμε παρά ένα παράδειγμα, μια ωραία ημέρα μα είναι αδύνατο, φυσικά, να πούμε ποια μέρα, μια ωραία ημέρα, λοιπόν, δεν ήταν πια πολύ μικρός. Οι κυρίες δεν μπορούσανε πια να τον παίρνουνε στα γόνατά τους κι όταν σηκωνόταν, καμιά φορά, άλλαζε τις πιτζάμες του μ’ ένα σπορ κουστούμι, και κατέβαινε. Η κατάσταση είχε αλλάξει ανεπαίσθητα, τώρα ήταν αυτός που τις έπαιρνε στα γόνατά του, μόλις του δινόταν η ευκαιρία, πράμα που έκανε και σ’ αυτόν και σ’ εκείνες την ίδια ευχαρίστηση, μπορεί μάλιστα και μεγαλύτερη, είχε γίνει έφηβος, ο Χανς Κάστορπ δεν το είχε καταλάβει, μα το έβλεπε, τώρα. Ούτε ο χρόνος, άλλωστε, ούτε η ανάπτυξη δεν ωφελήθηκαν σε τίποτα από τον έφηβο Τέντυ, δεν ήταν πλασμένος γι’ αυτό. Οι μέρες του ήταν μετρημένες. Ο έφηβος Τέντυ πέθανε, στα εικοσιένα του χρόνια, από την αρρώστια, που τόσο ήταν επιρρεπής σ’ αυτήν, κι απολύμαναν την κάμαρά του. Αυτό το μεταφέρουμε εδώ με ήρεμη φωνή, μια και δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά στην καινούρια του κατάσταση και σ’ εκείνη, την προηγούμενή του. Μα υπήρξαν περιπτώσεις θανάτου σημαντικότερες, περιπτώσεις θανάτου, στην πεδιάδα, που αφορούσαν πάρα πολύ στον ήρωά μας, ή που, οπωσδήποτε, θα τον αφορούσε σ’ έναν άλλον καιρό. Θέλουμε να πούμε, για τον πρόσφατο θάνατο του γέρου Προξένου Τινάππελ, μεγάλου θείου και κηδεμόνα του Χανς, που η ανάμνησή του ήταν κιόλας πολύ θαμπή. Είχε αποφύγει, με προσοχή όρους ατμοσφαιρικής πίεσης αντίθετους στην ιδιοσυγκρασία του κι είχε αφήσει στο θείο Τζέιμς τη φροντίδα να φανεί γελοίος, μα δεν μπόρεσε να γλυτώσει για πολύ διάστημα από την αποπληξία, κι η είδηση της «αναχώρησής» του, με τηλεγραφική συντομία, μα συνταγμένη με διακριτικά λόγια περισσότερο από σεβασμό για το νεκρό, παρά για τον παραλήπτη του αγγέλματος έφτασε μια μέρα ίσαμε την εξαίρετη ξαπλωτούρα του Χανς Κάστροπ, που ύστερα απ’ αυτό, αγόρασε πένθιμα χαρτοφάκελα κι έγραφε στους μικροθειούς και ξαδέλφους του, πως αυτός, ο ορφανός από πατέρα και μητέρα, που έπρεπε να θεωρεί τον εαυτό του απορφανεμένο, για τρίτη φορά, ήταν τόσο περισσότερο λυπημένος, όσο του ήταν απαγορευμένο να διακόψει τη διαμονή του εδώ πάνω, για να συνοδεύσει το μεγάλο θείο στην τελευταία κατοικία του. Θα ’ταν σαν να θέλαμε να εξωραΐσουμε τα πράματα, κάνοντας λόγο για λύπη, κι ωστόσο τα μάτια του Χανς Κάστορπ είχαν τις μέρες αυτές μια έκφραση πιο σκεφτική απ’ όσο συνήθως. Ο θάνατος αυτός, που δε θα τον είχε, σε καμία περίπτωση συγκινήσει βαθιά και

που τα περιπετειώδη χρονάκια είχαν αφανίσει σχεδόν την αισθηματική έκτασή του, σήμαινε το κόψιμο ενός ακόμη δεσμού με τον κόσμο της πεδιάδας. Είχε αποτελειώσει αυτό που ο Χανς Κάστορπ ονόμαζε και πολύ σωστά, ελευθερία. Πραγματικά, τον καιρό αυτό, για τον οποίο μιλούμε, κάθε σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και στην πεδιάδα, είχε σταματήσει. Δεν έγραφε πια γράμματα, ούτε λάβαινε. Δεν παράγγελνε πια να του στέλνουνε Μαρία Μαντσίνι. Εδώ πάνω είχε βρει μια μάρκα που την εκτίμησε και της δείχτηκε το ίδιο πιστός όσο και στην παλιά φίλη του: ένα προϊόν, που θα βοήθησε ακόμη και τους εξερευνητές του Πόλου να ξεπεράσουν και τους μεγαλύτερους βαθμούς της κόπωσης, μέσα στους πάγους και που, έχοντάς το, μπορούσε να μένει επί ώρες ξαπλωμένος, όπως στην άκρη της θάλασσας, και να κρατά πολλή ώρα μέσα του τον καπνό του. Ήταν ένα πούρο, παρασκευασμένο με ιδιαίτερη φροντίδα, που το λέγανε «Όρκο του Ρύτλι», κάπως πιο σφιχτό από τη Μαρία, με το γκρίζο χρώμα της τρίχας του ποντικού, τυλιγμένο από μια γαλαζωπή ταινία με μαλακό κι υπάκουο χαρακτήρα και που καιγότανε τόσο κανονικά, αφήνοντας μια συμπαγή, χιονόλευκη στάχτη, όπου διακρίνονταν οι φλέβες του εξωτερικού φύλλου, ώστε θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει και την κλεψύδρα σ’ αυτόν που το κάπνιζε και που θα εξυπηρετούσε, αλήθεια, απάνω σ’ αυτό, το Χανς Κάστορπ, που δε φορούσε πια ρολόι. Το ρολόι του, μια μέρα, είχε πέσει από το κομοδίνο του κι είχε αμελήσει να το ξανακουρδίσει, για τους ίδιους λόγους που τον έκαναν, από πάρα πολύ καιρό τώρα, να παραιτηθεί από τη συνήθεια των ημεροδειχτών, έστω κι αν αυτή η συνήθεια ήταν απλά η αφαίρεση ενός μικρότατου φύλλου χαρτιού κάθε μέρα ή ακόμα και για να πληροφορείται τη διαδοχή των ημερών και των εορτών: προς το συμφέρον της «ελευθερίας» του, επομένως, για να ευνοεί τον περίπατό του στην άκρη της θάλασσας, αυτή την «αιώνια και παντοτινή» ακινησία, αυτή την ερμητική γοητεία, στην οποία δείχτηκε τόσο τρωτός και που υπήρξε η βασική περιπέτεια της ψυχής του και που στο ρεύμα της είχαν κυλήσει όλες οι αλχημικές περιπέτειες αυτής της απλής ύλης. Έτσι έμενε, λοιπόν, ξαπλωμένος κι έτσι, για μια φορά ακόμη, στην καρδιά του καλοκαιριού, που ήταν η εποχή του ερχομού του, συμπληρώθηκαν ο ίδιος δεν το ’ξερε τα εφτά χρόνια του σ’ Αυτούς εκεί πάνω. Όταν αντήχησε… Μα η ντροπή κι η φρίκη μας απαγορεύουν να γιομίσουμε, σαν περίσπουδος αφηγητής, το στόμα μας, μ’ εκείνο που αντήχησε κι έγινε, τότε. Προπαντός, όχι καυχησιολογίες, εδώ, όχι ιστορίες κυνηγών! Ας χαμηλώσουμε τη φωνή μας, για ν’ αναγγείλουμε πως τότε, αντήχησε η βροντή που όλοι γνωρίζουμε, εκείνη η βαρύγδουπη έκρηξη από ένα θλιβερό μίγμα συσωριασμένης αποβλάκωσης κι ερεθισμού, μια βροντή ιστορική, που ας το πούμε χαμηλόφωνα και με σεβασμό, κλόνισε τα θεμέλια της γης, και που είναι για μας η βροντή που κάνει το μαγικό βουνό ν’ αναπηδά και που κάνει τον κοιμισμένο μας να βρεθεί, απότομα, ξύπνιος, έξω από το κατώφλι της πόρτας. Είναι καθισμένος πάνω στο χορτάρι, ταραγμένος, και τρίβει τα μάτια του, σαν άνθρωπος που παρά τις πολλές κι επίμονες παραινέσεις, αμέλησε να διαβάσει τις εφημερίδες.

Ο μεσογειακός φίλος και μέντοράς του, προσπάθησε να τις αναπληρώσει εκείνος, λοιπόν, κατά το μέτρο του δυνατού και το είχε καημό να πληροφορεί, το χαϊδεμένο εκείνο παιδί, για το τι και τι γινότανε κάτω στην πεδιάδα. Οπωσδήποτε, δεν είχε συναντήσει παρά ελάχιστη προσοχή, στο μαθητή του, που, προτιμώντας να ονειρεύεται και να «κυβερνά» τους πνευματικούς ίσκιους των πραγμάτων, δεν είχε δώσει ποτέ προσοχή στα πράγματα καθ’ αυτά, μες στην αλαζονική τάση του να θεωρεί τους ίσκιους για πράγματα και στα πράγματα αυτά να βλέπει ίσκιους, πράμα που δε θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε σοβαρά, αφού οι σχέσεις, ανάμεσα σε τούτα τα δυο στο πράγμα και στη σκιά δεν είναι οριστικά αποσαφηνισμένες. Δεν ήτανε πια, όπως την πολύ μακρινή εκείνη μέρα, που ο κύριος Σετεμπρίνι, αφού άναψε πρώτα απότομα το φως, είχε καθίσει στην άκρη του κρεβατιού του Χανς Κάστορπ, που ήταν ξαπλωμένος οριζόντια, κι είχε προσπαθήσει να τον επηρεάσει ευνοϊκά, σε σχέση με τα προβλήματα της ζωής και του θανάτου. Τώρα, ήταν αυτός που καθότανε, με τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά του, στο κρεβάτι του ουμανιστή, στο μικρό του εργαστήριο ή που πλάι στην ξαπλωτούρα του, στο μικρό γνώριμο δωμάτιο της σοφίτας, με τις καρέκλες του carbonaro παππού και την καράφα του νερού, κρατούσε συντροφιά στον Ιταλό, κι άκουγε ευγενικά τις σκέψεις του, πάνω στην παγκόσμια κατάσταση, γιατί, ο κύριος Λοντοβίκο, δε στεκότανε, παρά σπάνια πια, στα πόδια του. Το θλιβερό τέλος του Νάφτα, η τρομοκρατική πράξη του τραχιού κι απελπισμένου ανταγωνιστή του, είχε καταφέρει ένα σκληρό χτύπημα στην ευαίσθητη φύση του Ιταλού. Δεν μπόρεσε πια να συνέλθει, κι από τότε υπόφερε από μεγάλη αδυναμία. Είχε διακόψει τη συνεργασία του στην «Κοινωνιολογία των παθών», το λεξικό αυτό όλων των έργων της παγκόσμιας Λογοτεχνίας, που είχαν σαν αντικείμενό τους τον ανθρώπινο πόνο, δεν προχωρούσε πια, η Ένωση του κάκου περίμενε αυτό τον τόμο της Εγκυκλοπαίδειας της. Ο κύριος Σετεμπρίνι ήταν υποχρεωμένος να περιοριστεί σε μια προφορική έκθεση της συνεργασίας του, στην Οργάνωση της Προόδου του ανθρωπίνου γένους, κι οι φιλικές επισκέψεις του Χανς Κάστορπ του προσφέραν ακριβώς την ευκαιρία που, αν δεν υπήρχαν, δε θα παρουσιαζόταν ποτέ. Μιλούσε μ’ αδύνατη φωνή, μα για πολύ, ευχάριστα κι από το βάθος της καρδιάς του, για την κοινωνική τελείωση της ανθρωπότητας, το λόγο του τον σήκωναν φτερούγες περιστεριών, μα μόλις μιλούσε για την ένωση των ελεύθερων λαών, που ο σκοπός της ήταν η ευτυχία όλων των ανθρώπων, χωρίς να το θέλει ή μπορεί να το ’ξερε κι ο ίδιος αυτό, στα λόγια του ανακατευόταν κάτι σαν φτεροκόπημα αετού, κι αυτό οφειλόταν, αναμφισβήτητα στην πολιτική, σ’ αυτό το κληροδότημα του παππού του, που ενωμένο με την ουμανιστική κληρονομιά του πατέρα, είχε πάρει σ’ αυτόν, το Λοντοβίκο, τη μορφή της λογοτεχνίας, όπως ενώνονται κι ο ουμανισμός με την πολιτική, στην ιδέα του πολιτισμού, σ’ αυτή τη σκέψη που συνένωνε την απαλάδα της περιστεράς και την αποκοτιά του αετού, σκέψη που περίμενε τη μέρα της, την αυγή των λαών, που η αντίδραση θα είχε νικηθεί και που η ιερή συμμαχία της δημοκρατίας των πολιτών θα είχε θεμελιωθεί… Με λίγα λόγια, σ’ όλ' αυτά υπήρχαν αντιφάσεις. Ο κύριος Σετεμπρίνι ήταν

ανθρωπιστής μ’ έναν τρόπο λίγο ως πολύ, συνειδητό, μα ταυτόχρονα, και γι’ αυτό ακριβώς, ήταν κι ένας μιλιταριστής. Είχε φερθεί μ’ ανθρωπιά, με την ευκαιρία μιας μονομαχίας, με το φριχτό Νάφτα, μα στα μεγάλα πράματα, εκεί που το ανθρώπινο αίσθημα συμμαχούσε ενθουσιασμένο με την πολιτική, για να διακηρύξει τη νίκη και τη βασιλεία του πολιτισμού, κι όπου το σπαθί του πολίτη αφιερωνόταν στο βωμό της ανθρωπότητας, γινόταν αμφίβολο, αν θα έμενε, θεωρητικά τουλάχιστον, διατεθειμένος να οπισθοχωρήσει μπροστά στο αίμα. Ναι, η γενική εσωτερική κατάσταση επιδρούσε, μ έναν τέτοιο τρόπο, που στις όμορφες προθέσεις του πνεύματος του κύριου Σετεμπρίνι, το στοιχείο της αετίσιας αποκοτιάς κέρδιζε έδαφος, σε βάρος της περιστερίσιας μαλακότητας. Πολλές φορές, οι σχέσεις του με τους μεγάλους αστερισμούς του κόσμου, ήταν αντιφατικές, ταραγμένες και αμήχανες, από διλήμματα και πολλές τύψεις. Τελευταία, πριν δύο χρόνια ή ενάμιση μόνο, η διπλωματική συνεργασία του τόπου του με την Αυστρία, εναντίον της Αλβανίας, είχε ταράξει την πορεία των ιδεών του, η συνεργασία αυτή που τον ικανοποιούσε, γιατί 'ταν στραμμένη εναντίον μιας μισοασιατικής χώρας, εναντίον του κνούτου και της Σιβηρίας και που, ταυτόχρονα, τον βασάνιζε σαν ένας αποτυχημένος γάμος με τον κληρονομημένον εχθρό, με την αρχή της αντίδρασης και τη δουλεία των λαών. Το τελευταίο φθινόπωρο, το μεγάλο δάνειο της Ρωσίας προς την Γαλλία, για την κατασκευή σιδηροδρομικού δικτύου στην Πολωνία, είχε ξυπνήσει μέσα του εξ ίσου ανάκατα αισθήματα. Γιατί, ο κύριος Σετεμπρίνι ανήκε στο γαλλόφιλο κόμμα της πατρίδας του, πράγμα που δεν μπορεί να εκπλήξει, αν σκεφτεί κανείς, πως ο παππούς του είχε δώσει, στις μέρες της Επανάστασης του Ιουλίου, την ίδια σημασία που έδινε στη δημιουργία του κόσμου. Μα η συνεννόηση αυτή της φωτισμένης Δημοκρατίας με το βυζαντινό Σκυθισμό υποδαύλιζε μέσα του, παρ’ όλ' αυτά, μια ηθική αμηχανία, μια στεναχώρια, που μεταβλήθηκε, ωστόσο, σε χαρούμενη ελπίδα, όταν σκέφτηκε τη στρατηγική έκταση αυτού του σιδηροδρομικού δικτύου. Τότε ήταν, που έγινε η δολοφονία του αρχιδούκα, που ήταν για όλους, εκτός από μερικούς κοιμισμένους Γερμανούς, η αναγγελία μιας καταιγίδας, ενός σημαδιού για κείνους που ήξεραν και που ανάμεσά τους έχουμε λόγους να τοποθετήσουμε τον κύριο Σετεμπρίνι. Χωρίς άλλο, ο Χανς Κάστορπ τον έβλεπε να ριγεί τόσο, σαν άτομο, μπροστά σε μια τρομοκρατική πράξη, μα έβλεπε επίσης και το στήθος του να φουσκώνει στη σκέψη, πως αυτή ’ταν μια πράξη, που απολύτρωνε ένα λαό και στρεφόταν κατά του αντικειμένου του μίσους του, μ’ όλο που έπρεπε να δει, σ’ αυτό, το αποτέλεσμα μοσκοβίτικων μηχανορραφιών, πράμα που προξενούσε στο Σετεμπρίνι μια κάποια δυσαρέσκεια, χωρίς να τον εμποδίσει να χαρακτηρίσει, σαν προσβολή που έγινε στην ανθρωπότητα και σαν φοβερό έγκλημα το τελεσίγραφο που απηύθυνε η μοναρχία προς τη Σερβία, κι αυτό για τις μελλοντικές συνέπειες, που διάβλεπε αυτός, ο μυημένος, και που τις χαιρετούσε με κομμένη ανάσα… Με λίγα λόγια, τα αισθήματα του κυρίου Σετεμπρίνι ήσαν ανακατωμένα με πολλούς τρόπους, όπως το μοιραίο, που το έβλεπε να σιμώνει βιαστικά και απάνω σ’ αυτό

προσπάθησε, με καλυμμένα λόγια, να φωτίσει το μαθητή του, αν και ένα είδος εθνικής ευγένειας και οίκτου τον εμπόδισαν να εκφράσει ολόκληρη τη σκέψη του. Τις μέρες των πρώτων κινητοποιήσεων, της πρώτης κήρυξης πολέμου, είχε πάρει τη συνήθεια ν’ απλώνει και τα δυο χέρια στον επισκέπτη του και να σφίγγει τα χέρια του άλλου μ’ έναν τέτοιο τρόπο, που πήγαινε ίσια στην καρδιά του αποβλακωμένου, αν όχι στο μυαλό του. — Φίλε μου, έλεγε ο Ιταλός. Την πυρίτιδα, την τυπογραφία, είναι αναμφισβήτητο, πως τ’ ανακαλύψατε εσείς, άλλοτε. Μα αν φαντάζεστε πως βαδίζουμε εναντίον της Επαναστάσεως… Caro… Τις μέρες της πιο ανυπόφορης αναμονής, που τα νεύρα της Ευρώπης ήταν αδιάκοπα τεντωμένα, από ένα αληθινό μαρτύριο, ο Χανς Κάστορπ δεν είδε τον κύριο Σετεμπρίνι. Τα φοβερά νέα ανέβαιναν, τώρα κατ’ ευθείαν, άμεσα, από τα βάθη της πεδιάδας ίσαμε τον εξώστη του μπαλκονιού του, κλόνιζαν ολόκληρο τον οίκο Μπέργκχοφ, γιόμιζαν την τραπεζαρία με τη θειάφινη μυρουδιά τους, που πίεζε το στήθος, ακόμη και τα δωμάτια των βαριά ασθενών και των ετοιμοθάνατων. Ήταν οι στιγμές, που ο κοιμισμένος στη χλόη, μην ξέροντας τι του συνέβαινε, ανορθωνόταν αργά, πριν καθίσει και τρίψει τα μάτια του… Θ’ αναπτύξουμε αυτή την εικόνα, για να καταλάβουμε την ψυχική του κατάσταση. Μάζεψε τις γάμπες του, σηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Είδε, πως τα μάγια είχαν λυθεί από πάνω του, είχε σωθεί, απολυτρωθεί όχι από τις ίδιες τις δυνάμεις του, καθώς χρειάστηκε να διαπιστώσει, προς μεγάλη του σύγχυση, παρά βγαλμένος έξω, στον αέρα, από στοιχειώδεις, εξωτερικές δυνάμεις για τις οποίες η δική του απολύτρωση ήταν επουσιώδης. Μα αν και το μικρό πεπρωμένο του χανότανε μέσα στο γενικό πεπρωμένο, λίγη καλοσύνη, που τον αφορούσε προσωπικά, λίγη από τη θεία δικαιοσύνη, επομένως δεν εκφραζόταν, παρ’ όλ' αυτά, στις δυνάμεις εκείνες; Η ζωή φρόντιζε, μια ακόμη φορά, για το χαϊδεμένο παιδί της, όχι μ’ έναν τρόπο ελαφρό, παρά με κείνο το σοβαρό κι αυστηρό τρόπο, όπως μιας δοκιμής που στην ιδιαίτερη τούτη περίπτωση, δε σήμαινε ίσως ακριβώς τη ζωή, μα τρεις τιμητικές ομοβροντίες γι’ αυτόν, τον αμαρτωλό. Κι έπεσε, λοιπόν, στα γόνατα, με το πρόσωπο και τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, που ήταν σκοτεινός και φορτωμένος θειάφινους ατμούς, μα που τουλάχιστον, δεν ήταν πια ο σπηλαιώδης θόλος του αμαρτωλού βουνού. Σ’ αυτή τη στάση, ακριβώς, τον βρήκε ο Σετεμπρίνι. Μιλούμε, εννοείται, με παραβολές, γιατί στην πραγματικότητα, το ξέρουμε, η επιφυλακτικότητα του ήρωά μας απόκλειε τόσο θεατρικές στάσεις. Μες στην ψυχρή πραγματικότητα, ο Μέντοράς του τον βρήκε απασχολημένο να κάνει τα μπαγκάζια του, γιατί, από τη στιγμή που ξύπνησε, ο Χανς Κάστορπ, είδε τον εαυτό του να παρασύρεται μέσα στο στρόβιλο των βιαστικών αναχωρήσεων, που η βροντή έδωσε το σινιάλο τους στην κοιλάδα. Η «πατρίδα», Αυτών εκεί πάνω, έμοιαζε με μυρμηγκοφωλιά, που την έχει πιάσει πανικός. Ο μικρός λαός αυτών των ανθρώπων γλιστρούσε σ’ ένα βάθος πέντε χιλιάδες πόδια, με το κεφάλι προς τα κάτω κατά τη δοκιμασμένη πεδιάδα, γιομίζοντας τα εξωτερικά σκαλοπάτια του μικρού τρένου, που είχε ξεκινήσει κι αφήνοντας πίσω του, αν έπρεπε, τα μπαγκάζια, που έπιαναν όλο τον τόπο πάνω στην πλατφόρμα του σταθμού που βούιζε από τις φωνές και που μύριζε

κάτι καμένο, σάμπως το αστροπελέκι, που τη βροντή του ακούσανε, να ’χε πέσει εκεί κάπου κοντά κι ο Χανς Κάστορπ βιάστηκε να τρέξει πίσω από το πλήθος. Ο Λοντοβίκο τον αγκάλιασε, μέσα σε κείνο το θόρυβο κατά γράμμα, τον έσφιξε στην αγκαλιά του και τον φίλησε σαν μεσογειακός (ή σαν Ρώσος) και στα δυο μάγουλα, πράγμα, που, παρ’ όλη του τη συγκίνηση, ενόχλησε κάπως τον ταξιδιώτη μας. Μα παρά λίγο να τα χάσει, όταν ο κύριος Σετεμπρίνι, την τελευταία στιγμή, τον φώναξε με το μικρό του όνομα, τον φώναξε Τζοβάνι, παρατώντας και τον τύπο που συνηθίζει η πολιτισμένη Δύση, μιλώντας του στον ενικό, δηλαδή: — Ε cosi in giu, είπε, in giu finalmente. Addio, Giovanni mio! Θα προτιμούσα να σ’ έβλεπα να ’φευγες κάτω από άλλες περιστάσεις, αλλ’ ας είναι! Οι θεοί το ήθελαν έτσι κι όχι αλλιώς. Σκεφτόμουν, πως θα σ’ έβλεπα να γυρίζεις στη δουλειά σου, μα να που πας να πολεμήσεις κι εσύ. Θεέ μου, αυτή ’ταν η δική σου κλήρα κι όχι του υπολοχαγού μας. Πώς παίζει η ζωή… Πολέμησε γενναία εκεί όπου σ’ υποχρεώνει το αίμα σου! Κανείς δεν μπορεί να κάνει τώρα τίποτα περισσότερο απ’ αυτό. Μα συγχώρεσέ με, αν διαθέσω τις υπόλοιπές μου δυνάμεις, για να παρασύρω τον τόπο μου στον πόλεμο, με την πλευρά όπου το πνεύμα κι ιερά συμφέροντα τον προστάζουνε να ταχθεί. Addio! Ο Χανς Κάστορπ γλίστρησε το κεφάλι του ανάμεσα σε δέκα άλλα κεφάλια που γιόμιζαν το άνοιγμα του παραθυριού. Πάνω απ’ αυτά κίνησε αποχαιρετιστικά το χέρι του. Ο κύριος Σετεμπρίνι, κίνησε επίσης το δεξί χέρι του, ενώ με την άκρη του μεσαίου δάχτυλου του αριστερού, άγγιξε απαλά τη γωνιά του ματιού του. Πού είμαστε; Τι ’ναι αυτό; Πού μας μετέφερε τ’ όνειρο; Σούρουπο, βροχή και λάσπη, κοκκίνισμα πυρκαγιάς του ταραγμένου ουρανού. Μια υπόκωφη βροντή αντηχεί ακατάπαυστα, γιομίζει τον υγρό αέρα, που τον σκίζουνε διαπεραστικά σφυρίγματα, λυσσασμένα και καταχθόνια ουρλιάσματα, που το περπάτημά τους τελειώνει μ’ έναν πάταγο από ντιντινίσματα, πλατσουκίσματα, οιμωγές και στεναγμούς και κραυγές, τύμπανα που απειλούνε να σπάσουν από καιρό σε καιρό, και που σπρώχνουν στη βιασύνη, πιο γρήγορα, όλο και περισσότερο γρήγορα… Εκεί κάτω, είναι ένα δάσος, απ’ όπου ξεχύνονται άχρωμα πλήθη, που τρέχουν, πέφτουν και πηδούν. Μια γραμμή γήλοφων σέρνεται μπροστά στη μακρινή πυρκαγιά, που η λάμψη της μαζεύεται, από καιρό σε καιρό, σε κινούμενες φλόγες. Γύρω μας, χωράφια που κυματίζουν, αναστατωμένα, λασπιασμένα. Ένας δρόμος γιομάτος λάσπη είναι σκεπασμένος με κλαδιά, σαν κανένα δάσος. Ένας εξοχικός δρόμος, αυλακωμένος κι ανασκαμμένος, ορμά καμπυλωτά κατά το λόφο, κορμοί δέντρων ορθώνονται, μέσα στην κρύα βροχή, γυμνοί, ξεκλαδωμένοι… Ιδού ένας χιλιομετρικός στύλος. Δεν ωφελεί να τον ρωτήσουμε! Το μισοσκόταδο θα μας έκρυβε τη γραφή, εκτός αν καμιά αστραπή αναλάβαινε να μας τη συλλαβίσει. Δύση ή ανατολή; Είναι η πεδιάδα, είναι ο πόλεμος. Κι είμαστε τρομαγμένες σκιές, στην άκρη του δρόμου, ντροπιασμένοι μες στην ασφάλεια των ίσκιων, ελάχιστα ορεξάτοι να ξεχειλίσουμε σε καυχησιολογίες κι ιστορίες του κυνηγιού, οδηγημένοι εδώ, από το πνεύμα της αφήγησής μας, για να κοιτάξουμε στο απλοϊκό πρόσωπο ενός απ’ αυτούς τους γκριζοφορεμένους συντρόφους, που τρέχουν, ορμούνε,

που ξεχύνονται από το δάσος, του συντρόφου τόσων μακρών χρόνων σ’ Αυτούς εκεί πάνω, του γενναίου, καλοσυνάτου αμαρτωλού, που τόσες φορές ακούσαμε τη φωνή του, για να κοιτάξουμε, για τελευταία φορά, αυτό το πρόσωπο, πριν το χάσουμε από μπροστά μας. Τους οδήγησαν, τους συντρόφους, για να δώσουν στη μάχη την τελευταία της έμφαση, στη μάχη, που κράτησε ολάκερη τη μέρα και που ο σκοπός της είναι η ανακατάληψη αυτών των θέσεων πάνω στο λόφο και δυο χωριών, που καίγονται εκεί πιο κάτω, παρμένα προχτές από τον εχθρό. Είναι ένα σύνταγμα εθελοντών, νεανικό αίμα, φοιτητές οι περισσότεροι, κι όχι πολύ καιρό στο μέτωπο. Τους σήκωσαν τη νύχτα, ταξίδεψαν ως το πρωί και περπάτησαν μέσα στη βροχή, ίσαμε όλο το απόγεμα, σε κακούς δρόμους… Δεν ήταν καν δρόμοι: οι δρόμοι ήταν φραγμένοι, περνούσαν από χωράφια και τέλματα, εφτά ώρες πορεία, κάτω από τις μουσκεμένες χλαίνες, περιμένοντας την επίθεση, κι αυτό δεν ήταν κανένα ευχάριστο παιχνίδι. Γιατί, αν δεν ήθελε κανένας να χάσει τις μπότες του, έπρεπε να σκύβει σε κάθε βήμα σχεδόν και, με το δάχτυλο στ’ αφτί της αρβύλας, να τραβά το πόδι του από τη γη, που πάφλαζε. Τους χρειάστηκε μια ώρα, λοιπόν, για να περάσουνε το μικρό χωράφι. Κοίτα τους, το νεανικό αίμα τους κράτησε καλά, τα κορμιά τους ερεθισμένα κι εξαντλημένα κιόλας, μα τεντωμένα από τα πιο μύχια ζωτικά τους αποθέματα, δε σκοτίζονται ούτε για τον ύπνο ούτε για την τροφή που τους στέρησαν. Τα μουσκεμένα, πασπαλισμένα από λάσπες πρόσωπα, καντρωμένα από τον τελαμώνα, φλογίζονται κάτω από τις σταχτιές κάσκες που γλίστρησαν προς τα πίσω. Είναι ζεσταμένοι από την προσπάθεια που έκαναν, διασχίζοντας το ελώδες δάσος. Γιατί, ο εχθρός, πληροφορημένος για το πλησιάσμά τους, άρχισε να ρίχνει στο δρόμο, στο δάσος και να μεγαλώνει το σκάψιμο στα ανασκαμμένα κιόλας χωράφια. Πρέπει να περάσουν οι τρεις χιλιάδες τα ζεσταμένα αγόρια, πρέπει ν αποφασίσουν, σαν ενισχύσεις με τις λόγχες τους, να φέρουν την έφοδο στα χαρακώματα, μπρος και πίσω από τους λόφους, στα χωριά που καίγονται, και να σπρώξουν την έφοδο ίσαμε τον αντικειμενικό σκοπό, που τον ορίζει η διπλωμένη διαταγή που έχει στην τσέπη του ο αρχηγός. Είναι τρεις χιλιάδες, για να ’χουν μείνει δυο χιλιάδες, τουλάχιστον, όταν θα ξεμπουκάρουν μπροστά στους λόφους και στα χωριά. Αυτή 'ναι η σημασία του αριθμού τους. Αποτελούν ένα σώμα συνθεμένο με τέτοιο τρόπο που ακόμα κι ύστερα από σοβαρές απώλειες, να είναι σε θέση ακόμα να κινούνται και να νικούν, να χαιρετούν τη νίκη μ’ ένα «ούρα!», φευγάτο από χίλια λαρύγγια, χωρίς έγνοια γι’ αυτούς που θ απομονωθούν πέφτοντας. Περισσότεροι από ένας έχουν χαθεί κιόλας, έχουν πέσει κατά την βιασμένη αυτή πορεία, γιατί σαν πολύ νέοι ακόμη, παιδιά σχεδόν, τόσο τρυφερά! Χλόμιαζαν και παραπατούσαν σφίγγοντας τα δόντια, αξίωναν από τον εαυτό τους, πεσμένοι στο δρόμο. Σύρθηκαν, μια στιγμή ακόμη, όλο το μάκρος μιας φάλαγγας, μα ο ένας λόχος πίσω από τον άλλο τους προσπερνούσαν και χάνονταν κι απόμεναν ξαπλωμένοι εκεί που δεν ήταν καλό να μείνουν. Κι ύστερα ήρθε το δάσος, που τους διάλυσε. Μα εκείνοι που ξεχύνονται από το δάσος είναι πάντα πολυάριθμοι. Ένας στρατός από τρεις χιλιάδες μπορεί να υπομείνει μια γερή αφαίμαξη χωρίς να εκμηδενιστεί… Κιόλας πλημμυρίζουν τα

λασπιασμένα χωράφια, τα μαστιγωμένα από τις λάμψεις, τις στράτες, τα μονοπάτια, τους δρόμους, τη γη, που είναι χορτασμένο σφουγγάρι. Κι εμείς, οι ίσκιοι θεατές, στην άκρη του δρόμου, ανάμεσά τους. Στην παρυφή του δάσους, στερεώνουν τις λόγχες τους στις κάνες των όπλων, με γυμνασμένες κινήσεις, η σάλπιγγα παίζει επίμονα, το τύμπανο κυλά κι αφήνει πιο υπόκωφες τις βροντές του κι ορμούνε μπροστά, όπως μπορούνε, με βραχνές κραυγές, με τα πόδια βαριά, σαν από κανένα εφιάλτη, γιατί οι λάσπες κολλούνε, σαν μολύβι, στις χοντροφτιαγμένες αρβύλες τους. Πέφτουν, με την κοιλιά, κάτω από τα βλήματα, που σφυρίζουν, για να πηδήσουν και να ξαναρχίσουν την προέλασή τους, με τις μικρές κραυγές του νεανικού θάρρους τους, γιατί ακόμα δε χτυπήθηκαν. Και χτυπιούνται και πέφτουν και σπαρταρούν, χτυπώντας με τα χέρια τους τον αέρα και τη γη, και χτυπιούνται στο μέτωπο, στην καρδιά, στα σπλάχνα. Είναι πεσμένοι, με το πρόσωπο μέσα στη λάσπη και δεν κινούνται πια. Είναι πεσμένοι, με ανασηκωμένη τη ράχη από το γυλιό, με το πίσω μέρος της κεφαλής χωμένο στη γη και προσπαθούνε να πιάσουνε τον αέρα με τα χέρια τους. Μα το δάσος στέλνει άλλους, που ρίχνονται στη γη και πηδούν και προχωρούν, παραπατώντας, ουρλιάζοντας ή βουβοί, ανάμεσα σ’ αυτούς που έμειναν πίσω. Τα όμορφα νιάτα, με τους γυλιούς τους και τις λόγχες τους, με τις λασπωμένες τους χλαίνες και τις αρβύλες! Θα μπορούσε κανείς, με μια ανθρωπιστική και μεθυσμένη απ’ ομορφιά φαντασία, να ονειρευτεί άλλες εικόνες. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τούτα τ’ αγόρια: να οδηγούν και να λούζουν άλογα, σ’ έναν όρμο, να περπατούν στο ακρογιάλι με την αγαπημένη, και να ’χουν τα χείλη κολλημένα στο αυτί της γλυκιάς αρραβωνιαστικιάς ή να μαθαίνουν να ρίχνουν το τόξο. Κι αντί για όλα αυτά, είναι πεσμένα εδώ, με τη μύτη μέσα στη λάσπη της μάχης. Πράμα αξιοθαύμαστο, που αφήνει κανέναν άλαλο, από την αμηχανία, να τα βλέπεις να τρέχουν χαρούμενα στον πόλεμο κι ας τα βασανίζουν ανήκουστοι τρόμοι κι η ανέκφραστη νοσταλγία των μανάδων τους, αυτό όμως, δε θα ’πρεπε να ’ναι λόγος για να τα φέρνουμε σε τούτη την κόλαση. Εδώ ’ναι κι ο φίλος μας, εδώ ’ναι ο Χανς Κάστορπ! Από πολύ μακριά κιόλας τον αναγνωρίσαμε είναι, βλέπετε, και το γενάκι, που είχε αφήσει να φυτρώσει, από τότε που κάθισε στο τραπέζι των «Κοινών Ρώσων». Ζεσταίνεται, μούσκεμα στη βροχή, όπως οι άλλοι. Τρέχει με τα πόδια βαριά από τις λάσπες, με το τουφέκι στο χέρι. Βλέπετε, πάτησε το χέρι ενός πεσμένου συντρόφου, η γιομάτη καρφιά αρβύλα του σπρώχνει πιο βαθιά ακόμα μέσα στο τελματωμένο έδαφος αυτό το χέρι, κάτω από τις σιδερένιες αστραπές. Κι όμως είναι αυτός. Πώς; Τραγουδά; Καθώς σιγοτραγουδάνε μπροστά του, χωρίς να το ξέρει, σε μια ηλίθια και δίχως σκέψη έξαψη, μουρμουρίζει κι αυτός για τον εαυτό του, με κομμένη ανάσα:

Στη φλούδα της, μια λέξη, σκάλισα, αγαπημένη… Πέφτει. Όχι, ρίχτηκε με την κοιλιά, γιατί τρέχει μια καταχθόνια σκύλα, μια μεγάλη οβίδα, ένα φριχτό δώρο των σκοταδιών. Είναι ξαπλωμένος, με το πρόσωπο μέσα στη δροσερή λάσπη, με τις γάμπες ανοιγμένες, με τα πόδια μακριά το ένα από τ’ άλλο, με τα τακούνια λοξά. Το προϊόν μιας επιστήμης, που έγινε βάρβαρη, φορτωμένο μ’ ό,τι υπάρχει χειρότερο,

τρυπά λοξά, τριάντα μέτρα πιο πέρα απ’ αυτόν, το χώμα, σαν να ’ταν ο ίδιος ο διάβολος, ακολουθεί η φοβερή έκρηξή της και σηκώνει στο ύψος ενός σπιτιού έναν πίδακα από γη, από φωτιά, από σίδερο, μολύβι και κομματιασμένους ανθρώπους. Γιατί, εκεί όπου έπεσε, ήταν ξαπλωμένοι δυο άντρες, ήταν δυο φίλοι, είχαν βρεθεί μαζί μέσα στην Ανάγκη: τώρα ανακατευτήκανε κι εκμηδενίστηκαν. Ω ντροπή της σκιώδους ασφάλειάς μας! Ας φύγουμε! Αυτό να μην το διηγηθούμε! Ο φίλος μας έπαθε τίποτα; Έτσι νόμισε, για μια στιγμή. Ένας χοντρός βώλος μαλακωμένης γης τον χτύπησε στο αντικνήμι, θα πόνεσε, βέβαια, μα είναι γελοίο. Ξανασηκώνεται, παραπατεί, προχωρεί, τρεκλίζοντας, με τα πόδια βαριά από τη λάσπη, τραγουδώντας, ασύνειδά του:

Και τα κλαδιά της θρόιζαν σάμπως να μου φωνάζαν… Κι έτσι, μέσα στο πλήθος, μέσα στη βροχή, μέσα στο σούρουπο, τον χάνουμε από τα μάτια μας. Γεια σου, Χανς Κάστορπ, γενναίο, χαϊδεμένο παιδί της ζωής! Η ιστορία σου τέλειωσε. Πάψαμε να τη διηγούμαστε. Δεν ήταν ούτε σύντομη ούτε μακριά, είναι μια ιστορία ερμητική. Τη διηγηθήκαμε μόνο γι’ αυτή την ίδια, κι όχι για σένα, γιατί εσύ 'σουν απλός. Μα γενικά, ήταν η ιστορία σου, η δική σου ιστορία. Αφού εσύ την έζησες, έπρεπε να ’χεις, χωρίς άλλο, το απαραίτητο υλικό και δεν αρνιούμαστε την παιδαγωγική τάση, που γεννήσαμε για σένα, κατά την πορεία αυτής της ιστορίας και που θα μπορούσε, χωρίς άλλο, να μας κάνει ν’ αγγίξουμε μόλις, τρυφερά, με την άκρη του δαχτύλου, τη γωνιά του ματιού μας, στη σκέψη πως δε θα σε ξαναδούμε ούτε και θα σε περιμένουμε στο εξής. Πήγαινε στο καλό ή θα ζήσεις ή θα πέσεις τώρα. Δεν έχεις μεγάλες ελπίδες. Αυτός ο αγροίκος χορός όπου μπήκες κι εσύ, θα διαρκέσει ακόμη κάμποσα εγκληματικά χρονάκια και δε θα θέλαμε να βάλουμε ένα μεγάλο στοίχημα πως θα ξεφύγεις. Και για να είμαστε ειλικρινείς, θ’ αφήσουμε αναπάντητη τούτη την ερώτηση, χωρίς να γνοιαζόμαστε. Οι περιπέτειες της σάρκας και του πνεύματος, που ανάθρεψαν την απλοϊκότητά σου, σου επέτρεψαν να ξεπεράσεις, με το πνεύμα σου, ό,τι δε θα μπορέσεις, χωρίς άλλο, να ξεπεράσεις με τη σάρκα σου. Ήρθαν στιγμές που, εκεί που έχανες τις αισθήσεις σου, «κυβερνώντας», αναπήδησε ένα όνειρο αγάπης, για σένα, μέσα από το θάνατο κι από την ασέλγεια του κορμιού. Θα υψωθεί τάχα, μια μέρα, η αγάπη κι απ’ αυτή την παγκόσμια γιορτή του Θανάτου, κι απ’ αυτό τον κακό πυρετό, που πυρπολίζει, ένα γύρο, τον ουρανό της βροχερής νύχτας που πέφτει; FINIS OPERIS

Related Documents

The Magic Mountain
January 2021 0
The Mountain Dog Diet
January 2021 3
Mountain Operations
January 2021 1
Is This The Holy Mountain
January 2021 1

More Documents from "Pankaj Kaluwala"

Panait Istrati - Codine
February 2021 0
Viou
January 2021 1
The Magic Mountain
January 2021 0