Dean Koontz France Stein 2

  • Uploaded by: Athanasios Zachariadis
  • 0
  • 0
  • January 2021
  • PDF

This document was uploaded by user and they confirmed that they have the permission to share it. If you are author or own the copyright of this book, please report to us by using this DMCA report form. Report DMCA


Overview

Download & View Dean Koontz France Stein 2 as PDF for free.

More details

  • Words: 94,053
  • Pages: 462
Loading documents preview...
Κεφάλαιο 1

Γέννημα όπως ήταν μιας φοβερής καταιγίδας, χτυπημένος από μια παράξενη αστραπή που αντί να τον αποτεφρώσει του είχε εμφυσήσει ζωή, ο Δευκαλίων είχε έρθει στον κόσμο ένα βράδυ βίας. Οι δικές του κραυγές αγωνίας που ήταν σαν να έβγαιναν από τα βάθη κάποιου ασύλου για σχιζοφρενείς, τα ουρλιαχτά θριάμβου του δημιουργού του, το βουητό και οι θόρυβοι από περίπλοκα και μυστηριώδη μηχανήματα, όλα αυτά μαζί αντηχούσαν χτυπώντας πάνω στα πέτρινα τοιχώματα του παλιού ανεμόμυλου και πολλαπλασιάζονταν δημιουργώντας ένα εφιαλτικό πανδαιμόνιο. Όταν άνοιξε τα μάτια του κι αντίκρισε για πρώτη φορά τον κόσμο, ο Δευκαλίων ήταν αλυσοδεμένος πάνω ο' ένα τραπέζι. Και αυτό το γεγονός αποτελούσε μια πρώτη ένδειξη πως είχε φτιαχτεί για να είναι σκλάβος. Αντίθετα με το Θεό, ο Φράνκενσταϊν έκρινε πως δεν είχε αξία να χαρίζει στα δημιουργήματά του το δώρο της ελεύθερης βούλησης. Όμοια με όλους τους ουτοπιστές, προτιμούσε την τυφλή υπακοή από την ανεξάρτητη σκέψη.

10

Dean Koontz

Εκείνη τη νύχτα, κάπου διακόσια χρόνια πριν, είχαν μπει οι βάσεις για την παράνοια και την απίστευτη βία που θα χαρακτήριζαν τη ζωή του Δευκαλίωνα στα μετέπειτα χρόνια του. Η απόγνωση είχε γεννήσει την οργή. Και στα ξεσπάσματα της οργής του, ο Δευκαλίων είχε σκοτώσει ξανά και ξανά και ανελέητα. Μα πολλές δεκαετίες αργότερα, ο Δευκαλίων είχε μάθει να αυτοσυγκρατείται. Η μοναξιά και ο πόνος της ψυχής του του είχαν διδάξει τη λύπηση, και από τη λύπηση έμαθε τη συμπόνια. Μέσα απ' αυτή την πορεία είχε βρει το μονοπάτι προς την ελπίδα. Έστω κι έτσι όμως, είναι κάτι βραδιές που η οργή τον κυριεύει αναίτια και δίχως συγκεκριμένο λόγο. Και τότε, από το πουθενά και αναπάντεχα, ο άγριος θυμός τον συνεπαίρνει σαν παλιρροϊκό κύμα που απειλεί να τον εξακοντίσει πέρα και μακριά απ' τα όρια της φρόνησης -πέρα απ' τα όρια της διάκρισης ανάμεσα σε καλό και κακό. Αυτή τη νύχτα στη Νέα Ορλεάνη, ο Δευκαλίων βρέθηκε να περπατάει σ' ένα σοκάκι στην περίμετρο του Φρεντς Κουόρτερ κυριευμένος από μια διάθεση για φόνο. Οι αποχρώσεις του γκρίζου, του γαλάζιου και του μαύρου όλες ντύνονταν στο τέλος την άλικη απόχρωση των σκέψεών του και ζωήρευαν επικίνδυνα. Ο αέρας ήταν ζεστός και υγρός, και παλλόταν από τους πνιχτούς ρυθμούς της τζαζ που οι τοίχοι των φημισμένων κλαμπ δεν κατάφερναν να κρατούν φυλακωμένους -όχι εντελώς τουλάχιστον. Ο Δευκαλίων απέφευγε τον πολύ κόσμο, επιλέγοντας να κινείται στις σκιές και στα σοκάκια, γιατί το θεόρατο μέγεθος του τον καθιστούσε αντικείμενο απορίας. Το μέγεθος

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

11

του και το πρόσωπο του. Μεσ' στο σκοτάδι, εκεί πλάι από ένα κάδο απορριμμάτων φάνηκε να κινείται προς τα εμπρός ένα σταφιδιασμένο εκτόπλασμα. «Ειρήνη εν Χριστώ, αδερφέ!» Αν και ο χαιρετισμός δεν παρέπεμπε σε κλεφτρόνι που είχε βγει παγανιά για να ληστέψει κάποιο αθώο θύμα, ο Δευκαλίων στράφηκε προς τη μεριά που είχε ακουστεί η φωνή με την ελπίδα πως ο άγνωστος θα κρατούσε μαχαίρι ή πιστόλι. Ακόμη κι έτσι όπως έβραζε από τυφλή οργή, χρειαζόταν κάποια δικαιολογία για το βίαιο ξέσπασμά του. Ο ζητιάνος όμως όλο που κράδαινε ήταν το απλωμένο κι έτοιμο να δεχτεί ελεημοσύνη λερό χέρι του, και το μόνο απειλητικό πάνω του ήταν το χνώτο του που βρομοκοπούσε. «Όλο που χρειάζομαι είναι ένα δολάριο». «Μ' ένα δολάριο δεν παίρνεις απολύτως τίποτε», του είπε ο Δευκαλίων. «Να σ' έχει ο Θεός καλά, αν είσαι ελεήμων, όμως όλο που χρειάζομαι είναι ένα δολάριο». Ο Δευκαλίων αντιπάλεψε την επιθυμία του ν' αρπάξει το απλωμένο χέρι του άλλου και να του τσακίσει τον καρπό σαν να ήταν ξερόκλαδο. Αντί γι' αυτό, γύρισε απ' την άλλη, και δε γύρισε να κοιτάξει πίσω ακόμη κι όταν ο ζητιάνος τον καταράστηκε. Περνώντας τώρα έξω από την είσοδο ενός εστιατορίου, η πόρτα άνοιξε. Δυο Λατίνοι ντυμένοι με λευκά παντελόνια και μπλουζάκια φάνηκαν να βγαίνουν έξω κι ο ένας πρόσφερε τσιγάρο στον άλλον από το πακέτο του. Ο Δευκαλίων βρέθηκε λουσμένος στο φως της λάμπας ασφαλείας που έφεγγε πάνω απ' την πόρτα αλλά κι από εκείνο μιας δεύτερης λάμπας στην απέναντι ακριβώς μεριά

12

Dean Koontz

του σοκακιού. To μισό πρόσωπο του φάνταζε κανονικό, μέχρι κι όμορφο θα μπορούσε να το πει κανείς, το υπόλοιπο όμως το κάλυπτε ένα περίτεχνο σαν κέντημα τατουάζ. Το σχέδιο του τατουάζ ήταν επινόηση κι εκτέλεση ενός Θιβετιανού μοναχού, που ήταν πραγματικός αριστοτέχνης στη δερματοστιξία. Ακόμη κι έτσι όμως αυτό το φιλοτέχνημα έδινε στον Δευκαλίωνα μια όψη φοβερή, δαιμονική σχεδόν. Σκοπός του τατουάζ ήταν να δημιουργεί μια μάσκα που να κρύβει το σακατεμένο πρόσωπο του Δευκαλίωνα -έργο του ίδιου του δημιουργού του προ αμνημονεύτων χρόνων. Χτυπημένος απ' το διασταυρούμενο φέγγος των δυο λαμπτήρων, ο Δευκαλίων βρέθηκε αίφνης εκτεθειμένος στα βλέμματα των δυο ανδρών, που είδαν, και ίσως και να κατάλαβαν την αλλόκοτη γεωμετρία που πάσχιζε να καλύψει το τατουάζ. Κι έμειναν να τον κοιτάζουν όχι τόσο φοβισμένοι, αλλά περισσότερο με κάποιο δέος, λες κι έβλεπαν να στέκει εμπρός τους ένα πνεύμα. Ο Δευκαλίων αντάλλαξε τη φωταψία με τις σκιές, στρίβοντας τώρα σ' ένα άλλο σοκάκι, καθώς η οργή φούντωνε τώρα μέσα του και γινόταν λύσσα. Τα πελώρια χέρια του έτρεμαν και συσπώνταν, λες και γύρευαν να πιαστούν από κάτι για να το συνθλίψουν ή να το πνίξουν. Τα έσφιξε γροθιές και τα έχωσε βαθιά στις τσέπες του πανωφοριού του. Ακόμη κι αυτή τη ζεστή νύχτα που η υγρασία απ' τα βαλτοτόπια φόρτιζε τον αέρα αποπνικτικά, ο Δευκαλίων φορούσε ένα μαύρο, μακρύ πανωφόρι. Γιατί ούτε το κρύο τον άγγιζε ούτε η πιο αφόρητη ζέστη. Κι ούτε από φόβο καταλάβαινε ούτε από πόνο. Όταν τάχυνε το βήμα του, το φαρδύ παλτό ανέμιζε λες

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

13

κι ήταν μπέρτα. Αν φορούσε και κουκούλα, θα ήταν ίδιος ο Χάρος. Ίσως αυτές οι δολοφονικές παρορμήσεις του να ήταν υφασμένες ανάμεσα στις ίνες του κορμιού του. Η σάρκα του ήταν το συνονθύλευμα από τις σάρκες μιας ποικιλίας εγκληματιών που οι σοροί τους είχαν κλαπεί απ' το κοιμητήριο κάποιας φυλακής αμέσως μετά την ταφή τους. Η μια απ' τις δυο καρδιές του ανήκε σε κάποιον παρανοϊκό εμπρηστή που έβαζε φωτιές σε εκκλησίες. Κι η δεύτερη κάποτε χτυπούσε στο στήθος ενός παιδεραστή. Ακόμη και σ' έναν άνθρωπο που είναι πλασμένος από τον Θεό η καρδιά μπορεί ενίοτε να είναι δολερή και γεμάτη μοχθηρία. Κάποτε η καρδιά επαναστατεί και πάει ενάντια στο νου, στη γνώση και στις πεποιθήσεις. Αν ακόμη και τα χέρια ενός ιερέα μπορεί να αποδειχτούν κάποτε αμαρτωλά, τότε τι να περιμένει κανείς από τα χέρια ενός βαρυποινίτη στραγγαλιστή; Ε, και τα χέρια του Δευκαλίωνα κάποτε ανήκαν σ' ένα τέτοιο κακούργο. Τα γκρίζα μάτια του είχαν αφαιρεθεί από τις κόγχες ενός εκτελεσμένου φονιά που κατακρεουργούσε τα θύματά του με τσεκούρι. Ήταν φορές που τα διαπερνούσε μια μυστήρια αναλαμπή, λες κι εκείνη η δίχως προηγούμενο καταιγίδα που του είχε δώσει ζωή, τού είχε αφήσει τη λάμψη των αστραπών της. Ο εγκέφαλος του κάποτε ζούσε μέσα στο κρανίο κάποιου άγνωστου παράνομου. Ο θάνατος είχε διαγράψει από τη μνήμη όλες τις θύμησες μιας προηγούμενης ζωής, μπορεί όμως η συνδεσμολογία των εγκεφαλικών κυκλωμάτων να παρέμενε εσφαλμένη. Η οργή που όλο και θέριευε μέσα του τώρα τον έφερε

14

Dean Koontz

σε ακόμη πιο σκοτεινά κι επικίνδυνα σοκάκια, στο Αλτζίερς, κατά μήκος του ποταμού. Σε αυτά εδώ τα περάσματα η παρανομία και οι ύποπτες συναλλαγές είχαν την τιμητική τους. Σ' ένα οικοδομικό τετράγωνο της κακιάς συμφοράς στεγάζονταν ένα πορνείο που τάχα λειτουργούσε σαν αίθουσα μασάζ και βελονισμού, ένα εργαστήρι τατουάζ, ένα βίντεο κλαμπ με πορνό κι ένα μπαρ-κατώγι όπου σύχναζαν γαλλόφωνοι αυτόχθονες της Νέας Ορλεάνης. Μουσική Ζιντέκο* ακουγόταν στη διαπασών. Μέσα σε αμάξια, παρκαρισμένα στην άκρη του στενοσόκακου στο πίσω μέρος του κτιρίου που στέγαζε όλα αυτά τα... ευαγή ιδρύματα, νταβατζήδες έλεγαν τα δικά τους, περιμένοντας να τσεπώσουν τις εισπράξεις από τις «κοπέλες» που δούλευαν στο πορνείο. Δυο σαΐνια, ντυμένα με χαβανέζικα ριχτά πουκάμισα και φαρδιά λευκά παντελόνια από μετάξι, όπως τσουλούσαν πέρα-δώθε πάνω σε σκέιτ, πουλούσαν κοκαΐνη ανάμειχτη με κονιορτοποιημένα χαπάκια βιάγκρα στους πελάτες του πορνείου. Το πιάτο ημέρας όμως ήταν χάπια Έκστασης με μεθαδόνη. Τέσσερις μηχανές Χάρλεϊ ήταν θρασύτατα παρκαρισμένες στο πίσω μέρος του πορνό-βίντεο κλαμπ. Προφανώς κάποιοι σκληροπυρηνικοί μηχανόβιοι έκαναν χρέη μπράβων είτε για το πορνείο, είτε για το μπαρ. Ή ίσως για τους εμπόρους ναρκωτικών. Μπορεί και για όλους. Ο Δευκαλίων πέρασε ανάμεσά τους. Μερικοί τον πρόσεξαν, άλλοι όχι. Για το γίγαντα, το μαύρο παλτό και οι ακόμη * Χορευτική μουσική της νότιας Λουιζιάνα που παίζεται από μικρά γκρουπ, και συνδυάζει γαλλικές μελωδίες, στοιχεία της μουσικής της Καραϊβικής και μπλουζ. Σ.τ.Μ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

15

πιο μαύρες και σκοτεινές σκιές εξυπηρετούσαν σαν ένα παραπέταμα που τον έκανε αόρατο. Εκείνη η μυστηριώδης αστραπή που του είχε χαρίσει ζωή, τον είχε προικίσει και με μια ικανότητα να κατανοεί την κβαντική δομή του σύμπαντος, ίσως και κάτι ακόμη παραπέρα. Έχοντας ξοδέψει σχεδόν δυο αιώνες εξερευνώντας, μαθαίνοντας και εν τέλει εφαρμόζοντας στην πράξη τα όσα είχε μάθει, μπορούσε τώρα να κινείται στον κόσμο με άνεση και με μια εκπληκτική ευελιξία -με μια αέρινη ελαφρότητα ξωτικού που έκανε τους άλλους να απορούν. Έ ν α καβγαδάκι ανάμεσα στον ένα μηχανόβιο και μια λεπτή νεαρή γυναίκα εκεί στην πίσω πόρτα του πορνείου τράβηξε την προσοχή του Δευκαλίωνα, όπως το χυμένο στη θάλασσα αίμα τραβάει τους καρχαρίες. Αν και προκλητικά ντυμένη, η κοπέλα είχε μια καθαρότητα στην έκφραση του προσώπου της, κι έμοιαζε αδύναμη και ευάλωτη. Ήταν δεν ήταν δεκάξι χρόνων. «Άσε με να φύγω, Γουέιν», ικέτευε το μηχανόβιο. «Θέλω να ξεκόψω». Ο Γουέιν ο μηχανόβιος την κρατούσε απ' τα δυο της χέρια και τη βροντούσε πάνω στην πράσινη πόρτα του πορνείου. «Έτσι και μπεις στο κόλπο, μετά όε φεύγεις με τίποτε». «Μα δεν είμαι ούτε δεκαπέντε». «Μη χολοσκάς. Θα μεγαλώσεις γρήγορα». «Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα ήταν έτσι», είπε η κοπέλα κλαίγοντας. «Γιατί, δηλαδή, τι περίμενες, ρε μαλακισμένο; Τον Ρίτσαρντ Γκιρ και το Πρίτι Γούμαν;» «Είναι κακάσχημος και σκυλοβρομάει». «Τζόις, γλυκιά μου, όλοι τους είναι κακάσχημοι και σκυ-

16

Dean Koontz

λοβρομάνε. Μετά τον πεντηκοστό, δε θα χαμπαριάζεις από τίποτε». Η κοπέλα είδε πρώτη τον Δευκαλίωνα, κι όπως γούρλωσε τα μάτια της, έκανε τον Γουέιν να κοιτάξει προς τα πίσω. «Άφησέ την», τον συμβούλεψε ο Δευκαλίων. Ο μηχανόβιος -παιδοβούβαλο, μ' εγκληματική φάτσαδεν έδειξε να χαμπαριάζει. «Λοιπόν, Μοναχικέ Καβαλάρη, κάν' την από δω μ' ελαφριά πηδηματάκια και σβέλτα, αν θες να γλιτώσεις τ' αρχίδια σου». Ο Δευκαλίων άδραξε τον αντίπαλο του απ' το δεξί χέρι και του το έστριψε πίσω από την πλάτη με τέτοια όμως σβελτάδα και τόσο βίαια, που η ωμοπλάτη του τσάκισε μ' ένα φριχτό κρακ. Ύστερα πέταξε το μεγαλόσωμο άντρα μακριά του. Ο Γουέιν βρέθηκε προς στιγμήν να πετάει στον αέρα, και τελικά προσγειώθηκε ανώμαλα σκάζοντας στο έδαφος με τα μούτρα, έτσι που η άσφαλτος έπνιξε το βογκητό του. Έ ν α δυνατό χτύπημα με το πόδι στο σβέρκο του πεσμένου μηχανόβιου, θα αρκούσε για να του τσακίσει τη ραχοκοκαλιά. Στη θύμηση, όμως, των όχλων με τα αναμμένα δαδιά και τα δίκρανα -σκηνές από τον προηγούμενο αιώνα- ο Δευκαλίων συγκρατήθηκε. Γύρισε απότομα στο άκουσμα του σφυρίγματος μιας αλυσίδας που κάποιος σβούριζε στον αέρα. Άλλος ένας Ξέγνοιαστος Καβαλάρης, άλλη μια μοχθηρή σκατόφατσα με παραμάνες στο φρύδι, τη μύτη και τη γλώσσα και μια σαν βούρτσα κόκκινη γενειάδα, που ερχόταν να ριχτεί έτσι απερίσκεπτα στη μάχη. Αντί να φροντίσει να αποφύγει την άκρη της αλυσίδας που ερχόταν απειλητική κατά πάνω του, ο Δευκαλίων όρμη-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

17

σε κατά μέτωπο σε αυτό το νέο αντίπαλο. Η άκρη της αλυσίδας κουλουριάστηκε γύρω από τον αριστερό καρπό του. Την άδραξε και με μια απότομη κίνηση τράβηξε τον Κοκκινογένη επάνω του, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Τούτος ο δεύτερος μηχανόβιος είχε τα μαλλιά του πιασμένα αλογοουρά. Ήταν εξυπηρετική για χερούλι. Όπως τον κρατούσε από την αλογοουρά, τον σήκωσε στον αέρα, του σβούριξε μια γροθιά, τέλος τον πέταξε σαν άδειο σακί. Όπως κρατούσε τώρα την αλυσίδα, ο Δευκαλίων γύρισε να αντιμετωπίσει ένα τρίτο παλικαρά, και τον μαστίγωσε με αυτή στα γόνατα. Ο άντρας ούρλιαξε απ' τον πόνο κι έπεσε κατάχαμα. Ο Δευκαλίων τον... μάζεψε από χάμω αρπάζοντάς από το λαιμό και τ' αχαμνά, για να τον πετάξει τελικά πάνω στον τέταρτο της παρέας. Άρχισε να βαράει τα κεφάλια τους στον τοίχο, στο ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από το μπαρ, προκαλώντας τους αρκετό πόνο και ίσως και λίγη μεταμέλεια. Οι εκλεκτοί πελάτες που μέχρι πριν λίγο πήγαιναν από το βίντεο κλαμπ, στο πορνείο κι από εκεί στο μπαρ, είχαν ήδη σπεύσει να εκκενώσουν την περιοχή. Το ίδιο και οι τύποι με τα ρόλερ σκέιτ που πουλούσαν ναρκωτικά -είχαν φύγει γκαζωμένοι... Ομοίως και OL κουρσάρες με τους νταβατζήδες πήραν ως δια μαγείας μπρος κι όπου φύγει, φύγει. Κανένα από τα αμάξια δεν κινήθηκε προς το μέρος που έστεκε ο Δευκαλίων. Απλώς έκαναν όπισθεν με τα χίλια. Μια Κάντιλακ με μεγαλωμένο αμάξωμα πήγε κι έσκασε πάνω σε μια κίτρινη Μερσεντές.

18

Dean Koontz

Κανείς από τους δυο οδηγούς δε σκέφτηκε να κατέβει από το αμάξι του για να ανταλλάξει με τον άλλο στοιχεία και ονόματα ασφαλιστικών εταιριών. Αίφνης ο Δευκαλίων και το κορίτσι που το έλεγαν Τζόις, βρέθηκαν ολομόναχοι στο σοκάκι μαζί με τους πεσμένους κατάχαμα και εκτός μάχης μηχανόβιους, αν και το σίγουρο ήταν πως κάποια μάτια τους παρακολουθούσαν πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και μισόκλειστα παράθυρα. Στο μπαρ, το γκρουπάκι που έπαιζε μουσική Ζιντέκο, συνέχιζε απτόητο. Ο πνιγηρός απ' την υγρασία αέρας ήταν σαν να παλλόταν στους ρυθμούς της μουσικής. Ο Δευκαλίων συνόδευσε το κορίτσι μέχρι τη γωνιά, όπου το σοκάκι άνοιγε στο δρόμο. Ο γίγαντας δεν έβγαλε μιλιά, όμως η κοπέλα από ένστικτο δεν ξεκολλούσε από κοντά του. Και μολονότι βάδιζε στο πλάι του, ήταν φανερό πως ήταν κατατρομαγμένη. Και με το δίκιο της. Η σύγκρουση του Δευκαλίωνα με τα αποβράσματα δεν είχε καταλαγιάσει την οργή που φούντωνε μέσα του. Όταν είχε την αυτοκυριαρχία του, έμοιαζε με παμπάλαιο αρχοντικό επιπλωμένο με την πείρα και τη γνώση αιώνων -η σκέψη του λαγαρή, πρόθυμος και ικανός να φιλοσοφεί τα πράγματα. Τώρα όμως το μέσα του έμοιαζε με σπιτικό του θανάτου και του ολέθρου, που τα πολλά του δωμάτια ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι του αίματος και της δολοφονικής παρόρμησης. Περνώντας κάτω από ένα φανοστάτη που το φως του έμοιαζε να τρεμοπαίζει όπως σκιαζόταν φευγαλέα από τα ζουζούνια που πετούσαν σαν τρελά κοντά στη λάμπα, το κορίτσι γύρισε και κοίταξε το γίγαντα. Κι εκείνος το κατάλαβε πως ένα ρίγος διέτρεξε το κορμί της.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

19

Η κοπέλα έμοιαζε το ίδιο απορημένη όσο και τρομαγμένη, λες και μόλις είχε ξυπνήσει από κακό εφιάλτη, ανίκανη ακόμη να ξεχωρίσει το πραγματικό από τα ίχνη που είχε αφήσει πίσω του το άσχημο όνειρο της. Στο ημίφως που δημιουργούσαν οι φανοστάτες, όταν ο Δευκαλίων ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της, όπως βάδιζαν στις σκιές κι ενώ η Ζιντέκο έσβηνε σιγά-σιγά νικημένη από τους ρυθμούς της τζαζ που τώρα ακούγονταν όλο και πιο έντονοι, η απορία της έγινε πιο μεγάλη. Το ίδιο κι ο φόβος της. «Μα... μα τι έγινε; Εδώ είναι το Κουόρτερ». «Τέτοια ώρα» της είπε ο γίγαντας, σαν να τη συμβούλευε όπως διέσχιζαν τώρα την Τζάκσον Σκουέαρ, περνώντας μπροστά από το άγαλμα του στρατηγού, «το Κουόρτερ δεν είναι πιο ασφαλές για ένα κορίτσι σαν και σένα απ' ό,τι το σοκάκι εκεί πίσω. Έχεις να πας κάπου;» «Στο σπίτι μου», του αποκρίθηκε, αγκαλιάζοντας το κορμί της με τα χέρια της, λες και ο αέρας που φυσούσε απ' τα βαλτοτόπια είχε αίφνης ψυχράνει τόσο, λες και ερχόταν απ' το Βόρειο Πόλο. «Εδώ, στην πόλη;» «Όχι. Ψηλά, στο Μπατόν Ρουζ». Έδειχνε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Το σπίτι μου δε μου μοιάζει πια τόσο βαρετό». Η ζήλια αλάτισε την οργή που έκαιγε τα σπλάχνα του Δευκαλίωνα, μιας κι ο ίδιος ποτέ δεν είχε δικό του σπίτι. Κατά καιρούς είχε μείνει σε διάφορα μέρη, όμως κανένα τους δεν ήταν σπίτι του στ' αλήθεια. Μια άγρια εγκληματική τάση, να δώσει μια στο κορίτσι και να το διαλύσει, βολτάριζε πέρα δώθε σαν λυσσασμένο

20

Dean Koontz

αγρίμι πίσω από τα κάγκελα του κλουβιού τού νου του, όπου πάσχιζε να κρατάει φυλακισμένες τις κτηνώδεις παρορμήσεις του -να της δώσει μια και να τη διαλύσει, μόνο και μόνο γιατί εκείνη είχε να επιστρέψει σ' αυτό που ο ίδιος δε χάρηκε ποτέ: στο σπίτι! «Έχεις τηλέφωνο;» τη ρώτησε. Η κοπέλα έγνεψε, ναι, και τράβηξε από την πλεκτή της ζώνη ένα κινητό. «Να πεις στους γονείς σου πως θα περιμένεις στον καθεδρικό ναό, εκεί πέρα», της είπε. Τη συνόδευσε μέχρι την εκκλησία, κοντοστάθηκε στο δρόμο, την παρότρυνε να προχωρήσει, κι έσπευσε να εξαφανιστεί προτού η κοπέλα προλάβει να γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος του.

Κεφάλαιο 2 OTBMHwwuaiiMwwnriwwuiii ι w>im

iiifiimnmiiinniii'iWiHii'iiii iiw mwiuii ini — ι

Στην έπαυλη του, στην Γκάρντεν Ντίστρικτ, ο Βίκτωρ Ήλιος, πρώην Φράνκενσταϊν, ξεκίνησε αυτό το υπέροχο πρωινό κάνοντας έρωτα με τη νέα σύζυγο του, την Έρικα. Η πρώτη γυναίκα του, η Ελίζαμπεθ, είχε δολοφονηθεί πριν διακόσια χρόνια στα βουνά της Αυστρίας, τη μέρα ακριβώς του γάμου τους. Αλλά ο Βίκτωρ ούτε που τη θυμόταν τώρα πια. Ίσως γιατί, από φύση του, είχε διαρκώς το βλέμμα του στραμμένο προς το μέλλον. Το παρελθόν τού προκαλούσε πλήξη. Κι άλλωστε, επί το πλείστον, το παρελθόν δεν προσφερόταν για ανασκόπηση. Της Ελίζαμπεθ συμπεριλαμβανομένης, ο Βίκτωρ είχε χαρεί -ή σε ορισμένες περιπτώσεις απλώς ανεχτεί-την παρουσία κοντά του έξι συζύγων. Από την υπ' αριθμό δυο μέχρι την υπ' αριθμό έξι, όλες άκουγαν στο ίδιο όνομα: Έρικα. Όλες αυτές οι Έρικες ήταν ολόιδιες μεταξύ τους, αφού όλες ήταν κατασκευάσματα των εργαστηρίων και των δεξαμενών κλωνοποίησης του Βίκτωρα στη Νέα Ορλεάνη. Με αυτό τον τρόπο ο Βίκτωρ γλίτωνε τα έξοδα της αγοράς

22

Dean Koontz

καινούριας γκαρνταρόμπας κάθε φορά που κάποια από τις Έρικες του έφευγε απ' τη μέση. Αν και πάμπλουτος, ο Βίκτωρ απεχθανόταν τις σπατάλες. Η μητέρα του, πλάσμα κατά τα λοιπά εντελώς άχρηστο, του είχε εμφυσήσει το αίσθημα της οικονομίας. Και όταν πέθανε η μητέρα του, ο Βίκτωρ δεν ξόδεψε χρήματα για μια κανονική κηδεία ούτε καν για την αγορά φερέτρου από ξύλο πεύκου. Κι ήταν σίγουρος πως η μακαρίτισσα θα είχε εγκρίνει κι η ίδια τη λύση ενός απλού λάκκου στο χώμα, κι αυτού βάθους μόλις 1.5 μέτρου, αντί για τα συνήθη δύο, μειώνοντας έτσι και την αμοιβή του νεκροθάφτη. Μόλο που οι Έρικες έμοιαζαν σαν σταγόνες νερό η μια με την άλλη, η υπ' αριθμό ένα μέχρι και η υπ' αριθμό τέσσερα είχαν διάφορα κουσούρια. Γι' αυτό και ο Βίκτωρ δεν έπαυε να βελτιώνει την κάθε καινούρια έκδοση. Μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε σκοτώσει την Έρικα Τέσσερα. Τη σορό της την είχε στείλει για παράχωμα σε κάποια χωματερή, στα προάστια, που τη διαχειριζόταν μια από τις εταιρίες του. Εκεί είχαν καταλήξει και οι προηγούμενες τρεις Έρικες και διάφοροι άλλοι ανεπιθύμητοι, θαμμένοι κάτω από τόνους απορριμμάτων. Το πάθος (της Έρικα Τέσσερα) για το διάβασμα την είχε σπρώξει σε λογής-λογής απαγορευμένες αναζητήσεις κι ενδοσκοπήσεις, με αποτέλεσμα την εξέλιξή της σε άτομο με ανεξάρτητη σκέψη και βούληση, κάτι που ο Βίκτωρ φυσικά δεν μπορούσε να ανεχθεί με καμιά κυβέρνηση. Χώρια που η Έρικα Τέσσερα ρουφούσε θορυβωδώς τη σούπα της. Δεν ήταν πολύς καιρός που ο Βίκτωρ είχε βγάλει από τη δεξαμενή της την καινούρια του Έρικα, μέσα στην οποία δεξαμενή σχολές ολόκληρες ψηφιακής γνώσης μεταβιβάζο-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

23

νταν δια της μεθόδου του φορτώματος αρχείων στον έτοιμο να αφομοιώσει τα πάντα εγκέφαλο της. Άνθρωπος εκ φύσεως αισιόδοξος, ο Βίκτωρ είχε τη βεβαιότητα πως η Έρικα Πέντε θα αποδεικνυόταν το τέλειο δημιούργημα του, άξιο και ικανό να τον υπηρετεί για πολλά, πολλά χρόνια. Όμορφη, ραφινάτη, πολυμαθέστατη, υπάκουη. Σίγουρα η Έρικα Πέντε ήταν πιο ακόλαστη από τις προηγούμενες. Ό σ ο περισσότερο την πονούσε, τόσο περισσότερο ανταποκρινόταν εκείνη στα καπρίτσια του. Επειδή αυτό το τελευταίο του απόκτημα ανήκε στη Νέα Ράτσα, είχε την ικανότητα να απαλλάσσεται από την αίσθηση του σωματικού πόνου κατά βούληση, όμως ο Βίκτωρ, όταν βρισκόταν μαζί της στην κρεβατοκάμαρα, δεν της το επέτρεπε. Ο Βίκτωρ ζούσε για να εξουσιάζει. Γι' αυτόν, το σεξ γινόταν απολαυστικό μονάχα όταν προκαλούσε σωματικό πόνο και καταπίεζε την ερωτική του σύντροφο. Η Έρικα Πέντε ανταποκρινόταν στα χτυπήματά του με θαυμαστή ερωτική υποταγή. Τα σημάδια και οι αμυχές που προξενούσε πάνω στο σώμα της γι' αυτόν αποτελούσαν αδιάψευστες αποδείξεις του σφρίγους του. Ήταν... ταύρος. Όπως και όλα τα πλάσματα που δημιουργούσε ο Βίκτωρ, η Έρικα Πέντε είχε τη φυσιολογία ημίθεας. Οι εκδορές και τα τραύματά της έκλειναν σε χρόνο ρεκόρ και το αψεγάδιαστο της φυσικής της κατάστασης αποκαθίστατο εντελώς μέσα σε διάστημα μιας, το πολύ δυο ωρών. Κουρασμένος από το άγριο σεξ, ο Βίκτωρ την άφησε τώρα να κλαίει στο κρεβάτι. Η Έρικα έκλαιγε όχι μόνο γιατί πονούσε, αλλά και από ντροπή. Η γυναίκα του ήταν το μοναδικό πλάσμα από τα μέλη της

28

Dean Koontz

μέσω όλων αυτών των δραστηριοτήτων». «Ναι», συμφώνησε ο Μάικλ. «Άσε που ο Ίγκορ, καθότι κακάσχημος και καμπούρης με ένα μάτι να κοιτάζει στην ανατολή και το άλλο στη δύση, και τυλιγμένος με μαύρη μπέρτα με κουκούλα, σίγουρα θα ξεχώριζε σαν τη μύγα μέσα στο γάλα όποτε θα έμπαινε στην καφετέρια του προσωπικού. Πήγαινε πιο σιγά, κοπέλα μου!» «Άρα λοιπόν» είπε η Κάρσον πατώντας κι άλλο το γκάζι «θα πρέπει να έχει κι άλλο εργαστήριο κάπου εδώ στην πόλη, ιδιοκτησία κάποιας θυγατρικής με έδρα στα Νησιά Κέιμαν ή Κύριος οίδε πού». «Απεχθάνομαι αυτό το είδος δουλειάς». Ο Μάικλ εννοούσε το είδος της δουλειάς που απαιτούσε έρευνες σε χιλιάδες επιχειρήσεις της Νέας Ορλεάνης, με καταγραφή όλων εκείνων που ήταν είτε ξένων είτε υπόπτων συμφερόντων. Αν και η Κάρσον σιχαινόταν τη δουλειά γραφείου όσο και ο συνεργάτης της, ωστόσο έβρισκε την υπομονή όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Κάτι όμως της έλεγε πως δεν της περίσσευε χρόνος για τέτοιου είδους έρευνες. «Πού στην ευχή πάμε;» τη ρώτησε ο Μάικλ, όπως τα κτίρια της πόλης περνούσαν απ' τα πλάγια τους σαν μια θολούρα. «Αν είναι να πάμε στα γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης να θρονιαστούμε μπροστά από υπολογιστές και να φάμε όλη τη μέρα μας, σταμάτα να κατέβω». «Σοβαρά; Και τι θα κάνεις μετά;» «Ξέρω εγώ; Θα βρω κανένα να κάνω πάνω του εξάσκηση στη σκοποβολή». «Σώπα, κι όπου να 'ναι δε θα ξέρεις σε ποιον να πρωτορίξεις. Εννοώ τα πλάσματα που κατασκευάζει ο Βίκτωρ. Αυτή

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

29

τη Νέα Ράτσα». «Το να ανήκεις στην Παλιά Pcάτσα είναι λιγάκι ψυχοπλακωτικό. Να, σαν το περσινό μοντέλο ψηστιέρας που δεν έχει το τσιπάκι που παίζει κομμάτια ι;ου Ράντι Νιούμαν». «Σιγά τώρα! Και ποιος θα ήθελε ψηστιέρα που να παίζει Ράντι Νιούμαν;» «Και ποιος δε θα ήθελε, να λες καλύτερα». Η Κάρσον παρά τρίχα και θα περνούσε σφαίρα με κόκκινο, αν δε διέσχιζε εκείνη τη στιγμή τη διασταύρωση ένα τεράστιο φορτηγό-ψυγείο. Κρίνοντας από την τεράστια αφίσα στο πλάι του, το φορτηγό ήταν φορτωμένο με άψητα μπιφτέκια που προορίζονταν ιγια τα διάφορα ταχυφαγεία της ΜακΝτόναλντς. Ε, και δεν ήθελε να κατέληγε ωμό χάμπουργκερ κι η ίδια. Είχαν μπει τώρα στο κέντρο ί;ης πόλης. Στους δρόμους η κίνηση μεγάλη. Παρατηρώντας τα σμήνη τους πεζούς, ο Μάικλ αναρωτήθηκε φωναχτά: «Πόσοι απ' όλους τους πολίτες αυτής της πόλης δεν είναι πραγματικοί άνθρωποι; Πόσοι απ' αυτούς είναι... κατασκευάσματα του Βίκτωρα;» «Μπορεί χίλιοι» απάντησε στο συλλογισμό του η Κάρσον «μπορεί δέκα χιλιάδες, μπορεί πενήντα χιλιάδες... ή μπορεί πάλι μόνο εκατό». «Μπα, παραπάνω από εκατό>. «Ναι». «Στο τέλος ο Ήλιος θα το ψυλλιαστεί πως τον έχουμε πάρει είδηση». «Το ξέρει ήδη», τόλμησε να μίαντέψει η Κάρσον. «Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό για εμάς;» «Ότι είμαστε εκκρεμότητες π^ος... τακτοποίηση».

30

Dean Koontz

«Δε λες τίποτε. Κι ο τύπος δείχνει από τους ανθρώπους που απεχθάνονται τις εκκρεμότητες». «Υπολογίζω πως μας μένουν ακόμη είκοσι τέσσερις ώρες ζωής», είπε η κοπέλα.

Κεφάλαιο 4

Σμιλεμένο πάνω σε μάρμαρο, με φανερά πάνω του τα σημάδια της πολυκαιρίας, του ανέμου και της βροχής, το άγαλμα της Παρθένου έστεκε πάνω στο βάθρο του, σε μια εσοχή στον εξωτερικό τοίχο πάνω από τα σκαλιά των Χεριών του Ελέους. Το νοσηλευτικό ίδρυμα είχε κλείσει από καιρό. Τα παράθυρα ήταν χτισμένα με τούβλα. Στην πύλη, στο φράχτη με τα σφυρήλατα κάγκελα, μια πινακίδα έδινε στοιχεία για τη νέα ταυτότητα του κτιρίου, χαρακτηρίζοντάς το αποθήκη ιδιωτικής χρήσης, μη προσβάσιμη στο κοινό. Ο Βίκτωρ πέρασε με το αμάξι του μπροστά απ' το πρώην νοσοκομείο και μπήκε στο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων ενός πενταώροφου κτιρίου όπου στεγάζονταν το λογιστήριο και η διεύθυνση προσωπικού της Μπάιοβιζιον, δηλαδή της εταιρείας που είχε ιδρύσει ο ίδιος. Παρκάρισε τη Μερσεντές του στο σημείο του πάρκινγκ που ήταν αποκλειστικά γι' αυτόν. Εκεί πιο πέρα υπήρχε μια βαμμένη σιδερένια πόρτα, κλειδιά της οποίας είχε μόνο αυτός. Πίσω απ' την πόρτα ανοιγό-

32

Dean Koontz

ταν ένας άδειος χώρος με εμβαδόν περίπου 14 τετραγωνικά μέτρα, με τσιμεντένιο πάτωμα κι επίσης τσιμεντένιους τοίχους. Απέναντι ακριβώς από την εξωτερική πόρτα υπήρχε μια δεύτερη που άνοιγε ηλεκτρονικά με την πληκτρολόγηση ενός κωδικού αριθμού στο καντράν που υπήρχε στον τοίχο. Ο Βίκτωρ πληκτρολόγησε το συνδυασμό και ξεκλείδωσε την πόρτα. Τούτη η δεύτερη πόρτα άνοιγε σ' ένα διάδρομο μήκους 43 περίπου μέτρων που περνούσε κάτω από το παλιό νοσοκομείο, συνδέοντάς το με τα παρακείμενα κτίρια. Ο διάδρομος είχε φάρδος γύρω στα δύο μέτρα και ύψος γύρω στα δυόμισι, οι τοίχοι του χτισμένοι από τσιμεντόλιθους και ξύλο, το δάπεδο του στρωμένο με τσιμέντο. Τούτο το υπόγειο πέρασμα το είχαν σκάψει και το είχαν χτίσει μέλη της Νέας Ράτσας, χωρίς βεβαίως να έχουν κατατεθεί επίσημα αρχιτεκτονικά σχέδια για την κατασκευή του, και φυσικά χωρίς τη σχετική άδεια της πολεοδομίας, και χωρίς να έχουν καταβληθεί εργατικά. Έτσι, ο Βίκτωρ είχε τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνει στα Χέρια του Ελέους κατά βούληση και χωρίς να τον παίρνει χαμπάρι κανείς. Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου, πληκτρολόγησε ένα δεύτερο κωδικό στον καντράν πάνω στον τοίχο στο πλάι μιας τρίτης πόρτας, την άνοιξε και πέρασε σ' ένα δωμάτιο αρχείων, στο υπόγειο βασίλειο του πρώην νοσοκομείου. Πλάι στους τοίχους ήταν βαλμένοι στη σειρά φωριαμοί γεμάτοι με εκτυπώσεις των ηλεκτρονικών αρχείων που αφορούσαν σε πολλά από τα προγράμματα του Βίκτωρα. Επί το πλείστον του Βίκτωρα του άρεσε η ιδέα των μυστικών πορτών, των κρυφών περασμάτων και γενικά όλα τα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

33

μυστικοπαθή και συνωμοτικά που απαιτούσαν τα σχέδιά του για καταστροφή του σύγχρονου πολιτισμού και για την ανάδειξή του σε απόλυτο άρχοντα του κόσμου. Κατά μία έννοια ποτέ δεν είχε αποξενωθεί ολότελα από το παιδί που έκρυβε βαθιά μέσα του. Εν προκειμένω όμως τον ενοχλούσε το γεγονός πως ήταν αναγκασμένος να κάνει όλο αυτό το ταξίδι υπό την επιφάνεια της γης για να φτάσει στο εργαστήριο του. Τον περίμενε πολύ δουλειά, και στο μεταξύ είχε εκδηλωθεί τουλάχιστον μια κρίση την οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίσει προσωπικά ο ίδιος. Πέρασε από το δωμάτιο αρχείων στο κυρίως υπόγειο του παλιού νοσοκομείου όπου βασίλευε απόλυτη σιωπή κι όλα ήταν χαμένα στις σκιές, παρά τα φώτα του διαδρόμου. Εδώ πέρα είχε κάποτε κάνει ένα από τα πιο επαναστατικά πειράματά του. Τον είχε κυριολεκτικά συνεπάρει το ενδεχόμενο ότι τα καρκινικά κύτταρα, τα οποία αναπαράγονταν με απίστευτη κι ανεξέλεγκτη ταχύτητα, ίσως και να μπορούσαν να χαλιναγωγηθούν και να ελεγχθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να συνέβαλαν στην ανάπτυξη κλώνων μέσα σε τεχνητούς κόλπους. Ήλπιζε τότε πως ίσως κατάφερνε με δική του παρέμβαση, να προξενούσε την πλήρη ανάπτυξη ανθρώπων από έμβρυα σε ενήλικες μέσα σε διάστημα λίγων μόνο εβδομάδων, αντί ετών. Όπως συμβαίνει ενίοτε σε περιπτώσεις εργασιών και πειραμάτων που άπτονται των ορίων της επιστη μονικής γνώσης, τα πράγματα κάπου στράβωσαν. Έτσι που το αποτέλεσμα του επιστημονικού εγχειρήματος του Βίκτωρα δεν ήταν ένας Νέος Άνθρωπος, αλλά αντίθετα ένας εξαιρετικά επιθετικός,

34

Dean Koontz

ραγδαία μεταλλασσόμένος και ικανός να σταθεί στα πόδια του και να περπατήσει όγκος, ο οποίος, συν τοις άλλοις, ήταν και τετραπέρατος. Επειδή τώρα είχε δώσει ζωή στο εκτόπλασμα, ο Βίκτωρ ίσως το λιγότερο που θα περίμενε από αυτό θα ήταν κάποια ευγνωμοσύνη. Οι προσδοκίες του αποδείχτηκαν φρούδες. Σαράντα από τα ανθρώπινα κατασκευάσματα του Βίκτωρα είχαν σβήσει σε αυτόν το χώρο, στην προσπάθειά τους να τιθασεύσουν το πανίσχυρο κακοήθες δημιούργημα. Και να σκεφτεί κανείς πως οι άνθρωποι που κατασκεύαζε ο Βίκτωρ δε σκοτώνονταν εύκολα. Πάνω, λοιπόν, που όλα έδειχναν χαμένα, τελικά ο Βίκτωρ κατάφερε υποτάξει το έκτρωμα και να το καταστρέψει. Η μπόχα (του νεκρού εκτρώματος) ήταν το κάτι άλλο. Τι κι αν είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε, η απαίσια μυρωδιά του ήταν σαν να τρυπούσε ακόμη τα ρουθούνια του Βίκτωρα. Στη διάρκεια της λυσσαλέας, της απίστευτης σύγκρουσης, ένα κομμάτι του τοίχου του διαδρόμου γύρω στα έξι μέτρα είχε γκρεμιστεί. Πίσω από το γκρεμισμένο κομμάτι του τοίχου ήταν η αίθουσα κύησης, τώρα σκοτεινή και καταρημαγμένη. Πιο πέρα από τον ανελκυστήρα, στη μια μεριά του διαδρόμου και στο μισό φάρδος του ήταν στοιβαγμένοι σωροί από μπάζα: σπασμένες τσιμεντόπλακες, λυγισμένες σιδερόβεργες, ατσάλινα πλαίσια τόσο στρεβλά, που θαρρούσες πως ήταν σχοινιά δεμένα κόμπους. Ο Βίκτωρ είχε βάλει να τακτοποιήσουν τα χαλάσματα σε σωρούς, όμως δεν τα είχε απομακρύνει από το χώρο, αφήνοντάς τα σαν μια διαρκή υπενθύμιση πως ακόμη και μια

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

35

ιδιοφυΐα σαν την αφεντιά του ενίοτε μπορούσε να αποδειχτεί υπερβολικά ευφυής ακόμα και για το δικό του καλό. Γιατί ναι, εκείνο το βράδυ ο Βίκτωρ λίγο ακόμη και θα εγκατέλειπε το μάταιο ετούτο κόσμο. Μπήκε τώρα στον ανελκυστήρα κι ανέβηκε στο ισόγειο, όπου και είχε μεταφέρει το εργαστήριο του αμέσως μετά την εξόντωση του αχάριστου κακοήθους όγκου που περπατούσε κι έβγαζε μια οργιά γλώσσα. Στους διαδρόμους επικρατούσε ησυχία. Ογδόντα μέλη της Νέας Ράτσας εργάζονταν εδώ πέρα, όμως δεν έβγαζαν μιλιά όπως ήταν όλα τους αφοσιωμένα στα καθήκοντά τους. Δε χαζολογούσαν, κουτσομπολεύοντας μαζεμένα γύρω από το ψυκτικό μηχάνημα του νερού. Το τεράστιο εργαστήριο ήταν εξοπλισμένο με απίθανα μηχανήματα που θα εντυπωσίαζαν όχι μόνο έναν απλό άνθρωπο, αλλά ακόμη και κάποιο μέλος του εκπαιδευτικού προσωπικού των τμημάτων επιστημών ανώτατων ιδρυμάτων όπως το Χάρβαρντ ή το ΜΙΤ. Ο διάκοσμος -Αρτ Ντεκόείχε κάτι από θεατρικό σκηνικό, κι η ατμόσφαιρα είχε μια χιτλερική αύρα. Ο Βίκτωρ ήταν θαυμαστής του Χίτλερ. Ο Φύρερ οσφραινόταν με την πρώτη τους προικισμένους ανθρώπους. Τις δεκαετίες του 30 και του 40 ο Βίκτωρ είχε δουλέψει κοντά στον Μένγκελε και άλλους επιφανείς της ομάδας επιστημόνων του Χίτλερ. Κι είχε κάνει σημαντικές προόδους στον τομέα του, μέχρι την ατυχή νίκη και επικράτηση των Συμμαχικών Δυνάμεων. Σε προσωπικό επίπεδο, ο Χίτλερ ήταν ένας χαριτωμένος άνθρωπος, κι απαράμιλλος αφηγητής. Κι από την άποψη της ατομικής υγιεινής, παράδειγμα προς μίμηση. Πάντα έδειχνε

36

Dean Koontz

λες και μόλις είχε μπανιαριστεί, και μύριζε σαπούνι. Χορτοφάγος και φανατικός ζωόφιλος, ο Χίτλερ είχε και την πιο τρυφερή κι ανθρώπινη πλευρά του. Δεν ανεχόταν με τίποτε τις ποντικοπαγίδες. Κι ήταν ανυποχώρητος στην απαίτησή του τα τρωκτικά να πιάνονται με ανθρωπιστικό τρόπο και να αφήνονται πάλι ελεύθερα στη φύση. Το κακό με τον Φύρερ ήταν πως είχε τις ρίζες του στις τέχνες και την πολιτική. Το μέλλον όμως δεν ανήκε ούτε στους καλλιτέχνες ούτε στους πολιτικούς. Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος δε θα ήταν δημιούργημα ούτε του ναζισμού ούτε του κομμουνισμού ούτε του σοσιαλισμού. Ούτε καν του καπιταλισμού. Ο πολιτισμός ούτε θα ξαναστηνόταν εκ θεμελίων ούτε θα διατηρείτο ούτε από το Χριστιανισμό ούτε από το Ισλάμ. Ούτε από τους Σαϊεντολόγους ούτε από τους χαζοχαρούμενους οπαδούς της χαριτωμένης σολιψιστικής* όσο και παρανοϊκής νέας θρησκείας, που είχε ενθαρρυνθεί από τον Κώδικα Ντα Βίντσι. Το αύριο, το μέλλον της ανθρωπότητας ανήκε στον επιστημονισμό. Οι ιερείς του επιστημονισμού δεν ήταν απλώς ρασοφόροι παπάδες που λειτουργούσαν και χοροστατούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές, αλλά θεοί, με ισχύ θεών. Κι όσο για τον ίδιο τον Βίκτωρα, αυτός ήταν ο Μεσσίας. Προχωρώντας στο εσωτερικό του τεράστιου εργαστηρίου, τα φοβερά στην όψη μηχανήματα βόμβιζαν παλμικά. Έβγαζαν σφυριχτούς ήχους και δονούνταν ανεπαίσθητα. Εδώ μέσα ο Βίκτωρ αισθανόταν σαν στο σπίτι τον -στο φυσικό του περιβάλλον. *Σολιψισμός: Φιλοσοφική θεωρία που συνιστά ακραία μορφή του υποκειμενικού ιδεαλισμού και αποδέχεται ως μόνη υπαρκτή και αποδείξιμη πραγματικότητα το Εγώ. Σ.τ.Μ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

37

Πλησιάζοντας στο γραφείο του, μια σειρά από αισθητήρες κατέγραφαν την παρουσία του στο χώρο, και η οθόνη του υπολογιστή του φωτίστηκε. Στο μόνιτορ εμφανίστηκε το πρόσωπο της γραμματέως του στο εργαστήριο των Χεριών του Ελέους, της Ανουνσιάτα. «Καλημέρα σας, κύριε Ήλιος». Η Ανουνσιάτα ήταν ένα όμορφο μεν, αλλά όχι αληθινό πλάσμα. Ήταν μια τρισδιάστατη ψηφιακή ύπαρξη, με τεχνητή αν και πολύ σέξι βραχνή φωνή που ο Βίκτωρ είχε επινοήσει για να δώσει έτσι μια πιο ανθρώπινη νότα σε ένα κατά τα λοιπά αυστηρό εργασιακό περιβάλλον. «Καλημέρα, Ανουνσιάτα». «Η σορός του Ντετέκτιβ Τζόναθαν Χάρκερ μας παραδόθηκε από τους ανθρώπους σας που εργάζονται στο γραφείο του ιατροδικαστή. Σας περιμένει στο θάλαμο διαμελισμού». Μια ισοθερμική καράφα με ζεστό καφέ κι ένα πιατάκι με μπισκοτάκια από σοκολάτα και καρυδόψιχα ήταν ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο του Βίκτωρα. Άπλωσε το χέρι του και πήρε ένα μπισκότο. «Συνέχισε». «Ο ΡάνταλΈξι έχει εξαφανιστεί». Ο Βίκτωρ συνοφρυώθηκε. «Εξηγήσου». «Στη διάρκεια της βραδινής καταμέτρησης, το δωμάτιο του βρέθηκε άδειο». Ο Ράνταλ Έξι αποτελούσε ένα από τα πολλά πειραματόζωα του Βίκτωρα που μόλις πρόσφατα είχαν μεταφερθεί και ζούσαν στο παλιό νοσηλευτικό ίδρυμα. Όμοια με τους προηγούμενους Ράνταλ από Έ ν α μέχρι Πέντε, ο Έ ξ ι είχε δημιουργηθεί με όλα τα χαρακτηριστικά ατόμου που έπασχε από αυτισμό, με στοιχεία ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής.

38

Dean Koontz

Με τη δημιουργία όντων που έπασχαν από τέτοιες παθήσεις ο Βίκτωρ αποσκοπούσε στο να διακριβώσει κατά πόσο αυτής της μορφής οι διανοητικές αναπηρίες κατά την ανάπτυξη του ατόμου μπορούσαν να αποδειχτούν χρήσιμες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η άσκηση ελέγχου πάνω σ' ένα αυτιστικό άτομο με την εφαρμογή πάνω του μιας προσεκτικά επεξεργασμένης ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής, ίσως ωθούσε τον αυτιστικό στο να επικεντρώνει την προσοχή του σε μια αυστηρά περιορισμένη σειρά λειτουργιών που τώρα επί το πλείστον εκτελούσαν οι μηχανές και οι αυτοματισμοί στα διάφορα εργοστάσια. Ένας εργάτης αυτού του είδους θα μπορούσε να εκτελεί τα ίδια ακριβώς καθήκοντα ξανά και ξανά, με τις ώρες, για βδομάδες στη σειρά, αλάθητα και χωρίς ποτέ του να πλήττει ή να βαριέται. Εφοδιασμένος με ένα σωληνάκι, που θα του είχε τοποθετηθεί με χειρουργική επέμβαση, για να διατρέφεται, καθώς και με ένα καθετήρα που θα καταργούσε την ανάγκη του να πηγαίνει στην τουαλέτα, άρα και τα μικρά διαλείμματα από τα καθήκοντά του για τέτοιου είδους πήγαιν' έλα, ο Ράνταλ Έ ξ ι ίσως να αποδεικνυόταν ένα σαφώς οικονομικότερο υποκατάστατο των ρομπότ που χρησιμοποιούνταν σήμερα στις αλυσίδες παραγωγής των εργοστασίων. Το φαγητό του θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελείται από ένα πλήρη θρεπτικών ουσιών χυλό που δε θα κόστιζε πάνω από ένα δολάριο την ημέρα. Και φυσικά ούτε μισθό θα έπαιρνε ούτε άδεια μετ' αποδοχών ούτε ασφάλιση θα είχε ούτε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Και ασφαλώς δε θα επηρεαζόταν από τις αυξομειώσεις της τάσης του βιομηχανικού ρεύματος. Κι όταν θα εξαντλείτο, απλώς θα αφανιζόταν. Και τη θέση

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

39

του στην αλυσίδα παραγωγής θα έπαιρνε ένας νέος εργάτης. Ο Βίκτωρ ήταν πεπεισμένος πως τελικά οι φτιαγμένες από σάρκα και οστά μηχανές θα αποδεικνύονταν πολύ ανώτερες των μηχανικών μέσων που χρησιμοποιούνταν σήμερα στα εργοστάσια. Τα ρομπότ που χρησιμοποιούνται στην αλυσίδα της βιομηχανικής παραγωγής είναι πολύπλοκα και η κατασκευή τους πολύ δαπανηρή. Αντίθετα, το κρέας είναι φτηνό. Ο Ράνταλ Έ ξ ι έπασχε από αγοραφοβία, σε βαθμό που ποτέ δε θα τολμούσε να ξεπορτίσει από το χώρο διαμονής του οικιοθελώς. Τον έπιανε πανικός ακόμη και στην ιδέα πως θα μπορούσε να διαβεί το κατώφλι του δωματίου του. Κάθε φορά που ο Βίκτωρ χρειαζόταν τον Ράνταλ Έ ξ ι για κάποιο πείραμα, οι βοηθοί του τού τον έφερναν στο εργαστήριο δεμένο πάνω σ' ένα φορείο με ροδάκια. «Αποκλείεται να έφυγε από μόνος του», είπε ο Βίκτωρ στην ψηφιακή γραμματέα του. «Κι άλλωστε θα του ήταν αδύνατον βγει από το κτίριο χωρίς να ενεργοποιήσει το σύστημα συναγερμού. Κάπου εδώ μέσα θα είναι. Δώσε εντολή στο προσωπικό ασφαλείας να "τρέξουν" τα χθεσινά βίντεο από το δωμάτιο του και από όλους τους κεντρικούς διαδρόμους». «Μάλιστα, κύριε Ήλιος», αποκρίθηκε η Ανουνσιάτα. Αν έπαιρνε κανείς υπόψη του το υψηλό επίπεδο της διαδραστικής φωνητικής επικοινωνίας που είχε η Ανουνσιάτα με τον Βίκτωρα, μπορεί και να την εκλάμβανε σαν ένα απτό δείγμα τεχνητής νοημοσύνης. Αν και η διαδραστική επικοινωνία της με τον Βίκτωρα γινόταν μέσω υπολογιστή, οι γνωστικές λειτουργίες της στην ουσία εκτελούνταν μέσω ενός

40

Dean Koontz

οργανικού εγκεφάλου της Νέας Ράτσας ο οποίος διατηρείτο μέσα σε μια επτασφράγίστη δεξαμενή γεμάτη μ' ένα διάλυμα θρεπτικών ουσιών, στην αίθουσα διαδικτύωσης, όπου η Ανουνσιάτα ήταν καλωδιωμένη και συνδεδεμένη με το κεντρικό σύστημα επεξεργασίας δεδομένων του κτιρίου. Ο Βίκτωρ οραματιζόταν τη μέρα που ο κόσμος ολόκληρος θα κατοικείτο αποκλειστικά από μέλη της Νέας Ράτσας τα οποία θα διέμεναν σε κοιτώνες, που ο καθένας τους θα παρακολουθείτο και θα εξυπηρετείτο από ασώματους εγκέφαλους, καλή ώρα όπως της Ανουνσιάτα. «Εγώ στο μεταξύ» είπε τώρα ο Βίκτωρ «θα εξετάζω το πτώμα του Χάρκερ. Βρες μου τον Ρίπλεϊ και πες του ότι θα χρειαστώ τη βοήθειά του στο θάλαμο διαμελισμού». «Μάλιστα, κύριε Ήλιος. Ήλιος» Όπως ετοιμαζόταν να πάρει άλλο ένα μπισκότο, ο Βίκτωρ έμεινε με το χέρι μετέωρο. «Γιατί το έκανες αυτό, Ανουνσιάτα;» «Τι πράγμα, κύριε;» «Επανέλαβες το όνομά μου, δίχως να υπάρχει κάποιος λόγος». Στο μόνιτορ το ψηφιακό πρόσωπο φάνηκε να σμίγει τα φρύδια του ελαφρώς απορημένο. «Έκανα κάτι τέτοιο, κύριε;» «Ναι, το έκανες». «Δεν το συνειδητοποίησα, κύριε Ήλιος. Ήλιος». «Να, το ξανάκανες μόλις τώρα!» «Είστε βέβαιος, κύριε;» «Βρίσκω την ερώτησή σου θρασύτατη, Ανουνσιάτα». Το τρισδιάστατο ψηφιακό γυναικείο πρόσωπο έδειξε αρκούντως θιγμένο. «Συγνώμη, κύριε».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

41

«Κάνε μια ανάλυση των συστημάτων σου», την πρόσταξε ο Βίκτωρ. «Ίσως υπάρχει κάποια δυσαρμονία στην τροφοδοσία σου».

Κεφάλαιο 5

Ο Τζακ Ρόχζερς, ο ιατροδικαστής, διατηρούσε ένα γραφείο μέσα στο οποίο μια πλημμυρίδα από βιβλία, φακέλους και μακάβρια σουβενίρ απειλούσαν να πέσουν και να καταπλακώσουν τον όποιο ανυποψίαστο επισκέπτη. Τούτος ο χώρος υποδοχής, ωστόσο, ταίριαζε περισσότερο με νεκροτομείο, τουλάχιστον έτσι όπως το φαντάζεται ο κοινός νους. Λιτός κι απέριττος διάκοσμος. Αποστειρωμένες επιφάνειες. Ο διακόπτης του κλιματιστικού γυρισμένος στο ΠΟΛΥ ΚΡΥΟ. Η γραμματέας του Τζακ, η Γουαϊνόνα Χάρμονι, διαφέντευε αυτό τον προθάλαμο με αίμα ψυχρό και επαγγελματική επάρκεια. Όταν μπήκαν ο Μάικλ και η Κάρσον, η επιφάνεια του γραφείου της Γουαϊνόνα ήταν άδεια -ούτε φωτογραφίες ούτε αναμνηστικά- εκτός από ένα φάκελο με τις σημειώσεις του Τζακ, βάσει των οποίων η γραμματέας δακτυλογραφούσε επίσημες αναφορές αυτοψιών. Μια παχουλή, καλόκαρδη μαύρη γύρω στα πενήντα πέντε, η Γουαϊνόνα έμοιαζε μέσα σε αυτό το σπαρτιάτικο περιβάλλον εκτός τόπου.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

43

Η Κάρσον πήγαινε στοίχημα πως τα συρτάρια του γραφείου της Γουαϊνόνα ήταν φίσκα ως επάνω με οικογενειακές φωτογραφίες, κουκλάκια, σακουλάκια με αρωματικές σκόνες δεμένα με κορδελίτσες, λιλιπούτεια μαξιλαράκια με κεντημένες επάνω τους σταυροβελονιά διάφορες ευχές, κι άλλα τέτοια μικροαντικείμενα που, αν και της έδιναν τόση χαρά, απ' την άλλη δεν «κολλούσαν» με τίποτε στο γραφείο υποδοχής ενός νεκροτομείου. «Για δες», είπε η Γουαϊνόνα όταν διάβηκαν το κατώφλι. «Το καμάρι της Διεύθυνσης Ανθρωποκτονιών!» «Είμαι κι εγώ εδώ», γκρίνιαξε ο Μάικλ. «Α, εσύ είσαι άλλο πράγμα», του είπε η Γουαϊνόνα. «Του στραβού το δίκιο. Η κυρία από δω είναι η ντετέκτιβ. Εγώ είμαι το κωμικό στοιχείο». «Κάρσον κοπέλα μου» είπε η Γουαϊνόνα «πώς αντέχεις μ' αυτόν πλάι σου όλη μέρα;» «Κάπου-κάπου τον πλακώνω στις ψιλές». «Ναι, αλλά μάλλον είναι άδικος κόπος», απάντησε η Γουαϊνόνα. «Αν μη τι άλλο» είπε η Κάρσον «κάθε φορά που τον πλακώνω, είναι σαν να κάνω γυμναστική». «Ήρθαμε εδώ για κάποιο πτώμα», είπε ο Μάικλ. «Έχουμε εδώ ένα σωρό από δαύτα», του αποκρίθηκε η γραμματέας. «Μερικά απ' αυτά έχουν όνομα, άλλα όχι». «Τζόναθαν Χάρκερ». «Κάποιος δικός σας», παρατήρησε η Γουαϊνόνα. «Και ναι, και όχι», είπε ο Μάικλ. «Είχε σήμα σαν κι εμάς, και δυο αυτιά, πέραν αυτών όμως δεν είχε και πολλά κοινά μαζί μας». «Ποιος θα το έλεγε πως ένας ψυχοπαθής δολοφόνος σαν

44

Dean Koontz

το Χειρουργό, θα αποδεικνυόταν τελικά πως ήταν μπάτσος», είπε η Γουαϊνόνα με ανασηκωμένα φρύδια. «Πάει, χάλασε για τα καλά ο κόσμος». «Πότε θα κάνει ο Τζακ μια προκαταρκτική αυτοψία;» ρώτησε τώρα η Κάρσον. «Την έκανε». Η γραμματέας χτύπησε με το δάχτυλο της το φάκελο με τις σημειώσεις που ήταν πλάι στον υπολογιστή της. «Τώρα δακτυλογραφώ την αναφορά». Η είδηση ξάφνιασε την Κάρσον. Όμοια με την ίδια και τον Μάικλ, ο Τζακ Ρότζερς είχε επίγνωση πως κάτι πολύ παράξενο συνέβαινε στη Νέα Ορλεάνη, κι ότι κάποιοι από τους κατοίκους της πόλης ήταν κάτι παραπάνω από απλά ανθρώπινα όντα. Ο ιατροδικαστής είχε κάνει αυτοψία στο σώμα κάποιου που είχε βρεθεί με δυο καρδιές, ένα κρανίο ασυνήθιστα συμπαγές λες κι είχε ειδική θωράκιση, δυο συκώτια και αρκετές ακόμη «βελτιώσεις». Η Κάρσον και ο Μάικλ του είχαν ζητήσει να μη δημοσιοποιήσει την έκθεσή του μέχρι να μόρφωναν μια πιο σαφή εικόνα της κατάστασης που αντιμετώπιζαν, όμως μέσα σε διάστημα δυο ωρών, και προς μεγάλη απογοήτευση του Τζακ, η σορός του νεκρού άνδρα κι όλα τα σχετικά με την αυτοψία στοιχεία είχαν κάνει φτερά. Τώρα ο Τζακ υποτίθεται πως έπαιρνε χίλιες δυο προφυλάξεις σε ό,τι αφορούσε το πτώμα του Τζόναθαν Χάρκερ που κι αυτός ήταν μέλος της Νέας Ράτσας του Βίκτωρα Ήλιος. Η Κάρσον δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο ιατροδικαστής αποκάλυπτε στη Γουαϊνόνα τα πάντα γύρω από τη μη ανθρώπινη φύση του Χάρκερ. Και το πιο περίεργο απ' όλα ήταν η όλη στάση της γραμ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

45

ματέως, που έδειχνε άνετη και χαμογελαστή, σαν να μην συνέβαινε απολύτως τίποτε. Αν όντως δακτυλογραφούσε μια αναφορά σχετική με την αυτοψία που είχε γίνει στο πτώμα ενός τέρατος, έδειχνε λες και το γεγονός δεν της προξενούσε την παραμικρή εντύπωση. Εξίσου απορημένος με την Κάρσον για την αντίδραση, τόσο του ιατροδικαστή, όσο και της γραμματέως του, σ' ένα τόσο σοβαρό γεγονός, ο Μάικλ γύρισε τώρα και ρώτησε, τη Γουαϊνόνα: «Δε μου λες, μήπως μόλις ξεκίνησες να δακτυλογραφείς την αναφορά;» «Μπα, όχι» του αποκρίθηκε η γυναίκα. «Κοντεύω να την τελειώσω». «Και;...» «Και, τι πράγμα;» Ο Μάικλ και η Κάρσον αντάλλαξαν μια ματιά. «Θέλουμε να δούμε τον Τζακ». «Είναι στο Θάλαμο Αυτοψιών Νούμερο Δύο», τους πληροφόρησε η Γουαϊνόνα. «Ετοιμάζονται να ανοίξουν το πτώμα ενός συνταξιούχου που η γυναίκα του απ' ό,τι φαίνεται τον ετάισε χαλασμένη κακκαβιά». «Θα πρέπει να είναι συντετριμμένη», παρατήρησε η Κάρσον. Η έγχρωμη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Τελεί υπό κράτηση. Όταν της είπαν στο νοσοκομείο πως ο άντρας της τα τίναξε, έβαλε τα γέλια και δεν μπορούσε να σταματήσει με τίποτε».

Κεφάλαιο 6

Ο Δευκαλίων σπάνια κοιμόταν. Παρόλο που μεγάλα διαστήματα της υπεραιωνόβιας ζωής του τα είχε περάσει σε μοναστήρια και διαλογιζόμενος, και, αν και γνώριζε καλά την αξία της απόλυτης ηρεμίας και της ακινησίας, επί το πλείστον η φύση του τον ωθούσε σε μια κατάσταση όμοια με εκείνη του καρχαρία που με κυκλικές κινήσεις μέσα στο νερό γυρεύει να ριχτεί σε κάποιο θύμα του. Από τη στιγμή που είχε γλιτώσει την κοπέλα από τα χέρια των μηχανόβιων, στο σοκάκι, στο Αλτζίερς, δεν έλεγε να σταθεί σε μια μεριά. Η οργή του είχε καταλαγιάσει, όχι όμως και η παρόρμηση να γυρνάει σαν σβούρα. Το κενό που είχε αφήσει ο ξεθυμασμένος θυμός του, είχε έρθει να καταλάβει κάτι σαν εγρήγορση ή αδημονία. Ό χ ι φόβος ή αγωνία, αλλά μια ανησυχία που τη γεννούσε η αίσθηση πως του είχε διαφύγει κάτι θεμελιώδους σημασίας. Η διαίσθη ση του κάτιτου ψ ιθύρ ιζε στο αυτί επιτακτικά, ό μως οι ψίθυροι ήταν άναρθροι ήχοι που, αν και τον κρατούσαν σε μια κατάσταση επιφυλακής, ωστόσο δεν τον διαφώτιζαν. Το χάραμα είχε επιστρέψει στον Κινηματογράφο Λουξ. Η

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

47

αίθουσα είχε μόλις πρόσφατα περάσει στην κυριότητά του μέσω της διαθήκης που είχε αφήσει κάποιος παλιόφιλος από τα χρόνια του που δούλευε στα πανηγύρια σαν έκθεμα στις τέντες με τα τέρατα της φύσης. Τούτη η κληρονομιά -κι από κοντά η αποκάλυψη πως ο Βίκτωρ Ήλιος, ο δημιουργός του, δεν είχε πεθάνει πριν από διακόσια χρόνια όπως πίστευε, αλλά ότι βρισκόταν ακόμη εν ζωή -ήταν οι αιτίες που ο Δευκαλίων είχε εγκαταλείψει το Θιβέτ για να έρθει στη Λουιζιάνα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε την αίσθηση πως το πεπρωμένο έπαιζε ρόλο στη ζωή του. Και τα όσα συνέβαιναν τώρα στη Νέα Ορλεάνη, αποτελούσαν αδιάψευστη απόδειξη πως η αίσθηση αυτή μόνο λαθεμένη δεν ήταν. Έ ν α Αρτ Ντεκό μέγαρο, χτισμένο τη δεκαετία του 1920, αίθουσα όπου σήμερα προβάλλονταν ταινίες εποχής, το Λουξ τώρα πια βρισκόταν σε παρακμή. Οι πόρτες του άνοιγαν μονάχα τρεις βραδιές τη βδομάδα. Το διαμέρισμα του Δευκαλίωνα μέσα στο κτίριο του κινηματογράφου, ήταν λιτό κι απέριττο. Οποιοσδήποτε όμως χώρος έστω και κατ' ελάχιστο μεγαλύτερος από το κελί μοναχού, στα μάτια του Δευκαλίωνα φάνταζε τεράστιος, τι κι αν ο ίδιος είχε το μπόι γίγαντα. Βολτάροντας τώρα στους άδειους διαδρόμους του παλιού κτιρίου, την πλατεία, τον κάτω και τον πάνω εξώστη, το φουαγέ, το μυαλό του δεν έτρεχε απλώς, αλλά οι σκέψεις του γκέλαραν χτυπώντας στα τοιχώματα του κεφαλιού του σαν μπαλάκια του πινγκ-πονγκ. Μέσα στη γενικότερη αδημονία που τον ταλάνιζε, γύρευε τρόπους για να πλησιάσει τον Βίκτωρα Ήλιος ή αλλιώς Βίκτωρα Φράνκενσταϊν. Να τον πλησιάσει και να τον εξοντώ-

48

Dean Koontz

σει. Όμοια με τα πλάσματα που ο Βίκτωρ είχε δημιουργήσει εδώ, στη Νέα Ορλεάνη, ο Δευκαλίων ήταν έτσι «κατασκευασμένος» που εντός του κάποιο σύστημα τον απέτρεπε από το να γίνει θεοκτόνος. Ως εκ της κατασκευής του λοιπόν, ο Δευκαλίων, ακόμη κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να σκοτώσει το δημιουργό του. Κάπου διακόσια χρόνια πριν είχε τολμήσει να σηκώσει χέρι στον Βίκτωρα -κι είχε σχεδόν αφανιστεί ο ίδιος, όταν διαπίστωσε πως του ήταν αδύνατον να κατεβάσει με ορμή το υψωμένο χέρι του. Το μισό του πρόσωπο, το τμήμα που κάλυπτε τώρα το τατουάζ, του το είχε καταστρέψει ο δημιουργός του. Ό λ α τα υπόλοιπα τραύματα του Δευκαλίωνα έκλειναν χωρίς να αφήνουν το παραμικρό σημάδι μέσα σε διάστημα λίγων μόνον λεπτών, κι αυτό ίσως όχι γιατί ο Βίκτωρ ήταν τότε ακόμη σε θέση να τον κάνει τόσο ανθεκτικό και άτρωτο σε τέτοιου είδους δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά μάλλον γιατί αυτής της μορφής η αθανασία ήταν δώρο -μεταξύ άλλων- εκείνης τη φοβερής αστραπής που του είχε δώσει ζωή. Το μόνο τραύμα που δεν είχε αποκατασταθεί εντελώς, με πλήρη επαναφορά στην αρχική τους κατάσταση των οστών και της σάρκας, ήταν εκείνο που του είχε προκαλέσει ο δημιουργός του. Ο Βίκτωρ πίστευε πως ο «πρωτότοκος» του είχε πεθάνει από καιρό, όπως άλλωστε κι ο Δευκαλίων είχε τον Βίκτωρα για πεθαμένο ήδη, από το 18ο αιώνα. Αν ο γίγαντας εμφανιζόταν μπροστά του, ο Βίκτωρ σίγουρα θα του κατάφερνε ένα δεύτερο χτύπημα, απ' το οποίο το πιο πιθανόν ήταν πως δε θα γλίτωνε ο Δευκαλίων.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

49

Επειδή τώρα οι μέθοδοι δημιουργίας ανθρωποειδών είχαν εξελιχθεί και βελτιωθεί δραστικά από τα πρώτα χρόνια -τέρμα πια οι τυμβωρυχίες, οι αρπαγές πτωμάτων και τα ράβε-ξήλωνε- ήταν πολύ πιθανό η Νέα Ράτσα του να ήταν έτσι φτιαγμένη ώστε να υπερασπιστεί, αν χρειαζόταν, το δημιουργό της μέχρι θανάτου. Αν τελικά δεν κατάφερναν ο Μάικλ και η Κάρσον να ξεμπροστιάσουν τον Βίκτωρα, τότε ίσως ο μόνος τρόπος για να τον σταματήσουν θα ήταν να τον σκότωναν. Όμως για να κατάφερναν να τον προσεγγίσουν, θα έπρεπε πρώτα να περάσουν από μια ολόκληρη στρατιά μελών της Νέας Ράτσας -άντρες και γυναίκες- που θα ήταν τόσο δύσκολο να εξοντωθούν, όσο και τα ρομπότ. Ο Δευκαλίων ένιωσε όχι απλώς λύπη, αλλά και κάποιες τύψεις που είχε αποκαλύψει όλη την αλήθεια για τον Ήλιος στους δυο αστυνομικούς. Γιατί έτσι είχε βάλει τη ζωή τους σε μεγάλο κίνδυνο. Όμως η λύπη του μετριάστηκε κάπως από το γεγονός πως έστω και εν αγνοία τους οι δυο ντετέκτιβ έτσι κι αλλιώς είχαν μπει σε περιπέτειες, κάτι που ίσχυε για όλους τους πολίτες της Νέας Ορλεάνης που ήταν κανονικοί άνθρωποι, δηλαδή όσοι είχαν απομείνει. Θορυβημένος απ' αυτές τις σκέψεις -και με την αίσθηση πως κάτι πολύ σημαντικό του διέφευγε να μην τον αφήνει σε ησυχία, κάτι που έπρεπε επειγόντως να μάθει- ο Δευκαλίων κατέληξε στην καμπίνα προβολής. Ο Τζέλι Μπιγκς, που κάποτε επιδεικνυόταν στα πανηγύρια ως ο πιο παχύς άνθρωπος του κόσμου, τώρα πια είχε μαζέψει αρκετά, όντας απλώς χοντρός. Ο Τζέλι έψαχνε ανάμεσα στις στοίβες τα βιβλία γυρεύοντας κάτι ενδιαφέρον να

50

Dean Koontz

διαβάσει. Πίσω από την καμπίνα που στέγαζε τη μηχανή προβολής ήταν το δυαράκι που έμενε ο Τζέλι. Ο Δευκαλίων τον είχε κληρονομήσει πακέτο με τον κινηματογράφο, μια επιχείρηση ίσια-καράβια, ίσια-νερά που ο χοντρούλης διαχειριζόταν κουτσά-στραβά. «Θέλω να βρω μια αστυνομική ιστορία, που οι πάντες θα φουμάρουν σαν τσιμινιέρες» είπε ο Τζέλι «πίνουν τον άμπακο, και δεν έχουν ακούσει ποτέ στη ζωή τους τη λέξη, χορτοφαγία». «Σε κάθε αστυνομική ιστορία» είπε ο Δευκαλίων «υπάρχει ένα σημείο -έτσι δεν είναι;- η στιγμή που ο ντετέκτιβ έχει την αίσθηση πως βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη αλήθεια, την οποία όμως δεν μπορεί να δει καθαρά». Όπως πετούσε παράμερα το ένα βιβλίο μετά το άλλο, ο Τζέλι γύρισε και του είπε: «Εγώ δε γουστάρω ο ντετέκτιβ να είναι Ινδιάνος ούτε παραπληγικός ούτε ψυχαναγκαστικός ούτε σπουδαίος μάγειρας...» Ο Δευκαλίων επέλεξε να ρίξει μια ματιά σε μια στοίβα βιβλία διαφορετική από εκείνη που σκάλιζε ο Τζέλι, λες και κάποιος φανταχτερός τίτλος εξωφύλλου θα βοηθούσε στο ξελαμπικάρισμα του θολωμένου του ενστίκτου και στον εντοπισμό αυτού που τόσο επιτακτικά γύρευε. «Όχι πως έχω τίποτε με τους Ινδιάνους, τους παραπληγικούς, τους ψυχαναγκαστικούς ή τους καλούς μαγείρους» συμπλήρωσε ο Τζέλι «όμως γουστάρω κάποιον που δε θα σκαμπάζει γρι από Φρόιντ, δε θα έχει πάρει μαθήματα ευαισθησίας, και δε θα το έχει σε τίποτε να σου χώσει μια γροθιά στα μούτρα αν απλώς τον στραβοκοιτάξεις. Ζητάω πολλά;» Το ερώτημα του Τζέλι ήταν καθαρά ρητορικό. Κι ως εξ

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

51

αυτού, δεν περίμενε καν μιαν απάντηση. «Δώσ' μου έναν ήρωα που να μην παιδεύει πολύ το ακατοίκητο του» συνέχισε ο Τζέλι το μονόλογο του «που να νοιάζεται μεν για ένα σωρό πράγματα, μα που απ' την άλλη ξέρει πως είναι ένας ζωντανός νεκρός, και δε δίνει δνάρα τσακιστή για το γεγονός αυτό. Του χτυπάει ο Χάρος την πόρτα, κι ο δικός σου την ανοίγει διάπλατα και τον ρωτάει: "Πού ήσουνα;"» Ισως απ' αφορμή κάτι που είχε πει ο Τζέλι, ίσως απ' αφορμή τις φανταχτερές απεικονίσεις άγριων φονικών στα εξώφυλλα των βίπερ, ο Δευκαλίων κατάλαβε αίφνης τι ήταν αυτό που το ένστικτο του πάσχιζε τόση ώρα να του ψιθυρίσει στο αυτί. Το τέλος ήταν εδώ. Λιγότερο από 12 ώρες πριν, στο σπίτι της Κάρσον Ο' Κόνορ, ο Δευκαλίων και οι δυο αστυνομικοί είχαν συμφωνήσει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, να αντισταθούν στον Βίκτωρα Ήλιος, και τέλος να τον εξοντώσουν. Κι είχαν από κοινού παραδεχτεί πως το όλο εγχείρημα θα απαιτούσε υπομονή, αποφασιστικότητα, πανουργία και θάρρος, καθώς κι ότι θα χρειαζόταν αρκετός καιρός μέχρι την επίτευξη του τελικού τους στόχου. Τώρα, λιγότερο με τη βοήθεια της αφαιρετικής σκέψης, περισσότερο από διαίσθηση, ο Δευκαλίων συνειδητοποιούσε πως τελικά δεν είχαν καθόλου χρόνο στα διάθεσή τους. Ο Ντετέκτιβ Χάρκερ, μέλος κι αυτός της Νέας Ράτσας του Βίκτωρα, είχε καταληφθεί από δολοφονική μανία, διαπράττοντας μια σειρά από φόνους. Και το γεγονός αποτελούσε μια καθαρή ένδειξη πως ίσως κι άλλοι του φυράματος του βρίσκονταν σε απόγνωση, όντας σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη κι επισφαλή ψυχολογική κατάσταση.

52

Dean Koontz

Επιπρόσθετα, κάτι θεμελιώδους σημασίας είχε πάει στραβά με τη βιολογία του Χάρκερ. Του είχαν ρίξει με καραμπίνες, όμως οι σφαίρες δεν είχαν καταφέρει να τον ξαπλώσουν. Κάτι που είχε δημιουργηθεί εντός του κι είχε βγει απ' τα σπλάχνα του, ένα αλλόκοτο νανοειδές πλάσμα είχε ξεπεταχτεί από μέσα του, κι είχε καταστρέψει το κορμί του τη στιγμή «του τοκετού». Όλα αυτά βέβαια δεν αποτελούσαν επαρκείς ενδείξεις για να συμπεράνει κανείς πως το βασίλειο των δίχως ψυχή όντων του Βίκτωρα Ήλιος βρισκόταν στο πρόθυρα μιας βίαιης κατάρρευσης. Ο Δευκαλίων ωστόσο ήταν πεπεισμένος πως έτσι ακριβώς είχαν τα πράγματα. Γιατί ο Δευκαλίων ήξερε! «Και» συνέχισε ο Τζέλι, όπως έψαχνε ακόμη ανάμεσα στα βιπεράκια «δώσ' μου ένα κακούργο που δε θα μου ζητάνε να τον λυπηθώ στο τέλος». Ο Δευκαλίων δεν είχε μαντικές ικανότητες. Ήταν φορές όμως που η γνώση κι η επίγνωση θέριευαν μέσα του, η απαράμιλλη διαίσθηση και η βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων που ο ίδιος εκλάμβανε σαν αλήθειες -αλήθειες τις πηγές των οποίων δεν αμφισβητούσε. Και τότε αισθανόταν πως κατείχε την αλήθεια. Πως ήξερε. «Και δε με νοιάζει αν ο τύπος σκοτώνει ανθρώπους και τους τρώει επειδή τον καταχέριζε ο πατέρας του όταν ήταν μικρός», συνέχισε ο Τζέλι το χαβά του. «Αν ξεπαστρεύει καλούς ανθρώπους, τότε θέλω μερικούς τέτοιους καλούς να μαζευτούν, να τον πιάσουν και να τον κάνουν με τα κρεμμυδάκια. Δε θέλω να τον πάνε σε κανέναν τρελίατρο να κάνει θεραπεία». Ο Δευκαλίων γύρισε την πλάτη του στις στοίβες τα βιβλία.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

53

Το ενδεχόμενο πως μπορούσε ν ι πάθει κάτι ο ίδιος, δεν τον ανησυχούσε καθόλου. Σε ό,τι oj ιως αφορούσε τη μοίρα των άλλων, αλλά κι αυτής της ίδιας ι ης πόλης, ένιωθε να τον κόβει κρύος ιδρώτας. Η κατά μέτωπο επίθεση του Βίκτωρα ενάντια στη φύση και την ανθρωπότητα, είχε πάρ ΕΙ πια τη μορφή θεομηνίας. Και τώρα θα ξεσπούσε.

Κεφάλαιο 7

Τα λούκια στο πλάι της τράπεζας τεμαχισμού που ήταν φτιαγμένη από ανοξείδωτο μέταλλο, ήταν ακόμη στεγνά, και το στρωμένο με λευκά, κεραμικά πλακάκια δάπεδο στο Θάλαμο Αυτοψιών No 2 παρέμενε άσπιλο κι αμόλυντο. Ξαπλωμένος γυμνός πάνω στο τραπέζι, ο άντρας που είχε «πάει» από δηλητηριασμένη κακκαβιά περίμενε καρτερικά το νυστέρι του ιατροδικαστή. Στο νεκρό του πρόσωπο ήταν ζωγραφισμένη μια έκφραση έκπληξης. Ο Τζακ Ρότζερς και ο νεαρός βοηθός του, ο Λουκ, φορούσαν τις λευκές μπλούζες και τα γάντια τους κι ήταν έτοιμοι να αρχίσουν το κόψιμο. «Δε μου λέτε» τους ρώτησε ο Μάικλ «εξακολουθεί να είναι συναρπαστικό να βλέπει κανείς μπροστά του ξαπλωμένο γυμνό ένα νεκρό ηλικιωμένο άντρα ή μήπως μετά από κάποιο διάστημα σου φαίνονται όλοι ίδιοι;» «Μιας και μας ρώτησες» του αποκρίθηκε ο ιατροδικαστής στο ίδιο πνεύμα «ο καθένας απ' αυτούς, σαν προσωπικότητα, παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον από τον οποιονδήποτε μπάτσο της Διεύθυνσης Ανθρωποκτονιών».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

55

«Ωχ, το μάτι μου! Κι εγώ πο!υ νόμιζα πως ήσουν καλός μόνο στο να πετσοκόβεις ψόφιο ;ς». «Τούτος εδώ συγκεκριμένα» πετάχτηκε ο Λουκ «θα αποδειχτεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση, γιατί η ανάλυση του περιεχομένου του στομάχου του είναι πιο σημαντική από το συνηθισμένο». Ήταν φορές που η Κάρσον έκανε τη σκέψη πως του Λουκ του παρα-άρεσε η δουλειά του. «Κι εγώ που νόμιζα πως είχατε τον Χάρκερ ξαπλωμένο στο τραπέζι κι έτοιμο για κόψιμο», παρατήρησε η κοπέλα. «Ακόμα εκεί είσαι;» είπε ο Λουκ. «Πιάσαμε δουλειά από νωρίς, έτσι τώρα συνεχίζουμε ακάθεκτοι». Για έναν άνθρωπο που είχε ταραχτεί από τα φυλλοκάρδια στη διάρκεια της αυτοψίας στο πτώμα κάποιου ανθρωποειδούς της Νέας Ράτσας μια μέρα μόλις πριν, ο Τζακ Ρότζερς, αν και βρέθηκε πάλι αντιμέτωπος με ένα παρόμοιο περιστατικό, έδειχνε μέχρι παρεξηγήσεως ήρεμος. Τακτοποιώντας στη σειρά τα:εργαλεία της δουλειάς του, γύρισε προς το μέρος της κοπέλας και είπε: «Θα σου περάσω με e-mail τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής. Τα ευρήματα από την εξέταση των ενζύμω|/ και τις άλλες αναλύσεις θα σου τα στείλω όταν μου τα φέρουν από το εργαστήριο». «Προκαταρκτική; Ευρήματα; Σαν πολύ της τυπικής διαδικασίας να μου έγινες ξαφνικά, Τζακ». «Και πού βλέπεις το στραβό;» αποκρίθηκε ο ιατροδικαστής, με την προσοχή του πάντα στραμμένη στα απαστράπτοντα αιχμηρά εργαλεία και τι|ς λαβίδες του. Με τα στρόγγυλα σαν της κουκουβάγιας μάτια του, και τα ασκητικά χαρακτηριστικά του, ρ Λουκ σου έδινε πάντα την εντύπωση του βιβλιοφάγου, τοι τρελούτσικου, αφηρημένου

56

Dean Koontz

επιστήμονα. Όμως έτσι όπως κοίταξε τώρα την Κάρσον, στο βλέμμα του υπήρχε κάτι το αετίσιο και το επιθετικό. Απευθυνόμενη πάντα στον Τζακ, η Κάρσον είπε τώρα: «Σου το είπα χθες, πως ο Χάρκερ ήταν ένας απ' αυτούς». «Ναι, απ' αυτούς», επανέλαβε σαν ηχώ τις τελευταίες λέξεις της ο Λουκ, κουνώντας το κεφάλι του. «Κάτι σαν να βγήκε από τα σπλάχνα του Χάρκερ, ένα ον. Του ξέσκισε το κορμί και πετάχτηκε έξω. Αυτό τον σκότωσε». «Αυτό που τον σκότωσε ήταν η πτώση του από την ταράτσα της αποθήκης», αντέτεινε ο Τζακ Ρότζερς. «Για τ' όνομα του Θεού, Τζακ» είπε η Κάρσον, στα όρια της υπομονής της, «τον είδες τον Χάρκερ με τα ίδια σου τα μάτια, όπως ήταν πεσμένος στο σοκάκι. Το στομάχι του, το στέρνο του... είχαν ανοίξει σαν τριαντάφυλλα, λες και είχαν εκραγεί». «Απόρροια της πτώσης του από μεγάλο ύψος». «Για μια στιγμή, Τζακ» πετάχτηκε ο Μάικλ «τα σωθικά του Χάρκερ ήταν άδεια!» Επί τέλους ο ιατροδικαστής εδέησε να σηκώσει το κεφάλι του και να τους κοιτάξει. «Οφθαλμαπάτη, ένα παιχνίδι των φωτοσκιάσεων». Γέννημα-θρέμμα των υδρότοπων της Νέας Ορλεάνης, η Κάρσον δεν ήξερε τι θα πει χειμώνας. Όμως έτσι όπως ένιωσε τώρα το αίμα της να παγώνει, τύφλα να είχε το πιο τσουχτερό καναδέζικο ξεροβόρι, το καταχείμωνο. «Θέλω να δω τη σορό του», επέμεινε η κοπέλα. «Την παραδώσαμε στους οικείους του», της είπε ο Τζακ. «Ποιους οικείους του;» απόρησε ο Μάικλ. «Αυτό ήταν κλώνος, φτιαγμένος μέσα σε κάποιο καζάνι ή σε κανένα ντε-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

57

πόζιτο. Δεν είχε οικογένεια!) Με ένα ύφος σοβαρό κι επίσημο που μόνο χαρακτήρισα κό του δεν ήταν, ανέλαβε να τους απαντήσει ο Λουκ: «Είχε εμάς». Το πλισέ, σαν κυνηγόσκυλου, πρόσωπο του Τζακ, ήταν το ίδιο, όπως και την προηγούμενη μέρα, και τα προγούλια του, και η σάρκα που δίπλωνε στη βάση του λαιμού του, όλα ίδια. Ο Τζακ όμως δεν ήταν ο Τζακ! «Ναι, είχε εμάς», συμφώνησε ο Τζακ. Ο Μάικλ έχωσε το χέρι του στο εσωτερικό του σακακιού του για να τραβήξει το πιστόλι α πό τη θήκη του ώμου του, τη στιγμή που η Κάρσον έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, κι αμέσως μετά άλλο ένα, πλησιάζοντας προς την πόρτα. Ο ιατροδικαστής κι ο βοηθός του έμειναν ακίνητοι στις θέσεις τους, παρακολουθώντας τους άλλους δυο σιωπηλοί. Η Κάρσον περίμενε πως θα έβρισκε την πόρτα κλειδαμπαρωμένη, όμως δεν ήταν. Άνοιξε με την πρώτη. Διάβηκε το κατώφλι, όμως κανείς δεν επιχείρησε να της κόψει το δρόμο. Έτσι πισωπατώντας βγήκε από το Θάλαμο Αυτοψιών No 2, ακολουθούμενη από τον Μάικλ.

Κεφάλαιο 8

Δεν ήταν ούτε ένα εικοσιτετράωρο που είχε βγει η Έρικα Ήλιος από τη δεξαμενή δημιουργίας της, κι ο κόσμος που αντίκριζε γύρω της την άφηνε εκστατική. Κόσμος γεμάτος θαύματα, αλλά και τέρατα. Χάρη στην ιδιαίτερη φυσιολογία της, ο πόνος από τα ανελέητα χτυπήματα που της κατάφερνε ο Βίκτωρ Ήλιος ήταν σαν να γλιστρούσε πάνω στο γυμνό κορμί της όπως και το ζεστό νερό την ώρα που έπαιρνε το μπάνιο της και να την εγκατέλειπε, όμως δεν ίσχυε το ίδιο και με το αίσθημα ταπείνωσης που ένιωθε. Τα πάντα την έκαναν να μένει με το στόμα ανοιχτό, και σχεδόν τα πάντα την ενθουσίαζαν -όπως το νερό λόγου χάρη. Ξεπηδούσε ορμητικό από το τηλέφωνο της ντουζιέρας και κυλούσε πάνω της δημιουργώντας μικρά αστραφτερά ρυάκια που αντανακλούσαν παιχνιδίζοντας τα φώτα της οροφής του μπάνιου. Πολύτιμα πετράδια καμωμένα από νερό. Της άρεσε ο τρόπος που κατσάρωνε το νερό κυλώντας πάνω στο επιχρυσωμένο δάπεδο του μπάνιου και στρούφιζε όπως το ρουφούσε το λούκι. Διάφανο, κι ωστόσο πεντακά-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

59

θαρα ορατό. Κι ακόμη χαιρόταν ως το μεδούλι το διακριτικό, σχεδόν ανεπαίσθητο άρωμα του νερού, |tai την αίσθηση φρεσκάδας που της χάριζε απλόχερα. Ανάσαινε το άρωμα του σαπουνιού, τη μοσχοβολιά των υδρατμών που τόσο την ηρεμούσαν. Και μετά από το σαπούνι, το άρ|!ωμα της καλοπλυμένης επιδερμίδας επίσης την έκανε να νι|ώθει μια ευχάριστη ευεξία. Έχοντας λάβει τη μόρφωση τρς με το σύστημα του κατεβάσματος αρχείων απευθείας ojtov εγκέφαλο της, η Έρικα είχε έρθει στη ζωή με μια σαφι| γνώση του κόσμου. Όμως τα δεδομένα δεν μπορούν φυσικά να υποκαταστήσουν την εμπειρία, και τη βιωματική γνώση. Όλα τα εκατομμύρια δεδομένα που ήταν φορτωμένα στον εγκέφαλο της είχαν συμβάλει απλώς στη σκιαγράφηση ενός κόσμου που σε πολλά απείχε μίλια από τον πραγματικό. Όλα όσα είχε μάθει όσο καιρό «κυοφορείτο» μέσα στη δεξαμενή της. Δεν ήταν παρά μια νότα βγαλμένη έτσι τυχαία |από το χάιδεμα της χορδής μιας κιθάρας, το πολύ μια συγχορδία, τη στιγμή που ο κόσμος ήταν ένα συμφωνικό έργο, πολυσύνθετο στη δομή του, γεμάτο απίστευτη ομορφιά. Το μόνο άσχημο πράγμα που της είχε κάνει εντύπωση μέχρι τώρα, ήταν το κορμί του Βίκ^;ωρα. Γεννημένος από μάνα και πατέρα, όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι, κι έχοντας εξαιτίιις αυτού κληρονομήσει όλα τα κακά και τα άσχημα της φθαρτής σάρκας, ο Βίκτωρ είχε κάνει τεράστιες προσπάθειες όλα αυτά τα χρόνια με στόχο την επιμήκυνση της ζωής του και| τη διατήρηση του σφρίγους του. Το κορμί του ήταν σκαμμένο και οργωμένο από ουλές, κακοφορμισμένες και γεμάτες άπαίσια εξογκώματα. Η απέχθεια που ένιωθε η Έρικα για τον Βίκτωρα μόνο

60

Dean Koontz

σαν αγνωμσσύνη κι αχαριστία θα μπορούσε να εκληφθεί, και γι' αυτό ένιωθε ντροπή μεγάλη. Ήταν ο Βίκτωρ που της είχε δώσει ζωή και την είχε κάνει αυτή που ήταν, και το μόνο αντάλλαγμα που γύρευε ήταν αγάπη ή κάτι σαν αγάπη, τελοσπάντων. Μόλο που η Έρικα είχε καταφέρει να κρύψει την αποστροφή της, ο Βίκτωρ κάτι θα πρέπει να είχε ψυλλιαστεί, γιατί ήταν τρελός από θυμό όση ώρα έκαναν έρωτα. Την είχε χτυπήσει αρκετές φορές, την είχε βρίσει, και σε γενικές γραμμές ήταν πολύ βίαιος μαζί της. Έστω και μέσω της μεθόδου του κατεβάσματος δεδομένων απευθείας στον εγκέφαλο της, η Έρικα ήταν σε θέση να ξέρει πως αυτό που είχαν μοιραστεί αυτή κι ο Βίκτωρ ούτε καν φυσιολογικό δεν ήταν -πόσο μάλλον ιδανικό σεξ. Παρά το γεγονός πως τον είχε απογοητεύσει κατά τη διάρκεια της πρώτης ερωτικής τους συνεύρεσης, ο Βίκτωρ εξακολουθούσε να τρέφει γι' αυτήν κάποια έστω και χλιαρά αισθήματα τρυφεράδας. Όταν τελείωσε η πράξη, της είχε δώσει μερικές χαϊδευτικές ξυλιές στους γλουτούς -σε αντίθεση με το βίαιο κι ανελέητο τρόπο που την είχε χτυπήσει και γρονθοκοπήσει προηγουμένως- και της είχε πει: «Καλό ήταν». Η Έρικα ήξερε πως τα λόγια αυτά ο Βίκτωρ τα είχε πει έτσι από ευγένεια. Γιατί τα πράγματα μόνο καλά δεν είχαν εξελιχτεί. Η κοπέλα έπρεπε να μάθει να διακρίνει το στοιχείο της τέχνης στο κακάσχημο κορμί του, όπως ακριβώς οι άνθρωποι είχαν μάθει να διακρίνουν το στοιχείο της τέχνης στους κακάσχημους πίνακες του Τζάκσον Πόλοκ. Επειδή ο Βίκτωρ απαιτούσε απ' αυτήν να είναι σε θέση να παρακολουθεί και να συμμετέχει σε διάφορες συζητή-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

61

σεις επιπέδου, που θα γίνονταν στο πλαίσιο των περιστασιακών δεξιώσεων που δίνονταν στην έπαυλη με προσκεκλημένη όλη την αφρόκρεμα της πόλης, στα τελευταία στάδια της ολοκλήρωσης της στη δεξαιιενή, τής είχε «κατεβάσει» στον εγκέφαλο τόμους επί τ ό μ ω ν με αντικείμενο την κριτική τέχνης. Πολλά απ' τα όσα είχε μάθει της φαίνονταν ακατανόητα, όμως απέδιδε αυτή της την αδυναμία στην αφέλειά της. Ο δείκτης νοημοσύνης της ήταν υψηλότατος. Επομένως, αν στο μεταξύ αποκτούσε περισσότερη εμπειρία, το δίχως άλλο θα έφθανε στο σημείο να κατανοήσει πώς γινόταν το άσχημο, το μοχθηρό και το κακότροπο ν(α καταφέρνει στο τέλος να μοιάζει όμορφο και γοητευτικό,. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν απλώς να κοιτάξει τα πράγματα από τη σωστή οπτική γωνία. Θα προσπαθούσε, λοιπόν, να| διακρίνει την ομορφιά στο σκαμμένο από τις ουλές και τα σημάδια κορμί του Βίκτωρα. Θα γινόταν μια καλή σύζυγος, και τότε οι δυο τους θα ζούσαν την ευτυχία, όπως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα. Μέρος των δεδομένων που είχαν «φορτωθεί» στον εγκέφαλο της αποτελούσαν χιλιάδες αναφορές σε λογοτεχνικά έργα, όχι όμως ολόκληρα τα βι:3λία, τα θεατρικά ή τα ποιήματα από τα οποία προέρχονιταν αυτές οι αναφορές. Η Έρικα δεν είχε διαβάσει ποτέ ΰλόκληρο το έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Γνώριζε μόνο πω,ς ήταν ξακουστοί εραστές, κεντρικά πρόσωπα σ' ένα θεατρ|ικό του Σαίξπηρ. Ίσως λοιπόν θα της άρεσε τ'ιολύ να είχε διαβάσει όλα αυτά τα βιβλία και τα έργα των ρποίων την ύπαρξη γνώριζε και αναφερόταν σ' αυτά με μεγάλη ευκολία, όμως ο Βίκτωρ της το είχε απαγορεύσει. Απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα,

62

Dean Koontz

η προκάτοχος της, η Έρικα Τέσσερα είχε εξελιχθεί σε βιβλιοφάγο -μια ευχάριστη απασχόληση για να περνάει τον ελεύθερο χρόνο της, που ωστόσο, κατά ένα μυστήριο τρόπο, την είχε βάλει σε μπελάδες, με αποτέλεσμα ο Βίκτωρ να μην έχει άλλη επιλογή από το να την εξοντώσει. Τα βιβλία ήταν επικίνδυνα, μια κακή επιρροή που μόλευε τη σκέψη. Άρα λοιπόν μια καλή και σωστή σύζυγος θα έπρεπε να αποφεύγει τα βιβλία. Μπανιαρισμένη τώρα, νιώθοντας φρέσκια κι όμορφη, ντυμένη με ένα ανάλαφρο κίτρινο φόρεμα από ατόφιο μετάξι, η Έρικα βγήκε από την κυρίως κρεβατοκάμαρα για μια εξερεύνηση στην υπόλοιπη έπαυλη. Αισθανόταν σαν τη δίχως όνομα αφηγήτρια και συνάμα ηρωίδα στο έργο Ρεβέκκα, που περιδιάβαινε για πρώτη φορά τους χώρους και τα όμορφα δωμάτια του Μάντερλεϊ. Στο χολ του επάνω ορόφου έπεσε πάνω στον Γουίλιαμ, τον μπάτλερ, που ήταν γονατισμένος σε μια γωνιά κι έκοβε δαγκώνοντας τα δάχτυλα των χεριών του.

Κεφάλαιο 9

Όπως πήγαιναν πατημένοι με xc| πολιτικό σεντάν, με το μυαλό της κολλημένο σε αυτό που γύρευε πάντα όταν αντιμετώπιζε κάποια δύσκολη κατάσταση -ένα πιάτο καλό ντόπιο φαγητό- η Κάρσον γύρισε και ε|ίπε στον Μάικλ: «Ακόμη κι αν ήσουν η μάνα του Τζακ Ρότζέρς ή η γυναίκα του, πάλι δε θα καταλάβαινες πως το πρωτότυπο έχει αντικατασταθεί με κάποιο πιστό αντίγραφο». «Ακόμα κι αν ήμαστε ήρωες σε ένα μυθιστόρημα νότιου γοτθικού τρόμου» είπε ο Μάικ>1 «όπου εγώ θα ήμουν και η μάνα του Τζακ, αλλά και. η γυνάίκα του, πάλι δε θα καταλάβαινα ότι μου τον είχαν αντικαταστήσει». «Αυτός ήταν ο Τζακ». «Όχι, δεν ήταν ο Τζακ». «Το ξέρω πως δεν ήταν» απά^ τησε η Κάρσον φουρκισμένη «όμως ήταν». Οι παλάμες των χεριών της f ταν κάθιδρες. Σκούπισε τα χέρια της πάνω στο τζιν της, πρώτα το ένα ύστερα το άλλο. «Άρα λοιπόν ο Ήλιος δε φτι ίχνει απλώς αυτά τα κατασκευάσματα της Νέας Ράτσας, αλλά και τα διασκορπίζει

64

Dean Koontz

στην πόλη εφοδιασμένα με πλαστά βιογραφικά κι έγγραφα», είπε ο Μάικλ. «Είναι σε θέση παράλληλα να κατασκευάζει και αντίγραφα υπαρκτών ανθρώπων», συμπλήρωσε το συλλογισμό του η Κάρσον. «Πώς το καταφέρνει όμως;» «Σιγά το δύσκολο. Πώς έκαναν την Ντόλι;». «Ποια Ντόλι;» «Την Ντόλι την προβατίνα. Θυμάσαι μερικά χρόνια πριν, όταν μια ομάδα επιστημόνων κλωνοποίησε ένα πρόβατο σε κάποιο εργαστήριο, και το βάφτισαν Ντόλι;» «Μα αυτό ήταν πρόβατο, που να πάρει και να σηκώσει. Εδώ πρόκειται για κοτζάμ ιατροδικαστή! Μη μου λες λοιπόν, "σιγά το δύσκολο"». Το ανελέητο λιοπύρι του μεσημεριού έβαζε φωτιά στα παρμπρίζ και τα ζωηρά χρώματα των αυτοκινήτων που κινούνταν πάνω κάτω στο δρόμο, τόσο που νόμιζες πως το κάθε αμάξι από στιγμή σε στιγμή θα λαμπάδιαζε τυλιγμένο στις φλόγες ή πως θα καταντούσε μια μάζα λιωμένα σιδερικά. «Αν μπόρεσε κι έφτιαξε αντίγραφο του Τζακ Ρότζερς» είπε τώρα η Κάρσον «τότε σίγουρα θα μπορεί να φτιάξει αντίγραφο του οποιουδήποτε». «Που θα πει πως εσύ, κυρία μου, μπορεί και να μην είσαι η πραγματική Κάρσον». «Όχι, εγώ είμαι η πραγματική Κάρσον». «Κι εγώ πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;» «Κι εγώ πως μπορώ να ξέρω πως, αν πας στην τουαλέτα, αυτός που θα βγει δε θα είναι κάποιο τέρας, πιστό σου αντίγραφο;» «Ε, το αντίγραφο δε θα έχει τόση πλάκα, όση έχω εγώ»,

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

65

της είπε ο Μάικλ. «Κι όμως ο καινούριος Τζακ διαθέτει χιούμορ. Θυμάσαι την παρατήρηση του για το νεκρ5 γέρο που είχε ξαπλωμένο στο τραπέζι, ότι έστω και ψόφιος, διέθετε πιο έντονη προσωπικότητα από ένα μπάτσο της Διεύθυνσης Ανθρωποκτονιών;» «Ναι, πολύ αστείο, τι να σου πω! Ξεραθήκαμε στα γέλια». «Γι' αυτόν όμως ήταν επαρκώ^ αστείο». «Άλλωστε ο πραγματικός Τζακ δε διακρινόταν για το χιούμορ του». «Εκεί θέλω να καταλήξω», είπε η Κάρσον. «Αυτά τα πλάσματα μπορούν να είναι τόσο αστεία, όσο ακριβώς απαιτεί η περίσταση». «Αν πιστέψω πως αυτό είναι αλήθεια, τότε το πράγμα καταντάει εφιαλτικό», είπε ο Μάικλ. «Όμως σε πάω στοίχημα ό,τι θέλεις πως, αν σου ρίξουν αΑό δίπλα ένα σικέ Μάικλ, θα είναι τόσο σπιρτόζος όσο κι ένα κούτσουρο». Στη γειτονιά από την οποία περνούσαν τώρα, στο δρόμο δεξιά κι αριστερά έβλεπες εξοχικές μονοκατοικίες. Μερικά απ' αυτά τα σπίτια κατοικούνταν κανονικά, άλλα στέγαζαν μαγαζιά κι επιχειρήσεις. Η γαλάζια και κίτρινη μονοκάτοικία στη γωνιά του δρόμου έμοιαζε με κανονικό σπίτι, ε|κτός από εκείνη τη φωτεινή πινακίδα στο μπροστινό παράθυρο της που έγραφε σε Κεϊτζούν* αγγλικά της Νέας Ορλεάνης: WONDERMOUS EATS, FOR TRUE, που μεταφραζόμενο σήμαινε: «Καλό φαγητό, όχι ψέματα». Ο Μάικλ προτιμούσε να το αποδίδει ως: «Καλό φαγητό, :

Κεϊτζούν (Cajun): Γαλλόφωνοι της Νέας ΙΟρλεάνης. Σ.τ.Μ.

66

Dean Koontz

όχι μαλακίες» έτσι μερικές φορές έλεγε: «Πάμε να φάμε καλό φαγητό, όχι μαλακίες». Κατά πόσο τώρα αυτό το WONDERMOUS EATS αποτελούσε το όνομα του μαγαζιού ή ήταν απλώς ένα διαφημιστικό σλόγκαν, η Κάρσον δεν είχε την παραμικρή ιδέα. Στην κορυφή των φτηνιάρικων, φωτοτυπημένων μενού δεν αναφερόταν το όνομα του μαγαζιού, αλλά ούτε και στο κάτω μέρος. Στα δυο διπλανά οικόπεδα είχαν γκρεμίσει τις μονοκατοικίες, όμως οι υπεραιωνόβιες οξιές την είχαν γλιτώσει και τώρα όρθωναν το ανάστημά τους. Ανάμεσα στα δέντρα, κάτω από τη σκιά τους, ήταν σταθμευμένα αυτοκίνητα. Το παχύ στρώμα από ξεραμένα φύλλα, που έμοιαζαν σαν σκόρπια τσόφλια από καρύδια, έτριζαν κάτω από το βάρος των τροχών του σεντάν, και πιο ύστερα κάτω από το βάρος των πελμάτων της Κάρσον και του Μάικλ, όπως πλησίαζαν στο εστιατόριο. Αν τα σχέδια του Ήλιος για τον αφανισμό της ανθρωπότητας απέφεραν καρπούς, η αντικατάσταση των κανονικών ανθρώπων με ανθρωποειδή με μονοδιάστατες νοητικές ικανότητες θα σήμαινε και το τέλος μαγαζιών όπως το WONDERMOUS EATS, FOR TRUE. Στον καινούριο κόσμο που οραματιζόταν, δε θα υπήρχε θέση ούτε για εκκεντρικότητες ούτε για ομορφιά και γοητεία. Οι αστυνομικοί, ερχόμενοι σε επαφή με τα χειρότερα αποβράσματα, στο τέλος καταντούσαν κυνικοί, αν όχι μοχθηροί και σκληρόκαρδοι. Αίφνης όμως οι άνθρωποι με όλα τα τρωτά και τα κουσούρια τους, και μ' όλη τη βλακεία που τους έδερνε, στα μάτια της Κάρσον άρχισαν να φαντάζουν πλάσματα πανέμορφα κι ανεκτίμητα, όπως άλλωστε και η

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

67

φύση, αλλά κι ο κόσμος ολόκληρος. Επέλεξαν να καθίσουν ο' ένο τραπέζι έξω, κάτω από τη σκιά μιας οξιάς, μακριά από τους υπόλοιπους πελάτες του μαγαζιού. Παράγγειλαν παναρισμένες ποταμίσιες καραβίδες και σαλάτα από τηγανισμένες μπάμιες, και για δεύτερο τζαμπαλάγια*, με γαρίδες και ζαμπόν. Αυτό τώρα ήταν ένα γεύμα ohντίστασης. Αν κατάφερναν ακόμη να απολαμβάνουν τέτοια ξεγυρισμένα γεύματα, τότε σίγουρα το τέλος του κόσμου βρισκόταν μακριά ακόμη, κι όσο για τους ίδιους, μόνο ψόφιοι και τελειωμένοι δεν αισθάνονταν. «Και πόσος καιρός χρειάζεται για να φτιάξεις έναν Τζακ Ρότζερς», αναρωτήθηκε φωναχίτά ο Μάικλ, όταν απομακρύνθηκε η γκαρσόνα. «Αν ο Ήλιος μπορεί να φτιάξει τον οποιονδήποτε μέσα σ' ένα βράδυ -αν έχει δηλαδή προχωρήσει τόσο πολύ -τότε σίγουρα την κάναμε», του αποκρίθηκε η Κάρσον. «Το πιο πιθανό είναι ότι αντικαθιστά με δικούς του, ανθρώπους που κατέχουν νευραλγικά πόστα στην πόλη, κι αυτό σε σταθερή βάση, κι ο Τζακ πρέπει να ήταν ήδη στη λίστα του». «Δηλαδή, όταν ο Τζακ διενήργησε την πρώτη αυτοψία στο πτώμα κάποιου της Νέας Ράτσας και κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά, ο Ήλιος τον αντικατέστησε με το δικό τον Τζακ μια ώρα αρχύτερα». «Έτσι θέλω να πιστεύω κι εγώ», παρατήρησε ο Μάικλ. «Κι εγώ». «Γιατί κανείς απ' τους δυο μας δεν είναι μέγας και πολύς. Στη λίστα του Βίκτωρα, τα ονόματά μας δε θα βρίσκονται * Προπομπός της παέγια. Σ.τ.Μ.

68

Dean Koontz

καν ανάμεσα σε εκείνα του δημάρχου και τους αρχηγούς της αστυνομίας». «Δεν είχε κανένα λόγο να πιάσει να κατασκευάσει ένα Μάικλ και μια Κάρσον», συμφώνησε η κοπέλα. «Όμως όλα αυτά μέχρι χθες ίσως». «Μπα, εγώ νομίζω πως ούτε τώρα θα καταδεχτεί να ασχοληθεί μαζί μας». «Γιατί του είναι πιο εύκολο να βάλει απλώς να μας σκοτώσουν». «Πανεύκολο». «Κι αυτό τον Λουκ, τον αντικατέστησε ή ήταν ευθύς εξ αρχής ένας από τους δικούς του;». «Εγώ δεν πιστεύω πως υπήρξε ποτέ αυθεντικός Λουκ», είπε ο Μάικλ. «Άκου τώρα τι καθόμαστε και κουβεντιάζουμε». «Δεν έχεις άδικο». «Να δω πότε θ' αρχίσουμε να φοράμε και καπελάκια από αλουμινόχαρτο, για να προστατευόμαστε από τους εξωγήινους με την ικανότητα να διαβάζουν τις σκέψεις μας». Ο βαρύς από τη ζέστη και την υγρασία αέρας σου έδινε την αίσθηση πως τα πάντα γύρω ήταν ρευστά. Πάνω από τα κεφάλια τους, τα κλαριά των δέντρων κρέμονταν σε απόλυτη ακινησία. Ολόκληρος ο κόσμος ήταν σαν να βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής για τα χειρότερα. Η γκαρσόνα τους έφερε αυτά που είχαν παραγγείλει κι από κοντά δυο μπουκάλια παγωμένη μπύρα. «Αλκοόλ εν ώρα υπηρεσίας», σχολίασε η Κάρσον, απορώντας και η ίδια με την παρασπονδία της. «Δεν αντιτίθεται στον εσωτερικό κανονισμό, όταν ο κόσμος απειλείται με Αρμαγεδών», την καθησύχασε ο Μάικλ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

69

«Μέχρι χθες ακόμη, νόμιζες πως όλα αυτά ήταν παραμύθια, κι όσο για μένα, πίστευα πας μου είχε στρίψει». «Τώρα εκείνο που δεν μπορώ να πιστέψω, είναι πώς γίνεται και δεν έχουν σκάσει μύτη ακόμη ο Δράκουλας κι ο Λυκάνθρωπος». Έφαγαν τις παναρισμένες καραβίδες τους, και δοκίμασαν τη σαλάτα τις τηγανητές μπάμιε^ σιωπηλοί κι απολαμβάνοντας το φαγητό τους, παρά την όποια ένταση που πλανιόταν στον αέρα. Λίγο προτού έρθει κι η τζαμπάλάγια που είχαν παραγγείλει, η Κάρσον κοίταξε προς το μέρος του και είπε: «Ωραία, είτε με την πατέντα της κλωνοπο||ίησης, είτε με κάποιον άλλο τρόπο μπορεί και δημιουργεί ένα τέλειο φυσικό αντίγραφο του Τζακ. Όμως πώς τον κάνει ο κερατάς αυτό τον Τζακ του και συμπεριφέρεται σαν κανονικός ιατροδικαστής; Θέλω να πω, πώς καταφέρνει και μεταβιβάζει στο αντίγραφο του τις γνώσεις και την επιστημονική >|ατάρτιση που ο κανονικός Τζακ έκανε μια ζωή για να αποκτήσει; Τις μνήμες τον;» «Εμένα ρωτάς; Αν ήξερα τον τρόπο, τώρα θα είχα το δικό μου μυστικό εργαστήριο, και θα αποκτούσα εγώ παγκόσμια κυριαρχία». «Με τη διαφορά πως ο δικός| σου κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος απ' αυτόν εδώ», παρατήρησε η κοπέλα. Ο Μάικλ ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος. «Έλα!» «Τι, έλα;» «Αυτό ήταν γλυκό». «Τι ήταν γλυκό;» «Αυτό που μόλις είπες». «Σιγά μην ήταν γλυκό». «Ήταν».

70

Dean Koontz

«Δεν ήταν». «Ποτέ άλλοτε δεν ήσουν τόσο γλυκιά μαζί μου». «Αν ξαναχρησιμοποιήσεις αυτή τη λέξη ακόμα μια φορά θα σε πλακώσω στο ξύλο», του είπε. «Εντάξει». «Το εννοώ». «Το ξέρω », είπε ο Μάικλ, κι ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του. «Άκου, γλυκό», είπε η Κάρσον ξινίζοντας τα μούτρα της και κουνώντας το κεφάλι της αηδιασμένη. «Πρόσεξε, κακομοίρη μου, γιατί δεν το έχω σε τίποτε να σε πυροβολήσω». «Αυτό, απ' την άλλη, αντιτίθεται στον εσωτερικό κανονισμό, έστω κι αν απειλείται ο κόσμος με Αρμαγεδών». «Ναι, αλλά έτσι κι αλλιώς το πολύ σε μια μέρα θα έχεις εγκαταλείψει το μάταιο ετούτο κόσμο». Ο Μάικλ συμβουλεύτηκε το ρολόι του. «Σε λιγότερο από είκοσι τρεις ώρες, τώρα». Στο μεταξύ εμφανίστηκε και η γκαρσόνα, κρατώντας δυο πιάτα με τζαμπαλάγια. «Να φέρω δυο μπύρες ακόμη;» «Και δε φέρνεις;» αποκρίθηκε η Κάρσον. «Το γιορτάζουμε, ξέρεις», εξήγησε ο Μάικλ στην γκαρσόνα. «Έχεις γενέθλια;» «Όχι» αποκρίθηκε ο ντετέκτιβ «αλλά είναι σαν να τα έχω, έτσι γλυκιά που είναι σήμερα μαζί μου». «Είσαστε χαριτωμένο ζευγαράκι», σχολίασε η γκαρσόνα, κι έκανε μεταβολή να πάει να φέρει τις μπύρες. «Χαριτωμένο;» επανέλαβε η Κάρσον. «Ήρεμα, μην την αρχίσεις στις πιστολιές», την ικέτεψε ο Μάικλ. «Μπορεί να έχει τρία μικρά παιδιά και ανάπηρη μη-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

71

τερα». «Ένας λόγος παραπάνω να προσέχει τα λόγια της», ειπε η Κάρσον. Στη σιωπή που ακολούθησε, απόλαυσαν την τζαμπαλάγια τους και την παγωμένη μπύρα, μέχρι που κάποια στιγμή είπε ο Μάικλ: «Δεν αποκλείεται όλοι όσοι κατέχουν θέσεις-κλειδιά στη διοίκηση της πόλης να είναι κατασκευάσματα του Βίκτωρα». «Αυτό ξαναπές το». «Ο πολυαγαπημένος αρχηγός μας». «Δεν αποκλείεται στη θέση τ ου να υπηρετεί από χρόνια ένα πιστό αντίγραφο του». «Το ίδιο μπορεί να ισχύει κάι για τους μισούς από τους συναδέλφους μας». «Ίσως παραπάνω από τους μι σους». «Τα ίδια ίσως και στο τοπικό /ραφείο του Εφ Μπι Αι», «Δικά του όργανα όλοι τους», είπε η Κάρσον. «Οι άνθρωποι της εφημερίδας και των ντόπιων ΜΜΕ». «Δικοί του κι αυτοί». «Καλά, δικοί του ξε-δικοίτου πότε ήταν η τελευταία φορά που έδωσες μπέσα σε δημοσιογράφο; «Έλα μου, ντε», συμφώνησε η κοπέλα μαζί του. «Όλοι τους θέλουν να σώσουν τον κόσμχο, όμως καταλήγουν να βοηθούν προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση». Η Κάρσον κοίταξε τώρα τα χέρια της. Ήξερε ότι ήταν χέρια γερά και άξια -ποτέ δεν την είχαν προδώσει. Κι όμως τη συγκεκριμένη στιγμή της φάνταζαν λεπτεπίλεπτα, εύθραυστα σχεδόν. Είχε ξοδέψει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της πασχίζοντας να αποκαταστήσει το καλό όνομα του πατέρα της. Μπά-

72

Dean Koontz

τσος κι εκείνος, που τον είχε ξαπλώσει νεκρό κάποιος έμπορος ναρκωτικών. Λεγόταν πως ο πατέρας της ήταν σκάρτος, χωμένος ως το λαιμό στο αλισβερίσι με τα ναρκωτικά, κι ότι τελικά τον είχε «φάει» κάποιος ανταγωνιστής ή ότι είχε πέσει θύμα μιας συναλλαγής που είχε στραβώσει. Κι η μητέρα της είχε σκοτωθεί στη διάρκεια εκείνου του περιστατικού. Η Κάρσον ανέκαθεν είχε την πεποίθηση πως η επίσημη εκδοχή για το συμβάν ήταν ένα τεράστιο ψέμα. Ο πατέρας της είχε ξεσκεπάσει κάτι που κάποιοι ισχυροί ήθελαν να παραμείνει θαμμένο. Τώρα αναρωτιόταν μήπως ο ισχυρός της υπόθεσης ήταν ένας και μοναδικός: ο Βίκτωρ Ήλιος. «Λοιπόν, και τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;» τη ρώτησε τώρα ο Μάικλ. «Αυτό σκεπτόμουν κι εγώ». «Το φαντάστηκα». «Τον ξεπαστρεύουμε, πριν προλάβει να μας ξεπαστρέψει εκείνος». «Στα λόγια, ακούγεται εύκολο. Στην πράξη όμως...» «Και στην πράξη, αρκεί να είσαι έτοιμος να θυσιάσεις και τη ζωή σου ακόμη προκειμένου να τον βγάλεις απ' τη μέση». «Δεν έχω πρόβλημα» είπε ο Μάικλ «αλλά ούτε τρελαίνομαι κιόλας». «Δεν έγινες μπάτσος με μοναδικό στόχο να πάρεις μια καλή σύνταξη». «Καλά το είπες. Το βαθύτερο κίνητρο μου ήταν να κάνω τη ζωή του κοσμάκη δύσκολη». «Να παραβιάζεις και να καταστρατηγείς τα ατομικά του δικαιώματα», υπερθεμάτισε η Κάρσον. «Η καλύτερή μου. Πάντα μου άρεσε».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

73

«Θα χρειαστούμε όπλα», είπε η Κάρσον. «Μα έχουμε όπλα». «Θα χρειαστούμε μεγαλύτερα όπλα απ' αυτά που έχουμε».

Κεφάλαιο 10

Η μόρψωοη που είχε λάβει η Έρικα Πέντε όσον καιρό βρισκόταν στη δεξαμενή δημιουργίας της, δεν την είχε προετοιμάσει για να αντιμετωπίσει κάποιον που κυριολεκτικά κατακρεουργούσε με δαγκωματιές τα δάχτυλά του. Αν τώρα είχε αποφοιτήσει από κάποιο κανονικό πανεπιστήμιο αντί από ένα εικονικής πραγματικότητας, ίσως και να ήξερε με την πρώτη τι θα έπρεπε να κάνει. Ο μπάτλερ, ο Γουίλιαμ, ανήκε κι αυτός στη Νέα Ράτσα, κι ως εξ αυτού το πετσόκομμα των δακτύλων του δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Θα έπρεπε να ασχοληθεί με το θέμα με μεγάλη υπομονή και μεθοδικότητα. Απ' την άλλη όμως οι σιαγόνες και τα δόντια του ήταν το ίδιο γερά και ανθεκτικά κατασκευασμένα, όσο και τα οστά των δακτύλων του. Γιατί διαφορετικά το όλο εγχείρημα θα ήταν όχι απλώς πολύ δύσκολο, αλλά ακατόρθωτο. Έχοντας ήδη ακρωτηριάσει τα τρία δάχτυλα του αριστερού του χεριού, από αριστερά προς τα δεξιά, τώρα ο Γουίλιαμ πάσχιζε να κόψει δαγκώνοντας και το δείκτη του. Τα τρία κομμένα δάχτυλά ήταν πεσμένα στο πάτωμα. Το ένα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

75

μάλιστα ήταν κυρτωμένο, σαν να έκανε νόημα στην Έρικα να το πλησιάσει. Όμοια με τους άλλους του είδους του, ο Γουίλιαμ είχε τη δυνατότητα να καταπνίγει μέσα του εντελώς το αίσθημα του πόνου. Ήταν φανερό πως αυτό είχε κάνει και τώρα. Ούτε έκλαιγε ούτε καν κλαυθμύριζε ή βογκούσε από πόνο. Απλώς, όπως πάσχιζε να κόψει δαγκώνοντας τα δάχτυλά του, μονολογούσε κάτι ακατάληπτα. Όταν με τα πολλά κατάφερε να κόψει και το δείκτη του, τον έφτυσε κι ύστερα άρχισε να λέει υστερικά: «Τικ, τοκ, τικ. Τικ, τοκ, τικ. Τικ, τοκ, τικ, τοκ, τικ, τικ, τικ!» Αν τώρα ο μπάτλερ ήταν της Παλιάς Ράτσας, δηλαδή άνθρωπος κανονικός, οι τοίχοι και το χαλί του διαδρόμου θα είχαν γεμίσει αίματα. Όμως, παρόλο που τα τραύματά του άρχιζαν να κλείνουν σχεδόν από τη στιγμή που τα δημιουργούσε, ο Γουίλιαμ είχε πάντως δημιουργήσει μια κάποια ακαταστασία. Η Έρικα δεν μπορούσε να διανοηθεί καν γιατί στην ευχή ο γονατισμένος μπάτλερ επιδιδόταν στο σπορ του αυτοακρωτηριασμού, και σε τι αποσκοπούσε, και την είχε κυριεύσει απόγνωση έτσι που τον έβλεπε να προκαλεί τέτοια ανεπανόρθωτη ζημιά στον εαυτό του, που όμως αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο του αφέντη του. «Γουίλιαμ» του φώναξε. «Γουίλιαμ, τι έχεις πάθει;» Ο μπάτλερ ούτε που της αποκρίθηκε ούτε που κοίταξε προς το μέρος της. Απλώς έχωσε τώρα τον αντίχειρά του στο στόμα του και συνέχισε το βιολί του, της ανελέητης αποψίλωσης των άκρων του. Επειδή τώρα η έπαυλη ήταν μεγάλη, κι επειδή η Έρικα Πέντε δεν μπορούσε να ξέρει αν κάποιο άλλο μέλος του

76

Dean Koontz

υπηρετικού προσωπικού βρισκόταν εκεί κοντά, δίστασε να καλέσει σε βοήθεια, γιατί θα ήταν αναγκασμένη να φωνάξει πολύ δυνατά. Ήξερε πολύ καλά πως ο Βίκτωρ ήθελε τη γυναίκα του ραφινάτη και με καλούς τρόπους μπροστά σε τρίτους. Όπως καλή ώρα και ο μπάτλερ, όλοι του υπηρετικού προσωπικού ήταν κατασκευάσματα της Νέας Ράτσας. Έστω κι έτσι όμως, οι χώροι πέρα από τους τέσσερις τοίχους της κυρίως κρεβατοκάμαρας θεωρούνταν λίγο πολύ δημόσιοι. Μοιραία λοιπόν μπήκε ξανά στην κρεβατοκάμαρα και πάτησε στη συσκευή του τηλεφώνου το κουμπί ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΛΗΣΗΣ που ενεργοποιούσε το σύστημα ενδοσυνεννόησης. Αυτό θα ενεργοποιούσε όλα τα ίντερκομ σε όλα τα δωμάτια της έπαυλης. «Σας μιλάει η κυρία Ήλιος», είπε στο μικρόφωνο. «Ο Γουίλιαμ είναι στο χολτου επάνω ορόφου και κόβει δαγκώνοντας τα δάχτυλά του. Χρειάζομαι βοήθεια». Όταν βγήκε πάλι έξω στο χολ, ο Γουίλιαμ είχε τελειώσει και με τον αντίχειρα του αριστερού του χεριού, και τώρα πάσχιζε να κόψει το μικρό δαχτυλάκι του δεξιού του. «Γουίλιαμ, αυτό που κάνεις είναι εντελώς παράλογο», προσπάθησε να τον συνετίσει. «Ο Βίκτωρ μας έχει φτιάξει με μοναδικό τρόπο, όμως τα μέλη μας δεν ξαναφυτρώνουν, όταν τα χάνουμε». Σαν να μιλούσε στον τοίχο, καθώς ο άλλος συνέχιζε κανονικά το μακάβριο έργο του. Αφού έκοψε και το μικρό του δαχτυλάκι και το έφτυσε στο πάτωμα, όπως ήταν γονατισμένος, έγειρε το κορμί του μπρος-πίσω: «Τικ, τοκ, τικ, τοκ, τικ, τικ, ΤΙΚ, ΤΙΚ!» Η ένταση και το επιτακτικό στον τόνο της φωνής του ενερ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

77

γοποίησαν διασυνδέσεις με σχετικά ζητήματα που είχαν εμφυτευθεί στον εγκέφαλο της Έρικα. «Γουίλιαμ, κάνεις ακριβώς όπως ο Άσπρος Ααγός, που διασχίζει τρέχοντας το λιβάδι, με το ρολόι τσέπης ανά χείρας, για να προλάβει να πάρει το τσάι του με τον Τρελό Καπελά». Προς στιγμή σκέφτηκε να τον πιάσει από το χέρι που του είχαν απομείνει ακόμη τέσσερα δάχτυλα, συγκρατώντας τον έτσι κατά το δυνατόν. Δεν τον φοβόταν, όμως από την άλλη ούτε ήθελε να πάρει τέτοιες πρωτοβουλίες. Η μόρφωση που είχε πάρει όσον καιρό ήταν ακόμη στη δεξαμενή, την είχε διδάξει τρόπους και καλή συμπεριφορά στον ύψιστο βαθμό. Σε κάθε κοινωνική εκδήλωση, από μια απλή δεξίωση μέχρι μια ακρόαση με τη Βασίλισσα της Αγγλίας, η Έρικα γνώριζε μέχρι κεραίας πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί. Ο Βίκτωρ ήταν ανυποχώρητος στην επιθυμία του να έχει δίπλα του μια σύζυγο με άψογους τρόπους, που θα γνώριζε πώς να σταθεί σε κάθε περίπτωση. Κρίμα που ο Γουίλιαμ δεν ήταν η Βασίλισσα της Αγγλίας. Ούτε καν ο Πάπας. Ευτυχώς η Κριστίν, η αρχι-οικονόμος, μάλλον βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Την άλλη στιγμή εμφανίστηκε να ανεβαίνει δυο-δυο τα σκαλιά. Η οικονόμος δεν έδειξε να ταράζεται απ' το όλο θέαμα. Η έκφρασή της ήταν μεν σοβαρή, αλλά εντελώς συγκρατημένη. Ζυγώνοντας, έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο από την τσέπη της λευκής στολής της και κάλεσε έναν αριθμό πατώντας το κουμπί της επανάληψης. Η άμεση και αποτελεσματική αντίδραση της Κριστίν ξάφνιασε την Έρικα. Αν υπήρχε ένας αριθμός που έπρεπε να

78

Dean Koontz

καλέσει κάποιος για να αναφέρει έναν άνθρωπο που έκοβε τα δάχτυλά του δαγκώνοντάς τα, τότε τον αριθμό αυτόν θα έπρεπε να τον γνωρίζει κι η Έρικα. Ποιος ξέρει, ίσως κάποια από το σύνολο των δεδομένων που είχαν «φορτωθεί» στον εγκέφαλο της, είχαν ξεστρατίσει. Η σκέψη και μόνο της προξένησε μεγάλη ανησυχία. Ο Γουίλιαμ σταμάτησε να κουνιέται μπρος-πίσω όπως ήταν γονατισμένος, κι έβαλε τον παράμεσο του δεξιού του χεριού στο στόμα του. Στο μεταξύ στη σκάλα έκαναν την εμφάνισή τους κι άλλα μέλη του υπηρετικού προσωπικού -τρία, τέσσερα, πέντε. Ανέβαιναν τα σκαλιά, όμως όχι με τη σβελτάδα της Κριστίν. Όλοι τους είχαν ένα αλλοπαρμένο ύφος. Ό χ ι πως έμοιαζαν με ξωτικά, αλλά σαν να είχαν αντικρίσει οι ίδιοι κάποιο φάντασμα. Αυτό τώρα ήταν εντελώς παράλογο. Ως εκ του προγραμματισμού τους, η Νέα Ράτσα ήταν άθεη, άρα και απαλλαγμένη από κάθε είδους θρησκοληψίες και προλήψεις. «Κύριε Ήλιος» είπε τώρα η Κριστίν στο κινητό «μας προέκυψε κι άλλη Μάργκαρετ». Στο λεξιλόγιο της Έρικα δεν υπήρχε ο ορισμός της λέξης Μάργκαρετ, πέραν του ότι επρόκειτο για γυναικείο όνομα. «Όχι, κύριε» είπε τώρα η Κριστίν στο κινητό «δεν πρόκειται για την κυρία Ήλιος, αλλά για τον Γουίλιαμ. Κόβει δαγκώνοντας τα δάχτυλά του». Η Έρικα ένιωσε ν' απορεί στη σκέψη πως ο άντρας της μπορούσε έστω και να διανοηθεί πως η ίδια επιχειρούσε να κόψει δαγκώνοντας τα δάχτυλά της. Ήταν απολύτως σίγουρη πως δεν του είχε δώσει την παραμικρή αφορμή για να

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

79

σκεφτεί κάτι τέτοιο. Φτύνοντας και το δεύτερο δάχτυλο του δεξιού του χεριού στο πάτωμα, ο Γουίλιαμ, άρχισε πάλι να κουνιέται μπρος, πίσω όπως ήταν γονατισμένος και να μουρμουρίζει: «Τικ, τοκ, τικ, τοκ...» Η Κριστίν κράτησε το κινητό κοντά στον Γουίλιαμ για ν' ακούσει κι ο Βίκτωρ την παράξενη μονωδία του. Στο μεταξύ οι άλλοι πέντε του υπηρετικού προσωπικού είχαν φτάσει στην κορυφή της σκάλας. Στάθηκαν στο χολ σιωπηλοί, ανέκφραστοι, σαν αυτόπτες μάρτυρες αυτού που συνέβαινε. «Ετοιμάζεται τώρα να αρχίσει να δαγκώνει το όγδοο δάχτυλο του, κύριε Ήλιος», είπε η Κριστίν στο τηλέφωνο». Έμεινε για λίγο σιωπηλή ν' ακούσει τι της έλεγε ο άλλος. «Μάλιστα, κύριε», είπε τέλος. Σταματώντας την ψαλμωδία του τώρα ο Γουίλιαμ, όπως πήγε να δαγκώσει το όγδοο από τα δάχτυλα των χεριών του, η Κριστίν πρόλαβε και τον άρπαξε από τα μαλλιά, κι αυτό όχι με πρόθεση να τον σταματήσει από τη διαδικασία αυτοακρωτηριασμού του, αλλά απλώς για να μην κουνιέται μπρος πίσω, γιατί ήθελε να κρατήσει σταθερά το κινητό τηλέφωνο κοντά στο αυτί του. Την άλλη στιγμή ο Γουίλιαμ σαν να κοκάλωσε, επικεντρώνοντας την προσοχή του σ' αυτά που του έλεγε ο Βίκτωρ Ήλιος. Σταμάτησε να δαγκώνει το δάχτυλο του. Με το που άφησε η Κριστίν τα μαλλιά του, ο μπάτλερ έβγαλε το δάχτυλο του από το στόμα του κι έμεινε να το κοιτάζει σαστισμένος. Ένας ρίγος διαπέρασε το κορμί του, κι ύστερα ένα δεύτερο. Όπως ήταν γονατισμένος, έγειρε και σωριάστηκε στο

80

Dean Koontz

πλάι. Είχε τα μάτια του ορθάνοιχτα, ακίνητα. Το ίδιο ανοιχτό είχε και το στόμα του, ίδιο με ανοιχτή πληγή. «Εντάξει, είναι νεκρός τώρα, κύριε Ήλιος», είπε τώρα η Κριστίν στο τηλέφωνο. Κι ύστερα: «Μάλιστα, κύριε». Και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα: «Θα κάνω όπως μου είπατε, κύριε». Κλείνοντας το κινητό, η Κριστίν κοίταξε με σοβαρό ύφος την Έρικα. Όλοι του υπηρετικού προσωπικού κοιτούσαν τώρα την Έρικα. Και ήταν σαν να έβλεπαν φάντασμα. Η κοπέλα ένιωσε ένα ρίγος τρόμου να διατρέχει το κορμί της. Κάποιος από τους υπηρέτες, ονόματι Έντουαρντ, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Καλώς ήρθατε στον κόσμο μας, κυρία Ήλιος».

Κεφάλαιο 11

Ο διαλογισμός είναι κάτι που συνήθως γίνεται σε κατάσταση απόλυτης ακινησίας, αν και ορισμένοι άνθρωποι, αντιμέτωποι με δυσεπίλυτα προβλήματα και άρα σε μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση, συχνά προτιμούν να διαλογίζονται κάνοντας μεγάλους περιπάτους. Ο Δευκαλίων προτιμούσε να μην περπατάει με το φως της μέρας. Ακόμη και στην ανεκτική Νέα Ορλεάνη όπου το κλίμα σήκωνε κάθε είδους παραλογισμούς κι εκκεντρικότητες, ο γίγαντας σίγουρα θα τραβούσε την προσοχή και θα κινούσε την περιέργεια κάτω από το δυνατό φως του ήλιου, αν εμφανιζόταν σε κάποιο δημόσιο χώρο. Έτσι προικισμένος που ήταν από τη φύση, θα μπορούσε με μια και μόνο δρασκελιά να βρεθεί σε κάποιο σημείο δυτικά απ' τον ήλιο, περπατώντας στα ανώνυμα σκοτάδια άλλων πατρίδων. Έλα όμως που ο Βίκτωρ βρισκόταν στη Νέα Ορλεάνη, κι εδώ η ατμόσφαιρα της επερχόμενης θεομηνίας, έκανε το μυαλό του Δευκαλίωνα να δουλεύει πυρετωδώς, αυξάνοντας την οξυδέρκειά του.

82

Dean Koontz

Έτσι περπατούσε τώρα στα λουσμένα στο δυνατό ηλιόφως νεκροταφεία της πόλης. Τα φαρδιά χορταριασμένα περάσματα του επέτρεπαν επί το πλείστον να βλέπει τα γκρουπ των τουριστών και των άλλων επισκεπτών προτού τον πλησιάσουν. Τα κοντά τρία μέτρα ψηλά μαυσωλεία και οστεοφυλάκια έμοιαζαν με κτίρια οικοδομικών τετραγώνων με πυκνή διάταξη μιας πόλης σε μικρογραφία. Ο Δευκαλίων μπορούσε άνετα να γλιστράει ανάμεσά τους και να ξεφεύγει, αποφεύγοντας έτσι τα κακά συναπαντήματα. Εδώ οι νεκροί ήταν θαμμένοι σε κρύπτες χτισμένες πάνω από το έδαφος, γιατί η στάθμη των νερών ήταν τόσο κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, που τα κανονικά τοποθετημένα σε λάκκους φέρετρα θα έβγαιναν στην επιφάνεια όταν ο καιρός ήταν πολύ υγρός. Μερικά απ' αυτά τα νεκροφυλακεία ήταν απλά, σαν τετράγωνα κουτιά ή σαν μικρές παράγκες, άλλα όμως ήταν περίτεχνα και στολισμένα, ίδια με τις επαύλεις που έβλεπε κανείς στην Γκάρντεν Ντίστρικτ. Αν σκεφτόταν κανείς πως ο Δευκαλίων ήταν φτιαγμένος από κομμάτια πτωμάτων, και ότι το μακάβριο συνονθύλευμα που ήταν ο εαυτός του είχε έρθει στη ζωή χάρη στα μυστικά πειράματα κάποιου παρανοϊκού επιστήμονα -ίσως και με τη συμβολή κάποιων υπερφυσικών δυνάμεων- το γεγονός πως ένιωθε πιο άνετα βολτάροντας ανάμεσα στα νεκρόσπιτα απ' ό,τι αν βολτάριζε στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης μάλλον φυσιολογικό και λογικό θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρά αλλόκοτο ή παράξενο. Στο νεκροταφείο No 3 του Σεντ Λούις απ' όπου είχε ξεκινήσει τις βόλτες του ο Δευκαλίων, οι κατάλευκες επί το πλείστον κρύπτες αντανακλούσαν το εκτυφλωτικό φως του

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

83

ανελέητου ήλιου, λες και μέσα τους κατοικοέδρευαν γενιές επί γενιών ακτινοβόλων πνευμάτων που εξακολουθούσαν να βολοδέρνουν φυλακωμένα, τι κι αν τα σώματα στα οποία έμεναν κάποτε, είχαν από καιρό γίνει χώμα και κόκαλα. Μακάριοι οι νεκροί, σε σύγκριση με τους ζωντανούς νεκρούς της Νέας Ράτσας. Αυτοί οι δίχως ψυχή σκλάβοι ίσως και να καλοδεχόντουσαν τον πραγματικό θάνατο, έλα όμως που ήταν έτσι κατασκευασμένοι και προγραμματισμένοι που δεν μπορούσαν καν να αυτοκτονήσουν. Στο τέλος θα καταντούσαν να ζηλεύουν τους αληθινούς ανθρώπους που ήταν προικισμένοι με δική τους βούληση, μέχρι που η ζήλια τους θα μετατρεπόταν σε αχαλίνωτη οργή. Αφού ο δημιουργός τους τούς είχε στερήσει το δικαίωμα στην αυτοκαταστροφή, στο τέλος θα στρέφονταν με λύσσα ενάντια στο αντικείμενο του φθόνου τους, δηλαδή τους κανονικούς ανθρώπους. Αν η αυτοκρατορία του Βίκτωρα έτρεμε ολόκληρη, σε σημείο που κινδύνευε να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, τότε ο Δευκαλίων θα έπρεπε να βιαστεί να εντοπίσει το επιχειρησιακό του κέντρο -τη βάση του- ή αυτό τουλάχιστον του υπαγόρευε το ένστικτο του. Το κάθε μέλος της Νέας Ράτσας θα γνώριζε καλά πού βρισκόταν αυτή η βάση, γιατί το πιο πιθανό ήταν να είχε «γεννηθεί» εκεί. Τώρα κατά πόσο αυτά τα μέλη ή κάποια απ' αυτά θα ήταν πρόθυμα να αποκαλύψουν πού ακριβώς βρισκόταν το κέντρο επιχειρήσεων του Βίκτωρα, ήταν διαφορετική υπόθεση. Πρώτο μέλημα του Δευκαλίωνα ήταν να εντοπίσει κάποιους μέσα στην πόλη που να ήταν μέλη της Νέας Ράτσας. Θα έπρεπε να τα προσεγγίσει με μεγάλη προσοχή, να γρα-

84

Dean Koontz

δάρει το μέγεθος της απόγνωσης τους, να διαπιστώσει κατά πόσο αυτό το αίσθημα απόγνωσης θα μπορούσε να πάρει τέτοιες διαστάσεις που θα ωθούσε αυτά τα ανθρωπόμορφα κατασκευάσματα να ενεργήσουν, δίχως να λογαριάσουν τις όποιες συνέπειες των πράξεών τους. Ακόμη κι ανάμεσα στους πιο χαλιναγωγημένους και καθυποταγμένους στη μοίρα τους σκλάβους πάντα ενυπάρχει έστω και αμυδρά κάποιος πόθος -αν όχι και η δυνατότηταγια εξέγερση. Επομένως, κάποιοι από τους σκλάβους του Βίκτωρα -εχθροί όλοι τους των κανονικών ανθρώπων- μπορεί πάνω στην απόγνωσή τους να έβρισκαν τη θέληση και το σθένος να τον προδώσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όλοι του υπηρετικού προσωπικού στην έπαυλη του Βίκτωρα -από μάγειροι και καμαριέρηδες, μέχρι κηπουροί- θα πρέπει να ήταν μέλη της Νέας Ράτσας. Όμως η όποια απόπειρα προσέγγισης κάποιου από αυτούς ασφαλώς θα ήταν υπόθεση πολύ επικίνδυνη. Τα ιδιοκατασκευασμένα ανθρώπινα όντα του θα πρέπει να βρίσκονταν παντού στην Μπάιοβιζιον, αν και επί το πλείστον το υπαλληλικό προσωπικό της εταιρείας μάλλον απαρτιζόταν από κανονικούς ανθρώπους. Ο Βίκτωρ δε θα ήθελε με τίποτε να ανακατέψει τα όσα σκάρωνε μυστικά με τις φανερές επιστημονικές του έρευνες. Όμως το ξεσκαρτάρισμα και ο εντοπισμός των μελών της Νέας Ράτσας ανάμεσα στο πλήθος των υπαλλήλων που εργάζονταν στην Μπάιοβιζιον θα αποδεικνυόταν μια διαδικασία μακρόχρονη, που μπορεί να τον εξέθετε. Μπορεί τα μέλη της Νέας Ράτσας να αναγνωρίζονταν μεταξύ τους με το που αντάμωναν. Ο Δευκαλίων όμως δε θα μπορούσε να τα ξεχωρίσει από τους πραγματικούς ανθρώ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

85

πους έτσι, με μια πρώτη ματιά. Πολλοί πολιτικοί και διορισμένοι αξιωματούχοι της πόλης αναμφίβολα θα ήταν κατασκευάσματα του Βίκτωρα, είτε εξ αρχής, είτε αντίγραφα που είχαν καταλάβει τη θέση των πρωτοτύπων. Η ξεχωριστή κοινωνική τους θέση και η ως εκ τούτου στενή περιφρούρησή τους, θα καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολη την όποια απόπειρα προσέγγισής τους. Ισως περισσότεροι από τους μισούς από όσους υπηρετούσαν στις διάφορες υπηρεσίες τήρησης του Νόμου και της Τάξης, και της απόδοσης δικαιοσύνης να ήταν κατασκευάσματα του Βίκτωρα. Τον Δευκαλίωνα όμως δεν τον ενδιέφερε να ψάξει ανάμεσά τους για να βρει τους καλούς από τους σκάρτους, γιατί δεν ήθελε με τίποτε να τραβήξει επάνω του την προσοχή της Αστυνομίας. Φεύγοντας από το Νεκροταφείο No 3 του Σεντ Λούις, ο Δευκαλίων έβαλε πλώρη για το Κοιμητήριο Μέτερι, που ήταν γνωστό για τα πιο φανταχτερά και κιτς μαυσωλεία και οστεοφυλάκιά του στη μείζονα Νέα Ορλεάνη, καθώς ο ανελέητος ήλιος, όντας τώρα στο απόγειο του, σμίλευε τις σκιές, μικραίνοντάς τες, κάνοντας τις άκριες τους ίσιες και κοφτερές σαν λεπίδια. Ο Βίκτωρ σίγουρα θα είχε φυτέψει δικούς του ανθρώπους στο νομικό και δικαστικό κατεστημένο της πόλης -εισαγγελείς, συνήγορους υπεράσπισης, κ.τ.λ - αλλά και στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στο σύστημα υγείας... και ασφαλώς στους κόλπους της εκκλησίας. Όταν οι άνθρωποι περνούν προσωπικές κρίσεις, τότε στρέφονται στους ιερείς, τους πάστορες και τους ραβίνους τους. Κι ο Βίκτωρ ασφαλώς θα γνώριζε ήδη πως το εξομολογητήριο είναι ίσως το πιο ιδανικό μέρος για την αλίευση

86

Dean Koontz

χρήσιμων πληροφοριών, χώρια που και εκτός αυτού οι άνθρωποι γενικά έχουν την τάση να εκμυστηρεύονται στους πνευματικούς τους πράγματα που συνήθως δεν εμπιστεύονται στους άλλους. Κι άλλωστε το να έχει τα δικά του δίχως ψυχή πλάσματα να παριστάνουν τους υπηρέτες του Θεού και να κηρύττουν το Λόγο του Θεού, θα ήταν για τον Βίκτωρα ξεκαρδιστικά αστείο. Ακόμη κι ένα πλάσμα τόσο τεράστιο και απειλητικό στην όψη όπως ο Δευκαλίων θα περίμενε ανθρώπινη αντιμετώπιση και συμπάθεια από κάποιον ιερέα, είτε πραγματικός ήταν, είτε ψεύτικος. Γιατί ένας παπάς είναι μαθημένος να δίνει παρηγοριά στου κόσμου τους απόκληρους και να τους συμπονάει, άρα, αν ο Δευκαλίων επιχειρούσε να πλησιάσει κάποιον απ' αυτούς, θα τον άκουγε με λιγότερο φόβο ή λιγότερη καχυποψία απ' ό,τι ο οιοσδήποτε άλλος. Επειδή τώρα η Νέα Ορλεάνη ήταν επί το πλείστον Καθολική, ο Δευκαλίων θα ξεκινούσε την έρευνά του προσεγγίζοντας κάποιον Καθολικό ιερέα. Σε επίπεδο εκκλησιών, οι επιλογές του ήταν πολλές. Σε κάποια απ' αυτές ίσως έπεφτε πάνω σε κάποιο ιερέα ο οποίος, δίνοντας πληροφορίες για το κέντρο επιχειρήσεων του Βίκτωρα, θα πρόδιδε το δημιουργό του, αφού σε καθημερινή βάση περιγελούσε τον ίδιο το Θεό.

Κεφάλαιο 12

Στο θάλαμο ασφαλείας, στα Χέρια του Ελέους, ένας ολόκληρος τοίχος ήταν κατειλημμένος από οθόνες υψηλής ευκρίνειας, που έδιναν τόσο καθαρές εικόνες από τους διαδρόμους και τα δωμάτια της τεράστιας εγκατάστασης, που σου έδιναν την εντύπωση πως ήταν τρισδιάστατες. Ο Βίκτωρ δεν πίστευε πως τα πλάσματά είχαν δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Ούτε καν στη ζωή εν προκειμένω! Κανένα από τα πλάσματά του δεν είχε έστω και το ελάχιστο δικαίωμα στο οτιδήποτε. Όλα τους είχαν να φέρουν σε πέρας μια αποστολή, την πραγμάτωση του οράματος του για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου, και κατ' αυτή την έννοια το καθένα τους έπρεπε να εκτελεί τα καθήκοντά του, απολαμβάνοντας απλώς τα όποια προνόμια του παραχωρούσε ο δημιουργός του. Όχι όμως δικαιώματα. Ο προϊστάμενος του τμήματος ασφαλείας στο κτίριο της παλιάς κλινικής, ο Γουέρνερ, σαν κατασκευή ήταν τόσο συμπαγής και με μύες τόσο σαν από ατσάλι, που ακόμη κι ένα τσιμεντένιο πάτωμα κινδύνευε να υποχωρήσει κάτω απ' τα πόδια του. Κι όμως ούτε με την άρση βαρών ασχολείτο ούτε

88

Dean Koontz

έκανε ποτέ του γυμναστική. Ο τέλειος μεταβολισμός του συντηρούσε σε άψογη κατάσταση το περίπου κτηνώδες σώμα του, κι αυτό άσχετα με το τι έτρωγε. Είχε ένα πρόβλημα καταρροής στη μύτη, όμως το ζήτημα βρισκόταν στο στάδιο της αντιμετώπισής του. Κάπου-κάπου -όχι συνέχεια ούτε καν συχνά, ωστόσο αρκετά τακτικά ώστε το πρόβλημα να καταντάει ενοχλητικό- οι βλεννώδεις μεμβράνες της ρινικής του κοιλότητας παρήγαγαν βλέννες... με το κιλό. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Γουέρνερ ήθελε μέχρι και τρία μεγάλα κουτιά χαρτομάντιλα την ώρα για να σκουπίζει τον ποταμό της μύτης του. Ο Βίκτωρ θα μπορούσε βέβαια να τον είχε «παύσει», ξαποστέλνοντας το κουφάρι του στη χωματερή και αντικαθιστώντας τον με τον Γουέρνερ Δύο στο πόστο του προϊστάμενου του τμήματος ασφαλείας του κτιρίου. Όμως αυτό το ζήτημα της ακατάσχετης καταρροής τον απασχολούσε πολύ και τον προβλημάτιζε. Έτσι είχε επιλέξει να κρατάει τον Γουέρνερ στο πόστο του, να μελετάει τις κρίσεις καταρροής του και σταδιακά να «μαστορεύει» τη φυσιολογία του μέχρι τελικής αποκαταστάσεως της ανωμαλίας. Όρθιος τώρα δίπλα στον επί του παρόντος στεγνό Γουέρνερ μέσα στο θάλαμο ασφαλείας, ο Βίκτωρ παρακολουθούσε μια σειρά από μόνιτορ όπου προβάλλονταν βίντεο παρακολούθησης, αποκαλυπτικά της πορείας που είχε ακολουθήσει ο Ράνταλ Έξι μέχρι την ηρωική του έξοδο από το κτίριο. Απόλυτη δύναμη ίσον απόλυτη προσαρμοστικότητα. Το κάθε στραβό που παρουσιαζόταν, έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν μια χρυσή ευκαιρία για περισσότερη μάθηση και αλλαγές -προς το καλύτερο. Το μεγαλόπνοο έργο του

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

89

Βίκτωρα δε θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υπονομευθεί από τέτοιου είδους προκλήσεις και δυσκολίες, αλλά ίσαίσα θα έπρεπε να αναδεικνύεται δυνατότερο μέσα από τη διαδικασία κατανίκησής τους. Μερικές φορές οι προκλήσεις που παρουσιάζονταν ήταν περισσότερες απ' ό,τι άλλες. Και η συγκεκριμένη ήταν μια απ' αυτές τις φορές. Η σορός του Ντετέκτιβ Χάρκερ περίμενε στο θάλαμο διαμελισμού, αφού ο Βίκτωρ δεν είχε βρει ακόμη χρόνο να την εξετάσει. Και στο μεταξύ η δεύτερη σορός, εκείνη του μπάτλερ Γουίλιαμ, βρισκόταν ήδη καθ' οδόν. Ο Βίκτωρ μόνο σκασμένος δεν ήταν. Ίσα-ίσα που ένιωθε μεγάλο ενθουσιασμό. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος, που αισθανόταν τις εσωτερικές αρτηρίες της καρωτίδας του να πάλλονται κατά μήκος του λαιμού του. Το ίδιο και τα μηνίγγια του, και τα σαγόνια του κόντευαν να μουδιάσουν έτσι όπως έσφιγγε τα δόντια του, στην προοπτική και μόνο πως σε λίγο θα βρισκόταν αντιμέτωπος με αυτές τις εξωφρενικές προκλήσεις. Ο ΡάνταλΈξι είχε βγει από τη δεξαμενή κατασκευής, πάσχων -κατ' επιλογή του Βίκτωρα- από βαριάς μορφής αυτισμό, και έντονη αγοραφοβία. Να, όμως, που, παρ' όλα αυτά, ο Ράνταλ είχε βρει τον τρόπο και το κουράγιο να το σκάσει από το μαντρί του. Περνώντας από μια σειρά διαδρόμων, είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι τους ανελκυστήρες. «Μα τι κάνει;» ρώτησε ο Βίκτωρ. Η ερώτησή του αφορούσε σ' αυτό που έδειχναν τα βίντεο τη συγκεκριμένη στιγμή, δηλαδή τον Ράνταλ Έξι να διασχίζει κάποιο διάδρομο μ' ένα παράξενο τρόπο, διστακτικά και με πηδηματάκια, σαν να πρόσεχε πού πατούσε. Μερικές φο-

90

Dean Koontz

ρές κινείτο στα πλάγια, μελετώντας το δάπεδο σαν να διάβαζε κάτι επάνω του, ύστερα προχωρούσε ξανά μπροστά, μέχρι που κάποια στιγμή άρχισε να κινείται ξανά πλάγια και προς τα δεξιά. «Κύριε, συμπεριφέρεται σαν να μαθαίνει τα βήματα κάποιου χορού». «Ποιου χορού;» «Δεν ξέρω, κύριε. Η μόρφωσή μου επί το πλείστον αφορά σε ζητήματα ασφαλείας και ιδιαίτερα βίαιων συγκρούσεων. Περί χορών δεν έχω μάθει το παραμικρό». «Μα τι δουλειά έχει ο Ράνταλ να θέλει να μάθει χορό;» απόρησε φωναχτά ο Βίκτωρ. «Οι άνθρωποι μαθαίνουν να χορεύουν». «Μα ο Ράνταλ δεν είναι άνθρωπος». «Όχι, δεν είναι, κύριε». «Εγώ δεν τον έφτιαξα με επιθυμία εκμάθησης χορού. Κι άλλωστε δε χορεύει. Είναι περισσότερο σαν να προσέχει να μην πατήσει σε ορισμένα σημεία». «Μάλιστα, κύριε. Τα χωρίσματα». «Ποια χωρίσματα;» «Αυτά που υπάρχουν ανάμεσα στα πλακάκια του δαπέδου». Το ορθό της παρατήρησης του Γουέρνερ αποδείχτηκε τη στιγμή που ο Ράνταλ φάνηκε να περνάει κάτω ακριβώς από μια κάμερα ασφαλείας. Βήμα το βήμα, ο Ράνταλ πρόσεχε ιδιαίτερα να πατάει στο κέντρο ακριβώς των πλαστικών τετράγωνων πλακών που είχαν πλευρές 30 εκατοστών. «Αυτή η συμπεριφορά είναιψυχαναγκαστική-καταναγκαστική» παρατήρησε ο Βίκτωρ. «Είναι σε απόλυτη συνάρτηση με τις διαταραχές συμπεριφοράς που του έδωσα».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

91

Ο Ράνταλ φάνηκε τώρα στα μόνιτορ να απομακρύνεται από την εμβέλεια της συγκεκριμένης κάμερας, για να περάσει λίγο αργότερα στην αντίστοιχη κάποιας άλλης. Μπήκε σε ένα ανελκυστήρα. Κατέβηκε στο υπόγειο του κτιρίου. «Κανείς δεν αποπειράθηκε να τον εμποδίσει, Γουέρνερ». «Κανείς, κύριε. Αποστολή μας είναι να εμποδίζουμε αυτούς που επιχειρούν να εισέλθουν στο κτίριο χωρίς να έχουν άδεια. Κανείς του προσωπικού, κανείς απ' αυτούς που έχουν κατασκευαστεί πρόσφατα, δε θα εγκατέλειπε το κτίριο χωρίς προηγούμενη δική σας έγκριση». «Να, όμως, που το έκανε ο Ράνταλ». Ο Γουέρνερ έσμιξε τα φρύδια του. «Μα είναι αδύνατον να σας παρακούσει ο οποιοσδήποτε, κύριε». Κάτω στο υπόγειο ο Ράνταλ φάνηκε να προχωράει πάλι προσεκτικά, αποφεύγοντας να πατάει στις εγκοπές που χώριζαν τα πλακάκια, μέχρι που έφτασε στο δωμάτιο με τους φωριαμούς. Τρύπωσε και κρύφτηκε ανάμεσα σε δυο μεταλλικά ντουλάπια. Τα περισσότερα μέλη της Νέας Ράτσας που κατασκευάζονταν στα Χέρια του Ελέους τελικά στέλνονταν να παρεισφρύσουν ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης. Μερικοί ωστόσο, όπως ο Ράνταλ, έμεναν πίσω προκειμένου να χρησιμοποιούνται σε πειράματα, κι ο Βίκτωρ σκόπευε να τους «τερματίσει» με το πέρας των συγκεκριμένων πειραμάτων για τα οποία χρειαζόταν τον καθέναν απ' αυτούς. Ο Ράνταλ λοιπόν είχε φτιαχτεί για εσωτερική χρήση, και κανονικά μόνο «τερματισμένος» και σηκωτός θα περνούσε την έξοδο του κτιρίου. Ο Γουέρνερ έτρεξε τώρα μπροστά το βίντεο με το υλικό που είχαν καταγράψει οι κάμερες ασφαλείας, μέχρι που στα

92

Dean Koontz

μόνιτορ εμφανίστηκε τώρα ο ίδιος ο Βίκτωρ, τη στιγμή που έμπαινε στο δωμάτιο με τους φωριαμούς, περνώντας από ένα μυστικό τούνελ που συνέδεε την παλιά κλινική με το υπόγειο γκαράζ του διπλανού κτιρίου. «Είναι αποστάτης!» είπε ο Βίκτωρ. «Μου κρύφτηκε». «Μα δεν είναι δυνατόν να σας παρακούσει, κύριε». «Μα είναι προφανές πως ήξερε ότι του απαγορευόταν να βγει από το κτίριο». «Μα δεν είναι δυνατόν να σας παρακούσει, κύριε», επανέλαβε στερεότυπα ο Γουέρνερ. «Γουέρνερ, βγάλε το σκασμό!» «Μάλιστα, κύριε». Πίσω στα μόνιτορ, όταν ο Βίκτωρ βγήκε από το δωμάτιο με τους φωριαμούς και πέρασε σ' έναν άλλο υπόγειο χώρο της παλιάς κλινικής, ο Ράνταλ Έξι έσκασε μύτη από την κρυψώνα του και πλησίασε στην πόρτα της εξόδου. Πληκτρολόγησε το συνδυασμό που άνοιγε την ηλεκτρονική κλειδαριά και πέρασε στο τούνελ. «Και τον κωδικό πώς στην ευχή τον έμαθε;» αναρωτήθηκε ο Βίκτωρ. Με πηδηματάκια και κινούμενος πότε δεξιά, πότε αριστερά, ο Ράνταλ Έξι διέσχισε και το τούνελ φτάνοντας μέχρι την πόρτα στο άλλο άκρο, όπου και πάλι πληκτρολόγησε κάποιον κωδικό. «Μα πώς στην οργή ήξερε τους κωδικούς;» «Με την άδειά σας, να πω κάτι, κύριε». «Πες το». «Τη στιγμή που ήταν κρυμμένος στο δωμάτιο με τους φωριαμούς, αφουγκραζόταν τους χαρακτηριστικούς ήχους του κάθε πλήκτρου που πατούσατε στο καντράν, προτού ανοίξε-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

93

τε την πόρτα και περάσετε στο τούνελ». «Θέλεις να πεις πως όλα αυτά τα άκουγε μέσα από την πόρτα;» «Μάλιστα, κύριε». «Το κάθε πλήκτρο, όταν το πατάς, βγάζει το δικό του χαρακτηριστικό ήχο», είπε ο Βίκτωρ. «Έπρεπε να γνωρίζει εκ των προτέρων το χαρακτηριστικό ήχο που αντιστοιχούσε στον κάθε αριθμό». Στα μόνιτορ ασφαλείας φάνηκε τώρα ο Ράνταλ Έ ξ ι τη στιγμή που έμπαινε στην αποθήκη του διπλανού κτιρίου. Από εκεί, και μετά από κάποιο δισταγμό, πέρασε στο υπόγειο γκαράζ. Η τελευταία κάμερα ασφαλείας συνέλαβε τον Ράνταλ Έ ξ ι τη στιγμή που άρχισε να ανεβαίνει διστακτικά τη ράμπα του γκαράζ. Στο πρόσωπο του ήταν λαξεμένη μια έκφραση έντονης ανησυχίας, ωστόσο κατά κάποιο μυστήριο τρόπο κατάφερε να κατανικήσει την αγοραφοβία του και να αποτολμήσει τη μεγάλη του έξοδο στον κόσμο που απλωνόταν πέρα από τα ντουβάρια της παλιάς κλινικής -έναν κόσμο απειλητικό και απέραντο. «Κύριε Ήλιος, θα πρότεινα μια αναθεώρηση τόσο των πρωτόκολλων ασφαλείας μας, όσο και κάποιες μετατροπές στα ηλεκτρονικά μας συστήματα, ώστε να εμποδίζεται η παράνομη έξοδος από το κτίριο, όσο και η είσοδος σε αυτό». «Κάν' το», είπε ο Βίκτωρ. «Μάλιστα, κύριε». «Πρέπει να τον βρούμε», είπε ο Βίκτωρ, περισσότερο μονολογώντας, παρά απευθυνόμενος στον Γουέρνερ. «Έφυγε από εδώ έχοντας κάτι πολύ συγκεκριμένο υπόψη του. Κάποιον προορισμό. Αναπτυξιολογικά, είναι τόσο ελαττωμα-

94

Dean Koontz

τικός και μισερός, είναι τόσο στενά περιορισμένη η εστίαση του, που σε καμιά περίπτωση δε θα κατάφερνε να βγει από εδώ μέσα, αν δεν τον έσπρωχνε κάποια εμμονή, μια επιτακτική ανάγκη». «Με την άδειά σας, κύριε, θα πρότεινα να ψάξουμε εξονυχιστικά τον κοιτώνα του, όπως χτενίζει η αστυνομία το σημείο που έχει διαπραχθεί κάποιο έγκλημα. Ίσως έτσι βρούμε κάποια στοιχεία ενδεικτικά των προθέσεών του όσο και του τελικού του προορισμού». «Το καλό που σας θέλω...» είπε ο Βίκτωρ. «Μάλιστα, κύριε». Ο Βίκτωρ κινήθηκε προς την πόρτα, κοντοστάθηκε, γύρισε και κοίταξε τον Γουέρνερ. «Πώς πας με τις μύξες σου;» Ο επικεφαλής του τμήματος ασφαλείας έκανε μια γκριμάτσα που κανείς θα μπορούσε να την εκλάβει και ως χαμόγελο. «Το πρόβλημα έχει βελτιωθεί κατά πολύ, κύριε. Τις τελευταίες μέρες η μύτη μου δεν έχει καθόλου μύξες». «Δεν τρέχει καθόλου», τον διόρθωσε ο Βίκτωρ. «Όχι, κύριε. Όπως σας το είπα: δεν έχει καθόλου μύξες».

Κεφάλαιο 13

Η Κάρσον Ο' Κόνορ μένει σ' ένα απλό, απρόσωπο άσπρο σπίτι που το μόνο που του δίνει κάποια χάρη είναι μια βεράντα που εκτείνεται στις τρεις πλευρές του. Βαλανιδιές με τους κορμούς τους καλυμμένους από βρύα χαρίζουν τη σκιά τους στο κτίριο. Τα τζιτζίκια χαλούν τον κόσμο μέσα στη ζέστη. Κάτι ο ετήσιος μέσος όρος βροχοπτώσεων, κάτι η φοβερή υγρασία, το σπίτι ολόκληρο μαζί με τη βεράντα είναι υπερυψωμένο γύρω στο ένα μέτρο πάνω από το έδαφος και πατάει πάνω σε τσιμεντένια κολωνάκια, δημιουργώντας έτσι ένα κενό ανάμεσα στη βάση του και το χώμα. Το κενό αυτό καλύπτεται από καφασωτό κι εκεί μέσα δεν κυκλοφορεί, συνήθως, τίποτε άλλο εκτός από αράχνες. Οι μέρες όμως είναι ασυνήθιστες. Έτσι τώρα το κενό που δημιουργείται κάτω από τη βάση του σπιτιού οι αράχνες το μοιράζονται μαζί με τον Ράνταλ Έξι. Διασχίζοντας την απόσταση από τα Χέρια του Ελέους, μάλιστα την ώρα που οι ουρανοί άγγιζαν τη γη με τα πύρινα πλοκάμια τους, στη διάρκεια μιας φοβερής καταιγίδας,

96

Dean Koontz

ο Ράνταλ είχε βρεθεί στη δίνη μιας κοσμοχαλασιάς από θορύβους, εικόνες κι εντυπώσεις πρωτόγνωρα όλα γι' αυτόν. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τέτοιον απίστευτο τρόμο. Κόντευε να βγάλει τα μάτια του, έτσι όπως τα έτριβε, και παραλίγο να τρυπούσε τ' αυτιά του με μια αιχμηρή βέργα, επιχειρώντας έτσι να καταστρέψει την ακοή του για να μην τον ενοχλούν οι φοβεροί, οι απίστευτοι θόρυβοι. Ευτυχώς και στις δυο περιπτώσεις είχε αντισταθεί στις παρορμήσεις του. Αν κι έδειχνε δεκαοχτώ χρόνων, δεν ήταν παρά μόλις τέσσερις μήνες που είχε βγει από τη δεξαμενή δημιουργίας του. Και στο διάστημα αυτών των τεσσάρων μηνών είχε μείνει κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου, επί το πλείστον κουρνιασμένος κι ακίνητος στη μια γωνιά του χώρου. Δεν του αρέσει η κινητικότητα. Δε θέλει να τον αγγίζουν, δε θέλει να απευθύνει το λόγο σε κανέναν. Μισεί τις αλλαγές κάθε μορφής. Κι όμως, να τος τώρα εδώ πέρα. Έχει απαρνηθεί όλα όσα είχε μάθει, ανοίγοντας τώρα πανιά για ένα μέλλον που του είναι εντελώς άγνωστο. Και αυτός ο άθλος τον γεμίζει με ένα αίσθημα περηφάνιας. Το κενό κάτω από τη βάση του σπιτιού τού παρέχει ένα περιβάλλον ήσυχο και γαλήνιο. Είναι το μοναστήρι του, το ερημητήριό του. Επί το πλείστον οι μόνες μυρωδιές που χαϊδεύουν τα ρουθούνια του είναι αυτές του χώματος, του ακατέργαστου ξύλου και του τσιμέντου. Αραιά και πού το άρωμα του γιασεμιού βρίσκει τρόπο και τρυπώνει στην κρυψώνα του -ένα άρωμα που το βράδυ γίνεται πιο έντονο απ' ό,τι τη μέρα.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

97

Το ηλιόφως που περνάει μέσα από τις τρύπες του καφασωτού είναι ελάχιστο. Οι σκιές βαριές, όμως, επειδή ο Ράνταλ Έξι είναι πλάσμα της Νέας Ράτσας με ενισχυμένη όραση, δεν έχει πρόβλημα να βλέπει τα πάντα. Από τη μεριά του δρόμου πότε-πότε ακούγεται ο θόρυβος κάποιου περαστικού αμαξιού. Κι από το εσωτερικό του σπιτιού, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, κάπου-κάπου ακούγονται πατημασιές, το τρίξιμο των ξύλων του δαπέδου, μουσική από κάποιο ράδιο, πνιχτή κι ακαθόριστη. Οι αράχνες που του κρατούν συντροφιά δεν έχουν μυρωδιά, δεν κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, και γενικά κοιτάζουν τη δουλειά τους δίχως να τον ενοχλούν. Εδώ ο Ράνταλ Έξι θα μπορούσε να ζήσει ήσυχα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν μέσα στο σπίτι, πάνω από το κεφάλι του, δεν κατοικοέδρευε το μυστικό της ευτυχίας του -ένα μυστικό που ήταν αποφασισμένος να μάθει οπωσδήποτε. Πριν καιρό είχε δει σε μια εφημερίδα τη φωτογραφία της Ντετέκτιβ Κάρσον Ο' Κόνορ μαζί με τον αδερφό της τον Άρνι. Αυτός ο Άρνι είναι αυτιστικός, όπως κι ο Ράνταλ Έξι. Ο Άρνι είναι αυτιστικός από τη φύση του. Ο Ράνταλ Έ ξ ι είναι αυτιστικός... γιατί έτσι θέλησε ο Βίκτωρ Ήλιος. Έτσι ή αλλιώς ο Ράνταλ Έξι κι ο Άρνι είναι πάντως αδέρφια στην πάθησή τους. Στη φωτογραφία της εφημερίδας ο δωδεκάχρονος Άρνι ποζάριζε πλάι στην αδερφή του στη διάρκεια μιας φιλανθρωπικής εκδήλωσης με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για τις έρευνες γύρω απ' τον αυτισμό. Ο Άρνι κοιτούσε το φακό χαμογελαστός. Έμοιαζε ευτυχισμένος. Στους τέσσερις μήνες ζωής μέσα στα Χέρια του Ελέους,

98

Dean Koontz

ο Ράνταλ Έ ξ ι δεν είχε νιώσει ευτυχισμένος ούτε για μια στιγμή. Το άγχος που του τρώει τα σωθικά είναι η μόνιμη συντροφιά του επί εικοσιτετραώρου βάσεως, και μερικές φορές το νιώθει πιο έντονο απ' ό,τι άλλες, όμως πάντα εκεί να τον πιλατεύει αλύπητα. Η ζωή του Ράνταλ είναι μαύρη κι ανυπόφορη. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε φανταστεί πως η ευτυχία τελικά δεν ήταν κάτι το άπιαστο -όλα αυτά όμως μέχρι τη στιγμή που είχε αντικρίσει το χαμογελαστό πρόσωπο του Άρνι στη φωτογραφία. Ο Άρνι λοιπόν ξέρει κάτι το οποίο αγνοεί ο Ράνταλ Έξι. Ο Άρνι ο αυτιστικός έχει κάποιο λόγο που χαμογελάει. Μπορεί και πολλούς. Οι δυο τους είναι αδέρφια κατά μία έννοια. Αδέρφια στον πόνο. Ο Άρνι δε θα αρνηθεί να μοιραστεί το μυστικό του με τον αδερφό του τον Ράνταλ. Μα αν αρνηθεί ο Άρνι να του το πει, τότε ο Ράνταλ θα ξεριζώσει το μυστικό από μέσα του. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα το αποκτήσει. Θα σκοτώσει γι' αυτό. Αν ο κόσμος που ανοιγόταν πέρα από το καφασωτό δεν τον μπέρδευε τόσο πολύ, έτσι όπως ήταν γεμάτος από μύριες εικόνες δυσεξήγητες κι άλλους τόσους θορύβους, ο Ράνταλ απλώς θα έβγαινε από την κρυψώνα. Και στη συνέχεια θα έμπαινε στο σπίτι από την πόρτα είτε από το παράθυρο και θα έπαιρνε αυτό που χρειάζεται. Μετά από την περιπέτεια του ταξιδιού του, όμως, από τα Χέρια του Ελέους μέχρι εδώ, και μετά το μαρτύριο της τροπικής καταιγίδας, οι αισθήσεις του δεν αντέχουν άλλες καταγραφές και αναλύσεις. Σκέφτεται λοιπόν πως πρέπει να βρει τρόπο να μπει μέσα στο σπίτι από εκεί που είναι κουρνιασμένος, από κάτω απ' τη βάση του.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

99

Είναι κάτι που σίγουρα οι αράχνες θα το κάνουν συχνά. Θα γίνει λοιπόν κι αυτός αράχνη. Κι, έρποντας σαν κι αυτές, θα βρει τρόπο να τρυπώσει μέσα στο σπίτι.

Κεφάλαιο 14

Ο Νικόλας Φριγκ περπατούσε πάνω στα αναχώματα που ξεδιπλώνονταν γύρω κι ανάμεσα από τις λίμνες των αποβλήτων και των σκουπιδιών, όντας ο άρχοντας της χωματερής και ο κυρίαρχος όλων όσων έπιανε το μάτι του. Πάνω απ' το τζιν παντελόνι του φορούσε λαστιχένιες μπότες που έφταναν ψηλά ως τους μηρούς του κι έδεναν με λουριά στη ζώνη του. Με τέτοια αφόρητη ζέστη κυκλοφορούσε γυμνός απ' τη μέση και πάνω, δίχως καπέλο, κι ας τον τσουρούφλιζε ο ήλιος, έτσι που έμοιαζε με καλοψημένο καρβέλι ψωμί. Δεν φοβόταν μήπως πάθαινε μελάνωμα. Ήταν κι αυτός μέλος της Νέας Ράτσας, κι ο καρκίνος δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Οι «αρρώστιες» που τον κατέτρεχαν ήταν η αποξένωση, η μοναξιά και μια έντονη συναίσθηση του ότι ήταν σκλάβος. Σ' αυτά τα υψίπεδα, σε αρκετή απόσταση από τη Λίμνη Ποντσαρτρέν και στα βορειοδυτικά, τα σκουπίδια έρχονταν από το Μπιγκ Ίζι* και τις άλλες πόλεις εφτά μέρες τη βδο* Μπιγκ Ί ζ ι (Big Easy): χαϊδευτική ονομασία της Νέας Ορλεάνης. Σ.τ.Μ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

101

μάδα -ένα ατέλειωτο καραβάνι ημιφορτηγά με υδραυλικούς βραχίονες που άδειαζαν συμπιεσμένα σε τεράστιους κύβους απορρίμματα μέσα στους λάκκους της χωματερής που άχνιζαν. Οι μισάνθρωποι και οι κυνικοί ίσως να υποστήριζαν ότι, άσχετα με το ποιο ήταν το όνομα μιας μεγαλούπολης -Νέα Ορλεάνη, Παρίσι ή Τόκυο- στα απορρίμματα και το σκουπιδαριό της θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται και το χείριστο είδος των ανθρώπων που περιδιάβαιναν στους δρόμους της. Και βέβαια οι αστικοί θρύλοι της κάθε μεγαλούπολης μιλούσαν για το συνήθειο των ανθρώπων του Οργανωμένου Εγκλήματος και της Μαφίας να «αδειάζουν» όλους τους μάρτυρες και τους ανεπιθύμητους ενοχλητικούς στις διάφορες χωματερές, μιας και πολλοί απ' όσους δούλευαν σε αυτές ήταν μέλη εργατικών συνδικάτων που ήλεγχαν οι συμμορίες. Στα γεμάτα αποσυντεθειμένα σκουπίδια βάθη των λάκκων της εταιρείας Διαχείρισης Απορριμμάτων Κρόσγουντς πράγματι αναπαύονταν άδοξα θαμμένα χιλιάδες πτώματα, πολλά από τα οποία θύμιζαν ανθρώπινα όντα όταν είχαν μεταφερθεί μυστικά εκεί για τα περαιτέρω. Μερικά από τα πτώματα ήταν όντως ανθρώπινα -οι σοροί ανθρώπων που είχαν αντικατασταθεί από πιστά αντίγραφά τους. Τα υπόλοιπα ήταν λείψανα όντων που είχαν χρησιμοποιηθεί σε αποτυχημένα πειράματα -ορισμένα μάλιστα ούτε καν θύμιζαν ανθρώπους- αλλά και μέλη της Νέας Ράτσας που για διάφορους λόγους είχαν εξοντωθεί. Τέσσερις Έρικες αναπαύονταν ριγμένες όπως-όπως μέσα σε αυτούς του λάκκους ρίψης αποβλήτων.

102

Dean Koontz

Όλοι όσοι δούλευαν στη χωματερή ήταν μέλη της Νέας Ράτσας. Όλοι αναφέρονταν στον Νικ Φριγκ, κι εκείνος με τη σειρά του αναφερόταν στο δημιουργό του. Η εταιρεία Διαχείρισης Απορριμμάτων Κρόσγουντς ήταν ιδιοκτησία μιας εταιρίας από τη Νεβάδα, που κι εκείνη ανήκε σε μια άλλη εταιρία επενδύσεων με έδρα τις Μπαχάμες. Τέλος η εταιρία επενδύσεων αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο κάποιου τραστ με έδρα κάπου στην Ελβετία. Οι δικαιούχοι αυτού του τραστ ήταν τρεις Αυστραλοί υπήκοοι που ζούσαν στη Νέα Ορλεάνη. Στην πραγματικότητα οι τρεις Αυστραλοί ήταν μέλη της Νέας Ράτσας, κι ως εξ αυτού ιδιοκτησίες του Βίκτωρα. Στο ζενίθ -ή καλύτερα στο ναδίρ- αυτής της πυραμίδας της απάτης έστεκε ο Νικ, γενικός δερβέναγας του σκουπιδότοπου αλλά και εποπτεύων του μυστικού νεκροταφείου. Περισσότερο από τους περισσότερους του είδους του, ο Φριγκ απολάμβανε τη δουλειά του, τι κι αν δεν ήταν αυτό ακριβώς που θα ήθελε να κάνει στη ζωή του. Τούτο το κοκτέιλ των οσμών, μια ατέλειωτη σειρά από διαφορετικές εμετικές μυρωδιές που συνέθεταν μια μπόχα αφόρητη για τα ρουθούνια του μέσου ανθρώπου, για τον Νικ αποτελούσε μια πανδαισία φίνων αρωμάτων. Που τα εισέπνεε βαθιά, γλείφοντας τον ποτισμένο με δαύτα αέρα, απολαμβάνοντας ως το μεδούλι την... ιδιοσυστασία του καθενός. Με την προσθήκη ορισμένων γονιδίων από σκύλους, ο δημιουργός του Νικ τον είχε προικίσει με μια όσφρηση κατά το ήμισυ ευαίσθητη όσο κι εκείνη ενός σκύλου, που σήμαινε ότι είχε τη δυνατότητα να οσφραίνεται μια ολόκληρη γκάμα από μυρωδιές χίλιες φορές πιο έντονα απ' ό,τι ένας κανόνι-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

103

κός άνθρωπος. Ελάχιστες μυρωδιές προκαλούν αποστροφή στους σκύλους. Για τα συμπαθητικά τετράποδα οι περισσότερες οσμές είναι ευχάριστες, και σχεδόν όλες είναι ενδιαφέρουσες. Ακόμη και η μπόχα από τα εντόσθια "ψαριών και η απαίσια μυρωδιά της αποσύνθεσης πτωμάτων για ένα σκυλί αποτελούν αντικείμενο διερεύνησης, αν δεν του είναι ευχάριστες κιόλας. Ε, το ίδιο συνέβαινε και με τον Νικ Φριγκ. Αυτό το δώρο της εμπλουτισμένης όσφρησης καθιστούσε μια κατ' αρχήν απαίσια δουλειά περίπου ευχάριστη απασχόληση. Αν και ο Νικ είχε κάθε λόγο να πιστεύει πως ο Βίκτωρ ήταν ένας σκληρός θεός, αν όχι εντελώς άκαρδος, αυτό το δώρο ίσως αποτελούσε απόδειξη πως στο βάθος ίσως να μην ήταν και τόσο άσπλαχνος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τα δημιουργήματά του. Ο Νικ με τη σκυλίσια όσφρηση έκανε βόλτες στα αναχώματα που ήταν αρκετά φαρδιά ώστε να χωρούν τη διέλευση ενός σκουπιδιάρικου, παρακολουθώντας τα απορριμματοφόρα έτσι όπως άδειαζαν το φορτίο τους στην άλλη άκρη της περιμέτρου του ανατολικού λάκκου, κάπου στα διακόσια μέτρα απόσταση από το σημείο που στεκόταν ο Νικ και αριστερά του. Ο λάκκος που το βάθος του σε μέτρα ήταν τόσο, όσο και το αντίστοιχο ύψος μιας δεκαώροφης πολυκατοικίας, στο διάστημα των τελευταίων χρόνων είχε γεμίσει με απορρίμματα κατά τα δυο τρίτα. Τεράστιες μπουλντόζες -«σκουπιδογαλέρες» όπως τις είχαν βαφτίσει ο Νικ και οι εργάτες του- κινούνταν πάνω στους τόνους τα σκουπίδια και φτυάριζαν τους σωρούς που άδειαζαν τα σκουπιδιάρικα έτσι ώστε να στρώνουν και να απλώνονται σε όλη τη διάμετρο του λάκκου.

104

Dean Koontz

Στα δεξιά του Νικ ήταν ο δυτικός λάκκος, όχι τόσο μεγάλος όσο ο ανατολικός, αλλά κατά τι πιο γεμάτος. Κατηφορίζοντας προς τα νότια, δυο παλιότερες χωματερές είχαν κλείσει κι είχαν σκεπαστεί με σωρούς χώματα. Σωληνώσεις απ' όπου κάποτε περνούσαν και εξανεμίζονταν τα αέρια του μεθανίου σημάδευαν τα λοφάκια που τώρα πια είχαν χορταριάσει. Στα βόρεια των δυο ενεργών χωματερών πριν από δυο μήνες είχαν αρχίσει οι εργασίες εκσκαφής μιας τρίτης ανατολικής χωματερής. Οι θόρυβοι και τα μουγκρητά των εκσκαφέων και των άλλων βαρέων μηχανημάτων έφταναν από εκεί ψηλά ως τ' αυτιά του Νικ. Ο τελευταίος γύρισε τώρα την πλάτη του στην ανατολή και τις εργασίες δημιουργίας της τρίτης ανατολικής χωματερής και κοίταξε προς τη μεριά του δυτικού λάκκου όπου επικρατούσε απόλυτη ησυχία, μιας και τα σκουπιδιάρικα είχαν πάρει εντολή να μην αδειάζουν σήμερα εκεί τα φορτία τους. Το σεληνιακό τοπίο που δημιουργούσε ο απέραντος σκουπιδότοπος έκανε και τις δυο καρδιές του Νικ να πάλλονται από συγκίνηση. Σκουπιδαριό, χάος, κόλαση! Όλα ετούτα τα ζοφερά τοξικά απόβλητα μιλούσαν απευθείας σ' εκείνο το κομμάτι τού είναι του, που αν ο Νικ ανήκε στην Παλιά Ράτσα, θα υπήρχε αυτό που λέμε ψυχή. Εδώ αισθανόταν σαν στο σπίτι του, έτσι όπως δε θα ένιωθε ποτέ αν βρισκόταν σ' ένα δάσος, σε κάποιο λιβάδι ή στην πόλη. Η εξορία στην ερημιά των σκουπιδόλακκων, η βρόμα κι η δυσωδία, τα ζιζάνια κι οι μύκητες, η οσμή της σήψης, οι στάχτες και η γλίτσα τον τραβούσαν όπως ακριβώς η θάλασσα τραβάει τον ναυτικό. Σε λίγο -σε μια ώρα το πολύ- θα ερχόταν από τη Νέα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

105

Ορλεάνη ένα βαν φορτωμένο με πτώματα. Τα τρία απ' αυτά ανήκαν σε γραφειοκράτες της πόλης που είχαν δολοφονηθεί κι είχαν αντικατασταθεί από πιστά τους αντίγραφα, και δυο σε αξιωματικούς της αστυνομίας που είχαν κι αυτοί την ίδια τύχη. Έ ν α χρόνο μόλις πριν τέτοιου είδους «μεταφορές» γίνονταν δυο φορές το μήνα. Τώρα γίνονταν δυο φορές τη βδομάδα, ενίοτε δε και πιο συχνά. Φοβεροί καιροί, γεμάτοι συγκινήσεις. Εκτός από τους πέντε νεκρούς ανθρώπους, το βαν μετέφερε και τρεις «σκάρτους», πλάσματα δημιουργημένα στα Χέρια του Ελέους, που όμως είχαν βγει ελαττωματικά και δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του Βίκτωρα. Αυτού του είδους τα απόβλητα πάντα παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον. Λίγο μετά το σούρουπο, τότε που οι μόνοι που θα κυκλοφορούσαν στην περιφραγμένη περίμετρο της χωματερής Κρόσγουντς θα ήταν αμιγώς μέλη της Νέας Ράτσας, ο Νικ και το συνεργείο του θα μετέφεραν τα πτώματα των ανθρώπων και των ελαττωματικών στο δυτικό λάκκο. Και τότε, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που σταδιακά είχε εντατικοποιηθεί με τα χρόνια, θα τους παράχωναν ανάμεσα στους σωρούς τα σκουπίδια. Παρόλο που αυτοί οι νυχτερινοί ενταφιασμοί είχαν γίνει πιο συχνοί τώρα τελευταία, στον Νικ προκαλούσαν πάντα την ίδια συγκίνηση. Στον ίδιο απαγορευόταν να σκοτώσει, κι έτσι δεν μπορούσε να σφαγιάσει μέλη της Παλιάς Ράτσας, μέχρι τη μέρα που ο Βίκτωρ θα εξαπέλυε τον Ύστατο Πόλεμο. Ο Νικ λάτρευε το θάνατο, όμως δεν είχε το δικαίωμα ούτε να σκοτώσει ούτε να σκοτωθεί. Αλλά στο μεταξύ αν μη

106

Dean Koontz

τι άλλο είχε το ελεύθερο να πλατσουρίζει μέσα στο πέλαγος των σκουπιδιών και της λέρας, και να παραχώνει πτώματα όπου δημιουργούνταν κενά ανάμεσα στους σωρούς των απορριμμάτων, αφήνοντάς τα εκεί πέρα να τουμπανιάσουν και να... σιτέψουν, μεθώντας με το «άρωμα» της αποσύνθεσης τους -ένα από τα ανεκτίμητα «τυχερά» της δουλειάς του. Το πρωί, όπως θα έρχονταν τα σκουπιδιάρικα το ένα πίσω από το άλλο, θα έπαιρναν εντολή να πηγαίνουν να αδειάζουν το φορτίο τους στο δυτικό λάκκο, και τα σκουπίδια που θα άδειαζαν θα χρησιμοποιούνταν για να σκεπαστούν οι καινούργιοι τάφοι -άλλη μια στρώση στο εφιαλτικό παρφέ. Όπως κοίταζε τώρα ο Νικ προς τη μεριά του δυτικού λάκκου, ανυπομονώντας να πέσει το σούρουπο, ένα κοπάδι τετράπαχα κοράκια που το μαύρο φτέρωμά τους γυάλιζε στιλπνό, όπως κολάτσιζαν του καλού καιρού ανάμεσα στους σωρούς τα σκουπίδια, αίφνης τινάχτηκαν σκιαγμένα στον αέρα κι άρχισαν να πετούν. Μια πτήση σε απόλυτα αρμονική διάταξη λες κι όλα τους ήταν ένα πλάσμα. Το ίδιο και το κράξιμο τους, συγχρονισμένο θαρρούσες κι έβγαινε από ένα μόνο στόμα. Το κοπάδι πέταξε προς το μέρος του Νικ, ύστερα πήρε ύψος και χάθηκε προς τη μεριά του ήλιου. Περίπου στα πενήντα μέτρα απόσταση από το σημείο που έστεκε ο Νικ πάνω στο ανάχωμα, ένα τμήμα από το σωρό των σκουπιδιών, γύρω στα έξι μέτρα μήκος, φάνηκε να σείεται κι ύστερα να φουσκώνει και να κυλάει στο πλάι σαν κύμα, λες και κάτι τεράστιο σάλευε από κάτω του. Μάλλον κανένα κοπάδι αρουραίοι που κινούνταν ομαδικά κάτω από την επιφάνεια της σκουπιδόμαζας. Τώρα τελευταία οι άνθρωποι του Νικ τού είχαν αναφέρει

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

107

πέντ' έξι φορές πως είχαν παρατηρήσει ρυθμικές και παλμικές κινήσεις και στους δυο λάκκους, όχι σαν κι αυτές που προκαλούνταν καθώς οι μάζες των σκουπιδιών ανάλογα φούσκωναν είτε κατακάθονταν, και σχετίζονταν με τη διόγκωση και τον εξαερισμό των θυλάκων μεθανίου. Μόλις το προηγούμενο βράδυ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, από τον ανατολικό λάκκο είχαν ακουστεί να βγαίνουν περίεργοι ήχοι, κάτι σαν φωνές, κάτι σαν κραυγές πλασμάτων που υπέφεραν. Ο Νικ και οι δικοί του, κρατώντας φακούς στα χέρια τους, είχαν πάει να δουν από πού έβγαιναν αυτοί οι ήχοι, μάταια όμως, γιατί εκεί που ακούγονταν να βγαίνουν από ένα σημείο, την άλλη στιγμή ήταν σαν να έβγαιναν από κάποιο άλλο, μέχρι που σταμάτησαν εντελώς. Τώρα το παλλόμενο κομμάτι στο σωρό των σκουπιδιών έμεινε αίφνης ακίνητο. Α, αρουραίοι, σίγουρα πράγματα... Περίεργος ωστόσο, ο Νικ κατέβηκε την πλαγιά του αναχώματος και μπήκε στον ανατολικό λάκκο.

Κεφάλαιο 15

Ο Όμπρεϊ Πικού είχε αποσυρθεί από τον κόσμο του εγκλήματος μόνο και μόνο για να έχει περισσότερο χρόνο να φροντίζει τον κήπο του. Έμενε σ' ένα δρόμο όπου δενδροστοιχίες από βελανιδιές χάριζαν την πλούσια σκιά τους, στη Μιντ-Σίτι. Το ιστορικής αξίας σπιτικό είχε να επιδείξει μερικά από τα πιο περίτεχνα διακοσμητικά κομμάτια που ήταν φτιαγμένα από σφυρήλατο σίδερο -π.χ. τα κάγκελα στο φράχτη και τα μπαλκόνια κ.τ.λ - σε μια πόλη όπου αυτού του είδους ο βαρύς και περίτεχνος διάκοσμος ήταν περίπου κοινός τόπος. Στη βεράντα της πρόσοψης, που ήταν καλυμμένη από γιασεμιά και πνιγμένη στις φτέρες, υπήρχαν δυο λευκοί κουνιστοί καναπέδες και μια επίσης κουνιστή ψάθινη πολυθρόνα, όμως οι σκιές δε χάριζαν περισσότερη δροσιά απ' ό,τι το εκτεθειμένο στο λιοπύρι μονοπατάκι μπροστά στο σπίτι. Η καμαριέρα, μια γυναίκα ονόματι Λουλάνα Σεντ Τζον, αποκρίθηκε στο χτύπημα του κουδουνιού ανοίγοντας την μπροστινή πόρτα. Ήταν μια πενηντάρα μαύρη γυναίκα με εντυπωσιακό εκτόπισμα τόσο σε επίπεδο προσωπικότητας

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

109

όσο και σωματικής διάπλασης. Ρίχνοντας μια επιτιμητική ματιά στην Κάρσον, και πασχίζοντας να πνίξει ένα υπομειδίαμα όπως κοίταξε τον Μάικλ, η Λουλάνα άνοιξε το στόμα της και είπε: «Βλέπω μπροστά μου δυο γνωστούς δημόσιους λειτουργούς που επιτελούν το έργο του Κυρίου, μόλο που μερικές φορές μετέρχονται τις μεθόδους του διαβόλου». «Αχ, ναι, είμαστε δυο αμαρτωλοί», δε δίστασε να ομολογήσει η Κάρσον. «Ω, κεχαριτωμένη» είπε ο Μάικλ «οποία η γλυκύτητά σου, έναν αχρείο σαν κι εμένα που ζητάς να σώσεις». «Τέκνον» είπε η Λουλάνα «θαρρώ την αφεντιά σου κολακεύεις αν πιστεύεις πως σώθηκες. Αν κουβαλήθηκες εδώ για να βάλεις σε μπελάδες τον αφέντη, σου ζητώ εντός σου να κοιτάξεις για να βρεις εκείνο το κομμάτι του εαυτού σου που θέλει αλήθεια να είναι όργανο της ειρήνης και της τάξης». «Μιλάς τώρα για το μεγαλύτερο κομμάτι μου» αποκρίθηκε ο Μάικλ «όμ(ος η Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ από δω, επί το πλείστον αυτό που θέλει είναι να πλακώνει στις σφαλιάρες και να κάνει τσαμπουκάδες». «Λυπάμαι που θα το πω, δεσποινίς» είπε η γυναίκα απευθυνόμενη τώρα στην Κάρσον «όμως αυτήν τη φήμη έχεις». «Όχι σήμερα πάντως» τη διαβεβαίωσε η Κάρσον. «Ήρθαμε εδώ για να ζητήσουμε μια χάρη από τον Όμπρεϊ. Τι λες τώρα, έχεις την καλοσύνη να μας αναγγείλεις; Δεν έχουμε τίποτε εναντίον του». Η Λουλάνα κοίταξε σοβαρή την κοπέλα από πάνω ως κάτω. «Ο Κύριος μ' έχει προικίσει μ' έναν αλάθητο ανιχνευτή μαλακιών, κι επί του παρόντος δεν ακούω να χτυπάει το αλάρμ του. Κι είναι στα υπέρ σου ότι δεν άρχισες να μου

110

Dean Koontz

κουνάς το σήμα σου μέσα στα μούτρα, άσε δε που είπες: "Έχεις την καλοσύνη"». «Κατόπιν δικής μου επιμονής» είπε τώρα ο Μάικλ «η Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ τελευταία έχει παρακολουθήσει μαθήματα καλής συμπεριφοράς». «Είναι για δέσιμο», είπε η Λουλάνα στην Κάρσον. «Λες να μην το ξέρω;» «Μια ζωή ολόκληρη έτρωγε με τα χέρια» είπε ο Μάικλ «όμως τελευταία και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα έμαθε να χρησιμοποιεί πιρούνι». «Τέκνον μου, είσαι θεόμουρλος» τον αποπήρε η Λουλάνα «όμως για λόγους που μόνο ο Κύριος γνωρίζει, και κόντρα στη λογική μου, ανέκαθεν σου είχα μια συμπάθεια». Στάθηκε στο πλάι της πόρτας, κάνοντάς τους χώρο να περάσουν. «Σκουπίστε καλά τα πόδια σας και περάστε μέσα». Το χολ της εισόδου ήταν βαμμένο ένα ροδακινί χρώμα με ξύλινα φατνώματα στους τοίχους και λευκή κορνίζα εκεί που ενωνόταν με το ταβάνι. Το στρωμένο με λευκό μάρμαρο πάτωμα στόλιζαν μαύρα ενθέματα σε σχήμα διαμαντιού, κι ήταν τόσο καλογυαλισμένο που φάνταζε υγρό. «Τι έγινε, ανακάλυψε επιτέλους τον Ιησού ο Όμπρεϊ;» «Ο αφέντης δεν έχει ασπαστεί ακόμη τον Κύριό του», αποκρίθηκε η Λουλάνα κλείνοντας την πόρτα πίσω της, «όμως είμαι στην ευχάριστη θέση να πω πως έχουν ήδη αποκαταστήσει οπτική επαφή». Αν και πληρωνόταν μόνο για τα καθήκοντά της ως οικιακή βοηθός, η Λουλάνα είχε αναλάβει παράλληλα να κάνει και χρέη πνευματικού στο αφεντικό της, του οποίου το παρελθόν γνώριζε πολύ καλά, και για του οποίου τη σωτηρία της ψυχής ενδιαφερόταν πολύ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

111

«Ο αφέντης φροντίζει τον κήπο», είπε. «Μπορείτε, αν θέλετε, να τον περιμένετε στο σαλόνι ή να πάτε να τον βρείτε στα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές». «Α, στα παρτέρια με τις τριανταφυλλιές οπωσδήποτε», είπε ο Μάικλ. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, μέσα στην τεράστια κουζίνα η αδερφή της Λουλάνα, η Εβαντζελίν Αντουάν έψελνε με απαλή φωνή: «Το Φως Του Θα Διαλύσει Όλα Τα Σκοτάδια», όπως ζύμωνε μέσα σ' ένα ταψάκι. Η Εβαντζελίν εκτελούσε χρέη μαγείρισσας αλλά και πνευματικής αρωγού στις ακάματες προσπάθειες της Λουλάνα υπέρ σωτηρίας των ψυχών. Ήταν ψηλότερη από την αδερφή της, λιανή, όμως τα όλο ζωντάνια μάτια της μαρτυρούσαν με τρόπο αδιάψευστο τη μεταξύ τους συγγένεια. «Ντετέκτιβ Μάντισον» είπε η Εβαντζελίν «πόσο χαίρομαι που είστε ακόμη ζωντανός». «Εγώ να δεις», αποκρίθηκε ο Μάικλ. «Τι φτιάχνεις εκεί πέρα;» «Κρέμα πραλίνα με κανέλα γαρνιρισμένη με καβουρντισμένα καρύδια». «Αυτό τώρα κι αν αξίζει τετραπλό μπαϊπάς». «Η χοληστερίνη» τους ενημέρωσε η Λουλάνα «δεν έχει καμιά ελπίδα, αρκεί να κάνει κανείς αυτά που πρέπει». Τους έβγαλε από την πόρτα της κουζίνας στην πίσω βεράντα, όπου ο Μόουζες Μπιενβενί, ο σοφέρ και άνθρωπος για όλες τις δουλειές του Όμπρεϊ έβαφε τα λευκά στηρίγματα των κιγκλιδωμάτων κάτω από το μαύρο οριζόντιο ρέλι. «Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ» είπε σκάζοντας ένα πλατύ χαμόγελο «εκπλήσσομαι που δεν του την έχετε μπουμπουνίσει ακόμη του κυρίου Μάικλ».

112

Dean Koontz

«Δεν είναι πως δεν έχω καλό σημάδι» είπε η κοπέλα «όμως ο άτιμος μου ξεγλιστράει σαν το χέλι». Εύσαρκος, αν και όχι ακριβώς χοντρός, νταβραντισμένος και ψηλός με κάτι παλάμες μεγάλες σαν ρηχά πιάτα, ο Μόουζες εκτελούσε χρέη διακόνου στην εκκλησία κι έι^ελνε στην ίδια χορωδία μαζί με τις δυο αδερφές του, τη Λουλάνα και την Εβαντζελίν. «Ήρθαν να δουν τον αφέντη, αλλά όχι για να του δημιουργήσουν προβλήματα», εξήγησε η Λουλάνα στον αδερφό της. «Αν κάνουν πως ανοίγουν φασαρίες, σβέρκωσέ τους και πέτα τους στο δρόμο». «Ακούσατε τη είπε η Λουλάνα», προειδοποίησε τους δυο αστυνομικούς ο Μόουζες, καθώς η αδερφή του γύρισε και μπήκε στο σπίτι. «Μπορεί να είσαστε της αστυνομίας, όμως εδώ πέρα το Νόμο τον επιβάλλει αυτή. Το Νόμο και τον Τρόπο που πρέπει να γίνονται τα πάντα. Θα σας ήμουν υπόχρεος αν δε με αναγκάσετε να σας σβερκώσω». «Αν καταλάβουμε ότι παραφερόμαστε» είπε ο Μάικλ «θα σβερκώσουμε ο ένας τον άλλο». «Ο κύριος Όμπρεϊ είναι εκεί πέρα» είπε τώρα ο Μόουζες, δείχνοντας με το πινέλο του «λίγο πιο κάτω από εκείνο το σιντριβάνι, ανάμεσα στις τριανταφυλλιές. Και προσοχή, μην τον αρχίσετε στο δούλεμα για το καπέλο που φοράει». «Το καπέλο του;» ρώτησε ο Μάικλ απορημένος. «Η Λουλάνα τον έφαγε πως πρέπει να φοράει καπέλο, αν είναι να περνάει τη μισή μέρα του έξω, στον κήπο. Είναι φαλακρός, βλέπετε, και η αδερφή μου φοβάται μήπως προσβληθεί από καρκίνο του δέρματος το άτριχο του κεφαλιού του. Στην αρχή ο κύριος Όμπρεϊ ούτε που ήθελε να ακούσει για καπέλο. Μόλις τώρα τελευταία το συνήθισε».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

113

«Ούτε που το φαντάστηκα ποτέ» είπε η Κάρσον «πως θα ερχόταν μέρα που ο Όμπρεϊ Πικού θα δεχόταν εντολές από τον οποιονδήποτε». «Ε, η Λουλάνα, χωρίς τσαμπουκάδες» είπε ο Μόουζες «αλλά με αυστηρή αγάπη, καταφέρνει να μας κάνει όλους να την ακούμε». Έ ν α στρωμένο με τούβλα μονοπατάκι ξεκινούσε από τα σκαλιά της πίσω βεράντας, διέσχιζε την πρασιά, πήγαινε από γύρω στο σιντριβάνι και συνέχιζε μέχρι εκεί που ήταν οι τριανταφυλλιές. Στο σιντριβάνι που ήταν φτιαγμένο από σκαλιστό μάρμαρο, υπήρχαν τρεις φιγούρες σε φυσικό μέγεθος. Έ ν α άγαλμα ανδρός με πόδια τράγου και κέρατα, ο Πάνας, έπαιζε το φλάουτο του και κυνηγούσε δυο γυμνές γυναίκες -ή μήπως τον κυνηγούσαν εκείνες;-γύρω από ένα κολωνάκι που πάνω του σκαρφάλωνε μια κληματαριά. «Όχι πως σκαμπάζω από αντίκες» είπε ο Μάικλ «αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος πως αυτή η αναπαράσταση είναι Λας Βέγκας του 18ου αιώνα». Οι τριανταφυλλιές ήταν φυτεμένες στη σειρά, με περάσματα στρωμένα με σπασμένο γρανίτη ανάμεσά τους. Στο τρίτο ή στο τέταρτο απ' αυτά τα περάσματα ήταν ακουμπισμένο ένα τσουβάλι με λίπασμα, ένα ψεκαστήρι, κι ένα τάσι που πάνω του ήταν τακτικά βαλμένα κάμποσα εργαλεία κηπουρικής. Εκεί ήταν κι ο Όμπρεϊ Πικού μ' ένα ψάθινο καπέλο στο κεφάλι του που το μπορ του ήταν τόσο φαρδύ, που πάνω του θα μπορούσαν να φέρνουν βόλτες τρέχοντας ένα δυο σκιουράκια. Προτού πάρει χαμπάρι τους δυο αστυνομικούς και σηκώ-

114

Dean Koontz

σει το κεφάλι του, ο Όμπρεϊ ακούστηκε να σιγοτραγουδάει κάτι: «Το Φως Του Θα Διαλύσει Όλα Τα Σκοτάδια». Αυτός ο Όμπρεϊ ήταν ογδόντα χρόνων με παιδικό πρόσωπο: ναι, εντάξει, ακούγεται υπερβολικό, κι όμως το πρόσωπο του ήταν παχουλό, με ροδοκόκκινα μάγουλα, για τσίμπημα. Ακόμη και στη βαθιά σκιά που έριχνε η αντικαρκινική καπελαδούρα του, η χαρά κι η καλή του διάθεση αντικαθρεπτίζονταν στα γαλανά του μάτια. «Απ' όλους τους μπάτσους που τυχαίνει να γνωρίζω» είπε ο Όμπρεϊ «ιδού οι δυο που γουστάρω περισσότερο». «Γιατί» τον ρώτησε η Κάρσον «υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που τους συμπαθείς έστω και λιγότερο;» «Βρε ούτε μισός, τα καθίκια», αποκρίθηκε ο Όμπρεϊ. «Γιατί, αν το καλοσκεφτείς, κανείς από τους άλλους δε βρέθηκε να μου σώσει τη ζωή». «Αλήθεια, τι παριστάνεις με αυτό το χαζό καπέλο;» τον ρώτησε ο Μάικλ. Το χαμόγελο στο πρόσωπο του άλλου έγινε τώρα μια γκριμάτσα. «Ναι, και τι έγινε αν πάω από καρκίνο; Στα ογδόντα μου, όλο κι από κάτι θα πάω». «Η Λουλάνα δε θέλει να πεθάνεις προτού ανακαλύψεις τον Ιησού». «Με αυτούς τους τρεις που έχω μπλέξει και με κουμαντάρουν» είπε ο Όμπρεϊ βαριαναστενάζοντας «όπου και να γυρίσω, πέφτω πάνω στον Ιησού». «Αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να σώσει την ψυχή σου» είπε η Κάρσον «αυτός είναι η Λουλάνα». Ο Όμπρεϊ πήρε ένα ύφος, λες κι ήθελε να εκστομίσει κάτι βαρύ. Αντί να βρίσει όμως, αναστέναξε πάλι. «Ποτέ δεν είχα αυτό που λέμε συνείδηση. Να, όμως που τώρα έχω. Και

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

115

το γεγονός καταντάει πιο ενοχλητικό κι απ' αυτήν εδώ την καπελαδούρα». «Γιατί τη φοράς, αφού δεν τη γουστάρεις;» τον ρώτησε ο Μάικλ. Ο Όμπρεϊ κοίταξε προς τη μεριά του σπιτιού. «Αν κάνω πως το βγάζω, θα με πάρει χαμπάρι. Και τότε δεν πρόκειται να φάω ούτε μισή μπουκιά από το γλυκό της Εβαντζελίν». «Κρέμα πραλίνα με κανέλα». «Πασπαλισμένη με καβουρντισμένα καρύδια», συμπλήρωσε ο Όμπρεϊ. «Τρελαίνομαι γι' αυτό το γλυκό». Αναστέναξε. «Πολύ στον αναστεναγμό το έχεις ρίξει τώρα τελευταία», του είπε ο Μάικλ. «Ναι, είμαι για να με κλαίνε οι ρέγκες, ψέματα;» «Πάντα ήσουν για να σε κλαίνε οι ρέγκες», πετάχτηκε η Κάρσον. «Απλώς τώρα έχεις γίνει λίγο πιο άνθρωπος». «Πολύ ανησυχητικό αυτό», είπε ο Μάικλ. «Λες να μην το ξέρω;» συμφώνησε ο Όμπρεϊ. «Ποιος καλός άνεμος σας έφερε εδώ πέρα;» «Χρειαζόμαστε όπλα. Μεγάλα, δυνατά όπλα που σε ξεκουφαίνουν και γκρεμίζουν τοίχους», του εξήγησε η Κάρσον.

Κεφάλαιο 16

Τιμή και δόξα στην ευλογημένη μπόχα. Έντονη, διαπεραστική, απόλυτη. Στον Νικ Φριγκ άρεσε να φαντάζεται πως η κακοσμία της απέραντης χωματερής είχε ποτίσει τη σάρκα και τα οστά του, πως είχε εισχωρήσει στο αίμα του, κατά την ίδια έννοια που η μυρωδιά της καπνιστής λεπτοκαρυάς διαποτίζει ακόμη και τα πιο συμπαγή κομμάτια κρέατος στο αλλαντοποιείο. Τον μεθούσε η σκέψη πως κι ο ίδιος βρομοκοπούσε ως το μεδούλι όλες τις παραλλαγές της μυρωδιάς της αποσύνθεσης, όπως ο θάνατος που τόσο λαχταρούσε μα που δεν μπορούσε να γευτεί. Φορώντας τις ψηλές ως πάνω τους μηρούς του μπότες, ο Νικ διέσχισε το δυτικό λάκκο, κάνοντας να κουδουνίζουν λογής-λογής τενεκεδάκια και κονσερβοκούτια όπως τα κλοτσούσε στο διάβα του, άδειες, χαρτονένιες αυγοθήκες, κουτιά από κρακεράκια που έτριζαν κάτω από το βάρος των πελμάτων του, καθώς πήγαινε γραμμή για το σημείο εκείνο του λάκκου που πριν λίγο η επιφάνεια της σκουπιδόμαζας ήταν σαν να είχε κυματίσει προς στιγμή. Τώρα αυτό το πε-

Κεφάλαιο 19

Ο ήχος που έκανε το πληκτρολόγιο του υπολογιστή, καθώς το χτυπούσαν τα επιδέξια δάχτυλα της Βίκυς Τσου που δακτυλογραφούσε μια επιστολή, ήταν ο μοναδικός που ακουγόταν αυτό το καλοκαιριάτικο απόγευμα. Και κάθε φορά που η κοπέλα σταματούσε για δευτερόλεπτα την πληκτρολόγηση, η επακόλουθη σιωπή ήταν περίπου εκκωφαντική. Και η παραμικρή πνοή του νοτισμένου αέρα ανάδευε τις κουρτίνες στο ανοιχτό παράθυρο, όμως και πάλι εντελώς αθόρυβα. Η μέρα έξω δεν πρόσφερε τη μελωδία των πουλιών. Κι αν τύχαινε να περάσει κάποιο αμάξι έξω στο δρόμο, το έκανε αθόρυβα, σαν διαστημόπλοιο που ταξίδευε στο αχανές του σύμπαντος αρμενίζοντας σε μια θάλασσα από γυαλί. Η Βίκυ Τσου εργαζόταν κατ' οίκον δακτυλογραφώντας ιατρικές γνωματεύσεις κι άλλα σχετικά. Το κατ' οίκον ήταν το σπίτι της Κάρσον Ο' Κόνορ όπου η αστυνομικός της παρείχε δωρεάν στέγη, και η Βίκυ, σε ανταπόδοση, φρόντιζε τον αδερφό της Κάρσον, τον Άρνι. Μερικοί από τους φίλους της πίστευαν πως αυτός ο δια-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

137

πράγμα ακριβώς της μιλούσε η οικονόμος. «Δε νομίζω πως αυτό περιέχεται στο επιμορφωτικό μου πρόγραμμα». «Τότε το καλύτερο που έχετε να κάνετε, είναι να επιμορφωθείτε κι άλλο... και να μάθετε να υπομένετε. Λοιπόν, αν τελειώσαμε, να φεύγω, γιατί έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω».

136

Dean Koontz

Ήλιος». «Δίκιο έχεις, αυτό κάνω. Αν όμως με βοηθούσες να αντιληφθώ τι ήταν αυτό που έκανα με αποτέλεσμα να θυμώσει τόσο πολύ ο σύζυγος μου, ίσως θα ήταν για καλό τόσο δικό μου όσο και του Βίκτωρα». Η Κριστίν την κάρφωσε με το αυστηρό βλέμμα της. «Θα γνωρίζετε ασφαλώς πως είσαστε η Έρικα υπ' αριθμόν πέντε ή όχι;» «Ναι, το γνωρίζω. Και σκοπεύω να είμαι η τελευταία». «Τότε το καλό που σας θέλω, μην κουβεντιάζετε περί σεξ ούτε καν με τον ίδιο». «Τι; Ούτε καν με τον Βίκτωρα; Μα τότε πώς θα μάθω γιατί έγινε τόσο έξω φρενών μαζί μου;» Το αυστηρό βλέμμα της Κριστίν μαλάκωσε κάπως, ωστόσο συνέχισε να κοιτάζει την Έρικα το ίδιο έντονα. «Μπορεί και να μην κάνατε κάτι που να τον δυσαρέστησε». «Τότε γιατί με άρχισε στις μπουνιές και τις τσιμπιές; Γιατί μου τραβούσε τα μαλλιά;...» «Να το! Κάνετε πάλι το ίδιο λάθος». «Μα με κάποιον πρέπει να μιλήσω γι' αυτό που μου συνέβη», κλαψούρισε η Έρικα. «Ε, τότε μιλήστε στον καθρέφτη, κυρία Ήλιος. Είναι ο μόνος ασφαλής τρόπος να κουβεντιάσετε αυτό το ζήτημα». «Και τι θα βγει; Ο καθρέφτης είναι ένα άψυχο πράγμα. Εκτός κι αν είναι μαγικός, όπως στη Χιονάτη και τους Επτά Νάνους». «Όταν κοιτιέστε στον καθρέφτη, κυρία Ήλιος, ρωτήστε τον εαυτό σας τι γνωρίζει γύρω από το ζήτημα του σαδισμού στο σεξ». Η Έρικα έμεινε σκεφτική, σαν να αγνοούσε για ποιο

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

135

Έρικα. Έχοντας καθαρίσει όλους τους λεκέδες από αίματα, η Κριστίν έδωσε εντολή στην Τζόλι να πάει να συνεχίσει το συγύρισμα της κυρίως σουίτας. Όταν έμεινε μόνη με την Έρικα στο χολ, γύρισε και της είπε: «Κυρία Ήλιος, με όλο το θάρρος, όμως δεν πρέπει να μιλάτε για τις ιδιωτικές σας στιγμές με τον κύριο Ήλιος μπροστά στο βοηθητικό προσωπικό». Η Έρικα έσμιξε τα φρύδια της. «Δεν πρέπει, ε;» «Όχι, δεν πρέπει. Ποτέ και σε καμιά περίπτωση». «Και γιατί όχι;» «Κυρία Ήλιος, ασφαλώς τα ζητήματα κοινωνικής συμπεριφοράς θα αποτελούσαν μέρος των δεδομένων περί σαβουάρ βιβρ που "φορτώθηκαν" στον εγκέφαλο σας». «Υποθέτω πως ναι. Θέλω να πω, αν νομίζεις κι εσύ πως έτσι έχουν τα πράγματα». «Δεν το νομίζω. Είμαι βεβαία. Δεν πρέπει να κουβεντιάζετε τα της ερωτικής σας ζωής με τον οποιονδήποτε, παρά μόνο με τον κύριο Ήλιος». «Ωραία, αλλά βλέπεις με χτύπησε την ώρα που κάναμε έρωτα, μάλιστα μου έδωσε και μια δαγκωνιά, και μ' έβρισε πολύ άσχημα. Ένιωσα τόσο ντροπιασμένη». «Κυρία Ήλιος...» «Α, μα είναι πολύ καλός άνθρωπος, και σπουδαίος, και μάλλον εγώ θα πρέπει να υπέπεσα σε κάποιο σοβαρότατο παράπτωμα, αναγκάζοντάς τον να μου φερθεί έτσι όπως μου φέρθηκε, όμως δεν ξέρω τι ήταν αυτό που τον εξόργισε τόσο». «Μα να, που το κάνετε πάλι», είπε η Κριστίν απηυδισμένη. «Μιλάτε για την προσωπική σας σχέση με τον κύριο

134

Dean Koontz

στο χολ. «Τι είναι αυτό το καθαριστικό λεκέδων που χρησιμοποιείτε;» ρώτησε η Έρικα, δείχνοντας τα δίχως ετικέτα πλαστικά σπρέι που κρατούσαν η Κριστίν και η Τζόλι. «Είναι πατέντα του κυρίου Ήλιος», της απάντησε η Τζόλι. «Θα πρέπει να έχει βγάλει μια περιουσία απ' αυτό το προϊόν». «Δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ στην αγορά», πετάχτηκε η Κριστίν. «Το έχει φτιάξει ειδικά για μας», συμπλήρωσε η Τζόλι. Η Έρικα ένιωσε να εντυπωσιάζεται που ο Βίκτωρ έβρισκε το χρόνο να φτιάχνει τέτοια παρασκευάσματα οικιακής χρήσης, τη στιγμή που είχε τόσα άλλα στο κεφάλι του. «Τα καθαριστικά λεκέδων του εμπορίου» ανέλαβε να της εξηγήσει η Κριστίν «ακόμη κι αν κατάφερναν να καθαρίσουν όλα τα αίματα που θα ήταν ορατά στο μάτι, θα άφηναν πρωτεΐνες αίματος στις ίνες του χαλιού που εύκολα θα τις εντόπιζε ο οποιοσδήποτε ειδικός της Σήμανσης. Αυτό το καθαριστικό δεν αφήνει πίσω απολύτως τίποτε». «Ο σύζυγος μου τελικά είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος, σωστά;» ρώτησε με καμάρι. «Έξυπνος, δε θα πει τίποτε», υπερθεμάτισε η Κριστίν. «Τετραπέρατος», συμφώνησε η Τζόλι. «Θέλω τόσο πολύ να τον ευχαριστήσω», είπε η Έρικα. «Πολύ καλή ιδέα», παρατήρησε η Τζόλι. «Θαρρώ πως μάλλον τον δυσαρέστησα σήμερα το πρωί». Η Κριστίν κι η Τζόλι κοιτάχτηκαν με σημασία, όμως καμιά τους δεν αποκρίθηκε στην Έρικα. «Με χτύπησε την ώρα που κάναμε έρωτα», είπε τώρα η

Κεφάλαιο 18

Μετά την απομάκρυνση του πτώματος του Γουίλιαμ του μπάτλερ και των κομμένων δακτύλων του από την έπαυλη, από δυο μέλη του προσωπικού των Χεριών του Ελέους, η αρχι-οικονόμος, η Κριστίν και η καμαριέρα του τρίτου ορόφου, η Τζόλι, έπιασαν και καθάρισαν το χολ από τα αίματα. Η Έρικα γνώριζε ήδη πως, σαν η οικοδέσποινα του σπιτιού που ήταν, δεν έπρεπε να ανασκουμπωθεί για να βοηθήσει κι αυτή στο καθάρισμα. Κάτι τέτοιο δε θα το ήθελε με τίποτε ο Βίκτωρ. Οι υφιστάμενες ταξικές διαφορές δεν της επέτρεπαν να δίνει χείρα βοηθείας, έτσι τώρα δεν ήξερε πως ακριβώς έπρεπε να αντιδράσει. Επομένως έστεκε απλώς σε μια γωνιά και παρακολουθούσε. Τα αίματα στο μαονένιο δάπεδο έφευγαν εύκολα βέβαια, όμως η Έρικα διαπίστωσε προς μεγάλη της έκπληξη πως εξίσου εύκολα και χωρίς να αφήσουν έστω και το ελάχιστο σημάδι, καθαρίστηκαν και από το βαμμένο τοίχο, αλλά και από τον πανάκριβο περσικό διάδρομο που ήταν στρωμένος

132

Dean Koontz

στρέψετε τα λεφτά, θα τα δώσετε για κάποιο φιλανθρωπικό σκοπό δικής σας επιλογής». «Και λες τώρα πως έτσι θα ξεγελάσεις τον Ιησού, ε;» είπε ο Μάικλ. «Έτσι λέω», αποκρίθηκε ο Όμπρεϊ, κατευχαριστημένος με τον εαυτό του. «Τέλος πάντων, θα είναι σαν να έδωσα ένα σημαντικό ποσό σε κάποιο σχολείο για κωφάλαλους, κι ο διευθυντής να σούφρωσε ένα μέρος απ' αυτά τα χρήματα για να πληρώσει ένα τριπλό με δυο πουτάνες». «Ακούς, τι λέει ο άνθρωπος;» ρώτησε ο Μάικλ την Κάρσον. «Εγώ δεν πολυκαταλαβαίνω από τέτοια μεταφυσικά», αποκρίθηκε η κοπέλα. «Το δια ταύτα είναι» είπε ο Όμπρεϊ «πως εγώ δε θα έχω κρίμα στο λαιμό μου ούτε την ελαφροχεριά του διευθυντή ούτε τις πουτάνες, αφού τα χρήματα θα τα έχω δώσει υπέρ του σχολείου των κωφαλάλων». «Κι αντί να σου επιστρέψουμε τα χρήματα που θα μας δανείσεις, θέλεις να τα δώσουμε σε κάποιο σχολείο για κωφάλαλους, σωστά;» ρώτησε η Κάρσον. «Δεν θα 'ταν άσχημη ιδέα. Μόνο να μην ξεχνάτε πως για ότι θα έχετε κάνει εσείς με αυτά τα χρήματα στο μεταξύ, εσείς θα έχετε να λογοδοτήσετε εκεί που πρέπει». «Έχεις γίνει κανονικός θεολόγος», είπε ο Μάικλ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

131

μου φέρονται με μεγάλο σεβασμό». «Και το κάνουν έτσι αυθόρμητα κι όχι γιατί φοβούνται μήπως τους σπάσεις τα γόνατα». «Έτσι ακριβώς. Φοβερό, ε; Είναι και οι τρεις τους καλοί κι ευγενικοί μαζί μου, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο, οπότε από ένα σημείο κι ύστερα θέλησα κι εγώ να είμαι εξίσου καλός κι ευγενικός απέναντι τους». «Σατανικό σχέδιο», παρατήρησε ο Μάικλ. «Πες το ψέματα», συμφώνησε ο Όμπρεϊ. «Μπάζεις στη ζωή σου ανθρώπους σαν κι αυτούς -που μάλιστα φτιάχνουν τέτοιες πίτες και γλυκίσματα- και την άλλη στιγμή βρίσκεσαι να δίνεις τα ωραία σου λεφτά για φιλανθρωπίες». «Σιγά μην το έκανες», τον αποπήρε η Κάρσον. «Εξήντα χιλιάδες δολάρια αυτή τη χρονιά», είπε ο Όμπρεϊ με ύφος προβάτου. «Ούτε με σφαίρες». «Το ορφανοτροφείο είχε ανάγκη από επισκευές, οπότε κάποιος έπρεπε να βρεθεί να πληρώσει το μάρμαρο». «Ο Όμπρεϊ Πικού ενισχύει οικονομικά ένα ορφανοτροφείο», είπε ο Μάικλ εμβρόντητος. «Θα σας το χρωστούσα μεγάλη χάρη, αν δεν το πείτε πουθενά. Έ χ ω κι εγώ να προστατέψω την καλή μου φήμη. Οι φίλοι από τα παλιά θα νομίζουν πως έχω πάθει μαλάκυνση εγκεφάλου». «Έννοια σου, και δεν πρόκειται να προδώσουμε το μεγάλο μυστικό σου», τον διαβεβαίωσε η Κάρσον. Το μούτρο του Όμπρεϊ φωτίστηκε. «Λοιπόν, ακούστε: θα σας δώσο.) τα χρήματα έτσι. Ούτε δάνειο ούτε τίποτε, πώς σας φαίνεται; Θα τα ξοδέψετε όπως νομίζετε, κι αν κάποια μέρα βρεθείτε με παραδάκι στις τσέπες σας, αντί να μου επι-

130

Dean Koontz

Του Μάικλ του φάνηκε πως δεν είχε ακούσει καλά. Μα τι είχα πει τώρα, ο άνθρωπος; Ηθική; «Κοίτα, και μόνο που αναλαμβάνω να σας φέρω σε επαφή με τους κατάλληλους ανθρώπους, δεν είναι δα και μικρό πράγμα» είπε ο Όμπρεϊ «όμως, αφού δεν παίρνω προμήθεια άρα δε θα κερδίσω το παραμικρό. Αν όμως αναλάβω και να χρηματοδοτήσω την όλη ιστορία, έστω κι άτοκα...» Αυτό τώρα έκανε και την Κάρσον να απορήσει. «Άτοκα;» «Ε, τότε θα έχω μέρος της ευθύνης». Κάτω από το τεράστιο, αστείο καπέλο του, ο Όμπρεϊ φάνηκε τώρα περισσότερο προβληματισμένος παρά οτιδήποτε άλλο. «Αυτός ο τύπος ο Ιησούς... είναι τρομακτικός». «Τρομακτικός;» «Θέλω να πω, αν αληθεύουν έστω και τα μισά απ' όσα λέει η Λουλάνα γι' αυτόν...» «Αν αληθεύουν;» «...τότε καλά θα κάνει κανείς να λογαριάσει τις συνέπειες». «Όμπρεϊ» είπε η Κάρσον «χωρίς παρεξήγηση, αλλά αν σκεφτεί κανείς τι έχεις κάνει στη ζωή σου, δε νομίζω πως ο καλός Χριστούλης θα δώσει και τόση σημασία στο ότι μας δάνεισες λεφτά για να αγοράσουμε όπλα». «Μπορεί και να μη δώσει» είπε ο Όμπρεϊ «ωστόσο εγώ προσπαθώ ν' αλλάξω και να γίνω άλλος άνθρωπος». «Σοβαρά;» Ο Όμπρεϊ έβγαλε την καπελαδούρα του, σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο του μ' ένα μαντίλι, ύστερα ξανάβαλε το καπέλο. «Εντάξει, όλοι ξέρουν ποιος ήμουν κάποτε, όμως η Λουλάνα, η Εβαντζελίν και ο Μόουζες... και οι τρεις τους

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

129

«Γιατί...» «Μην τολμήσεις, καημένε μου!» πετάχτηκε η Κάρσον. «...την αγαπώ». «Φτούσου», είπε η Κάρσον. Ο Όμπρεϊ Πικού έβαλε τα γέλια πανευτυχής. «Δίνω ρέστα για ρομαντισμό. Δώσε μου τον αριθμό του κινητού σου και μέσα σε δυο ώρες θα σας πάρει ο άνθρωπος που έχει τα καλούδια για να σας πει το πώς και το πότε». «Όμπρεϊ Πικού» είπε η Κάρσον «κανονικά θα έπρεπε να σου δώσω τα τριαντάφυλλά σου να τα φας», κουνώντας απειλητικά το τριαντάφυλλο ποικιλίας Γαλλικό Άρωμα μέσα στα μούτρα του άλλου. «Έτσι όπως τα έχεις αρωματίσει πιάνοντάς τα με τα χεράκια σου, θαρρώ θα ξετρελαινόμουν με τη γεύση τους». Η κοπέλα πέταξε τα τριαντάφυλλα κατάχαμα. «Λοιπόν, μου χρωστάς κάτι, και μόνο γι' αυτό που είπες. Θέλω να μας δανείσεις χρήματα για να πληρώσουμε τα όπλα». Ο Όμπρεϊ έβαλε τα γέλια. «Μπα; Και γιατί να σας δανείσω;» «Γιατί, κάποτε σου σώσαμε τη ζωή. Αλλά και γιατί εγώ δεν έχω παραχωμένα σε καμιά κάλτσα τίποτε χιλιάρικα». «Αγαπούλα μου, ουδέποτε είχα τη φήμη γενναιόδωρου ανθρώπου». «Ναι, αυτό ακριβώς προσπαθεί να σου πει και η Λουλάνα από καιρό». Ο άλλος έσμιξε τα φρύδια του. «Αυτό τώρα μεγαλώνει τη συμμετοχή μου στην όλη ιστορία». «Όχι, αν μας δώσεις τα χρήματα χέρι με χέρι. Δε θα κάνουμε χαρτιά και τέτοια». «Δεν εννοώ από νομική άποψη, αλλά από ηθική».

128

Dean Koontz

εδώ πρόκειται για κάτι που αφορά την Ο' Κόνορ. Αυτή θέλει να πάρει εκδίκηση. Γιατί λοιπόν να πας κι εσύ σαν το σκυλί στο αμπέλι;» «Γιατί είμαστε συνεργάτες», αποκρίθηκε ο Μάικλ. «Έλα τώρα, δεν το κανείς γι' αυτό. Σιγά να μην αυτοκτονούν οι άνθρωποι για χάρη των συνεργατών τους». «Πιστεύω πως μπορούμε να τα καταφέρουμε» είπε τώρα ο Μάικλ «και να τη βγάλουμε καθαρή». Στο ροδαλό πρόσωπο του άλλου ζωγραφίστηκε ένα παμπόνηρο χαμόγελο, αποστερώντας του αίφνης όλη τη φαινομενική αθωότητά του. «Ούτε περί αυτού πρόκειται», επέμεινε. «Εντάξει, μην τον αναγκάσεις τώρα να σου το ομολογήσει», είπε η Κάρσον κάνοντας μια γκριμάτσα. «Θέλω να ακούσω κάτι που να με πείσει για την τόση του αφοσίωση». «Δεν πρόκειται για κάτι που θα έχει τον παραμικρό αρνητικό αντίκτυπο για σένα», τον διαβεβαίωσε η Κάρσον. «Μπορεί να είναι όπως τα λες, μπορεί και όχι. Μ' έχετε σχεδόν πείσει. Τα δικά σου τα κίνητρα, αγαπούλα μου, τα ξέρω ήδη. Θέλω να μάθω και τα δικά του». «Μη βγάλεις άχνα», προειδοποίησε η Κάρσον το συνεργάτη της. «Το ξέρει ήδη», είπε ο Μάικλ. «Ε, περί αυτού πρόκειται. Το ξέρει ήδη. Άρα δε χρειάζεται να το ακούσει κι απ' το στόμα σου. Απλώς, θέλει να μας τα πρήξει». «Αχ, έλα τώρα, αγαπούλα, γιατί θέλεις να πληγώσεις το γερο-Όμπρεϊ; Για πες μου, λοιπόν, Μάικλ, γιατί στον κόρακα θέλεις να το κάνεις;»

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

127

ζουν συνέχεια στο σημάδι, ε, δεν είναι και για να απορείς. Όλοι, εκτός από δυο. Εσείς δε σκαρτεύετε με καμιά κυβέρνηση». «Θυμάσαι τι έπαθε ο πατέρας μου;» τον ρώτησε η Κάρσον. «Παραμύθια της Χαλιμάς», είπε ο Όμπρεϊ. «Ο πατέρας σου δε σκάρτεψε ποτέ. Ήταν ένας καλός και τίμιος μπάτσος ως το τέλος». «Εγώ το ξέρω. Όμως να 'σαι καλά που το παραδέχεσαι κι εσύ, Όμπρεϊ». Γέρνοντας λίγο το κεφάλι του όπως φορούσε την ψάθινη καπελαδούρα, έμοιαζε με τον Τρούμαν Κάποτε ντυμένο με γυναικεία φορεσιά για πρωινό τσάι. «Μου λες δηλαδή πως ξέρεις ποιος "έφαγε" τον πατέρα και τη μάνα σου;» «Ναι», του αποκρίθηκε, και ήταν ψέματα. «Ποιος πάτησε τη σκανδάλη ή ποιος έδωσε την εντολή να τους "φάνε";» «Με αυτό τον τύπο που σου λέω, έχουμε φτάσει στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας». «Σαν να λέμε» είπε τώρα ο Όμπρεϊ κοιτώντας τον Μάικλ «όταν με το καλό του κόψετε το εισιτήριο για τον άλλο κόσμο, θα γίνετε πρώτη είδηση». Παραμένοντας σιωπηλός επί το πλείστον και παριστάνοντας το χαζούλη, ο Μάικλ έκανε μια χαρά τη δουλειά του. Τώρα ανασήκωσε τους ώμους. Η αντίδραση του Μάικλ δεν έδειξε να ικανοποιεί τον Όμπρεϊ. «Το πιο πιθανό είναι να σκοτωθείτε, ενόσω το παλεύετε». «Ε, όλοι θα πεθάνουμε κάποτε», είπε ο Μάικλ. «Ναι, αυτό λέει και η Λουλάνα. Όπως και να 'χει όμως,

126

Dean Koontz

Όμπρεϊ. «Θα θέλαμε να τις κόψουν, να τις κοντύνουν δέκα πόντους. Αλλά τις χρειαζόμαστε και στα σβέλτα μάλιστα, γι' αυτό μάλλον δεν υπάρχει χρόνος για τέτοιες μετατροπές». «Πότε τις θέλετε;» «Σήμερα. Το συντομότερο δυνατόν. Ακόμη και τώρα, όπως μιλάμε. Έρμπαν Σνάιπερ, SGT, Ρέμινγκτον -ό,τι τύπος καραμπίνας να 'ναι, αρκεί να κάνει δουλειά και να πληρεί τις προδιαγραφές που είπαμε». «Θα χρειαστείτε τριπλό ιμάντα για κάθε όπλο» είπε ο Όμπρεϊ «για να μπορείτε τόσο να τις κρεμάτε στον ώμο, όσο και να πυροβολείτε έχοντάς τις στηριγμένες στο γοφό σας». «Λοιπόν, σε ποιον θα πρέπει να αποταθούμε;» ρώτησε η Κάρσον, εξακολουθώντας να κρατάει από ένα τριαντάφυλλο στο κάθε χέρι, σαν διαδηλώτρια υπέρ του τερματισμού απάντων των πολέμων. Συνεχίζοντας μηχανικά και αφηρημένα το κλάδεμα των τριανταφυλλιών -κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ, κλικ- ο Όμπρεϊ έμεινε να κοιτάζει την κοπέλα για κάπου μισό λεπτό, λέγοντας τέλος: «Παραείναι βαρύ το πυροβολικό που ζητάτε, αν πρόκειται για έναν άνθρωπο. Μα ποιος είναι τέλος πάντων -ο αντίχριστος;» «Είναι καλά προστατευμένος», αποκρίθηκε η Κάρσον. «Θα πρέπει πρώτα να περάσουμε από κάμποσους ανθρώπους, μέχρι να τον στριμώξουμε. Αλλά είναι όλοι τους χαμένα κορμιά». «Είναι συχνό φαινόμενο να σκαρτεύουν οι μπάτσοι», είπε τώρα ο Όμπρεϊ Πικού, κι ήταν φανερό πως δεν είχε πειστεί ακόμη από τα επιχειρήματα των άλλων. «Αν σκεφτεί κανείς πως δεν έχουν παρά ελάχιστη υποστήριξη και πως τους βά-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

125

τύπο, ο οποίος αν πήγαινε στο δικαστήριο θα έβγαινε άνετος και χαμογελαστός μετά την αθώωσή του», είπε ψέματα. Κάτω από τη σκιά του μπορ της καπελαδούρας του τα μάτια του Όμπρεϊ φάνηκαν να φωτίζονται, ενδεικτικό του ξαφνικού του ενδιαφέροντος. «Έννοια σου, και δεν έχουμε "κοριούς" επάνω μας», τον καθησύχασε η Κάρσον. «Αν θες, μπορείς να μας ψάξεις». «Πολύ θα το ήθελα να σε ψάξω, αγαπούλα μου» είπε ο Όμπρεϊ «όχι όμως για να δω αν έχεις "κοριούς" επάνω σου. Αν ήσουν καλωδιωμένη, δε θα μου έλεγες όλα αυτά τα ωραία». «Για τα Ιγκλ θα χρειαστώ εκατό σφαίρες .50ΑΕ» είπε η Κάρσον «επιχαλκωμένες, κοίλης αιχμής». «Τρομερό! Μιλάμε για ταχύτητα βολής γύρω στα 430 μέτρα ανά δευτερόλεπτο», παρατήρησε ο Όμπρεϊ. «Ναι, θέλουμε αυτούς τους μάγκες πολύ νεκρούς. Θα χρειαστούμε ακόμη και δυο καραμπίνες. Θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε βλήματα, όχι σκάγια». «Βλήματα, όχι σκάγια», επανέλαβε ο Μάικλ, κουνώντας το κεφάλι του λες και η πρόταση της Κάρσον τον έβρισκε απόλυτα σύμφωνο, τι κι αν εκείνη τη στιγμή κόντευε να τα κάνει επάνω του από την τρομάρα του. «Μεγάλη κατασταλτική δύναμη», παρατήρησε ο Όμπρεϊ επιδοκιμαστικά. «Μεγάλη δε θα πει τίποτε», ξανασυμφώνησε ο Μάικλ. «Ημιαυτόματες, για να μπορούμε να ρίξουμε και δεύτερη σφαίρα όπως θα τις κρατάμε με το ένα χέρι», συνέχισε την παραγγελία η Κάρσον. «Έρμπαν Σνάιπερ, ίσως. Τι μήκος έχουν οι κάννες τους;» «Γύρω στα σαράντα έξι εκατοστά», αποκρίθηκε ο

124

Dean Koontz

«... όμως εξακολουθείς να έχεις φιλίες σε σκοτεινούς κύκλους, να το πούμε». «Τούτο το τριαντάφυλλο το λένε Μαύρο Βελούδο», είπε ο Όμπρεϊ. «Το κόκκινο είναι τόσο βαθύ σκούρο, που τόπουςτόπους δείχνει για μαύρο». «Κοίτα, δεν επιχειρούμε να σου τη φέρουμε», είπε η Κάρσον. «Κανένας εισαγγελέας δεν πρόκειται να ξοδέψει έτσι άσκοπα χιλιάδες ώρες μόνο και μόνο για να στριμώξει έναν ακίνδυνο ογδοντάχρονο κηπουρό». «Κι άλλωστε» πετάχτηκε ο Μάικλ «ακόμη κι αν σε στριμώχναμε, θα το έπαιζες πως πάσχεις από Αλτσχάιμερ, κι εκεί να δεις κλάμα που θα έριχναν οι ένορκοι». «Το Γαλλικό Άρωμα τώρα δεν κολλάει να μπει στο ίδιο μπουκέτο με τούτο εδώ» είπε ο Όμπρεϊ «όμως το Μαύρο Βελούδο θαρρώ σου ταιριάζει καλύτερα». «Βρε, αυτό που θέλουμε εμείς είναι δυο πενηντάρια Ντέζερτ Ιγκλ Μάγκνουμ». «Σοβαρά, αυτό θέλουμε;» ρώτησε ο Μάικλ εντυπωσιασμένος. «Είπα, που να ξεκονφαίνονν, δεν το 'πα; Αν έχεις δυο καρδιές και σε βρει κατάστηθα ένα βλήμα τέτοιου διαμετρήματος, τότε λογικά θα πάνε περίπατο και οι δυο». Ο Όμπρεϊ πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο της ποικιλίας Μαύρο Βελούδο στην Κάρσον, η οποία το πήρε αν και κάπως διστακτικά. Τώρα κρατούσε από ένα λουλούδι στο κάθε χέρι, κι έδειχνε αμήχανη, σαν να μην ήξερε τι στην οργή να τα κάνει. «Και γιατί δεν τα ζητάτε με γραπτή αίτηση από την Υπηρεσία;» ρώτησε ο Όμπρεϊ. «Γιατί έχουμε κατά νου να ξαπλώσουμε νεκρό κάποιον

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

123

σε χρεοκοπία με τα αστρονομικά πόσα ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα υποχρεώνονταν να καταβάλλουν στα πλαίσια διακανονισμών. Προς μεγάλη όμως απογοήτευση του Μορίς, τα νομικά είχαν αποδειχτεί πολύ βαριά για το στομάχι του Όμπρεϊ, ακόμη κι αν ασκούσε κανείς το επάγγελμα του δικηγόρου με πλήρη απαξία προς το περί δικαίου αίσθημα, κρίνοντας τελικά ότι θα μπορούσε να προκαλέσει εξίσου σημαντική ζημιά στην κοινωνία ακόμα και εκτός νομικού συστήματος. Αν και για κάποιο διάστημα πατέρας και γιος είχαν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλο, εν τέλει ο Μορίς κατέληξε να αισθάνεται υπερήφανος για τον κανακάρη του. Ο γιος του Γαλατά είχε προσαχθεί δυο φορές, καταφέρνοντας όμως στο τέλος να γλιτώσει την καταδίκη άλλες τόσες. Και στις δυο περιπτώσεις, μετά την ανάγνωση της αθωωτικής ετυμηγορίας από τον προεδρεύοντα των ενόρκων, οι τελευταίοι είχαν σηκωθεί όρθιοι κι είχαν χειροκροτήσει τον Όμπρεϊ. Για να προλάβει μια Τρίτη παραπομπή, ο Όμπρεϊ είχε συνεργαστεί με το γραφείο του εισαγγελέα. Κατέδωσε στις Αρχές ένα σωρό κακοποιούς χωρίς οι ίδιοι να πάρουν ποτέ χαμπάρι το παραμικρό, και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση στα εβδομήντα πέντε του, διατηρώντας το όνομα και την καλή του φήμη στους κύκλους του εγκλήματος και των θαυμαστών του αψεγάδιαστα. «Έχω πάψει πια να ασχολούμαι με όπλα», είπε τώρα ο Όμπρεϊ. «Ούτε με αυτά που ξεκουφαίνουν και γκρεμίζουν τοίχους ούτε με τ' άλλα». «Το ξέρουμε πως έχεις βγει στη σύνταξη...» «Εντελώς», τους διαβεβαίωσε ο Όμπρεϊ.

123 Dean Koontz

καν τραυματίσει. Ποτέ δεν είχε ληστέψει, βιάσει ή εκβιάσει τον οποιονδήποτε. Απλώς είχε διευκολύνει άλλους εγκληματίες να διαπράττουν όλα αυτά τα κακουργήματα πιο αποτελεσματικά. Το εργαστήρι του είχε να περηφανεύεται για τη δημιουργία των πιο τέλειων πλαστών εγγράφων πάσης φύσεως: διαβατηρίων, πιστοποιητικών γεννήσεως, αδειών οδήγησης... Παράλληλα, στις μέρες του ο Όμπρεϊ είχε πουλήσει χιλιάδες όπλα στη μαύρη αγορά. Κάθε φορά που κάποιοι ικανοί να εφαρμόσουν ένα καλά οργανωμένο σχέδιο για τη ληστεία μιας χρηματαποστολής ή ενός εισαγωγέα διαμαντιών είχαν ανάγκη από κεφάλαια για την κάλυψη των εξόδων της προετοιμασίας και της εκτέλεσης της όλης επιχείρησης, πήγαιναν στον Όμπρεϊ. Ο πατέρας του, ο Μορίς, ήταν δικηγόρος, σπεσιαλίστας στο να πείθει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ενόρκους να ψηφίζουν υπέρ της καταβολής απίστευτων ποσών δίκην αποζημιώσεων σε πελάτες του με αμφίβολο ποιόν και έναντι εξίσου αμφίβολων ζημιών τις οποίες δήθεν είχαν υποστεί οι τελευταίοι. Μερικοί από τους συναδέλφους του τον αποκαλούσαν με θαυμασμό Μορίς ο Γαλατάς, χάρη στην ικανότητά του να αρμέγει από χοντροκέφαλους σαν αγελάδες ενόρκους καταβολές αστρονομικών αποζημιώσεων. Ο Μορίς, λοιπόν, ο Γαλατάς είχε στείλει τον κανακάρη του να σπουδάσει Δίκαιο στη Νομική του Χάρβαρντ, με τον ευσεβή πόθο ότι ο Όμπρεϊ θα στρεφόταν στον -τότε ακόμηνεοσύστατο τομέα των μαζικών αστικών αγωγών, όπου με τη χρήση ψευτοεπιστημονικών αποδεικτικών στοιχείων και μπόλικων θεατρινισμών στο ακροατήριο, θα κατάφερνε να τρομοκρατεί τις μεγάλες εταιρείες οδηγώντας τις ακόμη και

Κεφάλαιο 17

Όπως ήταν κοντά σε μια τριανταφυλλιά με κίτρινα-ροζ άνθη, ο Όμπρεϊ έκοψε ένα τριαντάφυλλο για την Κάρσον, καθαρίζοντας τα αγκάθια από το κοτσάνι προτού της το προσφέρει. «Είναι της ποικιλίας Γαλλικό Άρωμα. Ο μοναδικός συνδυασμός χρωμάτων τους τα κάνει να είναι τα πιο θηλυκά τριαντάφυλλα του κήπου μου». Ο Μάικλ ένιωσε να το διασκεδάζει με την ψυχή του, βλέποντας την Κάρσον να κρατάει το λουλούδι αδέξια, λες κι ήταν ξυλάγγουρο, τι κι αν ο Όμπρεϊ είχε αφαιρέσει τα αγκάθια. Έλα όμως που η κυρία δεν ήταν των λουλουδιών και των αρωμάτων, αλλά αντίθετα των μπλουτζίν και των κου μπουριών. Παρά το αθώο του πρόσωπο και την αστεία, ψάθινη καπελαδούρα του, ο αφέντης του κήπου έμοιαζε να είναι εκτός τόπου περιστοιχισμένος από τις τριανταφυλλιές του, ακριβώς όπως και η Κάρσον. Στη διάρκεια των δεκαετιών της εγκληματικής του δράσης, ο Όμπρεϊ Πικού ποτέ δεν είχε σκοτώσει άνθρωπο ούτε

120

Dean Koontz

καταπιεσμένης απελπισίας που ένιωθε κι αυτός ο ίδιος ο Νικ βαθιά μέσα του. «Ποιος... ποιοι είστε;» ρώτησε. Κι απόκριση δεν πήρε. «Τι είστε;» Την άλλη στιγμή, κάτι σαν τρέμουλο να διαπέρασε το σκουπιδοχώραφο. Η επιφάνεια της μάζας των απορριμμάτων δεν αναδεύτηκε, όπως πριν. Κι ο Νικ σαν να διαισθάνθηκε την αποχώρηση της αλλόκοτης παρουσίας. Σηκώθηκε και στάθηκε ξανά στα πόδια του, ρωτο>ντας: «Τι θέλετε;». Ο ήλιος που έκαιγε την πέτρα. Ο ακίνητος αέρας. Η μπόχα των σκουπιδιών. Ο Νικ Φριγκ έστεκε εκεί μόνος, με την απέραντη μάζα των σκουπιδιών σταθερή κάτω από τα πόδια του γι' άλλη μια φορά.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

119

ήχο. Τέτοιες στιγμές, η γλυκιά μπόχα της χωματερής έκανε τον Νικ να υπάρχει σε μια κατάσταση πνευματικής ευφορίας, ήρεμος μα κι απ' την άλλη με όλες τους τις αισθήσεις σε εγρήγορση. Έτσι που ο χρόνος κυλούσε τώρα δίχως να τον καταλαβαίνει, ο Νικ βίωνε τώρα τη δική του ιδιότυπη Νιρβάνα, και δεν κατάλαβε πόσα λεπτά της ώρας είχαν κυλήσει μέχρι που άκουσε τη φωνή, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος πόσες φορές είχε μιλήσει αυτή η φωνή, μέχρι που με τα πολλά κατάφερε να ξεχωρίσει αυτό που έλεγε. «Πατέρα;» Φωνή απαλή, τρεμάμενη, σχεδόν σβησμένη, που άρθρωνε ένα και μοναδικό ερώτημα, κι ήταν αβέβαιο αν έβγαινε από στόμα γυναικείο ή αντρικό. Ο Νικ με τη σκυλίσια μύτη έμεινε εκεί που ήταν, ακίνητος, μυρίζοντας τον αέρα. «Πατέρα, Πατέρα, Πατέρα;» Τούτη τη φορά ήταν λες κι η επίκληση έβγαινε ταυτόχρονα από τέσσερα ή πέντε στόματα, αντρικά και γυναικεία. Σαν έριξε άλλη μια προσεκτική ματιά ένα γύρω στο σκουπιδοχώραφο, ο Νικ διαπίστωσε πως ήταν εντελώς μόνος του. Τώρα, πώς ήταν δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο, μακάρι να ήξερε, όμως το γεγονός ήταν πως οι φωνές μάλλον είχαν βγει από τα βάθη της συμπαγούς μάζας των απορριμμάτων, κάτω απ' τα πόδια του, περνώντας μέσα από σχισμές και από κενά, προερχόμενες από... Από πού; «Γιατί, Πατέρα, γιατί, γιατί, γιατί;...» Ο επικλητικός, γεμάτος απόγνωση τόνος των φωνών μαρτυρούσε βάσανο ψυχής μεγάλο κι έμοιαζε σαν απόηχος της

118

Dean Koontz

Μύρισε τον αέρα ξανά και ξανά, γυρεύοντας να εντοπίσει με τη γενετικά ενισχυμένη όσφρηση του τι ήταν εκείνο που ίσως είχε προκαλέσει το στιγμιαίο ανάδεμα της σκουπιδόμαζας σε τούτο το μικρό πέλαγος από απορρίμματα. Βέβαια από τα βάθη των συσσωρευμένων σκουπιδιών διέρρεαν αέρια μεθανίου, όμως η μυρωδιά του δεν έμοιαζε να είναι πιο έντονη απ' ό,τι συνήθως. Αρουραίοι. Ο Νικ μυρίστηκε την παρουσία τους κάπου εκεί κοντά. Σε μια χωματερή όπως ετούτη η μυρωδιά των αρουραίων ήταν εξίσου συνηθισμένη όσο και αυτή των σκουπιδιών. Η βαριά μυρωδιά των τρωκτικών πλανιόταν σε όλη την περιφραγμένη έκταση ιδιοκτησίας της εταιρείας Διαχείρισης Απορριμμάτων Κρόσγουντς. Εντόπιζε την παρουσία σμαριών ολόκληρων από δαύτα τα μυστακοφόρα υποκείμενα εκεί τριγύρω, όμως, αν δεν τον απατούσε η όσφρησή του, δεν υπήρχε κανένα κοπάδι αρουραίων τόσο πολυάριθμο που να προκαλούσε την ανατάραξη της επιφάνειας των σκουπιδιών τη στιγμή που θα περνούσαν από κάτω τους. Ο Νικ επιθεώρησε το χώρο εκεί τριγύρω, κοιτώντας, μυρίζοντας, μέχρι που στάθηκε, κοντοκάθισε -με τις λαστιχένιες μπότες του να τρίζουν- κι έμεινε να αφουγκράζεται. Ακίνητος σαν άγαλμα. Παίρνοντας αργές, αλλά βαθιές ανάσες. Οι θόρυβοι από τις σκουπιδιάρες που άδειαζαν την «πραμάτεια» τους πέρα, στον ανατολικό λάκκο σιγά-σιγά κόπασαν. Το ίδιο και το μακρινό μουγκρητό των μπουλντόζων. Σαν για να τον βοηθήσει στην έρευνά του, ο αέρας έμενε βαρύς κι ακίνητος. Δε φυσούσε ούτε για δείγμα, κι αυτό τον διευκόλυνε αφάνταστα όπως πάσχιζε να αφουγκραστεί. Λες και το ανελέητο λιοπύρι τσουρούφλιζε και τον παραμικρό

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

117

ρίεργο κι ανεξήγητο φαινόμενο είχε καταλαγιάσει εντελώς. Μόλο που οι μπουλντόζες έσπρωχναν τα απορρίμματα και τα φτυάριζαν έτσι ώστε να σχηματίζουν μια συμπαγή μάζα όπως κινούνταν πέρα δώθε σαν τεράστια ατσαλένια έντομα σε τούτο το βασίλειο της βρόμας και της εγκατάλειψης, συχνά πυκνά το σκουπιδοχώραφο -που στο συγκεκριμένο λάκκο το βάθος του έφτανε τα δεκαπέντε με είκοσι μέτραυποχωρούσε κάτω από τα πόδια του Νικ, μιας και ως εκ των πραγμάτων βαθιά στο εσωτερικό του δημιουργούνταν άπειρα κενά. Όμως ο ίδιος, σβέλτος όπως ήταν και πάντα σε επαγρύπνηση, σπάνια έχανε το βηματισμό του και παράπαιε. Φτάνοντας στο σημείο που είχε παρατηρήσει το στιγμιαίο κυματισμό της σκουπιδόμαζας όπως έστεκε στο ανάχωμα, πιο πέρα, η επιφάνεια δεν παρουσίαζε τίποτε το ιδιαίτερο σε σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι συσσωρευμένων απορριμμάτων που μόλις είχε διασχίσει. Στραπατσαρισμένα τενεκεδάκια, σπασμένα γυαλιά, πλαστικά από χλωρίνες και απορρυπαντικά, ξεχαρβαλωμένα παιχνίδια, κομμάτια σπασμένα ξύλα από φράχτες και διακοσμητικά δέντρα πρασιών και κήπων -φύλλα από φοινικόδεντρα, κλαριά, ξεχωμένα χορτάρια - γεμάτες σακούλες σκουπιδιών με το επάνω μέρος τους καλά δεμένο... Είδε μια κούκλα που τα πόδια της κρέμονταν ξεχαρβαλωμένα κι είχε σπασμένο το ένα της φρύδι. Φαντάστηκε πως κάτω από τα πόδια του κειτόταν ένα παιδάκι της Παλιάς Ράτσας, και άρχισε να ποδοπατάει την κούκλα μέχρι που διέλυσε εντελώς το χαμογελαστό της πρόσωπο. Κάνοντας τώρα αργά μια στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών, έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στο σκουπιδομάνι.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

139

κανονισμός ήταν της κακιάς συμφοράς, και πως η Βίκυ ήταν η «ριγμένη» της ιστορίας. Στην ουσία όμως η Βίκυ αισθανόταν ικανοποιημένη και με το παραπάνω, αφού η Κάρσον είχε γλιτώσει την αδερφή της, τη Λιάν, από ισόβια κάθειρξη, όταν η τελευταία είχε κατηγορηθεί για ένα έγκλημα το οποίο ουδέποτε είχε διαπράξει. Στα σαράντα πέντε της, η Βίκυ ήταν χήρα, έχοντας χάσει τον άντρα της πριν από πέντε χρόνια. Δικά της παιδιά δεν είχε, και το ότι έμενε στο σπίτι της Κάρσον, συν τοις άλλοις την έκανε να αισθάνεται σαν μέλος μιας οικογένειας. Τον Άρνι τον ένιωθε σαν δικό της παιδί. Αν και αυτιστικός, ο Άρνι σπάνια της δημιουργούσε προβλήματα. Ήταν επί το πλείστον χαμένος στο δικό του μυστήριο κόσμο, ήσυχος, και κατά μία έννοια αξιαγάπητος. Η Βίκυ κυρίως του μαγείρευε και τον τάιζε, γιατί κατά τα λοιπά ο Άρνι φρόντιζε μόνος του τον εαυτό του. Σπάνια ξεμυτούσε από το δωμάτιο του, κι απ' το σπίτι δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ, εκτός από τις φορές που η Κάρσον ήθελε να τον πάρει κάπου μαζί της. Αλλά ακόμη και τότε, ο μικρός ακολουθούσε την αδερφή του με μεγάλη απροθυμία. Έτσι η Βίκυ δεν είχε να φοβάται μήπως της ξεπόρτιζε. Ο μικρός προτιμούσε να περιπλανιέται στις αχανείς εκτάσεις του εσωτερικού του κόσμου, οι οποίες -γι' αυτόν- παρουσίαζαν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ' ό,τι ο πραγματικός. Τώρα όμως η απόλυτη σιωπή άρχισε να χτυπάει κάπως παράξενα στο αυτί της Βίκυς. Την κυρίεψε μια ανεξήγητη ανησυχία, η οποία γινόταν όλο και πιο έντονη κάθε φορά που σταματούσε προς στιγμή να δακτυλογραφεί. Μέχρι που στο τέλος δεν άντεξε, σηκώθηκε από το γρα-

140

Dean Koontz

φείο της και πήγε να ρίξει μια ματιά στον Άρνι. Το δωμάτιο της Βίκυς στο δεύτερο όροφο ήταν αρκετά άνετο, όμως ο χώρος που ζούσε ο Άρνι -στην απέναντι ακριβώς μεριά του χολ- ήταν ο διπλός σε μέγεθος. Ο τοίχος που κάποτε χώριζε δυο κρεβατοκάμαρες, είχε γκρεμιστεί εξασφαλίζοντας στο αυτιστικό παιδί την απαιτούμενη άπλα συν ένα δικό του ατομικό μπάνιο. Το κρεβάτι και το κομοδίνο του ήταν στριμωγμένα σε μια γωνιά του μεγάλου δωματίου. Στα πόδια του κρεβατιού υπήρχαν μια τηλεόραση και μια συσκευή DVD ακουμπισμένα πάνω σ' ένα τρόλεϊ. Το κάστρο του Άρνι καταλάμβανε ένα σημαντικό μέρος του χώρου. Τέσσερα χαμηλά τραπεζάκια δημιουργούσαν κάτι σαν εξέδρα πάνω στην οποία ο Άρνι είχε στήσει με κυβάκια της Λέγκο ένα υπέροχο κατασκεύασμα, θαυμάσιο σε επινόηση και χτισμένο με εμμονή στη λεπτομέρεια. Από τις πολεμίστρες ως τα μεταπύργια, από τα δίφυλλα παράθυρα μέχρι τις ντάπιες, από τους ακρόπυργους μέχρι τους ψηλότερους πυργίσκους, κι από εκεί κάτω ως το προαύλιο αμέσως μετά τα εξωτερικά τείχη, τον εσωτερικό περίβολο, τους στρατώνες, τους στάβλους και το σιδηρουργέ ίο, αυτό το κατασκευαστικό αριστούργημα που καταλάμβανε ένα χώρο περίπου 12 τετραγωνικών μέτρων, κατά τα φαινόμενα αποτελούσε την άμυνα του Άρνι ενάντια σ' ένα κόσμο που τον γέμιζε αγωνία και φόβο. Το αγόρι καθόταν σε μια καρέκλα γραφείου με ροδάκια, όπως έκανε κάθε φορά που ασχολιόταν με το χτίσιμο του πύργου του ή που απλώς τον χάζευε με βλέμμα ονειροπόλο. Στα μάτια του οποιουδήποτε άλλου -εκτός από του Άρνι, φυσικά- αυτό το κατασκεύασμα από κύβους Λέγκο έμοιαζε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

141

τέλειο, όμως ο μικρός είχε διαφορετική γνώμη. Δούλευε εκεί πέρα ολημερίς και κάθε μέρα, προσθέτοντας στο μεγαλείο του, βελτιώνοντας τα οχυρωματικά του έργα. Αν και δώδεκα χρόνων, ο Άρνι έδειχνε μικρότερος. Ήταν μικροκαμωμένος και ανοιχτόχρωμος -σχεδόν ασπριδερόςσαν Σκανδιναβός στο τέλος ενός μακρύ κι ανήλιαγου χειμώνα. Το παιδί δε γύρισε να κοιτάξει τη Βίκυ. Η οπτική επαφή τον τάραζε, και ούτε ήθελε να τον αγγίζουν. Υπήρχε κάτι το τρυφερό επάνω του, και κάτι το στοχαστικό που τη συγκινούσε. Άσε που ήξερε για τον κόσμο και τους ανθρώπους πολύ περισσότερα απ' όσα είχε αρχικά φανταστεί η Βίκυ. Μια άσχημη μέρα, που η κοπέλα ένιωθε σε βαθμό αβάσταχτο την απουσία του άντρα της, τι κι αν ποτέ δεν είχε αφήσει να φανούν τα πραγματικά της συναισθήματα, η αντίδραση του Άρνι στην κατάστασή της ήταν να της μιλήσει, αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια. «Να ξέρεις πως νιώθεις τόσο μόνη σου, όσο θέλεις να νιώθεις» της είχε πει «κι αυτό δε θα το ήθελε με τίποτε εκείνος». Παρόλο που η κοπέλα είχε επιχειρήσει τότε να του πιάσει κουβέντα, ο μικρός δεν ξανάνοιξε το στόμα του. Κι ήταν ακριβώς εκείνη τη μέρα που η Βίκυ άρχισε να αντιλαμβάνεται μια άλλη, πιο αθέατη πτυχή του αυτισμού εν γένει, αλλά και του Άρνι ειδικότερα. Αυτή την τάση του για απομόνωση η κοπέλα δεν μπορούσε φυσικά να του τη γιατρέψει, να όμως που ο μικρός είχε βρει τρόπο να την προσεγγίσει και να της πει και δυο λόγια παρηγοριάς. Μέχρι κι εκείνη τη στιγμή, η Βίκυ ένιωθε για το παιδί μεγάλη συμπάθεια. Από εκείνη τη στιγμή κι ύστερα όμως η συ-

142

Dean Koontz

μπάθεια έγινε αγάπη. Κοιτάζοντάς τον τώρα έτσι όπως μαστόρευε τον πύργο του, άνοιξε το στόμα της και είπε: «Εγώ πάντα θεωρώ πως είναι τέλειος έτσι όπως τον έχεις φτιαγμένο... να, όμως, που εσύ πάντα βρίσκεις τρόπους να τον κάνεις ακόμη καλύτερο». Δεν της αποκρίθηκε, όμως η Βίκυ ήξερε πως την είχε ακούσει. Αφήνοντάς τον στις ασχολίες του, η Βίκυ βγήκε έξω, στο χολ και κοντοστάθηκε στην κορυφή της σκάλας, κι αφουγκράστηκε τη σιωπή που έσπαγε αυτιά, στον κάτω όροφο. Ο Άρνι βρισκόταν εκεί που έπρεπε να βρίσκεται, ήρεμος κι ασφαλής. Αυτή η απόλυτη σιωπή όμως δεν ενέπνεε ασφάλεια, αλλά έμοιαζε σαν να εγκυμονούσε κάποια απειλή που κάποια στιγμή θα εκδηλωνόταν... εν χορδαίς και οργάνοις. Η Κάρσον είχε πει πως αυτή κι ο Μάικλ ασχολούνταν με μια υπόθεση που "κάποια στιγμή δεν αποκλείεται να χτυπήσει και τη δική μας πόρτα", προειδοποιώντας τη Βίκυ να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα για παν ενδεχόμενο. Έτσι η Βίκυ είχε πιάσει κι είχε κλειδώσει όλες τις πόρτες μπρος και πίσω, κι είχε τα παράθυρα του ισογείου όλα ερμητικά κλειστά. Αν και ήταν σίγουρη πως δεν είχε αφήσει καμιά πόρτα ξεκλείδωτη και δίχως να βάλει το σύρτη, η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στον κάτω όροφο της έβαζε ιδέες και την κρατούσε σε επαγρύπνηση. Κατέβηκε τα σκαλιά, έφερε μια βόλτα στο καθιστικό, ύστερα έψαξε στην κρεβατοκάμαρα της Κάρσον και το μπάνιο, στην κουζίνα, ελέγχοντας γι' άλλη μια φορά πόρτες και παράθυρα. Βρήκε τα πάντα έτσι όπως θυμόταν πως τα είχε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

143

αφήσει. Τα μισοκατεβασμένα ρολά και οι τραβηγμένες λίγο στο πλάι κουρτίνες είχαν τον κάτω όροφο βυθισμένο στις σκιές. Κάθε φορά που η Βίκυ άναβε κάποιο φως για να δει καλύτερα, το έσβηνε αμέσως πριν πάει παραπέρα. Η κρεβατοκάμαρα της Κάρσον ήταν το μόνο δωμάτιο στον κάτω όροφο που διέθετε κλιματιστικό. Στερεωμένη όπως ήταν καλά πάνω από το παράθυρο, για να έβγαζε κανείς τη μονάδα από εκεί πέρα θα έπρεπε να κάνει πολλή φασαρία, προδίδοντας έτσι την παρουσία του πριν καν προλάβαινε να μπει στο σπίτι από το άνοιγμα που θα δημιουργείτο. Επί του παρόντος το κλιματιστικό παρέμενε σιωπηλό, περιμένοντας κάποιον να το θέσει σε λειτουργία, κάτι που γινόταν μόνο κατά τη διάρκεια του ύπνου, όπως συνέβαινε και με τις μονάδες που υπήρχαν στα δωμάτια της Βίκυς και του Άρνι. Με τα παράθυρα κλειστά, η ατμόσφαιρα στα δωμάτια του κάτω ορόφου ήταν ζεστή κι αποπνικτική. Μπαίνοντας στην κουζίνα, η Βίκυ άνοιξε το πορτάκι της κατάψυξης στο ψυγείο, όχι γιατί ήθελε να πάρει κάτι, αλλά για να νιώσει να δροσίζεται λιγάκι, έτσι όπως τη χτύπησε στο πρόσωπο το παγωμένο συννεφάκι που βγήκε ορμητικό από μέσα. Ανεβαίνοντας ξανά στο δωμάτιο της, στον επάνω όροφο, ένιωσε και πάλι την απόλυτη σιωπή να τη γεμίζει ανησυχία. Κάτι από τη σιωπή του ανυψωμένου πέλεκυ δευτερόλεπτα πριν πέσει ορμητικός. Α, γελοιότητες. Απλώς τρομοκρατούσε τον εαυτό της άνευ λόγου και αιτίας. Εφιάλτες το καταμεσήμερο. Η Βίκυ έβαλε μουσική στη συσκευή CD, κι επειδή η Κάρσον δεν ήταν σπίτι για να ενοχληθεί, δυνάμωσε τον ήχο λίγο περισσότερο απ' ό,τι το συνήθιζε.

144

Dean Koontz

To δισκάκι ήταν ένα ποτ-πουρί από επιτυχίες διαφόρων καλλιτεχνών. Μπίλι Τζόελ, Ροντ Στιούαρτ, Δε Νακ, Σούπερτραμπ, Μπι Τζις, Γκλόρια Γκέινορ, Τσιπ Τρικ. Μελωδίες της νιότης της. Ο Άρθουρ της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί. Τόσο ευτυχισμένοι οι δυο τους. Τότε ακόμη το πέρασμα του χρόνου δεν είχε σημασία. Πίστευαν πως θα ζούσαν αιώνια. Γύρισε στον υπολογιστή και την επιστολή που είχε αρχίσει να γράφει, σιγοτραγουδώντας τους σκοπούς που έπαιζε το CD, νιώθοντας τη μουσική και τις ευχάριστες αναμνήσεις από τα παλιά να την ανεβάζουν ψυχολογικά, νικώντας κατά κράτος τις φοβίες που της είχε προκαλέσει η παράξενη σιωπή. Φ Με το δάπεδο του σπιτιού να τον πλακώνει πάνω από το κεφάλι του, τη μυρωδιά του χώματος και των υγρών αγριόχορτων έντονη στα ρουθούνια του, τυλιγμένος στο ημίφως, ο οποιοσδήποτε άλλος το πιο πιθανό ήταν ότι θα πάθαινε κρίση κλειστοφοβίας που θα μετατρεπόταν σε πανικό, κυριευμένος από το συναίσθημα πως ήταν θαμμένος ζωντανός. Όμως ο Ράνταλ Έξι, που είναι παιδί του Ελέους, νιώθει άνετα στο λαγούμι του, προστατευμένος από κάθε κίνδυνο. Ακούει τη γυναίκα που κατεβαίνει στο ισόγειο και πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, σαν να γυρεύει κάτι που κάπου έχει παρατήσει. Με το που φτάνει ως τ' αυτιά του η μουσική που ακούγεται από πάνω, απ' το σπίτι, καταλαβαίνει πως αυτή είναι η χρυσή του ευκαιρία. Υπό τους ήχους της ροκ μουσικής, οι όποιοι θόρυβοι κατά την προσπάθειά του να τρυπώσει στο

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

145

σπιτικό της Ο' Κόνορ θα περάσουν απαρατήρητοι. Ο Ράνταλ έχει εξερευνήσει εξονυχιστικά το κενό διάστημα που δημιουργείται ανάμεσα στη βάση του σπιτιού και το έδαψος σε όλη του την έκταση, απορώντας κι ο ίδιος με την τόλμη του. Διαπιστώνει πως, όσο περισσότερο απομακρύνεται από τα Χέρια του Ελέους, τόσο περισσότερο υποχωρεί η αγοραφοβία που τον ταλανίζει, και τόσο περισσότερο αισθάνεται την ανάγκη να διευρύνει τα όρια του μικρόκοσμού του. Ανθίζει. Εκτός από τα τσιμεντένια κολωνάκια πάνω στα οποία στηρίζεται το σπίτι, από το κενό που δημιουργείται κάτω από τη βάση του περνούν οι σωληνώσεις των δικτύων ύδρευσης κι αποχέτευσης, καθώς και τα χοντρά καλώδια ηλεκτροδότησης του σπιτιού. Αυτό τώρα το συνονθύλευμα σωλήνων και καλωδίων περνάει και βγαίνει επάνω στο σπίτι από ανοίγματα που υπάρχουν στο πάτωμα. Όμως ακόμη κι αν κατάφερνε ο Ράνταλ να τραβήξει από τη θέση του κάποιον απ' αυτούς τους αγωγούς, το άνοιγμα που θα δημιουργείτο, δε θα ήταν αρκετό για να τον χωρέσει. Παράλληλα ο Ράνταλ έχει εντοπίσει και το πορτάκι μιας καταπακτής. Το άνοιγμα της καταπακτής είναι γύρω στο ένα τετραγωνικό μέτρο. Οι μεντεσέδες και το μάνταλο της μπουκαπόρτας είναι από την άλλη μεριά, και δεν μπορεί να τα φτάσει. Και το πιο πιθανό είναι πως ανοίγει από το εσωτερικό του σπιτιού και προς τα πάνω. Κοντά στο πορτάκι της καταπακτής, πλάι στον αγωγό φυσικού αερίου, βγαίνει προς τα κάτω ένας εφεδρικός εύκα-

146

Dean Koontz

μπτος σωλήνας με διάμετρο είκοσι εκατοστά. Η απόληξη αυτού του σωλήνα είναι στερεωμένη σε μια τρύπα που έχει ανοιχτεί στο πλέγμα του δικτυωτού. Ο Ράνταλ σκέφτεται πως τούτος ο σωλήνας είναι για την παροχή αέρα ή χρησιμεύει σαν εξαεριστικό ασφαλείας για το δίκτυο του φυσικού αερίου. Κρίνοντας από αυτό το νέο στοιχείο, το πορτάκι θα πρέπει να ανοίγει σ' ένα χώρο όπου υπάρχει καυστήρας, διευκολύνοντας ένα μάστορα να κινείται μεταξύ του καυστήρα από πάνω, και των σωληνώσεων που περνούν κάτω από το πάτωμα. Στο σπιτικό πάνω από το κεφάλι του, αυτιστικός μεν, ικανός όμως να χαμογελάει ευτυχισμένος, ο Άρνι Ο' Κόνορ κρατάει το μυστικό της ευτυχίας. Είτε θα δεχτεί να το μοιραστεί μαζί του, είτε ο Ράνταλ θα το ξεριζώσει από μέσα του. Ξαπλωμένος ανάσκελα, ο Ράνταλ Έξι διπλώνει τα γόνατά του και τα φέρνει στο στήθος του, τέλος σπρώχνει και με τα δυο του πόδια το πορτάκι προς τα πάνω. Έχοντας κατά νου να περάσει από εκεί μέσα κάνοντας κατά το δυνατό λιγότερο θόρυβο, όπως σπρώχνει το πορτάκι με τα πόδια του, φροντίζει να αυξάνει σταδιακά την πίεση που ασκεί επάνω του. Το μάνταλο και οι μεντεσέδες τρίζουν από το πολύ ζόρι. Τη στιγμή που η μουσική ενός ιδιαίτερα δυνατού κομματιού φτάνει στην κορύφωσή της, ο Ράνταλ διπλασιάζει την πίεση που ασκεί στο ξύλινο πλαίσιο, μέχρι που το πορτάκι υποχωρεί κι ανοίγει απότομα προς τα πάνω, με τις βίδες στερέωσης να τινάζονται προς τα έξω ξηλώνοντας το ξύλο και στραβώνοντας τους μεντεσέδες. Σύντομα η ευτυχία θα είναι δική του.

Κεφάλαιο 20 β Μ Ι Η Β Β · · · · · · · · · · ·

Μετά τη συνάντηση με τον Βίκτωρα, η Σίντι βιαζόταν να πάει στο εμπορικό κέντρο, όμως ο Μπένι ήθελε να κουβεντιάσει περί μεθόδων αποκεφαλισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, η Σίντι και ο Μπένι Λάβγουελ ήταν είκοσι οχτώ και είκοσι εννέα χρόνων αντίστοιχα, όμως στην ουσία δεν ήταν παρά μόλις δεκαεννιά μήνες που είχαν βγει από τις δεξαμενές δημιουργίας τους. Οι δυο τους ήταν ένα ταιριαστό και τρισχαριτωμένο ζευγάρι. Πιο συγκεκριμένα, είχαν «κατασκευαστεί» έτσι ώστε να μοιάζουν με ταιριαστό και τρισχαριτωμένο ζευγάρι. Γοητευτικοί, ντυμένοι στην πένα, με αφοπλιστικό χαμόγελο, φωνές που χάιδευαν γλυκά το αυτί, και γέλιο που άγγιζε με την πρώτη τους συνομιλητές τους. Γλυκομίλητοι, ευγενέστατοι, κέρδιζαν με την πρώτη όποιον συναντούσαν. Η Σίντι κι ο Μπένι ήταν απίθανοι χορευτές, αν κι ο χορός δεν αποτελούσε την αγαπημένη τους ενασχόληση. Αυτό που τους έδινε τη μεγαλύτερη χαρά ήταν να σκοτώνουν. Μέλη και οι δυο της Νέας Ράτσας, δεν μπορούσαν να σκοτώνουν κατά βούληση, παρά μόνο όταν τους έδινε τη σχετική

148

Dean Koontz

εντολή ο δημιουργός τους. Και οι Λάβγουελ έπαιρναν συχνά τέτοιες εντολές. Κάθε ψορά που κάποιος της Παλιάς Ράτσας ήταν υποψήφιος για αντικατάσταση από πιστό αντίγραφο, τα τελευταία χαμογελαστά πρόσωπα που αντίκριζε προτού αποδημήσει εις Κύριον ήταν αυτά της Σίντι και του Μπένι. Όσοι τώρα δεν ήταν προγραμματισμένοι να αντικατασταθούν από... ρεπλίκες τους, αλλά ωστόσο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνιστούσαν απειλή για τον Βίκτωρα -ή τον είχαν θίξει- αργά ή γρήγορα έμελλε να συναντηθούν με τους Λάβγουελ. Μερικές φορές οι συναντήσεις αυτές γίνονταν σε κάποιο κλαμπ που έπαιζε μουσική τζαζ ή σε κάποια ταβέρνα. Ο υποψήφιος έμενε με την εντύπωση πως είχε μόλις κάνει καινούριους φίλου, ως τη στιγμή που, εκεί προς το τέλος της βραδιάς, μια χειραψία ή ένας ασπασμός για το καληνύχτα μετατρέπονταν εν ριπή οφθαλμού σε βίαιο κόψιμο της καρωτίδας του. Ορισμένα από τα υποψήφια θύματα, όταν συναντούσαν τους Λάβγουελ για πρώτη φορά, δεν προλάβαιναν καν να τους γνωρίσουν καλύτερα, δεν προλάβαιναν καν να ανταποδώσουν τα ζεστά τους χαμόγελα, και την άλλη στιγμή βρίσκονταν με τα έντερά τους εκτεθειμένα σε κοινή θέα. Νωρίτερα αυτή την καυτή, καλοκαιριάτικη μέρα, λίγο πριν τους καλέσει ο Βίκτωρ στα Χέρια του Ελέους, οι Λάβγουελ ένιωθαν να βαριούνται μέχρι θανάτου. Ο Μπένι κατάφερνε να αντιμετωπίζει το αίσθημα της βαριεστημάρας, όμως η ανία συχνά έσπρωχνε τη Σίντι σε απερίσκεπτες ενέργειες. Μετά τη συνάντησή τους με τον Βίκτωρα, κατά την οποία είχαν πάρει την εντολή εξόντωσης των Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

149

και Μάντισον μέσα στις επόμενες 24 ώρες, ο Μπένι ήθελε να στρωθεί αμέσως να καταστρώσει το σχέδιο της δολοφονίας των δυο αστυνομικών. Ήλπιζε πως η όλη επιχείρηση θα μπορούσε να οργανωθεί έτσι ώστε να δινόταν σ' αυτόν και το ταίρι του η ευκαιρία για το διαμελισμό των δυο αστυνομικών όσο θα ήταν ζωντανοί ακόμη ή έστω τους ενός από τους δυο. Τα περισσότερα μέλη της Νέας Ράτσας ένιωθαν να φθονούν τους άλλους της Παλιάς Ράτσας που όριζαν τις ζωές τους και τις ζούσαν έτσι όπως ήθελαν. Κι αυτός ο φθόνος, που μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, κακοφόρμιζε και μετουσιωνόταν σε απόγνωση και σε καταπιεσμένη λύσσα που δεν έβρισκε τρόπους να εκδηλωθεί και να ξεθυμάνει. Όντας δεξιοτέχνες φονιάδες, ο Μπένι και η Σίντι, έχαιραν του προνομίου να δίνουν διέξοδο στα δολοφονικά τους ένστικτα και μάλιστα χωρίς περιορισμούς. Ο Μπένι επί το πλείστον ήταν σίγουρος πως η Σίντι δεν υπολειπόταν σε προθυμία και ευρηματικότητα σε ό,τι αφορούσε το σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης αποστολής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, η κοπέλα επέμενε να πάει πρώτα για ψώνια. Κι όταν η Σίντι επέμενε για κάτι, ο Μπένι πάντα την άφηνε να κάνει το κέφι της, γιατί, αν δεν περνούσε το δικό της, άρχιζε τέτοια αφόρητη γκρίνια που ακόμη κι αυτός ο Μπένι με την ιώβεια υπομονή, βλαστημούσε την κακή του μοίρα που ο δημιουργός του τον είχε φτιάξει έτσι ώστε να μην μπορεί να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα. Εκεί στο εμπορικό κέντρο, και προς μεγάλη απόγνωση του Μπένι, η Σίντι τον πήγε γραμμή στο Τοτς & Τάικς*. * Τοτς & Τάικς: κατάστημα με μωρουδιακά και παιδικά είδη. Σ.τ.Μ.

150

Dean Koontz

Ο Μπένι ήθελε να ελπίζει πως αυτή η κίνηση δεν ήταν προάγγελος μιας ακόμη απαγωγής. «Μα δεν πρέπει να μας δουν εδώ πέρα», τη μάλωσε. «Ε, και δε θα μας δουν. Κανείς από τους δικούς μας δε δουλεύει εδώ πέρα, και κανείς από τους δικούς μας δεν έχει λόγο να περάσει από εδώ για ψώνια». «Ναι, αλλά ούτε κι εμείς έχουμε λόγο να βρισκόμαστε εδώ πέρα». Χωρίς να του δώσει απάντηση, η Σίντι μπήκε στο μαγαζί με τα μωρουδιακά. Όπως έψαχνε η κοπέλα ανάμεσα στα παιδικά ρούχα που ήταν στοιβαγμένα στους πάγκους και τα ράφια, ο Μπένι ακολουθούσε στο κατόπι της, προσπαθώντας να μαντέψει αν θα ξέφευγε πάλι από κάθε έλεγχο, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν. Θαυμάζοντας ένα κίτρινο φορεματάκι με φραμπαλάδες στο γιακά, γύρισε και τον ρώτησε: «Μα δεν είναι μούρλια;» «Ναι, μούρλια» συμφώνησε ο Μπένι «όμως σε ροζ θα ήταν πολύ καλύτερο». «Δε νομίζω πως το έχουν σε ροζ». «Κρίμα. Ροζ. Σε ροζ θα ήταν άλλο πράμα». Τα μέλη της Νέας Ράτσας προτρέπονταν να κάνουν έρωτα μεταξύ τους, με κάθε τρόπο και με κάθε πιθανό κι απίθανο συνδυασμό, όσο πιο συχνά και όσο πιο βίαια ήθελαν. Ήταν το μοναδικό μέσο εκτόνωσης τους. Ωστόσο δεν μπορούσαν να αναπαράγουν. Γιατί οι πολίτες αυτού του θαυμαστού καινούριου κόσμου θα ήταν όλοι τους όντα δημιουργημένα μέσα σε δεξαμενές, που θα ενηλικιώνονταν και θα μορφώνονταν με απευθείας φόρτωμα αρχείων στον εγκέφαλο τους μέσα σε διάστημα τεσσάρων μόλις

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

151

μηνών. Επί του παρόντος δημιουργούνταν ανά εκατό την κάθε φορά. Όμως σύντομα φάρμες ολόκληρες γεμάτες τέτοιες δεξαμενές θα παρήγαγαν αυτά τα νέας κοπής όντα κατά χιλιάδες. Ο δημιουργός τους επεφύλασσε το προνόμιο της βιολογικής δημιουργίας αποκλειστικά και μόνο για την αφεντιά του. Ο Βίκτωρ δεν πίστευε στο θεσμό της οικογένειας. Οι οικογενειακοί δεσμοί αποσπούσαν τους ανθρώπους από τα υψηλά τους καθήκοντα απέναντι στην κοινωνία σαν σύνολο, και από την επίτευξη του υπέρτατου στόχου που ήταν η κατά κράτος επικράτησή τους πάνω στη φύση και η εγκαθίδρυση της ουτοπίας. «Μα πώς θα είναι ο κόσμος χωρίς παιδιά;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Σίντι. «Πιο παραγωγικός», της απάντησε ο Μπένι. «Άχαρος». «Πιο αποτελεσματικός». «Άδειος». Οι γυναίκες της Νέας Ράτσας δημιουργούνταν δίχως μητρικό ένστικτο. Φτιαγμένες χωρίς την επιθυμία να αποκτήσουν παιδιά. Α, σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά με τη Σίντι. Αυτή ζήλευε τις γυναίκες της Παλιάς Ράτσας για το ελεύθερο της βούλησής τους, όμως πολύ περισσότερο ένιωθε να τις μισεί για την ικανότητά τους να φέρνουν παιδιά στον κόσμο. Να, άλλη μια πελάτισσα, μια κυρία σε ενδιαφέρουσα φάνηκε στο διάδρομο που έστεκαν ο Μπένι και η Σίντι. Αρχικά στη θέα της φουσκωμένης κοιλιάς της γυναίκας, το πρόσωπο της Σίντι φωτίστηκε, για να σκοτεινιάσει αμέ-

152

Dean Koontz

σως μετά: μια μάσκα λυσσαλέας ζήλιας. Πιάνοντας την απ' το χέρι και παρασυροντάς την προς ένα άλλο τμήμα του μαγαζιού, ο Μπένι γύρισε και της είπε: «Σύνελθε! Θα μας πάρουν χαμπάρι. Έχεις ένα ύφος, λες και θέλεις να τη σκοτώσεις». «Μα θέλω να τη σκοτώσω». «Μην ξεχνάς αυτό που είσαι». «Ναι, στείρα», αποκρίθηκε η Σίντι πικρόχολα. «Άσ' το αυτό! Είσαι φόνισσα. Και δεν μπορείς να κάνεις αυτό για το οποίο είσαι φτιαγμένη, αν η ιδιότητά σου είναι γραμμένη στο πρόσωπο σου». «Ναι, εντάξει. Άφησέ με». «Ηρέμησε. Ψυχραιμία». «Χαμογελάω». «Αφύσικα». Στο πρόσωπο της ζωγραφίστηκε αίφνης το πιο καλό, αφοπλιστικό της χαμόγελο. «Έτσι μπράβο», είπε ο Μπένι. Παίρνοντας στα χέρια της ένα ροζ ζακετάκι που είχε ραμμένες πάνω του πολύχρωμες πεταλούδες, το κράτησε για να το δει ο Μπένι και τον ρώτησε: «Δεν είναι όνειρο;» «Ναι, όνειρο» αποκρίθηκε εκείνος «όμως θα ήταν πολύ καλύτερο σε γαλάζιο». «Δεν βλέπω να υπάρχει σε γαλάζιο». «Ώρα να πάμε να πιάσουμε δουλειά». «Θέλω να ρίξω μια ματιά. Περίμενε λίγο ακόμη». «Έχουμε μια δουλειά να κάνουμε», της θύμισε. «Και είκοσι τέσσερις ώρες καιρό». «Θέλω να κόψω το κεφάλι του ενός από τους δυο». «Χαίρω πολύ. Πάντα αυτό θέλεις. Και θα το κάνουμε.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

153

Πρώτα όμως θέλω να βρω ένα όμορφο συνολάκι στολισμένο με δαντέλα ή κάτι τέτοιο». Σίγουρα αυτή εδώ έχανε λάδια. Ήθελε οπωσδήποτε να αποκτήσει παιδί. Είχε πάθει παράκρουση. Αν ο Μπένι μπορούσε να γνωρίζει πως ο Βίκτωρ θα την ξέκανε, φτιάχνοντας στη θέση της τη Σίντι Νούμερο Δύο, θα είχε αναφέρει από μήνες πριν τις ανωμαλίες που παρουσίαζε. Τον ανησυχούσε όμως η σκέψη πως, αφού ο Βίκτωρ τους θεωρούσε δυάδα ομοούσιο κι αδιαίρετη, αν αποφάσιζε να ξεκάνει τη Σίντι, θα ξέκανε και τον ίδιο. Κι ο Μπένι δεν ήθελε με τίποτε να του τραβούσε ο Βίκτωρ την πρίζα, και να κατέληγε θαμμένος στη χωματερή, τη στιγμή που ο Μπένι Δύο θα το γλεντούσε με την ψυχή του. Αν ήταν κι αυτός όπως οι άλλοι του είδους του, με όλη την οργή του και την πικρία του να βράζουν μέσα του και να τον τυραννάνε, χωρίς δυνατότητα εκτόνωσης και μάλιστα μ' ένα τρόπο που να τον ικανοποιεί στο έπακρο, τότε ο Μπένι Λάβγουελ θα ήταν περισσότερο από ευτυχής στην προοπτική τερματισμού της ύπαρξής του. Γιατί μόνο έτσι θα έβρισκε γαλήνη. Όμως ο Μπένι είχε το ελεύθερο να σκοτώνει. Να βασανίζει, να ακρωτηριάζει, να διαμελίζει. Σε αντίθεση με τους άλλους της Νέας Ράτσας, ο Μπένι είχε κάποιο λόγο για να ζει. «Κοίτα αυτό εδώ! Είναι τόσο όμορφο», είπε τώρα η Σίντι αγγίζοντας με τ' ακροδάχτυλά της ένα ναυτικό κοστουμάκι, κατάλληλο για παιδάκι δυο χρόνων. Ο Μπένι άφησε ένα αναστεναγμό. «Θέλεις να το αγοράσεις;» «Ναι, ναι».

154

Dean Koontz

Στο σπίτι που έμεναν, είχαν ολόκληρη κολεξιόν από παιδικά ρούχα και μωρουδιακά. Αν ανακάλυπτε κάποιο μέλος της Νέας Ράτσας το σωρό τα παιδικά ρούχα που είχε μαζεμένα η Σίντι, τότε η κοπέλα θα είχε πολλές εξηγήσεις να δώσει. «Ωραία», συμφώνησε ο Μπένι. «Αγόρασέ το στα σβέλτα προτού μας πάρει κανένα μάτι, και πάμε να φύγουμε από 'δω». «Όταν τελειώσουμε με την Ο' Κόνορ και τον Μάντισον, θέλεις να πάμε σπίτι να προσπαθήσουμε;» Λέγοντας προσπαθήσουμε, η Σίντι εννοούσε: «Να προσπαθήσουμε, να μείνω έγκυος». Μα φυσικά ήταν και οι δυο τους φτιαγμένοι στείροι. Η Σίντι είχε μεν κόλπο, όμως δεν είχε μήτρα. Αυτό το αναπαραγωγικό κομμάτι της ανατομίας της ήταν προορισμένο για άλλα ζωτικής σημασίας όργανα που μόνο η Νέα Ράτσα διέθετε. Άρα λοιπόν, η μεταξύ τους σαρκική επαφή μπορούσε να αποφέρει ένα παιδί, όσο κι ένα πιάνο με ουρά. Τέλος πάντων όμως, προκειμένου να γλιτώσει από τη μουρμούρα της, ο Μπένι γύρισε και της είπε: «Ναι, βέβαια. Θα το παλέψουμε». «Θα ξεκάνουμε την Ο' Κόνορ και τον Μάντισον» είπε τώρα η Σίντι «και θα τους πετσοκόψουμε όσο τραβάει η ψυχή σου - θ α τους κάνουμε όλα αυτά που σ' αρέσουν, κι ύστερα θα κάνουμε ένα μωρό». Α, ήταν για δέσιμο, όμως ο Μπένι έπρεπε να την υπομένει. Αν μπορούσε να τη σκοτώσει, θα το είχε κάνει, αλλά δυστυχώς μπορούσε να σκοτώνει μόνο κατόπιν εντολών. «Καλή ιδέα», αποκρίθηκε ο Μπένι.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

155

«Θα είμαστε οι πρώτοι του είδους μας που 0α κάνουμε παιδί». «Θα το παλέψουμε». «Θα γίνω μια υπέροχη μάνα». «Έλα τώρα να αγοράσουμε τα ναυτικά, και πάμε να φύγουμε από δ(ϋ πέρα». «Ποιος ξέρει, ίσως κάνουμε και δίδυμα».

Κεφάλαιο 21

Η Έρικα γευμάτισε μόνη της στην τραπεζαρία που ήταν φτιαγμένη για δεκάξι άτομα, διακοσμημένη με έργα τέχνης αξίας τριών εκατομμυρίων δολαρίων. Πάνω στο τραπέζι ήταν ακουμπισμένο ένα ανθοδοχείο με φρεσκοκομμένα κρίνα και ανθούρια. Μόλις τελείωσε το γεύμα της, πήγε στην κουζίνα. Η Κριστίν έστεκε μπροστά στο νεροχύτη κι έπλενε τα πιάτα. Όλα τα γεύματα στο σπίτι σερβίρονταν αποκλειστικά και μόνο σε σερβίτσια Αιμόζ -διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων- και ο Βίκτωρ απαγόρευε ρητά και κατηγορηματικά την τοποθέτηση τέτοιων σπάνιων κομματιών στο πλυντήριο των πιάτων. Κι όσο για τα ποτά, μόνο σε κρυστάλλινα ποτήρια Λαλίκ και Γουότερφοντ, που κι αυτά έπρεπε απαραιτήτως να πλένονται στο χέρι. Αν κάποιο πιάτο γρατζουνιζόταν ή αν έσπαγε έστω κι ένα απειροελάχιστο κομμάτι από κάποιο ποτήρι, τα σκεύη αυτά πήγαιναν κατευθείαν στα σκουπίδια. Ο Βίκτωρ απεχθανόταν οτιδήποτε παρουσίαζε έστω και την παραμικρή ατέλεια.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

157

Αν και ορισμένα μηχανικά βοηθήματα κρίνονταν απαραίτητα και η χρήση τους ευεργετική, τα περισσότερα απ' αυτά που είχαν επινοηθεί σαν υποκατάστατα του βοηθητικού προσωπικού ο Βίκτωρ τα αντιμετώπιζε με απαξία. Οι προδιαγραφές του σε ζητήματα παροχής υπηρεσιών αυτού του είδους είχαν τις ρίζες τους σε κάποιον άλλο αιώνα, τότε που οι κατώτερες κοινωνικά τάξεις ήξεραν πώς να υπηρετούν με τον ενδεδειγμένο και πρέποντα τρόπο τους αφεντάδες τους. «Κριστίν;» «Ορίστε, κυρία Ήλιος». «Μη φοβάσαι, και δεν πρόκειται να κουβεντιάσω μαζί σου τα σεξουαλικά μου προβλήματα». «Α, πολύ ωραία, κυρία Ήλιος». «Ωστόσο έχω κάποιες απορίες γύρω από ορισμένα πράγματα». «Δεν αμφιβάλλω, κυρία. Τα πάντα είναι καινούρια για σας». «Ο Γουίλιαμ, γιατί έκοβε τα δάχτυλά του δαγκώνοντάς τα;» «Αυτό τώρα κανείς άλλος δεν μπορεί να το γνωρίζει εκτός απ' τον ίδιο τον Γουίλιαμ». «Ναι, αλλά ήταν τόσο παράλογο», επέμεινε η Έρικα. «Ναι, το παρατήρησα». «Κι όντας κι αυτός μέλος της Νέας Ράτσας, θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τα πάντα με τη λογική και μόνο». «Σωστά το θέσατε», συμφώνησε η Κριστίν, όμως μ' ένα ύφος που η Έρικα δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. «Γνώριζε καλά πως τα δάχτυλά του δεν επρόκειτο να ξαναβγούν», παρατήρησε τώρα η Έρικα. «Επομένως, ήταν

158

Dean Koontz

σαν... σαν να αυτοκτονούσε, σαν να αυτο-εξοντωνόταν δαγκωματιά τη δαγκωματιά, όμως από την άλλη υποτίθεται πως εμείς δεν έχουμε τη δυνατότητα να βλάψουμε τον εαυτό μας». Όπως καθάριζε με ένα βρεγμένο πετσετάκι το εσωτερικό μιας πανάκριβης πορσελάνινης τσαγιέρας, η Κριστίν είπε χωρίς να γυρίσει: «Μα δέκα κομμένα δάχτυλα δε θα ήταν αιτία για να πεθάνει, κυρία Ήλιος». «Ίσως, όμως χωρίς δάκτυλα δε θα μπορούσε να παρέχει τις υπηρεσίες του σαν μπάτλερ στον αφέντη του. Θα πρέπει να γνώριζε πως θα τερματιζόταν». «Στην κατάσταση που τον είδατε, κυρία Ήλιος, ο Γουίλιαμ δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί λογικά κι έξυπνα». Κι άλλωστε, όπως γνώριζαν πολύ καλά και οι δυο τους, αφού οι προδιαγραφές βάσει των οποίων είχαν «κατασκευαστεί» απέκλειαν το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, στην ίδια λογική -τα μέλη της Νέας Ράτσας- δε μπορούσαν ούτε να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που πιθανόν να οδηγούσαν στην εξόντωσή τους. «Θέλεις να πεις δηλαδή ότι... ο Γουίλιαμ είχε πάθει κάτι σαν νευρικό κλονισμό;» Στην ιδέα και μόνο, η Έρικα ένιωσε να παγώνει το αίμα της. «Μα ασφαλώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατον!» «Ο κύριος Ήλιος προτιμάει να χρησιμοποιεί τον όρο, προσωρινή διακοπή λειτουργίας. Αυτό που συνέβη λοιπόν στον Γουίλιαμ ήταν μια προσωρινή διακοπή της λειτουργίας του». «Έτσι όπως το θέτεις, δεν ηχεί και τόσο σημαντικό». «Έτσι δεν είναι;» «Όμως ο Βίκτωρ τον τερμάτισε τελικά».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

159

«Τον τερμάτισε, δεν τον τερμάτισε;» «Αν κάποιος της Παλιάς Ράτσας» είπε τώρα η Έρικα «έκανε κάτι παρόμοιο, θα λέγαμε ότι τρελάθηκε. Ότι έχει παρανοήσει». «Ναι, όμως εμείς είμαστε ανώτεροι, και πολλά απ' όσα μπορεί να συμβούν σ' αυτούς, εμάς ούτε καν μας αγγίζουν. Σε ό,τι μας αφορά, το κεφάλαιο της ψυχολογίας θα πρέπει να γραφτεί απ' την αρχή». Κι αυτή τη φορά τα λόγια της Κριστίν χρωμάτισε ένας παράξενος τόνος, κάτι σαν να ήθελε να δώσει στην άλλη να καταλάβει πως υπονοούσε περισσότερα απ' όσα έλεγε. «Μα... μα δεν καταλαβαίνω», είπε η Έρικα απορημένη. «Θα καταλάβετε. Όταν θα έχετε ήδη ζήσει αρκετά». Πασχίζοντας ακόμη να κατανοήσει τα ακατανόητα, η Έρικα άνοιξε το στόμα και είπε τώρα: «Όταν τηλεφώνησες στον άντρα μου να του πεις πως ο Γουίλιαμ έκοβε δαγκώνοντας τα δάκτυλά του, σε άκουσα που είπες: "Μας προέκυψε κι άλλη Μάργκαρετ". Τι εννοούσες;» Σκουπίζοντας πολύ προσεκτικά ένα πιάτο κι ακουμπώντας το στο στεγνωτήρι, η Κριστίν γύρισε λίγο στο πλάι και της είπε: «Μέχρι πριν από μερικές βδομάδες, η Μάργκαρετ είχε χρέη αρχιμαγείρισσας εδώ, στην έπαυλη. Ήταν εδώ πέρα σχεδόν είκοσι χρόνια, όπως και ο Γουίλιαμ. Μετά όμως από κάποιο... επεισόδιο... αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, να το πω έτσι. Και τώρα μια νέα Μάργκαρετ βρίσκεται υπό κατασκευή». «Επεισόδιο; Τι επεισόδιο;» «Ένα πρωινό, όπως ετοιμαζόταν να φτιάξει τηγανίτες, άρχισε αίφνης να χτυπάει το πρόσωπο της πάνω στο πυρωμένο μάτι της κουζίνας».

160

Dean Koontz

«Να χτυπάει το πρόσωπο της;» «Ξανά και ξανά, με μανία. Και κάθε φορά που το σήκωνε, έλεγε τη λέξη, χρόνος, επαναλαμβάνοντάς την κάμποσες φορές, προτού το χτυπήσει πάλι με δύναμη πάνω στο μάτι -χρόνος, χρόνος, χρόνος, χρόνος, χρόνος- με τον ίδιο επιτακτικό και αγωνιώδη τρόπο που ξεστόμιζε ο Γουίλιαμ εκείνο το τικ, τοκ, τικ, τοκ». «Άλλο και τούτο!» είπε η Έρικα. «Δεν θα σας έκανε και τόση εντύπωση... αν είχατε ζήσει ήδη αρκετά». «Σε παρακαλώ, Κριστίν» την ικέτεψε η Έρικα «μίλα πιο απλά». «Πιο απλά, κυρία Ήλιος;» «Ωραία, λοιπόν, μόλις βγήκα από τη δεξαμενή μου κι είμαι αφελής κι αμάθητη -δώσε μου τα φώτα σου. Εντάξει; Βοήθησέ με να καταλάβω!» «Μα έχετε μορφωθεί με απευθείας "κατέβασμα" αρχείων στον εγκέφαλο σας. Τι άλλο χρειάζεται να ξέρετε;» «Κριστίν, δεν είμαι εχθρός σου!» «Το ξέρω πως δε με εχθρεύεστε, κυρία Ήλιος», είπε η Κριστίν, γυρνώντας την πλάτη της στον νεροχύτη και σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια πετσέτα. «Όμως ούτε και φίλη μου είστε. Φιλία ίσον αγάπη, κι η αγάπη είναι συναίσθημα επικίνδυνο. Η αγάπη αποσπά τον εργαζόμενο και δεν του επιτρέπει να αποδίδει τα μέγιστα, όπως άλλωστε και το μίσος. Μεταξύ των μελών της Νέας Ράτσας δεν υπάρχουν ούτε φιλίες ούτε έχθρες». «Μα... στο δικό μου τον προγραμματισμό δεν υπάρχει τέτοια στάση». «Δεν υπάρχει σε κανενός τον προγραμματισμό, κυρία

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

161

Ήλιος. Η στάση που λέτε είναι απλώς η φυσική συνέπεια του προγραμματισμού μας. Είμαστε όλοι εργάτες ίσης αξίας. Εργάτες που μοχθούν για ένα κοινό, μεγάλο σκοπό: τη δημιουργία της τέλειας κοινωνίας, της ουτοπίας -και μετά, πλώρη για τ' άστρα. Η αξία μας δε μετριέται στη βάση του τι πετυχαίνει ο καθένας μας σαν μονάδα, αλλά στη βάση του τι πετυχαίνουμε όλοι μαζί από κοινού, σαν κοινωνικό σύνολο. Τι πιο σωστό;» «Είναι όντως;» «Σε αντίθεση με εμάς, σε σας έχει παραχωρηθεί το προνόμιο να αισθάνεστε ντροπή και ταπεινοφροσύνη, μιας και ο δημιουργός μας θέλει τις συζύγους του να διαθέτουν αυτές τις ιδιότητες». Η Έρικα αισθάνθηκε πως της γινόταν μια αποκάλυψη, από την οποία ήθελε να αποστρέψει το πρόσωπο της. Όμως αυτή η πόρτα άνοιγε σιγά-σιγά μετά από δική της επιμονή, όχι της Κριστίν. «Τα συναισθήματα είναι μια παράξενη ιστορία, κυρία Ήλιος. Κι ίσως στο κάτω-κάτω είναι καλύτερα τα συναισθήματα αυτά να περιορίζονται στο φθόνο, και την οργή, το φόβο και το μίσος, μιας και η πορεία που διαγράφουν είναι κυκλική. Πάντα επιστρέφουν στην αφετηρία τους, ίδια με φίδια που καταπίνουν τις ουρές τους. Δεν οδηγούν πουθενά απολύτως, και χώρο στο μυαλό δεν αφήνουν για ελπίδα, κάτι δηλαδή θεμελιώδους σημασίας, αφού αυτή η ελπίδα -η όποια ελπίδα- δεν πρόκειται ποτέ να εκπληρωθεί». Συνταραγμένη από τη στεγνότητα τόσο στον τόνο της φωνής όσο και στο ύφος της Κριστίν, η Έρικα ένιωσε να τη συμπονάει. Ακούμπησε απαλά το χέρι της στον ώμο της οικονόμου, σαν να ήθελε να την παρηγορήσει.

162

Dean Koontz

«Όμως η ταπεινοφροσύνη και το αίσθημα της ντροπής» συνέχισε η οικονόμος «εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε οίκτο, και αυτό άσχετα με το αν ο αφέντης θέλει πράγματι να νιώσετε αυτό το συναίσθημα ή όχι. Κι ο οίκτος γειτονεύει με τη συμπόνια. Η συμπόνια με τη μεταμέλεια. Αυτά και πολλά ακόμη. Εσείς, κυρία Ήλιος, θα έχετε την ευκαιρία να νιώσετε πολύ περισσότερα απ' όσα μπορούμε να νιώσουμε εμείς. Και μέσα από μια τέτοια πορεία στον κόσμο των συναισθημάτων, θα φτάσετε και στην ελπίδα». Η Έρικα ένιωσε κάτι σαν φούσκωμα στην καρδιά της, ένα βάρος, όμως δεν ήταν ακόμη σε θέση να εντοπίσει τι το προκαλούσε. «Αυτή η δυνατότητα να ελπίζετε... είναι τρομερό πράγμα, κυρία Ήλιος, αφού το πεπρωμένο σας κατά βάση είναι ίδιο με το δικό μας. Δεν έχετε δική σας, ελεύθερη βούληση. Έτσι ποτέ δε θα μπορέσετε να επιδιώξετε την εκπλήρωση των όποιων ελπίδων σας». «Ναι, αλλά ο Γουίλιαμ... Πώς εξηγείται αυτό που συνέβη με τον Γουίλιαμ;» «Ο Χρόνος, κυρία Ήλιος. Ο χρόνος, τικ, τοκ, τικ τοκ, τικ, τοκ. Αυτά τα απρόσβλητα από αρρώστιες, υπέροχα σώματά μας... μας έχει πει κανείς μέχρι πότε θα αντέξουν;» «Μπορεί και χίλια χρόνια» αποκρίθηκε η Έρικα, γιατί αυτή ήταν η εκτίμηση στο πακέτο αυτογνωσίας που είχε «φορτωθεί» στον εγκέφαλο της μαζί με τα υπόλοιπα αρχεία εκπαίδευσής της. Η Κριστίν κούνησε το κεφάλι της. «Ίσως η απελπισία να αντέχεται... όμως όχι για χίλια χρόνια. Στην περίπτωση της Μάργκαρετ και του Γουίλιαμ, μόλις είκοσι. Μετά τα είκοσι χρόνια τους προέκυψε αυτή η... προσωρινή διακοπή λει-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

163

τουργίας». Ο ώμος της οικονόμου δε χαλάρωσε στο άγγιγμα της κυράς της. Έτσι στο τέλος η Έρικα τράβηξε το χέρι της. «Ωστόσο αν έχει κανείς τη δυνατότητα να ελπίζει, κυρία Ήλιος, τη στιγμή που όμως ξέρει πως δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να εκπληρωθούν οι ελπίδες του, τότε πολύ αμφιβάλλω αν θ' αντέξει έστω και είκοσι χρόνια. Στην περίπτωσή σας, πιστεύω πως δε θα αντέξετε ούτε καν πέντε». Η Έρικα σάρωσε με το βλέμμα της το χώρο της κουζίνας. Κοίταξε το γεμάτο σαπουνάδες νερό μέσα στο νεροχύτη. Ύστερα τα τοποθετημένα στο στεγνωτήρι πιάτα. Τα χέρια της Κριστίν. Μέχρι που τέλος οι ματιές τους αντάμωσαν. «Σε λυπάμαι», είπε τώρα η Έρικα. «Το ξέρω», αποκρίθηκε η Κριστίν. «Εγώ όμως δεν αισθάνομαι το παραμικρό για εσάς, κυρία Ήλιος. Και το ίδιο ισχύει και για όλους τους άλλους. Που θα πει πως είσαστε... μοναδικά ολομόναχη».

Κεφάλαιο 22

Η Άλλη Έλλα, ένα μπαρ-ρεστοράν σε μια γειτονιά γνωστή σαν Φομπούργκ Μαρινί, σ' ένα κομμάτι της πόλης εξίσου αντισυμβατικό και πνιγμένο στις μουσικές και τα χρώματα όπως ήταν κάποτε και το Φρεντς Κουόρτερ, ήταν ιδιοκτησία και επιχείρηση κάποιας γυναίκας ονόματι Έλλα Φιτζέραλντ. Απλή συνωνυμία με την πασίγνωστη τραγουδίστρια. Η κυρία ήταν πρώην πόρνη και τσατσά, η οποία είχε την πρόνοια να αποταμιεύσει τα κέρδη της από την πορνεία. Σύμφωνα με τις οδηγίες που τους είχε δώσει ο Όμπρεϊ Πικού, η Κάρσον και ο Μάικλ, φτάνοντας στο μπαρ-ρεστοράν θα ζητούσαν να δουν τον Γκοντό. Μια ηλικιωμένη γυναίκα άφησε κάτω την μπύρα που κουτσόπινε, έφερε μισή βόλτα όπως καθόταν στο σκαμπό του μπαρ, και φωτογράφησε με το κινητό της τους δυο αστυνομικούς. «Ε, γιαγιάκα» της πέταξε η Κάρσον ενοχλημένη «μπας και με πέρασες για τουριστικό αξιοθέατο;» «Άει γαμήσου», την έβρισε η γυναίκα. «Αν ήξερα πως υπήρχε κάποια άμαξα με τουρίστες εδώ κοντά, θα σε πέτα-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

165

γα έξω στο δρόμο και θα έχωνα το κεφάλι σου στον κώλο του μουλαριού». «Αν θέλετε να δείτε τον Γκοντό» ανέλαβε να τους διαφωτίσει ο μπάρμαν «θα πρέπει πρώτα να περάσετε από τη Φρανσίν, από 'δω». «Σ' έχω "γραμμένη"», πέταξε η γριά στην Κάρσον. «Πιο πολύ με νοιάζει το φαΐ που ξέρασα χθες βράδυ». Στέλνοντας τη φωτογραφία που μόλις είχε τραβήξει με MMS σε κάποιον, η Φρανσίν γύρισε τώρα και χαμογέλασε στον Μάικλ. Τα δόντια της έμοιαζαν λες και τα είχε δανειστεί από το Τέρας του Βάλτου*. «Κάρσον, θυμάσαι που κοιτάχτηκες σήμερα το πρωί στον καθρέφτη, και δε γούσταρες αυτό που είδες;» «Ναι, αλλά τώρα ξαφνικά αισθάνομαι πεντάμορφη». «Στη ζωή μου» είπε η Φρανσίν στην Κάρσον «έχω γνωρίσει ένα σωρό χαζομούνες σαν τα μούτρα σου, όμως καμιάς κουφάλας ο εγκέφαλος δεν ήταν μεγαλύτερος από μπιζέλι». «Α, εδώ πέφτεις έξω», πετάχτηκε ο Μάικλ. «Η φίλη μου από δω έχει περάσει το κεφάλι της από αξονικό τομογράφο, κι αποδείχτηκε πως το μέγεθος του εγκεφάλου της είναι ίσα μ' ένα κάστανο». Η Φρανσίν του χάρισε ένα ακόμη ξεδοντιάρικο χαμόγελο. «Είσαι σκέτη γλύκα. Μου 'ρχεται να σε κάνω μια χαψιά». «Με κολακεύετε», είπε ο Μάικλ. «Ναι, αλλά μην ξεχνάς τι απέγινε το φαγητό που σαβούρωσε χθες βράδυ», του υπενθύμισε η Κάρσον. Η Φρανσίν άφησε κάτω το κινητό της και πήρε από τον * Τέρας του Βάλτου (Swamp Thing): Πρόκειται για τον ήρωα ενός καρτούν -ένα τέρας καμωμένο από χόρτα και πρασινάδες, που περιφρουρεί το βάλτο στον οποίο ζει. Σ.τ.Μ.

166

Dean Koontz

πάγκο του μπαρ ένα Μπλάκμπερι* στο οποίο της ερχόταν τώρα ένα γραπτό μήνυμα, κατά πάσα πιθανότητα μια απάντηση στο MMS που είχε στείλει πριν από λίγο. «Η αρχόντισσα των τηλεπικοινωνιών» της πέταξε ο Μάικλ «βουτηγμένη ως το λαιμό στην εποχή της πληροφορίας». «Κι εσύ έχεις ωραίο και σφιχτό κωλαράκι», του είπε η Φρανσίν. Άφησε κάτω το Μπλάκμπερι, γύρισε όπως καθόταν στο σκαμπό της, και είπε. «Έλα μαζί μου, ομορφούλη. Κι εσύ, χαμούρα». Ακολουθώντας την ηλικιωμένη γυναίκα, ο Μάικλ κοίταξε πάνω απ' τον ώμο του την Κάρσον και είπε: «Άντε, χαμούρα, κουνήσου. Θα περάσουμε καλά».

Μπλάκμπερι (BlackBerry): Ασύρματη συσκευή με δυνατότητες αποστολής και λήψης e-mail, φαξ, σερφαρίσματος στο Διαδίκτυο κ.α. Σ.τ.Μ.

Κεφάλαιο 23

Προκειμένου να διευκολυνθεί η επιχείρηση εντοπισμού και εκτέλεσης των ντετέκτιβ Ο' Κόνορ και Μάντισον, ένας από τους ανθρώπους του Βίκτωρα -κάποιος Ντούλεϊ Σνόουπςείχε κολλήσει στη μηχανή του υπηρεσιακού τους αυτοκινήτου ένα τρανσπόντερ* τροφοδοτώντας το με ρεύμα από την μπαταρία, τη στιγμή που το αμάξι ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι της κοπέλας που κοιμόταν ανύποπτη εκείνο το πρωινό. Αυτός ο Ντούλεϊ δεν ήταν προγραμματισμένος για να σκοτώνει, αν και ο ίδιος πολύ θα το ήθελε. Αντίθετα ήταν μάνα στις παρακολουθήσεις, με πολλές τεχνικές γνώσεις. Όπως οδηγούσε, η Σίντι Λάβγουελ πέρασε πλάι από το ΡΤ Κρούζερ του Ντούλεϊ που ήταν παρκαρισμένο στο Φομπούργκ Μαρινί. Στους Λάβγουελ είχε δοθεί ένα SUV Μέρκιουρι Μαουντενίρ, με φιμέ τζάμια, που διευκόλυνε * Τρανσπόντερ (transponder): Σύστημα παρακολούθησης και εντοπισμού επί το πλείστον αυτοκινήτων (αλλά και πλοίων που είτε έχουν ναυαγήσει, είτε κινδυνεύουν). Ο πομπός τοποθετείται σε κάποιο τμήμα του υπό παρακολούθηση οχήματος, και το σταθερό σήμα που εκπέμπει (συνήθως ένα φωτεινό στίγμα) λαμβάνεται από το δέκτη που χειρίζονται αυτοί που κάνουν την παρακολούθηση. Σ.τ.Μ.

168

Dean Koontz

ιδιαίτερα στη μεταφορά πτωμάτων χωρίς να κινεί υποψίες. Της Σίντι της άρεσε πολύ το συγκεκριμένο αμάξι όχι μόνο γιατί είχε μεγάλη ιπποδύναμη κι ήταν εύκολο στο οδήγημα, αλλά και γιατί διέθετε αρκετό χώρο για τα πιτσιρίκια που τόσο πολύ ποθούσε να αποκτήσει. Κάθε φορά που έπρεπε να πάνε στη Διαχείριση Απορριμμάτων Κρόσγουντς, στα βόρεια της λίμνης Ποντσαρτρέν, κουβαλώντας με το αμάξι ένα δυο πτώματα, η Σίντι σκεφτόταν πόσο πιο όμορφα θα ήταν αν η βόλτα μέχρι τη χοοματερή αποτελούσε μια ευχάριστη οικογενειακή περιπέτεια. Θα μπορούσαν να κάνουν και μια στάση για πικνίκ. Καθισμένος στη θέση του συνοδηγού και παρακολουθώντας την κόκκινη κουκκίδα που τώρα αναβόσβηνε κοντά στο κέντρο της πόλης, στον ηλεκτρονικό χάρτη του συστήματος δορυφορικής πλοήγησης, ο Μπένι γύρισε λίγο στο πλάι και είπε: «Οι μπάτσοι θα πρέπει να είναι παρκαρισμένοι...» -έριξε μια ματιά στα παρκαρισμένα στο πλάι του δρόμου αυτοκίνητα όπως περνούσαν από πλάι τους, τέλος κοίταξε πάλι τη μικρή οθόνη της συσκευής- «... ακριβώς εδώ!» Η Σίντι έκοψε ταχύτητα κι άφησε το αμάξι να κυλήσει αργά πλάι από ένα σταματημένο σεντάν με συμβατικούς αριθμούς -μια σακαράκα που σίγουρα είχε στο κοντέρ της γραμμένα χιλιόμετρα και χιλιόμετρα. Οι άνθρωποι του Βίκτωρα διέθεταν πάντα ό,τι το καλύτερο σε επίπεδο εξοπλισμού, σε αντίθεση με τις υποτιθέμενες Αρχές. Η Σίντι παρκάρισε στο πλάι του πεζοδρομίου, στο τέλος ενός οικοδομικού τετραγώνου. Η άδεια οδήγησης του Μπένι ήταν βγαλμένη στο όνομα Δόκτωρ Μπέντζαμιν Λάβγουελ, και οι πινακίδες είχαν το ειδικό σήμα του γιατρού. Ο Μπένι πήρε από το ντουλαπάκι της κονσόλας μια κάρτα που είχε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

169

επάνω της τυπωμένες τις λέξεις, ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΕ ΥΠΗΡΕΣΙΑ, και την κρέμασε στο καθρεφτάκι. Οι επαγγελματίες δολοφόνοι που παρακολουθούν κάποιο στόχο πρέπει πάντα να βρίσκουν να παρκάρουν το αυτοκίνητο τους σε σημεία που να διευκολύνουν τις κινήσεις τους. Κι όσο για τους αστυνομικούς, όταν βλέπουν ένα αυτοκίνητο με το ειδικό ιατρικό σήμα στις πινακίδες να κινείται με μεγάλη ταχύτητα, υποθέτουν πως ο οδηγός γιατρός του σπεύδει κατεπειγόντως σε κάποιο νοσοκομείο. Ο Βίκτωρ δεν ήθελε με τίποτε να σπαταλιούνται χρήματα σε πρόστιμα για τροχαίες παραβάσεις και παράνομα παρκαρίσματα. Ενώ το ζευγάρι περνούσε πεζή πλάι από το αστυνομικό σεντάν πηγαίνοντας προς το ΡΤ Κρούζερ του Ντούλεϊ, αυτός είχε ήδη βγει απ' το αμάξι να τους προϋπαντήσει. Αν ο δημιουργός του τον είχε φτιάξει σκύλο, σίγουρα θα ήταν από εκείνα τα σβέλτα τετράποδα που τρέχουν σε κυνοδρομίες: λιπόσαρκο, με μεγάλα πόδια και μακρύ μουσούδι. «Μπήκαν στο μπαρ, Η Άλλη Έλλα», τους πληροφόρησε ο Ντούλεϊ, δείχνοντας με το χέρι του το μπαρ-ρεστοράν στην απέναντι μεριά του δρόμου. «Δεν είναι ούτε πέντε λεπτά. Τι έγινε, σκοτώσατε κανέναν σήμερα;» «Όχι ακόμη», του αποκρίθηκε ο Μπένι. «Χτες; Σκοτώσατε κανέναν χτες;» «Πριν τρεις μέρες», του απάντησε η Σίντι. «Πόσους;». «Τρεις», είπε ο Μπένι. «Τα πιστά τους αντίγραφα ήταν ήδη έτοιμα». Το βλέμμα του Ντούλεϊ είχε σκοτεινιάσει από το κακό του και τη ζήλια του. «Μακάρι να μπορούσα να σκοτώσω κι

170

Dean Koontz

εγώ μερικούς από δαύτους. Τι μερικούς; Όλους θα ήθελα να τους σκοτώσω!» «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά», τον αποπήρε ο Μπένι. «Όχι ακόμη», πετάχτηκε η Σίντι, εννοώντας πως θα ερχόταν μια μέρα που η Νέα Ράτσα θα ήταν πια τόσο μεγάλη, που θα μπορούσε να πολεμά φανερά τους κανονικούς ανθρώπους, προκαλώντας το μεγαλύτερο αιματοκύλισμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φυσικά τον ολοκληρωτικό αφανισμό της Παλιάς Ράτσας. «Όλα γίνονται πολύ πιο δύσκολα» παρατήρησε τώρα ο Ντούλεϊ «αφού είμαστε αναγκασμένοι να τους βλέπουμε τριγύρω μας να ζουν όπως επιλέγουν, κι όπως τους αρέσει». Εκείνη τη στιγμή ένα νεαρό ζευγάρι πέρασε από πλάι τους προσέχοντας τα δυο ξανθομάλλικα παιδάκια τους -ένα αγόρι κι ένα κορίτσι- που προηγούνταν. Η Σίντι γύρισε και τους ακολούθησε με το βλέμμα της. Είχε όλη την καλή διάθεση να σκότωνε τους γονείς εκεί και τότε, όπως βάδιζαν αμέριμνοι στο πεζοδρόμιο, και να έπαιρνε τα μικρά. «Ε, ήρεμα», είπε ο Μπένι. «Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να δημιουργήσω άλλο επεισόδιο», τον καθησύχασε η Σίντι. «Έτσι μπράβο». «Τι επεισόδιο;» ρώτησε όλο περιέργεια ο Ντούλεϊ. Αντί για απάντηση, ο Μπένι γύρισε και τον πρόσταξε: «Άιντε να πηγαίνεις τώρα. Από εδώ κι εμπρός αναλαμβάνουμε εμείς».

Κεφάλαιο 24 rcrwMiwmnmnrniimfflMiiiM» m mi ΊΙΙΙ II tMim'wtnwnrn

Πλαταγίζοντας τα χείλη της πότε-πότε μπροστά από τα χαλασμένα της δόντια, η Φρανσίν οδήγησε τους δυο ντετέκτιβ, περνώντας μέσα από την αίθουσα του μπαρ και την κουζίνα σε ένα χώρο σαν αποθήκη, κι από εκεί ανέβηκαν μια σχεδόν κατακόρυφη σκάλα. Εκεί πάνω υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος και στο βάθος του μια μπλε πόρτα. Ζυγώνοντας στην πόρτα, η Φρανσίν πάτησε ένα κουδούνι, όμως ο ήχος του δεν ακούστηκε. «Μην πηδάς τζάμπα», είπε η Φρανσίν στον Μάικλ. «Ένα σωρό καλές κυρίες θα σε φρόντιζαν ευχαρίστως, και θα σε είχαν περιποιημένο στην τρίχα». Κοίταξε στο πλάι την Κάρσον και ρουθούνισε όλο απαρέσκεια. «Και μακριά από τη λεγάμενη, από δω», συμβούλεψε τώρα η Φρανσίν τον Μάικλ. «Θα σου κάνει τ' αποτέτοια, παγάκια». Μ' αυτά τα σοφά λόγια, απομακρύνθηκε κι άρχισε να κατεβαίνει με δυσκολία την απότομη σκάλα. «Θα μπορούσες βέβαια να της δώσεις μια να την γκρε-

172

Dean Koontz

μισείς από τη σκάλα» είπε ο Μάικλ στη συνεργάτιδά του «αλλά δε θα ήταν σωστό». «Μεταξύ μας» είπε η Κάρσον «αν ήταν από μια μεριά η Λουλάνα, θα συμφωνούσε πως ο Κύριος δε θα είχε την παραμικρή αντίρρηση». Η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε ένας τύπος που θαρρούσες το είχε σκάσει από την ταινία Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ: μπασμένος σαν τον R2-D2, φαλακρός σαν τον Γιόντα, κακάσχημος σαν τον Τζάμπα δε Χατ. «Δώσατε όρκο αίματος στον Όμπρεϊ» είπε ο τύπος «γι' αυτό ντεν θα σας πάρω τα κουμπούρια που έχετε κρεμασμένα στις μασχάλες ούτε το άλλο με την πλακουτσωτή κάννη που έχεις πιασμένο με κλιπ στη ζώνη σου, λίγο πιο πάνω από τον πισινό σου, μανταμίτσα». «Καλησπέρα και σε σας, καλέ μου κύριε», είπε ο Μάικλ. «Ακολουθάτε με, όπως τα παπάκια τη μαμά πάπια, γιατί αν κάνετε το παραμικρό, θα σας ανοίξω από έξι κουμπότρυπες στον καθένα». Ο χώρος πέρα από την μπλε πόρτα ήταν επιπλωμένος με μονάχα δυο καρέκλες με ίσια ράχη. Ένας ξυρισμένος γορίλας με μαύρο παντελόνι, τιράντες, άσπρο καμπρέ πουκάμισο κι ένα αστείο καπελάκι με μπορ, ήταν θρονιασμένος στη μια από τις καρέκλες. Στο πάτωμα, πλάι στην καρέκλα του, ήταν ακουμπισμένο ένα στραπατσαρισμένο βιβλίο τσέπης -ένα αντίτυπο της σειράς Χάρι Πάτερ— το οποίο μάλλον είχε παρατήσει όταν χτύπησε η Φρανσίν το κουδούνι. Πάνω στα μπούτια του αναπαυόταν ένα δωδεκάρι ημιαυτόματο, και πάνω στο όπλο ακουμπούσαν τα δυο του χέρια, έτοιμα να... πιάσουν δουλειά. Βέβαια δεν το είχε στραμμέ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

173

νο πάνω στους δυο αστυνομικούς, όμως θα μπορούσε εύκολα να τους πετάξει τ' άντερα έξω πριν προλάβουν καν να τραβήξουν τα υπηρεσιακά τους από τις θήκες τους, κι έτσι για κερασάκι στην τούρτα, να τους ρίξει και στα μούτρα κάνοντας τα κρεατόπιτα, πριν προλάβουν να πέσουν και οι δυο νεκροί. Ακολουθώντας τις οδηγίες του κοντόχοντρου αρχηγού τους όπως πήγαιναν από πίσω του σαν παπάκια, ο Μάικλ και η Κάρσον διάβηκαν μια δεύτερη πόρτα και μπήκαν σ' ένα δωμάτιο με κίτρινο πλαστικό δάπεδο που είχε ανοίξει τόπους-τόπους, γαλάζια ραμποτέ επένδυση στους γκρίζους τοίχους, και δυο στρογγυλά τραπέζια του πόκερ. Γύρω από το πλησιέστερο προς αυτούς τραπέζι ήταν θρονιασμένοι τρεις άντρες, μια γυναίκα και ένας Ασιάτης τραβεστί. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με εισαγωγή για κάποιο έξυπνο καλαμπούρι, όμως ο Μάικλ δεν μπορούσε να φανταστεί την τελική ατάκα. Οι δυο από τους παίκτες έπιναν Κόκα-Κόλα, οι άλλοι δυο είχαν μπροστά τους από ένα κουτάκι Δρ Πέπερ, κι ο τραβεστί ένα μπουκάλι λικέρ με άρωμα γλυκόριζας κι ένα ποτηράκι επίσης του λικέρ. Κανείς από τους παίχτες δεν έδειχνε να δίνει δυάρα για την παρουσία των δυο ντετέκτιβ εκεί πέρα. Ούτε η γυναίκα ούτε ο τραβεστί μπήκαν στον κόπο να κλείσουν το μάτι τους στον Μάικλ. Στο κέντρο του τραπεζιού ήταν βαλμένα μασούρια με πλαστικές μάρκες. Αν οι πράσινες ήταν των πενήντα δολαρίων, και οι μαύρες των εκατό, η πονταρισιά στο γύρο που παιζόταν εκείνη τη στιγμή θα πρέπει να άγγιζε τις ογδόντα

174

Dean Koontz

χιλιάδες δολάρια. Ένας άλλος ξυρισμένος γορίλας έστεκε κοντά στο παράθυρο. Είχε το κουμπούρι του σε μια θήκη που ακουμπούσε στο γοφό του, και τη στιγμή που η Κάρσον και ο Μάικλ πέρασαν από... τον τομέα ευθύνης του, το χέρι του άγγιξε το όπλο. Μια τρίτη πόρτα έμπαζε σε μια κακοσυντηρημένη αίθουσα συσκέψεων η οποία μύριζε τόσο έντονα τσιγαρίλα, που είχες την αίσθηση πως θα πάθαινες καρκίνο των πνευμόνων, επιτόπου. Δώδεκα καρέκλες ήταν τοποθετημένες γύρω από ένα κακοπαθημένο και γεμάτο χαρακιές τραπέζι, πάνω στο οποίο ήταν βαλμένα δεκατέσσερα τασάκια. Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν ένας άντρας με ευχάριστο πρόσωπο, ζωηρά, γαλάζια μάτια και μουστάκι. Το Τζάστιν Γουίλσον καπέλο του ακουμπούσε στο επάνω μέρος των αυτιών του που το σχήμα τους θύμιζε χερούλι κούπας. Ζυγώνοντας προς τα εκεί οι δυο αστυνομικοί, ο άντρας σηκώθηκε από τη θέση του, οπότε και φάνηκε πως το παντελόνι του το φόραγε ψηλά τραβηγμένο πάνω από τη μέση, κάπου μεταξύ στήθους και αφαλού. «Κύριε Γκοντό» είπε η μαμά πάπια «αν και σκυλοβρομάνε τιμιότητα και ακεραιότητα, είναι οι δυο που εγγυήθηκε γι' αυτούς ο Όμπρεϊ, γι' αυτό μη με κάνει τ' αλατιού, αν χρειαστεί να τους κρεμάσεις από τίποτε τσιγκέλια σαν σφαχτάρια προτού τελειώσει η κουβέντα σου μαζί τους». Στα δεξιά του άντρα με τα αυτιά που έμοιαζαν με χερούλι κούπας, κι ελάχιστα πιο πίσω, έστεκε ο Χιονάνθρωπος των Ιμαλαΐων, ντυμένος μ' ένα ελαφρώς τσαλακωμένο κοστούμι. Μπροστά του οι δυο γοριλάνθρωποι της ιστορίας μας έμοιαζαν απλώς με χιμπατζήδες.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

175

Αυτός ο Μεγαλοπόδης είχε ένα ύφος, λες και, με την παραμικρή αφορμή που θα του έδιναν οι δυο αστυνομικοί, είχε όλη την καλή διάθεση όχι απλώς να τους σκοτώσει, αλλά και να τους κολατσίσει για πρωινό. Αντίθετα ο Γκοντό έδειχνε πολύ φιλικός και φιλόξενος. Τους άπλωσε το χέρι, λέγοντας: «Άμα φίλος του Όμπρεϊ, φίλος και δικός μου, ειδικά αν έχει και παραδάκι στις τσέπες του». «Κι εγώ που έλεγα πως θα χρειαζόταν να σε περιμένουμε, κύριε Γκοντό» είπε ο Μάικλ, σφίγγοντας στο δικό του το απλωμένο χέρι του άλλου «να, όμως που έγινε το αντίθετο. Ελπίζω να μην αργήσαμε πολύ». «Στο τσακ ήρτατε», τον διαβεβαίωσε ο Γκοντό. «Και η ντεσποινίς μπουκιά και συχώριο από ντω, ποια είναι;» «Η δεσποινίς μπουκιά και συχώριο από δω» του αποκρίθηκε η Κάρσον «είναι αυτή που κρατάει το παραδάκι». «Α, κι αυτό σε κάνει ακόμη ομορφότερη», είπε ο Γκοντό. Με το που έβγαλε από τις τσέπες του σακακιού της δυο τετράπαχα και τυλιγμένα ρολό πάκα με χαρτονομίσματα των εκατό δολαρίων, ο Γκοντό σήκωσε τη μια από τις δυο βαλίτσες που ήταν ακουμπισμένες στο πάτωμα, πλάι στην καρέκλα του, και την έβαλε πάνω στο τραπέζι. Ο Μεγαλοπόδης είχε και τα δυο του χέρια ελεύθερα. Ο Γκοντό άνοιξε τη βαλίτσα, αποκαλύπτοντας τις δυο Έρμπαν Σνάιπερ καραμπίνες, μαζί με δερμάτινες θήκες για τις σφαίρες και τριπλούς ιμάντες. Οι κάννες των όπλων είχαν κοντύνει και τώρα το μήκος τους δεν ξεπερνούσε τα τριάντα πέντε εκατοστά. Μαζί με τα όπλα υπήρχαν και τέσσερα κουτιά με σφαίρες -βλήματα, όχι σκάγια- που ήταν και οι μοναδικές κατάλληλες για μια καραμπίνα Έρμπαν Σνάιπερ.

176

Dean Koontz

«Είσαι φοβερή πηγή, κύριε Γκοντό», είπε η Κάρσον. «Η μαμά ήθελε γιο ιεροκήρυκα, κι ο μπαμπάς, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του, με ήθελε ηλεκτροσυγκολλητή σαν την αφεντιά του, όμως εγώ, μα την αλήθεια, εναντιώθηκα στην ιδέα να καταντήσω μπατίρης, έτσι βρήκα αυτό που ήθελα και την ευτυχία μου, και να 'μαι». Η δεύτερη βαλίτσα ήταν πιο μικρή απ' την πρώτη. Περιείχε δυο πενηντάρια Μάγκνουμ Ντέζερτ Ιγκλ με φινιρίσματα από χρυσωμένο τιτάνιο. Πλάι στα πιστόλια ήταν βαλμένα τα κουτιά με τις σφαίρες που είχαν ζητηθεί, συν δυο παραπάνω γεμιστήρες -από έναν για το κάθε πιστόλι. «Σοβαρά τώρα έχετε κότσια για το κλότσημα που κάνει αυτό το τέρας;» τους ρώτησε ο Γκοντό. Γνωρίζοντας ότι τα Μάγκνουμ αυτού του τύπου είχαν τα ζόρια τους, ο Μάικλ γύρισε και του αποκρίθηκε: «Όχι, αγαπητέ μου, και το 'χω σχεδόν σίγουρο πως, μόλις ρίξω, θα με στείλει να σκάσω με τον κώλο». «Εγώ σκέφτομαι τη μανταμίτσα από ντω πέρα» είπε ο Γκοντό, κι ήταν ολοφάνερο ότι το διασκέδαζε με την ψυχή του «κι όχι εσένα, κρεμανταλά μου». «Το Ιγκλ έχει γλυκό κλότσημα» είπε η Κάρσον «πολύ πιο μαλακό απ' ό,τι φαντάζεστε. Εντάξει, είναι ζόρικο όταν τινάζει προς τα πίσω, όμως άλλο τόσο ζόρικη είμαι κι εγώ. Στα δέκα μέτρα μπορώ να σου αδειάσω το γεμιστήρα και να σε γεμίσω κουμπότρυπες από χαμηλά την κοιλιά ως επάνω, το λαιμό -ούτε μια πιο ψηλά ούτε μια ξώφαλτσα». Τα λόγια της έκαναν το Χιονάνθρωπο των Ιμαλαΐων να κάνει μερικά βήματα μπροστά βλοσυρός κι αγριεμένος. «Ήρεμα», έκοψε τη φόρα του ο Γκοντό. «Ντεν απείλησε κανέναν. Μούρη πουλάει».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

177

«Δε θα μετρήσεις τα λεφτά;» ρώτησε η Κάρσον κλείνοντας το βαλιτσάκι με τα πιστόλια. «Καιρό έχω να ντω τόσο ζόρικη γκομενίτσα, αλλά έχεις κάτι κι από αγιοσύνη μέσα σου. Και θα ήταν για μένα μια δυσάρεστη έκπληξη, αν διαπίστωνα πως πας να μου φας, έστω και μισή πενταρίτσα». Η Κάρσον δεν κρατήθηκε, και χαμογέλασε. «Όλα τα λεφτά είναι εδώ πέρα, μέχρι το τελευταίο δολάριο». «Κύριε Γκοντό» είπε ο Μάικλ «χαρά μας που συνεργαστήκαμε μαζί σας, ξέροντας αν μη τι άλλο πως έχουμε να κάνουμε με πραγματικούς ανθρώπους». «Καλοσύνη σου που το ανέφερες», του είπε ο Γκοντό. «Πολύ ευγενικό και μοιάζεις να το εννοείς με την καρδιά σου». «Το εννοώ», επιβεβαίωσε ο Μάικλ. «Πραγματικά, το εννοώ».

Κεφάλαιο 25

Ο Ράνταλ Έ ξ ι στέκει τώρα μέσα στο δωματιάκι του καυστήρα -στ' αυτιά του έφτανε η μελωδία από ένα τραγούδι του Μπίλι Τζόελ. Το δωματιάκι είναι 2 χ 2,5. Ακόμη και στο ελάχιστο γαλαζωπό φως που σκορπάει το ενδεικτικό του καυστήρα και σ' εκείνο που περνάει κάτω από την πόρτα, ο Ράνταλ καταφέρνει να πάρει μια ιδέα του χώρου. Επιτέλους βρίσκεται στο σπίτι του χαμογελαστού αυτιστικού, του Άρνι Ο' Κόνορ. Τώρα αρκεί ν' απλώσει το χέρι του, και το μυστικό της ευτυχίας θα είναι δικό του. Στέκει και περιμένει εκεί, στο λιγοστό φως που τόσο τον βολεύει, καθώς από πάνω το ένα τραγούδι διαδέχεται το άλλο. Νιώθει πανευτυχής με το θρίαμβο του. Εγκλιματίζεται σε τούτο το καινούριο περιβάλλον. Καταστρώνει την επόμενη κίνησή του. Αλλά είναι και φοβισμένος. Γιατί είναι η πρώτη φορά που ο Ράνταλ Έξι πατάει το πόδι του σε κανονικό σπίτι. Μέχρι το προηγούμενο βράδυ ζούσε αποκλειστικά και μόνο στα Χέρια του Ελέους. Στη διαδρομή από την παλιά κλινική μέ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

179

χρι εδώ πέρα, για κάποιο διάστημα είχε μείνει και μέσα σ' ένα κάδο απορριμμάτων. Όμως ένας κάδος απορριμμάτων δεν είναι το ίδιο όπως ένα σπίτι. Πέρα από το δωματιάκι του καυστήρα απλώνεται ένας κόσμος ξένος κι άγνωστος στον Ράνταλ Έξι -τόσο άγνωστος, όσο κι ένας πλανήτης σε κάποιον άλλο γαλαξία. Του Ράνταλ του αρέσει το οικείο και το γνώριμο. Το νέο και το άγνωστο τον φοβίζουν. Αντιπαθεί τις αλλαγές. Όταν θα ανοίξει αυτή την πόρτα και θα διαβεί το κατώφλι της, όλα μπροστά του θα είναι καινούρια και άγνωστα. Τα πάντα θ' αλλάξουν... για πάντα. Σιγοτρέμοντας στο ημίφως, είναι σχεδόν πεπεισμένος πως το δωματιάκι του στα Χέρια του Ελέους, ακόμη και τα βασανιστικά πειράματα στα οποία τον υπέβαλλε ο Πατέρας, είναι χίλιες φορές προτιμότερα απ' αυτό που τον περιμένει τώρα. Τέλος πάντων, μετά από τρία ακόμη τραγούδια, όπως ακούγονται από πάνω του, ανοίγει την πόρτα και κοιτάζει στο χώρο που ανοίγεται μπροστά του, με τις δυο καρδιές του να χτυπούν σαν τρελές. Το ηλιόφως που περνάει μέσα από ένα γραζέ τζάμι φωτίζει δυο μηχανήματα που ο Ράνταλ αναγνωρίζει, γιατί τα έχει ξαναδεί σε διαφημίσεις αλλά και στο Διαδίκτυο. Το ένα πλένει ρούχα, το άλλο τα στεγνώνει. Τα ρουθούνια του τρυπάει η έντονη μυρωδιά της χλωρίνης και του απορρυπαντικού που περνάει και διαχέεται στο χώρο μέσα από το κλειστό πορτάκι του ντουλαπιού που είναι πάνω από τα δυο μηχανήματα. Μπροστά του, λοιπόν είναι το δωματιάκι του πλυντηρίου. Έ ν α πλυσταριό. Τούτη τη στιγμή δεν μπορεί να σκεφτεί τί-

ISO

Dean Koontz

ποτε άλλο που να αντικατοπτρίζει με τόση έμφαση τη γλύκα των απλών πραγμάτων της καθημερινότητας, όσο αυτό το πλυσταριό. Ο Ράνταλ Έ ξ ι πάνω και περισσότερο απ' όλα θέλει μια απλή ζωή. Δε θέλει -ούτε και το μπορεί άλλωστε- να γίνει και αυτός σαν και τους άλλους, της Παλιάς Ράτσας, όμως θέλει να ζει όπως κι εκείνοι, δίχως να είναι η ζωή του ένα ατέλειωτο μαρτύριο, γευόμενος το όποιο μερτικό του -οσοδήποτε μικρό- στην ευτυχία. Η περιπέτεια της αναγνώρισης του πλυσταριού του αρκεί για σήμερα. Κλείνει προσεκτικά την πόρτα και στέκει στο μισοσκόταδο του δωματίου του καυστήρα, ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Ξαναζεί την ευτυχισμένη στιγμή που το μάτι του έπεσε στις λευκές επιφάνειες του πλυντηρίου και του στεγνωτηρίου, και τα μεγάλα πλαστικά καλάθια που μάλλον περιείχαν άπλυτα και τσαλακωμένα ρούχα. Το πάτωμα του πλυσταριού ήταν στρωμένο με πλαστικό πλακάκι, όμοια με τους διαδρόμους και τα περισσότερα δωμάτια στα Χέρια του Ελέους. Ο Ράνταλ Έ ξ ι δεν το περίμενε πως θα έβρισκε κι εδώ πέρα πλαστικά πλακάκια. Πίστευε πως τα πάντα θα ήταν ασύλληπτα διαφορετικά απ' ό,τι είχε δει και είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Τα πλακάκια στα Χέρια του Ελέους είναι χρώματος γκρι με πράσινες και τριανταφυλλί πιτσιλιές. Τα πλακάκια του πλυσταριού είναι κίτρινα. Πλακάκια διαφορετικά ως προς το χρώμα -ιδού η πρώτη μεγάλη διαφορά- κι όμως στην ουσία τα ίδια. Καθώς το τέμπο της μουσικής που ακούγεται από πάνω αλλάζει αρκετές φορές, ο Ράνταλ Έξι αρχίζει να ντρέπεται

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

181

όλο και περισσότερο με την ατολμία του. Το ότι έριξε μια κλεφτή ματιά στο πλυσταριό των Ο' Κόνορ δεν ήταν δα και κανένα σπουδαίο κατόρθωμα. Α, σίγουρα κοροϊδεύει τον εαυτό του. Υποτάσσεται στην αγοραφοβία του και στην αυτιστική του επιθυμία να μειώνει στο ελάχιστο τα ερεθίσματα των αισθήσεών του. Αν συνεχίσει το ταξίδι του στο άγνωστο με τέτοιους ρυθμούς χελώνας, θα χρειαστεί γύρω στους έξι μήνες μέχρι να ψάξει όλο το σπίτι και να βρει τον Άρνι. Δεν μπορεί να ζήσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στο διάκενο, κάτω από τη βάση του σπιτιού. Πρώτ' απ' όλα νιώθει πεινασμένος. Το υπέρτερο σώμα του, είναι μια μηχανή που έχει ανάγκη από καύσιμη ύλη για να συνεχίσει να δουλεύει. Ο Ράνταλ Έξι μπορεί να τραφεί με ό,τι αράχνες, τρωκτικά, σκουλήκια και φίδια βρει εκεί, κάτω από τη βάση του σπιτιού -δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα. Ωστόσο, κρίνοντας απ' τα διάφορα πλάσματα που έτυχε να δει τις ώρες που ήταν κρυμμένος εκεί κάτω, στο βασίλειο του ημίφωτος δεν υπάρχει ούτε ποσοστό της ποσότητας θηραμάτων που απαιτούνται για τη συντήρησή του. Ανοίγει ξανά την πόρτα. Α, το υπέροχο πλυσταριό! Μένει εκεί, αναμένει. Βγαίνει από το δωματιάκι του καυστήρα, και κλείνει με προσοχή την πόρτα πίσω του. Η συγκίνησή του είναι απερίγραπτη. Πρώτη φορά του περπατάει πάνω σε κίτρινα πλακάκια. Τον βολεύουν το ίδιο όπως και τα γκρι. Προσέχει ώστε οι σόλες των παπουτσιών του να τρίζουν όσο λιγότερο γίνεται. Μεταξύ του πλυσταριού και της κουζίνας υπάρχει μια

182

Dean Koontz

πόρτα που είναι ανοιχτή. Ο Ράνταλ Έξι κοντοστέκει μπροστά σε αυτό το νέο κατώφλι, εκστασιασμένος. Μια κουζίνα είναι όλα -όλα και βάλε!- όσα είχε διανοηθεί ποτέ για ένα τέτοιο χώρο, το μέρος με τις μύριες όσες διευκολύνσεις, απίστευτα ελκυστικό. Σ' ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί εύκολα να ξελογιαστεί. Όμως πρέπει να διατηρήσει τη διαύγειά του, να είναι προσεκτικός, έτοιμος ανά πάσα στιγμή για υποχώρηση, αν καταλάβει πως κάποιος πλησιάζει προς το μέρος του. Μέχρι να βρει τον Άρνι και να του αποσπάσει το μυστικό της ευτυχίας, ο Ράνταλ Έξι δε θέλει να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με κανέναν. Γιατί δεν μπορεί να ξέρει τι θα επακολουθήσει σε μια τέτοια περίπτωση, αν και στο βάθος κάτι του λέει πως οι συνέπειες μόνο ευχάριστες δε θα είναι. Αν και «κατασκευασμένος» αυτιστικός μόνο και μόνο για τις ανάγκες και τα πειράματα του Πατέρα του, πράγμα που τον κάνει διαφορετικό από τα άλλα μέλη της Νέας Ράτσας, "κατασκευαστικά" έχει πολλές ομοιότητες με αυτούς. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να αυτοκτονήσει. Δεν μπορεί να σκοτώσει παρά μόνο κατόπιν ρητής εντολής του δημιουργού του. Ή αν βρίσκεται σε αυτοάμυνα. Ο μπελάς είναι πως ο Ράνταλ Έξι αισθάνεται ιδιαίτερα φοβισμένος εξ αιτίας του αυτισμού του. Με το παραμικρό νιώθει πως απειλείται. Όταν κρυβόταν μέσα στον κάδο των σκουπιδιών, είχε σκοτώσει έναν άστεγο, που είχε πάει εκεί για να μαζέψει άδεια κουτάκια από αναψυκτικά κι άλλα τέτοια... ανεκτίμητα. Ο γαβριάς δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να του κάνει κακό, ουσιαστικά ούτε και που θα μπορούσε, ακόμη κι αν το ήθελε, κι όμως ο Ράνταλ τον είχε σβερκώσει και τον είχε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

183

τραβήξει μέσα στο μεγάλο κάδο. Του είχε τσακίσει τον τράχηλο και τον είχε θάψει κάτω από τα σκουπίδια. Δεδομένου ότι κάθε τι που του είναι νέο κι άγνωστο, ακόμη και η παραμικρή αλλαγή στα όσα ξέρει κι έχει μάθει να αποδέχεται, τον πανικοβάλλει, το πιο πιθανό είναι πως ένα ενδεχόμενο συναπάντημά του με κάποιον άγνωστο θα κατέληγε σε μια βίαιη αντίδραση εκ μέρους του, απόρροια του φόβου του πως απειλείται η ύπαρξή του. Ο Ράνταλ δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς ως προς αυτό. Στο κάτω-κάτω όλα τα μέλη της Παλιάς Ράτσας θα πρέπει να πεθάνουν αργά ή γρήγορα. Αλλού είναι το πρόβλημα: το να τσακίσεις τον τράχηλο ενός άστεγου που αντάμωσες σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι είναι κάτι που μάλλον περνάει απαρατήρητο, όμως το να σκοτώσεις κάποιον μέσα στο ίδιο του το σπίτι κάνοντας μάλιστα και τη σχετική φασαρία, σίγουρα θα τραβήξει την προσοχή των άλλων ενοίκων του σπιτιού, ίσως και των γειτόνων. Έστω κι έτσι όμως, επειδή νιώθει πεινασμένος, κι επειδή σίγουρα στο ψυγείο υπάρχουν πιο εύγευστα φαγώσιμα απ' ό,τι οι αράχνες και οι σκουληκαντέρες, ο Ράνταλ Έξι κάνει το απονενοημένο και περνάει από το πλυσταριό στην κουζίνα.

Κεφάλαιο 26

Κρατώντας ο καθένας τους από μια βαλίτσα με όπλα, ο Μάικλ και η Κάρσον βγήκαν από το μπαρ-ρεστοράν Η Άλλη Έλλα. Όντας κόρη ντετέκτιβ που είχε κατηγορηθεί για διαφθορά, η Κάρσον το είχε σχεδόν δεμένο ότι τελούσε υπό στενή παρακολούθηση από τους συναδέλφους της στο Σώμα -ή τουλάχιστον ότι την παρακολουθούσαν πολύ περισσότερο απ' ό,τι τους άλλους. Το ήξερε, της την έδινε στο κρανίο, μα κι απ' την άλλη είχε τη συναίσθηση πως όλα αυτά μπορεί και να μην ήταν παρά αποκυήματα της φαντασίας της. Επηρεασμένη ακόμη από την έστω και φευγαλέα συνάφεια της με μια βρομόστομη όπως η Φρανσίν κι έναν όλο ευγένειες και μαλαγανιές Γκοντό, όπως διέσχισε το πεζοδρόμιο πηγαίνοντας προς το παρκαρισμένο σεντάν με τις συμβατικές πινακίδες, η Κάρσον έριξε μια ματιά στο δρόμο βέβαιη σχεδόν πως κάποιοι συνάδελφοι από την Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, που μάλλον τους παρακολουθούσαν από ώρα, θα έβγαιναν από την κρυψώνα τους και θα άρχιζαν τις συλλήψεις.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

185

Ο κάθε περαστικός στα μάτια της κοπέλας έμοιαζε να περιεργάζεται όλο καχυποψία τις βαλίτσες που κρατούσαν. Δυο άντρες και μια γυναίκα στο απέναντι πεζοδρόμιο δεν έλεγαν να πάρουν τα μάτια τους από πάνω τους. Τι λόγο είχε κανείς να κρατάει ολόκληρη βαλίτσα, βγαίνοντας από ένα μπαρ-ρεστοράν; Τι να κουβαλούσε με δαύτη; Έτοιμο φαγητό για το σπίτι; Ήμαρτον! Έβαλαν τις βαλίτσες στο πορτμπαγκάζ του σεντάν και ξεκίνησαν, αφήνοντας πίσω τους το Φομπούργκ Μαρινί με την Κάρσον στο τιμόνι. Κάλυψαν τη διαδρομή μέχρι το Φρεντς Κουόρτερ χωρίς να τους συλλάβει κανείς. «Και τώρα τι κάνουμε;» τη ρώτησε ο Μάικλ. «Κόβουμε βόλτες». «Φίνα». «Και σκεπτόμαστε». «Τι σκεπτόμαστε;» «Χμ, ποιο είναι το χρώμα της αγάπης, τι ήχο κάνει ένα χέρι μόνο του όταν κάνει παλαμάκια. Εσύ τι λες πως πρέπει να σκεφτούμε;» «Το μυαλό μου είναι κουρκούτι, και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε», είπε ο Μάικλ. «Χώρια που οι πολλές σκέψεις μπορεί να μας σκοτώσουν». «Να σκεφτούμε πώς θα φτάσουμε στον Βίκτωρα Φράνκενσταϊν». «Τον Ήλιος». «Τον Ήλιος, τον Φράνκενσταϊν -όπως και να τον πούμε, εννοούμε πάντα τον Βίκτωρα. Πώς τον στριμώχνουμε, μου λες;» «Μπορεί και να 'μαι προληπτικός» είπε ο Μάικλ «όμως θα προτιμούσα να είχε ο Βίκτωρ διαφορετικό μικρό όνομα».

186

Dean Koontz

«Γιατί;» «Βίκτωρ σημαίνει νικητής, κάποιος που κατατροπώνει τους αντιπάλους του». «Θυμάσαι εκείνον που πιάσαμε πέρσι για διπλό φόνο στην αντικερί, επί της Ρόγιαλ;» «Και βέβαια τον θυμάμαι. Είχε τρία αρχίδια». «Και τι διάολο σχέση έχει αυτό;» τον ρώτησε. «Αυτή τη λεπτομέρεια δεν την ξέραμε μέχρι που τον συλλάβαμε, του απαγγείλαμε το κατηγορητήριο, και πέρασε από ιατρικές εξετάσεις στα κρατητήρια». «Ωραία λοιπόν, είναι άσχετο», παραδέχτηκε ο Μάικλ. «Απλώς είναι μια από εκείνες τις λεπτομέρειες που κολλάνε στο μυαλό σου». «Εκείνο που θέλο.) να πω εγώ είναι πως τον έλεγαν Τσαμπ Τσάμπιον*, τι κι αν στην ουσία ήταν ένα άχρηστο κορμί». «Το πραγματικό του όνομα ήταν Σέρλεϊ Τσάμπιον, κι αυτό τα εξηγεί όλα». «Ε, και τον Κάρι Γκραντ πριν γίνει διάσημος, τον έλεγαν Άρτσι Λιτς. Το μόνο όνομα που μετράει, είναι αυτό που σου δίνουν όταν γεννιέσαι». «Λοιπόν, θα παρκάρω πλάι στο πεζοδρόμιο, κι εσύ θα κατεβάσεις το τζάμι και θα ρωτήσεις όποιον περαστικό θέλεις αν έχει δει καμιά ταινία του Άρτσι Λιτς. Και τότε θα σου πω εγώ πόσο μετράνε τα ονόματα με τα οποία μας βαφτίζουν». «Η Μέριλιν Μονρόε -το πραγματικό της όνομα ήταν Νόρμα Τζιν Μόρτενσον» είπε τώρα ο Μάικλ «και γι' αυτό πέθανε τόσο νέα από υπερβολική δόση». «Είναι μήπως κι αυτή μια από εκείνες τις φορές που γίνεσαι ανυπόφορος;» * Τσαμπ Τσάμπιον (champion): πρωταθλητής. Σ.τ.Μ.

187

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

«Εντάξει, το ξέρω πως κατά βάση αυτό είναι δικό σου προνόμιο», της αποκρίθηκε. «Κι ύστερα, πάρε για παράδειγμα την Τζόαν Κρόφορντ. Γεννήθηκε με το ονοματεπώνυμο Λουσίλ Λε Σούερ, που αποτελεί μιας πρώτης τάξεως εξήγηση γιατί έδερνε τα παιδιά της με συρμάτινες κρεμάστρες». «Ο Κάρι Γκραντ δε βάρεσε ποτέ κανέναν με συρμάτινη κρεμάστρα, κι έζησε ζωή χαρισάμενη». «Ναι, αλλά ήταν ο μεγαλύτερος ηθοποιός στην ιστορία της 7ης Τέχνης. Οι κανόνες που λέμε, δεν ισχύουν στην περίπτωση του. Τα ονόματα Βίκτωρ και Φράνκενσταϊν εμπεριέχουν μια ιδιαίτερη δυναμική, όπως και να το κάνουμε, και ο τύπος γεννήθηκε με αυτά. Ό,τι κι αν μου λες, εγώ θα ένιωθα πολύ πιο ήσυχος, αν η μανούλα του τον είχε βαφτίσει με το όνομα Νάνσι». Ο «Μα τι στην οργή κάνουν;» ρώτησε η Σίντι οργισμένη, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στον ηλεκτρονικό οδικό χάρτη, στην οθόνη της κονσόλας. Ο Μπένι όλο αυτό το διάστημα συμβουλευόταν συνέχεια τον οδικό χάρτη, καθώς οδηγούσε η Σίντι. «Αυτή στρίβει στο τέλος κάθε τετραγώνου» είπε ο Μπένι «πηγαίνοντας μπρος, πίσω, κάνοντας ζιγκ ζαγκ και κύκλους, σαν τυφλό ποντίκι σε λαβύρινθο». «Ίσως ξέρουν πως παρακολουθούνται». «Πώς να το ξέρουν; Αφού δε μας βλέπουν». Όντας σε θέση να τους παρακολουθούν συνέχεια από το φωτεινό στίγμα στον οδικό χάρτη που εξέπεμπε η συσκευή εντοπισμού που ο Ντούλεϊ είχε τοποθετήσει με τρόπο κάτω από το καπό της μηχανής του σεντάν, οι Λάβγουελ δε χρει-

Dean Koontz

188

αζόταν να κρατούν οπτική επαφή με το αμάξι των δυο ντετέκτιβ. Ήταν σε θέση να τους έχουν στο κατόπι με όλη τους την άνεση και από απόσταση αρκετών τετραγώνων, κάποιες φορές ακολουθώντας τους από παράλληλους δρόμους. «Ξέρω πώς αισθάνεται», είπε η Σίντι. «Δηλαδή;» «Σαν τυφλοπόντικας σε λαβύρινθο». «Εγώ, όταν το είπα, δεν εννοούσα πώς αισθάνεται, αλλά πώς οδηγεί». «Πάντως εγώ βασικά έτσι αισθάνομαι», είπε η Σίντι. «Σαν τυφλοπόντικας σε λαβύρινθο. Κι είναι κι αυτή άκληρη, σαν κι εμένα». «Ποια;» «Η Ντετέκτιβ Ο' Κόνορ. Στην ηλικία της, θα μπορούσε να έχει μισή ντουζίνα κουτσούβελα, τουλάχιστον, όμως δεν έχει ούτε μισό. Είναι στέρφα». «Κι εσύ πού το ξέρεις πως είναι στέρφα;» «Ε, το ξέρω». «Μπορεί απλώς να μην γουστάρει τα παιδιά». «Γυναίκα είναι. Τα γουστάρει». «Να, έστριψε πάλι, αριστερά αυτή τη φορά». «Βλέπεις;» «Τι να δω;» «Είναι στέρφα». «Είναι στέρφα επειδή έστριψε αριστερά;» «Σαν τυφλοπόντικας σε λαβύρινθο», είπε η Σίντι με σοβαρό ύφος. Φ Η Κάρσον έστριψε δεξιά, στην Τσάρτρες Στριτ, περνώντας

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

189

μπροστά από το Ναπόλεον Χάους που το είχε πάρει για τα καλά η κάτω βόλτα. «Τον Βίκτωρα δεν μπορούμε με καμιά δύναμη να τον στριμώξουμε μέσα στην Μπάιοβιζιον», είπε. «Ένα σωρό κόσμος, πολλοί μάρτυρες, το πιο πιθανό δικά του δημιουργήματα όλοι τους». «Θα τον χτυπήσουμε μέσα στο αμάξι του, όταν θα έρχεται ή θα φεύγει». «Τι; Σε δημόσιο δρόμο; δε θα ήθελα να καταλήξω στα κρατητήρια παρέα με όλες τις πρώην φιλεναδίτσες σου, αν υποθέσουμε πως καταφέρουμε και μείνουμε ζωντανοί τη στιγμή της απόπειρας». «Θα φροντίσουμε να μάθουμε τις κινήσεις του και το δρομολόγιο του» είπε ο Μάικλ «και θα επιλέξουμε να τον χτυπήσουμε σε κάποιο από τα σημεία με τη λιγότερη κίνηση». «Δε μας περισσεύει χρόνος για να μάθουμε το δρομολόγιο του», του υπενθύμισε η Κάρσον. «Επί του παρόντος εμείς είμαστε ο στόχος. Κι αυτό το ξέρουμε καλά και οι δυο». «Εκείνο το μυστικό εργαστήριο που λέγαμε πρωτύτερα. Το μέρος όπου... δημιουργεί». «Ούτε αυτό έχουμε το χρόνο να το εντοπίσουμε. Κι άλλωστε θα φυλάσσεται καλύτερα κι απ' αυτό το Φορτ Νοξ* ακόμη». «Τα όσα λέγονται περί καλής φρούρησης του Φορτ Νοξ, είναι μάλλον υπερβολές. Κι αυτό το είχαν ψυλλιαστεί οι κακοί στην ταινία, ο Χρνσοόάκτυλος». «Εμείς όμως δεν είμαστε οι κακοί της ιστορίας» είπε η κοπέλα «κι εδώ δεν πρόκειται για κινηματογραφική ταινία. Φορτ Νοξ (Fort Knox): Φρούριο όπου φυλάσσονται τα αποθέματα σε χρυσό των ΗΠΑ. Σ.τ.Μ.

190

Dean Koontz

To καλύτερο μέρος για να τον στριμώξουμε είναι το σπίτι του». «Πού; Στην έπαυλη; Έχει στρατιά ολόκληρη από βοηθητικό προσωπικό». «Θα πρέπει να τους θέσουμε εκτός μάχης για να φτάσουμε κατευθείαν σ' αυτόν, ενεργώντας ακαριαία κι αιφνιδιαστικά», του είπε. «Σιγά! Τι είμαστε; Μπάτσοι των ειδικών δυνάμεων;» «Όχι, όμως ούτε και τροχονόμοι είμαστε». «Και τι γίνεται αν κάποιοι από το βοηθητικό προσωπικό είναι κανονικοί άνθρωποι, σαν κι εμάς;» τη ρώτησε ο Μάικλ φανερά προβληματισμένος με το ενδεχόμενο. «Έννοια σου και κανείς τους δε θα είναι κανονικός άνθρωπος. Ο Βίκτωρ δε θα ήθελε με τίποτε να έχει στο υπηρετικό προσωπικό του κανονικούς ανθρώπους, από φόβο μήπως έπαιρνε κάτι το μάτι ή το αυτί τους. Θα είναι όλοι τους Νέα Ράτσα». «Ναι, όμως δεν μπορούμε να είμαστε εκατό τοις εκατό βέβαιοι γι' αυτό». Στην Τζάκσον Σκουέαρ και επί της Οδού Ντίκατουρ όπου περίμεναν σταθμευμένα στη σειρά κάμποσα αμαξάκια απ' αυτά που χρησιμοποιούσαν οι τουρίστες για τις περιηγήσεις τους στο Κουόρτερ, ένα από τα συνήθως ήσυχα και καλόβολα μουλάρια είχε ξεστρατίσει από την αράδα κι έκανε τα δικά του. Ο αμαξάς κι ένας αστυνομικός το κυνηγούσαν πεζοί, καθώς το ζώο έσερνε την πλουμιστή άμαξα κάνοντας κύκλους, εμποδίζοντας την κυκλοφορία. «Ποιος ξέρει, ίσως η Φρανσίν έχωσε στον κώλο του μουλαριού το κεφάλι κάποιου δύσμοιρου», είπε ο Μάικλ. «Πρέπει λοιπόν να στριμώξουμε τον Βίκτωρα στο σπίτι

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

191

του» συνέχισε η Κάρσον, μιλώντας πάντα επί της ουσίας «στην Γκάρντεν Ντίστρικτ». «Ίσως θα ήταν καλύτερα να φεύγαμε για λίγο από τη Νέα Ορλεάνη. Να πάμε κάπου όπου δε θα μπορέσει να μας βρει, εξοικονομώντας το χρόνο που χρειαζόμαστε για να σκεφτούμε καλύτερα την όλη υπόθεση». «Ναι, να χαλαρώσουμε λιγάκι. Να την αράξουμε για καμιά βδομάδα για να σκεφτούμε. Μα τι λέω; Δυο βδομάδες. Ή, ακόμη καλύτερα, να μη γυρίσουμε ποτέ πίσω». «Άσχημα θα 'ταν;» «Όλο που χρειάζεται για να θριαμβεύσει το Κακό...» «... είναι ο ωχαδερφισμός και η αδιαφορία των καλών ανθρώπων. Ναι, τα 'χουμε ξανακούσει αυτά». «Από ποιον, άραγε;» τον ρώτησε η Κάρσον. «Θαρρώ ο Μίκυ, αλλά μπορεί και να ήταν ο Γκούφι». Ο αμαξάς πρόλαβε κι άρπαξε το ζώο από το χαλινάρι. Το μουλάρι ημέρεψε κι άφησε τον αμαξά να το οδηγήσει πίσω, στη σειρά, στην άκρη του πεζοδρομίου. Η κυκλοφορία μπήκε ξανά σε κίνηση. «Ξέρει ότι ξέρουμε», είπε η Κάρσον. «Ακόμη κι αν φύγουμε από την πόλη, δε θα ησυχάσει αν δε μας βρει, Μάικλ. Θα είμαστε διαρκώς υπό καταδίωξη». «Πολύ ρομαντικό μου ακούγεται», είπε ο Μάικλ. «Α, μη μου αρχίσεις τέτοιες ιστορίες», του έκοψε τη φόρα η Κάρσον. «Αν ο κήπος με τις τριανταφυλλιές του Όμπρεϊ δεν ήταν το κατάλληλο μέρος μια φορά, εδώ δεν είναι τρεις φορές». «Θα βρεθεί ποτέ το κατάλληλο μέρος;» Συνέχισαν το δρόμο τους σιωπηλοί για κάμποσο, ύστερα η Κάρσον έστριψε δεξιά στην επόμενη γωνία και είπε: «Μπο-

192

Dean Koontz

ρεί, ποιος ξέρει; Αλλά μόνο αφότου θα έχουμε βγάλει από τη μέση τον Ήλιος, προτού προλάβουν οι δικοί του να μας δώσουν τ' άντερα στο χέρι και να μας φουντάρουν στον Μισισιπή». «Ξέρεις πως να ενθαρρύνεις τον άλλο». «Λοιπόν, τέρμα οι κουβέντες γύρω απ' αυτό. Βγάλε τον κακό σκασμό. Άμα αρχίσουμε τις γλύκες, θα χάσουμε τ' αυγά και τα καλάθια. Κι αν συμβεί αυτό, αντίο ζωή!» «Κρίμα που ο υπόλοιπος κόσμος δεν μπορεί να δει αυτήν τη λεπτή κι ευαίσθητη πλευρά του εαυτού σου». «Δεν αστειεύομαι, Μάικλ. Δε θέλω με τίποτε να μιλήσω για εμάς τους δυο. Ούτε καν πλάκα να κάνω γύρω απ' αυτό το θέμα. Έχουμε μπροστά μας ένα πόλεμο, τον οποίο πρέπει να κερδίσουμε». «Καλά. Εντάξει. Σε ακούσαμε!» είπε ο άλλος. Αναστέναξε. «Ο Τσαμπ Τσάμπιον έχει τρία αρχίδια, κι εγώ οσονούπω δε θα έχω ούτε μισό, έτσι που θα μου μαραθούνε και θα μου πέσουν». «Μάικλ!» είπε η Κάρσον, ο τόνος της επιτιμητικός. Ο άλλος βαριαναστέναξε πάλι, όμως αυτή τη φορά δεν έβγαλε τσιμουδιά. Δυο τετράγωνα πιο κάτω, η κοπέλα γύρισε λίγο στο πλάι και του έριξε μια λοξή ματιά. Ήταν να τον πιεις στο ποτήρι, ο άτιμος. Και το κακό ήταν πως το ήξερε κι ο ίδιος. Έπνιξε το συναίσθημα και γύρισε και του είπε: «Πρέπει να βρούμε ένα ήσυχο κι ασφαλές μέρος για να ρίξουμε μια ματιά στα καινούρια όπλα, να τα γεμίσουμε, και τους δυο επιπλέον γεμιστήρες». «Να πάμε στο Σίτι Παρκ», της πρότεινε. «Μπες στην παρακαμπτήριο που είχαμε βρει νεκρό εκείνον το λογιστή,

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

193

πριν δυο χρόνια». «Τον γυμνό άντρα που τον είχαν στραγγαλίσει με γιρλάντες από τη γιορτή της Μαρντί Γκρα*». «Όχι, όχι. Αυτός ήταν αρχιτέκτονας. Μιλάω για τον άλλο, που ήταν ντυμένος καουμπόι». «Α, μάλιστα. Εκείνο με τη μαύρη δερμάτινη καουμπόικη φορεσιά». «Σκούρα μπλε», τη διόρθωσε ο Μάικλ. «Ό,τι πεις, μέγιστε. Από μόδα, τα πας καλύτερα από μένα. Το πτώμα είχε βρεθεί πολύ κοντά στην παρακαμπτήριο». «Ναι, όμως εγώ δεν εννοώ πού βρήκαμε το σώμα του» είπε ο Μάικλ «αλλά το κεφάλι του». «Περνάς από ένα μονοπατάκι που φιδώνει ανάμεσα από μια συστάδα πεύκα». «Και μετά κάτι βαλανιδιές». «Και πιο κάτω ένα ξέφωτο γεμάτο χόρτα. Το θυμάμαι. Ωραίο μέρος». «Ναι, πολύ ωραίο» συμφώνησε ο Μάικλ «κι αρκετά μακριά απ' τα μονοπάτια που χρησιμοποιεί ο κόσμος για τζόγκινγκ. Δε θα μας ενοχλήσει κανείς». «Πάντως το δολοφόνο δεν τον ενόχλησε κανένας». «Ψυχή», συμφώνησε πάλι ο Μάικλ. «Πόσο μας πήρε μέχρι να τον τσιμπήσουμε -τέσσερις βδομάδες;» «Πέντε και κάτι ψιλά». «Φοβερή η πιστολιά που του έριξες», είπε η Κάρσον. «Χτύπησε πάνω στη λάμα του τσεκουριού του κι εξοστρακίστηκε». * Μαρντί Γκρα (Mardi Gras): Γιορταστική περίοδος, αντίστοιχη με τις δικές μας Αποκριές. Σ.τ.Μ.

194

Dean Koontz

«Ναι, δε μου άρεσε και τόσο που βρέθηκα στη ζώνη του πιτσιλίσματος». «Κατάφεραν στο στεγνοκαθαριστήριο να βγάλουν τους λεκέδες μυαλού;» «Όταν τους εξήγησα από τι ήταν, δεν ήθελαν καν να τους καθαρίσουν. Κι ήταν ολοκαίνουργο το σακάκι μου». «Δε φταίω εγώ. Ο εξοστρακισμός της σφαίρας ήταν έργο Κυρίου». Η Κάρσον έδειξε να ηρεμεί. Χίλιες φορές καλύτερα να λένε αυτά, παρά ρομαντικά και τέτοια, που της προκαλούσαν εκνευρισμό κι αμηχανία και της αποσπούσαν την προσοχή.

Κεφάλαιο 27

Στο θάλαμο τεμαχισμών, όπου τα πάντα ήταν από ανοξείδωτο μέταλλο και λευκό κεραμικό πλακάκι, τελειώνοντας την εξέταση του πτώματος του Ντετέκτιβ Τζόναθαν Χάρκερ, ο Βίκτωρ διαπίστωσε πως έλειπαν κάπου είκοσι πέντε κιλά από την αρχική σωματική του μάζα. Από το άδειο του κουφάρι κρεμόταν ένας βίαια κι ακανόνιστα κομμένος ομφάλιος λώρος. Σε συνδυασμό τώρα με το στομάχι που ήταν ανοιγμένο σαν να είχε εκραγεί και το σμπαραλιασμένο θώρακα, κανείς έφτανε στο συμπέρασμα πως κάποια απρόσμενη μορφή όντος -ένα παράσιτο, ας το πούμε- είχε κυοφορηθεί στα σπλάχνα του Χάρκερ, είχε αναπτυχθεί σε σημείο που μπορούσε να ζει ανεξάρτητα από το σώμα που το φιλοξενούσε, και τέλος είχε αποδράσει, σακατεύοντας κυριολεκτικά τον Χάρκερ κατά την έξοδό του. Τούτη ήταν μια πέρα για πέρα ανησυχητική εξέλιξη. Ο Ρίπλεϊ που χειριζόταν τη φορητή βιντεοκάμερα με την οποία καταγράφονταν και καταχωρούνταν σε ειδικό οπτικοακουστικό αρχείο όλες οι αυτοψίες, έδειχνε φανερά ταραγμένος από ετούτη την αποκάλυψη.

196

Dean Koontz

«Κύριε Ήλιος, ο Χάρκερ γέννησε κάτι». «Εγώ δε θα το έλεγα ακριβώς γέννα», αποκρίθηκε ο Βίκτωρ φανερά ενοχλημένος. «Μα εμείς δεν είμαστε φτιαγμένοι για να αναπαράγουμε», παρατήρησε ο Ρίπλεϊ. Ο τόνος της φωνής του και ο τρόπος που το είπε μαρτυρούσαν πως θεωρούσε το γεγονός πως ο Χάρκερ είχε δώσει ζωή σ' ένα άλλο πλάσμα ύψιστη ύβρη. «Εδώ δε μιλάμε για αναπαραγωγή», είπε ο Βίκτωρ. «Εδώ μιλάμε για κακοήθες νεόπλασμα». «Μα κύριε... ένα αυτοσυντηρούμενο, αυτοκινούμενο κακοήθες νεόπλασμα;» «Μια μετάλλαξη, εννοούσα», τον πρόλαβε ο Βίκτωρ φανερά εκνευρισμένος. Στη δεξαμενή δημιουργίας του, ο Ρίπλεϊ είχε λάβει μια πλήρη μόρφωση γύρω από τη φυσιολογία των όντων της Παλιάς και της Νέας Ράτσας. Θα έπρεπε λοιπόν να ήταν σε θέση να κατανοεί αυτού του είδους τις βιολογικές διαφοροποιήσεις. «Ένας παρασιτικός δεύτερος εαυτός που αναπτύχθηκε αυτόματα από τη σάρκα του Χάρκερ» συνέχισε ο Βίκτωρ «κι όταν έφτασε στο σημείο να ζει ανεξάρτητα από τον πρωτογενή εαυτό... αποσπάστηκε απ' αυτόν». Ο Ρίπλεϊ σταμάτησε να δουλεύει τη βιντεοκάμερα, κι έμεινε με το σαγόνι του να κρέμεται χαλαρό από την έκπληξη, το πρόσωπο του χλομό από το φόβο. Τα πυκνά φρύδια του έδιναν ένα αστείο τόνο στη σαστιμάρα του. Ο Βίκτωρ δεν μπορούσε να θυμηθεί γιατί είχε φτιάξει το Ρίπλεϊ με πυκνά φρύδια. Το πράγμα έμοιαζε παράλογο. «Κύριε Ήλιος, με όλο το θάρρος, μήπως εννοείτε πως σε αυτό ακριβώς αποσκοπούσατε, δηλαδή στη μετάλλαξη ενός

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

197

δεύτερου εαυτού του Χάρκερ; Για ποιο λόγο, κύριε;» «Όχι, Ρίπλεϊ, ασφαλώς και δεν αποσκοπούσα σε κάτι τέτοιο. Αλλά να, όπως λέει και η Παλιά Ράτσα, συμβαίνουν και αναποδιές». «Μα, συγνώμη, κύριε, εσείς είστε ο αρχιτέκτονας της σάρκας μας, ο δημιουργός της ύπαρξης μας, ο αφέντης μας. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι επάνω μας το οποίο σας διαφεύγει... ή το οποίο έχετε παραβλέψει;» Ακόμη χειρότερο και από την αστεία όψη που του έδιναν τα υπερβολικά πυκνά φρύδια του, ήταν το επιτιμητικό ύφος του. Και του Βίκτωρα βεβαίως δεν του άρεσε καθόλου να τον επιτιμούν. «Η επιστήμη προχωράει μπροστά με μεγάλα άλματα, ενίοτε όμως κάνει και μερικά βήματα προς τα πίσω». «Προς τα πίσω;» Έχοντας λάβει την κατάλληλη κατήχηση όσο καιρό ήταν στη δεξαμενή δημιουργίας του, μερικές φορές ο Ρίπλεϊ δυσκολευόταν να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στις προσδοκίες του και την πραγματική ζωή. «Όντως, η επιστήμη μερικές φορές έχει και τις αστοχίες της, κύριε. Όχι όμως κι εσείς. Ούτε εσείς ούτε η Νέα Ράτσα». «Εκείνο που έχει σημασία να θυμάσαι πάντα, είναι πως τα άλματα προς τα εμπρός είναι κατά πολύ μεγαλύτερα και σημαντικά από τα βήματα προς τα πίσω, και ασφαλώς πολύ περισσότερα». «Μα εδώ πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο βήμα προς τα πίσω, κύριε. Έτσι δεν είναι; Θέλω να πω... η σάρκα μας εκτός ελέγχου». «Η σάρκα σου δεν είναι εκτός ελέγχου, Ρίπλεϊ. Από πού το ψώνισες αυτό το μελοδραματικό ύφος; Γίνεσαι γελοίος». «Συγνώμη, κύριε. Σίγουρα δεν μπορώ να καταλάβω. Μα

198

Dean Koontz

είμαι βέβαιος πως, όταν βρω το χρόνο να σκεφτώ καλά το ζήτημα, θα το κάνω με τη δική σας ηρεμία και συγκρότηση σκέψης». «Ο Χάρκερ δεν αποτελεί ένδειξη γι' αυτά που μέλλουν να συμβούν. Μια τυχαία ανωμαλία. Δεν πρόκειται να υπάρξουν κι άλλες μεταλλάξεις σαν και τη δική του». Ίσως το παράσιτο να μην είχε απλώς τραφεί από τα σπλάχνα του Χάρκερ, αλλά να είχε ενσωματώσει στην ύπαρξη του τις δυο καρδιές του, καθώς και τους πνεύμονές του κι άλλα ζωτικά όργανα, χρησιμοποιώντας τα για ένα διάστημα από κοινού με τον Χάρκερ, μέχρι που στο τέλος τα οικειοποιήθηκε για τα καλά κάνοντάς τα δικά του. Ήταν ακριβώς όλα εκείνα τα όργανα που έλειπαν από το κουφάρι του Χάρκερ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Τζακ Ρότζερς -του πραγματικού ιατροδικαστή, που τώρα ήταν νεκρός και είχε αντικατασταθεί από το πιστό αντίγραφο του- οι ντετέκτιβ Ο' Κόνορ και Μάντισον ισχυρίζονταν πως είχαν δει ένα αλλόκοτο σαν στοιχειό πλάσμα να ξεπετιέται από τα σπλάχνα του Χάρκερ, σαν να απέβαλε από πάνω του ένα κουκούλι. Το είχαν δει να χώνεται σε μια ανθρωποθυρίδα και να χάνεται στο βάθος των υπονόμων. Έχοντας ήδη τελειώσει με τη δειγματοληψία ιστών από το πτώμα του Χάρκερ, τους οποίους σκόπευε να εξετάσει αργότερα, ο Βίκτωρ ήταν τώρα ψυχολογικά το μαύρο του το χάλι. «Και πού βρίσκεται τώρα αυτός ο δεύτερος εαυτός του Χάρκερ, κύριε Ήλιος;» ρώτησε ο Ρίπλεϊ, καθώς τώρα έβαζαν στην άκρη τη σορό του νεκρού ντετέκτιβ για να την ξαποστείλουν στη χωματερή της Κρόσγουντς.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

199

«Κρύφτηκε σ' ένα υπόνομο. Είναι ήδη νεκρός». «Και πώς το ξέρετε ότι είναι νεκρός;» «Το ξέρω!» είπε ο Βίκτωρ έξω φρενών. Έστρεψαν τώρα την προσοχή τους στη σορό του Γουίλιαμ, του μπάτλερ, που περίμενε τη σειρά της για αυτοψία ακουμπισμένη πάνω σε μια δεύτερη τράπεζα. Μολονότι πίστευε πως το επεισόδιο με τον Γουίλιαμ που είχε βαλθεί να κόβει τα δάκτυλά του δαγκώνοντάς τα οφειλόταν σε ψυχολογική κατάρρευση, καλού κακού ο Βίκτωρ άνοιξε το σώμα του μπάτλερ κι έκανε καταγραφή των οργάνων του, έτσι για να βεβαιωθεί πως δεν είχε αρχίσει να αναπτύσσεται εντός του κάποιος δεύτερος εαυτός. Ωστόσο δεν προέκυψαν τέτοιες ενδείξεις. Με ένα πριόνι για την κοπή οστών επινόησης του Βίκτωρα, με λάμα από διαμάντι, τόσο αιχμηρή που μπορούσε να κόβει με ευκολία τα χοντρά και συμπαγή κόκαλα του οποιουδήποτε μέλους της Νέας Ράτσας, τεμάχισαν το κρανίο του Γουίλιαμ. Αφαίρεσαν τον εγκέφαλο του και τον έβαλαν σε ένα τάπερ γεμάτο με συντηρητικό διάλυμα, για να τεμαχιστεί και να εξεταστεί αργότερα. Η κατάληξη του Γουίλιαμ δεν έδειξε να ανησυχεί τον Ρίπλεϊ το ίδιο όπως τον είχε ανησυχήσει το τέλος του Χάρκερ. Περιστατικά σαν κι αυτό με τον μπάτλερ δεν του ήταν άγνωστα. Ο Βίκτωρ είχε φέρει στη ζωή ένα τέλειο πλάσμα, με άψογο μυαλό, όμως η επαφή και η συνάφεια με τα μέλη της Παλιάς Ράτσας και τη σάπια κοινωνία τους, ήταν φορές που διέφθειρε κάποια από τα γεννήματα των δεξαμενών του Δρα Ήλιος. Και το πρόβλημα αυτό δε θα έπαυε να παρουσιάζεται

200

Dean Koontz

αραιά και που, μέχρι η Παλιά Ράτσα να αφανιζόταν ολοκληρωτικά, και μαζί της η κοινωνική τάξη και η προδαρβινική έννοια της ηθικής που είχε δημιουργήσει. Και τότε, την επαύριον του Ύστατου Πολέμου, απαλλαγμένοι από τις συμπεριφορές και τα παραδείγματα της Παλιάς Ράτσας που τα πλάνευαν και τους προκαλούσαν σύγχυση μέχρι τότε, τα πλάσματα του Βίκτωρα θα επιβίωναν εις τους αιώνας των αιώνων απόλυτα υγιή, ψυχή τε και σώματι, μέχρι το τελευταίο. «Κύριε Ήλιος» είπε ο Ρίπλεϊ, όταν τέλειωσαν και με τον Γουίλιαμ, «με συγχωρείτε, αλλά δε λέει να μου φύγει από το μυαλό, κι όλο αναρωτιέμαι μήπως... μήπως αυτό που συνέβη στον Χάρκερ θα μπορούσε να συμβεί και σε μένα». «Όχι! Σου είπα πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό». «Μα, κύριε, χίλια συγνώμη αν σας φαίνομαι αγενής... ωστόσο, αν δεν περιμένατε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο ευθύς εξ αρχής, τότε πώς μπορείτε να είστε σίγουρος πως δε θα ξανασυμβεί;» Βγάζοντας τα πλαστικά χειρουργικά του γάντια, ο Βίκτωρ γύρισε και του φώναξε σχεδόν: «Πανάθεμά σε, Ρίπλεϊ, πάψε να κουνάς έτσι τα φρύδια σου!» «Τα φρύδια μου, κύριε;» «Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω. Πιάσε συμμάζεψε εδώ μέσα». «Κύριε, μήπως τελικά η συνείδηση του Χάρκερ, που αποτελούσε την ουσία του μυαλού και των σκέψεών του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μεταφέρθηκε σ' αυτόν το δεύτερο εαυτό του;» Βγάζοντας τώρα τη λευκή μπλούζα που φορούσε πάνω από τα ρούχα του και πηγαίνοντας προς την πόρτα της αί-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

201

θουσας τεμαχισμών, ο Βίκτωρ κοντοστάθηκε και του είπε: «Όχι. Εδώ πρόκειται για μια παρασιτική μετάλλαξη, που το πιο πιθανό είναι πως δε διαθέτει τίποτε περισσότερο από μια πρωτόγονα ζωώδη συναίσθηση της ύπαρξης του». «Μα, κύριε, αν το τερατώδες κατασκεύασμα, τελικά δεν είναι κατασκεύασμα, αλλά αυτός ο ίδιος ο Χάρκερ που τώρα εξακολουθεί να ζει κάτω, στους υπονόμους, κάτι τέτοιο σημαίνει πως είναι ελεύθερος». Στο άκουσμα της λέξης ελεύθερος ο Βίκτωρ έμεινε σύξυλος. Γύρισε και κάρφωσε το βλέμμα του στον Ρίπλεϊ. Με το που συνειδητοποίησε ο Ρίπλεϊ το θανάσιμο λάθος του, τα πυκνά και εσαεί ανασηκωμένα φρύδια του χαμήλωσαν αίφνης τόσο, που άλλο δεν μπορούσαν να χαμηλώσουν. Κι έτσι συνοφρυωμένος τώρα, πρόλαβε να πει: «Μα φυσικά δεν εννοώ πως αυτό που συνέβη στον Χάρκερ είναι κατά τον οιονδήποτε τρόπο επιθυμητό, κύριε». «Σοβαρά, Ρίπλεϊ;» «Σοβαρά, κύριε. Αυτό που συνέβη στον Χάρκερ είναι φρικτό». Ο Βίκτωρ έμεινε να τον κοιτάζει καλά -καλά, κι ο Ρίπλεϊ δεν τόλμησε να πει άλλη κουβέντα. Έμειναν έτσι σιωπηλοί για λίγο, τέλος είπε ο Βίκτωρ: «Εκτός από τα πυκνά φρύδια σου, Ρίπλεϊ, βλέπω ότι είσαι και ευερέθιστος. Εκνευριστικά ευερέθιστος».

Κεφάλαιο 28

Προχωρώντας διστακτικά στην κουζίνα εκστασιασμένος, ο Ράνταλ Έξι φαντάζεται πώς κάπως έτσι πρέπει να αισθάνεται κάποιος αφοσιωμένος στην πίστη του μοναχός στην Αγία Τράπεζα ενός ναού. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Ράνταλ βρίσκεται μέσα σε αληθινό σπιτικό. Στα Χέρια του Ελέους ήταν σαν να ζούσε σε στρατώνα, κι όχι σ' ένα χώρο που τον θεωρούσε δικό του, σπίτι του. Ήταν απλώς ένας τόπος διαμονής. Τίποτε δεν τον συνέδεε συναισθηματικά με την παλιά κλινική. Για τους ανθρώπους της Παλιάς Ράτσας, το σπιτικό τους είναι το κέντρο αυτής της ίδιας τους της ύπαρξης. Το σπιτικό είναι για τους ενοίκους του το καταφύγιο από τις απογοητεύσεις και τα δύσκολα της ζωής, η ύστατη άμυνά τους ενάντια σε ό,τι κακό κι ανάποδο καραδοκεί. Και η καρδιά του κάθε σπιτικού είναι η κουζίνα του. Ο Ράνταλ το ξέρει καλά αυτό, γιατί έχει διαβάσει διάφορα περιοδικά σχετικά με τη διαρρύθμιση των σπιτιών, και κάπου αλλού για την ελαφριά μαγειρική. Άσε που όλα αυτά τα υποστηρίζει και η Μάρθα Στιούαρτ,

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

203

και η Μάρθα Στιούαρτ θεωρείται από τους ανθρώπους της Παλιάς Ράτσας αυθεντία σ' αυτά τα ζητήματα, και χαίρει της γενικότερης αποδοχής. Σε κάθε συγκέντρωση ή γιορτή, οι φίλοι και οι συγγενείς συχνά σαν να έλκονται προς την κουζίνα. Μερικές από τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις μιας οικογένειας έχουν να κάνουν με συγκεντρώσεις στο χώρο τις κουζίνας. Σύμφωνα με μια ρήση των φιλοσόφων της Παλιάς Ράτσας, ό,τι καλό κι αγαπημένο, απ' το φούρνο είναι βγαλμένο, κι ο φούρνος βρίσκεται μέσα στην κουζίνα. Οι κουρτίνες είναι μισο-τραβηγμένες. Είναι αργά το απόγευμα και το ηλιόφως φτάνει ως τα τζάμια φιλτραρισμένο, όπως περνάει πρώτα ανάμεσα από τα κλαριά των δέντρων. Έστω κι έτσι όμως, ο Ράνταλ Έξι βλέπει καλά και μπορεί να εξερευνήσει το χώρο γύρω του. Αθόρυβα αρχίζει κι ανοίγει ντουλάπια, ανακαλύπτει πιατικά, κούπες, νεροπότηρα. Μέσα στα συρτάρια βρίσκει διπλωμένες πετσέτες, μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια, και, προς μεγάλη του έκπληξη, διάφορα περίεργα σκεύη και κουζινικά. Συνήθως στη θέα τόσων πολλών καινούριων και άγνωστων μέχρι τότε αντικειμένων ο Ράνταλ παθαίνει κρίση πανικού. Και τότε τις περισσότερες φορές αναγκάζεται να καταφύγει σε μια γωνιά, με την πλάτη γυρισμένη στον κόσμο, έτσι ίσα για να συνέλθει από το σοκ που του προκαλεί η αφομοίωση όλων όσων αντικρίζουν τα μάτια του για πρώτη φορά. Άγνωστο γιατί, τούτος ο καταιγισμός από νέες εμπειρίες και εικόνες μέσα στην κουζίνα δεν επιδρά επάνω του αρνητικά, όπως συμβαίνει συνήθως. Τώρα δεν αισθάνεται πανικόβλητος... αλλά καταγοητευμένος.

204

Dean Koontz

Κι ίσως αυτό συμβαίνει γιατί επιτέλους βρίσκεται σε κάποιο αληθινό σπιτικό. Το σπίτι κάποιου είναι φρούριο απόρθητο. Καταφύγιο. Προέκταση της προσωπικότητας των ενοίκων του, όπως λέει και η Μάρθα. Το σπίτι είναι το πιο ασφαλές μέρος απ' όλα τ' άλλα. Κι ο Ράνταλ Έ ξ ι στέκει τώρα στο επίκεντρο, στην καρδιά ενός σπιτιού, στο ασφαλέστερο σημείο του πιο ασφαλούς μέρους, εδώ που υφαίνονται οι πιο ευχάριστες κι ευτυχισμένες αναμνήσεις, εδώ που οι άνθρωποι μοιράζονται τα πάντα και γελούν, και καλοπερνούν σε καθημερινή βάση. Ο Ράνταλ Έξι δεν έχει γελάσει ποτέ. Έχει χαμογελάσει μία φορά. Όταν βρήκε το δρόμο για το σπίτι των Ο' Κόνορ γλιτώνοντας από την τροπική καταιγίδα χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα, και χώθηκε στο κενό, κάτω από τη βάση του σπιτιού, μέσα στο σκοτάδι παρέα με τις αράχνες, όντας πια σίγουρος πως κάποια στιγμή θα έφτανε μέχρι τον Άρνι. Τότε είχε χαμογελάσει. Ανοίγοντας την πόρτα στο κελάρι, μένει εμβρόντητος από την ποικιλία και την ποσότητα των κονσερβών που αντικρίζει πάνω στα ράφια. Τέτοια αφθονία αγαθών ούτε που την είχε διανοηθεί ποτέ. Στα Χέρια του Ελέους τα γεύματα και το κολατσιό του τού τα πήγαιναν στον κοιτώνα του. Το εδεσματολόγιο το κατάρτιζαν άλλοι. Ο ίδιος δεν είχε το δικαίωμα της επιλογής σε ό,τι αφορούσε το φαγητό του -εκτός από το χρώμα του, κάτι για το οποίο ήταν ανυποχώρητος. Εδώ οι επιλογές είναι τόσες, που μένει με το στόμα ανοιχτό. Μόνο οι σούπες σε κονσέρβα, είναι έξι είδη. Περνώντας πάλι στην κουζίνα, με το που ανοίγει το πορτάκι της κατάψυξης του ψυγείου, τα πόδια του αρχίζουν να

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

205

τρέμουν και τα γόνατα του λυγίζουν. Εκτός των άλλων, μέσα στη κατάψυξη υπάρχουν και τρία κουτιά με παγωτό. Ο Ράνταλ Έ ξ ι τρελαίνεται για το παγωτό. Ποτέ δεν το χορταίνει. Αλλά ο αρχικός ενθουσιασμός του εξανεμίζεται και γίνεται απογοήτευση, όταν ανακαλύπτει πως κανένα από τα τρία κουτιά δεν περιέχει παγωτό βανίλια. Υπάρχει σοκολάτα με αμύγδαλο. Υπάρχει σοκολάτα με μέντα. Υπάρχει φράουλα με μπανάνα. Επί το πλείστον, ο Ράνταλ Έ ξ ι έτρωγε μόνο άσπρα και πράσινα φαγητά. Με έμφαση στα άσπρα. Αυτοί οι περιορισμοί στα χρώματα των φαγητών του γι' αυτόν αποτελούν κάτι σαν άμυνα κόντρα στην αταξία και το χάος -μια εκδήλωση του αυτισμού από τον οποίο πάσχει. Γάλα, στήθος από κοτόπουλο, γαλοπούλα, πατάτες, ποπκόρν (δίχως βούτυρο, γιατί το βούτυρο δίνει στα ποπκόρν ένα κιτρινωπό χρώμα), καθαρισμένα μήλα, καθαρισμένα αχλάδια... Δε λέει όχι και στα πράσινα λαχανικά όπως το μαρούλι και τα μπιζέλια, αλλά και τα πράσινα φρούτα, όπως τα σταφύλια. Το έλλειμμα σε επίπεδο θρεπτικών ουσιών, απόρροια ενός διαιτολογίου που απαρτίζεται αυστηρά και μόνο από άσπρα και πράσινα βρώσιμα, καλύπτεται με τη λήψη δισκίων λευκού χρώματος, πλούσιων σε βιταμίνες και σίδηρο. Ο Ράνταλ Έ ξ ι ποτέ δεν έχει βάλει στο στόμα του άλλο παγωτό εκτός από βανίλια. Ξέρει βέβαια ότι υπάρχουν κι άλλες γεύσεις, όμως δε θέλει καν να τις σκέπτεται αφού του είναι απωθητικές. Οι Ο' Κόνορ όμως δεν έχουν παγωτό βανίλια. Προς στιγμή νιώθει νικημένος, και λίγο θέλει για να πέσει στην απελπισία.

206

Dean Koontz

Πεινάει, ψοφάει της πείνας, και παράλληλα περισσότερο από ποτέ έχει τη διάθεση για πειραματισμούς. Προς μεγάλη του έκπληξη, βγάζει από την κατάψυξη το κουτί που περιέχει παγωτό με γεύση σοκολάτας με μέντα. Ποτέ άλλοτε δεν έχει φάει κάτι καφέ. Επιλέγει το κουτί με τη σοκολάτα με μέντα, αντί το άλλο που περιέχει σοκολάτα με αμύγδαλο, κάνοντας τη σκέψη πως το πρώτο θα εμπεριέχει κομματάκια πράσινου χρώματος, γεγονός που θα το κάνει κάπως υποφερτό. Βγάζει ένα κουτάλι από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και ακουμπάει το κουτί με το παγωτό πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Κάθεται σε μια καρέκλα τρέμοντας σύγκορμος από αγωνία μπροστά στο άγνωστο που τον περιμένει. Καφέ φαγητό. Μάλλον δε θα επιβιώσει. Σηκώνοντας λίγο το καπάκι του κουτιού με το παγωτό, ο Ράνταλ Έξι ανακαλύπτει πως η μέντα είναι σε μορφή πράσινων ραβδώσεων που διατρέχουν την καφέ μάζα. Το οικείο του πράσινο χρώμα τον κάνει να αναθαρρήσει. Το κουτί είναι γεμάτο ως επάνω παγωτό -ο Ράνταλ βυθίζει το κουτάλι του στην παγωμένη λιχουδιά. Όπως πάει τώρα να φέρει το κουτάλι στο στόμα του, νιώθει να δειλιάζει και το χέρι του μένει μετέωρο. Κάνει τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες, στην πέμπτη τα καταφέρνει. Ω! Καθόλου αηδιαστικό, εδώ που τα λέμε. Γευστικότατο. Απίστευτα νόστιμο. Τη δεύτερη κουταλιά την κατεβάζει δίχως τον παραμικρό δισταγμό. Το ίδιο και την τρίτη. Τρώγοντας το παγωτό, ηρεμεί και νιώθει μια ευχαρίστηση πρωτόγνωρη. Δε νιώθει ακόμα ευτυχισμένος, όπως αντι-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

207

λαμβάνεται την έννοια του συναισθήματος, ωστόσο τώρα βρίσκεται πιο κοντά παρά ποτέ προς αυτή την πολυπόθητη ψυχική κατάσταση, από τότε που βγήκε από τη δεξαμενή δημιουργίας του, πριν τέσσερις μήνες. Φτάνοντας μέχρι εδώ, σε αναζήτηση του μυστικού της ευτυχίας, στην πορεία ανακάλυψε πρώτα κάτι άλλο: τη θαλπωρή τον σπιτικού. Εδώ αισθάνεται πως ανήκει, κάτι που δεν ένιωσε ποτέ όσο ήταν στα Χέρια του Ελέους. Αισθάνεται τόσο ασφαλής, που τολμάει μέχρι και να βάλει στο στόμα κάτι φαγώσιμο με καφέ χρώμα. Ποιος ξέρει, ίσως αργότερα δοκιμάσει και το άλλο, το ροζ με κίτρινο, που έχει γεύση φράουλας με μπανάνα. Το κάθε τι, οσοδήποτε παράτολμο, μέσα σε αυτό το σπίτι-καταφύγιο μοιάζει εύκολο κι εφικτό. Έχοντας καταβροχθίσει στο μεταξύ το μισό παγωτό σοκολάτα με μέντα, είναι πεπεισμένος πια πως ποτέ δεν πρόκειται να φύγει από εδώ πέρα. Γιατί, εδώ πέρα είναι το σπιτικό του. Η ιστορία τους λέει πως οι άνθρωποι της Παλιάς Ράτσας έχουν σκοτώσει κι έχουν σκοτωθεί άπειρες φορές στην προσπάθειά τους να προστατέψουν το σπιτικό τους. Ο Ράνταλ Έ ξ ι γνωρίζει κάτι λίγα από ιστορία, τα συνήθη αρχεία μεγέθους 2 γιγαμπάιτ που του είχαν φορτώσει στον εγκέφαλο του, όσο βρισκόταν στη δεξαμενή δημιουργίας του. Αν κάποιος τον αποσπάσει από αυτή τη γαλήνη και την ηρεμία και τον ρίξει στο γεμάτο χρώματα και θορύβους κόσμο, αυτό θα ισοδυναμεί με φυσική εξόντωση. Με αυτή τη λογική, κάθε απόπειρα έξωσής του από το σπίτι θα εκληφθεί ως απόπειρα κατά τη ζωής του, που με τη σειρά της θα του δώσει το δικαίωμα να επιτεθεί και να σκοτώσει αμυνό-

208

Dean Koontz

μένος. Αυτό είναι το σπίτι του, λοιπόν. Και είναι αποφασισμένος να υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια τα δικαιώματα του σ' αυτό το σπιτικό. Ακούει θορύβους. Κάποιος που κατεβαίνει μια σκάλα.

Κεφάλαιο 29

Η Γκάνι Αλέκτο, οδηγός μιας σκουπιδογαλέρας, όπως έλεγαν τις μπουλντόζες στη χωματερή, μπήκε στο παραγκάκι που χρησίμευε σαν γραφείο του διευθυντή, κάθισε στην άκρη του γραφείου του Νικ Φριγκ, και είπε: «Ποδάρι, ποτήρι, πόλεμος, πόλη, Πολωνία, πόρπη, πόρτα, πορτοκάλι». Ο Νικ δεν είπε τίποτε. Η γυναίκα δυσκολευόταν κάθε φορά που ξεκινούσε να πει κάτι. Αν ο Φριγκ επιχειρούσε να μαντέψει τη λέξη που γύρευε να βρει, απλώς θα την μπέρδευε ακόμη περισσότερο. «Πορτοφόλι, ποτάμι, ποτιστήρι, ποντίκι. Ποντίκι!» Επιτέλους είχε βρει το ουσιαστικό που ήθελε. «Πρόσεξες κάτι με τα ποντίκια;» «Ε, και τι έγινε;» «Τι έγινε, με ποιον;» «Με τα ποντίκια, Γκάνι». «Το πρόσεξες κι εσύ;» «Τι να προσέξω;» «Τα ποντίκια εξαφανίστηκαν». «Μπα! Και πού πήγαν;»

210

Dean Koontz

«Αν ήξερα, δε θα σε ρωτούσα». «Τι να με ρωτούσες;» «Πού είναι τα ποντίκια». «Μα πάντα έχουμε ποντίκια εδώ πέρα». Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της. «Όχι εδώ. Ό χ ι τώρα. Ό χ ι πια». Η Γκάνι έμοιαζε με σταρ του σινεμά, μόνο που ήταν μέσα στη βρόμα. Ο Νικ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί την είχε φτιάξει τόσο κούκλα ο Βίκτωρ, για να τη στείλει στο τέλος να δουλέψει στη χωματερή. Ποιος ξέρει, ίσως αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην εξωτερική της εμφάνιση και τη δουλειά που έκανε, να τον διασκέδαζε. Τσως πάλι να της είχε δώσει τη μορφή κάποιας γυναίκας της Παλιάς Ράτσας που είτε του είχε ρίξει χυλόπιτα, είτε του είχε μπει στο ρουθούνι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. «Γιατί δεν πας έξω να δεις μήπως βρεις τίποτε ελέφαντες;» του πρότεινε η Γκάνι. «Τι είναι αυτά που λες; Άκου, ελέφαντες!» «Όσο θα βρεις ελέφαντες, άλλο τόσο θα βρεις και ποντίκια, να οργώνουν τους σωρούς των σκουπιδιών. Βρίσκω σμάρια ολόκληρα από δαύτα όλη την ώρα, όμως εδώ και τρεις μέρες δεν έχω δει ούτε μισό». «Μπορεί να χώνονται πιο βαθιά μέσα στο λάκκο καθώς τον γεμίζουμε με όλο και περισσότερα σκουπίδια». «Ώστε μας ήρθαν πέντε;» ρώτησε η Γκάνι. «Πέντε τι; Ποντίκια;» «Άκουσα πως μας έστειλαν σήμερα πέντε πεθαμένους της Παλιάς Ράτσας» «Ναι, συν τρεις νεκρούς δικούς μας που βγήκαν σκάρτοι», είπε ο Νικ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

211

«Καλά, θα το διασκεδάσουμε με την ψυχή μας», είπε η Γκάνι. «Πολύ ζέστη σήμερα, αδερφέ». «Καλοκαίρι στη Λουιζιάνα, τι περιμένεις;» «Δεν γκρινιάζω», είπε. «Μ' αρέσει ο ήλιος. Μακάρι να είχαμε ήλιο και τη νύχτα». «Ναι, μα τότε τι νύχτα θα ήτανε;» «Αυτό λέω κι εγώ», συμφώνησε η Γκάνι. Η προσπάθεια συνεννόησης με την Γκάνι Αλέκτο ενίοτε αναδεικνυόταν σε μέγιστη πρόκληση. Είχε ομορφιά, ήταν τόσο καλή στο χειρισμό της σκουπιδογαλέρας όσο ο οποιοσδήποτε της δουλειάς, όμως ο ειρμός της σκέψης της, όπως προέκυπτε άλλωστε από τον τρόπο που εκφραζόταν, μερικές φορές παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις. Άπαντα τα μέλη της Νέας Ράτσας έφεραν βαθμό. Στην κορυφή ήταν οι Άλφα, η άρχουσα ελίτ. Πίσω τους ακολουθούσαν οι Βήτα και οι Γάμα. Σαν υπεύθυνος της χωματερής, ο Νικ ανήκε στην κοινωνική τάξη Γάμα. Όλα τα μέλη του συνεργείου του στο σκουπιδότοπο ανήκαν στην τάξη Έψιλον. Τα μέλη της κοινωνικής τάξης Έψιλον ήταν δημιουργημένα για τις χειρωνακτικές δουλειές και τις αγγαρείες. Ήταν μια ή δυο βαθμίδες πιο πάνω από τις απλές μηχανές σάρκας που δε θα είχαν ούτε καν αυτοεπίγνωση και κάποια μέρα θα αντικαθιστούσαν τα ρομπότ που χρησιμοποιούνταν στα εργοστάσια. Στις τάξεις της Νέας Ράτσας το συναίσθημα της ζήλιας μεταξύ μελών που ανήκαν σε διαφορετική βαθμίδα ήταν απαγορευμένο. Το καθένα από τα δημιουργήματα του Βίκτωρα ήταν προγραμματισμένο να αισθάνεται ευχαριστημένο με τον εαυτό του και με τη θέση του στην ιεραρχία, και δεν είχε

212

Dean Koontz

φιλοδοξίες για... κοινωνική ανέλιξη. Απ' την άλλη όμως επιτρεπόταν σε ένα μέλος να βλέπει αφ' υψηλού και να αισθάνεται ανώτερο από κάποιο άλλο που ανήκε σε κατώτερη κοινωνική τάξη. Αυτό το είδος της περιφρόνησης για τους κατώτερους αποτελούσε κάτι σαν ασφαλιστική δικλείδα, αφού απέτρεπε την καλλιέργεια επικίνδυνων φιλοδοξιών. Τα μέλη της τάξης Έψιλον, όπως καλή ώρα η Γκάνι Αλέκτο, δεν έπαιρναν τον ίδιο όγκο πληροφοριών και μόρφωσης, με το απευθείας φόρτωμα αρχείων στον εγκέφαλο τους, που έπαιρναν τα μέλη της κοινωνικής τάξης Γάμα, όπως ο Νικ, και οι Γάμα με τη σειρά τους λάμβαναν μικρότερη μόρφωση από τους Βήτα και περίπου ψίχουλα συγκριτικά με τη μόρφωση που λάμβαναν οι Άλφα. Εκτός λοιπόν του ότι οι Έψιλον ήταν πολύ λιγότερο μορφωμένοι απ' ό,τι τα μέλη των άλλων βαθμίδων, μερικές φορές αντιμετώπιζαν και προβλήματα αντίληψης, μια ξεκάθαρη απόδειξη ότι ο εγκέφαλος τους δεν ήταν εξίσου προσεκτικά κατασκευασμένος όπως εκείνος των ανώτερων τάξεων. «Σκαμνί, σκαλί, σκάφη, σκάρτοι.Σκάρτοι.! Είπες, μα έστειλαν τρεις απ' αυτούς. Πώς είναι;» «Δεν τους έχω δει ακόμη», αποκρίθηκε ο Νικ. «Μάλλον θα μοιάζουν με βλακόμούτρα». «Σίγουρα πράγματα». «Βλακόμουτρα που σκάρτεψαν. Μεγάλο γλέντι απόψε». «Δε βλέπω την ώρα και τη στιγμή», είπε ο Νικ, και το εννοούσε. «Πού λες να πήγαν;» «Αυτός που κάνει τις παραδόσεις, τους έβαλε στο ψυγείο».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

213

«Τα ποντίκια;» ρώτησε η Γκάνι απορημένη. «Εγώ νόμιζα πως ρωτούσες για τους σκάρτους». «Εννοούσα τα ποντίκια. Μου έλειψαν. Δε φαντάζομαι να έχουμε γάτες, τι λες κι εσύ;» «Δεν έχει πάρει το μάτι μου τίποτε γάτες». «Αν υπήρχαν, αυτό θα εξηγούσε την εξαφάνιση των ποντικιών», είπε η Γκάνι. «Αν όμως δεν έχεις δει εσύ γάτες εδώ πέρα, αυτό μου αρκεί». Αν η Γκάνι αναγκαζόταν για τον άλφα ή βήτα λόγο να ζήσει ανάμεσα σε ανθρώπους της Παλιάς Ράτσας, το πιο πιθανό ήταν πως δε θα έπειθε ως κάποια απ' αυτούς ή μπορεί πάλι να τη θεωρούσαν πνευματικά καθυστερημένη. Σαν μέλος όμως που ήταν του συνεργείου που δούλευε στην Κρόσγουντς, το μόνο μέρος που μπορούσε να ζήσει ήταν η χωματερή. Και πράγματι, ζούσε πίσω από τις πύλες του σκουπιδότοπου είκοσι τέσσερις ώρες το 24ωρο, εφτά μέρες τη βδομάδα, σε μια κουκέτα, σε κάποιο από τα τροχόσπιτα που χρησίμευαν σαν κοιτώνες. Παρά τα όποια διανοητικά της προβλήματα, σαν χειρίστρια μπουλντόζας ήταν εξαιρετική, κι αυτό προς μεγάλη ικανοποίηση του Νικ. «Ώρα να γυρίσω στο λάκκο», είπε όπως σηκώθηκε από την άκρη του γραφείου του Νικ που ήταν καθισμένη. «Κι απόψε, μεγάλο γλέντι απόψε, ε;» «Ναι, μεγάλο γλέντι απόψε», συμφώνησε ο Νικ.

Κεφάλαιο 30

Μετά την κουβέντα που είχε με την Κριστίν στην κουζίνα, η Έρικα Ήλιος έκανε μια βόλτα στα δωμάτια της έπαυλης τα οποία δεν είχε επισκεφθεί μέχρι τότε. Η ιδιωτική αίθουσα προβολών με τον πλούσιο και βαρύτιμο διάκοσμο ήταν ρωσικού στυλ της Μπελ Επόκ, ακριβές αντίγραφο των αντίστοιχων αιθουσών όπως φτιάχνονταν στα παλάτια της Αγίας Πετρούπολης. Ο Βίκτωρ είχε επιλέξει αυτό το χλιδάτο στυλ προς τιμήν του μακαρίτη φίλου του Ιωσήφ Στάλιν, του κομμουνιστή δικτάτορα και οραματιστή. Ο Στάλιν είχε χρηματοδοτήσει πλουσιοπάροχα τις σχετικές με τη Νέα Ράτσα έρευνες μετά το άδοξο τέλος και την κατάρρευση του Γ' Ράιχ, που είχε αποδειχτεί σοβαρότατο πλήγμα για τα σχέδια του Βίκτωρα. Ο Πατερούλης είχε τόση εμπιστοσύνη στην ικανότητα του Βίκτωρα να δημιουργήσει τελικά ένα προηγμένο είδος ανθρώπου που θα ήταν απόλυτα ελεγχόμενο και πειθήνιο, που διέταξε την εξόντωση σαράντα εκατομμυρίων πολιτών με διάφορους τρόπους, πολύ πριν την τελειοποίηση της τεχνολογίας των δεξαμενών δημιουργίας.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

215

Προσβλέποντας στην αθανασία, ο Στάλιν είχε υιοθετήσει κάποιες από τις τεχνικές που εφάρμοζε ο Βίκτωρ στον εαυτό του, ο οποίος είχε ήδη καταφέρει να επιμηκύνει τη ζωή του κατά δυο σχεδόν αιώνες. Δυστυχώς όμως ο Ιωσήφ μάλλον ήδη έπασχε από όγκο στον εγκέφαλο ή κάτι παρόμοιο το οποίο δεν είχαν διαγνώσει έγκαιρα οι γιατροί του, γιατί την περίοδο που εφάρμοζε πάνω του τις τεχνικές μακροζωίας του Βίκτωρα, είχε ήδη χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, κι είχε περιέλθει σε κατάσταση παράνοιας. Το αποτέλεσμα; Στις παλάμες των χεριών του Στάλιν είχαν αρχίσει να φυτρώνουν τρίχες -κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στον Βίκτωρα. Επί πλέον, ο Ιωσήφ πάθαινε αιφνίδιες κρίσεις τυφλής βίας, που ενίοτε ξεσπούσαν πάνω στους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντος του, άλλοτε πάλι πάνω στα έπιπλα, μια φορά μάλιστα πάνω στο ζευγάρι τις αγαπημένες του μπότες. Οι πιο στενοί συνεργάτες του δικτάτορα τον δηλητηρίασαν τελικά, καταφέρνοντας να συγκαλύψουν το γεγονός πως είχαν διαπράξει πραξικόπημα. Έτσι η τύχη γύριζε γι' άλλη μια φορά την πλάτη στον Βίκτωρα, και ο πακτωλός των χρημάτων υπέρ των ερευνών του στέρεψε εν μία νυκτί, όταν τον καημένο τον Πατερούλη τον διαδέχτηκαν στην εξουσία οι ψιλικατζήδες και οι σπαγκοραμμένοι. Όταν ήταν ακόμη στη δεξαμενή δημιουργίας της, η Έρικα είχε λάβει όλες τις σχετικές με την ιστορία του άντρα της πληροφορίες. Ωστόσο της απαγορευόταν να μιλάει γι' αυτήν με τον οποιονδήποτε, παρά μόνο με τον ίδιο. Της είχε δε παραχωρηθεί το προνόμιο σε αυτού του είδους τη γνώση, μόνο και μόνο για να είναι σε θέση να κατανοήσει σε βάθος και να εκτιμήσει τους επικούς αγώνες του, τους θριάμβους του,

216

Dean Koontz

και το ένδοξο της ύπαρξης του. Μετά την αίθουσα προβολής, η Έρικα επισκέφτηκε την αίθουσα μουσικής, τη σάλα υποδοχής, το επίσημο καθιστικό, το ανεπίσημο καθιστικό, τον ειδικό χώρο για το πρωινό που ήταν ένα στολίδι, την αίθουσα τροπαίων, την αίθουσα των μπιλιάρδων, την εσωτερική πισίνα και το χώρο γύρω απ' αυτήν που ήταν στρωμένος με μωσαϊκά πλακάκια, τέλος τη βιβλιοθήκη. Στη θέα τόσων βιβλίων ένιωσε ανήσυχη, αφού ήξερε πως τα βιβλία μόλυναν τη σκέψη, ίσως μάλιστα να ήταν και σύνεργα σατανικά. Τα βιβλία ήταν η αιτία που είχε οδηγήσει την Έρικα Τέσσερα, η οποία είχε αντλήσει απ' αυτά ένα σωρό επικίνδυνες γνώσεις, στο θάνατο. Έστω κι έτσι όμως η Έρικα Πέντε θα έπρεπε να εξοικειωθεί με το χώρο της βιβλιοθήκης, μιας και ο Βίκτωρ θα καλούσε εκεί διάφορους ισχυρούς της Παλιάς Ράτσας -επί το πλείστον πολιτικούς και μεγαλοεπιχειρηματίες- για ένα κονιάκ ή ένα ποτό μετά το φαγητό, στο πλαίσιο διάφορων σουαρέ και δείπνων. Σαν οικοδέσποινα, θα έπρεπε να αισθάνεται άνετα με το χώρο, σε πείσμα της παρουσίας όλων αυτών των μισητών βιβλίων. Διασχίζοντας τη βιβλιοθήκη, πού και πού τολμούσε και άγγιζε κάποιο βιβλίο, έτσι ίσα για να συνηθίσει στην απαίσια αφή τους. Μάλιστα έφτασε μέχρι του σημείου να τραβήξει κάποιο απ' αυτά από το ράφι και να το κρατήσει στα χέρια της, τι κι αν οι δυο καρδιές της πήγαιναν να σπάσουν από την ταραχή και την αγωνία. Στην περίπτωση που κάποια καλεσμένη της τής έλεγε, Έρικα, χρυσή μου, μου δίνεις σε παρακαλώ εκείνο το βιβλίο με το υπέροχο δέσιμο; Θα ήθελα να του ρίξω μια ματιά, θα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

217

έπρεπε να ήταν έτοιμη να συμμορφωθεί, πιάνοντας το βιβλίο που θα της υποδεικνυόταν και δίνοντάς το στην καλεσμένο της με την άνεση που ο έμπειρος φακίρης πιάνει και βγάζει από το κοφίνι του ένα φίδι. Η Κριστίν είχε συστήσει στην Έρικα να ρίξει μια ματιά στα ράφια με τα βιβλία ψυχολογίας, και να μελετούσε εκείνα που αναφέρονταν στο στοιχείο του σαδισμού κατά την ερωτική πράξη. Όμως η Έρικα δεν μπορούσε να ανοίξει καν ένα βιβλίο. Προχωρώντας στο βάθος του μεγάλου δωματίου, σέρνοντας τα ακροδάχτυλά της κατά μήκος του κάτω μέρους ενός ραφιού, απολαμβάνοντας την αίσθηση του άψογα πλανισμένου ξύλου, άγγιξε τυχαία ένα κρυφό διακόπτη. Και τον είχε κιόλας γυρίσει, προτού καν καλοκαταλάβει τι ακριβώς είχε κάνει. Έ ν α τμήμα της βιβλιοθήκης αποδείχτηκε τελικά πως ήταν μια μυστική πόρτα, που άνοιξε όπως ήταν στηριγμένη σε περιστρεφόμενους μεντεσέδες. Η πόρτα άνοιγε σ' ένα μυστικό πέρασμα. Όσο ήταν στη δεξαμενή δημιουργίας της, καμιά από τις τόσες πληροφορίες που είχε λάβει δε μιλούσε για την ύπαρξη της κρυφής πόρτας ή για το τι υπήρχε πίσω απ' αυτήν. Μα απ' την άλλη τίποτε δεν της απαγόρευε την εξερεύνηση της έπαυλης.

ΚεφάλαLO 31

Έχοντας ανάψει τα φώτα της κουζίνας προτού καταπιαστεί με το μαγείρεμα του βραδινού φαγητού, η Βίκυ Τσου έπλυνε τα χέρια της στο νεροχύτη και διαπίστωσε ότι η λερωμένη πετσέτα ήθελε άλλαγμα. Έστω κι έτσι όμως τη χρησιμοποίησε για να σφουγγίσει τα χέρια της, προτού βγάλει από το συρτάρι μια καθαρή. Ζύγωσε στην πόρτα του πλυσταριού και την άνοιξε με μια σπρωξιά. Χωρίς ν' ανάψει το φως, πέταξε τη λερωμένη πετσέτα σε ένα καλάθι με άπλυτα. Μια έντονη μυρωδιά μούχλας, την έκανε να σκεφτεί πως την άλλη μέρα το πρωί θα έπρεπε να δει μήπως υπήρχε πρόβλημα υγρασίας στο πλυσταριό. Χώροι που δεν αερίζονταν τόσο καλά όπως το δωματιάκι του πλυντηρίου έχριζαν ιδιαίτερης προσοχής σ' ένα μέρος περιστοιχισμένο από υδρότοπους και βάλτους που έκαναν το κλίμα τόσο βαρύ και υγρό. Έβαλε δυο πλαστικά σουπλά στο τραπέζι της κουζίνας. Ύστερα έβγαλε μαχαιροπίρουνα και σερβίτσια για την ίδια και τον Άρνι. Η φούρια με την οποία είχε φύγει η Κάρσον από το σπίτι

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

219

μετά τον πρωινό ύπνο της, μαρτυρούσε πως δεν επρόκειτο να γυρίσει στην ώρα της για το δείπνο. Το πιάτο του Άρνι ήταν διαφορετικό από εκείνο της Βίκυς: μεγαλύτερο, τετράγωνο αντί για στρογγυλό, και χωρισμένο σε τέσσερα μέρη. Ο μικρός δεν ήθελε τα διαφορετικά ήδη φαγητού να αγγίζουν το ένα το άλλο. Επίσης δεν άντεχε με τίποτε τη συνύπαρξη φαγητών που είχαν χρώμα πράσινο και πορτοκαλί στο ίδιο πιάτο. Μόλο που έκοβε ο ίδιος το κρέας κι άλλα φαγώσιμα, απαιτούσε τις ντομάτες να του τις κόβει κάποιος άλλος σε μικρές μπουκίτσες. «Ζουμιά», γκρίνιαζε, ξινίζοντας το μουτράκι του, κάθε φορά που ένα κομμάτι ντομάτα χρειαζόταν να κοπεί με το μαχαίρι. «Ζουμιά, ζουμιά». Τα αυτιστικά άτομα συνήθως είχαν πολύ περισσότερες απαιτήσεις απ' ό,τι ο Άρνι. Επειδή τώρα ο μικρός μιλούσε ελάχιστα, η Βίκυ τον καταλάβαινε περισσότερο μέσα από τις ιδιοτροπίες του παρά από τα λεγόμενά του -ιδιοτροπίες που η κοπέλα είχε μάθει να αγαπάει περισσότερο, παρά να ενοχλείται απ' αυτές. Σε μια προσπάθεια να επικοινωνεί με τον Άρνι όσο γινόταν περισσότερο, επέμενε, αν και με τον τρόπο της, να τρώει ο μικρός μαζί της, κι οπωσδήποτε πάντα μαζί με την αδερφή του, όταν η Κάρσον ήταν σπίτι. Μερικές φορές οι προσπάθειες της Βίκυς έπεφταν στο κενό, και τότε τον άφηνε να τρώει μόνος του στο δωμάτιο του, κοντά στον πύργο του. Με το που έστρωσε το τραπέζι, η Βίκυ άνοιξε την κατάψυξη να πάρει μια σακούλα κροκέτες πατάτας, οπότε κι ανακάλυψε πως το παγωτό με τη σοκολάτα-μέντα δεν είχε μπει κανονικά στη θέση του. Το καπάκι ήταν μισάνοιχτο και

220

Dean Koontz

μέσα στο κουτί υπήρχε ένα κουτάλι. Ο Άρνι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο. Συνήθως περίμενε να τον σερβίρουν. Σπάνια σερβιριζόταν από μόνος του. Η όρεξή του ήταν κανονική, ωστόσο ποτέ δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το πότε και το τι θα έτρωγε. Αλλά και τις φορές που αποφάσιζε να επισκεφτεί από μόνος του την κουζίνα ή το ψυγείο, ποτέ δεν έκανε τον κόσμο άνω κάτω. Ποτέ δε λέρωνε, ποτέ δεν έκανε ψίχουλα. Η επιθυμία του για υγιεινή στην κουζίνα άγγιζε τα όρια της εμμονής. Ποτέ μα ποτέ δεν τσιμπολογούσε από το πιάτο κάποιου άλλου ούτε καν από της αδερφής του, και ποτέ δε χρησιμοποιούσε άλλα μαχαίρια ή πιρούνια εκτός από τα δικά του. Η Βίκυ δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο μικρός είχε φάει παγωτό μέσα από το κουτί. Κι αν είχε κάνει κάτι τέτοιο στο παρελθόν εν αγνοία της, ποτέ δεν είχε αφήσει το κουτάλι μέσα στο κουτί με το παγωτό. Έτσι το μόνο που της έμενε να σκεφτεί ήταν πως ίσως η Κάρσον, σε μια κρίση λιγούρας, είχε κάνει έφοδο στο ψυγείο, πριν φύγει φουριόζα από το σπίτι. Όμως με μια δεύτερη, πιο προσεκτική ματιά, η Βίκυ ανακάλυψε πως πάνω-πάνω το παγωτό γυάλιζε μισολιωμένο. Το κουτί είχε μείνει εκτός ψυγείου για κάμποσο, κι είχε μπει πάλι στην κατάψυξη μόλις πριν από μερικά λεπτά της ώρας. Η κοπέλα έβαλε το καπάκι στο κουτί κανονικά, έκλεισε το πορτάκι της κατάψυξης, τέλος πήρε το κουτάλι στο νεροχύτη και το ξέπλυνε. Βάζοντας τώρα το κουτάλι στο πλυντήριο των πιάτων, γύρισε και φώναξε: «Άρνι. Πού είσαι, γλυκέ μου;»

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

221

Η πίσω πόρτα ήταν διπλοκλειδωμένη, όπως δηλαδή την είχε αφήσει η κοπέλα, όμως και πάλι ένιωσε ν' ανησυχεί. Ο μικρός ποτέ στο παρελθόν δεν είχε βγει μόνος του από το σπίτι, όπως άλλωστε και ποτέ δεν είχε αφήσει κουτάλι μέσα σε κάποιο κουτί με παγωτό. Η Βίκυ βγήκε στο χολάκι και πέρασε στο καθιστικό. Τα παντζούρια και οι κουρτίνες δημιουργούσαν ένα σωρό σκιές. Άναψε ένα λαμπατέρ. «Άρνι; Είσαι κάτω; Άρνι;» Στο σπίτι δεν υπήρχε φουαγέ, παρά μόνο ένα μικρό χολ εισόδου που άνοιγε την άλλη άκρη του καθιστικού. Και η μπροστινή πόρτα ήταν επίσης διπλοκλειδωμένη. Μερικές φορές, όταν η Κάρσον ήταν απασχολημένη με κάποια πολύ σοβαρή υπόθεση που την κρατούσε πολλές ώρες εκτός σπιτιού, κι ο Άρνι ένιωθε να του λείπει η αδερφούλα του, πήγαινε και καθόταν, σε μια πολυθρόνα στο δωμάτιο της, ανάμεσα στα πράγματά της. Όμως τώρα ούτε στο δωμάτιο της κοπέλας ήταν. Η Βίκυ ανέβηκε στον επάνω όροφο, και προς μεγάλη της ανακούφιση τον βρήκε καθισμένο ήσυχα στο δωμάτιο του. Ο Άρνι δεν αντέδρασε στην είσοδο της. «Γλυκέ μου» του είπε «δεν πρέπει να τρως παγωτό πριν απ' το φαγητό». Ο Άρνι δεν της απάντησε, μόνο κούμπωσε ένα κύβο Λέγκο στο σημείο που έπρεπε να μπει, στους προμαχώνες του κάστρου του, τους οποίους διαμόρφωνε τώρα διαφορετικά. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη της το πόσο περιορισμένη ήταν η ζωή του αγοριού, η Βίκυ το λυπόταν και δεν της έκανε καρδιά να το κατσαδιάζει. Έτσι δεν επέμεινε στο ζήτημα του παγωτού. «Σε σαράντα πέντε λεπτά θα έχω ετοιμάσει το

222

Dean Koontz

δείπνο. Ένα από τα αγαπημένα σου φαγητά. Θα κατέβεις, όταν το ετοιμάσω;» Αντί γι' απάντηση, ο μικρός συμβουλεύτηκε το ψηφιακό ρολόι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο κομοδίνο του. «Ωραία. Θα φάμε παρέα, και μετά θα σου διαβάσω μερικά κεφάλαια ακόμη από το Η Πόντκεϊν από τον Αρη*, αν το θέλεις φυσικά». «Χάινλαϊν», είπε το αγόρι ψιθυριστά, και μ' ευλάβεια σχεδόν, αναφέροντας το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου. «Σωστά. Την τελευταία φορά που διαβάσαμε για την Πόντκεϊν, η καημενούλα ήταν σε πολύ δύσκολη θέση». «Χάινλαϊν», επανέλαβε το αγόρι το όνομα του συγγραφέα, κι ύστερα συνέχισε να ασχολείται με τον πύργο του. Η Βίκυ κατέβηκε πάλι στον κάτω όροφο, κι όπως περνούσε από το χολάκι για να πάει στην κουζίνα, έκλεισε με μια σπρωξιά την πόρτα της ντουλάπας με τα πανωφόρια, που έχασκε ορθάνοιχτη. Μπαίνοντας τώρα στην κουζίνα, τη χτύπησε πάλι η έντονη μυρωδιά της μούχλας που την είχε χτυπήσει και πριν λίγο, μέσα στο πλυσταριό. Γύρισε πίσω, προς το μέρος απ' όπου είχε έρθει και μύρισε ξανά. Αν και το σπίτι ήταν υπερυψωμένο και ακουμπούσε σε υποστηρίγματα, ο αέρας που κυκλοφορούσε στο κενό που υπήρχε κάτω από τη βάση του δεν εμπόδιζε τη δημιουργία αποικιών ολόκληρων από μύκητες που απειλούσαν να εισβάλουν ακόμη και στους εσωτερικούς χώρους του. Οι μύκητες αυξάνονταν και πληθύνονταν στο όλο υγρασία διάκενο ανάμεσα στη βάση του σπιτιού και το έδαφος. Τα τσιμε* Podkayne of Mars: Βιβλίο επιστημονικής φαντασίας του Robert Α. Heinlein —ενός από τους πατέρες του είδους 1907-1988. Σ.τ.Μ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

223

ντένια υποστηρίγματα τραβούσαν νερό από το χώμα -κάτι σαν ώσμωση- και οι μύκητες φύτρωναν πάνω σ' αυτές τις νοτισμένες από την υγρασία επιφάνειες, προχωρώντας προς τα επάνω, προς τη μεριά του σπιτιού. Το πρωί η Βίκυ θα έκανε το δίχως άλλο ένα προσεκτικό έλεγχο σε κάθε σκοτεινή γωνιά των ντουλαπιών του ισογείου, εφοδιασμένη με το πιο ισχυρό αντιμυκητικό όπλο που υπήρχε στον κόσμο. Έφηβη ακόμη, η Βίκυ είχε διαβάσει ένα διήγημα του Ο. Χένρι*, που της είχε δημιουργήσει μια μόνιμη φοβία για τους μύκητες. Σ' ένα κτίριο με ενοικιαζόμενα δωμάτια και κοινόχρηστα την κουζίνα και το μπάνιο, μέσα στο σκοτάδι και τη γεμάτη υγρασία ζέστη, πίσω από ένα παλιομοδίτικο σώμα καλοριφέρ, ένα λερωμένο με αίματα και χορταριασμένο χαλάκι, είχε αίφνης... ζωντανέψει, πρόθυμο για μια έστω και δίχως νόημα ζωή, τόσο που ένα βράδυ, είχε βγει, έρποντας σαν αμοιβάδα, σεργιάνι προς αναζήτηση μιας άλλης ζωής, και μόλις έσβησαν τα φώτα, είχε πνίξει κάποιον από τους ένοικους στον ύπνο του. Τώρα βέβαια η Βίκυ δεν έβλεπε τον εαυτό της ούτε σαν τη Σιγκούρνι Γουίβερ στο Λλιεν, ούτε σαν τη Λίντα Χάμιλτον στον Εξολοθρευτή, έστω κι έτσι όμως ήταν αποφασισμένη να δώσει τη μάχη της με τις κάθε λογής μούχλες και τα χορταριάσματα που απειλούσαν να εισβάλουν στον ζωτικό της χώρο. Και σ' αυτόν το δίχως τέλος πόλεμο, το στρατηγικό σχέδιο δεν προέβλεπε συνθηκολόγηση ή έξοδο απ' αυτόν. Στην κάθε αναμέτρηση η μόνη αποδεκτή έκβαση ήταν μια: καθολική επικράτηση επί του εχθρού. Ο. Henry: Ψευδώνυμο του συγγραφέα διηγημάτων William Sydney Porter 18621910

224

Dean Koontz

Πηγαίνοντας πάλι στην κουζίνα, η Βίκυ, έβγαλε το σακούλι με τις κατεψυγμένες κροκέτες από την κατάψυξη. Ψέκασε ένα ρηχό ταψάκι με μαγειρικό σπρέι κι άδειασε πάνω του τις κροκέτες. Αυτή κι ο Άρνι θα δειπνούσαν μαζί. Ύστερα ανάγνωση από την Πόντκεϊν από τον Άρη. Του Άρνι του άρεσε να του διαβάζει παραμύθια, κάτι που άρεσε εξίσου και στην ίδια. Έτσι οι δυο τους ένιωθαν σαν μέλη της ίδιας οικογένειας. Αυτή θα ήταν μια όμορφη, τρυφερή βραδιά.

Κεφάλαιο 32

Ο Δευκαλίων είχε ξοδέψει το απόγευμά του πηγαίνοντας από εκκλησία σε εκκλησία, από καθεδρικό σε συναγωγή, εκμεταλλευόμενος αυτή την ξεχωριστή αντίληψη του περί του χρόνου και του χώρου μετακινούμενος από τον ένα χώρο λατρείας στον άλλο, από ένα Καθολικό ναό σ' ένα Προτεσταντικό, ύστερα πάλι σε ένα Καθολικό, γυρνώντας τις τόσες γειτονιές της πόλης με τις άλλες τόσες ενορίες διαφορετικών δογμάτων, από ιερό σε νάρθηκα, από νάρθηκα σε σκευοφυλάκιο. Κι ακόμη τρύπωνε κρυφά και με τρόπο σε πρεσβυτέρια και σπίτια παπάδων, κατασκοπεύοντας τους διάφορους ιερείς την ώρα της δουλειάς τους, γυρεύοντας εκείνον που πέραν πάσης αμφιβολίας θα ήταν μέλος της Νέας Ράτσας. Ελάχιστοι απ' όλους αυτούς τους εκπροσώπους του Θεού -και ανάμεσά τους μια γυναίκα - κίνησαν τις υποψίες του. Αν στ' αλήθεια ήταν τέρατα ολκής -μεγαλύτερα ακόμη κι απ' αυτό τον ίδιο- κατάφερναν και το έκρυβαν μια χαρά. Αυθεντίες στην απόκρυψη της πραγματικής τους ταυτότητας, τόσο δημοσίως όσο και κατ' ιδίαν. Ως εκ της θέσεώς τους, ασφαλώς θα ήταν από τα καλύτε-

226

Dean Koontz

ρα δημιουργήματα του Βίκτωρα, της κατηγορίας Άλφα, ιδιαίτερα μορφωμένοι και ευφυείς. Στην εκκλησία της Παναγίας μας της Πενθούσας, ο παπάς δεν έδειχνε εντάξει. Ο Δευκαλίων όμως δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα τι ήταν εκείνο ακριβώς που τον έβαζε σε υποψίες. Η διαίσθηση, πέρα από τη γνώση και τη λογική, του υπαγόρευε πως αυτός ο Πατέρας Ντουκέιν δεν ήταν ακριβώς άνθρωπος του Θεού. Ο κληρικός ήταν γύρω στα εξήντα, ασπρομάλλης με αγαθό πρόσωπο, ο τέλειος κλώνος, κατά τα φαινόμενα, ενός πραγματικού παπά που τώρα έλιωνε παραχωμένος σε κάποιον δίχως πλάκα τάφο. Για τον Εσπερινό είχαν μαζευτεί καμιά εικοσαριά ενορίτες, άνθρωποι που επί το πλείστον είχαν έρθει μόνοι τους, αφού ανάμεσά τους υπήρχαν ελάχιστα ζευγάρια, μεγάλοι σε ηλικία οι περισσότεροι. Περιμένοντας ν' αρχίσει η λειτουργία, κάθονταν σιωπηλοί, αποφεύγοντας να διαταράξουν την ησυχία που επικρατούσε στην εκκλησία. Από τα βιτρό, στη μια μεριά του κλιτού, έμπαινε δυνατό το φως του λιογέρματος. Πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα στόλιζαν παράξενα με τις αντανακλάσεις τους το εκκλησίασμα και τα στασίδια. Τα εξομολογητήρια στην Παναγία την Πενθούσα άνοιγαν κάθε πρωί πριν από τη λειτουργία, αλλά και τα απογεύματα που είχε Εσπερινό. Μισοκρυμμένος στον πνιγμένο στις σκιές διάδρομο, στην ανατολική μεριά του κλιτού, μακριά από το δυνατό ηλιόφως όπως περνούσε μέσα από τα βιτρό, ο Δευκαλίων πλησίασε αθόρυβα σε κάποιο από τα εξομολογητήρια, μπήκε μέσα, έκλεισε το πορτάκι και γονάτισε.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

227

Με το που τράβηξε ο ιερέας στο πλάι το παραθυράκι του διαχωριστικού που υπήρχε ανάμεσα σε εξομολογούμενο και εξομολογητή, ο Δευκαλίων δεν έχασε καιρό και είπε: «Ο Θεός σου, Πατέρα Ντουκέιν, που μένει άραγε: στον Παράδεισο ή μήπως στην Γκάρντεν Ντίστρικτ;» Ο ιερέας έμεινε σιωπηλός για λίγο, μέχρι που είπε τέλος: «Τα λόγια αυτά μοιάζουν να βγαίνουν απ' το στόμα ανθρώπου που τον βαραίνουν πολλά». «Όχι ενός απλού ανθρώπου, Πάτερ. Κάτι παραπάνω από ανθρώπου. Μα κι απ' την άλλη, κάτι λιγότερο από ανθρώπου. Ενός πλάσματος σαν κι εσάς, θα έλεγα». «Γιατί ήρθες εδώ πέρα;» ρώτησε ο παπάς μετά από μικρή παύση. «Για να σε βοηθήσω». «Και ποιος λέει ότι χρειάζομαι βοήθεια;» «Υποφέρεις και το ξέρω». «Τούτος ο κόσμος είναι ένα πέπλο πόνου και δακρύων για όλους μας». «Ναι, όμως αυτό μπορούμε να το αλλάξουμε». «Τέτοιου είδους αλλαγές δεν είναι στο χέρι μας». «Κηρύσσεις την ελπίδα, Πατέρα. Όμως ο ίδιος ελπίδα δεν έχεις». Η σιωπή του ιερέα πρόδωσε την ταυτότητά του. «Πόσο δύσκολο θα σου είναι αλήθεια» είπε ο Δευκαλίων «να προσπαθείς να πείσεις τους άλλους πως ο Καλός Θεός θα σπλαχνιστεί τις αθάνατες ψυχές τους, τη στιγμή που ξέρεις καλά πως, ακόμη κι αν υπάρχει Θεός, εσύ ψυχή δική σου δεν έχεις για να την ευλογήσει με τη Χάρη Του, μα ούτε και ζωή αιώνια». «Τι γυρεύεις από μένα;»

228

Dean Koontz

«Μια κατ' ιδίαν συζήτηση. Συλλογισμό. Διακριτικότητα». «Μετά τον Εσπερινό, έλα στο πρεσβυτέριο», του είπε τελικά ο Πάτερ Ντουκέιν μετά από κάποιο δισταγμό. «Θα περιμένω στην κουζίνα. Αυτό που κομίζω, παπά μου, είναι η ελπίδα που δεν πιστεύεις πως θ' αποκτήσεις ποτέ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να βρεις το κουράγιο και τη δύναμη να το πιστέψεις, και να τ' αρπάξεις».

Κεφάλαιο 33

Η Κάρσον παρκάρισε το αμάξι στην άκρη της παρακαμπτηρίου. Μαζί με τον Μάικλ κουβάλησαν τις βαλίτσες με τα όπλα ως τη συστάδα τα πεύκα, ανεβαίνοντας μια μικρή, λουσμένη στο ηλιόφως ανηφόρα, κι από εκεί ως ένα σύδεντρο από βαλανιδιές με φουντωτές κορφές. Πιο πέρα από το σύδεντρο απλωνόταν ένα καταπράσινο λιβάδι. Δυο φορές το Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης σε μέγεθος, το Σίτι Παρκ εξυπηρετούσε τις ανάγκες ενός πληθυσμού λίγο μεγαλύτερου από εκείνον του Μανχάταν. Κι επομένως, στο εσωτερικό του έβρισκες πολλά έρημα σημεία, ειδικά όταν τα πάντα ντύνονταν στα πορφυρά χρώματα του καλοκαιριάτικου δειλινού. Ως την άλλη άκρη του μεγάλου λιβαδιού δεν έβλεπες ψυχή να περπατάει, να χαίρεται τη φύση, να παίζει με το σκυλί του, να εκσφενδονίζει κάποιο φρίσμπι ή να προσπαθεί να ξεφορτωθεί κάποιο πτώμα. Αφήνοντας κατάχαμα τη βαλίτσα που κρατούσε, ο Μάικλ έδειξε προς τη μεριά ενός σημείου που το χορτάρι ήταν πυκνό, γύρω στα τρία μέτρα πιο πέρα από το σύδεντρο με

230

Dean Koontz

τις βαλανιδιές. «Να, εκεί βρήκαμε το κεφάλι του λογιστή, ακουμπισμένο πάνω σ' εκείνον το βράχο. Εικόνα απ' αυτές που δε φεύγουν ποτέ απ' το μυαλό σου». «Αν η Χόλμαρκ έφτιαχνε αναμνηστικές κάρτες ειδικά για την περίσταση» είπε η Κάρσον «θα σου έστελνα από μια κάθε χρόνο». «Μου είχε κάνει εντύπωση το πόσο μάγκικα φορούσε το καουμπόικο καπέλο του» θυμήθηκε ο Μάικλ «αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες». «Λες δηλαδή πως εκείνο δεν ήταν το πρώτο ραντεβού τους;» τον ρώτησε η Κάρσον. «Αυτό λέω. Πήγαιναν μαζί σ' ένα μασκέ πάρτι. Γι' αυτό εκείνος ήταν ντυμένος με τη σκούρα μπλε καουμπόικη δερμάτινη στολή με τα στρας». «Οι μπότες του είχαν από μια σειρά μαργαριτάρια η καθεμιά». «Πολύ πρώτο πράμα οι μπότες του. Πάω στοίχημα πως ολόκληρος, και με το κεφάλι του στη θέση του, θα έδειχνε πολύ σένιος, αλλά δυστυχώς εμείς δεν είδαμε ολόκληρο το εφέ». «Ξέρουμε μήπως πώς ήταν μασκαρεμένος ο δολοφόνος;» ρώτησε η Κάρσον γονατίζοντας πάνω στο στρώμα από πεσμένα ξερά φύλλα βαλανιδιάς για ν' ανοίξει τη μια βαλίτσα. «Νομίζω ήταν ντυμένος ταυρομάχος». «Μα τον άλλο τον αποκεφάλισε μ' ένα τσεκούρι. Οι ταυρομάχοι δεν κουβαλάνε τέτοια σύνεργα». «Ναι, όμως το τσεκούρι το είχε πάντα στο πορτμπαγκάζ του αμαξιού του», της απάντησε. «Ναι, μάλλον πλάι στο κουτί με τις Α' Βοήθειες. Μα τι

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

231

μπορεί να πάει τόσο στραβά σ' ένα πρώτο ραντεβού, που να καταλήξει σε αποκεφαλισμό;» «Το κακό είναι» είπε ο Μάικλ, ανοίγοντας τη βαλίτσα με τις καραμπίνες, «πως οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πολύ υψηλές προσδοκίες για το πρώτο ραντεβού. Κι εννιά φορές στις δέκα, ως γνωστό, απογοητεύονται». Ο Μάικλ πέρασε τους ιμάντες στις δυο Έρμπαν Σνάιπερ ρίχνοντας στα όπλα και μια δεύτερη ματιά, κι η Κάρσον τράβηξε προς τα πίσω το κινητό τμήμα του κάθε πιστολιού, βάζοντας στις θαλάμες τους από μια φυσιγγιοθήκη. Εκτός από τους μικρούς θορύβους που έκαναν οι δυο τους, στο σύδεντρο επικρατούσε απόλυτη ησυχία κι απλωνόταν ως την πέρα άκρη του λιβαδιού. Η Κάρσον έβαλε στο κάθε ένα από τα δύο Μάγκνουμ από ένα γεμιστήρα που έπαιρνε από εννιά Άξιον Εξπρές πενηντάρες σφαίρες ο καθένας. «Προτού κάνουμε ντου στο σπίτι του» είπε η Κάρσον «θα πρέπει να σιγουρευτούμε πως θα είναι ο Ήλιος μέσα. Μια φορά θα μας δοθεί η ευκαιρία να τον αιφνιδιάσουμε». «Ναι, αυτό σκεπτόμουν κι εγώ. Στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να δράσουμε από κοινού με τον Δευκαλίωνα. Τσως εκείνος έχει καμιά καλή ιδέα». «Λες να διατρέχει κάποιον κίνδυνο ο Άρνι;» τον ρώτησε η Κάρσον φανερά ανήσυχη. «Μπα. Εμείς αποτελούμε απειλή για τον Ήλιος, όχι ο Άρνι. Και δεν πρόκειται να επιχειρήσει να σε κάνει να το βουλώσεις, απαγάγοντας τον αδερφό σου. Όπως το βλέπει το πράγμα, του είναι πιο εύκολο να βγάλει από τη μέση εμάς τους δυο». «Μακάρι να είναι έτσι όπως τα λες», είπε η κοπέλα. «Ηρέ-

232

Dean Koontz

μησα λιγάκι». «Εγώ να δεις. Όταν το σιγουρεύεις πως σ' έχει βάλει στο σημάδι ένας αρχιδαίμονας, έχεις καλύτερη διάθεση». «Για δες εδώ. Ο Γκοντό μας έβαλε και δυο θήκες για τα Ιγκλ τιμής ένεκεν». «Τι σόι θήκες;» «Απ' αυτές που περνούν στη ζώνη». «Φτιαγμένες ειδικά για τα Ιγκλ;» «Ναι». «Δώσε. Αυτά τα τέρατα δε θα μπορούσαμε να τα βολέψουμε με τίποτε σε θήκες του ώμου». «Τι σκέφτεσαι να κάνεις; Να φύγεις από εδώ ζωσμένος το Ιγκλ Ντέζερτ;» τον ρώτησε. «Και τι να κάνω; Ν' ανοίξω να το πάρω από τη βαλίτσα όταν το χρειαστώ; Δύσκολα πράγματα. Αν ο Ήλιος έχει βάλει δικούς του ανθρώπους να μας ψάχνουν -ανθρώπους; Εκτοπλάσματα; Τέλος πάντων- θα χρειαστούμε αυτά τα τερατοκτόνα πολύ προτού φτάσουμε στο σπίτι του». Ο Μάικλ γέμισε τις καραμπίνες, και η Κάρσον γέμισε και τους τέσσερις έξτρα γεμιστήρες για τα δυο Μάγκνουμ. Ζώστηκαν τις θήκες και θηκάρωσαντα δυο πιστόλια. Προτίμησαν να τα φέρουν έτσι ώστε να ακουμπούν στον αριστερό γοφό τους, γι' άμεσο τράβηγμα μέσα από το σακάκι. Όπως το είχαν περάσει στη ζώνη, στο δεξί γοφό τους ακουμπούσε από ένα δερμάτινο σακούλι που περιείχε από δυο έξτρα γεμιστήρες για το κάθε πιστόλι Ιγκλ και οκτώ επιπλέον σφαίρες για τα Έρμπαν Σνάιπερ. Τα σακάκια τους προσέφεραν αρκετή κάλυψη για τα δυο ογκώδη όπλα, όμως το παραπανίσιο βάρος τους θα τους έκανε να νιώθουν άβολα για αρκετή ώρα.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

233

Έκλεισαν τις βαλίτσες και κρέμασαν τις καραμπίνες στους ώμους τους, με τα κοντάκια προς τα επάνω, τις κάννες να κοιτούν στο έδαφος. Μάζεψαν από χάμω τις δυο σχεδόν άδειες βαλίτσες, κι επέστρεψαν από την ίδια διαδρομή, περνώντας από το άλσος με τις βαλανιδιές. Στα μισά της μικρής κατηφόρας, κάπου ανάμεσα στο άλσος και τη συστάδα των πεύκων, άφησαν πάλι χάμω τις βαλίτσες και γύρισαν να κοιτάξουν προς τα πίσω, εκεί απ' όπου είχαν έρθει. «Πρέπει να το στρώσω», είπε η Κάρσον, εννοώντας το πιστόλι. «Θα ρίξουμε από μια πιστολιά με το καθένα, και μετά δρόμο από δω, προτού πλακώσουν οι άνδρες ασφαλείας του πάρκου να δουν τι τρέχει». Όπως έστεκαν στα μισά του ανηφορικού εδάφους, οι σφαίρες ούτε μεγάλη τροχιά θα διέγραφαν ούτε θα χτυπούσαν κάπου για να εξοστρακιστούν. Κράτησαν τα Ντέζερτ Ιγκλ και με τα δυο χέρια και πάτησαν τη σκανδάλη σχεδόν ταυτόχρονα. Οι εκπυρσοκροτήσεις έσπαγαν αυτιά, λες και βρίσκονταν σε πεδίο μάχης. Εκεί που έσκασαν οι σφαίρες, φάνηκαν να τινάζονται ψηλά χόρτα και χώματα, λες και δυο αθέατοι παίκτες του γκολφ είχαν χτυπήσει δυνατά με τα μπαστούνια τους το γκαζόν του γηπέδου. Η Κάρσον ένιωσε το κλότσημα του όπλου να διαπερνάει το χέρι της ως την κλείδωση του ώμου. Ωστόσο είχε καταφέρει να μην της τιναχτεί η κάννη προς τα πάνω. «Πολύ δυνατό το μπουμ, ε; Τι λες;» τη ρώτησε ο Μάικλ. «Ακόμη δεν άκουσες τίποτα», είπε η κοπέλα, βάζοντας πάλι το πιστόλι στη θήκη του.

234

Dean Koontz

Τίναξαν τώρα σε θέση βολής τις δυο καραμπίνες, όπως τις είχαν περασμένες στους ώμους τους, και η διπλή εκπυρσοκρότηση έκανε να δονηθεί ο αέρας γύρω τριγύρω, κι έμοιαζε να δονεί μέχρι και το χώμα, κάτω απ' τα πόδια τους. «Πώς το 'νιωσες;» τη ρώτησε. «Τρέλα». «Αρκεί μια τέτοια σφαίρα για να κόψει το πόδι ενός άντρα». «Τσως όχι κάποιο από τα δικά τους πόδια». «Το ένα, και τα δυο, και τα τρία... πάντως θα του κάνει τέτοια ζημιά, που σίγουρα θα το πάρει άσχημα. Πάμε να φύγουμε». Κρέμασαν πάλι τις καραμπίνες στον ώμο, πήραν από χάμω τις βαλίτσες και προχώρησαν γρήγορα προς τη σκιά των πεύκων.

Κεφάλαιο 34

Η Σίντι Λάβγουελ παρκάρισε το Μαουντενίρ στην άκρη της παρακαμπτηρίου, καμιά εκατοστή μέτρα πιο πίσω από το πολιτικό σεντάν, έσβησε τη μηχανή και κατέβασε τα παράθυρα. «Πού λες να πήγαν;» τη ρώτησε ο Μπένι. «Το αμάξι είναι άδειο». «Μάλλον θα πήγαν στα δέντρα για τουαλέτα», αποκρίθηκε η Σίντι. «Οι άνθρωποι της Παλιάς Ράτσας δεν μπορούν να ελέγξουν τις ανάγκες τους το ίδιο καλά όσο εμείς». «Εγώ δε νομίζω πως πήγαν προς νερού τους», είπε ο Μπένι. «Απ' ό,τι ξέρω, συνήθως οι άντρες δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα εγκράτειας, παρά μόνο όταν γεράσουν, οπότε και διογκώνεται ο προστάτης τους». «Ε, τότε ίσως χώθηκαν στο άλσος για να κάνουν μωράκι». Ο Μπένι πάσχισε να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Οι άνθρωποι δε χώνονται ανάμεσα στα δέντρα για να κάνουν μωράκια». «Κι όμως, το κάνουν. Κάνουν μωράκια παντού. Στα δάση,

236

Dean Koontz

στα χωράφια, σε πλεούμενα, σε κρεβατοκάμαρες, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, σε ακρογιαλιές υπό το φεγγαρόφως, σε κρεβατοκάμαρες, εν πτήση. Κάνουν μωράκια πάντα και παντού, εκατομμύρια επί εκατομμυρίων νέα μωράκια κάθε χρόνο». «Αν το καλοσκεφτείς, η μέθοδος αναπαραγωγής που χρησιμοποιούν είναι πρωτόγονη κι αναποτελεσματική», παρατήρησε ο Μπένι. «Το σύστημα με τις δεξαμενές δημιουργίας είναι πολύ καλύτερο, καθαρότερο, πιο συμμαζεμένο». «Οι δεξαμενές δεν παράγουν μωράκια». «Παράγουν ενήλικες, παραγωγικούς πολίτες», είπε ο Μπένι. «Ο καθένας από εμάς έρχεται στη ζωή έτοιμος, όντας σε θέση να προσφέρει στην κοινωνία. Αυτή η αναπαραγωγική μέθοδος είναι κατά πολύ πιο πρακτική». «Εμένα μου αρέσουν τα μωράκια», είπε η Σίντι πεισματάρικα. «Κι όμως, δε θα 'πρεπε», της είπε με αυστηρό ύφος ο Μπένι. «Ναι, όμως μου αρέσουν. Μου αρέσουν τα δαχτυλάκια των χεριών και των ποδιών τους, τα ροδαλά, φρέσκα μουτράκια τους, τα φαφούτικα χαμογελάκια τους. Μου αρέσει που είναι μαλακά σαν ζυμαρένια, μου αρέσει η μυρωδιά τους, μου αρέσει...» «Σε έπιασαν πάλι οι εμμονές σου», είπε ο άλλος φανερά ανήσυχος. «Εσύ, Μπένι, γιατί δε θέλεις ένα μωράκι;» «Γιατί κάτι τέτοιο θα παραβίαζε όλους τους κανόνες που διέπουν την ύπαρξή μας», της απάντησε σκασμένος. «Για μας κάτι τέτοιο θα ήταν αφύσικο. Εγώ αυτό που θέλω -αυτό που πραγματικά θέλω- είναι να σκοτώσω μερικούς ανθρώ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

237

πους». «Κι εγώ αυτό θέλω», τον καθησύχασε. «Δεν είμαι σίγουρος πως το θέλεις στ' αλήθεια». Κούνησε το κεφάλι της και το κοίταξε μ' ένα ύφος που μαρτυρούσε απογοήτευση. «Αυτό κι αν είναι άδικο, Μπένι. Θέλω όσο τίποτε να σκοτώσω ανθρώπους και το ξέρεις». «Κάποτε το πίστευα, τώρα όμως...» «Δε βλέπω τη μέρα που θα τους σκοτώσουμε όλους. Όμως παράλληλα δε θέλεις να δημιουργήσεις κιόλας;» «Να δημιουργήσω; Όχι. Γιατί να θέλω να δημιουργήσω; Να μου λείπει. Δε θέλω με τίποτε να γίνω σαν τα μούτρα τους, με τα μούλικά τους, με τα βιβλία τους, με τις τεράστιες επιχειρήσεις τους...» Ο ήχος δυο απανωτών πυροβολισμών ανάγκασε τον Μπένι ν' αφήσει την κουβέντα στη μέση. Δυο ξερά μπουμ που ακούστηκαν από απόσταση, και ήταν σίγουρα πυροβολισμοί. «Τουφεκίδι», είπε η Σίντι. «Δυο πυροβολισμοί. Πιο πέρα από εκεί να στα πεύκα». «Λες να έριξαν ο ένας στον άλλο;» «Και γιατί να αλληλοσκοτωθούν;» «Το κάνουν αυτό οι άνθρωποι. Όλη την ώρα». «Δε νομίζω πως έριξαν ο ένας στον άλλο», είπε ο Μπένι, εκφράζοντας όμως περισσότερο την ελπίδα του, παρά τη βεβαιότητά του. «Κι εγώ λέω πως αλληλοσκοτώθηκαν». «Αν έκαναν κάτι τέτοιο» είπε ο Μπένι «θα τα πάρω στο κρανίο». Άλλοι δυο πυροβολισμοί, σχεδόν απανωτοί κι αυτοί, αν και ισχυρότεροι από τους πρώτους, με αντίλαλο, όχι ξεροί,

238

Dean Koontz

που έμοιαζε να έρχεται από τη μεριά τις συστάδας των πεύκων. «Α, σίγουρα δε σκότωσαν ο ένας τον άλλο», είπε ο Μπένι ανακουφισμένος. «Μπορεί να τους έχουν βάλει στο σημάδι κάποιοι άλλοι». «Μα γιατί φέρνεις συνέχεια τη συμφορά;» τη ρώτησε. «Εγώ; Φέρνω τη συμφορά; Μα εγώ θέλω να δημιουργήσω. Άλλοι είναι κατά της δημιουργίας», συμπλήρωσε με νόημα. Φανερά ανήσυχος για την τύχη των δυο ντετέκτιβ, ο Μπένι κοίταξε από το τζάμι του παρμπρίζ προς τη μεριά των πεύκων. Έμειναν καθισμένοι μέσα στο αμάξι, σιωπηλοί για κάμποσο, μέχρι που η Σίντι έσπασε τη σιωπή λέγοντας: «Θα χρειαστούμε ένα πορτ-μπεμπέ». Ο Μπένι αρνήθηκε να μπει σε μια τέτοια κουβέντα. «Αγοράζουμε ρουχαλάκια» συνέχισε ακάθεκτη η Σίντι «τη στιγμή που χρειαζόμαστε τόσα άλλα πράγματα. Δεν έχω αγοράσει ούτε πάνες ούτε κουβερτούλες». Βαθιά μέσα του ο Μπένι ένιωσε την απόγνωση να φουντώνει. «Όσο για σκόνη γάλακτος, δεν πρόκειται να αγοράσω, αν δε βεβαιωθώ πρώτα πως δεν μπορώ να θηλάσω. Δε φαντάζεσαι πόσο θα θέλω να θηλάσω το μωράκι μας». Δυο ανθρώπινες φιγούρες φάνηκαν να βγαίνουν από τη συστάδα των πεύκων. Ακόμη και με την ενισχυμένη του όραση, η απόσταση ήταν τόσο μεγάλη που ο Μπένι χρειάστηκε να κοιτάξει καλύτερα για να βεβαιωθεί. «Αυτοί είναι;» ρώτησε τη Σίντι. «Ναι, αυτοί», αποκρίθηκε η Σίντι μετά από μικρό δισταγ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

239

μό. «Ναι. Ναι, αυτοί είναι!» Ο Μπένι ήταν πανευτυχής που οι δυο στόχοι ήταν ακόμη ζωντανοί και θα είχε την ευκαιρία να τους ξεπαστρέψει ο ίδιος. «Μα τι κουβαλάνε;» ρώτησε η Σίντι. «Μμ, δεν ξέρω». «Βαλίτσες;» «Μπορεί». «Και τι στο δαίμονα γυρεύουν στο δάσος με τις βαλίτσες;» αναρωτήθηκε η Σίντι. «Μπορεί να τις βούτηξαν απ' αυτούς που σκότωσαν». «Ωραία, κι αυτοί που σκότωσαν τι γύρευαν στο δάσος με τις βαλίτσες;» «Και τι με νοιάζει;» είπε ο Μπένι. «Τρέχα γύρευε ποιοι κάνουν τι, και γιατί. Δεν είναι σαν κι εμάς, δεν είναι απολύτως λογικά όντα όπως εμείς. Έλα, πάμε να τους σκοτώσουμε». «Είναι λες, αυτό το κατάλληλο μέρος;» τον ρώτησε η Σίντι, όμως ο άλλος είχε βάλει κιόλας μπροστά. «Είμαι πανέτοιμος. Το έχω τόσο ανάγκη!» «Είναι πολύ ανοιχτά εδώ πέρα», είπε η κοπέλα. «Δεν θα έχουμε την ευκαιρία να το κάνουμε έτσι όπως θέλουμε, και να το ευχαριστηθούμε». «Δεν έχεις άδικο», συμφώνησε ο Μπένι, αν και βαρύθυμα. «Εντάξει. Μπορούμε όμως να τους ριχτούμε, να τους αφήσουμε αναίσθητους, κι ύστερα να τους πάμε κάπου που να μας βολεύει». «Να τους πάμε λίγο πιο πέρα από τη Γουέαρχαους Αρτς Ντίστρικτ που δεν έχουν αρχίσει ακόμη οι αναπαλαιώσεις των κτιρίων. Εκείνο το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο. Ξέρεις πού είναι».

240

Dean Koontz

«Εκεί που σκοτώσαμε τον αρχηγό της αστυνομίας και τη γυναίκα του το βράδυ που είχαν ετοιμαστεί οι κλώνοι τους», είπε ο Μπένι, καθώς η ανάμνηση ζωντάνευε στη μνήμη του. «Τους δώσαμε και κατάλαβαν», είπε η Σίντι. «Πες το ψέματα». «Θυμάσαι πώς έσκουζε εκείνος, όταν ξεφλουδίζαμε το κεφάλι της γυναίκας του σαν να ήταν πορτοκάλι;» «Τσ... Τσ... Τσ... Θα περίμενε κανείς από έναν αρχηγό αστυνομίας να ήταν πιο σκληρό καρύδι» Οδηγώντας το Μαουντενίρ όπως κινείτο στον παράδρομο, η Σίντι γύρισε και του είπε: «Να τους κόψεις κομμάτια όσο θα είναι ακόμη ζωντανοί... κι ύστερα, ξέρεις τι να κάνουμε;» «Τι;» τη ρώτησε, όπως πλησίαζαν τώρα στο σταθμευμένο αστυνομικό αμάξι, όπου οι δυο αστυνομικοί είχαν μόλις βάλει τις βαλίτσες στο πίσω κάθισμα. «Εκεί, μέσα στα αίματα» του είπε η Σίντι «θα μου κάνεις μωράκι». Η διάθεσή του έπαιρνε τ' απάνω της. Δεν επρόκειτο να αφήσει τη Σίντι να του τη χαλάσει. «Ναι, βέβαια», την καθησύχασε. «Το αίμα, όσο είναι ακόμη φρέσκο και ζεστό, μερικές φορές χρησιμοποιείται σε τελετές», του είπε. «Ναι, βέβαια», της είπε σαν να ήθελε να την ξεφορτωθεί. «Βιάσου τώρα να τους προλάβεις, πριν μπουν στο αμάξι τους. Τι τελετές;» «Τελετές γονιμότητας. Η Παλιά Ράτσα είναι γόνιμη. Αν λοιπόν το κάνουμε ξαπλωμένοι στα αίματά τους, αν βουτηχτούμε στο ζεστό ακόμη αίμα τους, μπορεί να γίνουμε κι εμείς γόνιμοι».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

241

Οι δυο αστυνομικοί γύρισαν και κοίταξαν το αμάξι που πλησίαζε προς το μέρος τους, κι ο Μπένι ένιωσε να του τρέχουν τα σάλια στην προοπτική της βίας που έμελλε να ακολουθήσει, όμως, παρ' όλη την έξαψή του, βρήκε το κουράγιο και τη ρώτησε: «Τελετές γονιμότητας;» «Βουντού», τον διαφώτισε η Σίντι. «Η απόκρυφη λατρεία βουντού του Τμπο». «Τμπο;» «Ζε σονί ρονζ». «Σαν γαλλικά μου ακούγονται. Στο πρόγραμμά μας δεν υπάρχει γνώση της γαλλικής». «Σημαίνει, "Εγώ, που είμαι κόκκινος" ή πιο συγκεκριμένα, "Εγώ, ο κόκκινος". Έτσι λέει ο Τμπο τον εαυτό του». «Να 'τος πάλι αυτός ο Τμπο». «Είναι ο θεός του κακού στη λατρεία βουντού, του αίματος και των θυσιών. Θα σκοτώσουμε αυτούς τους δυο, κι ύστερα θα κάνουμε μωράκι όπως θα κυλιόμαστε στα αίματά τους. Υμνείτε τον Τμπο, δοξασμένο τ' όνομά του». Μ' αυτά και μ' αυτά η Σίντι είχε αποσπάσει την προσοχή του Μπένι από τους δυο στόχους τους, έτσι όπως τώρα την κοιτούσε σαστισμένος και φοβισμένος.

Κεφάλαιο 35

Μόλις η Έρικα Ήλιος μπήκε στο μυστικό πέρασμα, το κομμάτι της βιβλιοθήκης που άνοιγε σαν πόρτα, έκλεισε αυτόματα από πίσω της. «Είναι σαν σε μυθιστόρημα του Γουίλκι Κόλινς», μονολόγησε ψιθυριστά, αναφερόμενη στο Βικτοριανό συγγραφέα, του οποίου βιβλίο δεν είχε διαβάσει ποτέ. Οι τοίχοι και το ταβάνι του διαδρόμου, που είχε πλάτος ένα μέτρο και κάτι, ήταν από τσιμέντο. Η Έρικα αισθανόταν λες και είχε μπει σε καταφύγιο, στα έγκατα μιας ρημαγμένης από βομβαρδισμούς πόλης. Προφανώς αισθητήρες κίνησης έλεγχαν το φωτισμό, γιατί, όταν στάθηκε ακίνητη για να ρίξει μια δεύτερη ματιά σ' αυτό που είχε μόλις ανακαλύψει, τα φώτα έσβησαν και το μυστικό πέρασμα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Μόλις έκανε πάλι ένα δυο διστακτικά βήματα μπροστά, τα φώτα άναψαν και πάλι. Ο διάδρομος πήγαινε μόνο προς μια κατεύθυνση, και στο τέλος του υπήρχε μια επιβλητική πόρτα από μασίφ ατσάλι. Επειδή ο Βίκτωρ ήταν μανιακός με τα τεχνολογικά γκά-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

243

τζετ, η Έρικα περίμενε πως και αυτή η πόρτα θα ανοιγόκλεινε με ηλεκτρονική κλειδαριά. Ο Βίκτωρ, κατά την αγαπημένη του συνήθεια, θα είχε εξοπλίσει την πόρτα με κάποιο σκάνερ που θα «διάβαζε» το αποτύπωμα της παλάμης του ή το ίχνος του αμφιβληστροειδούς του, ανοίγοντας μόνο γι' αυτόν και για κανέναν άλλο. Αντίθετα όμως, η συγκεκριμένη πόρτα ήταν ασφαλισμένη με ατσαλένιους σύρτες πάχους μιας ίντσας. Ο ένας ήταν ι^ηλά στο επάνω μέρος της πόρτας, ο άλλος χαμηλά, στο ύψος του κατωφλιού, κι άλλοι τρεις στερεωμένοι στον ορθοστάτη, απέναντι από τους ογκώδεις μεντεσέδες. Μπροστά σε αυτό το εμπόδιο, η Έρικα σκέφτηκε πως ίσως δεν ήταν φρόνιμο να επιχειρήσει να ανοίξει την πόρτα. Ο χώρος πίσω από την πόρτα, δεν ήταν ένα κουτί, και η πόρτα δεν ήταν το καπάκι αυτού του κουτιού, ωστόσο στο νου της ήρθε η Πανδώρα, η πρώτη γυναίκα της οποίας η περιέργεια την είχε ωθήσει να ανοίξει το κουτί μέσα στο οποίο ο Προμηθέας κρατούσε σφαλισμένα όλα τα κακά που θα μπορούσαν να βρουν τους ανθρώπους. Ο σχετικός μύθος την έκανε να διστάσει μόνο προς στιγμή, αφού έτσι κι αλλιώς η ανθρωπότητα -άλλος ένας όρος για το χαρακτηρισμό της παλιάς ράτσας- ήταν καταδικασμένη. Ακόμη κι αυτή η ίδια η Έρικα ίσως μια μέρα έπαιρνε την εντολή να σκοτώσει όσο περισσότερους ανθρώπους μπορούσε. Κι άλλωστε αυτός ο Σάμιουελ Τζόνσον -όποιος κι αν ήταν- είχε πει κάποτε: «Η περιέργεια αποτελεί ένα από τα σταθερά και βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία ενός ανήσυχου μυαλού». Παίρνοντας υπόψη της το εντυπωσιακό βάρος της ατσάλι-

244

Dean Koontz

νης πόρτας, αλλά και των συρτών που την κρατούσαν σφαλισμένη, η Έρικα έφτασε στο συμπέρασμα πως πίσω της έπρεπε να υπήρχε κάτι μεγάλης σημασίας για τον Βίκτωρα. Αν η Έρικα έμελλε να αποδειχτεί η καλύτερη σύζυγος του Ήλιος -και η τελευταία που είχε βγει από δεξαμενή δημιουργίας-τότε ασφαλώς θα έπρεπε να ήταν σε θέση να κατανοήσει όσο καλύτερα μπορούσε τον άντρα της, και για να το πετύχαινε αυτό, θα έπρεπε να γνωρίζει καλά όλα όσα ήταν για εκείνον ανεκτίμητα. Η Έρικα τράβηξε το σύρτη που ήταν στο επάνω μέρος της πόρτας, ύστερα τον άλλο, κάτω, χαμηλά. Τον ένα μετά τον άλλο, τράβηξε όλους τους σύρτες από τον ορθοστάτη. Ο ατσάλινος, συμπαγής όγκος άνοιξε αργά προς τα μέσα, και τότε στο ταβάνι του χώρου που ανοιγόταν τώρα μπροστά της άναψε μια σειρά από φώτα. Διαβαίνοντας το κατώφλι, η Έρικα πρόσεξε πως η βαριά πόρτα που είχε ανοίξει εύκολα κι αθόρυβα πάνω σε στρογγυλούς σαν μπίλιες ρουλεμάν μεντεσέδες, είχε πάχος περίπου είκοσι εκατοστά. Η Έρικα βρέθηκε τώρα μέσα σ' ένα δεύτερο πέρασμα μήκους τεσσάρων περίπου μέτρων, που κατέληγε σε μια άλλη πόρτα, ίδια με την πρώτη. Από τους τοίχους δεξιά κι αριστερά αυτού του δεύτερου διαδρόμου έβγαιναν σιδερόβεργες. Οι βέργες στον αριστερό τοίχο έμοιαζαν να είναι από χαλκό. Οι άλλες που έβγαιναν από το δεξί τοίχο, ήταν από άλλο μέταλλο, ίσως ατσάλι, ίσως όχι. Κάτι σαν μούρμουρο διαχεόταν στο μικρό διάδρομο. Ήταν σαν να έβγαινε από τις σιδερόβεργες. Η μόρφωση που είχε λάβει η Έρικα, με τη μέθοδο του κατεβάσματος αρχείων απευθείας στον εγκέφαλο της, απτόταν και της μουσικής, του χορού των λογοτεχνικών αλληγοριών

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

245

και άλλων ζητημάτων που θα τη βοηθούσαν στο ρόλο της ως καλλιεργημένης και απαστράπτουσας οικοδέσποινας, κάθε φορά που ο Βίκτωρ καλούσε στο σπίτι του σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής της Παλιάς Ράτσας -κάτι που θα εξακολουθούσε να κάνει ως τη μέρα που θα τους εξαφάνιζε δια παντός από προσώπου γης. Από επιστήμες όμως η Έρικα δε γνώριζε και πολλά πράγματα. Ωστόσο, κάτι της έλεγε πως όταν χρειαζόταν -για τον οποιονδήποτε λόγο- ισχυρά ηλεκτρικά ρεύματα, που διέτρεχαν τις σιδερόβεργες που προεξείχαν με απόλυτη σειρά και τάξη από τους τοίχους δεξιά κι αριστερά του μικρού διαδρόμου, ενώνονταν διαγράφοντας τόξα, με αποτέλεσμα να κάνουν να εξατμιστεί ή να γίνει ψητός οποιοσδήποτε τολμούσε να σταθεί ανάμεσά τους. Κανείς δε θα μπορούσε να περάσει αλώβητος, ακόμη κι αν ανήκε στη Νέα Ράτσα. Προχωρώντας δυο βήματα στο εσωτερικό του διαδρόμου προβληματισμένη με τα όσα είχε ανακαλύψει, μια φωτεινή δέσμη λέιζερ σπάθισε αίφνης το χώρο βγαίνοντας από κάποιο φωτιστικό σώμα στο ταβάνι και τη σκανάρισε από την κορφή ως τα νύχια, κι εστιάζοντας ξανά στο κεφάλι της, σαν να επεξεργαζόταν τη μορφή της. Η φωτεινή δέσμη έσβησε το ίδιο ξαφνικά, και οι σιδερόβεργες έπαψαν να εκπέμπουν το βουητό τους. Ο μικρός διάδρομος βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή. Της Έρικα της δημιουργήθηκε η αίσθηση πως είχε περάσει επιτυχώς τον ηλεκτρονικό έλεγχο. Και μάλλον δε θα κατέληγε ψητή, αν τολμούσε να προχωρήσει παραμέσα. Αν τώρα λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, τότε, ακόμη κι αν προχωρούσε με μικρά, προσεκτικά βήματα, δε θα γλίτωνε

246

Dean Koontz

με τίποτε. Με αυτή τη σκέψη, προχώρησε θαρρετά μπροστά, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω της. Η πρώτη μέρα της στην έπαυλη -που είχε ξεκινήσει με το βίαιο ξέσπασμα του Βίκτωρα, για να συνεχιστεί με τον Γουίλιαμ που έκοβε δαγκώνοντας τα δάχτυλά του και την κουβέντα της με την Κριστίν στην κουζίνα που τόσο την είχε ταράξει- δεν εξελισσόταν δα και τόσο ρόδινα όσο ήλπιζε. Ίσως όμως τα πράγματα να πήγαιναν καλύτερα. Το γεγονός πως δεν είχε πάθει ηλεκτροπληξία, ήταν καλό σημάδι.

Κεφάλαιο 36

«Δόξα σοι, Τμπο», επανέλαβε η Σίντι. «Είθε να ευαρεστηθεί από τη γεύση του αίματος μου». Πάνω που ήταν όλο φούρια και πανευτυχής στην προοπτική να συλλάβει και να σκοτώσει τους δυο ντετέκτιβ, ο Μπένι Λάβγουελ ένιωσε αίφνης να παγώνει και να χάνει όλο του το κέφι. Η Σίντι είχε καταφέρει να μαυρίσει τις δυο καρδιές του με τις τρελές θεωρίες της περί βουντού -κουβέντες που άκουγε για πρώτη φορά από το στόμα της. Τον είχε πιάσει εξ απήνης. Έτσι τώρα ο Μπένι δεν ήταν καθόλου σίγουρος κατά πόσο θα μπορούσε να βασιστεί πάνω της. Οι δυο τους αποτελούσαν ομάδα. Ήταν αναγκαίο να δράσουν σαν μια γροθιά, με απόλυτο συγχρονισμό και με τυφλή εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο. «Μη σταματάς», την πρόσταξε ο Μπένι, καθοάς στο μεταξύ είχαν πλησιάσει στο αστυνομικό αμάξι κι είχαν κόψει ταχύτητα. «Τον αρσενικό άφησέ τον σε μένα», του είπε η Σίντι. «Αν

248

Dean Koontz

με δει, σίγουρα ο νους του δε θα πάει στο κακό. Θα τον τσακίσω τόσο γρήγορα, που δε θα καταλάβει καν τι έγινε». «Όχι, προχώρα. Συνέχισε όπως πηγαίνεις! Συνέχισε!» την πρόσταξε ο Μπένι ανήσυχος. «Τι μου λες τώρα;» «Αυτό που σου είπα! Αν θέλεις να υπάρξει ποτέ περίπτωση να αποκτήσεις μωρό μαζί μου, συνέχισε να οδηγείς!» Είχαν έρθει τώρα σχεδόν παράλληλα με το αστυνομικό αμάξι κι είχαν κόψει εντελώς ταχύτητα. Οι δυο αστυνομικοί τους κοιτούσαν καλά-καλά. Ο Μπένι τους κούνησε το χέρι και τους χαμογέλασε -του φάνηκε πως αυτό έπρεπε να κάνει... μέχρι που το έκανε- μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως, με αυτή του την ενέργεια είχε απλώς τραβήξει την προσοχή τους επάνω του, οπότε και βιάστηκε να αποστρέψει το πρόσωπο του κοιτώντας αλλού, συνειδητοποιώντας όμως και πάλι πως και με αυτή του την κίνηση ίσως έβαζε τους δυο αστυνομικούς σε υποψίες. Προτού σταματήσει εντελώς το αμάξι τους, η Σίντι πάτησε γκάζι, κι έφυγαν βολίδα κατά μήκος της παρακαμπτηρίου. Κοιτώντας για λίγο από το καθρεφτάκι το αστυνομικό αμάξι που όλο και μίκραινε στο βάθος, η Σίντι γύρισε τώρα στον Μπένι και τον ρώτησε: «Τι κόλπο ήταν αυτό πάλι;» «Ας όψεται ο Τμπο». «Δεν καταλαβαίνω». «Δεν καταλαβαίνεις; Δ εν καταλαβαίνεις; Εγώ, να δεις! Ζε σουί ρουζ, θεοί του Κακού, θυσίες, αίματα, βουντού!» «Καλά, πρώτη φορά ακούς για βουντού; Τον προπερασμένο αιώνα ήταν μεγάλη υπόθεση εδώ, στη Νέα Ορλεάνη. Κι όχι πως αποτελεί πια παρελθόν, αφού...» «Τελικά αμφιβάλλω αν έμαθες το μάθημά σου όσο ήσουν

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

249

στη δεξαμενή», της πέταξε. «Δεν υπάρχει άλλος κόσμος εκτός από ετοντον. Αυτή η πεποίθηση είναι υψίστης σημασίας για το είδος μας. Είμαστε καθαρά και αυστηρά ορθολογιστές και υλιστές. Οι κάθε είδους προλήψεις για μας είναι απαγορευμένος καρπός». «Ωραία, το ξέρω. Λες να μην το ξέρω; Οι προλήψεις είναι χούι και ψεγάδι της Παλιάς Ράτσας. Αδύναμα μυαλά, γεμάτα ασυναρτησίες, φόβους κι ανοησίες». «"Δόξα σοι, Τμπο"», επανέλαβε ο Μπένι τα λόγια που είχε πει η Σίντι όταν είχαν πλησιάσει το αμάξι των αστυνομικών, «"Ευλογημένο το όνομά σου!" Λέει τέτοιες κουβέντες μια υλίστρια; Ασφαλώς και όχι, αν θες τη γνώμη μου». «Χαλάρωσε», ήταν η απόκριση της Σίντι. «Αν ήσουν της Παλιάς Ράτσας, τώρα θα σου είχε σπάσει καμιά αρτηρία. «Για να καταλάβω, εκεί πηγαίνεις μερικές φορές, όταν βγαίνεις τα βράδια;» τη ρώτησε ο Μπένι. «Σε κάποιον καθεδρικό ναό βουντού;» «Δεν υπάρχουν καθεδρικοί ναοί βουντού. Να ξέρουμε τι λέμε. Αν μιλάμε για τελετές αλά Αϊτή, τότε ο τόπος λατρείας λέγεται μπονμφόρ». «Τότε λοιπόν πας σ' αυτό το μπονμφόρ, όπως το είπες». «Όχι, γιατί εδώ επί το πλείστον το βουντού δε λατρεύεται όπως λατρεύεται στην Αϊτή». Με το αστυνομικό αμάξι να έχει χαθεί τώρα για τα καλά στο βάθος του δρόμου, η Σίντι έστριψε και μπήκε στα χορτάρια. Άφησε τη μηχανή αναμμένη και τον κλιματισμό στο φουλ. «Η Ζωζώ Ντελίλε πουλάει γκρε-γκρε* από το σπίτι της, * γκρε-γκρε (gris-gris): χαϊμαλί, είδος φυλαχτού αφρικανικής προέλευσης-μικρή υφασμάτινη σακουλίτσα που φοράει κανείς πάνω του. Σ.τ.Μ.

250

Dean Koontz

στο Τρεμέ και κάνει βασκανίες κι επικλήσεις πνευμάτων. Είναι μπόκορ στη λατρεία του Ίμπο με μούτσο μότζο, γιέσα». «Τίποτα απ' όσα είπες δε βγάζει νόημα», είπε ο Μπένι. «Σίντι, αντιλαμβάνεσαι σε τι περιπέτειες έχεις μπλέξει -τι κακούς μπελάδες έχεις βάλει στο κεφάλι σου; Αν ανακαλύψει κάποιος από τους δικούς μας πως έχεις ανακατευτεί με θρησκείες, θα σε τελειώσουν, και μάλλον το ίδιο θα κάνουν και σε μένα. Και να σκεφτείς πως είμαστε μια χαρά -έχουμε άδεια να σκοτώνουμε, και κάθε φορά μας ανατίθενται όλο και περισσότερες αποστολές. Όλοι του είδους μας ζηλεύουν την καλή μας τύχη, κι εσύ θέλεις να τα καταστρέψεις όλα εξαιτίας μιας γελοίας πρόληψης». «Δεν είμαι προληπτική». «Σιγά μη δεν είσαι». «Όχι, δεν είμαι. Το βουντού δεν είναι πρόληψη». «Είναι θρησκεία». «Είναι επιστήμη» τον διόρθωσε. «Μια πραγματικότητα με απτά αποτελέσματα». Ο Μπένι βαριαναστέναξε. «Και χάρη στο βουντού» συνέχισε η Σίντι ακάθεκτη «εγώ θ' αποκτήσω μωράκι. Είναι καθαρά θέμα χρόνου». «Θα μπορούσαμε τώρα να τους είχαμε φορτωμένους στο πορτ-μπαγκάζ, αναίσθητους» διαμαρτυρήθηκε ο Μπένι «και να πηγαίναμε γραμμή για εκείνο το παλιό εργοστάσιο». Η Σίντι άνοιξε το φερμουάρ της τσάντας της κι έβγαλε από μέσα ένα βαμβακερό σακούλι που το άνοιγμά του έκλεινε με ένα κόκκινο κορδονάκι. «Εδώ είναι οι ρίζες του Αδάμ και της Εύας. Ραμμένες η μια με την άλλη». Ο άλλος δεν είπε τίποτε.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

251

Η Σίντι έβγαλε στη συνέχεια από την τσάντα της ένα βαζάκι. «Το Μείγμα του Ιούδα, που είναι μπουμπούκια από τον Κήπο της Γαλαάδ, ασημόσκονη, αίμα κουνελιού, απόσταγμα Βαν Βαν, κοπανισμένα... «Και τι τα κάνεις όλα αυτά;» «Ανακατεύω μισό κουταλάκι μείγμα σ' ένα ποτήρι ζεστό γάλα και το πίνω κάθε πρωί πατώντας πάνω σε αλάτι που έχω ρίξει στο πάτωμα». «Πολύ επιστημονικό μου ακούγεται». Της Σίντι δεν της διέφυγε η ειρωνεία στα λεγόμενα του συντρόφου της. «Σιγά τώρα μην ξέρεις εσύ τα πάντα γύρω από τις επιστήμες. Δεν είσαι Άλφα ούτε καν Βήτα. Είσαι Γάμα, όπιος κι εγώ άλλωστε». «Σωστά», συμφώνησε ο Μπένι. «Είμαι Γάμα. Άρα δεν είμαι κούτσουρο, όπως οι Έψιλον, αλλά ούτε και προληπτικός όπως είναι οι άνθρωποι της Παλιάς Ράτσας. Είμαι Γάμα!» Η Σίντι έβαλε το σακούλι με το παράξενο μείγμα πάλι στην τσάντα της, κι έκλεισε το φερμουάρ. «Δεν ξέρω πια τι να κάνω», είπε ο Μπένι. «Μην ξεχνάς την αποστολή μας», του θύμισε η Σίντι. «Που είναι να σκοτώσουμε την Ο' Κόνορ και τον Μάντισον. Κι απορώ γιατί δεν το έχουμε κάνει ήδη». Ο Μπένι κοίταξε μέσα από το τζάμι του παρμπρίζ προς τη μεριά του δάσους. Από την ημέρα που είχε αποσυνδεθεί από τη δεξαμενή δημιουργίας του, ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τόσο χάλια. Πάντα επιθυμούσε τη σταθερότητα και τον έλεγχο της κατάστασης αντί γι' αυτό όμως ένιωθε να βυθίζεται στο χάος. Κι όσο περισσότερο τον βασάνιζε αυτό το δίλημμα, τόσο περισσότερο αισθανόταν χαμένος μέσα σ' ένα γκρίζο σύν-

252

Dean Koontz

νεφο απόγνωσης κι απελπισίας. Ζυγιάζοντας απ' τη μια το καθήκον του προς τον Βίκτωρα, απ' την άλλη το προσωπικό του συμφέρον, αναρωτήθηκε γιατί είχε φτιαχτεί σαν ο τέλειος υλιστής, τη στιγμή που του ζητείτο να ενδιαφερθεί και για κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό του. Γιατί να χολόσκαγε και για πράγματα που δεν αφορούσαν στις άμεσες προσωπικές του ανάγκες -κάτι όμως που αν δεν έκανε, ο δημιουργός του θα έβαζε τέρμα στην ύπαρξή του με την κατηγορία της ανυπακοής; Γιατί να τον απασχολούσε το ζήτημα της επικράτησης της Νέας Ράτσας, τη στιγμή που τα όρια του υπαρκτού κόσμου ήταν αυστηρά καθορισμένα, και τίποτε δεν υπήρχε πέρα απ' αυτόν; Ποιο το όφελος από τον αφανισμό της ανθρωπότητας και την κατά κράτος επικράτηση πάνω στη φύση, ποια η σημασία της εκστρατείας στη συνέχεια στα άστρα και το διάστημα, αν η φύση ολόκληρη -απ' άκρη σ' άκρη του σύμπαντος κόσμου- θα είχε αποδειχθεί στο μεταξύ μια άχρηστη μηχανή, αφού η σύλληψη και η δημιουργία της δε θα είχε πια κανένα νόημα; Ο Μπένι είχε φτιαχτεί σαν ον της δράσης, πάντοτε σε κίνηση, εκτελώντας αποστολές, εκτελώντας ανθρώπους. Δεν είχε φτιαχτεί για να σκέφτεται και να προβληματίζεται γύρω από φιλοσοφικά ζητήματα. «Ωραία, ας αφήσουμε αυτού του είδους σε βάθος συλλογισμούς στους Άλφα και τους Βήτα», είπε τέλος. «Εγώ αυτό κάνω πάντα», είπε η Σίντι. «Δε μιλάω σε σένα, στον εαυτό μου μιλάω». «Μπα! Πρώτη φορά σε ακούω να κάνεις κάτι τέτοιο». «Ξεκινάω από σήμερα». Η Σίντι στράβωσε τα μούτρα της. «Και πώς θα ξέρω

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

253

εγώ πότε απευθύνεσαι σε μένα, και πότε μιλάς στον εαυτό σου;» «Έννοια σου, και δεν πρόκειται να τα πολύ-λέω με τον εαυτό μου. Να μη σου πω ότι μπορεί και να μην το ξανακάνω. Ο εαυτός μου δε μ' ενδιαφέρει και τόσο». «Θα ενδιαφερόμασταν περισσότερο για εμάς, αν είχαμε ένα μωράκι». Ο Μπένι αναστέναξε. «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Θα ξεπαστρεύουμε όσους μας λένε να ξεπαστρεύουμε, μέχρι κάποια στιγμή να ξεπαστρέψει κι εμάς τους ίδιους ο δημιουργός μας. Πρόκειται για κάτι που είναι πέρα απ' τον έλεγχο μας». «Όχι όμως και πέρα από τον έλεγχο του Ίμπο». «Αυτού που είναι κόκκινος;» τη ρώτησε. «Ακριβώς. Θέλεις να έρθεις μαζί μου να γνωρίσεις τη Ζωζώ Ντελίλε, και να πάρεις κι εσύ γκρε-γκρε που φέρνουν την ευτυχία;» «Όχι. Όλο που θέλω εγώ είναι να δέσω χειροπόδαρα αυτούς τους δυο μπάτσους, να τους κόψω φέτες και να τους ακούω να ουρλιάζουν τη στιγμή που θα τους στρίβω τ' άντερα». «Εσύ μου είπες να τους προσπεράσουμε», του θύμισε. «Λάθος μου. Πάμε να τους βρούμε».

Κεφάλαιο 37

Καθισμένος στο γραφείο του εργαστηρίου του, ο Βίκτωρ έκανε ένα διάλειμμα τρώγοντας μπισκότα, όταν στο μόνιτορ του υπολογιστή του εμφανίστηκε η μορφή της Ανουνσιάτα, φωτεινή και άψογη στην ψηφιακή της τελειότητα. «Κύριε Ήλιος, μου ζήτησε ο Γουέρνερ να σας μεταφέρω πως βρίσκεται στο δωμάτιο του Ράνταλ Έξι, και ότι εκρήγνυται». Παρόλο που η Ανουνσιάτα δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, παρά η εκδήλωση ενός περίπλοκου λογισμικού, ο Βίκτωρ της πέταξε εξοργισμένος: «Πάλι μου τα κάνεις θάλασσα». «Ορίστε;» «Δεν είναι δυνατόν να σου είπε κάτι τέτοιο. Ξαναδιάβασε το μήνυμά του, και φρόντισε να μου το μεταφέρεις σωστά». Ο Γουέρνερ είχε αναλάβει να εξερευνήσει προσωπικά ο ίδιος το δωμάτιο του Ράνταλ Έξι, και να ελέγξει τα αρχεία στον υπολογιστή του. Ακούστηκε πάλι η φωνή της Ανουνσιάτα: «Κύριε Ήλιος, ο Γουέρνερ μου ζήτησε να σας μεταφέρω ότι βρίσκεται στο δωμάτιο του Ράνταλ Έ ξ ι και ότι εκρήγνυται».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

255

«Λοιπόν, επικοινώνησε πάλι με τον Γουέρνερ, ζήτησε του να σου επαναλάβει το μήνυμά του, κι όταν καταλάβεις τι ακριβώς σου λέει, κάλεσέ με». «Μάλιστα, κύριε Ήλιος». Έχοντας ήδη φέρει στα χείλη του το τελευταίο μπισκότο που υπήρχε στο πιατάκι, ο Βίκτωρ, περίμενε με το χέρι του μετέωρο να ακούσει το «κύριε Ήλιος» της Ανουνσιάτα να επαναλαμβάνεται, όμως το μόνιτορ παρέμεινε σιωπηλό. Τη στιγμή που το πρόσωπο της χάθηκε από την οθόνη, ο Βίκτωρ αποφάσισε τελικά να φάει το μπισκότο, κατεβάζοντας τη μπουκιά του με μια γουλιά καφέ. Η Ανουνσιάτα εμφανίστηκε ξανά στην οθόνη. «Κύριε Ήλιος, ο Γουέρνερ επιμένει ότι εκρήγνυται και επιθυμεί να σας τονίσει το κατεπείγον της κατάστασής του». Όπως πετάχτηκε όρθιος, ο Βίκτωρ πέταξε την κούπα με τον καφέ του στον απέναντι τοίχο, όπου και έσκασε μ' ένα μεγαλοπρεπές μπραφ, κι έγινε χίλια κομμάτια. «Ανουνσιάτα» είπε, κι ήταν φανερό πως κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσει την οργή του, «για να δούμε αν μπορείς επιτέλους να κάνεις κάτι σωστά. Κάλεσε το θυρωρείο. Εδώ, στο κεντρικό εργαστήριο χύθηκαν καφέδες». «Μάλιστα, κύριε Ήλιος». Το δωμάτιο του Ράνταλ Έξι ήταν στο δεύτερο όροφο, όπου και οι κοιτώνες όλων όσοι είχαν μεν «αποφοιτήσει» από τις δεξαμενές δημιουργίας τους, ωστόσο δεν ήταν έτοιμοι ακόμη να βγουν στην κοινωνία της Παλιάς Ράτσας. Όπως ανέβαινε ο ανελκυστήρας, ο Βίκτωρ προσπαθούσε να φέρει σε λογαριασμό τα νεύρα του. Μετά από διακόσια σαράντα ολόκληρα χρόνια, θα έπρεπε να έχει μάθει ήδη να συγκρατεί τον εκνευρισμό του.

256

Dean Koontz

Η κατάρα που τον κατέτρεχε ήταν πως ήθελε να είναι τέλειος ο' ένα κόσμο γεμάτο ατέλειες. Παρηγορήθηκε κάπως με την πεποίθηση ότι μια μέρα τα όντα που δημιουργούσε θα είχαν εξελιχθεί τόσο πολύ, που δε θα υπολείπονταν σε τίποτε των υψηλών προσδοκιών του. Ως τότε όμως ο κόσμος θα του έκανε τη ζωή δύσκολη με τις ατέλειές του, όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Κι ίσως θα ήταν καλύτερα για τον ίδιο αν ήξερε να γελάει με την κάθε λογής ανοησία, αντί να γίνεται έξω φρενών. Ο Βίκτωρ σπάνια γελούσε. Η τελευταία φορά που θυμόταν να είχε γελάσει με την καρδιά του, ήταν το 1979, με τον Φιντέλ, στην Αβάνα -σχετικά με κάτι επεμβάσεις ανοιχτού εγκεφάλου σε πολιτικούς κρατούμενους με ασυνήθιστα υψηλό δείκτη νοημοσύνης. Φτάνοντας στο δεύτερο όροφο, ο Βίκτωρ ετοιμαζόταν να γελάσει με τον Γουέρνερ, με το λάθος της Ανουνσιάτα. Ό χ ι βέβαια πως ο Γουέρνερ είχε αίσθηση του χιούμορ, ωστόσο ήξερε να καμώνεται πως γελάει. Μάλιστα κάποτε η προσποιητή ιλαρότητα έφτανε να φτιάχνει το κέφι του Βίκτωρα, σαν να ήταν αυθεντική. Όταν βγήκε ο Βίκτωρ από τον ανελκυστήρα κι έστριψε στο διάδρομο, είδε καμιά δεκαριά από τους ανθρώπους του μαζεμένους λίγο πιο πέρα, έξω από την πόρτα του κοιτώνα του Ράνταλ Έξι. Οι συγκεντρωμένοι έδειχναν φανερά ανήσυχοι. Μόλις είδαν το δημιουργό τους, τραβήχτηκαν στην άκρη για να περάσει. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, ο Βίκτωρ βρήκε τον Γουέρνερ πεσμένο ανάσκελα στο πάτωμα. Ο εύρωστος και μυώδης υπεύθυνος ασφαλείας είχε σκίσει το πουκάμισο του: σφάδαζε και μόρφαζε, κι αγκάλιαζε με τα δυο του χέ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

257

ρια του το κορμί του, λες κι ήθελε να το συγκρατήσει να μην του διαλυθεί. Παρόλο που είχε εξασκηθεί κι ήξερε πώς να χρησιμοποιεί την ικανότητα του να καταπολεμάει το σωματικό πόνο, ο Γουέρνερ τώρα ήταν κάθιδρος. Κι έδειχνε πανικόβλητος. «Τι έπαθες;» τον ρώτησε ο Βίκτωρ, γονατίζοντας πλάι του. «Εκρήγνυμαι. Εκρ, εκρ, εκρήγνυμαι». «Μα αυτό είναι παράλογο. Όχι, δεν εκρήγνυσαι». «Είναι σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου να θέλει να γίνει κάτι άλλο», είπε ο Γουέρνερ. «Τι κορακίστικα είναι αυτά που λες;» «Τι θ' απογίνω;» ρώτησε ο Γουέρνερ με αγωνία, όπως τα δόντια του χτυπούσαν μεταξύ τους. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω σου. Άσε να δω τι σου συμβαίνει». «Τι είμαι, γιατί είμαι, πώς μου συμβαίνει αυτό που μου συμβαίνει; Πείτε μου, Πατέρα!» «Δεν είμαι ο πατέρας σου», τον έκοψε ο Βίκτωρ τραχιά. «Πάρε τα χέρια σον!» Όταν ο Γουέρνερ τράβηξε τα χέρια του στα πλάγια κι άφησε να φανεί ο κορμός του από το λαιμό ως κάτω τον αφαλό, ο Βίκτωρ είδε τη σάρκα του να πάλλεται και να αναδεύεται λες και τα οστά του θώρακά του είχαν αίφνης μαλακώσει κι είχαν μεταβληθεί σε παχιούς ιστούς -λες κι ένα σωρό φίδια σάλευαν, κουλουριάζονταν και ξεκουλουριάζονταν πασχίζοντας να βρουν διέξοδο, όπως ήταν φυλακωμένα στο στέρνο του Γουέρνερ, και να δραπετεύσουν. Εμβρόντητος τώρα ο Βίκτωρ μπροστά σ' αυτό το θέαμα, ακούμπησε το χέρι του στο στομάχι του Γουέρνερ, προσπα-

258

Dean Koontz

θώντας να καταλάβει δια της αφής τι ήταν εκείνο που προκαλούσε τέτοιο χάος στα σωθικά του άλλου. Σχεδόν αμέσως διαπίστωσε πως το φαινόμενο δεν οφειλόταν σ' αυτό που είχε φανεί αρχικά. Κανένα ανεξάρτητο ον δε σάλευε μέσα στα σωθικά του Γουέρνερ ούτε τίποτε φίδια ούτε τίποτε άλλο. Η αναπτυγμένη μέσα στη δεξαμενή σάρκα του είχε αλλάξει, είχε καταντήσει μια άμορφη και ζελατινώδης μάζα, συμπαγής μεν όμως ευμετάβλητη, σαν μια πουτίγκα που πάσχιζε να αναπλαστεί και να γίνει κάτι... διαφορετικό από τον Γουέρνερ. Η ανάσα του προϊστάμενου ασφαλείας ακουγόταν τώρα όλο και πιο βαριά. Απ' το στόμα του βγήκαν μερικά πνιχτά βογκητά, λες και κάτι είχε ανέβει ως το φάρυγγά του και τον μπλόκαρε. Τα μάτια του γέμισαν κόκκινες φλεβίτσες, κι όπως γύρισε στο πλάι, κοίταξε τον Πατέρα του μ' ένα αγωνιώδες, άλικο βλέμμα. Τώρα οι μύες σε όλο το μήκος των χεριών του άρχισαν να σαλεύουν και να δένονται κόμπους, να ξετυλίγονται και να παίρνουν πάλι το κανονικό τους σχήμα. Ο παχύς, δυνατός λαιμός του παλλόταν και φούσκωνε, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται. Αυτή η καθολική κατάρρευση δε συντελείτο σε φυσιολογικό επίπεδο. Εδώ το πρόβλημα ήταν μια καθολική κυτταρική μεταμόρφωση, η πιο θεμελιώδης μοριακή βιολογία, η απόσχιση όχι απλώς των ιστών, αλλά της ίδιας της ουσίας. Κάτω από την τεντωμένη παλάμη του Βίκτωρα η σάρκα στο σημείο του στομαχιού πήρε από μόνη της το σχήμα -πήρε από μόνη της το σχήμα- ενός χεριού που από κάπου γύρευε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

259

να πιαστεί, και τον άδραξε, όχι απειλητικά, αλλά σχεδόν με αγάπη, όμως ο Βίκτωρ τραβήχτηκε απότομα, σοκαρισμένος κι έγειρε προς τα πίσω. Όπως τινάχτηκε όρθιος, ο Βίκτωρ άρχισε να φωνάζει: «Φέρτε φορείο! Φέρτε ένα φορείο! Πρέπει να τον πάμε αμέσως στην απομόνωση».

Κεφάλαιο 38

Έχοντας τραβήξει στο πλάι και τους πέντε συρτές της δεύτερης, σαν θησαυροφυλακίου, πόρτας, η Έρικα αναρωτήθηκε αν κάποια από τις τέσσερις προηγούμενες Έρικες είχε ανακαλύψει το μυστικό πέρασμα. Αν ναι, θα προτιμούσε αυτή η κάποια από τις προκατόχους της να μην το είχε κάνει την πρώτη μέρα της δημιουργίας της. Παρόλο που το διακόπτη που άνοιγε σαν πόρτα εκείνο το τμήμα της βιβλιοθήκης τον είχε γυρίσει εντελώς τυχαία, είχε αρχίσει να εκλαμβάνει αυτή της την ανακάλυψη σαν απόρροια μιας αξιοθαύμαστης και δημιουργικής περιέργειας, όπως το είχε θέσει ο κος Σάμιουελ Τζόνσον. Κι η Έρικα ήθελε όσο τίποτε να πιστεύει πως η δικής της περιέργεια ήταν ακόμη ζωηρότερη και πιο αξιοθαύμαστη από εκείνη των προκατόχων της. Αυτή η έλλειιμη μετριοφροσύνης την έκανε να κοκκινίσει λίγο, καλώς ή κακώς όμως, έτσι αισθανόταν. Ήθελε τόσο πολύ να γίνει μια καλή σύζυγος και να μην αποτύχει, όπως είχε συμβεί με τις προηγούμενες. Μπορεί τώρα, αν αυτό το μυστικό πέρασμα το είχε ανακα-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

261

λύψει και κάποια από τις προηγούμενες Έρικες, στο τέλος να μην είχε βρει το κουράγιο να προχωρήσει στο εσωτερικό του. Μα αν και πάλι το είχε τολμήσει, να μην είχε βρει τη δύναμη να ανοίξει καν την πρώτη ατσάλινη πόρτα. Η Έρικα Πέντε πέταγε τη σκούφια της για περιπέτειες, όπως η Νάνσι Ντρου -ή ακόμη καλύτερα όπως η Νόρα Τσαρλς, η σύζυγος του Νικ Τσαρλς, του κεντρικού ήρωα ντετέκτιβ στο βιβλίο του Ντάσιελ Χάμετ, Ο Αδύνατος Αντραςένα ακόμη μυθιστόρημα στο οποίο η Έρικα μπορούσε να αναφερθεί με τρόπο εύστοχο, τι κι αν δεν το είχε ξεφυλλίσει καν από φόβο γι' αυτή την ίδια τη ζωή της. Έχοντας τραβήξει στο πλάι και τον τελευταίο σύρτη, η Έρικα δίστασε, απολαμβάνοντας στο έπακρο τον ενθουσιασμό και την αγωνία της. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία πως, ό,τι κι αν έκρυβε πίσω της αυτή η δεύτερη πόρτα, ασφαλώς θα ήταν ύψιστης σημασίας για τον Βίκτωρα -ίσως τόσο σημαντικό, που θα αρκούσε για να κατανοήσει κανείς σε βάθος και σε όλες τις πτυχές της την ψυχή του ανδρός. Μέσα στις επόμενες δυο, τρεις ώρες ίσως η Έρικα να μάθει περισσότερα για το λαμπρό πλην αινιγματικό σύζυγο της απ' όσα θα μάθαινε ζώντας έναν ολόκληρο χρόνο στο πλάι του. Περίμενε πως θα έβρισκε μια καταγραφή των μύχιων μυστικών του, των προσδοκιών του, των παρατηρήσεων του πάνω σε ζητήματα όπως η ζωή κι η αγάπη. Βέβαια κατά βάθος ήταν μάλλον ανεδαφικό να πίστευε κανείς πως ολόκληρο μυστικό πέρασμα, μαζί με το ηλεκτροφόρο μαγνητικό πεδίο που το προστάτευε, είχαν φτιαχτεί μόνο και μόνο για να προστατεύουν το ημερολόγιο του Βίκτωρα, τη στιγμή που θα μπορούσε να το κρατάει φυλαγμένο σε κάποιο συρτάρι.

262

Dean Koontz

Εν πάση περιπτώσει όμως η Έρικα ήλπιζε κι ευχόταν με όλη της τη δύναμη πως στο τέλος θα ανακάλυπτε μια τέτοια γραμμένη στο χαρτί κατάθεση ψυχής, που θα της έδινε την ευκαιρία να γνωρίσει τον άντρα της καλύτερα, που θα της άνοιγε το δρόμο ως τα βάθη της καρδιάς του, έτσι ώστε στο τέλος να ήταν η ίδια σε θέση να τον υπηρετεί όσο καλύτερα γινόταν. Ένιωθε λίγο έκπληκτη -μια έκπληξη ευχάριστη ωστόσο- στη διαπίστωση πως η ίδια ήταν τελικά τόσο ρομαντική φύση. Στο μεταξύ δεν της είχε διαφύγει η λεπτομέρεια πως οι σύρτες στις δυο πόρτες ήταν από την έξω μεριά. Που με τη σειρά του σήμαινε πως είχαν φτιαχτεί έτσι ώστε να κρατούν φυλακισμένο εκεί μέσα κάποιον ή κάτι. Η Έρικα δεν ήταν αυτό που λέμε άφοβη, όμως απ' την άλλη ούτε και δειλή θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς. Όπως και όλα τα μέλη της Νέας Ράτσας, η κοπέλα διέθετε μεγάλη δύναμη, ευστροφία και σβελτάδα και μια ενστικτώδη, ζωώδη σχεδόν, εμπιστοσύνη στις σωματικές της ικανότητες. Έστω κι έτσι όμως, ζούσε την κάθε της στιγμή απόλυτα υποταγμένη στο δημιουργό της. Αν άκουγε ποτέ την εντολή -μια εντολή δια στόματος Βίκτωρ- να θέσει τέρμα στην ύπαρξή της, θα υπάκουε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όπως άλλωστε προέβλεπε ο προγραμματισμός της. Ο Γουίλιαμ είχε λάβει μια τέτοια εντολή από τηλεφώνου και, παρά τη δραματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν τη συγκεκριμένη στιγμή, είχε υπακούσει. Όπως ακριβώς είχε τη δυνατότητα να απομονώνει το σωματικό πόνο -κάτι που μπορούσε να κάνουν τα μέλη της Νέας Ράτσας σε περιπτώσεις κρίσεων- κατά την ίδια έννοια μπορούσε να απε-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

263

νεργοποιήσει το νευρικό του σύστημα με το που θα έπαιρνε τη σχετική εντολή. Ο και εγένετο. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Γουίλιαμ είχε σταματήσει τη λειτουργία της καρδιάς του, είχε πάψει να αναπνέει κι είχε πεθάνει επιτόπου. Κι όλα αυτά βέβαια δε θα μπορούσαν να αποτελούν μέρος ενός σχεδίου που θα απέβλεπε στο δικό του ηθελημένο τερματισμό της ζωής του. Μόνο η αυστηρά διατυπωμένη, σχεδόν τελετουργική εντολή, δοσμένη δια στόματος του δημιουργού του και μόνο, θα μπορούσε να θέσει σε λειτουργία τη διαδικασία αυτοεξόντωσης. Όταν η ύπαρξή σου είναι υποταγμένη κι εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από κάποιον άλλο, όταν η ζωή σου κρέμεται από μια κλωστή που μπορεί ανά πάσα στιγμή να κοπεί από μια κοφτερή σαν ψαλίδι ξερή εντολή, τότε δεν έχεις και πολλά περιθώρια για να τρέμεις στην ιδέα του τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μια σφαλισμένη πόρτα. Η Έρικα άνοιξε και τη δεύτερη πόρτα, κι ο χώρος που ανοιγόταν μπροστά της φωτίστηκε αυτόματα. Διάβηκε το κατώφλι και βρέθηκε μέσα σ' ένα άνετο σαλόνι βικτωριανού στυλ. Δίχως παράθυρα, ο περίπου 50 τ.μ. χώρος είχε πάτωμα από καλογυαλισμένο μαόνι κι ήταν στρωμένος μ' ένα βαρύτιμο περσικό χαλί. Οι τοίχοι του ήταν ντυμένοι με ταπετσαρία Γουίλιαμ Μόρις, και το ταβάνι -επίσης από μαόνι- ήταν χωρισμένο σε τετράγωνα τελάρα. Το περασμένο με μαύρο βερνίκι ξύλο καρυδιάς του τζακιού περιστοιχιζόταν από πλακάκια Γουίλιαμ ντε Μόργκαν στην εστία. Βαλμένος ανάμεσα σε δυο λαμπατέρ με σκίαστρα που τα άκρα τους κοσμούσε μπορντούρα από μετάξι Σαντούγκ, ένας Τσέστερφιλντ καναπές, με πάνω του ακουμπισμένα μα-

264

Dean Koontz

ξιλαράκια ντυμένα με υφάσματα με γιαπωνέζικες στάμπες, ιδανικός για να ξαπλώνει επάνω του ο Βίκτωρ όποτε το επιθυμούσε, όχι για να κοιμηθεί (ή έτσι πίστευε η Έρικα), αλλά απλώς για να ξαποστάσει, και να συλλάβει με το λαμπρό μυαλό του σχέδια μεγαλεπήβολα και μοναδικά. Και πιο εκεί μια καρέκλα με ψηλή ράχη κι ένα σκαμνάκι για τα πόδια λίγο πιο μπρος της, όπου ο Βίκτωρ θα μπορούσε να στοχαστεί με την πλάτη του στητή υπό το φως ενός τρίτου λαμπατέρ που το σκίαστρό του ήταν στολισμένο με χαντρούλες. Μέσα σ' ένα τέτοιο χώρο ο Σέρλοκ Χολμς ασφαλώς θα αισθανόταν σαν στο σπίτι του ή ακόμη κι ο Χ. Τζ. Γουέλς* ή ο Γκ. Κ. Τσέστερτον.* Όμως εκείνο που τραβούσε το μάτι σου, είτε στον καναπέ καθόσουν, είτε στην καρέκλα, ήταν μια τεράστια βιτρίνα με 3 μέτρα μήκος, 1,5 φάρδος και βάθος πάνω από ένα μέτρο. Τούτο το κομμάτι ήταν δουλεμένο έτσι που να ανταποκρίνεται κατά το περισσότερο δυνατό στη βικτωριανή τεχνοτροπία. Στηριζόταν πάνω σε τέσσερα μπρούτζινα πόδια σαν αρπακτικών, που έσφιγγαν το καθένα από μια μπάλα ανάμεσα στα γαμψά του νύχια. Τα έξι φύλλα τζαμιού γώνιαζαν στις άκριες τους κάνοντας να παιχνιδίζει το φως που τις χτυπούσε κι ήταν στερεωμένες σε κορνίζες από φίνα δουλεμένο μπρούτζο με επίχρυσα επιθέματα. Όλη μαζί η βιτρίνα έμοιαζε με τεράστια μπιζουτιέρα. Κάτι ακαθόριστο με χρυσοκόκκινο χρώμα έπιανε όλο το εσωτερικό της βιτρίνας, κι ήταν σαν να προκαλούσε το μάτι *Η. G. Wells: Άγγλος συγγραφέας. Γνωστά του έργα είναι, Η Μηχανή του Χρόνου και το Ο Πόλεμος των Κόσμων. *G. Κ. Chesterton: Άγγλος συγγραφέας, πολυσχιδής και πολυγραφότατος, γνωστός και σαν «Πρίγκιπας του Παραδόξου».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

265

να μαντέψει περί τίνος ακριβώς επρόκειτο. Τη μια στιγμή το μυστήριο υλικό έμοιαζε με υγρό που το διέτρεχαν ρεύματα που μόλις τα έπιανε το μάτι. Και την άλλη στιγμή έμοιαζε με πυκνό ατμό, με αέριο ίσως, που αναδευόταν στο εσωτερικό της βιτρίνας. Έτσι ακαθόριστο και μυστηριώδες, αυτό το πράγμα τράβηξε την προσοχή και το ενδιαφέρον της Έρικα, όπως ακριβώς το βλέμμα του Δράκουλα είχε μαγνητίσει και οδηγήσει τη Μίνα Χάρκερ προς τον αφανισμό της, στις σελίδες ενός μυθιστορήματος που μάλλον δεν προσφερόταν για επίδειξη γνώσεων λογοτεχνίας στο πλαίσιο κάποιου επίσημου δείπνου στην Γκάρντεν Ντίστρικτ, μα που ωστόσο υπήρχε «κατεβασμένο» στο ρεπερτόριο της Έρικα. Έτσι όπως διαθλούσε το φως των λαμπατέρ που απορροφούσε, αυτή η υγρή ή αεριώδης μάζα έμοιαζε να φέγγει ολόκληρη. Και αυτή η εσωτερική φωτεινότητα άφηνε να φανεί ένα σκοτεινό σχήμα που αιωρείτο στο κέντρο ακριβώς της βιτρίνας. Η Έρικα δεν μπορούσε να διακρίνει έστω και την παραμικρή λεπτομέρεια του αντικειμένου στο εσωτερικό της βιτρίνας, όμως, άγνωστο γιατί, το μυαλό της πήγε σε σκαραβαίο βαλσαμωμένο μέσα σε πανάρχαιο κεχριμπάρι. Πλησιάζοντας τώρα στη βιτρίνα, πρόσεξε πως η σκιά του άγνωστου πράγματος ήταν σαν να σάλεψε λίγο, αλλά, το πιο πιθανό ήταν ποος έτσι της είχε φανεί.

Κεφάλαιο 39

Φεύγοντας από το Σίτι Παρκ και φτάνοντας στην Γκάρντεν Ντίστρικτ, η Κάρσον άρχισε να κάνει βόλτες με το αμάξι στους δρόμους γύρω από την έπαυλη του Βίκτωρα Ήλιος. Οι δυο αστυνομικοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να κάνουν έφοδο με τα όπλα προτεταμένα για ν' αρχίσουν το κυνήγι του Φράνκενσταϊν, όμως έπρεπε να ελέγξουν την περιοχή γυρεύοντας τρόπους διαφυγής για την -απίθανη- περίπτωση που, όχι μόνο θα κατάφερναν να σκοτώσουν τον Βίκτωρα, αλλά και να βγουν από εκεί μέσα ζωντανοί. «Τους τύπους με την άσπρη Μέρκιουρι Μαουντενίρ που συναντήσαμε στο πάρκο» είπε η κοπέλα στον Μάικλ, όπως πήγαιναν με το αμάξι, «τους έχεις ξαναδεί πουθενά;» «Όχι, πάντως ο άντρας μας κούνησε το χέρι». «Εγώ έχω την εντύπωση πως τους έχω ξαναδεί». «Πού;» «Δεν μπορώ να θυμηθώ». «Μα τι λες τώρα; Σου φάνηκαν ύποπτοι;» «Πάντως δε μου άρεσε το χαμόγελο του», είπε η Κάρσον, ρίχνοντας μια ματιά στο καθρεφτάκι.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

267

«Και τι να κάνουμε τώρα; Ν' αρχίσουμε να πυροβολούμε όσους χαμογελούν ύποπτα;» «Τι γύρευαν εκεί πέρα; Το δρόμο τον χρησιμοποιούν παρκοφύλακες, και το αμάξι τους μόνο με τέτοιο δεν έμοιαζε». «Γιατί, μήπως εμείς είμαστε άνθρωποι του πάρκου; Αν σκέφτεσαι έτσι, δε θέλει και πολύ για να γίνεις παρανοϊκός». «Πρέπει να γίνουμε παρανοϊκοί», του είπε. «Θέλεις δηλαδή να γυρίσουμε πίσω να τους βρούμε και να τους ρίξουμε;» «Να σου πω, αν το κάναμε, θα ένιωθα καλύτερα», του αποκρίθηκε, κοιτώντας πάλι το καθρεφτάκι. Θέλεις να ειδοποιήσουμε τον Δευκαλίωνα, να κανονίσουμε μια συνάντηση;» «Σπάω το κεφάλι μου να βρω πώς μπορεί το ορίτζιναλ τέρας του Φράνκενσταϊν να κάνει αίτηση για κινητό τηλέφωνο». «Αυτό που έχει, ανήκει στον Τζέλι Μπιγκς, τον πανηγυριώτη που μένει στον παλιό κινηματογράφο. Είναι ο φίλος του ανθρώπου που άφησε την αίθουσα κληρονομιά στον Δευκαλίωνα». «Ποιοι γονιοί θα βάφτιζαν το παιδί τους Τζέλι Μπιγκς; Θα ήταν σαν να το καταδίκαζαν σε αιώνια παχυσαρκία». «Δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα. Είναι το καλλιτεχνικό του που χρησιμοποιούσε στα πανηγύρια, στις σκηνές με τα παράξενα». «Ναι, αλλά εξακολουθεί να το χρησιμοποιεί». «Φαίνεται πως, αν δουλέψουν στα πανηγύρια για μεγάλο χρονικό διάστημα, στο τέλος αισθάνονται πιο άνετα με το καλλιτεχνικό τους όνομα, παρά με τα πραγματικό τους».

268

Dean Koontz

«Και ποιο ήταν το καλλιτεχνικό όνομα του Δευκαλίωνα, όταν εμφανιζόταν στα πανηγύρια;» «Το Τέρας». «Όλα αυτά προ της πολιτικά ορθής εποχής, βέβαια. Το Τέρας! Η απόλυτη ισοπέδωση της αυτο εκτίμηση ς. Στις μέρες μας θα τον αποκαλούσαν, Ο Διαφορετικός ή κάτι τέτοιο». «Έστω κι έτσι, πάλι το στίγμα θα του έμενε». «Ναι, βέβαια. Γι' αυτό ίσως θα τον έλεγαν, Η Ασυνήθιστη Ομορφιά. Έχεις τον αριθμό του;» Του είπε τον αριθμό, κι ο Μάικλ τον πληκτρολόγησε. «Έλα, Μάικλ εδώ. Πρέπει να συναντηθούμε». Έδωσε το δικό του νούμερο κι έκλεισε το τηλέφωνο. «Αμάν, αυτά τα τέρατα! Τι αναξιόπιστα! Είχε κλειστή τη συσκευή του. Μου απάντησε ο αυτόματος τηλεφωνητής».

ΚεφάλαLO 40

Στη ντουλάπα με τα πανωφόρια, λίγο πιο πέρα στο χολ μεταξύ καθιστικού και κουζίνας, ο Ράνταλ Έξι δεν αισθάνεται ακόμη απόλυτα ευτυχής, πάντως είναι ικανοποιημένος τώρα που έχει βρει το σπιτικό του. Πρώην κλινικές που έχουν μετατραπεί σε εργαστήρια βιολογικής μηχανικής και δημιουργίας κλώνων, απ' ό,τι ξέρει ο Ράνταλ, δε διαθέτουν ντουλάπες για πανωφόρια. Και μόνο η ύπαρξη μιας τέτοιας ντουλάπας, φωνάζει από μόνη της τη μαγική λέξη: σπιτικό! Ζώντας κανείς κοντά στους υδρότοπους και τους βάλτους της Νέας Ορλεάνης, σίγουρα δεν έχει μεγάλη ανάγκη ούτε από πανωφόρια ούτε από μπουφάν με κουκούλες. Κρεμασμένα στη ντουλάπα είναι μονάχα μερικά ελαφριά μπουφάν με φερμουάρ. Στο πάτωμα είναι τακτοποιημένα κουτιά που περιέχουν διάφορα, όμως έστω κι έτσι υπάρχει αρκετός χώρος για να βολευτεί ο Ράνταλ καθιστός. Είναι όμως τόσο αναστατωμένος, που δεν μπορεί καν να καθίσει, έτσι στέκει όρθιος στο απόλυτο σκοτάδι, τρέμοντας σχεδόν από προσμονή.

270

Dean Koontz

Δεν τον πειράζει να μένει εκεί όρθιος στα σκοτεινά, για ώρες ή και για μέρες. Ακόμη και αυτή η στενόχωρη ντουλάπα είναι προτιμότερη από τον κοιτώνα του στην παλιά κλινική, κι από εκείνα τα φοβερά μηχανήματα πάνω στα οποία τον αλυσόδενε συχνά ο δημιουργός του στη διάρκεια επώδυνων πειραμάτων. Εκείνο που τον βάζει στον πειρασμό να σκάσει λίγο την πόρτα της ντουλάπας είναι, κατ' αρχάς, το χαρούμενο τραγούδι της γυναίκας και ο ευχάριστος ήχος των κατσαρολικών μέσα στην κουζίνα. Κατά δεύτερον η γαργαλιστική μυρωδιά των τσιγαρισμένων σε βούτυρο κρεμμυδιών του έχει ανοίξει την όρεξη. Αφού ο Ράνταλ είχε καταφέρει να βάλει στο στόμα του καφέ τροφή, ίσως να μπορεί να δοκιμάσει εκ του ασφαλούς τα πάντα. Χωρίς να έχει απόλυτη συναίσθηση, μαγεμένος από τις τόσες σπιτίσιες μυρωδιές και τους σπιτίσιους ήχους, ο Ράνταλ Έξι ανοίγει κι άλλο την πόρτα της ντουλάπας και τολμάει να βγει στο χολ. Το άνοιγμα που μπάζει στην κουζίνα απέχει λιγότερο από τεσσεράμισι μέτρα από εκεί που στέκεται. Ο Ράνταλ Έ ξ ι βλέπει τη γυναίκα που τραγουδάει, όπως στέκει μπροστά στην ηλεκτρική κουζίνα, με την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος του. Ισως αυτή είναι η χρυσή του ευκαιρία για να χωθεί βαθύτερα μέσα στο σπίτι και να ψάξει για τον Άρνι Ο' Κόνορ. Το άγιο δισκοπότηρο της αναζήτησής του είναι κάπου εκεί, πολύ κοντά του: το χαμογελαστό αυτιστικό αγόρι που κρατάει το μυστικό της ευτυχίας. Πάντως η γυναίκα που στέκει μπροστά στην ηλεκτρική

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

271

κουζίνα τον μαγεύει, στη σκέψη πως πρέπει να είναι η μητέρα του Άρνι. Η Κάρσον Ο' Κόνορ είναι η αδερφή του μικρού αυτιστικού, όμως ετούτη εδώ δεν είναι η Κάρσον που είχε δει ο Ράνταλ στη φωτογραφία της εφημερίδας. Κανονικά σε μια οικογένεια της Παλιάς Ράτσας θα πρέπει να υπάρχει και μητέρα. Ο Ράνταλ Έξι είναι παιδί του Ελέους, γέννημα του Ελέους και θρέμμα του Ελέους, και δεν είχε αντικρίσει ποτέ άλλοτε μια μάνα. Στις τάξεις των όντων της Νέας Ράτσας δεν υπάρχει τέτοιο πλάσμα. «Μητέρες» είναι οι δεξαμενές δημιουργίας. Το πλάσμα που βλέπει να στέκει εμπρός του δεν είναι απλώς ένα θηλυκό. Είναι ένα ον στο έπακρο μυστηριώδες, ικανό να παράγει ανθρώπινη ζωή μέσα στα σπλάχνα του, δίχως την αρωγή πολύπλοκων μηχανημάτων όπως απαιτείται για τη δημιουργία πλασμάτων της Νέας Ράτσας στο εργαστήριο. Εν καιρώ, όταν όλα τα όντα της Παλιάς Ράτσας θα έχουν εξοντωθεί μέχρι το τελευταίο -κάτι που προβλέπεται να συμβεί στο όχι και τόσο απώτερο μέλλον- οι μητέρες σαν και αυτή τη γυναίκα θα γίνουν πρόσωπα μυθικά, κεντρικά στους θρύλους και τις παραδόσεις του αύριο. Έτσι ο Ράνταλ δεν μπορεί παρά να την αντιμετωπίζει με θαυμασμό, εκστασιασμένος. Ξυπνάει βαθιά μέσα του τα πιο παράξενα συναισθήματα. Ένα δυσεξήγητο σεβασμό. Οι μυρωδιές, οι ήχοι, η μαγική ομορφιά της κουζίνας τον τραβούν σαν μια παράξενη δύναμη προς το άνοιγμα που οδηγεί προς τα εκεί. Γυρνώντας την πλάτη της στην ηλεκτρική κουζίνα για να

272

Dean Koontz

πάει εκεί που είναι ένα ξύλο για το κόψιμο του ψωμιού, πλάι στο νεροχύτη, κι όπως τραγουδάει ακόμη χαμηλόφωνα, η γυναίκα δε βλέπει με την άκρη του ματιού της τον Ράνταλ Έξι που στέκει παρακεί. Όπως τη βλέπει ο Ράνταλ προφίλ, και την ακούει να τραγουδάει ετοιμάζοντας το δείπνο, του μοιάζει πιο ευτυχισμένη κι απ' αυτόν ακόμη τον Άρνι, έτσι όπως τον είχε δει στη φωτογραφία. Προχωρώντας προς την κουζίνα, ο Ράνταλ κάνει τη σκέψη πως ίσως τελικά αυτή η γυναίκα να είναι στ' αλήθεια η πηγή της ευτυχίας του Άρνι. Ίσως ό,τι χρειάζεται για να νιώθει κανείς ευτυχισμένος, είναι μια μάνα που να τον έχει κουβαλήσει στα σπλάχνα της, και που γι' αυτήν να είναι εξίσου ανεκτίμητος και πολύτιμος όσο και η ίδια της η ύπαρξη. Την τελευταία φορά που ο Ράνταλ Έξι είχε δει τη δεξαμενή δημιουργίας του ήταν πριν από τέσσερις μήνες, όταν τον είχαν βγάλει απ' αυτήν. Δε θέλει να ξαναβρεθεί κοντά της. Όπως η γυναίκα του γυρνάει πάλι την πλάτη για να γυρίσει στην ηλεκτρική κουζίνα -μη έχοντας πάρει χαμπάρι ακόμη την παρουσία του εκεί μέσα- ο Ράνταλ νιώθει συνεπαρμένος από αισθήματα που του είναι πρωτόγνωρα -συναισθήματα που ούτε να ονοματίσει μπορεί ούτε να περιγράψει με λόγια. Τον κυριεύει μια λαχτάρα, όμως τι ακριβώς είναι αυτό που λαχταράει δε γνωρίζει. Η γυναίκα τον έλκει, έτσι όπως η βαρύτητα έλκει ένα μήλο που πέφτει από μια μηλιά. Όπως περνάει τώρα στην κουζίνα και την πλησιάζει, ο Ράνταλ νιώθει πως ένα απ' τα πράγματα που θέλει είναι να δει το είδωλο του στα μάτια της -το πρόσωπο του μέσα στα μάτια της.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

273

Το γιατί του διαφεύγει. Και θέλει ακόμη να νιώσει το χέρι της στο κεφάλι του, όπως θα σπρώχνει τρυφερά τα μαλλιά του προς τα πίσω. Θέλει ακόμη να τη δει να του χαμογελάει. Δεν ξέρει γιατί. Στέκει ακριβώς από πίσω της, τρέμοντας από τη δυνατή συγκίνηση, ένα συναίσθημα που ποτέ μέχρι τώρα δεν τον είχε συνταράξει έτσι -ένα συναίσθημα που αγνοούσε πως μπορούσε να νιώσει. Για μερικά δευτερόλεπτα ακόμη η γυναίκα εξακολουθεί να αγνοεί την παρουσία του μέσα στην κουζίνα, όμως μετά κάτι συμβαίνει που την ξαφνιάζει. Γυρνάει αναστατωμένη, και βάζει τις φωνές σαστισμένη και πανικόβλητη. Η γυναίκα κρατάει ένα μαχαίρι που έχει πάρει από το ξύλο για το κόψιμο του ψωμιού. Παρόλο που η γυναίκα δεν επιχειρεί να τον απειλήσει με το μαχαίρι, ο Ράνταλ Έξι το πιάνει με το αριστερό του χέρι από τη λάμα κόβοντας την παλάμη του, της το αποσπά και το πετάει στην άλλη άκρη της κουζίνας. Με τη δεξιά γροθιά του τη χτυπάει στο πλάι του κεφαλιού -τη χτυπάει και αυτή πέφτει στο πάτωμα.

Κεφάλαιο 41

Μετά τον Εσπερινό, στο πρεσβυτέριο της Εκκλησίας της Παναγίας μας Της Πενθούσας, ο Δευκαλίων έμεινε να παρακολουθεί τον Πατέρα Πάτρικ Ντουκέιν τη στιγμή που γέμιζε δυο κούπες με καφέ. Ο οικοδεσπότης του τον είχε ρωτήσει αν ήθελε γάλα και ζάχαρη στον καφέ του, όμως ο γίγαντας είχε αρνηθεί. «Τον κάνω δυνατό» είπε ο ιερέας, όποος κάθισε απέναντι από τον Δευκαλίωνα στο τραπέζι, «σχεδόν πικρό. Έ χ ω μια αδυναμία στην πικράδα». «Αυτό συμβαίνει με όλους του είδους μας», παρατήρησε ο Δευκαλίων. Τις αρχικές συστάσεις τις είχαν κάνει όσο ήταν ακόμη στο εξομολογητήριο. Γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλο και μάλιστα επί της ουσίας αυτού που ήταν ο καθένας τους, αν και ο Ντουκέιν αγνοούσε τις λεπτομέρειες τις σχετικές με τον τρόπο δημιουργίας του Δευκαλίωνα. «Τι έπαθε το πρόσωπο σου;» τον ρώτησε. «Εξόργισα το δημιουργό μου και τόλμησα να σηκώσω χέρι επάνω του. Είχε εμφυτεύσει στο κρανίο μου μια συσκευή, εν

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

275

αγνοία μου. Φορούσε ένα ειδικό δαχτυλίδι και με την εκπομπή ενός σήματος ενεργοποιούσε τη συσκευή». «Εμείς σήμερα είμαστε προγραμματισμένοι να απενεργοποιούμαστε στο άκουσμα μιας πολύ συγκεκριμένα διατυπωμένης εντολής δια στόματος του -κάτι σαν τα κινητά τηλέφωνα και τους υπολογιστές που λειτουργούν με φωνητικές εντολές». «Εγώ προέρχομαι από ένα πολύ παλιότερο και πρωτόγονο στάδιο της δουλειάς του. Σκοπός της συσκευής που είχε βάλει στο κρανίο μου ήταν η καταστροφή μου. Όμως αυτό το μαραφέτι υπολειτούργησε, κάνοντάς με απλώς να φαίνομαι το τέρας που είμαι». «Και το τατουάζ;» «Μια φιλότιμη, αν και ανεπαρκής προσπάθεια κάλυψης του προβλήματος στο πρόσωπο μου. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το έχω περάσει σε πανηγύρια και τέντες επίδειξης τεράτων, όπου τα εκθέματα είναι κάθε λογής απόβλητοι της κοινωνίας. Αλλά, προτού έρθω στη Ν. Ορλεάνη, έμεινα για κάποιο διάστημα σε ένα μοναστήρι βουδιστών στο Θιβέτ. Κάποιος φίλος μοναχός φιλοτέχνησε το πρόσωπο μου προτού φύγω». «Όταν λες πρωτόγονο, πόσο πρωτόγονο;» ρώτησε ο ασπρομάλλης ιερέας, πίνοντας μια γουλιά από το μαυροζούμι του. Ο Δευκαλίων δίστασε, μη θέλοντας να αποκαλύψει τις καταβολές του, όμως στη συνέχεια κατάλαβε πως, κάτι το ασυνήθιστο μπόι του, κάτι η σαν αστραπή αναλαμπή που φλόγιζε πού και πού το βλέμμα του, κάτι το σακατεμένο του πρόσωπο αποτελούσαν από μόνα τους σαφείς ενδείξεις ως προς την ταυτότητά του. «Διακόσια χρόνια πριν, και βάλε.

276

Dean Koontz

Είμαι ο πρώτος του». «Άρα αληθεύει», είπε ο Ντουκέιν, και η έκφραση στο πρόσωπο του έγινε ακόμη πιο πελιδνή. «Αν είσαι ο... πρωτότοκος του κι έχεις ζήσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε πράγματι εμείς θα ζήσουμε χίλια χρόνια κι η γη θα γίνει η κόλασή μας». «Μπορεί, μπορεί και όχι. Εγώ έζησα αιώνες ολάκερους όχι γιατί γνώριζε τότε ακόμη πώς να με κάνει αθάνατο. Η μακροζωία μου και μερικά ακόμη που με διακρίνουν είναι απόρροια μιας αστραπής που ουσιαστικά με έφερε στη ζωή. Εκείνος πιστεύει πως έχω πεθάνει από καιρό... και δεν υποπτεύεται πως έχω κι εγώ το δικό μου πεπρωμένο». «Αστραπή; Τι εννοείς;...» Ο Δευκαλίων ήπιε από τον καφέ του. Ακουμπώντας πάλι την κούπα του πάνω στο τραπέζι, έμεινε σιωπηλός για κάμποσο, τέλος είπε: «Η αστραπή από μόνη της δεν είναι παρά ένα καιρικό φαινόμενο, όμως εγώ εδώ δεν αναφέρομαι σ' αυτό καθαυτό το αστροπελέκι, όταν λέω πως με χτύπησε κάτι που προερχόταν από κάποιο άλλο, ανώτερο βασίλειο». Όπως δούλευε στο μυαλό του αυτή την αποκάλυψη, το χλωμό ως εκείνη τη στιγμή πρόσωπο του Ντουκέιν φάνηκε να παίρνει χρώμα. «Η μακροζωία και πολλά ακόμη ήταν απόρροια της αστραπής. Πολλά ακόμη... συν το πεπρωμένο;» Όπως καθόταν έγειρε μπροστά. «Θες να μου πεις πως... σου δόθηκε ψυχή;» «Θα σε γελάσω. Το να καυχηθώ πως διαθέτω ψυχή, θα ήταν μια κουβέντα αλαζονική και ασυγχώρητη εκ μέρους κάποιου σαν και μένα με τόσο άθλιες καταβολές. Το μόνο που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως μου δόθηκε το χάρισμα να μαθαίνω πράγματα και να τα κατανοώ, η ευλο-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

277

γία ν' αντιλαμβάνομαι τη φύση και τον τρόπο λειτουργίας της -γνώσεις που ούτε ο Βίκτωρ ούτε κανείς άλλος που ζει και κινείται από τούτη τη μεριά του θανάτου πρόκειται να αποκτήσει ποτέ». «Μα τότε» είπε ο ιερέας «εδώ μπροστά μου έχω καθισμένη μια Παρουσία», και η κούπα όπως την κρατούσε ανάμεσα στα τρεμάμενα χέρια του, άρχισε να χτυπάει πάνω στο τραπέζι. «Αν έχεις φτάσει στο σημείο να αναρωτιέσαι» είπε ο Δευκαλίων «κατά πόσο υπάρχει δόση αλήθειας στην πίστη που διδάσκεις -και κάτι μου λέει πως, σε πείσμα του προγραμματισμού σου, αν μη τι άλλο έχεις αναρωτηθεί- τότε δεν έχεις αποκλείσει την πιθανότητα κάθε ώρα και στιγμή να υπάρχει κάπου κοντά σου μια Παρουσία». «Θαρρώ έχω ανάγκη από κάτι πιο δυνατό από τον καφέ που πίνω», είπε ο Ντουκέιν, κι όπως τινάχτηκε όρθιος, έριξε κάτω την καρέκλα που καθόταν. Μπήκε στη δεσπέντζα, κι όταν επέστρεψε κοντά στον Δευκαλίωνα, κρατούσε δυο μπουκάλια μπράντι. «Με το δικό μας μεταβολισμό, χρειάζεται διπλάσια ποσότητα για να θολώνει το μυαλό». «Όχι για μένα», είπε ο Δευκαλίων. «Προτιμώ να μένω νηφάλιος». Ο ιερέας έριξε καφέ στην άδεια κούπα του ως τη μέση, και την απογέμισε με πιοτό. Κάθισε πάλι. Ήπιε μια γουλιά καφέ με μπράντι. Και είπε: «Μίλησες για πεπρωμένο, και σε ό,τι αφορά το δικό σου πεπρωμένο θαρρώ εξηγεί γιατί ήρθες στη Νέα Ορλεάνη μετά από διακόσια ολόκληρα χρόνια». «Το γράφει η μοίρα μου να τον σταματήσω», είπε ο Δευκαλίων. «Να τον σκοτώσω».

278

Dean Koontz

To πρόσωπο του Ντουκέιν έγινε ξανά χλωμό. «Κανείς από εμάς δεν μπορεί να σηκώσει χέρι επάνω του. Το χαλασμένο πρόσωπο σου είναι η καλύτερη απόδειξη». «Εμείς όχι. Είναι όμως άλλοι που μπορούν. Όσοι είναι γεννημένοι άνθρωποι κανονικοί, δεν του χρωστάνε τίποτε, ούτε συμμαχία... ούτε έλεος». Ο ιερέας ήπιε κι άλλο από το κοκτέιλ του. «Όμως μας απαγορεύεται να τον ξεσκεπάσουμε, να συνωμοτήσουμε εναντίον του. Αυτές οι απαγορεύσεις είναι "εγκαταστημένες" στην ύπαρξή μας. Δεν μπορούμε να τον παρακούσουμε». «Σε μένα δεν υπάρχουν εγκατεστημένες τέτοιου είδους δεσμεύσεις», είπε ο Δευκαλίων. «Αναμφίβολα τέτοιες ιδέες του κατέβηκαν αργότερα, ίσως την ημέρα του γάμου του, πριν διακόσια χρόνια... όταν δολοφόνησα τη γυναίκα του». Τη στιγμή που ο ιερέας έριχνε κι άλλο μπράντι, ο λαιμός του μπουκαλιού χτύπησε στο χείλος της κούπας έτσι που έτρεμε το χέρι του. «Σ' όποιο θεό κι αν πιστεύεις, η ζωή δεν παύει να είναι ένα πέπλο από δάκρυα». «Ο Βίκτωρ δεν είναι θεός», επέμεινε ο Δευκαλίων. «Δεν είναι καν τόσο σημαντικός όσο ένας κάλπικος θεός ούτε ο μισός απ' όσο ένας κανονικός άνθρωπος. Μ' αυτή τη διεστραμμένη αντίληψή του περί επιστήμης και την αλόγιστη θέλησή του, έφτασε να είναι ο μισός απ' αυτό που είχε γεννηθεί, έχει καταντήσει τον εαυτό του κάτι κατώτερο κι απ' το τελευταίο και πιο τιποτένιο κτήνος της φύσης». Όλο και πιο αναστατωμένος, παρόλο το μπράντι που είχε κατεβάσει, ο Ντουκέιν άνοιξε το στόμα του και είπε: «Όμως δεν υπάρχει τίποτε που να μου ζητήσεις και να μπορώ να κάνω, έστω κι αν υποθέσουμε πως θα είχα όλη την καλή διάθεση να το κάνω. Δεν μπορώ να συνωμοτήσω εναντίον του».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

279

Ο Δευκαλίων αποτέλειωσε τον καφέ του. Όπως το μαυροζούμι είχε κρυώσει στο μεταξύ, είχε γίνει και πιο πικρό. «Δεν σου ζητώ να κάνεις το οτιδήποτε ούτε να σηκώσεις χέρι επάνω του ούτε να συνωμοτήσεις εναντίον του». «Τότε γιατί ήρθες εδώ πέρα;» «Όλο που σου ζητάω είναι αυτό που ακόμη κι ένας ψευτο-ιερέας μπορεί να δώσει στους πιστούς του πολλές φορές στη διάρκεια μιας μέρας. Όλο που σου ζητάω είναι να μου κάνεις μια μικρή παραχώρηση -μια μικρή παραχώρηση που, αν μου την κάνεις, θα εξαφανιστώ και δεν πρόκειται να με ξαναδείς». Κρίνοντας απ' τη φοβερή όψη του, ο Πατέρας Ντουκέιν είχε αυτό που χρειαζόταν για να κάνει την αποκάλυψη που βγήκε χειμαρρώδης από το στόμα του: «Απ' το μυαλό μου έχουν περάσει άσχημες σκέψεις για το δημιουργό μας, το δικό μου και το δικό σου. Και μόλις δυο βραδιές πριν έδωσα άσυλο στον Τζόναθαν Χάρκερ, έστω και για λίγο. Ξέρεις ποιος ήταν;» «Ο ντετέκτιβ που το γύρισε κι έγινε φονιάς». «Ναι, πρώτη είδηση στα δελτία. Αυτό όμως που δεν είπαν τα ΜΜΕ ήταν πως ο Χάρκερ... ήταν ένας από εμάς. Τόσο η ψυχολογία του όσο και η φυσιολογία του κατέρρεαν ραγδαία. Πώς να το πω... άλλαζε». Έ ν α ρίγος διέτρεξε τον Ντουκέιν από την κορφή ως τα νύχια. «Όχι πως συνωμότησα μαζί του εναντίον του Βίκτωρα. Όμως του έδωσα άσυλο. Γιατί... γιατί καμιά φορά με απασχολεί το ζήτημα της Παρουσίας που είπαμε». «Μια χάρη, μια μικρή χάρη είναι όλο που σου ζητώ», επέμεινε ο Δευκαλίων. «Ωραία, τι θέλεις;»

280

Dean Koontz

«Πες μου πού δημιουργήθηκες, πώς το λένε το μέρος που έχει το εργαστήριο του, κι έφυγα». Ο Ντουκέιν σταύρωσε τα χέρια του μπροστά του σαν σε προσευχή, τι κι αν η στάση του μαρτυρούσε περισσότερο συνήθεια παρά πίστη κι αφοσίωση. Κοίταξε τα χέρια του για λίγο, τέλος είπε: «Αν σου πω, θέλω κάτι γι' αντάλλαγμα». «Τι πράμα;» ρώτησε ο Δευκαλίων. «Είπες, σκότωσες τη γυναίκα του». «Ναι». «Κι ότι εσύ, το πρώτο του δημιούργημα, δε φτιάχτηκες με το προαπαιτούμενο να μην σκοτώνεις». «Μονάχα εκείνος δεν κινδυνεύει από μένα», αποκρίθηκε ο Δευκαλίων. «Ωραία, τότε να σου πω τι θέλω από σένα, αλλά μόνο αν μου δώσεις μερικές ώρες καιρό για να προετοιμαστώ». Ο Δευκαλίων φάνηκε προς στιγμή να μην καταλαβαίνει, όμως τελικά έπιασε το νόημα: «Θέλεις να σε σκοτώσω». «Δεν είμαι σε θέση να σου ζητήσω κάτι τέτοιο». «Σε νιώθω. Επί του παρόντος πες μου το όνομα που σου ζήτησα, και θα γυρίσω εδώ όποτε μου πεις... να τελειώσω τη δουλειά μας». Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του. «Φοβούμαι πως, αν σου πω αυτό που θέλεις, θα εξαφανιστείς. Κι άλλωστε χρειάζομαι λίγο χρόνο για να προετοιμαστώ». «Δηλαδή, πώς να προετοιμαστείς;» «Μπορεί να σου φανεί σαχλό ειπωμένο απ' το στόμα ενός ψεύτικου και δίχως ψυχή παπά. Όμως θέλω να λειτουργήσω για μια ύστατη φορά, και να προσευχηθώ τι και αν ξέρω καλά πως λόγος δεν υπάρχει για να εισακουσθεί η προσευχή μου».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

281

Ο Δευκαλίων σηκώθηκε όρθιος. «Δε βλέπω τίποτε το ανόητο στο αίτημά σου, Πατέρα Ντουκέιν. Ίσως είναι το λιγότερο ανόητο πράγμα που μπορείς να ζητήσεις. Σε πόση ώρα θέλεις να επιστρέψω; Σε δυο ώρες;» Ο ιερέας κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. «Δεν πιστεύω να είναι και τόσο φοβερό αυτό που σου ζητώ, ε;» «Μόνο αθώος δεν είμαι, Πατέρα Ντουκέιν. Έχω σκοτώσει στο παρελθόν και σίγουρα, μετά από σένα, θα σκοτώσω και στο μέλλον».

Κεφάλαιο 42

Η Λουλάνα Σεντ Τζον και η αδερφή της η Εβαντζελίν Αντουάν έφεραν πεσκέσι στον Πάστορα Κένι Λαφίτ δυο γλυκίσματα πραλίνα με κανέλα, πασπαλισμένα με καβουρντισμένα καρύδια. Η Εβαντζελίν είχε φτιάξει δυο τέτοια γλυκίσματα για τον εργοδότη της, τον Όμπρεϊ Πικού, ο οποίος σε μια κρίση μεγαλοθυμίας και γενναιοψυχίας της είχε επιτρέψει να φτιάξει δυο παραπάνω για τον ιερωμένο. Βέβαια ο κύριος Όμπρεϊ είχε εκφράσει την καλή του διάθεση να καταβροχθίσει και τα τέσσερα γλυκίσματα, παραδεχόμενος ωστόσο πως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με μεγάλη λαιμαργία που με τη σειρά της -όπως μόλις πρόσφατα είχε, έκπληκτος, ανακαλύψει- συνιστούσε ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Κι άλλωστε ο ατυχής κύριος Όμπρεϊ ενίοτε υπέφερε από εντερικές ανωμαλίες, τις οποίες μπορεί μεν να μην επιδείνωνε η κατανάλωση δυο γλυκισμάτων αυτού του είδους, που όμως, αν γίνονταν τέσσερα, θα τον απειλούσαν με καθολική κατάρρευση. Η Λουλάνα και η Εβαντζελίν είχαν τελειώσει τις δουλειές

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

283

της ημέρας. Ο αδερφός τους, ο Μόουζες Μπιενβενί, είχε γυρίσει σπίτι του, στη γυναίκα του, τη Σάφρον και τα δυο παιδιά τους, την Τζασμιλέι και τον Λάρι. Αργά τ' απογεύματα και τα βράδια ο μόνος που έμενε να φροντίζει τον κύριο Όμπρεϊ ήταν ο αδερφός της Λουλάνα, της Εβαντζελίν και του Μόουζες, ο Μέσακ Μπιενβενί. Όμοια με κλώσα που ντάντευε το κοτοπουλάκι της, ο Μέσακ φρόντιζε για το δείπνο του κυρίου Όμπρεϊ, για τις ανέσεις του, και προ πάντων για τις μη παρεκκλίσεις του από το δρόμο του Κυρίου, τουλάχιστον στο μέτρο του δυνατού. Οι αδερφές συχνά κουβαλούσαν καλούδια στον Πάστορα Κένι, γιατί ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος του Θεού, σωστή ευλογία για την εκκλησία της ενορίας τους, γιατί ποτέ δεν έλεγε όχι στα γλυκίσματα και το καλό φαγητό, αλλά και γιατί -κυρίως αυτό- ήταν ανύπαντρος. Στα τριάντα δύο του, πιστός κι αφοσιωμένος στα καθήκοντά του, συμπαθητικούλης και όμορφος κατά μία έννοια, θεωρείτο κελεπούρι -γαμπρός αρκούντως περιζήτητος. Από ερωτικής απόψεως, καμιά από τις αδερφές δεν ενδιαφερόταν για τον ιερέα. Τους παράπεφτε μικρός. Κι άλλωστε η Λουλάνα ήταν παντρεμένη και ευτυχισμένη με το γάμο της, η Εβαντζελίν χήρα, αν κι εξίσου ευτυχής. Έλα όμως που είχαν μια ανιψιά, ιδανική νύφη για τον ιερωμένο. Και το όνομα αυτής Έσθερ. Ήταν κόρη της μεγαλύτερης αδερφής τους, της Λαρισαλίν. Αμέσως μετά το πέρας τριών ακόμη μηνών, που θα ολοκλήρωναν μια δεκαεξάμηνη διαδικασία επιδιόρθωσης των δοντιών της, που ήταν σε κακό χάλι, η γλυκιά κόρη θα ήταν καθ' όλα ευπαρουσίαστη. Η Λουλάνα και η Εβαντζελίν, οι οποίες διέθεταν περγαμηνές ως προξενήτρες, είχαν προετοιμάσει το έδαφος για

284

Dean Koontz

την Έσθερ κουβαλώντας στον ιερέα πίτες, κέικ, ψωμάκια, κουλουράκια και κάθε λογής γλυκίσματα -χίλιες φορές καλύτερα ένας δρόμος στρωμένος με καλούδια, παρά με βάγια και ροδοπέταλα. Το πρεσβυτέριο, ακριβώς δίπλα στην εκκλησία, ήταν ένα χαριτωμένο διώροφο κτίριο από τούβλο ούτε πολύ μεγάλο ώστε να στενοχωρεί τον Κύριο ούτε τόσο μικρό και ταπεινό ώστε να δυσκολεύονται οι ενορίτες να βρουν ιερέα για την εκκλησία τους. Τη βεράντα της πρόσοψης στόλιζαν κουνιστές πολυθρόνες, με πλάτες και καθίσματα από καλάμι, κι από το ταβάνι της κρέμονταν γλάστρες-καλάθια από τα οποία έπεφταν προς τα κάτω κόκκινα και μαβιά λουλουδάκια φούξιας που έδιναν ένα γιορταστικό κι ευχάριστο τόνο. Ανεβαίνοντας οι δυο αδερφές τα σκαλιά της βεράντας, κρατώντας από ένα γλύκισμα η καθεμία, βρήκαν την εξώπορτα ανοιχτή, όπως συνήθιζε να την αφήνει ο Πάστορας Κένι όταν ήταν στο σπίτι. Για ιερέας, ήταν ένας ιδιαίτερα φιλόξενος και καλόκαρδος άνθροοπος, άνετος, κι εκτός εκκλησίας είχε αδυναμία στα σπορ παπούτσια, τα χακί παντελόνια και τα βαμβακερά πουκάμισα. Η Λουλάνα, αν και το προσπάθησε, δεν μπόρεσε να δει και πολλά πράγματα μέσα από τη σήτα της εξώπορτας. Το λυκόφως του μεσοκαλόκαιρου θ' αργούσε μισή ώρα ακόμη, όμως ο ήλιος είχε αρχίσει κιόλας να ροδίζει, και οι ηλιαχτίδες που διαπερνούσαν τα παράθυρα όλο που κατάφερναν ήταν να δίνουν ένα μαβί χρώμα στις σκοτεινές σκιές. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου και η κουζίνα, έκαιγε ένα φως. Τη στιγμή που η Εβαντζελίν πήγε να πατήσει το κουδούνι, απ' το εσωτερικό του πρεσβυτέριου ακούστηκε κάτι σαν

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

285

κλάμα. Έμοιαζε να βγαίνει από μια ψυχή τυραννισμένη, δυνάμωσε σε ένταση, τρεμούλιασε, τέλος καταλάγιασε. Αρχικά η Λουλάνα σκέφτηκε πως μάλλον είχαν έρθει σε ακατάλληλη στιγμή, πάνω που ο Πάστορας Κένι παρηγορούσε κάποια, βαριά από τύψεις ή ακόμη και πενθούσα, ψυχή του ποιμνίου του. Ύστερα το παράξενο κλάμα ακούστηκε ξανά, και μέσα από τη σήτα το μάτι της Λουλάνα πήρε φευγαλέα μια σπαράζουσα φιγούρα όπως πετάχτηκε από την καμάρα του καθιστικού και κατέβηκε τρεχάτη στο χολ του ισογείου. Έστω και ανάμεσα στις σκιές του δειλινού, διέκρινε πως ο άνθρωπος που σπάραζε στο κλάμα δεν ήταν ένας βασανισμένος από τις τύψεις του άνθρωπος ή ενορίτης που πενθούσε το χαμό κάποιου αγαπημένου του προσώπου, αλλά αυτός ο ίδιος ο ιερέας. «Πάστορα Κένι;» πρόλαβε να πει η Εβαντζελίν. Στο άκουσμα του ονόματος του, ο ιερέας διέσχισε το χολ με δυο δρασκελιές ερχόμενος προς το μέρος των δυο γυναικών, κουνώντας τα υψωμένα χέρια του σαν να απόδιωχνε ενοχλητικά κουνούπια. Δεν τους άνοιξε να μπουν, μόνο τις κοίταξε μέσα από τη σήτα με μιαν έκφραση λες και μόλις είχε αντικρίσει το σατανά με τα ίδια του τα μάτια. «Το 'κανα, δεν το 'κανα;» είπε, ξέπνοος και φανερά αναστατωμένος. «Ναι, ναι, το 'κανα. Το 'κανα και μόνο όντας αυτός που είμαι. Το 'κανα και μόνο όντας αυτός που είμαι. Όντας ο Πάστορας Κένι Λαφίτ. Το 'κανα, το 'κανα. Το 'κανα, το 'κανα!» Κάτι στον τρόπο και τη συχνότητα που επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια θύμιζε στη Λουλάνα τα παιδικά βιβλία του

286

Dean Koontz

Δρα Σους* που διάβαζε μετά μανίας όταν ήταν μικρή. «Πάστορα Κένι, τι σας συμβαίνει;» «Είμαι αυτός που είμαι. Εγώ, όχι εκείνος», φώναξε αντί άλλης απαντήσεως, γύρισε πίσω κι άρχισε να τρέχει πάλι προς την απέναντι μεριά του χολ, κουνώντας σαν παλαβός τα χέρια του στον αέρα. «Αδερφούλα, θαρρώ πρέπει να βάλουμε εδώ ένα χεράκι», είπε μετά από μικρή σκέψη η Λουλάνα στην Εβαντζελίν. «Σίγουρα πράματα», συμφώνησε η άλλη. Έστω κι απρόσκλητη, η Λουλάνα άνοιξε τη σήτα, μπήκε στο πρεσβυτέριο και την κράτησε ανοιχτή για να περάσει κι η αδερφή της. Από το πίσω μέρος του σπιτιού ακούστηκε ξανά η όλο αγωνία φωνή του ιερέα όπως μονολογούσε: «Τι θα κάνω; Τι... τι θα κάνω; Οτιδήποτε, οτιδήποτε -αυτό θα κάνω!» Μπασμένη κι εύρωστη σαν ρυμουλκό θαλάσσης, με το ανοικονόμητο στήθος της να σκίζει το αέρα σαν ντυμένη με στρωμάτσες* πλώρη, η Λουλάνα όρμησε στο χολ, ακολουθούμενη από τη σαν τρικάταρτη γαλέρα Εβαντζελίν. Μέσα στην κουζίνα ο ιερέας έστεκε μπροστά στο νεροχύτη κι έπλενε σαν μανιακός τα χέρια του. «Ου, ου, ου, όμως το έκανα. Ου, αλλά το έκανα». Η Λουλάνα άνοιξε το ψυγείο και βρήκε χώρο να στριμώξει τα δυο γλυκίσματα. «Εβαντζελίν, εδώ πέρα έχουμε περισσότερα νεύρα απ' όσα έφτιαξε ο Θεός χορτάρια. Μπορεί και να μη χρειαστεί, όμως πιάσε να 'χεις έτοιμο λίγο ζεστό *Δρ Σους (Dr Seuss): Πασίγνωστος συγγραφέας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων (1904-1991). * Στρωμάτσες. Έτσι λέμε εμείς οι ναυτικοί τα παχιά πλέγματα από χοντρά σχοινιά που μπαίνουν ανάμεσα σε δυο πλοία ώστε να μπορούν να ακουμπούν το ένα πάνω στο άλλο με ασφάλεια. Ειδικά οι πλώρες των ρυμουλκών είναι μόνιμα ενισχυμένες με τέτοια προστατευτικά πλέγματα για ευνόητους λόγους. Σ.τ.Μ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

287

γάλα». «Άσ' το σε μένα, αγαπητή μου». «Ευχαριστώ, αδερφούλα». Από το νεροχύτη φάνηκαν να βγαίνουν ατμοί. Η Λουλάνα πρόσεξε ότι, όπως τα κρατούσε κάτω από το τρεχούμενο νερό της βρύσης, τα χέρια του ιερέα ήταν κόκκινα της φωτιάς. «Πάστορα Κένι, λίγο ακόμη και θα ζεματιστείς για τα καλά». «Απλώς και μόνο όντας αυτός που είμαι. Είμαι αυτό που είμαι. Είμαι αυτό που έκανα. Που έκανα, που έκανα». Η βρύση έκαιγε τόσο, που η Λουλάνα χρειάστηκε να προστατέψει το χέρι της με ένα πατσαβούρι για να την κλείσει. Ο Πάστορας Κένι επιχείρησε να την ανοίξει πάλι. Η Λουλάνα του έδωσε μια μικρή ξυλιά στα χέρια, όπως θα έκανε μ' ένα παιδάκι που δεν εννοούσε να καθίσει φρόνιμο. «Λοιπόν, Πάστορα Κένι, σκούπισε τα χέρια σου κι έλα να κάτσεις στο τραπέζι». Δίχως να χρησιμοποιήσει την πετσέτα που έτεινε προς το μέρος του η Λουλάνα, ο ιερέας γύρισε την πλάτη του στο νεροχύτη αλλά και στο τραπέζι. Με πόδια τρεμάμενα και χέρια που έσταζαν νερά κινήθηκε προς το ψυγείο. Σκούζοντας πάντα και κλαψουρίζοντας όπως τον είχαν ακούσει οι δυο αδερφές όσο έστεκαν έξω, στη βεράντα. Πλάι στο ψυγείο κρεμόταν μια ξύλινη βάση με μαχαίρια. Η Λουλάνα θεωρούσε τον ιερέα άνθρωπο καλό, του Θεού άνθρωπο, και γι' αυτό δεν τον φοβόταν, όμως στην κατάσταση που ήταν τώρα, σκέφτηκε πως καλύτερα να τον κρατούσε μακριά από τα μαχαίρια.

288

Dean Koontz

Η Εβαντζελίν ακολουθούσε στο κατόπι τους σκουπίζοντας με μια χαρτοπετσέτα τα νερά από το πάτωμα. «Πάστορα Κένι» είπε η Λουλάνα, όπως τον κρατούσε από το μπράτσο και πάσχιζε να τον απομακρύνει από τα μαχαίρια, «είσαστε πολύ αναστατωμένος... είσαστε εκτός εαυτού. Πρέπει να καθίσετε κάπου, να καλμάρετε, να ξαναβρείτε την ηρεμία σας». Αν κι έμοιαζε τόσο ταραγμένος, που καλά-καλά δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, ο ιερέας πήγε από γύρω το τραπέζι, με τη γυναίκα να πασχίζει να τον καθίσει σε μια καρέκλα, μέχρι που στο τέλος τα κατάφερε. Ο ιερέας έκλαιγε τώρα με αναφιλητά, όμως δεν κλαψούριζε. Έμοιαζε τρομοκρατημένος, όχι θλιμμένος. Η Εβαντζελίν στο μεταξύ είχε βρει ένα κατσαρόλι και τώρα το γέμιζε με ζεστό νερό από τη βρύση. Ο ιερέας κρατούσε τα σφιγμένα γροθιές χέρια του πάνω στο στήθος του, κουνούσε το κορμί του μπρος πίσω όπως καθόταν, κι η φωνή του είχε ένα τόνο που μαρτυρούσε μεγάλη δυστυχία κι απόγνωση: «Τόσο ξαφνικά, τόσο αναπάντεχα συνειδητοποίησα ποιος είμαι, τι έκανα, σε τι μπελάδες έμπλεξα, τέτοιους μπελάδες». «Τώρα είμαστε κι εμείς εδώ, Πάστορα Κένι. Αν μοιραστείς μαζί μας αυτό που σε βασανίζει, θα ξαλαφρώσεις. Θα τα μοιραστείς μ' εμένα και την Εβαντζελίν, και τα βάσανά σου θα ελαφρύνουν στη στιγμή». Η Εβαντζελίν είχε βάλει τώρα το κατσαρόλι με το νερό πάνω στο μάτι της κουζίνας κι άναψε το γκάζι. Τέλος έβγαλε ένα κουτί με γάλα από το ψυγείο. «Μοιράζεσαι τους μπελάδες σου με το Θεό, τους πετάς απ' τους ώμους σου, κι αίφνης δε σε βαραίνουν άλλο. Και

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

289

βέβαια δεν είμαι εγώ που θα σου πω πόοο γρήγορα απαλλάσσεσαι από δαύτους». Ξεσφίγγοντας τα χέρια του, ο ιερέας τα σήκωσε στο ύψος του προσώπου του κι έμεινε να τα κοιτάζει έντρομος. «Ου, ου, ου, ΟΥ!» Το χνώτο του δε μύριζε αλκοόλ. Κι η Λουλάνα έβγαζε σπυράκια στην ιδέα και μόνο πως ο ιερέας ίσως είχε εισπνεύσει κάτι άλλο πέρα από τον καθαρό κι ευλογημένο αέρα του Θεού, αν όμως σνιφάριζε κόκα, τότε καλύτερα να το μάθαινε από τώρα, πριν την αποπεράτωση των εργασιών ανακαίνισης των δοντιών της Έσθερ, και την έναρξη των ερωτοτροπιών. «Πολλά ου μας προέκυψαν», είπε η Λουλάνα, πασχίζοντας να του πιάσει κουβέντα. «Ου, τι ου, Πάστορα Κένι; Μήπως μπορείς να γίνεις πιο συγκεκριμένος;» «Ου φονεύσεις», είπε ο ιερέας και ρίγησε. Η Λουλάνα κοίταξε την αδερφή της. Όπως κρατούσε το τετραπάκ με το γάλα, η Εβαντζελίν ανασήκωσε τα φρύδια της σαστισμένη. «Το 'κανα, το 'κανα, το 'κανα. Το 'κανα, το 'κανα!» «Πάστορα Κένι» είπε τώρα η Λουλάνα «σε ξέρω για ευγενικό και καλοκάγαθο άνθρωπο. Ό,τι κι αν νομίζεις πως έκανες, πιστεύω πως δεν είναι τόσο φοβερό όσο πιστεύεις». Ο ιερέας χαμήλωσε τώρα τα χέρια του. Κι επιτέλους εδέησε να την κοιτάξει στα μάτια. «Τον σκότωσα». «Σκότωσες, ποιον;» «Δεν είχα άλλη επιλογή», ψέλλισε ο πάντα ταραγμένος ιερέας. «Δεν είχα άλλη επιλογή. Κανείς μας δεν είχε άλλη επιλογή». Η Εβαντζελίν βρήκε μια κανάτα κι έπιασε να ρίχνει μέσα

290

Dean Koontz

της γάλα από το κουτί. «Είναι νεκρός», είπε τώρα ο ιερέας. «Ποιος;» «Είναι νεκρός, και το ίδιο νεκρός είμαι κι εγώ. Αν κι εγώ ήμουν νεκρός ευθύς εξ αρχής». Στη μνήμη του κινητού της Αουλάνα ήταν περασμένοι οι αριθμοί των μελών μιας μεγάλης οικογένειας και μιας στρατιάς ολόκληρης φίλων. Μόλο που ο κύριος Όμπρεϊ -Όμπρεϊ Πικού, ο εργοδότης της- έβρισκε το δρόμο προς τη σωτηρία της "ψυχής του πιο γρήγορα απ' όσο νόμιζε -αν όχι και τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε η Λουλάνα- αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός πως ήταν ένας άνθρωπος με σκοτεινό παρελθόν, κάτι που δεν αποκλειόταν κάποια μέρα να του γυρνούσε μπούμερανγκ. Ως εξ αυτού αποθηκευμένοι στη μνήμη του κινητού της Λουλάνα υπήρχαν και οι αριθμοί του σπιτιού όσο και του φορητού τηλεφώνου του Μάικλ Μάντισον, για την περίπτωση που ο κύριος Όμπρεϊ θα χρειαζόταν να μιλήσει -και να γίνει πιστευτός- ενώπιον κάποιου εκπροσώπου του Νόμου. Η Λουλάνα έψαξε στο ευρετήριο το νούμερο του κινητού του Μάικλ, το επέλεξε και το κάλεσε.

Κεφάλαιο 43

Στο δίχως παράθυρα, βικτωριανού στυλ σαλονάκι πιο πέρα από τις δυο βαριές πόρτες, η Έρικα κινήθηκε γύρω από την τεράστια βιτρίνα, κοιτώντας την εξεταστικά στην κάθε της λεπτομέρεια. Στην αρχή έμοιαζε σαν απίστευτα μεγάλη μπιζουτιέρα, αν κι εξακολουθούσε να δίνει αυτή την αίσθηση. Μα τώρα έμοιαζε και με νεκρόκασα, υπερβολικά μεγάλη κι ασυνήθιστη. Η Έρικα δεν είχε λόγο να πιστέψει πως μέσα στη βιτρίνα υπήρχε κάποιο πτώμα. Στο κέντρο ακριβώς της βιτρίνας, ο καλυμμένος από ένα κεχριμπαρένιο υγρό -ή αέριο- όγκος έμοιαζε να μην έχει χαρακτηριστικά -όπως μέλη- από τα οποία να μπορούσε κανείς να τον διακρίνει. Μια σκοτεινή, άμορφη μάζα που θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν το οτιδήποτε. Αν τώρα αυτή η σαν δεξαμενή βιτρίνα περιείχε όντως ένα πτώμα, το πτώμα αυτό ήταν υπερβολικά μεγάλο: μακρύ γύρω στα δυόμισι μέτρα, και φαρδύ γύρω στους ενενήντα πόντους. Η κοπέλα εξέτασε τη μπρούτζινη κορνίζα με τα χρυσαφί

292

Dean Koontz

επιθέματα, στο σημείο που ενώνονταν τα τζαμένια φύλλα γυρεύοντας για ραφές που ίσως υποδήλωναν την παρουσία μεντεσέδων. Δε βρήκε τίποτε. Αν το επάνω φύλλο της βιτρίνας λειτουργούσε σαν καπάκι που ανοιγόκλεινε, τότε κανείς θα μπορούσε να το σηκώσει, αλλά με έναν τρόπο που της διέφευγε. Όταν χτύπησε με το κότσι του δακτύλου της το τζάμι, απ' το τοκ που ακούστηκε υπολόγισε πως το πάχος του ήταν τουλάχιστον μια ίντσα. Παρατήρησε πως πίσω από το τζάμι, κάτω ακριβώς από το σημείο που το είχε χτυπήσει με το δάκτυλο της η κεχριμπαρένια αχλή -απ' ό,τι κι αν ήταν- ρυτίδιαζε, ακριβώς όπως αν είχε πέσει ένα πετραδάκι στο εσωτερικό της δεξαμενής. Το ρυτίδιασμα, όπως απλωνόταν, πήρε μια γαλαζοπράσινη απόχρωση, και σχημάτισε ένα δαχτυλίδι που ανέβηκε και σβήστηκε στην επιφάνεια. Κι αμέσως μετά η κεχριμπαρένια αχλή αποκαταστάθηκε κι απλώθηκε ξανά από τη μια άκρη ως την άλλη. Η Έρικα χτύπησε ξανά με το δάχτυλο της το τζάμι, με το ίδιο αποτέλεσμα. Όταν το χτύπησε τρεις φορές απανωτά, εμφανίστηκαν ισάριθμα γαλαζωπά δαχτυλίδια που ανέβηκαν προς τα επάνω και σβήστηκαν. Μόλο που τα χτυπήματα με το δάχτυλο της ήταν σχεδόν ανεπαίσθητα, το τζάμι της είχε φανεί κρύο. Όταν τέντωσε την παλάμη της και την ακούμπησε πάνω του, διαπίστωσε πως το τζάμι ήταν περίπου παγωμένο -μόλις δυο τρεις βαθμούς πιο πάνω απ' όσο χρειαζόταν για να παγώσει και το δικό της χέρι. Γονατίζοντας τώρα πάνω στο περσικό χαλί, κοίταξε κάτω από τη γυάλινη βιτρίνα, όπως στηριζόταν πάνω στα τέσσερα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

293

πόδια αρπακτικού που έσφιγγαν μπάλες ανάμεσα στα γαμψά τους νύχια, και είδε ηλεκτρικά καλώδια και σωληνώσεις διαφόρων διαμέτρων και χρωμάτων που έβγαιναν από τον πάτο της βιτρίνας και χάνονταν βαθιά μέσα στο δάπεδο. Αυτό τώρα υποδήλωνε πως ακριβώς από κάτω θα έπρεπε να υπήρχε ένα δωμάτιο με ηλεκτρικούς πίνακες και αντλίες, τι κι αν, υποθετικά τουλάχιστον, στην έπαυλη δεν υπήρχε υπόγειο. Ο Βίκτωρ ήταν ο ιδιοκτήτης ενός από τα μεγαλύτερα ακίνητα στην περιοχή, αφού στην ουσία η έπαυλη αποτελείτο από δυο σπίτια που είχαν ενωθεί με τέτοια αρχιτεκτονική μαεστρία, που είχαν τύχει των εγκωμιαστικών σχολίων των υπέρμαχων της διατήρησης ιστορικών κτιρίων. Το χτίσιμο από την αρχή των εσωτερικών χώρων ήταν έργο των μελών της Νέας Ράτσας, όμως οι άνθρωποι της Πολεοδομίας είχαν δει μόνο μερικούς απ' αυτούς, και μόνο γι' αυτούς είχαν εκδώσει τις σχετικές άδειες. Ο τετραπέρατος σύζυγος της είχε πετύχει αυτό που δε θα κατάφερναν να πετύχουν οι επιστήμονες πολλών πανεπιστημίων μαζί. Και τα επιτεύγματά του γίνονταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστα, αν σκεφτόταν κανείς πως τα είχε καταφέρει δουλεύοντας μυστικά -και, μετά τον αδόκητο και λυπηρό θάνατο του Μάο Τσε-Τουνγκ, χωρίς καν μισή σταγόνα κρατικής επιχορήγησης. Η Έρικα στάθηκε πάλι όρθια κι έκανε γι' άλλη μια φορά το γύρο τη γυάλινης βιτρίνας, προσπαθώντας να μαντέψει που ήταν το τέλος και πού η αρχή της, όπως θα συνέβαινε μ' ένα κρεβάτι ή μ' ένα φέρετρο. Η όλη κατασκευή ήταν έτσι φτιαγμένη που δεν τη βοηθούσε, όμως στο τέλος, περισσότερο από διαίσθηση, αποφάνθηκε πως το κεφάλι της βιτρίνας

294

Dean Koontz

θα πρέπει να ήταν η άκρη της προς το εσωτερικό του σαλονιού, μακριά από την πόρτα. Σκύβοντας μπροστά, χαμηλά, όλο και χαμηλότερα, η Έρικα ήρθε και σχεδόν ακούμπησε το πρόσωπο της πάνω στο οριζόντιο τζάμι της βιτρίνας, πασχίζοντας να διαπεράσει με το βλέμμα της την κεχριμπαρένια θολούρα, ελπίζοντας πως έστω και φευγαλέα θα κατάφερνε να διακρίνει κάποιο περίγραμμα ή την υφή της ακαθόριστης μάζας που βρισκόταν εντός της. Όπως τα χείλη της απείχαν μόλις λίγα εκατοστά από το τζάμι, άνοιξε το στόμα της και ψιθύρισε: «Ε, από εκεί μέσα». Τούτη τη φορά αυτό όντως σάλεψε.

Κεφάλαιο 44

Ο σκυλομύτης Νικ στάθηκε στο χείλος του λάκκου, εισπνέοντας μ' ευχαρίστηση τη μπόχα που έφερνε ως αυτόν το αεράκι που φυσούσε δυτικό, όπως ο ήλιος έγερνε στο βάθος του ορίζοντα. Παραπάνω από μια ώρα πριν, το τελευταίο σκουπιδιάρικο για εκείνη τη μέρα είχε αδειάσει το φορτίο του, και η χωματερή της Κρόσγουντς είχε κλείσει τις πύλες της. Έτσι τώρα η χωματερή ήταν ένας μικρόκοσμος από μόνη της, ένα λιλιπούτειο σύμπαν περιστοιχισμένο από συρματόπλεγμα. Στη διάρκεια της νύχτας τα μέλη του συνεργείου του Νικ Φριγκ θα είχαν το ελεύθερο να είναι αυτοί και αυτό που είναι. Θα μπορούσαν να κάνουν ό,τι τους κατέβαινε, χωρίς να τους απασχολεί μήπως έβλεπε τα καμώματά τους κανένας οδηγός σκουπιδιάρικου της Παλιάς Ράτσας -καμώματα που θα τους ξεσκέπαζαν και θα διέψευδαν πως ήταν κανονικοί εργάτες της υπηρεσίας καθαριότητας. Στο δυτικό λάκκο, πιο κάτω από εκεί που έστεκε ο Νικ, τα μέλη του συνεργείου του έχωναν πασσάλους, που πάνω τους ήταν δεμένα δαδιά, στη μάζα των σκουπιδιών, στα σημεία

296

Dean Koontz

που επρόκειτο να γίνουν οι ταφές. Σαν έπεφτε για τα καλά η νύχτα, θ' άναβαν τα δαδιά που ήταν στερεωμένα στο επάνω μέρος των πασσάλων. Βοηθούμενοι από την ενισχυμένη τους όραση, ο Νικ και οι βοηθοί του δεν είχαν και τόση ανάγκη από πολύ φως, όμως σε αυτού του είδους τις τελετές η ύπαρξη των δαδιών δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Ακόμη και τα όντα της Νέας Ράτσας, ακόμη κι αυτοί της κατηγορίας Γάμα, όπως ο Νικ, και οι της κατηγορίας Έ'ψιλον, όπως τα μέλη του συνεργείου που διαφέντευε είχαν μια αδυναμία στα στημένα σκηνικά και τη θεατρικότητα των τελετών. Ίσως μάλιστα οι της Έψιλον περισσότερο απ' ό,τι τα μέλη των άλλων κατηγοριών. Βέβαια ήταν περισσότερο ευφυείς απ' ό,τι τα ζώα, όμως κατά τα λοιπά δε διέφεραν και πολύ απ' αυτά έτσι απλοϊκοί και ευερέθιστοι που ήταν. Ήταν φορές που ο Νικ σκεπτόταν πως όσο περισσότερο ζούσαν οι Έψιλον στη χωματερή, έτσι όπως δεν είχαν παρά ελάχιστη επαφή με τους άλλους της κατηγορίας Γάμα εκτός από τον ίδιο, και καθόλου επαφή με τους Βήτα και τους Άλφα, κι όσο πιο απλοϊκοί στη σκέψη και ζωώδεις γίνονταν, απομονωμένοι από τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών τάξεων της Νέας Ράτσας που θα μπορούσαν ίσως να αποτελέσουν γι' αυτούς παραδείγματα προς μίμηση, θα τηρούσαν όλο και λιγότερο τα έστω κι ελάχιστα και στοιχειώδη που είχαν «φορτωθεί» στον εγκέφαλο τους περί συμπεριφοράς όσο βρίσκονταν ακόμη στις δεξαμενές δημιουργίας τους. Μετά τις ταφές, τα μέλη του συνεργείου του θα το έριχναν στο γλεντοκόπι, πίνοντας πολύ και κάνοντας σεξ. Στην αρχή θα έτρωγαν απλώς σαν πεινασμένοι, κι αργότερα σαν άγρια θηρία, κομματιάζοντας την τροφή τους με τα χέρια και τα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

297

δόντια τους. Το πιοτό τους θα το έπιναν κατευθείαν από το μπουκάλι, σκέτο, αδιάλυτο, για να τους «πιάνει» ακόμη καλύτερα. Κι το σεξ που θα ακολουθούσε θα ήταν ανυπόμονο και εγωιστικό στην αρχή, ύστερα πιο επίμονο κι οργισμένο, τέλος άγριο δίχως φραγμούς και όρια, ικανοποιώντας όλες τις αισθήσεις και τις επιθυμίες. Έτσι θ' απάλυναν το αίσθημα της μοναξιάς και της ασημαντότητάς τους. Όμως αυτό το αίσθημα της ανακούφισης το ένιωθαν μόνο κατά τη διάρκεια το φαγοποτιού και του σεξ. Όταν θα τέλειωναν όλα αυτά θα τους κατέτρεχε ξανά το αίσθημα της υπαρξιακής αγωνίας, που σαν σφυρί θα κάρφωνε όλο και πιο βαθιά τα καρφιά στη νεκρόκασα του απόλυτου τίποτά τους. Κάτι που όμως τελικά κατάφερναν να ξεχνούν. Γιατί είχαν ανάγκη να το ξεχνάνε. Τώρα η Γκάνι Αλέκτο και μερικοί άλλοι του συνεργείου είχαν μπει στον ψυκτικό θάλαμο συντήρησης των πτωμάτων και φόρτωναν τα πέντε ανθρώπινα πτώματα και τους τρεις σκάρτους νεκρούς της Νέας Ράτσας σε δυο μικρά φορτηγά με ανοιχτές καρότσες και κίνηση στους τέσσερις τροχούς τα οποία θα τους μετέφεραν στο σημείο της τελετής. Οι σοροί των κανονικών ανθρώπων θα φορτώνονταν στο ένα φορτηγό, τα κουφάρια των τριών σκάρτων της Νέας Ράτσας στο άλλο. Οι νεκροί της Παλιάς Ράτσας θα μεταφέρονταν με λιγότερο σεβασμό απ' ό,τι οι τρεις σκάρτοι της Νέας -στην ουσία χωρίς κανέναν απολύτως σεβασμό. Οι σοροί τους θα υποβάλλονταν σε μια σειρά από απρέπειες και μακάβριες προσβολές. Όντας στον πάτο της ταξικής ιεραρχίας της Νέας Ράτσας, οι Έψιλον δεν ήταν ανώτεροι από κανέναν -παρά μόνο από

298

Dean Koontz

τους ανθρώπους της Παλιάς Ράτσας. Και στην διάρκεια τέτοιων τελετών ταφής επιδείκνυαν ένα μίσος τόσο ατόφιο κι άγριο, κι εκδήλωναν ένα τόσο καταπιεσμένο βαθιά μέσα τους αίσθημα απαξίας και περιφρόνησης, που ποτέ άλλοτε στην ιστορία της γης δεν είχε νιώσει κανείς για τον εχθρό του με τέτοια απίστευτη ένταση κι ορμή. Ναι, μεγάλο γλέντι απόψε.

Κεφάλαιο 45

Στα Χέρια του Ελέους κανείς από τους τρεις θαλάμους απομόνωσης δεν ήταν κατάλληλος για περιπτώσεις θανάσιμων ασθενειών, μιας κι ο Βίκτωρ δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την επινόηση μικροοργανισμών. Δεν υπήρχε ο παραμικρός κίνδυνος να δημιουργούσε ο ίδιος κατά λάθος κάποιον θανατηφόρο νέο ιό ή βακτήριο. Κατά συνέπεια ο 6x4,5 τ.μ. χώρος που είχε επιλέξει για να βάλει τον Γουέρνερ δεν περιβαλλόταν από ένα προστατευτικό πλέγμα θετικής πίεσης που θα απέτρεπε τη διαφυγή αιωρούμενων στον αέρα μικροβίων. Κι εκτός αυτού, ο θάλαμος δε διέθετε το δικό του ανεξάρτητο σύστημα εξαερισμού. Ο θάλαμος είχε κατασκευαστεί αποκλειστικά και μόνο για παραλλαγές των όντων της Νέας Ράτσας -ήδη πειραματιζόταν με μερικές διαφορετικές- που ο Βίκτωρ υποπτευόταν πως δε θα ήταν εύκολο να διαχειριστεί, αλλά και για εκείνα από τα κατασκευάσματά του που επιδείκνυαν ακραία αντικοινωνική συμπεριφορά που απτόταν των δολοφονικών τάσεων. Επομένως οι τοίχοι το ταβάνι και το πάτωμα του θαλάμου

300

Dean Koontz

ήταν από σκυρόδεμα χυμένο σε καλούπια κι ενισχυμένο με σιδερόβεργες, πάχους σαράντα πέντε εκατοστών. Ο εσωτερικές επιφάνειες ήταν επενδυμένες με αλληλοεπικαλυπτόμενα φύλλα χάλυβα πάχους έξι χιλιοστών. Αν χρειαζόταν, στα ατσάλινα αυτά φύλλα διοχετευόταν ρεύμα υψηλής, ικανής να σκοτώσει, τάσης με το γύρισμα ενός διακόπτη που υπήρχε στο διπλανό δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου. Ο μοναδικός τρόπος πρόσβασης στο θάλαμο ήταν μέσω μιας καμπίνας μετάβασης που υπήρχε ανάμεσα σ' αυτόν και το δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου. Μερικές φορές το προσωπικό αναφερόταν σ' αυτή την καμπίνα αποκαλώντας την το «αεροστεγές», αν και το αδόκιμο του όρου ενοχλούσε αφάνταστα τον Βίκτωρα. Στο εσωτερικό αυτής της καμπίνας δε συντελούνταν αλλαγές ως προς την ατμοσφαιρική πίεση, κι ούτε καν γινόταν ανακύκλωση του αέρα. Η καμπίνα είχε δυο στρογγυλές, ατσάλινες πόρτες, σαν κι αυτές που φτιάχνουν για τις τράπεζες. Από κατασκευής τους, οι πόρτες δεν μπορούσαν να ανοίξουν ποτέ και οι δύο ταυτόχρονα. Έτσι όταν άνοιγε η εσωτερική πόρτα, το φυλακωμένο στο θάλαμο απομόνωσης ον μπορούσε μεν να μπει στην καμπίνα μετάβασης, όμως δεν μπορούσε να περάσει στην αίθουσα παρακολούθησης κι ελέγχου. Ξαπλωμένος στο τροχήλατο φορείο και με την κυτταρική του κατάρρευση σε πλήρη εξέλιξη -αν δεν επρόκειτο για μοριακή αναδιοργάνωση- ο Γουέρνερ είχε μεταφερθεί άρονάρον στο δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου, κι από εκεί, μέσω της καμπίνας μετάβασης, στο Θάλαμο απομόνωσης, με τον Βίκτωρα να βάζει τις φωνές στους ανθρώπους που

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

301

έσπρωχναν το φορείο: «Βιαστείτε, πανάθεμά σας, τρέξτε!» Οι βοηθοί μάλλον θα σκέφτονταν πως ο αφέντης τους είχε πάθει κρίση πανικού, όμως τον Βίκτωρα λίγο τον ενδιέφερε αυτό. Ο Γουέρνερ τώρα βρισκόταν για τα καλά ασφαλισμένος στο απόρθητο κελί του, κι αυτό ήταν όλο που μετρούσε. Όταν η άμορφη μάζα του κορμού του Γουέρνερ είχε προς στιγμή πάρει το σχήμα χεριού, το απόκοσμο χέρι είχε αγγίξει το χέρι του Βίκτωρα απαλά και με τρυφερότητα, σαν να ικέτευε για κάτι. Όμως εκείνη η αρχική χειρονομία υποταγής δε θα μπορούσε με τίποτε να εκληφθεί σαν αξιόπιστη πρόβλεψη μιας καλοσυνάτης μεταμόρφωσης. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο ούτε κατά προσέγγιση. Τέτοια αιφνίδια κατάρρευση κυτταρικής δομής συνοδευμένη από μια αυτόνομη βιολογική αναμόρφωση άγγιζε τα όρια του αδιανόητου και του απίθανου. Η κοινή λογική υπαγόρευε πως μια τέτοια ριζική μεταμόρφωση, που αναμφίβολα επέφερε και δραστικές αλλαγές και αλλοιώσεις στους εγκεφαλικούς ιστούς, μοιραία θα συνεπαγόταν και την απώλεια ενός σημαντικού ποσοστού των αρχείων και δεδομένων στον εγκέφαλο του πάσχοντος, αλλά και του προγραμματισμού που είχε λάβει ο Γουέρνερ όσο βρισκόταν ακόμη στη δεξαμενή δημιουργίας του, συμπεριλαμβανομένης κατά πάσα πιθανότητα και της εντολής που του απαγόρευε να σκοτώσει το δημιουργό του. Οι περιστάσεις απαιτούσαν φρόνηση κι εγρήγορση -όχι πανικό. Άνθρωπος με απαράμιλλη διορατικότητα σε ό,τι αφορούσε την επιστημονική δουλειά του, ο Βίκτωρ είχε δραστηριοποιηθεί και για την περίπτωση του χειρότερου σεναρίου με αξιοθαύμαστη ηρεμία, και είχε ενεργήσει τάχιστα προς την κατεύθυνση περιορισμού του κινδύνου κι αποτελε-

302

Dean Koontz

σματικής αντιμετώπισης της διαγραφόμενης απειλής. Κράτησε μια νοητική σημείωση να διανείμει ένα αυστηρό υπόμνημα, που να εξηγούσε ακριβώς αυτά στους εργαζόμενους του εργαστηρίου πριν το τέλος της εργάσιμης μέρας. Θα το υπαγόρευε στην Ανουνσιάτα. Όχι, θα το συνέτασσε και θα το διένειμε προσωπικά ο ίδιος, κι ας πήγαινε στα τσακίδια η Ανουνσιάτα. Στο δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου όπου είχαν μαζευτεί ο Βίκτωρ, ο Ρίπλεϊ κι άλλα τέσσερα μέλη του προσωπικού, έξι οθόνες υψηλής ευκρίνειας που ήταν βαλμένες στη σειρά, κι η καθεμιά τους μετέδιδε την εικόνα που έπαιρνε από μια κάμερα κλειστού κυκλώματος που ήταν τοποθετημένη μέσα στο θάλαμο απομόνωσης -έξι μόνιτορ, έξι κάμερες- έδειχναν π(ος ο Γουέρνερ ήταν ακόμη σε... ρευστή κατάσταση. Επί του παρόντος είχε τέσσερα πόδια, καθόλου χέρια, κι ένα σχήμα σώματος πέραν πάσης περιγραφής που σάλευε αδιάκοπα. Και μέσα απ' αυτό το συνονθύλευμα ξεχώριζε ένα κεφάλι που θύμιζε κάπως τον Γουέρνερ. Φανερά θορυβημένο, το Γουέρνερ περιφερόταν τρέμοντας μέσα στο θάλαμο απομόνωσης, κλάψου ρ ίζοντας σαν λαβωμένο ζώο κι εκστομίζοντας πού και πού τις λέξεις: «Πατέρα; Πατέρα; Πατέρα;» Αυτό το "πάτερα" έκανε τον Βίκτωρα να βγαίνει απ' τα ρούχα του. Κι αν δεν απάντησε μ' ένα οργισμένο, σκάσε, σκάσε, σκάσε, όπως κοιτούσε τις οθόνες, ήταν γιατί δεν ήθελε να υποχρεωθεί να προσθέσει και μια δεύτερη παράγραφο στο υπόμνημα που θα διένεμε. Δεν ήθελε με τίποτε τα δημιουργήματά του να τον βλέπουν σαν πατέρα. Δεν ήταν μέλη της οικογένειάς του, απλώς επινοήσεις του, κατασκευάσματά του, μα πάνω απ' όλα ιδιο-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

303

κτησία του. Ήταν ο δημιουργός τους, ο ιδιοκτήτης τους, ακόμη κι ο ηγέτης τους, αν ήθελαν να τον βλέπουν έτσι, όμως με τίποτε ο πατερφαμίλιας τους. Ο θεσμός της οικογένειας ήταν πρωτόγονος και καταστροφικός, μιας κι έβαζε το δικό της καλό πάνω από το καλό της κοινωνίας στο σύνολο της. Η σχέση πατέρα-παιδιού ήταν αντεπαναστατική κι έπρεπε να καταργηθεί. Για τα δημιουργήματά του οικογένεια θα ήταν ολόκληρη η ράτσα τους, ο καθένας τους ο αδερφός ή η αδερφή όλων των άλλων, έτσι που καμιά σχέση δε θα ήταν ξεχωριστή από τις άλλες. Μια ράτσα, μια φαμίλια, ένα τεράστιο μελίσσι που οι εργάτες του θα δούλευαν ενωμένοι για τον κοινό σκοπό, χωρίς να αποσπάται η προσοχή τους από έννοιες όπως της ατομικότητας και της οικογένειας, θα μπορούσε να πετύχει το οτιδήποτε έβαζε σαν στόχο της, και η αστείρευτη κι ακατάβλητη ενέργειά της, απαλλαγμένη από βλακώδεις συναισθηματισμούς και παιδαριώδεις προλήψεις, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει νικηφόρα όλες τις προκλήσεις που πιθανόν επεφύλασσε γι' αυτήν το σύμπαν. Έ ν α δυναμικό, ασυγκράτητο είδος με πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα που, όπως με το χρόνο θα αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη δυναμική, θα ορμούσε και θα έδρεπε δάφνες δόξας με τα αλλεπάλληλα επιτεύγματά του. Παρακολουθώντας τώρα στις οθόνες αυτό το τετράποδο που άκουγε στο όνομα Γουέρνερ που κλαψούριζε κι έτρεμε σαν το φύλλο, τη στιγμή που απ' την πλάτη του ξεκίνησαν να φυτρώνουν κάτι σαν χέρια, που όμως δεν ήταν χέρια, ο Ρίπλεϊ ανασήκωσε τα αστεία φρύδια του και είπε: «Όπως ο Χάρκερ». Ο Βίκτωρ βιάστηκε να τον διορθώσει: «Καμιά απολύτως

304

Dean Koontz

σχέση με τον Χάρκερ. Ο Χάρκερ ήταν μια μοναδικότητα. Ο Χάρκερ απλώς ανέπτυξε ένα δεύτερο παρασιτικό εαυτό. Αυτό που συμβαίνει στον Γουέρνερ δεν έχει σε τίποτε να κάνει με αυτό που συνέβη στον Χάρκερ». Αποσβολωμένος απ' τα όσα έβλεπε στις οθόνες, ο Ρίπλεϊ τόλμησε να πει: «Μα κύριε Ήλιος, φαίνεται καθαρά πως ο Γουέρνερ...» «Ο Γουέρνερ δεν εκκολάπτει ένα δεύτερο παρασιτικό εαυτό», αποκρίθηκε ο Βίκτωρ απότομα. «Αυτό που συμβαίνει στον Γουέρνερ είναι μια καταστροφική κυτταρική μεταμόρφωση. Δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Ο Γουέρνερ αποτελεί μια διαφορετική μοναδικότητα».

Κεφάλαιο 46

Η Σίντι και ο Μπένι Λάβγουελ, μια πιστή στην επιστήμη του βουντού κι ένας άπιστος, επανέκτησαν την επαφή τους με τους ντετέκτιβ Ο' Κόνορ και Μάντισον μέσω του σήματος που εξέπεμπε η συσκευή παρακολούθησης που είχαν τοποθετήσει κρυφά στο αμάξι των δυο αστυνομικών. Τους στόχους τους τούς πρόλαβαν στην περιοχή της Γκάρντεν Ντίστρικτ, όμως κράτησαν κάποια απόσταση, έτσι που δεν είχαν οπτική επαφή μαζί τους. Οι δυο αστυνομικοί έφερναν βόλτες για κάμποση ώρα στα ίδια οικοδομικά τετράγωνα, πηγαίνοντας μπρος-πίσω, μέχρι που κάποια στιγμή άλλαξαν τακτική, κάνοντας τα ίδια αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Σαν τυφλοπόντικας σε λαβύρινθο», παρατήρησε η Σίντι με σοβαρό ύφος, και γι' άλλη μια φορά η παρομοίωσή της είχε να κάνει με το γεγονός πως η Ο' Κόνορ ήταν άκληρη. «Όχι» είπε ο Μπένι «εδώ πρόκειται για κάτι διαφορετικό». «Εσύ δε σκαμπάζεις απ' αυτά». «Καταλαβαίνω τα ίδια ακριβώς που καταλαβαίνεις κι

306

Dean Koontz

εσύ». «Όχι, σε ό,τι αφορά αυτό το θέμα. Δεν είσαι θηλυκό». «Να σου πω, αν, προκειμένου να θεωρηθείς θηλυκού γένους, είναι απαραίτητο να είχε κάποτε κόλπο, τότε ούτε εσύ μετριέσαι για θηλυκό. Δεν έχεις κόλπο. Δεν έχεις φτιαχτεί για να αποκτήσεις παιδιά. Και το πιο πιθανό είναι πως δεν μπορείς καν να μείνεις έγκυος». «Για να δούμε τι έχει να πει κι ο Ίμπο επ' αυτού», τον αποπήρε με ύφος. «Ζε σουί ρονζ». Παρακολουθώντας το σήμα που αναβόσβηνε όπως κινούνταν στον ηλεκτρονικό χάρτη, ο Μπένι άνοιξε το στόμα του και είπε: «Κινούνταιτόσο αργά...». «Θέλεις να έχεις επαφή μαζί τους; Μπλοκάρισέ τους στην άκρη του δρόμου, ρίχ' τους αναίσθητους και μάζεψέ τους». «Όχι εδώ πέρα. Σ' αυτή τη γειτονιά οι άνθρωποι, αν δουν κάτι περίεργο, ειδοποιούν την αστυνομία. Θα καταλήξουμε με τίποτε περιπολικά στο κατόπι μας, να μας κυνηγούν». Έμεινε να παρακολουθεί για λίγο ακόμη την οθόνη του ηλεκτρονικού οδικού χάρτη, κι ύστερα συμπλήρωσε: «Κάτι γυρεύουν». «Τι;» «Πού θες να ξέρω;» «Κρίμα που δεν έχουμε εδώ πέρα την Ζωζώ Ντελίλε», είπε η Σίντι. «Διαθέτει ενόραση βουντού. Αν έριχνε μια ματιά στην οθόνη, θα καταλάβαινε αμέσως τι μαγειρεύουν αυτοί οι δυο». «Έκανα λάθος», είπε ο Μπένι. «Δεν ψάχνουν. Έχουν βρει αυτό που θέλουν και τώρα κάνουν αναγνώριση του χώρου». «Το ερευνούν; Μόνο ληστές κάνουν αναγνώριση του χώ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

307

ρου μιας τράπεζας. Και ο' αυτή τη γειτονιά δεν υπάρχουν τράπεζες, παρά μόνο σπίτια». Όπως ο Μπένι είχε σκύψει πιο κοντά στην οθόνη, με την απάντηση στο δίλημμα να βρίσκεται κιόλας στην άκρη των χειλιών του, οι στόχοι τους πάτησαν γκάζι. Το κόκκινο σημάδι στην οθόνη φάνηκε να κάνει μια επιτόπια στροφή κι ύστερα συνέχισε αναπτύσσοντας ταχύτητα. «Για πού το 'βαλαν τώρα;» ρώτησε η Σίντι. «Μπάτσοι είναι. Μπορεί να έλαβαν μια επείγουσα κλήση. Πάρ' τους από πίσω. Και φρόντισε να μη μας πάρουν χαμπάρι, όμως η απόσταση μεταξύ μας να μην είναι μεγαλύτερη από ένα οικοδομικό τετράγωνο. Τσως κάποια στιγμή μας δοθεί η ευκαιρία που γυρεύουμε». «Πάνε για το Κουόρτερ», είπε μετά από λίγο η Σίντι. «Το μέρος παραείναι ανοιχτό, γι' αυτό που θέλουμε». «Έστω κι έτσι, φρόντισε εσύ να μην τους χάσεις». Το αμάξι με τους δυο αστυνομικούς δε σταμάτησε στο Κουόρτερ. Ακολούθησαν την καμπύλη του ποταμού περνώντας μέσα απ' το Φομπούργκ Μαρινί, και βγήκαν στη γειτονιά που ήταν γνωστή σαν Μπάιγουοτερ. Το κόκκινο σημάδι στην οθόνη του ηλεκτρονικού χάρτη σταμάτησε να κινείται, και όταν πρόλαβαν οι Λάβγουελ το πολιτικό σεντάν με τις πρώτες πορτοκαλί ανταύγειες του δειλινού, το είδαν παρκαρισμένο κοντά σε μια εκκλησία, έξω από ένα διώροφο, χτισμένο με τούβλα σπίτι. Ωστόσο η Ο' Κόνορ και ο Μάντισον δε φαίνονταν πουθενά.

Κεφάλαιο 47

Η Κάρσον κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας, απέναντι από τη Λουλάνα Σεντ Τζον, διαγώνια από εκεί που καθόταν ο Πάστορας Κένι Λαφίτ. Ο Μάικλ έστεκε κοντά στα μάτια του γκαζιού, όπου η Εβαντζελίν ζέσταινε μια κανάτα με γάλα όπως την είχε βάλει μέσα σ' ένα κατσαρόλι με νερό. «Αν το βάλεις απευθείας στη φωτιά» εξήγησε η Εβαντζελίν στον Μάικλ «θα σου ζεματιστεί». «Και τότε κάνει πέτσα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μάικλ. Η Εβαντζελίν ξίνισε τα μούτρα της. «Καμένα κατακάθια στον πάτο, και πέτσα πάνω-πάνω». Ο ιερέας καθόταν με τους βραχίονές του ακουμπισμένους στο τραπέζι, κοιτώντας έντρομος τα χέρια του. «Αίφνης συνειδητοποίησα ότι το έκανα. Τον σκότωσα, όντας αυτός που είμαι. Κι ο φόνος απαγορεύεται!» «Πάστορα Λαφίτ» είπε η Κάρσον «ο Νόμος σάς παρέχει το δικαίωμα να μην απαντήσετε στις ερωτήσεις μας χωρίς την παρουσία του δικηγόρου σας. Θέλετε να τηλεφωνήσετε στο δικηγόρο σας;»

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

309

«Αυτός ο καλός άνθρωπος δε σκότωσε κανέναν», γκρίνιαξε η Λουλάνα. «Ό,τι συνέβη εδώ πέρα ήταν ατύχημα». Η Κάρσον και ο Μάικλ είχαν ήδη ερευνήσει το σπίτι στα πεταχτά, χωρίς όμως να εντοπίσουν ούτε πτώμα ούτε ίχνη πάλης. «Πάστορα Λαφίτ» είπε η Κάρσον «κοιτάξτε με σας παρακαλώ». Ο ιερωμένος συνέχισε να κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα από τρόμο και σαστιμάρα τα χέρια του. «Πάστορα Λαφίτ» είπε πάλι η αστυνομικός «συγχωρέστε με, αλλά μου φαίνεται πως δεν επικοινωνείτε με την πραγματικότητα. Φοβάμαι μήπως κάνατε χρήση κάποιας απαγορευμένης ουσίας πρόσφατα». «Με το που ξύπνησα» είπε ο ιερέας αφηρημένα «ήταν ήδη νεκρός ή επρόκειτο να είναι σύντομα νεκρός. Τον σκότωσα και μόνο που ξύπνησα απ' τον ύπνο μου». «Πάστορα Λαφίτ, αντιλαμβάνεστε πως αυτά που μας λέτε, μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον σας στο δικαστήριο;» «Σιγά μην περάσει από δίκη αυτός ο καλός άνθρωπος», πετάχτηκε η Λουλάνα. «Απλώς τα έχει λίγο χαμένα. Γι' αυτό ήθελα εσάς τους δυο, κι όχι τίποτε άλλους μπάτσους. Το ήξερα πως δε θα βιαζόσασταν να βγάλετε συμπεράσματα». Ο ιερέας εξακολουθούσε να κρατάει τα μάτια του ορθάνοιχτα χωρίς να τα ανοιγοκλείσει ούτε για μια στιγμή. Ορθάνοιχτα και στεγνά, γιατί κανονικά, έτσι όπως δεν τα ανοιγόκλεινε καθόλου, θα έπρεπε τώρα να είχαν δακρύσει. Από εκεί που έστεκε, κοντά στα μάτια του γκαζιού, ο Μάικλ γύρισε λίγο προς το μέρος τους και είπε: «Πάστορα, κατά τη γνώμη σας ποιος ήταν αυτός που σκοτώσατε;» «Σκότωσα τον Πάστορα Κένι Λαφίτ».

310

Dean Koontz

Η Λουλάνα αφέθηκε να τη συνεπάρει η έκπληξη της, έτσι όπως έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό, πιάνοντας με το ένα χέρι της το τεράστιο στήθος της. «Κύριε των δυνάμεων, Πάστορα Κένι, μα πώς είναι δυνατόν να σκοτώσατε τον ίδιο τον εαυτό σας; Εδώ είσαστε, αγαπητέ, ανάμεσά μας, ολοζώντανος!» Ο ιερέας έδειξε να χάνεται πάλι στο δικό του κόσμο. «Δείτε, δείτε, δείτε, είναι ύψιστης σημασίας. Δε μου επιτρέπεται να σκοτώνω. Όμως στη βάση αυτής της ίδιας μου της ύπαρξης, ακριβώς εξ αυτού του γεγονότος, ευθύνομαι, τουλάχιστον εν μέρει για το θάνατο του, έτσι που από τη μέρα κιόλας που δημιουργήθηκα, παραβίασα τον προγραμματισμό μου. Ο προγραμματισμός μου είναι ελαττωματικός. Κι αν είναι ελαττωματικός ο προγραμματισμός μου, τότε τι άλλο μπορώ να κάνω που υποτίθεται πως δεν πρέπει να κάνω, τι άλλο, τι άλλο, τι άλλο;» Η Κάρσον κοίταξε σαν χαμένη τον Μάικλ. Ο αστυνομικός ακουμπούσε στον πάγκο, πλάι στα μάτια της κουζίνας. Τώρα όμως στάθηκε όρθιος, με τα χέρια του χαλαρά πεσμένα στα πλάγια του κορμιού του. «Πάστορα Κένι» είπε η Λουλάνα, παίρνοντας το ένα χέρι του ιερωμένου και σφίγγοντας το ανάμεσα στα δικά της, «σίγουρα περάσατε μεγάλη αγωνία και μεγάλο στρες στην προσπάθειά σας να συγκεντρώσετε χρήματα για την ανακαίνιση της εκκλησίας μέσα στις τόσες σας σκοτούρες και τ' άλλα σας καθήκοντα...» «...πέντε γάμους μέσα σ' ένα μήνα» πετάχτηκε η Εβαντζελίν. Κρατώντας το κανάτι με το ζεστό γάλα μ' ένα γάντι της κουζίνας, γέμισε ένα ποτήρι. «Συν τρεις κηδείες». Η Κάρσον έσπρωξε προς τα πίσω την καρέκλα της.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

311

«Κι όλα αυτά τα κάνατε χωρίς να έχετε δίπλα σας να σας φροντίζει μια σύζυγος», είπε η Λουλάνα. «Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που εξαντληθήκατε και αισθάνεστε τώρα έτσι χάλια». «Ο Θείος ο Άμπσαλομ» πετάχτηκε η Εβαντζελίν, ρίχνοντας κουταλιές ζάχαρη στο γάλα κι ανακατεύοντάς το, «δούλευε στη ζωή του μέχρι τελικής πτώσεως χωρίς να έχει πλάι του μια γυναίκα ν' απαλύνει τα βάσανά του, ώσπου στο τέλος άρχισε να βλέπει νεράιδες*». «Και με αυτό βέβαια δεν εννοεί ομοφυλόφιλους» πρόλαβε να δώσει διευκρινίσεις η Λουλάνα γι' αυτό που είχε μόλις πει η αδερφή της «αλλά τα πλασματάκια με τα πολύχρωμα φτερά». Η Κάρσον σηκώθηκε τώρα από την καρέκλα της κι απομακρύνθηκε ένα βήμα από το τραπέζι, τη στιγμή που η Εβαντζελίν, όπως πρόσθετε στο γάλα λίγη σκόνη με άρωμα βανίλιας, είπε: «Ε, δεν ήταν ντροπή που έβλεπε νεράιδες. Απλώς ο Θείος Άμπσαλομ είχε ανάγκη από λίγη ανάπαυση, από λίγη φροντίδα, κι ύστερα ήταν πάλι μια χαρά, και ποτέ δεν ξαναείδε νεράιδες». «Υποτίθεται πως εγώ δεν μπορώ να σκοτώνω, όμως από το γεγονός και μόνο της ύπαρξής μου, σκότωσα τον Κένι Λαφίτ» είπε ο Κένι Λαφίτ «και πραγματικά, θέλω να σκοτώσω κι άλλους». «Κουβέντες του κουρασμένου και συγχυσμένου σας μυαλού», προσπάθησε να τον καθησυχάσει η Λουλάνα, χαϊδεύοντάς του το χέρι. «Τόσο κουρασμένου και συγχυσμένου, που σας κάνει να βλέπετε παλαβά πράματα -αυτό είναι όλο, * Στο αγγλικό κείμενο: fairies. Στα αγγλικά η λέξη σημαίνει και τις νεράιδες και τους ομοφυλόφιλους. Σ.τ.Μ.

312

Dean Koontz

Πάστορα Κένι. Στ' αλήθεια δε θέλετε να σκοτώσετε κανέναν». «Κι όμως θέλω», διαφώνησε ο ιερέας μαζί της. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε το κεφάλι του να γείρει μπροστά. «Και τώρα, αν όντως κάτι δεν πηγαίνει καλά με τον προγραμματισμό μου, μάλλον θα το κάνω. Θέλω να σας σκοτώσω όλους και ίσως θα το κάνω». Ο Μάικλ εμπόδισε την Εβαντζελίν, τη στιγμή που η τελευταία ετοιμαζόταν να ακουμπήσει το γάλα στο τραπέζι. Φέρνοντας το δεξί της χέρι στον αριστερό γοφό της, η Κάρσον τράβηξε αργά το Ντέζερτ Ιγκλ από τη θήκη που είχε περασμένη στη ζώνη της και το κράτησε με τα δυο της χέρια: «Λουλάνα, μόλις ήρθαμε εδώ πέρα, μας είπες πως περάσατε από δω για να φέρετε δυο γλυκίσματα στον Πάστορα Λαφίτ». Τα σκούρα καστανά μάτια της Λουλάνα άνοιξαν διάπλατα όπως κοιτούσε το πιστόλι με το χρυσαφί φινίρισμα. «Κάρσον Ο' Κόνορ, τέτοια υπερβολική αντίδραση ομολογώ πως δεν την περίμενα εκ μέρους σου. Ο φουκαράς...» «Λουλάνα» την έκοψε η Κάρσον κάπως απότομα «εγώ λέω να βγάλεις το ένα γλύκισμα από το ψυγείο και να κόψεις από ένα κομμάτι για όλους». Πάντα με το κεφάλι του χαμηλωμένο έτσι που το πιγούνι του ακουμπούσε στο στέρνο του, και τα μάτια του κλειστά, ο ιερέας είπε τώρα: «Το πρόγραμμά μου πάει κατά διαόλου. Το αισθάνομαι... καταρρέει σαν σε αργή κίνηση. Αράδες εγκαταστημένων κωδικών πέφτουν η μια μετά την άλλη σαν πουλιά χτυπημένα από το ηλεκτρικό ρεύμα του καλωδίου που κάθονταν». «Αδερφή, δε θα ήταν άσχημη ιδέα να μας φιλέψεις λίγο

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

313

γλύκισμα», πετάχτηκε η Εβαντζελίν. Μετά από κάποια σκέψη, η Λουλάνα αποφάσισε τελικά να σηκώσει το ανοικονόμητο βάρος της από την καρέκλα, τη στιγμή ακριβώς που χτύπησε το κινητό του Μάικλ. Ο Λαφίτ ανασήκωσε τώρα το κεφάλι του, χωρίς όμως να ανοίξει τα μάτια του. Το γρήγορο παίξιμο των ματιών του πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα θύμιζε άνθρωπο που έβλεπε πολύ έντονα κάποιο όνειρο. Το κινητό του Μάικλ χτύπησε πάλι. «Μην αφήσεις να πάει η κλήση στον αυτόματο τηλεφωνητή», του είπε η Κάρσον. Τη στιγμή που η Λουλάνα κινήθηκε όχι προς το ψυγείο, αλλά προς τη μεριά που ήταν η αδερφή της, κι εκτός της γραμμής πυρός του πιστολιού που κρατούσε η Κάρσον, ο Λαφίτ άνοιξε το στόμα του και είπε σαν να μονολογούσε: «Πολύ παράξενο που κάτι τέτοιο συνέβη σε κάποιον της κατηγορίας Άλφα». Η Κάρσον άκουσε τον Μάικλ να δίνει τη διεύθυνση του πρεσβυτέριου στον άνθρωπο που τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο. Όπως τα μάτια του συνέχιζαν να παίζουν πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα, ο Λαφίτ είπε τώρα: «"Φόβος γάρ, δν έφρόντισα, ήλθε μοι, και δν έδεδοίκειν, συνήντησέ μοι"». «Ιώβ κεφάλαιο τρία, στίχος είκοσι πέντε», είπε η Λουλάνα. «"Φρίκη δε μοι συνήντησέ"» συνέχισε ο Λαφίτ «"και τρόμος και μεγάλως μου τά οστά διέσεισε"». «Ιώβ, κεφάλαιο τέσσερα, στίχος δεκατέσσερα», πετάχτηκε η Εβαντζελίν. Αν οι αδερφές έκαναν πως κινούνταν είτε προς την πόρτα της πίσω βεράντας, είτε προς εκείνη του εσωτερικού χολ, θα

314

Dean Koontz

έπρεπε να βρεθούν έστω και στιγμιαία στη γραμμή πυρός του όπλου της Κάρσον. Έτσι αγκαλιάστηκαν και κούρνιασαν και οι δυο σ' εκείνη τη γωνιά της κουζίνας που, κατά τη γνώμη τους, τους παρείχε τη μεγαλύτερη ασφάλεια. Κλείνοντας το κινητό του, ο Μάικλ πήγε και στάθηκε στ' αριστερά της Κάρσον, ανάμεσα στον Λαφίτ και τις δυο αδερφές, κρατώντας ήδη το δικό του πενηντάρι Μάγκνουμ σταθερά και με τα δυο του χέρια. «"Έκκλησίασον πρός με τον λαόν"» είπε ο Λαφίτ «"καΐ άκουσάτωσαν τά ρήματά μου, όπως μάθωσι φοβεΐσθαί με πάσας τάς ημέρας, ας αύτοί ζώσιν επί της γης"». «Δευτερονόμιο», είπε η Λουλάνα. «Κεφάλαιο τέσσερα, στίχος δέκα», συμπλήρωσε η Εβαντζελίν. «Ο Δευκαλίων;» ρώτησε η Κάρσον, εννοώντας αυτόν που είχε καλέσει τον Μάικλ. «Ναι». Ο Λαφίτ άνοιξε τώρα τα μάτια του. «Ιδού, σας αποκαλύφθηκα. Μια ακόμη απόδειξη πως ο προγραμματισμός μου καταρρέει. Υποτίθεται, πρέπει να κινούμαστε κρυφά ανάμεσά σας, και να μην σας αποκαλύπτουμε ποτέ ούτε τις διαφορές μας ούτε το σκοπό μας». «Χαλαρά», του είπε ο Μάικλ. «Κανένα πρόβλημα. Πάστορα Κένι, καθίστε εδώ για λίγο και συνεχίστε να χαζεύετε τα πουλάκια που πέφτουν απ' το καλώδιο».

Κεφάλαιο 48

Ο Ράνταλ Έξι είναι έξω φρενών με τον εαυτό του που σκότωσε τη μητέρα του Άρνι. «Βλάκα», μονολογεί. «Βλάκα». Δεν τα έχει μαζί της. Δεν έχει νόημα να θυμώνεις με μια γυναίκα ήδη νεκρή. Δεν ήταν στις προθέσεις του να τη χτυπήσει. Απλώς κάποια στιγμή είχε πιάσει τον εαυτό του να το κάνει, όπως είχε τσακίσει το σβέρκο εκείνου του άστεγου που είχε συναντήσει μέσα στον κάδο των απορριμμάτων. Τώρα που το ξανασκέφτεται, διαπιστώνει πως τελικά δεν είχε κινδυνεύσει. Η αυτοάμυνα δεν απαιτούσε την καταφυγή σε τέτοια ακραία μέτρα. Έχοντας ζήσει για αρκετό διάστημα σε ένα περιβάλλον τόσο καλά προστατευμένο, όπως τα Χέρια του Ελέους, τώρα που έχει βγει στον έξω κόσμο, χρειάζεται να αποκτήσει περισσότερη εμπειρία ώστε να είναι σε θέση να κρίνει και να εκτιμάει καλύτερα το μέγεθος και τη σοβαρότητα μιας απειλής. Και τότε ανακαλύπτει πως η μητέρα του Άρνι έχει απλώς μείνει αναίσθητη. Αυτό τον καθησυχάζει κάπως, αφού πια

316

Dean Koontz

δεν είναι υποχρεωμένος να νιώθει οργισμένος με τον εαυτό του. Παρόλο που η οργή του είχε κρατήσει για λιγότερο από δυο λεπτά, ανακαλύπτει πως το συναίσθημα είναι εξουθενωτικό. Όταν οι άλλοι οργίζονται μαζί σου -όπως συμβαίνει συχνά με τον Βίκτωρα- τότε μπορείς να στραφείς εντός σου και να τους αποφύγεις. Όταν όμως οργίζεσαι εσύ ο ίδιος με τον εαυτό σου, το να στραφείς εντός σου δε σου προσφέρει τίποτε απολύτως, γιατί, όσο βαθιά κι να φτάσεις μέσα σου, ο οργισμένος σου εαυτός παραμένει εκεί. Το τραύμα από μαχαίρι στο χέρι του είχε πάψει να αιμορραγεί. Μέσα σε διάστημα δυο ή τριών ωρών οι αμυχές θα έχουν κλείσει τελείως. Τον θορυβούν όμως τα αίματα που λερώνουν το πάτωμα και τις ηλεκτρικές συσκευές. Οι αιμάτινες κηλίδες αμαυρώνουν τη σχεδόν πνευματική ατμόσφαιρα που επικρατεί εδώ πέρα. Εδώ είναι σπιτικό, κι η κουζίνα η καρδιά του, κι ένα συναίσθημα γαλήνης και ηρεμίας θα πρέπει πάντα να βασιλεύει εδώ μέσα -κάθε ώρα και στιγμή. Μ' ένα κομμάτι χαρτοπετσέτα κι ένα σπρέι απορρυπαντικό ο Ράνταλ Έξι καθαρίζει τα αίματα. Μετ' ευλάβειας, προσέχοντας να μην αγγίζει το δέρμα της, γιατί ο Ράνταλ δε θέλει με τίποτε ν' αγγίζει το δέρμα άλλων ανθρώπων, δένει σε μια καρέκλα τη μητέρα του Άρνι με λουρίδες ύφασμα που σχίζει από τα ρούχα που βρίσκει μέσα στο καλάθι με τ' άπλυτα. Όταν τελειώνει το φάσκιωμά της, η μητέρα του Άρνι δείχνει να συνέρχεται. Είναι ανήσυχη, ταραγμένη, γεμάτη απορίες κι ερωτηματικά, υποθέσεις κι εκκλήσεις. Ο τσιριχτός τόνος της φωνής της κι ο καταιγιστικός τρόπος

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

317

που μιλάει θορυβούν τον Ράνταλ Έξι. Η γυναίκα τού κάνει μια τρίτη ερώτηση, πριν καν ο Ράνταλ προλάβει να απαντήσει στην πρώτη. Του ζητάει ένα σωρό πράματα -τόσα πολλά, που δεν μπορεί καν να τα αφομοιώσει και να τα επεξεργαστεί στο μυαλό του. Αντί λοιπόν να τη ξαναχτυπήσει, ο Ράνταλ προχωρεί στο βάθος του χολ, μπαίνει στο καθιστικό, και στέκει εκεί για λίγο. Το δειλινό έχει αρχίσει να πέφτει. Το δωμάτιο είναι περίπου σκοτεινό. Εδώ δεν υπάρχει αναστατωμένη μητέρα να του παίρνει τ' αυτιά με τις τσιρίδες και την πολυλογία της. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά της ώρας ο Ράνταλ Έξι νιώθει να ηρεμεί. Επιστρέφει στην κουζίνα, και με το που πατάει το πόδι του εκεί μέσα, η μητέρα του Άρνι τον αρχίζει πάλι στην πολυλογία. Της ζητάει να ησυχάσει, όμως εκείνη αρχίζει να φωνάζει δυνατότερα, κι οι εκκλήσεις της γίνονται πιο δραματικές. Ο Ράνταλ νιώθει προς στιγμή πως ίσως ήταν καλύτερα χωμένος κάτω από τη βάση του σπιτιού, παρέα με τις αράχνες. Η γυναίκα όμως δε συμπεριφέρεται σαν μητέρα. Οι μητέρες είναι ήρεμες. Έχουν απαντήσεις για τα πάντα. Οι μητέρες ξέρουν να αγαπούν -τους πάντες. Σε γενικές γραμμές του Ράνταλ Έ ξ ι δεν του αρέσει ούτε να τον αγγίζουν ούτε ν' αγγίζει. Εδώ όμως τα πράγματα μάλλον είναι διαφορετικά. Εδώ πρόκειται για μια μητέρα, τι κι αν επί του παρόντος δε συμπεριφέρεται όπως αναμένεται από μια μητέρα. Φέρνει το χέρι του κάτω από το πιγούνι της και το σπρώχνει προς τα επάνω, αναγκάζοντάς τη να κλείσει το στόμα της, την ίδια στιγμή που με το αριστερό του της κλείνει τη

318

Dean Koontz

μύτη. Η γυναίκα αντιστέκεται για λίγο, μετά όμως μένει ακίνητη, όταν καταλαβαίνει πως ο εισβολέας είναι πολύ δυνατός. Προτού χάσει η μητέρα τις αισθήσεις της εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου, ο Ράνταλ παίρνει το χέρι του απ' τη μύτη της, επιτρέποντάς της να ανασάνει. Το στόμα της όμως εξακολουθεί να το φράζει με την παλάμη του. «Σσσσσσσς», της κάνει. «Ήσυχα. Του Ράνταλ του αρέσει η ησυχία, γιατί φοβάται πολύ εύκολα. Ο θόρυβος φοβίζει τον Ράνταλ. Τα πολλά λόγια, οι πολλές κουβέντες φοβίζουν τον Ράνταλ. Μη φοβίζεις τον Ράνταλ». Όταν καταλαβαίνει πως η γυναίκα είναι πρόθυμη να κάνει όπως της λέει, παίρνει το χέρι του απ' το στόμα της. Η γυναίκα δε βγάζει τσιμουδιά. Κοντανασαίνει, πνίγεται, όμως για την ώρα τουλάχιστον δε λέει κουβέντα. Ο Ράνταλ σβήνει την εστία στην κουζίνα του γκαζιού για να μην καούν τα κρεμμύδια που ψήνονται στο κατσαρόλι. Αυτό, σε σχέση με το παρελθόν, αποτελεί μεγαλύτερη συμμετοχή στο περιβάλλον του, συνείδηση των περιφερικών θεμάτων του χώρου, και τον κάνει περήφανο για τον εαυτό του. Ποιος ξέρει, ίσως στην πορεία ανακαλύψει πως μπορεί και να μαγειρεύει. Παίρνει ένα κουτάλι από το συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα και το κουτί με το παγωτό φράουλα-μπανάνα από το ψυγείο. Κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, απέναντι από τη μητέρα του Άρνι, και παίρνει μια ξεγυρισμένη κουταλιά από το ροζ-κίτρινο παγωτό. Αυτή δεν είναι καλύτερη από την καφέ τροφή, αλλά δεν είναι χειρότερη. Απλά διαφορετική, και πάλι υπέροχη.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

319

Χαμογελάει στη γυναίκα που κάθεται απέναντι του, γιατί θεωρεί πως αυτή είναι μια στιγμή οικογενειακής θαλπωρής κι ευτυχίας -ίσως μια στιγμή που υφαίνεται ένας σημαντικός δεσμός- τέλος πάντων, μια στιγμή που απαιτεί χαμόγελα. Έλα όμως που το ταραγμένο ύφος της γυναίκας άλλα μαρτυράει όπως αντικρίζει αυτό το ξύλινο χαμόγελο, ίσως γιατί καταλαβαίνει πως μάλλον πρόκειται για μια ψεύτικη γκριμάτσα, παρά για μια γνήσια έκφραση ψυχικής κατάστασης. Η μάνα ξέρει!... «Ο Ράνταλ θα κάνει μερικές ερωτήσεις. Εσύ θα απαντήσεις. Ο Ράνταλ δε θέλει να ακούσει τις δικές σου ερωτήσεις που είναι πολλές και κάνουν φασαρία. Μόνο απαντήσεις. Σύντομες απαντήσεις. Ό χ ι πολλά λόγια». Η γυναίκα μπαίνει στο νόημα. Συμφωνεί μ' ένα νεύμα του κεφαλιού της. «Με λένε Ράνταλ». Όταν δεν παίρνει απάντηση, σπεύδει να τη ρωτήσει: «Εσένα πώς σε λένε;» «Βίκυ». «Για την ώρα ο Ράνταλ θα σε φωνάζει Βίκυ. Σε πειράζει αν ο Ράνταλ σε λέει Βίκυ;» «Όχι». «Είσαι η πρώτη μητέρα που γνωρίζει ο Ράνταλ. Ο Ράνταλ δε θέλει να σκοτώνει μητέρες. Εσύ θέλεις να σε σκοτώσουν;» «Όχι. Σε παρακαλώ!» «Πολλοί θέλουν να τους σκοτώσουν. Αυτοί που είναι στα Χέρια του Ελέους. Γιατί δεν μπορούν να σκοτώσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους». Κάνει παύση για να φτυαρίσει άλλη μια ξεγυρισμένη κουταλιά παγωτό. Φέρνει το κουτάλι στο στόμα του.

320

Dean Koontz

Συνεχίζει τώρα, γλείφοντας τα χείλη του. «Τούτο το πράμα έχει καλύτερη γεύση απ' ό,τι οι αράχνες, τα σκουλήκια και τα τρωκτικά. Του Ράνταλ του αρέσει καλύτερα μέσα στο σπίτι παρά κάτω από το σπίτι. Εσένα σου αρέσει καλύτερα μέσα στο σπίτι ή κάτω από το σπίτι;» «Μέσα. Μέσα στο σπίτι». «Έχεις βρεθεί ποτέ μέσα σε κάποιον κάδο απορριμμάτων παρέα με ένα νεκρό;» Τον κοιτάζει με μάτια πελώρια, δε βγάζει άχνα. Ο Ράνταλ υποθέτει πως η γυναίκα δε μιλάει γιατί σκαλίζει το μυαλό της, προσπαθώντας να θυμηθεί. Μετά από λίγο όμως της λέει: «Βίκυ; Έχεις βρεθεί ποτέ μέσα σε κάδο απορριμμάτων παρέα μ' ένα νεκρό αλήτη;» «Όχι. Όχι, δε μου 'χει τύχει». Ποτέ άλλοτε ο Ράνταλ Έ ξ ι δεν έχει νιώσει τόσο περήφανος για τον εαυτό του, όσο τώρα. Αυτή είναι η πρώτη συζήτηση που είχε με κάποιον, εκτός από το δημιουργό του στα Χέρια του Ελέους. Και πηγαίνει τόσο καλά.

Κεφάλαιο 49

Το χρόνιο πρόβλημα του Γουέρνερ με την υπερβολική καταρροή της μύτης του, ήταν μια ασήμαντη ενόχληση, συγκρινόμενο με το τωρινό μαρτύριο του. Στο δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου, ο Βίκτωρ, ο Ρίπλεϊ και τέσσερις εμβρόντητοι βοηθοί παρακολουθούσαν στις έξι οθόνες κλειστού κυκλώματος τον προϊστάμενο ασφαλείας όπως βολόδερνε μέσα στο θάλαμο απομόνωσης έρποντας στα τέσσερα πόδια. Τα δυο πισινά ήταν τα ίδια όπως και στην αρχή του όλου επεισοδίου. Μόλο που τα μπροστινά του πόδια δε διέφεραν από τα πίσω, η δομή των αρθρώσεων των ώμων είχε αλλάξει δραματικά. Οι πανίσχυροι ώμοι θύμιζαν τους αντίστοιχους αιλουροειδούς της ζούγκλας. Όπως ο Γουέρνερ τριγύριζε μέσα στο θάλαμο απομόνωσης, η καθολική του μεταμόρφωση εξακολουθούσε να εξελίσσεται, και τα τέσσερα πόδια του έπαιρναν όλο και περισσότερο τη δομή και το σχήμα εκείνων ενός αιλουροειδούς. Όπως συμβαίνει με αυτό το είδος του ζωικού βασιλείου, ο αγκώνας αναπτυσσόταν στην οπίσθια απόληξη του μυώνα της ωμοπλάτης, για να δημιουργήσει την άρ-

322

Dean Koontz

θρωση ενός μπροστινού ποδιού συμπεριλαμβανομένου και του γονάτου, αλλά κι ένα πιο εύκαμπτο καρπό, παρά έναν αστράγαλο. Αυτό τώρα προβλημάτισε ιδιαίτερα τον Βίκτωρα γιατί, κατά το σχεδιασμό και τη δημιουργία του Γουέρνερ, είχε προσθέσει εμβόλιμα γενετικό υλικό πάνθηρα, θέλοντας να βελτιώσει την ευκινησία και την ταχύτητά του. Τα πίσω πόδια εξελίσσονταν σε τρόπο που έμοιαζαν περισσότερο με αιλουροειδούς, αναπτύσσοντας ένα μακρύ μετατάρσιο πάνω από τα δάχτυλα, μια πτέρνα που ανέβαινε ως τα μισά του σκέλους, κι ένα γόνατο πολύ κοντά στον κυρίως κορμό του σώματος. Η σχέση μεταξύ καπουλιού, μηρού και λαγονιού άλλαζε συνεχώς, και το ίδιο άλλαζαν και οι διαστάσεις. Στα πίσω άκρα, οι ανθρώπινες απολήξεις των ποδιών έλιωναν κι έπαιρναν σχήμα πελμάτων ζώου με αμβλεία δάχτυλα με εντυπωσιακά γαμψά νύχια. Στα μπροστινά πόδια ωστόσο, ενώ φύτρωναν ψευδονύχια στις πτέρνες, εξακολουθούσαν να υπάρχουν στοιχεία ανθρώπινου χεριού, αν και τα δάχτυλα απέληγαν τώρα σε γαμψά νύχια με τα καλύμματά τους. Όλες αυτές οι μεταβολές παρουσιάζονταν με ευκρίνεια που διευκόλυνε την παρατήρηση και τη μελέτη γιατί ο Γουέρνερ δεν έβγαζε τρίχωμα. Παρέμενε άτριχος, και το δέρμα του είχε ένα ροζ χρώμα. Αν και βέβαια η κρίση αυτή δεν είχε παρέλθει -στην ουσία ίσως να βρισκόταν μόλις στην αρχής της- ο Βίκτωρ ήταν σε θέση να κάνει τις επιστημονικές παρατηρήσεις του αποστασιοποιημένος από το εν εξελίξει δράμα και με ψυχρό μυαλό τώρα που ο Γουέρνερ βρισκόταν φυλακωμένος στο

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

323

θάλαμο απομόνωσης, και ο κίνδυνος για βίαια επεισόδια είχε εξαλειφθεί. Συχνά στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών ο Βίκτωρ είχε διδαχτεί περισσότερα από τις αποτυχίες του παρά από τις ουκ και ολίγες επιτυχίες του. Γιατί η αποτυχία ίσως να ήταν ο νόμιμος γονιός της προόδου, ειδικά μάλιστα οι δικές τον αποτυχίες, που το πιο πιθανό ήταν να εμπλούτιζαν και να διεύρυναν τις γνώσεις του, κάτι πολύ πιο σημαντικό ακόμη κι από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα επιστημόνων μικρότερου βεληνεκούς. Ο Βίκτωρ έμενε εκστατικός μπροστά σ' αυτήν την απροκάλυπτη εκδήλωση μη ανθρώπινων χαρακτηριστικών χωρίς την προσθήκη γονιδίων. Παρόλο που το μυϊκό σύστημα του προϊστάμενου ασφαλείας είχε εμπλουτιστεί με γενετικό υλικό από πάνθηρα, ωστόσο ο ίδιος δε διέθετε τον κώδικα που θα δικαιολογούσε τη δημιουργία ποδιών αιλουροειδούς, κι οπωσδήποτε δεν είχε σχεδιαστεί για να εμφανίσει ουρά, κάτι που συνέβαινε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Το κεφάλι του Γουέρνερ, που εξακολουθούσε να διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά του, τώρα κινείτο στηριγμένο πάνω ο' ένα παχύτερο και πιο νευρώδη λαιμό που λίγο θύμιζε ανθρώπινο. Τα μάτια του, κάθε φορά που κοιτούσαν προς κάποια από τις κάμερες, έδειχναν να έχουν τις ελλειπτικές ίριδες ενός αιλουροειδούς, τι κι αν στα χρωματοσώματά του δεν είχε γίνει προσθήκη γονιδίων σχετικών με την όραση αυτού του ζωικού είδους. Το φαινόμενο οδηγούσε στο συμπέρασμα πως, είτε ο Βίκτωρ είχε κάνει κάποιο λάθος κατά τη δημιουργία του Γουέρνερ, είτε η απίστευτα άμορφη μάζα της σάρκας του τελευταίου μπορούσε να προσεγγίσει την κάθε σωματική

324

Dean Koontz

λεπτομέρεια ενός ζώου, αντλώντας έστω και ψήγματα από τη γονιδιακή δομή του. Αν και αυτή η δεύτερη εκδοχή άγγιζε τα όρια του εξωφρενικού και του εντελώς απίθανου, ο Βίκτωρ έτεινε να τη δεχτεί. Εκτός από την κάλυψη, με έξι κάμερες, αυτής της μεταμόρφωσης του Γουέρνερ, που συντελείτο με την ταχύτητα της αντίστοιχης ενός λυκάνθρωπου, από τα εγκαταστημένα στο θάλαμο απομόνωσης μικρόφωνα, έφταναν και οι φωνές του στην αίθουσα ελέγχου και παρακολούθησης. Κατά πόσο είχε συνείδηση των αλλαγών που ρήμαζαν το κορμί του δεν μπορούσε να το καταλάβει κανείς από τα λεγόμενα του, γιατί, δυστυχώς, αυτά που έλεγε ήταν ακαταλαβίστικα. Επί το πλείστον ο άμοιρος Γουέρνερ ούρλιαζε. Κρίνοντας τώρα από την ένταση και τη χροιά των ουρλιαχτών του, θα έλεγε κανείς πως η απίστευτη μεταμόρφωσή του συνοδευόταν από φοβερή ψυχική αγωνία και ακατάπαυστο σωματικό άλγος. Κι ήταν ηλίου φαεινότερο πως ο Γουέρνερ δεν είχε πια τη δυνατότητα να απομονώνει και να καταργεί κατά βούληση το σωματικό πόνο. Κι όταν κάποια στιγμή μέσα στο γενικό χάος ο Γουέρνερ κατάφερε και ξεστόμισε με ευκρίνεια δυο λέξεις -«Πατέρα, Πατέρα»- ο Βίκτωρ βιάστηκε να κλείσει τον ήχο στην κονσόλα, περιορίζοντας τη μελέτη στις βουβές εικόνες που πρόβαλαν οι κάμερες. Οι επιστήμονες του Χάρβαρντ, του Γέιλ, της Οξφόρδης και τέλος πάντων του κάθε σημαντικού ερευνητικού πανεπιστημίου του κόσμου τα τελευταία χρόνια ασχολούνταν με τις γονιδιακές διασταυρώσεις. Είχαν βάλει γονιδιακό υλικό αραχνών σε κατσίκες, και απόρροια αυτού του πειράματος ήταν να κατεβάζουν οι κατσίκες γάλα με ιστούς αράχνης.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

325

Είχαν εκθρέψει ποντίκια με στοιχεία ανθρώπινου DNA, κι αρκετές τέτοιες ομάδες επιστημόνων συναγωνίζονταν ποια, θα δημιουργούσε πρώτη ένα χοίρο με ανθρώπινο εγκέφαλο. «Αλλά μόνο εγώ» δήλωσε ο Βίκτωρ όπως κοιτούσε τις οθόνες «κατάφερα να δημιουργήσω τη χίμαιρα ενός πανάρχαιου μύθου, το κτήνος που, αν και αποτελείται από πολλά μέρη, λειτουργεί σαν ένα ενιαίο πλάσμα». «Λειτουργεί τώρα;» τόλμησε να ρωτήσει ο Ρίπλεϊ. «Το βλέπεις και το βλέπω», είπε ο Βίκτωρ εκνευρισμένος. «Κινείται με μεγάλη ταχύτητα!» «Κάνει βασανισμένους κύκλους». «Το κορμί του είναι εύρωστο και δυνατό». «Και ξαναλλάζει», συμπλήρωσε ο Ρίπλεϊ Ο Γουέρνερ, επίσης, είχε κάτι από αράχνη, αλλά κι από κατσαρίδα, που αύξανε το εύπλαστο των τενόντων του, και παρείχε στο κολλαγόνο του μεγαλύτερη δυνατότητα επέκτασης. Τώρα αυτά τα αραχνιδικά και εντομικά στοιχεία έμοιαζαν να ξεπροβάλουν εις βάρος της μορφής του πάνθηρα. «Βιολογικό χάος», παρατήρησε ο Ρίπλεϊ. «Συγκεντρώσου», τον συμβούλεψε ο Βίκτωρ. «Απ' αυτό που βλέπουμε μπροστά μας θα αντλήσουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις γνώσεις που με μαθηματική ακρίβεια θα μας οδηγήσουν στα μεγαλύτερα επιτεύγματα στην ιστορία της γενετικής κι της μοριακής βιολογίας». «Είμαστε απολύτως σίγουροι» ρώτησε τώρα ο Ρίπλεϊ «πως οι πόρτες της καμπίνας μετάβασης έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία κλειδώματος τους;» «Ναι», αποκρίθηκαν οι τέσσερις του προσωπικού με μια φωνή.

326

Dean Koontz

Η εικόνα στη μια από τις οθόνες θόλωσε και γκριζάρισε, κι αμέσως μετά εμφανίστηκε το είδωλο της Ανουνσιάτα. Υποθέτοντας πως η παρεμβολή της εικόνας της στο ένα από τα μόνιτορ οφειλόταν σε κάποιο λάθος χειρισμό, ο Βίκτωρ ετοιμάστηκε να της βάλει τις φωνές, προστάζοντάς τη να βγει από το κύκλωμα. Πριν προλάβει όμως ν' ανοίξει το στόμα του, ακούστηκε η φωνή της Ανουνσιάτα: «Κύριε Ήλιος, κάποιο μέλος της τάξης Άλφα ζητάει επειγόντως να συναντηθεί μαζί σας». «Ποιος Άλφα;» «Ο Πάτρικ Ντουκέιν, ο εφημέριος της Παναγίας μας Της Πενθούσας». «Πέρασε την κλήση του στα μεγάφωνα, εδώ πέρα». «Δεν τηλεφώνησε, κύριε Ήλιος. Ήρθε ο ίδιος μέχρι την είσοδο των Χεριών του Ελέους». Επειδή τελευταία τα Χέρια του Ελέους για τα μάτια του έξω κόσμου δεν ήταν παρά μια ιδιωτική αποθήκη με ελάχιστη κίνηση, όσοι είχαν «γεννηθεί» εκεί μέσα, δεν επέστρεφαν στην παλιά κλινική για κανέναν λόγο, από φόβο μήπως τα ασυνήθιστα πήγαιν' έλα διαφόρων «επισκεπτών» κινούσαν τις υποψίες. Η επίσκεψη του Ντουκέιν εκεί πέρα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του πρωτοκόλλου, κι άρα υποδήλωνε πως έφερνε κάποια πολύ σημαντικά νέα. «Πες του να έρθει να με βρει», πρόσταξε ο Βίκτωρ την Ανουνσιάτα. «Μάλιστα, κύριε Ήλιος. Μάλιστα».

Κεφάλαιο 50

Ο Λαφίτ άνοιξε τα μάτια του. «Ιδού, σας αποκαλύφθηκα. Μια ακόμη απόδειξη πως ο προγραμματισμός μου καταρρέει. Υποτίθεται, πρέπει να κινούμαστε κρυφά ανάμεσά σας, και να μην σας αποκαλύπτουμε ποτέ ούτε τις διαφορές μας ούτε το σκοπό μας». «Χαλαρά», του είπε ο Μάικλ. «Κανένα πρόβλημα. Πάστορα Κένι, καθίστε εδώ για λίγο και συνεχίστε να χαζεύετε τα πουλάκια που πέφτουν απ' το καλώδιο». Πριν προλάβει καλά καλά να τελειώσει τις νουθεσίες του ο Μάικλ, και περίπου λιγότερο από ένα λεπτό αφότου είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Δευκαλίωνα, ο γίγαντας μπήκε στην κουζίνα του πρεσβυτέριου από το χολ του κάτω ορόφου. Η Κάρσον είχε τόσο συνηθίσει στις αιφνίδιες εμφανίσεις και στις άλλο τόσο μυστήριες και εξίσου ξαφνικές εξαφανίσεις του θεόρατου άντρα, που, όπως κρατούσε με τα δυο της χέρια το πιστόλι της, δε σάλεψε ούτε στο ελάχιστο, μόνο συνέχισε να σημαδεύει σταθερά το στήθος του ιερωμένου. «Τι διάολο... στην μπροστινή βεράντα ήσουν, όταν μου

328

Dean Koontz

τηλεφώνησες;» Τεράστιος, φοβερός στην όψη, με πρόσωπο καλυμμένο από τατουάζ, ο Δευκαλίων χαιρέτισε τη Λουλάνα και την Εβαντζελίν μ' ένα νεύμα του κεφαλιού, και είπε: «Ού γαρ εδωκεν ήμΐν ό Θεός Πνεϋμα δειλίας, άλλα δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού». «Προς Τιμόθεο Β'» είπε η Λουλάνα με τρεμάμενη φωνή «κεφάλαιο 1, στίχος 7» «Μπορεί να μοιάζω με δαίμονα» είπε ο Δευκαλίων, απευθυνόμενος στις δυο αδερφές για να τις καθησυχάσει, «όμως κι αν υπήρξα κάποτε τέτοιος, δεν είμαι πια». «Μιλάμε, για φίνο παλικάρι», ήρθε και η επιβεβαίωση δια στόματος Μάικλ. «Δεν ξέρω να απαγγείλω κανένα στίχο από τη Βίβλο σχετικό με την περίσταση, όμως σας το λέω, είναι πρώτο παιδί». Ο Δευκαλίων κάθισε στο τραπέζι, στην καρέκλα που μέχρι πριν λίγο καθόταν η Λουλάνα. «Καλησπέρα, Πάστορα Λαφίτ». Τα μάτια του ιερωμένου είχαν πάρει μια γυαλάδα, λες κι όπως έστεκε σε αυτό τον κόσμο κοιτούσε σ' έναν άλλο μέσα από πέπλο. Τώρα εστίασε το βλέμμα του στον Δευκαλίωνα. «Αυτό το προς Τιμόθεο, κεφάλαιο 1, στίχος 7 ούτε που το αναγνώρισα», είπε τώρα ο Λαφίτ. «Το πρόγραμμά μου όσο πάει και εκμηδενίζεται. Χάνω αυτό που είμαι. Για πες μου κανέναν στίχο ακόμη». «Διότι εκείνος ο οποίος σας κατασκεύασε υπάρχει και ζει μεταξύ των ανθρώπων εκείνος ο οποίος εις ματαίαν και ψευδή θρησκείαν σας παραπλανεί». «Δεν τον ξέρω», είπε ο ιερέας. «Ησαΐας, 41, στίχος 29» του έδωσε τα φώτα της η Εβα-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

329

ντζελίν «αλλά το είπε λιγάκι με δικά του λόγια». «Επέλεξες ένα στίχο που αποτελεί περιγραφή του... Ήλιος», είπε ο Λαφίτ απευθυνόμενος στον Δευκαλίωνα. «Ναι». Η Κάρσον δεν ήταν καθόλου σίγουρη κατά πόσο θα έπρεπε αυτή κι ο Μάικλ να χαμηλώσουν τα όπλα τους. Τελικά σκέφτηκε πως, αν ήταν όντως φρόνιμο να κάνουν κάτι τέτοιο, ο Δευκαλίων θα τους είχε ήδη καθησυχάσει. Έτσι παρέμεινε με το πιστόλι επί σκοπόν. «Και τι ξέρεις εσύ για τον Ήλιος; Από πού κι ως πού;» ρώτησε τώρα ο ιερέας το γίγαντα. «Είμαι ο... προκότοκός του. Προχειροφτιαγμένος, για τα δικά σου μέτρα και σταθμά». «Ναι, όμως το πρόγραμμά σου δεν έχει πάψει να λειτουργεί». «Εγώ ούτε καν διαθέτω πρόγραμμα, έτσι όπως το εννοείς». Ο Λαφίτ ρίγησε σύγκορμος κι έκλεισε τα μάτια. «Σαν κάτι να χάθηκε. Τι ήταν;» Τα μάτια του έπαιξαν πάλι δεξιά, αριστερά, πάνω και κάτω πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. «Μπορώ να σου δώσω αυτό που επιθυμείς περισσότερο», είπε ο Δευκαλίων. «Θαρρώ... α, ναι... μόλις απώλεσα την ικανότητα να απομονώνω τον πόνο». «Μη φοβάσαι. Δε θα σε πονέσω. Μόνο που γι' αντάλλαγμα θέλω κάτι από σένα». Ο Λαφίτ έμεινε σιωπηλός. «Ξεστόμισες τ' όνομά του» συνέχισε ο Δευκαλίων «και μας έδωσες να καταλάβουμε πως, κατά μία έννοια, το πρό-

330

Dean Koontz

γραμμά σου δεν είναι πια εμπόδιο. Πες μου λοιπόν... το μέρος όπου δημιουργήθηκες, εκεί που εργάζεται αυτός». Με τη φωνή του να ακούγεται πιο βραχνή, λες και είχαν χαθεί πόντοι από το δείκτη νοημοσύνης του, ο Λαφίτ άνοιξε το στόμα του και είπε: «Είμαι παιδί του Ελέους. Γέννημα του Ελέους και θρέμμα του Ελέους». «Τι σημαίνει αυτό;» τον πίεσε ο Δευκαλίων. «Τα Χέρια του Ελέους», αποκρίθηκε ο Λαφίτ. «Τα Χέρια του Ελέους και οι δεξαμενές της Κόλασης». «Είναι μια παλιά κλινική των Καθολικών», θυμήθηκε η Κάρσον. «Τα Χέρια του Ελέους». «Είχε κλείσει όταν εγώ ήμουν ακόμη παιδί», είπε ο Μάικλ. «Τώρα είναι κάτι άλλο -αποθήκη. Έχουν χτίσει όλα τα παράθυρα του κτιρίου». «Θα μπορούσα να σας σκοτώσω όλους, όπως μιλάμε», είπε ο Λαφίτ, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια του. «Τουλάχιστον ήθελα να σας σκοτώσω όλους. Και το ήθελα τόσο πολύ, τόσο απελπισμένα». Η Λουλάνα άρχισε να σιγοκλαίει. «Να, κράτα μου το χέρι, αδερφή μου», είπε η Εβαντζελίν. «Πάρτε τις κυρίες από δω μέσα», είπε ο Δευκαλίων στην Κάρσον. «Πηγαίνετέ τις σπίτι τους». «Κάποιος από εμάς μπορεί να τις πάει σπίτι τους» αντιτείνε η Κάρσον «κι ο άλλος να μείνει εδώ να σου προσφέρει κάλυψη». «Αυτό είναι κάτι που αφορά εμένα και τον Πάστορα Λαφίτ. Θέλω να του δώσω μια μικρή χάρη και μεγάλη ξεκούραση». Βάζοντας το Μάγκνουμ στη θήκη, ο Μάικλ, γύρισε στις δυο αδερφές και είπε: «Κυρίες μου, καλύτερα να πάρετε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

331

και τα γλυκίσματα μαζί σας. Όχι πως αποτελούν αδιάψευστη απόδειξη ότι ήσαστε εδώ πέρα, όμως καλύτερα να τα πάρετε από εδώ». Μέχρι να πάρουν οι δυο γυναίκες τα γλυκίσματα από το ψυγείο και να τις συνοδεύσει ο Μάικλ έξω απ' το σπίτι, η Κάρσον είχε το πιστόλι της στραμμένο πάνω στον ιερέα. «Θα συναντηθούμε αργότερα στο σπίτι σου», είπε ο Δευκαλίων στην Κάρσον. «Δεν θ' αργήσω». «Και σκότος έπάνω της αβύσσου», είπε τώρα ο Λαφίτ με φωνή ακόμη πιο βραχνή και μπάσα. «Αυτό είναι κάτι ή μήπως τελικά δε θυμήθηκα τίποτε;» «Γένεσις, κεφάλαιο 1, στίχος 2», του αποκρίθηκε ο Δευκαλίων. Ύστερα έγνεψε στην Κάρσον, προτρέποντάς τη να φύγει. Η ντετέκτιβ χαμήλωσε απρόθυμα το όπλο της και βγήκε απ' την κουζίνα. Όπως διέσχιζε το χολ, άκουσε τον Λαφίτ να λέει. «Λέει πως θα ζήσουμε χίλια χρόνια. Εγώ νιώθω σαν να έχω ήδη ζήσει τόσο».

Κεφάλαιο 51

Μέσα στο μυστικό σαλόνι η Έρικα έπαιζε με την ιδέα να μιλούσε και πάλι στον ένοικο της γυάλινης βιτρίνας. Ο ακαθόριστος όγκος είχε σαλέψει, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία γι' αυτό: σαν να το είχε διατρέξει ένας σπασμός όπως ήταν βυθισμένο μέσα στο κεχριμπαρένιο υγρό ή αέριο. Είτε είχε αντιδράσει στη φωνή της Έρικα ή απλώς η στιγμή που είχε σαλέψει ήταν εντελώς συμπτωματική. Η Παλιά Ράτσα είχε ένα ρητό: Δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Όμως εντάξει, αυτοί ήταν πλάσματα παράλογα, όλο δοξασίες και προλήψεις. Σύμφωνα με τη μόρφωση που είχε λάβει η Έρικα όσον καιρό βρισκόταν στη δεξαμενή δημιουργίας της, ολόκληρο το σύμπαν δεν είναι παρά ένας ωκεανός απέραντος χάους όπου το τυχαίο συγκρούεται με το περιστασιακό και εκτοξεύει σαν θραύσματα κομμάτια από άνευ ουσίας συμπτώσεις σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Στόχος κι αποστολή της Νέας Ράτσας ήταν λοιπόν να βάλει τάξη στο χάος, να δαμάσει τη φοβερή καταστροφική δύναμη

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

333

του σύμπαντος, υποτάσσοντας τη στις ανάγκες αυτής της ράτσας, να δώσει νόημα σ' ένα από καταβολής χρόνου ανούσιο δημιούργημα. Και το νόημα που θα επέβαλλε η Νέα Ράτσα πάνω στο σύμπαν, θα ήταν το νόημα του δημιουργού της, η εξύψωση του ονόματος και του προσώπου του, η εκπλήρωση του οράματος του και της κάθε επιθυμίας του, και μέσα απ' αυτήν τη διαδικασία τα μέλη αυτής της ράτσας θα έπαιρναν τη μια και μοναδική ικανοποίηση: ότι είχαν εκπληρώσει στο ακέραιο τις βουλές του. Τούτη η πεποίθηση, που αποτελούσε μέρος του βασικού προγράμματος της, ήρθε τώρα στο νου της λέξη προς λέξη, μαζί με μνήμες μουσικής υπόκρουσης Βάγκνερ, και αναπαραστάσεων εκατομμυρίων μελών της Νέας Ράτσας να παρελαύνουν με στρατιωτικό βήμα. Ο σύζυγος της, αυτή η απαράμιλλα λαμπρή διάνοια, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας μεγάλος ποιητής, αν η ποίηση, σαν λογοτεχνική έκφραση, δεν ήταν τόσο κατώτερη της ιδιοφυίας του. Όταν μίλησε στον κάτοικο της βιτρίνας, είχε νιώσει να την κυριεύει ένα φόβος πρωτόγονος σχεδόν -ένας φόβος που ήταν σαν να πήγαζε απ' αυτό το ίδιο το αίμα της και τα βάθη του είναι της- τόσο, που είχε οπισθοχωρήσει προς τη μεριά της καρέκλας με την ψηλή ράχη, όπου βρισκόταν τώρα καθισμένη, σκεπτόμενη όχι μόνο ποια θα έπρεπε να ήταν η επόμενη κίνησή της, αλλά και διερευνώντας τα δικά της βαθύτερα κίνητρα. Είχε συγκλονιστεί από το θέαμα του Γουίλιαμ που αυτοακρωτηριαζόταν κόβοντας με δαγκωματιές τα δάχτυλά του, αλλά και από το τέλος του. Κι είχε συγκινηθεί ακόμη βαθύτερα από την αποκάλυψη της Κριστίν πως αυτή, (δηλ. η Έρικα), ήταν προικισμένη και ικανή να ζήσει μια πιο πλού-

334

Dean Koontz

σια από την άποψη των συναισθημάτων ζωή -ταπεινότητα, ντροπή, τη δυνατότητα να νιώθει οίκτο και συμπόνια- σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μέλη τη Νέας Ράτσας. Ο Βίκτωρ, του οποίου η ιδιοφυΐα ήταν απαράμιλλη από καταβολής ιστορίας, θα πρέπει να είχε σοβαρούς λόγους που είχε «προικίσει» τη Νέα Ράτσα αποκλειστικά και μόνο με τα αισθήματα του μίσους, του φθόνου, της οργής -αισθήματα δίχως διέξοδο, που δεν οδηγούσαν πουθενά, που δεν οδηγούσαν στην ελπίδα. Κι αυτή, η Έρικα, δεν ήταν παρά ένα ταπεινό του δημιούργημα, χρήσιμη μόνο στο βαθμό που ήταν ικανή να τον υπηρετεί. Δε διέθετε ούτε τη διορατικότητα ούτε τη γνώση ούτε το απαιτούμενο εύρος της φαντασίας για να αμφισβητήσει τα σχέδιά του. Η ίδια έτρεφε ελπίδα για πολλά πράγματα. Κατά κύριο λόγο ήλπιζε πως θα κατάφερνε να γίνει μια καλή σύζυγος, βελτιώνοντας τον εαυτό της μέρα με τη μέρα, με αποτέλεσμα να αντικρίσει την έγκριση και την αποδοχή στο βλέμμα του συζύγου της. Αν και δεν ήταν παρά μόλις πρόσφατα που είχε βγει από τη δεξαμενή δημιουργίας της, και φυσικά η διαδρομή της στη ζωή ήταν ελάχιστη, δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ζούσε δίχως ελπίδα. Αν κατάφερνε τελικά να γίνει μια καλή σύζυγος, αν γλίτωνε από την κακοποίηση την ώρα της ερωτικής συνεύρεσης, αν ερχόταν μια μέρα που ο Βίκτωρ θα την τιμούσε με το σεβασμό και την αγάπη του, ήθελε να ελπίζει πως ίσως του ζητούσε να παρείχε στην Κριστίν και τους υπόλοιπους το δικαίωμα στην ελπίδα, όπως συνέβαινε με την ίδια, κι ότι εκείνος θα την εισάκουε, απαλύνοντας και κάνοντας πιο υποφερτές τις ζωές των δημιουργημάτων του. «Θα είμαι η Βασίλισσα Εσθήρ, η σύζυγος του, κι εκείνος

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

335

ο Βασιλιάς Αχασβερός», μονολόγησε, παρομοιάζοντας τον εαυτό της με την κόρη του Μαρδοχαίου. Η Εσθήρ είχε πείσει τον Αχασβερό να σπλαχνιστεί το λαό της, τους Εβραίους, και να τον γλιτώσει από τον κατατρεγμό του κακού πρίγκιπα Αμάν. Η Έρικα δεν ήξερε όλη την ιστορία, ωστόσο είχε την πίστη ότι η αλληγορία -μία από τις χιλιάδες που υπήρχαν καταγραμμένες στη μνήμη της- ευσταθούσε και ότι, σύμφωνα πάντα με το πρόγραμμά της, το είχε χρησιμοποιήσει ορθά. Άρα. Άρα θα έπρεπε να ανέλθει στο ύψος που θα κέρδιζε την αγάπη και το σεβασμό του Βίκτωρα. Και προκειμένου να το πετύχει αυτό, θα έπρεπε να είναι πάντα άψογη στον τρόπο που τον υπηρετούσε. Και για να έφτανε στο στόχο της, θα έπρεπε πρώτα να μάθαινε τα πάντα όσα τον αφορούσαν, όχι απλώς το βιογραφικό του, που έτσι κι αλλιώς είχε λάβει ως αρχείο απευθείας «φορτωμένο» στον εγκέφαλο της. Κι όταν έλεγε τα πάντα, εννοούσε κι αυτόν τον κάτοικο της γυάλινης βιτρίνας, ο οποίος είχε φυλακιστεί εκεί απ' τον ίδιο τον Βίκτωρα. Κόντρα στο μεγάλο φόβο που της προκαλούσε, έπρεπε να γυρίσει κοντά στη βιτρίνα, να αντιμετωπίσει το χάος, και να το βάλει σε μια τάξη. Ζυγώνοντας στο επάνω μέρος του τζαμένιου φέρετρου -α, σίγουρα έμοιαζε περισσότερο με νεκρόκασα παρά με μπιζουτιέρα- η Έρικα έφερε γι' άλλη μια φορά το πρόσωπο της κοντά στο τζάμι, στο σημείο ακριβώς που υπέθετε πως θα βρισκόταν και το αντίστοιχο πρόσωπο του όντος που περίμενε βυθισμένο στην κεχριμπαρένια αχλή. «Ε, ε, ε, από εκεί μέσα», είπε, ο τόνος της φωνής της πιο ξερός κι επίπεδος αυτή τη φορά.

336

Dean Koontz

To μαύρο πράμα σάλεψε πάλι, και τα ηχητικά κύματα της φωνής της ήταν σαν να δημιούργησαν γαλάζιες ταλαντώσεις απ' τη μια άκρη της δεξαμενής ως την άλλη, όπως είχε γίνει και πριν λίγο, όταν είχε χτυπήσει το τζάμι με το δάχτυλο της. Τα χείλη απείχαν λίγα μόλις εκατοστά από την επιφάνεια του τζαμιού όταν μίλησε. Έσκυψε ακόμη κοντύτερα στο τζάμι. «Είμαι η Βασίλισσα Εσθήρ, γυναίκα του Βασιλιά Αχασβερού», είπε. Οι ταλαντώσεις στο κεχριμπαρένιο υγρό-ή αέριο;-πήραν ένα πιο έντονο γαλάζιο χρώμα τώρα, κι ο σκοτεινός όγκος σαν να ζύγωσε κοντύτερα προς τη μέσα μεριά του τζαμένιου φύλλου, έτσι που η Έρικα διέκρινε τώρα την υποψία ενός προσώπου. «Είμαι η Βασίλισσα Εσθήρ, γυναίκα του Βασιλιά Αχασβερού», είπε πάλι η Έρικα. Μέσα από το παλλόμενο γαλάζιο, μέσα από το ακαθόριστο πρόσωπο ακούστηκε μια φωνή, απρόσμενα καθαρή, τι κι αν ερχόταν από το εσωτερικό της κλειστής δεξαμενής, που της απάντησε: «Είσαι η Έρικα Πέντε, κι είσαι δική μου».

Κεφάλαιο 52

Όταν η νύχτα είχε καταπιεί και την τελευταία μαβιά ανταύγεια της απερχόμενης μέρας στο βάθος του δυτικού ορίζοντα, άναψαν τα στερεωμένα πάνω σε πασσάλους δαδιά. Το σκουπιδοχώραφο απ' άκρη σε άκρη γέμισε σαν από πορτοκαλί φτερά κι ουρές δρακόντων στο σκηνικό που συνέθεταν το φως των δαδιών και οι σκιές. Δεκατρία από τα δεκατέσσερα μέλη του συνεργείου του Νικ ήταν μαζί του στο λάκκο, φορώντας μακριές γαλότσες που έφταναν ως επάνω στους μηρούς τους, με τα πρόσωπά τους να φέγγουν στο φως των δαδιών, παραταγμένα στη σειρά κατά μήκος της πορείας που θα ακολουθούσαν τα φορτηγά ως το σημείο της ταφής, αδημονώντας γι' αυτό που έμελλε να ακολουθήσει. Πλάι στον Νικ έστεκε η Γκάνι Αλέκτο. Τα μάτια της έλαμπαν παράξενα, όπως αντανακλούσαν το φως των δαδιών. «Άμοιροι, άσπιλοι, άχρηστοι, άπλυτοι. Άγριοι,! Να, έρχονται οι άγριοι νεκροί, Νικ. Έχεις μαζί σου το εργαλείο σου;» «Το έχω». «Έχεις μαζί σου το εργαλείο σου;»

338

Dean Koontz

Ο Νικ σήκωσε τον κουβά του, που ήταν ίδιος με το δικό της τον κουβά, ίδιος με όλων των υπόλοιπων. Το πρώτο από τα φορτηγά φάνηκε να κατεβαίνει αργά το επικλινές τοίχωμα του λάκκου και προχώρησε κατά μήκος του συσσωρευμένου σκουπιδαριού, με κάθε λογής απορρίμματα να σπάνε τρίζοντας και να συνθλίβονται κάτω από το βάρος των τροχών του. Από την καρότσα του φορτηγού υψώνονταν πέντε χοντροί πάσσαλοι, που είχαν ύψος περίπου δυο μέτρα ο καθένας. Και στον κάθε πάσσαλο ήταν δεμένος από ένας νεκρός της Παλιάς Ράτσας που είχε αντικατασταθεί από πιστό του αντίγραφο. Οι τρεις ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, οι άλλοι δυο αστυνομικοί. Οι δυο ήταν γυναίκες, οι υπόλοιποι τρεις, άντρες. Τα πτώματα ήταν γυμνά. Τα μάτια τους κρατιούνταν ορθάνοιχτα με κομμάτια σελοτέιπ, για να γίνουν μάρτυρες του εξευτελισμού τους που έμελλε να ακολουθήσει. Τα στόματά τους έχασκαν ανοιχτά όπως τους είχαν σφηνώσει ξυλαράκια, γιατί οι σταυρωτές τους ήθελαν να φαντάζονται πως οι νεκροί τους εκλιπαρούσαν να τους λυπηθούν ή πως τουλάχιστον ούρλιαζαν από πόνο και φρίκη. Ο ένας νεκρός άντρας είχε παραδοθεί στη χωματερή διαμελισμένος κι αποκεφαλισμένος... Το συνεργείο της χωματερής είχε ανασυγκολλήσει με σύρμα τα μέλη που έλειπαν πάνω στο πτώμα, με τη διαφορά ότι το κεφάλι το είχε βάλει ανάποδα, και τα γεννητικά τα είχε στερεώσει με τρόπο που έδειχναν αστεία, κι όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα μοχθηρής και κακόβουλης ευφορίας. Όπως πλησίαζε τώρα το φορτηγό, τα μέλη του συνεργείου άρχισαν να γιουχάρουν τους νεκρούς με καγχασμούς και δυνατές άναρθρες κραυγές.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

339

Οι Έψιλον, έσχατοι στην αυστηρά καθορισμένη κοινωνική ιεραρχία, δεν είχαν το δικαίωμα να αισθάνονται περιφρόνηση για κάποιον όμοιό τους, παρά μονάχα για τα πλάσματα με τη μια καρδιά που ισχυρίζονταν πως ήταν τέκνα του Θεού, μα που ωστόσο δεν μπορούσαν να απομονώνουν κατά βούληση το σωματικό πόνο, χώρια που πέθαιναν για ψύλλου πήδημα. Με γιουχαίσματα, λοιπόν, και χάχανα που έσταζαν χολή κι φαρμάκι, αυτά τα πλέον υποτυπώδη κατασκευάσματα των δεξαμενών του Βίκτωρα, εκδήλωναν την αποστροφή τους και κατ' επέκταση διατράνωναν την ανωτερότητά τους έναντι των νεκρών αντιπάλων τους. Όταν σταμάτησε το φορτηγό, τα μέλη του συνεργείου κοίταξαν όλο έξαψη τον Νικ που έστεκε κάπου στο μέσο της παράταξης. Όντας Γάμα, ανάμεσα σ' ένα τσούρμο Έψιλον, έπρεπε να δώσει αυτός πρώτος το σύνθημα, τι κι αν ήταν οι άλλοι, κι όχι ο ίδιος, οι εμπνευστές αυτών των μακάβριων τελετουργιών. Ο Νικ φτυάρισε με τη χούφτα του μέσα από τον κουβά του μια ρευστή μάζα που έζεχνε. Στην χωματερή πάντα υπήρχαν σάπια φρούτα και λαχανικά, βρομιές κάθε λογής και ποικιλίας σε κατάσταση αποσύνθεσης. Στη διάρκεια της μέρας ο Νικ είχε ξεδιαλέξει μερικά... εκλεκτά κομμάτια. Με μια κραυγή που τη χρωμάτιζε η περιφρόνηση, πέταξε τώρα τον πολτό που είχε μαζέψει πάνω στο ένα απ' τα πτώματα που ήταν στημένα όρθια στην καρότσα του φορτηγού. Όπως έσκασε η παχύρρευστη μάζα πάνω στο πτώμα, οι Έψιλον άρχισαν να ζητωκραυγάζουν. Ακολουθώντας το λαμπρό του παράδειγμα, άρχισαν να φτυαρίζουν με τις χούφτες τους βρομιές μέσα από τους κουβάδες που κρατούσαν και να τις εκσφενδονίζουν στα δεμένα πάνω στους πασσά-

340

Dean Koontz

λους πτώματα. Όπως τα πτώματα με τα ανοιγμένα ορθάνοιχτα μάτια και στόματα υπέμεναν στωικά αυτόν το βομβαρδισμό, τα γιουχαίσματα των μελών του συνεργείου γίνονταν όλο και πιο άγρια, μέχρι που πια δεν άκουγες παρά μόνο άναρθρες, υστερικές σχεδόν, κραυγές. Τα χάχανα έγιναν τσιρίδες, ουρλιαχτά άγριων ζώων, κι άλλο πια δεν ηχούσαν σαν γέλια και φωνές ανθρώπων που διασκέδαζαν. Όταν οι κουβάδες άδειασαν από πολεμοφόδια, οι Έψιλον τους πέταξαν στην άκρη όρμησαν αγεληδόν πάνω στο φορτηγό, κι άρχισαν να τραβούν με μανία τα σχοινιά που κρατούσαν δεμένα τα πτώματα πάνω στους πασσάλους. Κι όπως έλυναν ένα-ένα τα πτώματα που έσταζαν, τα πετούσαν από την καρότσα σ' ένα σημείο πάνω στους σωρούς των σκουπιδιών που σχηματιζόταν κάτι σαν ρηχός λάκκος, που έμελλε να χρησιμεύσει σαν ομαδικός τάφος. Αν κι ο Νικ Φριγκ δε σάλταρε μαζί με τον αλαλάζον συνεργείο του πάνω στην ανοιχτή καρότσα του φορτηγού, το μίσος και η λύσσα των ανθρώπων του τον είχαν ξεσηκώσει κι έκαναν να φουντώνει η βαθιά πικρία που ένιωθε γι' αυτά τα υποτιθέμενα πλάσματα του Θεού που καυχιόνταν για την ελεύθερη βούλησή τους, την αξιοπρέπειά τους και τη δυνατότητά τους να ελπίζουν. Ζητωκραύγαζε εν χορώ με τους ένοικους της χωματερής, τίναζε τα λιγδιασμένα μαλλιά του, κουνούσε τα σφιγμένα γροθιές χέρια του σαν ν' απειλούσε το σκοτάδι της νύχτας, κι ένιωθε να αντλεί δύναμη απ' τη σκέψη πως κάποια μέρα -ίσως σύντομα- αυτός και οι όμοιοι του θ' αποκαλύπτονταν σε όλο το απάνθρωπο και φοβερό τους μεγαλείο, δείχνοντας απ' την καλή και απ' την ανάποδη στα αυτάρεσκα όντα της Παλιάς Ράτσας πόσο εύκολα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

341

και γρήγορα η πολύτιμη ελεύθερη βούληοή τους θα γινόταν φύλλο και φτερό, πόσο βίαια και αδυσώπητα η αξιοπρέπειά τους θα μετατρεπόταν σε μακρινή ανάμνηση, πόσο ακαριαία και δια παντός θα εξανεμίζονταν οι ανόητες και αξιοθρήνητες δοξασίες τους περί ελπίδας. Τώρα ήταν η στιγμή της συμβολικής εξόντωσης των... εξοντωμένων. Όταν πετάχτηκαν και τα πέντε πτώματα από την καρότσα του φορτηγού, οι Έψιλον κι από κοντά κι ο οδηγός μαζεύτηκαν πάντα αλαλάζοντες γύρω από τον αυτοσχέδιο τάφο. Α, μα πόσο ήθελαν να σκοτώσουν, πόσο λαχταρούσαν να σκοτώσουν, πόσο ζούσαν με το διακαή πόθο να σκοτώσουν, σε βαθμό που η έντονη επιθυμία τους καταντούσε βασανιστική, έτσι που δεν τους ήταν μπορετό να δώσουν διέξοδο στο άγριο μίσος τους, ως τη μέρα που θα τους το επέτρεπε ο δημιουργός τους. Αυτή η απόγνωση, αυτό το τρελό απωθημένο που ήταν απόρροια της γεμάτης περιορισμούς κι απαγορεύσεις ζωής τους, μέρα με τη μέρα ήταν σαν να ανατόκιζε το αρχικό κεφάλαιο της οργής τους αυξάνοντας τα αποθέματά της. Κι από αυτό τον πλούτο της μοχθηρίας και της τρελής λύσσας που μαζευόταν μέσα τους δεν ξόδευαν παρά μόνο τριχία στη διάρκεια των συμβολικών εκτελέσεων, με το αρχικό κεφάλαιο και τους συσσωρευμένους τόκους να παραμένουν σχεδόν άθικτα. Ποδοπατούσαν, λοιπόν, χτυπούσαν και κλοτσούσαν, περνούσαν τα χέρια τους ο ένας στους ώμους του άλλου και χόρευαν κυκλικά γύρω από τα πτώματα, αλλά και πάνω τους, τρελούς, ασυνάρτητους χορούς, κάνοντας τη φωτισμένη από τα δαδιά νύχτα να δονείται σαν από τους ήχους κρουστών, που όμως στην ουσία δεν ήταν παρά το άγριο πο-

342

Dean Koontz

δοβολητό τους. Αν και Γάμα, ο οκυλομύτης Νικ είχε επηρεαστεί στο έπακρο από τα καμώματα των Έψιλον, κι ήδη η λύσσα έβραζε μέσα του, έτσι όπως μπήκε κι αυτός στον τρελό χορό του θανάτου, πεπεισμένος πως το ίδιο θα έκανε στη θέση του και κάποιος Βήτα ή ακόμη και κάποιος Άλφα, διότι εδώ επρόκειτο για ένα τελετουργικό, κι όχι για ένα απλό ξέσπασμα των απωθημένων των μελών της κατώτερης κοινωνικής τάξης της Νέας Ράτσας, αλλά και για μια έκφραση των βαθύτερων και καταπιεσμένων επιθυμιών όλων των τέκνων των Χεριών του Ελέους που, αν και είχαν δημιουργηθεί για να εκτελούν διαφορετικά καθήκοντα και που στους εγκεφάλους τους είχαν φορτωθεί διαφορετικά προγράμματα, είχαν όλα τους κοινά δυο πράγματα: την οργή και το μίσος. Στριγκλίζοντας, ουρλιάζοντας, χλευάζοντας, με τα κάθιδρα πρόσωπά τους σκοτεινιασμένα από τρελή επιθυμία για πραγματικό μακελειό, τώρα ποδοπατούσαν αυτούς που μέχρι πριν λίγο λιντσάριζαν, σκοτώνοντας τους ήδη πεθαμένους, με τα άγρια ποδοβολητά τους να σμπαραλιάζουν τη σιωπή της νύχτας στέλνοντας ένα μήνυμα και μια υπόσχεση για τον επερχόμενο έσχατο πόλεμο.

Κεφάλαιο 53

Στημένοι στην απέναντι μεριά του δρόμου, και κάπου μισό τετράγωνο πιο πέρα ο Μπένι και η Σίντι Λάβγουελ παρακολουθούσαν την Ο' Κόνορ και τον Μάντισον τη στιγμή που οι αστυνομικοί έβγαιναν από το πρεσβυτέριο συνοδεύοντας τις δυο αδερφές ως το αστυνομικό αμάξι με τους συμβατικούς αριθμούς που ήταν παρκαρισμένο κάτω από ένα φανοστάτη. «Μάλλον θα αναγκαστούμε να σκοτώσουμε και τη μια ή και τις δυο γυναίκες, προκειμένου να τσιμπήσουμε τους μπάτσους», είπε η Σίντι. «Εγώ λέω καλύτερα να περιμένουμε», είπε ο Μπένι, σκεπτόμενος πως στο κάτω-κάτω δεν είχαν εξουσιοδότηση να σκοτώσουν κανέναν άλλο εκτός απ' τους δυο αστυνομικούς. «Μα τι κουβαλάνε οι γυναίκες;» αναρωτήθηκε η Σίντι. «Για κέικ μου μοιάζουν». «Και γιατί κρατάνε μαζί τους κέικ;» «Μπορεί να τις τσάκωσαν τη στιγμή που τα έκλεβαν», αποκρίθηκε ο Μπένι. «Γιατί, το συνηθίζουν οι άνθρωποι να κλέβουν κέικ;»

344

Dean Koontz

«Οι άνθρωποι τον δικού τους είδους, ναι. Κλέβουν τα πάντα». «Μα καλά, αφού η Ο' Κόνορ και ο Μάντισον υπηρετούν στη Διεύθυνση Ανθρωποκτονιών, έτσι δεν είναι;» «Έτσι». «Τότε γιατί σκοτώθηκαν να έρθουν εδώ πέρα για να συλλάβουν δυο γυναίκες που έκλεψαν κάτι κέικ;» Ο Μπένι ανασήκωσε τους ώμους του. «Πού να ξέρω; Τσως οι γυναίκες διέπραξαν ληστεία μετά φόνου». «Δεν αποκλείεται», είπε η Σίντι σμίγοντας τα φρύδια. «Αν κι έχω την αίσθηση πως κάτι μας διαφεύγει εδώ πέρα. Καμιά από τις δυο γυναίκες δε μοιάζει για φόνισσα». «Γιατί, μήπως μοιάζουμε εμείς για δολοφόνοι;» «Μα αν όντως σκότωσαν για να κλέψουν τα κέικ, τότε πώς τους επιτρέπουν να τα κρατούν στα χέρια τους;» «Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω πώς λειτουργεί το νομικό τους σύστημα», είπε ο Μπένι. «Αλλά λίγο με νοιάζουν οι γυναίκες και τα κέικ τους. Εγώ όλο που θέλω είναι ξεκοιλιάσω την Ο' Κόνορ και τον Μάντισον». «Κι εγώ το ίδιο», είπε η Σίντι. «Επειδή θέλω να αποκτήσω μωράκι, δε σημαίνει πως δε θέλω να σκοτώνω». Ο Μπένι βαριαναστέναξε. «Μα δεν εννοούσα πως ξαφνικά μαλάκωσες». Μόλις βολεύτηκαν οι δυο γυναίκες μαζί με τα γλυκίσματα τους στο πίσω κάθισμα του υπηρεσιακού, η Ο' Κόνορ κάθισε πίσω από το τιμόνι κι ο Μάντισον πλάι της, στη θέση του συνοδηγού. «Πάρ' τους από πίσω, αλλά από κάποια απόσταση, για να μη μας πάρουν χαμπάρι», είπε ο Μπένι. «Πρέπει να ενεργήσουμε αστραπιαία, αν μας δοθεί η ευκαιρία ».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

345

Το σεντάν, βγήκε στο δρόμο, και με το που χάθηκε απ' τα μάτια τους όταν έστριψε στη γωνιά, η Σίντι ξεκίνησε το Μαουντενίρ. Αντί οι δυο ντετέκτιβ να παραδώσουν τις γυναίκες σε κάποιο αστυνομικό τμήμα για τα περαιτέρω, τις πήγαν ως δυο τετράγωνα πιο κάτω, σ' ένα άλλο σπίτι, στην περιοχή του Μπάιγουοτερ. Παρκάροντας και πάλι στην απέναντι μεριά του δρόμου και μισό τετράγωνο πιο πέρα, κρυμμένοι στις σκιές, ανάμεσα σε δυο φανοστάτες, η Σίντι γύρισε προς τον Μπένι και είπε: «Δε μου αρέσει αυτό. Σ' αυτή τη γειτονιά στα μισά σπίτια οι άνθρωποι την αράζουν έξω, στις βεράντες τους. Πληθώρα αυτοπτών μαρτύρων». «Ναι», συμφώνησε ο Μπένι. «Μπορεί να προλάβουμε να μπαγλαρώσουμε την Ο' Κόνορ και τον Μάντισον, όμως μετά θα μας κυνηγάει η μισή αστυνομία». Έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί στις κινήσεις τους, αν δεν ήθελαν να δώσουν στόχο. Αν η αστυνομία τους θεωρούσε επαγγελματίες φονιάδες, δε θα μπορούσαν στη συνέχεια να κάνουν εύκολα τη δουλειά τους. Δε θα είχαν πια την άδεια να δολοφονούν, και ο δημιουργός τους θα τους καταργούσε. «Κοίτα, τους μαλάκες. Τι καταλαβαίνουν να κάθονται στις κουνιστές τους πολυθρόνες, έξω, στις βεράντες τους;» είπε η Σίντι. «Την αράζουν και πίνουν καφέ ή λεμονάδα, κάποιοι φουμάρουν και τα λένε μεταξύ τους». «Και τι λένε;» «Πού θες να ξέρω;» «Έχουν τέτοια έλλειψη συγκέντρωσης», παρατήρησε η Σί-

346

Dean Koontz

ντι. «Ανάθεμα κι αν ξέρω τι νόημα βρίσκουν στη ζωή τους». «Άκουσα κάποιον απ' αυτούς να λέει πως σκοπός της ζωής είναι να τη ζει κανείς». «Απλώς κάθονται εκεί πέρα αραχτοί. Δεν προσπαθούν να κυριεύσουν τον κόσμο, να θέσουν υπό τον έλεγχο τους τη φύση, να κάνουν κάτι με νόημα τέλος πάντων». «Μα ήδη ελέγχουν τον κόσμο», της θύμισε ο Μπένι. «Ίσως, όμως όχι για πολύ ακόμη».

Κεφάλαω 54

«Πόσοι του είδους σου έχουν παρεισφρύσει στην πόλη;» ρώτησε ο Δευκαλίων τον Πάστορα Λαφίτ, όπως καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, στο πρεσβυτέριο. «Εγώ ξέρω μόνο το δικό μου αύξοντα αριθμό», αποκρίθηκε ο Λαφίτ, με φωνή που ακουγόταν όλο και πιο βραχνή. Όπως καθόταν, είχε το βλέμμα του καρφωμένο στα χέρια του, που ακουμπούσαν στο τραπέζι με τις παλάμες γυρισμένες προς τα επάνω, λες και στις γραμμές τους πάσχιζε να διαβάσει το μέλλον του. «Χίλια εννιακόσια ογδόντα επτά. Αλλά θα πρέπει να υπήρξαν πολλοί ακόμη μετά από μένα». «Πόσο γρήγορα μπορεί να δημιουργεί τους ανθρώπους του;» «Από την κύηση μέχρι την ωρίμανση, έχει μειώσει το χρονικό διάστημα παραμονής στη δεξαμενή στους τέσσερις μήνες». «Και πόσες τέτοιες δεξαμενές είναι σε λειτουργία στα Χέρια του Ελέους;» «Κάποτε ήταν εκατόν δέκα». «Σα να λέμε, τρεις σοδειές το χρόνο» είπε ο Δευκαλίων

348

Dean Koontz

«από εκατόν δέκα κεφάλια η καθεμιά». «Όχι τόσοι πολλοί. Γιατί αραιά και πού... ασχολείται και με άλλα πράγματα». «Σαν τι άλλα πράγματα;» «Θα σε γελάσω. Κυκλοφορούν φήμες. Κατασκευάσματα που δεν είναι... ανθρωποειδή. Νέες μορφές έμβιων όντων. Πειράματα. Ξέρεις τι θα ήθελα;» «Πες μου», τον παρότρυνε ο Δευκαλίων. «Ένα τελευταίο σοκολατάκι. Μου αρέσει πάρα πολύ η σοκολάτα». «Πού την έχεις φυλαγμένη;» «Είναι ένα κουτί μέσα στο ψυγείο. Πάω να το φέρω εγώ. Όμως έχω αρχίσει να χάνω την αίσθηση του χώρου και των διαστάσεων των πραγμάτων. Θαρρώ, δεν μπορώ να περπατήσω κανονικά. Θα πρέπει να πάω ως το ψυγείο έρποντας». «Κάτσε, θα σου το φέρω εγώ», προσφέρθηκε ο Δευκαλίων. Έφερε το κουτί με τα σοκολατάκια από το ψυγείο, το ξεσκέπασε και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, μπροστά στον Λαφίτ. Όταν κάθισε πάλι ο γίγαντας στην καρέκλα του, ο πάστορας πήγε να πάρει ένα σοκολατάκι από το κουτί, όμως το χέρι του τελικά κινήθηκε πιο πέρα, στο αριστερό μέρος του κουτιού. Ο Δευκαλίων του έπιασε το δεξί χέρι και με αργές κινήσεις το οδήγησε στο σημείο που ήταν το κουτί, ύστερα έμεινε να τον κοιτάζει, καθώς ο πάστορας ψηλάφιζε με τα ακροδάχτυλά του το ένα σοκολατάκι μετά το άλλο, σαν να ήταν τυφλός, μέχρι που στο τέλος ξεχώρισε αυτό που ήθελε.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

349

«Λέγεται πως ετοιμάζεται να ξεκινήσει ολόκληρο εκτροφείο, σε μια φάρμα, έξω απ' την πόλη», του αποκάλυψε ο Λαφίτ. «Ίσως την άλλη εβδομάδα κιόλας ή την παράλλη». «Τι σόι φάρμα;» «Μια φάρμα της Νέας Ράτσας, με δυο χιλιάδες δεξαμενές όλες κάτω απ' την ίδια στέγη, που στα μάτια του κόσμου θα μοιάζει με εργοστάσιο είτε με σειρά θερμοκηπίων». Ο Λαφίτ τώρα δυσκολευόταν να βρει το στόμα του με το χέρι του, κι ο Δευκαλίων τον βοήθησε να φέρει το γλύκισμα κοντά στα χείλη. «Μ' άλλα λόγια δυνατότητα παραγωγής έξι χιλιάδων κεφαλιών το χρόνο». Κλείνοντας τα μάτια, ο Πάστορας Λαφίτ άρχισε να μασουλάει το σοκολατάκι κι ήταν φανερό πως το απολάμβανε. Προσπάθησε να μιλήσει όπως ήταν μπουκωμένος, για να διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο τώρα πια του ήταν αδύνατον. «Με την ησυχία σου», του είπε ο γίγαντας. «Απόλαυσε το γλυκό σου». Όταν με τα πολλά κατάπιε κι έγλειψε τα δάχτυλά του, εδέησε να πει, κρατώντας πάντα τα μάτια του κλειστά: «Στο μεταξύ έχει υπό κατασκευή και μια δεύτερη φάρμα, που θα είναι έτοιμη την 1η Ιανουαρίου του νέου χρόνου, κι αυτή εδώ με ακόμη περισσότερες δεξαμενές». «Ξέρεις ποιο είναι το ημερήσιο πρόγραμμα του Βίκτωρα στα Χέρια του Ελέους; Τι ώρα πάει εκεί πέρα; Τι ώρα φεύγει;» «Όχι, δεν ξέρω. Είναι εκεί πέρα την περισσότερη ώρα. Εκεί μένει πιο πολύ απ' ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο μέρος». «Πόσοι σαν και σένα απασχολούνται στα Χέρια του Ελέους;» «Ογδόντα θαρρώ, όμως μπορεί κι ενενήντα. Δεν μπορώ

350

Dean Koontz

να πω με βεβαιότητα». «Κι ασφαλώς τα μέτρα ασφαλείας θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρά, ε;» «Ο καθένας που εργάζεται εκεί πέρα είναι κι από μια μηχανή που σκοτώνει. Μάλλον θα ήθελα και μια δεύτερη σοκολάτα». Ο Δευκαλίων τον βοήθησε να βρει με το χέρι του το κουτί, ύστερα το οδήγησε στο στόμα του. Όταν ο Λαφίτ δε μασουλούσε σοκολάτα, τα μάτια του έπαιζαν αριστερά-δεξιά, πάνω και κάτω πίσω από τα κλειστά του βλέφαρα. Όταν είχε σοκολάτα στο στόμα του, τα μάτια του σταθεροποιούνταν. Σαν απόφαγε και το δεύτερο σοκολατάκι, ο Λαφίτ άνοιξε το στόμα του και είπε: «Εσύ πιστεύεις πως ο κόσμος είναι πιο μυστήριος απ' ό,τι υποτίθεται πως είναι;» «Και ποιος λέει πως ο κόσμος δεν είναι μυστήριος;» «Ο δημιουργός μας. Πες μου όμως, είναι φορές που έχεις τις απορίες σου για διάφορα πράγματα;» «Για πολλά πράγματα, βεβαίως», αποκρίθηκε ο Δευκαλίων. «Κι εγώ το ίδιο. Αναρωτιέμαι. Εσύ τι πιστεύεις; Οι σκύλοι έχουν ψυχή;»

Κεφάλαιο 55

Στο δρομάκι που οδηγούσε (ος τα σκαλιά που ανέβαζαν στην μπροστινή βεράντα του σπιτιού της Λουλάνα, με τον αέρα του απόβραδου να μοσχοβολάει γιασεμί, η Κάρσον γύρισε στις δυο αδερφές και είπε: «Καλύτερα να μην πείτε κουβέντα σε άνθρωπο για τα όσα έγιναν στο πρεσβυτέριο». Σαν να μη εμπιστευόταν τη σταθερότητα των χεριών της, η Λουλάνα έσφιγγε και με τα δυο το γλύκισμα που κρατούσε. «Εκείνος ο τεράστιος ποιος ήταν;» «Και να σου το έλεγα, δε θα με πίστευες» αποκρίθηκε η κοπέλα «χώρια που, κι αν σ' το πω, μάλλον κακό θα σου κάνω». «Μα τι έπαθε τελικά ο Πάστορας Κένι;» ρώτησε η Εβαντζελίν, όπως σφιχτοκρατούσε κι αυτή το δεύτερο γλύκισμα. «Τι θ' απογίνει;» Αντί να αποκριθεί στην ερώτησή της, ο Μάικλ της είπε: «Έτσι για να μην ταράξεις την ησυχία σου, θα σου πω πως ο καλός ιεροκήρυκάς σας αναπαύεται από καιρό στην τελευταία του κατοικία. Ο άνθρωπος που αποκαλούσατε Πάστορα Κένι απόψε, στο πρεσβυτέριο... αφήστε, δεν έχετε λόγο

352

Dean Koontz

για να τον θρηνείτε». Οι αδερφές κοιτάχτηκαν τρομαγμένες μεταξύ τους. «Σίγουρα κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει στον κόσμο, ναι;» ρώτησε η Λουλάνα την Κάρσον, τι κι αν κατά βάθος δεν περίμενε πως θα έπαιρνε απάντηση. «Εκεί, απόψε, με κυρίεψε ένα σύγκρυο, ένα προαίσθημα κακό, λες και ζύγωνε... η συντέλεια». «Κι ίσως γι' αυτό θα πρέπει να προσευχηθούμε το βράδυ», παρατήρησε η Εβαντζελίν. «Δεν θα 'ταν κι άσχημα», πετάχτηκε ο Μάικλ. «Ίσως μάλιστα βοηθήσει την κατάσταση. Και μην ξεχάσατε να φάτε κανένα κομμάτι γλύκισμα». Η Λουλάνα τον κοίταξε καχύποπτα, μέσα από μισόκλειστα μάτια. «Κύριε Μάικλ, είναι σαν να μας λες να φάμε κανένα κομμάτι γλύκισμα όσο θα έχουμε ακόμη καιρό». Ο Μάικλ απέφυγε να δώσει μια απάντηση, και στη θέση του μίλησε η Κάρσον: «Φάτε από ένα κομμάτι γλύκισμα. Φάτε και δυο αν θέλετε». Λίγο αργότερα, όπως η Κάρσον ξεκολλούσε το σεντάν απ' το πεζοδρόμιο, ο Μάικλ γύρισε και της είπε: «Πήρε το μάτι σου το λευκό Μαουντενίρ, μισό τετράγωνο πίσω από μας, στην απέναντι μεριά του δρόμου;» «Ναι». «Το ίδιο όπως και στο πάρκο». «Ναι, ναι», συμφώνησε η κοπέλα ρίχνοντας μια ματιά στο καθρεφτάκι, πάνω από το κεφάλι της. «Και το ίδιο όπως στο δρόμο, λίγο πιο πέρα από το πρεσβυτέριο». «Κι ότι αναρωτιόμουν αν το είδες». «Γιατί; Λες να στραβώθηκα έτσι στα ξαφνικά;» «Μας ακολουθεί;»

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

353

«Όχι ακόμη». Στη γωνιά του δρόμου, η κοπέλα έστριψε απότομα δεξιά. «Τίποτε ακόμη, δε μας ακολουθούν», είπε ο Μάικλ, όπως γύρισε στο κάθισμά του και κοίταξε το κομμάτι του δρόμου που είχαν ήδη αφήσει πίσω τους. «Αλλά εντάξει, αδερφέ, σε μια τόσο μεγάλη πόλη, σιγά μην υπάρχει ένα μόνο λευκό αυτοκίνητο αυτής της μάρκας». «Ναι, κι αυτή είναι μια από εκείνες τις περίεργες μέρες που τα φέρνει έτσι ο διάολος και πέφτεις πάνω σε όλα όσα υπάρχουν». «Ισως έπρεπε να ζητήσουμε απ' τον Γκοντό να μας δώσει και μερικές χειροβομβίδες», είπε ο Μάικλ. «Σίγουρα θα 'χει κι απ' αυτές ετοιμοπαράδοτες». «Και μάλλον τώρα τις αμπαλάρει σε συσκευασία δώρου. Πού πάμε;». «Στο σπίτι μου», απάντησε η Κάρσον. «Δεν θα ήταν άσχημα αν έπαιρνε η Βίκυ τον Άρνι να πάνε να μείνουν κάπου αλλού για λίγο». «Ναι, σε μια μικρή, ήσυχη πόλη, κάπου στην Αιόβα». «Ναι, και σε μια προηγούμενη χρονολογία. Τότε που ο Κόλιν Κλάιβ έπαιζε στο σινεμά τον Δρα Φράνκενσταϊν και ο Μπόρις Καρλόφ το Τέρας, και τη Μαίρη Σέλεϊ την ξέραμε για συγγραφέα λογοτεχνίας, κι όχι για προφήτη και ιστορικό».

Κεφάλαιο 56

Στα έξι μόνιτορ κλειστού κυκλώματος, η εντομοειδής εκδήλωση αυτού που μέχρι πριν λίγες ώρες ήταν ο Γουέρνερ, -που ωστόσο εξακολουθούσε να διατηρεί κάποια από τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του- φαινόταν να αναρριχάται στους μεταλλικούς τοίχους του θαλάμου απομόνωσης, άλλες φορές με τις προσεκτικές και μελετημένες κινήσεις αρπακτικού που παραμόνευε, άλλοτε γρήγορα, σαν τρομαγμένη κατσαρίδα που έσπευδε να ξεφύγει από κάποιον κίνδυνο. Ο Βίκτωρ δεν περίμενε πως τα όποια μαντάτα είχε να του μεταφέρει ο Πατέρας Ντουκέιν θα επισκίαζαν τα όσα φοβερά και τρομερά έβλεπε στις οθόνες, όμως όταν ο ιερέας του είπε τα καθέκαστα της συνάντησής του με το γίγαντα με τα τατουάζ στο πρόσωπο, η περίπτωση Γουέρνερ έγινε ξαφνικά ένα απλό προβληματάκι σε σύγκριση με την είδηση της νεκρανάστασης του «πρωτότοκού» του. Δύσπιστος στην αρχή, ο Βίκτωρ ζήτησε επιτακτικά από τον Ντουκέιν να του δώσει μια λεπτομερή περιγραφή του τεράστιου άντρα που είχε πάρει τον καφέ του μαζί με τον ιερέα στην κουζίνα του πρεσβυτέριου, ειδικότερα σε ό,τι

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

355

αφορούσε το σακατεμένο του πρόσωπο. Αυτό που είχε καταφέρει να διακρίνει ο Ντουκέιν πίσω από το τατουάζ -που τελικά δεν έκρυβε και πολλά πράγματα- ήταν ένα πρόσωπο τόσο στραπατσαρισμένο, που κανένα άλλο πλάσμα δε θα μπορούσε να έχει υποστεί τέτοια ζημιά και να είχε επιβιώσει. Κι ακόμη, η περιγραφή της χαλασμένης μεριάς του προσώπου του γίγαντα ταίριαζε απόλυτα με την εικόνα που είχε συγκρατήσει ο Βίκτωρ στο μυαλό του, και η μνήμη του Βίκτωρα ήταν εξαιρετική. Αλλά και η περιγραφή του άθικτου μισού αυτού του ίδιου προσώπου δε θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τη σχεδόν ιδανική ομορφιά και τελειότητα με την οποία ο Βίκτωρ, εν τη μεγαλοψυχία του, είχε πλάσει το πρώτο δημιούργημά του προ χρόνων αμνημονεύτων και σε μια ήπειρο τόσο μακρινή, που όλα αυτά έμοιαζαν τώρα πια περισσότερο με όνειρο. Η καλοσύνη όμως του δημιουργού είχε ανταμειφθεί με προδοσία και με τη δολοφονία της μέλλουσας γυναίκας του, της Ελίζαμπεθ. Βέβαια η αδικοχαμένη Ελίζαμπέθ του δε θα γινόταν ποτέ τόσο εύπλαστη και τόσο χειραγωγούμενη όσο οι σύζυγοι που είχε κατασκευάσει ο Βίκτωρ στη συνέχεια για προσωπική του χρήση. Έστω κι έτσι όμως, η άγρια δολοφονία της αποτελούσε θανάσιμο κι ασυγχώρητο αμάρτημα, κι εκδήλωση ανήκουστου θράσους. Και ιδού τώρα, η άθλια αυτή ύπαρξη είχε εμφανιστεί ξανά και γυρνούσε από δω κι από εκεί, με ψευδαισθήσεις περί δήθεν μεγαλείου της, εκστομίζοντας ασυναρτησίες περί του πεπρωμένου της, και ισχυριζόμενη, εξίσου βλακωδώς, πως σε μια δεύτερη αναμέτρηση με το δημιουργό της, όχι απλώς θα επιζούσε, αλλά και θα θριάμβευε επ' αυτού.

356

Dean Koontz

«Εγώ νόμιζα πως είχε πεθάνει εκεί, στα χιόνια», κατάφερε και είπε ο Βίκτωρ. «Στους πολικούς πάγους. Πίστευα πως είχε παγώσει και πως έτσι παγωμένος θα παρέμενε εις τους αιώνας των αιώνων». «Θα επιστρέψει, στο πρεσβυτέριο σε μιάμιση ώρα περίπου», είπε ο ιερέας. «Το χειρίστηκες πολύ καλά, Πάτρικ», είπε τώρα ο Βίκτωρ επιδοκιμαστικά. «Πάνω που τελευταία είχες πέσει λίγο στην εκτίμηση μου, όμως τώρα σαν να επανόρθωσες κάπως». «Για να είμαι ειλικρινής» είπε τώρα ο Ντουκέιν, αποφεύγοντας να κοιτάξει στα μάτια το δημιουργό του, «προς στιγμή μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη να σας προδώσω, όμως τελικά δε μου πήγε να συνωμοτήσω εναντίον σας». «Ασφαλώς και δεν μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο. Η Βίβλος σου λέει πως οι εξεγερμένοι άγγελοι που στράφηκαν ενάντια στο Θεό, εκδιώχθηκαν κακήν κακώς από τον Παράδεισο. Εγώ όμως έχω φτιάξει πλάσματα πιο πειθήνια απ' ό,τι ο Θεός του μύθου κατάφερε ποτέ να πλάσει». Στις οθόνες το γιγάντιο ζουζούνι που κάποτε άκουγε στο όνομα Γουέρνερ τώρα φάνηκε ν' ανεβαίνει ως πάνω τον τοίχο κι από εκεί προχώρησε για λίγο στο ταβάνι όπου και κόλλησε τελικά τρέμοντας σύγκορμο. «Κύριε» είπε τώρα ο Ντουκέιν «ήρθα ως εδώ όχι μόνο για να σας μεταφέρω αυτή την είδηση, αλλά και για να σας ζητήσω... να σας ζητήσω να μου κάνετε τη χάρη την οποία μου υποσχέθηκε ο πρωτότοκος σας». Αρχικά ο Βίκτωρ δεν κατάλαβε ποια θα μπορούσε να ήταν αυτή η χάρη. Μα όταν έπιασε το νόημα, ένιωσε την οργή να φουντώνει μέσα του. «Θέλεις να σου αφαιρέσω τη ζωή;» «Να με λυτρώσετε», είπε ο Πάτρικ με παρακλητικό ύφος,

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

357

όπως είχε τώρα το βλέμμα του στραμμένο στις οθόνες. «Σου χάρισα ζωή, και πού είναι το ευχαριστώ; Δεν αργεί η μέρα που ο κόσμος θα είναι δικός μας, η φύση υποταγμένη στα κελεύσματά μας -η μέρα που τίποτε πια δε θα είναι όπως πριν. Σε δημιούργησα, καθιστώντας σε μέρος αυτής της τεράστιας περιπέτειας, όμως εσύ γυρεύεις να μου γυρίσεις την πλάτη. Μα είσαι τόσο μωρός ώστε να πιστεύεις πως η πίστη που τόσο ανειλικρινώς ανέλαβες να υπηρετήσεις μπορεί να περιέχει έστω και ψήγματα αλήθειας;» Με τα μάτια του πάντα καρφωμένα στις οθόνες και το θέαμα που πρόσφερε ο Γουέρνερ-έντομο, ο Ντουκέιν βρήκε το θάρρος και ξεστόμισε: «Κύριε, αρκούν μερικά λόγια σας για να με λυτρώσετε». «Δεν υπάρχει Θεός, Πάτρικ, όμως ακόμη κι αν υπήρχε, δε θα είχε θέση στον Παράδεισο Του για πλάσματα του δικού σου φυράματος». Η φωνή του ιερέα πήρε τώρα ένα τόνο ταπεινοφροσύνης που δεν ήχησε καθόλου καλά στ' αυτιά του Βίκτωρα: «Δεν έχω ανάγκη από κανενός είδους παράδεισο, κύριε. Μου αρκούν το αιώνιο σκότος κι η απόλυτη ησυχία». Όπως τον έβλεπε ο Βίκτωρ, του ερχόταν να κάνει εμετό. «Έστω κι ένα από τα δημιουργήματά μου, αποδείχτηκε τόσο αξιοθρήνητο, που δεν μπορώ καν να πιστέψω πως βγήκε από τα χέρια μου». Ο Ντουκέιν δε βρήκε τίποτε να απαντήσει, και τότε ο Βίκτωρ ενεργοποίησε τα ηχεία που μετέδιδαν ήχο από το θάλαμο απομόνωσης. Αυτό που είχε καταντήσει να είναι ο Γουέρνερ εξακολουθούσε να ουρλιάζει πανικόβλητο αλλά κι από ένα είδος αδιευκρίνιστου αβάσταχτου σωματικού πόνου. Κάποια απ' τα ουρλιαχτά του θύμιζαν γάτα που υφίστα-

358

Dean Koontz

το φοβερά μαρτύρια, άλλα ηχούσαν τόσο διαπεραστικά και εξωγήινα στο αυτί όσο οι κώδικες επικοινωνίας τρελαμένων από τον πόνο και την αγωνία εντόμων, ενώ κάποια άλλα έμοιαζαν απολύτως ανθρώπινα -κραυγές ίδιες με αυτές που ακούγονται τις νύχτες σε κάποιο φρενοκομείο. «Άνοιξε τη μια κυκλική πόρτα της καμπίνας μετάβασης», πρόσταξε ο Βίκτωρ τον ένα από τους βοηθούς του. «Ο Πατέρας Ντουκέιν από 'δω ίσως θέλει να προσφέρει την ιερή του παρηγοριά στον κακομοίρη τον Γουέρνερ». «Μα αρκούν μόνο μερικές λέξεις σας...» άρχισε να ψελλίζει ο ιερέας, τρέμοντας σύγκορμος. «Όπως το λες», τον έκοψε ο Βίκτωρ έξω φρενών. «Αρκούν μόνο μερικές λέξεις μου για να σε ξαποστείλω. Όμως έχω επενδύσει πάνω σου χρόνο και πόρους, Πάτρικ, κι εσύ, με τα καμώματά σου, μετέτρεψες αυτή μου την επένδυση σε εντελώς παθητική. Άρα, μπορείς τουλάχιστον να μου προσφέρεις μια ύστατη υπηρεσία. Θέλω να μάθω πόσο επικίνδυνος έχει γίνει ο Γουέρνερ στην κατάσταση που βρίσκεται, αν υποθέσουμε πως συνιστά κίνδυνο για τον οποιονδήποτε εκτός φυσικά για τον ίδιο τον εαυτό του. Έμπα λοιπόν εκεί μέσα και κάνε τα παπαδίστικά σου. Δε θα χρειαστώ καν γραπτή αναφορά». Η πόρτα της καμπίνας μετάβασης που ήταν προς τη μεριά της αίθουσας ελέγχου και παρακολούθησης έστεκε τώρα ορθάνοιχτη. Ο Ντουκέιν πλησίασε προς τα εκεί. Κοντοστάθηκε στο κατώφλι και γυρνώντας το κεφάλι του προς τα πίσω, έριξε μια ματιά στο δημιουργό του. Ο Βίκτωρ δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει την έκφραση στο πρόσωπο και τα μάτια του ιερέα. Παρόλο που είχε δημιουρ-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

359

γήσει το καθένα από τα πλάσματα του με ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα και γνώριζε απ' έξω κι ανακατωτά τη δομή τόσο του σώματος όσο και του μυαλού τους -καλύτερα κι απ' όσο γνώριζε τον ίδιο τον εαυτό του- κάποια μέλη της Νέας Ράτσας ορισμένες φορές του έμοιαζαν τόσο μυστηριώδη κι ανεξήγητα, όσο και τα πλάσματα της Παλιάς. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ο Ντουκέιν μπήκε στην καμπίνα μετάβασης. Η κυκλική, συρόμενη πόρτα έκλεισε πίσω του. «Βρίσκεται στο αεροστεγές», είπε ο Ρίπλεϊ μουδιασμένα, ξέπνοα σχεδόν. «Δεν είναι αεροστεγές» τον διόρθωσε ο Βίκτωρ εξοργισμένος. «Η πόρτα προς τη μεριά μας είναι ήδη κλειστή», ανακοίνωσε κάποιος από τους βοηθούς. «Η απέναντι πόρτα έχει αρχίσει να ανοίγει». Την άλλη στιγμή το έκτρωμα που άκουγε στο όνομα Γουέρνερ σταμάτησε να ουρλιάζει. Κολλημένο όπως ήταν στο ταβάνι, το πλάσμα έμοιαζε συσπειρωμένο, σε ετοιμότητα, καθώς τώρα έδειχνε να το απασχολεί κάτι άλλο κι όχι πια το δικό του μαρτύριο. Ο Πατέρας Ντουκέιν μπήκε στο θάλαμο απομόνωσης. Η απέναντι κυκλική πόρτα έκλεισε πίσω του, όμως κανένας από τους βοηθούς δεν μπήκε στον κόπο να κάνει τη σχετική ανακοίνωση όπως συνηθιζόταν για λόγους ασφαλείας. Στο δωμάτιο παρακολούθησης κι ελέγχου η σιωπή κοβόταν με το μαχαίρι. Ο Ντουκέιν απευθύνθηκε όχι στο έντομο-έκτρωμα που ήταν κολλημένο στο ταβάνι, πάνω από το κεφάλι του, αλλά στη μια από τις έξι κάμερες και, μέσα απ' αυτήν, στο δημιουργό του. «Σε συγχωρώ, Πατέρα. Ου γαρ οίδες τι ποιείς».

360

Dean Koontz

Την ίδια στιγμή, και προτού ο Βίκτωρ προλάβει να εκστομίσει την οργισμένη του αντίδραση, το εκτρωματικό έντομο που κάποτε άκουγε στο όνομα Γουέρνερ αποδεικνυόταν τόσο θανάσιμα επικίνδυνο όσο θα μπορούσε να το φανταστεί κανείς. Μα τέτοια απίστευτη σβελτάδα! Και τι σαγόνια... τι άκρα ποδιών δυνατά σαν αρπάγες! Και τι μηχανική ακρίβεια και μεθοδικότητα, και τι επιμονή στην κάθε κίνηση! Όντας πλάσμα της Νέας Ράτσας, ο ιερέας ήταν προγραμματισμένος να προβάλλει σθεναρή αντίσταση, κι όντως διέθετε απίστευτη δύναμη αλλά και αντοχή. Απόρροια όμως ακριβώς αυτής της σωματικής του ρώμης και της αντοχής ήταν ένας θάνατος αργός και βασανιστικός, τι κι αν, έστω κι έτσι, τελικά του δόθηκε η χάρη που ζητούσε.

Κεφάλαιο 57 • Η Β Μ Η Η Μ Η · · · · · · · · · · · ·

Κοιτώντας τα κλειστά βλέφαρα του Πάστορα Λαφίτ, ενώ τα μάτια του δε σταματούσαν να παίζουν από πίσω τους, ο Δευκαλίων έμεινε για λίγο σιωπηλός, κι ύστερα είπε: «Δεν είναι λίγοι οι θεολόγοι που πιστεύουν πως τα σκυλιά κι ορισμένα άλλα ζώα έχουν ψυχή, έστω και υπό μια έννοια απλοϊκή, αν και κατά πόσο αυτού του είδους η ψυχή είναι αθάνατη ή όχι, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα». «Μα αν τα σκυλιά έχουν ψυχή» είπε ο Λαφίτ «τότε ίσως κι εμείς είμαστε κάτι περισσότερο από μηχανές φτιαγμένες από σάρκες». Ο Δευκαλίων έδειξε να το σκέφτεται λίγο το ζήτημα, ύστερα είπε: «Δεν θέλω να σου δώσω ψεύτικες ελπίδες... μπορώ όμως να σου δώσω ένα ακόμη σοκολατάκι». «Φάε κι εσύ ένα να μου κάνεις παρέα, τι λες; Αλλιώς νιώθω τόσο μόνος». «Εντάξει». Το κεφάλι και τα χέρια του πάστορα τώρα έτρεμαν σταθερά -ένα τρέμουλο που παρέπεμπε περισσότερο σε πάθηση παρά σε τρομάρα, όπως πριν από λίγο.

362

Dean Koontz

Ο Δευκαλίων πήρε δυο οοκολατάκια από το κουτί. Το ένα το έβαλε στα χείλη του Λαφίτ που το δάγκωσε αμέσως. Το σοκολατάκι του Δευκαλίωνα αποδείχτηκε πως είχε γέμιση από ψίχα καρύδας. Στα διακόσια χρόνια ζωής του, ποτέ άλλοτε δεν είχε δοκιμάσει κάτι τόσο γλυκό όσο αυτή η σοκολάτα, ίσως γιατί, σε αντίθεση με το γλυκό της γεύσης, οι περιστάσεις ήταν τόσο δυσάρεστες και πικρές. «Είτε κλειστά τα έχω τα μάτια μου, είτε ανοιχτά» παρατήρησε τώρα ο Λαφίτ «έχω φοβερές παραισθήσεις κι οράματα που είναι σαν να τα ζω στ' αλήθεια -πράγματα φριχτά που δε βρίσκω λόγια να περιγράψω». «Τότε να μην το καθυστερούμε άλλο», είπε ο Δευκαλίων, σπρώχνοντας την καρέκλα του προς τα πίσω, όπως σηκώθηκε. «Και πόνο!» συμπλήρωσε ο Λαφίτ. «Τόσο πόνο, που δεν μπορώ να τον καταπνίξω». «Εγώ όμως δε θα σε πονέσω», του υποσχέθηκε ο Δευκαλίων. «Η δύναμή μου είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τη δική σου. Όλα θα γίνουν στο άψε σβήσε». Όπως ο Δευκαλίων πήγε από πίσω του, ο Λαφίτ άπλωσε στα τυφλά και του άδραξε το χέρι. Κι ύστερα έκανε κάτι εντελώς απρόσμενο για πλάσμα της Νέας Ράτσας -κάτι που ο Δευκαλίων ήταν σίγουρος πως θα έμενε ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του, όσοι αιώνες κι αν περνούσαν. Παρόλο που το πρόγραμμά του κατέρρεε τώρα με γοργούς ρυθμούς, παρόλο που τα λογικά του πήγαιναν περίπατο -ή ίσως πάλι ακριβώς εξαιτίας αυτού του γεγονότος- ο Πάστορας Λαφίτ έφερε στα χείλη του το χέρι του γίγαντα, όπως το έσφιγγε στο δικό του, και το φίλησε με ευλάβεια σχεδόν, ψιθυρίζοντας τη λέξη: «Αδερφέ».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

363

Την άλλη στιγμή ο Δευκαλίων τσάκιζε το λαιμό του πάστορα, σπάζοντας τη σπονδυλική του στήλη με τέτοια απίστευτη δύναμη, που ο εγκέφαλος του νεκρώθηκε αυτοστιγμεί, και το υποτιθέμενο αθάνατο σώμα του δεν πρόλαβε να αντιδράσει, για να ξεκινήσει τη διαδικασία αποκατάστασης της βλάβης. Έστω κι έτσι όμως, ο γίγαντας παρέμεινε για λίγο ακόμη στην κουζίνα. Καλού κακού. Καθισμένος σαν Σίβα, της θεότητας του θανάτου και της αναγέννησης. Η νύχτα κάλυπτε τα τζάμια των παραθύρων σαν μαύρο παραπέτασμα. Έξω η πόλη έσφυζε από ζωή. Κι όμως ο Δευκαλίων δεν μπορούσε να δει τίποτε πέρα από τα τζάμια, μόνο τη νύχτα, το ανελέητο σκοτάδι.

Κεφάλαιο 58

Όταν πρόφερε το απροσδιόριστο ον το όνομά της, δηλώνοντας απειλητικά πως ήταν δική του, η Έρικα δεν έμεινε άλλο στο μυστικό σαλόνι του συζύγου της. Σίγουρα δεν της άρεσε η τραχιά φωνή του όντος. Ούτε η δήλωσή του πως ήταν δική του. Φτάνοντας στο κατώφλι, όπως πήγε να βγει φουριόζα έξω στο διάδρομο, πρόσεξε πως οι σιδερόβεργες που ήταν μπηγμένες οριζόντια τους τοίχους δεξιά κι αριστερά, βόμβιζαν πάλι. Αν τολμούσε να φύγει γρήγορα μπροστά, ίσως το αποτέλεσμα να ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα στο τέλεια κατασκευασμένο και πανίσχυρο κορμί της και ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο ισχύος πολλών χιλιάδων βολτ. Όμως όσο δυνατή κι ανθεκτική κι αν ήταν από κατασκευαστική άποψη, η Έρικα Ήλιος ασφαλώς δεν μπορούσε να θεωρηθεί μια δεύτερη Σκάρλετ Ο' Χάρα. Το Όσα Παίρνει Ο Άνεμος διαδραματιζόταν σε μια εποχή που τα σπίτια δεν είχαν παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Έτσι η Έρικα δεν ήταν καθόλου σίγουρη κατά πόσο η λογοτεχνική αλληγορία ήταν κατάλληλη για την περίσταση, αλλά έστω

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

365

κι έτσι η σκέψη της πέρασε από το μυαλό. Φυσικά το μυθιστόρημα της Μίτσελ ούτε που το είχε ανοίξει καν. Όμως δεν αποκλειόταν να υπήρχε κάποια σκηνή σε αυτό όπου η Σκάρλετ Ο' Χάρα, χτυπημένη από κάποιον κεραυνό, στη διάρκεια μιας καταιγίδας, γλίτωνε, χωρίς να πάθει το παραμικρό. Η Έρικα διάβηκε πολύ προσεκτικά το κατώφλι και κοντοστάθηκε, όπως είχε κάνει πριν λίγο μπαίνοντας στο διάδρομο από την αντίθετη μεριά. Όπως και προηγουμένως, μια γαλάζια δέσμη λέιζερ που έβγαινε από το ταβάνι την έλουσε από πάνω ως κάτω, σκανάροντάς την. Τώρα το σύστημα ταυτοποίησης είτε ήξερε ποια ήταν, είτε -και το πιο πιθανό- αναγνώριζε τι δεν ήταν: Και η Έρικα Ήλιος δεν ήταν το ον που κειτόταν μέσα στη γυάλινη βιτρίνα. Οι σιδερόβεργες έπαψαν να τσιτσιρίζουν, επιτρέποντάς της να προχωρήσει στο διάδρομο. Η κοπέλα έκλεισε γρήγορα τη βαριά, ατσαλένια πόρτα πίσω της, βάζοντας και τους πέντε σύρτες. Μέσα σε διάστημα λιγότερο από ένα λεπτό, είχε διαβεί και τη δεύτερη πόρτα, σφαλίζοντάς την κι αυτή με τους σύρτες. Οι συγχρονισμένες καρδιές της συνέχισαν να χτυπούν σαν τρελές. Της έκανε μεγάλη εντύπωση που είχε ταραχτεί τόσο πολύ απ' αφορμή ένα μάλλον ασήμαντο γεγονός όπως η φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από μια άμορφη μάζα και η συγκαλυμμένη απειλή στα λόγια του όντος. Τούτος ο ξαφνικός κι επίμονος φόβος, ο τόσο αντίθετος σ' αυτό που ήταν ο σκοπός της ύπαρξής της, απτόταν του μεταφυσικού και της πρόληψης. Τη στιγμή που η ίδια υποτίθεται πως ήταν απαλλαγμένη από κάθε λογής προλήψεις. Η ενστικτώδης φύση της αντίδρασής της την έκανε να υποπτεύεται πως, έστω και υποσυνείδητα γνώριζε τι ήταν

366

Dean Koontz

αυτό που κειτόταν φυλακωμένο μέσα στη γυάλινη βιτρίνα, καλυμμένο από την κεχριμπαρένια αχλή, κι ότι ο φόβος που ένιωθε ήταν γέννημα αυτής της επίγνωσης που υπήρχε βαθιά μέσα της. Φτάνοντας στο τέρμα του δεύτερου διαδρόμου, απ' όπου είχε μπει, όταν ένα κομμάτι της βιβλιοθήκης είχε ανοίξει αίφνης γυρνώντας στον άξονά του, βρήκε ένα κουμπί, πίσω απ' τον τοίχο, που άνοιγε την πόρτα από τη μέσα μεριά. Βγαίνοντας βιαστικά στη βιβλιοθήκη, ένιωσε κατά πολύ πιο ασφαλής, τι κι αν για μια φορά ακόμη βρέθηκε περιστοιχισμένη από τόσα πολλά βιβλία, ικανά να διαφθείρουν κάποιον με αυτά που έγραφαν. Σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης υπήρχε ένα μπαρ με ενσωματωμένο νεροχύτη, με βαριά, κρυστάλλινα ποτήρια, γεμάτο με τα πιο εκλεκτά και φίνα ποτά. Προγραμματισμένη έτσι ώστε να παίζει άψογα το ρόλο της οικοδέσποινας, η Έρικα ήξερε απέξω κι ανακατωτά πώς να φτιάχνει το οποιοδήποτε κοκτέιλ της ζητείτο, αν κι επί του παρόντος δεν είχε τύχει να βρεθεί σε κάποια κοινωνική εκδήλωση που να απαιτούσε την επίδειξη αυτής της τής δεξιότητας. Η Έρικα έπινε λίγο κονιάκ για να καλμάρει τα ταραγμένα νεύρα της, όταν άκουσε από πίσω της τη φωνή της Κριστίν να της λέει: «Κυρία Ήλιος, συγνώμη που σας το λέω, όμως νομίζω πως ο κύριος Ήλιος θα ταραχτεί πολύ αν σας δει να πίνετε κατευθείαν από την καράφα». Η Έρικα ούτε καν είχε φανταστεί πως είχε υποπέσει σ' ένα τόσο θανάσιμο παράπτωμα σε ζητήματα καλής συμπεριφοράς, όμως τώρα που της το υποδείκνυε κάποιος, αντιλήφθηκε πως όντως είχε διαπράξει το ατόπημα, κατεβάζοντας Ρέμι Μαρτέν απευθείας από τη σπάνιας ομορφιάς Λαλίκ

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

367

καράφα. Μερικές μάλιστα σταγόνες κονιάκ είχαν τρέξει στο πιγούνι της. «Διψούσα», δικαιολογήθηκε, βάζοντας την καράφα πίσω, στο μπαρ. Έβαλε το πώμα στη θέση του, κι ύστερα σκούπισε το πιγούνι της με μια χαρτοπετσέτα. «Σας γυρεύαμε, κυρία Ήλιος, να σας ρωτήσουμε για το δείπνο». Η Έρικα κοίταξε αναστατωμένη έξω από το παράθυρο. Είχε νυχτώσει! «Ω!» είπε «Έκανα τον Βίκτωρα να περιμένει». «Όχι, κυρία. Q κύριος Ήλιος έχει να δουλέψει ως αργά στο εργαστήριο, και θα δειπνήσει εκεί πέρα». «Α, μάλιστα. Τι πρέπει να κάνω, τότε;» «Θα σας σερβίρουμε το δείπνο όπου μας υποδείξετε, κυρία Ήλιος». «Μα είναι τόσο μεγάλο το σπίτι, με τόσα μέρη...» «Μάλιστα». «Υπάρχει κάπου να με σερβίρεις όπου θα έχει και κονιάκ; Εκτός από εδώ φυσικά, με όλα αυτά τα επικίνδυνα βιβλία». «Μπορούμε να σας σερβίρουμε κονιάκ σε οποιοδήποτε μέρος του σπιτιού επιλέξετε να πάρετε το δείπνο σας, αν και -με την άδειά σας- θα έλεγα πως λίγο κρασί θα ταίριαζε καλύτερα με το φαγητό σας». «Ω, ασφαλώς. Γι' αυτό θα ήθελα κι ένα μπουκάλι κρασί με το δείπνο μου, κάτι κατάλληλο για την περίσταση, που να συμπληρώνει ιδανικά αυτό που έχει ετοιμάσει ο μάγειρας. Διάλεξέ το εσύ, αν έχεις την καλοσύνη». «Μάλιστα, κυρία Ήλιος». Ήταν φανερό πως η Κριστίν δεν είχε διάθεση να συνεχίσει μια κουβέντα τόσο έντονη και προσωπική σαν αυτή

368

Dean Koontz

που είχαν ξεκινήσει οι δυο γυναίκες στην κουζίνα νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Έδειχνε πως δεν ήθελε να ξεφύγει η σχέση της με την κυρία της από τα καθαρά τυπικά όρια. Πιάνοντας το μήνυμα στον αέρα, η Έρικα πήρε την απόφαση να ασκήσει την όποια εξουσία της σαν η κυρία του σπιτιού που ήταν, αν και καλότροπα και με ευγένεια: «Όμως, σε παρακαλώ, Κριστίν, φρόντισε να υπάρχει στο τραπέζι και μια καράφα με Ρέμι Μαρτέν, και για να μην κάνεις διπλό κόπο, φέρ' τη μαζί με το μπουκάλι το κρασί. Δε χρειάζεται να ξαναπάς για το κονιάκ αργότερα». Η Κριστίν έμεινε να την κοιτάζει για λίγο εξεταστικά. «Περάσατε καλά αυτή την πρώτη μέρα σας στο σπίτι, κυρία Ήλιος;» «Ήταν γεμάτη αν μη τι άλλο», αποκρίθηκε η Έρικα. «Αρχικά είχα την αίσθηση πως όλα ήταν πολύ ήσυχα εδώ μέσα, μέχρι σημείου ανίας, θα έλεγα, αλλά τελικά όλο και κάτι συμβαίνει».

Κεφάλαιο 59

Αν και το παιχνίδι των ερωταποκρίσεων με τη μητέρα του Άρνι έχει ξεκινήσει μια χαρά, ο Ράνταλ Έξι δεν αργεί να ξεμείνει από ιδέες για συζήτηση. Τρώει σχεδόν το μισό παγωτό φράουλα-μπανάνα ώσπου να του έρθει στο μυαλό η επόμενη ερώτηση. «Φαίνεσαι φοβισμένη, Βίκυ. Φοβάσαι;» «Ναι. Φοβάμαι, Θεέ μου!» «Γιατί φοβάσαι;» «Είμαι δεμένη στην καρέκλα». «Μα η καρέκλα δεν μπορεί να σου κάνει κακό. Δε νομίζεις πως είναι χαζό να φοβάσαι μια καρέκλα;» «Μην το κάνεις αυτό». «Ποιο να μην κάνω;» «Μην παίζεις με τα νεύρα μου». «Και πότε έπαιξε ο Ράνταλ με τα νεύρα σου; Ο Ράνταλ δεν έκανε ποτέ κάτι τέτοιο». «Δε φοβάμαι την καρέκλα». «Μα μόλις μου είπες πως φοβάσαι». «Φοβάμαι εσένα».

370

Dean Koontz

Ο Ράνταλ δείχνει να απορεί ειλικρινά. «Τον Ράνταλ; Μα γιατί να φοβάσαι τον Ράνταλ;» «Με χτύπησες». «Μόνο μια φορά». «Πολύ άσχημα». «Όμως δεν πέθανες. Βλέπεις; Ο Ράνταλ δε σκοτώνει μητέρες. Ο Ράνταλ αποφάσισε πως του αρέσουν οι μητέρες. Οι μητέρες είναι μια περίφημη ιδέα. Ο Ράνταλ δεν έχει ούτε μάνα ούτε πατέρα». Η Βίκυ δε βγάζει άχνα. «Και, οοοοοόχι, δεν τους σκότωσε ο Ράνταλ. Τον Ράνταλ τον έφτιαξαν μηχανές, να το πούμε έτσι. Οι μηχανές δε νοιάζονται γι' αυτά που φτιάχνουν, όπως νοιάζονται οι μητέρες, κι ούτε τους λείπεις, όταν φεύγεις». Η Βίκυ κλείνει τώρα τα μάτια της, όπως κάνουν όσοι πάσχουν από αυτισμό, όταν ο εγκέφαλος τους λαμβάνει περισσότερες πληροφορίες απ' όσες μπορεί να επεξεργαστεί, βάζοντας σε δοκιμασία τα όριά τους. Έλα όμως που η Βίκυ δεν είναι αυτιστική. Είναι μητέρα. Του Ράνταλ του προξενεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ο ίδιος ανταποκρίνεται τόσο καλά στις νέες εξελίξεις, κι ότι μιλάει τόσο ωραία κι ευγενικά. Λες και το μυαλό του ηρεμεί και σιγά σιγά θεραπεύεται. Η όψη όμως της Βίκυς τον ανησυχεί. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είναι τραβηγμένα. Μοιάζει να μην αισθάνεται καλά. «Είσαι άρρωστη;» τη ρωτάει. «Είμαι τόσο φοβισμένη...» «Σταμάτα να φοβάσαι, εντάξει; Ο Ράνταλ θέλει να γίνεις η μητέρα του. Άρα δεν είναι δυνατόν να φοβάσαι το ίδιο το

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

371

παιδί σου, τον Ράνταλ». Συμβαίνει το απίστευτο: Δάκρυα κυλούν στα μάγουλα της Βίκυς. «Ω, μα αυτό είναι γλυκό», λέει ο Ράνταλ. «Είσαιτόσο καλή μητέρα. Θα είμαστε ευτυχισμένοι. Ο Ράνταλ θα σε λέει Μητέρα, όχι πια Βίκυ. Πότε έχεις τα γενέθλιά σου, Μητέρα;» Αντί ν' απαντήσει, η Βίκυ κλαίει τώρα με αναφιλητά. Είναι τόσο συγκινημένη! Οι μητέρες είναι πλάσματα ευσυγκίνητα. «Πρέπει να φτιάξεις τούρτα για τα γενέθλιά σου», λέει ο Ράνταλ. «Θα το γιορτάσουμε. Ο Ράνταλ ξέρει από γιορτές. Δεν έχει βρεθεί ποτέ ο ίδιος σε γιορτή, όμως ξέρει». Η Βίκυ αφήνει το κεφάλι της να πέσει μπροστά, εξακολουθώντας να κλαίει με αναφιλητά, με το πρόσωπο της μουσκεμένο απ' τα δάκρυα. «Ο Ράνταλ έχει τα πρώτα του γενέθλια σε οχτώ μήνες από τώρα», της λέει. «Ο Ράνταλ είναι μόλις τεσσάρων μηνών». Βάζει το κουτί με το υπόλοιπο παγωτό πίσω, στο ψυγείο. Ύστερα πάει και στέκει πλάι στο τραπέζι, και καρφώνει το βλέμμα του στη Βίκυ. «Εσύ είσαι το μυστικό της ευτυχίας, Μητέρα. Ο Ράνταλ δε χρειάζεται να βρει τον Άρνι για να του το πει. Ο Ράνταλ πάει τώρα να επισκεφθεί τον αδερφό του». Η Βίκυ τον κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα. «Θα επισκεφθείς τον Άρνι;» «Ο Ράνταλ θέλει να ξέρει αν μπορούν να τα πάνε καλά δυο αδέρφια ή μήπως περισσεύει ο ένας αδερφός». «Τι εννοείς, μήπως περισσεύει ο ένας αδερφός; Τι είναι αυτά που μου λες; Γιατί θέλεις να δεις τον Άρνι;» Δεχόμενος αυτόν τον καταιγισμό από λέξεις, ο Ράνταλ

372

Dean Koontz

μορφάζει, νιώθει τ' αυτιά του να βουίζουν. «Μη μιλάς τόσο γρήγορα. Μην κάνεις ερωτήσεις. Ο Ράνταλ κάνει ερωτήσεις, η Μητέρα απαντάει». «Άσε τον Άρνι ήσυχο». «Ο Ράνταλ πιστεύει πως εδώ υπάρχει αρκετή ευτυχία για δυο, αλλά μπορεί ο Άρνι να έχει διαφορετική γνώμη. Ο Ράνταλ θέλει να ακούσει από τον Άρνι πως δυο αδέρφια είναι εντάξει». «Ο Άρνι ούτε που μιλάει καν», του λέει. «Ανάλογα με τη διάθεσή του, μπορεί ούτε καν να σου δώσει σημασία. Απομονώνεται απ' το περιβάλλον του. Λες και το κάστρο που έχει φτιάξει είναι αληθινό, κι ο ίδιος βρίσκεται μέσα του κλεισμένος». «Μητέρα, μιλάς πολύ δυνατά, λες πολλά, και τα λες γρήγορα. Όταν μιλάς δυνατά και γρήγορα, δεν είναι ωραία». Ο Ράνταλ πηγαίνει τώρα προς την πόρτα που ανοίγει στο Χολ. Η Βίκυ υψώνει τον τόνο της φωνής της, φωνάζει: «Ράνταλ, λύσε με! Λύσε με τώρα αμέσως!» «Α, τώρα δε συμπεριφέρεσαι σαν καλή μητέρα. Οι φωνές τρομάζουν τον Ράνταλ. Οι φωνές δεν είναι ευτυχία». «Εντάξει, εντάξει. Αργά και ήρεμά. Ράνταλ, σε παρακαλώ, περίμενε. Σε παρακαλώ, λύσε με». Ο Ράνταλ κοντοστέκει στο κατώφλι της πόρτας, γυρνάει το κεφάλι του και κοιτάζει προς τα πίσω. «Γιατί;» «Για να σε πάω στον Άρνι». «Ο Ράνταλ μπορεί να τον βρει από μόνος του». «Μερικές φορές πάει και κρύβεται. Κι όταν κρύβεται, δεν τον βρίσκεις εύκολα. Εγώ όμως ξέρω όλες τις αγαπημένες του κρυψώνες».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

373

Όπως την κοιτάζει, διαισθάνεται την εξαπάτηση. «Μητέρα, μήπως έχεις κατά νου να κάνεις κακό στον Ράνταλ;» «Όχι! Ασφαλώς όχι. Γιατί να σου κάνω κακό;». «Καμιά φορά οι μητέρες πληγώνουν τα παιδιά τους. Στο Διαδίκτυο υπάρχει ολόκληρη ιστοσελίδα σχετική με αυτό το θέμα: www.homicidalmothers.com». Τώρα που το ξανασκέφτεται ο Ράνταλ, συνειδητοποιεί πως σε αυτές τις περιπτώσεις τα καημένα τα παιδιά ούτε που υποπτεύονται τι τα περιμένει στη γωνιά. Έχουν τυφλή εμπιστοσύνη στις μητέρες τους. Τους λένε ότι τα λατρεύουν, κι εκείνα τα δύστυχα το πιστεύουν. Ύστερα εκείνες παίρνουν ένα τσεκούρι και τα πετσοκόβουν στον ύπνο τους ή τα πάνε σε μια λίμνη και τα πνίγουν σαν γατιά. «Ο Ράνταλ θέλει να πιστεύει πως εσύ είσαι καλή μητέρα», λέει τώρα. «Αλλά μπορεί να χρειαστεί να απαντήσεις σε πολλές ακόμη ερωτήσεις, προτού σε λύσει». «Ωραία. Γύρνα πίσω. Ρώτα με ό,τι θέλεις». «Ναι, όμως ο Ράνταλ θέλει πρώτα να επισκεφθεί τον Άρνι». Η Βίκυ του λέει κάτι, όμως ο Ράνταλ ούτε που προσπαθεί να καταλάβει τι. Περνάει στο χολ. Πίσω απ' την πλάτη του η Μητέρα ακούγεται ξανά να μιλάει γρήγορα -πιο γρήγορα από ποτέ, τέλος βάζει τις φωνές. Ο Ράνταλ Έξι έχει περάσει και προηγουμένως από το καθιστικό. Όταν είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις της η Βίκυ, του είχε μιλήσει τόσο δυνατά και γρήγορα, που ο Ράνταλ είχε αναγκαστεί να περάσει στο καθιστικό για να συνέλθει από το σοκ. Θέλει να ελπίζει πως η σχέση του με τη Μητέρα δεν έχει

374

Dean Koontz

ήδη εξελιχθεί σε προβληματική. Αφήνει να περάσουν ένα, δυο λεπτά, μέχρι που νιώθει έτοιμος να ξεκινήσει την αναζήτηση του Άρνι. Τον απασχολεί η σκέψη κατά πόσο ο νεοαποκτηθείς αδερφός του θα αποδειχτεί Άβελ ή Κάιν, ανιδιοτελής ή εγωίσταρος. Αν του βγει Κάιν, ο Ράνταλ ξέρει τι θα πρέπει να κάνει. Ζήτημα αυτοάμυνας.

Κεφάλαιο 60

Η Κάρσον παρκάρισε στο δρομάκι, μπροστά απ' την είσοδο του σπιτιού της, έσβησε τους προβολείς και τη μηχανή, τέλος είπε: «Έλα να πάρουμε τις καραμπίνες». Τις βαλίτσες και τις καραμπίνες τα είχαν βάλει στο πορτμπαγκάζ όταν έφυγαν από το πρεσβυτέριο για να πάνε τη Λουλάνα και την Εβαντζελίν στο σπίτι τους. Οπλισμένοι τώρα με τις δυο Έρμπαν Σνάιπερ, πήγαν και ταμπουρώθηκαν πίσω από το μπροστινό μέρος του αμαξιού. Κοιτώντας προς τα πίσω, η Κάρσον «έκοψε» την κίνηση έξω, στο δρόμο. «Τι θα φάμε για βράδυ;» ρώτησε ο Μάικλ. «Κάτι στα πεταχτά, όχι όπως το μεσημέρι», αποκρίθηκε η Κάρσον. «Δεν θα έλεγα όχι για ένα πο-μπόι*». «Αρκεί να είναι καλά τυλιγμένο, για να το φάμε στα πεταχτά». «Όταν πεθάνω με το καλό» είπε ο Μάικλ «το μόνο που θα * Πο-μπόι (Po-boy)= Σάντουιτς αλά Λουιζιάνα, δηλ. κομμάτι μπαγκέτας παραγεμισμένη με κρέας ή θαλασσινά, ψημένη στην ψηστιέρα. Σ.τ.Μ.

376

Dean Koontz

μου λείψει είναι το φαγητό της Νέας Ορλεάνης». «Δεν αποκλείεται να υπάρχει μπόλικο απ' αυτό στην Άλλη Όχθη». «Πάντως εκείνα που σίγουρα δε θα μου λείψουν είναι η αφόρητη ζέστη κι η υγρασία». «Αισιόδοξη σε βρίσκω». Στη σιγαλιά της νύχτας ακούστηκε η μηχανή ενός αμαξιού που ζύγωνε προς τα εκεί. Το αμάξι ήρθε και παρήλθε, και τότε η Κάρσον γύρισε λίγο το κεφάλι της και του είπε: «Πόρσε Καρέρα Τζι Τι, μαύρη. Μια κούκλα με έξι ταχύτητες. Φαντάζεσαι πόσο γρήγορα μπορώ να τρέξω μ' ένα τέτοιο αμάξι;» «Τόσο γρήγορα που εγώ θα ξερνάω ασταμάτητα». «Μη φοβάσαι, μ' εμένα στο τιμόνι δεν πρόκειται να πάθεις ποτέ το παραμικρό», του είπε. «Εσύ θα "πας" από το χέρι κάποιου τέρατος». «Κάρσον αν τελειώσει ποτέ αυτή η ιστορία και τη βγάλουμε καθαρή, λες να τα παρατήσουμε και να φύγουμε απ' το Σώμα;» «Και τι θα κάνουμε μετά;» «Να φτιάξουμε μια κινητή μονάδα κούρας και περιποίησης κατοικίδιων, πώς σου φαίνεται; Θα γυρνάμε όλη μέρα και θα μπανιάρουμε σκύλους. Εύκολη δουλειά. Άνετη, χωρίς ζόρια. Άσε που μπορεί να έχει και πλάκα». «Εξαρτάται από τα σκυλιά. Ο μπελάς είναι πως θα χρειαστούμε ολόκληρο βαν για να χωράνε όλα μας τα σύνεργα. Έλα όμως που τα βαν είναι χαζά αμάξια. Ποτέ δεν πρόκειται να οδηγήσω βαν». «Ωραία, τότε να ανοίξουμε μπαρ για ομοφυλόφιλους». «Και γιατί για ομοφυλόφιλους;»

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

377

«Γιατί έτσι δε θα έχω να χολοσκάω για τους διάφορους μάγκες που θα σου την "πέφτουν"». «Εγώ πάντως δε θα έλεγα όχι για ένα μαγαζί με ντόνατ». «Μα θα μπορούμε να οπλοφορούμε, αν στήσουμε μαγαζί με ντόνατ;» αναρωτήθηκε ο Μάικλ. «Και γιατί όχι;» «Νιώθω πιο άνετα, όταν οπλοφορώ». Ο θόρυβος της μηχανής ενός δεύτερου αυτοκινήτου τους έκανε να σωπάσουν. «Η άσπρη Μαουντενίρ», είπε η Κάρσον όταν φάνηκε το αμάξι να περνάει από εκεί, σκύβοντας το κεφάλι της για να μην τη δουν οι επιβάτες του αμαξιού. Το Μαουντενίρ έκοψε ταχύτητα, αλλά δε σταμάτησε, περνώντας τελικά μπροστά από το σπίτι. «Θα παρκάρουν κάπου πιο πέρα, στην απέναντι μεριά του δρόμου», προέβλεψε η κοπέλα. «Λες, να γίνει εδώ το πατιρντί;» «Το μέρος εδώ μάλλον θα τους βολέψει» αποκρίθηκε η Κάρσον «αλλά δε θα βιαστούν να ορμήξουν. Όλη μέρα γυρεύουν την κατάλληλη ευκαιρία. Είναι μεθοδικοί και δε βιάζονται. Θα τους πάρει λίγο χρόνο ακόμη μέχρι να εξερευνήσουν τα κατατόπια». «Πόσο; Έ ν α δεκάλεπτο;» «Κάπου τόσο», συμφώνησε. «Πάντως όχι λιγότερο από ένα πεντάλεπτο. Έλα να πάρουμε από δω πέρα τον Άρνι και τη Βίκυ όσο πιο γρήγορα μπορούμε». Όταν χάθηκε το λευκό αμάξι από τα μάτια τους, έφυγαν και οι δυο βολίδα για το πίσω μέρος του σπιτιού. Η πόρτα της κουζίνας ήταν κλειδωμένη. Η Κάρσον έψαξε στις τσέπες του σακακιού της για τα κλειδιά.

378

Dean Koontz

«Το τζάκετ είναι καινούριο;» τη ρώτησε ο Μάικλ. «Το έχω φορέσει μια δυο φορές». «Θα προσπαθήσω να μη το λερώσω με μυαλά». Η Κάρσον ξεκλείδωσε την πόρτα της κουζίνας. Μπαίνοντας μέσα, βρήκαν τη Βίκυ Τσου δεμένη σε μια καρέκλα.

Κεφάλαιο 61

Ο Μπένι και η Σίντι οπλοφορούοαν, όμως, όποτε τους το επέτρεπαν οι περιστάσεις, προτιμούσαν να μην κάνουν χρήση των όπλων τους. Ό χ ι γιατί δεν ήθελαν να κάνουν θόρυβο. Τα πιστόλια τους διέθεταν σιγαστήρες. Τόσο ισχυρούς, που μπορούσες να πυροβολήσεις τρεις φορές κάποιον στο πρόσωπο, κι αν υπήρχαν άλλοι στο διπλανό δωμάτιο, το πολύ-πολύ να νόμιζαν πως φταρνίστηκες. Μπορούσες να ρίξεις με σκοπό απλώς να τραυματίσεις το θύμα σου, όμως η Παλιά Ράτσα αιμορραγούσε του θανατά, και δεν είχε τη δυνατότητα αυτοΐασης των τραυμάτων της όπως η Νέα, που μπορούσε να σταματήσει την αιμορραγία σχεδόν τόσο εύκολα και γρήγορα όσο αν έκλεινε κανείς μια βρύση. Έτσι, όταν μετέφερες το τραυματισμένο θύμα σου σε κάποια κρυψώνα για να το γλεντήσεις βασανίζοντάς το, το θύμα σου στο μεταξύ είτε είχε πέσει σε κώμα, είτε τα είχε τινάξει. Τώρα μπορεί να υπήρχαν και κάποιοι που «την έβρισκαν» διαμελίζοντας ή αποκεφαλίζοντας πεθαμένους, όχι όμως ο

380

Dean Koontz

Μπένι και η Σίντι. Χωρίς τις κραυγές και τις οιμωγές, θα ήταν σαν να έκοβες κομμάτια ένα κοτόπουλο. Κάποτε, όταν ένας πυροβολισμός είχε σκοτώσει από λάθος μια γυναίκα προτού προλάβει ο Μπένι να της κόψει τα χέρια, η Σίντι είχε αναλάβει να κάνει τα ηχητικά εφέ, ουρλιάζοντας στη θέση της νεκρής γυναίκας, και συγχρονίζοντας τις κραυγές της με τις κινήσεις του Μπένι όπως ο τελευταίος δούλευε το πριόνι, όμως το όλο τελετουργικό δεν είχε το ίδιο γούστο που θα είχε, αν η γυναίκα ήταν ζωντανή κατά τη διάρκεια της... επέμβασης. Αν ψέκαζες κάποιον της Παλιάς Ράτσας με δακρυγόνο σπρέι ανάμεσα στα μάτια, θα τον έβγαζες εκτός μάχης για όσο χρειαζόταν μέχρι να τον... αμπαλάρεις και να τον μεταφέρεις εκεί που ήθελες. Το πρόβλημα όμως ήταν πως ο ψεκασμός με αυτό το υλικό τύφλωνε τους ανθρώπους, τους πονούσε και τους έκανε να βάζουν τις φωνές και να βρίζουν, κάτι που βεβαίως τραβούσε την προσοχή -το τελευταίο πράμα που ήθελαν οι δυο φονιάδες του Βίκτωρα Ήλιος. Αντί γι' αυτό, ο Βίκτωρ είχε εφοδιάσει τον Μπένι και τη Σίντι με μικρά κάνιστρα με συμπιεσμένο υλικό -ίδια περίπου στο μέγεθος με τα δακρυγόνα σπρέι- που εξακόντιζαν συννεφάκια χλωροφόρμιου. Με τους που τους έβρισκε καταπρόσωπο το σπρέι του χλωροφόρμιου, οι περισσότεροι άνθρωποι, όπως άνοιγαν το στόμα τους σαστισμένοι, το εισέπνεαν, κι έπεφταν ξεροί προτού προλάβουν να ολοκληρώσουν τη βρισιά τους, αν υποθέσουμε πως προλάβαιναν να που το οτιδήποτε. Το χλωροφόρμιο σε αυτή τη μορφή έκανε δουλειά από μια απόσταση τεσσάρων μέχρι έξι μέτρων. Οι δυο φονιάδες ήταν επίσης εφοδιασμένοι με όπλα ηλεκτρικών εκκενώσεων Τέιζερ, αν και σε μορφή ραβδιού, όχι

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

381

πιστολιού. Αυτά τα είχαν αποκλειστικά και μόνο για χρήση εξ επαφής. Λαμβανομένου υπόψη ότι ο Μάντισον και η Κάρσον ήταν ψυλλιασμένοι και σε διαρκή επαγρύπνηση μετά τα όσα είχαν μάθει σχετικά με το νεκρό τέκνο των Χεριών του Ελέους, δηλαδή τον Τζόναθαν Χάρκερ, το να τους πλησίαζε κανείς δε θα ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. «Σ' αυτή εδώ τη γειτονιά, οι άνθρωποι δεν κάθονται έξω, στις βεράντες τους», παρατήρησε η Σίντι, όταν παρκάρισαν στην άκρη του δρόμου, απέναντι από το σπίτι της Κάρσον. «Εδώ είναι άλλου είδους γειτονιά». «Κι αφού δεν κάθονται στις βεράντες τους, τι κάνουν τότε;» «Ποιος χέστηκε;» «Μάλλον θα κάνουν μωρά». «Δεν το κόβεις αυτό το τροπάριο;» «Αλλά εντάξει, μπορούμε και να υιοθετήσουμε ένα μωράκι». «Έλα στα συγκαλά σου. Εμείς σκοτώνουμε για λογαριασμό του Βίκτωρα. Δεν έχουμε κανονικές δουλειές. Για να υιοθετήσεις, πρέπει να δηλώσεις πως έχεις σταθερή δουλειά». «Αν με είχες αφήσει να κρατήσω εκείνο το μωράκι, τώρα θα ήμασταν μια χαρά κι ευτυχισμένοι». «Μα τον απήγαγες. Όλος ο κόσμος ψάχνει τώρα να βρει το κωλόπαιδο, κι εσύ νομίζεις πως θα μπορούσες να το βάλεις στο καροτσάκι και να το πας βόλτα στο εμπορικό κέντρο». Η Σίντι βαριαναστέναξε. «Ράγισε η καρδιά μου, όταν αναγκαστήκαμε να τον παρατήσουμε στο πάρκο».

382

Dean Koontz

«Σιγά μη ράγισε η καρδιά σου. Εμείς δεν είμαστε φτιαγμένοι για να νιώθουμε τέτοια συναισθήματα». «Ωραία, δε μου ράγισε η καρδιά, όμως τσαντίστηκα». «Λες να μην το ξέρω; Ωραία, λοιπόν μπουκάρουμε εκεί μέσα, τους αφήνουμε ξερούς, τους δένουμε, ύστερα φέρνεις εσύ το αμάξι απ' την πίσω μεριά του σπιτιού, και τους φορτώνουμε σαν να είναι κούτσουρα». «Άνετη δουλειά, ε;» είπε η Σίντι ρίχνοντας μια εξεταστική ματιά στο σπίτι της Κάρσον. «Έτσι φαίνεται. Πολύ άνετη. Μέσα σε πέντε λεπτά θα έχουμε μπει, θα έχουμε βγει και θα έχουμε φύγει. Έλα, πάμε».

Κεφάλαιο 62

Μπαίνοντας οι δυο αστυνομικοί από την πόρτα της κουζίνας, με τις καραμπίνες κρεμασμένες στους ώμους τους, η Βίκυ άρχισε να τους λέει χαμηλόφωνα, αν και φανερά ταραγμένη: «Είναι μέσα στο σπίτι». «Ποιος;» τη ρώτησε το ίδιο χαμηλόφωνα η Κάρσον, βγάζοντας από κάποιο συρτάρι ένα ψαλίδι. «Ένας αλλόκοτος. Μα πολύ αλλόκοτος», είπε η Βίκυ ψιθυριστά σχεδόν, καθώς η Κάρσον πέταξε το ψαλίδι στον Μάικλ. Ο Μάικλ έπιασε το ψαλίδι στον αέρα, κι η Κάρσον πλησίασε στην πόρτα που έμπαζε στο καθιστικό. «Γυρεύει τον Άρνι», είπε σιγά η Βίκυ. Η Κάρσον έριξε μια ματιά στο χολ, τη στιγμή που ο Μάικλ έκοψε με δυο ψαλιδιές τα δεσμά της Βίκυς κι άφησε κάτω το ψαλίδι. «Τα υπόλοιπα μπορείς να τα κάνεις μόνη σου, Βικ». Στο χολ δεν υπήρχε ψυχή -στην άλλη άκρη του καθιστικού αναμμένο ένα φωτιστικό. «Έχει όπλο ο τύπος;» ρώτησε η Κάρσον με τρόπο. «Όχι», αποκρίθηκε η Βίκυ.

384

Dean Koontz

Ο Μάικλ τους έκανε νόημα πως ήθελε να προχωρήσει πρώτος. Τούτο όμως ήταν το σπίτι της Κάρσον. Έτσι τράβηξε πρώτη εκείνη μπροστά, κρατώντας την καραμπίνα της σε τρόπο που να μπορούσε να πυροβολήσει έχοντας τη στηριγμένη στο γοφό της. Έριξε μια ματιά στην ντουλάπα με τα πανωφόρια. Τίποτε. Ο αλλόκοτος δεν ήταν στο καθιστικό. Η Κάρσον κινήθηκε προς τα αριστερά, ο Μάικλ πήγε προς τα δεξιά, έτσι που τώρα παρουσίαζαν δυο στόχους αντί για ένα, και κοντοστάθηκε. Η στιγμή της μεγάλης απόφασης. Δεξιότερα, πιο πέρα από το καθιστικό, ήταν ο χώρος της Κάρσον, κρεβατοκάμαρα και μπάνιο. Στ' αριστερά ήταν η μπροστινή πόρτα και η σκάλα που ανέβαζε στον επάνω όροφο. Η πόρτα του δωματίου της Κάρσον ήταν κλειστή. Και στη σκάλα, ως κάποιο σημείο, δεν υπήρχε ψυχή. Μ' ένα παίξιμο των ματιών του, ο Μάικλ έκανε νόημα στην Κάρσον: Επάνω! Η κοπέλα συμφώνησε μ' ένα νεύμα. Για κάποιο λόγο ο αλλόκοτος γύρευε τον Άρνι, κι ο Άρνι βρισκόταν στον επάνω όροφο. Ανεβαίνοντας κολλημένη στον τοίχο, γιατί στις άκριες υπήρχε μικρότερη πιθανότητα να τρίξουν τα σκαλιά, η Κάρσον προηγήθηκε κρατώντας τώρα το όπλο της και με τα δυο χέρια. Ο Μάικλ την ακολούθησε ανεβαίνοντας τη σκάλα ανάποδα, για να καλύπτει με το όπλο του το χώρο από κάτω. Η Κάρσον δεν ήθελε καν να σκέπτεται τον Άρνι, και τι θα

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

385

μπορούσε να του είχε συμβεί. Ο φόβος για τη ζωή σου, οξύνει τα αντανακλαστικά σου. Ο πανικός απλώς τα αμβλύνει. Καλύτερα λοιπόν να είχε επικεντρωμένη την προσοχή της στον αλλόκοτο, και στο πώς θα τον σταματούσε. Στο σπίτι σιγή τάφου. Όπως στο Χριστουγεννιάτικο ποιηματάκι. Ούτε ποντίκι. Και στον επάνω όροφο τίποτε, ψυχή. Φως στο διάδρομο. Ακίνητες σκιές. Φτάνοντας επάνω, η Κάρσον άκουσε μια άγνωστη φωνή που ερχόταν από το δωμάτιο του Άρνι. Ζυγώνοντας στην ανοιχτή πόρτα, είδε τον αδερφό της καθισμένο στην καρέκλα με τα ροδάκια, με την προσοχή του στραμμένη στον πύργο του. Ο εισβολέας έδειχνε γύρω στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά, γεροφτιαγμένος. Όπως έστεκε είχε το βλέμμα του στραμμένο στον Άρνι, γύρω στο ένα μέτρο απόσταση από το παιδί, με την πλάτη του γυρισμένη στην Κάρσον. Αν αναγκαζόταν η Κάρσον να πυροβολήσει, δε θα είχε καθαρή σκόπευση. Η σφαίρα της καραμπίνας θα μπορούσε κάλλιστα να διαπεράσει τον αλλόκοτο και να χτυπήσει τον Άρνι. Η Κάρσον δεν είχε ιδέα ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο άγνωστος. Και το σημαντικότερο, δεν ήξερε τι ήταν. Ο εισβολέας ακούστηκε να λέει τώρα: «Ο Ράνταλ πίστευε πως μπορούσε να μοιραστεί κάποια πράγματα μαζί σου. Αλλά τώρα το κάστρο, το σπιτικό, το παγωτό, τη Μητέρα... ο Ράνταλ τα θέλει όλα δικά του». Η Κάρσον πλησίασε με τρόπο στα αριστερά της πόρτας, νιώθοντας την παρουσία του Μάικλ από πίσω της. «Ο Ράνταλ δεν είναι ο Άβελ. Ο Ράνταλ είναι ο Κάιν. Ο

386

Dean Koontz

Ράνταλ δεν είναι πια ο Έξι. Από εδώ κι εμπρός θα είναι ο... Ράνταλ Ο' Κόνορ» «Τι γυρεύεις εδώ πέρα;» τον ρώτησε η Κάρσον, συνεχίζοντας την κυκλωτική της κίνηση. Ο εισβολέας γύρισε με άνεση και με σβελτάδα χορευτή του μπαλέτου ή κάποιου που ήταν καλά... κατασκευασμένος. «Κάρσον» «Δεν σε ξέρω». «Είμαι ο Ράνταλ. Εσύ τώρα θα είσαι η αδερφή του Ράνταλ». «Πέσε στα γόνατα», τον πρόσταξε η κοπέλα. «Στα γόνατα κι ύστερα μπρούμυτα στο πάτωμα». «Του Ράνταλ δεν του αρέσει όταν του μιλάνε δυνατά. Μη φωνάζεις στον Ράνταλ, όπως κάνει ο Βίκτωρ». «Ω, γαμώ το κέρατο μου», είπε ο Μάικλ. Κι η Κάρσον: «Άρνι, όπως είσαι, τσούλησε με την καρέκλα σου προς τα πίσω, απομακρύνσου». Ο Άρνι δεν κουνήθηκε, όμως κινήθηκε ο Ράνταλ. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της Κάρσον. «Είσαι καλή αδερφούλα;» «Μην προχωρήσεις άλλο! Πέσε στα γόνατα! Γονάτισε, ΤΩΡΑ!» «Ή μήπως είσαι κακιά και φωνακλού αδερφή που μιλάει γρήγορα;» ρώτησε ο Ράνταλ απτόητος. Η Κάρσον κινήθηκε ακόμη πιο δεξιά, αλλάζοντας την ευθεία σκόπευσης της, αφήνοντας εκτός του οπτικού της πεδίου τον Άρνι. «Λες να μην ξέρω πως έχεις δυο καρδιές;» είπε η κοπέλα στον εισβολέα. «Λες να μην μπορώ να τις πετύχω και τις δυο μ' ένα σμπάρο, με αυτό το κανόνι;» «Είσαι κακιά, κακιά αδερφή», είπε ο Ράνταλ και ζύγωσε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

387

ακόμη πιο κοντά της. Ήταν τόσο σβέλτος που σχεδόν άδραξε το όπλο της με το ένα χέρι. Το μπαμ έκανε τα τζάμια των παραθύρων να τρίξουν, η έντονη μυρωδιά του μπαρουτιού τη χτύπησε στο πρόσωπο, αίμα άρχισε να αναβρύζει ορμητικό από το τραύμα εξόδου στην πλάτη του αλλόκοτου, πιτσιλώντας τον πύργο του Άρνι. Κανονικά ο αλλόκοτος που άκουγε στο όνομα Ράνταλ θα έπρεπε να είχε τιναχτεί προς τα πίσω, και τώρα να παρέπαιε, στιγμές πριν σωριαζόταν στο πάτωμα φαρδύς-πλατύς. Η Κάρσον είχε σημαδέψει πολύ χαμηλά, αποτυγχάνοντας να τον βρει στις καρδιές του ή έστω στη μια. Αλλά, από τόσο κοντινή απόσταση, σίγουρα θα έπρεπε να είχε ρημάξει τα μισά σωθικά του. Ο Ράνταλ άδραξε την κάννη του όπλου και την τίναξε προς τα επάνω, τη στιγμή που η Κάρσον τραβούσε για δεύτερη φορά τη σκανδάλη. Η σφαίρα άνοιξε μια τρύπα στο ταβάνι. Όταν η κοπέλα προσπάθησε να κρατήσει την καραμπίνα για να μην της την πάρει από τα χέρια, ο αλλόκοτος την τράβηξε πάνω του, κι ήθελε λίγο για να την αρπάξει, όταν εκείνη άφησε τελικά το όπλο, έπεσε κάτω και κυλίστηκε πιο πέρα. Μ' αυτή της την κίνηση είχε αφήσει το πεδίο ελεύθερο στον Μάικλ. Ο Μάντισον πυροβόλησε δυο φορές. Ο διπλός κρότος ήταν τόσο δυνατός, που η Κάρσον ένιωσε τ' αυτιά της να βουίζουν, και το ίδιο δυνατός ήταν κι ο αντίλαλος, όπως ο ήχος χτυπούσε στους τοίχους. Ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της και είδε τον Ράνταλ πεσμένο χάμω -ξαπλωμένο, δόξα Σοι ο Θεός!- και τον Μάικλ να τον πλησιάζει προσεκτικά.

388

Dean Koontz

Όπως στάθηκε τώρα στα πόδια της, η Κάρσον τράβηξε το πενηντάρι Μάγκνουμ από τη θήκη που ακουμπούσε στον αριστερό γοφό της, σίγουρη πως δε θα χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει, όμως ο Ράνταλ ήταν ακόμη ζωντανός. Ό χ ι βέβαια και σε πολύ καλή κατάσταση, ακίνητος όπως ήταν, πεσμένος χάμω μπρούμυτα, ωστόσο ζωντανός ακόμη, παρά τις τρεις σφαίρες καραμπίνας από τις οποίες είχε βληθεί σχεδόν εξ επαφής. Ο αλλόκοτος σήκωσε λίγο το κεφάλι του, κοίταξε απορημένος τριγύρω του το δωμάτιο, γύρισε ανάσκελα, ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα βλέφαρά του όπως κοιτούσε τώρα το ταβάνι, ψέλλισε τη λέξη: «Σπιτικό», και... έσβησε.

Κεφάλαιο 63

Η πίσω πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο Μπένι και η Σίντι δίστασαν προς στιγμήν, τέλος εκείνος μπήκε θαρρετά και σβέλτα μέσα, ακολουθούμενος από την άλλη. Μια Ασιάτισσα έστεκε μέσα στην κουζίνα, πλάι στο τραπέζι, λύνοντας ένα κομμάτι σκισμένο ύφασμα από τον αριστερό καρπό της. Βλέποντας τους εισβολείς, η γυναίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια της σαστισμένη. «Ω, γαμώτο...» Η Σίντι δεν άργησε στιγμή. Το χλωροφόρμιο βρήκε την άλλη γυναίκα στα μούτρα. Κοντανάσανε, πνίγηκε, τέλος σωριάστηκε στο πάτωμα. Τούτη εδώ θα την κανόνιζαν αργότερα, αφού θα έμενε αναίσθητη για ένα τέταρτο της ώρας, ίσως και περισσότερο. Αν και η Ασιάτισσα δεν ήταν γραμμένη στο μπλοκάκι τους για ξεπάστρεμα, για κακή της τύχη είχε δει τα πρόσωπά τους. Έπρεπε λοιπόν να τη σκοτώσουν κι αυτήν. Κανένα πρόβλημα. Τρία άτομα θα χωρούσαν μια χαρά στο χώρο αποσκευών της Μέρκιουρι Μαουντενίρ, άσε που ο Μπένι είχε μόλις πρόσφατα ακονίσει τα τσεκούρια και τα

390

Dean Koontz

μαχαίρια του. Ο Μπένι έκλεισε τώρα την πίσω πόρτα και την κλείδωσε. Αν έμπαινε κανείς στο σπίτι πίσω απ' αυτούς, ε, να μην τα έβρισκε κι όλα έτοιμα. Στη διάρκεια μιας παρόμοιας «επιχείρησης», το τετράχρονο κοριτσάκι του γείτονα είχε μπει μέσα στο σπίτι, κι η Σίντι είχε χαλάσει τον κόσμο θέλοντας να το υιοθετήσει. Τώρα η Σίντι κρατούσε στο ένα χέρι το κάνιστρο με το χλωροφόρμιο και στο άλλο το ραβδί ηλεκτρικών εκκενώσεων Τέιζερ. Ο Μπένι έδινε περισσότερη μπέσα στο χλωροφόρμιο. Οι δυο τους δε χολοσκούσαν για τα υπηρεσιακά περίστροφα της Κάρσον και του Μάικλ. Συνήθως τα πιστόλια της αστυνομίας ήταν εννιάρια. Ο Μπένι και η Σίντι, αν χρειαζόταν, μπορούσαν να δεχτούν καταιγισμό από σφαίρες αυτού του διαμετρήματος και να προχωρούν ακάθεκτοι, σαν να μη συνέβαινε το παραμικρό. Κι άλλωστε αν ενεργούσαν με ταχύτητα κι έπιαναν τα θύματά τους εξ απήνης, οι δυο μπάτσοι ούτε που θα προλάβαιναν να τραβήξουν τα όπλα τους. Μια πόρτα έμπαζε από την κουζίνα στο πλυσταριό. Άδειο. Μονάχα πανωφόρια. Το χολ που έβγαζε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, περνούσε μπροστά από μια ντουλάπα για πανωφόρια. Κανείς δεν ήξερε πως βρίσκονταν εκεί μέσα, άρα κανείς δεν είχε λόγο να παραμονεύει κρυμμένος στην ντουλάπα, όμως καλού-κακού οι δυο φονιάδες του Βίκτωρα έριξαν μια ματιά. Άδεια κι η ντουλάπα. Με το που πέρασαν οι δυο τους στο καθιστικό, από επάνω ακούστηκε η εκκωφαντική εκπυρσοκρότηση κάποιου

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

391

όπλου. Ένα πολύ δυνατό μπουμ, όντως, λες κι είχε τιναχτεί στον αέρα ολόκληρο οπλοστάσιο. Το σπίτι ολόκληρο είχε τρανταχτεί συθέμελα. Η Σίντι κοίταξε το κάνιστρο με το χλωροφόρμιο που κρατούσε στο ένα της χέρι. Ύστερα το ραβδί Τέιζερ που κρατούσε στο άλλο. Άλλο ένα εκκωφαντικό μπουμ. Η Σίντι έχωσε το ραβδί ηλεκτρικών εκκενώσεων σε μια εσωτερική τσέπη του σακακιού της, έπιασε το κάνιστρο με το χλωροφόρμιο με το αριστερό της χέρι και τράβηξε ένα πιστόλι. Από πάνω, το πανίσχυρο όπλο ακούστηκε να εκπυρσοκροτεί άλλες δυο φορές. Ο Μπένι τράβηξε κι αυτός το δικό του πιστόλι. Ήταν κι αυτό ένα ημιαυτόματο εννιάρι, όμως οι σφαίρες του θα έκαναν σαφώς μεγαλύτερη ζημιά στους δυο μπάτσους απ' ό,τι στους Λάβγουελ.

Κεφάλαιο 64

Ποιος ήταν ο εισβολέας, πώς είχε καταφέρει να μπει στο σπίτι, γιατί είχε βάλει στο μάτι ειδικά τον Άρνι -τίποτε απ' αυτά δεν είχε τόση σημασία όση το γεγονός ότι επρόκειτο για πλάσμα της Νέας Ράτσας, αλλά και ότι κυριολεκτικά είχε καταφέρει να φτάσει «σπίτι», όπως το φοβόταν ευθύς εξ αρχής η Κάρσον. Οι τοίχοι του σπιτιού, οι κλειδαριές στις πόρτες είχαν αποδειχτεί τόσο ασφαλή... όσο και ο πύργος από κύβους Λέγκο του Άρνι. Ίσως η τύχη της πόλης, αλλά και του κόσμου ολόκληρου, στα χέρια του Βίκτωρα Ήλιος ήταν τέτοια που στο εξής οι κανονικοί άνθρωποι δε θα μπορούσαν ποτέ να νιώσουν ασφαλείς μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Όχι, δε γινόταν να μείνουν άλλο στο σπίτι. Έπρεπε να φύγουν και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Ίσως οι γείτονες να μην είχαν εντοπίσει από πού ακριβώς είχαν ακουστεί οι τέσσερις πυροβολισμοί. Έστω κι έτσι όμως σ' αυτή τη γειτονιά ένα τέτοιο συμβάν μόνο απαρατήρητο δε θα περνούσε. Η εμφάνιση ενός περιπολικού της Αστυνομίας της Νέας

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

393

Ορλεάνης στην περιοχή σε αναζήτηση υπόπτων ήταν ζήτημα χρόνου. Η Κάρσον δεν ήθελε με καμιά δύναμη έστω κι ένα φιλικό συναπάντημα με ένστολους συναδέλφους. Δεν ήθελε να δώσει εξηγήσεις για τα όπλα για τα οποία ούτε απόδειξη αγοράς είχε να επιδείξει ούτε υπηρεσιακή άδεια για την κατοχή τους. Χώρια που, έτσι όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα, η παρουσία κάποιου ένστολου αστυνομικού μόνο ασφαλή δε θα την έκανε να νιώσει. Στην αδελφότητα των αστυνομικών είχαν παρεισφρύσει μέλη της Νέας Ράτσας. Κι όσοι απ' αυτούς ήταν πιστοί στον Βίκτωρα Ήλιος ίσως είχαν πάρει την εντολή -ή να την έπαιρναν από στιγμή σε στιγμή- για την άμεση κι επί τόπου εξόντωση της Κάρσον και του Μάικλ. Η κοπέλα μάζεψε από χάμω την καραμπίνα που της είχε αποσπάσει απ' τα χέρια ο Ράνταλ. Παίρνοντας δυο σφαίρες από το σακούλι που είχε περασμένο στη ζώνη της κι ακουμπούσε στο δεξί γοφό της, τις έβαλε στην πλευρική θαλάμη, έχοντας και πάλι το όπλο έτοιμο για άμεση χρήση. «Ευτυχώς που προτιμήσαμε τα βλήματα», είπε στον Μάικλ. «Με τα σκάγια δε θα τον σταματούσαμε με τίποτε», συμφώνησε ο Μάικλ, γεμίζοντας κι αυτός την καραμπίνα του. «Ίσως οι πυροβολισμοί να αποθάρρυναν τους δυο επιβάτες της Μαουντενίρ». «Ή να τους έκαναν να έρθουν εδώ τρέχοντας». «Παίρνουμε τη Βίκυ και βγαίνουμε σίφουνας από την μπροστινή πόρτα. Έχει το αμάξι της παρκαρισμένο πλάι στο πεζοδρόμιο. Θα φύγουμε με αυτό». «Λες να μας έχουν φυτέψει κανένα μαραφέτι εντοπισμού στο σεντάν;» τη ρώτησε ο Μάικλ τελειώνοντας με το γέμισμα του όπλου του.

394

Dean Koontz

«Ναι. Μας παρακολουθούσαν από απόσταση και χωρίς να έχουν πάντα οπτική επαφή μαζί μας». Ο Άρνι είχε σηκωθεί από την καρέκλα του. Έστεκε όρθιος και κοιτούσε τον πιτσιλισμένο με αίματα πύργο του. «Αγάπη μου, πρέπει να φύγουμε», του είπε η Κάρσον. «Τώρα αμέσως». Το τελευταίο πράγμα που ήθελαν ήταν να μουλάρωνε ο Άρνι και να μην ήθελε να το κουνήσει από εκεί με τίποτε. Τις περισσότερες φορές έκανε όπως του έλεγαν κι ήταν συνεργάσιμος, όμως ενίοτε είχε και τις ανάποδές του, που επί το πλείστον ήταν απόρροια τραυματικών εμπειριών ή δυνατών θορύβων που τον ενοχλούσαν. Οι τέσσερις πυροβολισμοί και ο νεκρός Ράνταλ στο πάτωμα αποτελούσαν στοιχεία ικανά για τη δημιουργία μιας τέτοιας αρνητικής κατάστασης, όμως ο μικρός σαν να κατάλαβε πως η επιβίωσή τους εξαρτιόταν από τη δύναμη και τη θέλησή του να μην κλειστεί πεισματικά στο καβούκι του, αρνούμενος να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του. Έτσι, χωρίς δεύτερη κουβέντα, πήγε προς την πόρτα. «Μείνε από πίσω μου, Άρνι», του είπε ο Μάικλ, και προχώρησε στο χολ του πάνω ορόφου. Ρίχνοντας μια ματιά στον πεσμένο στο πάτωμα εισβολέα, περιμένοντας να τον δει να παίζει τα βλέφαρά του και να κουνάει το κεφάλι του σαν για να ξεζαλιστεί από το σοκ των σφαιρών που είχε δεχτεί, ανακουφισμένη τέλος γιατί τίποτε απ' αυτά δε συνέβη, η Κάρσον ακολούθησε τον Άρνι βγαίνοντας από το δωμάτιο του -το καταφύγιο του- φοβούμενη πως δεν ήταν πια σε θέση να τον προστατέψει τώρα που η Μπιγκ Τζι, δηλαδή η πόλη της Νέας Ορλεάνης, είχε γίνει η πόλη της ατέλειωτης νύχτας.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

395

Φ Ο Μπένι άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, κι η Σίντι, όπως ακολουθούσε στο κατόπι του, του είπε: «Αν υπάρχει κανένα μωράκι στο σπίτι, άσε με να το πάρω». Ο Μπένι συνέχισε να κινείται με την πλάτη του κολλημένη στον τοίχο της σκάλας, ανεβαίνοντας τα σκαλιά με τα πλάγια. «Δεν υπάρχει μωράκι εδώ μέσα». «Αν υπάρχει όμως;» «Δεν ήρθαμε εδώ για μωράκια». «Ούτε για την καριόλα κάτω στην κουζίνα ήρθαμε, όμως θα την πάρουμε μαζί μας φεύγοντας». Φτάνοντας στο πρώτο σκέλος της σκάλας, ο Μπένι κοίταξε προς τα επάνω, εκεί που τέλειωνε. Στο χολ του επάνω ορόφου δεν υπήρχε ψυχή, τουλάχιστον ως εκεί που έφτανε το μάτι του. Η άλλη από πίσω του δεν έλεγε να ησυχάσει: «Αν πάρουμε το μωράκι, μπορείς να το σκοτώσεις, αν θέλεις, μαζί με τους άλλους». Η Σίντι είχε σαλτάρει, και με τα καμώματά της θα τον έκανε να σαλτάρει κι εκείνος. Έτσι αρνήθηκε να συνεχίσει αυτού του είδους την κουβέντα μαζί της, μάλιστα πάνω που ετοιμάζονταν για χτύπημα. Κι άλλωστε αν έβρισκαν μωρό εκεί μέσα και το έπαιρναν μαζί τους, στη συνέχεια δε θα τον άφηνε εκείνη να το σκοτώσει. Μόλις θα το έπαιρνε στην αγκαλιά της, θα ήθελε να το κρατήσει για να το ντύνει και να το στολίζει με φραμπαλάδες και δαντέλες. Κι άλλωστε, όεν υπήρχε μωρό στο σπίτι! Ο Μπένι ανέβηκε τώρα ως επάνω τη σκάλα. Με την πλάτη του πάντα να ακουμπάει στον τοίχο, έβγαλε το κεφάλι

396

Dean Koontz

του απ' το σημείο που γώνιαζε ο τοίχος και κοίταξε στο χολ. Είδε τον Μάντισον να πλησιάζει με μια καραμπίνα ανά χείρας, ακολουθούμενος από ένα αγόρι και την Ο' Κόνορ που κι αυτή ήταν οπλισμένη με καραμπίνα. Ο Μάντισον πρόλαβε και τον είδε, ο Μπένι τραβήχτηκε προς τα πίσω, και την άλλη στιγμή στο σημείο που ο τοίχος της σκάλας σχημάτιζε γωνία με τον τοίχο του χολ μια σφαίρα από καραμπίνα τίναξε τους σοβάδες στον αέρα, περιλούζοντάς τον με μια βροχή από θρυμματισμένους γύψους και σκλήθρες. Γονατίζοντας πάνω στα σκαλιά, ο Μπένι ρίσκαρε να σκάσει πάλι μύτη από τη γωνιά, όμως σκύβοντας τόσο χαμηλά που ο Μάντισον δε θα το περίμενε, και τότε έριξε τρεις φορές με το πιστόλι του, στα τυφλά χωρίς να παίρνει σημάδι, προτού καλυφτεί πάλι πίσω απ' τον τοίχο της σκάλας.

Φ Τρεις πιστολιές, ξεγυρισμένες, όμως μια σφαίρα που πέρασε πλάι από την Κάρσον σφυρίζοντας σαν θυμωμένη σφήκα ήταν μια καλή προειδοποίηση πως έπρεπε να αλλάξουν το σχέδιο διαφυγής τους. Έστω και λίγο που πρόλαβε να τον δει, η κοπέλα αναγνώρισε τον άντρα που ήταν στη σκάλα. Ο τύπος μέσα στη Μαουντενίρ, που της είχε χαμογελάσει και την είχε χαιρετήσει μ' ένα κούνημα του χεριού του. Αυτός, λοιπόν, και παραπίσω του στη σκάλα η τύπισσα, λουλούδια και οι δυο τους της Νέας Ράτσας, οπλισμένοι με πιστόλια: ένα λογικό συμπέρασμα. Για να «ξαπλώσουν» αυτή κι ο Μάικλ τον Ράνταλ, είχε χρειαστεί να του κάνουν τα σωθικά ομελέτα, σμπαραλιάζο-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

397

ντας και τις δυο καρδιές του και τη ραχοκοκαλιά του, φυτεύοντάς του τρεις σφαίρες με τις πανίσχυρες καραμπίνες τους σχεδόν εξ επαφής. Τα τέρατα στη σκάλα θα ήταν εξίσου δύσκολο να τα ξεπαστρέψουν, αν όχι περισσότερο, από τον Ράνταλ. Χώρια που, σε αντίθεση με τον Ράνταλ, αυτοί εδώ ήταν οπλισμένοι, κι έδειχναν να έχουν παραστρατιωτική εκπαίδευση ή έστω εμπειρία. Αν δεν ήταν αναγκασμένη να έχει το νου της τον Άρνι, ίσως η Κάρσον, βασισμένη στη δική τους δύναμη πυρός, να εφορμούσε στη σκάλα, όμως τώρα με το μικρό δεν ήθελε να πάρει τέτοια ρίσκα. «Γρήγορα στο δωμάτιο της Βίκυς», φώναξε στον Μάικλ, κι αρπάζοντας τον Άρνι από το χέρι, οπισθοχώρησε προς το βάθος του χολ. Ο Μάικλ απομακρύνθηκε από το κεφαλόσκαλο, πυροβολώντας δυο φορές ακόμη -όχι απανωτά- κόβοντας την όρεξη του άγνωστου εισβολέα για παραπέρα πιστολίδι. Φ Στο σημείο που ο τοίχος του χολ ενωνόταν με εκείνον της σκάλας, η σιδερογωνιά ενίσχυσης μέσα από το σοβά έπαθε τέτοιο στραπάτσο από τα βλήματα της καραμπίνας που κόπηκε, κι ένα κομμάτι της πεταγόταν τώρα προς τα έξω σαν ελατήριο διαλυμένου ρολογιού, χώρια που ρινίσματά της βρήκαν τον Μπένι καταπρόσωπο και μπήχτηκαν στο δέρμα του. Προς στιγμή σκέφτηκε πως το ντου στις σκάλες ήταν μάλλον μια λάθος κίνηση. Ύστερα άκουσε μια πόρτα που έκλεινε με βρόντο, όμως η καραμπίνα είχε σιγήσει.

398

Dean Koontz

Όπως ήταν γονατισμένος στα σκαλιά, στάθηκε στα πόδια του και τόλμησε να κοιτάξει προς τα επάνω. Το χολ ήταν άδειο. «Είναι τα όπλα που δοκίμαζαν στο πάρκο», είπε η Σίντι όπως πλησίασε από πίσω του. «Ναι, αυτό σκέφτηκα κι εγώ», είπε ο Μπένι, όπως τραβούσε κι έβγαζε σιδηρορινίσματα απ' το πρόσωπο του. «Θέλεις να τα παρατήσουμε και να τους στριμώξουμε κάπου αλλού, αργότερα, όταν θα έχουν χαλαρώσει την επιφυλακή τους;» «Όχι. Έχουν και κάποιο παιδί μαζί τους. Αυτό μπερδεύει την κατάσταση, περιορίζει τις επιλογές τους. Πάμε να τους "την πέσουμε" εδώ και τώρα». «Παιδί; Έχουν παιδί μαζί τους;» «Παιδί, όχι μωράκι. Γύρω στα δώδεκα με δεκατρία». «Α, πολύ μεγάλο. Μπορείς να το σκοτώσεις κι αυτό», είπε η Σίντι. Δυστυχώς, τώρα που το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε πάει περίπατο, ο Μπένι δεν πίστευε πως θα κατάφερνε να πιάσει ζωντανούς τους δυο αστυνομικούς ή έστω τον έναν απ' αυτούς. Έτσι σ' αυτή την επιχείρηση δε θα του δινόταν η ευκαιρία για τομές ακριβείας και τεμαχισμούς, ένα σπορ που τόσο αγαπούσε και στο οποίο είχε... άριστες επιδόσεις. Κατά μήκος του χολ υπήρχαν τρία δωμάτια. Η πόρτα του ενός ήταν μισάνοιχτη, κι ο Μπένι την άνοιξε τέντα με μια κλοτσιά. Ένα μπάνιο. Στο πάτωμα του δεύτερου δωματίου κειτόταν ένα πτώμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Στον ίδιο χώρο υπήρχε κι ένα ογκώδες μοντέλο κάστρου, στο μέγεθος ενός στέισον βάγκον. Περίεργα πράματα. Ποτέ

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

399

δεν μπορούσες να ξέρεις τι θα συναντούσες στο σπίτι κάποιου της Παλιάς Ράτσας. Άρα λοιπόν η πόρτα που είχε ακούσει ο Μπένι να κλείνει με βρόντο θα πρέπει να ήταν η τελευταία στη σειρά, στο βάθος του χολ. Ο Τη στιγμή που η Κάρσον γέμιζε πάλι το όπλο του, ο Μάικλ έσπρωξε το κομό και το έβαλε μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα, ενισχύοντάς την ακόμη περισσότερο. «Μπορούμε να βγούμε από το παράθυρο στη σκεπή της βεράντας» του είπε, όπως του έδωσε τη γεμάτη καραμπίνα του, «κι από εκεί να κατέβουμε κάτω». «Και η Βίκυ;» Μόλο που την πονούσε όσο τίποτε, τελικά βρήκε το κουράγιο και του είπε: «Η Βίκυ είτε που την κοπάνησε όταν τους είδε, είτε τη σκότωσαν». Πιάνοντας τον αδερφό της από το χέρι, τον οδήγησε προς το ανοιχτό παράθυρο, τη στιγμή ακριβώς που το ένα από τα τερατουργήματα έπεφτε με όλο του το βάρος πάνω στην πόρτα. Η Κάρσον άκουσε ξύλα να σπάνε και το χαρακτηριστικό ήχο ενός μεντεσέ ή της κλειδαριάς που ξεχαρβαλωνόταν κι έφευγε απ' τη θέση του. «Κάρσον!» της φώναξε ο Μάικλ ανήσυχος. «Η πόρτα δε θα αντέξει ούτε για δέκα δευτερόλεπτα ακόμη». «Βγες έξω, στη σκεπή», είπε η κοπέλα στον αδερφό της, σπρώχνοντάς τον προς το ανοιχτό παράθυρο. Η κοπέλα γύρισε προς τα μέσα τη στιγμή που η πόρτα δεχόταν άλλο ένα βίαιο χτύπημα. Το ξύλινο πλαίσιο τραντάχτηκε ολόκληρο κι ένας μεντεσές τινάχτηκε ξεκολλώντας

400

Dean Koontz

απ' τη θέση του. Κανένας κανονικός άνθρωπος δε θα μπορούσε να ρίξει μια κλειδωμένη πόρτα με τόση ευκολία. Λες κι αυτό που έπεφτε πάνω της με τέτοια απίστευτη ορμή και δύναμη ήταν ολόκληρος ρινόκερος. Οι δυο ντετέκτιβ σήκωσαν τις καραμπίνες τους ταυτόχρονα. Η πόρτα ήταν φτιαγμένη από μασίφ ξύλο βαλανιδιάς. Όταν θα μπουκάριζαν μέσα τα γκόλεμ*, θα τη χρησιμοποιούσαν σαν ασπίδα. Οι σφαίρες βέβαια θα τους έβρισκαν, χάνοντας όμως πολλή από την ισχύ τους έτσι καθώς θα περνούσαν πρώτα μέσα από το ξύλο της πόρτας. Με το τρίτο χτύπημα, έφυγε κι ο άλλος μεντεσές και η κλειδαριά διαλύθηκε. «Καλώς τους!»

* γκόλεμ: (Μεσαιωνική Ιουδαϊκή μυθολογία) Έ ν α ανθρωπόμορφο πλάσμα, φτιαγμένο από πηλό, στο οποίο έχει εμφυσήσει ζωή ο δημιουργός του με μαγικό τρόπο. Το γκόλεμ υπηρετεί τυφλά και πιστά το δημιουργό του συχνά με τρομακτικές συνέπειες. Σ.τ.Μ.

Κεφάλαω 65

Αφού έμεινε για λίγο κοντά στο πτώμα του πιστού αντίγραφου του Πάστορα Λαφίτ, ο Δευκαλίων βγήκε από την κουζίνα του πρεσβυτερίου, και... πέρασε στην κουζίνα του σπιτιού της Κάρσον, όπου η Βίκυ Τσου βρισκόταν πεσμένη αναίσθητη στο πάτωμα, φλομωμένη από το χλωροφόρμιο. Ένας φοβερός θόρυβος από πάνω μαρτυρούσε πως τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα, έτσι ο Δευκαλίων βιάστηκε ν' ανέβει στο χολ του δεύτερου ορόφου τη στιγμή ακριβώς που ένας τύπος χτυπούσε με τον ώμο του την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, υπό το βλέμμα μιας γυναίκας που έστεκε παραδίπλα. Ο Δευκαλίων έπιασε στον ύπνο τη γυναίκα, της άρπαξε το πιστόλι που κρατούσε, και το πέταξε μακριά την ίδια στιγμή που σήκωνε στον αέρα και τη γυναίκα και την εκσφενδόνιζε ακόμη μακρύτερα από εκεί που είχε πέσει το όπλο. Τη στιγμή που ο τύπος έπεφτε γι' άλλη μια φορά πάνω στην ετοιμόρροπη πόρτα με όλη του τη δύναμη, ο Δευκαλίων πρόλαβε και τον τσουβάλιασε, αρπάζοντάς τον από το σβέρκο κι από τον καβάλο του παντελονιού του. Τον σήκω-

402

Dean Koontz

σε ψηλά, τον γύρισε και τον βρόντηξε πάνω στον τοίχο του χολ, απέναντι από το δωμάτιο στο οποίο προσπαθούσε μέχρι πριν λίγο να μπουκάρει. Η... πρόσκρουση ήταν τόσο σφοδρή, που ο τύπος έριξε με το πρόσωπο του τους σοβάδες και παραλίγο να προκαλούσε ρωγμή στον ξύλινο ορθοστάτη του τοίχου. Ο Δευκαλίων συνέχισε να χτυπάει με το κεφάλι του άλλου τον ορθοστάτη, μέχρι που τον έσπασε, γκρεμίζοντας και τον τοίχο σ' εκείνο το σημείο. Το κεφάλι του τερατουργήματος πέρασε από την τρύπα που ανοίχτηκε στο δωμάτιο του Άρνι, ενώ το υπόλοιπο σώμα του έμεινε έξω, στο χολ. Η γυναίκα πήγε να πλησιάσει το πιστόλι της έρποντας, οπότε ο Δευκαλίων παράτησε τον άλλο όπως ήταν με το κεφάλι του χωμένο στην τρύπα σαν στο κοίλωμα της βάσης μιας γκιλοτίνας, και στράφηκε προς το μέρος της. Η γυναίκα πρόλαβε κι άρπαξε το πιστόλι της, κυλίστηκε στο πλάι και πυροβόλησε το γίγαντα. Τον χτύπησε, όμως η σφαίρα ήταν των εννιά χιλιοστών, κι όπως τον πέτυχε σε κάποιο από τα οστά του θώρακα, του προξένησε ελάχιστη ζημιά. Με μια κλοτσιά έκανε το πιστόλι να φύγει από το χέρι της, σπάζοντάς της μάλλον τον καρπό, ύστερα την κλότσησε στα πλευρά, ξανά και ξανά, βέβαιος πως ακόμη και τα παίδια των όντων της Νέας Ράτσας από κάποιο σημείο κι ύστερα θα έσπαγαν κι αυτά. Στο μεταξύ ο άλλος είχε καταφέρει να βγάλει το κεφάλι του από την τρύπα στον τοίχο. Ο Δευκαλίων τον ένιωσε περισσότερο όπως πήγε να του επιτεθεί, κι όπως γύρισε, αντίκρισε ένα οργισμένο και σαν αλευρωμένο από τους γύψους πρόσωπο με σπασμένη και ματωμένη μύτη, κι ένα μάτι που

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

403

μέσα του είχαν μπηχτεί σκλήθρες. Ο φονιάς ωστόσο εξακολουθούσε να είναι επικίνδυνος, και σβέλτος, όμως ο Δευκαλίων δεν αρκέστηκε στο να τον αποφύγει, κάνοντας στο πλάι. Με τον ίδιο τρόπο που είχε βρεθεί ως δια μαγείας από την κουζίνα του πρεσβυτέριου, στην κουζίνα της Ο' Κόνορ, τώρα αίφνης τινάχτηκε σωστά έξι μέτρα πιο πίσω, έτσι που ο άλλος, με τη φόρα που είχε, παραπάτησε αγκαλιάζοντας το κενό. Οπισθοχωρώντας τώρα η γυναίκα, κι έχοντας παρατήσει το πιστόλι της, έκανε να πάει προς τη σκάλα. Ο Δευκαλίων την άρπαξε και τη βοήθησε να κατέβει τα σκαλιά μια ώρα αρχύτερα, όπως την πέταξε και την έστειλε να σκάσει στο πλατύσκαλο του πρώτου σκέλους της σκάλας. Τι κι αν αντιπροσώπευε το μέλλον και συνιστούσε την υπέρτατη θανάσιμη απειλή για τον πλανήτη και το γένος των απλών ανθρώπων, ο υπεράνθρωπος της Νέας Ράτσας με το γεμάτο γυψόσκονη μούτρο και το μάτι που έμοιαζε σαν θήκη με οδοντογλυφίδες έδειχνε να είχε φτάσει στα όρια της φυσικής αντοχής του. Εγκατέλειψε τρέχοντας το χολ, γυρεύοντας καταφύγιο στο δωμάτιο του Άρνι. Ο Δευκαλίων τον κυνήγησε, και πρόλαβε να τον δει τη στιγμή που, πήδηξε από το ανοιχτό παράθυρο κι έσκασε στην πίσω αυλή, από κάτω. Ο

«Τι στην οργή... σκοτώνονται μεταξύ τους;» αναρωτήθηκε ο Μάικλ απορημένος, όπως έστεκε στο δωμάτιο της Βίκυς κι άκουγε τον κακό χαμό που γινόταν έξω, στο χολ. «Μάλλον κάποιος είναι εδώ και γαμάει και δέρνει», αποκρίθηκε η Κάρσον.

404

Dean Koontz

«Ποιος; Η Βίκυ;» Συνέχισαν να κρατούν τις καραμπίνες τους προτεταμένες, όμως τώρα πλησίασαν στο κομό που είχαν βάλει πίσω απ' την πόρτα, πάνω στο οποίο η τελευταία απλώς ακουμπούσε τώρα, έτσι όπως είχε φύγει από τη θέση της κι είχε σμπαραλιαστεί. Όταν το σαματά ακολούθησε η απόλυτη σιωπή, η Κάρσον τέντωσε το κεφάλι της κι αφουγκράστηκε. «Και τώρα τι γίνεται;» ρώτησε. «Η στιγμή της Αποκάλυψης», ακούστηκε να λέει ο Δευκαλίων από πίσω της. Η Κάρσον γύρισε ξαφνιασμένη, κι είδε το γίγαντα να στέκει πλάι στον Άρνι. Για κάποιο λόγο, ήξερε πως μάλλον δεν είχε μπει από το ανοιχτό παράθυρο. Το αγόρι έτρεμε σαν να έπασχε από Πάρκινσον. Κι έκρυβε το πρόσωπο του πίσω από τις παλάμες των χεριών του. Πολλή φασαρία, κι ένα σωρό καινούριες όσο και παράξενες εικόνες και παραστάσεις. «Όλα γίνονται φύλλο και φτερό», είπε ο Δευκαλίων. «Γι' αυτό βρέθηκα σε αυτό το μέρος, αυτή τη χρονική στιγμή. Η αυτοκρατορία του Βίκτωρα καταρρέει και σωριάζεται γύρω απ' τα πόδια του. Όταν θα ξημερώσει, δε θα υπάρχει ούτε μισό ασφαλές μέρος σε όλη την πόλη. Πρέπει να πάρω τον Άρνι από εδώ». «Να τον πάρεις και να τον πας πού;» τον ρώτησε η Κάρσον φανερά ανήσυχη. «Χρειάζεται να είναι κάπου ήσυχα, χωρίς φασαρία. Χρειάζεται να...» «Εκεί στο Θιβέτ υπάρχει ένα μοναστήρι», την έκοψε ο Δευκαλίων, και πήρε αγκαλιά το μικρό σαν να ήταν πούπουλο.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

405

«Πού; Στο Θιβέτ',» «Το μοναστήρι είναι σαν οχυρό, κάτι περίπου σαν τον πύργο του Άρνι, κι εκεί επικρατεί απόλυτη γαλήνη κι ησυχία. Έ χ ω φίλους εκεί πέρα που ξέρουν πώς να τον ηρεμήσουν». «Μα στο Θιβέτ;» ρώτησε πάλι η Κάρσον θορυβημένη. «Όχι, να λείπει. Είναι σαν να μου λες πως θα τον πας στο φεγγάρι!» «Κάτω στην κουζίνα η Βίκυ Τσου είναι πεσμένη χάμω, αναίσθητη. Σπρώξτε αυτό το κομό στην άκρη και βγείτε από δω μέσα», τους συμβούλεψε ο Δευκαλίων. «Όπου να 'ναι θα έρθουν εδώ πέρα άνδρες της αστυνομίας, και δε θα ξέρετε αν θα είναι αληθινοί ή κατασκευάσματα του Ήλιος». Όπως κρατούσε αγκαλιά το μικρό, ο γίγαντας γύρισε σαν για να φύγει, μα πάνω στη μισή στροφή εξαφανίστηκε απ' τα μάτια τους.

Κεφάλαιο 66

Είχαν περάσει περίπου τέσσερα λεπτά από τη στιγμή που η Κάρσον είχε αδειάσει την καραμπίνα της πάνω στον Ράνταλ, μέσα στο δωμάτιο του Άρνι. Αν κανείς από τους γείτονες δεν είχε καλέσει την Άμεση Δράση για ένα τουλάχιστον λεπτό μετά τους πυροβολισμούς, μη όντας σίγουρος αν επρόκειτο όντως για πυροβολισμούς ή για τη μπουκωμένη εξάτμιση κάποιου φορτηγού ή ακόμη και για τις πορδές που είχε αμολήσει κάποιος σκύλος. Άρα να υπέθετε κανείς πως η κλήση στην άμεση Δράση είχε γίνει τελικά πριν τρία περίπου λεπτά μετά το περιστατικό. Σ' αυτή την πόλη, η ανταπόκριση της αστυνομίας όταν έπαιρνε κλήσεις για πυροβολισμούς που είχαν ακουστεί να πέφτουν κάπου, χωρίς να υπάρχουν περιγραφές του δράστη ή πληροφορίες για το ακριβές σημείο, ήταν γύρω στα έξι λεπτά. Στη σκέψη ότι είχε τρία λεπτά ακόμη προθεσμία, της Κάρσον δεν της περίσσευε χρόνος να ανησυχεί για τον Άρνι και το ταξίδι του στο Θιβέτ. Ο Μάικλ έσπρωξε το κομό στην άκρη, και η πόρτα έσκασε

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

407

στο πάτωμα του δωματίου. Βγήκαν έξω στο χολ περνώντας πάνω από την πόρτα και πλησίασαν τρέχοντας τη σκάλα. Φλομωμένη από τις αναθυμιάσεις του χλωροφόρμιου, η Βίκυ παρέμενε ξερή, πεσμένη στο πάτωμα, ανήμπορη να βοηθήσει όταν έκαναν να τη σηκώσουν. Τελικά ο Μάικλ τη μετέφερε στα χέρια, κι η Κάρσον ανέλαβε να κουβαλήσει τις δυο καραμπίνες. Ξεκλειδώνοντας την πίσω πόρτα και ανοίγοντάς την, η Κάρσον γύρισε προς τα πίσω κι έριξε μια ματιά στο εσωτερικό της κουζίνας. «Μπορεί και να μην το ξαναδώ αυτό το σπίτι». «Ε, δεν είναι δα και κανένα κτίριο με αρχαιολογική αξία», παρατήρησε ο Μάικλ. «Εδώ μεγάλωσα, κύριε». «Κι έγινες μια χαρά κορίτσι. Πάμε τώρα να φύγουμε». «Νιώθω την ανάγκη να πάρω κάτι μαζί μου». «Μάλλον θ' άκουσες κι εσύ αυτά που είπε ο Δευκαλίων περί Αποκάλυψης. Υπ' αυτές τις συνθήκες δε χρειάζεται να πάρεις τίποτε μαζί σου ούτε καν δεύτερη αλλαξιά εσώρουχα». Του κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να βγει, όπως κρατούσε την αναίσθητη Βίκυ στα χέρια του, ύστερα δίστασε λίγο πριν την κλείσει, και τότε θυμήθηκε τι ήταν εκείνο που ήθελε να πάρει από το σπίτι: τα κλειδιά του αμαξιού της Βίκυς. Κρέμονταν σε μια μικρή ξύλινη βάση με γαντζάκια, στην κουζίνα. Μπήκε ξανά μέσα, άρπαξε τα κλειδιά, και βιάστηκε να βγει, χωρίς αυτή τη φορά να νιώθει λύπη, απαλλαγμένη από κάθε ίχνος συναισθηματισμού. Πρόλαβε τρέχοντας τον Μάικλ, πηγαίνοντας απ' το πλάι του σπιτιού, μέσα στο σκοτάδι, με όλες τις αισθήσεις της σε

408

Dean Koontz

επιφυλακή από φόβο μήπως τα γκόλεμ με τη Μαουντενίρ παραμόνευαν ακόμη κάπου εκεί κρυμμένα. Φτάνοντας στην μπροστινή αυλή, προσπέρασε τον Μάικλ και βιάστηκε να ανοίξει την πίσω πόρτα του Χόντα της Βίκυς, για να ξαπλώσει ο άλλος την αναίσθητη κοπέλα στο πίσω κάθισμα. Το αμάξι ήταν σταθμευμένο κάτω από ένα φανοστάτη. Με τέτοιο κακό και τόση φασαρία, σίγουρα κάποιοι θα τους παρακολουθούσαν. Κάτι που σήμαινε πως μετά από μια δυο ώρες θα έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξουν αυτοκίνητο. Μπαίνοντας στο Χόντα, κατέλαβαν τις συνηθισμένες θέσεις τους, η Κάρσον πίσω από το βολάν, ο Μάικλ πλάι της, παρέα με τις δυο καραμπίνες που μύριζαν ακόμη μπαρούτι. Ο κινητήρας ζωντάνεψε, και η Κάρσον τράβηξε το χειρόφρενο. «Κάνε μου τώρα μερικά ραλιτζίδικα κόλπα», την ενθάρρυνε ο Μάικλ. «Τώρα σου ήρθε να το σανιδώσω, που είναι Χόντα πέντε χρόνων». Από πίσω τους η Βίκυ Τσου ακούστηκε να ροχαλίζει. Η Κάρσον «έκαψε λάστιχο» όπως βγήκε πατημένη στο δρόμο, πέρασε το στοπ στο τέλος του τετραγώνου, κι έστριψε αριστερά στη γωνιά με τις πάντες, δοκιμάζοντας τις αντοχές του Χόντα και την ικανότητά του να μην ντεραπάρει στους απότομους χειρισμούς. Δυο τετράγωνα πιο κάτω και κάτι, είδαν τους μπλε και άσπρους φάρους ενός περιπολικού που πλησίαζε. Η Κάρσον πρόλαβε κι έστριψε σ' ένα σοκάκι, πατημένη πάντα, πήρε σβάρνα μερικούς σκουπιδοτενεκέδες, κατατρόμαξε κάμποσες από τις εφτά ψυχές μιας άμοιρης γατούλας, και είπε: «Το μαλάκα τον Φράνκενσταϊν», όπως άφηναν πίσω τους τη γειτονιά.

Κεφάλαιο 67

Όταν πια τέλειωσε ο ξέφρενος χορός της φρίκης και του θανάτου, η Γκάνι Αλέκτο κι ένας άλλος οδηγός μπουλντόζας κάλυψαν το ρηχό τάφο όπου είχαν ριχτεί τα πέντε μέλη της Παλιάς Ράτσας με σκουπίδια. Στο φως των δαδιών το σκουπιδοχώραφο στραφτάλιζε σαν μια θάλασσα από παλιά χρυσά νομίσματα, αλλά και τα κάθιδρα, από την έξαψη της «γιορτής» και τα χοροπηδητά, μέλη του συνεργείου φάνταζαν κι αυτά σαν επιχρυσωμένα είδωλα, έτσι καθώς τώρα προσπαθούσαν να ηρεμήσουν και να ετοιμαστούν για τη δεύτερη, πιο πένθιμη τελετή που θα ακολουθούσε. Λίγο μετά το χάραμα, όλα τα σκουπιδιάρικα θα άδειαζαν τα φορτία τους εδώ, στο δυτικό λάκκο, κι αυτό θα συνεχιζόταν για μια βδομάδα τουλάχιστον, έτσι που τα βεβηλωμένα πτώματα θα θάβονταν κάτω από τόνους σκουπιδιών, αποκλείοντας το ενδεχόμενο της τυχαίας ανακάλυψής τους, και καθιστώντας περίπου αδύνατη την εκταφή τους. Όταν τέλειωσαν οι δυο μπουλντόζες το σκέπασμα του πρόχειρου ομαδικού τάφου, η Γκάνι πλησίασε τον Νικ, πα-

410

Dean Koontz

νέμορφη σαν σταρ του σινεμά και μέσα στη βρόμα, χαμογελαστή και πανευτυχής μέσα στη μοχθηρία της. «Τρίξανε σαν κατσαρίδες που τις πατάνε;» «Τρίξανε! Τρίξανε!» «Και λιώσανε;» «Ναι, λιώσανε». «Ήταν υπέροχο!» είπε η Γκάνι. «Εσύ είσαι υπέροχη». «Θα έρθει μέρα που το μόνο που θα φτυαρίζουμε με τις μπουλντόζες μέσα στους λάκκους θα είναι πτώματα ανθρώπων, φορτηγά ολόκληρα από δαύτους. Και τι μέρα θα είναι αυτή, Νικ! Σπουδαία μέρα, ε, Νικ;» «Θα σε φτιάξω αργότερα» της είπε, χώνοντας το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της και αρπάζοντας την απ' τον καβάλο του τζιν της. «Εγώ θα σε φτιάξω» απάντησε, και βιάστηκε να τον αρπάξει κι εκείνη με τον ίδιο τρόπο, τόσο άγρια και ξεδιάντροπα, που αυτός ενθουσιάστηκε. Ο σκυλομύτης Νικ δε χόρταινε ν' ανασαίνει τη μπόχα της, κι έχωσε τα μούτρα του στα λερά μαλλιά της μουγκρίζοντας παθιάρικα, ενώ εκείνη γελούσε. Το δεύτερο φορτηγό κατηφόρισε τώρα το επικλινές χείλος του λάκκου και πλησίασε προς τα εκεί που έστεκαν τα μέλη του συνεργείου. Πάνω στην ανοιχτή καρότσα ήταν βαλμένα στη σειρά τα πτώματα των τριών σκάρτων της Νέας Ράτσας -απομεινάρια πειραμάτων που δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα. Ο Βίκτωρ Ήλιος αυτά τα όντα δεν τα αποκαλούσε σκάρτα, όπως και κανείς άλλος απ' όσους δούλευαν στην παλιά κλινική, τουλάχιστον απ' όσο ήταν σε θέση να γνωρίζει ο

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

411

Νικ. Η έκφραση συμπεριλαμβανόταν στην αργκό των όντων που εργάζονταν στη χωματερή, όπως άλλωστε κι οι τελετές ήταν ένα αποκλειστικά δικό τους έθιμο. Τα πέντε πτώματα των ανθρώπων της Παλιάς Ράτσας τα είχαν στημένα όρθια στην καρότσα, δεμένα πάνω σε πασσάλους, για το τελευταίο σκέλος της πομπής μέχρι το σημείο ταφής τους, έτσι ώστε να προσφέρονται καλύτερα για το βομβαρδισμό τους με σκουπίδια και τη βεβήλωσή τους. Όμως οι σοροί των σκάρτων ήταν ξαπλωμένοι πάνω σ' ένα παχύ στρώμα από φύλλα φοινικόδεντρων, που αδειάζονταν στη χωματερή κατά εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, στη διάρκεια μιας βδομάδας, περισσεύματα της αρχιτεκτονικής κήπων. Τους σκάρτους θα τους ενταφίαζαν σε διαφορετικό σημείο, μακριά από τον τάφο των ανθρώπων της Παλιάς Ράτσας, με το δέοντα σεβασμό, αν και χωρίς δεήσεις υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους. Οι σκάρτοι ήταν κι αυτοί δημιουργήματα των δεξαμενών του Βίκτωρα, όπως άλλωστε κι όλα τα μέλη του συνεργείου της χωματερής. Αν κι αυτά τα πλάσματα έμοιαζαν ελάχιστα με το ανθρώπινο μοντέλο, κατά κάποιον τρόπο συγγένευαν με τα όντα του συνεργείου. Θα έλεγε κανείς πως είτε ο Νικ είτε η Γκάνι είτε κάποιοι απ' το συνεργείο θα μπορούσαν εύκολα να είχαν περάσει στη χωρία των σκάρτων, καταλήγοντας στη χωματερή ως απορρίμματα κι όχι ως εργαζόμενοι σ' αυτήν. Όταν σταμάτησε το φορτηγό, ο Νικ και οι δεκατέσσερις του συνεργείου του ανέβηκαν στην ανοιχτή καρότσα. Κι αυτό έγινε χωρίς αλαλαγμούς και πανηγυρισμούς, όπως όταν είχαν ανέβει στην καρότσα του πρώτου φορτηγού όπου ήταν στημένα όρθια τα πτώματα των κανονικών ανθρώπων, τα οποία είχαν λύσει από τους πασσάλους κι είχαν πετάξει

412

Dean Koontz

κακήν κακώς πάνω στους σωρούς των σκουπιδιών. Τώρα κοιτούσαν με κάποια περιέργεια, κι ένα αίσθημα φόβου -οπωσδήποτε με δέος. Κάποιο μέλος της Παλιάς Ράτσας, την εποχή των πανηγυριών και των σκηνών με τις συλλογές ανθρωπόμορφων τεράτων, ίσως, χαζεύοντας ένα από εκείνα τα παραμορφωμένα πλάσματα, να έλεγε από μέσα του: «Θέε μου ο' ευχαριστώ που εμένα με λυπήθηκες». Το ίδιο συναίσθημα διακατείχε τώρα και τον Νικ και τους βοηθούς του, αν και απαλλαγμένο από τον οίκτο που ένιωθε ο πάλαι ποτέ επισκέπτης της σκηνής προς τα... εκθέματα. Και κανένας τους δεν έκανε τη σκέψη πως ίσως κάποια ανώτερη δύναμη ελέους τούς είχε γλιτώσει από τα μαρτύρια που είχαν βιώσει οι σκάρτοι. Γι' αυτούς ήταν εντελώς τυχαίο το γεγονός πως είχαν βγει από τις μηχανές και τις επεξεργασίες του δημιουργού τους με λειτουργική μορφή, για να ζήσουν και να υπομείνουν την οδύνη και τα βάσανα που ήταν κοινός τόπος για το δικό τους είδος. Μα απ' την άλλη, μόλο που σε καμιά απ' τις δυο καρδιές τους δεν υπήρχε χώρος για καμία έννοια υπερβατικότητας, μόλο που οι δοξασίες και οι προλήψεις αποτελούσαν γι' αυτούς απαγορευμένο καρπό και χλεύαζαν απροκάλυπτα την πεποίθηση των ανθρώπων της Παλιάς Ράτσας πως πίσω από τη φύση υπήρχε μια θεία, μια ανώτερη δύναμη, τώρα γονάτιζαν μπροστά στις σορούς των σκάρτων, εκστατικοί κι εντυπωσιασμένοι από τις παραμορφώσεις τους και τη μακάβρια όψη τους, αγγίζοντας ευλαβικά σχεδόν τα γκροτέσκα πτώματα τους και τους κυρίευε μια έστω και ζωώδης απορία, τους χάιδευε η παγωνιά του μυστηρίου και του ανεξήγητου, και προσέγγιζαν την έννοια του αγνώστου.

Κεφάλαιο 68

Από τα παράθυρα του Μοναστηριού Ρόμπουκ, πέρα στο βάθος του ορίζοντα οι πιο ψηλές από τις χιονοσκεπείς κορφές των Ιμαλαΐων μισόσβηναν μέσα στα πανέμορφα θυελλώδη σύννεφα -μαύρα σαν σιδερένια τηγάνια που είχαν μπει πάμπολες φορές πάνω σε φωτιά. Ο Νέμπο, ένας ηλικιωμένος μοναχός τυλιγμένος σε μια μάλλινη ρόμπα, με την κουκούλα της ριγμένη προς τα πίσω έτσι που άφηνε ακάλυπτο το ξυρισμένο του κεφάλι, οδήγησε τον Δευκαλίωνα και τον Άρνι κατά μήκος ενός πέτρινου διαδρόμου, που τη σκληρή όψη των επιφανειών του, απάλυναν ζωγραφισμένες μάνταλες, το γλυκό άρωμα θυμιαμάτων και το χλωμό φως χοντρών κεριών τοποθετημένων πάνω σε τράπεζες και σε κηροστάτες στερεωμένους στους τοίχους. Από άποψη διάκοσμου και ανέσεων τα κελιά των μοναχών ήταν από λιτά μέχρι σπαρτιάτικα. Μπορεί κάποιος αυτιστικός να έβρισκε ένα τέτοιο περιβάλλον μέχρι και ιδανικό για την καταπράυνση των φοβιών και των εμμονών του, όμως κανείς από τους ένοικους του μοναστηριού δε θα επέτρεπε σ' έναν επισκέπτη να καταλύσει σε κάποιο από τα κελιά,

414

Dean Koontz

ακόμη κι αν ο τελευταίος το επιθυμούσε διακαώς. Τούτοι οι άγιοι άνθρωποι ήταν φημισμένοι για την καλοσύνη και τα φιλόξενα αισθήματά τους, όσο και για την πνευματικότητά τους, και στο μοναστήρι υπήρχαν αρκετοί χώροι που χρησίμευαν σαν ξενώνες. Σ' αυτούς τους χώρους ο διάκοσμος και οι ανέσεις ήταν τα κατάλληλα για επισκέπτες που δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη -ή που δε θα ανακάλυπταν ποτέ- την ανάγκη της λιτότητας ως βασικό στοιχείο στην προσπάθεια για διαλογισμό. Ο Δευκαλίων είχε φύγει από το Μοναστήρι Ρόμπουκ, μετά από παραμονή εκεί πέρα για αρκετά χρόνια. Μια παραμονή που χρονικά ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνη του όποιου άλλου επισκέπτη στην ιστορία του μοναστηριού, κι εκεί πέρα ο γίγαντας είχε κάνει τους περισσότερους φίλους από οπουδήποτε αλλού, εκτός ίσως από τότε που δούλευε στα πανηγύρια. Ο Δευκαλίων δεν περίμενε πως θα επέστρεφε στο μοναστήρι τόσο γρήγορα ή πως θα γυρνούσε καν. Κι όμως να 'τος τώρα εκεί πέρα, καλά-καλά ούτε μια βδομάδα μετά την αναχώρησή του, αν κι όλο που λογάριαζε να μείνει ήταν ένα βράδυ. Το δωμάτιο στο οποίο τους οδήγησε ο Νέμπο ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο σε μέγεθος από το κατάλυμα ενός μοναχού. Τεράστιες ταπισερί κάλυπταν τους τοίχους, και τον ήχο των βημάτων έπνιγαν παχιά, υφασμένα στο χέρι κόκκινα χαλιά. Το μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι είχε ουρανό με κουρτίνα, τα καθίσματα ήταν ταπετσαρισμένα κι άνετα, κι ένα μεγάλο τζάκι από πέτρα, μ' ένα διακοσμητικό προστατευτικό πλέγμα μπροστά την εστία χάριζε ένα απαλό και διακριτικό φως αλλά και ζεστασιά τόση όση επιθυμούσαν οι επισκέπτες με

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

415

τη ρύθμιση της εξόδου θερμού αέρα. Όση ώρα ο Νέμπο άναβε κεριά σε διάφορα σημεία του δωματίου κι έβγαζε κλινοσκεπάσματα για να στρώσει το κρεβάτι, ο Δευκαλίων κι ο μικρός Άρνι ήταν καθισμένοι σ' ένα καναπέ τοποθετημένο απέναντι απ' το τζάκι. Στο φέγγος της φωτιάς, ο γίγαντας έκανε πάλι για χατίρι του παιδιού το κόλπο με τα νομίσματα, με το οποίο είχε καταφέρει να πλησιάσει τον Άρνι και να επικοινωνήσει μαζί του στην πρώτη τους συνάντηση. Όπως τα νομίσματα εξαφανίζονταν, εμφανίζονταν και τέλος εξαφανίζονταν πάλι δια παντός τη στιγμή που στριφογύριζαν στον αέρα, ο Δευκαλίων εξηγούσε παράλληλα στο παιδί πώς ακριβώς είχε η κατάσταση στη Νέα Ορλεάνη. Δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως ο Άρνι καταλάβαινε τι του έλεγε, αφού δεν τον υποτιμούσε, παρά μόνο του παρέθετε τα πραγματικά γεγονότα, μη αποκρύπτοντάς του ακόμη και το κόστος που μπορεί να είχε το θάρρος και η γενναιότητα της αδερφής του. Ήταν ένα πανέξυπνο αγόρι, υπονομευμένο μεν από την πάθησή του, που ωστόσο είχε μια σαφή αντίληψη του κόσμου -ένα αγόρι που είχε την ικανότητα να εμβαθύνει στα πράγματα πολύ περισσότερο απ' ό,τι πολλοί άλλοι «φυσιολογικοί» άνθρωποι. Το κβαντικό ταξίδι από τη Νέα Ορλεάνη στο Θιβέτ δεν είχε θορυβήσει το παιδί, αλλά αντίθετα είχε κεντρίσει στο έπακρο το ενδιαφέρον του, και το είχε συναρπάσει. Με την άφιξή τους στο μοναστήρι, είχε κοιτάξει το γίγαντα θαρρετά στα μάτια, κι είχε πει, λιγότερο με έκπληξη, περισσότερο με κατανόηση αυτού που είχε συμβεί: «Ω». Κι αμέσως μετά ένα όλο σημασία: «Μάλιστα». Ο Άρνι παρακολουθούσε τα νομίσματα, όπως τινάζονταν στον αέρα, με ιδιαίτερη προσοχή, αλλά ταυτόχρονα είχε και

416

Dean Koontz

τ' αυτιά του τεντωμένα, και δεν έδειχνε να αδιαφορεί για τα όσα δυσάρεστα έμελλε να συμβούν στην άλλη άκρη του κόσμου. Ίσα-ίσα. Όσο μεγαλύτερη συναίσθηση αποκτούσε της επικείμενης σύγκρουσης στη Νέα Ορλεάνη, αλλά και της αφοσίωσης της αδερφής του στο σκοπό, που ήταν η αντίσταση κατά των δυνάμεων του κακού και του σκότους, τόσο περισσότερο έδειχνε να ηρεμεί. Όταν έφτασαν οι δυο τους στο μοναστήρι, και ο Νέμπο πληροφορήθηκε πως το παιδί δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα του όσο βρισκόταν ακόμη στη σκοτεινή μεριά της υδρογείου, παρήγγειλε να του ετοιμάσουν ένα γεύμα κατάλληλο για ετούτο το λουσμένο -ακόμη- στο φως του ήλιου ημισφαίριο. Έτσι τώρα εμφανίστηκε ένας νεαρός μοναχός που κρατούσε ένα μεγάλο καλάθι, από το οποίο άρχισε να βγάζει διάφορα καλούδια και να τα ακουμπάει πάνω σ' ένα πλιάν τραπέζι που ήταν τοποθετημένο κοντά στο μοναδικό παράθυρο του ξενώνα. Σαν υποκατάστατο του πύργου με τον οποίο ασχολείτο ο Άρνι όλη μέρα όσο ήταν στη Νέα Ορλεάνη, ο Δευκαλίων είχε προτείνει στο Νέμπο να του φέρει διάφορα παζλ από τη λιτή συλλογή ειδών ψυχαγωγίας του μοναστηριού, ιδιαίτερα ένα παζλ χιλίων κομματιών που ήταν η απεικόνιση ενός κάστρου στη Ρηνανία, με το οποίο είχε ασχοληθεί και ο ίδιος ο Δευκαλίων μερικές φορές, σαν άσκηση στην περισυλλογή και την αυτοσυγκέντρωση. Όπως έστεκε τώρα ο μικρός κοντά στο τραπέζι, αποθαυμάζοντας τα διάφορα καλούδια από τα οποία είχε να διαλέξει για το πρωινό του -συμπεριλαμβανομένου κίτρινου τυριού, ενώ κατά τα λοιπά δεν υπήρχε κανένα φαγώσιμο που να είχε πράσινο χρώμα- στο δωμάτιο μπήκε κι ένας

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

417

δεύτερος μοναχός που κρατούσε τέσσερα παζλ. Καθώς ο γίγαντας και το παιδί έριχναν μια ματιά στα επιτραπέζια παιχνίδια που τους είχαν φέρει, κι ο Δευκαλίων του εξηγούσε πως ένα παζλ μπορούσε να θεωρηθεί η δισδιάστατη εκδοχή μιας κατασκευής με κύβους Λέγκο, το πρόσωπο του Άρνι φωτίστηκε όταν είδε τη φωτογραφία του κάστρου στο κουτί του παζλ. Γονατίζοντας μπροστά του για να φέρει τα μάτια τους στην ίδια ευθεία, ο Δευκαλίων έπιασε μαλακά το παιδί απ' τους ώμους και του είπε. «Δεν μπορώ να μείνω άλλο μαζί σου. Θα γυρίσω όμως. Στο μεταξύ θα είσαι εδώ ασφαλής με τον Νέμπο και τους αδερφούς του μοναχούς, που όλοι τους γνωρίζουν πολύ καλά πως ακόμη και οι πιο απόκληροι των απόκληρων δεν παύουν να είναι τέκνα Του, κι άρα τα αγαπάει το ίδιο όπως κι όλα τ' άλλα πλάσματά Του. Η αδερφή σου θα είναι για μένα το οπλισμένο χέρι μου, μιας κι ο ίδιος δε δύναμαι να βλάψω αυτόν που μ' έφτιαξε, όμως θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να την προστατέψω. Έστω κι έτσι όμως, ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει, κι ο καθένας θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό που του μέλλει με το δικό του τρόπο, και μ' όσο κουράγιο και όση δύναμη μπορεί ν' αντλήσει από μέσα του -έτσι δηλαδή όπως γινόταν πάντα, κι όπως πάντα θα γίνεται». Ο Δευκαλίων δε σάστισε όταν ο μικρός άπλωσε τα χέρια του και τον αγκάλιασε, παρά μόνο ανταποκρίθηκε με θέρμη στο αγκάλιασμά του.

Κεφάλαιο 69

Η αδερφή της Βίκυς, η Λιάν, η κοπέλα που είχε γλιτώσει η Κάρσον από τη φυλακή όταν είχε κατηγορηθεί άδικα για φόνο, έμενε σ' ένα διαμέρισμα στο Φομπούργκ Μαρινί, κοντά στο Κουόρτερ. Άνοιξε την πόρτα κρατώντας μια γάτα κι ένα καπέλο. Πιο σωστά, η κοπέλα κρατούσε αγκαλιά τη γάτα, κι η γάτα φορούσε το καπέλο. Η γάτα ήταν μαύρη και το καπέλο που φορούσε ήταν ένας πλεχτός, μπλε μπερές με κόκκινο φιογκάκι. Η Αιάν ήταν στις ομορφιές της, η γάτα ήταν σε δύσκολη θέση εξαιτίας του μπερέ, και ο Μάικλ είπε: «Έτσι εξηγείται ο σκασμένος στα γέλια ποντικός που μόλις είδα». Έχοντας ανακτήσει τις αισθήσεις της στη διαδρομή με το αμάξι, η Βίκυ μπορούσε τώρα να σταθεί στα πόδια της, όμως ήταν χάλια. «Γεια σου, αδερφούλα», είπε μπαίνοντας στο σπίτι και χαϊδεύοντας τη γάτα. «Μου φαίνεται πως θα ξεράσω». «Ναι, η Κάρσον δεν αφήνει κανέναν να ξεράσει σπίτι της» είπε ο Μάικλ «οπότε, γι' αυτό ήρθαμε. Μόλις ξεράσει

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

419

η Βίκυ, θα την πάμε πάλι πίσω». «Πάντα ο ίδιος», είπε η Λιάν απευθυνόμενη στην Κάρσον. «Πάντα, δε λες τίποτε. Βράχος». Η Βίκυ τελικά σκέφτηκε πως μια μπύρα θα της έφτιαχνε το στομάχι, έτσι κατέληξαν όλοι τους στην κουζίνα. Με το που την ακούμπησε η Λιάν κάτω, η γάτα τίναξε αηδιασμένη τον μπερέ από πάνω της και βγήκε σφαίρα απ' το σπίτι προφανώς για να ειδοποιήσει την Ένωση Προστασίας Ατομικών Ελευθεριών. Η Λιάν τους ρώτησε αν θα ήθελαν να πιουν κάτι, κι η Κάρσον ζήτησε: «Ένα ρόφημα με τόση καφείνη, που να προκαλεί καρδιακή προσβολή». Το ίδιο ζήτησε κι ο Μάικλ, οπότε η κοπέλα έβγαλε δυο Ρεντ Μπουλ απ' το ψυγείο. «Άσε, θα το πιούμε από το κουτάκι» είπε ο Μάικλ «δεν είμαστε γυναικωτοί». «Μα τι έγινε τέλος πάντων εκεί πέρα;» ρώτησε η Βίκυ, έχοντας στο μεταξύ κατεβάσει μισό μπουκάλι μπύρα. «Ποιος ήταν αυτός ο Ράνταλ; Και ποιοι ήταν οι άλλοι δυο που "μου κατέβασαν το γενικό;" Μου είπες πως ο Άρνι είναι ασφαλής, πού βρίσκεται όμως;» «Μεγάλη ιστορία», της αποκρίθηκε η Κάρσον. «Μα ήταν τόσο ωραίο ζευγάρι αυτοί οι δυο», είπε η Βίκυ. «Το τελευταίο που θα περίμενες από τόσο συμπαθητικούς ανθρώπους ήταν πως θα σε φλομώσουν στο χλωροφόρμιο». Πιάνοντας στον αέρα πως εκείνο το μεγάλη ιστορία της Κάρσον, τι κι αν εμπεριείχε πληθώρα πληροφοριών, δεν επρόκειτο να ικανοποιήσει την περιέργεια της Βίκυς, ο Μάικλ ανέλαβε να δώσει λίγα απ' τα φώτα του: «Το ένα το

420

Dean Koontz

κρατούμενο είναι πως αυτοί οι δυο ήταν επαγγελματίες δολοφόνοι». Τώρα που ο κίνδυνος του εμετού είχε έλθει και παρέλθει, το πρόσωπο της Βίκυς πήρε εκείνο το κόκκινο μπρονζέ χρώμα που παίρνουν οι άνθρωποι ασιατικής καταγωγής όταν οργίζονται: «Και τι γύρευαν δυο επαγγελματίες δολοφόνοι μέσα στην κουζίνα μας;» «Ήρθαν για να μας δολοφονήσουν με επαγγελματικό τρόπο», της εξήγησε ο Μάικλ. «Και γι' αυτό θα πρέπει να φύγεις από τη Νέα Ορλεάνη για μερικές μέρες», συμπλήρωσε η Κάρσον. «Να φύγω εγώ από τη Νέα Ορλεάνη; Μα ασφαλώς θα γύρευαν να σκοτώσουν εσάς, όχι εμένα. Εγώ δε δημιουργώ έχθρες και ανταγωνισμούς». «Αυτό να λέγεται», συμφώνησε η Λιάν. «Είναι το καλύτερο κορίτσι». «Εντάξει, όμως έχεις δει τα πρόσωπά τους», της υπενθύμισε η Κάρσον. «Έτσι τώρα σ' έχουν περασμένη στα κατάστιχά τους». «Και δεν μπορείτε να μου εξασφαλίσετε αστυνομική προστασία;» «Το λογικό θα ήταν να μπορούσαμε, ε;» είπε ο Μάικλ. «Δεν εμπιστευόμαστε κανένα στην αστυνομία», της εξήγησε η Κάρσον. «Η διαφθορά πάει σύννεφο. Λιάν, μπορείς να πάρεις τη Βίκυ να πάτε να μείνει κάπου έξω απ' την πόλη για μερικές μέρες;» «Μπορούμε να μείνουμε στης Θείας Λίλι», είπε η Λιάν, απευθυνόμενη στην αδερφή της. «Μας περιμένει από καιρό». «Δε λέω, τη συμπαθώ τη θεία Λίλι» είπε η Βίκυ «εκτός

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

421

από τις φορές που μας παίρνει τ' αυτιά με τη μετατόπιση του πλανητικού πόλου». «Η θεία Λίλι είναι πεπεισμένη» ανέλαβε να εξηγήσει η Λιάν «πως, εξαιτίας του άνισου καταμερισμού των πληθυσμών της γης, αυτή η ανισορροπία θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μετατόπιση του μαγνητικού πόλου της γης με αποτέλεσμα την καταστροφή του πολιτισμού μας». «Δεν το έχει σε τίποτε να μιλάει με τις ώρες» συμπλήρωσε η Βίκυ «για την επιτακτική ανάγκη άμεσης μετακίνησης δέκα εκατομμυρίων ανθρώπων από την Ινδία στο Κάνσας. Κατά τα λοιπά όμως, είναι μια χαρά άνθρωπος». «Και πού μένει η θεία Λίλι;» ρώτησε η Κάρσον. «Στο Σρέβπορτ». «Βρίσκεις πως είναι επαρκώς μακριά, Μάικλ;» «Ε, δεν είναι δα και στο Θιβέτ, όμως εντάξει, μας κάνει. Βίκυ θα πρέπει να μας δανείσεις το αμάξι σου». Η Βίκυ ξίνισε τα μούτρα της. «Και ποιος θα το οδηγήσει;» «Εγώ», είπε ο Μάικλ. «Εντάξει τότε, κανένα πρόβλημα». «Πλάκα θα 'χει να μείνουμε μερικές μέρες με τη Θεία Λίλι», είπε η Λιάν. «Θα φύγουμε αύριο το πρωί κιόλας». «Καλύτερα να φύγετε από τώρα», πετάχτηκε η Κάρσον. «Σε καμιά ώρα». «Μα είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα;» ρώτησε η Βίκυ. «Ναι, τόσο σοβαρά». Πριν φύγουν ο Μάικλ κι η Κάρσον, οι τέσσερις τους αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, η γάτα όμως, καθότι ντροπιασμένη, δε συμμετείχε. Βγαίνοντας στο δρόμο όπως πήγαιναν στο αμάξι, η Κάρ-

422

Dean Koontz

σον πέταξε τα κλειδιά στον Μάικλ, αφήνοντας τον κάγκελο. «Τι είναι αυτά» τη ρώτησε, και της πέταξε πίσω τα κλειδιά. «Υποσχέθηκες στη Βίκυ πως θα οδηγείς εσύ» του είπε, και του πέταξε πάλι τα κλειδιά. «Δεν έδωσα καμιά υπόσχεση. Απλώς είπα πως θα το κάνω». «Κι άλλωστε δεν έχω όρεξη να οδηγήσω. Με τρώει η ανησυχία για τον Άρνι». Και το βόλεϊ με τα κλειδιά τελειωμό δεν είχε, όπως της τα πάσαρε για τρίτη φορά. «Είναι ασφαλής, είναι μια χαρά». «Μιλάμε για τον Άρνι», τον αποπήρε. «Είναι φοβισμένος, είναι μπερδεμένος με όλα τα αναπάντεχα και καινούρια που τάραξαν τη ζωή του, και νομίζει πως τον εγκατέλειψα στο έλεος του Θεού». «Όχι, δεν πιστεύει πως τον εγκατέλειψες. Ο Δευκαλίων έχει καταφέρει να επικοινωνεί μαζί του. Το είδες και μόνη σου. Ο γίγαντας θα τον κάνει να καταλάβει». «Θιβέτ», είπε η κοπέλα, πετώντας του πάλι τα κλειδιά του αμαξιού. «Ούτε καν ξέρω πώς πάνε εκεί πέρα». «Λοιπόν, βάζεις πλώρη για Μπατόν Ρουζ, και μετά στρίβεις αριστερά». Πρόλαβε και βγήκε μπροστά της, μπλοκάροντας με το σώμα του την πόρτα του συνοδηγού του Χόντα. «Μάικλ, όλο γκρινιάζεις για τον τρόπο που οδηγώ, ορίστε τώρα η ευκαιρία να πιάσεις κι εσύ το τιμόνι. Εμπρός, λοιπόν». Το γεγονός πως του έδινε τα κλειδιά ήταν ενδεικτικό της ψυχικής της κατάστασης. Κι ο Μάικλ ποτέ άλλοτε δεν την είχε δει τόσο αποκαρδιωμένη και μελαγχολική. Σαφώς την προτιμούσε ζωηρή και καβγατζού. «Κάρσον άκουσέ με, αν είχες τον Άρνι εδώ πέρα, με το

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

423

χαμό που γίνεται με αυτούς της Νέας Ράτσας -αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο- θ' ανησυχούσες δέκα φορές περισσότερο». «Ε, και;» «Δεν υπάρχει λόγος να χολοσκάς για το Θιβέτ. Μη μου γίνεσαι γυναικούλα, γιατί δε σε γουστάρω». «Ω», έκανε η κοπέλα. «Αυτό τώρα ήταν πολύ χοντρό». «Λέω τα πράγματα όπως τα βλέπω. Φέρεσαι σαν γυναικούλα». «Τότε να βάλεις γυαλιά, γιατί τίποτε απ' αυτά που είπες δεν ισχύει. Κι αυτό το περί γυναικούλας, παραήταν χοντρό». «Κι όμως, αυτή την εντύπωση μου δίνεις». «Δεν το περίμενα πως θα έπεφτες τόσο χαμηλά, κύριε». «Τι να κάνουμε, η αλήθεια πονάει. Και μερικοί άνθρωποι παραείναι μαλακοί κι αδύναμοι για να την αποδεχτούν». «Μου κάνεις κόλπα αντίστροφης ψυχολογίας, παλιομπάσταρδε;» «Κουραφέξαλα». «Ωραία τότε, τέρμα τα κουραφέξαλα», του πέταξε. «Δώσ' μου τα κλειδιά». Του άρπαξε τα κλειδιά μέσα απ' τα χέρια και πήγε από τη μεριά του οδηγού. «Χρειαζόσουν μια γερή σφαλιάρα, για να συνέλθεις», της είπε, όπως έβαλαν τις ζώνες τους κι η Κάρσον έχωσε το κλειδί στη μίζα. «Όταν μου είπες πως ήθελες να πάρω εγώ το τιμόνι, με κατατρόμαξες». «Κι εγώ κατατρόμαξα με την ιδέα μου», παρατήρησε η κοπέλα, βάζοντας μπροστά τη μηχανή. «Θα τραβούσες υπερβολική προσοχή πάνω μας, έτσι όπως θα συνωστίζονταν από

424

Dean Koontz

πίσω μας οι οδηγοί κορνάροντας, αγανακτισμένοι που θα πήγαινες κάτω απ' το κατώτερο επιτρεπτό όριο».

Κεφάλαιο 70

Από το Μοναστήρι Ρόμπουκ, στο Θιβέτ, ο Δευκαλίων βρέθηκε τώρα να διαβαίνει το κατώφλι της κουζίνας του Πατέρα Πάτρικ Ντουκέιν, πρόθυμος να τον λυτρώσει από το πέπλο των δακρύων, όπως του το είχε υποσχεθεί, τι κι αν στο μεταξύ είχε μάθει για τα Χέρια του Ελέους από τον άλλο ιερωμένο, τον Πάστορα Λαφίτ. Ο Ντουκέιν είχε αφήσει τα φώτα αναμμένα. Οι δυο κούπες του καφέ και τα δυο μπουκάλια με το μπράντι ήταν ακόμη ακουμπισμένα πάνω στο τραπέζι, όπως ακριβώς τα είχε αφήσει ο Δευκαλίων φεύγοντας, πριν από δυο ώρες, με τη διαφορά πως στο μεταξύ το ένα μπουκάλι μπράντι είχε αδειάσει, κι ένα τέταρτο από το περιεχόμενο του άλλου είχε καταναλωθεί. Περισσότερο επηρεασμένος από το γεγονός πως είχε βάλει ένα χεράκι στην προσπάθεια του Πάστορα Λαφίτ να εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο, απ' όσο νόμιζε, και προετοιμασμένος για μια ακόμη μεγαλύτερη ψυχική αναστάτωση όταν πια θα είχε προσφέρει και στον Πατέρα Ντουκέιν την ίδια ακριβώς... εκδούλευση, έριξε μια γερή

426

Dean Koontz

δόση μπράντι στην κούπα από την οποία πριν λίγες ώρες είχε πιει τον καφέ του. Είχε φέρει την κούπα στα χείλη του, όμως δεν είχε προλάβει να τραβήξει ούτε μισή γουλιά, όταν στην κουζίνα μπήκε από τη μεριά του χολ ο δημιουργός του. Αν κι ο Βίκτωρ έδειξε να ξαφνιάζεται προς στιγμή, δεν έμεινε δα και με το στόμα ανοιχτό, όπως ήταν αναμενόμενο αν όντως πίστευε πως ο πρωτόπλαστος του είχε πεθάνει αιώνες πριν. «Ώστε κυκλοφορείς με το όνομα Δευκαλίων, όπως έλεγαν και το γιο του Προμηθέα. Αυτό τώρα τι είναι, παραδοχή... ή χλευασμός του δημιουργού σου;» Ίσως ο Δευκαλίων να μην περίμενε πως θα ένιωθε φόβο, όταν θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με αυτό το μεγαλομανές υποκείμενο, όμως αυτό ακριβώς συνέβη. Μα η οργή που ένιωσε επισκίασε το φόβο του -το είδος της οργής που ήξερε καλά πως θα φούντωνε βαθιά μέσα του ξεπερνώντας κάθε όριο, μέχρι που θα κακοφόρμιζε και θα μετατρεπόταν σε άγρια λύσσα, κινητήρια δύναμη για μια αλυσιδωτή αντίδραση εξαιρετικής βίας. Τέτοια οργή που τον καθιστούσε θανάσιμη απειλή για τους αθώους και τους άδολους, μέχρι που κάποτε επί τέλους έμαθε να την ελέγχει. Τώρα, όπως έστεκε ενώπιος ενωπίω με το δημιουργό του, ήξερε καλά πως ο μόνος που κινδύνευε από την αχαλίνωτη οργή και τη μανία του ήταν αυτός ο ίδιος, έτσι όπως υπήρχε το ενδεχόμενο να έχανε την αυτοσυγκράτηση του και να γινόταν απρόσεχτος κι ευάλωτος. Ρίχνοντας μια ματιά προς την πίσω πόρτα του πρεσβυτέριου, ο Βίκτωρ άνοιξε το στόμα του και τον ρώτησε: «Πώς πέρασες από τις σκοπιές;» Ο Δευκαλίων βρόντηξε την κούπα πάνω στο τραπέζι τόσο

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

427

δυνατά, που σταγόνες από το ανέγγιχτο ποτό του τινάχτηκαν ψηλά. «Μμμ, ωραία ότ^η έχεις με αυτό το τατουάζ που τάχα κρύβει το χαλασμένο σου πρόσωπο. Μα στ' αλήθεια πιστεύεις πως έτσι δείχνεις λιγότερο έκτρωμα απ' ό,τι είσαι;» Ο Βίκτωρ προχώρησε ένα βήμα ακόμη μέσα στην κουζίνα. Κι όπως ο άλλος κινήθηκε μπροστά, ο Δευκαλίων έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Και ντυμένος στα μαύρα από πάνω ως κάτω -θέαμα πολύ παράξενο για ετούτα τα μέρη», συνέχισε ο Βίκτωρ. «Μπας και πενθείς κανέναν; Για το ταίρι που σχεδόν σου είχα φτιάξει τότε, παλιά, και τελικά κατάστρεψα;» Τα τεράστια χέρια του γίγαντα τώρα σφίχτηκαν γροθιές. Ήθελε να χτυπήσει τον άλλο, όμως δεν του ήταν μπορετό. «Μα τι κτήνος που είσαι», είπε τώρα ο Βίκτωρ. «Ντρέπομαι και να παραδεχτώ ακόμη πως βγήκες απ' τα χέρια μου. Τα πλάσματά μου σήμερα πια είναι τόσο φίνα. Αλλά εντάξει, κάθε αρχή και δύσκολη, έτσι δεν είναι;». «Είσαι παράφρων» είπε ο Δευκαλίων «και ήσουν πάντα». «Βρε, βρε! Μιλάει!», είπε ο Βίκτωρ περιπαικτικά. «Ο πλάστης τεράτων έγινε κι ο ίδιος τέρας». «Κι όχι μόνο μιλάει, αλλά νομίζει πως είναι κι έξυπνο κι από πάνω», είπε ο Βίκτωρ. «Κανείς όμως δεν μπορεί να με κατηγορήσει πως εγώ σου έμαθα να αρθρώνεις λόγο. Εγώ μονάχα σου έδωσα ζωή, από εκεί κι ύστερα δε σου έμαθα ούτε μισό γράμμα, αν και, απ' ό,τι δείχνουν τα πράγματα, σου έδωσα περισσότερη ζωή απ' όση πίστευα τότε. Διακόσια και χρόνια πριν. Εγώ δούλεψα σκληρά για να ζήσω τόσο, όσο έζησα, εσύ όμως κανονικά θα έπρεπε να είχες ένα

428

Dean Koontz

καθορισμένο όριο ζωής». «Το μόνο που μου χάρισες ήταν μιζέρια και δυστυχία. Η μακροζωία μου ήταν δώρο της αστραπής εκείνης της νύχτας». «Ναι, ο Πατέρας Ντουκέιν μου μετέφερε πως αυτό πιστεύεις. Ωραία λοιπόν, αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε όλοι, όταν έχει καταιγίδα, θα πρέπει να βγαίνουν στην ύπαιθρο, με την ελπίδα να τους χτυπήσει κανένα αστροπελέκι, για να ζήσουν εις τον αιώνα τον άπαντα». Ό σ ο φούντωνε μέσα του η οργή, τόσο περισσότερο σκοτείνιαζε το βλέμμα του Δευκαλίωνα, κι η θύμηση της αστραπής που κάποιες στιγμές φώτιζε το βλέμμα του τώρα πάλλονταν περισσότερο από ποτέ. Το αίμα κόχλαζε στις φλέβες του, τόσο που έκανε τ' αυτιά του να βουίζουν, κι άκουσε τον εαυτό του να λαχανιάζει σαν ξοδεμένο από δυνάμεις άλογο. «Τόσο πολύ που σφίγγεις τα χέρια σου γροθιές» του είπε τώρα ο Βίκτωρ, κι ήταν φανερό πως διασκέδαζε με την κουβέντα τους, «θα μπήξεις τα νύχια σου στις παλάμες σου και θα τις ματώσεις, κακομοίρη. Δε σου κάνει καλό να μισείς τόσο πολύ, ξέρεις. Ηρέμησε, λοιπόν. Δεν είναι αυτή η στιγμή που περίμενες μια ζωή τώρα; Απόλαυσέ τη λοιπόν, τι περιμένεις;» Ο Δευκαλίων άνοιξε τώρα τα χέρια του με τα δάχτυλα τεντωμένα, σαν βεντάλιες. «Και μου είπε ακόμη ο Ντουκέιν πως εκείνη η αστραπή σου χάρισε ένα πεπρωμένο. Να με καταστρέψεις. Ωραία λοιπόν... εδώ είμαι». Μόλο που δεν ήθελε με τίποτε να παραδεχτεί την αδυναμία του να αφανίσει τον άλλο, ο Δευκαλίων γύρισε αλλού τα μάτια του σαν νικημένος για ν' αποφύγει το διαπεραστικό

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

429

βλέμμα του δημιουργού του, προτού προλάβει να καταλάβει τι είχε κάνει. «Αν δεν μπορείς να με τελειώσεις» του είπε ο Βίκτωρ «τότε ίσως θα πρέπει εγώ να ολοκληρώσω αυτό που έχω αφήσει στη μέση εδώ και πολύ καιρό». Όταν σήκωσε ξανά ο Δευκαλίων το βλέμμα του να τον κοιτάξει, είδε πως ο άλλος είχε τραβήξει ένα περίστροφο. «Μάγκνουμ .357», είπε ο Βίκτωρ. «Γεμισμένο με επιχαλκωμένα βλήματα κοίλης αιχμής 158-grain. Και ξέρω πού ακριβώς να σε χτυπήσω». «Εκείνη τη νύχτα» είπε ο Δευκαλίων «την ώρα της καταιγίδας, όταν μου δόθηκε πεπρωμένο, μου δόθηκε και μια αντίληψη της κβαντικής φύσης του σύμπαντος». «Α!» σάρκασε ο Βίκτωρ. «Μια πρώτη βερσιόν του "κατεβάσματος" αρχείων στον εγκέφαλο». Όπως σήκωσε τώρα το χέρι του ο Δευκαλίων, ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρα κρατούσε ένα νόμισμα. Το έστριψε τινάζοντάς το ψηλά, όμως, όπως ανέβαινε το νόμισμα εξαφανίστηκε. Το ειρωνικό χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του Βίκτωρα. Ο Δευκαλίων εμφάνισε κι έστριψε ένα άλλο νόμισμα, που κι αυτό έφυγε προς τα πάνω, όμως δεν εξαφανίστηκε, αλλά έπεσε, και όταν χτύπησε στο τραπέζι της κουζίνας, ο Δευκαλίων εξαφανίστηκε ακριβώς στο γκλινγκ!

Κεφάλαιο 71 •™°°1fTT"lllliirr'llllll Ιϊ I In ll ll I H i > i W [ » T — Ι ι ΙΙΙΙΙ ι ΗΙ1ΙΠΤ1·Μ·η·Η··Μ····ΙΜΓΓΤΓ»«^

Η Κάρσον στο τιμόνι, ο Μάικλ καθισμένος πλάι της, στη θέση του συνοδηγού: τουλάχιστον ως προς αυτό, ο κόσμος δεν είχε καταστραφεί ακόμα. Ο Μάικλ είχε τηλεφωνήσει στον Δευκαλίωνα, όμως η κλήση είχε καταλήξει στον αυτόματο τηλεφωνητή του Τζέλι Μπιγκς. Ο Μάντισον άφησε μήνυμα, ζητώντας μια συνάντηση γύρω στα μεσάνυχτα, στον κινηματογράφο Λουξ. «Και τι κάνουμε μέχρι τότε;» τον ρώτησε η Κάρσον. «Λες να ρισκάρουμε να κάνουμε μια στάση στο διαμέρισμά μου; Έχω κάτι λεφτά εκεί πέρα. Και να πάρω και μια βαλίτσα με λίγα ρούχα». «Ας περάσουμε από εκεί, να δούμε τι θα σκεφτούμε». «Μόνο πήγαινε λίγο πιο σιγά από υπερηχητικά». «Εσύ πώς λες ότι κάνει ο Δευκαλίων αυτό το μαγικό του;» τον ρώτησε, πατώντας κι άλλο το γκάζι. «Εμένα ρωτάς; Στα ταχυδακτυλουργικά είμαι σκέτη συμφορά. Ξέρεις αυτό το κόλπο που κάνεις μια έτσι με το χέρι σου δήθεν ότι κόβεις τη μύτη του άλλου, κι ύστερα παριστάνεις ότι την κρατάς, αλλά βέβαια δεν είναι παρά ο αντίχει-

Φράνκενσταϊν:

Πόλη

της

Νύχτας

421

ράς σου;» «Ναι». «Ε, όταν το έκανα εγώ, με κοίταζαν σαν να ήμουν καθυστερημένος και μου έλεγαν: "Άσε, ρε, αυτός είναι ο αντίχειρας σου"». «Δε σ' έχω δει ποτέ να σαχλαμαρίζεις με παιδιά». «Έχω ένα, δυο φίλους με παιδιά», της είπε. «Έχω κάνει και την νταντά». «Πάω στοίχημα πως τα πας μια χαρά με τα παιδιά». «Ε, δεν είμαι δα κι ο Μπάρνεϊ ο Δεινόσαυρος, αλλά εντάξει, κάτι καταφέρνω». «Θα πρέπει να πλαντάζει απ' τη ζέστη μέσα σε μια τέτοια στολή». «Εγώ και να με πλήρωνες δε θα γινόμουν Μπάρνεϊ», της είπε. «Μικρή όταν ήμουν, δεν ήθελα να βλέπω ούτε ζωγραφιστό τον Μπιγκ Μπερντ». «Γιατί;» «Γιατί ήταν πολύ της τάξης και της ηθικής και μου έφερνε χασμουρητό». «Εμένα ξέρεις ποιος με φόβιζε όταν ήμουν παιδί; Το αρκουδάκι ο Αγκαλίτσας». «Τον ξέρω εγώ αυτό τον Αγκαλίτσα;» «Απ' τις διαφημίσεις στην τηλεόραση, για κείνο το μαλακτικό ρούχων. Βγαίνει κάποια και λέει πόσο απαλή έχει γίνει η ρόμπα της ή η πετσέτα της, κι αυτός ο Αγκαλίτσας είναι κρυμμένος πίσω από κάποιο μαξιλάρι ή μπουσουλάει κάτω από μια καρέκλα και κάνει ένα γελάκι». «Ευτυχής με την ευτυχία των άλλων». «Όχι, μιλάμε για πολύ σατανικό γελάκι. Και το μάτι του

432

γυαλίζει περίεργα. Και πώς τρυπώνει σε τόσα σπίτια και κρύβεται και χασκογελάει;» «Λες δηλαδή ότι θα έπρεπε να είχαν συλλάβει τον Αγκαλίτσα με την κατηγορία της διάρρηξης;». «Βεβαίως! Τις περισσότερες φορές, όταν γέλαγε, κάλυπτε το στόμα του με το ένα του ποδαράκι, σαν να μην ήθελε να δούμε τα δόντια του». «Γιατί; Είχε χαλασμένα δόντια;» «Εγώ πιστεύω πως αυτό που προσπαθεί να κρύψει είναι δυο σειρές σουβλερά δόντια. Όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε, έβλεπα εφιάλτες, όπου βρισκόμουν στο κρεβάτι μου αγκαλιά μ' ένα αρκουδάκι, και το αρκουδάκι ήταν ο Αγκαλίτσας που προσπαθούσε να μου δαγκώσει το λαρύγγι και να μου ρουφήξει το αίμα». «Τώρα ξεκαθαρίστηκαν στο μυαλό μου πολλές απορίες που είχα για σένα». «Αν πάψουμε κάποτε να είμαστε αστυνομικοί, μπορούμε ν' ανοίξουμε ένα μαγαζί με παιχνίδια». «Μπορούμε να έχουμε παιχνιδάδικο, και να οπλοφορούμε;» «Δε βρίσκω το λόγο γιατί όχι».

Κεφάλαιο 72

Καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, στο διαμέρισμα του Μάικλ Μάντισον, η Σίντι Λάβγουελ, χρησιμοποιώντας ένα τσιμπιδάκι, τράβηξε την τελευταία σκλήθρα από το πρόσωπο του Μπένι. «Πώς είμαι;» τη ρώτησε. «Το μαύρο σου το χάλι. Αλλά εντάξει, θα σου περάσει. Βλέπεις;» «Όλα θολά απ' αυτό το μάτι. Με το δεξί όμως βλέπω μια χαρά. Άλλωστε και οι δυο μας δε δείχνουμε πια και τόσο χαριτωμένοι». «Έννοια σου, και θα ξαναγίνουμε όμορφοι. Θέλεις να πιεις κάτι;» «Τι έχει ο τύπος;» Η Σίντι άνοιξε το ψυγείο κι έριξε μια ματιά. «Κάπου εννιά διαφορετικά είδη αναψυκτικών και μπύρα». «Πόσες μπύρες;» «Δυο συσκευασίες των έξι μπουκαλιών». «Φέρε μου τη μία», είπε ο Μπένι. Η Σίντι έφερε και τις δυο συσκευασίες στο τραπέζι. Άνοι-

434

Dean Koontz

ξαν δυο μπουκάλια κι άρχισαν να κατεβάζουν διψασμένα τις μπύρες. Ο καρπός της είχε σχεδόν επουλωθεί, αν κι ακόμη τον ένιωθε λιγάκι αδύναμο. Το διαμέρισμα του Μάντισον ήταν ελάχιστα μεγαλύτερο από ένα στούντιο. Κουζίνα, τραπεζαρία και καθιστικό αποτελούσαν σχεδόν έναν ενιαίο χώρο. Έτσι μπορούσαν να βλέπουν την μπροστινή πόρτα. Αν κάποιος πήγαινε να ξεκλειδώσει, θα τον έπαιρναν αμέσως χαμπάρι. Ο Μάντισον θα σωριαζόταν νεκρός, μόλις θα προχωρούσε δυο βήματα στο εσωτερικό του διαμερίσματος. Τσως να ήταν μαζί του κι η άλλη η καριόλα, οπότε η δουλειά θα τέλειωνε εκεί και τότε. Εντάξει, η Σίντι τη λυπόταν την Ο' Κόνορ που ήταν στέρφα, έστω κι έτσι όμως ήθελε με πάθος να τη δει νεκρή. «Και ποιος ήταν ο τύπος με το τατουάζ στη μάπα;» τη ρώτησε ο Μπένι, ανοίγοντας ένα δεύτερο μπουκάλι μπύρα. «Αυτό σκεπτόμουν κι εγώ». «Πάντως δεν ήταν της Παλιάς Ράτσας. Μάλλον δικός μας». «Δυνατότερος από εμάς. Πολύ δυνατότερος. Μας άλλαξε τα φώτα». «Καινούριο μοντέλο». «Σίγουρα μόνο με καινούριο μοντέλο δεν έμοιαζε», είπε η Σίντι. «Εμένα το μυαλό μου πάει στο βουντού». «Όχι άλλο βονντού\» Για κατασκεύασμα της κατηγορίας Γάμα, μερικές φορές ο Μπένι έμοιαζε να μη διαθέτει και πολλή φαντασία. «Το τατουάζ στο μούτρο του» είπε η Σίντι «ήταν κάτι σαν βέβε».

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

435

«Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω τίποτε». «Ύοβέβε είναι μια σύνθεση που αντιπροσωπεύει το σχήμα και την ισχύ μιας αστρικής δύναμης». «Μου άρχισες πάλι τα ακαταλαβίστικα». «Κάποιος μας έκανε πολύ κακά μάγια, κάλεσε το θεό του Κονγκό ή του Πέτρο και τον έστειλε ξοπίσω μας». «Το Κονγκό είναι στην Αφρική, τι διάολο;» «Στο βουντού υπάρχουν τρία τελετουργικά ή τρεις κατηγορίες», του εξήγησε η Σίντι υπομονετικά. «Το Ράντα είναι επίκληση στους θεούς του καλού». «Τι είναι αυτά που μου λες τώρα;» «Το Κονγκό και το Πέτρο απευθύνονται σε δυο διαφορετικές ομάδες θεών του κακού». «Είπες πως το βουντού είναι επιστήμη. Οι θεοί και οι θεότητες δεν είναι επιστήμη». «Κι όμως είναι, αρκεί να λειτουργούν με βάση νόμους που είναι τόσο αυστηρά καθορισμένοι όσο οι νόμοι της φυσικής», επέμεινε η Σίντι. «Κάποιος κάλεσε ένα Κονγκό ή ένα Πέτρο και το έστειλε να μας κυνηγήσει, γι' αυτό είδες τι πάθαμε».

Κεφάλαιο 73

Η Έρικα Ήλιος είχε μόλις τελειώσει το δείπνο της κι είχε απολαύσει το κονιάκ της στο ευχάριστο περιβάλλον του κυρίως καθιστικού της έπαυλης, προσπαθώντας να μη σκέφτεται το ον μέσα στη γυάλινη βιτρίνα, όταν ο Βίκτωρ επέστρεψε από το εργαστήριο της παλιάς κλινικής, προφανώς έχοντας αποφασίσει να μη δουλέψει τελικά όλη τη νύχτα. Όταν την πέτυχε στο καθιστικό, εκείνη βιάστηκε να τον καλωσορίσει: «Γεια σου, αγάπη μου. Τι ευχάριστη έκπληξη! Κι εγώ που νόμιζα πως δεν επρόκειτο να σε δω μέχρι αύριο». «Τι; Παίρνεις το δείπνο σου στο καθιστικό;» είπε ο άλλος αγριεμένος, όταν είδε τα λερωμένα πιάτα. «Ήθελα να φάω κάπου όπου θα μπορούσα παράλληλα να πιω και κονιάκ, και η Κριστίν μου είπε πως θα μου σερβίριζε το μπράντι σε όποιο χώρο του σπιτιού ήθελα, ε, και να 'μαι. Ήταν πολύ ωραία. Να καλέσουμε κόσμο κανένα βράδυ, τώρα κοντά, και να δειπνήσουμε εδώ, στο καθιστικό». «Κανείς δεν παίρνει το δείπνο του στο μεγάλο καθιστικό», της πέταξε απότομα.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας 427

Η Έρικα κατάλαβε πως ο Βίκτωρ ήταν στις κακές του, όμως ένα από τα καθήκοντα μιας καλής συζύγου ήταν να φτιάχνει τη διάθεση του άντρα της, έτσι του έδειξε μια καρέκλα εκεί κοντά της και είπε χαρούμενα: «Γιατί δεν τραβάς την καρέκλα κοντά μου, να πιούμε παρέα λίγο κονιάκ; Θα διαπιστώσεις και μόνος σου πως ο χώρος εδώ πέρα είναι ό,τι πρέπει για δείπνο». «Παίρνεις το δείπνο σου μέσα στο κυρίως καθιστικό του σπιτιού, πάνω σ' ένα γαλλικό σεκρετέρ τον 18ου αιώνα, αξίας τριακοσίων χιλιάδων δολαρίων;» της φώναξε αγριεμένος, όπως έστεκε απειλητικός από πάνω της. Η κακή του διάθεση έτσι αναπάντεχα είχε μετατραπεί σε κάτι τρεις φορές χειρότερο. Φοβισμένη και συγχυσμένη, ελπίζοντας ωστόσο πως θα κατάφερνε να του δώσει τις πρέπουσες εξηγήσεις με τρόπο που θα άγγιζε τελικά την καρδιά του, τόλμησε και του είπε: «Γνωρίζω πολύ καλά την ιστορία αυτού του κομματιού, αγαπημένε. Στο πρόγραμμά μου υπάρχει όλη η σχετική ενημέρωση γύρω από τις αντίκες. Αν—» Την άρπαξε απ' τα μαλλιά και της τα τράβηξε δυνατά, αναγκάζοντάς τη να πεταχτεί όρθια, ύστερα τη χαστούκισε δυο και τρεις φορές με όλη του τη δύναμη. «Ανόητη κι άχρηστη όπως και οι προηγούμενες τέσσερις!» της φώναξε, μιλώντας τόσο δυνατά, που τη γέμισε σάλια. Όταν την έσπρωξε στην άκρη, η Έρικα παραπάτησε κι έπεσε πάνω σ' ένα τραπεζάκι, ρίχνοντας ένα κινέζικο βάζο, το οποίο, αν κι έσκασε πάνω στο περσικό χαλί, έγινε κομμάτια. «Συγνώμη» ψέλλισε. «Χίλια συγνώμη. Δεν κατάλαβα πως δεν έπρεπε να δειπνήσω στο καθιστικό. Το βλέπω τώρα πως

438

Dean Koontz

ήταν μεγάλη ανοησία μου. Άλλη φορά θα παίρνω πιο σοβαρά υπόψη μου τα ζητήματα—» Η βία με την οποία της χίμηξε ήταν κάτι το πρωτόγνωρο ακόμη και για τον Βίκτωρα, και κάτι το ασύλληπτο για την Έρικα η οποία ποτέ δεν είχε διανοηθεί πως θα έπεφτε θύμα τέτοιας απίστευτης κακοποίησης. Της έδωσε κι άλλες ανάποδες, τη χτύπησε με την κόψη του τεντωμένου του χεριού αλά καράτε, τη γρονθοκόπησε, μέχρι και που τη δάγκωσε, κι εκείνη η άμοιρη ασφαλώς και ήταν ανήμπορη να αμυνθεί, χώρια που δεν της επέτρεπε να απομονώσει το σωματικό πόνο για να μην υποφέρει. Και ο πόνος ήταν απίστευτος. Ο Βίκτωρ ήταν έξω φρενών και της φερόταν τώρα βίαια. Εκείνη όμως ήξερε πως δε θα την κακομεταχειριζόταν έτσι σκληρά κι απάνθρωπα, αν δεν το άξιζε, αν δεν τον είχε προκαλέσει. Χειρότερη λοιπόν κι απ' το σωματικό πόνο ήταν η ντροπή που ένιωθε γιατί τον είχε απογοητεύσει. Όταν την παράτησε επιτέλους πεσμένη στο πάτωμα, και βγήκε από το δωμάτιο, η Έρικα έμεινε εκεί για κάμποσο παίρνοντας μικρές, προσεκτικές ανάσες, γιατί κάθε που πήγαινε να ανασάνει κανονικά, πονούσε αφόρητα. Με τα πολλά κατάφερε να ανασηκωθεί τόσο, όσο χρειαζόταν για να καθίσει στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη της στον καναπέ. Κι από τη θέση που βρισκόταν τώρα, είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει έντρομη πόσα μοναδικά και πανάκριβα κομμάτια της επίπλωσης είχαν πιτσιλιστεί με τα αίματά της. Η Έρικα συνειδητοποίησε τότε πως ο ευφυέστατος σύζυγος της δεν είχε εφεύρει εκείνο το πανίσχυρο καθαριστικό οξύ μόνο για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος του υπη-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

439

ρετικού προσωπικού του έπιανε να τρώει τα δάχτυλα του. Αν ήθελε να ήταν η τελευταία Έρικα, θα έπρεπε να φρονηματιστεί απ' αυτήν την εμπειρία. Θα έπρεπε να βάλει καλά στο μυαλό της όλα όσα της είχε πει ο Βίκτωρ, αλλά και τον τρόπο που είχε επιλέξει για να την τιμωρήσει. Διότι, αν όντως έκανε μια σε βάθος ανάλυση όλων όσων είχαν συμβεί, τότε σίγουρα θα βελτιωνόταν σαν σύζυγος. Όπως και να 'χε όμως, το σίγουρο ήταν πως η πρόκληση που είχε μπροστά της ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη απ' όσο είχε αρχικά πιστέψει.

Κεφάλαιο 74

Οι τρεις σκάρτοι ξεφορτώθηκαν από την καρότσα του φορτηγού όπου ήταν ξαπλωμένοι πάνω σε κλαριά κοκοφοίνικα, και οι άνθρωποι του σκουπιδότοπου τους τύλιξαν σε σάβανα και τους μετέφεραν, περνώντας ανάμεσα από τα αναμμένα δαδιά, σ' ένα σημείο πάνω στους σωρούς των απορριμμάτων, όπου είχε ανοιχτεί ένας ρηχός λάκκος. Η δική τους ταφή θα γινόταν με πολύ μεγαλύτερο σεβασμό απ' ό,τι αυτή των πέντε μελών της Παλιάς Ράτσας. Μια σαφώς πιο επίσημη επικήδεια τελετή, δίχως αλαλαγμούς και τρελά χοροπηδητά. Όταν ακούμπησαν τις τρεις σαβανωμένες σορούς στη σειρά πλάι στο λάκκο που έμελλε να γίνει ο κοινός τάφος τους, αρκετά απ' τα μέλη του συνεργείου άρχισαν να δείχνουν ανήσυχα. Μετά την ταφή, τα μέλη του συνεργείου -που ανάμεσά τους υπήρχαν τόσες γυναίκες όσοι και άντρες- θα πήγαιναν στα μπάνια και θα έπλεναν και θα έτριβαν ο ένας τον άλλο να καθαρίσουν. Κι εκεί θ' άρχιζαν οι σεξουαλικές δραστηριότητες, και θα συνεχίζονταν κατά τη διάρκεια των εορτασμών της νύχτας και δε θα σταματούσαν μέχρι το χάραμα.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

441

Παρόλο που κανονικά θα έπρεπε να είχαν εξαντληθεί από το πολύ χοροπηδητό και να είχε ξοδευτεί η αρχική τους επιθετικότητα κι ορμή, κατά ένα μυστήριο τρόπο η οργή τους φούντωνε ξανά μετά από λίγο κι αποκτούσε νέα δύναμη, και διοχετευόταν στις άγριες ερωτικές τους περιπτύξεις. Ο σκυλομύτης Νικ στενοχωριόταν μόνο που οι άλλοι ένιωθαν την ανάγκη για ένα καλό μπανιάρισμα προτού ριχτούν ο ένας στον άλλον σε χίλιους δυο συνδυασμούς. Τον μεθούσε η μυρωδιά της Γκάνι Αλέκτο, όταν ήταν βουτηγμένη στη βρώμα από την κορφή ως τα νύχια. Βέβαια και μετά το μπανιάρισμα παρέμενε επιθυμητή, όμως όχι τόσο. Καθώς τώρα η Γκάνι Αλέκτο πλησίαζε με τη μπουλντόζα-σκουπιδογαλέρα της τις σορούς των τριών σκάρτων για να φτυαρίσει σκουπίδια και να σκεπάσει με αυτά τον τάφο τους, οι φιέστες και τα όργια έσβησαν ξαφνικά από το μυαλό του Νικ, όταν κάτι χλομό και με πολλά μέλη -κάτι που ούτε είχε ξαναδεί ούτε που φανταζόταν πως μπορούσε να υπάρχει- αναδύθηκε μέσα από τους σωρούς των σκουπιδιών. Σβέλτο σαν αράχνη, μα κι απ' την άλλη σαν ένα υπερμέγεθες συνονθύλευμα από ανθρώπινα άκρα, κεφάλια και κορμούς δομημένα πέρα από κάθε λογική, το ον άρπαξε τα πτώματα των τριών σκάρτων και τα τράβηξε μέσα -κάτω, στα κατάβαθα της σκουπιδόμαζας που άρχισε να τρέμει λες και γινόταν σεισμός.

Κεφάλαιο 75

Στο κεντρικό εργαστήριο των Χεριών του Ελέους, ο Λέστερ, μέλος της κατηγορίας Έψιλον, και εργαζόμενος της ομάδας συντήρησης και καθαρισμού των εγκαταστάσεων, εκτελούσε τα καθημερινά του καθήκοντα με μεθοδικότητα και ευσυνειδησία. Όταν βρισκόταν στο εργαστήριο ο κύριος Ήλιος, ο Λέστερ δεν μπορούσε να καθαρίσει. Γιατί ο Βίκτωρ δεν ήθελε με τίποτε να ενοχλείται από την παρουσία κάποιου υποτακτικού που σκούπιζε είτε ξεσκόνιζε. Έτσι τώρα ο Λέστερ ένιωθε πολύ πιο άνετα. Η παρουσία του δημιουργού του τον έκανε να αισθάνεται αμήχανος και νευρικός. Επειδή τώρα ο κύριος Ήλιος περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στα εργαστήρια, κι επειδή δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο, ασχολούμενος με τα πειράματά του όποτε το επέβαλαν οι εκλάμψεις της ιδιοφυίας του, ο Λέστερ ασχολείτο με τον καθαρισμό του συγκεκριμένου τμήματος του κτιρίου διαφορετικές ώρες στη διάρκεια μιας μέρας. Του άρεσε περισσότερο να δουλεύει τα βράδια, όπως τώρα καλή ώρα,

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

443

όταν κανείς από τους άλλους του προσωπικού δεν τολμούσε να μπει στο κεντρικό εργαστήριο, εν τη απουσία του κύριου και δημιουργού τους. Ίσως τα πολύπλοκα και φανταστικά μηχανήματα που υπήρχαν εκεί μέσα, των οποίων τη χρήση και τη χρησιμότητα ο Λέστερ αγνοούσε παντελώς, θα έπρεπε να τον τρομάζουν. Έλα όμως που συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο. Βόμβιζαν λοιπόν, γουργούριζαν και βούιζαν σαν να αποκάλυπταν ψιθυριστά τα μυστικά τους, γελούσαν, έκαναν μπιπ και κουδούνιζαν, όχι όμως σαν αλάρμ, και γενικά ήταν σαν να σιγομιλούσαν ακατάπαυστα ή σαν να σιγοτραγουδούσαν. Ο Λέστερ έβρισκε αυτούς τους ήχους παρήγορους. Ο Λέστερ δεν ήξερε ακριβώς γιατί αυτοί οι ήχοι των μηχανημάτων και των συσκευών τον παρηγορούσαν. Το ζήτημα ούτε τον απασχολούσε ούτε πάσχιζε να το αναλύσει. Ο Λέστερ γενικά δεν προσπαθούσε να καταλάβει το οτιδήποτε, πέρα απ' τα απαραίτητα που θα τον βοηθούσαν να ασκεί με τη μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια τα καθήκοντά του. Γιατί η ζωή του ήταν η δουλειά του, κάτι που ίσχυε και για όλα τα υπόλοιπα πλάσματα του είδους του. Όταν δε δούλευε, ο χρόνος γινόταν γι' αυτόν βάρος αβάσταχτο. Μερικές φορές καθόταν με τις ώρες, ξύνοντας το χέρι του μέχρι που μάτωνε, κι ύστερα έμενε να το χαζεύει όπως η πληγή έκλεινε από μόνη της, μετά το έξυνε πάλι μέχρι που μάτωνε, στη συνέχεια παρακολουθούσε τη διαδικασία επούλωσης του τραύματος, και ξανά από την αρχή... Άλλες φορές πάλι κατέβαινε σ' ένα απομονωνόμενο χώρο στα υπόγεια του κτιρίου, όπου υπήρχε ένας σωρός από μπάζα που ο δημιουργός του δεν άφηνε να τα μαζέψουν, έστεκε μπροστά σ' ένα τσιμεντένιο τοίχο και χτύπαγε ρυθμικά το

444

Dean Koontz

κεφάλι του πάνω του, μέχρι που πια δεν ένιωθε την ανάγκη να συνεχίσει. Οι ώρες της ανάπαυλας, σε σύγκριση μ' εκείνες της δουλειάς, δεν έκρυβαν καμιά χαρά κι απόλαυση. Το μόνο άλλο που συνέβαινε στη ζωή του, εκτός από τη δουλειά και τα διαλείμματα, ήταν κάτι συσκοτίσεις που πάθαινε αραιά και πού τώρα τελευταία. Περιστασιακά ήταν σαν να κοιμόταν όρθιος, και να ξυπνούσε αίφνης ευρισκόμενος στα πιο απίθανα σημεία του κτιρίου, χωρίς να θυμάται ούτε πώς είχε βρεθεί εκεί ούτε τι είχε κάνει. Κατά συνέπεια επεδίωκε να δουλεύει τον περισσότερο χρόνο, σκουπίζοντας και καθαρίζοντας από την αρχή, ότι είχε σκουπίσει και καθαρίσει μόλις πριν από λίγο, επιλέγοντας να σκοτώνει κατ' αυτό τον τρόπο την ώρα του. Τούτο το βράδυ, όπως σφουγγάριζε γύρω από το γραφείο του δημιουργού του, είδε το μόνιτορ του υπολογιστή του, αίφνης, να φωτίζεται. Στην οθόνη εμφανίστηκε το πρόσωπο της Ανουνσιάτα. «Κύριε Ήλιος, Ήλιος, μου ζήτησε ο Γουέρνερ να σας μεταφέρω ό,τι βρίσκεται στο δωμάτιο του Ράνταλ Έξι, κι ό,τι εκρήγνυται, εκρήγνυται». Ο Λέστερ κοίταξε το πρόσωπο στην οθόνη. Δεν ήξερε τι να κάνει ή τι να απαντήσει έτσι απλώς συνέχισε να σφουγγαρίζει. «Κύριε Ήλιος, ο Γουέρνερ επιθυμεί να σας τονίσω την επείγουσα, επείγουσα, επείγουσα φύση της κατάστασής του». Αυτό τώρα ακουγόταν σαν κάτι πολύ σοβαρό, όμως του Λέστερ δεν του έπεφτε λόγος. «Κύριε Ήλιος, ένας Άλφα ζητά να συναντηθεί μαζί σας

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

445

επειγόντως, επειγόντως, επειγόντως». Εκνευρισμένος με την επιμονή της ηλεκτρονικής γραμματέως, ο Λέστερ αποφάσισε να της απαντήσει: «Ο κύριος Ήλιος δεν είναι εδώ». «Κύριε Ήλιος υπέπεσε στην αντίληψή μου ότι ο Γουέρνερ, ότι ο Γουέρνερ, ότι ο Γουέρνερ έχει παγιδευτεί στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δυο». «Θα πρέπει να καλέσεις αργότερα», είπε τώρα ο Λέστερ στο είδωλο. «Περιμένω οδηγίες», ακούστηκε να λέει η Ανουνσιάτα. «Τι πράμα;» «Μου δίνετε, σας παρακαλώ, τις οδηγίες σας;» «Εγώ είμαι ο Λέστερ», αποκρίθηκε ο καθαριστής. «Δεν δίνω οδηγίες, μόνο παίρνω». «Στο κεντρικό εργαστήριο έχουν χυθεί καφέδες». Ο Λέστερ κοίταξε γύρω του ανήσυχος. «Πού; Εγώ δε βλέπω τίποτε χυμένους καφέδες». «Καφές εκρήγνυται, εκρήγνυται στο κεντρικό εργαστήριο». Τα μηχανήματα συνέχιζαν να βουίζουν και να μουρμουρίζουν. Χρωματιστοί ατμοί και υγρά που κόχλαζαν μέσα σε γυάλινες σφαίρες και δοκιμαστικούς σωλήνες, όπως πάντα. Τίποτε δεν εκρήγνυτο ή έμοιαζε έτοιμο να εκραγεί. «Ανουνσιάτα» είπε η Ανουνσιάτα αυστηρά «για να δούμε αν μπορείς επιτέλους να κάνεις κάτι σωστά». «Εδώ πέρα δεν έγινε καμιά έκρηξη», τη διαβεβαίωσε ο Λέστερ. «Ο Γουέρνερ είναι καφές στο Θάλαμο Απομόνωσης Νούμερο Δυο. Κάνε έναν έλεγχο στα συστήματά σου, Ανουνσιάτα, κάνε έναν έλεγχο, κάνε έναν έλεγχο, κάνε έναν έλεγ-

446

Dean Koontz

χο». «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες», είπε ο Λέοτερ. «Μου προκαλείς ανησυχία». «Καλημέρα, κύριε Ήλιος, Ήλιος». «Καλά, εγώ πάω να καθαρίσω στην άλλη μεριά του εργαστηρίου», είπε ο Λέστερ. «Ο Γουέρνερ είναι παγιδευμένος, παγιδευμένος, παγιδευμένος. Κάνε έλεγχο. Δες αν μπορείς επιτέλους να κάνεις κάτι σωστά».

Κεφάλαιο 76

Η Κάρσον παρκάρισε το Χόντα πλάι στο πεζοδρόμιο, έξω από την πολυκατοικία που έμενε ο Μάικλ. Δεν έβαλε χειρόφρενο ούτε έσβησε τη μηχανή. Έμειναν και οι δυο να κοιτάζουν το κτίριο για λίγο. Ένα άχαρο και άχρωμο πράμα, διαμερίσματα χτισμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν κουτιά -όλα μουντά και καθόλου απειλητικά. Έ ν α μεγάλο, χαζό και χαρούμενο κτίριο οπού κανείς ένοικος δεν έμοιαζε να κινδυνεύει να συναντήσει το τέλος του από χέρι φονικών μηχανών. «Πώς το λένε αυτό το περί επιστροφής στο σπίτι». «Δεν μπορείς...» «Ναι, δεν μπορείς να γυρίσεις ξανά στο σπίτι σου». «Του Τόμας Γουλφ». «Όπως τον λένε, τέλος πάντων. Εμένα πάντως αυτό το δεν μπορείς να γυρίσεις ξανά στο σπίτι σου κάπως μου έχει κολλήσει». «Κι εμένα». «Πάλι καλά που σκέφτηκα να φορέσω τα καινούρια, άσπρα παπούτσια μου σήμερα το πρωί. Αν δεν προλάβαινα

448

Dean Koontz

να τα φορέσω ποτέ, θα ένιωθα πολύ άσχημα». «Φίνα πατούμενα», παρατήρησε η Κάρσον, όπως έστριψε κι απομακρύνθηκε από το πεζοδρόμιο. «Πάντα είσαι στην τρίχα». «Αλήθεια;» «Πάντα». «Ευγενικό, πολύ ευγενικό εκ μέρους σου. Συγνώμη για προηγουμένως, που είπα πως κοντεύεις να καταντήσεις γυναικούλα». «Περασμένα, ξεχασμένα». «Πεινάς;» «Το Ρεντ Μπουλ μου άνοιξε την όρεξη». «Εγώ πάλι έχω το είδος της πείνας που νιώθουν οι μελλοθάνατοι, όταν τους ρωτούν τι θα ήθελαν να περιέχει το τελευταίο γεύμα τους, πριν τους καθίσουν στη ηλεκτρική καρέκλα. Θέλω να φάω τα πάντα, πριν βρεθεί κάποιος να κατεβάσει το μοχλό. Πεθαίνω της πείνας». «Τι θα 'λεγες για κανένα σάντουιτς;» «Καλό μου ακούγεται γι' αρχή». Συνέχισαν να πηγαίνουν με το αμάξι αμίλητοι, περισσότερο ίσως απ' ό,τι το συνήθιζαν -ο Μάικλ αν μη τι άλλο- μέχρι που η Κάρσον γύρισε κάποια στιγμή και του είπε: «Ξέρεις, σχετικά με το σχέδιο μας, βάση το οποίου θα μπουκάραμε στην έπαυλη του Ήλιος πυροβολώντας και θα τον σκοτώναμε...» «Να σου πω, κι εγώ το ξαναδούλευα στο μυαλό μου». «Χρειάστηκαν τα συνδυασμένα πυρά και των δυο μας για να βγάλουμε από τη μέση εκείνον το τύπο που είχε μπει στο δωμάτιο του Άρνι, και ίσα που τα καταφέραμε. Κι ύστερα εκείνους τους δυο, στο σπίτι...»

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

449

«Τον Φρεντ Αστέρ και την Τζίντζερ Ρότζερς». «Ναι, βρε παιδάκι μου, δεν έμοιαζαν με χορευτικό ζευγάρι; Ωραία λοιπόν, ο Φρεντ κι η Τζίντζερ. Δε νομίζω πως θα καταφέρναμε να τους κάνουμε καλά, αν δεν εμφανιζόταν την τελευταία στιγμή ο Δευκαλίων». «Όλοι του βοηθητικού προσωπικού της έπαυλης θα είναι εξίσου σκληρά καρύδια όσο εκείνοι οι δυο». Έμειναν σιωπηλοί και πάλι, μέχρι που είπε ο Μάικλ: «Ίσως θα πρέπει να πάμε στο Σρέβπορτ, να κάνουμε μια επίσκεψη στη θεία Λίλι». «Ο Δευκαλίων θα έχει κάποια ιδέα όταν θα συναντηθούμε στον κινηματογράφο». «Δεν απάντησε στην κλήση μου. Και δεν έχει ανοιχτό το κινητό του, και ξεχνάει να δει αν έχει μηνύματα στον τηλεφωνητή του». «Έλα τώρα, μην είσαι τόσο απαιτητικός μαζί του με τα τηλεπικοινωνιακά», του είπε η Κάρσον. «Ο άνθρωπος είναι της παλιάς σχολής -τέλη του 18ου αιώνα».

Κεφάλαιο 77

Κατέβασαν τις λάμπες θυέλλης από τους δυο πασσάλους και τις πήγαν εκεί όπου η μητέρα απάντων των σκάρτων είχε ανοίξει τρύπα κατά την... ανάδυσή της από τα βάθη της χωματερής κι είχε αρπάξει τα τρία σαβανωμένα πτώματα. Στο φως των λαμπών αποκαλύφθηκε το στόμιο ενός τούνελ με διάμετρο 2,5 μέτρα που κατέβαινε διαγώνια προς τα κάτω και χανόταν στα έγκατα της χωματερής. Η συμπαγής μάζα των σκουπιδιών που σχημάτιζε τα τοιχώματα του τούνελ έμοιαζε σαν να είχε σπατουλαριστεί με στερεωτικό υλικό -κάτι σαν κόλλα- που γυάλιζε στο λιγοστό φως. «Τι πράμα ήταν κι αυτό, ε, Νικ;» είπε η Γκάνι Αλέκτο. «Τι πράμα ήταν αυτό;» «Κάτι ήταν» συμφώνησε ο Νικ Φριγκ «τι όμως, μακάρι να 'ξερα». «Νύχτα κι αυτή!» είπε η Γκάνι εκστασιασμένη. «Φοβερή νύχτα», συμφώνησε πάλι ο άλλος. «Έλα να το ακολουθήσουμε», τον παρότρυνε η Γκάνι. «Να το κυνηγήσουμε ως κάτω; Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ». Η ζωή στη χωματερή Κρόσγουντς ήταν αρκετά καλή χάρη

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

451

στις τελετές και στους συμβολικούς φόνους που όλο και πλήθαιναν, το κακό όμως ήταν πως δεν είχαν πια να προσφέρουν κάτι το καινούριο. Τα ομαδικά σεξουαλικά όργια κάθε βράδυ, οι χοροί του θανάτου, και η ταφή αραιά και πού κάποιων σκάρτων που πάντα διέφεραν από εκείνους της προηγούμενης παρτίδας. Ακόμη και οι Έψιλον, απλοϊκοί ως προς τη χρησιμότητα και τη λειτουργία τους, και τυφλά αφοσιωμένοι στα καθήκοντά τους -κι ακόμη περισσότερο οι Γάμα, όπως ο Νικ- μπορούσαν να αναπτύξουν μια επιθυμία για το διαφορετικό, για το καινούριο. Αυτό κι αν ήταν κάτι καινούριο. Δυο απ' αυτούς είχαν τρέξει πίσω στο τρέιλερ με τα σύνεργα και τα εργαλεία, κι είχαν επιστρέψει κρατοτντας τέσσερις φακούς με μακριές λαβές και πανίσχυρες φωτεινές δέσμες. Άρχισαν να χειρονομούν ξαναμμένοι και κάποιος απ' αυτούς, ο Χομπ, τόλμησε να ρωτήσει: «Θα κατέβουμε κάτω, Νικ;» Αντί γι' άμεση απάντηση, ο Νικ άρπαξε τον ένα φακό, τον άναψε και γονάτισε κοντά στο στόμιο του τούνελ. Σάρωσε με τη δέσμη του φακού το σημείο τριγύρω και διαπίστωσε πως κάπου τριάντα μέτρα από την είσοδο του λαγουμιού, και σε βάθος περίπου δέκα μέτρων κάτω από την επιφάνεια της σκουπιδόμαζας- το υπόγειο πέρασμα έστριβε απότομα αριστερά, μετά συνέχιζε προς τα κάτω και χανόταν στα έγκατα της χωματερής. Ο Νικ δε φοβόταν αυτό που θα μπορούσε να κρύβεται εκεί κάτω. Θα πουλούσε το τομάρι του ακριβά, κι άλλωστε δεν τον ενδιέφερε καθόλου το αν θα πέθαινε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μέθυσε με το «άρωμα» που έβγαινε από τα βάθη του τούνελ. Μια εκπληκτική σύνθεση

452

Dean Koontz

δυσοσμιών, γνώριμη στα ρουθούνια του Νικ, κι ωστόσο κατά πολύ πιο έντονη από το κοκτέιλ οσμών της επιφάνειας. Μια εκλεκτή ποικιλία!... Εκτός από τις χιλιάδες διαφορετικές μυρωδιές που ανέδιδαν τα σκουπίδια, καθεμιά από τις οποίες ο Νικ μπορούσε να αναγνωρίσει και ν' απολαύσει ξεχωριστά, τώρα η μύτη του έπιασε στον αέρα και μια εντελώς καινούρια, ένα μυστηριώδες άρωμα που πίστευε πως ήταν ενδεικτικό της ένωσης σε ένα ενιαίο σύνολο όλων των σκάρτων, έτσι όπως είχε εμφανιστεί αίφνης μπροστά τους για κλάσματα του δευτερολέπτου. «Ναι, θα κατέβουμε κάτω, όμως όχι όλοι», είπε τελικά. «Μόνο τέσσερις από εμάς». «Πάρε κι εμένα. Πάρε κι εμένα», τον ικέτεψε η Γκάνι. «Σ' έχω ήδη στη λίστα», της είπε. «Εσύ, Χομπ, θέλεις να έρθεις μαζί μας;» Ο ενθουσιασμός φώτισε το βλέμμα του Χομπ. «Ω, ναι! Από φαΐ και γαμήσι, να φάνε κι οι κότες, όμως τούτο εδώ; Άλλο πράμα». Όντας αρσενικό ο Χομπ, ο Νικ διάλεξε ένα θηλυκό για να συμπληρώσει την τετράδα. Η Αζαζέλ ήταν κούκλα, όχι τόσο κούκλα όσο η Γκάνι, όμως εκεί που έπρεπε σου έδινε και καταλάβαινες, και σ' έβγαζε νοκ άουτ, τόσο που χρειαζόσουν κάποιο χρόνο μέχρι να ξανάρθεις στα ίσια σου. Ο Νικ υπολόγισε πως, ακόμη κι αν έφταναν μέχρι τον πάτο του λαγουμιού και δεν έβρισκαν τη μάνα-ένωση όλων των σκάρτων, αν μη τι άλλο θα μπορούσαν να πέσουν ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στην απόλυτη, τη μεθυστική μπόχα, που κι αυτό από μια άποψη θα ήταν κάτι καινούριο, καλύτερο από ποτέ.

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

453

Η Γκάνι, η Αζαζέλ και ο Χομπ πήραν ο καθένας τους από ένα φακό. Το τούνελ κατέβαινε απότομα προς τα κάτω, όχι όμως τόσο απότομα που να μην μπορούν να βρίσκουν τα πόδια τους. «Πάμε να βρούμε τον ποντικοχάφτη», είπε η Γκάνι. «Πάμε να δούμε τι δουλειές σκαρώνει εκεί κάτω».

Κεφάλαιο 78 mummmaKaemmmimgammMMammamem

Μέσα στα αίματα, αν και η αιμορραγία είχε πια σταματήσει, με τα μαλλιά της ανάκατα, όντας σε μαύρο χάλι στην περίπτωση που θα εμφανίζονταν ξαφνικά τίποτε επισκέπτες, γεμάτη μελανιές και μώλωπες που όμως ήδη βρίσκονταν στη διαδικασία ίασης, η Έρικα εντόπισε πού ήταν το μπαρ με τα ποτά. Βρήκε κι έβγαλε ένα μπουκάλι Ρέμι Μαρτέν. Προς στιγμή της πέρασε από το νου να μη χρησιμοποιήσει καν ποτήρι. Μα μετά σκέφτηκε πως, αν την έβλεπε ο Βίκτωρ να πίνει από το μπουκάλι, θα έβρισκε τον μπελά της. Πέρασε στην αίθουσα του μπιλιάρδου γιατί, αν και γνώριζε πια πως δεν μπορούσε να δειπνεί σε όποιο δωμάτιο του σπιτιού ήθελε, σε ό,τι αφορούσε το πιοτό, πίστευε πως δεν ίσχυε αυτός ο περιορισμός, αφού ο κώδικας του σαβουάρ βιβρ που ήταν φορτωμένος στο πρόγραμμά της, δεν ανέφερε τίποτε σχετικό με την περίπτωση. Έτσι ίσα για να κάνει κάτι, άνοιξε την τηλεόραση πλάσματος κι άρχισε να ψάχνει τα κανάλια. Έκανε να την κλείσει πάλι, βαριεστημένη, όταν έπεσε τυχαία στην τελευταία μισή ώρα μιας σειράς που λεγόταν, Νοικοκυρές Σε Απόγνω-

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

455

ση, την οποία βρήκε πολύ του γούστου της. Η επόμενη εκπομπή την άφησε αδιάφορη, οπότε έκλεισε την τηλεόραση και από την αίθουσα του μπιλιάρδου βγήκε σε μια κλεισμένη με τζαμαρία βεράντα. Δεν άναψε τα φώτα, μόνο κάθισε στα σκοτεινά, κοιτώντας έξω τους κήπους και τις απέραντες πρασιές, όπου οι σιλουέτες των δένδρων αναδεικνύονταν σε όλο τους το δραματικό μεγαλείο στο φως ειδικών και κατάλληλα τοποθετημένων προβολέων. Κουτσοπίνοντας το κονιάκ της, παρακάλεσε από μέσα της να μην αφάνιζε τόσο εύκολα και γρήγορα την επήρεια του αλκοόλ ο μεταβολισμός με τον οποίο την είχε εφοδιάσει ο ιδιοφυής σύζυγος της. Κατά βάθος αμφέβαλε αν θα κατάφερνε να αισθανθεί έστω και την παραμικρή ευχάριστη ζάλη που ήξερε καλά πως προκαλούσε το αλκοόλ, και που τόσο διακαώς αποζητούσε. Γιατί, ναι, η Έρικα ήθελε όσο τίποτε ν' άρχιζε να βλέπει τα πάντα γύρω της... θολά. Αλλά τελικά το κονιάκ μάλλον την είχε «πιάσει» περισσότερο απ' όσο πίστευε, γιατί μετά από λίγο το μάτι της σαν να πήρε κάτι που έμοιαζε με γυμνό νάνο αλμπίνο που χοροπηδούσε έξω, στην πρασιά. Το πλάσμα γλίστρησε από τη σκιά μιας μανόλιας και σαλτάρισε πάνω σ' ένα κιόσκι, όπου κι εξαφανίστηκε. Όταν πια η Έρικα είχε κατεβάσει, αν και με κάποια περίσκεψη, αρκετές γουλιές κονιάκ με μια όλο και αυξανόμενη τάση για περισυλλογή κι ενδοσκόπηση, ο αλμπίνος έκανε και πάλι την εμφάνισή του, αυτή τη φορά σαλτάροντας από το κιόσκι και τρέχοντας προς την πέργκολα με το αγιόκλημα, που έβγαζε στη λιμνούλα. Κάποιος, λοιπόν, που είχε προγραμματιστεί με ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια αναφορών στην παγκόσμια λογοτεχνία, δεν

456

Dean Koontz

μπορούσε παρά να σκεφτεί πως σίγουρα κάπου εκεί κοντά πρέπει να βρισκόταν η κόρη του μυλωνά ξαίνοντας το στάχυ και κάνοντάς το χρυσάφι, και πως το ανθρωπάκι που είχε δει η Έρικα δεν ήταν άλλος από τον Ραμπολστίλτσκιν που είχε έρθει να γυρέψει την αμοιβή του.*

* Ραμπολστίλτσκιν: Σύμφωνα με το παραμύθι, ήταν ο νάνος που, όταν ο βασιλιάς έκλεισε την κόρη του φτωχού μυλωνά σ' ένα δωμάτιο με την εντολή να ξάνει τους σωρούς τα στάχυα σε χρυσάφι, παρουσιάστηκε μπροστά της και προσφέρθηκε να τη βοηθήσει, ζητώντας όμως σαν αμοιβή το πρωτότοκο παιδί της, όταν θα παντρευόταν το βασιλιά και θα γινόταν βασίλισσα. Σ.τ.Μ.

Κεφάλαιο 79

Ο κινηματογράφος Λουξ, ένα Αρτ Ντεκό μέγαρο που το είχε πάρει από καιρό η κάτω βόλτα, λειτουργούσε πια σαν αίθουσα προβολής παλιών ταινιών, αλλά μόνο τρεις φορές την εβδομάδα. Όντας τώρα το σπίτι του και το κέντρο των επιχειρήσεών του, ο Δευκαλίων την προηγούμενη μέρα είχε κλείσει για τα καλά τον παλιό κινηματογράφο, στο βωμό της σωτηρίας του κόσμου. Συναντήθηκαν τα μεσάνυχτα στο φουαγέ, όπου ο Τζέλι Μπιγκς είχε στήσει το πλιάν τραπεζάκι κοντά στο μπαρ. Μέσα σ' ένα τεράστιο μπολ που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι, ο Τζέλι είχε βάλει γλειφιτζούρια, μπισκοτάκια, σοκολάτες με σταφίδα, σακουλάκια με φιστίκια και διάφορες άλλες λιχουδιές και γλυκίσματα που είχε πάρει από το μπαρ. Από αναψυκτικά δεν υπήρχαν και πολλά, σε σύγκριση με την ποικιλία και την ποσότητα που έβρισκε κανείς σ' ένα κινηματογράφο που λειτουργούσε κανονικά. Έστω κι έτσι όμως, η Κάρσον βρήκε τελικά μια κόκα κόλα με γεύση βανίλιας, ενώ ο Δευκαλίων και ο Τζέλι προτίμησαν να πιουν

458

Dean Koontz

μπύρα. Όσο για τον Μάικλ, δέχτηκε με χαρά τα δυο μπουκάλια σοκολατούχο γάλα Γιούχου που του πρόσφεραν. «Αν την τελική νίκη μέλλει να γευτούν αυτοί με το ψηλότερο ζάχαρο» είπε ο Μάικλ «τότε σίγουρα είμαστε από τώρα νικητές». Προτού στρωθούν να κουβεντιάσουν τη στρατηγική και την τακτική τους, ο Δευκαλίων έδωσε αναφορά για την κατάσταση του μικρού Άρνι στο Θιβέτ. Η Κάρσον βέβαια είχε να του κάνει πολλές ερωτήσεις, ωστόσο στο τέλος έμεινε ευχαριστημένη. Μετά, λοιπόν, τα ευχάριστα νέα, ο Δευκαλίων τους μίλησε για τη συνάντηση που είχε με το δημιουργό του στην κουζίνα του Πατέρα Ντουκέιν. Έ ν α γεγονός δηλωτικό του ότι ο Ήλιος ή αλλιώς Φράνκενσταϊν, στο εξής θα είχε τα μάτια του δεκατέσσερα σε ό,τι αφορούσε τις εναντίον του απειλές, που με τη σειρά του μείωνε ακόμη περισσότερο τις πιθανότητες ευόδωσης των σχεδίων τους. Η πρώτη ερώτηση που έπεσε στο τραπέζι ήταν από τη μεριά της Κάρσον, που ήθελε να μάθει πώς θα κατάφερναν να πλησιάσουν τον Βίκτωρα με επαρκή δύναμη πυρός που να μην κατάφερναν να τον προστατέψουν οι πραιτοριανοί του. «Υποπτεύομαι» είπε ο Δευκαλίων «πως, άσχετα με τα σχέδια που θα καταστρώσουμε, η ευκαιρία που θα μας δοθεί μάλλον θα πέσει αναπάντεχα από τον ουρανό. Σας έχω ήδη πει πως η αυτοκρατορία του βρίσκεται σε πτώση, κι αυτό θα ισχύει όλο και περισσότερο με την κάθε μέρα που θα περνάει, για να μην πω με την κάθε ώρα. Είναι το ίδιο αλαζόνας όσο και πριν από διακόσια χρόνια. Όμως δε φοβάται πια -κι αυτό έχει μεγάλη σημασία-την αποτυχία. Ανυπόμονος, ναι, όχι όμως φοβισμένος. Παρόλες τις αναποδιές και

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

459

τις αποτυχίες, έχει παράλληλα, με πείσμα, προοδεύσει στο διάστημα τόσων χρόνων και πιστεύει πως η υλοποίηση του οράματος του είναι κάτι το μοιραίο και το αναπόφευκτο. Έτσι, δεν μπορεί να διακρίνει τους πυλώνες που στηρίζουν το βασίλειο του που έχουν ήδη διαβρωθεί κι είναι έτοιμοι να καταρρεύσουν». «Δεν είμαι πια τόσο χοντρός ώστε να μπορώ να δουλεύω στα πανηγύρια» είπε ο Τζέλι, ανοίγοντας ένα σακουλάκι με σοκολατάκια «όμως κατά βάθος εξακολουθώ να παραμένω τέρας. Και τα χοντρά τέρατα που εκτίθενται στα πανηγύρια, για ένα πράγμα δε φημίζονται: για το θάρρος και την ανδρεία τους την ώρα της μάχης. Δε πιστεύω να περιμένει κανείς από εσάς ό,τι θα εφορμήσω κι εγώ μαζί σας εφ' όπλου λόγχη στο φρούριο του άλλου, και φυσικά εγώ δεν έχω καμιά πρόθεση να κάνω κάτι τέτοιο. Έτσι λοιπόν δεν έχω να χολοσκάω για το πώς να βγάζω σφαίρες από τα φισεκλίκια μου για να γεμίζω το όπλο μου. Εμένα αυτό που με νοιάζει είναι... αν όντως το βασίλειο του καταρρέει, κι αν όντως έχει αρχίσει να μην ελέγχει πια τα ίδια του τα δημιουργήματα... τι θα απογίνει ετούτη η πόλη που θα έχει γεμίσει στο μεταξύ από χιλιάδες υπερφυσικά όντα που θα δρουν και θα κινούνται ανεξέλεγκτα; Κι αν υποθέσουμε πως καταφέρνετε και τον εξοντώνετε, πόσο περισσότερο εκτός ελέγχου θα είναι αυτά τα όντα;» «Μια φοβερή κατάσταση σίγουρα, όμως πόσο φοβερή, δεν μπορώ να ξέρω», είπε ο Δευκαλίων. «Ασφαλώς όμως πιο φοβερή απ' όσο χωράει ο νους μας. Τα όντα της Νέας Ράτσας θα σκοτώσουν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους προτού εξοντωθούν. Κι όσο για εμάς τους τέσσερις που καθόμαστε τώρα εδώ πέρα, ζήτημα είναι αν, με το τέλος αυτής της πε-

460

Dean Koontz

ριπέτειας, θα έχει επιβιώσει έστα:» κι ένας, ακόμη και στην περίπτωση που θα έχουμε θριαμβεύσει». Ακολούθησε σιωπή, καθώς όλοι τους σκέφτονταν το εφήμερο του βίου τους, τέλος η Κάρσον είπε, γυρνώντας στον Μάικλ: «Μη με απογοητεύσεις. Ρίξε μου την εξυπνάδα σου». «Για πρώτη φορά» αποκρίθηκε ο Μάικλ «έχω ξεμείνει από εξυπνάδες». «Ω, Θεέ μου» είπε η Κάρσον «τότε σίγουρα είναι πολύ σκούρα τα πράγματα».

Κεφάλαιο 80

Για κάποιο διάστημα, όπως η Έρικα κοιτούσε από τη τζαμαρία της βεράντας, με το μυαλό της λίγο θολωμένο από το κονιάκ, είδε το γυμνό νάνο να τρεχαλάει πότε από εδώ και πότε από εκεί, έξω στις πρασιές, ίδιος με ξωτικό, μισοκρυμμένος επί το πλείστον, εκτός από τις φορές που περνούσε κοντά από τους προβολείς του κήπου. Ίσως ο αλμπίνος να γύρευε κάτι, αν και, επειδή η Έρικα είχε συμπληρώσει μόλις μια μέρα που είχε βγει από τη δεξαμενή δημιουργίας της, δεν είχε ούτε τη γνώση ούτε την εμπειρία για να ξέρει τι θα μπορούσε να ήταν αυτό που έψαχνε ο νάνος σε μια έπαυλη, στην Γκάρντεν Ντίστρικτ. Μπορεί ο σκοπός του να ήταν η εξοικείωσή του με την έπαυλη, στο πλαίσιο κάποιου σχεδίου που σκόπευε να βάλει σ' εφαρμογή. Τι σχέδιο ήταν αυτό, η Έρικα δεν μπορούσε να μαντέψει, αλλά σύμφωνα με τη χρυσή βίβλο με τις αναφορές στην παγκόσμια λογοτεχνία, σίγουρα θα περιλάμβανε μια καλαθούνα γεμάτη χρυσάφι κι ένα πρωτότοκο παιδί ή ένα μαγεμένο πριγκιπόπουλο ή ένα δαχτυλίδι με μαγικές δυνάμεις.

Dean Koontz

462

Ίσως ο νάνος να έψαχνε κάπου να κρυφτεί μέχρι το χάραμα. Αναμφίβολα ένα πλάσμα σαν κι αυτό δε θα τα πήγαινε καλά με το φως της μέρας. Άλλωστε ήταν γυμνός, κι ως προ αυτό υπήρχε και η σχετική νομοθεσία περί προσβολής της δημοσίας αιδούς. Η Έρικα έμεινε να παρακολουθεί για κάμποσο τα ανήσυχα πήγαιν' έλα του νάνου, μέχρι που στο τέλος το τελώνιο αντιλήφθηκε την παρουσία της. Επειδή τώρα η κοπέλα ήταν καθισμένη σε μια σκοτεινή βεράντα, ακίνητη, εκτός από τις φορές που γέμιζε το ποτήρι της με Ρέμι Μαρτέν ή που το έφερνε στα χείλη της, δεν ήταν εύκολο για το νάνο να την εντοπίσει. Όταν όμως τελικά την πήρε το μάτι του, ο νάνος γύρισε και κοίταξε κατευθείαν προς τη βεράντα από μια απόσταση τεσσάρων περίπου μέτρων, ρίχνοντας το βάρος του πότε στο ένα του πόδι, πότε στο άλλο, κάποτε χτυπώντας τα στήθη του και με τα δυο του χέρια. Έδειχνε θορυβημένος, ίσως και σε απόγνιοση, και σαν να μην ήξερε τι έπρεπε να κάνει τώρα που τον είχαν πάρει χαμπάρι. Η Έρικα έριξε λίγο ακόμη κονιάκ στο ποτήρι της και περίμενε. Φ Ο Νικ Φριγκ οδήγησε την Γκάνι, τον Χομπ και την Αζαζέλ κατά μήκος του τούνελ που έφτανε ως τα έγκατα της χωματερής. Οι ισχυροί φακοί τους φώτιζαν εκτυφλωτικά τα καμπύλα και γυαλιστερά σαν από γυαλί τοιχώματα. Ο Νικ υποπτευόταν πως το γλοιώδες υλικό που κρατούσε σταθερά τα τοιχώματα του τούνελ ίσως ήταν οργανικό -έκκριμα της μάνας απάντων των σκάρτων. Όταν μύρισε το

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

463

κολλώδες υλικό, η μυρωδιά του διέφερε, αλλά θύμιζε εκείνη του ιστού της αράχνης και των κουκουλιών του σκόρου- διέφερε, αλλά θύμιζε εκείνη της κερήθρας και των εκκριμάτων των τερμιτών. Μετά από ένα τέταρτο της ώρας οι τέσσερις της ομάδας ανακάλυψαν πως το τούνελ έκανε απότομη στροφή και διακλαδιζόταν κατά τρόπο που θύμιζε λαγούμι σαν κι αυτά που ανοίγουν τα σκουλήκια. Το τούνελ θα πρέπει να εκτεινόταν για μίλια ολόκληρα, διασχίζοντας όχι μόνο το δυτικό λάκκο, αλλά και τον ανατολικό, ακόμη και τους παλιότερους, που είχαν ήδη μπαζωθεί και φυτευτεί με πρασινάδες. Εδώ, στα έγκατα της χωματερής Κρόσγουντς υπήρχε ένας κόσμος με μυστικές λεωφόρους, διανοιγμένες από καιρό. Ο λαβύρινθος έμοιαζε πολύ μεγάλος και περίπλοκος, για να υποθέσει κανείς πως αποτελούσε απλώς την υπόγεια κρυψώνα ενός και μόνο πλάσματος, οσοδήποτε εργατικού. Οι τέσσερις της εξερευνητικής ομάδας όπως πλησίαζαν σε κάθε τυφλή στροφή του τούνελ, περίμεναν πως θ' ανακάλυπταν μια αποικία ολόκληρη από παράξενες μορφές ζωής ή ακόμα και κατασκευές ασύλληπτης αρχιτεκτονικής. Κάποια στιγμή άκουσαν φωνές. Πολλές φωνές. Αντρικές και γυναικείες. Ρυθμικές, που έρχονταν από κάπου μακριά. Το δαιδαλώδες τού τούνελ αλλοίωνε τη χροιά των φωνών και των υμνωδιών σε σημείο που τις έκανε ακαθόριστες, αν και μια λέξη ξεχώριζε πάντα αναλλοίωτη έτσι όπως επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά, σαν απόκριση στους ψαλμούς μιας λειτουργίας: Πατέρα...Πατέρα...Πατέρα... -0Πίσω, στα Χέρια του Ελέους η Ανουνσιάτα απευθυνόταν

464

Dean Koontz

σ' ένα εργαστήριο μέσα στο οποίο δεν υπήρχε ψυχή, αφού ακόμη κι αυτός ο Λέστερ, ο καθαριστής, είχε φύγει για να συνεχίσει τη δουλειά του σε άλλους χώρους του κτιρίου ή απλώς για να την αράξει σε μια γωνιά για να ξύνει το χέρι του μέχρι αιμορραγίας. «Επείγον. Επείγον. Επείγον. Παγιδευμένος. Έλεγξε τα συστήματά σου. Κάνε κάτι σωστά. Ίσως να υπάρχει κάποια δυσαρμονία στην τροφοδοσία σου. Να κλείσω την εσωτερική, κυκλική πόρτα;» Κάθε φορά που η ψηφιακή γραμματέας έκανε μια ερώτηση, περίμενε να πάρει απάντηση, όμως δεν έπαιρνε καμιά. «Έχετε να μου δώσετε οδηγίες, κύριε Ήλιος; Ήλιος;» Το πρόσωπο της στο μόνιτορ πήρε μια απορημένη έκφραση. Κάποια στιγμή η οθόνη του υπολογιστή στο γραφείο του Βίκτωρα, στο κεντρικό εργαστήριο, σβήστηκε από μόνη της. Συγχρόνως το πρόσωπο της Ανουνσιάτα εμφανίστηκε σ' ένα από τα έξι μόνιτορ που υπήρχαν στην αίθουσα ελέγχου και παρακολούθησης, πλάι στο Θάλαμο Απομόνωσης No 2. «Κλείσιμο εσωτερικής, κυκλικής πόρτας;» ρώτησε πάλι η ψηφιακή γραμματέας. Όμως στην αίθουσα παρακολούθησης δεν υπήρχε κανείς από το προσωπικό για να της απαντήσει. Γιατί είτε βρίσκονταν σε άλλους χώρους του κτιρίου, είτε ήταν απασχολημένοι με άλλα καθήκοντα. Κι αφού δεν πήρε απάντηση από κανέναν, η Ανουνσιάτα έψαξε στη μνήμη της για προηγούμενες οδηγίες που ίσως κάλυπταν στην τρέχουσα κατάσταση. «Ανοιξε τη μια κυκλική πόρτα της καμπίνας μετάβασης. Ο Πατέρας Ντουκέιν

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

465

από 'δω ίσως θέλει να προσφέρει την ιερή του παρηγοριά στον κακομοίρη τον Γουέρνερ». Η πλησιέστερη πόρτα άφησε ένα βουητό σαν να ζοριζόταν, τέλος άνοιξε σπάζοντας ένα συρματάκι ασφαλείας. Στις οθόνες, το πράγμα Γουέρνερ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή σουλατσάριζε πάνω κάτω στους τοίχους σαν τρελό, αίφνης έμεινε απόλυτα ακίνητο και σιωπηλό. «Άνοιγμα εσωτερικής κυκλικής πόρτας;» ρώτησε η Ανουνσιάτα. Και βέβαια ούτε αυτή τη φορά πήρε απάντηση. «Βρίσκεται στο αεροστεγές», είπε. Κι αμέσως μετά έσπευσε να διορθώσει τον εαυτό της: «Δεν είναι αεροστεγές». Το πράγμα Γουέρνερ τώρα είχε γίνει κάτι ενιαίο, κι είχε πάρει ένα τόσο απόκοσμο σχήμα, που ούτε ολόκληρη στρατιά από βιολόγους, ανθρωπολόγους, εντομολόγους, ερπετολόγους και άλλους συναφών ειδικοτήτων δε θα κατάφερνε να αποφανθεί περί τίνος ακριβώς επρόκειτο, ακόμη κι αν το μελετούσε επί σειρά ετών, πασχίζοντας να ερμηνεύσει τη γλώσσα του σώματος του και τις εκφράσεις του προσώπου του (αν υπέθετε κανείς πως διέθετε πρόσωπο). Κι ωστόσο, αν εκείνη τη στιγμή βρισκόταν μέσα στη αίθουσα ελέγχου και παρακολούθησης έστω και κάποιος άσχετος, βλέποντας το ον στις οθόνες, κι από διαφορετικές γωνίες, θα διαπίστωνε πως ήταν ανυπόμονο. «Ευχαριστώ, κύριε Ήλιος. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Κύριε Ήλιος. Κύριε Ήλιος». Φ Ο Μπάκι Γκιτρό ο τωρινός περιφερειακός εισαγγελέας της

466

Dean Koontz

πόλης της Νέας Ορλεάνης, δηλαδή το πιστό του αντίγραφο, δούλευε στο γραφείο του, στο σπίτι, όταν η γυναίκα του, η Τζάνετ -πιστό αντίγραφο της πραγματικής- μπήκε μέσα και του είπε: «Μπάκι, μου φαίνεται ότι κάποιες συνδέσεις του κώδικα του βασικού μου προγράμματος έχουν αρχίσει να πέφτουν». «Είναι μέρες που όλοι μας αισθανόμαστε κάπως έτσι», την καθησύχασε. «Όχι», επέμεινε εκείνη. «Θα πρέπει να έχω χάσει αρκετά δεδομένα. Άκουσες το κουδούνι που χτύπησε πριν από λίγο;» «Ναι, το άκουσα». «Ήταν το παιδί που φέρνει τις πίτσες». «Παραγγείλαμε πίτσα;» «Όχι εμείς. Οι Μπένετ, δίπλα. Αντί να εξηγήσω στο νεαρό το λάθος του, τον σκότωσα». «Τι εννοείς όταν λες πως τον σκότωσες;» «Τον τράβηξα μέσα στο φουαγέ και τον στραγγάλισα». Ο άλλος πετάχτηκε όρθιος, φανερά αναστατωμένος. «Για δείξε μου». Βγήκαν και οι δυο στο χολ της εισόδου. Στο πάτωμα κειτόταν νεκρό ένα παλικάρι γύρω στα είκοσι. «Την πίτσα την έχω στην κουζίνα, αν θέλεις να φας κανένα κομμάτι», είπε η Τζάνετ. «Παραείσαι ψύχραιμη μετά απ' αυτό που έκανες», παρατήρησε ο Μπάκι. «Ναι, είδες; Είχε πολύ γούστο. Ποτέ άλλοτε δεν αισθάνθηκα τόσο ωραία». Αν και κανονικά μετά απ' αυτό ο Μπάκι θα έπρεπε να θορυβηθεί και να ανησυχεί και για την ασφάλειά του αλλά και

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

467

για την ανα)μαλία που θα προξενούσε αυτή η εξέλιξη στα σχέδια του δημιουργού τους, ένιωσε να τη θαυμάζει. Αλλά και να τη ζηλεύει κι από πάνω. «Σίγουρα έχεις χάσει δεδομένα από το πρόγραμμά σου», της είπε. «Δεν ήξερα πως ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο. Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τοόρα;» «Λέω να πάω δίπλα να σκοτώσω και τους Μπένετ. Εσύ;» «Αυτό που πρέπει να κάνω είναι να σε αναφέρω για να σε "αποσύρουν"», είπε ο Μπάκι. «Αλήθεια;» «Δεν ξέρω, ίσως και με μένα να μην πηγαίνει κάτι καλά». «Δηλαδή δε θα με καταγγείλεις;» «Δεν μου έρχεται να κάνω κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε ο Μπάκι. «Ωραία, θέλεις τότε να έρθεις μαζί μου να πάμε να σκοτώσουμε τους Μπένετ;» «Μα δε μας επιτρέπεται να σκοτώνουμε, αν δεν έχουμε ρητή εντολή για κάτι τέτοιο». «Οι Μπένετ είναι της Παλιάς Ράτσας. Κι είναι καιρός τώρα που τους μισώ θανάσιμα». «Κι εγώ το ίδιο», είπε ο Μπάκι. «Απ' την άλλη όμως...» «Και μόνο που λέω ότι θέλω να τους σκοτώσω, ερεθίζομαι», είπε η Τζάνετ. «Δεν κρατιέμαι! Θέλω να πάω τώρα αμέσως!» «Θα έρθω μαζί σου», είπε ο Μπάκι. «Δε νομίζω πως μπορώ να σκοτώσω. Όμως -κοίτα πλάκα- νομίζω πως μπορώ να παρακολουθήσω».

Φ Μετά από κάποιο διάστημα ο γυμνός νάνος διέσχισε τη σκο-

468

Dean Koontz

τεινή πρασιά, και πλησίασε στην τζαμαρία της βεράντας, στο σημείο που ήταν καθισμένη η Έρικα. Κοντοστάθηκε κι έμεινε να την κοιτάζει. Η λέξη νάνος δεν απέδιδε ακριβώς αυτό που ήταν το πλάσμα. Η Έρικα δεν ήξερε αν υπήρχε η κατάλληλη λέξη, ωστόσο ξωτικό ταίριαζε καλύτερα για την περίπτωση απ' ό,τι το νάνος. Αν και το ον, που είχε δει η Έρικα μέσα στη γυάλινη βιτρίνα, την είχε τρομάξει, αυτό εδώ το πλάσμα την άφηνε αδιάφορη. Κι αυτή η έλλειψη φόβου την παραξένεψε. Το ξωτικό είχε μεγάλα, απίστευτα εκφραστικά μάτια. Που έμοιαζαν απόκοσμα και συνάμα όμορφα. Η Έρικα ένιωσε να το συμπαθεί, σαν να υπήρχε κάτι κοινό μεταξύ τους. Το ξωτικό έσκυψε μπροστά, ακούμπησε το μέτωπο του πάνω στο τζάμι, και είπε με βραχνή, αν κι ευκρινή φωνή: «Χάρκερ». Η Έρικα έμεινε σκεφτική για λίγο. «Χάρκερ;» «Χάρκερ», επανέλαβε το ξωτικό. Αν είχε καταλάβει καλά, η κοπέλα θα έπρεπε να αποκριθεί, λέγοντας το όνομά της, το οποίο κι έκανε: «Έρικα». «Έρικα», είπε το ξωτικό. «Χάρκερ», είπε η Έρικα. Το ξωτικό έσκασε χαμόγελο. Έ ν α χαμόγελο που ήταν περισσότερο σαν μια άσχημη πληγή στο πρόσωπο του αερικού, η Έρικα όμως δε σκιάχτηκε. Μια από τις υποχρεώσεις της ήταν να συμπεριφέρεται ως η τέλεια οικοδέσποινα. Και η τέλεια οικοδέσποινα υποδέχεται με την ίδια πάντα ευγένεια όλους τους επισκέπτες. Τράβηξε άλλη μια γουλιά κονιάκ, κι έμεινε να κοιτιέται

Φράνκενσταϊν: Πόλη της Νύχτας

469

με το ξωτικό για κάμποσο μέσα απ' το τζάμι. Ύστερα είπε το ξωτικό: «Τον μισώ». Η Έρικα έδειξε να σκέφτεται αυτή την κουβέντα. Αν ρωτούσε το ξωτικό να της πει ποιον εννοούσε, σκέφτηκε πως ίσως στη συνέχεια θα έπρεπε να πάει να το αναφέρει. Η τέλεια οικοδέσποινα ούτε αδιάκριτη είναι ούτε φυτρώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν. Ενώ απ' την άλλη φροντίζει να ικανοποιεί τις ανάγκες του επισκέπτη της. «Μείνε εδώ όπως είσαι», είπε στο ξωτικό. «Επιστρέφω αμέσως». Η Έρικα έτρεξε στην κουζίνα, βρήκε ένα καλάθι του πικνίκ στο κελάρι κι έριξε μέσα τυρί, ψητό κρέας, ψωμί, φρούτα κι ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Νόμιζε πως στο μεταξύ το ξωτικό θα είχε εξαφανιστεί, όμως γυρνώντας στη βεράντα, το βρήκε να στέκει εκεί, έξω από τη τζαμαρία. Όταν η Έρικα άνοιξε την πόρτα της βεράντας και βγήκε έξω, το ξωτικό σκιάχτηκε κι απομακρύνθηκε με το αστείο τρέξιμο του. Δεν εξαφανίστηκε, μόνο στάθηκε κι έμεινε να την κοιτάζει από απόσταση. Η Έρικα άφησε κάτοο το καλάθι, μπήκε πάλι στην κλειστή βεράντα, κι έριξε κι άλλο κονιάκ στο ποτήρι της. Διστακτικά στην αρχή, με απρόσμενο θάρρος και ζωηράδα στη συνέχεια, το ξωτικό ζύγωσε το καλάθι κι άνοιξε το καπάκι του. Όταν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο, μάζεψε από χάμω το καλάθι κι έφυγε τρεχάτο προς το πίσω μέρος της έπαυλης, μέχρι που το κατάπιε η νύχτα. Η τέλεια οικοδέσποινα ποτέ δε σχολιάζει τους επισκέπτες της πίσω από την πλάτη τους. Και ξέρει να κρατάει μυστικά

470

Dean Koontz

και να μην προδίδει την εμπιστοσύνη των άλλων. Η τέλεια οικοδέσποινα είναι δημιουργική, καρτερική, κι έχει μνήμη ελέφαντα -όπως άλλωστε και η σοφή σύζυγος.

Related Documents


More Documents from "Major Tom"